124
ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ – ΘΕΩΡΙΕΣ 1

Αγροτική κοινωνιολογία

  • Upload
    dimfa

  • View
    514

  • Download
    5

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Αγροτική κοινωνιολογία

ΜΕΡΟΣ 1Ο

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ – ΘΕΩΡΙΕΣ

1

Page 2: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο.

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

1.1. Έννοιες

Ο άνθρωπος για να πραγματοποιήσει το νόημα της ύπαρξής του χρειάζεται τη

συμβίωση με άλλους ανθρώπους. αυτή η συμβίωση κατ’ ανάγκη σημαίνει

αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Η αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση

εξωτερικεύονται με συνεργασίες σε διάφορα επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό,

πολιτικό, πολιτιστικό κλπ. Μέσα από τις συνεργασίες αναφύονται αντιθέσεις, οι

οποίες προέρχονται είτε από διαφορετικά συμφέροντα, είτε από διαφορετικές

ιδεολογίες ή αντιλήψεις για τη ζωή.

Ο άνθρωπος λοιπόν ζει κατά ομάδες, τις κοινωνίες. Μπορούμε να πούμε ότι:

Κοινωνία είναι ένα σύνολο ανθρώπων που ζει σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο,

έχει συνέχεια στο χρόνο, έχει οργάνωση και έχει κοινό πολιτισμό. Κάθε κοινότητα

έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, που είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των

ατόμων που την αποτελούν, καθώς και της επίδρασης του φυσικού περιβάλλοντος.

Τα μέλη της κοινότητας έχουν επίγνωση της ιδιαιτερότητας της κοινωνίας τους σε

σχέση με τις άλλες κοινωνίες.

Ας δώσουμε ορισμένες διευκρινήσεις στον παραπάνω ορισμό.

Ο όρος «γεωγραφικός χώρος» ορίζει την ύπαρξη γεωγραφικών στοιχείων

(βουνά, ποτάμια, οροπέδια, θάλασσες κλπ) που περιχαρακώνουν μια κοινωνία

και τη διαχωρίζουν από τις άλλες. Αποτελεί βασικό στοιχείο οριοθέτησης μιας

κοινότητας, στις παλαιότερες δε κοινωνίες ήταν καθοριστικό. Σήμερα, η

ανάπτυξη των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας (μεταφορές, τηλεπικοινωνίες,

ηλεκτρονική επικοινωνία, κλπ) έχει μειώσει τη σημασία των γεωγραφικών

ορίων για την επικοινωνία των ανθρώπων, ωστόσο, ιδιαίτερα για τις συνθήκες

της χώρας μας, τα γεωγραφικά σύνορα αποτελούν σημαντικό στοιχείο

οριοθέτησης μιας κοινωνίας.

Ο όρος «συνέχεια στο χρόνο» δηλώνει ότι η διαμόρφωση των

χαρακτηριστικών μιας κοινωνίας απαιτεί πολύ χρόνο και ότι υπάρχει

2

Page 3: Αγροτική κοινωνιολογία

μονιμότητα της κοινωνίας μέσα στο χρόνο, σε αντίθεση με τα μέλη της που

γεννιούνται, πεθαίνουν, φεύγουν, επιστρέφουν.

Ο όρος «οργάνωση» σημαίνει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα και

κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία των μελών της κοινωνίας.

Ο όρος «κοινός πολιτισμός» δηλώνει ότι τα μέλη της κοινωνίας έχουν ένα

κοινό και χαρακτηριστικό τρόπο ζωής, δίκαιο, ήθη, έθιμα, τρόπους

συμπεριφοράς κλπ.

Βασικό επίσης στοιχείο της κοινότητας είναι η κοινωνική αλληλεπίδραση.

Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει ότι τα άτομα που κατοικούν σε ένα

συγκεκριμένο χώρο συναναστρέφονται μεταξύ τους και ότι

αλληλοεξαρτώνται. Έτσι έχουν αναπτύξει ένα σύνολο επίσημων ενώσεων

(σύλλογοι, συνεταιρισμοί κλπ) και ανεπίσημων ομάδων (φιλίες, παρέες) για

κοινωνική συναναστροφή και αλληλοβοήθεια. Παράλληλα, η κοινωνική

αλληλεπίδραση υποδηλώνεται από την ύπαρξη κοινών κανόνων

συμπεριφοράς, αξιών, ηθών και εθίμων, που είναι δυνατό να διαφέρουν από

μια κοινωνία σε άλλη.

Ένα άλλο βασικό στοιχείο του ορισμού είναι η συναισθηματική ταύτιση ή ο

συναισθηματικός δεσμός των ατόμων με την κοινωνία όπου διαβιούν. Είναι

το αίσθημα του «ανήκειν» που αναπτύσσεται σε κάθε μέλος της κοινωνίας και

που το ακολουθεί για όλη του τη ζωή.

Κοινωνία μπορεί να είναι ένας οικισμός ή ομάδα οικισμών, χωριά, μέχρι και χώρες.

Αγροτική κοινωνία είναι η κοινωνία των ανθρώπων που διαβιούν στον αγροτικό

χώρο (τον οποίο θα ορίσουμε πιο κάτω), και των οποίων το κύριο χαρακτηριστικό

είναι η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία,

αλιεία).

Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η εγκυκλοπαίδεια Μριτάνικα, «Αγροτική

κοινωνιολογία είναι ο κλάδος της Κοινωνιολογίας που ερευνά την κοινωνική

συμπεριφορά του πληθυσμού της υπαίθρου, διαπιστώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

της αγροτικής κοινωνίας και παρακολουθεί το είδος, το ρυθμό και την έκταση των

μεταβολών που προκύπτουν στο αγροτικό περιβάλλον εξαιτίας των επιδράσεων της

πόλης και της βιομηχανίας και των άλλων τομέων της οικονομίας».

3

Page 4: Αγροτική κοινωνιολογία

1.2. Η εξέλιξη των αγροτικών κοινωνιών

Οι κοινωνικοί επιστήμονες προσπάθησαν από τον περασμένο αιώνα να εξηγήσουν

την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα στην ιστορία. Αρχικά

χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό οι έννοιες της «ανάπτυξης» και της «προόδου».

Στη συνέχεια όμως οι έννοιες αυτές αντικαταστάθηκαν από την έννοια της

«κοινωνικής αλλαγής». Η συμβολή θεωρητικών όπως ο Μαρξ, ο Σπένσερ, ο Τόιμπι, ο

Σορόκιν κ.α. ήταν πολύ σημαντική για την εξήγηση των μετασχηματισμών που

συμβαίνουν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές

θεωρίες:

1.2.1. Η θεωρία των ανθρωπολόγων

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών είναι μια

συνεχής διαδικασία που τις οδήγησε από το στάδιο της «πρωτόγονης κοινωνίας» στο

στάδιο της «κοινωνίας των χωρικών» και στο τελικό στάδιο της «σύγχρονης

κοινωνίας». Το κάθε στάδιο αντιπροσωπεύει διαφορετικά συστήματα κοινωνικής

οργάνωσης. Αναλυτικότερα:

α. η πρωτόγονη κοινωνία

Τη χαρακτηρίζει το μικρό μέγεθος σε έκταση, καθώς και η απομόνωσή της από τον

«έξω κόσμο». Η απομόνωση αυτή είναι βασικά γεωγραφική (έλλειψη συγκοινωνιών,

επαφών), αλλά και οικονομική (απουσία εμπορίου), καθώς και κοινωνική –

πολιτιστική. Η πρωτόγονη κοινωνία είναι αυτάρκης και περιορίζεται στην

κατανάλωση αυτών που παράγει (αυτοκατανάλωση). Η παράδοση (προφορικός

λόγος) καθώς και η συλλογική αλληλεγγύη των μελών της έχουν πρωταρχική

σημασία στην καθημερινή διαβίωση. Χρονικά τοποθετείται μεταξύ 8ης και 5ης

χιλιετίας π.Χ.

β. η κοινωνία των χωρικών

Χρονολογικά, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, το ξεκίνημά της τοποθετείται με

την εμφάνιση του φαινομένου της πόλης, δηλαδή περίπου την 5η χιλιετία π.Χ.

Σταδιακά η χωρική κοινωνία και ο χωρικός εντάσσονται στην επιρροή της πόλης, που

4

Page 5: Αγροτική κοινωνιολογία

ολοένα και δυναμώνει. Οι χωρικοί προσδιορίζονται από το δεσμό τους με τη γη, που

έχει ένα συναισθηματικό χαρακτήρα και την απασχόλησή τους με τη γεωργία, που

αποτελεί «ένα τρόπο ζωής» και αποσκοπεί κυρίως στην αυτοσυντήρηση και

αυτάρκεια.

γ. η βιομηχανική ή σύγχρονη κοινωνία

Ο τύπος αυτός της κοινωνίας αρχίζει και διαμορφώνεται με τη βιομηχανική

επανάσταση, στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο σύγχρονος γεωργός παίρνει σιγά-σιγά τη

θέση του χωρικού. Η σχέση του με τη γη είναι οικονομική και όχι συναισθηματική. Η

γεωργία γίνεται μια μορφή επιχείρησης και ο γεωργός προσδοκά από την

εκμετάλλευσή του εισόδημα και κέρδος και όχι απλώς μια μορφή επιβίωσης και

αυτοσυντήρησης.

Η άποψη αυτή των ανθρωπολόγων ενώ σε γενικές γραμμές εξηγεί την εξέλιξη των

κοινωνιών, ιδιαίτερα των δυτικών, θεωρώντας ότι η μετάβαση από το ένα στάδιο στο

άλλο είναι ομαλή και αυτόματη, ωστόσο παρέβλεψε τις κοινωνικές συγκρούσεις και

οικονομικές ανισότητες που αποτελούν ένα βασικό στοιχείο της κοινωνικής

πραγματικότητας και κοινωνικής αλλαγής σε κάθε κοινωνία. Τις ελλείψεις αυτές

στην ερμηνεία των ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών μέσα στην ιστορία έρχεται να

καλύψει η θεωρία του Μαρξ.

1.2.2. Η θεωρία του Μαρξ

Για το Μαρξ η εξέλιξη των κοινωνιών μέσα από τους αιώνες έχει ένα «ανελικτικό»

χαρακτήρα. Δηλαδή η ανθρωπότητα ακολουθεί μία κίνηση που την οδηγεί από

κατώτερα στάδια οργάνωσης σε ανώτερα. Οι κοινωνίες είναι κοινωνικά συστήματα,

που συνδυάζουν το οικονομικό σύστημα (γεωργία, βιοτεχνία, βιομηχανία κλπ) ως

βάση, και το ιδεολογικό-πολιτιστικό σύστημα (θρησκεία, δίκαιο, ηθική, τέχνη,

φιλοσοφία, επιστήμη) ως εποικοδόμημα. Το οικονομικό σύστημα θεωρείται βασικής

σημασίας και προσδιοριστικό της μορφής που παίρνει το ιδεολογικό εποικοδόμημα

μιας κοινωνίας.

Στο οικονομικό σύστημα περιλαμβάνονται:

5

Page 6: Αγροτική κοινωνιολογία

α) οι παραγωγικές δυνάμεις ή μέσα παραγωγής, τα μέσα δηλαδή που

χρησιμοποιούνται για την παραγωγή (γη, ζώα, εργαλεία, μηχανήματα, τεχνογνωσία,

κλπ) και

β) οι παραγωγικές σχέσεις, οι σχέσεις δηλαδή ιδιοκτησίας ή μη στα μέσα

παραγωγής.

Οι παραγωγικές σχέσεις οδηγούν στη διαμόρφωση δύο βασικά κοινωνικών τάξεων με

αντίθετα συμφέροντα: μιας τάξης κυρίαρχης, που έχει την ιδιοκτησία των μέσων

παραγωγής και συνεπώς των παραγωγικών δυνάμεων και μιας τάξης υποτελούς, που

δεν κατέχει μέσα παραγωγής και αναγκάζεται να προσφέρει την εργασία της στους

πρώτους. Οι δύο αυτές κοινωνικές τάξεις βρίσκονται σε μια συνεχή πάλη, τη

λεγόμενη πάλη των τάξεων. Η πάλη των τάξεων σε συνδυασμό με το επίπεδο

τεχνολογίας που υπάρχει κάθε φορά σε μια κοινωνία, οδηγούν σε κοινωνικές αλλαγές

και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, και επιτρέπουν τις κοινωνίες να μεταβαίνουν

μέσα στην ιστορία από το ένα στάδιο στο άλλο.

Σύμφωνα με το Μαρξ, τα στάδια από τα οποία πέρασαν οι ανθρώπινες κοινωνίες

είναι τα εξής:

α. Πρωτόγονες κοινωνίες

Τα χαρακτηριστικά τους είναι αυτά που περιγράφηκαν στη θεωρία των

ανθρωπολόγων. Χαρακτηρίζονται επίσης από κοινοκτημοσύνη και συνεπώς την

απουσία ιδιοκτησίας.

β. Δουλοκτητικές κοινωνίες

Χρονικά το κοινωνικό αυτό σύστημα τοποθετείται μεταξύ 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ.

και φθάνει μέχρι το μεσαίωνα. Υπολείμματα όμως διαφόρων μορφών δουλείας

επικράτησαν μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Το κοινωνικό αυτό σύστημα συναντιέται

στον αρχαίο κόσμο (ελληνικό, ρωμαϊκό) και στη διάρκειά του εμφανίζεται και η

πρώτη διάκριση μεταξύ πόλης και χωριού. Η πόλη της εποχής εκείνης εξαρτιέται

άμεσα από την ύπαιθρο που την περιβάλλει. Οι κάτοικοι της πόλης στηρίζονται

πρωταρχικά στην κατοχή γης (έγγεια ιδιοκτησία), η οποία καλλιεργείται από τους

δούλους. Στη διάρκεια αυτού του συστήματος εμφανίζεται για πρώτη φορά η ατομική

ιδιοκτησία στη γη, στα ζώα και στους ανθρώπους με τη μορφή της δουλείας. Η τάξη

των δούλων ζει στα περιθώρια της κοινωνικής τάξης και δεν απολαμβάνει καμία

ανεξαρτησία και ελευθερία δράσης.

6

Page 7: Αγροτική κοινωνιολογία

Η οικειοποίηση ανθρώπων υπό μορφή δούλων διήρκεσε μέχρι την αποσύνθεση του

δουλοκτητικού συστήματος και την αντικατάσταση των δούλων από τους

δουλοπάροικους στον κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό του φεουδαρχισμού.

γ. Φεουδαρχικές κοινωνίες

Το σύστημα αυτό ακολούθησε την αποσύνθεση της δουλοκτητικής κοινωνίας της

αρχαιότητας. Ολοκληρώνεται στην Ευρώπη κατά την περίοδο του μεσαίωνα και

εκτείνεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ 10ου και 17ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται από την

ύπαρξη ιδιοκτητών μεγάλων εκτάσεων γης (φέουδα), που ονομάζονταν φεουδάρχες.

Αντικαθίστανται οι δούλοι από τους δουλοπάροικους, οι οποίοι έχουν περισσότερες

ελευθερίες σε σχέση με τους πρώτους, ωστόσο ο φεουδάρχης ασκούσε επάνω τους

μεγάλη εξουσία, οικονομική και κοινωνική. Οι δουλοπάροικοι ήταν οι χωρικοί στις

αγροτικές κοινωνίες του μεσαίωνα. Καλλιεργούσαν τις εκτάσεις των φεουδαρχών

πληρώνοντας κάποια μορφή γαιοπροσόδου. Η γαιοπρόσοσδος αυτή αρχικά ήταν με

τη μορφή αγγαρείας (υποχρεωτική εργασία), αργότερα μετατράπηκε σε είδος

(γεώμορο) και περιελάμβανε την καταβολή ενός μέρους της παραγωγής στο

γαιοκτήμονα. Τέλος, από τον 14ο αιώνα και μετά σε αρκετές περιοχές της Ευρώπης

παίρνει τη μορφή του χρήματος.

Η εμφάνιση κάποιας μορφής εκχρηματισμού της αγροτικής οικονομίας των χωρών

της Δυτικής Ευρώπης συνδυάζεται με την έναρξη αποσύνθεσης της φεουδαρχίας και

το σταδιακό πέρασμα στον καπιταλισμό.

Οι περισσότερες μελέτες που υπάρχουν για το φεουδαρχικό σύστημα εντοπίζονται

στις χώρες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ωστόσο το φεουδαρχικό σύστημα δεν

περιορίστηκε στην Ευρώπη, αλλά σε διαφορετικές μορφές και αποχρώσεις

εμφανίζεται και σε χώρες της Ασίας, αλλά και της νοτίου Αμερικής.

δ. Καπιταλιστικές κοινωνίες

Με τον εκχρηματισμό της αγροτικής οικονομίας (που αρχίζει σιγά – σιγά από το 14ο

αιώνα), η γη συγκεντρώνεται σε λιγότερα χέρια και πολλοί μικροκαλλιεργητές

αναγκάζονται και δουλεύουν ως μεροκαματιάρηδες στους μεγαλοκτηματίες. Αρχίζει

δηλαδή να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο η μισθωτή εργασία στη γεωργία κι

έτσι διαμορφώνονται οι καινούργιες παραγωγικές σχέσεις, οι κεφαλαιοκρατικές ή

καπιταλιστικές

7

Page 8: Αγροτική κοινωνιολογία

Οι προβλέψεις του Μαρξ για συγκεντροποίηση της γεωργικής γης και πλήρη

εκχρηματισμό της αγροτικής οικονομίας δεν επαληθεύτηκαν πλήρως και σε όλες τις

χώρες. Σε πολλές χώρες, όπως και η Ελλάδα, παρόλο που εκχρηματίστηκε πλήρως η

αγροτική οικονομία, ωστόσο δεν υπήρξε συγκεντροποίηση της γεωργικής γης.

Αντίθετα κυριάρχησε η οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση μικρού μεγέθους, όπως

θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια.

1.3. Σύγχρονες εξελίξεις των αγροτικών κοινωνιών:

βιομηχανική επανάσταση και αγροτική επανάσταση

Μέχρι το 18ο αιώνα, το σύνολο σχεδόν των κοινωνιών ήταν αγροτικές. Η ανακάλυψη

της μηχανής, η οποία οδήγησε στη βιομηχανική επανάσταση, επέφερε τρομακτικές

αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, αλλά και στην κατανομή του πληθυσμού μεταξύ

πόλης και υπαίθρου. Στα πλαίσια της βιομηχανικής επανάστασης εγκαταστάθηκαν

βιομηχανικές μονάδες σε πόλεις που βρίσκονταν σε κομβικά σημεία όσον αφορά τις

μεταφορές (λιμάνια, πλωτά ποτάμια, σταυροδρόμια). Η μεγάλη ζήτηση σε εργατικά

χέρια ήταν αδύνατο να καλυφθεί από τον αστικό πληθυσμό, που αφ’ ενός ήταν πολύ

περιορισμένος και αφ’ ετέρου περιελάμβανε ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Έτσι,

προσελκύστηκε πληθυσμός από την ύπαιθρο, όπου ήδη υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια

από τις συνθήκες διαβίωσης.

Η μαζική προσέλευση και εγκατάσταση αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις

δημιούργησε ένα διπλό πρόβλημα στις αγροτικές περιοχές: αφ’ ενός μειώθηκε το

εργατικό δυναμικό, που λογικά θα είχε ως επακόλουθο τη μείωση της αγροτικής

παραγωγής, αφ’ ετέρου αυξήθηκε η ζήτηση σε αγροτικά προϊόντα. Ο συνδυασμός

αυτών των δύο θα είχε ως φυσιολογική συνέπεια την αύξηση των τιμών των

αγροτικών προϊόντων. Ωστόσο, η ζήτηση απαιτούσε φτηνά αγροτικά προϊόντα, διότι

το βιομηχανικό εργατικό δυναμικό των πόλεων δεν ήταν σε θέση να πληρώσει

ακριβά αγροτικά προϊόντα.

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε θα μπορούσε να συνοψισθεί στο ότι έπρεπε να

παράγονται περισσότερα αγροτικά προϊόντα, με λιγότερο εργατικό δυναμικό, και

σε χαμηλές τιμές. Αναγκαστικά έπρεπε να ανακαλυφθούν τρόποι και μέθοδοι

8

Page 9: Αγροτική κοινωνιολογία

παραγωγής, που να εκπληρώνουν τους παραπάνω στόχους. Η αναγκαιότητα αυτή

οδήγησε στη λεγόμενη αγροτική επανάσταση.

Στα πλαίσια της αγροτικής επανάστασης ανακαλύφθηκαν μέθοδοι έτσι ώστε να

αυξηθεί όσο το δυνατό περισσότερο η αγροτική παραγωγή. Έτσι, καταργήθηκε η

αγρανάπαυση και δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην αμειψισπορά, προκειμένου να

διατηρηθεί η γονιμότητα των εδαφών. Ανακαλύφθηκαν μέθοδοι καταπολέμησης των

ασθενειών των φυτών, τρόποι βελτίωσης των φυλών των ζώων έτσι ώστε να γίνουν

πιο παραγωγικά, τρόποι προστασίας των παραγωγικών ζώων, άρχισαν να

ανακαλύπτονται τα χημικά λιπάσματα κλπ. Αυτή η προσπάθεια σιγά – σιγά άρχισε να

εντατικοποιείται και στη συνέχεια με τη βοήθεια της συνεχώς εξελισσόμενης

τεχνολογίας κατασκευάστηκαν τα πρώτα γεωργικά μηχανήματα (μπατόζα, και

ελκυστήρας αρχικά) και αργότερα με επιταχυνόμενους ρυθμούς πολλά άλλα. Η

ανάπτυξη παράλληλα και άλλων επιστημών (όπως βιοτεχνολογία, γενετική κλπ)

οδήγησαν σε νέες ανακαλύψεις σε ό,τι αφορά τους σπόρους (υβρίδια), τη

φυτοπροστασία, τη βελτίωση της γονιμότητας των φυτών (λιπάσματα) κλπ. Η

διαδικασία αυτή οδήγησε, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, σε

θεαματικότατη αύξηση της παραγωγικότητας της γης, του ζωικού κεφαλαίου και της

ανθρώπινης εργασίας και κατά συνέπεια της γεωργικής παραγωγής. Έτσι, η

ανθρωπότητα έχει φτάσει στο σημείο σήμερα όχι μόνο να καλύπτει με άνεση τις πολύ

αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού σε αγροτικά προϊόντα, αλλά και να έχει

υπερπαραγωγή γεωργικών προϊόντων, τα οποία δεν ξέρει πώς να διαθέσει.

1.4. Εννοιολογικά προβλήματα καθορισμού του αγροτικού

χώρου

Ένας ορισμός του αγροτικού χώρου τον ορίζει ως το χώρο που βρίσκεται έξω από την

πόλη, και αγροτική κοινωνία τον πληθυσμό που διαβιεί σ’ αυτό το χώρο και έχει ως

κύρια ασχολία τη γεωργία. Ωστόσο, έχουν συμβεί, ιδιαίτερα τον τελευταίο αιώνα,

πολλές αλλαγές στον αγροτικό χώρο, που αναμορφώνουν τον ορισμό αυτό.

Ο αγροτικός χώρος δεν είναι σήμερα μια έννοια επακριβώς καθορισμένη. Γενικά

αναφέρεται στο σύνολο του πληθυσμού και της γης που βρίσκονται έξω από τους

αστικούς χώρους και στις μικρές σχετικά πληθυσμιακές ομάδες. Διεθνώς επικρατούν

9

Page 10: Αγροτική κοινωνιολογία

δύο κριτήρια οριοθέτησης του αγροτικού χώρου: το πληθυσμιακό μέγεθος της

κοινότητας και η δημογραφική πυκνότητα. Στην Ελλάδα, τη Γαλλία και άλλες

ευρωπαϊκές χώρες το κριτήριο είναι το πληθυσμιακό μέγεθος. Το όριο για να

χαρακτηρισθεί μια κοινότητα αγροτική είναι οι 2.000 κάτοικοι1. Στις

αραιοκατοικημένες Σουηδία και Φινλανδία είναι οι 1000 και 500 κάτοικοι

αντίστοιχα, ενώ στην πολυπληθή Αμερική είναι οι 50.000 κάτοικοι. Η δημογραφική

πυκνότητα (κάτοικοι/χλμ2) αποτελεί πιο σύνθετο κριτήριο από το πληθυσμιακό

μέγεθος. Σκιαγραφεί το πώς κατανέμεται ο πληθυσμός στο χώρο, ποιος ο τύπος

εποικισμού μιας περιοχής και ποια η απόσταση των κατοικιών μεταξύ τους. Το όριο

πυκνότητας που λαμβάνεται υπ’ όψη για τη διάκριση των αγροτικών περιοχών από

τις αστικές στην Ευρώπη, Β. Αμερική και Αυστραλία έχει ορισθεί στους 150

κατοίκους/χλμ2, με εξαίρεση την πυκνοκατοικημένη Ιαπωνία που ανέρχεται στους

500 κατοίκους/χλμ2 (Ανθοπούλου, 1998).

Κάθε χώρα, ανάλογα με τις συνθήκες που διαμορφώνουν τις χωρικές συγκεντρώσεις

του πληθυσμού της και τις δημογραφικές πυκνότητες, χρησιμοποιεί δικά της όρια για

τον προσδιορισμό των αγροτικών ζωνών. Γι’ αυτό οι διακρατικές συγκρίσεις μεταξύ

αγροτικών περιοχών είναι δύσκολες.

Παράλληλα, δεδομένου ότι η κύρια (και μέχρι πρότινος σχεδόν η αποκλειστική)

απασχόληση του αγροτικού πληθυσμού είναι η γεωργία (ευρύτερα ο πρωτογενής

τομέας), ο αγροτικός χώρος στη συνείδηση της ελληνικής, τουλάχιστο, κοινωνίας

είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη γεωργία. Σήμερα όμως, ο αγροτικός χώρος δεν

κατοικείται μόνο από ανθρώπους που απασχολούνται στον πρωτογενή τομέα.

Κατοικείται και από ανθρώπους που απασχολούνται παράλληλα ή και αποκλειστικά

στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, δεδομένου ότι αυτοί οι τομείς δεν

περιορίζονται πλέον στα αστικά κέντρα. Παράλληλα, σύμφωνα με τις νέες τάσεις

κατοίκησης των τελευταίων δεκαετιών, οι αγροτικές περιοχές, που βρίσκονται

σχετικά κοντά σε αστικά κέντρα (οι λεγόμενες περιαστικές περιοχές), ολοένα και

περισσότερο κατοικούνται από ανθρώπους που διαμένουν σε αυτές, ενώ εργάζονται

στα αστικά κέντρα, στα οποία μετακινούνται καθημερινά. Στις περιαστικές αγροτικές

περιοχές το ποσοστό των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα είναι μικρό, αλλά

βαίνει αυξανόμενο όσο απομακρυνόμαστε από τα αστικά κέντρα και στις πολύ

1 Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδας), αγροτικός χαρακτηρίζεται ο πληθυσμός που διαβιεί σε οικισμούς με πληθυσμό έως 2000 κατοίκους, ημιαστικός ο πληθυσμός που διαβιεί σε οικισμούς 2000 έως 10.000 κατοίκων και αστικός ο πληθυσμός που διαβιεί σε οικισμούς άνω των 10.000 κατοίκων. Πρόκειται για στατιστικό κριτήριο που η σημασία του είναι περιορισμένη.

10

Page 11: Αγροτική κοινωνιολογία

απομακρυσμένες περιοχές γίνεται η κύρια ή αποκλειστική απασχόληση του

πληθυσμού. Με άλλα λόγια ο αγροτικός χώρος σήμερα, εκτός από γεωργούς,

κτηνοτρόφους, αλιείς κατοικείται και από ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν καμία

επαγγελματική σχέση με τον πρωτογενή τομέα.

Επομένως ο αγροτικός χώρος είναι μια ευρεία έννοια που περιγράφει περιοχές

αραιοκατοικημένες και δεν έχει να κάνει με το επάγγελμα των ανθρώπων που τον

κατοικούν, δεν αφορά μια συγκεκριμένη χρήση γης ή ένα συγκεκριμένο οικονομικό

τομέα και δεν ταυτίζεται με διοικητικές ζώνες (OECD, 1993). Για την Ελλάδα

λοιπόν, αγροτικός πληθυσμός είναι ο πληθυσμός που κατοικεί σε οικισμούς

κάτω των 2.000 κατοίκων, ανεξάρτητα από το επάγγελμα που ασκεί.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έννοια αγροτικός έχει περισσότερο γεωγραφική

σημασία. Αντίθετα, ο όρος γεωργικός έχει οικονομική και επαγγελματική σημασία.

Γεωργικός πληθυσμός είναι ο πληθυσμός που κατά κύριο επάγγελμα ή

αποκλειστικό ασχολείται με τη γεωργία (ή γενικότερα με δραστηριότητες του

πρωτογενή τομέα) και κατοικεί στον αγροτικό χώρο.

11

Page 12: Αγροτική κοινωνιολογία

ΜΕΡΟΣ 2Ο

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι

σήμερα

12

Page 13: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η σύσταση του ελληνικού κράτους (1831) συνοδεύτηκε από μια σειρά κοινωνικών,

οικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών, που επηρέασαν την αγροτική και συνολικά

την ελλαδική κοινωνία. Η διοίκηση συγκροτήθηκε με βάση τα δυτικά πρότυπα,

συγκεντρώνοντας οπαδούς και υπέρμαχους της νέας αυτής κατάστασης.

Μπορούμε να διακρίνουμε πέντε περιόδους στην εξέλιξη της ελληνικής αγροτικής

κοινωνίας. Οι περίοδοι αυτές ορίστηκαν από πολιτικά κυρίως γεγονότα, τα οποία

είχαν πολύ σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στην ελληνική

αγροτική κοινωνία:

1η περίοδος: από τη σύσταση του κράτους μέχρι την προσάρτηση της Θεσσαλίας

(1831-1880)

2η περίοδος: από την προσάρτηση της Θεσσαλίας έως την προσέλευση των

προσφύγων (1880-1922)

3η περίοδος: από την προσέλευση των προσφύγων έως το τέλος των πολέμων (1922-

1950)

4η περίοδος:από το 1950 έως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση

5η περίοδος: από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως σήμερα

2.1. 1η Περίοδος: Το αγροτικό πρόβλημα

Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στο

γαιοκτητικό σύστημα2 της τότε Ελλάδας (Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα).

Οι έγγειες σχέσεις ήταν οι εξής:

α. εθνικές γαίες ή εθνικά κτήματα: ονομάστηκαν οι αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν

στο οθωμανικό κράτος, σε μουσουλμάνους ιδιώτες που εγκατέλειψαν τις ιδιοκτησίες

2 Γαιοκτητικό σύστημα είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης (ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της γης).

13

Page 14: Αγροτική κοινωνιολογία

τους, ή σε μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα και οι οποίες αυτόματα περιήλθαν

στο ελληνικό δημόσιο.

β. μεγάλες ιδιοκτησίες (τσιφλίκια): αρκετές τούρκικες ιδιοκτησίες γεωργικής γης

πουλήθηκαν σε έλληνες ή τα καρπώθηκαν έλληνες, με αποτέλεσμα να

δημιουργηθούν μεγάλες γαιοκτησίες με έλληνες ιδιοκτήτες, τα γνωστά τσιφλίκια.

γ. εκκλησιαστικά κτήματα (πρώην βακούφια): είναι η γεωργική γη που ανήκε στα

εκκλησιαστικά ιδρύματα.

Το κυρίαρχο αίτημα του αγροτικού πληθυσμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους,

που ήταν η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, και ο οποίος αποτέλεσε τον

κύριο άξονα της εθνικής πάλης, ήταν η διανομή της γης. Ο νόμος της 7ης Μαϊου του

1822 καθόριζε αμοιβή σε κάθε στρατιώτη ένα στρέμμα γης για κάθε μήνα υπηρεσίας

του. Η υπόσχεση αυτή επανήλθε λίγα χρόνια αργότερα, όταν η επανάσταση

κινδύνευε από τον Ιμπραήμ, και διατυπώθηκε με το ψήφισμα της 5ης Μαϊου 1827.

Η εθνοσυνέλευση όμως της Επιδαύρου του 1822 ανακήρυξε τα εγκαταλειμμένα από

του τούρκους κτήματα «εθνικά». Το ελληνικό κράτος δεχόταν πιέσεις από τη μια

μεριά από τους αστούς γαιοκτήμονες, οι οποίοι ήθελαν να τα οικειοποιηθούν, από την

άλλη μεριά από το λαό, προκειμένου να μοιραστούν στους ακτήμονες, αλλά τελικά

προτίμησε να τα ενσωματώσει στην περιουσία του Δημοσίου. Αυτή η εξέλιξη στην

ουσία παραμέριζε τους αγροτικούς πληθυσμούς – καλλιεργητές από την απόκτηση

γης, όμως η πολιτική ηγεσία αναζητούσε με αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις για την

αύξηση των δημοσίων εσόδων, την αποζημίωση των ξένων στρατιωτικών τμημάτων

και την εξασφάλιση δανείων από το εξωτερικό με υποθήκευση της γης. Η έκτασή

τους έφτανε τα 10 εκατομμύρια στρέμματα περίπου και αντιπροσώπευαν το 35% των

καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε αντίδραση των ακτημόνων πολεμιστών, οι οποίοι

διεκδικούσαν τη γη για την οποία αγωνίστηκαν και σ’ αυτό το πνεύμα θα κινηθούν τα

αποτυχημένα κινήματα του 1832, του 1843, του 1848, του 1849 και άλλα3.

Οι αγρότες του κράτους που δημιουργήθηκε ανέρχονταν σε 700.000 περίπου, σε

συνολικό πληθυσμό 1.000.000, ενώ οι ακτήμονες (αυτοί δηλαδή που δεν είχαν

ιδιοκτησία γης) ξεπερνούσαν τις 500.000. Οι υπόλοιποι είτε ήταν μικροϊδιοκτήτες (η

πλειοψηφία), είτε τσιφλικάδες.

3 Οι ακτήμονες διακήρυσσαν «να παύσωμεν να είμαστε κολιγάδες, όπως επαύσαμε να είμαστε ραγιάδες», «η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της», «όχι στην αγροτική σκλαβιά».

14

Page 15: Αγροτική κοινωνιολογία

Την επαύριο της Επανάστασης, το ελληνικό κράτος κατείχε το 35% της γεωργικής

γης (εθνικές γαίες). Τις γαίες αυτές ενοικίαζε στους καλλιεργητές, από τους οποίους

αξίωνε το 10% της παραγωγής (δεκάτη), την κυριότερη μορφή αγροτικής

φορολογίας, η οποία ίσχυε και επί τουρκοκρατίας. Επιπρόσθετα όμως επέβαλε και

νέο φόρο 15% επί του ακαθάριστου προϊόντος, ως ενοίκιο από τον καλλιεργητή.

Έτσι λοιπόν, οι αγρότες την επομένη της ανεξαρτησίας βρέθηκαν σε δύσκολη

οικονομική κατάσταση, αφού ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το 25% του

προϊόντος τους και συμπιεζόταν ιδιαίτερα, τόσο από το ίδιο το κράτος όσο και από

τους υπαλλήλους του, οι οποίοι αναλάμβαναν να συγκεντρώσουν τους φόρους.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στους κόλπους του λαού, ο

οποίος ζητούσε από τις εκάστοτε κυβερνήσεις την παραχώρηση γεωργικής γης στους

ακτήμονες από τις εθνικές γαίες. Έτσι δημιουργείται το λεγόμενο «αγροτικό

πρόβλημα», το οποίο απασχόλησε την ελληνική κοινωνία όλο το 19ο αιώνα και τις

πρώτες δεκαετίες του εικοστού.

Τόσο το Σύνταγμα του 1844 όσο και του 1864 ανέφεραν την κρατική πρόθεση για

διανομή της γης, η οποία ωστόσο δεν έγινε πράξη, παρ’ όλο που υπήρξαν μερικές

αποσπασματικές προσπάθειες. Το ζήτημα της διανομής των εθνικών γαιών παρέμενε

σε εκκρεμότητα έως το 1871. Στο διάστημα αυτό οι μεγαλογαιοκτήμονες έκαναν

προσπάθειες να οικειοποιηθούν τις εκτάσεις αυτές, όμως το Κράτος αντιστάθηκε.

1η Αγροτική μεταρρύθμιση

Το 1871 ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, παρά τις σφοδρές

αντιδράσεις των γαιοκτημόνων να μη πραγματοποιηθεί καμία μεταβολή στο

ιδιοκτησιακό καθεστώς, προχώρησε σε αγροτική μεταρρύθμιση. Έτσι, τη συμβολική

ημερομηνία της 25ης Μαρτίου ψηφίστηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίο διανεμήθηκαν

2.650.000 στρέμματα σε 357.217 κλήρους, με μέση έκταση τα 7,5 στρέμματα

περίπου. Η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτικών οικογενειών της εποχής εκείνης ήταν

δικαιούχοι κλήρου4.

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871, γνωστή ως 1η αγροτική μεταρρύθμιση, επέφερε

μια σχετική δικαίωση στους κόλπους του λαού. Για την περίοδο από τη σύσταση του

4 Κλήρος είναι η έκταση γης που παραχωρήθηκε στους δικαιούχους από το Κράτος. Η λέξη προήλθε από το γεγονός ότι το αγροτεμάχιο που θα έπαιρνε ο καθένας καθοριζόταν με κλήρωση. Σύμφωνα με το λεξικό της ελληνικής γλώσσας, «κλήρος είναι η δια λαχνού απονομή γης εις τους πολίτας».

15

Page 16: Αγροτική κοινωνιολογία

ελληνικού Κράτους μέχρι και την 1η αγροτική μεταρρύθμιση μπορούμε να πούμε ότι

το Κράτος είτε εθνικοποιώντας τη γη αμέσως μετά τη σύστασή του, είτε μοιράζοντάς

την στους ακτήμονες, προσπάθησε να την προφυλάξει από τις διεκδικήσεις των

μεγάλων γαιοκτημόνων και να ευνοήσει το σχηματισμό της μικρής οικογενειακής

γεωργικής εκμετάλλευσης.

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες τομές στο

εσωτερικό της χώρας, και εισήγαγε αλλαγές στο καλλιεργητικό σύστημα της εποχής.

Πράγματι, δεδομένου του πολύ μικρού μεγέθους του κλήρου, οι ιδιοκτήτες

στράφηκαν προς την εφαρμογή εντατικών συστημάτων παραγωγής, προκειμένου

να εξασφαλιστούν όσο το δυνατό ικανοποιητικότερα γεωργικά εισοδήματα. Την

εποχή εκείνη, η μεγάλη ζήτηση της σταφίδας από την ευρωπαϊκή αγορά στρέφει τους

μικροϊδιοκτήτες μαζικά προς την αμπελοκαλλιέργεια. Για το ελληνικό κράτος

αντιπροσώπευε τη μόνη εξαγώγιμη παραγωγή, η οποία μπορούσε να της εξασφαλίσει

συνάλλαγμα και γι’ αυτό την προώθησε ιδιαίτερα. Μια συγκυρία της εποχής, η

καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων στα τέλη του 19ου αιώνα από φυλλοξήρα,

αύξησε υπέρμετρα τη ζήτηση της πελοποννησιακής σταφίδας και προκάλεσε

κατακόρυφη άνοδο των τιμών. Κατά τις δεκαετίες 1880 και 1890 η παραγωγή της

σταφίδας στην Ελλάδα αυξήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, όπως φαίνεται στον πιο

κάτω πίνακα, καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν της γεωργικής γης, και η

σταφιδοκαλλιέργεια μετατράπηκε σχεδόν σε μονοκαλλιέργεια.

Πίνακας 1. Εκτάσεις αμπελώνων 1830-1911

Έτος Έκταση (σε στρμ) Μεταβολή

1830 38.000

1860 220.000 560%

1878 435.000 200%

1900 700.000 160%

1911 600.000 - 15%

Πηγή: Πιζάνιας Π., «Οικονομική ιστορία της ελληνικής σταφίδας 1851-1912.

Παραγωγή, διεθνής αγορά, διαμόρφωση τιμών, κρίση», Αθήνα 1988, σελ. 31

(Μαλκίδης Φ., σελ. 30).

Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1890 οι γαλλικοί αμπελώνες επανεγκαθίστανται

(με τη χρήση ανθεκτικών στη φυλλοξήρα υποκειμένων), η προσφορά σταφίδας στην

16

Page 17: Αγροτική κοινωνιολογία

ευρωπαϊκή αγορά αυξάνεται, με αποτέλεσμα η τιμή της να μειώνεται σημαντικά από

έτος σε έτος. Έτσι δημιουργήθηκε η γνωστή «σταφιδική κρίση», η οποία διήρκεσε

έως τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

Η κρίση της σταφίδας μείωσε δραματικά τα γεωργικά εισοδήματα των

μικροκαλλιεργητών και κατά συνέπεια υποκίνησε μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία

την εποχή εκείνη βρήκαν διέξοδο προς τις υπερπόντιες χώρες και πιο συγκεκριμένα

προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το μεταναστευτικό αυτό ρεύμα ξεκίνησε στα

τέλη του 19ου αιώνα και πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις τις δύο πρώτες δεκαετίες του

20ου.

Πίνακας 2. Μετανάστευση προς τις υπερπόντιες χώρες 1891-1920

Έτη Σύνολο

μεταναστών

Μετανάστες

προς ΗΠΑ

Μετανάστες

προς άλλες χώρες

1891-1900 16.979 16.979 -

1901-1905 51.479 49.962 1.517

1906-1910 122.034 117.557 4.477

1911-1915 128.521 118.916 9.605

1916-1920 67.598 65.285 2.313

Σύνολο 386.611 368.699 17.912

Πηγή: Έμκε – Πουλοπούλου Η., Προβλήματα μετανάστευσης – παλιννόστησης,

Αθήνα, 1986, σ. 38.

2.1. 2η Περίοδος (1880-1922): Έξαρση του αγροτικού

προβλήματος

2.1.1. Οι έγγειες σχέσεις και το καλλιεργητικό σύστημα

Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος το 1881, το

αγροτικό πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία επανήλθε δριμύτερο. Στις «νέες χώρες»,

ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, κυριαρχούσε επί οθωμανικής αυτοκρατορίας η μεγάλη

ιδιοκτησία, λόγω των μεγάλων πεδιάδων που διέθετε. Στη διάρκεια των

17

Page 18: Αγροτική κοινωνιολογία

διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους για την εκχώρηση των

περιοχών αυτών στην Ελλάδα, οι οποίες διήρκεσαν όλη τη δεκαετία του 1870, οι

τούρκοι ιδιοκτήτες φρόντισαν να πουλήσουν τα τσιφλίκια τους σε έλληνες

αγοραστές. Πολλές από τις αγοραπωλησίες πραγματοποιήθηκαν στην

Κωνσταντινούπολη, όπου πλούσιοι έλληνες της διασποράς αγόρασαν μεγάλες

εκτάσεις γεωργικής γης στις εν λόγω περιοχές.5 Το αποτέλεσμα ήταν ότι κατά την

προσάρτηση των περιοχών αυτών στην Ελλάδα οι μεγάλες ιδιοκτησίες

καταλάμβαναν κατά περιοχές έως και τα δύο τρίτα των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος αποσκοπούσε στην προσέλκυση των ελλήνων

κεφαλαιούχων του εξωτερικού, αποδέχτηκε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί

στη Θεσσαλία και μετά την προσάρτηση των «νέων χωρών» εφάρμοσε μια

προστατευτική πολιτική για τα σιτηρά6 (κύρια παραγωγή των πεδιάδων της

Θεσσαλίας), προκειμένου να αυξηθεί η σιτοπαραγωγή στη χώρα και να εξασφαλιστεί

η αυτάρκεια. Η πολιτική αυτή ευνοούσε ιδιαίτερα τους μεγαλοϊδιοκτήτες, οι οποίοι

ζητούσαν και άλλα μέτρα στα πλαίσια της πολιτικής αυτής.

Με την προσάρτηση της Μακεδονίας το 1912 το αγροτικό πρόβλημα της χώρας

διογκώθηκε ακόμη περισσότερο, λόγω των μεγάλων πεδιάδων της περιοχής, όπου

κυριαρχούσαν τα τσιφλίκια.

Οι μεγάλες ιδιοκτησίες κατείχαν σημαντικό ποσοστό της γεωργικής γης των «νέων

χωρών». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Βεργόπουλο («Το αγροτικό ζήτημα στην

Ελλάδα», σελ. 136), στη Θεσσαλία τα τσιφλίκια κατείχαν 50-64% των

καλλιεργούμενων εκτάσεων, στη Μακεδονία το 41-52% και στην Ήπειρο το 33-42%.

Στις περιοχές όπου κυριαρχούσε η μεγάλη ιδιοκτησία, κύρια καλλιέργεια ήταν η

σιτοκαλλιέργεια, γεγονός που καθιστούσε τις περιοχές αυτές το σιτοβολώνα της

χώρας. Γι’ αυτό η σημασία τους ήταν μεγάλη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η

αυτάρκεια της χώρας σε σιτηρά και η μείωση των εισαγωγών. Αντίθετα, στη νότια

Ελλάδα κυριαρχούσε η μικρή ιδιοκτησία με σχεδόν αποκλειστική καλλιέργεια τις

φυτείες (αμπέλια, ελιές), που είχαν εξαγωγικό χαρακτήρα. Η σημασία τους για τη

χώρα ήταν το ίδιο μεγάλη, για την εξασφάλιση συναλλάγματος.

Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε ότι στη βόρεια Ελλάδα κυριαρχούσε η μεγάλη

ιδιοκτησία και οι εκτατικές καλλιέργειες, ενώ στη νότια Ελλάδα κυριαρχούσε η

5 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του έλληνα μεγαλέμπορου από την Οδυσσό Γεώργιου Χρηστάκη-Ζωγράφου, ο οποίος αγόρασε από οθωμανούς 64.000 στρμ γεωργικής γης στο θεσσαλικό κάμπο. 6 Επέβαλε φόρους στα εισαγόμενα σιτηρά έτσι ώστε να κρατηθεί η τιμή των εγχώριων σιτηρών σε υψηλά επίπεδα και αυτό να αποτελέσει κίνητρο για την αύξηση της παραγωγής.

18

Page 19: Αγροτική κοινωνιολογία

μικρή ιδιοκτησία και οι εντατικές καλλιέργειες. Και οι δύο περιοχές της χώρας

ήταν το ίδιο σημαντικές για την οικονομία της, διότι τα μεν βόρεια διαμερίσματα

εξασφάλιζαν το σιτάρι στη χώρα (άρα μείωση των εισαγωγών), τα δε νότια

διαμερίσματα εξασφάλιζαν συνάλλαγμα για τη χώρα μέσω των εξαγωγών.

2.2.2. Η αγροτική κοινωνία στις «νέες χώρες»

Η αγροτική κοινωνία των αρχών του εικοστού αιώνα στις «νέες χώρες» ήταν

μοιρασμένη ανάμεσα στα «τσιφλικοχώρια», που κατοικούνταν από κολίγους7 και τα

«ελευθεροχώρια», που κατοικούνταν από μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές. Στα πρώτα

κυριαρχούσαν οι ακτήμονες καλλιεργητές, οι οποίοι απασχολούνταν στα τσιφλίκια.

Στα δεύτερα κυριαρχούσαν οι μικροϊδιοκτήτες ελεύθεροι καλλιεργητές. Οι διαφορές

μεταξύ νότιας και βόρειας Ελλάδας σε ό,τι αφορά την κοινωνική οργάνωση ήταν

σημαντικές: στα βόρεια διαμερίσματα το ήμισυ περίπου του πληθυσμού ήταν κολίγοι

και οι υπόλοιποι μικροϊδιοκτήτες, ενώ στη νότια Ελλάδα η πλειοψηφία ήταν

μικροϊδιοκτήτες και οι κολίγοι δεν ξεπερνούσαν το 10-15% του αγροτικού

πληθυσμού.

Η αναλογία μεταξύ των ελευθεροχωρίων και τσιφλικοχωρίων σε κάθε διαμέρισμα

των «νέων χωρών» ήταν η εξής:

Πίνακας 3: Τσιφλικοχώρια και ελευθεροχώρια στις «νέες χώρες»

Θεσσαλία

(1907)

Μακεδονία

(1913)

Ήπειρος

(1914)

Τσιφλικοχώρια 335 609 413

Ελευθεροχώρια 323 726 240

Πηγή: Βεργόπουλος, σελ. 135.

Υπάρχουν αναλυτικότερα στοιχεία για το διαμέρισμα της Θεσσαλίας σε ό,τι αφορά

την κατανομή του αγροτικού πληθυσμού.

7 Κολίγος ή κολλήγος ήταν εκείνος που δεν είχε καμιά ιδιοκτησία γης και δούλευε σε τσιφλίκια. Ήταν κάτω από την οικονομική και κοινωνική εξουσία του τσιφλικά.

19

Page 20: Αγροτική κοινωνιολογία

Πίνακας 4: Αριθμός αγροτικών οικογενειών κατά κατηγορίες το 1896 στη Θεσσαλία

Περιοχή Μικροί

Ιδιοκτήτες

Κολίγοι Ημερομίσθιοι Σύνολο

Μαγνησία 1.150 229 22 1.401

Λάρισα 2.567 2.757 555 5.979

Καρδίτσα 4.083 3.784 182 8.049

Τρίκαλα 2.207 3.424 120 5.754

Δομοκός 844 385 52 1.281

Σύνολο 10.851 10.582 931 22.364

Πηγή: Βεργόπουλος, σελ.176.

Η κατάσταση της μάζας των άκληρων καλλιεργητών, των κολίγων, χειροτέρευε. Ενώ

κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν κατοχυρωμένο το δικαίωμα

της απαγόρευσης εκδίωξής τους από το τσιφλίκι, με την ενσωμάτωση στο ελληνικό

κράτος το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε. Το νέο δίκαιο αναγνώριζε αποκλειστικά

σχέσεις ιδιοκτήτη-ενοικιαστή ανάμεσα στον τσιφλικά και τον κολίγο, χωρίς κανένα

δικαίωμα για τον δεύτερο, που πρακτικά σήμαινε ότι ο τσιφλικάς είχε κάθε δικαίωμα

να μην ανανεώσει το συμβόλαιό του με τον κολίγο.

Από την άλλη πλευρά, η βαρύτερη φορολογία, και η καταχρέωση των αγροτών, λόγω

των τοκογλυφικών όρων δανειοδότησής τους (κυρίως από τους τσιφλικάδες),

δημιούργησαν μεγάλη δυσαρέσκεια στους κόλπους των αγροτών, οι οποίοι άρχισαν

να διαμαρτύρονται και να αγωνίζονται για δίκαιη διανομή της γης. Οι αγώνες αυτοί

εντάθηκαν ακόμη περισσότερο με τη δολοφονία του Μάριου Αντύπα το 1907, ενός

εκ των ηγετών των αγροτών, και κατέληξαν στην αιματηρή καταστολή της εξέγερσης

στο Κιλελέρ το 1910. Η κατάσταση επιδεινωνόταν συνεχώς λόγω της προσέλευσης

προσφύγων κατά τους βαλκανικούς πολέμους από την Ανατολική Ρωμυλία (που

προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία) και τη Σερβία (Στενήμαχο). Υπολογίζεται ότι μετά το

τέλος των βαλκανικών πολέμων κατέφθασαν στην Ελλάδα πάνω από 130.000

πρόσφυγες.

20

Page 21: Αγροτική κοινωνιολογία

Η ιδιαίτερα πιεστική κατάσταση οδήγησε την κυβέρνηση Βενιζέλου να προχωρήσει

το 1917 στην ψήφιση νόμου για αγροτική μεταρρύθμιση, νόμου δηλαδή που

κατοχυρώνει το δικαίωμα του κράτους να προβαίνει σε απαλλοτριώσεις, με

αποζημιώσεις προς τους ιδιοκτήτες, για το κοινό όφελος των πολιτών.

Η αντίσταση όμως από τους μεγαλοϊδιοκτήτες, οι οποίοι είχαν εκπροσώπους στη

βουλή σε όλα τα κόμματα, ήταν μεγάλη και το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να

προχωρήσει σε μεγάλες τομές. Ωστόσο, μετά την ψήφιση του νόμου, κατάφερε να

προβεί σε εκούσια απαλλοτρίωση 54 θεσσαλικών τσιφλικιών συνολικής έκτασης

1.060.000 στρμ, δηλαδή του 1/6 της συνολικής έκτασης των τσιφλικιών της περιοχής,

εγκαθιστώντας περίπου 4.898 οικογένειες εντόπιων καλλιεργητών και 2.624

οικογένειες προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία (συνολικά 7.522 οικογένειες).

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, πριν το 1917 υπήρχαν στην Ελλάδα 2.175

τσιφλίκια, κατανεμημένα στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας ως εξής (Πηγή:

Βεργόπουλος, σελ. 175):

Μακεδονία 818

Θεσσαλία 584

Ήπειρος 410

Παλαιά Ελλάδα 363

Σύνολο…………… 2.175

2.3. 3η Περίοδος (1922-1950): 2η Αγροτική Μεταρρύθμιση

Μετά τη μικρασιακή καταστροφή, η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923) όρισε

ως σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τον ποταμό Έβρο, παραχωρήθηκε στην

Τουρκία η Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η περιοχή της

Σμύρνης (που από το 1920 ανήκαν στην Ελλάδα) και αποφασίστηκε η υποχρεωτική

ανταλλαγή των πληθυσμών. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι ορθόδοξοι της

Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Στην Ελλάδα έφθασαν ενάμισυ περίπου εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία,

τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη και η αναλογία μεταξύ προσφύγων που

κατέφθαναν και τούρκων που αποχωρούσαν ήταν τρία προς ένα. Η μάζα των

21

Page 22: Αγροτική κοινωνιολογία

προσφύγων προσανατολίστηκε από το Κράτος προς τη βόρεια Ελλάδα, εκεί που

απελευθερώθηκαν εκτάσεις μετά την αποχώρηση των τούρκων.

Η μαζική προσέλευση των προσφύγων έφερε το ελληνικό κράτος αντιμέτωπο με την

επιτακτική ανάγκη αποκατάστασής τους. Η αναγκαιότητα αυτή οδήγησε την

κυβέρνηση Πλαστήρα στην επίσπευση της αγροτικής μεταρρύθμισης (που ψηφίστηκε

το 1917) μέσω της ψήφισης του νόμου της 14ης Φεβρουαρίου 1923 «περί

αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων προς γεωργικήν αποκατάστασιν

ακτημόνων καλλιεργητών ή προς εγκατάστασιν προσφύγων, ομογενών και μη».

Πράγματι, μετά το 1923 αρχίζει η εσπευσμένη απαλλοτρίωση των μεγάλων

γαιοκτησιών, και η διανομή τους σε οικογένειες ακτημόνων, είτε αυτοί ήταν

πρόσφυγες, είτε γηγενείς. Οι ιδιοκτήτες αποζημιώνονταν για τις εκτάσεις που έχαναν,

αλλά τους δόθηκε το δικαίωμα να κρατήσουν 300 στρμ καλλιεργούμενης γης και

1000 στρέμματα βοσκοτόπων.

Ο απολογισμός της αγροτικής μεταρρύθμισης το 1938 έδωσε τα παρακάτω στοιχεία:

Πίνακας 5: Αριθμός τσιφλικιών και εκτάσεις που απαλλοτριώθηκαν έως το 1938.

Περιοχή Αριθμός

τσιφλικιών

Εκτάσεις (στρμ)

Θεσσαλία 472 2.734.340

Στερεά Ελλ. και Εύβοια 253 908.397

Μακεδονία και Θράκη 471 2.553.283

Ήπειρος 471 2.003.965

Πελοπόννησος 49 38.494

Νησιά Αιγαίου 11 68.394

Κρήτη 7 4.840

Σύνολο 1.684 8.311.723

Πηγή: Βεργόπουλος, σελ. 178.

Σύμφωνα με τον παραπάνω απολογισμό, αποκαταστάθηκαν περίπου 140.000

γηγενών οικογενειών και περίπου 150.000 οικογένειες προσφύγων. Πιο αναλυτικά,

μέχρι το 1938 διανεμήθηκαν γύρω στα 18 εκατομμύρια στρέμματα γης σε 303.127

ακτήμονες και μικροκληρούχες οικογένειες. Τα 8.311.723 στρμ προήλθαν από

22

Page 23: Αγροτική κοινωνιολογία

απαλλοτριώσεις τσιφλικιών και τα υπόλοιπα ήταν δημόσιες εκτάσεις ή εκτάσεις που

προήλθαν από αποξηράνσεις ελών και λιμνών.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1930 το 40% του συνόλου των γεωργών της χώρας ήταν

«νέοι ιδιοκτήτες». Κάθε δικαιούχος – οικογένεια έγινε ιδιοκτήτης μιας έκτασης (τον

«κλήρο») η οποία κυμαινόταν από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με τις διαθέσιμες

εκτάσεις. Ο μέσος όρος ήταν γύρω στα 40 – 50 στρέμματα, όμως σε ορισμένες

περιοχές της Θεσσαλίας ξεπέρασε τα 100 στρμ, ενώ σε άλλες, όπως τα νησιά του

Αιγαίου, δεν ξεπέρασε τα 15 στρμ. Στη συνέχεια ο δικαιούχος ήταν υποχρεωμένος να

καταβάλει 20 ετήσιες δόσεις στο Κράτος και στο διάστημα αυτό δεν είχε το δικαίωμα

να πουλήσει την ιδιοκτησία του, που είχε προέλθει από την αγροτική μεταρρύθμιση.

Με αυτό το μέτρο το Κράτος προσπάθησε να προστατέψει τον αγροτικό χώρο

από τον κίνδυνο της επαναδημιουργίας μεγάλων ιδιοκτησιών.

Από την πλευρά τους οι τσιφλικάδες αποζημιώθηκαν για την ακίνητη περιουσία τους

που απαλλοτριώθηκε. Οι αποζημιώσεις ήταν ανάλογες της παραγωγικότητας των

εδαφών που άφησαν.

Η αγροτική μεταρρύθμιση της Ελλάδας θεωρείται η σημαντικότερη μεταρρύθμιση

μεταξύ των χωρών της Ευρώπης, δεδομένου ότι εφαρμόστηκε σε όλη τη χώρα και

αφορούσε το σύνολο των οικογενειών των ακτημόνων. Πράγματι, το ποσοστό της

γεωργικής γης στην Ελλάδα που διανεμήθηκε έφτανε το ήμισυ περίπου (49,8%) του

συνόλου της γεωργικής γης, ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσώπευε

πολύ χαμηλότερα ποσοστά.

Η αγροτική κοινωνία μετά τη 2η αγροτική μεταρρύθμιση

Η ελληνική αγροτική κοινωνία κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 βίωσε μια

τεράστια αναστάτωση. Αυτή οφειλόταν από τη μια μεριά, στην προσέλευση της

μεγάλης μάζας των προσφύγων. Η συρροή τόσων προσφύγων δημιούργησε τεράστια

προβλήματα εγκατάστασης και αφομοίωσής τους από τις τοπικές γηγενείς αγροτικές

κοινωνίες. Αρχικά οι γηγενείς τους αντιμετώπισαν εχθρικά, ως διεκδικητές της γης

τους, εχθρότητα που σε πολλές περιοχές κράτησε για αρκετές δεκαετίες.

Από την άλλη πλευρά, με την αγροτική μεταρρύθμιση καταργήθηκαν οι

προηγούμενες δομές της γαιοκτησίας και εγκαταστάθηκαν νέες. Οι μεγάλες

γαιοκτησίες κατακερματίστηκαν σε όλη την επικράτεια της χώρας και δημιουργήθηκε

ένας τεράστιος αριθμός μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Καταργήθηκαν όλες οι

23

Page 24: Αγροτική κοινωνιολογία

προηγούμενες μορφές κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης (τις οποίες θα μελετήσουμε

στη συνέχεια) και κυριάρχησε η μορφή της μικρής οικογενειακής γεωργίας, η οποία

επικρατεί έως και τις μέρες μας.

Μετά την αγροτική μεταρρύθμιση επήλθε μια εντυπωσιακή ομοιομορφία του

αγροτικού κόσμου στην ελληνική ύπαιθρο, δεδομένου ότι όλες οι αγροτικές

οικογένειες (σε επίπεδο περιοχής) κατείχαν πλέον την ίδια περίπου έκταση γεωργικής

γης. Έτσι παύουν πλέον οι αναστατώσεις των προηγούμενων δεκαετιών που είχαν ως

κύρια αιτία τη μεγάλη ανισότητα που υπήρχε στην ύπαιθρο, εξ’ αιτίας των

τσιφλικιών.

Η Ελλάδα μετά την αγροτική μεταρρύθμιση παρέμεινε χώρα αγροτική, το 60% του

ενεργού πληθυσμού ασχολούνταν με τη γεωργία και συμμετείχε στο σχηματισμό του

Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 50%. Η ουσιαστική όμως μεταβολή σε

σχέση με τις προηγούμενες χρονικές φάσεις ήταν ότι το σύνολο σχεδόν των αγροτών

ήταν μικροϊδιοκτήτες.

Σε ό,τι αφορά το παραγωγικό σύστημα, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν από

1,2 περίπου εκατομμύρια στρέμματα το 1922, σε 2,7 εκατομμύρια στρέμματα το

1938. Οι μικροϊδιοκτήτες γεωργοί, λόγω της πολύ μικρής έκτασης που κατείχαν,

αναγκάστηκαν να στραφούν προς εντατικές καλλιέργειες. Έτσι, τις εκτατικές

καλλιέργειες (σιτηρά) που ήταν κυρίαρχες στα βόρεια διαμερίσματα πριν την

αγροτική μεταρρύθμιση, αντικατέστησαν, όπου αυτό ήταν δυνατό, οι εντατικές

καλλιέργειες, με κύριες την καλλιέργεια του καπνού και του βαμβακιού. Ο καπνός

«ανατολικού τύπου» κυριάρχησε ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη, κατά κύριο

λόγο σε προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι γνώριζαν ήδη την καλλιέργεια από τη

Μικρά Ασία. Όμως μετά το 1929-30 υπέστη μεγάλη κρίση με την απότομη μείωση

των τιμών.

Στη διάρκεια της εποχής αυτής αναπτύχθηκε ιδιαίτερα το φαινόμενο της

τοκογλυφίας, το οποίο προϋπήρχε και ασκούνταν κατά κύριο λόγο από τους

μεγαλογαιοκτήμονες. Το ελληνικό Κράτος, προκειμένου να αντιμετωπίσει το

πρόβλημα, ίδρυσε την «Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος» το 1929. Η ΑΤΕ δανειοδοτούσε

τους αγρότες μόνο μέσω των τοπικών αγροτικών συνεταιρισμών, γεγονός που

οδήγησε το σύνολο σχεδόν των αγροτών να συνεταιρισθούν. Έτσι, μέσα σε λίγα

χρόνια ο αριθμός των συνεταιρισμών στη χώρα αυξήθηκε ταχύτατα.

24

Page 25: Αγροτική κοινωνιολογία

Πίνακας 6: Εξέλιξη του αριθμού των αγροτικών συνεταιρισμών

Έτος Αριθμός

1917 622

1920 1.171

1925 3.833

1930 5.754

1935 6.482

1939 6.704

Πηγή:Βεργόπουλος, σελ.184.

Το 1933 το 83% των αγροτών ήταν χρεωμένοι στην ΑΤΕ. Η τότε κυβέρνηση

προκειμένου να ελαφρύνει την κατάσταση κατάργησε τους οφειλόμενους τόκους,

μείωσε το επιτόκιο δανεισμού στο 3% και ψήφισε νόμο σύμφωνα με τον οποίο το

χρέος του αγρότη καταργούνταν αυτόματα κατά το τμήμα που υπερέβαινε το 60%

της περιουσίας του.

Το διάστημα αυτό οι φορολογικές επιβαρύνσεις των αγροτών αυξήθηκαν και

αποτέλεσαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σημαντικό ζήτημα για την αγροτική

κοινότητα. Οι έλληνες αγρότες με κατά κεφαλήν εισόδημα 7 φορές μικρότερο από

εκείνο των κατοίκων των πόλεων, υπόκεινται σε συντελεστή άμεσης φορολογίας 2,4

φορές ανώτερο από εκείνο των αστικών εισοδημάτων. Η ανισότητα αυτή συνέβαλλε

στη μεταβίβαση οικονομικών πόρων από την αγροτική κοινωνία στον αστικό ιστό.

Με αυτή τη μέθοδο, που ενίσχυε τη φορολογική ανισότητα και επομένως μία μεγάλη

αδικία στον ελληνικό χώρο, ο αστικός πληθυσμός πλήρωνε φόρο μέχρι 12% επί του

καθαρού εισοδήματός του, ενώ οι αγροτικοί φόροι έφταναν μέχρι και το 50% του

καθαρού εισοδήματος των γεωργών (Μαλκίδης σελ. 108).

Μετά την αγροτική μεταρρύθμιση η ελληνική αγροτική κοινωνία με βάση την

οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της και να

αναπτυχθεί στηριζόμενη στη μικρή γαιοκτησία. Η Πολιτεία αρχίζει και εφαρμόζει μια

συγκεκριμένη αγροτική πολιτική ανάπτυξης προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες

παραγωγής του αγροτικού τομέα: τιμές ασφαλείας στα δημητριακά, αποξηραντικά

25

Page 26: Αγροτική κοινωνιολογία

έργα (Αξιού, Στρυμόνα, λίμνης Κωπαϊδας), κατασκευή δικτύων άρδευσης, οδικών

δικτύων, δημόσιων κτιρίων κλπ., και όλα δείχνουν πως η γεωργία εξελίσσεται σε ένα

σημαντικό τομέα της οικονομίας της χώρας. Δυστυχώς όμως, ακολούθησε άλλη μια

δεκαετία πολέμων, αρχικά ο 2ος Παγκόσμιος πόλεμος και στη συνέχεια ο εμφύλιος,

στη διάρκεια των οποίων τελμάτωσε η αγροτική παραγωγή και η αγροτική κοινωνία

πολώθηκε.

2.4. Μορφές κοινωνικο – οικονομικής οργάνωσης στον

αγροτικό χώρο στις αρχές του 20ου αιώνα

Σύμφωνα με τον αγροτοκοινωνιολόγο Κώστα Καραβίδα, λίγο πριν την αγροτική

μεταρρύθμιση, στις αρχές του 20ου αιώνα, στον ελληνικό αλλά και στον ευρύτερο

βαλκανικό χώρο υπήρχαν τέσσερις κύριες μορφές οργάνωσης των αγροτικών

κοινωνιών, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες λειτουργίες η καθεμία τους.

Όλες αυτές οι μορφές υπήρχαν και επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεγονός που

δικαιολογεί την εξάπλωσή τους σε όλα τα βαλκάνια. Με τη σύσταση του ελληνικού

κράτους συνέχισαν να υπάρχουν, με ορισμένες διαφοροποιήσεις, για περίπου έναν

αιώνα ακόμη. Όλες οι μορφές συνυπήρχαν και ορισμένες φορές συνεργάζονταν στενά

μεταξύ τους.

2.4.1. Το τσιφλίκι

Το τσιφλίκι συναντιόνταν κατά κύριο λόγο στις πεδιάδες. Ήταν μια σύνθετη

οικονομική μονάδα που περιελάμβανε από τη μια μεριά τον τσιφλικά, ιδιοκτήτη μιας

μεγάλης έκτασης γης (που ορισμένες φορές έφτανε σε μερικές χιλιάδες στρέμματα),

και από την άλλη μεριά τους κολίγους. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο καθορίζονταν ως

εξής: κατά την παραγωγική διαδικασία ο τσιφλικάς παρείχε τη γη και τα μέσα

παραγωγής (ζώα εργασίας, εργαλεία, σπόρους κλπ) και οι κολίγοι την εργασία. Ο

τρόπος αμοιβής των κολίγων ήταν ποικίλος και άλλαζε από περιοχή σε περιοχή και

από εποχή σε εποχή: μπορεί να ήταν ένα ποσοστό επί της παραγωγής, ή η παροχή

ενός κομματιού γης για προσωπική χρήση, ενώ σε ορισμένες περιοχές ο τσιφλικάς

26

Page 27: Αγροτική κοινωνιολογία

ενοικίαζε τη γεωργική του γη στους κολίγους. Οι κολίγοι συνήθως διέμεναν σε

οικισμούς που κατασκεύαζε ο τσιφλικάς.

Ο τσιφλικάς καθόριζε το είδος των καλλιεργειών και τους τρόπους καλλιέργειας και

ρύθμιζε την αμειψισπορά.. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα τσιφλίκια ήταν στραμμένα

στη σιτοκαλλιέργεια. Κάθε χρόνο ο τσιφλικάς άφηνε ένα κομμάτι γης σε

αγρανάπαυση, το οποίο ενοικίαζε στους νομάδες κτηνοτρόφους για το ξεχειμώνιασμα

των κοπαδιών τους, τα γνωστά χειμαδιά. Είχε κάθε συμφέρον να το κάνει, διότι: α)

είχε σημαντικά έσοδα από την ενοικίαση, β) εξασφάλιζε τη φυσική λίπανση του

εδάφους, γ) ούτως ή άλλως θα άφηνε κάποια έκταση σε αγρανάπαυση προκειμένου

να συντηρήσει τη γονιμότητα του εδάφους.

Οι κολίγοι από τη μεριά τους ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες: το επίπεδο διαβίωσής

τους ήταν πολύ χαμηλό, το μορφωτικό τους επίπεδο σχεδόν ανύπαρκτο, οι ασθένειες

και η παιδική θνησιμότητα μαίνονταν και ζούσαν κάτω από την οικονομική και

κοινωνική εξουσία του τσιφλικά.. Γι’ αυτό αποτελούσαν την κατώτερη κοινωνική

τάξη της εποχής.

2.4.2. Το τσελιγκάτο

Το τσελιγκάτο αποτελούνταν από νομάδες κτηνοτρόφους μικρών ζώων (πρόβατα,

αίγες). Ήταν ένας ιδιόμορφος συνεταιρισμός μεταξύ τους, που συγκέντρωνε πολλές

οικογένειες, όχι απαραίτητα συγγενικές μεταξύ τους. Οι «συνεταίροι» ή αλλιώς

σμίχτες, έθεταν στο συνεταιρισμό ως κεφάλαιο το κοπάδι τους και την προσωπική

τους εργασία, καθώς και των μελών της οικογένειάς τους. Ο αρχηγός του

τσελιγκάτου, ο αρχιτσέλιγκας, ήταν αιρετός και είχε ποικίλες αρμοδιότητες: ήταν ο

εκπρόσωπος του τσελιγκάτου στον έξω κόσμο, δηλαδή τη διοίκηση, τους εμπόρους,

τους τσιφλικάδες για την ενοικίαση των χειμαδιών κλπ, και συντονιστής της

συλλογικής εργασίας. Στο τέλος της χρονιάς οι σμίχτες συνέρχονταν σε γενική

συνέλευση και προέβαιναν στη μοιρασιά του συνολικού εισοδήματος, ανάλογα με το

μέγεθος του κάθε κοπαδιού και της εργασίας που είχε συνεισφέρει η κάθε οικογένεια.

Το τσελιγκάτο μετακινούνταν εποχικά, ανάλογα με τις ανάγκες των ζώων: το

καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στις πεδιάδες. Οι θερινοί βοσκότοποι (βουνά)

ήταν δημόσιοι, όμως οι χειμερινοί βρίσκονταν στις πεδιάδες και ήταν ιδιοκτησίες των

τσιφλικάδων. Τους χειμερινούς βοσκότοπους, τα χειμαδιά, τους εξασφάλιζαν με

27

Page 28: Αγροτική κοινωνιολογία

ενοικίαση από τους τσιφλικάδες και γι’ αυτό οι σχέσεις μεταξύ τσιφλικιού και

τσελιγκάτου ήταν πάρα πολύ στενές.

Η αυτάρκεια του τσελιγκάτου ήταν σημαντική και οι επαφές του με τον έξω κόσμο

ελάχιστες: περιορίζονταν στην προμήθεια κάποιων απαραίτητων ειδών διατροφής,

όπως το αλεύρι, το οποίο προμηθεύονταν από τους χωρικούς των περιχώρων στη

βάση της ανταλλαγής. Το κύριο εμπορευματικό τους προϊόν ήταν το μαλλί και το

κρέας.

Παρόντες από αμνημονεύτων χρόνων στη βαλκανική χερσόνησο, ήταν

προσηλωμένοι, λόγω συνθηκών ζωής και εργασίας σε πατρογονικές παραδόσεις και

νοοτροπίες που τους διαφοροποιούσαν έντονα από τους άλλους χωρικούς και τους

έφερναν πλησιέστερα προς τους ναυτικούς, αυτούς τους «νομάδες της θάλασσας».

Άλλωστε, μια από τις κυριότερες δραστηριότητες που αυτοί οι «ναυτικοί της

στεριάς» άσκησαν ανέκαθεν παράλληλα με την κτηνοτροφία, είναι η μεταφορά

ανθρώπων και αγαθών μέσα από εξαιρετικά κακοτράχηλα εδάφη, απρόσιτα στους

κοινούς κατοίκους των πόλεων ή της υπαίθρου.

Την εθνολογική διάδοση του τσελιγκάτου, που ήταν παρόν σε όλες τις ορεινές

περιοχές των Βαλκανίων, εκπροσωπούσαν κατά βάση τρεις ομάδες: οι έλληνες

Σαρακατσάνοι, οι Αρομούνοι (Κουτσόβλαχοι) και οι Καραγκούνηδες

(Αρβανιτόβλαχοι)

2.4.3. Η πατριά ή ζάντρουγκα

Πρόκειται για σχηματισμό όπου πολλά άτομα, μέλη της ίδιας ευρύτερης οικογένειας,

ζούσαν μαζί, είτε κάτω από την ίδια στέγη, είτε σε γειτονικά σπίτια. Θα μπορούσαμε

να πούμε ότι ήταν ένας ιδιόμορφος συνεταιρισμός οικογενειών συγγενών μεταξύ

τους. Υπήρχε κοινοκτημοσύνη, δηλαδή η γη και όλα τα περιουσιακά στοιχεία

ανήκαν εξ’ αδιαιρέτου σε όλα τα μέλη της πατριάς, και συλλογικότητα στην

εργασία. Όλα τα μέλη υπάγονταν στην απόλυτη εξουσία του αρχηγού, του πατριάρχη,

που ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία ή ο ικανότερος. Το μέγεθος της πατριάς έφτανε

μέχρι και πενήντα ή εξήντα άτομα, και όταν μεγάλωνε ιδιαίτερα, ένα κομμάτι

αποκόπτονταν παίρνοντας ένα μέρος από τα περιουσιακά στοιχεία και σχημάτιζε μια

νέα πατριά.

28

Page 29: Αγροτική κοινωνιολογία

Η πατριά ήταν μια εντελώς αυτάρκης και αυτοκαταναλωτική μονάδα, διότι συνδύαζε

τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την οικιακή βιοτεχνία. Γι’ αυτό και οι σχέσεις της

με τον έξω κόσμο και την εκχρηματισμένη οικονομία ήταν, όπως και στην περίπτωση

του τσελιγκάτου, περιορισμένες και περιστασιακές.

Μορφή ιδιαίτερα διαδεδομένη στα βορειο-δυτικά βαλκάνια, η γεωγραφική της

διάδοση στον ελλαδικό χώρο εντοπιζόταν κυρίως στα ορεινά της δυτικής και

κεντρικής Μακεδονίας.

2.4.4. Η μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση ή χωρική

οικογένεια

Είναι οι ανεξάρτητες οικογένειες μικροϊδιοκτητών καλλιεργητών, οι οποίες κατείχαν

μια μικρή γεωργική έκταση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια μικρογραφία της

πατριάς. Διέφερε από την κολιγική οικογένεια ή την οικογένεια του σμίχτη στο ότι

διέθετε ιδιοκτησία γης και ήταν ανεξάρτητη (δεν υπαγόταν δηλαδή σε κάποιο

τσιφλίκι, τσελιγκάτο ή πατριά) .

Η χωρική οικογένεια είχε κατεύθυνση γεωργο-κτηνοτροφική, ασχολιόταν δηλαδή

παράλληλα και με τη γεωργία και με την κτηνοτροφία, το εργατικό της δυναμικό

ήταν αποκλειστικά οικογενειακό και περιορισμένο και γι’ αυτό το λόγο δεν είχε

σημαντικές δυνατότητες για εντατικοποίηση της παραγωγής.

Εφάρμοζε πολυκαλλιεργητικό σύστημα προκειμένου να ανταποκριθεί στον

αυτοκαταναλωτικό της χαρακτήρα και παράλληλα είχε στενές σχέσεις με την αγορά,

όπου διέθετε ένα μέρος της γεωργικής της παραγωγής (αυτό που περίσσευε μετά την

ικανοποίηση των αναγκών της οικογένειας, όπως π.χ. σιτάρι, καλαμπόκι, σουσάμι,

λάδι, ζώα κλπ), ενώ τουλάχιστο μία καλλιέργεια ήταν εμπορευματική (προοριζόταν

δηλαδή για την αγορά), όπως π.χ. αμπέλι, μετάξι κλπ.

Το γεγονός ότι ήταν στραμμένη στην αγορά, σε συνδυασμό με το ότι δεν είχε το

συλλογικό χαρακτήρα των δύο προηγούμενων μορφών (τσελιγκάτο, πατριά) έκανε το

σχηματισμό ασταθή και εξαιρετικά εύθραυστο. Ήταν ημιαυτάρκης μορφή,

εξαρτιόταν από τις διακυμάνσεις της αγοράς και γι’ αυτό ήταν ευάλωτη. Σε

περιόδους οικονομικών κρίσεων η μικρή χωρική οικογένεια βρισκόταν σε ιδιαίτερα

δυσμενή θέση, συρρικνωνόταν ή και διαλυόταν, ενώ οι άλλες συλλογικές μορφές

είχαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Η τελευταία λύση στην οποία προσέφευγε ήταν η

29

Page 30: Αγροτική κοινωνιολογία

μετανάστευση ορισμένων μελών της στην Αμερική, έτσι ώστε να έχει κάποιους

πρόσθετους πόρους. Έτσι, μετά από κάθε οικονομική κρίση (π.χ. κρίση της σταφίδας,

παγετός στους αμπελώνες του Αιγαίου το 1870, ασθένειες των μεταξοσκώληκων στα

τέλη του 19ου αιώνα) υπήρξαν μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα προς τις υπερπόντιες

χώρες. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή που έκανε ο ερευνητής

αγροτοκοινωνιολόγος Καραβίδας των μεγάλων δυσκολιών που αντιμετώπισε η μικρή

χωρική οικογένεια, μέχρι να καταλήξει να στείλει μέλη της μετανάστες στην

Αμερική:

«Τα άρρενα τέκνα, συχνά ο ίδιος ο πατέρας, ο αρχηγός της χωρικής αυτής οικογένειας,

έκαμε το μοιραίο βήμα κατόπιν σκληρών δοκιμασιών. Αφού εχρέωσε την περιουσίαν,

αφού έγινε κατά σειράν ζωοκλόπος, ληστής, αγωγιάτης, αγροφύλακας, κοινοτικός

κλητήρας, πρόεδρος της κοινότητος, ελεύθερος δήθεν πολίτης, φανοκόρος, απόγονος

των αρχαίων ελλήνων, νεκροθάπτης και, όπερ πάντων χείριστον, αφού έγινε

ψηφοφόρος διαπραγματευόμενος την ψήφον του με τους κομματάρχας, ……………….,

αφού έφαγε την άδικον αυτήν ατιμίαν με τη φούχτα του, έλαβε τέλος τον δρόμον της

Αμερικής εις αναζήτησιν του ρευστού χρήματος. Εκεί έγινε λούστρος, έγινε εργάτης,

έγινε ρωμιός κατεργάρης, έγινε συχνά πλούσιος. Οπωσδήποτε έλυσε το μοιραίον

ζήτημα. Εκήρυξε τον θάνατον του αρχαίου θεού της αυτάρκειας. Μετά καιρόν έφερε

στο σπίτι του το ποθητόν χρήμα. Έφερε το σύμβολον μιας υψηλής και αγερώχου

απιστεύτου νίκης, ότι αυτός μόνος, αβοήθητος, καλάμι εις χιλίους ανέμους έξω και

τσιφλικιού και πατριάς και τσελιγκάτου και της μικράς βασανισμένης οικογενείας του,

έξω δηλαδή πάσης προνοίας, πίστεως, ασφαλίσεως και εγκαρδιότητος επήγε και

εδούλεψε και επρόκοψε εις τα ξένα και ημπόρεσε μίαν ημέραν να ρίψη κατά του

προσώπου των απηνών τοκογλύφων το οφειλόμενον χρέος του και να σχίση τα

συμβόλαια όπου ήτο τυλιγμένη η μικρά περιουσία του».

Η χωρική οικογένεια, η μικρή και ανεξάρτητη οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση,

υπήρξε παράλληλα με όλες τις μορφές κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης που

περιγράφηκαν παραπάνω, μερικές μάλιστα φορές προέρχονταν από αυτές: απόσπαση

από την πατριά, εγκατάσταση μελών του τσελιγκάτου, ανεξαρτητοποίηση κολίγων.

Συναντιόταν σε όλο τον ελλαδικό χώρο, κυρίως όμως στη νότιο Ελλάδα, όπου,

όπως είδαμε, είχε δημιουργηθεί από την 1η αγροτική μεταρρύθμιση.

30

Page 31: Αγροτική κοινωνιολογία

Δύο σημαντικές παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε στις μορφές κοινωνικο-

οικονομικής οργάνωσης που μελετήσαμε είναι οι εξής:

1. Από τις τέσσερις μορφές, μόνο η πρώτη, το τσιφλίκι, ήταν στραμμένο κατά κύριο

λόγο προς την αγορά, δηλαδή παρήγαγε για να πουλήσει. Αντίθετα, οι άλλες μορφές

παρήγαγαν για αυτοκαταναλωτικούς σκοπούς, δηλαδή για να καλύψουν κατ’ αρχάς

τις διατροφικές τους ανάγκες και εάν υπήρχε κάποιο πλεόνασμα, το προόριζαν στην

αγορά.

2. Επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι τρεις από τις τέσσερις μορφές (το

τσιφλίκι, το τσελιγκάτο και η πατριά) ήταν συλλογικές μορφές οργάνωσης και γι’

αυτό είχαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις δύσκολες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες

της εποχής. Αντίθετα, η χωρική οικογένεια, που ήταν ατομιστική, ήταν πολύ πιο

ευάλωτη και διαλυόταν πολύ πιο εύκολα.

Μετά την αγροτική μεραρρύθμιση

Η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν μια μεγάλη τομή στην ελληνική αγροτική κοινωνία

όχι μόνο γιατί άλλαξε τις σχέσεις παραγωγής, αλλά και γιατί επέφερε μια

διαφορετική οργάνωση των αγροτικών κοινωνιών. Μετά την αγροτική μεταρρύθμιση

οι μορφές κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης που περιγράφηκαν παραπάνω

υπέστησαν μεγάλες αλλαγές -είτε διαλύθηκαν, είτε συρρικνώθηκαν- και επεκράτησε

πλέον ένας σχηματισμός, ο οποίος υπάρχει μέχρι και τις μέρες μας, αυτός της

οικογενειακής γεωργικής εκμετάλλευσης.

- Το τσιφλίκι διαλύθηκε και κατατμήθηκε σε πολλούς μικρούς κλήρους που δόθηκαν

σε ακτήμονες. Ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα να κρατήσει 300 στρέμματα γεωργικής

γης και 1000 στρέμματα βοσκοτόπων και πήρε χρηματική αποζημίωση για τη γη που

απαλλοτρίωσε το κράτος.

Οι κολίγοι από τη μεριά τους, έγιναν ξαφνικά ιδιοκτήτες κάποιας γης, την οποία θα

έπρεπε να καλλιεργήσουν. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση,

διότι δεν είχαν το κεφάλαιο που θα έπρεπε να διαθέσουν για την αγορά των μέσων

παραγωγής, δηλαδή ζώα εργασίας, σπόρους, εργαλεία κλπ. Η τοκογλυφία πήρε

μεγάλες διαστάσεις, και πολλοί βρέθηκαν σε δυσκολότερη θέση από αυτήν που ήταν

31

Page 32: Αγροτική κοινωνιολογία

πριν την αγροτική μεταρρύθμιση. Η έξαρση της τοκογλυφίας ανάγκασε το κράτος να

προχωρήσει στη δημιουργία της Αγροτικής Τράπεζας το 1929.

- Το τσελιγκάτο δέχτηκε το πρώτο πλήγμα μετά την ίδρυση των βαλκανικών

κρατών-εθνών (μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13), που όρθωσαν

σοβαρά εμπόδια στις μετακινήσεις των κοπαδιών. Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε

το μεγαλύτερο πλήγμα, διότι με τη διάλυση των τσιφλικιών (το οργανικό

συμπλήρωμα του τσελιγκάτου) και την κατάτμηση της γης που ακολούθησε την

αγροτική μεταρρύθμιση δεν υπήρχε πλέον διαθέσιμη γη για χειμαδιά. Οι

μετακινήσεις των ζώων δυσκόλεψαν, λόγω του ότι πολλές εκτάσεις που παλιότερα

ήταν βοσκότοποι άρχισαν να καλλιεργούνται και τα περάσματα προς την πεδιάδα ή

το βουνό περιορίστηκαν ή εξαφανίστηκαν, γεγονός που σε πολλές περιπτώσεις έφερε

σε αντίθεση γεωργούς και κτηνοτρόφους. Οι διαδρομές των ζώων περιορίστηκαν και

σε αρκετές περιπτώσεις οι κτηνοτρόφοι είχαν πλέον δύο έδρες, μία σε ορεινό χωριό

και μία σε πεδινό. Τα τσελιγκάτα σιγά-σιγά διαλύθηκαν και πολλοί νομάδες

κτηνοτρόφοι (πρώην σμίχτες) εγκαταστάθηκαν προκειμένου να τους δοθεί γη από την

αγροτική μεταρρύθμιση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στην εξαφάνιση του

τσελιγκάτου, τη μετεξέλιξη της νομαδικής κτηνοτροφίας σε ημινομαδική (δύο έδρες)

και τη σημαντική συρρίκνωση της κτηνοτροφίας μικρών ζώων.

- Η πατριά επίσης διαλύθηκε στα μέλη της, που ήταν οι πυρηνικές οικογένειες που

την αποτελούσαν, διότι η κάθε οικογένεια ήταν ιδιοκτήτης πλέον μιας έκτασης γης.

- Η χωρική οικογένεια είναι ο σχηματισμός που ενισχύθηκε και επεκράτησε. Η

αγροτική μεταρρύθμιση ουσιαστικά διέλυσε όλες τις μορφές κοινωνικο-οικονομικής

οργάνωσης και ανέδειξε μία και μοναδική, αυτή της ατομιστικής οικογενειακής

γεωργικής εκμετάλλευσης, δημιουργώντας χιλιάδες τέτοιες εκμεταλλεύσεις σε όλη

την επικράτεια της χώρας, οι οποίες προήλθαν από τη διάλυση των άλλων μορφών:

τσιφλίκι, τσελιγκάτο, πατριά, καθώς και από νεοφερμένους ιδιοκτήτες, δηλαδή τους

πρόσφυγες μετά τους πολέμους με την Τουρκία.

Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε μια εντυπωσιακή ομοιομορφία στην ελληνική

αγροτική κοινωνία, δεδομένου ότι ο μοναδικός σχηματισμός που υπήρχε πλέον στην

ελληνική ύπαιθρο μετά τη δεκαετία του 1920 ήταν οι οικογενειακές γεωργικές

εκμεταλλεύσεις, οι οποίες σε τοπικό επίπεδο ήταν όμοιες, με την έννοια ότι κατείχαν

32

Page 33: Αγροτική κοινωνιολογία

όλες την ίδια περίπου έκταση γεωργικής γης. Η μορφή αυτή κοινωνικο-οικονομικής

οργάνωσης επικρατεί μέχρι και τις μέρες μας, και παρόλο που η ελληνική γεωργία

υπέστη πολύ σημαντικές αλλαγές κατά τις επόμενες δεκαετίες (όπως θα δούμε στα

επόμενα κεφάλαια) δεν υπήρξαν σημαντικές δομικές αλλαγές στο γαιοκτητικό

σύστημα.

33

Page 34: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο.

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1950 – 1980):

Εκσυγχρονισμός της ελληνικής γεωργίας

3.1. Η διαμόρφωση της ελληνικής αναπτυξιακής

στρατηγικής στη φάση της ανασυγκρότησης της χώρας8

Μετά το τέλος των πολέμων της δεκαετίας του 1940, η Ελλάδα αφού έχει χάσει

σημαντικό κομμάτι του εθνικού της πλούτου (34%), περίπου 10% του πληθυσμού

της, και έχοντας σοβαρά τραυματισμένες τις δομές της οικονομίας της, προσπαθεί να

επουλώσει τις πληγές της και να μπει σε μια τροχιά ανάπτυξης.

Μετά την ένταξη της Ελλάδας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνα (ΝΑΤΟ) η χώρα, στα

πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ, δέχτηκε σημαντική οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ.

Από το 1944 έως το 1963 η Ελλάδα έλαβε βοήθεια ύψους 4.000 περίπου

εκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων 54% για στρατιωτικούς σκοπούς, 21% για τη

γεωργία, 20% για την κάλυψη των κρατικών δαπανών, κ.λ.π

Η Ελλάδα στην αρχή της δεκαετίας του 1950 βρέθηκε στην πρόκληση της

ταχύρυθμης ανάπτυξης, όπως πολλές άλλες αναπτυσσόμενες χώρες της Δύσης. Η

ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να ενταχθεί

στο δυτικό στρατόπεδο και να ακολουθήσει τον καπιταλιστικό δρόμο της ανάπτυξης.

Την περίοδο αυτή έγιναν πολλές συζητήσεις για τις στρατηγικές και τις

προτεραιότητες που θα έπρεπε να δώσει το κράτος για την αναπτυξιακή πορεία της

χώρας.

Δύο ήταν οι απόψεις που εκφράστηκαν: η μία ήταν η «άποψη Βαρβαρέσου», που

υποστήριζε ότι θα έπρεπε να στηριχθεί η ανάπτυξη της χώρας στον πρωτογενή τομέα,

ο οποίος θα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί ταχύτατα. Η άλλη ήταν η «άποψη Ζολώτα», η

8 Βιβλιογραφία: Μαραβέγιας Ν., 1992,«Αγροτική πολιτική και οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα», Εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα, σελ. 158. και Μωυσίδης Α., 1986, «Η αγροτική κοινωνία στη σύγχρονη Ελλάδα», Εκδ. Ιδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, σελ.388.

34

Page 35: Αγροτική κοινωνιολογία

οποία υποστήριζε ότι θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο δευτερογενή τομέα,

δηλαδή στη βιομηχανία. Η άποψη αυτή υποστήριζε ότι ο παράλληλος

εκσυγχρονισμός της γεωργίας θα απελευθέρωνε εργατικό δυναμικό, το οποίο θα

απορροφούσε η αναπτυσσόμενη βιομηχανία.

Είναι προφανές ότι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στη φάση της

Ανασυγκρότησης ήταν τέτοιες που δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιλογή

στρατηγικής υπέρ της αγροτικής ανάπτυξης. Μέσα από κοινωνικές, πολιτικές,

ιδεολογικές και επιστημονικές αντιπαραθέσεις στη φάση της Ανασυγκρότησης

προέκυψε μια στρατηγική ανάπτυξης βασισμένη στην εξασφάλιση των συνθηκών για

μια ταχύρυθμη ανάπτυξη των μη αγροτικών τομέων της οικονομίας, δηλαδή του

δευτερογενή και τριτογενή. Με βάση την ιστορική εμπειρία των ήδη αναπτυγμένων

χωρών της Δύσης, ο αγροτικός τομέας χρησιμοποιήθηκε για να στηρίξει την

ανάπτυξη των άλλων τομέων. Χρησιμοποιήθηκε δηλαδή για:

την εξασφάλιση χαμηλού κόστους διατροφής στους πολίτες της χώρας

την εξασφάλιση συναλλάγματος στη χώρα, μέσω των εξαγωγών

την προμήθεια του δευτερογενή τομέα με πρώτες ύλες

την προσφορά εργατικού δυναμικού στους άλλους τομείς της οικονομίας

Οι παραπάνω επιλογές μεταφράστηκαν στην πράξη με τις εξής επί μέρους πολιτικές:

1. Συγκράτηση των κρατικών επενδύσεων στον πρωτογενή τομέα σε χαμηλά

επίπεδα: μεταξύ 1951 και 1981 οι δημόσιες επενδύσεις στη γεωργία έπεσαν

από 23,9% του συνόλου των δημόσιων επενδύσεων σε 9,4% σε τρέχουσες

τιμές, ενώ παράλληλα ευνοήθηκαν οι κρατικές επενδύσεις στους άλλους

τομείς.

2. Συγκράτηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.

3. Συγκράτηση των κοινωνικών παροχών προς τους αγρότες σε χαμηλά επίπεδα.

3.2. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής γεωργίας

Πολιτικές στήριξης

35

Page 36: Αγροτική κοινωνιολογία

Ως πρώτος και κύριος στόχος της αγροτικής ανάπτυξης τέθηκε η αυτάρκεια της

χώρας σε γεωργικά προϊόντα, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την

αύξηση της γεωργικής παραγωγής σε ποσότητα και ποικιλία προϊόντων.

Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου η ελληνική γεωργία θα έπρεπε να

εκσυγχρονιστεί. Για το σκοπό αυτό το ελληνικό κράτος εφάρμοσε μια πολιτική, στα

πλαίσια της οποίας πήρε μια σειρά από μέτρα που απέβλεπαν στη βελτίωση της

παραγωγικής διαδικασίας και την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Η πολιτική αυτή

είχε τα εξής σκέλη:

Το πρώτο σκέλος της πολιτικής αυτής ήταν οι επενδύσεις σε μεγάλα έργα

υποδομής. Έτσι, κατασκευάστηκαν μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα

(αποξηράνσεις, αποστραγγίσεις), έγιναν αρδευτικά έργα, αγροτικά οδικά

δίκτυα, αναδασμοί κλπ.

Το δεύτερο σκέλος ήταν η ενθάρρυνση των γεωργών να εκσυγχρονίσουν

τη γεωργική τους εκμετάλλευση. Προς το σκοπό αυτό αφ’ ενός παρείχε

χαμηλότοκα δάνεια μέσω της ΑΤΕ: το επιτόκιο δανεισμού των γεωργών ήταν

κατά μέσο όρο 5%, ενώ το αντίστοιχο για τη βιομηχανία ανερχόταν στο 12%.

Το τρίτο σκέλος ήταν η σύσταση συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τους

αγρότες. Για το σκοπό αυτό ίδρυσε την υπηρεσία «Γεωργικών Εφαρμογών»

του Υπουργείου Γεωργίας. Στόχος της υπηρεσίας αυτής ήταν η παροχή

συμβουλευτικού έργου και η ενημέρωση των γεωργών από τους γεωπόνους

για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να εκσυγχρονιστεί η αγροτική

παραγωγή, μέσω της διάδοσης των καινοτομιών που αφορούσαν τον τομέα.

Η διαδικασία του εκσυγχρονισμού της ελληνικής γεωργίας πραγματοποιήθηκε κατά

τις επόμενες δεκαετίες με επιταχυνόμενους ρυθμούς, με αποτέλεσμα την

εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού της γεωργίας και της

εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, ο γεωργός εγκαταλείπει εντελώς τον

αυτοκαταναλωτικό προσανατολισμό της γεωργικής του παραγωγής ( «παράγω για να

φάω») και στρέφεται σε εμπορευματικές καλλιέργειες ή κλάδους παραγωγής

(«παράγω για να πουλήσω»). Αυτό είχε ως συνέπεια να καταργηθεί το

πολυκαλλιεργητικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γεωργική οικογένεια

παρήγαγε μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων, ανάλογη με τις ανάγκες της. Υιοθετήθηκε

το μονοκαλλιεργητικό ή ολιγοκαλλιεργητικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο

36

Page 37: Αγροτική κοινωνιολογία

επιλέγεται μία ή μικρός αριθμός εμπορευματικών καλλιεργειών (ή κλάδων

παραγωγής), οι οποίες έχουν αποκλειστικό προορισμό το εμπόριο.

Σύμφωνα με τα συστήματα αυτά, τα κριτήρια που θα επηρεάσουν την απόφαση του

γεωργού για την επιλογή της μιας ή της άλλης καλλιέργειας ή κλάδου παραγωγής δεν

είναι πλέον οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και οι ανάγκες της

οικογένειάς του, αλλά πολύ περισσότεροι παράγοντες που έχουν να κάνουν με την

αγορά και την αγροτική πολιτική (όπως θα δούμε στη συνέχεια).

Έτσι ο γεωργός σιγά – σιγά γίνεται επιχειρηματίας, στρέφεται προς την αγορά και

παράγει ένα προϊόν ή ένα μικρό αριθμό προϊόντων, αυτά που του εξασφαλίζουν το

μεγαλύτερο δυνατό εισόδημα. Κατά συνέπεια καταργούνται από τον καλλιεργητικό

χάρτη της χώρας πολλές καλλιέργειες, οι οποίες κρίνονται από τους γεωργούς ως μη

συμφέρουσες.

3.2.2. Εφαρμογή του εκσυγχρονισμού

Ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας εφαρμόζεται με την είσοδο της τεχνολογίας στην

παραγωγική διαδικασία. Η είσοδος αυτή πραγματοποιήθηκε με διάφορους τρόπους:

α) οι γεωργικοί ελκυστήρες (τρακτέρ) και οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές ήταν αρχικά

το σύμβολο του εκσυγχρονισμού και εξαπλώθηκαν πολύ γρήγορα λόγω των

θεαματικότατων αποτελεσμάτων τους τόσο στις αποδόσεις των καλλιεργειών, όσο

και στην ευκολία εκτέλεσης των εργασιών.

β) πλήθος παρελκόμενων (σπαρτικές, καλλιεργητές, λιπασματοδιανομείς κλπ)

μηχανοποίησαν τη μία μετά την άλλη τις περισσότερες καλλιεργητικές εργασίες.

γ) η χρήση των χημικών λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων διαδόθηκε ταχύτατα.

δ) νέες ποικιλίες σπόρων και υβρίδια (βαμβακιού, καλαμποκιού κλπ)

χρησιμοποιήθηκαν μαζικά.

δ) νέες καλλιέργειες εισήλθαν στο καλλιεργητικό σύστημα (π.χ. ζαχαρότευτλα)

ε) νέες ράτσες βελτιωμένων ζώων (ιδιαίτερα στη βοοτροφία) εισήχθησαν από το

εξωτερικό κ.ο.κ.

Το ανερχόμενο ύψος του επενδυόμενου κεφαλαίου δείχνει το βαθμό της

εντατικοποίησης της αγροτικής παραγωγής και της όλο και μεγαλύτερης εξάρτησής

της από εξωαγροτικές εισροές (σπόροι, λιπάσματα, φάρμακα, κλπ).

37

Page 38: Αγροτική κοινωνιολογία

Η διάδοση των μηχανών και της χρήσης των λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων στην

παραγωγική διαδικασία αποτελούν δύο από τους βασικότερους παράγοντες της

εφαρμογής του εκσυγχρονισμού της ελληνικής γεωργίας.

Ενδεικτικά αναφέρονται μερικά δεδομένα για να καταδειχθεί η ταχύτητα με την

οποία πραγματοποιήθηκαν οι παραπάνω αλλαγές, οι οποίες όμως σε ορισμένες

περιπτώσεις ήταν υπερβολικές:

Πίνακας 7. Εξέλιξη του αριθμού των γεωργικών ελκυστήρων (τρακτέρ)

Έτη Αριθμός Μεταβολη (%)

1950 5.000 -

1961 31.237 575%

1971 110.626 445%

1981 221.919 218%

2000 224.455 1%

Πηγή:Μωυσίδης σελ. 333 και ΕΣΥΕ (για το 2000)

Η εξέλιξη του αριθμού των ελκυστήρων ήταν τέτοια, που γίνεται λόγος για

υπερεξοπλισμό της ελληνικής γεωργίας. Διάφοροι υπολογισμοί εκτιμούν ότι τα

τρακτέρ αξιοποιούνται μόλις κατά το 1/3 των δυνατοτήτων τους. Η περιφερειακή

τους κατανομή είναι ιδιαίτερα άνιση, δεδομένου ότι ορισμένες περιφέρειες, κυρίως οι

πεδινές, παρουσιάζουν υπερεξοπλισμό, ενώ άλλες παρουσιάζουν έλλειψη. Το 2000

αντιστοιχούν 6,3 ελκυστήρες σε 1000 στρέμματα γεωργικής γης ή ένας ελκυστήρας

σε 160 στρέμματα, αριθμοί που δείχνουν τον υπερεξοπλισμό. Ωστόσο η εξέλιξη του

αριθμού τους, σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα, δείχνει ότι ο μηχανολογικός

εξοπλισμός έχει φτάσει τα όριά του, δεδομένου ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια ο

αριθμός των ελκυστήρων είναι σχεδόν σταθερός.

Η χρήση των χημικών λιπασμάτων αυξήθηκε επίσης θεαματικά: από 1,8 κιλά ανά

στρέμμα το 1950, η χρήση τους ανήλθε στα 9 κιλά/στρμ το 1971, για να φτάσει τα 43

κιλά/στρμ το 1976. Και στον τομέα αυτό υπήρξε υπερχρησιμοποίηση, στην οποία

συνετέλεσε η κρατική επιδότηση των λιπασμάτων. Αποτέλεσμα αυτής της υπερβολής

(όπως και από την υπερβολική και αλόγιστη χρήση των φυτοφαρμάκων), που

συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες, ήταν τα περιβαλλοντικά προβλήματα που

38

Page 39: Αγροτική κοινωνιολογία

προέκυψαν σε πολλές περιοχές: ρύπανση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων,

μείωση της γονιμότητας των εδαφών, μείωση της βιοποικιλότητας κλπ. Η κατάργηση

της επιδότησης των λιπασμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1980, καθώς και η

περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ συνετέλεσαν στη σχετική μείωση της χρήσης τους

στις μέρες μας.

3.2.3. Αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού της γεωργίας

Τα αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού της γεωργίας κατά την πρώτη εξεταζόμενη

περίοδο (1950-1980) ήταν πραγματικά θεαματικά. Αναλυτικότερα ήταν τα

παρακάτω:

Α. σε οικονομικό επίπεδο

Η εφαρμογή του εκσυγχρονισμού έδωσε πολύ γρήγορα θεαματικά ποσοτικά

αποτελέσματα. Παρ’ όλες τις αδυναμίες, η αγροτική παραγωγή παρουσίασε μια

σημαντική αύξηση. Με τη μαζική εισαγωγή της μηχανής, των λιπασμάτων,

φυτοφαρμάκων, βελτιωμένων σπόρων, βελτιωμένων φυλών ζώων και άλλων

επιστημονικοτεχνικών μέσων και μεθόδων παραγωγής, ανέβηκε σημαντικά η

παραγωγικότητα της γεωργίας με αποτέλεσμα ο όγκος της φυτικής παραγωγής να

αυξηθεί από 82 το 1950 (1960 = 100) σε 179 το 1974, η δε κτηνοτροφία από 56 σε

178 τα αντίστοιχα χρόνια. Η αυτάρκεια σε γεωργικά προϊόντα (που ήταν ο κύριος

στόχος της αγροτικής πολιτικής της μεταπολεμικής περιόδου) επιτεύχθηκε και η

χώρα έγινε αυτάρκης σε όλα τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, εκτός του

βόιου κρέατος.

Οι αποδόσεις (κιλά/στρέμμα) όλων των καλλιεργειών αυξήθηκαν. Ενδεικτικά

αναφέρονται στη συνέχεια μερικές:

Πίνακας 8. Μέση απόδοση ορισμένων καλλιεργειών (κιλά/στρμ)

Έτη Σιτάρι Καλαμπόκι Βαμβάκι Καπνός Ντομάτα

1951 97 99 103 63 1.741

1961 130 119 133 71 1.220

1971 199 340 259 97 3.131

39

Page 40: Αγροτική κοινωνιολογία

1981 277 846 297 137 4.545

Πηγή:ΕΣΥΕ

Εκτός από τη χρήση της τεχνολογίας στη γεωργική παραγωγή, η αύξηση των

αρδευόμενων εκτάσεων λόγω των δημόσιων αρδευτικών έργων, αλλά και των

ιδιωτικών επενδύσεων στον τομέα αυτό, επιτρέπει την αλλαγή του καλλιεργητικού

χάρτη της χώρας με την εισαγωγή νέων καλλιεργειών ή την εξάπλωση ήδη γνωστών

καλλιεργειών. Πράγματι, οι αρδευόμενες εκτάσεις το διάστημα αυτό αυξήθηκαν από

8,5% το 1950 σε 27% της γεωργικής γης το 1981. Η άρδευση επέτρεψε την

εξάπλωση αρκετών καλλιεργειών (όπως το βαμβάκι, το καλαμπόκι, τη βιομηχανική

ντομάτα, τα ζαχαρότευτλα, ορισμένα είδη δένδρων κλπ) και επέφερε σημαντική

άνοδο των αποδόσεών τους.

Οι ετήσιες καλλιέργειες μειώθηκαν από 80% περίπου το 1961 στο 72% το 1980 της

γεωργικής γης, ενώ την ίδια χρονική περίοδο τα καρποφόρα δένδρα από 10%

αυξάνονται στο 23%.

Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια σχετική εξειδίκευση της παραγωγής ανάλογα

με το μέγεθος της γεωργικής εκμετάλλευσης: δηλαδή ότι όσο πιο μικρή είναι η

γεωργική εκμετάλλευση ο αρχηγός της επιλέγει εντατικές καλλιέργειες και όσο

μεγαλύτερη επιλέγει εκτατικές καλλιέργειες. Έτσι, οι εκμεταλλεύσεις με μέγεθος από

1 έως 30 στρμ καλλιεργούν κυρίως κηπευτικά, αμπέλια, καπνό, δένδρα (εντατικές

καλλιέργειες), ενώ οι μεγαλύτερες καλλιεργούν βιομηχανικά φυτά και σιτηρά.

Προκειμένου ο γεωργός να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του εκσυγχρονισμού και με

δεδομένο ότι δεν είναι σε θέση να αποταμιεύσει ικανοποιητικά λόγω του μικρού

μεγέθους της εκμετάλλευσής του και των χαμηλών τιμών των γεωργικών προϊόντων,

αναγκάζεται να δανείζεται συνεχώς από την ΑΤΕ: είτε για να επενδύσει είτε για να

αντιμετωπίσει τις τρέχουσες δαπάνες της εκμετάλλευσής του. Γι’ αυτό τα χρέη των

γεωργών το διάστημα αυτό αυξάνονται ταχύτατα. Το 1967 το συνολικό τους χρέος

αντιπροσώπευε το 32% του ακαθάριστου αγροτικού προϊόντος, που σημαίνει ότι

αντιπροσώπευε το διπλάσιο των ετήσιων αγροτικών επενδύσεων. Παράλληλα, τα

βραχυπρόθεσμα δάνεια της ΑΤΕ υπερέβαιναν κατά 2 με 2,5 φορές τις τρέχουσες

δαπάνες της γεωργικής εκμετάλλευσης.

Β. Σε κοινωνικό επίπεδο

40

Page 41: Αγροτική κοινωνιολογία

Σε κοινωνικό επίπεδο οι συνέπειες ήταν τα πολύ σημαντικά μεταναστευτικά ρεύματα

που υποκινήθηκαν, τα οποία μελετάμε στη συνέχεια.

3.3. Κοινωνικές συνέπειες του εκσυγχρονισμού της

γεωργίας: εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση

Η αύξηση του όγκου της γεωργικής παραγωγής, η οποία επιτεύχθηκε, όπως

είδαμε, μέσω του εκσυγχρονισμού, δε συνοδεύτηκε από μια ανάλογη αύξηση της

αξίας της παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία και υπολογισμούς του Αβδελίδη,

μεταξύ των ετών 1961 και 1974, ενώ ο όγκος της παραγωγής αυξάνεται κατά ετήσιο

μέσο όρο 4,8%, η αξία της παραγωγής αυξάνεται μόνο κατά 2,7%. Η διαφορά αυτή

είχε ως αποτέλεσμα:

1. Τη συγκράτηση του αγροτικού εισοδήματος σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα,

έτσι ώστε το αγροτικό κατά κεφαλήν εισόδημα να κυμαίνεται γύρω στο 1/3

του κατά κεφαλήν εισοδήματος των άλλων οικονομικών τομέων.

2. Τη μεταφορά του γεωργικού υπερπροϊόντος, μέσω του μηχανισμού κύρια της

πολιτικής των τιμών και της γνωστής «ψαλίδας» στους άλλους οικονομικούς

τομείς. Η διάσταση ανάμεσα στις τιμές των βιομηχανικών και αγροτικών

προϊόντων επέτρεπε σημαντικές αφανείς μεταβιβάσεις κοινωνικών πόρων

υπέρ της βιομηχανίας.

3. Συνέπεια των παραπάνω ήταν η μείωση της αποταμιευτικής δυνατότητας των

γεωργών και κατά συνέπεια και μείωση της δυνατότητας ίδιας επένδυσης, με

αποτέλεσμα τη συνεχή εξάρτηση των καλλιεργητών από την ΑΤΕ, μέσω των

δανείων. Αυτό που είναι άξιο προσοχής είναι ότι το συντριπτικό ποσοστό των

δανείων ήταν βραχυπρόθεσμα δάνεια (δηλαδή καταναλωτικά) και όχι δάνεια

με σκοπό επενδύσεις στη γεωργική εκμετάλλευση (μακροπρόθεσμα δάνεια).

4. Αποτέλεσμα της δευτερεύουσας θέσης του αγροτικού τομέα στην

αναπτυξιακή πολιτική της χώρας ήταν η διαρκής μείωση του ποσοστού

συμμετοχής του αγροτικού προϊόντος στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ).

Από 29% το 1951, σε 25% το 1961, σε 18,2% το 1971 και 17,7% το 1981, σε

14% το 1991.

Η ανεργία και η υποαπασχόληση που δημιουργήθηκαν με την αντικατάσταση της

χειρονακτικής εργασίας από τη μηχανική, το γεγονός ότι παρ’ όλο που ο γεωργός

41

Page 42: Αγροτική κοινωνιολογία

παρήγαγε περισσότερο προϊόν, το εισόδημά του δεν αυξανόταν αναλογικά, και η

συνεχώς αυξανόμενη εξάρτησή του από την ΑΤΕ, υποκίνησαν μεταναστευτικά

ρεύματα, τα οποία αναζητούσαν διέξοδο.

Η δυσμενής για τους γεωργούς οικονομική εξέλιξη εντάθηκε από την ανυπαρξία

επαγγελματικών οργανώσεων και από τη δυσπραγία ενός αδύναμου, ελεγχόμενου

πλήρως από το κράτος συνεταιριστικού κινήματος. Οι χιλιάδες των

μικροσυνεταιρισμών σπάνια μπόρεσαν να παίξουν κάποιο ιδιαίτερο, προς όφελος των

γεωργών, ρόλο. Το 1975 υπήρχαν 7.050 συνεταιρισμοί, ενώ ο αριθμός των

κοινοτήτων σε όλη τη χώρα ανερχόταν σε 5.148. Από τους συνεταιρισμούς αυτούς,

το 68% είχαν από 7 μέχρι 100 μέλη. Κάτω από την αυστηρή επιστασία της ΑΤΕ και

στα πλαίσια των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη σχεδόν τη

μεταπολεμική περίοδο μέχρι το 1974, ήταν αδύνατο να προχωρήσουν σε

προοδευτικές δραστηριότητες. Ο κύριος ρόλος τους περιορίστηκε στη διεκπεραίωση

της δανειοδοτικής πολιτικής της ΑΤΕ.

Στα πλαίσια αυτά των προαναφερθέντων οικονομικών δεδομένων, ήταν αναπόφευκτη

η οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση των αγροτικών περιοχών. Η πλειοψηφία

των κατοίκων των 12.000 χωριών και μικροοικισμών, διασπαρμένων σε κάθε γωνιά

της χώρας, άρχισαν νωρίς να έρχονται αντιμέτωποι με αυτή την ίδια τους την

επιβίωση.

Η κατάσταση αυτή υποβάθμισε ιδιαίτερα το γεωργικό επάγγελμα, ενώ

παράλληλα η διάδοση «αστικών» καταναλωτικών προτύπων δημιουργούσε

«αστυφιλία» και οδηγούσε τους νέους προς τα αστικά κέντρα.

Η κατάσταση που περιγράφηκε παραπάνω (υποαπασχόληση, ανεργία, οικονομική

δυσπραγία) υποκίνησε μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία πήραν τέτοιες διαστάσεις

που μπορούμε να μιλάμε για αγροτική έξοδο.

Η αγροτική έξοδος της μεταπολεμικής περιόδου μπορεί να χωριστεί σε δύο χρονικές

περιόδους: στις περιόδους 1950-59 και 1974-1981 περίοδοι όπου κυριαρχεί η

λεγόμενη «εσωτερική μετανάστευση» (με προορισμό το εσωτερικό της χώρας) και

την περίοδο 1960-1974 όπου κυριαρχεί η «εξωτερική μετανάστευση» (με προορισμό

το εξωτερικό της χώρας).

Κατά την εσωτερική μετανάστευση, μόνο κατά τα έτη 1956-1961 μετακινήθηκαν

συνολικά 645.000 περίπου άτομα, αναζητώντας ευκαιρίες απασχόλησης στα αστικά

κέντρα της χώρας, από τα οποία το 1/3 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

42

Page 43: Αγροτική κοινωνιολογία

Όταν όμως κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960 άνοιξαν οι δρόμοι της εξωτερικής

μετανάστευσης με προορισμούς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, η έξοδος πήρε

διαστάσεις πρωτοφανείς. Από το 1960 μέχρι το 1973 πάνω από 1.000.000 μετανάστες

εγκατέλειψαν τη χώρα, με κύριο προορισμό τη Δυτική Γερμανία.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η εξωτερική μετανάστευση αποτέλεσε την

ασφαλιστική δικλείδα, η οποία «απάλλαξε» τη χώρα από το κοινωνικό βάρος των

άνεργων ή υποαπασχολούμενων αγροτικών μαζών.

Οι περιοχές της χώρας που έστειλαν τους περισσότερους μετανάστες στη Δυτική

Ευρώπη ήταν η Μακεδονία και η Θράκη (βλ. χάρτη). Όπως είδαμε σε προηγούμενο

κεφάλαιο, η χώρα γνώρισε και άλλο κύμα εξωτερικής μετανάστευσης, αυτό των

αρχών του 20ου αιώνα με προορισμό υπερατλαντικές χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ. Εκείνο

όμως ήταν σημαντικά διαφορετικό από το μεταναστευτικό κύμα της δεκαετίας του

1960. α) ενώ το πρώτο κύμα είχε ως κύρια αιτία την απότομη πτώση των γεωργικών

εισοδημάτων, λόγω της κρίσης της σταφίδας (χωρίς να υπάρχουν αλλαγές στις δομές

της γεωργίας), το δεύτερο κύμα είχε ως βασική αιτία τις αλλαγές που

πραγματοποιήθηκαν στις δομές της γεωργίας (εκσυγχρονισμός). β) ενώ το δεύτερο

κύμα είχε ένα προσωρινό χαρακτήρα (με την έννοια ότι οι μετανάστες έφευγαν

πιστεύοντας ότι η αναχώρησή τους θα είναι προσωρινή και θα επιστρέψουν έχοντας

συγκεντρώσει κεφάλαια για επενδύσεις στη γεωργική εκμετάλλευση), το πρώτο κύμα

είχε χαρακτήρα οριστικό. γ) τέλος, ενώ οι περιοχές αναχώρησης του πρώτου κύματος

ήταν η νότια Ελλάδα, οι περιοχές αναχώρησης του δευτέρου κύματος ήταν η βόρεια

Ελλάδα.

Η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ορισμένων περιοχών της χώρας

έφτασε σε ανησυχητικά επίπεδα. Στους Νομούς Ιωαννίνων, Καβάλας και Κιλκίς

μειώθηκε κατά 30%, στο Νομό Σερρών κατά 33%, Φλώρινας 36%, Δράμας 40%. Και

άλλα στοιχεία μας δίνουν το μέγεθος αυτής της μείωσης: από 3,57 άτομα που

ασχολούνταν ανά γεωργική εκμετάλλευση το 1951 (κατά μέσον όρο), ο αριθμός

αυτός μειώθηκε στο 3,11 το 1961 και έφτασε το 2,86 το 1971 (Βεργόπουλος, σελ.

213). Ο αριθμός αυτός ήταν και πάλι μεγάλος για το μέγεθος των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων, γεγονός που σημαίνει ότι, παρ’ όλο που είχε προηγηθεί αγροτική

έξοδος, το 1971 υπήρχε ακόμη πλεονάζον εργατικό δυναμικό στη γεωργία, που

«έπρεπε να φύγει».

Η έξοδος προς τη Δυτική Ευρώπη σταμάτησε απότομα το 1974, μόνο όταν οι χώρες

υποδοχής εισήλθαν στην περίοδο οικονομικής κρίσης λόγω της «πετρελαϊκής

43

Page 44: Αγροτική κοινωνιολογία

κρίσης» του 1973 και απαγόρευσαν την παραπέρα ελεύθερη είσοδο ξένου εργατικού

δυναμικού.

Οι επιπτώσεις της αγροτικής εξόδου, πέρα από την οπτική της ηθικής, ήταν

ιδιαίτερα σοβαρές και επίπονες για τον αγροτικό τομέα. Η φυγή των πιο ζωντανών

και δραστήριων ηλικιών σε τόσο μεγάλους αριθμούς και σε τόσο μικρό χρονικό

διάστημα, δημιούργησε δυσαναπλήρωτα κενά, περιορίζοντας και τις δυνατότητες

εφαρμογής νεωτερισμών και σύγχρονων μεθόδων στην αγροτική παραγωγή και ζωή,

καθώς και την εφαρμογή μιας ενδεχόμενης προγραμματισμένης και ορθολογιστικής

πολιτικής αναδιάρθρωσης της γεωργίας. Η φυγή επέτεινε και την εποχιακή έλλειψη

εργατικών χεριών, που προφανώς επέδρασε αρνητικά στη διάδοση καλλιεργειών

έντασης εργασίας.

Η λεγόμενη «θετική» αντιστάθμιση για την ελληνική οικονομία, γενικότερα, και την

αγροτική, ειδικότερα, μέσω της εισροής συναλλάγματος εκμηδενίζεται αν ληφθεί

υπόψη το εξής: στον αγροτικό τομέα τα ποσά αυτά κάλυπταν κατά κύριο λόγο

τρέχουσες καταναλωτικές ανάγκες των μελών της οικογένειας που έμεινε πίσω ή

προορίζονταν για αντιπαραγωγικές επενδύσεις (ακίνητα). Άρα πολύ λίγο συνέβαλε η

συναλλαγματική εισροή στην επίλυση χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων του

τομέα. Στην ελληνική οικονομία η θετική προσφορά του συναλλάγματος κρίνεται

μηδαμινή, γιατί αντί να επενδύεται παραγωγικά, ισοσκέλιζε ελλείμματα

αντιπαραγωγικών εισαγωγών. Έτσι π.χ. η χώρα πλήρωσε το 1964 περίπου 170

εκατομμύρια δολάρια για εισαγωγή αγαθών πολυτελείας και για ταξιδιωτικό

συνάλλαγμα, ένα ποσό δηλαδή σχεδόν ίσο του συναλλάγματος που έστειλαν οι

μετανάστες (180 εκατομ. δολάρια περίπου)

Από την άλλη πλευρά, η Πολιτεία όχι μόνο δεν προσπαθούσε να ανακόψει το

μεταναστευτικό ρεύμα, αλλά αντίθετα επιθυμούσε τη μείωση του εργατικού

δυναμικού στη γεωργία. Το «Σχέδιον Προτύπου Μακροχρονίου Αναπτύξεως της

Ελλάδος (1972-1987)», που προτάθηκε από το Κέντρο Προγραμματισμού και

Ερευνών το 1972, όριζε ως επιδιωκόμενο στόχο την μέχρι το 1987 μείωση κατά 60%

του ενεργού αγροτικού πληθυσμού. Συγκεκριμένα από τις 1.047.000 γεωργικές

εκμεταλλεύσεις κατά το 1971, η γεωργία θα όφειλε να τις περιορίσει, σύμφωνα με το

σχέδιο, σε 375.000 – 440.000 κατά το 1987, έτσι ώστε να απέμενε μικρός μεν

αριθμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων, μεγάλων όμως σε μέγεθος, οι οποίες θα

μπορούσαν να λειτουργούν ορθολογικά, με χαμηλό κόστος παραγωγής (Μαλκίδης,

σελ.119).

44

Page 45: Αγροτική κοινωνιολογία

Μετά το απότομο σταμάτημα της αγροτικής εξόδου προς τις χώρες της Δυτικής

Ευρώπης, το πλεονάζον εργατικό δυναμικό στράφηκε και πάλι προς τα μεγάλα

αστικά κέντρα της χώρας. Είναι η δεύτερη περίοδος εσωτερικής μετανάστευσης

(1974-1981).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο.

4Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 1981 ΈΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ

ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

(ΚΑΠ)

Πολιτικές στήριξης της γεωργίας

Το γεγονός της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα)

το 1981, σε έναν ευρύτερο, υπερεθνικό καπιταλιστικό σχηματισμό με προχωρημένες

για τα ελληνικά δεδομένα κοινωνικές και οικονομικές δυναμικές, απαιτούσε και

επέβαλλε ταχύτερες διαδικασίες προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Η προσαρμογή

στις νέες συνθήκες, σε ό,τι αφορά την ελληνική γεωργία, σήμαινε σοβαρές ζυμώσεις

και ανακατατάξεις στο εσωτερικό της, σε χρόνο μικρότερο απ’ όσο θα επέβαλε μια

φυσική και ανεξάρτητη πορεία της.

Η πολιτική για την ανάπτυξη της γεωργίας, την ανάπτυξη της υπαίθρου γενικότερα,

δεν είναι πλέον εθνική, αλλά κοινοτική, είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η

γνωστή ΚΑΠ. Η ΚΑΠ διαμορφώνεται κάθε φορά από τους υπουργούς γεωργίας των

χωρών – μελών και είναι κοινή για όλες τις χώρες, αν και παίρνει υπ’ όψη της

κάποιες ιδιαιτερότητες που ισχύουν σε ορισμένες από αυτές, όπως π.χ. οι μεσογειακές

χώρες.

Η αρχική φιλοσοφία της ΚΑΠ ήταν αφ’ ενός να εξασφαλίσει αυτάρκεια σε αγροτικά

προϊόντα στην Κοινότητα, αφ’ ετέρου να προστατέψει το εισόδημα των γεωργών. Για

την εφαρμογή αυτών των στόχων εφάρμοσε μια πολιτική που είχε δύο βασικά σκέλη:

την πολιτική που αφορά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων (πολιτική τιμών), και

45

Page 46: Αγροτική κοινωνιολογία

την πολιτική που αφορά τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (πολιτική

διαρθρώσεων).

Σε γενικές γραμμές, η πολιτική τιμών περιλαμβάνει:

α) μέτρα που προσανατολίζουν τους παραγωγούς προς ορισμένες καλλιέργειες ή

κλάδους παραγωγής. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τις επιδοτήσεις, οι οποίες

δίνονταν αρχικά στην παραγωγή και αργότερα στην καλλιεργούμενη έκταση. Με

αυτά τα μέτρα άλλες καλλιέργειες εξαπλώθηκαν (π.χ. βαμβάκι, σκληρό σιτάρι,

ηλίανθος), άλλες μειώθηκαν (π.χ. μαλακό σιτάρι) ή κλάδοι παραγωγής διατηρήθηκαν

(π.χ. αιγοπροβατοτροφία).

β) μέτρα που προστατεύουν το εισόδημα των παραγωγών όταν οι τιμές των

γεωργικών προϊόντων στην αγορά πέφτουν κάτω από κάποιο επίπεδο. Καθιερώθηκαν

οι «τιμές απόσυρσης» για ορισμένα προϊόντα, με τις οποίες αυτά «αποσύρονται» από

την αγορά, αγοράζονται δηλαδή από την ευρωπαϊκή κοινότητα, όταν οι τιμές τους

στο εμπόριο είναι χαμηλές, έτσι ώστε να μη ζημιωθεί ο παραγωγός και να μη μειωθεί

το εισόδημά του. Τα αποσυρόμενα προϊόντα είτε αποθηκεύονταν, είτε

καταστρέφονταν σε χωματερές εάν δε μπορούσαν να συντηρηθούν (π.χ. φρούτα).

Το δεύτερο σκέλος της ΚΑΠ, η πολιτική διαρθρώσεων στόχο είχε τη βελτίωση της

διάρθρωσης της γεωργικής εκμετάλλευσης και της παραγωγικής διαδικασίας. Για το

σκοπό αυτό επιδοτούσε κάθε επένδυση στη γεωργική εκμετάλλευση, είτε ατομική

είτε συλλογική, που θα επέφερε αυτή τη βελτίωση. Ο παραγωγός (ή ομάδα

παραγωγών) συντάσσοντας ένα «σχέδιο βελτίωσης» έπαιρνε επιδοτήσεις για τις

επενδύσεις του, οι οποίες ήταν αρκετά σημαντικές και κυμαίνονταν μεταξύ 40% έως

55%. Οι επενδύσεις αυτές μπορεί να αφορούσαν μηχανολογικό εξοπλισμό (αγορά

τρακτέρ και διάφορων παρελκόμενων κλπ), κτιριακό εξοπλισμό (στάβλοι, αποθήκες

κλπ), άρδευση (γεώτρηση, εξοπλισμό κλπ), κοκ.

Τα παραπάνω μέτρα είχαν σημαντικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι το εισόδημα των

γεωργών ενισχύθηκε, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν αρκετές ιδιωτικές

επενδύσεις στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

4.2. Συνέπειες της πολιτικής στήριξης της γεωργίας και

αναθεώρηση της ΚΑΠ

46

Page 47: Αγροτική κοινωνιολογία

Η πολιτική στήριξης της γεωργίας, μετά από την εφαρμογή της για μια δεκαετία

περίπου για την Ελλάδα (στην Κοινότητα εφαρμοζόταν ήδη από τη δεκαετία του

εξήντα), άρχισε να εμφανίζει ορισμένα προβλήματα, τα οποία οδήγησαν στην

αναθεώρησή της το 1992. Τα προβλήματα αυτά συνοψίζονται στα εξής:

1. Η πολιτική τιμών είχε ένα πολύ υψηλό κόστος για τα ταμεία της ΕΕ,

δεδομένου ότι οι τιμές πολλών γεωργικών προϊόντων στη διεθνή αγορά ήταν

ιδιαίτερα χαμηλές (π.χ. βαμβάκι, σιτάρι). Από την άλλη πλευρά, οι παροχές

αυτές στους γεωργούς έφεραν την Κοινότητα σε αντίθεση με χώρες εκτός ΕΕ,

όπως οι ΗΠΑ.

2. Παράλληλα η πολιτική τιμών προκάλεσε υπερπαραγωγή σε ορισμένα

προϊόντα και δημιούργησε προβλήματα τόσο στη συντήρησή τους (υψηλό

κόστος) όσο και στη διάθεσή τους.

3. Η εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής και η μεγάλη έως υπερβολική

χρήση χημικών ουσιών (λιπάσματα, φάρμακα) δημιούργησαν πολύ σημαντικά

περιβαλλοντικά προβλήματα (μείωση της γονιμότητας των εδαφών,

μόλυνση υδάτων και υπερτροφισμός, υπεράντληση υπόγειων υδάτων,

διάβρωση εδαφών κλπ)

4. Επίσης, ο μονοτομεακός χαρακτήρας της ανάπτυξης της υπαίθρου, το γεγονός

δηλαδή ότι το βάρος της ανάπτυξης της υπαίθρου δόθηκε σε ένα μόνο τομέα,

τον πρωτογενή, δημιουργούσε μεταναστευτικά ρεύματα, δεδομένου ότι ο

πρωτογενής τομέας δεν είναι ικανός να εξασφαλίσει ικανοποιητικά

εισοδήματα σε όλο τον αγροτικό πληθυσμό. Αποτέλεσμα ήταν να συνεχίζεται,

αν και με χαμηλότερους ρυθμούς, η αποψίλωση της υπαίθρου, η

μετανάστευση δηλαδή των πιο νέων της ανθρώπων.

Τα παραπάνω προβλήματα οδήγησαν στην αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992.

Με την αναθεώρηση της ΚΑΠ αναπροσαρμόζονται οι πολιτικές τιμών και οι

πολιτικές διαρθρώσεων με σκοπό τη μείωση του κόστους της αγροτικής πολιτικής και

τη μείωση της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Παράλληλα μπαίνει μια νέα

διάσταση στην αγροτική πολιτική, α) αυτή της συγκράτησης των μεταναστευτικών

ρευμάτων του αγροτικού πληθυσμού, της συγκράτησης δηλαδή του κοινωνικού

ιστού του αγροτικού χώρου και β) της προστασίας του περιβάλλοντος.

Σε γενικές γραμμές, προκειμένου να επιτευχθεί ο πρώτος και δεύτερος στόχος

(μείωση του κόστους και της υπερπαραγωγής) γίνονται διάφορες αλλαγές στην

πολιτική τιμών, όπως το ότι οι επιδοτήσεις δε δίνονται πλέον στην παραγωγή αλλά

47

Page 48: Αγροτική κοινωνιολογία

στην καλλιεργούμενη γη. Επίσης μια σημαντική καινοτομία είναι ότι καθιερώνονται

οι ποσοστώσεις σε ορισμένα προϊόντα (καπνός, βαμβάκι, αγελαδινό γάλα,

αιγοπρόβειο κρέας), δηλαδή ένα ανώτατο όριο παραγωγής που τίθεται ανά παραγωγό

(ποσόστωση), πάνω από το οποίο δεν έχει δικαίωμα να παράγει. Στην περίπτωση που

ξεπεράσει αυτό το όριο είτε δεν επιδοτείται, είτε του επιβάλλεται πρόστιμο. Σε ό,τι

αφορά την πολιτική διαρθρώσεων, συνεχίζει να υφίσταται, αλλά και εκεί γίνονται

ορισμένες αναπροσαρμογές, που αφορούν κατά κύριο λόγο τα ποσοστά των

επιδοτήσεων.

Προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο τρίτος στόχος της αγροτικής πολιτικής, η

προστασία του περιβάλλοντος, λαμβάνονται διάφορα μέτρα, όπως επιδότηση της

αγρανάπαυσης, προώθηση τεχνικών άρδευσης που κάνουν οικονομία στη χρήση του

νερού (στάγδην άρδευση), προώθηση της βιολογικής γεωργίας ή ολοκληρωμένης

διαχείρισης της παραγωγικής διαδικασίας, μείωση της χρήσης χημικών, κλπ.

Σε ό,τι αφορά τον τέταρτο στόχο, τη συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού, η

Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνει μια σειρά από μέτρα πολύ καινοτόμα. Το πρώτο μέτρο

είναι ένας συνδυασμός δύο προγραμμάτων που αποβλέπουν στον ίδιο στόχο, που

είναι η ηλικιακή ανανέωση των αρχηγών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Το ένα

είναι το «Πρόγραμμα νέων γεωργών», σύμφωνα με το οποίο δίνονται πολύ

σημαντικά κίνητρα σε νέους ανθρώπους ηλικίας κάτω των 40 ετών προκειμένου να

γίνουν γεωργοί. Τα κίνητρα περιλαμβάνουν ένα «πριμ πρώτης εγκατάστασης»,

επιδοτήσεις για επενδύσεις στη γεωργική εκμετάλλευση, για κατασκευή ή επισκευή

κατοικίας κλπ. Το άλλο είναι το «Πρόγραμμα πρόωρης συνταξιοδότησης», το οποίο

στηρίζει το προηγούμενο και αφορά την πρόωρη συνταξιοδότηση γεωργών ηλικίας

άνω των 55 ετών, προκειμένου να παραιτηθούν από τη γεωργική τους εκμετάλλευση

και να την παραχωρήσουν σε νεότερους ανθρώπους.

Στην ίδια πάντα λογική, της συγκράτησης του αγροτικού πληθυσμού, παράλληλα με

τα παραπάνω μέτρα, τα οποία αφορούν αποκλειστικά το γεωργικό πληθυσμό, η ΕΕ

προωθεί και μια σειρά από μέτρα που σκοπό έχουν να προωθήσουν τη

διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης στην ύπαιθρο, με άλλα λόγια να

προωθήσουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας και στους άλλους τομείς της

οικονομίας, τον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν

συμπληρωματικά εισοδήματα για τους γεωργούς Για το σκοπό αυτό επιδοτεί μικρές

βιοτεχνίες, είτε έχουν σχέση με τη γεωργία είτε όχι (δευτερογενής τομέας) και

επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες (τριτογενής τομέας). Στα πλαίσια αυτής της

48

Page 49: Αγροτική κοινωνιολογία

πολιτικής προωθείται ιδιαίτερα ο αγροτουρισμός, με την επιδότηση σε σημαντικό

βαθμό επενδύσεων που αφορούν την προσέλκυση επισκεπτών ή/και την προώθηση

τοπικών προϊόντων.

Η συνολική στήριξη που έχει παρασχεθεί στον αγροτικό τομέα από την ΕΕ είναι πολύ

σημαντική. Μελέτες αποδεικνύουν ότι ποσοστό περίπου 40% της ακαθάριστης

προσόδου των ελλήνων παραγωγών προέρχεται από τη στήριξη του γεωργικού τομέα

(είτε με άμεσες επιδοτήσεις, είτε με έμμεσες παροχές) από την ΕΕ κατά το διάστημα

1989-1997 (Μπουρδάρας, σελ 153). Με άλλα λόγια, περίπου το μισό του αγροτικού

εισοδήματος προέρχεται από επιδοτήσεις και παροχές και ότι μόνο το άλλο μισό

προέρχεται από την αγορά. Αναλυτικότερα, η στήριξη αυτή κατά το ανωτέρω

διάστημα έχει ως εξής:

Πίνακας 9. Παρεχόμενη στήριξη στην ελληνική γεωργία από την ΕΕ (1989-1997)

Έτη Στήριξη ως %

της ακαθάριστης

προσόδου

Στήριξη ανά

στρμ γεωργικής

γης (δρχ/στρμ)

Στήριξη ανά

ΜΑΕ*

(δρχ/ΜΑΕ)

1989 34,4 14.224 714.000

1990 42,0 18.951 1.009.000

1991 37,8 24.068 1.393.000

1992 40,9 26.119 1.489.000

1993 46,2 30.930 1.725.000

1994 41,0 32.037 1.870.000

1995 40,6 32.924 2.017.000

1996 39,2 34.588 2.179.000

1997 40,1 36.888 2.394.000

ΜΑΕ = Μονάδα Ανθρώπινης Εργασίας (=1750 ώρες/έτος)

Πηγή: Μπουρδάρας, σελ. 153.

Η πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου που προωθήθηκε την τελευταία

δεκαπενταετία φαίνεται πως απέφερε κάποια αποτελέσματα, δεδομένου ότι ο

αγροτικός πληθυσμός συγκρατήθηκε και τα μεταναστευτικά ρεύματα αναχαιτίσθηκαν

για πρώτη φορά μετά από τρεις δεκαετίες (όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο).

49

Page 50: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5Ο.

ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Η μεταπολεμική ελληνική αγροτική παραγωγή παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές στη

δομή και σύνθεσή της. Με τον πλήρη εκχρηματισμό της αγροτικής οικονομίας, την

πλήρη σχεδόν εμπορευματοποίηση του αγροτικού προϊόντος και γενικά την ένταξη

του αγροτικού τομέα στην καπιταλιστική αγορά, επέρχεται μια αναπόφευκτη

εξειδίκευση και εντατικοποίηση της παραγωγής: αυξάνεται το ειδικό βάρος μιας

σειράς εμπορευματικών καλλιεργειών, εισάγονται νέες, καθαρά εμπορευματικές, ενώ

μειώνεται το ειδικό βάρος άλλων. Παράλληλα αυξάνονται οι εξωαγροτικές εισροές

(δηλαδή προϊόντα που αγοράζονται από την αγορά για να χρησιμοποιηθούν στην

παραγωγική διαδικασία, όπως σπόροι, λιπάσματα, φάρμακα, μηχανήματα κλπ),

καθώς γίνεται απαραίτητη μια διαρκώς αυξανόμενη χρήση όλο και πιο σύγχρονων

μέσων και μεθόδων παραγωγής και εφαρμογή νέων καλλιεργειών, όπως επίσης και

σύγχρονων μορφών οργάνωσης της παραγωγής. Όλες αυτές οι αλλαγές έχουν ως

συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας στη γεωργία: δηλαδή του

παραγόμενου προϊόντος ανά μονάδα χρησιμοποιούμενης γης, μονάδα

χρησιμοποιούμενης εργασίας, ή μονάδα χρησιμοποιούμενου κεφαλαίου.

Οι αλλαγές που έχουν επέλθει μπορούν να σκιαγραφηθούν μέσα από τη μελέτη της

εξέλιξης των βασικών χαρακτηριστικών της γεωργίας της χώρας.

5.1. Χρήσεις γης και αρδευόμενη γεωργική γη

5.1.1. Χρήσεις γης

Με τον όρο «χρήσεις γης» εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η

συνολική έκταση που ανήκει σε μια χώρα.

Οι «χρήσεις γης» περιλαμβάνουν τις εξής τέσσερις κατηγορίες:

50

Page 51: Αγροτική κοινωνιολογία

α. γεωργική γη: είναι το σύνολο της καλλιεργούμενης γης και των αγραναπαύσεων

(εκτάσεις σε αγρανάπαυση είναι αυτές που είναι ιδιότητες και έχουν τη δυνατότητα

να καλλιεργηθούν, αλλά σε μια συγκεκριμένη χρονική φάση παραμένουν

ακαλλιέργητες προκειμένου να βελτιωθεί η γονιμότητα του εδάφους). Η γεωργική γη

σε όλες τις περιπτώσεις είναι ιδιόκτητη γη.

β. βοσκότοποι: είναι οι εκτάσεις που προορίζονται για τη βόσκηση ζώων. Στη χώρα

μας η συντριπτική πλειοψηφία των εκτάσεων αυτών ανήκουν στο Δημόσιο και μόνο

ένα πολύ μικρό ποσοστό βοσκοτόπων είναι ιδιωτικοί.

γ. δάση: είναι δασοσκεπείς εκτάσεις, που στη συντριπτική τους επίσης πλειοψηφία

ανήκουν στο Δημόσιο.

δ. νερά και οικισμοί: είναι οι εκτάσεις που καλύπτονται από νερά (ποταμοί, λίμνες),

οικισμούς και δημόσια έργα (δρόμοι, αρδευτικά έργα κλπ).

Η γεωργική γη, που προπολεμικά διαμορφώθηκε σε μεγάλο ποσοστό από την

αγροτική μεταρρύθμιση, μεταπολεμικά αυξήθηκε από μια συμπληρωματική αγροτική

μεταρρύθμιση, η οποία απέδωσε εκτάσεις σε ακτήμονες οικογένειες. Πιο

συγκεκριμένα, το 1952 με το νόμο περί «αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γης προς

αποζημίωσιν ακτημόνων αγροτών και κτηνοτρόφων», απαλλοτριώθηκαν κάποια

τελευταία τσιφλίκια, εξαγοράστηκαν μοναστηριακά κτήματα και αποξηράνθηκε η

λίμνη της Κωπαϊδας, και η συνολική γεωργική γη που προέκυψε ανερχόταν στα 4,5

εκατομμύρια περίπου στρέμματα. Άλλες 400 χιλιάδες στρέμματα προέκυψαν από

δημόσια εγγειοβελτιωτικά έργα (αποξηράνσεις και αποστραγγίσεις). Συνολικά

δηλαδή αποδόθηκαν μεταξύ των ετών 1950 – 1960 περίπου 5 εκατομμύρια

στρέμματα γης σε 133.000 περίπου ακτήμονες και μικροκληρούχους.

Η κατανομή των χρήσεων γης στη χώρα από το 1961 έως τις μέρες μας είναι σχεδόν

σταθερή. Έτσι σήμερα

Η εξέλιξη της γεωργικής γης στη χώρα από το 1961 μέχρι τις μέρες μας είναι η εξής:

Πίνακας 10. Χρήσεις γης το 2001

Γεωργική γη Βοσκότοποι Δάση Νερά Οικισμοί Σύνολο

30 % 41 % 22 % 2 % 5 % 100 %

Πηγή: ΕΣΥΕ

51

Page 52: Αγροτική κοινωνιολογία

Η έκταση της γεωργικής γης ελάχιστα μεταβλήθηκε από το 1961 έως σήμερα. Ήταν

36.732.756 στρμ το 1961 και σήμερα είναι 35.831.853 στρμ. Η μείωση πιθανόν να

οφείλεται σε οικοπεδοποιήσεις, καθώς και σε μεγάλα δημόσια έργα, τα οποία

«καταναλώνουν» γεωργική γη. Πάντως, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μόνο το

30% της επικράτειας της χώρας είναι γεωργική γη, ποσοστό το οποίο είναι μικρό,

συγκρινόμενο τουλάχιστο με τα αντίστοιχα ποσοστά των χωρών της Ευρώπης.

Πράγματι, σύμφωνα με την οδηγία 75/268 της ΕΟΚ, το 75% της επικράτειας της

χώρας χαρακτηρίζεται ως ορεινή και μειονεκτική ζώνη.

Η γεωργική γη στη χώρα μας όχι μόνο είναι περιορισμένη, αλλά είναι ασυνεχής,

αποτελείται δηλαδή από εκτάσεις που διακόπτονται από βουνά, λόφους κλπ, γεγονός

που δυσκολεύει την εντατική τους εκμετάλλευση μέσω της κατασκευής μεγάλων

αρδευτικών δικτύων.

5.1.2. Αρδευόμενη γη

Γενικά η χώρα έχει περιορισμένα ύδατα, τόσο υπέργεια όσο και υπόγεια, γεγονός που

περιορίζει τις δυνατότητες για εκτεταμένη άρδευση. Από την άλλη πλευρά, η

ασυνέχεια και η μορφολογία της γεωργικής γης (επικλινείς εκτάσεις) περιορίζουν

ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες αυτές. Με δεδομένο ότι οι δυναμικότερες

καλλιέργειες, αυτές που δίνουν μεγαλύτερα εισοδήματα, στην πλειοψηφία τους

απαιτούν νερό, είναι προφανής η σημασία της άρδευσης σε μια περιοχή.

Οι αρδευόμενες εκτάσεις στη χώρα προήλθαν είτε από δημόσια αρδευτικά έργα, είτε

από ιδιωτικές επενδύσεις. Πολλές από τις τελευταίες πραγματοποιήθηκαν την

τελευταία δεκαπενταετία, με επιδοτήσεις από την ΕΕ. Σήμερα η συνολική

αρδευόμενη γεωργική γη στη χώρα δεν ξεπερνάει το 40% αυτής και η εξέλιξή της

ήταν η εξής:

Πίνακας 11. Εξέλιξη αρδευόμενης γεωργικής γης

Έτη Έκταση (στρμ) Ποσοστό επί της

Γεωργικής γης

1971 7.374.127 20,6 %

52

Page 53: Αγροτική κοινωνιολογία

1991 11.256.165 30,6 %

2004 14.634.369 40,8 %

Πηγή: ΕΣΥΕ

5.2. Διάρθρωση γεωργικών εκμεταλλεύσεων

5.2.1. Αριθμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων

Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις του 1871 και του 1923, ενώ ανταποκρίθηκαν στα

κοινωνικά και οικονομικά κελεύσματα και ανάγκες των εποχών τους, υπήρξαν οι

απαρχές ενός νέου προβλήματος: του προβλήματος των χιλιάδων μικρών

κατακερματισμένων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με τον ανορθολογικό και

αντιοικονομικό τους χαρακτήρα, ένα τεράστιο πρόβλημα που κληρονόμησε η

μεταπολεμική εποχή. Η εξέλιξη του αριθμού τους μέχρι τις μέρες μας είναι η εξής:

Πίνακας 12. Εξέλιξη του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (1961-2001)

Έτη Αριθμός

Γεωργ. Εκμεταλ.

Μεταβολή (%)

1961 1.156.172

1971 1.047.260 - 9,0

1981 957.040 - 9,3

1991 861.600 - 9,0

2001 817.059 - 9,5

Πηγή: ΕΣΥΕ

Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2001), ο αριθμός των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων σήμερα σε σχέση με το 1961 μειώθηκε κατά 30% περίπου. Τα

μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης τα παρουσιάζουν, όπως είναι ευνόητο, οι περιφέρειες

οι οποίες επλήγησαν ιδιαίτερα από τη μαζική εξωτερική μετανάστευση (Μακεδονία,

Θράκη, Ήπειρος) ή εξελίχθηκαν σε τουριστικά κέντρα, σε συνδυασμό με το άγονο

της γης και την παραδοσιακή μετανάστευση (νησιά Αιγαίου). Είναι χαρακτηριστικό

ότι από τις εκμεταλλεύσεις που εγκαταλείφθηκαν, το 60% ήταν ημιορεινές και

ορεινές εκμεταλλεύσεις.

53

Page 54: Αγροτική κοινωνιολογία

Από τον παραπάνω πίνακα, το στοιχείο που είναι άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι,

παρά τα πολύ μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που γνώρισε η ελληνική

ύπαιθρος, ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων δε μειώθηκε σημαντικά,

ενώ ήταν αναμενόμενο. Έτσι, την εποχή των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων

(τη δεκαετία 1960-1970), ο αριθμός τους μειώθηκε μόνο κατά 9%. Η μείωση αυτή

είναι σχεδόν σταθερή κατά τις επόμενες δεκαετίες, ανεξάρτητα από το ρυθμό

μείωσης του αγροτικού πληθυσμού. Κατά συνέπεια μπορούμε να πούμε ότι, σε

γενικές γραμμές, μετανάστευε απλώς το πλεονάζον εργατικό δυναμικό των

γεωργικών εκμεταλλεύσεων, τα παιδιά των γεωργών, και όχι ο ίδιος ο αρχηγός της

γεωργικής εκμετάλλευσης. Αυτό ασφαλώς δικαιολογεί και τη γήρανση των αρχηγών,

φαινόμενο που παρατηρήθηκε αμέσως μετά, λόγω έλλειψης διαδόχων των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων.

Οι βασικές αιτίες που ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα δε

μειώθηκε σημαντικά, παρ’ όλα τα πολύ σημαντικά μεταναστευτικά ρεύματα που

γνώρισε ο αγροτικός πληθυσμός, είναι οι εξής:

Η στενότητα της γεωργικής γης και η αδυναμία επέκτασής της λόγω της

ορεινότητας του εδάφους της χώρας.

Η τουριστική ανάπτυξη και η οικιστική επέκταση, που «καταναλώνουν»

γεωργική γη περιορίζοντας τις δυνατότητες μεγέθυνσης των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων.

Η ιδιόμορφη σχέση των μεταναστών (εξωτερικών και εσωτερικών), οι οποίοι

έχουν συναισθηματικό δέσιμο με την οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση

και δεν πωλούν, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις ούτε νοικιάζουν σε άλλους

γεωργούς τη γεωργική τους γη. Σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο της «εξ’

αποστάσεως γεωργίας», όπου οικογένειες αγροτικής καταγωγής που

διαμένουν σε αστικό κέντρο συνεχίζουν να κατέχουν και να λειτουργούν οι

ίδιοι τη γεωργικής τους εκμετάλλευση.

Σημαντική συνέπεια της στενότητας γεωργικής γης, αλλά και της οικοπεδοποίησής

της σε πολλές περιοχές, είναι η διαμόρφωση της αξίας της, είτε κατά την αγορά είτε

κατά την ενοικίαση σε υψηλά επίπεδα, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική

οικονομική της αξία (σε σχέση δηλαδή με τις παραγωγικές της δυνατότητες). Έτσι, η

αγορά γεωργικής γης σε πεδινές, σε παραθαλάσσιες και σε περιαστικές περιοχές

54

Page 55: Αγροτική κοινωνιολογία

γίνεται δυσπρόσιτη οικονομικά στους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς που θέλουν

να μεγεθύνουν τη γεωργική τους εκμετάλλευση.

5.2.2. Μέγεθος γεωργικών εκμεταλλεύσεων

Η εξέλιξη του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, σε συνδυασμό με την

αδυναμία αύξησης της γεωργικής γης στη χώρα, αντανακλάται στην εξέλιξη του

μέσου μεγέθους τους (στρμ/εκμετάλλευση). Με δεδομένο ότι η γεωργική γη δεν

υφίσταται σημαντική μείωση, το μέσο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων

αυξάνεται κατά πολύ λίγο το ίδιο διάστημα. Πράγματι, από το 1961 έως το 2001 η

μέση γεωργική εκμετάλλευση αύξησε το μέγεθός της μόνο κατά 12 στρμ, έκταση

εντελώς ασήμαντη.

Πίνακας 13. Εξέλιξη του μέσου μεγέθους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων

(1961-2001)

Έτη Μέσο μέγεθος

Γεωργ. Εκμεταλλεύσεων

(στρέμματα)

Μεταβολή (%)

1961 32

1971 34 6,2 %

1981 37 8,8 %

1991 43 16,2 %

2001 44 2,3 %

Πηγή: ΕΣΥΕ

Η Ελλάδα με μέσο μέγεθος γεωργικής εκμετάλλευσης τα 40 περίπου στρέμματα, έχει

τις μικρότερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις μεταξύ των χωρών – μελών της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και από την Πορτογαλία. To 1983 το μέσο μέγεθος στην

Ελλάδα ήταν 36 στρμ, ενώ οι αντίστοιχες τιμές για τις χώρες – μέλη της Κοινότητας

την ίδια χρονιά ήταν οι εξής:

55

Page 56: Αγροτική κοινωνιολογία

Πίνακας 14. Μέσα μεγέθη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων των χωρών-μελών

της ΕΕ το 1983

Χώρες Μέσο μέγεθος γεωργικών

εκμεταλλεύσεων (στρμ)

Βέλγιο 136

Γαλλία 255

Δανία 288

Δυτ. Γερμανία 155

ΕΛΛΑΔΑ 36

Αγγλία 645

Ιρλανδία 228

Ισπανία 107

Ιταλία 56

Λουξεμβούργο 279

Ολλανδία 145

Πορτογαλία 56

Μέσος όρος 125

5.2.3. Τάξεις μεγέθους

Η εξέλιξη του μέσου μεγέθους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων δεν μπορεί να μας

πληροφορήσει για τα πραγματικά μεγέθη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Για το

λόγο αυτό, προκειμένου να διερευνήσουμε την πραγματική κατάσταση, είναι

απαραίτητο να μελετήσουμε τις τάξεις μεγεθών:

56

Page 57: Αγροτική κοινωνιολογία

Πίνακας 15. Εξέλιξη των τάξεων μεγέθους των γεωργικών εκμεταλλεύσεων

(1961-2001)

Τάξεις

Μεγέθους

(στρμ)

1961 1981 2000

%

των

γεωργ.

εκμεταλ.

%

της

γεωργ.

Γης

%

των

γεωργ.

εκμεταλ.

%

της

γεωργ.

γης

%

των

γεωργ.

εκμεταλ.

%

της

γεωργ.

γης

1-9 24,1 3,6 24,7 3,3 28,6 3,1

10-29 36,8 21,2 35,6 17,3 33,0 13,3

30-49 20,1 24,0 18,6 19,0 14,9 12,8

50-99 14,9 31,1 15,0 27,2 13,4 20,8

100-199 3,4 13,6 4,7 16,5 6,5 19,9

200-499 0,6 5,0 1,2 9,2 3,5 30,0

> 500 0,1 1,5 0,2 7,5

Σύνολο 100 % 100 % 100 % 100 % 100 % 100 %

Πηγή: ΕΣΥΕ

Τα βασικά συμπεράσματα από τον παραπάνω πίνακα είναι δύο:

1. 1.1. Στις μέρες μας (2000) περισσότερες από το ένα τέταρτο των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων είναι «μικροσκοπικές», δηλαδή καλλιεργούν λιγότερα από 10

στρέμματα.

Το ένα τρίτο των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι πολύ μικρές, καλλιεργούν δηλαδή

10 – 30 στρμ.

Η συντριπτική πλειοψηφία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας, το 76,5%,

καλλιεργούν κάτω από 50 στρμ.

2. Η εξέλιξη των τάξεων μεγέθους από το 1961 έως σήμερα δείχνει ότι υπάρχει μια

57

Page 58: Αγροτική κοινωνιολογία

εντυπωσιακή «ακινησία» των μεγεθών των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στη

χώρα. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία διακρίνεται μια τάση συγκεντροποίησης

της γεωργικής γης σε εκμεταλλεύσεις άνω των 200 στρεμμάτων.

Με άλλα λόγια, τα τελευταία σαράντα χρόνια, παρά τις πολύ σημαντικές

τεχνολογικές αλλαγές που έχουν γίνει στην ελληνική γεωργία και παρά τα πολύ

σημαντικά μεταναστευτικά ρεύματα που έχει γνωρίσει ο αγροτικός πληθυσμός,

δεν παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στα μεγέθη των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων. Ωστόσο την τελευταία δεκαετία παρατηρείται τάση

συγκεντροποίησης της γεωργικής γης σε λίγους γεωργούς, στις μεγαλύτερες

τάξεις μεγέθους. Η μεγάλη πλειοψηφία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων,

δημιουργήματα της αγροτικής μεταρρύθμισης, συνεχίζουν μέχρι τις μέρες μας να

είναι μικρές έως πολύ μικρές .

5.2.4. Τεμαχισμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων

Ενδιαφέρον παρουσιάζει να μελετήσουμε τον τεμαχισμό της γεωργικής γης, διότι

είναι ενδεικτικός των δυνατοτήτων αξιοποίησής της.

Πίνακας 16. Τεμαχισμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων

Έτη Αριθμός τεμαχίων

ανά εκμετάλλευση

Έκταση

αγροτεμαχίου (στρμ)

1961 7,1 4,5

1971 6,4 5,5

1991 5,9 7,2

2001 6,3 7,0

Πηγή: ΕΣΥΕ

Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα όχι μόνο είναι πολύ μικρές, αλλά είναι

και τεμαχισμένες, αποτελούνται από περίπου 6 τεμάχια κατά μέσον όρο η κάθε μία.

Ο αριθμός των τεμαχίων σε συνδυασμό με το μικρό τους μέγεθος, περίπου 7

στρέμματα το κάθε τεμάχιο, οξύνει περισσότερο το πρόβλημα, που σημαίνει ότι δεν

58

Page 59: Αγροτική κοινωνιολογία

μπορεί να γίνει ορθολογική αξιοποίηση της γεωργικής γης: δηλαδή είναι δύσκολη η

άρδευση του κάθε τεμαχίου ξεχωριστά, η μηχανοποίησή τους δεν μπορεί να γίνει

σωστά, είναι αυξημένο το κόστος παραγωγής λόγω των αποστάσεων μεταξύ τους

κλπ.

Η λύση στο πρόβλημα του τεμαχισμού της γεωργικής γης είναι ο αναδασμός, η

συγκέντρωση δηλαδή όλων των τεμαχίων σε ένα τεμάχιο. Ωστόσο, στην Ελλάδα,

παρόλο που έχουν πραγματοποιηθεί αναδασμοί σε αρκετές περιοχές, δε δίνουν

μακροχρόνια λύση στο πρόβλημα, διότι δε συνοδεύονται από ένα νομικό πλαίσιο που

να απαγορεύει τον εκ νέου τεμαχισμό της γεωργικής γης που προήλθε από αναδασμό.

Ένας παράγοντας που επιτείνει το πρόβλημα του τεμαχισμού είναι και το

κληρονομικό δίκαιο στη χώρα, που επιτρέπει τον τεμαχισμό της γης και την απόδοσή

της στους κληρονόμους.9

Το πολύ μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, σε συνδυασμό με το

μεγάλο τεμαχισμό τους και τα μειωμένα ποσοστά αρδευόμενης γης, αποτελούν

τα τρία βασικότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας.

5.2.5. Ιδιόκτητη και νοικιασμένη γεωργική γη

Μπροστά στη στενότητα της γεωργικής γης και τις πολύ υψηλές τιμές αγοράς της, η

ενοικίαση αποτελεί το μόνο τρόπο μεγέθυνσης της γεωργικής εκμετάλλευσης, έτσι

ώστε να γίνει οικονομικά αποδοτική και να γίνουν δυνατές οι επενδύσεις. Η εξέλιξη

της ενοικιαζόμενης γεωργικής γης στην Ελλάδα είναι η εξής:

Πίνακας 17. Διαχωρισμός της γεωργικής γης σε ιδιόκτητη και ενοικιαζόμενη

Έτη Ιδιόκτητη Ενοικιαζόμενη

1950 90,8 % 9,2 %

1961 88,2 % 11,8 %

1977 79,7 % 20,3 %

1985 72,0 % 28,0 %

2000 68,3 % 31,7 %

9 Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης τη γεωργική εκμετάλλευση διαδέχεται μόνο ένας κληρονόμος και απαγορεύεται ο τεμαχισμός της γεωργικής γης.

59

Page 60: Αγροτική κοινωνιολογία

Πηγή: ΕΣΥΕ

Στην Ελλάδα η ενοικίαση αυξήθηκε μεταπολεμικά, λόγω των μεταναστευτικών

ρευμάτων, και σήμερα αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο της καλλιεργούμενης

γης. Με δεδομένο τις πολύ υψηλές τιμές αγοράς γεωργικής γης, η ενοικίαση αποτελεί

το μόνο τρόπο αύξησης του μεγέθους της γεωργικής εκμετάλλευσης. Οι μεγάλες

εκμεταλλεύσεις καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της ενοικιαζόμενης γης, γεγονός

που εμμέσως συμβάλλει στη συγκεντροποίηση της γης από αυτές.

Τα υψηλότερα ποσοστά ενοικίασης παρατηρούνται στους πεδινούς νομούς, εκεί όπου

συγκεντρώνονται οι αροτραίες (ετήσιες) καλλιέργειες, δηλαδή κατά κύριο λόγο στη

βόρειο Ελλάδα. Αντίθετα, στη νότιο Ελλάδα, όπου κυριαρχούν οι δενδρώδεις

(πολυετείς) καλλιέργειες (ελιά, εσπεριδοειδή, αμπέλια), η ενοικίαση κατέχει μικρά

ποσοστά.

Με δεδομένο ότι οι ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων εκτάσεων κατοικούν, κατά κύριο

λόγο, σε αστικά κέντρα, στις περιοχές με αυξημένα ποσοστά ενοικίασης γίνεται

φανερή η εξάρτηση των μικρών και μεσαίων παραγωγών από τους αστούς, καθώς και

η διαφυγή αγροτικών εισοδημάτων σε εξω-αγροτικούς τομείς της οικονομίας.

5.3. Αγροτική παραγωγή και βασικές ζώνες καλλιεργειών ή

κλάδων παραγωγής

Ο πρωτογενής τομέας κατείχε μεταπολεμικά σημαντική θέση στην οικονομία της

χώρας, σταδιακά όμως έχασε τη σημασία του προς όφελος των άλλων τομέων

(δευτερογενή και τριτογενή). Έτσι, ενώ το 1961 συμμετείχε με 30% στο ΑΕΠ

(Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν), το 1991 συμμετείχε με 14% και το 2000 με 6%. Παρά

την πολύ σημαντική μείωση, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών –

μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της αγροτικής παραγωγής, υπερέχει η φυτική σε σχέση με

τη ζωική, παρ’ όλο που οι βοσκότοποι κατέχουν υψηλότερο ποσοστό στις χρήσεις

γης σε σχέση με τη γεωργική γη. Η αναλογία μεταξύ των δύο κλάδων παραγωγής

(φυτικής και ζωικής) είναι 70 προς 30.

60

Page 61: Αγροτική κοινωνιολογία

Στη χώρα μας παραδοσιακά, όπως και σε όλες τις μεσογειακές χώρες, επικρατούσε

μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα η τριλογία σιτηρά-ελιά-αμπέλι, επιλογή που

οφειλόταν στο ξηροθερμικό κλίμα της περιοχής, το ανάγλυφο του εδάφους και τη

χαμηλής γονιμότητας γεωργική γη.

Ωστόσο, οι επεμβάσεις για άρδευση της γεωργικής γης κατά τις πρώτες

μεταπολεμικές δεκαετίες, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της

γεωργίας και την ένταξη αργότερα της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και

γενικότερα η εμπορευματική κατεύθυνση της γεωργικής παραγωγής, επέφεραν

σημαντικές αλλαγές στον καλλιεργητικό χάρτη της χώρας. Νέες καλλιέργειες

εισήλθαν, άλλες επεκτάθηκαν και άλλες περιορίστηκαν ή εξαφανίστηκαν.

Η κατανομή των καλλιεργειών και κλάδων παραγωγής στην επικράτεια της χώρας

καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και οι

ανάγκες της οικογένειας δεν αποτελούν πλέον για τον αρχηγό της γεωργικής

εκμετάλλευσης τα μοναδικά κριτήρια επιλογής των καλλιεργειών. Οι επιλογές του

(με ποιο κλάδο παραγωγής θα ασχοληθεί, φυτική ή ζωική παραγωγή, ή τι θα

καλλιεργήσει) καθορίζονται από πολλούς και σύνθετους παράγοντες, τους εξής:

φυσικούς: εδαφοκλιματολογικές συνθήκες, μορφολογία εδάφους

δυνατότητες άρδευσης

αγροτική πολιτική: καλλιέργειες που επιδοτούνται

ζήτηση: ο παραγωγός παράγει τα προϊόντα που μπορεί να πουλήσει, αυτά

δηλαδή που ζητάει η αγορά.

μέγεθος γεωργικής εκμετάλλευσης: όσο μικρότερη είναι η γεωργική

εκμετάλλευση τόσο πιο εντατικές καλλιέργειες θα επιλέξει ο γεωργός.

απαιτούμενο κεφάλαιο

κοινωνικά χαρακτηριστικά: ηλικία του αρχηγού της γεωργικής

εκμετάλλευσης, διαθέσιμο οικογενειακό εργατικό δυναμικό κλπ.

Με βάση τους παραπάνω παράγοντες έχει διαμορφωθεί ο καλλιεργητικός χάρτης της

χώρας, τον οποίο θα μελετήσουμε αμέσως παρακάτω.

5.3.1. Φυτική παραγωγή

Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι οι μονοετείς ή ετήσιες ή αροτραίες

καλλιέργειες κυριαρχούν στη βόρειο Ελλάδα, ενώ οι πολυετείς ή μόνιμες στη

61

Page 62: Αγροτική κοινωνιολογία

νότιο. Οι ετήσιες καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση της γεωργικής γης, ωστόσο

μειώθηκαν σταδιακά σε σχέση με τις πολυετείς. Έτσι, το 1961 οι ετήσιες

καταλάμβαναν το 79% της γεωργικής γης και οι πολυετείς το 21%, σήμερα οι πρώτες

καταλαμβάνουν περίπου το 70% και οι μόνιμες το 30%.

Σε ό,τι αφορά τις μονοετείς καλλιέργειες, οι σημαντικότερες κατηγορίες είναι τα

σιτηρά και τα βιομηχανικά φυτά.

Τα σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη) καλλιεργούνται στις ημιορεινές και

πεδινές μη αρδευόμενες εκτάσεις της χώρας, όπου αποτελούν σχεδόν

μονοκαλλιέργεια. Μεταξύ των σιτηρών πρωτεύοντα ρόλο έχει το σιτάρι. Μέχρι την

ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλλιεργούνταν σχεδόν κατ’

αποκλειστικότητα το μαλακό σιτάρι, λόγω της ανθεκτικότητάς του στις χαμηλές

θερμοκρασίες. Μετά την ένταξη όμως, κυριάρχησε το σκληρό σιτάρι, λόγω των

πολύ σημαντικών επιδοτήσεων που απολαμβάνει από την Κοινότητα. Τα σιτηρά

καλλιεργούνται κατά κύριο λόγο στη βόρειο Ελλάδα. Στην κατηγορία των σιτηρών

επίσης εντάσσεται και το καλαμπόκι, που όμως καλλιεργείται σε αρδευόμενες

εκτάσεις.

Τα βιομηχανικά φυτά (βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, καπνός, βιομηχανική ντομάτα),

αυτά δηλαδή που τροφοδοτούν αγροτοβιομηχανίες, καλλιεργούνται στις αρδευόμενες

πεδιάδες (εκτός από τον καπνό που μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ξηρικές εκτάσεις)

και σε περιοχές που υπάρχουν οι αντίστοιχες βιομηχανίες επεξεργασίας των

προϊόντων τους (εκκοκιστήρια βάμβακος, βιομηχανίες ζάχαρης, καπνοβιομηχανίες

κλπ). Πριν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις αρδευόμενες εκτάσεις

κυριαρχούσε το καλαμπόκι. Μετά την ένταξη, το βαμβάκι εκτόπισε το καλαμπόκι,

διότι απολάμβανε σημαντικότερες επιδοτήσεις. Έτσι σήμερα το βαμβάκι κυριαρχεί

στις πεδιάδες της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, ενώ το καλαμπόκι περιορίστηκε στις

βόρειες πεδιάδες της Θράκης, εκεί όπου το βαμβάκι δεν μπορεί να αποδώσει

ικανοποιητικά λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών. Τα ζαχαρότευτλα καλλιεργούνται

γύρω από τις Βιομηχανίες Ζάχαρης, που είναι κρατικές βιομηχανίες. Σήμερα

υπάρχουν τέσσερις στη χώρα: στη Λάρισα, στο Πλατύ Ημαθίας, στην Ξάνθη και στην

Ορεστιάδα του Νομού Έβρου. Ο καπνός απολάμβανε παλαιότερα επιδοτήσεις, αλλά

σήμερα υπόκειται σε ποσοστώσεις. Ο καπνός ανατολικού τύπου (οι ποικιλίες

μπασμάς, καμπά κουλάκ, σαμψούν κλπ) καλλιεργείται κυρίως στη Μακεδονία και τη

Θράκη, ενώ ο καπνός αμερικάνικου τύπου (μπέρλεϋ, βιρτζίνια) καλλιεργείται στη

Μακεδονία και σε πολύ περιορισμένες εκτάσεις στη Στερεά Ελλάδα. Η βιομηχανική

62

Page 63: Αγροτική κοινωνιολογία

ντομάτα καλλιεργείται γύρω από τις αντίστοιχες βιομηχανίες. Σε γενικές γραμμές, τα

βιομηχανικά φυτά καλλιεργούνται στις αρδευόμενες πεδιάδες της Θεσσαλίας,

της Μακεδονίας και της Θράκης.

Στις μονοετείς καλλιέργειες εντάσσονται και τα «λαχανικά και πεπονοειδή», που

περιλαμβάνουν τόσο τις υπαίθριες καλλιέργειες όσο και τις θερμοκηπιακές. Η

συνολική τους έκταση σε επίπεδο χώρας είναι πολύ μικρή, ωστόσο η σημασία τους

είναι μεγάλη, διότι είναι από τις πιο εντατικές καλλιέργειες (απαιτούν ένταση

εργασίας και κεφαλαίου). Τα «λαχανικά και πεπονοειδή» εντοπίζονται γύρω από τα

μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), καθώς και στην Κρήτη (θερμοκήπια).

Οι πολυετείς καλλιέργειες ή μόνιμες καλλιέργειες περιλαμβάνουν κυρίως τα

δένδρα και τα αμπέλια. Τα δένδρα (ελιές και εσπεριδοειδή) κυριαρχούν στη Στερεά

Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά. Εντοπίζονται επίσης και σε μια

περιορισμένη ζώνη στη βόρεια Ελλάδα, στους νομούς Ημαθίας και Πέλλας και

περιλαμβάνουν τη ζώνη των πυρηνόκαρπων (ροδακινιές, βερικοκιές, κερασιές,

μηλιές). Από τις δενδρώδεις καλλιέργειες μόνο η ελιά δεν απαιτεί άρδευση και

μπορεί να αξιοποιήσει ξηρικές και άγονες εκτάσεις. Οι υπόλοιπες, στην πλειοψηφία

τους απαιτούν άρδευση για να έχουν ικανοποιητικές αποδόσεις.

Τα αμπέλια καλλιεργούνται σε περιορισμένες εκτάσεις και συγκεντρώνονται κυρίως

στις παραδοσιακά εξειδικευμένες περιοχές: Πελοπόννησος, ορισμένα νησιά

(Κεφαλονιά, Σάμος, Σαντορίνη, ορισμένες περιοχές της Κρήτης) και σε μικρές

νησίδες της βόρειας Ελλάδας (περιοχή Νάουσας, περιοχή Καβάλας). Το προϊόν

μπορεί να είναι επιτραπέζιο σταφύλι ή οινοποιήσιμο. Αρκετές περιοχές της χώρας

είναι χαρακτηρισμένες ως ΠΟΠ (Περιοχή Ονομασίας Προέλευσης) και παράγουν

ιδιαίτερα κρασιά.

Σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις των καλλιεργειών (ποσότητα παραγωγής / στρέμμα),

όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, υπήρξε μία συνεχής άνοδος μέχρι τη

δεκαετία του 1980, λόγω του εκσυγχρονισμού της γεωργίας που εφαρμόστηκε.

Ωστόσο, κατά τις επόμενες δεκαετίες δεν παρατηρήθηκε η ίδια αύξηση, παρατηρείται

μάλλον σταθεροποίηση, που σημαίνει ότι οι αποδόσεις άγγιξαν τα όριά τους. Σε

μερικές μάλιστα περιπτώσεις παρατηρήθηκε και μείωση των αποδόσεων, λόγω της

υπερβολικής και μακροχρόνιας χρήσης χημικών (λιπάσματα φάρμακα) Έτσι π.χ. το

καλαμπόκι ενώ το 1991 είχε μέση απόδοση τα 1003 κιλά/στρμ, το 2001 είχε 960

κιλά/στρμ.

63

Page 64: Αγροτική κοινωνιολογία

5.3.2. Ζωική παραγωγή

Η ζωική παραγωγή διακρίνεται στην αγελαδοτροφία, την προβατοτροφία, την

αιγοτροφία, τη χοιροτροφία και την ορνιθοτροφία, οι σημαντικότερες όμως μορφές

για την Ελλάδα είναι οι τρεις πρώτες.

Η αγελαδοτροφία συναντάται κατά κύριο λόγο στη βόρεια Ελλάδα (Κεντρική,

Ανατολική Μακεδονία και Θράκη), όπου βρίσκονται συγκεντρωμένες και οι

μεγαλύτερες μονάδες επεξεργασίας γάλακτος. Είναι η μορφή που έχει

εκσυγχρονισθεί περισσότερο από τις άλλες, τόσο με την εισαγωγή βελτιωμένων

ξενικών φυλών (Σβάιτς, Χόλσταϊν κλπ), όσο και με τη μηχανοποίησή της. Η κύρια

μορφή της σήμερα είναι η ενσταβλισμένη αγελαδοτροφία σε σύγχρονες και

μηχανοποιημένες μονάδες. Η μελέτη της εξέλιξής της από το 1971 έως σήμερα

δείχνει ότι παρ’ όλο ότι ο αριθμός των βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε τα

τελευταία τριάντα χρόνια κατά 50% περίπου, ωστόσο υπήρξε παράλληλα αύξηση του

αριθμού των ζώων, γεγονός που σημαίνει ότι αυξήθηκε ο αριθμός των ζώων ανά

εκμετάλλευση. Η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της βοοτροφίας οφείλεται στην

πολιτική των επιδοτήσεων του κλάδου (επιδοτήσεις για την αγορά ζώων, αλλά και

την κατασκευή σύγχρονων στάβλων), καθώς και στην εγκατάσταση πληθώρας

μεταποιητικών βιομηχανιών (ΑΓΝΟ, ΜΕΒΓΑΛ, ΔΕΛΤΑ κλπ), που παραλαμβάνουν

άμεσα το προϊόν. Ωστόσο η ανάπτυξη του κλάδου έχει ανακοπεί τα τελευταία χρόνια

λόγω των ποσοστώσεων10 που έχει επιβάλει η ΕΕ στο γάλα. Οι περιορισμοί αυτοί

οφείλονται στην υπερπαραγωγή γάλακτος που παρατηρείται στα κράτη – μέλη της

Κοινότητας.

Πίνακας 18. Εξέλιξη της βοοτροφίας

Βοοειδή

Έτος Αριθμός

εκμεταλλεύσεων

Αριθμός

ζώων

Μέγεθος

Κτηνοτρ. Μονάδας

1971 872.373

1991 53.070 594.183 11

10 Ποσόστωση είναι μια συγκεκριμένη ποσότητα γάλακτος μέχρι την οποία μπορεί να παράγει ο βοοτρόφος και την οποία εάν υπερβεί του επιβάλλεται πρόστιμο. Το ύψος της ποσόστωσης έχει καθορισθεί με βάση την παραγωγή προηγούμενων ετών.

64

Page 65: Αγροτική κοινωνιολογία

2000 28.325 652.386 23

Πηγή: ΕΣΥΕ

Η αιγοπροβατοτροφία εντοπίζεται κυρίως στην κεντρο-δυτική και νότιο Ελλάδα και

ορισμένα νησιά (Κρήτη, Λέσβος). Έχει παραμείνει στην παραδοσιακή της μορφή,

δηλαδή την κοπαδιάρικη και ο εκσυγχρονισμός της είναι περιορισμένος. Ενώ η

αγελαδοτροφία δεν αξιοποιεί πλέον βοσκοτόπους, διότι είναι στις μέρες μας

ενσταβλισμένη, η αιγοπροβατοτροφία τους αξιοποιεί. Ωστόσο παρατηρείται

υπερβόσκηση των βοσκοτόπων. Το γεγονός αυτό φαντάζει παράδοξο, διότι οι

βοσκότοποι στη χώρα καταλαμβάνουν το 40% της επικράτειας και η κτηνοτροφία

δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη. Οφείλεται όμως στο γεγονός ότι δεν αξιοποιούνται

όλοι οι βοσκότοποι, αλλά μόνο αυτοί που βρίσκονται γύρω από οικισμούς και όχι οι

μακρινοί, με άμεσο αποτέλεσμα την υπερβόσκησή τους.

Ο αριθμός των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε τα τελευταία

τριάντα χρόνια, όμως ο αριθμός των ζώων αυξήθηκε, που σημαίνει αύξηση του

μεγέθους των κοπαδιών. Το ζωικό κεφάλαιο αυξήθηκε μετά την ένταξη της χώρας

στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω των επιδοτήσεων που δίνονταν ανά κεφαλή ζώου. Στη

συνέχεια όμως (μετά την αναθεώρηση του 1992), καθορίστηκαν ποσοστώσεις στο

ζωικό κεφάλαιο, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα.

Πίνακας 19. Εξέλιξη της αιγοπροβατοτροφίας

Έτος

Πρόβατα Αίγες

Αριθμός

εκμεταλ.

Αριθμός

ζώων

Μέγεθος

κοπαδιού

Αρ.

εκμεταλ.

Αριθμός

ζώων

Μέγεθος

κοπαδιού

1971 7.677.737 4.236.209

1991 160.560 8.269.691 51,5 202.720 5.188.044 25,5

2000 138.251 5.327.201 38,5 128.551 8.752.668 68

Πηγή: ΕΣΥΕ

65

Page 66: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ

ΧΩΡΟ

6.1. Κατηγορίες πληθυσμού, εξέλιξη και σύνθεση του

αγροτικού πληθυσμού

Ο πληθυσμός της χώρας διακρίνεται σε τρεις βασικές κατηγορίες:

- τον αγροτικό πληθυσμό: είναι αυτός που διαμένει σε οικισμούς κάτω των

2000 κατοίκων.

- τον ημιαστικό πληθυσμό: είναι αυτός που διαμένει σε οικισμούς των 2000

έως 10.000 κατοίκων.

- τον αστικό πληθυσμό: είναι αυτός που διαμένει σε οικισμούς άνω των

10.000 κατοίκων.

Η εξέλιξη των τριών κατηγοριών στη χώρα μεταπολεμικά είναι η εξής:

Πίνακας 20. Εξέλιξη του συνολικού πληθυσμού κατά κατηγορία

Έτη Αγροτικός Ημιαστικός Αστικός Σύνολο

1961 44 % 13 % 43 % 100 %

1971 35 % 12 % 53 % 100 %

1981 30 % 12 % 58 % 100 %

1991 28 % 13 % 59 % 100 %

2001 27,2 72,8* 100 %

*Κατά την απογραφή του 2001 καταργείται η κατηγορία του ημιαστικού πληθυσμού.

Πηγή: ΕΣΥΕ

66

Page 67: Αγροτική κοινωνιολογία

Σύμφωνα με τον πίνακα, το 1961 ο αγροτικός και ο αστικός πληθυσμός είχαν το ίδιο

βάρος στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Όμως από εκεί και πέρα οι πορείες τους

ήταν εντελώς αντίστροφες: ο αγροτικός πληθυσμός μειώνεται κατά τις επόμενες

δεκαετίες κατά 20 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ αντίστοιχα ο αστικός αυξάνεται κατά

20 περίπου μονάδες. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ίδιο διάστημα ανάμεσα στις δύο

κατηγορίες πληθυσμού ο ημιαστικός πληθυσμός παραμένει σχεδόν σταθερός,

περίπου 12% του συνολικού πληθυσμού. Αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο

αγροτικός πληθυσμός εγκαταλείποντας την ύπαιθρο κατευθύνεται απ’ ευθείας στα

αστικά κέντρα και όχι στα ημιαστικά.

Η μεγαλύτερη μείωση / αύξηση του αγροτικού και του αστικού πληθυσμού

πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία 1960-1970, ενώ αργότερα οι αλλαγές βαίνουν

με μειούμενους ρυθμούς. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια οι δύο

κατηγορίες πληθυσμών σχεδόν σταθεροποιούνται και ότι η ελληνική κοινωνία δεν

υφίσταται πλέον τις μεγάλες ανακατατάξεις που υπέστη κατά τις πρώτες

μεταπολεμικές δεκαετίες.

Σε ό,τι αφορά τον αγροτικό πληθυσμό ειδικότερα, η εξέλιξή του μέχρι τις μέρες μας

ανά δεκαετία είναι η εξής:

τη δεκαετία 1960-1970 υπέστη μια πολύ σημαντική μείωση, που οφειλόταν

στα πολύ έντονα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις χώρες της Δυτικής

Ευρώπης (εξωτερική μετανάστευση).

τη δεκαετία 1970-1980 υπέστη μια σημαντική μείωση, που οφειλόταν στα

μεταναστευτικά ρεύματα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας

(εσωτερική μετανάστευση)

τη δεκαετία 1980-1990 υπέστη μια μικρή μείωση, που οφειλόταν στις

συνεχιζόμενες μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα, οι οποίες όμως ήταν σε

ύφεση.

τη δεκαετία του 1990-2000 ο αγροτικός πληθυσμός σταθεροποιείται. Οι

μετακινήσεις που παρατηρούνται πλέον έχουν άλλο χαρακτήρα, πρόκειται

κυρίως για ενδοπεριφερειακές μετακινήσεις. Πράγματι, μελετώντας τα

στοιχεία της εξέλιξης του πληθυσμού σε επίπεδο νομών, παρατηρείται ότι ο

πληθυσμός των νομών είναι σχεδόν σταθερός (και σε μερικές περιπτώσεις

αυξανόμενος) την τελευταία δεκαετία. Αυτό δείχνει ότι ο μετακινούμενος

αγροτικός πληθυσμός προτιμά τα αστικά κέντρα της περιοχής του

67

Page 68: Αγροτική κοινωνιολογία

(πρωτεύουσα του νομού ή και μικρότερες πόλεις) παρά τα μεγάλα αστικά

κέντρα της χώρας (Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Αυτό εξ’ άλλου φαίνεται και

από το γεγονός ότι ο πληθυσμός των αστικών αυτών κέντρων δεν παρουσιάζει

ιδιαίτερη αύξηση τα τελευταία χρόνια. Η προτίμηση των μικρότερων

αστικών κέντρων οφείλεται σε πολλούς λόγους: α) Στο ότι οι θέσεις

εργασίας στα πολύ μεγάλα αστικά κέντρα μειώνονται, αλλά και στο γεγονός

ότι το κόστος ζωής εκεί είναι πολύ υψηλό. β) Στην ιδιαίτερη ανάπτυξη που

γνώρισαν τα τελευταία χρόνια τα μικρά περιφερειακά αστικά κέντρα (κυρίως

πρωτεύουσες νομών), όπου έχουν αυξηθεί οι θέσεις εργασίας, καθώς και οι

υπηρεσίες (τόσο εξυπηρέτησης όσο και διασκέδασης). Παράλληλα το κόστος

ζωής στα μικρά αστικά κέντρα είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κόστος

ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα. γ) Στο ότι η εγκατάσταση στο μικρό αστικό

κέντρο της περιοχής επιτρέπει συχνότερη επαφή με τον τόπο καταγωγής, αλλά

και σε αρκετές περιπτώσεις διατήρηση της οικογενειακής γεωργικής

εκμετάλλευσης και την εξασφάλιση με αυτό τον τρόπο συμπληρωματικών

εισοδημάτων.

Η μαζική μετανάστευση των πιο δυναμικών ηλικιών που γνώρισε ο αγροτικός χώρος

κατά τις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980, η αρνητικότητα των νεώτερων ηλικιών

να ασκήσουν το γεωργικό επάγγελμα, η μείωση της γεννητικότητας του αγροτικού

πληθυσμού (όπως εξ’ άλλου όλης της ελληνικής κοινωνίας) και η αύξηση του ορίου

ζωής, άλλαξαν σημαντικά την ηλικιακή σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού. Ενώ το

1961 τα παιδιά αντιπροσώπευαν σημαντικό ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού και

οι ηλικιωμένοι μικρό, σήμερα συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η εξέλιξη αυτή δείχνει

τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, όπως μπορούμε να δούμε στον παρακάτω

πίνακα11:

Πίνακας 21. Ηλικιακή σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού το 1961 και 2001

Ηλικιακές ομάδες 1961 2001

0 – 14 30,1 % 14,1 %

15-24 14,7 % 12,5 %

25-34 15,8 % 13,6 %

11 Γήρανση παρατηρείται και στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, η οποία οφείλεται στη μείωση της γεννητικότητας.

68

Page 69: Αγροτική κοινωνιολογία

35-44 10,5 % 12,7 %

45-64 19,9 % 24,9 %

> 65 9,0 % 22,1 %

Σύνολο 100 % 100 %

Πηγή: ΕΣΥΕ

6.2. Απασχόληση στον πρωτογενή τομέα

Οι παραπάνω εξελίξεις των τριών κατηγοριών πληθυσμού της χώρας αντανακλώνται

στην εξέλιξη του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στον πρωτογενή τομέα.

Το ποσοστό των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα μειώθηκε πάρα πολύ από

το 1960 έως τις μέρες μας, η συνολική μείωση είναι της τάξης του 73%. Η μείωση

αυτή δεν πραγματοποιήθηκε με τους ίδιους ρυθμούς ανά δεκαετία. Η μεγαλύτερη

μείωση πραγματοποιήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, κατά τη δεκαετία 1960-1970

και έφτασε τις 19 περίπου εκατοστιαίες μονάδες, ενώ κατά τις επόμενες δεκαετίες

μέχρι σήμερα η μείωση είχε έναν φθίνοντα ρυθμό: κατά 9, 9, 7 και 1 εκατοστιαίες

μονάδες τις αντίστοιχες δεκαετίες. Φαίνεται δηλαδή ότι το απασχολούμενο στη

γεωργία εργατικό δυναμικό σχεδόν σταθεροποιείται.

Τα παραπάνω ποσοστά είναι τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών – μελών της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και από τα αντίστοιχα ποσοστά της Πορτογαλίας, που

θεωρείται η χώρα που έχει περίπου της ίδιες δομές στον πρωτογενή τομέα με την

Ελλάδα. Ο μέσος όρος των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα στην Κοινότητα

είναι της τάξης του 4%, με υψηλότερο το ποσοστό της Ελλάδας και χαμηλότερο το

ποσοστό της Αγγλίας που είναι μόλις 2%, όπως μπορούμε να δούμε στον παρακάτω

πίνακα:

Πίνακας 22. Απασχόληση στον πρωτογενή τομέα ως ποσοστό στη συνολική

απασχόληση της χώρας

Έτη Ελλάδα ΕΕ Πορτογαλία

1960 59,4

1970 41,0

1975 36,9 15,8 33,9

1980 32,7 10,0 25,0

1990 23,9 6,7 18,1

69

Page 70: Αγροτική κοινωνιολογία

2000 17,3 4,3 12,7

2002 16,1 4,1 12,4

Πηγή:Ζωγραφάκης Στ., Πατρώνης Β., «Διαχρονική εξέλιξη της απασχόλησης στην

Ελλάδα: η προσαρμογή του αγροτικού τομέα», ΕΤΑΓΡΟ, σελ., 577-588.

Η συστηματικότερη ανάλυση των μετακινήσεων του αγροτικού πληθυσμού κατά τις

τελευταίες δεκαετίες δείχνει μια μετακίνησή του από τις ορεινές περιοχές προς τις

πεδινές. Δηλαδή παρατηρείται μια «κάθοδος» από τα βουνά προς τις πεδιάδες.

Πράγματι, το 2001 ο ορεινός πληθυσμός αντιπροσωπεύει το 9,2% του συνολικού

πληθυσμού, ο πεδινός το 69%, και ο ημιορεινός το 20,3%. Αυτό βέβαια εξηγείται από

το γεγονός ότι η πλειοψηφία των αστικών κέντρων βρίσκονται σε πεδινές περιοχές.

Όμως δεν αρκεί μία ποσοτική ανάλυση των δημογραφικών στοιχείων, αλλά

ενδιαφέρον είναι να μελετήσουμε και την ποιοτική εξέλιξη του αγροτικού

πληθυσμού, με άλλα λόγια την ηλικιακή του σύνθεση. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο

αγροτικός πληθυσμός «γηράσκει», δηλαδή ο αγροτικός χώρος κατοικείται από όλο

και μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, εφ’ όσον οι νεότεροι μεταναστεύουν, όπως

είδαμε και πιο πάνω.

Η συμμετοχή των οικονομικά ενεργών12 στον πρωτογενή τομέα, των οποίων η ηλικία

είναι μεγαλύτερη των 55 ετών συνεχώς αυξάνεται: έτσι, το 1971 αντιπροσώπευαν το

17%, ενώ το 1991 το 35%. Σήμερα, η μέση ηλικία των αρχηγών των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων είναι τα 57 έτη, ενώ το 83% είναι άνω των 40 ετών. Σ’ αυτό δε εάν

προσθέσουμε και το γεγονός ότι πάνω από το 30% των αρχηγών των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων είναι συνταξιούχοι (άνω των 65 ετών), γίνεται αντιληπτό το οξύ

πρόβλημα της γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού, το οποίο σε συνδυασμό με το

πρόβλημα της έλλειψης διαδόχων των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, θέτει επιτακτικά

το πρόβλημα της συνέχειας της γεωργικής δραστηριότητας, κυρίως στις ορεινές και

μειονεκτικές περιοχές.

12 Ενεργός πληθυσμός λέγεται ο πληθυσμός ηλικίας 15-65 ετών που είναι ικανός για εργασία (εξαιρούνται δηλαδή τα άτομα με σωματικά ή διανοητικά προβλήματα που τους εμποδίζουν να εργαστούν).Οικονομικά ενεργός πληθυσμός είναι ο πληθυσμός ηλικίας 15-65 ετών που εργάζεται, καθώς και αυτοί που αναζητούν εργασία (αυτοί δηλαδή που είναι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους των ανέργων του ΟΑΕΔ).

70

Page 71: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7Ο.

ΠΟΛΥΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

7.1. Η έννοια της πολυαπασχόλησης του αγροτικού

πληθυσμού

Η γεωργία που άλλοτε απασχολούσε την πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού της

υπαίθρου, διαδραματίζει όλο και μικρότερο ρόλο στην τοπική απασχόληση. Η

γεωργική δραστηριότητα, λόγω της εκμηχάνισής της, σε πολλές περιπτώσεις δεν

εξασφαλίζει πλήρη απασχόληση ούτε σε ένα μέλος της αγροτικής οικογένειας. Λόγω

λοιπόν της αδυναμίας του πρωτογενή τομέα να εξασφαλίζει ικανοποιητικά

εισοδήματα στον αγροτικό πληθυσμό, η αναζήτηση απασχόλησης από τα μέλη της

αγροτικής οικογένειας στους άλλους τομείς της οικονομίας (δευτερογενή, τριτογενή)

είναι δεδομένη. Είναι αποδεδειγμένο πλέον ότι εάν το πλεονάζον εργατικό δυναμικό

δε βρει θέσεις εργασίας στον τόπο του, θα τις αναζητήσει εκτός περιοχής, δηλαδή θα

μεταναστεύσει. Επομένως η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και στους άλλους

τομείς της οικονομίας είναι απολύτως απαραίτητη, προκειμένου να συγκρατηθεί ο

πληθυσμός στην ύπαιθρο.

Η «διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης» στον αγροτικό χώρο με την απασχόληση

του αγροτικού πληθυσμού σε νέες οικονομικές δραστηριότητες, η

«πολυαπασχόληση» δηλαδή των αγροτών, αποτελεί το μέσο για την επίτευξη αυτού

του στόχου.

Πολυαπασχόληση των αγροτών είναι η παράλληλη απασχόλησή τους και σε

άλλη αμειβόμενη δραστηριότητα έξω από τη γεωργική εκμετάλλευση

71

Page 72: Αγροτική κοινωνιολογία

(εξωγεωργική απασχόληση), εντός ή εκτός του πρωτογενή τομέα. Η

πολυαπασχόληση μπορεί να αφορά τον ίδιο τον αρχηγό της γεωργικής

εκμετάλλευσης ή και τα άλλα μέλη του νοικοκυριού (σύζυγος, παιδιά).

Η πολυαπασχόληση των αγροτών, ενώ παλιότερα δεν ήταν «επιθυμητή» από τις

αγροτικές πολιτικές, διότι αποσπούσε την αγροτική οικογένεια από τη γεωργική της

δραστηριότητα, σήμερα επιδιώκεται προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθυσμός στην

ύπαιθρο. Η πολυαπασχόληση των αγροτών αποτελεί για την ευρωπαϊκή πολιτική

κύριο μοχλό της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της υπαίθρου, ιδιαίτερα για

τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.

Οι παράγοντες που οδηγούν στην πολυαπασχόληση των αγροτών είναι οι εξής:

1. Δυσκολία επιβίωσης της γεωργικής εκμετάλλευσης: η αναγκαιότητα για

επενδύσεις στη γεωργική εκμετάλλευση, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού

της, χωρίς την παράλληλη σημαντική αύξηση των γεωργικών εισοδημάτων,

έθεσε σε αρκετές περιπτώσεις σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της γεωργικής

εκμετάλλευσης. Η αναζήτηση εξωγεωργικής απασχόλησης από τα μέλη της

αγροτικής οικογένειας ήταν ο μόνος τρόπος για την επιβίωσή της.

2. Ύπαρξη ευκαιριών εξωγεωργικής απασχόλησης: με δεδομένη τη

σημαντική μείωση του χρόνου απασχόλησης στις γεωργικές δραστηριότητες,

λόγω της εκμηχάνισης της παραγωγικής διαδικασίας, αφ’ ενός ορισμένα μέλη

της αγροτικής οικογένειας απελευθερώθηκαν πλήρως από τις γεωργικές

εργασίες (σύζυγος, παιδιά), αφ’ ετέρου ο αρχηγός απασχολείται σ’ αυτές πολύ

λιγότερο χρόνο. Έτσι, εφ’ όσον σε ορισμένες περιοχές υπήρξαν ευκαιρίες

απασχόλησης, τα μέλη του αγροτικού νοικοκυριού ήταν διαθέσιμα να τις

αξιοποιήσουν. Έτσι π.χ. η εγκατάσταση βιομηχανιών σε ορισμένες περιοχές

(π.χ. τα εργοστάσια της ΔΕΗ στην Κεντρική Μακεδονία ή την Πελοπόννησο,

τα εργοστάσια της ΕΛΒΙΖ στη Μακεδονία και Θράκη, η οριοθέτηση

βιομηχανικών περιοχών σε πολλές περιοχές της χώρας κλπ) ή η ανάπτυξη του

τουρισμού σε άλλες, αποτέλεσαν ευκαιρίες για τον αγροτικό πληθυσμό να

πολυαπασχοληθεί.

3. Οι πολιτικές συγκράτησης του πληθυσμού στην ύπαιθρο: Η παρέμβαση

της δημόσιας πολιτικής στη λειτουργία του αγροτικού χώρου, η οποία

παλιότερα προέτρεπε στην επιτάχυνση της εξόδου του πλεονάζοντος και

υποαπασχολούμενου εργατικού δυναμικού, την τελευταία 15ετία επιδιώκει τη

συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο. Η ΕΕ στα πλαίσια της

72

Page 73: Αγροτική κοινωνιολογία

περιφερειακής και αγροτικής της πολιτικής προσπαθεί με κάθε τρόπο να

ενθαρρύνει την ανάληψη πρωτοβουλιών, ατομικών ή συλλογικών, για την

εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων στην ύπαιθρο. Για το σκοπό αυτό έχει

θεσπίσει προγράμματα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας στην ύπαιθρο για

τη δημιουργία νέων ευκαιριών απασχόλησης, το πιο χαρακτηριστικό εκ των

οποίων είναι το πρόγραμμα Leader. Τα προγράμματα αυτά επιδοτούν τη

δημιουργία επιχειρήσεων σε διάφορους τομείς: βιοτεχνίες μεταποίησης,

μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις, τουρισμός, δραστηριότητες αναψυχής, υγείας

κλπ. Ο τομέας που προωθείται ιδιαίτερα είναι ο αγροτουρισμός, διότι

αποτελεί το σημαντικότερο μέσο για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης

ιδιαίτερα στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, εξωγεωργική απασχόληση δεν αναζητούν μόνο οι κάτοχοι

γεωργικών εκμεταλεύσεων που έχουν μειωμένα γεωργικά εισοδήματα. Η

πολυαπασχόληση μπορεί να αφορά κατοίκους της υπαίθρου που αξιοποιούν ευκαιρίες

ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε άλλο τομέα εκτός γεωργίας (ιδιαίτερα τα νέα μέλη

της οικογένειας) ή και αυτά τα οποία θέλουν να επενδύσουν τα γεωργικά τους

εισοδήματα. Σε παγκόσμια κλίμακα η πολυαπασχόληση απαντάται ανεξάρτητα από

το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας. Έτσι μπορεί να απαντάται σε χώρες με

αναπτυγμένη οικονομία και εντατική γεωργία, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, αλλά

και σε χώρες με λιγότερο αναπτυγμένη οικονομία ως αναγκαιότητα επιβίωσης των

αγροτικών νοικοκυριών. Η πολυαπασχόληση μπορεί να αφορά είτε εξαρτημένη

εργασία, είτε αυτοαπασχόληση.

7.2. Τυπολογία των πολυαπασχολούμενων γεωργικών

εκμεταλλεύσεων

Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελληνικό χώρο καταλήγουν στην εξής

τυπολογία των πολυαπασχολούμενων εκμεταλλεύσεων:

α. μικρές εκμεταλλεύσεις, για τις οποίες η πολυαπασχόληση εκφράζει την αδυναμία

επιβίωσης του αγροτικού νοικοκυριού και σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί τον

προθάλαμο πριν την οριστική έξοδο από τη γεωργία.

73

Page 74: Αγροτική κοινωνιολογία

β. μικρές ή μεσαίες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες πολυαπασχολούνται για να

συμπληρώσουν το γεωργικό εισόδημα προκειμένου να παραμείνουν στον αγροτικό

χώρο.

γ. μικρές ή μεσαίες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες πολυαπασχολούνται με σκοπό να

χρησιμοποιήσουν τα εξωγεωργικά εισοδήματα για την πραγματοποίηση επενδύσεων

στη γεωργική εκμετάλλευση και να βελτιώσουν με αυτό τον τρόπο την

ανταγωνιστική τους θέση στην αγορά.

δ. μεγάλες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες επενδύουν τα γεωργικά τους εισοδήματα σε

διάφορες δραστηριότητες, που όμως συνήθως αφορούν την καθετοποίηση της

παραγωγής τους (μεταποίηση, εμπορία ή αγροτουρισμός)

Τα τελευταία χρόνια, που η έξοδος των νέων από την ύπαιθρο έχει περιορισθεί,

αναπτύσσεται περισότερο η πολυαπασχόληση των νέων μελών των αγροτικών

νοικοκυριών και υποκαθίσταται η πολυαπασχόληση των αρχηγών των γεωργικών

εκμεταλλεύσεων. Αυτός ο τύπος πολυαπασχόλησης λέγεται «διάχυτη

πολυαπασχόληση» και συνδέεται με την πρόσφατη ανάπτυξη νέων, μη γεωργικών

δραστηριοτήτων στον αγροτικό χώρο (όπως βιοτεχνικές δραστηριότητες, τουριστικές

και άλλες υπηρεσίες), στις οποίες τα νεαρά μέλη του αγροτικού νοικοκυριού μπορούν

ευκολότερα να απορροφηθούν, ενώ αντίθετα δείχνουν απροθυμία να ακολουθήσουν

το γεωργικό επάγγελμα.

Στην Ελλάδα η πολυαπασχόληση φαίνεται πως είναι αρκετά σημαντική και κατά

περιοχές πολύ σημαντική. Σε επίπεδο αρχηγών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, η

πολυαπασχόληση ξεπερνά το 30%, ενώ σε επίπεδο των υπόλοιπων μελών της

αγροτικής οικογένειας (διάχυτη πολυαπασχόληση) το 50% (Δαμιανός κ.α.1995).

Σε επίπεδο νομού παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση του βαθμού

πολυαπασχόλησης (σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ξεπερνά το 60%) και

συνδέεται με το βαθμό διαφοροποίησης της τοπικής οικονομίας. Σε γενικές γραμμές

η πολυαπασχόληση είναι εντονότερη εκεί που υπάρχουν δυνατότητες, όπως:

1. περιοχές με αναπτυγμένο τουρισμό (παράκτιες περιοχές και νησιά)

2. περιοχές με αναπτυγμένο αγροτουρισμό (περιοχή λίμνης Πλαστήρα στο Ν.

Καρδίτσας, περιοχή Βόρα στο Ν. Πέλλας, περιοχή Πίνδου στο Ν. Γρεβενών)

3. περιοχές όπου είναι εγκατεστημένες μεγάλες βιομηχανίες (περιοχή

Πτολεμαϊδας στο Ν. Κοζάνης, βιομηχανικές περιοχές Κιλκίς, Ξάνθης κλπ)

4. περιοχές όπου υπάρχουν πολλές βιοτεχνίες (γουνοποιϊα στο Ν. Καστοριάς).

74

Page 75: Αγροτική κοινωνιολογία

Περιοριστικός παράγοντας για την άσκηση εξωγεωργικής απασχόλησης μπορεί να

είναι η ανταγωνιστικότητα της νέας απασχόλησης με την γεωργική σε ό,τι αφορά το

χρόνο εργασίας. Έτσι π.χ. δεν μπορεί ένας γεωργός να ασκήσει μια εξωγεωργική

απασχόληση την εποχή που η γεωργική του εκμετάλλευση απαιτεί αυξημένη εργασία.

Γι’ αυτό, η εξωγεωργική απασχόληση στον τουρισμό (που ασκείται κατά τους

θερινούς μήνες) συνδυάζεται άριστα με την ελαιοκαλλιέργεια, η οποία δεν απαιτεί

εργασία κατά τους θερινούς μήνες, αλλά αργότερα. Αυτός όμως ο συνδυασμός δεν

είναι δυνατός πάντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο.

ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ

ΧΩΡΟΥ

Την τελευταία δεκαπενταετία οι κωμοπόλεις του αγροτικού χώρου αναδεικνύονται σε

σημαντικά κέντρα τόσο ως προς την απασχόληση και την προσφορά νέων θέσεων

εργασίας, όσο και ως τόπος κατοικίας, έλκοντας πληθυσμό από την ευρύτερη

ενδοχώρα τους.

Οι μικρές και μεσαίες πόλεις λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ των μεγάλων αστικών

κέντρων και του αγροτικού χώρου, συγκεντρώνοντας βασικές υπηρεσίες και

υποδομές, όπως: α) συλλογικές υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες (νοσοκομεία,

κέντρα υγείας), β) σχολεία, τραπεζικά δίκτυα, δημόσιες μεταφορές κλπ, γ) λοιπές

υπηρεσίες (κέντρα ψυχαγωγίας, επισκευές) κλπ. Η συνεχής επέκταση και βελτίωση

του οδικού δικτύου, η διάδοση των ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων, αλλά και η

βελτίωση του επιπέδου ζωής στην ύπαιθρο, ερμηνεύουν αυτή την αυξημένη

κινητικότητα του αγροτικού πληθυσμού προς τα μικρά και μεσαία αστικά κέντρα της

περιοχής τους.

Παράλληλα, ένα άλλο φαινόμενο κινητικότητας πληθυσμού αναπτύσσεται στον

αγροτικό χώρο τα τελευταία χρόνια: η κινητικότητα αυτή έχει την αντίθετη

κατεύθυνση σε σχέση με το προηγούμενο, και είναι αυτή κατά την οποία κάτοικοι

των μεγάλων αστικών κέντρων κατευθύνονται προς την ύπαιθρο. Το φαινόμενο αυτό

έχει δύο πτυχές:

1. κατεύθυνση προς την ύπαιθρο με σκοπό τη δημιουργία μόνιμης

κατοικίας. Αυτό αφορά την ύπαιθρο που βρίσκεται κοντά ή πολύ κοντά σε

75

Page 76: Αγροτική κοινωνιολογία

μεγάλα αστικά κέντρα, όπου κατευθύνονται οι αστοί για εγκατάσταση, ενώ

εργάζονται στα αστικά κέντρα και καθημερινά παλινδρομούν μεταξύ πόλης

και χωριού (π.χ. Νέα Μάκρη, Ραφήνα, Μεσόγεια γύρω από την Αθήνα ή

Θέρμη, Τρίγλια, Περαία, Καρδία γύρω από τη Θεσσαλονίκη). Η ακτίνα μέχρι

την οποία επεκτείνεται αυτή η παλινδρόμηση εξαρτάται από την ποιότητα των

δικτύων μεταφοράς (οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο). Έτσι π.χ. σε

αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης η ακτίνα επεκτείνεται μέχρι και τα 200

χιλιόμετρα. Οπωσδήποτε, αυτή η ύπαιθρος σταδιακά χάνει τον αγροτικό της

χαρακτήρα και αστικοποιείται.

2. κατεύθυνση προς την ύπαιθρο με σκοπό τη δημιουργία παραθεριστικής

κατοικίας: η κίνηση αυτή παρατηρείται όχι μόνο από ανθρώπους που

κατασκευάζουν την παραθεριστική τους κατοικία στον τόπο καταγωγής τους,

αλλά και από κατοίκους των πόλεων για τους οποίους το φυσικό περιβάλλον

και το αγροτικό τοπίο αποτελούν σημαντικά στοιχεία ανάπαυσης και

ψυχαγωγίας.

Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του ΥΠΕΧΩΔΕ (1996), η παραθεριστική ή δεύτερη

κατοικία έχει επεκταθεί σημαντικά στη χώρα. Ελλείψει εξειδικευμένων στατιστικών

στοιχείων, ως δείκτης παραθεριστικής κατοικίας θεωρήθηκε το σύνολο των κενών

κατοικιών μιας περιοχής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, εκτιμήθηκε ότι το

1991 ο μέσος όρος των κενών / παραθεριστικών κατοικιών ξεπερνούσε το 34% του

συνόλου των κατοικιών (550.000). Τα μεγαλύτερα ποσοστά συγκεντρώνονται:

α) στις νησιωτικές και γενικότερα στις αναπτυγμένες τουριστικά παράκτιες περιοχές

(Κυκλάδες 57%, Κέρκυρα 52%, Σάμος 49%),

β) στις περιαστικές ζώνες (Χαλκιδική-Θεσσαλονίκη 65%, Κορινθία-Αθήνα 48%)

γ) σε αγροτικές περιοχές όπου αστοί κατασκευάζουν την παραθεριστική τους

κατοικία είτε γιατί επιθυμούν να συντηρήσουν τις σχέσεις τους με τον τόπο

καταγωγής τους, είτε για ξεκούραση (παραθεριστική κατοικία στο βουνό).

Οι επιπτώσεις από την επέκταση της παραθεριστικής κατοικίας στον αγροτικό χώρο

είναι ποικίλες. Από οικονομικής άποψης, δημιουργεί θετικά πολλαπλασιαστικά

αποτελέσματα στον κατασκευαστικό τομέα και στους συναφείς κλάδους. Οι

δραστηριότητες και η προσφορά υπηρεσιών σχετικά με τον παραθερισμό

δημιουργούν θέσεις εργασίας και κατά συνέπεια ενισχύουν τα τοπικά εισοδήματα.

Επίσης συντελούν στη βελτίωση των υποδομών (π.χ. οδικά δίκτυα, τραπεζικά δίκτυα,

76

Page 77: Αγροτική κοινωνιολογία

κέντρα υγείας κλπ) και δίνουν δυνατότητες διασκέδασης στον τοπικό πληθυσμό. Όλα

τα παραπάνω συγκρατούν (ή προσελκύουν) πληθυσμό στην ύπαιθρο.

Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν και αρνητικές συνέπειες. Η αυξημένη

ζήτηση για παραθεριστική κατοικία ανεβάζει υπέρμετρα σε ορισμένες περιοχές την

αξία της γης και των ακινήτων, με αποτέλεσμα να γίνεται απρόσιτη στον τοπικό

πληθυσμό που θέλει να αποκτήσει πρώτη κατοικία ή ακόμα στους αγρότες που

θέλουν να μεγεθύνουν τη γεωργική τους εκμετάλλευση με αγορά γης. Επίσης, η

αλόγιστη επέκταση της παραθεριστικής κατοικίας, που συχνά συνοδεύεται με την

αυθαίρετη δόμηση, δημιουργεί έντονα περιβαλλοντικά προβλήματα, που σχετίζονται

με την υποβάθμιση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, τη διαχείριση των

σκουπιδιών και των υγρών αποβλήτων, την καταστροφή αγροτικών πόρων και

βιοτόπων κλπ.

Οι νέες τάσεις κατοίκησης, τουριστικής ανάπτυξης και επέκτασης της

παραθεριστικής κατοικίας στις αγροτικές ζώνες συντελούν στη διαφοροποίηση και

διάχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών στην ύπαιθρο,

δημιουργώντας νέες δυναμικές. Δημιουργούν, ως εκ τούτου και ανάγκες για την

οργάνωση, χωροθέτηση και διαχείριση των υποδομών, τη χάραξη περιβαλλοντικής

πολιτικής και χωροταξικής πολιτικής (οικιστικές ζώνες).

77

Page 78: Αγροτική κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9Ο.

ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Η ελληνική ύπαιθρος γνώρισε βαθιές αλλαγές μεταπολεμικά, αλλαγές οι οποίες

συντελέστηκαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: τα συστήματα γεωργικής

παραγωγής εντατικοποιήθηκαν, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις εκσυγχρονίστηκαν,

μεγάλα έργα υποδομής κατασκευάστηκαν. Οι αλλαγές αυτές αποτυπώνονται στο

τοπίο με την «άνοδο» των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς τα ορεινά. Πράγματι, με

τη χρήση του τρακτέρ, εκχερσώθηκαν και καλλιεργήθηκαν εκτάσεις (πρώην

βοσκότοποι) έως τους πρόποδες βουνών, έως εκεί που δεν είναι δυνατή η χρήση του

τρακτέρ λόγω της κλίσης του εδάφους.

Παράλληλα, υπήρξε μια έντονη κινητικότητα του αγροτικού πληθυσμού κατά την

οποία υπήρξε μια «κάθοδος» του πληθυσμού από τα βουνά προς τις πεδιάδες. Ενώ

στις αρχές του εικοστού αιώνα το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού κατοικούσε

ορεινές και ημιορεινές περιοχές και οι πεδιάδες ήταν αραιοκατηκοιμένες, στο τέλος

του εικοστού αιώνα οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές είναι αραιοκατηκοιμένες, σε

αντίθεση με τις πεδινές περιοχές που συγκεντρώνουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της

χώρας.

9.1. Τυπολογία του αγροτικού χώρου κατά κατηγορία

περιοχών

78

Page 79: Αγροτική κοινωνιολογία

Ο γάλλος γεωγράφος Sivignon ταξινομεί τις αλλαγές που υπέστη η ελληνική

ύπαιθρος στις τρεις μεγάλες κατηγορίες περιοχών -τις ορεινές, ημιορεινές και

πεδινές- ως εξής:

1ος Τύπος: Ορεινές περιοχές

Πριν Σήμερα

Εντατική χρήση της γης, ακόμα

και στις λιγότερο γόνιμες

εκτάσεις

Εγκατάλειψη των απομακρυ-

σμένων βοσκοτόπων

Ορεινά βοσκοτόπια Επέκταση του δάσους και της

θαμνώδους βλάστησης

Αναβαθμίδες στις επικλινείς

εκτάσεις

Εγκατάλειψη αναβαθμίδων

Μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα Χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

2ος Τύπος: Ημιορεινές περιοχές

Πριν Σήμερα

Βοσκότοποι Εκχέρσωση βοσκοτόπων

Εντατική χρήση της γης Επέκταση σιτοκαλλιέργειας

Σχετικά υψηλή πληθυσμιακή Χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

3ος Τύπος: Πεδινές περιοχές

Πριν Σήμερα

79

Page 80: Αγροτική κοινωνιολογία

Εκτεταμένοι βαλτότοποι Οι πρώην βαλτότοποι καλλιερ-

γούνται

Σιτοκαλλιέργεια Εκτεταμένη άρδευση

Χειμερινοί βοσκότοποι

(χειμαδιά)

Εντατικοποίηση της παραγωγής

με νέες καλλιέργειες

Χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα Μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα

9.2. Σύγχρονη τυπολογία των αγροτικών περιοχών

Η παραπάνω τυπολογία δεν μπορεί να χαρακτηρίσει σήμερα όλες τις αγροτικές

περιοχές της χώρας, διότι έχουν γίνει τελευταία σημαντικές αλλαγές στην ύπαιθρο

και έχουν δημιουργηθεί νέοι «τύποι» αγροτικών περιοχών. Θα μπορούσαμε να

διακρίνουμε σήμερα πέντε βασικές κατηγορίες-τύπους, με βάση γεωγραφικά και

κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια. Οι τύποι αυτοί, καθώς και τα βασικά τους

χαρακτηριστικά, είναι οι εξής:

Α. Αγροτικές ζώνες κοινωνικο-οικονομικά ενσωματωμένες

Α1. Περιαστικές ζώνες

Το ποσοστό της γεωργικής γης περιορίζεται λόγω οικοπεδοποίησης

Η γεωργία είναι πολύ εντατική (συνήθως θερμοκήπια)

Μεγάλη εξάρτηση από το παρακείμενο αστικό κέντρο

Υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

Π.χ. Αττική, περίχωρα Θεσσαλονίκης, Λάρισας,Πάτρας κλπ

Α2. Αρδευόμενες πεδιάδες

Εντατική γεωργία (είτε μονοετείς, είτε δενδρώδεις καλλιέργειες)

Σύνδεση με την αγροτο-βιομηχανία

80

Page 81: Αγροτική κοινωνιολογία

Σχετικά υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

Π.χ. Πεδιάδα Λάρισας, Καρδίτσας, Ημαθίας, Σερρών, Έβρου, Άρτας, Πρέβεζας,

Αργολίδας, Μεσσηνίας, Αιτωλοακαρνανίας, Βοιωτίας κλπ

Β. Αγροτικές περιοχές απομονωμένες

Β1. Ορεινές περιοχές

Κτηνοτροφία υπό εγκατάλειψη

Περιορισμένη γεωργία, με παραδοσιακή μορφή

Σε ορισμένες περιοχές αναβίωση λόγω αγροτουρισμού

Πολύ χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

Π.χ. Περιοχές της Πίνδου, Κεντρική Πελοπόννησος, ορεινή Ήπειρος, δυτική

Μακεδονία, ορεινή Ροδόπη κλπ

Ορεινές περιοχές με αγροτουρισμό: Λίμνη Πλαστήρα (Ν. Καρδίτσας), Ν. Γρεβενών,

Ν. Πέλλας κλπ.

Β2. Μη αρδευόμενες πεδιάδες και ημιορεινές περιοχές

Μονοκαλλιέργεια σιτηρών

Παραδοσιακοί ελαιώνες

Χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

Π.χ. Ν. Δράμας, Κιλκίς, Κοζάνης, Ηρακλείου, ελαιώνας Λέσβου, Άμφισας κλπ.

Β3. Νησιωτικές και παράκτιες περιοχές

Χαμηλής αποδοτικότητας γεωργία

Έντονος ανταγωνισμός στις χρήσεις γης με τον τουρισμό

Έντονα προβλήματα υποβάθμισης του περιβάλλοντος

Σχετικά υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα

Π.χ. Νησιώτικα συμπλέγματα, παράκτιες ζώνες Χαλκιδικής, Μαγνησίας,

Πελοποννήσου, Κρήτης κλπ.

81