150
1 ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης 005 - ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ COURSE 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

Citation preview

Page 1: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

005 - ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

COURSE 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Page 2: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

2

© Copyright 2010, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η έντυπη, ηλεκτρονική και γενικά κατά οποιοδήποτε τρόπο αναπαραγωγή,

δημοσίευση ή χρησιμοποίηση όλου ή μέρους του υλικού έργου αυτού,

απαγορεύεται χωρίς την έγγραφη έγκριση του κατόχου των πνευματικών

δικαιωμάτων του έργου.

Page 3: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

3

Το παρόν έντυπο αποτελεί τμήμα του εκπαιδευτικού υλικού του μαθήματος

“Τραπεζική Λειτουργία και Διοίκηση”. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του

ηλεκτρονικού υλικού που βρίσκεται στην πλατφόρμα και αναπόσπαστο

κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ο πρώτος τόμος του μαθήματος αποτελείται από 4 ενότητες:

Η πρώτη διδακτική ενότητα επιχειρεί να αναλύσει, με τρόπο σαφή και περιεκτικό,

το βασικό υπόδειγμα στρατηγικής διοίκησης στην τραπεζική διαχείριση,

παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τους παράγοντες που επηρεάζουν την

κερδοφορία ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

Η δεύτερη διδακτική ενότητα εξηγεί πώς μια τράπεζα διαχειρίζεται τις δύο

πλευρές του ισολογισμού της, πώς χειρίζεται τις απαιτήσεις και πώς

ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Μέσα στο πλαίσιο αυτό επιδιώκει να

διευκρινίσει ποιες στρατηγικές ακολουθεί η τράπεζα για τη διαχείριση της

ρευστότητας και του περιθωρίου επιτοκίου.

Στην τρίτη διδακτική ενότητα γίνεται ανάλυση των κινδύνων που αναλαμβάνει

ένας τραπεζικός οργανισμός. Οι διάφοροι τύποι κινδύνου που εμφανίζονται

στην τραπεζική λειτουργία, δημιουργούνται από τις θέσεις και τις σχέσεις που

αναπτύσσει με τους πελάτες της και τις συναλλαγές που πραγματοποιεί στα

πλαίσια των χρηματοοικονομικών αγορών.

Η τέταρτη διδακτική ενότητα επιχειρεί να εξηγήσει με τρόπο σαφή και κατανοητό

πώς μια τράπεζα προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τον πιστωτικό της κίνδυνο, να

μειώσει την αβεβαιότητα και να χαράξει έναν καλύτερο επενδυτικό

προγραμματισμό.

Η συγγραφή του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού, έχει πραγματοποιηθεί

από τον κ. Πετράκη Παναγιώτη, Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών

Επιστημών, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Page 4: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

4

Page 5: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

5

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ................................................................. 7 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ .................................................................................. 9 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ...............................10 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ .......................................16 ΣΥΝΟΨΗ ............................................................................................................... 22

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ-ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΕΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ..................................................................................... 23 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ................................................................................ 25 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Ο ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ............26 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ..................35 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ ......................63 ΣΥΝΟΨΗ ............................................................................................................... 68

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ.............................................................................. 71 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ................................................................................ 73 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ..................74 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ............................84 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ............................................88 ΣΥΝΟΨΗ ............................................................................................................. 101

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ..................... 103 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ .............................................................................. 105 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΥΠ’ ΟΨΙΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ..................................................106 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΖΟΜΕΝΩΝ.....................................110 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ .......................................................113 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ.............................................................................119 ΣΥΝΟΨΗ ............................................................................................................. 146 005 - COURSE1 - BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................... 147

Page 6: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

6

Page 7: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

7

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

005 - ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

COURSE 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Page 8: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

8

Page 9: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

9

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Στη συγκεκριμένη διδακτική ενότητα, γίνεται παρουσίαση της διαχείρισης

απόδοσης-κινδύνου ενός ιδρύματος που ασχολείται με τη χρηματοοικονομική

διαμεσολάβηση. Για τη διευκόλυνση της ανάλυσης θα χρησιμοποιηθεί ένα

υπόδειγμα διαχείρισης ενός τραπεζικού ιδρύματος, στο οποίο θα

παρατηρήσουμε ότι η σχέση απόδοσης-κινδύνου επηρεάζεται από το είδος

των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων του παθητικού που

κατέχει, καθώς και από την αναλογία ρευστών διαθεσίμων και κεφαλαίου που

διαθέτει. Στο ακόλουθο μοντέλο θα αναλυθούν με απλό τρόπο οι σχέσεις

μεταξύ αυτών των μεταβλητών, ώστε να βοηθήσει στην ερμηνεία των

αποφάσεων, που λαμβάνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην άσκηση

της πολιτικής Ενεργητικού-Παθητικού.

Page 10: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

10

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

Μία επιχείρηση, αντικείμενο της οποίας είναι η χρηματοοικονομική

διαμεσολάβηση (financial intermediation), μπορεί να θεωρηθεί σαν μια εταιρία

διαχείρισης χαρτοφυλακίου, που λειτουργεί για να αποδώσει εισόδημα στους

κατόχους των κεφαλαίων. Δε θα πρέπει να παραγνωρισθεί ο παράγοντας του

κινδύνου (risk), όπως άλλωστε και σε κάθε μορφή επένδυσης.

1.1 Οι στόχοι των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων

Συγκεκριμένα, η θεωρία του χαρτοφυλακίου υποστηρίζει ότι το χαρτοφυλάκιο

θα πρέπει να αποφέρει τη μέγιστη απόδοση για κάθε δεδομένο επίπεδο

κινδύνου, ώστε αυτή ακριβώς η στρατηγική να μεγιστοποιεί την αξία του

κεφαλαίου που κατέχουν οι μέτοχοι. Τόσο η σύνθεση του χαρτοφυλακίου, όσο

και οι στρατηγικές διαχείρισής του, επηρεάζουν τη σχέση απόδοσης-κινδύνου

όπως θα δούμε παρακάτω.

Η θεωρία του χαρτοφυλακίου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί απόλυτα σε μία

επιχείρηση αμιγώς δημόσιου χαρακτήρα. Η δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται

στην αδυναμία ορισμού της αγοραίας αξίας αυτής της μορφής επιχειρήσεως,

η οποία σύμφωνα με τη θεωρία του χαρτοφυλακίου θα πρέπει να

μεγιστοποιηθεί. Επιπλέον, η διοίκηση του δημόσιου οργανισμού ενδέχεται να

προσανατολίζεται στην επίτευξη άλλων στόχων και όχι μόνο στη

μεγιστοποίηση του κέρδους της επιχείρησης. Ειδικότερα, επειδή η διοίκηση της

δημόσιας επιχείρησης δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της άμεσης απομάκρυνσης,

είτε μέσω μιας γενικής συνέλευσης των μετόχων, είτε λόγω εξαγοράς από μία

άλλη επιχείρηση, η οποία έγινε κύριος του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών

της, έχει την ευχέρεια να λαμβάνει αποφάσεις, που δε συγκεντρώνουν

απαραίτητα την αποδοχή του κοινού. Αντίθετα, η διοίκηση μιας ιδιωτικής

επιχειρήσεως, που κύριο στόχο έχει τη μεγιστοποίηση του κέρδους, ελέγχεται και

είναι υπόλογη απέναντι στους μετόχους της εταιρίας.

Αρκετοί οργανισμοί χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, μεταξύ των οποίων

τραπεζικά και μη τραπεζικά ιδρύματα, δεν ακολουθούν πολιτική

μεγιστοποίησης της αγοραίας αξίας, εστιάζοντας τη διοίκηση-διαχείριση

(management) σε άλλους στόχους. Για παράδειγμα, μια τράπεζα μπορεί να

Page 11: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

11

έχει υιοθετήσει ως στρατηγική επιλογή, την παροχή χαμηλότοκων δανείων σε

μία συγκεκριμένη κατηγορία πελατών, με απώτερο σκοπό να αυξήσει το

μερίδιο στις πιστώσεις αυτής της μορφής, ανεξάρτητα εάν δεν αποφέρουν τη

μέγιστη απόδοση στις τοποθετήσεις της. Πιο συγκεκριμένα, τα δάνεια αυτά

μπορεί να αφορούν τη χρηματοδότηση μεγάλων μεταποιητικών μονάδων, για

τις οποίες δεν υφίσταται το πρόβλημα της ατελούς πληροφόρησης -

Asymmetric Information Problem (De Meza & Webb 1987, Bester & Hellwig

1991), συνεπώς η τράπεζα μπορεί να χάνει μεν σε απόδοση, λόγω της

έκπτωσης στο επιτόκιο χορηγήσεως, επιτυγχάνει όμως μείωση του κινδύνου,

διότι οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μικρότερη πιθανότητα να αποτύχουν

(Rose & Sanford 1990).

Το υπόδειγμα που θα αναπτυχθεί παρακάτω είναι άμεσα εφαρμόσιμο σε

επιχειρήσεις, που κύριο στόχο έχουν τη μεγιστοποίηση της αξίας τους, και

μπορεί να αποτελέσει και συμβουλευτικό εργαλείο στις ιδιαίτερες περιπτώσεις

που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Πιο συγκεκριμένα, παρέχοντας κατευθυντήριες

οδηγίες για το πως δρουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ώστε να

μεγιστοποιήσουν την αξία τους και πως επηρεάζονται από κανονιστικούς

περιορισμούς, το μοντέλο παρέχει ένα υπόδειγμα συγκρίσεως για όλες της

επιχειρήσεις αυτού του κλάδου, ακόμα και για εκείνες που δεν επιλέγουν τη

στρατηγική που οδηγεί στη μεγιστοποίηση της αξίας.

1.2 Οι μεταβλητές του υποδείγματος

Η πολιτική διαχείρισης απόδοσης-κινδύνου ενός χρηματοπιστωτικού

ιδρύματος, επηρεάζεται από το είδος των στοιχείων του ενεργητικού και των

υποχρεώσεων του παθητικού που κατέχει, καθώς και από την αναλογία

ρευστών διαθεσίμων και κεφαλαίου. Το ακόλουθο μοντέλο αναλύει τις σχέσεις

μεταξύ αυτών των μεταβλητών και βοηθά στην ερμηνεία των αποφάσεων που

λαμβάνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην άσκηση της πολιτικής

Ενεργητικού-Παθητικού.

Το μοντέλο εστιάζεται σε σημαντικά θέματα του προβλήματος της διοίκησης,

βοηθώντας να παρουσιαστεί με απλό τρόπο η επίδραση των παραπάνω

μεταβλητών στην πολιτική εξισορρόπησης απόδοσης-κινδύνου.

Οι μεταβλητές στο στοιχειώδη ισολογισμό του πίνακα 1, δείχνουν ότι η

προβληματική γύρω από τη μεγιστοποίηση της αξίας ενός οργανισμού

Page 12: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

12

χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης περιλαμβάνει την αύξηση των

κεφαλαίων μέσω αύξησης των καταθέσεων, τα οποία μπορούν να

επενδυθούν σε κερδοφόρα στοιχεία του ενεργητικού, τα περισσότερα εκ των

οποίων είναι δάνεια, με διάρκεια που ποικίλει ανά περίπτωση. Η διαδικασία

εξελίσσεται με σκοπό να μεγιστοποιηθεί η απόδοση των μετοχών, οι οποίες

μπορούν να αποκτηθούν με ένα δεδομένο βαθμό κινδύνου.

Πίνακας 1. Η δομή του ισολογισμού ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος

Οι κεντρικές τράπεζες υποχρεώνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να

διατηρούν ένα μέρος των υποχρεώσεων τους με τη μορφή υποχρεωτικών

ρευστών διαθεσίμων. Ακόμη και τράπεζες που δεν υποχρεούνται στη

διατήρηση αποθεματικών, συνήθως διακρατούν ένα ποσοστό των

υποχρεώσεών τους με δική τους πρωτοβουλία. Το ακόλουθο μοντέλο υιοθετεί

την άποψη της διαμόρφωσης ενός αποθεματικού ρευστών διαθεσίμων, είτε με

την υποχρεωτική μορφή, είτε με την εθελοντική απόφαση, χρησιμοποιώντας

στο υπόδειγμα έναν απλής μορφής περιορισμό ρευστών διαθεσίμων.

Ομοίως, αρκετοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν κανονιστικούς

περιορισμούς, οι οποίοι απαιτούν τη διατήρηση ιδίων κεφαλαίων σε μια

συγκεκριμένη αναλογία, ως προς το σύνολο των κεφαλαίων του ιδρύματος.

Αντίστοιχα, οργανισμοί χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, που δεν

υπόκεινται σε αυτόν τον περιορισμό, έχουν υιοθετήσει ένα κεφαλαιακό δείκτη-

στόχο, με βάση τον οποίο κινούνται. Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση,

ένας απλός δείκτης που δηλώνει αυτόν τον περιορισμό εμπεριέχεται στο

υπόδειγμα.

Ο ισολογισμός του πίνακα 1 αναφέρει σχηματικά ότι ταμειακά (ρευστά)

διαθέσιμα συν τα δάνεια σχηματίζουν το συνολικό ενεργητικό της τράπεζας,

ενώ οι καταθέσεις και τα ίδια κεφάλαια αποτελούν τις δύο μοναδικές πηγές

εσόδων:

R + L = D + E = A (1)

Page 13: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

13

Για να συμπεριληφθούν πλήρως οι κανονιστικοί περιορισμοί θεωρούμε τις

παρακάτω δύο σχέσεις, οι οποίες στηρίζονται σε στοιχεία του ισολογισμού.

Ε ≥ b A (2)

R ≥ k D (3)

Αυτές οι σταθερές αναλογίες μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζουν τα

ελάχιστα ποσά μετοχικού κεφαλαίου και ταμειακών αποθεμάτων, που

χρειάζεται να διατηρεί το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Κατόπιν, υποθέτουμε ότι η

τράπεζα κρατά μόνο τα ελάχιστα απαιτούμενα ρευστά διαθέσιμα και διατηρεί

μόνο την απαιτούμενη κεφαλαιακή θέση. Αυτή η παραδοχή επιτρέπει την

αντικατάσταση των ανισοτήτων στις σχέσεις 2 και 3 με ισότητες. Το επόμενο

βήμα είναι να αντικαταστήσουμε αυτές τις σχέσεις στον αρχικό ισολογισμό

(πίνακας 2).

Πίνακας 2. Η δομή του ισολογισμού ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σα

συνάρτηση των ποσοστών ρευστών διαθεσίμων και κεφαλαιακής θέσης σε

όρους ενεργητικού

Για να επικεντρωθεί η ανάλυση στην επίδραση των πολιτικών διατήρησης

υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων και κεφαλαιακής επάρκειας, είναι χρήσιμο

να επαναπροσδιορισθεί ολικά ο ισολογισμός σε όρους Ενεργητικού,

εξαλείφοντας τους όρους R, D, E και L. Σχηματικά η διαδικασία αποτυπώνεται

στα εξής βήματα:

D + E = A

D + bA = A

Οπότε

D = (1- b) A (4)

Αντικαθιστώντας την (4) στην (3) λαμβάνουμε:

R = k (1- b) A (5)

Επίσης είναι γνωστό από τη σχέση 1.1 ότι L = A - R, κατά συνέπεια

L = [1-k (1-b)] A (6)

Page 14: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

14

Μετά τις νέες αντικαταστάσεις ο ισολογισμός της τράπεζας διαμορφώνεται ως

εξής:

Πίνακας 3. Η δομή του ισολογισμού ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σε

σχέση με το σύνολο του ενεργητικού

Σε αυτό το σημείο, είναι πλέον εφικτό να συσχετισθούν τα στοιχεία του

ενεργητικού με την κατάσταση εισοδήματος. Για τη διευκόλυνση της ανάλυσης,

πρέπει να γίνουν οι εξής υποθέσεις:

α) Τα δάνεια (L) έχουν ένα πραγματικό επιτόκιο r για κάθε περίοδο.

β) Οι καταθέσεις (D) έχουν επιτόκιο c και αποδίδουν τόκο, ο οποίος αποτελεί

κόστος για το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για κάθε περίοδο.

γ) Το καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα (Net Income - NI) κάθε περιόδου

δίνεται από τον τύπο:

NI = r⋅L - c⋅D (7)

Εδώ κάνουμε την υπόθεση ότι δεν υπάρχει κόστος ευκαιρίας του μετοχικού

κεφαλαίου.

Χρησιμοποιώντας τη σχέση 6 που εκφράζει τα δάνεια L, και τη σχέση 4 για τις

καταθέσεις D, προκύπτει η ακόλουθη αλγεβρική μορφή:

NI = [ r-r⋅k(1-b) - c(1-b)]A (8)

και με αναδιάταξη προκύπτει:

NI = [r -(r⋅k + c)(1-b)]A (9)

Το καθαρό εισόδημα για τον οργανισμό χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης

είναι τώρα εκφρασμένο σα συνάρτηση του συνόλου του Ενεργητικού, του

ύψους των επιτοκίων, της σχέσεως των επιτοκίων, των ρευστών διαθεσίμων,

και του ελάχιστου απαιτούμενου κεφαλαίου. Σχηματικά τα παραπάνω

αποτυπώνονται στον πίνακα 4.

Page 15: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

15

Πίνακας 4. Το καθαρό εισόδημα του χρηματοπιστωτικού οργανισμού

(σε όρους Ενεργητικού, επιτοκίων, ρευστών διαθεσίμων και ελάχιστου απαιτούμενου

κεφαλαίου)

Εισόδημα από τόκους:

Επιτόκιο επί των ρευστών διαθεσίμων 0 ⋅ R = 0

Επιτόκιο επί των δανείων r ⋅ L = rL

Συνολική απόδοση από τα επιτόκια χορηγήσεων rL

Έξοδα τόκων:

Επιτόκιο που πληρώνεται επί των καταθέσεων - c⋅D

Καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα r ⋅ L - c ⋅ D

Στη συνέχεια είναι σκόπιμο να συσχετισθεί το NI σε σχέση με το σύνολο του

Ενεργητικού Α. Η αναλογία ΝΙ/Ε, αντιπροσωπεύει μια έννοια του «ανοίγματος

επιτοκίων - spread», προσαρμοσμένη στα δεδομένα του τραπεζικού

λειτουργικού πλαισίου, όπου αριθμητής είναι το καθαρό εισοδηματικό

αποτέλεσμα και παρανομαστής η Καθαρή Θέση του χρηματοπιστωτικού

ιδρύματος. Ο δείκτης αυτός του καθαρού εισοδήματος, που εκφράζεται από τη

διαφορά των επιτοκίων προς το συνολικό κεφάλαιο, αναφέρεται στην

παρούσα ανάλυση ως Απόδοση της Επένδυσης (Return on Equity - ROE) και

μπορεί να γραφτεί ως:

ROE = NI / E = NI / b⋅A = [r- (r⋅k+ c)(1-b)] / b (10)

ROE = r [1-k (1-b)] / b - c (1-b) / b (11)

Συνεπώς ο ROE μπορεί να αποτελέσει ένα μέτρο σχετικής εισοδηματικής

απόδοσης. Για ένα δεδομένο επίπεδο κινδύνου, η μεγιστοποίηση του ROE

οδηγεί σε μεγιστοποίηση της αγοραίας αξίας του μετοχικού κεφαλαίου της

τράπεζας, αν υποτεθεί ότι δε θα μεταβληθούν σημαντικά τα μη τοκοφόρα

λειτουργικά κόστη, σε σχέση με τις αλλαγές στο μέγεθος του ενεργητικού. Εάν

κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι δυνατή η μείωση του κινδύνου του ROE

χωρίς να επηρεαστεί η μέση αξία, η αγοραία αξία του χρηματοπιστωτικού

ιδρύματος θα αυξηθεί.

Page 16: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

16

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

Η χρήση του υποδείγματος μπορεί να οδηγήσει στην εξαγωγή χρήσιμων

συμπερασμάτων που αφορούν τόσο στο καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα

όσο και στο ποσοστό διακράτησης των υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων.

2.1 Αποτελέσματα υποδείγματος

Από το υπόδειγμα που αναπτύχθηκε, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής:

Πρώτον, εάν το καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα ΝΙ είναι θετικό, θα αυξάνεται

όταν θα αυξάνεται το ενεργητικό. Έτσι, η εξίσωση (9) δείχνει γιατί και κάτω από

ποιες συνθήκες, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα προσπαθήσει να διευρύνει

το ενεργητικό του.

Δεύτερον, η σχέση (11) δείχνει ότι ο ROE μειώνεται, καθώς το k αυξάνεται, το

οποίο σημαίνει ότι, η ελαχιστοποίηση του ποσοστού υποχρεωτικών ρευστών

διαθεσίμων αποτελεί κερδοφόρα επιλογή στρατηγικής για το

χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Η αιτία είναι προφανής, αφού τα ρευστά διαθέσιμα

δεν αποφέρουν τόκο, εν αντιθέσει με τα δάνεια, τα οποία αποτελούν την πηγή

των αποδόσεων.

Επιπλέον, ο ROE αυξάνεται όσο το b (απαιτούμενο κεφάλαιο) μειώνεται,

εφόσον βέβαια τα καθαρά έσοδα από τόκους ξεπερνούν το κόστος

κεφαλαίου. Συχνά, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν το κίνητρο

της ελαχιστοποίησης της αναλογίας κεφαλαιοποίησης της περιουσίας τους. Η

αιτία εστιάζεται στο στοιχείο ότι, όσο μεγαλύτερα κέρδη επιτυγχάνονται από ένα

δεδομένο ποσό επενδυμένου κεφαλαίου, τόσο υψηλότερη είναι η απόδοση

που εμφανίζει. Αντίστοιχα, για ένα δεδομένο επίπεδο κερδών, ή απόδοσης των

συνολικών κεφαλαίων, όσο μικρότερο είναι το επενδυμένο κεφάλαιο, τόσο

μεγαλύτερη είναι η απόδοσή του.

Οι επιδράσεις των παραπάνω παραγόντων μπορεί να γίνουν κατανοητές, εάν

πάρουμε τις μερικές παραγώγους, ως προς b και k, της συνάρτησης ROE.

Στον πίνακα 5 απεικονίζονται με αριθμητικά παραδείγματα, τα αποτελέσματα

των παραπάνω επιδράσεων. Ως ελάχιστο ποσοστό υποχρεωτικών ρευστών

διαθεσίμων k, ορίζουμε το 4% και το 10%. Για τη διευκόλυνση της ανάλυσης,

λαμβάνονται τα ίδια ποσοστά και για τη σταθερά b. Η ανάγνωση των στηλών

Page 17: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

17

του πίνακα δείχνει ότι, ο ROE μειώνεται όσο ο b αυξάνεται και ο συντελεστής k

παραμένει αμετάβλητος. Διαβάζοντας τις γραμμές κατά μήκος φαίνεται ότι ο

ROE μειώνεται όσο ο συντελεστής k αυξάνεται και ο b παραμένει σταθερός.

Πίνακας 5. Οι επιδράσεις της μεταβολής των k και b στο ROE

ROE = r [1-k(1-b)] / b - c (1-b) / b

k= 0,04 k=0,10

b = 0,04 0,965 0,792

b= 0,10 0,437 0,372

r = 0,12 c= 0,08

Για να εκτιμήσουμε πώς ο κίνδυνος επηρεάζει την απόδοση του επενδυμένου

κεφαλαίου, χρησιμοποιούμε τη διακύμανση του ROE, σαν ένα δείκτη

αποτίμησης του κινδύνου.

Απλοποιούμε τη σχέση 11 και θέτουμε:

Χ = 1 / b και

Υ = Χ - 1 = (1-b) / b

Συνεπώς η σχέση 11 μπορεί να γραφεί πιο απλά ως:

ROE = r (X - k⋅Y) - c⋅Y (12)

Κατόπιν εξετάζοντας τις μεταβλητές r και c σαν τυχαίες μεταβλητές, δηλαδή

υποθέτοντας ότι τόσο τα εισοδήματα από τα επιτόκια χορηγήσεων, όσο και τα

έξοδα από την καταβολή τόκων, κυμαίνονται απρόβλεπτα, σαν αποτέλεσμα

των αλλαγών που συντελούνται στην αγορά, υπολογίζουμε τη διακύμανση του

ROE από τον τύπο:

σ²(ROE) =σ²(r)(X-k⋅Y)²+σ²(c)Y²-2ρ(r,c)σ (r)σ(c)(X- k⋅Y)Y (13)

όπου το σ²(ROE) είναι η διακύμανση του ROE, το σ(ROE) η τυπική της απόκλιση,

και ο ρ(r, c), ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ r και c.

Αντιμετωπίζοντας τα Χ και Υ σαν σταθερούς όρους, παρατηρούμε ότι, το

αρνητικό πρόσημο του δεύτερου όρου του δεξιού μέρους της εξίσωσης δείχνει

πως το σ²(ROE) μειώνεται, καθώς το ρ(r,c) αρχίζει να αυξάνεται από το 0 και

πέρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όσο μικραίνει η ψαλίδα μεταξύ του

εισοδήματος από τα επιτόκια χορηγήσεων και το κόστος από τα επιτόκια

καταθέσεων, τόσο μικρότερος γίνεται ο εισοδηματικός κίνδυνος.

Page 18: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

18

Ο πίνακας 6 δείχνει πώς αυξάνοντας τη συσχέτιση μεταξύ r και c, επιτυγχάνεται

σταθεροποίηση του ROE. Στον πίνακα 6, τα r και c συσχετίζονται θετικά για

τους αριθμούς που βρίσκονται στην κύρια διαγώνιο (κινούμενοι προς τα κάτω,

και από αριστερά προς τα δεξιά), ενώ εμφανίζουν αρνητική συσχέτιση, στην

άλλη διαγώνιο. Ο ROE αλλάζει ελάχιστα όταν διαβάζει κανείς προς τα κάτω την

κύρια διαγώνιο, ενώ μεταβάλλεται ριζικά όταν διαβάζει κανείς προς τα επάνω

τη δεύτερη διαγώνιο. Η παρατήρηση αυτή δείχνει ότι ένα χρηματοπιστωτικό

ίδρυμα, που εμφανίζει υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ απόδοσης των δανείων

και του κόστους των καταθέσεων, ελαχιστοποιεί την επίδραση της μεταβολής

των επιτοκίων πάνω στα κέρδη, ενώ αντίθετα, ένα ίδρυμα χρηματοοικονομικής

διαμεσολάβησης, που δεν έχει τέτοια συσχέτιση, είναι περισσότερο ευάλωτο σε

μη αναμενόμενες μεταβολές των επιτοκίων.

Πίνακας 6. Εκτίμηση των συντελεστών συσχέτισης μεταξύ r και c

ROE = r [1-k(1-b)] / b - c(1-b) / b

c= 0,0600 c= 0,0800 c= 0,100

r = 0,0800

r = 0,1000

r = 0,1200

0,3384

0,7080

1,0776

-0,0416

0,3280

0,6976

-0,4216

-0,0520

0,3176

Υποθέτουμε σε όλα τα σενάρια ότι:

k = 0,08

b = 0,05

Τα στοιχεία που εμφανίζονται στον πίνακα 7 είναι η απόδοση και ο κίνδυνος

αντίστοιχα. Διαβάζοντας τις στήλες προς τα κάτω είναι φανερό, ότι

αυξάνοντας την αναλογία του κεφαλαίου μειώνονται τόσο το ποσοστό

κέρδους, όσο και ο κίνδυνος για την επίτευξη αυτού του κέρδους. Διαβάζοντας

κατά μήκος τις γραμμές του πίνακα φαίνεται ότι αυξάνοντας το ποσοστό των

υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων μειώνονται και το ποσοστό κέρδους και ο

κίνδυνος για την επίτευξη του κέρδους αυτού. Επιπρόσθετα, η επίδραση αυτή

είναι αναλογικά μικρότερη από το αποτέλεσμα που μπορεί να επιφέρει η

μεταβολή του υποχρεωτικού ποσοστού κεφαλαίου.

Page 19: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

19

Πίνακας 7. Η επίδραση των b και k στην απόδοση και τον κίνδυνο

ROE = r [1-k(1-b)] / b - c(1-b) / b

k= 0,04 k=0,0

απόδοση κίνδυνος απόδοση κίνδυνο

ς

b = 0,04 0,965 0,115 0,792 0,109

b= 0,10 0,437 0,017 0,372 0,016

Υποθέτουμε ότι: r = 0,12, c=0,08 και ρ(r,c) = 0 και

θέτουμε: σ²(r) = σ²(c) = 0,0001.

σ² (ROE) = σ²(r) (X- k⋅Y)² + σ²(c) Y².

Μελέτη Περίπτωσης 1. Τράπεζα General & Overall Services (GOS

Η τράπεζα General & Overall Services (GOS), παρουσιάζει την κάτωθι δομή

ισολογισμού:

Ρευστά διαθέσιμα 1.500.000 Καταθέσεις 15.000.000

Απαιτήσεις κατά Πελατών 11.500.000 Μετοχικό Κεφάλαιο 8.000.000

Απαιτήσεις κατά Πιστωτικών Ιδρυμάτων 3.000.000

Ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής και

μεταβλητής απόδοσης 7.000.000

Οι συντελεστές διακράτησης υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων είναι k=0,1και

κεφαλαιακής διάρθρωσης b=0,3478.

1. Να υπολογίσετε το καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα για το τραπεζικό

ίδρυμα εάν το επιτόκιο καταθέσεων c=5%, η απόδοση των Ομολογιών είναι

κατά μέσο όρο 10%, των απαιτήσεων κατά πελατών 8% και των απαιτήσεων

κατά πιστωτικών ιδρυμάτων 6%

2. Να υπολογίσετε τον δείκτη ROE, λαμβάνοντας υπόψη ότι το επιτόκιο

χορηγήσεων θα είναι η μέση απόδοση των παραπάνω τριών επιτοκίων.

3. Η διοίκηση της τράπεζας για την βελτίωση του δείκτη προτείνει δύο

διαφορετικά σενάρια: Το πρώτο προτείνει μείωση του k σε 0,08 και σταθερό το

b, με r=10% και c=7%, ενώ το δεύτερο αυξάνει το άνοιγμα των επιτοκίων κατά

τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες r=11% και c=7%, με τα υπόλοιπα δεδομένα ίδια

με αυτά του πρώτου σεναρίου. Να προβείτε σε αξιολόγηση των δύο σεναρίων

αιτιολογώντας τις παραμέτρους των επιλογών του διοικητή της τράπεζας.

Page 20: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

20

4. Πιστεύετε ότι η διοίκηση του οργανισμού έχει λάβει υπόψη της όλους

τους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις για την ανάληψη ενός

επενδυτικού σχεδίου;

Λύση

1. Το καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα το βρίσκουμε από τον τύπο: NI =

r⋅L - c⋅D ⇒ NI=0,1⋅7.000.000 + 0,08⋅11.500.000 + 0,06⋅3.000.000 -

0,05⋅15.000.000⇒NI=1.050.000

2. Ο δείκτης ROE βρίσκεται από τον τύπο:

ROE = ( )[ ] ( )

⎥⎦⎤

⎢⎣⎡ −∗

−⎥⎦⎤

⎢⎣⎡ −∗−∗

bbc

bbkr 111

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το επιτόκιο χορηγήσεων θα είναι η μέση απόδοση

των παραπάνω τριών επιτοκίων, το επιτόκιο χορηγήσεων θα είναι:

%83

6810=

++

Άρα ο ROE θα είναι:

ROE=

3. Κατά το πρώτο σενάριο έχουμε: k=0,08, b=0,3478, r=10%, c=7%.

Το ROE για την αξιολόγηση του πρώτου σεναρίου θα είναι:

ROE=( )[ ] ( )

⎥⎦⎤

⎢⎣⎡ −∗

−⎥⎦⎤

⎢⎣⎡ −∗−∗

3478,03478,0107,0

3478,03478,0108,011,0

⇒ ROE=0,141

Κατά το δεύτερο σενάριο έχουμε: k=0,08, b=0,3478, r=11%, c=7%.

Το ROE για την αξιολόγηση του δεύτερου σεναρίου θα είναι:

ROE=( )[ ] ( )

⎥⎦⎤

⎢⎣⎡ −∗

−⎥⎦⎤

⎢⎣⎡ −∗−∗

3478,03478,0107,0

3478,03478,0108,0111,0

ROE=0,168

Το σενάριο που είναι καλύτερο από την άποψη του δείκτη ROE είναι το δεύτερο

σενάριο. Κατά το δεύτερο σενάριο, το ROE αυξάνεται καθώς το k μειώνεται,

πράγμα που σημαίνει ότι η ελαχιστοποίηση του ποσοστού υποχρεωτικών

ρευστών διαθεσίμων αποτελεί κερδοφόρα επιλογή στρατηγικής για το

χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Η αιτία γι΄ αυτό είναι ότι τα ρευστά διαθέσιμα δεν

αποφέρουν τόκο, εν αντιθέσει με τα δάνεια τα οποία αποτελούν την βασική

πηγή των αποδόσεων. Από την άλλη πλευρά, όσο αυξάνεται το άνοιγμα των

( )[ ] ( ) 121,03478,0

3478,0105,03478,0

3478,011,0108,0=⎥

⎤⎢⎣

⎡ −∗−⎥

⎤⎢⎣

⎡ −∗−∗

Page 21: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

21

επιτοκίων, (που συμβαίνει στο δεύτερο σενάριο), τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος

του επενδυτικού σχεδίου.

4. Η διοίκηση του οργανισμού δεν έχει λάβει υπ΄ όψιν της όλους τους

παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις για την ανάληψη ενός

επενδυτικού σχεδίου. Συγκεκριμένα δεν έχει λάβει υπ΄ όψιν της τον κίνδυνο που

διατρέχει η επένδυση. Γιατί πράγματι το δεύτερο σενάριο μπορεί να δίνει

μεγαλύτερο δείκτη ROE, πράγμα που το κάνει προτιμότερο από το πρώτο,

όμως δεν υπολογίζει ότι όσο αυξάνεται το άνοιγμα των επιτοκίων, τόσο

αυξάνεται και ο κίνδυνος του επενδυτικού σχεδίου. Ο κίνδυνος του επενδυτικού

σχεδίου θα μπορούσε να απεικονιστεί εδώ ως διακύμανση του ROE (σ2). Ο

δείκτης ROE, θεωρείται ένα μέτρο σχετικής εισοδηματικής απόδοσης και όσο

αυξάνεται, τόσο σημαίνει ότι αυξάνεται και η αγοραία αξία του μετοχικού

κεφαλαίου του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Δηλαδή ένας καλύτερος δείκτης

ROE, δεν σημαίνει ότι η επένδυση έχει και χαμηλότερο κίνδυνο.

Page 22: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

22

Σύνοψη Με το πέρας της μελέτης της παρούσας ενότητας είστε σε θέση να γνωρίζετε

ότι:

• μια χρηματοοικονομική διαμεσολαβητική επιχείρηση προσομοιάζει σε μια

μορφή χαρτοφυλακίου. Ωστόσο, μια επιχείρηση δεν αποσκοπεί πάντα στη

μεγιστοποίηση της αξίας της,

• ο βασικός άξονας σχεδιασμού της στρατηγικής μεγιστοποίησης της αξίας

ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος αποτελείται από την αύξηση των

καταθέσεων, ώστε να επιτευχθεί αύξηση των χορηγούμενων δανείων, με

σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσης του μετοχικού κεφαλαίου,

• οι υποθέσεις του υποδείγματος θεωρούν ότι: α) τα δάνεια αποδίδουν ένα

πραγματικό επιτόκιο r για κάθε περίοδο, β) οι καταθέσεις αποδίδουν τόκο c,

ο οποίος αποτελεί κόστος για το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για κάθε

περίοδο και γ) το καθαρό εισοδηματικό αποτέλεσμα - NI κάθε περιόδου

δίνεται από τον τύπο: NI = r⋅L - c⋅D,

• η εισοδηματική απόδοση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος μπορεί να

μετρηθεί με το συντελεστή ROΕ,

• η μεγιστοποίηση του ROΕ οδηγεί σε μεγιστοποίηση της αγοραίας αξίας του

μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας,

• η αύξηση του Ενεργητικού και η ελαχιστοποίηση του ποσοστού ρευστών

διαθεσίμων και κεφαλαιακής θέσης, αυξάνει την κερδοφορία του

χρηματοπιστωτικού ιδρύματος,

• η εισοδηματικός κίνδυνος μειώνεται, όσο μικραίνει το άνοιγμα των

επιτοκίων,

• η υψηλή θετική συσχέτιση μεταξύ των επιτοκίων δανείων και χορηγήσεων,

ελαχιστοποιεί την επίδραση της μεταβολής των επιτοκίων στα κέρδη και

• η αύξηση του ποσοστού ρευστών διαθεσίμων, μειώνει το ποσοστό

κέρδους και τον κίνδυνο.

Page 23: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

23

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

005 - ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

COURSE 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ-

ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΕΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Page 24: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

24

Page 25: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

25

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Στη συγκεκριμένη διδακτική ενότητα θα περιγραφεί ο ισολογισμός των

τραπεζικών οργανισμών και ο τρόπος που λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη

διαχείριση του Ενεργητικού - Παθητικού, αλλά και πώς αυτές αξιολογούνται.

Η πρώτη υποενότητα ξεκινάει με μια συνοπτική περιγραφή του τραπεζικού

ισολογισμού και των στοιχείων που περιλαμβάνονται και στη συνέχεια

αναλύονται τα δάνεια που συνάπτουν οι τράπεζες, αλλά και από πού

προέρχονται και πώς χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια των τραπεζικών

ιδρυμάτων.

Η υποενότητα που ακολουθεί αναφέρεται στις βασικές αρχές της τραπεζικής

διαχείρισης. Εξηγεί πώς διαχειρίζεται η τράπεζα τη ρευστότητά της και τα

στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της και πώς μετριέται η

αποδοτικότητά της. Στην τρίτη υποενότητα, αναλύονται οι όροι περιθώριο και

ευαισθησία του επιτοκίου. Παράλληλα η συγκεκριμένη υποενότητα

παρουσιάζει τη διαχείριση του ανοίγματος κεφαλαίων, τον ορισμό του, πώς

λειτουργεί σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και πώς αναλύεται σε

δυναμικό επίπεδο.

Page 26: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

26

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. Ο ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Για να γίνει κατανοητό το πώς δραστηριοποιείται μια τράπεζα, αλλά και το πώς

διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο της, πρέπει να εξετασθεί ο ισολογισμός, που

αποτελεί μια καταγραφή των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων του

τραπεζικού οργανισμού.

1.1 Τα μέρη του ισολογισμού ενός τραπεζικού οργανισμού

Η ανάπτυξη των εργασιών της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς άρχισε να

γίνετε εμφανής στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Ο όγκος έκδοσης ομολογιών

και ευρωχρεογράφων ακολούθησε μια έντονη αυξητική πορεία, ενώ τα

κοινοπρακτικά τραπεζικά δάνεια ακολούθησαν μία απότομη πτωτική τάση

μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990, ο

όγκος έκδοσης ομολογιών μειώθηκε σημαντικά, ενώ τα δάνεια ακολούθησαν

μία σημαντικά αυξητική πορεία.

Τα παραπάνω αποτελούν μία μόνο από τις ενδείξεις που σημειώνουν μία

μετακίνηση των τραπεζών, από τις παραδοσιακές εργασίες (αναλήψεις -

καταθέσεις - παροχή δανείων), σε πιο σύνθετες μορφές τραπεζικών εργασιών,

με χαρακτηριστική δραστηριότητα τη σημαντική συμμετοχή τους στις αγορές

χρεογράφων. Οι εξελίξεις αυτές απαιτούν μια προσεκτική ανάλυση των

επιλογών στη σύνθεση χαρτοφυλακίου, καθώς και τις νέες στρατηγικές

διαχείρισης του.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα η αναπτυξιακή

πορεία των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι ραγδαία σε όλους τους τομείς. Τα

τραπεζικά ιδρύματα άρχισαν να δραστηριοποιούνται σε όλο το εύρος των

χρηματοοικονομικών αγορών παρέχοντας στους πελάτες τους σύγχρονες

υπηρεσίες και προηγμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα για την κάλυψη ακόμα

και του πιο απαιτητικού επενδυτή. Στην εντυπωσιακή αναπτυξιακή πορεία του

τραπεζικού συστήματος συνέβαλε καθοριστικά η ενοποίηση και κατ’ επέκταση

διεθνοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών. Ζητήματα που έχουν να

κάνουν με την παραγωγή νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, την

αξιολόγηση επενδυτικών προγραμμάτων, καθώς επίσης και τη διαχείριση

Page 27: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

27

τραπεζικών χαρτοφυλακίων έχουν αναθεωρηθεί και επανεξεταστεί

ικανοποιώντας τις νέες απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς.

Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση η βασική εξίσωση που συνδέει τα μεγέθη αυτά

είναι:

Σύνολο Ενεργητικού = Σύνολο Παθητικού + Ίδια Κεφάλαια

Ένας τραπεζικός ισολογισμός αποτυπώνει τις πηγές κεφαλαίων

(υποχρεώσεις), αλλά και τις χρήσεις των κεφαλαίων (απαιτήσεις), με τη μορφή

του ενεργητικού και παθητικού συνόλου μιας τράπεζας. Πιο συγκεκριμένα, το

σύνολο του ενεργητικού περιλαμβάνει το σύνολο του παθητικού, που περικλείει

τις υποχρεώσεις της τράπεζας έναντι τρίτων, και τα ιδία κεφάλαια της

τράπεζας. Οι τράπεζες για να μπορέσουν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά

απαιτείται να συγκεντρώσουν κεφάλαια είτε μέσω δανεισμού, είτε μέσω

άντλησης μετοχικού κεφαλαίου.

1.2 Άντληση και χρησιμοποίηση των κεφαλαίων από τις τράπεζες

Τα κεφάλαια που συγκεντρώνουν τα διαθέτουν είτε για την παροχή δανείων σε

ιδιώτες και για την απόκτηση χρεογράφων. Οι τράπεζες δημιουργούν κέρδη

χρεώνοντας ένα επιτόκιο στα δάνεια που χορηγούν και στα χρεόγραφα που

διακρατούν, το οποίο είναι υψηλότερο από το επιτόκιο που πληρώνουν στους

καταθέτες και στις άλλες υποχρεώσεις. Ουσιαστικά τα κέρδη των τραπεζών θα

μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι η διαφορά του επιτοκίου μεταξύ των

κεφαλαίων που χορηγεί και των κεφαλαίων που δανείζετε από τρίτους. Στον

πίνακα 2 παρουσιάζεται ο ενοποιημένος ισολογισμός όλων των Αμερικάνικων

Εμπορικών τραπεζών για το 1996. Πιο συγκεκριμένα, απεικονίζεται η

ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων στοιχείων του Ενεργητικού στο σύνολο

του Ενεργητικού και η αντίστοιχη του Παθητικού.

Όπως φαίνεται από τον σχετικό πίνακα, οι τράπεζες στις ΗΠΑ αντλούν

κεφάλαια από:

Καταθέσεις πελατών (βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες)

Δανεισμό της ίδιας της τράπεζας από άλλες πηγές κεφαλαίων

Διεύρυνση του μετοχικού κεφαλαίου

Επίσης, οι τράπεζες χρησιμοποιούν τα κεφάλαιά τους με τους εξής πέντε

τρόπους:

Page 28: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

28

επενδύοντας σε βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα υψηλής ποιότητας (180

ημερών),

επενδύοντας σε μακροπρόθεσμα χρεόγραφα υψηλής ποιότητας (άνω

των 180 ημερών),

επενδύοντας σε υψηλής ποιότητας δάνεια με μεταβαλλόμενο επιτόκιο

αναπροσαρμοζόμενο στις συνθήκες της αγοράς,

επενδύοντας σε χαμηλής ποιότητας δάνεια με μεταβαλλόμενο επιτόκιο

αναπροσαρμοζόμενο στις συνθήκες,

επενδύοντας σε υψηλής ποιότητας δάνεια με προκαθορισμένο (κλειστό)

επιτόκιο.

Πίνακας 1. Ενοποιημένος ισολογισμός όλων των εμπορικών τραπεζών των

ΗΠΑ (% επί του συνόλου, 31/12/96)

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

(χρήσεις κεφαλαίων)

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

(πηγές κεφαλαίων)

Ταμείο και Διαθέσιμα στην Κεντρική

Τράπεζα 1 Καταθέσεις 66

Απαιτήσεις κατά Πιστωτικών Ιδρυμάτων 4 Υποχρεώσεις προς Πιστωτικά

Ιδρύματα 26

Χρεόγραφα 21 Ίδια Κεφάλαια 8

Δάνεια

Εμπορικά - Βιομηχανικά 18

Στεγαστικά 25

Καταναλωτικά 12

Διατραπεζικά 5

Άλλα 8

Λοιπά στοιχεία Ενεργητικού 6

ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 100 ΣΥΝΟΛΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ 100

Στον πίνακα 2 παρουσιάζεται ένας ενδεικτικός Ισολογισμός ελληνικής τράπεζας

για το 2004.

Page 29: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

29

Πίνακας 2. Ενδεικτικός Ισολογισμός ελληνικής τράπεζας για το 2004

ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΡΑΠΕΖΑΣ 2004 (σε εκατ. ευρώ)

2004

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

Απαιτήσεις κατά πελατών 12.916

Σύνολο ενεργητικού 17.916

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Υποχρεώσεις προς πελάτες 14.695

Ίδια κεφάλαια 518,9

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Καθαρά έσοδα από τόκους 535,2

Καθαρά έσοδα από προμήθειες 125,2

Καθαρά έσοδα από ασφάλειες 0

Μικτά αποτελέσματα εκμετάλλευσης 629,6

Δαπάνες προσωπικού 396,7

Σύνολο οργανικών εξόδων 574,4

Καθαρά κέρδη (προ φόρων) -78,1

Καθαρά κέρδη (μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας) -94,1

Πίνακας 3. Ενοποιημένη κατάσταση ελληνικών τραπεζών (σε εκατ. €)

Ποσοστιαία διάρθρωση ενεργητικού και παθητικού στην Ελλάδα και Η.Π.Α.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΛΛΑΔΑ ΗΠΑ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΛΛΑΔΑ ΗΠΑ

ΤΑΜΕΙΟ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΑ 17% 1% ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ 78% 66%

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΠΙΣΤ.

ΙΔΡ 11% 4%

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

ΠΡΟΣ ΠΙΣΤ. ΙΔΡ. 12% 26%

ΧΡΕΟΓΡΑΦΑ 28% 21% ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 5% 8%

ΔΑΝΕΙΑ 37% 68% ΛΟΙΠΑ 6%

ΛΟΙΠΑ 7% 6%

ΣΥΝΟΛΟ 100% 100% ΣΥΝΟΛΟ 100% 100%

Πηγή: Ένωση Ελληνικών Τραπεζών (Ε.Ε.Τ.)

Οι ελληνικές τράπεζες τοποθετούν το 28% των απαιτήσεων τους σε χρεόγραφα

έναντι 21% των Αμερικανικών τραπεζών. Μεγάλη απόκλιση παρουσιάζεται

στην παροχή δανείων. Το 68% των κεφαλαίων που συγκέντρωσαν οι

Page 30: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

30

Αμερικανικές τράπεζες το μετέτρεψαν σε δάνεια, ενώ αντίστοιχα οι Ελληνικές

τράπεζες περιορίστηκαν στο 38% του ενεργητικού τους. Οι καταθέσεις

αποτελούν τη σημαντικότερη εισροή κεφαλαίων τόσο για τις Ελληνικές

τράπεζες, όσο και για τις τράπεζες των ΗΠΑ (78% και 66% αντίστοιχα)

1.3 Ο τομέας των δανείων

Η κυριότερη μορφή απαιτήσεων που παρατηρείται στους ισολογισμούς είναι

τα δάνεια. Το βασικότερο κριτήριο κατηγοριοποίησής τους έγκειται στο

διαφορετικό χρονικό ορίζοντα μέχρι την εκπλήρωσή τους. Έτσι μπορούν να

διακριθούν σε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

Τα βραχυπρόθεσμα δάνεια χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις για να

καλύψουν καθημερινές συναλλαγές ρουτίνας, όπως για παράδειγμα για

αγορά στοιχείων του κυκλοφορούντος ενεργητικού (εμπορεύματα -

αποθέματα), ή να εξοφλήσουν χρέη που συμπίπτουν με την αγορά στοιχείων

του κυκλοφορούντος ενεργητικού. Κυριότερο παράδειγμα βραχυπρόθεσμου

δανεισμού αποτελούν τα δάνεια για κεφάλαιο κίνησης (working capital).

Κεφάλαιο Κίνησης:

Το τμήμα του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την κάλυψη τρεχουσών

αναγκών της επιχείρησης, για την ομαλή λειτουργία της, π.χ. για την

πληρωμή ημερομισθίων για την αγορά πρώτων υλών κλπ.

Το ποσό κατά το οποίο τα στοιχεία του ενεργητικού που βρίσκονται σε

κυκλοφορία υπερβαίνουν το σύνολο των τρεχουσών υποχρεώσεων της

επιχείρησης και της εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της.

Αντίθετα, τα μακροπρόθεσμα δάνεια είναι μεγαλύτερης διάρκειας,

χρησιμοποιούμενα για αγορά στοιχείων παγίου ενεργητικού που απαιτούν

μεγάλες δαπάνες κεφαλαίου. Η εξόφληση γίνεται σταδιακά προκύπτοντας από

τις εισπράξεις που παράγονται από το περιουσιακό στοιχείο που

χρηματοδοτήθηκε.

Τα δάνεια σχεδόν πάντοτε ανανεώνονται με επαναπροσδιοριζόμενο πιστωτικό

όριο ή με παρόμοιες δανειστικές δεσμεύσεις.

Page 31: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

31

Πίνακας 4. Τραπεζική χρηματοδότηση ανά τομέα

Χορηγήσεις 2006(εκ. €) 2005 (%) 2004 2003 2002 2001

Επιχειρήσεων 76,660 14,7 12,7 14,4 9,6 18,5

Νοικοκυριών 80,236 31,4 30,2 28,5 32,2 40,4

Σύνολο 156,896 17,8 16,2 17,3 16,9 24,8

Η προτίμηση των τραπεζικών ιδρυμάτων στην παροχή βραχυπρόθεσμης

χρηματοδότησης, εν αντιθέσει με την επιθυμία των επιχειρήσεων για δάνεια με

μακροπρόθεσμο ορίζοντα εξόφλησης, είναι δεδομένη και θεμιτή (Cressy 1996,

Chaston 1993).

Στους πίνακες 4 και 5, που αφορούν τη δραστηριοποίηση του ελληνικού

τραπεζικού τομέα, παρατηρείται αύξηση των δανείων σαν ποσοστό των

χορηγήσεων προηγουμένων ετών.

Πίνακας 5. Ο δανεισμός στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ

2006 2005 2004 2003 2002 2001

Ελλάδα 84% 77% 70% 65% 60% 56%

Ε.Ε. 110% 104% 98% 95% 94% 93%

1.3.1 Καταναλωτικά Δάνεια

Τα Καταναλωτικά δάνεια χωρίζονται σε προσωπικά δάνεια και σε πιστωτικές

κάρτες. Ένα προσωπικό καταναλωτικό δάνειο αποτελεί χρηματοδότηση για την

αγορά διαρκών αγαθών όπως αυτοκίνητα ή οικιακές συσκευές και

εξασφαλίζεται πολλές φορές με ένα τηλεφώνημα.

Η έκδοση τραπεζικής πιστωτικής κάρτας είναι ένας τύπος βραχυπρόθεσμης,

ανασφάλιστης πιστώσεως, που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση σχεδόν

κάθε αγαθού, που κοστίζει λιγότερο από το επιτρεπόμενο πιστωτικό όριο του

πελάτη. Οι πιστωτικές κάρτες εισήχθησαν (καθιερώθηκαν) από την Franklin

National Bank το 1951, ενώ χρησιμοποιήθηκαν ευρέως μόνο από τα μέσα της

δεκαετίας του 1960.

1.3.2 Πιστωτικές Κάρτες

Ο δανεισμός με πιστωτική κάρτα απεδείχθη ότι είναι πολύ επικερδής για τις

τράπεζες. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, παρατηρείται μια στροφή των

Page 32: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

32

τραπεζών προς την καταναλωτική πίστη διότι οι αποδόσεις είναι αρκετά

ελκυστικές.

Πίνακας 6. Ποσοστό τραπεζικής χρηματοδότησης ανά τομέα

Έτος Γεωργία Τουρισμός Εμπόριο Κατανάλωση Ναυτιλία

2006 3141 4214 19824 25,824 6,716%

2005 -9,1% 3,7% 6,0% 28,7% 37,6%

2004 5,4% 15,8% 14,0% 37,9% 4,1%

2003 1,9% 20,2% 5,4% 27,5% 4,1%

2002 -13,4% 33,7% 0,9% 24,2% 1,1%

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος υπάρχει μία σαφής

μετακίνηση χρηματοδοτικών πόρων στην καταναλωτική πίστη. Ο λόγος είναι

ότι η καταναλωτική πίστη αποτελεί σημαντική πηγή κερδοφορίας.

Τα κέρδη των τραπεζών από τις πιστωτικές κάρτες προέρχονται από τρεις

πηγές:

την έκπτωση που εξασφαλίζουν οι τράπεζες κατά την αγορά των

αποδείξεων πωλήσεων από τους εμπόρους (αυτή η έκπτωση τυπικά

κυμαίνεται από 2% έως 6%),

τον τόκο που πληρώνει ο χρήστης της κάρτας, αν δεν εξοφλήσει το ποσόν

εντός της άνευ τόκου περιόδου χάριτος των 10 έως 25 ημερών,

την ετήσια συνδρομή που πληρώνουν οι κάτοχοι της πιστωτικής κάρτας.

1.3.3 Ενυπόθηκα Δάνεια

Ένα σημαντικό στοιχείο του ισολογισμού αποτελούν τα ενυπόθηκα δάνεια, που

αποτελούν εξειδικευμένους τύπους καταναλωτικού δανεισμού. Ο σκοπός του

ενυπόθηκου δανείου είναι η χρηματοδότηση για την απόκτηση ή βελτίωση

ακινήτων. Αυτά τα δάνεια είναι σχεδόν πάντοτε εξασφαλισμένα με υποθήκη

στο χρηματοδοτούμενο ακίνητο. Οι τρεις κύριοι τύποι ενυπόθηκων δανείων

είναι:

ενυπόθηκα δάνεια για κατοικία,

κατασκευαστικά δάνεια και

εμπορικά ενυπόθηκα δάνεια.

Page 33: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

33

Μέχρι την εφαρμογή της τιτλοποίησης, τα ενυπόθηκα δάνεια ήταν δύσκολα

ρευστοποιήσιμα στοιχεία, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας κάθε περιουσίας, τα

προβλήματα ατελούς πληροφόρησης κλπ. Όμως η τιτλοποίηση έλυσε πολλά

από αυτά τα εμπόδια στην εμπορευματικότητα των ενυπόθηκων δανείων και

διευκόλυνε τη ρευστοποίηση αυτών των τίτλων.

Παλαιότερα, τα ενυπόθηκα δάνεια με σταθερό επιτόκιο σε όλη τη χρονική

διάρκεια του δανείου, ήταν τα πιο δημοφιλή. Με την εφαρμογή του

μεταβαλλόμενου επιτοκίου στα ενυπόθηκα δάνεια στη δεκαετία του 1980,

υπήρξε μια έκρηξη στην ποικιλία των υποθηκών. Έτσι υπάρχουν ενυπόθηκα

δάνεια που μπορεί ο πελάτης να πληρώνει κάθε δύο εβδομάδες, ενυπόθηκα

δάνεια που το επιτόκιο προσαρμόζεται με το επιτόκιο κάποιας αγοράς και

μετατρέψιμα ενυπόθηκα δάνεια που επιτρέπουν στον πελάτη το

μεταβαλλόμενο επιτόκιο να το μετατρέπει σε σταθερό εντός μιας καθορισμένης

προθεσμίας.

Στο τέλος της δεκαετίας του 80 και τις αρχές του 90, παρατηρείται μία δυναμική

μετακίνησης κεφαλαίων στον τραπεζικό τομέα, από τις παραδοσιακές μορφές

επένδυσης, σε καινοτόμου τύπου μορφές. Το κύριο αποτέλεσμα που

παρατηρείται είναι η τεράστια ανάπτυξη στην αγορά χρεογράφων1, κυρίως

αυτών που καλούνται υποθηκευμένων.

1 Τα κυριότερα είδη χρεογράφων που έλκουν το ενδιαφέρον των τραπεζικών οργανισμών συνοψίζονται στα κάτωθι

Senior Securities: Χρεόγραφα πρώτης σειράς απαιτήσεων. Χρεόγραφα που έχουν απαιτήσεις στα κέρδη και στα περιουσιακά στοιχεία και που προηγούνται σε εξόφληση από άλλα χρεόγραφα επόμενης σειράς απαιτήσεων (junior securities). Για παράδειγμα, οι ενυπόθηκες ομολογίες δανείου προηγούνται των ομολογιών χωρίς εξασφαλίσεις στη σειρά των απαιτήσεων, ενώ οι τελευταίες προηγούνται από τις κοινές μετοχές

Junior Securities: Χρεόγραφα χαμηλής σειράς προτεραιότητας. Χρεόγραφα που έχουν χαμηλότερη σειρά απαιτήσεων σε περιουσιακά στοιχεία, από ότι άλλα χρεόγραφα που προηγούνται στη σειρά των απαιτήσεων.

Convertibles: Μετατρέψιμα χρεόγραφα. Χρεόγραφα (γενικά ομολογίες η προνομιούχες μετοχές) που μπορούν να ανταλλαγούν, με δικαίωμα προαίρεσης του κατόχου τους, με κοινές μετοχές της εκδότριας τράπεζας.

Debenture: Ομολογία δανείου χωρίς εξασφαλίσεις. Ένα μακροπρόθεσμο δανειακό μέσο που δεν ασφαλίζεται με υποθήκη σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.

Income Bond: Μία ομολογία που πληρώνει τόκο, μόνον εάν η επιχείρηση πραγματοποιεί κέρδη.

Perpetual Bond: Διηνεκής ομολογία. Μία ομολογία που πληρώνει ετήσιο τόκο στο διηνεκές.

Page 34: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

34

Υποθηκευμένο χρεόγραφο ονομάζεται, η μεταβίβαση ενός χρεογράφου από

ένα δανειζόμενο (αυτόν πού γράφει την υποθήκη), σε ένα πιστωτικό ίδρυμα

πριν τη λήξη του, προκειμένου να ρευστοποιήσει άμεσα την αξία του,

πληρώνοντας το ανάλογο αντίτιμο.

Page 35: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

35

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Για να γίνει κατανοητό το πως δραστηριοποιείται μια τράπεζα, με σκοπό να

επιτύχει το καλύτερο δυνατό επίπεδο κέρδους, με την χαμηλότερη έκθεση σε

κίνδυνο, θα παρουσιαστούν οι μέθοδοι διαχείρισης των στοιχείων του

ενεργητικού και του παθητικού.

2.1 Μέθοδοι διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού και του

παθητικού

Στο πλαίσιο αυτό, η διοικητική ομάδα (management team) της τράπεζας έχει

τέσσερις βασικές προτεραιότητες.

Να εξασφαλίσουν επαρκή ρευστότητα, δηλαδή διαθέσιμο ρευστό, ώστε

να μπορεί να ανταποκρίνεται η τράπεζα σε περιόδους αυξημένης

ανάληψης καταθέσεων. Για να διατηρήσει αρκετά διαθέσιμα, η τράπεζα

πρέπει να ακολουθήσει πολιτική διαχείρισης ρευστότητας, δηλαδή να

συγκεντρώσει εύκολα ρευστοποιήσιμες απαιτήσεις ώστε να ανταποκριθεί

στις αυξημένες της υποχρεώσεις απέναντι στους καταθέτες.

Η διοίκηση της τράπεζας πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη ενός αποδεκτού

επιπέδου κινδύνου, συγκεντρώνοντας απαιτήσεις με χαμηλή πιθανότητα

αποτυχίας και ακολουθώντας πολιτική διαφοροποίησης του

χαρτοφυλακίου (Διαχείριση Ενεργητικού).

Η τρίτη κατεύθυνση στην οποία κινείται μία τράπεζα είναι η συγκέντρωση

κεφαλαίων με το χαμηλότερο δυνατό κόστος (Διαχείριση Παθητικού).

Εδώ, πρέπει να προσδιοριστεί το ύψος του κεφαλαίου, το οποίο πρέπει να

διαχειριστεί η τράπεζα και η διαδικασία συγκέντρωσής του (Διαχείριση

Επάρκειας Κεφαλαίων-βλέπε Wilson 1986).

Τέλος, η διοικητική ομάδα πρέπει να πάρει αποφάσεις σε θέματα

ταυτόχρονης διαχείρισης ενεργητικού-παθητικού, περιθωρίου επιτοκίων ,

αξιολόγησης του αποτελέσματος όπως αυτό αποτυπώνεται στον

ισολογισμό, και στρατηγικού προγραμματισμού για το μέλλον.

Page 36: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

36

2.2 Διαχείριση ρευστότητας και ο ρόλος των διαθεσίμων

Στο τμήμα αυτό της ανάλυσης, θα παρουσιασθεί το πώς η τράπεζα

αντιμετωπίζει τη μείωση των καταθέσεων, η οποία λαμβάνει χώρα όταν οι

καταθέτες αποσύρουν τις τοποθετήσεις τους, είτε μέσω αναλήψεων, είτε

γράφοντας επιταγές που κατατίθενται σε άλλες τράπεζες. Σε αυτή την

περίπτωση η τράπεζα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ρευστότητας, δηλαδή τα

ρευστά διαθέσιμα που διαθέτει δεν είναι αρκετά ώστε να καλύψουν τις ανάγκες

για ζήτηση ρευστού χρήματος από τους πελάτες.

Παράδειγμα 1. Διαχείριση Ρευστότητας

Έστω ότι η τράπεζα Χ έχει πλεονάζοντα ρευστά διαθέσιμα και ότι το ποσοστό

υποχρεωτικών ρευστών διαθεσίμων είναι 10%. Ας υποτεθεί ότι η αρχική μορφή

του ισολογισμού της Χ είναι η ακόλουθη:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Ρευστά Διαθέσιμα 20εκ. ευρώ Καταθέσεις 100εκ. ευρώ

Δάνεια 80εκ. ευρώ Ίδια Κεφάλαια 10εκ. ευρώ

Χρεόγραφα 10εκ. ευρώ

110 εκ. ευρώ 110 εκ. ευρώ

Τα ρευστά διαθέσιμα που είναι υποχρεωμένη να διακρατήσει η τράπεζα είναι το

10% των 100 εκατομμυρίων, δηλαδή 10 εκατομμύρια ευρώ. Η τράπεζα έχει 20εκ.

ευρώ συνεπώς υπάρχουν πλεονάζοντα ρευστά διαθέσιμα της τάξεως των 10

εκ. ευρώ. Αν οι καταθέσεις μειωθούν κατά 10εκ. ευρώ ο τραπεζικός

ισολογισμός μετατρέπεται ως εξής:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Ρευστά Διαθέσιμα 10εκ. ευρώ Καταθέσεις 90εκ. ευρώ

Δάνεια 80εκ. ευρώ Ίδια Κεφάλαια 10εκ. ευρώ

Χρεόγραφα 10εκ. ευρώ

Η τράπεζα χάνει 10εκ. ευρώ σε καταθέσεις και 10εκ. ευρώ σε ρευστά διαθέσιμα,

αλλά συνεχίζει να πληροί τις προϋποθέσεις όσον αναφορά στα ρευστά

διαθέσιμα που πρέπει να διακρατήσει (το 10% των 90εκ. είναι 9εκ. και η τράπεζα

έχει 10εκ. δηλαδή έχει περίσσευμα 1εκ.). Εν ολίγοις, εάν μία τράπεζα έχει ρευστά

διαθέσιμα περισσότερα από ότι επιτάσσει ο κανονισμός, όταν λαμβάνει χώρα

μια αύξηση των αναλήψεων μπορεί να το αντιμετωπίσει χωρίς να προβεί σε

πρόσθετες ενέργειες.

Page 37: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

37

Στην αντίθετη περίπτωση, όπου μία τράπεζα δεν κρατά πλεονάζοντα ρευστά

διαθέσιμα, η ανάλυση είναι εντελώς διαφορετική. Έστω ότι ο ισολογισμός της

τράπεζας έχει την κάτωθι μορφή:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Ρευστά Διαθέσιμα 10εκ. ευρώ Καταθέσεις 100εκ. ευρώ

Δάνεια 90εκ. ευρώ Ίδια Κεφάλαια 10εκ. ευρώ

Χρεόγραφα 10εκ. ευρώ

110 εκ. ευρώ 110 εκ ευρώ

Εάν πραγματοποιηθεί μείωση των καταθέσεων κατά 10 εκ. ευρώ, ο

ισολογισμός θα μετατραπεί ως εξής:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Ρευστά Διαθέσιμα 0εκ. ευρώ Καταθέσεις 90εκ. ευρώ

Δάνεια 90εκ. ευρώ Ίδια Κεφάλαια 10εκ. ευρώ

Χρεόγραφα 10εκ. ευρώ

100 εκ. ευρώ 100 εκ ευρώ

Το πρόβλημα είναι ότι η τράπεζα θα πρέπει να έχει το 10% των 90 εκ. ευρώ σε

ρευστό και έχει 0. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, η τράπεζα έχει τέσσερις

επιλογές.

Ο πρώτος τρόπος είναι να δανεισθεί από άλλες τράπεζες μέσω της

διατραπεζικής αγοράς, ή από άλλες επιχειρήσεις. Στην περίπτωση αυτή ο

ισολογισμός θα πάρει την κάτωθι μορφή:

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Ρευστά Διαθέσιμα 9εκ. ευρώ Καταθέσεις 90εκ. ευρώ

Δάνεια 90εκ. ευρώ Ίδια Κεφάλαια 10εκ. ευρώ

Χρεόγραφα 10εκ. ευρώ Δανεισμός από

άλλες τράπεζες ή

επιχειρήσεις

9εκ. ευρώ

109 εκ. ευρώ 109 εκ ευρώ

Το κόστος αυτής της ενέργειας για την τράπεζα αποτυπώνεται στο επιτόκιο,

που πρέπει να καταβάλλει η τράπεζα στο φορέα από τον οποίο δανείζεται.

Μία δεύτερη επιλογή που έχει η τράπεζα, είναι να ρευστοποιήσει ορισμένα

χρεόγραφα προβαίνοντας σε πωλήσεις. Για παράδειγμα, πουλάει ομόλογα

αξίας 9 εκατ. ευρώ και ο ισολογισμός γίνεται:

Page 38: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

38

Η τράπεζα μπορεί βέβαια να επιβαρυνθεί με το κόστος πραγματοποίησης της

πράξεως, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι άλλα στοιχεία του ενεργητικού

είναι πιο δύσκολο να ρευστοποιηθούν και μάλιστα στην πραγματική τους αξία.

Ένας τρίτος τρόπος για την τράπεζα είναι να δανειστεί από την Κεντρική

Τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή, η τράπεζα δε μεταβάλλει στοιχεία του

ενεργητικού της όπως χρεόγραφα κλπ., αλλά προβαίνει στη σύναψη ενός

δανείου με την Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο το προεξοφλητικό που θέτει η

τράπεζα (discount rate). Το κόστος για την τράπεζα σε αυτήν την περίπτωση

δεν είναι μόνο οικονομικό. Πιο συγκεκριμένα, εάν η αδυναμία να καλύπτει τις

ανάγκες της σε ρευστά διαθέσιμα αποτελεί κανόνα, τότε δημιουργεί μία

άσχημη εικόνα που πιθανώς να οδηγήσει την Κεντρική Τράπεζα να μη την

καλύψει κάποια στιγμή στο μέλλον.

Ο τελευταίος τρόπος για να καλύψει μία τράπεζα την ανάγκη για ρευστά

διαθέσιμα είναι να μειώσει τα δάνεια. Στο παράδειγμα μας θα πρέπει να μειώσει

τις απαιτήσεις της σε δάνεια κατά 9 εκ. Ευρώ.

Η διαδικασία αυτή δεν είναι τόσο εύκολη, ούτε χωρίς συνέπειες για την τράπεζα.

Η μείωση των δανείων σημαίνει ότι κάποια δάνεια πρέπει να ανακληθούν,

ακόμα και αν ο πελάτης αποπληρώνει κανονικά τις δόσεις του. Επίσης, η

δυσαρέσκεια των πελατών μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα σε σχέση με την

ανταγωνιστική θέση της τράπεζας. Για τη μείωση των δανείων μπορεί να

ακολουθηθεί και άλλη τακτική. Η τράπεζα να πουλήσει αυτές τις απαιτήσεις σε

άλλες τράπεζες. Το πρόβλημα σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι η τράπεζα

αγοραστής δε γνωρίζει τον πελάτη του δανείου προσωπικά και θα επιμείνει να

αγοράσει το δάνειο σε μικρότερη τιμή.

Page 39: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

39

2.3 Διαχείριση ενεργητικού

Για τη μεγιστοποίηση των κερδών, η τράπεζα θα πρέπει ταυτόχρονα να

αναζητά τις υψηλότερες δυνατές αποδόσεις στα δάνεια και τα χρεόγραφα που

κατέχει στο χαρτοφυλάκιό της, τη μείωση του κινδύνου και να προβαίνει σε

προβλέψεις για την κάλυψη ρευστότητας διακρατώντας ρευστοποιήσιμες

απαιτήσεις. Όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, το κέρδος της τράπεζας

προέρχεται από τη διαφορά των επιτοκίων χορηγήσεων και δανεισμού, οπότε

η τράπεζα αποβλέπει στην υψηλή απόδοση των δανείων και των χρεογράφων

της μέσω των επιτοκίων.

Για να προσεγγίσουν τις παραπάνω αρχές οι τράπεζες ακολουθούν τέσσερις

στρατηγικές (Bannock & Doran 1991).

Πίνακας 7. Βασικές τραπεζικές στρατηγικές διαχείρισης ενεργητικού

Στρατηγική Στόχος Περιεχόμενο

Α) Χορήγηση υψηλότοκων

δανείων

Δάνεια με υψηλό επιτόκιο και

χαμηλό κίνδυνο

Επιλογή δανειοληπτών, με υψηλή

πιστοληπτική ικανότητα, που

προτίθενται να καταβάλουν

υψηλότερα επιτόκια

Β) Επιλεκτικές

τοποθετήσεις σε ομόλογα

Υψηλές αποδόσεις με χαμηλό

κίνδυνο

Αναζήτηση ευκαιριών στην αγορά

ομολόγων

Γ) Διαφοροποίηση

χαρτοφυλακίου

Μείωση του μη συστηματικού

κινδύνου

Μεγάλος αριθμός τοποθετήσεων, σε

διαφορετικού τύπου χρεόγραφα

Δ) Διαχείριση ρευστότητας

Δυνατότητα ρευστοποίησης

στοιχείων του ενεργητικού

χωρίς ιδιαίτερο κόστος

Έλεγχο των μη εύκολα

ρευστοποιήσιμων τοποθετήσεων

Α. Αναζητούν πελάτες-δανειζόμενους που προτίθενται να καταβάλλουν

υψηλότερα επιτόκια και η πιθανότητα να μην ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις

τους είναι μικρή. Με αυτό το τρόπο αυξάνουν τα έσοδα από την καταβολή των

δόσεων των δανείων αφού είναι υψηλότερο το επιτόκιο και επιπλέον μειώνουν

τον πιστωτικό κίνδυνο, εφόσον οι πελάτες είναι φερέγγυοι. Επιπλέον, ψάχνουν

ευκαιρίες, επιδιώκοντας να έρθουν σε επαφή με επιχειρήσεις που αναζητούν

χρηματοδότηση. Είναι έργο του τμήματος πιστωτικής ανάλυσης να

γνωμοδοτήσει (όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο) για την ικανότητα

οποιουδήποτε υποψήφιου πελάτη να αποπληρώνει το δάνειό του σε τακτά

χρονικά διαστήματα.

Page 40: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

40

Τυπικά, οι τράπεζες είναι συντηρητικές στη δανειακή τους πολιτική. Στις ΗΠΑ τα

δάνεια που δεν αποπληρώνονται δεν ξεπερνούν το 1% του συνόλου των

απαιτήσεων. Αρκετοί συγγραφείς θεωρούν ότι, εξαιτίας αυτού του

συντηρητισμού τους, οι τράπεζες δεν εκμεταλλεύονται ελκυστικές δανειακές

ευκαιρίες, που αποφέρουν υψηλή απόδοση σε όρους επιτοκίων. Αυτό βέβαια

έχει να κάνει και με την εκάστοτε νομισματική πολιτική αλλά και γενικότερα με

την οικονομική ευημερίας της χώρας. Αν για παράδειγμα, αυξηθούν τα

επιτόκια χορηγήσεων από την Κεντρική Τράπεζα όπως παρατηρείται τα

τελευταία χρόνια, τότε υπάρχει δυσκολία στην άμεση καταβολή των δόσεων

των δανείων από τους ιδιώτες.

Β. Οι τράπεζες αναζητούν ευκαιρίες στην αγορά ομολόγων. Επιδιώκουν

υψηλές αποδόσεις με χαμηλό επίπεδο κινδύνου.

Γ. Ακολουθούν στρατηγική διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου τους. Αυτή η

πολιτική επιτυγχάνεται με την αγορά πολλών και διαφορετικού τύπου

απαιτήσεων (βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων όπως κρατικά ομόλογα

και έντοκα γραμμάτια) και εγκρίνοντας ένα μεγάλο αριθμό δανείων σε ένα

σημαντικό αριθμό πελατών (Heffernan 1996).

Πολλές τράπεζες οι οποίες στο παρελθόν δεν επωφελήθηκαν από τα

πλεονεκτήματα της διαφοροποίησης χαρτοφυλακίου, αναγκάστηκαν κάτω

από την πίεση των εξελίξεων να υιοθετήσουν νέα τακτική.

Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ τραπεζικά και μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά

ιδρύματα, που εξειδικεύονταν σε πιστωτικά δάνεια, παρουσίασαν μεγάλες

απώλειες στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 όταν η αξία της γης έπεσε σε πολύ

χαμηλά επίπεδα (White 1983).

Δ. Τέλος, η τράπεζα πρέπει να διαχειριστεί τη ρευστότητα των στοιχείων του

ενεργητικού με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί ανά πάσα να ρευστοποιεί

απαιτήσεις χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Σε ισολογισμούς τραπεζών στα πλαίσια του

ενεργητικού υπάρχει το στοιχείο των άμεσα ρευστοποιήσιμων αξιών, στοιχείο

που υποδηλώνει ότι οι συγκεκριμένες αξίες μπορούν άμεσα να

ρευστοποιηθούν χωρίς υψηλό κόστος, για να καλύψουν ανάγκες

ρευστότητας. Για παράδειγμα, η τράπεζα μπορεί να διακρατήσει υψηλότερο

ποσοστό ρευστών διαθεσίμων από αυτό που απαιτείται από τη νομοθεσία,

έτσι ώστε να αποφευχθούν κόστη από μια απότομη αύξηση των αναλήψεων.

Με άλλα λόγια, η τράπεζα θα πρέπει να ελέγξει την επιθυμία για περισσότερο

Page 41: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

41

κερδοφόρες τοποθετήσεις, οι οποίες αποκτώνται από απαιτήσεις που δε

ρευστοποιούνται εύκολα.

2.3.1 Η διαχείριση και δημιουργία ενός τραπεζικού χαρτοφυλακίου

Η διαχείριση και δημιουργία ενός τραπεζικού χαρτοφυλακίου διαφέρει από

τράπεζα σε τράπεζα ανάλογα του μεγέθους, τοποθεσίας, συνθηκών, ζήτησης

δανείων και διαχειριστικών ικανοτήτων. Υπάρχουν, ωστόσο, πέντε βασικά

στάδια που οδηγούν σε ένα ευέλικτο και κερδοφόρο χαρτοφυλάκιο

χρεογράφων.

δημιουργία γενικών κριτηρίων και στόχων,

ευρεία πρόγνωση για τις οικονομικές εξελίξεις και την πορεία των

επιτοκίων στο χρόνο,

συνεχή εφευρετικότητα των δυνητικών αλλαγών και νέων προϊόντων στο

μέλλον,

οι βασικές πολιτικές διαχείρισης, όσον αναφορά στο χαρτοφυλάκιο της

τράπεζας, πρέπει να είναι υπό συζήτηση (ρευστότητας, επενδύσεων

κλπ.),

η εξουσιοδότηση, όσον αναφορά στη μεταβίβαση ευθύνης σε τρίτους,

θα πρέπει να είναι σε μία τέτοια σχέση, ώστε να μη δημιουργεί

ανισορροπίες στον έλεγχο, που πρέπει να παραμείνει στην πλευρά της

τράπεζας.

Οι τοποθετήσεις μίας τράπεζας σε χρεόγραφα δε στερούνται κινδύνων. Μία

αύξηση των επιτοκίων, οδηγεί σε πτώση της τιμής των ομολόγων και

αντίστροφα, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος να είναι υψηλότερος, όσο μεγαλώνει ο

χρονικός ορίζοντας της επένδυσης. Η επιλογή των κατάλληλων στρατηγικών

στη διαχείριση χρεογράφων, αποτελεί ένα όπλο στη διαχείριση των κινδύνων.

Στο σημείο αυτό θα αναφερθούν οι πιο δημοφιλείς μορφές τοποθετήσεων των

τραπεζών σε χρεόγραφα.

Τοποθετήσεις σε χρεόγραφα Σταθερού Εισοδήματος με ρήτρα

Συναλλάγματος

Στόχος της τράπεζας είναι η προφύλαξη από ενδεχόμενη υποτίμηση ή

διολίσθηση του νομίσματος στο οποίο συναλλάσσεται. Για παράδειγμα, ένα

τριετές ομόλογο αξίας 4.000 ευρώ με ρήτρα δολαρίου, σταθερού επιτοκίου 5%,

Page 42: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

42

εκδίδεται την 1/1/2002, όταν η ισοτιμία δολαρίου ευρώ βρίσκεται στα 0,8 ευρώ.

Οι χρηματικές ροές για την τράπεζα αποτυπώνονται στον πίνακα 9.

Βέβαια, η επιλογή της παραπάνω επένδυσης δε στερείται μειονεκτημάτων. Με

δεδομένο ότι, όσο πιο ασθενές είναι ένα νόμισμα (στην περίπτωση του

παραδείγματος το ευρώ), τόσο υψηλότερο επιτόκιο προσφέρει, γίνεται φανερό

ότι η επιλογή της επένδυσης με ρήτρα συναλλάγματος δε στερείται κόστους,

στην περίπτωση που το ευρώ δεν υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου, ή έστω εάν

το ευρώ διολισθήσει έναντι του δολαρίου με ρυθμό μικρότερο της διαφοράς

των δύο επιτοκίων. Μια δεύτερη αδυναμία της επένδυσης αυτής είναι ότι η

τράπεζα αναλαμβάνει όλους εκείνους τους κινδύνους που εμπεριέχει η ίδια η

επένδυση (π.χ. άνοδος επιτοκίων δολαρίου, κίνδυνος εκδότη κ.λ.π.).

Ταμειακές ροές τράπεζας

1-1-02 1-1-03 1-1-04 1-1-05

Ευρώ -4.000 250$ επί ισοτιμία

1-1-03

250$ επί ισοτιμία

1-1-04

5250$ επί ισοτιμία

1-1-05

$ -5.000$ 250$ 250$ 5250$

Τοποθετήσεις σε Τιμαριθμοποιημένα ομόλογα

Πρόκειται για ομολογιακούς τίτλους, το επιτόκιο των οποίων είναι συνάρτηση

της πορείας του πληθωρισμού (π.χ. επιτόκιο= εκάστοτε πληθωρισμός+3%).

Έστω ένα τιμαριθμοποιημένο ομόλογο που εκδίδεται την 1/1/02, αξίας 3.000

ευρώ, τριετούς διάρκειας, με επιτόκιο ίσο με πληθωρισμό συν 3%. Εάν τελικά ο

πληθωρισμός στα τέλη των ετών 2003, 2004 και 2005 είναι αντίστοιχα σε 5%, 4%

και 3%, τότε οι ταμειακές ροές (cash flow) του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος

αποτυπώνεται στον πίνακα 10

Ταμειακές ροές τράπεζας

1-1-02 1-1-03 1-1-04 1-1-05

Πληθωρισμός 5% 4% 3%

Επιτόκιο 5%+3%=8% 4%+3%=7% 3%+3%=6%

Κεφάλαιο -3.000 240 210 180

Επενδύσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο

Πρόκειται για επενδύσεις (κυρίως ομόλογα ή ομολογίες μετατρέψιμες σε

μετοχές), το επιτόκιο των οποίων αποτελεί συνάρτηση κάποιου άλλου μέγεθος,

το οποίο συνήθως είναι το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς (π.χ. επιτόκιο =

Page 43: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

43

Athibor + 2%, ή επιτόκιο = Libor + 1% εάν πρόκειται για επένδυση σε ξένο

νόμισμα), το επιτόκιο των ετήσιας διάρκειας Εντόκων Γραμματίων του

Δημοσίου, το επιτόκιο καταθέσεων ταμιευτηρίου μιας συγκεκριμένης τράπεζας,

κλπ.

Ο τρόπος υπολογισμού του cash flow του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, είναι

ίδιος με αυτόν των τιμαριθμοποιημένων ομολόγων, καθώς τα

τιμαριθμοποιημένα ομόλογα αποτελούν υποδιαίρεση των ομολόγων με

κυμαινόμενο επιτόκιο. Όπως τα τιμαριθμοποιημένα, έτσι και τα υπόλοιπα

ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου, έχουν ως στόχο να προστατεύσουν την

«πραγματική» απόδοση του επενδυτή, καθώς σε περίπτωση αύξησης του

πληθωρισμού, ή υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, κλπ, επηρεάζει αυξητικά

την τιμαριθμοποιημένη βάση. Ακόμη, όμως και σε αυτά τα ομόλογα, στην

περίπτωση υποτίμησης, ή έντονης διολίσθησης, η προστασία του επενδυτή

περιορίζεται στο ύψος των τόκων και δεν αφορά το ύψος της επένδυσης.

Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε μια σημαντική διαφορά μεταξύ των

τιμαριθμοποιημένων και των υπολοίπων κυμαινόμενου επιτοκίου ομολόγων. Σε

αναδυόμενες κεφαλαιαγορές, σε περίπτωση αποκλιμάκωσης του

πληθωρισμού κατά x%, συνήθως η πτώση των επιτοκίων των ομολόγων είναι

μεγαλύτερη του x%, λόγω του ότι η πτώση του πληθωρισμού ερμηνεύεται και

ως μείωση του επενδυτικού κινδύνου της χώρας (country risk).

Το αντίθετο συμβαίνει σε περίπτωση ανόδου του πληθωρισμού κατά x%, όπου

η αύξηση των επιτοκίων είναι συνήθως ανώτερη του x%. Αυτή την παράμετρο

θα πρέπει να τη συνεκτιμήσει ο επενδυτής, έτσι ώστε να επιλέξει μεταξύ των δύο

αυτών διαφορετικού τύπου ομολόγων.

Επενδύσεις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα

Η περίπτωση αυτή αναφέρεται σε περίοδο από λίγες ημέρες έως και λίγους

μήνες (repos, synthetics, Έντοκα Γραμμάτια Δημοσίου τριών ή έξι μηνών,

επενδύσεις σε συνάλλαγμα, Α/Κ Διαχείρισης Διαθεσίμων, κλπ), έτσι ώστε ο

κίνδυνος από μεταβολές των επιτοκίων, των συναλλαγματικών ισοτιμιών, κλπ,

να είναι σαφώς μικρότερος, σε σχέση με τις ίδιες επενδύσεις μεγαλύτερου

χρονικού ορίζοντα. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται επενδύσεις στην

προθεσμιακή αγορά συναλλάγματος (forward market), ή επενδύσεις με

παράλληλη χρήση παράγωγων προϊόντων (options, futures, swaps).

Page 44: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

44

Στρατηγική ομολόγων κλιμακωτής διάρκειας (ladder portfolio)

Φιλοσοφία αυτού του χαρτοφυλακίου είναι η ένταξη στο χαρτοφυλάκιο της

τράπεζας ομολόγων, η λήξη των οποίων επιμερίζεται στο μέλλον. Ένα τέτοιο

χαρτοφυλάκιο, που δημιουργείται π.χ. στις 30/9/01, θα μπορούσε αυτό που

απεικονίζεται στον πίνακα.

Στόχος αυτού του χαρτοφυλακίου είναι, από τη μια πλευρά, να αποφύγει τις

μεγάλες μεταβολές τιμών και διακυμάνσεων των τιμών των ομολόγων, σε

περίπτωση που το σύνολο των ομολόγων του χαρτοφυλακίου είχε μεγάλη

χρονική περίοδο μέχρι να λήξει. Συνεπώς, η στρατηγική αυτή μειώνει σε μεγάλο

βαθμό τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου, όμως όχι και στο βαθμό εκείνο, που ο

κίνδυνος θα μειωνόταν από την ύπαρξη μόνο βραχυπρόθεσμων τίτλων

σταθερού εισοδήματος.

Από την άλλη πλευρά, μπορεί να επιτύχει μέση προσδοκώμενη απόδοση

μεγαλύτερη από αυτή που θα επιτυγχανόταν από την τοποθέτηση του

συνόλου χαρτοφυλακίου σε βραχυπρόθεσμους τίτλους.

Ομολογιακό χαρτοφυλάκιο κλιμακωτής διάρκειας

Αξία Επιτόκιο Λήξη Διάρκεια έως τη λήξη

6.000 8,0% 31-12-02 15 μήνες

6.000 8,2% 31-6-03 21 μήνες

6.000 8,4% 31 12-03 27 μήνες

6.000 8,6% 30-6-04 33 μήνες

6.000 8,8% 31-12-04 39 μήνες

6.000 9,0% 30-6-05 45 μήνες

6.000 9,2% 31-12-05 51 μήνες

Αξία χαρτοφυλακίου 42.000

Μέσο επιτόκιο 8,6%

Μέση διάρκεια έως τη λήξη 33 μήνες

Τοποθετήσεις σε χρεόγραφα μικρής και μεγάλης διάρκειας έως τη λήξη

(barbell portfolio)

Σύμφωνα με αυτήν τη στρατηγική, τοποθετείται ένα μεγάλο ποσοστό του

χαρτοφυλακίου της τράπεζας σε βραχυπρόθεσμης διάρκειας τίτλους και το

υπόλοιπο ποσοστό σε τίτλους με μεγάλη διάρκεια έως τη λήξη, αποφεύγοντας

επενδύσεις σε τίτλους μέσης διάρκειας έως τη λήξη τους. Στον παρακάτω

πίνακα παρουσιάζεται ενδεικτικά ένα παράδειγμα barbell χαρτοφυλακίου, το

οποίο δημιουργείται στις 30/6/03.

Page 45: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

45

Ο στόχος αυτής της στρατηγικής είναι παρόμοιος με αυτόν του κλιμακωτού

χαρτοφυλακίου (ladder). Από τη μια πλευρά, προσδοκά μέση απόδοση

ανώτερη από αυτή των βραχυπρόθεσμων τίτλων σταθερού εισοδήματος και,

από την άλλη, να περιορίζει το σχετικά υψηλό κίνδυνο, που συνεπάγονται οι

τοποθετήσεις σε τίτλους με πολύ μεγάλη διάρκεια έως τη λήξη.

Συγκρίνοντας τις δύο αυτές στρατηγικές μεταξύ τους (τη ladder και τη barbell),

βρίσκουμε ότι η στρατηγική barbell είναι περισσότερο επικίνδυνη, καθώς

συνεπάγεται υψηλότερο κίνδυνο επανεπένδυσης των τόκων, υψηλότερο

κίνδυνο από μεταβολές στη χρονική καμπύλη ζήτησης των επιτοκίων, κλπ.

Χαρτοφυλάκιο μικρής και μεγάλης διάρκειας ως τη λήξη

Στρατηγική του απρόσβλητου χαρτοφυλακίου (immunization strategy)

Πρόκειται για επενδυτική στρατηγική σε χαρτοφυλάκια σταθερού εισοδήματος,

σύμφωνα με την οποία – σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και ανεξαρτήτως

της πορείας των επιτοκίων – η τράπεζα μπορεί να επιτύχει σίγουρη νομισματική

απόδοση, δηλαδή να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο ύψος χρημάτων.

Η στρατηγική αυτή εξυπηρετεί τους επενδυτές εκείνους που σε συγκεκριμένες

χρονικές περιόδους έχουν να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις συγκεκριμένου

χρηματικού ποσού (π.χ. τα ασφαλιστικά ταμεία σε πληρωμές συντάξεων, οι

ασφαλιστικές εταιρίες, κλπ). Σε ένα τέτοιο χαρτοφυλάκιο, οι εναλλακτικές

αποδόσεις του, σε διάφορα επίπεδα μελλοντικών επιτοκίων με ελάχιστη

ζητούμενη απόδοση το 7,0%, δίδονται από τον πίνακα

Χαρτοφυλάκιο απρόσβλητης απόδοσης Τελική Απόδοση Ενδεχόμενα Επιτόκια

10% 7,5%

9% 7,3%

8% 7,0%

7% 7,0%

Page 46: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

46

Μια άλλη επιλογή για την τράπεζα, θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός

χαρτοφυλακίου με μια σειρά ομολόγων που λήγουν πολύ κοντά στην

ημερομηνία, κατά την οποία ο επενδυτής πρέπει να ανταποκριθεί στη

συγκεκριμένη του υποχρέωση. Προχωρά δηλαδή η τράπεζα στη δημιουργία

ενός bullet portfolio.

Με την προϋπόθεση ότι όλες οι μεταβολές στα επιτόκια οδηγούν σε

παράλληλη μετατόπιση τη χρονική καμπύλη απόδοσης (yield curve), μια

δεύτερη λύση για τη δημιουργία ενός απρόσβλητου χαρτοφυλακίου

(immunized portfolio), είναι ο σχηματισμός ενός χαρτοφυλακίου που:

Ο δείκτης του Macauley Duration (δείκτης που προκύπτει από την επεξεργασία

της πρώτης παραγώγου της μεταβολής του επιτοκίου επί της τιμής του

ομολόγου) ισούται κάθε φορά – στην πράξη κατά τακτά χρονικά διαστήματα –

με το χρονικό ορίζοντα στον οποίο θέλουμε να διατηρήσουμε το απρόσβλητο

του χαρτοφυλακίου, ή αλλιώς, στο χρονικό ορίζοντα στον οποίο επιζητείται το

immunization. Έτσι, στοχεύει στο στοιχείο η αρχική παρούσα αξία του cash flow

του χαρτοφυλακίου να ισούται με την παρούσα αξία της μελλοντικής

συγκεκριμένης υποχρέωσης.

Το χαρτοφυλάκιο αυτό συμπεριλαμβάνει ομόλογα υψηλής ποιότητας και

εμπορευσιμότητας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η πώλησή τους ανά πάσα στιγμή

και να μην υπάρχει αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ του bid και του ask.

Στην περίπτωση – πράγμα και συνηθέστερο – όπου υπάρχουν περισσότερες

από μια συγκεκριμένες υποχρεώσεις (multiple liability immunization), σύμφωνα

με τους Fong και Vasicek (1983), θα πρέπει:

Η συνολική Macauley Duration του χαρτοφυλακίου να ισούται με τη συνολική

μέση σταθμική διάρκεια του χαρτοφυλακίου και η κατανομή των διαρκειών των

επί μέρους χαρτοφυλακίων, να έχουν μεγαλύτερο εύρος σε σχέση με την

κατανομή των υποχρεώσεων. Δηλαδή, τα έσοδα του χαρτοφυλακίου θα

πρέπει να είναι περισσότερο διεσπαρμένα στο χρόνο σε σχέση με τις

υποχρεώσεις, καθώς θα πρέπει να υπάρχει ένα τμήμα της επένδυσης με

διάρκεια μικρότερη της πλέον βραχυπρόθεσμης υποχρέωσης, έτσι ώστε η

υποχρέωση αυτή να εξοφληθεί.

Page 47: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

47

2.4 Διαχείριση παθητικού

Πριν από τη δεκαετία του 1960, η διαχείριση των στοιχείων του παθητικού ήταν

μια τυπικά επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Οι τράπεζες θεωρούσαν τις

υποχρεώσεις τους, ως υποχρεώσεις σταθερού επιτοκίου και το ζητούμενο ήταν

η επιλογή του αποδοτικότερου μίγματος απαιτήσεων. Τα τελευταία χρόνια

όμως η διαχείριση του παθητικού απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή.

Το 60% των πηγών κεφαλαίου την περίοδο εκείνη προερχόταν από καταθέσεις

όψεως, που δια νόμου δεν έδιναν τόκο. Έτσι οι τράπεζες δεν μπορούσαν να

ανταγωνιστούν σε όρους καλύτερης προσφερόμενης απόδοσης για αυτή τη

μορφή καταθέσεων, συνεπώς, το μερίδιο των τραπεζών ήταν λίγο πολύ

σταθερό.

Επίσης, δεν είχαν αναπτυχθεί χρηματοδοτικά προϊόντα, όπως τα overnight

loans2, και οι τράπεζες δανείζονταν συνεχώς μεταξύ τους, ώστε να καλύψουν

τις ανάγκες τους σε ρευστά διαθέσιμα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 60, μεγάλες τράπεζες σε σημαντικά

χρηματοοικονομικά κέντρα, όπως η Νέα Υόρκη, το Σικάγο, και το Σαν

Φρανσίσκο, άρχισαν να αναζητούν τρόπους με τους οποίους οι υποχρεώσεις

θα προσέφεραν διαθέσιμα με μεγαλύτερη απόδοση και ρευστότητα και

χαμηλότερο κόστος.

Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη ανάπτυξη των προσωρινών δανείων

μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και τη δημιουργία νέων χρηματοοικονομικών

εργαλείων όπως διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα, που βοηθούν τα

χρηματοοικονομικά κέντρα να αντλήσουν κεφάλαια γρηγορότερα.

Αυτή η πιο ευέλικτη διαχείριση του παθητικού, σημαίνει ότι η τράπεζα θέτει

στόχους για τους ρυθμούς μεγέθυνσης των υποχρεώσεών τους και κατόπιν

αναζητά τα κεφάλαια (υποχρεώσεις) που θα χρηματοδοτήσουν αυτούς τους

στόχους.

Για παράδειγμα, όταν η τράπεζα εντοπίζει στη χρηματαγορά κάποια ευκαιρία

για παροχή δανείου, συγκεντρώνει πόρους πουλώντας διαπραγματεύσιμα

πιστοποιητικά καταθέσεων. Επίσης, όταν παρουσιάζεται η ανάγκη κάλυψης σε

2 Είναι δάνεια που συνάπτονται μεταξύ τραπεζών, για να καλύψουν θέσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η διάρκειά τους είναι μία ημέρα.

Page 48: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

48

ρευστότητα, μπορεί να δανειστεί από άλλη τράπεζα στα πλαίσια της

διατραπεζικής αγοράς, χωρίς να επωμίζεται υψηλό κόστος τραπεζικής

πράξεως.

Η έμφαση που δόθηκε στη διαχείριση παθητικού, εξηγεί πολλές από τις

σημαντικές αλλαγές, που παρουσιάστηκαν στη σύνθεση των ισολογισμών

των τραπεζικών ιδρυμάτων τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Επίσης, ενώ η σημασία

των διαπραγματεύσιμων πιστοποιητικών καταθέσεων αυξήθηκε σημαντικά

(από 2% του συνόλου των υποχρεώσεων το 1960 σε 38% στο τέλος του 1996),

οι καταθέσεις όψεως μειώθηκαν από 61% το 1960 σε 17% το 1996 (James &

Wier 1996). Γενικότερα, τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε σημαντική μείωση

στις καταθέσεις παγκοσμίως αλλά και παράλληλα ραγδαία αύξηση στην

χορήγηση δανείων σε ιδιώτες.

H ευελιξία της νέας προσέγγισης διαχείρισης του παθητικού, οδήγησε τις

τράπεζες στην αύξηση της αναλογίας των δανείων σαν στοιχείο του

ενεργητικού, από 46% των τραπεζικών απαιτήσεων το 1960 σε 68% το 1996.

Οι τράπεζες πρέπει να πάρουν αποφάσεις για το ύψος των κεφαλαίων που

πρέπει να διακρατούν για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, η ικανοποιητική

καθαρά θέση βοηθά την τράπεζα να προλαμβάνει περιπτώσεις που μπορούν

να την οδηγήσουν σε πτώχευση, όπως για παράδειγμα την περίπτωση κατά

την οποία, η τράπεζα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της

απέναντι στους καταθέτες και στους άλλους πιστωτές, που έχει σαν

αποτέλεσμα να οδηγείται σε πτώχευση. Κατά δεύτερον, το ποσό του μετοχικού

κεφαλαίου επηρεάζει την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας.

Τρίτον, ένα ελάχιστο ποσό κεφαλαίου απαιτείται να διακρατηθεί από την

τράπεζα ως αποτέλεσμα νομοθετικών περιορισμών που επιβάλλονται από τις

ρυθμιστικές αρχές για την αποφυγή της πτώχευσης.

Page 49: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

49

Παράδειγμα 2. Σύγκριση δύο τραπεζών

Θεωρήστε δύο τράπεζες με πανομοιότυπους ισολογισμούς, με τη μόνη

διαφορά ότι η τράπεζα «Υψηλού Κεφαλαίου» έχει δείκτη κεφαλαίου προς

απαιτήσεις ίσο με 10%, ενώ η τράπεζα «Χαμηλού Κεφαλαίου» έχει αντίστοιχο

δείκτη 4%.

Ας υποτεθεί ότι και οι δύο τράπεζες αντιμετώπισαν ζημιές από μία πτώση της

αξίας της γης, που οδήγησε σε μείωση της αξίας των τραπεζικών δανείων σε

στεγαστική πίστη κατά πέντε εκατομμύρια δολάρια. Όταν αυτές οι επισφαλείς

απαιτήσεις μετατραπούν σε δάνεια που δε θα αποπληρωθούν ποτέ (bad

debts), τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών, που είναι ίσα με το σύνολο των

απαιτήσεων μείον το σύνολο των υποχρεώσεων, θα μειωθούν κατά πέντε

εκατομμύρια και οι ισολογισμοί των τραπεζών θα διαμορφωθούν ως εξής:

Τράπεζα «Υψηλού Κεφαλαίου»

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Διαθέσιμα $ 10 εκ. Καταθέσεις $ 90 εκ.

Δάνεια $ 85 εκ. Ίδια Κεφάλαια $ 5 εκ.

$ 95 εκ. $ 95 εκ.

Τράπεζα «Χαμηλού Κεφαλαίου»

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Διαθέσιμα $ 10 εκ. Καταθέσεις $ 96 εκ.

Δάνεια $ 85 εκ. Ίδια Κεφάλαια $ -1 εκ.

$ 95 εκ. $ 95 εκ.

Η τράπεζα «Υψηλού Κεφαλαίου», έχει ακόμα θετική καθαρή θέση παρά τη ζημιά

που υπέστη σε αντίθεση με την τράπεζα «Χαμηλού Κεφαλαίου» που βρίσκεται

σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Επειδή μάλιστα έχει αρνητική καθαρή θέση, η

Page 50: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

50

τράπεζα αυτή οδηγείται σε πτώχευση, επειδή δε διαθέτει πλέον επαρκείς

απαιτήσεις για να καλύψει τους πιστωτές και τις υποχρεώσεις της. Συνεπώς, οι

τράπεζες θα πρέπει να διακρατούν σε εύκολα ρευστοποιήσιμη μορφή ένα

ποσοστό του μετοχικού τους κεφαλαίου, για την περίπτωση κατά την οποία

ενδέχεται να απειληθούν με πτώχευση.

Επειδή οι μέτοχοι της τράπεζας πρέπει να γνωρίζουν το κατά πόσο η τράπεζα

τους διοικείται αποτελεσματικά, χρειάζονται ένα καλό δείκτη αποτίμησης της

τραπεζικής κερδοφορίας. Ο δείκτης Αποδοτικότητας Ενεργητικού (Return on

Assets ή ROA) θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τέτοιο μέτρο, διότι παρουσιάζει

το καθαρό κέρδος μετά από φόρους για κάθε ευρώ απαιτήσεων.

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας Ενεργητικού

= ×Καθαρά κέρδη μετά φόρων

Σύνολο Ενεργητικού100

Η αποδοτικότητα ενεργητικού προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την

αποτελεσματική διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού, διότι δείχνει κατά

μέσο όρο πόσα ευρώ κέρδη δημιουργήθηκαν από ένα ευρώ απαιτήσεων.

Παρεμπιπτόντως, οι μέτοχοι της τράπεζας ενδιαφέρονται για την απόδοση των

κεφαλαίων τους σε σχέση με την κερδοφορία της τράπεζας. Η πληροφορία

αυτού του είδους μπορεί να παρασχεθεί από το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων

κεφαλαίων (Return on Equity ή ROE). Ο δείκτης αυτός παρουσιάζει τα κέρδη

μετά από φόρους για κάθε μονάδα επενδυμένου κεφαλαίου.

Αριθμοδείκτης ΑποδοτικότηταςΙδίων Κεφαλαίων

= × Καθαρά ΚέρδηΊδια Κεφάλαια

100

Υπάρχει μία σχέση που συνδέει άμεσα τους δύο παραπάνω δείκτες. Η σχέση

αυτή ορίζεται σαν Πολλαπλασιαστής Μετοχικού Κεφαλαίου (Equity Multiplier-

EM) και ισούται με το λόγο:

ΠΜΚ = Σύνολο Ενεργητικού / Ίδια Κεφάλαια

Για να γίνει κατανοητό πως προκύπτει ο τύπος ακολουθείται η εξής

συλλογιστική:

Καθαρά Κέρδη

Ίδια Κεφάλαια

Καθαρά Κέρδη

Σύνολο Ενεργητικού

Σύνολο Ενεργητικού

Ίδια Κεφάλαια = ×

⇒ ROE = ROA X ΠMΚ

Page 51: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

51

Ο τύπος δείχνει το τι θα συμβεί στην αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων, όταν

η τράπεζα διακρατά μικρότερη ποσότητα ιδίων κεφαλαίων για ένα δεδομένο

επίπεδο απαιτήσεων. Για παράδειγμα, η τράπεζα υψηλού κεφαλαίου είχε αρχικά

$100 εκατομμύρια ενεργητικού και $10 εκατομμύρια μετοχικό κεφάλαιο, ο

πολλαπλασιαστής ισούται με 10 ($100/ $10 =10). Το αντίστοιχο μέγεθος για την

τράπεζα χαμηλού μετοχικού κεφαλαίου είναι 25. Ας υποτεθεί ότι και οι δύο

τράπεζες έχουν αποδοτικότητα ενεργητικού ίση με 1%. Αυτό σημαίνει ότι ο

δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων για την τράπεζα υψηλού κεφαλαίου

ισούται με 1 Χ 10 = 10%, ενώ για την τράπεζα χαμηλού κεφαλαίου με 1 Χ 25=

25%. Είναι προφανές ότι οι μέτοχοι της τράπεζας χαμηλού κεφαλαίου είναι πιο

ευτυχείς από τους αντίστοιχους της τράπεζας υψηλού κεφαλαίου (αλλά πολύ

λιγότερο ασφαλείς), διότι η τράπεζά τους επιτυγχάνει υψηλότερη απόδοση για

τα κεφάλαιά τους, διακρατώντας μικρότερο ποσοστό κεφαλαίου.

Εδώ προκύπτει το πρόβλημα της διάστασης μεταξύ των μετόχων της τράπεζας

και του management team. Οι μεν μέτοχοι ζητούν μεγαλύτερες αποδόσεις για

τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει, η δε διοίκηση προσπαθεί να επιτύχει κάλυψη

της τράπεζας απέναντι στον κίνδυνο της πτώχευσης.

Σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας οι υπεύθυνοι διαχείρισης της τράπεζας

αποφασίζουν να κρατήσουν περισσότερα ανεκμετάλλευτα κεφάλαια, ώστε να

καλυφθούν σε περίπτωση μεγάλων ζημιών, ενώ αντίθετα σε περιόδους

θετικών προσδοκιών μειώνουν τα ίδια κεφάλαια και αυξάνουν τον δανεισμό,

ώστε να επιτύχουν μέσα από την αύξηση του πολλαπλασιαστή υψηλές

αποδόσεις για τους μετόχους.

2.5 Περιθώριο και ευαισθησία επιτοκίου

Ο κυρίαρχος στόχος μιας τράπεζας είναι να ισορροπήσει τις αποδόσεις και

τους κινδύνους, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μεγιστοποιήσει την αγοραία αξία της

τράπεζας για τους ιδιοκτήτες της.

Το περιθώριο επιτοκίου για μία τράπεζα είναι η διαφορά μεταξύ όλων των

εσόδων από τόκους προ φόρων του ενεργητικού και όλων των εξόδων για

τόκους των κεφαλαίων της τράπεζας. Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν

συχνά οι τραπεζίτες, είναι τι να κάνουν με τις προβλέψεις των επιτοκίων ώστε να

ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες δανείων. Μερικοί τραπεζίτες

συμπεριλαμβάνουν τις προβλέψεις ως μέρος των εξόδων για τόκους, ενώ

Page 52: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

52

άλλοι πιστεύουν ότι ανήκουν στα ‘άλλα έξοδα’. Η κύρια έμφαση σε αυτή την

υποενότητα δίνεται στο συνολικό περιθώριο επιτοκίου. Τα τρία περισσότερο

χρησιμοποιούμενα μέτρα του συνολικού περιθωρίου επιτοκίου μιας τράπεζας

είναι το καθαρό περιθώριο επιτοκίου σε νομισματικές μονάδες (currency net

interest margin), το ποσοστιαίο καθαρό περιθώριο επιτοκίου (percent net

interest margin) και το άνοιγμα επιτοκίων (spread).

Το καθαρό περιθώριο επιτοκίου σε όρους νομισματικής μονάδας, είναι η

διαφορά μεταξύ όλων των εσόδων από τόκους προ φόρων

(προσαρμοσμένα σε μία ισοδύναμη φορολογητέα βάση) και όλων των

εξόδων για τόκους. Συγκεκριμένα, το καθαρό περιθώριο τόκου είναι η

διαφορά των εσόδων που λαμβάνει η τράπεζα από τόκους χωρίς να

συμπεριληφθούν οι φόροι και των εξόδων της σε τόκους.

Το καθαρό επιτόκιο σε ποσοστιαίους όρους είναι το πηλίκο του καθαρού

κόστους επιτοκίου σε νομισματικές μονάδες (σε αυτόν τον πίνακα μετά τις

προβλέψεις για απώλειες δανείου) προς τα κερδοφόρα στοιχεία του

ενεργητικού της τράπεζας.

Το άνοιγμα επιτοκίων (spread) είναι η διαφορά ανάμεσα στις αποδόσεις

επιτοκίου (έσοδα από τόκους προ φόρων δια κερδοφόρα στοιχεία του

ενεργητικού) και στα κόστη επιτοκίου (έξοδα για τόκους εκτός

προβλέψεων για επισφαλή δάνεια δια τοκοφόρα κεφάλαια).

Η «ευαισθησία» του επιτοκίου αναφέρεται στην «ευαισθησία», ή στις

διακυμάνσεις του περιθωρίου επιτοκίου εξαιτίας ενδογενών παραγόντων. Οι

ενδογενείς παράγοντες περιλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά της σύνθεσης του

ενεργητικού και παθητικού μιας τράπεζας, τα χαρακτηριστικά και τη λήξη των

δανείων και τη λήξη των κεφαλαίων. Οι εξωγενείς παράγοντες περιλαμβάνουν

τις γενικές οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά καθώς επίσης

και το επίπεδο των επιτοκίων που καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα.

Το να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό περιθώριο επιτοκίου από μια τράπεζα και να

αποκτηθεί μια ικανοποιητική απόδοση της επένδυσης των ιδιοκτητών μέσα

στην τράπεζα, είναι το ίδιο σημαντικό, όσο είναι να επιτευχθεί μια λογική

σταθερότητα του περιθωρίου επιτοκίου. Ένα σταθερό περιθώριο επιτοκίου σε

χαμηλό επίπεδο, δεν είναι συνεπές ως προς το στόχο της μεγιστοποίησης της

αξίας της επένδυσης των ιδιοκτητών μιας τράπεζα. Για την μεγιστοποίηση της

αξίας της επένδυσης η τράπεζα πρέπει να αποβλέπει σε υψηλό περιθώριο

Page 53: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

53

επιτοκίου. Έτσι, η διαχείριση της τράπεζας θα πρέπει να αναζητά την επίτευξη

του υψηλότερου περιθωρίου επιτοκίου, που είναι δυνατό να επιτευχθεί, παρά

την ύπαρξη του πιστωτικού κίνδυνου, του κινδύνου ρευστότητας και των

περιορισμών εξαιτίας του κεφαλαιακού κινδύνου, καθώς επίσης και του

κινδύνου επιτοκίων.

Ο πίνακας 8 περιέχει μία απλοποιημένη μορφή του ισολογισμού και της

κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσεως μιας τράπεζας Χ, που επεξηγεί τα μέτρα

περιθωρίου επιτοκίου.

Πίνακας 8. Μέτρηση του περιθωρίου επιτοκίου

(Ισολογισμός τράπεζας 'Χ', 2006 / ευρώ σε χιλιάδες)

Ενεργητικό Ευρώ Ευρώ Ευρώ

Μετρητά και οφειλές από τράπεζες 13.205

Βραχυχρόνια χρεόγραφα 1.504

Χρεόγραφα 42.101

Δάνεια (καθαρά) 82.676

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού 6.672

146.158

Παθητικό

Καταθέσεις όψεως 21.632

α) Καταθέσεις ιδιωτών που αποδίδουν τόκο 9.107

β) Καταθέσεις που δεν αποδίδουν τόκο 12.525

Ειδικοί λογαριασμοί όψεως 19.107

Καταθέσεις προθεσμίας και Ταμιευτηρίου 89.935

Δανεισμός και λοιπές υποχρεώσεις 4.650

Μετοχικό κεφάλαιο 10.834

146.158

Πίνακας αποτελεσμάτων, 2006

Έσοδα από τόκους προ φόρων 12.768

Λοιπά έσοδα από τόκους 1.547 14.315

Μείον: Έξοδα για τόκους 7.363

Προβλέψεις για απώλεια δανείου 517

Λοιπά έξοδα 4.658 12.538

Page 54: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

54

Λειτουργικά έσοδα 1.777

Φόροι 575

Καθαρά έσοδα 1.202

Μέτρα του περιθωρίου επιτοκίου Α) Καθαρό περιθώριο επιτοκίου

(προ προβλέψεων για απώλεια

δανείου)

Έσοδα από τόκους προ φόρων – έξοδα για τόκους

(12768-7363)

5.405

ευρώ

Β) Καθαρό περιθώριο επιτοκίου

(μετά προβλέψεων για απώλεια

δανείου)

(Έσοδα από τόκους προ φόρων - (έξοδα για

τόκους και προβλέψεις για απώλειες)):

(12768-(7363+517))

4.888

ευρώ

Γ)Ποσοστιαίο καθαρό περιθώριο

επιτοκίου (μετά προβλέψεων για

απώλεια δανείου)

[Έσοδα. από τόκους προ φόρων - (έξοδα για

τόκους και προβλέψεις για απώλειες)] προς

κερδοφόρα στοιχεία ενεργητικού

[12768-(7363+517]/126281.

0,0387

Δ) Τοκοφόρο άνοιγμα (spread):

(Εσοδ.τοκ. Προ φόρων προς κερδ. Στοιχεία ενεργ.)

μείον (έξοδ. για τόκους προς τοκοφόρα κεφ.)

[12768/126281]-[7363/103692]

0,0301

Συμπληρωματικά στοιχεία (σε ευρώ )

Κερδοφόρα στοιχ. Ενεργητικού : 126281= (146158-13205-6672)

Τοκοφόρα κεφάλαια : 103692 = (146158-10834-19107-12525)

Τα «κερδοφόρα στοιχεία ενεργητικού» υπολογίζονται εάν από το Σύνολο του

Ενεργητικού αφαιρεθούν τα μετρητά και οι οφειλές από τράπεζες και τα λοιπά

στοιχεία Ενεργητικού. Τα «τοκοφόρα κεφάλαια» υπολογίζονται εάν από το

Σύνολο του Παθητικού αφαιρεθούν το μετοχικό κεφάλαιο, οι ειδικοί

λογαριασμοί όψεως και μέρος των καταθέσεων όψεως που δεν καταβάλουν

τόκο.

Page 55: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

55

Παράδειγμα 3. Δημιουργία επαρκούς περιθωρίου επιτοκίου

Ένα παράδειγμα που ερμηνεύει την λογική επίτευξης ενός απαραίτητου

επιπέδου αποδόσεων, για τη δημιουργία ενός ‘επαρκούς περιθωρίου

επιτοκίου’, δίνεται στον παρακάτω πίνακα, με τα ακόλουθα στοιχεία :

(1) Τα διαθέσιμα της τράπεζας Χ σε μετρητά για την κάλυψη άμεσων αναγκών

και καταθέσεις με άλλες τράπεζες, για το 2002, αναμένεται να είναι:

26% των μη τοκοφόρων απαιτούμενων καταθέσεων.

22% των τοκοφόρων απαιτούμενων καταθέσεων.

7% των αποταμιεύσεων και καταθέσεων άλλης χρονικής διάρκειας.

(2) Η επένδυση της τράπεζας σε κτίρια και εξοπλισμό καθώς και σε άλλα μη

κερδοφόρα στοιχεία του ενεργητικού, αναμένεται να είναι 4% για το 2007.

(3) Κατά τη διάρκεια του 2007, η τράπεζα αναμένει οι καθαροί της πόροι να

κυμανθούν στο επίπεδο των 160 εκ. ευρώ. Ο μέσος όρος κεφαλαίου και το

επενδυόμενο κεφάλαιο των διάφορων κεφαλαιακών πόρων έχουν σχεδιαστεί

ως εξής:

Πληροφορίες για εκτιμώμενες, απαιτούμενες αποδόσεις πάνω σε ευαίσθητα

στοιχεία του ενεργητικού της τράπεζας ΄Χ΄

Μέσο

ποσό

Χρησιμοποιούμεν

ο ποσοστό

Επενδυμέν

ο ποσό

(ποσά σε εκατομμύρια) Ευρώ % Ευρώ

Μη τοκ. Καταθέσεις Όψεως 32 0,74 23,68

Τοκοφόρες καταθέσεις Όψεως. 12 0,78 9,36

Ειδικοί Λογαριασμοί Ταμιευτηρίου 6 0,93 5,58

Λογαριασμοί Χρηματαγοράς 25 0,93 23,25

Πιστοποιητικά προθεσμιακών

καταθέσεων ταμιευτηρίου για ορισμένο

ποσό και διάρκεια

20 0,93 18,6

Πιστοποιητικά καταθέσεων

100.000 ευρώ και άνω 34 0,93 31,62

Καταθέσεις δημοσίων οργανισμών 12 0,93 11,16

Βραχυχρόνιος δανεισμός 6 0,96 5,76

Λοιπές υποχρεώσεις 1 0,96 0,96

Μετοχικό κεφάλαιο 12 0,96 11,52

Συνολικές πηγές κεφαλαίων 160 141,49

Page 56: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

56

(4) Ο στόχος της τράπεζας, σχετικά με την απόδοση του μετοχικού κεφαλαίου,

είναι 16% μετά από φόρους. Ο οριακός φορολογικός συντελεστής της

τράπεζας είναι 34%. Κατά συνέπεια η προ φόρων απόδοση είναι 16/(1-0,34) ή

24,2%.

(5) Τα κόστη κάθε τύπου χρηματοδότησης σε ποσοστά είναι:

Πηγές Κεφαλαίων

(Υποχρεώσεις) Κόστος Επιτοκ 2006

Προβλεπόμ. Κόστος

Επιτοκίου 2007

Καθαρό Κόστος

Κτήσης 2007

% % %

Μη τοκοφόρες καταθέσεις

όψεως 0 0 0,046*

Τοκοφόρες καταθέσεις

όψεως 0,031 0,03 0,025

Ειδικοί λογαριασμοί

ταμιευτηρίου 0,043 0,045 0,01

Λογαριασμοί

χρηματαγοράς 0,058 0,055 0,006

Πιστοποιητικά

προθεσμιακών

καταθέσεων ταμιευτηρίου

για ορισμένο ποσό και

διάρκεια

0,077 0,07 0,002

Πιστοποιητικά καταθέσεων

100000 ευρώ και άνω 0,081 0,075 0,001

Καταθέσεις δημόσιων

οργανισμών 0,08 0,075 0,002

Βραχυχρόνιος δανεισμός 0,056 0,06 0,001

Λοιπές υποχρεώσεις 0,078 0,07 0,001

Μετοχικό Κεφάλαιο 0,242 0

Σημείωση *Οι μη τοκοφόρες καταθέσεις λόγω του ότι είναι εξαιρετικά επιθυμητές από την

τράπεζα καταλήγουν να έχουν ένα υψηλό κόστος συγκέντρωσης (διαφήμιση, ασφάλειες,

παράπλευρες εξυπηρετήσεις, κ.λπ.)

Page 57: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

57

(6) Τα διάφορα έξοδα εκτός τόκων για το 2007 υπολογίζεται να είναι 2,2εκ. ευρώ

στη βάση του καθαρού κόστους κτήσης και 1,8εκ. ευρώ στη βάση καθαρού

άλλου κόστους (άλλα έξοδα των 3,8εκ. ευρώ μείον άλλα έσοδα των 2εκ. ευρώ)

για τα συνολικά καθαρά μη τοκοφόρα έξοδα των 4 εκ. ευρώ.

(7) Η πρόβλεψη για το μέσο όρο ενεργητικού για το 2007 (σε εκ. ευρώ) είναι:

Χρήσεις Κεφαλαίων

(Απαιτήσεις)

Ευαίσθητα σε

διακυμάνσεις του

περιθωρίου Επιτ.

Μη ευαίσθητα

σε διακυμ. του

περιθωρίου

επιτοκίου

Σύνολο

(ποσά σε εκατομμύρια) Ευρώ Ευρώ Ευρώ

Μετρητά και οφειλές από

τράπεζες 12,1 12,1

Βραχυχρόνια χρεόγραφα 8,5 8,5

Μακροχρόνια χρεόγραφα 26 26

Δάνεια 70 37 107

Εξοπλισμός της τράπεζας 3,9 3,9

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

(μη κερδοφόρα) 2,5 2,5

Σύνολο 160

(8) Η σχεδιαζόμενη απόδοση των επενδύσεων σε βραχυχρόνια χρεόγραφα το

2007 είναι 5% και η σχεδιασμένη απόδοση σε δάνεια είναι 11%.

Ο πίνακας 16 δίνει την απαραίτητη πληροφόρηση για την εκτίμηση των

απαιτούμενων αποδόσεων, πάνω σε ευαίσθητα στοιχεία του ενεργητικού για

την τράπεζα Χ. Το αρχικό σημείο μιας τέτοιας ανάλυσης είναι να εκτιμήσει

κανείς τις απαιτούμενες συνολικές αποδόσεις, που βασίζονται στο

σχεδιασμένο κόστος κεφαλαίων, όπως παρουσιάζεται στον παρακάτω

πίνακα.

Ο παρακάτω πίνακας επεξηγεί τον υπολογισμό των απαιτούμενων συνολικών

αποδόσεων των κερδοφόρων στοιχείων του ενεργητικού, ο οποίος βασίζεται

στο σχεδιαζόμενο μέσο κόστος κεφαλαίου για το 2007. Το συνολικό κόστος

των αποκτηθέντων κεφαλαίων μπορεί να εκτιμηθεί, διαιρώντας το άθροισμα

του συνολικού κόστους κτήσης σε ευρώ, 12,276 εκ. ευρώ (στήλη 3) στο

παράδειγμα αυτό, με το επενδυόμενο κεφάλαιο, 141,5 εκ. ευρώ (στήλη 4). Η

απαιτούμενη ποσοστιαία απόδοση για την κάλυψη του κόστους επιτοκίου σε

Page 58: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

58

διαφορετικές πηγές κεφαλαίων (στήλη 5), υπολογίζεται διαιρώντας το συνολικό

κόστος σε ευρώ κάθε πηγής (στήλη 3) με το επενδυόμενο ποσό από κάθε

πηγή (στήλη 4). Η σχετική στάθμιση (στήλη 6) υπολογίζεται διαιρώντας το

ποσό κάθε πηγής (στήλη 4) με το συνολικό επενδυόμενο ποσό, που είναι 141,5

εκ. ευρώ. Τέλος, η συνεισφορά κάθε πηγής κεφαλαίων στην σταθμισμένη

απόδοση που απαιτείται από τα επενδυόμενα στοιχεία του ενεργητικού (στήλη

7), υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την απαιτούμενη απόδοση κάθε πηγής

(στήλη 5) με τη σχετιζόμενη στάθμιση (στήλη 6). Το σύνολο των συνεισφορών

στις απαιτούμενες σταθμισμένες αποδόσεις, είναι ισοδύναμο με τις

απαιτούμενες αποδόσεις των κερδοφόρων στοιχείων του ενεργητικού. Η

απόδοση, δηλαδή, που απαιτείται πάνω σε κερδοφόρα στοιχεία του

ενεργητικού, για την κάλυψη του κόστους των αποκτηθέντων κεφαλαίων είναι:

12,276/141,49= 8,68% ή 0,0868

Ο καθορισμένος στόχος είναι να επιτευχθεί ένα περιθώριο επιτοκίου επαρκές,

για να καλυφθεί το κόστος και να καθοριστεί μια ικανοποιητική απόδοση στις

επενδύσεις των ιδιοκτητών. Ωστόσο, κόστη άλλα από εκείνα, τα οποία

απαιτούνται για να προσελκύσει η τράπεζα κεφάλαια και έσοδα άλλα από

εκείνα που προέρχονται από τόκους, έχουν αγνοηθεί στους υπολογισμούς.

Αυτά τα κόστη και τα έσοδα, μπορούν να ενσωματωθούν προσθέτοντας τα

στα συνολικά κόστη (εκτός από τα ήδη ενσωματωμένα κόστη κτήσης) (3,8εκ.-

2εκ.), διαιρεμένο με τα κερδοφόρα στοιχεία του ενεργητικού (141,5εκ. ευρώ)

στην προηγούμενη υπολογισμένη απαιτούμενη απόδοση (8,68%). Η απόδοση,

δηλαδή, που απαιτείται πάνω σε κερδοφόρα στοιχεία του ενεργητικού, για την

κάλυψη του συνολικού καθαρού κόστους των κεφαλαίων είναι:

0,0868+1,8/141,49= 9,95% ή 0,0995

Αυτή η απαιτούμενη απόδοση, της τάξης του 9,95% που καλύπτει τα συνολικά

καθαρά κόστη , περιλαμβάνει μια μετά φόρων απόδοση στους μετόχους ίση

με 16%. Αν τα προβλεπόμενα επιτόκια ήταν, κατά προσέγγιση σωστά, και η

τράπεζα κέρδιζε απόδοση πάνω από το 9,95% τότε, η υπολειμματική μετά

φόρων απόδοση πάνω στο μετοχικό κεφάλαιο, θα ήταν πάνω από 16% και

αντιστρόφως.

Το ζητούμενο είναι πώς να μεταχειριστεί κανείς τα «κερδοφόρα» στοιχεία του

ενεργητικού, τα οποία αποτελούν ένα μίγμα «ευαίσθητου» και «μη ευαίσθητου»

Page 59: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

59

ενεργητικού, έτσι ώστε να αποδώσουν μια μέση απόδοση της τάξεως του

9,95% ή πιο πάνω.

Η τράπεζα Χ χρησιμοποιείται στον πίνακα Α για να παρουσιασθεί ένα

απλοποιημένο παράδειγμα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον

υπολογισμό των απαιτούμενων αποδόσεων των «ευαίσθητων» στοιχείων του

ενεργητικού νέας τιμολόγησης. Για να επιτευχθεί η σχεδιασμένη απόδοση

μετοχικού κεφαλαίου (16%), η τράπεζα θα πρέπει να πετύχει απόδοση 9,95%

στα κερδοφόρα στοιχεία του ενεργητικού, που είναι 141,5εκ. ευρώ ή 14,076εκ.

ευρώ. Οι αποδόσεις των μη ευαίσθητων δανείων και των μακροχρόνιων

χρεογράφων είναι γνωστές, όπου οι αποδόσεις των 3,70εκ. ευρώ και 2,34εκ.

ευρώ αποτελούν λογικές εκτιμήσεις. Οι υπολογιζόμενες αποδόσεις σε ευρώ

των «ευαίσθητων» δανείων και των βραχυχρόνιων χρεογράφων είναι

περισσότερο πολύπλοκες.

Απαιτούμενες συνολικές αποδόσεις βασισμένες στο σχεδιαζόμενο κόστος

κεφαλαίων

Μέσο

ποσό

Κόστη

Τόκων

και

καθαρά

κόστη

κτήσης

Συνο-

λικά

κόστη

Επενδυ-

μένο

κεφάλαιο

Κόστος

του

Επενδ.

Κεφαλαί-

ου

Σχετική

στάθμιση

Συμμετοχή

στο

σταθμισμέ-

νο κόστος

1 3 4 5=3/4 6=4/141,49 7=5*6

(Ευρώ σε εκατομμύρια) Ευρώ % Ευρώ Ευρώ % % %

Μη τοκοφόρες

καταθέσεις όψεως 32 0,046 1,472 23,68 0,0622 0,1674 0,0104

τοκοφόρες καταθέσεις

όψεως 12 0,055 0,66 9,36 0,0705 0,0662 0,0047

Ειδικοί Λογαριασμοί

Ταμιευτηρίου 6 0,055 0,33 5,58 0,0591 0,0394 0,0023

Λογαριασμοί

Χρηματαγοράς 25 0,061 1,525 23,25 0,0656 0,1643 0,0108

Πιστοποιητικά

προθεσμιακών

καταθέσεων

ταμιευτηρίου για

ορισμένο ποσό και

διάρκεια

20 0,072 1,44 18,6 0,0774 0,1315 0,0102

Πιστοποιητικά 34 0,076 2,584 31,62 0,0817 0,2235 0,0183

Page 60: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

60

καταθέσεων

100.000 ευρώ και άνω

Καταθέσεις δημοσίων

οργανισμών 12 0,077 0,924 11,16 0,0828 0,0789 0,0065

Βραχυχρόνιος

δανεισμός 6 0,061 0,366 5,76 0,0635 0,0407 0,0026

Λοιπές υποχρεώσεις 1 0,071 0,071 0,96 0,0740 0,0068 0,0005

Μέρισμα μετόχων 12 0,242 2,904 11,52 0,2521 0,0814 0,0205

Σύνολο 160 12,276 141,49 1,0000 0,0868

Στην περίπτωση των βραχυχρόνιων χρεογράφων, η τράπεζα γνωρίζει ότι τα

χρεόγραφα αυτά, τα οποία είχαν απόδοση 4% στην αρχή του έτους, θα

λήξουν κατά τη διάρκεια του χρόνου και ότι η μέση απόδοση των νέων

χρεογράφων θα είναι 5%. Ο μέσος όρος της απόδοσης των 8,5 εκ. ευρώ

βραχυχρόνιων χρεογράφων θα είναι τότε 4,5% ή 383.000 ευρώ

Πίνακας Α

Παράδειγμα που αναφέρεται στον υπολογισμό της απαιτούμενης απόδοσης

των νέων «ευαίσθητων» δανείων (ευρώ σε χιλιάδες) Προβλ.

Μέσος όρος

2003

Απόδοση

μη ευασθ.

Ενεργ.

Απόδοση

ευαίσθ.

Ενεργ.

(παλαιού)

Απόδοση

ευαισθ.

Ενεργ. (νέου)

Μέση

απόδοση

Αποδόσεις

Κατηγορία ενεργητικού Ευρώ % % % % Ευρώ

Βραχυχρόνια χρεόγραφα 8.500 0,04 0,05 0,045 382,5

Μακροχρόνια χρεόγραφα 26.000 0,09 0,09 2340

Δάνεια (μη ευαίσθητα) 37.000 0,1 0,1 3700

Δάνεια (ευαίσθητα) 70.000 0,1 (α) (β) (γ)

Συνολικό κερδοφόρο

ενεργητικό 141.500 0,095 14076

Μη κερδοφόρο ενεργητικό 18.500 0 0

Συνολικό ενεργητικό 160.000 0,088 14.076 Σημείωση: Τα (α), (β), (γ) είναι τα αποτελέσματα των υπολογισμών προηγούμενου πίνακα.

Στην περίπτωση των ευαίσθητων δανείων, ο παρακάτω πίνακας δείχνει ότι οι

υπολογισμοί μπορούν να γίνουν πρώτα, βρίσκοντας την απαιτούμενη

απόδοση σε ευρώ πάνω στα «ευαίσθητα» δάνεια, αφαιρώντας τις αποδόσεις

των μακροχρόνιων και βραχυχρόνιων χρεογράφων, από τη συνολικά

απαιτούμενη απόδοση πάνω σε όλο το ενεργητικό. Η απαιτούμενη μέση

απόδοση, πάνω στα «ευαίσθητα» δάνεια, μπορεί τότε να υπολογιστεί

Page 61: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

61

διαιρώντας τις απαιτούμενες αποδόσεις ευρώ πάνω στα ευαίσθητα δάνεια, με

το μέσο ποσό των «ευαίσθητων» δανείων. Τέλος, εάν οι αξίες των

«ευαίσθητων» δανείων μεταβληθούν ομοιόμορφα κατά τη διάρκεια του έτους,

η απαιτούμενη απόδοση των νέων «ευαίσθητων» δανείων, μετά την

αναπροσαρμογή των τιμών, μπορεί να υπολογιστεί αφαιρώντας την απόδοση

σε ευρώ των «ευαίσθητων δανείων με το παλιό επιτόκιο «ευαισθησίας» (35.000

x 10%) και το μέσο ποσό των «ευαίσθητων» δανείων με το παλιό επιτόκιο

(70.000 / 2 = 35.000), από τον αριθμητή και παρονομαστή αντίστοιχα. Το

αποτέλεσμα ευρώ διαιρεμένο με το μέσο ποσό, το οποίο επανατιμολογήθηκε

κατά τη διάρκεια του έτους, είναι η μέση απαιτούμενη ποσοστιαία απόδοση,

πάνω στη νέα τιμολόγηση των «ευαίσθητων» δανείων (11,87% για την τράπεζα

Χ).

Η απαιτούμενη απόδοση των νέων «ευαίσθητων» δανείων, μπορεί τότε να

συγκριθεί με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, σχετικά με τα ανταγωνιστικά επιτόκια

της αγοράς για το επόμενο έτος. Εάν τα επιτόκια της αγοράς αναμένεται να

είναι χαμηλότερα από την απαιτούμενη απόδοση, όπως ήταν στην περίπτωση

της τράπεζας Χ (όπου η σχεδιαζόμενη απόδοση των δανείων για το 2003 ήταν

11%), η τράπεζα είναι πιθανό να πετύχει απόδοση μικρότερη του 16% του

μετοχικού της κεφαλαίου, εκτός κι αν μεταβληθεί η διάρθρωση του ενεργητικού

και παθητικού, ή αναληφθεί μεγαλύτερος κίνδυνος προκειμένου να αυξηθούν

οι αποδόσεις. Η τράπεζα είναι πρόθυμη να κερδίσει πάνω από 16%, εάν τα

αναμενόμενα επιτόκια της αγοράς υπερβαίνουν την απαιτούμενη απόδοση

των νέων «ευαίσθητων» δανείων.

Υπολογισμός της απόδοσης των «ευαίσθητων» δανείων νέας τιμολόγησης

(Ευρώ σε χιλιάδες)

1. Συνολική απόδοση σε ευρώ του

συνολικού ενεργητικού 14.076

Αποδόσεις σε ευρώ πάνω σε:

Βραχυχρόνια χρεόγραφα 383

Μακροχρόνια χρεόγραφα 2.340

Μη ευαίσθητα δάνεια 3.700

Μετρητά, κτίρια κτλ 0 6.423

Απαιτούμενη απόδοση σε ευρώ των

«ευαίσθητων» δανείων 7.653 (γ)

Page 62: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

62

2. Απαιτούμενη μέση απόδοση του

συνόλου των «ευαίσθητων» δανείων

7.653/70000= 10,93% ή 0,1093 (β)

3. Απαιτούμενη απόδοση των νέων

«ευαίσθητων» δανείων:

7.653/35.000-3.500/35.000)* =

=4.153/35.000= 11,87% ή 0,1187 (α)

* «Ευαίσθητα» δάνεια: 70.000

Μέσο ποσό «ευαίσθητων» δανείων με το παλαιό επιτόκιο (10%) : 35.000

Απόδοση σε ευρώ των «ευαίσθητων δανείων με το παλαιό επιτόκιο: 35.000

Δύο τελικά σχόλια, που αφορούν τη χρήση αυτού του μοντέλου είναι

απαραίτητα.

Πρώτον, ο πραγματικός κόσμος είναι περισσότερο πολύπλοκος από ότι αυτό

το απλοποιημένο μοντέλο. Σε ένα απλοποιημένο υπόδειγμα δεν υπάρχει η

δυνατότητα ποσοτικοποίησης σημαντικών παραγόντων και εξωγενών

στοιχείων που είναι καθοριστικοί για τα οικονομικά αποτελέσματα. Για

παράδειγμα, οι δείκτες μεγέθυνσης διαφορετικών τύπων δανείων διαφέρουν

και προεξοφλήσεις μαζί με παρατάσεις δανείων λαμβάνουν χώρα.

Δεύτερον, ακόμα και αυτό το απλοποιημένο μοντέλο, που χρησιμοποιήθηκε σε

αυτή την ενότητα, μπορεί συγκαταβατικά μόνο να χρησιμοποιηθεί. Για

παράδειγμα, μια τράπεζα μπορεί να προβλέψει όλους τους δείκτες για το

επόμενο έτος και να σχεδιάσει την απόδοση του μετοχικού κεφαλαίου της.

Εναλλακτικά, μια τράπεζα μπορεί να θεωρήσει άγνωστο το νέο επιτόκιο, πάνω

σε «ευαίσθητα» βραχυχρόνια χρεόγραφα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν το

επιτόκιο, το οποίο υπολογίζεται διαιρώντας την απόδοση των «ευαίσθητων»

χρεογράφων σε ευρώ με το προβλεπόμενο ποσό των «ευαίσθητων»

χρεογράφων, είναι λογικό στο προσδοκώμενο περιβάλλον. Η απαιτούμενη

απόδοση των νέων «ευαίσθητων» δανείων μπορεί τότε να υπολογιστεί

διαιρώντας την απόδοση όλων των «ευαίσθητων» δανείων σε ευρώ με το μέσο

όρο των «ευαίσθητων» δανείων νέας τιμολόγησης.

Page 63: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

63

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

Τα αίτια των διακυμάνσεων στα περιθώρια, αποδίδονται σε ενδογενείς (ή

εσωτερικούς) και σε εξωγενείς (ή εξωτερικούς) παράγοντες. Πολύ σημαντικές

επίσης είναι οι επιδράσεις

του ύψους των συναλλαγών (Volume effects),

της σύνθεσης των συναλλαγών (mix effects) και

των επιτοκίων (rate effects).

3.1 Η Διακυμάνσεις στο ύψος των επιτοκίων

Οι επιδράσεις του ύψους των συναλλαγών εμφανίζονται απλά επειδή η έντονη

ζήτηση για πιστώσεις, κατά τη διάρκεια έντονης οικονομικής μεγέθυνσης, έχει

ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός υψηλότερου επιτοκίου και υψηλότερα επίπεδα

ενεργητικού και παθητικού της τράπεζας. Συνεπώς και μεγαλύτερης έκτασης

επιδράσεων από την μείωση των επιτοκίων.

Οι επιδράσεις σύνθεσης των συναλλαγών συνήθως προέρχονται από την

παρατηρημένη αλλαγή στα περισσότερα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, προς την

κατοχή υψηλής απόδοσης στοιχείων (πχ. δάνεια) και όχι χαμηλής απόδοσης

(πχ. Αμερικάνικα κρατικά χρεόγραφα), λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι και το μίγμα

των περισσότερων τραπεζικών πηγών μεταβάλλεται προς εμπορεύσιμες πηγές

κεφαλαίων, είτε πρόκειται για την περίπτωση των μεγάλων πιστοποιητικών

καταθέσεων (CDs), είτε για την περίπτωση των δανεισμένων βραχυχρόνιων

κεφαλαίων.

Οι επιπτώσεις των επιτοκίων, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής επέκτασης,

τείνουν να ωφελούν τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου καθώς οι αποδόσεις

ενεργητικού αυξάνουν, αλλά αυτή η ωφέλεια μειώνεται από τις αρνητικές

επιδράσεις επιτοκίου, καθώς το οριακό κόστος κεφαλαίων αυξάνεται.

Υπάρχουν τρεις τρόποι διαχείρισης της «ευαισθησίας» του επιτοκίου :

η διαχείριση του ανοίγματος κεφαλαίων (Funds gap management),

το υπόδειγμα διαχείρισης ανοίγματος κεφαλαίων σε συγκεκριμένες

χρονικές περιόδους (Maturity buckets gap model), και

η δυναμική ανάλυση του ανοίγματος (Dynamic gap analysis).

Page 64: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

64

3.2 Διαχείριση του ανοίγματος κεφαλαίων

Πιο συγκεκριμένα, στο σύστημα διαχείρισης του ανοίγματος κεφαλαίων (Funds

gap management), η διαχείριση χωρίζει όλα τα μέρη σε κάθε πλευρά του

τραπεζικού ισολογισμού μέσα σε ομάδες, των οποίων οι χρηματικές ροές είναι

είτε «ευαίσθητες», είτε «μη ευαίσθητες» στις αλλαγές των βραχυχρόνιων

επιτοκίων.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές χρηματοδοτικές πολιτικές :

το «ευαίσθητο» ενεργητικό να χρηματοδοτείται από «ευαίσθητο» παθητικό,

το «ευαίσθητο» ενεργητικό να χρηματοδοτείται από «μη ευαίσθητο»

παθητικό και,

το «μη ευαίσθητο» ενεργητικό να χρηματοδοτείται από «μη ευαίσθητο»

παθητικό και το κοινό μετοχικό κεφάλαιο.

Το «άνοιγμα κεφαλαίων ή άνοιγμα» (funds gap or gap), το οποίο αποτελεί και

το πιο συνηθισμένο μέτρο, αναφέρεται στο ποσό των χρημάτων, κατά το

οποίο το «ευαίσθητο» ενεργητικό ξεπερνά το «ευαίσθητο» παθητικό. Το άνοιγμα

είναι αρνητικό εάν το «ευαίσθητο» παθητικό είναι υψηλότερο από το

«ευαίσθητο» ενεργητικό. Επίσης, ο δείκτης «ευαίσθητου» ενεργητικού προς

«ευαίσθητο» παθητικό χρησιμοποιείται ευρέως. Ένας δείκτης μεγαλύτερος της

μονάδας δείχνει ότι το «ευαίσθητο» ενεργητικό είναι υψηλότερο από το

«ευαίσθητο» παθητικό. Το αντίστροφο ισχύει εάν ο δείκτης είναι μικρότερος της

μονάδας. Μια ισορροπημένη θέση «ευαισθησίας» του επιτοκίου θα ήταν ένα

μηδενικό άνοιγμα σε ευρώ ή ένας δείκτης «ευαισθησίας» ίσος με τη μονάδα. Το

τελικό μέτρο είναι μια σύγκριση του «ευαίσθητου» ενεργητικού ως ποσοστού

του συνολικού ενεργητικού, σε σχέση με το «ευαίσθητο» παθητικό, ως

ποσοστό του συνολικού παθητικού και της καθαρής θέσης.

Για μια τράπεζα με ένα θετικό άνοιγμα κεφαλαίων, της οποίας, δηλαδή, το

«ευαίσθητο» ενεργητικό ξεπερνά το «ευαίσθητο» παθητικό, υπό την αύξηση των

βραχυχρόνιων επιτοκίων, αυτό το θετικό άνοιγμα θα μπορούσε να αυξήσει το

περιθώριο επιτοκίου (τη διαφορά ανάμεσα στα έσοδα από τόκους και τα

έξοδα για τόκους). Μειούμενα βραχυχρόνια επιτόκια, με ένα θετικό άνοιγμα, θα

ασκούσαν πίεση για μείωση του περιθωρίου επιτοκίου. Από την άλλη πλευρά,

αν το «ευαίσθητο» ενεργητικό ήταν μικρότερο από το «ευαίσθητο» παθητικό, θα

υπήρχε ένα αρνητικό άνοιγμα κεφαλαίων. Με ένα αρνητικό άνοιγμα, το

Page 65: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

65

περιθώριο επιτοκίου θα μειωνόταν αν τα βραχυχρόνια επιτόκια αυξάνονταν και

θα αυξανόταν αν τα βραχυχρόνια επιτόκια έπεφταν.

3.3 Διαχείριση ανοίγματος κεφαλαίων σε συγκεκριμένες χρονικές

περιόδους

Το δεύτερο μέτρο διαχείρισης της «ευαισθησίας» του επιτοκίου, δηλαδή το

υπόδειγμα διαχείρισης ανοίγματος κεφαλαίων σε συγκεκριμένες χρονικές

περιόδους (maturity buckets gap model), εξηγείται με τη βοήθεια του πίνακα 9.

Ο πίνακας 9 απεικονίζει ένα υπόδειγμα «ευαισθησίας» επιτοκίου, το οποίο

αρκετές τράπεζες έχουν ξεκινήσει να χρησιμοποιούν, προκειμένου να

ξεπεράσουν την αναποτελεσματικότητα της επιλογής μιας μόνο χρονικής

περιόδου. Η Τράπεζα Χ είχε ένα πολύ «ευαίσθητο» παθητικό, σε κάθε μια από

τις περιόδους λήξης, όπως στις 31 Δεκεμβρίου του 2006. Μια αύξηση των

επιτοκίων θα χειροτέρευε το περιθώριο επιτοκίου της τράπεζας σε σύντομο

χρονικό διάστημα, ενώ μια μείωση των επιτοκίων θα βελτίωνε το περιθώριο

επιτοκίου της. Ενώ η Τράπεζα Χ παρουσιάζει «ευαίσθητο» παθητικό σε όλες τις

περιόδους λήξης, δεν είναι δύσκολο να βρεθεί μια τράπεζα, της οποίας το

ενεργητικό να είναι «ευαίσθητο» για κάποιες περιόδους και το παθητικό να είναι

«ευαίσθητο» για κάποιες άλλες, ή αντιστρόφως.

Μερικές τράπεζες ακολουθούν μια πολιτική συγκρατημένης ισορρόπησης της

«ευαισθησίας» του βραχυχρόνιου επιτοκίου. Η ιδέα είναι να ελέγχει τον κίνδυνο

επιτοκίου, διατηρώντας ταυτόχρονα το πλεονέκτημα των προβλεπόμενων

σύντομων κινήσεων των επιτοκίων.

Ισορρόπηση της «ευαισθησίας» του μακροχρόνιου επιτοκίου σημαίνει ότι τα

κέρδη θα μειωθούν για ένα αρκετά μικρό χρονικό διάστημα, εάν η τράπεζα

προβεί σε λανθασμένες πρώιμες κινήσεις σχετικά με τα επιτόκια. Μια πιθανή

δυσκολία, που είναι δυνατό να προκύψει από τη χρησιμοποίηση αυτής της

στρατηγικής, είναι ότι η εικόνα (profile) της «ευαισθησίας» του επιτοκίου μπορεί

να μεταβληθεί δραστικά, εάν τα ληξιπρόθεσμα χρεόγραφα έχουν επενδυθεί σε

στοιχεία του «ενεργητικού» με διαφορετικές «ευαισθησίες», ή εάν οι

ληξιπρόθεσμες καταθέσεις έχουν χρηματοδοτηθεί από πηγές με διαφορετικές

«ευαισθησίες».

Page 66: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

66

Πίνακας 9. «Ευαισθησία» επιτοκίου

«Ευαισθησία» επιτοκίου

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1 μήνας 3 μήνες 6 μήνες

Ευρώ Ευρώ Ευρώ

Μετρητά και οφειλές από άλλες τράπεζες 0 0 0

Βραχυπρόθεσμα προϊόντα 1.504 1.504 1.504

Επενδύσεις σε χρεόγραφα 300 3.120 4.081

Εμπορικά δάνεια 27.281 29.930 35.421

Καταναλωτικά δάνεια 2.307 5.783 11.680

Λοιπά δάνεια 298 879 1.703

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού 0 0 0

Σύνολο ενεργητικού 31.690 41.216 54.389

1 έτος Μη ευαίσθ. Σύνολο

Μετρητά και οφειλές 0 13.205 13.205

Βραχυπρόθεσμα προϊόντα 1.504 0 1.504

Επενδύσεις σε χρεόγραφα 5.731 26.370 32.101

Εμπορικά δάνεια 38.153 664 38.817

Καταναλωτικά δάνεια 20.731 11.410 32.141

Λοιπά δάνεια 3.673 18.045 21.718

Λοιπά στοιχεία ενεργητικού 560 6.112 6.672

Σύνολο ενεργητικού 70.352 75.806 146.158

ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1 μήνας 3 μήνες 6 μήνες

Καταθέσεις όψεως 0 0 0

Ειδικοί λογαριασμοί όψεως 9.107 9.107 9.107

Ειδικοί λογαριασμοί ταμιευτηρίου 0 0 0

Λογαριασμοί χρηματαγοράς 20.012 20.012 20.012

Πιστοποιητικά προθεσμιακών καταθέσεων

ταμιευτηρίου για ορισμένο ποσό και διάρκεια 1.341 3.426 6.204

Πιστοποιητικά καταθέσεων≥ 100000. 2.794 11.412 19.897

Καταθέσεις δημόσιων οργανισμών 380 1.607 3.014

Βραχυχρόνιος δανεισμός 3.379 3.559 3.559

Λοιπές υποχρεώσεις 0 0 32

Μετοχικό κεφάλαιο 0 0 0

Σύνολο 37.013 49.123 61.825

1 έτος Μη ευαίσθ. Σύνολο

Καταθέσεις όψεως 0 31.632 31.632

Page 67: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

67

Ειδικοί λογαριασμοί όψεως 9.107 0 9.107

Ειδικοί λογαριασμοί ταμιευτηρίου 0 6.843 6.843

Λογαριασμοί χρηματαγοράς 20.012 0 20.012

Πιστοποιητικά προθεσμιακών καταθέσεων

ταμιευτηρίου για ορισμένο ποσό και διάρκεια 10.493 8.845 19.338

Πιστοποιητικά καταθέσεων≥ 100000. 30.630 1.448 32.078

Καταθέσεις δημόσιων οργανισμών 7.781 3.883 11.664

Βραχυχρόνιος δανεισμός 3.559 0 3.559

Λοιπές υποχρεώσεις 167 924 1.091

Μετοχικό κεφάλαιο 0 10.834 10.834

Σύνολο 81.749 64.409 146.158

Δείκτης ευαισθησίας επιτοκίου

(ευαίσθητο Ενεργητικό /

ευαίσθητο Παθητικό)

Άνοιγμα δείκτη

ευαισθησίας επιτοκίου

(gap)

(Ε.ε - Ε.π)

% Ευρώ

Σε ένα μήνα 0,86 (31.698/37.013) -5.323

Σε τρεις μήνες 0,84 (41.216/49.123) -7.907

Σε έξι μήνες 0,88 (54.389/61.825) -7.436

Σε ένα χρόνο 0,86 (70.352/81.749) -11.397

Μη ευαίσθητο (πάνω από χρόνο) 1,18 (75.806/64.409) 11.397

Σημείωση: Για να υπολογιστεί ο δείκτης «μη ευαίσθητου» επιτοκίου, χρησιμοποιείται ο τύπος :

α) Δείκτης μη ευαίσθητου επιτοκίου = Μη ευαίσθητο ενεργητικόΜη ευαίσθητο παθητικό

β) Μη ευαίσθητο άνοιγμα = Μη ευαίσθητοενεργητικό

Μη ευαίσθητοπαθητικό

⎛⎝⎜

⎞⎠⎟ −

⎛⎝⎜

⎞⎠⎟

3.4 Η δυναμική ανάλυση του ανοίγματος

Το τελευταίο μέτρο διαχείρισης της «ευαισθησίας» του επιτοκίου είναι η

«δυναμική» ανάλυση του ανοίγματος - dynamic gap analysis. Αυτό το άνοιγμα

απαιτεί πρόβλεψη των επιτοκίων και των αναμενόμενων αλλαγών στον

ισολογισμό για αρκετές περιόδους στο μέλλον. Δίνοντας αυτές τις προβλέψεις,

η περιγραφή αυτή του «δυναμικού» ανοίγματος δείχνει τον τρόπο με τον οποίο,

το άνοιγμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε συγκεκριμένες μελλοντικές

περιόδους.

Page 68: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

68

Σύνοψη Με το πέρας της μελέτης της παρούσας ενότητας είστε σε θέση να γνωρίζετε

ότι:

• η βασική πηγή κερδών των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι η διαφορά μεταξύ

των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων,

• το βασικότερο στοιχείο του Ενεργητικού των τραπεζών είναι τα δάνεια, με

ολοένα μεγαλύτερη προτίμηση στα βραχυπρόθεσμα, με μικρότερες

αποδόσεις, σαν αποτέλεσμα του μικρότερου κινδύνου που αναλαμβάνουν.

Από την πλευρά του Παθητικού, το βασικότερο στοιχείο είναι οι καταθέσεις,

• το τραπεζικό σύστημα, σε συνάρτηση πάντα με το κοινό και τις επιλογές

χρήσης των κεφαλαίων του, δημιουργεί τραπεζικό χρήμα, πολλαπλάσιο του

νομισματικού που αποτελεί την αρχική εισροή, μέσω της διαδικασίας των

πολλαπλών καταθέσεων,

• για τη μεγιστοποίηση των κερδών, η διοικητική ομάδα της τράπεζας,

αποβλέπει κυρίως στην εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας, στην επίτευξη

αποδεκτού επιπέδου κινδύνου, στη συγκέντρωση κεφαλαίων με το

μικρότερο δυνατό κόστος και στον προσδιορισμό του ύψους του

κεφαλαίου, που πρέπει να διαχειριστεί η τράπεζα.

• η διακράτηση πλεοναζόντων ρευστών διαθεσίμων, εξασφαλίζει την

τράπεζα από περιπτώσεις μαζικών αναλήψεων, και εξασφαλίζει κάλυψη του

ποσού των υποχρεωτικών διαθεσίμων, που αλλιώς θα είχε μεγαλύτερο

κόστος και, σε περίπτωση που κατέφευγε συχνά στην Κεντρική Τράπεζα για

βραχυπρόθεσμο δανεισμό, μείωση της φερεγγυότητάς της,

• η τράπεζα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το Ενεργητικό της σε στοιχεία με

υψηλές αποδόσεις, με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο και συγχρόνως να

διακρατά ρευστοποιήσιμες απαιτήσεις για κάλυψη ρευστότητας,

• η ανάπτυξη προϊόντων, όπως τα overnight loans, έχουν δημιουργήσει τη

δυνατότητα διαχείρισης του Παθητικού της τράπεζας, που παλαιότερα δεν

ήταν δυνατό να εφαρμοστεί. Η σωστή διαχείριση του Παθητικού έχει σα

σκοπό την εξασφάλιση ικανοποιητικής καθαράς θέσης, ώστε να

προλαμβάνει περιπτώσεις προβλημάτων ρευστότητας, αποδοτικότητα των

ιδίων κεφαλαίων και κάλυψη των κανονιστικών ρυθμίσεων,

• η διαχείριση ενός χαρτοφυλακίου χρεογράφων, επιλέγει τα χαρακτηριστικά

και τις ανάγκες της τράπεζας, για απόδοση, εξασφάλιση από τον κίνδυνο

Page 69: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

69

και χρονισμό των χρηματοροών, ώστε να καταρτίσει το κατάλληλο

χαρτοφυλάκιο, μέσω της σύνθεσης χρεογράφων διαφορετικών

ημερομηνιών λήξεων και νομίσματος, βάσει συγκεκριμένων στρατηγικών,

• η διαφορά των επιτοκίων που χαρακτηρίζουν τα στοιχεία του Ενεργητικού

και του Παθητικού ονομάζεται περιθώριο επιτοκίου. Η διαχείρισή του

εκτιμάται σύμφωνα με συγκεκριμένα μέτρα που έχουν κατασκευαστεί, όπως

το καθαρό περιθώριο επιτοκίου σε νομισματικές μονάδες, σε ποσοστό και

το άνοιγμα επιτοκίων και

• η ευαισθησία του επιτοκίου αναφέρεται στις διακυμάνσεις του περιθωρίου

επιτοκίου εξ αιτίας ενδογενών παραγόντων.

Page 70: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

70

Page 71: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

71

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

005 - ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

COURSE 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ

Page 72: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

72

Page 73: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

73

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Η συγκεκριμένη διδακτική ενότητα αποτελείτε από τρεις επιμέρους υποενότητες.

Στην πρώτη υποενότητα παρουσιάζονται τα είδη του κινδύνου που

εμφανίζονται στην τραπεζική λειτουργία. Έτσι, αναλύεται η μορφή, η πηγή και

τα προβλήματα που ανακύπτουν από κάθε κατηγορία κινδύνου. Στη συνέχεια

και στα πλαίσια της δεύτερης υποενότητας η ανάλυση προχωρεί στους

τρόπους τιτλοποίησης μη συναλλάξιμων στοιχείων του ενεργητικού, σε

εμπορεύσιμα χρεόγραφα και τη μεταφορά τους σε δραστηριότητες εκτός

ισολογισμού ενώ στην τρίτη υποενότητα παρουσιάζονται αναλυτικά οι

διαφορετικές μορφές μέτρησης κινδύνου ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά

στον τρόπο αντιστάθμισης κινδύνου με τη χρήση των παραγώγων

χρεογράφων

Page 74: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

74

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΟΙ

ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Κάθε κερδοσκοπική επιχείρηση συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών

έρχονται αντιμέτωπες με μακροοικονομικά θέματα κινδύνου όπως η επιρροή

του πληθωρισμού, η οικονομική ύφεση αλλά και μικροοικονομικούς όπως

ανταγωνιστικές απειλές, αποτυχία διαφήμισης, πολιτικά γεγονότα η ακόμα και

φυσικές καταστροφές.

Ειδικότερα οι τράπεζες, με την ραγδαία ανάπτυξή τους τις τελευταίες δεκαετίες

και την πολύπλευρη λειτουργία τους έρχονται αντιμέτωπες με ένα ευρύ φάσμα

κινδύνων.

1.1 Ορισμοί των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες

Ο κίνδυνος όπως χρησιμοποιείται στην ανάλυσή μας, αφορά στην αστάθεια

των καθαρών ταμειακών ροών της επιχείρησης ή, αν η επιχείρηση είναι πολύ

μεγάλη, μιας μονάδας μέσα σ’ αυτή. Σε μια τράπεζα με στόχο τη

μεγιστοποίηση του κέρδους, μια μονάδα θα μπορούσε να είναι μια ολόκληρη

τράπεζα, ένα υποκατάστημα ή ένα τμήμα. Ο κίνδυνος θα μπορούσε επίσης να

μετρηθεί σε όρους διαφορετικών χρηματοοικονομικών προϊόντων. Ο

αντικειμενικός στόχος όμως μιας τράπεζας ως σύνολο, είναι να αυξήσει την

αξία των μετοχών της μεγιστοποιώντας την εξαρτώμενη από τον κίνδυνο

απόδοση, που απολαμβάνουν οι μέτοχοι. Με αυτήν την έννοια, μια τράπεζα

είναι ίδια με κάθε άλλη επιχείρηση, αλλά στις τράπεζες η αποδοτικότητα και η

προστιθέμενη αξία των μετοχών θα εξαρτηθούν από τη διαχείριση του

κινδύνου. Η ακατάλληλη διαχείριση του κινδύνου, θα μπορούσε να απειλήσει τη

φερεγγυότητα μιας τράπεζας, όπου η έλλειψη φερεγγυότητας εντοπίζεται στην

αρνητική καθαρή θέση, δηλαδή μεγαλύτερο παθητικό από ενεργητικό, ή στην

αδυναμία να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.

1.1.1 Πιστωτικός κίνδυνος – Κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου

Σε ένα χρηματοοικονομικό συμβόλαιο λαμβάνουν μέρος δύο συμβαλλόμενοι.

Ορίζουμε ως κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου τον κίνδύνο που αναλαμβάνουν οι

τράπεζες και όσοι ενεργούν συναλλαγές σε χρηματιστήριο, παράγωγα

Page 75: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

75

(derivatives), αντιστάθμιση (hedging) ,δικαιώματα (options) τον κίνδυνο ο

αντισυμβαλλόμενος να αθετήσει τις υποχρεώσεις του.

Πιστωτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος να καταστεί ένα στοιχείο του ενεργητικού

(π.χ. ένα δάνειο) μη ανακτήσιμο λόγω αδυναμίας του οφειλέτη, η να υπάρξει

καθυστέρηση αποπληρωμής ενός δανείου. Και στις δύο περιπτώσεις η

παρούσα αξία του ενεργητικού στοιχείου μειώνεται , υπονομεύοντας την

φερεγγυότητα της τράπεζας. Κυρίως ο πιστωτικός κίνδυνος αφορά

αποπληρωμές δανείων. Εάν οι απώλειες για την τράπεζα είναι μεγάλες τότε η

τράπεζα μπορεί να οδηγηθεί ακόμα και σε χρεοκοπία. Οι τράπεζες

αποφεύγουν τον πιστωτικό κίνδυνο διαλέγοντας κυρίως δάνεια με χαμηλό

κίνδυνο αποπληρωμής. Η επιλογή όμως δανείων χαμηλής επικινδυνότητάς δεν

αποδίδει κέρδη. Αντιθέτως ο πιστωτικός κίνδυνος αυξάνει όταν μια τράπεζα

διαθέτει στο χαρτοφυλάκιο της δάνεια μέτριας και υψηλής επικινδυνότητας με

πιθανότητα υψηλότερης κερδοφορίας.

Για να είναι λοιπόν ένας τραπεζικός οργανισμός ανταγωνιστικός και

κερδοφόρος θα πρέπει να διαθέτει χαρτοφυλάκιο με κλιμακούμενου ρίσκου

στοιχεία και ταυτόχρονα παρακολούθηση των δανειστών τους αυξάνοντας

έτσι τις εισροές της.

1.1.2 Κίνδυνος ρευστότητας και ταμειακός κίνδυνος

Ο κίνδυνος ρευστότητας εκφράζει την εμφάνιση ανεπαρκούς ρευστότητας για

τις φυσιολογικές λειτουργικές ανάγκες της τράπεζας, δηλαδή την ικανότητα της

τράπεζας να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της όταν καθίστανται

ληξιπρόθεσμες. Τέτοιο πρόβλημα μπορεί να εμφανιστεί λόγω έλλειψης

στοιχείων του ενεργητικού με υψηλή ρευστότητα, ή διότι η τράπεζα δεν μπορεί

να συγκεντρώσει μετρητά ούτε στη λιανική ούτε στη χονδρική αγορά.

Ταμειακός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος να μην μπορεί η τράπεζα να χρηματοδοτεί

τις καθημερινές της λειτουργίες.

Η ρευστότητα είναι μια σημαντική υπηρεσία, που προσφέρεται από μια

τράπεζα. Οι πελάτες κάνουν καταθέσεις σε μια τράπεζα, αφού είναι βέβαιοι

πως μπορούν να πραγματοποιήσουν ανάληψη όποτε θελήσουν. Αν

αμφισβητηθεί η ικανότητα μιας τράπεζας να εξοφλεί τις απαιτήσεις των

πελατών της, μπορεί να χάσει όλη την πελατεία της σε μια νύχτα. Εφόσον η

τράπεζα δε θα μπορεί να μειώσει τα γενικά της έξοδα σε τόσο σύντομο χρονικό

διάστημα, θα παρουσιάσει ζημιές και μπορεί να καταστεί αφερέγγυα.

Page 76: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

76

Ο συγχρονισμός στις ημερομηνίες λήξης εξασφαλίζει ρευστότητα και

εξαφανίζει τον ταμειακό κίνδυνο, γιατί όλες οι καταθέσεις έχουν επενδυθεί σε

στοιχεία ενεργητικού με ίδια ημερομηνία λήξης. Έτσι κάθε κατάθεση θα μπορεί

να καλυφθεί από την εισροή μετρητών από επενδύσεις σε ενεργητικά στοιχεία

που λήγουν. Πάντως οι τράπεζες δεν πρόκειται να ακολουθήσουν ποτέ τέτοια

στρατηγική, διότι η μεσολάβηση με τη μορφή μετασχηματισμού ενεργητικών

στοιχείων είναι μια πηγή-κλειδί του κέρδους των τραπεζών. Από

μακροοικονομική σκοπιά και με την προϋπόθεση ότι η γενική ρευστότητα της

οικονομίας είναι σταθερή και δεν παρουσιάζει κάποια τάση, η ανάληψη

κάποιας κατάθεσης από έναν πελάτη θα καταλήξει ως κατάθεση σε κάποιον

άλλο λογαριασμό μέσα στο τραπεζικό σύστημα. Αν οι τράπεζες τηρούσαν

έναν αυστηρό συγχρονισμό ημερομηνιών λήξης, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν,

εξαιτίας των συνθηκών ανταγωνισμού, οι τράπεζες που θα έκαναν επενδύσεις,

αντί να διατηρούν αδρανείς καταθέσεις, να ήταν σε θέση να προσφέρουν

μεγαλύτερες αποδόσεις από τις άλλες που απλώς θα διατηρούσαν αδρανείς

καταθέσεις. Επιπλέον, η χρήση των ημερομηνιών λήξης των υποχρεώσεων,

υποβιβάζει τη σημασία της πραγματικής ρευστότητας, αφού συνήθως οι

πελάτες δεν απαιτούν τις καταθέσεις στον αναμενόμενο χρόνο, αλλά τις

ανανεώνουν ή τις παρατείνουν. Μόνο ένα μικρό ποσοστό από τις καταθέσεις

που μπορούν να αναληφθούν σε μια συγκεκριμένη μέρα θα αναληφθούν

τελικά. Έτσι ο απόλυτος συγχρονισμός υποχρεώσεων και απαιτήσεων με

στόχο το μηδενισμό του κινδύνου ρευστότητας θα μειώσει και την

προστιθέμενη αξία των μετοχών. Γι’ αυτό λοιπόν, αν ο αντικειμενικός στόχος

μιας τράπεζας είναι η μεγιστοποίηση της προστιθέμενης αξίας των μετοχών

της, τότε όλες οι τράπεζες θα πρέπει να λειτουργούν με κάποιο αποδεκτό

βαθμό διασποράς ημερομηνιών λήξης.

1.1.3 Κίνδυνος διακανονισμών / πληρωμών

Ο κίνδυνος διακανονισμών ή πληρωμών δημιουργείται όταν ο ένας

συμβαλλόμενος σε μια συμφωνία πληρώνει χρήματα ή παραδίδει περιουσιακά

στοιχεία προτού εισπράξει χρήματα ή παραλάβει περιουσιακά στοιχεία. Ένας

πιο εξειδικευμένος όρος για τον κίνδυνο διακανονισμών είναι ο «κίνδυνος

Herstatt», ένας όρος που προήλθε από την ομώνυμη γερμανική τράπεζα, η

οποία κατέρρευσε το 1974 λόγω μεγάλων ζημιών από συναλλαγές σε

συνάλλαγμα. Οι συναλλαγές σε ξένα νομίσματα απαιτούν μεταφορά

Page 77: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

77

μετρητών από λογαριασμό της μιας τράπεζας σε λογαριασμό της άλλης μέσω

των κεντρικών τραπεζών των χωρών των νομισμάτων, που εμπλέκονται. Η

διαφορά όμως της ώρας, που μπορεί να υπάρχει μεταξύ των χωρών, μπορεί

να καθυστερήσει το διακανονισμό. Όταν για παράδειγμα η Herstatt ήταν

ακόμη κλειστή το πρωί (ώρα Γερμανίας), οι πληρωμές σε δολάριο στις

αμερικανικές τράπεζες, που είχαν συμφωνηθεί τις δυο προηγούμενες ημέρες,

δεν πραγματοποιούνταν. Οι εκτεθειμένες αμερικανικές τράπεζες αντιμετώπισαν

κρίση ρευστότητας, η οποία παραλίγο να προκαλέσει κατάρρευση όλου του

συστήματος πληρωμών των Η.Π.Α.

Ο κίνδυνος είναι πολύ έντονος στις διατραπεζικές αγορές γιατί ο όγκος των

διατραπεζικών πληρωμών είναι ιδιαίτερα υψηλός. Για παράδειγμα μέσα σε

μόλις μιάμιση μέρα μπορεί να μεταφερθεί ποσό ίσο σε αξία με το Α.Ε.Π. μιας

μεγάλης χώρας του Ο.Ο.Σ.Α. Με τόσο μεγάλο όγκο συναλλαγών οι τράπεζες

συναλλάσσουν ποσά πολύ μεγαλύτερα από τα κεφάλαιά τους. Εφόσον

λοιπόν οι πληρωμές είναι διατραπεζικές, ένα πρόβλημα σε μια μόνο τράπεζα

μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις (domino effect).

Η εκκαθάριση3 (Netting) είναι ένας τρόπος μείωσης του κινδύνου πληρωμών

αφού επιτρέπει σε μια τράπεζα να κάνει μια καθαρή πληρωμή στον

αντισυμβαλλόμενό της αντί πολλές ακαθάριστες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα

3 Η εκκαθάριση συνηθίζεται και σε εγχώρια συστήματα πληρωμών στις βιομηχανοποιημένες χώρες. Στο τέλος κάθε ημέρας η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από κάθε τράπεζα να εξοφλήσει τις καθαρές υποχρεώσεις της αφού συμψηφίσει χρεώσεις και πιστώσεις μέχρι μια συγκεκριμένη μέρα. Αν και προσφέρει σημαντικά οφέλη το να μην είναι απαραίτητη η εξόφληση κατά τη διάρκεια της ημέρας, ωστόσο και πάλι εμφανίζεται κίνδυνος πληρωμών, αφού η εκκαθάριση είναι πολύπλευρη και οι πιθανότητες εμφάνισης του domino effect αρκετές. Το στοιχείο αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία λόγω του μεγάλου όγκου συναλλαγών σε σχέση με τα κεφάλαια κάθε τράπεζας. Επομένως, οι κεντρικές τράπεζες έχουν την ευθύνη να διασφαλίσουν το σύστημα από τον κίνδυνο αποτυχίας. Οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες-ρυθμιστές αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό με διάφορα μέτρα όπως συμφωνίες για συμμόρφωση μέσα σε συγκεκριμένα όρια έκθεσης σε πιστωτικό κίνδυνο, απαίτηση εγγυήσεων, προώθηση νομοθεσίας που θα κάνει τη διμερή ή πολυμερή εκκαθάριση υποχρεωτική και επιβολή κυρώσεων σε τράπεζες που αργούν να έρθουν σε επαφή με την κεντρική τράπεζα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πάντως όλο και περισσότερο υπάρχει πίεση για μετάβαση από την εκκαθάριση (Netting) στο RTGS (Real time gross settlement). Με το RTGS οι συναλλαγές διευθετούνται σε λογαριασμούς της κεντρικής τράπεζας, ακαθάριστα, στο χρόνο που πραγματοποιούνται και όχι στο τέλος της ημέρας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90, οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιαπωνία, οι Η.Π.Α. και η Ελβετία θα έχουν συστήματα RTGS για μεγάλες εγχώριες πληρωμές. Στην Ε.Ε. προβλέπεται να εναρμονιστούν όλα τα εθνικά συστήματα πληρωμών, τα οποία θα έχουν σύστημα RTGS αρχικά για πληρωμές μεγάλης αξίας. Πάντως με ένα ενιαίο νόμισμα είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιηθεί ένα μεγάλο RTGS σύστημα για όλη την Ευρώπη.

Page 78: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

78

πολύ χαμηλότερο όγκο συναλλαγών, διότι λιγότερα χρήματα κυκλοφορούν

στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμών και, επομένως, χαμηλότερο

απόλυτο επίπεδο κινδύνου στο τραπεζικό σύστημα. Ήδη έχουν δημιουργηθεί

μερικά ιδιωτικά συστήματα εκκαθάρισης. Για παράδειγμα ο ECHO είναι ένας

οργανισμός συμψηφισμού συναλλάγματος που δημιουργήθηκε από 14

ευρωπαϊκές τράπεζες. O MULTINET είναι ένας ανάλογος οργανισμός για μια

ομάδα τραπεζών της Β. Αμερικής. Και οι δυο αυτοί οργανισμοί ξεκίνησαν τη

λειτουργία τους το 1994 με στόχο να διευκολύνουν την πολύπλευρη

εκκαθάριση των τρεχουσών και προθεσμιακών συμβολαίων σε συνάλλαγμα.

Ο οργανισμός συμψηφισμού είναι ο αντισυμβαλλόμενος στις συναλλαγές των

τραπεζών, συγκεντρώνοντας και συμψηφίζοντας τις πληρωμές όλων των

τραπεζών μελών σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα. Κάποιες κεντρικές τράπεζες σε

ρόλο ρυθμιστή φροντίζουν σε περίπτωση που οι οργανισμοί συμψηφισμού

δεν έχουν τα κεφάλαια να καλύψουν την αδυναμία κάποιου μέλους να

εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του.

1.1.4 Κίνδυνος επιτοκίου

Ο κίνδυνος του επιτοκίου οφείλεται στις διαφορές των επιτοκίων των

ευαίσθητων ως προς τα επιτόκια στοιχείων του ενεργητικού, του παθητικού

αλλά και στοιχείων εκτός ισολογισμού, τόσο ως προς τον όγκο όσο και ως

προς την περίοδο λήξης τους. Μια μη αναμενόμενη κίνηση των επιτοκίων

μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αποδοτικότητα μιας τράπεζας. Η

παραδοσιακή εστίαση μιας διοικητικής ομάδας μέσα σε μια τράπεζα στη

διαχείριση ενεργητικών και παθητικών στοιχείων είναι στην ουσία διαχείριση του

κινδύνου του επιτοκίου.

Οι τράπεζες μπορούν να χορηγούν δάνεια είτε με σταθερό είτε με κυμαινόμενο

επιτόκιο, όπου το κυμαινόμενο επιτόκιο συνδέεται με κάποια κεντρική βάση ή

κεντρικό τραπεζικό επιτόκιο. Οι τράπεζες πάντα θα έχουν διαφορές στα

επιτόκιά τους, όπως για παράδειγμα μεταξύ σταθερών και κυμαινόμενων

επιτοκίων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Αν έχουν πάρα πολλές

χορηγήσεις με σταθερό επιτόκιο, τότε οι τράπεζες αυτές θα είναι ευπρόσβλητες

από πιθανή άνοδο των επιτοκίων, αντίθετα, έχουν πολλές καταθέσεις με

σταθερό επιτόκιο, τότε θα κινδυνεύουν από πτώση των επιτοκίων. Οι τράπεζες

μπορεί να είναι ευαίσθητες ως προς τα στοιχεία του ενεργητικού τους, δηλαδή

Page 79: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

79

τα εξαρτώμενα από επιτόκιο ενεργητικά στοιχεία να ανατιμώνται ή υποτιμώνται

πιο γρήγορα από τα αντίστοιχα στοιχεία του παθητικού, ή ευαίσθητες ως προς

τα στοιχεία του παθητικού, όπου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στην πράξη,

συνήθως ισχύει η πρώτη περίπτωση, δηλαδή μια πτώση των επιτοκίων θα

μειώσει το καθαρά έσοδα της τράπεζας από τόκους, αφού θα αυξηθεί το

κόστος κεφαλαίου, αντιστρόφως ανάλογα με τη μείωση στην απόδοση των

στοιχείων του ενεργητικού. Αντίστοιχα, αν μια τράπεζα είναι ευαίσθητη ως

προς τα στοιχεία παθητικού, τότε μια αύξηση των επιτοκίων θα μειώσει τα

καθαρά της έσοδα.

1.1.5 Κίνδυνος τιμής

Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν κίνδυνο τιμής σε τίτλους, που διαπραγματεύονται

σε θεσμοθετημένες αγορές. Η αξία κάθε τίτλου είναι μια συνάρτηση τιμής,

τοκομεριδίου, συχνότητας τοκομεριδίου, χρόνου, επιτοκίου και άλλων

παραγόντων. Αν μια τράπεζα κατέχει τίτλους για λογαριασμό της (για

παράδειγμα μετοχές ή ομόλογα), τότε είναι εκτεθειμένη σε κίνδυνο αγοράς (ή

τιμής), αφού οι τιμές των τίτλων θα είναι ασταθείς. Ο γενικός ή συστηματικός

κίνδυνος τιμής οφείλεται σε μεταβολές στις τιμές όλων των τίτλων της αγοράς

εξαιτίας, για παράδειγμα, μιας αλλαγής στην οικονομική πολιτική. Ο μη

συστηματικός ή ειδικός κίνδυνος εμφανίζεται σε περιπτώσεις όπου η τιμή ενός

τίτλου μεταβάλλεται μαζί με άλλους ομοειδείς τίτλους εξαιτίας ενός γεγονότος

(ή γεγονότων) που σχετίζεται με τον εκδότη του τίτλου. Έτσι λοιπόν, η

ανακοίνωση ενός μη αναμενόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος μπορεί να

προκαλέσει την πτώση ενός γενικού δείκτη μετοχών, ενώ η ανακοίνωση μιας

μήνυσης για περιβαλλοντικούς λόγους εναντίον μιας εταιρίας θα προκαλέσει

μεν μείωση στην τιμή της μετοχής της, αλλά είναι απίθανο να προκαλέσει

πτώση του γενικού δείκτη.

Μια τράπεζα μπορεί να είναι εκτεθειμένη σε κίνδυνο τιμής (γενικό ή ειδικό) από

χρεωστικά χρεόγραφα (χρεωστικοί τίτλοι σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου

όπως για παράδειγμα ομόλογα), χρεωστικά παράγωγα (προθεσμιακές

συμφωνίες επιτοκίου, προθεσμιακά συμβόλαια και δικαιώματα σε χρεωστικούς

τίτλους, swaps σε επιτόκιο και συναλλαγματικές ισοτιμίες, προθεσμιακές θέσεις

συναλλάγματος), μετοχές, παράγωγα μετοχών (swaps μετοχών, προθεσμιακά

συμβόλαια και δικαιώματα σε δείκτες μετοχών, δικαιώματα σε προθεσμιακά

συμβόλαια, warrants) και συναλλαγματικές συναλλαγές.

Page 80: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

80

1.1.6 Συναλλαγματικός ή νομισματικός κίνδυνος

Εφόσον οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ευμετάβλητες, κάθε καθαρή

βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη ανοιχτή θέση μιας τράπεζας, σε

συγκεκριμένο νόμισμα την εκθέτει σε συναλλαγματικό κίνδυνο, έναν ιδιαίτερο

τύπο κινδύνου αγοράς. Μια τράπεζα με δραστηριοποίηση σε παγκόσμιο

επίπεδο εκτίθεται σε πολλαπλό νομισματικό κίνδυνο. Ο συναλλαγματικός

κίνδυνος οφείλεται στις διακυμάνσεις των ισοτιμιών, οι οποίες επηρεάζουν τις

θέσεις σε συνάλλαγμα που έχει πάρει η τράπεζα, είτε για λογαριασμό της, είτε

για λογαριασμό των πελατών της. Επειδή οι τράπεζες δραστηριοποιούνται

συγχρόνως στην τρέχουσα, την προθεσμιακή και την αγορά ανταλλαγών,

έχουν μεγάλες θέσεις, οι οποίες αλλάζουν κάθε λεπτό δραματικά. Η διασπορά

ως προς το νόμισμα και το χρόνο λήξης είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό

αυτών των δραστηριοτήτων – επιτυχημένες αποφάσεις σχετικά με τη διασπορά

μπορεί να σημαίνει επιτυχημένη διαχείριση κινδύνου.

1.1.7 Κίνδυνος μόχλευσης

Οι τράπεζες έχουν υψηλότερη μόχλευση4 από άλλες επιχειρήσεις – οι

άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς όταν πραγματοποιούν καταθέσεις σε μια

τράπεζα που θεωρείται εύρωστη. Επειδή συνήθως δεν υπάρχουν μεγάλες ή

τυχαίες αλλαγές στα ποσά που οι άνθρωποι επιθυμούν να δανειστούν ή να

αποταμιεύσουν, το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο τείνει να παραμένει

σταθερό, εκτός αν οι καταθέτες έχουν λόγο να πιστεύουν πως υπάρχουν

παράγοντες που είναι πιθανό να προκαλέσουν αστάθεια.

Έτσι, λοιπόν, το όριο μόχλευσης είναι για τις τράπεζες πιο σημαντικό από άλλες

επιχειρήσεις, γιατί η σχετικά υψηλότερή τους μόχλευση σημαίνει πως το όριο

του ανεκτού κινδύνου είναι κατώτερο σε σχέση με τον ισολογισμό τους. Για

παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν δείκτη ιδίων

κεφαλαίων προς συνολικά, τουλάχιστον 8%. Αυτό το 8% μεταφράζεται σε

δείκτη ξένων κεφαλαίων προς ίδια ίσο με 1150%, σε αντίθεση με το 60-70%

όπου κυμαίνεται ο δείκτης ξένα / ίδια κεφάλαια για τις εμπορικές επιχειρήσεις.

4 Η έννοια της μόχλευσης εκφράζει το βαθμό χρήσης ξένων κεφαλαίων από μια επιχείρηση σε σχέση με τα ίδια.

Page 81: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

81

1.1.8 Κίνδυνος ανώτατης αρχής και πολιτικός κίνδυνος

Με τον όρο κίνδυνος ανώτατης αρχής αναφερόμαστε στην περίπτωση, όπου

η κυβέρνηση δε θα πληρώσει το χρέος της απέναντι σε κάποια ιδιωτική

τράπεζα. Με αυτή την έννοια πρόκειται για έναν τύπο πιστωτικού κινδύνου,

αλλά μάλλον η τράπεζα δε θα μπορεί να εφαρμόσει τις συνηθισμένες

μεθόδους για να ανακτήσει τα κεφάλαιά της. Για παράδειγμα, αν ένας ιδιώτης

οφειλέτης δεν πληρώσει το χρέος του, η τράπεζα θα κατασχέσει τα

περιουσιακά στοιχεία, που είχαν τεθεί ως εγγύηση για το δάνειο. Αν όμως ο

οφειλέτης είναι η κυβέρνηση, είναι μάλλον απίθανο για την τράπεζα να

ανακτήσει τα χαμένα της κεφάλαια κατάσχοντας κρατικά περιουσιακά στοιχεία.

Πολιτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος πολιτικής παρέμβασης στις λειτουργίες

μιας ιδιωτικής τράπεζας. Η παρέμβαση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει από

επιβολή συγκεκριμένων επιτοκίων και κανονισμούς ελέγχου για το συνάλλαγμα

μέχρι και κρατικοποίηση μιας τράπεζας. Για παράδειγμα, από το Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο η Γαλλία αμφιταλαντεύεται μεταξύ ιδιωτικοποιήσεων και

κρατικοποιήσεων στον τραπεζικό κλάδο. Όλες οι επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες

στον πολιτικό κίνδυνο, αλλά οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα ευπρόσβλητες λόγω της

κρίσιμης θέσης που κατέχουν στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

1.1.9 Λειτουργικός κίνδυνος

Ως λειτουργικό κίνδυνο μπορούμε να ορίσουμε τον κίνδυνο από άμεσες η

έμμεσες απώλειες ως αποτέλεσμα από ανεπαρκείς η αποτυχημένες

εσωτερικές διαδικασίες ανθρώπους η συστήματα της τράπεζας. Ο ορισμός

του λειτουργικού ρίσκου ποικίλει και η μέτρηση του καθίσταται δύσκολη. Η

επιτροπή της Βασιλείας έχει δώσει οδηγίες για την διευθέτηση του λειτουργικού

ρίσκου. Βασισμένη στην Βασιλεία (BASEL) του 2003 οι τύποι κλειδιά του

λειτουργικού ρίσκου είναι:

Νομικά (Μηνύσεις)

Υλικού κεφαλαίου (Ζημιά σε υλικά στοιχεία του ενεργητικού, Βιοτεχνική

υποδομή της τράπεζας)

Ανθρώπινου κεφαλαίου (Ανθρώπινα λάθη, προβλήματα με υπαλλήλους)

Απάτης (Παραβάσεις, Αντικανονική συμπεριφορά υπαλλήλων,

προβλήματα υπαλλήλων)

Page 82: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

82

Ένα καλό παράδειγμα αυτού του τύπου κινδύνου είναι η περίπτωση του

Συμβουλίου του Χάμερσμιθ και Φούλαμ. Ο Δήμος αυτός του Λονδίνου είχε

βγάλει swaps επιτοκίου από το Δεκέμβριο του 1983 μέχρι το Φεβρουάριο του

1989. Τα swaps αυτά ήταν δύο ειδών: ένα μέρος αυτών που προοριζόταν για

μείωση του επενδυτικού κινδύνου ενώ τα υπόλοιπα για κερδοσκοπική χρήση. Η

Βουλή των Λόρδων ακύρωσε όλα αυτά τα συμβόλαια, ανατρέποντας

προηγούμενη απόφαση του Εφετείου, αφού οι φορολογούμενοι του

συγκεκριμένου Δήμου θα έπρεπε να πληρώσουν δεκάδες εκατομμύρια λίρες. Η

Barclays, η Chemical, η Midland, η Mitsubishi Finance International και η

Security Pacific έμειναν με 400 εκατομμύρια λίρες ζημιές και επιπλέον έπρεπε να

πληρώσουν 15 εκατομμύρια λίρες σε αμοιβές.

1.1.10 Κίνδυνος από την παγκοσμιοποίηση της λειτουργίας της τράπεζας

Η διασπορά των κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο επιτρέπει πολλές φορές

στην τράπεζα να βελτιώνει τη διαχείριση κινδύνου, οπότε και να αυξάνει την

αποδοτικότητά της και την προστιθέμενη αξία των μετοχών της. Ωστόσο, η

έκθεση σε κίνδυνο σε παγκόσμιο επίπεδο κάνει τη διαχείριση κινδύνου πιο

πολύπλοκη για διάφορους λόγους. Πρώτον, τράπεζες με καταστήματα ή

θυγατρικές εταιρίες σε άλλες χώρες έχουν μέρος της υποδομής τους

εκτεθειμένο σε νομισματικό, συναλλαγματικό και πολιτικό κίνδυνο. Δεύτερον, η

αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου σε ξένες χώρες απαιτεί επιπλέον έρευνα

και πληροφορίες. Τρίτον, η διατραπεζική αγορά και οι ευρωπαϊκές αγορές είναι

ευπρόσβλητες σε μη αναμενόμενα χρηματοοικονομικά σοκ από πλευράς των

«ισχυρών», όπως για παράδειγμα τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία. Τέταρτον, ο

κίνδυνος της ανώτατης αρχής μπορεί να είναι πιο απειλητικός σε πολυεθνικό

επίπεδο, αν οι ανώτατες αρχές σε ξένες χώρες αφήνουν πιο συχνά απλήρωτα

τα χρέη τους απ’ ότι στη μητρική χώρα της τράπεζας. Τέλος η απάτη και η κακή

διαχείριση είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν σε πολυεθνικό επίπεδο

λειτουργίας, οπότε αυξάνεται και ο λειτουργικός κίνδυνος.

1.1.11 Κίνδυνος αγοράς

Για τις τράπεζες ο κίνδυνος αγοράς εμφανίζεται όταν διαπραγματεύονται

χρηματοοικονομικούς τίτλους και όταν κατέχουν μετοχές σαν κάποια μορφή

ενέχυρου, ή σαν μέρος της γενικότερης επενδυτικής τους στρατηγικής, όπως

Page 83: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

83

στη Γερμανία και την Ιαπωνία. Ο κίνδυνος αυτός απορρέει από τη μεταβολή

στην αποτίμηση της αξίας των τίτλων που αποτελούν μέρος του

χαρτοφυλακίου της τράπεζας. Έτσι, ο τρόπος που μεταβάλλονται οι τιμές, η

συσχέτιση της μεταβολής με παλαιότερες παρατηρήσεις κ.α., είναι μερικά από

τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση του κινδύνου αγοράς.

Page 84: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

84

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Η τιτλοποίηση στοιχείων του ενεργητικού περιλαμβάνει το μετασχηματισμό

παραδοσιακών, μη συναλλάξιμων στοιχείων του ενεργητικού, σε εμπορεύσιμα

χρεόγραφα και τη μεταφορά τους σε δραστηριότητες εκτός ισολογισμού (Off

Balance Sheet Activities). Με άλλα λόγια, αφορά τη συγκέντρωση ενός

τμήματος χορηγήσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως στεγαστικά

δάνεια, καταναλωτικά και δάνεια σε επιχειρήσεις, τη μετατροπή τους σε

χρεόγραφα και την πώληση τους σε δευτερογενείς αγορές.

2.1 Τιτλοποίηση Στοιχείων

Το σύνολο αυτών των δραστηριοτήτων ανήλθε στις ΗΠΑ στα 1.507 δις

δολάρια το 1992, συγκρινόμενο με 4.438 δις δολάρια συνολικών χορηγήσεων

από τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με το 90% περίπου αυτών

των δραστηριοτήτων να αφορά τίτλους έναντι στεγαστικών δανείων -

mortgage backed securities. Στη Μεγάλη Βρετανία, αν και ξεκίνησε με

σημαντική χρονική υστέρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ, έφτασε στα 16

δισεκατομμύρια στερλίνες το 1993 σε σύνολο 640 δις. πιστώσεων (C.Twinn

1994).

Τα χρεόγραφα που δημιουργούνται με τη μέθοδο της τιτλοποίησης, εκδίδονται

σε ποικίλα χρηματοοικονομικά σχήματα και έχουν διάφορες κατηγορίες

πληρωμής, εξασφαλίσεως του επενδυτή και προτεραιότητες ταμειακών ροών.

Σε μία τυπική διαδικασία τιτλοποίησης, η τράπεζα μεταφέρει τις ταμειακές ροές

ενός δανείου σε κάποιον οργανισμό (συνήθως επενδυτική τράπεζα),

ανταλλάσσοντας ουσιαστικά αυτές τις μελλοντικές ροές με χρήματα τίτλους ή

και συνδυασμούς των δύο.

Η τιτλοποίηση χορηγήσεων αποσυνθέτει τη διαδικασία χρηματοδότησης, που

παραδοσιακά ανήκε στις τράπεζες και τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά

ιδρύματα. Η διαδικασία αρχίζει στην κύρια αγορά (origination), όπου

παράγεται κάποιας μορφής δάνειο. Κατόπιν σχολαστικού ελέγχου

πιστοληπτικής ικανότητος του υποψήφιου πελάτη (credit analysis), συνάπτεται

η σχετική δανειακή σύμβαση το δάνειο εκταμιεύεται και κλείνει η διαδικασία που

συντελείται στην κύρια αγορά.

Page 85: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

85

Σε ένα δεύτερο επίπεδο το τραπεζικό ίδρυμα αξιολογεί τις διάφορες πηγές

ενεργητικού και τις καταχωρεί σε ομοιόμορφες και ομοιογενείς ομάδες, οι

οποίες μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο τιτλοποίησης όπως παρουσιάζεται

στο υπόδειγμα (Πίνακας 1).

Είναι αυτονόητο ότι ο μετασχηματισμός δανειακών χορηγήσεων σε τίτλους

συνεπάγεται τη δημιουργία μιας σημαντικής δευτερογενούς αγοράς, για αυτού

του είδους τις συναλλαγές. Σε αντίθεση με τις απλές πωλήσεις δανείων, η

πώληση των οποίων βασίζεται σε διαπραγματεύσεις μεταξύ τράπεζας και

πελάτη οι αποδόσεις των τίτλων χορηγήσεων διαμορφώνονται στις αγορές

κεφαλαίου.

Μετά την επιλογή του συνόλου (pool) των δανείων που πρόκειται να

μετατραπούν σε τίτλους, εξειδικευμένες τράπεζες αναλαμβάνουν την

επεξεργασία, τη διάρθρωση, τον τύπο και τις ταμειακές ροές και καθορίζουν

την τιμή στην οποία οι τίτλοι θα διατεθούν.

Μέσω της τιτλοποίησης τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν τη δυνατότητα να

μετατρέψουν τα υπάρχοντα δάνεια τους σε άμεσα ρευστοποιήσιμα κεφάλαια

υπό τη μορφή τίτλων, μετρητών ή και των δύο. Εξασφαλίζοντας αυτή τη

ρευστότητα οι τράπεζες μετέχουν στην κύρια αγορά κάθε μορφής δανείων,

προσφέροντας μια ποικιλία δανειακών προϊόντων, διευρύνοντας την

πελατειακή βάση χωρίς να χρειάζονται νέες καταθέσεις, που επιπρόσθετα

υπόκεινται και στη διαδικασία των υποχρεωτικών καταθέσεων στην Κεντρική

Τράπεζα.

Ο πιστωτικός κίνδυνος είναι πολύ μικρός διότι οι εκδιδόμενοι τίτλοι φέρουν τις

εγγυήσεις, είτε κάποιων δημοσίων οργανισμών, είτε τραπεζών, που

αποσκοπούν να αυξήσουν το βαθμό πιστοληπτικής κατάταξης των τίτλων.

Πιθανή όμως αφερεγγυότητα των δανειζόμενων είναι σημαντική για τον

προσδιορισμό της αξίας και των τίτλων, αλλά και των ασφαλίστρων που

απαιτούνται για να τους δοθεί υψηλότερος βαθμός πιστοληπτικής κατάταξης.

2.2 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τιτλοποίησης στοιχείων

Η τιτλοποίηση προσφέρει στις τράπεζες αποφυγή του κινδύνου επιτοκίου

(interest rate risk) καθώς μετά τη δημιουργία του τίτλου ο κίνδυνος μεταφέρεται

στον επενδυτή επιτρέποντας καλύτερη διαχείριση ενεργητικού – παθητικού. Έτσι

οι τράπεζες μπορούν να προσφέρουν προϊόντα δανείων με σταθερό επιτόκιο

Page 86: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

86

για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της

αύξησης του κόστους των καταθέσεων και αντιστοίχως με αυτό το τρόπο τη

μείωση του περιθωρίου κέρδους. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται ένα

παράδειγμα μετατροπής ενός δανείου ¥10.000.000 σε ένα χρεόγραφο.

Παρά τα σαφή πλεονεκτήματά τους έναντι των τραπεζικών χορηγήσεων, η

απόδοση των χρεογράφων υπόκειται σε ορισμένους χρηματοοικονομικούς

κινδύνους. Οι κίνδυνοι έχουν να κάνουν με τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, τις

μεταβολές των επιτοκίων και την πρόωρη αποπληρωμή των απαιτήσεων.

Η τιτλοποίηση πιθανώς να οδηγεί σε κίνδυνο ρευστότητας. Η σταδιακή μείωση

της χορήγησης τραπεζικών δανείων και η ενεργός ανάμειξη των εμπορικών

τραπεζών στην αγορά ομολογιών και άλλων τίτλων, περιορίζει σημαντικά τα

κέρδη από παραδοσιακές εργασίες των τραπεζών όπως η χορήγηση δανείων,

ενώ αυξάνει με εκρηκτικό ρυθμό τις εργασίες εκτός ισολογισμού. Ο κίνδυνος

ρευστότητας σχετίζεται με το μέγεθος της δευτερογενούς αγοράς όπου οι τίτλοι

είναι διαπραγματεύσιμοι. Στις ΗΠΑ, υπάρχει μια μεγάλου μεγέθους

δευτερογενής αγορά πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που εγγυάται ότι ο

κίνδυνος είναι χαμηλός.

Εάν δε συμβαίνει αυτό οι επενδυτές μπορεί να αντιμετωπίσουν διακυμάνσεις

τιμών ανάλογα με τον όγκο των διακινούμενων τίτλων.

Η πιο σημαντική κατηγορία κινδύνου συνδέεται με την πρόωρη αποπληρωμή

των απαιτήσεων που αποτελούν το χρεόγραφο, το οποίο έχει δημιουργηθεί

μέσω της διαδικασίας της τιτλοποίησης. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά σε

σχέση με τα υπόλοιπα χρεόγραφα. Για παράδειγμα εάν η απόδοση των τίτλων

βασίζεται στα τοκοχρεολύσια στεγαστικών δανείων σταθερής απόδοσης, τότε

η πρόωρη εξόφληση σε περιόδους πτώσης των επιτοκίων επιταχύνει την

πληρωμή των τοκοχρεολυσίων, λόγω της αναχρηματοδότησης των δανειακών

συμβάσεων, ακριβώς όταν η αγοραία αξία του τίτλου αυξάνεται (S.Becketti

1989). Σε σχέση με το κόστος ευκαιρίας κεφαλαίων, οι πρόωρες αποπληρωμές

επιταχύνουν τις εισπράξεις από τίτλους σε περιόδους, όπου υπάρχουν

καλύτερες επιλογές επανεπένδυσης κεφαλαίων και αντιστρόφως. Σαν τελευταίο

σχόλιο μπορούμε να πούμε ότι κάνει τα έσοδα από αυτούς τους τίτλους

σχετικά απρόβλεπτα, ιδιαίτερα εάν τα συγκρίνει κανείς με τις αποδόσεις των

κρατικών τίτλων.

Page 87: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

87

Πίνακας 1. Υπόδειγμα: Τιτλοποίηση - Διαδικασία και μηχανισμός

ΚΥΡΙΑ ΑΓΟΡΑ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΑΓΟΡΑ

ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

Εισροή μηνιαίων

πληρωμών ¥175.000

για 15 χρόνια ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

Η τράπεζα συνάπτει τραπεζικό δάνειο

εκταμιεύοντας ¥10.000.000 με επιτόκιο

20% για 15 χρόνια που αντιστοιχεί σε 180

μηνιαίες πληρωμές των ¥175.000. Η

τράπεζα μεταβιβάζει τη σύνδεση και άρα

τις μηνιαίες πληρωμές και εισπράττει τα

¥10.000.000 από τον επενδυτή.

Η επενδυτική τράπεζα μεσολαβεί και

εκδίδει τον τίτλο αξίας ¥10.000.000 που

υπόσχεται επιτόκιο 19,5%, διάρκειας 15

χρόνων, με μηνιαία πληρωμή ύψους

¥172.000 Το 0,5% ή ¥3.000 μηνιαίως

παρακρατείται από την τράπεζα για το

κόστος διαχείρισης δανείου.

Εκροή ¥10.000.000

Εισροή μηνιαίων

Πληρωμών

¥175.000 για 15

χρόνια

Εκροή

¥10.000.000 Εκροή ¥10.000.000

Εισροή

μηνιαίων

πληρωμών

¥175.000 για 15

χρόνια

ΔΑΝΕΙΖΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΕΣ Εκροή ¥10.000.000 ΘΕΣΜΙΚΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

Ο δανειζομενος

λαμβάνει δάνειο

¥10.000.000

υποσχόμενος να

πληρώνει ¥175.000

μηνιαίως βάσει

δανειακής

σύμβασης για τα

επόμενα 15 χρόνια.

Οι αποταμιευτές

επενδύουν

¥10.000.000 και

εισπράττουν για

τους επόμενους

180 μήνες

¥172.000 μείον την

προμήθεια που

συνήθως

υπάρχει.

Οι επενδυτές για δικό τους λογαριασμό

ή πελατών τους καταβάλλουν τα

¥10.000.000 και εισπράττουν ¥172.000

για τους επόμενους 180 μήνες,

πραγματοποιώντας απόδοση 19,5%

στην επένδυσή τους.

Εισροή μηνιαίων

πληρωμών ¥175.000

για 15 χρόνια

Page 88: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

88

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ

ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Στην συγκεκριμένη υποενότητα θα παρουσιαστούν αναλυτικά οι διαφορετικές

μορφές μέτρησης κινδύνου ενώ παράλληλα θα γίνει αναφορά στον τρόπο

αντιστάθμισης κινδύνου με τη χρήση των παραγώγων χρεογράφων

(derivative securities).

3.1 Η έννοια της διάρκειας

Η διάρκεια-duration (Macaulay 1938) μιας απαίτησης ορίζεται ως ο μέσος

χρόνος επανάκτησης του κεφαλαίου και διαφέρει από την αντίστοιχη

ημερομηνία λήξης. Η τεχνική της διάρκειας αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην

ανάλυση ομολογιών (βλέπε Θωμαδάκης & Ξανθάκης 1990, Blake 1990),

ωστόσο, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, που βοηθά στην εκτίμηση του κινδύνου, ο

οποίος δημιουργείται από μια κακή διαχείριση της διάρκειας των στοιχείων του

ενεργητικού. Έτσι, για μια μεταβολή των επιτοκίων, η επίδραση στην αξία της

τράπεζας μπορεί να είναι σημαντική, όπως θα δούμε στις παρακάτω

εφαρμογές.

3.1.1 Απαιτήσεις απλής πληρωμής (Single - payment assets)

Για να εξετάσουμε τη μεταβολή της αξίας ενός στοιχείου του ενεργητικού, το

οποίο αποτελείται από μία απλή ταμειακή πληρωμή C ευρώ, η οποία θα

εισπραχθεί σε n χρόνια, δοθείσας μιας μεταβολής των επιτοκίων, υποθέτουμε

ότι V1 είναι η αξία μιας χρηματοοικονομικής απαίτησης. Υποθέτουμε για

απλότητα ότι το επιτόκιο (R) είναι το ίδιο για όλα τα χρόνια. Τότε, ο

υπολογισμός της μεταβολής της αξίας της απαίτησης, λόγω μεταβολής του

επιτοκίου, έχει ως εξής :

)1(1 RV n

C

+=

(1)

)1( 11 RV n

nCd+ +

−=

dR (2)

Page 89: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

89

Αν διαιρέσουμε και τα δύο μέλη της εξίσωσης (2) με το V1 από την εξίσωση (1),

βρίσκουμε την ποσοστιαία μεταβολή του.

RdRn

d

VV

+−=

11

1 (3)

ή αλλιώς:

RRn

VV

−=Δ

11

1 (4)

Οι εξισώσεις (3) και (4) δείχνουν ότι υπάρχει μια σχεδόν γραμμική σχέση μεταξύ

της ποσοστιαίας μεταβολής της αξίας της απαίτησης και του επιτοκίου. Για

παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το επιτόκιο ήταν αρχικά 10% και σημείωσε μια

αύξηση κατά 1%. Επιπλέον, υποθέτουμε ότι έχουμε δύο απαιτήσεις απλής

πληρωμής, εκ των οποίων η μία λήγει σε 1 χρόνο και η άλλη λήγει σε 5 χρόνια.

Αντικαθιστώντας στην εξίσωση (4) έχουμε:

VV

1

1 -1 (0,01/1,10) = -0,91% για την πρώτη απαίτηση, και

VV

1

1 -5 (0,01/1,10) = -4,55% για τη δεύτερη απαίτηση αντίστοιχα.

Η σημασία των δύο αυτών αποτελεσμάτων, είναι απλά ότι η τιμή της

πενταετούς απαίτησης είναι 5 φορές πιο ευμετάβλητη, από αυτή της μονοετούς

(αφού το -4,55% είναι πέντε φορές το -0,91%).

3.1.2 Απαιτήσεις πολλαπλών πληρωμών (multipayment assets)

Ο δείκτης n είναι η διάρκεια για τις απαιτήσεις απλών πληρωμών. Παρόλα

αυτά, η λήξη και η διάρκεια ισούνται μόνο για απαιτήσεις απλών πληρωμών. Η

διάρκεια μπορεί να προκύψει ως ένας δείκτης του κινδύνου των επιτοκίων για

απαιτήσεις πολλαπλών πληρωμών, ενώ η λήξη δε μπορεί να δώσει ένα δείκτη

για απαιτήσεις πολλαπλών πληρωμών.

Ας υποθέσουμε ότι V2 είναι η αξία μιας απαίτησης, λήξης n ετών, που γενικεύει

μια σειρά από m χρηματοροές Ct.

∑++++ =

=+++++

=n

tt

tn

nm R

CR

CR

CR

CCV R 13

32

21

)1()1()1()1(....

1 (5)

Τελικά, μικρές μεταβολές του επιτοκίου θα προκαλέσουν την ποσοστιαία

μεταβολή της αξίας της απαίτησης, ίσης με :

Page 90: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

90

RRD

VV

m

m

−=Δ

1 (6)

όπου D = διάρκεια.

Στον πίνακα 2 παρουσιάζεται ένα παράδειγμα υπολογισμού της διάρκειας μιας

επταετούς ομολογίας, με ετήσια πληρωμή 120 ευρώ και επιστροφή του

κεφαλαίου το 7ο έτος. Το εκδοτικό επιτόκιο είναι 12%. Σημειώστε ότι, η διάρκεια

της ομολογίας είναι 5,11 έτη και είναι μικρότερη από τη λήξη της. Αν το επιτόκιο

της αγοράς μεταβληθεί από 12% σε 13%, η μεταβολή στην αξία της ομολογίας

θα είναι :

VV

m

m -5,11 (0,01/1,12) = -4,56%

Πίνακας 2. Διάρκεια μιας 7-ετούς ομολογίας, εκδοτικού επιτοκίου 12% και

ονομαστικής αξίας 1.000 ευρώ

[1] [2] [3] [4] [5]

Έτη Εισροές Συντελεστές προεξόφλησης για

επιτόκιο 12%

Παρούσα Αξία

εισροών

Σταθμισμένες εισροές

(1) x (4)

1 120 0,8929 107,14 107,14

2 120 0,7972 95,66 191,33

3 120 0,7118 85,41 256,24

4 120 0,6355 76,26 305,05

5 120 0,5674 68,09 340,46

6 120 0,5066 60,796 364,77

7 1120 0,4523 506,63 3546,42

1000,0 5111,41

Οπότε:

Διάρκεια = Άθροισμα σταθμισμένων εισροών / Αξία=

5.111,41 / 1.000 = 5,11 έτη

Για αυτή τη μεταβολή του επιτοκίου η ΔVm θα είναι -45,63 ευρώ και η τιμή της

ομολογίας θα πέσει από τα 1.000 ευρώ στα 954,37 ευρώ.

3.2 Το άνοιγμα (κενό) διάρκειας

Το άνοιγμα διάρκειας-duration gap είναι ένα μέτρο της αναντιστοιχίας μεταξύ

της διάρκειας των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και, θεωρητικά

τουλάχιστον, αποτελεί ένα δείκτη για την έκθεση του χαρτοφυλακίου καθαρής

Page 91: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

91

θέσης στις μεταβολές των επιτοκίων. Η αλγεβρική σχέση για το άνοιγμα

διαρκείας (DG) είναι :

DD LA ALDG )(−= (7)

όπου:

A= αγοραία αξία του ενεργητικού

L = αγοραία αξία του παθητικού

DA = διάρκεια του ενεργητικού

DL = διάρκεια του παθητικού.

Στην εξίσωση (7), η διάρκεια του παθητικού είναι σταθμισμένη με τον

αριθμοδείκτη αγοραίας αξίας παθητικού προς ενεργητικό, ούτως ώστε να

καταλάβουμε τον τρόπο, με τον οποίο η διαφορά στα δύο αυτά μεγέθη

επηρεάζει την ποσότητα, κατά την οποία καθένα θα μεταβληθεί, λόγω μιας

μεταβολής των επιτοκίων.

Η αλγεβρική έκφραση για το αποτέλεσμα μιας μεταβολής των επιτοκίων πάνω

στο χαρτοφυλάκιο καθαρής θέσης, ως ποσοστό επί του ενεργητικού, είναι :

RRDG

APNW

−=Δ

1 (8)

Ο πίνακας 3 δείχνει τη μεταβολή του χαρτοφυλακίου καθαρής θέσης, λόγω

μιας μεταβολής των επιτοκίων. Σημειώστε ότι ο απλοποιημένος ισολογισμός

παρουσιάζεται σε όρους οικονομικών αξιών, πριν και μετά τη μεταβολή των

επιτοκίων κατά 2%.

Πίνακας 3. Έκθεση του ισολογισμού σε μεταβολές των επιτοκίων

(ποσά σε εκ. ευρώ)

Παρούσα

οικονομική αξία

Διάρκεια σε

έτη

Οικονομική αξία μετά

από αύξηση επιτοκίων

κατά 2%

Ενεργητικό

Χρεόγραφα :

Ως ρευστά 150 0,5 148,6

Ως επενδύσεις 100 3,5 93,6

Δάνεια :

Κυμαινόμενου επιτοκίου 400 0 400

Σταθερού επιτοκίου 350 2 337,3

ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 1000 1,125 979,5

Page 92: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

92

Παθητικό & Καθαρή Θέση

Καταθέσεις συναλλαγών 400 0 400

Πιστοποιητικά καταθέσεων &

άλλες καταθέσεις:

Βραχυχρόνιες 350 0,4 347,5

Μακροχρόνιες 150 2,5 143,7

Καθαρή θέση 100 5a 88,3b

ΣΥΝΟΛΟ 1000 1,015 979,5

Διάρκεια του παθητικού (εκτός της καθαρής θέσης) = (400x0+350x0,4+150x2,5)/900=0,57 a Κατά προσέγγιση (1-r)/r, όπου (αντισταθμιστικά) r=απόδοση της επένδυσης=25% προ φόρων. Η καθαρή

αξία απορροφά την υπολειμματική διόρθωση. b Μειωμένο κατά 11,7%.

Η τράπεζα του παραδείγματος, έχει υπολογίσει τη διάρκεια σε χρόνια, για

καθένα από τα διάφορα χαρτοφυλάκια ενεργητικού και παθητικού. Για

παράδειγμα, η διάρκεια του χαρτοφυλακίου βραχυχρόνιων χρεογράφων (ως

ρευστά) ύψους 150 εκ. ευρώ έχει υπολογιστεί στα 0,5 έτη. Ο υπολογισμός της

διάρκειας των 5 ετών, για το χαρτοφυλάκιο καθαρής θέσης, φαίνεται, χάριν

πληρότητας, αλλά δε μπαίνει στον υπολογισμό της μεταβολής του

χαρτοφυλακίου καθαρής θέσης. Όπως φαίνεται για μια αύξηση των επιτοκίων

κατά 2%, το χαρτοφυλάκιο καθαρής θέσης πέφτει κατά 11,7 εκατ. ευρώ (από

100 εκ. σε 88,3 εκ. ευρώ).

Από την εξίσωση (7) και χρησιμοποιώντας τις σταθμισμένες σε ευρώ διάρκειες

του ενεργητικού και του παθητικού, το κενό διάρκειας για την τράπεζα είναι:

1,125-[(900/1000)*0,572] =0,610.

Σύμφωνα με την εξίσωση (8) και υποθέτοντας ένα αρχικό προεξοφλητικό

επιτόκιο 10%, έχουμε :

ΔΡW/1000000000 = -0,610*(0,02/1,10) = -1,11%

ΔΡMW = 1000000000*(-1,11%)= -11,1εκ.

Παρατηρήστε ότι η μείωση της καθαρής αξίας του χαρτοφυλακίου (κατά 11,1

εκ. ευρώ) από τον παραπάνω υπολογισμό είναι ελάχιστα μικρότερη από αυτήν

των 11,7εκ. ευρώ που υπολογίστηκε απευθείας από τον Πίνακα 3. Αυτή η

διαφορά οφείλεται στην μη γραμμικότητα των μεταβολών των οικονομικών

αξιών με τις μεταβολές των επιτοκίων

Page 93: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

93

3.3 Καμπυλότητα και διάρκεια ανώτερης τάξης - convexity and

higher-order duration

Η μη γραμμικότητα των αλλαγών στις αξίες του χαρτοφυλακίου καθαρής

θέσης και τις μεταβολές των επιτοκίων, περιγράφεται ως καμπυλότητα. Αυτή η

έννοια δείχνει τη “διαδρομή” της αξίας του χαρτοφυλακίου καθαρής θέσης,

για διαφορετικά επίπεδα επιτοκίων. Το κυρτό σχήμα αυτής της διαδρομής

προκύπτει επειδή, μαθηματικά, οι μεταβολές των επιτοκίων προκαλούν

μεγαλύτερες θετικές μεταβολές της αξίας, παρά αρνητικές. Η καμπυλότητα

διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα εξαιτίας των διαφορών στις ταμειακές

εισροές και εκροές, οι οποίες προέρχονται από τις απαιτήσεις και τις

υποχρεώσεις των διαφόρων τραπεζών. Το ύψος της καμπυλότητας επηρεάζει

το μέγεθος του λάθους στην απλή γραμμική εξίσωση διάρκειας, για τις

μεταβολές της αξίας σε αυξομειώσεις των επιτοκίων (εξίσωση 6).

Στο διάγραμμα 1, η απλή γραμμική διάρκεια αναπαριστάται ως η καμπή της

ευθείας γραμμής, εφαπτόμενη στην καμπύλη της αξίας.

Ως δείκτης των μεταβολών της αξίας σε σχέση με τις μεταβολές των επιτοκίων,

η χρησιμότητά της γίνεται μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερες είναι οι μεταβολές των

επιτοκίων. Ένας επιπλέον ορισμός της καμπυλότητας είναι η ποσότητα της

μεταβολής που δεν προέρχεται από το αποτέλεσμα της γραμμικότητας της

απλής εξίσωσης διάρκειας.

Διάγραμμα 1. Καμπυλότητα του χαρτοφυλακίου καθαρής θέσης της τράπεζας

Δείξαμε ότι η δεύτερη και η τρίτη παράγωγος της αξίας (η απλή διάρκεια είναι η

πρώτη παράγωγος) μας δίνει έναν τρόπο μέτρησης της καμπυλότητας.

Επιπρόσθετα, αυτές οι ανωτέρας τάξης παράγωγοι, σε συνδυασμό με την

Page 94: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

94

απλή διάρκεια, αντιπροσωπεύουν μεταβολές της αξίας, που σχετίζονται με μη

παράλληλες μεταβολές της χρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων.

Η μαθηματική έκφραση της διάρκειας δεύτερης τάξης είναι :

D

C t tR

CR

RR

tt

t

n

tt

t

n2

2

1

1

21

11

=

++

+

⎢⎢⎢⎢

⎥⎥⎥⎥

×+

=

=

( )( )

( )( )

Δ (9)

που είναι η δεύτερη παράγωγος της εξίσωσης της αξίας (εξίσωση 5), ως προς

το επιτόκιο (R).

3.4 Ανακατασκευάζοντας τον ισολογισμό

Υπάρχουν πολλά μέσα, με τα οποία οι τράπεζες μπορούν να

ανακατασκευάσουν τους ισολογισμούς τους και να μεταβάλλουν

ανεπιθύμητες διακυμάνσεις των κερδών ή του χαρτοφυλακίου καθαρής θέσης.

Το πιο διαδεδομένο μέσο είναι η διενέργεια άμεσων μεταβολών στα

χαρακτηριστικά ανατίμησης ή χρηματοροών, των συνηθισμένων εργαλείων

(ταμειακών) του ενεργητικού, ή του παθητικού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα

είναι το πρόγραμμα δανείων σταθερού επιτοκίου, το οποίο μπορεί να

αντικατασταθεί από πρόγραμμα δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, ή τα

μακροχρόνια χρεόγραφα, που μπορούν να μειωθούν χρησιμοποιούμενα σε

συμφωνίες επαναγοράς.

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπου τα παραδοσιακά ταμειακά εργαλεία δεν

μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για τη μεταβολή των

χαρακτηριστικών κινδύνου των χαρτοφυλακίων του ισολογισμού. Υπάρχουν

λοιπόν άλλα, μη παραδοσιακά εργαλεία, για την αντιστάθμιση (hedging)

αυτών των χαρακτηριστικών του κινδύνου. Η πραγματοποίηση της

αντιστάθμισης σε αυτό το επίπεδο γίνεται με τη χρήση των παραγώγων

χρεογράφων (derivative securities), όπως τα συμβόλαια μελλοντικής

εκπλήρωσης (futures), τα δικαιώματα (options) και οι ανταλλαγές επιτοκίων

(interest rate swaps).

Page 95: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

95

3.4.1 Συμβόλαια επιτοκίων μελλοντικής εκπλήρωσης

Τα συμβόλαια επιτοκίων μελλοντικής εκπλήρωσης5 (interest rate futures)

επιτρέπουν στις τράπεζες να μεταβάλλουν τον κίνδυνο των επιτοκίων στην

αγορά. Τα χαρακτηριστικά τους είναι παρόμοια με αυτά των συμβολαίων

μελλοντικής εκπλήρωσης των εμπορευμάτων (commodities), ή των πολύτιμων

μέταλλων (χρυσός, πλατίνα), τα οποία είναι συμβόλαια που υπαγορεύουν μια

παραλαβή ή παράδοση, σε μια μελλοντική ημερομηνία.

Ειδικότερα, τα συμβόλαια επιτοκίων μελλοντικής εκπλήρωσης, αφορούν

κυρίως κρατικά ομόλογα και χρεόγραφα, πιστοποιητικά καταθέσεων

(Certificates of Deposit-CD’s) και τριμηνιαίες καταθέσεις Ευρωδολαρίων.

Οι εργασίες της αγοράς χρηματοοικονομικών συμβολαίων μελλοντικής

εκπλήρωσης, καθιστούν τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ένα χρήσιμο

εργαλείο κάλυψης για τις τράπεζες. Επειδή η τιμή των συμβολαίων μελλοντικής

εκπλήρωσης μεταβάλλεται ανάλογα με τις μεταβολές των επιτοκίων, μια

τράπεζα μπορεί να αγοράσει ή να πουλήσει ένα συμβόλαιο μελλοντικής

εκπλήρωσης, για να αντισταθμίσει (offset) ένα μέρος των (αρνητικών)

5 Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης με δύο μορφές αντιστάθμισης κινδύνου στον ισολογισμό: ως μέσα αντιστάθμισης κινδύνου ενεργητικού και αντιστάθμισης κινδύνου παθητικού. Ένα μέσο αντιστάθμισης του κινδύνου του ενεργητικού (asset hedge), είναι σχεδιασμένο για να επεκτείνει την αποτελεσματική περίοδο λήξης ενός στοιχείου του ενεργητικού. Προκειμένου να γίνει αυτό, αγοράζονται συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Για να μειωθεί η περίοδος λήξης ενός στοιχείου του ενεργητικού, το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης πωλείται. Αντίστοιχα, ένα μέσο αντιστάθμισης του κινδύνου του παθητικού (liability hedge), είναι σχεδιασμένο για να επεκτείνει την αποτελεσματική περίοδο λήξης ενός στοιχείου του παθητικού. Για να γίνει αυτό, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης πωλούνται, ενώ, για να μειωθεί η περίοδος λήξης, αγοράζονται. Βασικά, τα μέσα αντιστάθμισης κινδύνου, που χρησιμοποιούν χρηματοοικονομικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, είναι σχεδιασμένα, είτε για να διατηρήσουν την αγοραία αξία του ενεργητικού ή του παθητικού, είτε για να μειώσουν τον καθαρό κίνδυνο των επιτοκίων. Η κερδοφορία των συνδυασμένων συναλλαγών εξαρτάται από τις μεταβολές της τιμής του αρχικού συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης, ενώ ο κάτοχός του έχει “ανοιχτή” θέση. Η τιμολόγηση των συμβολαίων, είναι συνδεδεμένη με τις τρέχουσες τιμές των ταμειακών εργαλείων, μέσω της έννοιας του κόστους διακράτησης (cost of carry), που ορίζεται ως το κόστος των τόκων για τη διακράτηση παραδοτέων χρεογράφων, μέχρι την προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης του προθεσμιακού συμβολαίου. Αυτή η συσχέτιση υπάρχει λόγω της ύπαρξης κέρδους (arbitrage) στην αγορά χρήματος και στην προθεσμιακή αγορά (μετά το λογισμό του κόστους διακράτησης) και γι’ αυτό οι δύο αγορές παρουσιάζουν εναλλακτικούς τρόπους απόκτησης και πώλησης των ίδιων χρεογράφων. Ο κάτοχος ενός συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης αγοράς (long position) επωφελείται από την απόκλιση των τρεχόντων επιτοκίων και τη συσχετιζόμενη αύξηση στην τιμή του συμβολαίου, λόγω της ευκαιρίας να παραλάβει το χρεόγραφο σε μια τιμή κάτω από την τρέχουσα αγοραία. Αν γίνει αυτό, ο κάτοχος κλείνει τη θέση του αγοράζοντας στην προηγούμενη χαμηλή τιμή και πουλώντας στην παρούσα υψηλή τιμή.

Page 96: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

96

συνεπειών, που θα είχε μια μεταβολή των επιτοκίων, λόγω του “ανοίγματος”

των κεφαλαίων της τράπεζας.

3.4.2 Συμφωνίες δικαιωμάτων επιλογής

Το δεύτερο εργαλείο για την κάλυψη του κινδύνου των επιτοκίων είναι οι

συμφωνίες δικαιωμάτων (options). Παρόλο που τα κέρδη ή οι ζημιές από

θέσεις σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης είναι περιορισμένες μόνο από

την τιμή της υποκείμενης απαίτησης, τα δικαιώματα επιτρέπουν στους

αγοραστές (purchasers), ή τους πωλητές (writers), να διαχωρίσουν τον κίνδυνο

διακύμανσης (upside or downside risk).

Η πιο συνηθισμένη χρήση συμφωνιών δικαιώματος από Τράπεζες, είναι για να

καλύψουν θέσεις ανοίγματος του παθητικού (όπως και με συμβόλαια

επιτοκίων μελλοντικής εκπλήρωσης). Το διάγραμμα 2 δείχνει μια πληρωμή από

μια τέτοια εφαρμογή. Παρουσιάζεται δηλαδή ένα δικαίωμα πώλησης ενός

προθεσμιακού συμβολαίου επιτοκίων, για την κάλυψη μιας θέσης ανοίγματος

του ευαίσθητου (σε μεταβολές των επιτοκίων) παθητικού.

Διάγραμμα 2. Παράδειγμα τράπεζας με “ευαίσθητο παθητικό”

χρησιμοποιώντας δικαιώματα πώλησης - put options

Μειούμενο επιτόκιο

Αξία

0

τιμή εκτέλεσης

τιμή δικαιώματος

σύνθετηεκροή

Θέση ΑγοράςΔικαιώματος πώλησης προθεσμ/κου συμβολ. επιτοκίου

Οικονομική αξίατράπεζας

H ίδια περίπτωση ενός δικαιώματος αγοράς, αγορασμένο για την κάλυψη της

θέσης ανοίγματος του ευαίσθητου ενεργητικού μιας τράπεζας, παρουσιάζεται

στο διάγραμμα 3.

Page 97: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

97

Διάγραμμα 3. Παράδειγμα τράπεζας με “ευαίσθητο ενεργητικό”

χρησιμοποιώντας δικαιώματα αγοράς - call options

Μειούμενο επιτόκιο

Αξία

0

τιμήεκτέλεσης

Οικονομική αξίατράπεζας

τιμή δικαιώματος

Σύνθετη εκροή Θέση Αγοράς Δικαιώματος αγοράς προθ/κούσυμβόλαιου επιτοκίου

Στο διάγραμμα 2 έχουμε μια τράπεζα με ευαίσθητο παθητικό η οποία

χρησιμοποιεί δικαιώματα πώλησης (put options). H γραμμή ΧΥΖ δείχνει την αξία

του δικαιώματος για κάθε επίπεδο επιτοκίου, καθώς αυτά τείνουν μειούμενα

από τα αριστερά προς τα δεξιά. Η γραμμή (ΑΒ) δείχνει την μεταβολή είτε του

χαρτοφυλακίου καθαρής θέσης, είτε του καθαρού εισοδήματος από τόκους

για την τράπεζα. Για την τράπεζα με ευαίσθητο παθητικό, η γραμμή ΑΒ

ανέρχεται καθώς τα επιτόκια μειώνονται. Η σύνθετη εκροή δείχνει ότι η τράπεζα

καλύπτεται έναντι ανεπιθύμητων μεταβολών των επιτοκίων, ενώ παράλληλα

διατηρεί μια θετική αποπληρωμή σε περίπτωση ευνοϊκών μεταβολών των

επιτοκίων.

Βάσει του διαγράμματος 2, για κάθε επίπεδο επιτοκίου μεγαλύτερου αυτού της

τιμής εκτέλεσης (αριστερά του σημείου Υ), η τράπεζα θα προχωρήσει στην

εξάσκηση του δικαιώματος (το αργότερο ως την ημερομηνία εκπνοής) και θα

αποκομίσει κέρδη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή για επίπεδα επιτοκίων

χαμηλότερα της τιμής εξάσκησης (δεξιά του σημείου Υ), η τράπεζα δεν θα

εξασκήσει το δικαίωμα και θα περιορίσει τις απώλειες της στο ύψος της τιμής

του δικαιώματος (premium). Η ύπαρξη του premium είναι ο λόγος για τον

οποίο η γραμμή της αξίας του δικαιώματος, απ’ την τιμή εκτέλεσης του

δικαιώματος και δεξιά, είναι κάτω απ’ τον θετικό άξονα. Με άλλα λόγια, η

δυνατότητα που επιλογής που έχει η τράπεζα έχει και ένα κόστος το οποίο

ενσωματώνεται στο premium.

Page 98: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

98

Στο διάγραμμα 3 έχουμε μια τράπεζα με ευαίσθητο ενεργητικό, η οποία κάνει

χρήση ενός δικαιώματος αγοράς (call option). Σ’ αυτή την περίπτωση η

τράπεζα θα ασκήσει το δικαίωμα της για τιμές επιτοκίων χαμηλότερες του

επιπέδου L, στις οποίες αποκομίζει κέρδη, τα οποία αυξάνονται όσο μειώνονται

τα επιτόκια. Σε περίπτωση που τα επιτόκια διαμορφωθούν σε επίπεδα

υψηλότερα της τιμής εκτέλεσης L, η τράπεζα δεν θα εξασκήσει το δικαίωμα,

ώστε να αποφύγει τις διαφαινόμενες ζημίες και απλά θα περιορίσει τις

απώλειες της στο ύψος του premium.

3.4.3 Συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων

Η τρίτη μέθοδος κάλυψης (hedging) ενός ευαίσθητου στις μεταβολές των

επιτοκίων ενεργητικού - παθητικού (ή απαιτήσεων - υποχρεώσεων), ή μιας

θέσης διάρκειας, είναι οι συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίων (interest rate

swaps). Στις ανταλλαγές σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου (basis swap),

δύο είναι οι περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η πρώτη περιλαμβάνει ένα μέρος, που έχει ένα είδος αναντιστοιχίας

ευαισθησίας στα επιτόκια, ή μια θέση διάρκειας (όπως π.χ. όταν κάποιος με

πρωτογενείς απαιτήσεις σταθερού επιτοκίου, χρηματοδοτηθεί πρωτογενώς με

κεφάλαια κυμαινόμενου επιτοκίου), το οποίο συνάπτει μια συμφωνία

ανταλλαγής με ένα άλλο μέρος, που έχει αναντιστοιχία στην αντίθετη πλευρά.

Η δεύτερη αποτελεί μια συμφωνία ανταλλαγής, η οποία μπορεί να συναφθεί

ανάμεσα σε δύο μέρη, που αντιμετωπίζουν σχετικά χρηματοδοτικά

πλεονεκτήματα στις μακροχρόνιες αγορές σταθερού επιτοκίου και στις

βραχυχρόνιες αγορές κυμαινόμενου επιτοκίου, αντίστοιχα. Το ένα μέρος θα έχει

ένα πλεονέκτημα κόστους (ή μια απόδοση) έναντι του άλλου, όταν θα

χρειαστεί να συγκεντρώσει μακροχρόνια κεφάλαια σταθερού επιτοκίου (ή μέσα

δράσης), αλλά θα έχει ένα συγκριτικά μικρότερο πλεονέκτημα στις

βραχυχρόνιες πιστωτικές αγορές. Με τη διαχείριση της ικανότητας αυτού του

δυνατότερου μέρους, όσον αφορά στην πρόσβαση σε μακροχρόνιες αγορές,

μια συμφωνία ανταλλαγής επιτρέπει στο άλλο μέρος, έμμεσα, να πετύχει

χρηματοδότηση σταθερού επιτοκίου, στην οποία δε θα είχε άμεση πρόσβαση.

Τα δύο εμπλεκόμενα μέρη και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να είναι τράπεζες.

Page 99: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

99

3.5 Η προσέγγιση VaR

Το VaR (Value at risk) πρωταρχικά χρησιμοποιήθηκε σαν ένας διεθνής τρόπος

μέτρησης κινδύνου από τις τράπεζες λαμβάνοντας ακόμη μεγαλύτερη

σημασία όταν από το 1996 στην τροπολογία για το επιχειρησιακό ρίσκο

(Market Risk) στην Βασιλεία (BASEL) του 1988 ενθάρρυναν τις τράπεζες να

χρησιμοποιούν μεθόδους VaR. Η

προσέγγιση VaR (Value at risk) επικρατεί σιγά σιγά ως τρόπος μέτρησης του

κινδύνου. Για παράδειγμα, στην αναφορά των G-30 το 1993, το VaR

αναγνωρίστηκε ως ο καλύτερος τρόπος μέτρησης του κινδύνου αγοράς για

τίτλους OTC (Over the counter).

Η αξία σε κίνδυνο (Value at risk) είναι το μέγιστο ποσό χρημάτων που μπορεί

να απωλεσθεί από έναν πελάτη κατά την διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής

περιόδου σε δεδομένο επίπεδο εμπιστοσύνης.

Για τον ακριβή υπολογισμό του VaR θα στηριχτούμε σε υποθέσεις που

αφορούν:

την κατανομή των αλλαγών των τιμών, όπως για παράδειγμα αν

ακολουθούν κανονική κατανομή,

σε ποιο βαθμό οι σημερινές αλλαγές της τιμής, είναι συσχετισμένες με

παλιότερες αλλαγές, όπως και σε ποιο βαθμό μπορεί να υποτεθεί ότι

αυτές οι αλλαγές συσχετίζονται μεταξύ τους,

σε ποιο βαθμό είναι σταθερά τα χαρακτηριστικά της μέσης και τυπικής

απόκλισης (μεταβλητότητα) διαχρονικά,

τη σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων διαφορετικών μεταβολών της τιμής,

σε ποια δεδομένα αναφέρονται οι υποθέσεις.

3.5.1 Υπολογισμός κινδύνου αγοράς

Οι περισσότεροι ερευνητές χρησιμοποιούν ιστορικά στοιχεία της αγοράς που

αναφέρονται σε διάφορα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όταν

θέλουν να υπολογίσουν τον κίνδυνο αγοράς. Ένα καλό παράδειγμα είναι η

προσέγγιση της JP Morgan (J.P. Morgan 1994). Η JP Morgan ξεκίνησε

ξεκαθαρίζοντας τις έννοιες των διαφορετικών τύπων του κινδύνου της αγοράς.

Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος αγοράς όπως τον αντιμετωπίζουν οι

διαπραγματευτές (traders). Οι traders υπολογίζουν τον κίνδυνο αγοράς με

βάση το ποσό που μπορεί να χαθεί μέχρι να πουληθεί ή να κλείσει μια θέση

Page 100: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

100

μέσω, για παράδειγμα, μιας προθεσμιακής πράξης. Ο χρονικός ορίζοντας

είναι βραχύς, συνήθως μία ή λίγες ημέρες, και είναι ο χρόνος που χρειάζεται

για να πουληθεί, ή να κλείσει μια θέση με προθεσμιακή πράξη. Δεύτερον, ο

κίνδυνος αγοράς σχετίζεται με ένα χαρτοφυλάκιο επενδύσεων. Ο χρονικός

ορίζοντας είναι μεγαλύτερος (μήνες αντί ημέρες), και είναι ο χρόνος μέσα στον

οποίο αναμένεται να επιτύχει μια επιλεγμένη επενδυτική στρατηγική, ή το

διάστημα μέσα στο οποίο μετράται η απόδοση ενός διαχειριστή επενδύσεων.

Για μια δεδομένη θέση, ο κίνδυνος αγοράς θα είναι το ποσό κατά το οποίο μια

στρατηγική θα παρεκκλίνει, υπολογιζόμενη σύμφωνα με κάποιο δείκτη, όπως

για παράδειγμα αναμενόμενη απόδοση σε μια συγκεκριμένη περίοδο.

Από την πλευρά της διαφοράς ανάμεσα διαπραγματευτικού και επενδυτικού

κινδύνου αγοράς, η JP Morgan ορίζει το VaR ως τη μέγιστη δυνατή ζημιά, που

μπορεί να υποστεί μια δεδομένη θέση, μέχρι η θέση αυτή να κλείσει. Ισχύει

λοιπόν:

VaRx = Vx * dV/dP * ΔPi

Vx : η αξία στην αγορά της θέσης x

dV/dP : η ευαισθησία στη μεταβολή της τιμής ανά νομισματική μονάδα

ΔPi : αρνητική μεταβολή της τιμής στο χρόνο i.

Για παράδειγμα, αν ο χρονικός ορίζοντας είναι μια μέρα, τότε το VaR γίνεται

ημερήσια κέρδη με κίνδυνο (Daily Earnings at Risk):

DEaR = Vx * dV/dP * ΔPday

Σύμφωνα με την J.P. Morgan, σχετικά με τη μέτρηση του VaR, γίνονται οι

παρακάτω υποθέσεις:

Υποθέτουμε ότι οι τιμές των χρηματοοικονομικών τίτλων ακολουθούν

τυχαία σταθερή πορεία. Γι’ αυτό οι μεταβολές των τιμών ακολουθούν

κανονική κατανομή.

Οι μεταβολές των τιμών δε σχετίζονται μεταξύ τους διαχρονικά, άρα δεν

υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των μεταβολών που πραγματοποιούνται

σήμερα και στο παρελθόν.

Η τυπική απόκλιση (αστάθεια) στις μεταβολές των τιμών ή των

συντελεστών είναι σταθερή διαχρονικά, οπότε παλιές κινήσεις μπορούν

να χρησιμοποιηθούν για να προβλεφθούν μελλοντικές κινήσεις.

Η σχέση μεταξύ δυο διαφορετικών μεταβολών τιμών ακολουθεί κανονική

πολυμεταβλητή κατανομή.

Page 101: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

101

Σύνοψη Με το πέρας της μελέτης της παρούσας ενότητας είστε σε θέση να γνωρίζετε

ότι:

• ο στόχος της τράπεζας είναι η αύξηση της αξίας της, μέσω της

μεγιστοποίησης της εξαρτώμενης από τον κίνδυνο απόδοσης,

• οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει μια τράπεζα είναι: πιστωτικός, ρευστότητας και

ταμειακός, διακανονισμών / πληρωμών, επιτοκίου, τιμής, συναλλαγματικός,

μόχλευσης, ανώτατης αρχής και πολιτικός, λειτουργικός,

παγκοσμιοποίησης της λειτουργίας της τράπεζας και αγοράς,

• η τιτλοποίηση περιλαμβάνει έλεγχο των δανείων βάσει των οποίων

πραγματοποιείται, ομαδοποίησή τους και τη διαδικασία της μετατροπής,

• με την τιτλοποίηση οι τράπεζες διευρύνουν την πελατειακή τους βάση και

μειώνουν τον κίνδυνο επιτοκίου, ωστόσο εμπεριέχει κινδύνους, όπως το

ανεπαρκές μέγεθος της δευτερογενενούς αγοράς. Ο κυριότερος κίνδυνος,

όμως, είναι οι περιπτώσεις πρόωρης αποπληρωμής,

• η διαχείριση του κινδύνου γίνεται με: α) τη διαχείριση του ανοίγματος, β) τη

διαχείριση του ανοίγματος της διάρκειας και γ) την καμπυλότητα ανώτερης

τάξης.

• η διαχείριση της “ευαισθησίας” του επιτοκίου γίνεται με α) τη διαχείριση του

ανοίγματος, β) τη διαχείριση του ανοίγματος σε συγκεκριμένες χρονικές

περιόδους και γ) τη δυναμική ανάλυση του ανοίγματος,

• η αντιστάθμιση του κινδύνου δεν είναι πάντα εφικτή με τα παραδοσιακά

εργαλεία, έτσι οι τράπεζες χρησιμοποιούν παράγωγους τίτλους, ώστε να

επιτύχουν τη μεταβολή των χαρακτηριστικών κινδύνου των χαρτοφυλακίων

τους και

• για τη μέτρηση του κινδύνου χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο η

μέθοδος VaR, η οποία εκφράζει τη συνολική αξία του κινδύνου που δέχεται

ο πελάτης να χάσει διατηρώντας μια θέση στην αγορά.

Page 102: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

102

Page 103: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

103

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

005 - ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

COURSE 1. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Page 104: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

104

Page 105: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

105

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Στη συγκεκριμένη διδακτική ενότητα θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε μια

από τις βασικότερες λειτουργίες ενός τραπεζικού ιδρύματος, την αντιμετώπιση

του πιστωτικού κινδύνου. Τι εννοούμε ακριβώς όμως λέγοντας πιστωτικό

κίνδυνο; Ουσιαστικά εννοούμε την αβεβαιότητα που απορρέει από την

δυνατότητα ή μη του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στην πληρωμή των

τοκοχρεολυσίων.

Η ενότητα περιλαμβάνει τέσσερις υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα

επεξηγούνται όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη δυνατότητα της

πιστοληπτικής ικανότητας ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Αναλύονται

δηλαδή οι πιθανές πηγές εξόφλησης των δανείων που χορηγεί μια τράπεζα.

Στη δεύτερη υποενότητα εξετάζονται όλες οι πηγές πληροφοριών σχετικά με την

πιστοληπτική ικανότητα των δανειζομένων. Ζητούμενο είναι η εξασφάλιση

επαρκών πληροφοριών για τον καθορισμό της αξιοπιστίας και της ικανότητας

αποπληρωμής των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την χορήγηση των

δανείων.

Στην τρίτη υποενότητα γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης των λογιστικών

καταστάσεων μιας Τράπεζας με ταυτόχρονη προσπάθεια σύνδεσης τους ως

δείκτη πιστοληπτικής ικανότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Στη συνέχεια γίνεται

μια προσπάθεια παρουσίασης του ισολογισμού τόσο από την πλευρά του

ενεργητικού όσο και από την πλευρά του παθητικού.

Τέλος, στην τέταρτη υποενότητα εμφανίζεται η έννοια ενός πολύ σημαντικού

εργαλείου ερμηνείας των αποτελεσμάτων χρήσεως μιας επιχείρησης η έννοια

των αριθμοδεικτών.

Page 106: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

106

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΥΠ’

ΟΨΙΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση πιστοληπτικής

ικανότητας συνοψίζονται στους εξής τέσσερις:

ο χαρακτήρα και η αξιοπιστία του δανειζόμενου,

η προβλεπόμενη χρησιμοποίηση των δανειακών κεφαλαίων,

η αξιολόγηση των πρωτογενών πηγών εξόφλησης του δανείου και

η αξιολόγηση των δευτερογενών πηγών εξόφλησης του δανείου.

1.1 Ο Χαρακτήρας και η Αξιοπιστία του Δανειζόμενου

Οι περισσότεροι τραπεζίτες συμφωνούν ότι ο σημαντικότερος παράγοντας

που λαμβάνεται υπόψη στην έγκριση ενός δανείου είναι η ειλικρίνεια και η φήμη

του δανειζόμενου. Ο λόγος είναι προφανής: Ανέντιμοι και αφερέγγυοι

οφειλέτες δεν αισθάνονται ηθικά υποχρεωμένοι να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.

Επίσης αυτού του είδους οι υποψήφιοι πελάτες μπορεί να αποσπάσουν την

έγκριση ενός δανείου μέσα από την έντεχνη παρουσίαση στοιχείων και

γεγονότων που αφορούν την επιχείρηση. Με άλλα λόγια η δανειζόμενη

επιχείρηση μπορεί να εξασφαλίσει χρηματοδότηση χωρίς ουσιαστικά να το

αξίζει. Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται το πρόβλημα της αντίθετης επιλογής

- Adverse Selection.

ΑΝΤΙΘΕΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ - ADVERSE SELECTION

Ουσιαστικά πρόκειται για την περίπτωση εκείνη κατά την οποία η τράπεζα

προβαίνει στην χορήγηση του δανείου σε έναν πελάτη ο οποίος δεν

συγκεντρώνει τα απαραίτητα εχέγγυα για την αποπληρωμή του δανείου ή

χρησιμοποιεί το δάνειο για διαφορετικό σκοπό από εκείνον για τον οποίο θέλει

να το δανειστεί. (βλ. και Π.Ε. Πετράκης (1998), “Χρηματοοικονομική Διαχείριση και Χρηματοοικονομικό Σύστημα”,

Τόμος Β΄ της σειράς “Αξιολόγηση και Χρηματοοικονομική Διοίκηση”, Κεφάλαιο 1, “Βασικά

πρότυπα συμπεριφοράς και λειτουργίας των αγορών”).

Θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι η αφερεγγυότητα δεν εμφανίζεται

πάντοτε λόγω ηθικών αρχών ή έλλειψη προθυμίας από την πλευρά του

δανειζόμενου. Πολλές φορές οι υπεύθυνοι του τμήματος credit analysis, λόγω

Page 107: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

107

περιορισμένου χρόνου και μεγάλου φόρτου εργασίας, δίνουν έμφαση σε

στοιχεία της προσωπικότητας του οφειλέτη (όπως η ευστροφία, οι

οργανωτικές ικανότητες κ.λ.π.) και όχι στην ανάλυση της πραγματικής αξίας

των επιχειρήσεων του δανειζόμενου.

Οι τράπεζες έχουν δύο βασικούς τρόπους προστασίας τους από τους

αφερέγγυους πελάτες.

Ο πρώτος τρόπος συνίσταται στη δυνατότητα να προστατεύονται από

αφερέγγυους δανειζόμενους στο επίπεδο πρόληψης μέσα από εξονυχιστικό

έλεγχο των προηγούμενων πιστοληπτικών σχέσεων του πελάτη με την

τράπεζα.

Ο δεύτερος συνίσταται στην διερεύνηση της συνεργασίας ανάμεσα στα

τραπεζικά ιδρύματα. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τα αρχεία τοπικών

πιστωτικών υπηρεσιών, προμηθευτών, κλπ. Εάν ο δανειζόμενος έχει

δημιουργήσει μία εικόνα αξιοπιστίας όσο αφορά τις πληρωμές του είναι

πιθανή η έγκριση κάθε δανείου στο μέλλον. Αντίθετα, η καθυστερημένη

εξόφληση προηγούμενων χρεών, και η εμφάνιση απωλειών από μέρους των

πιστωτών οδηγεί στην άμεση απόρριψη κάθε αίτησης για ανάληψη δανείων.

1.2 Η Χρησιμοποίηση των Δανειακών Κεφαλαίων

Με μία πρώτη ματιά οι ανάγκες, καθώς και η προτιθέμενη χρησιμοποίηση της

χρηματοδότησης του οφειλέτη, μοιάζουν να είναι απόλυτα σαφής. Στην

περίπτωση όμως των περισσότερων δανείων, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Φαινομενικά, τα περισσότερα δάνεια προορίζονται για κεφάλαια κίνησης με

στόχο την αύξηση του κυκλοφοριακού ενεργητικού. Στην πραγματικότητα

όμως η επιχείρηση ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια αυτά για:

την κάλυψη των μισθολογικών της υποχρεώσεων,

την εξόφληση καθυστερούμενων λογαριασμών προς τους προμηθευτές,

την αγορά παγίων,

την κάλυψη λειτουργικών απωλειών.

Η συνηθέστερη ανάγκη για την αίτηση δανείων προκύπτει από την

καθυστέρηση εισπράξεων από τους πελάτες. Ο οικονομικός αναλυτής θα

πρέπει να καθορίσει αν πρόκειται για ένα τυχαίο φαινόμενο ή μια διαρκή

κατάσταση. Πολύ συχνά, βραχυπρόθεσμα δάνεια χορηγούνται για τη

χρηματοδότηση μιας μεγάλης αύξησης των πωλήσεων, που σημαίνει αγορά

Page 108: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

108

περισσοτέρων αποθεμάτων και πρώτων υλών για την επιχείρηση καθώς και

αύξηση των εξόδων για μισθούς.

Σαν αποτέλεσμα τα βραχυπρόθεσμα δάνεια εμφανίζονται ως de facto δάνεια

για την κάλυψη αυξήσεων σε εισπρακτέους λογαριασμούς, πάγια και

απογραφές.

1.3 Πρωτογενείς Πηγές Εξόφλησης

Οι ικανότητες ενός οικονομικού αναλυτή είναι εξαιρετικά σημαντικός

παράγοντας για τον προσδιορισμό της δυνατότητας εξόφλησης ενός δανείου

από τον οφειλέτη μέσω των ταμειακών του ροών. Για την εξόφληση δανείων

που αφορούν κεφάλαια κίνησης, οι ταμειακές ροές που χρησιμοποιούνται είναι

οι εξοφλήσεις εισπρακτέων λογαριασμών καθώς και τα έσοδα από πωλήσεις

τοις μετρητοίς. Επίσης, ταμειακές ροές μπορεί να προέρχονται από μη

ταμειακά έξοδα (όπως οι αποσβέσεις) τα οποία χρεώνονται στα έσοδα. Ο

αναλυτής του τμήματος χορηγήσεων της τράπεζας θα πρέπει να εξακριβώσει

τη χρονική περίοδο πραγματοποίησης αυτών των χρηματικών ροών, καθώς

και να αξιολογήσει τον κίνδυνο να μην εισπραχθούν. Έτσι, είναι απαραίτητο η

ανάλυση των ταμειακών ροών να εξακριβώνει τις πηγές και τις αιτίες

δημιουργίας τους, αφού εισροές που δημιουργούνται, για παράδειγμα, από

την πώληση στοιχείων του ενεργητικού με τις οποίες θα καλυφθούν δόσεις

δανείων δεν αποτελούν ενθαρρυντικό στοιχείο για την τράπεζα, αφού

αποτελούν ευκαιριακή λύση και, φυσικά, δεν μπορούν να αποτελέσουν

εγγύηση για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της επιχείρησης.

1.4 Δευτερογενείς Πηγές Εξόφλησης

Οι ταμειακές ροές που προέρχονται από τις δραστηριότητες της επιχείρησης

αποτελούν κατά κανόνα την πιο αξιόπιστη πηγή εξόφλησης δανείου. Όμως, σε

περιπτώσεις μη πραγματοποίησης των απαιτούμενων ταμειακών ροών, η

τράπεζα μπορεί να αποφύγει τυχόν απώλειες με την εξασφάλιση δευτερογενών

πηγών εξόφλησης.

Για την εγγύηση ενός δανείου, χρησιμοποιούνται περιουσιακά στοιχεία που

μπορούν να θεωρηθούν ως δευτερογενείς πηγές εξόφλησης. Η αξία του

ενεχύρου θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την αξία του δανείου και των

Page 109: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

109

οφειλόμενων τόκων, προκειμένου η εκποίησή του σε τιμή πιθανώς χαμηλότερη

της λογιστικής του να καλύψει τα απαιτούμενα από την τράπεζα ποσά, όπως

επίσης και το κόστος που προκύπτει για την τράπεζα, ώστε να κινήσει τη

διαδικασία κατάσχεσης. Μολαταύτα, οι τράπεζες αποφεύγουν την κατάσχεση

υποθηκευμένων περιουσιακών στοιχείων, διότι αποτελεί χρονοβόρα διαδικασία

με υψηλό κόστος.

Page 110: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

110

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ

ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΖΟΜΕΝΩΝ

Σε αυτή την υποενότητα θα εξετάσουμε τις πηγές άντλησης πληροφοριών για

την πιστοληπτική ικανότητα των δανειζομένων και τον τρόπο με τον οποίο

αντλούνται οι πληροφορίες αυτές.

2.1 Η συνέντευξη με τον υποψήφιο πελάτη

Σκοπός της έρευνας για την πιστοληπτική ικανότητα του υποψήφιου πελάτη

είναι η εξασφάλιση επαρκών πληροφοριών για τον καθορισμό της

αξιοπιστίας, της προθυμίας και της ικανότητας αποπληρωμής των

υποχρεώσεων που θα δημιουργηθούν από τη χορήγηση των υπό έγκριση

δανειακών κεφαλαίων. Η έρευνα στοχεύει στην κατανόηση του ήθους του

οφειλέτη, σε συνδυασμό με τους τέσσερις βασικούς πιστωτικούς παράγοντες

στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί:

το χαρακτήρα του οφειλέτη,

το σκοπό του δανείου,

τις πρωτογενείς και

τις δευτερογενείς πηγές εξόφλησης.

Υπάρχουν τρεις θεμελιώδεις πηγές πληροφοριών:

η συνέντευξη με τον υποψήφιο πελάτη,

οι εσωτερικές πηγές πληροφόρησης της τράπεζας και

οι εξωτερικές πηγές, οι οποίες είναι διαθέσιμες από οργανισμούς άλλους

από αυτόν της τράπεζας.

Στη συνέντευξη με τον υπεύθυνο της τράπεζας ο υποψήφιος πελάτης οφείλει

να παρουσιάσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία6 που θα του ζητηθούν:

6 Δηλαδή, ισολογισμούς τελευταίων χρήσεων, στοιχεία για την προσωπική οικονομική του κατάσταση, φορολογική του δήλωση και ασφαλιστικά τεκμήρια. Ακόμη θα πρέπει να υποδείξει τον τύπο και το ύψος του δανείου που χρειάζεται, να αναφέρει ποια περιουσιακά του στοιχεία είναι δεσμευμένα και σε ποιο ύψος, και να κατονομάσει άλλους πιστωτές. Επίσης, είναι υποχρεωμένος να σκιαγραφήσει τους κύριους πελάτες της επιχείρησης, τους βασικούς της προμηθευτές, να υποδείξει τις αρχές που διέπουν τις σχέσεις υπαλλήλων και μετόχων και να παρουσιάσει ένα ιστορικό της επιχείρησης.

Page 111: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

111

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης οι δανειστές μπορούν να συγκεντρώσουν

επιπλέον πληροφορίες μέσα από ένα καλά σχεδιασμένο ερωτηματολόγιο.

Για παράδειγμα μπορεί να τεθούν ερωτήσεις όπως οι ακόλουθες:

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της αγοράς του δανειζόμενου;

Πώς γίνεται η διανομή και πώληση των προϊόντων στην αγορά;

Ποια διαδικασία παραγωγής ακολουθείται;

Ποιοι είναι οι αρχικοί ιδιοκτήτες - διευθυντές της επιχείρησης και ποιες οι

εμπειρίες και το μορφωτικό τους επίπεδο;

Ποιος είναι ο υπεύθυνος σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των

υποχρεώσεων από το διευθυντή της επιχείρησης;

Καταρτίζει η εταιρία επιχειρησιακό σχέδιο (Business Plan);

Ποιες θεωρεί ο πελάτης ότι θα είναι οι μελλοντικές ευκαιρίες στην αγορά

που δραστηριοποιείται και ποιο είναι το κόστος χρηματοδότησης αυτών

των ευκαιριών;

Όλες αυτές οι ερωτήσεις βοηθούν την τράπεζα να κατανοήσει τα δυνατά και τα

αδύνατα σημεία της εταιρίας του υποψήφιου πελάτη.

2.2 Οι εσωτερικές πηγές πληροφόρησης της τράπεζας

Οι εσωτερικές πηγές πληροφόρησης παρέχουν πλήθος στοιχείων σχετικά με

την προθυμία και την ικανότητα του υποψήφιου πελάτη να ανταποκριθεί στις

υποχρεώσεις του, σε περίπτωση ύπαρξης προηγούμενων συναλλαγών μεταξύ

των δύο πλευρών. Ο αναλυτής οφείλει να εξετάσει όλους τους λογαριασμούς

καταθέσεων που διατηρεί ο πελάτης στην τράπεζα, καθώς και τις τοποθετήσεις

του σε τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία (έντοκα γραμμάτια, άλλα χρεόγραφα

κ.λ.π.). Αυτές οι πηγές πληροφοριών θα υποδείξουν το βαθμό κάλυψης της

τράπεζας, μέσα από παλαιότερες επιδόσεις εξόφλησης, καθώς επίσης θα

βοηθήσουν στη διασταύρωση των στοιχείων για πελάτες και προμηθευτές με

τους οποίους έχει δηλώσει ότι έχει οικονομικές συναλλαγές ο υποψήφιος

δανειολήπτης.

2.3 Οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης της Τράπεζας

Στις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης κατατάσσονται συμβουλευτικές

επιχειρήσεις που εκπονούν κλαδικές μελέτες, μελέτες αγοράς και έχοντας ένα

πλούσιο Data Bank έχουν τη δυνατότητα να πληροφορούν την τράπεζα για τις

Page 112: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

112

τάσεις και εξελίξεις στους διάφορους κλάδους της οικονομίας. Άρθρα σχετικά

με ιδιωτικές επιχειρήσεις και βιομηχανίες που έχουν δημοσιευθεί σε πολλές

εκδόσεις εμπορικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, στοιχεία της Εθνικής

Στατιστικής Υπηρεσίας κάθε χώρας, καθώς και οι εκδόσεις των κάθε είδους

Επιμελητηρίων αποτελούν πολύτιμες και αξιόπιστες πηγές πληροφοριών για

μία τράπεζα.

Διαβάστε το άρθρο από το ένθετο της εφημερίδας Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

το οποίο αναφέρεται στο μεγάλο ποσοστό δανειοδότησης των Ελλήνων

επιχειρηματιών και καταναλωτών.

Page 113: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

113

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:

τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις μιας τράπεζας και

τον τρόπο με τον οποίο οι λογιστικές καταστάσεις της τράπεζας μπορούν

να θεωρηθούν δείκτης πιστοληπτικής ικανότητας.

3.1 Οι λογιστικές καταστάσεις της εταιρείας

Για να μπορέσει μία τράπεζα να ελέγξει την ικανότητα ενός πελάτη να

αποπληρώσει το δάνειο στο χρονικό διάστημα που έχει προκαθοριστεί, δίνει

έμφαση σε ορισμένα στοιχεία της δανειζόμενης επιχείρησης, τα οποία μπορεί

να αποτελέσουν στο μέλλον πηγές δημιουργίας εισοδήματος. Πιο

συγκεκριμένα, η τράπεζα παρακολουθεί το καθαρό εισόδημα, τις αποσβέσεις,

τη μεταβολή των λογαριασμών εισπρακτέων και τη μεταβολή των

αποθεμάτων. Για να μπορέσει η τράπεζα με ακρίβεια να προσδιορίσει εάν ο

πελάτης θα πραγματοποιήσει τις προβλεπόμενες χρηματικές ροές μέσα από τη

διαχείριση των παραπάνω στοιχείων, θα πρέπει να εξετάσει τις

Χρηματοοικονομικές/ Λογιστικές Καταστάσεις (Financial Statements)7 της

επιχείρησής του.

Επίσης, το στοιχείο ότι η δανειζόμενη επιχείρηση εμφανίζει μεγάλο κύκλο

εργασιών, δεν παρέχει από μόνο του επαρκή πληροφόρηση. Θα πρέπει να

συνδυαστεί με το μικτό περιθώριο κέρδους και με το κατά πόσο η επιχείρηση

εξασφαλίζει ικανοποιητική ρευστότητα από τις πωλήσεις που επιτυγχάνει. Με

7 Πιο συγκεκριμένα, οι λογιστικές καταστάσεις που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το δανειστή είναι ο ισολογισμός και η ανάλυση του λογαριασμού εσόδων - εξόδων. Είναι αυτονόητο ότι για την πληρέστερη εικόνα του δανειζόμενου απαιτούνται οικονομικές καταστάσεις περασμένων χρήσεων ώστε να φαίνεται η πορεία της επιχείρησης διαχρονικά και όχι μόνο για την περίοδο που γίνονται οι διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση του δανείου. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις είναι ένα σημαντικό, αλλά όχι το μόνο εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιήσει η τράπεζα για τον έλεγχο της ρευστότητας του δανειζόμενου. Ο βασικός λόγος είναι ότι σε μερικές περιπτώσεις δεν παρουσιάζουν όλη την αλήθεια. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η επιχείρηση παρουσιάζει κέρδη στο τέλος της χρήσης είναι ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη για να βγουν συμπεράσματα για την κερδοφορία της. Δηλαδή, είναι πολύ πιθανό τους έντεκα μήνες της χρήσης να παρουσιάζει ζημίες και τον τελευταίο μήνα να πέτυχε απόδοση που κάλυψε την προηγούμενη εικόνα.

Page 114: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

114

άλλα λόγια (όπως θα παρουσιασθεί αναλυτικά πιο κάτω) χρησιμοποιούνται

ορισμένοι αριθμοδείκτες οι οποίοι παρέχουν στοιχεία για τη ρευστότητα, την

κερδοφορία, τη μόχλευση και τις πωλήσεις.

Παράδειγμα 1. Ένα άλλο πρόβλημα

Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι οι καταστάσεις αποτελεσμάτων

εκμετάλλευσης, καθώς και ο ισολογισμός, αποτυπώνουν τη λογιστική και όχι

την οικονομική αξία μίας επένδυσης. Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο που

παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 70, όπου πολλές Αμερικανικές επιχειρήσεις που

δραστηριοποιούνταν στο χώρο της χρηματοδοτικής μίσθωσης (Leasing),

δήλωναν υψηλά εισοδήματα από τη μίσθωση υπολογιστών της εταιρίας ΙΒΜ

και αποθεματοποιούσαν υψηλά ποσά ως αποσβέσεις, θεωρώντας ότι η

απόσβεση του μηχανήματος θα ολοκληρωνόταν σε δέκα χρόνια. Η ίδια η ΙΒΜ

έκρινε ότι ο κύκλος ζωής του προϊόντος ήταν τέσσερα χρόνια. Αν και οι

συνέπειες για τις προβλεπόμενες χρηματικές ροές ήταν αντίθετες από το

αναμενόμενο, εξαιτίας των υψηλών φορολογικών υποχρεώσεων, η πρακτική

αυτή οδήγησε στη δημιουργία λογιστικού εισοδήματος από τις συγκεκριμένες

εκμισθώσεις.

3.2 Αποτίμηση των Στοιχείων του Ισολογισμού. Η πλευρά του

Ενεργητικού

Για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με την πιστοληπτική

ικανότητα μιας επιχείρησης θα πρέπει να εξετάσουμε τον ισολογισμό της

πρώτα από την πλευρά του ενεργητικού.

3.2.1 Λογαριασμοί Εισπρακτέοι

Οι λογαριασμοί εισπρακτέοι περιλαμβάνονται στα βραχυπρόθεσμα στοιχεία

του Ενεργητικού και αποτελούν την κύρια πηγή ταμειακών ροών, που

χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων

βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.

Η ανάλυση της τράπεζας δίνει έμφαση στο μέγεθος, τις πηγές και το βαθμό

στον οποίο οι εισπρακτέες αυτές απαιτήσεις διαχειρίζονται από την επιχείρηση

σωστά και με ικανοποιητικό βαθμό διασποράς. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί

Page 115: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

115

ότι, όπως σε όλα τα στοιχεία ενός χαρτοφυλακίου, μεγαλύτερη διαφοροποίηση

οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα κινδύνου.

Στα πλαίσια του ελέγχου της ποιότητας των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων, η

τράπεζα μπορεί να ελέγξει τη χρηματοοικονομική κατάσταση αυτών που

χρωστούν στον πελάτη της. Ο κύριος λόγος άπτεται της δυνατότητας τους να

αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην επιχείρηση-πελάτη της

τράπεζας, που με τη σειρά της θα πρέπει να εξοφλήσει τα δανειακά κεφάλαια

που έχει λάβει από την τράπεζα.

Επίσης, οι προθεσμίες είσπραξης των απαιτήσεων σε συνδυασμό με τις

προθεσμίες πληρωμής των δανείων αποτελούν σημαντικό δείκτη

προσδιορισμού των αναγκών της επιχείρησης σε βραχυπρόθεσμα δανειακά

κεφάλαια. Για παράδειγμα, εάν ένα μεγάλο μέρος των εισπρακτέων

απαιτήσεων έχουν ορίζοντα εξόφλησης ενενήντα ημερών, ενώ οι δόσεις στην

τράπεζα πρέπει να πληρώνονται κάθε τριάντα ημέρες, οι συνέπειες είναι

προφανείς. Η επιχείρηση στο μέλλον είτε θα παρουσιάσει αδυναμία

αποπληρωμής των δόσεων, είτε θα αναγκάζεται να καταφεύγει σε

βραχυπρόθεσμο δανεισμό, για να καλύψει την έλλειψη κεφαλαίων κίνησης.

3.2.2 Συμβόλαια Εισπρακτέα

Ο δανειζόμενος μπορεί να έχει προβεί σε μία πώληση και να έχει αποδεχθεί μία

συναλλαγή η οποία εγγράφως αναγνωρίζει την οφειλή. Η επιχείρηση μπορεί

να χρησιμοποιήσει αυτό το έγγραφο σαν εγγύηση για την παροχή δανείου για

κεφάλαιο κίνησης. Τα συμβόλαια εισπρακτέα εμπεριέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο

από τους λογαριασμούς εισπρακτέους, διότι η κάλυψη τους εξαρτάται και από

ένα τρίτο παράγοντα, το αν ο πελάτης της επιχείρησης πληρώσει τελικά την

οφειλή του.

3.2.3 Αποθέματα

Η ηλικία, η δυνατότητα εύκολης ρευστοποίησης, η σταθερότητα των τιμών, η

ταχύτητα κυκλοφορίας τους, ο βαθμός επεξεργασίας τους και η μέθοδος που

ακολουθείται για τη λογιστική απεικόνισή τους αποτελούν τους

σημαντικότερους παράγοντες στην αποτίμηση των αποθεμάτων. Όπως και

στην περίπτωση των άλλων μορφών εγγυήσεων, η τράπεζα θα πρέπει να

ενδιαφερθεί για την αξία που θα έχουν στην περίπτωση αναγκαστικής

Page 116: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

116

εκποίησής τους. Οι πρώτες ύλες και τα τελικά αγαθά είναι εύκολο να

τιμολογηθούν και ρευστοποιούνται με αρκετά μεγάλη άνεση, αφού έχουν

εμπορεύσιμη μορφή. Αντίθετα, πρέπει να σημειωθεί η δυσκολία αποτίμησης

ημικατεργασμένων πρώτων υλών από την πλευρά της τράπεζας, αφού δεν

υπάρχει αγορά για τέτοιου είδους προϊόντα, δεδομένου ότι βρίσκονται σε

κάποιο ενδιάμεσο στάδιο επεξεργασίας.

3.2.4 Πάγιο Ενεργητικό

Σε κανονικές συνθήκες, οι τράπεζες δεν περιμένουν τη ρευστοποίηση στοιχείων

του πάγιου ενεργητικού μιας επιχείρησης για την κάλυψη ενός δανείου. Αν και η

κύρια σημασία των στοιχείων του παγίου ενεργητικού είναι να δημιουργούν

ταμειακές ροές, εξυπηρετώντας την επίτευξη των σκοπών της επιχείρησης,

υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αξία μεταπώλησης ενός παγίου περιουσιακού

στοιχείου (ιδιαίτερα σε περιόδους αναδιοργάνωσης της μονάδας) ενδέχεται να

είναι μεγαλύτερη από την περαιτέρω αξία χρήσης.

3.2.5 Άυλα Στοιχεία του Ενεργητικού

Τα στοιχεία αυτά αποφέρουν έσοδα στην επιχείρηση αλλά είναι εξαιρετικά

δύσκολο να αποτιμηθούν με ακρίβεια. Εμφανίζονται στον ισολογισμό με μία

αξία μάλλον αυθαίρετη. Π.χ. η φήμη, η πελατεία, ένας τρόπος παραγωγής που

αποτελεί επαγγελματικό μυστικό, κλπ.

3.3 Αποτίμηση των στοιχείων του ισολογισμού. Η πλευρά του

Παθητικού & Καθαρής Θέσης

Για να έχουμε μια πληρέστερη άποψη για τη σημασία του ισολογισμού στην

ανάλυση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας επιχείρησης πρέπει να τον

εξετάσουμε κι από την πλευρά του παθητικού και της καθαρής θέσης.

3.3.1 Λογαριασμοί Πληρωτέοι

Οι υποχρεώσεις του δανειζόμενου προς τους προμηθευτές του αποτελούν

σημαντική ένδειξη για την ευρωστία της επιχείρησης και την ικανότητά της να

ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Εάν ο πελάτης της τράπεζας αδυνατεί

Page 117: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

117

να πληρώσει τους προμηθευτές του, είναι φυσικά αδύνατο να είναι σε θέση να

αποπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις.

Ανησυχητικό σημάδι για την τράπεζα αποτελεί η πρακτική της πληρωμής των

προμηθευτών με γραμμάτια, που σημαίνει ότι η επιχείρηση αντιμετωπίζει

πρόβλημα ρευστότητας. Ακόμη και στην περίπτωση όπου ο πελάτης πληρώνει

τις μετρητοίς, η τράπεζα θα πρέπει να ελέγξει κατά πόσο αποτελεί επιλογή του,

ή αναγκάζεται από τους προμηθευτές του να υιοθετεί αυτή την πρακτική.

Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε πως όταν οι βραχυπρόθεσμες

υποχρεώσεις της επιχείρησης του υποψήφιου πελάτη δεν ξεπερνούν το 40-50%

του κύκλου εργασιών της, αυτό αποτελεί δείγμα καλής λειτουργίας και

οργάνωσης των ταμειακών ροών.

3.3.2 Μακροπρόθεσμες Υποχρεώσεις

Εδώ ταξινομούνται υποχρεώσεις που λήγουν μετά την περίοδο της λογιστικής

χρήσης ή ενός λειτουργικού κύκλου. Περιλαμβάνουν ομολογιακά δάνεια,

στεγαστικά δάνεια και μακροπρόθεσμο τραπεζικό δανεισμό. Η τράπεζα θα

πρέπει να δώσει έμφαση στη φύση και το χρονικό ορίζοντα αυτών των

υποχρεώσεων, καθώς και τις προβλέψεις για την αποπληρωμή τους. Επίσης,

ενδιαφέρον για την τράπεζα έχει ο έλεγχος των στοιχείων του ενεργητικού της

επιχείρησης που βαρύνονται με υποθήκες (και σε ποιο βαθμό), σαν εγγύηση

για την κάλυψη αυτών των υποχρεώσεων.

3.3.3 Καθαρά Θέση

Η σημασία των ιδίων κεφαλαίων είναι μεν σημαντική στην ανάλυση της

πιστοληπτικής ικανότητας μίας επιχείρησης, αλλά η απεικόνιση της στον

ισολογισμό αντικατοπτρίζει τη λογιστική και όχι την οικονομική της αξία.

Συνεπώς, τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν είναι μικρού

ενδιαφέροντος.

3.3.4 Πιθανές ή Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις

Αφορούν δεσμεύσεις της επιχείρησης κατά τις οποίες εγγυάται πληρωμές

υποχρεώσεων τρίτων. Θα πάρει οριστική μορφή αν πραγματοποιηθεί ένα

απρόβλεπτο γεγονός: π.χ., ο οπισθογράφος συναλλαγματικής θεωρείται

υπόχρεος σε πληρωμή σε περίπτωση που δεν εξοφληθεί από τον εκδότη.

Page 118: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

118

Διαβάστε ένα άρθρο από την εφημερίδα το ΒΗΜΑ σχετικά με τον τρόπο

επένδυσης των ελληνικών νοικοκυριών. Θα καταλάβετε πώς το στοιχείο αυτό

μπορεί να επηρεάσει ένα τραπεζικό ίδρυμα στη χορήγηση δανείου τόσο σε

νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις.

Page 119: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

119

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:

τα αποτελέσματα χρήσεως μιας τράπεζας και

τις βασικές κατηγορίες Αριθμοδεικτών.

4.1 Η Ανάλυση των αποτελεσμάτων χρήσεως μιας επιχείρησης

Η ανάλυση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως μιας επιχείρησης

αποτελεί, μαζί με την ανάλυση των στοιχείων του ισολογισμού, την πλήρη

οικονομική εξέταση που πραγματοποιεί μία τράπεζα, προκειμένου να

χρηματοδοτήσει μία επιχείρηση. Ο υπεύθυνος ενός τμήματος χορηγήσεων δίνει

μεγαλύτερη έμφαση στην ανάλυση του ισολογισμού όταν πρόκειται να

αποφανθεί για αιτήσεις βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης (π.χ. δάνεια για

κεφάλαια κίνησης), ενώ για μακροπρόθεσμα δάνεια δίνεται έμφαση στο

λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Επιγραμματικά, μπορούμε να πούμε ότι

ο ισολογισμός καταγράφει λογαριασμούς και αποθέματα, ενώ ο

λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως παρουσιάζει χρηματικές ροές.

Αναλύοντας πρόσφατες -συγκριτικά με παλαιότερες- λογιστικές καταστάσεις

εσόδων-εξόδων μιας επιχείρησης, ο αναλυτής της τράπεζας μπορεί να

διαπιστώσει εάν υπάρχει σταθερότητα στις ταμειακές ροές του υποψήφιου

πελάτη. Στο ζήτημα αυτό η τράπεζα θα πρέπει να προσέχει τις λογιστικές

πρακτικές καταχώρησης που ακολουθεί η επιχείρηση, διότι πιθανές αλλαγές

μπορεί να καταστήσουν τα στοιχεία μη συγκρίσιμα, όπως για παράδειγμα ο

τρόπος λογισμού των αποσβέσεων (Greenbaum & Thakor 1995).

Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τόσο τα στοιχεία του ισολογισμού όσο και τα

στοιχεία του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης για τον υπολογισμό

μερικών σημαντικών αριθμοδεικτών. Οι αριθμοδείκτες αυτοί παρέχουν

σημαντικές πληροφορίες για τη ρευστότητα, την κερδοφορία, τη

χρηματοοικονομική μόχλευση, καθώς και τις προσδοκίες για τις αναμενόμενες

χρηματικές ροές. Οι πιο σημαντικοί αριθμοδείκτες (Νιάρχος 1991) που εξετάζει

ο αναλυτής της τράπεζας, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες.

Page 120: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

120

4.2 Αριθμοδείκτες ρευστότητας

Ρευστότητα θεωρείται η ικανότητα μιας επιχείρησης να ανταποκρίνεται στις

τρέχουσες υποχρεώσεις της. Το τμήμα ανάλυσης μιας τράπεζας, όταν ελέγχει

τη ρευστότητα μιας επιχείρησης, υπολογίζει δύο αριθμοδείκτες. Τον

αριθμοδείκτη γενικής ρευστότητας ή κεφαλαίου κινήσεως (Current ratio)8 και

τον αριθμοδείκτη ειδικής ρευστότητας (Acid - test ratio)9.

Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας = Κυκλοφοριακό Ενεργητικό /

Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις

Όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο δείκτης, τόσο καλύτερη η θέση της επιχείρησης

από πλευράς ρευστότητας. Η χρονική περίοδος που αναφέρεται είναι το 1

έτος. Ένας αριθμοδείκτης γύρω στο 2 αξιολογείται ως αρκετά καλός, ενώ

γενικά θεωρείται ικανοποιητικός αν βρίσκεται μεταξύ 1 και 2.

Αριθμοδείκτης ειδικής ρευστότητας = ( Κυκλοφοριακό Ενεργητικό - Αποθέματα

) / Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις

4.3 Αριθμοδείκτες δραστηριότητας

Στην κατηγορία αυτή εξετάζονται από την τράπεζα οι αριθμοδείκτες

κυκλοφοριακής ταχύτητας αποθεμάτων (Inventory turnover ratio)10,

8 Ο Αριθμοδείκτης γενικής ρευστότητας χρησιμοποιείται ως ένδειξη για την ικανότητα της επιχείρησης να ανταποκριθεί στις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Υπολογίζεται με τη διαίρεση του συνόλου των κυκλοφοριακών στοιχείων μίας επιχείρησης προς το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Ως σύνολο των Κυκλοφοριακών στοιχείων υπολογίζεται το άθροισμα των μετρητών συν τα αποθέματα, τις απαιτήσεις και τα βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα. 9 Ο αριθμοδείκτης ειδικής ρευστότητας περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία μετατρέπονται γρήγορα και εύκολα σε ρευστό, συνεπώς εξαιρούνται αποθέματα που δε ρευστοποιούνται εύκολα, όπως π.χ. τα ημικατεργασμένα. Σε γενικές γραμμές αυτός ο αριθμοδείκτης συγκρίνεται με τη μονάδα. Αν είναι κατά πολύ υψηλότερος από τη μονάδα η τράπεζα θεωρεί ότι η εταιρία διατηρεί υπερβάλλον κυκλοφορούν ενεργητικό χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Αντιθέτως, εάν ο αριθμοδείκτης είναι πολύ χαμηλότερος από τη μονάδα, τα αμέσως ρευστοποιήσιμα στοιχεία της επιχείρησης είναι ανεπαρκή να καλύψουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις της, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να εξαρτάται από τις μελλοντικές πωλήσεις της, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκή ρευστότητα. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο αριθμοδείκτης βρίσκεται κοντά στη μονάδα, ο οικονομικός αναλυτής είναι υποχρεωμένος να ελέγξει αν στις απαιτήσεις της επιχείρησης συμπεριλαμβάνονται επισφαλείς ή ανεπιδέκτου εισπράξεως απαιτήσεις. 10 Η ικανότητα μιας επιχείρησης να πωλεί γρήγορα τα αποθέματά της αποτελεί ένα ακόμη μέτρο του βαθμού χρησιμοποιήσεως των περιουσιακών της στοιχείων. Η εκτίμηση λαμβάνεται από τη διαίρεση του κόστους πωληθέντων, προϊόντων ή εμπορευμάτων μιας επιχειρήσεως με το μέσο απόθεμα των προϊόντων της. Για παράδειγμα, εάν το κόστος πωληθέντων ήταν 2.500.000 €, τα αποθέματα στην αρχή του έτους 750.000 € και στο τέλος του έτους 1.250.000 €, έχουμε μέσο απόθεμα: (750.000 +

Page 121: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

121

κυκλοφοριακής ταχύτητας είσπραξης απαιτήσεων (Receivables turnover

ratio)11, κυκλοφοριακής ταχύτητας παγίων (Fixed asset turnover ratio)12 και

κυκλοφοριακής ταχύτητας ενεργητικού (Total assets turnover)13.

Αριθμοδείκτης κυκλοφοριακής ταχύτητας αποθεμάτων = Κόστος Πωληθέντων

/ Μέσο απόθεμα έτους

Αριθμοδείκτης κυκλοφοριακής ταχύτητας είσπραξης απαιτήσεων = Καθαρές

Πωλήσεις / Μέσος Όρος Απαιτήσεων

Αριθμοδείκτης κυκλοφοριακής ταχύτητας παγίων = Καθαρές Πωλήσεις / Πάγιο

Ενεργητικό

Αριθμοδείκτης κυκλοφοριακής ταχύτητας ενεργητικού = Καθαρές Πωλήσεις /

Σύνολο Ενεργητικού

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι παραπάνω αριθμοδείκτες εξεταζόμενοι από

μόνοι τους δεν παρέχουν πλήρη εικόνα. Θα πρέπει να συγκρίνονται με άλλους

ομοειδών επιχειρήσεων ή έστω με τον κλαδικό μέσο όρο για μία περίοδο τριών

τουλάχιστον ετών.

Διαβάστε και το άρθρο από το ένθετο της εφημερίδας Κυριακάτικη

Ελευθεροτυπία το οποίο αναφέρεται σε στοιχεία του ισολογισμού μεγάλων

Ελληνικών επιχειρήσεων και στη δυνατότητα που έχουν να προβούν σε

επιθετικές επενδυτικές κινήσεις.

1.250.000)/2, οπότε ο αριθμοδείκτης ισούται με 2,5. Ο αριθμός αυτός δείχνει πόσες φορές ανανεώθηκαν τα αποθέματα της επιχείρησης σε σχέση με τις πωλήσεις μέσα στη χρήση. Ο οικονομικός αναλυτής μπορεί να διαιρέσει τον αριθμό ημερών του έτους με τον αριθμοδείκτη ταχύτητας κυκλοφορίας αποθεμάτων, για να προσδιορίσει τον αριθμό των ημερών που απαιτούνται προκειμένου να ανανεωθούν τα αποθέματα της επιχείρησης. 11 Ο αριθμοδείκτης ταχύτητας εισπράξεως απαιτήσεων δείχνει πόσες φορές κατά μέσο όρο εισπράττονται κατά τη διάρκεια της λογιστικής χρήσης οι απαιτήσεις. Ο ίδιος αριθμοδείκτης μπορεί να υπολογιστεί εάν διαιρεθεί ο μέσος όρος απαιτήσεων προς τις καθαρές πωλήσεις της επιχείρησης και το πηλίκο πολλαπλασιαστεί επί 365. Όσο πιο πολλές ημέρες, τόσο περισσότερο επιβαρύνεται η ρευστότητα. Ο υπολογισμός αυτού του αριθμοδείκτη αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να φανεί αν οι απαιτήσεις μιας επιχείρησης είναι πολύ μεγάλες σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κυκλοφοριακά στοιχεία. 12 Ο αριθμοδείκτης κυκλοφοριακής ταχύτητας παγίων δείχνει πόσες φορές μεγαλύτερο είναι το μέγεθος των πωλήσεων της επιχείρησης από τα στοιχεία του πάγιου ενεργητικού της. Σε γενικές γραμμές, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης τόσο μικρότερη είναι η απαιτούμενη επένδυση σε πάγιο εξοπλισμό. 13 Ο αριθμοδείκτης κυκλοφοριακής ταχύτητας ενεργητικού εκφράζει το βαθμό χρησιμοποίησης του ενεργητικού σε σχέση με τις πωλήσεις. Με άλλα λόγια, πόσες φορές ξεπερνούν οι πωλήσεις το σύνολο του ενεργητικού. Ένας υψηλός αριθμοδείκτης ταχύτητας κυκλοφορίας ενεργητικού δείχνει ότι η επιχείρηση χρησιμοποιεί εντατικά το σύνολο του ενεργητικού της για την πραγματοποίηση πωλήσεων, ενώ χαμηλός αριθμοδείκτης σημαίνει υπερεπένδυση κεφαλαίων σε σχέση με το ύψος των πωλήσεων που πραγματοποιεί η επιχείρηση.

Page 122: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

122

Page 123: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

123

4.4 Αριθμοδείκτες αποδοτικότητας, βιωσιμότητας &

χρηματοοικονομικής μόχλευσης

Οι κυριότεροι δείκτες που εξετάζει σε αυτό το σημείο της ανάλυσης ο

υπεύθυνος της τράπεζας είναι οι αριθμοδείκτες Μικτού περιθωρίου κέρδους

(Gross profit margin)14, Αποδοτικότητας Ιδίων κεφαλαίων (Return on net

worth)15, Αποδοτικότητας Ενεργητικού (Return on assets)16, Οικονομικής

Μόχλευσης (Financial leverage)17 και Ξένων προς Ίδια Κεφάλαια (Debt to

equity ratio)18.

Αριθμοδείκτης Μικτού περιθωρίου κέρδους = ( Μικτά Κέρδη / Πωλήσεις ) * 100

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας Ιδίων κεφαλαίων = ( Καθαρά Κέρδη / Ίδια

κεφάλαια ) * 100

Αριθμοδείκτης Αποδοτικότητας Ενεργητικού = (Καθαρά Κέρδη / Σύνολο

Ενεργητικού) * 100

Η επίδραση των δανειακών κεφαλαίων στα κέρδη μιας επιχείρησης είναι θετική

και επωφελής, αν η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων είναι μεγαλύτερη από

την αποδοτικότητα των απασχολούμενων κεφαλαίων. Η διαφορά δείχνει την

επίδραση που ασκεί η χρησιμοποίηση των δανειακών κεφαλαίων επάνω στην

αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης.

14 Ο υπολογισμός του μικτού περιθωρίου κέρδους είναι εξαιρετικά σημαντικός για το στέλεχος του τμήματος πιστωτικής ανάλυσης, διότι παρέχει ένα σημαντικό μέτρο αξιολόγησης της αποδοτικότητας της επιχείρησης που κάνει αίτηση για χρηματοδότηση. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμοδείκτης αυτός, τόσο ευκολότερα μπορεί να αντιμετωπισθεί από την επιχείρηση μια αύξηση του κόστους των πωλήσεων. Ένας υψηλός αριθμοδείκτης μικτού κέρδους δείχνει ικανότητα της διοίκησης να επιτυγχάνει φθηνές αγορές και πωλήσεις σε υψηλές τιμές. 15 Ο αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων μετρά την αποτελεσματικότητα με την οποία τα κεφάλαια της επιχείρησης απασχολούνται σε αυτή. Είναι εκφρασμένος σε ποσοστό επί τοις εκατό, ώστε ο οικονομικός αναλυτής να μπορεί να το συγκρίνει με επιτόκια αποδόσεων άλλων επενδύσεων ή με τον κλαδικό μέσο όρο. Η άνοδος του αριθμοδείκτη θεωρείται από τα πιο έγκυρα σημάδια βελτίωσης της επιχείρησης. 16 Ο αριθμοδείκτης αποδοτικότητας ενεργητικού είναι εξίσου σημαντικός, διότι μετρά την απόδοση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων που απασχολεί η επιχείρηση, καθώς και των επί μέρους τμημάτων της, και αποτελεί ένα είδος ελέγχου και αξιολόγησης της διοίκησής της. Ο υπολογισμός της αποδοτικότητας ενεργητικού επιτρέπει τη σύγκριση της αποδοτικότητας μιας επιχείρησης με την αποδοτικότητα άλλων επιχειρήσεων του ιδίου βαθμού κινδύνου, καθώς και τη σύγκριση με την αποδοτικότητα άλλων μορφών επενδύσεων. 17 Στην περίπτωση που ο αριθμοδείκτης οικονομικής μόχλευσης είναι μεγαλύτερος της μονάδας, τότε η επίδραση από τη χρήση των ξένων κεφαλαίων στα κέρδη της επιχείρησης είναι θετική και επωφελής για αυτή (Bernstein 1978). 18 Ο αριθμοδείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια συγκρίνει το βαθμό συμμετοχής των πιστωτών και των επενδυτικών φορέων της επιχείρησης στο σύνολο της κεφαλαιακής βάσης της επιχείρησης.

Page 124: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

124

Αριθμοδείκτης Οικονομικής Μόχλευσης = Αποδοτικότητα Ίδιων Κεφαλαίων /

Αποδοτικότητα Απασχ. Κεφαλαίων

Αριθμοδείκτης Ξένων προς Ίδια Κεφάλαια = Σύνολο Υποχρεώσεων / Σύνολο

Ίδιων Κεφαλαίων

Για τον αναλυτή της τράπεζας, η καλύτερη δυνατή αναλογία είναι 1:1. Αυτό

πρακτικά σημαίνει ότι για κάθε ένα ευρώ δανειακού κεφαλαίου χρησιμοποιείται

και ένα ευρώ από τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης.

Μελέτη Περίπτωσης 1. Υποθετικά υποδείγματα ανάλυσης λογιστικών

καταστάσεων

Στο τμήμα αυτό του κεφαλαίου θα παρουσιασθούν μερικά υποθετικά

υποδείγματα ανάλυσης λογιστικών καταστάσεων από στελέχη ενός τμήματος

credit analysis. Από τα παραδείγματα μπορεί να γίνει σαφές σε ποια στοιχεία

δίνει έμφαση ο υπεύθυνος πιστώσεων, καθώς επίσης και ποια στοιχεία

λαμβάνει υπ’ όψιν του όταν προσπαθεί να προσδιορίσει το απαιτούμενο

κεφάλαιο κίνηση της επιχείρησης.

Στον Πίνακα 1 δίνεται ο ισολογισμός της επιχείρησης, καθώς επίσης και οι

ακόλουθες πληροφορίες:

Στις αρχές του 2000 (Ισολογισμός 1999), το ύψος των αποθεμάτων ήταν

98 χιλ. € και των απαιτήσεων 31 χιλ. €.

Τα στοιχεία για τον τοπικό ανταγωνιστή και τις επιχειρήσεις του κλάδου

λαμβάνονται ως δεδομένα.

Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών για το έτος 2000 ήταν 110 χιλ. €,

για το 2001, 150 χιλ. € και για το 2002, 142,5 χιλ. €.

Ο λογαριασμός άλλα έξοδα ουσιαστικά αφορά το σύνολο των τόκων

που έχει καταβληθεί στη διάρκεια της χρήσης.

Συγκρίνοντας για το 2002, παρατηρούμε ότι οι εισπρακτέτοι λογαριασμοί

ανέρχονται μόνο στο 14,44% του ενεργητικού της εταιρίας, συγκρινόμενο με το

αντίστοιχο 19% του τοπικού ανταγωνιστή και το 21% για τις παρεμφερείς

επιχειρήσεις του κλάδου. Από αυτά τα συγκριτικά στοιχεία φαίνεται ότι η

επιχείρηση παρουσιάζει ικανοποιητική διαχείριση των πωλήσεων επί πιστώσει,

αφού έχει υπερεπενδύσεις σε αποθέματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το

71,48% του ενεργητικού της, έναντι 66% του τοπικού ανταγωνιστή και 46% των

άλλων επιχειρήσεων του κλάδου. Εδώ υποκρύπτεται ένα πρόβλημα

ρευστότητας.

Page 125: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

125

Οι πληρωτέοι λογαριασμοί φαίνεται να καλύπτουν μικρό σχετικά ποσοστό των

υποχρεώσεων και δείχνουν καλή σχέση με τους πιστωτές. Η κεφαλαιακή βάση

της επιχείρησης είναι αρκετά χαμηλότερη από αυτή των άλλων επιχειρήσεων,

που σημαίνει μικρότερη προστασία για τους πιστωτές της.

Στον Πίνακα 2 δίνονται τα αποτελέσματα χρήσης για την επιχείρηση.

Συγκρίνοντας για το 2002, παρατηρούμε ότι το κόστος πωληθέντων σε σχέση

με το συνολικό εισόδημα είναι 81,7% ενώ αντίστοιχα στις ανταγωνιστικές

επιχειρήσεις παρουσιάζεται στα επίπεδα του 70%. Στις επιχειρήσεις λιανικών

πωλήσεων, ένα ασυνήθιστα υψηλό κόστος πωληθέντων φανερώνει την

πιθανότητα οι τιμές να βρίσκονται χαμηλότερα από τα επίπεδα όπου θα

εξασφαλιζόταν η βιωσιμότητα της επιχείρησης.

Τα λειτουργικά έξοδα που βασίζονται στο άθροισμα των μισθών και των

ημερομισθίων, τα έξοδα πωλήσεων και άλλα λειτουργικά έξοδα ανέρχονται

συνολικά μόνο στο 15% του εισοδήματος για το 2002, σε σύγκριση με το 26%

του τοπικού ανταγωνιστή και το 25% των άλλων επιχειρήσεων. Αυτό δείχνει μια

εξαιρετική λειτουργία με χαμηλό κόστος, η οποία μπορεί να υποστηρίξει μια

πολιτική χαμηλών τιμών για το προϊόν. Βέβαια, όλα τα άλλα μη λειτουργικά

έξοδα ελαχιστοποιούν τα εναπομένοντα έσοδα της επιχείρησης, σε τέτοιο

βαθμό ώστε το καθαρό κέρδος χρήσης να είναι αρκετά χαμηλό σε σχέση με τα

κέρδη του τοπικού ανταγωνιστή και του κλάδου.

Στο Πίνακα 3, με βάση τα δεδομένα των Πινάκων 2, 3 και τις πληροφορίες που

παρουσιάστηκαν παραπάνω, υπολογίζονται μια σειρά αριθμοδείκτες. Στη

συνέχεια παρουσιάζουμε ενδεικτικά παραδείγματα υπολογισμού των

αριθμοδεικτών για τη χρήση 2002.

Συγκεκριμένα, από τους αριθμοδείκτες ρευστότητας υπολογίσαμε τον

αριθμοδείκτη ειδικής ρευστότητας και τον αριθμοδείκτη ταμειακής ρευστότητας.

Κυκλοφορούν Ενεργητικό 260Ειδικής Ρευστότητας = 1,7Βραχυπρόθεσμες Υποχρεώσεις 153

= =

Διαθέσιμο Ενεργητικό 16 41Ταμειακής Ρευστότητας = 0,4Ληξιπρόθεσμες Υποχρεώσεις 142,5

+= =

Από τους αριθμοδείκτες χρηματοοικονομικής μόχλευσης, υπολογίσαμε τον

αριθμοδείκτη Χρέους προς Σύνολο Ενεργητικού, τον αριθμοδείκτη κάλυψης

τόκων και των αριθμοδείκτη κάλυψης παγίων.

Page 126: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

126

Χρέους προς Σύνολο Υποχρεώσεων Ξένα Κεφάλαια 247= 0,87Σύνολο Ενεργητικού Σύνολο Ενεργητικού Σύνολο Ενεργητικού 284

= = =

Καθαρά Κέρδη προ φόρων και τόκων 30,1Κάλυψης Τόκων = 1,3146Σύνολο τόκων 22,9

= =

Ίδια Κεφάλια + Ξένα Κεφάλαια 284Κάλυψης Παγίων = 11,83Πάγια 24

= =

Από τους αριθμοδείκτες δραστηριότητας, υπολογίσαμε τον αριθμοδείκτη

ταχύτητας κυκλοφορίας αποθεμάτων, τον αριθμοδείκτη ταχύτητας εισπράξεως

απαιτήσεων και τον αριθμοδείκτη ταχύτητας κυκλοφορίας παγίων.

Ταχύτητας Κυκλοφορίας Κόστος Πωληθέντων 745,1 = 4,3147 203Αποθεμάτων Μέσο απόθεμα προϊόντων

2

= =+⎛ ⎞

⎜ ⎟⎝ ⎠

48 41Ταχύτητας Εισπράξεως Μέσο όρος απαιτήσεων 2 = 365 365 18Απαιτήσεων (σε μέρες) Καθαρές Πωλήσεις 911,7

+⎛ ⎞⎜ ⎟⎝ ⎠⋅ = ⋅ =

Ταχύτητας Κυκλοφορίας Καθαρές Πωλήσεις 911,7= 13,8Παγίων Πάγια 24

= =

Από τους αριθμοδείκτες κερδοφορίας, υπολογίσαμε τον αριθμοδείκτη

περιθωρίου κέρδους επί των πωλήσεων, τον αριθμοδείκτη αποδοτικότητας

ενεργητικού και τον αριθμοδείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων.

Περιθωρίου Κέρδους Καθαρά Κέρδη 6,04= 0,7%επί των Πωλήσεων Καθαρές Πωλήσεις 911,7

= =

Αποδοτικότητας Καθαρά Κέρδη 6,04 = 2,1%Ενεργητικού Σύνολο Ενεργητικού 284

= =

Αποδοτικότητας Καθαρά Κέρδη 6,04= 16,3%Ιδίων Κεφαλαίων Ίδια Κεφάλαια 37

= =

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα και συγκρίνοντας με αυτούς του τοπικού

ανταγωνιστή και των επιχειρήσεων του κλάδου έχουμε ότι: ο αριθμοδείκτης

γενικής ρευστότητας της επιχείρησης για το 2002, είναι 1,7 και είναι ίδιος με

αυτόν των άλλων επιχειρήσεων του κλάδου, ενώ υπερέχει του τοπικού

ανταγωνιστή. Ωστόσο, ο αριθμοδείκτης ταμειακής ρευστότητας της

επιχείρησης είναι 0,4, δηλαδή αισθητά πιο κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο

των επιχειρήσεων του κλάδου.

Page 127: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

127

Οι δυο πιο πάνω αριθμοδείκτες, δείχνουν ότι η ρευστότητα του ισολογισμού

της επιχείρησης εξαρτάται κυρίως από τα αποθέματα. Αν τα αποθέματα είναι

παλαιά, ή δεν είναι δυνατό να διατεθούν στην αγορά, η επιχείρηση θα έχει

μεγάλο πρόβλημα στην ικανοποίηση των βραχυπρόθεσμων αναγκών της.

Ο δείκτης χρηματοοικονομικής μόχλευσης της επιχείρησης είναι 0,87 για το

2002. Αυτό σημαίνει ότι μόνο το 13% των κεφαλαίων προέρχεται από τους

μετόχους. Το υπόλοιπο 87% είναι δανειακά κεφάλαια, άρα η συγκεκριμένη

επιχείρηση προσφέρει μικρή εξασφάλιση στους πιστωτές της. Το αντίστοιχο

ποσοστό για τον τοπικό ανταγωνιστή είναι 28% και για τον κλάδο 46%. Ο

αριθμοδείκτης κάλυψης των τόκων για το 2002 ανέρχεται στο 1,3146 και είναι

πολύ χαμηλότερος από αυτούς των άλλων επιχειρήσεων. Αυτό υποδεικνύει

ανεπαρκή κέρδη, ή υπέρογκες πληρωμές τόκων, ή συνδυασμό και των δύο. Ο

αριθμοδείκτης κάλυψης παγίων δείχνει το βαθμό ασφάλειας των

μακροπρόθεσμων δανειστών της επιχείρησης. Παρατηρούμε ότι για το έτος

2002 ο δείκτης αυτός είναι 11,83 σε σχέση με το 2,3 του τοπικού ανταγωνιστή

που σημαίνει ότι η επιχείρηση παρέχει αναλογικά πολύ μικρότερη ασφάλεια σε

σύγκριση με τις άλλες επιχειρήσεις. Χρησιμοποιεί δηλαδή αναλογικά μικρότερο

ύψος παγίων στοιχείων.

Η ταχύτητα κυκλοφορίας των αποθεμάτων για το 2002, που ανέρχεται στις 4,3

φορές, συγκρίνεται αρνητικά με τις 4,9 φορές του τοπικού ανταγωνιστή και τις

5,7 φορές των άλλων επιχειρήσεων, υποδεικνύοντας πάλι υπέρογκες

επενδύσεις σε αποθέματα. Η ταχύτητα εισπράξεως απαιτήσεων της

επιχείρησης είναι 18 ημέρες, ενδεικτική των μεγάλων επενδύσεων σε

αποθέματα. Η ταχύτητας κυκλοφορίας των παγίων είναι 39 φορές,

συγκρινόμενη με τις 30 και τις 13 φορές του ανταγωνιστή και των άλλων

επιχειρήσεων αντίστοιχα, κάτι που υποδηλώνει την εντατική χρησιμοποίηση των

παγίων στοιχείων της επιχείρησης σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Ο

δείκτης αυτός συμφωνεί με τον δείκτη κάλυψης παγίων και μαζί δηλώνουν ότι η

επιχείρηση χρησιμοποιεί χαμηλότερο ύψος παγίων στοιχείων αλλά πιο

εντατικά.

Ο Πίνακας 3 δείνχει ότι η κερδοφορία της επιχείρησης απέχει μακράν αυτής των

ανταγωνιστών της κατά μέσο όρο. Οι αποδόσεις της επί των πωλήσεων, που

ανέρχονται στο 1%, 1% και 0,7% τα τελευταία τρία χρόνια, είναι πολύ μικρές σε

σύγκριση με αυτές του ανταγωνιστή της 2,6%, και των άλλων επιχειρήσεων,

Page 128: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

128

που φτάνουν το 2,8%. Όπως φαίνεται από τη συγκριτική κατάσταση

αποτελεσμάτων χρήσης, η χαμηλότερη κερδοφορία της επιχείρησης είναι

αποτέλεσμα της χαμηλότερης τιμής με την οποία χρεώνει τα εμπορεύματα της.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνεται από το χαμηλό δείκτη αποδοτικότητας

ενεργητικού για το 2002 (2,1% για την επιχείρηση έναντι 7,4% του τοπικού

ανταγωνιστή και 6,8% των επιχειρήσεων του κλάδου). Τα χαμηλά κέρδη

μπορούν να ερμηνευτούν από υπέρογκες επενδύσεις σε πάγια και σε

αποθέματα. Παρά τους μικρούς δείκτες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η

αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων για τα έτη 2000 και 2001 είναι ιδιαίτερα

υψηλή ενώ πέφτει σημαντικά το 2002. Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι μέτοχοι της

επιχείρησης αμείβονται για τον κίνδυνο που έχουν αναλάβει σε αντίθεση με

τους δανειστές της επιχείρησης που τους παρέχεται χαμηλή ασφάλεια για τα

κεφάλαια που έχουν δανείσει στην επιχείρηση.

Πίνακας 1. Επιχείρηση Κ – Συγκριτικός ισολογισμός.

2000 % 2001 % 2002 %

Τοπικός

ανταγων.

2002

Επιχειρήσεις

κλάδου

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ

Ταμείο 11 6,25 12 5,26 16 5,63 5% 11%

Λογαριασμοί εισπρακτέοι 22 12,5 48 21,05 41 14,44 19% 21%

Αποθέματα 122 69,32 147 64,47 203 71,48 66% 46%

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 155 88,07 207 90,79 260 91,55 90% 78%

Πάγιο Ενεργητικό 21 11,93 21 9,21 24 8,45 10% 22%

ΣΥΝΟΛΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ 176 100 228 100 284 100 100% 100%

ΠΑΘΗΤΙΚΟ

Πληρωτέοι Λογαρισμοί 16 9,09 10 4,39 4 1,41 2% 12%

Βραχυπρόθεσμες Υποχρ. 112 63,64 127 55,70 149 52,46 63% 34%

ΣΥΝΟΛΟ ΒΡΑΧ.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ 128 72,73 137 60,09 153 53,87 65% 46%

Μακροπρόθεσμες Υποχρ. 23 13,07 57 25,00 94 33,10 8% 10%

ΣΥΝΟΛΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ 151 85,80 194 85,09 247 86,97 73% 56%

Ίδια Κεφάλαια 25 14,20 34 14,91 37 13,03 27% 44%

ΠΑΘΗΤΙΚΟ & ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 176 100 228 100 284 100 100% 100%

Page 129: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

129

Πίνακας 2. Επιχείρηση Κ – Συγκριτική κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης.

2000 % 2001 % 2002 %

Τοπικός

ανταγων.

2002

Επιχειρήσεις

κλάδου

Εισόδημα 713,4 100 866,2 100 911,7 100 100% 100%

Μείον:

Κόστος Πωληθέντων 592,2 83,0 706,2 81,5 745,1 81,7 70,5% 71,3%

Ακαθάριστο Κέρδος 121,2 17,0 160 18,5 166,6 18,3 29,5% 28,7%

Λειτουργικά έξοδα 96 13,5 126 14,5 136,5 15,0 26,0% 25,2%

Μιθοί / Ημερομίσθια 46,4 6,5 60,1 6,9 54,7 6,0 17,7% -

Έξοδα Πωλήσεων 19,6 2,8 24,3 2,8 39,7 4,4 4,2% 25,2%

Άλλα λειτουρ. Έξοδα 30,0 4,2 41,6 4,8 42,1 4,6 4,1% -

Λειτουργικό Κέρδος 25,2 3,5 34,0 4,0 30,1 3,3 3,5% 3,5%

Άλλα Έξοδα 15,9 2,2 21,3 2,5 22,9 2,5 0,5% 0,7%

Κέρδη προ φόρων 9,3 1,3 12,7 1,5 7,2 0,8 3,0% 2,8%

Φορολ. Συντελεστής - 25,8 - 30,7 - 16,1 13,3% -

Φόρος Εισοδήματος 2,4 0,3 3,9 0,5 1,16 0,1 0,4% -

Καθαρά Κέρδη 6,9 1,0 8,8 1,0 6,04 0,7 2,6% 2,8%

Πίνακας 3. Επιχείρηση Κ – Ανάλυση χρηματοοικονομικών δεικτών.

2000 2001 2002 Τοπικός ανταγων.

2002

Επιχειρήσεις

κλάδου

Ρευστότητας

Ειδικής 1,2 1,5 1,7 1,4 1,7

Ταμειακής 0,3 0,4 0,4 0,4 0,7

Μόχλευσης

Χρέους προς Σύνολο Ενεργητικού 0,86 0,85 0,87 0,72 0,54

Κάλυψης Τόκων 1,585 1,596 1,3146 2,6 3,5

Κάλυψης Παγίων 8,38 10,86 11,83 2,3 -

Δραστηριότητας

Ταχύτητα κυκλοφ. Αποθεμάτων 5,4 5,3 4,3 4,9 5,7

Ταχύτητα εισπράξ. Απαιτήσεων 14 15 18 20 27

Ταχύτητα κυκλοφ. Παγίων 34 41 38 30 13

Κερδοφορίας (%)

Περιθώριο κέρδους επί των

Πωλήσεων

1.0% 1,0% 0,7% 2,6% 2,8%

Αποδοτικότητας Ενεργητικού 3,9% 3,9% 2,1% 7,4% 6,8%

Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων 27,6% 25,9% 16,3% 26,2% 17,5%

Page 130: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

130

Μελέτη Περίπτωσης 2. Ισολογισμός και αποτελέσματα χρήσεως της εταιρίας Α

Παρακάτω, φαίνεται ο ισολογισμός και τα αποτελέσματα χρήσεως της εταιρίας

Α, καθώς και η ανάλυση μερικών βασικών χρηματοοικονομικών δεικτών.

Α

2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009

IΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ενεργητικό 4.270 6.227 14.883 19.038 15.126 14.129 0

Πάγιο ενεργητικό 760 1.060 1.879 2.816 3.682 4.139

Κυκλοφορούν

ενεργητικό 3.485 5.164 12.964 16.188 11.359 9.948

Αποθέματα 777 1.123 2.159 2.437 2.215 2.551

Απαιτήσεις 2.316 3.610 10.346 13.344 8.645 7.246

Διαθέσιμα 392 431 459 407 499 151

Μεταβατικοί

λογαριασμοί 25 3 40 34 85 42

Παθητικό 4.270 6.227 14.883 19.038 15.126 14.129 0

Ίδια Κεφάλαια 921 1.652 2.258 2.362 2.114 3.416

Προβλέψεις 0 12 131 162 157 517

Μακροπρόθεσμες

υποχρεώσεις 64 0 0 447 1.184 1.000

Βραχυπρόθεσμες

υποχρεώσεις 3.193 4.466 12.380 15.967 10.988 9.068 0

Προμηθευτές-

πιστωτές 295 348 756 563 505 628

Λοιπά 866 1.404 3.361 1.807 1.699 1.798

Μεταβατικοί

λογαριασμοί 92 96 114 100 683 128

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

Κύκλος εργασιών 10.188 15.891 31.921 33.769 28.775 25.789

Μείον: Κόστος

πωληθέντων -8.548

-

13.225 -25.654

-

27.463

-

24.275

-

21.402

Μικτά κέρδη

εκμετάλλευσης 1.640 2.666 6.267 6.306 4.500 4.387 0

Λοιπά έσοδα χρήσης 28 44 78 100 267 439

Λειτουργικά έξοδα -1.499 -2.074 -4.336 -5.511 -5.101 -5.230

Τόκοι πιστωτικοί 504 934 639 2.522 2.766 1.776

Τόκοι χρεωστικοί -526 -764 -1.206 -3.222 -2.763 -1.275

Page 131: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

131

Έκτακτα έσοδα-έξοδα -18 11 -43 -5 88 332

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ 129 816 1.398 190 -243 429 0

Αποσβέσεις χρήσης 190 210 323

A Μέσος Όρος

2003 27,50% 23,60%

2004 36,10% 34,00%

2005 17,90% 40,80%

2006 14,20% 36,60%

2007 16,20% 33,20%

2008 31,90% 33,30%

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ

<<=ΙΔΙΑ/ΞΕΝΑ>>

2009 52,00%

2003 17,80% 15,70%

2004 17,00% 18,60%

2005 12,60% 19,40%

2006 14,80% 19,60%

2007 24,30% 19,70%

2008 29,30% 19,00%

ΠΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ

<<ΠΑΓΙΑ/ΣΥΝΟΛΟ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ>>

2009 16,00%

2003 78,40% 81,80%

2004 73,50% 77,00%

2005 84,80% 77,10%

2006 87,60% 79,00%

2007 86,00% 79,40%

2008 75,80% 78,40%

ΔΑΝΕΙΑΚΗ

ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗ

2009 72,40%

2003 1,09 1,07

2004 1,16 1,2

2005 1,05 1,27

2006 1,01 1,31

2007 1,03 1,24

2008 1,1 1,21

ΓΕΝΙΚΗ

ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

2009 1,6

1991 0,85 0,62

1992 0,9 0,76

1993 0,87 0,82

2006 0,86 0,81

2007 0,83 0,77

ΕΙΔΙΚΗ

ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

2008 0,82 0,74

Page 132: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

132

2009 0,89

2003 225 505

2004 605 1.410

2005 510 1.004

2006 155 1.380

2007 -227 1.740

2008 794 2.497

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΙΝΗΣΕΩΣ

2009 6.971

2003 16,10% 16,10%

2004 16,80% 16,90%

2005 19,60% 18,10%

2006 18,70% 16,90%

2007 15,60% 17,00%

2008 17,00% 17,30%

ΜΙΚΤΟ ΚΕΡΔΟΣ

2009 8,90%

2003 11,1 22,9

2004 9,6 16,9

2005 14,1 13,2

2006 14,3 12,4

2007 13,6 13,8

2008 7,5 19,5

ΤΑΧΥΤΗΤΑ

ΙΔΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

2009 18,4

2003 2,4 3

2004 2,6 2,8

2005 2,1 2,3

2006 1,8 1,8

2007 1,9 2

2008 1,8 2,1

ΤΑΧΥΤΗΤΑ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ

2009 2,3

2003 11 8,1

2004 13,9 8,9

2005 15,6 7,3

2006 15,4 6,5

2007 14,5 6,7

2008 9,1 7,5

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗ

TAXYTΗΤΑ

ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ

2009 8,3

2003 4,4 7,4

2004 5,4 8,4

ΤΑΧΥΤΗΤΑ 2005 4,6 5,3

Page 133: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

133

2006 4 4,6

2007 4,7 5,8

2008 2,9 6,6

ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ

ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

2009 6,7

2003 14,70% 10,70%

2004 13,10% 11,10%

2005 13,60% 12,80%

2006 16,30% 13,90%

2007 17,70% 13,60%

2008 20,30% 13,90%

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚA

‘ΕΞΟΔA

2009 14,80%

2003 1,30% 3,40%

2004 5,10% 4,00%

2005 4,40% 2,40%

2006 0,60% 1,00%

2007 -0,80% 3,00%

2008 1,70% 4,30%

ΚΑΘΑΡΟ

ΚΕΡΔΟΣ

2009 1,40%

Στον παραπάνω πίνακα, φαίνονται μερικοί βασικοί αριθμοδείκτες από έτος σε

έτος και στην τελευταία στήλη φαίνεται ο μέσος όρος του κλάδου, με βάση τον

οποίο θα γίνει και η σύγκριση.

Η ανάλυση, όσον αφορά την εταιρία, αναφέρεται στις 5 παρακάτω βασικές

ομάδες αριθμοδεικτών:

1. Αριθμοδείκτες βιωσιμότητας και οικονομικής διάρθρωσης

α) Οικονομική αυτάρκεια

β) Δανειακή επιβάρυνση

γ) Παγιοποίηση Ενεργητικού

2. Αριθμοδείκτες ρευστότητας

α) Κυκλοφοριακή ρευστότητα

β) Άμεση ρευστότητα

γ) Κεφάλαιο κίνησης

3. Αριθμοδεικτες δραστηριότητας

α) Ταχύτητα Ενεργητικού

β) Ταχύτητα κυκλοφορίας αποθεμάτων

γ) Ταχύτητα εισπράξεως απαιτήσεων

4. Αριθμοδείκτες Δαπανών Λειτουργίας

Page 134: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

134

Λειτουργικών εξόδων

5. Αριθμοδείκτες αποδοτικότητας

α) Μικτού κέρδους

β) Καθαρού κέρδους

γ) Αποδοτικότητας Ιδίων Κεφαλαίων

Πιο αναλυτικά:

1. Αριθμοδείκτες βιωσιμότητας και οικονομικής διάρθρωσης

Παρατηρούμε ότι η θέση της εταιρίας χειροτερεύει, σε ότι αφορά την

οικονομική αυτάρκεια, κατά τα έτη 2004-2005 και ο δείκτης υποχωρεί από 36,1%

σε 14,2%. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αύξηση της δανειακής επιβάρυνσης

κατά τα έτη αυτά από 73,5% σε 87,6%. Κατά την περίοδο 2007-08 παρατηρούμε

μία αύξηση της οικονομικής αυτάρκειας από 16,2% σε 31,9% που συνοδεύεται,

όπως είναι αναμενόμενο, από μία μείωση της δανειακής επιβάρυνσης κατά

13,47% (δηλαδή από 87,6% σε 75,8%). Κατά τα έτη 2004 και 2008 η οικονομική

αυτάρκεια της επιχείρησης είναι κοντά στο μέσο όρο του κλάδου (αντίστοιχα

και η δανειακή επιβάρυνση), ενώ στην ενδιάμεση περίοδο η οικονομική

αυτάρκεια βρίσκεται αισθητά κάτω από το μέσο όρο, σε αντίθεση με τη

δανειακή επιβάρυνση της επιχείρησης, η οποία βρίσκεται, ανάλογα, πάνω από

το μέσο όρο. Η παγιοποίηση του ενεργητικού ακολουθεί αντίστοιχη πορεία με

την οικονομική αυτάρκεια της επιχείρησης, δηλαδή κατά τα έτη 2004-06

ακολουθεί πτωτική πορεία και βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο του κλάδου, για

να ανακάμψει κατά την περίοδο 2006-08 με αποτέλεσμα να βρίσκεται, κατά το

έτος 2008, σαφώς πάνω από το μέσο όρο του κλάδου (29,3% σε σύγκριση με

το 19%).

2. Αριθμοδείκτες ρευστότητας

Παρατηρούμε ότι η κυκλοφοριακή ρευστότητα της επιχείρησης μειώνεται κατά

τα έτη 2006-08 και αυξάνεται ελαφρώς κατά την περίοδο 2006-08. Σε όλη αυτή

την περίοδο, ο δείκτης αυτός βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο του κλάδου,

που σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει μια δυσκολία στην κάλυψη των τρεχουσών

υποχρεώσεων της, των σταθερών δαπανών και των απαιτούμενων τόκων και

μερισμάτων. Επίσης, πιθανό να παρουσιάζει μια δυσκολία στην απορρόφηση

τυχόν τρεχουσών ζημιών, μειώσεων στην τρέχουσα αξία των αποθεμάτων και

προσωρινών επενδύσεων, καθυστερήσεως εισπράξεως μεγάλων ποσών

Page 135: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

135

απαιτήσεων κλπ. Σε ότι αφορά την άμεση ρευστότητα, παρατηρούμε ότι ο

δείκτης αυτός, παρόλο που παρουσιάζει πτωτική πορεία (από 90% σε 82%),

βρίσκεται σαφώς πάνω από το μέσο όρο του κλάδου. Αυτή η διαφορά σε

σχέση με την κυκλοφοριακή ρευστότητα (δηλαδή το γεγονός ότι ο δείκτης

άμεσης ρευστότητας βρίσκεται αισθητά πάνω από το μέσο όρο, ενώ ο δείκτης

κυκλοφοριακής ρευστότητας κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο) οφείλεται

στη μικρότερη συμμετοχή των αποθεμάτων της επιχείρησης στο σύνολο του

κυκλοφορούντος ενεργητικού της, σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του

κλάδου.

3. Αριθμοδεικτες δραστηριότητας

Σε ό,τι αφορά την ταχύτητα ενεργητικού, η επιχείρηση κινείται παράλληλα με το

μέσο όρο του κλάδου παρουσιάζοντάς μία μικρή μείωση κατά την περίοδο

2004-06, την οποία ακολουθεί μία μικρή αύξηση και στασιμότητα την περίοδο

2006-08. Σε όλη αυτή την περίοδο, ο δείκτης αυτός βρίσκεται ανεπαίσθητα κάτω

από το μέσο όρο του κλάδου με εξαίρεση το έτος 2006, όπου

εξισορροπούνται. Όσον αφορά την ταχύτητα κυκλοφορίας αποθεμάτων,

παρουσιάζεται μία σημαντική αύξηση κατά την περίοδο 2004-05 (από 13,9 σε

15,6) την οποία ακολουθεί μία σημαντική πτώση κατά την περίοδο 2005-07

(από 15,6 σε 9,1). Εντούτοις, σε όλη αυτή την περίοδο, ο δείκτης αυτός

βρίσκεται αισθητά πάνω από το μέσο όρο του κλάδου, που σημαίνει ότι η

επιχείρηση διατηρεί μικρότερο επίπεδο αποθεμάτων σε σχέση με τις πωλήσεις

της, σε σχέση με τις υπόλοιπές επιχειρήσεις του κλάδου.

4. Αριθμοδείκτες Δαπανών Λειτουργίας

Παρατηρούμε ότι ο αριθμοδείκτης λειτουργικών εξόδων προς καθαρές

πωλήσεις κατά την περίοδο 2003-08 έχει ανοδική πορεία και βρίσκεται σταθερά

πάνω από το μέσο όρο του κλάδου με αποκορύφωμα το έτος 2008, όπου

παρουσιάζεται ως ο μεγαλύτερος στον κλάδο (20,3%). Αυτό φανερώνει τη

δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση όσον αφορά τα λειτουργικά

της έξοδα, τα οποία κατά την εν λόγω περίοδο αυξάνονται με μέσο ρυθμό

26,02%, σαφώς μεγαλύτερο από το μέσο ρυθμό αύξησης των πωλήσεων

12,87%.

5. Αριθμοδείκτες αποδοτικότητας

Παρατηρώντας τον αριθμοδείκτη μικτού περιθωρίου βλέπουμε ότι ακολουθεί

τις αυξομειώσεις του Μ.Ο. του κλάδου, δηλαδή κατά την περίοδο 2004-05

Page 136: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

136

αυξάνεται με έναν ικανοποιητικό ρυθμό (από 16,8% σε 19,6%), για να

ακολουθήσει στη συνέχεια μία μείωσή του κατά την περίοδο 1993-95 (από

19,6% σε 15,6%) και να αυξηθεί πάλι το 2008 σε 17 %. Σε όλη αυτή την περίοδο,

ο δείκτης της επιχείρησης ακολουθούσε το μέσο όρο του κλάδου, με εξαίρεση

το 2007 που ήταν αισθητά χαμηλότερος (κατά 1,4%).

Όσον αφορά το δείκτη καθαρού κέρδους, παρουσιάζει συνεχή πτωτική πορεία

κατά τα έτη 2004-07 (όπως και ο μέσος όρος του κλάδου), με αποκορύφωμα

το 2007 όπου ο δείκτης γίνεται αρνητικός (-0,8%). Σε όλη αυτή την περίοδο

βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο.

Η πτωτική πορεία του δείκτη κατά τα έτη 2004-07, οφείλεται εν μέρει στη μείωση

των κερδών της επιχείρησης, τα οποία μειώνονται με μεγαλύτερο ρυθμ

ό από την αύξηση των κερδών (με αποκορύφωμα το έτος 2007 όπου

παρουσιάζονται ζημιές). Η ανάκαμψη του δείκτη το έτος 2008 (1,7%), οφείλεται

στην εμφάνιση κερδών (429) και στην ταυτόχρονη μείωση των πωλήσεων.

Η αποδοτικότητα των Ιδίων Κεφαλαίων της επιχείρησης παρουσιάζει αύξουσα

πορεία την περίοδο 2004-05, γεγονός που οφείλεται στο ότι ο ρυθμός αύξησης

των κερδών της επιχείρησης σε αυτή την περίοδο είναι μεγαλύτερος από το

ρυθμό αύξησης των ιδίων κεφαλαίων. Αυτό έχει ως συνέπεια ο δείκτης την

περίοδο αυτή να είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από το μέσο όρο του κλάδου.

Αντίθετα, την περίοδο 2005-07 έχουμε μία ραγδαία πτώση του δείκτη (από

61,9% σε -11,5%!), η οποία οφείλεται στο ότι ο ρυθμός μείωσης των κερδών της

επιχείρησης είναι μεγαλύτερος από το ρυθμό αύξησης των ιδίων κεφαλαίων.

Σε όλη αυτή την περίοδο, ο δείκτης είναι χαμηλότερος από το μέσο όρο του

κλάδου. Το έτος 2008, η εμφάνιση ικανοποιητικών κερδών και ο μικρός ρυθμός

αύξησης των ιδίων κεφαλαίων, συνεπάγονται την ανάκαμψη του δείκτη σε

θετικά επίπεδα (12,6%), υπολειπόμενου όμως αρκετά του μέσου όρου του

κλάδου (20,9%).

Αναλύοντας τους αριθμοδείκτες αποδοτικότητας της επιχείρησης,

καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αποδοτικότητα της επιχείρησης κατά την

περίοδο 2005-07 είναι από κακή έως πολύ άσχημη. Αυτό οφείλεται στο ότι,

αυτή την περίοδο, οι ρυθμοί αύξησης του κόστους πωληθέντων και των

λειτουργικών εξόδων είναι υψηλοί αρχικά και φθίνοντες στη συνέχεια, με

αποτέλεσμα το μικτό και καθαρό κέρδος, ενώ είναι αύξοντα στην αρχή, στη

συνέχεια να μειώνονται, μέχρι που η επιχείρηση να παρουσιάζει και ζημιές

Page 137: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

137

(2007). Κατά το 2008, η επιχείρηση ανακάμπτει λόγω εμφάνισης σχετικά

ικανοποιητικών κερδών, που οφείλονται στην καλύτερη διαχείριση και τις

αυξομειώσεις κάποιων άλλων μεγεθών (όπως τα λοιπά έσοδα χρήσης και

τόκοι χρεωστικοί, που οφείλονται στην υψηλή δανειακή επιβάρυνση της

επιχείρησης αυτή την περίοδο ετών).

4.5 Μελέτες Περίπτωσης

Οι δύο μελέτες περίπτωσης αποτελούν μέρος βρίσκονται στο επιστημονικό

εγχειρίδιο του Michael Murphy «Μάνατζμεντ Μικρών & Μεσαίων

Επιχειρήσεων», Εκδόσεις Κλειδάριθμος.

4.5.1 CAMPARI

Σε καμιά περίπτωση δε θα πρέπει να μπερδέψετε το γνωστό και εύγευστο ποτό

με τον συγκεκριμένο μνημοτεχνικό κανόνα που τον χρησιμοποιούμε για την

αξιολόγηση ενός επιχειρηματικού σχεδίου. Το σχέδιο CAMPARI χρησιμοποιείται

συνήθως από τα στελέχη των τραπεζών για να αξιολογήσουν τα προς έγκριση

επιχειρηματικά τους σχέδια. Ας δούμε λοιπόν τι ακριβώς συμβαίνει ξεκινώντας

από τα αρχικά.

Character [Χαρακτήρας]

Προσωπική σας προϋπηρεσία στις επιχειρήσεις και προσωπική

πιστωτική ιστορία με την τράπεζα

Προσωπική εντύπωση: εξωτερική εμφάνιση, πνευματικές ικανότητες

Ιστορία επιχειρηματικών συναλλαγών. Τυχόν εμπλοκή σας με την

δικαιοσύνη

Επίπεδο δέσμευσης στην επιχείρηση, όπως προκύπτει από την

προσωπική οικονομική σας επένδυση και το τι διακυβεύετε

Βαθμός στον οποίο έχετε κατανοήσει την επιχειρηματική σας πρόταση,

βαθμός επεξεργασίας της πρότασης, ικανότητά σας να την

παρουσιάσετε πειστικά

Ability [Ικανότητα]

Ικανότητα στο μάνατζμεντ: η ικανότητά σας να διαχειριστείτε τους

πόρους της επιχείρησης

Επιχειρηματική και οικονομική οξυδέρκεια, ικανότητα τήρησης βιβλίων

Ικανότητα παρουσίασης και παροχής πληροφοριών

Page 138: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

138

Management [Μάνατζμεντ]

Προσόντα των προσώπων που κατέχουν σημαντικές θέσεις στην

επιχείρηση

Σχετική πείρα όσων παίρνουν τις αποφάσεις στην επιχείρηση

Επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης του προσωπικού που κατέχει

καίριες θέσεις

Purpose [Σκοπός]

Γιατί ζητείται η διευκόλυνση από την τράπεζα;

Μήπως ο σκοπό στον οποίο θα διατεθεί το δάνειο αντιβαίνει σε

κάποια πολιτική της τράπεζας ή της κυβέρνησης;

Η ζητούμενη διευκόλυνση είναι πράγματι προς το συμφέρον του

πελάτη;

Θα χρησιμοποιηθεί ολόκληρη για εμπορικούς σκοπούς ή μήπως

μέρος της θα διατεθεί αλλού;

Θα χρησιμοποιηθεί για την αγορά παγίων περιουσιακών στοιχείων;

Amount [Ποσό]

Ποιο θα είναι το μερίδιο του πελάτη και πόσα χρήματα επενδύει άμεσα

ο πελάτης στην επιχείρηση;

Έχει υπολογιστεί σωστά το ποσό που ζητείται; Έχουν συμπεριληφθεί

όλα τα συναφή στοιχεία κόστους;

Βεβαιωθείτε ότι τα χρήματα του πελάτη θα έχουν διοχετευθεί στην

επιχείρηση πριν δοθεί το δάνειο από την τράπεζα.

Repayment [Εξόφληση]

Η επιχείρηση δημιουργεί αρκετή χρηματική ροή για την εξυπηρέτηση

του χρέους;

Υπάρχει αρκετό αποθεματικό για απρόβλεπτα;

Να θυμάστε ότι τα κέρδη δε σημαίνουν απαραίτητα ταμειακή ροή!

Από ποια πηγή θα πληρωθούν οι τόκοι; Από την πώληση

περιουσιακών στοιχείων ή από κέρδη;

Είναι ρεαλιστικές οι προτάσεις της επιχείρησης; Διερευνήστε τους

ισχυρισμούς του πελάτη, ελέγξτε την εγκυρότητα των παραδοχών του

Ποια είναι η ζητούμενη περίοδος αποπληρωμής; Είναι ρεαλιστική;

Insurance [Ασφάλιση]

Απαιτούνται εγγυήσεις;

Page 139: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

139

Οι παρεχόμενες εγγυήσεις είναι εντάξει μέσα στο ισχύον οικονομικό

κλίμα;

Έχει ασφαλιστεί επαρκώς η επιχείρηση έναντι όλων των συνηθισμένων

κινδύνων;

Το προσωπικό σε καίριες θέσεις έχει ασφαλιστεί έναντι ατυχημάτων,

ασθενείας και θανάτου;

Από την παραπάνω ανάλυση του CAMPARI μπορούμε να δούμε ότι δεν

πρόκειται παρά για ένα γενικό πλαίσιο και ότι αποτελείται από ερωτήσεις

“κοινής λογικής” που έχουν στόχο να δοκιμάσουν την ισχύ των ανθρώπων της

επιχείρησης πρότασης και της ίδιας της επιχείρησης. Τα σημεία εκείνα του

CAMPARI στα οποία θα δοθεί έμφαση πρόκειται να εξαρτηθούν από την

προσωπική σχέση που θα δημιουργηθεί ανάμεσα στο στέλεχος της τράπεζας

και τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής, υπάρχει

πάντοτε περιθώριο για ερμηνεία και διακριτική κρίση, άρα έδαφος για

διαπραγμάτευση. Ένα καλό επιχειρηματικό σχέδιο δημιουργεί την κατάλληλη

εντύπωση που επιτρέπει την δρομολόγηση των διαπραγματεύσεων.

4.5.2 PARSR

Σε αυτό το υποεδάφιο θα δούμε έναν δεύτερο τρόπο αξιολόγησης ενός

επιχειρηματικού σχεδίου το λεγόμενο PARSR. Τα αρχικά του PARSR σημαίνουν τα

εξής:

Person [Πρόσωπο]

Ικανότητα και ιστορικό

Προϋπηρεσία και σχετική πραγματική πείρα [αποδεδειγμένη πείρα σε

αντιδιαστολή με τους ισχυρισμούς περί πείρας]

Οικονομική θέση του προτείνοντος

Κατά πόσον ο προτείνων έχει ο ίδιος κατανοήσει το επιχειρηματικό του

σχέδιο [Σημείωση: Πολλά σχέδια ανατίθενται σε μελετητικά γραφεία, και

μεγάλα τμήματα τους ενδέχεται να μην έχουν κατανοηθεί από τον

επιχειρηματία, ιδιαίτερα οι οικονομικές πληροφορίες]

Amount [Ποσό]

Πόσα ζητούνται και για ποιο λόγο;

Παραδοχές που γίνονται στο επιχειρηματικό σχέδιο

Η ποιότητα της έρευνας που στηρίζει τις προβλέψεις των πωλήσεων ή

τις παραδοχές για τη ζήτηση

Page 140: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

140

Αιτιολόγηση των εσόδων από τις πωλήσεις και του προβλεπόμενου

χρονισμού είσπραξης των εσόδων

Έχουν συμπεριληφθεί όλα τα στοιχεία κόστους;

Μήπως ζητούνται πάρα πολλά ή πολύ λίγα;

Ποιο είναι το μερίδιο του ίδιου του πελάτη στην επένδυση; Είναι αρκετό;

Repayment [Εξόφληση]

Είναι ρεαλιστική;

Ποιο είναι το νεκρό σημείο [breakeven point];

Έχουν προσδιοριστεί τα πάγια και τα μεταβλητά στοιχεία κόστους;

Έχουν ταξινομηθεί σωστά και με συνέπεια τα πάγια και τα μεταβλητά

στοιχεία κόστους;

Υπάρχει περιθώριο για απρόβλεπτα;

Η επένδυση του ιδιοκτήτη στην επιχείρηση αξίζει πράγματι;

Security [Ασφάλεια]

Η επιχειρηματική πρόταση είναι βιώσιμη χωρίς παροχή εγγυήσεων;

Τι αποκαλύπτει η εκτίμηση κινδύνων;

Υπάρχει δευτερογενής πηγή για την αποπληρωμή; Ο ιδιοκτήτης έχει

εισοδήματα από μισθούς;

Τι έκταση έχει η προσωπική ασφαλιστική κάλυψη του ιδιοκτήτη; Είναι

πλήρως ασφαλισμένη η επιχείρηση, και που; Μπορεί η τράπεζα να

πωλήσει ασφάλιση στην επιχείρηση;

Ποιοι τύποι εγγυήσεων παρέχονται; Για παράδειγμα: κτίρια,

ασφαλιστήρια, συμβόλαια, μετοχές, κλπ.

Έχει πάρει ο ιδιοκτήτης νομικές κι άλλες απαραίτητες συμβουλές;

Reward [Ανταμοιβή]

Ποια θα είναι η πηγή κέρδους για την τράπεζα;

Θα καθοριστούν σταθερά επιτόκια για την επιχείρηση ή θα είναι

διαπραγματεύσιμα;

Θα ζητήσει η τράπεζα προμήθεια για το άνοιγμα λογαριασμού ή όχι;

Ποια θα είναι η προμήθεια επί των εγγυήσεων;

Ποιοι γραπτοί συμβατικοί όροι και συμφωνίες θα εφαρμοστούν;

Το PARSR είναι μια άλλη προσπάθεια καθιέρωσης ενός συνόλου κριτηρίων για

την εκτίμηση ενός επιχειρηματικού σχεδίου. Στο ερώτημα «Τι ζητάει η τράπεζα

από τη μικρή επιχείρηση;» το PARSR αποτελεί μια απόπειρα να ελεγχθεί κατά

Page 141: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

141

πόσο η επιχείρηση είναι βιώσιμη, έχει διοίκηση καλής ποιότητας, είναι ικανή να

προσφέρει στην τράπεζα πληροφορίες ποιότητας, και έχει ένα πειστικό

επιχειρηματικό σχέδιο διεξοδικά προετοιμασμένο.

Μελέτη περίπτωσης 3. CAMPARI και PARSR

Αξιοποίηση των ομοιοτήτων

Οι ομοιότητες μεταξύ CAMPARI και PARSR είναι πολύ σημαντικές, κάτι

αναμενόμενο αφού οι μέθοδοι αυτές προήλθαν από τις δανειοδοτικές εμπειρίες

δύο μεγάλων Τραπεζών που δρουν σε κοινό επιχειρηματικό περιβάλλον.

Ωστόσο, οι ομοιότητες και οι διαφορές των δύο μεθόδων αναμένεται να

σταθούν διδακτικές για τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, βοηθώντας τους

να προσδιορίσουν τι θεωρούν σημαντικό οι τράπεζες και να προετοιμαστούν

κατάλληλα.

Η άποψη της τράπεζας απέναντι στο αίτημα αύξησης ενός δανείου

Ας υποθέσουμε ότι ζητείται από την τράπεζα να δανείσει περισσότερα

χρήματα, είτε κατά την διάρκεια συνέντευξης είτε λίγο μετά από την χορήγηση

ενός αρχικού ποσού. Ποια θα είναι η προσέγγιση του τραπεζίτη; Κατά βάση,

θα επανεξετάσει τα κριτήρια του CAMPARI ή του PARSR, με έμφαση στον

χαρακτήρα και στην ποιότητα:

του μάνατζμεντ της επιχείρησης,

των παραδοχών του επιχειρηματικού σχεδίου,

των γνωστών οικονομικών τάσεων,

τυχόν αλλαγών στην εκτίμηση κινδύνου και

του περιθωρίου ασφάλειας μετά την αύξηση του δανείου.

Σημεία Κινδύνου

Ας υποθέσουμε ότι η τράπεζα έχει χορηγήσει επέκταση δανείου σε μια

επιχείρηση που ήδη λειτουργεί. Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα πρόκειται να

δείξει πρόσθετο ενδιαφέρον σε τρεις παράγοντες που συχνά αποκαλούνται

«σημεία κινδύνου». Αυτά είναι:

το νεκρό σημείο,

ο λόγος δανειακών κεφαλαίων προς ίδια κεφάλαια, και

οι απαιτήσεις χρηματοδότησης κεφαλαίου κίνησης.

Οι παράγοντες αυτοί έχουν καθοριστική σημασία για κάθε επιχείρηση, αλλά

ακόμη περισσότερο για μικρές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες πρέπει να

προσπαθήσουν να κατανοήσουν τους οικονομικούς μηχανισμούς που δρουν

Page 142: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

142

πίσω από έννοιες του νεκρού σημείου, του λόγου δανειακών κεφαλαίων, και

του κεφαλαίου κίνησης. Οι τραπεζίτες αναμένουν από τους ιδιοκτήτες-

διευθυντές να έχουν κατανοήσει πλήρως τις έννοιες αυτές.

Η άποψη των τραπεζών για την αποτυχία των επιχειρήσεων

Οι τράπεζες δεν έχουν κανένα συμφέρον να προκαλούν αποτυχία στις

επιχειρήσεις και, παρά το ότι το θέμα της αποτυχίας επιχειρήσεων έχει

ενδιαφέρον αυτό καθεαυτό, αξίζει να εξετάσουμε για ποιους λόγους, κατά τη

γνώμη των στελεχών των τραπεζών, αποτυγχάνουν οι επιχειρήσεις. Οι απόψεις

των τραπεζιτών είναι σημαντικές επειδή σε ορισμένες περιπτώσεις οι τράπεζες

κινούν διαδικασίες εναντίον των επιχειρήσεων, που μπορούν να οδηγήσουν σε

πτώχευση και διάλυση. Σύμφωνα με τις τράπεζες, οι επιχειρήσεις συναντούν

δυσκολίες ή χρεοκοπούν επειδή:

δεν υπάρχει επιχειρηματικό σχέδιο, γεγονός που μπορεί να είναι ένδειξη

της ανικανότητας του επιχειρηματία στον προγραμματισμό,

η επιχείρηση ανέπτυξε εξάρτηση από έναν πελάτη, ο οποίος έτσι

απέκτησε την εξουσία να καθηλώσει τις τιμές ή να δια πραγματευθεί

παράλογους όρους, ή απλώς αποφάσισε να διακόψει τις συναλλαγές

του,

η επιχείρηση ανέπτυξε εξάρτηση από έναν προμηθευτή, ο οποίος έτσι

απέκτησε την εξουσία να ανεβάσει το κόστος ή να διαθέσει αλλού τα

προϊόντα του ή να διαπραγματευθεί παράλογους όρους,

η επιχείρηση διαφοροποιήθηκε και προσπάθησε να αναπτυχθεί, αλλά οι

πόροι της και η διεύθυνσή της δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθουν στις

απαιτήσεις,

η επιχείρηση αντιμετώπισε αλλαγή των όρων των συναλλαγών,

ένα δαπανηρό περιουσιακό στοιχείο παρέμενε αχρησιμοποίητο,

τα αποθέματα δεν κινούνταν και οι πωλήσεις παρέμεναν στάσιμες ή

μειώνονταν, και

η διευθυντική ομάδα δεν ήταν η κατάλληλη για την επιχείρηση, π.χ. η

διευθυντική ομάδα παρέμεινε ίδια ενώ στην πραγματικότητα έπρεπε να

αλλάξει.

Παρακολούθηση της πορείας των μικρών επιχειρήσεων

Συχνά οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων αναρωτιούνται πώς η τράπεζα τους

παρακολουθεί το λογαριασμό τους και αν ελέγχει προσεκτικά ή όχι την πρόοδο

Page 143: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

143

της επιχείρησης. Είναι σαφές ότι οι τράπεζες έχουν ανάγκη από συστήματα

που τις βοηθούν να κρίνουν την πρόοδο της επιχείρησης και να τις

προειδοποιούν όποτε απαιτείται λήψη μέτρων. Ωστόσο, ορισμένες φορές τα

“συστήματα” αυτά θεωρούνται από τους ιδιοκτήτες ως χονδροειδή εργαλεία

σχεδιασμένα να υπολογίζουν απλώς την ταμειακή ροή και την αποπληρωμή

του δανείου. Δεν είναι περίεργο που συμβαίνουν τέτοιες παρεξηγήσεις, εφόσον

οι τράπεζες δε δημοσιοποιούν πληροφορίες για τα επιχειρησιακά συστήματα

με τα οποία παρακολουθούν τους λογαριασμούς των μικρών επιχειρήσεων.

Στην πράξη, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Όπως θα περίμενε κανείς, οι

τράπεζες έχουν επεξεργαστεί συστηματικά κριτήρια, όπως αυτά των 21

ερωτήσεων που θα παρακολουθήσουμε παρακάτω. Τα κριτήρια αυτά έχουν

τεράστιο ενδιαφέρον για τις μικρές επιχειρήσεις.

Τα ερωτήματα τα οποία δημιουργούν το πλαίσιο για την παρακολούθηση που

ασκεί η τράπεζα έχουν δύο πιθανές χρήσεις για τον ιδιοκτήτη της μικρής

επιχείρησης, ο οποίος μπορεί να μάθει

Πρώτον, πώς να δίνει τις σωστές απαντήσεις στις ερωτήσεις και έτσι να

αποφύγει τις υποψίες και την ανεπιθύμητη παρέμβαση της τράπεζας.

Δεύτερον, πώς να αντλεί διδάγματα από τις ερωτήσεις και το ενδιαφέρον

της τράπεζας, δηλαδή να αξιοποιεί εποικοδομητικά το ενδιαφέρον της

τράπεζας αντί να το αντιμετωπίζει αμυντικά ή αρνητικά.

Η μικρή επιχείρηση πρέπει να μάθει τον κανόνα «ΜΟΝΕ»

Ολόκληρο το κεφάλαιο αυτό διέπεται από τη θέληση να αποδειχθεί ότι είναι

δυνατόν να υπάρξει εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ μικρών επιχειρήσεων και

τραπεζών και να βοηθήσει την επιχείρηση να αξιοποιήσει στο έπακρο τη σχέση

της με το χρηματοπιστωτικό της προμηθευτή. Όσο περισσότερα γνωρίζει μια

επιχείρηση για τους προμηθευτές της τόσο ασφαλέστερη είναι -όλες οι

επιχειρήσεις συλλέγουν στοιχεία, ιδίως πριν συνάψουν μια μακροπρόθεσμη

σχέση με προμηθευτή, και όσο περισσότερο αντιληφθεί η επιχείρηση τον

επιχειρηματικό τρόπο σκέψης του προμηθευτή τόσο καλύτερα.

Όταν ο προμηθευτής από την πλευρά του αξιολογεί τη σχέση του με την

επιχείρηση με τελείως τυποποιημένους όρους, η επιχείρηση πρέπει να μάθει

περισσότερα για τα διάφορα στοιχεία του τύπου που επηρεάζουν μια τόσο

κρίσιμη σχέση. Ένας βολικός αγγλικός νεολογισμός, που υπενθυμίζει στους

ιδιοκτήτες ότι η επιχείρηση τους παρακολουθείται στενά από την τράπεζα, είναι

Page 144: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

144

το ακρώνυμο “MONE”, το οποίο εκφράζει τα αισθήματα και των δύο πλευρών:

των ιδιοκτητών απέναντι στην τράπεζα τους, και αντίστροφα, της τράπεζας

απέναντι ιδίως στους δύστροπους οφειλέτες.

ΜΟΝΕ σημαίνει Monitoring [Παρακολούθηση], Operations [Δραστηριοτήτων],

Normal [Κανονικής], Effort [Προσπάθειας].

Η τράπεζα παρακολουθεί τις οικονομικές δραστηριότητες και την κανονική

προσπάθεια [δημιουργία χρηματοροής]. Η μέθοδος στηρίζεται σε 21

ερωτήματα, τα οποία κάθε επιχείρηση πρέπει να μάθει εξίσου καλά με την

τράπεζα της!

ΜΟΝΕ - Τα 21 ερωτήματα

Τα 21 ερωτήματα που ακολουθούν αποτελούν τη βάση της μεθόδου ΜΟΝΕ και

πρέπει να αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα της σκέψης του ιδιοκτήτη για

οικονομικά ζητήματα. Ορισμένα από τα ζητήματα που αναδεικνύονται

μπορούν να αξιοποιηθούν ως εργαλεία χρηματοπιστωτικού ελέγχου, χρήσιμα

για τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων.

1. Έχει ζητηθεί αύξηση της τραπεζικής διευκόλυνσης;

2. Έχει διαπιστωθεί τους τελευταίους τρεις μήνες υπέρβαση πιστωτικού ορίου;

3. Η υπέρβαση πραγματοποιήθηκε μετά από αίτηση ή όχι;

4. Το βασικό μέσο χρεωστικό υπόλοιπο έχει αυξηθεί τους τελευταίους έξι μήνες;

5. Η κυκλοφορία στον τραπεζικό λογαριασμό έχει μήπως αυξηθεί ή μειωθεί σε

ποσοστό περισσότερο από 10% τους τελευταίους τρεις μήνες;

6. Μήπως τους τελευταίους τρεις μήνες υπήρξαν αιτήματα του ιδιοκτήτη για

αποδέσμευση των εγγυήσεων του;

7. Υπήρξαν καθυστερήσεις στην είσπραξη του των κεφαλαίων;

8. Μήπως υπήρξαν ακάλυπτες επιταγές;

9. Η συχνότητα των ακάλυπτων επιταγών της επιχείρησης έχει αυξηθεί τους

τελευταίους μήνες;

10. Οι επιταγές εκδίδονται για στρογγυλά ποσά;

11. Μήπως σημειώθηκε καθυστέρηση στην υποβολή των συμφωνημένων

πληροφοριών, π.χ. της ταμειακής ροής;

12. Μήπως η επιχείρηση προσπάθησε να βρει χρηματοδότηση από αλλού;

13. Υπήρξαν αλλαγές στο προσωπικό που κατέχει καίριες θέσεις;

14. Μήπως η επιχείρηση ακολουθεί πολιτική επέκτασης προβαίνοντας σε

αγορές;

Page 145: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

145

15. Τηρούνται τα προβλεπόμενα σε σχέση με τα ιδιωτικά ομόλογα;

16. Κατά την παρακολούθηση του προϋπολογισμού και της ταμειακής ροής

υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις από τις προβλέψεις;

17. Συμβαίνει μήπως συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους;

18. Έχει σημειωθεί αισθητή αύξηση σε προνομιακούς πιστωτές;

19. Υπάρχουν μήπως ενδείξεις υπερημερίας στην εξόφληση των χρεών ή

προσπάθειας πρόωρης είσπραξης των απαιτήσεων;

20. Έχει ανοιχτεί ήδη λογαριασμός στην τράπεζα ενώ λειτουργεί η επιχείρηση

εδώ και 36 μήνες;

21. Καθυστερημένη υποβολή ετήσιων λογαριασμών /υποβολή σε δύο

αντίγραφα;

4.6 Απαραίτητα αρχεία για τις ασκήσεις αξιολόγησης

Σε αυτή τη σελίδα βρίσκετε αρχεία που θα σας είναι χρήσιμα στις ασκήσεις

αξιολόγησης. Προτού δοκιμάσετε να επιλύσετε τις ασκήσεις αξιολόγησης

παρακαλούμε κατεβάστε στον υπολογιστή σας το παρακάτω αρχείο.

Πίνακας 7. Λειτουργικά

(Για την μελέτη του συγκεκριμένου αρχείου μπορείτε να κάνετε download από το αντίστοιχο link του εκπαιδευτικού σας υλικού)

Page 146: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

146

Σύνοψη Με το πέρας της μελέτης της παρούσας ενότητας είστε σε θέση να γνωρίζετε

ότι:

• Η ανάλυση πιστοληπτικής ικανότητας στοχεύει στο να μειώσει το πρόβλημα

της αντίθετης επιλογής στην τραπεζική χρηματοδότηση.

• Η ανάλυση των πηγών εξόφλησης των δανείων αποτελεί πολύ σημαντικό

παράγοντα για την τράπεζα.

• Τα πρώτα στοιχεία στην ανάλυση πιστοληπτικής ικανότητας δίνονται από

τον ίδιο το δανειζόμενο, στο δεύτερο στάδιο εξετάζονται ήδη διαθέσιμα

στοιχεία, όπως το ιστορικό του και, τέλος, συλλέγονται στοιχεία γενικότερης

φύσης από εξωτερικές πηγές.

• Για να προσδιοριστούν οι πηγές εισοδήματος του δανειζόμενου αναλύονται

στοιχεία του ισολογισμού και του λογαριασμού εσόδων-εξόδων. Στη φάση

αυτή είναι σημαντικό να ελεγχθούν αποτελέσματα προηγούμενων

περιόδων και η σταθερότητα των στοιχείων τους.

• Βάσει των λογιστικών στοιχείων παρέχονται σημαντικές πληροφορίες από

τον υπολογισμό των αριθμοδεικτών ρευστότητας, δραστηριότητας,

αποδοτικότητας, βιωσιμότητας και χρηματοοικονομικής μόχλευσης.

Page 147: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

147

005 - Course1 - BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Page 148: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

148

Page 149: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

149

ΔΕ1

• De Meza, D., Webb, D., (1990), "Risk, Adverse Selection and Capital Market

Failure", Economic Journal, 10, pp. 206 – 214.

• Bester, H., Hellwig, M., (1991), "Moral Hazard and equilibrium credit

rationing: An overview of the issues" in G. Bamber and K. Spreman (eds),

Agency Theory, Information and Incentives, Berlin: Springer-Verlag.

• Bannock, G., Doran, A., (1991), Business Banking in the 90's: A New Era of

Competition, Dublin: Lafferty Group.

• Αλεξάκης, Π., Πετράκης, Π., (1990), Εμπορικές και Αναπτυξιακές Τράπεζες,

Εκδόσεις Παπαζήση

• Καπόπουλος, Π, Λαζαρέτου, Σ., (1997), Νομισματικές Σχέσεις Διεθνείς

Τραπεζική και Χρηματοδότηση, Εκδόσεις Παπαζήση.

• Τραυλός, Ν., Γ., (Σεπτέμβριος 1997), Κερδοφόρες Τραπεζικές Στρατηγικές,

Ένωση Ελληνικών Τραπεζών.

• Giddy, Ian, (1994), Διεθνείς Χρηματοπιστωτικές Αγορές, Εκδόσεις

Παπαζήση, (Μετάφραση στα Ελληνικά).

ΔΕ2

• Benston, G., J., (1990), Bank Examination, The Bulletin, New York University

Institute of Finance.

• De Carmoy, H., (1990), Global Banking Strategy, Basil Blackwell, Oxford.

• Flannery, M., (1982), "Retail Bank Deposits as a Quasi-fixed Factors of

production", American Economic Review, 72, June, pp. 527-36.

• Hamel, G. & Prahalad, C., K., (1993), "Strategy as Stretch and Leverage",

Harvard Business Review, 71, March/April, pp. 75-85.

• Mishkin, F., (1992), The Economics of Money, Banking and Financial

Markets, 5th ed. Addison-Wesley.

• Αλεξάκης, Π. & Πετράκης, Π., (1990), Εμπορικές και αναπτυξιακές τράπεζες,

Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

ΔΕ3

• Aberth, John, (1988). "Searching for an Investment Strategy", ABA Banking

Journal, pp.39-42.

• Bergquist, Lizbeth, S, (1991), "Trends in Investment Portfolio Management",

Bank Management, pp.64-67.

Page 150: Τραπεζική Λειτουργία Και Διοίκηση 1

150

• Bradley, Stephen P. and Dwight B. Crane, (1975), Management of Bank

Portfolio, Wiley, New York.

• Duffy, Helene, (1991), "Marketing Investment Products Through Banks",

Bank Management, pp.42-47.

• Fama, Eugene, F., (1985), "What's Different About Banks?", Journal of

Monetary Economics, pp.29-39.

• Hoffland, David L., (1978), "A Model Bank Investment Policy", Financial

Analysis Journal, pp.64-67.

• Kane, Edward, J., and But-ton, G. Malkiel, (1965). "Bank Portfolio Allocation

Deposit Variability, and the Availability Doctrine", Quarterly Journal of

Economics, pp.113-134.

• Robinson, Roland I., (1962), The Management of Bank Funds, McGraw-Hill,

New York.

• Smith, Clifford W., (1988), "The Market for Interest-Rate Swaps", Financial

Management, pp.34-44.

• Srinivasan, Venkat and Yong H. Kirn, (1987), "Credit Granting: A

Comparative Analysis of Classification Procedures". Journal of Finance,

pp.665-683.

ΔΕ4

• Π., Ε., Πετράκης, (2000), Αξιολόγηση και Χρηματοοικονομική Διοίκηση,

Ζητήματα Τραπεζικής Οικονομικής, Αθήνα.

• Π., Ε., Πετράκης, (1999), Αξιολόγηση και Χρηματοοικονομική Διοίκηση,

Χρηματοοικονομική διαχείριση και Χρηματοοικονομικό σύστημα, Αθήνα.

• Γεώργιος Παπούλιας, (1993 τέταρτη έκδοση), Χρηματοοικονομική Διοίκηση,

Αθήνα.

• Γκόρτσος, Χ., (1996), «Οι Κεφαλαιακές Υποχρεώσεις των Πιστωτικών

Ιδρυμάτων Μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 93 / 6 / ΕΟΚ», Δελτίον

Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Α΄ Τριμηνιαία , σελ 81 - 89.

• Θωμαδάκης, Σ., Ξανθάκης, Μ., (1990), Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου,

Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα.