21
apovh Χρι στογεννα. Κρύο τάντανο ε"ανε, παραμονη Χριστούγεννα. Ό άγέρας σν 'ιά �αε κρύα φωτιά χ' εκαΙΥε. Μα δ όσμος ήτανε χαρούμενος, γε· μάτος κέφι. Ε!χε βΡδιάσει κι άνάψανε τ ψνάρι με το πετρόλδο. Τ" μγζιόι στο τσρσι* ψεγγοβολούσ'lε, γψάτ άπ' δλα τ κΜ. Ό κόσμος μπινόβγινε Κι ψούνιζε' πΟ τό Ύ το μγζι εβγινε, στ� άλλο εμπαινε. Kt ολοι χα,φετιόντνε κΙ ΧQυ6εντιζανε μέ γέλια, με χαρές. Οί μεγάλοι καφενέδες .ητανε γεμάτοι χπνΟ άπο το'ι κόσμο που ψουμάριζε. Ό κψενες τ' 'Ασημένιου ε!χε μεγάλη ψσρΙ, χρού- μενη φ�σαρΙα. Είχε μέσα δυο σόμπες, καΙ τ τζάμια ήτανε θαIΠ άπ� όξω εαλεπες σαν ίσκιους τους άνθρώπους. ΟΙ μ.υστερoες είχανε βγλμένες τις γουνες πo τη ζέστη, κόσμος κλός, κλοπερσμένοι νοιοκυρέοι. Κάθε τόσο ανΟΙΥε πόρτα κat μπαΙνανε τα παιοιά πού λέγανε τ κάλντ. "Αλλσ μπΙννε, άλλ βγίνσνε. ΚΙ δεν τ λέγνε μισά καΙ μισοκούτελα, μα τα λέγανε πό τ-ην άρχ !σμε το τέλος, ' μέ ψω'/ές ψαλτάδικες, σχι σσν κΙ τώρα, πού λένΕ μοναχά πέντε λό- για μπρούμυτα κι άνάσκελα, κα κείνα παράψωνα. �AντΙκρυ στ?ι μεγάλον καφενέ τ� Άσημένιου "ιτανε κάτι φτω- χομάγαζα, τσσρουχάδικα, ψαθάδικα καΙ τέτοια. "Ίσια - εσια άντΙ- κρυ στ μεγάλη πόρτα του κ�φενέ tVE ενα μικρο καφενεδάκι, το πιο φτωχικο σ� δλη τ-ήν πολιτεία, μια ποντικότρυπα. Ένω δ μεγάλος δ κψενες ψεγγολογουσε Κι τόι τζάμι ήτανε θολά πο τ ζέστη, ποντικότρυπα ταε σ'/οτεινή, ΥΙατΙ λάμπα, μια λάμπα τσιμπλια.σμένη, μια &να6ε, μιά εσ6ηνε, δπως εμπαινε δ χιονιόις σπΟ τ σπασμέν τζάμι" της πόρτς. Ή ψιτιλήθρ** tVE στρα606ιδωμένη καΙ τσαλαπατημένη σαν το μοϋτρο τοϋ καφετζ, τοϋ μπαρμπα - Γιαννακου του Χατζή, το φιτίλι στρα60κομμένο, το ΥυαλΙ σπασμέ'ο άπό τό �yα μάγουλο καΙ στ-ην τρύπα είχανε κολλη- μένο εν κομμάτι ταρμδόχρτο. Βάλε με νου σου τΙ ψως εδινε μια τέτοι λάμπ! Κάτω τόι σνΙδι ταν ε σάπι Κι τρΙζνε. ΣΤΟΥ τοίχο * Άγop. ** Έδώ στ" Αθ"α. τ λένε cφωτ�ά τ λμπα.

ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

  • Upload
    ahdonib

  • View
    3.507

  • Download
    24

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ilapcCfl·ovh Χρι στοιίγεννα.

Κρύο τά.ντανο ε"ανε, παραμονη Χριστούγεννα. Ό ά.γέρας σόιν 'ιά. �-:α.'1ε κρύα. φωτιά. χ' εκα.ΙΥε. Μα. δ Υwόσμος ήτανε χα.ρούμενος, γε· μά.τος κέφι.

Ε!χε βΡ<Χδιά.σει κι ά.νά.ψανε τόι ψ<Χνά.ρι<Χ με το πετρόλ<Χδο. Τ"

μ<Χγ<Χζιόι στο τσ<Χρσι* ψεγγοβολούσ<Χ'lε, γψά.τ<Χ ά.π' δλα τόι κ<ΧΜ. Ό κόσμος μπ<Χινόβγ<Χινε Κ<Χι ψούνιζε' ι1.πΟ τό Ύ<Χ το μ<Χγ<Χζι εβγ<Χινε, στ� άλλο εμπαινε. Kt ολοι χα,φετιόντιχ.νε κιχ.Ι ΧQυ6εντιιiζανε μέ γέλια, με χαρές.

Οί μεγά.λοι καφενέδες .ητα.νε γεμά.τοι χ:χ.πνΟ ά.πο το'ι κόσμο που ψουμά.ριζε. Ό κα;ψενες τ' 'Ασημένιου ε!χε μεγά.λη ψ<Χσα;ρΙα;, χ<Χρού­μενη φ�σα.ρΙα. Είχε μέσα. δυο σόμπες, καΙ τιΧ τζά.μια. ήτα.νε θα.I.LΠά" ά.π� όξω εαλεπες σα.ν ίσκιους τους ά.νθρώπους. ΟΙ μ.CιυστερΎjoες είχα.νε βγα;λμένες τις γουνες ιiπo τη ζέστη, κόσμος κα;λός, κ<Χλοπερα;σμένοι νοι'Χ,οκυρέοι.

Κάθε τόσο α.νΟΙΥε 'ή πόρτα κat μπα.Ινα.νε τα. παιοιά πού λέγα.νε τόι κά.λα;ντα;. "Αλλσ. μπ<ΧΙνα;νε, άλλα; βγα;ίνσ.νε. Κα;Ι δεν τόι λέγ<Χνε μισά. καΙ μισοκούτελα., μα. τα. λέγα.νε &οπό τ-ην ά.ρχ.η !σιχ.με το τέλος, '

μέ ψω'/ές ψαλτάδικες, σχι σσ.ν κα,Ι τώρα., πού λένΕ μοναχά. πέντε λό­για. μπρούμυτα. κι ά.νάσκελα., κα.ί κείνα. πα.ρά.ψωνα..

�AντΙκρυ στ?)',ι μεγάλο ν κα.φενέ τ� Άσημένιου "ιτανε κά.τι φτω­χομάγαζα., τσσ.ρουχάδικα., ψα.θάδικα. καΙ τέτοια.. "Ίσια. - εσια. άντΙ­κρυ στ-ή μεγάλη πόρτα. του κ�φενέ 1jtIΧVE ενα. μικρο κα.φενεδάκι, το

πιο φτωχικο σ� δλη τ-ήν πολιτεία., μια. ποντικότρυπα.. Ένω δ μεγά.λος δ κ<Χψενες ψεγγολογουσε Κ<Χι τόι τζά.μι<Χ ήτα.νε

θολά. ιΧπο τ-ή ζέστη, -ή ποντικότρυπα. .ητα.'1ε σ'/.οτεινή, ΥΙα.τΙ -ή λάμπα, μια. λάμπα. τσιμπλια.σμένη, μια. &να.6ε, μιά. εσ6ηνε, δπως εμπα.ινε δ

χιονιόις σ.πΟ τόι σπασμένα; τζά.μι" της πόρτ<Χς. Ή ψιτιλήθρα;** i'jtIΧVE στρα606ιδωμένη καΙ τσα.λαπατημένη σα.ν το μοϋτρο τοϋ καφετζ-η, τοϋ μπα.ρμπα. - Για.ννακου του Χατζή, το φιτίλι στρα.60κομμένο, το ΥυαλΙ σπασμέ',ιο άπό τό �yα. μάγουλο κα.Ι στ-ην τρύπα. είχα.νε κολλη­μένο εν<Χ κομμά.τι ταρ<Χμα;δόχ<Χρτο. Βά.λε με νου σου τΙ ψως εδινε μια τέτοια; λά.μπα;! Κά.τω τόι σα;νΙδια; -ητανε σά.πι<Χ Κ<Χι τρΙζα;νε. ΣΤΟΥ τοίχο

* Άγopι:i. ** Έδώ στ1j" • Αθ'ή"α.. τ1j λέ.νε c.φωτ�ά. τ'i'ιι; λι:iμ.πα.ι;:ιt.

Page 2: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΠAPAΛtONH ΧΡIΣτοrrΕΝΝΑ τos

�τανε κρεμασμένα δυο - τρία παμπιiλαια κιiντpα, καπνισμένα σιiν <ίρχαΤα εΙκονίσματα: τό 'να παρίστανε :όν Μέγα Πέτρο μέσα σε μιιi βιipκσ. που τήν Ιδερνε � φουρτούνα, τ' άλλο τον μιiντ') Τειρεσία που μιλοϋσε με τον Άγαμέμνονα, τ' Ιίλλο τον Παναγή τον Koυταλιιiνo που πιiλευε με τήν ttYP1j.

Ή πελα.τεΙα. �τα.νε συνέχεια. μέ το κσ.ψενεϊο. 'Όλοι - ολοι ήτανε πεντ� - εξι γέροι σκε6ρωμένοι, σα.ρά:6α.λα., με κά.τι τρύπιες γοΟνες που οεν τΙ, ,πιανε <ίγκί·στρι. Δυο - τρετς �τανε γιαλΙΚ,"Ρ1jδες, δ1jλαδή ε(χανε καμμιιi σιiπια βιiρκα καΙ βγιiζανε θαλασσινιi γιιi μεζέδες, που το. λέγανε γιαλικιi, γιατΙ βρίσκουνται στο γιαλό, 01jλαδή στ" P1jXιi νεpιi. ΟΙ Ιίλλοι ήτανε φρoυκαλιioες, 01jλαδή κιiνανε φρουκαλιές*. 'Ήτα.νε καΙ κανένας νεροκ.ου6ιχλητ-ης κα.Ι κ:χνένα.ς κα.ρΌουνι&.ρης. Nιi, αύτή ήτανε � πελατεία.

Ό βoριιiς Εμπαι νε μέσα με τήν τρούμπα, καΙ στριφογύριζε τή λιiμπα που κρεμότανε σ.πο το μ"υρισμένο τα6ιiνι, κι σ.να6όσΟψε. 'Απο το κρύο τρέμανε οΙ γέροι καΙ χουχουλίζανε τιi χέρια τους, το. β.ζανε κι <ίπο πιiνω <ίπο το τσιγOCρο, τ,"χα γι" ν" ζεσταθοονε.

Ό ψoυκαριiς δ καφετζ�ς, γι" νιi μήν παγώσει, ,κανε σoυλιiτσo, 'Wαινοερχότανε <ίπο το τεζιiκι (σαμε τήν πόρτα, με τήν παλιογούνα ριχμέν') <ίπο πιiνω του· καί, γιιi νιi δώσει κoυριiγιo στήν πελατεία, Ικεί που σουλα:ωά;ριζε, τον επια.νε το σύγκρυο καΙ χτυπούσα-νε τα. 'Xιx.τrx.σιXγoνιχ του, κ� ΙσφιγΥε άπά.νω του τ-ην πα.λι-οπα.τα.τούκα. του χ' Ιλεγε: «Εεεέχ! Μωρέ ζεστο που ε!ναι το καφενεδιiκι ι-ιας! ... »

"Ιστερα γύριζε κ' εδειχνε τον μεγιiλoν καφενέ, που καπνίζανε "ργα οΙ σόμπες, κ' έλεγε: «Άντίκρυ, σκυλΙ ψοφ" <ίπο το κρύο; .. , CιXυλΙ ψΟψ" ! » Ό καϊμένος δ μπ'<ρμπα -Χατζ �ς!

'Απ' δξω περνοσσε κόσμος βιαστικός, με γέλια καΙ με χαρές. 'Α,ο δω κι <ίπο κεΤ <ίκουγόντανε τιi παιδι" που λέγανε τιi κιiλαντα αtσ. μαγαζιιi.

Ή ι;,ρα περνοσσε κι σ.νιipιευε**"ιγιi-σιγιi δ κόσμος. Tιi μαγαζιιi σιΡαλο"σαν [να - ενα. Μοναχ" μέσα στιi μπαpμπεριιi ξουριζόντανε h6μt.ι κιiτι λίγοι.

Στο τσαρσΙ λιγόστευε � φασαρία, ι-ιιi στους μαχαλιioες γυρίζανε τiι ,,,,ιδιο. με τιi φανιiρια καΙ λέγανε τιi κιiλαντα στιi σπίτια. ΟΙ πόρ­tι> �τανε σ.νοιχτές, οΙ νοικοκυρέοι, οΙ νoικo"υριiδες καΙ τιi παιδιιi

• Σχof}πες; . ..

Page 3: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

104 ΠΑΡΑΜΟΝΗ XPIITOrrENNA

τοος, ολοι �τ"νε χ"ρο,)μενοι, κ' όποδεχόντ"νε το"ς ψ"λτιiδες, χ"Ι κεΙνοι σ.ρχίζ"νε χ"λόφωνοι σl<ν χοτζσ.δες:

'Κ"λην έσπέρ"ν, Ιίρχοντες, Ιί.ν εΙνe<ι όρισμός σ"ς, Χριστου την θεί"ν γένψ'ισιν νΙ< πώ στ

' σ.ρχοντικό σ"ς. Χριστός γενναται σήμερον εν Βηθλεεμ τ� πόλει, οΙ οόρ"νοΙ ά.γσ.λλοντ"" χ"ίρει η κτίσις δλη ...

Κι σ.φου ξιστορούσ"νε δσ" λέγει το Εόocγγέλιο, τον 'Ιωσήφ, το"ς σ.γγέλοος, τους τσoμπιiνηδες, ;:ους ,","γοο;, τον Ήρώδη, το σφιiξιμo τών νηπίων ,.οιΙ την ρ"χηλ που εκλ"ιγε τ« ;:έκν" της, ϋστεp� τελειώy�νε με τσυτα τ� λόγια:

'lOou 6"ου σας εΙπ"μεν ολψ την Ιστορί"ν, τοσ Ί 1)00U μ.ι.tς του Χριστου γέννησι ν την ά.γί"ν. Κα.Ι σάς κιχ.λονυκτίζομεν, πέσετε y�oιμηθητε, lιλίγΟΥ δπνον πιiρετε κ"Ι πιiλιν σηκωθήτε. Κ"Ι βάλετε τΙ< ρουχ" σ"ς, εl)μορψ" ενδοθήτε, στην εκκλησί"ν τρέξ"τε, με προθομί"ν μπήτε. Ν' σ.κούσετε με προσοχην δλην την όμνφδί"ν κ"Ι με πολλην εόλιi6ει"ν τη" θεί"ν λειτοοργί"ν. Κ"Ι πιiλιν σl<ν γορίσετε εΙς το σ.ρχοντικόν σας, εόθυς τρ"πΙζι στρώσετε, βάλτε το φ"γητόν σ"ς. Κσ.Ι τον στα;ορόν σσ.ς κ"μετε, γεοθήτε, εόφρσ.νθήτε, δ6τε κα-Ι κα.νενΟς πτωχοϋ, δστις να. όστερητσ.ι. Δότε κ' εμιiς τον κόπον μσ.ς ο,τ' εΙν"ι όρισμός σσ.ς, κσ.Ι ό Χριστός μσ.ς πάντοτε νΙ< εΙν"ι βοηθός σσ.ς.

K"t εΙς ετη πολλά.

Μπ"ίν"νε στο σπίτι με χσ.ρ<>, βγ"ίνσ.νε με πιο μεγάλη χ"ριi. Πσ.ίρνσ.νε σ.ρχοντικl< φιλοδωρήμσ.τσ. "πο τον κοο6"ρντl< τον νοικο­κύρη κι σ.πο τη νοικοκορl< λοΥιώ - λογιών γλοκά, που δεν τιι τρώ γσ.νε, γισ.τΙ σ.κόμ" δεν εΙχε γίνει η Λειτοοργί", σ.λλl< τιι μσ.ζεύocν μέσο. σε μιl< κσ.λα;θιέρσ..

Ά6ρ"μι"Ι" πpιiγμ"τσ.! ,Τώρ" στεΥνώσσ.νε οΙ σ.νθρώποι κσ.Ι Υινή κσ.νε σΙιν ξερίχισ. σ.πο τον πολιτισμό! Πανε τΙ< κ"λΙι xρόvι,,!

Όλ" γινόντ"νε δπως τά 'λεΥε το ΤΡΟ;Υούδι: Πέφτσ.νε στl< ζεστ. τοος καΙ πο;ίρν"νε εν "ν υπνο, &; πο" σ.ρχίζ"νε κσ.Ι χτοπούσ"νε οΙ

Page 4: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΠΑΡΑΜΟΝΗ XPIETOrrRNNA 105

καμπάνες ιiπo τΙς δωδεκα εκκλησ,ες τ�ς χ';'ρας. τι γλυκόψωνες καμπάνες! 'Οχ, σσ.ν τΙς κρύες τΙς ευρωπαϊκές, πο& θ"ρρείς πώς εΙνιχι ντενεκεδένιες! Στολιζ6ντα.'J$ δλοι, βά.ζανε τα καλά τους, κα, πr/ΎαΙνανε στ�ν έκκλησιά.

Σσ.ν τελεΙωνε � Λε"ουργΙ", γυρΙζ"νε στσ. σπΙτι" τους. οι δρό­μο, ιiντιλ"λoύσ"νε ιiπo χ"ρούμενες ψωνές. ΟΙ πόρτες των σπιτ,ων ήτ"νε ιiνo'Xτες κ"Ι ψεγγ060λούσ"νε. τσ. τρ"πέζ,,, περιμέν"νε στρω­μένα μ' Ιλσπρ" τρ"πεζομάντιλ", κ' είχ"νε ιiπάνω δ,τι βάλει δ νοΟς σου. ΦτωχοΙ κ"Ι πλούσ,ο, τρωγ"νε πλουσ,οπάροχ", γ'''τΙ οΙ ιiρxόν­τοι στέλν"νε ιiπ' δλ" στους ψτωχούς. Κ, ιiντΙς νσ. τρ"γουδήσουνε στσ. τΡαπέζ,,,, ψέλν"νε τΟ «Χρ,στος γενν .. τ"" δοξάσ"τε., «Ή Π"ρθένος ΣWΕρoν τον όπερούσ,ον τΙκτει., «Μυοηjρ,ον ξένον δρω κ"Ι π"ράδο­ςο,,>. Άψοο ευψρ",νόντ"νε ιiπ' δλ", πλ"γ,άζ"νε ιiξέγνo,,,στo,, σσ.ν τ' .ιiρν,σ. πού κο,μόντ"νε κοντσ. στο π"χνΙ, τότες πού γεννήθηκε δ Χρ,στος εν Βηθλεεμ τ�ς '10υδ"Ι"ς .

•• •

τωρ" Ιλς π .. με τ�ν ίδ,,, βρ"δ,σ. στΥιν ιiντικρυν� στερ,ά, πού τρεμοσβήνουνε εν" - δυο μικρσ. ψωσά",,,, πέρ" ιiπo το πέλ"Υο που βογγσ. ιiπo τον Ιλγρ,ο τον χ,ον,ιΙ..

ΕΙν", εν" μ"ντρΙ πΙσω ιiπo μ'σ. ρ"χούλ" χοντσ. στ� θάλ"σσ", φυτρωμένη ιiπo πουρνάρ,α.. Αυτο τό μ"ντρΙ εΙν", τοΟ Γ,άννη τοΟ Βλο­r'!μένου. τσ. πρό6"τ" εΙν", στ"λ,,,σμέν,, κάτω ιiπo τ� σιl.γ,,, κι ά.χούγουντιχι τά. κουδούνια, τΙν - τΙν, δπως ocναχαράζοuνε. �Eπει8� γεννάνε,οΙ τσομπ"ν"ρέο, π"ρ"ψυλάγουνε κ"Ι, μόλ,ς γεννηθεί κ"νέ­νιχ ιiρνΙ, τ' &ρπ .. νε κ"Ι τό μπάζο"'ιε στο κ«λύβ, κ"Ι το ζεστ"Ινουνε στη φωτισ. νσ. μ�ν π"γωσει. Άπ' οξω ψωνάζουνε οΙ μ"ννάδες. Ή φωτιΙι ξελοχΙζει κ"Ι το κ"λύ6, εΙν", σσ.ν χ"μιΧμ',

Έκεί μέσ" βρΙσκουντ", �ξ' - I'ψτlι. νοματέο" κ"θ,σμένο, γύρω Ιπο τον σοφρά. πρωτος ε!ν", δ ιι.ρχιτσέλ,γχ"ς Γιιl.ννης δ Βλο­r'!μΙνος, πού, σ.μ" τον δείς, θ"ρρείς πώς βρΙσχεσ"ι ιiληθ,νσ. στο μιχντρΙ που γεννήθηκε δ Χρ,στός. ΕΙν", ιiΡX"ίoς liνθΡωπος, ιiθώoς, Ι-'ε γΙνει" μαϋρ", σσ.ν /ί,γ,ος. τσ. ροϋχ" που ψορ" εΙν", βρ"κισ. ιiν"τo­l!tιx", στσ. ποδι!.ρι" του εχε, τυλ,γμέν" πετσ,&: δεμέν" με λ"γάρες, αtIJ σελάχ, του εχει ίσκ" κ"Ι τσ"κμάκ,. Κ' οΙ Ιλλλο, τσoμπιl.νηδες εΙ­ναι, σ.ν τον Γ,άννη, μον"χ&: πού δ Γ'''ννης κάθετ", με το πoυxιl.μισo, ινο; οΙ Ιλλλο" έπειδ� βΥ"Ινουνε αξω γ'σ. νσ. xo"ιiζoυνε τσ. ν,ΟΥέν­'Πjt", φορσ.νε προβ,ές "ρ06"τ!σ"ς με το μ"λλΙ γυρ,σμένο ιiπ/> μέσ".

Page 5: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

106 ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣτοrrΕΝΝΑ

Αότοι ποίι κcXθουντιχι στόν σοψρ" εΙνιχι μουσιχψιρέοι. Ό ενσις εΙ· νιχι δ Πιχνσιγης δ ΣτριγκάΡος, κοντριχμπ«τζης ξσικουσμένος γι" τη" πσιλληκσιριά του. ΕΙχε πάγει γι" κυνήγι κσιι νυχτώθηχε στό μ«ντρί. Με τόν Γιάννη γνωριζόντανε &.πο χρόνια, κ' εΙχε κοιμηθεί πολλΕς ψορες στη στάνη. ΟΙ άλλοι τρείς �τ«νε κcψοουνιόιΡηοες, ποίι κάνανε κιipooυνα εκεί κoντιi. ΟΙ άλλοι δυό �τανε ψαpιiδες, δ γερο· Ψύλλος με τόν ΓUιό του τόν ΚωσταΥτή.

Κοθόντανε λοιπόν γύρω στον σοψρ" και τρώγ«νε. Άπάνω στο τρa.πΙζι ήτ«νε κρε",α, μυτζ ηθρες ανάλa.τες, μa.νούριa., &.γίζια.*, ψάρια., μπεκά.τσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα. πουλιά τού κυνηγιοϋ.

Ό Eva.I δ καpooυνιιipης ήτανε ιiπo τ" μπουγάζια της Πόλης, απο τη Mιiδυτo, κ' ήξερε κ' εψελνε καλά;, ε!χε κσιι ψωνη γλυκει" καΙ βσιpειιi, τζουρά;δικη. Έψαλε το «Μεγά;λυνον ψυχ-ή μου» με τΙτοιο μεράκι, ποίι κλάψανε οΙ άλλοι ποίι τόν &.κούγανε, κι δ Γιά;ννης δ ΒλογημΙνος. Τδ καλύβι γίν"lκε aitv εκκλησιιi, /'λεγες πώς εκεί μΙσα. γενν-ήθ"lκε δ Χριστός.

Άπ' όξω δ χιονιitς μούγκριζε xa.t τσάκιζε τ" poυπιiκια. Ό

γερο - Στριγκάρος κα.θότσ..νε aτά. σκοτεινιΧ, συλλογισμένος κα.Ι ΜCΙσoϋσε τό μουστά.κι του. Φοροϋσε μιά. κσ;τσουλα. &:πο ιiστρα.χά.ν, μ) 8λο που εκα.νε ζΙστ"l, κ' ε/χε χωμΙνη την &.παλιiμ"l τού κιiθε χεριού του μέσα στ &.νοιχτό μανίκι τ' &.λλουνού χερΙΟύ.

Γι" μι" στιγμη σωπιiσανε ν" κoυoεντιιiζoυνε. Ό Στpιγκιipoς, σκυψτός, ΚΟίταζε το χωμα. Κοόνησε κά.μποσο το κεφάλι του, κι &.νοι­ξε τό στόμα του κ' εΙπε:

«Βρε παιδιιi, χαλ" εσείς, γιopτιiζετε τη χάρη Του, εΙσαστε καλοι &.νθρωποι. Άμ' εγώ, τί ψυχη θ" παραδώσω, ποίι σκότωσα. καμμι" χοσαρι" ανθρώπους; Άκόμσ; και yuva.lXEI ξεκοίλιασα, κιxl μωρ" πpιiματ« χιiλασα!»

Ka.vIvotI δε μίλησε. Ύστερ' &.πό ι:,ρα, σ"ν νά 'τανε μοναχός, ξανa.κούνησε τό κεψιiλι του κι &.ναστέναξε κ' εΙπε:

«Άρa.γες ύπιipx:ει Κόλασ"l κ«ι ΠαρOO1Jεισο; ... »

Κα.Ι δά-γκσ.ισε το μουστά.κι του. Ξα,νιχ:κοόνησε το κεφά.λι του χ.

εΙπε μΙσα στό στόμα του, σ"ν ν" μιλΟύσε μέ τον εαυτό του: «Δεν μπορεί! Kιiτι τις θ" όπιipχει ... >

Και δεν ξ:xναμίλrισε.

� - � .... .. , ... .... ... ... ....

Page 6: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Χριστούγεννιχ στη σπηλιά.

Χριστουγενν" Π,,,ρ,,μονές. ΧριστουΥενν" κ'" χιονιο.ς πά,ντ" πό:νε μ"ζι. Μ.α έκεΙντι τ� χρονια οΙ Κ"'ΡΟ! ήτ"νε φουρτουνιGtσμένοι π"ρα φύσTj. Χιό'ιι οεν �ppιχνε. Μον"χα που 1ι &'τμοσφ"ίρ" -ητ"νε θυμω· μέντι, κ'" φυσουσ"νε σ-<λτιροΙ βοριά,οες με χιονόνερο κ'" μ' &'στρ"­πές. Κ"μμιο. βδσμιiδ" δ κ"φός κιχλωσυνεψε κ", φυσοσσε μια τρ"­μoυντιiν" που ιipμενιζότ"νε. Μα τ�ν π?p'ψoν� τα ""τσουφια.σε. T�ν π"p"μoν� &'πό τό πρω! δ ούρ"νός �τ"νε μ"υΡος σο.ν μoΛU6ι, κ' <πιιχσε κ' ερριχνε βελονι"στό χιονόνερο.

Σε μια τσποθεσΙ" που τ� λέΥ"νε Σκρόφ", βρισκότ"νε εν" μ"ν­τρΙ lιε γι8σπρ66ιχ.τα., &.πά.νω σε μιά. πλαγια του βoυνσίi· πού κσ!τCt.ζε κ"τα τό πέλ"γο. Τό μέρος "ύτό -ητ"νε άγριο κ' ερτιμο, γεμά,το &'γριό­πρινο:., σκίνους κα.Ι κουμαριές, ποu �τα.νε κα.τιχκόκκινες ά.πα τα. καυ­μαρ". Τό μ"ντρΙ �τ"νε ΤΡΙΥυρισμένο με ξεροτρόχ"λο*.

ΟΙ τσoμπιiντιoες κ"θόντ"νε μέσ" σε μια σπτιλιο. που βρι""ότ«νε πιχρα.μέσ" κ", πιό ψTjλo. ιiπό τη μιiντpα κ«, που κοΙτ«ζε κ«τα τ� νοτιά,. MεyιiλT) σitTjλιιi, με τρΙ" - τέσσερ" χωρΙσμ"τιχ, κι &'ψτιλ-lj &ς τρΙα μπόΥΙ". το. ζωντ"να στ"λιάζ"νε κιiτω &'πο τΙς χα;μTjλες σάγιες, που εοκυ6ες για να μπείς μέσ". Σωρο, &'πό κοπριο. στεκόντ"νε έδώ χ' έκεί, κ,,! βγά,ζ"νε μιο. σπφτόζ" μυpoυoιιi. Χά,μω, τό χώμ" Ψ;"νε σκουπισμένο κ«, κα.θ"ρό, γι«τ! οΙ τσομπά,ντιδες -ητ"νε μερ"κληδες, κιχι βά.ζανε τα. παιδια κσ.Ι σκουπΙζα.νε τα.χτικα με κά.τι σκούπες κι:χ-νω­μένες &.πό &'στοι6ιές.

ΆρχιτσέλΙΥκ"ς -ητ"νε δ Γιά,νντις δ Μπ"ρμπ"κος, εν"ς σ.νθρωπος μισάΥριος, Υενντιμένος ιiν<xμεσ« στα γίδι" ,,«Ι στα πρό6ΙΧΤ«. "Ητ"νε μασρος, μ"λλι"ρός, με γένει" μ"σρ« κόρ",,«ς, σΥουρα κ«, σφιχτα σο.ν τοΟ κρι"ριοσ. Φοροσσε σ"λ6ιΧρι« κοντο. &ς το Υόν"το, σελιiχι στ� μέOTj του, ζουνά,ρι πλ«τυ, β"ρια τζεσμέδι" στα πoδιipι" του. Τό κε­φ"λι του τό εΙχε τυλΙΥμένο μ' ενα μεγιiλo μ"ντίλι σαν σ"ρΙκι, κ' οΙ μαpχ«μιiδες** κρεμόντ«νε στό· πρόσωπό του. Άρχαίος άνθρωπος! ΕΙχε δυό Π"Ρ"Υυιους, τόν Άλέξτι κ", τόν Δυσσέ«, ουό π"λλ TJΧ«pό­πουλα. ως είκοσι χρονών. ΕΙχε καΙ τρίο: παιδιά., πσο τους βοηθούσιχνε

• Eερoλιθιιi . •• Τ& χρόσια..

Page 7: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

108 ΧΡΙΣ'fοrΙΈΝΝΑ ΣΤΗ ΣΙΙΗΛΙΑ

στ' σ.ρμεΥμ" κ"ι κοιτάζ"νε το μα.ντρΙ νιi Ύ"ι κ",θιψό. Αότες οΙ εξι ψυχες έζΟUσ",νε σε κείνο το μέρος, κρυψσ. &πδ τον θεό. Άνάρι", βλέπιχνε άνθρωπο.

�H σπ-ηλιrι ΎΊΤΙΧ'ΙΕ χιχπνισμέν1j χι δ βράχος είχε μα.υρίσει ως ά.πιi· νω &πο την κοιπνισ. ποΙΙ [ΟΥ"ινε .. πο το στόμ", της σπηλιaς. Έχεί }ιέσσ. είχα.νε τα. γιατάκια. τους, σα.ν μεντέρια., στρωμένα. με προβιές. Στους' τοίχους της σπηλιιiς είxσ.ν� μπήξει πα-λούκια. μέσα. στΙς σχι­σμάδες τοΟ βράχου, κ"ι χρεμόντ"νε κ"ρδάρες, τυροοόλι", μ"Υιές, τουψέκι" κοιΙ μ"χ"ίρι", Ης κ' 1jt"νt λημέρι τών λησΤών. Άπ' οξω ψυλιiyιxνε οΙ oxuXot, ολοι σ.ΥΡΙΟΙ σσ.ν 1.u>.ot.

Ή 6.κροθοιλοισσισ. βρισκότ"νε ως ενιχ τσΙΥό:ρο 6.πόστιχοη 6.πο τή μό:ντρ". Ήτ"νε [ρημη, χι άλλο δεν 6.κουΥότα.νε έχεί πέρ" "οιρσ. μο­

. ,ιοιχσ. δ 6.Υκομα.χητΟς τοΟ πελάΥου, μέρ" - 'IUXtoι. Με τον βορισ. 6.πιiyκιoιζε, κοιι χοιμμισ. ψορσ. πόδιζε κσ.νέν" χ,,(χι. 'Αλλιώς δεν [ολεπες βιiρκoι πoυθενιi. Άπο το μ"ντρι 6.Υνά:ντευε κοινέν"ς το πέ­λσ.ΥΟ 6.νιiμεσ" στσ. δέντρο., κ"ι το μάτι ξεχώριζε κοιθ"ρσ. τσ. βουνα της Μυτιλήνης.

Τήν πcι:ρα.μονη τα. Χριστούγεννιχ, εϊπ�ι.ιε πως δ κα.φΟς χά.λασε, κι &ρχισε νlι. πέψτει χιονόνερο. ΟΙ τσoμπιiνηδες ε(χοινε μοιζευτεί στή σπηλισ. κι "νάψοι'ιε μισ. μεyιiλη ψωτισ. κ"Ι κoυoεντιιiζoινε. τσ. ποιιδι" είχ"νε σψάξει δυο 6.ρνι" κ"ι τσ. Υδέρν,,'ιε. Ό Άλέξης [β"λε 6.πάνω σ' ε" . ράψι μυτζηθρες κσ.Ι τυρι 6.νιiλ"τo μέσ" στα τυροοόλι", 6.Υίζι Y.�l (ιιχούρτι. Ό Δuσσέocς είχε μ�α. πα.λια. ΣόνΟΨl1ι χ� έπειδη γνώ­ριζε λίΥΟ 6.πο ψοιλτιχα χ' 1jξερε κ"ι πέντε Υράμμοιτ", διάο"ζε τΙς Κυριιχκά:οες χι δποτε ήτιχνε γιορτη κανένα. τροπά.ρι κα-Ι λΙΥοστα. ι:Χπο τον 'Εξάψοιλμο. Έκείνη τήν ωροι ψυλλομετροοσε. τή Σuνοψη, ΥΙσ. να δεί τί Υράμμοιτοι 1jtoινo νσ. πεΙ

θά. �τανε ώρα. σπερινοϋ. Κείνη τη'! ώρα. ιiΚOύσα.νE κά:τι τουφε­Y.�ές. Κα.ταλά,εανε πως θά 'τανε τίποτα κυ'nποί. Τό ενα. πιx�δΙ, ποι) ��xε πάγει νσ. φέρει ξύλα μέ τον γάϊοαρο, εΙπε πως το πρωt ε!χε σ,κουσει τουφεκιές χ�τσ. την άπα μέσα θά.λα.σσιχ, κατσ. την ·Aγιιt. Πα.ρα.σκευή. Ο[ σκύλοι πιάσα.νε κα.Ι γα,ΟγΙζα.νε δλοι μα.ζΙ χιχι πεtct" χτήΚ'1.νε οξω 6.πο τη μιiντριX.

Σε λΙΥΟ ψ"νερωθήκοινε "πο ",άνω "ΠΟ τή aπηλι" δυο 6.νθρωποι με touςpixtlX, ΧlXt φωνάζα.νε τoύ� τσομπά.ν-ηδες νσ. μα.ζέψουνε τά. ΣχIJo

1.ιά, ποΙΙ χυμήξοινε "πάνω τους. Ό Σκούρης σ.ψησε τοΙΙς σ.νIJΡ.ι,ποι". χι άρπ"ξε ενα. 6.πο τα ζoι(ιiριoι ποΙ> 'χ"νε οΙ XU'I1jyot κα.Ι το Εετ(vιxi νΖ το ϊ.νΙξει. Ό κυνηγός lρριξε ιΧπάνου του, κα,l τ� σκάγια. τον

Page 8: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΧΡΙΣτοrr�ΝΝΛ ΣΤΗ ΣΙΙΗΛΙΑ !Ου

σιχνε κιχΙ γύρισε πΙσω, μα.ζί με τ' άλλα. μιχντρόσκυλα., πoιJ πηγα.Ινα.νε πισώδρομα δσο κατε6αίνι>νε οΙ κυνηγοι. Τέλος πιΧντων, έ6γΤΙκε δ ΜπαρμπιΧκος με τους άλλους καΙ πιιiσανε Τ/Ν Σκοορη καΙ τον δέ­σιχνε, διώξανε καΙ τ' Ιίλλα σχυλιιi.

,"Ωρα καλή, βρέ παιοιιΧ!» ψώναςε δ Παναγ-ης δ Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τΟι ψυσεγκλίκια, με το ΤCΙ;γιXpι γεμιΧτο πουλιιΧ.

Ό άλλος, που i'ιτανε μοιζί του, i'ιτανε δ γυιός του δ Δημητρός. ,ΠολλΟι τΟι Ιτη!» ιΧποκριθήκανε δ Mπcι;pμπιiκoς κ' � ouντροψιιΧ

tOU. «Κα.λώς δρΙσα.τε!» τους πήγανε στ-η σπηλιιΧ.

,Μωρέ, τ' εΙν' ,δω; Παλιiτι! Παλιiτι μέ βασι).οποϋλες!, εΙπε δ μπιχρμπα - Παναγής, δεΙχνοντας'τΙς μυτζΤΙθρες που ιΧχνίζανε.

τους βιiλανε νΟι καθήσουνε, τους κιΧνανε καψΙ. ΟΙ κυνηγοΙ εί­χα:νε κονιάκι. Kερα.στ�κσ..νε. .

,Βρε ιΧδερψέ», Ηεγε δ μπαρμπα - Πανcι;γής, «ποιος νΟι τό 'λεγε, y'poνιιipα μέρα, πως θΟι κιiνoυμε Χριστοογεννα στο σπήλαιο που ,γεν­νηθη δ Χριστός! Έχτές πεpιiσαμε στ-ην Άγιlι. - Παρασκευή, νΟι κυνη­γήσουμε λίγο. Έ, δικός μας εΙναι δ �γooμενoς, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, -Ι σήμερο: τ-ην αογη βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως ψουρτοονιασε δ καιρός, είπαμε πως οε θ& μπορέσουμε νΟι περιi­σουμε το μπoυγιiζι με τ-η σαπιό6αρκα τοϋ μπαρμπα - Μανώλη τοϋ Β.σιλέ. Κ' ,πειδη ξέραμε ιΧπ' άλλη ψoρlι. τΟ μαντρί, καΙ με το κυνήγι πέσιχμε σε τοϋτα. τα. σύνορα., είπα.με νά. 'ρθουμε στ' &ρχοντικό σα.ς .. Μωρέ, τΙ σκύλο εχετε; Λότο εΙνα.ι θηρίο, &σλάνι κα.ι κα.πλάνι J Μ"ρ.Ι, μπρΙ, μπρΙ! ΤΟ ζα:γιipι τό πετσόκοψε! Γιιi κοίταξε τί χιiλισ. τ6 'χιχνε! Jι

Κα.ι γύρισε σε μια. YW'J�a τή; σπηλιάς, πoιJ κλα.μούριζε το σκυλί "/.

' Ιτρεμ.ε σαν θερμ,ια.σμένο. ,"Ελα δω, Φλόξ! Φλόξ!» ΜIι. � Φλοξ ιΧπο τ-ην τρoμιipα της τΡόπωνε πιο βαθιιi .

• Άμα Τιπι:>.νε ·ΟυΟ - τρΙα κoνιιiκια, δ μπαρμπα - Παναγης άρ' xtae να. μα.σα. τα μουστάΧισ. του, κα.ι στο τέλος επια,σε να. τρα,γουδσ.:

Καλην ,σπέραν, άρχοντες, Ilv εΙναι δρισμό; σας, Χριστοϋ τΤιν θεία,ν γέν'lησι'; 'Jlι. 1:W στ' &'ρχοντιΧό σα,ς.

"'rcrtEPΙX δ Δυσσέα.ς εψα,λε το «Xρ�στoς γε'nα.tα.ι, δοξάσα.τε». 'Εν.εΙνη τ-ην ώρα ιΧκούσανε πιiλι τlι. σκυλιlι. να γα6γίζουνε. ΣτεΙ-

Page 9: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ηο XPIlJTOrrENNA ΣΤΗ i:UHAIA

λανε το. π",ιδια να δούνε τΙ εΙναι. Ό ιi.γέρo.ς εΙχε μπουρινιό:σει κ' "ρ­ριχνε πο.γωμένο νερό. Κρύο τάντ",νο!

Σε λίγο πάψο.νε το. σκυλιά, χο.ι γυρίσ",νε πίσω το. πο.ιΟιά. 'Από πίσω τους μπΨ<:ιχνε aτή σπηλια. τρεΙς &.ντρες, που φιxιν6�τα.νε πως ήτο.νε θο.λο.σσινοί, χο.! δυο χο.λόγεροι, βρεμένο ι δλοι κο.! ξυλιο.σμένοι ά.π· το κρύο. τους κΙΧλωσορΙοονε, τούς βCΊλιxνε κσ.Ι κα.θήσα,νε.

Μόλις πΎίγε κοντα στ� ψωτια δ πρώτος, δ καπετάνιος, τον γνώ­ρισε δ Μπο.ρμπο.κος κ' ε6γο.λε μια χο.ρούμεν') ψωνή. Ήτο.νε δ κο.πε­τ"ν - Kωστ«ντ�ς δ Μπιλιχτσής, που το.ξίδευε στ�ν Πόλ'). ΕΙχε περο.­σει χι ιnλ') ψορα ,"Πο τη Σχρόψ«, χ' είχανε δέσει ψιλΙο. μέ τον Μπο.ρμπάκο, που δεν -ηξερε τί περιποΙ')σ') να τους κάνει. οι &λλοι δυο �τα.νε Ύεμιτζ�δες κι ΙΧύτοί, ά.νθρωποι του κιχϊκιοϋ του.

Ό εν"ς σ.πο τοuς κο.λόγερους, ενο.ς σωμσ.τώδ'l)ς με μoιi)ρα γέ­νειο., lψορψάνθρωπος, ήτοινε δ πάτερ - Σίλ6εστρος ΚουΧ'ουτός, κο.λο­γερόπο.πο.ς. Ό &λλος ήτοινε λιγνός, με λίγες σ.νο.ριες τρΙχες στο πη­γούνι, σαν τον • Αγιο Γιάννη τον Κσ;λυ6ίτ'l). Τον λέγοινε Άραένιο Σγουρή.

Ό χσ;πεταν - Κωστο.ντης έρχότσ;νε ,"πο την Πόλη κο.! πΎίρε ατο κο.'χι τόν πο.τερ - Σίλ6εατρο, ποί> εΙχε πάγει ατην Πόλ'l) ,"πο τ' • Αγιον Όρος γιο. έλέη, κ' ήθελε νdι. Χάνει Χριστούγεννο. ",ην πσ.­τρίδο. του. Ό πάτερ - Άρσένιος εΙχε το.ξιδέψει μσ.ζί του σ.πο τη Moν� τού Ποιντοκράτορος στο Όρος, κ' -ητο.νε σ.πο τ� θεσασ.λΙο..

ΤοιξιΟέψο.νε καλό:. Μα σαν κοι6οιτζάρσ.νε τον Κά60 - Μποιμπό:, δ σ.γέρο.ς μπουρίνιασε, κι Βλ') τη μέρο. σ.ρμενίζο.νε με μουδο.ριαμένσ. πσ;νια κο.! με τον στό:ντζο, ως ποί> ψτάξοινε κσ.τα τό βρο.δι άπ' δξω σ.πο το Το.λιάνι. Ό κοι<ρος σκύλιοιξε κι δ κο.πετάνιος δεν μπόρεαε νά. 'μπει στο μπoυγcίζι, να κά.νουνε Χριστούγεννο:. στήν πατρΙδa . • Αποφι:ίσισε ),οιπόν να. ποοΙσει ι κ.α,Ι πήγε κιχΙ q:ιOυyτά.pισε στ' &.πι1γ· ΚΕΙΟ, πίσω ιiπσ ενα.ν μικρόν κ&60, aπό κά.τω ά:πό το μιχ?τρι. Κ' έπει­οη θυμ'Jθ')Κε τον ψίλο του τον Μπο.ρμπάκο, πηρε το':'ς γέροντες κο.! τους δυο &λλους νομο.τέους κο.! τρο.6-ήξο.νε για το σ.γίλι*. Στο ταερνΙκι είχσ.νε σ.ψήσει τον μπαρμπ' - Άπόστολο με τον μούτσο.

Σαν είΟο.νε 'πως ατ� απ'l)λια βριαΧότοινε κι δ χυρ - Πο.νο.γης μΙ τόν Υ.υρ - Δ')μψρό, γίνηκε μεγσ.λ'l) χο.ρα κο.ι ψοισο.ρίοι.

«Μωρε νiι. δείς>, ηεγε δ κυρ - Πο.νοιγ'ής, «τώροι ψέλνο.με τδ 'ΡΟ­πά.ρι, κι άπocνω που λέγαμε «έν ιxύτ� γα.ρ οΙ τοΙς άστροtς λo:.τρεύoντεc

* ΆΎίλ�:o;;: μα.ντρι.

Page 10: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΧΡΙΣτοrrΕΝΝΛ ΣΤΗ Σ.ΠΗΛΙΑ 111

όπά άστέρος έδιδάσκαΥτα ... », φτιiξα.τε χ' έσε1ς οι μά.γοι με τιΧ δώρα! Γι .. τΙ βλέπω μια ντ"μιζαν" κρχσΙ, βλέπω λ"κέρδ", βλέπω χ"οιάρι", βλέπω π"ξιμάδια, μπο.κλο.6ά,δες, ,σμ1ρν"ν, χρυσον κο.Ι λίβανον,! Xιi! Xιi! Xιi!" - γελοΟσε δυν"τ/ι; δ χυρ - Π"ν"γΤις, μισομεθυσμένος Υ.σ.Ι ψευδίζοντας, και χά.ϊδευε την κοιλιά. ταυ, για.τί ήτανε κα.λοφα.­γσ.ς.

Στο μετ"ξύ δ πάτερ - 'Αρσένιος δ Σγουρής ζωντάνεψε δ χ"ψέ­'/Ως, Υ: είπε σιγα,να χαμ.ογελώντα.ς καί τρΙ60ντιχς τά. χέρια. του:

,Δόξ" σοι δ Θεός, Κύριε ήμων 'Ιησοο Χριστέ, πού μάς έλύτρωσες έ.,.. του κλύδωνας!» κ� εκα,νε τον στα.υρό,του.

Ό πάτερ - Σίλ6εστρος είπε να σΊ}κωθοϋνε ορθιοι, χ' είπε λίγες εόχές, το «Χρ<οτδς YEvva,,,,,, κ' ύστερ" μέ τή βροντερή φων>] του !ψα.λε:

'Μεγάλυνον, ψυχ>] μου, τή'ι τιμιω:έραν κ"Ι ένδοξοτέρ"ν των Ilvw στρσ.τευμάτων.

Μυστήριον ξέyo'� δρω κιχι πα.ρiδοξ::ι'l· ούρανον το σπήλα.ιον, θρόνον χερου6ικον τήν Παρθένον, τήν φάτν-ην χωρίον, έν ώ σ.νεκ),ίθ,l l.χωΡ,l,ος Χριστδς δ θεός, δν σ.νυμνοΟντες μεγο.λύνομεν."

'rotEPo. κ"θΤιοονε στο τρ"πέζι. Τέτοιο τρ"πέζι βλογημένο κ"Ι χ.ρούμενο δέν Ιγινε σέ ""νένα π"λάτι. Τρώγο.νε κ"Ι ψέλνο.νε. Κ"Ι ..σ πουλιοΟ το γά.λο. ε/χε σ.πάνω, σ.πο τα μοσκ060λ,lμένα τ' ιiρνιιi,

τα μ"νούρι", τΙς .μυτζYjθρες, τΙς μπεκιiτσες κ"Ι τ' IlH" ΤWλι. τοΟ κυνηγιοΟ, ι;,ς τή λο.κέρδα κ'" τ' Ilλλ" τα πολίτικ" ποο

οΙ θ"λασσινοί, κ"θως κ"Ι κρ"σΙ μπρούσικο. 'Όξω φυσομ.α.νοϋσε δ χιονιάς, κα.ί βΟΥγούσανε 'tcZ δέντρα. χ

' � lAloαα. σ.πο μ17.κριά. Άνάμεσο. στα βουΙαμ"το. ιiκoυγόντ"νε κ"Ι τα ιιuδ,>ιJνιo. ιΧπο τα ζωντ"να πού σ.ν"χ"ρiζο.νε, Μέσα ιΧπο τή οπ,lλια

Τι κόκκινη ιiντιφεγγια τYjς φωτ,aς μ"ζΙ μέ τΙς ψο.λμωδίες μι τΙς χαρούμενες φωνές. Κι δ κυρ· Π"ν"γής Ικλε6ε κιiπoυ -

λΙγον δπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' δστερσ. ξυπνοUσε κ' εψελνε μι τ� συνοΟεί". ΆληθινOC, <iπο ττι Γέννηση τοΟ ΧριστοΟ δεν ηειπε τΙποτο.. Όλ"

το οπΤιλ"ιο, οΙ ποιμένες, οΙ μάγοι με τΟι δωρ", κι δ Ιδ,ος �τ(Xνε πσ.ρων μέ τούς δύο μαθYjτές του, πού εύλογούσιχνε

ΡΡώσι ν 'XtXt την πόσι ν».

-_._.��------ -----� .... .,.------..,--

Page 11: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ό καπετaν - Στελιος κι δ Βασιφ - έφέVΤ1jς.

Ή π«τρΙδ", μου τ' 'Αϊ6",λΙ ε!χε πολλl.t κ",Ικι", κ",Ι Κc<ρά6ι«. ΜιΧ δεν τιΧ ν"υλών"νε ξένοι, ιiλλl.t οΙ ίδιοι οΙ 'Αϊ6«λιωτες. Μ' "ότιΧ τ"ξι· - , δεόιχ.νε τα. λ6;Οια. κα.Ι τα. σιx.πσιJνιCΙ τους,

που ήτα.νε τα. κα,λότεpcι aτόν κόσμο, δ· πως άκουσ", να. λένε κ"ι στ� Μ"ρσιλι" .

.• Αλλ", άπ' "ότιΧ τ",ξιδεύ"νε στ�ν Πόλ"/j, Ιλλλ" στ� Σμύρν"/j, κ"ι τιΧ πιο μεΥάλ" τ"ξιδεύ"νε στ� Βλ"χιl< κ"Ι στ� Ρου· σΙ". Κ"μμιιΧ ψορα. Π"'ΙΎ"Ιν"νε κ' ίσ"με το

. ΜισΙρι, στο Τριέστι ""ι στη Μ"ρσιλι",. ΤΙΧ μικριΧ σκ"ριl.t rιτ"νε ιiχτ"ρμά.

δες, τσερνΙκια., σο:κολέ6ες, μπρα.ντο\}σκες, περάμ.α.τιχ, πένες. τα. με­Υάλ" ijt"vt μπομπάρδες, με ψ"ρδειες σκάψες, με πλώρ"/j λοξ-ή, σα.ν τους ιixτ"ρμάδ,ς, κ"Ι με τάκο πίσω στην πρύμ"/j. Ή ιiρμ"τωσιά τους ijτσ;νε δυο άλμπουρ", τ6 Ύ", με στ"όρωσες, τ' άλλο με lιπούμot. Κσ;ρσ;-6όσκα;ρ" δεν είχ"νε οΙ 'Αϊ6"λιωτες. Κ"ρ"66σ-,,,ρ,, με δυο κ"Ι τρΙ" Ιλλμπουρ" ερχ6ντ"νε στ' 'Αϊ6"λΙ άπο άλλ" μιρ"/j, ΥΙιΧ νιΧ ψορτώσουνε rι ΥΙιΧ νιΧ ξεψορτώσουνε δι"ψορες πρotμιXτειες, ΥΙ"ΤΙ ijt"vo μεΥ"λ"/j κ"Ι πλούσι" πολιτεΙ", κ' εδρισκε κ"νέν"ς ιiπ' δλ" τΙ< ΠΡ"Υμ"τ".

Ό κ"πετα.ν - Στέλιος δ Κ"ρνΙ"Υοσρος πρωτ" τ"ξΙδευε χρόνι" στ� Μπρ"Ιλ", ψορτωμένος λάδι" δικ" του' δστερ" ε!χε πάρε - δωσε μόν"χα. με τ�ν Π6λ"/j. Στην Π6λ"/j ε!χε πολλες Υνωριμιές, τον ξέρανε ΡωμιοΙ κ"Ι τουρκοι κσ;Ι τον είχ"νε σε μεΥάλ"/j ύπ6λ"/jΦ"/j, ΥΙ"ΤΙ' εκτος που ijt"vo σ06"ρος άνθρωπος κ"Ι κου6"ρντ"ς, ιi.λλα. 'κσ;Ι στο παρου­σι"στικο ijt"vo εΠΙσ"ljΙ-Ι0ς, μεΥ"λ6σωμος, έι-ιορψάνθρωπος, λες κ' ijtavt ιi.πo π"σάδικο σόΥΙ. Όπου νιΧ ρωτοσσες τον ξέρ"νε. ΟΙ τουρκοι τόν λέΥ"νε 'Αί6"λικλΙ - Στέλιο rι κ"μπουντιΧν - Στέλιο.

Ή μπομπ"ρδ" του άρ"ζε π"ντ" στο ίδιο μέρος, κ"Ι ξεχώριζε &ν"μεσ" στιΧ λoy�ς - λoy�ς πλεοόμεn, που μ'ρμ"/jΥκι"ζ"νε μέσ" στο λιμιΧνι, Ιμορψο σκ"ρΙ, &ρχοντικο σl<ν τον κ"πετάνιο Τ"/jς, β"μμένο ι-ιέ ι-ιερ"κι, κ"θ"ρ6, κου6έρτ" Χ"θρέΨΤ"/jς, π"νιιΧ π"ντ" κ"ινούΡΥΙ'" ξάρτι", άΥκουρες, κ"δένες, δλ" σl<ν ζωΥΡ"ΨΙστ". Ό τ"κος τ�ς πρό­['"/j; ijt"vt έι-ιορψοσκ"λισμένος με πλουμΙδι" σοβ"ρ", σιΧν ν" 'τ"νε κ"νέν" σκ"λιστο προσκυν"/jΤ"ΡΙ κ"νωμένο iiπο ['"atop"/j τ"λι"δοσρ.,

Page 12: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ· ΣΤΕΛJOΣ ΚΙ Ο ΒΑΣΙΦ· ΕΦΕΝΤΗΣ 119

με δυο περιστέρι" που β"στούσ"νε με τΙς μύτες τους μι& κορδέλ" δπου εγρ"ψε: «τους μέλλοντ"ς πΗειν δι"ψύλ"ξον, Κύριε.»

Μι& ψορ& ετuXε ν& βρεθοίίνε στ'ήν Πόλη δυο 'Α'ί6"λιωτες κ"πε· τ&νιοι, δ Στέλιος Κ"ρνι"γοίίρος κι δ Νικόλ"ς δ Κοντογιώργης δ ΓρΙτσ"ς, "λλο σκέδιο "ότός, ξερι:r.κι"νός, εόκολομίλητος, χωρ"τ", τζ'ής. Πηγ"Ιν"νε κ"ι ψουμιΧρ"νε ν"ργκιλε σ' εν"ν κ"ψενε στο Χ,,6ι,,· ρόχ"νο. Κ"θόντ"νε κ' οΙ δυο με τ& μ"ρκούτσι" στό 'ν" χέρι, με τα. κομπολόγι" στ' "λλο. Ό ΓρΙτσ"ς ε!χε τόση χ&ρη στ'ήν κου6έντ" του, κι δ ά.λλος εΤχε τέτοιο σαλτανocτλlκι στό παρουσιαστικό του, που πηγα.ί.νανε πά.ντα καΙ κα.θόντα.νε κοντά. τους εΙδών - εΙδών ά.ν­θρωποι, θ"λ"σσινοΙ, έμπόροι κ"Ι γραμμ"τικο!.

ΈκεΙ λοιπον που κου6εντι&ζανε, εγινε μια. π"ρεξ'ήγ')σ') στ'ήν "λλ') ίiκρ') τοίί κ"Ψενέ, Ο1)κώθ')κε μια. ιi.ν"μπoυμπoύλ", κι δλος δ κόσμος μ"ζεύτ')κε ν& δεΙ τΙ εγινε. Μον"χ& οΙ δυο κ"πετ&νιοι ιi.πo· μ.εΙνο:.νε στον τόπο τους.

Ή ψ"σ"ρΙ", ιi.ντ! ν& κ"τ"λ"γιιiσει, πλ'ήθυνε' &ς που τρ"6'ήξ,,νε μ"χ"Ιρι" ν& σκοτωθοϋνε. Τότε σ')κώθ1)Κε με τ'ήν -ήΣUXΙ" του δ κ,,· πετα.ν· Στέλιος, β"ρύς, κ"ι π1jγε κοντα. κ"Ι, μον"χα. που τον ε!δ"νε οΙ μ"λωμένοι, στ"ματ'ήσ"νε τον κ,,6γ&. Ό Κ"ρνι"γοίίρος ίiρπ"ξε τον εν"ν, "ότον που εκ"νε τον πιο παλλ1)Κ"Ρ&' σα.ν να. ijτ"νε κ"νέν" σ""κΙ &χυρο, κ,,! τον σψεντόνισε με τέτοι" Μν"μ'), που εκ"νε τρεΙς· τέσσερες τοσμπες, χ' δστερα. aYJκώθ1jΚΕ ιiΠιXνω σα.στισμένος, κ' έτρεχε ιΧπο δω κι ιi.πo κεΙ, &ς που βρ1jκε τrιν πόρτ" κ' εγινε καπνος ιi.πo τον φό60 του. Στο μετ"ξύ, δ &λλος που τ'ή γλύτωσε, εν"ς Άρμέν')ς, ιi.ντΙ ν& τον εόχ"ριστ'ήσει, πέτ"ξε το μ"χ"Ιρι κ"ι τον χτύπφε ξέψ"-ρσ,, στο ποΜρι, κι &ς ν& κ"τ"λ&60υνε τΙ Ιγινε, χιi.θ')κε κι "ότος ιi.πo τον ΚG«pενέ. Ό Κ"ρν,,,γοϋρος π1jγε κ"ι κιiθφε στον τόπο του κ' !πιι:r.σε xι:r.t φουμ&ριζε, σα.ν να. μ'ή γΙν1)Κε τΙποτ".

Στο μεταξό ψτ&ξ«νε οΙ ζ"πτιέδες μ' εν"ν Ονμπ"σ')*. Ό ον· μπαΟ1)ς �τ«νε εν", χοντρος μαυρομούστ«κος μεγ"λιΧνθρωπος, Σα.ν !μα1Ιε τΙ !κ"νε δ κ"πετα.ν · Στέλιος, It1jyo κoντιi του κ"ι τον Χ"Ι' ρέτησε γελG<ζoύμενoς, κ"Ι πιιiσ"νε κ"ι κoυ6εντιιiζ"νε,

Άπο κεΙν') τ'ή μέρ" δέσι:r.νε μεγιΧλ') ψιλΙ", Ό Β"σΙψ . έψέντ')ς, δ λεγόμενος Λουκμ"ς, νερο επινε πια. στ' 5νομα; τοίί Κα;ρνι"γούρου, για;· ΤΙ, κοντα. στον θ"υμ"σμο που ε!χε σ' "ότον για. τ'ή μεγ"λοπρέπει"δπου ι{χανε τά. ψερσΙματιΧ του, κ"ι γι"τΙ δεν Ε6γ"ινε &πρεπος λόγος ciπο

• Nωμ.cιτι1ρχη,

Page 13: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

120 Ο ΚΑΠΕΤΑΝ· ΣΤΕΛΙΟΣ Κ! Ο ΒΑΣ!Φ· ΕΦΕΝ'l'ΗΣ

το στόμ", του, ε!χε μιΧθει χι ,"πο πολύν κόσμο σε τί έκτίμ"lσ"l τον εΙ· χσ.νε τον κσ.πετ"ν· Στέλιο. Όποτε πήγαινε στ�ν Πόλ"l δ Καρνιαγοϋ· ρος, ,"πο τ�ν παρέσ. του δεν Ελειπε δ Λουκμ" . tcptYt"l;' Τον' Λρμέν"l τον επια.σε, κα.Ι θα. τον σκότωνε, μα. δ κα.πετά.νιος τον π«ρα.κάλεσε ν" τον ,"ψήσει, χ

' ετσι εκανε. Λότ" γινήκανε στ" 1898, τδν Ίοόνιο. Στ" 1903, παραμονες τ" Χριστοόγενν", ξαν",βρεθήκ",νε πάλι

οΙ δυο χαπετιΧνιοι, δ Καρνισ.γοϋρο; κι δ Γρίτσας, μαζΙ με τον Β",σΙψ. Ecplyt"l, χ",Ι πήγανε ν" cp!i.vo στον Γαλσ.τιΧ, στ�ν τσ.βέρνα τοϋ Μπου· γιουκ Άϊν",λη, που μοναχ" τοϋ πουλιοϋ το γσ.λσ. δεν ευρισκες. Άλλ" οΙ δυο �AΙ:oιxλιωτες ν-ηστεόιχνε, γιι:ι.τΙ 11τα:νε σαρακοστή, χι δ Βα.σΙφ -εψέVΤ"lς νήστευε χι ",ότος μαζί τους, δεν �θελε νΟι ψιΧγεL κΡέα;.

Σα,pα.κσστια,νCι ψα.για. τα. λέ.γιχνε, μα. τέτοια σα.ρα.κοστη είνα.ι χαλότερ"l ,"πο Λαμπρή. Είχ",νε δυο λογιών χσ.ΟιιΧρι, μ!Χϋρο χ!ΧΙ Π!Χ'Ι' τερμαλίδικο, χτ",πόδι τoυpσl καΙ ξερό, ψ"Ιμένο στΟι χά:ρ60υν"" μόδι"" στρείδια., φοϋσκες, Κ<1.λ6γνωμες, κcφα.6Ιδες, άλλα. τουρσιά., σαλα..ταά., ρετσέλι",. Ήτ",νε καλοψ",γά:δες εΚΕίνοι οΙ μ",χαρίτες. Γι' ",ότο κι δ Βα.σίφ, που Ύ'jτα.νε &'πο φυσικό του φα.γά.ς, παράφαγε xttV1j τη μέρα..

Άπο κεί τρ",βήξ",νε στον καψενέ. �EκεΤ που πΙνΙΧΥε καφέ, δ ΒασΙφ - έcpέ'Jτη; &λλιχ.ξε οψη, τα. μ.ά.τια

του γουρλώσα.νε, επεσε το φλιτζά.νι σ.πό το χέρι του, εγειρε, έγειρε, χι ciπόμεινε ξερος ,"π"νω στ�ν καρέκ).",. Τον χτόπ"lOε ντ",μπλό:ς*. Ήτ",νε ciνήμερ", τ' Άγιοϋ· Σπυρίδων",.

Άπο κείν"l τ� μέρ", Ilλλ",ξε δ κ",πετ"ν · Καρνι",γοϋρος. Λότος που δεν εκλ",ψε ποτέ του, δλοένσ. διiκρυζε, κι δλοι ciποροόσανε .

• ΤΟν πήρ",με στον λαιμό μας τον Ilνθρωπο!» ελεγε χαΙ ξανάλΕγε στόν κα.πετα,ι - Νικόλα.. «"'EO"'�ιxσε ά.πο τα. θΙΧλα.σσινά., ΥΙΙΧΤΙ οεν ητ«­νε ouν"lθισμένος!»

':r στερ'" ελεγε πό:λι συλλογισμένος: «ΦιχΙνετιχι πως οεν εκιχνε να. ν-ηστέψει, νσ. κά.νει σσ.ρ«κσστη μ.σ.ζί

μ",ς, γιατΙ �ταν" ciλλόθρψτι.ος. Ό θεος δργίστψε. Έτσι μοϋ εΙ"ε δ παπα· Κουστουλίδ"lς!»

Λύτ� ή Ιδέα τον ετρωγε σ"ν σαρό:κι. Έκεί που καθότ",νε καΙ ψουμάριζε, μουρμοόριζε:

.Κρίμα στον Ilνθρωπο! Κρίμσ. στον Ilνθρω"ο! l{' δστερα λένε τουρκο;, κι ά.6ά.ψτιστος! Μπρέ, μ.πρέ, μπρέ! Έγω να. πέσω σε τέ-

* Άποπλ'ηξ'ο:.

Page 14: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ο. ΚΑΙΙΕΊΆΝ· ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΙ Q ΒΑΣΙΦ· ΕΦΕΝΤΗΣ 121

τοιο σεί'.λέτι*! �A8εpψός μου ν&: ·τα.νε, πά,λε: δέ θσ. με κόστιζε ετσι ... Μωρέ, τΙ π"θαμε, χρονι"ρες μέρες! ουφ! ουφ!»

Σε λΙΥες μέρες κciνα'lε πoινιeι τΟ< δυό τeι κ"Ικι", � μπομπά.ρΟα τού ·/..�πετσ.ν - Στέλιου κα.Ι το τσεP'�ίκι του καπετάν - Νικόλα. τοσ Γρ{τσσ.ι γισ. νά. \/ιχι στ' 'Αι6σλΙ τιΧ Xριστr:ιυγε'lνα..

1Ifέσα στό μπoυyιiζ, ιiρμ.ενΙσ"νε μ.ε λ(γον ιiγέρo. κο.Ι μ.ε ψιλή βροχή. Ό κσ.φσ; ijtG<V; λε"ciντες . • Αμι> η6Υσ;νε στσν Μο.ρμσ;ρ", δ αΥέρσ.ς δυνιiμωσε. Κο.τ" τΙς δέκο., πρΙν άπσ τό μεσ-ημέρι, δ κ"ιρσς γύρισε στον σορόκο κα.Ι φOυpΤCoύyιcι.σε1 με ά.στρα-πες ΚΙ ΙΙστροπελέκια. Ό οόρο.νσς Υίν-ηκε κσ;τ"μο.υρος σ"ν ν!ι. νύχτωσε. Μουδό:ρ"νε τ" πα·

, Ι β ' λ' " 'Κ ' Ν ' Μ ' ΊΙ'Ζ χα. α,στουσανε π ωρη απα,νω σΤυ «που - τα.Υ. προστα.

• ..s. •

� . ι

• • ,

11.... . 'λ' ';tYjycι�ve: 'Ι μπσμπα.ρυα. κι σ;πο πισω πηγαινε το τσερνικι. ltJ.ιx. σε ιγο

� θιίλσ.σσ? δεν εμπα.ιν� στ07. πσ.νι� χαλ μέσιχ σε κείνο το σκοτάδι εχcισε τό �yrι. χιxpιi6ι τ' ά.λλο. Τ' άστροπελέκια. μουγκρΙζα.νε ά,πιiνω σ.πο το μιχνια.σμένο πέλα.γο. Ή θάλα.σσα. του MιxpμoιxpCi, πού ε!νιχι �μερ-η κ"Ι χ"ρούμεν-η με Υ.σ.λσν χ�φό, ε!χε ΥΙνει "Υ'/ώριστ-η, μελσ;. ψή, σδι.ν νά. 'τ«νε &.νεκ�τεμέψη μέ: φουμο. Σ�κωyε κατι axotEtvGt βου'ιιχ, π:' ά.νεΌοκσ..τεΌο:ίνιχνε κσ.ι Κ:J).ούσσ.νε κσ..τά. τΟΥ βοριά., φ6Όσς xG<l τρόμος, λες κο.Ι βρισκόσοuYG< στ� Μ:ο.ύρ-η θ"λο.σσο.. Ή μπομπ"ρ· 8cι πιiλευε πσ.λλ-ηκσ.ρΙσισ.., σrικων6τcx.νΖ μέ το μπcx.στούνι στον ούρcx.νό, χαΙ ξο.ν"πεφτε βαρει", σ"ν βου"ό:λα αΥριεμέν-η, με τ� φ"ρoειeι κο ι­),,& της "μπώχνοντας τ!ι. νερ&, πolι βΡ"ζο.νε εν" Υύρω τ-ης. θο.ρρείς πως � όρy� Τής θ"λ�σσ"ς ε6Υσ;ι νε ιΧπσ τ" εΥΚο.τ" τ-ης, άπσ τσ .χπο.το β.θο της, ΥΙ"ΤΙ "ότσ τσ Υ.λειστΟ πέλο.ΥΟ εχει β"θος μέχρι χιλιο. πεν­τ"κόσ" μ.έτρο.. τα νερeι μπ�ίνσ.'ιε άπσ τ�ν πλώρ-η κσ.Ι βΥ"Ινο.νε απσ την πρύμ-η, χ' ε,χσ-νε πάρει τά μι:ιυσσ..μσ-Οένι<ι. ncx.pαoitlta καΙ τον σχύλο του κσ-ραΌιου.

Ό καπεταν - Κα.ρνισ.γουρος �τσ-νε τυ).ιγμένος μέ: μια νιτσερά.6α. ΤΟν ,δερνε τσ χ"λ"ζι, τόν σκεπ"ζο.νε οΙ θιiλσ.σσες, μeι ο.ότσς δεν Ι.ινε πεντ"ρο.. Ε!χε περ"σει πολλ" τέτο,,, κσ;Ι χειρότερο.. Με τΥι ,",Ιστρο. χ"Ι με τή μπoύμ� � μπομπ&ρδ" "Υ"ντ"ριζε, .χμπωΧ'/Ε μ.ε τΙς ψωσκωτες μά.σκες της τ·χ βουνα πού πέφτσ.,νε ά.πάνω της.

ΛίΥΟ πρΙν ιΧπσ τσ βσ.σίλεμα τοΟ ijλιοu, ψ"ν-ηκε μι" "'ΥΡΙο. ιi'/τι­φεγΥΙσ. κ"τσ. τσν μπουνέντε, σ!ι.ν νlι. "νο.σ-ηκώθ-ηκε λίΥΟ �κε(ν-η � μ!Χυρίλσ.. πού πλάκωνε τόν κ.ό::Jμο, κι δ άγέρσ.,ς λσ-σ-ιtά.ρισε. Jιf.rtfJoatάo χι ι1πο στσ-6έντο φσ.,γήκ�.',ε τζι Mα.ρμα.poν�σισ-. Ό ΚιΖπετάνιος δρτσά.-

• ΣτεvοχώριCt.

Page 15: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

122 Ο ΚΑΠΕΤΑΝ - ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΙ Ο ΒΑΣΙΦ - ΕΦΕΝΤΗΣ

ρισε καλά., γιατΙ � μπομπά.ρδα ξέπεψτε με τ" λιγα πανι" ποό ά.ρμέ­νιζε, καΙ μπηκε μέσα στο μπουγά.ζι, ά.νά.μεσα στη στερι" καΙ στ" νησιά., καΙ πηγε καΙ ψουντά.ρισε πίσω ά.πο το �να, που βρίCΤ"εται πιο κοντ" στη στΕΡΙ" καΙ ποιι το λένε Πασl< - Λιμά.ν. Ό Κσ.ρνιαγουρος ε!χε ποδίσει κι ά.λλη ψορ" σ' αότο το νησί, κοντ" σ' ενσ. μoναστ�ρι της ΆγΙόίς - llCXPCXΣXOUi)I.

Σαν φομΥτιΧρ«νΕ καΙ μα,Ινά:ριχνε τα πα.νιά., δ κσ.πετιiνιoς ε!πε: «"Οποιος πνΙγηκε, μετάνοιωσε!;<)

Έξον ά.πο τον σκύλο, Ilνθρωπος δεν πνίγψε. Άπ/' τΙς δυο βά.ρ­κες, ε!χε ά.πομείνει � μι .. ά.π&νω στην κου6έρτα. τη ρίξανε στη θά.­λσ.σσσ. κ' ή6γανε 5ξω δυο νοματέοι κσ.Ι πήγανε στο μονσ.στηρι κι ά.νά.­ψανε κεριά.. Γυρίζοντας, ψέρσ.νε βελέντζες γιl< να σκεπαστουνε, κ' �να πάπλωμα για τον καπετ"νιο, γι«τΙ τα δικά τους �τιxνε βρεμένα.

Καθήσανε Ικεί πέρσ. δυο μέρες. Ό καπετο.ν - Γρίτσας δεν ιρά. νηκε.

την τρίτη νύχτα δ ά.γέρας επεσε δλότελα κ' ε6ρεχε &ς τήν αόγ�. Ό καιΡος γύρισε στον ροριά.. Κά.νανε πανια καΙ την Ιδια μέρα περά.σανε το Τσανακ - Καλέ. Ό καιΡος ήτσ.νε καθαρός, χωρΙς OUν­νεψσ.. την ώρα ποό βcxσίλευε δ ηλιος, βρισκόντανε βορινα ά.πο την Τένεδο, καΙ κείνη την ώρα εΙδανε το τσερνίκι του καπετl<ν - Νικόλα, πού πήγαινε πιο γιαλό, μαζΙ μ' ενσ. άλλο καΙκι.

Τον χουγιά.ξανε καΙ πέσανε κο"ά., καΙ πi)γε δ καπεταν - Γρί­τσας με τη βιiρκα; ά.πιiνω στη μπoμπιiρδα. τους ε!πε πώς, τον καιΡΟ ποό χωριστήκανε, αότος τριi6ηξε ά.νοιχτο. ά.πο το. Mαρμαρoν�σια καί, με Βλο το στραπιiτσo που .ψαγε Βλη τη νύχτα, δεν πόδισε, &, που εφτα.ξε στο Τσα,νακ - ΚιχλΖ, κ' έχει φουντάρισε καΙ κάθησε κ� περίμενε τον καπεταν - Στέλιο, γιατΙ τοΟ εΙπανε πως � μ"oμπιiρδ. δεν είχε περιiσει ά.κόμα. ΚαΙ πως βαρέθηκε πια να τον περιμένει, κ' ε!χε κιiνει πανια λίγο πρΙν νο. περιi�ει δ Καρνιαγουρος ά.πΟ το

Τσανακ - Καλέ. ΤΟ καΙκι του δεν επαθε ΚCXΜμιo. ζημιά.. Σο.ν σκοτείνιασε, δ χιονιο.ς κατέ6ψε με το. παιδιιi του, δπω;

λένε οΙ θαλασσινοί. τα δυο καΙκια πέσανε ά.πο κιiτω ά.πο την Τένεδο, κ' εκεί ξημερωθήκανε. Καθήσανε καΙ την άλλη μέρα, της ΆγΙας 'Αναστασίας της ΦαPΜCXκoλύτριας. Ό καιΡος ήτανε δ Ιδιος καΙ χει· ρότερος.

Ξημερώνοντας την Ilλλη μέρα, προπαραμονη ΧρισΤΟύγεννα, ψουρτούνα κιαμέτι καΙ κρύο τιiντανo! Κά.νανε τον σταυρό τους χιι!

ψύγανε με λίγα πανιά., σχεδον ξυλά.ρμενοι, &ς ποό κα6σ.τζά.ρανε τον

Page 16: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Q ΚΑΠΕΨΑΝ· ΣΨΕΛΙΟΣ ΚΙ Q ΒΑΣΙΦ· ΕΦΕΝΨΗΣ 123

κ,ιρι.. Μ""μ,,". Άπο κεί όρτ""ρανε χαΙ πηγαΙνανε γιαλό, ως που ψτό;ξανε ά.ντΙκρυ ά.πο τι. Μοσκονήσι".

Ό χιονιι.ς κατέΒαζε ά.νεμό"ροχο ά.πο το κι.ζ Ντό.γ, που στε· Υ.ότανε ά.πο πό;νω τους ά.νταριασμένο καΙ μελανιασμένο, στεψανωμέ· νο με τι. σόννεψα τijς χιονιOCς. Ό ά.γέρας χυνόταν ε βΟ-ρυς "αν κρύο μoλιJ6ι μέσ' ά.πΟ ΊΙς νεροψαγιες ,ου βουνου, χ' εκανε τή θό.λcισσα '1& βράζει, καΙ μπιχτάριζε τά. δυο κο:tκισ. νσ. τα Υ.ΙΧϊνα.ντίσει*, κι α.ς ά.ρμενΙζανε μοναχι. 11ε τους ψλ6κους καΙ με τlι. μεγό;λα πανιι. πολυ μουδσ.ρισμένα.

Φτά.νσντα.ς εκεί πσίι ε!πσ., τα. OώσlΧνε στά. πρίμα, χαλ πρoφτιi­ξανε καΙ μπ�κα.νε μέσο:. στό ΤΙΧλιάνι πρΙν νσ. κα.λοσκστεινιά.σει. Τά ρέματα τρα"ούσανε κατlι. μέ"α στο μπουγ"ζι τ' Άϊ"αλιου. Σε λΙγη ωρα., νύχτα. πιά., φoυyτιipα.νε κα.Ι τά. δυο μα.ζ!, το τσερνίκι στ� Άγγε­Xij τον Γιαλο χ' Ύι μπομπά:ρδ" στην Κ"τω Χώρο.. Άψου τlι. βολέ. ψανε ολα ιΧπ"νω στι. κα!κια, βγήκανε ιiξω οΙ γεμιτζijδες κι δ καθΙ'lας πήγε στο σπίτι του.

�H πολιτεία. ητα.νε χα.ρούμεν'tj καΙ πα.ψηγυρικ�, μ� δλο πού φυ­σοϋσε δ χιονιάς παγωμένος, χι:χ.ι βούϊζε στά σα.χνισ!νια.. τα. κσ.μπα.να.­pιiι. ψεγγο60λούσο.νε ά.πΟ τη ψωτοχυσΙα. Στους δρόμους γυρΙζανε σμάρια ά.πο παιoιlι. με τlι. ψο.νό.ρια, καΙ λέγανε τlι. κ"λαντα.

TYj'J ώρα. που εμπα.ινε στο σπίτι τ�υ δ κσ.-πετά.ν - Κα.ρνια.γοσΡΟζ, ή πόρτα �τανε ά.νοιχτή καΙ τι. παιΟιι. τελειώνανε:

'Ιδού όπου σάς εΙπσ.μεν ολην την �στoρΙα.y, του Ίησοσ μας τοο Χριστοσ γέννησιν τήν δ-γΙαν. Κο.Ι σ&:ς καλονυκτΙζομεν, πέσετε ΚΟψ1jθijτε, όλΙγον δπνον π"ρετε '<αΙ πό;λιν σηκωθijτε. ΚαΙ β"λετε τι. ροσχα σας, ε�μopψα Ινουθijτε, στ-ην ΙκκλησΙαν τρέξατε, με προθυμΙαν μπijτε ...

Κι δ καπετ"ν . Στέλιος, ιΧψοΟ &λλ"ξε ιX<JΠpόppoυXα, πΜγιασε καΙ κείνος καΙ πijρε λΙγον ""νο καΙ, μ' ολο πού �τανε ά.γρυπνισμένος, σηκώθ-ηκε μϊ � τΙς καμπάνες που χτυποόσανε χαpμ6σu';α. ά.πό δώδεκι:l. καμπ"ναριό;.

Ό κόσμος βού'ίζε χαρούμεγος στους δρόμους καΙ πήγο.ινε στΙς εκκλησtές, οΙ πόρτες των σπιτιών 71τανε ά.νοιχτες καΙ μπαινο6γαΙνανε ,ορΙτσι" κι ά.γόρι" ντυμένα με τι. καλ" τ" ροΟχα τους. Τ" τραπέζια

.. Να. τ' ciνιχπΟΟοruρfσε�.

Page 17: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

124 Ο J(AllJ�TAN - ΣΨΕΛΙΟΣ 1\1 Ο ΒΑΣΙΦ - ΕΦΕΝΊΉΣ

Ύjτα.νε στρωμένα., κα.ί περιμένιχνε '/' ciπολύσει � Αει ΤOυpγίcι, γι� ν� πάνε ν� ψάνε οΙ νοtκ-tjκυρέοι.

Ό χ",πετ"ν - Στέλιος Ε6",λε τ" χ",λ" ""λ6ιiρι", του, ροϋχ", σ.κρι-6" κι:ι.Ι σ06",ριi, ερριξε στΙς πλιiτες του τη β"'ρει" γούν", του, εστριψε τό μoυστιiκι του, κι:ιΙ πήγε στην έκκλησιά , μ",ζΙ με τη γυνι:ι.ίκ", του, με τούς δυο γυιούς του κιχι τ-ην κόρη του, ολοι τους εμορψοι κα.Ι χα.­ρούμενοι, <ι Αμα. ιΧπόλυσε � �κκλησισ. x'Xt τελε�ώσα.νε τα. κιχ.λωσορΙσμα.τα,

, " yuptaave στο σπιτι.

Κ · ' λ ' , Ι ' ' ό αι πα. Ι'/ σαν γυρισετε ε ς Τυ 'φχο,/τιχ ν σa.ς, εύθυς τρα.π έζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητό') σας. Κα.ί τον στωJΡόν σιχς κάμετε, rEuBi'jtE, eIJcppayθi'jtE, δότε καΙ κα.'1ενός πτωχοσ, σστις '/:Χ όστερητα.ι.

Μ' δλη τη χ",ρσι �oίι εφερε δ Χριστός στόν κόσμο με τη Γέννη­σή του, δ mr.EtiXv - Στέλιος ήτανε στενοχωρημένος . • Από τον νου του δεν εφευγε δ Χ"'ϊμέΥος δ Β",σΙφ - έφέντης, σ.Χόμο; κ"Ι μέσ", στήν , λ ' εκκ Yjatιx.. < "Ημ",ρτόν σοι, Κύριε" μουρμούριζε, "Υ ι" εΥ",ν σ.λλόθρησκο νΟι τό πά.ρ'.:.} τόσο βι:χ.ριά., σιi νά. 'το:.'1ε α.rμσ. μου, adG νά. ·τα.νε OCδερψός μου! Μ" Ιί.ρ",γες δ Χρ,στος ήρθε σε τοϋτο'l τον κόσμο μό'IΟ γι" μdς τούς β",φτισμέΥους, κ",Ι δεν ήρθε ΥΙ" ο"λον τον κόσμο, γι" κιiθε /ί.νθρωπο που εχει κα.λ-η ψυχ'ή, τΙ Τοϋρκος, τί Ρωμιός; Ό θεός τών πνευμ.ά.­τω') καΙ πάσης σα.ρκό;, άνιχ.πα.Φε κιχι συγχώρεσε κα.Ι τόν Βα.σίφ.­Ξψέντη, πού είχε Φυx� πιο κα.λ-η άπό μάς τους χριστιανούς!»

Page 18: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

τα Φωτα στ' Ά'ίbαλί ,

Στα. θα.λασσΙΥιΧ -C7. μέρη plX'/GιU'J':: τον Στα.υρό, {ίστερ' ιΧπο τη Λειτ?υργία. των θξoqxινίων . 'Έτσι τον ι=-ίχνα:IΕ χα.ι στην πα.τΡίδα. μου,

' 1J. " θ ' " " ): "Ι. ,ιτο:.'ιε ενα. ε"μ� εμορφο Ύ.α. ι πα.ρα.�ενo. Ξεκινοϋσε ή συνοοεία ά:.πό τη ι.ι"ητρόπολη. Μπροστό:. πηγα.ίνα.νε

τα. ξα,φτέρουΥα. κα.Ι τα. μπα."ίΡά.κια" "/.. υστερα. r.ηΥcι.ίνανε οι παπά,δες τον δεσπότη, ντυμένοι με τα. χρυσα. τά. α.μ:ρι-α., πα.πά-δες πολλοl χι χιμαντρίτε;, για-τΙ ή πολιτεία. είχε δώδεκα έκκλrισίες, κα.Ι κα.τα επίσημες μέρες στΙς μι,,-ρέ; ενορίες τελειώνΙΧ'ίΕ Υληγορα. τη Λ '''0''0'' γΙα κα.Ι πηγα.ίνανε οι παπάδες στ-η μη-:ρόπολη, για. να. γίνετα.ι ή "",ο'' τη πιο έπίσ-ημ:η. ΟΙ ψαλτά.Οε; ήτα.'ιε κα.Ι κεlνo� κά.μποσοι χ' ο[ καλλίφωνοι, καΙ ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαψcινά., δηλα.8ή έλ­ληνικά, χι οχι σσ.ν σ1jμερσ. που τρελλ".θΎ/κ«με κα.ί Κ&'Υαμε τήν μωθία. μας σα.ν &'νάλατα. κα, ζενικχ θεα.τρικα τρα.γούδια.. Άπο ?;κολουθοΟσε λα.Ος πολύς.

Σαν :ρτά.να'�ε σ:� 'AyytX1j τον Γιαλό, Οr.ως λέγανε κείνη Τ�Y α.κpoγιαλιιi, δ δεσπότης με του:; παπιiδες άνεοαΙναΊε σε μια. ιιε",iλ'η] σα.ν�δωτη σσ.γ�7..* έμopφoσ�'.7.pωμ.ένη, γι:7. '/α κά.νουνε τον <Αγια.σμό.

Ό κόσμο; επ�α.νε τήν ακρογιαλια. Χ� &'νέβα.ινε δ καθένας δπou ε�P:σY.ε, γι;' 'Ι?ι. μπορεί 'J;' βλέπει. τα. ι:ϊπίτια που ήτανε ενα γύρο γεμίζανε κόσμο. ΟΕ γυναίκες θuμιάζανε σ.πό τ& πα.ραθύρια..

'Απο το μέρος Τ11; θ,iλ�σσσ.ς 1jτσ.νε μσ.ζεμένο: ίσσ.με έκσ.τΟ κια. κα.Ι βά.ρκες αμέτρητες, με τΙ:; πλGψες γυρισμένες κατα. το μέι,od ,;,;ou στεκότανε δ δεσπότης. 'Έτσι που Υ/τανε π').p αταΎμ�να. τα. κια., μοιά.ζανε σα.ν αρμάδα που θα. χάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτιΧ, :0 πέλαγο, εολεπες cρoυντ".pισμέ'�α. τ.7. μεγάλα. κα,ίκια., γεμά-τσ: καΙ :ι..εί'�α. 'Άλλ'Χ πάλι είχα.νε περιζω'Jμέ'/ε; τΙ; βά.ρκες που βρισχά τσ.νε για.λό, κ

' ήτα.νε χ'ι αύτα. γεμά.τα ".6σμο, r.po πάντων θσ.λ"",αιv καΙ παιδομάνι.

Σ' • . . Ι , ) , , " 1. • λ'

�olρ. , αυτα. τα. μερη κ?'.'Ιει'πο ,') κρυο, :Ι.αι ΤΙ; πω πολ ες ψ

&.ντένες τών χα,ρα.Οιών ήτανε ΧΙΟΥισμέ'/ε;, ε'lα. θέαμα. πολυ • Απάνου στα. ξάρτια. κα.Ι στΙς σκαλιέρες, στΙς γάμπιες καΙ στ& στούνια. τών xιxpαo6�G)'� ήτανε σ"/.�λωμ.ένoι πλήθος θαλασσινοί,

Page 19: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Τ Α Ψ 2 Τ Α Σ Ψ' Α 'ι' Β Α Λ 1 14 1

"I.�Ι μικροΙ Ή θιiλa.σσα �τα,'Jε κοψισμέ'Jη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα

Υ.ρεμόντ"νε ιiπo τΙ< ξιiρτι" σε πολλl< κ"(χι,,. Κρόο τιiρτ"ρoς . Στ�ν κιiBε βιiρκ" ιiπo κείνες ποίι ε,χ«νε κοντοζυΥώσει στη στε­

ριl< κ"ί περιμέν"νε να πέσει δ Στ"υρος στη θιiλ"σσ" , στεκό'ιτ"νε ιiπo

ενα. - δυο νομα.τέοι άπά,νω στήν πλώρη, ένω άλλοι δυο �τα,νε στά

κουπιά. ΑύτοΙ που στεκόντα,νε όρθοt στήν r:λώρη, �τα'lε δλ6γυμνοι , έξόν ενσ. άσπρ., βρα.κΙ που φορούσ�.'Jε σα.ν πεστιμάλι. Ο[ πιο πολλοί ητ"νε al<v θ,ρ''', xερoδόν�μoι, πλα.τα.ριiO,ς , χοντρολα.ίμηδ,ς, μα.λλι,,­

ρόστηθοι, τά. κορμ,ιά τους Yιτ�νε κόκκινα. άπο το κρύο. τα. ποδά-ρια τους -ητανε γερα. κα.Ι φουσκωμένα σαν άδράχτια. θαλα.σσάνθρωποι , γ,μιτζjjδες, κοντΡ"μπα.τζjjδ,ς, ψημένοι με τ' ,Xλιiτι. οι πιο πολλοί

εΙχα.νε ριχμένες στΙς πλά.τες τΙς γοσνες τους, για. νά. μήν παγώσουνε, " · > δ ό . • . ,. ' . ενα. - tιυι.,ι μως στεκ 'ιτανε γυμνοι και κα.να.νε Κιι.ί.ου - Υ.απου τον .τ"υρό τους . ΜΙ< το μιiτι τους �τσ.νε χ"ρψωμένο στο μέρος που

θ. 'ριχνε τον Στα.υρΟ δ δ,σπότης. Άνιiμεσ" στοίις Υυμνοίις iΊτσ.ν, δ Kωστ�ς δ Γιωρyιipσ.ς, δ Στρσ.­

τής δ Μπ.χός, δ Γιωρy�ς δ Σόνιος, δ Δημητρος ό Μποόμ"σ.ς, ό ΠέτΡος δ Κλόκσ.ς, Ι Βσ.σίλης δ 'Αρνσ.οότη; , δ πα.λσ.60 - Πι:φσ.σκ,υας

Χι .λλοι. Σσ,ν νσ, τοίις βλέπω μπρoστιi μου. Ό Γιωρyιiρ"ς ητ"νε μιl<ν

&Yθpωπιiρα. θηρΙο, σά.ν Κ"υτα.λια.ν6ς, με μουστά.κ ια. μ.αΟρα, μ' εναν

λαιμο σ�ν βα.ρέλι, ΕΙχε δεμένο στο κεφάλι του ενα μαντίλι κ' �τα­νε ίδιος κουρσάρος . 'Ακουμτ:οσσε ά.πά.νω σ' g'Jcx. y.oντιiρι, λες κ' ητα.νε ό Ποσειδώνσ.ς ζωντσ.νός. Ό Δημητρος δ Μποόμπσ.ς ήτσ.νε ενα. ηλο Β.ριόψσ.ρο, χοντΡος ""ι κοντόψσ.ρδος, μκυρειδερος σΟιν Σ�ρα.κηνός,

Ι Βό " "" * ' " . 1 1 Ί.α χα. τανε ανεκουρκωοος , σκεΠC1.σμενος με τη γωψ:ι. του, μΙ;. Τtι ματι του κσ.ρψωμένο στον δ,σπότη. Ό Πα.τσΟς ό ΆΡiπης, δ λεγό­μενος πα.λα.60 - Πα.Ρα.σ-J:ευά;, είχε γέν!ια. κα.τσα.ριΧ καΙ κόκκινα. -καί 1:0 πετσί του ητα.νε ά.πο φυσ�y.6 τω Υ.όΚΥ.ινσ. Στο κορψ.Ι ητα.νε ά.ν-1:ρειωμ.ένος Yoιxt σβέλτος σα,,ι τζαμπάζης*

* καί δέν χα.μπά-ριζε δλό-1:ελα απο κρύο, Στο σουλούπι Υιτιχ',ιε ιοιο; ΡοΟσο;. Λύτος �τανε άνε­

. orισμένoς απά'ιω στα. ξάρτια σέ μιά μπpιχτσέρ� φουντιχρισμένη, καΙ

'1'tεχότανε δίχως να. σα.λέΨε� , σα.ν τ� άγα· λμ.C1 . . Μυστήριο πως δέ,; Toιiγωνε ! Ό ΙιέτΡας δ Κλόχ«ς ητ�ν, δ μoνιixoς ποίι δε ψοροϋσ, βριχ. �ιιi. Λότος -ητανε ευρωπσ.ϊσμέ'ης, ψοροΟσ! στενο πα.ντα.λόνι κιχι ναυ­τικό σΥ.ουψί. Στο κορμ! ηταν, λΙΥνος χα! μιiyχα.ς στο σκέδιο . ΤΙ< χερια. του τά' 'χε μπλεγμέ'/α: μπροστα. στο στijθος τ"υ και σουλα.τσά-

., ΌΥ.λaΜ",

* .. Ά;ι:ρo6ιiIyΚ;,

Page 20: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

142 Τ Α Φ !! Τ Α Σ Ί" Α "Ι" Β Α Λ Ι

ριζε απά,νω στ� βιiρκα., δλοένα. μ,ιλοϋσε κ� εκcινε. κα.Ι κάμποσα θεσ.τρ,κιi.

Σ"ν σίμωνε λσ,πόν 'ή συνσδείσ. στη θιiλα.σσ", κί ιι.κσυΥότ"νε ιΧπο μακρ," 'ή Ψ"λμωδ(", Υ,·ιότο.νε μεΥιΧλσς &λσ.λσ.ΥμΟς &πιΧνω στΙς βά.ρκες. ot βουΤ1/χτάοες πετούσα.νΕ τΙς γασνες τους κ� οΙ άλλοι τρα.-60ύσα.νε τα. κουπιά., γιά. νά. 'να.ι οΙ βάρκες τους ΚOVΤα στο μ.έρας που θιΧ 'πεψτε Ο Σταυρός. Άλλο., ψωνιΧζανε &πο τ .. ξάρτ,cι, ΙΙλλσ, μ"λώ­ΨI�yε, ά,λλοt ά,νε6α.ίνα.νε στΙς κουπα.στες γιά., νσ.. οοσνε.

Τέλος φτά,να.νε οΙ στρα.τιώτες κα.Ι τα.χτοποιοόσα.νε τον κόσμο. Μπρσστ" πήycι,νε Ο &ξ,ωμG<τικoς Ο Tσίiρκσς κ, ΙΙνσ'Υε τον δρόμο. ν .. περιΧσει Ο δεσπότης, κ' ΗεΥε : ,Γιολ βέρ, ν έψεντ,ιΧ! >- δηλcιδή : ,Κ"­νετε δρόμο. στο'l &ψέντη ! » Ό στρ"τος &ρσ.δ,cιζότανε σε πcιριXτ"ξη χ' σΙ ψcιλτιXδες ψέλνcινε πσλλες ψσρες «'Εν 'lopδciV'(l βcιπτ,ζσμ/νoυ σο.υ, Κύριε». Στο τέλσς τό 'ψελνε κι δ δεσπότης κ' ερρ,χνε τον Στcιυρo στη θιΧλσ.σσ".

Άλσ.λ"ΥμΟς σ'I)Χωνότ"νε μέσσ. στη θιiλ"σσ". ΟΙ βάρκες κ"Ι τσ. χ�ίjι'.Ια. κα.ργά.ρα.νε τα. χουπια. καΙ τρα.κό:ρα,νε τ6 'να. τ� άλλο. ΟΙ πλω­ρες χτυπσύσcιμε ή μ'" την ιιλλη. Κσυπ,,", κσντ,"ρ''', χcιμιXκ,,,, &πό­χες μπερδευόντcινε μετ"ξύ τους. ΟΙ βουτηχτάδ,ς πέψτcιν, στο νερο κ' 'ή θιΧλσ.σσ" ιiψρ,ζε σ,:ι '1" πσ.λεύ"νε σ'l.υMΨcιpσ.. ΠολλοΙ &π' "ό­τους κά.να.νε ώρα. πoλλ� Υ' ά,νε60σνε &'πά.νω,πα.Ιρνα.νε μα.κρο60ύτι χσ.!. ψιΧχν"νε στον πιχτο νσ. βροον, τον Στ"υρό. Γισ. μισ. σΤΙΥμη ψ"νερω­νότ"νε κcινένo. κεφλ, κσ.Ι βούλ,,,ζε ΥλήΥσρ" πρΙν νσ. το δεΤς.

"Αξαψνα βΥΎ)κε ενα χεψιΧλ, με κό'l.κινσ. Υ/νεια χ' εν .. χέρι ξεν.έρισε Y.cιΙ βcιστσίiσε τον Σταυρό. 'Ήταν, Ο παλσ.βο - Πι:ψσ.σκευιiς. Με δυο - τρεις χερσ6σλ,ες κσλύμπησε κ"τ" το μέρος τοΟ δεσπ6τη

' � " ' "'E . ") ' / Υ.α.ι σκα ωσε στην α.ρα.ςια.. καν! μετανοια. και φι ,ησε Τυ Χ ρι τou χ' εδωσε τον Στιχυρό.

�o δεσπότης τον πΎιρε, tO'J &σπά.στηκε κα.Ι τόν f6α.λε στόν μένιο δίσκο χ

' ύστερα. έδωσε τον δίσκο στόν Παρα.σχευά.. οε ψι.:ιt4-οες πιά.σανε πά.λι xιxt ψέλνα.νε χι δ κόσμος &λά.λα.ζε. ''Ιστεριχ � Οείσ. τριΧοηξε πιiλ, Υ'" τήν εκκλησ,ά.

Ό Παρ •. σκευ"ς θεόΥυμνσς, με τον 0(0%0. στσ. χέρ,ιχ, Υύρ,ζε μεγιΧλους χσ.ψεν/δες κιχι στΙς ταβέρνες κ' ερρ,χνε ο κιΧθε ενιις ρεyciλo ήθελε. Τόσες ώρες ολόΥυμνσς κ«Ι βρεμένσς, με βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κιΧνε τσυς ώμσυς τσυ qty ι1νεσ'ή,ιιι

"Οπως ήτανε κοκκ,νογένης &στσ.κόχρωμσς, ΗεΥε χανένιις ήτσ.νε δ Σκύθης ΆνιΧχαρσ,ς, πσΙΙ Υύρ,ζε τον χειμώνα Υυμνος

Page 21: ΑΙΒΑΛΙ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ:ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

11' Α Φ Q Τ Α Σ 'f' Α '1' Β Α Λ 1 143

οτήν �AθYινα. τα. παλια. τα. χρόνια., κ' o� Άθηνα.Io� τον ρωτουσα.νε , . , , " , ό ' δλ ' , ! για.τι ΟΕν κρυωνει, κι αυτυς α.ΠΟΥ.ριν τα.νε πως ο το κορμι 'tou ε ναι

οιΧν το κούτελο, που δέν κρυώνει ποτές. T�ν ωρσ. πού επεφτε δ Στσ.υρΟς στ� θά.λσ.σσσ., δλσ. τά. κσ.Ικισ.

καΙ τιΧ xctpάo6ta, ·που ήτανε φουνταρισμένα. aVOtxtάo στο πελαγο, γυρίζανε τήν πλώρη τους κσ.τα. τήν Άνατ�λYι, ά.πο κεΙ που ήρθε δ Χριστος στον κόσμο.