351
ΒΑΣΙΛΗ ΡΙΤΣΟΥ Θ Θ Ε Ε Α Α Τ Τ Ρ Ρ Ι Ι Κ Κ Ο Ο Ι Ι Μ Μ Ο Ο Ν Ν Ο Ο Λ Λ Ο Ο Γ Γ Ο Ο Ι Ι Α Α N N Δ Δ Ρ Ρ Ν Ν ΞΕΝΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ

Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

ΒΑΣΙΛΗ ΡΙΤΣΟΥ

ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΙΙΚΚΟΟΙΙ ΜΜΟΟΝΝΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΙΙ

ΑΑNNΔΔΡΡΩΩΝΝ

ΞΞΕΕΝΝΟΟ ΡΡΕΕΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟΡΡΙΙΟΟ

Page 2: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

2

ΡΡΩΩΜΜΑΑΪΪΚΚΟΟ

ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΟΟ

Page 3: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

3

ΠΛΑΥΤΟΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΑΑ ΜΜ ΦΦ ΙΙ ΤΤ ΡΡ ΥΥ ΩΩ ΝΝ

Πράξη Πρώτη.

Ο Σωσίας, είναι υπηρέτης, φαντασμένος και τεμπέλης. ΣΣΩΩΣΣΙΙΑΑΣΣ Υπάρχει πιο λεβέντης από μένα πιο Θαρραλέος, που μες στην άγρια νύχτα μονάχος περπατάω κι όταν ξέρω της νεολαίας τις όμορφες συνήθειες; Και τι θα κάνω τώρα, αν οι επόπτες με πιάσουν και με ρίξουν στο μπουντρούμι; Αύριο θα με σύρουν από κάποιο στενό κελί να με ξυλοφορτώσουν. Δε θα μ’ αφήσουν καν να τους μιλήσω, δε θα βρεθεί κανείς να με συντρέξει, κανείς να δείξει λύπηση για μένα, κι οχτώ μαντράχαλοι γεροδεμένοι λουρίδες θα με κάνουνε, τον έρμο. Μια τέτοια υποδοχή στο γυρισμό του θα πρόσφερνε η πατρίδα. Κι είναι ωστόσο του αφεντικού σκληράδα να με στείλει απ’ το λιμάνι αμέσως νύχτα η ώρα. Δε θα μπορούσε τάχα να προσμένει να σκάσει ο ήλιος; Άγριο πράμα να ‘σαι στους πλούσιους δούλος, πάντα η δυστυχία σε κυνηγάει, νυχτοήμερα θα ιδρώνεις γι’ αυτούς και με το παραπάνω· τόσα πρέπει να κάνεις ή να λες και δίχως λίγη ξεκούραση. ποτέ να βρίσκεις. Ο αφέντης δεν κουράζεται καθόλου, μονάχα σ αγγαρεύει μ’ ό,τι του ’ρθει στο νου. Δίκαιο το λογιάζει, κι ούτε που σκέφτεται αν σου δίνει τόσο κόπο. Γι’ αυτό όταν είσαι σκλάβος σε πληγώνουν με τόσες δυστυχίες, ωστόσο ανάγκη τέτοιο βαρύ φορτίο να το σηκώνεις.

Page 4: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

4

ΠΛΑΥΤΟΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΑΑ ΜΜ ΦΦ ΙΙ ΤΤ ΡΡ ΥΥ ΩΩ ΝΝ

Πράξη Πρώτη.

Ο Ερμής, είναι μεταμορφωμένος σε δούλο του Αμφιτρύωνα.

ΕΕΡΡΜΜΗΗΣΣ Ωραία πάνε σήμερα οι δουλειές μου· έδιωξα τον κακό μπελά απ’ την πόρτα, κι έτσι ο γονιός μου εκεί σιγουρεμένος έχει αγκαλιές σφιχτές με την Αλκμήνη. Στο μεταξύ ο Σωσίας θ’ ανταμώσει τον Αμφιτρύωνα, θα του πει πως κάποιος άλλος Σωσίας τον έδιωξε απ’ την πόρτα με τις κλοτσές, εκείνος θα νομίσει πως ψέματα του λέει και πως δεν ήρθε, καθώς τον πρόσταξε, ως εδώ ποτέ του. Αυτούς λοιπόν τους δυο θα τους τρελάνω και θα γεμίσω ολάκερο το σπίτι με σύγχυση και μπέρδεμα, την ώρα που θα χορταίνει αξένοιαστα ο μπαμπάς μου τον έρωτα αγκαλιά με την καλή του. Όλοι θα μάθουν τέλος την αλήθεια, Κι ο Δίας την Αλκμήνη θα φιλιώσει με τον άντρα της πάλι. Γιατί θα ’ρθει σε λίγο ο Αμφιτρύωνας και μεγάλο σαματά στη γυναίκα του θα κάνει· θα την κατηγορήσει γι’ απιστία. Ύστερα στον καβγά τους ο πατέρας θα φέρει τη γαλήνη. Κι η Αλκμήνη — ξέχασα να το πω — σήμερα κιόλας δίδυμα θα γεννήσει αγόρια, το ’να θα γεννηθεί στους εννιά μήνες, τ’ άλλο εφταμηνίτικο. Το πρώτο θα ’ναι του Αμφιτρύωνα, το δεύτερο του Δία. Το πιο μικρό τρανότερο θα γίνει απ’ τον γονιό του, και το πιο μεγάλο μικρότερο από το δικό του. Αλήθεια, καταλαβαίνεται τι λέω; Ο Δίας όρισε για χατίρι της Αλκμήνης μια γέννα, κι έτσι εκείνη μόνο μ’ έναν πόνο θα λυτρωθεί. Της απιστίας το κρίμα δε Θα τη βαραίνει κι ούτε θα μαθευτεί η κρυφή ένωσή τους. Όμως,

Page 5: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

5καθώς σας είπα πριν, στο τέλος όλα κι ο Αμφυτρίωνας θα τα μάθει. Εξάλλου, δε θα κακολογήσει την Αλκμήνη κανένας· θα ’ταν άδικο ν αφήσει ο Θεός μια θνητή για το δικό του να πληρώσει το σφάλμα. Φτάνουν τώρα τα λόγια. Ακούω την πόρτα. Να τος, ο ψευτο-Αμφιτρύωνας, που βγαίνει τη δανεική γυναίκα του βαστώντας.

Page 6: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

6

ΠΛΑΥΤΟΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΑΑ ΜΜ ΦΦ ΙΙ ΤΤ ΡΡ ΥΥ ΩΩ ΝΝ

Πράξη Τρίτη.

Ο Ερμής ,νευριασμένος. ΕΕΡΡΜΜΗΗΣΣ Κάντε στην άκρη, φύγετε απ’ τη μέση, το δρόμο αδειάστε μου όλοι, μην τολμήσει κανείς να μ’ εμποδίσει. Μα το Δία, τάχατες δεν μπορεί να φοβερίζει κι ένας Θεός το πλήθος, για να κάνει τόπο στο πέρασμά του, όπως κι ο δούλος στις κωμωδίες ; Φέρνει Το μαντάτο πως σώθηκε το πλοίο, ή θυμωμένος πως έφτασεν ο γέροντας αφέντης. Κι εγώ τις εντολές ακούω του Δία· μ’ έχει προστάξει κι ήρθα. Γι’ αυτό πρέπει την πλέμπα να σκορπίσω από το δρόμο. Με φώναξε ο πατέρας, γοργά φτάνω, την προσταγή του ακούγοντας ετούτη. Υπάκουος είμαι γιος για το γονιό μου, καθώς σ’ ένα καλό ταιριάζει τέκνο. Σαν κόλακας βοηθάω τους έρωτές του, τον συμβουλεύω και τον παραστέκω. Χαίρομαι στη χαρά του και του δίνω κουράγιο. Αν του αρέσει κάτι, αρέσει περσότερο σε μένα. Αν αγαπάει, κάνει πολύ καλά, τους πόθους του όλους ακολουθώντας. Οι άνθρωποι έτσι πρέπει να κάνουνε, με τρόπο όμως ωραίο. Τώρα τον Αμφιτρύωνα ο γονιός μου θέλει να ξεγελάσει, η πεθυμιά του θα γίνει. — Εσείς, θεατές, Θα δείτε πώς θα τον κοροϊδέψω. Ένα στεφάνι θα βάλω στο κεφάλι και θα κάμω το μεθυσμένο· εκεί θα σκαρφαλώσω από ψηλά θα του μιλάω σαν έρθει. Δίχως να πιει κρασί θα τον μεθύσω. Ύστερα θα πληρώσει τα σπασμένα για όλα τούτα ο δούλος του Σωσίας. Θα τον κατηγορήσει για τα έργα Που τώρα θα σκαρώσω. Τι με νοιάζει ;1α; Δουλειά μου τον πατέρα να υπακούω,

Page 7: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

7

Να τον υπηρετώ σ’ ό,τι κι αν θέλει. Μα νάτος, ο Αμφυτρίωνας ζυγώνει. Τώρα για τα καλά θα τον δουλέψω. Αν θέλετε, προσέξτε τι θα γίνει. Θα πάω μέσα να ντυθώ όπως πρέπει. Μετά θ’ ανέβω εκεί ψηλά στη στέγη Για να τον εμποδίσω να ζυγώσει.

Page 8: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

8

ΤΕΡΕΝΤΙΟΣ Μετ: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

ΠΠ ΕΕ ΘΘ ΕΕ ΡΡ ΑΑ

Πράξη Tρίτη, Σκηνή Τρίτη.

O Πάμφιλος, συναισθηματικός, αυθόρμητος, ευσυνείδητος και με φιλότιμο προσπαθεί σεμνά να συγκράτηση τον εαυτό του. ΠΠΑΑΜΜΦΦΙΙΛΛΟΟΣΣ Δεν μπορώ να κάμω αρχή ταιριαστή με τα βάσανά μου, από πού ν’ αρχίσω να λέω τι απρόοπτα με βρήκαν· άλλα τα είδα με τα ίδια μου τα μάτια, αλλά τα άκουσα με τα’ αυτιά μου· γι’ αυτό και γοργά βγήκα απ’ το σπίτι, σαν χαμένος. Γιατί μόλις μπήκα όλος αγωνία, νομίζοντας πως θα δω τη γυναίκα μου να υποφέρει από διαφορετική αρρώστια απ’ αυτή που είδα... αλίμονό μου ! Μόλις με είδαν οι κοπέλλες να φτάνω, αμέσως όλες ταυτόχρονα χαρούμενες αναφώνησαν «ήρθε», γιατί με είδαν ξαφνικά. Μα αμέσως κατάλαβα να αλλάζει όλων τους η όψη, γιατί τόσο ανεπίκαιρα η τύχη μ’ έφερνε να φτάνω εκεί. Μια τους στο μεταξύ έτρεξε πρώτη να πει πως έφτασα· εγώ, λαχταρώντας να την &ω, κατ’ ευθείαν ακολουθώ. Καθώς μπαίνω μέσα, στη στιγμή κατάλαβα ο φουκαράς ποιαν αρρώστια είχε· γιατί ούτε να την κρύψει θα γεννήσει παιδί όχι δικό σου· γιατί λένε πως μαζί της κοιμήθηκες δύο μήνες της έμενε καιρός ούτε και να πει μπορούσε κάτι, εκτός από τις φωνές που οφειλονταν στην κατάστασή της. Αφού την είδα «τι ντροπή» είπα κι αμέσως βγήκα δακρυσμένος έκπληκτος απ’ το απίστευτο και φοβερό θέαμα. Η μάνα της μ’ ακολουθεί· καθώς περνούσα το κατώφλι, στα πόδια μου έπεσε η άμοιρη με δάκρυα· την λυπήθηκα. Ασφαλώς έτσι έχει το πράγμα, όπως πιστεύω : όλοι μας, ανάλογα με τα πράγματα, νιώθουμε άλλοτε περήφανοι και άλλοτε ταπεινωμένοι. Άρχισε αυτόν το λόγο να μου λέει : «Αγαπητέ μου Πάμφιλε, βλέπεις για ποιο λόγο έφυγε από το σπίτι σας· γιατί κάποτε δεν ξέρω ποιος άτιμος την εβίασε παρθένα. Τώρα ήρθε εδώ να κρύψει από σένα και τους άλλους τη γέννα της». Αλλ’ όταν θυμούμαι τις παρακλήσεις δεν μπορώ (ο δύστυχος !) να μην δακρύσω. «Αλλ’ όποια θεά Τύχη», είπε, «σ’ έφερε σήμερα σ’ εμάς, σ’ αυτήν σ’ εξορκίζομε κι οι δυο, αν είναι δίκαιο, αν είναι σωστό, οι κακοτυχίες της να μείνουν από μέρους σου σε όλους άγνωστες και κρυφές. Αν ποτέ, Πάμφιλέ μου, ένιωσες πως σε αγαπά, σου ζητά τώρα αυτήν την αντίχαρη, την εύκολη για σένα. Κατά τα λοιπά, αν θα την στείλεις πίσω, κάνε αυτό που σε συμφέρει. Κανείς άλλος δεν ξέρει πως αργότερα. Επομένως είναι ο έβδομος μήνας αυτός από τότε που ήρθε μαζί σου· το ίδιο το πράγμα δείχνει πως το γνωρίζεις αυτό. Τώρα, αν μπορείς, Πάμφιλε, πολύ το θέλω και προσπαθώ, αυτή η γέννα να μείνει μυστική απ’ τον πατέρα της κι όλους τους άλλους. Μα, αν δεν γίνεται να μην το καταλάβουν, θα πω πως έκανε αποβολή· ξέρω πως κανείς άλλος δεν αα αμφισβητήσει αυτό που φαίνεται αληθινό, πως το παιδί είναι νόμιμα δικό σου. Αμέσως μετά θα το εκθέσω· έτσι και δεν θα ‘χεις καμιά ενόχληση, και την αδικία που της έγινε της άτυχης, χωρίς να το αξίζει, θα αποσκεπάσεις». Το υποσχέθηκα και είναι βέβαιο πως θα τιμήσω το λόγο που έδωσα σχετικά. Μα για να την ξαναπάρω πίσω, αυτό αλήθεια δεν το θεωρώ διόλου τίμιο, κι ούτε θα το κάμω, κι ας με πιέζει τόσο η αγάπη μου και ο δεσμός μαζί της.

Page 9: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

9

Δακρύζω, όταν σκέπτομαι τι θ’ απογίνει η ζωή της κι η μοναξιά της. Ω τύχη, ποτέ δεν ήσουν σταθερή ! Μα η προηγούμενη αγάπη μου μ’ έχει κιόλας προγυμνάσει για όλα αυτά, αυτή που συνειδητά την έδιωξα μακριά μου· το ίδιο Θα προσπαθήσω κι εδώ να κάνω. (Βλέπει τον Παρμενίωνα.) Να κι ο Παρμένων με τα «παιδιά»· πιστεύω πως καθόλου δεν Θα ‘πρεπε να βρίσκεται τώρα εδώ· γιατί αυτός μόνος ξέρει πως, όταν πρωτοπαντρεύτηκα, δεν είχα αμέσως σχέσεις με την κοπέλλα. Φοβάμαι μήπως, αν ακούσει τις συχνές της τώρα τις κραυγές, αντιληφθεί πως γεννάει. Πρέπει, όσο κοιλοπονάει η Φιλουμένη, κάπου να τον στείλω.

Page 10: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

10

ΣΕΝΕΚΑΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΜΜ ΗΗ ΔΔ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Ο Κρέοντας απεθυνεται στη Μήδεια...

ΚΚΡΡΕΕΟΟΝΝΤΤΑΑΣΣ

Θαρώ δεν κυβερνώ μ’ άσπλαχνο σκήπτρο Μηδέ τους δύστυχους ποδοπατώ. Και το ‘δειξα ολοφάνερα, γαμπρό μου κάποιον εξόριστο και συντριμμένο διαλέγοντας, πανάθλιο απ’ το φόβο, καθώς ο βασιλιάς της Θεσσαλίας, ο Άκαστος, επίμονα ζητούσε την τιμωρία και το θάνατό του. Κι έλεγε πως το γέρο του πατέρα, τρεμάμενο κι αδύναμο απ’ τα χρόνια, τον σκότωσαν φριχτά και κομματιάσαν τα μέλη του οι ανόητες αδερφές του, όταν τολμήσαν το ανόσιο έργο από την πανουργία του γελασμένες. ο Ιάσονας μπορεί να διαφεντέψει το δίκιο του, αν εσύ θα διαχωρίσεις απ’ τις δικές σου πράξεις τις δικές του· δεν τον ελέρωσε σταγόνα αίμα, δεν έπιασε μαχαίρι φόνου εκείνος, αμόλυντος εστάθηκε από κάθε συνενοχή μαζί σου. Εσύ μονάχα σοφίστηκες, εσύ τ’ απαίσια τούτα δεινά με τη γυναίκεια πονηρία, που όλα τα τολμάει και με του άντρα τη δύναμη, χωρίς να λογαριάσεις τι θα πει ο κόσμος· φύγε και τη χώρα καθάρισε απ’ το μίασμά σου· πάρε μαζί σου τα θανατερά βοτάνια, λύτρωσε τους πολίτες απ’ τον τρόμο κι αλλού να πας Θεούς να συνταράξεις.

Page 11: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

11

ΚΚ ΛΛ ΑΑ ΣΣ ΙΙ ΚΚ ΟΟ

ΘΘ ΕΕ ΑΑ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

Page 12: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

12

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΦΦ ΑΑ ΟΟ ΥΥ ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΥΥ ΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

O Φάουστους μόνος. ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤΟΟΥΥΣΣ Διάλεξε Φάουστους, ένα συγκεκριμένο πεδίο σπουδών και αρχίνα Να ερευνάς τα βάθη αυτών που θα διδάξεις και θα διαπρέψεις· Έχοντας κάνει την εμφάνισή σου, δείξε πως είσαι άξιος θεολόγος. Ν’ αποβλέπεις, ωστόσο, στο σκοπό της καθεμιάς τέχνης, Και να ζήσεις και να πεθάνεις με τα έργα του Αριστοτέλη. Θεσπέσια Αναλυτικά, εσείς που μ’ είχατε συναρπάσει ! Βene dissere est finis logices. Κυριότερος σκοπός της λογικής είναι να συζητάς σωστά ; Δεν προσφέρει κανένα θαύμα μεγαλύτερο η τέχνη αυτή ; Τότε μη διαβάσεις πια, πέτυχες αυτό που αποζητούσες. Ένα θέμα πιο σημαντικό αρμόζει στο μυαλό του Φάουστους. Αποχαιρέτησε το ον και μη ον, Γαληνέ, η σειρά σου, Αφού όπου σταματάει ο φιλόσοφος, εκεί αρχίζει ο γιατρός. Γίνε γιατρός, Φάουστους, να στοιβάζεις το χρυσάφι, Και να γίνεις αθάνατος για κάποια θεραπεία θαυματουργή. Το ύψιστο αγαθό της ιατρικής είναι η υγεία, Η υγεία του σώματος αποτελεί το σκοπό της ιατρικής. Φάουστους, γιατί δεν πραγματοποίησες το σκοπό αυτό ; Ακόμη και οι όποιες κουβέντες σου δε μετρούν σαν ιατρικές συμβουλές ; Μήπως οι συνταγές σου δεν ορθώνονται σαν άφθαρτα μνημεία, Με τις οποίες πόλεις ολόκληρες σωθήκανε απ’ την πανούκλα Κι αμέτρητες αρρώστιες φοβερές θεραπευθήκαν ; Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν είσαι παρά ο Φάουστους, ένας άνθρωπος. Αν μπορούσες να κάνεις τους ανθρώπους να ζουν αιώνια Είτε τους πεθαμένους να τους επαναφέρεις στη ζωή, Τότε το επάγγελμα αυτό να δεις πώς θα εκτιμούνταν. Άντε στο καλό, ιατρική ! Πού είναι ο Ιουστινιανός ; Εάν ένα και το αυτό πράγμα κληρονομείται σε δύο ανθρώπους, ο ένας το πράγμα, ο άλλος την αξίαν του πράγματος και τα λοιπά Μια ασήμαντη υπόθεση τιποτένιων κληροδοτημάτων ! ο πατήρ δεν δύναται ν’ αποκληρώσει τον υιόν, εκτός εάν — Τέτοια είναι τα θέματα των Εισηγήσεων Και του οικουμενικού σώματος του νόμου. Η μελέτη αυτή ταιριάζει σ’ έναν παραδόπιστο δούλο Που άλλο δεν αποζητά παρά να του πετάξεις μια πεντάρα, Σωστή δουλοπρέπεια για μένα και προστυχιά. Τέλος πάντων, τα θεία είναι το καλύτερο απ’ όλα.

Page 13: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

13

Η Βίβλος του Ιερώνυμου, πρόσεξέ την καλά, Φάουστους. Ο μισθός της αμαρτίας είναι ο θάνατος : αυτό είναι σκληρό. Τότε, λοιπόν, ίσως θα πρέπει ν’ αμαρτάνουμε, κι έτσι, κατά συνέπεια, να πεθαίνουμε. Αχ, πρέπει να πεθαίνουμε ένα θάνατο παντοτινό. Τι σόι θεωρία είναι κι αυτή ; Ότι. είναι να γίνει, θα γίνει ! Αποχαιρετώ και τη Θεολογία ! Τούτες οι μεταφυσικές επιστήμες των μάγων Και τα βιβλία της νεκρομαντείας είναι εξαίσια· Κύκλοι. γραμμές, ψηφία και γράμματα : Αχ, αυτά είναι που ο Φάουστους λαχταρά περισσότερο. Ω, τι κόσμος κέρδους και απόλαυσης, Εξουσίας. τιμής και παντοδυναμίας, Προσμένει το μελετηρό τεχνίτη ! Ό,τι θα κινείται ανάμεσα στους σιωπηλούς πόλους Εγώ θα το προστάξω : τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες Θα τους προσκυνούνε στο δικό τους τόπο, Κι ούτε ανέμους να σηκώσουν θα μπορούν ή να ξεσχίσουν σύννεφα· Όμως η επικράτεια εκείνου που θα υπερτερεί σ’ αυτά Θ’ απλώνεται τόσο πολύ όσο και ο νους του ανθρώπου : Ο τέλειος μάγος είναι ένας ημίθεος· Γυμνάσου, λοιπόν, μυαλό μου εσύ, για ν’ αποχτήσεις θεότητα !

Page 14: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

14

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΦΦ ΑΑ ΟΟ ΥΥ ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΥΥ ΣΣ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Δεύτερη.

O Βροντή. Μπαίνει ο Εωσφόρος και τέσσερις Δαίμονες. Στο επάνω μέρος ο Φάουστους τους απευθύνει το λόγο. ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤΟΟΥΥΣΣ Τώρα που της νύχτας η ζοφερή σκιά, Ποθώντας ν’ αντικρίσει το βροχερό του Ωρίωνα βλέμμα, Από τον κόσμο της Ανταρκτικής πηδάει στον ουρανό Και σκοτεινιάζει το στερέωμα με την κατάμαυρη ανάσα της, Αρχίνα, Φάουστους, τις μαγγανείες σου, Και δοκίμασε τους δαίμονες αν θα υπακούσουνε στις εντολές σου, Αφού πρώτα θυσίασες κι έκανες προσευχή σ’ αυτούς. Μέσα στον κύκλο αυτόν βρίσκεται τ’ όνομα του Ιεχωβά Μπρος και πίσω αναγραμματισμένο, Τα συντομευμένα ονόματα των ιερών αγίων, Σχήματα όλων των ουρανίων σωμάτων που κρέμονται ψηλά, Και χαρακτήρες του ζωδιακού κύκλου και των πλανητών, Απ’ όπου οι δαίμονες παίρνουν τη δύναμη να εγείρονται : Μη φοβάσαι, λοιπόν, Φάουστους, γίνε τολμηρός Και δοκίμασε να εξαντλήσεις ό,τι η μαγεία μπορεί να επιτελέσει.

(Βροντή) Ας μου είναι ευμενείς οι θεοί του Αχέροντα ! Μακριά το τρισυπόστατο πνεύμα του Ιεχω6ά ! Πνεύματα της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης, σας χαιρετώ ! Εωσφόρε, άρχοντα της Ανατολής, Βεελζεβούλ, μονάρχη της φλεγόμενης κόλασης, και Δημογόργοντα : κάνουμε έκκληση στην εύνοιά σας να φανεί και να σηκωθεί ο Μεφιστοφελής !

(Ένας Δράκος εμφανίζεται ψηλά, φευγαλέα) Γιατί καθυστερείς! Μα τον Ιεχωβά, τη Γέεννα και το καθαγιασμένο νερό που τώρα το ραντίζω, και το σημείο του σταυρού που τώρα κάνω, και μα τις προσευχές μας, ας σηκωθεί τώρα ο ίδιος ο Μεφιστοφελής και να ’ρθει εδώ στους ορισμούς μας !

(Μπαίνει ένας Δαίμονας) Σε προστάζω να γυρίσεις πίσω και ν’ αλλάξεις τη μορφή σου· Είσαι πολύ άσχημος για να με περιποιείσαι. Φύγε και ξαναγύρισε σα γέρος φραγκισκανός μοναχός, Η άγια αυτή μορφή γίνεται ο καλύτερος διάολος.

(Βγαίνει ο Δαίμονας)

Page 15: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

15

Αισθάνομαι μια δύναμη μέσα στα θεία λόγια μου. Ποιος άλλος δε θα ήταν μάστορας σ’ αυτήν την Τέχνη ; Τι σερπετός που είναι κι αυτός ο Μεφιστοφελής, Ξεχειλίζει από υπακοή και ταπεινοφροσύνη ! Να η δύναμη της μαγείας και οι εξορκισμοί μου. Τότε, Φάουστους, είσαι ένας κορυφαίος θαυματοποιός, Που μπορείς να διατάξεις ως και το μέγα Μεφιστοφελή. Γιατί δεν επιστρέφεις, Μεφιστοφελή, με θωριά καλογέρου !

Page 16: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

16

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΦΦ ΑΑ ΟΟ ΥΥ ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΥΥ ΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τρίτη.

O Φάουστους μόνος. ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤΟΟΥΥΣΣ Αχ, καημένε Φάουστους, Τώρα δε σου μένει παρά μια ελάχιστη μόνο ώρα για να ζήσεις, Κι ύστερα πρέπει να ’σαι εσαεί καταραμένος. Μείνετε ασάλευτες, αεικίνητες σφαίρες, τ’ ουρανού, Για να σταματήσει ο χρόνος και μεσάνυχτα ποτέ να μη φανούν· Όμορφο της φύσης μάτι, ανάτειλε, ανάτειλε ξανά και κάνε Τη μέρα αβασίλευτη για πάντα· ή κάνε η ώρα ετούτη να κρατήσει Ένα χρόνο, ένα μήνα, μια βδομάδα, μια μόνο μέρα, Ώστε ο Φάουστους να μετανοήσει και να σώσει την ψυχή του. Καλπάστε αργά, καλπάστε αργά, ω άλογα της νύχτας ! Τ’ αστέρια κινούνται ακόμη, ο χρόνος τρέχει, το ρολόι θα χτυπήσει, Θα ’ρθει ο διάβολος, κι ο Φάουστους θα καταδικαστεί. Ω, θα πηδήσω ψηλά προς το Θεό μου ! Ποιος με τραβάει προς τα κάτω ; Κοίτα εκεί που το αίμα του Χριστού κυλάει στο στερέωμα ! Μια σταγόνα θα έσωζε την ψυχή μου, μισή σταγόνα, Χριστέ μου ! Μη μου ξεριζώνεις την καρδιά επειδή πρόφερα τ’ όνομα του Χριστού μου· Κι όμως θα τον καλέσω. Λυπήσου με, ω Εωσφόρε ! Πού είναι τώρα ; Χάθηκε : κοίτα εκεί που ο Θεός Το χέρι του απλώνει και σουφρώνει τ’ άγριά του φρύδια. Βουνά και λόφοι, ελάτε, ελάτε και πέσετε απάνω μου, Και κρύψτε με από τη βαριά οργή του Θεού ! Όχι, όχι ! Τότε θα τρέχω ολοταχώς μέσα στη γη. Γη, θέλω να χάσκεις ! Όχι, δε θα με περιθάλψει. Αστέρια, σεις που δεσπόζατε στη γέννησή μου, Που η επίδρασή σας είχε παραχωρήσει θάνατο και κόλαση. Τραβήξτε τώρα επάνω τον Φάουστους σαν μια θολή καταχνιά Μέσα στα σωθικά του φουσκωμένου εκείνου, σύννεφου, Ώστε όταν θα ξερνοβολάτε μπροστά στον αέρα, μήπως Και πεταχτούν τα μέλη μου μέσ’ από τα καπνισμένα στόμιά σας, Κι έτσι μπορέσει κι ανεβεί ανάλαφρη στον ουρανό η ψυχή μου

(Το ρολόι χτυπάεει) Ω, πέρασε μισή ώρα : σύντομα θα περάσει ολόκληρη Θεέ μου, Αν τύχει και την ψυχή μου δε θα σπλαχνιστείς,

Page 17: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

17

Ωστόσο για χάρη του Χριστού, που το αίμα του με είχε εξαγοράσει, Δώσε ένα τέλος στον ακατάπαυστο πόνο μου· Ας ζήσει ο Φάουστους χίλια χρόνια στην κόλαση, Εκατό χιλιάδες χρόνια, και στο τέλος να λυτρωθεί Δεν υπάρχει τέλος καθορισμένο επακριβώς σε ψυχές καταραμένες. Γιατί δεν ήσουν ένα πλάσμα που αναζητούσε μια ψυχή ; Κι ακόμη, γιατί να υπάρχει αυτή η ιδιότητα του αθάνατου που έχεις ; Χμ του Πυθαγόρα η μετεμψύχωση, αν ήταν αυτή αληθινή, Τούτη η ψυχή θα φτερούγιζε από μένα και θα γινόμουν εγώ Κάποιο απάνθρωπο κτήνος : ευτυχισμένα είναι τα κτήνη, Γιατί σαν έρθει η ώρα να πεθάνουν Διαλύονται γρήγορα οι ψυχές τους σε στοιχεία· Ενώ η δική μου πρέπει να ζει αιώνια για να κατατρύχεται στην κόλαση. Κατάρα στους γονείς που με γεννήσαν ! Όχι, Φάουστους, καταράσου τον εαυτό σου, καταράσου τον Εωσφόρο Που σου αποστέρησε τις ουράνιες χαρές.

(Το ρολό χτυπάει δώδεκα) Ω, χτυπάει, χτυπάει ! Τότε, σώμα, γίνε αέρας Αλλιώς, ο Εωσφόρος ζωντανό θα σε πάει στην κόλαση !

(Βροντές κι αστραπές) Ψυχή μου, μεταμορφώσου σε μικρές σταγόνες νερού, Και πέσε στον ωκεανό για να μη σε βρουν ποτέ.

(Μπαίνουν οι Δαίμονες) Θεέ μου, Θεέ μου ! Μη με κοιτάτε έτσι αγριεμένα ! Όχεντρες κι ερπετά, αφήστε με ν’ ανασάνω λιγάκι ! Κόλαση αποκρουστική, μη χάσεις Εωσφόρε, μην πλησιάζεις· Θα κάψω τα βιβλία μου ! Ααα ! Μεφιστοφελή !

(Βγαίνουν μαζί νου)

Page 18: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

18

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΒΒΡΡΑΑΙΙΟΟΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΜΜΑΑΛΛΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τέταρτη.

O Βαραβάς μόνος. ΒΒΑΑΡΡΑΑΒΒΑΑΣΣ Έτσι κυλάει η τύχη μας σε θάλασσα και σε στεριά ! Να πώς γεμίζουμε πλούτη όπου και να στραφούμε ! Αυτά είναι τ’ αγαθά που υποσχέθηκαν στους Εραίους, σ’ αυτά στηρίχτηκε η ευτυχία του γερο-Αβραάμ. Τι άλλο πια να κάνει ο ουρανός για τον άνθρωπο στη γη ; Τον πνίγει στην αφθονία, ανοίγει για χάρη του τα σωθικά της γης, κάνει τις θάλασσες υπηρέτη του και βάζει τον άνεμο να κουβαλάει τα πλούτη του με το ευνοϊκό του φύσημα. Γιατί να με μισήσουν, αν όχι για τα πλούτη μου ; Γιατί θα σ’ εκτιμήσουν σήμερα, αν όχι για τα πλούτη σου ; Χίλιες φορές να με μισούν Εβραίο και πλούσιο παρά να με συμπονούν φτωχό και χριστιανό. Γιατί εγώ στην πίστη τους δε βλέπω άλλο καλό από τη μοχθηρία, την ξιπασιά και την ψευτιά, που δεν ταιριάζουν και πολύ, κατά τη γνώμη μου, στη θρησκεία. Ευτυχώς, πού και πού βρίσκεις και κάποιο δύστυχο με συνείδηση· και ποια η ανταμοιβή του ; απ’ την πολλή συνείδηση να ζητιανεύει. Λένε πως είμαστε διασκορπισμένο έθνος. Δεν έχω αντίρρηση· έχουμε συσσωρεύσει όμως πλούτη πιο πολλά απ’ όλους αυτούς που καμαρώνουν για την πίστη τους. Έχουμε και λέμε : ο Καριάθ Ιαρίμ, ο μέγας Εβραίος της Ελλάδας, ο Ομπέντ στο Μπαϊρσέθ, ο Νόνες στην Πορτογαλία, εγώ στη Μάλτα, άλλοι στην Ιταλία, πολλοί στη Γαλλία, και όλοι μας ζάπλουτοι, μάλιστα, οι χριστιανοί δεν είναι τίποτα μπροστά μας. Βασιλιάδες δεν έχουμε, τ’ ομολογώ· δε φταίμε εμείς· δυστυχώς, είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα ! Και το στέμμα ή το κληρονομείς ή το παίρνεις με τη βία· και όπως λεν πολύ σωστά, τίποτα εν εξασφαλίζεις με τη βία. Μωρέ κυβερνήστε μας ειρηνικά και πάρτε για βασιλιάδες τους χριστιανούς που πεθαίνουν για εξουσία. Εγώ δεν έχω υποχρεώσεις ούτε παιδιά, εκτός απ’ τη μοναχοκόρη μου, που την προσέχω όπως ο Αγαμέμνων την Ιφιγένεια. Δικό της ό,τι έχω και δεν έχω. — Μα ποιος είναι ;

Page 19: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

19

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΒΒΡΡΑΑΙΙΟΟΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΜΜΑΑΛΛΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Τρίτη.

O Βαραβάς μόνος. ΒΒΑΑΡΡΑΑΒΒΑΑΣΣ Οι χοιροφάγοι χριστιανοί (λαός μη περιούσιος, χωρίς περιτομή, ελεεινός ποιος τους λογάριαζε ως τη στιγμή που μας κατέκτησε ο Τίτος και ο Βεσπασιανός ;) έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, μα να που ξανάγινα πλούσιος όσο πριν. Περίμεναν να καλογερέψει η κόρη μου· όμως αυτή είναι στο σπίτι μας· και το σπίτι που αγόρασα είν’ όμορφο και μεγάλο όσο του κυβερνήτη. Κι εκεί θα μείνω, να σκάσει όλη η Μάλτα — μου ’δωσε το χέρι του ο Φερνέζε, εγώ θα του πάρω την καρδιά, κι αυτουνού και του παιδιού του, δε με νοιάζουν οι συνέπειες. Δεν είμαι εγώ απ’ τη φυλή του Λευί, που ξεχνάει αμέσως τ’ άδικο. Εμείς οι Εβραίοι μπορεί, άμα θέλουμε, να γλείφουμε σαν σκυλιά, μα όταν δείξουμε τα δόντια, δαγκώνουμε γερά, κι ας φαινόμαστε άκακοι και αθώοι σαν αρνάκια. Στη Φλωρεντία μ’ έμαθαν πώς να φιλώ το χέρι, να σηκώνω τους ώμους όταν με λένε σκύλο και να υποκλίνομαι βαθιά σαν ξυπόλυτος καλόγερος, με την ελπί3α να τους δω ψόφιους από την πείνα μες στο δρόμο· ή άμα περνάει στη συναγωγή καλάθι για λόγου τους, αντί για ελεημοσύνη εγώ το φτύνω. Να κι ο Ντον Λοντοβίκ, ο γιος του κυβερνήτη μας. Στην καρδιά μου τον έχω, να ’ναι καλά ο πατέρας του.

Page 20: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

20

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΙΙΙΙ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

O Γκάβεστον μόνος. ΓΓΚΚΑΑΒΒΕΕΣΣΤΤΟΟΝΝ Ο πατέρας μου απεβίωσε. Γύρισε, Γκάβεστον, να μοιραστείς με τον αγαπητότατό σου φίλο το βασίλειο. Λόγια να πνίγεσαι από την αγαλλίαση ! Τι μεγαλύτερη ευδαιμονία να ευχηθεί ο Γκάβεστον στη ζωή του απ’ το να είναι ευνοούμενος βασιλικός ! Έρχομαι, γλυκύτατέ μου πρίγκιπα ! Μ’ αυτά εδώ, μ’ αυτά τα ερωτικά σου λόγια θα ερχόμουν και κολυμπώντας απ’ τη Γαλλία ν’ αφήσω, όπως ο Λέανδρος, την τελευταία μου πνοή στην άμμο, φτάνει να σ’ έβλεπα να μου χαμογελάς και να με παίρνεις αγκαλιά. Η θεά του Λονδίνου είναι για τον εξόριστο ό,τι και τα Ηλύσια Πεδία για τη νεόφερτη ψυχή. Όχι ότι αγαπώ την πόλη ή τους ανθρώπους — μόνο επειδή φιλοξενεί το πιο αγαπητό μου πλάσμα, το βασιλιά, που θα ’θελα να γείρω πάνω στο στέρνο του κι ας με χωρίσει από τον κόσμο παντοτινά το μίσος. Προς τι οι άνθρωποι στην αρκτική λατρεύουν την αστροφεγγιά όταν ο ήλιος τους λάμπει μέρα και νύχτα ; Αντίο, δουλοφροσύνη με τους άρχοντες ! Μόνο μπροστά στο βασιλιά θα υποκλίνομαι. Κι όσο για τους πολλούς — σαν σπίθες είναι που ξεπετάγονται μόλις ανακατέψεις τα κάρβουνα της φτώχειας. Αρκετά ως εδώ. Καλύτερα να κολακεύω τον αέρα, που παίρνει τα λόγια από τα χείλη μου και φεύγει.

Page 21: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

21

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΙΙΙΙ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

O Γκάβεστον μόνος, αφού φεύγουν οι Πένητες.. ΓΓΚΚΑΑΒΒΕΕΣΣΤΤΟΟΝΝ Δεν κάνουν αυτοί για μένα· εγώ θέλω φιλήδονους ποιητές, πνεύματα ετοιμόλογα, μουσικούς ν’ αγγίζουν μόνο μια χορδή και να ’ρχεται ο άβουλος βασιλιάς με τα νερά μου. Ποίηση και μουσική είν’ η λατρεία του· Τη νύχτα λοιπόν θα οργανώνω ιταλικές μασκοφορίες, μελίρρυτες απαγγελίες, ελκυστικά και κωμικά θεάματα· και την ημέρα, όταν βγαίνει περίπατο, οι ακόλουθοί μου θα ’ναι ντυμένοι νύμφες του δάσους· οι υπηρέτες μου, ντυμένοι σάτυροι βοσκοί, θα χορεύουν με τα τραγίσια πόδια τους λαϊκούς χορούς· Άλλοτε πάλι θα τον πλένει σε μια πηγή κάποιο ωραίο αγόρι υποδυόμενο την Άρτεμη με μαλλιά που θα χρυσίζουν στο ρεύμα του νερού, βραχιόλια από μαργαριτάρια στα γυμνά του μπράτσα και κλάδο ελιάς στα έμπειρα δάχτυλά του, να κρύβει τα μέλη που είν’ η χαρά των ματιών μας· κι εκεί κοντά κάποιος στο ρόλο του Ακταίωνα, που θα κρυφοκοιτάει πίσω από θάμνο, θα τον μεταμορφώνει σε ελάφι η οργισμένη θεά τρέχοντας να ξεφύγει, θα του χιμούν με αλυχτίσματα τα λαγωνικά και δήθεν θα τον σκοτώνουν. Μ αυτά διασκεδάζει η αυτού μεγαλειότης. — Ο βασιλιάς μου βγαίνει από το κοινοβούλιο, κ οι ευγενείς. Ας μη με δουν ακόμα.

Page 22: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

22

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΙΙΙΙ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

O Εδουάρδος μόνος γονατίζει. ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ Γη, κοινή μητέρα όλων μας· ουρανοί, και όλοι οι πλανήτες· δεξί μου χέρι, σπαθί του πατέρα μου και κάθε αξίωμα που απορρέει από το στέμμα μου, θα πάρω γι’ αυτόν τον άτυχο τόσα κεφάλια και ζωές όσα τα κτήματα, οι πύργοι μου, οι πόλεις και τα κάστρα μου !

(Σηκώνεται) Προδότη Γουόργουτκ! Ύπουλε Μόρτιμερ ! Να μη με λένε βασιλιά της Αγγλίας, αν δεν σύρω σε λίμνες αίμα τα ακέφαλα κορμιά σας, τα πτώματά σας, να πιείτε κόκκινο να χορτάσετε, και το βασιλικό μου λάβαρο να το θάψετε πορφυρό, να γίνουν τα ματωμένα χρώματά μου αθάνατη μνήμη εκδίκησης για το θεοκατάρατο ύπουλο γένος σας, αχρείοι, που μου σκοτώσατε τον Γκάβεστον ! Και στην τιμητική κι έμπιστη θέση του δέχομαι τώρα εσένα, γλυκέ μου φίλε, Σπένσερ. Και μ’ όλη μας την αγάπη σ’ αναγορεύουμε κόμη του Γκλόστερ και λόρδο Αρχιθαλαμηπόλο, Παρ’ όλη την Κακή εποχή, παρ’ όλη την εχθρότητα.

Page 23: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

23

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΙΙΙΙ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πρώτη.

O Εδουάρδος στον Λέστερ. ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ Αν μ’ ανακούφιζαν τα καλά λόγια, Λέστερ, η κουβέντα σου θα είχε μαλακώσει από καιρό τον πόνο μου, γιατί ήσουν πάντοτε ευγενικός κι ανθρώπινος. Οι λύπες των απλών ανθρώπων καταλαγιάζουν γρήγορα· όχι των βασιλέων όμως. Το ελάφι, μόλις το χτυπήσουν, θα τρέξει σ’ ένα βότανο που του επουλώνει τις πληγές· αν όμως τρυπηθεί η σάρκα του βασιλικού λιονταριού, μ’ άγρια νύχια εκείνο την ανοίγει περισσότερο και τη σκίζει, χλευάζει αγέρωχα το χιλιοπατημένο χώμα που πίνει το αίμα του, κι ανυψώνεται στους αιθέρες. Έτσι κι εγώ, που ο φιλόδοξος Μόρτιμερ θέλει με κάθε τρόπο να λυγίσει το απτόητο φρόνημά μου κι η έκφυλη αυτή βασίλισσα, η υποκρίτρια Ισαβέλλα, που μ’ έπιασε και με κλείδωσε στη φυλακή. Τόσο πια χόρτασε η ψυχή μου μ’ αυτά τα αποτρόπαια πάθη, που όλο και πιο συχνά εξακοντίζομαι στα ουράνια με τα φτερά της περιφρόνησης και του μίσους, για να τους εγκαλέσω και τους δυο μπρος στους θεούς. Μα όταν σκέφτομα λίγο πως είμαι βασιλιάς, λέω πως έπρεπε να πάρω εκδίκηση για όλες τις αδικίες του Μόρτιμερ και της Ισαβέλλας. Αλλά τι είναι οι βασιλείς αν χάσουν τη δύναμή τους ; Περιφερόμενοι ίσκιοι μες στη λιακάδα. Οι ευγενείς μου κυβερνούν· εγώ μόνο τον τίτλο έχω του βασιλιά. Φοράω στέμμα, αλλά αυτοί με εξουσιάζουν, ο Μόρτιμερ κι η άπιστη βασίλισσά μου που λερώνει το γαμήλιο κρεβάτι μου με την αναισχυντία της. Κι εγώ να ζω μέσα σ’ αυτό το σπήλαιο της έγνοιας, με μόνο συγκάτοικο τον πόνο να συντροφεύει με κλάμα και με γόους την καρδιά μου που τη ματώνει αυτή η απαράδεκτη συναλλαγή. Αλήθεια λέτε ; Πρέπει να παραιτηθώ απ’ το στέμμα, να κάνω βασιλιά τον Μόρτιμερ, έναν σφετεριστή ;

Page 24: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

24

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΡΛΟΟΥ Μετ: ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ

ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΙΙΙΙ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πρώτη.

O Εδουάρδος στον Λέστερ. ΕΕΔΔΟΟΥΥΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ Λέστερ, δεν είν’ εύκολο να παραδεχτώ πως πρέπει να χάσω στέμμα και βασίλειο χωρίς λόγο· να εκχωρήσω τα βασιλικά μου δικαιώματα στον φιλόδοξο Μόρτιμερ. Αυτό μου φαίνεται βουνό, συντρίβει κάθε χαρά μου. Κι εδώ που έφτασα, έχει νεκρώσει το μυαλό μου ! Διατάζει όμως ο ουρανός και πρέπει να υπακούσω.

(Βγάζοντας το στέμμα) Ορίστε, πάρε το στέμμα, πάρε και τη ζωή του Εδουάρδου. Δεν μπορεί να βασιλεύουν στην Αγγλία δύο. Μη φεύγεις όμως ακόμα· άσε να μείνω βασιλιάς ώσπου να σκοτεινιάσει, να δω τότε ξανά αυτό το αστραφτερό διάδημα. Να το απολαύσουν τελευταία φορά τα μάτια, να το τιμήσει τελευταία φορά το κεφάλι, κι έπειτα να παραιτηθούν μαζί απ’ το επίζηλο δικαίωμά τους. Συνέχισε παντοτινά, ουράνιε ήλιε, την πορεία σου, μην κυριέψει ποτέ η ασάλευτη νύχτα τον τόπο αυτό· καθίστε ακίνητοι, φρουροί των στοιχείων· ώρες και εποχές, σταθείτε εκεί που είστε, για να μείνει ακόμα βασιλιάς της ωραίας Αγγλίας ο Εδουάρδος ! Αλλά χάνονται γρήγορα οι φωτεινές ακτίνες της ημέρας και πρέπει τώρα να απαρνηθώ το αγαπημένο στέμμα. Απάνθρωπα όντα, που σας βύζαξαν με το γάλα της τίγρης, περιμένετε μ’ ανοιχτά σαγόνια την πτώση του βασιλιά σας, το διάδημα που φορά, την ακηλίδωτη ζωή μου ! Δείτε, τέρατα, δείτε ! Ξαναφοράω το στέμμα μου. Μα δε φοβάστε λοιπόν την οργή του βασιλιά σας ; Δύστυχε Εδουάρδε, διώξε τις αυταπάτες σου· εν τους πτοεί ό θυμός σου όπως γινόταν κάποτε· θέλουν μονάχα πώς και πώς ν’ ανακηρύξουν νέο βασιλιά. Γι’ αυτό γέμισε απόγνωση το μυαλό μου, κι αλλόκοτες σκέψεις· κι οι σκέψεις μου βασανίζονται μ’ ατέλειωτα μαρτύρια, και στα μαρτύρια αυτά μόνη παρηγοριά μου να νιώθω το στέμμα στο κεφάλι μου. Γι’ αυτό, αφήστε με να το ’χω λίγο ακόμα.

Page 25: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

25

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΗΗ ΣΣΤΤΡΡΙΙΓΓΓΓΛΛΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΓΓΙΙΝΝΕΕ ΑΑΡΡΝΝΑΑΚΚΙΙ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Μπατίστας, ο Γκρένιος, ο Τράνιος κι ο Ορτένσιος φεύγουν. Ο Πετρούκιος μόνος. ΠΠΕΕΤΤΡΡΟΟΥΥΚΚΙΙΟΟΣΣ Κι’ ν έρθει, θα φερθώ με κάποια αναίδεια. Ας πούμε πως με βρίζει, εγώ θα πω, χωρίς καμιά ντροπή, πως κελαϊδεί γλυκύτερ’ απ’ τ’ αηδόνι. Ας πούμε πως μου ρίχνει άγριες ματιές, εγώ θα πω πως τα μάτια της είναι λαγαρά σαν τριαντάφυλλα που τα ’χει λούσει η δρόσο της αυγής. Ας πούμε πως βουβαίνεται, μη θέλοντας να βγάλει ούτε μια λέξη, εγώ θ’ αρχίσω να παινεύω την έξυπνη λαλιά της και τη γοητευτική της ευγλωττία. Κι’ αν πει να της αδειάσω τη γωνιά, θα την ευχαριστήσω, σα να μου ’λεγε να καθίσω κοντά της μια βομά6α. Αν πει Πως δεν παντρεύεται, θ’ αρχίσω να τη ρωτάω επίμονα πότε θα προκηρύξουμε τούς γάμους μας στην εκκλησία, και πότε θα τους κάνουμε. — Μα να την κιόλα ! Εμπρός λοιπόν, Πετρούκιε.

(Έρχεται ή Κατερίνα) Καλημέρα σου Καίτη, - Έτσι άκουσα πως είναι το όνομά σου.

Page 26: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

26

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΗΗ ΣΣΤΤΡΡΙΙΓΓΓΓΛΛΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΓΓΙΙΝΝΕΕ ΑΑΡΡΝΝΑΑΚΚΙΙ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Πετρούκιος απευθύνεται στο πλήθος. ΠΠΕΕΤΤΡΡΟΟΥΥΚΚΙΙΟΟΣΣ Ναι, Καίτη, όλοι θα ’ρθούν, όπως προστάζεις. — Όλοι εσείς υπακούστε τη γυναία μου. Σύρτε στο φαγοπότι, ξεφαντώστε, χαοοκοπήστε, αδειάστε τα γιομάτα κροντήρια χαιρετώντας την παρθενιά της· μεθήστε, χαρείτε, — ή πηγαίνετε, αν θέτε, όλοι στο διάολο. Μα η Καίτη μου θα ’ρθει μαζί μου. Ναι· και μη μ’ αγριοκοιτάτε, μη χτυπάτε τα π6ια καταγίς, μην απορείτε, μην ταράζεστε· θέλω να ’μαι ο κύριος σε ό,τι μου ανήκει αυτή είναι ιδιοχτησία μου, περιουαία μου, σπίτι μου, νοικοκυριό μου, χωράφι μου, αχερώνας μου, άλογό μου, βόιδι μου, γάιδαρός μου : όλα τα πάντα μου. Τηνε βλέπετε εδώ κι’ όποιος τολμάει ας βάλει χέρι πάνω της. Είμαι έτοιμος να συγυρίσω και τον πλέον απόκοτο που θα θελήσει να σταθεί στο δρόμο μου μέσα στην Πάδουα. — Γκρούμιε, σύρ’ το σπαθί σου : μας εζώσαν κλέφτες. Γλύτωσε την κυρά σου, εάν είσαι άντρας ! — Μη φοβάσαι, μικρή μου, κανείς δε θα σε αγγίζει, Κατερίνα. Θα σου γίνω ασπίδα, κι’ αν ακόμη είταν οι εχθροί μας ένα εκατομμύριο.

(Φεύγουν ο Πετρούκιος, η Κατερίνα και ο Γκρούμιος)

Page 27: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

27

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΗΗ ΣΣΤΤΡΡΙΙΓΓΓΓΛΛΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΓΓΙΙΝΝΕΕ ΑΑΡΡΝΝΑΑΚΚΙΙ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πρώτη.

Μπαίνει ο Πετρούκιος. ΠΠΕΕΤΤΡΡΟΟΥΥΚΚΙΙΟΟΣΣ Έτσι άχισα, λοιπόν, τη βασιλεία μου με σοφή πολιτική, και πιστεύω να φτάσω στο σκοπό μου μ’ επιτυχία. Το γεράκι μου τώρα είναι αψωμένο και άγρια πεινασμένο· και όσο που να μερώσει, θα χρειαστεί να μην παραχορταίνει, τι αλλιώς δε θα υπακούει τον κυνηγό του. Έχω όμως κι’ άλλον έναν τρόπο ακόμη για να δαμάσω το ανυπόταχτο πουλί μου, κα να το μάθω να ’ρχεται σ εμένα και να γνωρίζει τη φωνή του αφέντη του. Θα τηνε ξαγρυπνήσω όπως κάνουν σ’ εκείνα τα αγριογέρακα που στην αρχή, αντιπαλεύουν, φτεροδέρνονται, και αρνιούνται να υπακούσουν. Σήμερα δεν έχει βάλει τίποτα στο στόμα της, ούτε θα βάλει. Χτες τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, και κάνει θεό της έναν τέτοιον πρόστυχο άνθρωπο ! ούτε θα κοιμηθεί κι απόψε. Το ίδιο όπως εχτές στο δείπνο, θα βρω πάλι κάποιο τάχατε λάθος στο κρεβάτι, και, ολημερίς, θα πάει εδώ το στρώμα, κι εκεί το μαξιλάρι, — μια μεριά το πάπλωμα, στην άλλη τα σεντόνια. — Και, βέβαια σ’ όλη αυτή την αναστάτωση, θα παρουσιάζω πως αυτά όλα γίνονται από ευλαβητική γι’ αυτήν φροντίδα. Κοντολογίς, θα μείνει όλη τη νύχτα χωρίς να κοιμηθεί. Αν δω να κλείνουν μια στιγμή τα μάτια της από τη νύστα, εγώ θα βάζω αμέσως τις φωνές και θα κάνω φασαρία, ώστε να την κρατήσω αδιάκοπα άγρυπνη. — Αυτός είναι ένας τρόπος να σκοτώνει κανένας μια γυναίκα με τη μεγάλη περιποίηση· και έτσι θα δοκιμάσω κι εγώ

Page 28: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

28

την άγρια και σκληρή της γνώμη. Αν ξέρει καλύτερα κανείς πώς να ημερώσει μια στριμμένη γυναίκα, ας μου το πει. θα είναι φιλανθρωπία.

(Βγαίνει)

Page 29: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

29

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Πουκ στο Δαιμόνιο. ΠΠΟΟΥΥΚΚ Το ’βρες, μπράβο. Εγώ’ μαι αυτός ο πρόσχαρος ο γυρολόγος της νυχτός που κάνω χωρατά για να γελάει ο Όμπερον. Πότε μαβλάω κάνα άλογο καλοθρεμμένο χλμιντρώντας σαν φοράδα. Πότε γίνομαι ψητό καβούρι και λουφάζω στο ποτήρι καμιάς γλωσσούς κυράτσας· καθώς πάει να πιει χτυπάω στα χείλια της και χύνει το κρασί της στο ζαρωμένο της προγούλι. Η θεια η πολύξερη κάποτε, εκεί που λέει το πιο φρικιαστικό της παραμύθι, με παίρνει για σκαμνάκι. Τότε εγώ γλιστρώ π’ τον πισινό της, πέφτει αυτή, σκούζει «φτου, διάολε», και τηνε πιάνει βήχας. Όλη ή παρέα τότε γελούν κρατώντας τα πλευρά τους και δώσ’ του γέλια, ξόρκια και φτερνίσματα, φαιδρότερη ώρα δεν περάσανε άλλοτε. Όμως, δαιμόνιο, δρόμο τώρα, να τος ό Ομπερον.

Page 30: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

30

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Πουκ στο δάσος μονολογεί. ΠΠΟΟΥΥΚΚ Η ρήγισσα έπεσε σ’ αγάπη μ’ να τέρας. Πλάι στο λημέρι της, με ξόρκια κλειδωμένο, την ώρα που ήταν σε ύπνο γλαρωμένη, νά σου, μια συντροφιά χοντρομαστόροι, φουκαράδες, μεροδουλιάρηδες μέσ’ στ’ αργαστήρια της Αθήνας, μαζεύονται να κάνουν πρόβα σ’ ένα δράμα που ετοίμαζαν να παίξουν στις χαρές του ρήγα. Απ’ όλο το χαζό σινάφι αυτό ο πιο μπούφος, όπου έκανε τον Πύραμο στο δράμα, τέλειωσε το μέρος του και πήγε πίσω απ’ τα χαμόκλαδα. Βρίσκω λοιπόν εκεί κι εγώ την εύκαιρα, του φόρτωσα μια κεφαλή γαϊδουρινή. Ωστόσο η Θίσβη του απάντηση προσμένει, κι ο κωμικός μου βγαίνει. Μόλις τον αντίκρυσαν, σαν άγριες χήνες που είδαν μουλωχτόν τον κυνηγό ή κάργιες πλήθος που σηκώνονται όλες κράζοντας στου ντουφεκιού τον κρότο και τρελοσκορπζονται στον ουρανό, το ίδιο, μόλις τον αντίκρυσαν οι σύντροφοί του εσκόρπισαν. Και σαν τους βάζω εμπρός, άλλος κυλιέται χάμω, άλλος «φονιάδες» σκούζει, άλλος καλεί βοήθεια να ’ρθει απ’ την Αθήνα και το λειψό μυαλό τους, απ’ τον τόσο φόβο τους χαμένο ολότελα, τους κάνει να τους φταίνε τ’ άψυχα πράματα, που φαίνονται όλα σκιάχτρα. Στα βατοπούρναρα άλλοι αφήνουν τα μανίκια τους, άλλοι τις σκούφιες τους, γιατί όποιος παραδίνεται, καθείς τον πιάνει. Με τον φόβο αυτόν τούς σκόρπισα κι άφησα κει τον γλυκομούτσουνο τον Πύραμο και νά σου, εκείνη τη στιγμή ξυπνά η Τιτάνια κι αμέσως κιόλας ερωτεύεται έναν γάιδαρο.

Page 31: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

31

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο ‘Ομπερον στον Πουκ που μπαίνει εκείνη τη στιγμή. ΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΟΟΝΝ Καλώς τον Πουκ. Βλέπεις την όμορφη αυτή θέα ; Μου κάνει λύπη πια γι’ αυτόν τον έρωτά της. Όταν προτού μέσα στο δάσος την αντάμωσα να ψάχνει νά βρει ανθούς για τούτον τον χαμένο τον σιχαμένο, της το χτύπησα και κάκιωσε. Κι απέ του φόρεσε στο μαλλιαρό του κούτελο στεφάνι απ’ άνθη δροσερά και μυρουδάτα· ως κι η δροσιά που φουσκαλιάζει στα μπουμπούκια σαν στρογγυλό μαργαριτάρι ανατολίτικο καθόταν τώρα απάνω στα όμορφα ματάκια των λουλουδιών σαν δάκρυα, πού έκλαιαν για τον ίδιο τον ζεπεσμό τους. Όταν πια αρκετά την πείραξα, κι αυτή με τρόπο μαλακό παρακαλούσε να μην τη συνερίζομαι, τ’ αγόρι τότε της ζήτησα, κι αυτή μου το ’δωσε χωρίς καμιάν αντίρρηση και μ’ ένα της δαιμόνιο στον νεραϊδότοπο μου το ’στειλε, στο σπήλιο μου. Και τώρα πού έχω το παιδί θα λευτερώσω από την άσκημη αυτή πλάνη τη ματιά της· και συ, καλέ μου, βγάλε αυτή την παραμόρφωση απ’ το κεφάλι του Αθηναίου κρεμανταλά· κι όταν ξυπνήσει με τους άλλους να γυρίσουν όλοι στην πόλη και στη μνήμη τους νά μείνουν της νύχτας τούτης τα παράξενα συμβάντα μόνο σαν έξαψη ζωηρή απ’ ονειροφάνταγμα. Μα πρώτα-πρώτα ας ξεμαγέψω τη βασίλισσα.— Όπως ήσουν να γενείς κι όπως θώρεις να θωρείς. Το μπουμπούκι που έχει πάρει απ’ την Άρτεμη τη χάρη το άνθος του Έρωτα νικά. Ξύπνα, Τιτάνια μου, γλυκειά βασίλισσά μου !

Page 32: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

32

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Στημόνης ξυπνώντας. ΣΣΤΤΗΗΜΜΟΟΝΝΗΗΣΣ Όταν έρθει ή σειρά μου, φώναξέ με και θα ειπώ το μέρος μου. Αρχίζω όταν ακούσω τα λόγια «πολυόμορφέ μου Πύραμε —Ει, ει ! — Μαστρο-Κυδώνη ! Γύφτο Φυσούνη ! Γανωτή Καζάνη ! Βελόνη !— Έλα, Θεέ μου και Κύριε ! Το σκάσανε από δω και μ’ απαρατήσανε εδώ κοιμισμένον ! Είδα ένα πολύ σπάνιο όνειρο. Είδα ένα όνειρο — μπορεί να χάσει κανείς τον νου του για να ειπεί τι όνειρο ήτανε· θα ’ναι γάιδαρος όποιος καταπιαστεί να εξηγήσει αυτό τ’ όνειρο. Τάχα πώς ήμουνα — κανείς δεν μπορεί να πει τι ήμουνα. Τάχα πως ήμουνα και τάχα πως είχα – μα είναι τρελός για δέσιμο αυτός που θα τολμήσει να ειπεί τι μου φάνηκε πως είχα. Μάτι ανθρώπου δεν τ’ άκουσε, αφτί ανθρώπου δεν το είδε, χέρι ανθρώπου δεν μπορεί να τ γευτεί, γλώσσα να το νιώσει, ούτε καρδιά να το συλλαβίσει τι όνειρο ήταν αυτό πού είδα. Θα καταφέρω τον μαστρο-Κυδώνη να γράψει γι’ αυτό τ’ όνειρο μια μπαλάντα. θα λέγεται τ’ όνειρο του Στημόνη, γιατί δεν είχε ούτε υφάδι ούτε στημόνι. Και θα το τραγουδήσω στο τέλος-τέλος της παράστασης μπροστά στον ρήγα. Απροπός, για να κάνει πιο πολλή εντύπωση, θα το τραγουδήσω αφού πεθάνω.

(Βγαίνει)

Page 33: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

33

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΔΔΩΩΔΔΕΕΚΚΑΑΤΤΗΗ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Μαλβόλιο παίρνει από χάμω ένα γράμμα. ΜΜΑΑΛΛΒΒΟΟΛΛΙΙΟΟ Μα τη ζωή μου αυτό είναι το γράψιμο της κυρίας μου. Να τα, τα ίδια τα Κα της και τα Βη της και τα Τα της. Κι έτσι κάνει το μεγάλο Πι της. Είναι χωρίς αμφιβολία το γράψιμό της.

(Διαβάζει) «Προς τον αγαπημένο άγνωστο, με τους χαιρετισμούς μου»: Τα ίδια της τα λόγια! Με την άδειά σου, βουλοκέρι… Σιγά!… Κι η βούλα είναι η Λουκρητία της, που μ’ αυτή συνηθίζει να σφραγίζει. Είναι η κυρία μου. Για ποιον είναι; Ω Δία, τον αγαπώ Μα ποιον, Δε θα το πω. Χειλάκια μου, σιωπή, Ποτέ μη μαθευτεί. «Ποτέ μη μαθευτεί.» - Τι ακολουθεί; Τα μέτρα αλλάζουν! – «Ποτέ μη μαθευτεί». – Μη τυχόν είσαι συ, Μαλβόλιε; Όπου λατρεύω ο λόγος μου προστάζει, Μα σαν μαχαίρι της Λουκρητίας η σιωπή Μες στην καρδιά μ’ αναίμαχτη πληγή με σφάζει. Μ.Ο.Α.Ι. αυτό μου ορίζει τη ζωή! Μ.Ο.Α.Ι., αυτό μου ορίζει τη ζωή – όχι, πρώτα – πρώτα να ιδώ, - να ιδώ, - να ιδώ! Όπου λατρεύω ο λόγος μου προστάζει. Πώς, μπορεί να με προστάξει, την υπηρετώ την κυρία μου. Μπα, είναι καθαρό το νόημα σε οποιονδήποτε λογικόν άνθρωπο. Δεν υπάρχει εδώ δυσκολία – και στο τέλος – τι σημασία να ’χει η αλφαβητική θέση που έχουν τα ψηφία; Αν μπορούν να συνταιριαστούν έτσι ώστε να γίνει κάτι που μου έρχεται; - Σιγά σιγά!… Μ.Ο.Α.Ι…. Μ, - Μαλβόλιος. – Μ, - ναι, έτσι αρχίζει τ’ όνομά μου. Μ, - κατόπιν όμως, όπως έρχονται στη σειρά, δεν ταιριάζει. Χάνει αν το στριμώξεις. Έπρεπε ν’ ακολουθήσει το Α, είναι και το Ο. Κι ύστερα έρχεται το Ι στραβά από πίσω. Μ,Ο,Α,Ι, - Τούτο το κρυφό δεν είναι σαν τα προηγούμενα, - κι όμως αν το ζορίσω λιγάκι θα μου ’ρθει, γιατί το καθένα απ’ αυτά τα ψηφία είναι μέσα στ’ όνομά μου. Σιγά! Εδώ ακολουθεί πεζό. (Διαβάζει) «Αν αυτό πέσει στα χέρια σου, συλλογίσου. Η μοίρα μου το ’θελε να ’μαι ψηλότερα από σένα. Αλλά μη φοβάσαι το μεγαλείο. Άλλοι γεννιόνται μεγάλοι, άλλοι καταχτούν το μεγαλείο, και άλλοι δέχονται το μεγαλείο σαν τους πέφτει απ’ τον ουρανό. Η καλή σου μοίρα σού ανοίγει την αγκαλιά της. Ρίξου μέσα ψυχή σου και σώμα σου. Και για να συνηθίσεις με ό,τι προορίζεσαι να γίνεις, βγάλε από πάνω σου το ταπεινό σου ντύμα, και πρόβαλε καινούργιος. Να εναντιώνεσαι σ’ ένα συγγενικό πρόσωπο, να φέρνεσαι απότομα στους υπηρέτες. Ας ρητορεύει η γλώσσα σου πολιτικά. Μάθε την τέχνη να φαίνεσαι ιδιόρρυθμος. Αυτές τις συμβουλές σού δίνει εκείνη που στενάζει για σένα.

Page 34: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

34

Θυμήσου ποιος παίνεψε τις κάλτσες σου τις κίτρινες, και είχε την επιθυμία να σε βλέπει πάντα καλτσοδεμένον σταυρωτά. Σου ξαναλέω, θυμήσου. Εμπρός, έκαμες την τύχη σου αν το θελήσεις να γίνει. Αν όχι, ας σε βλέπω διαρκώς επιστάτη, παρέα με τους υπηρέτες, ανάξιον για ν’ αγγίξει τα δάχτυλα της Τύχης. Χαίρε, εκείνη που θα ’θελε ν’ αλλάξει υπηρεσίες μαζί σου. Η Ευτυχισμένη Άτυχη». Λιακάδα κι εξοχή δεν έχουν καθαρότερη θέα, - είναι ολοφάνερο. Θα γίνω περήφανος, θα διαβάσω πολιτικά συγγράμματα, θα πάρω τον αέρα του κυρ – Τόμπη, θα ξεκόψω από κάθε πρόστυχη γνωριμία, θα γίνω στην τρίχα, όπως με θέλει. Δε θα είμαι εγώ τώρα τόσο τρελός ν’ αφήσω τη φαντασία να με ρεζιλέψει. Γιατί όλα τα λογικά επιχειρήματα σπρώχνουν σε τούτο, πως η κυρία μου μ’ έχει ερωτευτεί. Παίνεψε τις κίτρινες κάλτσες που φορούσα ταλευταία, βρήκε ωραία τη γάμπα μου με τις σταυρωτές κάλτσοδέτες. Και τούτο φανερώνεται πως θέλει την αγάπη μου με χαριτωμένη διάκριση με βάζει να φορέσω εκείνα που της αρέσουν. Ευχαριστώ το ζώδιό μου, είμαι ευτυχισμένος. Θα γίνω ιδιόρρυθμος, σοβαρός, θα βάλω κίτρινες κάλτσες και σταυρωτές καλτσοδέτες αμέσως, σε μια στιγμή, όσο χρειάζομαι για να τις φορέσω. Ας είναι ευλογημένος ο Δίας και το ζώδιό μου! Α, εδώ έχει και υστερόγραφο (Διαβάζει). «Δεν μπορείς να μην καταλάβεις ποια είμαι. Αν ανταποκρίνεσαι στη αγάπη μου, φανέρωσέ το με το χαμόγελό σου, το χαμόγελο σου πηγαίνει πολύ, γι’ αυτό πάντα μπροστά μου, παρακαλώ να χαμογελάς, γλυκέ μου κι ακριβέ μου». Ω Δία, σ’ ευχαριστώ! – Θα χαμογελώ, θα κάνω ό,τι εσύ θελήσεις!

Page 35: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

35

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΑΑΓΓΑΑΠΠΑΑΤΤΕΕ (ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΣΣΑΑΣΣ ΑΑΡΡΕΕΣΣΕΕΙΙ)

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Γιάκης στον Δούκα. ΓΓΙΙΑΑΚΚΗΗΣΣ Τρελός ! Τρελός ! Αντάμωσα τρελόν στο δάσος : τρελόν παρδαλωτόν ! — Παλιόκοσμε ! Μα τόν αέρα, που ζω ανασαίνοντάς τον, είδα έναν τρελό : ήτανε ξαπλωμένος χάμω και λιαζόταν και τα ’ψελνε της κυρα-Τύχης από την καλή, σταράτα· ποιος ; Ένας τρελός παρδαλωτός ! «Γεια σου, τρελέ», του λέω. «Μη», μη μου λέει, «μη, κύριε. με λες τρελόν, πριν ό Θεός μου στείλει τύχη». Κι έβγαλ’ ένα ρολόι από την τσέπη· και τηρώντας το — του γυάλιζε το μάτι σαν βερνικωμένο — λέει βαθυστόχαστα «είναι τώρα η ώρα δέκα· έτσι μπορεί να ιδούμε» λέει «πώς πάει ό κόσμος : μόλις μια ώρα πριν ήταν εννιά και θα ’ναι μετά μιαν ώρα ακόμα έντεκα· έτσι απ’ ώρα σε ώρα ωριμάζουμε, ωριμάζουμε κι απ’ ώρα σ’ ώρα απέ σαπίζουμε, σαπίζουμε : αυτό ’ν το Παραμύθι». Ακούοντας τόν τρελό τον παρδαλό να σκέφτεται έτσι για τον χρόνο, λάλησε το πλεμόνι μου σαν πετεινός, πού έτσι βαθιά οι τρελοί φιλοσοφούν· και ξέσπασα σε γέλια ακράτητα μιαν ώρα με το ρολόγι του. — Άρχοντας τρελός ! σπουδαίος τρελός ! — Το παρδαλό του ρούχο ήταν ή μόνη προστυχιά του.

Page 36: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

36

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΑΑΓΓΑΑΠΠΑΑΤΤΕΕ (ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΣΣΑΑΣΣ ΑΑΡΡΕΕΣΣΕΕΙΙ)

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Γιάκης στον Δούκα. ΓΓΙΙΑΑΚΚΗΗΣΣ Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή, κι οι ανθρώποι κι οι άντρες κι οι γυναίκες όλοι παίζουν : βγαίνουν και μπαίνουν, κι ο άνθρωπος στον βίο του όλον παίζει μέρη πολλά, κι οι πράξεις είν’ εφτά οι εφτά ηλικίες : πρώτα νήπιο, μυξοκλαίει στα χέρια τής νταντάς του· απέ το σκολιαρούδι γκρινιάρικο με σάκα κι άσπρο μούτρο πρωινό, σέρνεται σαν κοχλιός ανόρεξα για το σκολειό· μετά ’ναι ο εραστής, αχνίζει σαν καμίνι και φτιάνει θρηνωδίες για το φρύδι τής καλής του· μετά ο στρατιώτης, όλο ιδιότροπες βλαστήμιες, γενάτος σαν λεοπάρδαλη, ψωροφιλότιμος, έτοιμος για καβγά, πάει για τη φούσκα φήμη κι ως του κανονιού τη μπούκα. Απέ ’ναι ο δικαστής, με στρογγυλή κοιλιά, θρεμμένη με κοτόπουλα, με μάτι βλοσυρό, καλοκομμένο γένι κι όλο σοφά ρητά κα φράσεις της ρουτίνας, παίζει κι αυτός τόν ρόλο του· η έχτη ηλικία παίζει τον κοκαλιάρη παντουφλάτο Πανταλόνε, με τα γυαλιά στη μύτη, πλάι το πουγκί του, ή βράκα του η βασταγερή, καινούργια ακόμα, φαρδιά σαν ένας κόσμος για τις ζαρωμένες του άτζες· κι ή άντρίκεια του η φωνάρα, που ξανάγινε παιδιάτικη ψιλή, στριγκλίζει και σφυρίζει. Η τελευταία σκηνή, πού κλείνει την αλλόκοτη, γιομάτη επεισόδια ιστορία τούτη, είναι το ξαναμώραμα κι ή πλέρια λησμονιά, ούτε δόντια, ούτε μάτια, ούτε αίστηση, ούτε τίποτα.

(Ξαναμπαίνει ο Ορλάνδος με τον Αδάμ)

Page 37: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

37

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΑΛΕΞ. ΠΑΛΛΗΣ

ΟΟ ΕΕΜΜΠΠΟΟΡΡΟΟΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΒΒΕΕΝΝΕΕΤΤΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Σαχλότος είναι ένας καραγκιόζης δούλος του Σάηλοκ. Μπορεί να παιχτεί κι από γυναίκα. ΣΣΑΑΧΧΛΛΟΟΤΤΟΟΣΣ Δεν έχει λόγο, η συνείδησή μου θα μου κάνει τη χάρη να φύγω από ’φτον τον Τσιφούτη, τον αφέντη μου. Ο Οξαποδός στέκει απόδιπλα και με σκανταλίζει και μου λέει «Γόμπε, Σαχλότο Γόμπε, καλέ μου Σαχλότο, ή καλέ μου Γόμπε ή καλέ μου Σαχλότο Γόμπε, σάλεψε τα πόδια σου, πάρε φόρα, ξέκοψε». Η συνείδησή μου λέει «Όχι, πρόσεξε, τίμιε Σαχλότο, πρόσεξε τίμιε Γόμπε, ή καθώς είπαμε, Σαχλότο Γόμπε, μη φεύγεις, μην καταδεχτείς να το βάλεις στα πόδια». Πάλι ο Σατανάς δεν τραβάει χέρι, μόνε μου λέει να τραβήξω. «Δρόμο!» λέει ο Οξαποδός. «Σύρε» λέει ο Οξαποδός. «Για το Θεό! Κάνε καρδιά» λέει ο Οξαποδός «φέβγα!» Μα να! Η συνείδησή μου μού σφιχταγκαλιάζει το λαιμό της καρδιάς μου και μου λέει πολύ φρόνιμα «Σαχλότο, τίμιό μου παλικάρι, εσύ πούσαι από τίμιον πατέρα, δηλαδή από τίμια μάννα» – γιατί η αλήθεια είναι ο πατέρας μου έκανε κάτι που σα να μύριζε, κάτι Σα να βρωμούσε – έτσι λοιπόν η συνείδησή μου μού λέει «Σαχλότο, μην το κουνάς». «Κούνα το» λέει ο Οξαποδός. «Μην το κουνάς» λέει η συνείδησή μου. «Συνείδησή μου» λέω γω «καλά μου λες». «Οξαποδώ» λέω γω «καλά μου λες». Για ν’ ακούσω τη συνείδησή μου, πρέπει να μείνω με τον Τσιφούτη τον αφέντη μου, που – τιμή στα μούτσουνά σας – είναι ως είδος Σατανάς. Και για να φύγω απ’ τον Τσιφούτη, πρέπει ν’ ακούσω τον Οξαποδώ, που – να με συμπαθάει η αφεντιά σας – είναι Σατανάς του διαβόλου! ‘Όμως δεν έχει λόγο, ο Τσιφούτης είναι ο Σατανάς σαρκωμένος καθαυτό. Και μα τη συνείδησή μου το λέω, η συνείδησή μου είναι ως είδος άσπλαχνη συνείδηση που βγαίνει και με δασκαλεύει να μείνω με τον Οβριό. Ο Οξαποδός με δασκαλεύει πιο σα φίλος… Θα φύγω, Οξαποδώ μου, τα πόδια μου στους ορισμούς σου, θα φύγω!

Page 38: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

38

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Κήπος των Καπουλέτων. Μπαίνει ο Ρωμαίος. ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ Ο που δεν έλαβε ποτέ πληγές, τις περγελάει. — Μα κοίτα

(Η Ιουλιέτα βγαίνει στο παράθυρο) σ’ εκείνο το παράθυρο τι φως έχει προβάλει ;... Είναι ή Ανατολή, κι’ είν’ η Ιουλιέτα ο ήλιος. Έβγα, ωραίε ήλιε, και θάμπωσε τη φθονερή Σελήνη, πού χλώμιασε κι’ αρρώστησε κιόλας απ’ το κακό της να βλέπει εσένα, την πιστή της, πιο όμορφη απ’ την ίδια. Τότε και εσύ, μην είσαι πια δική της. Το φόρεμα πού βάζουν οι παρθένες της, είν’ άχαρο και ξέθωρο, και μοναχά οι άμυαλες το φορούνε. Πέταξέ το από πάνω σου ! — Είν’ η βασίλισσά μου ! Είναι η αγάπη μου, και — αχ – ας τόξερε πως είναι !... Μιλεί, κι’ όμως δεν πρόφερε λέξη· μα τι με τούτο ; Τα μάτια της μιλούν· κι’ εγώ θ αποκριθώ... Μα όχι, παραθαρρεύτηκα θαρώ.. Δε μου μιλούν εμένα... Δυο αστέρια πρέπει του ουρανού τη θέση τους ν’ αφήσουν για λίγο, και παρακαλούν τα μάτια της να λάμψουν αντί γι’ αυτά στις σφαίρες τους, ως να γυρίσουν πάλι. Μα αν πήγαιναν τα μάτια της εκεί, κι’ εκείνα ερχόνταν στο λιόκαλό της πρόσωπο, δεν ήθελε ντροπιάσει ή λάμψη τους τ’ αστέρια αυτά, καθώς τού ήλιου ή λάμψη το λύχνο ; Ναι, τα μάτια της θάχυναν στον αιθέρα τέτοιο ένα φως, που τα πουλιά, θαρώντας πούναι ημέρα, θάρχιζαν τα τραγούδια τους. – Για δες πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι της ! Αχ, νάμουνα χειρόχτι σ’ αυτό το χέρι, ν’ άγγιζα το μάγουλό της.

Page 39: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

39

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη Tρίτη, Σκηνή Τρίτη.

0 Ρωμαίος στον πατέρα Λαυρέντιο.. ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ Είναι τυραννία Δεν είναι χάρη. Εδώ είναι ο ουρανός, Εδώ που ζει η Ιουλιέτα. Κάθε γάτα, Κάθε σκυλί, κάθε μικρό ποντίκι, τo κάθε aνάξιο πλάσμα μπορεί να ζει εδωπέρα στον Παράδεισο και να τη βλέπει· μοναχά ό Ρωμαίος δε θα μπορεί. Περισσότερη άξια πιο αξιόπρεπη θέση, πιότερη ελευθερία έχουν οι μύγες, παρά ο Ρωμαίος. Αυτές έχουν δικαίωμα ν’ αγγίζουν το άσπρο θάμα του ακριβού της 1ουλιέτας χεριού, και να της κλέβουν αθάνατη ευτυχία από τα χείλια της —που, απ’ την αγνή, παρθενική σεμνότητά τους είναι πάντοτε κόκκινα, θαρώντας αμαρτία το πως φιλιούνται το να με τάλλο. Μοναχά ό Ρωμαίος δε θα μπορεί· γιατί πάει εξορία. Αυτές μπορούνε να πετούνε λεύτερες, και μένα με πετούν από δωπέρα. Και λες πως η εξορία δεν είναι θάνατος ; Δεν έβρισκες φαρμάκι, ή κανένα μαχαίρι κοφτερό, ή άλλο μέσο γλήγορου θανάτου, παρά μονάχα αυτήν την «εξορία», για να με θανατώσεις ; Εξορία !... Ω γέροντα, τη λέξη αυτή τη λένε στον Άδη οι κολασμένοι και σηκώνεται σύθρηνο. Του λόγου σου, άνθρωπος του Θεού, πνευματικός, που συχωρνάς τις αμαρτίες, — του λόγου σου που λες πως είσαι φίλος μου, πως σου βαστά ή καρδιά να με συντρίβεις μ’ αυτή τη λέξη ;

Page 40: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

40

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Τρίτη.

0 Ρωμαίος μόνος αφού πεθαίνει ο Πάρης. ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ Στ’ ορκίζομαι. – Να δω το πρόσωπό του ! Α, του Μερκούτιου ο ξάδερφος ! ο κόμης Πάρης ! Τι μου έλεγε ο υπηρέτης μου στο δρόμο που ερχόμαστε καβάλα και δε μ’ άφηνε h ταραχή μου να προσέξω ; Μου είπε πως θέλαν να παντρέψουν την 1ουλιέτα με τον Πάρη, νομίζω. Έτσι δεν είπε ; Ή το είδα στ’ όνειρό μου ; Ή μην τρελάθηκα ακούγοντάς τον να μιλεί για κείνην, και θαρώ πως μου τόπε — Δώσ’ το χέρι ! Κι εσύ μαζί μου στο βιβλίο γραμμένος της μαύρης δυστυχίας. Θα σε βάλω σε τάφο θριαμβικό — σε τάφο ; — ω, όχι : στου φωτός το σπίτι θα σε βάλω, φτωχό μου παλληκάρι. Γιατί εδώ μέσα κείτεται η Ισυλιέτα, και η ομορφιά της γεμίζει αυτούς τους θόλους με λάμψη γιορτερή. — Έλα κοιμήσου εδώ, νεκρέ, που ένας νεκρός σε θάφτει. —

(Βάζει τόν Πάρη μέσα στο μνήμα) Συχνά οι άνθρωποι, λίγο πριν πεθάνουν γίνονται εύθυμοι : αυτό είναι. που όσοι τους παραστέκουνε το λένε ξαστέρωμα πριν νάρθει ό Χάρος — Όμως πώς να το πω εγώ τούτο ξαστέρωμα ; Ω αγάπη μου ! γυναίκα μου ! Ο Χάρος πούπιε όλο τής ανάσας σου το μέλι δεν απόχτησε ακόμη καμιά δύναμη πάνω στην ομορφιά σου : δε σε νίκησε. Της ομορφιάς σου τα σημάδια μένουν ακόμη πορφυρά στο πρόσωπό σου και στ’ αχείλια σου : η κίτρινη σημαία τού θανάτου δεν έφτασε ως εκεί. — Τυβάλμε, αυτού κοιμάσαι, τυλιγμένος στο ματωμένο σάβανο : Ω, ποια χάρη μπορώ για σε να κάμω πιο μεγάλη,

Page 41: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

41

παρά μ’ αυτό το χέρι πούχει κόψει τα νιάτα σου στη μέση, να σπαράξω τα νιάτα εκείνου πούλεγες εχθρό σου ; Συχώρεσέ με, ξάδερφε ! — Α, Ιουλιέτα πώς έχεις μείνει ακόμη τόσο ωραία ; Να πιστέψω πως είναι ερωτευμένος μαζί σου ο άυλλος Χάρος, και πως το άσαρκο αυτό μισητό τέρας σε φιλάει εδωμέσα, στο σκοτάδι, για νάρχεται κρυφά να σ’ ανταμώνει ; Για να μη γίνει αυτό, θα μείνω εδώ και ποτέ δε θα φύγω πια από τούτο της μαύρης νύχτας το παλάτι, Εδώ, εδώ θέλω να μείνω, με τα σκουλήκια πούναι οι υπηρέτες σου. Ω, εδώ θέλω να στήσω το κλινάρι τού αιώνιου αναπαμού, και να τινάξω την αλυσίδα της ενάντιας μοίρας μακριά απ’ αυτή τη σάρκα πού τόσο την εκούρασε ή ζωή. — Μάτια, κοιτάχτε για στερνή φορά ! Χέρια, για τη στερνή φορά αγκαλιάστε ! και αχείλια εσείς, οι θύρες τής ψυχής, σφραγίστε μ’ ένα τίμιο φίλημά σας παντοτεινό συμβόλαιο με το Χάρο. Έλα, πικρέ περάτη ! Έλα, κακόγευτε. οδηγέ, πιλότε απελπισιάς ! Και ρίξε τούτο το Θαλασσοδαρμένο σου καράβι να τσακιστεί στα βράχια !... Τούτο για την αγάπη μου !

(Πίνει) Τίμιε φαρμακοπώλη, το φαρμάκι σου είναι γοργό, — και να ! μ’ ένα φιλί πεθαίνω.

(Πεθαίνει)

Page 42: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

42

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑ ΜΜ ΛΛ ΕΕ ΤΤ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Σάλπισμα. Βγαίνουν όλοι, έξω απ’ τον Άμλετ που μονολογεί. ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ Ω, πώς ετούτη η τόσο, τόσο στέρεη σάρκα Να ’λιωνε, ν’ άχνιζε, δροσιά να σκορπιζόταν ! Ή να μην είχε βάλει κάνονα ο Αιώνιος να τιμωράει τον αυτοχτόνο ! Ω, Θεέ μου ! Ω, Θεέ μου! Τι ταπεινά και πλαδαρά, σαχλά κι ανούσια μου φαίνονται όλα αυτού του κόσμου τα καμώματα ! Φτου σας ! Ω, φτου σας ! Ένας κήπος αβοτάνιστος ξεσποριασμένος· άγρια πράγματα, χοντρόφυλλα, θρασιά τον πνίγουν όλο. Εκεί να καταντήσει ! Μόλις δυο μήνες πεθαμένος ! Κι ούτε, ούτε καν δυο ! Τι βασιλιάς ! Μπροστά σε τούτον ήταν ο Υπερίων μπροστά σε σάτυρο. Τόσο αγαπούσε τη μητέρα μου που δεν υπόφερνε ούτε οι αύρες τ’ ουρανού να επισκεφτούν πολύ τραχιά το πρόσωπό της. Γη κι ουρανέ ! Να θυμηθώ ; Μα τι, κρεμόταν πάνω του, σαν η όρεξή της τρώγοντα όλο να μεγάλωνε· και τώρα, μέσα σ’ ένα μήνα, — ας μην το σκέφτομαι : αδυναμία, τ’ όνομά σου είναι γυναίκα ! — Ούτ’ ένα μήνα τόσον δα ! Ούτε πριν τριφτούν οι σόλες που φορούσε ακολουθώνας το λείψανο του δύστυχου πατέρα μου, όλη δάκρυα σαν Νιόβη, — ποιος, αυτή, αυτή ίσα-ίσα, — ω, Θεέ μου ! κι ένα χτήνος, δίχως νου και κρίση θα κράταε πένθος πιο πολύ — να παντρευτεί τον θειο μου, του πατέρα μου τον αδερφό· που μοιάζει του πατέρα μου, όσο μοιάζω εγώ του Ηρακλή· μέσ’ σ’ ένα μήνα· πριν να πάψει να κοκκινίζει η άρμη απ’ τ’ άνομά της δάκρυα τα φουσκωμένα μάτια της, παντρεύτηκε· ω, πάρα πονηρή βιασύνη, τόσο εύκολα να πέσει σε σεντόνια αιμόμιχτα ! Δεν είναι κι ούτε μπορεί να βγάλει σε καλό. Όμως, καρδιά μου, σώπα – πρέπει να κρατήσω Τη γλώσσα μου.

(Μπαίνουν ο Οράτιος, ο Μαρκέλος κι ο Βερνάρδος)

Page 43: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

43

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑ ΜΜ ΛΛ ΕΕ ΤΤ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Άμλετ μονολογεί. ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ Τώρα είμαι μόνος. Α τι κανάγιας, τι χαμένος σκλάβoς είμαι ! Δεν είναι τερατώδες, τούτος ο θεατρίνος για μιαν ιδέα, για μόνον τ’ όνειρο απ’ το πάθος, μπόρεσε τόσο να υποτάξει την ψυχή του στη σύλληψη του νου, που απ’ την ενέργειά της όλη ή θωριά του να χλωμιάνει· να δακρύσουν τα μάτια του, ν’ αλλάξει η όψη του, η φωνή του να σπάσει κι όλη ή λειτουργία του οργανισμού του ν’ ακολουθεί με σχήματα τη σύλληψή του ; Κι όλα για τίποτα· για την Εκάβη ! Τι ’ναι γι’ αυτόν η Εκάβη, ή αυτός για την Εκάβη, που κλαίει για χάρη της ; Τι θα ’κανε, αν αυτός είχε του πάθους την αιτία και τον ρόλο που έχω εγώ ; Θα ’πνιγε τη σκηνή στο δάκρυ, με λόγια φρίκης θα ’σπαζε τ’ αφτιά του κόσμου, θα τρέλαινε τόν ένοχο, θα ’σκιαζε τον αθώο, θα σάστιζε τον άμαθο και τόντι θα’ κανε να ξαφνιαστούν ακόμα κι οι ίδιες οι αίσθησες, η Όαση κ η Ακοή. Κι εγώ, ο χαζός και λασποκαμωμένος δούλος, καμαρώνω σαν κούκλος ονειροπαρμένος, για το δίκιο μου αναίσθητος και δε μιλώ καθόλου, τίποτα δε λέω για έναν βασιλέα, που του ’χουν κάνει σ’ ό,τι κι αν είχε και στην ακριβή ζωή του κακούργημα διαβολεμένο. Είμαι δειλός ; Ποιος με φωνάζει αχρείο ; το καύκαλο μου σπάζει ; Τα γένια μου μαδάει, μου τα πετάει στα μούτρα ; Τη μύτη μου τραβάει ; μου χώνει την ψευτιά μου μέσ’ στο λαιμό βαθιά μου ως τα πλεμόνια ; Ποιος μου τα κάνει αυτά ; ε ; Μα το στανιό θα μου ’πρεπαν· γιατί δε γίνεται, Θα ’χω περιστεριού συκώτι και μου λείπει χολή να μου πικράνει τ άδικο· ειδ’ αλλιώς θα ’χα παχύνει ολόγυρα όλα τα όρνια τ’ ουρανού με τα κομμάτια αυτού του σκλάβου. — Αισχρέ αιμομίχτη, καταραμένε αχρείε ! Αθεόφοβε, προδότη, διαστρεμμένε αχρείε !

Page 44: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

44

Ω εκδίκηση ! Α, τι γάιδαρος είμαι ! Να μεγάλη αντρειά : εγώ, ακριβού πατέρα φονεμένου ο γιος, για γδικιωμό σπρωγμένος από θεούς και δαίμονες, σαν πόρνη ν’ αλαφρώνω την καρδιά με λόγια και να ξεσπάζω σε κατάρες, σαν μαυλίστρα, σαν δουλικό. Ντροπή μου ! Φτου ! – Μυαλό μου ορθό ! Έχω αχούσει πώς κακούργοι, καθισμένσι σε θέατρο, τόσο από τη δύναμη μονάχα του έργου πιάστηκε ή ψυχή τους, πού επιτόπου διαλάλησαν τα εγκλήματά τους· γιατί ο φόνος, γλώσσα ας μην έχει, θα μιλήσει με πολύ θαυμάσιο όργανο. Θα βάλω αυτούς τους θεατρίνους να παίξουν κάτι σαν τον φόνο του πατέρα μου μπροστά στον θείο μου· θα τον κοιτάω στα μάτια· θα τον αγγίξω όπου πονεί· αν μόνο παίξει το μάτι του, ξέρω πού πάω. Το πνέμα πού είδα μπορεί να ε!ν’ ο σατανάς· Κι ο σατανάς έχει τη δύναμη να παίρνει ό,τι μορφή του αρέσει· βέβαια, κι ίσως, όπως είμαι ευαίσθητος και μελαγχολικός, κι αυτός πολύ ενεργεί σε τέτοιες ψυχικές διαθέσεις, με πλανεύει για να με κολάσει. Θέλω συμπέρασμα πιο σίγουρο απ’ αυτό. Με την παράσταση θηλειά θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά.

(Βγαίνει)

Page 45: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

45

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑ ΜΜ ΛΛ ΕΕ ΤΤ Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη.

Βγαίνουν 0 Κλαύδιος και ο Πολώνιος. Ο Άμλετ μπαίνει και μονολογεί. ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ Να ζει κανείς ή να μη ζει, — αυτό είν’ το ζήτημα· τι είναι πιο ανώτερο στο πνεύμα, να υποφέρεις πετριές και βέλη άδικης τύχης, ή να κάνεις επανάσταση ενάντια σ’ ένα πέλαο βάσανα και με την άρνησή του να τους δώσει τέλος ; Θάνατος,— ύπνος, και τίποτ’ άλλο· κι αν μ’ αυτόν τον ύπνο του θανάτου παύει της καρδιάς ο πόνος κι του κορμιού τα χίλια βάσανα αυτό είναι μια συντέλεια που να την εύχεται κανείς με ζήλο. Θάνατος· — ύπνος· — ύπνος, ίσως όνειρα ! εδώ είν’ ό κόμπος· τι σ’ αυτόν τον ύπνο του θανάτου σαν τι όνειρα θε ν ’ρθουν, σα θα ’χουμε πετάξει τούτο το σαρκοκούβαρο ; αυτό μας κόβει· τούτη η έγνοια κάνει τη δυστυχία να ζει τόσο πολύ· γιατί ποιος θα δεχότανε ντροπές και χάλια της ηλικίας, τ’ άδικο απ’ τον δυνατό, τον εξευτελισμό απ’ τον φαντασμένο, τον πόνο απ’ την περιφρονημένη αγάπη, την άργητα του νόμου, τους τραμπουκισμούς τής εξουσίας και τις κλωτσιές που η ταπεινή η αξία τρώει απ’ τον ανάξιο, αν μπορούσε να ’δινε μόνος του κανείς στον εαυτό του τη λύτρωση μ’ να μαχαίρι ; Ποιος θα το ’θελε να φέρνει ευθύνες, να γρυλίζει και να ιδρώνει από το βάρος τής ζωής, αν η τρομάρα μην είναι κάτι μετά θάνατον, στον κόσμο τον άλλο, απ’ όπου δε γυρίζει ταξιδιώτης, δε σάστιζε τη θέληση και δε μας έκανε να προτιμάμε να τραβάμε αυτό τα βάσανα παρά να πάμε σ’ άλλα που δεν τα γνωρίζουμε ; Έτσι ή συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς κι έτσι το φυσικό το χρώμα της απόφασης απ’ την ωχρή μπογιά της σκέψης ξεθωριάζει κι είναι προσπάθειες πνοής μεγάλης κι ευκαιρίας που με την έγνοια αυτή ξεκόβεται η ορμή τους και χάνουν το όνομα της πράξης. Μα σιωπή ! Η όμορφη Οφίλια; — Νεράιδα μου, μνημόνεψε στις προσευκές σου κι όλα μου τα κρίματα.

Page 46: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

46

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑ ΜΜ ΛΛ ΕΕ ΤΤ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Μπαίνουν ο Άμλετ και οι τρεις θεατρίνοι. ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ Ν λέτε τα λόγια σας, παρακαλώ, καθώς σας τα πρόφερα εγώ, να γλιστράνε στη γλώσσα· μα αν τα παίζετε στο στόμα, καθώς κάνουν πολλοί από σας τους θεατρίνους, προτιμώ να ειπεί τους στίχους μου ο δημόσιος κήρυκας. Ούτε να πριονίζετε τον αέρα τόσο πολύ με το χέρι σας έτσι· παρ’ όλα σας να τα κάνετε με χάρη· γιατί ακόμα και στον χείμαρρο, στη θύελλα και, θα ’λεγα, στον ανεμοστρόβιλο του πάθους πρέπει να μάθετε να κρατάτε κάποια μετριοπάθεια, που να το μαλακώνει. Ω, με πειράζει κατάκαρδα ν’ ακούω έναν κρεμανταλά με την περούκα στην κόκα να ξεσκίζει ένα πάθος, να το κομματιάζει, να το ξεκουρελιάζει ολότελα, για να σπάζει τ’ αφτιά των θεατών τής πλατείας, που οι περισσότεροι το μόνο πού μπορούν να νιώσουν είναι τ’ ακατανόητα βουβά σκηνικά κι η φασαρία. Θα ’πρεπε έναν τέτοιον μάγκα να τον μαστιγώνουν πού παρακάνει την Τερμαγάντη και υπερηρωδίζει τον Ηρώδη· να τ’ αποφεύγετε, σας παρακαλώ. Ούτε πάλι να παραείσαστε κρύοι, παρ’ αφήστε να σας κυβερνάει ή κρίση σας ή ίδια· να συμφωνάει εκείνο που κάνετε μ’ εκείνο που λέτε, εκείνο που λέτε μ’ εκείνο πού κάνετε· με την ξέχωρη τούτη παρατήρηση να μην ξεπερνάτε το μέτρο της φύσεως· γιατί κάθε τι που γίνεται έτσι υπερβολικό, είν’ έξω απ’ τον σκοπό της δραματικής τέχνης, πού προορισμός της πάντοτε και πρώτα και τώρα, ήταν κι είναι, να κρατάει σαν να ειπούμε τον καθρέφτη μπροστά στη φύση· να δείχνει στην αγνότητα το δικό της το σκήμα, στη ντροπή τη δική της την εικόνα και να δίνει την αληθινή ηλικία και σωματική διάπλαση της εποχής, τη μορφή και το αποτύπωμά της. Τώρα αν αυτό γίνει υπερβολικό ή λειψό, μ’ όλον που κάνει τον ανήξερο να γελάει, τον έμπειρο δε μπορεί, θα τον δυσαρεστήσει· που αυτού του ενού ή κρίση στο τι σας επιτρέπεται ή όχι, πρέπει να βαραίνει περισσότερο απ’ ολόκληρο θέατρο απ’ τους άλλους. Ω, είναι κάτι θεατρίνοι, πού τούς είδα να παρασταίνουν κι άκουσα κι άλλους να τους θαυμάζουν, που, ο θεός να με συχωρέσει, δε μοιάζανε ούτε στη φωνή, ούτε στην περπατησιά ούτε με χριστιανό, ούτε με ειδωλολάτρη, ούτε καν με άνθρωπο· τόσο κορδωνόντουσαν και μούγκριζαν, που νόμισα πως θα τους είχε φτιάσει κανένας απ’ τους μεροδουλιάρηδες της φύσεως και δεν τους είχε φτιάσει καλά, τόσο φριχτά παράσταιναν την ανθρωπότητα. Ω, να διορθωθείτε στην εντέλεια ! Και μην επιτρέπετε σ’ αυτούς που κάνουν τούς κωμικούς να λένε περισσότερα απ’ όσα είναι γραμμένα στο μέρος τους· γιατί είναι πολλοί απ’ αυτούς που γελάνε οι ίδιοι για να κάμουν καμπόσους χαζούς θεατές να γελάσουν κι εκείνοι ενώ τη στιγμή αυτή κάποιο σπουδαίο μέρος του έργου θα ’πρεπε να τραβήξει την προσοχή τους· αυτό είναι κακοήθεια και δε1χνει την ελεεινότατη φιλοδοξία του κωμικού που το κάνει. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε.

(Βγαίνουν ώ Θεατρίνοι)

Page 47: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

47

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑ ΜΜ ΛΛ ΕΕ ΤΤ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Τέταρτη.

Ο Άμλετ στη μητέρα του που τον έχει καλέσει στην κρεβατοκάμαρά της. ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ Κοίταξε εδώ, δες την εικόνα αυτή κι αυτή κι αυτή, Που παρουσιάζουν δυο αδερφούς σ’ αντιπαράσταση. Δες πόση χάρη έχει απλωθεί σ’ αυτό το πρόσωπο, Σγουρά Υπερίωνα, του Δία του ίδιου μέτωπο, Ματιά σαν του Άρη φοβερίζει και προστάζει, Κορμοστασιά σαν του Ερμή του αγγέλου, μόλις ακροπατεί σε κορυφή ουρανοφιλούσα. Σύνθεση τόντι και μορφή που επάνω της ο κάθε Θεός λες κι έχει βάλει τη σφραγίδα του να εγγυηθούν στον κόσμο για έναν άντρα· αυτός ήταν ο άντρας σου. — Δες τώρα ή συνέχεια : τούτος είν’ ο άντρας σου· σαν ήρα καπνισμένη, που το γερό το αδέρφι της μολύνει. Έχεις μάτια ; Άφησες τη βοσκή στο ωραίο αυτό βουνό για να παχαίνεις μέσ’ σ’ αυτόν τον βούρκο ; Χα ! Έχεις μάτια ; Μη μου πεις Έρωτας, — στην ηλικία σου η θέρμη των αιμάτων ημερεύει, πέφτει κι ακολουθεί την κρίση· ποια όμως κρίση θα ’πεφτε σ’ αυτό απ’ αυτό ; Νουν έχεις σίγουρα, τι αλλιώς δε σάλευες — μα ’παθε ο νους σου αποπληξία· γιατί ούτε η τρέλα δε θα λάθευε· ούτε ο νους δεν εσκλαβώθη έτσι ποτέ στη λύσσα του έρωτα που να μην έχει λίγη δύναμη να ξεχωρίσει την τόση διαφορά. Ποιος διάολος σ’ έμπλεξε έτσι στην τυφλομύγα ; Μάτια δίχως την αφή, αφή αόμματη, αφτιά χωρίς χέρια και μάτια, όσφρηση δίχως τίποτ’ άλλο, ή κι ένα μέρος αρρωστημένο από μια γνήσια αίσθηση δε θα ’χε τόση στραβομάρα. — Ω ντροπή, πού ’ναι το χρώμα σου ; Άδη αντάρτη, αφού σηκώνεις τέτοια επανάσταση σε μιας κυράς τα κόκαλα, ας γίνει στη φωτιά της νιότης η αρετή κερί, στη φλόγα της να λιώνει· κι ας μη ντρέπεται σαν κάνει επίθεση το πάθος το ασυγκράτητο, αφού ως κι ο πάγος με άλλη τόση καίει ορμή, κι είναι μεσίτρα ο νους στον πόθο.

Page 48: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

48

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΑΑ ΜΜ ΛΛ ΕΕ ΤΤ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Τέταρτη.

Βγαίνουν όλοι, έξω απ’ τον Άμλετ. ΑΑΜΜΛΛΕΕΤΤ Πώς κάθε περιστατικό μιλάει ενάντιά μου Και τον νωθρό μου γδικιωμό κεντάει ! Τι ’ναι ο άνθρωπος Αν μόνη του ευτυχία κι απασχόληση έχει Φαί και ύπνο ; Είναι ένα χτήνος, τίποτ’ άλλο. Σίγουρα Αυτός που τέτοια διάνοια πλατειά μας έχει δώσει, που να βλέπει εμπρός και πίσω, αυτό το τάλαντο, τον λόγο αυτόν τον Θείο, δεν τα’ δωσε για να μουχλιάζουν έτσι μέσα μας. Όπως κι αν είναι, είτε σαν χτήνος λησμονάω, είτε σαν άναντρος διστάζω, επειδή σκέφτομαι πάρα πολύ, ψιλολογώντας τις συνέπειες, — σκέψη που το ένα τέταρτό της είναι σύνεση, και τ’ άλλα τρία δειλία, — δεν ξέρω για ποιον λόγο να ζω κι όλο να λέω «έχω να κάμω αυτό», ενώ ’χω αιτία και θέληση και δύναμη και μέσα για να το κάμω. Παραδείγματα όσο η γη τρανά με σπρώχνουν· να, ο στρατός αυτός, με τέτοιον όγκο κι αρματωσιά, με στρατηγόν αδρό κι αδύνατον πρίγκιπα, όλον ιερή φιλοδοξία, βγάζει τη γλώσσα στις αόρατες συνέπειες, και βάζει ό,τι θνητό κι αβέβαιο να παλέψει μ’ όλα όσα η τύχη, ο θάνατος κι ο κίνδυνος τολμούν μόνο και μόνο για ένα αβγότσουφλο. Μεγάλος τόντι δεν είναι όποιος ορμάει χωρίς μεγάλη αιτία, παρ ’όποιος στήνει μέγαν πόλεμο για ένα άχυρο, σαν παίζεται ή τιμή. Κι εγώ λοιπόν τί κάνω, που μου σκοτώσαν τον πατέρα, ατίμασαν τη μάνα, λόγοι πού μου ερεθίζουν αίμα και μυαλό κι όλα τ’ αφήνω να κοιμώνται, ενώ, με ντρόπιασμά μου, βλέπω είκοσι χιλιάδες άντρες να τραβούν στον θάνατο για μιαν ιδέα, για ένα ξεγέλασμα της δόξας, να παν στους τάφους τους σαν να ’ναι τα κρεβάτια τους, να σκοτωθούν για ένα αλωνάκι, όπου ούτε τόπο

Page 49: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

49

δεν έχει για όλους που θα κρίνουν τον αγώνα, που ούτε για τάφος δε χωράει να τους σκεπάσει τα κόκαλα ; Ω, στο εξής ό φόνος μόνη μου έννοια, φόνος ή σκέψη μου, ειδεμή είναι τιποτένια !

(Βγαίνει)

Page 50: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

50

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΜΜ ΑΑ ΚΚ ΒΒ ΕΕ ΘΘ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Έβδομη.

Οξυβόες και πυρσοί. Περνούν απ’ τη σκηνή ένας αρχιτρίκλινος και κάμποσοι υπηρέτες με πιατέλες και άλλα σκεύη. Ύστερα παρουσιάζεται ο Μάκβεθ. ΜΜΑΑΚΚΒΒΕΕΘΘ Αν ήτανε να γίνει και να τέλειωνε, Τότε θα ήταν καλό να γίνει αμέσως. Αν ό χρόνος μπορούσε ν’ άφηνε έξω από τα δίχτια του όλα τ’ ακολουθήματά του, και να σύρει μόνο το κέρδος· ώστε με το χτύπημα, που θα δώσω, να τέλειωναν όλα εδώ, μονάχα εδώ, σε τούτο το ακρογιάλι του καιρού, δε θα μ’ ένοιαζε καθόλου για την άλλη ζωή. Μα τέτοιες πράξες βρίσκουν πάντα εδώ κάτω την κρίση τους. Γιατί δεν κάνουμε άλλο παρά να δίνουμε μονάχα ματωμένα μαθήματα, που ευτύς ως διδαχτούνε γυρίζουν στου δασκάλου το κεφάλι. Αυτή η ισοζυγιασμένη Δικαιοσύνη μάς παίρνει από το χέρι το κύπελλο όπου ρίξαμε φαρμάκι και το προσφέρνει στο δικό μας στόμα. Αυτός βρίσκεται εδώ με διπλή προστασία : πρώτα-πρώτα γιατί είμαι ξάδερφός του κι’ υπήκοός του· και τα δυο κρατούνε τα χέρια μου απ’ την πράξη· και δεύτερο είναι ξένος μου, κι’ οφείλω στο φονιά του τις θύρες να σφαλήσω, κι’ όχι εγώ να σηκώσω το μαχαίρι απάνω του. Κι’ ακόμη ο Ντόνκαν πάντα με τόση έχει κρατήσει καλοσύνη το αξίωμά του· στα υψηλά καθήκοντά του τόσο άσπιλος εστάθη. που οι αρετές του σαν άγγελοι με σάλπιγγας φωνή θα κράξουν τη θεία δίκη γυρεύοντας για το χαμό του. Κι’ η Συμπόνια, ως γυμνό νεογέννητο παιδάκι, μες στον αχό πετώντας, ή σα Χερουβείμ, του αέρα καβαλλώντας τα αόρατα αλόγατα, θα φέρει τη φριχτή πράξη στο κάθε μάτι : έτσι που να πνιγεί ο αέρας μες στα δάκρια. — Δεν είναι τίποτ’ άλλο πού κεντρίζει

Page 51: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

51

Τη θέλησή μου, παρά μόνο μια άγρια Φιλοδοξία, που ορμώντας στο σκοπό της Τον ξεπερνάει και πέφτει.

(Παρουσιάζεται η Λαίδη Μάκβεθ)

Page 52: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

52

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΜΜ ΑΑ ΚΚ ΒΒ ΕΕ ΘΘ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Φεύγουν ο Μπάνκο κι ο Φληνς. Ο Μάκβεθ στον Υπηρέτη του. ΜΜΑΑΚΚΒΒΕΕΘΘ Άμε πες της κυρά σου, άμα ετοιμάσουν το πιοτό μου να κρούσει το κουδούνι. Και πήγαινε να πέσεις.

(Φεύγει ό υπηρέτης) Είναι μαχαίρι αυτό που βλέπω εμπρός μου, εκεί, με τη λαβή στραμμένη προς το χέρι μου ; Άφησε να σε πιάσω ! Δε σε βρίσκω· κι’ όμως σε βλέπω πάντα... Δεν μπορούν απαίσιον όραμα να σ’ αιστανθούν τα χέρια όπως τα μάτια : Ή μη της φαντασίας είσαι μαχαίρι, ψεύτικο πλάσμα που σε γεννάει ο ταραγμένος νους μου ;. Σε βλέπω τόσο αληθινό, πάντα μπροστά μου, σαν τούτο που τραβώ ! Με οδηγείς προς το δρόμο που είχα για να πάρω, και μοιάζεις σαν κι’ αυτό που θα χρειαζόμουν. Μη με γελούν τα μάτια, ή μήπως αυτά μόνο βλέπουνε την αλήθεια ; Σε βλέπω μπροστά μου και στη λεπίδα σου θωρώ και στη λαβή σου σταλαγματιές από αίμα, που δεν είταν πρώτα. Δεν είν’ αληθινό· η αιματερή είν’ ή πράξη που ζωντανεύει έτσι μπρος στα μάτια μου. — Στο μισό, τώρα, κόσμο απάνω, σα νεκρή φαίνεται η φύση, και μέσα στο ήσυχο κρεβάτι όνειρα αμαρτωλά πλανούν τόν ύπνο. Τώρα τα ξωτικά στοιχειά πανηγυρίζουν τις θυσίες της χλωμόθωρης Εκάτης. Κι’ ο φόνος ο άσαρκος πετιέται ξάφνου απάνω, από τάγρια τα ουρλιάσματα του φρουρού του, του λύκου, που φυλάει τα σκοτάδια, και με το μυστικό του βήμα δρασκελώντας το διάστημα, σα φάντασμα, με του Ταρκύνιου την άγρια απόφαση κινάει προς το σκοπό του. Ω συ αιώνια κι’ ασάλευτη γη, μην ακούσεις τα βήματά μου σε ποιο δρόμο θα βαδίσουν· μην τύχει και μιλήσουν κι’ οι πέτρες σου ακόμη και πουν για πού τραβώ, και πάρουν απ’ την ώρα

Page 53: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

53

τη βουβή φρίκη που της πρέπει τώρα. — Μα εγώ απειλώ, κι’ εκείνος ζει. Ψυχρό εδωπέρα φέρνουν στων έργων τη φωτιά τα λόγια αέρα.

(Ακούγεται να κουδούνι) Τέλειωσε πια· πηγαίνω. Το κουδούνι σημαίνει. Μην το ακούς, Ντόνκαν ! Τούτη ή καμπάνα ή νεκρική στον ουρανό ή στον Άδη σε καλεί.

(Φεύγει)

Page 54: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

54

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙΣΣΑΑΡΡΑΑΣΣ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Βρούτος μπροστά στον όχλο των Ρωμαίων κάνει την απολογία του για τον φόνο του Καίσαρα. ΒΒΡΡΟΟΥΥΤΤΟΟΣΣ Ρωμαίοι, συμπολίτες και φίλοι ! Ακούστε την απολογία μου, και σωπάτε για να ακούσετε καλύτερα. Πιστέψετέ με λογαριάζοντας το καλό μου το όνομα, και σεβαστείτε το όνομά μου, για να μπορείτε να δώσετε πίστη στα όσα θα σας πω. Κρίνετέ με τη σοφία σας, και ξυπνήστε όλο σας το πνεύμα για να βγάλετε σωστότερη κρίση. Αν είναι κανένας μέσα σε τούτη τη συνάθροιση — κανένας αφοσιωμένος φίλος του Καίσαρα : σ’ αυτόν εγώ θα πω πως η αγάπη του Βρούτου για τον Καίσαρα δεν είτανε λιγότερη από τη δική του. Αν λοιπόν αυτός ο φίλος ρωτάει γιατί ο Βρούτος σηκώθηκε εναντίον του Καίσαρα, τούτη είν’ η απάντησή μου: όχι γιατί αγαπούσα τον Καίσαρα λιγότερο, παρά γιατί αγαπούσα περισσότερο τη Ρώμη. Θα προτιμούσατε να ζούσε ο Καίσαρας, και να πεθαίνατε όλοι σας δούλοι ; ή να πεθάνει ο Καίσαρας, για να ζήσετε όλοι σαν άνθρωποι ελεύτεροι ;... Επειδή ο Καίσαρας μ’ αγαπούσε, θρηνώ το θάνατό του. Επειδή έζησε ευτυχισμένος, χαίρομαι. Επειδή είταν αντρείος, δοξάζω το όνομά του. Μα επειδή είταν φιλόδοξος, τον εσκότωσα. Έχω δάκρυα για την αγάπη του· χαρά για την ευτυχία του· τιμή για τη γενναία του την καρδιά· και το θάνατο για τη μεγαλομανία του. — Ποιος από σας είν’ έτσι τιποτένιος, ώστε να θέλει τη σκλαβιά ; Όποιος είναι ας το πει· γιατί αυτόν τον αδίκησα. Ποιος από σας είν’ έτσι βάρβαρος, ώστε να θέλει να μην είναι Ρωμαίος πολίτης ; Όποιος είναι ας το πει· γιατί αυτόν τον αδίκησα. Ποιος από σας είναι τόσο ελεεινός, ώστε να μην αγαπάει την πατρίδα του ; Όποιος είναι ας μιλήσει· γιατί αυτόν τον αδίκησα. Σταματώ για ν’ ακούσω την απάντηση. Τότε κανένα δεν αδίκησα. Δεν έκανα τίποτε περισσότερο στον Καίσαρα από κείνο που θα κάνετε εσείς στο Βρούτο. Η αιτιολογία του φόνου του είναι γραμμένη στο Καπιτώλιο, χωρίς καμιά προσπάθεια να ελαττωθεί η δόξα του εκεί που την αξίζει, και ούτε να εξογκωθούνε τα λάθη του που στάθηκαν η αιτία τού θανάτου του.

(Μπαίνουν ό Αντώνιος και άλλοι με το νεκρό του Καίσαρα) Και να το λείψανό του ! Το ακολουθεί πενθώντας. ο Μάρκος Αντώνιος, που, αν και δεν εργάστηκε. για τη θανάτωση του Καίσαρα, θα λάβει κι’ αυτός μέρος απ’ τ’ αγαθά που φέρνει ο θάνατός του, και θα πάρει τη θέση που του πρέπει μες στη δημοκρατία. Μα και ποιος από σας δε θα την έχει ; Και, κατεβαίνοντας από το βήμα, σας λέω ακόμη τούτο : ότι, όπως σκότωσα τον πιο καλό μου φίλο για το καλό της Ρώμης, έτσι έχω έτοιμο το ίδιο μαχαίρι και για μέναν τον ίδιο, άμα θελήσει η πατρίδα μου το θάνατό μου.

Page 55: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

55

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙΣΣΑΑΡΡΑΑΣΣ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Αντώνιος μπροστά στον όχλο των Ρωμαίων κάνει τον επικήδειο του Καίσαρα. ΑΑΝΝΤΤΩΩΝΝΙΙΟΟΣΣ Φίλοι, Ρωμαίοι, πατριώτες, δόστε ακρόαση ! Έρχομαι εδώ να κηδέψω τον Καίσαρα, και όχι. να τον υμνήσώ. Το κακό, πού θα πράξουν στη ζωή τους οι άνθρωποι, ζει και κατόπι απ’ αυτούς. Μα τ’ αγαθά τους τα έργα συχνά θάβονται μαζί με το κορμί τους. Έτσι ας γίνει και με τον Καίσαρα. — Ο γενναίος μας Βρούτος σας. είπε, για τον Καίσαρα, πως είτανε φιλόδοξος : αν είταν πράγματι έτσι, είταν το λάθος του βαρύ και βαριά πήρε γι’ αυτό την πληρωμή του. Έρχομαι τώρα με την. άδεια το Βρούτου και των άλλων — γιατί ο Βρούτος είναι έντιμος πολίτης, κι’ όλοι τους όλοι είναι έντιμοι πολίτες— έρχομαι ν μιλήσω στην κηδεία το Καίσαρα· Είταν φίλος μου, δίκαιος και πιστός σ’ εμένα.. Μα, ο Βρούτος λέει πως είτανε φιλόδοξος· και ο Βρούτος είναι, αξιότιμος πολίτης.— Είχε φέρει στη Ρώμη απ’ τους πολέμους ένα σωρό αιχμαλώτους, που τα λύτρα τους γεμίζαν τα ταμεία του κράτους. Είταν αυτό φιλοδοξία του Καίσαρα ; - Σαν άκουγε τους θρήνους των φτωχών, εκείνος έκλαιγε ; — η φιλοδοξία πρέπει να ’ναι, μου φαίνεται, φτιαγμένη από σληρότερη ύλη. Μα ο Βρούτος λέει πως είτανε φιλόδοξος, και ο Βρούτος είναι αξιότιμος πολίτης.— Τον είδατε όλοι, πως στα Λουπερκάλια έκανα τρεις φορές να του προσφέρω στέμμα βασιλικό, και τρεις φορές ο Καίσαρας το αρνήθη. Το λέτε εσείς αυτό φιλοδοξία ; - Μα ο Βρούτος λέει πως είτανε φιλόδοξος· και, δίχως άλλο, είναι έντιμος πολίτης.— Όλα αυτά, δεν τα λέω για να χτυπήσω εκείνα που είπε ο Βρούτος·

Page 56: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

56

μα εγώ εδωπέρα λέω αυτά που ξέρω : Εσείς τον αγαπούσατε όλοι μια φορά, κι όχι χωρίς αιτία. Ποια. αιτία λοιπόν σας εμοδίζει τώρα να τον κλάψετε; Ω λογική ! πώς έφυγες και πήγες στ’ άλογα. χτήνη, και οι άνθρωποι ‚έχουν χάσει τα φρενικά τους ! —Σας ζητώ συγνώμη· η καρδιά μου είν’ εκεί, μέσα στο φέρετρο, κλεισμένη με τον Καίσαρα και πρέπει να σταθώ για να ’ρθει πάλι σ’ εμένα.

Page 57: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

57

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΟΟ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΑΑΣΣ ΡΡΙΙΧΧΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΟΟ ΓΓ΄

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο ένας δρόμος στο Λονδίνο. Μπαίνει ο Γκλόστερ, μετέπειτα Ριχάρδος Γ΄.

ΓΓΚΚΛΛΟΟΣΣΤΤΕΕΡΡ Τώρα της στενοχώριας το χειμώνα τον έκανε λαμπρή καλοκαιριά του Γιορκ ο ήλιος. Κι όλα πια τα σύννεφα, που σα φοβέρα στέκονταν, βαριά, πάνω απ’ το σπίτι μας, θαφτήκανε στ’ άπατα βάθη του Ωκεανού. Τώρα στολίζουν τους κροτάφους μας δάφνες. Τ’ άρματά μας, φαγωμένα απ’ τη μάχη, κρέμονται σε τρόπαια. Οι άγριοι του πολέμου αλαλαγμοί γινήκαν χαρωπά πανηγύρια· οι τρομερές πορείες μας, εύθυμοι χοροί. Το μέτωπο το βλοσυρού πολέμου έχει μερώσει πια. Και τώρα αυτός — αντί να καβαλάει τα σιδερόφραχτα άτια, για να σπέρνει τόν τρόμο στις καρδιές των τρομερών εχτρών — χοροπηδάει μέσα στην κάμαρη μιας όμορφης κοκόνας κάτω από τους γλυκούς αχούς ενός λαγούτου.— Εγώ όμως που δεν πλάστηκα για τέτοια τρελά παιχνίδια, κι’ ούτε για να ναρκισσεύομαι μπροστά σ’ ένα ερωτιάρικο καθρέφτη· εγώ που είμαι έτσι δα κακοφτιαγμένος, και που μου λείπει του έρωτα η μεγάλη χάρη, για να μπορώ κι’ εγώ να παιχνιδίζω με καμιά λυγερή καμωματού νεράιδα· ’γώ που ’μαι στερημένος από κάθε ωραία συμμετρία, προδομένος απ’ τη φύση, που δολερά με παραμόρφωσε έτσι : άσκημος, άπλερος, βγαλμένος πριν της ώρας στον κόσμο που ανασαίνει : έτσι μισοφτιαγμένος, κι’ έτσι. σακάτης και λειψός, ώστε κι’ οι σκύλοι ακόμη ορμούν και με γαυγίζουν όταν περνώ κουτσαίνοντας κοντά τους — Ε, εγώ σ’ αυτή τη χαύνη και μαλθακή εποχή της ειρήνης, δε βρίσκω διασκέδαση άλλη, για να διώχνω τόν καιρό μου, παρεχτός να θωρώ τον ίσκιο μου στον ήλιο και να γελώ μονάχος για την ασκημιά μου. Γι’ αυτό λοιπόν — σα δεν μπορώ να γίνω κι’ εγώ εραστής, για να χαρώ τούτες τις όμορφες

Page 58: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

58

γλυκομίλητες μέρες — πήρα απόφαση να είμαι κακός και να μισώ τις άνεργες και μάταιες ηδονές της εποχής μας. Έχω στήσει παγίδες, έχω σπείρει γύρω διαβολικά ζιζάνια, γεμάτα κινδύνους, με λωλές ποφητείες, με λιβέλλους κι’ ονείρατα, για να βάλω θανάσιμο μίσος ανάμεσα στον αδερφό μου Κλάρενς και το Βασιλιά. Κι’ αν είναι ο Βασιλιάς Εδουάρδος τόσο δίκαιος κι’ ειλικρινής, όσο είμ’ εγώ πανούργος, ψεύτης και πίβουλος: απόψε ο Κλάρενς, δίχως άλλο, θα βρεθεί κλεισμένος στη στενή φυλακή· γιατί, καθώς ειπώθη από κάποιον Προφήτη, ο Γάμμα θα το κλείσει του Εδουάρδου το σπίτι.- Όμως κρυφτείτε, στοχασμοί, μες στην ψυχή μου, Γιατί βλέπω τον Κλάρενς.

Page 59: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

59

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΟΟ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΑΑΣΣ ΡΡΙΙΧΧΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ΟΟ ΓΓ΄

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Τρίτη.

Τα πνεύματα χάνονται. Ο Ριχάρδος ξεπετιέται απ’ τα’ όνειρό του.

ΡΡΙΙΧΧΑΑΡΡΔΔΟΟΣΣ ((ΓΓΚΚΛΛΟΟΣΣΤΤΕΕΡΡ)) Ένα, άλογο γερό ! Δέστε μου τις πληγές μου. Χριστέ, βοήθα !—Σώπα ! Ονειρευόμουνα. Ω, πώς με τυραννείς, δειλή συνείδηση Η φλόγα των κεριών είναι γαλάζια. Είναι νεκρά μεσάνυχτα. Του φόβου οι κρύες σταλαγματιές μου περιβρέχουν τις τρεμάμενες σάρκες. Ποιόν φοβούμαι ; τόν εαυτό μου ; άλλος κανείς δεν είναι εδώ. Κι’ αγαπάει ό Ριχάρδος το Ριχάρδο. Θέλω να πω, εγώ είμαι. Είναι κανείς φονιάς εδώ ; Δεν είναι. Ναι, είμαι εγώ. Τότε να φύγω. Πώς ; να φύγω απ’ τον εαυτό μου ; Πολύ σωστό : για να μην πάρω εκδίκηση. Να τιμωρήσω τον εαυτό μου ; Αλίμονο, αγαπώ τον εαυτό μου ! Για ποιο λόγο ; για τίποτα καλό που ’κανα εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου ; Ω όχι, αλίμονό μου, τόν μισώ τον εαυτό μου, για τα απαίσια τα εγκλήματα που έχω διαπράξει ο ίδιος ! Είμαι παλιάνθρωπος !—μα ψέματα, δεν είμαι. Λωλέ, μίλα καλά για τον εαυτό σου ! Λωλέ, μην κολακεύεσαι ! Ή συνείδησή μου έχει τις μύριες γλώσσες, κι’ η κάθε γλώσσα λέει τις μύριες ιστορίες, και καθεμιά ιστορία φωνάζει ότι είμαι ένας αχρείος κακούργος. Επιορκία, επιορκία στον ύψιστο βαθμό. Ο φόνος, ο άγριος φόνος στον τρομερότατο βαθμό· Τα εγκλήματα όλα, του κάθε είδους και σ’ όλους τους βαθμούς, ορμούν να μαρτυρήσουν εναντίο μου, κραυγάζοντας όλα μαζί Ένοχος ! ένοχος ! Δεν υπάρχει για μένα σωτηρία. Κανένα πλάσμα του θεού δε μ’ αγαπά· κι’ αν πεθάνω, καμιά ψυχή στον κόσμο δε θα με λυπηθεί. Και για ποιο λόγο να λυπηθούν εμένα, αφού ούτε ό ίδιος δεν έχω λύπη πια για τον εαυτό μου ;

Page 60: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

60

Μου φάνηκε πώς ήρθαν στη σκηνή μου όλων εκείνων οι ψυχές που σκότωσα, κι’ έσειναν όλες γι’ αύριο την εκδίκηση πάνω απ’ το κεφάλι του Ριχάρδου.

Page 61: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

61

ΜΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΒΒ ΟΟ ΛΛ ΠΠ ΟΟ ΝΝ ΕΕ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Βολπόνε στους διάφορους κληρονόμους, δικηγόρους κλπ. ΒΒΟΟΛΛΠΠΟΟΝΝΕΕ Σώνει ! Κύριοι, να ’χα μόνο καιρό να σας αραδιάσω τα θαύματα που κάνει το λάδι μου τούτο που το λένε oglio del Scoto ! Τον ατέλειωτο κατάλογο να σας διαβάσω εκείνων που τους έγιανα από τις αρρώστιες που είπα και πάμπολλες άλλες. Τα διπλώματα και τα προνόμια που μου ’δωσαν όλοι οι πρίγκιπες και τα κράτη της Χριστιανοσύνης. Ή τουλάχιστο τις μαρτυρίες εκείνων που κατέθεσαν με το μέρος μου μπροστά στη Signoria της Sanita και τη σοφώτατη ιατρική Σχολή. Αυτή μ’ εξουσιοδότησε, βασισμένη στη μελέτη που έγινε για τις αξιοθαύμαστες αρετές των φαρμάκων μου και στην προσωπική μου αυθεντία σε ζητήματα σπάνιων κι αγνώστων μυστικών, όχι μονάχα να τα μοιράζω δημόσια μέσα στη φημισμένη τούτη πολιτεία, παρά και σ’ όλες τις χώρες που έχουνε την ευτυχία και τη χαρά να βρίσκονται κάτω από τη διοίκηση των ευσεβεστάτων και αρχοντικών κρατών της Ιταλίας ! Όμως μπορεί κανένα αξιότιμο πρόσωπο να πει : Ω ! είναι πολλοί που το ’χουνε δουλειά τους να λένε πως έχουν συνταγές καλές και δοκιμασμένες όσο κι δικές σου. Τόντι, πολλοί δοκίμασαν να κάνουνε, σαν τις μαϊμούδες, απομιμήσεις αυτού εδώ του λαδιού, που είναι αληθινά και ουσιαστικά δική μου εφεύρεση. Ξοδεύανε μεγάλα ποσά για φούρνους, αποσταχτήρια, λαμπίκους, συνεχή καύση και κατεργασία των συστατικών. (Γιατί, αληθινά, χρειάζονται για τούτο εξακόσιες διάφορες μονάδες, εξόν από μια ποσότητα ανθρωπινό πάχος για το δέσιμο, που τ’ αγοράζουμε από τους ανατόμους.) Όμως, όταν οι φαμπρικαδόροι αυτοί φτάνουνε στον τελευταίο βρασμό, φύσα, φύσα, πουφ, πουφ, και να σου όλα γίνονται καπνός ! Χα, χα, χα ! τους φουκαράδες ! Λυπάμαι πιο πολύ για την τρέλα τους και την απερισκεψία παρά για τον καιρό και τα λεφτά που χάνουνε, γιατί αυτά εδώ μπορούνε να τα ξανακερδίσουνε με τη δουλειά, όμως το να ’σαι γεννημένος κουτός είναι αρρώστια αγιάτρευτη. Όσο για μένα, προσπάθησα πάντα, από τα νιάτα μου, να μαζεύω τα πιο σπάνια μυστικά, και τα σημειώνω είτε για να κάνω ανταλλαγή είτε για να τα πουλάω. Δε λυπήθηκα έξοδα και κόπο όταν έβρισκα κάτι που ν’ αξίζει να το μάθω. Κι έτσι τώρα, κύριοι, τιμημένοι μου κύριοι, θ’ αναλάβω με τη δύναμη της χημικής τέχνης να βγάλω από τα τιμημένα καπέλα που σκεπάζουν τα κεφάλια σας τα τέσσερα στοιχεία, δηλαδή τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και το χώμα, και να σας δώσω πίσω το καστόρι σας δίχως κάψιμο ή λεκέ. Γιατί, τον καιρό που άλλοι πηγαίνανε στον μπάλο, εγώ έσκυβα στο βιβλίο μου. Κι έχω τώρα περάσει τα τραχιά μονοπάτια της μελέτης και φτάνω στους ανθισμένους κάμπους της τιμής και της φήμης.

Page 62: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

62

ΜΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΒΒ ΟΟ ΛΛ ΠΠ ΟΟ ΝΝ ΕΕ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Μόσκας μονολογεί. ΜΜΟΟΣΣΚΚΑΑΣΣ Φοβάμαι πως θ’ αρχίσω να ερωτεύομαι τον ακριβό μου τον εαυτό κι εκείνες τις τρισευλογημένες μου ικανότητες που έτσι φουντώνουν κι έτσι μπουμπουκιάζουν. Κάτι σαν οίστρο νιώθω μέσα στο αίμα μου. Δεν ξέρω πως η επιτυχία μου μ’ έκανε ακράτητο. Έξω απ’ το κορμί μου τώρα μου ’ρχεται να πηδήξω, σαν το ευλύγιστο το φίδι, τόσο είμ’ ανάλαφρος. Ω ! είναι πράμα πολύτιμο ο παράσιτος. Από τον ουρανό έχει πέσει., αντί ανάμεσα σε βλάκες και βλακόμετρα εδώ στη γη να φυτρώσει. Απορώ πώς τέχνη τέτοια δεν αναγνωρίστηκε ακόμα για επιστήμη. Τόσο λεύτερα που καλλιεργείται ! Οι έξυπνοι άνθρωποι όλοι είναι από φυσικό τους ή παράσιτοι ή καν υποπαράσιτοι. Και βέβαια δε λογαριάζω αυτούς που την ασήμαντη εκείνην αστική κατέχουν τέχνη να βρίσκουν ποιος θα τους ταΐσει, δίχως σπίτι, οικογένεια κι έγνοιες, κι έτσι κάθονται και πλάθουν παραμύθια, να γλυκαίνουν την ακοή των ανθρώπων. Ή ευκαιρία βρίσκουνε της κουζίνας την εφεύρεση και κάποιες παλιοσυνταγές εκεί, για να χορτάσουν την κοιλιά τους, τα έντερα. Μήτε τους άλλους, που έχουν κάτι κόλπα καθώς τ’ αυλόσκυλα, κι έτσι μπορούν να γλείφουν και να χάσκουν, χαιρετούρες και μορφασμούς εξαργυρώνουν, γίνονται αντίλαλοι του αφέντη, χάφτουν μύγες. Τον άλλο λέω : τον τρισχαριτωμένο παλιάνθρωπο, που σύγκαιρα μπορεί και ν’ ανεβαίνει και μαζί να σκύβει, καθώς η σαΐτα. Ανάλαφρα να σκίζει αέρα σαν αστέρι. Ξαφνικά, να στρίβει σαν το χελιδόνι. Να ’ναι

Page 63: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

63

κι εδώ, κι εκεί, κι εδώ και πέρα, σύγκαιρα. Παρών στο κάθε κέφι κι ευκαιρία. Και ν’ αλλάζει τη μάσκα του γοργότερα παρ’ όσο αλλάζει η σκέψη ! Τέτοιο πλάσμα έχει την τέχνη του έμφυτη, δεν κάθεται να κουραστεί για να τη μάθει, μόνο την έξοχη τη φύση ακολουθώντας πορεύεται. Ναι, τέτοιες είναι σπίθες οι αληθινοί παράσιτοι. Κι οι άλλοι τίποτα, μόνο κάτι σαν παλιάτσοι τους.

Page 64: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

64

ΜΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΗΗ ΣΣΙΙΩΩΠΠΗΗΛΛΗΗ ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Ρουισμπέβεν στην Ιουλία μονολογεί. ΡΡΟΟΥΥΙΙΣΣΜΜΠΠΕΕΒΒΕΕΝΝ — Όχι, προ δέκα ετών ! Όταν ήμην εις την υπηρεσίαν του μιλόρδυ Ελμάγνου. Κατόπιν προήχθην με καταρρακτώδη ταχύτητα εις ιπποκόμον της μιλαίδης, κατόπιν, πριν η αλέκτωρ φωνήσει, εις τελετάρχην και τέλος εις αρχιθαλαμηπόλον της γαληνοτάτης μιλαίδης, ήτις έσχε την καλωσύνην να με ονομάση ιππότην της Ιρλανδίας. Τω καιρώ εκείνω ο μεγαλύτερός μου αδελφός εθεώρησε σκόπιμον να τινάξη τα κώλα. Και έκαμεν άριστα να αποθάνη επί της κυκνοπουπουλοπεπληρωμένης στρωμνής του, καθότι, ως γενναίος που ήτο, θα εφονεύετο ασφαλώς αργότερον κονδυλομαχαιροειδώς εις την πολιορκίαν της Λαροχέλης. Θα έπρεπε να με εγνωρίζατε την εποχήν εκείνην. Ήμην θυμοειδής ως πουλάριον και απήστραπτον ως λαυράκιον. Γνωρίζω ότι αι γυναίκες με προτιμούν εις την σημερινήν μου ανρδικήν άνθησιν αλλ’ εγώ ενθυμούμαι πάντοτε μετά κανουλοχόνδρων δακρύων την εποχήν εκείνην, οπότε εφόρουν τον χρυσοποκιλτον επενδυτήν μου. Δεν τον απεχωριζόμην ποτέ. Εταξείευον ανά τας επαρχίας, εισέπραττα τα εισοδήματά μου, ανενέωνα τα συμβόλαια μου, εκοιμώμην, εξύπνουν και επανερχόμην πάλιν εις το Λονδίνον περιβεβλημένος Πάντοτε τον χρυσοποίκιλον μανδύαν μου, να σκορπίσω τας γουινέας μου ανά τας ρύμας και τας αγυιάς εις πάσαν ωραίαν είτε κορακοφτερόχρωμους είχε τους βοστρύχους ή αχυροχρυσοστεφανώτους... Σήμερον όμως δυστυχώς έχω πολύ περισσοτέρας απ’ όσας μου χρειάζονται.

Page 65: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

65

ΜΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΗΗ ΣΣΙΙΩΩΠΠΗΗΛΛΗΗ ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Σπίριτ στον Ρουισμπέβεν. ΣΣΠΠΙΙΡΡΙΙΤΤ — Λυπάμαι άρχοντά μου, αλλά πρέπει να σου πω ό,τι μούπαν να σου πω και συ πάλι κάνε ό,τι σου λέει η κούτρα σου, Πρέπει λοιπόν ν’ ακούσης τους κινδύνους που διατρέχεις : Αν η γυναίκα σου είναι νέα κι όμορφη, γερή και δροσερή, τότε θα μαζέψη γύρω της όλους τους ερωτάκηδες του Λονδίνου, όπως το μέλι τις μύγες: Όλα τα στριμμένα μουστάκια κι όλα τα φιογκοδεμένα γοβάκια του Λονδίνου θα την τριγυρίζουν. Αν είναι άσχημη, τότε θα πηγαίνη αυτή γυρεύοντας τα καλοστριμμένα μουστακάκια και τα γοβάκια με τους φιόγκους. Αν είναι πλούσια θα διατάζη στο σπίτι σου σα νάταν χήρα και αν είναι από μεγάλο σόι, όλοι οι συγγενείς της θα σου ψήσουν Το ψάρι στα χείλη. Αν είναι εύφορη και καρποφόρα, Θάναι ψηλομύτα, θα χρειάζεται όλη την ώρα, αμάξια, μαμήδες, παραμάνες νταντάδες, θα της μυρίζουν τα πιο σπάνια φαγητά και θα σου κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής σου. Αν όμως είναι διαβασμένη δε θα προφθάνης τότε να δίνης γεύματα για νάρχωνται να τη θαυμάζουν που θα μιλάη λατινικά κι αρχαία ελληνικά κι αν θέλης να της αρέσης Πρέπει να φωνάζης λατινικά τις ηδονικότερες στιγμές, να μουρμουρίζης αρχαία ελληνικά καθώς θα χαϊδεύεστε... Βλέπω πως αρχίζει να σε κόβη κρύος ιδρώτας, άρχοντά μου, και γω δεν είμαι ακόμα ούτε στην αρχή. Ε συ δούλε αν κάνης ένα βήμα ακόμα σου πέρνω το κεφάλι.

Page 66: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

66

ΜΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΗΗ ΣΣΙΙΩΩΠΠΗΗΛΛΗΗ ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Τέταρτη, Σκηνή μοναδική.

Ο Μορόζος κρατώντας ένα μακρύ τηλεβόα περπατάει μαλακά, ενώ ο δούλος του ο Νταμπ τον ακολουθεί σε σεβαστή απόσταση περπατώντας τις μύτες. ΜΜΟΟΡΡΟΟΖΖΟΟΣΣ Για να δούμε! Δε Θα μπορούσα τάχα να βρω μια καλλίτερη μέθοδο για να καταλαβαίνω τους ανθρώπους μου, χωρίς να μου μιλάνε κ’ έτσι να γλυτώσω μια για πάντα από τις φάλτσες νότες της φωνής τους; Ας σκεφτώ. Κάθε ομιλία, εκτός από τη δική μου, μου είναι ανυπόφορη, μου ξεσκίζει τ’ αυτιά, μου τριβελίζει το μυαλό, μου δίνει μπαλταδιές στο κεφάλι. (Στον υπηρέτη) Πλησίασε χάνο ! Έλα πιο κοντά ζωντόβολο ! Δε Θα μπορούσες να μου απαντάς με νοήματα, έτσι που να καταλαβαίνω, χωρίς ν’ ακούω τα μπουμπουνητά σου ; Κύττα μην απαντήσης καθώς θα σ’ ερωτάω γιατί σε λιάνισα. Έβγαλες χαμένο κορμί το κουδούνι από την πόρτα, καθώς σε διάταξα ; Απάντησέ μου με το στόμα βουλωμένο. (ο Ντ. κάνει

ρεβερέντσα) Α, μπράβο ! Έβαλες από τη μέσα μεριά της πόρτας κανένα ρούχο παραγεμισμένο με κουρέλια για να μην ακούεται κανένα χρύπημα, ούτε χτύπημα μπαστουνιού, ούτε πετροβόλημα με τούβλα. Κλείστο το απύλωτο, Ρεβερέντσα. Καλά. Εξακολουθούμε. Πήγες στο μπαρμπέρη μου να του πης πως τον θέλω νάρθη ; Θάρθη αμέσως ; Χαιρέτα. Κούνα το κεφάλι σου, σήκωσε τους ώμους. Χαρά στους Ιταλούς και τους Ισπανούς που μπορούν και συνεννοούνται περίφημα με νοήματα. Μεγάλες ράτσες... Σε πόσην ώρα θάρθη ο μπαρμπέρης μου ; Σουτ. Πρόσεχε. Αν θάρθη σε μια ώρα σήκωσε το χέρι, αν σε μισή τα δυο δάχτυλα κι αν σ’ ένα τέταρτο τόνα δάχτυλο. (ο Ντ. σηκώνει τόνα δάχτυλο και το διπλώνει) Ωραία ! Σε μισό τέταρτο, λοιπόν. Τούδωσες μωρέ μπουμπουνοκέφαλε το κλειδί για να μπη χωρίς να χτυπήση ; Καλά που το θυμήθηκες. Έχει χάζι να μην έχης λαδώσει την κλειδαριά και τους αρμούς της πόρτας ; Πώς το έπαθες ! Μήπως είναι μουσκεμμένο πουθενά το χαλί της σκάλας. Όχι ; Καλά. Λίγη προσοχή και λίγα μαθήματα και θα σε βγάλω εγώ ξεφτέρι. Οι σουλτάνοι ξαίρουν να ζήσουν... Έχουν όλο μουγκούς στην υπηρεσία τους και οι διαταγές τους γίνονται άψε-σβύσε.

(Ακούγεται ήχος κέρατος. Φεύγει ο Νταμπ) Αχ Θεέ μου ! Τι τρέχει ; Τι είναι αυτό το φριχτό άκουσμα ; Ποιος άθλιος τόλμησε να... Να του πριονίσουν το λαρύγγι... Θάναι κανένας φονηάς που τον ξέρασε η κόλαση... μπορεί νάναι κι ο σατανάς ο ίδιος...

Page 67: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

67

ΜΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

ΗΗ ΣΣΙΙΩΩΠΠΗΗΛΛΗΗ ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Τέταρτη, Σκηνή μοναδική.

Ο Μορόζος στον Μπαρμπέρη. ΜΜΟΟΡΡΟΟΖΖΟΟΣΣ — Έλα πιο κοντά, μπαρμπέρη, φίλε μου. Παρακάλεσε την κυρία που συνοδεύεις νάρθη κι’ αυτή πιο κοντά. Είναι κλεισμένη η πόρτα ; (Ο Ντ. υποκλίνεται) Εν τάξει. Μπορώ να σας παρακαλέσω να πλησιάσετε, κυρία ; (Η Επισήνη πλησιάζει πολύ ελαφρά) Μπράβοο. Τώρα καταλαβαίνω κείνο που λένε : Όπως πατάει η γάτα. (Ο ενθουσιασμός του πέφτει) Βλέπω όμως πως τα μάτια σας είναι πολύ φλύαρα. Μπαρμπέρη μίλα της σιγά στ’ αυτί και πες της να βγάλη τη μάσκα. (Η Επισήνη βάζει τη μάσκα) Το πρόσωπο είναι αυγουλάτο. Προσυπογράφω. Εγκρίνεται. Τα φρύδια σαν τόξα. Ξανά προσυπογράφω. Ξανά εγκρίνεται. Το δέρμα ντροπαλόχρωμο. Ξανά - ματά-προσυπογράφω. Εγκρίνεται. Βγάλτε τη γλώσσα σας. (Η Επισήνη εκτελεί) Σαν πολύ μαλακή και πολύ ευκίνητη φαίνεται... θάναι παραδουλεμένη. (Στον Μπαρμπέρη) Ώστε αυτή είναι η κυρία που θέλει να κρατήση με τιμή και με υπόληψη τον τίτλο της συζύγου μου ; Απάντησε μόνο με ρεβερέντσα. Κι αν κάνω λάθος κλείσε μου το δεξί μάτι. (Η Επισήνη κάνει μια υπόκλιση) Η οικογένειά σας κι’ η ανατροφή σας θάναι πιστεύω τέτοιες, ώστε να μη μου κάνουν βαρύτερες τις αλυσσίδες του γάμου. (Η Επ. υποκλίνεται) Είσαστε πλούσια (Η Έπισ. κλείνει το δεξί μάτι) Τι μάτι, μάννα μου, τι μάτι ! (ξαναλέει) Είσαστε πλούσια ; (Η Επ. ξανακλείνει το μάτι) Δεν είναι πλούσια, αλλά τι μάτι ! (Στον Μπαρμπέρη) Άε παιδί μου, τραβήξου λίγο πιο πίσω Κι’ άσε με να εξετάσω το χαρακτήρα της, να δω αν μου κάνη. (Την κυττάζει) Όσο για το εξωτερικό ο κατεργάρης τα ξαίρει τα γούστα μου... Ας δούμε τώρα κι’ από μέσα. Ελάτε λίγο πιο κοντά, χαριτωμένη μου κυρία. (Η Επ. πλησιάζει) Τι ελαφράδα... Φτερό, πούπουλο... Οι αχτίδες του ήλιου κάνουν περισσότερο σούσουρο όταν έρπουνε στον τοίχο της κάμαράς μου. (Προσπαθεί να περπατήση όπως αυτή) Από τη στιγμή που περπάτησε μου φαίνεται ότι περπατάω σα να σκάω φουρνέλλα. (Η Επισήνη χαιρετάει) Πέστε τίποτα κυρία. Σας το επιτρέπω. Λένε πως ο έρωτας γεννιέται με την πρώτη ματιά. Μήπως αισθανθήκατε κανένα κλώτσημα στην καρδιά σας από την ώρα που με είδατε. (Η Επισήνη χαιρετάει) Μπραβίσιμο. Έχετε χαριτωμένους τρόπους, αλλά οι ρεβερέντσες σας και τα κουνήματα του κεφαλιού σας δε μου φτάνουν πια... Μπορείτε να μιλήσετε κυρία... Μιλήστε ελεύθερα... Πέστε κάτι να χαρήτε... Μήπως παράκουσα ; Αυτό το σσσουτ ! Τόπε του λόγου της αυτό το σσσουτ ; Πρόσφερε μια λέξη σ’ ένα τέταρτο της ώρας κι αυτή η λέξη ήτανε σσσουτ ; (επαναλαμάνει γλυκά) σσσουτ (με έκσταση) σσσσσσουτ ! σσσουτ ! Είπε σσσουτ ! Μπορούσα να ονειρευτώ γυναίκα, που να μου ταίριαζε καλλίτερα ; Της επιτρέπω να μιλήση της κάνω την υπέρτατη την αφάνταστη θυσία να της επιτρέψω ν’ ανοίξη το στοματάκι της και λέει σουτ (στέκεται απότομα και αυστηρά) Θαρρώ πως μούστριψε κι εμένα. Άφησα να παρασυρθώ από το χείμαρρο της χαράς μου και χαλάω τον κόσμο τόσην ώρα. (Κυττάζει αρκετή ώρα την Επισήνη) Καλά μου λέγουν πως είναι το όγδοο θαύμα : Έξη λέξεις το ημερόνυχτο Κι’ απ’ αυτές οι δυο μονοσύλλαβα

Page 68: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

68

επιφωνήματα. θα την κάνω να παραλείψη τα επιφωνήματα γιατί μπορούν ν’ αντικατασταθούν μια χαρά με χειρονομίες και με πόζες. Το «Α!» έτσι το «Ω» έτσι. Και το «σουτ» θα μπορούσε κι αυτό να αντικατασταθή με το έτσι, αλλά θα της επιτρέπω να το λέη για να θυμάμαι τη σημερινή μου μέρα... Ε ! και να μπορούσε νάμενε πάντα έτσι. Το «Ε» είναι περιττό. Να μπορούσε νάμενε πάντα έτσι... Μπαρμπέρη, μπαρμπεράκο μου, έκανες την τύχη σου μαζί με τη δική μου, αν η ευτυχία αυτή βαστήξη (σιγά στον εαυτό του) Μπρε δεν την δοκιμάζω άλλη μια φορά στα σίγουρα; (Στην Επ.) Δεν έχετε να μου πήτε τίποτα για την ψυχή σας ; (Επ. κλείνει το μάτι γρήγορα) Τι μάτι, μάννα μου, τι μάτι ! Δεν είσαστε δυστυχισμένη στα παιδικά σας χρόνια ; Δεν σας κακομεταχειρίζονταν οι γονείς σας ; Οι φίλες σας δεν ήταν μέγαιρες, κακίστρες, παληοβρώμες, ζηλιάρες, σουσουράδες, κουσκουσούρες, ανακατώστρες, φαρμακομύτες, γλωσσοκοπάνες, γυναικάρια, αντρομαζώχτρες, ψευτοκακανίκες ; Δεν έχετε καμμιά κουτσομπολίτσα, καμμιά τόση-δα κουτσομπολίτσα να μου πήτε ; Ω χαρά ω πιπίλημα ζαχαροκάλαμου... Θα μπορώ να μιλάω για έρωτα μαζί σας, χωρίς να πέρνετε μέρος στη συζήτηση; Ω - Το «ω» είναι παραπανίσιο — θαύμα. Ω σορόπι από μολοχάνθια για το βήχα ! Μήπως σας φτάνει μόνο ο καθρέφτης σας να σας μιλάη για τα κάλλη σας κι’ έτσι δεν έχετε ανάγκη από τον κόσμο να σας στουμπώνη τ’ αυτιά με κοπλιμέντα ; (Η Επ. χαιρετάει και κουνάει τα χείλη της σα να λέη κάτι) Δεν την ακούω ! Τι είπατε, Κυρία ; (Η Επ. ξανακουνάει τα χείλη της) Μορόζε είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Βάστα τα μυαλά σου, Μορόζε, μην αναλύσουνε σα γιαούρτι... Σου μιλάει και δεν την ακούς ! Και γιατί να την ακούς, όρνιο. Δεν είναι καλλίτερα μπρε κόγκο που δεν την ακούς ; (Σταματάει, πέρνει ανάσσα τσιμπιέται για να ξυπνήση και λέει στον εαυτό του) Μπρε για να ξαναδοκιμάσουμε. Ασφαλώς θα θέλατε να είσαστε ωραία. Η γυναίκα του άρχοντα Μορόζου, δεν πρέπει να ντρέπεται ούτε μπροστά σε μια Κυρία της τιμής της Βασίλισσας. Θα σας χρειαστή μ’ άλλα λόγια ένα ολόκληρο συμβούλιο από ράφτρες, ασπρορρουχούδες, νταντελούδες, κορσεδούδες, καπελούδες κι όλα τα εις —ούδες για να κανονίζετε το κόψιμο ενός κορσέ, την τάγια ενός πανωφοριού, το χρώμα, μιας εσάρπας, Το σχήμα μιας βεντάλλιας, το τακούνι ενός σκαρπινιού...

Page 69: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

69

ΤΖΩΝ ΟΥΕΜΠΣΤΕΡ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

ΗΗ ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΑΑΛΛΦΦΙΙ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Φερδινάνδος λυσασμένα. ΜΜΠΠΟΟΖΖΟΟΛΛΑΑ Το ούρλιασμα του λύκου θα ’ναι για σένα, κλαψοπούλι, μουσική· ικέτεψε για ειρήνη. Όποιος και να ‘σαι συ που γλέντησες την αδερφή μου, — γιατί ’μαι σίγουρος πως με ακούς — για το δικό σου το καλό να μη μ’ αφήσεις να σε γνωρίσω. Προετοιμασμένος ήρθα για να σε ρω. Και τώρα ακόμη ξέρω καλά πως αν σε ανακαλύψω, τέτοιες φριχτές θα γίνουν άγριες πράξεις, που θα καταδικάσουν και τους δυο μας. Κάλλιο να μη σ’ αντίκριζα ούτε μέσα σε δέκα εκατομμύρια. Γι’ αυτό το λόγο μεταχειρίσου όλους τους τρόπους να μη μάθω τ’ όνομά σου ποτέ. Απόλαυσέ την ακόμη τη λαγνεία και μιαν άθλια ζωή σ’ αυτήν την άθλια πια κατάσταση. Κι όσο για σένα, ακόλαστη γυναίκα, αν θες οι ακολασίες σου για χρόνια να συνεχίσουν μες στην αγκαλιά σου, θα ’θελα ένα δωμάτιο να του χτίσεις όπως αυτά που σκάβουν οι ερημίτες μας για να ’χουνε μιαν άγρια κατοικία. Μακάρι ο ήλιος να μην τον φωτίσει. ποτέ ώσπου να πεθάνει, μόνο σκύλους αφήστε και μαϊμούδες να συζητούν μαζί του κι άλλα τέτοια ανόητα όντα που η Φύση αρνιέται να πλάσει τ’ όνομά τους. Παπαγάλο μην ανατρέφεις, ξον κι αν τον διδάξει ετούτη να σωπαίνει. Κι αν τον αγαπάς, κοψ’ του τη γλώσσα, μήπως τον προδώσει.

Page 70: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

70

ΤΖΩΝ ΟΥΕΜΠΣΤΕΡ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

ΗΗ ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΑΑΛΛΦΦΙΙ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Μποζόλα πάνω απ’ το πτώμα της Δούκισσας.

ΜΜΠΠΟΟΖΖΟΟΛΛΑΑ Είναι πολύ αναστατωμένος. Μακριά μου, απατηλή τιμή ! Ενώ με κούφιες ελπίδες εξαντλούμε τον εαυτό μας, φαινόμαστε να ιδρώνουμε στον πάγο και να παγώνουμε μες στη φωτιά. Τι θα μπορούσα να κάνω, αν ήταν να ξανακάνω αυτήν την πράξη ;

(Κοιτάζοντας πένθιμα το πτώμα της Δούκισσας, γονατίζει δίπλα της και ξεσκεπάζει το πρόσωπό της)

Γύρισε πίσω απ’ τα σκοτάδια, αγνή ψυχή, κι οδήγα τη δική μου πέρα απ’ τη χειροπιαστήν ετούτη κόλαση ! Είναι ζεστή, αναπνέει. Στα χλομά της τα χείλη θ’ αναλιώσω την καρδιά μου, για να τους δώσω φρέσκο χρώμα.

(Φωνάζοντας προς τ’ αριστερά) Ποιος είναι εκεί ; Κάποιο τονωτικό πιοτό !

(Ξαφνικά συγκρατείται) Αλίμονο ! Δεν έχω θάρρος να φωνάξω. Μια τόση θλίψη θα κατέστρεφε τη θλίψη. Τα μάτια της ανοίγει και νομίζω πως μέσα τους ανοίγουν οι ουρανοί, που ως τώρα ήταν κλειστοί, για να μου δώσουν συγχώρεση...

(Σκύβοντας πάνω της κι ανακαλύπτοντας πως ξεψύχησε) Ω! έσβησε πάλι ! Σπάσαν τα σκοινιά της ζωής. Ω ! άγια αθωότητα, που έτσι γλυκά κοιμάσαι σ’ απαλές φτερούγες, όταν η ένοχη συνείδηση είναι ένα μαύρο κατάστιχο, όπου όλες οι καλές και κακές μας πράξεις έχουν

Page 71: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

71

γραφτεί, ένα θέαμα που μας δείχνει την κόλαση ! Κάτι που δεν μπορούμε υπομείνουμε, να κάνουμε ένα έργο καλό, όταν σ’ αυτό μας σπρώχνει ο νους.

(Με βαθύτατη πίκρα, καθώς νιώθει τα δάκρυα στα μάγουλά του) Αυτή ‘ναι η πιο μεγάλη θλίψη. Ετούτα τα δάκρυα, είμαι σίγουρος, δεν τα ’θρεψε ποτέ της μάνας μου το γάλα. Μέσα σε φόβο ακαταμέτρητο βουλιάζω. Πού να βρίσκονται τάχα όταν εζούσες πηγές τούτες της μετάνοιας ; Ω ! παγώσαν ! Να η όψη αυτή μια φρίκη στην ψυχή μου, σαν ένα ξίφος που ’χει θανατώσει το δύστυχο πατέρα του.

(Σηκώνοντας απαλά το πτώμα στα μπράτσα του) Έλα, τώρα θα σε σηκώσω και θα ξεπληρώσω την τελευταία σου θέληση· θα δώκω το σώμα σου με σέβας να φροντίσουν κάποιες καλές γυναίκες. Είναι κάτι που δε θα μου αρνηθεί ο άγριος τύραννος. Μετά θα πάω στο Μιλάνο· εκεί με κάποιο τρόπο γοργά το ρόλο μου θα παίξω όπως αξίζει στη μελαγχολία μου.

Page 72: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

72

ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΚΚΡΡΙΙΜΜΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΠΠΟΟΡΡΝΝΗΗ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Τζοβάνι βγαίνει με τη Χιτάνα. ΤΤΖΖΟΟΒΒΑΑΝΝΙΙ Είμαι χαμένος πια, χαμένος ! Είναι γραφτό μου να πεθάνω : Όσο παλεύω, τόσο αγαπώ· κι όσο αγαπώ, απελπίζομαι : Ο αφανισμός είναι αναπόφευκτος, βλέπω. Μελέτησα προσεχτικά, όμως του κάκου, Κάθε ενέργεια ή συμβουλή που θα ’κανε καλό Στις αθεράπευτες και αγαλήνευτες πληγές μου. Ας μην ήταν αμαρτία, Θα κάναμε Θεό Τον έρωτά μας, και θα τον προσκυνούσαμε. Ως και τον Ύψιστο απηύδησα με παρακάλια, Στέρεψα τη βρυσομάνα των δακρύων μου, και νέκρωσα Ακόμα και τις φλέβες μου μ’ ατέλειωτες νηστείες : Δοκίμασα όσα η τέχνη ή το μυαλό με συμουλέψαν· Μα βλέπω ότι όλα είναι όνειρα, παραμύθια που λεν Οι γέροι για να τρομάζουν την άστατη τη νιότη· Είμαι ακόμα ο ίδιος : ή να μιλήσω πρέπει, ή να εκραγώ Δεν είναι η λαγνεία μου, αλλά η μοίρα που με οδηγεί. Ο φόβος και η ταπεινή λιγόψυχη ντροπή ας είναι για τους σκλάβους ! Θα της πω ότι την αγαπώ, κι ας πληρώσει η καρδιά μου Το τίμημα της τόλμης μου. Αχ, Θε μου ! Έρχεται.

Page 73: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

73

ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΚΚΡΡΙΙΜΜΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΠΠΟΟΡΡΝΝΗΗ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Τζοβάνι στην Ανναμπέλα. ΤΤΖΖΟΟΒΒΑΑΝΝΙΙ Στ’ αλήθεια, κλαίω· είναι τα πένθιμα τα δάκρυα Στον τάφο σου που χύνω· τα ίδια που αυλάκωναν Τα μάγουλά μου όταν αγάπησα πρώτη φορά Κι ούτε καν ήξερα τον έρωτα να φανερώσω. Όμορφη Ανναμπέλα, αν τώρα θα επαναλάμανα Την ιστορία της ζωής μου, Θα χάναμε καιρό. Εσείς, όλα τα πνεύματα του αέρα, κι όλα τ’ άλλα πλάσματα, Είστε μάρτυρες πως μέρα και νύχτα, νωρίς και αργά, Το τίμημα που πλήρωνε η καρδιά μου Στον έρωτα τον ιερό της Ανναμπέλας Ήταν αυτά τα δάκρυα που τώρα τη μοιρολογούν ! Ποτέ ως τα τώρα η Φύση δεν έ€αλε τα δυνατά της Μια ασύγκριτη να φανερώσει στον κόσμο ομορφιά, Που πριν καλά-καλά φανεί, μέσα σε μια στιγμή, Οι φθονερές οι Μοίρες την κάλεσαν ξανά. Κάνε την προσευχή σου, Ανναμπέλα, προσευχήσου ! Αφού πρέπει να χωριστούμε, φύγε, άσπιλη μες στην ψυχή σου, Να κάτσεις σ’ ένα θρόνο πάνω στον ουρανό ΙΙου είναι για τους αθώους και τους άγιους. Προσευχήσου, Αδελφή μου, προσευχήσου !... Φίλα με. Αν ποτέ μάθουν οι κατοπινές εποχές Το στενό δεσμό του έρωτά μας, μόλο που οι νόμοι Της συνείδησης και τα κοινωνικά τα ήθη Δίκαια μπορούν να μας κατηγορήσουν, όμως Αν μάθουν μόνο την αγάπη μας, τότε η αγάπη αυτή Κείνη την αυστηρότητα θα σβήσει, που αποστροφή Θα προκαλούσε σε άλλες αιμομιξίες. Δώσε μου το χέρι σου· πόσο γλυκά κυλά η ζωή Μέσα σ’ αυτές τις φλέβες με τα ωραία χρώματα ! Πόσο αδιάκοπα υπόσχονται υγεία ετούτες οι παλάμες ! Όμως τη Φύση θα μπορούσα να την αποπάρω Γι’ αυτήν την πονηρή την κολακεία. Φίλα με πάλι — συχώρα με... … Έχε γεια !... … Την τιμή σου σώζω, και σε σκοτώνω πάνω στο φιλί

(Τη μαχαιρώνει)

Page 74: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

74

Έτσι να πεθάνεις, από μένα, κι απ’ το χέρι μου ! Η εκδίκηση δική μου· η αγάπη προστάζει τιμή... Πέθανε η ψυχούλα μου, αλίμονο ! Ο άτυχος καρπός Που του έδωσα ζωή μέσα στη μήτρα της, Κούνια και τάφο έλαβε από μένα. Δεν πρέπει να χασομερώ. Σ’ αυτό το θλιβερό, νυφιάτικο Κρεβάτι, και ζωντανή και πεθαμένη πλάγιασε, Σε όλη της τη δόξα. Σοράντσο, εδώ δεν τα κατάφερες. Πρόλαβα τώρα τις μηχανοραφίες σου και σκότωσα Μια αγάπη που για κάθε της ρανίδα αίμα Θα διακινδύνευα και την καρδιά μου. — Ωραία Αναμπέλα, πόσο υπέρλαμπρη φαντάζεις στις πληγές σου, Θριαμβεύοντας στη μάχη με το μίσος και την καταισχύνη. Χέρι μου τολμηρό, μην τρέμεις· καρδιά μου, κάνε κουράγιο, Και παίξτε θαρρετά το ρόλο μου, τον πιο μεγάλο και στερνό.

Page 75: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

75

ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΒΕΓΚΑ Μετ: ΚΑΙΤΗ ΚΑΣΤΡΟ

ΦΦΟΟΥΥΕΕΝΝΤΤΕΕΟΟΒΒΕΕΧΧΟΟΥΥΝΝΑΑ (Προβατοπηγή)

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Όγδοη.

Ο Φλόρες μονολογεί. ΦΦΛΛΟΟΡΡΕΕΣΣ Από τη Φουεντεοβεχούνα έρχομαι, όπου οι κάτοικοί της τον κύρη τους. άσπλαχνα τον θανατώσανε ! Και τώρα, ο Φερνάν Γκομέθ νεκρός κείτεται, σκοτωμένος απ’ τους ανάξιους υπηκόους του. Ο λαός, τον τίτλο του τυράννου τούχει δώσει και με τη δύναμη που τούτη η φωνή τους δίνει, το αποτρόπαιο κάνουν έγκλημα. Μπήκαν με τη βία στο σπίτι του. Εκείνος, στο λόγο του ιππότη υπόσχεται ικανοποίηση να δώσει σ’ όποιον οφείλει· κείνοι όμως, όχι μονάχα δεν τον άκουσαν, αλλά μ’ ακράτητη μανία τρύπησαν το στήθος που τον σταυρό φορούσε, με χίλιες φοβερές, μα την αλήθεια, πληγές ! Κι απ’ τα ψηλά τα παραθύρια κάτω, στη γη τον πέταξαν· και οι γυναίκες, τον ξαναπήραν με τα κοντάρια τους και τα σπαθιά τους. Τελικά, μεταφέρανε το κορμί του σε κάποιο σπίτι γειτονικό· και μάλλωναν ποιος θα του ξερριζώσει γρηγορώτερα τις τρίχες απ’ το κεφάλι κι απ’ τα γένια. Κι η μανία τους ολοένα και μεγάλωνε, ώσπου του κόψανε και τα δυο τ’ αυτιά. Με τα κοντάρια τους, τους θυρεούς του ξήλωσαν, ζητώντας τους δικούς σας τους βασιλικούς να κρεμάσουν, γιατί αυτοί βαθιά τους έχουνε πληγώσει. Το σπίτι του, σα νάταν σπίτι εχθρικό λεηλατήσανε και τρελοί από χαρά τα υπάρχοντά του μεταξύ τους μοιραστήκανε. Τάδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια, κρυμένος καθώς ήμουνα σε μια γωνιά, γιατί η κακιά μου η τύχη δε θέλησε, αλλίμονο, να χαθώ κι εγώ αμέσως ! Κι έτσι κρυμμένος όλη μέρα έμεινα, ώσπου νύχτωσε και βγήκα στα κρυφά, όλ’ ετούτα σας διηγηθώ. Κύριε, συ που τόσο δίκαιος είσαι, τιμώρησε τούτους τους βανδάλους· το ευγενικό αίμα του Διοικητή, που τόσο άδικα χάθηκε από τους αιμοβόρους υπηκόους του εκδίκηση ‚ζητά.

Page 76: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

76

ΚΑΛΔΕΡΟΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΑΡΚΑ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΖΖΩΩΗΗ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ

Ημέρα Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Σιγισμούντος μονολογεί. ΣΣΙΙΓΓΙΙΣΣΜΜΟΟΥΥΝΝΤΤΟΟΣΣ Αχ, ο άμοιρος εγώ, ο τυραννισμένος ! Στέρξε, ουρανέ αψηλέ, φανέρωσέ μου γιατί σε μένα ξέσπασε ο θυμός σου, και ποιο το κρίμα που ’χω καμωμένο σε σένα που γεννήθηκα στον κόσμο ; Που ήρθα στον κόσμο, σ’ έχω αδικημένο· ναι, σου ’δωκα αφορμή να με παιδεύεις ! Μ’ ας είχα μιαν απόκριση από σένα, το σκοτάδι μου μήπως το φωτίσει, πως η δική μου η γέννηση, ουρανέ μου, στην κρίση σου αδικότερη σου εφάνη ; Δεν έχει γεννηθεί το κάθε πλάσμα ; Κι αν έχει γεννηθεί, γιατί τη χάρη τη δική του δε χάρηκα ποτέ μου ; Γεννιέται το πουλί, γιορτοφοράει, και πουπουλένιο λούλουδο φαντάζει ή σαν κλωνί ανθισμένο με φτερούγες, κ’ ευθύς στα πέρατα χιμά του αιθέρα γοργόφτερο κι αρνιέται τη φωλιά του· κ εγώ, που πιότερη ψυχή ’χω εντός μου, πιο λίγη λευτεριά, ουρανέ, λαβαίνω ! Γεννιέται και το αγρίμι, με δερμάτι παρδαλό, πλουμισμένο από τις βούλες που το Θείο του χάρισε κοντύλι, και να ! σκληρό κι αγριεμένο χιμίζει, κι απ’ την ανάγκη σοφά οδηγημένο, την πείνα του να βρει πώς να μερώσει· κ’ εγώ, που ’ναι γλυκό το φυσικό μου, πιο λίγη λευτεριά, ουρανέ, λαβαίνω ! Γεννιέται και το ψάρι από τ’ αυγό του στη λάσπη του γιαλού και στη φυκιάδα, και σα λεπιδωτή βαρκούλα μέσα στο κύμα καθρεφτίζει τη θωριά του· κ’ εγώ, που λεύτερη βουλή με ορίζει, πιο λίγη λευτεριά, ουρανέ, λαβαίνω ! Γεννιέται και το ρυάκι το ασημένιο, κι ασπέδιστο φιδοκυλάει στον κάμπο, την ομορφιά του κόσμου τραγουδώντας·

Page 77: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

77

κ’ εγώ, που πιο ζωή στο στήθος κλείνω, πιο λίγη λευτεριά, ουρανέ, λαβαίνω ! Αχ, τέτοιο πάθος, με ανάβει σαν καμίνι και με κάνει να θέλω ν’ ανασπάσω και να κάμω λουρίδια την καρδιά μου. Θε μου ! Ποιος νόμος, ποιο δίκιο τ’ ορίζει του ανθρώπου να στερούν το χάρισμά σου που χαίρουνται τα πλάσματά σου τ’ άλλα, πουλιά κι αγρίμια, ψάρια και ποτάμια ;

Page 78: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

78

ΚΑΛΔΕΡΟΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΑΡΚΑ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΖΖΩΩΗΗ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ

Ημέρα Δεύτερη, Σκηνή Δέκατη Όγδοη.

Ο Σιγισμούντος μονολογεί. ΣΣΙΙΓΓΙΙΣΣΜΜΟΟΥΥΝΝΤΤΟΟΣΣ Αλήθεια πρέπει αυτή να συμμαζέψω την αγριάδα, τη λύσσα, τη μανία της δόξας, τι να ονειρευτώ θα μπόρειε και πάλι, αφού σε κόσμο ζούμε τόσο παράξενο, που η ζήση ονείρου μοιάζει. Κάθε άνθρωπος που ζει — μου ’χει διδάξει η πείρα μου — νειρεύεται αυτό που ’ναι, ωσότου να ξυπνήσει. Ο βασιλιάς νειρεύεται πως είναι βασιλιάς και ζει μέσα στην πλάνη του, διοικώντας, ορίζοντας, προστάζοντας, κ’ η δόξα του απομένει στον άνεμο γραμμένη, ωσότου ο θάνατος την κάμει στάχτη. Ποιος θα ’θελε κορόνα στο κεφάλι, αν ήξερε πως μέλλει να ξυπνήσει την ώρα του θανάτου ; Ο πλούσιος, όμοια κι αυτός, νειρεύεται τα πλούτη που ’χει και σωριάζει φροντίδες. Τα δεινά του, τη φτώχεια του νειρεύεται ο ζητιάνος· άλλος νειρεύεται την προκοπή του, άλλος την κούραση νειρεύεται, άλλος τη ντροπή του. Καθώς φαίνεται, σ’ όλο τον κόσμο, όλοι νειρεύονται αυτό που ’ναι, και κανείς δεν το ξέρει. ‘Ονειρο βλέπω κ’ εγώ πως βρίσκουμαι δω φορτωμένος με τις άλυσες τούτες, και πριν ώρας καλοτυχιά και δόξα ονειρευόμουν. Τι ’ναι η ζωή; Μια φρεναπάτη. Τι ’ναι η ζωή ; Μια παραίστηση, ένας ίσκιος, ένας μύθος ! Του κόσμου το τρανότερο απ’ τ’ αγαθά, κι αυτό ’ναι τιποτένιο, αφού η ζωή είν’ ένα όνειρο μονάχα κ’ είν’ όνειρο και τα όνειρα τα ίδια.

Page 79: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

79

ΚΑΛΔΕΡΟΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΑΡΚΑ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΖΖΩΩΗΗ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ

Ημέρα Τρίτη, Σκηνή Δέκατη.

Ο Σιγισμούντος μονολογεί. ΣΣΙΙΓΓΙΙΣΣΜΜΟΟΥΥΝΝΤΤΟΟΣΣ Αν είναι αλήθεια, Θε μου, πως ονειρεύουμαι, κάμε τουλάχιστο να μη θυμούμαι· δεν μπορεί τόσα να γίνουνται στ’ όνειρο ! Φώτιση δώσ’ μου, θε μου, να μπορέσω, για να γλιτώσω απ’ όλα, για κανένα να μη βάνω στο νου μου ! Τάχα κι άλλος τέτοιον καημό αναγελαστή να ξέρει ; Αν τη νειρεύτηκα κιόλας τη δόξα μου, πως τώρα γίνεται τούτη η γυναίκα τόσο τρανά σημάδια να μου φέρνει ; Δεν ήταν λοιπόν όνειρο, μα αλήθεια ! Μα κι αν ήταν αλήθεια, η παραζάλη δε θα ’τανε μικρότερη, τι ψέμα κι αλήθεια, δόξα κι όνειρο, θα μοιάζαν τόσο, που θα ’παιρνες το να για τα’ άλλο. Μα ξεχωρίζουν κιόλας τόσο λίγο, που δεν μπορείς να ξέρεις αν εκείνο που βλέπεις και τ’ αγγίζεις είναι ψέμα, Απ’ το πρωτότυπο δεν έχει η εικόνα Διαφορά ; Μ’ αν είν’ έτσι κι αν τη δόξα και τη δύναμη μέλλει σκορπισμένες του ανέμου να τις δω, δεν έχω πια καιρό για χάσιμο ! Την άγρη που ’πεσε στα χέρια μου ας χαρώ ! Γιατί μονάχη χαρά μου θα ’ναι ό,τι χαρώ μες στ’ όνειρο. Τη Ροδαυγή κρατώ στον ορισμό μου, την ομορφιά της λατρεύει η ψυχή μου, — ας μη χάνω στιγμή ! Κ’ η αποθυμιά μου της αρετής το νόμο ας τον πατήσει ! Όλα αυτά στ’ όνειρο τα βλέπω. Τώρα λοιπόν ας νειρευτούμε χαροκόπια, που συφορές θα γίνουνε σε λίγο... Μ’ αχ ! τα ίδια μου τα λόγια μου τ’ ανοίγουν τα μάτια ! Ψέματα κιόλας αν είναι κι όνειρα, ποιος για μια ψεύτικη δόξα κι ανθρώπινη, τη δόξα θ’ αστοχούσε τη θεϊκη ; Δεν είν’ όνειρο και κείνα που τη χαρά μας έδωσαν ; Ποιος τάχα

Page 80: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

80

γνώρισε κατορθώματα και δόξες και μέσα του να μην αναρωτιέται, σαν τα θυμάται, αν κιόλας τα ’χει ζήσει ; Μ’ αν βλέπω έτσι καθάρια, αν ξέρω πως ο πόθος μου μοιάζει με τη φλόγα την όμορφη, που θα την κάμει στάχτη ο πρώτος άνεμος που θα φυσήξει, την ψυχή μου στ’ αθάνατα ας τη δώσω, στην αμάραντη δόξα, όπου δεν ξέρει κάματο η φήμη κ’ ύπνο η ευτυχία. Η Ροδαυγή έχει τιμή ντροπιασμένη, και σε ρηγόπουλο πιότερο πρέπει να τη βοηθήσει παρά να της δώσει και δεύτερη ντροπή. Δόξα σου, Θε μου ! Πρώτα θα την κερδίσω την τιμή της κ’ ύστερα την κορόνα μου. Ας ξεφύγω τον πειρασμό το μεγάλο !

(Προς τους στρατιώτες) Στα όπλα ! Γιατί θα δώσω σήμερα τη μάχη Πριν κατεβούν τα σκότη να σκεπάσουν Με τα πέπλα τους του ήλιου τις αχτίδες.

Page 81: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

81

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΒΒ ΕΕ ΡΡ ΕΕ ΝΝ ΙΙ ΚΚ ΗΗ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Αντίοχος μονολογεί. ΑΑΝΝΤΤΙΙΟΟΧΧΟΟΣΣ Λοιπόν, Αντίοχε, είσαι ακόμα ο ίδιος ; Πώς να της πω ατάραχος «Σε αγαπάω» ; Να, κιόλας τρέμω, κι ανάστατη η καρδιά μου Τρομάζει τη στιγμή που τόσο λαχταρούσα. Η Βερενίκη μου έσβησε την όποια ελπίδα, Σ’ αιώνια σιωπή καταδικάζοντάς μας. Για πέντε χρόνια μένω βουβός· κι ως τώρα Τον έρωτά μου σκέπαζε πέπλο φιλίας. Την προορίζει γι’ αυτοκράτειρα ο Τίτος. Και πάλι δεν θα με αρνηθεί, όπως στην Παλαιστίνη ; Γυναίκα του θα γίνει. Τι άχαρη στιγμή Που βρήκα πάλι για ν’ ανοίξω την καρδιά μου ! Ομολογία αστόχαστη· τι θ’ αποφέρει Να τη γεμίσω με οργή τώρα που φεύγω ; Ας τρέξω κι ας χαθώ, τον έρωτά μου ας πνίξω, Μακριά, να την ξεχάσω ή να πεθάνω. Έναν καημό αβάσταχτο γιατί να κρύβω, Τους Θρήνους μες στο στήθος μου να θάβω, Κι ενώ τη χάνω, απίστευτο, να τη φοβάμαι ! ; Γιατί να σε προσβάλω, ω δέσποινά μου ; Μήπως και θα σου πω — τον θρόνο αρνήσου ; Αγάπησέ με; Αλίμονο ! Να μόνο τι θ’ αρθρώσω : Χρόνια περίμενα πότε ο αντίζηλός μου Θα ’βρει στους πόθους του εμπόδιο μοιραίο. Τώρα, πανίσχυρος — ο γάμος σας ζυγώνει· Κι εγώ που υπέμεινα με τόση καρτερία, Για πέντε χρόνια μάταιοι πόθοι και ελπίδες, Φεύγω, πιστός, τώρα που τίποτα δεν περιμένω. Αντί να προσβληθεί, μπορεί να με οικτίρει. Ό,τι κι αν γίνει, εγώ τη σιωπή Θα λύσω ! Χαμένος εραστής, αλίμονο, και τι να με φοβίσει, Αφού το πήρα απόφαση — για πάντα φεύγω !

Page 82: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

82

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΒΒ ΕΕ ΡΡ ΕΕ ΝΝ ΙΙ ΚΚ ΗΗ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Τέταρτη.

Ο Τίτος μονολογεί. ΤΤΙΙΤΤΟΟΣΣ Τι θ’ αποκάμεις, Τίτε ; Η Βερενίκη περιμένει. Θα το τολμήσεις ; Να πεις χαίρε για πάντα ; Το μέτρησες καλά ; Έχει η καρδιά σου αρκετά γίνει σαν πέτρα ; Στη μάχη αυτή που πας να δώσεις δεν αρκεί Να ’σαι γενναίος. Ψυχή θέλει βαρβάρου. Θ’ αντέξω το γλυκό και το θαμπό της βλέμμα Να φτάνει έως τα βάθη της καρδιάς μου ; Όταν θα δω αυτά τα μάτια όλο σαγήνη Να με καρφώνουν, πλημμυρισμένα δάκρυα, Τότε θα θυμηθώ το θλιβερό μου χρέος Και θα της πω : «Άλλο να μην σε βλέπω» ; Και να ραγίσω μια καρδιά που με λατρεύει. Κι αυτό γιατί ; Ποιος το ορίζει ; Εγώ ! Είπε ακόμα η Ρώμη τι προστάζει ; Ζώνουν τα πλήθη με κραυγές το ανάκτορό μου; Βλέπω στα χείλη του γκρεμού να ’ναι το κράτος, Απεγνωσμένα τον χαμό της απαιτώντας ; Όχι. Όλα σωπαίνουν. Κι εγώ μονάχα Βιάζομαι, τρέχω να βουτηχτώ στη θλίψη. Ενώ μπορεί, τις αρετές της εκτιμώντας, Να τη δεχτεί η Ρώμη σαν Ρωμαία Και τη δική μου εκλογή να δικαιώσει. Όχι, όχι, ας μην βιαστώ, για μια φορά ακόμα. Η Ρώμη ας βάλει στη ζυγαριά τους νόμους Και δίπλα την αγάπη μας, τους θρήνους μας, Την καρτερία. Ετούτα θα βαρύνουν... Τίτε, θαμπώθηκες ; Που βρίσκεσαι δεν βλέπεις Εδώ οι Ρωμαίοι γαλουχούνται, είτε αγαπούν Είτε φοβούνται, τους βασιλείς να εχθρεύονται. Όταν τιμώρησαν παλιά τους ηγεμόνες Μαζί κι αυτήν την έκριναν. Δεν τ’ άκουσες Καθώς γεννιόσουν ; Το χρέος δεν το άκουσες Τα ίδια να σου λέει τότε που πολεμούσες ; Κι όταν μαζί σου εδώ ήρθε η Βερενίκη, Ξανά δεν άκουσες γι’ αυτήν τι είπε η Ρώμη ; Πρέπει, λοιπόν, πάλι και πάλι να σ’ το πει ; Δειλέ, δώσου στον έρωτα, το σκήπτρο αρνήσου.

Page 83: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

83

Πήγαινε, τρέξε να κρυφτείς στης γης την άκρη, Πιο άξιες ψυχές άσε να βασιλέψουν. Ιδού λοιπόν το μεγαλείο μου κι η δόξα, Που θα λαμπρύνανε τη φήμη μου για πάντα ! Εδώ κι οκτώ ημέρες βασιλεύω, Τι κάνω για τη δόξα ; Τον έρωτα μόνο φροντίζω. Χρόνο τόσο ανεκτίμητο πώς έχω χάσει ! Κι η ευτυχία που υποσχέθηκα που είναι ; Ποια δάκρυα στέγνωσα ; Ποια μάτια τώρα Με κοιτούν μ’ άπειρη ευγνωμοσύνη ; Της οικουμένης άλλαξα το πεπρωμένο ; Πόσον καιρό ο ουρανός μου δίνει ακόμα ; Κι από τις μέρες τούτες που λαχταρούσα Έχασαν κιόλας τόσες ! ω, τι κατάντια ! Γρήγορα, ας πράξω ό,τι απαιτεί το χρέος, Τα μόνα σπάζοντας δεσμά..,

Page 84: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

84

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΒΒ ΕΕ ΡΡ ΕΕ ΝΝ ΙΙ ΚΚ ΗΗ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Έκτη.

Ο Τίτος στη Βερενίκη. ΤΤΙΙΤΤΟΟΣΣ Δέσποινα, ομολογώ ειλικρινά τα πάντα. Όταν είδα πως έφτανε η μαύρη ώρα Και πως υπάκουος στο αυστηρό καθήκον Θα ’πρεπε ν’ αρνηθώ αιώνια τη μορφή σου· Σαν ένιωσα τον χωρισμό να πλησιάζει, Τις τύψεις, την οργή, τα δάκρυα, τον φόβο, Το εαυτό μου ετοίμασα για τις δοκιμασίες Που η πιο μεγάλη συμφορά μπορεί να δώσει. Κι όμως, τ’ ομολογώ, πως δεν είχα προβλέψει Παρά το ελάχιστο απ’ όσα με απειλούσαν. Πίστευα δύσκολο πως είναι να υποκύψω Γι’ αυτό και ντρέπομαι που τώρα έχω λυγίσει. Η Ρώμη ολόκληρη συνάχτηκε μπροστά μου· Μίλησε η σύγκλητος· όμως βαριά η ψυχή μου Λες και δεν άκουγε. Στα τόσα εγκώμιά τους Η παγερή μου σιωπή αποκρινόταν. Ποια θα ’ναι η τύχη σου δεν ξέρει ακόμα η Ρώμη. Αλλά κι ο εαυτός μου πια δεν ξεχωρίζει Απλός πολίτης ή αυτοκράτορας αν είμαι. Χωρίς απόφαση καμιά ήρθα μπροστά σου· Μ’ έσυρε ο έρωτας· αλλ’ ίσως και να ήρθα Να ψάξω μέσα μου βαθιά, να βρω ποιος είμαι. Και να τι βρίσκω — τον χαμό στα δυο σου μάτια, Τον θάνατο να θες να ψάξεις σ’ άλλους τόπους· Μα φτάνει, ως εδώ. Ύστερα απ’ όλα τούτα, Άλλη οδύνη πια, όχι, δεν υποφέρω ! Όλα του κόσμου τα δεινά μ’ έχουνε ζώσει. Όμως υπάρχει λύτρωση. Μην περιμένεις Μετά από τόσες αγωνίες, κουρασμένος, Να σου προσφέρω τη γαμήλια ευτυχία. Τι κι αν μ’ οδήγησες στην άκρα απελπισα, Αμείλικτη παντού με κυνηγά η δόξα. Όλο θυμίζοντας στην άναυδη ψυχή μου Χάσμα βαθύ πως σε χωρίζει από τον θρόνο. Και λέγοντάς μου πως μετά από τέτοια αίγλη Όσο ποτέ είναι ανάρμοστο να ενωθούμε. Κι όσο ποτέ κι εγώ ανέτοιμος πως είμαι, Δέσποινα, ν’ αρνηθώ τον θρόνο μου για σένα,

Page 85: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

85

Μαζί σου να ’ρθω, σκλάβος ευτυχισμένος, Για να στενάζουμε γλυκά στης γης την άκρη. Θα καταδίκαζες Κι εσύ μια τέτοια στάση, Βλέποντας να σ’ ακολουθεί, δειλός δραπέτης, Ο αυτοκράτορας, χωρίς Αυλή και σκήπτρο, Αισχρό παράδειγμα τρωτού ερωτευμένου. Για όσα μαρτύρια περνά τώρα η ψυχή μου Υπάρχει λύτρωση, γεμάτη μεγαλείο, Που μου την έχουνε, ω δέσποινα, διδάξει Τόσοι και τόσοι ήρωες, τόσοι Ρωμαίοι· Από τις συμφορές έχοντας αποκάμει, Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας Σαν μια κρυφή επιταγή τα θεωρούσαν, Μια προσταγή να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Αν εν ιδώ τα δάκρυά σου να στερεύουν, Αν επιμένεις να ζητάς τον θάνατό σου, Για τη ζωή σου αν πρέπει όλο να τρομάζω, Αν δεν μου ορκιστείς, τέλος, ότι θα ζήσεις, Και άλλοι θρήνοι σε αναμένουν, δέσποινά μου. Ειμ’ ικανός για όλα έτσι όπως νιώθω· Κι ίσως να δεις, το αίμα μου να βάφει Τον μαύρο ετούτον, ύστατο, χαιρετισμό μας.

Page 86: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

86

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΒΒ ΕΕ ΡΡ ΕΕ ΝΝ ΙΙ ΚΚ ΗΗ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Αντίοχος στη Βερενίκη. ΑΑΝΝΤΤΙΙΟΟΧΧΟΟΣΣ Η ώρα της αλήθειας ήρθε. Ναι, κύριέ μου. Τη Βερενίκη λάτρεψα. Τον έρωτά μου πάσχισα να καταπνίξω. Στάθηκε αδύνατο. Τον έθαψα βαθιά μου. Η απατηλή κι απρόσμενη αλλαγή σου Μου έδωσε μιαν αδιόρατη ελπίδα, Μια προσδοκία που έσβησαν τα δάκρυά της, Μάτια κλαμμένα που έψαχναν να σ’ αντικρίσουν. Εγώ ήμουν αυτός που ήρθα να σε φωνάξω. Και γύρισες. Την αγαπάς και σε λατρεύει. Και λύγισες. Και το ’ξερα πως θα γινόταν. Στερνή φορά είδα ως τα βάθη της ψυχής μου. Η αντοχή μου άγγιξε τα όριά της. Πάσχισα όλη μου τη φρόνηση να δείξω. Κι όμως βαθιά όσο ποτέ την αγαπούσα. Μια λύση οριστική αυτοί οι δεσμοί απαιτούνε. Ο θάνατος μονάχα μπορεί να τους συντρίψει. Γι’ αυτό, θα σκοτωθώ. Κι ήθελα να το ξέρεις. Εγώ τον έφερα κοντά σου, ω δέσποινά μου. Στο τέλος το κατόρθωσα, δεν μετανιώνω. Είθε για πάντα ο ουρανός να σας κρατήσει Ενωμένους, μέσα σε απέραντη ευτυχία ! Κι όποια οργή κι αν έχει μέσα του κρυμμένη, Όλο το μίσος σας, θεοί, σας εξορκίζω, Ότι κι αν έρθει τη χαρά της ν’ απειλήσει. Ας πέσει επάνω μου. Τη μαύρη μου ζωή θυσιάζω.

Page 87: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

87

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΦΦ ΑΑ ΙΙ ΔΔ ΡΡ ΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Ιππόλυτο στη Φαίδρα. ΙΙΠΠΠΠΟΟΛΛΥΥΤΤΟΟΣΣ Να προχωρήσω βιαστικά, Το λογικό μπρος στην ορμή θωρώ να υποκύπτει Τώρα που άρχισα να λύνω τη σιωπή. Πρέπει, Κυρά να συνεχίσω : πρέπει να μάθεις Το μυστικό που δεν μπορεί να κρύβει πια η καρδιά μου. Έχεις μπροστά σου έναν πρίγκιπα που η λύπηση του αρμόζει. Αξέχαστο παράδειγμα στυγνής αλαζονείας. Εγώ, που αρνιόμουνα τον έρωτα με υπεροψία, Που χλεύαζα τόσον καιρό των σκλάβων του τις αλυσί8ες· Μπρος στα ναυάγια θνητών ευάλωτων ο ακατάδεχτος, Που πάντα ενόμιζα πως απ’ την όχθη θ’ αγναντεύω, Τώρα στο νόμο τον κοινό υποταγμένος, Μια ταραχή αισθάνομαι· χάνω τον εαυτό μου ! Μια ροπή ενίκησε τ’ αστόχαστό μου θράσος : Η τόσο αγέρωχη τούτη ψυχή να που σκλαβώθηκε στο τέλος. Μες σε ντροπή κι απόγνωση, παν έξι τώρα μήνες, Το έλος που με τρύπησε παντού φέρνω μαζί ‘μου. Παλεύοντας με σένα και με τον ίδιο μου τον εαυτό, παιδεύομαι του κάκου : Φεύγω απ’ εκεί που είσαι· σε βρίσκω εκεί που λείπεις· Η εικόνα σου μ’ ακολουθεί μες στων δασών τα άνθη· Το φως της μέρας, της νύχτας οι ίσκιοι, Στα μάτια μου ανασταίνουν θέλγητρα που φοβάμαι· Όλα με ζήλο τον ανυπόταχτο Ιππόλυτο σου παραδίνουν. Όσο για μένα, ο καρπός απ’ όσα μάταια έχω πασχίσει, Τον εαυτό μου να μη βρίσκω τώρα πια όσο κι αν ψάχνω. Βάρος μου είναι τ άρμα, το δόρυ, το δοξάρι· Τη διδαχή του ΙΙοσει8ώνα έχω πια λησμονήσει· Μονάχα οι στεναγμοί μου κάνουν τα δάση ν’ αντηχούνε, Και τ’ άλογα νωχελικά ξέχασαν τη φωνή μου. Έρωτα τόσον άγριο καθώς σου παρασταίνω, Ακούγοντας τα έργα σου μπορεί να κοκκινίζεις. Άξεστα λόγια, πόσο ανάρμοστα για μια καρδιά που δίνεται σε σένα ! Σκλάβος πόσο αταίριαστος με τόσον όμορφη αλυσίδα ! Όμως αυτό είναι που κάνει ακόμα πιο πολύτιμο τούτο το δόσιμό μου. Σκέψου πως σου μιλώ μια ξένη γλώσσα·

Page 88: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

88

Και πόθους που εκφράστηκαν αδέξια μην αποκρούσεις, Αφού χωρίς εσένα σ Ιππόλυτος δε θα τους άρθρωνε ποτέ.

Page 89: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

89

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΦΦ ΑΑ ΙΙ ΔΔ ΡΡ ΑΑ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Έκτη.

Ο Θηραμένης διηγείται τον χαμό του Ιππόλυτου τον Θησέα. ΘΘΗΗΡΡΑΑΜΜΕΕΝΝΗΗΣΣ Κει που διαβαίναμε τις πύλες της Τροιζήνας, Αυτός στο άρμα· οι φύλακές του λυπημένοι Σωπαίνοντας όπως κι εκείνος άδιζαν γύρω του. Των Μυκηνών το δρόμο ακολούθαγε μέσα σε σκέψεις· Το χέρι του άφηνε στ’ άλογα επάνω να κυματίζουνε τα χαλινάρια. Τ’ αγέρωχά του άτια, που άλλοτε θωρούσες Με ζέση τόσο ευγενική να υπακούνε στη φωνή του, Με μάτια τώρα σκυθρωπά και με σκυφτό κεφάλι Υποταγμένα έμοιαζαν στη θλιβερή του σκέψη. Μια τρομερή κραυγή, βγαλμένη από τα βάθη των κυμάτων, Τάραξε τότε τη γαλήνη των αιθέρων· Κι από της γης τα έγκατα φωνή τρομακτική Στη φοβερή κραυγή βογγώντας αποκρίθη. Μέχρι το βάθος της καρδιάς το αίμα μας παγώνει. Τ’ άλογα προσηλώθηκαν ορθώνοντας τη χαίτη. Ενώ πάνω στη ράχη της υγρής πεδιάδας Ένα υδάτινο βουνό υψώνεται μες σε χοντρές φουσκάλες. Το κύμα πλησιάζει, σπάει, και ξερνά στα μάτια μας, Μέσα στο χτύπημα του αφρού, ένα θηρίο φρενιασμένο. Το μέτωπό του το πλατύ οπλίζουν κέρατα που απειλούν· Παντού το σώμα του σκεπάζουν λέπια κιτρινωπά· Ταύρος που δε δαμάζεται, δράκος που δεν κρατιέται, Λυγάνε οι γλουτοί γεμίζοντας κυματιστές πτυχώσεις. Απ’ τα μακρόσυρτά του μουγκρητά η όχθη τρέμει. Τούτο το άγριο θεριό ο ουρανός κοιτά με φρίκη· Τραντάζεται η γη, μολύνεται ο αέρας· Το κύμα που το έφερε πίσω κυλάει με φόβο. Σκορπίζουν όλοι· κι αποδιώχνοντας ανώφελο το θάρρος, Άσυλο μες στον κοντινό ναό αποζητούνε. Μόνος ο Ιππόλυτος, στο γιο ενός ήρωα όπως αρμόζει, Τα άλογά του σταματά, τα δόρατά του αδράχνει, Ορμάει στο θεριό, και με το χέρι σίγουρο τινάζοντας το δόρυ. Βαθιά πληγή ανοίγει στο πλευρό του. Αναπηδώντας λυσσιασμένο μέσα σε πόνους το θεριό Πέφτει μουγκρίζοντας στα πόδια των αλόγων, Κουλουριασμένο ένα ολόφλογο τους δείχνει στόμα, Που τα σκεπάζει με φωτιά, με κάπνα και με αίμα. Τρόμος τα συνεπαίρνει· και μην ακούγοντας τίποτε πια,

Page 90: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

90

Μήτε φωνή γνωρίζουνε μήτε και χαλινάρι. Ο αφέντης τους σε μάταιον αγώνα αναλώνεται. Τα χαλινάρια κόκκινα μες στ’ αφρισμένο αίμα. Λένε πως είδανε ακόμη, στη φοβερή ετούτη ταραχή, Ένα Θεό που έμπηγε βουκέντρες στο σκονισμένο το πλευρό τους. Μέσα στα βράχια ο φόβος τα γκρεμίζει· Τρίζει ο άξονας και σπάει. Ο άφοβος Ιππόλυτος Το τσακισμένο άρμα του βλέπει συντρίμμια· Χαμένος, μες στους χαλινούς σωριάζεται κι ο ίδιος. Τον πόνο μου συμπάθα. Τούτη η εικόνα η στυγερή Θα ’ναι για μένα μια πηγή αστείρευτη δακρύων. Άρχοντα. είδα. το δύστυχό σου γιο Να τόνε σέρνουν τ’ άλογα που με το χέρι του είχε θρέψει. Πάει να τα καλέσει, κι αυτά τρομάζουνε με τη φωνή του. Τρέχουνε. Όλο τους το σώμα είναι σε λίγο μια πληγή. Από τις πονεμένες μας κραυγές αντιλαλεί η πεδιάδα. Τέλος βραδύνεται η σφοδρή ορμή τους: Κοντά σε κείνους τους αρχαίους τάφους σταματάνε Κει όπου κείτονται ψυχρά λείψανα των προγόνων του των βασιλιάδων. Αυτού τρέχω στενάζοντας, μ’ ακολουθεί η φρουρά του. Τα ίχνη απ’ το γενναίο αίμα του μας οδηγούνε : Οι βράχοι κόκκινοι· οι βάτοι στάζοντας Γεμάτοι απ’ των μαλλιών τα ματωμένα απομεινάρια. Φτάνω και του μιλώ· κι αυτός το χέρι απλώνοντας, Ανοίγει μάτια έψυχα, τα κλείνει πάλι. «Ο ουρανός, μου λέει, μια ζωή παίρνει αθώα. Αφού πεθάνω φρόντισε τη δύστυχη Αρικία. Φίλε ακριβέ, αν ο πατέρας μου μια μέρα φωτιστεί Κι άμοιρο γιο, που κατηγόρησαν άδικα, συμπονέσει, Το αίμα μου και τη θρηνητική σκιά μου για να γαληνέψει, Πες να φερθεί της σκλάβας του με καλοσύνη, Να την αφήσει…» Σ’ αυτή τη λέξη ο ήρωας νεκρός Άμορφο σώμα μέσα στα χέρια μου απομένει, Φτωχό κορμί, όπου η θεϊκή οργή θριαμβεύει, Που μήτε και τα μάτια του πατέρα του δε θα τα’ αναγνωρίζαν.

Page 91: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

91

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΤΤ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΟΟ ΥΥ ΦΦ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Ταρτούφος στην Ελμίρα.

ΤΤΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΦΦΟΟΣΣ Άλλη η ορμή που μας ωθεί προς τα ουράνια κάλλη κι άλλη προς τα εγκόσμια. Δε σβήνει η μια την άλλη ! Τα θεία δημιουργήματα που είναι γεμάτη η κτίσις εύκολα γοητεύουνε κι εξάπτουν τις αισθήσεις. Κι αν η γυναίκα, εδώ στη γη, το Θεό απεικονίζει, ό,τι πιο ωραίο έχει ο Θεός εσάς, Κυρία, στολίζει. Σε σας, στο πρόσωπό σας, έδωσε ομορφιές που ανάβουνε τα βλέμματα και καίνε τις καρδιές. Μόλις σας πρωτοαντίκρισα, ο νους μου αποξεχάστει αμέσως εγονάτισα κι ευλόγησα τον Πλάστη, κι ένιωσα ερωτική φωνή μέσα μου να στενάζει γι’ αυτήν που μόνη, εδώ στη γη, τόσο πολύ του μοιάζει. Έξαφνα εφοβήθηκα κι είπα πως, δίχως άλλο, ο Σατανάς με έσπρωχνε σε αμάρτημα μεγάλο, και μάλιστα, τον πειρασμό θέλοντας να εμποδίσω, σκέφθηκα πως δεν έπρεπε να σας ξαναντικρίσω. Μα τέλος ανακάλυψα πως είχα κάνει λάθος, κι ότι δεν είναι ένοχο αυτό το εξαίσιο πάθος. Ότι εύκολα μπορώ να βρω κάποιο συμβιβασμό : Τα του έρωτα στον έρωτα, τα τ’ ουρανού στον ουρανό. Ίσως δεν περιμένατε μπροστά σας να τολμάω ν’ ανοίγω την καρδιά μου, κι ούτε να σας μιλάω για έρωτα. Μα θα ’θελα να ξέρετε, Κυρία, πως σεις είσθε του πάθους μου η μόνη σωτηρία. Σεις είσθε η κυρία των δικών μου λογισμών, σεις η αφετηρία όλων μου των στεναγμών, σεις, τέλος, θα μου δώσετε όποια μου πρέπει θέση, αφέντη, αν το θέλετε, δούλου αν σας αρέσει. Είμαι, Κυρία, ευλαβής, αλλά είμαι κι από σάρκα ! Τ’ αμέτρητά σας θέλγητρα, όποιος και να τα δει, ο νους του αναστατώνεται, δεν μπορεί να σκεφθεί. Κι εμένα με συγκλόνισε έρωτας φοβερός, γιατί, στο κάτω κάτω, δεν είμαι και Θεός ! Αν αξιοκατάκριτο βρίσκετε αυτό το πάθος, φταίνε τα χίλια κάλλη σας, δεν είν’ δικό μου λάθος. Μόλις τα είδα να λάμπουνε σαν φως μες στο σκοτάδι, άναψε μέσα μου φωτιά, κι αυτά της ρίχναν λάδι. Το βλέμμα σας, ελκυστικό σαν θεία οπτασία, νίκησε κάθε αντίσταση, κι όλος απελπισία παράτησα και προσευχές, και δάκρυα και νηστεία,

Page 92: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

92

και μόνο εσάς αποζητώ, συνέχεια, μ’ απληστία. Χίλιες φορές σας μίλησαν οι αναστεναγμοί μου, τα μάτια μου, οι πράξεις μου· τώρα μιλά η φωνή μου : Αν δείξτε κάποια εύνοια για τον ανάξιο σκλάβο που έχετε στα πόδια σας, αν δω και καταλάβω πως η δική σας η καρδιά, Κυρία, θα θελήσει με τη δική μου να ενωθεί, να την παρηγορήσει, τότε θα σας λατρεύω εγώ, γλυκύτατόν μου κάλλος, όσο δεν σας ελάτρεψε ποτέ κανένας άλλος ! Η τιμή σας δε διατρέχει εδώ κίνδυνο κανένα. Το όνομα κι η φήμη σας είναι ασφαλή με μένα. Οι αυλικοί, που πίσω τους τρέχει κάθε γυναίκα, για ένα τους κατόρθωμα σου λένε λόγια δέκα, κάθε επιτυχία τους άσκεπτα τη φωνάζουν, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν ανόητα κομπάζουν, κι η γλώσσα τους σ’ όποιον βρεθεί λέει μ’ αδιακρισία σε ποίας ωμό προσφέρουνε του έρωτα θυσία. Μα όσοι σε μένα μοιάζουνε, το στόμα πάντα κλείνουν κι ένα όνομα αστόχαστα ποτέ τους δε μολύνουν. Τη φήμη μας τόσο πολύ, τόσο άγρυπνα φρουρούμε που δε φοβάται τίποτα εκείνη που αγαπούμε. Κι όποια θελήσει να πεισθεί απ’ το δικό μας λόγο βρίσκει έρωτα ανεμπόδιστο, αγάπη δίχως φόβο.

Page 93: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

93

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΝΝ ΤΤ ΟΟ ΝΝ ΖΖ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΝΝ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Ντον Ζουάν στον Σγαναρέλο. ΝΝΤΤΟΟΝΝ ΖΖΟΟΥΥΑΑΝΝ Τι ; Θέλεις να δεθώ στο πρώτο πλάσμα που με ξελόγιασε και ν’ αρνηθώ τον κόσμο για χάρη του; Νόστιμο θα ’ταν να βάλω στην πίστη την τιμή μου, να θαφτώ για πάντα στο ίδιο πάθος και να πεθάνω προτού γεράσω, τυφλός μπρος σε τόσες ομορφάδες ! Όχι, όχι ! Η σταθερότητα είναι καλή για τους κουτούς· όλες οι όμορφες πλάστηκαν για μας, και η πρώτη γυκαίκα που ανταμώσαμε δεν μπορεί να στερήσει από τις άλλες το δικαίωμα που έχουν στην αγάπη μας. Εμένα, η ομορφιά με μαγεύει όπου την πετύχω, δε φέρνω ποτέ αντίσταση στη γλυκιά της βία. Τι κι αν βρίσκομαι μπλεγμένος αλλού ; ο έρωτας για τη μια δε με κάνει ν’ αδικήσω τις άλλες. Έχω μάτια να βλέπω τις χάρες της καθεμιάς, και στην καθεμιά πλερώνω το χρέος που η φύση μου επιβάλλει. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την καρδιά μου σ’ ένα πλάσμα αξιαγάπητο. Χίλιες καρδιές να ’χα, θα τις έδινα στο όμορφο πρόσωπο που θα τις γύρευε. Τα πρωτοπιάσματα της αγάπης, αυτά έχουνε Τη νοστιμάδα, κ’ η μεγαλύτερη ευχαρίστηση βρίσκεται στην αλλαγή. Τίποτα δεν είναι γλυκότερο παρά να πολιορκείς μια γυναίκα με τα γλυκόλογα, να τη βλέπεις από μέρα σε μέρα να κλονίζεται, να πολεμάς την ντροπαλοσύνη της με όρκους, με δάκρυα και στεναγμούς, και στο τέλος να νικάς τους δισταγμούς της και να την πηγαίνεις με το μαλακό εκεί που θέλεις. Μα όταν μια φορά την καταχτήσεις, δεν έχεις πια τίποτα να πεις, τίποτα να ποθήσεις· το πάθος έχει ξεθυμάνει, κι αποκοιμιέσαι στη σιγουράδα, ωσότου κάποιο καινούριο πλάσμα σου ξυπνήσει ξανά τον πόθο και σε κάμει να δεις τη γοητεία από μιαν καινούρια κατάχτηση. Κοντολογίς, δεν υπάρχει πράμα ομορφότερο από το να νικάς την αντίσταση μιας γυναίκας. Πάνω σ’ αυτό, δε διαφέρω από τους φιλόδοξους καταχτητές που πετούν ασταμάτητα από νίκη σε νίκη, κι ο πόθος τους απομένει πάντα αξεδίψαστος. Δεν ξέρω μηδ’ εγώ πράμα που να μπορεί να χορτάσει τον πόθο μου : νιώθω μέσα μου μια καρδιά ικανή ν’ αγαπήσει όλη την οικουμένη. Και, σαν το Μέγα Αλέξαντρο, Θα ’θελα να ’χει κι άλλους κόσμους, να τους κυριέψω κι αυτούς.

Page 94: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

94

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΝΝ ΤΤ ΟΟ ΝΝ ΖΖ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΝΝ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Ντον Ζουάν μονολογεί. ΝΝΤΤΟΟΝΝ ΖΖΟΟΥΥΑΑΝΝ Κανείς πια δεν ντρέπεται γι’ αυτό : η υποκρισία είναι το βίτσιο της μόδας, και όλα τα βίτσια της μόδας περνούν για αρετές. Ο ρόλος του ενάρετου ανθρώπου είναι ο καλύτερος που έχεις να παίξεις σήμερα, και το επάγγελμα του υποκριτή εξασφαλίζει τα μεγαλύτερα πλεονεχτήματα. Η υποκρισία είναι μια τέχνη που η ψευτιά της παραμένει πάντα σεβαστή· και μολονότι την ξεσκεπάζουν κάπου-κάπου, δεν τολμούνε να πούνε τίποτα εναντίο της. Όλα τα άλλα βίτσια των ανθρώπων μπορείς να τα επικρίνεις, καθένας έχει το λεύτερο να τα ελέγχει φανερά· μόνο η υποκρισία είναι βίτσιο προνομιούχο, που, με το ίδιο του το χέρι, κλείνει το στόμα του κόσμου και απολαβαίνει ηγεμονική ατιμωρησία. Φτάνουν μερικοί μορφασμοί για να καταχτήσεις την κοινωνία ολάκερη. Κι αν τύχει να σκανδαλίσεις κανέναν, όλους τους άλλους θα τους έχεις με το μέρος σου. Ακόμα και κείνοι που ενεργούν με καλή πίστη και που καθένας αναγνωρίζει την ειλικρίνειά τους, ακόμα και κείνοι πιάνονται κορόιδα· πέφτουν απλοϊκά στην παγίδα που τους στήνουν οι υποκριτές. Πόσους δεν ξέρω που με αυτό το στρατήγημα ντύσανε πιτήδεια τις ατασθαλίες της νιότης τους, που έκαμαν ασπίδα τους το μανδύα της θρησκείας και μέσα στο σεβάσμιο αυτό ρούχο εξακολουθούν να κρύβουν τ’ ανομήματά τους ! Τι κι αν είναι γνωστές οι ραδιουργίες τους και το κακό τους φυσικό ; Την εμπιστοσύνη των ανθρώπων δεν τη χάνουν ! Μ’ ένα σκύψιμο του κεφαλιού, μ’ έναν ψεύτικο στεναγμό, με δύο-τρία μεσουρανίσματα των ματιών, καταφέρνουν να τα βολεύουν με τον κόσμο. Σ’ αυτό το σίγουρο καταφύγιο θέλω να χωθώ κ’ εγώ και να βάλω σε ασφάλεια τις υποθέσεις μου. Δε θ’ απαρνηθώ τις γλυκιές μου συνήθειες, μόνο αα φροντίσω να κρύβουμαι και να έχω τις απολαύσεις μου χωρίς περιττό θόρυβο. Κι αν καμιά φορά με σκεπάσουν, δε θα χρειαστεί να κουνήσω το δαχτυλάκι μου, γιατί θα ’χω όλους τους υποκριτές με το μέρος μου. Αυτός είναι ο εξυπνότερος τρόπος να κάνω ό,τι μου γουστάρει. Θα γίνω ο τιμητής των άλλων, Θα κατακρίνω όλον τον Κόσμο, και δε θα ’χω καλή γνώμη παρά για τον εαυτό μου. Κι όπου ενοχλούμαι από τίποτα στραβό, ας είναι και τόσο-δα, θα δείχνω αυστηρότητα και θα παριστάνω τον αδέκαστο τιμωρό, που υπερασπίζει τις εντολές του Θεού. Κάτω απ’ αυτό το βολικό πρόσχημα, θα στριμώξω τους εχτρούς μου, θα τους κατηγορήσω γι’ ανευλάβεια και θ’ αμολήσω εναντίο τους πλήθος αδιάκριτους ζηλωτές που, χωρίς να ξέρουν και κείνοι το γιατί, θα τους διασύρουν, θα τους ρίζουν και θα τους κυνηγούν με την ιδιωτική εξουσία τους. Έτσι πρέπει να επωφελείται κανείς από τις αδυναμίες των ανθρώπων και να εκμεταλλεύεται τα βίτσια της εποχής.

Page 95: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

95

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΝΝ ΤΤ ΟΟ ΝΝ ΖΖ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΝΝ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Σγαναρέλος στον Ντον Ζουάν. ΣΣΓΓΑΑΝΝΑΑΡΡΕΕΛΛΟΟΣΣ Θε μου ! Τι ακούνε τ’ αυτιά μου ; Δε σας έλειπε παρά να γίνετε υποκριτής για να τελειοποιηθείτε από κάθε άποψη. Αυτό είναι το κορύφωμα της βδελυγμίας. Κύριε, δεν μπορώ πια να κρατηθώ, δεν μπορώ παρά να μιλήσω. Κάμετέ μου ό,τι θέλετε, δείρετέ με, τσακίστε με στο ξύλο, σκοτώστε με. Εγώ θ’ αλαφρώσω την καρδιά μου και, σαν πιστός υπηρέτης, Θα σας πω αυτό που πρέπει. Μάθετε, κύριε, πως πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση, αλλά κάποτε δε γυρίζει πίσω· και καθώς λέει πολύ σωστά ένας συγγραφέας που δεν τον γνωρίζω, ο άνθρωπος είναι σε τούτο τον κόσμο καθώς το πουλί στο κλαρί· το κλαρί είναι ένα με το δέντρο· όποιος προσηλώνεται στο δέντρο ακολουθεί τα καλά παραγγέλματα· τα καλά παραγγέλματα αξίζουν περισσότερο από τα όμορφα λόγια· τα όμορφα λόγια συνηθίζουν στην αυλή· στην αυλή βρίσκουνται οι αυλικοί· οι αυλικοί ακολουθούνε τη μόδα· η μόδα βγαίνει από τη φαντασία· η φαντασία είναι ιδιότητα της ψυχής· η ψυχή είναι εκείνο που μας δίνει τη ζωή· η ζωή τελειώνει με το θάνατο· ο θάνατος μας κάνει να στοχαζόμαστε τον ουρανό· ο ουρανός είναι πάνω από τη γη· η γη δεν είναι καθόλου η θάλασσα· η θάλασσα ταράζεται από τις φουρτούνες· οι φουρτούνες βασανίζουν τα καράβια· τα καράβια χρειάζουνται καλό καπετάνιο· ο καλός καπετάνιος έχει φρονιμάδα· η φρονιμάδα δεν ανταμώνεται στους νέους· οι νέοι πρέπει ν’ ακούνε τους γέρους· οι γέροι αγαπούν τα πλούτη· τα πλούτη κάνουν τους πλούσιους· πλούσιοι δεν είναι φτωχοί· οι φτωχοί βρίσκουνται σε ανάγκη· η ανάγκη δεν ξέρει κανένα νόμο· όποιος δεν ξέρει κανένα νόμο ζει σαν το χτήνος· επομένως, Θα πάτε σίγουρα στην κόλαση.

Page 96: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

96

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΜΜ ΙΙ ΣΣ ΑΑ ΝΝ ΘΘ ΡΡ ΩΩ ΠΠ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Άλκης (ο Μισάνθρωπος) στον φίλο του Φιλώτα. ΑΑΛΛΚΚΗΗΣΣ Κανείς ! Μισώ τούς πάντες και τα πάντα. Αφτούς, γιατί ναι παλιανθρώποι, εκείνους γιατί τους παλιανθρώπους προσκυνάνε και δεν έχουνε μέσα τους αντρίκια ψυχή, που το κακό να κατακρίνει. Στην τωρινή μου δίκη βλέπεις όλοι δείχνουνε στον κακούργο αντίδικό μου αβρότητες γελοίες. Ωστόσο η μάσκα του την ατιμία του δε βολεί να κρύψει. Τον ξέρουν όλοι ως πού μπορεί να φτάσει. Τα μάτια τα γλυκά, η γλυκιά η φωνή του δεν ξεγελούν κανένα στο Παρίσι. Ξέρουν όλοι με πόσες ατιμίες τα κατάφερ’ έτσι ψηλά ν’ ανέβει και λαμποκοπημένος από δόξα κάνει την αρετή να κοκκινίζει και την αληθινήν αξία να σκούζει. Κι αν όλοι πίσωθέ του τόνε βρίζουν, μπροστά του ταπεινά τόν κολακέβουν. Κι αν τονε πεις άτιμο, αχρείον, κακούργο, σύμφωνοι όλοι κι αντίρρηση δεν έχουν. Μα ή φάτσα του παντού καλοδεχούμενη Με χαμογέλια και πολλά τσακίσματα. Κι αν είναι κάποιο αξίωμα που το θέλουν Άξιοι πολλοί, το παίρνει αφτός ο φαύλος. Η καρδιά μου πληγώνεται, σαν βλέπω Οι τιποτένιοι να τιμούνται τόσο Και μού ρχεται απ’ τη λύσσα μου να φύγω Σε μια ερημιά κι αλάργ’ απ’ τους ανθρώπους.

Page 97: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

97

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΜΜ ΙΙ ΣΣ ΑΑ ΝΝ ΘΘ ΡΡ ΩΩ ΠΠ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Ορόντας μπαίνει κι απευθύνεται στον Άλκη και τον Φιλώτα. ΟΟΡΡΟΟΝΝΤΤΑΑΣΣ Έμαθα πώς εβγήκε η Σελιμένη μαζί με την Ελιάνθη να ψωνίσουν και πως εσείς εδώ την περιμένετε. Έτρεξα το λοιπόν εφτύς απάνω, για να σας πω με ειλικρινή καρδιά πόσον από καιρό σας εχτιμάω και φίλος σας επιθυμώ να γίνω. Άξίζουν οι καρδιές μας να ενωθούνε με το δεσμό της πιο θερμής φιλίας. Φίλον τόσο πιστό και της δικιάς μου σειράς δε στέκει να τον αρνηθείτε. (Όσο μιλεί ο Όρόντας, ο Άλκης μένει βυθισμένος στη συλλογή κα μοιάζει σα να μην κατάλαβε, πώς σ’ αφτόνε μιλούσε. Τότε μονάχα βγαίνει από τη συλλογή του, όταν ο

Ορόντας του λέγει) Λοιπόν ας μπιστεφτούμε στον καιρό να μας ενώσει κάποτε. και τώρα είμαι στους ορισμούς σας. Ό,τι θέλετε ! Θέλετε να μιλήσω στο παλάτι για λόγου σας ; Πολύ με λογαριάζει ό βασιλιάς και πάντοτε μ’ ακούει μ’ εμπστοσύνη σ’ όλα τα ζητήματα. Σας ξαναλέω : στους ορισμούς σας είμαι. Έχετε τόσο φωτεινό μυαλό, Που θέλω – πρώτο δείγμα της φιλίας – Να σας διαβάσω ένα σονέτο. Μόλις Το τέλειωσα. Και θέλω να μου πείτε τη γνώμη σας, πριν το τυπώσω. «Ελπίς». Έτσι είναι ο τίτλος. Το χω γράψει Για μια κυρία, που μου δωκεν ελπίδες. Μα δεν ξέρω, αν είναι το ύφος του σονέτου μου απλό κι ευκολονόητο κι αν οι λέξεις είναι καλά βαλμένες. Και σας βεβαιώνω πως τόγραψα μονάχα σ’ ένα τέταρτο.

(Διαβάζει)

Page 98: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

98

Άγει και φέρει με η ελπίς, ματαία ελπίς ! Ώσπερ λεπίς εν τοις εγκάτοις μου σφηνούται, αφού ποσώς δεν πραγματούται. Απέναντί μου, ωραία Φυλλίς, είσαι φιλόφρων, αφελής. Ά ολιγώτερον πως ήσο θα ήτο δυσχερές να ελπίσω. Αν ούτω πως αγωνιών μάτην προσμένω έτη όλα, με της ελπίδος τον ιόν θέλω τινάξει φευ ! τα κώλα. Ελπίς, ω λέξις θεσπεσία, Κατάντησες απελπησία !

Page 99: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

99

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΜΜ ΙΙ ΣΣ ΑΑ ΝΝ ΘΘ ΡΡ ΩΩ ΠΠ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Άλκης s τον Φιλώτα. ΑΑΛΛΚΚΗΗΣΣ Χάνεις άδικα τα λόγια, κ’ ή λογική σου δε φελά. Στον κόσμο τίποτα πια τη γνώμη δε μου αλλάζει. Στα χρόνια αφτά πού ζούμε βασιλέβει μεγάλη ανηθικότητα, γι’ αφτό κόβω με τους ανθρώπους κάθε σχέση. Στην δίκη αφτήνε με το μέρος μου είταν Όλα : τιμή, συνείδηση και νόμοι κι όλοι παντού το δίκιο μου φωνάζαν. Και σ’ αφτό μου το δίκιο στηριγμένος ησύχαζα, μα ξάφνου την παθαίνω. Είχα δίκιο, όμως έχασα τη δίκη ! Την κέρδισ’ ένας άθλιος, που η ζωή του είναι γεμάτη σκάνταλα κι απάτες. Νίκησε ό δόλος την καλοπιστία. Τι μαστοριά, να κάνει τ’ άσπρο μάβρο ! Με τις ψεφτιές και με τα κομπλιμέντα ετούμπαρε τη Θέμιδα κ εκείνη με την ξώφρενη απόφαση, πού πήρε, του στεφάνωσε την παλιανθρωπιά του. Και δε μου φτάνει τούτ’ η αναποδιά, στην καλή κοινωνία κυκλοφορήσαν ένα βιβλίο ανόητο και γελοίο κι ο κακούργος αυτός αντίδικός μου διάδωσε, πως εγώ μαι ό συγγραφέας. Κι ο φίλος μας ο Ορόντας με πολλήν κακία την ψεφτοφήμη υποστηρίζει, αφτός, που τον λογιάζουν στο παλάτι για τίμιο. Και κακό δεν του χω κάνει. Του μίλησα μονάχα με ειλικρίνεια για τους πανάθλιους στίχους του κι αφτό γιατί, ναι και καλά, τη γνώμη μου ήθελε. Τη γνώμη μου τη σέβομαι. τους άλλους δεν τους γελώ κι αλήθεια δεν προδίνω. Μ’ εγδικιέται γι’ αφτό και μου φορτώνει πράματα, που δεν τα κανα ποτές μου. Έγινε ο φοβερότερος εχτρός μου και ποτές του δε θα με συχωρέσει,

Page 100: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

100

που δεν το εβρήκα ωραίο το ποίημά του. Να σε τι προστυχιές τους παρασέρνει τους ανθρώπους η ματαιοδοξία ! Αφτή ναι η αρετή, η καλοπιστία κ’ η δικαιοσύνη, πού θα βρεις στον κόσμο. Φτάνει ! και παραπάνου δε βαστάω. Μακριά από τους ληστάδες και από τη ζούγκλα ! Κι αν τρώγεστε σα λύκοι ανάμεσά σας, δεν έχω εγώ καμιά δουλεία μαι σας.

Page 101: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

101

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΨΑΣ

ΓΓΙΙΑΑΤΤΡΡΟΟΣΣ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΣΣΤΤΑΑΝΝΙΙΟΟ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Σγαναρέλος ομολογεί την άγνοιά του σαν γιατρός. ΣΣΓΓΑΑΝΝΑΑΡΡΕΕΛΛΟΟΣΣ Όχι, σας λέω, μ’ έκαναν γιατρό με το στανιό. Ποτέ μου δεν σκοτίστηκα να γίνω τόσο σοφός· όλες μου οι σπουδές φτάνουν ως την έκτη τάξη. Δεν ηξέρω πώς τους ήρθε αυτή η έμπνευση· μα, όταν είδα, πως ήθελαν με κάθε τρόπο να είμαι γιατρός, το αποφάσισα εγώ εις βάρος των πραγματικών γιατρών. Κι όμως ε θα ημπορούσατε να πιστέψετε, πόσον αυτή η πλάνη έχει διαδοθεί και με τι τρόπο ο καθένας έχει διαβολιστεί να με περνάει για σπουδαίο υποκείμενο. Έρχονται και με ζητούν απ’ όλα τα μέρη, κι αν το πράμα προχωρήσει έτσι, έχω την ιδέα να κολλήσω όλη μου τη ζωή στην Ιατρική. Βρίσκω πως είναι το καλύτερο επάγγελμα από όλα· γιατί, είτε κάνεις καλό, είτε βλάψεις, πληρώνεσαι πάντα το ίδιο. Η κακή ενέργεια εν πέφτει ποτέ στη ράχη μας και κάνουμε όπως μας αρέσει το ύφασμα που δουλεύουμε. Ένας παπουτσής, χάνοντας παπούτσια, δε θα μπορούσε να χαλάσει ένα κομμάτι πετσί, δίχως να πληρώσει τα σπασμένα· μα εδώ μπορείς να χαλάσεις έναν άνθρωπο, χωρίς αυτό να σου στοιχίσει τίποτα. Τα λάθη δεν είναι για μας· είναι μονάχα εκείνων που πεθαίνουν. Με λίγα λόγια, το επάγγελμα αυτό έχει το καλό πως οι πεθαμένοι έχουν μια ευγένεια, μια διάκριση, που δε βρίσκεται μεγαλύτερη στον κόσμο· και ποτέ δε βλέπει κανείς πεθαμένο να παραπονεθεί για ένα γιατρό πως τον εσκότωσε.

Page 102: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

102

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΨΑΣ

ΓΓΙΙΑΑΤΤΡΡΟΟΣΣ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΣΣΤΤΑΑΝΝΙΙΟΟ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Τιμπώ εξηγεί στο Σγαναρέλο από τι πάσχει η κόρη του. ΤΤΙΙΜΜΠΠΩΩ Έχει «υδωπικρία», κυρ-γιατρέ... Ναι, δηλαδήτις είναι πρησμένη ολούθες· και λένε, πως έχει πολύ υλικό «κακοήθειες» στο κορμί της και πως το συκώτι της, η κοιλιά της, για η σπλήνα της — πέστε το του λόγου σας κατά πώς θέλετε — αντίς να κάνει αίμας, δεν κάνει παρά νερό. Κάθε δυο μέρες έχει ολημερίς Θέρμη με «γομάρες» και πόνους στους «μυγιώνες» των ποδαριών. Αγροικιούνται στο λαρύγγι της, με το συμπάθειο, κάτι φλέματα, που πάνε να την πνίξουνε· και κανιά βολά την πιάνουνε «συγκοφτές» και «ασπασμοί», που θαρρείς πως σ’ άφησε χρόνους. Έχουμε στο χωριό μας έναν σπετσέρη, πολύ σπουδαίο άνθρωπο και μη προς κακοφανισμό σας, που της έχει δοσμένα κι εγώ δεν ξέρω πόσα μασκαραλίκια. Και θα ’χω ξοδιασμένα απάνω από μια ντουζίνα ταρλαράκια για «κλυσίματα» με το συμπάθειο, για «αποστίγματα» που της βγάζουν, για πλυσίματα απ’ «τη Ζάκυνθο» και για πιοτά δυναμωτικά. Μα όλα αυτά δεν ήταν παρά ξώπετσα γιατρικά, που σου λέει ο άλλος. Ήθελε να της δώσει και κάποιο γιατρικό που το λένε κρασί «υμηττικό» μα, φοβήθηκα μα την αλήθεια, μήπως με αυτό τραβήξει για τον άλλο κόσμο, γιατί λένε, πως αυτοί οι μεγάλοι οι γιατροί σκοτώνουνε κι εγώ δεν ξέρω πόσο κοσμάκη μ’ αυτό το καινούργιο γιατρικό.

Page 103: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

103

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ

ΟΟ ΦΦ ΥΥ ΛΛ ΑΑ ΡΡ ΓΓ ΥΥ ΡΡ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Αραγκόν πριν μπει στη σκηνή, ξεφωνίζοντας στον κήπο μέσα. ΑΑΡΡΑΑΓΓΚΚΟΟΝΝ Βοήθεια ! βοήθεια ! Πιάστε τους ! πιάστε τον ! ληστές ! ληστές ! με δολοφονούν ! Δικαιοσύνη! Θεέ μου ! χάθηκα ! με σκότωσαν ! μ’ έσφαξαν ! μου’ κλεψαν τα λεφτά μου ! Ποιος το’ κανε ; Ποιος είναι ; Τι έγινε ; Που κρύβεται ; Τι να κάνω για να τον βρω ; Πού είσαι; Που να μην τρέξω ; Μην είν’ εκεί ; Μην είν’ εδώ ; Ποιος είσαι ; Στάσου !

(Στον εαυτό του, αρπώντας το μπράτσο του) Δος μου τα λεφτά μου κατέργαρε ! Α !... εγώ είμαι ! Τρελλάθηκα ! Δεν ξέρω πού είμαι, ποιος είμαι και τι κάνω ! Συφορά μου ! Τα λεφτά μου ! τα λεφτούλια μου ! το πουγγί μου ! Χρυσέ μου φίλε, με χώρισαν από σένα ! Και τώρα πια που μου τα πήραν, έχασα το στήριγμά μου, την παρηγοριά μου, τη χαρά μου ! Όλα πια τέλειωσαν για μένα κ’ έσβησε πια για μένα όλος ο κόσμος ! Χωρίς εσάς, λεφτούλια μου, δεν μπορώ να ζήσω ! Τετέλεσται ! Δεν βαστώ πια, πεθαίνω, πέθανα, είμαι θαμένος ! Δεν υπάρχει κανένας να μ’ αναστήσει δίνοντάς μου πίσω τ’ αγαπημένα μου λεφτά ή λέγοντάς μου ποιος τα πήρε; Ε ;... τι λέτε ; Ποιος μίλησε ; Δεν υπάρχει κανένας ; Αυτός που μου τα ’κλεψε πρέπει να παραμόνεψε πολύ και να διάλεξε την ώρα που κουβέντιαζα με το γιο μου, αυτόν τον προδότη ! Πάω να βρω, να φέρω τον ανακριτή και να του ζητήσω να μ’ ανακρίνει όλο μου το σπίτι : τις υπηρέτριες, τους υπηρέτες, το γιο μου, την κόρη μου και μένα τον ίδιο ! Να, κοίτα πόσοι άνθρωποι είναι μαζεμένοι γύρω μου ! Και σ’ όποιον ρίξω τα μάτια μου φαίνεται, ύποπτος. Όλοι Θαρρώ πως μ’ έκλεψαν. Ε ;... για τι πράμα μιλάτε σεις εκεί κάτω ; Γι’ αυτόν που μ’ έκλεψε ; Ε, τ’ είν’ αυτός ο θόρυβος εκεί πάνω; Μήπως είν’ ο κλέφτης μου; Τον έπιασαν; Έλεος ! Αν ξέρει Τίποτα κανείς για τον κλέφτη, τον ικετεύω να μου το πει. Μήπως και κρύβεται ανάμεσά σας ; Ω ! με κοιτάζουν όλοι και γελούν ! Θα το δήτε, σίγουρα θα ’ναι κι αυτοί ανακατωμένοι στην κλεψιά που μου ’καναν. Εμπρός ! φωνάξτε να ’ρθουν γρήγορα, αστυνόμοι, αστυφύλακες, φρούραρχοι, δικαστές, βασανιστές, κρεμάλες, δήμιοι ! Θέλω να κρεμάσω όλο τον κόσμο. Κι αν δε ξανάβρω τα λεφτά μου, θα κρεμαστώ κι ο ίδιος ύστερα !

Page 104: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

104

ΜΑΡΙΒΩ Μετ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

ΗΗ ΨΨΕΕΥΥΤΤΟΟΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΡΡΙΙΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Τριβλέν στο Λέλιο. ΤΤΡΡΙΙΒΒΛΛΕΕΝΝ Τι να στα λέω ! Άλλοτε αφέντης, άλλοτε υπηρέτης. Πάντα. προσεκτικός, πάντα επιδέξιος, τη μια φίλος των κατεργαρέων από συμφέρον, την άλλη φίλος των τίμιων από φυσικού μου. Να με περιποιούνται με το ένα μου πρόσωπο, να με κυνηγάνε με τ’ άλλο. Ν’ αλλάξω επαγγέλματα, ρούχα, χαρακτήρα, συνήθειες. Ριψοκινδύνευα πολύ, πετύχαινα λίγο. Εξωτερικά φρόνιμος, ακόλαστος κατά βάθος. Άλλοι με ξεμασκάρεψαν, άλλοι απλά με υποψιάστηκαν, όλοι με αμφισβήτησαν. Πάντως, τα δοκίμασα όλα και τώρα χρωστάω παντού. Οι δανειστές μου είναι δύο λογιών, α πρώτοι δεν ξέρουν πως τους χρωστάω κι οι δεύτεροι το ξέρουν και θα το ξέρουν για καιρό, μα την πίστη μου. Και πού δεν έμεινα, φίλε μου : σε πεζοδρόμια, σε ξενοδοχεία, σε καπηλεία, σε σπίτια αστών, σε σπίτια καλών ανθρώπων, ακόμα και στο σπίτι μου. Μέσα στη δυστυχία μου, ως κι η δικαιοσύνη με περιμάζεψε, αν και τα διαμερίσματά της είναι αρκετά θλιβερά ώστε τα χρησιμοποίησα μόνο σε μεγάλη ανάγκη. Τελικά, μετά από δεκαπέντε χρόνια δουλειάς, κόπων και βασάνων, τούτο δω το δεματάκι είναι όλο κι όλο ό,τι μου απόμεινε. Να τι μου άφησε ο αχάριστος αυτός κόσμος ! Μετά από όσα έκανα γι’ αυτόν ! Τα δώρα του να ’τα. Δεν αξίζουνε δεκαράκι τσακιστό.

Page 105: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

105

ΜΑΡΙΒΩ Μετ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

ΗΗ ΨΨΕΕΥΥΤΤΟΟΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΡΡΙΙΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Τριβλεν στο Λέλιο. ΤΤΡΡΙΙΒΒΛΛΕΕΝΝ Κύριε, παρακαλώ μην αμφιβάλλετε για ό,τι σας λέω. Δε χρειάζεται παρά να κοιτάξω μια γυναίκα στα μάτια για να σας πω με ακρίβεια τι αισθάνεται τώρα και τι θα αισθάνεται στο μέλλον. Ό,τι έχει μέσα στην καρδιά της είναι ζωγραφισμένο και στο πρόσωπό της. Έχω μελετήσει πάρα πολύ αυτό το είδος της γραφής, κι έτσι είμαι σε θέση και τη διαβάζω τόσο εύκολα όσο και τη δική μου. Προ ολίγου, για παράδειγμα, ενώ ήσασταν στον κήπο και κόβατε λουλούδια για την Κόμισσα, μαστόρευα εκεί κοντά της ένα φράχτη, και νάσου βλέπω τον Ιππότη, εύθυμο και ζωηρό να αστειεύεται μαζί της. Τι χαριτωμένα που τα λέτε ! Του έλεγε εκείνη δήθεν αδιάφορα, αλλά χαμογελώντας κιόλας με τα αστεία του. Οποιοσδήποτε άλλος δε θα έδινε την παραμικρή σημασία σ’ αυτήν τη λεπτομέρεια. Εκτός από μένα. Γιατί αυτό ήταν σημάδι που κάτι σήμαινε. Και ξέρετε τι σήμαινε αυτό το σημάδι ; Σήμαινε, «πόσο με διασκεδάζετε, Ιππότη, τι ευχάριστος που είστε, δεν το νιώθετε επιτέλους πως μ’ αρέσετε ;»... … Να λοιπόν και κάτι άλλο που δε σηκώνει αμφιβολία. Ο Ιππότης συνέχιζε, όταν κάποια στιγμή της δίνει δυο-τρία πεταχτά φιλιά· εκείνη βέβαια θύμωσε, αλλά δεν τον απέκρουε. Αφήστε με λοιπόν, του έλεγε μ’ ένα ύφος όλο απάθεια, χωρίς να κάνει το παραμικρό για να τον αποφύγει και με μια νωχέλεια που σίγουρα την εξέθετε στις επιθυμίες του. Του έλεγε μόνο, ποιος ξέρει τι θα βάζετε με το νου σας ! Εγώ βέβαια, μαστορεύοντας πάντα το φράχτη μου, εξηγούσα αυτά τα «ποιος ξέρει τι βάζετε με το νου σας» και τα «αφήστε με, λοιπόν» κι έβλεπα Καθαρά πως σήμαιναν, «κουράγιο, Ιππότη, ελάτε, δώστε μου άλλο ένα φιλί, αλλά προσέξτε να με ξαφνιάσει, για να μπορούμε να σώζουμε κάπως και τα προσχήματα. Εγώ πρέπει να λέω όχι σε όλα, κι εσείς να είσαστε τόσο επιδέξιος, ώστε να μην μπορώ να σας αποκρούσω... … Να και το πιο σημαντικό : Α ! τι όμορφο χεράκι, λέει εκείνος. Επιτρέψτε μου για λίγο να το θαυμάσω. — Δεν είναι ανάγκη, εκείνη — Μα σας παρακαλώ, εκείνος. Και χωρίς να χάσει καιρό, παίρνει χέρι της κι αρχίζει να το χαϊεύει. — Μα σταματείστε, εκείνη. — Καμιά απάντηση. Ένα χαριτωμένο χτύπημα με τη βεντάλια, που βέβαια σήμαινε, «μη σταματάτε». Της πιάνει τη βεντάλια, καινούριες επιθέσεις στο αιχμαλωτισμένο της χέρι, το άλλο έρχεται σε βοήθεια, ο εχθρός αντεπιτίθεται. — Δε σας καταλαβαίνω, μα σταματείστε λοιπόν, εκείνη. Τι άνεση στις αντιδράσεις σας, Κυρία, λέει ο Ιππότης. Η Κόμισσα προσπαθεί να τον αποφύγει, εκείνος την κοιτάζει τρυφερά, αυτή κοκκινίζει, ο Ιππότης ανάβει, η Κόμισσα θυμώνει λίγο, εκείνος πέφτει στα πόδια της, τη βλέπω να τον απωθεί μισοαναστενάζοντας, αυτός ανταποδίδει με βαθείς αναστεναγμούς... κι’ ύστερα σιωπή. Τρυφερά βλέμματα. Μετά, εκείνη του λέει : — Κύριε, τι σημαίνουν όλ’ αυτά ; Το βλέπετε πολύ καλά, Κυρία. — Μα σηκωθείτε, λοιπόν, εκείνη. — Θα με

Page 106: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

106

συγχωρήσετε ποτέ, εκείνος. — Ω, δεν ξέρω, του απαντάει. (Παύση) Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, μπήκατε. Νομίζω όμως ότι ήδη η υπόθεση είχε κλείσει. Εσείς τι λέτε ;

Page 107: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

107

ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ Μετ: ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΟΥΛΟΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΜ ΠΠ ΙΙ ΛΛ ΟΟ ΡΡ ΑΑ

Μονόπρακτο, Σκηνή Πρώτη.

Ο Μπιλόρα μπαίνει μουρμουρίζοντας και αναθεματίζοντας. Είναι μόνος. ΜΜΠΠΙΙΛΛΟΟΡΡΑΑ Ε ρε, Θεέ μου και τι δεν κάνει ο ερωτοχτυπημένος και που δε φτάνει ! Εκεί που δε χώνεται ούτε βόλι από μπομπάρδα, εκειδά φτάνει ο άτιμος. Πουτάνα αγάπη ! Ποιος να το ’λεγε ότι ο έρωτας θα μου παιζε τέτοιο άσκημο παιχνίδι. Γιατί να ’μαι τώρα ν’ ανακατεύομαι με κόσμο που δεν έχω ματαδεί μακριά από το ωραίο μου το σπιτάκι ! Και μήτε ξέρω καλά-καλά πού βρίσκουμαι. Κι ύστερα σου λέει ότι ο έρωτας σε παραλύει. Μωρέ σε παίρνει και σε σηκώνει, χώνει το διάολο μέσα σου και σε κάμει να κάμεις ό,τι δε βάνει ο νους σου. Ε, το λοιπόν εγώ σου λέω — για να μιλήσω κι εγώ μια φορά για την αφεντιά μου — ότι έτσι και δεν μ’ είχε τσιγκλήσει ο έρωτας να βγω το κατόπι νά βρω την κυρά μου, δεν θα γύριζα σαν την άδικη κατάρα από ψες να οργώνω τους κάμπους, να πηδάω φράχτες και παλούκια και να ’χω γίνει κίτρινος σαν το φλουρί. Αχ, τέτοια ζωή δεν την βαστώ. Τι να λέμε τώρα, άστα να πάνε... Βρε ο έρωτας σε σούρνει με πιότερη ορμή κ από μισή ντουζίνα βόδια ! Φτου να πάρει ! Γέμισα γαϊδουράγκαθα ! Κακός μπελάς ο έρωτας. Λένε ότι τάχα μαγκώνει και καψώνει μόνο τους νιους αλλά εγώ βλέπω ότι και οι γέροι δεν πάνε πίσω. Έτσι και το χούφταλο που μου πήρε τη γυναικούλα μου έχει το διάολο στα σκέλια του και θέλει να του τονε βγάλει η κυρά μου. Μωρέ την καρδιά πρέπει να του βγάλει του γεροξεκούτη! Που να τον φάει η μαρμάγκα αυτόνα κι όποιονα τον κουβάλησε στο χωριό μου, τον παλιογρουσούζη τον τοκογλύφο ! Που να μη σώσει να χαρεί τους παράδες του όπως εγώ δε χαίρομαι πια τη γυναικούλα μου !

(Παύση. Αλλάζει τόνο) Ε λοιπόν, που να πάρει ο διάολος Το ’χω παρατηρήσει ότι μου βγαίνει τελικά σε κακό ό,τι θαρρώ τυχερό μου. Πήγαινα ο άμοιρος κι έσμπρωχνα τις βάρκες πρωί βράδυ αλλά πού να φανταζόμουνα ότι ένας εξυπνάκιας έσμπρωχνε τη γυναίκα μου όξω από το σπίτι μου. Ποιος ξέρει μπορεί και να μην την ματαδώ ποτές. Μωρέ κάλλιο να ’σμπρωχνα πιότερο μέσα στο σπίτι μου οπού ’ταν μεγαλύτερη ανάγκη παρά στα κανάλια. Κοίτα μπλέξιμο διάολε, σε άσκημους μπελάδες βρέθηκα. Πεθαίνω της πείνας, δεν έχω μπουκιά να βάλω στο στόμα μου κι ούτε δεκάρα τσακιστή στην τσέπη να πάω ν αγοράσω κάνα ξεροκόμματο. Να ’ξερα τουλάχιστο πού είναι εκείνη, πού την έχει πάει... Να την παρακαλέσω τουλάχιστο να μου δώκει κάνα κομμάτι ψωμί.

Page 108: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

108

ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ Μετ: ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΟΥΛΟΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΜ ΠΠ ΙΙ ΛΛ ΟΟ ΡΡ ΑΑ

Μονόπρακτο, Σκηνή Τρίτη.

Ο Μπιλόρα μονολογεί. ΜΜΠΠΙΙΛΛΟΟΡΡΑΑ Σιγά καλέ που δε θα το ρω. Άκου... (Γυρίζει νομίζοντας ότι η Ντίνα είναι ακόμη εκεί) Α, στάκα, αφανίστηκε... Πω πω, λιγώθηκα από την πείνα και ξέχασα να ρωτήσω αν πρέπει να ’ρθω ταχιά πίσω ή να κάμω με το πάσο μου. Λοιπόν, φτάνει, πάω να φάω γιατί μου φαίνεται ότι ο γέρος θα γυρίσει πριν προλάβω να περιδρομιάσω. Κάτσε να δω πόσα λεφτά μου ’δωκε η Ντίνα. (Παρατηρεί τα χρήματα ανοίγοντας την παλάμη του) Όρε μάνα μου, τι διάολο είναι τούτα δω ; Ωραία ξεκινήσαμε ! (Στριφογυρίζει στα δάχτυλά του

ένα νόμισμα) Ιδέα δεν έχω τι είναι. Άι στα κομμάτια ! Κοίτα να δεις που είναι δυάρι και δεν το κατάλαβα. Μάλιστα κύριε, είναι ο πρώτος παράς που χάλασα όταν έγινα άντρας. (Ξεφυσάει και παίρνει ένα άλλο νόμισμα) Κι αυτό εδώ είναι μοράλια. Και τούτο δω ; Μα της μάνας του το πράμα ! Είναι μεγάλο και παχύ, σίγουρα αξίζει περσότερο από τα άλλα. Τι σκατά ! τούτο δω έχει μεγάλη αξία αλλά δε μου ’ρχεται στην κούτρα μου πως το λένε. Μα ναι διάολε, κόρνο είναι και μου φαίνεται ότι υπάρχουνε πιο πολλοί τέτοιοι παράδες παρά απ’ τους άλλους. Τώρα όμως πρέπει να πάω για φαΐ, εγώ. (Παρατηρεί με προσοχή την εξώπορτα του Ανδρόνικου και την

ακουμπάει) Μια φορά τούτη είναι η πόρτα του γέρου. Θα μπορέσω άραγε να την ξανάβρω μετά ; (Πάει να φύγει, μετά κοντοστέκεται) Μωρέ ας δω τους παράδες άλλη μια φορά. Αυτό είναι δυαράκι και μια μοράλια μας κάνουνε τέσσερις μονέδες· και ένα κόρνο μας κάνουνε πέντε· και ένα που θα κρατήσω για μένα μας κάνουνε έξι· και ένα που περισσεύει για να το χαλάσω μας κάνουνε το σύνολο εφτά. Πωπώ ! σαν να λέμε για δεκαεννιά σολδιά θα ’χα ολάκερη λίρα βενέτικη !

(Κατευθύνεται προς το καπηλειό παρατηρώντας συνεχώς τα νομίσματα)

Page 109: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

109

ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ Μετ: ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΟΥΛΟΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΜ ΠΠ ΙΙ ΛΛ ΟΟ ΡΡ ΑΑ

Μονόπρακτο, Σκηνή Τέταρτη.

Ο κυρ Ανδρόνικος μόνος του φτάνει βήμα βήμα και πριν μπει μονολογεί έξω από την είσοδο του σπιτιού. ΑΑΝΝΔΔΡΡΟΟΝΝΙΙΚΚΟΟΣΣ Τελικά καλά μου το έλεγαν ότι όποιος δεν κάνει τις τρέλες του νέος τις κάνει οπωσδήποτε όταν έλθουν τα γηρατειά. Θυμούμαι ιδιαιτέρως τότε που ήμουν· νέος, τον κυρ-Νικολέτο και τον κυρ-Πανταζιλέο, τους άγιους αυτούς ανθρώπους που μου έλεγαν : «Γιατί καλέ Ανδρόνικε είσαι όλη μέρα κακόκεφος και σκεφτικός ; Γιατί να πάρει η ευχή δε βρίσκεις κι εσύ μια κοπελίτσα να ευφρανθεί η καρδία σου ; Πότε μωρέ θα σου ’ρθει η όρεξη να περάσεις καλά, όταν δεν θα μπορείς πια ; Φαίνεσαι, πως να το πω, λες και σου έχουνε κάνει μάγια. Λάβε υπόψη σου όμως—και θυμήσου την κουβέντα μου — ότι κάποια ανοησία θα κάνεις για τον έρωτα όταν θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου !». Και να που βγήκανε αληθινά τα λόγια εκείνα. (Χαμογελάει) Θα προτιμούσα, ωστόσο, τον έρωτα σε αυτή την ηλικία αν δεν υπήρχε μια μικρή λεπτομέρεια που μου χαλάει τη δουλειά παρά τις αγαθές μου προθέσεις ! Νon respondent ultima primis. Δηλαδή, σα να λέμε το μεν πνεύμα πρόθυμο η δε σαρξ ασθενής ή με άλλα λόγια το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται στις προθέσεις. Διάολε, άσχημο πράγμα τα γηρατειά! (Αναστενάζει αλλά συνέρχεται γρήγορα) Παρ’ όλα αυτά το λέει η ψυχούλα μου... Ε δεν είμαι δα και κανένα ραμολί ! Ο έρωτας σε σπρώχνει σε μεγάλα έργα ! (Στο κοινό) Ακούστε πως κατάφερα να κλέψω αυτή την κοπελούδα και να την πάρω από τον άνδρα της. Και κινδύνευσα να χάσω την ίδια τη ζωή μου για να την αποκτήσω, τόσο πολύ τη έχω ερωτευθεί και τόσο πολύ την αγαπώ. Κι εδώ που τα λέμε, είναι μια κόρη μπουκιά και συχώριο, για να μη σας τα πολυλογώ μοιάζει με άγγελο χερουβείμ κι έχει και ένα στοματάκι που σε κάνει να τρελαίνεσαι να το φιλήσεις. Ένα πράγμα με προβληματίζει όμως : μην έρθει κανένας απ’ τους δικούς της να μου την πάρει πίσω. Διότι θα έχει κακά ξεμπερδέματα μιας κι εγώ έχω σκοπό να την χαρώ. Αν εκείνη, από την πλευρά της, εκτελεί τα καθήκοντά της όπως πρέπει, εγώ δεν θα την αφήσω έτσι. Θα έχει ότι αγαπάει και έχει πάρει ήδη μια γερή προκαταβολή γιατί της έχω δώσει το ελεύθερο να κάνει ό,τι ποθεί με τους παράδες μου και μπορεί να χαλάει όσα θέλει μέσα κι έξω από το σπίτι δίχως να της πω κουβέντα. Δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν· είναι ωραίο πράγμα να είσαι κυρά κι αφέντρα ! Κάνει ό,τι της έλθει στο νου και διατάζει όπως επιθυμεί. Έχει ό,τι θέλει η ψυχή της με ένα της νεύμα. Θα είναι τυχερή αν τα πάει καλά μαζί μου ! Ω και τι δεν θα ’δινα για ν’ ακούσω μια της λέξη, για να δω την ψυχούλα μου ! Εμπρός, ας ανέβω πάνω να την δω λιγάκι γιατί μ’ έχει βάλει σε κλίμα γιορτής κι αλλεγρίας που έτσι και δεν χορέψω μαζί της θα χάσω το κέφι μου και δε θα κάνω καλά τις δουλειές μου. Είμαι σε τέτοια φόρμα που το λέει η καρδούλα μου να χορέψω τέσσερις απανωτούς αντικριστούς χορούς κι έπειτα να χορέψω και τα λιανοτράγουδα και να κάνω κι όλες τις φιγούρες που δεν είναι και λίγο πράγμα ! Ω θα μου είναι χρήσιμη σε πολλά πράγματα αυτή η κοπελούδα. Πρώτον θα με γιατροπορεύει όταν θα είμαι κρυωμένος και όταν θα κρεατώνομαι. Έπειτα θα έχω

Page 110: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

110

έναν δικό μου άνθρωπο να του λέω τον πόνο μου και να του μιλώ για τις υποθέσεις μου.(Κάνε ένα σφύριγμα και λέει με γλυκό ύφος ενώ κοιτάει προς τα μέσα) Έλα, άνοιξε ! (Στον εαυτό του) Ένας Θεός ξέρει αν γύρισε ο υπηρέτης με τη βάρκα.

Page 111: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

111

ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ Μετ: ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΟΥΛΟΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΜ ΠΠ ΙΙ ΛΛ ΟΟ ΡΡ ΑΑ

Μονόπρακτο, Σκηνή Ενδέκατη.

Ο Μπιλόρα μονολογεί. ΜΜΠΠΙΙΛΛΟΟΡΡΑΑ Μπα που να πάρει και να σηκώσει ! Ούλα ανάποδα μου πάνε. Μωρέ ανάποδα θα τον γυρίσω εγώ τον παλιόγερο ! Θα στονε κάμω να τα κάμει πάνω του, εδωδά θ’ αφήσει τα κοκαλάκια του ! Και στο κάτω κάτω της γραφής, τι μου μένει ; Εμένα καταστράφηκε πια η ζωή μου. Καλύτερα να τηνε κάμω όξω τη δουλειά μη βρω το μπελά μου. Γιατί έτσι που ’μαι φουρκισμένος δε θέλει και πολύ να κάμω καμιά κουτουράδα ! Φτάνει, έχω λογαριάσει μια χαρά τι θα κάμω. Όταν τονε δω να έρχεται όξω, θα του ορμήσω, θα του βάλω τρικλοποδιά κι αυτός θα πέσει καταγής και μετά θα στονε κανονίσω μια χαρά ! Πάρε και τούτη πάρε και την άλλη ! (Κάνει χειρονομίες έξαλλος) Δεν το ’χω σε τίποτα να του πετάξω τα άντερα όξω ! Ναι μωρέ, θα του κοπεί το αίμα έτσι. Και μετά θα μιλήσω σα Σπανιόλος στρατιώτης που ένας τους κάμει για τρεις. Καλύτερα να κάμω μια πρόβα. Ωραία, θα βγάλω όξω τη μαχαίρα ! (Βγάζει ένα μαχαίρι σαν αυτό που έχουν οι χωριάτες και το βάζει κάτω από το φως) Για να δω αν γυαλίζει. Να πάρει δε γυαλίζει πολύ, δε θα φοβηθεί για τα καλά. Και ας πούμε ότι αυτό το — με το συμπάθιο — το μαρκούτσι είναι αυτός και ότι εγώ είμαι εγώ, ο Μπιλόρα που το λέει η καρδούλα του ! Και θα αρχίσω να βρίζω, να κατεβάζω ούλα τα καντήλια που υπάρχουν στην Πάδουα… Της μάνας σου το πράμα παλιόγερε, ανίκανε, καταραμένε, παλιοοβρέε ! Να σ’ αρπάξω να σου δείξω εγώ γιατί σε τρώει ο κώλος σου ! Και δώστου και μπήχτου ! ... (Χτυπάει τη μπουκάλα κι αυτή πέφτει κάτω. Ο Μπιλόρα κοιτάει το μαχαίρι που λερώθηκε από το κόκκινο κρασί)... Μέχρι να τον ξεκάμω. (Παύση) Κι απέ θα του βγάλω τα ρούχα, θα τον αφήσω τσίτσιδο απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, εγώ, κι απέ λαγός ! Και θα τον αφήσω έτσι ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο χώμα σα σβουνιά από γελάδια. Κι απέ θα πουλήσω το πανωφόρι του και θ’ αγοράσω ένα άλογο και θα πάω να γίνω στρατιώτης, εγώ, να πολεμήσω. Μια φορά δε γουστάρω να γυρίσω στο σπίτι μου ! Λοιπόν, φτάνει ! Θα κρυφτώ εδώ. (Κρύβεται στη γωνία της οικίας του Ανδρόνικου) Θέλω να βγει όξω, να βγει γρήγορα ! Ησυχία, έρχεται ; Βγήκε όξω ; (Νομίζει ότι ο Ανδρόνικος βγήκε έξω και ορμάει) Ναι ! Που να σε φάει η κακιά αρρώστια, κωλόγερε ! Παλιομπινέ ! .. . Γαμώ το πηγάδι τ’ άπατο ! Μα που είναι ; (Κοιτάζει γύρω του) Δε βγήκε. Ωραία τα κατάφερες ! (Γυρίζει στη γωνία) Λες να μη βγει καθόλου όξω ; Ησυχία ! Σουτ ! (Ακούει ν’ ανοίγει η πόρτα)Μα την πίστη μου, αυτή τη φορά έρχεται στ’ αλήθεια. Ναι, έρχεται, δε γελιέμαι. Πρέπει να κρατηθώ μην κάνω και του ορμήξω πριν βγει από την πόρτα.

(Κρύβεται πιο πολύ)

Page 112: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

112

ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ Μετ: ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΟΥΛΟΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΡΡ ΟΟ ΥΥ ΤΤ ΖΖ ΑΑ ΝΝ ΤΤ ΕΕ

Μονόπρακτο, Σκηνή Πρώτη.

Ο Ρουτζάντε μπαίνει λαχανιασμένος από το βάθος και προχωρά προς το προσκήνιο. Είναι ρακένδυτος και βρώμικος, γεμάτος σκόνη. Κοιτάζει γύρω του σκουπίζοντας τον ιδρώτα που στάζει κάτω από το κράνος του. Μονολογεί. ΡΡΟΟΥΥΤΤΖΖΑΑΝΝΤΤΕΕ Επιτέλους έφτασα στη Βενετιά ! Τη λαχτάρα που ’χα εγώ να φτάσω στον τόπο τούτο δεν την έχει ούτε φοραδίτσα λιγνή κι αποσταμένη που αδημονεί να φτάσει στο φρέσκο χορταράκι. Άντε, θα πάρω τώρα τα πάνω μου και θα χαρώ και τη γλυκιά μου τη Νιούα που καταπώς έμαθα, ήρθε εδωδά να μείνει,. (Ξεφυσάει) Που να πάρει ο διάολος τη στρατιωτική ζωή, τον πόλεμο και τους φαντάρους, τους φαντάρους και τον πόλεμο ! Σιγά μη με τσακώσουνε πάλι κορόιδο και μου φορέσουνε τη στολή ! Αχ, θα γλιτώσουν τα αυτάκια μου απ’ τα ταμπούρλα, τέρμα πια οι τρουμπέτες και τα παραγγέλματα «στα όπλα»... Θα σκιάζουμαι τώρα ; Που άμα άκουγα να σκούζουνε «στα όπλα», γινόμουνα σαν τη βρεγμένη γάτα. Ντουφέκια, πυροβολικό ; Πάνε αυτά. Ούτε θα με παίρνουνε πια με τις κλωτσιές ! (Γελάει) Ούτε σαΐτες πια ούτε να το βάνω στα πόδια με την ουρά στα σκέλια. Επιτέλους θα κλείσω μάτι σαν άνθρωπος. Θα βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου να στυλωθώ. Που να πάρει ο διάολος το γυναίκειο πηγάδι ! μερικές φορές ούτε να χέσω σαν άνθρωπος δεν μπορούσα, να φχαριστηθεί η ψυχή μου. Αχ Άγιε μου Μάρκο ! Επιτέλους πατάω τη γη τούτη και δεν τρέχω κίντυνο πια. Αι στα κομμάτια, έφτασα ώσπου να πεις κύμινο. Κοίτα να δεις που ο φόβος έβαλε φτερά στα πόδια μου, μ’ έσμπρωχνε η πεθυμιά. Μου φαίνεται ότι τελικά τα παπούτσια μου θα πληρώσουνε τη νύφη. Για να δω. (Εξετάζει μια-μια τις σόλες των πατουτσιών του) Νάτα δεν τα ’λεγα ; Που να με φάει η μαρμάγκα ! Κοίτα να &εις χάλια, πάει η σόλα ! Ωραίο χαΐρι έκανα με τον πόλεμο. Να με πάρει και να με σηκώσει ! Μωρέ φωτιά να μου ’χαν βάλει οι οχτροί στον κώλο, τόσο δρόμο δε θα ’καμα. Μια χαρά τα κατάφερα ! (Κοιτάζει γύρω του) Από την άλλη δεν το ’χω σε τίποτα να σουφρώσω κανα ζευγάρι ποδήματα, καταπώς σούφρωσα τούτα δω από ’να βλάχο. Εδώ που τα λέμε δεν θα ’ταν άσκημα να κάμεις το φαντάρο μόνο και μόνο για να πλιατσικολογείς, έλα όμως που περνάς και μεγάλα ζόρια. Μωρέ δεν πάει στο διάολο ! Εγώ είμαι εδώ τώρα, στη σιγουριά μου. Πάλι όμως σαν ψέματα μου φαίνεται. Κι αν ονειρεύουμαι ; Κι αν σκοτώθηκα στον πόλεμο και είμαι το φάντασμά μου ; Καλό Θα ‘ταν κι αυτό, (Βγάζει γρήγορα από το δισάκι του ένα ξεροκόμματο ψωμιού και το δαγκώνει) Όχι, διάολε ! Τα φαντάσματα δεν τρώνε. (Με το στόμα γεμάτο) Εγώ είμαι εγώ και είμαι ολοζώντανος. Να ’ξερα μόνο πού θα βρω τη Νιούα μου, ή τον κουμπάρο μου το Μενάτο που όπως έμαθα, είναι κι αυτός εδώ, στη Βενετιά. Διάολε ! Η καλή μου θα με τρέμει, τώρα, εμένα. Πρέπει ν’ αποδείξω ότι είμαι πια φοβερός και τρομερός. Όπως και να ’χει άλλαξα, έγινα παλικαράς κι αντρείος κι ας κατήντησα έτσι που να με παίρνουν στο κατόπι τα σκυλιά. Ο κουμπάρος μου σίγουρα θα με ρωτήσει για τον πόλεμο. Το κέρατό μου το τράγιο ! Έχω να του αραδιάσω ιστορίες ! (Παύση, κοιτάζει στο βάθος) Μου φαίνεται ότι είναι αυτός εκεί. Ναι, αυτός είναι μωρέ. Κουμπάρε ! Ε, κουμπάρε ! Εγώ είμαι. Ο Ρουτζάντε, ο κουμπάρος σας.

Page 113: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

113

ΡΟΥΤΖΑΝΤΕ Μετ: ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΟΥΛΟΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΡΡ ΟΟ ΥΥ ΤΤ ΖΖ ΑΑ ΝΝ ΤΤ ΕΕ

Μονόπρακτο, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Ρουτζάντε με τον κουμπάρο του. ΡΡΟΟΥΥΤΤΖΖΑΑΝΝΤΤΕΕ Ααχ ! Μα την πίστη μου όχι ρε κουμπάρε ! Όχι πως δεν θα το ’καμα σε ώρα ανάγκης, αλλά να, δεν είναι και πολύ σίγουρο κόλπο. Κάλλιο να τρέξω δέκα μίλια παρά να κάτσω να κιντυνέψω. Αχ, αν είχατε πάει κουμπάρε, εκεί που πήγα εγώ, χίλιες φορές θα ’φχόσαστε να ’χατε φτερούγες αντίς για χέρια ! Για να καταλάβετε, μια μέρα μας πήρανε φαλάγγι σε μια μάχη κι όπως το ’βαλα στα ποδια, ένας με άλογο που το ’σκαγε κι αυτός, μου πάτησε το ποδάρι και μου ’βγαλε το παπούτσι. Ούτε που γύρισα να το πάρω από τη φούρια μου ! Και το ωραίο είναι ότι το χιλιόγδαρα το ποδάρι μου γιατί έτρεχα πάνω σε κάτι χαλίκια. Έγινα λαγός, ούτε μια ματιά δεν έριξα ξωπίσω μου ! Μη συζητάτε κουμπάρε για κρυψώνες και τέτοια.. Εδώ μιλάμε για τροχάδι μέχρι να σου κοπεί η ανάσα. Νομίζετε δηλαδή ότι την ώρα που το σκας έτσι και σου ’ρθει να τα κάμεις και δεν κρατιέσαι, Θα κάτσεις να χάσεις χρόνο ; Ναι καλά, χαιρέτα μου τον πλάτανο ! Και κατά πώς φαίνεται σε κάτι τέτοιες καταστάσεις ο οργανισμός δουλεύει ρολόι. Και νάσου μετά πασαλείβουνται οι βράκες. Γιατί δηλαδή, ο καπετάνιος των Βενετσιάνων, ο κυρ-Βαρθολομαίος, που έκαμε τον φοβερό και τον τρομερό στη Βιτσέντσα δεν έπεσε στο νερό για να γλιτώσει ; Κι ενώ βλέπει τους άλλους να πνίγουνται στο νερό, τρέχει και στην Πάδουα να τρυπώσει· κάνω λάθος ; Τι μου συζητάτε τώρα. Να μου πείτε για τροχάδι μέχρι να σου κοπεί η ανάσα, μάλιστα ! Εγώ σας λέω ότι δεν αλλάζει τίποτα κι αν είσαι παλικαράς. Σας το λέω εγώ, που δε χαμπαριάζω ακόμη κι αν είναι να τα βάλω με τέσσερις ! Άμα το στράτευμα πάθει ήττα κι ο ίδιος ο Ρολάνδος θα γινότανε καπνός.

Page 114: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

114

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: ΓΕΡ. ΣΠΑΤΑΛΑ

ΟΟ ΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΗΗΣΣ ΔΔΥΥΟΟ ΑΑΦΦΕΕΝΝΤΤΑΑΔΔΩΩΝΝ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Έκτη.

Δρόμος με το ξενοδοχείο του Μπριγκέλα. Ο Τρουφαλδίνος μόνος. ΤΤΡΡΟΟΥΥΦΦΑΑΛΛΔΔΙΙΝΝΟΟΣΣ Βαρέθηκα να περιμένω, δεν μπορώ άλλο. Μ’ αυτό τον αφέντη τρώγω λίγο, κι αυτό το λίγο με κάνει να το λαχταράω. Το ρολόι τση χώρας εσήμανε μεσημέρι εδώ και μισή ώρα, και το στομάχι μου σήμανε μεσημέρι εδώ και δυο ώρες. Να ’ξερα κάνε πού θα πάει να κάτσει ! Οι άλλοι τόμου φτάκουνε σε μια ώρα, πρώτη δουλειά πάνε στο ξενοδοχείο. Αυτός, κύριέ μου, όχι. Αφήνει τα μπαούλα στη βάρκα, και πάει να κάνει βίζιτες, και δε θυμάται τον άμοιρο υπηρέτη του. Τόμου σου λένε πως πρέπει να δουλεύεις τον αφέντη μ’ αγάπη, πρέπει να πούνε και στους αφέντηδες νάχουνε κι αυτοί μια σταλιά λύπηση για την υπηρεσία. Εδώ είν’ ένα ξενοδοχείο. Έτσι μούρχεται να πάω να ιδώ αν μπορώ να γλεντήσω τα δόντια μου. Κι αν με γυρέψ’ ο αφέντης; Το λάθος δικό του, έπρεπε νάχει και λίγη διάκριση. Λέω να πάω, μα τώρα που το σκέφτομαι βρίσκω μια μικρή δυσκολία, που δεν την είχα λογαριάσει: δεν έχω μήτε δεκαράκι. Αχ, άμοιρε Τρουφαλδίνε ! Παρά να κάνεις τον υπηρέτη, κάλλιο νάκανες… να πάρει ο διάολος… σαν τι ; Δόξα σοι ο θεός δεν ξέρω να κάνω τίποτα.

Page 115: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

115

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: ΓΕΡ. ΣΠΑΤΑΛΑ

ΟΟ ΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΗΗΣΣ ΔΔΥΥΟΟ ΑΑΦΦΕΕΝΝΤΤΑΑΔΔΩΩΝΝ

Πράξη Πρώτη, Δέκατη Τέταρτη.

Δρόμος με το ξενοδοχείο του Μπριγκέλα. Ο Τρουφαλδίνος μόνος. ΤΤΡΡΟΟΥΥΦΦΑΑΛΛΔΔΙΙΝΝΟΟΣΣ Καλός είμαι και του λόγου μου, που δεν πάω καλιά μου. Να ιδώ πώς θα τα καταφέρω μ’ αυτές τσι δυο υπηρεσίες. Θα ιδώ την ικανότητά μου. Ετούτο το γράμμα, που είναι για τον άλλον αφέντη, μου κακοφαίνεται να του το δώκω ανοιγμένο. Θα τηράξω, να το διπλώσω. (Το διπλώνει) Τώρα πρέπει να το βουλώσω. Μα πώς γίνεται ; Έχω ιδεί τη νόνα μου, που καμιά φορά βούλωνε τα γράμματα με ψωμί μασημένο. Θα δοκιμάσω. (Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα κομμάτι ψωμί) Μου κακοφαίνεται να χαλάσω αυτό το λίγο ψωμί, μα θέλει υπομονή. (Μασάει λιγάκι ψωμί, μα χωρίς να θέλει το

καταπίνει) Ω διάολε ! Επήγε κάτω. Πρέπει να μασήσω άλλο κομμάτι. (Κάνει το ίδιο και το

καταπίνει) Δεν έχει γιατριά. Η φύση αντιστέκεται. Θα δοκιμάσω ξανά. (Μασάει όπως και πριν και με πολύ δυσκολία βγάζει το ψωμί από το στόμα) Ω, το καταφέραμε ! Θα βουλώσω το γράμμα (Το

σφραγίζει με ψωμί) Μου φαίνεται πως είναι καλά. Δεν πρέπει να καταλάβει πως τ’ ανοίξανε. Είμαι σπουδαίος εγώ για να τα διορθώνω ! Ω, ξέχασα τέλεια το χαμάλη. (Φωνάζει) Συνάδερφε, έλα ’δω, φέρε το μπαούλο.

Page 116: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

116

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: ΓΕΡ. ΣΠΑΤΑΛΑ

ΟΟ ΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΗΗΣΣ ΔΔΥΥΟΟ ΑΑΦΦΕΕΝΝΤΤΑΑΔΔΩΩΝΝ

Πράξη Πρώτη, Δέκατη Τρίτη.

Ο Τρουφαλδίνος μόνος. ΤΤΡΡΟΟΥΥΦΦΑΑΛΛΔΔΙΙΝΝΟΟΣΣ Κατάλαβα... με πρόδωσε ! Και πάνω που πίστεψα πως είχα βρει επιτέλους μια πιστή γυναίκα.... Αγαπιόμαστε δυο χρόνια, αλλά ο πατέρας της δεν μου τη δίνει. Είμαι ανεπρόκοπος, λέει, επειδή μου αρέσει το κρασί και το γλέντι· ξεχνάει πως είμαι ευγενής και δεν ξεπερνάω ποτέ τα όρια... Το σκέφτηκα, λοιπόν κι εγώ, το ξανασκέφτηκα, άλλη λύση δεν βρήκα. Της πρότεινα να κλεφτούμε. Η Βεατρίκη μου δεν δίστασε καθόλου. Μάζεψε στο άψε-σβήσε Τα πράγματα της και το ’σκασε απ’ το σπίτι. Την έστειλα εδώ μ έναν πιστό υπηρέτη κι εγώ έμεινα στη Βενετία να μη δημιουργήσω υπόνοιες. Όμως, κάποιος φανφαρόνος που τη νοστιμευόταν κι αυτός, κάτι υποπτεύθηκε, κι άρχισε να με παρακολουθεί. Ε, τι τα θες... Η μια κουβέντα έφερε την άλλη, είπε αυτός πολλά, είπα κι εγώ τα δικά μου, και στο τέλος, έφαγε ένα χαστούκι, που θα το θυμάται για καιρό. Έγινε μεγάλο σούσουρο στη Βενετία κι αυτός άρχισε να απειλεί πως θα με κλείσει μέσα. Αναγκάστηκα κι εγώ να το σκάσω το ίδιο βράδυ, με μια γόνδολα, έτσι όπως ήμουνα, χωρίς λεφτά, χωρίς ρούχα, χωρίς τίποτα... Πίστευα πως εδώ θα ’βρισκα τουλάχιστον την αγαπημένη μου τη Βεατρίκη, αλλά αυτή η άπιστη μου την έφερε. Τι να γίνει... Γυναίκες... Άκου, φίλε, τις λίγες μέρες που θα βρίσκομαι εδώ, μη με φωνάζεις Τονίνο. Φοβάμαι μήπως μ’ αναγνωρίσει κανείς κι έχουμε κακά ξεμπερδέματα.

Page 117: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

117

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

ΟΟΙΙ ΔΔΙΙΔΔΥΥΜΜΟΟΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΒΒΕΕΝΝΕΕΤΤΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δωδέκατη.

Ο Τονίνο στο κοινό. ΤΤΟΟΝΝΙΙΝΝΟΟ Αυτά τα βάρη τα νιώθουν οι άχρηστοι, οι άμυαλοι και οι χαραμοφάηδες. Τυχερός ο άντρας που έχει μια καλή γυναίκα στο πλευρό του. Η αγάπη της του ζεσταίνει την καρδιά κι η προκοπή της του ομορφαίνει τη ζωή. Αυτή δεν φροντίζει το σπίτι; αυτή δεν κουμαντάρει τους υπηρέτες ; Δεν τον βαραίνει η γυναίκα τον άντρα, σινιόρ Πανκράτσιο, τον ξελαφρώνει !... Θα μου πείτε ότι του ξελαφρώνει και το πουγκί. Σαχλαμάρες ! Ο σπάταλος άντρας σκορπάει τα λεφτά του έξω απ’ το σπίτι — μέσα γίνεται πιο σφιχτός. Στο κάτω- κάτω της γραφής, αν τα ξοδεύει για τη γυναίκα του, τιμάει το στεφάνι του. Αν του ζητάει πολλά, μπορεί να της τα σφίξει τα λουριά· αν της φτάνουν και τα λίγα, είν’ ευτυχισμένος. Είπατε κάτι για βάρος στο κεφάλι... Με το συμπάθιο, αλλά αυτά είναι κουταμάρες. Η γυναίκα ή είναι τίμια ή δεν είναι. Αν είναι, δεν υπάρχει κίνδυνος να σε κερατώσει· και αν δεν είναι υπάρχει κι ο βούρδουλας, που συνεφέρνει και δαιμονισμένο. Κυρ-Πανκράτσιο, ο γάμος είναι καλός για τους καλούς και κακός για τους κακούς. Όπως λέει κι ένας ποιητής απ’ τα μέρη μου : «Ο γάμος θέλει τόλμη, πίστη, νιότη να ξέρεις πότε πρέπει να διατάζεις γι’ αυτό μικρή τα κάλλη σου μην τάζεις στο γέρο, στον ανίκανο, στον πότη».

Page 118: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

118

ΒΟΛΦΓΚΑNΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΙ ΦΦ ΙΙ ΓΓ ΕΕ ΝΝ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Ορέστης στην Ιφιγένεια πριν γίνει η αναγνώριση. ΟΟΡΡΕΕΣΣΤΤΗΗΣΣ Δυστυχισμένη ! Ας δει λοιπόν ο ήλιος Τις τελευταίες φρίκες του σπιτιού μας ! Δεν είναι η Ηλέκτρα εδώ ; Ν’ αφανιστεί Κι αυτή μαζί με μας κι’ έτσι η ζωή της Για πιο βαριά δεινά να μη μακραίνει ! Ε, ιέρεια ! Στο βωμό σ’ ακολουθώ. ο φόνος του αδερφού είναι πια συνήθεια αρχαία του παλιού γένους· και σας έχω χάρη, θεοί, γιατί με χάνετε άτεκνο. Κι άκου, μην αγαπάς πολύ τον ήλιο, μήτε και τ’ άστρα· έλα μαζί μου κάτω στο σκοτεινό βασίλειο ! Σαν Τους δράκους τους γεννημένους σε θειαφένια βάλτα, που πολεμώντας τη γενιά τους ένας τον άλλον τρώει, χάνεται μόνο τ’ άγριο γένος· μαζί μου έλα άτεκνη κι αθώα ! Με σπλάχνος με κοιτάς ; Μη, μη ! Με τέτοιες ματιές ζητούσε η Κλυταιμνήστρα δρόμο στου γιου της την καρδιά· μα το υψωμένο χέρι του ήβρε το στήθος της. Η μάνα έπεσε ! — Έβγα, οργισμένο πνεύμα ! Κύκλο κλείστε, Ερινύες, ολόγυρα και δέτε το ευφρόσυνο το θέαμα, το στερνό, το φριχτότερο που έχετε ετοιμάσει ! Δεν της τροχίζει εκδίκηση και μίσος Το μαχαίρι· η γλυκιά αδερφή άθελά της με θυσιάζει. Μην κλαις ! Δε φταις ! Δεν έχω από παιδί άλλο τίποτε αγαπήσει, ως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω εσένα. Σήκωσε το μαχαίρι, μη λυπάσαι, σκίσε τα στήθη αυτά κι άνοιξε δρόμο στα ποτάμια που βράζουν εδώ μέσα !

Page 119: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

119

ΒΟΛΦΓΚΑNΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΙ ΦΦ ΙΙ ΓΓ ΕΕ ΝΝ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Ορέστης μονολογεί ενώ ξυπνά από τη ζάλη του κ ανασηκώνετα. ΟΟΡΡΕΕΣΣΤΤΗΗΣΣ Ένα ακόμα ! Απ’ τα κύματα της Λήθης το στερνό δροσισμού ποτήρι δος μου ! Ο σπασμός της ζωής από το στήθος ξεπλένεται σε λίγο· στην πηγή της Λησμονιάς σε λίγο αφιερωμένο το πνεύμα μου τρέχει ήσυχο σε σας σκιές, μες στην αιώνια αντάρα. Αφήστε καλόβολες να βρει στη σιγαλιά σας δροσιά της γης ο γιος ο πλανεμένος ! — Ποιο ψιθύρισμ’ ακούω μέσα στους κλώνους ; Ποια βοή από το θάμπωμα εκεί φτάνει ; Βγήκαν κιόλα να δουν το νιοφερμένο ! Ποιοι είν’ αυτοί που γελούνε μεταξύ τους, λαμπροί, σα συναγμένο βασιλιάδων γένος ; Ειρηνικά πηγαίνουν γέροι και νιοι, γυναίκες μ’ άντρες· με αθανάτων και μεταξύ τους όμοιες είναι οι μορφές τους. Ναι, οι πρόγονοι του γένους μου είναι. — Ο Ατρέας με το Θυέστη φιλικά μιλώντας πάει· γύρω του χαδεύονται τ’ αγόρια. Έχτρα εδώ πια δεν είναι άμεσο σας ; Η εκδίκηση ως το φως του ήλιου έχει σβήσει ; Τότε και γω καλόδεχτος σας είμαι Και να σμίξω μπορώ με τη γιορτή σας. Γεια σας πατέρες ! Σας κράζει ο Ορέστης, απ’ τη γενιά σας άντρας στερνός· ό,τι εσείς σπείρατε έχει θερίσει : βαριοκατάρατος κατέβει εδώ. Μα εδώ αλαφρότερα είναι τα βάρη : Πάρτε τον, πάρτε τον στην συντροφιά σας ! — Σε, Ατρέα, τιμώ και σε, Θυέστη : Σβήστηκε απ’ όλους μας η έχθρα εδώ. — Πού είν’ ο πατέρας μου, που μια μονάχα φορά τον είδα; — Συ είσαι, πατέρα ; με τη μητέρα μαζί μιλείς ; Της Κλυταιμνήστρας το χέρι αν πιάνεις, μπορεί κι ο Ορέστης να πάει κοντά της και να της πει : Το γιο σου δες ! — Δέτε το γιο σας ! Καλώς σας ήρθε !

Page 120: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

120

Στη γη στο σπίτι μας το σύνθημα ήταν πάντα του φόνου ο χαιρετισμός, και τις χαρές του πέρα απ’ τη νύχτα έχει το γένος του Αρχαίου Ταντάλου. Με χαιρετάτε και με καλείτε ! Στον πρώτο φέρτε με, στον πρόγονό μου ! Ναι, που είναι ο γέροντας ; Να τον ιδώ, το πολυσέβαστο, άξιο κεφάλι, που συνεδρίαζε με τους θεούς Σα να διστάζετε, γυρνάτε κείθε ; Τι είναι ; Ο θεόμοιαστος μην υποφέρει ; Οϊμέ ! οι υπερδύναμοι του έχουν χαλκέψει στ’ αντρεία τα στήθη σκληρά μαρτύρια με σιδερένιες σφιχτές αλυσίδες.

Page 121: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

121

ΒΟΛΦΓΚΑNΓ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

ΤΤΟΟΡΡΚΚΟΟΥΥΑΑΤΤΟΟ ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Ορέστης μονολογεί ενώ ξυπνά από τη ζάλη του κ ανασηκώνετα. Μόνος. ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ Από να όνειρο ξύπνησες και σ’ έχει ξάφνου, η όμορφη απάτη εγκαταλείψει ; τη μέρα τής χαράς της πιο μεγάλης ένας ύπνος σε νίκησε και σφίγγει κι αγωνιά την ψυχή σου μ’ αλυσίδες πολλά βαριές ; Όχι, όχι ! Δεν κοιμάσαι κι’ όνειρα βλέπεις. Ο ώρες που ’χουν πάει που γύρω απ’ το κεφάλι σου μ’ ανθένια παίζαν στεφάνια ; Οι μέρες πού να πήγαν εκείνες, που το πνέμμα σου τρυπούσε με λεύτερη λαχτάρα το γαλάζιο το τεντωμένο τ’ ουρανού ; Ζεις, όμως, ακόμα νιώθεις τόν εαυτό σου, — νιώθεις τον εαυτό σου, μ’ αν ζεις δεν το κατέχεις. Να ’ναι δικό μου λάθος, λάθος να ’ναι κάποιου άλλου κ’ εγώ βρίσκομαι εδώ πέρα σα φταίχτης ; Έχω φταίξει ώστε να πρέπει να υποφέρω ; Μη και δεν ήταν τάχα μια εξυπηρέτηση όλο μου το λάθος ; Τον κοίταζα κι’ απ’ την τρελλήν ελπίδα της καρδιάς παρασύρθηκα κι’ ακόμη κι απ’ την καλή μου θέληση πως όποιος ανθρώπινη μορφή ’χει άνθρωπος είναι. Έτρεξα μ’ ανοιγμένη την αγκάλην ίσια σ’ αυτόν κ’ ένιωσα αντίς για στήθος μια κλειδαριά μονάχα κ’ ένα σύρτη. Κι’ όμως, πόσο σοφά τα ’χα λογιασμένα τον άνθρωπον αυτό πώς θα δεχόμουν που απ’ τον παλιό καιρόν ύποπτος μου ’ταν ! Μα ότι κι’ αν στάθηκε, ό,τι κι’ αν σου γίνει Να ’σαι βέβαιος γι’ αυτό μόνο : Την είδα ! Στεκότανε μπροστά μου ! Μού μιλούσε, την άκουσα ! Το βλέμμα της, ό τόνος της φωνής της, των λόγων της η εξαίσια η σημασία, δικά μου θα ’ναι αιώνια, μήτε ό καιρός, μηδέ το πεπρωμένο μηδ’ η άταχτη ευτυχία θα μου τα πάρουν. Το πνέμμα μου πολλά γοργά τ’ αψήλου κι’ αν πήγε, κι’ αν πολλά γοργά ’χω αφήσει

Page 122: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

122

ελεύθερο το στήθος μου στη φλόγα που τώρα εμέ τον ίδιο σιγοτρώει, δε δύναμαι να μετανοιώσω, ακόμη κι’ αν θα χανότανε για πάντα ό,τι είναι τής ζωής μου το γραμμένο. Σε κείνη έχω πια αφιερωθεί, κι’ ακολούθησα το πνεύμα, χαρούμενος πολλά, που με καλούσε στον όλεθρον. Ας είναι ! Φάνηκα, έτσι, τουλάχιστο, άξιος τής εμπιστοσύνης τής ακριβής που παρηγόριαν έχω και με παρηγορεί κι’ αυτή την ώρα που ανοίγεται με βιάν η μαύρη πόρτα τής απέραντης εποχής της θλίψης… Ναι, τώρα εγίνη πια ! Ξαφνικά ο ήλιος βασίλεψε για μένα της πιο ωραίας εύνοιας. Ο Πρίγκηψ, τ’ όμορφό του βλέμμα μου το στερεί κ’ εδώ μ’ εγκαταλείπει σε σκοτεινό, στενό ένα μονοπάτι να στέκομαι χαμένος. Κι αχ, της νύχτας, τής νύχτας της αρχαίας η συνοδεία η πένθιμη, το φτερωτό αυτό γένος το άσχημο και το δίβουλο, προβαίνει και γύρω απ’ το κεφάλι μου σφυρίζει, Πού ; Πού ; Πού να τα πάω τα βήματά μου το βδέλυγμα να φύγω που βομβίζει, ν’ αποφύγω το βάραθρο που χάσκει στα πόδια μου μπροστά να με ρουφήξει ;

Page 123: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

123

ΒΟΛΦΓΚΑNΓ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

ΤΤΟΟΡΡΚΚΟΟΥΥΑΑΤΤΟΟ ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Τασσο μόνος. ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ Πρέπει ν’ αναγνωρίσω πως κανένας δε με μισεί κι ουδέ με κατατρέχει, πως όλη τούτη η απάτη, ή κρυφή τούτη πλεχτάνη, στο μυαλό μου, μόνο, μέσα, κλώθεται κι’ ανυφαίνεται ! Και πρέπει να το δεχτώ πως άδικό ’χω, κάποιον πως αδικώ που δε με βλάφτει ! Κι’ όλα τούτα σε μια ώρα που από του ήλιου κάτω την όψη, ακέριο το δικό μου το δίκιο βρίσκεται ως κι’ όλη η δική τους η μοχθηρία ! Πρέπει βαθιά να νιώσω πώς ο ίδιος ο Ηγεμόνας όπου μου ’χε ολόκαρδα δοσμένη την εύνοιά του κι’ αλογάριαστα μου ’δινε κανίσκια, τη στιγμή αυτή που αδύναμος έτσι είμαι άφησε τους εχθρούς μου να θολώσουν το βλέμμα του και να τον δέσουν έτσι. Πως είναι απατημένος, δεν το βλέπει, πως είναι δόλιοι πώς να το αποδείξω… Και μόνο με ησυχία για ν’ απατάται, μόνο εύκολα για να τον απατούνε, πρέπει εγώ να σωπάσω, να υποκύψω ! Και ποιος τη συμβουλή μου δίνει ; Ποιος μέσα μου έτσι σοφά γλυστρά με τέτοια γνώμη πιστή και στοργική ; Η Λονόρα, η ίδια η Λονόρα Σανβιτάλε, η τόσο τρυφερή φίλη ! Χα ! Σε ξέρω τώρα. Στα χείλια της γιατί να μπιστευτώ ; Ειλικρινής δεν ήταν μήτε κι’ όταν με τόσο γλυκά λόγια την εύνοιά της μου ’δειχνε και την τρυφερότητά της ! Όχι, ήταν πάντα, κι’ είναι πάντα ή ίδια, η πίβουλη καρδιά ! Στρέφεται μόνο και πάει με τ’ αλαφρά, προσεχτικά της βήματα προς τα κει που η εύνοια θα ’ναι. Πόσες φορές κι ό ίδιος εγώ δεν έχω

Page 124: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

124

πρόθυμα απατηθεί γι’ αυτήν ! Αλλ’ όμως, ό,τι στο βάθος μ’ απατούσε, αυτό ’ταν η ματαιοδοξία μου ! Κ’ ενώ την ήξερα, κολακευόμουν, κιόλας : έτσι είναι με τους άλλους, στον εαυτό μου έλεγα, μα για σένα αισθήματά ’χει πιστά κ’ ειλικρινά καλά το βλέπω τώρα, μα το ’δα αργά : την εύνοια είχα, γι’ αυτό σφιγγόταν μ’ έτοια τρυφεράδα πλάι στον ευτυχισμένο. Τώρα, πέφτω, κι’ ως η ευτυχία, τις πλάτες μου, γυρίζει. Τώρα έρχεται σαν όργανο του εχθρού μου : κρυφά σιμώνει ό μικρός όφις κ’ ήχους γοητευτικούς, σφυρίζει με τη γλώσσα τη λυγερή. Χαριτωμένη τόσο που ’δειχνε ! Όσο ποτές χαριτωμένη ! Πόσό ’κανε καλό καθένας λόγος Που ’βγαινε από τα χείλια της ! Ωστόσο· ή κολακεία δε μπόρεσε να κρύψει για ώρα πολλή την ψεύτική της γνώμη : στo μέτωπό της φαίνονταν γραμμένα τ’ αντίθετα απ’ όσά ’λεγε. Το νιώθω πολλά εύκολα, κανένας σα γυρεύει το δρόμο τής καρδιάς μου, σίντας, δίχως ειλιρίνεια το κάνει. Μα . . να φύγω ; Να πάω το πιο γοργό στη Φλωρεντία ; Μα και γιατί στη Φλωρεντία ; Το βλέπω τώρα, γιατί . . . Εκεί βασιλεύει η νέα Δυναστεία των Μεδίκων, κ είναι αλήθεια, σε φανερή με τη Φερράρα εχθρότη δε βρίσκεται, μα ο πιο σιωπηλός φθόνος κρατά, με ψυχρό χέρι, χωρισμένες τις πλέον ευγενικές ψυχές. Κι’ αν πρέπει από τους ευγενείς της Ηγεμόνες ανώτερα σημάδια της εύνοιάς τους να δεχτώ, καθώς πρέπει, δίχως άλλο, να περιμένω, δε θ’ αργούσε τούτος ο αυλικός, την ευγνωμοσύνη μου όλη κι’ όλη την πίστη μου, εδώ πέρα, αμέσως για ύποπτες να τις δείξει. Δε θ’ αργούσε δα και πολύ κι αυτό να το πετύχει. Θα φύγω, μα όχι ως θα ’θελεν εκείνη· πολύ, πιο πέρα απ’ όσο το θαρρήτε !

Page 125: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

125

Τι δουλειά ’χω δω πια ; Ποιος, εδώ πέρα, με κρατά πια ; Ω, καλά ’νιωσα την κάθε λέξη, που από τα χείλια της Λονόρας τράβηξα… Συλλαβή, συλλαβή πήρα την κάθε μια, με κόπο, και γνωρίζω τώρα καλά η Πριγκήπισσα πώς νιώθει… Ναι, ναι, κι αυτό ’ναι αλήθεια. Κάθε ελπίδα μη χάνεις ! Θα μ’ αφήσει, λέει, να φύγω, με προθυμιά, αν για το καλό μου θα ’ναι. Ω να ’νιωθε ένα πάθος στην καρδιά της την ευτυχία μου να κετάστρεφε όλη και τον ίδιον εμέ ! Θα με δεχόταν ό θάνατος πιο εύπρόσδεχτα, απ’ το χέρι πού αλύγιστο, ψυχρό, μ αφήνει τώρα μακρυά της να μισέψω… Θα μισέψω !... Πρόσεξε, τώρα, μη και σε γελάσει τίποτα, σε φιλιά και καλωσύνη μοιάζοντας… Τώρα δε θα σ’ απατήσει κανένας πια, αν δεν απατάσαι ο ίδιος..

Page 126: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

126

ΒΟΛΦΓΚΑNΓ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

ΤΤΟΟΡΡΚΚΟΟΥΥΑΑΤΤΟΟ ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Τασσο στον Αντώνιο. ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ Τέλειωσε, τώρα, το έργο σου ! Το βλέπω δα πως εσύ ’σαι ! Αξίζεις του Ηγεμόνα τη μπιστοσύνη. Τέλειωσε μονάχα το έργο σου και βασάνισέ με ακόμη, ώσπου να σπάσει το ραβδί σου, κι’ άλλο κι’ άλλο, σιγά - σιγά βασάνισέ με ως το θάνατο. Ρίξε ! Ρίξε, μόνο, τώρα, το βέλος σου, φριχτά να νιώσω το σίδερο το μυτερό να σκίζει τη σάρκα μου ! Ακριβό όργανο Τυράννου, σε ξέρω ! Δεσμοφύλακας να γίνεις, βασανιστής να γίνεις ! πόσο ωραία, πόσο μοναδικά που σου πηγαίνουν !

(Στρέφεται προς τ σκηνή) Να φύγεις, μόνο, Τύραννε ! Ως το τέλος να υποκριθείς δε μπόρεσες, και τώρα θριάμβευσε, τι, το σκλάβο σου, τον έχεις καλά αλυσοδεμένο. Ναι, τον έχεις γι’ ανήκουστα μαρτύρια προορισμένο ; Να φύγεις, μόνο ! Σε μισώ, και νιώθω τη φρίκη ακέρια κείνη, που η χτηνώδης δύναμη προκαλεί, η δύναμη η οποία η αρπαχτική κι’ ειδική και κακούργα.

(Ύστερα σιωπή) Θωριέμαι τώρα κ’ είμαι ξορισμένος, διωγμένος, — ξορισμένος σα ζητιάνος εδώ πέρα ! Και μ’ είχαν στεφανώσει, και μ’ είχανε στολίσει, να με πάνε σα θύμα στο βωμό ! Κ’ έτσι, μου πήραν, ως τη στερνήν ημέρα τούτη ακόμη, μ’ όμορφα λόγια, ό,τι είχα και δεν είχα, το ποίημά μου και τώρα δεν το αφήνουν ! Στα χέρια τα δικά σας το αγαθό μου βρίσκεται, το μοναδικό, που θα μιλούσε για με, παντού, το αγαθό αυτό, που ακόμη

Page 127: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

127

μου ’μενε να με σώσει από την πείνα. Τώρα μονάχα βλέπω, δίχως άλλο Γιατί ’πρεπεν αργία πάντοτενά ’χω. Είναι συνωμοσία κ’ η κεφαλή ’σαι. Το τραγούδι μου μόνο μην τελειώσει, τ’ όνομά μου να μην ακουστεί κι’ άλλο, ψεγάδια να του βρούνε οι αρνητές μου, για να με λησμονήσουνε στο τέλος. — η αργία για να μου γίνει μια συνήθεια, μόνο γι’ αυτό δεν πρέπει, τον εαυτό μου και το μυαλό μου ν’ ασωτεύω. Ω, τι άξα, άξα φιλία, και τι ακριβή φροντίδα ! Συνωμοσία που αόρατη με κλειούσεν από παντού κι ακούραστη, — κι’ ότι είναι, λόγιαζα, βδελυρή· μ’ αυτή, στ’ αλήθεια απίστευτα πια βδελυρή έχει γίνει. Κ’ εσύ, Σειρήνα ! Που, τρυφερά τόσο και τόσο αγγελικά μ’ έχεις τραβήξει, σ’ έμαθα πια. Γιατί έτσι αργά, όμως, Θε μου ! Μονάχα πού, γιατί το θέλουμε οι ίδιοι, εμάς τους ίδιους πάντοτε απατούμε, τιμώντας τους αχρείους πού μας τιμούνε. Οι ανθρώποι, ο γεις τόν άλλο δε γνωρίζουν, — στα κάτεργα μονάχα οι σκλάβοι, ο ένας ξέρει τον άλλο, που βαριανασαίνουν κοντά - κοντά πάνω στον ίδιο πάγκο, κει πέρα πού κανείς δεν έχει κάτι για να απαιτήσει, μήτε και να χάσει, εκεί γνωρίζει μόνο ο γεις τόν άλλο. Εκεί που παρουσιάζεται ο καθένας για κατεργάρης και για κατεργάρη τον όμοιο του θωρεί. Μα ευγενικά μόνο παραγνωρίζουμε τούς άλλους για να ’ναι υποχρεωμένοι κ’ οι άλλοι τούτοι να μας παραγνωρίσουνε άλλο τόσο. Πόσον καιρόν ή εικόνα σου η άγια μου ’χε κρύψει την αυλική με τα μικρά της τεχνάσματα ! Μα η προσωπίδα πέφτει και, τώρα, γυμνωμένη στην Αρμίδα από τα θέλγητρά της τηνε βλέπω, — ναι, εσύ ’σαι αυτή ! Προαισθήματα γιομάτο σ’ έχει τραγουδισμένη το ποίημά μου. Κ’ ή πίβουλη αυτή εδώ μικρομεσίτρα

Page 128: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

128

Πόσο τη βλέπω χαμηλά πεσμένη μπροστά μου ! Ακούω το θρο των αλαφρών της βημάτων, τώρα, και γνωρίζω, τώρα, τον κύκλο αυτό που, γύρα του γλυστρούσεν. Όλους σας ξέρω πια. Ας μου φτάσει τούτο. Κι’ αν όλα η δυστυχία μου τα ’χει πάρει, τη δοξάζω, τι μου ’πε την αλήθεια.

Page 129: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

129

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

Νύχτα Σπουδαστήριο.

Ο Φαουστ μονολογεί.

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ Αχ! σπούδασα φιλοσοφία και νομική και γιατρική κι αλί μου και Θεολογία με κόπο και μ’ επιμονή. Και να με δω με τόσα φώτα, εγώ ο μωρός. όσα και πρώτα ! Με λένε μάγιστρο, ακόμα δόκτορα, και σέρνω δέκα χρόνια τώρα από τη μύτη εδώ και κει τους μαθητές μου — και το βλέπω δεν μπορεί κανένας κάτι να γνωρίζη ! Λες την καρδιά μου αυτό φλογίζει. Ναι, πιότερα ξέρω παρά όλοι μαζί γιατροί, δικηγόροι, Παπάδες χαζοί· δισταγμό, υποψίες δε με ταράζουν, κόλασες, διάολοι δε με τρομάζουν – έτσι όμως κ’ η χαρά μου είναι φευγάτη, δεν το φαντάζομαι πως ξέρω κάτι καλό στον κόσμο να το διδάξω, να τον φωτίσω, να τον αλλάξω. Ούτ’ έχω δα καλά και πλούτο, δόξα, τιμές στον κόσμο τούτο. Μήτε σκυλί έτσι θάθελα να ζη ! Γιαυτό έχω στη μαγεία παραδοθή, μήπως το πνεύμα το στόμα ανοίξη κ’ η δύναμή του μη μου δειξη κάποια μυστήρια, ώστε άλλο εδώ να μην παιδεύομαι να πω ότι δεν ξέρω να γνωρίσω τι βαθιά τον κόσμο συγκρατεί, κάθε αφορμή και σπόρο ν’ αντικρύσω και κούφια λόγια πια να μην πουλήσω. Νάβλεπες, φως του φεγγαριού, τον πόνο μου στερνή φορά, τις ώρες του μεσονυχτιού που εδώ σε πρόσμενα συχνά : Πώς σε βιβλία χαρτιά σωρό σύντροφο σ’ είχα θλιβερό !

Page 130: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

130

Αχ ! να μπορούσα στις ψηλές με σε ν’ ανέβαινα κορφές, με στοιχειά στα σπήλαια να πετούσα, στο θάμπος σου λιβάδια να γυρνώ, κάθε γνώσης τινάζοντας καπνό στο δρόσος σου να ξαρρωστούσα ! Στη φυλακή είμαι ακόμα ; Αλί ! Τρύπα μουχνή, καταραμένη, που από βαμμένα τζάμια μπαίνει κ’ η λάμψη του ουρανού θολή ! Φραγμένη από βιβλία σωρό σκουληκιασμένα, σκονισμένα και με χαρτί καπνιδερό ψηλά ως το Θόλο τυλιγμένα· γυαλιά γεμάτη και κουτιά, όλη εργαλεία στοιβαχτή και πράγματα προγονικά – Να ο Κόσμος σου ! κι αυτό κόσμος θα πη ! Κι ακόμα το ρωτάς : σκιαχτά πως μέσα σφίγγεται η καρδιά σου ; πώς θλίψη αξήγητη κρατά δεμένο κάθε κίνημά σου ; Αντίς η φύση η ζωντανή που μέσα σ’ έπλασε ο Θεός, σε τριγυρίζει εδώ καπνός, μούχλα και σάπιοι σκελετοί. Φύγε ! κ’ έβγα έξω στ’ ανοιχτά ! Μη η γραφή τούτη η μυστική του Νοστραδάμου δε σου αρκεί για σύντροφος ; Το δρόμο πια των αστεριών άμα κατέχεις, και για οδηγό τη φύση αν έχης, τότε η ψυχή σου θα νοή πνεύμα με πνεύμα πως μιλεί. Του κάκου η σκέψη μοναχά τ’ άγια σημεία σου εξηγά : Πνεύματα, πλάι μου που πετάτε εδώ αν με ακούτε, μου απαντάτε !

Page 131: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

131

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

Βράδυ κάμαρα της Μαργαρίτας.

Ο Φαουστ κοιτάζοντας ολόγυρα.

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ Ω χαίρε φως του απόβραδου θολό, που στο άδυτο εδώ τούτο τρεμοσβείς ! Κυρίεψέ με, αγάπης βάσανο απαλό, που από το δρόσος της ελπίδας σβιώντας ζεις ! Πώς ανασαίνει ολόγυρα η ησυχία, η ευχαρίστηση, η αρμονία! Ποιος πλούτος μες σε φτώχεια τόση! Σ’ αυτή τη φυλακή ευτυχία πόση !

(Πέφτει σε μια πέτσινη πολυθρόνα κοντά στο κρεβάτι) Δέξου με συ, στην αγκαλιά που έχεις δεχτεί τους προγόνους στις χαρές και στον πόνο ! Πόσες φορές στον πατρικό αυτό θρόνο πλήθος παιδιών δεν έχει κρεμαστεί ! Ίσως εδώ κ’ η αγάπη μου, ποιος ξέρει, θα έχει παιδί μ’ αφράτα μάγουλα φιλήσει, για των Χριστουγεννών να ευχαριστήσει τα δώρα, του προγόνου το αχνό χέρι. Νοιώθω το πνεύμα σου να πνέει εδώ γύρω, ω κόρη της αρμονίας το πνεύμα, κάθε μέρα που σε μαθαίνει σα μητέρα, στρωσίδι στο τραπέζι καθαρό ν’ απλώνης, ως και τον άμμο που πατείς καλά να στρώνης. Χέρι ακριβό, θεόμοιαστο ! όπου πιάνεις, και το καλύβι ουράνια το κάνεις !. Και εδώ !

(ανασηκώνει την κουρτίνα του κρεβατιού) Ποιας αναγάλλιας ρίγος με περνά ! Ώρες πολλές εδώ ήθελα να μένω. Εδώ μόρφωσες, φύση, μ’ όνειρα τερπνά τον άγγελο το γεννημένο ! Εδώ — οι απαλοί της κόρφοι γεμισμένοι θερμή ζωή — κοιμότανε παιδί, και δω άδολα, ιερά υφασμένη η θεϊκή τελειώθη ειδή.

Page 132: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

132

Και συ ; τι σ’ έφερε δω εσένα ; Τα βάθη μου πώς νιώθω ταραγμένα ! Τι θες εδώ ; τι σου βαραίνει την καρδιά ; Άθλιε Φάουστ ! δε σε γνωρίζω πια. Μη με κυκλώνει εδώ μαγεία να πης ; Μ’ έσπρωξε ο πόθος ν’ απολάψω μόνο, και νιώθω να, σ’ όνειρο αγάπης λιώνω ! Μην είμαστε παιγνίδι όποιας πνοής ; Κι αν εδώ μέσα τώρα αυτή φαινόταν, ποια θάβρισκε η ανομία σου πληρωμή ! Πώς θα ζάρωνε ο γαύρος στη στιγμή ! Στα πόδια της λιωμένος θα σερνόταν.

Page 133: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

133

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

Δάσος και Σπήλαιο.

Ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ.

ΜΜΕΕΦΦΙΙΣΣΤΤΟΟΦΦΕΕΛΛΗΗΣΣ Σα να μην ειν’ της αρεσιάς σας· σεμνά «ντροπή» να λέτε δικαίωμά σας. Στ’ αγνά τ’ αφτιά εκείνα δεν πάει να φτάνουν, που δίχως τους αγνές καρδιές δεν κάνουν. Κοντολογίς, αφήνω του αφεντός, σα βρίσκει γούστο, να γελιέται μοναχός. Δεν το βαστά μακρύτερα όμως. Σα νάχης κιόλας λαχανιάσει, κι αν πιο πολύ κρατήση, θα σε πιάση η τρέλα είτε ανατρίχιασμα και τρόμος. Μα φτάνει ! Η αγάπη σου είναι μέσα καθισμένη κι όλα της είναι μαύρα και θολά, από το νου της η έννοια σου δε βγαίνει, σε αγαπά πάρα δυνατά. Στην αρχή το πάθος σου είχε ξεχειλίσει, σα ρυάκι απ’ το λιωμένο χιόνι φουσκωτό. Μες στην καρδιά της τόχεις όλο χύσει και να πάλι το ρυάκι σου ρηχό. Νομίζω, αντί στους λόγκους να το στρώση, θάστεκε πιο του αφέντη του τρανού, τους κόπους της αγάπης να πληρώση του δύστυχου του μαϊμουδιού. Της φαίνεται ο καιρός μακρύς φριχτά· στέκει στο τζάμι και τα σύννεφα κοιτάει, πάνω απ’ το κάστρο που περνούν ψηλά. Νάμουν πουλάκι ! να πώς τραγουδάει όλη τη μέρα, τη μισή νυχτιά. Πότε χαρούμενη είναι, πιο συχνά θλιμμένη, πότε κλαμένη όσο μπορεί, κι απέ ήσυχη ξανά, κανείς θαρρεί, και πάντα ερωτεμένη.

Page 134: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

134

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΛΑΜΨΑΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)

Πέμπτη Πράξη, Προαύλιο Παλατιού.

Ο Μεφιστοφελής μονολογεί.

ΜΜΕΕΦΦΙΙΣΣΤΤΟΟΦΦΕΕΛΛΗΗΣΣ Κοίτεται το κορμί, θέλει η ψυχή να φύγη. Θα της δείξω το χαρτί αμέσως. Με αίμα είναι γραμμένο. Μα τώρα πλήθος έχουν βρει μέσα να αρπάζουν τις ψυχές από το Διάλο τον καημένο ! Ο τρόπος ο παλιός πολλές θε νάχη δυσκολίες, για το νέο μου λείπουνε πολλά, το λέω. Αλλιώς θα το είχα κάνει μόνος. Τώρα θα κράξω για βοήθεια. Σε όλα κακός μας βρήκε χρόνος ! Πού δίκιο, πού παλιά συνήθεια ! Σε τίποτα εν έχεις πίστη πια. Τα χρόνια τα παλιά η ψυχή γοργά με τη στερνή πνοή πέτα μακριά κι’ εγώ όλος προσοχή φραπ ! την αρπούσα και στα κλειστά μου νύχια την κρατούσα, καθώς τον ποντικόν η γάτα. Τώρα διστάζει και δε θέλει για την ώρα το βρώμικο κουφάρι να το αφήση. Στοιχεία, πούχουν πια πολύ σαπίσει, τη διώχνουνε στερνά με καταφρόνια. Γι’ αυτό τόσο υποφέρω αυτά τα χρόνια. Ώρες κι’ ημέρες πάντα τυραγνιέμαι, «πότε» και «πού» και «πώς» ανερωτιέμαι. Πάει του θανάτου πια η σελτάδα εκείνη ! Συχνά είχα ξυλιασμένο ένα κορμί κι’ όμως ξανά εκινήθη όλο ζωή.

(Έτονα σχήματα εξορκισμών) Γρήγορα εμπρός ! Το βήμα σας διπλό, σεις κέρατα στραβά και κέρατα ίσια, απ’ την παλιά γενιά τη διαβολίσια ! Της κόλασης το στόμα φέρτε εδώ ! Η κόλαση έχει στόματα πολλά,

Page 135: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

135

καθέναν με την τάξη του ρουφά, μα στο παιγνίδι, αλήθεια, το στερνό δεν πρέπει πια να βλέπωμε κι’ αυτό.

(Το φοβερό στόμα της κόλασης ανοίγεται προς τα αριστερά) Να, χάσκει ! Απ’ το φαρύγγι του ολοϊσια φωτιάς ξεχιέται χείμαρρος με λύσσα, στο βάθος μες στης βράσης τον αχνό την πόλη των φλογών να καίη θωρώ. Δες, κύματα φωτιάς στα δόντια σπούνε και κολασμένοι μέσα κολυμπούνε, ελπίζοντας σωσμό, μα τους τσακίζει ύαινα τρομερή και ξαναρχίζει καθένας με απερίγραπτο πια τρόμο τον πρώτο, τον ολόκαυτο, το δρόμο. Πολλά μένουν κρυμμένα στις γωνιές. φριχτά μες στις στενές θα ιδής μεριές, Καλόειναι οι αμαρτωλοί να φοβιστούνε, γιατί όλα αυτά για ψέμα τα περνούνε.

(Στους παχιούς Διαβόλους, πούχουν κοντά κα ίσια κέρατα :) Σαπιοκοιλιές, με μάγουλα φλογάτα και θειάφι της κολάσεως γεμάτα, με σβέρκο πάντα ακίνητο, χοντρό ! Προσέχετε, μη δήτε κάτω εδώ φωσφόρου λάμψη ! Θα είναι το ψυχάκι, μικρό πεταλουδάκι φτερωτό. Αν το μαδήστε, κάποιο σκουληκάκι Θα μείνη βρωμερό. Θα το σφραγίσω κι’ αμέσως στη φωτιά θε να το αφήσω. Προσέχετε στα κάτω μέρη ! Αυτό είναι χρέος σας, ασκιά ! Τα μέρη αυτά αν τα προτιμά, καλά κανένας δεν το ξαίρει. Στον αφαλό να μένη της αρέσει. Προσέξτε, μη σας βγη απ’ αυτή τη θέση !

(Στους ξερακανούς Διαβόλους πού ’χουν μακρυά κα κυρτά κέρατα :) Εσείς κρεμανταλάδες τον αγέρα κοιτάτε ! Τις χερούκλες σας ως πέρα τεντώστε και τα νύχια σας τοιμάστε, τη φτερωτή, τη γλήγορη να πιάστε ! Δε θα είναι στο παληόσπιτο καλά,

Page 136: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

136

το μέγα πνεύμα θέλει τα αψηλά.

Page 137: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

137

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ ΜΜΙΙΛΛΛΛΕΕΡΡ (ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΡΡΑΑΔΔΙΙΟΟΥΥΡΡΓΓΙΙΑΑ)

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Πρόεδρος στον Βουρμ. Γελάει. ΠΠΡΡΟΟΕΕΔΔΡΡΟΟΣΣ Πες μου, Βουρμ, ε ; Σου καλοαρέσει και σέναν η λυγερή τούτη. Το βλέπω. Αλλά, δες κάτι, αγαπητέ μου Βουρμ, το ότι ο γιος μου έχει κάποια επιτυχία με τούτο το γυναικάκι, ε, μου δίνει την ελπίδα πως δεν τα καταφέρνει άσκημα με τις γυναίκες. Ε, τότε μπορέσει να πάει μπροστά και στην αυλή. Το κορίτσι λοιπόν όμορφο, μου λες, και του άρεσε του παιδιού μου, ε ! Αυτό αποτελεί απόδειξη πως πάντως έχει κάποιο καλό γούστο. Και της είπε λοιπόν αυτής της παλαβής πως έχει σοβαρούς σκοπούς ; Ακόμα καλύτερα, δείχνει πως έχει νιονιό, πως έχει την εξυπνάδα να λέει και ένα ψεματάκι εκεί που χρειάζεται. Να με θυμηθείς, θα γίνει και κείνος πρόεδρος. Και αν καταφέρει και κάνει και κείνο που θέλει με αυτήν, υπέροχα ! Δείχνει πως είναι και τυχερός από πάνω. Κι αν η φάρσα τελειώσει και με κανένα ολόγερο εγγονάκι, Θαύμα ! Θα πιω τότε στην υγειά της θαυμάσιας προοπτικής που έχει η αρχοντική οικογένεια και το ιστορικό της δέντρο, μια ολόκληρη μπουκάλα Μαλάγα, και θα πληρώσω και τα έξοδα της διακόρευσης της πουτανίτσας του.

Page 138: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

138

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ ΜΜΙΙΛΛΛΛΕΕΡΡ (ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΡΡΑΑΔΔΙΙΟΟΥΥΡΡΓΓΙΙΑΑ)

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Φερδινάνδος μονολογει. ΦΦΕΕΡΡΔΔΙΙΝΝΑΑΝΝΔΔΟΟΣΣ Όχι, δεν είναι δυνατόν. Δεν είναι δυνατόν. Με τόσο αγγελική θωριά είναι αδύνατον να ’κρυβε τέτοια σατανική ψυχή ! Κι όμως ! Κι όμως ! Κι αν ακόμα όλοι οι αγγέλοι του ουρανού κατέβαιναν εδώ και ορκιζόντανε για την αθωότητά της — κι αν η γη και ο ουρανός, η πλάση και Πλάστης της μου φανερωνότανε για να μου εγγυηθούνε πως είναι αθώα — αυτό εδώ είναι το γράψιμό της ! Το χέρι της ! Μια ανήκουστη, τερατώδης, απάτη ! Απάτη, που άλλην όμοιά της δεν γνώρισε ακόμα ο κόσμος ! Αυτός λοιπόν ήτανε ο λόγος που αρνιότανε να φύγει κρυφά μαζί μου ! Αυτό ήτανε ! Ω Θεέ ! Τώρα ξυπνάω, τώρα αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια μου όλη η έκταση της προδοσίας της ! Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο ήτανε τόσο έτοιμη να θυσιάσει τάχα την αγάπη της με τέτοιο ηρωισμό, και σχεδόν την πίστεψα, τούτη την ηρωική στάση στο φτιασίδωμά της ! (Περπατάει δεξιά και αριστερά, κα μετά στέκεται σκεπτκός) Ώστε έτσι να με κοροϊδέψει ! Κάθε αίσθημά μου, κάθε καρδιοχτύπι, κάθε κίνημα αιδημοσύνης, στις λεπτότατες, συπεργραπτες αντηχήσεις ενός μετωριζόμενου ήχου της ψυχής μου, να μπορεί να διεισδύσει μέσα σε ένα δάκρυ, να μπορεί να με καταλάβει ολόκληρο. Να με συνοδεύει σε κάθε απόκρυμνη κορυφή του πάθους μου, να με ξαναβρσκει σε κάθε ένα από τα μεθυστικά του γκρεμίσματα σε απερίγραπτα βάθη, Θεέ μου ! Θεέ μου ! Και όλα τούτου δεν ήταν άλλο από ένας μορφασμός; Μια γκριμάτσα ; Ω, αν το ψέμα έχει ένα τόσο αξέβαφτο χρώμα, πως είναι δυνατόν που κανένας διάολος μέχρι σήμερα δεν κρυφανέβηκε στα σκαλοπάτια του ουρανού ; Κι όταν της είπα για τον κίνδυνο που διέτρεχε η αγάπη μας, πόσο, η ψεύτρα, δεν έβαλε τα μεγάλα μέσα για να με ξεγελάσει ; Με ποια νικήτρια αξιοπρέπεια δεν έριξε κατά γης την αυθάδικη ειρωνία του πατέρα μου — κι όμως, το γύναιο, την ίδια ώρα, την ίδια ώρα, πρέπει να αισθανότανε ένοχη — και για τούτο προσποιήθηκε ότι λιποθύμησε. Τι λόγια θα βρεις πια, καρδιά μου ; Ακόμα και οι πιο ξεσκολισμένες γυναίκες καταφεύγουν από κοκεταρία στη λιποθυμιά. Πώς να πιστέψει πια κανείς στην αθωότητα ; Ακόμα και μια πόρνη μπορεί να κάνει πως έχασε τις αισθήσεις της. Ναι, ξέρει καλά τι με έκανε να γίνω. Ολόκληρη την ψυχή μου, μέχρι το βάθος της, της την έδειξα. Η καρδιά μου φάνηκε στο ερύθρημα του πρώτου μας φιλιού ολοκάθαρη στα μάτια μου — και κείνη κείνη — μα δεν ένιωσε τίποτα ; Τίποτα ; Ή το μόνο που ένιωσε ήταν ο θρίαμβος της τέχνης της να με κάνει να την πιστέψω ; Η ευτυχισμένη μου τρέλα της είχε ξεδιπλώσει πάνω της ολόκληρο τον ουρανό, και ακόμα και οι πιο παράτολμες επιθυμίες μου σιγούσαν. Μπροστά μου δεν υπήρχε τίποτα από την αιωνιότητα αυτής της κοπέλας — και κείνη — κείνη — δεν ένιωσε τίποτα ; Τίοτα, ακόμα κι όταν διαπιστώθηκε η δύναμή της, η έλξη της ; Αχ, θάνατε και εκδήκιση ! Τίποτα άλλο, εκτός από το ότι με απατούσε ;

Page 139: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

139

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ ΜΜΙΙΛΛΛΛΕΕΡΡ (ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΡΡΑΑΔΔΙΙΟΟΥΥΡΡΓΓΙΙΑΑ)

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Τέταρτη.

Ο Φερδινάνδος μονολογεί. ΦΦΕΕΡΡΔΔΙΙΝΝΑΑΝΝΔΔΟΟΣΣ Χαμένοι ! Ναι, βαριόμοιρη ! Εγώ είμαι. Και συ — ακόμα είσαι και συ. Ναι, μα το μεγαλοδύναμο Θεό ! Αν είμαι χαμένος εγώ, τότε είσαι χαμένη και συ. Δίκαιο κοσμοκρίτη ! Μην μου την παίρνεις. Αυτό το κορίτσι είναι δικό μου. Ολόκληρο τον κόσμο θα σου χάριζα για να κρατήσω τούτη την κοπέλα. Άσε μου την. Δίκαιε κριτή του κόσμου ! Εδώ εκατομμύρια ψυχές σε επικαλούνται κάθε στιγμή, αλλά ρίξε το πολυεύσπλαχνο μάτι σου και σε μέναν — άσε με να το κάνω μόνος μου (διπλώνει τα χέρια του με αποφασιστικότητα) Αυτός ο δημιουργός του κόσμου που είναι τόσο πάμπλουτος σε ψυχές, λες να τσιγκουνευτεί την μια και μόνη ψυχή που με ενδιαφέρει, και που είναι μια τόσο μαύρη επιπλέον ψυχή ; Όχι ! Η κοπέλα τούτη είναι δική μου ! Άλλοτε ήμουν ο Θεός της, τώρα θα είμαι ο Σατανάς της ! (Με ορθάνοιχτα τα μάτια) Ναι, μια αιωνιότητα ολάκερη πάνω στον τροχό της κόλασης μαζί της — Τα μάτια μου μέσα στο βλέμμα της — Τα μαλλιά ορθωμένα, ο ένας κατάντικρυ στον άλλον — Και ακόμα ο αιώνιός μας θρήνος σφιχτοπλεγμένος σε μια κραυγή και μόνη από τα δύο μας στόματα — Και ξανά να επαναλαμάνω τα τρυφερά μου λόγια, και να μου ξαναλέει εκείνη τους όρκους της — Θεέ μου ! Δίκαιε Θεέ ! Τέτοιος φοβερός γάμος — τέτοια αιώνια αξεδιάλυτη παντρειά ! Αιώνια όμως !

Page 140: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

140

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ ΜΜΙΙΛΛΛΛΕΕΡΡ (ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΡΡΑΑΔΔΙΙΟΟΥΥΡΡΓΓΙΙΑΑ)

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Φερδινάνδος στη Λουίζα. ΦΦΕΕΡΡΔΔΙΙΝΝΑΑΝΝΔΔΟΟΣΣ Η μονάκριβη ! Το ένιωσες αυτό, δολοφόνε ; Η μονάκριη ! Δολοφόνε ! Το άκουσες ; Το μόνο παιδί που έχει ! Και εκείνος ο γέρος έχει όλο όλο στον κόσμο το μουσικό του όργανο και τη μονάκ... και θέλεις να του τη ληστέψεις ; Να ληστέψεις ; Να ληστέψεις την ύστατη δεκάρα από ένα ζητιάνο ; Να τσακίσεις το δεκανίκι μπροστά στα πόδια του παράλυτου ; Πώς ; Έχω καρδιά να κάνω αυτό το πράγμα ; Και όταν θα γυρίσει τρεχαλητός σπίτι του, και δεν αντέχει να μην ξαναμετρήσει στο πρόσωπο της κόρης του, ολόκληρο το άθροισμα της κάθε του χαράς που τον προσμένει, και μπαίνει μέσα, και κείνη να κείτεται εκεί, το άνθος των λογισμών του — τσαλαπατημένο — Χα ! Και να στέκεται κει μπροστά της, να στέκεται κει, και να νιώθει πως ολόκληρη η πλάση κρατάει την αναπνοή της από φρίκη — και να ψάχνει με το θολό του βλέμμα. θολό και απελπισιά. να ψάχνει να βρει το Θεό, και Θεό να μη βρίσκει — Θεέ μου ! Θεέ μου ! αλλά και ο δικός μου πατέρας, έναν έχει μοναχογιό, έναν — αλλά βέβαια, αυτός δεν είναι όλος όλος ο πλούτος του, έχει και άλλα πλούτη — (μετά από παύση) Αλλά γιατί ; Τι χάνει, στο κάτω κάτω ; Μια κοπέλα που τα ιερότερα αισθήματα του έρωτα ήτανε μονάχα άψυχες μαριονέτες, για κείνην, είναι δυνατόν να μπορεί να κάνει την ευτυχία του πατέρα της ; Όχι, δεν το μπορεί ! Δεν το μπορεί ! Και γέρος θα μου χρωστάει ακόμα και χάρη που θα ποδοπατήσω τούτη την οχιά, πριν τον δαγκάσει και κείνον.

Page 141: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

141

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Έκτη.

Ο Μόρτιμερ στην Ελισάβετ. ΜΜΟΟΡΡΤΤΙΙΜΜΕΕΡΡ Φύγε, λοιπόν ύπουλη κι άτιμη βασίλισσα ! Όπως εξαπατάς την οικουμένη, έτσι κι εσύ από μένα θα εξαπατηθείς. Δίκαια κι ωραία πράξη το να σε προδώσω ! Μοιάζω φονιάς ; Στο μέτωπό μου διάβασες μήνυμα εγκληματία ; Δώσε πίστη στο χέρι μου και κράτα πίσω το δικό σου. Έτσι κερδίζουμε καιρό για να λυτρώσουμε εκείνην. Θέλεις να μ’ ανυψώσεις ! Κι αφήνεις να υπονοηθεί πως τη γυναίκεια χάρη σου προσφέρεις ! Ποια χάρη ! Και ποια είσαι εσύ ; Τι δίνεις ; Δε με ελκύει η μάταιη απληστία της δόξας. Μόνο η Μαρία δωρίζει τη γοητεία της ζωής. Εσύ ποτέ δεν κέρδισες τον έρωτα ενός άντρα. — Όμως, πρέπει να περιμένω εδώ τον Λέστερ, πρέπει το γράμμα της να δώσω. Δυσάρεστο καθήκον. Δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη. Μονάχα εγώ μπορώ να τη λυτρώσω. Μόνο εγώ.

Page 142: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

142

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Δέκατη.

Ο Λέστερ μονολογεί. ΛΛΕΕΣΣΤΤΕΕΡΡ Ακόμη ζω ; Ανέχομαι ακόμη το να ζω ; Και δε γκρεμίζεται τούτη η σκεπή να με πλακώσει ; Και δεν ανοίγεται ένα βάραθρο μπροστά μου, να καταπιεί το πιο άθλιο πλάσμα αυτής της γης ; Τι έχω χάσει; Ποιο διαμάντι πέταξα ! Ποια ευτυχία τ’ ουρανού έχω παραμερίσει. Φτάνοντας, η απόφασή μου ήταν νωπή, κάθε φωνήν αγάπης στην καρδιά να πνίξω, την ώρα της εκτέλεσης απάθεια να δείξω μα η ματιά της ξύπνησε την κοιμισμένη μου ντροπή ! Πεθαίνοντας, με σφίγγει στης αγάπης τα δεσμά ! Αχρείε ! Η ευτυχία σ’ άγγιξε και προσπερνά ! Ανάξιος να μετρηθείς μ’ αυτήν και με το ριζικό της ! Αν θες, της αισχρής πράξης σου την αμοιβή να βρεις, πνίξε τη θλίψη σου, πρέπει όλα να τα δεις, πρέπει να είσαι μάρτυρας στο θάνατό της.

(Προχωρεί με βήμα αποφασιστικό προς την πόρτα, απ’ όπου έφυγε η Μαρία, όμως στη μέση του δρόμου σταματά)

Μάταια ! Μάταια ! Της κόλασης η φρίκη μ’ έχει αδράξει, δεν έχω δύναμη να δω την τρομερή σκηνή, το θάνατό της — Άκου. Τ’ ήταν αυτό ; Είναι ήδη κάτω. Κάτω απ’ τα πόδια μου προετοιμάζουνε τη φριχτή πράξη. Ακούω φωνές — Μακριά ! Μακριά απ’ αυτό το σπίτι του Θανάτου και του τρόμου !

(Θέλει να ξεφύγει από μια άλλη πόρτα. Τη βρίσκει κλειόωμένη επιστρέφει) Πώς ; Κάποιος Θεός με κάρφωσεν εδώ ; Καταδικάστηκα ν’ ακούσω εκείνο που έτρεμα να δω ; — Του εφημέριου η φωνή — που την προτρέπει να… — Τον σταματάει — Άκου ! — Κάνει την προσευχή της δυνατά — Με σταθερή φωνή — Τώρα έγινε ησυχία — Νεκρική σιγή ! Ακούω μόνο τ’ αναφυλλητά — Κλαίνε οι γυναίκες — Της βγάζουν

Page 143: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

143

το βασιλικό της ρούχο — Άκου ! Σέρνουν το κούτσουρο — Τώρα γονάτισε στο μαξιλάρι — ακούμπησε την κεφαλή —

(Μιλούσε με όλο μεγαλύτερη αγωνία. Ξάφνου σταματά, και με μια σπασμωδική κίνηση σωριάζετα στο πάτωμα λπόθυμος)

Page 144: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

144

ΕΡΡΙΚΟΣ ΦΟΝ ΚΛΑΙΣΤ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΟΟ ΠΠΡΡΙΙΓΓΚΚΙΙΠΠΑΑΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΧΧΟΟΜΜΠΠΟΟΥΥΡΡΓΓ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Χόμπουργ στη θεία του. ΧΧΟΟΜΜΠΠΟΟΥΥΡΡΓΓ Αλίμονο ! Στο δρόμο, καθώς ερχόμουν, είδα ανθρώπους που άνοιγαν, κάτω απ’ των πυρσών το φως, τον τάφο που ’ναι αύριο να δεχτεί το λείψανό μου. Για δες, τα μάτια αυτά που σε κοιτούνε, θεία, θέλουν να τα βυθίσουν μες στη νύχτα. Τούτο το στήθος θέλουνε με βόλια να το τρυπήσουν, φονικά. Έχει κιόλας ο κόσμος καπαρώσει τα παράθυρα στην πλατεία για να δει αυτό το άγριο θέαμα. Συλλογίσου : ένας άνθρωπος που τώρα βλέπει απ’ της ζωής το ύψος, σα μαγικό βασίλειο, το μέλλον, αύριο θα σαπίζει ανάμεσα σε δυο στενά σανίδια, και μια πέτρα θα λέει γι’ αυτόν που ήταν μια φορά!... … Αχ, είν’ ο κόσμος του Θεού τόσο όμορφος, Μητέρα ! Μη μ’ αφήσεις, σε ικετεύω, να κατεβώ, προτού σημάνει η ώρα μου, στα μαύρα τα σκοτάδια Αν έχω φταίξει, υπάρχει κι άλλος τρόπος για να με τιμωρήσει. Γιατί πρέπει να ’ναι με σφαίρα τουφεκιού ; Ας μου πάρει όλα τα αξιώματά μου. Ας με διώξει απ’ το στρατό και, αν το ζητάει ο νόμος, με καθαίρεση ακόμη. Θεέ των ουρανών ! απ’ τη στιγμή που αντίκρισα τον τάφο μου, δε θέλω παρά μόνο να ζήσω. Μου είναι αδιάφορο αν είναι τίμιο αυτό που Θέλω ή όχι !... Δε θα το κάνω, θεία, πριν μου δώσεις το λόγο σου πως, πέφτοντας γονατιστή μπροστά στο πολυσέβαστο πρόσωπο του κυρίου μας, θα μου σώσεις τη ζωή με τα θερμά σου παρακάλια ! Σ’ εσένα με παράδωσε, στο Χόμπουργ,

Page 145: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

145

όταν πέθανε η Έτβιχ, η παιδική σου φίλη, λέγοντάς σου : «Γίνε, όταν εγώ πια δε θα υπάρχω, εσύ γι’ αυτόν μητέρα». Συγκινημένη έγειρες το κεφάλι σου στο χέρι της, γονατίζοντας πλάι της, στο κρεβάτι, και αποκρίθηκες : «Θα ’ναι για μένα το ίδιο σα να τον είχα εγώ γεννήσει». Να, τώρα σου θυμίζω αυτόν το λόγο ! Πήγαινε εκεί, σα να με είχες γεννήσει, και πες του : «Χάρη σου γυρεύω, χάρη ! Άφησέ τον ελεύθερο !» Αχ, ναι, και γύρισε εδώ και πες μου : «Ελεύτερος !»... … Παραιτώ κάθε σκέψη για ευτυχία. Τη Ναταλία — αυτό μη λησμονήσεις να του το πεις ! — δεν την ποθώ καθόλου πια : Κάθε στοργή γι’ αυτήν έχει πια σβήσει μες στην καρδιά μου. Ελεύτερη είναι πάλι, η Ναταλία, σαν το ζαρκάδι μες στο δάσος. Λεύτερη και στο χέρι και στο λόγο της, σα να μην είχα ποτές υπάρξει. Μπορεί να τον διαθέσει τον εαυτό της όπως θέλει. Και αν είναι για τον Κάρολο, το Σουηδό βασιλιά, επιδοκιμάζω με την καρδιά μου αυτή την ένωση. Εγώ θα πάω στο Ρήνο, στα χτήματά μου. Εκεί θέλω να χτίσω, και να γκρεμίσω, ώσπου να τρέξει ο ιδρώτας μου. Θα σπείρω, Θα θερίσω, όπως αν ήταν για να θρέψω γυναίκα και παιδιά. Θα τα χαίρομαι μόνος μου και, σα μαζεύω τον καρπό, θα σπέρνω πάλι, και Θα τρέχω στον κύκλο του καιρού, κυνηγώντας τη ζωή, ώσπου να γείρει στη δύση και να σβήσει...

(Σηκώνεται κα στρέφεται προς τη Ναταλία) Εσύ, άμοιρο κορίτσι, κλαις ! Ο ήλιος ρίχνει το φως του σήμερα στον τάφο όλων σου των ελπίδων. Της καρδιάς σου πρώτο μίλημα ήτανε για μένα. Και η όψη σου, πιστή σαν το χρυσάφι, μου λέει πως δεν θα δώσεις την αγάπη σου ποτέ σου σε άλλον ! Όμως ποιαν μπορώ

Page 146: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

146

να δώσω τώρα εγώ ο δυστυχισμένος παρηγοριά σε σένα ; Φύγε τώρα να πας με τις παρθένες που ασκητεύουν στου Μοίνου το ποτάμι με την ξαδέρφη σου μαζί. Και κοίταξε να βρεις εκεί κάνα παιδί μ’ ολόξανθα σγουρά μαλλιά, που να μοιάζει μ’ εμένα. Αγόρασέ το με χρυσάφι και με ασήμι, Σφιξ’ το στην αγκαλιά σου, δίδαξέ το να σου ψελλίζει το όνομα «μητέρα», και μάθε το, σα μεγαλώσει, πώς να κλείνει τα μάτια των ανθρώπων όταν πεθαίνουν. — Να ! Αυτή είναι η ευτυχία που σε προσμένει !

Page 147: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

147

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Λεόντιος στον παιδαγωγό του. ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ Λοιπόν, κύριε, τι είναι ακριβώς αυτό που ζητάτε από μένα ; Επιθυμείτε μήπως να με προετοιμάσετε για το επάγγελμά μου ; Προς το παρόν, είμαι τόσο απησχολημένος, που πραγματικά δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω. Βλέπετε αυτή την πέτρα ; Ένα από τα πρώτα μου καθήκοντα, είναι να φτύσω αλλεπάλληλα επάνω της τρακόσιες εξηνταπέντε φορές. Το έχετε δοκιμάσει ; Θάπρεπε. Είναι μια πολύ λεπτή πηγή διασκεδάσεως. Μετά... βλέπετε αυτή την χούφτα άμμο ; (Παίρνει μα χούφτα άμμο, την τινάζει στον αέρα κα μετά την πιάνει με την ανάποδη του χεριού του) Βάζουμε ένα στοίχημα ; Μονά ή ζυγά ; Πόσους κόκκους άμμο έχω στην ανάποδη του χεριού μου; Τι συμβαίνει ; Δεν θα στοιχηματίσετε ; Δεν είστε ειδωλολάτρης, έτσι ; Πιστεύετε στον Θεό ; Εγώ στοιχηματίζω συχνά με τον εαυτό μου, και είναι κάτι που μπορεί να κρατήση μέρες ατέλειωτες. Επί τη ευκαιρία, αν τύχη και γνωρίσετε κάποιον, που να μπορή, και να του αρέση να βάζη στοιχήματα, Θα σας ήμουν πολύ υποχρεωμένος. Κατόπιν... κατόπιν πρέπει να υπολογίσω, τι πιθανότητες έχω, να δω την κορυφή του κεφαλιού μου. Α, τι μεγαλείο, γι’ αυτόν που πρώτος και για πρώτη φορά, θα μπορέση να δη την κορυφή του κεφαλιού του ! Είναι ένα από τα όνειρά μου. Φυσικά, θα χρειαζόμουν βοήθεια. Και μετά... μετά ένας απέραντος αριθμός από πράγματα αυτού του είδους. Μήπως είμαι τεμπέλης ; Προς τον παρόν, είμαι τελείως άδειος... Μάλιστα, και εν είναι θλιβερό... … Θεέ μου ! Πάντα Θα συμφωνής μαζί μου ! Είμαι βέβαιος πως έχετε μια κατεπείγουσα δουλειά, Κύριε. Λυπούμαι που σας κράτησα τόσην ώρα. (Ο παιδαγωγός κάνει μια βαθειά υπόκλιση και φεύγει) Τα συγχαρητήριά μου Κύριε, όταν υποκλίνεσθε τα πόδια σας κάνουν μία θαυμάσια παρένθεση. (Ο Λεόντιος μόνος του πια, τεντώνεται πάνω στο θρανίο) Πάνω στα λουλούδια οι μέλισσες κάθονται τόσο αναπαυτικά, και οι ηλιαχτίδες απλώνουν τεμπέλικα στη γη. Τι τρομερή νωθρότης. Η νωθρότης είναι η αρχή κάθε κακού. Και τι δεν κάνουν, από καθαρή βαρεμάρα οι άνθρωποι. Σπουδάζουν από βαρεμάρα προσεύχονται από βαρεμάρα, ερωτεύονται, παντρεύονται και πολλαπλασιάζονται από βαρεμάρα και — να κάτι που όλ’ αυτά τα κάνει διασκεδαστικά — γίνονται όλα με την πιο σοβαρή αταραξία. χωρίς να καταλαβαίνουν καν γιατί, και ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Αυτοί οι ήρωες, αυτές οι μεγαλοφυΐες, αυτοί οι ανόητοι, αυτοί οι άγιοι, αυτοί οι αμαρτωλοί κατόπιν τούτου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξευγενισμένοι, ηλίθιοι ακαμάτηδες. Γιατί πρέπει νάμαι Εγώ, ο Ένας που το κατάλαβε αυτό ; Ο άνθρωπος που έφυγε πριν από λίγο, είναι ένα πρόσωπο που ζηλεύω. Μούρχεται να τον κοπανίσω απ’ τη ζήλεια μου. Γιατί να μην είμαι ικανός, να ντύνω τούτο το φτωχό νευρόσπαστο με μια ρεντιγκόττα, να του άλω στο χέρι μιαν ομπρέλλα, για να γίνη πολύ καθώς πρέπει και πολύ χρήσιμος και πολύ ηθικός; Θεέ μου, να μπορούσε κανείς να αλλάξη πρόσωπο. Μόνο για μια στιγμή ! (Μπαίνει ο Βαλέριος

Page 148: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

148

μισομεθυσμένος) Κοίτα το μέθυσο ! Μακάρι να υπήρχε, κάτω από τούτον τον ήλιο, έστω κι ένα, μοναδικό πράγμα, που να μπορεί να με μεθύση.

Page 149: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

149

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Λεόντιος μονολογεί. ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ Τι περίεργο πράγμα που είναι ο έρωτας ! Μένεις ξαπλωμένος, έναν ολόκληρο χρόνο, σ’ ένα κρεβάτι σε κατάσταση υπνηλίας, και ένα πρωί ξυπνάς ξαφνικά, περνάς το χέρι απ’ το μέτωπό σου και συλλογίζεσαι... συλλογίζεσαι ! Θεέ μου! Πόσες γυναίκες χρειαζόμαστε, στη ζωή, για να μας ψάλουν το τραγούδι του έρωτα ! Μια, δεν είναι αρκετή ούτε για ένα απλό τραγουδάκι. Γιατί αυτή η ομίχλη πάνω απ’ τη γη, να μεταβάλη σαν πρίσμα τις λευκές αχτίδες ενός ερωτικού πάθους σε ουράνιο τόξο ; (Πίνει) Σε πιο μπουκάλι, είναι άραγε κρυμμένο, το κρασί που θα με μεθύση σήμερα ; Ή μήπως, ούτε σήμερα θα το βρω ! Μου φαίνεται σαν νάμαι κάτω από μια αεραντλία. Ο αέρας είναι τόσο λιγοστός κι αδύναμος ! Παγώνω ! —.Κύριοί μου, Κύριοί μου, τι ήταν ο Καλιγούλας και ο Νέρων ; Ξέρετε ; Τύραννοι.. από ανία. Μάλιστα ! — Έλα Λεόντιε, ας φτιάξουμε έναν μικρό μονόλογο, Θέλω ν’ ακούσω. — Ή ζωή μου, μου χασμουριέται σαν μια απέραντη έκταση από άσπρο χαρτί που πρέπει να γεμίσω, αλλά δεν μπορώ να γράψω τίποτε περισσότερο από ένα απλό γράμμα. Το κεφάλι μου είναι μία άδεια αίθουσα χορού : Μερικά πατημένα λουλούδια, σκισμένες κορδέλλες στο πάτωμα, σπασμένα βιολιά στις γωνιές, οι τελευταίοι χορευταί έχουν βγάλει τις μάσκες τους και κοιτάζονται με μάτια σβυσμένα, πεθαμένα απ’ την κούραση. Είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα, γυρίζω τον εαυτό μου μέσα - έξω σαν γάντι. Ω, ξέρω τον εαυτό μου, ξέρω τι θα σκέπτομαι και τι θα ονειρεύομαι μετά από ένα τέταρτο, σε οχτώ ημέρες, σ’ ένα χρόνο από τώρα. Πόσες αμαρτίες θάχω κάνει, για να με μαλλώνης τόσο συχνά, Θεέ μου ! — Μπράβο, Λεόντιε ! Μπράβο!(Χειροκροτεί) Αισθάνομαι πολύ ωραία όταν επευφημώ τον εαυτό μου. Χάι, Λεόντιε ! Λεόντιε !

Page 150: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

150

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Βαλέριος στην ομήγυρη. ΒΒΑΑΛΛΕΕΡΡΙΙΟΟΣΣ Κατάρα ! Φτάσαμε πάλι σ’ άλλα σύνορα. Λυτός ο κόσμος είναι σαν κρεμμύδι· το ένα στρώμα πάνω σ’ άλλο στρώμα. Σα μια σειρά κουτιά το ένα μέσα στ’ άλλο, μέσα στα μεγαλύτερα μικρότερα κουτιά και στα μικρότερα τίποτα. (Ρίχνει κάτω το σακούλι

του) Θα γίνει η ταφόπετρά μου άραγε αυτός ο μπόγος ; Συγνώμη, πρίγκηπα φιλοσοφώ... αλλά... νάμαι σύμβολο της ανθρώπινης καταστάσεως. Με πονεμένα πόδια, όλη την ημέρα, μέσα από παγωνιά και κάψα, σέρνω τούτο το δισάκι, μόνο και μόνο γιατί θέλω να φορέσω ένα καθαρό πουκάμισο όταν έρθει το βράδυ. Όταν όμως, τελικά, έρθει το βράδυ το μέτωπό μου είναι σκαμμένο απ’ την κούραση, τα μάγουλά μου φλογισμένα, τα μάτια μου αρχίζουν και σκοτεινιάζουν και πολύ σπάνια έχω καιρό να τραβήξω από μέσα το καθαρό μου πουκάμισο για να μου χρησιμέψη πια για σάβανο. Δε θάταν προτιμότερο να έβγαζα τον μπόγο από τούτο το μπαστούνι, να τον πουλούσα στο πρώτο καλό πανδοχείο που θα πήγαινα και μετά αφού θάχα μεθύσει να κοιμηθώ στη σκιά ίσαμε το βράδυ, αντί να γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα και να βγάζω κάλους στα πόδια μου ; Και τώρα πρίγκηπα, επί το έργον : όχι από τίποτ’ άλλο, αλλά από καθαρή σεμνοτυφία πρέπει να πληρώσουμε τον ξενοδόχο και να φορέσουμε παλτό και παντελόνια. Ε, μπόγο, σου μυρίζει τίποτα ; Κρασί και ψητό με σάλτσα ! Θεέ, πόσο θάθελαν τα βρακιά. μου να ριζώσουν στη γη και ν’ ανθίσουν σαν οπωροφόρα δέντρα. Πλούσια τσαμπιά σταφύλια να πέσουν στο στόμα μου και καινούργιο κρασί ζυμωμένο στο πατητήρι.

Page 151: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

151

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Βαλέριος στην ομήγυρη. ΒΒΑΑΛΛΕΕΡΡΙΙΟΟΣΣ Εν πάση περιπτώσει, αυτό που ήθελα να ανακοινώσω σ’ αυτήν την Υψηλή και σεβαστή ομήγυρη, είναι ότι έφθασαν αυτές οι δύο, οι πιο διάσημες μαριονέττες του κόσμου, και ότι εγώ είμαι ίσως, η τρίτη και η πιο παράξενη κι’ από τις δυο, αν μόνον ήξερα ποιος είμαι, ένα θέμα για το οποίον δεν μας επιτρέπεται να σκεφθούμε, είναι γεγονός, πως αν και δεν ξέρω τι δεν ξέρω, είναι πολύ πιθανόν να μ’ αφήναν να μιλήσω, μια και είναι μόνον μερικά λαρύγγια και ο ζεστός αέρας που τα λένε αυτά, και μια και δεν έχω την παραμικρή ιδέα λέω. (Με οξεία φωνή) Κυρίες και Κύριοι, εδώ βλέπετε δυο άτομα διαφορετικού φύλου, έναν άντρα και μια γυναίκα, έναν κύριο και μια κυρία ! Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τέχνασμα μηχανικής ιδιοφυίας, δύο χάρτινες μαριονέττες ! Κάθε μια είναι εφοδιασμένη μ’ ένα λεπτό, λεπτότατο κόκκινο σπαγγάκι κάτω απ’ το νύχι του μικρού δακτύλου του δεξιού ποδιού. Πιέστε τον μοχλό, πολύ μαλακά πάντα, και θα μπουν σε κίνηση για, τουλάχιστον, πενήντα χρόνια. Αυτά τα άτομα είναι τόσο τέλεια κανονισμένα που δεν ξεχωρίζουν απ’ τις ανθρώπινες υπάρξεις, εκτός αν ξέρει κανείς πως είναι χάρτινα ! Θα μπορούσαν ακόμα και να γίνουν δεκτά ως μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι από καλό σόι γιατί μιλούν Αρχαία Γερμανικά, είναι ηθικοί, γιατί σηκώνονται με ακρίβεια στο χτύπημα της καμπάνας, γιατί τρώνε ακριβώς το μεσημέρι, και γιατί αποσύρονται ακριβώς στο κτύπημα μιας άλλης καμπάνας. Και επίσης, έχουν καλή πέψη, πράγμα που επιβεβαιώνει την καθαρή τους συνείδηση. Διαπνέονται από μίαν ευαίσθητη ηθική, και λεπτά συναισθήματα, π.χ. η κυρία ποτέ δεν μιλά για τα γυναικεία εσώρουχα, και ο κύριος δεν διανοήθηκε ποτέ να προηγηθή της κυρίας στη σκάλα ούτε ένα βήμα. Είναι πολύ μορφωμένοι, η κυρία τραγουδάει όλες τις καινούριες όπερες και ο κύριος φοράει μανικέτια. Και τώρα προσοχή, κυρίες μου και κύριοι ! Τα δύο αυτά άτομα βρίσκονται σε μα ενδιαφέρουσα φάση της αναπτύξεώς τους, ο μηχανισμός του Έρωτα άρχισε να μπαίνη σε κίνηση. Ο κύριος έχει προσφέρει στην κυρία την εσάρπα της καμιά δεκαριά φορές, και καμιά δεκαριά φορές η κυρία έχει σηκώσει λιγωμένα τα μάτια της προς τον ουρανό. Και οι δυο έχουν ψιθυρίσει άπειρες φορές λόγια αγάπης, πίστεως και ελπίδας ! Φαίνονται τόσο σύμφωνοι που το μόνο που λείπει ακόμα είναι η απλή λέξη : Αμήν !

Page 152: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

152

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

ΒΒ ΟΟ ΫΫ ΤΤ ΣΣ ΕΕ ΚΚ

5. Μέσα στο τσαντήρι.

Ο Θεατρίνος φέρνοντας ένα άλογο. ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΙΙΝΝΟΟΣΣ Έλα, δείξε το ταλέντο σου ! Δείξε τη ζωώδη λογική σου. Ντρόπιασε την ανθρώπινη κοινωνία. Κυρίες και Κύριοι το ζώον το οποίον βλέπετε, με την ουρά του και τις τέσσερις οπλές του, είναι μέλος όλων των λογίων συλλόγων, είναι καθηγητής εις το Πανεπιστήμιον, όπου επ’ αυτού οι φοιτηταί διδάσκονται και να ιππεύουν, αλλά και να δέρνουν. Αυτή ήταν η απλή, δηλαδή η μονή λογική. (Στο άλογο) Σκέψου τώρα με τη διπλή λογική. Τι κάνεις όταν σκέφτεσαι με τη διπλή λογική ; Βρίσκεται εδώ, ανάμεσα σ’ αυτή τη λογία συντροφιά κανένας γάιδαρος ; (Το άλογο κουνά το κεφάλι) Βλέπετε λοιπόν τη διπλή λογική ; Άλογο μα όχι παράλογο ! Μάλιστα, αυτό δεν είναι κάποιο ηλίθιο ζώο, αυτό είναι ένα άτομο. ένας άνθρωπος, ένας ζωώδης άνθρωπος — κι όμως ένα κτήνος θλιβερόν. (Το άλογο συμπεριφέρεται αδιάντροπα) Έτσι μπράβο ! Ξευτέλισε την κοινωνία. Βλέπετε, το ζώο είναι ακόμη φύση. Αναλλοίωτη φύση. Διδαχθείτε απ’ αυτό. Ρωτήστε και το γιατρό σας· αν αρνηθείτε, μπορεί να αποβεί για σας ιδιαιτέρως βλαβερόν. Και ιδού το δίδαγμα : ο άνθρωπος είναι φυσικός ! Είναι πλασμένος από σκόνη, άμμο, ακαθαρσίες. Θες να ’σαι κάτι παραπάνω από σκόνη, άμμο και βρωμιά ; — Κοιτάξτε τη λογική του: μπορεί να κάνει λογαριασμούς κι όμως δεν μπορεί να μετρήσει με τα δάχτυλα. Γιατί ; Απλώς δεν μπορεί να εκφρασθεί, να εξηγηθεί. Είναι ένας μεταμορφωμένος άνθρωπος ! Πες στους κυρίους τι ώρα είναι ! Ποιος απ’ αυτούς τους κυρίους ή τις κυρίες διαθέτει ένα ρολόι, ένα ρολόι ;

Page 153: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

153

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

ΒΒ ΟΟ ΫΫ ΤΤ ΣΣ ΕΕ ΚΚ

25. Δρομάκη κοντά στη λίμνη.

Ο Βόυτσεκ μονολογεί. ΒΒΟΟΫΫΤΤΣΣΕΕΚΚ Το μαχαίρι ; Πού είναι το μαχαίρι ; Εδώ το είχα αφήσει. Αυτό θα με προδώσει. Πιο κοντά, ακόμα πιο κοντά ! Τι μέρος είν’ αυτό ; Τι ακούω ; Κάτι κουνιέται. Ησυχία, Εδώ κοντά μου. Μαρία ; (Τη βλέπει) Α ! Μαρία ! Ησυχία. Όλα είναι σιωπηλά. Γιατί ’σαι έτσι χλωμή. Μαρία ; Τι ’ναι αυτό το κόκκινο κορδόνι στο λαιμό σου ; Ποιος σου χάραξε ετούτη την καδένα, πληρωμή για τα’ αμάρτημά σου ; Hσουνα μαύρη απ’ αυτά, λασπωμένη. Κι εγώ σ’ έκανα πάλι λευκή κι αθώα. Πως κρέμονται έτσι άγρια τα μαύρα σου μαλλιά ; Δεν έπλεξες απόψε τις κοτσίδες σου ; — Κάτι ’ναι εκεί πεσμένο ! Κρύο, υγρό, βουβό. Μακριά από δω. Το μαχαίρι, το μαχαίρι. Το πήρα ; Τώρα ναι ! Έρχονται ! Προς τα κει!...

(Φεύγει τρέχοντας)

Page 154: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

154

ΓΚΕΟΡΓΚ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

ΒΒ ΟΟ ΫΫ ΤΤ ΣΣ ΕΕ ΚΚ

26.Στη Λίμνη.

Ο Βόυτσεκ μονολογεί. ΒΒΟΟΫΫΤΤΣΣΕΕΚΚ Να, εκεί, βαθιά κάτω ! (Ρίχνει το μαχαίρι στη λίμνη) Βουλιάζει στα σκοτεινά νερά, σαν πέτρα. Το φεγγάρι είναι μια ματωμένη λάμα ! Όλος ο κόσμος, λοιπόν, θα μιλάει γι’ αυτό που έγινε ; — Όχι το ’ριξα πολύ κοντά· σα θα ’ρθουν να κολυμπήσουν — (Μπαίνει στη λίμνη και το πετάει μακριά) Καλά είναι τώρα. Όμως το καλοκαίρι, όταν βουτάνε για να βρουν κοχύλια ; Μπα, θα ’χει σκουριάσει. Ποιος θα μπορέσει να τ’ αναγνωρίσει ; — Αν το ’χα σπάσει ! Έχω ακόμη πάνω μου αίματα ; Πρέπει να πλυθώ. Να, εδώ είναι μια κηλίδα. Κι εδώ άλλη μια. Κι άλλη ! Κι άλλη!

Page 155: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

155

ΑΛΦΡΕ ΝΤΕ ΜΥΣΣΕ Μετ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΡΙΣΗ

ΔΔΕΕΝΝ ΠΠΑΑΙΙΖΖΟΟΥΥΝΝ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟΝΝ ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Κύριος Μπριντέν μονολογεί. ΚΚΥΥΡΡΙΙΟΟΣΣ ΜΜΠΠΡΡΙΙΝΝΤΤΕΕΝΝ Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο. Θα του δώσουν και σήμερα την καλύτερη θέση. Σ’ αυτή την καρέκλα που ανέκαθεν καθόμουν, στα δεξιά του βαρώνου, Θα στρογγυλοκαθήσει ο δασκαλίσκος. Δυστυχία μου ! Ένα ζώον αγράμματο, ένας ξεδιάντροπος μεθύστακας, να παραπετάξει εμένα στη χειρότερη γωνίτσα του τραπεζιού ! Ο υπηρέτης θα του σερβίρει το πρώτο ποτήρι με κρασί της Μάλαγα κι όταν οι πιατέλες θα φτάσουν σε μένα, το φαγητό θα ’χει κρυώσει και τα καλύτερα κομμάτια θα έχουν φαγωθεί. Δεν θα ’χουν μείνει πια ούτε πέρδικες ούτε λάχανα ούτε καρότα. Ω αγία καθολική εκκλησία ! Να έχουν δώσει αυτή τη θέση χθες, το καταλαβαίνω. Μόλις είχε φθάσει. Ήταν η πρώτη φορά ύστερα από κάμποσα χρόνια που ήταν σ’ αυτό το τραπέζι. Ύψιστε ! Πώς καταβρόχθιζε ! Όχι, τίποτα δεν θα μείνει για μένα, μόνο κόκαλα και ψίχουλα. Δεν θ’ αντέξω τέτοια προσβολή. Έχε γεια, σεβάσμια πολυθρόνα, όπου τόσες φορές βυθιζόμουν ναρκωμένος απ’ την καλοφαγία και την πολυφαγία! Έχετε γεια, μπουκάλια του κρασιού, και σεις μυρωδάτοι αχνοί του ζαρκαδιού, ψημένου στην εντέλεια ! Έχε γεια, μεγαλειώδες τραπέζι, και συ τραπεζαρία ευγενεστάτη, ποτέ πια το Πάτερ Ημών δεν θα ξαναπώ ! Γυρίζω στη φτωχή μου ενορία. Δεν θα με ξαναδούν ανάμεσα στων συνδαιτυμόνων το πλήθος και όπως ο Καίσαρ, κι εγώ προτιμώ πρώτος να είμαι στο χωριό και όχι δεύτερος στη Ρώμη.

Page 156: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

156

ΑΛΦΡΕ ΝΤΕ ΜΥΣΣΕ Μετ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΡΙΣΗ

ΔΔΕΕΝΝ ΠΠΑΑΙΙΖΖΟΟΥΥΝΝ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟΝΝ ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Περντιγκαν στη Καμίγι. ΠΠΕΕΡΡΝΝΤΤΙΙΓΓΚΚΑΑΝΝ Διακόσιες γυναίκες ζουν στο μοναστήρι κι οι περισσότερες έχουν στο βάθος της καρδιάς τους αγιάτρευτες πληγές. Σ’ τις δείχνουν και συ τις αγγίζεις. Κηλιδώνουν ανεξίτηλα την άδολη σκέψη σου με σταγόνες απ’ το αίμα τους. Αυτές έζησαν, έτσι εν είναι ; Και σου δείχνουν με φρίκη την πορεία της ζωής τους. Σταυροκοπιέσαι μπροστά στις πληγές τους όπως μπροστά στις πληγές του Ιησού. Σου κάνουν χώρο στις πένθιμες ακολουθίες τους και συ κρύβεσαι πίσω απ’ τα αποστεωμένα σώματά τους με δέος θρησκευτικό κάθε φορά που βλέπεις κάποιον άνδρα να περνά. Είσαι σίγουρη πως ο άνδρας που περνά είναι ο ίδιος που τις πρόδωσε, εκείνος για τον οποίο κλαίνε και οδύρονται και ικετεύουν το Θεό να τον καταραστεί, είσαι σίγουρη πως αν τον δουν δεν θα σπάσουν τα δεσμά τους για να τρέξουν ξωπίσω από την παλιά δυστυχία τους ; Και δεν θα προτάξουν πάλι τα αιμόφυρτα στήθη τους στο μαχαίρι που ήδη τις έχει χτυπήσει ; Αχ, κορίτσι μου, γνωρίζεις τα όνειρα αυτών των γυναικών που σου λένε να μην ονειρεύεσαι ; Γνωρίζεις ποιο όνομα μουρμουρίζουν όταν οι λυγμοί που βγαίνουν απ’ τα χείλη τους κάνουν την όστια να χορεύει πάνω στη γλώσσα τους ; Αυτές που κάθονται δίπλα σου με το κεφάλι να πηγαίνει πέρα δώθε για να σταλάξουν στην ψυχή σου το φαρμάκι της χαμένης ζωής τους, αυτές που κάνουν να ηχήσει το σήμαντρο της απελπισίας πάνω απ’ τα συντρίμμια της νιότης σου, αυτές που σε κάνουν να νιώσεις κατάσαρκα την παγωνιά του τάφου τους, ξέρεις ποιες είναι ;… … Ξέρεις τι είναι οι καλόγριες, δύστυχο κορίτσι ; Αυτές που σου παρουσιάζουν την αγάπη των ανδρών σαν ένα ψέμα, ξέρουν πως υπάρχει κάτι ακόμα χειρότερο, το ψέμα της θεϊκής αγάπης ; Ξέρουν τι έγκλημα διαπράττουν όταν ψιθυρίζουν σ’ ένα αγνό κορίτσι λόγια μιας ώριμης γυναίκας ; Πόσο καλά σε δασκάλεψαν ! Τα είχα προβλέψει όλα αυτά όταν στάθηκες μπροστά στην προσωπογραφία της μακρινής μας θείας ! Ήθελες να φύγεις δίχως να μου σφίξεις το χέρι. Δεν ήθελες να ξαναδείς ούτε το δάσος ούτε την καημένη την πηγή που μας κοίταζε δακρυσμένη. Απαρνήθηκες τις ημέρες των παιδικών σου χρόνων, και το γύψινο προσωπείο που οι καλόγριες σου φόρεσαν αρνήθηκε να μου δώσει ένα αδελφικό φιλί. Όμως η καρδιά σου σκιρτούσε. Η καρδιά, που δεν ξέρει να διαβάζει, είχε λησμονήσει το μάθημά της. Κι ήρθες πάλι και κάθησες πάνω στη χλόη, μαζί μου. Λοιπόν, Καμίγι, αυτές οι γυναίκες σε δασκάλεψαν καλά. Σ’ έβαλαν στο σωστό δρόμο. Αυτό μπορεί να μου στοιχίσει, να χάσω την ευτυχία μου. Όμως να τους πεις, το λέω εγώ, πως τη βασιλεία των ουρανών δεν θα τη χαρούν... … Αντίο, Καμίγι, γύρισε πίσω στο μοναστήρι κ όταν θ’ ακούς τις απαίσιες αυτές ιστορίες που σ’ έχουν φαρμακώσει, να τους πεις αυτά που θα σου πω : Όλοι οι άνδρες είναι ψεύτες, άπιστοι, ψεύτικοι, φλύαροι, υποκριτές, αλαζόνες ή δειλοί, ποταποί και φιλήδονοι. Όλες οι γυναίκες είναι ύπουλες, πανούργες, ματαιόδοξες, άπληστες και διεφθαρμένες. Ο κόσμος είναι ένας απύθμενος βόθρος όπου οι πιο

Page 157: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

157

δύσμορφες φώκιες έρπουν και παραδέρνουν πάνω σε βουνά περιττωμάτων. Όμως υπάρχει στον κόσμο κάτι το άγιο και θεσπέσιο : η ένωση των δύο αυτών πλασμάτων, των τόσο ατελών και αποτρόπαιων. Προδίδονται συχνά από τον έρωτα, συχνά πληγώνονται, συχνά δυστυχούν. Όμως αγαπούν, κι όταν βρίσκονται στο χείλος του ταφου στρέφονται για να κοιτάξουν πίσω, και μονολογούν : Συχνά υπέφερα, κάποτε κάποτε προδόθηκα, όμως αγάπησα. Εγώ τα έζησα όλα αυτά κι όχι ένα πλάσμα, επίπλαστο παιδί της πλήξης και της αλαζονείας.

Page 158: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

158

ΕΝΤΜΟΝ ΡΟΣΤΑΝ Μετ: ΛΟΥΙΖΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ

ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ ΝΝΤΤΕΕ ΜΜΠΠΕΕΡΡΖΖΕΕΡΡΑΑΚΚ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τέταρτη.

Ο Συρανό στον Κριστιάν. ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ Ε, όχι δα, μικρέ μου, τόσο μόνο ; Μπορούσες χίλια πράγματα να πεις με άλλον τόνο ! Άκουσε ! Επιθετικά : «Αν είχα τέτοιο μύτο, να τονε κόψω η πρώτη μου απόφαση θα ήτο !» Και φιλικά : «Προσέξτε την, θα μπει μες στο φλιτζάνι ! Εάν δεν την σηκώσετε, μέχρι τον πάτο φτάνει !» Με ύφος περιγραφικό : «Βουνοκορφή ! Ίδια ράχη ! Βράχος ! Τι βράχος, φίλοι μου ; Χερσόνησος μονάχη !» Το ’χεις για τα ψαλίδια σου, ή είναι καλαμάρι ;» Χαριτωμένα : «Τα πουλιά τόσο πολύ σε νοιάζουν ώστε πάνω στη μύτη σου τα βάζεις και κουρνιάζουν ;» Στα ίσια : «Πες μου, όταν ρουφάς ταμπάκο από τη μύτη, απ’ τον καπνό πιάνει φωτιά και καίγεται το σπίτι και «πυρκαγιά», φωνάζουνε στην καπνοδόχο οι άλλοι ;» Με ύφος προστατευτικό : «Πρόσεχε το κεφάλι από το βάρος το πολύ μη γείρει προς το χώμα !» Αβρό : «Για να μη μαραθεί το τρυφερό της χρώμα από τον ήλιο μια μικρή ομπρέλα να της κάνεις !» Και λόγιο : «Τα ζώα αυτά που ο Αριστοφάνης εκάλεσε ιπποκαμποελεφαντοκαμήλους τέτοιον όγκο είχαν σάρκινο εκεί, άνω του χείλους». Ιπποτικό : «Τ’ αγκίστρι αυτό, φίλε, της μόδας θα ’ναι, για να μπορούν επάνω του καπέλα να κρεμάνε». Με έμφαση : «Και να φυσούν οι άνεμοι με οίστρο να σ’ αρρωστήσουν δεν μπορούν, εκτός απ’ το μαΐστρο !» Λιγάκι πιο δραματικό : «Η μύτη αυτή και μόνη στην Ερυθρά τη Θάλασσα θα μοιάζει σαν ματώνει !» Με Θαυμασμό : «Τι έμβλημα δια μυροπωλείον !» Απλό : «Πότε επισκέπτονται ετούτο το μνημείον ;» Με σεβασμό : «Σε προσκυνώ, κύριε, με τέτοια μύτη Να ’σαι άστεγος δεν γίνεται, θα ’χεις δικό σου σπίτι !» Χωριάτικο : «Ωρέ δε μου λιες, μύτη είν’ αυτό που απλώνει ; Α, μπα ! Γογγύλι θα ’ν τρανό, ή θα ’ν μικρό πεπόνι !» Στρατιωτικό : «Επίθεση ! Εμπρός ! Το μύτο πρώτο !» Και πρακτικό : «Σκεφθήκατε αν έμπαινε στο Λότο πως θα μπορούσε, φίλτατε, μέγας λαχνός να γίνει ;» Και τέλος κοροϊδεύοντας τον Πύραμο με οδύνη : «Ιδού η μύτη αυτή», να πεις, «όπου τον κύριό της

Page 159: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

159

τόσο τον παραμόρφωσε ! Ερυθριά η προδότις !» Τόσα μπορούσες να μου πεις αν είχες μυαλουδάκι κι αν ήξερες και γράμματα και είχες και μεράκι. Αλλά από πνεύμα ούτε σταλιά δεν έχεις στο μυαλό σου και γράμματα δεν έμαθες από τον δάσκαλό σου παρά μονάχα τέσσερα, τη λέξη «βλαξ» που κάνουν ! Τέσσερα ! Είναι αρκετά ! Εσένανε σου φτάνουν ! Και αν μπροστά στα ευγενή ετούτα θεωρεία Να μου σερβίρεις ήθελες κάποια απ’ αυτά τ’ αστεία, δεν θα τολμούσες ούτε μια λεξούλα να αρθρώσεις, δεν θ’ άνοιγες το στόμα σου, και να μη μου κακιώσεις ! Τέτοιου είδους δάφνες μόνος μου φροντίζω και τις δρέπω, σε άλλον όμως, πλην εμού, αυτό εν το επιτρέπω !

Page 160: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

160

ΕΝΤΜΟΝ ΡΟΣΤΑΝ Μετ: ΛΟΥΙΖΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ

ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ ΝΝΤΤΕΕ ΜΜΠΠΕΕΡΡΖΖΕΕΡΡΑΑΚΚ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Όγδοη.

Ο Συρανό στον Κριστιάν. ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ Θέλεις να πεις να πάω μπροστά, να κάνω εγώ καριέρα ! Θέλεις να βρω έναν ισχυρό προστάτη να με πάρει υπό την προστασία του, κι εγώ, γεμάτος χάρη, να τυλιχτώ σαν τον κισσό που τον φλοιό τον γλείφει, κι αντί να είμαι δυνατός, θες να με λεν γαλίφη ! Όχι ποτέ, σ’ ευχαριστώ ! Στίχους ν’ αφιερώνω σε τραπεζίτες, υπουργούς, και να γυρεύω μόνο ένα στραβό χαμόγελο στ’ αγέλαστά τους χείλη και να ’χω έγνοια μοναχή μήπως κανείς μου στείλει τίποτα παλιοψύχουλα να φάω από ευσπλαχνία, να μου βρωμάν τα γόνατα απ’ τη γονυκλισία και ευκαμψίας γυμνάσματα να κάνω με τη ράχη ; ‘Όχι, ποτέ, σ’ ευχαριστώ ! Και ποιο νόημα θα ’χει ; Θέλεις τα ασυμβίβαστα πάντα να συμβιβάζω να λιβανίζω ισχυρούς και να ξεροσταλιάζω προσμένοντας, σκαλί σκαλί, κάπου μήπως τρυπώσω, μια θέση εγώ στους κύκλους τους μήπως και εδραιώσω ; Όχι, ποτέ, σ’ ευχαριστώ ! Θέλεις, λοιπόν, να πλέω με κομπλιμέντα για κουπιά, να κάνω ότι κλαίω από αγάπες ψεύτικες και να ’χω για ιστία τα κούφια ερωτόλογα για μια γριά κυρία ; Και να δεχθώ τους στίχους μου εγώ να εκτυπώσω σ’ έναν εκδότη του συρμού, αφού πρώτα πληρώσω ; πάντα μες στα καπηλειά θέλεις να με ψηφίσουν ; Μ’ ένα σονέτο όνομα να φτιάξω, αδελφέ μου, Αντί να γράφω συνεχώς ; Σ’ ευχαριστώ, ποτέ μου ! Ν’ αναγνωρίζω τάλαντο εγώ στους ατζαμήδες ; Να με τρομάζουν πάντοτε δυο τρεις εφημερίδες ; Κα έντρομος να λέω : «Αρκεί στο φύλλο του να γράψει για μένα ο Γαλλικός Ερμής, έστω και αν με θάψει» ; Να κάνω υπολογισμούς και να ζητώ ακροάσεις, να τριγυρνάω στους χορούς, να βλέπω παραστάσεις, και στους μεγάλους άρχοντες μπροστά να ωχριώ ; Όχι, ποτέ ! Ποτέ ! Ποτέ ! Μόνο να τραγουδώ και να γελώ μονάχος μου με τα γλυκά μου όνειρα και τη φωνή μου ζωντανή, τα μάτια μου παμπόνηρα, το καπελάκι μου στραβά, σαν θέλω, να φοράω, στίχους να γράφω ελεύθερα, να ζω, να πολεμάω !

Page 161: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

161

Να σκέπτομαι αμέριμνος, κι ας γίνει ό,τι γίνει, να κάνω το ταξίδι μου που θέλω στη σελήνη ! Κι αν τύχει ένα θρίαμβο να καταφέρω, έναν, να μη χρωστάω τίποτα, ποτέ κα σε κανέναν. Σε μια ψηλή βελανιδιά ποτέ μη σκαρφαλώσω σαν τον παράσιτο κισσό. Μόνο να κατορθώσω να στέκομαι ολομόναχος, και ας με ζώνει ο φθόνος κι ας μην ανέβω στα ψηλά, αλλά ν’ ανέβω μόνος !

Page 162: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

162

ΕΝΤΜΟΝ ΡΟΣΤΑΝ Μετ: ΛΟΥΙΖΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ

ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ ΝΝΤΤΕΕ ΜΜΠΠΕΕΡΡΖΖΕΕΡΡΑΑΚΚ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Συρανό στη Ρωξάνη. ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ Όλα θα σου τα πω ! Όσα θα μου έρθουν σκορπιστά, όλα, θα στα πετώ ! Μπουκέτο που σκορπίζεται στον άνεμο λυμένο ! Σε αγαπώ, παραφρονώ, για σένανε πεθανω ! Και τ’ όνομά σου κρέμεται μες στην καρδιά μου αιώνια σαν το γλωσσίδι που χτυπά μες στην καμπάνα χρόνια. Κι έτσι που ο πόθος το κορμί ολημερίς κραδαίνει, έτσι η καμπάνα αντηχεί και τ’ όνομα σημαίνει ! Ό,τι δικό σου τ’ αγαπώ, το νιώθω, με μεθάει, ξέρω μια μέρα πέρυσι, στις δώδεκα του Μάη, για να βγεις έξω το πρωί άλλαξες τα μαλλιά σου ! Κι εγώ, που είχα πάντοτε για φως μου τη θωριά σου, λες κι ήτανε το βλέμμα μου στον ήλιο στυλωμένο κι έβλεπε ύστερα παντού δίσκο ροδοβαμμένο, σαν έφυγα απ’ τις μπούκλες σου που σκόρπιζαν φωτιές εστάλαζε το βλέμμα μου σταλαγματιές ξανθές !... … Και μ’ έχει πλημμυρίσει, άγριος και ζηλότυπος, με έχει κατακτήσει ! Έρωτας είναι, μάτια μου, έρωτας μανιασμένος ! Όμως χωρίς εγωισμό, μόνο λίγο θλιμμένος! Την ευτυχία μου θα ’δινα εγώ για τη δική σου και ας μη μάθαινες ποτέ τίποτα στη ζωή σου ! Αρκεί μόνο από μακριά ν’ ακούω να γελάς, να ξέρω πως το γέλιο σου λίγο μου το χρωστάς ! Κάθε σου βλέμμα, αγάπη μου, ανδρεία μου χαρίζει ! Πες μου αν την καρδούλα σου καθόλου την αγγίζει ο πόνος μου ο μυστικός. Πες μου αν καταλαβαίνει με τι παλμό, με τι καημό σε σένα ανεβαίνει ! Το αποψινό το όνειρο δεν το ’χα ονειρευτεί ! Να σου μιλώ και να μ’ ακούς ! Εγώ κι εσύ ! Εσύ ! Είναι πολύ, τ’ ομολογώ, είναι πολύ για μένα ! Και τώρα δεν αποζητώ παρά μονάχα ένα ! Μόνο το θάνατο ζητώ, Ρωξάνη ! Να πεθάνω ! Φτάνει ένα βράδυ σαν κι αυτό, δεν θέλω παραπάνω ! Το νιώθω πως τα λόγια μου σου φέρνουν τέτοιον πόθο ! Νιώθω την ώρα που μιλώ πως τρέμεις ! Ναι, το νιώθω ! Σαν φύλλο αναδεύεσαι, δονείσαι, σπαρταράς, κι έτσι που το χεράκι σου στο γιασεμί ακουμπάς,

Page 163: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

163

κάνεις ν’ ανασαλεύουνε του γιασεμιού τα φύλλα, να τρέμουν απ’ του πόθου σου την άγια ανατριχίλα !

Page 164: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

164

ΕΝΤΜΟΝ ΡΟΣΤΑΝ Μετ: ΛΟΥΙΖΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ

ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ ΝΝΤΤΕΕ ΜΜΠΠΕΕΡΡΖΖΕΕΡΡΑΑΚΚ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Έκτη.

Ο Συρανό στη Ρωξάνη. ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ Τι ήθελε εκεί πέρα ; Τι διάολο εγύρευε σ’ εκείνη τη γαλέρα ; Φιλόσοφος και φυσικός και στιχουργός και μουσικός και ξιφομάχος πρώτης κι αεροπόρος ταξιδιώτης. Τα αισθήματά του ανείπωτα, τα λόγια του τικ τακ, ενθάδε κείται ο Συρανό ντε Μπερζεράκ που ήταν το παν, αλλά δεν ήταν τίποτα. Συγγνώμη, φεύγω ! Βλέπετε απόψε το φεγγάρι κάποια αχτίδα έστειλε και θέλει να με πάρει.

(Ξαναπέφτει στο κάθισμά του. Το κλάμα της Ρωξάνης τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Την κοιτάζει και χαϊδεύει το πέπλο της)

Δεν σου ζητάω για τον Κριστιάν τώρα να κλαις πιο λίγο θα ’θελα μόνο, μάτια μου, την ώρα που θα φύγω, όταν το δόλιο μου κορμί παγώσει από το κρύο, τα μαύρα πέπλα που φοράς να ’ναι και για τους δύο… (Ένας δυνατός σπασμός τον συνταράζει και σηκώνεται απότομα. Θέλουν να τρέξουν

να τον κρατήσουν. Εκείνος πηγαίνει και στηρίζει την πλάτη του στο δένδρο) Πάντα όρθιος ! Το δέντρο με στηρίζει ! Μπορώ να σταθώ μόνος μου. Κανείς να μ’ αγγίζει ! Μη με κρατάτε ! Έρχεται ! Τα πόδια μου παγώνουν Τα χέρια μου βαραίνουνε, τα μάτια μου θαμπώνουν ! Στο δρόμο είναι ! Όρθιος εδώ θα περιμένω ! Και το σπαθί μου πάντοτε στο χέρι μου κραδαίνω !

(Τραβάει το σπαθί του) Θαρρώ πως με κοιτάζει, Θαρρώ πως για τη μύτη μου τολμάει να με πειράζει !

(Σηκώνει το σπαθί του)

Page 165: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

165

Τι είπες ; Είναι σίγουρη πάντα η καταδίκη ; Δεν πολεμάω, φίλε μου, μονάχα για τη νίκη. Μ’ αρέσει ν’ αγωνίζομαι κι ας ξέρω πως θα χάσω. Όσο κι αν είναι ανώφελο, εγώ θα διασκεδάσω ! Ποιοι είναι πάλι όλοι αυτοί ; Σηκώνω το σπαθί μου κι ελάτε όσοι θέλετε ! Όλοι οι παλιοί εχθροί μου !

(Κτυπάει το κενό με το σπαθί του) Το ψέμα ! Οι Συμβιβασμοί ! Η Δεισιδαιμονία ! Όχι ! Δεν συνθηκολογώ ! Α, να κι η ανανδρία ! Και η βλακεία έρχεται ! Να τηνε που κοπιάζει ! Το ξέρω ! Θα νικήσετε στο τέλος ! Δεν με νοιάζει ! Εγώ συνέχεια χτυπώ ! Χτυπώ ! Χτυπώ ! Χτυπώ ! Ναι ! Όλα μου τα παίρνετε ! Κι όμως αδιαφορώ ! Γιατί απόψε τον Θεό εγώ σαν ανταμώσω ουράνιο κατώφλι του μπορώ να το σαρώσω μ’ αυτά που δεν μου πήρατε, κι αλέκιαστα κρατάω, άσπιλα και ατσάκιστα, και με αυτά πετάω.

(Το σπαθί πέφτει απ’ τα χέρια του, παραπατάει, πέφτει στην αγκαλιά του Ραγκενώ) Σνντρόφια μου ήταν στη ζωή, παρέα στα όνειρά μου. Ποτέ εν θα τα πάρετε...

Page 166: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

166

ΣΣ ΥΥ ΓΓ ΧΧ ΡΡ ΟΟ ΝΝ ΟΟ

ΘΘ ΕΕ ΑΑ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

Page 167: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

167

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: Ε. ΡΟΜΠΑΚΗΣ

ΜΜ ΠΠ ΡΡ ΑΑ ΝΝ ΤΤ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη, Εικόνα Πρώτη.

Ο Μπραντ μονολογεί. ΜΜΠΠΡΡΑΑΝΝΤΤ Ψάχνουν να γυρίσουν στην τρύπα τους... Α ! κακόμοιρε σκλάβε !.. Αν ανάβρυζε μέσα σου πηγή θέλησης, κι αν σούλειπε η δύναμη μονάχα... πόσο θα σ’ ανακούφιζα στο δρόμο σου. Με τι χαρά θα σε φορτωνόμουνα στους ώμους μου και θα σε κουβαλούσα... κι ας ήμουν σακατεμένος από την κούραση... κι ας ήτανε τα πόδια μου ματωμένα. Μα τι να τον κάνω τον άνθρωπο, που η θέλησή του τελειώνει μαζί με τη δύναμή του.

(Προχωρεί μερικά βήματα) Α! η ζωή... η ζωή ! Πόση αξία της δίνουν αυτοί οι ανθρωπάκηδες... Δεν υπάρχει σακάτης, που να μην αγαπάει τη ζωή... σα να βάσταγε πάνω στους αδύναμους ώμους του τη σωτηρία όλου του κόσμου. Μπορείς να τους ζητήσεις ό,τι θες... Μα τη ζωή τους... τη ζωή τους... Α ! πόσο την τσιγγουνεύονται !...

(Φαίνεται ν θυμάται κάτι και χαμογελά) Τον καιρό πούμουνα μικρό παιδί, δύο σκέψεις μούρχονταν συχνά στο νου... Πέθαινα στα γέλια τόσο, που κινδύνευα να τις φάω από τη γριά δασκάλα μου, σαν ήταν κακόκεφη... Φανταζόμουνα μια κουκουβάγια που φοβόταν το σκοτάδι... κι ένα ψάρι που φοβόταν το νερό. Δεν μπορούσα να διώξω αυτές τις σκέψεις... Θαρρείς κι είχανε δόντια και νύχια και δε μ’ άφηναν. Γιατί γελούσα έτσι ;... Ανάερα ένοιωθα, πως υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σε κείνο που είναι και σε κείνο που πρέπει να είναι... Σε κείνο που μας κάνει να σκύβουμε κάτω από το βάρος, και σε κείνο που το νοιώθουμε πολύ βαρύ. Δυνατός κι αδύναμος... κάθε άνθρωπος, σ’ αυτόν τον τόπο, είναι και μια απ’ αυτές τις κουκουβάγιες... ένα απ’ αυτά τα ψάρια. Πλασμένος για τα βαθιά νερά έπρεπε να μένει στο βυθό. Κι όμως, ίσα ίσα αυτό φοβάται. Σπαρταράει ανήσυχα για να φτάσει τον όχτο... ή κατατρομαγμένος πνίγεται κάτω από τον ολόαστρο θόλο... Ζητά αέρα και ποθεί το φως της μέρας.

(Στέκεται μια στιγμή, ανατριχιάζει και αφουγκράζεται) Τι ήταν ; Ένα τραγούδι θαρρώ... Ναι, τραγούδι και γέλια... Προσοχή ! Μια χαρούμενη φωνή... δυο... τρεις... τέσσερις... πέντε... και να, ο ήλιος ! Η ομίχλη σκορπιέται. Βλέπω την πεδιάδα, μακριά... Και κει ψηλά, στην κορφή, κάτω απ’ τις πρωινές αχτίνες, στέκεται μια χαρούμενη συντροφιά. Κουβεντιάζουν... γλυκοχαιρετιούνται... Τώρα χωρίζουν... Όλοι φεύγουν δεξιά εξόν από δύο που ακολουθούνε τον άλλο δρόμο... Να, κουνάνε τα καπέλα τους και τα πέπλα τους και σηκώνουν τα χέρια τους σ’ αποχαιρετισμό.

Page 168: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

168

(Ο ήλιος ολοένα ανεβαίνει. Η ομίχλη σκορπίζεται. Ο Μπραντ σταματάει και

παρακολουθεί το ζευγάρι που πλησιάζει) Είναι περιχυμένοι από φως... Θαρρείς πως η ομίχλη γλιστράει μακριά τους... πως η πεδιάδα κι ο λόφος πρασινίζουν από ρείκια... πως ο ουρανός γελά σ’ αυτόν και σε κείνη ! Πιασμένοι χέρι χέρι τρέχουν στο ξάγναντο. Η κοπέλα μόλις που αγγίζει το χώμα... Το παλικάρι είναι λυγερό σαν το καλάμι... Α ! του ξεφεύγει... Πηδάει πλάγια... Θέλει να την πιάσει... Το τρέξιμο καταντάει παιχνίδι και γέλιο τραγούδι.

Page 169: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

169

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: Ε. ΡΟΜΠΑΚΗΣ

ΜΜ ΠΠ ΡΡ ΑΑ ΝΝ ΤΤ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Μπραντ μονολογεί. ΜΜΠΠΡΡΑΑΝΝΤΤ Ω! τι δίχτυ πλέκει η θεία Δίκη... Χιλιάδες πεπρωμένα μπλέκονται σε αξεδιάλυτους κόμπους. Τι σύγχυση του κακού και των αποτελεσμάτων του ! Είναι σα στίγματα, που απλώνονται… ενώνονται μεταξύ τους... και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το δίκιο από την αιματερή αδικία. Θαρρείς πως όλ’ αυτά κάνουν ένα.

(Ζυγώνει στο παράθυρο κα κοιτάζει πολλή ώρα έξω) Φτωχό μου παιδί... Άκακο αρνάκι... Χτυπήθηκες για τις αμαρτίες της μητέρας μου... Η τυφλή ψυχή, που έφερε τη διαταγή από το θρόνο του Θεού και μ’ έκανε ν’ αποφασίσω... ζει σήμερα, γιατί έφταιξε η μητέρα μου. Έτσι, ο Κύριος δημιουργεί από το κακό μια γενιά που φέρνει τη δικαιοσύνη και την εξιλέωση. Κι αυτές οι δοκιμασίες μας κυνηγούνε και μας φτάνουν ως την τρίτη γενιά.

(Μακραίνει από το παράθυρο με τρόμο) Ναι. πάνω από τη ράτσα βασιλεύει ένας Θεός δίκαιος. Ο υπέρτερος νόμος είναι ο νόμος της ανταπόδοσης. Στη θεληματική θυσία βρίσκεται η δύναμη που ανασταίνει. Οι άνθρωποι το ξέρουν, μα φοβούνται... Και λίγο, λίγο το ψέμα έγινε η ουσία της ζωής.

(Πηγαίνει απάνω κάτω) Να προσευχηθείς... Χμ... να προσευχηθείς... Εύκολη λέξη να τη λες και να την ξαναλές δεξιά κι αριστερά. . . Όλος ο κόσμος τη μεταχειρίζεται... Λένε προσευχή το να ζητούνε χάρη από την ακατανόητη Δύναμη. Φωνές, που τις παίρνει ο άνεμος. Ζητιανεύουν μια θέση στους ώμους του Χριστού. Σηκώνουν τα χέρια ως τον ουρανό... κι ωστόσο μένουν βουτηγμένοι ως τα γόνατα μέσα στη λάσπη της αμφιβολίας. Χα, χα !... αν ήταν αρκετό αυτό, θα τολμούσα και γω σαν όλους, να χτυπήσω την πόρτα του Κυρίου... που &ν μπορούμε να υμνήσουμε χωρίς τρόμο ! Κι ωστόσο την ώρα της φοβερότερης αγωνίας, την ώρα του ανώτατου πόνου... όταν ο θάνατος θόλωνε τα μάτια του παιδιού και το φιλί της μάνας του δεν μπορούσε ν’ ανεβάσει το χαμόγελο στα μάγουλά του... τι έτρεξε τότε ; Δεν προσευχήθηκα ; Από πού ερχόταν αυτή η γλυκιά ζάλη, αυτό το τραγούδι που με συνέπαιρνε... η μελωδική αύρα που περνούσε ανεβάζοντάς με πολύ ψηλά προς τη λύτρωση ; Προσευχήθηκα ; Η προσευχή μ’ ανακούφισε ; Μίλησα πραγματικά με το

Page 170: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

170

Θεό ; Και μ’ άκουσε ;... Το βλέμμα του έφτασε ίσαμε το πένθιμο σπίτι όπου έκλαιγα ; Μήπως ξέρω ;... Τώρα η πόρτα είναι κλειστή... Όλα είναι σκοτεινά γύρω μου και πουθενά δε βλέπω φως... Αγνή ! Αγνή ! εσύ που βλέπεις στα σκοτάδια...

(Με φωνή αγωνίας) Φως ! Αγνή... Φως, αν μπορείς.

Page 171: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

171

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: Ε. ΡΟΜΠΑΚΗΣ

ΜΜ ΠΠ ΡΡ ΑΑ ΝΝ ΤΤ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πρώτη, Εικόνα Τρίτη.

Ο Μπραντ μονολογεί. ΜΜΠΠΡΡΑΑΝΝΤΤ Χιλιάδες άνθρωποι μ’ ακολουθούσαν κι ούτ’ ένας δεν είχε το θάρρος ν’ ανεβεί ως την κορφή. Όλοι ζητούσαν μια καλύτερη μέρα... Κραυγή πολέμου καλούσε τις ψυχές σε μια υπέρτατη μάχη. Μα η θυσία... η θυσία τους τρόμαξε. Η θέληση, αδύνατη, τους εγκατέλειψε. Μια φορά που ένας πέθανε για όλους... μπορούμε νάμαστε ξετσίπωτα άνανδροι.

(Σωριάζεται σε μα πέτρα κα κοιτάζει γύρω του σα ζαλισμένος) Νωρίς γνώρισα το φόβο. Η φρίκη όρθωνε τα μαλλιά μου... Φώναζα… ούρλιαζα, σαν όλα τα παιδιά, μπαίνοντας στη σκοτεινή κάμαρα. τη στοιχειωμένη. Μα ησύχαζα την καρδιά μου με την ιδέα, πως όξω βασιλεύει το φως... πως αυτά τα σκοτάδια ήταν εξ αιτίας που τα παράθυρα μέναν κλειστά... Μόλις ανοίξει η πόρτα, συλλογιζόμουν, η καλοκαιριάτικη μέρα θα χυμήξει χαρούμενη και θριαμβευτική... τι πικρή απάτη !... Όξω, βασίλευε η νύχτα... Η νύχτα, που τυλίγει άντρες, γυναίκες και παιδιά.

(Σηκώνεται ξαφνικά) Βλέπω μαύρα φαντάσματα, που σκίζουν τον αέρα, όμοια με συνοδεία κολασμένων. Ήρθαν οι καιροί που το σίδερο πρέπει να νικήσει το ξύλο. Βλέπω την ανταρσία σ’ όλη της την ασκήμια... Αφτιά κουφά στην προσευχή και στις διαταγές. Χλωμοί, ακούν τον θόρυβο του όχλου και θαρρούν πως ασφαλίζονται από τον κίνδυνο μένοτας άπραχτοι. Πού είναι λοιπόν το ουράνιο τόξο στο Μαγιάτικο χωράφι ; Πού είναι η τρίχρωμη σημαία, που κυματίζει στο κατάρτι και μαστίζει τον άνεμο με τους ήχους των λαϊκών τραγουδιών ; Τι όφελος, αν ο δράκος δεν τολμάει να δείξει τα δόντια του ; Το καράβι που, βουλιάζει, σηκώνει την άσπρη σημαία, σημάδι του κινδύνου... Μα ήρθαν καιροί πιο σκληροί ! Οπτασίες φοβερώτερες φωτίζουν τη νύχτα του μέλλοντος. Ο μαύρος καπνός του βρετανικού λιγνίτη, απλώνεται, σα βαρύ σύννεφο πάνω στο χώμα και λερώνει το δροσερό χορτάρι. Ανακατωμένος με σάπιες απόπνοιες, σούρνεται πνίγοντας τα ευγενικά βλαστάρια... Σκεπάζει το φως της μέρας.... Καθώς άλλοτε η πύρινη βροχή έθαψε τις καταραμένες πολιτείες. Η ράτσα μπαστάρδεψε ! Ακούεται ο βαρύς ήχος, που κάνουν οι στάλες νερού καθώς πέφτουν κάτω από τις στοές του ορυχείου. Εκεί, με το κορμί και την ψυχή σκυμμένη... μια μάζα από νάνους εργατικούς, δουλεύουν χωρίς ανάπαυση, για να λυτρώσουν το σκλαβωμένο μέταλλο... το χρυσάφι... το ψεύτικο και λαμπρό, που ανάβει τα μάτια τους από λαχτάρα. Η ψυχή τους είναι άλαλη... Το στόμα τους χωρίς χαμόγελο... Η καρδιά τους δε ματώνει πια από τον πόνο του αδερφού. Μπορείς να τους λυώσεις χωρίς να ξυπνήσεις μέσα τους το λιοντάρι. Αυτή η γενιά σφυρηλατεί, λιμάρει και κόβει το νόμισμα... Οι άγγελοι του φωτός τους

Page 172: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

172

απαρνήθηκαν... Να, πως κατάντησε αυτή η ράτσα, που ξέχασε, ότι πρέπει να θ έ μ ε κι όταν ακόμα δεν έχουμε δύναμη. Όμως ήρθαν καιροί ακόμα χειρότεροι. Φοβερώτερες οπτασίες φωτίζουν τη νύχτα του μέλλοντος. Το συμφέρο, σα λύκος ορθώνεται πάνω στη γη... Γαυγίζει, κοροϊδεύει και φοβερίζει τον ήλιο του Λόγου. Κραυγή συναγερμού αντήχησε ως το βορρά και προκαλεί σε αντίσταση. Μα ο χλωμός νάνος κάνει γκριμάτσες και πισωδρομάει... «Δεν είναι δική μου δουλειά» λέει... «Άλλοι λαοί ας αντισταθούνε... Δεν έχουμε αίμα για χύσιμο... ούτε όρεξη να παλαίψουμε για την αλήθεια... Δεν άδειασε για μας το ποτήρι Κείνος... κι ούτε πλήγωσε για μας το μέτωπό του με το αγκάθινο στεφάνι... Η λόγχη του Ρωμαίου δεν τρύπησε το πλευρό Του για χάρη μας... ούτε τα χέρια Του και τα πόδια Του με καρφιά... Δε σήκωσε για μας το σταυρό... Ο δικός μας ρόλος είναι όμοιος με κείνου που Τον χτύπησε με το λουρί κι έρριξε πάνω στους ώμους Του τον κόκκινο μανδύα.»

(Πέφτει πάνω στο χιόνι και σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια του. Σε λίγο σηκώνεται και κοιτάζει γύρω του)

Μην ονειρεύτηκα ; Ξύπνησα τώρα ;... Γύρω μου όλα είναι σκιά και ομίχλη... Όσα είδα ως τώρα μην ήσαν φαντάσματα της άρρωστης σκέψης μου ; Χάθηκε λοιπόν η θεία μορφή, που η ανθρώπινη ψυχή πλάσθηκε καθ’ ομοίωσή της, ο θείος νους νικήθηκε ;

(Αφουγκράζεται) Μου φαίνεται πως ακούω τραγούδι...

Page 173: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

173

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ

Πράξη Τρίτη.

Ο Πέερ Γκυντ χτυπώντας ένα μεγάλο πεύκο με γαντζωτά κλώνια μονολογεί. ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ Α, ναι, είσαι παλικάρι, γέρο. Τι με τούτο ! Ως που να πέσεις, μετρημένες οι στιγμές σου.

(Ξαναχτυπά με το τσεκούρι) Φορείς πουκάμισο ατσαλένιο, καθώς βλέπω, μα θα το σπάσω, όσο κι αν είναι βασταγερό. Ναι. ναι, αναδεύεις τα γαντζωτά τα χέρια σου, έχεις δίκιο, μα θα σε γονατίσω, κι ας αψώνεις.

(Αλλάζει ξαφνικά ύφος) Ψέματα που ’ναι ιππότης ατσαλένιος ! Είν’ ένα δέντρο γέρικο μονάχα, ένα σκασμένο πεύκο, τίποτ’ άλλο. Βαριά δουλειά να κόφτεις ξύλα. Μα είναι δουλειά διαβολεμένη Να κόφτεις και μαζί να κάνεις ονείρατα. Είναι ανάγκη να ξυπνήσω. — Να στέκεται κανείς μες στην ομίχλη, κι έτσι να χάνεται μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια... Είσαι φυγόδικος, παιδί μου ! Σε κυνηγάνε μες στα δάση !

(Δουλεύει κάμποσον καιρό γοργά) Φυγόδικος, ναι, ναι. Δεν έχεις μάνα που να σου φέρει το φαγί σου και να σου στρώσει το τραπέζι. Αν θέλεις να μασήσεις, φουκαρά μου, κοίτα να βρεις μονάχος την τροφή σου. Βρες την ωμή σε δάση, σε ποτάμια, μάσε δαδιά, κατόπι μάσε ξύλα, βάλε φωτιά και ψήσε το φαγί σου. Θες να ντυθείς ζεστά ; πιάσ’ ένα ρέννο. Θέλεις να θεμελιώσεις ένα σπίτι ; σπάσε τις πέτρες. Θες να το στυλώσεις ; κόψε μαδέρια, βάρα τα στην πλάτη

Page 174: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

174

και σύρε στη μεριά πώχεις διαλέξει.

(Αφήνει να πέσει το τσεκούρι του κα κοιτάζει μπροστά του) Όμορφο θα το χτίσω εγώ το σπίτι ! Πάνω στη ράχη της σκεπής θα υψώσω ένα πυργί κι απάνω του θα στήσω εν’ ανεμούρι, και στη μέση απ’ το θριγγάρι θα πολεμήσω μια γοργόνα εγώ που θα ’ναι από τον αφαλό και κάτω ψάρι. Μπρούντζινες θα ’ναι οι κλειδαριές και τ’ ανεμούρια. Βλέπω πως πρέπει να βολέψω και τζάμια. Κι απ’ αλάργα οι ξένοι τι να ’ναι τούτο θα σαστίζουν που στράφτει εκεί, πάνω στο λόφο.

(Γελά θυμωμένα) Άλλο ένα ψέμα του διαβόλου ! Είσαι φυγόδικος, παιδί μου !

(Χτυπά με λύσσα) Το κάτω της γραφής, κι ένα καλύβι με φλούδες σκεπασμένο θα μπορούσε να σε φυλάξει απ’ τη βροχή κι από το χιόνι.

(Κοιτάζει ψηλά το δέντρο) Να το, τραντάζεται. Έλα, ακόμα μια μπαλταδιά. Σωριάστηκε και πάει, φαρδύ πλατύ. Πώς τρεμουλιάζουν τριγύρω του τα νέα δεντράκια ! (Αρχίζει να ξεκλωνίζει το δέντρο, κατόπι ακουρμάζεται μια στιγμή και σταματά, με το

τσεκούρι ψηλά) Κάποιος με πήρε καταπόδι ! Τέτοιος μου ’σαι, Γέρο από το Έγκστατ ! Πας με δόλο να με πιάσεις.

(Σκύβει πίσω από το δέντρο και κρυφοκοιτάζει) Είν’ ένα παλικάρι. Μοναχό του. Φαίνεται να ’ναι τρομαγμένο και κοιτάζει τριγύρω του ύπουλα. Τι κρύφτει μες στο σακάκι του ; Ένα κλαδευτήρι.

Page 175: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

175

Στέκετ’ εκεί, κρυφοκοιτάζει κι απιθώνει απάνω σε ραβδί το χέρι. Γιατί έτσι να σταθεί και ν’ ακουμπήσει ; Τι πάει να κάνει ; Φτου ! π’ ανάθεμά το ! Πετσόκοψε το δάχτυλό του ! Ολάκερο το δάχτυλο. Ματώνει σάμπως σφαγμένο βόδι. Να το, φεύγει πηδώντας, με το χέρι σ’ ένα παλιό κουρέλι τυλιγμένο.

(Ανασηκώνεται) Μωρέ κορμί διαβόλου ! Από το χέρι ! ολάκερο ένα δάχτυλο ! το κόφτει δίχως στανιό κανένα ! Τώρα καταλαβαίνω εγώ τι τρέχει. Έτσι μονάχα τη γλυτώνεις. Θα τον βουτούσανε στρατιώτη, τούτο θα ’ναι, και θα τον στέλνανε στον πόλεμο. Κι εκείνος, και βέβαια, δε θα το ’θελε καθόλου. Μα να το κόψεις ; — Και για πάντα να το χάσεις ; Να το σκεφτείς, καλά, να το θελήσεις, και να το λαχταρήσεις κιόλας... Μα να το κάνεις ! Όχι, δε χωράει στο νου μου !

(Κουνά το κεφάλι του και ξαναπιάνει τη δουλειά του)

Page 176: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

176

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ

Πράξη Τρίτη.

Ο Πέερ Γκυντ με τη μητέρα του που πεθαίνει. ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ Ας μιλήσουμε μονάχα για ό,τι λάχει και να ξεχάσουμε σκοτούρες, στεναχώριες, και κάθε πράμα που μας βγήκε στραβό κι ανάποδο. - Διψάς; Θέλεις να φέρω κάτι να πιεις; Δε σου βολεί για να ξαπλώσεις ; Κοντό σου πέφτει το κρεβάτι. Στάσου να δω! Δεν είναι τούτο το παιδιακίσιο μου κρεβάτι ; Θυμάσαι τον καιρό που ανακαθόσουν κοντά στο προσκεφάλι μου, το βράδυ ; Άπλωνες πάνω την κουβέρτα και κατόπι, για να με πάρει ο ύπνος, τραγουδούσες ένα σωρό παλιά στιχάκια. Μα το καλύτερο μες σ’ όλα, ποιο να ’ταν ; το θυμάσαι, μάνα ; Ήταν το σερτικό μας το άτι. Και μπρος ! στον Πύργο του Σόρια Μόρια, εκεί κάτω, στα δυτικά από το φεγγάρι και στ’ ανατολικά απ’ τον ήλιο. Διαβαίνουμε βουνά και κάμπους. Στου Σόρια Μόρια το παλάτι γλεντάει ο Βασιλιάς και πάμε. Ξαπλώσου μάνα με ραχάτι πάνω στη στρώση, ξεκινάμε ! Αι, ντε. Μαυρή, τράβα γερά ! Μήπως κρυώνεις, μάνα, τώρα; Είναι ο Μαυρής στα χαλινά, Το νιώθεις μόλις πάρει φόρα ! Περνάμε απ’ ένα φιόρδι παγωμένο. Στα πλάγια τα έλατα βογκάνε. Ησύχασε, μητέρα. Βλέπω τον Άγιο Πέτρο μπρος στην πόρτα. Και σε καλωσορίζει να ’μπεις. Βαστά ένα δίσκ’ ολόγεμο. Κι η μακαρίτρα η παπαδιά μας ετοιμάζει τους καφέδες με τα βουτήματα. Αι, ντε, Μαυρή μου ! τράβα γερά!

Page 177: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

177

Αυτός είν’ ο μεγάλος δρόμος. Να το παλάτι. Φτάνουμε σε λίγο. Αι, ντε, Μαυρή, τράβα γερά ! Μωρέ τι κόσμος στο παλάτι! Στη μπασιά του στριμώνουνται και κράζουν: Να, μας έρχεται ο Πέερ Γκυντ με τη γριά του. Αφέντη μου Άγιε Πέτρε, πώς το λες ; Μπορεί κι η μάνα μου να μπει; και να της ταιριάζει ! Ψάξε να βρεις μες στις πολλές ένα κορμί που να της μοιάζει. Δε σου μιλάω για σένα. Συφωνώ να μείνω εγώ έξω απ’ το παλάτι. Σπολλάτη σου, αν μου πεις : κερνώ. Αν όχι, φεύγω και σπολλάτη. Έχω σκαρώσει μπαμπεσιές που μήτε ο Σατανάς γνωρίζει. Είπα στη μάνα μου βρισιές. Σαν άρχιζε να κακανίζει, να δέρνει, να τσιρίζει αράδα, πάψε, της έλεγα, πουλάδα ! Μα πρέπει εδώ να τη συντρέχετε πολύ, να την τιμάτε, να τη σέβεστ’ εδωπέρα. Απ’ το χωριό μας μην προσμένεις πιο καλή Να ’ρθει τη σήμερον ημέρα. Να κι ο Πατήρ ημών Θεός ! Τώρα, Άγιε Πέτρε, θα σου φέξει !

(Χοντραίνει τη φωνή του, σα να ‘τανε τάχα του Θεού) «Άσε της πόρτας τις κουβέντες. Μπρος, πάρε την Ώζε μέσα κι ούτε λέξη!»

(Σκάζει στα γέλια κα γυρνά στη μάνα του) Άλλαξε στη στιγμή ο σκοπός, το βλέπεις ;

(Με τρόμο) Μα τι έχεις και κοιτάζεις έτσι, σα να ’σπασε η λαμπήθρα του ματιού σου ; Μάνα μου, δε μ’ ακούς ;

(Πλησιάζει στο προσκεφάλι) Μη στέκεσ’ έτσι μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια. Μίλησε μου,

Page 178: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

178

μανούλα! Εγώ ’μαι, το παιδί σου !

(Αγγίζει με προφύλαξη το μέτωπο και τα χέρια της Ώζε. Πετάει μονομιάς το σκοινί πάνω στην καρέκλα κα λέγει με λυγισμένη φωνή)

Αυτό ’τανε λοιπόν ! Άιντε, Μαυρή μου, μπορείς να ξαποστάσεις τώρα. Φτάσαμε πια.

(Σφαλνά τα μάτια της νεκρής και σκύφτει απάνω της) Σ’ ευχαριστώ για καθετί σου, για τις ξυλιές και για τα χάδια! Και τώρα να μ’ ευχαριστήσεις κι εσύ.

(Σφίγγει το μάγουλό του στα χείλια της νεκρής)

Page 179: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

179

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ

Πράξη Πέμπτη.

Ο Πέερ Γκυντ μονολογεί. ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ Ανάμεσα πια στους ανθρώπους δε στέκει καμιά πίστη — μήτε υπάρχει πια χριστιανοσύνη, καθώς τη γράψαν και την είπαν. Κάνουνε λίγο το καλό, πιο λίγο παρακαλούν, και στις ουράνιες τις δυνάμεις δεν έχουν σεβασμό κανένα. — Μ’ έναν καιρό, καθώς απόψε, είν’ επικίνδυνος ο Κύριος. Τα ζώα θα τρύπωναν, θα συλλογιόνταν, κατά πώς είναι δα κι η αλήθεια, πως είναι τολμηρό κανείς να παίζει με τους ελέφαντες. — Για τούτο, μαζί Του τα χαλνάν αβέρτα ! Εγώ ’μαι αθώος. Στης εκκλησιάς το δίσκο, είμ’ έτοιμος να το αποδείξω πως έριξα τον οβολό μου. Ποια στάθηκε όμως η αμοιβή μου ; — Α, βέβαια σου λέγει ο λόγος : είναι η γαλήνη της συνείδησης ωραίο προσκέφαλο. Ναι, τούτο στέκει για τη στεριά, μα πάνω στο καράβι ένας τίμιος άνθρωπος πηγαίνει κι αυτός με τόσους άλλους, δεν αξίζει ούτε μια πρέζα από ταμπάκο. Στη θάλασσα ποτές δεν καταφέρνει Να ’ναι κανένας ο εαυτός του. Ακολουθάει ένας τον άλλο απ’ το κατάστρωμα στα ουράνια. Για το λοστρόμο, για το μάγερ’ αν σημάνει της τιμωρίας η ώρα, πάω καλιά μου μαζί κι εγώ με το άλλο τσούρμο. Του καθενός μας το ιδιαίτερο συμφέρο μπαίνει στη μπάντα ολότελα, κι αξίζεις όσο κι ένα λουκάνικο έχει αξία την εποχή που σφάζουν τα γουρούνια. — Το λάθος είναι αυτό : στάθηκα πάντα πολύ θεοφοβούμενος. Για τούτο πληρώθηκα μ’ αγνωμοσύνη.

Page 180: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

180

Αν ήμουν νεότερος, πιστεύω πως θα τον άλλαζα, όπως λένε, το χαβά μου και θα δοκίμαζα να παίζω λίγο μπάσο. Μ’ ακόμα είναι καιρός ! Στην ενορία θα γίνει σούσουρο πως έφτασε απ’ τα ξένα ο Πέερ μεγάλος και τρανός ! Θα πάρω με το καλό ή με το κακό το χτήμα — θα το ξανακαινουργιώσω — σαν παλάτι θα λάμπει. Ωστόσο σε κανένα δε θα επιτρέπεται να μπει μες στην αυλή του ! Θα στέκουνται όξω από την πόρτα στριφογυρίζοντας το σκούφο τους στο χέρι. Να κλαίγουνται, να ζητιανεύουν, ελεύτερα. Μα την πεντάρα δε θα τη δει κανένας από μένα. — Αν αναγκάστηκα να ουρλιάζω κάτω απ’ το βούρδουλα της μοίρας, θα μου βρεθούνε βέβαια κι εκείνοι που θα τους στρώσω στο στυλιάρι και Θα μου το πληρώσουν.

Page 181: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

181

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ

Πράξη Πέμπτη.

Ο Πέερ Γκυντ μονολογεί.

ΠΠΕΕΕΕΡΡ ΓΓΚΚΥΥΝΝΤΤ Αυτή ’ναι μι’ άποψη. Ποια να ’ναι η παρακάτω ; — Πρέπει κανείς να δοκιμάζει απ’ όλα και να διαλέγει το καλύτερο. Έτσι έκανα εγώ — τον Καίσαρ’ από πάνω, το Ναβουχοδονοσορ’ από κάτω. Αι βέβαια, έτσι θα ’πρεπε της Βίβλου την ιστορία να την περάσω. — Το γεροντόπαιδο και πάλι δεν μπόρεσε παρά να καταφύγει στη μάνα του. Είναι δα γραμμένο : «Χους ει» — Μωρ’ ό,τι αξίζει στη ζωή μας είναι το να γεμίζεις την κοιλιά σου. Να τη γεμίζεις μ’ αγριοκρέμμυδα ; Δε φτάνει. Πανούργος θα ’μαι και θα στήσω βρόχια. Υπάρχει εδώ νερό μέσα στο ρυάκι, δε θα διψάσω μια, θα καταφέρω ωστόσο μέσα στ’ άγρια τα ζώα να λογαριάζουμαι το πρώτο. Σα θα ’ναι κάποτες καιρός να τα τινάξω — κι αυτό θα γίνει, δε χωράει αμφιβολία — θα κυλιστώ και θα συρθώ πιο κάτω απ’ ένα ανεμοσωριασμένο δέντρο, σωρό τα φύλλα θα μαζέψω απάνω μου, σαν την αρκούδα, και με ψηφιά μεγάλα θα χαράξω πάνω στη φλούδα : Ενθάδε κείται ο Πέτρος Γκυντ, το βολικό, καλό ανθρωπάκι, ο αυτοκράτορας μες σ’ όλα τ’ άλλα ζώα. — Εσύ αυτοκράτορας ;

(Γελά από μέσα του) Παλιο-ψευτοφυλλάδα ! Δεν είσαι, βρε, αυτοκράτορας καθόλου, είσαι κρεμμύδι. Τώρα να, σε ξεφλουδίζω, αγαπητέ μου Πέερ. Δεν τη γλυτώνεις, θες παρακάλεσε, θες σκούξε.

(Παίρνει ένα κρεμμύδι και βγάζει τα πουκάμισά του ένα ένα)

Page 182: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

182

Αυτό ’ναι δω το απ’ έξω του, ένα στρώμα κουρελιασμένο, ο ναυαγός πα στη φελούκα. Εδώ ’ναι το πουκάμισο — επιβάτης, λεπτό και φουκαριάρικο. Έχει ωστόσο από τον Πέερ Γκυντ, στη γεύση, μιαν ιδέα. Πιο μέσα, να το εγώ του χρυσοθήρα, ξεζουμισμένο — αν υποθέσουμε πως είχε και κάποτες ζουμί. Εδωπέρα, τούτ’ η χοντρόπετσα με την σκληρή την άκρη, ο κυνηγός γουναρικών στον κόρφο τ’ Ούτσον. Αυτό από μέσα μοιάζει στέμμα — ναι, σπολλάτη ! Το ξεπετάμε δίχως λέξη παραπέρα. Εδώ ’ναι κείνος που ερευνούσε την αρχαιότητα, κοντός, μα δυναμάρης. Και να ο προφήτης, ζουμερός, δροσάτος. Βρωμάει από τα ψέματα, όπως λένε, τόσο που θα μπορούσε να ’ρθουν δάκρυα σ’ ενός ανθρώπου τίμιου τα μάτια. Τούτ’ η φασκιά που κουλουριάζετ’ έτσι αφράτη, είν’ ένας Κύριος που έζησε με γλέντια και ξεφαντώματα. Το παρακάτω χοντραίνει αρρωστημένα. Έχει μαυράδια — το μαύρο τώρα βέβαια ταιριάζει και σε παπά μα και σ’ αράπη.

(Ξεκολλά πολλές φλούδες μαζί) Ω, Παναγιά μου, πόσα κάτια ! Θ’ αργήσει τέλος πάντων να βγει στη φόρα κι η καρδιά ;

(Μαδάει όλο το κρεμμύδι) Μπα, Θεέ μου, πού να φανεί ! Ως τα μέσα τα πιο μέσα ολόκληρο είναι φλούδες, — μόνο πως όσο πάει και μικραίνουν. — Μώρ’ είναι η φύση μυαλωμένη !

(Πετάει πέρα το υπόλοιπο) Ο διάβολος ας πονοκεφαλιάζει με δαύτα ! Όταν κανείς βαδίζει μέσα στη σκέψη βυθισμένος, παραπατάει κι εύκολα. Μ’ ας είναι,

Page 183: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

183

εγώ στον κίνδυνο μπορώ να χαχανίζω, γιατί γερά πάνω στα τέσσερα πατάω.

(Ξύνει το σβέρκο του) Περίεργη δουλειά ν’ ανασκαλεύει κανείς τα πάντα. Έχ’ η ζωή, καθώς τη λένε, μι’ αλεπουδίτσα πίσω από τ’ αυτί της, η κρυφονούσα. Μ’ αν κανένας βάλει κι άλλη, το σκάζ’ η Μάρω, κι ή τσακώνεις τίποτ’ άλλο ή κι απομένεις μ’ άδεια χέρια.

(Έχει φτάσει σιμά στην καλύβα, το καταλαβαίνει και μένει σαστισμένος) Αυτό το σπίτι ; Ω ! Μες στην ξαίθρα..

(Τρίβει τα μάτια του) Σα να θαρρώ πως το ’χα κάποτε γνωρίσει... Τα λαφοκέρατα πάνω στ’ ανώφλι !... και μια γοργόνα, σκαρωμένη από τον αφαλό και κάτω ψάρι !.. Ω ψέματα ! Καμιά γοργόνα !... Τάβλες — καρφιά — μια κλειδωνιά που κλείνει στις σκέψεις τις κακές και στα τελώνια !..

Page 184: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

184

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΟΟ ΕΕΧΧΘΘΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΛΛΑΑΟΟΥΥ

Πράξη Τέταρτη.

Ο γιατρός Στόκμαν μέσα στην ομήγυρη απαντάει στον Χόβσταντ αφού σκέφτηκε λίγο.

ΣΣΤΤΟΟΚΚΜΜΑΑΝΝ Πολύ σωστά, έχετε δίκιο — γιατί δεν είχατε ποτέ το θάρρος να το κάνετε. Μα δε θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση, κύριε Χόβσταντ. Μονάχα εγώ είμαι λοιπόν ελευθερόφρων. Και τώρα θα σας αποδείξω μ’ επιχειρήματα από τη Φυσικήν επιστήμη πως ο «Λαϊκός Ταχυδρόμος» σας κοροϊδεύει αναίσχυντα όταν σάς λέει πως ό λαός, πως το πλήθος κι ο όχλος αποτελούν το γνήσιο πυρήνα του λαού. Αυτό, ξέρετε, είναι μια απλή δημοσιογραφική δημοκοπία. Η μεγάλη μάζα είναι απλούστατα η πρώτη ύλη, από την οποία πρέπει να φτιάξει κανείς το λαό και το έθνος.

(Μουρμουρητά γέλια και ανησυχία στην αίθουσα) Μήπως το ίδιο δε γίνεται και στον άλλο ζωικό κόσμο ; Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε μια καλλιεργημένη και μια ακαλλιέργητη οικογένεια ζώων ; Παρατηρήσετε μια κοινή χωριάτικη όρνιθα. Τι κρέας μπορεί νάχει ένα τέτιο κοκκαλιάρικο πουλερικό ; Σίγουρα πολύ λίγο. Και τι αυγά μπορεί να κάνει ; Κουτσά στραβά και μια. κοινή καρακάξα μπορεί να κάνει τα ίδια περίπου αυγά. Για πάρετε όμως ένα καλλιεργημένο ισπανικό ή γιαπωνέζικο σόι ή κανέναν καλό φασιανό ή καμιά φραγκόκοτα —ναι, τότε θα δείτε αμέσως τη διαφορά ! Ας πάρουμε ύστερα τα σκυλιά, τα ζώα αυτά που ζουν τόσο κοντά στον άνθρωπο. Σκεφθείτε από τη μια ένα συνηθισμένο σκυλί, — ένα από κείνα τα σιχαμερά, τα τριχωτά και κακομούτσουνα μαντρόσκυλα πού τρέχουνε στους δρόμους και μαγαρίζουν τα σπίτια. Κ’ ύστερα συγκρίνετε αυτό το μαντρόσκυλο μ’ ένα σγουρό σοϊλίτικο σκυλί, που όπως οι δικοί του από πολλές γενιές, έτσι κι αυτό, μεγάλωσε σ’ ένα πλουσιόσπιτο, όπου έτρωγε καλή τροφή κ’ είχε την ευκαιρία ν’ ακούει αρμονικές φωνές και μουσική. Νομίζετε πώς του σκυλιού αυτού το μυαλό δεν έχει αναπτυχθεί διαφορετικά από του μαντρόσκυλου ; Ω, μην αμφιβάλλετε γι’ αυτό. Τέτια καλλιεργημένα σγουρά σκυλάκια τα μαθαίνουν οι θαυματοποιοί τα πιο εκπληκτικά γυμνάσματα. Αυτά τα παιχνίδια, κι αν το σκοτώσεις στο ξύλο, δε θα το μάθει ποτέ ένα κοινό μαντρόσκυλο.

(Γέλια κα πειράγματα στην αίθουσα) Να ξέρατε πόσο ζώα είμαστε, αγαπητοί μου ! Όλοι χωρίς διάκριση είμαστε τόσο πολύ ζώα, όσο δεν το φαντάζεται κανένας σας. Ωστόσο διαλεχτά, ζώα από ράτσα, δεν υπάρχουν πολλά μεταξύ μας. Ω, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους σοϊλίτες ανθρώπους και στους μαντροσκυλάνθρωπους. Και το πιο κωμικό σ’ αυτή την υπόθεση είναι πως ο κύριος Χόβσταντ είναι απόλυτα σύμφωνος μαζί μου όταν πρόκειται για τετράποδα ζώα.

Page 185: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

185

Μόλις όμως επεκτείνουμε το νόμο στα δίποδα ζώα, τότε ό κύριος Χόβσταντ παύει να συμφωνεί μαζί μου· δεν έχει πια το θάρρος να υποστηρίξει τη γνώμη του και να πιστεύεις ως το τέλος τις ιδέες του. Τότε αντιστρέφει ολότελα τη θεωρία και διατυμπανίζει στο «Λαϊκό Ταχυδρόμο» πως η χωριάτικη όρνιθα και το κοπρόσκυλο του δρόμου — είναι τα πιο υπέροχα δείγματα τής ράτσας. Όμως αυτό συμβαίνει πάντα, όταν υπάρχει ακόμα στο αίμα μας η πλεμπάγια της καταγωγής μας κι όταν δεν κάναμε καμιά προσπάθεια να εξευγενίσουμε το πνεύμα μας. Αυτό συμβαίνει ως τα ψηλότερα στρώματα τής κοινωνίας. Κοιτάξετε το μοναδικό, το λεπτεπίλεπτο κ’ εντιμότατο δήμαρχό σας ! Ο αδερφός μου ο Πέτερ είναι κι αυτός ένας πληβείος, όπως τούς λένε τα βιβλία —

(Γέλια και χάχανα) Οι εξέχοντες στον τόπο μας είναι κ’ οι ελευθερόφρονες ! Είναι κι αυτό μέσα στην ανακάλυψη πού έκανα. Κι α υ τ ό επίσης είναι μια λογική συνέπειά της : πως η ελευθεροφροσύνη βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την ηθική. Και γι’ αυτό επιμένω πως είναι ολότελα ανεύθυνος ο «Λαϊκός Ταχυδρόμος) όταν καθημερινά σχεδόν κηρύχνει τη σφαλερή θεωρία, πως η μάζα κι ο όχλος, η συμπαγής πλειοψία κατέχουν την ελευθεροφροσόνη και την ηθική, — και πως η αμαρτία κ’ η διαφθορά και κάθε είδος πνευματική κατάπτωση προέρχονται από τον πολιτισμό. καθώς το μόλυσμα που δηλητηριάζει τα λουτρά μας, από τα βυρσοδεψεία τής κοιλάδας των μύλων !

(Θόρυβος και διακοπές ενώ ο Στόκμαν θαρρετά γελά πάνω στη παραφορά του) Κι όμως ο ίδιος αυτός ό Λαϊκός Ταχυδρόμος», διατυμπανίζει πως η μάζα κι ο όχλος πρέπει να εξυψωθούν και να εξασφαλίσουν καλήτερες συνθήκες ζωής. Μα που να πάρει ο διάβολος,—αν η θεωρία του «Λαϊκού Ταχυδρόμου» είναι σωστή, τότε η εξύψωση αυτή του λαού θα ισοδυναμούσε με μια προσπάθεια να οδηγηθεί ολόισια στην καταστροφή ! Ευτυχώς όμως είναι μια παλιά λαϊκή πλάνη το ότι ό πολιτισμός εκφυλίζει. Όχι, ο ξεπεσμός, η φτώχεια κ’ η αθλιότητα των βιοτικών όρων, αυτά ολοκληρώνουν το έργο της καταστροφής ! Σ’ ένα σπίτι που δεν αερίζεται και δε σκουπίζεται κάθε μέρα — η Καίτη, η γυναίκα μου, επιμένει πως το πάτωμα πρέπει να πλένεται κι όλας κάθε μέρα, πράμα που αμφισβητείται, — σ’ ένα τέτιο σπίτι, λέω, οι άνθρωποι χάνουνε σε δυο ή τρία χρόνια την ικανότητα να σκέφτονται και να ενεργούν ηθικά. Η έλλειψη οξυγόνου εξασθενίζει τη συνείδηση. Και σε πολλά, πάρα πολλά σπίτια τής πόλης μας το οξυγόνο φαίνεται πως είναι ελάχιστο, αφού η μεγάλη, ή συμπαγής πλειοψηφία είναι τόσο ασυνείδητη, ώστε να στηρίζει το μέλλον του τόπου μας πάνω σ’ ένα σιχαμερό ψέμα και σε μιαν απάτη.

(Με παραφορά που ολοένα μεγαλώνει) Δεν έχει καμιά σημασία αν καταστραφεί μια κοινωνία που στηρίζεται στο ψέμα ! Μια τέτια κοινωνία λέω πως πρέπει ν’ αφανιστεί ολότελα. Σα βλαβερά αγρίμια πρέπει να εξοντωθούν όλοι όσοι ζούνε μες στο ψέμα. Εσείς ευθύνεστε που ολόκληρη η χώρα αξίζει την καταστροφή. Κι αν η αποσύνθεση φτάσει ως εκεί, τότε

Page 186: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

186

σας λέω με όλη μου την καρδιά και με όλη την πίστη μου : καλήτερα να καταστραφεί ολόκληρη ή χώρα, καλήτερα να ξεριζωθεί ο λαός ολόκληρος.

Page 187: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

187

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΤΤΖΖΩΩΝΝ ΓΓΕΕΒΒΡΡΙΙΗΗΛΛ ΜΜΠΠΟΟΡΡΚΚΜΜΑΑΝΝ

Πράξη Τέταρτη, Τέλος.

Ο Μπόρκμαν και πίσω του η Έλλα παλεύονν μέ κόπο ν’ ανοίξουνε δρόμο ανάμεσα στα χιόνια. Ο Μπόρκμαν σταματάει αριστερά μπροστά στον γκρεμό. ΜΜΠΠΟΟΡΡΚΚΜΜΑΑΝΝ Έλα να κοιτάξεις από δω. Έλλα. Κοίτα πόσο πλατύς κ’ ελεύθερος απλώνεται. ο κόσμος μπροστά μας — ως εκεί που φτάνει το μάτι ! Διακρίνεις τόν καπνό πού βγάζουν τα βαπόρια πέρα στο φγιόρδ ; Τα βαπόρια πάνε κ έρχονται. Άδερφώνουν τη ζωή από τη μιαν άκρη της γης στην άλλη. Σε χιλιάδες πατρίδες ετοιμάζουνε φως και ζεστασιά για τις ψυχές. Να τί ήθελα να πραγματοποιήσω, να τι. ονειρεύτηκα κάποτε. Και κάτω στον ποταμό — για άκου ! Τα εργοστάσια δουλεύουν. Τα εργοστάσιά μ ο υ. Όλα τα εργοστάσια που λογάριαζα να βάλω μπροστά ! Άκου τα πώς δουλεύουν. Έχουνε νυχτέρι. Μέρα και νύχτα δουλεύουν έτσι. Άκου, άκου ! Οι ρόδες γυρίζουν, τα κύλιντρα αστράφτουν — όλο γυρίζουν, όλο γυρίζουν. (Ανάβει ολοένα κα περισσότερο) Μα όλ’ αυτά, ξέρεις, — είναι προφυλακές μονάχα γύρω από το βασίλειό μου. Το βασίλειο που λίγο ακόμα ήθελα για να το καταχτήσω, όταν — όταν ξαφνικά πέθανα. Και τώρα να το — απροστάτευτο κι ακυβέρνητο,—για να μπαίνουν και να το κουρσεύουν οι ληστοσυμμορίτες. — Έλλα ! Βλέπεις τις βουνοσειρές — εκεί μακριά ; Τη μια πάνω από την άλλη ; Γίνονται ψηλότερες. Στοιβάζονται. Έκεί είναι το βαθύ, το απέραντο, το ανεξάντλητο βασίλειό μου. Ο αέρας απ’ αυτό το βασίλειο είναι για μένα σαν πνοή ζωής. Αυτός ο αέρας φτάνει ως εμένα σα χαιρετισμός από υποταχτικά πνεύματα. Τα οσφραίνουμαι· τα σκλαβωμένα εκατομμύρια· νιώθω τις φλέβες του μετάλλου, που απλώνουν τα στριφτά, κλαδωτά και πλανερά τους χέρια κατά μένα. Τα έβλεπα όλ’ αυτά μπροστά μου σα ζωντανεμένες σκιές, —κείνη τη νύχτα που κατέβηκα στα υπόγεια της Τραπέζης μέ το φανάρι στο χέρι. Ήθελα να σας ξεσκλαβώσω τότε. Και το επιχείρησα. Μα δεν τα κατάφερα. Ο θησαυρός ξανακυλίστηκε στα βάθη. (Απλώνοντας τα χέρια τον) Όμως τώρα θα σας το ψιθυρίσω μέσα στη σιγαλιά τής νύχτας. Σας αγαπώ εσάς που κείτεστε σα νεκρά σε μαύρα βάθη ! Σας αγαπώ, πλούτη που διψάτε τη ζωή — εσάς και τη λαμπρήν ακολουθία σας από μεγαλείο και δύναμη. Σας αγαπώ, σας αγαπώ, σας αγαπώ ! (Βγάζει μια κραυγή και πιάνει το στήθος του) Α — ! (Αδύναμα) Τώρα μ’ άφησε. (Πέφτει πάνω στο στήριγμα του πάγκου) Ένα παγωμένο χέρι μούπιασε την καρδιά. Ήταν ένα χέρι από σίδερο.

(Σωριάζεται πάνω στον πάγκο άψυχος)

Page 188: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

188

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟΙΙ ΔΔΑΑΝΝΕΕΙΙΣΣΤΤΕΕΣΣ

Ο Γκούσταβ συζητάει με την προηγούμενη γυναίκα του τη Θέκλα. ΓΓΚΚΟΟΥΥΣΣΤΤΑΑΒΒ Απ’ όσα μου έχεις πει, μπορώ ν’ «αναπαραστήσω» τα γεγονότα. Λοιπόν... (Νωχελικά,

σχεδόν παιχνιδιάρικα) Ο σύζυγος λείπει για σπουδές, κι αυτή μένει μόνη της. Στην αρχή, χαίρεται την ελευθερία της. Έπειτα, την κυριεύει μια αίσθηση κενού — φαντάζομαι πως θα ένιωσε «άδεια», ύστερ’ από δεκαπέντε μέρες μοναξιάς... Τότε, παρουσιάζεται «ο άλλος» — και, λίγο λίγο, το κενό γεμίζει. Αυτή αρχίζει να συγκρίνει τους δυο άντρες και η ανάμνηση του «απόντος» ξεθωριάζει σιγά σιγά, μόνο και μόνο επειδή λείπει μακριά... Ξέρεις, «το τετράγωνο της απόστασης» και λοιπά και λοιπά... Αλλά, όταν οι δυο «παρόντες» νιώθουν πως το πάθος τους φουντώνει, ταράζονται, η συνείδησή τους τους δαγκώνει... φοβούνται για τον εαυτό τους και φοβούνται ο ένας τον άλλο... νιώθουν τύψεις απέναντι στον σύζυγο. Αναζητούν κάποια προστασία, σκεπάζουν την ντροπή τους με «φύλλα συκής» — και παίζουν τον αδελφό και την αδελφή. Κι όσο πιο πολύ τα σώματά τους ποθούν το ένα το άλλο, όσο τα αισθήματά τους γίνονται όλο και πιο σαρκικά, Τόσο πιο πολύ προσπαθούν να πεισθούν πως η σχέση τους είναι πνευματική... Το μάντεψα. Τα παιδιά παίζουν τον μπαμπά και τη μαμά, αλλά, όταν μεγαλώσουν, παίζουν τον αδελφό και τη αδελφή — για να κρύψουν αυτό που πρέπει να κρύβεται ! Και παίρνουν όρκο αγνότητας, και παίζουν κρυφτό, ώσπου, μια μέρα, τα χέρια τους αγγίζονται σε μια σκοτεινή γωνιά, όπου είναι σίγουροι πως κανένας δεν τους βλέπει. (Τάχα σοβαρά) Αλλά, μέσα τους, ξέρουν πως κάποιος μπορεί να τους δει στο σκοτάδι, και φοβούνται... Και, μέσα στον φόβο τους, η σιλουέτα αυτού του «κάποιου» τους παρουσιάζεται σαν φάντασμα, παίρνει τρομερές διαστάσεις... γίνεται εφιάλτης που στοιχειώνει τον ευτυχισμένο ύπνο τους — ένας δανειστής που χτυπάει την πόρτα τους. Βλέπουν το μαυριδερό χέρι του ανάμεσά τους, καθώς πάνε ν’ αγγίξουν το πιάτο τους... ακούνε το βαριανάσασμά του στη σιωπή της νύχτας, όπου ε θα έπρεπε ν’ ακούγονται παρά οι χτύποι της καρδιάς τους... Ο «άλλος» δεν μπορεί να εμποδίσει τις ερωτικές διαχύσεις τους, αλλά φαρμακώνει την ευτυχία τους. Κι όταν νιώσουν την αόρατη παρουσία του, το βάζουν στα πόδια — μα του κάκου προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ την ανάμνησή του που τους κατατρέχει, απ’ το χρέος που δεν ξόφλησαν, από την κατακραυγή του κόσμου που τους βασανίζει. Κι επειδή εν έχουν τη δύναμη να σηκώνουν το βάρος της ενοχής τους, χρειάζονται έναν αποπομπαίο τράγο να τον θυσιάσουν. Πίστευαν πως ήταν «ελεύθερα πνεύματα», πάνω από «συμβάσεις και προλήψεις», αλλά δεν τολμούν να πάνε σ’ αυτόν και αν του πουν καταπρόσωπο : «Αγαπιόμαστε !» Βλέπεις, είναι δειλοί, και, γι’ αυτό, πρέπει να σκοτώσουν τον «τύραννό» τους ! Έτσι δεν είναι ;

Page 189: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

189

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟΙΙ ΔΔΑΑΝΝΕΕΙΙΣΣΤΤΕΕΣΣ

Ο Άντολφ συζητάει με τη Θέκλα. ΑΑΝΝΤΤΟΟΛΛΦΦ Τώρα, ναι ! Θυμάσαι, όμως, τότε που έπεσε πάνω μας η θύελλα, που όλος ο κόσμος χίμηξε εναντίον μας ; Είχες σωριαστεί κατάχαμα κι έκλαιγες σαν μωρό. κι εγώ σε πήρα στα γόνατά μου και σε φιλούσα και σε νανούριζα για να κοιμηθείς... Τότε, εγώ ήμουν η νταντά σου, εγώ φρόντιζα να μη βγαίνεις αχτένιστη, εγώ έστελνα τα πατούτσια σου για διόρθωμα, εγώ νοιαζόμουν για το φαγητό του σπιτιού... Καθόμουν ώρες κι ώρες κοντά σου, κρατώντας το χέρι σου, επειδή φοβόσουν, φοβόσουν όλο τον κόσμο... δε σου είχε μείνει ούτ’ ένας φίλος, και το σκάνδαλο σε είχε συντρίψει... Σου μιλούσα, σου μιλούσα για να σου δώσω κουράγιο, ώσπου στέγνωνε το στόμα μου και το κεφάλι μου γύριζε... Έπρεπε να καμώνομαι πως είμαι δυνατός, ότι πιστεύω στο μέλλον, ώσπου κατόρθωσα να σε ξαναφέρω στη ζωή... από εκεί που κειτόσουν σαν πεθαμένη... Τότε, με θαύμαζες... Τότε, ε γ ώ ήμουν άντρας — όχι ο «αθλητής» που είχες παρατήσει, αλλά ένας άνθρωπος με ψυχική δύναμη, ο μαγνήτης που δυνάμωνε τους χαλαρούς μυς σου, που φόρτιζε με ηλεκτρισμό το άδειο μυαλό σου... Σε έστησα ξανά στα πόδια σου, σου βρήκα φίλους, σχημάτισα γύρω σου μια μικρή αυλή από ανθρώπους που τους έπεισα να σε θαυμάζουν. Σε ύψωσα πάνω από μένα και το σπίτι μου. Έβαλα τη μορφή σου στους καλύτερους πίνακές μου, με ρόδινες και γαλάζιες ανταύγειες σε χρυσαφί φόντο, και σ’ όλες τις εκθέσεις μου είχες την τιμητική θέση. Άλλοτε ήσουν η Αγία Καικιλία, άλλοτε η Μαρία Στούαρτ, άλλοτε η Κλεοπάτρα. Τράβηξα το ενδιαφέρον του κοινού απάνω σου, τους ανάγκασα να σε δουν με τα δικά μου μαγεμένα μάτια, τους επέβαλα την προσωπικότητά σου, ώσπου τους κέρδισες και μπορούσες να πετάξεις με τα δικά σου φτερά... Όταν εσύ ήσουνα έτοιμη πια, εγώ ήμουν εξουθενωμένος, η δύναμή μου είχε χαθεί, κατέρρευσα από υπερκόπωση. Ύψωσα εσένα και αφανίστηκα εγώ. Αρρώστησα. Μα η αρρώστια μου σ’ ενοχλούσε, γιατί, τώρα, η ζωή άρχιζε, επιτέλους, να σου χαμογελά... κι εγώ άρχισα να νιώθω πως ήθελες, κρυφά, ν’ απαλλαγείς απ’ τον δανειστή σου, τον μοναδικό μάρτυρα της αναρρίχησής σου απ’ το σκοτάδι στο φως... Ο έρωτάς σου έγινε, σιγά σιγά, αγάπη μεγαλύτερης αδελφής — κι εγώ, μη μπορώντας να κάνω αλλιώς, δέχτηκα τον ρόλο του «αδελφούλη»... Δεν έπαψες να είσαι τρυφερή μαζί μου, και μάλιστα περισσότερο από πριν — όμως, η τρυφεροτητά σου είναι φοδραρισμένη με συμπόνια, αλλά και με συγκατάβαση που φτάνει την περιφρόνηση, καθώς ο δικός μου ήλιος βασίλευε κι ο δικός σου όλο και ψήλωνε. Ωστόσο, κι η δική σου πηγή μοιάζει να στερεύει, Τώρα που εγώ δεν μπορώ πια να την τροφοδοτήσω... ή που εσύ δείχνεις πως δε χρειάζεσαι πια ν’ αντλείς από μέναν. Έτσι, βουλιάζουμε κι οι δυο! Και, τώρα, Θες να βρεις κάποιον να του φορτώσεις όλες τις ενοχές. Επειδή δεν έχεις τη δύναμη να σηκώσεις τα χρέη σου. Έτσι, έγινα ο αποδιοπομπαίος τράγος, που πρέπει να θυσιαστεί ζωντανός ! Μόνο που, όταν μου έκοβες τους τένοντες, δε σκέφτηκες πως κόβεις και τους δικούς σου, επειδή, με τα

Page 190: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

190

χρόνια, γίναμε δίδυμοι αδελφοί. Ήσουνα ένα παρακλάδι απ’ το δέντρο μου, αλλά εσύ θέλησες να «ελευθερωθείς» πριν πετάξεις δική σου ρίζα — γι’ αυτό δεν μπόρεσες να φουντώσεις από μόνη σου. Και το δέντρο δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το παρακλάδι του — κι έτσι πεθάναμε κι οι δυο !

Page 191: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

191

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: Ι. ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΤΟΟ ΗΗΜΜΕΕΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΟΟ ΕΕΝΝΟΟΣΣ ΤΤΡΡΕΕΛΛΟΟΥΥ

11η Νοέμβρη.

Ο Αυξέντης Ιβάβοβιτς γράφει το ημερολόγιό του.

ΑΑΥΥΞΞΕΕΝΝΤΤΗΗΣΣ ΙΙΒΒΑΑΝΝΟΟΒΒΙΙΤΤΣΣ

11η Νοέμρη Σήμερα, στρογγυλοκάθησα στο γραφείο του διευθυντή κι έξυσα για την αφεντιά του εικοσιτρείς πέννες και για εκείνην... αι... αι. Ελόγου του αγαπά να στέκωνται, όσο γίνεται περισσότερες καθαρισμένες πέννες. Ου ! Πρέπει ν ’ναι κεφάλι ! Όλο σωπαίνει μα νομίζω ζυγιάζει πάντα μεσ’ το κρανίο του. Θα ’θελα να ’ξερα, τι τον απασχολεί περισσότερο, τι πάει να σκαρώσει με το μυαλό του. Πολύ θα ήθελα να μελετήσω την ζωή αυτών των κυρίων, όλες αυτές τις πολλαπλές τους εκφράσεις και τους αυλικούς τους τρόπους. Πώς περνούν, τι κάνουν στον κύκλο τους, αυτά θα ’θελα να γνωρίζω. Σκέφτηκα κάποιες φορές να ανοίξω κουβεντολόι με την εξοχότητά του, μόνο να πάρει ο διάολος, με τίποτα δεν πάει η γλώσσα μου. Λες μόνον για το κρύο ή την ζέστη και παραπάνω ούτε κιχ. Πολύ θα ’θελα να παρατηρήσω μια αίθουσα υποδοχής, όπου βλέπεις καπου-καπου ανοικτή την πόρτα, πίσω απ’ την αίθουσα σ’ άλλη κάμαρα. Αι ! Τι χλιδή ! Τι καθρέπτες ! Τι φίνες πορσελάνες ! Θα ’θελα να ’ριχνα μια ματιά, στα δωμάτια της εξοχότητάς της ! Εκεί θα ’θελα να τρυπώσω, στο μπουντουάρ της. Να δω πώς στέκονται τα διάφορα βαζάκια, τα μπουκαλάκια, τα λουλούδια, τέτοια που ν’ αναπνεύσεις επάνω φοβάσαι. Πώς είναι ριγμένα τα φορέματά της τ’ αέρινα... Θα ’θελα να άφηνα το βλέμμα μου στο υπνοδωμάτιό της... εκεί φαντάζομαι θαύματα... παράδεισος που δεν υπάρχει στον ουρανό... να δω το σκαμνάκι που βάζει το πόδι της... πώς βάζει σ’ αυτό το πόδι άσπρη σαν νιφάδα κάλτσα... Αι !. Αι ! αι. Έννοια σας... έννοια σας... Σιωπή ! Σήμερα, σαν να μού ’φεξε. Μού ’ρθε στην σκέψη η ομιλία εκείνων των δυο σκύλων στην λεωφόρο του Νέυα. «Καλά» σκέφτηκα. «Τώρα θα τα μάθω όλα. Πρέπει να αρπάξω την αλληλογραφία που ’χαν μεταξύ τους αυτά τα βρωμόσκυλα, σίγουρα κάτι θ’ ανακαλύψω». Παραδέχομαι πως μια φορά, φώναξα κοντά μου την Μέτζι και της είπα : — «Ακουσέ με, Μέτζι, τώρα είμαστε μόνοι, κλείνω αν θες την πόρτα, έτσι που κανείς να μην μας δει — πεσ’ μου όλα όσα γνωρίζεις για την δεσποινίδα, τι κάνει ; πού πάει ; στον λόγο μου, κανενός δεν θα το πω». Ωστόσο το πονηρόσκυλο, έχωσε την ουρά στα σκέλια, λούφαξε και τράβηξε κατά την πόρτα αδιάφορο. Υποψιάζομαι, εδώ και καιρό, πώς το σκυλί είναι πιο γνωστικό απ’ τον άνθρωπο, πως μπορεί και να μιλήσεις αλλά είναι ξυλοκέφαλο. Πολιτικός πρώτης ! Τα παρατηρεί όλα και κάθε ανθρώπινη κίνηση. Αύριο, στα σίγουρα, θα πάω στο σπίτι του Ζερκώφ, Θα ξεψαχνίσω την Φιντέλ κι αν το μπορέσω, θα κατασχέσω όλα τα γράμματα που της έγραψε η Μέτζι.

Page 192: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

192

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: Ι. ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΤΟΟ ΗΗΜΜΕΕΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΟΟ ΕΕΝΝΟΟΣΣ ΤΤΡΡΕΕΛΛΟΟΥΥ

3η Δεκέμβρη.

Ο Αυξέντης Ιβάβοβιτς γράφει το ημερολόγιό του.

ΑΑΥΥΞΞΕΕΝΝΤΤΗΗΣΣ ΙΙΒΒΑΑΝΝΟΟΒΒΙΙΤΤΣΣ

3η Δεκέμβρη Είναι αδύνατον ! Ψευτιές ! Ο γάμος δεν θα γίνει. Και πως είναι αυλικός ακόλουθος ; Αυτό τίποτα περισσότερο δεν είναι από τίτλος. Δεν είναι κανένα πράγμα που φαίνεται και που κανείς μπορεί ν’ αγγίξει. Εδώ που τα λέμε, με το να ’ναι αξιωματούχος δεν του προστέθηκε τρίτο μάτι στο κούτελο. Η μύτη του, δεν είναι καμωμένη από μάλαμα, είναι φτιαγμένη σαν την δική μου, σαν του καθενός. Μυρίζει μ’ αυτήν, δεν τρώει. Φτερνίζεται μ’ αυτήν, δεν βήχει. Κάμποσες φορές προσπάθησα να καταλάβω από που προέρχονται όλες αυτές οι διαφορές. Γιατί είμαι δημόσιος υπάλληλος ; Κι από πού κι ως πού να είμαι δημόσιος υπάλληλος ; Ίσως είμαι κανένας κόμης ή στρατηγός και φαίνομαι μονάχα σαν δημόσιος υπάλληλος ; Μπορεί κι ο ίδιος εγώ να μην γνωρίζω ποιος είμαι. Πόσα παραδείγματα βλέπουμε στην ιστορία ! Κάποιος απλοϊκός άνθρωπος, όχι μόνον ευγενής, αλλά και μικροαστός ή ακόμα και χωριάτης — και ξαφνικά ανακαλύπτουν πως είναι κάποιος τρανός άρχοντας ή βασιλιάς. Όταν και χωριάτης καμμιά φορά φανερώνεται τέτοιος, τι μπορεί να συμβεί από έναν ευγενή ! Ξαφνικά π.χ. μπαίνω με επωμίδες στρατηγού. Έχω και στο δεξί ώμο επωμίδα και στον αριστερό. Σταυρωτά στο στήθος γαλάζια κορδέλα... Λοιπόν ; τί σου λέει τότε η ομορφονιά ; Τι θα πει ο ίδιος ο πατέρας της, ο διευθυντής μας ! Ω ! είναι πολύ φιλόδοξος ! Είναι μασσώνος, χωρίς άλλο μασσώνος μ’ όλο παραστένει τον έτσι ή τον αλλιώς εγώ αμέσως το κατάλαβα πως είναι μασσώνος. Αν σας δώσει το χέρι, βγάζει έξω μόνον τα δυο δάκτυλα. Καλέ, μήπως δεν μπορεί αυτήν την στιγμή ο Αυτοκράτωρ να με κάνει Γενικόν Διευθυντή ή Υπασπιστή ή κάτι τέτοιο ; Ήθελα να ξέρω γιατί είμαι γραφιάς. Γιατί γραφιάς κι όχι κάτι άλλο ;

Page 193: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

193

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: Ι. ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΤΟΟ ΗΗΜΜΕΕΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΙΙΟΟ ΕΕΝΝΟΟΣΣ ΤΤΡΡΕΕΛΛΟΟΥΥ

Ημ 34ερο Μην χρον dg 3Φ 349

Ο Αυξέντης Ιβάβοβιτς γράφει το ημερολόγιό του.

ΑΑΥΥΞΞΕΕΝΝΤΤΗΗΣΣ ΙΙΒΒΑΑΝΝΟΟΒΒΙΙΤΤΣΣ

Ημ 34ερο Μην χρον dg 3Φ 349 Όχι δεν αντέχω πια ! Θεέ μου ! ξοδεύτηκαν οι δυνάμεις μου ! Τι μου φτιάχνουν ; Μου ρίχνουν κρύο νερό στο κεφάλι ! Δεν με προσέχουν, δεν μ’ ακούνε, δεν με βλέπουν, δεν με λογαριάζουν ! Τι τους έκανα ; Γιατί με τυραννάνε ; Τι θέλουν από μένα τον κακομοίρη ; Τι μπορώ να τους δώσω ; Δεν έχω τίποτα. Δεν μπορώ να βαστάξω στα βασανιστήριά τους το κεφάλι μου καίει, όλα ζβουρίζουν στο βλέμμα μου ! Σώστε με… Πάρτε με... Δώστε μου μια τρόικα από γρήγορα, σαν τον άνεμο, άλογα ! Ανέβα αμαξιλάτη μου, χυμήξατε άλογα, ηχήστε κουδουνάκια και πηγαίνετέ με μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο. Μακριά, μακριά να μην φαίνεται τίποτα. Να ο ουρανός, ανοίγεται στο πέρασμά μου. Ένα άστρο δειλιάζει απόμακρο. Το δάσος τρέχει με μαύρα δέντρα και το φεγγάρι του. Θλιβερές ομίχλες γράφονται κάτω απ’ τα πόδια μου. Ένας ήχος σπάζει το σύννεφο. Από δω η Θάλασσα, από κει η Ιταλία. Κυτάχτε... φαίνονται οι ρώσικες στέγες ! Μήπως είναι το πατρικό μου που φαίνεται κόκκινο από μακριά ; Μήπως είναι η μάννα που ακουμπά στο παραγώνι ; Μητέρα, λύτρωσε το άμοιρο παιδί σου ! Στάξε το δάκρυ σου στο άρρωστό του κεφάλι ! Κύταξε πώς τον σακατεύουν ! Κλείσε στο στήθος σου τον εγκαταλελειμμένο... τον ορφανό σου ! Δεν έχει πια μια άκρη στον Ήλιο ! Οι όχλοι τον καταδιώκουν ! Μητέρα μου, θλίψου για το κατεστραμμένο σου γέννημα !... Αμ ! και που να ξέρετε πώς ο μπέης της Αλγερίας έχει μια κρεατοελιά κάτω απ’ την μύτη του ! ! !

Page 194: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

194

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠ ΑΑ ΝΝ ΤΤ ΡΡ ΟΟ ΛΛ ΟΟ ΓΓ ΗΗ ΜΜ ΑΑ ΤΤ ΑΑ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Σφουγγάτος περιμένει στο σπίτι της Αγάθια. ΣΣΦΦΟΟΥΥΓΓΓΓΑΑΤΤΟΟΣΣ Να περιμένωμε ! Έστω να περιμένωμε ! Έφυγα, για μια στιγμή μονάχα από το υπουργείον και τώρα πρέπει να περιμένω ! Κι αν άξαφνα ρωτήση ο προϊστάμενος : «Και που πήγε ο εκτιμητής ;» Και να του πουν : «Πήγε να δη τη νύφη !» Χμ ! Θα ψάλλη τον αναβαλόμενο κι’ εμένα και της νύφης ! Ωστόσο ας δούμε μια φορά ακόμα τη σημείωση... (Βγάζε ένα χαρτάκι. Διαβάζει) Σπίτι πέτρινο, με δυο πατώματα... Δυο μικρά σπιτάκια - περίπτερα... Το ένα με πέτρινα θεμέλια, το άλλο ξύλινο... Το ξύλινο δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Ένα αμάξι. Ένα έλκυθρο για δυο άλογα, σέλα και χάμουρα πλουμιστά. Δυο χαλιά — ένα μικρό και ένα μεγάλο. Ένα σωρό παλιοπράματα που μόνο για τη φωτιά θα κάνουν. Κι όμως η γριά με βεβαίωνε πως είναι πρώτης τάξεως. Καλά, ας είναι και πρώτης τάξεως! Δυο ντουζίνες ασημένια κουτάλια... Βέβαια, τ’ ασημένια κουτάλια χρειάζονται στο σπίτι. «Δυο γούνες από αλουπόδερμα... Χμ ! ... Τέσσερα στρώματα μεγάλα με πούπουλο και δυο μικρά. (Σφίγγει τα χείλη του με έμφαση) Μια ντουζίνα φορέματα μεταξωτά και μια ντουζίνα τσίτινα — δυο νυχτικά, δυο μισοφόρια, δυο»... Τιποτένια πράματα. «Ασπρόρουχα, πετσέτες» — απ’ αυτά ας έχει όσα θέλει ! Αυτά όμως πρέπει να τα επαληθεύσωμε. Τώρα σου υπόσχονται πολλά, και σπίτι και αμάξια — όταν όμως παντρευτής δεν βρίσκεις άλλο από στρώματα και μαξιλάρια !

Page 195: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

195

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠ ΑΑ ΝΝ ΤΤ ΡΡ ΟΟ ΛΛ ΟΟ ΓΓ ΗΗ ΜΜ ΑΑ ΤΤ ΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Ο Κατσκάριωφ στον Ποτκαλιόσιν. ΚΚΑΑΤΤΣΣΚΚΑΑΡΡΙΙΩΩΦΦ Να πας στο διάολο πούναι και παλιός σου φίλος ! (Ανοίγει την πόρτα και φωνάζει πίσω του καθώς

αυτός φεύγει) Βλάκα ! (Πηγαινοέρχεται έξω φρενών) Ηλίθιε ! Σάμπως εγώ είμαι καλύτερος ; Τι είμαι κι’ εγώ ; Ένας βλάκας ! Γιατί κοπιάζω, φωνάζω και ξεραίνω το λαιμό μου ; Πέστε μου τι μου είναι ; Συγγενής ; Και τι του είμαι γω ; Παραμάνα, θεία, πεθερά ή κουμπάρα ; Γιατί διάολο λοιπόν εγώ φροντίζω για δαύτον ; Γιατί ; Γιατί σκοτώνομαι και τρέχω σαν παλαβός που να τον πάρη και να τον σηκώση ; Τέτοιος μασκαράς, Τέτοιο αντιπαθητικό μούτρο. Να τον πιάση κανείς και να του δώση στη μύτη, στ’ αυτιά, στο στόμα, στα δόντια και παντού ! (Γροθοκοπά τον αέρα με αγανάκτηση) Κι’ εκείνο που σε κάνει να σκας, είναι που, ενώ εσύ γίνεσαι έξω φρενών, εκείνος, ούτε που ιδρώνει τ’ αυτί του ! Τώρα έφυγε, θα πάη στο σπίτι του. Θα θρονιαστή στην πολυθρόνα του και θα καπνίση την πίπα του ! Αντιπαθητικό πράμα ! Υπάρχουν κι άλλα αντιπαθητικά μούτρα, μα σαν κι αυτουνού – κανένα ! Μα το Θεό, χειρότερο μούτρο απ’ αυτόν δεν υπάρχει στον κόσμο ! Μα έννοια σου και δε θα τον αφήσω να μου ξεφύγη. Θα πάω τώρα αμέσως και θα τον φέρω πίσω !... Δεν θα τον αφήσω να μου ξεγλυστρήση. Θα πάω και θα τον ξαναφέρω...

(Φεύγει τρεχάτος)

Page 196: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

196

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠ ΑΑ ΝΝ ΤΤ ΡΡ ΟΟ ΛΛ ΟΟ ΓΓ ΗΗ ΜΜ ΑΑ ΤΤ ΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Ο Ποτκαλιόσιν μονολογεί. ΠΠΟΟΤΤΚΚΑΑΛΛΙΙΟΟΣΣΙΙΝΝ Τι ήμουν ως τώρα ; Ήξερα τίποτα από τη ζωή ; Τίποτα ! Ένας ανύπαντρος δεν ζει... Είναι σα νάναι πεθαμένος ! Τι έκανα ως τώρα στη ζωή μου ; Κάθε μέρα σηκώνομαι, πάω στο Υπουργείο, δουλεύω ώρες ατέλειωτες μπροστά σ’ ένα γραφείο, μετά τρώγω ό,τι νάναι εδώ κι εκεί, πέφτω κοιμάμαι και την άλλη μέρα τα ίδια. Μια χυδαία, τιποτένια ζωή ! Αν ήμουν Τσάρος Θα έβγαζα διαταγή να παντρευτούν αμέσως όλοι οι ελεύθεροι. Θα καταργούσα την αγαμία μέσα σε μια νύχτα ! (Παύση) Ο γάμος... Να σκεφθή κανείς πως σε λίγη ώρα θάναι παντρεμένος ! Πως θα δοκιμάση ξαφνικά εκείνη την ευτυχία, που την ξέρεις μονάχα από τα παραμύθια και τα ρομάντζα. (Σκουπίζει το μέτωπό του) Βέβαια... υπάρχει και η δυσάρεστη άποψη... Αλήθεια... Είναι φοβερό να το καλοσυλλογιστή κανείς... να δεθής για όλη σου τη ζωή... Κι’ ούτε πια να μπορείς να τ’ αναβάλη, ούτε να το μετανοιώση... Τίποτα ! Τίποτα, όλα τέλειωσαν, όλα έγιναν. Και τώρα ακόμη είναι πολύ αργά για ν’ αλλάξω γνώμη. Το μοιραίο τέλος έφτασε ! Εκεί έξω περιμένει το αμάξι. Σε λίγο θα πάμε στην εκκλησία. Θα γίνη ο γάμος... Και όλα τελειώνουν. Ανεπανόρθωτα… ανεπανόρθωτα ; Δε θα μπορούσα τάχα να φύγω απ’ αυτή την πόρτα ; Όχι... Θα ορμήσουν όλοι επάνω μου και θα με ρωτάνε : Πού πας ; Γιατί φεύγεις ;» Όχι... δεν πάει. Να φύγη τάχα κανείς από το παράθυρο ; Α, μπα δεν κάνει. Θα είναι παράλογο. Άραγε είναι ανοιχτό ; Μάλλον... Όχι, όχι, θα είναι απρέπεια... Και θάναι και πολύ ψηλά... (Πει στο παράθυρο) Ε, δεν είναι και τόσο ψηλά. Μόνο αυτό εδώ το πρεβάζι... μα μπορεί κανείς να πηδήση... Κάποιος συνάδελφος πήδηξε από ψηλώτερα. Πού είναι το καπέλλο μου… Τι έγινε ;… χάθηκε ; Πως να φύγω δίχως καπέλλο ; Δεν πάει (Παύση) Και δεν μπορεί τάχα να φύγη κανείς και χωρίς καπέλλο ; Και τι πειράζει αν δοκιμάσω ; Ποτέ δεν είναι αργά να μαθαίνει κανείς. (Παύση. Ξαφνικά παίρνει την απόφαση και ανεβαίνει στο πρεβάζι του παραθύρου) Ας είναι και χωρίς καπέλλο... Κύριε ελέησον !... (Πηδά στο δρόμο. Ακούγεται που βογγάει) Ωχ, Θεέ μου ! Κάμποσο ήταν ψηλά ! Ε, άμαξά !

Page 197: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

197

ΑΝΤΩΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠ ΡΡ ΟΟ ΤΤ ΑΑ ΣΣ ΗΗ ΓΓ ΑΑ ΜΜ ΟΟ ΥΥ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Ο Λομώφ μονολογεί. ΛΛΟΟΜΜΩΩΦΦ Κρυώνω… Τρέμω… Τρέμω ολόκληρος, σαν να πρόκειται να δώσω εξετάσεις!… Το κυριότερο είναι να το πάρεις απόφαση… Αν το πολυσκεφτείς, το πολυψηλαφίσεις, το πολυμιλήσεις, - αν περιμένεις να βρεις την ιδανική γυναίκα, τον πραγματικό έρωτα, δεν παντρεύεσαι ποτέ !… Μπρρ!… Πώς κρυώνω !… Η Ναταλία Στεπάνοβνα είναι μια θαυμάσια νοικοκυρά, μορφωμένη, νοστιμούλα… Τι θέλω περισσότερο ;… Κι όμως, είμαι τόσο ταραγμένος… Αρχίζουν να βουίζουν τ’ αυτιά μου !… Πρέπει να παντρευτώ, τέρμα !… Πρώτα – πρώτα, είμαι ήδη τριάντα πέντε χρονών, στην κρίσιμη δηλαδή ηλικία, όπως λένε. Δεύτερον, έχω ανάγκη από μια ταχτική και κανονική ζωή. Υποφέρω απ’ την καρδιά μου, έχω συνεχείς παλμούς… Είμαι οξύθυμος και νευριάζω με το παραμικρό. Να, ακόμα και τώρα τα χείλη μου τρέμουν και νιώθω ένα μούδιασμα στο δεξί μου βλέφαρο !… Αλλά το μεγάλο μου βάσανο είναι ο ύπνος. Μόλις πέσω στο κρεβάτι μου και αρχίζει γλυκά να με παίρνει ο ύπνος, άξαφνα, τακ !… σαν κάτι να με σουβλίζει στ’ αριστερό μου πλευρό και να τραβάει ως απάνω στον ώμο και το κεφάλι !… Πετιέμαι σαν τρελός απ’ το κρεβάτι μου. Κάνω μερικές βόλτες πάνω κάτω και ξαναπέφτω. Μόλις πάει να με πάρει ο ύπνος, τακ !… με ξαναρχίζει τ’ αριστερό μου πλευρό !… Και δώστου συνέχεια, καμιά εικοσαριά φορές!…

Page 198: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

198

ΑΝΤΩΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΗΗ ΑΑ ΡΡ ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΔΔ ΑΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Ο Σμηρνώφ σε έξαλλη κατάσταση. Μόνος. ΣΣΜΜΗΗΡΡΝΝΩΩΦΦ Ορίστε ! Τι της λες τώρα ; «Δεν έχω διάθεση !» Είναι εφτά μήνες που πέθανε ο αντρούλης της ! Ναι, αλλά κι εγώ πρέπει να πληρώσω τους τόκους μου, ναι ή όχι ; Τώρα θα μου πείτε : ο άντρας της πέθανε, έχει στενοχώριες, κι ο επιστάτης – που να τον πάρει ο διάολος τον επιστάτη ! – έχει πάει ταξίδι, και τα λοιπά… Ναι, αλλά εγώ, τι πρέπει να κάνω ; να σκάσω κανόνι στους δανειστές μου ; Ή να βροντήξω το κεφάλι μου στον τοίχο ; Αν πάω στου Κρούστεφ, θα μου πούνε: «δεν είναι στο σπίτι.» Ο Ηροσκέντεβιτς, κάθε φορά που πηγαίνω μου κρύβεται. Με τον Κουρζίν τσακώθηκα άγρια, παρά λίγο να τον γκρεμίσω από το παράθυρο. Ο Μαζούτωφ τον πονάει η κοιλιά του, και η κυρία από δω σου λέει πως δεν έχει διάθεση ! Κανένας απ’ αυτούς τους παλιανθρώπους Δε με πλερώνει ! Κι όλ’ αυτά – γιατί τους έχω καλομάθει ! Γιατί είμαι σπλαχνικός, μαλθακός, ένα νιάνιαρο ! Γιατί είμαι ευγενικός μαζί τους ! Αλλά περιμένετε και θα δείτε ! Θα σας δείξω εγώ τι σόι πράμα είμαι ! Ο διάολος θα σας πάρει! Δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με κοροϊδεύει ! Θα κάτσω δω και δε θα το κουνήσω ώσπου να με πληρώσει ! Μπρρ !… Έχω μια φούρκα ! Είμαι τρελός απ’ το θυμό μου ! Με πιάνει λύσσα ! Δε μπορώ να πάρω ανάσα ! Κοντεύω ν’ αρρωστήσω!… (Φωνάζει). Υπηρέτη !…

Page 199: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

199

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

Η ΑΑΡΡΚΚΟΟΥΥΔΔΑΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Ο Σμηρνώφ απελπισμένος μιμείται την Πόποβα ΣΜΗΡΝΩΦ «Αυτά, κύριε, είναι χυδαιότητες, δεν είναι εξυπνάδες !» Ακούστε, μαντάμ, εγώ στη ζωή μου είδα πιότερες γυναίκες απ’ όσα εσείς έχετε δει σπουργίτια. Τρεις φορές εμονομάχησα κι ήταν αφορμή οι γυναίκες. Δώδεκα γυναίκες τις παράτησα εγώ, κι εννιά με παρατήσανε. Μάλιστα !… Ήταν ένας καιρός που έκανα τον ηλίθιο, ήμουν όλο αίσθημα για τις γυναίκες, τις καλόπιανα, σκορπούσα κομπλιμέντα, υποκλίσεις, γλυκόλογα. Αγαπούσα, βασανιζόμουνα, αναστέναζα κάτω από το φως του φεγγαριού, αδυνάτιζα, έλιωνα, αφανιζόμουνα… Αγαπούσα τρελά, αγαπούσα με πάθος, αγαπούσα με κάθε τρόπο που μπορείτε να φανταστείτε – που να με πάρει ο διάολος ! – κι εφλυαρούσα εδώ κι εκεί σαν τη σουσουράδα για τη χειραφέτηση της γυναίκας και θυσίασα τη μισή μου περιουσία στα ωραία αισθήματα. Τώρα όμως – με γεια σας με χαρά σας – αλλά δεν πρόκειται πια να με ξεγελάσετε. Φτάνει πια!… Για μαύρα μάτια, λάγνα μάτια, κοραλλένια χείλη, λακκάκια στα μάγουλα, ψιθυρίσματα κάτω από το φως του φεγγαριού, αναστενάγματα και ξελιγώματα – για όλ’ αυτά κυρία μου, δε δίνω πια δεκάρα ! Κι έχω να πω για όλες τις γυναίκες – οι παρούσες εξαιρούνται – ότι από τη μικρότερη ως τη μεγαλύτερη είναι όλες τους φαντασμένες, υποκρίτριες, κουτσομπόλες, αντιπαθητικές, ψεύτρες ως το κόκαλο, σαχλές, ματαιόδοξες, φθονερές, με μια λογική που σου χτυπάει στα νεύρα, και όσο για (χτυπά το μέτωπό του) τούτο δω, συγχωρέστε με για την ειλικρίνειά μου, ένας σπουργίτης έχει δέκα φορές περισσότερο μυαλό απ’ όλες αυτές τις φιλοσοφίνες του ποδόγυρου. Όταν αντικρίζεις κανένα απ’ αυτά τα ρομαντικά πλασματάκια – τα αιθέρια και χαριτωμένα – θαρρείς πως βλέπεις μια νεράιδα ! Μια θεά ! Έτσι όμως και την κοιτάξεις από πιο κοντά, στην ψυχή της βλέπεις πως δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένας κοινός κροκόδειλος ! Αλλά εκείνο που μ’ εξαγριώνει περισσότερο απ’ όλα, είναι που αυτός ο κροκόδειλος, φαντάζεται πως είναι το αριστούργημα της δημιουργίας και πως έχει το μονοπώλιο σε όλα τα ωραία αισθήματα ! Και να με πάρει ο διάολος – να με κρεμάσεις ανάποδα απ’ αυτό το γάντζο – αν υπάρχει γυναίκα που να μπορεί ν’ αγαπήσει πλάσμα ζωντανό, έξω από το σκυλάκι της. Το μόνο που κάνει όταν είναι ερωτευμένη, είναι να γκρινιάζει και να κλαψουρίζει. Κι ενώ ο άντρας υποφέρει, κάνει θυσίες, αυτή εκφράζει τον έρωτά της με το να κουνάει δώθε – κείθε την ουρά της και να τον τραβάει όσο περισσότερο μπορεί από τη μύτη. Εσείς, βέβαια, που για καλή σας τύχη είστε γυναίκα, θα ξέρετε από δική σας πείρα τη γυναικεία φύση. Πέστε μου, λοιπόν, στην τιμή σας, είδατε ποτέ σας καμιά γυναίκα που να ’ναι αληθινή, πιστή και αφοσιωμένη ; Δεν είδατε !… Ποτέ !… Μονάχα οι γριές κι οι άσκημες είναι αληθινές και πιστές. Πιο εύκολα να βρει κανείς μια γάτα με κέρατα ή έναν άσπρο κόρακα, παρά μια πιστή γυναίκα !

Page 200: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

200

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΤΟ ΚΚΥΥΚΚΝΝΕΕΙΙΟΟ ΑΣΜΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο. Σκηνή επαρχιακού θεάτρου μια νύχτα μετά την παράσταση. Ο Σφετλοβίντωφ βγαίνει απ’ το καμαρίνι του.

ΣΣΦΦΕΕΤΤΛΛΟΟΒΒΙΙΝΝΤΤΩΩΦΦ Βρε τι έπαθα !… Ακούς εκεί, να με πάρει ο ύπνος, μες στο καμαρίνι, με τα ρούχα και τη φάτσα του γερο – Κάλχα!… Τέλειωσε η παράσταση εδώ και τόση ώρα, όλοι φύγανε απ’ το θέατρο κι εγώ το ’ριξα στο ροχαλητό !… Αχ !… Γεροσαράβαλο… Γεροξεκούτη !… Τα κοπάνησες φουκαρά μου και τον πήρες στην καρέκλα !… Δεν πρόφτασες ούτε να ξεντυθείς !… Μπράβο!… Συγχαρητήρια, γεροντάκο μου !… (Φωνάζει) – Γιεγκόρκα !…, διάβολε !… Πετρούσκα !… Θα τους πήρε ο ύπνος, που να τους πάρει ο διάβολος… Γιεγκόρκα !… (Κάθεται).Τίποτα δεν ακούγεται… Μονάχα η ηχώ μ’ απαντάει… Ο Γιεγκόρκα κι ο Πετρούσκα πήραν σήμερα απ’ ένα ταλιράκι που τους έδωσα για τον κόπο τους κι από δω παν’ κι οι άλλοι… Άντε τώρα να τους ξετρυπώσεις… Πάει, φύγανε… Και δίχως άλλο κλείσανε και το θέατρο, τα παλιόμουτρα !… Είμαι τύφλα στο μεθύσι !… Ω, Θεέ μου !… Πόση μπίρα και κρασί κατέβασα… Είχα βλέπεις την τιμητική μου!… Το κεφάλι μου πονάει… Όλο το κορμί μου ανάβει σαν καμίνι… το στόμα μου βγάζει φωτιές… Αηδία!… Βλακείες… Μέθυσε ο γεροκούτεντές και δεν ξέρει τι του γίνεται… Ουφ, Θεέ μου, τα πλευρά μου είναι τσακισμένα, το κεφάλι μου βουίζει, έχω ανατριχίλες… κι η ψυχή μου είναι κρύα και σκοτεινή σαν τάφος… Αν δε νοιάζεσαι για την υγεία σου, θα ’πρεπε να νοιάζεσαι τουλάχιστο για τα γερατειά σου, γεροκαμποτίνε!… Πάει, γέρασες. Μπορείς να παίζεις όσο θες το γόη, το παλικάρι, το γελωτοποιό, αλλά μην κάνεις το βλάκα… η ζωή σου τέλεψε… Εξήντα οχτώ χρονάκια… φύγανε… πάνε… και δεν ξαναγυρνάν !… Το ’πιες κιόλας το ποτήρι σου ως τον πάτο !… Δε σου ’μεινε παρά το απόπιομα… το κατακάθι… Και τώρα… έτσι που ήρθαν τα πράματα, θες δε θες, θα ’ρχίσεις τώρα να προβάρεις και το ρόλο του πεθαμένου… Ο μπαρμπα – θάνατος δεν είναι μακριά ! (Σηκώνεται και κοιτάζει την πλατεία) Εδώ που τα λέμε, ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια σανίδι, πρώτη φορά βλέπω το θέατρο τη νύχτα… Ναι, πρώτη φορά !… Παράξενο μα την αλήθεια… (Πλησιάζει τη ράμπα) Δε βλέπει κανείς τη μύτη του… Ξεχωρίζει μονάχα το υποβολείο… αυτή η μυστήρια τρύπα με το αναλόγιο… Κι εδώ το προσκήνιο… κι όλα τ’ άλλα μαυρίλα και σκοτεινιά !… Ένας μαύρος λάκκος σαν τάφος, που μέσα του κρύβεται ο θάνατος… Μπρρρ !… Κάνει κρύο !… Αυτό το μπουγάζι έρχεται απ’ την πλατεία, σαν να ’ρχεται από τη μπουρού της καμινάδας… Να ένας τόπος που ξυπνάνε τα φαντάσματα… Φρίκη… Ανατριχιάζω που να πάρει ο διάολος !… Φρίκη !… Αχ, Θεέ μου, γέρασα πια !… Ήρθε ο καιρός να πεθάνω!

Page 201: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

201

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟ ΓΓ ΛΛ ΑΑ ΡΡ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Πρώτη. Ο Τρέπλεφ μπαίνει τραβώντας τα πέταλα ενός λουλουδιού.

ΤΤΡΡΕΕΠΠΛΛΕΕΒΒ Μ’ αγαπά – δε μ’ αγαπά, μ’ αγαπά — δε μ’ αγαπά, μ’ αγαπά. (γελά) Το βλέπεις ; Η μητέρα μου δε μ’ αγαπά. Και βέβαια δε μ’ αγαπά ! Αυτή θέλει να ζήσει, ν’ αγαπήσει, να φορέσει φανταχτερές τουαλέττες. Κι εγώ είμαι τώρα εικοσιπέντε χρονών. Η παρουσία μου την κάνει να θυμάται πως δεν είναι πια νέα. Όταν δεν είμαι παρών, είναι μόνον τριανταδύο χρονών, όμως όταν βρίσκομαι κοντά της γίνεται σαρατριών και γι’ αυτό με μισεί. Ύστερα ξέρει πως εγώ δεν πιστεύω στο Θέατρο. Εκείνη αγαπά τη σκηνή, φαντάζεται πώς δουλεύει για την ανθρωπότητα, για τον Ιερό σκοπό της τέχνης, ενώ, κατά τη γνώμη μου, το σημερινό θέατρο δεν είναι τίποτ’ άλλο από στείρα παράδοση και ρουτίνα ! Όταν ανοίγει η αυλαία και μέσα σε μια κάμαρα με τρεις τοίχους, με τεχνιτό φωτισμό, αυτές οι τεράστιες μεγαλοφυΐες, οι αφοσιωμένοι, οι μύστες της ιερής τέχνης, μάς παρουσιάζουν το πώς οι άνθρωποι τρώνε, πώς πίνουνε, πώς αγαπούνε, πώς κινούνται, πώς βάζουν και βγάζουν τα σακκάκια τους· όταν μέσα απ’ αυτές τις χυδαίες φράσεις και τις εικόνες, προσπαθούν να μας δώσουν, να μας ζωγραφίσουν, ένα ηθικό συμπέρασμα — ένα τιποτένιο ηθικό συμπέρασμα, ευκολονόητο και βολικό για οικιακή χρήση· όταν με χίλιες μικροεναλλαγές και ποικιλίες μου προσφέρουνε το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά — έ, τότε φεύγω τρεχάτος, καθώς ό Μωπασάν τόσκασε τρέχοντας από τόν πύργο του Άιφελ, γιατί του πλάκωνε την ψυχή με τη χυδαιότητά του. Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης. Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, κι’ αν δε μπορούμε να τους δημιουργήσουμε, είναι καλλίτερα να μην κάνουμε τίποτα. (Κοιτάζει το ρολόι του). Αγαπώ τη μητέρα μου — την αγαπώ πάρα πολύ, αλλά αυτή κάνει μια ζωή άσκοπη. Παρασύρεται και σπαταλά τόν καιρό της μ’ αυτόν τον διανοούμενο κύριο, και τόνομά της κάθε τόσο διασύρεται στις εφημερίδες. Όλ’ αυτά με κουράζουν. Κάποτε ο πλοϊκός εγωισμός του κοινού ανθρώπου ξυπνά μέσα μου, και λυπούμαι πού ή μητέρα μου είναι μια διάσημη ηθοποιός. Στοχάζομαι πως αν η μητέρα μου ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, θα ήμουνα πιο ευτυχισμένος. Θείε, τι μπορεί να είναι πιότερο άθλιο κι’ απελπιστικό από τη θέση μου ; Πάντα συνήθιζε να προσκαλεί στο σπίτι προσωπικότητες — καλλιτέχνες, συγγραφείς — κι’ ανάμεσά τους εγώ ήμουν ο μόνος ασήμαντος. Μόλις καταδέχονταν να με προσέξουν γιατί ήμουνα ο γιος της. Ποιος είμαι ; Τι είμαι ; Ένας που άφισε το Πανεπιστήμιο στον τρίτο χρόνο, «ένεκα περιστάσεων διά τας οποίας ημείς δεν φέρομεν ευθύνην», καθώς λένε. Δεν έχω κανένα ταλέντο, δεν έχω ούτε καπίκι δικό μου και το διαβάτήριό μου γράφει πώς είμαι τεχνίτης στο Κίεβο. Ο πατέρας μου, καθώς ξέρεις, ήταν τεχνίτης στο Κίεβο, μ’ όλο που ήταν και πολύ γνωστός ηθοποιός. Όταν λοιπόν, στο σαλόνι της μητέρας μου, όλοι αυτοί οι συγγραφείς και καλλιτέχνες, με κοίταζαν έτσι, τάχα μ’ επιείκια κι εύσπλαχνα, στοχαζόμουνα, βλέποντας τα πρόσωπά τους, πώς με καταμετρούσαν με το βλέμμα τους, για να κρίνουνε το μέγεθος της ασημότητάς μου. Εμάντευα τις σκέψεις τους κι’ εβασανιζόμουνα και πονούσα από την ταπείνωση...

Page 202: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

202

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟ ΓΓ ΛΛ ΑΑ ΡΡ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Ο Τρέπλεφ μπαίνει μέσα χωρίς καπέλο, κρατώντας ένα τουφέκι κι έναν σκοτωμένο γλάρο και τον ακουμπάει στα πόδια της Νίνας. Εκείνη παίρνει το πουλί και το κοιτάζει ρωτώντας τον Τρέπλεφ τη του συμβαίνει τον τελευταία.

ΤΤΡΡΕΕΠΠΛΛΕΕΒΒ Αυτό άρχισε από κείνη τη βραδυά που το έργο μου είχε τόσο άδοξο τέλος. Οι γυναίκες ποτέ δε συγχωρούν την αποτυχία. Το έκαψα όλο, κάθε κομματάκι, κάθε φύλλο. Αν ήξερες μονάχα πόσο δυστυχισμένος είμαι ! Αυτή σου η αδιάφορη στάση είναι για μένα τρομερή, απίστευτη, ακατανόητη. Σα να ξύπνησα και βρήκα ξαφνικά τη λίμνη ξεραμένη η σα νάχε βουλιάξει μέσα στη γη. Τώρα μου λες πως είσαι πολύ απλοϊκή για να με καταλάβεις. Ω. μα τι υπάρχει για να καταλάβεις ; Το έργο μου δε ’άρεσε. Καταφρόνεσες την έμπνευσή μου και τώρα με θεωρείς κοινό, ασήμαντο, όπως τόσους άλλους... (Χτυπάει το πόδι του) Πόσο καλά το καταλαβαίνω αυτό, πόσο καλά το καταλαβαίνω ! Νοιώθω σα νάχω στο μυαλό μου μπηγμένο ένα καρφί. Στ’ ανάθεμα να πάει κι’ αυτό και η ματαιοδοξία που μου πιπιλίζει τη ζωή, που μου πιπιλίζει σαν το φίδι το αίμα μου... (Βλέπει τόν Τριγκόριν, που έρχεται διαβάζοντας ένα βιβλίο) Να, έρχεται η πραγματική μεγαλοφυΐα, περπατώντας μ’ ένα βιβλίο στο χέρι σαν τον Αμλέτο. (Μιμείται). «Λόγια, λόγια, λόγια...» Ο ήλιος αυτός μόλις σε φώτισε Κι’ αρχίζεις Κι’ όλας να χαμογελάς. Τα μάτια σου λυώνουνε από τις αχτίνες του. Δε θέλω να σας γίνομαι εμπόδιο...

(Φεύγει γρήγορα)

Page 203: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

203

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟ ΓΓ ΛΛ ΑΑ ΡΡ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Ο Γκριγκόριν στη Νίνα.

ΓΓΚΚΡΡΙΙΓΓΚΚΟΟΡΡΙΙΝΝ Τι το ιδιαίτερο βλέπετε σ’ αυτό ; (Κοιτάζει το ρολόι του) Πρέπει να πάω τώρα αμέσως και να γράψω. Συγνώμη, δε μπορώ να μείνω περισσότερο... (Γελά) Με πατήσατε, όπως λένε, στον πιο ευαίσθητο κάλο μου και, ορίστε, αρχίζω κι’ όλας να συγχίζουμαι και λιγάκι να θυμώνω. Ας είναι. Ελάτε να μιλήσουμε. Ας μιλήσουμε για τη λαμπρή, για την ενδιαφέρουσα ζωή μου... Λοιπόν, από πού θαρχίσουμε ; (Ύτερ’ από λίγη σκέψη). Υπάρχουν κάποιες σκέψεις επίμονες που τριγυρίζουν στο μυαλό του ανθρώπου μέρα και νύχτα, παραδείγματος χάρι το φεγγάρι. Έχω κι’ εγώ το δικό μου φεγγάρι. Μέρα και. νύχτα με κυριεύει μια επίμονη σκέψη : Πρέπει να γράψω, πρέπει να γράψω, πρέπει... Μόλις έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα, δεν ξέρω γιατί, πρέπει ν’ αρχίσω αμέσως να γράφω ένα άλλο. Ύστερα ένα τρίτο, Κι’ ύστερα ένα τέταρτο. Γράφω αδιάκοπα., δε μπορώ να κάνω διαφορετικά. Τι λαμπρό και ωραίο βρίσκετε εδώ ; σας ρωτώ Ω, είναι μια ζωή ελεεινή και τώρα, που βρίσκομαι δω, μαζί σας, είμαι ανήσυχος. Ούτε στιγμή δε φεύγει από το νου μου, πως το ατέλειωτο μυθιστόρημά μου με περιμένει. Τυχαίνει να δω ένα σύννεφο πού μοιάζει σαν ένα μεγάλο πιάνο. Σκέφτομαι αμέσως πως κάπου στο μυθιστόρημά μου πρέπει να βάλω ότι ένα σύννεφο πού αρμένιζε στον ουρανό έμοιαζε σαν ένα μεγάλο πιάνο. Νοιώθω μυρωδιά ηλιοτρόπιου. Κάνω βιαστικά τη σημείωση : Βαριά μυρωδιά – το λουλούδι της χήρας, να μνημονευτεί στην περιγραφή καλοκαιρινής βραδυάς. Πιάνω τόν εαυτό μου, πιάνω εσάς, σε κάθε λέξη, σε κάθε φράση και βιάζομαι να γράψω αυτές τις λέξεις και τις φράσεις μέσα στο φιλολογικό μου θησαυροφυλάκιο μπορεί να μου χρειαστούν. Όταν τελειώνω μια δουλειά, τρέχω στο θέατρο ή στο ψάρεμα, μήπως μπορέσω να ξεκουραστώ, μήπως μπορέσω να ξεχάσω, μα δε βαριέσαι ! Κάποιο νέο θέμα θα στριφογυρίζει στο κεφάλι μου σαν μια βαριά σιδερένια μπάλλα και θα με σέρνει πάλι στο γραφείο και θα πρέπει να βιαστώ να γράψω... να γράψω... Κι’ αυτό γίνεται πάντα, πάντα ! Δεν έχω καμιά ξεκούραση. Νοιώθω πώς φθείρω τη ζωή μου και πως για χάρη του μελιού, που δίνω σε κάποιον μέσα στο σύμπαν, ξεγυμνώνω τη χρυσόσκονη των καλυτέρων μου λουλουδιών, ξεσκίζοντάς τα και τσαλαπατώντας τις ρίζες τους. Δε νομίζετε πώς είμαι τρελλός ; Μήπως οι φίλοι μου και οι γνωστοί μου με μεταχειρίζονται σα να ήμουν στα συγκαλά μου ; «Τι γράφετε ; Τι θα μας δώσετε ;» Η ίδια ερώτηση ξανά και ξανά, και μου φαίνεται πως των φίλων μου το ενδιαφέρον, οι έπαινοί τους, οι ενθουσιασμοί τους, είναι όλα μια απάτη. Πάνε να με ξεγελάσουν, όπως θα ξεγελούσαν έναν άρρωστο. Και κάποτε φοβούμαι πως θα με ζυγώσουνε ύπουλα από πίσω, θα μ’ αρπάξουνε κα θα με ρίξουνε σε κανένα φρενοκομείο. Μα και στα χρόνια εκείνα, Τα καλύτερα χρόνια της νιότης μου, όταν άρχιζα να γράφω, ήταν για μένα σωστό μαρτύριο. Ένας νέος συγγραφέας, Ιδιαίτερα όταν δεν έχει τύχη, φαντάζει δειλός, αδέξιος, άχρηστος, τα νεύρα του είναι τεντωμένα και κουρασμένα... Περιπλανιέται στους φιλολογικούς κύκλους, μ’ αυτούς πού έχουν σχέση με την φιλολογία και την τέχνη, άγνωστος, απαρατήρητος. Φοβάται ν’

Page 204: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

204

αντικρύσει κανέναν με θάρρος στα μάτια, όπως ένας παθιασμένος παίχτης πού δεν έχει λεφτά. Δεν έβλεπα τον αναγνώστη μου, αλλά, δεν ξέρω γιατί, πάντα τόν φανταζόμουνα εχθρικό δύσπιστο... Φοβόμουνα, το κοινό με τρόμαζε. Κι’ όταν ανέβηκε το πρώτο μου έργο, μου φαινότανε πώς όλοι οι μελαχροινοί το παρακολουθούσαν με εχθρότητα και όλοι οι ξανθοί ήταν ψυχροί κι’ αδιάφοροι ! Ω, τι φοβερό πού ήταν αυτό το μαρτύριο !

Page 205: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

205

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΘΘΕΕΙΙΟΟΣΣ ΒΒΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Πρώτη. Ο Βοϊνίτσκυ στον Αστρώβ.

ΒΒΟΟΪΪΝΝΙΙΤΤΣΣΚΚΥΥ Τίποτα. Όλα είναι παλιά. Είμαι ακριβώς ο ίδιος που ήμουνα, ίσως και χειρότερος, γιατί. έγινα τεμπέλης. Δεν κάνω τίποτα, παρά μουρμουρίζω όλη την ώρα, σαν κανένα ραμολιμέντο. Κι’ η γρηά νυφίτσα, η μαμάκα μου, όλο κα φλυαρεί για τα δικαιώματα της — γυναίκας. Τόνα πόδι της είναι στο λάκκο κι’ όμως με τα’ αδύνατα ματάκια της, ψάχνει μέσα στα σοφά της βιβλιαράκια, ν’ ανακαλύψει την αυγή μιας καινούργιας ζωής ! Ο καθηγητής, όπως πάντα, κάθεται στο γραφείο του από το πρωί ως τα μεσάνυχτα και γράφει. Βιάζοντας το μυαλό, ζαρώνοντας το μέτωπο, όλο γράφουμε, γράφουμε, γράφουμε. Κι’ όμως, ούτε για μας ούτε γι’ αυτά που γράφουμε, πουθενά επαίνους δεν ακούμε !» Φτωχό χαρτί ! Καλύτερα θάκανε νάγραφε την αυτοβιογραφία του. Τι υπέροχο Θέμα ! Ένας συνταξιούχος καθηγητής — καταλαβαίνεις — ένας αποξεραμένος και σκοροφαγωμένος σοφολογιότατος... Ποδάγρα, ρευματισμοί, ημικρανία... απ’ τη ζήλεια Κι’ απ’ την κακία πρίστηκε και το συκώτι του... Αυτός λοιπόν ο γεροφαφούτης, είναι αναγκασμένος να ζει στο χτήμα της πρώτης του γυναίκας, γιατί δε βαστάει η τσέπη του να πάει να ζήσει στην πόλη. Ολοένα γκρινιάζει για τη δυστυχία του, αν και στην ουσία είναι απόλυτα ευτυχισμένος. (Νευριάζει) Για σκέψου αλήθεια τι τύχη ! Γιος ενός απλού καντηλανάφτη, παίρνει υποτροφία για τη Θεολογική Σχολή. Αποχτά γρήγορα τίτλους επιστημονικούς, πανεπιστημιακές διακρίσεις, και τέλος την έδρα του Καθηγητή. Γίνεται αμέσως «Αυτού εξοχότης», γαμπρός γερουσιαστής και τα λοιπά και τα λοιπά. Αυτά όμως δεν είναι τίποτα. Άκουσε τώρα και τα παρακάτω : Αυτός ο άνθρωπος επί εΙκοσιπέντε χρόνια, διαβάζει και γράφει για την τέχνη. Κι’ όμως, ούτε ξέρει, ούτε καταλαβαίνει τίποτα για τέχνη. Επί εικοσιπέντε χρόνια κάθεται κι’ αναμασάει ξένες ιδέες για το ρεαλισμό, το νατουραλισμό και γι’ άλλες τέτοιες κουταμάρες. Επί εΙκοσιπέντε χρόνια κάθεται και διαβάζει και γράφει για όλ’ αυτά — που για τους μορφωμένους ανθρώπους είναι πια από καιρό γνωστά και για τους αμόρφωτους είναι κουτά κι’ αδιάφορα. Μ’ άλλα λόγια επί εΙκοσιπέντε χρόνια δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά μια τρύπα στο νερό. Κι’ όμως, παρ’ όλ’ αυτά, Τι ξιπασιά ! Τι αξιώσεις ! Πήρε τη σύνταξή του ύστερ’ από τόσα χρόνια και δεν υπάρχει ούτε μια ζωντανή ψυχή που να τον ξέρει. Είναι ολότελα άγνωστος. Κι’ έτσι, επί εικοσιπέντε χρόνια έπιανε τη θέση κάποιου άλλου, πού ίσως αυτός θάτανε καλύτερος. Αλλά για κοιτάξτε τον —περπατάει σαν ημίθεος ! Και τί επιτυχία στις γυναίκες ! Μήτε Δον Ζουάν νάτανε ! Ή πρώτη του γυναίκα — η αδερφή μου — ένα ωραίο, γλυκομίλητο πλάσμα, καθάρια όπως αυτός ο γαλάζιος ουρανός, ευγενικιά, μεγαλόψυχη, πού είχε περισσότερους θαυμαστές παρά όσους είχε αυτός μαθητές, τον αγάπησε έτσι, όπως μπορούν ν’ αγαπούν μονάχα οι άγγελοι — πλάσματα αγνά κι’ ωραία σαν τους αγγέλους τους ίδιους. Η μάννα μου — η πεθερά του — ως τα σήμερα τόν λατρεύει κι’ ως τα σήμερα δεν παύει να της εμπνέει έναν ιερό φόβο. Η δεύτερή του γυναίκα, όμορφη, έξυπνη — αυτή που είδατε τώρα — τον παντρέφτηκε γέρο. Θυσίασε γι’

Page 206: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

206

αυτόν τα νειάτα της, την ομορφιά της, την ελευθερία της, τη λάμψη της. . Κι’ αυτό γιατί ; Γιατί;

Page 207: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

207

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΘΘΕΕΙΙΟΟΣΣ ΒΒΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Ο Βοϊνίτσκυ μόνος.

ΒΒΟΟΪΪΝΝΙΙΤΤΣΣΚΚΥΥ Έφυγε… (Παύση) Πριν δέκα χρόνια την συναντούσα στης μακαρίτισσας της αδερφής μου. Τότε αυτή ήτανε δεκαεφτά χρονών κ’ εγώ τριάντα εφτά. Γιατί να μην την ερωτευόμουνα τότε και να της έκανα πρόταση ; Θάταν ευκολώτερο να γίνει. Και θα ήταν γυναίκα μου... Ναι... Θα ξυπνούσαμε τώρα μαζί απ’ αυτή την μπόρα, εκείνη θα τρόμαζε με τόν κεραυνό και θάπεφτε στην αγκαλιά μου. Κι’ εγώ θα την κράταγα σφιχτά και θα της ψιθύριζα στ’ αυτί «Μη φοβάσαι, εγώ είμ’ εδώ». Ω, θαυμάσιες σκέψεις, τι ευτυχία !... Μούρχεται να γελάσω από χαρά... Μα, ω Θεέ μου, οι σκέψεις μου μπερδεύονται... Γιατί νάμαι γέρος ; Γιατί να μη με νοιώθει αυτή ; Τη ρητορική της, τη σχολαστική ηθική της, τις στενοκέφαλες θεωρίες της για την καταστροφή του κόσμου 0— όλ’ αυτά τα μισώ βαθειά. (Παύση). Ω, πόσο ξεγελάστηκα ! Λάτρευα αυτόν τον Καθηγητή, αυτόν τον ελεεινό ποδαγρικό συνταξιούχο, και δούλευα γι’ αυτόν σαν βόδι. Η Σόνια κι’ εγώ στραγγίζαμε ολότελα το χτήμα. Εμπορευόμαστε το λάδι, τα μπιζέλια, τη μυζήθρα, σαν αληθινοί κερδοσκόποι. Εμείς οι ίδιοι δεν καλοτρώγαμε, κόβαμε από το ψωμί μας, για να μαζέψουμε καπίκι-καπίκι να τα κάνουμε χιλιάδες ρούβλια και να του τα στέλνουμε. Ήμουνα περήφανος γι’ αυτόν, για τη μόρφωσή του — αυτός ήταν για μένα η ζωή μου, η ανάσα μου. Ό,τι έγραφε, ό,τι πρόφερνε, μου φαινόταν εμπνευσμένο από μια μεγαλοφυΐα... Θεέ μου, και τώρα ; Βρίσκεται δω, συνταξιούχος, και φανερώνεται τώρα το συνολικό αποτέλεσμα της ζωής του : Δε θα μείνει πίσω του ούτε μια σελίδα από το έργο του, είναι ολότελα άγνωστος, είν’ ένα μηδενικό — μια σαπουνόφουσκα ! Κι’ εγώ πόσο ξεγελάστηκα... Τώρα το βλέπω — ξεγελάστηκα σα βλάκας.

(Μπαίνει ό Αστρώβ με ρεντικότα, μα χωρίς· γελέκο κα χωρίς λαιμοδέτη. Είναι λίγο πιωμένος, Τον ακολουθεί ο Τελέγιν με την κιθάρα του)

Page 208: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

208

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΘΘΕΕΙΙΟΟΣΣ ΒΒΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Ο Αστρώβ στη Σόνια.

ΑΑΣΣΤΤΡΡΩΩΒΒ Όλα στον άνθρωπο πρέπει νάναι ωραία : πρόσωπο, ρούχα, ψυχή κα ιδέες. Εκείνη είναι όμορφη, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, αλλά... καταλαβαίνετε, δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να τρώει, να κοιμάται, να περπατά, να μας μαγεύει όλους με την ομορφιά της και… τίποτα παραπάνω. Δεν έχει καμιά υποχρέωση — γι’ αυτήν δουλεύουν άλλοι... Αυτό είν’ αλήθεια, δεν είναι ; Αλλά μια ζωή αργόσχολη δε μπορεί νάναι και αγνή. (Παύση) Τώρα, βέβαια, Ίσως είμαι και πολύ αυστηρός. Γιατί κι’ εγώ δεν είμαι ικανοποιημένος από τη ζωή, όπως ο θείος Βάνιας, κι’ είμαστε κι’ οι δυο γκρινιάρηδες. Αγαπώ τη ζωή, γενικά, αλλά τη δική μας, την επαρχιακή ζωή, τη Ρώσικη, τη μονότονη, δε μπορώ να την υποφέρω. Την περιφρονώ μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Κι’ όσο για τη δική μου, την προσωπική μου ζωή, σ’ αυτήν ίσια-ίσια δεν υπάρχει τίποτα το καλό, σας βεβαιώνω. Να, καμιά φορά περπατάτε στο δάσος, σε μια σκοτεινή νύχτα, και ξάφνου βλέπετε από μακριά μια μικρή λάμψη. Ξεχνάτε τότε την κούραση και το σκοτάδι και τ’ αγκαθωτά κλαριά που σας γρατζουνάνε το πρόσωπο... Δουλεύω — αυτό το ξέρετε — περισσότερο από κάθε άλλον μέσα στην περιφέρεια, η τύχη με χτυπάει ασταμάτητα, πότε υπυφέρω αβάσταχτα, κι’ όμως, για μένα, δεν υπάρχει μακριά καμιά λάμψη. Δεν περιμένω τίποτα πια για τον εαυτό μου. Δεν αγαπώ τούς συνανθρώπους μου. Είναι χρόνια τώρα που δεν μ’ ενδιαφέρει κανένας. Νοιώθω μονάχα μια κάποια τρυφερότητα για την παραμάνα σας — κι’ αυτό γιατί ’ναι για μένα σαν μια παλιά θύμηση. Οι χωριάτες είναι όλοι τους ίδιοι, αμόρφωτοι, βρώμικοι κι’ είναι δύσκολο να τους μονιάσεις με τούς διανοούμενους. Οι διανοούμενοι πάλι, είναι κουραστικοί. Οι καλοί μας φίλοι οι διανοούμενοι, είναι μικροί στις ιδέες τους, μικροί στα αισθήματά τους και δε βλέπουνε πιο πέρα από τη μύτη τους — ή να το πούμε πιο καθαρά, είναι στενοκέφαλοι. Μα κι’ αυτοί που θεωρούνται πιο έξυπνοι, πιο ανώτεροι πνευματικά, είναι όλοι τους υστερικοί, κουρασμένοι, παθιασμένοι από την αναζήτηση και την ανάλυση... Είναι φαντασιόπληκτοι, έχουνε μέσα τους το μίσος και τη συκοφαντία. Σε πλησιάζουνε ύπουλα, σε κοιτάνε λοξά και βγάνουν απόφαση «Α, αυτός είναι ψυχοπαθής !» ή «Αυτός είναι πολύ ποζάτος !» Κι’ όταν δεν ξέρουνε τι ετικέττα να σου κολήσουνε στο μέτωπο, τότε λένε : «Α, αυτός είναι παράξενος ! πολύ παράξενος». Αγαπώ τα δάση — αυτό είναι παράξενο ! Δεν τρώγω κρέας — κι’ αυτό είναι παράξενο ! Κανείς δεν υπάρχει που να κρατά μια στάση γνήσια, καθαρή, λεύτερη προς τη φύση και τους ανθρώπους... Κανείς, κανείς...

(Ετοιμάζεται να πιει)

Page 209: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

209

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟ ΒΒ ΥΥ ΣΣ ΣΣ ΙΙ ΝΝ ΟΟ ΚΚ ΗΗ ΠΠ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Ο Λοπάχιν στην ομήγυρη.

ΛΛΟΟΠΠΑΑΧΧΙΙΝΝ Εγώ τον αγόρασα. Περιμένετε μια στιγμή κυρίες μου και κύριοι. σας παρακαλώ. Το κεφάλι μου σκοτίστηκε λιγάκι, δεν μπορώ να μιλήσω. (Γελάει) Λοιπόν, φτάσαμε στη δημοπρασία. Ο Ντεριγκάνωφ ήτανε κιόλας εκεί Ο Λεονίντ Λντρέιτς δεν είχε παρά δεκαπέντε χιλιάδες. Ο Ντεριγκάνωφ βάζει απάνω από το χρέος τριάντα. Βλέπω τη δουλειά πως είναι τέτοια, πιάνομαι μαζί του... Βάζω σαράντα. Αυτός σαράντα πέντε. Πενήντα πέντε εγώ. Που θα πει αυτός έβαζε πέντε χιλιάδες, εγώ δέκα. Λοιπόν, έτσι τέλειωσε. Εγώ πλήρωσα τα χρέη, έβαλα κι από πάνω άλλες ενενήντα χιλιάδες, κι έτσι το χτήμα έμεινε απάνω μου. Ο βυσσινόκηπος είναι τώρα δικός μου. Δικός μου ! (Πνιγμένο γέλιο) Θεέ μου και Κύριε, Ο βυσσινόκηπος δικός μου... Πέστε μου πως είμαι μεθυσμένος... Πέστε μου πως έχασα το νου μου... Πως ονειρεύομαι... (Χτυπάει το πόδι του στο πάτωμα) Μα μη με περιγελάτε !... Αν ο πατέρας και ο παππούς μου σηκώνονταν τώρα από το μνήμα κι έβλεπαν αυτό που γίνεται... Κι έβλεπαν πως ο γιος τους ο Γερμολάι, ο αγράμματος, ο δαρμένος Γερμολάι, ο Γερμολάι που περπατούσε το χειμώνα ξυπόλητος, πως αυτός ο ίδιος Γερμολάι, αγόρασε το πιο πλούσιο, το πιο όμορφο χτήμα του κόσμου... Ναι, αγόρασα το χτήμα που ο παππούς μου κι ο πατέρας μου ήτανε μέσα σκλάβοι, που δεν τους άφηναν μήτε στο μαγερειό να μπούνε. Μήπως κοιμάμαι... Μπας κι ονειρεύομαι... Μην είναι όλα αυτά της φαντασίας μου ;... Τούτο είναι δουλειά του μυαλού σου... Είναι γέννημα του νου σου, του σκοτεινού κι αγράμματου... (Σηκώνει τα κλειδιά και

χαμογελάει) Χμ... Πέταξε τα κλειδιά. Θέλει να δείξει πως δεν είναι πια η νοικοκυρά εδώ μέσα. (Κουδουνίζει τα κλειδιά στο χέρι του) Ε, ας είναι... Το ίδιο κάνει. (Ακούγονται που κουρδίζουν τα όργανα της ορχήστρας) Ε, ας είναι... Το ίδιο κάνει. (Ακούγονται που κουρδίζουν τα όργανα της ορχήστρας) Ε, μουζικάντες ! Τι καθόσαστε ; Παίξτε, θέλω να σας ακούσω !... Ελάτε δω όλοι να δείτε τον Γερμολάι Λοπάχιν, που θα βάλει τσεκούρι στο βυσσινόκηπο ! που θα ρίξει όλες τις βυσσινιές χάμω !... Θα χτίσουμε εξοχικά σπίτια εδώ !... Σπίτια ! Τα εγγόνια και τα παραγγόνια μας θα χαρούνε δω πέρα μια καινούργια ζωή !... μουζικάντες ! Παίξτε !

Page 210: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

210

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟΙΙ ΜΜΙΙΚΚΡΡΟΟΑΑΣΣΤΤΟΟΙΙ

Πράξη Πρώτη. Ο Τετέρεφ παίρνοντας πόζα απευθύνεται στην ομήγυρη.

ΤΤΕΕΤΤΕΕΡΡΕΕΦΦ Αξιοσέβαστα δίποδα ! Όταν λέτε πως πρέπει να πληρώνετε το κακό με το καλό, κάνετε μεγάλο λάθος. Το κακό είναι κάτι έμφυτο μέσα σας, εκ γενετής, και επομένως η αξία του είναι ελάχιστη. Το καλό όμως το κερδίσατε μόνοι σας, πληρώσατε φοβερή τιμή για να το αποκτήσετε, και γι’ αυτό είναι κάτι πολύτιμο, σπανιότατο... Το ωραιότερο από κάθε άλλο πράγμα στη γης ! Συμπέρασμα : Το να βάζετε σε ίσια μοίρα το κακό με το καλό, δεν σας συμφέρει και είναι ανώφελο. Σας το τονίζω : Το καλό πρέπει να το πληρώνετε μονάχα με το καλό ! Και ποτέ μη δίνετε περισσότερα από εκείνα ακριβώς που λάβατε, για να μην αναπτύξετε στον άνθρωπο το ένστιχτο του τοκογλύφου. Γιατί ο άνθρωπος είναι άπληστος. Αν καμιά φορά πάρει περισσότερα από όσα του οφείλετε, τη δεύτερη φορά θα θελήσει να πάρει ακόμα περισσότερα. Ωστόσο μην δώσετε ποτέ λιγότερα απ’ όσα του χρωστάτε, γιατί αν τον γελάσετε μια φορά, ο άνθρωπος είναι μνησίκακος, θα διακυρήξει πως είστε «χρεωκοπημένος». Θα πάψει να σας εκτιμά... και την ερχόμενη φορά δε θα σας κάνει πια καλό, το πολύ-πολύ θα σας κάνει ελεημοσύνη. Αδέλφια μου, πρέπει να ’στε πάντα απόλυτα ακριβείς στην πληρωμή του καλού που σας κάνουν. Γιατί εν υπάρχει στον κόσμο τίποτα πιο θλιβερό και αποκρουστικό από τον άνθρωπο που κάνει ελεημοσύνη στον πλησίον του ! Όσο για το κακό... να το πληρώνετε πάντα στο εκατονταπλάσιο. Να ’στε ανοιχτοχέρηδες όσο μπορείτε... και να ανταμείβετε πάντα γενναιόδωρα τον πλησίον σας για το κακό που σας έκανε ! Αν τη στιγμή που του ζητήσατε ψωμί, σας έδωσε λιθάρι... εσείς γκρεμίστε πάνω στο κεφάλι του ολάκαιρο ένα βουνό !

Page 211: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

211

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟΙΙ ΜΜΙΙΚΚΡΡΟΟΑΑΣΣΤΤΟΟΙΙ

Πράξη Δεύτερη. Ο Μπεσσεμένωφ μιλάει στα παιδιά του.

ΜΜΠΠΕΕΣΣΣΣΕΕΜΜΕΕΝΝΩΩΦΦ Ναίσκε ! Τις σπουδές σου ! Σπούδασε λοιπόν ! Μα εσύ δεν σπουδάζεις... κάνεις παλαβομάρες! Έμαθες να καταφρονάς το σύμπαν, δίχως να μάθεις να βάζεις κάποιο μέτρο στις πράξεις σου ! Σε διώξανε από το Πανεπιστήμιο... Θαρρείς πως άδικα σε διώξανε : Κάνεις λάθος ! Ένας φοιτητής είναι μαθητής, κι όχι αναμορφωτής! Αν σε κάθε εικοσάχρονο παιδαρέλι, του κατέβει να βάλει καινούργια τάξη στη ζωή, τα πάντα θα ’ρθουν άνω-κάτω !... Δε θ’ απομείνει θέση στον κόσμο για κάναν σοβαρό και λογικόν άνθρωπον ! Μάθε πρώτα, γίνε μάστορας στη δουλειά σου, κι ύστερα κρίνε τους άλλους ! Ίσαμε τότες όμως ο καθένας που σ’ ακούει, έχει το δικαίωμα να σου πει : σκασμός ! Δε στα λέω από κακία... μα από ενδιαφέρον... γιατί είσαι γιος μου !... αίμα μου, και τα λοιπά !... Στο Νηλ δε λέω τίποτα, αν και μόχθησα για να τον κάνω άνθρωπο. Είναι θετός γιος μου κι έχει μέσα του ξένο αίμα. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο ξένος θα μου φαίνεται !... Το βλέπω... Θα γίνει αλήτης... θα καταντήσει Θεατρίνος ή κάτι τέτοιο !... Μπορεί κιόλας να γίνει σοσιαλιστής ! Όπως θα στρώσει ας πάει και να κοιμηθεί!... (Αυστηρά) Τράβα από εδώ ! Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν !

(Η Ακουλίνα φεύγει. Η Τατιάνα κοιτάζει τον πατέρα της με θυμό και ύστερα ξαναρχίζει να πηγαινοέρχεται)

Βλέπετε ;... Η μάνα σας !... Δεν περνάει στιγμή που να μη σας νοιάζεται. Φοβάται μπας και σας πικράνω ! Και όμως εγώ δεν θέλω το κακό κανενός. Εσείς μου κάνετε κακό ! Ναι, πολύ κακό ! Μέσα στο σπίτι μου τρέμω το κάθε μου βήμα... σάμπως το πάτωμα να ’ναι στρωμένο με σπασμένα γυαλιά ! Οι παλιοί μου φίλοι με παράτησαν. Δεν κοιτάνε να ’ρθουνε σπίτι. «Έχεις μορφωμένα παιδιά» μου λένε... «και εμείς είμαστε απλοί άνθρωποι, θα μας κοροϊδέψουν». Και μήπως δεν τους κοροϊδεύετε κάθε φορά ; Και γω κοκκινίζω από ντροπή!... Όλοι οι φίλοι μου με αποφεύγουν, σάμπως να ’ναι πανούκλα τα μορφωμένα παιδιά. Σεις... δεν νοιάζεστε καθόλου για τον πατέρα σας !... Ποτέ του λέτε έναν καλό λόγο... Ποτές δεν του λέτε τις έγνοιες σας… Ποτές δεν του ζητάτε τη συμβουλή του για ό,τι έχετε στο νου σας να κάνετε!... Είμαι σαν ένας ξένος για σας !... Κι όμως εγώ σας αγαπώ... ναι, σας αγαπώ !... Μα σάμπως νιώθετε σεις τι πάει να πει αγάπη ; Εσένα σε διώξανε από το Πανεπιστήμιο και γω πονάω γι’ αυτό !... Η Τατιάνα μένει ανύπαντρη... Και εγώ υποφέρω γι’ αυτό ! Ντρέπομαι τον κόσμο !... Σε τι τάχα είναι χειρότερη η Τατιάνα μου από τόσες άλλες που παντρεύονται ;… Εσένα Πιοτρ, Θέλω να σε δω άνθρωπο μορφωμένο, σοβαρό, και όχι φοιτητάκο ! Να, κοίταξε το γιο τού Φίλιππα Ναζάρωφ... Τέλειωσε τις σπουδές του... παντρεύτηκε μια κοπέλα με προίκα... κερδίζει δυο χιλιάδες ρούβλια το χρόνο, και θα γίνει και μέλος του δημοτικού συμβουλίου !...

Page 212: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

212

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟΙΙ ΜΜΙΙΚΚΡΡΟΟΑΑΣΣΤΤΟΟΙΙ

Πράξη Τέταρτη. Ο Νηλ στον Πετρούσκα.

ΜΜΠΠΕΕΣΣΣΣΕΕΜΜΕΕΝΝΩΩΦΦ Όχι, Πετρούσκα, όχι !... Το να ζεις σ’ αυτόν τον κόσμο, κι όταν ακόμα δεν είσαι ερωτευμένος, είναι ωραίο πράμα ! Να οδηγάς σαραβαλιασμένα τραίνα τις χινοπωριάτικες νύχτες, μέσα στον άνεμο και τη βροχή… ή το χειμώνα με τις χιονοθύελλες... όταν οι απέραντες εχτάσεις γύρω σου είναι πνιγμένες στα σκοτάδια και θαμμένες κάτω από τα χιόνια !... Κουράζεσαι να ταξιδεύεις με τέτοιον καιρό, είναι δύσκολο... επικίνδυνο αν θέλεις, κι όμως είναι ωραίο ! Ναι, κι αυτό ακόμα είναι ωραίο, παρ’ όλα αυτά ! Ένα μονάχα είναι άσκημο : Όταν εμένα και τόσους άλλους που είμαστε τίμιοι άνθρωποι, μας διατάζουν κάτι βλάκες, κλέφτες και γουρούνια ! Μα η ζωή δεν είναι μόνο γι’ αυτούς ! Θα περάσουν κι αυτοί, θα σβήσουν, όπως σβήνουν τα σπυριά στο γερό κορμί ! Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην αλλάζει !... Θα την κάνω να μου δώσει την απάντηση που θέλω εγώ ! Μην πολεμάς να με τρομάξεις. Ξέρω καλύτερα από σένα πως η ζωή είναι δύσκολη... πως κάποτε-κάποτε είναι αφάνταστα απάνθρωπη, πως η αχαλίνωτη και χτηνωδική βία πνίγει και ρημάζει τον άνθρωπο. Το ξέρω... Κι αυτό δε μ’ αρέσει, με κάνει να επαναστατώ. Δε θέλω τέτοια τάξη. Ξέρω πως η ζωή είναι ένα έργο σοβαρό, μα ανοργάνωτο. Θα χρειαστεί να βάλω όλες μου τις δυνάμεις, όλες μου τις ικανότητες, για να οργανώσω αυτό το έργο ! Ξέρω ακόμα πως εν είμαι ήρωας, γίγαντας, μα ένας άνθρωπος τίμιος και γερός. Και μ’ όλο τούτο λέω : Δεν πειράζει... Εμείς θα νικήσουμε ! Και θα παλέψω μ’ όλη μου την ψυχή γι’ αυτό το σκοπό !... Θα ριχτώ μέσα το καμίνι της ζωής, θα την ανακατώσω, θα τη ζυμώσω, κι έτσι κ αλλιώς, ώσπου να τη φτιάξω όπως θέλω εγώ !... Θα αντιμάχουμαι τον ένα, θα βοηθάω τον άλλον !... Να, αυτή είναι για μένα η χαρά της ζωής!...

Page 213: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

213

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΒΒ ΥΥ ΘΘ ΟΟ

Πράξη Τέταρτη. Ο Σάτιν βροντάει τη γροθιά του στο τραπέζι. Στην ομήγυρη.

ΣΣΑΑΤΤΙΙΝΝ Σκαμός ! Γομάρια... όλοι σας ! Κόπανοι... μην παίρνετε στο στόμα σας το γέρο ! (Πιο ήρεμα) Κι εσύ, βαρώνε, χειρότερος απ’ όλους ! Δεν ξέρεις τι σου γίνεται… κι όλο ψευτιές ! Δεν είναι τσαρλατάνος ο γέρος ! Τι πάει να πει αλήθεια ; Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι η αλήθεια ! Εκείνος το είχε καταλάβει... εσείς — πού ! Χοντροκέφαλοι όλοι σας... ντουβάρια... Εγώ τον καταλαβαίνω το γέρο... μάλιστα !... Έλεγε ψέματα από συμπόνοια, — που να σας πάρει και να σας σηκώσει ! Είναι πολλοί που λένε ψέματα από συμπόνοια για τον πλησίον τους... ξέρω τι λέω. Το έχω διαβάσει. Να δεις τι ωραία... με τι έμπνευση, τι συναρπαστικά ξέρουν και λένε ψέματα. Υπάρχουν ψέματα που παρηγοράνε, ψέματα που γαληνεύουν, ψέματα που δικαιώνουν το φόρτωμα που τσάκισε το χέρι του εργάτη... και βγάζουν ένοχους αυτούς που πεθαίνουν από την πείνα... Το μελέτησα το ψέμα. Το ψέμα το έχει ανάγκη οποιανού δεν το λέει η καρδιά... το έχουν ανάγκη κι αυτοί που ζούνε πίνοντας το αίμα των άλλων... Το έχουν ανάγκη: οι αδύναμοι — τους στηρίζει – οι άλλοι — κρύβονται πίσω του. Κι όποιος είναι αφέντης του εαυτού του όποιος εν εξαρτιέται από άλλον, όποιος &ν πάει να φάει τον άλλον, —να το κάνει τι το ψέμα; Το ψέμα το έχουν θρησκεία τους οι δούλοι κι οι αφέντες... την αλήθεια την έχει θεό του ο ελεύθερος άνθρωπος !... Και γιατί ένας απατεώνας να μην τα λέει όμορφα, αφού οι ευυπόληπτοι πολίτες... μιλάνε σαν απατεώνες; Ναι... πολλά έχω ξεχάσει... όμως κάτι λίγα τα ξέρω ακόμα! Ο γεροντάκος... τετραπέρατος ! Μου έκανε και μένα... σαν το ακουαφόρτε πάνω σ’ ένα παλιό σκουριασμένο νόμισμα... Εις υγείαν του ! Κέρνα...

(Η Νάστια γεμίζει με μπύρα ένα ποτήρι και του το δίνει. Ο Σάτιν συνεχίζει χαμογελώντας)

Ο γεροντάκος μας έχει δικό του νόμο... Τα πάντα τα βλέπει τα βλέπει με τα δικά του μάτια. Τον ρωτάω μια μέρα : «Γιατί ζει, παππούλη, ο άνθρωπος ;»

(Προσπαθεί να μιμηθεί τη φωνή του Λουκά και το φέρσιμό του) — «Ζούνε οι ανθρώποι, χρυσέ μου, περιμένοντας όλο και κάτι καλύτερο ! Πιάσε, ας πούμε, τους μαραγκούς... τα μαύρα τους τα χάλια... και τσουπ γεννιέται κι ένας μαραγκός, που ο κόσμος δεν έχει ξαναδεί το ταίρι του... όλους τους ξεπερνάει, καλύτερός του μάστορας δεν έχει ξαναγίνει. Κι όλη η μαραγκούδικη τέχνη άλλαξε, που λες !... Μ’ έναν πήδο... βρέθηκε είκοσι χρόνια μπροστά... Το ίδιο κι όλοι οι άλλοι, θες κλειδαράδες, θες τσαγκαράδες, όλοι οι δουλευτάδες... κι οι χωριάτες... ως και τ’ αφεντικά.., ζούνε περιμένοντας όλο το κάτι καλύτερο ! Όλοι τους θαρρούνε πως ζούνε για τον εαυτούλη τους μονάχα, — αμ όχι — γι’ αυτό το καλύτερο που λέγαμε ζούνε. Για εκατό χρόνια, πες και παραπάνω, γι’ αυτό το

Page 214: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

214

καλύτερο ζούνε !» «Όλος ο κόσμος, λεβέντη μου, όλοι τους για κάτι καλύτερο ζούνε ! Γι’ αυτό, τον κάθε άνθρωπο πρέπει κανείς να τον σέβεται... δεν το ξέρουμε σαν ποιος να ’ναι, γιατί να γεννήθηκε και τι είναι άξιος να κάνει... πού ξέρεις, μπορεί να γεννήθηκε για καλή μας τύχη, για μεγάλο μας καλό. Τα παιδιά προπάντων να σεβόμαστε. Τα παιδιά, ανοίχτε τους να περάσουν ! Μην τους μπαίνετε εμπόδιο να ζήσουν... Να τα σεβόμαστε τα παιδιά !»

(Χαμογελάει ήρεμα)

Page 215: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

215

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΣΣ ΤΤ ΟΟ ΒΒ ΥΥ ΘΘ ΟΟ

Πράξη Τέταρτη. Ο Σάτιν στην ομήγυρη.

ΣΣΑΑΤΤΙΙΝΝ Όταν είμαι μεθυσμένος... όλα μου αρέσουν... Μααάλιστα... Την προσευχή του κάνει ;... Πολύ πολύ ωραία. Πιστεύει κανείς, δεν πιστεύει... ο κάθε άνθρωπος — δικαίωμά του. Ο κάθε άνθρωπος... είναι ελεύθερος να κάνει όπως θέλει... Για τα πάντα πληρώνει ο ίδιος... τοις μετρητοίς: πιστεύει θεό, δεν πιστεύει — ελεύθερος... Αγαπάει δεν αγαπάει... έχει μυαλό δεν έχει... για τα πάντα πληρώνει μετρητοίς... εξ ου και είναι ελεύθερος !... Ο ίδιος ο άνθρωπος Είναι η αλήθεια που λέγαμε ! Τι είναι ο άνθρωπος !... Δεν είναι ούτ’ εσύ, ούτ’ εγώ, ούτε οι άλλοι... Όχι ! Είναι και εσύ και εγώ και οι άλλοι, κι ο παππούλης κι ο Ναπολέων κι ο Μωάμεθ... όλοι μαζί το σύνολο !

(Σχεδιάζει στον αέρα με το δάχτυλό του το σχήμα ενός ανθρώπου)

Κατάλαβες ; Τεράστιο πράμα ! Η αρχή και το τέλος. Τα πάντα μέσα στον άνθρωπο... τα πάντα για τον άνθρωπο ! Ύστερα από τη μια μεριά ο άνθρωπος κι όλα τα υπόλοιπα είναι έργο των χεριών του και του μυαλού του. Ο άνθρωπος... το θαύμα των θαυμάτων ! Έχει ένα μεγαλείο αυτή η λέξη ! Μια περηφάνεια ! Αν-θρωτος ! ! Να τον σέβεσαι τον άνθρωπο !... όχι να τον συμπονάς... μην τον ταπεινώνεις με τη συμπόνοιά σου... να τον σέβεσαι ! Εις υγείαν του ανθρώπου, βαρώνε.

(Σηκώνεται)

Ωραίο πράμα να αισθάνεσαι άνθρωπος. Είμαι πρώην κατάδικος, φονιάς, χαρτοκλέφτης... Ε, και ! Περπατώ στο δρόμο, με κοιτάει ο κόσμος, σαν να με θαρρούν απατεώνα, αναμερίζει, γυρνάει με κοιτάει... κι ακούω κάθε τόσο : «Παλιοτόμαρο ! Θεομπαίχτη ! Να πας να δουλέψεις !» Γιατί να δουλέψω ; Για να ’μαι χορτάτος ;

(Ξεκαρδίζεται)

Πάντα μου τούς περιφρονούσα αυτούς που μόνη τους έγνοια να ’ναι χορτάτοι... Δεν είναι αυτό η ουσία, βαρώνε ! Αλλού είναι η ουσία ! Ο άνθρωπος στέκει πάνω απ’ αυτά. Ο άνθρωπος στέκει υπεράνω της χορτασίλας!

Page 216: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

216

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΜΜΥΥΣΣΤΤΗΗΡΡΙΙΟΟ ΜΜΠΠΟΟΥΥΦΦΦΦΟΟ

Πρόλογος. Ο Πρόλογος που αποτελείται από εφτά ζεύγη μουντζούρηδων.

ΠΠΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΣΣ Η γης εμάς καλούσε μ τη φωνή των πυροβόλων βρυχομένη. Με το δικό μας αίμα φούκωσαν και σκάσαν τα χωράφια και στάζει η κάθε τους ρωγμή. Και τώρα εδώ στεκόματε, αποσπαμένοι απ’ την κοιλιά της οικουμένης με του πολέμου την καισαρική τομή. Δοξάζουμε του ξεσηκωμού, της ανταρσίας, της επανάτασης τη μέρα— εσένα, που τα κρανία θρυμματίζοντας τραβάς σκυφτή. Στη δεύτερη επέτειο των γενεθλίων μας ο κόσμος έχει πια ανδρωθεί. Συμβαίνει — ένα καράβι να σταθεί στο βάθος πέρα, ν’ απλώσει τον καπνό και στον καθρέφτη του νερού γλιστρώντας να αναφύγει μακρινό κα πια ανασαίνεις καπνισμένο θρύλο, — έτσι γλιστρούσε κι η ζωή μέσ’ απ’ τα χέρια ως σήμερα. Μας γράψαν Ευαγγέλια, μας είπαν για το μήλο, μας γράψαν το Κοράνι, «Απωλεσθέντας παραδείσους», Ιερεμιάδες κι άλλα, πλήθος γράψανε βιβλία και φυλλάδες. Και το καθένα — με πόση πονηριά, με τι σοφία, — σου υπόσχεται χαρές, του τάφου ως θα διαβείς την πόρτα. Εδώ στη γης απάνω θέλουμε να ζήσουμε, μήτε έναν πόντο πιο ψηλά και μήτε χαμηλότερα απ’ όλα αυτά τα ελάτια και τα σπίτια και τους δρόμους και τ’ άτια και τα χόρτα. Τις μπουχτίσαμε πια τις ουράνιες τρυφές και τις μέρες — αφήστε μας να φάμε το σταρένιο μας ψωμί ! Τις βαρεθήκαμε τις χάρτινες φοβέρες — αφήστε μας να ζήσουμε με μια γυναίκα ζωντανή !

Page 217: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

217

Εκεί, στις γκαρνταρόμπες των Θεάτρων, ή λάμψη των αστέρων οπερέττας και του Μεφίστο ο μαυροκόκκινος μανδύας — κι’ όσα άλλα υπάρχουν είναι εκεί ! Του χτες ο ράφτης δεν ξενύχτησε για τα δικά μας πέτα. Ε, τι να γίνει, Ας πέφτει κι’ άτσαλο το ρούχο — μας φτάνει που δεν είναι ξένο. Κάντε μας τόπο ! Σήμερα, πάνω απ’ τη σκόνη των Θεάτρων, φλογισμένο, θα λάμψει ολούθε το έμβλημά μας : «Όλα απ’ αρχής ! Τα πάντα νέα !» Μ’ ορθάνοιχτο στόμα θαυμάζοντας στάσου μπροστά μας ! Αυλαία ! (Σκορπάνε. Τραβούν και σκίζουν την αυλαία πού είναι πασαλειμμένη με παραστάσεις

λειψάνων του παλιού Θεάτρου)

Page 218: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

218

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΟΟ ΚΚ ΟΟ ΡΡ ΙΙ ΟΟ ΣΣ

1. Μπαίνει ο Πρισύπκιν. Φοράει λουστρίνια. Με το τεντωμένο χέρι του κρατάει απ’ τα κορδόνια τις στραβοπατημένες αρβύλες και τις πετάει στον Ξυπύλυτο. Ο Μπαγιάν με ψώνια. Μπαίνει ανάμεσα στον Σκρίπκιν και στον σιδερά που απομακρύνεται.

ΜΜΠΠΑΑΓΓΙΙΑΑΝΝ Σύντροφε Σκρίπκιν, μη δίνετε προσσχή σ αυτούς τους χωριάτικους χορούς, θα σας χαλάσουν το προσφάτως αποκτηθέν λεπτό σας γούστο.

(Τα παιδιά του κοινόβιου τους γυρίζουν την πλάτη) Σύντροφε Σκρίπκιν, καταλαβαίνω πολύ καλά πώς αισθάνεστε. Λαμβανομένης υπ’ όψιν τις λεπτότητος του ψυχικού σας κόσμου, σας είναι δύσκολο, τι λέω, αδύνατο, να ζήσετε μέσα στο άξεστο περιβάλλον τους. Μην αφήσετε την υπομονή σας να εξαντληθεί, ελάτε να κάνουμε ένα μάθημα ακόμα. Το πλέον υπεύθυνο βήμα στη ζωή, είναι το πρώτο φοξ - τροτ μετά την ανταλλαγή των στεφάνων. Πρέπει να μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη σας, μέχρι τον θάνατό σας. Λοιπόν, για κάντε λίγα βήματα με τη φανταστική σας ντάμα. Τι βροντοκοπάτε τ& πόδια σας σαν να βρισκόσαστε στην πρωτομαγιάτικη παρέλαση ; Ωραία, ωραία ! Έτσι, έτσι, μ’ ανάλαφρο βήμα, σα να επιστρέφετε απ’ τη μπυραρία, μια νύχτα φεγγαρόλουστη, μελαγχολικός και ονειροπόλος. Ωραία, ωραία ! Μα μην κουνάτε έτσι τα κάτωθεν της ζώνης σας, δε σπρώχνετε κανένα βαγονέτο τώρα, μια μαμζέλ οδηγείτε. Ωραία, πολύ ωραία ! Πού έχετε το χέρι ; Είναι πολύ χαμηλά το χέρι σας ! Μην ανησυχείτε σύντροφε Πρισύπκιν. Με μια απαλή ανίχνευση, φροντίστε ν’ ανακαλύψετε το σουτιέν και στηριχτείτε εκεί με τον αντίχειρα. οπότε η ντάμα τας θα ευχαριστηθεί γιατί της δίνετε σημασία και θα μπορείτε απερίσπαστος πια να σκεφτείτε το άλλο σας χέρι. Γιατί ταρακουνάτε έτσι τους ώμους σας ; Τέτοιες φιγούρες δεν υπάρχουν στο φοξ - τροτ. Αν τύχει και σας πιάσει καμιά φαγούρα ή κανένα τέτοιο κάζο την ώρα του χορευτικού σας οίστρου, τότε γουρλώστε τα μάτια, σάμπως να κάνετε σκηνή ζηλοτυπίας στη ντάμα σας, υποχωρήστε ισπανιστί κατά τον τοίχο, τριφτείτε στα γρήγορα σε κανένα γλυπτό, στην καθωσπρέπει κοινωνία όπου θα συχνάζετε υπάρχουν πάντα ένα σωρό γλυπτά και βάζα. Τριφτείτε, ταρακουνηθείτε, στραφτοκοπήστε με τα μάτια σας και πέστε : «Α, παμπόνηρη, δε με γελάτε εμένα. Παίζετε μαζί μου, μα να ξέρετε...» και ξαναρχίστε να χορεύετε, σάμπως να ανακτάτε λίγο - λίγο την ψυχραιμία σας. Μπράβο ! Υπέροχα ! Έχετε ταλέντο, σύντροφε Πρισύπκιν ! Αλλά που να αναπτύξετε το ταλέντο σας μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της καπιταλιστικής περικύκλωσης και της ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια και μόνη χώρα ; Είναι τάχα αντάξιο πεδίο δράσεως για σας, αυτό εδώ το στενοσόκακο, η οδός Σρεντνικόζι ; Αν γινόταν μια παγκόσμια επανάσταση, αν ξεχυνόμασταν στην Ευρώπη, αν τσακίζαμε τούς Τσάμπερλεν και τους Πουανκαρέ, είναι σίγουρο πως θα ενθουσιάζατε τα Μουλέν Ρούζ και τα Πάνθεον με τη χάρη της ορχήσεώς σας.

Page 219: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

219

Έξοχα ! Τώρα όμως σας αφήνω γιατί μ’ αυτούς τους παράνυμφους πρέπει νάχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Πριν απ’ το γάμο δεν τους δίνω παραπάνω από ένα ποτηράκι για προκαταβολή, μα σαν τελειώσουν τη δουλειά τους ας πιουν κι’ από την κάνουλα. Ωρεβουάρ.

(Φεύγει, φωνάζοντας απ’ την πόρτα) Μη φορέσετε δυο γραβάτες ταυτοχρόνως, ιδιαίτερα αν έχουν χρώμα διαφορετικό και βάλτε το καλά στο νου σας : το κολλαριστό πουκάμισο δε φοριέται με τα γιακαδάκια έξω !

Page 220: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

220

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΟΟ ΚΚ ΟΟ ΡΡ ΙΙ ΟΟ ΣΣ

1. Ανάβουν ταυτόχρονα όλα τα κόκκινα, τα πράσινα και τα γαλάζια λαμπιόνια της αίθουσας. Ο Ρήτορας απευθύνεται στην ομήγυρη.

ΟΟ ΡΡΗΗΤΤΟΟΡΡΑΑΣΣ Αλό ! Αλό ! Σας μιλάει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου των αναστάσεων. Το θέμα της ημερησίας διατάξεως έχει κοινοποιηθεί τηλεγραφικώς, έχει συζητηθεί, είναι απλούστατο και σαφέστατο. Στη διασταύρωση της εξηκοστής δευτέρας οδού και της δεκάτης εβδόμης λεωφόρου του πρώην Ταμπόβ, μια ομάδα οικοδόμων, σκάβοντας τα θεμέλια ενός νέου κτιρίου, ανακάλυψε κάτω από μια πρόσχωση επτά μέτρων, στο υπόγειο ενός αρχαίου σπιτιού, έναν συμπαγή όγκο πάγου. Μέσα στον πάγο διακρίναμε το κατεψυγμένο σώμα ενός ανθρώπου. Το Ινστιτούτο θεωρεί δυνατή την ανάσταοη του εν λόγω ατόμου, που παρέμεινε παγωμένο πενήντα χρόνια. Σας αναφέρω τα υπέρ και τα κατά. Το Ινστιτούτο έχει τη γνώμη, ότι η ζωή του κάθε εργάτη δεν πρέπει να μένει ούτε στιγμή αχρησιμοποίητη. Η ακτινοσκόπηση έδειξε ότι το εν λόγω άτομο έχει κάλους στα χέρια του, που εδώ και μια πεντηκονταετία ήταν το χαρακτηριστικό των εργαζομένων. Θυμίζουμε ακόμη ότι μετά τους πολέμους που διεξήχθησαν στον κόσμο, μετά τους εμφυλίους πολέμους, που εδραίωσαν την ομοσπονδία της γης, ψηφίστηκε το νομοθετικό διάταγμα της εβδόμης Νοεμβρίου 1965, το οποίον ορίζει ότι ή ζωή του ανθρώπου είναι απαραβίαστος. Θέτω τώρα υπ’ όψιν σας τις αντιρρήσεις του Ιρύματος Λοιμωδών Νόσων. Το εν λόγω Ίδρυμα, φοβείται ότι υπάρχει κίνδυνος εξαπλώσεως των βακτηριδίων που εύρισκαν πρόσφορο έδαφος αναπτύξεως στα πρώην όντα της πρώην Ρωσίας. Έχοντας πλήρη συνείδηση της ευθύνης, σας αναγγέλλω την απόφαση του Ινστιτούτου μας. Σύντροφοι, πριν ψηφίσετε, θυμηθείτε τον στίχο : Εμείς Ψηφίζουμε Την ανθρώπινη ζωή !

Page 221: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

221

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΟΟ ΚΚ ΟΟ ΡΡ ΙΙ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Πρώτη. Ο Βελοσιπεντκιν στον Τσουντακοβ.

ΒΒΕΕΛΛΟΟΣΣΙΙΠΠΕΕΝΝΤΤΚΚΙΙΝΝ Τσουντακόβ, θα κινήσω γη και ουρανό. Θα δαγκώσω λαρύγγια και θα μασήσω καροτίδες. Είμαι έτοιμος νάρθω στα χέρια, να τους αρχίσω στις σφαλιάρες, τόσο που να μην τους μείνει μάγουλο. Έφτυσα αίμα προσπαθώντας να πείσω εκείνον τον Οπτιμιστένκο, τούβαλα τις φωνές, μα είναι ευέλικτος και λείος σαν μπίλια του μπιλιάρδου, όλο και ξεγλιστράει, αδύνατο να τον στριμώξεις στη γωνιά. Είναι ένας πεντακάθαρος καθρέφτης, όπου μόνο η προϊσταμένη αρχή κατοπτρίζεται και μάλιστα με ανεστραμμένο το είδωλό της. Έκανα την προπαγάνδα μου στον λογιστή Νότσκιν και σχεδόν τον έχω φέρει στα νερά μας. Μα πού να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτόν τον τρισκατάρατο σύντροφο Πομπεντονόσικοβ ; Έχει στο ενεργητικό του τόσα χρόνια υπηρεσίας, έχει τόση βαρύτητα ο λόγος του, που γίνονται όλοι πίτα, μόλις ρίξει το βάρος του στη συζήτηση. Ξέρεις τι έγραψε στο βιογραφικό του σημείωμα ; Στην ερώτηση : «Τι έκανες πριν απ’ το 1917 ;», απάντησε: «Είμουνα στο Κόμμα». Σε ποιο κόμμα ; Άγνωστο. Άγνωστο κιόλας αν είτανε μπολσεβίκος ή μενσεβίκος, μπορεί να μην είταν ούτε τόνα ούτε τ’ άλλο. Ύστερα τόσκασε απ’ τη φυλακή, ρίχνοντας ταμπάκο στα μάτια του υπαρχιφύλακα. Και τώρα, ύστερα από εικοσιπέντε χρόνια, τον έχει στραβώσει η ρουτίνα με τον ταμπάκο των ασήμαντων λεπτομερειών και τα μάτια του δακρύζουν συνεχώς από ικανοποίηση και μακαριότητα. Τι μπορείς να δεις με τέτοια μάτια ; Τον σοσιαλισμό ; Όχι. μόνο το μελανοδοχείο και το πρεσπαπιέ.

Page 222: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

222

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΤΤ ΟΟ ΧΧ ΑΑ ΜΜ ΑΑ ΜΜ

Πράξη Δεύτερη. Ο Πομπεντονοσίκοβ ξεφυλλίζει χαρτιά, τηλεφωνεί και ταυτόχρονα υπαγορεύει.

ΠΠΟΟΜΜΠΠΕΕΝΝΤΤΟΟΝΝΟΟΣΣΙΙΚΚΟΟΒΒ «… και λέω σύντροφοι και το τονίζω πως το κουδούνι αυτό το επαναστατικό, το κουδούνι αυτό του τραμ, που χτυπάει εγερτήριο, που χτυπάει συναγερμό, θα πρέπει να ηχήσει σαν καμπάνα βουερή μέσ’ στην καρδιά του κάθε εργάτη και του κάθε αγρότη. Σήμερα. οι λενινιστικές σιηροτροχιές μας θα συνδέσουν την πλατεία της «Δεκάτης επετείου της σοβιετικής ιατρικής» με το πρώην οχυρό της μπουρζουαζίας — την «Αγορά των σιτηρών»... (Στο τηλέφωνο) Μάλιστα. Αλό, αλό !... (Συνεχίζει.) «Ποιος ταξίδευε με το τραμ πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση ; Οι διανοούμενοι που χάσανε την ταξική τους συνείδηση, οι παπάδες και οι ευγενείς. Τι εισιτήριο πληρώνανε ; Πέντε καπίκια τη στάση. Σε τι οχήματα ταξιδεύανε ; Σε κίτρινα βαγόνια. Ποιος θα ταξιδεύει τώρα ; Τώρα θα ταξιδεύουμε εμείς, οι εργαζόμενοι της οικουμένης. Πως θα ταξιδεύουμε ; Θα ταξιδεύουμε με όλες τις σοβιετικές ανέσεις. Σε κόκκινα βαγόνια. Με τι εισιτήριο ; Με δέκα καπίκια τη στάση όλα κι όλα. Γι’ αυτό σας λέω σύντροφοι... (Χτυπάει το τηλέφωνο. Στο τηλέφωνο) Ναι, ναι, ναι... Αποκλείεται... Πού μείναμε;... … Α ναι... «Γι’ αυτό σας λέω σύντροφοι, θυμηθείτε πως ο Λέων Τολστόι είναι ο μέγιστος και ο πλέον αείμνηστος καλλιτέχνης της πέννας. Το έργο του αποτελεί την κληρονομιά του παρελθόντος μας και η κληρονομιά αυτή καταυγάζει τον δρόμο μας ενώ στα σύνορα των δύο κόσμων, σαν ένα μεγάλο καλλιτεχνικό άστρο, σαν ένας ολάκερος αστερισμός, σαν ο πιο μεγάλος απ’ τους μεγάλους αστερισμούς — σαν Μεγάλη Άρκτος. Ο Λέων Τολστόι... … Πώς ; Τραμ είπατε ; Αχ, ναι... Είναι να μην τα μπλέξεις μ’ αυτές τις προσφωνήσεις και τους λόγους που πρέπει να βγάζεις κάθε τόσο... Θα σας παρακαλούσα να αποφεύγετε τις παρατηρήσεις εν ώρα εργασίας ! Αν Θέλετε να κάνετε αυτοκριτική, έχετε την εφημερίδα του τοίχου. Συνεχίζουμε... «Ακόμα κι ο Λέων Τολστόι, ακόμα κι’ αυτή η μεγίστη άρκτος της πέννας, αν του δινόταν η ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στις επιτεύξεις μας και να δει λόγου χάρη το τραμ που αναφέραμε παραπάνω, ακόμα κι’ αυτός δε θα δίσταζε να διακηρύξει ενώπιον του παγκοσμίου ιμπεριαλισμού πως του είναι αδύνατον να αποσιωπήσει τα γεγονότα. Νάτοι λοιπόν οι καρποί της γενικής και υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως. Και τώρα που γιορτάζουμε το ιωβηλαίο. . . » Αυτό είναι απαράδεκτο ! Φρίκη ! Φωνάξτε μου αμέσως τον σύντροφο... τον πολίτη λογιστή Νότσκιν.

Page 223: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

223

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΤΤ ΟΟ ΧΧ ΑΑ ΜΜ ΑΑ ΜΜ

Πράξη Πέμπτη. Ο Πομπεντονοσίκοβ πετιέται απάνω και προχωράει δίπλα στη Φωσφορίζουσα γυναίκα.

ΠΠΟΟΜΜΠΠΕΕΝΝΤΤΟΟΝΝΟΟΣΣΙΙΚΚΟΟΒΒ Καλημέρα σας, καλημέρα σας, συντρόφισσα. Με συγχωρείτε που άργησα, έχω τόσα να φροντίσω... Όμως, Παρ’ όλον τον φόρτον της εργασίας μου, τα κατάφερα και εξοικονόμησα δυο λεφτά και ήρθα να σας δω. Προσπάθησα να αρνηθώ, όλοι τους όμως είταν ανένδοτοι. Πήγαινε, μου λένε, αντιπροσώπευσέ μας. Καταλαβαίνετε λοιπόν, σύσσωμος η κολλεκτίβα στο ζητάει... Τι να κάνω, αναγκάστηκα να δεχτώ. Μόνο νάχετε υπ’ όψη σας συντρόφισσα πως είμαι ένα στέλεχος κεφαλαιώδους σημασίας, θέλω να πω δεν είμαι κανένας παρακατιανός, απ’ αυτούς που στέλνουν να δουλέψουν στα κολχόζ. Παρακαλώ, σημειώστε το αυτό και ενημερώστε τους αρμόδιους. Ο σύντροφος Οπτιμιστένκο μπορεί να στείλει ένα υπερεπείγον... τα έξοδα θα βαρύνουν εμάς. Περιττό να το τονίσω, το καταλαβαίνετε και μόνη σας ότι θα πρέπει να με διορίσουν εκεί κάτω σε ένα πόστο αντάξιο των ετών υπηρεσίας μου και της κοινωνικής μου θέσεως, μια και είμαι ένας παράγων πρώτου μεγέθους στον τομέα μου... Α, καταλαβαίνω! Ήρθατε ινκόγκνιτο ! Όμως, εμείς οι δυο, μια κι’ αποχτήσαμε σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης, δεν μπορούμε έχουμε μυστικά. Και τώρα, σαν αρχαιότερος σύντροφος που είμαι. βρίσκομαι στην ανάγκη να σας επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι αυτοί που σας τριγυρίζουν δεν είναι απολύτως άψογοι. Ο Βελοσιπέντκιν καπνίζει. Ο Τσουντακόβ πίνει και μάλιστα, σαν ευφάνταστος που είναι, πίνει φανταστικές ποσότητες. Είμαι υποχρεωμένος να πω δυο λόγια και για τη γυναίκα μου, δεν τολμώ να αποκρύψω την αλήθεια απ’ την οργάνωση... ναι, πρόκειται για μια μικροαστή, που πολύ της αρέσει ν’ αλλάζει καβαλιέρους και φούστες, με δυο λόγια, πρόκειται για ένα κατάλοιπο των λεγομένων παλαιών ηθών... … Παρ’ όλ’ αυτά ; Ναι, μα εγώ παρ’ όλ’ αυτά δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν δίνω «φιλοδωρήματα» δεν κάνω αριστερές παρεκλίσεις, δεν αργώ το πρωί... (Σκύβει στ’ αυτί της), δεν ξεπερνώ το μέτρο, δε μένω ούτε στιγμή με σταυρωμένα χέρια... Αν κάνω λέει ; Μα φυσικά ! Εφαρμόζω τις ντιρεκτίβες, εγκρίνω τις αποφάσεις, φροντίζω για τις κομματικές συνδέσεις, πληρώνω τη συνδρομή μου στο κόμμα, παίρνω τον ανώτερο κομματικό μισθό, υπογράφω χαρτιά, σφραγίζω έγγραφα. Με δυο λόγια η υπηρεσία μου είναι η ενσάρκωση του σοσιαλισμού εν μικρογραφία. Υποθέτω πως σε σας εκεί κάτω η μετάβαση των εγγράφων θα έχει οργανωθεί επί νέων βάσεων, σίγουρα θα υπάρχει κινούμενος τάπης, ε ;

Page 224: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

224

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΗ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΤΤ ΟΟ ΧΧ ΑΑ ΜΜ ΑΑ ΜΜ

Πράξη Τρίτη. Ο Σκηνοθέτης στο θίασοι.

ΣΣΚΚΗΗΝΝΟΟΘΘΕΕΤΤΗΗΣΣ Ω, μην ανησυχείτε, αν κατ’ αρχήν σας αρέσει, στο πεδίο αυτό οι ορίζοντες της φαντασίας είναι απέραντοι. Θα μπορούσαμε να σας δώσουμε μια συμβολική εικόνα όπου θα πάρουν μέρος όλα τα διαθέσιμα μέλη του Θιάσου μας. (Χτυπάει τα χέρια του) Τα ανδρικά στελέχη που δεν έχουν ρόλο, στη σκηνή ! Γονατίστε στο ένα γόνατο και σταθείτε σε στάση υποδούλωσης. Με αόρατους κασμάδες, που τους κρατάνε ορατά χέρια, κάντε πως εξωρύσσετε τους αόρατους γαιάνρακες. Τα πρόσωπά σας πιο σκυθρωπά, πιο συννεφιασμένα... Οι σκοτεινές δυνάμεις σας καταπιέζουν ανελέητα. Πολύ ωραία ! Πάμε ! Εσείς θα παραστήσετε το κεφάλαιο. Σταθείτε εδώ, σύντροφε κεφάλαιο... Χορέψτε πάνω απ’ όλους αυτούς με ύφος ταξικής κυριαρχίας. Αγκαλιάστε μια φανταστική κυρία με αόρατο χέρι και πιέστε φανταστική σαμπάνια. Πάμε ! Πολύ ωραία ! Συνεχίστε ! Τα γυναικεία στελέχη που εν έχουν ρόλο, στη σκηνή ! Εσείς θα παραστήσετε την ελευθερία, ο ρόλος σας ταιριάζει, μια και δεν βάζετε φραγμούς στις σχέσεις σας. Εσείς την ισότητα, μια και θα τα καταφέρετε εξίσου καλά με οποιανδήποτε άλλη. Εσείς την αδελφοσύνη — έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να εμπνεύσετε άλλα αισθήματα. Έτοιμες ; Εμπρός ! όλες ! Ξεσηκώστε μ’ ένα φανταστικό σάλπισμα τις φανταστικές μάζες. Μεταδώστε σ’ όλους τον ενθουσιασμό σας ! Τι κάνετε εκεί ; Σηκώστε ψηλότερα το πόδι, συμβολίζετε τον φανταστικό ξεσηκωμό. Κεφάλαιο, κάντε μερικά χορευτικά βήματα προς τ’ αριστερά, με ύφος Δευτέρας Διεθνούς. Τι χειρονομίες είναι αυτές ; Πώς κουνάτε έτσι τα χέρια σας ; Θέλω να ξεσκίσετε ό,τι βρήτε μπροστά σας με τα γαμψόνυχα του ιμπεριαλισμού. Δεν έχετε γαμψόνυχα; Τότε κακώς διαλέξατε το στάδιο του ηθοποιού. Ξεσκίστε μ’ ό,τι έχετε. Βάλτε σε πειρασμό τις ορχούμενες κυρίες. Οι κυρίες να δείξουν την κατηγορηματική τους άρνηση, με απότομες κινήσεις του αριστερού χεριού. Μπράβο, μπράβο, πολύ ωραία ! Φανταστικές εργατικές μάζες, ξεσηκωθείτε συμβολικά ! Το κεφάλαιο να πέσει κάτω σύμφωνα με τους αισθητικούς κανόνες ! Λαμπρά ! Κεφάλαιο, παραστείστε πειστικά πως τινάζετε τα πέταλα ! Θέλω να δω σπασμούς που να προβάλουν έντονα την επιθανάτιο αγωνία σας ! Υπέροχα ! Εσείς τα ελεύθερα ανδρικά στελέχη, σπάστε τις φανταστικές αλυσίδες κι’ ανασηκωθείτε, υψωθείτε προς το σύμβολο του ήλιου. Κουνείστε τα χέρια σας, προς εορτασμόν της νίκης σας. Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, συμβολίστε την φάλαγγα των εργατών και το ατσαλένιο βήμα της. Πατείστε με τα τάχα εργατικά σας πόδια το τάχα ανατραπέν τάχα κεφάλαιο. Ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, σκάστε ένα χαμόγελο, για να φανεί πως χαίρεστε χαράν μεγάλην. Εσείς τα ελεύθερα ανδρικά στελέχη, υποκριθείτε πως είσασταν «της γης οι κολασμένοι» και φανταστείτε πως γίνατε «το παν εσείς». Σκαρφαλώστε ο ένας στους ώμους του άλλου, παριστάνοντας τη σοσιαλιστική άμιλλα, που κατακτάει συνεχώς ανώτερα επίπεδα. Έξοχα ! Οικοδομείστε έναν πύργο από τάχατες ρωμαλέα σώματα, προσωποποιώντας πλαστικά το σύμβολο του κομμουνισμού. Ανεβοκατεβάστε το ελεύθερο χέρι σας, σα να χτυπάτε μ’ ένα

Page 225: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

225

φανταστικό σφυρί, ακολουθώντας τον ρυθμό της ελεύθερης χώρας, δίνοντας ελεύθερη διέξοδο στο πάθος του κοινωνικού αγώνα. Η ορχήστρα να προσθέσει στη μουσική βιομηχανικούς θορύβους. Έτσι ! Ωραία ! Τα ελεύθερα γυναικεία στελέχη του θιάσου στη σκηνή ! Φορέστε τις φανταστικές γκιρλάντες στους λαιμούς των εργαζομένων της μεγάλης, της παγκόσμιας στρατιάς της εργασίας, συμβολίζοντας τα λουλούδια της ευτυχίας, που ανθίσανε επί σοσιαλισμού. Πολύ ωραία ! Νάτην, έτοιμη κιόλας η ευχάριστη παντομίμα με θέμα— «Τη δουλειά και το κεφάλαιο παρασταίνοντας ζουν οι ηθοποιοί ψωμί χορταίνοντας».

Page 226: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

226

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΣ ΑΑ ΛΛ ΩΩ ΜΜ ΗΗ

Μονόπρακτο. Ο Ηρώδης στη Σαλώμη.

ΗΗΡΡΩΩΔΔΗΗΣΣ Σαλώμη, Σαλώμη, χόρεψε για χάρη μου. Σε θερμοπαρακαλώ να χορέψεις για χάρη μου. Είμαι μελαγχολικός απόψε. Ναι, είμαι πολύ μελαγχολικός απόψε. Τη στιγμή που έμπαινα εδώ, γλίστρησα πάνω στο αίμα, κι’ αυτό είναι κακό σημάδι· κι’ άκουσα, είμαι βέβαιος πως άκουσα κάποιο φτεροκόπημα στον αέρα, ένα φτεροκόπημα από γιγάντιες φτερούγες. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό... Είμαι μελαγχολικός απόψε. Χόρεψε λοιπόν για χάρη μου. Χόρεψε για χάρη μου, Σαλώμη, σε ικετεύω. Αν χορέψεις για χάρη μου, μπορείς να μου ζητήσεις ό,τι κι’ αν θελήσεις, κι’ εγώ θα σου το δώσω. Ναι, χόρεψε για χάρη μου, Σαλώμη, και θα σου δώσω ό,τι κι αν μου ζητήσεις, ας ήτανε και το μισό απ’ το βασίλειό μου. Βασίλισσα θα ήσουν πολύ όμορφη, Σαλώμη, αν σου άρεσε να ζητήσεις το μισό απ’ το βασίλειό μου. Δεν είν’ αλήθεια πως θα ήσουν πολύ όμορφη βασίλισσα . . Α ! Κάνει κρύο εδώ ! Φυσάει άνεμος πολύ ψυχρός κι’ ακούω . . . γιατί ν’ ακούω στον αέρα αυτό το φτεροκόπημα. ; Ω ! θάλεγε κανείς πως κάποιο πουλί, κάποιο μεγάλο άσπρο πουλί τριγυρνάει πάνω στην ταράτσα. Γιατί δεν μπορώ να το δω αυτό το πουλί ; Το φτεροκόπημά του είναι τρομερό. Ψυχρός είναι ο άνεμος . . . Όμως όχι, δεν κάνει καθόλου κρύο. Αντίθετα, κάνει πολλή ζέστη. Παρακάνει ζέστη. Πάω να σκάσω από τη ζέστη. Χύστε μου νερό στα χέρια. Δώστε μου να φάω χιόνι. Ξεκουμπώστε μου το μανδύα. Γρήγορα, γρήγορα, ξεκουμπώστε μου το μανδύα . . . Όχι. Αφήστε τον. Το στεφάνι μου με πονεί, το ροδοφτιαγμένο στεφάνι μου. Λες κι’ είναι πύρινα αυτά τα λουλούδια. Μου κάψανε το μέτωπο. (Τραβάει το στεφάνι απ’ το κεφάλι του και το πετάει στο

τραπέζι) Αχ ! Επιτέλους, αναπνέω. Τι κόκκινα πού είναι αυτά τα πέταλα ! Λες κι’ είναι λεκέδες από αίμα πάνω στο τραπεζομάντηλο. Δεν έχει σημασία. Δεν πρέπει κανείς ν’ ανακαλύπτει σύμβολα στο κάθε τι που βλέπει. Αυτό κάνει τη ζωή αδύνατη. Καλύτερα να έλεγα πως οι λεκέδες από αίμα είναι όμορφοι σαν τα ροδοπέταλα. Πολύ καλύτερα θα ήταν να έλεγα αυτό... Αλλ’ ας μη μιλάμε γι’ αυτό. Τώρα είμαι ευτυχισμένος. Είμαι πολύ ευτυχισμένος. Έχω το δικαίωμα να είμαι ευτυχισμένος, δεν είν’ έτσι ; Η θυγατέρα σου θα χορέψει για χάρη μου. Δεν είν’ αλήθεια πως θα χορέψεις για χάρη μου, Σαλώμη ; Υποσχέθηκες να χορέψεις για μένα.

Page 227: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

227

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΣ ΑΑ ΛΛ ΩΩ ΜΜ ΗΗ

Μονόπρακτο. Ο Ηρώδης στη Σαλώμη και μετά στη Σαλώμη που του ζήτησε το κεφάλι του Γιοχανάν.

ΗΗΡΡΩΩΔΔΗΗΣΣ Πάψε. Μη μου μιλάς.. . Έλα Σαλώμη, πρέπει να είσαι λογική, δεν είν’ έτσι ; Δεν πρέπει να είσαι λογική ; Εγώ ποτέ δε φάνηκα απότομος μαζί σου. Πάντα σ’ αγαπούσα. Ίσως μάλιστα να σ’ αγάπησα παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Μη μου το ζητάς λοιπόν αυτό. Είναι φρικτό, είναι τρομακτικό να μου ζητάς αυτό. Στο βάθος, δεν πιστεύω να το λες σοβαρά. Το κεφάλι ανθρώπου αποκεφαλισμένου είναι άσχημο πράμα, δεν είναι ; Δεν είναι κάτι που πρέπει να το κοιτάξει μια παρθένα. Τι ευχαρίστηση θα μπορούσε να σου δώσει ; Καμιά. Όχι, όχι, δεν το θες αυτό . . . Άκουσέ με μια στιγμή. Έχω ένα σμαράγδι, ένα μεγάλο στρογγυλό σμαράγδι, που μου το έστειλε ο ευνοούμενος του Καίσαρα. Αν κοιτάξεις μέσ’ απ’ αυτό το σμαράγδι, θα μπορέσεις να δεις πράματα πού γίνονται σε τεράστιαν απόσταση. Ο ίδιος ο Καίσαρας έχει μαζί του ένα εντελώς όμοιο, όταν πηγαίνει στον ιππόδρομο. Το δικό μου όμως είναι πιο μεγάλο. Ξέρω καλά πώς είναι πιο μεγάλο. Είναι το μεγαλύτερο σμαράγδι το κόσμου. Αυτό δε θέλεις ; Ζήτησέ μου το και θα σου το δώσω. Όχι, όχι, δεν το θέλεις το κεφάλι του Γιοχανάν. Μου το λες μόνο για να με λυπήσεις, επειδή σε κοίταζα όλη τη βραδιά. Ε, λοιπόν, ναι ! Σε κοίταζα όλη τη βραδιά. Η ομορφιά σου μ’ έκανε άνω κάτω. Η ομορφιά σου μ’ αναστάτωσε τρομερά και σε παρακοίταξα. Αλλά δε θα το ξανακάμω. Δεν πρέπει να κοιτάμε ούτε τα πράγματα ούτε τους ανθρώπους. Μόνο στους καθρέφτες πρέπει να κοιτάμε. Γιατί οι καθρέφτες μας δείχνουν μόνον προσωπεία… Ω ! Ω ! Κρασί ! Διψώ. . . Σαλώμη, Σαλώμη, ας είμαστε φίλοι. Για δες, τελοσπάντων . . Τι ήθελα να πω; Τι ήταν ; Α ! Το θυμήθηκα ! . . Σαλώμη ! Όχι, έλα πιο κοντά μου. Φοβάμαι μη δε μ’ ακούς. . . Σαλώμη, Τα ξέρεις τ’ άσπρα τα παγώνια μου, τα ωραία μου άσπρα παγώνια, που περπατούν μέσα στον κήπο, ανάμεσα στις μυρτιές και στα μεγάλα κυπαρίσσια. Οι μύτες τους είναι χρυσωμένες κι’ οι σπόροι πού τρώνε είναι κι’ αυτοί χρυσωμένοι και τα πόδια τους είναι βαμμένα με πορφύρα. Όταν φωνάζουν, φέρνουν τη βροχή. κι’ όταν περπατούν καμαρωτά, η σελήνη παρουσιάζεται στον ουρανό. Πάνε δυο - δυο ανάμεσα στα κυπαρίσσια και στις μαύρες τις μυρτιές και το καθένα τους έχει κι’ από ένα δούλο να το υπηρετεί. Άλλοτε πετούν ανάμεσα στα δέντρα κι’ άλλοτε πλαγιάζουν πάνω στο γρασίδι και γύρω από τη στέρνα. Δεν υπάρχουνε στον κόσμο τόσο θαυμάσια πουλιά. Κανένας βασιλιάς στον κόσμο δεν έχει τόσο θαυμάσια πουλιά. Είμαι βέβαιος πως ούτε ο Καίσαρας δεν έχει τόσο όμορφα πουλιά. Ε, λοιπόν ! Θα σου δώσω πενήντα απ’ τα παγώνια μου. Θα σ’ ακολουθούν παντού και συ θα είσαι ανάμεσά τους όμοια με τη σελήνη μέσα σ’ ένα μεγάλο άσπρο σύννεφο . . . Θα σου τα δώσω όλα. Εκατό μόνον έχω, και δεν υπάρχει βασιλιάς στον κόσμο που να έχει παγώνια σαν τα δικά μου, αλλά θα σου τα δώσω όλα. Πρέπει μόνο να με λύσεις απ’ το λόγο μου και να μη μου ζητάς αυτό που μου ζήτησες. Σαλώμη, σκέψου το αυτό που κάνεις. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να έρχεται απ’ το Θεό. Είναι άγριος άνθρωπος. Το δάχτυλο του Θεού τον έχει

Page 228: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

228

αγγίξει. Ο Θεός του έχει βάλει στο στόμα του λόγια τρομερά. Στο παλάτι, όπως και στην έρημο, ο Θεός είναι πάντα μαζί του…

Page 229: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

229

ΦΡΑΝΚ ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ Μετ: ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ

ΤΤΟΟ ΞΞΥΥΠΠΝΝΗΗΜΜΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΑΑΝΝΟΟΙΙΞΞΗΗΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Τρίτη. Ο Χανς Ρίλοβ μ’ ένα φανάρι στο χέρι, κλειδώνει την πόρτα κι ανοίγει την καταπακτή.

ΧΧΑΑΝΝΣΣ ΡΡΙΙΛΛΟΟΒΒ Έκανες την προσευχή σου, Δυσδαιμόνα ; (Βγάζει από τον κόρφο του ένα αντίγραφο της Αφροδίτης του Πάλμα Βέκιο) Δε μου φαίνεται να έχεις πει το Πάτερ ημών, αγαπημένη — αναμένεις στοϊκά, το μοιραίο, όπως εκείνη τη γλυκιά στιγμή της αναβρύζουσας ευδαιμονίας, όταν σε είδα στη βιτρίνα του Γιόναθαν Σλεζινγκερ, θαυμάζοντας εξίσου το λυγερό κορμί σου, τις απαλές καμπύλες στους γοφούς σου, το νεανικά στητό στήθος σου — Ω, σε ποια πελάγη ευτυχίας θα πρέπει να κολυμπούσε ο μεγάλος καλλιτέχνης, όταν έβλεπε το δεκατετράχρονο πρωτότυπο διάχυτο μπροστά του, στο ντιβάνι ! Θα με επισκέπτεσαι κάπου-κάπου στο όνειρό μου ; — Θα σε υποδέχομαι με ανοιχτές αγκάλες και τα φιλιά μου θα σου κόβουν την ανάσα. Θα καταλύσεις μέσα μου όπως η αφέντρα του σπιτιού στο έρημο παλάτι της. Ένα αόρατο χέρι θα ανοίξει πύλη και ενώ το συντριβάνι, κάτω στο πάρκο, θ’ αρχίσει να πλατσουρίζει χαρούμενα... Επιβάλλεται ! — Επιβάλλεται ! — Ότι δε σκοτώνω από επιπόλαιο βρασμό ψυχής, σου το μαρτυρούν οι τρομεροί γδούποι της καρδιάς μου. Ένας κόμπος μου φράζει το λαιμό, όταν σκέφτομαι τις μοναχικές μου νύχτες. Παίρνω όρκο στην ψυχή μου, μικρή μου, ότι δε διακατέχομαι από κορεσμό. Ποιος θα μπορούσε να καυχηθεί ότι έχει κορεσθεί από σένα ! Αλλά μου ρουφάς το μεδούλι από τα κόκαλα, μου διπλώνεις την πλάτη, κλέβεις από το νεανικό μου βλέμμα την ύστατη λάμψη του. — Παραείσαι απαιτητική μέσα στην απάνθρωπη μετριοφροσύνη σου, παραείσαι ερεθιστική με τα ακίνητα μέλη σου ! — Εσύ ή εγώ ! Και η νίκη χαμογέλασε σ’ εμέ. Αν ήθελα να μιλήσω — για την ίδια μάχη που έδωσα με όλες τις παρακοιμώμενές μου ! — Η ψυχή της Τούμαν — άλλο ένα κληροδότημα της αφυδατωμένης δεσποινίδος Ανζελίκ, — αυτή η οχιά στον παράδεισο των παιδικών μου χρόνων. Η Γιο φον Κορέτζιο, η Γαλατέα φον Λόσοβ. Μετά το ειδύλλιο με την Μπουγκερό. Η Άντα φον Μπερς — αυτή η Άντα, που την απήγαγα από το μυστικό συρτάρι του γραφείου του μπαμπά, για να πλουτίσω το χαρέμι μου. Μια φοβισμένη, σπασμωδική, Λήδα φον Μάκατ, που την ανακάλυψα τυχαία κάτω από τα σχολικά τετράδια του αδελφού μου. Επτά, ω, ανθόσπαρτη μελλοθάνατη, πορεύτηκαν πριν από σένα σ’ αυτό το μονοπάτι προς τον Τάρταρο ! Δέξου το αυτό ως βάλσαμο και μη ζητάς να σπρώξεις το μαρτύριό μου στο μη περαιτέρω μ’ αυτό το ικετευτικό βλέμμα σου. Δεν πεθαίνεις για τις δικές σου αμαρτίες. αλλά για τις δικές μου ! — Από αυτοάμυνα γίνομαι, με ματωμένη καρδιά, συζυγοκτόνος για έδομη φορά. Ο ρόλος του Κυανοπώγωνα έχει κάτι το τραγικό. Πιστεύω ότι όλες μαζί, οι δολοφονημένε γυναίκες του, δεν υπέφεραν τόσο πολύ, όσο αυτός κατά τον στραγγαλισμό της μιας εκάστης. Αλλ’ όμως η συνείδησή μου θα γαληνέψει και το σώμα μου θα δυναμώσει, όταν, εσύ, θηλυκέ σατανά, δε θα κατοικείς πια μέσα στη μεταξωτή ένδυση της κασετίνας μου. Αντί για σένα, θα διαθέσω το πολυτελές διαμέρισμά μου στη Λούρλαϊ φον Μποντενχάουζεν ή στην Εγκαταλελειμμένη του Λίνγκερ ή στη Λόνι φον Ντέφρεγκερ. Έτσι θα επιταχύνω την αποθεραπεία μου !

Page 230: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

230

Άλλο ένα τετράμηνο το πολύ, ψυχούλα μου, και το ακάλυπτον κλειτορίδιόν σου, θα μου είχε λιώσει το μυαλό, όπως ο ήλιος το βούτυρο. Ήταν καιρός να χωρίσουμε κλίνη και στέγη. Μπρρρ, νιώθω τον Ηλιογάβαλο να Θεριεύει μέσα μου ! Η μελλοθάνατη με χαιρετά ! — Κοράσιον, κοράσιον, γιατί μαζεύεις ακόμα και τώρα τα γόνατα ; — Ενόψει της ανεξερευνήτου αιωνιότητος ; — Μια κίνηση μονάχα και θα σ’ αφήσω να ζήσεις ! — Έστω ένα γυναικείο σκίρτημα, μια ένδειξη ηδυπάθειας, συμπάθειας, κοριτσάκι ! — Θα σε βάλω σε χρυσή κορνίζα και θα σε κρεμάσω πάνω από το κρεβάτι μου ! — Δε διαισθάνεσαι ότι είναι η αγνότητά σου αυτή που ξυπνάει την ηδονή μου ! — Άρα — κατάρα, στους άσπλαχνους ! ... Το διαπιστώνει κανείς ανά πάσα στιγμή, ότι η αγωγή της υπήρξε υποδειγματική. — Τα ίδια τράβηξα κι εγώ. Έκανες την προσευχή σου Δυσδαιμόνα ; Μου σφίγγεται η καρδιά. — Ανοησίες ! Ακόμα και η Αγία Αγνή πέθανε λόγω της εγκράτειάς της και δεν είχε ούτε τη μισή σου γύμνια ! — Μόνο ένα φιλί ακόμα στο ανθηρό σου κορμί, στα παιδικά, εξογκωμένα στήθη σου — στα γλυκά, στρογγυλά — στο απάνθρωπο γόνατό σου ! Μην επιμένετε να σας την ονομάσω, αγνά άστρα τ’ ουρανού! Επιβάλλεται !—

Page 231: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

231

ΦΡΑΝΚ ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ Μετ: ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ

ΤΤΟΟ ΞΞΥΥΠΠΝΝΗΗΜΜΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΑΑΝΝΟΟΙΙΞΞΗΗΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Έβδομη. Ο Μόριτς μονολογεί.

ΧΧΑΑΝΝΣΣ ΡΡΙΙΛΛΟΟΒΒ Δύο κακών προκειμένων... — Δεν ταιριάζω πουθενά. Ας βγάλουν ο ένας τα μάτια του άλλου. Εγώ θα κλείσω την πόρτα και θα φύγω, — Δεν έχω καμιά διάθεση να τραβιέμαι άσκοπα. Δεν επέβαλα τον εαυτό μου σε κανένα. Και θα τον επιβάλω τώρα ! Δεν έχω συμβόλαιο με το Μεγαλοδύναμο. Όπως κι αν το δεις, καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα. Πιέστηκα. — Όχι πως ρίχνω την ευθύνη στους γονείς μου. Θα έπρεπε, ωστόσο, να είναι προετοιμασμένοι για το χειρότερο. Ήταν αρκετά μεγάλοι, ώστε να ξέρουν τι έκαναν. Βλέπεις, ήμουν βρέφος, όταν ήρθα στον κόσμο. Αλλιώς, θα είχα την πονηριά να γίνω κάποιος άλλος. — Φταίω εγώ, που προηγήθηκαν άλλοι, πριν από μένα ! Θα έπρεπε να είμαι τελείως βλάκας... Αν κάποιος μου χάριζε ένα λυσσασμένο σκυλί, θα του το ’δινα πίσω. Κι αν δεν ήθελε να πάρει το λυσσασμένο σκυλί του, τότε, θα ήμουν αρκετά φιλάνθρωπος, ώστε... Θα έπρεπε να είμαι τελείως βλάκας... Έρχεσαι εκ συμπτώσεως στον κόσμο και δεν μπορείς, μετά από ώριμη σκέψη, να... είναι να πεθάνεις ! Τουλάχιστον, ο καιρός έδειξε κατανόηση. Όλη μέρα πήγαινε να βρέξει, κι όμως τελικά, δεν έριξε σταγόνα. — Μια σπάνια γαλήνη βασιλεύει στη φύση. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ουρανός και γη είναι σαν ένας διάφανος ιστός. Συνάμα, όλα μοιάζουν να αισθάνονται πολύ ωραία. Το τοπίο είναι γλυκό σαν νανούρισμα. — «Κοιμήσου και παράγγειλα», που τραγουδούσε και. η δεσποινίς Σναντουλία χορεύει με υποψήφιους μνηστήρες. Το μεταξωτό φόρεμά της ήταν σχιστό μπρος και πίσω. Πίσω μέχρι τη μέση και μπρος μέχρι λιποθυμίας. — Αποκλείεται να φορούσε πουκαμίσα... αυτό θα ήταν κάτι, που θα μπορούσε ακόμα να με κρατήσει. — Πιο πολύ από περιέργεια. Θα πρέπει να είναι ένα παράξενο συναίσθημα — Μια αίσθηση, σαν να ηλεκτρίζεσαι. — Δε θα πω σε κανέναν ότι γυρίζω πάλι άπραγος. Θα υποκριθώ ότι τα έζησα όλα... Σε κάνει να νιώθεις ντροπή που υπήρξες άνθρωπος κι όμως, δεν έζησες την πιο ανθρώπινη πράξη. — Πήγατε στην Αίγυπτο, αξιότιμε κύριε, και δεν είδατε τις πυραμίδες ; Δε θα κλάψω ξανά σήμερα. Δε θα σκεφτώ ξανά την κηδεία μου — Ο Μέλχιορ θα βάλει στεφάνι στο φέρετρό μου. Ο πάστορ Γυμνόκοιλος θα παρηγορεί τους γονείς μου. Ο γυμνασιάρχης Ηλιοκάμινος θα απαριθμεί παραδείγματα από την ιστορία. — Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα μου βάλουν ταφόπετρα. Πολύ θα ήθελα μια μαρμάρινη τεφροδόχο πάνω σε πλάκα από μαύρο γρανίτη — όχι πως θα μου λείψει, βέβαια ! Τα μνημεία είναι για τους ζωντανούς, όχι για τους πεθαμένους. Μου πήρε έναν ολόκληρο χρόνο, για να τους αποχαιρετήσω όλους νοερώς. Δε θα ξανακλάψω. Χαίρομαι που μπορώ και κοιτάω πίσω μου χωρίς πικρία. Πόσες ωραίες βραδιές πέρασα με το Μέλχιορ ! — Κάτω από τις ιτιές της ακροποταμιάς, στο δασαρχείο, έξω στη δημοσιά με τις πέντε φιλύρες. Και πάνω στο βουνό, ανάμεσα στα μοναχικά ερείπια του κάστρου... Όταν έρθει η ώρα, θα σκέφτομαι με όλες μου τις δυνάμεις τη σαντιγύ. Η σαντιγύ δε σου είναι εμπόδιο. Σε μπουκώνει

Page 232: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

232

και σου αφήνει, παρόλα αυτά, μια ευχάριστη γεύση στο στόμα. Μα και τους ανθρώπους τους είχα φανταστεί απείρως πιο κακούς. Δε βρήκα ούτε έναν που να μην ήθελε την προσωπική του καλοπέραση. Μερικούς, μάλιστα, τους λυπήθηκα εξαιτίας μου. Βαδίζω στο ιερό όπως εκείνος ο νεαρός ετρούσκος, που με τον τελευταίο ρόγχο του εξαγοράζει την ευτυχία των αδελφών του για τον επόμενο χρόνο. — Υπέμεινα λεπτό προς λεπτό το μυστηριώδες δέος της απόσπασης. — Η ζωή μου γύρισε την πλάτη. Βλέπω από πέρα τα σοβαρά, φιλικά, βλέμματα να με καλούν : η ακέφαλη βασίλισσα. η ακέφαλη βασίλισσα. — Τη συμπόνοια, που με περιμένει με ανοιχτές αγκάλες... Οι εντολές σας είναι για τους ανήλικες. Εγώ κουβαλάω την πρόσκληση μέσα μου. Μόλις σπάσει το κέλυφος, η πεταλούδα πετάει μακριά. Η οπτασία δεν ενοχλεί πια. Δε θα ’πρεπε να παίζετε επικίνδυνα παιχνίδια με την απάτη ! Η ομίχλη διαλύεται. Η ζωή είναι ζήτημα γούστου.

Page 233: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

233

ΦΡΑΝΚ ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ Μετ: ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ

ΤΤΟΟ ΞΞΥΥΠΠΝΝΗΗΜΜΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΑΑΝΝΟΟΙΙΞΞΗΗΣΣ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Έβδομη. Ο Μέλχιορ πηδάει μέσα και μονολογεί.

ΜΜΕΕΛΛΧΧΙΙΟΟΡΡ Εδώ θα με κυνηγήσουν τα μαντρόσκυλα. — Όσο αυτοί με ψάχνουν στα μπορντέλα, εγώ μπορώ να ανασάνω και να κεφτώ πού κατάφερα να φτάσω... Το σακάκι μου κουρελιασμένο, οι τσέπες μου άδειες. — Δεν μπορώ να ’χω εμπιστοσύνη ούτε σε άκακο μυρμήγκι. — Με το ξημέρωμα πρέπει να προσπαθήσω να συνεχίσω το δρόμο μου μέσα από το δάσος... Τσαλαπάτησα ένα σταυρό... — Τα λουλουδάκια θα τα είχε φάει η παγωνιά ! — Ολόγυρα το χώμα είναι γυμνό... Στο βασίλειο των νεκρών — να σκαρφαλώσω από το φεγγίτη της σοφίτας μου ήταν πιο εύκολο απ’ αυτή τη διαδρομή ! Δεν ήμουν έτοιμος γι’ αυτή... Κρέμομαι πάνω από την άβυσσο — χάθηκαν όλα, βούλιαξαν — Χίλιες φορές να είχα μείνει εκεί που ήμουν ! Γιατί αυτή στη θέση μου ! — Γιατί όχι ο οφειλέτης ! — Ασύλληπτη πρόνοια ! — Θα έσπαγα πέτρες και θα πεινούσα...! Τι με κρατάει όρθιο ακόμα ; Το ένα έγκλημα ακολουθεί το άλλο. Παραδόθηκα στο βούρκο. Δεν έχω καν τη δύναμη να δώσω ένα τέλος... Δεν ήμουν κακός ! — Δεν ήμουν κακός ! — Δεν ήμουν κακός... — Κανένας θνητός δεν περπάτησε τόσο ζηλότυπα ανάμεσα σε τάφους. – Μπα — Δε θα ’βρισκα το θάρρος ! — Τουλάχιστον, να τρελαινόμουν — απόψε κιόλας ! Εκεί Πρέπει να ψάξω. στους πιο νωπούς ! — Ο αέρας σφυρίζει σε κάθε ταφόπετρα και μια άλλη μελωδία — μια καταθλιπτική συμφωνία ! — Τα ξερά στεφάνια σκίζονται στα δυο και τρεκλίζουν γύρω από τους μαρμάρινους σταυρούς, δεμένα από τις μακριές κλωστές τους, ένα δάσος από σκιάχτρα ! — Σκιάχτρα πάνω σ’ όλους τους τάφους, το ένα πιο φρικτό από το άλλο, θεόρατα σκιάχτρα που τα βλέπουν οι εωσφόροι και το βάζουν στα πόδια. — Τα χρυσά γράμματα έχουν μια παγερή λάμψη... Η κλαμένη ιτιά βογγάει και ψαχουλεύει με τα τεράστια δάχτυλά της την επιγραφή... Ένα αγγελούδι που προσεύχεται — Μια πλάκα — Ένα σύννεφο σκιάζει το χώμα. — Τι βιασύνη, τι βογγητό ! — Σαν στρατιά που εισβάλλει από ανατολικά. — Ούτε ένα άστρο στον ουρανό — Αμάραντο το κηπάκι ; — Αμάραντο ; — Κοριτσάκι — Κι εγώ είμαι ο φονιάς της. – Είμαι ο φονιάς της ! Το τίμημά μου είναι η απελπησία. - Δεν πρέπει να κλάψω εδώ. – Να φύγω ! ! ! – Να φύγω.

Page 234: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

234

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Εικόνα Πρώτη.

Η Λεονάρντο στη Νύφη.

ΛΛΕΕΟΟΝΝΑΑΡΡΝΝΤΤΟΟ Τής νύφης το στεφάνι θα ’ναι μεγάλο, ε ; Να σου ειπώ, δεν πρέπει να παραείναι κιόλας. Μια στάλα μικρότερο θα της ταίριαζε ομορφότερα, τι λες κι εσύ ; Αλήθεια, τι έκαν’ ο γαμπρός ; Τι τα ’φερε κείνα τα πορτοκαλάνθια που θα βάλει στον κόρφο της ή ακόμα; Ξέχασες τ’ είμουν κάποτε για σένα ; Σκάψε τη θύμησή σου να το βρεις. Μα δυο ζευγάρια καματερά σαν είναι η γης κακοτράχαλη, τίποτα δεν αξίζουνε. Εδώ είναι τ’ αγκάθι. Εμένα πού με βλέπεις, τώρα να με σκοτώσουνε πεντάρα δε δίνω, μα να με φτύσει κανένας δεν μπορεί. Κι ο παράς, που τόσο θαμπώνει με τη γυαλάδα του, είναι χειρότερος κι από φτύμα καμιά φορά. Ας μη μιλήσω καλλίτερα, μην ξεσπάσει ό θυμός μου κι ακούσουν τις φωνές μου τα βουνά εναγύρω. Σαν παντρεύτηκα κι ύστερα, πέρασα μέρες και νύχτες μην έχοντας άλλη συλλογή από τούτη : ποιανού είταν φταίξιμο ; Και κάθε φορά που το σκέφτουμαι, βγαίνει στη μέση καινούργιο φταίξιμο πού σαρώνει λα τ’ άλλα. Μα πάντα κάποιο φταίξιμο μένει. Να μη μιλάς και να καίγεσαι, μεγαλύτερη κόλαση δεν υπάρχει. Και τι κέρδισα γω με την περηφάνεια μου, που σ’ απαράτησα ν’ αγρυπνάς νύχτες και νύχτες ολάκερες, χωρίς να σε βλέπω ; Τίποτα. Κέρδισα μόνο τη φωτιά που φούντωσε μεγαλύτερη μέσα μου. Εσύ θαρρείς πως ο καιρός μπορεί να γιάνει και τα ντουβάρια να κρύψουν πίσω τους τόν καημό, μα είναι ψέματα, ψέματα ! Σα φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο, κανείς δε μπορεί να το βγάλει ! Στερνή φορά τής μιλάω. Μη σκιάζεσαι. Εγώ έπρεπε να στα πω ν’ αλαφρώσω. Εγώ παντρεύτηκα. Παντρέψου τώρα και συ.

Page 235: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

235

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Πρώτη.

Από τη μεριά της λίμνης αριστερά μπαίνει το Φεγγάρι. Είναι ένας νέος ξυλοκόπος με άασπρο πρόσωπο. Η σκηνή γεμίζει μια δυνατή γαλάζια ανταύγεια.

ΦΦΕΕΓΓΓΓΑΑΡΡΙΙ Είμ’ ένας κύκνος στρογγυλός μες στο ποτάμι, είμ’ ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά, και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής. Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα ! Ποιος κρύβεται ; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο ; Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα, που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα. Αφήστε με να μπω ! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια. Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι ! Αχ, πώς κρυώνω ! Οι στάχτες μου - μέταλλα - κοιμισμένα — ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε. Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες τις πλάτες του, και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια. Μα τούτη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα, και τ’ άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα. Ίσκιο δε θα ’βρουν και φυλλωσιά για να γλυτώσουνε από μένα ! Θέλω μονάχα μια καρδιά να μπω να ζεσταθώ λιγάκι ! Δώστε μου, δώστε μια καρδιά ! Ζεστή ! Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου. Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε !

(Στα κλαριά)

Page 236: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

236

Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει παντού να μπουν, και μέσα στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει, για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλά μου αίμα γλυκό, και τ’ άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ’ τα πέλματα του αγέρα. Ποιος κρύβεται ; Να ’βγει έξω είπα ! Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα ! Θε να τ’ αστράψω τ’ άλογο με διαμαντένιο πυρετό.

(Χώνεται ανάμεσα στους κορμούς, και η σκηνή ξαναβυθίζεται στο μισοσκόταδο)

Page 237: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

237

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Πρώτη.

Ο Λεονάρντο στη Νύφη μέσα στο δάσος.

ΛΛΕΕΟΟΝΝΑΑΡΡΝΝΤΤΟΟ Τι σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα ! Γιατ’ έχτισα να σε λησμονήσω πέτρινο τοίχο μπροστά στο σπίτι μου να με χωρίζει από το δικό σου. Αλήθεια λέω. Δεν το θυμάσαι ; Κι όταν σε είδα από μακριά έριξα σκόνη μέσα στα μάτια μου. Μα σαν καβάληκα τ’ άλογό μου εκείνο μ’ έφερε μπρος στην πόρτα σου. Τότε καρφίτσες μαλαματένιες μπήκαν στο αίμα μου κι έγινε μαύρο, κι άμα κοιμήθηκα το κορμί μου αγκάθια γιόμισε και τριβόλια. Αν φταίει κάποιος, δεν είμ’ εγώ, αν φταίει κάποιος, είναι η γη κι ή ευωδιά που ξεχύνεται από τα στήθια και τις πλεξούδες σου. Πουλιά της χαραυγής ξυπνήσαν και φτερουγίζουνε στα δέντρα. Η νύχτα αργοπεθαίνει τώρα πάνου στου λιθαριού την κόψη. Πάμε να βρούμε μια γωνιά όπου θα σ αγαπώ για πάντα, και δε με νιάζουν οι άνθρωποι με το φαρμάκι πού χύνουν.

(Την αγκαλιάζει με πάθος) Η μια φωτιά βρίσκει την άλλη. Η ίδια η φλόγα τα σκοτώνει μαζί δυο στάχια αδερφωμένα. Πάμε !

(Την τραβάει) Εκεί που δεν μπορούν να ’ρθούνε όσοι μας κυνηγάνε τώρα. Εκεί που θα μπορώ να σε κοιτάζω ! Το ξέρω. Έπρεπε να σ’ αφήσω.

Page 238: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

238

αν είχα νου για να σκεφτώ. Μα από κοντά σου δεν μπορώ να φύγω πια. Κι εσύ, το ίδιο. Δοκίμασε. Κάν’ ένα βήμα. Καρφιά του φεγγαριού καρφώσαν τη μέση μου με τους γοφούς σου. Θα μας χωρίσουν, όταν μονάχα Θα ’χω πεθάνει.

Page 239: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

239

ΜΑΡΤΙΝΕΘ ΣΙΕΡΑ Μετ: Α. Α. Κ.

ΤΤΟΟ ΤΤΡΡΑΑΓΓΟΟΥΥΔΔΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΚΚΟΟΥΥΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πρόλογος.

Ο Ποιητής στο προσκήνιο.

ΠΠΟΟΙΙΗΗΤΤΗΗΣΣ Αυτή η καμπάνα, τόσο αργά, τόσο νωρίς. Ποιον μπορεί να καλεί σ’ αυτή την ακαθόριστη ώρα, όπου η νύχτα είναι κιόλας τόσο περασμένη και τόσο κουρασμένη – ακόμα κι η αμαρτία αποκοιμιέται – όπου η μέρα είναι ακόμα τόσο μακριά!… Κι αυτή η καμπάνα;… Για ποιον; Γιατί;… μα είναι το παλιό μοναστήρι. Ο όρθρος; Αλήθεια; Αυτή την ώρα, που δεν υπάρχει σχεδόν για όλο τον κόσμο, γυναίκες που είπαν όχι, σε όλες τις βαθιές και όλες τις επιπόλαιες χαρές της ζωής αφήνουν το σκληρό κρεβάτι, κι βγαίνουν από το ταπεινό κελί τους στο κρύο, τη σιωπή, το σκοτάδι των ατέλειωτων διαδρόμων… Πηγαίνουν στο παρεκκλήσι τους, που είναι ακόμα πιο κρύο, ακόμα πιο σκοτεινό, να κάψουν πάλι από το λιβανωτό της ψυχής τους, για την εξαγορά αμαρτημάτων που ούτε γνωρίζουν καν. Αυτές οι γυναίκες, που απαρνήθηκαν κάθε γλύκα, κάθε χάδι, κάθε ελπίδα, πώς μπορούν άραγε να ζουν – αφού οπωσδήποτε ζουν ακόμη. Κάτω από τον πέπλο τους πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες, τους τοίχους, τις γρίλιες; Αυτό κυρίες μου και κύριοι ήταν το επίμονο ερώτημα, αυτή ήταν η ακατανίκητη περιέργεια, που έφερε τον ποιητή – μια μέρα, που γύριζε κουρασμένος από μάταια όνειρα – κοντά στο μοναστήρι και τον έκανε να διαβεί τους τοίχους του. Και μέσα στο μοναστήρι αυτό, που – όπως και νάναι – έχει τον κήπο του, ευρήκε το θαυματουργό λουλούδι, το μαγικό άρωμα, που χωρίς αυτά η ζωή δεν είναι παρά μια ατέλειωτη στενοχώρια, μια ανόητη περιπέτεια, ένα απογοητευτικό ταξίδι. Όπως αλλού, όπως παντού, ο ποιητής ευρήκε εκεί μέσα, τον παλμό της καρδιάς, τη συγκίνηση… Κυρίες μου και κύριοι… η σειρά σας τώρα είναι. Σας παρακαλώ, ελάτε να γνωρίσετε και σεις το μυστήριο, το τόσο απλό και το τόσο βαθύ μυστήριο του μοναστηριού… ίσως ν’ αξίζει ο κόπος.

Page 240: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

240

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ

ΜΜΑΑΝΝΑΑ ΚΚΟΟΥΥΡΡΑΑΓΓΙΙΟΟ

1.

Η Λοχίας στο Στρατολόγο.

ΛΛΟΟΧΧΙΙΑΑΣΣ Αυτό που τους χρειάζεται εδωπέρα, είναι ένας βαρβάτος πόλεμος. Τι καρτερείς από ανθρώπους που τους έχει. ζαβλακώσει. η ερήνη… εδώ έχουνε να δούνε πόλεμο κύριος οίδε από πότε. Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο κακό της ειρήνης ; Σε αποδιοργανώνει. Σμπαράλια σε κάνει. Σκέτη τσαπατσουλιά η ειρήνη, μη συζητάς. Μονάχα ο πόλεμος φτιάχνει τάξη, οργάνωση. Η ειρήνη, είναι σα δέντρο στέρφο : όλο φυλλωσιά — και φρούτο πουθενά. Ειρήνη... εμπάτε σκύλοι αλέστε είναι η ειρήνη. Τους είδες τους ντόπιους πως τρώνε; Περιδρομιάζουν, ό,τι τους κατέβει. Μια κομάτα τυρί πάνω σε μια φέτα άσπρο ψωμί, και μετά λαρδί πάνω απ’ το τυρί ! Και απογραφή ; Είδες εσύ απογραφή ; Έχουνε κάνει ποτέ τους απογραφή ; Ξέρουνε πόσα άλογα και πόσους μάχιμους άντρες διαθέτει η πόλη ; Σκοτιστήκανε. Αυτά έχει η ειρήνη σου. Εγώ έχω κάνει σε μέρη όπου έχουνε να δούνε πόλεμο, να σου πω κι’ εβδομήντα χρόνια λίγο θάναι. Ε, ξέρεις κάτι ; Ούτε ονόματα δεν είχανε ! Δεν ξέρανε Κανένας τους να σου πει ποιος είναι ! Ε, πούσαι καημένε πόλεμε ! Ό,που πόλεμος, εκεί και κατάλογοι, και αρχεία, όλα με τάξη, τα ποδήματα ποστιασμένα στη μεριά, το στάρι τσουβαλιασμένο από την άλλη, ζωντανά, άνθρωποι, όλα μετρημένα και νοικοκυρεμένα, όλα έτοιμα να στρατολογήσεις, να επιτάξεις, δίχως καμιά σκοτούρα... — Αυτό, ανάγκη να το καλοχωνέψουμε : δίχως τάξη, πόλεμος δε γίνεται.

Page 241: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

241

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ

ΜΜΑΑΝΝΑΑ ΚΚΟΟΥΥΡΡΑΑΓΓΙΙΟΟ

6.

Η Ιεροκήρυκας μιλάει με τον Γραφέα, το Στρατιώτη και την Κατερίνα. ΙΙΕΕΡΡΟΟΚΚΗΗΡΡΥΥΚΚΑΑΣΣ Να σου πω... Κατ’ εμένα, την ειρήνη τη βρίσκεις παντού, ακόμη μέσα στον πόλεμο. Ο πόλεμος έχει και τις ειρηνικές του στιγμές. Βλέπεις, ο πόλεμος είναι σε θέση να θεραπεύει όλες τις ανάγκες, ακόμη και αυτήν της ειρήνης. Μην ανησυχείς που λες για την ερήνη, διότι, πρώτα - πρώτα, την έχει ανάγκη ο ίδιος ο πόλεμος... χωρίς ειρήνη θάσβυνε κι αυτός. Διότι, άκου : κ α ι στον πόλεμο κ α ι ; στην πιο τέλεια ειρήνη, μήπως το ίδιο δεν χέζεις ; Ή μήπως δε μπορείς να κατεβάσεις τη μπυρίτσα σου ενδιαμέσως δύο πολέμων; Αφού μέχρι και στην προέλαση απάνω τον υπνάκο σου τον παίρνεις άμα θες, σε κανά χαντάκι πλάι στη δημοσιά, με το χέρι σου μαξιλάρι. Χαρτιά βέβαια δε μπορείς να παίξεις την ώρα που κάνεις επίθεση. Αλλά μη μου πεις ότι μπορείς να παίξεις την ώρα που οργώνεις το χωράφι σου, ακόμα και εν καιρώ ειρήνης ! Αυτά τα πράματα μόνο μετά τη νίκη τα απολαβαίνεις. Κι’ αν σου κόψει το πόδι καμιά σφαίρα, βάζεις στην αρχή δυο - τρεις στριγγλιές, νομίζεις πως έπαθες και γω δεν ξέρω τι, ύστερα όμως καλμάρεις, πίνεις το ρακί σου, και στο τέλος βολτάρεις αποδώ κι’ αποκεί κούτσα-κούτσα, κι’ έτσι ούτε συ έπαθες τίποτα σπουδαίο ούτε κι’ ο πόλεμος. Και, για να πούμε και τ’ άλλο, μήπως δε μπορείς δηλαδή να σπείρεις απογόνους στα σβέλτα, μέσα στο φούντωμα της μάχης, πίσω από μια θημωνιά ή όπου αλλού ; Αυτό κανείς δεν μπορεί να στο στερήσει – άσε που κι ο πόλεμος το θέλει αυτό, πάντα έχει ανάγκη, απ’ τα βλαστάρια σου. Τι μου λες τώρα, ο πόλεμος πάντα βρίσκει τον τρόπο του, αλίμονο. Γιατί να σταματήσει ;

Page 242: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

242

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΣΣ ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΣΣΕΕΤΤΣΣΟΟΥΥΑΑΝΝ

Πρόλογος.

Βράδυ. Ο Βανγκ, ο νερουλάς, προχωρεί και μιλάει στο κοινό. ΒΒΑΑΓΓΚΚ Με την άδειά σας, λέγουμαι Βανγκ, κι είμαι νερουλάς, εδώ στο Σετσουάν… Σκληρή δουλειά, αφεντάδες μου! Άμα το νερό είναι λιγοστό, πρέπει να πηγαίνω δρόμο και δρόμο μακριά, για να κουβαλάω μερικά ασκιά και να ποτίζω τον κόσμο. Άμα πάλι, είναι μπόλικο, τότε μένω χωρίς δουλειά και πεθαίνω της πείνας. Αγκαλά, δεν είμαι ο μόνος: εδώ, στον τόπο μας, έχει πέσει μεγάλη φτώχεια. Τόση, που όλοι λένε πως μονάχα οι Θεοί μπορούνε πια να μας γλιτώσουνε. Γι’ αυτό – ακούστε – δε λέγεται η χαρά μου, σαν έμαθα προχτές, πως μερικοί απ’ τους πιο τρανούς Θεούς ξεκίνησαν κι έρχουνται κατά δω. Μου το ’πε ένας γαϊδουρολάτης, που γυρίζει χωριά και πολιτείες… Όπου να ’ναι, λέει, θα φανούνε… Το δίχως άλλο, ο Ουρανός θ’ ανατρίχιασε απ’ τα παράπονα που φτάνουν ίσαμ’ εκεί πάνω, και τους στέλνει σε μας… Τρεις μέρες τώρα, τους καρτεράω εδώ, στη μπασιά της πόλης, για να ’μαι ο πρώτος που θα τους χαιρετήσει. Γιατί, αργότερα, ένας Θεός ξέρει αν θα τα καταφέρω να τους ζυγώσω. Θα πέσουν απάνω τους οι αφεντάδες της πόλης, θ’ αρχίσουνε όλοι να τους ζητάνε ρουσφέτια – και τότε, μην τους είδατε… Πώς θα τους γνωρίσω όμως; Μπορεί να μην έρθουνε όλοι μαζί παρέα. Μπορεί να ’ρθουν ένας ένας, για να μην τους πάρουμε μυρουδιά. Θεοί είν’ αυτοί, ξέρεις τι σκαρφίζουνται;

(Περνάνε μερικοί εργάτες. Τους βλέπει) Δε μπορεί να ’ναι αυτοί κει – κάτω… Μοιάζουν εργατικοί. Οι ώμοι τους έχουνε καμπουριάσει απ’ τα φορτώματα.

(Περνάει ένας γραφιάς) Ούτε κι αυτός μπορεί να ’ναι Θεός. Τα δάχτυλά του είναι γεμάτα μελάνια. Εγώ δεν ξέρω κανένα Θεό, γραφιά!

(Περνάνε δυο Κύριοι) Μα ούτε κι αυτοί οι δυο κύριοι μου μοιάζουνε για Θεοί! Έχουνε μιαν αγριωπή φάτσα, σαν άνθρωποι που βαράνε πολύ… ενώ οι Θεοί, τι ανάγκη έχουνε να πιάσουνε το βούρδουλα; Όμως για στάσου!… Αυτοί εκεί οι τρεις…

(Παρουσιάζονται οι τρεις Θεοί) Εδώ αλλάζει το πράμα!… Τούτοι είναι καλοθρεμμένοι και δε μοιάζουνε νάχουνε δουλέψει ποτέ! Θεοί θα ’ναι!… Και τα παπούτσια τους είναι κατασκονισμένα, που θα πει έρχουνται από μακριά!… Ετούτοι είναι!

(Πέφτει στα γόνατα)

Δούλος σας, Εκλαμπρότατοι!

Page 243: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

243

ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ Μετ: ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ

ΤΤΟΟΥΥ ΦΦΤΤΩΩΧΧΟΟΥΥ ΤΤ’’ ΑΑΡΡΝΝΙΙ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Τρίτη.

Ο Φουρές θυμωμένα. Μιλάει στον Φουσέ. ΦΦΟΟΥΥΡΡΕΕΣΣ Η Πατρίδα, το περίμενα πως θα σηκώνατε τη μεγάλη αυτή παντιέρα που πίσω της κρύβετε όλες τις βρομοδουλειές σας. Σας ευχαριστώ για το μάθημα, πολίτα υπουργέ, μα εγώ τη δούλεψα τη δημοκρατία εφτά χρόνια με το πετσί μου, τίμια, παλικαρίσια και τυφλά. Ωστόσο τώρα, κάτω στην Αίγυπτο, φωτίστηκα, τα μάτια μου άνοιξαν κ’ έχω την τιμή να σας αναφέρω πως τη βράζω εγώ μια πατρίδα που βάζει ένα ληστή πάνω από την ελευθερία. Γιατί εγώ, γιατί εμείς, πάντα, ο λαός, οι κουτοί να ξεγελιόμαστε και να θυσιαζόμαστε για την πατρίδα; Σαν είναι για κέρδος και για δόξα, τότε οι κύριοι πάνε μπροστά, σαν είναι όμως για θυσίες, σπρώχνουν εμάς να μπούμε πρώτοι. Σκέφτηκε ποτέ ο Βοναπάρτης την πατρίδα, σα μούπαιρνε τη γυναίκα μου; Όχι, πολίτα υπουργέ, μ’ αυτά τα μεγάλα λόγια δεν πέφτω πια τ’ ανάσκελα. Σαν πολίτης γυρεύω το δίκιο μου απ’ την πατρίδα, δικαιοσύνη γυρεύω! Και θα φωνάζω όσο που να μ’ ακούσουν. Είναι πολύ συγκινητική, μα την αλήθεια, η τρυφερότητα που δείχνουν όλοι στον Κουτοφουρές. Ο Βοναπάρτης με στέλνει ως επιστολέα στη Γαλλία, ο Μπερτιέ μέσα στους βούρκους, στη Μανσούρα, και σεις στη φυλακή. Όλοι από καλοσύνη, από επιείκεια, δεν είναι αλήθεια; Κι από ανθρώπινο αίσθημα, φυσικά, απαγορεύετε και στη γυναίκα μου να μου μιλήσει. Θέλω να τη δω αμέσως. Είναι δίκιο μου και το απαιτώ.

Page 244: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

244

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: Λ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

ΟΟ ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΛΛΟΟΥΥΛΛΟΟΥΥΔΔΙΙ ΣΣΤΤΟΟ ΣΣΤΤΟΟΜΜΑΑ

Μονόπρακτο.

Ο Πελάτης στον Άνθρωπο. ΠΠΕΕΛΛΑΑΤΤΗΗΣΣ Ναι οι καημένες... Είναι άξιες ακόμα να πουν πως πηγαίνουν εκεί για κάνουν οικονομίες. Μετά, συνήθως διαλέγουν ένα βρώμικο, ασήμαντο και κακομοίρικο μέρος σε κάποιο προάστειο και βάζουν όλα τους τα δυνατά για να το στολίσουν με την παρουσία τους. Κομμώσεις, μπιζού, φορέματα, εμφανίσεις... Ω, οι γυναίκες αγαπητέ μου ! Τι τα θέλετε, το επάγγελμά τους είναι η κοκετταρία ! «Ξέρεις αγάπη μου αν ο δρόμος σου είναι απ’ εκεί... έχω πολύ ανάγκη από το τάδε και το τάδε πράγμα... Αλήθεια θα μπορούσες περνώντας από την οδό τάδε, για να πας σ’ εκείνη τη δουλειά σου να μου πάρης κι εκείνο... Ε, μια και θα κάνεις τον κόπο, χρυσέ μου, πέρασε κι απ’ τον παπουτσή μου... αν δεν σου κάνει κόπο... χρυσέ μου». Χι! «αν δεν σου κάνει κόπο» ! «Χρυσέ μου» ! Πώς διάβολο λοιπόν αγαπητή μου να ξεμπλέξω μέσα σε τρεις ώρες μ’ όλες αυτές τις παραγγελιές; «Ω φυσικά... μα τι αφελής που είσαι. Μα μ’ ένα αυτοκίνητο χρυσέ μου» ! Βέβαια προλαβαίνω τα πάντα μ’ ένα καλοπληρωμένο ταξί. Το άσχημο είναι πως λογαριάζοντας να μείνω μονάχα τρεις ώρες στην πόλη, δεν πήρα τα κλειδιά του σπιτιού μαζύ μου κι είμαι τώρα κι άστεγος κοντά στα άλλα. Ξεφόρτωσα όλο μου το φορτίο, όλα εκείνα τα ποικιλόμορφα πακέτα στην αποθήκη του σταθμού, έφαγα σ’ ένα εστιατόριο και μετά βάλθηκα να ψάχνω να βρω ένα μέρος για να ξεθυμάνω. Χώθηκα σ’ ένα Θέατρο. Σαν τέλειωσε και βγήκα στο δρόμο. σκέφτηκα κι είπα στον εαυτό μου : «Ε, τι να κάνουμε φιλαράκο μου και μετά βάλθηκα να ψάχνω να βρω ένα μέρος για να ξεθυμάνω. Χώθηκα σ’ ένα θέατρο. Σαν τέλειωσε και βγήκα στο δρόμο, σκέφτηκα κι είπα στον εαυτό μου: Ό,τι έγινε, έγινε. Για Ξενοδοχείο μην κάνεις κουβέντα. Κοντεύει δωδεκάμισυ. Δεν αξίζει τον κόπο να πληρώσω δωμάτιο σε ξενοδοχείο αφού στις τέσσερις θα πάρω το πρώτο τραίνο. «Τι, για τρεις ώρες ύπνο να ξοδέψεις τόσα λεφτά ; Κοίταξε να περάσεις όπως όπως αυτές τις ώρες». Κι έτσι κατέληξα εδώ. Το καφενείο δεν φαντάζομαι να κλείνει ;

Page 245: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

245

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: Λ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

ΟΟ ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΛΛΟΟΥΥΛΛΟΟΥΥΔΔΙΙ ΣΣΤΤΟΟ ΣΣΤΤΟΟΜΜΑΑ

Μονόπρακτο.

Ο Άνθρωπος στον Πελάτη. ΟΟ ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ Να ευχαριστείτε το Θεό που όλ’ αυτά δεν είναι παρά ασήμαντα μικροατυχήματα. Υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρότερα πράγματα απ’ τα δικά σας αγαπητέ μου φίλε. (Σιωπή) Λέω πως έχω ανάγκη να προσκολλώμαι με τη φαντασία στη ζωή των άλλων. Μα έτσι, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Αντίθετα. μ’ ενδιαφέρει να νοιώθω το βάρος της. να βλέπω πόσο αυτή η ζωή είναι και βλακώδης σε τέτοιο σημείο. που δεν θάχε ενδιαφέρον για κανέναν η συνέχειά της. (Με σκοτεινή λύσσα) Πρέπει να το ξεδιαλύνουν αυτό κάποτε, που να πάρ’ ο Διάολος! Γιατί μπορεί να μην ξέρουμε πολύ καλά πώς γίνεται, αυτό, μα το νοιώθουμε, εδώ... μέσα στο λαρύγγι μας... αυτή τη γεύση της ζωής πάντοτε ανικανοποίητη... Ποτέ της δεν θα ικανοποιηθεί... ποτέ, γιατί η ζωή και την στιγμή τούτη που την ζήτε είναι πάντα τόσο άπληστη γι’ αυτή την ίδια της την ύπαρξη, που δεν σ’ αφήνει καιρό να τη γευτείς... Η γεύση απομένει πάντα στο παρελθόν κι εμείς δεν κρατάμε παρά την ανάμνησή της... Ναι, η γεύση της ζωής μας έρχεται από κει απ’ αυτές τις αναμνήσεις που μας κρατούν δεμένους. Αλλά δεμένους σε τι ; Σε μια βλακεία... σ’ όλες αυτές τις ενοχλήσεις, σ’ αυτές τις δυστυχίες θάλεγα. Σε τέσσερα ή πέντε ή και δέκα χρόνια, ποιος ξέρει ποια γεύση, ποια αίσθηση θάχουν αυτά τα δάκρυα... και η ζωή μας κύριε, και μόνο η ιδέα να τη χάσει κανείς, ιδίως όταν ξέρει πως είναι υπόθεση ημερών... (Αυτή τη στιγμή, απ’ τη γωνιά της δεξιάς μεριάς φαίνεται να παραφυλάει η γυναίκα πούναι ντυμένη στα μαύρα) Να... βλέπετε εκεί ; Εκεί στη γωνιά του δρόμου, βλέπετε αυτή τη σκιά μιας γυναίκας ; Να, κρύφτηκε τώρα !...

(Ύστερα από μκρή σιωπή) Με παρακολουθεί από μακριά. Μούρχεται να τρέξω να την αρχίσω στις κλωτσιές, να την κάνω να πάψει να με κρυφοκυττάζει. Μα θάταν ανώφελο. Είναι σαν αυτά τα παληόσκυλα που επιμένουν. Όσο πιο πολύ τα κλωτσάς, τόσο περισσότερο έρχονται κοντά σου. (Σιωπή) Το πόσο υποφέρει αυτή η γυναίκα για μένα δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Έχει πάψει να τρώει, να κοιμάται... Μ’ ακολουθεί μέρα-νύχτα έτσι από μακρυά. Αν μπορούσε τουλάχιστον να βουρτσίσει αυτό το παληοκάπελλό της, τα ρούχα της... Μα όχι δεν είναι πια γυναίκα, μα ένα κουρέλι. Τα μαλλιά της είναι κι όλας για καλά ασπρισμένα... και είναι μόλις τριανταπέντε χρόνων... (Σιωπή) Συχνά με κάνει να γίνωμαι έξαλλος. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε. Πολλές φορές την αρπάζω... Ηλίθια ! της φωνάζω, τραντάζοντάς την. Τα δέχεται όλα. Και μένει έτσι να με κυττάζει... με κάτι μάτια, με κάτι μάτια που σας ορκίζομαι με κάνουν να νοιώθω στα δάχτυλα μια άγρια επιθυμία να την πνίξω ! Εκείνη τίποτα... Περιμένει ν’ απομακρυνθώ για να ξαναρχίσει μ’ ακολουθεί από μακρυά ! (Ξανά η γυναίκα βγάζει το κεφάλι απ’ τη γωνιά του δρόμου) Να! Τη βλέπετε που σκύβει;

Page 246: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

246

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: Λ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

ΟΟ ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΛΛΟΟΥΥΛΛΟΟΥΥΔΔΙΙ ΣΣΤΤΟΟ ΣΣΤΤΟΟΜΜΑΑ

Μονόπρακτο.

Ο Άνθρωπος στον Πελάτη. ΟΟ ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ Μια στιγμή! Αν ο θάνατος, κύριέ μου, ήταν κάτι σαν αυτά τα παράξενα και βρωμερά έντομα που βρίσκει καμιά φορά κανείς επάνω του θα μπορούσαμε… Περπατάμε στο δρόμο. Ένας κάποιος τυχαίος περαστικός σας σταματά ξαφνικά και με πολύ λεπτότητα σας λέει τεντώνοντας το χέρι του επάνω σας: «Συγγνώμη, κύριε, μου επιτρέπετε; Αγαπητέ μου, έχετε το θάνατο επάνω σας». Και παίρνει το βρωμερό έντομο απ’ το σακάκι σας και το πετά στο δρόμο… Θάταν θαυμάσια ε; Μα ο θάνατος δυστυχώς δεν είναι έτσι. Πολλοί απ’ αυτούς που πηγαίνουν ήσυχοι κι αμέριμνοι τον έχουν ίσως επάνω τους, μα κανένας δεν τον βλέπει. Εγώ παραδείγματος χάριν αγαπητέ κύριε… να… πλησιάστε. (Τον οδηγεί προς το φως). Ελάτε εδώ κάτω απ’ αυτή τη λάμπα. Θα σας δείξω κάτι. Βλέπετε εδώ, κάτω από το μουστάκι, αυτή την ωραία βιολέτα στα πάνω χείλος; Ξέρετε πώς τη λένε στην ιατρική; Ω, ένα όνομα πολύ γλυκό, σαν καραμέλα: «Επιθηλίωμα»! Πέστε το, είναι αδύνατο να μην αισθανθείτε κάποια γλύκα στο στόμα. «Επιθηλίωμα!» Ο θάνατος πέρασε και μου έβαλε αυτό το λουλούδι στο στόμα: «Κράτησε αυτό φίλε μου», μούπε, «θα ξαναπεράσω σε οχτώ δέκα μήνες…» Τώρα πέστε μου εσείς αν μ’ ένα τέτοιο λουλούδι στο στόμα μπορώ να μείνω στο σπίτι μου ήσυχος και ειρηνικός. Όπως θα τόθελε αυτή η δυστυχισμένη! Της φωνάζω: «Μα θάθελες να σε φιλήσω; - Ναι, ναι, το θέλω, φίλησέ με!» Ξέρετε τι έκανε την περασμένη βδομάδα γρατζούνισε με μια καρφίτσα τα χείλια της και μετά πήρε το κεφάλι μου στα χέρια της, έτσι καθώς κοιμόμουν, και με φίλησε πολύ ώρα στο στόμα, γιατί θέλει, λέει, να πεθάνει μαζί μου. Είναι τρελή! Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δεν θέλω να μένω σπίτι μου. Πρέπει να τριγυρίζω στους δρόμους, να βλέπω τα μαγαζιά εγώ, να θαυμάζω απ’ τις βιτρίνες την επιδεξιότητα των πωλητριών γιατί… καταλαβαίνετε, αν αφήσω ένα λεφτό το μυαλό μου άδειο, μπορώ πολύ εύκολα να σκεφτώ πως δεν θάταν καθόλου δύσκολο ν’ αφαιρέσω τη ζωή κάποιου… έτσι κάποιου που δεν γνωρίζω, να τραβήξω το πιστόλι μου και να σκοτώσω κάποιον.. στην τύχη, κάποιον που σαν και σας είχε την κακοτυχία να χάσει το τραίνο του! (Γελά). Ω, μη φοβάστε, αγαπητέ μου κύριε, αστειεύομαι. Φεύγω. Μάλλον θα σκότωνα… Μα τώρα βγήκαν τα βερίκοκα… Πώς τα τρώτε αλήθεια; Με το φλούδι τους, δεν είν’ έτσι; Τ’ ανοίγεις στα δυο και τα πιέζεις στα δάχτυλά σου σαν δυο ζουμερά χείλια. Ω, είναι μεγάλη απόλαυση! (Γελά). Τα σέβη μου στη γυναίκα σας και στις κορούλες σας. Τις φαντάζομαι ντυμένες στ’ άσπρα και στα γαλάζια μέσα σ’ ένα πράσινο λιβάδι κάτω από μια σκιά. Και κάντε μου παρακαλώ μια μεγάλη χάρη. Αύριο πρωί όταν θα φτάσετε… φαντάζομαι το χωριουδάκι θάναι αρκετά μακριά απ’ το σταθμό. Την αυγή θάταν όμορφα να κάνετε το δρόμο με τα πόδια. Την πρώτη τούφα χλόης που θα βρήτε στο δρόμο σας μετρήστε τα φυλλαράκια της για μένα. Όσα φύλλα θάχει τόσες μέρες θα ζήσω ακόμα. Μα, σας παρακαλώ διαλέξτε μεγάλη τούφα, σας ικετεύω… (Γελά). Καλή νύχτα, αγαπητέ κύριε.

Page 247: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

247

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

ΑΑΠΠΟΟΨΨΕΕ ΑΑΥΥΤΤΟΟΣΣΧΧΕΕΔΔΙΙΑΑΖΖΟΟΥΥΜΜΕΕ

Πρόλογος.

Ο Σκηνοθέτης στο κοινό. ΣΣΚΚΗΗΝΝΟΟΘΘΕΕΤΤΗΗΣΣ Η σκηνική δημιουργία, που ανήκει μονάχα σε μένα. Παρακαλώ. άλλη μια φορά, να μη με διακόπτουν. Και τονίζω, επειδή βλέπω μερικούς απ’ τους θεατρικούς κριτικούς να χαμογελούν, πως αυτή είναι η πεποίθησή μου. Οι κύριοι μπορούν να επιμένουν πως την πρώτη θέση κατέχει ο ποιητής. Αλλά και κείνος μπορεί τότε, όπως θα παραδεχθείτε και σεις, να γελάσει με τις κριτικές τους, καθώς χαμογελούν τώρα κι εκείνοι με τις απόψεις μου. Φυσικά, μόνο με τις κακές κριτικές. Έπειτα θα ’ταν μεγάλη αδικία να σφετερισθεί τον έπαινο που θ’ απονεμηθεί σε μένα. Η πεποίθησή μου έχει γερές βάσεις. Αυτό εδώ (Σηκώνει το χέρι με το χαρτί), αυτό είναι Το έργο ποιητή. Τι κάνω εγώ ; Το παίρνω σαν πρώτη ύλη της σκηνικής δημιουργίας, και το χρησιμοποιώ όπως χρησιμοποιώ τους ηθοποιούς που διαλέγονται καθώς εγώ νομίζω καλύτερα. Όπως χρησιμοποιώ το σκηνογράφο όταν του δίνω εντολή να ετοιμάσει τις σκηνογραφίες. Θα παραδεχθείτε πως η σκηνική δημιουργία σ’ ένα άλλο θέατρο και μιαν άλλη σκηνή, άλλες σκηνογραφίες, άλλους φωτισμούς, και, πάνω απ’ όλα, άλλους ηθοποιούς, θα είναι ολότελα διαφορετική. Δε σας φαίνεται, λοιπόν, πως αυτό που βλέπετε πάνω σκηνή δεν είναι ποτέ το έργο του ποιητή, που είναι και μένει αμετάβλητο, αλλά διάφορες σκηνοθετικές δημιουργίες ; Για να κρίνει κανείς ένα έργο πρέπει να το γνωρίζει καλά. Στο θέατρο, όμως, δεν προφταίνει, με μια φορά που θα τα’ ακούσει, να το καταλαβει, τη στιγμή, μάλιστα, που απ’ τον ένα ηθοποιό θα παιχτεί έτσι, απ’ τον άλλον αλλιώς. Το μόνο που θα έπρεπε να γίνει θα ’ταν να μπορούσε αυτό το έργο να παρασταθεί μόνο του, αφ’ εαυτού, δηλαδή χωρίς ηθοποιούς, αλλά με τα ίδια του τα πρόσωπα, αν γινότανε κανένα θαύμα και παίρνανε σάρκα και οστά. Τότε θα ’ταν αδύνατό να κριθεί το έργο ανάμεσα στο θέατρο. Όμως, ένα τέτοιο θαύμα είναι αδύνατο. Κανείς δεν το είδε ως τα τώρα. Αντί γι’ αυτό, γίνεται κάθε βράδυ ένα άλλο θαύμα, που κατορθώνει ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς του. Και για να μη θαρρείτε πως παραδοξολογώ, θα σας παρακαλέσω να σκεφθείτε πως ένα έργο τέχνης είναι καθηλωμένο σε μιαν αμετάβλητη μορφή που αντιπροσωπεύει την απολύτρωση του ποιητή απ’ το δημιουργικό μόχθο. Ωραία ! Νομίζετε, όμως, πως μπορεί να υπάρξει ζωή, εκεί που τίποτα δεν κινείται ; Εκεί που όλα ηρεμούν σε μιαν απόλυτη ησυχία ; Η ζωή πρέπει να υποταχτεί σε δυο νόμους, που δεν της επιτρέπει ούτε ν’ ακινητοποιείται διαρκώς, ούτε να κινείται αέναα. Αν η ζωή ήταν μόνο κίνηση δε θα υπήρχε. Κι αν βρισκότανε σε διαρκή ακινησία, θα ’ρχόταν στιγμή που δε θα μπορούσε να κινηθεί. Γι’ αυτό η ζωή πρέπει να κινείται και να μένει ακίνητη. Γελιέται ο ποιητής αν φαντάζεται πως βρίσκει τη γαλήνη και το λυτρωμό του όταν καθηλώσει το έργο του σε μιαν αμετάβλητη φόρμα, για πάντα. Το έργο του έπαψε να ζει γιατί ο λυτρωμός κι η γαλήνη φέρνουν μαζί τους και το τέλος της ζωής. Όποιος νομίζει πως βρήκε Κάτι τέτοιο, έχει πάθει την παραίσθηση πω είναι ακόμα ζωντανός, ενώ είναι τόσο νεκρός, που δεν οσφραίνεται πια τη δυσωδία του πτώματός του. Αν ένα έργο τέχνης εξακολουθεί να ζει. αυτό συμβαίνει γιατί το

Page 248: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

248

βγάζουμε εμείς απ’ τη μορφή που το ’χει καθηλωμένο ο δημιουργός του. Γιατί αυτής της μορφής της δίνουμε ζωική κίνηση μέσα μας. Τη ζωή του τη δίνουμε εμείς. Διαφορετική σε κάθε εποχή. αλλιώτικη στον ένα. αλλιώτικη στον άλλο. και... πολλές ζωές, όχι μία. Γιατί η ζωή που δίνω εγώ, δεν μπορεί ποτέ να ’ναι η ίδια μ’ εκείνην που δίνει κάποιος άλλος. Σας ζητώ συγγνώμη για το λοξοδρόμημα που έκανα για να φτάσω στο σημείο που ήθελα. Αλλά μπορεί κανείς να μας πει : Ποιος σας λέει πως η τέχνη πρέπει να ’ναι ζωή ; Η ζωή υπακούει στους δυο νόμους, που αναφέραμε πριν λίγο, γι’ αυτό δεν είναι τέχνη. Η τέχνη δεν είναι ζωή, ακριβώς γιατί μπορεί ν’ απελευθερωθεί απ’ αυτούς τους δυο αντίθετους νόμους. Και γι’ αυτό η Τέχνη είναι το βασίλειο της τέλειας δημιουργίας, ενώ η ζωή είναι όπως πρέπει να είναι, ατέλειωτα διαφορετική και διαρκώς εναλλασσόμενη. Καθένας μας προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του ανάλογα με τις πνευματικές του δυνάμεις. όπως φτιάνει ο ποιητής το έργο του. Πραγματικά, όσο πιο καλά οπλισμένος είναι κανείς, κι όσο καλύτερα ξέρει να τα καταφέρνει. τόσο ψηλότερα θα φτάσει και τόσο πιο πολύ θα κρατηθεί εκεί. Αυτό, όμως, δεν είναι πραγματική δημιουργία. Έπειτα, γιατί επιδιώκει ένα σκοπό όπου υπάρχει τέρμα, και τέλος, γιατί είναι εκτεθειμένη σ’ όλα τ’ απρόοπτα και σ’ όλα τα τυχαία εμπόδια. Η τέχνη εκδικείται, μπορούμε να πούμε, τη ζωή, γιατί η δημιουργία της είναι αληθινή δημιουργία, και γιατί είναι απολυτρωμένη από χρόνο. τυχαία συμβάντα, εμπόδια. Ναι, κυρίες και κύριοι, έτσι είναι. Αναλογίζομαι συχνά με τρόμο την αιωνιότητα ενός έργου τέχνης σαν μιαν άφθαστη θεϊκή μοναξιά, απ’ όπου ο ίδιος ο ποιητής, μόλις άφησε την πένα, μένει αποκλεισμένος, θνητός αυτός, απ’ αυτή την αθανασία. Η ακινησία ενός αγάλματος είναι τρομαχτική. Είναι τρομαχτική αυτή η αιώνια μοναξιά έξω απ’ το χρόνο. Κάθε γλύπτης — δεν ξέρω αλλά υποθέτω πως έτσι θα ’ναι — μόλις τελειώσει ένα άγαλμα, πρέπει να ποθεί να ζωντανέψει, να κινηθεί, να μιλήσει. Να πάψει να ’ναι άγαλμα, να γίνει ζωντανή ύπαρξη. Το θαύμα που ονειρεύτηκε ο Πιραντέλλο στα «Έξι πρόσωπα», όταν φανταζότανε φανταστικά πλάσματα να παίρνουν σάρκα· και οστά. Όμως αυτό το θαύμα δεν έγινε ποτέ, και η Γαλάτεια παραμένει άγαλμα. Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει να πάρει ζωή ένα έργο τέχνης, που ’χει κιόλας τη φόρμα του αμετάβλητου. Να του δώσουμε εμείς κίνηση, ζωή, αλλιώτικη κάθε φορά, μια στιγμιαία ζωή. Εκείνην που ο καθένας μας είναι ικανός να δώσει. Σήμερα, τα έργα τέχνης αφήνονται στη θεϊκή μοναξιά τους. Ο θεατής θέλει, μετά τις σκοτούρες και τα βάσανα της δουλειάς, να ξεσκάσει...

Page 249: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

249

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

ΑΑΠΠΟΟΨΨΕΕ ΑΑΥΥΤΤΟΟΣΣΧΧΕΕΔΔΙΙΑΑΖΖΟΟΥΥΜΜΕΕ

Μέρος Πρώτο, Εικόνα Τρίτη.

Ο Παλμίρο στο Σκηνοθέτη. ΠΠΑΑΛΛΜΜΙΙΡΡΟΟ Είναι καλύτεροι ηθοποιοί από μένα, το είπα λίγο πριν. Εγώ δεν μπορώ... Δεν είμαι παλιάς σχολής ηθοποιός εγώ... Δεν είμαι βέκιος... Για μένα η είσοδος είναι το παν... Μου την καταστρέψατε... Για συγκινηθώ μου χρειαζόταν ν’ ακούσω τη φωνή της υπηρέτριας... Ο θάνατος έπρεπε να μπει μαζί μου στην κάμαρα, και να ορθωθεί τρομερός μπρος στα ακατονόμαστα όργια του σπιτιού μου. Ο μεθυσμένος θάνατος, μεθυσμένος από ένα κρασί, που ’γινε αίμα. Το ξέρω πως έπρεπε να μιλήσω και ξέρω τι έπρεπε να πω... Με το θάρρος που θα μου ’δινε το κρασί και το αίμα γέρνοντας πάνω σ’ αυτή την κοπέλα. (Ακουμπάει στη Σαντέζα) Τότε θα μπορούσα να μιλήσω για μια τέτοια γυναίκα. (Δείχνει την Ιγκνάτσια) Για τέτοια κορίτσια, για τέτοιους νέους, λέγοντας φράσεις ακατανόητες, χωρίς ειρμό, αλλά γεμάτες βαθύτατο νόημα. Θα σας απόδειχνα πως παράσταινα το γελωτοποιό, μόνο και μόνο επειδή ένιωθα όλους τους άλλους άκαρδους, μοχθηρούς. Κακιά γυναίκα, κακιές θυγατέρες, κακοί φίλοι... Τι θέλατε να κάνω ; Δεν είμαι γελωτοποιός εγώ, είμαι όμως ο μόνος που έχει καλή καρδιά, ενώ αυτοί όλοι είναι κακοί άνθρωποι... Εγώ μονάχα είμαι έξυπνος, αυτοί είναι βλάκες. Εγώ με την καλοκάγαθη φύση μου, αυτοί με την προστυχιά της ψυχής τους. Ναι, ναι, (Σαν να του αντιλέει κανείς) έξυπνος, έξυπνος, ναι. έξυπνος, σαν τα μικρά παιδιά, όχι όλα, εκείνα που κοιτάζουν με θλιμμένα μάτια και ζουν και βλασταίνουν μέσ’ τη βρωμιά και τη σκληράδα των μεγάλων. Αλλά όλ’ αυτά, θα ’πρεπε να τα πω μεθυσμένος, μέσ’ το παραλήρημα του κρασιού, σκουπίζοντας ταυτόχρονα το ιδρωμένο πρόσωπό μου με τα ματωμένα χέρια μου, να. έτσι, και λερώνοντάς το με αίμα... (Ρωτά τους συναδέλφους του) Έμεινε αίμα στα μούτρα μου ; (Εκείνοι κατανεύουν) Ωραία ! (Συνεχίζει) Θα μπορούσα να σας κάνω ν’ ανατριχιάσετε... Να κλάψετε... Ναι, να κλάψετε, μ’ αληθινά δάκρυα... Κι έπειτα να σφυρίξω για τελευταία φορά... Με τη λίγη πνοή που μου απόμεινε. (Προσπαθεί να σφυρίξει μα δεν το

κατορθώνει)... Κι έπειτα (Φωνάζει τον πελάτη) ... Έλα κοντά μου και συ ... (Ακουμπά το άλλο χέρι στον

ώμο του πελάτη) ... Αλλά πιο κοντά σε σένα, να γύρω το κεφάλι, πάνω στον ώμο σου, αγάπη μου, και, σαν πουλί, που τέλειωσε η πικραμένη ζωή του, να πεθάνω !

Page 250: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

250

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ

ΑΑΠΠΟΟΨΨΕΕ ΑΑΥΥΤΤΟΟΣΣΧΧΕΕΔΔΙΙΑΑΖΖΟΟΥΥΜΜΕΕ

Μέρος Δεύτερο.

Ο Βέρι στη Μομίνα. ΒΒΕΕΡΡΙΙ Όχι, τα θυμήθηκες επειδή τίποτα δεν πέθανε, γιατί είναι ακόμα ζωντανά. Ζει πάντα η παλιά ζωή. Φτάνει ένα τίποτα, μια λέξη, ένα ήχος — μια κάποια εντύπωση — κοίτα, σε μένα η μυρουδιά του βασιλικού... βρίσκουμαι αμέσως στη γειτονιά μου, τον Αύγουστο. οχτώ χρονώ πιτσιρίκος, στη σκιά μιας μεγάλης ελιάς, με το φόβο μιας πελώριας σφήγκας, μαύρης, που ’χε χωθεί μέσα στον κάλυκα ενός λουλουδιού· βλέπω να τρέμει το κοτσάνι του λουλουδιού κάτω απ’ την άγρια λαιμαργία του έντομου, που μου προξενούσε τόσο τρόμο ! Και το νιώθω ακόμα, εδώ, στα νεφρά, εκείνο τον τρόμο ! Σκέψου εσύ, όλη εκείνη η όμορφη ζωή, τα όσα κάνατε, εσύ και ο άλλες, με τους νεαρούς, κλεισμένες μέσ’ στο σπίτι, μέσα στις κάμαρες... Μην τ’ αρνιέσαι, έχω δει τόσα πολλά ! Μια φορά τσάκωσα την Ρενέ με τον Σαρέλι... Νομίζανε πως ήταν μόνοι... Η πόρτα μισάνοιχτη, η Ρενέ φορούσε ένα ροζ μπλουζάκι... Το στήθος της ήταν έξω... Όμορφο, μικρό, στητό, σαν λεμόνι να του χουφτώνεις στην παλάμη κι αυτός τη χάιδευε και τη φιλούσε... και συ τα ’χες με τον Νάρντι πριν γνωρίσεις εμένα... Και πριν απ’ τον Νάρντι ποιος ξέρει με πόσους άλλους τα είχες ; Χρόνια ολόκληρα αυτή ζωή ! Το σπίτι σας ήταν πάντα ανοιχτό σ’ όλους... (Προχωρεί καπάνω της)... σαν να ’τανε δημόσιο, κι ορισμένα πράματα, αν δεν τα ’χες κάνει πριν, πως τα ’ξερες όταν ήρθες μαζί μου ;...

Page 251: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

251

ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ Μετ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΕΕΞΞΙΙ ΠΠΡΡΟΟΣΣΩΩΠΠΑΑ ΖΖΗΗΤΤΟΟΥΥΝΝ ΣΣΥΥΓΓΓΓΡΡΑΑΦΦΕΕΑΑ

Πράξη Πρώτη.

Ο Πατέρας στο Γιο στην Κόρη και μετά στο Θιασάρχη. ΠΠΑΑΤΤΕΕΡΡΑΑΣΣ Έχεις δίκιο, το παραδέχομαι. Δεν ασχολήθηκα μαζί σου. Μα δεν είναι τάχα αυτή μια καθαρά δραματική κατάσταση ; Αυτή σου η επιμονή — η τόσο οδυνηρή για μένα — ν’ αποφεύγεις τη μητέρα σου ; Σε βλέπει για πρώτη φορά μεγάλο, δε σε γνωρίζει, μα ξέρει πως είσαι γιος της. Κοιτάξτε την, κλαίει. (Δείχνοντας την Κόρη στον

θιασάρχη) Κι αυτή, φυσικά, δεν μπορεί να τον υποφέρει. (Μιλάει πάλι για το Γιο) Λέει πως δεν παίζει κανένα ρόλο στο δράμα, ενώ είναι αυτός ο άξονας της δράσης ! Κοιτάξτε αυτό το δύστυχο αγοράκι, που μένει ζαρωμένο κοντά στη μητέρα του, φοβισμένο, ταπεινωμένο... Αυτός είναι ο υπεύθυνος. Η πιο τραγική περίπτωση είναι ίσως αυτού του μικρού. Νιώθει πιο ξένος απ’ όλους. Νιώθει πως τον έχουν περιμαζέψει στο σπίτι μας από ελεημοσύνη. (Εμπιστευτικά) Είναι φτυστός ο πατέρας του... Ταπεινός. Δε βγάζει τσιμουδιά!... Δε θα σας ενοχλήσει για πολύ ακόμα...Το ίδιο κι αυτή η μικρή. Μάλιστα αυτή θα φύγει πρώτη... Να πώς προχωράει το δράμα στη λύση του : όταν η δυστυχισμένη μητέρα ξαναγυρίζει στο σπίτι μου, όλα τα παιδιά που είχε γεννήσει έξω απ’ αυτό το σπίτι... η πρόσθετη ας πούμε οικογένεια, εξαφανίζεται με το θάνατο της μικρής, την αυτοχτονία του μικρού και τη φυγή της μεγάλης κόρης. Η οικογένεια αυτή δεν μπορεί να ζήσει, γιατί νιώθει ξένη εκειμέσα. Κι έτσι, ύστερ’ απ’ όλους τους καημούς, ξαναβρισκόμαστε εμείς οι τρεις — εγώ, η μητέρα κι ο γιος — ξένοι πια ο ένας για τον άλλον, σε μια θανάσιμη απόγνωση... Είναι η εκδίκηση, όπως το ’πε τούτος εδώ για να κοροϊδέψει — η εκδίκηση του «δαιμόνιου του πειραματισμού», που βρίσκεται, αλίμονο, μέσα μου και που με κάνει να κυνηγάω μιαν ευτυχία απίθανη κι απραγματοποίητη, αφού της λείπει η πίστη εκείνη που μας κάνει να δεχτούμε ταπεινά τη ζωή όπως είναι...Ο εγωισμός μας μας σπρώχνει να πάρουμε εμείς τη θέση της ζωής και να φτιάξουμε για τους άλλους μια πλαστή πραγματικότητα, που τη νομίζουμε καλή γι’ αυτούς, μα που δεν είναι… Γιατί ο καθένας από μας έχει μια δική του πραγματικότητα, που πρέπει οι άλλοι να τη σεβόμαστε, σα να ’ρχεται απευθείας απ’ το Θεό, έστω κι αν είναι σε μας τους άλλους ολέθρια.

Page 252: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

252

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ ΜΜΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ

Πράξη Πρώτη.

Ο Ντομένικο στη Φιλουμένα. ΝΝΤΤΟΟΜΜΕΕΝΝΙΙΚΚΟΟ Μα είμαι άντρας εγώ ; Άφησέ με να πάω μπρος στον καθρέφτη να φτύσω τα μούτρα μου μέχρι που ν’ αποκάνω ! (Με μίσος κοιτάζει. την Φιλουμένα) Με σένα ; Μα εγώ μαζί σου έχασα μια ζωή ολάκερη. Είκοσι πέντε χρόνια. όλο υγεία, νιάτα, εξυπνάδα και δύναμη. Τα ’χασα μαζί σου. Τώρα θέλεις κι αυτό ; Πρέπει κι αυτό να σου να σου δώσει ο Ντομένικο Σοριάνο ; Το πετσί του ; Λίγο το γδάρατε όλοι σας εδώ μέσα ; (Αποτεινόμενος σε όλους) Όλοι σας, λίγο πολύ, τον έχετε γδάρει ! Όλοι, και μέσα κι όξω ! (Χειρονομώντας κατηγορηματικά) Εσύ, κι εσύ, κι εσύ... Στο σοκάκι, στη συνοικία, στη Νάπολη, στον κόσμο ! Κι εγώ, βλάκας πάντα ! (Σκέπτεται τι συνέβη προ ολίγου και το αίμα του τον

πνίγει απ’ το θυμό) Δεν το χωρεί ο νους μου ! Μα έπρεπε να το περιμένω... Μια γυναίκα σαν και σένα είναι ικανή για όλα. Είκοσι πέντε χρόνια δε σ’ άλλαξαν. Να, μη θαρρείς πως κέρδισες την παρτίδα. Τίποτα δε κέρδισες, ακούς ; Σε σκοτώνω, και πληρώνω ύστερα τρεις δεκάρες ! Κι όλους εκείνους που σου δώσανε χέρι. (Η Ροζαλία

ξεσπάει, ο Αλφρέντο είναι ήρεμος) Τον παπά, το γιατρό... (Δείχνοντας απειλητικά τη Ροζαλία και τον φρέντο) Κι αυτούς τους δύο αχάριστους, που τους έθρεψα και τους πάχυνα τόσα χρόνια. Όλους θα σας καθαρίσω ! (Αποφασιστικός) Δώστε μου το πιστόλι !... ...Φτάνει ! Φτάνει πια ! Κοιμόμουνα και ξύπνησα. (Στη Φιλουμένα) Εσύ να φεύγεις από δω μέσα. Κι αν δε φύγεις με το καλό, θα βγεις πεθαμένη. Ούτε νόμος, ούτε Θεός θα μ’ αλλάξει απόφαση. Ακού ; Σας καταγγέλλω όλους για απάτη. Θα σας στείλω φυλακή. Τα λεφτά δε μου λείπουν. Όσα ξοδέψω. Θα σε χορέψω στο ταψί, Φιλουμένα ! Όταν καθίσω και πω, από ποιο σπίτι σε τράβηξα και σε ποιο σε φύλαξα 25 χρόνια, θα σε χαντακώσω. Θα σε πατήσω σα σκουλήκι, Φιλουμένα !

Page 253: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

253

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ ΜΜΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ

Πράξη Τρίτη.

Ο Ντομένικο στη Φιλουμένα. ΝΝΤΤΟΟΜΜΕΕΝΝΙΙΚΚΟΟ Ε. τότε κάνε μου και μένα μια χάρη. Ναι... άκουσέ με. (Η Φιλουμένα κάθεται) Αν ήξερες πόσες φορές. τον τελευταίο καιρό. Ζήτησα να σου μιλήσω και δεν τα κατάφερα... Καταλαβαίνω πως το θέμα είναι κάπως λεπτό, και δίχως ταραχή δε θα μπορέσεις να μ’ απαντήσεις. Μα εμείς παντρευόμαστε... Σε λίγο θα γονατίσουμε μπροστά στο Θεό, όχι σαν δυο νέοι που ενώνονται για να σβήσουνε μια σωματική δίψα... Φιλουμένα, εμείς τη ζωή μας τη ζήσαμε. Εγώ είμαι 52 χρονών κι εσύ κοντεύεις 48. Είμαστε δύο ώριμοι άνθρωποι που πρέπει να ξέρουν γιατί παντρεύονται σ’ αυτή την ηλικία... Εσύ μπορείς να ξέρεις, γιατί με παντρεύεσαι... Εγώ να σου πω, το κάνω γιατί μου ’πες, πως ένα από κείνα τα τρία αγόρια, είναι γιος μου... … Όχι... Και γιατί σ’ αγαπώ... Ζήσαμε μαζί 25 χρόνια... Και 25 χρόνια είναι μια ζωή... Το κατάλαβα και μόνος μου σαν έφυγε απ’ το σπίτι... Έχασα τα νερά μου... Δεν εύρισκα πουθενά ησυχία... Εγώ πιστεύω σε σένα, Φιλουμένα. Είναι κάποια πράγματα που σαλεύουν ως μες στα φυλλοκάρδια... (Σοβαρός και θλμμένος) Κάνε μου τη χάρη, πες μου. Τη νύχτα δε βρίσκω ύπνο... Είναι δέκα μήνες από τότε... Θυμάσαι ; Δεν κοιμάμαι, δεν τρώγω, δεν παίζω. Δεν πίνω. Δηλαδή δε ζω. Μες στην καρδιά μου, δεν ξέρεις, Τι σφίξιμο νιώθω… Κάνω ν’ αναστενάξω, κι ο αέρας γίνεται κόμπος στο λαιμό μου και με πνίγει. (Της δείχνει το λαιμό) Δεν μπορείς βέβαια να μ’ αφήσεις έτσι να ζω... Μου ’χες πει, θυμάσαι... «Μην ορκίζεσαι» Και δεν ορκίστηκα. Μου ’πες σαν ψυχομαχώ θα ζητιανέψω τη συγγνώμη σου... Σου τη ζητώ... από τώρα... Όπως Θέλεις... Γονατιστός... φιλώντας σου τα χέρια... τα γόνατα... Πες μου ποιο ; απ’ τους τρεις, είναι γιος μου... αίμα μου,... σάρκα μου...

Page 254: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

254

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΘΕΜ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ - ΝΟΒΑ

ΑΑΧΧ,, ΑΑΥΥΤΤΑΑ ΤΤΑΑ ΦΦΑΑΝΝΤΤΑΑΣΣΜΜΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Πασκουάλε στη Μαρία και στον Αλφρέδο. ΠΠΑΑΣΣΚΚΟΟΥΥΑΑΛΛΕΕ Κ αφού εγώ δε σου ζητώ, το ζήτημα έληξε. Μη νοιάζεσαι για μένα για... το πώς μπαίνουν τα χρήματα στο σπίτι, δεν υπάρχει κίνδυνος να πάω φυλακή. Ο κόσμος ; Ασ’ τον να λέει. Θα πουν πως είμαι ένας απατεώνας, θα κακολογήσουν ίσως κι εσένα. Ώρα καλή ! Σιγά σιγά θα τα ξεχάσουν όλα και... καληνύχτα σας ! Εμείς οι δύο είναι που πρέπει να συμφωνήσουμε. Εσύ πρέπει να καταλάβεις πως, εγώ σωπαίνω, έχω τους λόγους μου. Ξέρω ποιος ξοδεύει... ξέρω πούθε βγαίνει το χρήμα, αλλά δε μπορώ να μιλήσω... Ρώτησα πρόσωπα που βρεθήκαν στην ίδια θέση με μένα κι όλα μου είπαν : «Σωπάτε, μη μιλάτε, αλλιώς όλα τελειώνουν»... Βάλ’ το καλά στο νου σου, Μαρία : αν μιλήσουμε καθαρά μεταξύ μας, εσύ δε θα μείνεις πια στο πλευρό μου, θα φύγεις... κι εγώ δε μπορώ να χάσω τις βολές μου. Μα πιστεύεις λοιπόν πως θα μπορούσαμε να ζούμε πάντα με μιζέρια, με στερήσεις, με βάσανα... και ν’ αγαπιόμαστε πάντα σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα ; Εγώ χάνοντας το μυαλό μου για ένα κουστούμι κι εσύ μην ξέροντας πώς θα οικονομήσεις ένα ζευγάρι κάλτσες ; Έπειτα από μέρες και μέρες, έπειτα από μήνες και μήνες μάταιης προσδοκίας, επειδή δε συνέβηκε το τάδε πράγμα, επειδή μου υποσχέθηκαν μια θέση και με γέλασαν, με το θάνατο στην καρδιά γιατί έπρεπε ν’ απαρνηθούμε όλες μας — και τις πιο αθώες μας επιθυμίες, νομίζεις αλήθεια πως στο τέλος θα μπορούσαμε να πνίξουμε τις πίκρες μας αγκαλιάζοντας σφιχτά ο ένας τον άλλον και βάζοντας σ’ αυτό μας το αγκάλιασμα όλα τα ωραία αισθήματα : έρωτα, τρυφερότητα, καλοσύνη, ακόμα και τους σαρκικούς μας πόθους ; Με άδειο στομάχι, Μαρία ; Με άδειο στομάχι, Μαρία. οι αισθήσεις πεθαίνουν...! Μην ακούς... Ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα πρέπει να ’ταν πλούσιοι, θα είχαν εισοδήματα, αλλιώς θα είχαν αρπαχτεί απ’ τα μαλλιά απ’ τη δεύτερη μέρα... Μην ακούς τα μυθιστορήματα... Κι εδώ ; Εδώ συμβαίνουν όλα ανάποδα ! Μπαίνει λίγη καλοπέραση στο σπίτι και η Ντόνα Μαρία σηκώνει επανάσταση ! Μα έλα στα καλά σου ! Και σκέψου, σε ειδοποιώ, πως καλά θα ’κανες να μην ξαναμιλήσεις γι’ αυτά τα πράγματα και να μην δημιουργείς ιστορίες στο μέλλον, γιατί δεν τελειώσαμε. Εγώ θέλω να ζω καλά... θέλω να τρώω... θέλω να πίνω, Θέλω να καταλαβαίνω τον εαυτό μου ευτυχισμένο, όχι να μετράω τα τσιγάρα μου. Την Κυριακή θέλω το γλυκό μου... κι ό,τι άλλο μου χρειάζεται. Και δεν τελείωσα ακόμη! Ε ! όχι, αγαπητή μου, κι άλλα και πολλά άλλα ακόμα πρέπει να ’ρθουν εδώ μέσα. (Φωνάζοντας σαν για να τον ακούσουν) Μα τι πιστεύει λοιπόν πως έχει κάνει ; Άλλα χρειάζονται ! Ο Θεός ξέρει σε τι θέση βρίσκομαι αυτή τη στιγμή ! Τώρα ίσα ίσα μου χρειάζονται δυο χιλιάδες... και πρέπει να μου τις δώσεις... τις θέλω ! Ούτε συζήτηση ! Ας μου τις βάλει όπου θέλει! (Όπως παραπάνω) Δυο χιλιάδες λιρέττες... πρέπει να μου τις δώσεις... τις θέλω ! (Στη Μαρία) Εσύ είσαι μια γυναίκα αξίας, πρέπει να ζεις καλά, δε μπορεί να συμβιβάζεσαι με ό,τι - ό,τι. Κι ας αφήσουμε τις κουβέντες, ας αφήσουμε τις βλακείες, δε χρησιμεύουν σε τίποτε. Τώρα θα βγω για καμιά μισή ώρα, πάω στο Μεσητικό Γραφείο να δω αν υπάρχουν

Page 255: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

255

νέα για την πανσιόν, πριν χαλάσει ο καιρός. (Πάει στο μπαλκόνι δεξιά για να κοιτάξει τον καιρό) Μου φαίνεται πως χαλάει... Κύριε καθηγητά χαίρετε... (Ξαναμπαίνε και πηγαίνει προς την έξοδο) Ποιος ξοδεύει ; Από πού έρχονται τα λεφτά ;... Τα έπιπλα ; Μα γιατί αυτές α ανακρίσεις ; Γιατί να θέλουμε να βάλουμε τη μύτη μας κάτω απ’ σκούφια του Δεσπότη ; Άσε τα πράγματα... Τράβα μπροστά !...

Page 256: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

256

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΘΕΜ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ - ΝΟΒΑ

ΑΑΧΧ,, ΑΑΥΥΤΤΑΑ ΤΤΑΑ ΦΦΑΑΝΝΤΤΑΑΣΣΜΜΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Ο Πασκουάλε στη Μαρία. ΠΠΑΑΣΣΚΚΟΟΥΥΑΑΛΛΕΕ Καλή αντάμωση. Μαρία... (Η Μαρία καθίζει κοντά στο τραπέζι) Πού καταντήσαμε... Τι μελαγχολία ! Πώς τελειώνει ο έρωτας, ο ενθουσιασμός... Μήνες και μήνες χωρίς ν’ αλλάξουμε μια λέξη, μια σκέψη… ξένοι... Και να σκέπτεται κανείς πως κάθε φορά που βγαίνει έξω τον παραφυλάει ο κίνδυνος. Κάτι κακό μπορεί να συμβεί... να πεθάνει κάτω από ’να αυτοκίνητο, να διαμελιστεί από ένα καμιόνι, να τον βρει μια σφαίρα αδέσποτη... Με λίγα λόγια : ο συνεχής κίνδυνος να μην ξαναϊδωθούμε... Αλλά να που συνηθίζει κανείς σε όλα. Είναι τόσος καιρός που δεν ακούω πια ένα γλυκό λόγο ! Δε θυμάσαι λοιπόν τίποτε πια Μαρία ; Ούτε πως κάποτε είχαμε αγαπηθεί ; Κοιταζόμαστε τότε στα μάτια χωρίς να μιλάμε, έτσι από δειλία, αλλά τα βλέμματά της έλεγαν τόσα πράγματα ! Κοντά σου αισθανόμουν τον εαυτό μου τίποτα... Κι όταν κανείς αισθάνεται τον εαυτό του τίποτα, τότε όλα γίνονται ευκολότερα, πιο ευχάριστα... Για όλα τα πράγματα βρίσκεται φάρμακο : ακόμα κι ο θάνατος γίνεται ωραίος. Γελάει κανείς, αστειεύεται, χωρίς εκείνη την προκατάληψη της ανωτερότητας... Ενώ τώρα... τώρα πρέπει να επιμένει ,κανείς στην άποψή του. Η καρδιά μας είναι γεμάτη πίκρα, θλίψη, δάκρυα, ίσως-ίσως μόνον γιατί εν είμαστε ικανοί να ξεσπάσουμε για μια στιγμή. Αν κατορθώναμε ν’ ανοίγουμε ένα παραθυράκι ο ένας στον άλλο... Αλλά τίποτε ! Πρέπει να σώνει και καλά να μένει κλειστό. μανταλωμένο... Και κάποια στιγμή χάνουμε ακόμα και το κλειδί από την κασσετίνα των αισθημάτων μας... Ακριβώς όπως εμείς οι δύο, Μαρία... Χάσαμε το κλειδί...

(Αποτραβιέται θλιμμένος)

Page 257: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

257

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΘΕΜ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ - ΝΟΒΑ

ΑΑΧΧ,, ΑΑΥΥΤΤΑΑ ΤΤΑΑ ΦΦΑΑΝΝΤΤΑΑΣΣΜΜΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Ο Πασκουάλε αναγνωρίζοντας στη σιλουέττα του Αλφρέδου, φωτισμένη απ’ το φάντασμα της πρώτης πράξης, κατανικάει με όλες του τις δυνάμεις τον τρόμο που τον πιάνει και κατορθώνει να φωνάξη. ΠΠΑΑΣΣΚΚΟΟΥΥΑΑΛΛΕΕ Στάσου !... πρέπει να σου μιλήσω. (Αλλά δεν αντέχει στη συγκίνηση, ξεσπάει σε σφοδρό κλάμα, τραγικό και κωμικό συγχρόνως. Ο Αλφρέδος σταματάει σαστισμένος, μην κατορθώνοντας να καταλάβει τι θέλει να κάνει ο άλλος) Τρέμω αα φύλλο... Η καρδιά μου, η καρδιά μου... Παναγία μου, μη μ’ αφήνης να πεθάνω... (Πιέζει με τα δυο του χέρια την καρδιά. Σιγά σιγά συνέρχεται κι αρχίζει να μιλάει) Σοφίστηκα το ταξίδι, ελπίζοντας μόλις νυχτώσει να σε ξαναδώ επιτέλους ! Το ήξερα, το ήξερα πως δε θα μ’ άφηνες έτσι. Όταν ήρθα να κατοικήσω σ’ αυτό το σπίτι, μου είπαν πως έχει φαντάσματα... Αλλά εγώ δεν πίστευα... Και σου ζητάω συγγνώμην ! Τώρα όμως ναι, τώρα πιστεύω, γιατί να ! σε βλέπω,... σου μιλάω... κι είμαι ευχαριστημένος. Απ’ τη στιγμή που μπορώ να πιστεύω αισθάνομαι τον εαυτό μου δυνατό κι η δύναμη μου δίνει αυτοπεποίθηση, ελπίδα. Το σπίτι μου το δώσαν χάρισμα, για να μπορέσει να πάρει αξία. Δεν είπα τίποτα στη γυναίκα μου για να μην την τρομάξω. Κι αλήθεια, εσύ παρουσιαζόσουν σε μένα, αλλά όχι σε κείνη. Έπειτα με βοήθησες, λεπτά όσα ήθελα... έπειτα χάθηκες απ’ τη μια στιγμή στην άλλη και δε σε ξανάδα. Μ’ έβαλες σε μια ζωή που τώρα μόνος μου δεν τα βγάζω πέρα. Βοήθα με, βοήθα με ακόμα ! Είσαι μια καλή ψυχή και πρέπει να με καταλάβεις. Ποτέ δε μπόρεσα να χαρίσω στη γυναίκα μου ένα βραχιολάκι, ένα δαχτυλίδι... ούτε στη γιορτή της. Ποτέ δεν οικονόμησα τόσα χρήματα για να μπορέσω να την πάω στην εξοχή, στα λουτρά... Πολλές φορές αναγκάστηκα, καταστενοχωρημένος, να της αρνηθώ ένα ζευγάρι κάλτσες. Αν ήξερες τι πικρό, τι εξευτελιστικό είναι για έναν άντρα να πρέπει να κρύβει την κακομοιριά του μ’ ένα ψεύτικο γέλιο, μ’ ένα ψεύτικο αστείο, μια χαζοκουβέντα... Η τίμια εργασία είναι βάσανο και μιζέρια... και ούτε βρίσκεται πάντοτε... Και τότε τη χάνω... τι χάνω κάθε μέρα και περισσότερο. Κι εγώ δε μπορώ να χάσω τη Μαρία, δε θέλω να χάσω τη Μαρία. Η Μαρία είναι η ζωή μου κι εσύ καταλαβαίνεις πως δεν έχω πια το κουράγιο να της το πω, γιατί το κουράγιο μας το δίνουν τα χρήματα και χωρίς χρήματα καταντάμε φοβισμένοι, δειλοί, μια δειλία κακή, που σαστίζει... Τη χάνω... Γιατί μια ορισμένη στιγμή η αγάπη, ο έρωτας, πρέπει κι αυτός να μεταμορφωθεί σε κάτι που να δίνει ικανοποίηση, σ’ ένα κόσμημα, σ’ ένα κομψό φόρεμα... σε μεταξωτό εσώρουχο, σ’ ένα χρυσαφικό. Αλλιώς όλα χάνονται... τελειώνουν... πεθαίνουν ! Σ’ έναν άλλον άνθρωπο, σ’ έναν άνθρωπο σαν εμένα, με σάρκα και οστά όπως εγώ, δεν θα μιλούσα έτσι. Σε σένα όμως ναι, σε σένα μπορώ να μιλήσω, σε σένα είναι άλλο πράγμα. Εσύ είσαι απάνω από όλα τα αισθήματα που μας βασανίζουν και μπορώ να μιλήσω, ν’ ανοίξω την καρδιά μου, όπως αισθάνομαι πως είμαι έτοιμος ν’ ακούσω τη σου καρδιά. Για σένα δεν αισθάνομαι ζήλεια, περιφάνεια, ανωτερότητα, προσποίηση, εγωισμό. Μιλώντας μαζύ σου αισθάνομαι πως είμαι κοντά στον Θεό, αισθάνομαι μικρός μικρός, αισθάνομαι σαν ένα τίποτα !

Page 258: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

258

Και μου κάνει ευχαρίστηση να εξουθενώνομαι, να γίνομαι ένα τίποτα... έτσι μπορώ κι ελευθερώνομαι απ’ το βάρος της ύπαρξης που τόσο με καταπιέζει.

(Αφήνεται απάνω στα κάγκελα. Δεν κλαίει, είναι ευτυχής, ευχαριστημένος. Κα περιμένει)

Page 259: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

259

ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΟΜΑΝΑΣ

ΟΟ ΤΤΥΥΧΧΑΑΙΙΟΟΣΣ ΘΘΑΑΝΝΑΑΤΤΟΟΣΣ ΕΕΝΝΟΟΣΣ ΑΑΝΝΑΑΡΡΧΧΙΙΚΚΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Τρελός υποδυόμενος τον ρόλο του δικαστικού υπευθύνου για την έρευνα την αποκάλυψη της αλήθειας για τον φόνο ενός αναρχικού. ΤΤΡΡΕΕΛΛΟΟΣΣ Όχι, δυστυχώς, δε μου δόθηκε ακόμα η ευκαιρία. Αχ ! Και πόσο θα μου άρεσε ! Ο δικαστής είναι το καλύτερο επάγγελμα απ’ όλα. Πρώτα πρώτα, δε βγαίνει ποτέ στη σύνταξη. Ενώ ο κοινός άνθρωπος, ο μέσος εργαζόμενος λόγου χάρη, είναι για πέταμα όταν κοντεύει τα εξήντα εξηνταπέντε, γιατί αρχίζει να γίνεται αργόστροφος και να μην έχει ζωηρά αντανακλαστικά, ο δικαστής μόλις που αρχίζει ουσιαστικά την καριέρα του. Ο εργάτης, που δουλεύει στην συναρμολόγησης ή στην πρέσα, είναι μετά τα πενήντα ξοφλημένος: προκαλεί καθυστερήσεις, δυστυχήματα, είναι για πέταμα. Ο μεταλλωρύχος στα πενηνταπέντε του, έχει πνευμόνια χαλασμένα· οπότε, του δίνεις δρόμο, τον απολύεις, πριν φτάσει και στο συνταξιοδότησης. Το ίδιο κι ο τραπεζιτικός: ύστερα από μιαν ηλικία, αρχίζει να κάνει λάθη στους λογαριασμούς, δε θυμάται πια τα ονόματα των επιχειρήσεων και των πελατών, τα μπερδεύει με τα επιτόκια, λησμονάει τον αριθμό λογαριασμού της ΚΥΠ ή των υπουργών. Δρόμο, στο σπιτάκι σου, ξεκουμπήσου ! Γέρασες, ξεκούτιανες ! Ενώ ένας δικαστής, όχι ! Με τους δικαστές, συμβαίνει το αντίθετο : όσο πιο γέροι και ξεκούτηδες είναι, τόσο πιο εύκολα εκλέγονται : στα ανώτατα αξιώματα κι αναλαμάνουν τα πιο σπουδαία έργα ! Βλέπεις κάτι γεράκους από χαρτόνι, σταφιδιασμένους· φοράνε μπέρτες με γουνάκια, σωληνωτές καπελαδούρες που σου θυμίζουν κομπάρσους απ’ τον φουρναράκο της Βενετίας, παραπαίουν, έχουνε φάτσες σα φελλούς της Βαλ Γκαρντένα, γυαλιά δεμένα μ’ αλυσιδίτσες — μήπως και ξεχάσουν πού τ’ ακούμπησαν αν τα βγάλουν ! Ε, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί, έχουν το δικαίωμα να σε καταστρέψουν ή να σε σώσουν ! Όταν τους έρχεται, ρίχνουν ποινές ξεγυρισμένες, σα να λένε απλώς «ίσως αύριο βρέξει» : «Πάρε πενήντα χρονάκια εσύ, και μόνο είκοσι εσύ, γιατί φαίνεσαι συμπαθητικούλης!» Αγορεύουν, νομοθετούν, παίρνουν αποφάσεις, θεσπίζουν και πρόσωπα ιερά και απαραβίαστα ! Άσε που, αν μιλήσεις άσχημα για τους δικαστές, σε πάνε μέσα για περιύβριση ! Έτσι συμβαίνει εδώ, έτσι και στη Σαουδική Αραβία. Α, μάλιστα ! Ο δικαστής είναι η προσωπικότητα που θα ’θελα να υποδυθώ έστω και μια φορά στη ζωή μου. Θα ’δινα όσα όσα γι’ αυτό. Ανώτατος δικαστικός, δικαστικός του Αρείου Πάγου : «Διατάξτε, εξοχώτατε ! Καθήστε ! Ησυχία ! Όρθιοι ! Εισέρχεται το σεβαστόν δικαστήριον ! Ω, με συγχωρείτε, σας έπεσε ένα κόκαλο ! Δικό σας είναι, εξοχώτατε ; «Όχι, αποκλείεται. Εγώ δεν έχω πια κόκαλα !»

Page 260: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

260

ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΟΜΑΝΑΣ

ΟΟ ΤΤΥΥΧΧΑΑΙΙΟΟΣΣ ΘΘΑΑΝΝΑΑΤΤΟΟΣΣ ΕΕΝΝΟΟΣΣ ΑΑΝΝΑΑΡΡΧΧΙΙΚΚΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Τρελός στον Αστυνόμο. ΤΤΡΡΕΕΛΛΟΟΣΣ Επιτρέπεται, κυρ αστυνόμε; Μήπως ενοχλώ; Μη μου θυμώνετε. ήρθα μόνο να ξαναπάρω τα χαρτιά μου. Δε μου απαντάτε ; Καλά. καλά, μη μου κρατάτε κακία. Ας συμφιλιωθούμε... Α ! Μα δεν είναι κανείς εδώ ! Θα τα πάρω μόνος μου. Βιβλιάριο υγείας, μπλοκάκι για τις συνταγές... α, να κι η μήνυση ! Ας την σκίσουμε κι ας μην ξαναμιλήσουμε ποτέ γι’ αυτήν ! Πάει ! (Την σκίζει) Κι αυτή η μήνυση, για ποιον είναι; (Διαβάζει) «Κλοπή ιδιαιτέρως σοβαρή». Αν είναι δυνατόν, σε φαρμακείο ! Τρίχες ! Ελεύθερος κι εσύ ! (Την σκίζει) Εσύ, τώρα, τι έκανες; (Παίρνει στα χέρια άλλο ένα χαρτί. Διαβάζει) «Κατάχρηση, εξύβριση». Παραμύθια ! Ελεύθερος κι εσύ. (Σκιζει τη μήνυση) Όλοι ελεύθεροι ! (Σκίζει όλες τις μηνύσεις. Βλέπε ένα χαρτί κάπως διαφορετικό και κοντοστέκεται) Όχι εσύ, όχι ! Εσύ είσαι άτιμος. Θα μείνεις εδώ. Θα πας μέσα. (Το βάζει σε περίοπτη θέση πάνω στο τραπέζι, κι ύστερα ανοίγει ένα ερμάρι, που ’ναι γεμάτο χαρτιά) Ακίνητοι όλοι ! Ήρθε ο δίκαιος κριτής ! Λες να ’ναι όλα μηνύσεις ; Θα τα κάψω όλα... εμπρός, πυρ ! (Παίρνει τον αναπτήρα, ετοιμάζεται να βάλει φωτιά σ’ ένα μάτσο χαρτιά. Σ’ έναν φάκελο διαβάζει) «Ανάκριση μη περατωθείσα». (Σ’ έναν άλλο φάκελο διαβάζει) «Αποφασίζεται να μπει στο αρχείο η υπόθεση». (Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Δίχως να τα χάσει ο τρελός, το σηκώνει) Εμπρός, γραφείο αστυνόμου Μπερτότσο. Ποιος είναι; Όχι, λυπάμαι. Αν δε μου πείτε ποιος είστε, δεν πρόκειται να σας τον δώσω. Πώς... ο αστυνόμος... ο ίδιος ; μα όχι... μα... Τι μεγάλη μου τιμή ! Ο αστυνόμος ο ειδικός στις εκπαραθυρώσεις ! Όχι, τίποτα, τίποτα... Από πού τηλεφωνείτε ;... Α, βέβαια, τι ανόητος που είμαι, φυσικά από το τέταρτο πάτωμα... από πού αλλού ; Πώς ; Ποιος είμαι ;... Άκουσες, Μπερτότσο ; Ο φόβος κι ο τρόμος των ανατρεπτικών, ρωτάει να μάθει ποιος είμαι !... Μάντεψε !... Δεν έχεις καιρό ;... Έλα, έλα, για έναν συνάδελφο έχεις πάντα καιρό !... Άιντε. Είτε μαντεύεις, είτε δε σου δίνω τον Μπερτότσο... Ποιος είμαι ; Ο Ανγκιάρι, είπες ; (Σχεδόν από μέσα του) Είμαι ο Ανγκιάρι ; Ε, ναι, σωστά το μάντεψες ! Είμαι πράγματι ο αστυνόμος Πιέτρο Ανγκιάρι ! Μπράβο ! Τι γυρεύω εδώ, στο Μιλάνο ; Α, πολλά ρωτάς… Πες μου, καλύτερα, τι τον θέλεις τον Μπερτότσο ;... Όχι, δεν μπορεί να ’ρθει στο τηλέφωνο. Πες μου εμένα... Τι ; ένας ανώτερος δικαστικός ; Τον στέλνουν ειδικά γι’ αυτό απ’ την Ουάσινγκτον… ε, απ’ τη Ρώμη, ήθελα να πω. Την ξεχνώ μερικές φορές την μετατόπιση... Α, για έλεγχο... Βέβαια, το υπουργείο δε συμφωνεί την έκθεση του δικαστή, που έστειλε την υπόθεση στο αρχείο ο θάνατος του αναρχικού… Αν ο δικαστικός που έρχεται είναι και λίγο στριμμένος, όπως λένε... Τι ; Πού το λένε ; Στη Ρώμη. Εγώ από κει έρχομαι, έτσι δεν είναι ; Και, από κείνη την μέρα κιόλας, ψιθυρίζεται ότι σας ετοιμάζουν τη δουλειά... Φυσικά και τον γνωρίζω τον δικαστικό. Μαλιπιέρο τον λένε... Δεν τον έχεις ακουστά ; Ε, θα τον γνωρίσεις τώρα. Έχει κάνει δέκα χρόνια εξορία. Ρώτα τον αρχιδεσμοφύλακά σου, αλλά όχι μην τον ρωτήσεις μήπως πάθει συγκοπή. (Ακούει) Εντάξει, θα του το μεταβιβάσω αμέσως. (Μακριά από τ’ ακουστικό) Μπερτότσο, ο μειλοντικός

Page 261: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

261

αστυνόμος της Καλάμπρια, είπε ότι, μόλις μας δει, θα μας δώσει, και στους δυο, από μια μπουνιά στη μούρη ! (Στο ακουστικό) Ελήφθη, όβερ ! Κλείνω ! (Ο τρελός κλείνει το τηλέφωνο κι αρχίζει να ψάχνει τα χαρτιά) Εμπρός, κύριε δικαστά, δουλειά ! Ο χρόνος πιέζει ! Χα χα ! Δεν πρόκειται να ξαναβρώ άλλη τέτοια ευκαιρία για ν’ αποδείξω στον εαυτό μου και στους άλλους πως είμαι άξιος για να ενταχτώ στην κατηγορία των αλάνθαστων, ιερών και απαραβίαστων κριτών Θεέ μου ! Τι συγκίνηση ! Νιώθω σα να δίνω εξετάσεις σ’ ένα μάθημα, απ’ όπου εξαρτάται αν θα πάρω το πτυχίο με άριστα. Αν καταφέρω να τους πείσω πως είμαι ο δικαστικός που ήρθε για έλεγχο, αν δεν τα χάσω, διάολε. τότε θα είμαι άξιος προφέσορας ! Αλίμονό μου, όμως, αν κάνω λάθος ! Για να δούμε, πρώτα απ’ όλα, το βάδισμα. (Δοκιμάζει να περπατήσει, σαν κάπως να κουτσαίνει) Όχι, όχι, αυτό θυμίζει γραμματέα δικαστηρίου. Λίγο κούτσαιμα, μα και αξιοπρέπεια. Να, έτσι, και με λίγο γυρισμένο το λαιμό, σαν άλογο του τσίρκου που βγήκε στη σύνταξη. (Δοκιμάζει και τα παρατάει) Όχι, ίσως ταιριάζει πιο καλά εκείνο που μοιάζει με γλίστρημα, μ’ ένα πηδηματάκι στο τέλος. (Δοκιμάζει) Δεν είναι κι άσχημο. Ατυχία, που θα βρω γυαλιά ; Όχι, όχι, δε χρειάζονται γυαλιά. Το δεξί μάτι μισόκλειστο... μπράβο ! Θα διαβάζω λίγο λοξά, θα ’μαι ολιγόλογος. Λιγάκι θα βήχω. Γκουχ, γκουχ ! Όχι, όχι βήχας. Μήπως κανένα τικ ; Θα δούμε τότε, αν χρειαστεί. Ύφος μελιστάλακτο, ομιλία ένρινη : «Όχι, αγαπητέ κύριε διοικητά, θα πρέπει ν’ αλλάξετε. Δεν είστε πια διευθυντής φασιστικής φυλακής. Καλό θα είναι να το θυμάστε αυτό». Ή μάλλον, όχι. Καλύτερα ένας τύπος εντελώς αντίθετος : παγερός, απρόσιτος, τόνος επιβλητικός, φωνή άχρωμη, βλέμμα θλιμμένο, κάπως μυωπικό. Σα να φορώ γυαλιά και να βλέπω μόνο με τον ένα φακό. (Δοκιμάζει και ξεφυλλίζει κάτι χαρτιά) Για δες, για δες ! Διάολε ! Να ’τα αυτά που γύρευα ! Ε, ήσυχα. Προς τι ο εκνευρισμός ; Για ξαναπαίξε αμέσως το ρόλο σου ! Παρακαλώ, (Τόνος φωνής επιβλητικός), είναι όλα εδώ ; Για να δούμε : Απόφαση του δικαστηρίου του Μιλάνου, που ζητάει να μπει η υπόθεση στο αρχείο. Χα ! Να και οι έρευνες για τους αναρχικούς της ομάδας της Ρώμης, που ’χαν αρχηγό τους τον χορευτή... Ωραία ! (Πάει να τα βάλει όλα μέσα σ’ ένα ντοσιέ. Ξαφνικά, σταματάει· κοιτάζει να βεβαιωθεί αν το ντοσιέ είναι άδειο, το αναποδογυρίζει και το τινάζει) Μια στιγμή, μήπως έχει μείνει μέσα κανένα γυαλάκι από την έκρηξη... Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται με τους φακέλους της δικαιοσύνης. Πρέπει πάντα να τους ελέγχεις πριν τους χρησιμοποιήσεις.

Page 262: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

262

ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ Μετ: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΟΥ

ΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΥΥΠΠΕΕΡΡΑΑΝΝΘΘΡΡΩΩΠΠΟΟΣΣ

Πράξη Τέταρτη.

Ο Τάννερ είναι πολύ νέος, αλλά η εμφάνισή του δείχνει ότι δεν θέλει να φαίνεται νέος. Είναι καταπληκτικά εύγλωττος, ευερέθιστος κι υπερβολικός. Στο μονόλογο αυτό προσπαθεί να πείσει την Άννα να μην τον παντρευτεί παρόλο που ασυνείδητα είναι ερωτευμένος μαζί της. ΤΤΑΑΝΝΝΝΕΕΡΡ Άννα, δεν πρόκειται να σε παντρευτώ. Μ’ ακούς; Δεν θέλω να σε παντρευτώ, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω. Όταν συναντιόμαστε οι άλλοι βρίσκουν τις πιο γελοίες προφάσεις για να μας αφήσουν μόνους μαζί. Ο Ράμστεν δεν με βρύζει πια. Τα μάτια του λάμπουν σαν να γλεντάει κιόλας με την ιδέα ότι θα με παραδώσει στα χέρια σου. Ο Τάβυ με παραπέμπει στη μάννα σου και μου δίνει την ευλογία του. Ο σωφέρ μου σε μεταχειρίζεται κιόλας σαν νάσουν η κυρία του. Άλλωστε αυτός μου το είπε πρώτος στο Ρίτσμοντ. Θέλει κανένας άνθρωπος να κρεμαστεί; Κι όμως οι κατάδικοι αφήνουν να τους κρεμάσουν, χωρίς ν’ αγωνιστούν για τη ζωή τους, χωρίς να δώσουν τουλάχιστον μια καλή γροθιά στον εισαγγελέα. Κάνουμε ό,τι θέλει ο κόσμος κι όχι ό,τι θέλουμε εμείς. Έτσι έχω το τρομερό προαίσθημα ότι θα αφήσω να με παντρέψουν επειδή ο κόσμος θέλει να βρεις εσύ έναν άντρα. Αλλά γιατί εμένα; Εμένα; Γιατί εμένα μέσα σε εκατομμύρια άλλους άντρες; Για μέναν ο γάμος είναι αποστασία, ιεροσυλία της ψυχής μου, απάρνηση των αρχών μου, αισχρή παράδοση, αξιοθρήνητη συνθηκολόγηση, αποδοχή της ήττας. Θα ξεπέσω σαν κάτι που δεν έχει πια κανένα προορισμό στη ζωή. Από άνθρωπος με μέλλον, θα γίνω άνθρωπος με παρελθόν. Στα σιχαμένα βλέμματα των άλλων συζύγων θα βλέπω την ικανοποίησή τους που έρχεται άλλος ένας φυλακισμένος να μοιραστεί την τροπή τους. Οι γυναίκες που με θεωρούσαν πάντοτε σαν ένα αίνιγμα και μια δυνατότητα, θα με θεωρούν τώρα πια σαν μια ξένη ιδιοκτησία ή το πολύ-πολύ σαν ένα μεταχειρισμένο εμπόρευμα σε όχι καλή κατάσταση… Γιατί σε παρακαλώ δεν παίρνεις τον Τάβυ που τόσο το θέλει ο ίδιος; Πρέπει το θύμα σου να σπαράζει στα νύχια σου για νάσαι ευτυχισμένη ; Άλλωστε η διαθήκη του πατέρα σου με διόρισε κηδεμόνα σου κι όχι αρραβωνιαστικό σου. Θα φανώ πιστός στην εντολή που μου έδωσε.

Δεν θα σε παντρευτώ! Δεν θα σε παντρευτώ! Δεν θα σε παντρευτώ!

Page 263: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

263

ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ Μετ: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

ΟΟ ΑΑΝΝΔΔΡΡΟΟΚΚΛΛΗΗΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΤΤΟΟ ΛΛΙΙΟΟΝΝΤΤΑΑΡΡΙΙ

Πράξη Πρώτη.

Ο Ανδροκλής τρέμει, αλλ’ ωστόσο στέκεται ανάμεσα στο λιοντάρι και τη γυναίκα του. ΑΑΝΝΔΔΡΡΟΟΚΚΛΛΗΗΣΣ Μη πλησιάζεις κοντά στη γυναίκα μου, ακούς ; (Το λιοντάρι βρυχιέται. Ο Ανδροκλής δύσκολα μπορεί να σταθεί στα πόδι του και τρέμει. Προς τη γυναίκα του.) Μέγκυ, τρέχα ! τρέχα να σωθείς ! Αν πάψω εγώ τώρα να το προσέχω, όλα θα τελειώσουν. (Το λιοντάρι κρατά ψηλά το πληγωμένο πέλμα του ποδιού του και το κουνά προς την κατεύθυνση του Ανδροκλή) Ω, είναι κουτσό ! Κακόμοιρε, καλέ μου φίλε ! Μπήκε ένα αγκάθι στην πατούσα σου ! Ένα τρομερό, μεγάλο αγκάθι ! (Με πολλή συμπόνοια) Ω, δυστυχισμένο μου. Θα υπέφερες πολύ απ’ το τρομερό αγκάθι που έχεις στην πατούσα σου ! Μα με τα χάλια που έχεις τώρα θα μπορέσεις να καταβροχθίσεις σαν μεζέ έναν καλούτσικο χριστιανό για το πρόγευμα σου ; Α ! Ο καλός μικρός χριστιανός θα σου βγάλει το αγκάθι και ύστερα με τη σειρά σου θα φας τον καλό χριστιανό και την όμορφη, παχειά και τρυφερή γυναίκα του... (Το λιοντάρι αποκρίνεται με στεναγμούς) Ναι, ναι, ναι ! (Παίρνοντας το πέλμα στα χέρια του) Δε θα με δαγκάσεις και δε θα με γρατσουνίσεις, κι αν ακόμα πονέσεις λιγουλάκι, έτσι δεν είναι ; ωραία ! (Τραβά προσεκτικά τ’ αγκάθι. Το λιοντάρι, μ’ ένα θυμωμένο ξεφωνητό πόνου τινάζεται και τραβά πίσω το πέλμα του τόσο απότομα που ο Ανδροκλής πέφτει ανάσκελα) — Στάσου λοιπόν ήσυχα ! (Ενώ σηκώνεται) Ω, μήπως ο μικρός βρωμιάρης χριστιανός σ’ έκανε να πονέσεις ; (Το λιοντάρι στενάζει συγκαταβατικά και φαίνεται σα να ζητά συγνώμη) Ωραία ! ένα ακόμα μικρό τράβηγμα και όλα θα τελειώσουν. Ακριβώς λίγο ακόμα, να τόσο δα, λιγουλάκι τράβηγμα, κι ύστερα θα ζήσεις ευτυχισμένο. (Τραβά πάλι τ’ αγκάθι : το λιοντάρι βρυχιέται και τρίζει τα δόντια του τρομερά) Α, μα δεν πρέπει να φοβάσαι απ’ τον καλό γιατρό σου, απ’ την στοργική νοσοκόμα σου. Δεν θα σε πονέσουν καθόλου. Ούτε τόσο δα. Λίγο ακόμα και θα μας δείξεις πώς ένα γενναίο, μεγάλο λιοντάρι μπορεί να υποφέρει τον πόνο : όχι σαν τον μικρό κλαψιάρη χριστιανό. Ω-ω-ω - πάααα. (Βγαίνει τ’ αγκάθι. Το λιοντάρι βγάζει ένα ουρλιαχτό γεμάτο πόνο και τινάζει το πέλμα άγρια) Αυτό ήταν ! (Κρατώντας ψηλά τ’ αγκάθι) Το βγάλαμε. Τώρα γλύψε την πατούσα σου για να διώξεις την πυράδα που σε καίει. Να, κοίτα πως κάνω γω. (Γλύφει το χέρι του. Το λιοντάρι δείχνει πως κατάλαβε την συμβουλή του και γλύφει τώρα το πέλμα του με ζήλο) Έξυπνό μου λιονταράκι ! Καταλαβαίνεις τον αγαπητό σου φίλο, τον Άντυ Βάντυ. (Το λιοντάρι γλύφει το πρόσωπο του Ανδροκλή) Ναι, φίλα τον Άντυ Βάντυ. (Το λιοντάρι κουνώντας δυνατά την ουρά του, σηκώνεται στα πισινά του πόδια και τον αγκαλιά ζει. Αυτός κάνει ένα μορφασμό και ξεφωνίζει) Πρόσεχε τα νύχια σου ! Ακούμπα μαλακά ! Τα νύχια σου ! (Το λιοντάρι αποτραβά τα νύχια του) Έτσι ντε ! (Ο Ανδροκλής αγκαλιάζει κι αυτός το λιοντάρι που τελικά παίρνει την άκρη της ουράς του με το ένα πόδι του και τη βάζει σφιχτά γύρω στη μέση του Ανδροκλή, στηρίζοντάς τη στο γοφό του. Ο Ανδροκλής παίρνει το άλλο πόδι στο χέρι του, απλώνει το

Page 264: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

264

μπράτσο του προς τα εμπρός και έτσι πιασμένοι κι οι δυο αρχίζουν να χορεύουν όλο χαρά γύρω - γύρω και σιγά - σιγά προχωρούν προς το βάθος της ζούγκλας)

Page 265: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

265

ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ Μετ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΠΕΕΡΡΙΙΜΜΕΕΝΝΟΟΝΝΤΤΑΑΣΣ ΤΤΟΟΝΝ ΓΓΚΚΟΟΝΝΤΤΟΟ

Πράξη Πρώτη.

Ο Λάκυ στους άλλους σαν να μονολογεί όμως.

ΛΛΑΑΚΚΥΥ Δεδομένης της ύπαρξης ως αύτη αναδύεται από τα πρόσφατα δημόσια έργα των Ζουμπά και Βατμάν ενός προσωπικού Θεού κουακουακουακουα με άσπρη γενειάδα κουακουα άχρονου και άχωρου όστις από τα ύψη της θείας του απαθείας της θείας του αθαμβίας της θείας του αφασίας πολύ μας αγαπά όλους πλην ορισμένων εξαιρέσεων για λόγους άγνωστους αλλά ο χρόνος θα δείξει και συμπάσχει ακολουθώντας το παράδειγμα της θείας εκείνης Μιράντας με όλους εκείνους οι οποίοι για λόγους άγνωστους αλλά ο χρόνος θα δείξει βουρλίζονται ριγμένοι στα μαρτύρια και το πυρ το εξώτερον του οποίου πυρός οι φλόγες έτσι και συνεχιστεί αυτό το καλαμπούρι και ποιος αμφιβάλλει ότι θα συνεχιστεί θα βάλουν εντέλει φωτιά στο στερέωμα ήτοι θα εκσφενδονίσουν την κόλαση στα ουράνια τα τόσο γαλανά καμιά φορά ακόμα και σήμερα και τόσο γαλήνια με μια γαλήνη η οποία μολονότι διαλείπουσα είναι προτιμότερη απ’ τ’ ολότελα αλλά ας μην προτρέχουμε και δεδομένου επίσης ότι μετά τις ημιτελείς εργασίες ας μην προτρέχουμε ημιτελείς ημιτελείς και τιμηθείσες υπό της Ακακακαδημίας της Ανθρωποποπομετρίας της Βέρνης-εν-Βρέσση των Αρχιντί και Μουνάρ καταδείχτηκε περίτρανα χωρίς καμιά πιθανότητα λάθους εκτός βέβαια από εκείνη που διακρίνει τα ανθρώπινα έργα εν γένει ότι μετά τις ημιτελείς εργασίες των Αρχιντί και Μουνάρ καταδείχτηκε δείχτηκε δείχτηκε το ακόλουθο ακόλουθο ακόλουθο ήτοι αλλά ας μην προτρέχουμε για λόγους άγνωστους ότι μετά από τα δημόσια έργα των Ζουμπά και Βατμάν αποδεικνύεται αδιάσειστα ότι εν όψει των ημιτελών για λόγους άγνωστους εργασιών των Κλάνωφ και Ξέρνερ των ημιτελών των Αρχιντί και Μουνάρ αποδεικνύεται ότι ο άνθρωπος αντίθετα με την αντίθετη κρατούσα άποψη ο άνθρωπος εν Βέρνη των Αρχιντί και Μουνάρ ότι ο άνθρωπος εν Βρέσση ότι ο άνθρωπος κοντολογίς ότι ο άνθρωπος εν ολίγοις παρά τα άλματα που σημειώθηκαν εις τον τομέα της διατροφής και της αποπατήσεως μαζεύει και ζαρώνει μαζεύει και ζαρώνει και εκ παραλλήλου ταυτόχρονα για λόγους άγνωστους παρά τις αλματώδεις προόδους εις τον τομέα της φυσικής αγωγής και των αθλοπαιδιών όπως όπως όπως το τένις το ποδόσφαιρο ο δρόμος μετ’ εμποδίων και χωρίς η ποδηλασία η ιππασία η κωπηλασία η αεροπλοϊα η ιστιοπλοΐα η πάλη η βιοπάλη το χαροπάλεμα το τένις το κάμοτζι το πατινάζ επί πάγου και επί ασφάλτου το τένις η αεροπλοϊα τα σπορ τα θερινά τα χειμερινά τα φθινοπωρινά φθινοπωρινά το τένις επί χλόης το τένις επί εδάφους η αεροπλοϊα το τένις το χόκεϊ χόκεϊ ξηράς χόκεϊ θαλάσσης και χόκεϊ αέρος η πενικιλίνη και τα υποκατάστατα κοντολογίς επαναλαμβάνω και εκ παραλλήλου ταυτόχρονα για λόγους άγνωστους φθίνει και μαραζώνει παρόλο το τένις επαναλαμβάνω την αεροπλοϊα την ανεμοπορία το γολφ και των εννέα και των δεκαοχτώ τρυπών κοντολογίς για λόγους άγνωστους στο Φέκαμ Πέκαμ Φούλαμ Κλάπαμ ήτοι εκ παραλλήλου ταυτόχρονα για λόγους άγνωστους αλλά ο χρόνος θα δείξει μαζεύει και ζαρώνει επαναλαμάνω Φούλαμ Κλάπαμ κοντολογίς η καθαρή απώλεια κατά κεφαλήν από το θάνατο του

Page 266: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

266

Βολταίρου και εντεύθεν είναι της τάξεως των δύο εκατοστών και εκατό γραμμαρίων κατά κεφαλήν κατά μέσο όρο πάνω-κάτω κατά προσέγγιση στρογγυλών αριθμών του δεκαδικού συστήματος δύο και εκατό γεμάτα ολοτσίτσιδος στην Κονεμάρα για λόγους άγνωστους κοντολογίς για λόγους άγνωστους τέλος πάντων αδιάφορο μιλούν τα γεγονότα και κυρίως αν λάβουμε υπόψη το σπουδαιότερο το πάρα πολύ σπουδαιότερο ότι υπό το φως το φως των τρεχόντων πειραμάτων των Στόουνμαν και Πέτραβεγκ συνάγεται το σπουδαιότερο το πάρα πολύ σπουδαιότερο ότι υπό το φως το φως το φως των εγκαταλειφθέντων πειραμάτων των Στόουνμαν και ΙΊέτραβεγκ στις πεδιάδες τα βουνά και τις θάλασσες καθώς και στα ποτάμια τα υγρά και τα πύρινα ο αέρας είναι ο ίδιος και η γη ήτοι ο αέρας η γη στα μεγάλα κρύα τα μεγάλα σκοτάδια ο αέρας και η γη κάνουν μόνο για πέτρες στα μεγάλα κρύα δυστυχώς δυστυχώς έβδομο γεωλογικό ο αέρας η γη η θάλασσα ο αιθέρας μόνο για πέτρες στα μεγάλα βάθη τα μεγάλα κρύα στη θάλασσα και στη στεριά και στον αέρα επαναλαμάνω για λόγους άγνωστους παρόλο το τένις μιλούν τα γεγονότα για λόγους άγνωστους αλλά ο χρόνος θα δείξει επαναλαμάνω παρακάτω κοντολογίς εντέλει δυτυχώς παρακάτω για πέτρες και ποιος αμφιβάλλει επαναλαμάνω αλλά ας μην προτρέχουμε το κεφάλι ζαρώνει και φυραίνει και εκ παραλλήλου ταυτόχρονα για λόγους άγνωστους παρόλο το τένις παρακάτω η γενειάδα οι φλόγες τα δάκρυα οι πέτρες τόσο γαλανό τόση γαλήνη δυστυχώς δυστυχώς παρακάτω το κεφάλι το κεφάλι το κεφάλι Κονεμάρα παρόλο το τένις τα παρατημένα έργα ατελή ημιτελή και το κυριότερο μόνο για πέτρες κοντολογίς επαναλαμάνω δυστυχώς παρατημένα ημιτελή το κεφάλι το κεφάλι στην Κονεμάρα παρόλο το τένις το κεφάλι δυστυχώς πέτρες Μουνάρ (Παλεύουν· ο Λάκυ βγάζει μερικές κραυγές ακόμα) το τένις... οι πέτρες... γαλήνη... Μουνάρ... ημιτελή...

Page 267: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

267

ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ Μετ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΠΕΕΡΡΙΙΜΜΕΕΝΝΟΟΝΝΤΤΑΑΣΣ ΤΤΟΟΝΝ ΓΓΚΚΟΟΝΝΤΤΟΟ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Βλαδήμηρος στους άλλους. ΒΒΛΛΑΑΔΔΗΗΜΜΗΗΡΡΟΟΣΣ Ας μη χάνουμε την ώρα μας με μάταια λόγια ! (Παύση. Με έξαψη) Ας κάνουμε κάτι γρήγορα, τώρα που μας προσφέρεται μια τέτοια ευκαιρία ! Δε μας τυχαίνει κάθε μέρα να μας χρειάζονται. Δε λέω, βέβαια, πως χρειάζονται εμάς προσωπικά. Κι άλλοι πολλοί θα τα κατάφερναν το ίδιο καλά στη θέση μας, για να μην πω καλύτερα. Αυτή η έκκληση για βοήθεια που αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μας, απευθύνεται αναμφίβολα στην ανθρωπότητα ολόκληρη ! Τούτη τη στιγμή όμως, σε τούτη εδώ την άκρη, η ανθρωπότητα ολόκληρη είμαστε εμείς, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ας σπεύσουμε να επωφεληθούμε, λοιπόν, πριν είναι πολύ αργά! Ας εκπροσωπήσουμε επάξια κι εμείς για μια φορά τη σιχαμένη φάρα εις την οποίαν μας έριξε η μαύρη μας μοίρα ! Τι λες και συ ; (Ο Εστραγκόν δε λέει τίποτα) Είναι βέβαια αλήθεια ότι καθήμενοι εδώ με τα χέρια σταυρωμένα και σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά τιμάμε εξίσου το είδος μας. Η τίγρη δεν κάθεται ποτέ να το σκεφτεί· ή τρέχει να βοηθήσει τους ομοίους της, ή χώνεται στην πλησιέστερη λόχμη. Αλλά το θέμα δεν είν’ αυτό. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς εδώ, μάλιστα, ιδού η απορία. Και έχουμε την ευτυχία να ξέρουμε την απάντηση. Ναι, μέσα σ’ αυτή την απέραντη σύγχυση, ένα είναι ξεκάθαρο: Περιμένουμε να έρθει ο Γκοντό.

Page 268: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

268

ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ Μετ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΠΕΕΡΡΙΙΜΜΕΕΝΝΟΟΝΝΤΤΑΑΣΣ ΤΤΟΟΝΝ ΓΓΚΚΟΟΝΝΤΤΟΟ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Βλαδήμηρος μονολογεί. ΒΒΛΛΑΑΔΔΗΗΜΜΗΗΡΡΟΟΣΣ Μήπως κοιμόμουν, όταν οι άλλοι υπόφεραν ; Μήπως κοιμάμαι τώρα ; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα ; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό ; Ότι πέρασε ο Πότζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε ; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ’ όλα αυτά ; (Ο Εστραγκόν, αφού πάλεψε μάταια με

τις αρβύλες του, αποκοιμήθηκε πάλι. Ο Βλαδήμηρος τον κοιτάζει) Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο. (Παύση) Καβάλα σ’ ένα τάφο και δύσκολη γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε. Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας. (Αφουγκράζεται) Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. (Ξανακοιτάζει τον Εστραγκόν) Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει, Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, άσ’ τον να κοιμηθεί. (Παύση) Δεν μπορώ να συνεχίσω. (Παύση) Τι είπα;

Page 269: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

269

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΟ ΜΜΑΑΛΛΛΛΙΙΑΑΡΡΟΟΣΣ ΠΠΙΙΘΘΗΗΚΚΟΟΣΣ

Εικόνα Τέταρτη.

Ο Γιανκ με φρικτό μορφασμό μονολογεί μετά τις ειρωνείες του Πάντυ. ΓΓΙΙΑΑΝΝΚΚ Μαλλιαρό πίθηκο, ε ; Σίγουρα — αυτό έλεγε η ματιά της — σωστά. Μαλλιαρός πίθηκος ! Εγώ, ε ; (Με ξέσπασμα θυμού – σαν εκείνη να βρισκόταν ακόμα μπροστά του) Κακκαλιάρα βρωμογυναίκα ! Κιτρινιάρα πόρνη ! Θα σου δείξω εγώ ποιος είναι πίθηκος ! (Τον πιάνει πάλι αμηχανία και γυρίζει στους άλλους) Για πέστε και σεις, μωρέ παιδιά. Εγώ τα είχα βάλει μ’ εκείνον, που μας είχε ταράξει με τη σφυρίχτρα. Τότε σας είδα κάποιον να κυττάτε· είπα πώς θα ήρθε κάτω εκείνος για να μου ριχτεί από πίσω κ’ έστριψα για να τον αφήσω στον τόπο με το φτυάρι και να σου εκείνη, με το φως απάνω της ! Μα το Χριστό, εκείνη την ώρα θα μπόραγε κανείς να με ρίξει χάμω με το ένα του δάχτυλο ! Τρόμαξα, καταλαβαίνετε ; Βέβαια ! Μού φάνηκε πώς είτανε φάντασμα. Είτανε ντυμένη κάτασπρα, έτσι που τυλίγουνε τούς πεθαμένους. Εσείς την είδατε. Μπορείτε να μού ρίξετε φταίξιμο ; Δεν είχε τη θέση της εδώ — να αυτό είναι. Κ’ ύστερα, σαν ήρθα στα συγκαλά μου κ είδα πώς είταν αληθινή γυναίκα και με τι τρόπο με κύτταζε — έτσι που το είπε ο Πάντυ – μα το Χριστό, σας λέω, πειράχτηκα — μπήκατε ; Σε τούτο δε σηκώνω αντίλογο από κανέναν. Και λοιπόν της πέταξα το φτυάρι — μόνο πού κείνη το είχε σκάσει. (Παράφορα) Μακάρι να την είχε πετύχει ! Μακάρι να της το είχε πάρει το κεφάλι ! Δεκάρα δε δίνω ! Εγώ μια φορά θα ξόφλαγα μαζί της. Μπας και σου περνάει ιδέα πως θα τη σηκώσω εγώ την προσβολή που μούκαμε ; Λες πως θαν τ’ αφήσω να περάσει έτσι δε με ξέρεις ! Ποτέ κανένας δε βρέθηκε, που να με προσβάλει εμένα και ναν τη γλυτώσει — μπήκατε ; - δεν τα σηκώνω εγώ κάτι τέτοια — ούτε απ’ άντρα ούτε από γυναίκα ! Θα της δείξω εγώ ! Μπορεί να κατέβει ξανά εδώ κάτω.

Page 270: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

270

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΟ ΜΜΑΑΛΛΛΛΙΙΑΑΡΡΟΟΣΣ ΠΠΙΙΘΘΗΗΚΚΟΟΣΣ

Εικόνα Τέταρτη.

Ο Γιανκ στον Πάντυ. ΓΓΙΙΑΑΝΝΚΚ Τρομάρα — εγώ ; Πώς διάολο την τρόμαξα ; Ποια είν’ εκείνη, που να την πάρει ό διάολος, ίδια σαν και μένα δεν είναι ; Μαλλιαρός πίθηκος ; ε ; (Με την παλιά του, γεμάτη

αυτοπεποίθηση καυχησιά) Θαν της δείξω εγώ πως είμαι καλύτερός της,—για να ξέρει. Εγώ έχω τη θέση μου, εκείνη όχι — κατάλαβες ; Εγώ κουνιέμαι κ’ εκείνη είναι νεκρή ! Εικοσιπέντε κόμπους την ώρα με λεν εμένα ! Αυτό την κουβαλάει όμως – αυτό το κάνω εγώ. Εκείνη είναι μπογαλάκι και τίποτ’ άλλο. Έτσι είναι ! (Αμήχανα και πάλι) Όμως, μα το Χριστό, είταν παράξενο ναν τη βλέπεις ! Έπεσε το μάτι σας στα χέρια της ; Άσπρα και λιγνά. Φαίνονταν τα κόκκαλά της. Και το μουσούδι της άσπρο κ’ εκείνο σαν του πεθαμένου. Και τα μάτια της, λες κ’ είχανε δει κανένα φάντασμα. Εμένα — αυτό είναι, σίγουρα ! Μαλλιαρός πίθηκος, ε ; Φάντασμα, ε ; Για ρίξε μια ματιά σε τούτο το μπράτσο ! (Τεντώνει το δεξί του μπράτσο, κάνοντας να φουσκώσουν οι δυνατοί μυώνες) Θα μπορούσα ναν τη γραπώσω με τούτο — ακόμα και με το μικρό μου το δαχτυλάκι και να την τσακίσω στα δύο. (Αμήχανα πάλι) Δε μου λέτε — ποιο είν’ αυτό το θηλυκό, ε ; Τι είναι ; Από πού έρχεται ; Ποιος την έκαμε ; Ποιος της έδωσε το κουράγιο να με κυττάει έτσι εμένα : Αυτή η δουλειά μου γύρισε τη σκούφια ανάποδα. Δεν τη χωράει το μυαλό μου. Είναι κάτι καινούργιο για μένα. Τι νόημα έχει ένα θηλυκό σαν κ’ εκείνη, έ ; Εκείνη δεν έχει τη θέση της — μπήκατε ; Εγώ δε βλέπω ποια είναι η θέση της (Με θυμό που μεγαλώνει) Όμως ένα πράμα ξέρω εγώ, και το ξέρω σίγουρα ! Μπορείτε να βάλετε στοίχημα πως εγώ θα ξοφλήσω μαζί της. Θαν της δείξω εγώ, αν της περνάει ιδέα πως… πως θα μου παίξει εκείνη για να χορέψω. Θαν της δείξω εγώ ! Ας κάμει πως ξανακατεβαίνει και θαν τη ρίξω μέσα στο φούρνο ! Θα κουνηθεί τότε ; Η ανατριχίλα που θα την πιάσει, δε θα είναι έτσι, για το τίποτα ! Θα δώσει εκείνη δρόμο στο βαπόρι ! Τότε θάχει τη θέση της !

(Χαμογελάει με φρικτό μορφασμό)

(Θυμωμένος) Ώστε λες πως εγώ την έκαμα κι αρρώστησε, ε; Έτσι, μόνο που με κύτταξε, ε ; (Με παραφορά θυμού) Θαν της δείξω εγώ ! Θα σου τη συγυρίσω ! Θα την κάμω να πέσει στα γόνατα και να πάρει πίσω την προσβολή που μούκαμε, αλλιώς θαν της σπάσω τα μούτρα ! (Κουνώντας προς τα πάνω τη μια του γροθιά και χτυπώντας το στήθος του με την

άλλη) Θα σε βρω — πού θα μου πας ; Έρχουμαι μ’ ακούς ; Θα σου δείξω εγώ, που να σε πάρει ο διάολος !

(Ορμάει κατά την πόρτα, οι άλλοι τον κυνηγούν)

Αφήστε με παιδιά ! Αφήστε με να σηκωθώ ! Θαν της δείξω εγώ ποιόν λέει πίθηκο !

Page 271: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

271

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΟ ΜΜΑΑΛΛΛΛΙΙΑΑΡΡΟΟΣΣ ΠΠΙΙΘΘΗΗΚΚΟΟΣΣ

Εικόνα Όγδοη.

Την άλλη μέρα κατά το σούρουπο. Το διαμέρισμα των Πιθήκων στο Ζωολογικό Κήπο. Ένας κύκλος από ξάστερο, γκρίζο φως πέφτει στην πρόσοψη κάποιου απ’ τα κλουβιά, έτσι που να μπορεί κανείς να δει το εσωτερικό. Τ’ άλλα κλουβιά είναι βουτηγμένα στο σύθαμπο, πνιγμένα στον ίσκιο, απ’ όπου ακούγονται άναρθρες φλυαρίες σε τόνο κουβέντας. Στο φωτισμένο κλουβί κρέμεται μια επιγραφή με τη λέξη «γορίλλας». Το γιγάντιο ζώο φαίνεται καθισμένο στα πισινά του σ’ ένα μπάνκο, σε στάση που μοιάζει πολύ με του Στοχαστή του Ροντέν. Ο Γιάνκ μπαίνει από τ’ αριστερά. Αμέσως ξεσπάει κόρο από θυμωμένα ξεφωνητά και στριγκλίσματα ! Ο γορίλλας γυρίζει τα μάτια του αλλά ούτε φωνή βγάζει ούτε κίνηση κάνει.

ΓΓΙΙΑΑΝΝΚΚ (Με τραχύ, πκρό γέλιο) Με καλωσορίζετε στην πολιτεία σας, ε ; Γεια σας, γεια σας — ούλη η παρέα εδώ. (Στο άκουσμα της φωνής του η άναρθρη πολυφωνία σβύνει και παίρνει τη θέση της μια σιγή γεμάτη προσοχή Ο Γιανκ πλησιάζει στο κλουβί του γορίλλα και, σκύβοντας πάνω απ’ το κιγκλίδωμα, καρφώνει τα μάτια του στον ένοικό του, που του ανταποδίδει την εντατική ματιά, άφωνος κι ακίνητος. Παύση γεμάτη βουβή ηρεμία. Ύστερα ο Γιανκ αρχίζει να μιλάει με φιλικό, εμπιστευτικό τόνο, μισοκοροϊδευτικά. αλλά μ’ ένα βαθύ υπόστρωμα συμπάθειας) Δε μου λες, παληκαρά μου— είναι τραχύ το φυσικό σου, ε ; Έχω δει σωρό σκληρούς άντρες. Που η παρέα τους έλεγε γορίλλες, όμως εσύ είσαι ο πρώτος αληθινός που είδα ποτέ μου. Στήθια που τάχεις—κι ώμους — αμ’ μπράτσα και γρόθους ! Στοίχημα βάνω πως η κάθε γροθιά σου μπορεί ναν τους αφήσει κόκκαλο ούλους του ! (Αυτά τα λέει μ’ ανυπόκριτο θαυμασμό. Ο γορίλλας, σα να καταλαβαίνει τα λόγια του, στέκεται ολόρθος, προτείνοντας το στήθος του και χτυπώτας το με το γρόθο του. Ο Γιανκ χαμογελάει μορφάζοντας με συμπάθεια) Βέβαια, σε νιώθω. Αψηφάς ούλον τον κόσμο, Κατάλαβες τι σούλεγα, κι ας σου ξεφεύγουνε τα λόγια. (Πίκρα γλιστράει στον τόνο του) Για πες μου — πώς σούρχεται που κάθεσαι ούλο τον καιρό μέσα σε τούτη την κλούβα, αναγκασμένος να στέκεσαι να σε κυττάν εκείνοι πού έρχονται—οι ασπρομούτρες, οι κοκκαλιάρες πόρνες και τα ζωντόβολα πού τις παντρεόουνται—να κάνουνε χάζι μαζί σου, να σε περιγελάνε και να τρομάζουν από σένα – που ο διάολος ναν τους πάρει ! (Δίνει μια γροθιά στο κιγκλίδωμα. Ο γορίλας τραντάζει τα κάγκελα του κλουβιού του και γρούζει θυμωμένα. Όλοι οι άλλοι πίθηκοι αφήνουν ν’ αναδοθεί ένα θυμωμένο μουρμουρητό μεσ’ στο σκοτάδι. Εσένα η θέση σου δεν είναι ανάμεσά τους, και το ξέρεις. Όμως εμένα η θέση μου είναι ανάμεσά τους και δεν είναι — κατάλαβες ; Η δική τους η Θέση δεν είναι μ’ εμένα — να, αυτό είναι. Μπήκες ; Βαρειά δουλειά ή σκέψη — Έχεις τη θέση σου εσύ ! Σίγουρα ! Είσαι στον Κόσμο το μόνο πλάσμα που έχει τη θέση του, τυχερό ζούδι ! (Ο γορίλλας γρούζει με περηφάνεια) Και γι’ αυτό βρίσκουνται στην ανάγκη να σε βάλουν στο κλουβί — κατάλαβες ; (Ο γορίλλας ουρλιάζει θυμωμένα) Με το συμπάθειο ! Πέρασε όξω και δόσε μου το χέρι σου ! Θα σε πάρω να κάμουμε μια βόλτα στην Πέμπτη Λεωφόρο. Θαν τους

Page 272: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

272

αφήσουμε στον τόπο και θαν τα τινάξουμε κ εμείς, με τη μουσική. Εμπρός, πάμε, Αδερφέ ! (Ο γορίλλας βγαίνει με δυσκολία αλλά πρόθυμα απ’ το κλουβί του. Πλησιάζει το Γιάνκ, στέκεται και τον κυττάει. Ο Γιανκ του διπλώνει το χέρι — μιλώντας πάντα στον ίδιο κοροϊδευτικό τόνο. Κάτι, ο περιγελαστικός τόνος ίσως, κάνει το ζώο να θυμώσει ξαφνικά. Μ’ ένα πήδημα, τυλίγει τα πελώρια μπράτσα του γύρω στο Γιανκ, σε θανατερό σφιχταγκάλιασμα. Ακούγεται τρίξιμο από τσακισμένα πλευρά κ’ ένα πνιγμένο ξεφωνητό, περιγελαστικό ακόμα, από το Γιάνκ) Ε, δε σου είπα και να με φιλήσεις. (Με απελπισία και το κορμί συντριμμένο) Χριστέ μου, για πού τραβάω ; Ποιο είναι το μέρος πού μου ταιριάζει ; (Ξαφνικά πάλι κρατιέται κι αλλάζει τόνο) Άσε τις κλάψες τώρα και τις λιγοψυχιές ! Ψόφα σαν άντρας ! (Πιάνεται γερά από τα κάγκελα του κλουβιού και σηκώνεται με πόνο ορθός — κυττάζει σαστισμένος γύρω του και γελάει βιασμένα) Κλεισμένος στο κλουβί, ου ; (Με το στριγγό τόνο του κράχτη του τσίρκου) Κυρίες και κύριοι, περάστε να ρίξτε μια ματιά στον έναν και μοναδικόν — (Η φωνή του αδυνατίζει) —στον έναν κι αληθινό — Μαλλιαρό Πίθηκο, που μας ήρθε από τους αγριότοπους της —

(Σωριάζεται στο δάπεδο και πεθαίνει)

Page 273: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

273

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: Β. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΠΟΟΘΘΟΟΙΙ ΚΚΑΑΤΤΩΩ ΑΑΠΠΟΟ ΤΤΙΙΣΣ ΛΛΕΕΥΥΚΚΕΕΣΣ

Εικόνα Τρίτη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Ήμπεν πλημμυρίζοντας ξαφνικά από φρίκη αποτραβιέται μακριά απ’ την Άμπη. ΗΗΜΜΠΠΕΕΝΝ Μη μ’ αγγίζεις ! Είσαι φαρμακερή Πώς μπόρεσες κι’ έκανε; τέτοιο πράμα — να σκοτώσεις ένα φτωχό, αθώο πλασματάκι — θάχεις πουλήσει την ψυχή σου στο διάβολο ! (Ξαφνικά φρενιάζοντας πάλι απ’ το θυμό του) Χα ! Καταλαβαίνω γιατί τόκανες ! Όχι γι’ αυτά τα ψέμματα που μούπες τώρα μόλις — αλλά γιατί ήθελες να ξανακλέψεις — να κλέψεις το τελευταίο πράμα που μου είχες αφήσει — το μερτικό μου πάνω σ’ αυτό το παιδί — κι’ ολόκληρο το παιδί —είχες πει πως μούμοιαζε — ήξερες πως ήταν όλο δικό μου, κατάδικό μου — κι’ αυτό δε μπορούσε; να το υποφέρεις.— Σε ξέρω καλά ! Το σκότωσε; γιατί ήταν δικό μου ! (Σα να του σάλεψε το λογικό του ύστερ’ απ’ όλα αυτά. Χυμάει προς την πόρτα παραμερίζοντας την Άμπη με ορμή – ύστερα γυρίζει — κουνώντας απειλητικά τις γροθιές του κατεπάνω της, με παραφορά) Μα θα σ’ εκδικηθώ αμέσως τώρα ! Θα φωνάξω τον αστυνόμο ! Θα του τα πω όλα ! Κ’ ύστερα θ’ αρχίσω το τραγούδι «Ωχ, Καλιφόρνια» και θα τραβήξω για κει — το χρυσάφι — τη Μαλαματένια Πύλη — το μαλαματένιο ήλιο — τους χρυσότοπους της Δύσης ! (Αυτά τα τελευταία τα λέει μισοφωναχτά, μισοτραγουδιστά, ασυνάρτητα, και ξαφνικά

αλλάζει τόνο, γεμάτος πάθος) Πάω να βρω τον αστυνόμο να τον φέρω να σε πιάσει ! Θέλω να σε πάρουν μακρυά απ’ εδώ, να σε κλειδώσουν μακρυά από μένα. Δε μπορώ να σε βλέπω ! Φόνισσα και κλέφτρα όχι, με βάζεις ακόμα σε πειρασμό ! Θα σε παραδώσω στον αστυνόμο !

(Στρέφει και βγαίνει τρέχοντας έξω, στρίβει τη γωνιά λαχανιασμένος και μ’ αναφυλλητά, κι αμολιέται σ’ ένα τρελλό, κλονιμένο, τρέξιμο ίσα-πέρα στο δρόμο)

Page 274: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

274

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ

ΕΕΝΝΑΑ ΦΦΕΕΓΓΓΓΑΑΡΡΙΙ ΓΓΙΙΑΑ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΚΚΑΑΤΤΑΑΡΡΑΑΜΜΈΈΝΝΟΟΥΥΣΣ

Εικόνα Τρίτη.

Ο Τζιμ στη Τζόσι.

ΤΤΖΖΙΙΜΜ Κάνεις πίσω, ε ; Είναι πολύ αργά, δεν μπορώ να σταματήσω. Αν και θα υποφέρω. Πρέπει να υποφέρω. (Κλείνει τα μάτια. Το πρόσωπό του ανέκφραστο. Η φωνή του ουδέτερη, αόριστη, λες κ όσα διηγείται αφορούν κάποιον άλλο) Την εποχή που πέθανε η μάνα μου. είχα κόψει Το ποτό σχεδόν δύο χρόνια. Ούτε μπύρα. Σταγόνα. Και θα συνέχιζα. Για χάρη της. Δεν είχε άλλον στον κόσμο από μένα. Ο γέρος είχε πεθάνει. Ο αδελφός μου παντρεμένος, μ’ ένα παιδί ήδη, και με τη δικιά του ζωή. Μόνο εγώ υπήρχα για να τη φροντίσω. Και πάντα την ενοχλούσε που έπινα. Γι’ αυτό το ’κοψα. Ήθελα να το κόψω. Για χάρη της. Γιατί ήτανε κι εκείνη ο μόνος άνθρωπος που ’χα εγώ στον κόσμο. Και γιατί την αγαπούσα. (Παύση) Όσοι μας ξέρανε, δεν θα το πιστεύαν ούτε τώρα. Αλλά την αγαπούσα… Είχαμε πάει ανατολικά. Να πουλήσουμε ένα ακίνητο που ’χε αγοράσει ο πατέρας μου πριν από πολλά χρόνια. Και μια μέρα, αυτή αρρώστησε. Χειροτέρεψε. Έπεσε σε κώμα. Όγκος στον εγκέφαλο. Οι γιατροί μου τα ’πανε μαύρα. Το πιθανότερο ήταν να μη συνέλθει ποτέ. Πήγα να τρελαθώ. Δεν άντεχα να τη χάσω. Το ξανάριξα στο ουίσκυ. Μέθυσα κι έμεινα μεθυσμένος. Και τότε άρχισα να ελπίζω ότι ποτέ δεν θα συνερχόταν απ’ το κώμα, για να μη δει ότι πίνω ξανά. Αυτή ήταν η δικαιολογία μου : ότι δεν θα το μάθαινε ποτέ. Και δεν το ’μαθε ποτέ. (Παύση. Με συριχτή φωνή) Τρίχες— Πάλι κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Ξέρω πολύ καλά ότι, πριν πεθάνει μ’ αναγνώρισε. Και είδε ότι ήμουνα μεθυσμένος. Και μετά έκλεισε τα μάτια να μη βλέπει, και ήτανε χαρούμενη που πέθαινε. (Ανοίγει τα μάτια του, κοιτάζει με βλέμμα απλανές, σαν να βλέπει μπροστά του τη σκηνή εκείνη του θανάτου και πάλι τα κλείνει)… Μετά απ’ αυτό, έπινα τόσο πολύ, που δύσκολα καταλάβαινα τι μου γινότανε. Αν και οι κινήσεις μου ήτανε μετρημένες, και κανένας δεν κατάλαβε πόσο μεθυσμένος ήμουνα. (Παύση) Αλλά υπάρχουνε πράγματα που δεν μπορώ ποτέ μου να ξεχάσω : Οι νεκροθάφτες, κι εκείνη στο φέρετρο, ταχτοποιημένη μέσα στα λουλούδια. Δε μ’ αρέσει αυτό που γίνεται στην Αμερική, να μακιγιάρουνε τους νεκρούς. Εγώ με δυσκολία την αναγνώρισα. Ήταν ομορφότερη και νεότερη, σαν κάποια που θυμόμουνα χρόνια πριν. Δηλαδή, σαν ξένη. Που κι εγώ της ήμουνα ξένος. Αδιάφορος. Δεν ενδιαφερότανε πια για μένα. Κι ήτανε τελικά ελεύθερη. Ελεύθερη απ’ τα βάσανα. Απ’ τους πόνους. Από μένα. (Παύση) Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν αισθανόμουν απολύτως τίποτα. Ήξερα ότι, κανονικά, έπρεπε να τρελαινόμουν από τον πόνο, αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Σαν να είχα πεθάνει κι εγώ. Ήξερα ότι έπρεπε να κλαίω. Καλύτερα ως και να ξέσπαγα σε λυγμούς, παρά να στέκομαι έτσι πετρωμένος. Αλλά, δεν μπορούσα να κλάψω. Έβριζα τον εαυτό μου, «Παλιοτόμαρο, η μάνα σου είναι. Τη λάτρευες και τώρα είναι νεκρή ! Την έχασες για πάντα. Ποτέ, ποτέ δεν θα…» Αλλά, τίποτα, ούτ’ ένα δάκρυ. Προσπάθησα να δικαιολογηθώ μέσα μου, «Είναι πεθαμένη. Δεν τη νοιάζει αυτή αν εγώ κλαίω ή όχι, δεν τη νοιάζει πια τι κάνω. Όλα της είναι αδιάφορα τώρα. Είν’ ευτυχισμένη εκεί που βρίσκεται, γιατί δεν μπορώ να την πληγώσω πια. Κατάφερε και με ξεφορτώθηκε. Γιατί, λοιπόν, δεν την αφήνω ούτε τώρα να

Page 275: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

275

ησυχάσει ;» (Παύση) Αλλά, υπήρχανε μερικοί άνθρωποι γύρω μου, που περίμεναν από μένα κάποια αντίδρατη. Και τι έκανα, λες, το γαϊδούρι ; Έπεσα στα γόνατα, έκρυψα το πρόσωπο στις παλάμες μου, και φώναξα με λυγμούς : «Μάνα μου, γλυκιά μου μανούλα !» Αλλά από μέσα μου έλεγε, «Τι τομάρι μου είσαι ! Τι υποκριτής !» (Ανοίγει τα μάτια του και, κοιτάζοντας αόριστα το φεγγάρι, αφήνει ένα βραχνό γέλιο και τα ξανακλείνει)... Έπρεπε να τη μεταφέρω για να ταφεί δίπλα στον πατέρα μου. Πήραμε το τρένο, εγώ σε διαμέρισμα της πρώτης θέσης μ’ ένα κιβώτιο ουίσκυ, εκείνη στο φέρετρό της, στη σκευοφόρο. Όσο πιωμένος και να ’μουνα, δεν μπορούσα να το ξεχάσω αυτό ούτε για μια στιγμή. Μου ήταν αδύνατο να μείνω στο διαμέρισμα. Θα τρελαινόμουνα. Βγήκα έξω κι άρχισα να πηγαινοέρχομαι στα βαγόνια ψάχνοντας για παρέα. Κι ήμουνα, φαίνεται, τόσο ενοχλητικός, που ένας υπάλληλος του τρένου με απείλησε πως, αν δεν ηρεμούσα, θα με κλείδωνε στο διαμέρισμά μου. Αλλά, εγώ εντόπισα μια επιβάτιδα που ήταν εξοικειωμένη με τους μεθυσμένο και πρόθυμη να τους «εξυπηρετήσει», με το αζημίωτο βέβαια. Μια ξανθιά γουρούνα, που σίγουρα είχε δουλέψει σε πολλά καμπαρέ, με μούρη σαν υπερτροφική κούκλα και ψεύτικο χαμόγελο. Έδωσα χαρτζιλίκι σ’ έναν αχθοφόρο να της πάει ένα σημείωμά μου και το ίδιο βράδυ κατέπλευσε στο διαμέρισμά μου. Κι εκείνη στη Νέα Υόρκη πήγαινε. Κάθε βράδυ, λοιπόν, με πενήντα δολάρια τη φορά ερχότανε και... (Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει το φεγγάρι, αλλά είναι σαν να βλέπει εκείνο το διαμέρισμα του τρένου)... Πώς μπορούσα ; Δεν ξέρω. Αλλά, φαίνεται ότι μπορούσα. Νόμιζα ότι θα μ’ έκανε να ξεχάσω αυτό που ήτανε μέσα στο φέρετρο στη σκευοφόρο... Ρωτάς γιατί το ’κανα. Να εκδικηθώ τον εαυτό μου ; Ή, μήπως απ’ την αφόρητη αγωνία της μοναξιάς, απ’ τη βασανιστική αγωνία ότι δεν είχα κανέναν δίπλα μου ; (Παύση) Όχι, δεν κατάφερα να ξεχάσω ούτε στην αγκαλιά εκείνης της ξανθιάς φάλαινας. Και στο μυαλό μου ερχότανε το θλιβερό τραγούδι. (Τραγουδάει) Αχ, γιόκα μου, όσο να κλαις δεν θα σ’ ακούσω τώρα πια. Κοιμάτ’ η μάνα μου θα λες και θα ’σαι μόνος στη σκοπιά.

Page 276: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

276

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΑΝΝΝΝΑΑ ΚΚΡΡΙΙΣΣΤΤΙΙ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μπερκ γυρίζει κατά πάνω της με παράφορο θυμό και ξεσπάει δυνατά. ΜΜΠΠΕΕΡΡΚΚ Σαν τους άλλους, ε; Την κατάρα του Θεού νάχεις ! Καθάρια, ε; Βρώμα, θα σε σκοτώσω, τώρα κιόλα. (Ορμάει κατά πάνω της αλλά δεν έχει τη δύναμη. Απελπισμένα). Δε μπορώ – μα το Θεό που μας βλέπει – δε μπορώ – έτσι που με κυτάζουνε τα μάτια σου. (Παράφορα). Όμως το πιστεύω πως θα είχα κάθε δίκιο να σου τσακίσω το καύκαλό σου, σαν κλούβιο αυγό. Ακούστηκε ποτέ στον κόσμο γυναίκα που νάχει μέσα της τη δική σου τη σαπίλα! – ακούστηκε ποτέ άντρας σαν κ’ εμένα να γίνει το περιγέλιο του κόσμου! Κ’ εγώ να κάθομαι να σε συλλογιέμαι, να σ’ αγαπάω τόσο που σ’ αγαπούσα και να κάνω όνειρα για την όμορφη ζωή που θα κάναμε, σαν θα παντρευόμαστε! (Με παράπονο). Θε μου, βάλε το χέρι σου! Είμαι ένας άνθρωπος αφανισμένος κ’ η καρδιά μου γίνηκε κομμάτια! Εσένα ρωτάω, Θε μου! Γι’ αυτό μ’ έβαλες και γυρίζω τον κόσμο απ’ τον καιρό που ήμουνα παιδί – για να φτάσω τέλος σε τούτη την ασήκωτη ντροπή; Ν’ αγαπήσω έτσι δυνατά μια γυναίκα, όμοια μ’ εκείνες που απαντάμε στο κάθε παλιόσπιτο του λιμανιού, με κόκκινες ρόμπες και βαμμένα μούτρα, έτοιμες να κοιμηθούνε μ’ όποιονε τους δώσει ένα – δυο δολάρια! Τώρα πάω να πιω ποτηριές ουίσκι, για να πλύνω τα χείλια μου από κείνο το μαύρο σου φιλί. Θα γίνω στουπί στο μεθύσι, για να μη θυμάμαι πως γεννήθηκες ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο. Και θα μπαρκάρω σ’ ένα πλοίο που να με πάει στην άκρη του κόσμου, για να μην ξαναδώ την όψη σου! Την κατάρα του Θεού νάχεις, κι όλων των Αγίων! Μ’ αφάνισες σήμερα! Να δώσει ο Θεός να μη σε κολλάει ο ύπνος τις νύχτες και να σε τυραννάει η σκέψη για τα μεγάλο άδικο που έκανες στο Ματ Μπερκ!

Page 277: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

277

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΑΝΝΝΝΑΑ ΚΚΡΡΙΙΣΣΤΤΙΙ

Πράξη Τέταρτη.

Ο Μπερκ με βαθιά θλίψη. ΜΜΠΠΕΕΡΡΚΚ Έχεις δίκιο να με ρωτάς γιατί ήρθα. (Με θυμό) Γιατί είμαι ένας μεγάλος βλάκας—να κάθομαι να βασανίζομαι για τη σαπίλα που μου φανέρωσες και να πίνω ολόκληρον ωκεανό για να ξεχάσω. Να ξεχάσω ; Ο διάολος να με πάρει αν μπορώ να ξεχάσω—τη στιγμή που όλη ώρα, και στον ύπνο και στον ξύπνο μου, έχω μπροστά στα μάτια μου τη φάτσα σου με το διαβολικό της γέλιο—έτσι πού κατάντησα να λέω πως το τρελλοκομείο είναι το μέρος που σου ταιριάζει. Έστησα καυγά με τον καθέναν που θέλησε να μου κάμει τον καμπόσο. (Άγρια) Και κάθε φορά που έσκαγα μια γροθιά κατάμουτρα σε κάποιον, δεν έβλεπα το δικό του παρά το δικό σου το πρόσωπο—κ ήθελα να σου δώσω μια που να σε στείλω στον άλλο κόσμο, για να μη σε βλέπω και να μη σε συλλογιέμαι πια. Ωραία, παίξε μ’ εμένα τώρα ! Αχ, σίγουρα δεν είμαι άντρας, αφού γυρίζω και σου μιλάω. Έχεις δίκιο να γελάς μαζί μου. Εσύ να είσαι τέτοια πού είσαι κ’ εγώ να είμαι ο Ματ Μπερκ—και να γυρίζω πίσω και να ξαναρίχνω τα μάτια μου απάνω σου ! Ντροπή μου ! Να κάθομαι εγώ ν’ ακούω τέτοια λόγια από μια γυναίκα σαν εσένα και να φοβάμαι να της κλείσω το στόμα μ’ ένα μπάτσο ! Αχ, Θε μου, είμ’ ένα παλιοτόμαρο, που θάπρεπε να το φτάνει ο καθένας ! (Παράφορα) Όμως δε θα φύγω από δω, πριν να τον πω το λόγο μου ! (Σηκώνει τη γροθιά του απειλητικά) Κ’ έχε το νου σου να μη με φέρεις στην άκρη ! (Αφίνοντας να πέσει η γροθιά του, απελπισμένα) Μη θυμώνεις ! Μου φαίνεται πως λέω παλαβομάρες, σα νάμαι τρελλός για δέσιμο. Είναι τέτοια ή λύπη που μούβαλες στην καρδιά, που έχω χάσει τα λογικά μου. (Σκύβει ξαφνικά και την πιάνει δυνατά απ’ το μπράτσο) Πες μου πως είναι ψέμα., σου λέω ! Αυτό ήρθα γυρεύοντας ν’ ακούσω από σένα.

Page 278: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

278

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΘΑΝΟΣ ΑΧΑΙΟΣ

ΠΠΕΕΡΡΑΑ ΑΑΠΠ’’ ΤΤΟΟΝΝ ΟΟΡΡΙΙΖΖΟΟΝΝΤΤΑΑ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Πρώτη.

Ο Ρόμπερτ στη Ρουθ ονειροπόλα. ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤ Συνήθιζα να βλέπω τα χωράφια και τους λόφους εκεί κάτω—(δείχνει τον ορίζοντα) και σε λίγο ξεχνούσα τον πόνο μου κι άρχιζα να ονειρεύουμαι. Ήξερα πως η θάλασσα ήταν πίσω απ’ αυτά τα βουναλάκια—μου τόλεγαν οι άλλοι—κ’ έσπαζα το κεφάλι μου σαν τι πράμα νάταν η θάλασσα, προσπαθώντας να σχηματίσω την εικόνα της μεσ’ στο μυαλό μου. (Χαμογελώντας) Αυτή η θάλασσα έκλεινε για μένα όλα τα μυστήρια τού κόσμου—κι ακόμα το ίδιο αισθάνουμαι ! Με φώναζε τότε, ακριβώς όπως με φωνάζει και τώρα. (Ύστερα από μικρή παύση) Κι άλλες φορές τα μάτια μου ακολουθούσαν αυτό το δρόμο που απλώνεται φιδωτός βαθειά προς τα υψώματα, σα νάψαχνε κι αυτός για τη θάλασσα ! Κ’ υποσχόμουνα στον εαυτό μου, πως, όταν θα γινόμουν μεγάλος και δυνατός, θ’ ακολουθούσα αυτό το δρόμο, κ’ έτσι αυτός κ’ εγώ θα βρίσκαμε τη θάλασσα. (Χαμογελώντας) Βλέπεις λοιπόν πώς, κάνοντας αυτό το ταξίδι, κρατώ την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου... Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές σ’ όλη μου τη ζωή ήταν τότε που ονειρευόμουν στο παράθυρο. Μ’ άρεσε ή μοναξιά. Είχα αποτυπώσει στην καρδιά μου, όλα τα είδη της δύσης. Κι όλες αυτές σι δύσεις γίνονταν εκεί (δείχνει) — πέρα απ’ τον ορίζοντα. Κ’ έτσι σιγά-σιγά άρχισα να πιστεύω πως όλα τα θαυμαστό πράματα τού κόσμου γίνονταν πίσω απ’ αυτούς τους λόφους. Εκεί έμεναν σι καλές νεράιδες που έκαναν ωραία θαύματα. Τότε πίστευα στις νεράιδες. (Χαμογελώντας) Ίσως να πιστεύω ακόμα. Όπως και νάναι, εκείνες τις μέρες, φαίνονταν αρκετά αληθινές και μερικές φορές τις άκουγα να με φωνάζουν να παίξω και να χορέψω μαζί τους κάτω στο δρόμο, στο σούρουπο, ψάχνοντας να βρούμε πού κρύβεται ο ήλιος. Μου έψελναν τα τραγουδάκια τους, τραγούδια που έλεγαν για χίλια δυο ωραία πραματάκια που είχαν σπίτι τους, πίσω απ’ τα υψώματα. Και μου υπόσχονταν πως θα μου τάδειχναν όλα, αρκεί να πήγαινα – να πήγαινα! Αλλά τότε δε μπορούσα να πάω κι έκλαιγα, κι η μητέρα νόμιζε πως πονούσα. (Ξαφνικά διακόπτει γελώντας) Πιστεύω πως γι’ αυτό πηγαίνω τώρα. Γιατί τις ακούω να με φωνάζουν ακόμα. Αλλά ο ορίζοντας είναι τόσο μακριά και τόσο ελκυστικός! (Γυρίζει σ’ αυτήν – μαλακά) Καταλαβαίνεις τώρα Ρουθ ; Και τώρα ξέρεις γιατί φεύγω. Φεύγω γι’ αυτό το λόγο – και για έναν ακόμα ! Γιατί σ’ αγαπώ. Αυτός είναι ο άλλος λόγος. Δεν ήθελα να στο πω, αλλά αισθάνουμαι πως έπρεπε. Τώρα βέβαια δεν παίζει κανένα ρόλο, αφού φεύγω τόσο μακριά – ίσως για πάντα. Σ’ αγαπούσα όλ’ αυτά τα χρόνια, αλλά η αποκάλυψη ήρθε όταν αποφάσισα να φύγω με το θείο Ντικ. Ο πόνος που ένιωσα, όταν ξαφνικά σκέφτηκα πως θα σ’ αφήσω, μου αποκάλυψε ξαφνικά ότι σ’ αγαπώ. Ότι σ’ αγαπούσα από μικρός! (Τραβάει απαλά το ένα χέρι της Ρουθ από το πρόσωπό της) Δεν πρέπει να σκοτίζεσαι για ό,τι σου είπα, Ρουθ. Καταλαβαίνω πόσο ακατόρθωτο είναι. Γιατί η αποκάλυψη της δικής μου αγάπης, μ’ έκανε να δω την αγάπη των άλλων. Είδα τον έρωτα του Άντυ για σένα – και ξέρω πως κ’ εσύ τον αγαπάς.

Page 279: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

279

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΘΑΝΟΣ ΑΧΑΙΟΣ

ΠΠΕΕΡΡΑΑ ΑΑΠΠ’’ ΤΤΟΟΝΝ ΟΟΡΡΙΙΖΖΟΟΝΝΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Εικόνα Πρώτη.

Ο Ρόμπερτ στη Ρουθ. ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤ Γιατί επιμένεις να με δυσαρεστείς επειδή μ’ αρέσει το διάβασμα ; Μήπως είναι γιατί—(Κρατιέται απότομα) Γιατί με κάνεις να λέω πράματα που δε θέλω ; Μήπως δεν έχω τόσες φασαρίες προσπαθώντας να φέρω βόλτα αυτή τη βρωμοφάρμα και πρέπει να προσθέτεις κ’ εσύ άλλες ; Ξέρεις πόσο σκληρά προσπάθησα να συγκρατήσω τα πράματα μ’ όλες τις κακοτυχίες — και μ’ όλο που είμουνα τόσο ακατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά, ήθελα να προσθέσω· δε μπορείς να πεις, όμως, πως δεν είχα και κακοτυχίες. Γιατί δεν τα λαβαίνεις όλα υπ’ όψη ; Γιατί δε μπορούμε να συνεννοηθούμε ; Κάποτε τα καταφέρναμε. Ξέρω πως και για σένα είναι βαρύ. Τότε γιατί δε βοηθάει ο ένας τον άλλο, αντί να βάζουμε εμπόδια ;

(Ο Ρόμπερτ σηκώνεται και βάζει το χέρι του στον ώμο της) Το ξέρω. Ας προσπαθήσουμε όμως κ’ οι δυο μας να κάνουμε· ακόμα καλλίτερα. Μπορούμε να καλλιτερέψουμε κ’ οι δυο μας. Λέγε μου κάτι που να μου δίνει κουράγιο κάθε τόσο, όταν τα πράματα πάνε στραβά, ακόμα κ’ εξ αιτίας μου. Ξέρεις τι αναποδιές είχα ν’ αντιμετωπίσω από τότε πού πέθανε ό πατέρας. Δεν είμαι γεωργός. Ποτέ δεν είπα πως είμαι. Αλλά δε μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, όπως. είναι τα πράματα, και πρέπει κάπως να σώσω την κατάσταση. Με τη βοήθειά σου μπορώ να το πετύχω. Όταν όμως είσαι εναντίον μου—(Σηκώνει τους ώμους του. Παύση. Ύστερα σκύβει και της φιλεί τα μαλλιά—προσπαθεί να φανεί χαρούμενος) Ώστε μου το υπόσχεσαι· κ’ εγώ σου υπόσχουμαι πως θάρχουμαι στην ώρα μου—κι ό,τι άλλο μου πεις. Σύμφωνοι ; Ω αυτά τα καταραμένα υψώματα εκεί πέρα, που νόμιζα πως μου υπόσχονταν τόσα πολλά ! Πόσο σιχάθηκα να τα βλέπω ! Είναι σαν τους τοίχους μιας στενής αυλής φυλακής, που μου στερούν την ελευθερία κι όλα τα ωραία πράματα της ζωής ! (Γυρίζει πάλι προς το δωμάτιο με μια κίνηση απροθυμίας) Μερικές φορές σκέφτουμαι πώς αν δεν ήταν για σένα, Ρουθ, και—(η φωνή του μαλακώνει) —τη μικρή μας Μαίρη, θα τα παράταγα όλα και θάπαιρνα το δρόμο με μόνο μια επιθυμία στην καρδιά μου—να φτάσω στην άλλη άκρη του κόσμου και ν’ αναπνεύσω ελεύθερα, άλλη μια φορά ! (Βυθίζεται στην καρέκλα του και χαμογελάει με πικρή ειρωνεία για τον ίδιο τον εαυτό του) Άρχισα πάλι τα όνειρα — τα παλιά, κουτά μου όνειρα.

Page 280: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

280

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟ ΓΓΥΥΑΑΛΛΙΙΝΝΟΟΣΣ ΚΚΟΟΣΣΜΜΟΟΣΣ

Σκηνή Πρώτη.

Ο Τομ μπαίνει απ’ τ’ αριστερά, ντυμένος ναύτης τού Εμπορικού, και προχωρεί απ’ το προσκήνιο ως τη σιδερένια σκάλα. Σταματάει κι’ ανάβει τσιγάρο. Μιλάει στο κοινό.

ΤΤΟΟΜΜ Ναι, μαντήλια πολύχρωμα φανερώνω απ’ τις τσέπες μου και τραπουλόχαρτα απ’ τα μανίκια μου. Όμως δεν είμαι ταχυδακτυλουργός, Κάθε άλλο. Αυτός δίνει ψευδαισθήσεις πούχουν την όψη της αλήθειας. Εγώ δίνω αλήθεια με την ωραία μάσκα της ψευδαίσθησης. Και για ν’ αρχίσω, γυρνάω πίσω. στα Τριάντα, σε κείνη την παράξενη εποχή, όπου η τεράστια μεσαία τάξη της Αμερικής είχε γραφτεί σ’ ένα σχολείο τυφλών. Τα μάτια τους δε βλέπαν πια, ή είχανε χάσει τα μάτια τους, Κι’ έτσι έπρεπε να ψάχνουν ψηλαφώντας με τα δάχτυλα στο πύρινο αλφάβητο μιας ξεχαρβαλωμένης οικονομίας. Στην Ισπανία, η επανάσταση. Εδώ, φωνές μονάχα και θολούρα. Στην Ισπανία, η Γκουερνίκα. Εδώ εργατικά κινήματα, άγρια πότε - πότε, σε Πολιτείες συνήθως τόσο ειρηνικές, όπως το Σικάγο, το Κλήβελαντ, το Σαιντ Λούις… Αυτό είναι το κοινωνικό πλαίσιο του έργου.

(Μουσική)

Μια αναπόληση είναι το έργο. Και σαν έργο αναπόλησης, φωτίζεται θαμπά, είναι αίσθηματικό, δεν είναι ρεαλιστικό. Στην αναπόληση, το καθετί γίνεται - λες μουσική. Γι’ αυτό κι ο ήχος του βιολιού στις κουίντες... Είμαι ο αφηγητής του έργου, αλλά κι’ έν’ απ’ τα πρόσωπά του. Τ’ άλλα πρόσωπα είναι η Μητέρα μου, η Άμάντα — η αδερφή η Λάουρα κι ένας Καλεσμένος, που παρουσιάζεται στις τελικές σκηνές. Είναι το πιο πραγματικό πρόσωπο τού έργου, σταλμένος απ’ τον κόσμο της πραγματικότητας, που εμείς τον έχουμε κάπως ξαστοχήσει. Αλλά μια κι έχω την αδυναμία κάθε ποιητή για τα σύμβολα, θα δώσω και σ’ αυτό το πρόσωπο μορφή συμβόλου : είν’ εκείνο που όλο προσμένουμε και ποτέ δεν έρχεται, και που ωστόσο μας κρατάει στη ζωή… Υπάρχει κι ένα πέμπτο πρόσωπο στο έργο, που δεν παρουσιάζεται παρά μονάχα σ’ αυτή τη φωτογραφία, πάνω απ’ το τζάκι. Είν’ ο Πατέρας μας, που μας παράτησε - πάει καιρός τώρα. Ήταν τηλεφωνητής κι’ ερωτεύτηκε τις μακρυνές άποστάσεις. Άφησε την τηλεφωνική εταιρεία όπου δούλευε, και πέταξε σαν πούπουλο απ’ την πόλη… Τελευταία φορά μάθαμε γι’ αυτόν από μια κάρτα, πού μάς έστειλε απ’ το Μαζάλταν, κάπου εκεί στην ακτή του Ειρηνικού, στο Μεξικό, μ’ ένα μήνυμα, δυο λέξεις: «Έχετε γεια !», χωρίς διεύθυνση. Νομίζω το υπόλοιπο έργο θα εξηγηθεί μόνο του...

Page 281: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

281

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟ ΓΓΥΥΑΑΛΛΙΙΝΝΟΟΣΣ ΚΚΟΟΣΣΜΜΟΟΣΣ

Σκηνή Τρίτη.

Ο Τομ Σκύβει αναμμένος πάνω π’ τη μητέρα του. ΤΤΟΟΜΜ Θαρρείς πως είμ’ ερωτευμένος με το παπουτσίδικο; Θαρρείς πως θα περάσω όλη μου τη ζωή κει κάτω, σ’ αυτή τη φάμπρικα με τις φωτεινές ρεκλάμες; Κοίτα! Πιο καλά έχω να μου λιώσουν μ’ ένα λοστό το κεφάλι, παρά να ξαναπάω εκεί τα πρωινά! Κάθε φορά που έρχεσαι μέσα σκούζοντας αυτό το καταραμένο «Σήκω, σήκω!», λέω μέσα μου : «Τι τυχεροί που είναι οι πεθαμένοι !» Όμως σηκώνομαι. Πάω ! Για εξηνταπέντε δολάρια το μήνα, απαρνιέμαι ό,τι ονειρεύομαι να γίνω και να κάνω! Και συ λες πως μόνο τον εαυτό μου – μονάχα τον εαυτό μου σκέφτομαι… Μα, άκου, μητέρα, αν σκεφτόμουνα τον εαυτό μου θάμουνα εκεί πούναι αυτός – φευγάτος ! (Δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα του). Τόσο μακριά, όσο φτάνει το σύστημα των μεταφορών ! (Ειρωνικά). Τώρα πάω σε καταγώγια, όπου πίνουνε χασίσι ! Ναι, σε καταγώγια, όπου μαζεύονται οι εγκληματίες και δραπέτες, μητέρα. Είμαι σε σπείρα κακοποιών, είμ’ ένας πουλημένος δολοφόνος. Κουβαλάω σε θήκη βιολιού ένα τόμμιγκαν ! Διευθύνω ένα σωρό βρώμικα κέντρα ! Με λένε «Φονιά ! Ο φονιάς Γουίνγκφιλντ !» Κάνω διπλή ζωή, την ημέρα τίμιος εργάτης σ’ ένα μαγαζί, τη νύχτα ένας δυναμικός τσάρος του υπόκοσμου, μητέρα ! Πάω σε χαρτοπαίγνια, σκορπάω περιουσίες στη ροουλέττα ! Φοράω ένα μπλάστρι πάνω απ’ τόνα μάτι και ψεύτικο μουστάκι. Καμιά φορά βάζω πράσινες φαβορίτες. Τότε με φωνάζουνε: «Ελ Ντιάμπλο !» Α, μπορώ να σου πω πράματα που να χάσεις τον ύπνο σου ! Οι εχτροί μου θέλουν να βάλουν δυναμίτη στο σπίτι μου ! Θα μας τινάξουν όλους μεσούρανα καμιά νύχτα ! Μακάρι ! Θα φχαριστηθώ – κι εσύ το ίδιο ! Θα πας καβάλα σ’ ένα σκουπόξυλο, πέρα απ’ το Μπλου Μαουντέην, παρέα με δεκαεφτά καλεσμένους ! Παλιοξεμωραμένη λάμια !

Page 282: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

282

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟ ΓΓΥΥΑΑΛΛΙΙΝΝΟΟΣΣ ΚΚΟΟΣΣΜΜΟΟΣΣ

Σκηνή Έβδομη.

Ο Τζιμ απότομα στη Λάουρα. ΤΤΟΟΜΜ Ξέρετε τί έχετε ; Συναίσθημα κατωτερότητος ! Τι είναι αυτό ; Το λένε για όποιον αυτοταπεινώνεται ! Το καταλαβαίνω, γιατί είχα κι’ εγώ. Μόνο που η περίπτωσή μου δεν ήτανε τόσο βαρειά σαν την δική σας. Βασανιζόμουνα απ’ αυτό, ωστόσο ρίχτηκα στην εκφωνητική, άσκησα τη φωνή μου, κατάλαβα ότι είχα ταλέντο για επιστήμη. Πριν δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα να προκόψω σ’ οτιδήποτε ! Εγώ δεν έχω μελετήσει πολύ καλά το ζήτημα, όμως έχω ένα φίλο πού μπορεί να τ’ αναλύσει καλύτερα κι’ από επαγγελματία γιατρό. Δεν έχω την αξίωση ότι είναι απόλυτη αλήθεια, μα μπορώ να μαντέψω την ψυχολογία ενός προσώπου, Λάουρα ! (Βγάζει την μαστίχα) Με συγχωρείτε, Λάουρα. Δε μ’ αρέσει πια όταν φεύγει τ’ άρωμα. Θα πάρω αυτό το κομματάκι χαρτί, γιατί ξέρω τι μπελάς είναι άμα την πατήσει κανείς.., Ναι - είμαι σίγουρος ότι γι’ αυτό στενοχωριέστε το πιο πολύ. Δεν έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Σας λείπει η πίστη που χρειάζεται. Βασίζομαι σ’ ό,τι μούπατε ως τα τώρα και σε παρατηρήσεις πού έχω κάνει μοναχός μου. Παράδειγμα αυτό το βρόντηγμα που το θαρρούσατε τόσο απαίσιο στο Λύκειο. Είπατε ότι φοβόσαστε ακόμα και να περπατήσετε στην τάξη. Είδατε τί κάνατε ; Το σκάσατε απ’ το σχολείο, παραμελήσατε τη μόρφωσή σας για ένα βρόντηγμα, πού καθώς ξέρω ούτε καν υπήρχε : ένα μικρό φυσικό ψεγάδι - αυτό έχετε. Μεγαλωμένο χιλιάδες φορές απ’ την φαντασία σας ! Ξέρετε ποια είναι η συμβουλή μου ; Να σκεφτείτε τον εαυτό σας α ν ώ τ ε ρ ο σε κάτι ! Κοιτάχτε γύρω σας λίγο... Τι βλέπετε ; Έναν κόσμο γεμάτο από κοινούς ανθρώπους. Όλοι τους γεννήθηκαν κι’ όλοι θα πεθάνουνε ! Ποιος απ’ αυτούς έχει το δέκατο απ’ τα προσόντα σας ; Ή τα δικά μου ; Ή οποιουδήποτε άλλου - Θεέ μου ! Ο καθένας ξεχωρίζει σε κάποιο πράμα. Μερικοί σε πολλά ! (Ασυναίσθητα κοιτιέται στον

καθρέφτη) Αυτό που πρέπει να κάνετε, είναι να βρείτε σ ε τ ι. . . Πάρτε παράδειγμα έμένα... (Φτειάχνει την γραβάτα του στον καθρέφτη) Ενδιαφέρομαι για την ηλεκτροδυναμική. Παρακολουθώ μαθήματα ραδιομηχανικής στο νυχτερινό σχολείο, Λάουρα, μ’ όλο πούχω μια εξαίρετη δουλειά στην αποθήκη εμπορευμάτων. Ακόμα, μλετάω και εκφωνητική. Γιατί πιστεύω στο μέλλον τής τηλεόρασης ! (Γυρίζοντας σ’ αυτήν) Θέλω νάμαι έτοιμος γι’ αυτή τη δουλειά. Ν’ αρχίσω αμέσως. Έχω κάνει κιόλας τις γνωριμίες που χρειάζομαι και δεν απομένει παρά να μπει μπροστά αυτή η νέα τέχνη. (Τα μάτια του λάμπουν) Γ ν ώ σ η – Ζπππ ! Λ ε φ τ ά – Ζπππ ! Δ ύ ν α μ η ! Αυτός είναι ο κύκλος όπου στρέφεται η Δημοκρατία ! (Η στάση του είναι δυναμικά πειστική. Η Λάουρα τον

παρακολουθεί, ως και η δειλία της εξαφανίστηκε μέσα στο θάμπος. Αυτός ξαφνικά κατσουφιάζει) Θα με νομίσετε πολύ φαντασμένο !

Page 283: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

283

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟ ΓΓΥΥΑΑΛΛΙΙΝΝΟΟΣΣ ΚΚΟΟΣΣΜΜΟΟΣΣ

Σκηνή Έβδομη.

Η Λάουρα σβήνει τα κεριά ενώ ο Τομ κλείνει το έργο. ΤΤΟΟΜΜ Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πολύ πιο πέρα - τι ο χρόνος είναι το μακρότερο διάστημα που χωρίζει δυο τόπους.. Σε λίγο πήρα φύσημα από τη δουλειά, γιατί έγραψα ένα ποίημα σ’ ένα κουτί από παπούτσια,.. Άφησα το Σαιν Λούις. Κατέβηκα τούτα τα σκαλιά για τελευταία φορά και ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου, πασκίζοντας να βρω στην κίνηση αυτό που ήταν χαμένο στο διάστημα... Ταξίδεψα ένα γύρω για πολύ. Οι πολιτείες σαρώνονταν σαν πεθαμένα φύλλα, φύλλα λαμπρά, μα που ήταν μαδημένα απ’ τα κλαδιά... Θα σταματούσα, μα ήταν κάτι που με κυνηγούσε !... Πρόβαινε ξαφνικά μπροστά μου, απρόσμενα κι’ ανεπάντεχα. Ίσως νάτανε καμιά γνωστή μουσική. Ίσως νάτανε μόνο ένα κομμάτι διάφανο γυαλί.. Ίσως να περπατώ τη νύχτα μέσ’ στους δρόμους και νάχω βρει συντρόφους Περνώ τη φωτισμένη βιτρίνα ενός μυροπωλείου. Η βιτρίνα είναι γεμάτη κομμάτια γυαλιά χρωματιστά, λεπτοκάμωτες μποτιλίτσες, διάφανες, με απαλά χρώματα σαν κομμάτια σκόρπιου ουράνιου τόξου... Και τότε, ξαφνικά, μ’ αγγίζει στον ώμο η αδερφή μου. Γυρίζω και την κοιτάω κατάματα... Ώ, Λάουρα, Λάουρα πολέμησα να σ’ αφήσω πίσω μου, μα είμαι πιο πιστός απ’ ό,τι είχα σκοπό να ήμουν !... Ψάχνω για τσιγάρο, στρίβω τη γωνιά. τρέχω στον κινηματογράφο ή στο μπαρ, αγοράζω ένα πιοτό, μιλάω στον ξένο που με προσπερνά. Ότι νάναι, φτάνει να σβήσουν τα κεριά !

(Η Λάουρα σκύβει στα κεριά)

Γιατί ό κόσμος σήμερα φωτίζεται με αστραπές ! Σ β ή σ ε τ α κ ε ρ ι ά, Λ ά ο υ ρ α ! Κι’ έτσι, γεια σας !...

(Η Λάουρα σβήνει τα κεριά, ενώ κλείνει η αυλαία)

Page 284: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

284

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα Έβδομη.

Ο Στάνλεϋ στη Λάουρα. ΣΣΤΤΑΑΝΝΛΛΕΕΫΫ Κάτσε κάτω ! Έχω να σου μιλήσω για την αδερφή σου. Ξέρεις πόσες ψευτιές μας έχει αραδιάσει εδώ μέσα ; Όμως πιάστηκε γερά στο δόκανο. Έμαθα ένα σωρό πράματα που από καιρό είχα μυριστεί ! Αλλά τώρα που μου τα βεβαιώσανε άνθρωποι δικοί μου είμαι σίγουρος εκατό τα εκατό ! Ψευτιά, νούμερο ένα : Όλα όσα μας ξεφούρνιζε είναι τρίχες ! Μάθε πως τάιζε με κουτόχορτο τόν Μίτς. Κι’ αυτός ο χαζός πίστευε πώς καλά-καλά δεν την έχουνε ούτε φιλήσει ! Αλλά ή μικρή μας η Μπλανς δεν είναι περιστεράκι. Χα, χα ! Είναι άλλο σόι περιστεράκι !... Ένας αντιπρόσωπος της Εταιρείας μας, που ταξιδεύει χρόνια τώρα στο Λώρελ, ξέρει πολλά για δαύτη, όπως τα ξέρει ο καθένας εκεί κάτω. Αυτή, στο Λώρελ, έχει μεγαλύτερη φήμη κι’ απ’ τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών ! Μόνο πού κανένας δεν της έχει εκτίμηση. Ο αντιπρόσωπός μας έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο που το λένε «Φλαμίνγκο». Κι’ αυτή εκεί έμενε. Πρώτα γλύστρησε το χτήμα σας μεσ’ απ’ τα δαχτυλάκια της κι’ ύστερα πήγε στο «Φλαμίνγκο» — ένα παρακατιανό ξενοδοχείο, που ’χει το καλό να μην ανακατεύεται με τα ιδιαίτερα των μεγάλων προσώπων ! Το «Φλαμίνγκο» είναι σαν κέντρο διερχομένων ! Η κυρία Μπλανς όμως έδειξε τέτοια σπουδαία διαγωγή, που ακόμα κι’ η διεύθυνση του «Φλαμίνγκο» αναγκάστηκε να της δώσει τα παπούτσια στο χέρι. Λυτά γίνανε κάπου δυο βδομάδες πριν κουβαληθεί εδώ, γιατί η κυρία Μπλανς δε μπορούσε να σταθεί πια στο Λώρελ. Με δυο-τρία ραντεβού μυριζόντουσαν τί κουμάσι είναι και την παρατούσαν. Τότε αυτή πήγαινε με άλλον, ύστερα με άλλον — τα συνηθισμένα. Όμως, μια μικρή πόλη δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια. Και σιγά-σιγά η κυρία κατάντησε νούμερο ! Όλοι τη βλέπανε σα βλαμμένη πέρα για πέρα ! (Η Στέλλα μαζεύεται) Ώσπου τελευταία παράγινε το κακό. Γι’ αυτό μας ήρθε δω φέτος το καλοκαίρι — με το στέμμα στο κεφάλι και μ’ όλα της τα καμώματα — γιατί ο δήμαρχος της το ’πε καθαρά να του δίνει ! Βέβαια ! Ξέρεις ότι κοντά στο Λώρελ υπάρχει στρατώνας κι’ η αδερφή σου έμενε σ’ ένα από κείνα τα σπίτια, που τα λένε «οίκους ανοχής» ; Όσο για το τι ευαίσθητος και ξεχωριστός τύπος είναι, θα το δεις στο ψέμα νούμερο δύο ! Θαρρείς πως θα ξαναγυρίσει στο σχολείο ; Εγώ βάζω στοίχημα πώς ούτε είχε στο νου της να ξαναπάει στο Λώρελ. Δεν πήρε καμιά άδεια απ’ το γυμνάσιο για να ησυχάσουν τα νεύρα της. Τίποτα τέτοιο ! Την πετάξανε με τις κλωτσιές πριν τελειώσουν τα μαθήματα ! Και ντρέπομαι να σου πω για ποιο λόγο Τα ’φτιαξε μ’ ένα σκολιαρόπαιδο δεκαεφτά χρονώ ! Ο πατέρας του παιδιού το ’μαθε κι’ έκανε αναφορά στον επιθεωρητή. Ε, και τι δε θα ’δινα να ’μουνα στο γραφείο όπου καλέσανε την κυρία Μπλανς ν’ απολογηθεί. Φαντάζεσαι τι θα βρήκε να τους ξεφύγει... Όμως τη στριμώξανε για τα καλά και κατάλαβε πως τελειώσανε τα ψέματα. Της είπανε να τα μαζεύει και να πάει αλλού. Μάλιστα ! Αν θες να ξέρεις, αυτό είναι σα να την καταδίκασε όλο το Λώρελ ! Λοιπόν, πώς σου φάνηκαν όλ’ αυτά ;

Page 285: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

285

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΓΓΛΛΥΥΚΚΟΟ ΠΠΟΟΥΥΛΛΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΝΝΙΙΟΟΤΤΗΗΣΣ

Εικόνα Δεύτερη.

Ο Τσανς στη Πριγκίπισα, στο προσκήνιο. ΤΤΣΣΑΑΝΝΣΣ Εδώ γεννήθηκα, κι εδώ έζησα ως τα 19 μου χρόνια. Ήμουν ένα γερό και φυσιολογικό μωρό, μόνο που είχα «κάτι» το αίμα μου, έναν πόθο ή μιαν ανάγκη να γίνω διαφορετικός απ’ τους άλλους... Τα παιδιά, που μεγαλώσαμε μαζί, είν’ εδώ ακόμα, τα περισσότερα, κι είναι «φτασμένα» — όπως λένε — έχουν επιχειρήσεις, γυναίκες, παιδιά... Ο μικρός όχλος, που εγώ έγινα το «αστέρι» του, ήταν ο πιο σνομπ της πόλης... μεγάλα ονόματα και λεφτά… Εγώ δεν είχα ούτε το ’να ούτε τα’ άλλο... Το μόνο που είχα ήταν… … Ναι… λοιπόν... οι άλλοι... είναι όλοι τώρα μέλη της «καλής κοινωνίας». Τα κορίτσια έγιναν νεαρές οικοδέσποινες, παίζουν κουνκάν τρεις φορές την βδομάδα και τ’ αγόρια είναι μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου και πηγαίνουν στη Νέα Ορλεάνη τις Απόκριες… Θαυμάσια, ε ; Καθόλου πληκτικά !... Εγώ ήθελα, περίμενα. ποθούσα, να γίνω κάτι καλύτερο... Ναι, και έ γ ι ν α, το πέτυχα... Έκανα πράγματα, που αυτό το χοντροκέφαλο κοπάδι ούτε τα ονειρεύτηκε ποτέ του. Γνώρισα την κόλαση, την ώρα που αυτοί ήταν πρωτοετείς στο Πανεπιστήμιο, τραγούδησα στο κόρο του μεγαλύτερου βαριετέ της Νέας Υόρκης και η φωτογραφία μου δημοσιεύτηκε στο Λάιφ, με στολή κάου-μπόυ, να πετάω το καπέλλο μου στον αέρα ! Γιούπι-ιιι ! Χα-χα !... Και τον ίδιο καιρό, ακολούθησα την άλλη κλίση... ίσως τη μόνη αληθινή μου κλίση : έκανα έρωτα… κοιμόμουνα μ’ όλη την κοσμική στήλη της Νέας Υόρκης ! Χήρες και γυναίκες εκατομμυριούχων και δεσποινίδια που πρωτοβγαίναν στον κόσμο, με πασίγνωστα ονόματα, Βάντερμπουργκ και Μάστερς και Χαλλογουαίη, ονόματα που φιγουράριζαν κάθε μέρα στις μερίδες, και τα πρόσωπά τους ήταν ολόκληρα χρηματοκιώτια... … Έδινα περισσότερα απ’ όσα έπαιρνα. Στις μεσόκοπες ξανάδινα μια ψευδαίσθηση νιότης. Στις μοναχικές κοπέλες... κατανόηση κι εκτίμηση... μιαν ολότελα πειστική επίδειξη τρυφερότητας. Στις, λυπημένες, τις χαμένες... κάτι ανάλαφρο που τις ζωογονούσε και αναπτέρωνε ! Στις εκκεντρικές... ανοχή, ακόμα και για τα σιχαμερά πράγματα που αποζητούσαν... Πάντα, όμως, με όλες, πρόθυμος, έτοιμος, φτάνει να ’παιρνα γι’ αντάλλαγμα κάτι που θα ικανοποιούσε τον πόθο μου, τον αχόρταγο πόθο μου, ν’ ανέβω στο επίπεδό τους... Όμως, η θύμηση της κοπέλας μου με τραβούσε εδώ πέρα, κοντά της... κι όταν γύρισα εδώ για να τη δω, Κύριε και Θεέ μου ! Η πόλη σείστηκε ολόκληρη ! ... Μα την αλήθεια, λες και της είχαν βάλει φωτιά... Κι έπειτα, ήρθε ο πόλεμος της Κορέας. Ήμουνα στο τσακ να με πάρουν στο Στρατό, γι’ αυτό κι εγώ κατατάχτηκα στο Ναυτικό... επειδή τα ναυτικά μου πήγαιναν καλύτερα... μ’ όλο που... … (Κοροϊδεύοντάς την) Α, α !... Δεν μπορούσα να υποφέρω την καταραμένη πειθαρχία τους... εξακολούθησα να σκέφτομαι — αυτό σταματάει τα πάντα... Ήμουνα είκοσι τριών χρονώ, στο ζενίθ της νιότης μου, κι ήξερα από τότε πως η νιότη μου δε θα κρατούσε για πολύ. Όσο να γλιτώσω απ’ το στρατό, Θεός ξέρει, μπορεί να ’χα φτάσει και τα τριάντα ! Και τότε, ποιος θα θυμότανε τον Τσανς

Page 286: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

286

Γουαίην ; Σε μια ζωή σαν τη δική μου, δε μπορείς να σταματάς, δε μπορείς ν’ αργοπορείς τα βήματα σου, πρέπει ν’ ανεβαίνεις ολοένα - ολοένα, μια στιγμή να ξεστρατίσεις, σ’ αφήνει και προχωρεί δίχως εσένα, και τότε ξόφλησες, και πας... Μιλάω για την π α ρ έ λ α σ η. Την παρέλαση ! Τ’ αγόρια που πάνε μπροστά, ψηλά... α υ τ ή είναι η παρέλαση.

Page 287: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

287

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΓΓΛΛΥΥΚΚΟΟ ΠΠΟΟΥΥΛΛΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΝΝΙΙΟΟΤΤΗΗΣΣ

Εικόνα Δεύτερη.

Ο Τσανς στη Πριγκίπισα, στο προσκήνιο. ΤΤΣΣΑΑΝΝΣΣ Μια μέρα πέρασα την τσατσάρα μου ένα πρωί στα μαλλιά μου και πρόσεξα πως 8-10 τρίχες είχαν πέσει — προμήνυμα πως ερχόταν η φαλάκρα. Τα μαλλιά μου ήταν πυκνά ακόμα. Αλλά για πόσο ; Πέντε χρόνια, τέσσερα, τρία ; Ίσα-ίσα, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος — αυτό με τρόμαζε ! Άρχισα να βλέπω άσκημα όνειρα, εφιάλτες. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουζε τη νύχτα, μ’ έπιαναν ταχυπαλμίες, κι όταν έπαιρνα άδεια, μεθοκοπούσα και ξυπνούσα σε παράξενα μέρη, έχοντας στο διπλανό μαξιλάρι φάτσες που δεν τις είχα δει ποτέ μου... Τα μάτια μου είχαν μιαν άγρια όψη, άμα τα κοίταγα στον καθρέφτη... Μου μπήκε η ιδέα πως δε θα ζήσω ως το τέλος του πολέμου, πως δε θα γυρίσω πίσω. Πως όλο το μεθύσι και η δόξα που ονομαζόταν Τσανς Γουαίην, θα γινόταν καπνός, όταν θ’ άγγιζε το μυαλό μου ένα κομμάτι ζεστό μολύβι, που θα τύχαινε να βρεθεί στον αέρα την ίδια στιγμή και στον ίδιο τόπο με το κεφάλι μου... Αυτή η σκέψη δε μ’ ενθουσίαζε διόλου. Φαντάσου μιαν ολόκληρη ζωή όνειρα και φιλοδοξίες κι ελπίδες, να σκορπάει μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, να εξαφανίζεται σαν ένα αριθμητικό πρόβλημα που το σβήνεις απ’ τον πίνακα μ’ ένα βρεμμένο σφουγγάρι, μόνο και μόνο εξαιτίας μιας μικρής σφαίρας, που δεν προορίζεται καν για σένα, αλλά ρίχτηκε τυχαία, στον αέρα... Κι έτσι, έσπασα, τα νεύρα μου σπάσανε. Πήρα ιατρική απαλλαγή και γύρισα εδώ με πολιτικά... Και τ ό τ ε κατάλαβα πως είχαν όλα αλλάξει, η πόλη κι οι άνθρωποί της. Ευγενικοί ; Ναι, μα όχι εγκάρδιοι. Ούτε τίτλοι στις εφημερίδες, μόνο μια μικρή ειδησούλα, δυο αράδες στην πέμπτη σελίδα, που έλεγε πως ο Τσανς Γουαίην, γιος της κυρίας Έμιλυ Γουαίην, έλαβε τιμητικήν απαλλαγήν εκ του Ναυτικού και επέστρεψε οίκαδε προς ανάρρωσιν... Τότε η Χέβενλυ έγινε για μένα το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο... … (Πάει κοντά της και της δίνει μια φωτογραφία) Εγώ τη φωτογράφησα, ολόγυμνη, ένα βράδυ με «φλας», σε μιαν ακρογιαλιά, μισό μίλι από δω, που σκεπάζεται απ’ τη θάλασσα όταν πιάσει η παλίρροια. Είναι βγαλμένη την ώρα που τα νερά ανεβαίνουν κι αρχίζουν να γλείφουν το κορμί της σα να την ποθούν, όπως εγώ την ποθούσα κι ακόμα την ποθώ και θα την ποθώ πάντα, πάντα... (Παίρνει τη φωτογραφία και πηγαίνει μπρος) Χέβενλυ τη λέγανε. Ήταν δεκαπέντε χρονών τότε... … Πριγκίπισσα, οι άνθρωποί του κόσμου τούτου δε χωρίζονται σε πλούσιους και φτωχούς ή σε καλούς και κακούς, αλλά σε κείνους που γνώρισαν ή γνωρίζουν την ηδονή στον έρωτα και σε κείνους που δεν τη γνώρισαν, αλλά την αγναντεύουν από μακριά με ζήλια, άρρωστη ζήλια. Οι θεατές απ’ τη μια, οι πρωταγωνιστές απ’ την άλλη... Δε μιλάω για τη συνηθισμένη ηδονή ή την αγορασμένη, μιλάω για τη μεγάλη ηδονή… Ό,τι κι αν ζήσαμε από τότε, εγώ κι η Χέβενλυ, δε μπορεί να σβήσει τις ατέλειωτες άγρυπνες νύχτες, που δίναμε ο ένας στον άλλον τόσην ηδονή, όση λίγη άνθρωποι μπορούν να θυμηθούν στη ζωή τους…

Page 288: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

288

TΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΗΗ ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟ ΟΟΙΙΚΚΟΟΣΣΗΗΜΜΟΟ

Μονόπρακτο.

Μπαίνει ο Συγγραφέας. Έχει πιει και ζει στο δικό του κόσμο. ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Πάψτε! Πάψτε πια να βασανίζετε αυτή τη δύστυχη γυναίκα. Δεν έχει μείνει λίγη καλοσύνη στον κόσμο; Πού είναι η συμπάθεια και η κατανόηση; Έχουν χαθεί τα ευγενικά αισθήματα; Πού είναι ο Θεός; Πού είναι ο Χριστός; Τι σημασία έχει κι αν δεν υπάρχει φυτεία στη Βραζιλία; Τι σημασία έχει κι αν δεν υπάρχει κανένας βασιλιάς του καουτσούκ στη ζωή της; όφειλαν να υπάρχουν τέτοιοι βασιλιάδες στη ζωή της. Πρέπει να την καταδικάσουμε επειδή ένοιωσε την ανάγκη να ξεφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα και να ζήσει για λίγο στους κόσμους της φαντασίας; Ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχει αριστούργημα οκτακοσίων σελίδων. Ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχει κανένα αριστούργημα, παρά μόνο μερικές κακογραμμένες φράσεις κάτω από το σκέπασμα του παλιού μου μπαούλου… Τι σημασία έχει κυρία Γουάϊρ ; Ας υποθέσουμε πως θέλω να γίνω ένας μεγάλος καλλιτέχνης αλλά μου λείπει η ικανότης και η δύναμη. Ας υποθέσουμε ότι τα μυθιστορήματά μου δε φτάνουν ποτέ ως το τελευταίο κεφάλαιο, κι ότι τα ποιήματά μου μένουν ατέλειωτα. Ας υποθέσουμε ότι οι αυλαίες της έξαλλης φαντασίας μου ανοίγουν σε καταπληκτικής ομορφιάς δράματα, αλλά τα φώτα του θεάτρου σβήνουν πριν ακόμα τελειώσει το έργο. Ας υποθέσουμε πως όλα αυτά τα δυσάρεστα πράγματα είναι αληθινά. Κι ας υποθέσουμε ότι εγώ, παραπατώντας από το πολύ πιοτό, έρχομαι τέλος να ξαπλωθώ στο ψειριασμένο στρώμα που μούχετε δώσει, και πως για να κάμω υποφερτό τον τρομερό αυτόν εφιάλτη, τον ομορφαίνω, τον εξυμνώ, τον στολίζω με ονειροπολήματα, με αυταπάτες, με φαντασίες. Με αριστουργήματα οχτακοσίων σελίδων και με θαυμάσιες ποιητικές συλλογές που οι εκδότες περιμένουν να υπογράψω τα αντίτυπα για να τις κυκλοφορήσουν. Ας υποθέσουμε ότι ζω α’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο. Τι ικανοποίηση θα νοιώσετε σεις, καλή μου γυναίκα αν τον κάνετε κομμάτια αυτόν τον κόσμο; Αν τον ποδοπατήσετε; Αν τον ονομάσετε ψέμα; Σας το λέω κι ακούστε με. Δεν υπάρχουν άλλα ψέματα, εκτός από τα ψέματα που βάζει στο στόμα του ανθρώπου το ροζιασμένο χέρι της ανάγκης, η σιδερένια γροθιά της φτώχειας, κυρία Γουάϊρ. Απ’ αυτή την άποψη είμαι ένας ψεύτης, το παραδέχομαι. Αλλά ο δικός σας κόσμος είναι χτισμένος πάνω στο ψέμα, ο κόσμος είναι ένα φριχτό κατασκεύασμα από ψέματα. Ναι, ψέματα. Ψέματα… Τώρα είμαι κουρασμένος, είπα ό,τι είχα να πω. Χρήματα δεν έχω να σας δώσω. Πηγαίνετε λοιπόν κι αφήστε αυτή τη γυναίκα ήσυχη. Αφήστε τη μόνη. Εμπρός λοιπόν πηγαίνετε. Φύγετε από δω. (Τη σπρώχνει).

Page 289: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

289

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ – Μ.ΜΠΕΡΑΧΑΣ

ΟΟ ΘΘΑΑΝΝΑΑΤΤΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΕΕΜΜΠΠΟΟΡΡΑΑΚΚΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Ουίλλυ στο Χάουαρντ. ΟΟΥΥΙΙΛΛΛΛΥΥ Ασφαλώς, η δουλειά είναι δουλειά, όμως άκουσε αυτήν τη μικρή ιστορία. Ίσως τότε με καταλάβεις. Λοιπόν, σαν ήμουν ακόμη παιδί — δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονών — είχα βγει κιόλας στην πιάτσα και το μυαλό μου το βασάνιζε μια μόνο σκέψη : αν με το εμπόριο μπορούσα νάχω μιαν άνετη ζωή. Εκείνη την εποχή στην Αλάσκα, είχαν βρεθεί τρεις φλέβες χρυσάφι. Καταλαβαίνεις ; Έλεγα να πάω ίσαμε εκεί, έτσι, ακόμα και για περίπατο... … Βέβαια. Ο πατέρας μου πούχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αλάσκα βρισκόταν κιόλας εκεί. Ήταν τυχοδιωκτικός τύπος, ο πατέρας μου. Άλλωστε στην οικογένειά μας είχαμε όλοι μεγάλη αυτοπεποίθηση. Σκεφτόμουν λοιπόν να τραβούσα και γω κατά το Βορρά μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Θα ψάχναμε να βρούμε το γέρο κι ίσως μέναμε για πάντα κοντά του. Τόχα σχεδόν αποφασίσει, όταν έτυχε να συναντήσω έναν εμποράκο στο Πάρκερ Χάουζ. Τον λέγανε Ντέι Σίνγκλμαν. Ήταν ογδοντατεσσάρων χρονών κι είχε πλασάρει εμπορεύματα στις τριανταμία απ’ τις σαρανταοχτώ πολιτείες μας. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή μου τη γνωριμία. Ακόμα τον βλέπω μπροστά μου να μπαίνει στο δωμάτιο που κρατούσε στο ξενοδοχείο. να φοράει τη ρόμπα του και τις πράσινες βελούδινες παντόφλες του κι ύστερα να παίρνει στο τηλέφωνο και να κανονίζει τις δουλειές του με τους πελάτες. Κέρδιζε μιαν άνετη ζωή χωρίς να το κουνάει βήμα απ’ το δωμάτιό του. Καταλαβαίνεις ; Σαν το είδα αυτό, κατάλαβα πως η πιο σπουδαία καρριέρα που μπορούσε να επιθυμήσει άνθρωπος ήταν το εμπόριο. Γιατί ποια άλλη δουλειά, σου δίνει την ικανοποίηση, σε ηλικία 84 χρονών — γερασμένος πια και κουρασμένος πολύ — να πηγαίνεις σε είκοσι, τριάντα διαφορετικές πόλεις και να βρίσκονται τόσοι άνθρωποι που να σε θυμούνται και να σ’ αγαπούνε, και που να μπορείς να κερδίζεις ακόμα άνετα τη ζωή σου με το τηλέφωνο και μόνο ; Ε ; Και ξέρεις κάτι : Όταν πέθανε — και πέθανε τον θάνατο ενός εμποράκου, μέσα στο βαγόνι των καπνιστών του σιδηροδρόμου Νέας Υόρκης - Νιου Χάεν – Μπράντφορντ — πηγαίνοντας στη Βοστώνη, φορούσε τις πράσινες βελουδένιες παντόφλες του — όταν πέθανε λοιπόν, στην κηδεία του, ήταν εκατοντάδες κόσμος, όλοι εμποράκοι και πελάτες του. Όλοι τους ήταν λυπημένοι. Στους σιδηροδρόμους για πολύ καιρό ο κόσμος είχε πένθος. (Σηκώνεται . Ο Χάουαρντ δεν τον κοιτάζει) Υπήρχαν άνθρωποι στο εμπόριο, εκείνη την εποχή, Χάουαρντ. Υπήρχε σεβασμός, συναδελφική αλληλεγγύη κι ευγνωμοσύνη τότε στο εμπόριο. Σήμερα, στον κόσμο που ζούμε, αυτά έχουν κοπεί και ξεραθεί σαν παλιόδεντρα. Σήμερα δεν υπάρχει η πιθανότητα να σου προσφέρουν ούτε και τη φιλία τους για να μπορέσεις να υπομένεις — δεν είναι άνθρωποι οι σημερινοί. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω ; Κανείς δεν με γνωρίζει πια.

Page 290: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

290

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: ΜΑΝΘΟΣ ΚΡΙΣΠΗΣ

ΑΑΠΠΟΟ ΔΔΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΑΑ ΣΣΕΕ ΔΔΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΑΑ

Μονόπρακτο, Ιντερμέτζο.

Ο Μπερτ ξεσπάει. ΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤ Κάτι φρικτό λες και πλανιέται εδώ μέσα! Πάντα ήταν εδώ. Τι; Κι εγώ δεν ξέρω. Ο Γκας κι η Αγνή, ο Τόμμυ κι ο Λάρρυ, Ο Τζιμ κι η Πατ – γιατί ν’ αρρωσταίνω κάθε πρωί όταν τους βλέπω; Έτσι και στον ηλεκτρικό. Κάθε μέρα βλέπεις τα ίδια πρόσωπα να μπαίνουν και τα ίδια πρόσωπα να βγαίνουν. Τίποτ’ άλλο δε γίνεται. Μόνο που μέρα τη μέρα γερνάνε – Θεέ μου! Καμιά φορά με πιάνει τρόμος: λες κι όλοι εδώ στον κόσμο, πάμε πάνω κάτω, πάνω κάτω, σ’ ένα πελώριο δωμάτιο. Απ’ τον ένα τοίχο στον άλλο και πάλι πίσω. Χωρίς τελειωμό. Αυτό μόνο. Χωρίς Τελειωμό.

Page 291: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

291

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: ΜΑΝΘΟΣ ΚΡΙΣΠΗΣ

ΑΑΠΠΟΟ ΔΔΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΑΑ ΣΣΕΕ ΔΔΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΑΑ

Μονόπρακτο, Ιντερμέτζο.

Ο Κέννεθ ξεσπάει. ΚΚΕΕΝΝΝΝΕΕΘΘ Δε μου δίνει τη ζεστασιά που μου λείπει. Της πληρώνω έντεκα δολάρια τη βδομάδα, φαΐ και ύπνο. Κι εκείνη μου κάνει ένα ψωροσάντουιτς με χοιρινό. Κάθε μέρα το ίδιο. Καμιά αλλαγή. Είναι σωστό; Πες μου είναι σωστό; Ζωή είν’ αυτή; Να τρέμεις ολημέρα μέσα σ’ αυτό τον Πύργο της Σκόνης Και να βρίσκεις το βράδυ ένα παράθυρο κι ένα κρεβάτι Κι οι δρόμοι να ’ναι γεμάτοι ξένους. Και κανένας από δαύτους να μη διαβάζει ένα ολόκληρο βιβλίο, Κανένας να μην ξέρει ένα ποίημα, Κανένας να μη λέει ένα όμορφο τραγούδι. Αχ, μάνα, φτάσαμε στην παγωμένη πόλη. Κι ο Ρούζβελτ δεν μπορεί να την κάνει πιο ζεστή. (Κάθεται) Κι άλλη μια Δευτέρα Παθών! Πω, πω, παν να σπάσουν τα μηνίγγια μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου έχω αυτό τον πονοκέφαλο. (Απαγγέλλει πολύ δυνατά) «Το καράβι του Κράτους» του Γουώλτ Χουϊτμαν ! «Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Τέλειωσε πια τ’ απάνθρωπο ταξίδι μας! Το καράβι μας κράτησε στην αντάρα και τη φουρτούνα. Μπήκαμε πια στο πολυπόθητο λιμάνι…» Κι έπειτα; Τι να ’ναι έπειτα;

Page 292: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

292

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: Λ. ΔΑΝΟΣ

ΗΗΤΤΑΑΝΝ ΟΟΛΛΟΟΙΙ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΜΜΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη.

Ο Κέλλαρ στους άλλους. ΚΚΕΕΛΛΛΛΑΑΡΡ Άκου. Κάνε αυτό πού έκανα εγώ κι όλα θα πάνε καλά. Την ημέρα πού γύρισα βγήκα από τ’ αυτοκίνητό μου — αλλά όχι εδώ μπροστά στο σπίτι... στη γωνία. Θάπρεπε νάσουν εδώ, Άννυ. Κι εσύ, Κρις. Θα κάνατε χάζι. Όλοι το ξέρανε πως έβγαινα κείνη την ημέρα από τη φυλακή. Οι βεράντες κα τα μπαλκόνια είχαν γεμίσει κόσμο. Για σκεφθείτε το καλά : Κανένας τους δεν πίστευε ότι ήμουνα πραγματικά αθώος. Η ιστορία που κυκλοφορούσε ήταν ότι ελάδωσα κάποιον γερά για να μ’ αθωώσουν. Βγαίνω, λοιπόν απ’ το αυτοκίνητό μου, και προχωρώ στο δρόμο. Αλλά πολύ σιγά. Και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλια. Το κτήνος. Εγώ ήμουνα το κτήνος· ο απατεώνας που πούλησε ραγισμένους κυλίνδρους στην στρατιωτική Αεροπορία· ο απατεώνας πού έκανε τα 21 Π—40 να γκρεμοτσακιθούν στην Αυστραλία. Ναι, Αννυ, όταν κατέβαινα εκείνο τον δρόμο μας εκείνη την ημέρα ήμουν, ήμουν ένοχος Ι00 %. Έλα όμως που δεν ήμουνα, έλα που είχα στη τσέπη μου ένα χαρτί του δικαστηρίου πού έλεγε ότι είμαι αθώος... Πέρασα λοιπόν... μπροστά από τις βεράντες. Αποτέλεσμα ; Σε δεκατέσσερες μήνες είχα πάλι ένα απ’ τα καλύτερα εργοστάσια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήμουν και πάλι, σπουδαίος άνθρωπος. Με σέβονταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Μεγάλος και. τρανός.

(Με μεγάλη ένταση τώρα)

Ναι, αυτός είναι ό μόνος τρόπος να τους βουλώσεις το στόμα, να τους κάνεις αρνάκια. Χρειάζεται θράσος. (Στην Άννυ) Το χειρότερο πού κάνατε ήταν να φύγετε απ’ εδώ. Κάνατε έτσι πολύ δύσκολη τη θέση του μπαμπά σου όταν θα βγει, όπως κάνατε πολύ δύσκολη και τη δική μου θέση. Παίζουν, βέβαια, πόκερ μαζί μου, αλλά στο βάθος του βρώμικου μυαλού τους υπάρχει πάντα ή σκέψη : ·—«Κέλλαρ, ήσουνα πολύ στενός φίλος με ένα φονιά». Γι’ αυτό σου λέω. Θέλω να ’ρθεί κατευθείαν εδώ, στο ίδιο σπίτι. Δεν πρόκειται να τελειώσει αυτή η ιστορία αν δεν ξαναγυρίσουν. (Στην Άννυ). Αν δεν ξαναπαίξουν χαρτιά μαζί του, αν δεν του μιλήσουν, αν δεν του χαμογελάσουν. Αν έχεις απένατί σου κάποιον κα παίζεις χαρτιά μαζί του, ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορεί να είναι δολοφόνος. Κι όταν του ξαναγράψεις θέλω να του τα πεις όλα αυτά, έτσι όπως σου τα είπα.

(Η Άννυ απλώς τον κοιτάζει)

Ακούς τι σου λέω ; Δεν πίστευα ποτέ Άννυ ότι βγαίνει. τίποτα με το να βασανίζουμε τους ανθρώπους. Δεν ήταν ωραίο, φυσικά, αυτό που έκανε, αλλά θέλω να τον συγχωρήσω. Εσύ στη θέση μου δεν θα τον συγχωρούσες ;

Page 293: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

293

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: Λ. ΔΑΝΟΣ

ΗΗΤΤΑΑΝΝ ΟΟΛΛΟΟΙΙ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΜΜΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη.

Ο Κέλλαρ στους άλλους με μεγάλη ανησυχία. Στη φωνή του διακρίνεται ένας παρακλητικός τόνος που διαρκώς μεγαλώνει. ΚΚΕΕΛΛΛΛΑΑΡΡ Μπορεί να ήταν ανόητος, αλλά δολοφόνος δεν ήταν. Γιατί θέλεις σώνει κα καλά να τον κάνεις δολοφόνο ; Δεν σκέφτεσαι λιγάκι την Άννυ. Της σπαράζεις την καρδιά μ’ αυτά πού λες. (Στην Άννυ) Πρέπει να σου δώσω να καταλάβεις τι ακριβώς γινόταν μέσα στο εργοστάσιο, τότε στον πόλεμο. Δεν ήταν εργοστάσιο, ήταν τρελλοκομείο. Κάθε λίγο και λιγάκι, κάθε μισή ώρα δόστου και μας έπαιρνε ο ταγματάρχης στο τηλέφωνο και μας ζητούσε κυλίνδρους και άλλους κι άλλους κυλίνδρους. Μας είχαν ταράξει. Και μεις δόστου και φορτώναμε στ’ αυτοκίνητα κυλίνδρους —προτού καλά - καλά προφτάσουν να κρυώσουν. Ξαφνικά βγαίνει μια δόση μ’ ένα ραγισματάκι. Δουλειά είν’ αυτή, μπορεί να σου συμβεί και κάτι τέτοιο. Ένα τόσο δα ραγισματάκι, ούτε τρίχα δεν ήτανε. Καλά. Ε, τον ξέρεις τόν πατέρα σου... Ένας ανθρωπάκος εκεί που μόλις ακούει φωνές λυγίζουν τα γόνατά του. Τι θα πει ο ταγματάρχης ; Τι θα πω εγώ, ο συνεταίρος του ; Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Έτσι είναι οι άνθρωποι. (Μικρή παύση) Βγάζει λοιπόν τα εργαλεία του, και... σκεπάζει τα ραγίσματα. Καλά, σύμφωνοι... δεν έκανε καλά. Ήταν κακό αυτό πού έκανε. Αλλά είναι κάτι που το περιμένει κανείς από έναν απλό άνθρωπο. Αν πήγαινα την άλλη μέρα, αν μπορούσα να πάω, θα του έλεγα — Δεν πειράζει Χέρμπερτ, πέταξέ τα. Δεν χάλασε ο κόσμος αν πάθουμε καμμιά ζημιά. Ήταν όμως μόνος του και φοβόταν. Πάντως δεν έβαλε κακό στο νου του, είμαι βέβαιος γι’ αυτό πίστευε ότι θα άντεχαν στον αέρα. Όπως και άντεξαν — τα περισσότερα. Λάθος βέβαια, όχι όμως και έγκλημα. Πάψε λοιπόν να σκέφτεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο. Δε μ’ αρέσει να βλέπω μια νέα κοπέλα σαν εσένα να βασανίζεται άδικα.

Page 294: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

294

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: Λ. ΔΑΝΟΣ

ΗΗΤΤΑΑΝΝ ΟΟΛΛΟΟΙΙ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΜΜΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Τζωρτζ στην Άννυ. ΤΤΖΖΩΩΡΡΤΤΖΖ Δεν ξέρεις τίποτα, αν ήξερες δεν θα ήσουν εδώ. Ο μπαμπάς πήγε εκείνο το πρωί στη δουλειά. Ο εργοδηγός της νυχτερινής βάρδιας πήγε και του έδειξε τους κυλίνδρους... ήταν ελαττωματικοί Κάτι είχε πάθει ο μηχανισμός της παραγωγής. Πήγε, λοιπόν. ό μπαμπάς κατ’ ευθείαν στο τηλέφωνο, πήρε τον Τζο, εδώ στο σπίτι του, και του είπε να κατεβεί αμέσως στο εργοστάσιο. Περνά ολόκληρο το πρωί ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Τον ξαναπαίρνει ο μπαμπάς στο τηλέφωνο. Στο μεταξύ οι ελαττωματικοί κύλινδροι είχαν φτάσει τους εκατό. Οι στρατιωτικές αρχές ουρλιάζαν γιατί καθυστερούσε η παράδοση, κι ο μπαμπάς δεν είχε να παραδώσει ούτε ένα κομμάτι. Του είπε, λοιπόν, ο Τζο στο τηλέφωνο να σκεπάσει όσο μπορούσε καλύτερα τα ραγίσματα και να φορτώσει αμέσως τούς κυλίνδρους. Ο μπαμπάς φοβότανε. Δεν ήταν βέβαιος ότι θα βαστάξουν στον αέρα, φοβόταν και τους κοντρολέρ του στρατού. Αλλά ο Τζο, τον εβεβαίωσε ότι θα βαστάξουν και του ορκίστηκε στο τηλέφωνο. Άννυ, ότι αν συνέβαινε τίποτα, θα ανελάμβανε αυτός ολόκληρη την ευθύνη. Αλλά και. πάλι ό μπαμπάς επέμενε ότι αν ο Τζο ήθελε να κάνει αυτή τη δουλειά θα έπρεπε να κατεβεί ο ίδιος στο εργοστάσιο. Έλα όμως που δεν μπορούσε... αρρώστησε ξαφνικά ! Έπεσε με γρίππη... έδωσε πάντως τόν λόγο του ότι αναλαμβάνει την ευθύνη. Καταλαβαίνεις τι θα πει αυτό ; Δ ε ν μ π ο ρ ε ί ς ν’ αναλάβεις ευθύνη από το τηλέφωνο. Κι αν την αναλάβεις, μπορείς θαυμάσια ύστερα να παρουσιαστείς στο Δικαστήριο και ν’ αρνηθείς ότι την ανέλαβες. Ε, αυτό έκανε και ο Τζο. Την πρώτη φορά, τον κατάλαβαν πως έλεγε ψέματα και τον καταδίκασαν κι αυτόν. Τον πίστεψαν όμως τη δεύτερη φορά, στην έφεση. Κι έτσι, το μεγάλο ψέμα έπιασε, ο Τζο σήμερα είναι μεγάλος και τρανός κι ό πατέρας σου σαπίζει στην φυλακή. (Σηκώνεται) Τι θα κάνεις τώρα; Απάντησε. Τι θα κάνεις ; Θα φας το φαΐ του ; (Δείχνοντας τον Κρις) Θα πέσεις στο κρεβάτι του — εσύ που ούτε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα δεν έστειλες του πατέρα σου ;

Page 295: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

295

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΑΛΜΠΙ Μετ: ΚΑΙΤΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ-ΜΥΡΙΒΗΛΗ

ΗΗΤΤΑΑΝΝ ΟΟΛΛΟΟΙΙ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΜΜΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Τζωρτζ ήρεμα ρεαλιστικά στη Μάρθα. ΤΤΖΖΩΩΡΡΤΤΖΖ Είμαι αρκετά ναρκωμένος.. και εν ενν0ώ από το πιστό, αν και ίσως αυτό να ήταν μέρος της διαδικασίας, με την πάροδο του χρόνου μια βαθμιαία αλλοίωση, που αποκοίμιζε τα κύτταρα του εγκεφάλου, τώρα είμαι αρκετά ναρκωμένος ώστε μπορώ να σε υποφέρω όταν είμαστε μόνοι. Δε σε ακούω... ή όταν σε ακούω, πνίγω τις αισθήσεις μου, ώστε να μη σημαίνουν τίποτα και αντιδρώ μόνον μηχανικά, έτσι που στην πραγματικότητα δε σε ακούω. Είναι ο μόνος τρόπος για να τα βγάζω πέρα. Αλλά, τους τελευταίους δυο αιώνες, ή όσο καιρό, τέλος πάντων, ζω μέσα σ’ αυτό το σπίτι μαζί σου — άλλαξες και πήρες νέα κατεύθυνση, Μάρθα, που χειροτέρεψε πολύ τα πράγματα... πάρα πολύ ! Δε με νοιάζει που βγάζεις τ’ άπλυτά σου στη φόρα... δηλαδή, με πειράζει αλλά μ’ αυτό συνθηκολόγησα... τώρα όμως μεταφέρθηκες μ’ όλα σου τα υπάρχοντα και εγκαταστάθηκες μέσα στο φανταστικό σου κόσμο, άρχισες να κάνεις παραλλαγές πάνω στις ίδιες σου τις παρακρούσεις, και σαν αποτέλεσμα...

Page 296: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

296

ΜΑΙΚΛ ΓΚΑΤΣΟ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΕΝΝΑΑ ΚΚΑΑΠΠΕΕΛΛΟΟ ΓΓΕΕΜΜΑΑΤΤΟΟ ΒΒΡΡΟΟΧΧΗΗ

Πράξη Πρώτη.

Ο Τζωρτζ στη Σήλια. ΤΤΖΖΩΩΡΡΤΤΖΖ Το ξέχασες, Σήλια ; Σήμερα το πρωί μου είπες ότι ως εδώ είν’ ο γάμος μας και ότι δε γίνεται πια να ζούμε έτσι μαζί. Κι έφυγες, βγήκες. Ε, λοιπόν. Τότε ένιωσα να παλαβώνω. Κι όσο σκεφτόμουν πως θα ’ρχόταν κι ο πατέρας μου, στριφογύριζαν μέσ’ στο μυαλό μου ορισμένα πράγματα. Άκουγα το σφύριγμα. Εκείνο το σφύριγμα που με καλούσε σαν ήμουν παιδί. Όταν τελειώναμε το σχολείο, έπρεπε να γυρίσω αμέσως στο σπίτι, μα στο δρόμο εμείς τα παιδιά παίζαμε βόλους. Κι ο πατέρας κάθε τόσο σφύριζε κι ενώ το ’ξερα κι άκουγα, έκανα πως δεν άκουγα. Κι αυτός ολοένα σφύριζε πιο δυνατά. Ώσπου σκοτείνιαζε και τότε άρχιζα εγώ ν’ ανησυχώ. Πώς θα τον αντίκριζα. Γύριζα κι έκανα το σταυρό μου στην εξώπορτα, όπως μου είχε μάθει η γιαγιά μου για να φυλάγομαι από κάθε κακό. Άνοιγα μαλακά την πόρτα κι έμπαινα μέσα κρατώντας στο χέρι τη σάκα μου με τους βόλους που είχα κερδίσει και φώναζα. «Γεια σου, πατέρα. Κέρδισα, κέρδισα !» Και τότε, τσαφ. Μ’ άρχιζε στα χαστούκια. Και πεταγόμουν στη γωνιά. Τι να πω ; «Δε σ’ άκουσα ! Δε άκουσα»... Πήρα ένα τρένο... μετά ένα λεωφορείο... Πήγα να δω το σπίτι που γεννήθηκα. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια δεν έχω πάει καθόλου στην παλιά μου γειτονιά. Κι ας είναι ούτε δύο ώρες δρόμο. Κάτι μ’ έσπρωχνε τώρα να φτάσω εκεί πέρα. Ήμουν μονάχα δέκα χρονών την άφησα τη γειτονιά αυτή και τώρα την κοιτούσα χαμένα, παράξενα. Προπάντων το σπίτι μας, εκείνο το παλιό. Κι ήμουν έτοιμος να χτυπήσω την πόρτα για να μου επιτρέψουν να το ξαναδώ. Μετά τράβηξα στο σχολείο, εκεί που άκουγα το σφύριγμα του γέρου μου… Τις σιδερένιες σκάλες, τα μπαλκόνια... Ώσπου ξαναμπήκα στο λεωφορείο, στο τρένο, και πήγα να παραλάβω τον πατέρα απ’ το αεροδρόμιο. Κι ήρθαμε μαζί εδώ.

Page 297: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

297

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΝΑΣ Μετ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΟΟ ΒΒ ΡΡ ΟΟ ΧΧ ΟΟ ΠΠ ΟΟ ΙΙ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Αστρολέων ξεσπάει. ΑΑΣΣΤΤΡΡΟΟΛΛΕΕΩΩΝΝ Για άκου δω, κοπέλα μου. Φτάνει πια. Βαρέθηκα να σ’ ακούω να βρίζεις τη δουλειά μου και να με φωνάζεις μ’ ένα σωρό ονόματα. Και πού ξέρεις εσύ, αν είμαι ψεύτης – αν είμαι απατεώνας; Πού ξέρεις αν δεν περνάει από το χέρι μου να κάνω βροχή; Μπορεί, όταν, όταν γεννήθηκα, να μούκανε ο Θεός αυτό το δώρο… Μπορεί νάσκυψε και να μου ψιθύρισε στ’ αυτί τούτα τα λόγια: «Αστρολέοντα, μην περιμένεις και πολλά πράματα σ’ αυτόν τον κόσμο… Δε θάχεις ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά – ούτε και κανένα όμορφο σπιτάκι, για να μπορείς να ξαποστάσεις… Αλλά θάχεις κάτι άλλο, Αστρολέοντα… Όπου πατήσεις το πόδι σου, θα φέρνεις τη βροχή… Μάλιστα – μπορεί μέσα μου νάχω αύτή την ευλογία – κι ας μην έχω τίποτ’ άλλο… Όμως ξέρω ανθρώπους με πολύ μεγαλύτερες ευλογίες απ’ αυτήν. Έχω έναν αδερφό, πούναι γιατρός. Αυτόν δε χρειάζεται να του πεις ούτε πού πονάς, ούτε τι σε βασανίζει… Έρχεται κοντά σου, απλώνει το χέρι πάνω στην καρδιά σου – κι αμέσως, μάτια μου, μια γλύκα γεμίζει όλο σου το σώμα και κοιμάσαι σα μωρό παιδί… Έχω κι άλλον έναν αδερφό. Αυτός είναι τραγουδιστής. Κι άμα τραγουδάει, η φωνή του μπαίνει μες στην ψυχή σου – και δε σ’ αφήνει, ώσπου να πεθάνεις… Όταν ήμουνα μικρός, τόχα παράπονο – κι έλεγα: «γιατί να μην είμαι κι εγώ σαν τα’ αδέρφια μου; Γιατί να μην έχω τίποτα – μια μικρή ευλογία σαν κι αυτούς»; Και τότε, θυμάμαι πούρθε το καλοκαίρι κι έπεσε μια ξεραΐλα από τις λίγες… Κι ούτε ο ένας αδερφός μου μπόρεσε να τη γιατρέψει, ούτε ο άλλος να φέρει τη βροχή με το τραγούδι του… Τι έκανα λοιπόν κι εγώ – ανέβηκα πάνω στο βουνό και κοίταξα τον ουρανό και είπα: Παρακαλώ… λίγη βροχή… Βροχή να Πάρει η οργή, λίγη βροχή… Μόλις τόπα, άρχισε να βρέχει. Κι αμέσως ήξερα – ήξερα πως ήμουνα κι εγώ ευλογημένος σαν τ’ αδέρφια μου.

Page 298: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

298

ΤΖΩΝ ΠΑΤΡΙΚ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΑΥΥΓΓΟΟΥΥΣΣΤΤΙΙΑΑΤΤΙΙΚΚΟΟ ΦΦΕΕΓΓΓΓΑΑΡΡΙΙ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Πρώτη.

Ο Σακίνι, ένας ιθαγενής της Οκινάβα που η ηλικία του είναι ανάμεσα στα 30 και στα 60 μπαίνει στη σκηνή με τα χέρια του ενωμένα σαν ικεσία, προχωρεί προς το προσκήνιο, στέκεται στο κέντρο και υποκλίνεται με τυπική επισημότητα προς το ακροατήριο. ΣΣΑΑΚΚΙΙΝΝΙΙ Τούτττι φρούττι. (Βγάζει απ’ το στόμα του μια τσίκλα). Πλουσιότατο δώρο αμερικανού λοχία. Ωραίες μου κυρίες, ευγενικοί μου κύριοι: παρακαλώ να συστηθώ. Σακίνι τ’ όνομα. Διερμηνέας το επάγγελμα. Σπουδαγμένος από παλιό – παλιό λεξικό. Έτυχε γεννηθώ Οκινάβα – έτσι το θέλησαν οι θεοί. Ιστορία Οκινάβα παρουσιάζει περίλαμπρο χρονικό κατακτητών. Είχαμε την τιμή μας κατακτήσουν 14ον αιώνα Κινέζοι πειρατές. 16ον αιώνα Άγγλοι ιεραπόστολοι. 18ον αιώνα Ιάπωνες πολέμαρχοι. Και 20ον αιώνα Αμερικάνοι πεζοναύτες. Οκινάβα πολύ τυχερή. Πολιτισμό μας έφεραν εδώ – δεν αναγκαστήκαμε ξενιτευτούμε για χάρη του. Μάθαμε πολλά πράγματα. Πιο σπουδαίο ότι άλλος κόσμος όχι σαν Οκινάβα. Κόσμος γεμάτος ευχάριστη ποικιλία. Παράδειγμα: Οκινάβα – όχι κλειδαριές στις πόρτες. Κακή ανατροφή μην εμπιστεύεσαι γειτόνους. Αμερική – κλειδαριές και κλειδιά μεγάλη βιομηχανία. Συμπέρασμα: Κακή ανατροφή – καλές δουλειές. Οκινάβα – πλυθείς δημόσιο λουτρό μετά γυμνής κυρίας πολύ σωστό. Ζωγραφιά γυμνής κυρίας σπίτι σου, καθόλου σωστό. Αμερική – άγαλμα γυμνής κυρίας σε πάρκο κερδίζει βραβείο. Αλλά γυμνή κυρία τσίτσιδη σε πάρκο κερδίζει πρόστιμο. Συμπέρασμα: Πορνογραφία ζήτημα γεωγραφίας. Αλλά εμείς, κάτοικοι Οκινάβα, πολύ πρόθυμοι μορφωθούμε από κατακτητές. Βαθειά επιθυμία αποφύγουμε προστριβές. Όχι εύκολο μάθεις – ενίοτε οδυνηρό. Όμως πόνο κάνει άνθρωπο στοχαστικό. Στοχασμό κάνει άνθρωπο σοφό. Σοφία κάνει ζωή υποφερτή.

Page 299: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

299

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΡΟΓΙΑΝ Μετ: ΜΗΤΣΟΣ ΛΥΓΙΖΟΣ

ΕΕΪΪ,, ΕΕΣΣΕΕΙΙΣΣ ΟΟΙΙ ΑΑΠΠ’’ ΕΕΞΞΩΩ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Ένας Νέος μέσα σ’ ένα κελί φυλακής. ΝΝΕΕΟΟΣΣ Σ’ όλη μου τη ζωή μ’ έτρωγε η μοναξιά. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το γιατρέψεις. Τώρα όμως οι δυο μας πιασμένοι χέρι – χέρι, θα μπορέσουμε να γελάσουμε και λίγο. Είμαι τυχοδιώχτης. Ποτέ μου δε δούλεψα. Πρέπει όμως ν’ αλλάξω για να μην μείνω ένας ρέμπελος. Δεν είχα καμιά τύχη όλον αυτό τον καιρό. Δυο χρόνια τώρα γυρίζω απ’ τη μια πόλη στην άλλη κι η τύχη δεν μου χαμογελάει. Ίσως γι’ αυτό να μπήκα σε μπελάδες. Γιατί όλ’ αυτά δεν έγιναν χωρίς λόγο. Είναι η μαύρη μου η τύχη που με ακολουθεί παντού. Και τώρα νάμαι εδώ με το κεφάλι μου μισοσπασμένο. Υποπτεύομαι ποιος με χτύπησε. Ο γέρος εκείνης της λεγάμενης. Αν εγώ είχα μια γυναίκα σαν κι αυτή θα την πετούσα απ’ το παράθυρο. Κάτι όμως μου λείπει και το μόνο που χρειάζομαι είναι κάποια σαν κι εσένα. Δεν μ’ αρέσει να φάω τη ζωή μου περπατώντας στους δρόμους και να βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ό,τι μου βρεθεί. Όμως κι εσύ θα πρέπει νάχεις κάποιον που να σου παραστέκεται. Κι είναι ωραίο, μα την αλήθεια, νάχεις κάποιον δικό σου το χειμώνα όταν είναι κρύο, την άνοιξη πούναι ο καιρός όμορφος και το καλοκαίρι πούναι πάντα ζεστά και μπορείς να βουτήξεις στη θάλασσα. Ω, είναι ωραία νάχεις τη συντρόφισσά σου κοντά σου όλο τον καιρό: Με τη βροχή, με το χιόνι, με τον ήλιο… Ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει όλες τις όψεις του καιρού προτού πεθάνει. Πρέπει όμως αυτόν που θα διαλέξεις για σύντροφό σου, νάναι εν τάξει. Νάναι κάποιος που να ξέρει από καιρό πριν. Να ξέρει ακόμα κάθε κουσούρι και σφάλμα σου κι όμως να σ’ αγαπάει. Όσο για μένα το ξέρω πως έσφαλα κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μ’ αρέσει πια να ζω σαν το σκυλί. Δεν θέλω ούτε την ξάπλα, ούτε το χαμαλίκι. Πρέπει να κερδίσω τη ζωή μου για πάντα και τότε δεν θα αισθάνομαι πως είμαι ψωριάρης, ούτε και θάχω μίσος για κανέναν. Όλ’ αυτά όμως θα γίνουν, αν έρθεις εσύ μαζί μου. Θα είμαι ο καλύτερος άνθρωπος που είδε ποτέ κανείς. Και τότε δεν θα ξαναπέσω σε σφάλμα. Καταλαβαίνεις πως άμα έχεις το παραδάκι έχεις πάντα δίκιο. Θάχω λοιπόν μπόλικο παραδάκι και θάσαι τ’ ομορφότερο κορίτσι στον κόσμο. Θάμαι περήφανος σαν με κρατάς από το μπράτσο. Θα σουλατσάρουμε στους ωραίους δρόμους κι όλοι θα γυρίζουν να μας κοιτάνε. Θα σε φωνάζω Καίτη! Αυτό θα είναι τ’ όνομά σου από δω και μπρος. Είσαι το πρώτο κορίτσι στη ζωή μου που το φωνάζω με τ’ όνομα Καίτη. Μ’ άρεσε και το φύλαγα αυτό το όνομα για σένα! Ναι, για σένα!

Page 300: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

300

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη.

Ο Άμαλρικ στον Μεζά. ΑΑΜΜΑΑΛΛΡΡΙΙΚΚ Αγαπητέ μου, ας λέτε ό,τι θέλετε, εμένα μου αρέσουν οι ξανθές. Δεν είναι κοκέτα, φυλαχτείτε, είναι αντάρτισσα, καταχτήτρια ! Ή θα υποδουλώσει και θα τυραννήσει, ή θα δοθεί, γιατί όχι ; Αδέξια σα μεγάλο ζώο που τσινάει ! Είναι φοράδα ράτσας και θα με διασκέδαζε να ανέβω στη ράχη της, αν είχα χρόνο ! Δεν έχει καβαλάρη, τα πουλαράκια της ακολουθούνε, κι αυτή Τρέχει σαν άλογο ολόγυμνο. Τη βλέπω που αφηνιάζει, τα συντρίβει όλα, συντρίβει τον εαυτό της. Είναι μια ξένη, ανάμεσά μας Είναι έξω από τον τόπο της κι έξω από τη φυλή της. Είναι γυναίκα αρχηγού, της έπεσαν μεγάλα καθήκοντα για να αφοσιωθεί , ένα χρυσό κιλίμι να τη σκεπάζει, Όμως ο άντρας αυτός που έχει, αυτό το ομορφόπαιδο, Αυτός ο λιγνός Προβηγκιανός με τα γλυκά τα μάτια. κάτι σαν μηχανικός και αποτυχημένος κομπιναδόρος, Το βλέπετε ότι είναι μια αμαρτία της. Το μόνο που κατάφερε να της χάνει ήτανε τα παιδιά. Σου ’ρχεται τρόμος να τους βλέπεις αυτούς όλους στο δρόμο για την Κίνα. Έχουνε βάλει ιδέες με το νου τους για σας, μικρέ μου Μεζά ! Πιστέψτε με ! Ερημοσπίτης Κάβουρας. Όλη η οικογένεια του κυρίου Ερημοσπίτη Κάβουρα Esquire. Να τους.

Page 301: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

301

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Μεζά μονολογεί. ΜΜΕΕΖΖΑΑ Έτσι λοιπόν. Την έπιασα ! Κρατάω μάλιστα το κορμί της Στην αγκαλιά μου και δε μου φέρνει καμιά αντίσταση και ακούω μες στα σπλάχνα μου την καρδιά της που χτυπάει ! Αυτό είναι ! Είναι αλήθεια ότι αυτή είναι μόνο μια γυναίκα, και τίποτε άλλο, αλλά κι εγώ, ένας άντρας είμαι, και τίποτε άλλο. Και δεν μπορώ πια, κι είμαι σαν ένας πεινασμένος που εν μπορεί συγκρατήσει τα δάκρυά του στη θέα της τροφής που θα φάει. Ω στύλε ! Ω δύναμη της πολυαγαπημένης μου ! ω πόσο πικρό, ω πόσο ιερό, ω πόσο άδικο, ω πόσο μισητό συναπάντημα ! Πώς πρέπει να την ονομάσω ! Μάνα. Επειδή είναι καλό να την έχεις ; Και αδερφή ; Το στρογγυλό και θηλυκό τούτο στύλο που κρατάω μέσα στα χέρια μου, Και σφάγιο ; ο καπνός της ζωής της μου ανεβαίνει στο κεφάλι από τα ρουθούνια και αναρριγώ που τη νιώθω τόσο πιο αδύναμη σαν θήραμα λυγισμένο στα δυο που το πιάνεις απ’ το σβέρκο ! Είναι πολύ αστείο· τι μου ’χουν κάνει, τι είναι αυτό που βάλανε στην αγκαλιά μου σαν ένα πλάσμα διπλωμένο στα δυο, Και μέσα στο προαίσθημα της αγκαλιάς μου ένα πλάσμα που κοιμάται και τα ξέρει όλα. Παρουσία, πες, δύναμη, πες, δύναμη σαν από ένα πλάσμα που κοιμάται και που τα ξέρει όλα, Πες αν είσαι εκείνη που αγαπώ. Τελικά αυτό μήπως είναι πάρα πολύ, μήπως δεν έπρεπε να σε συναντήσω, μ’ αγαπάς λοιπόν, είσαι δική μου, και φυτρώνει μέσα μου μια καρδιά με δυνατά απελπισμένα τινάγματα, μια καρδιά που καταλάβει τι κρατάω!

Page 302: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

302

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά στην Υζέ που σε όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής, μένει απαθής χωρίς να τον κοιτάζει, πλέκοντας. ΜΜΕΕΖΖΑΑ Δεν έλαβες όλα τα γράμματά μου ένα χρόνο Τώρα; Γιατί δε μου απάντησες; Τίποτα ! ούτε λέξη ! ούτε μια γραμμή ! Πες μου, τι έκανα, αγάπη μου, γιατί μ’ έκανες να πονέσω όσο πόνεσα ; Τι σου έκανα ; Αλλά επιτέλους είσαι εσύ κι αυτό μου φτάνει, είσαι εσύ ! Και δε θα σε ρωτήσω τίποτα, και δε θα σε κατηγορήσω για τίποτα. Είσαι εσύ, ψυχή μου ! Σε βλέπω ! είσαι εσύ, κι αυτό μου φτάνει. Σ’ αγαπώ, Υζέ ! Είναι αλήθεια, ήθελα να φύγεις ! έλεγα ψέματα κι εσύ το μάντεψες Κι έτσι είδα πώς ήταν να ζω δίχως εσένα, και είσαι η καρδιά μου και η ψυχή μου και η αδυναμία της ψυχής μου, Και η σάρκα της σάρκας μου, και δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς την Υζέ, Και δεν τα πιστεύω όσα μου είπαν, μα εσύ, ούτε μια λέξη, άκαρδη ! Δεν τα πιστεύω όσα μου είπαν. Και σε ξαναβρίσκω εδώ. Ξέρω ότι θα μου τα εξηγήσεις όλα. Βέβαια. Βέβαια.

(Καταπίνει το σάλο του) Βέβαια. Συγχώρησέ με για κείνα τα τελευταία φριχτά γράμματα, ήμουν τρελός ! Όχι, δεν το πιστεύω ότι δε μ’ αγαπάς πια ! Υζέ, όχι, δεν πιστεύω ! Όχι, όχι, καρδιά μου ! Όχι, καρδιά μου ! Όχι, καρδιά μου ! Μίλα μονάχα, αγάπη μου, γύρνα και κοίταξέ με, πες μου μια λέξη να την ακούσω και να πεθάνω από χαρά, Γιατί ήσουν χαμένη κι όμως σε ξαναβρήκα !

(Παύση) Τι σου έκανα ; Γιατί μου φέρεσαι έτσι ; Δεν απαντάς, σα να μην υπάρχω ! Αχ, και στο βασίλειο των νεκρών ακόμα θα αναγνώριζα την ακριβή μου Υζέ, Υζέ ! Δεν ακούς τον ήχο της φωνής μου ; Υζέ. Πάντως αυτό είναι το όνομά σου, Υζέ. Τι σου έκανα, καρδιά από σίδερο ! Καρδιά από ξύλο, καρδιά από σίδερο ! Μίλα, για τι πράγμα μπορείς να με κατηγορήσεις ; Πώς έγινα από τη μια στιγμή στην άλλη άξιος Για όλα αυτά ; Τι δε σου ’δωσα ; Πες τι είναι αυτό που φύλαξα ! Πες το μου λοιπόν για να ξέρω ! Το κορμί μου, την ψυχή μου ; Την ψυχή μου που την έκανες ό,τι ήθελες,

Page 303: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

303

την ψυχή μου σα να ήτανε δική μου, εσύ την πήρες, Σα να ήξερες τι πράγμα είναι και σε τι χρησιμεύει. Κι αν σ’ έκανα να φύγεις, το ξέρεις καλά ότι έτσι έπρεπε, Κι εσύ η ίδια, το ’λεγες, αφού ο Σιζ έλειπε μακριά και θα τα ταχτοποιούσαμε όλα, Και θα ήταν μόνο για λίγους μήνες κι έπειτα θα ερχόμουν να σε βρω.

Page 304: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

304

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά στην Υζέ που σε όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής, μένει απαθής χωρίς να τον κοιτάζει, πλέκοντας. ΜΜΕΕΖΖΑΑ Ω αυτούς τους μήνες όπου δεν ήξερα που βρισκόσουν, ούτε μια λέξη, ούτε μια λέξη από σένανε, κακιά ! Τώρα όμως σε πληροφορώ ότι ο Σιζ είναι νεκρός και μπορώ να σε πάρω γυναίκα μου. Και μπορούμε ν’ αγαπηθούμε χωρίς μυστικά και χωρίς τύψεις. (Παύση) Μα πώς; δε μ’ ακούς πια ; Υζέ, είναι αλήθεια ; Δε μ’ αγαπάς πια, Υζέ ; Έλαβα ένα φριχτό γράμμα ! Όχι, δεν το πιστεύω, Υζέ ! Όχι, καρδιά μου, δεν το πιστεύω ! Όχι, ψυχή μου, δεν το πιστεύω ! Όχι, όχι, έτσι δεν είναι ; Ε, κι έπειτα αυτό δε σημαίνει τίποτα, τα έχω ξεχάσει όλα, και δε θέλω να ξέρω τίποτα ! Όμως εσύ είσαι εδώ, η πολυαγαπημένη μου, έλα, έλα, και θα ξέρω πώς να σε πάρω ξανά, και ποιος είναι αυτός που θα ξεριζώσει εσένα απ’ την καρδιά μου ; Σήκω πάνω και θα σε σώσω, θα σώσω την Υζέ από το θάνατο. αφού βλέπεις ότι έφτασα ως εσένα.

(Παύση) Δε με πιστεύεις ; είμαι παλιός στην Κίνα, ξέρω τα μυστικά. Και έχω ένα σημάδι πάνω μου που όλοι το σέβονται, πιο πολύ κι απ’ τα λεφτά. Έλα, έλα, πάρε το παιδί σου, το παιδί μας, υπάρχει και το παιδί μας άλλωστε ! Ακούς ; Λίγο πράγμα η ζωή ; Έλα. Τη ζωή σου φέρνω.

(Παύση) Έλα. Θα σε σώσω. Κι αν εμένα δε με θέλεις πια, Άφησέ με τουλάχιστον να σε πάω στα παιδιά σου.

(Παύση) Ώστε, είναι αλήθεια λοιπόν ! ώστε, είναι αλήθεια ! Ώστε.., ώστε, αυτόν τον άνθρωπο, Τον αγαπάς, κι εμένα, δε μ’ αγαπάς πια, αλλά με μισείς ! Τον αγαπάς και πλαγιάζεις μαζί του.

Page 305: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

305

Και ο θάνατος, ο θάνατος μαζί του, Είναι αυτό που προτιμάς καλύτερα από τη ζωή μαζί μου ! Κι όμως μ’ αγαπούσες ! Όταν έφευγες με το καράβι, Ήθελα να σου φιλήσω το μάγουλο, και τότε εσύ, πνιγμένη στα δάκρυα, με το ζόρι, πήρες το στόμα μου μέσα στο δικό σου. Δεκαπέντε μέρες, μόνο δεκαπέντε μέρες !

Page 306: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

306

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά στην Υζέ που σε όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής, μένει απαθής χωρίς να τον κοιτάζει, πλέκοντας. ΜΜΕΕΖΖΑΑ Σκύλα ! τι σκεφτόσουνα, πες μου, όταν για πρώτη φορά, Δόθηκες, αποφασισμένη σ’ αυτό τον αδέσποτο σκύλο, Με τον καρπό ενός άλλου μέσα σου, κι όταν το πρώτο ξύπνημα της ζωής του παιδιού μου Έσμιγε με το σπασμό της μάνας, που την τρυπούσε η γλύκα μιας διπλής απιστίας; Την ψυχή μου που σου είχα δοσμένη, τη ζωή μου που μοιράστηκα μαζί σου, Τα ξεπούλησες σ’ έναν άλλον, και τι να σκεφτόσουν άραγε τις βαριές εκείνες μέρες που το παιδί μου ωρίμαζε, Κι εσύ το ’φερνες στον κόσμο για εκείνον, και κοιμόσουνα φουσκωμένη στην αγκαλιά του, γεμάτη από τα μέλη του γιου μου ; Σε παρακαλώ ! Νιώθω ένα μικρό πραγματάκι που σαλεύει ! Φτάνει ! Ο νους μου πάει στο έγκλημα ! Δεν ξέρεις πόσο εσύ κι εγώ, Αυτή τη στιγμή, πόσο κοντά βρισκόμαστε στην κόλαση. Ένα τοσοδά πραγματάκι αν γίνει.

(Μακριά παύση. Πλησιάζει κοντά της το κερί κα την εξετάζει) Η ίδια. Πες μου, Υζέ, πού είναι ο μεγάλος ήλιος του μεσημεριού ; Θυμάσαι τον ωκεανό μας ; Και ύστερα εκείνο το καράβι που μαζί κοιτάζαμε να φεύγει μες στον καπνό. Το λυχνάρι του τάφου βάφει τώρα το μάγουλό σου, και το αυτί, και τη γωνία απ’ το μηλίγγι, Και τα μαλλιά, Είναι ίδια τα μαλλιά, αχ αναγνωρίζω τη μυρουδιά τους, Όπως όταν ήμουνα βυθισμένος μέσα σου ως τα ρουθούνια, σαν μέσα σε βαθιά τρύπα, Ίδια τα μαλλιά, με βαριές ασημένιες φλέβες χαρακώνουν το χρυσάφι τους,

(Φυσάει τη φλόγα) Το λυχνάρι έσβησε, κι έσβησε μαζί, Ο τελευταίος ο ήλιος του έρωτά μας, ο μεγάλος ο ήλιος του μεσημεριού και του Αυγούστου· Έλαμπε αχόρταγα πάνω μας τότε που εμείς λέγαμε αντίο, χωριζόμασταν, κάναμε ο ένας στον άλλον απελπισμένα Ένα νόημα, καθώς η απόσταση όλο μεγάλωνε. Αντίο, Υζέ, δε με γνώρισες ποιος είμαι ! Το μεγάλο Θησαυρό που έχω μέσα μου, Δεν μπόρεσες να τον ξεριζώσεις, Να τον πάρεις, δε βρήκα τρόπο να τον δώσω.

Page 307: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

307

Δε φταίω εγώ για αυτό. Ή φταίω. Είναι το σφάλμα και η τιμωρία μας. Έπρεπε να τα δώσω όλα, Δεν μπόρεσα, κι αυτό δε μου το συχώρεσες.

Page 308: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

308

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά στην Υζέ που σε όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής, μένει απαθής χωρίς να τον κοιτάζει, πλέκοντας. Εκείνος αποτείνεται στο είδωλο μέσα στον καθρέφτη

ΜΜΕΕΖΖΑΑ

Κι όμως δεν ήτανε για γέλια η αγάπη που σου είχα ! Ω, αν ήξερες Υζέ, πόσο σοβαρά σε κουβαλούσα στην καρδιά μου ! Ω πολυαγαπημένη, πόση καλοσύνη δεν είχα για σας μες στην καρδιά μου ! Αχ, αν δεν έφευγα, θα σας είχα προστατέψει και κανείς δε θα μπορούσε να σας πάρει από μένα, ζωή μου ! Πρέπει να το αντέξω ! Δε μου αποκρίνεται ! Είναι εκεί, ω θεοί, είναι εδώ, Είναι εκεί και δεν είναι. Εδώ, όχι εδώ. Η ίδια, όχι ίδια ! Έτσι σε ονειρεύτηκα μια νύχτα να με πλησιάζεις μ’ αυτό περήφανο κι ανάλαφρο βήμα, μ’ ένα χαμόγελο όλο μυστήριο. Λέγοντας : «Είναι ένα μεγάλο μυστήριο, Μεζά, σου αναγγέλλω ότι γεννήθηκε το παιδί μας.» Κι εγώ, έκλαιγα, και γελούσα, και σκεφτόμουν μόνο : είσαι εσύ ! Αλλά εσύ, σαν κάποιος που γνωρίζει, μου έκανες με το στόμα : Σιωπή ! Αποκρινόσουν μόνο μ’ ένα χαμόγελο και σε κοιτούσα να χαμογελάς, ω Θησαυρέ μου ! Και τώρα να, η φρίκη !

(Παύση) Όμως δεν έχεις το δικαίωμα ! δεν έχεις το δικαίωμα ! δεν είσαι μόνη ! Δεν είναι αλήθεια ότι με ξέχασες ! δεν είναι αλήθεια ότι δε μ’ αγαπάς πια ! δεν είναι αλήθεια ότι με μισείς ! Δε γίνεται, Υζέ ! Ό,τι σου έχω δώσει, μπορώ να το πάρω πίσω ; Δεν είμαι μαζί σου όπου κι αν βρίσκεσαι ; Έχεις το δικαίωμα Να μην είσαι δική μου ; Υπάρχει τίποτα δικό σου που να μη μου ’χεις Δώσει και που εγώ δεν το πήρα και δεν το έφαγα, και δεν το ανάσανα και δε με ποτίζει με βιτριόλι, με δάκρυα και με απελπισία ; Αποκρίσου ! βλέπεις πως πονάω ! γύρισε το πρόσωπό σου σ’ εμένα, ομορφιά μου, και πες μου ότι δεν είναι αλήθεια !

(Παύση) Τι το ’κανες, Υζέ, το παιδί μας ;

Page 309: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

309

(Παύση) Είναι πεθαμένο ; Όμως όχι, αυτό το πλεχτό, που βλέπω στα χέρια σου, είναι παιδικό πλεχτό.

(Παύση) Δε θα το αφήσεις να πεθάνει ; Υζέ, δώσε μου το παιδί μου για να το σώσω !

(Παύση) Είναι πεθαμένο ; το σκότωσες ;

(Παύση) Αν είναι εδώ, εγώ θα το βρω.

(Κάνει μα κίνηση προς την πόρτα. Βήματα του Άμαλρικ απ’ έξω. Μπαίνει)

Page 310: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

310

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά έχει ξαναβρεί λίγο-λίγο τις αισθήσεις του, κάτι που εκφράζεται με ένα rinforzendo του άστρινου βραστίρα. ΜΜΕΕΖΖΑΑ Γιατί ;

(Ακατάληπτη εξήγηση του βραστήρα) Ρωτάω γιατί αυτή η γυναίκα ; Γιατί αυτή η γυναίκα έτσι ξαφνικά με τόση τέχνη πάνω στο καράβι, ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε ; Τι δουλειά έχει αυτή μ’ εμάς ; Άραγε την είχαμε ανάγκη ;

(Ο βραστήρας κάνει ότι δεν ακούει και ότι ασχολείται με κάτι άλλο) Εσύ μόνο !

(Σιωπή, που ερμηνεύεται, όχι σαν να χαμηλώνει ο ήχος αλλά σα να δυναμώνει αντίθετα, κάτι πολύ θετικό. Μια επιτάχυνση του ενδιαφέροντος)

Δε ζήτησες τη δική μου γνώμη ! Αυτεξούσιος ! Εσύ μόνο μέσα μου ξαφνικά, μ’ όλες τις πόρτες κλεισμένες. Πήρες την αρχηγία, εγώ τι μπορούσα να κάνω ; Προσπάθησα ! Πολύ πονηρό να είσαι πιο δυνατός από μένα ! Και πολύ πονηρό επίσης να μου φέρεις ξαφνικά αυτή τη γυναίκα, θα ’λεγε κανείς ότι την είχες διαλέξει ! Σαν ένα κόκορα μονομαχίας που σου φέρνουν μέσα στο καλάθι ! Σαράντα μέρες απέναντί της πάνω σ’ εκείνο το καράβι για να έχω όλο τον καιρό να την κοιτάζω, με όλη μου την άνεση, Εκείνην που έπρεπε. Πίστεψα καθόλου σ’ εκείνην ; έστω και για μια στιγμή ; Μονάχα μια στιγμή, λέω. Είχαμε άραγε πιστέψει σ’ εκείνην μόνο μια στιγμή και ότι η ευτυχία βρίσκεται, καθώς λένε, μέσα στην αγκαλιά της ; Ήμουν ο αιχμάλωτος που έτριζε τα δόντια μην μπορώντας να σαλέψει ! Πολύ πονηρό, ολομόναχος εγώ, αυτή η γυναίκα, ολομόναχος σαράντα μέρες απέναντι σ’ αυτή τη γυναίκα πάνω στο καράβι ! Εκείνην που έπρεπε ! Πολύ πονηρό από μέρους σου να θες ξαφνικά να φανείς ανώτερός μου. Και τότε εκείνο — εκείνο, λέω, που είχαμε ορκιστεί ο ένας στον άλλο πριν από τη δημιουργία του κόσμου, εκείνο τι το κάνεις ;

Page 311: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

311

(Ο βραστήρας έχει κάτι να απαντήσει αλλά ο Μέζα του κόβει το λόγο) Όχι, όχι, εσύ εκεί πάνω στον έβδομο ! Μην ακούς ! Είσαι εκεί κι αυτό φτάνει. Λέω ότι είναι αρκετό για μένα, μου φτάνει ! Σώπασε μονάχα για να μπορώ να σε ακούω. Όποιος επικοινωνεί με τη σιωπή σου, Είναι εντάξει, δε χρειάζεται άλλη εξήγηση. (Ο βραστήρας δεν είναι ευχαριστημένος και ξαφνικά ακούμε ευδιάκριτα αυτή τη λέξη

: «Οι άλλοι»)

Page 312: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

312

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά στην Υζέ που σε όλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής, μένει απαθής χωρίς να τον κοιτάζει, πλέκοντας.

ΜΜΕΕΖΖΑΑ Το έμαθα ! Φροντίσανε όμορφα να μου το μάθουν ! Φροντίσανε όμορφα, τον άλλο άνθρωπο, τον άλλον, που μου ήταν τόσο αδιάφορος αυτός ο άλλος, και μου τον χώσανε μες στο κεφάλι, Κι όχι μόνο στο κεφάλι ! «Στην αγκαλιά μου», που λένε, μια γυναίκα, Κι όχι μόνο στην αγκαλιά μου, μαζί με την ψυχή μου, που λένε. και ότι αυτή ήταν πλασμένη για την ψυχή μου, Για να γίνει μια μάζα με την ψυχή μου μέσ’ απ’ την καρδιά μου και να μου την κλέψει ! Κάποιος που παρουσιάζεται και που με παίρνει απ’ το χεράκι, μπορούσε κανείς να το πιστέψει αυτό ; Και, φυσικά, «ο έρωτας», αυτό που ονομάζουν έρωτα, φυσικά και το είχα ακουστά, όπως όλος ο κόσμος, Αλλά το είδος το αληθινό, το ομολογώ από το βάθος της αβύσσου μας γονατιστός απαντώντας άλλη μια φορά μόνο με μια ικεσία, Χρειαζότανε κάποιος μ’ αυτό το πρόσωπο για να μου το διδάξει, και όχι άλλος ! Αχ, άξιζε τον κόπο να δημιουργηθεί γι’ αυτό ο κόσμος ! Ναι, αν αυτό ήταν που δεν ξέρατε και που είχατε ανάγκη να σας το μάθουν, Άξιζε τον κόπο να δημιουργηθεί γι’ αυτό ο κόσμος, και ο σταυρός δεν ήταν περιττός ! Αυτές οι τρεις ώρες σα μια στιγμή που σας κοιτάζω πάνω στο σταυρό !

(Σιωπή) Την αγαπούσα, κι εκείνη τι μου έκανε !

(Σιωπή) Ακούς; να τι μας έκαναν, σύντροφε, σ’ εμάς τους δυο ! Πιο πολύ κι απ’ την καρδιά ο ζωντανός λόγος του που μ’ έπλασε. Προδόθηκε ! Προδόθηκε ! μου τον κλέψανε, εσύ τα γνωρίζεις αυτά και ξέρεις με τι δίψα, ω Θεέ μου, και τριγμό οδόντων Και ξεραΐλα, και φρίκη, και ξερίζωμα Αρπάχτηκα από κείνην, και να τι μας έκαναν ! Τ’ ορκίζομαι ότι δεν είχε το δικαίωμα, Να προδώσει, το δικαίωμα, ορκίζομαι ότι εκείνη δεν είχε το δικαίωμα να το προδώσει, αυτό το αποτρόπαιο μυστήριο ανάμεσά μας. κάτι σαν μυστήριο ! Ο «έρωτας», που λένε, όλο αυτό έχουν στο στόμα τους ! Όμως αυτό που μας κρατάει χωρισμένους, αχ, το γνωρίζεις ποιο είναι αυτό που μας κρατάει χωρισμένους.

Page 313: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

313

Και την απελπισία ενάντια σ’ αυτό που μας κρατάει χωρισμένους, Κάτι σα λύσσα, κάτι σαν αγανάχτηση ενάντια σε ό,τι αρνιέται, ό,τι χωρίζει, ό,τι λέει όχι, Δεν μπορείς με τα φιλιά και με τις δαγκωνιές να το φέρεις βόλτα. μόνο με το σταυρό ! Λέω γι’ αυτό το όργανο, κάτι σαν όργανο, που με βλέπεις τόση ώρα να το κατασκευάζω !

(Ο βραστήρας έχει αρχίσει να ασχολείται με κάτι άλλο)

Page 314: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

314

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μεζά μόνοε. Η Υζέ έχει φύγει.

ΜΜΕΕΖΖΑΑ Τώρα, ορίστε, εκείνη έφυγε κι επειδή έφυγε ορίστε που φαντάζεται η τρελή πως όλα τελειώσανε, Σα να μην υπήρχαν ένα εκατομμύριο άστρα, τοίχοι δεν υπάρχουνε, υπάρχουν όμως ένα εκατομμύριο άστρα γύρω της που φυλάνε σκοπιά. Αυτό το λαχνό τράβηξα, αυτός είναι ο κλήρος μου. Άλλοι κερδίσανε στην κλήρωση έναν κόσμο, μια λουρίδα από δω ίσαμε εκεί πέρα στον πλανήτη, Αλλά εγώ, αυτόν το λαχνό τράβηξα, αυτή την ψυχή, χωρίς αιτία, με όλο το μίσος, αυτή την ψυχή που είναι το κλειδί της ψυχής μου. Και δεν είναι τόσο απλό ! δεν είναι καθόλου απλό να ξεφορτωθείς αυτή την ψυχή, με όλο το σκοτάδι, μια ψυχή που μου χρωστάει τη δική μου, Τη δική μου, με όλη την απελπισία, δεν φταίω εγώ! τη δική μου ψυχή που είναι ο λόγος ύπαρξης της ψυχής της ! Έφυγε ! αλλά καιρός υπάρχει και εγώ έχω στο χέρι ένα εκατομμύριο άστρα που ολόγυρά της φυλάνε σκοπιά. Τόσο εύκολο είναι, νομίζεις, να φύγεις, να γλιτώσεις από αυτό το Θεό, εγώ τι φταίω, χρεώνομαι εγώ να της τον φέρω, και αυτό το όνομα μέσα στα σπλάχνα της χρεώνεται εκείνη να της το φέρω, πιο φοβερό κι από την κόλαση ! Άλλοι κερδίσαν την Αμερική, όμως εγώ, μόνο αυτή την ψυχή τράβηξα στον κλήρο, αυτήν μονάχα χρεώνοντας τη δική μου ψυχή απ’ όπου είχα λάβει εντολή, και αυτό το όνομα, το δικό μου, που πρέπει να το ζητήσω από κείνην και που μονάχα εκείνη ξέρει.

Page 315: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

315

ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΜΠΑΤΗΣ

Ο ΨΕΥΤΗΣ

Από τον ομώνυμο μονόπρακτο. Μονόλογος.

Μπορεί να παιχτεί κι από γυναίκα. ΕΕΝΝΑΑΣΣ Θάθελα να λέω την αλήθεια, αγαπάω την αλήθεια, αλλά η αλήθεια δε μ’ αγαπάει. Μόλις την ξεστομίζω αυτή αλλάζει όψη και στρέφεται εναντίον μου. Μοιάζω σα να λέω ψέματα κι όλος ο κόσμος με κοροϊδεύει, κι όμως δεν αγαπάω το ψέμα σας τ’ ορκίζομαι. Το ψέμα φέρνει πίσω του τρομερές φασαρίες και μπελάδες. Πιάνεσαι στην παγίδα του, παραπατάς και πέφτεις κι όλοι σε κοροϊδεύουν και γελάνε. Ενώ είναι τόσο απλό! Ας πούμε εγώ. Όταν με ρωτάνε λέω την αλήθεια, θέλω να λέω αυτό που σκέπτομαι μέσα μου. Δεν ξέρω τι παθαίνω. Με πιάνει έτσι, κάτι, πώς να σας το πω, δεν μπορώ να σας το αναλύσω, αλλά είναι κάτι σαν φόβος. Μου φαίνεται ότι θα φανώ γελοία αν πω την αλήθεια. Κάτι παθαίνω, ανοίγω το στόμα μου και λέω ψέματα. Λέω ψέματα και τετέλεσθαι. Είναι πολύ αργά. Δεν μπορώ να τα πάρω πίσω. Αν μπεις μέσα στο ψέμα χάθηκες. Χώνεσαι μέσα ως το λαιμό. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Σας το βεβαιώνω. Ενώ τι εύκολο είναι να λες την αλήθεια! Η αλήθεια είναι η πολυτέλεια των τεμπέληδων, τη λες και ξενοιάζεις. Δε φοβάσαι πως θα κάνεις κανένα λάθος. Ύστερα δεν πρέπει να θυμάσαι τι είπες. Πρόσεξε, ό,τι κακό είναι να σούρθει από την αλήθεια σούρχεται έτσι. Σε βρίσκει επί τόπου και τελειώνει η υπόθεση. Ενώ το ψέμα… Έπειτα δεν είναι, να πεις, το ψέμα ένας πες κρημνός που πέφτεις μέσα σκοτώνεσαι και τελειώνει. Το ψέμα είναι κύμα θεόρατο που σε αρπάζει, σε σηκώνει ψηλά, σου κόβει την αναπνοή, σου σταματάει την καρδιά και σου τη δένει θηλιά στο λαιμό σου. Όταν αγαπάω λέω πως δεν αγαπάω, κι όταν δεν αγαπάω λέω πως αγαπάω. Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια!

Page 316: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

316

ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΜΠΑΤΗΣ

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Από τον ομώνυμο μονόπρακτο. Μονόλογος.

Μπορεί να παιχτεί κι από γυναίκα. ΕΕΝΝΑΑΣΣ Στο πανηγύρι… Στο πανηγύρι εκεί… Στο πανηγύρι τη βρήκα, στο πανηγύρι την έχασα. Στο πανηγύρι ! Ήταν μεγάλο πανηγύρι !… Με τη σκοποβολή του, τις κούνιες του, τ’ αλογάκια του, τα γιαπωνέζικα μπιλιάρδα του, τα κιόσκια του με τις μπουκάλες της σαμπάνιας και τις μηλόπιτες!… Τα μπιλιάρδα έκαναν καραμπόλες, τ’ αλογάκια στριφογυρίζανε γύρω – γύρω! Οι καραμπίνες σκόπευαν, οι μηλόπιτες μοσχοβολούσαν!… Εγώ σημάδευα με μια καραμπίνα να βρω το στόχο και κει την είδα!… Όχι, όχι κάνω λάθος! Δεν την συνάντησα στη σκοποβολή, όχι! Στο κιόσκι με τις μηλόπιτες την συνάντησα. Την είδα να τρώει λαίμαργα δυο μηλόπιτες και να φυσάει τη ζάχαρη που ερχόταν στα μούτρα μου και γέλαγε!… Εγώ πασπαλισμένος από τη ζάχαρη που φύσαγε στα μάτια μου, τη ρώτησα: «Πώς σε λένε;»!… Κι αυτή μου είπε ! «Θα στο πω αργότερα!… Τότε την ακολούθησα στο σκοπευτήριο και καθώς εγώ σκόπευα ένα τριγωνάκι, τότε την έχασα!… Στην αρχή καθόταν δίπλα μου και μόλις σκόπευα μου φώναζε: «Μπράβο» και πηδούσε από τη χαρά της. Έριξα κάτω όλα τα τρίγωνα κι όλους τους στύλους κι έβαλα σημάδι την κορφή του σιντριβανιού! Γυρνάω μα δεν την βρίσκω δίπλα μου. Την έχασα στη σκοποβολή. Έτρεχα σαν τρελός μέσα στον κόσμο που μ’ έβριζε γιατί έπεφτα πάνω τους, έψαχνα να την βρω, τη ζητούσα παντού και να, την είδα στις μπουκάλες! Αγόρασα κρίκους, γέμισα τα χέρια μου και τα χέρια της κι αρχίσαμε να ρίχνουμε μαζί. Καθώς ρίχναμε, της φώναζα: «Πώς σε λένε;»! Κι αυτή ολοένα μου ’λεγε: «Θα σου πω αργότερα». Την πήρα και την οδήγησα στις κούνιες, στις κούνιες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν και κάνουν τόξα και κύκλους στον ουρανό. Μα μόλις έφτασα στις κούνιες γυρίζω να δω και δεν ήταν μαζί μου!… Ξαναγύρισα στις μπουκάλες, μετά ξανάρθα στις κούνιες! Η νύχτα έπεφτε, ο ουρανός σκοτείνιαζε, τα φώτα ανάβανε. Αυτή πουθενά. Άρχισα πάλι να τρέχω!… Να τρέχω μέσα στη σκόνη, μέσα στις βρισιές αυτών που σκουντούφλαγα, να τρέχω, να τρέχω… Έτρεχα πίσω απ’ τις σκιές και φώναζα: «Πώς σε λένε;» Κι από πουθενά δεν έπαιρνα απόκριση! «Πώς σε λένε;» φώναζα… «Πώς;» Στο πανηγύρι την βρήκα και στο πανηγύρι την έχασα!… Μην πηγαίνετε ποτέ σε πανηγύρια!… Εκεί βρίσκει ο ένας τον άλλον κι έπειτα τον χάνει εύκολα, τον χάνει εύκολα!… Χάνονται… Ξεχνιούνται… Και μένουν χωρίς να ξέρουν τ’ όνομά τους!… Της φωνάζω: «Πώς σε λένε;»! «Πώς σε λένε;»! «Πώς σε λένε;»!

Page 317: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

317

ΑΝΡΙ ΝΤΕ ΜΟΝΤΕΡΛΑΝ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΝΝΕΕΚΚΡΡΗΗ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Φερράντε μονολογεί. ΦΦΕΕΡΡΡΡΑΑΝΝΤΤΕΕ Γιατί τη σκοτώνω άραγε ; Υπάρχει χωρίς άλλο κάποιος λόγος, μα δεν τον διακρίνω. Όχι μόνο ο Πέντρο δε θα παντρευτεί την Ινφάντα, παρά τον οπλίζω εναντίο μου, ανεπανόρθωτα. Προσθέτω ακόμα ένα κίνδυνο σ’ αυτόν το φριχτό μανδύα τους κινδύνους που σούρνω απάνω μου και πίσω μου, όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο κατάφορτο, που τον φορτώνω θεληματικά εγώ ο ίδιος, και που κάτω από το βάρος του μια μέρα... Α ! ο θάνατος, που σε βάνει επιτέλους εκεί που δεν μπορούν να σε φτάσουν !... — Γιατί τη σκοτώνω άραγε ; Πράξη ανώφελη, πράξη ολέθρια. Αλλά η θέλησή μου με ρουφάει, και διαπράττω το σφάλμα, ξέροντας πως είναι σφάλμα. Ε, λοιπόν ! τουλάχιστο να γλιτώσω ευθύς απ’ αυτή την πράξη ! Μια τύψη αξίζει περισσότερο από ένα δισταγμό που τραβάει σε μάκρος. (Κράζοντας) Παιδόπουλο ! Α όχι ! όχι ένα παιδόπουλο. Φρουρός ! (Μπαίνει ένας φρουρός) Φώναξέ μου τον Καπετάν Μπατάλια. (Μονάχος) Όσο αναμετρώ πόσο άδικο και φριχτό είναι αυτό που κάνω, τόσο βυθίζομαι παραμέσα, γιατί βρίσκω ευχαρίστηση.

(Μπαίνει ο Καπετάνιος) Καπετάνιο, η ντόνια Ινές ντε Κάστρο βγαίνει τώρα απ’ το παλάτι και παίρνει τη στράτα για το Μοντέγο, με τέσσερις ανθρώπους της, ελάχιστα οπλισμένους. Πάρε άντρες μαζί σου, πρόλαβέ τη και χτύπα ! Είναι σκληρό, όμως πρέπει. Και κοίτα μην αστοχήσεις. Οι άνθρωποι βρίσκουν χίλιους τρόπους για να μην πεθάνουν. Και κάμε τη δουλειά μ’ ένα χτύπημα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πρέπει να τους σκοτώνεις μ’ ένα χτύπημα : είναι πάρα πολύ σύντομο. Τούτην εδώ, μ’ ένα χτύπημα. Δε Θέλω να πονέσει, το κάνω για την ψυχή μου... Τίποτα δεν είναι αρκετά σίγουρο, όταν είναι να σκοτώσεις. Φέρε το πτώμα στο παρεκκλήσι του παλατιού. Θέλω να το δω μοναχός μου. Δεν πεθαίνει κανείς στ’ αλήθεια παρά όταν τον είδες νεκρό με τα μάτια σου και τον ψηλάφησες με τα χέρια σου. Αλίμονο, τα ξέρω όλα αυτά.

(Ο Καπετάνιος φεύγει) Θα είχα ακόμα τον καιρό ν’ ακυρώσω τη διαταγή μου. Μα Θα μπορούσα ; Ποιο αθέατο φίμωτρο μ’ εμποδίζει να σύρω την κραυγή που θα την έσωζε ; (Πηγαίνει να κοιτάξει απ’ το παράθυρο) Θα κάμει όμορφη μέρα αύριο : ο ουρανός είναι γεμάτος άστρα... — Θα ήταν καιρός ακόμα. — Ακόμα τώρα. Αναρίθμητες πράξεις, για χρόνους και χρόνους, γεννιούνται από μια μόνη πράξη, από μια μόνη στιγμή. Γιατί ; — Ακόμα τώρα. Όταν κοιτούσε τα άστρα, τα μάτια της ήταν σαν ήρεμες λίμνες... Κ’ έπειτα σου λεν πως είμαι αδύνατος ! (Με δέος) Ω ! — Τώρα είναι πολύ αργά. Της χάρισα την αιώνια ζωή, κ’ εγώ θα μπορέσω πια ν’ ανασάνω. — Φρουροί!

Page 318: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

318

φέρετε φώτα ! Μπάσετε εδώ όσους βρείτε στο παλάτι. Εμπρός, τι περιμένετε ; Φώτα! Φώτα! Τίποτα εδώ δεν έγινε στη σκιά. Ελάτε, Κύριοι, ελάτε !

Page 319: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

319

ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Μετ: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΒΒ ΙΙ ΚΚ ΤΤ ΟΟ ΡΡ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Βικτόρ κάθεται. Κρατεί το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και μένει σιωπηλός για κάμποσο. ΒΒΙΙΚΚΤΤΟΟΡΡ —Παρά φύσιν... έξυπνος... (Παύση) — Απόψε είδα το θείο μου το βουλευτή... αυτόν που κάνει νούμερο με τις αρκούδες, κάτω στο δέντρο μας. Ήταν κάτασπρος, με μια καραμπίνα άσπρη σα μάρμαρο. Πήγε καλά. Τον πλησίασα, σχετικά βέβαια, ίσα να μη φτάνει το χέρι του — μανία κι αυτός ο χριστιανός να μου αγγίζει το κούτελο και να λέει «μου έμοιασε ! Αυτός είναι γνήσιο βλαστάρι της οικογένειας, γνήσιος Πωμέλ !» Ξαφνικά, έβλεπα μέσα στο σύννεφο το ξεκάθαρο αχνάρι της αστραπής. Πέρυσι μας ξάφνιασε μια μπόρα ανήμερα την Εθνική Εορτή. Τα άλογα σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια, μπροστά στις σημαίες της Αστυνομίας. Όλος ο Κόσμος ήταν χαρούμενος. Ο πατέρας μου κράταγε τα χαλινάρια. Φορούσε μαύρα γάντια. Όπως πάντα, η αστραπή ήταν Κόκκινη — μόλις την τελευταία στιγμή πρόφτασα να ξεδιακρίνω το σχήμα της, όταν φώτισε ένα γύρω τα παράλια της Μάγχης. Το δάχτυλό μου ακολούθησε την τροχιά της μέσα στη βροχή. Ο βουλευτής κέντριζε τις αρκούδες του και μιλούσε για τη στοργή που νιώθει για μένα !

Page 320: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

320

ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Μετ: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΒΒ ΙΙ ΚΚ ΤΤ ΟΟ ΡΡ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τρίτη.

Ο Βικτόρ σηκώνετα. Σαν κυριευμένος από ξαφνικό παραλήρημα. Η Εσθήρ τον παρακολουθεί. ΒΒΙΙΚΚΤΤΟΟΡΡ — Α ! Τι μοίρα ! Εγώ, εγώ αδιάκοπα να δοκιμάζουμαι ! Τη μια σφυροκόπημα, την άλλη πλάνισμα, την άλλη η πένα, την άλλη με περιλαβαίνει η τανάλια ! Από τα χέρια του ατμού στα χέρια του έρωτα ! Και πάνω απ’ όλα, η ασήκωτη μπότα του πατέρα μου και ο μέγας ίλιγγος των γυναικών στο μπουντουάρ τους.

(Απαγγέλνει φωναχτά)

— Τον άφισα να μπει στην κάμαρά της ! — Τον άφισα να μπει στην κάμαρά της ! — (Τσιτσερόνε) Πλησιάστε κόσμε ! Εδώ βλέπετε: το τρομερό παιδί ! Ο Ανάξιος πατέρας ! Η Μητρική μητέρα ! Η Κυρία που απατάει τον άντρα της. Ο κερατωθείς κερατάς ! Ο Μπαζαίν, στρατηγός επί πλέον και γέρος. — Ζήτω το χελιδόνι ! Και ζήτω η φαραόνα και το παραδείσιο πουλί και ο παπαγάλος Αυστραλίας ! Ζήτω και το πετροχελίδονο, και γενικώς τα πουλιά ! Ζήτω και το σαλάχι — το σαλάχι και το χταπόδι και ο ξιφίας !

(Αλλάζοντας τόνο : στην Εσθήρ που τον παρακολουθεί κατάπληχτη)

— Άντε, ζήτω και ο Αντωνάκης !

Page 321: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

321

ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Μετ: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΒΒ ΙΙ ΚΚ ΤΤ ΟΟ ΡΡ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Έβδομη.

Ο Αντωνάκης μπαίνει. ΑΑΝΝΤΤΩΩΝΝΑΑΚΚΗΗΣΣ Καλησπερίζω. Πούντος ; Νάτος. Ψηλώνει μέρα την ημέρα. Πόσων χρονών είσαι ; Εννέα ; Εννέα και πήγες ένα ογδόντα ! Πόσα κιλά είσαι ; Δε ζυγίστηκες ; Δε ζυγίζεσαι ποτέ ; Αδικείς τον εαυτό σου ! Γνώθι σ’ αυτόν ! Λες του χάρου άει χάσου άμα έχεις την υγειά σου, κι αν θες νάχεις την υγειά σου, μην ξεχνάς τη ζυγαριά σου, που λέει και η παροιμία. Μα πού το βρήκατε τέτοιο γλυκό παιδί, Κάρολε ; Εύγε και στους δυο σας ! Φτυστός ο Γαλβάνης, μάλιστα, ο προπονητής των βατράχων... Αχ, ας γελάσουμε λίγο, πόσο θα ζήσουμε; Και σεις Αιμιλία, πάντα θλιμμένη; Θλιβερό ! Να μην έχεις τι να κάνεις σ’ αυτό τον κόσμο — (Βλέπει το σπασμένο

βάζο) Α ! Σπάτε πιάτα ! Μπράβο Κάρολε, να ζήσει το σφυρί ! Αν και εγώ προτιμώ το πριόνι, είναι πιο μελωδικό. Ζήτημα γούστου βέβαια… ντε γκούστιμους... Καλησπέρα Θηρεσία. (Τη φιλάει) Δε με φιλάς ; Δε με φιλάει. Συνήθως δεν με φιλάει ποτέ. Δεν ξέρω γιατί Λόγοι ανεξαρτησίας. Έντεκα χιλιάδες καραμπίνες, τριακόσια κανόνια, και εορταστικά πυρά μετά σημαιοστολισμού ! Ζωή κι αυτή ! Α ! Ιδού και η μικρή κόρη του συντάγματος. Η Μαμζέλ Εσθήρ ! Παρουσιάστε !

(Τραγουδάει)

Είμαι η κόρη του βουνού, ραν, ταν, πλαν, και του ταμπούρλου του τρανού, ραν, ταν, πλαν...

(Φιλάει την κόρη του)

— Πολύ ευφράνθηκα που σας είδα όλους τόσο καλά στην υγειά σας. Προπαντός τον Κάρολο. Κάρολέ μου, Καρολίνο μου, μα εσείς είστε ερωτευμένος, σίγουρα. ΙΙώς ; Όχι !! Αίσχος !! Αιμιλία, κρίμα σας. Να μη μπορείτε να σαγηνεύσετε τον λεβέντη αυτόν άνδρα ! Ωραία ! πάμε, βάλτε μπρος ! Θηρεσία, φωτιά στα τόπια ! Εμπρός Θηρεσία, δείχτε μας πώς βάζετε φωτιά στα τόπια. Έλα... τα χέρια πρώτα, μετά τους αστραγάλους, ύστερα βασίλεμα τα μάτια, τα μάτια... μετά ταρναρίζεις όλα σου τα όργανα, έλα... και τέλος η ιερά εκεχειρία.

Page 322: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

322

ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Μετ: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΒΒ ΙΙ ΚΚ ΤΤ ΟΟ ΡΡ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δέκατη Πέμπτη.

Ο Κάρολος διαβάζει. ΚΚΑΑΡΡΟΟΛΛΟΟΣΣ Αντίο Τερεζίνα, Εγώ είμαι εκκρεμής. Θυμάσαι τον ξύλινο πλάστη της κουζίνας, που άνοιγες φύλλο ποτε - πότε και μας έφτιαχνες τόσα νόστιμα γλυκά ; Ε, τον επήρα στο μπαλκόνι, τον έμπηξα εκεί που στερεώνουμε το κοντάρι της σημαίας, αφού πρώτα έδεσα κόμπο στην άκρη του το πράσινο κορδόνι από τις καλές μας κουρτίνες του σαλονιού. Πέρασα το κεφάλι μου στη θηλειά, και τώρα είμαι εκκρεμής. Κυματίζω στον άνεμο, γιατί έγινα σημαία. Έγινα σημαία — και μην απορείτε : Θα με βρείτε ντυμένο στα εθνικά μας χρώματα, με το μπλε μου βρανδεμβούργιο αμπέχονο και την κόκκινη κυλόττα των αυτοκρατορικών δραγώνων. Θα βάλω έναν αποχαιρετιστήριο δίσκο στο φωνόγραφο και θα πεθάνω υπό τους ήχους του θούριου «έχε γεια καημένε κόσμε». Η Τελευταία μου θέληση. όταν γυρίσεις σπίτι, είναι να σπάσεις τον πλάστη προτού ακόμη με αποκαθηλώσεις, και να κυνηγήσετε τον Βικτόρ στα πεζοδρόμια της Ομόνοιας, το φαρμακερό μανδραγόρα που εμόλυνε το απόσταγμα των νεφρών μου. Αντίο Τερεζίνα, αντίο Θούλα, Θηρεσία αντίο, Αντωνάκης. Υ.Γ. Α προπό, μην αμελήσεις : πες στον Κάρολο να παρηγορήσει την κόρη του. Κατά μάνα, κατά κύρη. Πατέρας κερατάς, μητέρα μοιχαλίς, κόρη μοιχαλοπούλα. Καλύτερα έτσι, τέτοιο σόι δεν είναι ανάγκη να διαιωνίζεται.

Page 323: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

323

ΖΑΝ – ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ Μετ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΚΚΕΕΚΚΛΛΕΕΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΩΩΝΝ ΤΤΩΩΝΝ ΘΘΥΥΡΡΩΩΝΝ

Μονόπρακτο. Σκηνή Πέμπτη.

Ο Γκαρσέν στην Ινές. ΓΓΚΚΑΑΡΡΣΣΕΕΝΝ Άστο αυτό. Να μην ξαναμιλήσετε γι’ αυτό. Εδώ βρίσκομαι γιατί βασάνισα τη γυναίκα μου. Αυτό είναι όλο. Πέντε ολόκληρα χρόνια. Φυσικά, υποφέρει ακόμα. Νάτην. Μόλις μιλήσω γι’ αυτήν τη βλέπω. Ενώ μ’ ενδιαφέρει ο Γκομέζ, αυτή πάντα βλέπω. Πού είναι ο Γκομέζ ; Πέντε ολόκληρα χρόνια. Νάτο... της δώσανε πίσω τα ρούχα μου. Κάθησε μπροστά στο παράθυρο και πήρε το σακάκι στα γόνατά της. Το σακάκι με τις δώδεκα τρύπες. Το αίμα λες και σκούριασε. Οι τρύπες έχουν κοκκινίσει στις άκρες. Χα... αυτό είναι κομμάτι για μουσείο. Ένα ιστορικό σακάκι. Κι αυτό το φορούσα εγώ. Θα κλάψεις ; Θα καταφέρεις να κλάψεις ; Γύριζα τύφλα μεθύσι και βρωμούσα κρασί και μυρουδιές. Με περίμενε όλη τη νύχτα. Ούτε ένα παράπονο, φυσικά. Μόνο τα μάτια της. Τα μεγάλα της μάτια. Δε μετανιώνω για τίποτα. Θα πληρώσω μα δε μετανιώνω για τίποτα. Έξω χιονίζει. Θα κλάψεις επιτέλους ; Είναι μια γυναίκα γεννημένη για το ρόλο του μάρτυρα... … Γιατί ήταν εύκολο. Έφτανε να της πω μια λέξη για ν’ αλλάξει αμέσως δέκα χρώματα. Ήταν πολύ ευαίσθητη. Χα... Ούτε ένα παράπονο. Είμαι πολύ στριμμένος. Περίμενα. Περίμενα πάντα. Τίποτα, όμως. Ούτε ένα δάκρυ. Ούτε ένα παράπονο. Την είχα τραβήξει από πεζοδρόμιο, καταλαβαίνετε ; Ακουμπάει το χέρι της στο σακάκι, χωρίς να το κοιτάξει. Τα δάχτυλά της ψάχνουν τις τρύπες στα τυφλά. Τι περιμένεις ; Τι ελπίζεις ; Σου λέω πως δε μετανιώνω για τίποτα. Με λίγα λόγια, με θαύμαζε πολύ. Το καταλαβαίνετε αυτό ;

Page 324: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

324

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΗΗ ΦΦΑΑΛΛΑΑΚΚΡΡΗΗ ΤΤΡΡΑΑΓΓΟΟΥΥΔΔΙΙΣΣΤΤΡΡΙΙΑΑ

Σκηνή Όγδοη.

Ο Πυροσβέστης μπαίνει. ΠΠΥΥΡΡΟΟΣΣΒΒΕΕΣΣΤΤΗΗΣΣ «Το συνάχι». Ο γαμπρός μου είχε, από τη μεριά του πατέρα του, έναν πρώτο ξάδελφο που ένας θείος του από τη μεριά της μητέρας του είχε έναν πεθερό, που ο παππούς του από τη μεριά του πατέρα του είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο μια νεαρά γέννημα και θρέμμα του χωριού που ο αδελφός της είχε συναντήσει, σ’ ένα από τα ταξίδια του, μια νέα που την ερωτεύτηκε και με την οποία έκανε ένα υιό που παντρεύτηκε μια θαρραλέα φαρμακοποιό που δεν ήταν άλλη απ’ την ανιψιά ενός υποναυάρχου, εντελώς άγνωστου στο βρετανικό ναυτικό, και που ο θετός του πατέρας είχε μια θεία που μιλούσε θαυμάσια ισπανικά και που ήταν, γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος, μια απ’ τις εγγονές ενός μηχανικού που είχε πεθάνει πολύ νέος, έγγονος και ο ίδιος ενός γαιοκτήμονα με απέραντα αμπέλια που το κρασί τους ήταν κάτω απ’ το μέτριο, μα που είχε ένα μικρό ξάδελφο σπιτόγατο, υπασπιστή, που ο υιός του είχε παντρευτεί μια πολύ όμορφη νεαρά γυναίκα, χωρισμένη, που ο πρώτος της άντρας ήταν υιός ενός ένθερμου πατριώτη που ανέθρεψε μια απ’ τις κόρες του με τη λατρεία του χρήματος και έτσι παντρεύτηκε με έναν κυνηγό που είχε γνωρίσει τον Ρότσιλντ και που ο αδελφός του αφού άλλαξε διάφορα επαγγέλματα, παντρεύτηκε και έκανε μια κόρη που ο προπάππους της, να τον φυσήξεις να πέσει κάτω, φορούσε γυαλιά που του τα είχε δώσει ένας δικός του ξάδελφος, κουνιάδος ενός Πορτογάλου, που ήταν μπάσταρδος υιός ενός μυλωνά με αρκετά χρήματα, του οποίου ο ομογάλακτος αδελφός είχε παντρευτεί με την κόρη ενός γέρου γιατρού που ζούσε στην εξοχή, κι αυτός ομογάλακτος αδελφός του υιού ενός γαλατά, που ήταν μπάσταρδος υιός ενός άλλου γιατρού που ζούσε κι αυτός στην εξοχή, και ήταν παντρεμένος τρεις φορές τη μια πάνω στην άλλη !

Page 325: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

325

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΟΟ ΡΡ ΙΙ ΝΝ ΟΟ ΚΚ ΕΕ ΡΡ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μπερανζέ όπως κοιτάζεται πάντα στον καθρέφτη. ΜΜΠΠΕΕΡΡΑΑΝΝΖΖΕΕ Τελικά, δεν είναι και τόσο άσχημος ο άνθρωπος... Κι εδώ που τα λέμε, φιλαράκο, εσύ, δεν είσαι κι από τα πιο ωραία δείγματα ! Πίστεψέ με, Ντέζη (Γυρίζει για να την δει) Ντέζη, Ντέζη ! Πού πήγες, Ντέζη ; Δεν γίνεται να σου πέρασε από το μυαλό να... (Τρέχει προς την πόρτα) Ντέζη ! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο, σκύβει πάνω από το κάγκελο της σκάλας) Ντέζη, γύρνα πίσω... πού πας ; Γύρνα, μικρή μου, μη φεύγεις. Δεν πρόλαβες να βάλεις μπουκιά στο στόμα σου ! Ντέζη, μη μ’ αφήνεις ολομόναχο ! Τι μου υποσχέθηκες πριν λίγο ; Ντέζη ! Ντέζη ! (Σταματάει να τη φωνάζει, κουνάει τα χέρια του απελπισμένος και ξαναγυρίζει στο δωμάτιο) Είναι φυσικό... Δεν μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε... Ένα ζευγάρι που αποφάσισε να χωρίσει... Η ζωή μας έγινε ανυπόφορη. Αλλά, δεν έπρεπε να φύγει, έτσι σαν κλέφτρα, χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση. (Κοιτάζει γύρω του) Δεν μου έγραψε σ’ ένα χαρτάκι, ούτε δύο λέξεις. Δεν φέρονται έτσι, όχι, δεν φέρονται έτσι.. Τώρα απόμεινα ολομόναχος... Έρημος ! (Πηγαίνει και κλειδώνει την πόρτα προσεκτικά, αλλά αρκετά θυμωμένος) Εγώ δεν θα γίνω σαν και σας, όχι... (Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα) Δεν θα με παρασύρετε, τ’ ακούσατε ; Ποτέ ! (Απευθύνεται σε όλα τα κεφάλια των ρινόκερων) Δεν θα σας ακολουθήσω, ούτε θα γίνω σαν και σας, γιατί δεν σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που είμαι. Εγώ είμαι ανθρώπινο πλάσμα... ένας άνθρωπος ! (Πηγαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα) Αφόρητη κατάσταση. Αφόρητη ! Εγώ φταίω, εγώ φταίω που έφυγε, εγώ ! Ήμουνα γι’ αυτήν το παν, ο κόσμος ολόκληρος ! Τι θα απογίνει τώρα ; Δεν φτάνανε όλοι οι άλλοι, ήταν ανάγκη να βασανίζει τη συνείδησή μου κι αυτή ; Τώρα περιμένω το χειρότερο. Τώρα πρέπει να περιμένω κάθε καταστροφή ! Φτωχή μικρούλα ! Χαμένη στο σύμπαν πλημμυρισμένο από τέρατα ! Ποιος θα με βοηθήσει να την ξαναβρώ ; Κανένας ! Βλέπεις, δεν απόμεινε ούτε ένας... ούτε ένας ! (Νέα μουγγανητά, ποδοβολητά, τρεχαλητά και σύννεφα σκόνης) Δεν αντέχω να τους ακούω. Θα βουλώσω τ’ αφτιά μου με μπαμπάκι. (Βάζει μπαμπάκι στ’ αφτιά του κα μιλάει στον εαυτό του στον καθρέφτη) Δεν υπάρχει άλλη δυνατή λύση, θα πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω, για ποιο πράγμα ; Κι ύστερα, μπορούν άραγε να ξαναμεταμορφωθούν, να ξαναγίνουν άνθρωποι ; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο ; Αυτό θα ήταν ηράκλειος άθλος‚ ξεπερνάει κατά πολύ τις δικές μου δυνάμείς. Και πριν απ’ όλα, για να τους πείσω, θα πρέπει να τους μιλήσω. Και για να τους μιλήσω, θα πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως, θα ’πρεπε να μάθουν αυτοί τη δική μου γλώσσα ; ποια γλώσσα μιλάω εγώ ; Ποια είναι η γλώσσα μου ; Η γλώσσα των μαύρων, των κιτρίνων, των λευκών ; Μιλάω μια από τις γλώσσες των λευκών ; Έτσι φαίνεται, αυτή τη γλώσσα μιλάω. Αλλά, Τι θα πει μια από τις γλώσσες των λευκών ; Μπορώ, μια χαρά, να πω μιλάω μια γλώσσα λευκών, αφού δεν υπάρχει κανένας να με αντικρούσει ! Απόμεινα ο μόνος που μιλάει αυτή τη γλώσσα. Αλλά, τι κάθομαι και λέω, τώρα. Καταλαβαίνω αυτά που λέω, καταλαβαίνω τον εαυτό μου ; (Προχωρεί προς το κέντρο του

Page 326: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

326

δωματίου) Κ όπως μου είπε η Ντέζη, αυτοί έχουνε δίκιο ; (Ξαναγυρίζει στον καθρέφτη) Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι κάτι άσχημο, δεν είναι κάτι αποκρουστικό ! (Κοιτάζεται ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του) Είναι πολύ αστείο ! Αναρωτιέμαι, με τι πλάσμα να μοιάζω... με (Τρέχει σ’ ένα ντουλάπι, βγάζει από μέσα φωτογραφίες που τις κοιτάζει) Φωτογραφίες, μάλιστα φωτογραφίες ! Άραγε ποιοι να είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ; Ο κύριος Παπιγιόν ή τάχατες η Ντέζη. Μάλλον η Ντέζη. Κι αυτός εδώ είναι ο Βοδάρ, ο Ντιντάρ ή ο Ζαν ; Αλλά μπορεί να είμαι κι εγώ.

Page 327: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

327

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΟΟ ΡΡ ΙΙ ΝΝ ΟΟ ΚΚ ΕΕ ΡΡ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τρίτη.

Ο Μπερανζέ τρέχει στο ντουλάπι από όπου βγάζει δύο τρεις πίνακες. ΜΜΠΠΕΕΡΡΑΑΝΝΖΖΕΕ Ναι, τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι εγώ, αυτός είμαι εγώ. (Κρεμάει τους πίνακες στον τοίχο του βάθους, δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων) Αυτός είμαι εγώ, εγώ, εγώ ! (Μόλις κρεμάσει τους πίνακες, ξεχωρίζουμε ότι απεικονίζουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα κι έναν άλλο άντρα. Τα πορτρέτα είναι τόσο άσχημα, που έρχονται σε αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που τώρα έχουν γίνει πάρα πολύ όμορφα. Ο Μπερανζέ κάνει λίγο πίσω για να τα δει καλύτερα) Δεν είμαι όμορφος. Πάντα το ’ξερα, δεν είμαι, δα, και κανένας κούκλος. (Ξεκρεμάει τους πίνακες, τους πετάει με λύσσα στο πάτωμα και ξαναγυρίζει στον καθρέφτη) Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι ! Είχα άδικο λοιπόν ! Ω, πόσο θα ’θελα να ήμουν σαν κι αυτούς ! Κοίτα χάλια ! Κέρατα, ούτε για δείγμα ! Τι άσχημο που είναι ένα γυμνό αστόλιστο μέτωπο ! Χωρίς κέρατα. Ένα δυο κερατάκια θα μου πήγαιναν πάρα πολύ ! Θα τόνιζαν τα χαρακτηριστικά μου, που έχουν μια τάση να ... κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά, ποιος ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορέσω να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. Έλα όμως που δεν λένε να φυτρώσουν. (Κοιτάζει τις παλάμες του) Για κοίτα χέρια... σαν ζυμάρι ! Άραγε, θα ’χω την τύχη να βγάλουνε αργότερα ρόζους, έστω λέπια, το ίδιο κάνει ! (Βγάζει το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο και κοιτάζει το στήθος του στον καθρέφτη) Αηδία... σκέτη αηδία, έχω τόσο πλαδαρό δέρμα, άσε, αυτή την αποκρουστική ασπρίλα με τις αραιές τριχούλες. Δεν ήταν να είχα κι εγώ ένα δέρμα σκληρό σαν πετσί, μ’ αυτό το υπέροχο βαθύ κιτρινοπράσινο χρώμα ! Να είχα την αμόλυντη κι άσπιλη γυμνότητά τους και όχι αυτές τις απαίσιες τρίχες ! (Ακούει τους βρυχηθμούς) Πάντως, τα τραγούδια τους σε γοητεύουν... βέβαια είναι λίγο πρωτόγονα, αλλά δεν πειράζει, είναι τόσο σαγηνευτικά ! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τραγουδήσω σαν κι αυτούς. (Προσπαθεί να τους μιμηθεί) Α... α... α... α... Μουουουου... Όχι, όχι ! Είμαι τόσο φάλτσος !! Τραγουδάω τόσο υποτονικά. Μου λείπει το ταμπεραμέντο, η ζωντάνια τους ! Δεν καταφέρνω να μουγγανίσω σαν κι αυτούς, τσιρίζω! Α... α... α... μουου ! Τσιρίζω σαν μυξιάρικο... Άλλο να τσιρίζεις κι άλλο να μουγγανίζεις... Το μουγγανητό έχει άλλη χάρη ! Ω ! Τώρα ξανάρχισε να με τυραννάει η συνείδησή μου. Τι βάρος ! Έπρεπε να τους ακολουθήσω την κατάλληλη στιγμή. Αλλά, πού μυαλό ! Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Αλίμονο... είμαι ένα τέρας. Τι λέω, τερατούργημα ! Αλίμονο, ποτέ μου δεν θα καταφέρω να γίνω ρινόκερος... ποτέ ! Ποτέ! Θα το ’θελα τόσο... Θα το ’θελα ψυχή τε και σώματι, αλλά δεν μπορώ πια ν’ αλλάξω, δεν γίνεται. Τι ντροπή ! Δεν μπορώ, πια, ούτε στον καθρέφτη να κοιταχτώ... (Γυρίζει την πλάτη του στον καθρέφτη) Τόση ασχήμια δεν υποφέρεται. Αλίμονο σε κείνον που θέλει με το στανιό να διατηρήσει την ιδιομορφία του. (Τινάζεται απότομα) Ε, λοιπόν τόσο το χειρότερο ! Θα πολεμήσω ενάντια σ’ όλο τον κόσμο. Η καραμπίνα μου, πού είναι η καραμπίνα μου ; (Γυρίζει προς το μέρος του τοίχου, που φαίνονται πάντα τα κεφάλια των

Page 328: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

328

ρινόκερων και ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη) Ενάντια σ’ όλον τον κόσμο ! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ’ όλο τον κόσμο... δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, Θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος… και μέχρι να ’ρθει το τέλος, θα παραμείνω άνθρωπος ! Όχι, δεν θα συνθηκολογήσω !... ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΑΙ ΣΑΣ !

Page 329: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

329

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΗΗ ΠΠΕΕΙΙΝΝΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΗΗ ΔΔΙΙΨΨΑΑ

Επεισόδιο Δεύτερο.

Ο Ζαν μονολογεί. ΖΖΑΑΝΝ Σ’ αγαπώ, αγάπη μου. Σ’ αγαπώ σαν τρελός. Αυτός που δεν ξεχνάει είναι λαβωμένος στην αιωνιότητα. Δεν είπα συχνά κι εγώ ψέματα ; Δεν υποσχέθηκα συχνά και εγώ ο ίδιος χωρίς να μπορέσω να κρατήσω τις υποσχέσεις μου ; Θα υποφέρω στην αιωνιότητα από αυτήν τη θανατερή λαβωματιά. Τώρα το ξέρω ! ... Θα ζήσω αιώνια θανατερά πληγωμένος.

(Κάθεται στον πάγκο) «Πώς περνούσες τη ζωή σου ;» με είχε ρωτήσει. «Τη ζωή που έφυγε, τα χαμένα σου χρόνια θα σ’ τα ξαναχαρίσω». Α ! Μονάχα να έλθει. Δε θα μπορέσω να συνεχίσω μόνος μου. Αυτή ανεβαίνει τα σκαλιά ; Τα βήματά της ακούω ; Ή μήπως είναι και πάλι η σκιά μιας σκιάς; θρόισμα ενός φύλλου, ο άνεμος με την αύρα, το τρέμισμα της πεθυμιάς ; Δεν είναι παρά η ανάσα της οδύνης μου ;... Φανερώσου με έναν οποιοδήποτε τρόπο. Φανερώσου, ή τουλάχιστο δώσε μου ένα σημάδι της παρουσίας σου. (Κοιτάζει προς όλες τις μεριές) Άλλο καταφύγιο δεν έχω έξω από σένα. Δε θα βρω λιμάνι σε καμιά γωνιά της γης. Ποιος θα με προσμένει ; Ποιος θα με καλωσορίσει ; Ω ! κύριοι Φύλακες, ήμουνα βολικά χουζουρεμένος στη μέτρια μετριότητά μου. Τώρα θα σας τα πω. Ακούστε τι μου συνέβη. Γύρεψα να ξεφύγω τα γηρατειά. Θέλησα να γλιτώσω από το τέλμα. Το βύθισμα στη λάσπη. Γύρεψα τη ζωή. Γύρεψα τη χαρά. Γύρεψα το τέλειο και η ζωή μου έγινε τυραννία. Μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα από μια γαληνεμένη ρουτίνα και το πάθος του άγνωστου. Αλίμονο, εδιάλεξα το δεύτερο. Ανέμυαλος που ήμουνα, χωρίς συνείδηση. Κι όμως ζούσα προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο. Ερμητικά κλεισμένος στη μελαγχολία μου, στις νοσταλγίες μου, στο φόβο μου, στις τύψεις μου, στην αγωνία μου, στην υπευθυνότητά μου. Μακριά από κάθε καταιγίδα. Απόρθητα τείχη με προφύλαγαν. Ο φόβος του θανάτου ήταν ο πιο σταθερός μου διαφεντευτής. Εγκρέμισα τους τοίχους και βρέθηκα εκτεθειμένος σε ατέλειωτους κινδύνους. Εγκρέμισα τους τοίχους και βρέθηκα μέσα στο φλογερό καμίνι της ζωής, στην καθαρή αγωνία της απελπισίας. Γύρεψα τη Ζωή, και η Ζωή γαντζώθηκε επάνω μου μ’ όλη της τη δύναμη. μ όλο της το βάρος κα με ρούφηξε, με σύντριψε. Γιατί να μην υποταχτώ στη φρόνηση ; Όλες οι παλιές επουλωμένες λαβωματιές ξανάνοιξαν και ματώνουν. Δέκα χιλιάδες μαχαίρια βυθίζονται στις σάρκες μου... Είναι πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Κάνει κρύο. Το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Άλλαξε. Σαν η ελπίδα χαθεί, πώς αλλάζουν όλα ! (Κοιτάζει γύρω του) Νάτες ξαναπρόβαλλαν πάλι οι παράξενες θλιβερές κοιλάδες της εφιαλτικής πραγματικότητας. Θαρρώ πως ξαναβλέπω τις έρημες πεδιάδες, και τα στεκάμενα νερά πέρα μέχρι που το βλέμμα σου... Κα να ήταν μόνο αυτό. Τώρα χτυπάει κα η καρδιά μου σαν λαβωμένο ζώο. Μου ξεσκίζει με τα νύχια τις σάρκες μέσα στην αγωνία της... Το στομάχι μου απύθμενο βάραθρο. Το στόμα μου γκρεμός που το κατατρώνε οι φλόγες. Δίψα και πείνα... Διψά και

Page 330: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

330

πεινάω... (Πηγαίνει μια προς τον ένα φύλακα, μια προς τον άλλο, άλλοτε τους πιάνει και τους δύο απ’ τα χέρια απ’ την πλάτη) Ω ! Αδερφές μου ! Αγαπημένες μου φιλενάδες ! Αν μπορούσα τουλάχιστον να ξαναβρώ το παλιό μου καταφύγιο, εκεί ήμουν από. κάθε άποψη, τόσο καλά προστατευμένος, μέσα στην κούραση που ένιωθα για τη ζωή, κλεισμένος από αδιαπέραστους τοίχους μέσα στο φόβο του θανάτου... Είμαι ζωντανός σαν μια ανοιχτή ζωντανή πληγή. Φεύγω. Ξεκίνησα εδώ και ατέλειωτα χρόνια και πήρα τις μεγάλες στράτες για να κατακτήσω τον κόσμο. Συνάντησα μονοπάτια και λεωφόρους μα τον κόσμο δεν τον συνάντησα πουθενά. Και πού να πάω τώρα ; πού να τραβήξω και πού να σταθώ ; πού θα βρω μια γη χωρίς λιθάρια και βράχους, νερό που θα με ξεδιψάσει, βάλσαμο που γλυκαίνει τις πληγές, θάμνους χωρίς αγκάθια. Είμαι άρρωστος φιλενάδες μου, πολύ άρρωστος... ω, ναι, φεύγω... φεύγω... Είμαι νεκρός, κι όμως αργοπεθαίνω. Θα ’φτανε μια λέξη για να με γιατρέψει. Ποιος είναι αυτός που την κρατά μυστικά φυλακισμένη ; Ποιος είναι αυτός που Θα μου την πει ; Δε θυμάμαι πια ούτε πού βρίσκεται το παλιό μου σπίτι. Ξέχασα το δρόμο του γυρισμού. Θα συνεχίσω άσκοπα να πλανιέμαι. Θα ξαναπάρω το μονοπάτι της θλιβερής κοιλάδας. Ίσως θα τη συναντήσω κατά τύχη. Κι όμως, μου το υποχέθηκαν πως θα τη βρω. Μου το υποσχέθηκαν... Το μυαλό μου δεν το χωράει. Φεύγω, έχετε γεια... Όσο θα υπάρχουν νύχτες... Όσο θα υπάρχουν μέρες... Όσο θα υπάρχουν δειλινά... Θα συνεχίσω. (Φωνάζει) Πού να σε ψάξω, πού θα σε βρω ; Δε θα πάψω να σε γυρεύω μέχρι να δω να αστράφτουν οι φωτεινές αχτίδες της κορόνας σου.

Page 331: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

331

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΗΗ ΠΠΕΕΙΙΝΝΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΗΗ ΔΔΙΙΨΨΑΑ

Επεισόδιο Τρίτο.

Ο Ζαν μονολογεί. ΖΖΑΑΝΝ Ναι... όχι ακριβώς... Ναι, έτσι ήταν... Στο κάτω κάτω γιατί να μη σας τα πω όλα. Άραγε θυμάμαι καλά, για είναι και λίγο η φαντασία μου ; Θαρρώ πως δε με κατέτρωγε πάντα αυτή η αδηφάγος φωτιά. Άλλοτε, παλιά, πέρασε τόσος καιρός από τότε. Ναι, τώρα θυμάμαι, ήταν... Ίσως πριν να αρχίσω το ταξίδι μου. Ίσως στην αρχή του ταξιδιού μου... Όχι, νομίζω μάλλον πως πριν από το ξεκίνημα. Είμαι σίγουρος, ήταν πιο πριν. Τότε που οι μέρες ήταν καταφώτεινες και εγώ κοντοστεκόμουνα στην καρδιά των λιβαδιών, χανόμουνα μέσα στη φύση, και ένιωθα σαν να με έζωνε το σύμπαν ολόκληρο. Ύστερα, έστρεφα ολόγυρα το βλέμμα και κοιτούσα, κοιτούσα πλημμυρισμένος από ένα αδιόρατο μεθύσι, από έναν άφατο ενθουσιασμό, κάτι στα σωθικά μου τραγουδούσε και φώναζα: «Είναι απίστευτο, μοιάζει με θαύμα. Δεν το χωράει ο ανθρώπινος λογισμός. Κι όμως είναι μπροστά μου. Απίστευτο ! Το καταπράσινο δάσος με τρία-τέσσερα σπαρμένα σπιτόπουλα και αυτή η γεφυρωτή καμάρα των δέντρων, η διάφανη λίμνη, κι αυτό το ακροθαλάσσι». Άλλοτε ξαπλωνόμουνα μέσα στα ψηλά πυκνά χορτάρια και παρατηρούσα τον οργασμό της ζωής και η χαρά ανέβλυζε σαν κύματα απ’ το είναι μου. Όλα με γέμιζαν. Όλα τα ’βρισκα υπέροχα. Τότε δεν ήξερα τι θα πει πείνα, δεν ένιωθα τι θα πει δίψα, ή πιο σωστά, αυτή η πλέρια χαρά ήταν το ψωμί που με χόρταινε, το νερό που με ξεδιψούσε. Πώς και γιατί ξαφνικά άλλαξαν όλα ; Πώς και γιατί ξαφνικά ένιωσα αυτό το κενό και αυτή την απουσία ; Θα μπορούσατε ίσως εσείς να μου το εξηγήσετε αδελφέ Ταραμπά ; Θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε εσείς αδελφέ Ηγούμενε ; Γιατί αυτή η ξαφνική πείνα, η ξαφνική ασίγαστη δίψα ; Η αγωνία και το αίσθημα του ανικανοποίητου ; Γιατί ξαφνικά αυτό το κενό που από τότε δε σταμάτησε να μεγαλώνει και να βαθαίνει στα σωθικά μου ; Το κενό που δεν μπόρεσα ποτέ πια και με τίποτα να το γαληνέψω. Γιατί χάθηκαν οι ηλιόλουστες μέρες ; Γιατί με έζωσε το φοβερό σκοτάδι ; Έπρεπε να τα ζήσω όλα αυτά ; Έπρεπε να υποταχτώ ; Έπρεπε να περιμένω ; Έπρεπε να μην περιμένω τίποτα πια ; Έπρεπε, για όχι, να τρέξω στα μισοσκότεινα φθινοπωριάτικα μονοπάτια γυρεύοντας το φως... ή τον αντικατοπτρισμό του ;

Page 332: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

332

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΗΗ ΠΠΕΕΙΙΝΝΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΗΗ ΔΔΙΙΨΨΑΑ

Επεισόδιο Τρίτο.

Ο Αδελφός Ταραμπάς στον Ζαν. ΑΑΔΔΕΕΛΛΦΦΟΟΣΣ ΤΤΑΑΡΡΑΑΜΜΠΠΑΑΣΣ Καθώς βλέπετε αγαπητέ κύριε, και ο κύριος Τριπ από εδώ, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με σας για διαφορετικές αιτίες, και μάλιστα εντελώς αντίθετες απ’ τις δικές σας, ζητάει ακριβώς το ίδιο. Γυρεύει την ελευθερία του. Εγώ προσωπικά, αν αυτό περνούσε απ’ το χέρι μου, θα σας βοηθούσα μετά χαράς. Ατυχώς δεν είσαστε οι μόνοι που βρίσκονται σ’ αυτήν τη στενόχωρη θέση. Δεν μπορώ να ελευθερώσω ολόκληρο τον κόσμο. Το διανοείσθε ; Ατέλειωτες χιλιάδες ελεύθεροι άνθρωποι να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις ασυγκράτητοι στους δρόμους μέσα στη μεγαλύτερη αταξία και οχλοβοή ; Το αναλογίζεσθε ; Για ξανασκεφτείτε το. Οι φυλακές άδειες, και οι δρόμοι γεμάτοι από ανθρώπους που αλητεύουν και περιφέρονται... περιφέρονται... Αυτό θα ήταν σαν να αναποδογυριζόταν ολόκληρη η οικουμένη... Δεν μπορώ να αναλάβω την υπευθυνότητα ενός τέτοιου συνωστισμού. (Ο Ζαν γελάει, οι άλλοι μένουν σοβαροί) Βάζω τον εαυτό μου, φυσικά νοερώς, στη θέση σας κύριε Τριπ. Και στη δική σας θέση, κύριε Μπρεστόλ. Παραδέχομαι πως με δυσκολία μπορείτε να με καταλάβετε. Άλλωστε, αν βρίσκεστε στη θέση που βρίσκεστε, είναι ακριβώς γιατί με δυσκολία μπορούσατε να καταλάβετε και τον ίδιο σας τον εαυτό. Γιατί ζητάτε να φύγετε ; Για να πεθάνετε αργότερα απ’ το κρύο; (Γέλια) Εδώ είσαστε σε ασφάλεια.. προφυλαγμένοι από χιλιάδες κινδύνους. Θέλετε να φύγετε για να σας σκοτώσει αργότερα κανένας κεραυνός ; Εμείς στη στέγη μας διαθέτουμε αλεξικέραυνο. Εδώ είσαστε απηλλαγμένοι από οποιαδήποτε δεσμά. Είναι αλήθεια πως αυτή τη στιγμή νιώθετε. κατά κάποιο τρόπο, τα δεσμά με τη ρεαλιστική έννοια της λέξης. Αλλά ποια δεσμά είναι ουσιαστικότερα από τα δεσμά της ψυχής, του πάθους ; Η αληθινή φυλακή είναι η υποδούλωση του πνεύματος. Δε συμφωνείτε κύριε Μπρεστόλ ; Π.χ. τα σωματικά βασανιστήρια σας απελευθερώνουν απ’ τα ηθικά και ψυχικά βασανιστήρια. Όταν υποφέρατε σωματικά σας τυραννούσαν άλλες σκέψεις ; Απελευθερωθείτε απ’ την ιδέα της ελευθερίας και θα νιώσετε ήδη μια μεγάλη ανακούφιση. Στο υποσυνείδητό σας υπάρχουν ακόμα υπολείμματα από υστερόβουλες ουτοπίες και παλιές συνήθειες, που γαντζώνονται στην ψυχή σας. Συστήματα, σοφοδιδασκαλίες, δόγματα, μύθοι, συνήθειες, διανοητικοί μηχανισμοί. Όλα αυτά σας εξουθενώνουν. Προσπαθήστε να ξετινάξετε από πάνω σας τα ολέθρια υπολείμματα και τις συνέπειες μιας εσφαλμένης διαπαιδαγώγησης. Α ! Το ξέρω, κολλάνε επίμονα σαν βδέλλες, γαντζώνονται με πείσμα οι αποκτημένες θεωρίες και ιδέες. Όταν θα απαλλαγείτε απ’ τις αξιοθρήνητες προκαταλήψεις σας θα είσαστε σχεδόν ελεύθεροι, ή πιο σωστά θα είσαστε προετοιμασμένοι για την ελευθερία.

Page 333: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

333

ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΑΑ ΝΝ ΤΤ ΙΙ ΓΓ ΟΟ ΝΝ ΗΗ

Ο Κρέων στην Αντιγόνη. Την κοιτάζει και. ψιθυρίζει άξαφνα. ΚΚΡΡΕΕΩΩΝΝ Η περηφάνεια του Οιδίποδα. Είσαι η ίδια η περηφάνεια του Οιδίποδα. Ναι, τώρα που την ξαναβρίσκω στο βάθος των ματιών σου, σε πιστεύω. Ήσουν βέβαιη πως θα σε θανατώσω. Και σου φαινόταν, αυτό, λύση πολύ φυσική για σένα, περήφανη ! Το ίδιο και για τον πατέρα σου : δε λέω η ευτυχία — μ’ αυτόν δεν μπορούσε να γίνει λόγος για ευτυχία — μα η ανθρώπινη δυστυχία του φαινόταν πολύ λίγη — τα ανθρώπινα σας στενεύουν εσάς. στην οικογένειά σας. Θέλετε να βρεθείτε αντιμέτωποι με τη Μοίρα και τον θάνατο. Και να σκοτώσετε τον πατέρα σας και να παντρευτείτε τη μητέρα σας και να τα μάθετε έπειτα όλα αυτά, αχόρταγα, λέξη με λέξη. Τι θαυμάσιο πιοτό, ε, τα λόγια που σας καταδικάζουν ! Και τι διψαλέα που το πίνεις, άμα λέγεσαι Οιδίπους ή Αντιγόνη ! Κι έπειτα, είναι απλούστατο να βγάλεις τα μάτια σου και να γυρνάς ζητιανεύοντας στους δρόμους... Ε, λοιπόν, όχι ! Αυτοί σι καιροί περάσανε για πάντα. Η Θήβα χρειάζεται τώρα έναν ηγεμόνα χωρίς ιστορία. Εγώ ονομάζομαι Κρέων, δόξα τω Θεώ. Πατάω τα πόδια μου στη γη, έχω τα χέρια μου στις τσέπες, και μια κι είμαι βασιλιάς, αποφάσισα —λιγότερο μεγαλεπήβουλος από τον πατέρα σου— να κάνω ό,τι μου περνάει απ’ το χέρι, για να καταστήσω τον κόσμο ετούτον λιγότερο εξωφρενικό, αν είναι δυνατόν. Τίποτ’ άλλο. Δεν είναι, αυτό, ούτε περιπέτεια, καν ! Είναι επάγγελμα, δουλειά για κάθε μέρα, κι όχι πάντα ευχάριστη — όπως όλες οι δουλειές. Αφού όμως βρέθηκα εδώ για να την κάνω, θα την κάνω... Κι αν αύριο κατέβει απ’ τα βουνά κανένας σκονισμένος μαντατοφόρος να μ’ αναγγείλει πως δεν είναι και πολύ βέβαιος για τη γέννησή μου, θα τον παρακαλέσω απλούστατα να πάει από κει πούρθε, και δε θα τρέξω για χάρη του να κοιτάξω τη θεία σου στα μάτια και ν’ αρχίσω να παραβάλλω ημερομηνίες. Οι βασιλιάδες έχουν κι άλλα πράματα να σκεφτούν εκτός από τ’ ατομικά τους δράματα, μικρή μου. (Την ζυγώνει, την πιάνε απ’ το μπράτσο) Λοιπόν, άκουσέ με. Είσαι η Αντιγόνη, είσαι κόρη του Οιδίποδα, έστω, είσαι όμως κι είκοσι χρονών και δεν πάει πολύς καιρός που όλη τούτη η ιστορία θα κανονιζόταν με ξερό ψωμί και δυο χαστούκια. (Την κοιτάει χαμογελαστός) Να σε θανατώσω ; Δεν κοιτάχτηκες στον καθρέφτη, σπουργιτάκι ! Είσαι πολύ αδύνατη. Δεν παχαίνεις καλύτερα λίγο, να κάνεις ένα γερό αγόρι στον Αίμονα ; Η Θήβα το χρειάζεται πολύ περισσότερο απ’ το θάνατό σου, σε βεβαιώνω. Θα γυρίσεις αμέσως στην κάμαρά σου, θα κάνεις αυτό που σου είπα και δεν θα πεις λέξη. Για την εχεμύθεια των άλλων, αναλαμβάνω εγώ. Μπρος, πήγαινε ! Και μην με κεραυνοβολείς έτσι με τη ματιά σου. Με θεωρείς χτήνος, σύμφωνοι, και θα σκέφτεσαι βέβαια πως είμαι πολύ πεζός. Ωστόσο, σ’ αγαπώ πολύ, μ’ όλο τον παλιοχαρακτήρα σου. Μην ξεχνάς πως εγώ σου χάρισα το πρώτο σου παιχνίδι — δεν είναι πολύς καιρός.

Page 334: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

334

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ Μετ: ΜΑΡΙΑ ΠΟΡΤΟΛΟΜΑΙΟΥ

ΚΚ ΑΑ ΛΛ ΙΙ ΓΓ ΟΟ ΥΥ ΛΛ ΑΑ ΣΣ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Δέκατη τέταρτη.

Ο Καλιγούλας, αφού έχει πνίξει την Καιζωνία, πηγαίνει άγριος στον καθρέφτη. ΚΚΑΑΛΛΙΙΓΓΟΟΥΥΛΛΑΑΣΣ Καλιγούλα! Και συ, και συ είσαι ένοχος. Λοιπόν! Τι περισσότερο, τι λιγότερο, δεν είναι έτσι; Μα ποιος θα τολμούσε να με καταδικάσει σ’ αυτόν τον δίχως κριτή κόσμο, όπου κανένας δεν είναι αθώος! (Με αγωνία). Το βλέπεις καλά. Ο Ελικώνιος δεν ήρθε. Δεν θ’ αποχτήσω το φεγγάρι! Αλλά πόσο σκληρό είναι νάχεις δίκιο και να πρέπει να φτάσεις ως τη συντέλεια! Γιατί τη φοβάμαι της συντέλεια. Ακούω τα όπλα! Είναι η αθωότητα που ετοιμάζει τον θρίαμβό της. Να μπορούσα νάμαι στη διάθεσή τους! Φοβάμαι! Τι σιχαμένο ! Νάχω περιφρονήσει τους άλλους για τη δειλία τους κι όμως να την αισθάνομαι μέσα μου. Αλλά δεν πειράζει. Ούτε κι ο φόβος διαρκεί! Θα ξανάβρω αυτό το τεράστιο κενό όπου η καρδιά γαληνεύει.

(Διστάζει λίγο, ξανάρχεται στον καθρέφτη. Φαίνεται πιο ήσυχος. Μιλάει με φωνή κουρασμένη)

Όλα μοιάζουν νάναι τόσο μπερδεμένα. Κι όμως είναι τόσο απλά. Αν είχα το φεγγάρι, αν η αγάπη ήταν αρκετή, όλα θάταν αλλιώτικα! Μα πού να ξεδιψάσω; Ποια καρδιά, ποιος θεός θάχανε για μένα όλο το βάθος μιας λίμνης;

(Γονατίζει και κλαίει)

Δεν υπάρχει τίποτα, ούτε σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε στον άλλο, που είναι στα μέτρα μου. Κι όμως ξέρω πως θάταν αρκετό να υπάρχει το αδύνατο. Το αδύνατο! Τόψαξα στα σύνορα του κόσμου τούτου, στα σύνορα του εαυτού μου. Άπλωσα τα χέρια (φωνάζοντας) απλώνω τα χέρια μου, μα συναντάω εσένα, πάντα εσένα απέναντί μου και σε μισώ. Δεν πήρα τον δρόμο που έπρεπε, δεν καταλήγω σε τίποτα. Η ελευθερία μου δεν είναι σωστή. Ελικώνιε ! Ελικώνιε ! Τίποτα, τίποτα ακόμα! Ω! πόσο βαριά είναι αυτή η νύχτα! Ο Ελικώνιος δεν θάρθει, και μεις θάμαστε για πάντα ένοχοι ! Τούτη η νύχτα είναι βαριά σαν τον ανθρώπινο πόνο.

Page 335: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

335

ΜΠΕΡΝΑΡ – ΜΑΡΙ ΚΟΛΤΕΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟ ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΚΚΟΟ

Ο Τσούκο μονολογεί. ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΚΚΟΟ Είμ’ ένα φυσιολογικό και λογικό αγόρι, κύριε. Ποτέ δεν με πρόσεξε κανείς. Εσείς θα μ’ είχατε προσέξει αν δεν είχα κάτσει δίπλα σας ; Πάντα πίστευα πως ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις ήσυχος είναι να γίνεις διάφανος όσο ένα τζάμι, όπως ένας χαμαιλέων πάνω σε μια πέτρα, να περνάς μεσ’ απ’ τους τοίχους, να μην έχεις ούτε χρώμα ούτε μυρωδιά· το βλέμμα των ανθρώπων να σε διασχίζει και να βλέπει τους άλλους πίσω από σένα, σα να μην ήσουν εκεί. Είναι τρομερή δουλειά το να είσαι διάφανος· είν’ ένα επάγγελμα· είν’ ένα παλιό, πολύ παλιό όνειρο το να είσαι αόρατος. Δεν είμαι ήρωας. Οι ήρωες είν’ εγκληματίες. Δεν υπάρχουν ήρωες που τα ρούχα τους να μην είναι βουτηγμένα στο αίμα, και το αίμα είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Είναι το πιο ορατό πράγμα στον κόσμο. Όταν όλα καταστραφούν, όταν μία ομίχλη συντέλειας του κόσμου καλύψει τη γη, θα μείνουν πάντα βουτηγμένα στο αίμα τα ρούχα των ηρώων. Εγώ, έχω κάνει σπουδές. υπήρξα καλός μαθητής. Δεν γυρίζεις πίσω όταν έχεις συνηθίσει να είσαι καλός μαθητής. Είμαι γραμμένος στο Πανεπιστήμιο. Στα θρανία της Σορβόνης η θέση μου είναι πιασμένη, μαζί μ’ άλλους καλούς μαθητές που ανάμεσά τους περνώ απαρατήρητος. Σας ορκίζομαι πως, για να είσαι στη Σορβόνη, πρέπει να είσαι καλός μαθητής, διακριτικός και αόρατος. Δεν είναι η Σορβόνη από κείνα τα Πανεπιστήμια των περιχώρων όπου πάνε οι αλήτες κι εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους ήρωα. Οι διάδρομοι του δικού μου Πανεπιστημίου είναι σιωπηλοί και τους διασχίζουν σκιές που δεν ακούγονται ούτε καν τα βήματά τους. Από αύριο θα επιστρέψω να παρακολουθήσω το μάθημα γλωσσολογίας. Αύριο είναι η μέρα για το μάθημα γλωσσολογίας. Θα είμ’ εκεί, αόρατος ανάμεσα στους αόρατους, σιωπηλός και προσεκτικός μες στην πυκνή ομίχλη της καθημερινής ζωής. Τίποτα δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, κύριε. Είμαι σαν ένα τρένο που διασχίζει ήρεμα ένα λιβάδι και που τίποτα δεν θα μπορούσε να το εκτροχιάσει. Είμαι σαν έναν ιπποπόταμο βυθισμένο στη λάσπη και που μετακινείται πολύ αργά και που τίποτα δεν θα μπορούσε να τον βγάλει απ’ τον δρόμο ούτε απ’ τον ρυθμό που αποφάσισε να πάρει.

Page 336: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

336

ΜΠΕΡΝΑΡ – ΜΑΡΙ ΚΟΛΤΕΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟ ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΚΚΟΟ

Ο Τσούκο μονολογεί. ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΚΚΟΟ Θέλω να φύγω. Πρέπει να φύγω αμέσως. Κάνει πολύ ζέστη σ’ αυτή τη γαμημένη πόλη. Θέλω να πάω στην Αφρική, κάτω απ’ το χιόνι. Πρέπει να φύγω γιατί πρόκειται να πεθάνω. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ενδιαφέρεται για κανέναν. Κανείς. Οι άντρες έχουν ανάγκη τις γυναίκες κι οι γυναίκες έχουν ανάγκη τους άντρες. Αγάπη όμως, αγάπη δεν υπάρχει. Με τις γυναίκες, εμένα μου σηκώνεται από οίκτο. Θα ’θελα να ξαναγεννηθώ σκύλος, για να είμαι λιγότερο δυστυχισμένος. Αδέσποτο σκυλί, που σκαλίζει στα σκουπίδια· κανείς δεν θα με πρόσεχε. Θα ’θελα να είμ’ ένα κίτρινο σκυλί, φαγωμένο απ’ την ψώρα, που θα φεύγαν μακριά του χωρίς να του δώσουν προσοχή. Θα ’θελα να είμ’ ένας που σκαλίζει στα σκουπίδια μια αιωνιότητα. Πιστεύω πως δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχει τίποτα να πούμε. Πρέπει να σταματήσουμε να διδάσκουμε τις λέξεις. Πρέπει να κλείσουμε τα σχολεία και να μεγαλώσουμε τα νεκροταφεία. Έτσι κι αλλιώς, ένας χρόνος, εκατό χρόνια, το ίδιο κάνει· αργά ή γρήγορα, όλοι θα πεθάνουμε, όλοι. Κι αυτό, αυτό κάνει τα πουλιά να τραγουδούν, αυτό κάνει τα πουλιά να γελούν.

Page 337: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

337

ΜΠΕΡΝΑΡ – ΜΑΡΙ ΚΟΛΤΕΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟ ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΚΚΟΟ

Ο Τσούκο μονολογεί. ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΚΚΟΟ Κοιτάξτε όλους αυτούς τους τρελούς. Κοιτάξτε τι κακό ύφος έχουν. Είναι φονιάδες. Ποτέ δεν έχω δει τόσο πολλούς φονιάδες μαζί. Με το παραμικρό σινιάλο μες στο κεφάλι τους, θ’ άρχιζαν ν’ αλληλοσκοτώνονται. Αναρωτιέμαι για ποιον λόγο δεν χτυπάει, να, τώρα, το σινιάλο μες στο κεφάλι τους. Γιατί όλοι είν’ έτοιμοι να σκοτώσουν. Είναι σαν ποντίκια μες στα κλουβιά των εργαστηρίων. Έχουν ανάγκη να σκοτώνουν, φαίνεται αυτό στα πρόσωπά τους, φαίνεται στο βάδισμά τους· βλέπω τις γροθιές τους σφιγμένες μες στις τσέπες τους. Εγώ, αναγνωρίζω με την πρώτη ματιά έναν φονιά· τα ρούχα τους είναι μες στα αίματα. Εδώ το μέρος είναι γεμάτο απ’ αυτούς· πρέπει να κάθεσαι ήσυχος, χωρίς να κουνιέσαι· δεν πρέπει να τους κοιτάς στα μάτια. Δεν πρέπει να μας δουν· πρέπει να είμαστε διάφανοι. Γιατί αλλιώς, αν τους κοιτάξουμε στα μάτια, αν αντιληφθούν πως τους κοιτάμε, αν αρχίσουν να μας κοιτάνε και να μας βλέπουν χτυπάει το σινιάλο μες στο κεφάλι τους και σκοτώνουν, σκοτώνουν Κι αν ένας αρχίσει, όλοι εδώ θα αλληλοσκοτωθούν. Δεν περιμένουν όλοι παρά το σινιάλο μες στο κεφάλι.

Page 338: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

338

ΧΑΙΝΕΡ ΜΥΛΛΕΡ Μετ: ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΕΕ ΤΤ ΟΟ

Ο Βαλομόν στη Μερτέιγ. ΒΒΑΑΛΛΜΜΟΟΝΝ Πώς πατέρας. Αφήστε με να είμαι ο ιερέας σας, γιατί ποιος είναι περισσότερο πατέρας από τον ιερέα που ανοίγει, σε όλα τα παιδιά του Θεού, την πύλη του Παραδείσου. Το κλειδί είναι στο χέρι μου, ο πάσσαλος πορείας, το ουράνιο όργανο, η πύρινη ρομφαία. Επιβάλλεται να βιασθούμε : προτού η ανεψιά γίνει η Θεία, πρέπει το μάθημα να έχει διδαχθεί. Στα γόνατα, αμαρτωλή. Γνωρίζω τα όνειρα που διατρέχουν τον ύπνο σας. Μετανοήστε και θα μεταμορφώσω σε χάρη την τιμωρία σας. Δεν φοβάστε για την αθωότητά σας. Ο οίκος του Θεού έχει πολλές κατοικίες. Αρκεί να ανοίξετε αυτά τα εκπληκτικά χείλη κι αμέσως φτερουγίζει η περιστερά του Κυρίου και εκχύνει το Άγιο Πνεύμα. Τρέμει από ανυπομονησία, το βλέπετε. Τι είναι η ζωή δίχως τον καθημερινό θάνατο. Μιλάτε γλώσσες αγγέλλων Η σχολή της μονής. Η ομιλία της ηγουμένης. Τα δώρα του θεού ο άνθρωπος δεν πρέπει να τα ξερνά. Τω δίδοντι δοθήσεται. Ό,τι πέφτει πρέπει να ανυψωθεί. Ο Χριστός δεν θα έφτανε στον Γολγοθά χωρίς τον δίκαιο που τον βοήθησε να άρει το σταυρό. Το χέρι σας, Κυρία. Είναι η Ανάσταση. Αθωότητα, λέγατε. Ό,τι αποκαλείτε αθωότητά σας είναι μια βλασφημία. ΕΚΕΙΝΟΣ δεν αγαπάει παρά ΜΙΑ Παρθένο, φτάνει ένας Σωτήρας για τον κόσμο. Πιστεύετε πως αυτό το ευμαθές σώμα σας δόθηκε για να πηγαίνετε μόνη στο σχολείο, κρυμμένη από τα μάτια του κόσμου. ΟΥ ΚΑΛΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΝ. Αν Θέλετε να μάθετε πού κατοικεί ο Θεός εμπιστευθείτε τις συσπάσεις των λαγόνων σας, το τρεμούλιασμα των γονάτων σας. Πρέπει μια μικρή μεμβράνη να μας εμποδίσει να γινόμαστε σώμα ένα. ΣΥΝΤΟΜΟΣ Η ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΑ Η ΧΑΡΑ. Όποιος φέρνει το φως δεν πρέπει να φοβάται το σκοτάδι& : τρεις εισόδους έχει ο Παράδεισος. Όποιος αποκλείει την τρίτη προσβάλλει τον τριαδικό αρχιτέκτονα. ΧΩΡΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΜΙΚΡΗ ΚΑΛΥΒΑ...

Page 339: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

339

ΧΑΙΝΕΡ ΜΥΛΛΕΡ Μετ: ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΕΕ ΤΤ ΟΟ

Ο Βαλομόν στη Μερτέιγ. ΒΒΑΑΛΛΜΜΟΟΝΝ Γιατί όχι για λίγο περισσότερο. Η αναπνοή εν θα έπρεπε να είναι προϋπόθεση της φιλοξενίας ούτε ο θάνατος να είναι λόγος διαζυγίου. Κάποιος φιλοξενούμενος θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερες ανάγκες, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΙΣΧΥΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. Κι επιτρέψτε μου να κάνω κάτι άλλο ακόμη, Δεσποινίς μου, που τώρα μπορώ να σας αποκαλώ Κυρία. Η γυναίκα εν τέλει δεν έχει παρά ένα μόνο εραστή. Ακούω τον αχό της μάχης που τα ρολόγια του κόσμου δίνουν εναντίον της ανυπεράσπιστης ομορφιάς σας. Η σκέψη ότι θα δω αυτό το υπέροχο κορμί να εκτίθεται στις ρυτίδες των ετών, αυτό το στόμα να ξεραίνεται, αυτά τα στήθια να μαραίνονται, αυτούς τους μηρούς να σταφιδιάζουν κάτω από το άροτρο του χρόνου, φτάνει τόσο βαθιά στην καρδιά που θα ήθελα πράγματι να αναλάβω και το ρόλο του γιατρού για να σας βοηθήσω να πορευτείτε προς την αιώνια ζωή. Θέλω να είμαι η μαμή του θανάτου που είναι το κοινό μας μέλλον. Θέλω να σμίξω τα ερωτευμένα χέρια μου γύρω απ’ το λαιμό σας. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να προσευχηθώ για τη νιότη σας με κάποια ελπίδα επιτυχίας. Θέλω να ελευθερώσω το αίμα σας από τις φυλακές των αρτηριών, τα σωθικά από την καταπίεση του κορμιού, τα κόκαλα από την αρπάγη της σάρκας. Πώς αλλιώς να αδράξω με τα χέρια και να δω με τα μάτια εκείνο που το εφήμερο περίβλημα κρύβει από το βλέμμα μου και την αφή μου. Θέλω τον άγγελο που κατοικεί εντός σας να τον εξαπολύσω στη μοναξιά των άστρων...

Page 340: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

340

ΧΑΙΝΕΡ ΜΥΛΛΕΡ Μετ: ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΕΕ ΤΤ ΟΟ

Ο Βαλομόν στη Μερτέιγ. ΒΒΑΑΛΛΜΜΟΟΝΝ Μολονότι άνοιξα πολύ αργά τα μάτια μου στο βόρβορο της ψυχής σας, δεν μπορώ να ελπίζω σε ένα ηθικό δίδαγμα. Θα ανοίξω τις φλέβες μου σαν ένα βιβλίο που δεν διαβάστηκε. Θα μάθετε να το διαβάζετε, Βαλμόν, όταν δεν θα υπάρχω πια : Θα το κάνω μ’ ένα ψαλίδι, γιατί εγώ είμαι γυναίκα. Κάθε επάγγελμα, το δικό του χιούμορ. Μπορείτε με το αίμα μου να φτιασιδώσετε στο πρόσωπό σας καινούργια μουτσούνα. Εγώ θα αναζητήσω το δρόμο που οδηγεί στην καρδιά μου μέσα από τη σάρκα μου. Το δρόμο που δεν βρήκατε, Βαλμόν, γιατί εσείς είστε άντρας, γιατί το στήθος σας είναι άδειο και μέσα φυτρώνει μονάχα το μηδέν. Το κορμί σας είναι κορμί του θανάτου σας, Βαλμόν. Η γυναίκα έχει πολλά σώματα. Εσείς οι άνδρες αν θέλετε να δείτε αίμα, πρέπει να κάνετε αφαίμαξη στον εαυτό σας. Ή ο ένας στον άλλον. Ο φθόνος για το γάλα των μαστών μας σας κάνει χασάπηδες. Να μπορούσατε να γεννάτε παιδιά. Λυπάμαι, Βαλμόν, που εξαιτίας μιας επιταγής της φύσης, δύσκολα κατανοητής, η εμπειρία αυτή θα σας μείνει απρόσιτη, ο κήπος αυτός απαγορευμένος. Θα δίνατε γι’ αυτήν το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σας αν γνωρίζατε τι σας διαφεύγει κι αν η Φύση υπαγόταν στον ορθό λόγο. Σας αγάπησα, Βαλμόν. Όμως θα καρφώσω μια βελόνα στο σημείο της αισχύνης μου προτού σκοτωθώ για να φύγω σίγουρη ότι μέσα μου δεν βλασταίνει τίποτε που να φυτέψατε εσείς, Βαλμόν. Είστε ένα τέρας και τέρας θέλω να γίνω κι εγώ ! Πράσινη και πρησμένη από τα δηλητήρια θα διαπερνώ τον ύπνο σας. Χορεύοντας για σας, θα ταλαντεύομαι πάνω σ’ ένα σχοινί. Το πρόσωπό μου θα είναι μια κυανή μάσκα. Η γλώσσα κρέμεται απέξω. Το κεφάλι μέσα στο φούρνο του γκαζιού, Θα ξέρω ότι στέκεσθε πίσω μου, με μοναδική σκέψη πως θα μπείτε μέσα μου, εγώ θα το θέλω ενώ το γκάζι θα μου σκάζει τα πνευμόνια. Είναι ωραίο να είσαι γυναίκα, Βαλμόν, κι όχι νικητής. Όταν κλείνω τα μάτια μπορώ να σας βλέπω να σαπίζετε. Δεν νιώθω φθόνο για την καταβόθρα που πλαταίνει μέσα σας, Βαλμόν. Μήπως θέλετε να μάθετε περισσότερα. Είμαι ένα λεξικό ομιλιών που ψυχορραγεί, κάθε λέξη ένας θρόμβος αίμα. Δεν χρειάζεται να μου πείτε, Μαρκησία, ότι το κρασί ήταν δηλητηριασμένο. Θα ήθελα να μπορούσα να σας δω να πεθαίνετε όπως βλέπω τώρα τον εαυτό μου. Εξάλλου μου αρέσει ακόμη ο εαυτός μου. Ο αυνανισμός συνεχίζεται με τα σκουλήκια. Ελπίζω να μην πλήξατε με το παιχνίδι μου. Θα ήταν στ’ αλήθεια ασυγχώρητο.

Page 341: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

341

ΤΖΩΝ ΟΣΜΠΟΡΝ Μετ: ΔΕΣΠΩ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΑΑ ΝΝΙΙΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Πρώτη.

Ο Τζίμμυ στην Άλισον. ΤΤΖΖΙΙΜΜΜΜΥΥ Αγαπημένη μου γυναικούλα, έχεις πολλά να μάθεις. Εύχομαι μονάχα, μια μέρα να τα μάθεις και συ. Ας σου τύχαινε — κάτι να σου τύχαινε, που να σε ξυπνούσε από το λήθαργο της ομορφιάς ! (Πλησιάζοντάς την) Να γεννούσες ένα παιδί και να σου πέθαινε. Ίσως έτσι να αποχτούσε το πρόσωπό σου λίγη ανθρωπιά. (Αυτή αποτραβιέται από

κοντά του) Μακάρι — να ’μουνα εκεί να σε δω. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν κι έτσι ακόμα αποχτούσες ανθρωπιά. Αμφιβάλλω. (Αυτή απομακρίνεται, συντριμμένη και ακουμπάει στη σόμπα του γκαζιού αριστερά. Αυτός συνεχίζει αβοήθητος, σαν να μιλάει

στον εαυτό του) Δε γνώρισα ποτέ μου τη χαρά του έρωτα παρά μονάχα σαν τη ζήτησα εγώ. Όχι πως δεν ξέρει τι θα πει πάθος. Έχει το πάθος ενός βόα. Με καταβροχθίζει ολόκληρο κάθε φορά που κάνω έρωτα μαζί της, λες και είμαι ένα χοντρό κουνέλι. Εγώ είμαι αυτό. Αυτό το εξόγκωμα γύρω απ’ τον αφαλό της. Μην αναρωτιέσαι τι είναι — εγώ είμαι. Εγώ, θαμμένος ζωντανός εκεί μέσα βαθιά, σκασμένος και κουλουριασμένος. Ούτε ένας ήχος, ούτε μια κίνησή της, ούτε ένα τρεμούλιασμα δεν το προδίδει. Δε θα ’πρεπε αυτό το δυσκολοχώνευτο φαί, να προκαλέσει μιαν αντίδραση στα φουσκωμένα και καλοχορτασμένα της άντερα ; Μην το περιμένεις όμως, τίποτα. (Πάει στην πόρτα) Θα συνεχίζει το λήθαργό της και το καταβρόχθισμα ίσαμε που δε θ’ απομείνει πια τίποτα από μένα.

Page 342: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

342

ΤΖΩΝ ΟΣΜΠΟΡΝ Μετ: ΔΕΣΠΩ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΑΑ ΝΝΙΙΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Τζίμμυ στην Άλισον. ΤΤΖΖΙΙΜΜΜΜΥΥ Ούτε ένα ματσάκι λουλούδια δεν έστειλες στην κηδεία της. Ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Κι αυτό ακόμα, μου το αρνήθηκες, έτσι δεν είναι ;

(Κάνει πάλι να ξεκινήσει, μα αυτός μιλάει πάλι)

Αδικία πέρα για πέρα. Αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεινάνε, αυτοί που δε θα ’πρεπε αγαπιούνται, αυτοί που δε θα ’πρεπε, πεθαίνουν !

(Εκείνη πλησιάζει στη σόμπα. Τώρα γυρίζει και την κοιτάζει)

Είχα άδικο να πιστεύω πως υπάρχει κάτι, ένα είδος δύναμης φλογερής στο μυαλό και στο πνεύμα, που ψάχνει κάτι πολύ δυνατό, ανάλογο με το δικό της! Τα πιο σημαντικά, τα πιο δυνατά πλάσματα σ’ αυτό τον κόσμο είναι και τα πιο μοναχικά. Σαν τη γέρικη αρκούδα που ακολουθεί τη δική της ανάσα μέσα στο κατασκότεινο δάσος. Δεν υπάρχει κοπάδι για να την ανακουφίσει. Αυτή η φωνή που κραυγάζει, δεν είναι απαραίτητο να βγαίνει από ένα αδύνατο πλάσμα, πες μου !

(Πλησιάζει λίγο)

Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε είδα, σ’ αυτό το αποτρόπαιο πάρτυ; Δε με είχες προσέξει, εγώ όμως δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω σου, όλο το βράδυ. Έμοιαζες να ’χεις μια ηρεμία αναπαυτική στην ψυχική σου διάθεση. Αυτό ζητούσα. Πρέπει κανείς να ’ναι αφάνταστα δυνατός, για να πετύχει αυτή την ηρεμία, για να ’χει τη δύναμη να ηρεμήσει. Μονάχα όταν παντρευτήκαμε, κατάλαβα πως αυτό δεν ήτανε ηρεμία, ούτε άνεση. Για να ηρεμήσει και να ανακουφιστεί η ψυχή του ανθρώπου, πρέπει πρώτα να ιδρώσει και να σπαράξει. Όσο για σένα. δε σε είδα ποτέ να αναστατωθείς, ούτε μια σταγόνα ιδρώτα δεν είδα στο μέτωπό σου.

(Της ξεφεύγει μια κραυγή και φέρνει τη γροθιά της στο στόμα της, για να τη σταματήσει. Πλησιάζει στο τραπέζι, και ακουμπάει)

Μπορεί να ’μαι μια χαμένη υπόθεση, μα πίστευα πως αν μ’ αγαπούσες τίποτα δε θα ’χε σημασία.

Page 343: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

343

ΤΖΩΝ ΟΣΜΠΟΡΝ Μετ: ΔΕΣΠΩ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΑΑ ΝΝΙΙΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Τζίμμυ στην Άλισον. ΤΤΖΖΙΙΜΜΜΜΥΥ Μη, σε παρακαλώ... Μη... δεν το μπορώ.

(Εκείνη, κολλημένη απάνω του, προσπαθεί να πάρει ανάσα)

Είσαι πολύ καλά μαζί μου. Τώρα είσαι καλά. Σε παρακαλώ... Εγώ... όχι πια...

(Εκείνη ξαφνικά χαλαρώνει. Εκείνος την κοιτάζει, κατάκοπος και λέει με τρυφερή ειρωνεία)

Θα φωλιάσουμε μαζί στης αρκούδας μας τη σπηλιά, και στη μικρή φωλίτσα του σκίουρου και θα ζούμε με καρύδια και μέλι — πολλά πολλά καρύδια. Θα τραγουδάμε τραγούδια για μας — για τις γεμάτες θαλπωρή σπηλιές και τη ζέστα των δέντρων και θα λιαζόμαστε. Κι εσύ, με τα μεγάλα σου μάτια, θα με κοιτάς. Και θα φροντίζεις τη γούνα μου, θα με βοηθάς να κρατάω πάντα σε καλή κατάσταση τα νύχια μου, γιατί είμαι αγαπησιάρα και ψωραλέα αρκούδα. Κι εγώ θα φροντίζω τη φουντωτή βούρτσα σου, να ’ναι γυαλιστερή, γιατί είσαι ένα πολύ όμορφο σκιουράκι, μα είσαι και συ κουτούτσικο, και πρέπει να ’σαι προσεχτικό. Υπάρχουν στημένες φριχτές παγίδες ολούθε, ατσάλινες και παραμονεύουνε να τσακώσουνε τα τρελούτσικα, λιγουλάκι σατανικά και ντροπαλούτσικα μικρά ζωάκια. Σωστά ;

(Με πόνο και συγκίνηση)

Καημένα σκιουράκια !

Page 344: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

344

ΧΑΡΟΛΝΤ ΠΙΝΤΕΡ Μετ: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΠΠΑΑΡΡΤΤΙΙ ΓΓΕΕΝΝΕΕΘΘΛΛΙΙΩΩΝΝ

Πράξη Τρίτη.

Ο Γκολντμπεργκ ακουμπάει τα χέρια του στα χερούλια της πολυθρόνας και απευθύνεται στον Μακ Καν. ΓΓΚΚΟΟΛΛΝΝΤΤΜΜΠΠΕΕΡΡΓΓΚΚ Περίμενε. Έλα δω.

(Ο Μακ Καν πλησιάζει πολύ αργά) Θέλω τη γνώμη σου. Για ρίξε μια ματιά στο στόμα μου μέσα. (Ανοίγει διάπλατα το στόμα του) Κοίταξε καλά. (Ο Μακ Καν κοιτάζει) Καταλαβαίνεις τώρα ; (Ο Μακ Καν κοιτάζει) Ξέρεις ; Έχω όλα μου τα δόντια. Απ’ την ημέρα που γεννήθηκα. Δεν μούχει. πέσει ούτε ένα. Τίποτα. (Σηκώνεται) Γι’ αυτό έφτασα εδώ που έφτασα, Μακ Καν. Γιατί έχω σιδερένια υγεία. Όλη μου τη ζωή, αυτό έλεγα πάντα. Εμπρός, θάρρος, παίξε το παιχνίδι σου. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Μέχρι τέρμα. Κράτα την παράδοση, την παράδοση Μακ Καν, δε θα βγεις λάθος. Αμ τι νομίζεις, πως εγώ είμαι αυτοδημιούργητος ; Καθόλου. Ήμουνα υπάκουος : σήκω-σήκω, κάτσε—κάτσε. Από σχολείο ; Μη μου λες εμένα για σχολείο. Αριστούχος σε όλα. Και γιατί ; Γιατί σου τονίζω συνέχεια, πρόσεχέ με, έχε με παράδειγμα ;... Στις ενέργειές μου, στη νοοτροπία μου. Να αποστηθίζεις. Ποτέ σου μην κρατάς σημειώσεις. Αποστήθιζε. Και να φυλάγεσαι – όχι πολύ ρίσκο. Και θα δεις πως σωστά μιλάω. Γιατί πιστεύω πως ο κόσμος... (Ανέκφραστος) Γιατί πιστεύω πως ο κόσμος... (Απελπισμένος) ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ…. (Χαμένα)

(Κάθεται στην καρέκλα) Κάτσε Μακ Καν, κάτσε εδώ, να σε βλέπω.

(Ο Μακ Καν γονατίζει μπροστά στο τραπέζι. Ο Γκόλντμπεργκ με σιγουριά που όλο και μεγαλώνει)

Ο πατέρας μου μού είχε πει. Μπεν, Μπεν, είπε, έλα δω. Ψυχοραγούσε. Εγονάτισα εγώ… δίπλα του — μέρα – νύχτα. Δεν είχα κι άλλον... Με συχωράς Μπεν, είπε, και να παραβλέπεις. Ναι μπαμπά. Άντε σπίτι τώρα, στη γυναίκα σου. Θα πάω μπαμπά. Να φυλάγεσαι απ’ τους αλήτες, τους Εβραίους ζητιάνους, και τους τραμπούκους. Δεν ανάφερε ονόματα. Εγώ ξόδεψα τη ζωή μου δουλεύοντας τους άλλους, είπε, και δεν ντρέπουμαι. Κάνε το καθήκον σου, και κρύβε τις αντιρρήσεις σου. Λέγε πάντα καλημέρα στο γείτονα. Ποτέ, ποτέ μην ξεχνάς τη φαμίλια σου, γιατί αυτή είναι ο βράχος, ο θεσμός, ο πυρήνας. Αν βρεθείς ποτέ σε δυσκολία, ο θείος Μπάρνυ θα σε καθοδηγήσει στο σωστό δρόμο. Έπεσα στα γόνατα.

(Γονατίζει, κατάφατσα στον Μακ Καν)

Page 345: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

345

Ορκίστηκα πάνω στο άγιο βιβλίο, και ήξερα πλέον ποια λέξη πρέπει νάχω πάντα μπροστά μου : Σεβασμός. Γιατί Μακ Καν — (μαλακά)... Σίμονς... πριν απ’ τον πατέρα σου ποιος έζησε ; Ο πατέρας του. Και πριν από κείνον ποιος ; Πριν από κείνον ; (Στο κενό. Θριαμβευτικά) Πριν απ’ τον πατέρα του πατέρα σου ποιος ήταν ! — η μάνα του πατέρα του πατέρα σου ! Η προ-προμάμη σου.

(Σιωπή. Σηκώνεται αργά) Γι’ αυτό εγώ έφτασα εδώ που έφτασα, Μακ Καν. Γιατί πάντα μου είχα γερή κράση. Το πιστεύω μου : Σκληρή δουλειά, καλή ζωή. Αρρώστεια τι θα πει δεν ξέρω.

(Κάθεται) Πάντως, για φύσηξέ με. (Παύση) Φύσα μέσα στο στόμα μου.

(Ο Μακ Καν σηκώνεται όρθιος, ακουμπάει τα χέρια στα γόνατά του, σκύβει και φυσάει μέσα στο στόμα του (Γκόλντμπεργκ)

Κι άλλη μία... την τελευταία.

(Ο Μακ Καν ξαναφυσάει. Ο Γκόλντμπερ ανασαίνει βαθειά, χαμογελάει) Ωραία.

Page 346: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

346

ΧΑΡΟΛΝΤ ΠΙΝΤΕΡ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

ΟΟ ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΣΣ ΤΤ ΑΑ ΤΤ ΗΗ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Άστον μιλάει στους άλλους. ΑΑΣΣΤΤΟΟΝΝ Κάποτε σύχναζα σ’ αυτό το καφενείο. Ω, πριν από κάμποσα χρόνια. Ύστερα έπαψα να πηγαίνω. Μου άρεσε. Έχω περάσει πολλές ώρες εκεί μέσα. Αυτό γινόταν προτού να φύγω. Λίγο πριν. Νομίζω πως... αυτό το καφενείο έπαιξε μεγάλο ρόλο στο φευγιό μου. Ήταν όλοι τους... πολύ πιο ηλικιωμένοι από μένα. Συνήθιζαν όμως να μ’ ακούνε. Νόμιζα... πως καταλάβαιναν αυτά που έλεγα. Γιατί, συνήθως τους μιλούσα. Μιλούσα για ένα σωρό πράματα. Φαινόταν. όμως, πως όλα ήταν εντάξει. Θέλω να πω, μερικοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους του καφενείου, έτσι, μαζευόμαστε μια παρέα όλοι μαζί. πήγαινα καμιά φορά στα σπίτια τους τα βράδυα. Ήταν εντάξει. Και μ ακούγανε... μ ακούγανε, ό,τι κι αν είχα να τους πω. Το κακό είναι πως είχα κάτι παραισθήσεις. Δεν ήταν ακριβώς παραισθήσεις. ήταν... να, συνήθως αισθανόμουνα πως μπορούσα να δω λογής-λογής πράμματα... πολύ καθαρά... το κάθε τι... ήταν τόσο καθαρό.. όλα... όλα γίνονταν συνήθως τόσο ήρεμα... όλα πολύ ήρεμα... όλα… γαλήνη... και... κι αυτή η καθαρή ματιά... ήταν... μα ίσως το σφάλμα να ’τανε δικό μου. Όπως και να ’χει το πράμα, κάποιος θα πρέπει να είπε κάτι. Εγώ δεν είχα ιδέα. Και.. κάποιο ψέμα, θα πρέπει να ’κανε τον κύκλο του. Το ψέμα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Κι ο κόσμος μου φάνηκε πως άρχισε να γελάει μαζί μου. Σ’ αυτό το καφενείο. Στο εργοστάσιο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μεσολάβησε. Ξάφνου, μια μέρα, με πήραν και με πήγαν σ’ ένα νοσοκομείο, μόλις βγαίνεις απ’ το Λονδίνο. Δεν ήθελα να πάω. Με πήγανε σηκωτό. Ύστερα... ύστερα προσπάθησα να το σκάσω, αρκετές φορές. Αλλά... δεν ήταν εύκολο. Μου κάνανε ένα σωρό ερωτήσεις, εκεί μέσα. Με κλείσανε μέσα και με ρωτούσαν ένα σωρό πράματα. Κι εγώ τους έλεγα... απαντούσα σ’ όποιον ρωτούσε... στέκονταν όλοι τριγύρω μου... Τους είπα, όταν με ρώτησαν... τι σκεφτόμουν, ποιες ήταν οι ιδέες μου. Χμμ. Κι ύστερα, μια μέρα... ήρθε αυτός... ο γιατρός, υποθέτω... ο ανώτερος εκεί μέσα... πολύ κύριος... πολύ καθωσπρέπει... αν και δεν είμαι πολύ σίγουρος γι’ αυτό. Με φώναξε. Μου είπε... μου είπε πως κάτι είχα. Είπε πως απ’ τις εξετάσεις που μου κάνανε, είχανε καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα. Εκεί μέσα ήταν όλα γραμμένα. Και μου ’δειξε μια στοίβα χαρτιά και μου ’πε πως κάτι είχα, κάποια αρρώστεια. Πολύ θα ’θελα να μπορούσα να θυμηθώ πώς ακριβώς την είπε... Προσπάθησα να θυμηθώ. Είπε... είπε μια λέξη μόνο : Έχεις... αυτό. Αυτή είν’ η αρρώστεια σου. Κι αποφασίσαμε, μου λέει, πως για το συμφέρον σου, ένα μόνο μπορεί να γίνει. Είπε... δε μπορώ να θυμηθώ... τι ακριβώς είπε... για να σου δώσω να καταλάβεις... είπε, κάτι θα σου κάνουμε στον εγκέφαλο. Είπε... αν δεν το κάνουμε, θα πρέπει να περάσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου εδώ μέσα, αλλ’ αν το κάνουμε, υπάρχουν ελπίδες.

Page 347: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

347

ΧΑΡΟΛΝΤ ΠΙΝΤΕΡ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

ΟΟ ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΣΣ ΤΤ ΑΑ ΤΤ ΗΗ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Άστον μιλάει στους άλλους. ΑΑΣΣΤΤΟΟΝΝ Αν σου κάνουμε κάτι στον εγκέφαλο μπορεί να βγεις από δω, είπε, και να ζεις κι εσύ σαν όλους τους άλλους. Και τι θέλετε να μου κάνετε στον εγκέφαλο του είπα τότε εγώ. Αυτός, όμως, ξαναείπε μονάχα αυτό που μου ’χε πει. Δεν ήμουνα τρελλός, ωστόσο. Ήξερα πως ήμουν ανήλικος. Ήξερα πως δε μπορούσε να μου κάνει τίποτα χωρίς να πάρει την άδεια. Ήξερα πως έπρεπε να πάρει την άδεια απ’ τη μητέρα μου. Της έγραψα, λοιπόν, και της είπα τι προσπαθούσαν να μου κάνουν. Εκείνη, όμως, υπόγραψε το χαρτί που της στείλανε, τους έδωσε την άδεια. Το ξέρω, γιατί μου ’δειξε την υπογραφή της, όταν του το ζήτησα. Κείνη τη νύχτα, που λες, κείνη τη νύχτα προσπάθησα να δραπετεύσω. Πέρασα πέντε ώρες πριονίζοντας ένα απ’ τα κάγκελα του παράθυρου του θαλάμου. Μέσα στο σκοτάδι. Περνούσανε μ’ ένα δαυλό αναμμένο κάθε μισή ώρα και βλέπανε όλα τα κρεβάτια. Έτσι, μέτρησα ακριβώς τις ώρες. Και τότε, τη στιγμή που κόντευα να τελειώσω... ένας πλάι μου έπαθε κρίση, στο διπλανό κρεβάτι. Με τσακώσανε. Ύστερα από μια βδομάδα, άρχισαν να έρχονται και να κάνουν αυτό στον εγκέφαλο. Υποτίθεται πως όλοι γι’ αυτό είμαστε στον ίδιο θάλαμο. Κι έρχονταν και μας έπιαναν έναν ένα. Έναν κάθε βράδυ. Έτυχε να ’μαι απ’ τους τελευταίους. Έτσι μπόρεσα να δω εντελώς ξεκάθαρα τι κάνανε στους άλλους. Μπαίνανε μέσα στο θάλαμο μ’ αυτά τα... δεν ξέρω πως τα λένε... έμοιαζαν σα μεγάλα τσιμπίδια, κι ήτανε κολλημένα σε καλώδια και τα καλώδια συνδέονταν με μια μηχανούλα. Ηλεκτρική. Κρατούσαν τον άρρωστο ξαπλωμένο κι ο αρχηγός τους, ο αρχίατρος, έβαζε τα τσιμπίδια σα να ’τανε ακουστικά, τα ’βαζε κι απ’ τις δυο μεριές του κρανίου. Κι ήταν ένας άλλος που κρατούσε τη μηχανή και... και κάτι έκανε... δε θυμάμαι και καλά, ή πατούσε κάποιο κουμπί ή γύριζε μια μανιβέλα, όπως και να ’ναι για να δίνει ρεύμα, νομίζω... κι ο αρχίατρος επίεζε τα τσιμπίδια κι απ’ τις δυο μεριές του κρανίου και τα κρατούσε σφιχτά. Ύστερα τα ’βγαζε. Σκέπαζαν τον άρρωστο με την κουβέρτα και κανένας δεν τον άγγιζε, ώσπου να περάσει κάμποση ώρα. Μερικοί αντιστέκονταν, παλεύανε, οι περισσότεροι όμως δεν κάνανε τίποτα. Μένανε ξαπλωμένοι κι ακίνητοι.

Page 348: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

348

ΧΑΡΟΛΝΤ ΠΙΝΤΕΡ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

ΟΟ ΕΕ ΠΠ ΙΙ ΣΣ ΤΤ ΑΑ ΤΤ ΗΗ ΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Ο Άστον μιλάει στους άλλους. ΑΑΣΣΤΤΟΟΝΝ Κάποτε ήρθε κι η σειρά μου να μου βάλουν τα τσιμπίδια, και τη νύχτα που μπήκανε σηκώθηκα πάνω και στάθηκα κόντρα στον τοίχο. Μου είπαν να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και ήξερα πως έπρεπε να με ξαπλώσουν οπωσδήποτε στο κρεβάτι μου γιατί αν μου το ’καναν όσο ήμουνα ορθός μπορούσε να μου σπάσουν τη σπονδυλική μου στήλη. Εγώ, που λες, σηκώθηκα κι όταν ένας-δυο από δαύτους ήρθανε να με πιάσουν, ε, τότε ήμουνα και πιο νέος, ήμουνα πολύ πιο γερός από τώρα, σωστό θηρίο, σου λέω, ξάπλωσα τον ένα τους χάμω κι είχα βουτήξει τον άλλον απ’ το στήθος να τον σκάσω και τότε, ξαφνικά, ο αρχίατρος μου ’βαλε τα τσιμπίδια στα μελίγγια και ήξερα πως δεν έπρεπε να το κάνει όσο ήμουνα όρθιος, γι’ αυτό κιόλας εγώ είχα σηκωθεί.. όπως και να ’ναι, το ’κανε. Και βγήκα απ’ το νοσοκομείο. Βγήκα... αλλά δε μπορούσα να περπατήσω και πολύ καλά. Δε νομίζω πως είχε πάθει ζημιά η σπονδυλική μου. Όχι ήταν εντάξει. Το κακό ήταν πως... η σκέψη μου... έπαιρνε λίγες στροφές... δε μπορούσα να σκεφτώ καθόλου... δε μπορούσα να... να συγκεντρώσω το μυαλό μου... εεε... δε μπορούσα ποτέ να άλω τα πράματα σε τάξη μέσα μου. Το κακό ήταν πως δεν άκουγα τι έλεγε ο κόσμος γύρω μου. Δε μπορούσα να κοιτάξω δεξιά κι αριστερά, έπρεπε να κοιτάζω συνέχεια μπροστά μου, γιατί έτσι κι έκανα να γυρίσω το κεφάλι... έχανα την ισορροπία μου. Κι είχα κι αυτούς τους πονοκεφάλους. Ύστερα, έκανα να ξαναπλησιάσω τους ανθρώπους, μα παντού ήθελαν να με κλείσουν μέσα κι εγώ δεν ήθελα να κλειστώ... πουθενά: Έτσι δε μπορούσα να κάνω καμιά δουλειά, γιατί δε... δε μπορούσα πια να γράψω, καταλαβαίνεις. Δε μπορούσα να γράψω ούτε τ’ όνομά μου. Καθόμουνα συνεχώς στο δωμάτιό μου. Έμενα τότε με τη μητέρα μου. Και με τον αδελφό μου. Ήταν μικρότερος από μένα. Και ταχτοποιούσα στην κάμαρή μου όλα τα πράματα που ήξερα πως ήταν δικά μου, αλλά δεν πέθανα. Δεν ξαναείχα ποτέ πια εκείνες τις παραισθήσεις. Και ποτέ πια δε μίλησα σε κανένα. Το πιο αστείο είναι πως δε μπορώ να θυμηθώ πολλά πράματα... απ’ αυτά που έλεγα, που σκεφτόμουνα... προτού πάω σε νοσοκομείο. Έπρεπε να ’χα πεθάνει. Ε. ύστερα, ύστερ’ από κάμποσο καιρό, έγινα καλύτερα κι άρχισα να χρησιμοποιώ τα χέρια μου, φτιάχνω πράματα με τα χέρια μου, και τότε, πριν από δυο χρόνια περίπου, ήρθα εδώ, γιατί ο αδερφός μου είχ’ αγοράσει τούτο το σπίτι κι αποφάσισα να του κάνω λίγη διακόσμηση. Κι έτσι ήρθα σε τούτο το δωμάτιο κι άρχισα να μαζεύω ξύλα, για το υπόστεγό μου, κι όλα τούτα τα συμπράγκαλα και τα έπιπλα, που σκέφτηκα πως κάποτε θα χρειάζονταν για το διαμέρισμα ή και για όλο το σπίτι. Τώρα αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Μα τώρα δε μιλάω στον κόσμο. Αποφεύγω τα μέρη σαν το καφενείο που λέγαμε. Δεν ξαναπάτησα ποτέ μου. Δε μιλάω σε κανένα πια... όπως τότε, όπως πριν. Σκέφτηκα πολλές φορές να ξαναγυρίσω να βρω τον άνθρωπο που μου ’κανε το… Μα θέλω να ’χω καταφέρει πρώτα κάτι. Θέλω να χτίσω εκείνο το υπόστεγο έξω στον κήπο.

Page 349: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

349

ΧΑΡΟΛΝΤ ΠΙΝΤΕΡ Μετ: ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΕΝΝΑΑ ΑΑΚΚΟΟΜΜΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΦΦΥΥΓΓΑΑΜΜΕΕ

Μονόπρακτο.

Ο Νίκολας στον Άνδρα. ΝΝΙΙΚΚΟΟΛΛΑΑΣΣ Ω, είμαι σίγουρος πως είναι μια χαρά. Εν πάση περιπτώσει θα του κάνω αργότερα μια κουβέντα και θα δω. Νομίζω τον έχουνε κάπου στο δεύτερο όροφο. (Παύση) Λοιπόν... (Παύση) Τι λες τώρα ; Γίναμε φίλοι ; (Παύση) Θα ’μαι ειλικρινής μαζί σου, όπως πρέπει να ’ναι ένας πραγματικός φίλος. Μου αρέσει ο θάνατος. Εσένα ; (Παύση) Εσένα σ’ αρέσει ; Σου αρέσει ο θάνατος ; Όχι ο δικός σου, κατ’ ανάγκη. Των άλλων. Ο θάνατος των άλλων. Σου αρέσει ο θάνατος των άλλων, ή εν πάση περιπτώσει σου αρέσει ο θάνατος των άλλων, τόσο όσο μου αρέσει εμένα ; (Παύση) Έτσι πληκτικός είσαι πάντα ; Είχα την εντύπωση ότι το κάνεις κέφι να αρπάζεσαι στις συζητήσεις. (Παύση) Θάνατος. Θάνατος. Θάνατος. Θάνατος. Είναι ωραίος, ως έχουν επισημάνει οι πλέον αξιόπιστες αρχές. Το πιο αγνό, το πιο αρμονικό πράγμα που υπάρχει. Η σεξουαλική συνεύρεση δεν είναι τίποτα μπροστά του. (Πίνει) Μια και μιλάμε για σεξουαλική συνεύρεση... (Γελάει άγρια, πίνει) Γαμάει... αυτή ; Ή μπας και...; Ή μπας και... της αρέσει... ξέρεις... τι της αρέσει ; Ποιο πράμα της αρέσει ; Για τη γυναίκα σου λέω. Τη γυναίκα σου.(Παύση) Το ξέρεις το παλιό ανέκδοτο; Γαμάει ; (Βαριά, με άλλη φωνή) Γαμάει, λέει ! (Γελάει) Είναι βέβαια κάπως διφορούμενο. Δεν ξέρεις τι εννοεί, γαμάει σαν κουνέλα ή δε γαμάει καθόλου; (Παύση) Μόνο μια υποχρέωση υπάρχει. Να είσαι έντιμος. Δεν έχεις καμιά άλλη υποχρέωση. Σκέψου το καλά αυτό. Στο μυαλό σου. Τον γνωρίζεις αυτόν που κυβερνά τούτη τη χώρα ; Όχι ; Είναι, λοιπόν, ωραίος τύπος. Με παίρνει καταμέρος τις προάλλες, πότε ήτανε, την περασμένη Τετάρτη νομίζω, με παίρνει καταμέρος σε μια δεξίωση, επίσκεψη αξιωματούχων, με παίρνει, ποιον, εμένα καταμέρος, και μου λέει, μου λέει σ’ ένα τόνο που μόνο ως ψίθυρο μπορώ να τον χαρακτηρίσω, Νικ, μου λέει, Νικ, έτσι με λένε, Νικ αν ποτέ βρεθεί μπροστά σου κάποιος για τον οποίο έχεις κάθε λόγο να πιστεύεις ότι κάτι πάει να μου σκαρώσει, ένα μόνο πράγμα πες του, πες του ότι η εντιμότητα είναι η καλύτερη πολιτική. Το τυρί ήταν υπέροχο. Κατσικίσιο. Ένα ακόμα, και φύγαμε. (Σερβίρεται) Είχαμε μια πολύ ωραία κουβέντα με τη γυναίκα σου, πρόσεξα όμως. δεν μπορούσα να μην το προσέξω, πως δεν ήτανε στις ομορφιές της. Θα ’χε μάλλον την περίοδό της. Συμβαίνει αυτό στις γυναίκες. (Παύση) Ξέρεις κάτι, φίλε, μου αρέσουνε και άλλα πράγματα εκτός από το θάνατο. Τόσα πολλά πράγματα. Η Φύση. Τα δέντρα, τέτοια πράγματα. Ένας καλός, γαλανός ουρανός. Μπουμπούκια. (Παύση) Λέγε τώρα... ειλικρινά... αρχίζεις να μ’ αγαπάς ; (Παύση) Η γυναίκα σου, νομίζω πως ναι. Αρχίζει. Αρχίζει να μ’ ερωτεύεται. Στο παραπέντε... να μ’ ερωτευτεί. Το κακό είναι πως έχω αντίζηλους. Δεν υπάρχει και κανένας εδωπέρα που να μην την ερωτεύτηκε τη γυναίκα σου. Τους μαγέψανε τα μάτια της. Πώς τη λένε ; Τζίλα... κάπως έτσι ; (Παύση) Ποιος θα’ θελες να ’σαι, εσύ ή εγώ ; (Παύση) Εγώ στη θέση σου, θα θελα να ’μαι εγώ. Το κακό μ’ εσένα, παρόλο που αναγνωρίζω τα προσόντα σου, είναι πως βρίσκεσαι απ’ τη μεριά των χαμένων, ενώ εγώ αποκλείεται να κάνω λάθος. Αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω ; Ω Θε μου, άσε με να εξομολογηθώ, άσε με να σου

Page 350: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

350

ομολογήσω κάτι. Ποτέ άλλοτε, σε όλη μου τη ζωή. δε συγκινήθηκα τόσο, όσο όταν — την περασμένη Παρασκευή πρέπει να ’ταν — ο άνθρωπος που κυβερνά τη χώρα αυτή, ανήγγειλε : Είμαστε όλοι πατριώτες, είμαστε ένα, μοιραζόμαστε μια κοινή κληρονομιά. Όλοι, εκτός από σένα προφανώς. (Παύση) Νιώθω βλέπεις, ένα δεσμό, ένα δέσιμο. Έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα. Δεν είμαι μόνος μου. Δεν είμαι μόνος μου ! (Σιωπή)

Page 351: Θεατρικοί Μονόλογοι Αντρών-Ξένο Ρεπερτόριο

351

ΤΤΕΕΛΛΟΟΣΣ