29
1 Ματίλντε Σεράο (Matilde Serao) Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο ΑΘΗΝΑ 2012

ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Νουβέλα της ιταλίδας Ματίλντε Σεράο μεταφρασμένη από το Χρίστο Αλεξανδρίδη

Citation preview

Page 1: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

1

Ματίλντε Σεράο

(Matilde Serao)

Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

ΑΘΗΝΑ 2012

Page 2: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

2

Μετάφραση

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗΣ

Γλωσσική επιμέλεια

ΛΙΤΑ ΚΟΤΑΡΑ

Τίτλος πρωτοτύπου: O Giovannino, o la morte

Ως πρωτότυπο χρησιμοποιήθηκε η έκδοση του έργου από την ηλεκτρονική

βιβλιοθήκη www.liberliber.it

QUESTO E-BOOK:

TITOLO: O Giovannino, o la morte

AUTORE: Serao, Matilde

TRADUTTORE:

CURATORE:

NOTE:

DIRITTI D'AUTORE: no

LICENZA: questo testo è distribuito con la licenza

specificata al seguente indirizzo Internet:

http://www.liberliber.it/biblioteca/licenze/

TRATTO DA: "O Giovannino, o la morte" di Matilde Serao, Collezione:

Grandi racconti,Edizioni e/o, Roma, 1995

CODICE ISBN: 88-7641-247-6

1a EDIZIONE ELETTRONICA DEL: 31 gennaio 2002

INDICE DI AFFIDABILITA': 1

0: affidabilità bassa

1: affidabilità media

2: affidabilità buona

3: affidabilità ottima

ALLA EDIZIONE ELETTRONICA HANNO CONTRIBUITO:

Roberto S., [email protected]

REVISIONE:

Edda Valsecchi, [email protected]

PUBBLICATO DA:

Davide de Caro

Page 3: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

3

ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ

Ή ΤΟΝ ΤΖΟΒΑΝΙΝΟ Ή ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ι

Στις δέκα και μισή εκείνη την Κυριακή, ο νεωκόρος της ενορίας των Αγίων

Αποστόλων βγήκε στην πόρτα της παλιάς ναπολιτάνικης εκκλησίας και άρχισε να

κουνάει δυνατά μια μεγάλη και στριγκιά κουδούνα από ασήμι. Ο νεωκόρος,

ακουμπισμένος στον παραστάτη της βαριάς παλιάς δρύινης πόρτας, κουνούσε την

κουδούνα σε συνεχόμενα κουδουνίσματα, χωρίς σταματημό. Ειδοποιούσε έτσι τους

πιστούς της Βία Τζερολομίνι, του στενοσόκακου Γκρότα ντελα Μάρα ιν Βερτετσέλι,

της πλατείας Αγίων Αποστόλων, των Γραντέλε, ότι θα άρχιζε σε λίγο στην εκκλησία

των Αγίων Αποστόλων η λειτουργία, η μεγάλη ακολουθία της Πεντηκοστής. Ξαφνικά

η κουδούνα έπαψε, ο νεωκόρος όμως έμεινε πλάι στην πόρτα, όρθιος επάνω στα

σκαλοπάτια, επαναλαμβάνοντας κάθε δύο λεπτά μπροστά στην άδεια πλατεία:

«Βιαστείτε, γιατί αρχίζει η λειτουργία».

Και οι καταστηματαρχίνες που περνούσαν και ξαναπερνούσαν μπροστά από

τα μισόκλειστα μαγαζιά τους, οι νοικοκυρές που πήγαιναν να ρίξουν ακόμη μία ματιά

στην κουζίνα, όπου ένα μεγάλο κομμάτι κρέας έβραζε μέσα στη σάλτσα από

ντομάτα, οι αστές κυρίες που βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των κομμωτριών τους, δεν

βιάζονταν, επειδή, για ν’ αρχίσει η λειτουργία, ο νεωκόρος έπρεπε να σημάνει τρεις

φορές. Μόνο καμία γυναίκα του λαού κατέφτανε, με το καινούργιο της φουστάνι από

περκάλι και το ασημένιο χτενάκι χωμένο στον αστραφτερό της κότσο, σέρνοντας

πίσω της τα παιδιά της. Ο νεωκόρος, αρκετά αγανακτισμένος εξ αιτίας αυτού του

λαουτζίκου, επαναλάμβανε μονότονα, με την ηχώ να την αναπαράγει η πλατεία:

«Βιαστείτε, γιατί αρχίζει η λειτουργία».

Στο κτίριο αριθμός δύο της πλατείας των Αγίων Αποστόλων, εκείνο το

γιορτινό πρωινό, υπήρχε αναβρασμός. Ήταν ένα μεγάλο, κίτρινο κτίριο, με μια

ευρύχωρη αυλή, κακοστρωμένη, που οι αμαξάδες και οι παραγιοί του στάβλου της

πριγκίπισσας του Σαντομπουόνο, όταν ξύστριζαν τα άλογα, έπλεναν τις άμαξες και

έτριβαν τα χάμουρα, τη γέμιζαν με λάκκους από βρομόνερα, ενώ από τα ορθάνοιχτα

εσωτερικά μαγαζιά που έβλεπαν στην αυλή έβγαινε μια έντονη βρόμα στάβλου που

σκόρπιζε τριγύρω. Εκείνη την ώρα ακριβώς η διπλή άμαξα της πριγκίπισσας του

Σαντομπουόνο ήταν σχεδόν έτοιμη, μέσα στη φασαρία που έκαναν οι αμαξάδες και οι

παραγιοί, μέσα στα ποδοβολητά των αλόγων, που έπρεπε να βγούνε από εκεί και

κατεβαίνοντας λίγο πιο κάτω να πάνε στο δρόμο του Σαν Τζιοβάνι της Καρμπονάρα

για να πάρουν την πριγκίπισσα, που κατοικούσε σ’ ένα κτίριο όμοιο με φρούριο, και

να την μεταφέρουν στη λειτουργία. Η σκάλα του κτιρίου νούμερο δύο, στους Αγίους

Αποστόλους, ήταν αρκετά βρόμικη, αφού, ελλείψει θυρωρού, η καθαριότητα είχε

ανατεθεί στους ενοίκους ανά όροφο. Η ντόνα Ορσολίνα, που κατοικούσε στον πρώτο

όροφο, ήταν πάλι έγκυος εκείνη τη χρονιά, στον πέμπτο μήνα, και τα τέσσερα μικρά

της δεν την άφηναν στιγμή σε ησυχία· δεν άφηναν σε ησυχία ούτε την υπηρέτρια

Μαριαγκράτσια. Εκείνη την Κυριακή ειδικά η ντόνα Ορσολίνα δεν κατάφερνε να

κουμπώσει το μαύρο, μάλλινο φόρεμά της, αρκετά φθαρμένο, που σήκωνε πολύ από

μπροστά, και πότε κατακκόκινη, πότε χλωμή, με δάκρυα στα μάτια, καταριόταν την

Page 4: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

4

ώρα και τη στιγμή που, αντί να γίνει καλόγρια στο σπίτι1, πήγε και ερωτεύτηκε σαν

τρελή, η ηλίθια, τον Τσίτσο τον ταχυδρομικό.

Απέναντι, το ζευγάρι Ρανάουντο ετοιμαζόταν ήρεμα για τη λειτουργία. Η

ντόνα Πεπίνα Ρανάουντο, πενηντάρα, ογκώδης, χοντρή, πιο πλατιά παρά ψηλή με ένα

ροδαλό, παιδικό πρόσωπο παχιάς γυναίκας που δεν έκανε παιδιά, μ’ ένα κεφάλι που

είχε αρχίσει να μαδάει, καθόταν να της φορέσει η υπηρέτρια Κοντσέτα τα φαρδιά της

παπούτσια καμωμένα από ύφασμα προυνέλα, ενώ ο ντον Αλφόνσο Ρανάουντο, ο

άντρας της, λαχειοπώλης και μέγας λαθροκυνηγός, που είχε επιστρέψει από το

Πομιλιάνο ντ’ Άρκο, όπου είχε πάει στις τρεις τα ξημερώματα αναζητώντας πέρδικες

και από όπου επέστρεψε με τα πόδια στις δέκα, έβγαζε το βελουτέ σακάκι του για να

φορέσει το μαύρο καστόρινο πανωφόρι του. Και οι δύο ηλικιωμένοι σύζυγοι άκληροι,

ευτυχισμένοι, ήρεμοι, ικανοποιημένοι που δεν είχαν παιδιά, κοιταζόντουσαν

χαμογελώντας με μια ήρεμη λάμψη μες στα μάτια. Στο δεύτερο όροφο, αριστερά, ένα

άλλο ευτυχισμένο ζευγάρι ετοιμαζόταν να πάει στη λειτουργία: ο ντον Βιντσέντσο

Μανέτα, ένας ξερακιανός γέρος, ψηλός και ασπριδερός, με αδύνατο πρόσωπο και

μύτη πουλιού, με δύο λεπτές, λευκές φαβορίτες και σκέλια λεπτά σαν μπαστούνια,

συνταξιούχος γραμματέας δικαστηρίου, οργισμένος που συνταξιοδοτήθηκε και

ερωτευμένος με την ιστορία της παλιάς Νάπολης, μέχρι του σημείου ν’ αντιγράφει

ολόκληρα κομμάτια από ορισμένες πηγές και να πιστεύει κατόπιν ότι εκείνος ήτανε ο

συγγραφέας τους· η ντόνα Ελιζαμπέτα Μανέτα, καλή γυναίκα, που παντρεύτηκε

αργά, σαράντα πέντε χρονών, και που διατηρούσε ένα πρόσωπο ντελικάτο αλλά

χλωμό, όμοιο με ώριμης γεροντοκόρης, και η οποία επέμενε να βάφει τα μαλλιά της

με βαφή Zempt, σε σημείο που αυτά ποίκιλλαν σε χρωματισμούς , πότε κόκκινο

μουντό, πότε καστανό ανοιχτό, πότε βιολετί σκούρο και γενικά πρασινωπά, το

μουντό χρώμα της βλάστησης των βούρκων. Και μεθοδικός, σχολαστικός, λίγο

ευέξαπτος ο ντον Βιντσέντσο Μανέτα, με το μαύρο πανωφόρι του που του έφτανε ως

τους αστραγάλους, χτυπούσε το μπαστούνι του καταγής:

«Ελίζα, ο νεωκόρος σήμανε δύο φορές».

«Μία, μία» έλεγε χωρίς βιασύνη η ντόνα Ελίζα, φορώντας τα διχτυωτά γάντια

στα κάπως χλωμά παχουλά χέρια της.

«Ελίζα, θέλεις να χάσεις τη λειτουργία;»

«Ψάχνω το ροζάριο».

«Ελίζα, τα κελιδια;»

«Τα έχω στην τσέπη».

«Ελίζα, ο γάτος;»

«Είναι κλεισμένος στην καρβουναποθήκη».

Στο μεταξύ ο νεωκόρος είχε αρχίσει πάλι να χτυπά την κουδούνα. Τώρα σε

δέκα λεπτά θα άρχιζε η λειτουργία. Στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, ίσα

μπροστά, ένα μεγάλο διαμέρισμα των δώδεκα δωματίων, πόρτες βροντούσαν, ένα

πηγαινέλα και μία δυνατή γυναικεία φωνή:

«Κιαρίνα, Κιαρίνα!»

«Ποιος είναι;» απάντησε μια φωνή από ένα κοντινό δωματιάκι.

«Χτύπησε δεύτερη φορά, η λειτουργία» φώναξε η ντόνα Γκαμπριέλα, ενώ

κούμπωνε ένα χρυσό βραχιόλι σε σχήμα αλυσίδας, αρκετά βαρύ.

«Εντάξει» απάντησε η λεπτή φωνή της Κιαρίνα από το δωμάτιό της.

1 Συνηθιζόταν εκείνο τον καιρό, ειδικά στη Νότια Ιταλία, γυναίκες να παραμένουν ανύπαντρες και,

ντυμένες με ειδικό τρόπο, να είναι αφοσιωμένες στη θρησκεία, χωρίς, ωστόσο, να μονάζουν, αλλά

παρέμεναν μέσα στους κόλπους της οικογένειας (σ.τ.μ.)

Page 5: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

5

«Θέλεις να χάσεις τη λειτουργία, έτσι δεν είναι;» φώναξε η ντόνα

Γκαμπριέλα, κουμπώνοντας άλλο ένα χρυσό βραχιόλι με μεγάλους κρίκους, αρκετά

βαρύ. «Θέλεις να χάσεις και την ψυχή σου;»

«Καθένας φροντίζει για τη δική του ψυχή» απάντησε πίσω από την πόρτα η

Κιαρίνα με μία στριγκιά φωνή.

«Ακούστε ποια έχει το θράσος να μιλάει, ακούστε!» έβαλε τις φωνές η ντόνα

Γκαμπριέλα, ενώ άδικα προσπαθούσε να κουμπώσει τα βαριά χρυσά σκουλαρίκια με

πέρλες και μπριλάντια.

«Δεν μπορούμε ούτε να μιλήσουμε τώρα;» τσίριξε το κορίτσι, πάντα από το

δωμάτιό του.

«Θα’ πρεπε να ντρέπεσαι που πήγες κι ερωτεύτηκες εκείνο τον κουρελή τον

Τζοβανίνο! Είναι ένας κουρελής και τίποτα παραπάνω.»

«Να μη σας νοιάζει» είπε η Κιαρίνα προβάλλοντας το μελαχρινό και λεπτό

πρόσωπό της από το άνοιγμα της πόρτας.

«Πώς να μη με νοιάζει; Είμαι μητέρα σου, το καταλαβαίνεις; και εγώ κάνω

κουμάντο!»

«Δεν είστε καθόλου η μητέρα μου και άρα δεν μπορείτε να κάνετε κουμάντο»

αντέτεινε η Κιαρίνα, κάνοντας την εμφάνισή της με μεσοφόρι και μπούστο.

Η ντόνα Γκαμπριέλα, μεγαλόσωμη, χοντρή, με ροδοκόκκινο πρόσωπο που η

πούδρα δεν κατάφερνε να το κάνει χλωμό, σφιγμένη μέσα στο μπούστο της από

μαύρο σατέν, μελάνιασε από το κακό της.

«Θα δεις εάν κάνω κουμάντο ή όχι!»

Η Κιαρίνα προχώρησε λίγο και ήρεμα της είπε:

«Το ξέρετε: ή τον Τζοβανίνο ή τον θάνατο».

Και μπαίνοντας πάλι στο δωμάτιό της, για να τελειώσει το ντύσιμό της,

βρόντηξε ξωπίσω της την πόρτα. Η ντόνα Γκαμπριέλα ήταν έτοιμη να τρέξει ξοπίσω

της, αλλά συγκρατήθηκε για να μην της ανέβει περισσότερο το αίμα στο κεφάλι.

Κάθισε και προσπαθώντας να ηρεμήσει κουνούσε το μαύρο της καπέλο καλυμμένο

με φτερά, στον βελούδινο κόμπο του οποίου είχε περάσει ένα μεγάλο δαχτυλίδι με

μπριλάντια,. Στην κρεβατοκάμαρα, που τη γέμιζαν το φαρδύ συζυγικό κρεβάτι από

ορείχαλκο, όπου η ντόνα Γκαμπριέλα έβλεπε τα όνειρα της χηρείας της, μία

ευρύχωρη ντουλάπα από μαόνι με μεγάλο καθρέφτη, δύο ογκώδεις συρταριέρες από

μαόνι με κάλυμμα από άσπρο μάρμαρο, μία φαρδιά τουαλέτα καλυμμένη με γκρίζο

μάρμαρο, εκεί μέσα επικρατούσε ακόμη η πρωινή αταξία των ναπολιτάνικων σπιτιών

τις Κυριακές, όταν όλοι σηκώνονται από το κρεβάτι αργότερα. Επάνω στην τουαλέτα

υπήρχαν πολλά κουτιά ανοιχτά, άλλα δερμάτινα, άλλα βελούδινα, από όπου η ντόνα

Γκαμπριέλα είχε πάρει τα μεγάλα κοσμήματα και είχε στολιστεί. Μερικά κουτάκια

ήταν από ακατέργαστο άσπρο ξύλο και έφεραν δύο ή τρεις αριθμούς γραμμένους με

κόκκινο μελάνι. Η ντόνα Γκαμπριέλα ζεσταινόταν πάντα (όσο σωματώδης και χοντρή

ήταν, τόσο σφιγγόταν για να μπορέσει να κουμπώσει τη ζώνη της) και έκανε αέρα με

μια βεντάλια από μαύρο ατλάζι, αρκετά συνηθισμένη, που συνδεόταν επάνω της με

μια διπλή αλυσίδα χρυσή. Στο μεταξύ η Καρμινέλα, η υπηρέτρια, μπήκε στο δωμάτιο.

Η Καρμινέλα είχε ήδη πάρει μέρος στη λειτουργία των έξι. Ήταν αρκετά

θεοσεβούμενη, ζούσε βίο πνευματικό, ντυμένη στα μαύρα, σαν καλόγρια, με μαύρο

μαντίλι στο κεφάλι. Ήταν μία χλωμή και σιωπηλή ύπαρξη, με βλέμμα πάντα

φευγαλέο, με όψη συντετριμμένη, που δούλευε μόνο και μόνο για να έχει την ευλογία

του Θεού και αναστέναζε από συντριβή όταν της έβαζαν τις φωνές.

«Αυτό το κορίτσι θα με σκάσει» είπε η ντόνα Γκαμπριέλα στην Καρμινέλα,

σαν να έκανε επίπληξη.

Page 6: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

6

«Προσευχηθείτε για τα βάσανά σας αυτά στον Αιώνιο Πατέρα, στην

εκκλησίας της Αγίας Κιάρα» μουρμούρισε η Καρμινέλα.

«Θα μπορούσε όμως ο Αιώνιος Πατέρας να μου κάνει τη χάρη και να της

βάλει λίγο μυαλό» γκρίνιαξε η ντόνα Γκαμπριέλα «αλλά μου φαίνεται πως το κεφάλι

της είναι πιο σκληρό και από την πέτρα».

«Πληρώνουμε τις αμαρτίες μας» επανέλαβε η θεούσα.

Η Κιαρίνα βγήκε από το δωμάτιό της, ντυμένη, με το καπέλο στο κεφάλι,

φορώντας ένα παλιό γάντι. Αλλά και το μαύρο, μάλλινο ρούχο της ήταν παλιό και το

καπέλο από μαύρο καστόρι το φορούσε όλο το χειμώνα. Η ντόνα Γκαμπριέλα

αγριοκοίταξε την προγονή της και σούφρωσε τα φρύδια.

«Γιατί φόρεσες αυτά τα παλιά ρούχα;»

«Δεν έχουν παλιώσει ακόμη».

«Έτσι νομίζεις. Μπορούσες να βάλεις το ανοιχτόχρωμο φουστάνι και το

καπέλο ντεμι-σαιζόν που σου είπα να κάνεις».

«Το φουστάνι μού είναι λίγο φαρδύ».

«Δεν είναι αλήθεια. Και εάν ακόμη σου ήτανε φαρδύ, δεν θα μπορούσαμε να

το διορθώσουμε;»

«Αύριο….»

«Πήγαινε να φορέσεις το φουστάνι, Κιαρίνα», είπε η ντόνα Γκαμπριέλα.

«Είναι αργά».

«Θα σε περιμένω, αλλά πρέπει να φορέσεις το φουστάνι, διαφορετικά ο

κόσμος θα λέει ότι σ’ αφήνω να κυκλοφορείς με κουρέλια, επειδή είσαι προγονή

μου».

«Εάν λέγανε μόνο αυτό!...» ψιθύρισε η Κιαρίνα.

«Τι άλλο έχουν να πουν; Τι λένε οι φαρμακόγλωσσες; Δεν ξέρουν τι μου

κοστίζεις; Δεν ξέρουν ότι με το αίμα μου σε συντηρώ και σε ντύνω σαν να’ σουν

κυρία της αριστοκρατίας;»

«Με το αίμα σας;…» έκανε ειρωνικά η Κιαρίνα.

«Βεβαίως! Και εάν δεν ήσουν μια αχάριστη, μια κουρελιάρα ανέγνωρη, εάν η

ράτσα σου δεν ήταν ζήτουλες και ξιπασμένοι, όπως ο πατέρας σου, όπως έπρεπε να

ήταν και η γελοία η μάνα σου, τότε θα το παραδεχόσουν και η ίδια».

Το κορίτσι, από μελαχρινό έγινε κίτρινο από τη χλομάδα. Τα μάτια του

άστραφταν και τα όμορφα κόκκινά του χείλη έτρεμαν από οργή.

«Ακούστε ντόνα Γκαμπριέλα» είπε χαμηλόφωνα, «εάν θέλετε να με

προσβάλετε, δεν με πειράζει, πρέπει να το υπομείνω, αφού αυτό ήταν το θέλημα του

Θεού. Εάν πάλι θέλετε να προσβάλετε το μακαρίτη τον πατέρα μου, κι αυτό θα

πρέπει να το αντέξω, αφού έκανε τη βλακεία να σας παντρευτεί και να τραβήξει τα

πάθη του Χριστού πάνω στη γη. Εάν όμως θέλετε να προσβάλετε την άγια ψυχή της

μητέρας μου, που δεν είστε άξια ούτε το χώμα όπου πάτησε εκείνη να φιλήσετε,

αυτό, μα την άγια μέρα τη σημερινή, δεν σας το επιτρέπω. Λέτε ότι η μητέρα μου

ήταν μία ζητιάνα; Κυρία ήταν! το καταλαβαίνετε; Τα ρούχα που φορούσε τ’ αγόραζε

από μαγαζί, τα κοσμήματά της ήταν οικογενειακά κειμήλια, όταν έβγαινε όλοι

έλεγαν: ευλογημένη να’ σαι! τόσο καλή ήταν, καταλαβαίνετε; Εσείς τι είστε; Είστε

μια ζητιάνα κουρελιάρα που ανέβηκε κοινωνικά. Μαζεύετε τα λεφτά του κοσμάκη

που του δανείζετε με τόκο εκατόν είκοσι τοις εκατό. Φοράτε τα ρούχα που σας

πουλάνε οι κλέφτρες υπηρέτριες των πριγκιπισσών και τα κοσμήματα που βάζουν

ενέχυρο στο ενεχυροδανειστήριό σας. Και όταν ο κόσμος σας βλέπει να περνάτε,

βρίζει χαμηλόφωνα τη σκληρή σας καρδιά. Μη μιλάτε για τη μητέρα μου, ντόνα

Page 7: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

7

Γκαμπριέλα. Εκείνη βρίσκεται στον παράδεισο, ενώ για σας ο Θεός έχει ετοιμάσει

θέση στην κόλαση.»

«Γι’ αυτό δε θέλεις να φορέσεις το φόρεμα;» ρώτησε η ντόνα Γκαμπριέλα,

ενώ τη έπνιγε η οργή, την ώρα που ο νεωκόρος έξω από την εκκλησία των Αγίων

Αποστόλων χτυπούσε για τρίτη φορά την κουδούνα και η Καρμινέλα

τρομοκρατημένη συνέχιζε να σταυροκοπιέται.

«Να μη σας νοιάζει» είπε πεισματικά η Κιαρίνα.

«Εγώ όμως καταλαβαίνω» τσίριξε η χοντρή ενεχυροδανείστρια «γιατί δε

θέλεις να βάλεις το φόρεμα. Θα σου το απαγόρεψε ο αγαπητικός σου».

«Και λοιπόν, τι θέλετε;» ρώτησε με θράσος η Κιαρίνα.

«Εκείνος ο κιτρινιάρης, ο χτικιάρης, που έχει μούτρα να δίνει διαταγές και

μας κάνει και το ζηλιάρη!»

«Ναι, ναι. Και τι θέλετε λοιπόν;» ξανάπε η Κιαρίνα της οποίας το τρέμουλο

από τη συγκίνηση μεγάλωνε.

«Να φορέσεις αμέσως το καινούργιο σου φόρεμα».

«Όχι».

«Κιαρίνα, μη με τρελαίνεις».

«Να πάτε στο τρελοκομείο».

Κι έκανε να ξαναμπεί στο δωμάτιό της, αλλά η ντόνα Γκαμπριέλα την έφτασε

και με το βαρύ της χέρι, το γαντοφορεμένο με ένα δερμάτινο, κόκκινο γάντι, τη

χαστούκισε και στα δύο μάγουλα. Ένα από τα βαριά χρυσά βραχιόλια μαστίγωσε το

λεπτό λαιμό της Κιαρίνα που έβαλε τα κλάματα και τις κραυγές απελπισίας.

«Πάψε!» έλεγε χαμηλόφωνα και βραχνά η ντόνα Γκαμπριέλα.

«Όχι, όχι» ούρλιαζε η Κιαρίνα για να την ακούσουν σ’ όλο το κτήριο.

«Πάψε, πάψε!»

Αλλά το κορίτσι, κυριευμένο από μια ακαταμάχητη νευρικότητα, τσίριζε σαν

να είχε σπασμούς. Στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου η ντόνα Ορσολίνα, αφού

έκλεισε την πόρτα, παρέταξε μπροστά της την ομάδα των παιδιών της και χλωμή,

κουρασμένη, με την κοιλιά φουσκωμένη αρκετά, μουρμούριζε μετρώντας τα λεφτά

που χρειάζονταν για τις θέσεις στην εκκλησία:

«Παντρευτείτε, παντρευτείτε κορίτσια και θα δείτε τι σας περιμένει!»

Και την ταλαιπωρούσαν τα παιδιά της που, ξεμυαλισμένα από τις στριγκλιές

της Κιαρίνα, δεν ήθελαν πλέον να πάνε στην εκκλησία. Στηριγμένη νωχελικά στο

μπράτσο του άντρα της, του ντον Αλφόνσο Ρανάουντο, και ακουμπώντας με το άλλο

χέρι σ’ ένα μπαστούνι που υποβάσταζε το πάχος της, η ντόνα Πεπίνα κατέβαινε τις

σκάλες ταλαντεύοντας το κεφάλι της, λίγο φαλακρό, πάνω στο οποίο υψωνόταν ένα

εντελώς ανοιξιάτικο καπέλο, που μετρούσε όμως τουλάχιστον έξι άνοιξες.

«Το ίδιο κάνουν πάντα, από το πρωί έως το βράδυ» είπε χαμογελώντας.

«Η βέργα κάνει καλό στα κορίτσια, όπως στο ξάσιμο του μαλλιού», απάντησε

ο ντον Αλφόνσο που του άρεσαν οι παροιμίες και τ’ αστεία.

Πιο αργοκίνητος κατέβαινε από το δεύτερο όροφο ο ντον Βιντσέντσο

Μανέτα, ο γραμματέας δικαστηρίου που συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα εξ αιτίας

κυβερνητικών διώξεων, προσφέροντας το μπράτσο στη σύζυγό του, την ντόνα

Ελιζαμπέτα.

«Ελίζα, πήρες το βιβλίο της θείας λειτουργίας;»

«Βεβαίως».

«Γιατί φωνάζει η ντόνα Κιαρίνα;»

«Θα την έδειρε η μητριά της».

«Ω νεότης, νεότης!»

Page 8: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

8

Στον τρίτο όροφο όλοι οι σπουδαστές που κατοικούσαν στο αριστερό μέρος

βγήκαν στα παράθυρα της αυλής. Στα δεξιά ο δάσκαλος αγγλικών ενός κολεγίου, που

είχε στην πλάτη του πέντε αδελφές, όλες λίγο πολύ ηλικιωμένες, εμφανίστηκε πίσω

από τα κρύσταλλα των παραθυριών φορώντας σκούφο και παντόφλες. Και στην

αυλή, στρέφοντας το βλέμμα ψηλά, ο αμαξάς της πριγκίπισσας του Σαντομπουόνο

σιγοτραγουδούσε:

Ο μπαμπάς δεν θέλει, ούτε και η μαμά

τι να κάνουμε; τι να κάνουμε;

ενώ ο παραγιός του, αναιδής, με το λαιμό τεντωμένο, τραγουδούσε:

Θέλουμε χρήματα και δεν έχουμε,

τι να κάνουμε, τι να κάνουμε;

Τώρα, με αλλοιωμένα από την οργή χαρακτηριστικά, αν και προσπαθούσε να

φαίνεται ήρεμη, η ντόνα Γκαμπριέλα κατέβαινε να πάει κι εκείνη στην εκκλησία μαζί

με την Καρμινέλα, που είχε φορέσει μαύρο βέλο επάνω στα μουντά μαύρα της

μαλλιά. Κατέβαινε κάνοντας πως δεν ακούει το γοερό κλάμα και τα αναφιλητά της

Κιαρίνα, που την είχε κλειδώσει στο σπίτι και πήρε μαζί της το κλειδί. Όσοι ήταν στα

παράθυρα, στα μπαλκόνια της αυλής, στις σκάλες, σιωπούσαν στο πέρασμά της, κι

εκείνη δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο, παρά να μην ακούει πια εκείνο το κλάμα, εκείνο

το θρήνο που άκουγαν όλοι. Ήξερε όμως, ναι, το ήξερε πολύ καλά ότι, παρά τα

χαμόγελα με τα οποία την είχαν χαιρετήσει οι πέντε αδελφές του καθηγητή των

αγγλικών, χαμόγελα υποχρεωτικά, αφού ο καθηγητής της χρωστούσε διακόσιες

είκοσι λιρέτες και έφτυνε αίμα για να πληρώνει τους τόκους, χωρίς να μπορεί ποτέ

να λιγοστεύει το χρέος, παρά, λοιπόν, εκείνα τα υποχρεωτικά χαμόγελα, οι

γεροντοκόρες λυπόντουσαν το καημένο το κορίτσι, που ήταν κλειδωμένο στο σπίτι

και έκλαιγε πεσμένο καταγής τη σκληρή του μοίρα. Η ντόνα Γκαμπριέλα ήξερε ότι οι

σπουδαστές του τρίτου ορόφου, που είχαν βάλει ενέχυρο στην ίδια ρολόγια και

δαχτυλίδια χρυσά, τη χαιρετούσαν κοροϊδευτικά. Η ντόνα Γκαμπριέλα, περνώντας

από τη ράμπα του πρώτου ορόφου, άκουσε την ντόνα Πεπίνα Ρανάουντο να

μουρμουρίζει: το καημένο το κορίτσι, το καημένο το κορίτσι· πιο κάτω άκουσε την

ντόνα Ελιζαμπέτα Μανέτα να λέει στο σύζυγό της: μα δεν έχει κηδεμόνα; Και ο

άντρας της, άνθρωπος του νόμου, δικαστικός, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του

προσθέτοντας με σοβαρό ύφος και τον προσδιορισμό εντιμότατος, της απαντούσε: ο

κηδεμόνας, αγαπητή μου Ελίζα, θα μπορούσε να επέμβει… Η ντόνα Γκαμπριέλα είδε

το κοροϊδευτικό χαμόγελο του αμαξά και του σταβλίτη παραγιού του στον οίκο

Σαντομπουόνο. Το ένιωθε ότι όλοι αυτοί την υποτιμούσαν, την μισούσαν. Το

αισθανόταν ότι όλοι λυπόντουσαν την προγονή της, που έκλαιγε με δυνατά και βαθιά

αναφιλητά, τα οποία αναστάτωναν τη σιωπηλή και ήρεμη ατμόσφαιρα εκείνου του

ανοιξιάτικου πρωινού. Μόνο η ντόνα Ορσολίνα, την οποία συνάντησε στην είσοδο

την ώρα που προσπαθούσε χωρίς αποτέλεσμα να συντονίσει το βηματισμό του

κοπαδιού των παιδιών της, μόνο η ντόνα Ορσολίνα την καλημέρισε ταπεινά, σχεδόν

κολακευτικά. Σε κάθε της γέννα η ντόνα Ορσολίνα ξαναχρεωνόταν στη ντόνα

Γκαμπριέλα: όλος ο μικρός θησαυρός της από χρυσά μικροκοσμήματα, από φίνα

ασπρόσουχα, από αστραφτερές κατσαρόλες βρισκόταν κατατεθειμένος στο

ενεχυροδανειστήριο της ντόνα Γκαμπριέλα κι εκείνη απειλούσε πάντα να τα

πουλήσει όλα. Η κακομοίρα η ντόνα Ορσολίνα δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε τις

Page 9: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

9

παρατάσεις, τόσο την είχε κυριεύσει η αξιοπρεπής φτώχεια. Έτσι λοιπόν, όταν

συναντούσε τη σωματώδη και χοντρή ενεχυροδανειστήρια, έσκυβε το κεφάλι,

χλόμιαζε και χαιρετούσε με τρεμάμενη φωνή. Η ντόνα Γκαμπριέλα όμως ήξερε καλά

ότι στο βάθος αυτής της ταπεινότητας υπήρχε ένα σιωπηλό μίσος, συγκεχυμένο, το

μίσος του καταπιεσμένου που έχει υποταχτεί. Α, τι ανακούφιση ένιωσε η

ενεχυροδανείστρια όταν βγήκε από την εξώπορτα του κτιρίου φορτωμένη με τα

χρυσαφικά της, έκανε λίγα βήματα διασχίζοντας την πλατεία και μπήκε στην

εκκλησία, όπου ηχούσε κιόλας το εκκλησιαστικό όργανο για τη λειτουργία. Ήταν

ευτυχισμένη όταν γονάτισε κοντά στην Αγία Τράπεζα, μέσα στην όμορφη, παλιά

εκκλησία, γεμάτη από πιστούς. Η ντόνα Ορσολίνα γονατιστή, πεσμένη επάνω σε ένα

κάθισμα, προσευχόταν με ζέση, ενώ τα παιδιά της είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό

ακούγοντας τη μουσική, σιωπηλά, κάπως ντροπαλά. Ο ντον Βιντσέντζο Μανέτα είχε

απλώσει καταγής ένα χρωματιστό μαντήλι κι εκεί επάνω ακούμπησε το γόνατό του,

ενώ τα σταυρωμένα χέρια του στηρίζονταν στη χειρολαβή του μπαστουνιού του και

το κεφάλι του είχε γείρει επάνω στα χέρια, το καπέλο του επάνω σ’ ένα κάθισμα πλάι

του και κάθε τόσο έλεγε στη γυναίκα του:

«Ελίζα, τις προσευχές για τις ψυχές στο καθαρτήρι».

«Τις είπα».

«Ελίζα, την παράκληση για καλά στερνά, στον Άγιο Αντρέα του Αβελίνο».

«Αυτή λέω τώρα».

«Ελίζα, μην ξεχάσεις τα σαράντα κυριελέησον».

Καθισμένοι πλάι πλάι, η ντόνα Ολίμπια και ο ντον Αλφόνσο Ρανάουντο

χαμογελούσαν ο ένας στον άλλο, χαμογελούσαν στις μετάνοιες των ιερέων, κατά τη

διάρκεια της λειτουργίας, χαμογελούσαν στο θυμιατό που κουνούσε ο διάκος πέρα-

δώθε. Ένας ψίθυρος έβγαινε από τα στεγνά χείλη της Καρμινέλα, της θρησκόληπτης,

που προσευχόταν γρήγορα, μηχανικά. Μόνο η ντόνα Γκαμπριέλα, ακόμη

αναστατωμένη, να βράζει ακόμη από οργή, θυμωμένη με τους άλλους, στεκόταν

στην εκκλησία προσπαθώντας μάταια να προσευχηθεί και παρηγοριόταν μόνο

κοιτάζοντας τα βραχιόλια της, νιώθοντας τα δαχτυλίδια της κάτω από το δέρμα των

γαντιών της, νιώθοντας το βάρος των χρυσών της σκουλαρικιών με πέρλες και

μπριλάντια που κρέμονταν από τα χοντρά αυτιά της. Ενώ η καρδιά των άλλων ήταν

ήρεμη ή ζητούσε ταπεινά τη γαλήνη ή μπορεί ακόμη να ήταν και συντετριμμένη από

κάποιον αθώο πόνο, η καρδιά της ντόνα Γκαμπριέλα ικανοποιούταν μόνο, μέσα στην

πίκρα της, όταν αισθανόταν ότι έμοιαζε με μία λαμπερή, άσχημη και απαίσια βιτρίνα

κοσμηματοπώλη, στην οποία κάθε κόσμημα ήταν δάκρυ ή αίμα.

Στο μεταξύ, ξαπλωμένη καταγής, κλειδωμένη μέσα στο σπίτι, η Κιαρίνα

έκλαιγε ακόμη με αναφιλητά. Η νευρική κρίση όμως της περνούσε σιγά σιγά μετά το

μεγάλο ξέσπασμα που είχε. Σηκώθηκε από κάτω, σιάχτηκε, έστρωσε με τα χέρια τα

μαλλιά της. Ήταν μια συμπαθητική και καλή ύπαρξη, με μελαχρινή και ασταθή

φυσιογνωμία, με γκρίζα αστραφτερά μάτια, με ντελικάτες γραμμές, μια ύπαρξη

νευρώδης και ευαίσθητη, εύκολη στο κλάμα, εύκολη και στο χαμόγελο, αλλά με

ακατάβλητη θέληση. Δέκα λεπτά αργότερα ήταν κιόλας ήρεμη, τόσο ώστε βγήκε σ’

ένα μπαλκονάκι που έβλεπε στην αυλή, ίδια για όλους τους ορόφους και από της

οποίας το πηγάδι έπαιρναν νερό και οι κάτοικοι του άλλου κτιρίου Σαντομπουόνο,

που η μία του όψη έβλεπε στην ίδια αυλή. Η Κιαρίνα πλησίασε στο πηγάδι σαν να

ήθελε να βγάλει νερό, αλλά αμέσως στο διπλανό παράθυρο, που κι εκείνο έβλεπε στο

πηγάδι, εμφανίστηκε ένας νεαρός. Το μπαλκονάκι και το παράθυρο βρίσκονταν στο

ίδιο επίπεδο, αλλά μεταξύ τους υπήρχε το πηγάδι με ένα ανακάτεμα από σκοινιά,

τροχαλίες, σιδερένιες αλυσίδες και κουβάδες. Και να έσκυβε κανείς, δεν θα μπορούσε

Page 10: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

10

ν’ αγγίξει το χέρι τού απέναντι και κινδύνευε να πέσει μέσα στο πηγάδι. Μπορούσε

όμως μια χαρά να κουβεντιάσει. Όλοι μπορούσαν να δουν από την εξώπορτα, από

την αυλή, μέχρι και τον τρίτο όροφο· πολλοί θα μπορούσαν ακόμη και ν’ ακούσουν.

Εκείνη την ώρα όμως όλοι ήταν στην εκκλησία και στην αυλή επικρατούσε μεγάλη

ηρεμία, μεγάλη ησυχία από πάνω μέχρι κάτω. Οι δυο νέοι κοιτάχτηκαν με τέτοια

ένταση και σιωπή, που άξιζε όσο η πιο τρυφερή λέξη. Ο νεαρός, ξανθός,

ανοιχτόχρωμος, ψηλός, μιλούσε χαμηλόφωνα, ρίχνοντας ματιές τριγύρω, σαν να ήταν

φοβισμένος, ενώ το μελαχρινό κορίτσι τον κοίταζε και του χαμογελούσε χωρίς να

μιλά, όλο συγκίνηση:

«Δεν πήγες στη λειτουργία;» είπε ο Τζοβανίνο.

«Όχι» του απάντησε εκείνη.

«Γιατί;»

«Δεν ήθελα να πάω.»

«Πες μου την αλήθεια. Η ντόνα Γκαμπριέλα δεν σου φέρθηκε καλά;»

«Όχι, όχι».

«Πες μου την αλήθεια, Κιαρίνα.» και η φωνή του έγινε πιο θερμή, πιο

επιτακτική.

«Τσακωθήκαμε» ψιθύρισε εκείνη κοκκινίζοντας, ανίκανη να πει ψέματα.

«Γιατί τσακωθήκατε;»

«Επειδή σ’ αγαπώ.»

«Μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια, στ’ αλήθεια;»

«Τζοβανίνο, το ξέρεις.»

«Δεν ξέρω τίποτα εγώ» ψιθύρισε εκείνος, κάνοντας πως αμφιβάλλει.

«Ξέρεις τι είπα σήμερα, για άλλη μια φορά, στη μητριά μου;» αναφώνησε

εκείνη με έξαψη. «Της είπα για χιλιοστή φορά: ή τον Τζοβανίνο ή τον θάνατο. Η

ντόνα Γκαμπριέλα δεν μπορεί να τ’ ακούει αυτό και με χαστούκισε».

«Σε πόνεσε;» ρώτησε εκείνος χαμηλόφωνα, χλομιάζοντας.

«Λιγάκι, αλλά δεν πειράζει» απάντησε εκείνη περήφανα.

«Καημένη μου Κλάρα! Καημένη Κλάρα!» είπε εκείνος, σαν να μονολογούσε.

«Γιατί με λυπάσαι; Μη με λυπάσαι» αναφώνησε εκείνη, με κάποια διέγερση.

Σώπασαν. Από το ανοιχτό πηγάδι ανέβαινε δροσιά και επάνω του έγερναν τα δυο

νεαρά κεφάλια και μια μεγάλη σιωπή τους κύκλωνε πάντα. Η Κιαρίνα στεκόταν

επάνω σ’ ένα σωρό από βρεγμένα σκοινιά, σαν να ήθελε να φτάσει τον ερωτευμένο

νέο. Δυο-τρεις από τις αδελφές του καθηγητή φάνηκαν πίσω από τα κρύσταλλα των

παραθυριών, χαμογέλασαν σαν είδαν το νεαρό ζευγάρι κι εξαφανίστηκαν διακριτικά.

Ένας σπουδαστής κάπνιζε την πίπα του κουνώντας το κεφάλι, σαν να έλεγε ότι αυτός

ήξερε από τέτοια και έδειχνε συγκατάβαση.

«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι τη ζωή μας» είπε έξαφνα ο όμορφος

Τζοβανίνο.

«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι» είπε σαν ηχώ και η Κιαρίνα.

«Τι να κάνουμε όμως;»

«Μπορούμε να το σκάσουμε μαζί» είπε το κορίτσι.

«Για να κάνουμε τι;» ρώτησε εκείνος ταραγμένος και αναστατωμένος.

«Να παντρευτούμε.»

«Άφραγκοι;»

«Άφραγκοι».

«Είναι πράξη απελπισίας» συμπέρανε εκείνος, κουνώντας το κεφάλι, σαν

όμορφος και ράθυμος νέος που γνωρίζει τη ζωή και φοβάται τη βία της.

«Όταν υπάρχει αγάπη, υπάρχουν τα πάντα. Εσύ μ’ αγαπάς;»

Page 11: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

11

«Πολύ, Κλάρα, πολύ».

«Τότε δεν έχουμε ανάγκη από λεφτά. Ας το σκάσουμε».

«Χωρίς λεφτά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα».

«Είσαι δειλός» είπε εκείνη αγανακτισμένη.

«Κλάρα, ομορφούλα μου, θα αστειεύεσαι» είπε εκείνος γελώντας.

«Δεν αστειεύομαι, όχι. Φοβάσαι, θέλεις λεφτά, δεν ξέρεις ν’ αγαπάς, είσαι

ένας δειλός».

«Σε λατρεύω, Κλάρα».

«Όχι».

«Σου ορκίζομαι σ’ ό,τι έχω ιερό, Κλάρα, πως σε λατρεύω».

«Όχι».

Η τρίτη όμως άρνηση ήταν πιο αδύναμη. Κοίταξε τον νέο μες στα μάτια και

παραδόθηκε.

«Έχεις δίκιο» είπε.

«Ας σκεφτούμε κάτι άλλο, γιατί δεν μπορεί η ζωή μας να συνεχιστεί έτσι»

επανέλαβε εκείνος, σαν να τον βασάνιζε συνέχεια το υπαρξιακό πρόβλημα.

«Δεν ξέρω τι να πω, Τζοβανίνο. Αυτή η μητριά μου είναι απάνθρωπη.»

«Τόσο πολύ απάνθρωπη; Δεν μπορούμε να τη νικήσουμε;»

« Εγώ δεν πρόκειται να το προσπαθήσω» είπε εκείνη κάνοντας με τα χείλη

ένα περιφρονητικό μορφασμό. «Δεν θέλω να ταπεινωθώ μπροστά της».

«Δεν είναι ταπεινωτικό· είναι σαν να ήταν η μητέρα σου».

«Θεός φυλάξει!» φώναξε εκείνη και σταυροκοπήθηκε.

«Γιατί δεν θέλησες ποτέ να της μιλήσω εγώ;» συνέχισε εκείνος, σαν να

συνέχιζε τους συλλογισμούς του. «Θέλεις να της μιλήσω;»

«Δεν θα καταφέρεις τίποτα».

«Ποιος ξέρει!»

«Είναι μια τιποτένια γυναίκα, δεν την ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά το

χρήμα».

«Καλό είναι και το χρήμα» παρατήρησε εκείνος «μετά όμως απ’ την αγάπη».

«Πιστεύω πως δεν αγάπησε ποτέ κανένα εκείνη» αντέτεινε η Κιαρίνα πάντα

με αγανάκτηση.

«Θα μπορούσε να σ’ αγαπήσει, εάν το ήθελες».

«Πώς να το θέλω, αφού με χαστουκίζει, με κλειδώνει μέσα στο σπίτι; Είμαι

κλεισμένη μέσα, σαν τους φυλακισμένους. Και εάν γυρίσει τώρα και μας βρει να

μιλάμε, θα με ξαναχτυπήσει, θα το δεις».

«Να φύγω τότε».

«Όχι, όχι Τζοβανίνο» παρακάλεσε εκείνη, «μη φεύγεις, μη φεύγεις».

Η φωνή της είχε τέτοιο πάθος, τέτοιο πάθος είχε και το βλέμμα της, που

εκείνος χλόμιασε από αγάπη.

«Δεν θα’ ρθει ακόμη» ψιθύρισε εκείνη, χωρίς να ξεκολλάει το βλέμμα από

εκείνο του ερωτευμένου νέου, «δεν θα’ ρθει ακόμη, και τι πειράζει και εάν έρθει;»

«Δώσε μου το χέρι σου, Κιαρίνα» ψέλλισε εκείνος μαγνητισμένος από έρωτα.

«Δεν μπορώ, δεν φτάνω» και τανύστηκε σκύβοντας. «Δεν μπορώ, δεν μπορώ»

ξανάπε, κλαίγοντας σχεδόν.

«Εγώ θα μιλήσω με τη μητριά σου, Κλάρα» ξανάρχισε να λέει εκείνος με

πείσμα.

«Και τι θα της πεις, εάν δεν σε πετάξει έξω;»

«Θα δεις που δεν θα με πετάξει. Δεν ξέρω τι θα της πω. Θα της πω την

αλήθεια, ότι αγαπιόμαστε…»

Page 12: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

12

«Και ότι προτιμούμε να πεθάνουμε παρά ν’ αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο»

πρόσθεσε απλά εκείνη.

«Μη σκέφτεσαι το θάνατο. Θα της πω πως είμαι αρκετά φτωχός, αλλά κανείς

δεν μπορεί να σ’ αγαπήσει περισσότερο από μένα και καλύτερα από μένα, ότι ελπίζω

να νικήσω τη μετριότητα και τη φτώχεια που βρίσκομαι, με τη δύναμη της αγάπης

σου».

«Είναι κακιά γυναίκα» μουρμούρισε εκείνη ταραγμένη, «δεν θα σε πιστέψει».

«Θα δοκιμάσω» είπε εκείνος. «Δεν μπορώ να σε βλέπω πια να υποφέρεις,

υποφέρω κι εγώ πολύ».

Κοιτάζονταν, απορροφημένοι από το δράμα των εμποδίων του έρωτά τους.

Στο μεταξύ, στην παλιά εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η λειτουργία της

Πεντηκοστής είχε τελειώσει. Η πρώτη που μπήκε στο κτίριο ήταν η άδεια άμαξα της

πριγκίπισσας του Σαντομπουόνο, που είχε συνοδεύσει την κυρία στο μεγάλο κτίριο

της οδού Σαν Τζιοβάνι της Καρμπονάρα. Η πριγκίπισσα είχε βγει από την εκκλησία

πριν από τους άλλους. Ο αμαξάς κατέβηκε από τη θέση του, έριξε το βλέμμα ψηλά,

χαμογέλασε βλέποντας τους δύο ερωτευμένους και έβγαλε με την ησυχία του τη

λιβρέα που φορούσε. Μετά ήρθε το ζεύγος Μανέτα. Ο πρώην γραμματέας

δικαστηρίου είχε δώσει το μπράτσο σ’ εκείνη που με αβρότητα αποκαλούσε συμβία

του. Κι εκείνοι είδαν τους δυο ερωτευμένους που τώρα χαμογελούσαν ο ένας στον

άλλο σιωπηλά.

«Ελίζα».

«Τι θέλεις;»

«Θυμάσαι όταν συναντηθήκαμε στη Σάντα Μαρία Κάπουα Βέτερε;»

«Θυμάμαι».

«Θυμάσαι Ελίζα που δεν σου άρεσε ν’ αφήσεις το χωριό;»

«Θυμάμαι».

«Καλύτερα δεν τα πέρασες εδώ, στη Νάπολη;»

«Καλύτερα».

«Δοξασμένο το όνομα του Υψίστου» είπε ο καλός γραμματέας δικαστηρίου.

Το ζεύγος Ρανάουντο ερχόταν πιο αργά. Το ζευγάρι χαμογέλασε μητρικά και

πατρικά βλέποντας τους δύο ερωτευμένους.

«Τα χαστούκια δεν ωφέλησαν σε τίποτε» παρατήρησε χαχανίζοντας η ντόνα

Πεπίνα, πάνω από το φαρδύ χαγιάτι που έβλεπε στην αυλή.

«Από μακριά έρωτας δεν γίνεται» σιγοτραγούδησε ο ντον Αλφόνσο, που

παινευόταν ότι είχε εξαιρετική φωνή.

Οι Μανέτα και οι Ρανάουντο ανέβαιναν σιγά σιγά τις σκάλες, ενώ έκαναν την

εμφάνισή τους οι ένοικοι του τρίτου πατώματος στα παράθυρα και στα μπαλκόνια.

Στον κόσμο τους, οι δύο ερωτευμένοι, κοιτάζονταν στα μάτια.

«Πες μου μια τελευταία φορά ότι μ’ αγαπάς, Κιαρίνα».

«Τελευταία φορά; Πάντα, πάντα θα σ’ αγαπώ».

«Δώσε μου το χέρι σου, Κιαρίνα».

Κι εκείνη μάζευε τις κουλούρες του σκοινιού για ν’ ανέβει πιο ψηλά, για να

τον φτάσει. Τη στιγμή εκείνη μπήκε στην αυλή η κακομοίρα η Ορσολίνα, σέρνοντας

ξωπίσω τα παιδιά της και γνωρίζοντας ότι την ακολουθεί η ντόνα Γκαμπριέλα.

Σήκωσε το κεφάλι η ντόνα Ορσολίνα, είδε τους ερωτευμένους, κατάλαβε τον κίνδυνο

που διέτρεχαν να γίνουν αντιληπτοί και παρ’ ότι ένιωσε ευτυχισμένη, άρχισε να βήχει

δυνατά, καλώντας τους μ’ αυτό τον τρόπο, προειδοποιώντας τους, προσπαθώντας να

τους γλυτώσει. Εκείνη τη στιγμή θριαμβευτικά οι δύο νέοι είχαν κατορθώσει ν’

αγγίξουν ο ένας το δάχτυλο του άλλου, μπροστά σε όλους, εκείνο το ζεστό,

Page 13: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

13

ανοιξιάτικο πρωινό, ευτυχισμένοι για εκείνη τη μικρή, αθώα εύνοια της τύχης:

ανάμεσα στα σιωπηλά ή αδιάφορα χαμόγελα όλων που έκαναν πως δεν έβλεπαν.

Τους είδε μπαίνοντας και η ντόνα Γκαμπριέλα. Αλλά η συγκαταβατική, σπλαχνική

σιωπή εκείνων των φτωχών ή ηλικιωμένων ή δυστυχισμένων ή άρρωστων ανθρώπων,

εκείνων των καλών, γεμάτων αγάπη ανθρώπων που έβλεπαν και με στοργή

συγχωρούσαν, έκαμψε και την οργή μες στη σκληρή καρδιά που δεν ήξερε ούτε να

προσεύχεται, ούτε να συγχωρεί.

ΙΙ

Καθισμένη στο δωμάτιό της, κοντά στο μπαλκονάκι, η Κιαρίνα προσπαθούσε

μάταια να ξεγελάσει την ανυπομονησία της αναμονής. Την ψυχή της την είχε

κυριεύσει μια βαθειά αναστάτωση. Προσπάθησε να προσευχηθεί μηχανικά λέγοντας

τις προσευχές του ροζάριου για να την βοηθήσει η Παναγία στη ζωή της, αφού εκείνη

η στιγμή ήταν αποφασιστική για κείνη, αλλά οι χάντρες του ροζάριου έμεναν

ακίνητες μέσα στα χέρια της και τα χείλη της παρέμεναν κλειστά στα ιερά λόγια της

προσευχής· έτσι το ροζάριο παρέμενε εγκαταλειμμένο στην ποδιά της. Για να

λευτερωθεί ο νους της προσπάθησε να δουλέψει λίγο με το βελονάκι, κάνοντας

κάποιες δαντέλες για τα έπιπλα από χρυσο-κίτρινο μπροκάρ του σαλονιού, δεν

μπόρεσε όμως να συνεχίσει ούτε αυτή την εργασία που την έκανε μηχανικά. Ο

χρόνος της φαινόταν ατέλειωτος εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα. Δε θα’ χαν

περάσει δυο ώρες τώρα που ο Τζιοβάνι Αφαϊτάτι βρισκόταν στο σπίτι, μες στο

σαλόνι μαζί με την ντόνα Γκαμπριέλα, προσπαθώντας να κάμψει το απάνθρωπο

πείσμα της μητριάς; Σίγουρα ήταν δυο ώρες και η Κιαρίνα, μόνη στο δωμάτιό της,

μην τολμώντας να μπει στο σαλόνι, μην τολμώντας να καλέσει κανένα, σε

υπερδιέγερση εξ αιτίας των φαντασιώσεών της και μες στη σιωπή και τη μοναξιά της

έστηνε το αυτί μήπως ακούσει κανένα βήμα, μήπως ακούσει καμία πόρτα να χτυπά

την ώρα που κλείνει. Τίποτα. Για πολύ καιρό, ενστικτωδώς , με τον αόριστο φόβο

ενός χειρότερου κακού, εμπόδιζε το Τζοβανίνο να μιλήσει με τη μητριά της. Ο νέος

όμως επέμενε, εκτιμώντας ότι εκείνος ήταν ο μοναδικός δρόμος σωτηρίας, και μια

μέρα, χωρίς να της το πει, έγραψε ένα γράμμα στη ντόνα Γκαμπριέλα, ζητώντας της

να συζητήσουν. Περίεργο, αλλά η μητριά δέχτηκε αμέσως και μάλιστα με ευγένεια.

Στις οχτώ το βράδυ οι δύο γυναίκες δειπνούσαν σιωπηλές. Τα γεύματά τους πάντα

ήταν σιωπηλά ή διακόπτονταν από καυγάδες.

«Ο αγαπητικός σου μου έγραψε» είπε ξαφνικά η ντόνα Γκαμπριέλα.

«Α!» έκανε η άλλη, προσπαθώντας να κρύψει το φόβο της. «Και τι θέλει;»

«Θέλει να μου μιλήσει. Θα’ ρθει αύριο».

Και πάλι έπεσε σιωπή. Η μητριά μίλησε απότομα , αλλά χωρίς θυμό·

φαινόταν σαν να μην επιθυμούσε περισσότερες ερωτήσεις. Η Κιαρίνα, με εγωισμό,

δεν είπε τίποτα άλλο. Πέρασε όμως μια ανήσυχη νύχτα, με έξαψη, ένα μισοΰπνι

γεμάτο όνειρα που έμοιαζαν με πραγματικότητα και πραγματικότητα που έμοιαζε με

όνειρο. Το κορίτσι πότε πάγωνε από έναν ανήκουστο φόβο, πότε η πιο γλυκιά ελπίδα

της πυρπολούσε την καρδιά. Δεν εύρισκε ησυχία. Όταν στις τρεις άκουσε το

κουδούνι έκανε σαν να ήθελε να διώξει τον Τζοβανίνο, σαν να ήθελε να του πει να το

σκάσει. Έμεινε όμως ακίνητη στην κάμαρά της, νικημένη από τον εκνευρισμό της

που δεν της επέτρεπε να κάνει τίποτα, ενώ ο χρόνος της φαινόταν αιωνιότητα. Μα τι

έλεγε, λοιπόν, τόσην ώρα ο Τζοβανίνο στην πεισματάρα μητριά; Ίσως εκείνη, όπως

ήταν προβλέψιμο δεν πείθονταν και τότε ο Τζοβανίνο μπορεί να την παρακαλούσε,

να την παρακαλούσε να μην κάνει δυστυχισμένες δυο καρδιές που αγαπιόνταν. Γιατί

να την παρακαλάει την απάνθρωπη; Η Κιαρίνα δεν θα την παρακαλούσε ποτέ, ποτέ·

Page 14: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

14

ήταν πολύ περήφανη κι θα προτιμούσε οποιονδήποτε πόνο από την ταπείνωση μιας

παράκλησης. Το κορίτσι κοίταζε στο δρόμο για να ηρεμήσει την έξαψή της, για να

νικήσει τις θλιβερές της σκέψεις. Κοίταζε στο στενό Γκρατέλε, όπου μια σιδερώτρια

σιδέρωνε μπρος στην πόρτα του μαγαζιού της, ενώ κάθε τόσο έδινε με μητρική

στοργή ένα σκούντημα με το πόδι σ’ ένα πανέρι από λυγαριά, όπου κοιμόταν το

μωρό της. Με το κούνημα εκείνο το μικρό έκλεινε τα μάτια και ηρεμούσε, ενώ η

μητέρα πίεζε με δύναμη το σίδερο επάνω σ’ ένα πουκάμισο που άχνιζε. Μια έντονη

μυρωδιά τοματοπολτού αναδυόταν από τα μπαλκόνια της ντόνα Πεπίνα Ρανάουντο.

Η νωθρή χοντρομπαλού έβγαινε κάθε τόσο στο μπαλκόνι και με μια κουτάλα

ανακάτευε τον πολτό που τον ξέραινε ο ήλιος του Ιουλίου. Ένα μεγάλο βούισμα από

μύγες στην ατμόσφαιρα και από το Σαν Τζιοβάνι της Καρμπονάρα η φωνή του

πωλητή λεμονιών που μελαγχολική διαλαλούσε τα φρέσκα λεμόνια του. Της Κιαρίνα

της φαινόταν ότι υπνοβατούσε. Ακουμπούσε το μέτωπο στις πράσινες γρίλιες του

παραθυρόφυλλου, χωρίς να βλέπει τι γινόταν κάτω στο δρόμο χωρίς ν’ ακούει τις

φωνές ή τις κουβέντες από τα αλητάκια, από τους πωλητές, από τα ζώα. Και κατά

παράδοξο τρόπο η αναστάτωσή της ήταν χωρίς ελπίδα: δεν της φαινόταν ότι από

εκείνη τη συνομιλία του Τζοβανίνο με τη ντόνα Γκαμπριέλα θα έβγαινε κάτι καλό.

Περίμενε με ανυπομονησία, αλλά περίμενε άσχημα πράγματα, δόλια, καινούργια

βάσανα για την αγάπη της. Δεν περίμενε τίποτα καλό από εκείνη τη γυναίκα. Όλη η

έχθρα της ενάντια στη μητριά της ξεπηδούσε πύρινη εξ αιτίας της διέγερσης στην

οποία βρισκόταν τα νεύρα της εδώ και είκοσι ώρες. Δεν είχε λάβει από εκείνη τη

γυναίκα ούτε μια ευεργεσία, ποτέ. Εκείνη ήταν η αιτία για όλα τα βάσανά της, για το

κλάμα της, για όλες τις μαύρες ώρες της ύπαρξής της· πώς μπορούσε τώρα να της

κάνει καλό; Περίμενε το κακό, αλλά ένα κακό άγνωστο, πρωτοφανέρωτο, ένα κακό

που δεν της έλαχε μέχρι τότε. Και ο φόβος κατάληξε να θριαμβεύσει πάνω σε όλα της

τα συναισθήματα. Μαζεμένη στην καρέκλα, με το κεφάλι κατεβασμένο στο στήθος,

με τα μάτια απλανή, περίμενε εκείνον τον άγνωστο κίνδυνο και τα λεπτά που

περνούσαν έφτασαν να της φαίνονται θανατηφόρα. Χαμηλόφωνα πίσω της μια φωνή

την κάλεσε:

«Ντόνα Κιαρίνα!»

«Τι θέλετε;» ρώτησε σα χαμένη την Καρμινέλα.

«Η μητέρα σας σας περιμένει στο σαλόνι».

Η Κιαρίνα κοίταξε τη θεούσα. Το πρόσωπό της είχε πρασινίσει περισσότερο

από το συνηθισμένο και στα λεπτά της χείλη είχε ζωγραφιστεί στεγνή η οργή της. Το

κορίτσι δεν απάντησε και δεν κινήθηκε.

«Ντόνα Κιαρίνα, η μητέρα σας σας θέλει στο σαλόνι».

«Είναι μόνη;» ρώτησε το κορίτσι.

«Όχι, κυρία. Έχει συντροφιά» απάντησε με κακία η θεούσα , «και σας θέλει».

«Εντάξει, πείτε της πως έρχομαι».

Μηχανικά η Κιαρίνα άγγιξε το ροζάριο, φίλησε μια μικρή, ξεθωριασμένη

φωτογραφία της μητέρας της, που την κρατούσε επάνω σ’ ένα τραπεζάκι, κοίταξε

μέσα στον καθρέφτη, χωρίς να βλέπει τον εαυτό της και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Η

ντόνα Γκαμπριέλα φορούσε μια άσπρη ρόμπα γεμάτη δαντέλες, που είχε αγοράσει

από την υπηρέτρια της δούκισσας Επισκόπιο, και καθόταν στο μεγάλο ντιβάνι από

κίτρινο μπροκάρ του σαλονιού. Η άσπρη ρόμπα την έκανε να φαίνεται τεράστια και

τόνιζε ακόμη περισσότερο το κοκκινο-καφετί χρώμα στα μάγουλά της. Η ντόνα

Γκαμπριέλα φορούσε στ’ αυτιά δύο υπέροχα μονόπετρα σκουλαρίκια και τα γυμνά,

παχιά της μπράτσα μέχρι σχεδόν τον αγκώνα, αλλά και τα χοντρά, κόκκινα , σχεδόν

πρησμένα, δάχτυλά της άστραφταν από βραχιόλια και δαχτυλίδια με πετράδια. Μια

Page 15: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

15

χοντρή χρυσή αλυσίδα μπερδευόταν με τις δαντέλες της ρόμπας επάνω στο στήθος

της και η βεντάλια, που την κουνούσε με τρόπο, δεν κατάφερνε να απαλύνει το

ζωηρόχρωμο του προσώπου της. Τα μάτια της ντόνα Γκαμπριέλα γυάλιζαν.

Επάνω σε μια μικρή κίτρινη πολυθρόνα, ντυμένος φτωχικά, αλλά με φυσική

κομψότητα, με τα όμορφα ξανθά, κατσαρά του μαλλιά, χλωμός, μα ήρεμος καθόταν

ο Τζοβανίνο Αφαϊτάτι. Και οι δύο φαίνονταν ήρεμοι και ικανοποιημένοι βλέποντας

την Κιαρίνα να πλησιάζει με αβέβαια βήματα, χωρίς να τους βλέπει, και με την

καρδιά της να χτυπά δυνατά μέσα στο στήθος.

«Έλα εδώ, Κιαρίνα μου» είπε η ντόνα Γκαμπριέλα με ασυνήθιστη γλυκύτητα.

Πάλι, χωρίς καμιά αιτία, την Κιαρίνα την κατέλαβε τρόμος και άρχισε να

τρέμει. Αλλά και ο Τζοβανίνο, κοιτάζοντάς την χαμογελαστός, την καλούσε να

πλησιάσει.

«Έλα εδώ, Κιαρίνα» επανέλαβε η μητριά πάλι με κάποια τρυφεράδα στη

φωνή.

Το κορίτσι πλησίασε σιωπηλά. Το μικρό, λεπτό και λευκό χεράκι που έτρεμε

από τον πυρετό χάθηκε μες στις κόκκινες, σχεδόν πρησμένες, χερούκλες της μητριάς.

«Θέλησα να σ’ ευχαριστήσω» είπε αργά η ντόνα Γκαμπριέλα, «αφού, καθώς

φαίνεται, είναι θέλημα του Θεού, και ο ντον Τζοβανίνο, εδώ, μου φαίνεται καλό

παλικάρι. Θέλω να σου συμπεριφερθώ καλύτερα και από μητέρα. Με τη βοήθεια του

Θεού, όταν έρθει η ώρα σας, θα παντρευτείτε. Φίλησέ με τώρα».

Επάνω στα ντελικάτα μάγουλα του κοριτσιού κόλλησαν ρουφηχτά τα χοντρά

χείλη της μητριάς. Και η Κιαρίνα έκανε πως πάει να τη φιλήσει, αλλά τα χείλη της

δεν κινήθηκαν και καυτά, σιωπηλά δάκρυα αυλάκωσαν το πρόσωπό της, το λαιμό, το

μπούστο της. Ο Τζοβανίνο ήρεμος, μακάριος κοίταζε τη μνηστή του.

«Να με λες μαμά» είπε η Γκαμπριέλα όλο τρυφερότητα στο κορίτσι.

Εκείνο δεν απάντησε και συνέχισε να κλαίει σιωπηλά.

«Να με λες μαμά» επανέλαβε, κλαίγοντας σχεδόν, ταπεινά.

«Μαμά, μαμά» ξέσπασε φωνάζοντας, μέσα από απελπισμένα αναφιλητά, το

κορίτσι.

Όταν η Καρμινέλα η θεούσα, μ’ εκείνα τα λεπτά, μελανά χείλη της που

τεντώνονταν όταν μιλούσε, και μ’ εκείνες τις λοξές και υποκριτικές ματιές της, πήγε

να προφτάσει τα νέα σε όλους τους ενοίκους του Σαντομπουόνο, στη μικρή πλατεία

των Αγίων Αποστόλων, στο στενό Γκραντέλε, παρά τον κοροϊδευτικό και

σαρκαστικό τόνο της φωνής της και τις ύπουλες και αόριστες επιφυλάξεις της, όλοι

ένιωσαν ικανοποίηση. Το διαρκές θέαμα εκείνου του σταθερού, ανίκητου αλλά και

άτυχου έρωτα είχε μαλακώσει τις καρδιές όλων των γειτόνων και τους έκανε να

αισθάνονται μεγάλη συμπόνια.

«Η ντόνα Γκαμπριέλα έπραξε άγια» είπε η καλοσυνάτη χοντρομπαλού Πεπίνα

Ρανάουντο, ενώ παζάρευε στο πλατύσκαλο ένα καλάθι ροδάκινα για ένα είδος

κονσέρβας που στη Νάπολη τη λένε περκοκάτα.

«Κανείς δεν είναι άγιος ενώπιον του Θεού» αντέτεινε η θεούσα φεύγοντας

σταυροκοπούμενη.

Όπου και αν πήγε όμως, και παρά τα υπονοούμενα και τη στριγκιά, ξινή φωνή

της, βρήκε τους ανθρώπους να χαμογελούν για το ευχάριστο γεγονός, για το γάμο

που έμελε να γίνει.

«Ακούστε, Καρμινέ» απάντησε η ντόνα Ορσολίνα, που τη βάραινε πλέον η

εγκυμοσύνη της μες στο καλοκαίρι, χωρίς λεφτά και χωρίς δυνάμεις για εργασία,

Page 16: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

16

«ακούστε, πρέπει να σας πω πως χαίρομαι, σαν να ήταν κόρη μου. Ο γάμος είναι

σκλαβιά, μάλιστα, αλλά όλες πρέπει να την περάσουμε…»

«Όχι όλες, όχι όλες» αντέτεινε με οξύτητα η θεούσα υπηρέτρια.

«Είναι τυχερά αυτά» μουρμούρισε συμβιβαστικά η ντόνα Ορσολίνα, που

ήθελε να τα’ χει καλά με όλους, «κάθε τόσο συμβαίνει…».

Ακόμη και οι ηλικιωμένες γεροντοκόρες του τρίτου ορόφου, οι αδελφές του

καθηγητή, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους, χαιρετώντας εγκάρδια τη Κιαρίνα πίσω

από τα κρύσταλλα των μπαλκονιών τους. Εκείνη χαμήλωνε το κεφάλι και κοκκίνιζε.

Όλοι όσους συναντούσε, τώρα πια, στις σκάλες, στην αυλή, στο δρόμο, συμμετείχαν

στη χαρά της χαιρετώντας την με θέρμη, δίνοντάς της μυστηριώδεις ευχές,

σφίγγοντάς της τα χέρια, αγκαλιάζοντάς την, ρωτώντας την πότε θα φάνε κουφέτα. Ο

ντον Βιντσέντζο και η ντόνα Έλια Μανέτα, μια μέρα, κάτω από την αψίδα της

εξώπορτας, ενώ η μητριά είχε προπορευθεί, την κράτησαν για λίγο και της

διηγήθηκαν πώς ήταν ο γάμος τους, ένας γάμος σε μεγάλη ηλικία, που εκείνοι τον

εξιστορούσαν σαν να ήταν ειδύλλιο και διέκοπταν ο ένας τον άλλο με παλιά, τρυφερά

πειράγματα. Ακόμη και ο αμαξάς της πριγκίπισσας του Σαντομπουόνο, χαιρετώντας

την μια μέρα με το καμουτσίκι του, με έναν αέρα ιπποτικής ευγένειας και με ένα

λεξιλόγιο όλο φιλοφρονήσεις, προσφέρθηκε να τη συνοδέψει ο ίδιος με το αμάξι του

στην εκκλησία και στο Δημαρχείο την ημέρα του γάμου της με τον Τζοβανίνο. Αλλά

και ο πονηρός νεωκόρος της ενορίας της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, μια

Κυριακή, στην είσοδο της εκκλησίας, είπε στην Κιαρίνα ότι είχε κάνει μία

παράκληση, χωρίς εκείνη να το ξέρει, για να είναι ευτυχισμένη με τη θέληση της

μητριάς της και τη χάρη του Θεού. Τέλος, και η σιδερώτρια ακόμη του στενού

Γκρατέλε, μια μέρα που είδε την Κιαρίνα να κάνει την εμφάνισή της στο μπαλκονάκι,

χτύπησε δυνατά το σίδερό της επάνω σ’ έναν γιακά πουκάμισου που άχνιζε και

φώναξε χαρούμενη:

«Αχ, έρωτα, έρωτα!»

Η Κιαρίνα αισθανόταν να την περιβάλει αυτό το κύμα τρυφερότητας κι

έσκυβε το κεφάλι συγκινημένη, αλλά δεν ήθελε να το δείχνει. Μέσα της ένιωθε

μεγάλη αναστάτωση ευτυχίας, όμως πάντα πικραμένης εξ αιτίας μιας ακατανίκητης

δυσπιστίας. Και όμως, όλα θα έπρεπε να έχουν τώρα πια μια γλυκύτητα για εκείνη. Ο

Τζοβανίνο Αφαϊτάτι, ως επίσημος αρραβωνιαστικός, μπορούσε να της γράφει όποτε

ήθελε και να λαβαίνει τις απαντήσεις της. Ερχόταν σπίτι το βράδυ της Πέμπτης και το

βράδυ της Κυριακής και έμενε τρεις ή τέσσερις ώρες. Εάν το κορίτσι έβγαινε, εκείνος

το μάθαινε και κανόνιζε να τον βρίσκουν στο δρόμο, τυχαία τάχα, οι δυο γυναίκες, τις

οποίες συνόδευε, χωρίς η ντόνα Γκαμπριέλα να κάνει παρατηρήσεις, όπου και αν

πήγαιναν· εάν οι δύο γυναίκες πήγαιναν στο θέατρο, εκείνος ήταν ο καβαλιέρος τους,

που κουβαλούσε την τσάντα με το φασαμέν, τις βοηθούσε να βγάλουν το παλτό και

το σάλι και καθόταν σεμνά στο βάθος του πάλκου. Στην πραγματικότητα η ντόνα

Γκαμπριέλα ήταν πάντα παρούσα σε όλες τις συνομιλίες των δύο ερωτευμένων, δεν

απομακρυνόταν ούτε μια στιγμή. Αυτή όμως ήταν η συνήθεια του τόπου κι έτσι δεν

πέρασε ποτέ από το μυαλό και των δύο να παραπονεθούν γι’ αυτό. Και τι πείραζε που

ήτανε παρούσα! Κάθονταν στην τραπεζαρία, γύρω από ένα τραπέζι οβάλ. Στη μέση

υπήρχε μια λάμπα με μεγάλο αμπαζούρ. Η Κιαρίνα δούλευε εντατικά το βελονάκι και

γιατί ήθελε να ηρεμήσουν τα χέρια της που έτρεμαν νευρικά. Η ντόνα Γκαμπριέλα,

πότε με μια ροζ ρόμπα, πότε με μια γαλάζια, πνιγμένη στα χρυσαφικά και στα μεγάλα

πετράδια, κουνούσε μια μεγάλη μαύρη βεντάλια που άστραφτε με τα ασημένια της

πουά. Ο Τζοβανίνο έστριβε τσιγάρα και τα κάπνιζε αργά, σιωπηλά. Ήταν πράγματι

βραδιές όλο γλύκα. Στη διάρκειά τους η Κιαρίνα ένιωθε να εξαφανίζεται εκείνη η

Page 17: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

17

αίσθηση πικρής δυσπιστίας, που της κατέστρεφε όλη τη χαρά. Το βλέμμα του

Τζοβανίνο την περιέβαλε μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο τρυφερότητα, η φωνή τού

Τζοβανίνο, που κάθε τόσο έσπαγε τη σιωπή, τη χάιδευε σαν αγαπημένη πνοή και

όταν εκείνος μιλούσε με την μπάσα φωνή του, την ξελογιάστρα, εκείνη σταματούσε

άθελά της το εργόχειρο, τα χέρια της μένανε ακίνητα και το αίμα ανέβαινε για να

δώσει έξαψη στα μάγουλά της. Η μητριά, από την πρώτη κιόλας μέρα που έδωσε τη

συγκατάθεσή της, συνέχισε να δείχνει μια ανέλπιστα ευγενική συμπεριφορά. Λες και

ο Τζοβανίνο Αφαϊτάτι είχε κάνει ξαφνικά και με μαγικό τρόπο να πάψει εκείνο το

βαθύ μίσος, εκείνη η βαθιά έχθρα που έστρεψε τη μία γυναίκα ενάντια στην άλλη, και

σαν η ίδια γοητεία να είχε νικήσει τη σκληρότητα της καρδιάς τής μιας και την

περηφάνια της καρδιάς της άλλης. Τα βράδια που ο Τζοβανίνο Αφαϊτάτι δεν είχε την

άδεια ν’ ανεβαίνει επάνω, οι δυο γυναίκες τα περνούσαν μαζί. Η Κιαρίνα όμως ήταν

πάντα λίγο νευρική και η ντόνα Γκαμπριέλα χασμουριόταν και ξεχνούσε να κουνήσει

τη βεντάλια για να κάνει να λάμπουν τα πετράδια της. Κάποια στιγμή τα βράδια ένα

γλυκό και απαλό σφύριγμα ακουγόταν από τη μικρή πλατεία των Αγίων Αποστόλων.

Η Κιαρίνα τιναζόταν.

«Να τος» μουρμούριζε, σα να μιλούσε στον εαυτό του το κορίτσι.

«Να τος» έλεγε φωναχτά η ντόνα Γκαμπριέλα.

Ήταν ο Τζοβανίνο που περνούσε εκείνη την ώρα και πήγαινε να ξεσκάσει

λίγο στο καφέ της Πόρτα Σαν Τζενάρο, που ήταν κάποτε περίφημο για τα παγωτά

του, τα καλύτερα της Νάπολης, και όπου σύχναζε ένα πλήθος αστών, υπαλλήλων και

μικροϊδιοκτητών, ιερέων και τζογαδόρων. Ο Τζοβανίνο σφύριζε για να τον ακούσουν

και το ερωτικό σφύριγμα σήμαινε:

«Εδώ είμαι, σ’ αγαπώ, μην το ξεχνάς!»

Η Κιαρίνα ήταν όλο αγωνία.

«Πού να πηγαίνει τώρα;» ρωτούσε μετά από λίγο η μητριά.

«Στο καφέ» απαντούσε το κορίτσι ήρεμα.

«Για να ξοδέψει χρήματα» μουρμούριζε η ντόνα Γκαμπριέλα.

Η Κιαρίνα την κοίταζε κατά πρόσωπο, χωρίς όμως να της λέει τίποτα. Μες

στο κορίτσι φώλιαζε ακέραια η παλιά της περηφάνια, διαφορετικά θα της έλεγε ότι ο

Τζοβανίνο δεν θα πήγαινε να ξοδέψει τα χρήματά του στο καφέ, εάν εκείνη, η μητριά,

του επέτρεπε ν’ ανεβαίνει επάνω συχνότερα τα βράδια. Δεν της το έλεγε, γιατί θα

έμοιαζε σαν να την παρακαλά για κάτι, τη μητριά, και δεν ήθελε να το κάνει με

κανένα τρόπο. Βέβαια, η μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις ευτυχισμένες ώρες που

περνούσε είχε τιθασεύσει μες στην καρδιά της Κιαρίνα την έντονα νεανική οργή που

αισθανόταν κατά της μητριάς, αλλά η θύμηση από τα βάσανα του πατέρα της, και

από τα δικά της βάσανα δεν είχε σβήσει ακόμη. Δεν ήθελε να της ζητήσει τίποτα,

αυτό ήταν όλο. Εάν είχε κρίνει άσχημα τη μητριά της, εάν υπήρξε άδικη προς αυτή τη

γυναίκα, θα άλλαζε ευχαρίστως γνώμη, ναι. Θα μπορούσε τότε να της ζητήσει και

κάποια χάρη. Έμενε όμως κλεισμένη στον εαυτό της, με το χαρακτήρα της που ήταν

ευαίσθητος, υπερβολικός, πεισματάρικος, ευκολοσυγκίνητος, αλλά που δεν ξεχνούσε

εύκολα. Η ντόνα Γκαμπριέλα έπληττε και με τη βεντάλια της χτυπούσε στο μπράτσο

της πολυθρόνας. Τέλος, απηυδισμένη από το σιωπηλό πρόσωπο της Κιαρίνα, όπου δε

διαγραφόταν καμία κίνηση, φώναζε την Καρμινέλα. Η υπηρέτρια λαγοκοιμόταν και

προσευχόταν στην κουζίνα.

«Έλα να πούμε τις προσευχές του άγιου ροζάριου» μουρμούριζε η ντόνα

Γκαμπριέλα, χωρίς να το κουνάει από την πολυθρόνα της, όπου είχε βυθιστεί.

Τότε η υπηρέτρια έπαιρνε μια καρέκλα, γονάτιζε καταγής, ακουμπούσε τους

αγκώνες επάνω στο ψαθί της καρέκλας κι έβαζε το πρόσωπο μες στις παλάμες και

Page 18: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

18

άρχιζε τις προσευχές. Η ντόνα Γκαμπριέλα άκουγε προσεχτικά κουνώντας λίγο τα

χείλη της, σαν να ψέλλιζε κι εκείνη τις λέξεις. Η Κιαρίνα σταματούσε το εργόχειρο,

ακουμπούσε το βελονάκι και την κλωστή επάνω στο μάρμαρο του μικρού τραπεζιού,

έβαζε το ένα χέρι εμπρός στα μάτια της σαν να ήθελε να συγκεντρωθεί στην

προσευχή.

«… fructus ventris tui, Jesu» κατέληγε μονότονα η προσευχή της θεούσας.

«Sancta Maria» συνέχιζαν τελειώνοντας το Ave οι δύο γυναίκες: η ντόνα

Γκαμπριέλα μεγαλόφωνα, η Κιαρίνα χαμηλόφωνα.

Όταν έφταναν στις ωραιότατες παρακλήσεις της Παναγίας, η Κιαρίνα

γονάτιζε κι εκείνη, ακουμπώντας στο κάθισμα, όπως και η υπηρέτρια Καρμινέλα.

Μόνο η ντόνα Γκαμπριέλα παρέμενε καθισμένη, αφού της ήταν πολύ δύσκολο να

γονατίσει εξ αιτίας του πάχους της, αλλά σαν από σεβασμό, έσκυβε λίγο. Καμιά

φορά, την ώρα που συνεχίζονταν οι παρακλήσεις, το σφύριγμα ακουγόταν πάλι από

την πλατεία των Αγίων Αποστόλων, γλυκό και απαλό. Ήταν ο Τζοβανίνο Αφαϊτάτι

που επέστρεφε από το καφέ, και πριν μπει στο σπίτι του, χαιρετούσε την αγαπημένη

του: «Είμαι εδώ και σ’ αγαπώ, μην το ξεχνάς!»

Μόνο οι ώμοι της Κιαρίνα, σκυμμένης στην προσευχή, φαίνονταν να

τρεμουλιάζουν. Η ντόνα Γκαμπριέλα σταματούσε τις παρακλήσεις, αφηρημένη. Και

η υπηρέτρια Καρμινέλα, που τα καταλάβαινε όλα αυτά, ανέβαζε τον τόνο της φωνής,

σαν να ήθελε να επιπλήξει, συγχυσμένη, και προσευχόταν λες και ξεστόμιζε βρισιές

κι έφευγε στο τέλος του ροζάριου, όλο θυμό, για να ξαναρχίσει τις προσευχές μόνη,

μες στην κουζίνα, επειδή οι προηγούμενες, με όλους εκείνους τους πειρασμούς, δεν

είχαν καμία αξία, κατά την άποψή της, ούτε για την ψυχή, ούτε για το σώμα.

Κι έτσι ο Τζοβανίνο Αφαϊτάτι άρχισε να έρχεται στο σπίτι της Κιαρίνα τρείς

φορές την εβδομάδα αντί για δύο και αυτό έγινε με φυσικό τρόπο προς μεγάλη

ανακούφιση του ερωτευμένου κοριτσιού, και χωρίς τις γκρίνιες της μητριάς. Ο

Τζοβανίνο συμπεριφερόταν καθώς πρέπει: μιλούσε λίγο, χαμηλόφωνα, ζητούσε

πάντα την άδεια για να καπνίσει, έδειχνε, ειδικά στη μητριά, τόση ευγένεια που

εκείνη η άγρια, χοντρή γυναίκα, ροζιασμένη και γεμάτη χρυσαφικά, έμοιαζε να είχε

μαγευτεί μαζί του. Τώρα, κάθε τόσο, ο Τζοβανίνο ένιωθε την ανάγκη να μιλά με την

Κιαρίνα για το μέλλον τους. Εκείνη τον άκουγε, μακάρια, λες και η πιο γλυκιά

μουσική χάιδευε τ’ αυτιά της. Πριν απαντήσει σήκωνε φοβισμένη το βλέμμα στη

μητριά της και έπειτα απαντούσε χαμηλόφωνα, πάντα φοβισμένα. Ένα βράδυ

μιλούσαν για τα προικιά, τα υφάσματα, τις μουσελίνες, για ό,τι χρειάζεται για το

ράψιμο στη μηχανή κάποιου πουκάμισου, κάποιου μεσοφοριού.

«Για ένα πουκάμισο κάνω δυο μέρες» υπολόγιζε η Κιαρίνα, παρασυρμένη

από τη συζήτηση, «για ένα μεσοφόρι, μία μέρα μόνο».

«Περισσότερο, περισσότερο» παρατηρούσε η μητριά επεμβαίνοντας.

«Πίστεψέ το, Κλάρα, χρειάζεται περισσότερος χρόνος» πρόσθετε

χαμογελαστός ο Τζοβανίνο, τινάζοντας τη λευκή στάχτη του τσιγάρου του.

Ωραίες συζητήσεις! Την άλλη μέρα η Κιαρίνα είδε έναν αχθοφόρο, που έκανε

τις χαμαλοδουλειές, να φέρνει στο σπίτι δύο μεγάλα τόπια υφάσματος, ένα με

λεπτότατο ύφασμα Ολλανδίας κι ένα άλλο με καλή μουσελίνα. Το κορίτσι,

τρισευτυχισμένο, ψηλαφούσε το ύφασμα για να δει τη λεπτότητά του, τσαλάκωνε τη

μουσελίνα για να φύγει η κόλλα και ξαφνικά χλόμιασε, όταν αντιλήφθηκε κάτι. Τα

τόπια έφεραν μια σφραγίδα, μια περίεργη σφραγίδα. Κατάλαβε αμέσως ότι

προέρχονταν από το ενεχυροδανειστήριο της μητριάς της. Χλόμιασε, έτρεμε. Εκείνα

τα υφάσματα ανήκαν σε δυστυχισμένους ανθρώπους, που τα έβαλαν ενέχυρο εξ

αιτίας της φτώχειας τους και που δεν μπόρεσαν ποτέ να τα πάρουν πίσω. Ένα ύφασμα

Page 19: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

19

και μια μουσελίνα ποτισμένα με δάκρυ και με αίμα, όπως τα έπιπλα της δυστυχίας,

που προέρχονταν από πλειστηριασμό, όπως οι κατσαρόλες της κουζίνας, που μπήκαν

ενέχυρο και δεν ανακτήθηκαν ποτέ, όπως τα ρούχα της ντόνα Γκαμπριέλα , όπως τα

πετράδια και το χρυσάφι που φορούσε η ντόνα Γκαμπριέλα. Δάκρυα και αίμα

φτωχών ανθρώπων , όπως όλα τα πράγματα. Κι επάνω σ’ αυτό έκανε την εμφάνισή

της η μητριά.

«Θα φτάσει;» ρώτησε ξεδιπλώνοντας το ύφασμα και τη μουσελίνα για να τα

δει κόντρα στο φως.

«Νομίζω… νομίζω πως θα φτάσει» ψιθύρισε το κορίτσι σαστισμένο. Κατόπιν,

με μεγάλη προσπάθεια, πρόσθεσε: «Ευχαριστώ!»

«Έλεγα, εάν δεν φτάσει έχω και άλλα υφάσματα, μουσελίνες, λινά, τόσα

τόπια. Το ενεχυροδανειστήριο είναι γεμάτο· αυτοί οι κουρελήδες δεν κάνουν άλλο

από το να βάζουν ενέχυρα. Καλό υλικό όμως. Ας το μετρήσουμε, λοιπόν».

Κι άρχισαν να μετρούν, σιωπηλά. Η Κιαρίνα ένιωθε έναν πόνο στην καρδιά,

αγιάτρευτο. Το βράδυ, όταν ήρθε ο Τζοβανίνο, ήταν πιο σιωπηλή απ’ το

συνηθισμένο, αλλά η μητριά, για να θαυμάσουν τη μεγαλοψυχία της, είπε να φέρουν

το ύφασμα και τη μουσελίνα, από τα οποία είχε ήδη κοπεί ένα κομμάτι. Ο Τζοβανίνο

θαύμασε την ποιότητα, ρώτησε για την αξία και τέλος ρώτησε και τη μνηστή του:

«Κιαρίνα, ευχαρίστησες την καλή μας μητέρα για το υπέροχο δώρο που μας

έκανε;»

«Την ευχαρίστησα» ψιθύρισε το κορίτσι, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το

εργόχειρό της.

«Σας ευχαριστώ κι εγώ, όμορφη μητερούλα μας» είπε ο Τζοβανίνο με την

ξελογιάστρα του φωνή. Η ντόνα Γκαμπριέλα έκανε αέρα με την βεντάλια, εκστατική.

Κατόπιν την φώναξαν και βγήκε από το δωμάτιο. Και η Κιαρίνα, χαμηλόφωνα, είπε

γρήγορα στον Τζοβανίνο:

«Το ξέρεις ότι είναι υφάσματα από το ενεχυροδανειστήριο;»

«Και λοιπόν;» έκανε εκείνος έκπληκτος.

«Πράγματα που έχουν μπει ενέχυρο, σου λέω» ξαναείπε αγανακτισμένη.

«Καταλαβαίνω. Και τι πειράζει;» επανέλαβε εκείνος ήρεμα.

Το κορίτσι ένιωσε βαθύ πόνο εκείνη τη στιγμή, αλλά μπήκε η μητριά και δεν

τόλμησε να πει τίποτε άλλο. Όλοι οι ένοικοι την επόμενη μέρα μιλούσαν για τη

γενναιοδωρία της ντόνα Γκαμπριέλα που ετοίμαζε για την Κιαρίνα προικιά αντάξια

της κόρης μιας πριγκίπισσας. Το κορίτσι όμως, απογοητευμένο, αποκαρδιωμένο δεν

μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Αποκοιμήθηκε άσχημα τα ξημερώματα και

της φάνηκε στο όνειρό της ότι φορούσε ένα φανταστικό πουκάμισο καμωμένο από

δάκρυα, ένα φανταστικό μεσοφόρι από αίμα… και ότι η ντόνα Γκαμπριέλα και ο

Τζοβανίνο γελούσαν γι’ αυτό, γελούσαν πολύ. Χρειάστηκαν πολλές μέρες για να

ξεπεράσει τους δισταγμούς της, αλλά η απογοήτευση παρέμεινε μες στην καρδιά της

και της προκαλούσε πόνο. Τώρα δούλευε στη ραπτομηχανή και τα βράδια. Ο

ρυθμικός χτύπος του γραναζιού αποσπούσε την προσοχή της από κάποιες

ενοχλητικές σκέψεις. Μερικές φορές ήταν τόσο απορροφημένη στην εργασία της,

που δεν πρόσεχε καν τις συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους η μητριά και ο Τζοβανίνο.

Εκείνος μιλούσε στη μεγαλόσωμη γυναίκα, που ήταν ντυμένη με νεανική επιτήδευση,

με σεβασμό που την κολάκευε και έπαιρνε ύφος προσεκτικού ακροατή, όταν την

άκουγε, έτσι που να το παίρνει επάνω της η χοντρή, κορδωμένη και

αναψοκοκκινισμένη γυναίκα. Όταν όμως η Κιαρίνα σήκωνε το βλέμμα, ο Τζοβανίνο

κοίταζε την αρραβωνιαστικιά του με τέτοια τρυφερότητα, που την έκανε να λιώνει

από έρωτα· της μιλούσε με τόση γλύκα, που εκείνη σταματούσε το εργόχειρο,

Page 20: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

20

νικημένη, και η ραπτομηχανή έπαυε. Τώρα συζητούσαν συχνά για το μελλοντικό

σπιτικό τους: ο Τζοβανίνο, δηλαδή, έκανε το σχέδιο μιας όμορφης κρεβατοκάμαρας,

με ένα μεγάλο κρεβάτι μπρούντζινο που άστραφτε, φτιαγμένο επί τούτου από τον

Άντζελο Πέσε, με μια ντουλάπα σκαλιστή από μαόνι και ένα μεγάλο κρυστάλλινο

καθρέφτη για να καθρεφτίζονται εκεί μέσα.

«Χρειάζεται και μία τουαλέτα από μαόνι με γκρίζο μάρμαρο» συμβούλευε

μητρικά η ντόνα Γκαμπριέλα.

«Και μια τουαλέτα, φυσικά, και μία όμορφη ξαπλωτή πολυθρόνα στα πόδια

του κρεβατιού, επειδή έτσι συνηθίζεται τώρα» πρόσθετε ο Τζοβανίνο.

Όταν άκουγε αυτά τα ευχάριστα σχέδια η Κιαρίνα, που αγαπούσε όλο και

περισσότερο τον Τζοβανίνο, χανόταν μέσα στα πιο χαρούμενα όνειρα. Η μέρα του

γάμου αντιπροσώπευε για εκείνη την απελευθέρωση, τη φυσική λησμονιά του

πονεμένου παρελθόντος, την αρχή μιας νέας, ήρεμης ζωής, κοντά στον αγαπημένο

της, οι δυο τους, ολομόναχοι, πιασμένοι χέρι-χέρι, στη χαρά και στη λύπη. Θα ήταν

ελεύθερη, ελεύθερη πλάι του, για πάντα, με το θάνατο μόνο να τους χωρίσει

σωματικά, ενωμένοι όμως και στον άλλο κόσμο, αφού εκείνη πίστευε. Αχ και να

ερχόταν σύντομα εκείνη η μέρα που θα έφευγε από το σπίτι, όπου είχε τόσο πολύ

υποφέρει, για να πάει με το σύζυγό της στο σπίτι τους, όπου θα ήταν η ευτυχέστερη

όλων των γυναικών. Αυτά ονειρευόταν το αθώο, ερωτευμένο κορίτσι, αλλά ένα

βράδυ, ενώ ο Τζοβανίνο μιλούσε για ένα όμορφο εικόνισμα της Παναγίας της

Κοιλάδας της Πομπηίας, που θα το κρεμούσαν στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας, η

Κιαρίνα σταμάτησε το εργόχειρο και τόλμησε να ρωτήσει:

«Και το σαλόνι;»

«Ποιο σαλόνι;» μπήκε στη μέση έκπληκτη η μητριά.

«Το σαλόνι που θα δεχόμαστε» είπε τρέμοντας σχεδόν το κορίτσι.

«Δεν σας φτάνει το δικό μου; Είναι ωραίο, νομίζω, όλο κίτρινο μπροκάρ,

φαίνεται καινούργιο. Εγώ δε δέχομαι κανένα, θα είναι πάντα στη διάθεσή σας».

«Α!» έκανε το κορίτσι.

Χάθηκε το γλυκό όνειρο της ελευθερίας, της μοναξιάς, χάθηκε για πάντα,

κακόβουλα. Ο Τζοβανίνο, με χαμηλωμένο το βλέμμα, σιωπούσε. Η μητριά εκείνο το

βράδυ δεν το κούνησε από την πολυθρόνα της. Το κορίτσι δούλευε με ένταση, λίγο

νευρικό, έκοβε συχνά την κλωστή και έσπαγε τη βελόνα της ραπτομηχανής. Όταν ο

Τζοβανίνο σηκώθηκε να φύγει, σηκώθηκε κι εκείνη με αποφασιστικότητα και τον

συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Εκεί έξω τον κράτησε. Ήταν μόνοι. Το φεγγάρι

φώτιζε το πλατύσκαλο, τις σκάλες και την αυλή.

«Κατάλαβες τι είπε η μητριά;» ρώτησε εκείνη, παίζοντας με το λουκέτο της

πόρτας.

«Τι είπε;» έκανε εκείνος σαν ενοχλημένος.

«Ότι δεν χρειαζόμαστε σαλόνι. Ότι θα μείνουμε μαζί της».

«Έτσι φαίνετα黨.

«Και γιατί;»

«Επειδή δεν έχουμε χρήματα, κορίτσι μου» είπε εκείνος, χαϊδεύοντάς της

απαλά τα μαλλιά.

Εκείνη του ξέφυγε.

«Πρέπει, λοιπόν, να ζήσουμε με την ελεημοσύνη της;»

«Ποια ελεημοσύνη! Είναι η μητέρα, έχει χρήματα και δεν ξέρει τι να τα κάνει.

Έχει μόνο εσένα και είναι υποχρεωμένη να σε συντηρεί».

«Πρέπει να δουλέψεις, Τζιακομίνο. Εσύ πρέπει να με συντηρείς. Ένα ξερό

κομμάτι ψωμί μου φτάνει, αλλά από σένα, όχι από εκείνη, Τζιοβάνι».

Page 21: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

21

«Θα το κάνω, κορίτσι μου, θα το κάνω. Θα προσπαθήσω να βρω δουλειά, να

κερδίσω χρήματα. Προς το παρόν, καταλαβαίνεις… είναι δύσκολο να βρω. Θα κάνω

ό, τι μπορώ όμως».

«Υποσχέσου μου ότι θα βρεις δουλειά» είπε εκείνη ικετευτικά.

«Σου το υπόσχομαι. Αλλά στην αρχή θα είναι δύσκολο· θα πρέπει να

βολευτούμε εδώ. Θα περάσουμε καλά, θα δεις…».

«Μετά όμως, τουλάχιστον μετά, υποσχέσου μου πάλι ότι μετά θα φύγουμε,

ότι δεν θα ζούμε από την ελεημοσύνη της» τον ικέτεψε εκείνη.

«Μην λες τέτοιες κουβέντες, μην υπερβάλλεις. Είσαι λίγο παράξενη εσύ.

Όταν δεν υπάρχουν χρήματα, πρέπει να είμαστε λογικοί. Σου υπόσχομαι ό, τι θέλεις,

ησύχασε».

Χώρισαν ταραγμένοι. Η ντόνα Γκαμπριέλα στεκόταν όρθια μες στην

τραπεζαρία, σαν να περίμενε με ανυπομονησία την επιστροφή της προγονής της.

«Άργησες» είπε μόνο, κάπως συνοφρυωμένη.

«Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε» είπε η άλλη, ξεσπώντας σε δάκρυα.

Κι εκείνα τα δάκρυα της απέμειναν στην καρδιά, παρά το ξέσπασμα. Δεν

μπορούσε να συμβιβασθεί με την ιδέα ότι έπρεπε να ζήσει στο σπίτι της μητριάς, να

τρώει το ψωμί που εκείνη της έδινε σαν ελεημοσύνη, που τόσες φορές της είχε

πετάξει κατά πρόσωπο ότι την ελεούσε. Δεν μπορούσε να το ανεχθεί γι’ αυτή την

ίδια, για τον Τζοβανίνο, για την περηφάνια της καινούργιας τους οικογένειας. Και

στο μεταξύ, όπου κι αν πήγαινε άκουγε να λένε τα καλύτερα λόγια για την καλοσύνη

της ντόνα Γκαμπριέλα, μιας άγιας γυναίκας, η οποία, αφού προίκισε την προγονή της

σαν να’ τανε πριγκίπισσα, τώρα της προετοίμαζε ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα,

παραχωρώντας της, ούτε λίγο, ούτε πολύ, το σαλόνι της με το χρυσοκίτρινο μπροκάρ.

Ναι, αλλά αυτά δεν την παρηγορούσαν την Κιαρίνα. Κι έτσι κάθε βράδυ με αγωνία

ρωτούσε τον Τζοβανίνο εάν έψαξε να βρει δουλειά, εάν έκανε τις σχετικές ενέργειες.

Εκείνος της απαντούσε αόριστα για κάποια θέση στους σιδηροδρόμους, αλλά έπρεπε

να έχει γνωριμίες με κάποιους που να ξέρουν το γενικό διευθυντή, για κάποιον

διαγωνισμό στον δημοτικό φωτισμό, ως μόνιμος υπάλληλος, αλλά έπρεπε να γνωρίζει

το δήμαρχο και τον επικεφαλής του τμήματος. Τα λόγια του της έδιναν μια αόριστη

ικανοποίηση για λίγο, αλλά μετά καταλάβαινε ότι δεν έψαχνε στα σοβαρά, ότι της

έλεγε λόγια, για να την παρηγορεί και να την ξεγελά. Κι εκείνη επέμενε, επέμενε με

αγωνία, μέχρι που εκείνος σήκωνε τους ώμους αδιάφορα, σαν θυμωμένος. Αντίθετα,

εκείνος τώρα μιλούσε συχνά για υποθέσεις με τη μητριά της Κιαρίνα: στην αρχή της

έκανε προσεκτικές ερωτήσεις, σαν να είχε να κάνει με άσχετα πράγματα κι εκείνη

του απαντούσε αόριστα. Αργότερα όμως και σιγά σιγά εκείνη άρχισε να αποκαλύπτει

με περισσότερη σαφήνεια τις δραστηριότητές της και να του λέει πόσεις σχέσεις είχε

με το σκοτεινό και αποκρουστικό κόσμο του ενέχυρου. Η Κιαρίνα άκουγε έκπληκτη.

Μερικές φορές κοίταζε τον Τζοβανίνο έντρομη, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν

πράγματι εκείνος, κι όχι κάποιος άλλος, που κουβέντιαζε για εκείνα τα απαίσια

πράγματα.

«Το γραφείο» έλεγε η ντόνα Γκαμπριέλα, όταν ήθελε ν’ αναφερθεί στο

ενεχυροδανειστήριο.

«Το γραφείο» επαναλάμβανε ο Τζιοβανίνο, όταν ήθελε κι εκείνος να μιλήσει

για το ενεχυροδανειστήριο, με ύφος μυστηριώδους συντριβής.

Δεν τολμούσαν ακόμη να το αποκαλέσουν με το αποκρουστικό του όνομα.

Τώρα πλέον κουβέντιαζαν γι’ αυτό κάθε βράδυ, για πολλή ώρα, παρά το πονεμένο

ύφος που έπαιρνε το πρόσωπο της Κιαρίνα, κάθε φορά που ξεκινούσαν αυτή τη

συζήτηση. Η ντόνα Γκαμπριέλα παραπονιόταν με πίκρα ότι εκείνες οι στρίγγλες οι

Page 22: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

22

γυναίκες, εκείνες που της κουβαλούσαν πράγματα για ενέχυρο για λογαριασμό

τρίτων, που ντρέπονταν, ζητούσαν πολλά μεσιτικά, μία λιρέτα για κάθε δέκα λιρέτες.

«Κι έπειτα, αυτές οι σιχαμένες, τι δουλειά κάνουν;» κατέληγε η ντόνα

Γκαμπριέλα σχεδόν θυμωμένη, «περιμένουν τον ντροπαλό φουκαρά που δεν έχει το

θάρρος να μπει στο γραφείο, του παίρνουν απ’ το χέρι, όμορφα και καλά, το ρολόι, ας

πούμε, και γι’ αυτό τους τον κόπο και μόνο παίρνουν, για παράδειγμα, τρεις λιρέτες

στις τριάντα…»

«Σωστή μαφία» επιδοκίμαζε ο Τζιοβανίνο, με την ελκυστική του φωνή.

«Και δεν υπάρχει γιατρειά, καταλαβαίνετε! δεν υπάρχει γιατρειά. Να σας πω·

κι εγώ το έκανα στην αρχή αυτό το επάγγελμα της μικροενεχυροδανείστριας,

απαλλάσσοντας πολύ κόσμο από την ντροπή να μπει στο γραφείο, το έκανα όμως

πάντα έντιμα, παίρνοντας μισή λιρέτα στις δέκα. Με τη βοήθεια του Θεού, με την

προστασία της Παναγίας, είχα πολλή δουλειά κι έτσι κέρδιζα το ίδιο!...»

«Πάντα υπήρξατε μία σπουδαία, καλή γυναίκα!» θαύμαζε ο Τζιοβανίνο

κοιτώντας την συγκινημένος, εκστατικός.

Η Κιαρίνα έτρεμε κάθε τόσο, σαν να άκουγε πράγματα ανυπόφορα, αλλά

κατόπιν το μυαλό της μπερδευόταν και δεν άκουγε πια, παρά μόνο ένα αόριστο

θόρυβο από λέξεις, και ένιωθε έναν πόνο, χωρίς να την τρυπάει τίποτα, έναν πόνο

βουβό, αλλά συνεχόμενο. Ένα βράδυ, για να εξηγήσει στον Τζακομίνο μερικά

πράγματα, η ντόνα Γκαμπριέλα βγήκε από το δωμάτιο για να πάρει τα βιβλία του

ενεχυροδανειστηρίου. Οι αρραβωνιασμένοι έμειναν μόνοι:

«Γιατί το κάνεις αυτό, Τζοβανίνο, γιατί το κάνεις;» ρώτησε με κομμένη την

ανάσα το κορίτσι, εντελώς χαμένο.

«Όλα πρέπει να τα γνωρίζει κανείς» είπε εκείνος ήρεμα, τινάζοντας τη στάχτη

από το τσιγάρο του. Εκείνη δεν πρόβαλε αντίρρηση. Είχε απάνω της απόλυτη ισχύ,

τον λάτρευε σαν Θεό, σαν Θεό όμως που θα μπορούσε να την κάνει το ίδιο να κλαίει

και να γελά. Υπέφερε εξ αιτίας του, αλλά, υπάκουη και τιθασευμένη, δεν του

πρόβαλε αντιρρήσεις. Όλο το βράδυ, σκυμμένοι επάνω στα μεγάλα, βρόμικα βιβλία,

η ντόνα Γκαμπριέλα και ο Τζοβανίνο μελετούσαν τα φρικτά κόλπα χάρη στα οποία ο

ενεχυροδανειστής έχει πάντα σίγουρα τα λεφτά του, απαιτεί ένα διάφορο πραγματικά

απάνθρωπο και καταλήγει να ιδιοποιείται ένα αντικείμενο το οποίο έχει τρεις φορές

την αξία που πληρώνει ο ενεχυροδανειστής· τα φρικτά κόλπα χάρη στα οποία είναι

πάντα αδύνατο για κάποιον που έχει βάλει κάτι σαν ενέχυρο να το ανακτήσει κάποτε.

«Στο ογδόντα τοις εκατό των περιπτώσεων το αντικείμενο μένει σίγουρα σ’

εμάς» κατέληξε θριαμβευτικά η ντόνα Γκαμπριέλα, κλείνοντας το χοντρό, βρόμικο

βιβλίο της.

«Ωραία, πολύ ωραία» ψιθύρισε ο Τζοβανίνο συλλογισμένος.

Και παρά τα ικετευτικά βλέμματα της αρραβωνιαστικιάς του, ζήτησε από τη

ντόνα Γκαμπριέλα να του δανείσει εκείνα τα βιβλία, για την επόμενη μέρα μόνο, που

ήταν Κυριακή και δεν τα χρειαζόταν. Ήθελε να τα μελετήσει, έβλεπε καινούργια

πράγματα, αυτός, και ίσως μπορούσε να της δώσει καμιά καλύτερη συμβουλή. Όταν,

φεύγοντας, έσφιξε το χέρι της αρραβωνιαστικιάς του, το βρήκε παγωμένο.

«Τι έχεις, Κιαρίνα;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Υποφέρω, με κάνεις και υποφέρω» απάντησε εκείνη σχεδόν λιπόθυμη.

«Μην είσαι ανόητη. Άσε με, θα δεις».

Από εκείνη τη στιγμή όμως οι ερωτικοί τους διάλογοι ήταν συντομότατοι.

Όλο το βράδυ – τώρα ο Τζιοβανίνο ερχόταν κάθε βράδυ, χωρίς να του κάνει καμία

παρατήρηση η μητριά – περνούσε με κουβέντες για το ενεχυροδανειστήριο, για τα

ενέχυρα, για το διάφορο, για την καρτέλα, για το κουτάκι, για το οποίο πλήρωναν

Page 23: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

23

άλλα δικαιώματα, όλη τέλος πάντων εκείνη η πένθιμη λατανία των πένθιμων λέξεων

που περιγράφουν το μαρτύριο των φτωχών ανθρώπων. Ο Τζοβανίνο μιλούσε για όλα

αυτά με άνεση, χωρίς να αισθάνεται αηδία. Τα κατάλαβε αμέσως όλα, γινόταν

ειδικός, έδινε πρακτικές συμβουλές. Η ντόνα Γκαμπριέλα τον κοίταζε με βλέμμα

τρυφερό. Και χωρίς να πει τίποτε ο Τζοβανίνο μια μέρα γύρω στις δέκα πήγε στα

κρυφά στο ενεχυροδανειστήριο, όπου στρογγυλοκαθόταν η ντόνα Γκαμπριέλα κι

έμεινε εκεί έως τις δώδεκα. Κατέληξε να πηγαίνει εκεί κάθε μέρα, αλλά κρυφά από

την καημένη, την αθώα Κιαρίνα, και γινόταν αυτός, ο Τζοβανίνο, με το γοητευτικό

βλέμμα και τη γλυκιά φωνή, γινόταν τόσο άσπλαχνος κερδοσκόπος, τόσο λεπτολόγος

και άρπαγας χρημάτων, μισής λιρέτας, μιας λιρέτας, που η ντόνα Γκαμπριέλα ένιωθε

τρισευτυχισμένη. Τώρα, για να πάει στο ενεχυροδανειστήριο η χοντρή

ενεχυροδανειστήρια, φορούσε τα καλύτερα ρούχα, τα πιο εντυπωσιακά καπέλα,

σφιγμένη μέχρι λιποθυμίας στο μπούστο της, κουβαλούσε επάνω της χρυσαφικά

αξίας τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων λιρετών και είχε αγοράσει και κραγιόν Rossetter

για να βάφεται. Η Κιαρίνα την έβλεπε να βγαίνει κάθε πρωί και την παρακολουθούσε

με το βλέμμα, κυριευμένη από ένα αθέλητο τρέμουλο φόβου. Καμιά φορά νευρική,

αναστατωμένη, χωρίς να ξέρει το γιατί, την περίμενε στο παράθυρο όλο

ανυπομονησία, στις δύο το απόγευμα. Πράγματι, την είδε μια μέρα, από το μπαλκόνι

του σαλονιού που έβλεπε στην πλατεία, να επιστρέφει συνοδευόμενη από τον

Τζοβανίνο. Σαν κάτι να την χτύπησε και έκανε πίσω, χωρίς όμως να

συνειδητοποιήσει ακόμη τι.

Η μητριά ανέβηκε μόνη: «Συνάντησα τον Τζοβανίνο» είπε αμέσως, «και του

ζήτησα να με συνοδεύσει λιγάκι».

«Α!» έκανε η άλλη.

Το βράδυ όμως αποκαλύφθηκε το μυστικό της εργασίας του Τζοβανίνο στο

ενεχυροδανειστήριο, όταν η μεγαλόσωμη και χοντρή ενεχυροδανείστρια είπε

γελώντας στον αρραβωνιαστικό της προγονής της:

«Θυμόσατε, Τζοβανίνο, εκείνον που ήθελε να βάλει ενέχυρο το ρολόι από

νίκελ;»

«Εάν δεν ήμουν εγώ, θα τα κατάφερνε» απάντησε χωρίς να τα χάσει ο

Τζοβανίνο, αλλά δε γύρισε να κοιτάξει την Κιαρίνα.

«Είναι αλήθεια, είδα πόσο ικανός είστε, γεννηθήκατε για να γίνετε

ενεχυροδανειστής».

Το κορίτσι σηκώθηκε ξαφνικά και βγήκε από το δωμάτιο. Οι δυο τους

κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλοί. Ο πρώτος που μίλησε, χωρίς να δίνει σημασία, ήταν

ο Τζοβανίνο, αλλά κάθε τόσο η φωνή του σα να τρεμούλιαζε. Η Κιαρίνα δεν

εμφανιζόταν.

«Καρμινέλα, τι κάνει η Κιαρίνα;» ρώτησε η ντόνα Γκαμπριέλα στην

υπηρέτρια, που κάλεσε.

«Κάνει προσευχές» απάντησε ξερά η θεούσα κοιτάζοντας με μια μόνο

βλοσυρή ματιά και τους δύο και βγήκε από το δωμάτιο.

Μετά από λίγο, ωστόσο, η Κιαρίνα έκανε πάλι την εμφάνισή της. Στάθηκε

στην πόρτα του δωματίου:

«Μητέρα!» είπε, με φωνή αρκετά αλλοιωμένη, «μητέρα!»

«Τι είναι;»

«Επιτρέπετε να πω δυο λόγια στον Τζοβανίνο;»

«Ευχαρίστως».

«Με συγχωρείτε, ιδιαιτέρως. Θα ήθελα να έρθει εδώ».

Page 24: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

24

«Δεν μπορείς να τα πεις μπροστά της;» είπε ο Τζοβανίνο, προσπαθώντας ν’

αποφύγει τη συζήτηση.

«Με συγχωρείς, Τζοβανίνο, αλλά δεν μπορώ. Με συγχωρείτε, μητέρα, αλλά

πρέπει να του μιλήσω ιδιαιτέρως» είπε κάπως συγκινημένη η Κιαρίνα.

«Πηγαίνετε, πηγαίνετε, Τζοβανίνο. Μην της χαλάτε το χατίρι» είπε η ντόνα

Γκαμπριέλα με προστατευτικό ύφος μητέρας.

«Στις διαταγές σας», είπε εκείνος με μια υπόκλιση.

Η Κιαρίνα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε έξω, στη μικρή βεράντα, στη

βεράντα με το ανοιχτό πηγάδι, όπου είχαν κάνει τόσες τρυφερές κουβέντες , όταν η

αγάπη τους ήταν υπό διωγμό. Ήταν πυκνό σκοτάδι και μια δροσιά ανέβαινε μέσα από

το ανοιχτό πηγάδι. Στέκονταν ανάμεσα στις τριχιές που κάλυπταν όλο το έδαφος.

Κάτω, στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου η υπηρέτρια της όμορφης χοντρομπαλούς,

της ντόνα Πεπίνα Ρανάουντο, τραβούσε επάνω με κόπο έναν κουβά νερό, κάτω από

το αμυδρό φως ενός κεριού, και σιγοτραγουδούσε. Η Κιαρίνα έσφιγγε ακόμη

σπασμωδικά το χέρι του αρραβωνιαστικού της:

«Με τι καρδιά το έκανες αυτό;» ρώτησε ασθμαίνοντας.

«Τι έκανα;»

«Πώς μπορείς να κάνεις κι εσύ, ακόμη κι εσύ, αγάπη μου, μια τόσο

ξεδιάντροπη δουλειά, μια δουλειά τόσο απάνθρωπη;»

«Τα παραλές, Κιαρίνα».

«Δεν ξέρεις ότι αυτό είναι ένα επάγγελμα που βασίζεται επάνω στα δάκρυα

και στο αίμα; Δεν ξέρεις ότι όλοι μάς μισούν γι’ αυτό και ότι οι κατάρες των

κακόμοιρων ανθρώπων θα μας φέρουν συμφορά;»

«Υπερβολές»

«Δεν ξέρεις ότι θα πεθάνω από ντροπή;»

«Δεν πεθαίνει κανείς από μικροπράγματα» ψιθύρισε εκείνος χαμογελώντας,

στο σκοτάδι.

«Αγάπη μου, αγάπη μου» φώναξε εκείνη πλέκοντας τα χέρια, «Πώς μπορείτε

να το κάνετε αυτό, αφού μ’ αγαπάτε;»

«Ηρέμησε, Κλάρα, ηρέμησε» έκανε εκείνος τρομαγμένος.

Και της πήρε τα χέρια μες στο σκοτάδι, τα χάιδεψε, της είπε χαμηλόφωνα

λόγια αόριστα, σαν να ήθελε να ναρκώσει τον πόνο της. Εκείνη άκουγε τρέμοντας

και σιγά σιγά ανακουφιζόταν. Άρχισε τώρα να της λέει πράγματα πιο πρακτικά, πιο

θετικά.

«Κορίτσι μου, εσύ η ίδια μου ζήτησες να βρω δουλειά, για να μη ζούμε με την

ελεημοσύνη της μητριάς σου. Έψαξα, το ξέρεις, έψαξα πολύ, δεν βρήκα όμως τίποτε.

Όλα είναι θέμα τύχης, γνωριμιών. Έπειτα, τόσος κόσμος, ικανότερος από εμένα μένει

στο πεζοδρόμιο. Εγώ δεν βρήκα τίποτα. Σκέφτηκα, λοιπόν, να φανώ χρήσιμος στη

μητριά σου. Νομίζεις πως δεν μου κόστισε; Υπέφερα, αλλά το άντεξα, για την αγάπη

σου, για να μη σ’ αφήσω να ζεις από την ελεημοσύνη…».

Εκείνη έκλαιγε με λυγμούς μες στο σκοτάδι.

«Μην κλαις, Κλάρα, δεν υπάρχει λόγος να κλαις. Βέβαια δεν είναι ένα καλό

επάγγελμα, αλλά για χάρη σου θα έκανα το παν. Και η μητριά σου, πίστεψέ με, είναι

μια καλή γυναίκα. Συμπεριφέρθηκε άψογα μαζί μας. Τι παράπονο έχεις; Κορίτσι

μου, το συμφέρον της είναι και δικό μας συμφέρον. Θα την κληρονομήσουμε στο

τέλος, χαζούλα μου· κατάλαβέ το, καλή μου. Και στο κάτω κάτω, εάν υπάρχουν

άνθρωποι που έχουν ανάγκη να βάλουν κάτι ενέχυρο, κάποιος πρέπει να τους

διευκολύνει, έτσι δεν είναι;»

«Μη λες τέτοια πράγματα» ψιθύρισε εκείνη, εξαντλημένη.

Page 25: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

25

«Δεν λέω. Δεν μπορείς όμως, καρδιά μου, να με κατηγορήσεις επειδή

ενδιαφέρομαι για τα συμφέροντά μας. Ξέρεις τι φοβάμαι μόνο; Μήπως παντρευτεί η

μητριά σου. Τότε τη βάψαμε!»

Εκείνη τον κοίταξε μες στο σκοτάδι.

«Πιστεύω όμως ότι δεν θα το κάνει» πρόσθεσε εκείνος αμέσως, για να

μετριάσει την εντύπωση που έκαναν τα λόγια του. «Έχει τα χρονάκια της, είναι καλή

γυναίκα και πρέπει να πάμε με τα νερά της. Ηρέμησες τώρα;»

«Ναι».

«Μ’ αγαπάς;»

«…Ναι».

«Πιστεύεις ότι σ’ αγαπώ πολύ, πολύ;»

«… Ναι».

«Θα μου δώσεις ένα φιλάκι;»

Ήταν η πρώτη φορά που το ζητούσε. Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω,

ακούμπησε στο πηγάδι και είπε:

«Όχι!»

«Είσαι κακιά. Θα μου το δώσεις μια άλλη φορά» είπε εκείνος, γελώντας

λιγάκι, για να κρύψει την αμηχανία του.

Ξαναμπήκαν μέσα, χωρίς να πουν τίποτε άλλο. Το κορίτσι όμως είπε πως

ήταν κουρασμένο και ότι ήθελε να πάει για ύπνο. Στην πραγματικότητα όμως, από

εκείνο το βράδυ και ύστερα, δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Το ευερέθιστο ταμπεραμέντο

της, που το διέγειραν ο πόνος και ο έρωτας, δεν την άφηνε σε ησυχία. Τη νύχτα

άναβε πάλι το φως, πηγαινοερχόταν μες στο δωμάτιο, έγραφε, έπειτα έσκιζε τα

γράμματα προς το Τζοβανίνο, γεμάτα σπαραγμό, που έβγαινε από τον πόνο της.

Έβαζε το κεφάλι μες στο κρύο νερό της λεκάνης για να ηρεμήσει· μια παγωμένη

ανατριχίλα την κυρίευε. Καμιά φορά, πίσω από την πόρτα, άκουγε ελαφρά βήματα.

Ήταν η Καρμινέλα που κοιμόταν εκεί κοντά και ερχόταν ξυπόλυτη να στήσει αυτί.

«Δεσποινίς;»

«Τι είναι;»

«Δεν αισθάνεστε καλά;»

«Όχι, αλλά δεν μπορώ να κοιμηθώ».

«Προσευχηθείτε».

«Προσευχήθηκα».

«Προσευχηθείτε πάλι».

«Τίποτα δεν γίνεται, Καρμινέλα, τίποτα δεν γίνεται».

«Έχετε εμπιστοσύνη στην Παναγία».

«Με ξέχασε».

«Μη λέτε τέτοια λόγια».

«Καληνύχτα»

«Καληνύχτα. Ο Θεός μαζί σας».

Και κατά τη διάρκεια της ημέρας η Καρμινέλα βρισκόταν πάντα τριγύρω της,

και τη φρόντιζε όπως δεν έκανε πριν. Και την περιτριγύριζαν, όταν έβγαινε, όλοι οι

ένοικοι του κτιρίου Σαντομπουόνο και την αποκαλούσαν νύφη. Εκείνη χαμογελούσε,

σαν κάποιος που έχει πυρετό και ανατριχίλες και του ζητάνε πληροφορίες για τον

πυρετό του. Καμιά φορά, όταν ήταν η Καρμινέλα που τη συνόδευε, η υπηρέτρια

απαντούσε εκείνη, με την οικειότητα που δείχνουν οι ναπολιτάνοι:

«Με τη θέληση του Θεού, θα γίνει ο γάμος».

Τώρα η Καρμινέλα προσπαθούσε να πηγαίνει συχνά το κορίτσι στην

εκκλησία και εκείνο, που δεν εύρισκε γαλήνη όλη τη μέρα, πήγαινε εκεί ευχαρίστως.

Page 26: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

26

Η παγωνιά της εκκλησίας ηρεμούσε την κάψα του μυαλού της και η προσευχή

ξανάδενε τα μπερδεμένα νήματα της σκέψης της. Ναι, πήγαινε συχνά στην εκκλησία,

πρωί και απόγευμα, κυρίως στους εσπερινούς. Η Καρμινέλα καθόταν πάντα κοντά

της, σαν να ήθελε κάτι να της πει, πάντα, αλλά το κορίτσι την κοίταζε με ύφος τόσο

χαμένο, που εκείνη λες και κατάπινε τις λέξεις και σιωπούσε. Πήγαιναν κάθε

απόγευμα στον εσπερινό. Η ώρα είχε μια γλύκα και οι ψαλμωδίες των γυναικών ήταν

μελαγχολικές. Έτσι συχνά το κορίτσι, συγκινημένο, άρχιζε τα κλάματα. Η κράση της

αδυνάτιζε και ένιωθε κουρασμένη μπροστά στη βαθιά απογοήτευση, μπροστά στη

μεγάλη πίκρα που την είχαν χτυπήσει την ώρα του μεγάλου της έρωτα. Ένα

απόγευμα, ανάμεσα στα άλλα, αισθάνθηκε τόσο άσχημα, που παρά λίγο να

λιποθυμήσει. Έγινε άσπρη σαν το πανί.

«Πάμε να φύγουμε» είπε στην Καρμινέλα.

«Ο εσπερινός δεν τέλειωσε ακόμη» είπε έντρομη η υπηρέτρια.

«Εάν μείνω λίγο ακόμη, θα λιποθυμήσω».

Η θεούσα σηκώθηκε με το ζόρι και ακολούθησε αργά την κυρά της, σαν να

ήθελε να την κάνει να αργοπορήσει. Αλλά εκείνη, ανυπόμονη, νευρική, έστρεψε

πίσω:

«Έχεις το κλειδί;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω…»

«Πρέπει να το έχεις. Δώσ’ το μου».

Η υπηρέτρια της το έδωσε μηχανικά και το κορίτσι άρχισε να τρέχει,

προπορευόμενο, αγωνιώντας να φτάσει στο σπίτι της, για να ριχτεί στο κρεβάτι, σαν

νεκρή. Η υπηρέτρια, παραζαλισμένη, δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το βήμα για να την

φτάσει. Το κορίτσι άνοιξε γρήγορα την πόρτα του σπιτιού, αλλά μόλις βρέθηκε στον

προθάλαμο άκουσε θόρυβο από ομιλίες, θόρυβο που την έκανε να χλομιάσει ακόμη

περισσότερο. Έκανε κουράγιο και προχώρησε, παραμέρισε σιγά σιγά τις κουρτίνες

από κίτρινο μπροκάρ και είδε τον αρραβωνιαστικό της να φυλά γλυκά στα χείλη τη

μητριά της. Μια δυνατή φωνή, τρομερή, που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο διέσχισε

το διαμέρισμα, ακούστηκε παντού, σαν κάλεσμα προς τους φιλήσυχους ενοίκους του

κτιρίου Σαντομπουόνο, μια φωνή που δεν θα ξεχάσουν ποτέ πια. Έπειτα ακούστηκε

κόσμος να τρέχει μέσα στο διαμέρισμα, πόρτες να χτυπούν, δυο φωνές να καλούν

ικετευτικά, απεγνωσμένα. Η πόρτα του μπαλκονιού άνοιξε βίαια, ένα κρύσταλλό της

έπεσε και έσπασε και μες στο σούρουπο μια σκιά έκανε την εμφάνισή της στο χείλος

του πηγαδιού.

Με τις φωνές όλα τα παράθυρα, όλα τα πλατύσκαλα φωτίστηκαν. Η ντόνα

Γκαμπριέλα ούρλιαζε από το μπαλκόνι, ούρλιαζε:

«Έπεσε στο πηγάδι, έπεσε στο πηγάδι!»

Ο πηγαδάς δεν έφτασε παρά δέκα λεπτά αργότερα. Η Καρμινέλα είχε πάει να

τον βρει, κοιμόταν ακόμη, επειδή δούλευε μετά τα μεσάνυχτα κάτω από τη γη. Ήταν

ένα ψηλός και δυνατός άντρας, που φορούσε πουκάμισο και παντελόνι, ξυπόλυτος,

με κάτι μάτια μισόκλειστα. Στην αυλή οι αμαξάδες και οι παραγιοί τους του έδεσαν

μια χοντρή τριχιά γύρω από τη μέση και εκείνος άρχισε τη κάθοδο. Νεκρική σιγή. Η

Καρμινέλα, στο πλατύσκαλο του δευτέρου ορόφου, γονατισμένη προσευχόταν θερμά

και ίσως προσεύχονταν και όλοι οι άλλοι. Η μητριά είχε χαμηλώσει το κεφάλι πάνω

από την παγωμένη σιδεριά του κιγκλιδώματος, ενώ ο Τζοβανίνο είχε ρίξει κάτω το

βλέμμα, ακίνητο.

«Μάινα το σκοινί» είπε στους αμαξάδες, από το βάθος του πηγαδιού, μια

αδύνατη φωνή.

Page 27: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

27

Ο πηγαδάς είχε φτάσει. Ύστερα από τρία με τέσσερα λεπτά έδωσε ένα δυνατό

τράβηγμα στο σκοινί και οι αμαξάδες και οι παραγιοί άρχισαν να τραβούν επάνω.

Ήταν βαρύ. Μετέφερε το σώμα. Ξαφνικά η ντόνα Πεπίνα Ρανάουντο, που έκλαιγε με

λυγμούς, φώναξε:

«Νεκρή ή ζωντανή;»

«Νεκρή!» ακούστηκε με κομμένη την ανάσα μια αδύνατη φωνή.

Και από παντού, από επάνω μέχρι κάτω, στο δρόμο, μέσα στα στενά

ακούστηκε ένα βογγητό, ένας θρήνος, ένας λυγμός:

«Νεκρή, νεκρή, νεκρή!»

Σύντομη βιογραφία

Η Ματίλντε Σεράο μαζί με την Γκράτσια

Ντελέντα (βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1926)

αποτελούν τις σημαντικότερες γυναικείες

παρουσίες στα ιταλικά γράμματα μεταξύ του

τέλους του 19ου

και των αρχών του 20ου

αιώνα. Το

έργο και των δύο εντάσσεται στα πλαίσια του

βερισμού (η ιταλική εκδοχή του ρεαλισμού) που

εκείνη την εποχή αποτελούσε το κυρίαρχο

λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία.

Η Σεράο γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1856

στην Πάτρα από πατέρα Ιταλό και μητέρα

Ελληνίδα. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και

δημοσιογράφος και, κυνηγημένος από τους

Βουρβόνους της Νάπολης για τα δημοκρατικά του

φρονήματα, κατέφυγε το 1848 στην Πάτρα, όπου

γνώρισε και παντρεύτηκε την Παολίνα Μπορέλη,

από οικογένεια ξεπεσμένων ευγενών.

Το 1861, με την ενοποίηση της Ιταλίας και την πτώση των Βουρβόνων, η

οικογένεια επέστρεψε στη Νάπολη, όπου ο πατέρας άρχισε να δουλεύει ως

δημοσιογράφος.

Page 28: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

28

Η Σεράο μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών ήταν εντελώς αναλφάβητη,

παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η μητέρα της να τη μορφώσει. Από τα δεκαπέντε

της χρόνια κι έπειτα και σε σύντομο χρονικό διάστημα όχι μόνο κάλυψε το κενό,

αλλά κατόρθωσε να πάρει και το πτυχίο της δασκάλας. Προσπαθώντας να συμβάλει

κι εκείνη στα πενιχρά οικονομικά της οικογένειας έπιασε δουλειά στους Κρατικούς

Τηλέγραφους, αλλά παράλληλα άρχισε να γράφει και να στέλνει κείμενά της σε

εφημερίδες της Νάπολης με το ψευδώνυμο Tuffolina. Στην ηλικία των 22 ετών

έγραψε την πρώτη της νουβέλα Opale και την έστειλε για δημοσίευση στην

εφημερίδα Corriere del Mattino. Από τότε συνέχισε να γράφει ανελλιπώς με στόχο

την κοινωνική και πνευματική της ανέλιξη. Σε ηλικία 26 ετών (1882) πήγε στη Ρώμη

όπου συνεργάστηκε με το περιοδικό Capitan Fracassa. Γράφει τα πάντα: από

κοινωνικά σχόλια μέχρι λογοτεχνική κριτική. Το 1885 γνώρισε και παντρεύτηκε τον

ποιητή, δημοσιογράφο και συγγραφέα Εντοάρντο Σκαρφόλιο, του οποίου μάλιστα η

κριτική στα πρωτόλεια έργα της συγγραφέως υπήρξε αρνητική. Μαζί του απέκτησε

τέσσερις γιούς, χωρίς ωστόσο να πάψει να γράφει. Το 1885 ίδρυσε με το σύζυγό της

την εφημερίδα Corriere di Roma. Η δημοσιογραφία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή

της Σεράο, ασχολήθηκε με αυτήν με πάθος και επιπλέον αποτέλεσε πηγή αστείρευτη

ερεθισμάτων για το λογοτεχνικό της έργο. Υπήρξε, εξ άλλου, η πρώτη γυναίκα στην

Ιταλία που ίδρυσε εφημερίδα.

Όταν η οικογένεια επέστρεψε στη Νάπολη το ζεύγος ίδρυσε το 1892 την

εφημερίδα Il Mattino. Με την πάροδο του χρόνου όμως άρχισαν να συγκεντρώνονται

νέφη επάνω από τη συζυγική ζωή της Σεράο και όταν η ερωμένη του συζύγου της

αυτοκτόνησε μπρος στην πόρτα του σπιτιού της, αφήνοντας εκεί ένα έκθετο

κοριτσάκι, η συγγραφέας εγκατέλειψε τον Σκαρφόλιο και υιοθέτησε το μωρό στο

οποίο έδωσε το όνομα της μητέρας της. Παράλληλα έπαψε να συνεργάζεται με την

εφημερίδα Il Mattino, που έμεινε στα χέρια του συζύγου της.

Το 1903 γνώρισε το δικηγόρο και δημοσιογράφο Τζουζέπε Νατάλε, τον οποίο

παντρεύτηκε μετά το θάνατο του συζύγου της. Μετά την αποχώρησή της από την

εφημερίδα Il Mattino, ίδρυσε στη Νάπολη ένα δικό της φύλλο, Il Giorno, το οποίο

διηύθυνε μέχρι το θάνατό της, ο οποίος επήλθε την ώρα που έγραφε. Το ημερολόγιο

έδειχνε 25 Ιουλίου 1927.

Η θεματολογία των έργων της Σεράο έχει να κάνει με την καθημερινότητα,

την οποία η συγγραφέας περιγράφει με ρεαλιστικό και γλαφυρό τρόπο. Οι τύποι των

ανθρώπων, οι μεταξύ τους σχέσεις, τα πάθη και οι αγωνίες τους, ο περίγυρός τους

δίνονται με κάθε λεπτομέρεια. Ο κόσμος των μυθιστορημάτων της είναι οι

μικροαστοί και οι προλετάριοι της Νάπολης κυρίως, των αρχών του 20ου

αιώνα.

Όπως είπαμε ήδη, η μακροχρόνια ενασχόλησή της με τη δημοσιογραφία σημάδεψε τη

ζωή της, αλλά ταυτόχρονα της άνοιξε δρόμους και για τη λογοτεχνική της

δημιουργία, γιατί την έφερε πιο κοντά στην πραγματικότητα, την έκανε να γνωρίσει

καλύτερα τους ανθρώπους και τις αιτίες που προκαλούν τις συμπεριφορές τους. Και

είναι ακριβώς ο ανθρώπινος περίγυρος με τις αλληλεξαρτήσεις του, που συνθέτει τον

καμβά επάνω στον οποίο εκτυλίσσεται ο μύθος και κινούνται οι πρωταγωνιστές του

δράματος. Υπ’ αυτή την έννοια το Ή τον Τζοβανίνο ή τον θάνατο είναι μία από τις

χαρακτηριστικότερες νουβέλες της Σεράο.

Χρίστος Αλεξανδρίδης

Page 29: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Ή τον Τζοβανίνο ή το θάνατο

29