58
-1- Το περιοδικόεφημερίδα του 2 ου Λυκείου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Έτος 3-Αριθ.φύλλου 3 (δεκεμβριοσ 2008) τιμή: 0€ Σε Αυτό το Τεύχος: Editorial: σελ. 2 Political Blues: σελ. 36 Κόμικς: Corey: σελ. 41 Αντιπαραθέσεις: σελ. 44 Πλους Διαδικτύου: σελ. 50 Βιβλιοπόντικας: σελ. 51 Cinema: σελ. 52 Profile: σελ. 55 Μαγειρική: σελ. 56 Α Α φ φ ι ι έ έ ρ ρ ω ω μ μ α α : : Κ Κ ά ά ν ν ε ε μ μ ι ι α α Ε Ε υ υ χ χ ή ή . . . . . . σ σ ε ε λ λ . . 3 3 - - 3 3 5 5

ελ. 3-352lyk-diap-ellin.att.sch.gr/efimerida/horis_synora.3.3.pdf · -1- Το περιοδικό–εφημερίδα του 2ου Λυκείου Διαπολιτισμικής

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • -1-

    Το περιοδικό–εφημερίδα του 2ου Λυκείου Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Έτος 3-Αριθ.φύλλου 3 (δεκεμβριοσ 2008) τιμή: 0€

    Σε Αυτό το Τεύχος:

    Editorial: σελ. 2

    Political Blues: σελ. 36

    Κόμικς: Corey: σελ. 41

    Αντιπαραθέσεις: σελ. 44

    Πλους Διαδικτύου: σελ. 50

    Βιβλιοπόντικας: σελ. 51

    Cinema: σελ. 52

    Profile: σελ. 55

    Μαγειρική: σελ. 56

    ΑΑφφιιέέρρωωμμαα ::ΚΚάάννεε μμιιαα ΕΕυυχχήή .. .. .. σσεελλ .. 33--3355

  • -2-

    Τα τέρατα δικάστηκαν με μάρτυρα την πείνα Αποκλεισμένα μια ζωή σε ακούσια καραντίνα Η απελπισιά περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες Άντε... και καλή τύχη μάγκες

    Παύλος Σιδηρόπουλος, ‘Άντε… και καλή τύχη μάγκες’

    Έχετε αντιληφθεί την αδυναμία μου στους στίχους. Η ευαισθησία των καλλιτεχνών συμπυκνώνει μέσα σε ελάχιστες λέξεις χιλιάδες μέτρα φιλμ και εκατοντάδες ώρες δημοσιογραφικού σπικάζ. Οι στίχοι αυτοί ήρθαν κι έδεσαν με ό,τι παίχτηκε γύρω μου για μέρες. Σίγουρα για τέρατα θα πρόκειται, έτσι που περιφέρονται μαυροντυμένοι και κουκουλοφόροι, έτσι που σπάνε, καίνε και καταστρέφουν. Σίγουρα δεν έχουν αγωγή, σπίτι, μάνα, δασκάλους, καλλιέργεια, παιδεία. (Σίγουρα???...)

    Αλλά εμείς; Εμείς, οι υπόλοιποι, που έχουμε(???) αγωγή, σπίτι, καλλιέργεια και παιδεία, τι κάναμε για αυτούς; Τι τους μάθαμε, τι παράδειγμα δώσαμε, τι κόσμο τους παραδίδουμε για να ζήσουν; Είναι κοινός τόπος ανάμεσα στους παιδαγωγούς, ότι τα παιδιά μαθαίνουν ό,τι ζουν. Σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι για το δημιούργημά μας. Έγιναν τα τέλεια τέκνα της κοινωνίας που τους προσφέρουμε, άδικης, βίαιης, διεφθαρμένης και αναξιοκρατικής. Και κατάλαβαν ότι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από αυτήν. Αλλά όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες: τα “τέρατα” είναι τόσο πιστά αντίγραφα του εαυτού μας, που διαπιστώνουμε ότι δεν αντέχουμε να ζούμε μαζί τους.

    Ίσως θα έμπαινα στο δίλημμα να εξετάσω την προέλευση της βίας - αν δε μου προκαλούσε τόσο αμετάκλητη ναυτία. Μόνο μία μορφή βίας βρίσκω να υπάρχει: η βία της εξουσίας – κάθε είδους. Με τη βεβαιότητα της ατιμωρησίας, η βία που ασκεί κάποιος τη στιγμή που είναι ισχυρός, πάνω σε κάποιον που είναι ανυπεράσπιστος, είναι πάντα βία της εξουσίας. Είτε προέρχεται μέσα από τον κρατικό μηχανισμό, είτε έξω από αυτόν, καταλήγει στο ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα: παραβιάζει την ελευθερία μου και πληγώνει το αίσθημά μου της δικαιοσύνης.

    Όχι ότι δεν το αξίζουμε.

    Οπλίσαμε τα χέρια ακαλλιέργητων ανθρώπων, πολύ “λίγων” για να σηκώσουν το βάρος του ρόλου τους και τους αναθέσαμε την ασφάλειά μας, ελπίζοντας(!!!) ότι δε θα μπουν στον πειρασμό να επιδείξουν την εξουσία τους. Αφήσαμε νέους ανθρώπους με δωδεκαετή εκπαίδευση αρκετά απαίδευτους (και αρκετά απελπισμένους) ώστε να ξεσπούν τυφλά, χωρίς την ηθική συγκρότηση να ξεχωρίσουν μεταξύ δικαίων και αδίκων, χωρίς την κρίση να καταλάβουν ότι προσφέρουν την τέλεια δικαιολογία για να αγνοήσουμε τη φωνή τους για μια ακόμα φορά. Γιατί το περιθώριο δεν εισακούγεται, καταστέλλεται.

    Το παιδί πήγε άδικα, φυσικά. Αν ήταν ταινία, ο αστυνομικός θα πλησίαζε να δει το θύμα του και θα διαπίστωνε ότι επρόκειτο για το ίδιο το παιδί του. Οι Ερινύες που θα τον κατέτρεχαν θα φρόντιζαν για την κάθαρση του θεατή. Η Ζωή, βέβαια, είναι πιο πεζή από την Τέχνη και το παιδί δεν ήταν δικό του (ή μήπως ήταν???…), ο ίδιος θα τιμωρηθεί, αν τιμωρηθεί, πολύ λιγότερο από τα θύματά του, νεκρά και ζωντανά, και η ζωή θα συνεχιστεί αμείλικτα κυνική, με κάποιους από τους εξεγερθέντες, σε δύο χρόνια από σήμερα, να σταυρώνουν πίσω από το παραβάν το όνομα του κοντοπατριώτη βουλευτή που σήμερα φτύνουν, γιατί έταξε στη θεία τους ότι θα γλιτώσουν τον Έβρο.

    Εκτός… εκτός αν δεν αφήσουμε (και) αυτό το θάνατο να πάει εντελώς χαμένος. …….. Σας χρωστάω το editorial για το Χριστουγεννιάτικο τεύχος. Έπρεπε να κάνω και μια ευχή… Απλά τα έφερε έτσι που οι ευχές δεν μου βγαίνουν. Θα σας το γράψω κάποια στιγμή, ένα συγκινητικό κείμενο γεμάτο γλυκερά λόγια για τη σωτηρία του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Ίσως την Άνοιξη… αν και αυτή τη στιγμή που μιλάμε μου φαίνεται τόσο, μα τόσο μακρινή…

    Όπως και να’χει, μια ευχή επιβάλλεται: Καλά Χριστούγεννα (και καλά μυαλά…) Β.Β.

  • λλοογγοοττεεχχννίίαα

    Αφιέρωμα: Κάνε μια ευχή

    -3-

  • Και από 6.12.2008, Καλά Χριστούγεννα της Λαβίνια Σέλα

    Κι εδώ βρισκόμαστε… σε μια εποχή όπου όλοι μας αναζητάμε και παλεύουμε για ένα καλύτερο κόσμο, να τι γίνεται! Σε μια στιγμή καταστρέφονται τα πάντα. Και τώρα δε μιλάω για τα μαγαζιά της Ερμού, ή για το δέντρο της πλατείας Συντάγματος… αυτά με κόπο και χρόνο φτιάχνονται. Αυτό που χάνεται είναι οι ελπίδες μας. Πώς νιώθουμε ξέροντας ότι η μάχη αυτή είναι μάταιη?

    Όπως γνωρίζουμε όλοι, το κύριο θέμα αυτές τις μέρες είναι οι αναρχικοί και οι λεηλασίες, τα ερείπια που αφήνουν πίσω τους, από όπου και να περνάνε. Δυστυχώς, δε βλέπουν τίποτε άλλο παρά το συμφέρον τους, ή μάλλον… την τρέλα τους. Κανένας δε γνωρίζει για ποιο λόγο δε σκέφτονται τις συνέπειες των πράξεών τους.

    Τέλος πάντων, επειδή το θέμα αυτού του τεύχους σχετίζεται με τα Χριστούγεννα, να πω δυο πράγματα γι’ αυτό. Έχω ακούσει πάρα πολλές απόψεις σχετικά με ό,τι συμβαίνει τώρα σε όλη την Ελλάδα. Μια από αυτές μου έκανε πραγματικά εντύπωση. Μου φάνηκε ταυτόχρονα πολύ λογική και πολύ θλιβερή… Ήταν κάπως έτσι: «Ξέρετε τι θα γίνει τώρα? Τίποτα. Σκότωσαν τον Αλέξη, θα συζητηθεί το θέμα ακόμα 2-3 βδομάδες… μετά έρχονται τα Χριστούγεννα, όλοι θα ασχοληθούν με τα δικά τους.» Οπότε… τι θα περιμένουμε? Τις γιορτές, για να ξεχνάμε.

    Σαν τελευταίο πράγμα που θέλω να επισημάνω: ελπίζω το ελληνικό κράτος να μπορέσει να αντιμετωπίσει όλες τις χειροβομβίδες που ρίχνουν αυτοί οι «επαναστάτες» και που θα ρίξει ο ελληνικός λαός, ειδικά αυτοί που είδαν τις περιουσίες τους να καίγονται μπροστά στα μάτια τους χωρίς να μπορούν να το σταματήσουν, ή αυτοί που περίμεναν τις γιορτές για να πάρουν το μισθό και το δώρο τους και που τώρα, όχι μόνο δε θα τα πάρουν, αλλά έμειναν και χωρίς ελπίδα να προοδεύσουν, γιατί έμειναν άνεργοι. Μακάρι να κατορθώσει κάποιος να σταματήσει την κατάσταση, ή τουλάχιστον να τη βελτιώσει. Αν και βέβαια θα χρειαστεί τη βοήθεια όλων μας για να επανέλθουν τα πράγματα όπως ήταν…

    -4-

  • Πόλεμος της Κατερίνας Ουκραΐντσεβα

    Φοβάμαι, αλλά δε θέλω να το δείχνω. Τρέχω. Θέλω να κρυφτώ κάπου στο σκοτάδι, αλλά παντού πέφτει το φως του ήλιου. Πριν από λίγο ήμασταν στον κεντρικό δρόμο μαζί με τα άλλα παιδιά. Κλαίγαμε, γελούσαμε, φωνάζαμε, ζούσαμε. Μερικοί φορούσαν μάσκες, κουκούλες. Έσπασαν τα μαγαζιά και τις τράπεζες.

    Ξαφνικά ο άνθρωπος απέναντι έβγαλε το όπλο και η σφαίρα μπήκε μέσα μας. ∆εν με πέτυχε, αλλά πόνεσα. Πόνεσα, γιατί είδα εσένα να πέφτεις μπροστά στα μάτια μου. Είδα τα μάτια σου και κατάλαβα ότι δε μπορούσες να παλέψεις με το θάνατο. Τα δάκρυα έτρεξαν και δε μπορούσα να τα σταματήσω. Καθόμουν δίπλα σου και κρατούσα το χέρι σου. Ποτέ δε θα σε ξεχάσω. Ποτέ… Αυτές οι αναμνήσεις με πόνεσαν. Κοίταξα γύρω μου, πήρα μια πέτρα και την πέταξα στο κοντινό μαγαζί. Έσπασε το τζάμι.

    Πριν πολεμούσα μαζί σου. Από τώρα θα πολεμάω για σένα.

    Από το φόνο μέχρι την καταστροφή της Μόνικα Μπαριακοβά

    Στις 6.12.2008 στης 9 η ώρα έγινε ένας φόνος ενός παιδιού στην πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ο δεκαπεντάχρονος μαθητής είχε βγει με τους φίλους του για να γιορτάζουν τη γιορτή του Αγ. Νικόλαου. Ο Αλέξης καθόλου δεν σκεφτόντανε ότι αυτή η νύχτα θα είναι η τελευταία του.

    Αυτή η είδηση προκάλεσε οργή στους ανθρώπους, και αυτοί ξεχύθηκαν και άρχισαν να καταστρέφουν τα πάντα στο κέντρο της Αθήνας. Σε μία νύχτα έκαψαν περίπου 200 μαγαζιά, 400 αμάξια και το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Καθώς καιγότανε το δένδρο, τραγουδούσανε το "ώ, έλατο"... Πολλοί άνθρωποι και κυρίως μαθητές και καθηγητές βγήκαν στο Σύνταγμα να διαδηλώσουν. Ταραχές έγιναν και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας και πολύ συχνά ξεσπούσαν σε πετροπόλεμο με τους αστυνομικούς.

    Κατά την γνώμη μου δεν θα έπρεπε να κάνουν έτσι οι άνθρωποι, επειδή αυτός ο μήνας είναι ο μήνας της αγάπης , λόγω Χριστουγέννων. Ξέρω ότι φταίει ο αστυνομικός επειδή δολοφόνησε το παιδί... μα οι άλλοι άνθρωποι τι φταίνε? Γιατί έπρεπε να καταστρέψουν τη δουλειά τους? Γιατί έπρεπε να πάρουν την χαρά από τους ανθρώπους? Και γιατί έπρεπε να πάρει ένας "άνθρωπος" το παιδί από μία μάνα? Δηλαδή πώς και τι Χριστούγεννα θα έχουμε εμείς? Και οι οικογένεια του Αλέξη?

    Πάντως εγώ λέω :

    MAKE PEACE, NOT WAR!!!!

    -5-

  • Του Σαββάτου η νύχτα του Αντρέι Πιντοπρίγκορα

    Από του μπάτσου τη σφαίρα, ο μικρός σκοτώθηκε

    η ελληνική σημαία με το αίμα λερώθηκε και όλη η κοινωνία εναντίον του κράτους ξεσηκώθηκε

    Μόλις στη σκοτεινιά της μέρας το φως χάθηκε με άλλο φως, της πυρκαγιάς, η Ελλάδα φωτίστηκε

    Η πορεία σαν μια ενωμένη μάζα σε όλους τους δρόμους προχώρησε και τίποτα μπροστά της δε συγχώρησε

    στην εμφάνιση ήταν όλοι ίδιοι, κανένας δεν ξεχώριζε μια μαύρη κουκούλα κι ένα κασκόλ μέχρι τη μύτη πήγαν να κάψουν των άλλων το μαγαζί και το σπίτι

    ο καθένας κρατούσε από μια πέτρα στο χέρι στο κεφάλι του μπάτσου για να τη φέρει

    Σιγά σιγά η πορεία έχει κατακτήσει όλο το κέντρο δεν σώθηκε ούτε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο

    Α ναι, πού ήταν οι μπάτσοι; Μήπως είχανε φόβο για το μικρό μην έρθουνε πάτσι;

    Βεβαίως στο τέλος όλο και κάποιος θα πει πως για όλα φταίνε οι αλλοδαποί.

    ΕΕύύχχοομμααιι…… της Κατερίνας Ουκραΐντσεβα

    Εύχομαι να αλλάξουν οι μέρες

    Εύχομαι να ζεσταθούν οι καρδιές Εύχομαι να λιώσουν οι σφαίρες Εύχομαι να σβήσουν φωτιές

    Εύχομαι να περάσει ο πόνος Εύχομαι να γιατρευτούν οι πληγές

    Εύχομαι να βρεθεί ο λόγος Για να υπάρχουν καινούργιες ευχές

    -6-

  • R.I.P. της Ντανιέλλα Μιλκάνοβα

    Το Σάββατο το βράδυ, 6 ∆εκεμβρίου 2008, ένας αστυνομικός πυροβόλησε κατά παιδιού 15 ετών εν ψυχρώ, το οποίο πέθανε σχεδόν αμέσως.

    Αυτό το εκπληκτικό γεγονός έχει επιφέρει τεράστια θλίψη όχι μόνο στην οικογένειά του και στους φίλους του, αλλά σε ολόκληρο το έθνος!

    Εγώ ένα δεν καταλαβαίνω: πώς μπόρεσε να κοιτάξει τα μάτια του παιδιού και να του φυτέψει μια σφαίρα στο στήθος!!! Υποτίθεται πως άτομα σαν και αυτόν μας προστατεύουν! Γιατί, ρε συ? Τι σου έφταιξε το παιδάκι!!!??? Άμα στην θέση σου ήταν άλλος "αστυνομικός" και στη θέση του Αλέξη το παιδί σου????? Πως τα κατάφερες? Θα το βρεις στη ζωή σου!!!!!! Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτηκες? Γιατί σας λέμε μπάτσους? Γι' αυτό ακριβώς το λόγο!!! Λέτε αλήτες εμάς, παιδιά της ηλικίας μου, αλλά οι δολοφόνοι είστε εσείς!!!!!!!!!

    ∆εν καταλαβαίνω....γιατί σκοτώσανε ένα παιδί? Γιατί χρησιμοποιούνται όπλα σε εποχή ειρηνική? Γιατί δεν μπορώ να φωνάξω το θέλω μου? Γιατί πρέπει να φοβάμαι τους ανθρώπους με στολή? Γιατί αυτοί που θα μας προστατεύανε μας απειλούν, μας τρομοκρατούν, μας οργίζουν, μας κλείνουν το στόμα, μας ρίχνουν σφαίρες? Εμείς που ετοιμαζόμαστε να κολυμπήσουμε στην κοινωνία πρέπει να μάθουμε και να φωνάζουμε και εσείς πρέπει να μας ακούσετε!!!

    Μερικοί στίχοι για ένα παλικάρι που ποτέ δεν γνώρισα αλλά είναι ένας άνθρωπος λιγότερο που θα μπορούσα να γνωρίσω...

    Μερικά λόγια που δεν εκφράζουν τον μέγιστο πόνο από μια άγνωστη που ποτέ δεν τον γνώρισε...

    Την επόμενη φορά ρίξτε στο κεφάλι, μην ματώσετε την καρδιά μας πάλι

    γιατί εκεί έχουμε τα όνειρά μας, όμως τώρα αδερφέ έφυγες από κοντά μας. Τα ήδη βρόμικα σας χέρια τα γεμίσατε με αθώο αίμα, μας προστατεύετε και καλά,

    μα αυτό είναι ψέμα... Του σβήσατε τα όνειρα μέσα σε μια στιγμή, κυλίστηκε στο αίμα μετά από μια βοή Του κλείσατε τα μάτια και το ρίξατε στη σιωπή, του κλείσατε για πάντα το στόμα

    Του ρίξατε... και τον βάλατε μέσα στο χώμα... Γεια σου αδερφέ όπου και να 'σαι...ένα βράδυ πήγες βόλτα να το θυμάσαι... Να προσέχεις όπου και να 'σαι και τους δολοφόνους να μην θυμάσαι...

    Το αίμα σου σημάδεψε για πάντα αυτό τον τόπο και ας ευχαριστήσουμε τους μπάτσους για τον δικό τους κόπο...

    Αναπαύσου εν ειρήνη μικρό μου αδερφάκι...θα μείνεις για πάντα σ' εκείνο το σοκάκι.........

    R.I.P

    -7-

  • Ας ελπίσουμε ότι η δολοφονία του 15χρονου παιδιού από τις "ειδικές αστυνομικές δυνάμεις" σε ένα έργο Καουμπόηδες-Ινδιάνοι δεν είναι η αρχή μίας νέας μορφής τάξης στη χώρα μας. Ωστόσο το γεγονός αφήνει ένα θλιβερό προαίσθημα για το μέλλον.

    Αγωνιστείτε για τα δικαιώματά σας.

    Ενημερωθείτε.

    Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως συνήθως, προσπαθούν να συγκαλύψουν την αλήθεια ή να την χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους.

    ∆ιαδώστε την αλήθεια. Το μέλλον τους δεν είναι το δικό μας.

    Συγχαρητήρια, ελληνική αστυνομία, μακάρι να ήταν γιος σας...

    μόνο τότε θα νιώθατε τον πόνο των δικών του ανθρώπων!!!

    -8-

  • ΜΙΑ ΕΥΧΗ

    της Αλίνα Γκιμελρέιχ

    Αυτή η χρονιά δεν ήταν η καλύτερη της ζωής μου. Έζησα άσχημα

    πράγματα. Έκανα λάθος επιλογές, τις οποίες πληρώνω πολύ ακριβά, και

    θα πληρώνω για πολύ καιρό ακόμα. Φέτος θα κάνω μια διαφορετική ευχή,

    ούτε καινούργιο κινητό, ούτε γόβες του Manolo Blahnik. Κλείνω τα

    μάτια μου, σφίγγω τα χείλη μου και εύχομαι αυτά τα Χριστούγεννα να

    αποκτήσω τη δύναμη, την υπομονή και την αντοχή που χρειάζομαι. Όλα

    αυτά θα με βοηθήσουν να ξεφύγω από την εμμονή που με κυνηγάει, με

    ακολουθεί βήμα προς βήμα. Τρώει την ψυχή μου, την πονάει, την

    ματώνει. Θέλω να ανοίξω τα μάτια μου και αυτή να εξαφανιστεί. Να όμως

    που αυτό δεν γίνεται. Πρέπει να έρθω αντιμέτωπη πρόσωπο με πρόσωπο με

    αυτήν. Φοβάμαι, Φοβάμαι μην τελειώσουν οι δυνάμεις μου πριν την

    νικήσω, και αναγκαστώ να πω ≪δεν μπορώ άλλο≫, και πάλι από την αρχή.

    Εύχομαι να γίνω πιο τολμηρή, πιο αποφασισμένη. Να πω “ναι” “μπορώ”.

    Και να το κάνω. Να ανοίξω επιτέλους το κλουβί στο οποίο βρίσκεται

    φυλακισμένη η ψυχή μου. Να ανοίξει τα μάτια της και να δει τον κόσμο

    και τα κόμπλεξ και τις εμμονές που δεν την αφήνουν να πετάξει. Πιστεύω

    πως θα έρθει αυτή η μέρα, που θα σταματήσω να κοιτάω πίσω μου, δεν θα

    δω το τέρας που με κυνηγάει και θα κάνω επιτέλους βήματα μπροστά.

    ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

    -9-

  • Το Μονοπάτι της Κορίνας Σκοτίδα

    Προς το παρόν ζω μια ζωή χωρίς διέξοδο. Προσπαθώ μεσ’ στις χαμένες μου σκέψεις να βρω την άπιαστη έξοδο. Ένας λόγος για τον οποίο νιώθω ένα πόνο… Ένα πόνο χαραγμένο στο στήθος μου (ρε, γ…..), είναι τόσο έντονος! Όσο και αν προσπαθώ, δεν βρίσκω τις απαντήσεις… Τις απαντήσεις για τη θεραπεία μου. Αυτά που ζω, δεν είναι ζωή… Αυτά που σκέφτομαι, δεν είναι λογικές σκέψεις. Αυτά που παθαίνω, δεν είναι απ’ τις δικές μου λανθασμένες επιλογές και πράξεις. Αν μπορούσα να ρίξω το φταίξιμο σε κάποιον, θα το έκανα… Δεν θα βρισκόμουν στην άβολη θέση να αναρωτιέμαι: Ποιος έφταιξε για τι έκανα; ή, πώς έγινε;… Είναι αλήθεια πως ο κάθε άνθρωπος πληρώνει σε κάποια φάση της ζωής του για τα σφάλματα που έχει πράξει… Ότι θα έρθει η στιγμή που θα δικαστεί για τα δικά του λάθη. Τι να πεις όμως όταν κάποιος δεν έχει ευχηθεί ποτέ το κακό σε κάποιον συνάνθρωπό του, ή δεν έχει προκαλέσει την οργή του θεού για την παραβίαση των δέκα εντολών του; Γιατί να είσαι καλός με όλους και να προσπαθείς με κάθε τρόπο να μην τους πληγώσεις;… Αυτά είναι μερικά από τα οποία κάνω… Χωρίς ανταπόκριση όμως… Μήπως, δεν το βλέπουν;… Μήπως τα δείχνω με λάθος τρόπο; Ή μήπως είμαι αρκετά αφελής για να καταλάβω επιτέλους πως έχουμε πλαστεί στη γη με σκοπό να τρώμε ο ένας τον άλλον, μόνο και μόνο για δικό μας συμφέρον, χωρίς να μας νοιάζει ποιον πληγώνουμε;… (Γιατί, Θεέ μου, έχουμε καταντήσει έτσι;…) (ζητώ μια αναγέννηση!!) Δεν είμαι πολύ έξυπνος άνθρωπος, αλλά ούτε και αναίσθητος… Είναι πράγματα που μπορώ να καταλάβω, και αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι δεν μπορείτε εσείς, που το διαβάζετε αυτό, να με βοηθήσετε. Επειδή κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει τον ίδιο τον εαυτό του πρώτα. Κανένας δεν μπορεί να δώσει τη συμβουλή του σε κάποιον που αρνείται να παραδεχτεί τα ίδια του τα λάθη. Τις απαντήσεις τις βρίσκουμε εμείς οι ίδιοι, μέσα από τις εμπειρίες, τα λάθη, τις χαρές και τη λύπη μας… Επίσης σημαντικό είναι να ανακαλύψουμε ποιοι ακριβώς είμαστε και πού στεκόμαστε. Όσον αφορά το συμπέρασμά μου, ξέρω και γνωρίζω πως θα τη βρω την άκρη μου… Όσο μακρινός και ευλύγιστος και αν είναι ο δρόμος της ζωής στον οποίο περπατάμε, στην πορεία της διαδρομής θα βρούμε τις απαντήσεις που αναζητάμε. (Ξέρω, γνωρίζω και βιώνω).

    -10-

  • “Να περνάμε καλά…” της Έλσας Αναστασοπούλου

    “Αυτό που σου εύχομαι, γιατί πιστεύω ότι έχει τη μεγαλύτερη σημασία, είναι να ξέρεις να περνάς καλά”. Το είχα πει κάποτε σε μια παρέα και με κοίταξαν, σχεδόν όλοι, αμήχανα. “Τι εννοείς; Είναι δυνατόν να σε ενδιαφέρει μόνο να περνάς καλά, χωρίς να σε νοιάζει τι νιώθουν οι άλλοι;”

    “Να σε ενδιαφέρει μόνο να περνάς καλά – αυτό είναι από τα πιο εγωιστικά πράγματα που έχω ακούσει…”

    “Γίνονται τόσο φοβερά πράγματα κι εσένα σε ενδιαφέρει η καλοπέρασή σου”, και άλλα τέτοια.

    Συνειδητοποίησα πόσες ενοχές πήγαν να μου “φορτώσουν”. Όχι ότι ήταν προσωπική επίθεση, αλλά η φράση “περνάω καλά” έπρεπε να τιμωρηθεί.

    ∆εν αναφέρθηκα στην αδιαφορία προς τους άλλους, ούτε στο να νοιάζεσαι μόνο για τον εαυτούλη σου και να αδιαφορείς για ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Όλα αυτά θεωρήθηκαν, ασυναίσθητα, ως λογική συνέχεια της φράσης μου…

    Να ξέρεις να περνάς καλά, ωστόσο, έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από τα παραπάνω. ∆ε νομίζω ότι νιώθει πραγματικά καλά ένας άνθρωπος που ζει μίζερα (με ή χωρίς χρήματα), που δεν ξέρει ποια είναι η κοινωνική πραγματικότητα και πώς να συμμετέχει σ’ αυτή έχοντας πάντα ανοιχτές τις “κεραίες” του. Ούτε, τέλος, δέχομαι ότι όταν είσαι άνθρωπος που περνάς καλά, κάνεις κακό στους άλλους. Αντίθετα, είσαι άνθρωπος που έλκεις τους γύρω σου.

    Αυτά στα γρήγορα, για να απαντήσω στις αντιδράσεις που άκουσα.

    Υπάρχει ένα άλλο σημείο, όμως, που θα σταθώ. Την ενοχή και την ευχαρίστηση. Στο ότι, συχνά, αυτές οι έννοιες φαίνονται αλληλένδετες.

    Τείνω να πιστεύω ότι όταν ένας άνθρωπος από μικρή ηλικία “μαθαίνει” να αγνοεί, να καταπιέζει και να ελαχιστοποιεί την φυσική ευχαρίστηση, τότε αποπροσανατολίζεται, αδυνατεί να διακρίνει και να σεβαστεί όλες τις πραγματικές του ανάγκες. Αντί να αντλήσει τις θεωρίες και την πράξη από την πραγματικότητα, μεταπλάθει την πραγματικότητα στη φαντασία του, για να συμφωνεί με τους διάφορους ευσεβείς πόθους του. Και όχι μόνο αυτό. Αντιδρά και όταν βλέπει γύρω του ανθρώπους να συμπεριφέρονται διαφορετικά.

    Τελειώνοντας, πιστεύω ότι δημιουργώντας αισθήματα ενοχής, χρησιμοποιείς τον καλύτερο τρόπο ώστε να έχεις ανθρώπους που δε σκέφτονται ελεύθερα, αυτόβουλα και δεν αντιδρούν, υπακούοντας χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

    -11-

  • Κάνε μια ευχή του Γκολάμ Χασσανπούρ

    Όταν ρωτήσουμε κάποιον για να κάνει μια ευχή θα μας απαντήσει αμέσως. Ένας ονειρεύεται να έχει ένα όμορφο και ακριβό αυτοκίνητο, ο άλλος όμως θέλει να έχει ένα μεγάλο σπίτι..........

    Ονειρευόμαστε, όλοι μας, όμως όταν σκεφτούμε για το όνειρο μας για να πραγματοποιηθεί, μπορεί να χάσουμε την ελπίδα μας και δεν είναι σωστό να χάνουμε την ελπίδα μας. Είναι ωραία να έχουμε ελπίδα στην ζωή μας για να πραγματοποιηθεί το όνειρο και να γίνει.

    Αν μου ζητούσαν πριν 3 χρόνια να κάνω μια ευχή, θα έκανα μια άσχετη ευχή, όμως εδώ και 3 χρόνια αυτό που σκέφτομαι και ονειρεύομαι κάθε νύχτα να πραγματοποιήσω είναι να πάω να δω τους δικούς μου που μου έχουν λείψει πάρα πολύ και τους σκέφτομαι κάθε μέρα και περιμένω πώς κι πώς να έρθει αυτή τη ημέρα.

    Ζωντανεύω στο μυαλό μου την στιγμή που θα αγκαλιάσω τους δικούς μου και ύστερα η μέρα πηγαίνει τέλεια.

    Θέλω κι εγώ να με αγκαλιάσουν γνώριμα και αγαπημένα χέρια.

    Θέλω να μυρίσω τα φαγητά της χώρας μου, να δω τους φίλους μου που άφησα χωρίς να τους χαιρετίσω.

    Θα γυρίσω νικητής!!!!!!!!!!!!!

    Εύχομαι σε όλους καλή χρονιά

    Εύχομαι σε όλους καλές παρέες

    Εύχομαι σε όλους πολλές γλυκές στιγμές

    Εύχομαι σε όλους πολλά χαμόγελα

    Εύχομαι σε όλους καλή χρονιά χωρίς πολέμους

    Εύχομαι σε όλους καλή χρόνια χωρίς ρατσισμό

    Εύχομαι σε όλους αγάπη

    -12-

  • Μια ευχή! της Γκαμπριέλα Τοντόροβα

    Έρχονται ωραίες γιορτές, έτσι δεν είναι;

    Τα Χριστούγεννα, μια από τις ωραιότερες γιορτές μέσα στο χρόνο.

    Είμαι σίγουρη πως όλοι μας από τώρα κιόλας έχουμε μπει σε μια Χριστουγεννιάτικη τρέλα και σκεφτόμαστε ήδη τα δώρα, τα στολίσματα και όλα τα σχετικά τέλος πάντων…

    Και τώρα, πριν φτάσω στην ουσία του κειμένου, θα ρωτήσω κάτι.

    Είναι κανείς που περνάνε σκέψεις από το μυαλό του για όλους τους ανθρώπους που ζουν στο δρόμο και για τα παιδάκια που μέσα στο κρύο στέκονται στα φανάρια πλένοντας όλη μέρα τζάμια αυτοκινήτων, ή απλώς μιλάμε έτσι γενικά για το πρόβλημα αυτό;

    (Αυτό βέβαια ισχύει και για μένα).

    Ξέρω πολύ καλά ότι δεν είμαστε εμείς οι απλοί άνθρωποι αυτοί που θα το διορθώσουμε αυτό… Αλλά να ρωτήσω και κάτι άλλο, δεν νομίζετε ότι πάνω σ’ αυτή την ωραία γιορτή (που λένε ότι γίνονται τα Χριστουγεννιάτικα ΘΑΥΜΑΤΑ) θα μπορούσαμε να κάνουμε μια προσευχή ή έστω μία ευχή για όλους αυτούς που ανέφερα παραπάνω και όχι μόνο, αλλά γενικά για την ανθρωπότητα, που, λυπάμαι που το λέω, αλλά έχει γεμίσει εγωισμό και σκέψεις μόνο για το ΣΗΜΕΡΑ και μόνο για το ΕΓΩ. Μια ευχή φτάνει από μέρους μας, έστω και για μια ψυχική στήριξη, αν θέλετε να πούμε έτσι, αλλά αυτό δεν είναι λιγότερο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο.

    Αλλά τώρα βέβαια κάποιος μπορεί να πει «εγώ θα κάνω την ευχή που λέμε, αλλά αυτό θα ταΐσει τον πεινασμένο, θα κάνει καλύτερες τις μέρες σ’ αυτόν που ζει στο δρόμο, ή μήπως θα βελτιώσει την κατάστασή του;;»

    ΟΧΙ! Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αδιαφορούμε και να κάνουμε πως δεν βλέπουμε τι γίνεται γύρω μας και να αποκλείουμε την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι καθόλου εύκολη, γιατί ζούμε σε δύσκολους καιρούς, στους οποίους δεν ξέρουμε πού θα είμαστε αύριο, τι θα μας συμβεί, ποια θα είναι η δική μας κατάσταση και τι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε στο δρόμο μας.

    Κάντε μια καλή πράξη όσο μικρή και αν είναι αν έχετε αυτή τη δυνατότητα, και να ξέρετε ότι αύριο θα βρεθεί κάποιος να κάνει ένα μικρό καλό και για σας. Λέω ότι έστω και μια φορά το χρόνο μπορούμε να δείξουμε λίγο ανθρωπισμό, λίγη συνείδηση και να αποδείξουμε ότι δεν έχουμε γίνει “μηχανές” που σκέφτονται μόνο το “ΕΓΩ” και μόνο το “ΣΗΜΕΡΑ”.

    Χριστούγεννα είναι κάντε μια ευχή!!!

    -13-

  • -14-

  • Η έννοια της ευχής της Ιωάννας Τοντίρας

    Έχω 4 χρόνια που σταμάτησα να κάνω ευχές! Δεν πιστεύω πια σ’ αυτές! Δεν έχουνε κανένα νόημα για μένα, αφού δεν μας τις πραγματοποιεί κανείς. Όταν δω ανθρώπους να μην πεινάνε, παιδιά να μην κοιμούνται στους δρόμους και λαούς που να μη θέλουν να κάνουν πόλεμο, τότε ίσως θα κάνω κι εγώ μια ευχή.

    Οι μόνες ευχές που ακούω είναι «Θεέ μου, βοήθησέ με να βγάλω πολλά λεφτά», «Θεέ μου, κάνε να κερδίσω στο προ-πο», ή «Θεέ μου, κάνε να μπορώ να πάρω ένα καινούργιο αυτοκίνητο»! Και αυτές είναι οι ευχές που κάνουν οι άνθρωποι που είναι καλά και πιστεύουν στο Θεό και τις ζητούν από αυτόν. Σκεφτείτε τι ζητάνε οι άλλοι, που δεν είναι και τόσο πιστοί: «Εύχομαι αν μην έχει κανείς φόρεμα σαν το δικό μου», «Εύχομαι να πάρω στη διαθήκη το σπίτι της γιαγιάς». Ποτέ δεν άκουσα κανέναν να εύχεται ειρήνη, όχι πια πόλεμο, όχι πια νεκρούς ανθρώπους.

    Η έννοια της ευχής χάθηκε για τα καλά! Αυτό επειδή οι άνθρωποι δεν ξέρουν να κάνουν ευχές. Άραγε τώρα που ήρθαν και τα Χριστούγεννα και είναι ο καιρός των ευχών, τι καινούργιο θα δούνε στην τηλεόραση και θα ευχηθούν να το αποκτήσουν??!!??

    Αν πάτε ποτέ σε ένα ορφανοτροφείο, ένα γηροκομείο, ή ένα νοσοκομείο, εκεί θα ακούσετε αληθινές ευχές! Ευχές που αξίζουν να πραγματοποιούνται, ευχές που μας αγγίζουν στην καρδιά!

    Την επόμενη φορά που θα κάνετε μια ευχή, σταματήστε και σκεφτείτε αν στ’ αλήθεια αξίζει αν την κάνετε! Ή μακάρι να κάνετε μια ευχή για αυτούς που έφυγαν νωρίς από κοντά μας, ή για αυτούς που προσπαθούνε με όλες τους τις δυνάμεις να μείνουνε ακόμα στη ζωή! Τότε η ευχή σας θα έχει ένα καλό σκοπό και μπορεί ακόμα και να πραγματοποιηθεί!...

    Ευχές και Αηδίες του Ντιρεντζάν Γιλντίζ

    Εγώ πιστεύω πως οι ευχές είναι κάτι που δε χρειαζόμαστε, απλά όταν κάποιες φορές είμαστε σε θέση απελπισίας ευχόμαστε κάτι για να μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα. Στη ζωή γενικά ό,τι θέλεις πρέπει πρώτα να το αξίζεις και ύστερα να παλέψεις για να το πάρεις – και εννοείται ότι πρέπει να περάσεις πολλά εμπόδια. Για παράδειγμα, όταν ένας πατέρας που βρίσκεται στη μεσαία κοινωνική τάξη ευχηθεί να πάρει μια Ferrari, μετά πώς θα μπορέσει να τη φροντίσει, με 600 ευρώ που παίρνει το μήνα.

    Λοιπόν, αυτό που θέλω εγώ είναι: να παλεύετε γι’ αυτά που πραγματικά θέλετε να πάρετε, και από την υπομονή που θα δείξετε καθώς αγωνίζεστε, θα καταλάβετε εάν πραγματικά θέλετε αυτό που θέλετε. Με αυτόν τον τρόπο θα συνειδητοποιήσετε ότι κάποια πράγματα δεν τα θέλετε και τόσο πολύ, δηλαδή δεν είναι απαραίτητα. Επίσης αυτό θα σας βοηθήσει να αποφασίσετε για πράγματα που έχετε ανάγκη στη ζωή σας και που θα καλυτερέψουν την κατάστασή σας.

    Για μένα Ευχή σημαίνει Ελπίδα. Ευχές κάνουμε στα γενέθλια, τα Χριστούγεννα και σε τέτοιες περιπτώσεις. Ενώ η Ελπίδα δεν έχει όρια. Δεν πεθαίνει ποτέ. Ακόμα και στην πιο απίθανη στιγμή, που νομίζεις ότι είσαι εκτός ελέγχου, ακόμα κι εκεί υπάρχει ελπίδα.

    Λοιπόν, Ελπίδα αντί για ευχή. Θα σας βοηθήσει πραγματικά. Εμένα τουλάχιστον με βοήθησε πάρα πολύ.

    -15-

  • Ελπίδες της Οάνα Πάσκου

    Αν θα μπορούσαν όλες οι ελπίδες μας να γίνουν πραγματικότητα... Έχουμε ελπίδες ασταμάτητα… αλλά καμιά απ’ αυτές δε συναντάει το μάτι μας. Έρχονται τα Χριστούγεννα και κανένα χαμόγελο δε φωτίζει το πρόσωπο των ανθρώπων. Τα φύλλα των δέντρων πεθαμένα, όλα τα φώτα σβησμένα. Είμαστε άδειοι, δε βρίσκεται πια τίποτα μες στις ζωές μας. Ευτυχία, αγάπη, ευχαρίστηση… Είμαστε καταπιεσμένοι από τα γεγονότα, από τις δυσκολίες, από τα συναισθήματα που μας εξαπατάνε…

    Έχουμε ανάγκη να ξυπνήσουμε, να ξαναγεννηθούμε, να εμφανιστεί τουλάχιστον ένα μικρό χαμόγελο που να χαρίσει λίγη ελπίδα. Αυτή η πραγματικότητα γίνεται εμπόδιο για τα ΟΝΕΙΡΑ μας… σπάνε σε μικρά κομμάτια και δε γίνεται να τα φτιάξουμε. Ο Φόβος αγκαλιάζει φριχτά τις ψυχές μας και το μυαλό μας… Η Αναζήτηση για ένα καταφύγιο μας πνίγει!!!

    Ζήτα από τον εαυτό σου να εκτιμάς κάθε στιγμή της ζωής σου και να προσφέρεις όσο περισσότερα μπορείς. Πάλευε γι’ αυτό που θέλεις και κάνε την καρδιά σου να χαμογελά!!!

    Καλά Χριστούγεννα!!!

    Μια Ευχή της Παναγιώτας Νικολαράκου

    Η μοναξιά είναι ο χειρότερος φόβος ενός ανθρώπου. Εκεί που νομίζουμε ότι έχουμε τα πάντα, εκεί κάτι γίνεται και χανόμαστε.

    Χάνομαι, φοβάμαι, καταρρέω! Είναι κάποιες λέξεις που σκέφτομαι! Ακόμα και τώρα. Αλλά δεν το βάζω κάτω, ελπίζω για κάτι καλύτερο. Κάτι που θα με κάνει να έχω δύναμη στη ζωή μου, αυτό το κάτι που θα μου δώσει λόγο να συνεχίσω. Θέλω να κάνω πολλά για να πετύχω τους στόχους μου και νιώθω πως μπορώ να τα καταφέρω. Όλοι πρέπει να προσπαθήσουμε, να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο για κάτι καλύτερο. Πρώτα όμως πρέπει να πιστέψουμε στον εαυτό μας, μόνο έτσι μπορούμε να πάρουμε δύναμη, μέσα από τις δυσκολίες και μέσα από τα εμπόδια! Αν τα καταφέρουμε μέσα από αυτά, τότε η μόνη λέξη που μπορώ να σκεφτώ είναι η λέξη επιτυχία!

    Αλλά και πάλι δε σταματάμε, συνεχίζουμε… Ας κάνουμε μια ευχή για όλους τους μαθητές που προσπαθούν να πετύχουν τους στόχους τους μέσα από όλες τις δυσκολίες της ζωής.

    Καλά Μυαλά

    της Βερόνικα Τσελμπαράχ

    Εύχομαι σε όλα τα παιδιά του σχολείου μας να είναι ευτυχισμένοι. Να έχουν κάποιο στόχο στη ζωή τους και να κάνουν τα πάντα για να πραγματοποιούν το όνειρό τους. Θέλω να ευχηθώ σε όλα τα παιδιά της Γ’ τάξης να τελειώσουν καλά το σχολείο και να περάσουν στο πανεπιστήμιο που θέλουν. Για να το κάνουμε αυτό, πρώτα απ’ όλα οι περισσότεροι από μας πρέπει να αποκτήσουμε μυαλά! Να καταλάβουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης που βρισκόμαστε τώρα, γιατί, πραγματικά, είμαστε ΧΑΛΙΑ! Οι περισσότεροι πηγαίνοντας στο σχολείο δε σκέφτονται τα μαθήματα, αλλά σκέφτονται το look τους, τις σχέσεις τους… ενώ τα μαθήματα αρχίζουν να τα σκέφτονται στο τέλος της χρονιάς!

    Εύχομαι σε όλους καλά Χριστούγεννα! Καλή Χρονιά! Ελπίζω πως αυτή τη χρονιά θα πάμε καλύτερα!

    Υ.Γ. Στους καθηγητές εύχομαι υπομονή και γερά νεύρα!

    -16-

  • Μάσκες, ψεύτικα χαμόγελα και… καλά Χριστούγεννα… της Eli Καραλή

    ∆εν είμαι από αυτό το σχολείο, είμαι απ’ το 7ο Λύκειο Νέας Σμύρνης. Όμως έπεσε κατά τύχη στα χέρια μου ένα τεύχος της σχολικής σας εφημερίδας που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Έτσι, θέλησα να γράψω κι εγώ κάτι. Η ιστορία που έγραψα είναι ίσως λίγο αλληγορική. Εκεί θα μιλήσω για την κατάθλιψη που τα ποσοστά της ανεβαίνουν τρομακτικά τις Χριστουγεννιάτικες μέρες. Σε κάποιους από εσάς ίσως να φανεί καταθλιπτική. Όντως, δεν γίνεται να σας μιλήσω για την κατάθλιψη με ουράνια τόξα και χαρούμενες πριγκίπισσες.

    * * * * * * *

    Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τριγύρω μου. «Α, ναι.» μονολόγησα. Βρισκόμουν σε εκείνο το χλιδάτο πάρτι, για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς που με είχαν καλέσει. Το δωμάτιο ήταν πλουσιοπάροχα στολισμένο, γεμάτο φαγητά και ποτά, όπου τα περισσότερα στο τέλος θα κατέληγαν στα σκουπίδια. «Τι σπατάλη…» μουρμούρισα. Το δωμάτιο, ήταν γεμάτο από ανθρώπους, αγνώστους σε εμένα, που συζητούσαν χαρωπά και γελούσαν δυνατά. Τι ώρα ήταν; ∆εν θυμόμουν. Πασπάτεψα τις τσέπες μου ψάχνοντας το κινητό μου.«Φτου ρε γαμώτο! Το ξέχασα σπίτι! Μέρα που βρήκα κι εγώ…» Στο πρόσωπο μου σχηματίσθηκε ένας μορφασμός εκνευρισμού και κατευθύνθηκα προς μια μεσήλικη γυναίκα που βρισκόταν εκεί κοντά. «Εμ…Συγγνώμη…» είπα διστακτικά. Εκείνη όμως δεν μου έδωσε σημασία και συνέχισε την απελπιστικά ενδιαφέρουσα συζήτηση της για εκείνα τα κόκκινα καλτσάκια που ήθελε να φορέσει σήμερα αλλά δεν έβρισκε πουθενά. Ενοχλημένη εγώ την σκούντησα στον ώμο απαλά με το χέρι μου και μίλησα πιο δυνατά. Αλλά τίποτα, αυτή εκεί στον χαβά της, μίλαγε για εκείνα τα ηλίθια καλτσάκια. Κούνησα το χέρι μου μπροστά απ’ τα μάτια της, αλλά είχα το ίδιο αποτέλεσμα με πριν. «Μα καλά…γκαβή είναι;» αναρωτήθηκα και κατευθύνθηκα προς τον επόμενο. Όμως κι αυτός με αγνόησε. Γρήγορα διαπίστωσα πως κανείς δεν απαντούσε σε ότι και να ρώταγα, μάλιστα όλοι συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχα. Γιατί; Περιεργάστηκα τον χώρο γύρω μου πιο διερευνητικά, ψάχνοντας για κάποιον γνωστό. Αναφώνησα με ανακούφιση βλέποντας επιτέλους γνώριμο πρόσωπο. «Ο σωτήρας μου!!!» μονολόγησα χαρούμενα βλέποντας τον Φώτη. Κοίταζε προς το μέρος μου και χαμογελούσε. Του έγνεψα, μου έγνεψε. Έσπευσα να πάω κοντά του, αλλά προτού καλά καλά ξεκινήσω να περπατάω ένοιωσα κάποιον να με σπρώχνει με δύναμη και έχασα την ισορροπία μου κινδυνεύοντας να μέσω στο έδαφος. Αφού ανάκτησα την ισορροπία μου πρόσεξα πως το αγενέστατο άτομο που με είχε σπρώξει ήταν ένα κορίτσι που τώρα κατευθυνόταν ντροπαλά προς τον Φώτη. Άρχισαν να μιλάνε, μου γύρισαν την πλάτη και φύγανε. Σύντομα κατάλαβα πως ο Φώτης απ’ την αρχή χαμογέλασε και έγνεψε στην κοπέλα πίσω μου. Σαν να έβλεπε από μέσα μου.«Μα τι στο διάβολο συμβαίνει;» Αναρωτήθηκα μπερδεμένη. Στάθηκα ακίνητη προσπαθώντας να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αφουγκράστηκα.«Μήπως μου κάνουν φάρσα;» Ξαφνικά, άκουσα κάποιον να κλαίει με λυγμούς δυνατά. Άνοιξα τα μάτια μου και παρατήρησα πως κανείς τριγύρω δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ή έστω να ακούει τα κλάματα. Ακολούθησα τους λυγμούς και οι οποίοι με οδήγησαν σ’ ένα κορίτσι. Τα κοκαλιάρικα, λευκά πόδια της ήταν γδαρμένα από τα νύχια της, είχε κατάμαυρα μαλλιά, ήταν μικροκαμωμένη και κατάλευκη σαν το χιόνι. Έσκυψα δίπλα της και ακούμπησα τον ώμο της, προσπαθώντας να της μιλήσω, όμως αντί για φωνή, βγήκε ένας αχνός ψίθυρος απ’ τα στεγνά χείλη μου. «Είσαι καλά;» ρώτησα ανήσυχη. Το κορίτσι σήκωσε κατατρομαγμένο το κεφάλι της για να με αντικρίσει. Ξαφνιάστηκα βλέποντας το πρόσωπο της. Ήταν η Άννα. Κοιταχτήκαμε σιωπηλά για λίγο. Τα όμορφα γαλανά μάτια της ήταν κατακόκκινα και υγρά απ’ το κλάμα και η σκιά όπως και

    -17-

  • όλο το μέικ απ που είχε βάλλει είχαν πασαλειφθεί στο παιδικό της πρόσωπο. Έβγαλα ένα μαντίλι απ’ την τσέπη μου και σκούπισα το πρόσωπο της. «Τι έχεις;»τη ρώτησα. «Κανείς δεν μ’ αγαπάει, κανείς δεν ενδιαφέρεται καν...Είμαι ολομόναχη κανείς δεν μ’ ακούει» αποκρίθηκε με παράπονο και ένα νέο κύμα από λυγμούς και δάκρυα ξέσπασε. «Ηρέμησε…» της είπα εγώ απαλά. «Εγώ ενδιαφέρομαι, σε ακούω, είμαι εδώ γι’ αυτό. Μην ανησυχείς». Όμως εκείνη κοίταξε στεναχωρημένα τους υπόλοιπους ανθρώπους στο δωμάτιο και τους έδειξε. «∆ες τους όλους αυτούς… Ναι, αυτούς εκεί που γελάνε και διασκεδάζουν. Πόσοι απ’ αυτούς νομίζεις πως διασκεδάζουν πραγματικά;» με ρώτησε. Γύρισα και κοίταξα τους ανθρώπους που μου έδειχνε η Άννα πιο προσεκτικά έναν έναν. Τότε διαπίστωσα κάτι που δεν είχα παρατηρήσει στην αρχή. Ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων στο πάρτι κρατούσαν στο ένα τους χέρι ένα ραβδί που στην κορυφή του βρισκόταν μία μάσκα, η οποία κάλυπτε ολόκληρα τα πρόσωπα των ατόμων που τις κρατούσαν. Στην μάσκα αυτή ήταν ζωγραφισμένο ένα τεράστιο χαμόγελο, παρόμοιο με εκείνο των κλόουν. Ένα ψεύτικο χαμόγελο. Η αλήθεια αυτή με αναστάτωσε, με τρόμαξε. Ξανακοίταξα την Άννα, το κορίτσι της παρέας που πάντα έκανε τρέλες, κάνοντας τους πάντες να γελάνε και όλοι μας περνούσαμε τόσο όμορφα. Στο πάτωμα δίπλα της ήταν ακουμπισμένη μια μάσκα, ίδια με όλες τις άλλες, με αυτό το χαμόγελο. Τότε κατάλαβα το προσπαθούσε να μου πει. Αυτό το κορίτσι, η Άννα… δεν ήταν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένη. Γιατί; Της έλειπε κάτι σημαντικό απ’ τη ζωή της. Όχι φαΐ, όχι νερό, ούτε χρήματα. Τα είχε όλα. Αυτό που της έλειπε ήταν αγάπη. Την αγκάλιασα στοργικά, όπως μια μητέρα θα αγκάλιαζε το παιδί της και ψιθύρισα απαλά στο αυτί της, ζεσταίνοντας την με τα χέρια μου τις λέξεις που χρειαζόταν να ακούσει, λέξεις που ίσως να μην είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της να της λένε, λέξεις που ήθελα να της πω και ένοιωθα απ’ τα βάθη της ψυχής μου. «Άννα, εγώ σε αγαπάω, νοιάζομαι πραγματικά για σένα. Είμαι εδώ μαζί σου και πάντα θα είμαι. ∆εν θα σε αφήσω ποτέ ξανά… Από δω και πέρα θα είσαι η μικρή μου αδερφή.» Ακούγοντας τα λόγια αυτά η Άννα κρύφτηκε στην αγκαλιά μου και άκουσα την φωνή της, πιο λεπτή και από ψίθυρο να λέει «Σ’ ευχαριστώ.» Μείναμε έτσι για λίγα λεπτά, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι κάτι κρατούσα. Ακριβώς. Αυτό που κρατούσα ήταν μια μάσκα, με αυτό το ανατριχιαστικό χαμόγελο. Μια λεπτή κραυγή τρόμου και έκπληξης ξέφυγε απ’ τα χείλη μου βλέποντας το απίστευτο για τα μάτια μου θέαμα. Η Άννα με κοίταξε παραξενεμένη και ύστερα έκπληκτη βλέποντας τι κρατούσα. Όταν ανέκτησα την χαμένη ψυχραιμία μου σηκώθηκα απ’ το πάτωμα και βοήθησα την Άννα να σηκωθεί. Κοίταξα τη μάσκα για λίγο σκεπτικά. «Κατάλαβα»μονολόγησα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ύστερα πέταξα με δύναμη τη μάσκα στο έδαφος. Η μάσκα έσπασε σε μικρά κομμάτια. Το παράδειγμα μου ακολούθησε και η Άννα. Χαμογελάσαμε η μία στην άλλη. Εντελώς απρόσμενα, άκουσα την φωνή του Φώτη που με χαιρετούσε χαρούμενος και μας έγνεφε να πάμε προς το μέρος του, το χέρι του κρατούσε εκείνο το ντροπαλό κορίτσι που με είχε σπρώξει πιο πριν. «Άντε!! Πού ήσασταν τόση ώρα; Έφαγα τον κόσμο να σας βρω!» είπε εκείνος γελώντας. «Ξέρεις, εδώ και κει, εσένα ψάχναμε! Είχε πολύ κόσμο!» είπα εγώ χαμογελώντας. Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του χρόνου είχε μόλις αρχίσει, η αντίστροφη μέτρηση για μια νέα καλύτερη αρχή….

    * * * * * * *

    Ποια είναι λοιπόν η ευχή μου; Εύχομαι να μπορούσα να δώσω ένα πραγματικό χαμόγελο, χαρά στα άτομα αυτά που βασανίζονται καθημερινά να χαρίσουν στον κόσμο ένα «ψεύτικο» χαμόγελο κάνοντας τους πάντες να πιστεύουν πως όλα είναι καλά. Ένα βάρος, βάσανο, αβάσταχτο για κάθε άνθρωπο. Αλλά δεν το εύχομαι απλά. Με τις πράξεις μου και τις επιλογές μου προσπαθώ να κάνω αυτή την ευχή πραγματικότητα. Καλά Χριστούγεννα….

    -18-

  • -19-

  • Καρδιά Νέου Γεμιστή με Σταφίδες της Ειρήνης Αντωναράκου

    Το γιορτινό τραπέζι ήταν στρωμένο μ' ένα κατακκόκινο τραπεζομάντιλο. Επάνω στις πράσινες χαρτοπετσέτες ήταν τοποθετημένα μπλε μαχαιροπήρουνα. Τα πιάτα είχαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι συνδαιτημόνες; Αυτοί περίμεναν με φανερή έξαψη στα μάτια τους τα εδέσματα και το κυρίως πιάτο:Καρδιά Νέου Γεμιστή με Σταφίδες!

    Στο κέντρο καθόταν ο Νεόφοβος ενώ δεξιά κι αριστερά του αντίστοιχα καθόταν Εκπρόσωπος της Ένωσης Νεόπλουτων Γονέων και ο Ψευτοεπαναστάτης. Το τραπέζι ήταν μακρόστενο κι έτσι απέναντι απ' τον Νεόφοβο καθόταν ο Μίζερος Εκπαιδευτικός. Η ομάδα συμπληρωνόταν με τον Άπληστο Πολιτικό και τον Αιώνιο Φοιτητή.

    Ο σερβιτόρος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί τον είχε προσλάβει αυτή η ομάδα των 6 και μάλιστα τον είχε χρυσοπληρώσει. Ήταν, βλέπετε, γιορτές και τα ημερομίσθια ήταν τσιμπημένα. Ο σερβιτόρος, λοιπόν, που λέγαμε, ήταν ψηλός και γεροδεμένος για να μπορεί να σηκώνει και τους πιο γεμάτους δίσκους. Ήταν ο γνωστός Γιέσμαν και φορούσε για την γιορτινή περίσταση λαμπερή σκούρα μπλε στολή με άσπρα γάντια, βεβαίως. Τι ωραίος που ήταν! Σέρβιρε με τόση χάρη και προσοχή και τα πιο αιμοσταγή πιάτα: Μυαλά λιωμένα στα κάγκελα, μύτες προσεκτικά σπασμένες σε ζαρντινιέρα, δόντια με τη ριζούλα τους γαρνιρισμένα από μαλλιά που μόλις τραβήχτηκαν. Όμως αυτά είναι για ν΄ ανοίξει η όρεξη.... Γιορτές μέρες, βρε αδερφέ, να μη φάμε κάτι καλό;

    Ο μάγειρας ήταν ο Αλαζόνας Δημοσιογράφος. Αυτός μαγείρευε μόνο για φίλους και σε ειδικές περιστάσεις, καλή ώρα...

    Η μυρωδιά της ψητής καρδιάς Νέου τους είχε σπάσει τη μύτη. Τα σάλια τρέχανε και τα δόντια τρίζανε. Ο Νεόφοβος, βαμμένος με τόνους πούδρας και κομοδινί μαλλιά για να μην φαίνεται η ηλικία του, είχε τόση αγωνία ο καημένος. Αυτή η καρδιά θα τον κρατούσε ζωντανό άλλα δέκα χρόνια και επιπλέον....θα έχει φάει τον εχθρό του. Ο Εκπρόσωπος της Ένωσης Νεόπλουτων Γονέων ήταν απασχολημένος με τις μετοχές του που πέφτανε κι έτσι περισσότερο παρακολουθούσε τον φορητό υπολογιστή του παρά τους άλλους. Αυτός ήταν σίγουρος πως θα 'τρωγε γαλοπούλα. Δεν είχε πάρει χαμπάρι πως ψήνανε την καρδιά του γιου του!

    Ο Ψευτοεπαναστάτης; Α! Αυτός είχε μεγάλη πλάκα. Με τα μακριά του άπλυτα μαλλιά, το τσαλακωμένο πουκαμισάκι, το παλαιστινιακό (αχ, ταλαίπωρε λαέ της Παλαιστίνης) μαντιλάκι τυλιγμένο γύρω από το λαιμό κάπνιζε τα στριφτά, πάντα εννοείται, τσιγάρα και χαιρόταν που θα έτρωγε την καρδιά του Νέου γιατί έτσι θα ξεφορτωνόταν ένα Πραγματικό Επαναστάτη. Επίσης, θα έκανε και διασυνδέσεις με τους υπόλοιπους....κάποιον εχθρό πρέπει να έχει για να μιλάει.

    - Ετοιμαστείτε, παρακαλώ! φώναξε ο Γιέσμαν ο σερβιτόρος. Σε πέντε λεπτά σερβίρω.

    Ο Μίζερος Εκπαιδευτικός φάνηκε να μην κατάλαβε πως έρχεται το φαί. Πεινούσε πάρα πολύ και μες στην αιώνια κατάθλιψή του το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως το δείπνο ήταν τζάμπα. Άλλωστε τι τον ένοιαζε αυτόν αν η Καρδιά ήταν Νέου ή Γέρου. Αυτός θα ξαναπήγαινε μετά από τις γιορτές στην τάξη του, θα έκανε το μαθηματάκι του, θα γκρίνιαζε με την γραφειοκρατία και γιατί τα παιδιά δεν έγραψαν το συγκεκριμένο διαγώνισμα την ώρα που το ήθελε και θα ονειρευόταν τη σύνταξή του. Πώς πέρασε η ζωή με το όνειρο της σύνταξης......Εεεεπ! Για σύνελθε. Κοίτα απέναντί σου τον Άπληστο Πολιτικό. Για δες τον με τα καθαρά του χεράκια και το αψεγάδιαστο χαμόγελο πως περιμένει να φάει την καρδιά

    -20-

  • Νέου. Δεν λυπάται καθόλου, είναι κι αυτό πολιτική. Καημένε Μίζερε Εκπαιδευτικέ εσύ γιατί μου φαίνεται πως έχεις τύψεις; Διώξε τις αμέσως. Εδώ ήρθες να φας.

    Από την άλλη μεριά, ο Αιώνιος Φοιτητής φορούσε ένα πουκάμισο μες στα αίματα. Δεν είχε προλάβει να το αλλάξει από την ώρα που βοήθησε τον μάγειρα Αλαζόνα Δημοσιογράφο να βγάλει την καρδιά του Νέου για να την ψήσει. Ήταν όμως ευχαριστημένος γιατί για κάτι είχε προσπαθήσει και πάλι. Αγώνας να 'ναι κι ό,τι να 'ναι!

    Νταν, νταν, νταν, νταν! χτύπησε ένα καμπανάκι και πρόβαλε ο Γιέσμαν, ο σερβιτόρος, κρατώντας την πιατέλα με την Καρδιά Νέου Γεμιστή με Σταφίδες. Η Καρδιά άχνιζε και μύριζε πολύ ωραία γιατί είχε σιγοψηθεί σε φούρνο των 180 βαθμών για τρεις ώρες. Θεσπέσια μυρωδιά ε; Δεν μυρίζει και σε σας;

    Ξαφνικά, έπεσε μια ομίχλη στο δωμάτιο κι έκανε κρύο, πολύ κρύο.

    -Κάποιος θ' άνοιξε το παράθυρο μουρμούρισε ο Εκπρόσωπος Νεόπλουτων Γονέων.

    -Δεν πειράζει, βρε αδερφέ, φώναξε ο Άπληστος Πολιτικός, θα φάμε και τις σταφίδες που δίνουν ενέργεια και θα ζεσταθούμε!

    -21-

  • ΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΗ-ΒΑΣΙΛΗ του Γιώργου Σαραφιανού

    «Ποια είναι η τελευταία σου ευχή;» ρώτησε ο Πιο Ψηλός τον μπόμπιρα με το κλεμμένο αρκουδάκι, ενώ ο Πιο Κοντός έσπευδε να του ανάψει τσιγάρο. Ο Πιο Κοντός ήταν η καλύτερη επιλογή γι’ αυτή τη δουλειά, μια και ο μπόμπιρας ήταν μόλις οκτώ χρονών, όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένος, και οποιοσδήποτε άλλος αναλάμβανε να ανάψει το τελευταίο του τσιγάρο θα χρειαζόταν να σκύψει, πράγμα εντελώς άκομψο για την εμφάνισή τους· με τις τεράστιες κοιλιές τους και τους ακόμα πιο τεράστιους πισινούς τους, θα προκαλούσαν το γέλιο παρά το σεβασμό, πόσο μάλλον τον τρόμο. Άσε πια που ήταν κι αυτές οι κόκκινες σατέν στολές με τα κατάλευκα γουνάκια για ρέλι (πολύ στενά ραμμένες για τις αναλογίες τους, αν θέλετε τη γνώμη μου), που —σε όποιο τέτοιο σκύψιμο— κινδύνευαν να ξηλωθούν στα πιο επίμαχα σημεία —σκέτη καταστροφή, δηλαδή. Οι Δύο Μεσαίοι στήθηκαν απέναντι στο μπόμπιρα. Τους κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, το αναμμένο τσιγάρο να φουντώνει σαν κάρβουνο στο στόμα του. Άδραξαν τα καλάσνικοφ που είχαν κρεμασμένα στους ώμους τους, και σκόπευσαν. Λίγο πιο δίπλα, Αυτός Που Έβλεπε Πιο Καλά Από Όλους επόπτευε, έτοιμος να δώσει αν χρειαζόταν τη χαριστική βολή. Ήταν ο πιο χρήσιμος απ’ όλους, ήθελε να πιστεύει, άσε που εκείνος είχε προσέξει το μικρό όταν βούτηξε το αρκουδάκι. Ο ήχος των όπλων ακούστηκε ξερός· ο μικρός σωριάστηκε κάτω χωρίς να βγάλει “κιχ”. Αυτός Που Ήταν Γιατρός Πριν Την Κρίση έσπευσε να πάρει το σφυγμό του παιδιού. Κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος. Αυτός Που Έβλεπε Πιο Καλά Από Όλους δεν χρειαζόταν να επέμβει· ήταν μια καθαρή δουλειά. Ο Πιο Τεμπέλης και ο Πιο Εργατικός άδραξαν το πτώμα, ο ένας από τα πόδια, ο άλλος απ’ το κεφάλι. (Τα πόδια του μικρού σέρνονταν σχεδόν πάνω στο δάπεδο του πολυκαταστήματος). Αυτός Που Ήταν Γιατρός Πριν Την Κρίση υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου. Σφύριξαν να έρθει Εκείνος Που Πάντα Έκανε τη Βρόμικη Δουλειά. Δούλευαν φουλ τάιμ στο μαγαζί, κι αυτό ήταν το μόνο χαρμόσυνο για εκείνους, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς (και μάλιστα τα Χριστούγεννα). Ξεκινούσαν κάθε πρωί για τη δουλειά πριν χαράξει ο ήλιος, φορώντας τις χαρούμενες, γελοίες στολές τους, παίρνοντας το πιο καλοκάγαθό τους χαμόγελο (το μάνατζμεντ της επιχείρησης τούς το είχε τονίσει, αυτό ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα, αν ήθελαν να διατηρήσουν τη θέση τους). Δεν ήταν πολύ καιρό μαζί (ούτε και θα ήταν για πολύ καιρό ακόμα), ένιωθαν ήδη όμως έναν δυνατό δεσμό να τους ενώνει όλους, παρά τις διαφορές

    -22-

  • τους, παρά τις ομοιότητές τους. Έφταναν πάντα σχεδόν την ίδια ώρα στο μαγαζί (ο Πιο Εργατικός πάντοτε ένα λεπτό νωρίτερα). Τα άγρια σκυλιά αλυχτούσαν στο πέρασμά τους, τα ελικόπτερα τους ξεκούφαιναν στο διάβα τους, τα φλεγόμενα κτίρια τούς έδειχναν το δρόμο, μέσα σ’ αυτό το χάος της έλλειψης ηλεκτροδότησης στους δρόμους· όλα αυτά ήταν σημάδια, καλά σημάδια, ενθαρρυντικά· όσο κρατούσε αυτή η κατάσταση, κανείς δεν μπορούσε να τους ξεκουνήσει από τις θέσεις τους. Ζέσταιναν τις καλογυαλισμένες μπότες τους κοντά στον καυστήρα που έκαιγε αδιάκοπα (καμία σχέση με τα σπίτια τους, έπρεπε να το παραδεχτούν αυτό), στρογγυλοκάθονταν πάνω στο παραφορτωμένο με δώρα έλκηθρο, κοιτούσαν πλάι τους το ελαφάκι με την κόκκινη μύτη, που τα παιδιά αποκαλούσαν “Ρούντολφ”, και έμοιαζε περισσότερο με μπεκρή στα τελευταία στάδια κίρρωσης του ήπατος (παρά το γεγονός ότι ήταν βαλσαμωμένο), και περίμεναν καρτερικά τις πόρτες του καταστήματος να ανοίξουν, την επικείμενη εισβολή των παιδιών, τα χαρούμενα ουρλιαχτά τους —αυτή ήταν ίσως η μεγαλύτερη αγωνία της ημέρας! Τα παιδιά έδειχναν να μην αντιλαμβάνονται τη φρίκη τους, έπαιρναν αριθμό προτεραιότητας, τσακώνονταν για το ποιο θα καθόταν στα πόδια ποιού Αηβασίλη. Αυτός Που Έβλεπε Πιο Καλά Από Όλους έκανε το πρώτο ξεσκαρτάρισμα στην πόρτα, «αυτά είναι τα παιδιά των πλούσιων, να τα προσέχετε, αυτά είναι τα παιδιά των φτωχών, να τα προσέχετε ακόμα πιο πολύ». Σ’ αυτά τα τελευταία ο Πιο Κοντός έκανε πάντα σωματικό έλεγχο, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κουβαλούσαν μαζί τους, πέτρες, σουγιάδες, λοστούς, ποιος ξέρει και τι άλλο. Ο Πιο Ψηλός, που θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σα φιλόσοφο (ίσως γιατί το κεφάλι του βρισκόταν πιο κοντά στον ουρανό απ’ ό,τι τα κεφάλια όλων των άλλων), έκανε πάντα αυτές τις κρυφές σκέψεις βλέποντας την εικόνα των παιδιών να σπρώχνονται ουρλιάζοντας για να καθίσουν στα γόνατά του, όλα μπορεί να ήταν διαφορετικά στον κόσμο σε σχέση με τη δική του την εποχή, όμως οι συνήθειες ήταν ένα πράγμα που δεν άλλαζε ποτέ, πάντα τα παιδιά απαιτούν να τ’ ακούσεις, να πραγματοποιήσεις όλες τους τις ευχές, πάντα θα περιμένουν να έρθει η στιγμή που θα καθίσουν με τα κατουρημένα τους παντελόνια πάνω στα γόνατά του (ή στα γόνατα ενός άλλου Άη Βασίλη), εκείνος να πλαταίνει ακόμα πιο πολύ το χαρμόσυνο χαμόγελό του (αν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο), να χοντραίνει ακόμα περισσότερο την ήδη γελοία φωνή του, «Κάνε μια ευχή, παιδάκι», κι έπειτα να αρχίσουν να αραδιάζουν τις επιθυμίες τους ένα laptop, ένα GPS, ένα playstation, ένα i-pod, ήταν απίστευτο πόσο περιορισμένη ήταν η γκάμα των επιθυμιών τους, λες και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις στο λεξιλόγιό τους, άλλες ευχές στο ευχολόγιό τους. (Εκείνος Που Πάντα Έκανε τη Βρόμικη Δουλειά τα κατέγραφε όλα με σχολαστικότητα στη βάση δεδομένων του). Τίποτα δεν αλλάζει στην πραγματικότητα λοιπόν, φιλοσοφούσε σχεδόν ακατάσχετα ο Πιο Ψηλός, ο κόσμος μπορεί να έχει έρθει τα πάνω κάτω, όμως οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να

    -23-

  • γκρινιάζουν κάθε πρωί πριν πάνε στις δουλειές τους, οι τηλεοράσεις τους θα μένουν ανοιχτές ώς αργά το βράδυ, και όλα τα κωλόπαιδα θα περιμένουν να φτάσουν τα Χριστούγεννα, να ζητήσουν ό,τι αηδία μπορούσες να φανταστείς, και να κάθονται πάνω σ’ αυτές τις κόκκινες γελοίες φιγούρες —εμάς δηλαδή— χωρίς να πιστεύουν ότι είμαστε άγιοι, ούτε καν αληθινοί πιστεύουν ότι είμαστε, κι όμως είναι εντελώς σίγουρα ότι θα πραγματοποιήσουμε όλες τους τις ευχές. Τίποτα δεν αλλάζει, μόνο οι ανάγκες προσαρμόζονται. Όπως το Δέντρο των Χριστουγέννων, που σήμερα στολίζουμε με πολύχρωμες γιρλάντες, ενώ παλιά οι Δρυίδες με τα εντόσθια αυτών που θυσιάζανε. Όμως, το πραγματικό πρόβλημα της δικής τους δουλειάς δεν ήταν η φιλοσοφία, όπως αναγνώριζαν όλοι μέσα τους (ακόμα κι ο Πιο Ψηλός). Ήταν, όπως σε όλες τις πραγματικά καλές δουλειές, τις δουλειές που δεν χάνεις εύκολα δηλαδή, αλλά πληρώνεσαι ελάχιστα, οι ίδιες οι συνθήκες της εργασίας τους —που ξεπερνούσαν τις ανθρώπινες δυνατότητές τους, όπως είχε επισημάνει και ο Πιο Τεμπέλης. Γιατί, όταν τα φώτα του καταστήματος άρχιζαν να χαμηλώνουν και στους δρόμους ξεκινούσε η Απαγόρευση της Κυκλοφορίας, εκείνοι ήταν υποχρεωμένοι να περιπολούν αδιάκοπα, μέχρι να ξετρυπώσουν μέσα από όλο το Παιδικό Τμήμα (τέσσερεις όροφοι δεν ήταν και λίγοι) όλα εκείνα τα βρομόπαιδα που είχαν κρυφτεί, ή χαθεί, εκεί μέσα σαν τα ποντίκια μέσα σε εγκαταλειμμένη έπαυλη, να ξεχωρίζουν έπειτα τα μικρά ζόμπι από τους μικρούς αλητάκους, αυτούς τους τελευταίους από τις χειρότερες περιπτώσεις (ποιος δεν θυμόταν το κουτσό παιδάκι που έκρυβε στο ακρωτηριασμένο του πόδι ένα τσεκούρι;) Από όλους αυτούς, τα μικρά ζόμπι ήταν τα προτιμότερα (τα αποκαλούσαν έτσι γιατί χάνανε κάθε αίσθηση της πραγματικότητας, τους γονείς τους, την ίδια τη γνώση του πώς τα λέγανε —κανένα δεν ήταν σε θέση να σου απαντήσει, έτσι και τα ρωτούσες— και συνέχιζαν να περιπλανιούνται με υπνωτισμένα μάτια στα ράφια με τα παιχνίδια και τις προσφορές, ψελλίζοντας στον κοπανιστό αέρα: «μαμά, θα μου το πάρεις αυτό;»). Κι ας ήταν αναγκασμένοι να τα παραδίνουν όλα στον Τύπο Που Ήταν Προηγουμένως Κοινωνικός Λειτουργός. Δεν τον χώνευαν καθόλου, τον μάγκα αυτόν, παρότι η διεύθυνση του πολυκαταστήματος θεωρούσε ότι έκανε την ίδια δουλειά μ’ εκείνους (ή γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο). Φορούσε πάντα το καλοσιδερωμένο του κόκκινο σατέν σακάκι και την πράσινη γυαλιστερή του γραβάτα, και ήταν τόσο καλοξυρισμένος, που νόμιζες πως δεν υπήρχε ίχνος από γένι πάνω στα ροδαλά μάγουλά του (ίσως αυτό να ήταν αλήθεια). Εκείνος ύστερα έκρινε κατά περίπτωση τις περιπτώσεις που του στέλνανε, και τις παρέδιδε (κατά περίπτωση) στους γονείς τους, στην αστυνομία, στο ψυχιατρείο. Για τους υπόλοιπους συλληφθέντες, υπήρχε η συνήθης διαδικασία. Αυτή που παρακολουθήσατε λίγο πριν. Γι’ αυτό και ήταν λίγο

    -24-

  • περίεργο που τους ζητούσαν πάντα να ξεχωρίζουν τους μικρούς πλιατσικολόγους από τους μικρούς τρομοκράτες, εκείνα που ήθελαν απλά να κλέψουν μια κούκλα ή να λεηλατήσουν έναν ολόκληρο πάγκο με ψεύτικα όπλα ή πλαστικά στρατιωτάκια από εκείνα που σκόπευαν να βάλουν φωτιά στο κατάστημα —και στους ίδιους. Τι νόημα είχε, θα έλεγε με φιλοσοφική διάθεση ο Πιο Ψηλός, αφού η τιμωρία ήταν η ίδια και στις δύο περιπτώσεις, ποιο άλλο νόημα (διαμαρτυρόταν ο Πιο Τεμπέλης) από το να γεμίζουν αδιάκοπα ατέλειωτα φύλλα εργασίας με στατιστικά στοιχεία, για να απασχολείται ο Τύπος Που Ήταν Προηγουμένως Κοινωνικός Λειτουργός (καλά, διδακτορικό έκανε ο άνθρωπος;) Κανένα νόημα, θα σου απαντούσε Αυτός Που Έβλεπε Πιο Καλά Από Όλους, για κοίταξε καλύτερα τα παιδιά αυτά που επιμένεις να τα χωρίζεις σε κατηγορίες, για πρόσεξε τι θέλουν να σου πουν μ’ όλα αυτά που κάνουν. Μας μισούν, μας μισούν γιατί είναι απελπισμένα, βογκούσε Εκείνος Που Πάντα Έκανε τη Βρόμικη Δουλειά. Έβλεπε πάντα το μίσος στα νεκρά μάτια των παιδιών πριν ανοίξει την πόρτα της θερμάστρας. Μήπως όμως κι εμείς δεν έχουμε τα δικά μας παιδιά, που θα μπορούσαν να είναι στη θέση αυτών εδώ, αν εμείς δεν είχαμε αυτή τη δουλειά; αναρωτιόντουσαν όλοι. Πάντα τα ίδια, έλεγαν μέσα τους οι Δύο Μεσαίοι, πάντα έτσι γινόταν στον κόσμο —και κουνούσαν τα κεφάλια τους ταυτόχρονα, μια και πάντα συμφωνούσαν μεταξύ τους. Η δουλειά είχε σχεδόν τελειώσει για σήμερα, άλλες πέντε μέρες μέχρι τα Φώτα, μετά —ανεργία πάλι. Μέχρι του χρόνου. Θα ’πρεπε να ήταν κι ευχαριστημένοι που είχαν καταλήξει εδώ που κατάληξαν, παρά τις γελοίες κόκκινες στολές, κι όχι σαν κάποιο από τα παιδιά αυτά, μέσα σ’ έναν καυστήρα. Τι κοινωνία ήταν αυτή; Αλλά δεν είχαν την απάντηση, ο καθένας τα βγ�