5

Click here to load reader

Δημοσιονομικό Ισοζύγιο

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Δημοσιονομικό Ισοζύγιο

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ Oι συναλλαγές μιας χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένων τόσο των εμπορικών όσο και των χρηματοοικονομικών ροών, καταγράφονται στο ισοζύγιο διεθνών πληρωμών. Oι συναλλαγές που φέρνουν συνάλλαγμα στη χώρα (όπως π.χ. εξαγωγές προϊόντων και πωλήσεις περιουσιακών σε ξένους) καταγράφονται με θετικό πρόσημο. Oι συναλλαγές που πληρώνονται με ξένο συνάλλαγμα (όπως οι εισαγωγές προϊόντων και οι αγορές περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό) καταγράφονται με αρνητικό πρόσημο. Tο ισοζύγιο διεθνών πληρωμών αποτελείται από τρία επί μέρους ισοζύγια. Πρώτον το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (current account balance), το οποίο περιλαμβάνει τις αγορές και πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και τις πληρωμές και εισπράξεις τόκων και εισοδημάτων από επενδύσεις . Δεύτερο, το ισοζύγιο κεφαλαιακών μεταβιβάσεων (capital account balance), το οποίο κυρίως περιλαμβάνει τις μεταφορές πόρων μεταξύ της χώρας και άλλων χωρών οι οποίες κυρίως αναφέρονται σε μη-αγοραίες πράξεις (π.χ., οι μεταβιβάσεις πόρων μεταξύ της Ελλάδας και της ΕΕ), αλλά και την αγορά ή πώληση μη-παραγόμενων (π.χ., γη), και άυλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ., πατέντες, εμπορικά σήματα). Τρίτο, το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών (financial account balance), στο οποίο καταγράφονται οι αγορές και πωλήσεις χρηματοοικονομικών στοιχείων μεταξύ των κατοίκων της χώρας και του υπόλοιπου κόσμου (π.χ., εισροές και εκροές άμεσων ξένων επενδύσεων, αγοραπωλησίες μετοχών και ομολόγων). Από τα τρία επιμέρους ισοζύγια, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τους ασκούντες οικονομική πολιτική είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και ιδιαίτερα ένα κομμάτι του ισοζυγίου αυτού που είναι το εμπορικό ισοζύγιο (trade balance) το οποίο περιλαμβάνει μόνο τις αγορές και πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών. Προκειμένου να γίνει κατανοητή αυτή η έμφαση, ας θεωρήσουμε ένα απλό παράδειγμα διεθνών συναλλαγών. Έστω λοιπόν ότι η Ελλάδα εξάγει μόνο ελαιόλαδο αξίας 20 δις. ευρώ και εισάγει μόνο αυτοκίνητα αξίας 50 δις. ευρώ. Αυτές οι συναλλαγές συνεπάγονται έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (και στο εμπορικό ισοζύγιο) ίσο με 30 δις. ευρώ. Είναι όμως δυνατόν να θεωρήσουμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος δίνει πράγματα μεγαλύτερης αξίας στην Ελλάδα απ’ όσα παίρνει απ’ αυτήν; Δυνητικά ναι, αν το κάνει με τη μορφή της ξένης βοήθειας. Σ’ αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα έχει εισροή 30 δις. ευρώ, και επομένως ισόποσο πλεόνασμα, στο λογαριασμό κεφαλαιακών μεταβιβάσεων. Το άθροισμα των δύο ισοζυγίων ισούται με το μηδέν. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα είναι διατεθειμένος να δίνει συνεχώς (ίσως για κάποια χρόνια αλλά όχι επ’ άπειρον) στην Ελλάδα πράγματα μεγαλύτερης αξίας απ’ όσα παίρνει σε αντάλλαγμα, και επομένως η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει κάτι επιπλέον των πορτοκαλιών που εξάγει. Τί μπορεί να είναι αυτό; Οι αλλοδαποί ίσως να είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία (κατοικίες, μετοχές, ομόλογα, κ.λ.π. ) από τους Έλληνες αξίας 30 δις. ευρώ (σας θυμίζει αυτό κάτι;). Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα έχει πλεόνασμα 30 δις. ευρώ στο λογαριασμό χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Το άθροισμα των δύο ισοζυγίων (τρεχουσών συναλλαγών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών) θα ισούται με το μηδέν και σ’ αυτή την περίπτωση. Παρατηρούμε επομένως ότι το ισοζύγιο πληρωμών μιας χώρας (δηλ. το άθροισμα των τριών επιμέρους ισοζυγίων) είναι αναγκαστικά ίσο με το μηδέν. (Πολλές φορές διαβάζουμε σε διάφορα έντυπα ότι «η χώρα έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών» ή ότι «η χώρα έχει πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών»· η χρήση των φράσεων αυτών έχει λανθασμένα επικρατήσει και αυτό

Page 2: Δημοσιονομικό Ισοζύγιο

στο οποίο οι γράφοντες συνήθως αναφέρονται είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.) Αν το ισοζύγιο πληρωμών μιας χώρας είναι αναγκαστικά ίσο με το μηδέν, πως είναι ποτέ δυνατόν μια χώρα να έχει «πρόβλημα» με τις διεθνείς συναλλαγές της; Το πρόβλημα είναι δυνατόν να προκύψει επειδή έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας συνεπάγεται μείωση του εθνικού πλούτου. Αν, π.χ. όπως στο παραπάνω παράδειγμα, η χώρα πουλά τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυτό συνεπάγεται μείωση του καθαρού πλούτου των κατοίκων της χώρας. Το ίδιο προφανώς συμβαίνει αν η χώρα δανείζεται από το εξωτερικό για να καλύψει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η ύπαρξη ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνεπάγεται μείωση της μελλοντικής δαπάνης της χώρας προκειμένου να ευρεθούν οι αναγκαίοι πόροι για την πληρωμή των τόκων και την εξόφληση του δανείου αν ο δανεισμός δεν οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας. Αν όμως το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (και ο συνεπαγόμενος δανεισμός) εκδηλώνεται π.χ. λόγω της επιθυμίας των εγχώριων επιχειρήσεων να αυξήσουν την παραγωγική τους δυναμικότητα μέσω της αγοράς μηχανολογικού εξοπλισμού από το εξωτερικό, η πληρωμή των τόκων και η εξόφληση του δανείου δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από μείωση της μελλοντικής δαπάνης. Στον Πίνακα 11. 2 παρουσιάζεται η εξέλιξη του ισοζυγίου πληρωμών της Ελλάδας. Καθώς γνωρίζουμε ότι το μεγάλο, και συνεχώς διευρυνόμενο, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μόνο μερικώς οφείλεται στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της Ελληνικής οικονομίας και ότι έχει οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του εξωτερικού χρέους της χώρας, η συνεχιζόμενη μείωση (τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια ) του καθαρού πλούτου της χώρας πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη. (Η ύπαρξη πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν θεωρείται ως πιθανό γεγονός ακόμη και από τους πιο αισιόδοξους παρατηρητές της Ελληνικής οικονομίας.) ΄

Page 3: Δημοσιονομικό Ισοζύγιο

Πίνακας 11.2 Το Ισοζύγιο Πληρωμών της Ελλάδας

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας

Page 4: Δημοσιονομικό Ισοζύγιο

TO ΔHMOΣIO XPEOΣ Tο δημόσιο χρέος (public debt) είναι το άθροισμα όλων των ετήσιων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού στην ιστορία μιας χώρας. Επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημόσιο χρέος δεν θα είχε ξεπεράσει τα 200 δις. ευρώ το 2006 αν οι κυβερνήσεις είχαν ακολουθήσει μια πιο συνετή δημοσιονομική πολιτική. Η συνετή πολιτική συνιστά ελλείμματα κατά την διάρκεια των υφέσεων της οικονομικής δραστηριότητας και πλεονάσματα κατά την διάρκεια περιόδων οικονομικής άνθησης. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα ήταν τόσο η μικρότερη διακύμανση της οικονομικής δραστηριότητας κατά την διάρκεια του οικονομικού κύκλου, όσο και η διατήρηση του δημοσίου χρέους σε επιθυμητά επίπεδα. Oι κυβερνήσεις συνήθως ακολουθούν αυτή την πολιτική κατά την περίοδο της ύφεσης, αλλά την αγνοούν κατά την περίοδο της οικονομικής άνθησης και δεν δημιουργούν πλεονάσματα για να αντισταθμίσουν τα ελλείμματα. Για να καλύψουν τα ετήσια ελλείμματα οι κυβερνήσεις πωλούν κρατικά ομόλογα (government bonds) κάθε χρόνο (δηλ., δανείζονται). Όταν τα κρατικά ομόλογα τα αγοράζουν πολίτες στο εσωτερικό της χώρας, τότε αυτά απορροφούν ένα μέρος των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και επομένως μειώνουν το ποσό των αποταμιεύσεων που είναι διαθέσιμες για την χρηματοδότηση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Υπάρχει λοιπόν “ανταγωνισμός” μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων για τη χρήση των διαθέσιμων αποταμιεύσεων των νοικοκυριών. H κυβέρνηση δηλαδή “εκτοπίζει” (crowds-out) από την αγορά κεφαλαίων τις επιχειρήσεις και έτσι μειώνεται η επένδυση. H αύξηση του δημοσίου δανεισμού και η συνακόλουθη αύξηση του δημοσίου χρέους σημαίνει μεταφορά πόρων από το μέλλον στο παρόν. H παρούσα γενεά δαπανά πέραν των δυνατοτήτων της και αφήνει ως κληρονομιά στις μελλοντικές γενιές ένα χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Συνήθως, τα κρατικά ομόλογα αγοράζονται και από πολίτες (ή χρηματοοικονομικούς οργανισμούς) άλλων χωρών. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει εκτόπιση των εγχώριων επιχειρήσεων από την αγορά κεφαλαίων και οι επενδύσεις των επιχειρήσεων δεν επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό. Όμως, το πρόβλημα παραμένει. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους για να πληρωθούν οι τόκοι των ομολόγων που αγόρασαν οι αλλοδαποί. Για να σταματήσει η αύξηση του δημοσίου χρέους, το ετήσιο έλλειμμα πρέπει να μηδενισθεί και για να μειωθεί το δημόσιο χρέος πρέπει ο κρατικός προϋπολογισμός να έχει πλεόνασμα. Yπάρχουν σημαντικά μακροχρόνια οφέλη από την μείωση του χρέους, αλλά οι βραχυχρόνιες θυσίες που απαιτούνται για την επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι αμελητέες, π.χ., η συστηματική πολιτική της κυβέρνησης που είναι απαραίτητη για την δημιουργία πλεονασμάτων (“λιτότητα”), μπορεί να συντελέσει στην βραχυχρόνια αύξηση της ανεργίας. Εν τούτοις, όσο πιο μεγάλο είναι το δημόσιο χρέος, τόσο μεγαλύτερο είναι και το τμήμα των φόρων μας που πηγαίνει στην πληρωμή των τόκων του χρέους, και τόσο λιγότερα χρήματα από τους φόρους μας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κοινωνική πολιτική και άλλα παρόμοια προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Yπάρχουν αρκετοί οικονομολόγοι που πιστεύουν ότι το πρόβλημα του δημοσίου χρέους μπορεί να λυθεί με την ανάπτυξη της οικονομίας (δηλ. χωρίς την υιοθέτηση μιας πολιτικής αύξησης των φορολογικών συντελεστών ή μείωσης των δημοσίων δαπανών). Η πεποίθηση αυτή βασίζεται στο ότι όσο αυξάνει το ΑΕΠ τόσο μικρότερο

Page 5: Δημοσιονομικό Ισοζύγιο

θα είναι το σχετικό βάρος του δημοσίου χρέους - δηλαδή πρέπει να μας ενδιαφέρει η αναλογία του χρέους στο εισόδημα και όχι το απόλυτο μέγεθος του χρέους. Aς εξετάσουμε την εγκυρότητα αυτής της άποψης. Πέραν των δημοσίων δαπανών (G) και των φορολογικών εσόδων (Τ), η κυβέρνηση οφείλει κάθε έτος να καταβάλει τόκους για την εξυπηρέτηση του υπάρχοντος δημοσίου χρέους (B). Το μέγεθος των πληρωμών για την εξυπηρέτηση του υπάρχοντος δημοσίου χρέους ισούται με r •B, όπου r είναι το πραγματικό επιτόκιο. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού (D) ισούται με τη διαφορά μεταξύ συνολικών κυβερνητικών δαπανών (G+ r B) και φορολογικών εσόδων : •

D=G+ r •B-T. Το δημόσιο χρέος αυξάνει κάθε χρόνο κατά το μέγεθος του ελλείμματος: ΔB=D. Ορίζουμε ως πρωτογενές έλλειμμα (primary deficit) τη διαφορά μεταξύ των δημοσίων δαπανών και των φορολογικών εσόδων (G-T). Έστω λοιπόν μια κυβέρνηση η οποία αποφασίζει τη διατήρηση μηδενικού πρωτογενούς ελλείμματος (G-T=0) κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα θα ισούται με r •B. Σ’ αυτή την περίπτωση το δημόσιο χρέος θ’ αυξάνει κάθε χρόνο κατά ΔΒ=r •B, και επομένως

B rBΔ

= .

Ας υποθέσουμε ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ισούται με η, δηλαδή Δ(ΑΕΠ)/ΑΕΠ=η. Είναι προφανές ότι αν το ΑΕΠ αυξάνει με ρυθμό μεγαλύτερο από το ρυθμό αύξησης του δημοσίου χρέους (η>r), τότε ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα μειώνεται. Πράγματι, ορίζοντας αυτό το λόγο ως b=B/AEΠ, μπορούμε επίσης να εξάγουμε τη σχέση

( )b rb

ηΔ ΔΒ Δ ΑΕΠ= − = −

Β ΑΕΠ,

και δεδομένου ότι το παριστά τη μεταβολή στο b μεταξύ των ετών t και t+1 ( ), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι

bΔ1tb b b+Δ = − t

b 1 (1 ) ttb r η+ = + − . Η τελευταία σχέση δηλώνει ότι μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα μπορεί να οδηγεί, από χρόνο σε χρόνο, σε πτώση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ μόνο αν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι μεγαλύτερος του επιτοκίου. Αυτή η σχέση μας επιτρέπει επίσης να κάνουμε μια γρήγορη εκτίμηση (κατά προσέγγιση) για το πόσα χρόνια απαιτούνται για τη μείωση του ποσοστού του Ελληνικού δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ (b) από το περίπου 100% που ήταν το 2006, στο, π.χ. 60%. Έστω λοιπόν ότι το πρωτογενές έλλειμμα παραμένει μηδενικό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι 3% και το πραγματικό επιτόκιο είναι 2% ( η-r=0.01). Σ’ αυτή την περίπτωση απαιτούνται περίπου σαράντα χρόνια. Δεδομένου του σχετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος που απαιτείται για να επέλθει αυτή η μείωση του ποσοστού του δημοσίου χρέους, είναι προφανές ότι η ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων καθίσταται αναγκαία προκειμένου να επέλθει σημαντική μείωση του ποσοστού του χρέους σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Το παράδειγμα αυτό καταδεικνύει επίσης ότι η πεποίθηση ότι μπορούμε να “ξεφορτωθούμε” εύκολα το πρόβλημα του δημοσίου χρέους μέσω της ανάπτυξης στηρίζεται σε υπερβολική αισιοδοξία όσον αφορά το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης που μπορεί να διατηρήσει μακροχρόνια μια χώρα.