36
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ, τόμος Β2 (Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2003), σ. 9-35. Γ. Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ 1. Τα όρια της εθνικής ομοιογένειας Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία το 1923 επέτρεψε στην Ελλάδα να αποκτήσει «μονομιάς» αξιοζήλευτη ομοιογένεια ως εθνικό κράτος. Αυτή ήταν η πιο άμεση και ορατή σκοπιμότητα και συνέπεια της ανταλλαγής, που υπογραμμίστηκε κατά κόρον. Δραματικός και ριζικός υπήρξε ο «εξελληνισμός» ειδικά της ελληνικής Μακεδονίας και της ελληνικής (Δυτικής) Θράκης. Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκτίμηση, το ποσοστό των Ελλήνων υπερδιπλασιάστηκε στη Μακεδονία (από 43% σε 89%) και υπερτριπλασιάστηκε στη Θράκη (από 17% σε 62%). Τα συγκεκριμένα ποσοστά επιδέχονται αμφισβήτηση. Παραμένει, ωστόσο, αδιαμφισβήτητο το κρίσιμο γεγονός ότι οι Έλληνες (γηγενείς και πρόσφυγες) αποτελούσαν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και των δύο περιφερειών. Ωστόσο, το μεγάλο επίτευγμα έμεινε ανολοκλήρωτο. Από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία, εξαιρέθηκαν εξαρχής οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της Θράκης και εκ των υστέρων οι (Αλβανοί) Τσάμηδες της Ηπείρου. Εξάλλου, η ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία από το 1919 δεν ήταν (ούτε μπορούσε να είναι) υποχρεωτική, με αποτέλεσμα να παραμείνουν στη Μακεδονία Σλαβόφωνοι με βουλγαρική ταυτότητα. Η σημασία και η επικινδυνότητα αυτών των μειονοτήτων για το ελληνικό κράτος δεν επήγαζε από τους αριθμούς, αλλά από τη γεωγραφική τους θέση. Μολονότι αμελητέες αριθμητικά στο σύνολο του πληθυσμού (βλ. Πίνακα), οι τρεις αυτές μειονότητες παρέμεναν συμπαγείς σε παραμεθόριες περιοχές, απέναντι ή, πάντως, κοντά σε «συγγενικά» τους όμορα κράτη. Μπορούσαν, κατά συνέπεια, να στηρίξουν εδαφικές βλέψεις σε βάρος της ακεραιότητας του ελληνικού κράτους. Περισσότερο έμμεση επικινδυνότητα εμφάνιζαν δύο ακόμη μειονότητες. Μολονότι δεν συνδέονταν με όμορο κράτος, μπορούσαν και αυτές να στηρίξουν σχέδια σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας στις περιοχές τους. Πρόκειται για τους «ρουμανίζοντες»

Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Κεφάλαιο Οι Εθνικες Μειονότητες

Citation preview

Page 1: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, επιµ. Χ. Χατζηιωσήφ, τόµος Β2 (Αθήνα: Βιβλιόραµα, 2003), σ. 9-35.

Γ. Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡ∆ΑΤΟΣ

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ

1. Τα όρια της εθνικής οµοιογένειας

Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσµών µε την Τουρκία το 1923 επέτρεψε στην

Ελλάδα να αποκτήσει «µονοµιάς» αξιοζήλευτη οµοιογένεια ως εθνικό κράτος. Αυτή

ήταν η πιο άµεση και ορατή σκοπιµότητα και συνέπεια της ανταλλαγής, που

υπογραµµίστηκε κατά κόρον. ∆ραµατικός και ριζικός υπήρξε ο «εξελληνισµός» ειδικά

της ελληνικής Μακεδονίας και της ελληνικής (∆υτικής) Θράκης. Σύµφωνα µε την πιο

διαδεδοµένη εκτίµηση, το ποσοστό των Ελλήνων υπερδιπλασιάστηκε στη Μακεδονία

(από 43% σε 89%) και υπερτριπλασιάστηκε στη Θράκη (από 17% σε 62%). Τα

συγκεκριµένα ποσοστά επιδέχονται αµφισβήτηση. Παραµένει, ωστόσο,

αδιαµφισβήτητο το κρίσιµο γεγονός ότι οι Έλληνες (γηγενείς και πρόσφυγες)

αποτελούσαν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσµού και των δύο

περιφερειών.

Ωστόσο, το µεγάλο επίτευγµα έµεινε ανολοκλήρωτο. Από την υποχρεωτική

ανταλλαγή πληθυσµών µε την Τουρκία, εξαιρέθηκαν εξαρχής οι Τούρκοι

µουσουλµάνοι της Θράκης και εκ των υστέρων οι (Αλβανοί) Τσάµηδες της Ηπείρου.

Εξάλλου, η ανταλλαγή πληθυσµών µε τη Βουλγαρία από το 1919 δεν ήταν (ούτε

µπορούσε να είναι) υποχρεωτική, µε αποτέλεσµα να παραµείνουν στη Μακεδονία

Σλαβόφωνοι µε βουλγαρική ταυτότητα.

Η σηµασία και η επικινδυνότητα αυτών των µειονοτήτων για το ελληνικό κράτος δεν

επήγαζε από τους αριθµούς, αλλά από τη γεωγραφική τους θέση. Μολονότι αµελητέες

αριθµητικά στο σύνολο του πληθυσµού (βλ. Πίνακα), οι τρεις αυτές µειονότητες

παρέµεναν συµπαγείς σε παραµεθόριες περιοχές, απέναντι ή, πάντως, κοντά σε

«συγγενικά» τους όµορα κράτη. Μπορούσαν, κατά συνέπεια, να στηρίξουν εδαφικές

βλέψεις σε βάρος της ακεραιότητας του ελληνικού κράτους.

Περισσότερο έµµεση επικινδυνότητα εµφάνιζαν δύο ακόµη µειονότητες. Μολονότι

δεν συνδέονταν µε όµορο κράτος, µπορούσαν και αυτές να στηρίξουν σχέδια σε βάρος

της ελληνικής κυριαρχίας στις περιοχές τους. Πρόκειται για τους «ρουµανίζοντες»

Page 2: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

2

Κουτσοβλάχους της Πίνδου και για τους Σεφαραδίτες Εβραίους της Θεσσαλονίκης—

της πόλης που υπήρξε το κατεξοχήν µήλο της Έριδος στη Νότια Βαλκανική.

Θα ήταν ασφαλώς διαφορετική η κατάσταση αν οι πέντε αυτές εθνικές µειονότητες

ήσαν διασκορπισµένες σε όλη την ελληνική επικράτεια ή, έστω, αν ήσαν

συγκεντρωµένες στη Νότια Ελλάδα, µακριά από τα σύνορα. Εύγλωττη είναι η

αντιδιαστολή των πέντε µε µία έκτη εθνική µειονότητα, που αποτελούσαν όσοι

Αρµένιοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ως πρόσφυγες µετά τη Μικρασιατική

Καταστροφή. ∆ιασκορπισµένοι σε διάφορα αστικά κέντρα, ταυτίζονταν µε ένα έθνος

τόσο µακρινό ώστε να µην προκύπτει η παραµικρή ανησυχία. Πέρα από την κοινή

έχθρα εναντίον των Τούρκων και πέρα από την κοινή τους µοίρα µε τους Έλληνες

πρόσφυγες, η ίδια η προσωρινότητα της παραµονής τους στην Ελλάδα καθιστούσε την

παρουσία τους σχεδόν αδιόρατη (µε συνέπεια να αγνοείται και από τη σχετική µε τις

µειονότητες βιβλιογραφία). Από πολύ νωρίς άρχισε η οργανωµένη µετανάστευσή τους

στη Σοβιετική Ένωση (Γεωργία και Αρµενία), που ολοκληρώθηκε µετά το Β΄

Παγκόσµιο Πόλεµο.

ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ 1928 ΚΑΙ ΤΟΥ 1940

Μειονότητα Θρήσκευµα Μητρική γλώσσα Απογραφή 1928 Απογραφή 1940

Τούρκοι µουσουλµάνοι τουρκική 86.506 94.509

Τσάµηδες µουσουλµάνοι αλβανική 18.598 20.000 ;

Σλάβοι ορθόδοξοι µακεδονοσλαβική 81.844 86.079

Κουτσοβλάχοι ορθόδοξοι κουτσοβλαχική 19.679 57.263

Σεφαραδίτες

Εβραίοι ισραηλίτες ισπανοεβραϊκή 63.000 52.706

Αρµένιοι ορθόδοξοι αρµενική 31.038 26.796

ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ 6.204.684 7.344.860

ΣΗΜ. Τα αποτελέσµατα της απογραφής του 1940 (που δεν δηµοσιεύτηκαν ποτέ επίσηµα)

όπως αναφέρονται στο Chr. Christidès, Le camouflage macédonien à la lumière des faits et

des chiffres, Αθήνα 1949, σ. 62. Λείπει όµως ο αριθµός των Τσάµηδων, που συµπληρώνεται

κατ’ εκτίµηση.

Page 3: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

3

2. Ορισµοί και αριθµοί

Για να θεωρηθούν εθνικές µειονότητες στο ελληνικό κράτος οι έξη οµάδες που

προαναφέρθηκαν, αρκεί το αντικειµενικό γεγονός ότι, σε µεγαλύτερο ή µικρότερο

βαθµό, ταυτίζονταν όχι µε το ελληνικό, αλλά µε άλλο έθνος. Το κριτήριο όµως αυτό

δεν προσφέρεται για την ακριβή εκτίµηση του όγκου τους. Η εθνική συνείδηση ενός

εκάστου δεν ήταν δυνατό τότε να διαπιστωθεί µε ασφάλεια (ιδίως µε ασφάλεια για τον

ίδιο). Έτσι, οι καταµετρήσεις και εκτιµήσεις µε κριτήριο την ιδιαίτερη γλώσσα ή τη

θρησκεία µοιραία συµπεριλαµβάνουν άτοµα µε αδιαµόρφωτη, ρευστή ή και ελληνική

µολαταύτα εθνική συνείδηση. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι αριθµητικοί

υπολογισµοί εξαρτώνται, σε τελευταία ανάλυση, από τον προηγούµενο χαρακτηρισµό

µιας µειονότητας ως εθνικής ή ως, απλώς, «εθνοτικής» (ethnic), γλωσσικής ή

θρησκευτικής.

Οι Τούρκοι της Θράκης

Σε σύγκριση µε τις άλλες µειονότητες, µεγαλύτερη αξιοπιστία και ακρίβεια έχουν οι

αριθµοί που αναφέρονται στους Τούρκους και τους άλλους µουσουλµάνους της

Θράκης. ∆εν υπήρχαν ακόµη, τότε, λόγοι συσκότισης. Αντίθετα, η εξαίρεσή τους

από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσµών συνεπαγόταν την καταµέτρησή τους και

µάλιστα την έκδοση σχετικών πιστοποιητικών από την αρµόδια Μικτή Επιτροπή.

Μέχρι το 1934, είχαν εκδοθεί συνολικά 106.000 τέτοια πιστοποιητικά.1 Από το

σύνολο αυτό και σύµφωνα µε την απογραφή του 1928, περίπου 87.000 ήσαν

Τούρκοι, περίπου 17.000 ήσαν Ποµάκοι και οι υπόλοιποι Τσιγγάνοι.

Από τη σκοπιά της Ελλάδας, οι Τούρκοι της Θράκης εξαιρέθηκαν από την

υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσµών σε αντιστάθµισµα για την παραµονή του

Οικουµενικού Πατριαρχείου και ανάλογης ελληνικής µειονότητας στην

Κωνσταντινούπολη. Με τις δύο συµµετρικές εξαιρέσεις, Ελλάδα και Τουρκία

συµφώνησαν στην ουσία να ανταλλάξουν όχι πληθυσµούς, αλλά «οµήρους». Εφεξής,

η µεταχείριση της µειονότητας στη µία χώρα θα αποτελούσε εγγύηση για τη

µεταχείριση της αντίστοιχης µειονότητας στην άλλη.

Χρησιµοποιήθηκε (πολύ αργότερα) το οψιγενές επιχείρηµα ότι δεν πρόκειται τάχα

για εθνική µειονότητα, αλλά µόνο για θρησκευτική. Πρόκειται δηλ. µόνο για

«Έλληνες µουσουλµάνους» (µία κατασκευή κατεξοχήν οξύµωρη σε προοπτική

1 ∆ιβάνη, σ.174.

Page 4: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

4

χιλιετίας) και όχι για Τούρκους. Για τις εξαιρέσεις, όµως, ισχύει ό,τι ακριβώς ίσχυσε

για τους ανταλλαξίµους. Πέρα από το ίδιο το γράµµα της Σύµβασης περί

υποχρεωτικής ανταλλαγής, που χρησιµοποιεί, εναλλακτικά, και τους όρους

«Έλληνες» και «Τούρκοι» (ακόµη και στον τίτλο της), είναι πασίδηλο ότι η

θρησκεία χρησίµεψε µόνο ως αντικειµενικό και µάλιστα αµάχητο τεκµήριο εθνικής

ταυτότητας. Η ανταλλαγή έπρεπε να είναι υποχρεωτική, χωρίς να αφήνεται κανένα

περιθώριο ατοµικής επιλογής. Άλλωστε µε ποιά λογική, ένα καταρχήν ανεξίθρησκο

κράτος, όπως η Ελλάδα, και ένα µαχητικά κοσµικό, όπως η κεµαλική Τουρκία, θα

συναποφάσιζαν την ανταλλαγή θρησκευτικών αποκλειστικά µειονοτήτων και το

βίαιο ξεριζωµό σχεδόν δύο εκατοµµυρίων ανθρώπων, µε τις ευλογίες µάλιστα των

Μεγάλων ∆υνάµεων και της ΚτΕ;

Από άλλους λόγους πηγάζει ένας εύλογος δισταγµός να χαρακτηριστούν οι Τούρκοι

της Θράκης εξαρχής ως εθνική µειονότητα. Μεταξύ τους επικρατούσαν οι

Παλαιότουρκοι ή Παλαιοµουσουλµάνοι, προσκολληµένοι στη θρησκευτική

παράδοση και το οθωµανικό παρελθόν. Η επιφυλακτική έως απροκάλυπτα εχθρική

στάση τους απέναντι στην κεµαλική Τουρκία, ισοδυναµούσε µε αποξένωση και

αποκοπή τους από το υπόλοιπο τουρκικό έθνος και το νέο του κράτος. Από την

πλευρά του, το ελληνικό κράτος είχε κάθε συµφέρον να ενθαρρύνει αυτή την

κατάσταση, όπως και έκανε αρχικά, προκαλώντας τις διαµαρτυρίες της Τουρκίας.2

Τους Παλαιοµουσουλµάνους ευνοούσε εξάλλου και η θέσπιση χωριστού «εκλογικού

συλλόγου» από το 1923, δηλ. ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειας για όλους τους

µουσουλµάνους της Θράκης, που περιλάµβανε και τον αγροτικό πληθυσµό των

βουλγαρόφωνων Ποµάκων, κατεξοχήν προσηλωµένων στη θρησκεία και την

παράδοση.

Ωστόσο, στο βωµό της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που επιχείρησε υπεραισιόδοξα

ο Βενιζέλος το 1928-30, θυσιάστηκε η µέχρι τότε πολιτική και πολλά ερείσµατά της.

Κατ’ απαίτηση της Άγκυρας, αποµακρύνθηκαν από τη Θράκη περίπου 150

αντικεµαλικοί που είχαν καταφύγει εκεί, µε επικεφαλής τον τελευταίο ανώτατο

θρησκευτικό ηγέτη (σεϊχουλισλάµη) του οθωµανικού καθεστώτος. Άνοιξε επιπλέον

τουρκικό προξενείο στην Κοµοτηνή. Εκ µέρους της Ελλάδας, δεν µπορούσε να

υπάρξει επισηµότερη παραδοχή ότι η Τουρκία εδικαιούτο να ενδιαφέρεται για

2 Ladas, σσ. 494-495.

Page 5: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

5

οµοεθνείς της (όχι βέβαια για «οµόθρησκους»). Έγινε επίσης αποδεκτή η επιβολή

καίριων κεµαλικών µεταρρυθµίσεων, όπως του λατινικού αλφαβήτου.

Από τη στιγµή εκείνη είχε πλέον δροµολογηθεί ανεπιστρεπτί η σταδιακή µετατροπή

του µουσουλµανικού πληθυσµού σε κανονική εθνική µειονότητα, µε την προσχώρηση

όχι µόνο Τούρκων αλλά, στη συνέχεια, και Ποµάκων στον τουρκικό εθνικισµό. Από

το 1933, οι οπαδοί του κεµαλισµού απέκτησαν επιπλέον την υποστήριξη του Λαϊκού

Κόµµατος, που έσπευσε να τους προσεταιριστεί µετά την άνοδό του στην εξουσία.

Οι Τσάµηδες της Ηπείρου

Μιαν ακόµη πανηγυρική επιβεβαίωση του εθνικού χαρακτήρα που είχε η

ανταλλαγή πληθυσµών µε την Τουρκία αποτελεί η εκ των υστέρων εξαίρεση των

Τσάµηδων της Ηπείρου. Μολονότι µουσουλµάνοι, εξαιρέθηκαν τελικά ως Αλβανοί,

µετά από πιέσεις της Αλβανίας, που υποστήριζε η Ιταλία.

Οι Τσάµηδες (18.598 σύµφωνα µε την απογραφή του 1928) ήσαν συγκεντρωµένοι

κυρίως στη Θεσπρωτία και ειδικότερα στις επαρχίες Μαργαριτίου, Φιλιατών και

Παραµυθιάς. Στην περίπτωσή τους, έγινε αµέσως φανερό πόσο αναντικατάστατο

ήταν τελικά το θρήσκευµα ως αµάχητο τεκµήριο εθνικότητας σε µία υποχρεωτική

ανταλλαγή. Εντολοδόχοι της ΚτΕ προσπάθησαν το 1925 να εκµαιεύσουν αξιόπιστες

δηλώσεις από έναν πληθυσµό που όχι µόνο δεν είχε αντιµετωπίσει µέχρι τότε το

ζήτηµα της εθνικής του ταυτότητας, αλλά και είχε γίνει πλέον έρµαιο αντιφατικών

πιέσεων. Το ζήτηµα έκλεισε χάρη στη µονοµερή απόφαση του Πάγκαλου, το 1926,

να παραµείνουν όλοι οι Τσάµηδες (εκτός από 3.000 περίπου που είχαν ήδη

µεταφερθεί στην Τουρκία).3

Όπως στην περίπτωση των Τούρκων της Θράκης, έτσι και στην περίπτωση των

Τσάµηδων υπήρχε στην ουσία µία κατάσταση «αµοιβαίας οµηρίας», αφού η Ελλάδα

από την πλευρά της ενδιαφερόταν για την ελληνική µειονότητα στη Νότια Αλβανία

(Βόρειο Ήπειρο). Ωστόσο, η Ελλάδα δεν µπορούσε να επισηµοποιήσει αυτή την

κατάσταση αµοιβαιότητας (όπως µε την Τουρκία) χωρίς να υπονοµεύσει οποιαδήποτε

µελλοντική εδαφική βλέψη της στη Βόρειο ΄Ηπειρο. Για τον ίδιο λόγο, ούτε καν

εξέτασε την απερίφραστη πρόταση της Αλβανίας, το 1925, να γίνει υποχρεωτική

ανταλλαγή των Τσάµηδων µε τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Έτσι, η

κατάσταση αµοιβαιότητας δεν εµπόδισε τις εντάσεις, που είχαν δυσµενή αντίκτυπο

3 ∆ιβάνη, σσ. 234-236.

Page 6: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

6

και στις δύο µειονότητες. Από το 1935 µάλιστα, η ένταση κλιµακώθηκε ξανά από την

αλβανική πλευρά, µε την απροκάλυπτη υποκίνηση της Ιταλίας.

Η παράταση της αβεβαιότητας για την τύχη τους, µέχρι το 1926, είχε ως µοιραία

συνέπεια να πληγούν οι Τσάµηδες από την προσφυγική εγκατάσταση περισσότερο

από οποιαδήποτε άλλη µειονότητα. Όσο θεωρούνταν ακόµη ανταλλάξιµοι,

δηµιουργήθηκαν τετελεσµένα γεγονότα σε βάρος των ιδιοκτησιών τους, που στη

συνέχεια στάθηκε αδύνατο να ανατραπούν. Στο πλαίσιο της αγροτικής

µεταρρύθµισης, απαλλοτριώθηκαν όχι µόνο τα τσιφλίκια των µπέηδων, αλλά ακόµη

και µικροϊδιοκτησίες.4 Παρά τις µεταγενέστερες σχετικές ρυθµίσεις, το ζήτηµα της

απόδοσης ή ικανοποιητικής αποζηµίωσης των ιδιοκτησιών που το ελληνικό κράτος

αφαίρεσε από τους Τσάµηδες παρέµεινε άλυτο.

Έτσι, οι Τσάµηδες είχαν ανοικτούς λογαριασµούς µε το ελληνικό κράτος και µε

τους Έλληνες συντοπίτες τους. Ήσαν επιπλέον η µόνη εθνική µειονότητα που

µπορούσε να υπολογίζει στη δραστήρια συµπαράσταση όχι µόνο της διπλανής

«µητέρας-πατρίδας» (Αλβανίας), αλλά και µίας Μεγάλης ∆ύναµης—της Ιταλίας.

Χάρη στη συντονισµένη παρέµβασή τους, άλλωστε, παρέµειναν τελικά οι Τσάµηδες

στην περιοχή τους, αντί να εκπατρισθούν στην Τουρκία.

Μετά την επιτυχία αυτή και τις άλλες υποχωρήσεις του Πάγκαλου σε αλβανικές

αξιώσεις, εύγλωττη υπήρξε η εµφάνιση Κόµµατος της Τσαµουριάς στις εκλογές του

1926. Από τον ίδιο τον τίτλο διαφαίνονται οι χωριστικές του διαθέσεις. Επικεφαλής

ήταν ο Αλή Ντίνο µπέης, που είχε εκλεγεί αντιβενιζελικός βουλευτής το ∆εκέµβριο

του 1915 (χάρη στην τότε αποχή των Φιλελευθέρων). Σε κατεξοχήν ευνοϊκές

συνθήκες (και λόγω αναλογικού εκλογικού συστήµατος), το Κόµµα της Τσαµουριάς

συγκέντρωσε συνολικά µόλις 1.539 ψήφους (δηλ. ούτε καν όλες τις ψήφους των

Τσάµηδων) στις εκλογικές περιφέρειες Ιωαννίνων και Πρεβέζης, χωρίς βέβαια να

εκλέξει βουλευτή. Τα αποτελέσµατα αυτά ήσαν τόσο κατώτερα των προθέσεων, ώστε

το εγχείρηµα δεν είχε συνέχεια.

Οι Σλάβοι της Μακεδονίας

Τούρκοι, Τσάµηδες, Ποµάκοι διακρίνονται, περιχαρακώνονται και τελικά

καταµετρούνται χάρη στο µουσουλµανικό τους θρήσκευµα, που λειτούργησε ως το

πιο καθοριστικό κριτήριο διαχωρισµού στα Βαλκάνια επί πολλούς αιώνες. Αντίθετα,

4 Ό.π., σ. 251 υποσ. 89.

Page 7: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

7

ο σλαβικός πληθυσµός της Μακεδονίας δεν διαφοροποιείται θρησκευτικά από τους

άλλους ορθόδοξους πληθυσµούς της Νότιας Βαλκανικής. ∆ιακριτικό του γνώρισµα

θεωρήθηκε ανέκαθεν η γλώσσα, µε αποτέλεσµα ατέρµονες διαµάχες για την

ταξινόµησή της (είτε ως βουλγαρικής διαλέκτου, είτε ως αυτοτελούς σλαβικής

γλώσσας), καθώς και για τις υποδιαιρέσεις της σε τοπικά ιδιώµατα.5

∆εν ήταν πάντως η γλώσσα η µόνη ιδιαιτερότητα αυτού του πληθυσµού, ούτε ίσως

η σηµαντικότερη. ∆ιατηρούσε επίσης άλλα στοιχεία σλαβικού πολιτισµού, όπως η

διευρυµένη αγροτική οικογένεια (zadruga)—ή «πατριά» στην ορολογία του Κ.

Καραβίδα. ∆εν επρόκειτο, λοιπόν, απλώς για «Σλαβόφωνους», αλλά και για Σλάβους

πολιτισµικά (ανεξάρτητα από καταγωγή ή εθνική συνείδηση). Ο Καραβίδας µάλιστα

θεωρούσε την πατριά πολύ πιο αξεπέραστο εµπόδιο από τη γλώσσα για τον

εξελληνισµό και την αφοµοίωσή τους, προτείνοντας µέτρα για την επίσπευση της

µοιραίας διάλυσής της (υπό την πίεση του καπιταλισµού). Στο µέτρο που

επωφελήθηκαν και Σλαβόφωνοι γηγενείς από την αγροτική µεταρρύθµιση, η διανοµή

ατοµικών κλήρων σε αρχηγούς πυρηνικών οικογενειών είχε ακριβώς το αποτέλεσµα

που επιθυµούσε ο Καραβίδας.6

Σλαβόφωνοι, Σλαβοµακεδόνες ή Βούλγαροι; Πρόκειται τελικά για τρεις

οµόκεντρους κύκλους, δηλ. για τρία διαφορετικά ανθρώπινα σύνολα. Με µόνο

κριτήριο τη χρήση σλαβικού ιδιώµατος, οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας ήσαν

περίπου 165.000 (και πάντως δεν ξεπερνούσαν τις 200.000). Βρίσκονταν όµως

συγκεντρωµένοι στη ∆υτική Μακεδονία και αποτελούσαν την πλειοψηφία του

πληθυσµού στο νοµό (και την επαρχία) Φλωρίνης.

Σύµφωνα µε τις ίδιες εκτιµήσεις, από το σύνολο αυτό σχεδόν οι µισοί, αν όχι

περισσότεροι, µπορούσαν δικαιολογηµένα να θεωρηθούν Σλαβόφωνοι Έλληνες, επειδή

είχαν ταυτιστεί µε την ελληνική πλευρά ως «πατριαρχικοί» την περίοδο της

βουλγαρικής Εξαρχίας και του Μακεδονικού Αγώνα (κερδίζοντας την ονοµασία

«Γραικοµάνοι»).

Οι Σλαβόφωνοι που δεν είχαν (ούτε αποδέχονταν) την ελληνική ταυτότητα, ως

πρώην «εξαρχικοί», υπολογίζονταν σε περίπου 90.000. ∆εν είναι ίσως σύµπτωση ότι

οι απογραφές τόσο του 1928 όσο και του 1940 κατέληξαν σε παραπλήσιο αριθµό (βλ.

Πίνακα). Πέρα από τυχόν αυθαίρετες επιλογές των απογραφέων, µπορεί να υποθέσει

κανείς ότι και οι ίδιοι οι ενδιαφερόµενοι, αν δεν αποδέχονταν την ελληνική

5 Κωστόπουλος, σσ. 33-45.

6 Καρακασίδου, σ. 291.

Page 8: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

8

ταυτότητα, ήσαν διατεθειµένοι να δηλώσουν ως µητρική γλώσσα τη

«µακεδονοσλαβική». Από αυτούς, σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, οι περισσότεροι

είχαν ακόµη βουλγαρική ταυτότητα στη διάρκεια του Μεσοπολέµου.

Ανάµεσα στους Γραικοµάνους και τους Βουλγάρους, υπήρχε αναµφίβολα µία

τρίτη, ενδιάµεση κατηγορία, χωρίς εµπεδωµένη εθνική ταυτότητα—από τις

προσφερόµενες. Σ’ αυτήν ταιριάζει περισσότερο η ονοµασία Σλαβοµακεδόνες. Από

εθνοτική οµάδα, είχαν, όπως αποδείχθηκε, τις προϋποθέσεις να εξελιχθούν τελικά σε

ιδιαίτερο σλαβικό έθνος (συµπαρασύροντας και πολλούς που είχαν πριν βουλγαρική

ταυτότητα). Τέλος, αµελητέος ήταν ο αριθµός των Σλαβοφώνων που ήσαν

διατεθειµένοι να δηλώσουν Σέρβοι.

Η Ελλάδα επιχείρησε να απαλλαγεί από το βουλγαρικό της πληθυσµό µε τη

σύµβαση εθελοντικής ανταλλαγής που υπέγραψε µε την ηττηµένη Βουλγαρία στο

Νεϊγύ το 1919, µετά από πρωτοβουλία του Βενιζέλου. Συµφωνήθηκε, ακριβέστερα, η

αµοιβαία και εθελούσια µετανάστευση των ελλήνων υπηκόων βουλγαρικής

καταγωγής και των βουλγάρων υπηκόων ελληνικής καταγωγής. Για υποχρεωτική

ανταλλαγή δεν µπορούσε βέβαια να γίνει λόγος, αφού η γλώσσα ασφαλώς δεν

προσφερόταν ούτε ως αδιαµφισβήτητο ατοµικό γνώρισµα, ούτε ως αµάχητο τεκµήριο

εθνικής καταγωγής.

Για την Ελλάδα, αυτή η ανταλλαγή πληθυσµών δεν είχε τα επιδιωκόµενα

αποτελέσµατα. Παρά τις πιέσεις που αναµφίβολα ασκήθηκαν, δεν αναχώρησαν

τελικά για τη Βουλγαρία όλοι οι Σλαβόφωνοι που ταυτίζονταν µ’ αυτήν. Για να µη

φύγουν, ασκήθηκαν αντίρροπες και κάποτε δραστικότερες πιέσεις από τη βουλγαρική

πλευρά και ιδίως από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση

(ΕΜΕΟ). Εξάλλου και η άκαιρη υπογραφή του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ το

1924 ενθάρρυνε πολλούς να παραµείνουν στην Ελλάδα, µε την προσδοκία ότι θα

προστατεύονταν εφεξής ως βουλγαρική µειονότητα. Έτσι, ενώ όσοι µετανάστευσαν

στη Βουλγαρία µπορούσαν πλέον να τεκµαίρονται Βούλγαροι, δεν ίσχυε το

αντίστροφο για όσους έµειναν.

Σύµφωνα µε την τελική έκθεση της αρµόδιας Μικτής Επιτροπής της ΚτΕ, µέχρι το

1932 µετανάστευσαν στη Βουλγαρία συνολικά 66.000 άτοµα µε βάση τη σύµβαση

του Νεϊγύ. Έλαβαν επίσης αποζηµιώσεις άλλα 36.000 άτοµα που είχαν καταφύγει

στη Βουλγαρία πριν το 1920 (ιδίως την εποχή του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου). Όπως

προκύπτει από τη γεωγραφική κατανοµή όσων µετανάστευσαν, το φαινόµενο υπήρξε

Page 9: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

9

µαζικότερο στην Ανατολική και την Κεντρική Μακεδονία, ενώ ελάχιστα άγγιξε τη

∆υτική, από όπου έφυγαν λιγότεροι από 6.000.7

Η άφιξη και εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων ασφαλώς υπήρξε ο δραστικότερος

καταλύτης που ώθησε Σλαβόφωνους γηγενείς να µεταναστεύσουν στη Βουλγαρία.

Για όσους έµειναν, η σύγκρουση µε τους πρόσφυγες εξελίχθηκε σε αδυσώπητη πάλη

για τον έλεγχο όχι µόνο της γης, αλλά και της τοπικής εξουσίας. Μοιραία, η πάλη

απέκτησε όχι απλώς εθνοτικό, αλλά εθνικό χαρακτήρα. Για τους πρόσφυγες, οι

Σλαβόφωνοι χωρίς διάκριση ήσαν συλλήβδην «Βούλγαροι», που δεν είχαν θέση στο

ελληνικό κράτος. Για τους ντόπιους, οι πρόσφυγες ήσαν βέβαια ξένοι εισβολείς και

άρπαγες. Η εκδίωξή τους έγινε µόνιµος και διακαής πόθος. ∆εν έλειψαν µάλιστα τα

αιµατηρά επεισόδια σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέµου.

Στην αντιπαράθεσή τους µε τους πρόσφυγες, δηλ. και µε το ελληνικό κράτος, οι

Βούλγαροι, οι Σλαβοµακεδόνες και γενικότερα οι Σλαβόφωνοι είχαν την αµέριστη

συµπαράσταση του Αντιβενιζελισµού, τουλάχιστον µέχρι το 1933. Αυτήν την

παράταξη συνέχισαν λοιπόν να υποστηρίζουν (όπως είχαν κάνει το 1915-20), αφού

είχε ελπίδες να έρθει στην εξουσία και να ανατρέψει τα τετελεσµένα της

προσφυγικής εγκατάστασης, όπως υποσχόταν. Στο ΚΚΕ στράφηκε µικρή µόνο

µειοψηφία, που όµως αυξήθηκε σηµαντικά το 1935-36, χάρη και στην παράλληλη

δράση της κοµµουνιστικής ΕΜΕΟ (Ενωµένης). Είχαν άλλωστε αρχίσει να

διαψεύδονται οι προσδοκίες, µετά την άνοδο του Αντιβενιζελισµού στην εξουσία. Η

πιο βάναυση διάψευση ακολούθησε επί Μεταξά, µε πρωτοφανή σε έκταση και

αυθαιρεσία αστυνοµικά µέτρα για την εξάλειψη της «απαγορευµένης γλώσσας».8

∆έκα χρόνια νωρίτερα, οι Σλαβόφωνοι είχαν ψηφίσει µαζικά για τον ίδιο Μεταξά, ως

αρχηγό τότε των Ελευθεροφρόνων.

Οι Κουτσοβλάχοι της Πίνδου

Παραπλήσια µε την περίπτωση του σλαβικού πληθυσµού της Μακεδονίας

εµφανίζεται η κατάσταση των Κουτσοβλάχων στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου. Με

κριτήριο το γλωσσικό ιδίωµα και άλλες πολιτισµικές ιδιαιτερότητες, επρόκειτο για

µεγάλη εθνοτική οµάδα, της τάξεως των 150 έως 200.000.9 Από αυτούς όµως µόνο µία

µικρή, κατά τα φαινόµενα, µειοψηφία µπορεί να χαρακτηριστεί εθνική µειονότητα:

7 Christidès, σσ. 72-75 και Κωστόπουλος, σ. 33.

8 Κωστόπουλος, σσ. 162-180.

9 Αβέρωφ, σ. 20.

Page 10: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

10

όσοι ταυτίζονταν µε το ρουµανικό έθνος ή, πάντως, απέρριπταν την ένταξή τους στο

ελληνικό. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία είχε προ πολλού ασπαστεί την ελληνική

ταυτότητα και τον ελληνικό εθνικισµό, µε κορυφαίο παράδειγµα τον ίδιο τον Ιωάννη

Κωλέττη.

Όπως και στην περίπτωση των Σλαβοφώνων, οι απογραφές του 1928 και του 1940

φαίνεται ότι καταγράφουν την πρώτη ιδίως κατηγορία και πάντως όχι το σύνολο.

Όπως µαρτυρεί ως αυτόπτης ο Αβέρωφ για την απογραφή του 1940, οι άλλοι

θεωρούσαν «ντροπή» να δηλώσουν την κουτσοβλαχική ως µητρική γλώσσα.10

Αν

έχει δίκιο, προκύπτει το ερώτηµα γιατί ο αριθµός όσων δεν είχαν τέτοιο ενδοιασµό

τριπλασιάστηκε το 1940 σε σύγκριση µε το 1928.

Σε σύγκριση µε τις άλλες εθνικές µειονότητες, οι «ρουµανίζοντες» Κουτσοβλάχοι (ή

απλώς Βλάχοι) απολάµβαναν προνοµιακό καθεστώς. Σε καµµία άλλη περίπτωση δεν

παραχώρησε η Ελλάδα µειονοτικά δικαιώµατα σε τέτοια έκταση και µάλιστα χωρίς

αµοιβαιότητα (αφού δεν υπήρχε ελληνική µειονότητα στη Ρουµανία). Η παραχώρηση

έγινε ήδη το 1913 από τον Βενιζέλο, προκειµένου να εξασφαλίσει την κρίσιµη

υποστήριξη της Ρουµανίας στις διαπραγµατεύσεις για τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Με τις ρυθµίσεις αυτές, οι Κουτσοβλάχοι αναγνωρίστηκαν στην ουσία ως

ρουµανική εθνική µειονότητα. Τα σχολεία και άλλα ιδρύµατα που προορίζονταν γι’

αυτούς χρηµατοδοτούσε απευθείας (και πλουσιοπάροχα) το ρουµανικό κράτος. Αυτό

δεν εµπόδισε την Ιταλία να εµφανιστεί στη συνέχεια ως αυτόκλητος προστάτης των

Κουτσοβλάχων, εξαιτίας της λατινικής, υποτίθεται, καταγωγής όχι µόνο της γλώσσας

τους, αλλά και των ιδίων. Το 1918, µάλιστα, ενθάρρυνε την ανακήρυξη (στην

Κορυτσά) µιας εφήµερης «∆ηµοκρατίας της Πίνδου». Μετά είκοσι (και πλέον) έτη,

εντελώς αναχρονιστικά, αυτή η «δηµοκρατία» έµελλε να επανεµφανιστεί ως

«πριγκηπάτο».

Με τη Ρουµανία, δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση (ούτε ανάγκη) να προβεί η Ελλάδα

σε ανταλλαγή πληθυσµών. Μολαταύτα, µετά από αίτηµα της Ρουµανίας, το ελληνικό

κράτος είχε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τουλάχιστον 2.000 οικογένειες

«ρουµανιζόντων» Κουτσοβλάχων, που µετανάστευσαν στη ∆οβρουτσά την περίοδο

1925-29.11

Πέρα από τις δελεαστικές υποσχέσεις της ρουµανικής κυβέρνησης (που επειγόταν

να εποικίσει τη ∆οβρουτσά µε οµοεθνείς ώστε να αντισταθµίσει το βουλγαρικό

10

Ό.π., σ. 19. 11 ∆ιβάνη, σσ. 109-112.

Page 11: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

11

στοιχείο), αυτό το µεταναστευτικό ρεύµα (όπως και το αντίστοιχο προς Βουλγαρία)

οφειλόταν προπαντός στη µαζική εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων. Ως

κτηνοτρόφοι, οι Κουτσοβλάχοι γνώρισαν τις καταστρεπτικές συνέπειες που είχε η

προσφυγική αποκατάσταση και γενικότερα η αγροτική µεταρρύθµιση για την

παραδοσιακή (νοµαδική) κτηνοτροφία. Οι µέχρι τότε διαθέσιµες εκτάσεις για βοσκή

συρρικνώθηκαν δραµατικά, στην προσπάθεια να εξευρεθεί καλλιεργήσιµος κλήρος

για όσο το δυνατό περισσότερους πρόσφυγες (και ντόπιους ακτήµονες).

Τέλος, οι Κουτσοβλάχοι βρέθηκαν και αυτοί στο στόχαστρο της αστυνοµικής

αυθαιρεσίας κατά την εκστρατεία που εξαπολύθηκε, επί Μεταξά, για την εξάλειψη

των «ξένων» γλωσσών. Κατά συνέπεια, ο τριπλασιασµός όσων δήλωσαν την

κουτσοβλαχική ως µητρική γλώσσα το 1940 ίσως ερµηνεύεται ως αντίδραση στην

καταπίεση του ελληνικού κράτους—ανάλογη µε εκείνη των Σλαβοφώνων και µε

παρόµοιες προεκτάσεις για το άµεσο µέλλον.

Οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης

Για λόγους κατανοητούς, µετά το Ολοκαύτωµα και την ίδρυση του Ισραήλ, γίνεται

συχνά το λάθος να αποδίδεται εκ των υστέρων και αναδροµικά στους Εβραίους της

Ελλάδας µία οµοιογένεια που δεν είχαν. Αν αγνοηθούν ιδιαίτερες αλλά ολιγάνθρωπες

κοινότητες (όπως της Κέρκυρας), υπήρχαν κατά βάση δύο εντελώς διαφορετικές

εβραϊκές µειονότητες: µία θρησκευτική και µία εθνική.

Στην Παλαιά ιδίως Ελλάδα, οι Έλληνες ισραηλίτες προσέγγιζαν την κατάσταση που

αποτελεί στόχο και ιδανική κατάληξη της αφοµοίωσης. Από τους συµπολίτες τους,

δεν διακρίνονταν παρά µόνο στο θρήσκευµα και (ενδεχοµένως) στο ονοµατεπώνυµο.

Όπως αποδείχθηκε στην Κατοχή, αρκούσε καταρχήν η επίσηµα πιστοποιηµένη

αλλοίωση αυτών των δύο στοιχείων για την απόκρυψη της εβραϊκής τους ταυτότητας.

∆ιαµετρικά αντίθετη ήταν η κατάσταση των Σεφαραδιτών Εβραίων στη Βόρεια

Ελλάδα και ιδίως στη Θεσσαλονίκη—την πόλη που µέχρι το 1912 υπήρξε προπαντός

δική τους. Στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, δεν αποτελούσαν απλώς εθνοτική

οµάδα, µε ιδιαίτερη γλώσσα (την ισπανοεβραϊκή) και πολιτισµό, αλλά και εθνική

µειονότητα (όπως τους χαρακτήριζε και το ΚΚΕ).

Ο χαρακτηρισµός τους ως εθνικής µειονότητας πηγάζει από δύο αδιαµφισβήτητα

και συµπληρωµατικά δεδοµένα: την ταύτιση µε τον εβραϊκό εθνικισµό και την

απόρριψη του ελληνικού. Η πλειοψηφία τους ακολουθούσε τον εβραϊκό εθνικισµό,

δηλ. το σιωνισµό, σε διάφορες εκδοχές και αποχρώσεις. Ακόµη µεγαλύτερη ήταν η

Page 12: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

12

πλειοψηφία τους που απέρριπτε τον ελληνικό εθνικισµό και την αφοµοίωση στο

ελληνικό κράτος, αν στους σιωνιστές προστεθούν οι σοσιαλιστές (από το 1924

κοµµουνιστές). Οι οπαδοί της αφοµοίωσης παρέµειναν µικρή µειοψηφία µέχρι το

τραγικό τέλος. Στο απόγειο της δύναµής τους, οι σιωνιστές συγκέντρωσαν 64% στις

κοινοτικές εκλογές του 1930, οι κοµµουνιστές 16% και οι οπαδοί της αφοµοίωσης

µόλις 14%. Παρά τη µείωση της σιωνιστικής πλειοψηφίας το 1934, οι οπαδοί της

αφοµοίωσης και πάλι δεν ξεπέρασαν το 19%.12

Η εβραϊκή Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα είχε µία µοναδικότητα (που

δεν έχει αναδειχθεί στην ήδη πληθωρική ελληνική βιβλιογραφία). ∆εν ήταν µόνο µία

εβραϊκή πόλη, µε βάση την πλειοψηφία των κατοίκων της. Ήταν επίσης µία πλήρης

σύγχρονη εβραϊκή κοινωνία—η µοναδική τότε στον κόσµο ολόκληρο. ∆ιέθετε

δηλαδή στο εσωτερικό της ολόκληρο το καπιταλιστικό ταξικό φάσµα, από

µεγαλοαστούς τραπεζίτες και βιοµήχανους έως προλετάριους εργάτες (ή και

«λουµπεν-προλετάριους»), χωρίς κανένα ενδιάµεσο κενό. Από ένα σιωνιστή,

µπορούσε να θεωρηθεί σαν πρώτη υλοποίηση του άπιαστου ακόµη οράµατος. Έλειπε

µόνο η πολιτική κυριαρχία. Υπήρχε όµως ευρύτατη αυτονοµία στο προστατευτικό

οθωµανικό πλαίσιο, από τέσσερις ήδη αιώνες.

Μόνο έτσι γίνεται τελικά κατανοητή η προσκόλληση της µειονότητας σ’ αυτό το

πρόσφατα χαµένο παρελθόν και η άρνησή της να αποδεχθεί την ελληνική κατάκτηση

ως τετελεσµένο και αµετάκλητο γεγονός, στο οποίο όφειλε πλέον να προσαρµοστεί.

Το 1912, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης δεν είχαν απλώς γνωρίσει µία µεταβολή

κρατικής κυριαρχίας, όπως άλλοι πληθυσµοί. Είχαν χάσει την πόλη τους και τον

κόσµο τους.

Από τη στιγµή εκείνη, άρχισε µία ακατάσχετη παρακµή, που συνοδεύτηκε από

αλλεπάλληλα κύµατα µετανάστευσης, στην Παλαιστίνη και αλλού. Μέχρι το 1940, ο

εβραϊκός πληθυσµός της Θεσσαλονίκης είχε µειωθεί σε 50.000 περίπου.

Αντιπροσώπευε πλέον µόλις ένα πέµπτο του πληθυσµού της πόλης όπου άλλοτε ήταν

πλειοψηφία.

Καίριο πλήγµα για τους Εβραίους υπήρξε προπαντός η συρρίκνωση του

οικονοµικού ρόλου της Θεσσαλονίκης, µετά τη χάραξη νέων κρατικών συνόρων το

1913, που την απέκοψαν από την ευρύτερη µέχρι τότε ενδοχώρα της. Η µεγάλη

πυρκαγιά του 1917 τερµάτισε βίαια τη συµπαγή εβραϊκή παρουσία στην καρδιά της

12 Constantopoulou and Veremis, σσ. 170 και 237-239.

Page 13: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

13

πόλης. Με την ανοικοδόµηση, όπως σχεδιάστηκε, σχεδόν ο µισός εβραϊκός

πληθυσµός εκτοπίστηκε από το κέντρο σε περιφερειακούς συνοικισµούς (παρόµοιους

µε τους προσφυγικούς).

Μέχρι το 1920, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης µπορούσαν ακόµη να ελπίζουν ότι η

τύχη της πόλης τους δεν είχε οριστικά κριθεί και να προωθούν (σε διεθνές επίπεδο)

σχέδια που αποσκοπούσαν στην απόσπασή της από την ελληνική κυριαρχία. Μετά το

1923, ωστόσο, δεν υπήρχε πλέον έδαφος για παρόµοιες ελπίδες και σχέδια. Αντίθετα

µάλιστα, ο ερχοµός των προσφύγων ολοκλήρωσε τον αµετάκλητο «εξελληνισµό» της

οθωµανικής Θεσσαλονίκης.

Η σύγκρουση των προσφύγων µε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ξεπέρασε σε

σφοδρότητα κάθε ανάλογη περίπτωση σύγκρουσής τους µε άλλες εθνικές

µειονότητες ή και γενικότερα µε γηγενείς. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σ’ αυτό. Ο

έλεγχος της οικονοµικής ζωής της Θεσσαλονίκης δεν µπορεί βέβαια να συγκριθεί, ως

υλικό διακύβευµα, µε τη διεκδίκηση χωραφιών και βοσκοτόπων, όπως αλλού. Οι

Εβραίοι δεν διέθεταν ούτε την προστασία όµορου κράτους, ούτε δυνατότητες

ένοπλης βίας (όπως οι Τσάµηδες και οι Σλαβοµακεδόνες). Στην περίπτωσή τους, ο

επιθετικός εθνικισµός των προσφύγων τροφοδοτήθηκε και από την απύθµενη

δεξαµενή του αντισηµιτισµού. Τέλος, το αστικό περιβάλλον ευνόησε την ανάπτυξη

και τη δράση µαζικού αντισηµιτικού κινήµατος, µε αιχµή του δόρατος την Εθνική

Ένωση «Η Ελλάς» (γνωστότερη ως ΕΕΕ ή «τρία Ε»), που ιδρύθηκε το 1927. Μετά

από αλλεπάλληλα επεισόδια, αποκορύφωµα της σύγκρουσης υπήρξε ο εµπρησµός

του εβραϊκού συνοικισµού Κάµπελ τον Ιούνιο του 1931.

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης (ακόµη και οι σοσιαλιστές) είχαν αρχικά υποστηρίξει

τον Αντιβενιζελισµό, στις εκλογές του 1915 και του 1920. Γι’ αυτούς (όπως και για

τους µουσουλµάνους της Θράκης), ο Μεσοπόλεµος εγκαινιάστηκε µε τη θέσπιση

χωριστού «εκλογικού συλλόγου», δηλ. ιδιαίτερης εκλογικής περιφέρειας, από το

1923. Μολονότι παρουσιάστηκε σαν εγγύηση κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης,

για τους ίδιους δεν έπαψε να αποτελεί απαράδεκτο «εκλογικό γκέτο». Το 1923, η

διαµαρτυρία τους πήρε τη µορφή καθολικής σχεδόν αποχής από τις εκλογές

συντακτικής συνέλευσης. Το 1926, ωστόσο, που δεν ίσχυσε ο χωριστός σύλλογος,

όλες οι εβραϊκές πολιτικές δυνάµεις (εκτός από τους κοµµουνιστές) επέλεξαν την

αυτοαποµόνωση και εµφανίστηκαν µε κοινό συνδυασµό ως «Εβραϊκή Πολιτική

Ένωση».

Page 14: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

14

Μετά τη θριαµβευτική επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928, επιχειρήθηκε

µία προσέγγιση της εβραϊκής ηγεσίας και ειδικά των σιωνιστών µε το Κόµµα

Φιλελευθέρων. Οι προσδοκίες όµως διαψεύστηκαν βάναυσα από το πογκρόµ του

Κάµπελ, που απέδειξε στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ότι δεν µπορούσαν να

υπολογίζουν στην προστασία των βενιζελικών κρατικών αρχών απέναντι στις

επιθέσεις των επίσης βενιζελικών προσφύγων και εφηµερίδων. Ακολούθησε εύλογα

µαζική (επι)στροφή του εβραϊκού πληθυσµού στον Αντιβενιζελισµό, από το 1932.

Μετά την άνοδό του στην εξουσία το 1933, καταργήθηκε επιτέλους ο χωριστός

εκλογικός σύλλογος, µε συνέπεια τη διενέργεια επαναληπτικής εκλογής στο σύνολο

του νοµού τον Ιούλιο. Ο αντισηµιτισµός των βενιζελικών της Θεσσαλονίκης έφθασε

τότε στο σηµείο να αρνηθούν στον ίδιο τον Βενιζέλο τη συµµετοχή Εβραίου

υποψηφίου στον επίσηµο συνδυασµό. ∆ικαιώθηκαν όµως από τον εκλογικό τους

θρίαµβο.13

Μόνο η δικτατορία του Μεταξά εξασφάλισε στους Εβραίους της

Θεσσαλονίκης τα τελευταία ήσυχα χρόνια τους, µε τη διάλυση της ΕΕΕ και τη

φίµωση του αντισηµιτικού τύπου.

3. Η πολιτική του Βενιζελισµού

Πολιτική του ελληνικού κράτους µέχρι το 1933 ήταν κατά βάση εκείνη του

Βενιζέλου και του Βενιζελισµού ως παράταξης (µε εξαίρεση τη µονοετή δικτατορία

του αποστάτη και αλλοπρόσαλλου Πάγκαλου το 1925-26). Άλλωστε, µόνο στην

περίπτωση του Βενιζελισµού µπορεί να γίνει λόγος για συγκροτηµένη πολιτική, µε

συγκεκριµένους στόχους και µέτρα για την επίτευξή τους. Με µία φράση, κεντρικός

άξονας της πολιτικής αυτής ήταν η οικοδόµηση σύγχρονου εθνικού κράτους

φιλελεύθερων ευρωπαϊκών προδιαγραφών, σε συνθήκες ειρήνης και µε σεβασµό στη

διεθνή νοµιµότητα, όπως τότε εκφραζόταν από την ΚτΕ. ∆εν υπήρξε έκτοτε άλλη,

εναλλακτική και αξιόπιστη πρόταση για το ελληνικό κράτος.

Υπάρχει η επιπόλαιη εντύπωση ότι ο ενταφιασµός της Μεγάλης Ιδέας το 1922

εσήµανε και το τέλος του εθνικισµού, όπως τουλάχιστον εκφράστηκε από το

Βενιζελισµό. Εσήµανε, όµως, µόνο το τέλος του αλυτρωτισµού. Ο Βενιζελισµός

αναπροσάρµοσε αµέσως το περιεχόµενο του εθνικισµού του στις νέες συνθήκες,

αναγνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη να συνεχιστεί το έργο της εθνικής

ολοκλήρωσης µέσα στα οριστικά πλέον όρια του κράτους. Για την επίτευξη εθνικής

13 Mavrogordatos, σ. 260.

Page 15: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

15

οµοιογένειας, δεν αρκούσε η άφιξη των προσφύγων. Χρειαζόταν επίσης η

αποκατάστασή τους και η αφοµοίωσή τους. Έµενε επίσης να ολοκληρωθεί η

ενσωµάτωση των Νέων Χωρών στο εθνικό κράτος.

Η βενιζελική πολιτική ήταν µοιραίο να έχει καταρχήν δυσµενείς επιπτώσεις για τις

εθνικές (και τις άλλες) µειονότητες. ∆εν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά γενική

νοµοτέλεια του σύγχρονου εθνικού κράτους η άτεγκτη επιβολή οµοιογένειας στο χώρο

κυριαρχίας του, δηλ. η εξάλειψη πλήθους ιδιαιτεροτήτων κάθε λογής—γλωσσικών,

θρησκευτικών και γενικότερα πολιτισµικών. Στη διαδικασία αυτή, είναι αυτονόητο ότι

εµπλέκονται συµφέροντα, οικονοµικά και άλλα, και ότι θυσιάζονται τα κεκτηµένα

µειονοτήτων.

Κατεξοχήν απλό και εύγλωττο παράδειγµα προσφέρει ο ορισµός της Κυριακής ως

ενιαίας ηµέρας υποχρεωτικής αργίας σε όλη την επικράτεια. Μολονότι υπαγορεύεται

από πολλαπλές ανάγκες και αντικειµενικές σκοπιµότητες, δεν παύει να προξενεί βλάβη

στους πιστούς θρησκειών που τηρούν άλλη µέρα ως αργία. Έτσι η επιβολή της

Κυριακής αργίας και στη Θεσσαλονίκη, το 1924, υπήρξε πλήγµα για τους Εβραίους

καταστηµατάρχες, σε όφελος των Ελλήνων ανταγωνιστών τους.

Ανάλογο (και συναφές) παράδειγµα προσφέρει η ανοικοδόµηση της Θεσσαλονίκης

µετά την πυρκαγιά του 1917. Μολονότι υπαγορεύθηκε από αντικειµενικές ανάγκες και

από τις πιο σύγχρονες πολεοδοµικές αντιλήψεις, είχε επίσης ως συνέπεια τον

εξοβελισµό της εβραϊκής φτωχολογιάς από το κέντρο της πόλης, σε όφελος του

«εξελληνισµού» της.

Αφοµοίωση, ενσωµάτωση, εξουδετέρωση

Στόχοι της βενιζελικής πολιτικής για τις εθνικές µειονότητες ήσαν η αφοµοίωση ή,

έστω, η ενσωµάτωσή τους και, πάντως, η εξουδετέρωση κάθε ενδεχόµενης απειλής που

αντιπροσώπευαν για την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού

κράτους.

Το ζήτηµα της αφοµοίωσης επικεντρώνεται συνήθως στο πεδίο της γλώσσας και της

εκπαίδευσης. Πράγµατι, η βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική, µε βασικό άξονα και

επίτευγµα την εξαετή υποχρεωτική εκπαίδευση στη δηµοτική, υπηρετούσε συνειδητά

και το στόχο της αφοµοίωσης—αρχικά των αλλοεθνών ή ξενογλώσσων, στη συνέχεια

και των προσφύγων (ιδίως των τουρκόφωνων). Τον ίδιο άλλωστε στόχο υπηρέτησε και

η κατασκευή περίπου 3.000 δηµοτικών σχολείων το 1928-32.

Page 16: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

16

Από τις µειονότητες, στο στόχαστρο αυτής της εκπαιδευτικής εξόρµησης βρίσκονταν

προπαντός οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Ο ελληνικός εθνικισµός είχε ήδη µακρά

παράδοση και αξιόλογη αποτελεσµατικότητα στο χώρο τους, όπου δρούσε από το 1869

ο Σύλλογος προς ∆ιάδοσιν των Ελληνικών Γραµµάτων, σε στενή συνεργασία µε το

ελληνικό κράτος. Παρά τις ελλείψεις και τις παλινδροµήσεις (ιδίως µετά το 1933), τα

µακροπρόθεσµα αποτελέσµατα της βενιζελικής εκπαιδευτικής πολιτικής στο πεδίο

αυτό υπήρξαν οπωσδήποτε σηµαντικά. Όπως δείχνουν οι περισσότεροι Κουτσοβλάχοι

(ανεπηρέαστοι από τα ρουµανικά σχολεία), αλλά και οι πολυπληθέστεροι Αρβανίτες

της Παλαιάς Ελλάδας, η αφοµοίωση δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την εξάλειψη της

ιδιαίτερης µητρικής γλώσσας, αλλά παραµένει συµβατή και µε τη διγλωσσία. Χάρη

στη βενιζελική εκπαιδευτική πολιτική, το ίδιο ασφαλώς συνέβη µε πολλούς

Σλαβόφωνους.

Αγνοείται συνήθως, παρά την πολύπλευρη σηµασία της, µία άλλη όψη της

βενιζελικής πολιτικής για την αφοµοίωση των µειονοτήτων: η αγροτική µεταρρύθµιση,

που εγκαινίασε η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1917. ∆ικαιολογώντας

την πολιτική αυτή στη Βουλή, στις 27 Ιανουαρίου 1920, ο Βενιζέλος τόνισε

χαρακτηριστικά: «Έχοµεν καθήκον, όχι µόνον τους οµογενείς καλλιεργητάς της γης να

αποκαταστήσωµεν εις ιδιοκτήτας, αλλά ... και τους πολυαρίθµους αλλογενείς

πληθυσµούς, οι οποίοι περιελήφθησαν εντός των Ελληνικών ορίων. Μόνον υπό τον όρον

αυτόν θα είµεθα βέβαιοι, ότι θα κατακτήσωµεν αυτούς, όχι µόνον πολιτικώς και

στρατιωτικώς, αλλά και ψυχικώς...»

Βέβαια, στη συνέχεια, η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων απορρόφησε

µεγάλο µέρος των εκτάσεων που κανονικά θα διανέµονταν σε γηγενείς ακτήµονες.

Αυτή ακριβώς ήταν και η πηγή των συγκρούσεων µεταξύ προσφύγων και γηγενών

(Ελλήνων και µη) στην ύπαιθρο. Ωστόσο, παράλληλα µε την προσφυγική

αποκατάσταση, που δηµιούργησε περίπου 170.000 νέους µικροϊδιοκτήτες, η αγροτική

µεταρρύθµιση επίσης µετέτρεψε σε µικροϊδιοκτήτες 130.000 γηγενείς ακτήµονες. Από

τους 30.000 (τουλάχιστον) στη Μακεδονία, πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) ήσαν

Σλαβόφωνοι.14

Πέρα από την ίδια την αποκατάστασή τους σε ιδιοκτήτες, πρόσθετη

ώθηση για την αφοµοίωσή τους έδωσε η απόσπασή τους από τη σλαβική διευρυµένη

οικογένεια και η αναγκαστική µετάβασή τους στο ελληνικό πρότυπο της πυρηνικής

οικογένειας (όπως σηµειώθηκε ήδη).

14 Π.χ. Καρακασίδου, σσ. 290-293.

Page 17: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

17

Στο στόχαστρο της πολιτικής για την αφοµοίωση των µειονοτήτων βρέθηκαν επίσης

οι Σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, που κλήθηκαν απερίφραστα να µιµηθούν

το υπαρκτό πρότυπο των Ελλήνων ισραηλιτών της Παλαιάς Ελλάδας. Στην περίπτωσή

τους, όµως, δεν υπήρχε εκπαιδευτικό κενό, όπως στην ύπαιθρο. Υπήρχε αντίθετα ένα

πυκνό πλέγµα κοινοτικών, ξένων και άλλων ιδιωτικών σχολείων, µε επικεφαλής τα

γαλλόφωνα της Alliance Israélite Universelle. Το 1929, µόλις 10% των Εβραίων

µαθητών φοιτούσε σε ελληνικά σχολεία.15

Στα περισσότερα εβραϊκά σχολεία, η

διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα της ελληνικής παιδείας δεν

απέκτησε ποτέ προτεραιότητα, εξαιτίας κυρίως της σθεναρής σιωνιστικής αντίστασης

στην ιδέα της αφοµοίωσης. Με τις συνθήκες αυτές, τα αποτελέσµατα της αφοµοίωσης

µέχρι το τέλος του Μεσοπολέµου παρέµειναν πενιχρά έως αµφίβολα—και πάντως

κατώτερα των βενιζελικών προσδοκιών.

Τα ξένα σχολεία δεν αντιµετωπίστηκαν από τη βενιζελική πολιτική ως ανασχετικά

της αφοµοίωσης µόνο στην περίπτωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο Νόµος 4862

του 1930, που περιόρισε δραστικά τη λειτουργία ξένων σχολείων, έθιξε επίσης τα

κεκτηµένα των Ελλήνων καθολικών στις Κυκλάδες, προκαλώντας τις διαµαρτυρίες

τους (και την εντονότερη πρόσδεσή τους στον Αντιβενιζελισµό).

Στην περίπτωση µουσουλµάνων, όπως οι Τούρκοι, οι Τσάµηδες (αλλά και οι

Ποµάκοι), δεν µπορούσε να γίνει σοβαρός λόγος για αφοµοίωση, αλλά µάλλον για

ισότιµη ενσωµάτωση, στην καλύτερη περίπτωση. Στο σηµείο ακριβώς αυτό

εµφανίζεται καθοριστικός ο ιστορικός ρόλος της θρησκείας ως εθνικής διαχωριστικής

γραµµής. Την αφοµοίωση άλλωστε απέκλειε η έµπρακτη αναγνώριση των Τσάµηδων

και των Τούρκων ως εθνικών µειονοτήτων. Έτσι, δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα

ούτε καν στην εκµάθηση της ελληνικής γλώσσας.16

Στην οπτική της ισότιµης

ενσωµάτωσης εντάσσεται προπαντός ο χωριστός «εκλογικός σύλλογος» για τους

µουσουλµάνους της Θράκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τσάµηδες διαµαρτύρονταν

για την έλλειψη κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης, που θα µπορούσε όµως να

εξασφαλιστεί µόνο µε ανάλογη ρύθµιση (αν το επέτρεπαν οι σχέσεις µε την

Αλβανία).17

Πρωταρχικό µέσο για την εξουδετέρωση των απειλών που αντιπροσώπευαν οι

µειονότητες υπήρξε βέβαια η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων, τόσο γενικά

15

Βασιλικού, σ. 136. 16

∆ιβάνη, σ. 176 και 252. 17 Ό.π., σ. 241.

Page 18: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

18

στη Βόρεια Ελλάδα, όσο και ειδικά σε επιλεγµένες παραµεθόριες περιοχές (όπου

δηµιουργήθηκαν συνολικά 254 συνοικισµοί). Με την αξεπέραστη αµεσότητα και

ακριβολογία των διατυπώσεών του, ο Βενιζέλος είχε προδιαγράψει την πολιτική αυτή

ήδη από το 1919, όταν εισηγήθηκε την ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή στο Νεϊγύ.

Επιδίωξή του ήταν «η ενσφήνωσις ελληνικών πληθυσµών εκεί όπου οι αλλογενείς

τοιούτοι είναι συµπαγείς».18

Αυτή η ιδέα της ενσφήνωσης ελληνικών πληθυσµών

βρήκε µετά το 1923 ευρύτατο πεδίο εφαρµογής, χάρη στον ερχοµό των προσφύγων

από την Τουρκία και προπαντός των Ποντίων, που θεωρήθηκαν καταλληλότεροι ως

νέοι «ακρίτες» στα σύνορα.

Στο κεφάλαιο της εξουδετέρωσης των κινδύνων εντάσσεται επίσης µεγάλη ποικιλία

άλλων µέτρων για τις µειονότητες. Για παράδειγµα, η ενθάρρυνση των

Παλαιοµουσουλµάνων από το ελληνικό κράτος (µέχρι το 1930) αποµόνωνε την

τουρκική µειονότητα από το τουρκικό κράτος (όπως σηµειώθηκε ήδη). Κατεξοχήν

εύγλωττα είναι δύο ακόµη παραδείγµατα, από το χώρο της µειονοτικής εκπαίδευσης.

Η ρηξικέλευθη χρήση λατινικών χαρακτήρων στο αλφαβητάριο που ετοιµάστηκε το

1925 για την εκπαίδευση των Σλαβοφώνων στη γλώσσα τους (το γνωστό Abecedar)

φαινόταν προορισµένη να εµποδίζει εφεξής την επικοινωνία τους τόσο µε τη

Βουλγαρία όσο και µε τη Σερβία (που διατηρούσαν το κυριλλικό αλφάβητο).19

Ακριβώς αντίστροφα, η διατήρηση της παραδοσιακής αραβικής γραφής στην

εκπαίδευση των Τούρκων, µέχρι το 1929, εµπόδιζε την επικοινωνία τους µε την

κεµαλική Τουρκία (που είχε υιοθετήσει το λατινικό αλφάβητο).

Η εξωτερική πολιτική

Η βενιζελική πολιτική για τις µειονότητες ήταν βέβαια συνυφασµένη µε µία νέα

εξωτερική πολιτική, µετά το 1922. Παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα

έβγαινε τελικά ωφεληµένη από τη δεκαετία 1910-20. ∆εν είχε πλέον εδαφικές

βλέψεις σε κανένα γειτονικό κράτος, µε µόνη εξαίρεση τη Βόρειο Ήπειρο (κι αυτή

λανθάνουσα). Κατά συνέπεια, η Ελλάδα είχε κάθε λόγο να στηρίζει τη νέα διεθνή

τάξη που προέκυψε από τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο και ενσάρκωνε η ΚτΕ. Ήδη από

το 1920 υπέγραψε, µαζί µε τη Συνθήκη των Σεβρών, ειδική σύµβαση για την

προστασία των µειονοτήτων στις Νέες Χώρες (που άρχισε τυπικά να ισχύει µόλις το

1924). Γενικότερα, η Ελλάδα αποδέχθηκε ανενδοίαστα το σύστηµα διεθνούς

18

Ό.π., σ. 58. 19 Κωστόπουλος, σσ. 97-100.

Page 19: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

19

προστασίας των µειονοτήτων που θέσπισε η ΚτΕ και, κατ’ επέκταση, τη διαρκή

εποπτεία των αρµοδίων οργάνων του διεθνούς οργανισµού.

Επιπλέον, µετά την Καταστροφή, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς εξαρτηµένη από την

ΚτΕ για την εφαρµογή της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσµών µε την Τουρκία και

ιδίως για την αποκατάσταση των προσφύγων, προπαντός µε τη σύναψη σχετικού

δανείου. Προέκυψε λοιπόν µία κατεξοχήν ειρωνική διαλεκτική. Η εγγύηση καλής

µεταχείρισης των µειονοτήτων υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεθνή

οικονοµική βοήθεια που ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση των Ελλήνων

προσφύγων—σε βάρος, τελικά, των ίδιων µειονοτήτων.

Περισσότερο, πάντως, και από τη διαρκή πίεση της ΚτΕ, την πολιτική του ελληνικού

κράτους απέναντι στις εθνικές µειονότητες επηρέασαν οι διµερείς του σχέσεις µε τα

αντίστοιχα κράτη. ∆όγµα της νέας εξωτερικής πολιτικής ήταν η ειρηνική εφεξής

συνύπαρξη και συνεργασία της Ελλάδας µε όλους τους γείτονές της, χωρίς

αναχρονιστικές αναδροµές στο παρελθόν. Στην επιδίωξη αυτή, που εκδηλώθηκε

πανηγυρικότερα και συστηµατικότερα από τον ίδιο τον Βενιζέλο το 1928-32, η Ελλάδα

ήταν έτοιµη να κάνει σηµαντικές παραχωρήσεις σε µειονοτικά ζητήµατα, προκειµένου

να επιτευχθεί οριστική ρύθµιση που ικανοποιούσε το αντίστοιχο γειτονικό κράτος.

Παρά τις ελληνικές προθέσεις, τέτοια οριστική ρύθµιση επιτεύχθηκε σε δύο µόνο

περιπτώσεις: των Κουτσοβλάχων και των Τούρκων. Στην πρώτη περίπτωση,

διατηρήθηκαν τα ρουµανικά σχολεία και τα άλλα προνόµια που είχαν παραχωρηθεί

στη Ρουµανία από το 1913. Το τότε αντάλλαγµα για την Ελλάδα (δηλ. οι τελικές

εδαφικές ρυθµίσεις της Συνθήκης του Βουκουρεστίου) παρέµενε, βέβαια, διαρκές και

ανεκτίµητο. Στη δεύτερη περίπτωση, ικανοποιήθηκαν ουσιαστικά όλες οι τότε

απαιτήσεις της κεµαλικής Τουρκίας, µε την οποία υπήρχε µία κατάσταση «αµοιβαίας

οµηρίας» των εκατέρωθεν µειονοτήτων (περιλαµβανοµένου και του Οικουµενικού

Πατριαρχείου).

Μολονότι και µε την Αλβανία υπήρχε στην ουσία ανάλογη κατάσταση «αµοιβαίας

οµηρίας» µειονοτήτων, µία οριστική ρύθµιση σε όφελος των Τσάµηδων παρέµεινε

ανέφικτη, όχι µόνο επειδή υπέβοσκαν εδαφικές βλέψεις εκατέρωθεν (αλβανικές για την

Τσαµουριά, ελληνικές για τη Βόρειο Ήπειρο), αλλά και επειδή η αλβανική πολιτική

δεν µπόρεσε να χειραφετηθεί από την κηδεµονία και την καθοδήγηση της Ιταλίας, που

είχε βέβαια άλλες, ευρύτερες φιλοδοξίες.

Για την εξυπηρέτηση ποικίλων σκοπιµοτήτων, έχει καλλιεργηθεί ο µύθος ότι το

ελληνικό κράτος τάχα δεν αναγνώρισε ποτέ την ύπαρξη των Σλάβων της Μακεδονίας,

Page 20: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

20

ούτε τα δικαιώµατά τους ως µειονότητας. Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Μέχρι

το 1930, η Ελλάδα έδειξε επανειληµµένα την προθυµία της να τους αναγνωρίσει, είτε

ως Βουλγάρους (το 1919 µε τη σύµβαση εθελοντικής µετανάστευσης και ξανά το 1924

µε το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ), είτε ως Σλαβοµακεδόνες (το 1925 µε το

Abecedar), είτε και ως Σέρβους (το 1926 από τον Πάγκαλο).

Η ίδια προθυµία διακατείχε και τον ίδιο τον Βενιζέλο από το 1928. Το 1930, ωστόσο,

αναγκάστηκε πλέον να διαπιστώσει την ύπαρξη πλήρους αδιεξόδου. Οποιαδήποτε

κίνηση εκ µέρους του ελληνικού κράτους, ιδίως στο κρίσιµο πεδίο της µειονοτικής

εκπαίδευσης, θα έστρεφε εναντίον του είτε τη Βουλγαρία (αν δεν γινόταν στα

βουλγαρικά), είτε τη Γιουγκοσλαβία (αν δεν γινόταν στα σερβοκροατικά), είτε και τις

δύο—αν τυχόν γινόταν σε τοπικό ιδίωµα (όπως ακριβώς συνέβη µε το Abecedar). Στην

τελευταία µάλιστα περίπτωση, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία θα µπορούσαν ακόµη

και να απειλήσουν από κοινού την Ελλάδα (όπως δηλώθηκε ωµά από τους

Γιουγκοσλάβους το 1924). Κατά συνέπεια, ήταν προτιµότερο για την Ελλάδα να µην

κάνει απολύτως τίποτε.20

Το αδιέξοδο οφειλόταν προπαντός στη στάση της Γιουγκοσλαβίας. Στο δικό της

κοµµάτι της οθωµανικής Μακεδονίας (38 % του συνόλου), κατοικούσε συµπαγής

σλαβικός πληθυσµός, που η ίδια επιχειρούσε τότε να «εκσερβίσει» καταναγκαστικά.

Οποιαδήποτε αναγνώριση των Σλάβων της ελληνικής Μακεδονίας, είτε ως

Βουλγάρων, είτε ως ιδιαίτερης εθνότητας, συνιστούσε απειλή για την εδαφική

ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας—απειλή έµµεση, αλλά απείρως µεγαλύτερη από ό,τι

ίσχυε για την Ελλάδα (λόγω της προσφυγικής εγκατάστασης στο δικό της κοµµάτι της

οθωµανικής Μακεδονίας).

Και αν ακόµη η Ελλάδα επέλεγε να αγνοήσει τα γιουγκοσλαβικά συµφέροντα και τις

γιουγκοσλαβικές αντιδράσεις (όπως έκανε απερίσκεπτα ο Ν. Πολίτης το 1924), και

πάλι απουσίαζαν οι προϋποθέσεις µίας αξιόπιστης και οριστικής συνεννόησης µε τη

Βουλγαρία. Η Βουλγαρία δεν εννοούσε να εγκαταλείψει την απροκάλυπτα

«αναθεωρητική» στάση της, την άρνηση δηλ. να αποδεχθεί τα τετελεσµένα του Α΄

Παγκοσµίου Πολέµου. ∆ιατηρούσε βλέψεις ακόµη και στην ελληνική Θράκη.

Εξάλλου, δεν απέµενε πλέον ελληνική µειονότητα στη Βουλγαρία, ώστε να υπάρχει,

έστω, η υλική βάση µιας ισορροπίας, µε «αµοιβαία οµηρία» των εκατέρωθεν εθνικών

µειονοτήτων (όπως µε την Τουρκία και την Αλβανία).

20 Βενιζέλος προς Υπουργό Εξωτερικών Α. Μιχαλακόπουλο, 23 Νοεµβρίου 1930, ΑΕΒ φάκ. 283.

Page 21: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

21

Πάντως, το αδιέξοδο δεν επήγαζε µόνο από τα αντίθετα συµφέροντα τριών εθνικών

κρατών. Στο τρίγωνο των σχέσεων Ελλάδας, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας,

παρεµβαλλόταν ένας κατεξοχήν ανεξέλεγκτος και αποσταθεροποιητικός παράγοντας: η

Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), µε τις πρωτεϊκές

µεταµορφώσεις της. Στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία ο παράγοντας αυτός είχε

ασύγκριτα µεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι στην Ελλάδα. Στη Βουλγαρία ιδίως, η

ΕΜΕΟ υπήρξε για µεγάλο διάστηµα αληθινό «κράτος εν κράτει» (προπαντός στο

βουλγαρικό κοµµάτι της οθωµανικής Μακεδονίας). Πέρα από τον επηρεασµό των

εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων (µε κορυφαία στιγµή την ανατροπή και δολοφονία

του πρωθυπουργού Σταµπολίνσκι το 1923), εύγλωττο δείγµα του αποσταθεροποιητικού

δυναµικού της ΕΜΕΟ προσφέρουν οι επιδροµές κοµιτατζήδων στο ελληνικό έδαφος,

που εξώθησαν τον Πάγκαλο να εισβάλει στη Βουλγαρία το 1925, προκαλώντας την

καταδίκη της ΚτΕ. Ότι δεν έγινε τότε ελληνοβουλγαρικός πόλεµος οφείλεται

περισσότερο στον αφοπλισµό της Βουλγαρίας (µε βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ). Όταν

τελικά διαλύθηκε η ΕΜΕΟ το 1934, πήρε αµέσως τη θέση της, ως ακόµη πιο

αποσταθεροποιητικός παράγοντας, η κοµµουνιστική ΕΜΕΟ (Ενωµένη), που είχε

ιδρυθεί το 1925. Η σύνδεση του Μακεδονικού ζητήµατος µε το φάσµα της

κοµµουνιστικής ανατροπής εύλογα προκάλεσε πρόσθετη γενικευµένη ανασφάλεια (και

απηνή καταστολή) και στα τρία εµπλεκόµενα κράτη.

Με τις συνθήκες αυτές, γίνεται τελικά κατανοητό ότι οποιαδήποτε αναγνώριση

σλαβικής µειονότητας εκ µέρους της Ελλάδας δεν µπορούσε παρά να πυροδοτήσει

απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες παρενέργειες. Όπως έγραφε επιγραµµατικά ο

νοµάρχης Φλωρίνης Π. Καλλιγάς στον Βενιζέλο το 1930, θα ισοδυναµούσε µε

απόσπαση του νοµού του από το ελληνικό κράτος.21

Στην περίπτωση του σλαβικού πληθυσµού, ο συνωστισµός και ο αδυσώπητος

ανταγωνισµός των αυτόκλητων προστατών του οδηγούσε την ελληνική πολιτική σε

αδιέξοδο. Εντελώς αντίστροφα, κανένα γειτονικό (ή άλλο) κράτος δεν διεκδικούσε

τους Σεφαραδίτες Εβραίους και την προστασία τους ως µειονότητας. Αυτό εξηγεί

γιατί η αντιπαράθεσή τους µε τους πρόσφυγες αφέθηκε να πάρει εκρηκτικές και

τελικά ανεξέλεγκτες διαστάσεις (το 1931), που θα ήσαν αδιανόητες σε κάθε άλλη

περίπτωση εθνικής µειονότητας. ∆εν κινδύνευαν, στην περίπτωση αυτή, οι σχέσεις

της Ελλάδας (ή ακόµη και η ειρήνη) µε όµορο κράτος.

21

Νοµάρχης Φλωρίνης Π.Καλλιγάς προς Βενιζέλο, Αρ.Πρωτ.3394, 26 Φεβρουαρίου 1930, ΑΕΒ φάκ.

107.

Page 22: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

22

Οι πιέσεις του διεθνούς (και ιδίως του αµερικανικού) εβραϊσµού, στις οποίες και ο

Βενιζέλος και οι κορυφαίοι βενιζελικοί ήσαν οπωσδήποτε ευαίσθητοι, δεν

µπορούσαν (τότε) να υποκαταστήσουν την προστασία µίας διακρατικής

συνεννόησης. Σε κατώτερα επίπεδα, εντός και εκτός κρατικού µηχανισµού, δεν ήσαν

ούτε κατανοητές, ούτε καν αποδεκτές.

Η απουσία ενδιαφερόµενου κράτους ισοδυναµούσε, σε τελευταία ανάλυση, και µε

την έλλειψη συνοµιλητή αξιόπιστου ή πάντως παραδεκτού από τη βενιζελική πλευρά.

Η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας δεν ήταν, όπως φαίνεται, σε θέση να τη δεσµεύσει

µε οριστικό τρόπο, εξαιτίας των σφοδρών ανταγωνισµών και αντιπαραθέσεων στο

εσωτερικό της. Επιπλέον, η σιωνιστική της πλειοψηφία αξίωνε ουσιαστικά και

κάποτε απερίφραστα καθεστώς εθνικής µειονότητας. Αυτό όµως δεν µπορούσε να

γίνει αντικείµενο διαπραγµάτευσης από τη βενιζελική πλευρά, απευθείας µάλιστα µε

έλληνες υπηκόους και χωρίς να υπάρχει ενδιαφερόµενο κράτος.

Ο ορθολογισµός και τα όριά του

Και στο ζήτηµα των µειονοτήτων, υπήρξε ανεπανάληπτος ο ορθολογισµός και ο

ρεαλισµός της βενιζελικής πολιτικής—και του Βενιζέλου προσωπικά. Κατεξοχήν

δείγµα αυτής της ορθολογικής και ρεαλιστικής προσέγγισης υπήρξε η πρώιµη

προθυµία του Βενιζέλου να αποδεχθεί την ανταλλαγή πληθυσµών ως ριζική µέθοδο

επίλυσης των σχετικών ζητηµάτων, ήδη από το 1914 (µε την Τουρκία). Προτείνοντας

το 1919 την εθελοντική ανταλλαγή µε τη Βουλγαρία, προσδιόρισε απερίφραστα το

ζητούµενο, που είναι βέβαια ο ιδανικός στόχος του εθνικισµού γενικά: «η

συγκέντρωσις εις τα αυτά εδάφη των οµοφύλων ... η κατά το δυνατόν υπαγωγή εις

έκαστον κράτος αµιγών πληθυσµών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα».22

Μετά τη

Μικρασιατική Καταστροφή, ο Βενιζέλος έσπευσε ανενδοίαστα να αναλάβει

προσωπικά τη βαρύτατη ευθύνη της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσµών

(µολονότι προέβλεπε τότε ότι οι πρόσφυγες θα τον «αναθεµατίσουν»). Στη συνέχεια,

ορθολογισµός και ρεαλισµός χαρακτήρισαν την κοσµογονία της προσφυγικής

αποκατάστασης µέχρι την τελευταία της λεπτοµέρεια (παρά τα επιµέρους λάθη και τα

κενά).

Είχε βέβαια κάποια ανυπέρβλητα όρια ο ορθολογισµός και ο ρεαλισµός της

βενιζελικής πολιτικής (και του Βενιζέλου), µε ανυπολόγιστο κόστος για το ελληνικό

22 ∆ιβάνη, σ. 58.

Page 23: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

23

κράτος στη µακρά διάρκεια. Για να παραµείνει το Οικουµενικό Πατριαρχείο στην

Ισταµπούλ, δηλ. σε διηνεκή «αιχµαλωσία» (κατά την έκφραση του Στήβεν

Ράνσιµαν), έµειναν Έλληνες στην Τουρκία και Τούρκοι στην Ελλάδα—σε ευθεία

αντίφαση µε τη λογική της ανταλλαγής και µε το διακηρυγµένο στόχο της να

εξαλείψει τις εστίες µελλοντικών προστριβών. Για τον ίδιο πάντα λόγο, έγιναν στη

συνέχεια µη αναστρέψιµες παραχωρήσεις στην Τουρκία σχετικά µε τους Τούρκους

της Θράκης, χωρίς να διασφαλίζεται η αµοιβαιότητα, όπως αποδείχθηκε. Εξάλλου,

µολονότι εξαιρέθηκαν οι Τσάµηδες από την ανταλλαγή µε την Τουρκία, παρέµεινε

αδιανόητη η ανταλλαγή τους µε τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Αυτή η

ανταλλαγή, ωστόσο, θα συνιστούσε τη λογική κατάληξη και την τελείωση της

διαδικασίας που οραµατιζόταν και δροµολογούσε ο Βενιζέλος το 1919.

Η υπονόµευση της βενιζελικής πολιτικής

Η βενιζελική πολιτική για τις µειονότητες, όπως περιγράφηκε σε γενικές γραµµές,

αναµφίβολα υπονοµεύθηκε στην εφαρµογή της από τις αποκλίνουσες αντιλήψεις των

διαφόρων κρατικών υπηρεσιών και τις αντίστοιχες συµπεριφορές των εκτελεστικών

τους οργάνων. Ήταν όµως µοιραίο κάθε υπηρεσία (εποικισµός, εκπαίδευση, στρατός,

χωροφυλακή) να έχει τη δική της οπτική, ανάλογα µε την ιδιαίτερη αποστολή της και

την ιδιαίτερη αντίληψη αυτής της αποστολής. Όπως έγραφε ο Γενικός ∆ιοικητής

Ηπείρου Α. Καλεύρας στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1930: «Ο αξιωµατικός της

χωροφυλακής είχεν ιδίαν εθνικήν πολιτικήν. Αι τοπικαί στρατιωτικαί αρχαί είχον

ωσαύτως ιδίαν εθνικήν πολιτικήν, ως επίσης οι εκπαιδευτικοί και οι εποικιστικοί

υπάλληλοι.»23

Απέµενε λοιπόν στους εκάστοτε εκπροσώπους της κυβέρνησης (γενικούς διοικητές,

νοµάρχες και επάρχους) το σισύφειο έργο του συντονισµού και της χαλιναγώγησης.

Από το 1928, τη γενική εποπτεία ανέλαβε προσωπικά ο Βενιζέλος. Μία από τις

πρώτες καινοτοµίες του, µετά την επάνοδό του στην εξουσία, υπήρξε η δηµιουργία,

στο πλαίσιο του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, ειδικού Γραφείου

Μειονοτήτων, µε επικεφαλής τον Κ. Στυλιανόπουλο. Η υπηρεσία αυτή πρόσφερε

πολύτιµο έργο, τόσο στη συλλογή πληροφοριών όσο και στην επεξεργασία

προτάσεων.

23 ∆ιβάνη, σ. 247.

Page 24: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

24

Η πολιτική του Βενιζελισµού για τις µειονότητες αναµφίβολα υπονοµεύθηκε επίσης

από το ανεξέλεγκτο αντιµειονοτικό µένος των οπαδών του και ιδίως των προσφύγων,

στο µέτρο µάλιστα που µπορούσαν να υπολογίζουν (µέχρι το 1933) στη µεροληπτική

υποστήριξη των τοπικών κρατικών οργάνων. Το πιο ακραίο παράδειγµα προσφέρει η

αντιπαράθεση των βενιζελικών της Θεσσαλονίκης µε τους Εβραίους την περίοδο

1931-33 (από τον εµπρησµό του Κάµπελ µέχρι και την επαναληπτική εκλογή). Ούτε

ο ίδιος ο Βενιζέλος µπόρεσε τότε να ελέγξει τους τοπικούς εκπροσώπους και

υποστηρικτές του. Του αρνήθηκαν ακόµη και το (αυτονόητο) δικαίωµα να

συµπεριλάβει στον επίσηµο συνδυασµό υποψήφιο της επιλογής του (δηλ. Εβραίο

οπαδό της αφοµοίωσης).

Τέλος, η βενιζελική πολιτική για τις µειονότητες υπονοµεύθηκε επίσης από τον

κοµµατικό ανταγωνισµό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην απόγνωσή τους, νοµάρχες ή

άλλοι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους σε ευαίσθητες περιοχές συχνά διατύπωναν

την ευχή να υπάρξει τοπική εκεχειρία µεταξύ των ελληνικών κοµµάτων, ώστε να

παρουσιάζονται στις µειονότητες µε ενιαίο πρόσωπο, αντί να ψηφοθηρούν σε βάρος

της κρατικής πολιτικής.24

Κάτι τέτοιο όµως ήταν αδιανόητο για τον Αντιβενιζελισµό

και, ακόµη πιο αυτονόητα, για το ΚΚΕ. Και οι δύο πόλοι, µολονότι διαµετρικά

αντίθετοι κατά τα άλλα, ενσάρκωναν στο Μεσοπόλεµο µία κοινή κατά βάθος

υπόσχεση: ότι τα τετελεσµένα της προσφυγικής αποκατάστασης µπορούσαν ακόµη να

ανατραπούν, σε όφελος των µειονοτήτων. Επρόκειτο, τελικά, για ένα όνειρο

ολοκληρωτικής ακύρωσης της βενιζελικής πολιτικής.

4. Ο αλλοεθνής ως διαιτητής

Για ένα εθνικό κράτος, αποτελεί αφόρητο οξύµωρο να παίζουν αλλοεθνείς

ρυθµιστικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του—ακόµη κι αν είναι πολίτες του.

Ανεξάρτητα από συνταγµατικές θεωρίες και ρυθµίσεις, πρόκειται τελικά για

αξεπέραστο πολιτικό όριο στην ανοχή και την ενσωµάτωση εθνικών µειονοτήτων.

Το οξύµωρο παρουσιάστηκε ξαφνικά στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, τις πρώτες

που διενεργήθηκαν στις Νέες Χώρες µετά την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Στη

Μακεδονία, ο Αντιβενιζελισµός κέρδισε τότε όλες σχεδόν τις έδρες (69 σε σύνολο 74)

χάρη στη µαζική ψήφο Τούρκων, Σλαβοφώνων (δηλ. και Βουλγάρων), καθώς και

Σεφαραδιτών Εβραίων. Η αποχή των Φιλελευθέρων από τις επόµενες εκλογές, το

24

Π.χ. Νοµάρχης Φλωρίνης Β. Μπάλκος προς Βενιζέλο, 30 Ιανουαρίου 1931, ΑΕΒ φάκ. 108. Πρβλ.

∆ιβάνη, σσ. 335-336.

Page 25: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

25

∆εκέµβριο του 1915, αύξησε ακόµη περισσότερο το εκλογικό βάρος των µειονοτήτων

και τη δυνατότητα εκπροσώπησής τους. Ήταν η µόνη φορά που οι Τσάµηδες µπόρεσαν

να εκλέξουν δύο βουλευτές (στο νοµό Πρεβέζης).

Τη στιγµή που κρινόταν αν η Ελλάδα θα πολεµήσει την Τουρκία και τη Βουλγαρία,

συνιστούσε ασφαλώς υπέρτατη ειρωνεία να ψηφίζουν συµπαγείς µάζες Τούρκων και

Βουλγάρων στις ελληνικές εκλογές. Όπως έγραφε τότε ο Γ. Παπανδρέου, η υποστήριξή

τους στον Αντιβενιζελισµό αποδείκνυε «καταφώρως ότι η ακολουθουµένη πολιτική,

ικανοποιούσα τους κληρονοµικούς εχθρούς, αντιστρατεύεται προς τα συµφέροντα του

έθνους». Για τους Σεφαραδίτες Εβραίους και τους Τσάµηδες (στο µέτρο που αυτοί δεν

ταυτίζονταν µε την Τουρκία), ήταν επίσης πρόδηλο ότι ο Βενιζέλος αποτελούσε τον

πιο επίφοβο και ανεπιθύµητο εκφραστή του ελληνικού εθνικισµού.

Το Μάϊο του 1915, οι Φιλελεύθεροι µπορούσαν ακόµη να αντισταθµίσουν την

απώλεια της Μακεδονίας χάρη στην πλειοψηφία που διατηρούσαν στην Παλαιά

Ελλάδα. Τον επόµενο ∆εκέµβριο, η αποχή τους προεξοφλούσε το εκλογικό

αποτέλεσµα. Εντελώς διαφορετική ήταν η κατάσταση στις µοιραίες εκλογές της 1ης

Νοεµβρίου 1920. Και πάλι ο Αντιβενιζελισµός κέρδισε 69 από τις 74 έδρες της

Μακεδονίας χάρη στην ψήφο των µειονοτήτων. Αυτή τη φορά, όµως, οι 69

µακεδονικές έδρες αρκούσαν πλέον για να εξασφαλίσουν οριακή πλειοψηφία των

Φιλελευθέρων (µετά την απώλεια της Παλαιάς Ελλάδας). Αν τις είχαν κερδίσει όλες,

θα είχαν 187 σε σύνολο 369 εδρών. Κατά συνέπεια, η τελική έκβαση των εκλογών

µπορούσε να αποδοθεί και στην ψήφο των µειονοτήτων (αθροιστικά).

Σε εφαρµογή του άρθρου 7 της σύµβασης των Σεβρών για την προστασία των

µειονοτήτων στις Νέες Χώρες, οι Φιλελεύθεροι είχαν ήδη ψηφίσει συνταγµατική

διάταξη που επέτρεπε τη σύσταση χωριστών «εκλογικών συλλόγων» για τους

Τούρκους και τους Σεφαραδίτες Εβραίους. ∆εν πρόλαβαν να την εφαρµόσουν στις

εκλογές της 1ης Νοεµβρίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ωστόσο, µία από

τις πρώτες εξαγγελίες της λεγόµενης Επανάστασης του 1922 ήταν ότι οι

µουσουλµάνοι Μακεδονίας και Θράκης θα ψήφιζαν εφεξής χωριστά, για 19 έδρες.

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσµών, οι βουλευτικές έδρες περιορίστηκαν σε

τέσσερις για τους µουσουλµάνους της Θράκης (ενώ στους Εβραίους της

Θεσσαλονίκης αναλογούσαν τέσσερις έδρες το 1923 και δύο στη συνέχεια).

Μετά την πρώτη εφαρµογή το 1923, οι χωριστοί εκλογικοί σύλλογοι δεν ίσχυσαν το

1926, ούτε προβλέφθηκαν στο Σύνταγµα του 1927. Τους επανέφερε όµως ο

Βενιζέλος το 1928 και ίσχυσαν µέχρι και τις εκλογές του 1933. Αποτελούσαν

Page 26: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

26

πράγµατι εγγύηση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των δύο µειονοτήτων, σε

(µερική έστω) εφαρµογή της σχετικής σύµβασης των Σεβρών. Ταυτόχρονα,

αποτελούσαν εγγύηση για τους βενιζελικούς ότι το «άγος» του 1920 δεν µπορούσε

πλέον να επαναληφθεί. Οι δύο µειονότητες δεν θα ήσαν πλέον σε θέση να κρίνουν

περισσότερες έδρες από εκείνες που τους αναλογούσαν.

Η εγγύηση αυτή κατέρρευσε ξαφνικά όταν καταργήθηκε ο εκλογικός σύλλογος των

Εβραίων µετά την εκλογική επικράτηση του Αντιβενιζελισµού, το Μάρτιο του 1933,

και ορίστηκε επαναληπτική εκλογή για το σύνολο του νοµού Θεσσαλονίκης στις 2

Ιουλίου. Με βάση τα τοπικά εκλογικά αποτελέσµατα του Μαρτίου και χάρη στο

πλειοψηφικό σύστηµα, η κυβέρνηση Τσαλδάρη υπολόγιζε βάσιµα ότι θα κέρδιζε και

τις 20 έδρες του νοµού Θεσσαλονίκης χάρη στις εβραϊκές ψήφους. Με τις 20

επιπλέον έδρες στη Βουλή, θα αχρήστευε τη βενιζελική πλειοψηφία της Γερουσίας,

αποκτώντας πλειοψηφία στις κοινές συνεδριάσεις των δύο νοµοθετικών σωµάτων,

δηλ. πλήρη ελευθερία όχι µόνο στη νοµοθεσία, αλλά και στην εκλογή Προέδρου της

∆ηµοκρατίας, καθώς και στην περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγµατος. ∆εν

επρόκειτο, λοιπόν, για εκλογική αναµέτρηση τοπικού ενδιαφέροντος. Περίπου 6.000

εβραϊκές ψήφοι ήσαν σε θέση να ανατρέψουν το συσχετισµό δυνάµεων σε εθνική

κλίµακα, σαρώνοντας τις τελευταίες θεσµικές εγγυήσεις που απέµεναν στους

βενιζελικούς (χάρη στον έλεγχο της Γερουσίας), µετά µάλιστα την άγρια δολοφονική

απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στις 6 Ιουνίου.

Από τη σκοπιά του βενιζελικού εθνικισµού, επρόκειτο για εφιαλτική αναβίωση του

τραύµατος του 1920, αφού αλλοεθνείς θα έκριναν ξανά την τύχη της χώρας. Πέρα και

πάνω από τον αντισηµιτικό φανατισµό των προσφύγων και των άλλων βενιζελικών

της Θεσσαλονίκης (χάρη στον οποίο κέρδισαν τελικά την επαναληπτική εκλογή), το

γενικότερο ζήτηµα του «αλλοεθνούς ως διαιτητή» έγινε σύνθηµα του πολιτικού

αγώνα των βενιζελικών για δύο σχεδόν χρόνια, µέχρι το Κίνηµα του 1935.

Αυτό εξηγεί και την οξύτητα µε την οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος επιτέθηκε στους

Εβραίους της Θεσσαλονίκης, µετά την εκλογή (χωρίς δηλ. να προσδοκά άµεσο

εκλογικό όφελος). Η άρνηση της αφοµοίωσης και η ταυτόχρονη άρνηση του

χωριστού εκλογικού συλλόγου εκ µέρους της εβραϊκής ηγεσίας συνιστούσε πράγµατι

µία αντίφαση εξοργιστική για τους βενιζελικούς. Ο χωριστός εκλογικός σύλλογος

ταίριαζε σε ιδιαίτερη εθνική µειονότητα, όπως ήθελαν να παραµείνουν. Η κατάργησή

του προϋπέθετε την (καταρχήν έστω) αποδοχή της αφοµοίωσης. Έτσι, ο Βενιζέλος

µπορούσε βάσιµα να τους κατηγορεί ότι, µε την κατάργηση του χωριστού εκλογικού

Page 27: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

27

συλλόγου και µε τη δεδοµένη ισορροπία δυνάµεων µεταξύ των δύο µεγάλων

παρατάξεων, είχαν επιδιώξει να παίξουν, ως εθνική µειονότητα, ρυθµιστικό ρόλο

εντελώς δυσανάλογο µε τον αριθµό τους.

Ο Βενιζέλος φρόντιζε πάντα να αντιδιαστέλλει τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης

από τους Έλληνες ισραηλίτες της Παλαιάς Ελλάδας, στους οποίους αντίθετα

αναφερόταν ως πρότυπο αφοµοίωσης. Αυτή η διάκριση, ωστόσο, δεν γινόταν από

πολλούς αντισηµίτες οπαδούς του, µε αποτέλεσµα να διαµαρτύρονται οι ισραηλίτες

υποστηρικτές του. Μολονότι ο αντισηµιτισµός της βάσης αναµφίβολα όξυνε και

χρωµάτισε την αντιπαράθεση, ανάλογη θα ήταν ασφαλώς η αντίδραση του

βενιζελικού εθνικισµού σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εθνικής µειονότητας µε

παρόµοιο ρυθµιστικό ρόλο.

5. Η στάση του Αντιβενιζελισµού

Η αρχική ταύτιση του Αντιβενιζελισµού µε τις µειονότητες, το 1915, διατηρήθηκε

για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Ακόµη και το 1934, µπορούσε αντίπαλη εφηµερίδα να

γράφει για το κυβερνών Λαϊκό Κόµµα ότι «θα ηδύνατο δικαίως να χαρακτηρίζεται

κόµµα των ξένων, αφού ανέκαθεν και συστηµατικώς έχει την προτίµησιν παντός

αλλογενούς εν Ελλάδι: Αλβανών εις τον νοµόν Ιωαννίνων, Βουλγαροµακεδόνων εις

την ∆. Μακεδονίαν, Εβραίων εις την Θεσσαλονίκην…».25

Η σταθερή ταύτιση του Αντιβενιζελισµού µε τις µειονότητες επιδέχεται πολλαπλά

επίπεδα ερµηνείας. ∆εν αρκεί µόνο το αβυσσαλέο µίσος εναντίον του Βενιζέλου και

των οπαδών του, που δικαιολογούσε τη χρήση κάθε µέσου εκ µέρους των

αντιβενιζελικών (όπως δείχνουν προπαντός οι επανειληµµένες απόπειρες δολοφονίας

του αρχηγού των Φιλελευθέρων).

Η ταύτιση µε τις µειονότητες ασφαλώς δεν ήταν απόρροια κάποιας συγκροτηµένης

ιδεολογικής θέσης ή συγκεκριµένης µειονοτικής πολιτικής, όπως αποδεικνύεται και

από το γεγονός ότι ο Αντιβενιζελισµός ουδέποτε απάντησε ουσιαστικά στις σχετικές

επικρίσεις των αντιπάλων του—ούτε τότε, ούτε στη µεταγενέστερη ιστοριογραφία.

∆εν αποτελούσε βέβαια απάντηση η συνήθης υπεκφυγή του Τσαλδάρη (το 1934) ότι

οι Τούρκοι της Θράκης και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήσαν απλώς έλληνες

πολίτες µε διαφορετικό θρήσκευµα. Μόνο για τους Σλαβόφωνους αισθάνονταν την

ανάγκη, όσοι αντιβενιζελικοί πολιτευτές στηρίζονταν στην ψήφο τους (όπως ο Φ.

25 ∆ιβάνη, σ. 335 υποσ. 87.

Page 28: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

28

∆ραγούµης ή ο Σ. Γκοτζαµάνης), να βεβαιώνουν ότι είχαν τάχα «σχεδόν όλοι»

ελληνική εθνική συνείδηση.

Ούτε, πάλι, ήταν η ταύτιση του Αντιβενιζελισµού µε τις µειονότητες απόρροια µίας

γενικά ανεκτικής νοοτροπίας. Είχαν και οι αντιβενιζελικοί τους «Εβραίους» τους—

και αυτοί ήσαν οι πρόσφυγες, ήδη από το 1916.26

Για τους πρόσφυγες ζήτησαν οι

αντιβενιζελικοί χωριστούς εκλογικούς συλλόγους, το 1924. Για τους πρόσφυγες

πρότεινε ο αντιβενιζελικός τύπος το 1933 να φορέσουν, όχι το άστρο του ∆αβίδ,

αλλά κίτρινα περιβραχιόνια, ώστε να διακρίνονται από µακριά. Τον εµπρησµό των

προσφυγικών συνοικισµών οραµατιζόταν και κάποτε πραγµατοποιούσε ο

αντιβενιζελικός όχλος µετά το 1933—σε απόλυτη αντιστοιχία µε τον εµπρησµό του

εβραϊκού συνοικισµού Κάµπελ από πρόσφυγες το 1931. Αποκορύφωµα του

αντιπροσφυγικού ρατσισµού (και πιστοποίηση της συµµετρίας) µπορεί να θεωρηθεί η

αποστροφή ενός βουλευτή Σπετσών στους πρόσφυγες συναδέλφους του, σχετικά µε

τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης: «είναι πιο ρωµηοί από σας!»27

Στο επίπεδο της νοοτροπίας, αυτό που ένωνε τον Αντιβενιζελισµό µε τις

µειονότητες (εθνικές και άλλες) δεν ήταν λοιπόν η ανεκτικότητα της διαφοράς (όπως

θα λέγαµε σήµερα), αλλά κατά βάθος η κοινή προσήλωση στο χαµένο παρελθόν και ο

αγώνας οπισθοφυλακής εναντίον των δυνάµεων που το κατέστρεψαν. «Παρελθόν»

τιτλοφορούσε χαρακτηριστικά ο Γ. Α. Βλάχος το κύριο άρθρο του την παραµονή των

εκλογών του 1926, όπου εξιδανίκευε την Ελλάδα όπως ήταν µέχρι το 1910,

καταλήγοντας: «Την Ελλάδα αυτήν κατέστρεψεν ο Ελευθέριος Βενιζέλος».28

Με

παρόµοιο τρόπο µπορούσαν να προσωποποιήσουν οι εθνικές και άλλες µειονότητες

τις δυνάµεις που κατέστρεψαν το δικό τους, κατά περίπτωση, παρελθόν. Έτσι, ο

Αντιβενιζελισµός µπορούσε να εκφράζει, ως ελάχιστος κοινός παρονοµαστής, την

αντίσταση που πρόβαλλε κάθε ιδιαιτερότητα για την επιβίωσή της, απέναντι στη

νοµοτέλεια του σύγχρονου εθνικού κράτους—όχι µόνο Σεφαραδίτες Εβραίους και

Σλαβόφωνους, αλλά και Έλληνες καθολικούς και παλαιοηµερολογίτες.

Επιπλέον, η λογική του πελατειακού συστήµατος, µε την οποία ήταν εντελώς

διαποτισµένος ο Αντιβενιζελισµός, τον καθιστούσε πρόθυµο και ικανό να προσφέρει

προστασία στις µειονότητες απέναντι στο ελληνικό κράτος, χωρίς προγραµµατικούς ή

26

Mavrogordatos, σσ. 193-207. 27

Συνεδρίαση 24ης Ιανουαρίου 1934, Εφηµερίς των Συζητήσεων, σ. 990. 28 Καθηµερινή, 5 Νοεµβρίου 1926.

Page 29: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

29

άλλους περιορισµούς. Τη σύνδεση της παράταξης µε τις µειονότητες εξασφάλιζαν

ακριβώς τα προσωπικά πελατειακά δίκτυα των τοπικών πολιτευτών της.

Τέλος, ο Αντιβενιζελισµός έµεινε εκτός εξουσίας ουσιαστικά µέχρι το 1933 (χωρίς

να υπολογίζονται οι κυβερνήσεις συνεργασίας το 1926-28, ούτε η εφήµερη

κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1932, ιδίως σε ό,τι αφορά τις µειονότητες). Είχε, κατά

συνέπεια, την πολυτέλεια της ανευθυνότητας στη διατύπωση υποσχέσεων σαν την

υπόσχεση ανατροπής των τετελεσµένων της προσφυγικής αποκατάστασης.

Μόνο µετά την άνοδο στην εξουσία το 1933 ακολούθησε αναγκαστική

προσγείωση, όταν ο Αντιβενιζελισµός βρέθηκε πλέον στη θέση (και την οπτική

γωνία) των αντιπάλων του, ως διαχειριστής των πάγιων κρατικών συµφερόντων. Το

1935 µάλιστα, αντιµετώπισε ο ίδιος για πρώτη φορά το ζήτηµα του «αλλοεθνούς ως

διαιτητή», όταν η αποχή των βενιζελικών από τις εκλογές του Ιουνίου άνοιξε το

µακεδονικό κουτί της Πανδώρας. Με το αµφίσηµο σύνθηµα «Η Μακεδονία δια τους

Μακεδόνας», η Μακεδονική Ένωση του Σ. Γκοτζαµάνη κέρδισε τότε τη µαζική

υποστήριξη των Σλαβοφώνων, σε βάρος των κυβερνητικών συνδυασµών.

Με την καίρια συµβολή του (πρώην βενιζελικού) Κονδύλη, η αυταρχική στροφή

του αντιβενιζελικού πλέον κράτους έβαλε στο στόχαστρο ιδίως τους Τσάµηδες και

τους Σλαβόφωνους, προαναγγέλλοντας όσα ακολούθησαν επί Μεταξά. Στο θεσµικό

επίπεδο, την αυταρχική στροφή συµβολίζει κατεξοχήν η µετάβαση από το Γραφείο

Μειονοτήτων του Βενιζέλου στην Υπηρεσία Αµύνης του Κράτους, που ιδρύθηκε στις

αρχές του 1936. Μεταξύ άλλων, είχε ως αποστολή «την παρακολούθησιν των πάσης

φύσεως ξένων προπαγανδών, αι οποίαι ... εµφανίζονται υπό µορφήν εθνικιστικήν,

θρησκευτικήν, εκπαιδευτικήν, γλωσσικήν, εµπορικήν κλπ.»29

6. Η συνθηµατολογία του ΚΚΕ

Από την ίδρυσή του, το 1918, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόµµα της Ελλάδος

(ΣΕΚΕ) είχε δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτηµα των εθνικών µειονοτήτων, χάρη

στη διεθνιστική ιδεολογία και τη συνακόλουθη απόρριψη του ελληνικού εθνικισµού

που εκπορευόταν ιδίως από την εβραϊκή Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης—τη

σηµαντικότερη και ασφαλώς µαζικότερη από τις ιδρυτικές του συνιστώσες.

Η µεταµόρφωση και µετονοµασία του σε Κοµµουνιστικό Κόµµα της Ελλάδας

(Ελληνικό Τµήµα της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς) το 1924 συνεπαγόταν, πάντως, µία

29 ∆ιβάνη, σσ. 255 και 345.

Page 30: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

30

ποιοτική µεταβολή. Το ΚΚΕ (ΕΤΚ∆) υποχρεώθηκε να ασπαστεί την πολιτική της

∆ιεθνούς στο «εθνικό» ζήτηµα, που απηχούσε τις απόψεις των Βουλγάρων

κοµµουνιστών, αλλά επιβλήθηκε από τους Σοβιετικούς τόσο στους Έλληνες όσο και

στους Γιουγκοσλάβους κοµµουνιστές. ∆ιακηρυγµένος στόχος της πολιτικής αυτής

ήταν να ακυρώσει το µοίρασµα της Μακεδονίας µεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας

και Βουλγαρίας, αλλά και το µοίρασµα της Θράκης µεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και

Βουλγαρίας. Συνοψιζόταν σε δύο συνθήµατα: «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία»

και «ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη». Από το δεύτερο, ιδίως, φαίνεται αµέσως πόσο

σαθρή ήταν η βάση της. Αν στη Μακεδονία υπήρχαν οι Σλαβοµακεδόνες, που

µπορούσαν επιτέλους να θεωρηθούν ιδιαίτερος «Μακεδονικός λαός», στη Θράκη δεν

υπήρχε απολύτως τίποτε που να µπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερος «Θρακικός λαός».

Φαίνεται επίσης πόσο η πολιτική αυτή υπηρετούσε ειδικά τις βουλγαρικές εθνικές

βλέψεις, που δεν περιορίζονταν στη Μακεδονία (όπως οι λανθάνουσες

γιουγκοσλαβικές), αλλά περιλάµβαναν και τη Θράκη.

Με την επέµβαση της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς και το διορισµό νέας ηγεσίας υπό

το Νίκο Ζαχαριάδη το 1931, εγκαινιάστηκε η πιο ακραία φάση της συνθηµατολογίας

του ΚΚΕ. Το ∆εκέµβριο του 1931, η 4η Ολοµέλεια τόνιζε ότι: «Η Ελλάδα είναι

κράτος ιµπεριαλιστικό, που κατέκτησε δια της βίας ολόκληρες περιφέρειες

κατοικηµένες από άλλες εθνότητες (Μακεδονία και Θράκη), που τις καταπιέζει και τις

υποβάλλει σε µια αποικιακή εκµετάλλευση, που καταδιώκει και εξοντώνει τις εθνικές

µειονότητες (Εβραίοι)».30

Μόνο η γενικότερη στροφή του κόµµατος, µετά το Κίνηµα του 1935 και µετά το 7ο

Συνέδριο της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς, οδήγησε σε αλλαγή συνθηµατολογίας, που

εγκρίθηκε από το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (ΕΤΚ∆), το ∆εκέµβριο του 1935. Μετά την

όψιµη «ανακάλυψη» ότι ο πληθυσµός στο ελληνικό κοµµάτι της Μακεδονίας ήταν

πλέον στην πλειοψηφία του ελληνικός, το νέο σύνθηµα ήταν «πλέρια ισοτιµία στις

µειονότητες». Η ίδια όµως απόφαση κατέληγε ότι «τελικά και οριστικά το µακεδονικό

ζήτηµα θα λυθεί αδελφικά µετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια που θα

σκίσει τις άτιµες συνθήκες της ανταλλαγής των πληθυσµών... Μόνον τότε ο

Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση».31

∆εν επρόκειτο λοιπόν για οριστική και αµετάκλητη εγκατάλειψη της µέχρι τότε

πολιτικής του ΚΚΕ, όπως νοµίζεται. Όσοι πίστεψαν και υποστήριξαν το αντίθετο

30

Επίσηµα Κείµενα, τ. 3ος, σ. 326. 31 Επίσηµα Κείµενα, τ. 4ος, σ. 297.

Page 31: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

31

ανακλήθηκαν στην τάξη αµέσως µετά τις εκλογές, τον Ιανουάριο του 1936, όταν η

Κεντρική Επιτροπή καταδίκασε τις «θεωρίες ότι η Μακεδονία γένηκε ελληνική» σαν

«δεξιά οππορτουνιστική διαστρέβλωση της κοµµατικής γραµµής».32

Πολλοί έχουν λόγους να υποβαθµίζουν την πολιτική του ΚΚΕ για «ενιαία

ανεξάρτητη» Μακεδονία και Θράκη, σαν δυσάρεστη «λεπτοµέρεια». Όπως, όµως,

δείχνει το τελευταίο περιστατικό, η πολιτική του ΚΚΕ στο «εθνικό» ζήτηµα ήταν

τόσο γνωστή (και τόσο επιζήµια για το κόµµα), ώστε είχαν λόγο και κίνητρο τα

κατώτερα στελέχη να διαλαλήσουν µέχρις υπερβολής («οππορτουνιστικής

διαστρέβλωσης») την αλλαγή συνθήµατος. Άλλωστε, η πολιτική του ΚΚΕ είχε γίνει

πασίγνωστη χάρη στις διώξεις στελεχών, µελών και οπαδών του µε την κατηγορία

ότι επιδίωκαν «την απόσπασιν µέρους εκ του όλου της Επικρατείας», σύµφωνα µε

τον ορισµό του «ιδιώνυµου» το 1929. Παραπέµποντας στην αρχέγονη έννοια της

εσχάτης προδοσίας, η κατηγορία αυτή υπήρξε κατεξοχήν κατανοητή στους πολλούς,

χωρίς να υπάρχει πειστική αντίκρουση.

Μένει να εξεταστεί κατά πόσο η πολιτική αυτή είχε απήχηση στους άµεσα

ενδιαφερόµενους, δηλ. στις ίδιες τις εθνικές µειονότητες. Αφού δεν υπήρχε

«Θρακικός λαός», µόνος αποδέκτης ήσαν ουσιαστικά οι Σλαβοµακεδόνες. Μία

µειοψηφία τους πράγµατι υποστήριξε το ΚΚΕ από το 1926. Αυξήθηκε όµως

σηµαντικά το 1935-36, χάρη και στην παράλληλη δράση της κοµµουνιστικής ΕΜΕΟ

(Ενωµένης), παίρνοντας το χαρακτήρα «λανθάνουσας εθνοτικής χειραφέτησης».33

Από τις άλλες µειονότητες, Τσάµηδες και Τούρκοι ελάχιστα απασχόλησαν το ΚΚΕ,

όπως δεν το απασχόλησαν γενικά οι θρησκευτικές µειονότητες. Πολύ µεγαλύτερο

ενδιαφέρον έδειξε για τους Αρµένιους και προπαντός για τους Σεφαραδίτες Εβραίους

της Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση όµως των Εβραίων, η υποστήριξη στο ΚΚΕ

οφείλεται περισσότερο στην ταξική συνείδηση του εβραϊκού προλεταριάτου, ήδη από

την εποχή της Φεντερασιόν, παρά στην ίδια τη µειονοτική πολιτική του κόµµατος.

Αντίθετα µε την προστασία που πρόσφερε στις µειονότητες ο Αντιβενιζελισµός,

εκείνη που πρόσφερε το ΚΚΕ, µολονότι θεµελιωµένη ιδεολογικά, δεν είχε πρακτικό

αντίκρυσµα. Κατέληγε µάλιστα να αποτελεί για τους ενδιαφερόµενους

«δηλητηριασµένο δώρο», προκαλώντας βίαιες αντιδράσεις και απηνείς διώξεις. Η

σύνδεση των Εβραίων µε το ΚΚΕ τροφοδότησε τόσο τον αντισηµιτισµό όσο και τον

αντικοµµουνισµό (όπως και σε άλλες χώρες). Ακόµη πιο αρνητική για τους ίδιους

32

Ό.π., σ. 340. 33 Κωστόπουλος, σ. 152.

Page 32: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

32

υπήρξε η σύνδεση των Σλαβοµακεδόνων µε το ΚΚΕ, αφού η επίσηµη πολιτική του

φαινόταν να υπηρετεί χωριστικά τους σχέδια, σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας. Η

χωρίς διάκριση µαζική καταστολή κοµµουνιστών και Σλαβοφώνων επρόκειτο να

κλιµακωθεί επί Μεταξά.

7. Η δικτατορία του Μεταξά

Με την προστασία που εξασφάλισε στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και µε τη

γενικότερη απουσία επίσηµου αντισηµιτισµού, η δικτατορία του Μεταξά διαψεύδει την

εύκολη ταύτισή της µε το γερµανικό ναζισµό. Στο ζήτηµα αυτό, υπήρξε συνεπής µε

την παράδοση του Αντιβενιζελισµού, από τον οποίο προερχόταν. Εντελώς αντίθετα,

εξαπέλυσε πρωτοφανές κύµα τροµοκρατίας εναντίον των Σλαβοφώνων, αλλά και των

Κουτσοβλάχων και των Τσάµηδων.

Με διαταγή του Γενικού ∆ιοικητή Μακεδονίας το 1936, επιδιώχθηκε η άµεση

εξάλειψη των µη ελληνικών γλωσσικών ιδιωµάτων και προπαντός των

σλαβοµακεδονικών, µε την αστυνοµική απαγόρευση της χρήσης τους και µε την

υποχρεωτική εκµάθηση των ελληνικών από το σύνολο του πληθυσµού, σε νυκτερινά

σχολεία. Την ίδια εποχή, ο Γενικός ∆ιοικητής Ηπείρου οραµατιζόταν να διδάσκεται το

Κοράνι στα ελληνικά (για τους Τσάµηδες).34

Γίνεται εµφανής η αποµάκρυνση όχι µόνο από το φιλελευθερισµό, αλλά και από

τον ορθολογισµό της βενιζελικής περιόδου (όσο κι αν σχετικοποιηθούν). Η διεθνής

κατάσταση πράγµατι επέβαλλε προετοιµασία για το ενδεχόµενο πολέµου, ιδίως από

την πλευρά της Βουλγαρίας (αργότερα και της Αλβανίας, όταν καταλήφθηκε από την

Ιταλία). Η πολιτική αυτή όχι µόνο απαιτούσε στρατιωτική προπαρασκευή (µε την

αποπεράτωση της γραµµής Μεταξά, άλλα οχυρωµατικά έργα, εξοπλισµούς, επιτελικά

σχέδια κ.ο.κ.), αλλά και δικαιολογούσε καταρχήν µέτρα που περιόριζαν τους

παραµεθόριους πληθυσµούς, όπως η επιτηρούµενη ζώνη, οι εκτοπίσεις ή ακόµη και

οι µετακινήσεις πληθυσµών (που προτάθηκαν, αλλά δεν εφαρµόστηκαν).35

Ωστόσο, η υστερική επιδίωξη εξαφάνισης των «ξένων» γλωσσών από τη δηµόσια

σφαίρα δεν είχε καµµία λογική συνάφεια µε την άµυνα της χώρας. Αντίθετα, την

υπονόµευε άµεσα και έµµεσα. Η πολιτική αυτή—αν µπορεί κανείς να την ονοµάσει

έτσι—ισοδυναµούσε µε πρόωρη και βεβιασµένη οµολογία χρεωκοπίας της

αφοµοίωσης. Οι ελπίδες που το ελληνικό κράτος είχε εναποθέσει κυρίως στο

34

∆ιβάνη, σ. 257. 35 Κωστόπουλος, σ. 177.

Page 33: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

33

δάσκαλο µεταφέρονταν πλέον στο χωροφύλακα, µε την αξίωση άµεσης επίτευξης

ορατών αποτελεσµάτων. Και στο πεδίο αυτό, όπως και γενικότερα, η δικτατορία

εσήµανε προπαντός την άλογη απόπειρα οριστικής επίλυσης προβληµάτων µε την

απονοµή στα αστυνοµικά όργανα της µεθυστικής ελευθερίας να µετατρέπονται σε

τοπικούς τυράννους, ως απόλυτοι κύριοι της τύχης των πολιτών. Έτσι, για το

νοµάρχη Κοζάνης το 1937, αρκούσε η ίδρυση σταθµού Χωροφυλακής για να πάψει

«να οµιλήται σχεδόν εξ ολοκλήρου η βουλγαρική γλώσσα».36

Για τέσσερα χρόνια, η εκστρατεία για την «εκρίζωση» των µειονοτικών γλωσσών

συνοδεύτηκε από πρωτοφανή βιαιότητα και αυθαιρεσία των κρατικών οργάνων, µε

θύµατα κυρίως τους Σλαβόφωνους, αλλά και Κουτσοβλάχους. Πολιτική απόγνωσης,

εξωθούσε τα θύµατά της επίσης σε απόγνωση. Πολιτική αδιέξοδη, δεν µπορούσε εξ

ορισµού να επιτύχει κανένα οριστικό αποτέλεσµα. Αντίθετα, ήταν πρόδηλο ότι

κατασκεύαζε µαζικά εχθρούς όχι µόνο του καθεστώτος, αλλά και του ελληνικού

κράτους διαχρονικά.

Χρειάζεται να υπογραµµιστεί εδώ ότι ο Βενιζέλος είχε απορρίψει το 1931 ανάλογες

προτάσεις. Στη σχετική εισήγησή του, ο αρµόδιος σύµβουλός του Κ. Στυλιανόπουλος

τόνιζε χαρακτηριστικά (και προφητικά) ότι τυχόν απαγόρευση της σλαβοµακεδονικής

γλώσσας «θα έχη αντίκτυπον εις βάρος της εθνικής συνειδήσεως, την οποίαν οφείλοµεν

να κατακτήσωµεν υπέρ ηµών δια της χρηστής διοικήσεως και δια των λοιπών έργων

του πολιτισµού» και ότι, µε παρόµοια µέτρα, «δεν κατακτώνται ψυχαί, αλλά

δηµιουργούνται αντίπαλοι και ενυφαίνονται αγώνες αλυτρωτισµού».37

Αποκορύφωµα του παραλογισµού της δικτατορίας υπήρξε, το 1940-41, η εκτόπιση

Σλαβοφώνων ενώ τα παιδιά τους πολεµούσαν στο µέτωπο.38

Όπως έχει παρατηρηθεί,

πολύ εύστοχα, το λογαριασµό της δικτατορίας θα κληθούν να πληρώσουν πρώτα οι

ελληνικές κατοχικές αρχές και στη συνέχεια οι ελληνικές αντιστασιακές

οργανώσεις.39

8. Η δικαίωση της βενιζελικής πολιτικής

Όσα ακολούθησαν, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου και της τριπλής

κατοχής της Ελλάδας από τη Γερµανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία, δικαίωσαν

36

Ό.π., σ. 169. 37

Ό.π., σ. 137. 38

Ό.π., σ. 176. 39 Ό.π., σ. 180.

Page 34: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

34

καταρχήν την πολιτική του ελληνικού κράτους και ειδικά την πολιτική του

Βενιζελισµού στο ζήτηµα των µειονοτήτων. Πράγµατι εκδηλώθηκε µέσω των εθνικών

µειονοτήτων η αναµενόµενη απειλή κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Και πράγµατι

λειτούργησε ως ασπίδα της ελληνικής κυριαρχίας η προσφυγική εγκατάσταση, όπως

είχε επιδιωχθεί.

Στις συνθήκες της Κατοχής, οι Τσάµηδες πίστεψαν ότι µπορούσαν πλέον να

πραγµατοποιήσουν τα δικά τους αλυτρωτικά όνειρα, µε την προσάρτηση της περιοχής

τους στην Αλβανία. Το ίδιο και οι Σλαβοµακεδόνες, που στράφηκαν αρχικά προς τη

Βουλγαρία ως οµοεθνείς και, στη συνέχεια, προς τη Γιουγκοσλαβία, µε το όραµα της

χωριστής πλέον εθνότητας και κρατικής οντότητας στο πλαίσιο οµοσπονδιακού

συστήµατος. Ακόµη και η µειοψηφία των Κουτσοβλάχων, που µέχρι τότε ταυτιζόταν

µε τη Ρουµανία, έσπευσε να επωφεληθεί από την Ιταλική κατοχή και να επιδιώξει την

πραγµατοποίηση ενός ονείρου αυτονοµίας, µε τη Λεγεώνα και το λεγόµενο

Πριγκηπάτο της Πίνδου.

Θα µπορούσε ίσως να προβληθεί η αντίρρηση ότι η καταπίεση των µειονοτήτων

από το ελληνικό κράτος ήταν εκείνη που τις ώθησε να στραφούν εναντίον του όταν

βρέθηκε σε αδυναµία να αντιδράσει. Ειδικά για τους Σλαβοµακεδόνες, υποστηρίζεται

βάσιµα ότι η ακραία και βάναυση καταπίεση επί Μεταξά (που υπερακόντιζε

οτιδήποτε ίσχυσε πριν) έπαιξε καταλυτικό ρόλο για τη µετέπειτα στάση τους.

Ωστόσο, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιά ακριβώς µειονοτική πολιτική θα

µπορούσε να είχε αποτρέψει εντελώς την ανθελληνική στροφή αυτών των τριών

εθνικών µειονοτήτων. Θα τις είχε δηλ. εµποδίσει να επωφεληθούν από τη µοναδική

ιστορική ευκαιρία που πρόσφερε ο πόλεµος. Μόνο µε τους Τούρκους της Θράκης δεν

συνέβη το ίδιο, επειδή η Τουρκία έµεινε ουδέτερη.

Άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, υπήρχαν δύο αλληλένδετοι υλικοί παράγοντες που

δεν θα µπορούσαν σε καµµία περίπτωση να αγνοηθούν από τις µειονότητες: η

ιδιοκτησία της γης και η προσφυγική εγκατάσταση. Μεγάλες εκτάσεις είχαν αφαιρεθεί

από τους Τσάµηδες και τους Σλαβοµακεδόνες για να δοθούν στους πρόσφυγες, ενώ και

οι Κουτσοβλάχοι κτηνοτρόφοι είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα από την αγροτική

µεταρρύθµιση, που συρρίκνωσε τα βοσκοτόπια. Καµµία πολιτική δεν θα είχε προλάβει

να συµφιλιώσει οριστικά αυτές τις µειονότητες µε όσα είχαν βιώσει, εντελώς

πρόσφατα, ως οικονοµική καταστροφή και ως αρπαγή των πατρογονικών τους εδαφών.

Ακόµη λιγότερες αµφιβολίες δικαιολογούνται ως πρός τη δικαίωση της βενιζελικής

πολιτικής για τη µαζική προσφυγική εγκατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα, µε στόχο τον

Page 35: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

35

«εξελληνισµό» της και την εξουδετέρωση των µειονοτήτων. Στη διάρκεια της Κατοχής

(αλλά και στη συνέχεια), οι πρόσφυγες αποδείχθηκαν πράγµατι η πιο αποτελεσµατική

ασπίδα για τη διαφύλαξη της ελληνικής κυριαρχίας στις νέες τους πατρίδες, είτε

αγωνίστηκαν από τις τάξεις του ΕΑΜ, είτε από τις τάξεις αντιπάλων οργανώσεων και

οµάδων (ακόµη και εκείνων που κατέληξαν να συνεργαστούν µε τους Γερµανούς).

Και εδώ θα µπορούσε ίσως να αντιταχθεί ότι ακριβώς η σύγκρουση µε τούς

πρόσφυγες έστρεψε τις µειονότητες προς τους εχθρούς της Ελλάδας. Ωστόσο, εύκολα

µπορεί να φανταστεί κανείς τι θα εσήµαινε, στη συγκυρία της Κατοχής, η απουσία

των προσφύγων και η συνακόλουθη κατοχή της γης αποκλειστικά από γηγενείς

µειονότητες σε αρκετές περιοχές. ∆εν θα υπήρχε κανένα εµπόδιο, κανένα «αντίπαλο

δέος» για την εφαρµογή σχεδίων κάθε λογής και προέλευσης σε βάρος της εδαφικής

ακεραιότητας του ελληνικού κράτους (ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του

πολέµου).

Τέλος, ακόµη και στην ιδιαίτερη περίπτωση των Σεφαραδιτών Εβραίων,

δικαιώθηκε µε τον πιο τραγικό τρόπο η πολιτική της αφοµοίωσης που πρέσβευαν ο

Βενιζελισµός και οι οπαδοί του στο εσωτερικό της µειονότητας. Για το µεγάλο όγκο

της, την κρίσιµη ώρα, η έλλειψη αφοµοίωσης εσήµανε την απουσία όχι µόνο

πρακτικών δυνατοτήτων διαφυγής, αλλά και έµπρακτης αλληλεγγύης εκ µέρους του

χριστιανικού πληθυσµού. Εντελώς αντίθετα, στην Παλαιά Ελλάδα όχι µόνο ο

χριστιανικός πληθυσµός αλλά και οι αρχές (µε επικεφαλής την Ορθόδοξη Εκκλησία

και την Αστυνοµία Πόλεων) έκαναν το παν για να κρύψουν και να σώσουν τους

ισραηλίτες συµπολίτες τους. Η «επιταγή» της αφοµοίωσης είχε, τελικά, αντίκρυσµα

και εξαργυρώθηκε στο ακέραιο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ξενόγλωσση

Christidès, Christ[ophoros], Le camouflage macédonien à la lumière des faits et des

chiffres, Αθήνα 1949.

Constantopoulou, Photini, and Veremis, Thanos (eds.), Documents on the History of

the Greek Jews: Records from the Historical Archives of the Ministry of Foreign

Affairs, Αθήνα 1998.

Page 36: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιωνα-Επιμέλεια Χ.Χατζηιωσηφ-Οι_εθνικές_μειονότητες.pdf

36

Cowan, Jane K. (ed.), Macedonia: The Politics of Identity and Difference, Λονδίνο

2000.

Kofos, Evangelos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη 1964.

Ladas, Stephen P., The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece, and Turkey, Νέα

Υόρκη 1932.

Mavrogordatos, George Th., Stillborn Republic: Social Coalitions and Party

Strategies in Greece, 1922-1936, Μπέρκλεϊ 1983.

Ελληνική

Αβέρωφ, Ευάγγελος Α., Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήµατος, Αθήνα

1948.

Αλεξανδρής, Αλέξης κ.ά., Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, Αθήνα 1988.

Βασιλικού, Μαρία, «Η εκπαίδευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο

Μεσοπόλεµο» στον τόµο της Εταιρείας Σπουδών Ο ελληνικός εβραϊσµός

(επιστηµονικό συµπόσιο 3 και 4 Απριλίου 1998), σσ. 129-147.

Γούναρης, Βασίλης Κ., Μιχαηλίδης, Ιάκωβος ∆. και Αγγελόπουλος, Γιώργος Β.

(επιµ.), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997.

∆άγκας, Αλέξανδρος και Λεοντιάδης, Γιώργος, Κοµιντέρν και Μακεδονικό ζήτηµα:

Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Αθήνα 1997.

∆ιβάνη, Λένα, Ελλάδα και µειονότητες: Το σύστηµα διεθνούς προστασίας της

Κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα 1995.

Καρακασίδου, Αναστασία, Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870-1990, Αθήνα 2000.

Κωστόπουλος, Τάσος, Η απαγορευµένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών

διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, Αθήνα 2000.

Μιχαλόπουλος, ∆ηµήτρης, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας 1923-1928, Θεσσαλονίκη

χ.χ.

Τούντα-Φεργάδη, Αρετή, Ελληνο-βουλγαρικές µειονότητες: Πρωτόκολλο Πολίτη-

Καλφώφ, 1924-1925, Θεσσαλονίκη 1986.