40
Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση» Κώστας Παλούκης * Α. Οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιφάσεις του ΣΕΚΕ Στα 1914, η συναίνεση της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπέρ του πολέμου οδήγησε σε κρίση το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα, καθώς η Δεύτερη Διεθνής διασπάστηκε ουσιαστικά στα δύο εμπόλεμα στρατόπεδα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ, ταυτόχρονα, στα αριστερά της αποσπάστηκε ένα ριζοσπαστικό δυναμικό με διεθνιστικά αντιπολεμικά χαρακτηριστικά (Διεθνής Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στο Τσίμερβαλντ, 5/12 Σεπτέμβρη 1915). Στα πλαίσια της ριζοσπαστικοποίησης και της νέας δυναμικής που θα επιφέρει η επανάσταση των μπολσεβίκων, το αριστερό αυτό κομμάτι θα συμμετέχει το 1919 στην ίδρυση της Γ΄ Διεθνή. Στην Ελλάδα, την ίδια περίοδο, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συντέλεσε καταλυτικά σε μια διευρυμένη δημοσιονομική και οικονομική κρίση. Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή στην ουσία παραλύουν προκαλώντας τεράστιες μεταβολές στις μέχρι κοινωνικές σταθερές. Το σχετικά μικρό προλεταριάτο διέρχεται σοβαρή κρίση, τα μικροαστικά βιοτεχνικά στρώματα συμπιέζονται προς τα κάτω, ενώ τα αγροτικά στρώματα θίγονται σοβαρά από τον παρατεταμένο πόλεμο. Αντίθετα, το αστικό κεφάλαιο αναγεννιέται, μέσα στις έκτακτες πολεμικές συνθήκες, με μια νέα πρωταρχική συσσώρευση που πραγματοποιείται εξωοικονομικά από κερδοσκοπίες στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την επένδυση στον τραπεζικό τομέα. 1 Oι κοινωνικές αυτές διεργασίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ριζοσπαστικών ιδεών στα μικροαστικά στρώματα και την εργατική τάξη των πόλεων. Καταρχήν, προβληματίζουν και στρέφουν προς τις σοσιαλιστικές ιδέες μια σημαντική μερίδα προοδευτικών διανοουμένων και φοιτητών που και αυτοί ως μικροαστικό στρώμα * Μεταπτυχιακός φοιτητής της «Νεώτερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας» στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης 1

Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Το κείμενο αυτό επεξεργάζεται την πορεία του ΣΕΚΕ προς το ΚΚΕ. Είναι η πρώτη μορφή ενός κειμένου το οποίο παραλλαγμένο κυκλοφόρησε στο περ. Ουτοπία.

Citation preview

Page 1: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ,όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Κώστας Παλούκης*

Α. Οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιφάσεις του ΣΕΚΕ

Στα 1914, η συναίνεση της πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων υπέρ του πολέμου οδήγησε σε κρίση το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα, καθώς η Δεύτερη Διεθνής διασπάστηκε ουσιαστικά στα δύο εμπόλεμα στρατόπεδα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ, ταυτόχρονα, στα αριστερά της αποσπάστηκε ένα ριζοσπαστικό δυναμικό με διεθνιστικά αντιπολεμικά χαρακτηριστικά (Διεθνής Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη στο Τσίμερβαλντ, 5/12 Σεπτέμβρη 1915). Στα πλαίσια της ριζοσπαστικοποίησης και της νέας δυναμικής που θα επιφέρει η επανάσταση των μπολσεβίκων, το αριστερό αυτό κομμάτι θα συμμετέχει το 1919 στην ίδρυση της Γ΄ Διεθνή.

Στην Ελλάδα, την ίδια περίοδο, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συντέλεσε καταλυτικά σε μια διευρυμένη δημοσιονομική και οικονομική κρίση. Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή στην ουσία παραλύουν προκαλώντας τεράστιες μεταβολές στις μέχρι κοινωνικές σταθερές. Το σχετικά μικρό προλεταριάτο διέρχεται σοβαρή κρίση, τα μικροαστικά βιοτεχνικά στρώματα συμπιέζονται προς τα κάτω, ενώ τα αγροτικά στρώματα θίγονται σοβαρά από τον παρατεταμένο πόλεμο. Αντίθετα, το αστικό κεφάλαιο αναγεννιέται, μέσα στις έκτακτες πολεμικές συνθήκες, με μια νέα πρωταρχική συσσώρευση που πραγματοποιείται εξωοικονομικά από κερδοσκοπίες στο εμπόριο, τη ναυτιλία και την επένδυση στον τραπεζικό τομέα.1 Oι κοινωνικές αυτές διεργασίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ριζοσπαστικών ιδεών στα μικροαστικά στρώματα και την εργατική τάξη των πόλεων. Καταρχήν, προβληματίζουν και στρέφουν προς τις σοσιαλιστικές ιδέες μια σημαντική μερίδα προοδευτικών διανοουμένων και φοιτητών που και αυτοί ως μικροαστικό στρώμα δέχονται τις πιέσεις του πολέμου και της κρίσης. Σύντομα, οι σοσιαλιστικές ιδέες διαχέονται μέσα από τα διάφορα σοσιαλιστικά κέντρα και τις κινήσεις, που οι πρώτοι αυτοί σοσιαλιστές δημιουργούν, και βρίσκουν απήχηση στα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής τάξης. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτείται στην Ελλάδα ένα νέο μοντέλο κοινωνικών συμμαχιών, κατά το οποίο μερίδες των μικροαστικών στρωμάτων αναγνωρίζουν στην πολύ πιο δυναμική εργατική τάξη την ικανότητα της συνολικής επίλυσης του αδιεξόδου της κοινωνικής κρίσης με την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος.

Τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια του εργατικού κινήματος υιοθετούν αυτήν τη θέση, συγκροτούν μια νέα ταυτότητα και συνείδηση για τον αυτόνομο ιστορικό τους ρόλο ως τάξη και το νεωτερικό σοσιαλιστικό μοντέλο συνασπισμού εξουσίας εμφανίζεται στα 1918 με την ίδρυση του ΣΕΚΕ, το οποίο αμέσως δηλώνει την σύνδεσή του με την Β΄ ή Σοσιαλιστική Διεθνή. Το ΣΕΚΕ θα αναλάμβανε να διαφωτίσει και να εκφράσει τους εργάτες με μια ιδεολογία, μεθοδολογία και έναν μηχανισμό πρωτότυπο και νεωτερικό για την Ελλάδα. Κηρύσσοντας την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής «κοινωνικής μεταβολής», που «σημαίνει την απελευθέρωσιν όχι μόνο των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον», υπογραμμίζει τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης, «που δεν δύναται να πραγματοποιήση την

* Μεταπτυχιακός φοιτητής της «Νεώτερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας» στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης

1

Page 2: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

ιστορική της αποστολήν χωρίς να γίνει κάτοχος της πολιτικής εξουσίας», και προσδιορίζει το δικό του καθήκον: «να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσική και αναγκαία αποστολήν της». 2 Πέρα από την σαφήνεια των τελικών στόχων στις διακηρύξεις πολύ λίγο, θα λέγαμε, είναι αποσαφηνισμένες οι σχέσεις του ΣΕΚΕ με τους εργάτες.

Το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα στην Ελλάδα προέκυψε από την συνένωση διαφορετικών και ετερογενών, στην πλειοψηφία τους, τοπικών κέντρων και ομίλων με σοσιαλιστική αναφορά, που αποτελούσαν, όμως, εκτός της Φεντερασιόν, περισσότερο όμιλοι συζητήσεων και διαλέξεων μικροαστών διανοουμένων και συνδικαλιστών που αναζητούσαν πολιτική σύνδεση με την εργατική τάξη, παρά εργατικές οργανώσεις με προγράμματα, στρατηγικές και εργατικές δραστηριότητες. Οι εργάτες, που πλησίαζαν τους πρώτους σοσιαλιστές, αποτελούσαν ουσιαστικά ένα κοινό που ενδιαφερόταν να ακούσει για να μάθει περί του σοσιαλισμού. Για αυτό όλη η λογική της δράσης του κόμματος τοποθετείται στο ιδεολογικό επίπεδο και στο τοπικό ή κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Οι οργανώσεις του δεν συγκροτούνται πάνω σε εργατοπαραγωγική βάση, όπως έπειτα στο ΚΚΕ, αλλά σε τοπική. Σε κάθε πόλη λειτoυργούσε το τμήμα, τα μέλη του οποίου, κατά μακρά διαστήματα, καλούνταν σε γενικές συνελεύσεις, εξέλεγαν την Τοπική Επιτροπή (ΤΕ), η οποία αναλάμβανε τη διεξαγωγή όλης της δράσης του Τμήματος. «Η διεύθυνσις και επίβλεψις της λειτουργίας των τμημάτων εμπιστεύεται από τας συνελεύσεις αυτών εις μίαν τοπικήν επιτροπήν αποτελουμένην από 5-7 μέλη» που είναι αρκετά μεγάλος αριθμός, εάν υπολογίσουμε ότι ελάχιστος αριθμός μελών για την ίδρυση Τμήματος είχαν καθοριστεί τα 15 μέλη. Σε πόλεις ή περιοχές με μικρότερο αριθμό οπαδών συγκροτούνταν οι όμιλοι οι οποίοι «έχουν μορφωτικόν και προπαγανδιστικόν χαρακτήρα, δύναται δε να λαμβάνουν μέρος εις αυτούς και μη μέλη του Κόμματος...»3. Στα 1933 ο Α. Ιωκ. σε ένα ιστορικό σημείωμα σημειώνει πως το κόμμα παρέμενε μακριά «από τα εργοστάσια, από την καθημερινή μαύρη δουλειά ανάμεσα στους εργάτες»4 εννοώντας ότι το ίδιο δεν ασκούσε άμεση συνδικαλιστική δράση. Το ΣΕΚΕ δε θα δράσει ποτέ ως ένα κόμμα μαζών, όπως το ΚΚΕ.

Μέσα σε ένα τέτοιο πνεύμα, η μορφωτική διαφωτιστική διάσταση τόσο στους συνδικαλιστικούς, αλλά και τους πολιτικούς αγώνες, αποτελούσε το κυριότερο χαρακτηριστικό των σοσιαλιστικών ομίλων και κέντρων που συγκρότησαν το ΣΕΚΕ και στη συνέχεια του ίδιου του ΣΕΚΕ: «Το Κόμμα πρέπει να διαφωτίζη, να συμπαθή και να υποστηρίζη τον αγώνα των σωματείων, που τείνει προς την βελτίωσιν των εργατών...»5 Το ΣΕΚΕ δεν οργανώνει ως εργατική συσπείρωση τους αγώνες, δεν παρεμβαίνει με δικές του προγραμματικές συνδικαλιστικές θέσεις στα σωματεία, αλλά στηρίζει και καθοδηγεί τους αγώνες που οι εργάτες αυθόρμητα κινούν. Το ΣΕΚΕ δίνει τη γενική προγραμματική κατεύθυνση, ιδεολογικό επιστέγασμα και πολιτική αναφορά στις εργατικές κινητοποιήσεις. Ο Δ. Λιβιεράτος σκιαγραφεί με ενάργεια τις σχέσεις του σοσιαλιστικού κόμματος με τους εργάτες. «Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης συμπαθεί τους σοσιαλιστές γιατί αυτοί είναι που τρέχουν αγωνίζονται, μιλάνε, εξηγούν. Οι σοσιαλιστές συντάσσουν τα καταστατικά των περισσότερων σωματείων πάνω στην αρχή της πάλης των τάξεων και προσπαθούν να δώσουν μια ενιαία μορφή στο εργατικό κίνημα». Επομένως, δε θα μπορούσε παρά «γι’ αυτή τους τη δραστηριότητα και την τιμιότητα των σκοπών» οι εργάτες να τους εκτιμούν και να τους ακολουθούν.6 Τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος αντικαθιστούν τους εκπροσώπους των αστικών κομμάτων, γιατί είναι πιο τίμιοι, και αναλαμβάνουν να υποδείξουν στους εργάτες το επαναστατικό τους καθήκον. Παράγουν για αυτούς την κατάλληλη θεωρία, ιδεολογία και τους προτείνουν την καλύτερη δυνατή δράση για τα συμφέροντά τους. Ο χαρακτήρας του φυλλαδίου με τίτλο Τι είνε απεργία;, που ο Γ. Γεωργιάδης κυκλοφόρησε και στο οποίο εξηγεί την αξία και υποδεικνύει τις καταγεγραμμένες μορφές απεργιακού αγώνα, είναι ενδεικτικό του ρόλου που αισθάνονται οι ηγέτες του ΣΕΚΕ ότι οι ιστορικές συνθήκες τους αναθέτουν.7

2

Page 3: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Το ίδιο το ΣΕΚΕ αναγνώριζε πως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε τον πρώτο καιρό της δράσης του ήταν η απόσταση από την εργατική τάξη και τα κατώτερα αγροτικά στρώματα. Μάλιστα, στο Α΄ Συμβούλιο του 1919 αναφέρεται επίσημα από την ηγεσία ότι η «σύνδεσις σωματείων με ελάχιστα συνειδητά μέλη με το Κόμμα είνε επιζήμιος στον αγώνα του Κόμματος και των σωματείων» και ως μέτρο αντιμετώπισης αποφασίζεται η οργανική ενσωμάτωση των εργατικών σωματείων της ΓΣΕΕ στο ΣΕΚΕ «λαβόν προσέτι υπ’ όψιν ότι το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα όν κόμμα της εργατικής τάξεως, πρέπει να επιβλέπη αυτήν και την οργάνωση με το πνεύμα της πάλης των τάξεων δια να την προετοιμάση προς εκπλήρωσιν της ιστορικής της αποστολής»8. Η απόφαση, λοιπόν, για οργανική σύνδεση των εργατικών σωματείων με το Κόμμα προσπαθεί να καλύψει τα οργανωτικά κενά του κόμματος στον συνδικαλιστικό τομέα. Βέβαια, αυτή η απόφαση δε συμβάλλει στην αναίρεση του προβλήματος, αλλά καταδεικνύει ότι και οι ηγέτες του ΣΕΚΕ αντιλαμβάνονται την ύπαρξή του, το οποίο τους φαντάζει μάλλον ασύμβατο με τον ρόλο του ΣΕΚΕ. Μόλις στα 1922, μετά από μια σημαντική περίοδο συμμετοχής του ΣΕΚΕ(Κ) στον επαγγελματικό αγώνα της εργατική τάξης, ο εισηγητής στην Συνδιάσκεψη του Φλεβάρη Γ. Γεωργιάδης θα αναγνωρίσει ότι «το κόμμα ... δια των αγώνων του και των θυσιών του απέκτησε ιστορικά δικαιώματα», μέσα από την συνεργασία με τα συνδικάτα, και παρατηρεί «ευχάριστα» ότι «εν μέρος της, το μάλλον προχωρημένο συνεκροτήθη εις το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα».9 Αλλά και αυτή η εξέλιξη στην ουσία δεν αλλάζει δραματικά τη σχέση κόμματος και τάξης. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι αντίθετα η απόφαση της Συνδιάσκεψης του 1922 τονίζει την αυτοεικόνα ενός ΣΕΚΕ που προνομιακά δικαιούται να αντιπροσωπεύει στο κοινοβούλιο την εργατική τάξη και να αγωνίζεται πολιτικά για αυτήν, εφόσον η ίδια είναι δεν ώριμη και οπότε δε χρειάζεται να το πράξει από μόνη της. Παράλληλα, ο νεωτερικός ιστός του ΣΕΚΕ παρέμενε εγκλωβισμένος κυρίως στα αστικά κέντρα και σχετικά απομονωμένος από την αγροτική ύπαιθρο. Και είναι φανερό από το εκλογικό αποτέλεσμα του 1920 πως το εκλογικό αγροτικό πρόγραμμα που πρότεινε το ΣΕΚΕ απέτυχε, παρά την θετική του απόπειρα να αναλύσει τις σχέσεις στην ύπαιθρο εκφράσει πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας των αγροτικών στρωμάτων.10

Ο διαφοροποιημένος κοινωνικά χαρακτήρας των μελών του κόμματος από τη δράση της εργατικής μάζας είναι σαφής και αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο στο γεγονός ότι οι πρώτοι σοσιαλιστές ηγέτες καθοδηγούν το προλεταριάτο για να οργανωθεί ως τάξη, αλλά στο γεγονός ότι δεν ανατρέπουν τον ρόλο της παραδοσιακής λειτουργίας του διανοούμενου ως θεματοφύλακα της αλήθειας και της ιστορικής συνείδησης. Δηλαδή δεν οικοδομούν το κόμμα – συλλογικό διανοούμενο της εργατικής τάξης, που προκύπτει από τη συνένωση διανοουμένων και πρωτοπόρων εργατών, αλλά ως συλλογικό στρώμα αναπαράγουν το ρόλο του, με την γκραμσιανή έννοια, οργανικού διανοούμενου ως ενδιάμεσου στρώματος, όπως ακριβώς αναδεικνύεται από τη θέση του στην παραγωγική διαδικασία και στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Αντιλαμβάνονται, θα λέγαμε, τον ρόλο τους απέναντι στην εργατική τάξη υπό το πρίσμα της μικροαστικής ιδεολογίας του διανοούμενου της αριστεράς που, κατά τον Γκράμσι, «θεωρεί τον εαυτό του το άλας της γης και βλέπει στον εργάτη το υλικό όργανο της κοινωνικής ανατροπής και όχι τον συνειδητό και νοήμονα πρωταγωνιστή της επανάστασης».11 Παρά, λοιπόν, τον αναμφισβήτητο αντικαπιταλιστικό νεωτερισμό του, το ΣΕΚΕ ξεκίνησε περισσότερο ως ένα κόμμα διανοουμένων και συνδικαλιστικών παραγόντων, που λειτουργούσε – ανεξαρτήτως, θα λέγαμε, προθέσεων – ως συλλογικός «ανιδιοτελής πάτρωνας» της εργατικής τάξης στη θέση των αστών «ιδιοτελών πατρώνων», παρά ένα κόμμα εργατικό, με την έννοια της πραγματικής συμβολής και συμμετοχής των εργατών στις δραστηριότητές, τα όργανα και τις αποφάσεις του.

Οι διαφοροποιημένες σχέσεις μεταξύ κόμματος και τάξης αποτυπώνονται και μέσα στον κομματικό οργανισμό ανάμεσα στην ηγεσία και τα μέλη. Μια μαρτυρία στον Ριζοσπάστη του 1933 για τον άνωθεν και μηχανιστικό τρόπο που επιβλήθηκε η μπολσεβικοποίηση στο κόμμα με

3

Page 4: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

το Γ΄ Έκτακτο Συνέδριο στα 1924, ενισχύει, παρά τις όποιες επιφυλάξεις για τις σκοπιμότητες της μαρτυρίας του στη συγκυρία του 1933, την εικόνα ενός ΣΕΚΕ που λάβαινε αποφάσεις μακριά από τη βάση, άσχετα με την ελευθερία διαλόγου και τις νομιμοποιήσεις που προσέφεραν τα συνέδρια.12 Αντίστοιχες κριτικές για τη δράση και τα χαρακτηριστικά του κόμματος θα διατυπώσουν όλες οι αριστερές αντιπολιτεύσεις, αλλά και θα αναγνωρίσουν οι ηγεσίες του κόμματος έως το 1931 είτε εξελιχθούν σε αντιπολιτεύσεις είτε όχι. Ως αντίθετο πρότυπο στην σοσιαλδημοκρατική συγκρότηση και λειτουργία του ΣΕΚΕ και ως διέξοδος στις, κατά κοινή ομολογία, παραπάνω ελλείψεις θα προβληθεί από όλα τα αριστερά στελέχη ο σοβιετικός κομμουνισμός. Δηλαδή, μέχρι το 1931, το πρόβλημα της πραγμάτωσης και ολοκλήρωσης της μπολσεβικοποίησης θα συνιστά πρωτεύον και κύριο ζήτημα για το ΣΕΚΕ/ ΚΚΕ. Μετά το 1931, θα εκτιμηθεί από την ηγεσία Ζαχαριάδη πως το κόμμα έχει πλέον μπολσεβικοποιηθεί.

Ο σοσιαλδημοκρατικός χαρακτήρας του κόμματος δεν μπορεί παρά να καθορίζει και τον ρόλο που ευελπιστεί το ΣΕΚΕ να διαδραματίσει στην ελληνική πολιτική κοινωνία. Το ΣΕΚΕ, από τη μία, προβάλλει τον νεωτερικό του αντικαπιταλιστικό λόγο με το ριζοσπαστικό πρόγραμμά του, αλλά, από την άλλη, δεν αποβάλλει αντιλήψεις συμμετοχής στο αστικό πολιτικό παιχνίδι. Οι πρώτοι σοσιαλιστές και στη συνέχεια το ΣΕΚΕ διατηρούσαν μία επαμφοτερίζουσα σχέση με τα αστικά κόμματα. Αρχικά, λοιπόν, οι πρώτες σοσιαλιστικές κινήσεις δεν τοποθετήθηκαν εναντίον του πολέμου και, παρασυρμένες από το έντονο πολωτικό κλίμα, συντάσσονται είτε με τον Κωνσταντίνο είτε με τον Βενιζέλο. Οι ομάδες του Γιαννιού και του Δρακούλη τάχθηκαν με το μέρος του Βενιζέλου, η Φεντερασιόν θα διατηρήσει ουδέτερη θέση, για να συμπλεύσει τελικά με την γερμανόφιλη παράταξη συμμετέχοντας με υποψήφιο στον αντιβενιζελικό συνδυασμό της Θεσσαλονίκης στις εκλογές του 1915, ενώ η Σοσιαλιστική Ένωση του Δημητράτου, όπως και άλλες ομάδες, δεν έλαβαν σαφείς αντιπολεμικές θέσεις. Πάντως, αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι ο Βενιζέλος και η κυβέρνηση του 1918 ευνόησε την ίδρυση του ΣΕΚΕ με σκοπό την ενίσχυση στο εξωτερικό των ελληνικών θέσεων πάνω στα εθνικά ζητήματα. Πράγματι, οι πρώτοι σοσιαλιστές και οι πρώτοι ηγέτες του ΣΕΚΕ δεν αρνήθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.13 Το Α΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ, παρότι υπερασπίζεται τη λήξη του πολέμου και την ειρήνευση χωρίς αποσπάσεις εδαφών, δεν τοποθετείται αρνητικά στην μικρασιατική εκστρατεία και, στην ουσία, αναπαράγει τις θέσεις του βενιζελισμού σε μια πιο αριστερή εκδοχή. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμά του δεν καταλήγει στην επαναστατική δράση, αλλά προτείνει ένα σταδιακό μετασχηματισμό προς δημοκρατικότερες δομές, που θα καταλήξει στη «Λαϊκή Δημοκρατία».14 Αργότερα, όμως, στα 1919, το ΣΕΚΕ μετατοπίζεται στο ζήτημα του πολέμου και τάσσεται εναντίον της ελληνικής εκστρατείας, αρχικά στην Ουκρανία και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία. Παρόλα αυτά δεν θα αναπτύξει δραστήριες αντιπολεμικές ενέργειες.15 Στις εκλογές του 1920 μετά το Β΄ Συνέδριο, το οποίο θεωρείται από τον Παναγιώτη Νούτσο και τον Κώστα Καρπόζηλο ως ένα είδος revanche της αριστερής τάσης, το μετατοπισμένο προς την Γ΄ Διεθνή ΣΕΚΕ αισθάνεται συνεχώς υποχρεωμένο να επαναλαμβάνει τόσο στο Έκτακτο Εκλογικό Συνέδριο και όσο και στις διακηρύξεις του ότι δε θα εμπλακεί στη διαμάχη βενιζελικών-αντιβενιζελικών και δε θα συμμετάσχει σε κυβερνητικά σχήματα.16 Στα 1922, όμως το ΣΕΚΕ, ακόμη και ως ΣΕΚΕ (Κομμουνιστικό), συνεχίζει να αναζητά ρόλο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, με την απόφαση περί «μακράς νομίμου δράσεως» που στην ουσία σήμαινε ακύρωση της όποιας ανατρεπτικής δράσης. Το ΣΕΚΕ, αφού θα αποτύχει να εκφράσει τη λαϊκή δυσφορία μετά την καταστροφή, θα αποδεχθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1922 ως σανίδα σωτηρίας αδυνατώντας να προτάξει κάποια άλλη διέξοδο. Το στοιχείο της αναζήτησης ρόλου στο αστικό πολιτικό σκηνικό δε θα το αποβάλλει μάλιστα ούτε και ως ΚΚΕ, τουλάχιστον μέχρι και την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου, οπότε και θα απορρίψει τη γραμμή της «πραγματικής δημοκρατίας», που είχε υιοθετήσει κατά την περίοδο της παγκαλικής δικτατορίας. Στην πραγματικότητα, αυτό το οποίο διαφαίνεται είναι η αδυναμία του ΣΕΚΕ να κατασταλλάξει σε

4

Page 5: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

μια συγκεκριμένη συνεκτική πολιτική γραμμή και γι’ αυτό ανάλογα με τη συγκυρία και τους εσωκομματικούς συσχετισμούς μετατοπίζεται σε περισσότερο ή λιγότερο επαναστατικές θέσεις.

Το ΣΕΚΕ, λοιπόν, συγκροτήθηκε, τελικά, χωρίς μια ιδεολογική, πολιτική και προγραμματική συνοχή ή και σταθερότητα. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται σε όλη του την πορεία από συνεχείς μετατοπίσεις, σε όλα τα επίπεδα, που σφραγίζονται από συνεχείς ανακατατάξεις, αποχωρήσεις και προσχωρήσεις ομάδων και προσώπων τόσο στο ηγετικό επίπεδο όσο και στη βάση. Αυτή η αδυναμία του ΣΕΚΕ δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της ιδεολογικής ετερογένειας των στελεχών του. Τόσο η ιδεολογική του αστάθεια όσο και η πολιτική αδυναμία του προέκυπταν εξίσου από τη συγκυρία της ταξικής διαπάλης και τη σχέση που είχε οικοδομήσει με την εργατική τάξη και τα αγροτικά στρώματα. Η απουσία μιας συνεπούς και αποτελεσματικής ανεξάρτητης τοποθέτησης απέναντι στο αστικό πολιτικό σκηνικό θα θεωρηθεί από τους πρώτους κομμουνιστές επίσης μια αδυναμία που προκύπτει από την σοσιαλδημοκρατική και όχι κομμουνιστική φυσιογνωμία του κόμματος.

Το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ ως οργανισμός που διαρκώς μετασχηματίζεται και μετατοπίζεται και δεν διαθέτει σταθερή ηγεσία και ιδεολογία, δεν έχει μελετηθεί αρκετά, παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε καλά τις συζητήσεις και τις διαφωνίες της εποχής. Το γεγονός ότι δεν εξελίχθηκε τελικά, ενώ θα μπορούσε, σε ένα τυπικό δυτικοευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά εξελίχθηκε σε ένα κομμουνιστικό, έχει υποτιμηθεί εντελώς ως μια αναπόφευκτη ιστορικά εξέλιξη. Τις περισσότερες φορές, η μετεξέλιξη αυτή γίνεται κατανοητή ως ένα φυσικό πέρασμα σε πιο «ώριμες» πολιτικά θέσεις, χωρίς να ιστορικοποιούνται οι συνθήκες και οι αιτίες που την προκάλεσαν. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, η εξέλιξη του ελληνικού σοσιαλιστικού κόμματος φέρει μια ιδιοτυπία σε σχέση με την πορεία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Το ΣΕΚΕ αποτελεί ίσως το μοναδικό από όλα τα τμήματα της Τρίτης Διεθνούς που εισήλθε σε αυτήν ολόκληρο και όντας, σχεδόν ουσιαστικά – και όχι τυπικά

1 Χατζηιωσήφ Χρ., «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β1, επιμ. Χατζηιωσήφ Χρ., Βιβλιόραμα Αθήνα 2002, σ. 11-122 [ΚΚΕ], «Το ιδρυτικό, 1ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ», Επίσημα κείμενα, τόμος Πρώτος (1918-1924), Σύγχρονη Εποχή, σ. 63 [ΚΚΕ], «Το ιδρυτικό, 1ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ», ό.π., σ. 204 Ο Α. Ιωκ. παραθέτει για αυτήν την άποψη ένα παράδειγμα από τη δική του δράση: «Στο εργοστάσιο όπου λ.χ.δούλευα εγώ και πέντε μέλη του κόμματος, δε συζητήσαμε ποτέ πως θα δουλέψουμε στο εργοστάσιο κι’ οι αποφάσεις πήγαιναν περίπατο. Ρωτούσα δε ο ίδιος τον εαυτό μου γιατί δεν δούλεψαν οι άλλοι, που ήταν και παληότεροι από μένα». Βλ. Α. Ιακ., «Όταν πρωτοϊδρύθηκαν οι πηρύνες», Ριζοσπάστης, 2/11/19335 [ΚΚΕ], «Το Α΄ Εθνικόν Συμβούλιον του ΣΕΚΕ», ό.π., σ. 276 Βλ. Λιβιεράτος Δ., Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923, Καρανάση Αθήνα 1976, σ. 42 7 Βλ. Γεωργιάδης Γ., Τί είνε απεργία;, περιέχεται στο Γεωργιάδης Γ. Σοσιαλισμός προβλήματα θεωρίας εφαρμογής και πράξης, τ. Α, (1910-1923), επιμ. Γεωργιάδου – Κατσουλάκη Αγγελική, Παπαζήση Αθήνα,8 Βλ. ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τόμος Πρώτος 1918-1924, Σύγχρονη Εποχή, σ. 26 9 Γεωργιάδης Γ., «Οικονομική και πολιτική κατάστασις της Ελλάδος κατά το 1922, το πρόγραμμα του κόμματος μας δια το 1922, Φεβρουάριος 1922», στο Γεωργιάδης Γ. ό.π.10 Βλ. Καρπόζηλος Κ., «Η συμμετοχή του ΣΕΚΕ στις εκλογές του 1920 και το πρόγραμμα της ‘‘επαναστατικής ουτοπίας’’», Ουτοπία 56, σ. 97-113, σ. 105 11 Βλ. Γκράμσι Α., La Costruzione del Partito commounista, σ. 504 στο Μπυσί – Γλύκσμαν Κριστίν, Ο Γκράμσι και το κράτος, μτφ. Καστορινός Π.Δ., Θεμέλιο 1984, σ. 42. 12 Βλ. Α. Ιακ., ό.π.13 Βλ. Για τον ρόλο των πρώτων σοσιαλιστών ηγετών στον πόλεμο στο Λιβιεράτος Δ., ό.π, σ. 24-2514 Βλ. ΚΚΕ, «Το Ιδρυτικό, 1ο Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ)», Επίσημα Κείμενα, τ. Πρώτος (1918-1924), Σύγχρονη Εποχή, σ. 1215 Η περιγραφή του Ελευθέριου Σταυρίδη, ηγετικού τότε στελέχους του κόμματος, εναρμονίζεται πλήρως με αυτήν την εικόνα, υπογραμμίζοντας τις αδυναμίες του ΣΕΚΕ στο πεδίο της ακτιβίστικης αντιπολεμικής δράσης. Βλ. Σταυρίδης Ελ., Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, από της ιδρύσεως μέχρι του συμμοριτοπόλεμου, Αθήνα 1953, σ. 7016 Βλ. Καρπόζηλος Κ., ό.π., σ. 100

5

Page 6: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

– ακόμα, κόμμα της Δεύτερης Διεθνούς, όταν όλα τα τμήματα της Τρίτης Διεθνούς ιδρύθηκαν από ομάδες που αποσπάστηκαν από τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς. Και αυτό συνέβη όταν δεν έγιναν αποδεκτά στην νέα Διεθνή αρκετά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που κράτησαν αρνητική στάση απέναντι στον πόλεμο. Διότι, όπως γράφει ο Hobsbawm «αυτό που ήθελαν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν ένα διεθνές κίνημα σοσιαλιστών που να συμπαθούν την Οκτωβριανή επανάσταση, αλλά ένα σώμα ολοκληρωτικά αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακτιβιστών, κάποιο είδος παγκόσμιας επαναστατικής κρούσης για επαναστατικά επιτεύγματα.»17

Συγκεκριμένα, την περίοδο που το ιταλικό και γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα οδηγούνταν σε διάσπαση, στο ελληνικό σοσιαλιστικό κόμμα θα επιτευχθεί ιδεολογικός συμβιβασμός και συμφωνία για την σύνδεση με την ΚΔ, αλλά, σταδιακά και σχετικά σύντομα, οι κομμουνιστές είναι εκείνοι που θα κερδίσουν στην εσωκομματική πάλη και θα κληρονομήσουν τη συνέχεια του κόμματος. Οι σοσιαλιστές, που θα διαγραφούν από το μπολσεβικοποιημένο ΣΕΚΕ, δε θα καταφέρουν να αποβάλλουν, καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνικού μεσοπολέμου, τα «παραγοντίστικα» χαρακτηριστικά, ενώ ταυτόχρονα, διατηρώντας τους δεσμούς τους με τα αστικά κόμματα και παρά τη σχετικά σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα, ουδέποτε θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τους ανταγωνισμούς τους και να συσπειρωθούν σε ένα ενιαίο μαζικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η περίπτωση της Κομμουνιστικής Ένωσης του Τζουλάτι, που θα αποσπαστεί από το ΣΕΚΕ στα 1919 για να διεκδικήσει το χρίσμα από τη Μόσχα, όπως οι άλλες κομμουνιστικές ομάδες στην Ευρώπη, τελικά θα επανέλθει στο κόμμα το 1921 για να αποτελέσει τη μήτρα του δεύτερου μεσοπολεμικού κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης.

Τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού προλεταριάτου, το ριζοσπαστικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο μετά την μικρασιατική καταστροφή, με την προλεταριοποίηση των προσφύγων και την επάνοδο των αποστράτων, και, τέλος, η επίδραση της σοβιετικής επανάστασης είναι οι κύριοι παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία και εξέλιξη του κόμματος. Πολύ σύντομα, λοιπόν, το ζήτημα της μπολσεβικοποίησης, της κομουνιστικοποίησης και επαναστατικοποίησης θα τεθεί με διαφορετικό τρόπο από διάφορες ομάδες μέσα στο ΣΕΚΕ, αρκετές από τις οποίες θα αποσπαστούν συγκυριακά ή και μόνιμα από τον κεντρικό κομματικό κορμό. Στην Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα αναφερόμαστε συνοπτικά στις περισσότερες από αυτές.18

Β. Η πρώτη απόπειρα σύνδεσης με την Κομμουνιστική Διεθνή: το μετέωρο βήμα του Β΄ Συνεδρίου και το «πισωγύρισμα» της Συνδιάσκεψης του

Φλεβάρη

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, θα ανοίξει, με την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς το 1919, και θα διεξαχθεί η συζήτηση για τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό του κόμματος. Η ομάδα της Κομμουνιστικής Ένωσης με το περιοδικό Κομμουνισμός θα λειτουργήσει, αδιαμφισβήτητα, πιεστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Το Α΄ Εθνικό Συμβούλιο του 1919 «αποφασίζει να αποχωρήσει εκ της β΄ Διεθνούς και να αποκηρύξει την οπορτουνιστικήν τακτικήν της.» Παράλληλα, «δίδει εντολήν εις την Κεντρικήν Επιτροπήν να προπαρασκευάση το έδαφος δια την προσχώρησιν εις την γ΄ Διεθνή...»19. Τον Ιανουάριο του 1920, το ΣΕΚΕ θα ενταχτεί στην Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ). Τον Απρίλιο του 1920, θα συνέλθει το Β΄

17 Βλ. Hobsbaum Er., Η εποχή των Άκρων, ο σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 – 1991, μτφ. Καπετανγιάννης Β., Θεμέλιο, Β΄ έκδοση αναθ. Αθήνα 199518 Βλ. Παλούκης Κ., «Η αριστερή αντιπολίτευση στο ΚΚΕ» στο Χατζηιωσήφ Χ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο μεσοπολέμος, Β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003, σ. 97

6

Page 7: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Συνέδριο του ΣΕΚΕ το οποίο θα επιβεβαιώσει την στροφή προς την ΚΔ απαλείφοντας στοιχεία του προγράμματος που θεωρούνταν ρεφορμιστικά, όπως η θέση για ενδιάμεση «Λαϊκή Δημοκρατία» ή για την ανάγκη της εθνικής άμυνας ή για την Κοινωνία των Εθνών. Σε αυτό το συνέδριο, θα αποφασιστούν η προσχώρηση στην «γ’ Διεθνή της Μόσχας», με την αποδοχή των αρχών και των ψηφισμάτων της, η αποδοχή των 21 όρων και η προσθήκη «Κομμουνιστικό» σε παρένθεση στον τίτλο.20 Το Β΄ Συνέδριο αναστέλλει την ισχύ του προγράμματος που είχε ψηφιστεί στο Α΄ συνέδριο, χωρίς όμως να το αντικαταστήσει στην ουσία με ένα καινούριο. Απλώς, δηλώνει τις αλλαγές σε κάποια στρατηγικά σημεία και επιφορτίζει την καινούρια Κεντρική Επιτροπή να συντάξει νέο με βάση τις αρχές της Γ΄ Διεθνούς21. Το κενό προσπαθεί να καλύψει ο Γεωργιάδης μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη. Αλλά στην ουσία όλα μετατίθονται για το επόμενο συνέδριο. Την περίοδο που έπεται του Β΄ Συνεδρίου, θα ενταθεί στο εσωτερικό του κόμματος η συζήτηση για τους 21 όρους της ΚΔ, αλλά η συζήτηση αυτή μάλλον θα παραμείνει εγκλωβισμένη στους κύκλους της ηγεσίας προκαλώντας την διαμαρτυρία της Κομμουνιστικής Ένωσης.

Κατά την άποψη του Π. Νούτσου με το Β΄ Συνέδριο «η ‘‘αριστερά’’ του ιδρυτικού συνεδρίου, τις εκτιμήσεις της οποίας θα συμμερίζονται συνεχώς νέες κομματικές δυνάμεις, παίρνει τη revanche και απαλείφει από το πρόγραμμα τα άρθρα για τη ‘‘Λαϊκή Δημοκρατία’’, την ‘‘ανάγκην της εθνικής αμύνης’’ και την ‘‘Κοινωνία των Εθνών’’»22 Ένθερμος εισηγητής της πρότασης για οργανική σύνδεση ήταν ο Γιώργος Γεωργιάδης και η εισήγηση έγινε αποδεκτή από το σύνολο των ηγετικών στελεχών, παρά τις επιφυλάξεις των Κούριελ, Δημητράτου, Σίδερη. Απέναντι στην ιδεολογική μετατόπιση των σοσιαλιστών η Κομμουνιστική Ένωση του Τζουλάτι στέκεται επιφυλακτική πιστεύοντας ότι πρόκειται για «παράδοξες προσχωρήσεις και απότομες μεταβολές» και εκτιμώντας ότι «η επαναστατικότης του είδους αυτού δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας καθαρός καιροσκοπισμός»23. Δύο χρόνια αργότερα, το ίδιο πρόσωπο, ο Γ. Γεωργιάδης, στην Συνδιάσκεψη του Φλεβάρη του 1922, θα πρωτοστατήσει στην αναίρεση αυτής της απόφασης και θα μείνει γνωστός στην επίσημη κομματική ιστορία και τη συλλογική μνήμη των κομμουνιστών ακριβώς για αυτήν την στάση του. Αυτή η ταλάντευση στον στρατηγικό προσανατολισμό και το ιδεολογικό πισωγύρισμα, που αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Γεωργιάδη, δεν αφορά μόνο τον ίδιο, αλλά και μια ευρύτερη τάση μέσα στο κόμμα, που, σε μία πρώτη φάση, υποστηρίζει την ένταξη και, σε μια επόμενη, την αρνείται ή καλύτερα την «παγώνει» και, τελικά, αφορά το σύνολο του κόμματος.

Καταρχήν, φαίνεται ότι οι τάσεις μέσα στο κόμμα δεν είναι δύο, αλλά τρεις, και ίσως περισσότερες, και ότι, στην πραγματικότητα, οι επιλογές του Γεωργιάδη αποτυπώνουν τις εσωκομματικές συμμαχίες και ισορροπίες ανάμεσα στους μετριοπαθείς «ρεφορμιστές» σοσιαλδημοκράτες, τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες και τους ακραιφνείς οπαδούς του ρώσικου μπολσεβικισμού. Αυτή η αναγνώριση όμως θέτει αρκετά ερωτηματικά. Ο ίδιος ο Νούτσος χαρακτηρίζει την σαφή αριστερή μετατόπιση που πραγματοποιήθηκε στο Β΄ Συνέδριο ως «ανισοβαρή συμβιβασμό», διότι κατανοεί ως «ανισοβαρές» το γεγονός ότι μια αναθεώρηση των αποφάσεων του προηγούμενου ιδρυτικού συνεδρίου, στα πιο στρατηγικά του σημεία, λαμβάνεται και εγκρίνεται από το σύνολο του κόμματος, που συνεχίζει να ελέγχεται από τους σοσιαλιστές και όχι από τους κομμουνιστές. Δηλαδή η αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού δε σημαίνει αναγκαστικά ανατροπή των συσχετισμών και ανάδειξη νέων προσώπων στην ηγεσία, όπως π.χ. συμβαίνει το 1924. Η ομάδα Τζουλάτι μάλιστα διαμαρτύρεται για αυτό, καθώς δεν διώχθηκαν οι «παληοί καιροσκόποι και μεταρρυθμισταί» και γίνονται «δεκτοί αρκεί ότι κατά το Συνέδριο κηρύσσονται φανερά υπέρ της Γ΄ Διεθνούς».24 Και αυτό αποτελεί, κατά ένα τρόπο,

22 Βλ. Νούτσος Π., Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 ως το 1974, Τόμος Β΄, μέρος Β΄, Γνώση Αθήνα 1994, σ. 2623 Βλ. «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/1921

7

Page 8: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

ιστορικό παράδοξο. Ως εκ τούτου, δεν επιβεβαιώνεται η άποψη του ίδιου του Νούτσου για revanche της αριστεράς του πρώτου συνεδρίου, γιατί ακριβώς, προς την νέα κατεύθυνση, συναινεί, παρά κάποιες επιφυλάξεις – ο Σίδερης δεν αμφισβητεί την ΚΔ, εκτιμά ότι το πρόγραμμα της είναι ανεφάρμοστο στην Ελλάδα –, το σύνολο του κόμματος και δεν επιβάλλεται από κάποια πλειοψηφία. Πάντως και κατά ένα τρόπο, φαίνεται ότι το Β΄ Συνέδριο αποτυπώνει έναν τέτοιο είδους συμβιβασμό και αυτό δε γίνεται αντιληπτό τόσο από τις αποφάσεις όσο από τα επιχειρήματα και τις απόψεις που είχαν διατυπώσει και οι δύο τάσεις.25 Τον συμβιβασμό όμως αυτόν δεν τον επιβάλλουν οι κομμουνιστές του κόμματος, αλλά τον προκαλούν οι σοσιαλιστές, που συνεχίζουν να αποτελούν την ηγεσία, και με πρωτοστάτη τον Γ. Γεωργιάδη, ο οποίος είναι ο πρώτος σημαντικός θεωρητικός του επαναστατικού σοσιαλισμού και του κομμουνισμού στην Ελλάδα.

Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι γιατί οι σοσιαλιστές όχι μόνο συναίνεσαν, αλλά υπερθεμάτισαν, στην επαναστατική στροφή για να την αναιρέσουν αργότερα. Η απάντηση σε αυτήν την αντίφαση θα μπορούσε πολύ εύκολα να αναχθεί στον ενθουσιασμό που η ίδρυση της ΚΔ η οποία ενδεχομένως να παρέσυρε και την πιο δεξιόστροφη σοσιαλδημοκρατική τάση του κόμματος προς την υιοθέτηση περισσότερο ριζοσπαστικών θέσεων. Το πνεύμα του κειμένου που παραθέτει ο Νούτσος είναι σαφές ως προς αυτό: «Η κομμουνιστική επανάστασις .... γίνεται ασπαστή με ενθουσιασμό από τις μάζες και προχωρεί στο δρόμο του οριστικού της θριάμβου.»26

Την ίδια εκτίμηση έχει και το περιοδικό Κομμουνισμός: « ... Τώρα που εδραιώθη η Ρωσική Επανάστασις, τώρα που οι μάζες έπαψαν να πιστεύουν πια στις μεταρρυθμίσεις, διστακτικότης των καιροσκόπων έκλινε οριστικά προς την πλάστιγγα της επαναστάσεως.» Και, σα να βλέπει στο μέλλον, ο αρθρογράφος του περιοδικού είναι σίγουρος ότι «εάν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης κατώρθωναν έστω και σε ένα μέτωπο να νικήσουν τα στρατεύματα των Σοβιέτ, αυτοί που αμιλώνται σήμερα στην επαναστατικότητα ασφαλώς θα έδειχναν στις αληθινές τους τάσεις.»27

Στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι πιο σύνθετο και χωρίς να υποτιμούμε τον διεθνή παράγοντα κυρίως επικεντρώνουμε στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Κατά τη δική μας άποψη, η συζήτηση για την σύνδεση με την ΚΔ διεξάγεται μέσα στο ΣΕΚΕ με σκοπό την αναζήτηση ενός πολιτικού προγράμματος και μιας πολιτικής πρότασης που θα εκφράσει την μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια η οποία αναπτύσσεται στα εργατικά και αγροτικά στρώματα εκείνη την περίοδο. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες την περίοδο που διεξάγεται η μικρασιατική εκστρατεία οδηγούν σε όξυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Παλαιά Ελλάδα. Η λαϊκή αντίδραση διογκώνεται συνεχώς εναντίον της βενιζελικής δικτατορίας, εξαιτίας των συνεπειών του παρατεταμένου πολέμου στην οικονομία και την κοινωνία. Η ριζοσπαστικοποίηση μέσα στις λαϊκές τάξεις διαπερνάει το εργατικό κίνημα δίνοντας μια ώθηση στην πολιτικοποίηση και την δραστηριοποίηση που οδηγεί στη συγκρότηση του συνδικαλιστικού χώρου οξύνοντας τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις με πολιτικά και συνδικαλιστικά αιτήματα. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα ξεσπάσουν πολιτικές απεργίες, δηλαδή απεργίες με πολιτικά και όχι συνδικαλιστικά αιτήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πραγματικού κοινωνικού διχασμού αποτελεί η διάσπαση της ΓΣΕΕ στην βενιζελική και την σοσιαλιστική τάση που συνδέεται με το ΣΕΚΕ. Η σοσιαλιστική τάση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιτίας των ανομολόγητων κοινωνικών συμμαχιών σε αντιβενιζελική – όχι με την παραδοσιακή στην ιστοριογραφία χρήση της έννοιας που την ταυτίζει με τον κωνσταντινισμό, αλλά με μία διευρυμένη χρήση της που εντάσσει όλα τα κομμάτια που αντιστέκονταν στον πόλεμο. Διόλου

26 Βλ. Βρούτος Α., «Η κομμουνιστική επανάστασις», Ριζοσπάστης, 24/1/1921, παρατίθεται στο Νούτσος Π., Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 ως το 1974, Τόμος Β΄, μέρος Β΄, Γνώση Αθήνα 1994, σ. 158 - 16127 Βλ. «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/1921

8

Page 9: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

τυχαία το πλέον μαζικό κομμάτι της ΓΣΕΕ θα είναι εκείνο που θα συμπλεύσει με το ΣΕΚΕ και θα αποδεχτεί την οργανική σύνδεση του συνδικαλιστικού κινήματος με το κόμμα.

Στην πραγματικότητα όμως το ΣΕΚΕ θα βρεθεί σε αδυναμία να εκφράσει περισσότερο πολιτικά αυτήν τη ριζοσπαστικοποίηση στην κοινωνική βάση και να αποτελέσει ο πραγματικός πολιτικός καθοδηγητής της. Οι θέσεις του Πρώτου Συνεδρίου «περί εθνικής αμύνης» και οι φωτογραφικές διατυπώσεις έμμεσης, αλλά σαφούς υπεράσπισης της μικρασιατικής εκστρατείας, καθώς και οι παλαιότερες επιλογές σύμπλευσης με το βενιζελισμό στο ζήτημα αυτό δε συμβαδίζουν με το αντιπολεμικό κλίμα που αναπτύσσεται στην κοινωνία. Η διαπίστωση της αναντιστοιχίας της πολιτικής γραμμής και της ανάλυσης της πραγματικότητας με τις διαθέσεις των μαζών οδήγησε σε μια κρίση ταυτότητας στο ΣΕΚΕ, εφόσον αυτή η διαπίστωση συνεπαγόταν όχι μόνο αμφισβήτηση του ίδιου του προγράμματος του κόμματος, αλλά και αμφισβήτηση του ιδεολογικού και στρατηγικού παρανομαστή από το οποίο εκκινούνταν οι προγραμματικές κατευθύνσεις, δηλαδή αμφισβήτηση της ίδιας της Β΄ Διεθνούς. Σε αυτό το σημείο αναζήτησης, η τομή του ρώσικου Οκτώβρη κατέδειξε μια άλλη κατεύθυνση η οποία πλειοδοτούταν από το δεδομένο της επιτυχίας και προκρινόταν ενθουσιωδώς ως μια νέα και εναλλακτική οδό ανάδειξης της αναπτυσσόμενης ριζοσπαστικής δυναμικής του προλεταριάτου. Συνεπώς, η αδυναμία της προσαρμογής στις συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, το στρατηγικό κενό και η ιδεολογική αναζήτηση θα επιτρέψει μέσα στο κόμμα να κερδίσουν έδαφος και, τελικά, να ηγεμονεύσουν οι τάσεις σύνδεσης με την Κομμουνιστική Διεθνή. Είναι προφανές ότι εκτιμήθηκε από την ηγεσία του ΣΕΚΕ πως το πρόγραμμα της Γ Διεθνούς μπορούσε να ανταποκριθεί επιτυχέστερα στις απαιτήσεις που το ΣΕΚΕ αναποτελεσματικά ανταποκρινόταν, ίσως και επειδή επιπλέον διαμορφώθηκε σε σχετικά ανάλογες πολεμικές συνθήκες, παρά τις όποιες δυσαναλογίες μεγέθους με την προεπαναστατική Ρωσία. Παράλληλα στο διεθνές επίπεδο η επανάσταση στην Γερμανία στα 1918 – 1919 και στην Ουγγαρία το 1919. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα πρέπει να έγινε ορατή η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς από το σύνολο του κόμματος, δηλαδή από όλες τις τάσεις του, και έτσι η ηγεσία ομόφωνα σχεδόν αποφάσισε να προσεγγίσει τη Γ΄ Διεθνή με την ελπίδα ότι θα επέτρεπε στο κόμμα να εκφράσει τις ορατές και στην Ελλάδα ριζοσπαστικές τάσεις της εργατικής τάξης.

Με αυτό τον τρόπο δηλαδή μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό που ονομάζει ο Νούτσος «ανισομερή συμβιβασμό». Είναι φανερό πως η ηγεσία του κόμματος αναζητεί να καλύψει το προγραμματικό έλλειμμα και τις αδυναμίες του ΣΕΚΕ επικαλώντας την Κομμουνιστική Διεθνή. Παραπέμπει δηλαδή στο πρόγραμμα της ΚΔ για να εκφράσει ένα εργατικό κοινό προσδοκώντας πως οι λύσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης μπορούν να βρουν ανταπόκριση και γείωση με το ριζοσπαστικό κλίμα που αναπτύσσεται στην Ελλάδα. Στην προσπάθεια αυτή ωστόσο μάλλον θα Συγκεκριμένα, ο Ελ. Σταυρίδης σημειώνει ενδεικτικά την απουσία αντιπολεμικού προγράμματος και την προσπάθεια να καλυφθεί το κενό αυτό με τις αποφάσεις της ΚΔ. Αναχωρώντας για το μέτωπο είχε ζητήσει οδηγίες από την ΚΕ για τη συγκρότηση αντιπολεμικού κινήματος, αλλά η απάντηση που του δόθηκε ήταν να πάρει μαζί του τις θέσεις και τις αποφάσεις του Β΄ Συνεδρίου της ΚΔ.28 Το πρόγραμμα των δέκα σημείων που ψήφισε το Έκτακτο Εκλογικό Συνέδριο του 1920 αποτελεί, σύμφωνα με τον Κ. Καρπόζηλο, την πρώτη προσπάθεια της ηγεσίας να γειωθούν οι σοσιαλιστικές ιδέες στην ελληνική πραγματικότητα και επιβεβαιώνει την στροφή προς τις τριτοδιεθνιστικές αντιλήψεις.29 Το ριζοσπαστικό και προωθημένο αυτό πρόγραμμα, το οποίο προοριζόταν για προεκλογική προπαγάνδα, παραμένει ανεπαρκές όμως στις αναλύσεις του και τα καθήκοντα του ΣΕΚΕ|(Κ), ενώ επίσης κατά τον Καρπόζηλο ενέχει ελλείψεις που απορρέουν «της περιορισμένης εμπειρίας του ΣΕΚΕ» και «αντανακλούν την, όντως, περιορισμένη σύνδεσή του με το πολιτικό υποκείμενο»30. Μια δεύτερη απόπειρα συγκρότησης προγράμματος θα επιχειρήσει ο Γεωργιάδης τον Μάϊο του 1921 με το «Πολιτικόν πρόγραμμα του Σοσιαλιεργατικού Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος». Το κείμενο αυτό όμως δεν

9

Page 10: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

περιέχεται στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, διότι μάλλον αποτελούσε προσωπικές αναλύσεις του Γεωργιάδη και όχι απόφαση οργάνου του ΣΕΚΕ. Στην ουσία, το ΣΕΚΕ μένει στην συγκυρία εκείνη χωρίς σαφές επαναστατικό πρόγραμμα αποδεκτό από την ΚΕ του κόμματος. Παρόλ’ αυτά το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του 1920, με τις μάλλον 50.000 ψήφους, καταγράφει, κατά ένα τρόπο, την επιτυχία να εκφράσσει πραγματικές τάσεις μέσα στην κοινωνία. Το γεγονός όμως ότι μάλλον οι υποψήφιοι βουλευτές του ΣΕΚΕ(Κ) ψηφίστηκαν ταυτόχρονα από ψηφοφόρους που υπερψήφισαν τις λίστες της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης καταδεικνύει, θα λέγαμε, τα όρια της επιρροής των σοσιαλιστικών ιδεών στο εκλογικό σώμα.31

Η στροφή της ηγεσίας προς την ΚΔ τελικά θα μείνει ανολοκλήρωτη, το κόμμα δε θα μπολσεβικοποιηθεί και πολύ σύντομα θα υπάρξει αναστροφή. Το πολιτικό αυτό πισωγύρισμα δεν είναι όμως ανεξήγητο. Στα 1921, το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε αναβρασμό και οδηγείται με την υποστήριξη του ΣΕΚΕ(Κ) σε μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις και απεργίες. Συνολικά υπολογίζεται από τον Δημήτρη Λιβιεράτο ότι μέσα στο 1921 και σε καιρό όξυνσης του πολέμου στο μέτωπο έλαβαν χώρα 50 μεγάλες απεργίες με συμμετοχή 40.000 εργατών. Οι περισσότερες από αυτές καταπνίγηκαν με την επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, με την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, με συλλήψεις και στρατοδικεία οδηγώντας σε ήττα και απογοήτευση τους εργάτες. Κατάληξη όλων αυτών είναι η δίωξη της ΚΕ του ΣΕΚΕ(Κ) και του Ριζοσπάστη και η όξυνση της τρομοκρατίας τον Νοέμβρη του 1921.

Το ΣΕΚΕ(Κ), κάτω από το πνεύμα της επαναστατικής στροφής του Β΄ Συνεδρίου του 1920 και αποφασισμένο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ως καθοδηγητής της εργατικής τάξης, ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη οργανική σύνδεση με την τάξη, συμμετέχει και ενθαρρύνει τις αυθόρμητες κινητοποιήσεις των εργατών εξοπλίζοντας το κίνημα με το όραμα της κοινωνικής επανάστασης. Στην πραγματικότητα, όμως δεν έχει κατασταλλάξει σε ένα επεξεργασμένο πολιτικό πρόγραμμα που να προκύπτει από την επαφή του με την τάξη και να αποτελεί την πρότασή του προς την τάξη. Ακόμη και η θετική προσπάθεια του Γεωργιάδη να συντάξει πρόγραμμα αποτελεί περισσότερο μια απόπειρα άνωθεν προσαρμογής στις κατευθύνσεις της ΚΔ και λιγότερο άμεση πολιτική πρόταση που πηγάζει από την ερμηνεία της ελληνικής πραγματικότητας. Η ακόμη πιο θετική προσπάθεια Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στην ουσία το κόμμα δεν θα μετασχηματίσει τις δομές του με βάση τους 21 όρους. «Το Κόμμα αν ήθελε να προσχωρήση στην Γ΄ Διεθνή», υποστηρίζει το περιοδικό Κομμουνισμός, «έπρεπε προηγουμένως να δείξη ότι μπορεί να εργασθή υπό το πνεύμα της Γ΄ Διεθνούς, διότι το Κόμμα ούτε στον επαγγελματικό, ούτε στον πολιτικό αγώνα, ούτε στην προπαγάνδα του, και τη μόρφωσή του έδειξε ότι μπορεί να εργασθή σύμφωνα με το πνεύμα της Γ΄ Διεθνούς. Η δράση του απέναντι των σωματείων ήτο και εξακολουθεί να είναι φαρδιά. Δεν δημιούργησε πουθενά πυρήνες κομμουνιστικούς, ούτε ετήρησε μια επαναστατική στάση στον επαγγελματικό αγώνα. Εάν τα σωματεία προσεχώρησαν στο Κόμμα, η προσχώρησις έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, διότι το Κόμμα δεν μπόρεσε να κάνη κομμουνιστική προπαγάνδα στα σωματεία αυτά. Και εάν σε ωρισμένες πόλεις κατωρθώθη να γίνη μια κομμουνιστική επίδρασις μέσα στις μάζες, αυτή οφείλεται όχι στο Κόμμα, αλλά στην κατάσταση, που δημιούργησε η εξέλιξις των πραγμάτων στην Ελλάδα.»32 Οι κομμουνιστές του Τζουλάτι κατηγορούν στην ουσία το ΣΕΚΕ(Κ) ότι δεν λειτουργεί σε εργατοπαραγωγική βάση, με αποτέλεσμα να μην έχει κομματικοποιήσει και συνδεθεί οργανικά με τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, παρά την εποπτική στην ουσία σχέση που διατηρούσε με την ΓΣΕΕ, ώστε να καταφέρνει να καθοδηγεί ενιαία το κίνημα. Ο Γεωργιάδης γράφει γι’ αυτό: «Εκτός της καπνεργατικής τάξεως, η οποία παρακολουθεί συνειδητώς τον επαγγελματικόν και πολιτικόν αγώνα του κόμματός μας, επί των λοιπών προλεταριακών στοιχείων έχομεν μόνο μιαν μικράν επαγγελματικήν επιρροήν.»33

Οι προσπάθειες του Γ. Γεωργιάδη μέσα από τις στήλες των κομματικών εντύπων να ερμηνεύσουν σε θεωρητική βάση το χαρακτήρα της ελληνικής ταξικής πάλης και να απευθύνουν

10

Page 11: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

σε επαναστατική κατεύθυνση κάποιες προγραμματικές βάσεις καταδεικνύουν το άγχος των ηγετικών στελεχών του ΣΕΚΕ(Κ) να γειωθούν με την κινηματική πραγματικότητα και να καλύψουν την εγγενή αδυναμία του κόμματος. «Το Κόμμα», κατά την άποψη της Κομμουνιστικής Ένωσης του Φ. Τζουλάτι, «αντί να είναι οδηγός και η πρωτοπορεία των μαζών, ακολουθεί τις μάζες, οι οποίες είναι πιο επαναστατικές απ’ αυτό και ζητεί ενίσχυση αυτό στις μάζες».34 Η επαναστατική κίνηση προς τα μπρος του Β΄ Συνεδρίου, προϊούσα της ίδια της ριζοσπαστικοποίησης που διαπερνούσε τα εργατικά στρώματα, τελικά, θα παραμείνει μετέωρη, γιατί στην ουσία το ΣΕΚΕ(Κ) παρέμενε μακριά από την εργατική τάξη και δεν ήταν πολιτικά και οργανωτικά έτοιμο να συντονίσει μια τόσο δυναμική κινητοποίηση. Για αυτό, λοιπόν, καταλήγει το περιοδικό Κομμουνισμός ότι «ολοι οι παληοί μεταρρυθμιστές ... με τα λόγια παρεδέχθησαν την επαναστατική άποψη χωρίς να μεταβάλλουν τίποτα από την καθημερινή τους δράση. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεταμορφωθή το μεταρρυθμιστικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα σε κόμμα επανασταττικό, αλλά, δυστυχώς, μόνο στα λόγια.»35 Σε αυτήν την συγκυρία, εκείνο το οποίο κατάφερε πραγματικά το ΣΕΚΕ(Κ) απέναντι στο κίνημα ήταν να προσφέρει ένα σοσιαλιστικό ιδεολογικό επιστέγασμα στις απεργίες. Να συμβάλλει δηλαδή στο κλίμα και να καταδείξει στην ελληνική κοινωνία την ύπαρξη μιας νέας δυναμικής, η οποία όμως δεν μπόρεσε να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιμετωπίσει την κρατική καταστολή και να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα το εργατικό κίνημα. Το ΣΕΚΕ(Κ) κατά ένα τρόπο θα «προκαλέσει» πολιτικά την κυρίαρχη τάξη, χωρίς να έχει προετοιμαστεί, ώστε να επιλύσει νικηφόρα ή τουλάχιστον με επιτυχίες τη σύγκρουση. Ίσως όχι τυχαία, οι εσωκομματικοί αντίπαλοι της σοσιαλιστικής ηγεσίας κατανοούν τις αντιφατικές επιλογές τους ως ένα αμάγαλμα «οππορτουνισμού» και «εξτρεμισμού».36

Η συντριβή του κινήματος και η οφθαλμοφανής αποτυχία των ριζοσπαστικών επιλογών του ΣΕΚΕ(Κ) να επιφέρει νίκες και να αποφευχθεί η συντριπτική ήττα οδήγησε σε ιδεολογικό και πολιτικό πισωγύρισμα της ηγεσίας του. Αρχικά προκηρύχθηκε το Τρίτο Συνέδριο με σκοπό την επίλυση των προβλημάτων αυτών, τελικά όμως αποφασίστηκε να μη συγκληθεί Συνέδριο. Έτσι στις 6 Φεβρουαρίου 1922 συνήλθε στην Αθήνα η διάσκεψη του ΣΕΚΕ(Κ), που έμεινε γνωστή στην κομματική ιστορία ως η Συνδιάσκεψη του Φλεβάρη. Ο ίδιος ο Γεωργιάδης θα ασκήσει αυτοκριτική στον εαυτό του εκτιμώντας ότι συνέβαλε και ο ίδιος με τα κείμενά του στο ριζοσπαστικό κλίμα και ήταν ο κύριος εισηγητής, όπως ήδη πιο πάνω αναφέραμε, μαζί με τον Δημητράτο της αλλαγής πλεύσης. Ο Γ. Γεωργιάδης, αφού εκτιμά από τη μία ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα «δεν είναι εντελώς επαναστατική, δεν δύναται δηλαδή να θέση αμέσως το πρόβλημα της εξουσίας εις την εργατικήν και αγροτικήν τάξιν», από την άλλη διαπιστώνει ότι «εν τούτοις είνε εν μέρει επαναστατική, διότι συνετέλεσεν εις την αφύπνισιν της εργατικής τάξεως και ενός μέρους των αγροτών», καθώς «εισήλθον δια πρώτην φοράν εις την πολιτικήν διαπάλην της χώρας, με επικεφαλής την ΓΣΕΕ και το ΣΕΚ». Θεωρεί ότι η εργατική τάξη διακρίνεται από μικροαστική συμβιβαστική διάθεση και το «έργο του σοσιαλισμού» δεν είναι δυνατόν να πραγματωθεί «άνευ ουδεμιάς σοβαράς προπαρασκευής» για να κατανοήσει την προπαρασκευαστική διαδικασία ως συμμετοχή «εις τους πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς αγώνας», ώστε «να επιταχυνθεί η απόκτησις πολιτικής συνειδήσεως της εργατικής τάξεως». Τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δια μια μακράν περίοδον ο αγών της εργατικής τάξεως και του Κόμματός μας θα έχη μορφήν πολιτικήν, και επομένως θα εξελιχθεί νομίμως.»37

Στην πραγματικότητα ο Γεωργιάδης θα αρνηθεί την αναγκαιότητα συνδικαλιστικής και μαζικής απεργιακής διεκδίκησης προτείνοντας να αναλάβει το ΣΕΚΕ(Κ) ως επικεφαλής της εργατικής τάξης να εκφράσει με πολιτικό κοινοβουλευτικό τρόπο τις εργατικές διεκδικήσεις. Στην συνδιάσκεψη εκτιμήθηκε ότι η αντίδραση «της κρατούσης τάξεως» εναντίον του εργατικού κινήματος και του κόμματος αυξάνεται δυσανάλογα με τις δυνάμεις και την αντοχή του 37 Βλ. Γεωργιάδης Γ., «Οικονομική και πολιτική ...», ό.π., σ. 379-380

11

Page 12: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

κόμματος και της εργατικής τάξης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ΣΕΚΕ(Κ) και η ηγεσία του αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που τους θέτει η κοινωνική κατάσταση. Για αυτό αποφασίζεται πως χρειάζεται να προηγηθεί μια περίοδος οργάνωσης και προπαγάνδας, μια περίοδος μακράς νομίμου υπάρξεως, ώστε να αναδειχθεί το κόμμα όχι μέσω της αρνητικής και άγονης κριτικής, αλλά μέσω της συμμετοχής σε όλους τους κοινοβουλευτικούς αγώνες και οργανισμούς.38 Στην ΓΣΕΕ, που βρίσκεται οργανωτικά συνδεμένη με το ΣΕΚΕ(Κ), ανατίθεται η ευθύνη να συγκροτήσει μια οικονομική επιτροπή η οποία θα προσφέρει τα αναγκαία στοιχεία και τις επεξεργασμένες πολιτικές για την συγκρότηση ενός πολιτικού προγράμματος του ΣΕΚΕ(Κ) ελπίζοντας μέσω αυτής της επιτροπής να επιτευχθεί η σύνδεση του κόμματος με την εργατική τάξη. Αυτός θα είναι και ο μοναδικός ρόλος που εναποθέτει το ΣΕΚΕ(Κ) στην ΓΣΕΕ. Η συνδιάσκεψη, λοιπόν, αναγνωρίζει την έλλειψη προγράμματος και θέτει ως απαραίτητο τον καταρτισμό «ενός προγράμματος αμέσου δράσεως» που τελικά όμως εκτιμάται πως είναι μια δύσκολη όσο και αναγκαία υπόθεση.39 Η απόφαση του Φλεβάρη είναι κατά τον Νούτσο ένας νέος συμβιβασμός, αυτή τη φορά, σε βάρος των κομμουνιστών (Κορδάτος, Παπαναστασίου) μέσα στο κόμμα, οι οποίοι υπό το βάρος της συντριβής συναινούν. Ο Ευάγγελος Παπαναστασίου, όμως, ο οποίος εξελίσσεται σε ηγέτη των συνδικαλιστών του Πειραιά θα συγκροτήσει την Κομμουνιστική Πτέρυγα ως αντιπολιτευτική τάση στην ηγεσία που πλέον υποτιμά ανοιχτά την συνδικαλιστική δράση. Παράλληλα, στην Αθήνα η απόφαση θα ενισχύσει την επαναδραστηριοποίηση της ομάδας Τζουλάτι για μυστική δράση μέσα στο ΣΕΚΕ(Κ).

Η περίοδος, λοιπόν, της πρώτης πορείας του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος σημαδεύτηκε, παρά τις όποιες αντιφατικές προσπάθειες, από την αδυναμία γείωσης του πολιτικού προγράμματος με την ελληνική πραγματικότητα και κομματικού οργανισμού με την εργατική τάξη με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανταποκριθεί στον «ιστορικό ρόλο» που οι σοσιαλιστές ηγέτες χρέωναν στο ΣΕΚΕ, αλλά και οι εργάτες κατανοούσαν. Η ευθύνη θα χρεωθεί όμως από τους σοσιαλιστές ηγέτες αποκλειστικά στις υποκειμενικές αδυναμίες της εργατικής τάξης. Το «πισωγύρισμα» της Συνδιάσκεψης του Φεβρουαρίου στα 1922 συνιστά αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι ο μπολσεβικισμός δεν αποτελεί τόσο απλά την «πανάκεια» λύση του προβλήματος και χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη και σχεδιασμένη προσπάθεια. Στο ΣΕΚΕ(Κ) αυτό θα αποτυπωθεί με την επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατία και την αστική νομιμότητα, στην ομάδα Τζουλάτι θα εκφραστεί με μια συγκροτημένη προσπάθεια διαμόρφωσης στελεχών μακριά από τον συνδικαλισμό με σκοπό αργότερα να οικοδομήσουν το νέο κόμμα, ενώ στην συνδικαλιστική ομάδα του Παπαναστασίου με μια αναρχίζουσα άρνηση της πολιτικής πάλης.

Στα 1922, λοιπόν, ο προσανατολισμός του ΣΕΚΕ(Κ) προς την Τρίτη Διεθνή όχι μόνο δεν σταθεροποιείται, αλλά και αναστρέφεται προς σοσιαλδημοκρατικές θέσεις. Η υπαναχώρηση αυτή κυρίως προκύπτει από τον «τυχοδιωκτικό», θα λέγαμε, τρόπο σύνδεσης με την ΚΔ, βέβαια, στον χωρίς κοινωνική γείωση επαναστατικό βερμπαλισμό, καθώς και στις πολιτικο – οργανωτικές αδυναμίες της δομής του ΣΕΚΕ(Κ). Το ΣΕΚΕ(Κ), σε τελευταία ανάλυση, παρέμενε ακόμη ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην ίδια του την φυσιογνωμία και τα όρια της επαναστατικοποίησής του προσκρούουν ως ένα βαθμό σε αυτήν. Ο λενινιστικός μπολσεβικισμός της Κομμουνιστικής Διεθνούς απαιτούσε με τους 21 όρους έναν δομικό οργανωτικό μετασχηματισμό που σήμαινε ανατροπή της σχέσης κόμματος και τάξης, ηγεσίας και μελών. Οι σοσιαλιστές ηγέτες δεν ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε μια τέτοια μεταμόρφωση του κόμματος.

Γ. Η δεύτερη απόπειρα:η «ανολοκλήρωτη» μπολσεβικοποίηση του ΚΚΕ στα 1924

12

Page 13: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Αυτό, λοιπόν, που στα 1922 φάνταζε σα μία ανέφικτη και ουτοπική εξέλιξη, μέσα σε δύο χρόνια, στα 1924, θα γίνει πραγματικότητα, αν και, όπως θα διαπιστώσουμε, μόνο στους τύπους. Στα τέλη του 1924 συγκαλείται το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ), που θα μείνει γνωστό ως «συνέδριο της μπολσεβικοποίησης». Σε αυτό θα επισημοποιηθεί και τυπικά η από καιρό αλλαγή του ονόματος σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς) – ΚΚΕ (ΕΤΚΔ). Το κόμμα θα αποδεχτεί πλήρως τους 21 όρους της ΚΔ και θα αποτελέσει επίσημα οργανικό κομμάτι του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το σώμα αποφασίστηκε να συγκληθεί με το χαρακτήρα του Εκτάκτου και όχι του Τακτικού, διότι δεν είχαν προηγηθεί οι προσυνεδριακές διαδικασίες που όριζε το καταστατικό της ΚΔ.40 Το 3ο Τακτικό Συνέδριο θα συγκληθεί βέβαια, αλλά ύστερα από τρία χρόνια, και σε αυτό η γενιά της μπολσεβικοποίησης θα βρίσκεται στην αντιπολίτευση αυτοελεγχόμενη και αυτοκρινόμενη για τις αποφάσεις του συνεδρίου της «μπολσεβικοποίησης». Γιατί το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του 1924 στην ουσία γέννησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε.

Οι ανατροπές στα κοινωνικά δεδομένα, που επέφερε η συνταραχτικότερη τομή της μέχρι τότε ελληνικής ιστορίας, δηλαδή η Μικρασιατική Καταστροφή, αποτελεί το ριζοσπαστικό πλαίσιο που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την τελική επικράτηση του τριτοδιεθνιστικού προσανατολισμού στο κόμμα. Η καταστροφή της Σμύρνης και τα γεγονότα που επακολούθησαν θα βρουν την πλειοψηφία της ΚΕ του ΣΕΚΕ(Κ) στη φυλακή. Συνολικά, το σοσιαλιστικό κίνημα δε θα καταφέρει να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις, αφήνοντας στον βενιζελισμό την πρωτοβουλία να εκφράσει την διάχυτη λαϊκή αγανάκτηση. Την παραίτηση της κυβέρνησης και τη διαφυγή του Κωνσταντίνου θα ακολουθήσει το επαναστατικό κίνημα των Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά. Το ΣΕΚΕ(Κ), με ευθύνη του Ελ. Σταυρίδη ο οποίος εκτίμησε την δυσκολία της κατάστασης, στήριξε, εμμέσως, το «επαναστατικό» καθεστώς προβάλλοντας ως σύνθημα την άμυνα της πατρίδας στον Έβρο. Η αδυναμία του ΣΕΚΕ(Κ) να προσφέρει, έστω και μειοψηφικά, μια εναλλακτική διέξοδο στην κρίση καταδεικνύει την περιορισμένη δυναμική του ως συντελεστής στο πολιτικό σκηνικό. Τον Οκτώβριο του 1922 θα συγκληθεί Έκτακτο Συνέδριο το οποίο θα αποφασίσει να παραμείνουν σε ισχύ οι αποφάσεις του Β΄ Συνεδρίου και της Συνδιάσκεψης του Φεβρουαρίου, αλλά και ταυτόχρονα αποφασίζει να αρνηθεί κάθε συνεργασία με αστικό κόμμα, όπως και με κάθε εξωκομματικό παράγοντα. Στην ουσία το ΣΕΚΕ(Κ) για άλλη μια φορά βρίσκεται χωρίς σχέδιο και μετέωρο ανάμεσα σε δύο στρατηγικά διαφορετικές αντιλήψεις. Προκηρύσσει το Γ΄ Συνέδριο το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει για ένα ολοκληρωμένο «μάξιμουμ» πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα και για τη νέα οργανωτική δομή.41 Εξελέγη νέα ΚΕ και γραμματέας ο Ν. Σαργολόγος.

Η επιστροφή των στρατιωτών και η έλευση των προσφύγων μαζί με την οικονομική καταστροφή ριζοσπαστικοποιούν πολιτικά την κοινωνία. Τα ριζοσπαστικά αυτά ρεύματα διαπερνούν το κόμμα και ενισχύουν τις αριστερές τάσεις του. Στο αμέσως επόμενο διάστημα πολλοί αγωνιστές που βρέθηκαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, αλλά και πάρα πολλοί πρόσφυγες από την Κων/πολη, την Σμύρνη και τον Πόντο αποκτούν οργανική επαφή με το ΣΕΚΕ(Κ) και καταλαμβάνουν ηγετικές θέσεις. Παρόλ’ αυτά οι αποφάσεις του Εκτάκτου Συνεδρίου στα 1922 και η αδυναμία σύγκλισης Γ΄ Τακτικού, που θα επαναπροσδιόριζε και θα προσάρμοζε την τακτική του κόμματος στις άμεσες απαιτήσεις των συνθηκών, καθιστούν για άλλη μια φορά το ΣΕΚΕ(Κ) ανίκανο να εκμεταλλευτεί το κλίμα ριζοσπαστικοποίησης και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Επακολούθησε μια γενική χαλάρωση σε όλα τα τμήματα του κόμματος, ενώ η εσωκομματική πάλη ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά κορυφώνεται. Ταυτόχρονα, στη ΓΣΕΕ εντείνονται οι συγκρούσεις και οι πιέσεις για απογαλακτισμό της Ομοσπονδίας από το ΣΕΚΕ(Κ).

41 Βλ. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 270

13

Page 14: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Όλο αυτό το διάστημα, λοιπόν, μέσα στο ΣΕΚΕ(Κ) εξελισσόταν μια έντονη αναδιάταξη των συμμαχιών. Ο Κορδάτος και ο Σαργολόγος, που είχαν συναινέσει στις αποφάσεις του Φεβρουαρίου και είχαν συμφωνήσει στην διατήρησή τους, μετατοπίζονται τον Οκτώβρη του 1922 και διαμορφώνεται μαζί με τα μέλη που αφίχθηκαν από το μέτωπο μετά την καταστροφή και την τάση του Παπαναστασίου μια νέα κομμουνιστική πλειοψηφία που μετατόπισε τη γραμμή του ΣΕΚΕ(Κ) προς τα αριστερά. Η λύση στις εσωκομματικές συγκρούσεις μέσα στο ΣΕΚΕ θα δοθεί με «πραξικοπηματικό» τρόπο στο λεγόμενο Εθνικό Συμβούλιο, στις 21 Μαΐου 1923. Σε αυτό εκτιμάται ότι η απόφαση του προηγούμενου συνεδρίου «περί της ανάγκης μακράς νομίμου υπάρξεως είναι επικίνδυνος διότι δίδει λαβή εις τα οπορτουνιστικά στοιχεία να καταχρώνται και να αρνούνται την παράνομον δράσιν» και για αυτό «ακυρούνται de facto αι αποφάσεις αυτής της διασκέψεως»42. Στη συνέχεια ξεκινάει ένα πογκρόμ διαγραφών εναντίον των σοσιαλδημοκρατών.

Στις 18 Αυγούστου 1923 ξέσπασε η μεγάλη Γενική Απεργία ενάντια στην κυβέρνηση Πλαστήρα. Πρωτοπόροι και ηγέτες στην απεργία από τη μεριά του ΣΕΚΕ(Κ) αναδείχτηκαν οι Μάξιμος, Νικολινάκος, Ευαγγέλου, Σταυρίδης κ.α., δηλαδή όλοι όσοι (πλην του Σταυρίδη) εντάχτηκαν στο κόμμα μετά την κατάρρευση του μετώπου, παροπλίζοντας με αυτόν τον τρόπο πολιτικά τα παλιά ηγετικά στελέχη. Η απεργία αυτή, με την ιδιαίτερα ριζοσπαστική δυναμική της, φαίνεται πως ανέδειξε και διαμόρφωσε ένα νέο ηγετικό συνασπισμό μέσα στο ΣΕΚΕ(Κ), ο οποίος και ανέλαβε στην επόμενη φάση να «μπολσεβικοποιήσει» το κόμμα, ενώ ένα μέρος αυτού του νέου ηγετικού συνασπισμού θα αποτελέσει αργότερα την τροτσκιστική αριστερή αντιπολίτευση του περιοδικού Σπάρτακος (Μάξιμος, Νικολινάκος κ.α).

Στις 19 Σεπτέμβρη 1923 θα συγκληθεί το Έκτακτο Εκλογικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ) στο οποίο θα καταδικαστούν οι «ρεφορμιστές» σοσιαλδημοκράτες και οι «εξτρεμιστές» του Παπαναστασίου (η δραστηριότητα της ομάδας Τζουλατι ακόμη αγνοείται από την ηγεσία). Στις 21 Οκτωβρίου 1923 θα εκδηλωθεί το πραξικόπημα του Μεταξά και στις 16 Δεκεμβρίου θα διεξαχθούν εκλογές. Σε αυτές το ΣΕΚΕ θα λάβει 18.000 ψήφους όταν στις εκλογές του 1920 είχε λάβει 46.000. Το εκλογικό αποτέλεσμα καταδεικνύει συνολικά την αποτυχία του ΣΕΚΕ(Κ) να εκφράσει πολιτικά τις ριζοσπαστικές δυναμικές που γέννησε η μικρασιατική καταστροφή, καθώς αδυνατούσε σε όλο αυτό το διάστημα να παρουσιάσει μια συνεπή πολιτική και προγραμματική σταθερότητα συνδεμένη με την κοινωνική πραγματικότητα. Στα τέλη του 1923 ο Παντελής Πουλιόπουλος θα μεταβεί στην Μόσχα και θα εκπροσωπήσει το κόμμα στην ΚΔ. Εκεί θα συναντήσει τον Λένιν και τον Κάμενεφ. Στις αρχές του 1924 θα έρθουν στην Ελλάδα με το καράβι «Τσιτσερίν» οι θητεύσαντες στις σχολές της Μόσχας οι οποίοι προορίζονταν για κομματικά στελέχη και θα μείνουν γνωστοί στην κομματική ιστορία ως Κούτβιδες. Οι εξελίξεις αυτές θα καθορίσουν για άλλη μια φορά τους συσχετισμούς μέσα στο ΣΕΚΕ(Κ). Έτσι, στις 3 Φεβρουαρίου 1924 θα συγκληθεί το Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ(Κ). Η νέα Κεντρική Επιτροπή είναι πλέον τριμελής και αποτελείται από τους Μάξιμο, Κορδάτο και Αποστολίδη. Επίσης, θα διαγραφεί ο Ευάγγελος Παπαναστασίου και θα ακολουθήσει η διάλυση του τμήματος Πειραιώς και η ανασύστασή του από έμπιστα στελέχη. Από αυτή τη διάσπαση θα προκύψει η Κομμουνιστική Ένωση Ελλάδας. Λίγους μήνες αργότερα διαγράφεται και ο Τζουλάτι, οπότε και ολοκληρώνεται, και τυπικά, η αρχειομαρξιστική διάσπαση στο τμήμα Αθηνών. Οι δύο αυτές διασπάσεις καταδεικνύουν το σταθερό προσανατολισμό της ηγεσίας να ομογενοποιήσει το κόμμα.

Νέος ηγέτης αναδεικνύεται ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τη Μόσχα και κατά ένα τρόπο έφερε την εμπιστοσύνη των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, αλλά και παράλληλα ήταν ένας άνθρωπος που είχε αναδειχτεί μέσα από το αντιπολεμικό κίνημα και, βέβαια, εξέφραζε το, οριστικά ηγεμονικό πλέον, μπολσεβίκικο ρεύμα. Ο Πουλιόπουλος συμπύκνωνε στο πρόσωπό του τα χαρακτηριστικά ενός ηγέτη, που αναδείχθηκε από τους

14

Page 15: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

κοινωνικούς αγώνες και ταυτόχρονα ήτανε αρεστός στην ΚΔ. Έφερε το χρίσμα των ηγετών της χώρας του σοσιαλισμού και, επομένως, την υπόσχεση νίκης. Η δαφνοστολισμένη από την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης μπολσεβικοποίηση προβλήθηκε από τον νέο ηγετικό συνασπισμό Πουλιόπουλου, Μάξιμου, Χαϊτά και την ΚΔ ως η σωτήρια λύση, που θα καταστούσε το ΚΚΕ κόμμα μαζών και πρωταγωνιστή των εξελίξεων, οθώντας την εγγενή πολιτική ριζοσπαστικοποίηση προς μία επαναστατική κατεύθυνση.43

Στο 3 Έκτακτο Συνέδριο επιχειρήθηκε να δοθεί, στην κατεύθυνση αναζήτησης ενός πολιτικού προγράμματος για το κόμμα, μια γενική ανάλυση της πολιτικής κατάστασης σε Ελλάδα και διεθνώς. Εκτιμώντας ότι η διάσπαση των δύο αστικών μπλοκ, του βενιζελισμού και του αντιβενιζελισμού, σημαίνει συνολικά κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης, ως αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής σύγκρουσης, ο εισηγητής Γ. Κορδάτος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προεπαναστατική εκείνη περίοδο κατά την οποία «ναι μεν η κυβερνώσα τάξις ευρίσκεται προ αδιεξόδου και αδυναμίας να κυβερνήση ...., αλλά τα κατώτερα στρώματα των εκμεταλλευομένων ακόμη δεν έφθασαν εις τοιούτον βαθμόν πολιτικής συνειδήσεως ώστε να σκέπτονται την ανάγκην της επαναστάσεως». Δηλαδή οι νέοι ηγέτες του ΚΚΕ αναγνωρίζουν την ύπαρξη ευνοϊκών αντικειμενικών συνθηκών και, ως εκ τούτου, επιρρίπτουν τις ευθύνες για την αδυναμία να αναδυθεί από αυτές ένα επαναστατικό κίνημα στον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή στην ωριμότητα της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης.44 Επομένως, η άμεση μπολσεβικοποίηση - επαναστατικοποίηση του κόμματος, με σκοπό να παρέμβει ακριβώς σε αυτό το πεδίο, εκτιμάται ως επιτακτική ανάγκη.

Οι ηγέτες του ΚΚΕ αντιλαμβάνονται την μπολσεβικοποίηση ως μια γρήγορη διαδικασία ιδεολογικού και οργανωτικού μετασχηματισμού, που θα επιφέρει την άμεση διασύνδεση με τις εργατικές μάζες και θα καταστήσει το ΚΚΕ «εργατικό κόμμα», ένα πρωτοπόρο τμήμα της ίδιας της εργατικής τάξης και όχι ένα «κόμμα δικαιωματικά αντιπρόσωπό της». Με αυτόν τον τρόπο η εγγενής ριζοσπαστικοποίησή της θα βρει διέξοδο στο κομμουνιστικό πρόταγμα και θα επαναστατικοποιηθεί. Στην ουσία, προτάσσουν ένα νέο μοντέλο συνασπισμού εξουσίας που εκκινείται από την ιδέα της εργατικής τάξης ως ανεξάρτητο και αυτόνομο δρων πολιτικό υποκείμενο, που, εφόσον θέλει, έχει την δυνατότητα πλέον να καταλάβει την εξουσία.

Η επαφή με την εργατική τάξη, που προϋπουθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα, μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσω της σύλληψης και της πρόταξης των κατάλληλων συνθημάτων. Δηλαδή θέτουν ως πρώτιστη προϋπόθεση την διαμόρφωση ενός γειωμένου πολιτικού προγράμματος, που θα προκύπτει μέσα από τα σύγχρονα πολιτικά διακυβεύματα της ιστορικής συγκυρίας και τις ανάγκες της εργατικής τάξης.45 Η αμεσότητα συνιστά, κατά τους νέους ηγέτες του ΚΚΕ, το κύριο ζητούμενο για την ριζοσπαστική διέξοδο από την κρίση του εργατικού κινήματος. Πάνω σε αυτό το σημείο θα διαφωνήσει ο Γεωργιάδης, αλλά και θα διαφοροποιηθούν οι αρχειομαρξιστές. Οι τελευταίοι απέναντι στο ίδιο πρόβλημα απαντούν με την αποχή από το πολιτικό κίνημα και προτάσσουν την αναγκαιότητα μιας μορφωτικής προεργασίας που θα οικοδομήσει το νέο κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο θα αναλάβει να ηγηθεί της επανάστασης που αργά ή γρήγορα θα επέλθει.

Για να υλοποιηθεί ένα επαναστατικό πρόγραμμα, όπως το κατανοούν οι νέοι ηγέτες του ΚΚΕ, χρειάζεται να οικοδομηθεί μια νέα σχέση «πρωτοπορίας» και τάξης που θα καθιστά την εργατική τάξη τάξη δι’ εαυτήν. Αυτή η σχέση σημαίνει ένα νέο κομματικό μοντέλο, το λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου». Η αρχή της μπολσεβικοποίησης, όπως διατυπώνεται στο κείμενο της απόφασης, ορίζει πως «οι κατατελευταίες, οι βασικές οργανωτικές μονάδες του Κόμματος, οι πυρήνες δηλαδή, πρέπει να βρίσκονται και να εργάζονται μέσα σε μια συγκεντρωμένη μάζα εργαζομένων ανθρώπων. Κυρίως στον τόπο της εργασίας των (πυρήνες εργοστασίων) και δευτερευόντως στον τόπο κατοικίας των.»46 Ακολουθώντας τη νέα αυτή αρχή, 45 Βλ. [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο ...., ό.π., σ. 71-2

15

Page 16: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

«βασική οργανωτική μονάδα του Κόμματος αντί του Τμήματος ή Ομίλου, που ήταν μέχρι σήμερα», γράφουν οι εισηγητές της απόφασης Α. Χαϊτάς και Π. Πουλιόπουλος, «γίνεται ο πυρήνας τον οποίον σχηματίζουν όλα τα μέλη του Κόμματος που εργάζονται μέσα στο εργοστάσιο, στη φάμπρικα, στο μεταλλείο, στο σιδηρόδρομο, στο πλοίο, στο κατάστημα ή στο γραφείο, στη τράπεζα, στο αγρόκτημα και γενικά σε κάθε μεγάλη επιχείρηση, που συγκεντρώνει δεκαπέντε μισθωτούς εργάτες κι επάνω.» Με μια τέτοια αναδιοργάνωση, εκτιμούν οι εισηγητές, «το Κόμμα κάνει ένα πρώτο και σπουδαιότατο βήμα προς τον καταρτισμό του σε αληθινό Κομμουνιστικό Κόμμα μαζών». Δηλαδή, ορίζοντας ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος, το νέο κόμμα «αφήνει την παλιά σοσιαλδημοκρατική παράδοση κατά την οποία το Κόμμα, απορροφημένο τελείως στη μεταρρυθμιστική δράση και στην κατάχτηση μεγαλύτερης επιρροής μέσα στα αντιπροσωπευτικά σώματα του αστικού κράτους (κοινοβούλιο, νομοί, δήμοι, κοινότητες) βασίζει και την οργάνωσή του πάνω στις κατά τόπους κατοικίας εκλογικές διαιρέσεις του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνει να «μεταφέρει το κέντρο του βάρους της όλης του οργανώσεως μέσα σ’ αυτόν τον τόπο εργασίας», αποκτά προλεταριακή σύνθεση και «εξασφαλίζει έτσι μια στενότατη επαφή με τις μάζες», καθώς «κατορθώνει να βρίσκεται κάθε φορά αμέσως ενήμερο των αναγκών και των διαθέσεων των μαζών» προσαρμόζοντας «εγκαίρως την στάση του», ώστε «να οργανώνη και διευθύνη τον επαναστατικό τους αγώνα εναντίον της κεφαλαιοκρατίας....». Επίσης, «εξασφαλίζει αδιάσπαστους σύνδεσμους με την μάζα για την περίπτωση της παρανόμου λειτουργίας του».47 Η νέα αυτή αρχή συνιστά τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι ηγέτες του ΣΕΚΕ(Κ) αντιλαμβάνονται και επιχειρούν να εφαρμόσουν τον μπολσεβικισμό στην Ελλάδα. Όσον αφορά τη συζήτηση για τη σχέση κόμματος και εργατικής τάξης, στο θεωρητικό επίπεδο το 3ο Έκτακτο Συνέδριο αποτελεί σίγουρα υπέρβαση και τομή για το ΣΕΚΕ(Κ), διότι ακριβώς στοχεύει να μετασχηματίσει τον χαρακτήρα και τον ρόλο του κόμματος στην ταξική πάλη. Νέος στόχος, όπως ήδη αναφέραμε, είναι η οικοδόμηση ενός κόμματος, που θα λειτουργεί σαν πρωτοπορία της εργατικής τάξης και όχι σαν πρωτοπορία για την εργατική τάξη.

Τα επίδικα διακυβεύματα, όμως, κατά το 3ο Έκτακτο Συνέδριο δεν ήταν ο οργανωτικός χαρακτήρας και ο πολιτικός προσανατολισμός του κόμματος, όπως ίσως θα ανέμενε κανείς, διότι οι μοναδικοί διαφωνούντες σε αυτά τα θέματα είχαν ήδη αποχωρήσει από το κόμμα. Επομένως, οι σημαντικότερες διαφωνίες εκδηλώθηκαν στο μέρος της συζήτησης που αφορούσε το πρόγραμμα, δηλαδή την αναζήτηση των συνθημάτων εκείνων που θα επέτρεπαν στο κόμμα να συνδεθεί και θα εκφράσει την εργατική τάξη. Για παράδειγμα πολύ μεγάλος λόγος έγινε για τον χαρακτήρα της πολιτοφυλακής που πρότεινε το κόμμα ως αντικατάσταση του εθνικού στρατού. Το ζήτημα, το οποίο όμως δίχασε την ηγεσία του κόμματος, αφορούσε την απαίτηση της ΒΚΟ και ΚΔ να υιοθετηθεί από όλα τα εθνικά βαλκανικά ΚΚ η θέση του ΚΚΒ για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης στην προοπτική μιας Συνομοσπονδίας των Βαλκανικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Το Μακεδονικό, όμως, δεν τέθηκε ξαφνικά από το ΚΚΒ και την ΒΚΟ στα 1924, αλλά υπάρχει μια προϊστορία. Η συζήτηση είχε ξεκινήσει ήδη από τα 1923, όταν οι αντιπρόσωποι του ΣΕΚΕ(Κ) συμμετείχαν στην συνδιάσκεψη της ΒΚΟ στη Σόφια που διεξήχθη παράλληλα με το Συνέδριο του ΚΚΒ. Σε αυτήν την συνδιάσκεψη οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ βρέθηκαν σε αμηχανία, αλλά τελικά η συνδιάσκεψη δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας του κινήματος του Τσαγκώφ. Έκτοτε, το Μακεδονικό εντάχθηκε ως πολιτικό ζήτημα όχι μόνο για το ΚΚΕ, αλλά για το σύνολο του κομμουνιστικού κινήματος. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του Γ΄ Έκτάκτου Συνεδρίου, η πλειοψηφία της τριμελούς Κεντρικής Επιτροπής, δηλαδή ο Γ. Κορδάτος, ο Αποστολίδης και ο εκτός ΚΕ Σταυρίδης, εκτιμούσαν ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα σε Μακεδονία και Θράκη.48 Από την άλλη μεριά οι Μάξιμος, Πουλιόπουλος, Γιατσόπουλος και Χαϊτάς υπεραμύνθηκαν της άμεσης προπαγάνδισης.49

16

Page 17: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Η γραμμή την αυτονόμηση της Μακεδονίας και Θράκης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της παγκαλικής δικτατορίας, θα καταστεί ιδιαίτερα καταστροφική για το Κομμουνιστικό Κόμμα και για το κίνημα ευρύτερα, διότι δεν υπήρχαν εκείνες οι συνθήκες στην Μακεδονία και Θράκη που θα ανέτασσαν ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και θα το συνέδεαν με το ΚΚΕ. Αντίθετα, οι θέσεις για την αυτονομία της Μακεδονίας και την μη απόδοσης γης στους πρόσφυγες έφεραν σε αντίθεση με το κόμμα τόσο τους πρόσφυγες όσο και τους ντόπιους ελληνόφωνους και σλαβόφωνους της Μακεδονίας και της Θράκης, χωρίς παράλληλα να επιφέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα στην Παλαιά Ελλάδα. Το κόμμα με αυτό το σύνθημα όχι μόνο δεν κατάφερε να συνενώσει τους εργάτες, τους αγρότες και τους πρόσφυγες σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο πάνω σε ένα κοινό στρατηγικό διεκδικητικό πλαίσιο, αλλά λειτούργησε ενισχυτικά στις σωβινιστικές τάσεις που διασπούσαν την ιδεολογικοή και κοινωνική συνοχή. Δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ρίζωση των αντικομμουνιστικών ιδεολογιών με αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχει να αποδεσμεύσει τους αγρότες και τους εργάτες από τα αστικά κόμματα, αλλά να τους σπρώξει ακόμη περισσότερο σε κοινωνικές συμμαχίες με τις αντίπαλες μερίδες της αστικής τάξης. Ο βενιζελισμός και ο κωνσταντινισμός, οι δύο αντίπαλοι αστικοί συνασπισμοί εξουσίας, θα εκμεταλλευτούν και θα ενσωματώσουν στοιχεία των λαϊκών αντιθέσεων, ώστε τελικά να υποτάξουν αυτές τις λαϊκές αντιθέσεις στα δικά τους πολιτικά διακυβεύματα με αποτέλεσμα να αναδειχθεί ο «εθνικός» διχασμός ως πραγματικά κοινωνικός διχασμός. Τελικά, το Κομμουνιστικό Κόμμα έμεινε έκθετο στις διώξεις του κράτους σε μια ιδεολογική πάλη χωρίς κοινωνική γείωση (δίχως δηλαδή ανθρώπους μέσα στους υποτιθέμενους εθνικοαπελευθερωτικούς κύκλους), χωρίς δρων υποκείμενο (δηλαδή χωρίς ένα μαζικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, που ενδεχομένως θα μπορούσε να αντιταχθεί στην κρατική καταστολή) και, τελικά, χωρίς κανένα πολιτικό όφελος, αλλά με τεράστιο κόστος.50

Η μετατόπιση κατά το Γ΄ Έκτακτο Συνέδριο του άξονα της αντιπαράθεσης για την μπολσεβικοποίηση πάνω στο αυτονομιστικό έκρινε, ομολογουμένως, την «μποσεβικοποίηση» όχι πάνω σε ζητήματα που πήγαζαν από τις πραγματικές ανάγκες της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, αλλά πάνω σε ένα ζήτημα που εισήχθηκε απ’ έξω στο κόμμα και επιβλήθηκε, κατά κοινή, εκ των υστέρων, ομολογία, κόντρα σε αυτές. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα της «μπολσεβικοποίησης» του κόμματος απέτυχε, γιατί ακριβώς το κύριο πολιτικό διακύβευμα πάνω στο οποίο κρίθηκε η εφαρμογή του δεν αντιστοιχούσε στα πραγματικά διακυβεύματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία. Το ΚΚΕ όχι μόνο απέτυχε να καταστεί ένα «πραγματικό» μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά και οι προϋποθέσεις που ορίστηκαν για την κομουνιστικοποίηση του επέδρασαν αρνητικά στο εργατικό κίνημα και κατ’ επέκταση στο ίδιο. Η συνειδητοποίηση των αντιφάσεων στον τρόπο με τον οποίο εισήχθη ο μπολσεβικισμός στην Ελλάδα έθεσε τους όρους για μια μεγάλη εσωκομματική σύγκρουση που θα ξεσπάσει τρία χρόνια αργότερα με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους υπερασπιστές της γραμμής για την αυτονομία της Μακεδονίας και Θράκης.

Τελικά, η τεράστια βαρύτητα που δόθηκε στο Μακεδονικό υποβάθμισε την προσπάθεια για διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος που να προκύπτει και να αφορά την εργατική τάξη στους διάφορους κλάδους, αλλά και συνολικά την κοινωνία, παρά το γεγονός ότι πρωτίστως ως «μπολσεβικισμός» κατανοούταν και οριζόταν αυτή η διαλεκτική σχέση τάξης και κόμματος. Η απομάκρυνση του ΚΚΕ από την κοινωνική πραγματικότητα το απομάκρυνε και από την εργατική τάξη. Θα λέγαμε μάλιστα ότι με βάση τον ορισμό του μπολσεβικισμού από τους Πουλιόπουλο και Χαϊτά η «μπολσεβικοποίηση» του ΣΕΚΕ(Κ) δεν έγινε με καθόλου μπολσεβίκικο τρόπο. Το «νέο κόμμα» απέτυχε να «μεταφέρει το κέντρο του βάρους της όλης του οργανώσεως μέσα σ’ αυτόν τον τόπο εργασίας», ώστε να αποκτήσει προλεταριακή σύνθεση και να εξασφαλίσει «έτσι μια στενότατη επαφή με τις μάζες», εφόσον μόνο με αυτόν τον τρόπο «κατορθώνει να βρίσκεται κάθε φορά αμέσως ενήμερο των αναγκών και των διαθέσεων των

17

Page 18: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

μαζών» προσαρμόζοντας «εγκαίρως την στάση του». Η μπολσεβικοποίηση, όπως την εξέθεσαν οι Πουλιόπουλος-Χαϊτάς, είναι κυρίως μια πολιτικο-οργανωτική και δομικο-λειτουργική διαδικασία προς μια νέα ποιοτική σύνθεση, δομή και συμπεριφορά και προϋποθέτει πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες. Επομένως, η επιτυχία της «μπολσεβικοποίησης» του κόμματος κρίνεται στο βαθμό συνολικού οργανωτικού μετασχηματισμού του σε μια μαζική πολιτική πρωτοπορία πλειοψηφικής απεύθυνσης όχι μόνο σε κοινωνικοπολιτική βάση, αλλά πρωτίστως σε εργατοπαραγωγική. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο, η «μπολσεβικοποίηση» του ΚΚΕ μετά το Γ Έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ θα πρέπει να κριθεί ουσιαστικά αποτυχημένη, έστω και αν, τουλάχιστον στις γενικές αρχές του, το πρότυπο οργανόγραμμα του μπολσεβικισμού εφαρμόστηκε. Λαμβάνοντας υπόψιν και το κριτήριο επιτυχίας που θέτουν οι Πουλιόπουλος-Χαϊτάς, δηλαδή τη δυνατότητα διατήρησης παράνομου μηχανισμού σε περίοδο δικτατορίας ως αποτέλεσμα μιας «σωστής» μπολσεβίκικης δομής, γίνεται πλήρως κατανοητό ότι ακόμη και σε αυτό το επίπεδο η αποτυχία ήταν καταφανώς πλήρης, διότι ακριβώς την περίοδο της δικτατορίας του Πάγκαλου το ΚΚΕ σχεδόν διαλύθηκε. Συγκεκριμένα ο Α. Ιακ., ο οποίος γράφει στα 1933 στο Ριζοσπάστη για τις συνέπειες στο κόμμα και τον τρόπο εμπέδωσης της απόφασης του συνεδρίου από τα μέλη, αναφέρει πως «για ένα μεγάλο διάστημα [μετά την μπολσεβικοποίηση] μέχρι το γκρέμισμα της Παγκαλικής δικτατορίας» το ΚΚΕ εξακολουθούσε να μένει «μακρυά από τις μάζες.»51

Επιπλέον, η αποτυχία του εγχειρήματος οφείλεται, όχι αποκλειστικά στο αυτονομιστικό και την απουσία προγράμματος, που αδιαμφισβήτητα λειτούργησαν αντιδιαλεκτικά στη σχέση του κόμματος με την εργατική τάξη, αλλά και στον, ομολογουμένως, καθαρά μηχανιστικό και εντελώς άνωθεν μετασχηματισμό της οργανωτικής φόρμας. Όλες οι αλλαγές αποφασίστηκαν σε ένα συνέδριο εξπρές, με τους συσχετισμούς ήδη διαμορφωμένους, χωρίς να έχει προηγηθεί μια εσωκομματική συζήτηση ή ένα μεταβατικό στάδιο που να έχει ενημερώσει, προετοιμάσει, δοκιμάσει και τελικά αφομοιώσει τις οργανωτικές αλλαγές και το σύνολο των νέων πολιτικών.52

Η οργανωτική προσαρμογή στον υπό τις δεδομένες συνθήκες μπολσεβίκικο τρόπο κομματικής συγκρότησης είναι σαφές ότι όχι μόνο δεν λειτούργησε ως πανάκεια, όπως αναμενόταν, αλλά στην πραγματικότητα θα οδηγήσει το κόμμα προς την παράλυση. Για μια ακόμη φορά το βήμα προς την μπολσεβικοποίηση κομμουνιστικοποίηση θα παραμείνει, ουσιαστικά, ανολοκλήρωτο ή αλλιώς, για να χρησιμοποιήσουμε και την λενινιστική ορολογία, θα κάνει ένα βήμα μπρος και δύο πίσω.

Οι αλλοπρόσαλλες και σχεδόν τυχοδιωκτικές επιλογές της ηγεσίας κατά το επόμενο διάστημα οφείλονται εν μέρει στην προβληματική αντιδιαλεκτική μπολσεβικοποίηση του ΣΕΚΕ(Κ). Στις 25 Ιουνίου 1925 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου το οποίο στηρίχθηκε στους δημοκρατικούς αξιωματικούς του στρατού και στο στόλο. Τα περισσότερα αστικά κόμματα συναίνεσαν. Η εκλεγμένη κομματική ηγεσία βρίσκεται εξαιτίας του μακεδονικού ζητήματος φυλακισμένη και θα αναπληρωθεί από ένα νέο ηγετικό συνασπισμό, που συνιστά συμμαχία του Ελευθέριου Σταυρίδη με την ομάδα των αποκαλούμενων κούτβιδων. Το ΚΚΕ απέναντι στον Πάγκαλο αρχικά κράτησε μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γενικά «ευμενής ουδετερότητα» έως και διακριτή υποστήριξη που στηριζόταν στην ελπίδα ότι θα ενισχύσει τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ο Ριζοσπάστης θα κυκλοφορήσει με πρωτοσέλιδο «Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα στρατηγέ μου». Ο Σταυρίδης αναφέρει πως συνομιλούσε με τους δημοκρατικούς αξιωματικούς που αναζητούσαν «λαϊκό έρεισμα» και διαπραγματευόταν την υποστήριξη του κινήματος με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των διωγμένων κομμουνιστών. Η ΚΕ του ΚΚΕ ύστερα από 2 ημερών συζήτηση αποφάσισε να

52 Υπάρχουν μαρτυρίες που υποδεικνύουν την αποδυνάμωση της ήδη προβληματικής παρέμβασης του κόμματος

εξαιτίας ακριβώς της άνωθεν οργανωτικής ανασυγκρότησης. Βλ. Α. Ιακ., ό.π.

18

Page 19: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

στηρίξει, «αλλά το κίνημα επικράτησε άνετα», γράφει ο Καστρίτης, «και δεν χρειάστηκε το ΚΚΕ. Μ’ αυτή τη δικαιολογία ο Πάγκαλος αθέτησε τις υποσχέσεις τις οποίες μάταια ο [δημοκρατικός στρατηγός και συνομιλητής του Σταυρίδη] Μπαρκιντζής πίεζε να πραγματοποιήσει».53 Το επόμενο εξάμηνο σημαδεύτηκε από μια σειρά δικών. Καταρχήν οι ήδη συλληφθέντες Μάξιμος, Πουλιόπουλος κ.α. θα δικαστούν σε μια δίκη πολύ μεγάλης πολιτικής εμβέλειας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και θα κινδυνεύσουν να καταδικαστούν σε θάνατο. Η δίκη τελικά αναβλήθηκε επ’ αόριστον, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και την επέμβαση των δημοκρατικών αξιωματικών. Οι αποτυχημένες επιλογές όμως της ηγεσίας του ΚΚΕ είχαν συνέχεια. Υποστήριξε στις δημοτικές εκολογές του Οκτωβρίου του 1925 ως υποψήφιο δήμαρχο τον Μηνά Πατρίκιο στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος όταν εκλέχτηκε, αφού εξέθεσε το κόμμα με κακοδιαχείριση, μετατοπίστηκε στο πλευρό του Πάγκαλου, υποστήριξε εναντίον του Πάγκαλου στις προεδρικές εκλογές τον μοναρχικό Δεμερτζή, τον οποίο όμως παράλληλα στήριξε το σύνολο των αστικών κομμάτων. Στο σύνολό τους αυτές οι ανακόλουθες με τις γενικές κατευθύνσεις του κόμματος επιλογές δεν επέφεραν στην ουσία κανένα θετικό αποτέλεσμα για τις δυνάμεις του ΚΚΕ, αλλά αντίθετα κατέδειξαν ότι το «κιβώτιο», που με δυσκολία μετέφεραν τα μέλη του κόμματος με εξορίες, φυλακές και ανενδοίαστη πολιτική στράτευση, έμοιαζε άδειο. Η ηγεσία λειτουργούσε χωρίς σχέδιο και στρατηγική και η πολιτική του ΚΚΕ φαινόταν χρεοκοπημένη. Τέλος, το 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ το Μάρτιο του 1926 έφερε στην ηγεσία τους σοσιαλιστές του Στρατή αρχίζοντας το ξεκαθάρισμα των κομμουνιστών, που θα καταλήξει στη διάσπαση στο 4ο Συνέδριο στα 1928. Την χρεοκοπία αυτή το ΚΚΕ θα την πληρώσει με την απομαζικοποίησή του προς όφελος του αρχειομαρξισμού και την έναρξη μιας διαρκούς κρίσης σε επίπεδο ηγεσίας, που θα λήξει μόλις στα 1931 με την επέμβαση της Διεθνούς και το διορισμό νέας Κεντρικής Επιτροπής και Γενικού Γραμματέα.

Δ. Συμπεράσματα

Είναι φανερό πως η πολιτική γραμμή του ΚΚΕ ύστερα από την μπολσεβικοποίηση χώλαινε σε τρεις πολύ βασικούς άξονες. Καταρχήν, η «μπολσεβικοποίησή» του δεν απέφερε τα αποτελέσματα τα οποία ανέμενε η νέα ηγεσία, η οποία πίστεψε για ακόμη μια φορά στην «μπολσεβικοποίηση» ως πανάκεια και εξ ορισμού λύση των αδιεξόδων του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος. Η εν μια νυκτί απόπειρα αλλαγής νοοτροπίας στην πολιτική δράση, σε μία περίοδο που απαιτούσε πολιτική κινητικότητα, επέφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση ενός συνθήματος, που όχι μόνο δεν αντιστοιχούσε στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά προσέθεσε μεγαλύτερα προβλήματα σε συνδυασμό με την αποτυχημένη, δηλαδή χωρίς άμεσα πολιτικά κέρδη, συναινετική πολιτική απέναντι σε δυνάμεις φανερά αντιδραστικές, όπως είναι οι στρατιωτικές δικτατορίες και ο μοναρχισμός, οδήγησε στην απομαζικοποίηση, ιδιαίτερα όταν εντάθηκε η τρομοκρατία από τη μεριά του αστικού κράτους, και οδήγησε το κόμμα στην παράλυση. Είμαστε δηλαδή αναγκασμένοι να κρίνουμε την μπολσεβικοποίηση του 1924 όχι μόνο αποτυχημένη, αλλά και ως ένα βαθμό «ανολοκλήρωτη» με την έννοια ότι ναι μεν το Κόμμα έλαβε την τυπική μορφή του μπολσεβίκικου κόμματος που απαιτούσε η ΚΔ, αλλά στην πραγματικότητα δεν κατάφερε να γίνει μέσα από μια διαλεκτική διάδραση μια πραγματική εργατική πρωτοπορία και να εκφράσει πολιτικά τις πραγματικές αντιθέσεις στην ταξική πάλη. Αντίθετα, εξέφρασε τεχνητές αντιθέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η απομαζικοποίηση απομακρύνοντας ακόμη περισσότερο τους εργάτες από τις τάξεις του κόμματος. Αναζητώντας τις αιτίες όμως της ανολοκλήρωτης και αποτυχημένης αυτής «μπολσεβικοποίησης» του ΚΚΕ δε θα πρέπει να επιμείνουμε μόνο στις λαθεμένες επιλογές και τακτικές της ηγεσίας του.

19

Page 20: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Οι κοινωνικές αιτίες, που από τη μία πίεζαν διαρκώς για την ριζοσπαστικοποίηση του ΣΕΚΕ(Κ) προς Γ΄ Διεθνή, αλλά από την άλλη ταυτόχρονα καταστούσαν κάθε φορά που επιχειρούταν αδύνατη την ολοκλήρωση του οργανωτικού μετασχηματισμού και πολιτικού αναπροσανατολισμού του, έχουν κοινό παρανομαστή. Η «αριστεροποίηση» και η «ριζοσπαστικοποίηση» της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα της κρίσης ηγεμονίας της αστικής τάξης που επέφερε πρώτα ο παρατεταμένος πόλεμος και έπειτα η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιστροφή των οργισμένων στρατιωτών, δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο το ΣΕΚΕ(Κ). Αντικειμενικά, λοιπόν, τέθηκε η επαναστατική δράση και ο άμεσος μπολσεβίκικος μετασχηματισμός σε πρώτη προτεραιότητα από τους ηγέτες του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Όμως, το βαθύ ιδεολογικό, πολιτισμικό, πολιτικό και κοινωνικό χάσμα μέσα στην υπό διαμόρφωση εργατική τάξη έθετε εξ αρχής τα όρια μιας ανεξάρτητης και ταξικής εργατικής πολιτικής. Η διπλή ψήφος σε ΣΕΚΕ(Κ) και Ηνωμένη Αντιπολίτευση στις εκλογές του 1920 είναι ενδεικτική.

Αυτό το πολυεπίπεδο χάσμα ήδη υπήρχε κατά την περίοδο του παρατεταμένου πολέμου με μια εργατική τάξη αδιαμόρφωτη κοινωνικά ως διακριτή τάξη, καθώς ακόμα διαμεσολαβούσαν συντεχνιακές λογικές, εφόσον ο μεταποιητικός τομέας παρέμενε ακόμη καθηλωμένος είτε σε προκαπιταλιστικά παραγωγικά μοντέλα είτε σε μια υπό διάλυση εποχιακή βιομηχανία. Η εργατική τάξη δεν αποτελούσε δηλαδή ένα ενιαίο προλεταριακό σώμα, αλλά παρέμενε δέσμια της ημιπρολεταριοποίησής της, διαμορφώνοντας την συνείδησή της με βάση την τοπικότητα, που αντανακλούσε ιδεολογικά σε μια συντεχνιακή δομή. Πολλοί εργατικοί κλάδοι και κατ’ επέκταση εργατικά σωματεία, όπως π.χ. των αρτεργατών που κατάγονταν αποκλειστικά από χωριά της Ηπείρου, συγκροτούνταν στη βάση της κοινής προέλευσης και καταγωγής, καθώς, επίσης, και δεσμών αίματος, που πρακτικά σήμαινε συντεχνιάζουσες εργασιακές σχέσεις ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργάτες και τους εργάτες και τους συνδικαλιστικούς/πολιτικούς εκπροσώπους τους. Ο πρόεδρος του συνδικάτου μπορούσε κάλλιστα να έχει το ρόλο του «κομματάρχη» και του «πάτρωνα». Επομένως, φαντάζει λογικό να διαχέονται στην πολιτική συνείδηση οι τοπικοί διχασμοί, που ήταν πάντοτε πολύ έντονοι στην ελληνική κοινωνία, πόσο μάλστα μετά την προσάρτηση των Νέων Χωρών, οπότε προστέθηκε ο πολιτικοτοπικός διαχωρισμός νεοελλαδίτες-παλαιοελλαδίτες, με αποτέλεσμα να συνδέονται αυτές οι «τοπικότητες» με τους παραδοσιακούς μηχανισμούς πολιτικής εκπροσώπησης. Οι σχέσεις αυτές, που τελικά ήταν σχέσεις εξάρτησης και εκμετάλλευσης από την εργοδοσία, τους οργανικούς διανοούμενους και υπαγωγή στους μηχανισμούς του κράτους, όσο και εάν ενδεχομένως διαρρηγνύονταν σε διάφορες φάσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης κρίσης, δεν μπορούσαν τελικά, παρά να είναι συγκυριακές, και να αδυνατούν να παγιώσουν τη ρήξη. Αδυνατούσαν εγγενώς, εφοσον δεν μετασχηματίζονταν ολοκληρωτικά οι παραγωγικές δομές, να μεταβούν σε μια νέα ποιοτική αποκρυστάλλωση περισσότερο και καθαρότερα ταξική. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στους αρτεργάτες το μοντέλο αυτό κατέρρευσε μόλις στα 1927 με την κατάληψη του σωματείου από τους αρχειομαρξιστές.54 Την συντεχνιάζουσα αυτήν ακριβώς ιδεολογία οι σοσιαλιστές καταλόγιζαν στους εργάτες ως «μικροαστική».

Οι ηγέτες του ΣΕΚΕ μπορούσαν να διαβλέπουν τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης, αλλά αδυνατούσαν να «σπάσουν» τελειωτικά και παντού αυτό το μοντέλο. Επιχείρησαν, εκ των άνω με την οργανική σύνδεση των σωματείων στο ΣΕΚΕ(Κ) να αντικαταστήσουν στην ουσία τον ρόλο των αστικών κομματαρχών με τους σοσιαλιστές κομματάρχες, αλλά και αυτό δεν μπόρεσε να επιφέρει συνταραχτικές τομές στην συνείδηση των εργατικών μαζών. Οπότε η άμπωτη του κινήματος επανέφερε γρήγορα και εύκολα τους εργάτες στις παραδοσιακές σχέσεις. Ούτε, επίσης, βοήθησε αρκετά στην πολιτική ενοποίηση της τάξης. Αντίθετα, όξυνε τον διχασμό ανάμεσα στα σοσιαλιστικά και τα βενιζελικά συνδικάτα. Οι πολιτικές, επομένως, αδυναμίες του ΣΕΚΕ ως ένα βαθμό αντανακλούσαν στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της σε πλήρη αντιστοιχία εξέλιξης της ταξικής συνείδησης. Οι όποιες προσπάθειες υπέρβασης

20

Page 21: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

προσέκρουαν σε αυτήν την πραγματικότητα. Η ίδια η ριζοσπαστικοποίηση, που γεννιώταν μέσα στις συνθήκες του παρατεταμένου πολέμου, αδυνατούσε να απεγκλωβιστεί από αυτά τα πλάισια. Έτσι, η ριζοσπαστικοποίηση ωθούσε το ΣΕΚΕ, που εναγωνίως αναζητούσε σύνδεση με την τάξη, σε ριζοσπαστικές επιλογές, αλλά παράλληλα έθετε και τα όρια. Η συνειδητοποίηση αυτών των αντιφατικών ορίων επέφερε το «πισωγύρισμα» του Γεωργιάδη και δημιούργησε τις εξωκινηματικές μορφωτικές δραστηριότητες της ομάδας Τζουλάτι (Κομμουνιστική Ένωση, πρώτοι αρχειομαρξιστικοί πυρήνες). Αντίθετα, η προχωρημένη ταξική συνείδηση των πειραιωτών εργατών, του πιο εξελιγμένου και μεγαλύτερου βιομηχανικού κέντρου στην Ελλάδα, προκάλεσε την συγκρότησης της Κομμουνιστικής Πτέρυγας του Ευ. Παπαναστασίου.

Μετά το 1922, ενώ η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση εντάθηκε, παράλληλα εντάθηκε και το χάσμα στην τάξη. Η είσοδος του προσφυγικού πληθυσμού στην Ελλάδα ενέτεινε την ιδεολογική σύγχιση και επέδρασε συνολικά αρνητικά και σε βάρος μιας ενιαίας ανεξάρτητης ταξικής αντικαπιταλιστικής προοπτικής, πόσο δε μιας άμεσα επαναστατικής, που επαγγελόταν τότε το ΚΚΕ. Συχνά, οι πρόσφυγες χρησιμοποιούνταν ως απεργοσπάστες και ιδιαίτερα στην μεγάλη εξέγερση το καλοκαίρι του 1923. Η συγκεντρωποίηση του κεφαλαίου παρέμεινε μικρή, οι επιχειρήσεις μικρές, όσο και αν διογκώθηκε η παραγωγική βάση, δεν άλλαξε δραματικά η παραγωγική δομή. Οι τοπικότητες εντάθηκαν με την προσθήκη νέων ταυτοτήτων, τουρκόφωνοι και πόντιοι εναντίον σλαβόφωνων, μικρασιάτες εναντίον ντόπιων, κ.α. Παρόλ’ αυτά οι δύσκολες αυτές εποχές και η κρίση ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης ριζοσπαστικοποιούσαν την τάξη και κατ’ επέκταση το ΣΕΚΕ επιτρέποντάς του να μετασχηματιστεί σε ΚΚΕ, θέτοντας τα αντικειμενικά όρια της παρέμβασής του στο πολιτικό σκηνικό. Επίσης, κάθε φορά οι ηγέτες του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ επιχειρούσαν να προσαρμόσουν στις ελληνικές συνθήκες ένα πολιτικό μοντέλο συνασπισμού εξουσίας, όπως το μπολσεβίκικο, που δεν αντιστοιχούσε ακόμη στην ελληνική πραγματικότητα. Ο σοβιετικός επαναστατικός κομμουνισμός εμφανίστηκε ως εκφραστής ενός προλεταριάτου που αντιστοιχούσε στο μονοπωλιακό βιομηχανικό καπιταλισμό με τις μεγάλες βιομηχανικές μεταποιητικές μονάδες, αλλά στην Ελλάδα προσέκρουσε σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Η κατατετμημένη σε μικρές επιχειρήσεις ελληνική βιομηχανία, με την χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και το μικρό βαθμό μεταποίησης και καθετοποίησης της παραγωγής, στηριζόταν σε ένα ειδικευμένο εργατικό δυναμικό που διατηρούσε, όπως είδαμε, ακόμη αρκετά από τα προκαπιταλιστικά συντεχνιακά χαρακτηριστικά του. Τέλος, οι έλληνες κομμουνιστές έπεσαν θύματα της ακράδαντης πίστης σε μια παγκόσμια σχεδιασμένη δράση από ένα παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα, που είναι δυνατόν να επιβάλλει στο ένα εθνικό τμήμα γραμμές αγείωντες με την πραγματικότητα και καταστρεπτικές για αυτό, ώστε να ενισχυθεί κάποιο άλλο εθνικό τμήμα, όπως ακριβώς συνέβη με το ζήτημα της πρόταξης του συνθήματος για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και Θράκης.

Μια διασπασμένη εργατική τάξη και ένα ανίκανο ΚΚΕ να προτάξει πολιτικά συνθήματα που να αφορούν τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις και ζητήματα, δε θα μπορούσαν με τίποτα να φέρουν την επαγγελόμενη επαναστατική άνοιξη. Πέρα, επομένως, από τις υποκειμενικές αδυναμίες της ηγεσίας του ΚΚΕ, που πίστεψε για μια ακόμη φορά στις υπερφυσικές δυνατότητες του μαγικού ραβδιού ενός ρωσικού κομμουνισμού αδιαμεσολάβητου από τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και πραγματικότητες, οι ίδιες οι αντικειμενικές συνθήκες, που επέτρεπαν την ανάδειξη του επαναστατικού οράματος και καθόρισαν τον επαναστατικό κομμουνιστικό μετασχηματισμό του ΣΕΚΕ, επέβαλαν, εντελώς αντιφατικά, και τα μικρά, τελικά, όρια του εγχειρήματος, καθιστώντας το βήμα προς τον επαναστατικό μπολσεβίκικο κομμουνισμό μετέωρο και ανολοκλήρωτο.

Η ηγεσία του Γ΄ Έκτακτου Συνεδρίου του ΚΚΕ θα ασκήσει την αυτοκριτική της, όπως και η ηγεσία του Β΄ Συνεδρίου, και θα αμφισβητήσει όχι το σύνολο του σοβιετικού κομμουνισμού, όπως ο Γεωργιάδης, αλλά την σταλινική του εκδοχή. Θα εξωθεί στη διάσπαση του 1927 και την

21

Page 22: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

συγκρότηση στα 1928 της Αριστερής Αντιπολίτευσης γύρω από το περιοδικό Σπάρτακος με ηγέτες τους Π. Πουλιόπουλο και Σ. Μάξιμο. Η ακόμη μία ήττα του ρωσικού κομμουνισμού στο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ δε θα οδηγήσει, λοιπόν, ξανά σε ένα σοσιαλδημοκρατικό «πισωγύρισμα» και σε αμφισβήτηση της κομμουνιστικής προοπτικής του κόμματος. Η νέα οργανωτική δομή και οι νέες πολιτικές επιλογές, καθώς και ο νέος ηγετικός πυρήνας λειτούργησαν καθοριστικά προς τη σταθεροποίηση του κομμουνιστικού προσανατολισμού του κόμματος. Εξάλλου, η αντιφατική αυτή διάσταση των κοινωνικών συνθηκών ναι μεν θα γεννάει τον ριζοσπαστισμό στην κοινωνία και επομένως θα αναδεικνύει ως αναγκαιότητα τον επαναστατικό κομμουνισμό, αλλά, ταυτόχρονα, θα αποκλείει την επαναστατική πραγμάτωση.

Γι’ αυτό, οι αντιφατικές κοινωνικές διεργασίες της δεκαετίας του 1920 θα επιτρέψουν την ανάδυση στα 1925 – 1926 μιας πολύ ιδιαίτερης εκδοχής του επαναστατικού μπολσεβικισμού στην Ελλάδα, τον αρχειομαρξισμό, που για μια δεκαετία θα δράσει ανταγωνιστικά στο ΚΚΕ. Αυτό το νέο κομμουνιστικό ρεύμα, αφού εγκαταλείψει στα 1927 τον κομμουνιστικό διαφωτιστικό αποκρυφισμό, που επέβαλε η αντιφατική αδιέξοδη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση της περιόδου 1923-6, θα εκφράσει συνδικαλιστικά και πολιτικά την ριζοσπαστικοποίηση των ειδικευμένων εργατών στις μικρές βιοτεχνίες και εργαστήρια (αρτοποιοί, υποδηματεργάτες, οικοδόμοι, ζαζαροπλάστες) και των κοινωνικά απόκληρων στρωμάτων (μικροπωλητές, Ανάπηροι και Θύματα Πολέμου). Το ΚΚΕ από την άλλη μετά την πτώση της παγκαλικής δικτατορίας και σοκ της δυναμικής εμφάνισης του αρχειομαρξισμού θα αντιμετωπίζει με επιτυχία κάθε φορά την εσωτερική κρίση επιβεβαιώνοντας τη σχέση του ως προνομιακός πολιτικός εκφραστής της εργατικής τάξης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Στο συνδικαλιστικό επίπεδο θα επιχειρήσει να συνδεθεί με το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά θα ταυτιστεί κυρίως με τους αγώνες των καπνεργατών. Η κρίση στο κόμμα όμως δε θα λήξει παρά στα 1931 με άνωθεν και τεχνητό τρόπο.

22

Page 23: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

23

Page 24: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Βιβλιογραφία

Γεωργιάδης Γ. Σοσιαλισμός προβλήματα θεωρίας εφαρμογής και πράξης, τ. Α, (1910-1923), επιμ. Γεωργιάδου – Κατσουλάκη Αγγελική, Παπαζήση Αθήνα Δάγκας Αλ. – Λεοντιάδης Γ., Κομιντέρν και Μακεδονικό ζήτημα, το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Τροχαλία Αθήνα 1997 Hobsbaum Er., Η εποχή των Άκρων, ο σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914 – 1991, μτφ. Καπετανγιάννης Β., Θεμέλιο, Β΄ έκδοση αναθ. Αθήνα 1995 Ιακ. Α., «Όταν πρωτοϊδρύθηκαν οι πηρύνες», Ριζοσπάστης, 2/11/1933 Καρπόζηλος Κ., «Η συμμετοχή του ΣΕΚΕ στις εκλογές του 1920 και το πρόγραμμα της ‘‘επαναστατικής ουτοπίας’’», Ουτοπία 56

19 [ΚΚΕ], «Το Α΄ Εθνικόν Συμβούλιον του ΣΕΚΕ», Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 3120 Βλ. [ΚΚΕ ],«Απόφασις δια την Τρίτη Διεθνή», Ριζοσπάστης 11 και 12 Απρίλη 1920 στο ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. πρώτος, 1918-1924, σ. 6221 Βλ. ΚΚΕ, «Απόφασις. Δια το Πρόγραμμα του ΣΕΚΕ», ό.π, σ.64-6524 Βλ. «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/192125 Βλ. Νούτσος Π., ό.π., σ. 2528 Βλ. Σταυρίδης Ελ., ό.π., σ. 5729 Βλ. Καρπόζηλος Κ., ό.π., σ. 10230 Βλ. Καρπόζηλος Κ., ό.π., σ. 104 31 Βλ. Καρπόζηλος Κ., ό.π., σ. 10932 Βλ. «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/192133 Βλ. Γεωργιάδης Γ., «Πολιτικόν Πρόγραμμα του Σοσιαλιεργατικού Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος», ό.π., σ. 242 34 Βλ. «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/192135 Βλ. «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/192136 Ο Φ. Τζουλάτι στο εισηγητικό κείμενο της μυστικής επανίδρυσης της ομάδας μέσα στο ΣΕΚΕ γράφει για τους σοσιαλιστές: «Σε κάθε τόπο και χρόνο ο οππορτουνισμός και ο εξτρεμισμός εμφανίζονται υπό διάφορους μορφάς. Στην Ελλάδα η εκδήλωσίς του σήμερα φαίνεται στην αντίφαση η οποία υπάρχει μεταξύ των θεωριών των αρχηγών και των πράξεών των.» Βλ. Ποντίκης Γ., Πάλη των Τάξεων, 1/8/1946 38 Βλ. Νούτσος Π., ό.π., σ. 35-36 και «Απόφασις της πρώτης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΕΚΕ(Κ)», 6/2/1922 στο ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 211-212 39 Γεωργιάδης Γ., ό.π., σ. 38540 Ο ίδιος ο αντιπρόσωπος της ΚΔ σημειώνει στον λόγο του πως στο συνέδριο δεν αντιπροσωπευόταν «η κοινή γνώμη του Κόμματος», όπως είναι υποχρεωτικό να συμβαίνει στο τακτικό συνέδριο ενός Κ.Κ., καθώς «πουθενά δεν έγιναν συνελεύσεις προσυνεδριακές των τμημάτων, αλλά μόνο συσκέψεις ορισμένων», «αι εισηγήσεις δεν συνεζητήθησαν, εξεδόθησαν άλλωστε μόνον 2-3», και, τέλος, ουδέποτε η ΚΕ, όπως όφειλε, «απέστειλε την ημερήσιαν διάταξιν εις την ΕΕ της ΚΔ και της ΒΚΟ». Παρόλα αυτά η νέα ηγετική ομάδα αρνήθηκε να συζητηθεί μόνο ένα μέρος των θεμάτων και ως εκ τούτου να θεωρηθεί συνδιάσκεψη εκτιμώντας ότι η κρισιμότητα της περιόδου και η σοβαρότητα των αποφάσεων επέβαλε την πλατειά συζήτηση όλων των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης και εξέφρασε την ευχή «όπως συγκληθή εντός τριμήνου» νέο Τακτικό Συνέδριο δικαιολογώντας όμως την όποια παράταση λόγω των δυσχερών συνθηκών. (Βλ. [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ), (26 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη 1924), σταθμός στην ιστορία του ΚΚΕ, Πρακτικά, Έκδοση του Ιστορικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1991, σ. 20)42 Βλ. ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 29743 Ο αντιπρόσωπος της ΚΔ στο συνέδριο ήταν σαφής στην υπόσχεσή του: «Η αναδιοργάνωση επί τη βάση των πυρήνων .... θα φέρει το κόμμα μέσα στις μάζες». (Βλ. [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο ...., ό.π., σ. 18)44 Ο Κορδάτος για να τονίσει τη σημασία της παρέμβασης στον συνειδησιακό παράγοντα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο ίδιος ο Λένιν λέγει», πως «πρέπει πρώτα-πρώτα να επιτύχουμε να καταλάβη η πλειονοψηφία των εργατών (ή εν πάση περιπτώσει η πλειοψηφία των συνειδήσεων, των σκεπτομένων, των δρώντων πολιτικώς ηγετών) εξ ολοκλήρου την ανάγκην της επαναστάσεως και να είναι έτοιμη να θυσιάση τη ζωή της γι’ αυτήν». (Βλ. [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο ...., ό.π., σ. 71-2)

24

Page 25: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Καστρίτης Κ. (Καρλιάφτης Λ.), Ιστορία του Μπολσεβικισμού-τροτσκισμού στην Ελλάδα, μέρος τέταρτο [ΚΚΕ], Επίσημα κείμενα, τόμος Πρώτος (1918-1924), Σύγχρονη Εποχή [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ), (26 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη 1924), σταθμός στην ιστορία του ΚΚΕ, Πρακτικά, Έκδοση του Ιστορικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1991 [Κομμουνιστική Ένωση], «Οι 21 όροι και το κίνημά μας στην Ελλάδα», Κομμουνισμός, 12, 15/3/1921 Λιβιεράτος Δ., Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923, Καρανάση Αθήνα 1976 Μπυσί – Γλύκσμαν Κριστίν, Ο Γκράμσι και το κράτος, μτφ. Καστορινός Π.Δ., Θεμέλιο 1984 Νούτσος Π., Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 ως το 1974, Τόμος Β΄, μέρος Β΄, Γνώση Αθήνα 1994 Σούλας Μ., «Κοινωνικοί αγώνες στο μεσοπόλεμο», (εισαγ. σημείωμα Λαμπάτος Γαβρ.), Δελτίο για τα ζητήματα του σοσιαλισμού, 7, Δεκέμβριος 1989 – Φεβρουάριος 1990 Σταυρίδης Ελ., Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, από της ιδρύσεως μέχρι του συμμοριτοπόλεμου, Αθήνα 1953 Παλούκης Κ., «Η αριστερή αντιπολίτευση στο ΚΚΕ» στο Χατζηιωσήφ Χ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο μεσοπολέμος, Β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003 Ποντίκης Γ., Πάλη των Τάξεων, 1/8/1946

46 Βλ. ΚΚΕ, «Η νέα οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος», Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 535-647 Βλ. [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο ...., ό.π., σ. 13948 Ο πρώτος απείχε από τη συζήτηση, αλλά ο δεύτερος και ο τρίτος, ο οποίος μάλιστα είχε αναλάβει και την εισήγηση στο ζήτημα, συμμετέχοντας και αποδεχόμενοι το αίτημα επί της αρχής αναζητούσαν μια συναινετική φόρμουλα που θα ακύρωνε στην πράξη την προπαγάνδα αυτού του ζητήματος. Οι τρεις αυτοί εκτιμούσαν πως το σύνθημα αυτό θα ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις, «θα δημιουργήσει φασίστες» (άποψη του Κορδάτου) και θα στρέψει τους πρόσφυγες εναντίον του κόμματος και για αυτό χρειάζεται κάποια προπαρασκευή. Ο Σταυρίδης στην εισήγησή του, αφού αναγνώρισε το αίτημα, εναπόθεσε τη λύση του στην μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, προσπαθώντας μάλλον να αποφύγει την άμεση προπαγάνδα επί αυτού.49Συγκεκριμένα ο Πουλιόπουλος εκτιμούσε ότι «το μακεδονικό και θρακικό ζήτημα παρουσιάζεται για το κόμμα ... ως το ζήτημα που έχει την αμεσότερη επίδραση στην πολιτική ζωή της χώρας». Θεωρούσε ότι με μια επιχειρηματολογία που θα καταδείκνυε το αφόρητο οικονομικό βάρος της εγκατάστασης των προσφύγων στην Μακεδονία σε βάρος εγγειοβελτικών έργων που θα ενίσχυαν την οικονομία και την απειλή ενός νέου πολέμου στα σύνορα θα έπειθε την εργατική τάξη και την κοινωνία για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και Θράκης. Μέσω των προσφύγων Ο Πουλιόπουλος εκτιμούσε πως οι ελληνικές κρατικές αρχές επιχειρούσαν έναν βίαιο εποικισμό και μια βίαιη αλλοίωση της εθνικής ομοιογένειας του μακεδονικού λαού και πρότεινε να προτάξουν στους πρόσφυγες το σύνθημα ότι μόνο μέσω της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Συνομοσπονδίας θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις χαμένες πατρίδες τους. (Βλ. [ΚΚΕ], Το Τρίτο Έκτακτο ...., ό.π., σ. 99-137)50 Βλ. Δάγκας Αλ. – Λεοντιάδης Γ., Κομιντέρν και Μακεδονικό ζήτημα, το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Τροχαλία Αθήνα 199751 Βλ. Α. Ιακ., ό.π.53 Βλ. Καστρίτης Κ. (Καρλιάφτης Λ.), Ιστορία του Μπολσεβικισμού-τροτσκισμού στην Ελλάδα, μέρος τέταρτο, σ. 8654 Βλ. για το σωματείο αρτεργατών Σούλας Μ., «Κοινωνικοί αγώνες στο μεσοπόλεμο», (εισαγ. σημείωμα Λαμπάτος Γαβρ.), Δελτίο για τα ζητήματα του σοσιαλισμού, 7, Δεκέμβριος 1989 – Φεβρουάριος 1990

25

Page 26: Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, όροι και προϋποθέσεις για ένα μετέωρο βήμα προς την «μπολσεβικοποίηση»

Χατζηιωσήφ Χρ., «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Β1, επιμ. Χατζηιωσήφ Χρ., Βιβλιόραμα Αθήνα 2002

26