151
ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ & ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ Εαρινό εξάμηνο 2004 ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ & ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΑΝΑΛΥΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Εαρινό εξάμηνο 2004

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Page 2: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή 4

2. Διάρθρωση και σκοπός του χρηματοπιστωτικού συστήματος 8

3. Αποδιαμεσολάβηση 13

4. Τιτλοποίηση χρηματοοικονομικών εργασιών 15

5. Διάρθρωση του τραπεζικού τομέα και εργασίες των 17

τραπεζικών ιδρυμάτων

6. Ρόλος των τραπεζών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα - 19

Παραδοσιακή διαμεσολάβηση και λειτουργίες μετασχηματισμού

7. Τύποι τραπεζικών ιδρυμάτων: Εμπορικές τράπεζες, 23

επενδυτικές τράπεζες και τράπεζες γενικών συναλλαγών

8. Ισολογισμός τραπεζικών ιδρυμάτων – Διαχείριση ενεργητικού 28

και παθητικού

9. Πολιτική τραπεζικού marketing 32

10. Kατηγορίες πελατείας των τραπεζών 36

11. Λιανική και χονδρική τραπεζική 40

12. Επιχειρηματική στρατηγική τραπεζών 47

13. Πιστωτική πολιτική 52

2

Page 3: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

14. Εξαγορές & συγχωνεύσεις και στρατηγικές συμμαχίες – 58

Σχηματισμός χρηματοπιστωτικών ομίλων

15. Χρηματοπιστωτικές κρίσεις και τραπεζικοί κίνδυνοι 62

16. Παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με 67

έμφαση στον τραπεζικό τομέα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α: Πιστωτική πολιτική και ΜΜΕ στην Ελλάδα 91

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β: Διεθνοποίηση ξένων πολυεθνικών τραπεζών στο 121

ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Βιβλιογραφία 136

3

Page 4: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

1. Eισαγωγή

1.1. Οι λειτουργίες και η χρησιμότητα του χρήματος

Η χρησιμότητα του χρήματος είναι πολλαπλή. Ορισμένες χαρακτηριστικές

ιδιότητές του είναι οι εξής (Chorafas, 1999):

μονάδα μέτρησης (a unit of measurement), καθώς καθιστά δυνατές τις

μετρήσεις και θέτει ένα πλαίσιο αναφοράς,

πρώτη ύλη για την τραπεζική «βιομηχανία» (raw material for the banking

industry), δεδομένου ότι χωρίς αυτό η τράπεζα δεν μπορεί να πάρει

καταθέσεις και να δώσει δάνεια,

αποθηκεύει αξία (a store of value), αφού η αξία των εμπορευμάτων και

των υπηρεσιών «μεταφράζεται» σε έναν κοινό παρανομαστή που είναι το

χρήμα. Η αξία του ιδίου του χρήματος πηγάζει από την σχετικά

περιορισμένη προσφορά του κι απειλείται από τον πληθωρισμό,

μέσον ανταλλαγής (a means of exchange), γιατί υποκαθιστά την

ανταλλαγή «εμπόρευμα έναντι άλλου εμπορεύματος». Ως μέσον

ανταλλαγής υπόκειται στον κίνδυνο της χώρας (country risk) και των

συναλλαγματικών ισοτιμιών (currency risk).

Η προσέγγιση του χρήματος από τη σκοπιά του τραπεζίτη θα πρέπει να είναι η

εξής:

Το χρήμα είναι πρώτη ύλη για την τραπεζική «βιομηχανία». Όπως και σε κάθε

άλλο κλάδο, το management θα πρέπει να κάνει διεξοδική ανίχνευση της

πρώτης ύλης, επειδή διαφορετικά ποτέ δεν θα μπορέσει να διαχειριστεί σωστά

τους μετασχηματισμούς της και τα τελικά της προϊόντα.

1.2. Ο ρόλος των τραπεζών στο κύκλωμα της οικονομίας

Σε αντίθεση με μια βιομηχανική επιχείρηση που παράγει υλικά αγαθά, οι

τράπεζες παράγουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες καθώς είναι ενσωματωμένες

στο κύκλωμα κυκλοφορίας του χρήματος. Ο ρόλος τους στο οικονομικό

κύκλωμα είναι, κατ’ αρχήν, αυτός του διαμεσολαβητή ( the role of an

4

Page 5: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

intermediary ) , δεδομένου ότι συμβάλουν στη διόρθωση της αναντιστοιχίας

ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση χρήματος και κεφαλαίου (διαφορά

επενδυτές επενδυτές

Τράπεζα

Αποταμιευτές

χρήματος και κεφαλαίου διευκρινίζεται στη συνέχεια). Κεφάλαιο υπάρχει σε

υπερπροσφορά σε έναν τομέα της οικονομίας, αλλά υπολείπεται σε άλλους

τομείς, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν ένα ποσόν για την απόκτησή

του. Με άλλα λόγια, διαμεσολάβηση είναι η εργασία που ευθυγραμμίζει τις

ανάγκες των αποταμιευτών με τις αντίστοιχες των επενδυτών.

5

Page 6: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

1.3. Αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα

Ουσιαστικά οι νέες τάσεις στο τραπεζικό management προκύπτουν από τη

φιλελευθεροποίηση, την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία. Ειδικότερα όσον

αφορά στην τεχνολογία, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή είναι σήμερα πλέον πολύ

δύσκολο να διαχωριστεί από την τραπεζική. Οι τράπεζες είναι σιγά-σιγά

υποχρεωμένες το όποιο προϊόν να το προσφέρουν οποιαδήποτε χρονική

στιγμή, σε οποιονδήποτε τόπο. Η μετεξέλιξη που έχει επέλθει στον τρόπο

ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αντανακλά ουσιαστικά

την αλλαγή στο χαρακτήρα του χρήματος από τη πραγματική, υλική μορφή του,

σε μια εικονική και άϋλη κατάσταση. Ένα μεγάλο μέρος πλέον των συναλλαγών

διεκπεραιώνεται με πλαστικό (π.χ. πιστωτικές κάρτες) ή λογιστικό χρήμα.

Η ανάλυση ενός κλάδου σε μια μεταβατική περίοδο θα πρέπει να θέτει ως βάση

όχι το κριτήριο της «μεγιστοποίησης του κέρδους» αλλά την «επιβίωσή» του.

Βασικά, υπάρχουν τρία είδη περιορισμών που χαρακτηρίζουν κάθε οικονομική

δομή (Προβόπουλος & Καπόπουλος, 2001):

• θεσμικοί

• Λειτουργικοί,

• Δεοντολογικοί.

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες και οι τρεις αυτοί περιορισμοί στην περίπτωση

των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων έχουν αλλάξει άρδην.

Πρώτον, οι θεσμικοί περιορισμοί σχετίζονται με τους κανόνες που ορίζει, τις

μορφές ελέγχου που επιβάλλει και τις ευθύνες που αναλαμβάνει, το κράτος ή

κάποιος υπερεθνικός οργανισμός (π.χ. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα).

Οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων, η ρευστότητα των εποπτικών

μηχανισμών και οι τάσεις απελευθέρωσης που επικράτησαν τα τελευταία

χρόνια μετέβαλαν ριζικά το θεσμικό πλαίσιο.

Δεύτερον, οι λειτουργικοί περιορισμοί έχουν τεθεί από την επίδραση της

τεχνολογίας της πληροφορικής, τις διαδικασίες αποδιαμεσολάβησης, την

αναδιάρθρωση των τραπεζικών υπηρεσιών, την πλήρη ελευθερία στην

6

Page 7: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

παγκόσμια κίνηση του χρήματος και κεφαλαίου, τις νέες ανάγκες καταναλωτών

και επιχειρήσεων.

Τρίτον, με βάση και τα ανωτέρω, οι κανόνες δεοντολογίας και συμπεριφοράς

των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, των πελατών τους και των εποπτικών

αρχών, βρίσκονται σε καθεστώς μετεξέλιξης.

1.4. Μεταβολές του ρόλου των τραπεζών

Γιατί λέμε ότι έχει αλλάξει η φυσιογνωμία της παραδοσιακής τράπεζας;

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι γνωστός ποιος ήταν και

είναι ο παραδοσιακός ρόλος ενός πιστωτικού ιδρύματος. Με απλά λόγια,

ο ρόλος αυτός είναι η συλλογή καταθέσεων και η χορήγηση δανείων.

Οι τράπεζες συνεχίζουν βέβαια και σήμερα να αναλαμβάνουν αυτή τη

δραστηριότητα, με τη διαφορά ότι πλέον έχουν επεκταθεί σε νέες, σύνθετες

εργασίες (π.χ. δραστηριότητες εκτός ισολογισμού).

Από την άλλη πλευρά, εμφανίζονται στην αγορά μη τραπεζικά ιδρύματα και

επιχειρήσεις, οι οποίες εισέρχονται δυναμικά στο χώρο των τραπεζών.

Τέτοιου είδους ανταγωνιστές είναι πολυεθνικές εταιρίες λιανικού εμπορίου,

ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εταιρίες αυτοκινήτων, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.

Οι τράπεζες με τη σειρά τους, απαντώντας στην ανταγωνιστική πρόκληση

προσφέρουν και αυτές μη τραπεζικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (π.χ.

αμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακές υπηρεσίες, ασφάλειες, leasing,

factoring), με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον επαρκώς δυνατή η διάκριση

ανάμεσα σε τραπεζικά και μη τραπεζικά ιδρύματα.

Εάν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η τεχνολογία του διαδικτύου (αν και

προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα μείωσης του λειτουργικού κόστους,

προώθησης προϊόντων κλπ.) μειώνει τουλάχιστον εν μέρει τη σημασία των

τραπεζικών δικτύων (τραπεζικό κατάστημα), καθίσταται σαφές ότι η σύγχρονη

τράπεζα πολύ μικρή σχέση έχει με εκείνη των προηγούμενων δεκαετιών.

7

Page 8: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΓΟΡΕΣ

Τύποι τράπεζες μη τραπεζικά ιδρυμάτων ιδρύματα

παραδοσιακή μη τραπεζικέςαγορές τραπεζική χρηματοπιστωτικές

αγορά υπηρεσίες

8

Page 9: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

1.5. Παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος

Τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία χαρακτηρίζεται από μια

αυξανόμενη τάση διεθνοποίησης των υπηρεσιών, με εύγλωττο παράδειγμα το

χρηματοπιστωτικό τομέα. Τόσο οι διασυνοριακές συναλλαγές όσο και οι ξένες

άμεσες επενδύσεις στον τραπεζικό και χρηματοδοτικό τομέα αυξήθηκαν τα

τελευταία χρόνια με σχετικά γρήγορους ρυθμούς. Για παράδειγμα, έκφραση του

γεγονότος της εξάπλωσης των ξένων άμεσων επενδύσεων είναι ότι οι

πολυεθνικές τράπεζες, μαζί με πολυεθνικές εταιρείες του εμπορίου και των

ασφαλειών, υπάγονται στις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες παροχής

υπηρεσιών, παίζοντας ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο στη μεταφορά

χρηματοπιστωτικών πόρων σε πλανητικό επίπεδο.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι όροι “διεθνοποίηση” και

“παγκοσμιοποίηση” καταλαμβάνουν πλέον εξέχουσα θέση στη φιλολογία των

διεθνών οικονομικών σχέσεων (βλ. Γεωργόπουλος, 1998). Οι διαδικασίες

διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης μεταβάλλουν τη φύση και

μετασχηματίζουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ ταυτόχρονα πιέζουν τις

τράπεζες να αναλάβουν νέους ρόλους και πρωτοβουλίες. Στο νέο οικονομικό

περιβάλλον, οι τράπεζες υποχρεούνται αφενός μεν να παρέχουν άμεση και

επαρκή πληροφόρηση για τις πηγές κεφαλαίων και αφετέρου να διευκολύνουν

την ταχεία μεταφορά των κεφαλαίων αυτών ανά την υφήλιο. Καθώς τα μεγάλα

χρηματοπιστωτικά κέντρα βρίσκονται σε τελείως διαφορετικές περιοχές με

σημαντική χρονική απόκλιση μεταξύ τους, αναπόφευκτο είναι η ζήτηση των εν

λόγω υπηρεσιών να εκδηλώνεται σε εικοσιτετράωρη βάση.

2. Διάρθρωση και σκοπός του χρηματοπιστωτικού συστήματος

2.1. Σκοπός του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος

Κεντρικός σκοπός του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η χρηματοδότηση

της οικονομίας, με άλλα λόγια η μεταφορά κεφαλαίων από τις πλεονασματικές

9

Page 10: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

οικονομικές μονάδες (αποταμιευτές) στις ελλειμματικές οικονομικές μονάδες

(επενδυτές/ καταναλωτές).

Η όλη διαδικασία εμφανίζεται σύνθετη, καθώς οι αποταμιευτές δανείζουν τα

χρήματά τους σε οργανισμούς που λειτουργούν ως χρηματοπιστωτικοί

μεσολαβητές (financial intermediaries), οι οποίοι με τη σειρά τους δανείζουν τις

επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Η μεταφορά κεφαλαιακών πόρων

πραγματοποιείται συνήθως με το δανεισμό των χρημάτων από την

πλεονασματική στην ελλειμματική μονάδα και την αποδοχή εκ μέρους της

τελευταίας μιας γραπτής υπόσχεσης για την πληρωμή, σε μια μελλοντική

ημερομηνία, αυτών των χρημάτων (μαζί με τον τόκο) στον κομιστή της

απαίτησης (Θωμαδάκης & Ξανθάκης, 1990).1

Για τη μονάδα που δανείζεται η απαίτηση αποτελεί υποχρέωση, ενώ για τη

μονάδα που δανείζει αποτελεί στοιχείο του ενεργητικού της (Θωμαδάκης &

Ξανθάκης, 1990).

Ο σημαντικότερος προμηθευτής κεφαλαίων στην κεφαλαιαγορά είναι τα

νοικοκυριά. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και ιδρύματα είναι αυτοί πολύ

μεγάλοι προμηθευτές, η καθαρή τους θέση όμως δεν είναι μεγάλη, συγκριτικά

με τα νοικοκυριά, επειδή λειτουργούν ως μεσολαβητές. Δηλαδή, πρώτα

δανείζονται κεφάλαια, τα οποία στη συνέχεια τα δανείζουν ή τα επενδύουν.

2.2. Διάρθρωση του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος

2.2.1. Διάρθρωση του τραπεζικού τομέα

Ο τραπεζικός τομέας έχει τρεις βασικές συνιστώσες:

• Την Κεντρική Τράπεζα,

1 Οι γραπτές απαιτήσεις αυτού του τύπου καλούνται πιστωτικές απαιτήσεις (financial claims) και ορισμένα παραδείγματά τους είναι οι ομολογίες (bonds), τα έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (treasury bills), τα πιστοποιητικά καταθέσεων (certificates of deposit – CDs), τα στεγαστικά δάνεια με τη μορφή υποθηκών (mortgages) κλπ.

10

Page 11: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

• Τις εμπορικές τράπεζες, τις επενδυτικές τράπεζες και τις τράπεζες

γενικών συναλλαγών,

• Τους ειδικούς πιστωτικούς οργανισμούς (π.χ. Ταμιευτήριο).

Η Κεντρική Τράπεζα έχει τρεις βασικούς ρόλους:

α) το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης του εθνικού νομίσματος,

β) την υποχρέωση να ασκεί την κατάλληλη νομισματική και συναλλαγματική

πολιτική που εξασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών στην οικονομία και

γ) την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, ελέγχοντας την εύρυθμη

λειτουργία της τραπεζικής αγοράς και τη φερεγγυότητα των τραπεζικών

ιδρυμάτων, έτσι ώστε να προστατεύονται οι καταθέσεις των αποταμιευτών.

Οι εμπορικές, επενδυτικές ή γενικών συναλλαγών τράπεζες έχουν αντίστοιχα

ως αντικείμενο εμπορικές, επενδυτικές ή γενικού περιεχομένου εργασίες,

ανάλογα με το χαρακτήρα τους (διεξοδική ανάλυση των εργασιών αυτών γίνεται

σε επόμενο κεφάλαιο).

Οι ειδικοί πιστωτικοί οργανισμοί ασχολούνται με τραπεζικές εργασίες σε

εξειδικευμένους τομείς (π.χ. στεγαστική πίστη, αγροτική πίστη, μακροχρόνιες

επενδύσεις παγίου κεφαλαίου). Σήμερα στην Ελλάδα, ένας αξιόλογος αριθμός

των συγκεκριμένων πιστωτικών οργανισμών καταβάλλει προσπάθειες να

αποκτήσει όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά των εμπορικών τραπεζών.

2.2.2. Διάρθρωση του Ευρύτερου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος

Βέβαια, ο τραπεζικός τομέας αποτελεί ένα τμήμα του συνολικού

χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο έχει σύνθετη δομή και λειτουργία.

Εκτός των τραπεζών, κεντρικό ρόλο στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα

διαδραματίζουν οι λεγόμενοι «θεσμικοί επενδυτές», στους οποίους

περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων ασφαλιστικές εταιρίες, συνταξιοδοτικά ταμεία,

εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, αμοιβαία κεφάλαια, εταιρείες leasing,

εταιρείες factoring κλπ.

11

Page 12: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στις Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο οι προαναφερθείσες εταιρείες λειτουργούν

ανταγωνιστικά προς τις τράπεζες, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα και σε άλλες

ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει το σύστημα των «χρηματοπιστωτικών ομίλων». Οι

όμιλοι αυτοί διαθέτουν μια πληθώρα θυγατρικών εταιριών, οι οποίες καλύπτουν

όλο το φάσμα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αξιοποιώντας έτσι τις

οικονομίες εύρους που απορρέουν από συμπληρωματικές εργασίες.

2.3. Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου

Οι «παίκτες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος δραστηριοποιούνται στις

αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

Στις αγορές χρήματος (money markets) διαπραγματεύονται βραχυπρόθεσμες

απαιτήσεις, χρονικής διάρκειας μικρότερης του έτους. Οι τίτλοι που

εμπορεύονται είναι στενά υποκατάστατα του χρήματος, πολύ εύκολα

ρευστοποιήσιμοι, μεγάλης ονομαστικής αξίας με χαμηλό κίνδυνο αθέτησης. Η

οικονομική λειτουργία της χρηματαγοράς είναι η ρύθμιση της ρευστότητας των

οικονομικών μονάδων. Βασικά εργαλεία της χρηματαγοράς είναι τα έντοκα

γραμμάτια του δημοσίου (treasury bills), τα χρεόγραφα δημόσιων οργανισμών,

τα διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσεων (negotiable certificates of

deposit), τα διατραπεζικά κεφάλαια, οι εγγυητικές επιστολές των τραπεζών

(bankers’s acceptances), τα repos κλπ.

Στις κεφαλαιαγορές οι διαπραγματευόμενοι τίτλοι έχουν μέση έως μακρά

διάρκεια, ενώ διαφοροποιούνται μεταξύ τους αναφορικά με τον κίνδυνο

αθέτησης που εμπεριέχουν, τη λήξη τους και τη διαπραγματευσιμότητά τους. Οι

κεφαλαιαγορές χρησιμοποιούνται σε αξιόλογο βαθμό για τη χρηματοδότηση

παραγωγικών επενδύσεων. Τα σημαντικότερα εργαλεία των κεφαλαιαγορών

είναι οι μετοχές, οι ομολογίες επιχειρήσεων, τα στεγαστικά δάνεια κλπ.

(Θωμαδάκης & Ξανθάκης, 1990).

2.4. Είδη Χρηματοπιστωτικών Συστημάτων

12

Page 13: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στην παγκόσμια οικονομία συναντώνται ουσιαστικά δύο είδη

χρηματοπιστωτικών συστημάτων (Γαλιάτσος, 1994), ανάλογα με το ποιος

μηχανισμός παίζει καθοριστικό ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας με

κεφάλαια:

Α) σε αυτά όπου η χρηματοδότηση της οικονομίας πραγματοποιείται κυρίως

μέσω των τραπεζών (bank-oriented financial systems), και

Β) σε εκείνα όπου η χρηματοδότηση του οικονομικού κυκλώματος λαμβάνει

χώρα κατά πρώτο λόγο μέσω της κεφαλαιαγοράς –χρηματιστήριο- (market-

oriented financial systems).

Το πρώτο είδος συναντάται πρωταρχικά στη Γερμανία και στην Ιαπωνία

(τράπεζες), ενώ το δεύτερο είδος έχει επικρατήσει κατά κύριο λόγο στις Η.Π.Α

και στο Ηνωμένο Βασίλειο (χρηματιστήριο).

2.5. Άμεση και Έμμεση Χρηματοδότηση

Μια άλλη κατηγοριοποίηση αναφέρεται στο διαχωρισμό των καναλιών

χρηματοδότησης, με βάση το κριτήριο της αμεσότητας των συναλλασσομένων

(Θωμαδάκης & Ξανθάκης, 1990):

Α) Άμεση χρηματοδότηση (direct financing),

Β) Έμμεση χρηματοδότηση (indirect financing).

Στο πλαίσιο της άμεσης χρηματοδότησης, αν και η συναλλαγή μπορεί να

διευκολυνθεί από τρίτους, οι δύο μονάδες διαπραγματεύονται απευθείας. Η

πλειοψηφία τέτοιων συναλλαγών αφορά:

ανταλλαγές μεγάλων κεφαλαίων,

μεγάλους εξειδικευμένους «παίκτες» της χρηματοπιστωτικής αγοράς,

συνήθως θεσμικούς επενδυτές,

συναλλαγές σε «χονδρική» κλίμακα.

Παραδείγματα:

Α) Απευθείας ιδιωτική τοποθέτηση (private placement of financial claims):

13

Page 14: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Μια ελλειμματική μονάδα πωλεί σε έναν ή σε μια μικρή ομάδα επενδυτών το

σύνολο των χρεογράφων που εκδίδει. Η απευθείας τοποθέτηση γίνεται

εύκολα, γρήγορα και με σχετικά λίγες νομικές διατυπώσεις (βλέπε και

παρακάτω).

Β) Μεσολάβηση εξειδικευμένων προσώπων, όπως οι έμποροι χρεογράφων

(dealers) και οι χρηματιστές (brokers).

Γ) Τράπεζες επενδύσεων (investment banks)

Η κύρια λειτουργία μιας επενδυτικής τράπεζας είναι η μείωση του κινδύνου,

στον οποίο εκτίθεται μια ελλειμματική μονάδα όταν εκδίδει νέα χρεόγραφα.

Εκτός της μείωσης του κινδύνου, άλλες προσφερόμενες υπηρεσίες είναι οι

συμβουλές για τα διαφημιστικά έντυπα, το timing που θα γίνει η πώληση, οι

υπηρεσίες τιμολόγησης κλπ.

Όσον αφορά στην ανάληψη κινδύνου, υπάρχουν ορισμένες εκδοχές.

Η επενδυτική τράπεζα παρέχει στους εκδότες των χρεογράφων (π.χ.

μετοχές) πλήρη εγγύηση ( full underwriting ), καθώς εγγυάται τη

διάθεση του συνόλου της έκδοσης. Ειδικότερα, η τράπεζα

αντασφαλίζει (underwrites) τα νέα εκδιδόμενα χρεόγραφα,

αγοράζοντας το συνολικό πακέτο των χρεογράφων και πουλώντας το

ακολούθως στους επενδυτές. Στην περίπτωση αυτή, λειτουργώντας

ως αντασφαλιστής (underwriter), αποκομίζει κέρδος, πουλώντας τις

απαιτήσεις σε μια υψηλότερη τιμή από την τιμή αγοράς τους. Το

κέρδος αυτό περιέχει την αμοιβή για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει σε

περίπτωση που δεν πουληθούν στο σύνολό τους τα χρεόγραφα ή

υπάρξει κάποια καθυστέρηση στην προώθησή τους στο επενδυτικό

κοινό.

Η επενδυτική τράπεζα είναι σε ετοιμότητα για την παροχή εγγύησης

(standby underwriting). Αυτό σημαίνει ότι εγγυάται τη διάθεση των

μετοχών που δεν θα απορροφηθούν.

Η τράπεζα δεν εγγυάται για τη διάθεση των χρεογράφων, αλλά

δεσμεύεται μόνο ότι θα καταβάλλει τις καλύτερες δυνατές

προσπάθειες (best efforts) για την προώθησή τους στο επενδυτικό

κοινό.

14

Page 15: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Θετικά στοιχεία της άμεσης χρηματοδότησης είναι:

Η αύξηση της αποτελεσματικότηταq του χρηματοπιστωτικού

συστήματος και

Η μείωση ή η απάλειψη του κόστους διαμεσολάβησης.

Από την άλλη πλευρά, μειονέκτημά της είναι το γεγονός ότι θα πρέπει να

συμπίπτουν οι απαιτήσεις της ελλειμματικής μονάδας με την αντίστοιχη

πλεονασματική για να έλθουν σε διαπραγμάτευση και συναλλαγή. Για

παράδειγμα, οι απαιτήσεις που προσφέρουν οι μονάδες που αναζητούν

κεφάλαια για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους πρέπει να έχουν την ίδια

χρονική λήξη (maturity), μέγεθος κλπ., με τις αντίστοιχες απαιτήσεις που θα

επιθυμούσαν να αγοράσουν οι πλεονασματικές μονάδες (Θωμαδάκης &

Ξανθάκης, 1990). Έτσι, το νοικοκυριό Α που έχει πλεόνασμα 1000 Ευρώ δεν

μπορεί να ανταποκριθεί στην αγορά μιας ομολογίας που λήγει σε 15 χρόνια και

είναι ονομαστικής αξίας 10.000 Ευρώ.

Στο πλαίσιο της έμμεσης χρηματοδότησης, ανάμεσα στις ελλειμματικές και τις

πλεονασματικές μονάδες παρεμβαίνουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Τέτοιου

είδους οργανισμοί και ιδρύματα είναι εμπορικές τράπεζες (commercial banks),

τράπεζες αποταμιεύσεων (savings banks), συνταξιοδοτικά ταμεία (pension

funds) κλπ.

Παραδείγματα

Α) Το νοικοκυριό Χ καταθέτει μετρητά σε εμπορική τράπεζα, η οποία με τη

σειρά της τα χρησιμοποιεί για την παροχή στεγαστικών δανείων προς τα

νοικοκυριά.

Β) Ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα αγοράζει εμπορικά ομόλογα (commercial

papers) μιας επιχείρησης καταναλωτών. Τώρα, η συγκεκριμένη επιχείρηση

διαθέτει κεφάλαια και μπορεί να δώσει καταναλωτικά δάνεια.

Συνεπώς, στην έμμεση χρηματοδότηση, οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί

πραγματοποιούν μια μετατροπή των υποχρεώσεών τους σε διάφορες μορφές

15

Page 16: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

απαιτήσεων (μετασχηματισμός). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μεσολαβητές

οργανισμοί επιλύουν με την παρέμβασή τους προβλήματα που αντιμετωπίζει η

άμεση χρηματοδότηση, κυρίως όταν η ελλειμματική και η πλεονασματική

μονάδα:

• δεν είναι σε θέση να συνάψουν μια ικανοποιητική για τις δύο συμφωνία,

ή

• μπορούν να τη συνάψουν αλλά με πολύ μεγαλύτερο κόστος συναλλαγής

(transaction costs).

2.6. Τιτλοποίηση χρηματοοικονομικών εργασιών

Ο όρος τιτλοποίηση (securitization) υπονοεί την μετατροπή μιας χρεωστικής ή

πιστωτικής απαίτησης σε χρεόγραφο.

Χρεόγραφα ονομάζονται όλες οι μορφές των χρηματοοικονομικών εγγράφων,

τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της άμεσης χρηματοδότησης, δηλαδή

της χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών (χρηματιστηρίων). Ο όρος

χρεόγραφο χρησιμοποιείται ως συνώνυμο με τον όρο αξιόγραφο.

Χρησιμοποιώντας ως βάση οικονομικά και νομικά κριτήρια, τα χρεόγραφα

ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες:

Χρεόγραφα που αντιπροσωπεύουν δάνεια όπως ομολογίες, έντοκα

γραμμάτια κλπ.,

Χρεόγραφα που τεκμηριώνουν δικαιώματα ιδιοκτησίας, όπως οι μετοχές,

16

Page 17: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Χρεόγραφα που εκφράζουν τόσο πιστωτική όσο και περιουσιακή σχέση,

όπως ομολογίες μετατρέψιμες σε μετοχές.

Τι ακριβώς όμως συμβαίνει με την τιτλοποίηση;

Ως τιτλοποίηση ενός τραπεζικού δανείου θεωρείται η μετατροπή μιας

διαμεσολαβημένης, μη εμπορεύσιμης ( non marketable ) μορφής χρέους ,

αποτυπωμένης σε μια γραπτή σύμβαση, σε εμπορεύσιμα χρεόγραφα

(marketable securities), όπως είναι τα ομόλογα των επιχειρήσεων (Γαλιάτσος,

1994). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε δανεισμό μέσω της τραπεζικής αγοράς

(έμμεση χρηματοδότηση), ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε δανεισμό μέσω

της κεφαλαιαγοράς (άμεση χρηματοδότηση).

Η εμφάνιση ενός χρεογράφου στη θέση μιας χρεωστικής ή πιστωτικής

απαίτησης (σύμβασης) δημιουργεί τη δυνατότητα εισαγωγής και

διαπραγμάτευσής του σε μια δευτερογενή αγορά. Συνέπειες της τιτλοποίησης

είναι η άνοδος της επενδυτικής τραπεζικής σε βάρος της εμπορικής τραπεζικής

και η σύνδεση των τραπεζών με τη χρηματιστηριακή αγορά.

Ποιοι εκδίδουν ή επενδύουν σε χρεόγραφα;

o Επιχειρήσεις,

o Ιδιώτες,

o Κράτη,

o Τράπεζες

Κατ’ αρχήν, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις (αλλά και εθνικές εταιρίες)

προσφεύγουν στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, όπου συγκεντρώνονται τεράστια

ποσά κεφαλαίων, για να τοποθετήσουν ομολογίες (τίτλους δανείων), αλλά και

μετοχές (τίτλους ιδιοκτησίας) που εκδίδουν.

Οι ιδιώτες με αυξανόμενο εισόδημα, με τη σειρά τους, στρέφουν τις

αποταμιεύσεις τους στις κεφαλαιαγορές για να επιτύχουν κεφαλαιακά κέρδη,

υποκαθιστώντας έτσι παραδοσιακές τραπεζικές καταθέσεις με επενδύσεις σε

ομολογίες, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.

17

Page 18: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Η συντριπτική πλειοψηφία του κρατικού δανεισμού γίνεται μέσω της έκδοσης

χρεογράφων, με συνέπεια την ισχυρή παρουσία κρατικών τίτλων στα

χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

Τα τραπεζικά ομόλογα αποτελούν έκφραση της πολιτικής των τραπεζών να

προσδώσουν στα προϊόντά τους μορφή προϊόντων κεφαλαιαγοράς.

Η τιτλοποίηση εντάσσεται στις τεχνικές διαχείρισης των στοιχείων ενεργητικού

και παθητικού των τραπεζών (asset and liability management), δεδομένου ότι

αυξάνει τις δυνατότητες διαχείρισης και την ευελιξία τους. Άξιον αναφοράς είναι

επίσης το γεγονός ότι αρκετές εργασίες με χρεόγραφα δεν εμφανίζονται στον

ισολογισμό των τραπεζών (off balance sheet activities), με συνέπεια η

τιτλοποίηση να έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μικρότερων ποσών

απαιτήσεων και υποχρεώσεων, σε σύγκριση με τις παραδοσιακές δανειοδοτικές

δραστηριότητες (Κ. Γαλιάτσος, 1994). Παραδείγματος χάριν, οι εισπράξεις από

τις συναλλαγές τιτλοποίησης χρησιμοποιούνται για τη σύναψη ή την απόκτηση

επιπρόσθετων δανείων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων για τιτλοποίηση και η

ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται.

2.7. Αποδιαμεσολάβηση

Όπως προαναφέρθηκε, η διαφορά της χρηματοδότησης μέσω της

κεφαλαιαγοράς έναντι εκείνης μέσω των τραπεζών, είναι ότι η πρώτη είναι

άμεση ενώ η δεύτερη είναι έμμεση. Εδώ θα πρέπει όμως να αποσαφηνιστεί ότι

με τον όρο άμεση χρηματοδότηση δεν εννοείται έλλειψη οποιασδήποτε

διαμεσολάβησης αλλά διαμεσολάβηση με άλλη μορφή και περιεχόμενο.

Στην τραπεζική διαμεσολάβηση, η «αλυσίδα» της αποταμίευσης-επένδυσης

χωρίζεται σε δύο διαφορετικά μέρη. Ο συγκεκριμένος χωρισμός σημαίνει ότι

μεταξύ του αποταμιευτή και του χρηματοδοτούμενου δεν υπάρχει κανένας

συνδετικός κρίκος οικονομικής, νομικής ή άλλης μορφής. Τα δύο αυτά μέρη

(αποταμιευτής – χρηματοδοτούμενος) δεν αναπτύσσουν καμία σχέση μεταξύ

18

Page 19: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τους, αλλά μόνο με την τράπεζα. Μάλιστα η σχέση που αναπτύσσει το ένα

μέρος με την τράπεζα είναι τελείως διαφορετικού περιεχομένου από αυτή που

αναπτύσσει το άλλο μέρος. Στην κατάθεση (αποταμίευση), υποχρέωση της

τράπεζας είναι η επιστροφή των χρημάτων του καταθέτη. Από την άλλη

πλευρά, στη χορήγηση πίστωσης από την τράπεζα, υπάρχει υποχρέωση του

δανειοδοτούμενου να επιστρέψει το δάνειο στο πιστωτικό ίδρυμα.

Στην άμεση χρηματοδότηση, η σχέση μεταξύ του επενδυτή και του εκδότη του

χρεογράφου είναι άμεση και έχει οικονομικό και νομικό περιεχόμενο. Ο

χρηματοπιστωτικός ενδιάμεσος που μεσολαβεί (π.χ. χρηματιστής, εμπορική

τράπεζα) δεν διαμορφώνει καμία σχέση ανάμεσα στα δύο συναλλασσόμενα

μέρη, αλλά απλά διευκολύνει τη σύναψη της σχέσης. Η διαμεσολάβηση,

επομένως, είναι πολύ πιο χαλαρή.

Βέβαια, οι τελευταίες εξελίξεις στις κεφαλαιαγορές τείνουν να καταργήσουν ή να

μειώσουν ακόμη και αυτού του είδους τη διαμεσολάβηση, τόσο στις πρωτογενείς

όσο και στις δευτερογενείς αγορές. Και τούτο επειδή άλλαξε η σύνθεση, οι

προτιμήσεις αλλά και οι ανάγκες τόσο των επενδυτών και όσο και των εκδοτών

χρεογράφων. Ορισμένα παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά (Γαλιάτσος, 1994):

Στις πρωτογενείς αγορές, οι δανειζόμενοι εκδίδουν εμπορικά ομόλογα

(commercial papers), τα οποία πωλούν απευθείας στους επενδυτές.

Κατά την έκδοση μετοχικού κεφαλαίου, στην περίπτωση της ιδιωτικής

τοποθέτησης, δεν χρησιμοποιούνται καθόλου διαμεσολαβητές.

Θεσμικοί επενδυτές δημιουργούν δίκτυα για ανταλλαγή μετοχών μεταξύ

των επενδυτών, καταργώντας ουσιαστικά τις όποιες εργασίες

διαμεσολάβησης.

Αυτό που βασικά έχει αλλάξει περισσότερο από τα προαναφερθέντα, είναι η

αύξηση της σημασίας των θεσμικών επενδυτών έναντι των ιδιωτών επενδυτών.

«Μεγάλοι παίκτες», όπως ασφαλιστικές εταιρίες και ασφαλιστικά ταμεία,

διαδραματίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στα διεθνή χρηματιστήρια με

επακόλουθο οι συναλλαγές σε πακέτα μετοχών (bock trades) να έχουν

πρωτεύοντα ρόλο. Μεγάλες συναλλαγές σε πακέτα μετοχών, ιδιωτικές

19

Page 20: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τοποθετήσεις μετοχών και ομολόγων κλπ., υποδηλώνουν δύο κεντρικές τάσεις

μέσα στο όλο φάσμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος:

Τη μετατόπιση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από τον κλασικό

τραπεζικό δανεισμό προς το δανεισμό μέσω χρεογράφων (τιτλοποίηση –

κεφαλαιαγορά),

Την ανάπτυξη της αποδιαμεσολάβησης.

Η καθοριστική αύξηση της βαρύτητας των θεσμικών επενδυτών δεν οδήγησε

μόνο στην αποδιαμεσολάβηση, αλλά και στη γενικότερη απελευθέρωση των

κανόνων της κεφαλαιαγοράς.

Ειδικότερα στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης, για την εξυπηρέτηση των

θεσμικών επενδυτών αναπτύχθηκε, πέραν της πρωτογενούς και της

δευτερογενούς αγοράς, μια «τρίτη αγορά», η οποία χωροταξικά ανήκε εκτός του

χώρου του χρηματιστηρίου όπου διεξάγονταν οι συναλλαγές της κύριας αγοράς

(ανάπτυξη μιας off the floor market). Στην αγορά αυτή συναλλάσσονταν μόνο οι

θεσμικοί επενδυτές, χρησιμοποιώντας υπηρεσίες διαμεσολάβησης ορισμένων

εταιριών και χρηματιστών που δεν ήταν μέλη του χρηματιστηρίου, οπότε δεν

δεσμεύονταν από τους όρους του (π.χ. καθορισμός προμηθειών, τρόπος

διεξαγωγής συναλλαγών). Επομένως, στην «τρίτη αγορά» υπήρχε ακόμη

διαμεσολάβηση, αυτή ήταν όμως πολύ πιο χαλαρή.

Η κατάργηση των σταθερών προμηθειών το 1975 και η παροχή δυνατότητας το

1979 στους χρηματιστές-μέλη να διαπραγματεύονται τις μετοχές των εταιριών

που δεν ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης, τόσο στο πλαίσιο

της κύριας αγοράς όσο και εκτός αυτής (off the floor), έκανε περιττή την ύπαρξη

της «τρίτης αγοράς» και έθεσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της

«τέταρτης αγοράς». Εδώ η κατάργηση της διαμεσολάβησης είναι ολοσχερής.

Συνήθως χρησιμοποιείται ένα ιδιωτικό σύστημα (δίκτυο), το οποίο διευκολύνει

τις συναλλαγές όλων των χρεογράφων και όλων των θεσμικών επενδυτών που

ανήκουν στο σύστημα. Οι συνδρομητές δίνουν τις εντολές για αγορά ή πώληση

μέσω ενός τερματικού και αυτές εκτελούνται, εάν υπάρχει αντίστοιχη προσφορά

ή ζήτηση. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί πραγματικά μια καινούργια εποχή στις

20

Page 21: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

κεφαλαιαγορές. Και τούτο επειδή στη θέση μιας δημόσιας αγοράς, όπως αυτής

του χρηματιστηρίου, όπου λειτουργεί ο ανταγωνισμός στον καθορισμό των

τιμών, εμφανίζεται μια «οιονεί» ιδιωτική αγορά, οι τιμές της οποίας δεν

καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά από τις επενδυτικές

πολιτικές και τις προσδοκίες των ολίγων, μεγάλων «παικτών» που συμμετέχουν

σε αυτήν.

3. Ρόλος των τραπεζών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα -

Παραδοσιακή διαμεσολάβηση και λειτουργίες μετασχηματισμού

Αρχικά, ο παραδοσιακός ρόλος των τραπεζών είναι αυτός του διαμεσολαβητή

ανάμεσα σε αποταμιευτές και δανειζόμενους.

Στο πλαίσιο αυτό, το πιστωτικό ίδρυμα προσφέρει στους αποταμιευτές-

καταθέτες ένα επιτόκιο ικ (επιτόκιο καταθέσεων) και επιβάλλει στους

δανειζόμενους ένα επιτόκιο ιδ (επιτόκιο δανείων). Το επιτόκιο των δανείων ιδ

είναι πάντα υψηλότερο από το επιτόκιο καταθέσεων ιδ . Η διαφορά των δύο

επιτοκίων, επιτόκιο δανεισμού – επιτόκιο καταθέσεων (ιδ – ικ), μας δίνει το

περιθώριο κέρδους (spread ή escart) της τράπεζας.

Λογικά, το περιθώριο κέρδους θα πρέπει να υπερκαλύπτει το κόστος

κεφαλαίου, το λειτουργικό κόστος, τα επασφάλιστρα κινδύνου που επιβαρύνουν

τα δάνεια και τις πληρωμές των φόρων. Ουσιαστικά, το περιθώριο κέρδους

αντανακλά το κόστος που πληρώνει συνολικά η κοινωνία για τις υπηρεσίες

διαμεσολάβησης των τραπεζών. Το κόστος διαμεσολάβησης εξαρτάται,

μεταξύ άλλων, από τις δομές και τις συνθήκες της αγοράς (π.χ. ανταγωνισμός).

Το ερώτημα, το οποίο θα απαντηθεί στη συνέχεια, αφορά στη χρησιμότητα των

τραπεζών στο οικονομικό κύκλωμα. Δεδομένου του κόστους διαμεσολάβησης

που συνεπάγεται η λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων, υποτίθεται ότι τα

κοινωνικά οφέλη που προκύπτουν από τη λειτουργία τους είναι υψηλότερα του

κοινωνικού κόστους που προκαλούν. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις

εκφράζεται η άποψη ότι εάν δεν υπήρχαν οι τράπεζες θα υπήρχε επίσης

21

Page 22: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

κοινωνικό κόστος, το οποίο ενδεχομένως να ήταν και μεγαλύτερο του

τραπεζικού κόστους διαμεσολάβησης.

Αυτό που θα πρέπει επομένως να αποσαφηνιστεί στη συνέχεια, είναι τα οφέλη

που απορρέουν από την ύπαρξη των τραπεζών. Αυτά τεκμηριώνονται από μια

πολύ βασική κατηγορία λειτουργιών των τραπεζών που είναι εκείνες του

μετασχηματισμού. Η λειτουργία του μετασχηματισμού καλύπτει τους

παρακάτω τομείς (Grill & Perczynski, 2001):

Μετασχηματισμός μεγέθους χρηματικών ποσών: Οι τράπεζες λαμβάνουν μικρά

ποσά από τους καταθέτες και τα δανείζουν σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες σε

επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Βέβαια, μπορεί να συμβεί και η αντίθετη

διαδικασία, δηλαδή καταθέσεις μεγάλων ποσών και δανεισμός μικρότερων.

Μετασχηματισμός χρόνου: Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν καταθέσεις που

έχουν ορισμένη διάρκεια και συγκεκριμένο ύψος επιτοκίων και τις

δανείζουν με άλλη χρονική διάρκεια και με διαφορετικά επιτόκια. Η

συγκεκριμένη τραπεζική λειτουργία υποδηλώνει ότι υπάρχουν

διαφορετικές προτιμήσεις ρευστότητας μεταξύ των δανειζομένων και των

αποταμιευτών. Οι τράπεζες αναλαμβάνουν να συνδυάσουν ένα μεγάλο

αριθμό δανειζομένων και αποταμιευτών, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να

ικανοποιούνται από άποψη ρευστότητας.

Μετασχηματισμός χώρου: Οι τράπεζες επιτυγχάνουν, μέσω της μεταφοράς

κεφαλαίων, μια εξισορρόπηση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης χρήματος

ανάμεσα στα διάφορα χρηματοπιστωτικά κέντρα και τις επιμέρους εθνικές

οικονομίες.

22

Page 23: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Μετασχηματισμός κινδύνου: Οι τράπεζες, λόγω του μεγάλου κύκλου των

εργασιών τους, μπορούν να εφαρμόζουν μια πολιτική διαφοροποίησης

κινδύνων μέσω μιας επιλεκτικής πολιτικής πιστώσεων. Έτσι,

επιτυγχάνουν μεγάλη διασπορά των αναλαμβανομένων κινδύνων με

αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού κινδύνου για τις ίδιες αλλά και για

τους καταθέτες τους. Οι τελευταίοι είναι πολύ πιθανόν να αντιμετώπιζαν

πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, αν είχαν οι ίδιοι δανείσει τα χρήματά τους σε

τρίτους χωρίς τραπεζική διαμεσολάβηση.

Μετασχηματισμός πληροφοριών: Τα πιστωτικά ιδρύματα εξοικονομούν σε

αποταμιευτές και δανειζόμενους πολύτιμο χρόνο και προσπάθεια

ατομικής αναζήτησης χρήσιμων χρηματοπιστωτικών πληροφοριών. Με

άλλα λόγια, η ύπαρξη υψηλού κόστους πληροφόρησης, εξαιτίας της

ατέλειας των χρηματοπιστωτικών αγορών και της ασυμμετρίας στην

πληροφόρηση, υπονομεύει τη δυνατότητα του οποιουδήποτε δυνητικού

δανειστή να βρει απευθείας τον πιο κατάλληλο δανειολήπτη. Το κόστος

πληροφόρησης είναι δυνατόν να χωριστεί στις κάτωθι κατηγορίες

(Heffernan, 1996): Πρώτον, το κόστος διερεύνησης που υφίσταται σε

κάθε περίπτωση συμβολαίου, που σε συνδυασμό με το κόστος

διαπραγμάτευσης για τη χορήγηση του δανείου, είναι πολύ υψηλότερο

για ένα άτομο από ότι για μια τράπεζα. Δεύτερον, το κόστος

επαλήθευσης, ή η αδυναμία επαλήθευσης, των παρεχομένων

πληροφοριών. Τρίτον, το κόστος παρακολούθησης της αποπληρωμής

του δανείου. Οι τράπεζες αναλαμβάνουν και μετά τη χορήγηση του

δανείου, την παρακολούθηση της οικονομικής κατάστασης και τον έλεγχο

των επιχειρήσεων και πελατών που δανειοδοτούν (monitoring and

control). Τέταρτον, το κόστος ανάκτησης του δανείου. Ένα δάνειο μπορεί

έπειτα από ένα χρονικό διάστημα να μην εξοφλείται κανονικά ή να

αποτελεί επισφαλή απαίτηση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δανειστής

θα πρέπει να προβεί σε ενέργειες είτε για την επαναδιαπραγμάτευση των

όρων του δανείου είτε για τη διεκδίκηση των καθυστερούμενων εσόδων

μέσω της νομικής οδού.

23

Page 24: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μια αξιοσημείωτη προσφορά των πιστωτικών

ιδρυμάτων έναντι των πελατών τους (που συσχετίζεται και με την

πληροφόρηση) είναι εκείνη της εκτίμησης του βαθμού πιστωτικής

φερεγγυότητας των δανειζομένων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την εκτίμηση

του πιστωτικού κινδύνου ή ακόμη πιο διαφορετικά ειπωμένο, πρόκειται για την

εκτίμηση της πιθανότητας να μην είναι σε θέση ο δανειζόμενος να

αποπληρώσει το δάνειό του. Είναι προφανές ότι οι δανειζόμενοι πρέπει να

υπόκεινται σε έλεγχο που να εξασφαλίζει ότι η συμπεριφορά τους και η

οικονομική τους κατάσταση μεγιστοποιεί την πιθανότητα αποπληρωμής του

δανείου. Εάν δεν υπήρχε η τράπεζα, την εκτίμηση πιστωτικού κινδύνου θα

έπρεπε να την κάνει ο μεμονωμένος καταθέτης, φυσικά με μεγάλο κόστος. Οι

τράπεζες, λόγω των οικονομιών κλίμακας στην ελεγκτική δραστηριότητα καθώς

και της σχετικής εμπειρίας που διαθέτουν, ασκούν αυτή τη λειτουργία κατά

οικονομικότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο από ότι ο ιδιώτης καταθέτης.

Συμπερασματικά, το τραπεζικό ίδρυμα θεωρείται ο κοινός ελεγκτής που

εκπροσωπεί τους συνασπισμένους δανειστές.

Τέλος, θεωρείται ότι ο τραπεζικός δανεισμός δημιουργεί μια μακροχρόνια σχέση

και αμοιβαία δέσμευση μεταξύ δανειστή και δανειζομένου, με αποτέλεσμα

μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη λύση αναφυομένων προβλημάτων. Μια

βασική διαφορά ανάμεσα στον τραπεζικό δανεισμό και στο δανεισμό μέσω της

κεφαλαιαγοράς είναι ότι στην πρώτη περίπτωση για κάθε δανειζόμενο υπάρχει

μόνο ένας, ή περιορισμένος αριθμός δανειστών, ενώ στη δεύτερη περίπτωση

σε κάθε δανειζόμενο αντιστοιχεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός δανειστών. Έτσι,

λοιπόν, όταν στο πλαίσιο του τραπεζικού δανεισμού εμφανίζονται προβλήματα

εξόφλησης του δανείου, υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια

επαναδιαπραγμάτευσης και επανακαθορισμού των όρων του (rescheduling),

έτσι ώστε να γίνει δυνατή η αποπληρωμή του.

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η τράπεζα αναλαμβάνει τον κίνδυνο φερεγγυότητας του δανειολήπτη για

λογαριασμό του καταθέτη.

24

Page 25: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Ερώτηση: Ποιος «σηκώνει το βάρος» εάν ο δανειολήπτης δηλώσει

αδυναμία πληρωμής;

Απάντηση: Η τράπεζα . Εάν δεν υπήρχε τράπεζα, ο ίδιος ο καταθέτης!

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Ενεργητικό Παθητικό

100 εκ. Ευρώ 100 εκ. Ευρώ

επιτόκιο 10% επιτόκιο 4%

έσοδα δανείων έξοδα καταθέσεων

= 10 εκ. Ε = 4 εκ. Ε

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

π.χ. αδυναμία αποπληρωμής δανείων ύψους 2 εκ. Ε.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ

Τόκοι Κ 4,0 εκ. Ε Τόκοι Δ 9,8 εκ. Ε

διαγραφή 2,0 εκ. Ε

κέρδος 3,8 εκ.

Σύνολο 9,8 εκ. Ε Σύνολο 9,8 εκ. Ε

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στην περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου, τον κίνδυνο και τη

ζημία αναλαμβάνει η τράπεζα.

25

Page 26: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Για τη μείωση της ζημιάς

θα πρέπει να γίνεται ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

να επιβαρύνονται με υψηλότερα επιτόκια οι δανειολήπτες υψηλού

κινδύνου.

Στην περίπτωση της επενδυτικής τραπεζικής, τη θέση των δανείων παίρνει η

έκδοση τίτλων (τιτλοποίηση). Η ιδιωτική επιχείρηση (δανειζόμενος) εκδίδει ένα

χρεόγραφο, το οποίο αγοράζει ο πελάτης κατόπιν μεσολάβησης της τράπεζας. Η

τράπεζα αναλαμβάνει μόνο τις εργασίες διαμεσολάβησης, παρέχει στην επιχείρηση

–εκδότη συμβουλευτικές υπηρεσίες και «πλασάρει» μετά το χρεόγραφο στον

πελάτη.

Σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής πλήττεται μόνο ο πελάτης και όχι η

τράπεζα.

Η τράπεζα πλέον δεν μετασχηματίζει τον κίνδυνο (αφού τον αναλαμβάνει ο ίδιος ο

πελάτης), παίζει απλώς ένα διαμεσολαβητικό ρόλο.

Άξιον αναφοράς είναι το γεγονός ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στην έκδοση

χρεογράφων παίζει και το κράτος (έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του

Ελληνικού Δημοσίου).

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Η τράπεζα μετασχηματίζει το χρόνο, μεταβάλλοντας τη χρονική διάρκεια των

δανείων έναντι της χρονικής διάρκειας των χορηγήσεων.

Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ο κίνδυνος μη αποπληρωμής των δανείων, αλλά

στη θέση του εμφανίζεται ένας άλλος κίνδυνος, ο κίνδυνος μεταβολής του

επιτοκίου. (ιδιαίτερα επίκαιρος τελευταία, λόγω της απελευθέρωσης της

χρηματοοικονομικής αγοράς).

Παράδειγμα 1

26

Page 27: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Ενεργητικό Παθητικό

Δάνεια 100 εκ. Ε Καταθέσεις προθεσμίας 100 εκ Ε

επιτόκιο 10% επιτόκιο 7%

διάρκεια 10 έτη διάρκεια 1 έτος

το παραπάνω παράδειγμα εκφράζει το πραγματικό γεγονός ότι οι καταθέτες είναι

διατεθειμένοι να δεσμεύουν τα χρήματά τους για ένα σχετικό σύντομο χρονικό

διάστημα, σε αντίθεση με τους δανειολήπτες που προτιμούν για τις επενδύσεις τους

μια μακροπρόθεσμη χρονική διάρκεια.

Επομένως, διαπιστώνονται σημαντικές διαφοροποιήσεις ρευστότητας μεταξύ των

δανειζομένων και των αποταμιευτών.

Σε αυτό το παράδειγμα το περιθώριο κέρδους για την τράπεζα είναι 3 εκ. Ε ετησίως.

Όμως, μετά από ένα χρόνο οι καταθέσεις προθεσμίας θα είναι ληξιπρόθεσμες και θα

πρέπει να ανανεωθούν. Εδώ προκύπτει ο κίνδυνος μεταβολής των επιτοκίων.

Σε περίπτωση που τα επιτόκια εμφανίζουν κατά το τρέχον έτος ανοδικές τάσεις, τα

έξοδα των καταθέσεων (τόκος καταθέσεων) θα ανέλθουν, στο πλαίσιο ετήσιας

ανανέωσης των καταθέσεων προθεσμίας. Από την άλλη πλευρά το επιτόκιο των

δανείων θα παραμείνει για μια δεκαετία αμετάβλητο (εκτός αν έχει συμφωνηθεί

κυμαινόμενο επιτόκιο).

Ο κίνδυνος μεταβολής των επιτοκίων φαίνεται στο παράδειγμα 2.

Παράδειγμα 2

Ενεργητικό Παθητικό

Δάνεια 100 εκ. Ε Καταθ. Προθεσμίας

100 εκ Ε

επιτόκιο 10% επιτόκιο 9%

διάρκεια 10 έτη διάρκεια 1 έτος

(νέα συμφωνία)

27

Page 28: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στο παράδειγμα 2, το περιθώριο κέρδους της τράπεζας μειώθηκε στο 1 εκ Ε

Επειδή η τράπεζα έχει λειτουργικό κόστος υπάρχει το ενδεχόμενο να λειτουργήσει

και με ζημιά.

Όπως και στην περίπτωση του κινδύνου μη αποπληρωμής του δανείου

(αφερεγγυότητας του πελάτη), ο μετασχηματισμός της χρονικής διάρκειας

καταθέσεων – δανείων θα πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να

μειώνεται σε πολύ χαμηλό βαθμό ο σχετικός κίνδυνος.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ «ΠΥΘΜΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ»

Μια άλλη παράμετρος χρησιμότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων συναρτάται με το

μετασχηματισμό της χρονικής διάρκειας. Η παράμετρος αυτή εκδηλώνεται με το φαινόμενο

του «πυθμένα ασφαλείας».

Οι επιμέρους λογαριασμοί των μεμονωμένων καταθετών εμφανίζουν σχετικά υψηλή

διακύμανση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λογαριασμοί μισθοδοσίας των εργαζομένων, την

ημέρα πληρωμής του μισθού τους αυξάνονται σημαντικά και μετά μειώνονται σταδιακά με

την πάροδο του χρόνου.

Εάν όμως στις καταθέσεις προστεθεί και η επιχείρηση, τότε θα επέλθει μια

αξιόλογη εξισορρόπηση του συνολικού ύψους των καταθέσεων, αφού απλώς την

ημερομηνία πληρωμής των μισθών τα χρήματα από τον λογαριασμό της επιχείρησης θα

28

Page 29: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μεταφερθούν στο λογαριασμό των εργαζομένων, μέσα στην ίδια την τράπεζα.

Ταυτόχρονα η επιχείρηση ενδεχομένως να τοποθετήσει νέα χρήματα στο λογαριασμό της

(λογαριασμό όψεως).

Γενικά θεωρείται ότι όσο αυξάνονται οι λογαριασμοί καταθέσεων (ιδιαίτερα εάν

αυτοί είναι ετερογενείς) τόσο η εξέλιξη του συνολικού ύψους των λογαριασμών (του

αθροίσματός τους) γίνεται σταθερότερη και μειώνονται οι διακυμάνσεις του.

Μάλιστα, υπό κανονικές συνθήκες, δημιουργείται ένας «πυθμένας ασφαλείας» με

ελάχιστο όριο, κάτω από το οποίο δεν κατέρχεται το άθροισμα των καταθέσεων της

τράπεζας.

Τα κεφάλαια που ξεπερνούν αυτό το minimum, μπορεί να δανειστούν μακροπρόθεσμα

από την τράπεζα χωρίς μεγάλο κίνδυνο.

29

Page 30: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Citigroup

Τραπεζική χρηματοδότηση διαχείριση

Καταναλωτών επιχειρήσεων χαρτοφυλακίου

Barclays

Λιανική χρηματοδότηση επενδυτική διαχείριση

Τραπεζική επιχειρήσεων τραπεζική χαρτοφ.

Deutsche Bank

Λιανική και χρηματοδότηση επενδυτική διαχείριση

Τραπεζική επιχειρήσεων και τραπεζική χαρτοφ.

Ιδιωτών αγορά ακινήτων

Συναλλακτικές

Υπηρεσίες

UBS

Λιανική τραπεζική επενδυτική διαχείριση

Τραπεζική ιδιωτών τραπεζική χαρτοφ.

30

Page 31: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Τύποι Εργασιών των Τραπεζικών Ιδρυμάτων

Τα τραπεζικά ιδρύματα λειτουργούν ως μεσολαβητές μέσα στο κύκλωμα

κυκλοφορίας του χρήματος και κεφαλαίου. Βασικά, εκτελούν πληρωμές για

λογαριασμό τρίτων, ενώ συμμετέχουν στη διαδικασία εξισορρόπησης ανάμεσα

στις χρηματοδοτικές και επενδυτικές ανάγκες των οικονομικών υποκειμένων.

Ουσιαστικά, οι τράπεζες προσφέρουν στους υπόλοιπους συμμετέχοντες

τέσσερις (4) κεντρικούς τύπους υπηρεσιών:

Υπηρεσίες πληρωμών,

Υπηρεσίες τοποθέτησης χρήματος,

Υπηρεσίες χρηματοδότησης,

Λοιπές υπηρεσίες (π.χ. διαχείρισης χαρτοφυλακίου).

Μια άλλη δυνατότητα κατηγοριοποίησης των τραπεζικών εργασιών, με βάση το

οικονομικό τους περιεχόμενο, είναι η ακόλουθη:

Εργασίες ενεργητικού , στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι τραπεζικές

εργασίες που σχετίζονται με τη χρήση των κεφαλαίων που διαθέτει το

πιστωτικό ίδρυμα,

Εργασίες παθητικού , οι οποίες καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες για

την εξασφάλιση των χρησιμοποιούμενων κεφαλαίων εκ μέρους του

ιδρύματος,

Εργασίες παροχής υπηρεσιών , οι οποίες κατανέμονται σε τρεις τομείς: α)

εργασίες πληρωμών όπως κυκλοφορία μετρητών, μεταφορά χρήματος

από λογαριασμό σε λογαριασμό, κίνηση συναλλάγματος. β) εργασίες

χρεογράφων όπως αγορά και πώληση χρεογράφων, έκδοση

χρεογράφων. γ) λοιπές εργασίες όπως διαχείριση χαρτοφυλακίου,

συμβουλευτικές υπηρεσίες και διαφόρου τύπου μεσιτείες.

Παραπέρα, οι τραπεζικές εργασίες μπορούν να διακριθούν σύμφωνα με τον

εντολοδόχο τους σε:

Εργασίες για πελάτες : Αυτές πραγματοποιούνται για λογαριασμό

πελατών, συχνά κατόπιν δικής τους εντολής και πρωτοβουλίας, και

31

Page 32: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

αφορούν ουσιαστικά συναλλαγές των ιδρυμάτων με τον μη – τραπεζικό

τομέα.

Εργασίες για το ίδρυμα : Οι εν λόγω εργασίες υλοποιούνται για

λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος, κατόπιν πρωτοβουλίας του ιδίου ή

άλλων ιδρυμάτων, και καλύπτει κατά κανόνα συναλλαγές με άλλα

πιστωτικά ιδρύματα (διατραπεζική αγορά).

4. Τύποι τραπεζικών ιδρυμάτων: Εμπορικές τράπεζες, επενδυτικές

τράπεζες και τράπεζες γενικών συναλλαγών

Oι τράπεζες μπορούν να ταξινομηθούν κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με

το κριτήριο που χρησιμοποιείται κάθε φορά. Ένα σύνηθες κριτήριο είναι αυτό

των δραστηριοτήτων τους και ειδικότερα o ρόλος που παίζουν στις

κεφαλαιαγορές.

Με βάση αυτό το κριτήριο, προκύπτουν δύο κεντρικοί τύποι τραπεζικών

ιδρυμάτων και αντίστοιχων λειτουργιών, οι οποίοι αποτελούν κατά κάποιο

τρόπο δύο ακραίους πόλους:

Έτσι, από τη μια πλευρά, υπάρχει ο πόλος όπου γίνεται ένας σαφής

διαχωρισμός της επενδυτικής (investment banking) από την εμπορική

τραπεζική (commercial banking).

Αντίθετα, στον άλλο πόλο συναντάται η τράπεζα γενικών

συναλλαγών ή γενικευμένης τραπεζικής (universal banking), η οποία

εμπεριέχει τουλάχιστον τόσο τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες

(καταθέσεις – χορηγήσεις), όσο και εκείνες της έκδοσης χρεογράφων

και γενικότερα της ανάληψης δραστηριοτήτων επενδυτικής

τραπεζικής, όπως χρηματιστηριακών συναλλαγών (Αdrian & Heidorn,

2000).

32

Page 33: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Διαχωρισμός της επενδυτικής από την εμπορική τραπεζική

Σε ορισμένες χώρες, και κυρίως στις ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο, Ιαπωνία και Καναδά,

υπήρχε στο παρελθόν αυστηρός διαχωρισμός των εργασιών εμπορικής και

επενδυτικής τραπεζικής. Αυτό ήταν το πιο παλαιό σύστημα και συνιστούσε

χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των σημαντικών τραπεζικών συστημάτων.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η προαναφερθείσα διάκριση ανάμεσα στους δύο

τύπους τραπεζικών δραστηριοτήτων επήλθε το 1933 με το νόμο Glass-Steagall,

o οποίος μεταξύ άλλων επέτρεπε σε μια τράπεζα να αγοράζει μετοχές, μόνο για

λογαριασμό των πελατών της και όχι για δικό της λογαριασμό. Ακόμη, οι

τράπεζες απαγορευόταν να κατέχουν θυγατρικές μονάδες για εργασίες

αναδοχής (underwriting) ή πώλησης χρεογράφων στο επενδυτικό κοινό.

Ορισμένοι λόγοι για τον παραπάνω νομικό διαχωρισμό ήταν οι κάτωθι:

• Πρόληψη κινδύνων , τους οποίους συνεπάγεται για το πιστωτικό ίδρυμα η

παράλληλη άσκηση εμπορικών και επενδυτικών λειτουργιών (π.χ. στην

περίπτωση που οι τράπεζες αναλαμβάνουν την έκδοση νέων

χρεογράφων, μπορούν να χρησιμοποιούν το τμήμα της επενδυτικής

τραπεζικής για την απορρόφηση των χρεογράφων που πιθανόν δεν

κατάφεραν να προωθήσουν στην αγορά),

• Επίτευξη ικανοποιητικής ρευστότητας , δεδομένου ότι τα περιουσιακά

στοιχεία βραχείας διάρκειας διαθέτουν αυξημένη ρευστότητα, σε

αντίθεση με τα μακροχρόνια χρεόγραφα,

• Αύξηση της αποτελεσματικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος ,

καθώς ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων αυξάνει τον μεταξύ τους

ανταγωνισμό και συνεπώς την αποτελεσματικότητα του συστήματος

συνολικά.

H τράπεζα γενικών συναλλαγών

Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε έντονα η τάση (και στις χώρες που

προαναφέραμε μετά από σχετικές νομικές ρυθμίσεις) ανάπτυξης της γενικής

33

Page 34: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τραπεζικής (universal banking) μέσω της παροχής των περισσοτέρων ή όλων

των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από ένα μεγάλο τραπεζικό ή

χρηματοοικονομικό όμιλο. Σε κάθε περίπτωση υπήρξε χαλάρωση της διάκρισης

μεταξύ εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής, καθώς οι εμπορικές τράπεζες

μπορούσαν να επεκτείνονται σε όλο το φάσμα των χρηματοπιστωτικών

υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των χρεογράφων.

Οι δραστηριότητες της γενικής τραπεζικής είναι ποικίλες, περιλαμβάνοντας

εργασίες διαμεσολάβησης, αναδοχής για την έκδοση χρέους, ομολόγων και

νέων μετοχών, πράξεις μεσιτείας, υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών

(π.χ. για εξαγορές & συγχωνεύσεις), παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών,

χρηματοδοτικής μίσθωσης κλπ.

Το πιο σημαντικό πλεονέκτημα των τραπεζών γενικών συναλλαγών έγκειται

στην άνοδο της ευελιξίας των τραπεζικών ιδρυμάτων, εξαιτίας της

διαφοροποίησής τους, έτσι ώστε αυτά να είναι σε θέση να προσαρμόζονται πιο

εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών χρήματος και κεφαλαίου.

Έτσι, με την προσφορά ενός ολοκληρωμένου φάσματος χρηματοοικονομικών

υπηρεσιών μειώνεται ο κίνδυνος χρεωκοπίας που απορρέει από την ύπαρξη

ζημιών σε επιμέρους δραστηριότητες. Επίσης, στην περίπτωση της

γενικευμένης τραπεζικής γίνεται συχνά λόγος για την επίτευξη «οικονομιών

σκοπού», οι οποίες εξειδικεύονται στα εξής:

Οι τράπεζες γενικών συναλλαγών, λόγω του σφαιρικού τους χαρακτήρα,

μπορούν να ικανοποιούν πιο εύκολα και αποτελεσματικά τις ανάγκες των

πελατών τους για αγοραπωλησίες χρεογράφων, σε σχέση με τις

επενδυτικές τράπεζες.

Η παροχή των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υλοποιείται μέσα από τα

εκτεταμένα δίκτυα διανομής που διαθέτουν. Για παράδειγμα, οι μεγάλες

τράπεζες στη Γερμανία προσφέρουν υπηρεσίες επενδυτικής και

εμπορικής τραπεζικής από το ίδιο κατάστημα.

34

Page 35: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Όταν η ίδια η τράπεζα ικανοποιεί όλες τις χρηματοοικονομικές ανάγκες

των πελατών της (επιχειρήσεων), αποφεύγονται προβλήματα

μεσολάβησης –agency problems-, τα οποία πιθανόν προκύπτουν όταν η

επιχείρηση χρησιμοποιεί διάφορους χρηματοδότες (μετόχους, κατόχους

ομολόγων κλπ.) και έτσι έχει συνάψει πολλές συμβάσεις διαφορετικής

φύσης.

Ένα κεντρικό χαρακτηριστικό του συστήματος των τραπεζών γενικής

τραπεζικής είναι ότι τα έσοδα των τραπεζών από προμήθειες εργασιών επί

χρεογράφων αποτελούν ένα αξιόλογο τμήμα των συνολικών τους εσόδων.

Αντίθετα, στο σύστημα εμπορικής τραπεζικής κυριαρχούν τα έσοδα από

τόκους.

Γενικά, τα τραπεζικά έσοδα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο μεγάλες

ομάδες:

α) έσοδα από τόκους και

β) μη τοκοφόρα έσοδα, όπως:

οι πάσης φύσεως προμήθειες,

τα κεφαλαιακά κέρδη από τη διαπραγμάτευση χρεογράφων (που

προκύπτουν από μεταβολές στα επιτόκια, στις συναλλαγματικές ισοτιμίες

και στις τιμές των μετοχών), και

την είσπραξη αμοιβής από επενδυτικές και άλλες χρηματοοικονομικές

συμβουλές.

Η τράπεζα γενικών συναλλαγών συναντάται σε διάφορες αποχρώσεις

(Προβόπουλος & Καπόπουλος, 2000; Γαλιάτσος, 1994):

o Έτσι, μπορεί να ασκείται ολοκληρωμένη γενική τραπεζική από τον

τραπεζικό όμιλο (παροχή όλου ή του μεγαλύτερου του φάσματος των

χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών),

35

Page 36: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

o ή να υπάρχει επικέντρωση της τράπεζας, ως μητρικής επιχείρησης σε

εργασίες εμπορικής τραπεζικής, ενώ οι υπόλοιπες χρηματοοικονομικές

λειτουργίες να υλοποιούνται από θυγατρικές της μονάδες.

o Επίσης, υπάρχει δυνατότητα o χρηματοοικονομικός όμιλος να ελέγχεται

από μια εταιρία συμμετοχών (holding), η οποία συμμετέχει κεφαλαιακά

τόσο σε χρηματοοικονομικές όσο και σε μη χρηματοοικονομικές μονάδες.

o Παραπέρα, σε αρκετές χώρες, ισχυροί τραπεζικοί ή χρηματοοικονομικοί

όμιλοι (οι όροι καθίστανται πλέον ταυτόσημοι) εμφανίζουν κεφαλαιακές

διαπλοκές με βιομηχανικές και άλλες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις,

συγκροτώντας μεγάλα τραπεζικό-βιομηχανικά συμπλέγματα.

Πάντως, για να υπάρχει μια πιο σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα, όλες αυτές οι

προαναφερθείσες λειτουργίες της γενικής τραπεζικής μπορούν να συνοψιστούν

στις κάτωθι (Προβόπουλος & Καπόπουλος):

Λιανική τραπεζική (retail banking),

Επενδυτική τραπεζική (investment banking),

Τραπεζική διαχείρισης χαρτοφυλακίου.

Η λιανική τραπεζική αποτελεί τον κύριο κορμό των εργασιών μιας κλασικής

εμπορικής τράπεζας (καταθέσεις, χορηγήσεις σε ιδιώτες και επιχειρήσεις,

πληρωμές). Μια ιδιαίτερη κατηγορία της λιανικής τραπεζικής είναι η τραπεζική

ιδιωτών (private banking), η οποία απευθύνεται σε νοικοκυριά υψηλών

εισοδημάτων.

Η επενδυτική τραπεζική επικεντρώνεται στην άμεση χρηματοδότηση των

επιχειρήσεων (μέσω της αγοράς), εκτελώντας λειτουργίες αναδοχής για την

έκδοση ομολόγων, την παροχή επενδυτικών συμβουλών για εξαγορές &

συγχωνεύσεις κλπ.

Η τραπεζική διαχείρισης χαρτοφυλακίου αναφέρεται στη διαχείριση των

κεφαλαίων θεσμικών επενδυτών (συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικά ταμεία

κλπ.).

36

Page 37: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

37

Page 38: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

5. Ισολογισμός τραπεζικών ιδρυμάτων - Διαχείριση ενεργητικού και

παθητικού

Ισολογισμός (statement of financial position/ balance sheet) είναι η οικονομική

κατάσταση που εμφανίζει σε μια χρονική στιγμή (π.χ. τέλος έτους) μια τράπεζα

(Σακέλλης, 1995). Ο ισολογισμός της τράπεζας δείχνει:

• Τα περιουσιακά της στοιχεία (ενεργητικό),

• Τις υποχρεώσεις προς τρίτους (υποχρεώσεις ή ξένα κεφάλαια),

• Τα κεφάλαια που οι ιδιοκτήτες επένδυσαν με τη μορφή των εισφορών ή

μέσω των μη αναληφθέντων κερδών (παρακρατηθέντα κέρδη/

αποθεματικά)

O όρος του ισολογισμού πηγάζει από το γεγονός ότι το ενεργητικό ισούται

πάντα με το παθητικό. Αυτή η σχέση εκφράζεται μέσω της γνωστής λογιστικής

ταυτότητας:

Ενεργητικό = Παθητικό ή

Ενεργητικό = Υποχρεώσεις προς τρίτους + ίδια κεφάλαια (καθαρή θέση)

Ο ισολογισμός καταγράφει τις πηγές κεφαλαίων (παθητικό) και τις χρήσεις

αυτών των κεφαλαίων (ενεργητικό). Το ενεργητικό είναι η περιουσία, δηλαδή

είναι το σύνολο των υλικών και άϋλων αγαθών στα οποία έχουν επενδυθεί τα

κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος. To παθητικό εκφράζει το σύνολο των

υποχρεώσεων της επιχείρησης προς τους χρηματοδότες της. Ανάλογα με την

κατηγορία του χρηματοδότη, οι υποχρεώσεις διακρίνονται σε:

o Υποχρεώσεις προς τρίτους,

o Υποχρεώσεις προς τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης (καθαρή θέση).

Μια πιο αναλυτική προσέγγιση του ισολογισμού ενός τραπεζικού ιδρύματος θα

μας δείξει ταυτόχρονα τη διάρθρωση των λειτουργιών του. Έτσι, στην πλευρά

του ενεργητικού συναντώνται τρεις βασικές κατηγορίες:

Τα ρευστά διαθέσιμα,

38

Page 39: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Οι απαιτήσεις (δάνεια/ χορηγήσεις),

Τα χρεόγραφα.

Τα ρευστά διαθέσιμα είναι απαραίτητα για την προμήθεια χαρτονομισμάτων και

κερμάτων, όταν αυτά ζητούνται από τους πελάτες. Ένα μέρος των διαθεσίμων

παρακρατείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος για λόγους ασφάλειας

των καταθετών.

Απαίτηση, υπό την ευρεία έννοια, είναι η αξίωση του τραπεζικού ιδρύματος κατά

φυσικών ή νομικών προσώπων για την παροχή υπηρεσιών, κυρίως δε

χρήματος.

Τα χρεόγραφα είναι ουσιαστικά τίτλοι στους οποίους έχει επενδύσει η τράπεζα.

Οι επενδύσεις αυτές διακρίνονται α) σε τίτλους σταθερής απόδοσης (ομολογίες)

και β) σε τίτλους μεταβλητής απόδοσης (μετοχές).

Στην πλευρά του παθητικού, οι πιο βασικές κατηγορίες είναι:

Οι καταθέσεις

Οι προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων,

Το μετοχικό κεφάλαιο,

Τα διάφορα αποθεματικά.

Οι καταθέσεις (όψεως, ταμιευτηρίου, προθεσμίας) αντιπροσωπεύουν μια από

τις κυριότερες υπηρεσίες που προσφέρει η τράπεζα, αποτελώντας σημαντικό

τμήμα του παθητικού της. Οι καταθέσεις μπορούν να χωριστούν σε διάφορες

κατηγορίες, ανάλογα με την ευκολία ρευστοποίησής τους. Οι καταθέσεις

προθεσμίας ρευστοποιούνται πιο δύσκολα, επειδή δεσμεύονται για ένα

ορισμένο χρονικό διάστημα. Μπορούν να αποδεσμευτούν πριν τη λήξη αυτού

του διαστήματος, μόνο εάν ο καταθέτης είναι διατεθειμένος να πληρώσει μια

“ποινή”.

Οι προβλέψεις είναι οι κρατήσεις ορισμένων ποσών (που γίνεται στο κλείσιμο

του ισολογισμού) που αποβλέπουν στην κάλυψη ζημίας ή εξόδων ή

39

Page 40: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ενδεχόμενης υποτίμησης στοιχείων του ενεργητικού, όταν την ημερομηνία

σύνταξης του ισολογισμού είναι πιθανή η πραγματοποίησή τους αλλά δεν είναι

γνωστό το ακριβές μέγεθός τους και ο χρόνος πραγματοποίησής τους.

Το μετοχικό κεφάλαιο είναι οι εισφορές των ιδιοκτητών της τράπεζας

Τα αποθεματικά είναι σωρευμένα καθαρά κέρδη που δεν έχουν διανεμηθεί, ούτε

έχουν ενσωματωθεί στο μετοχικό κεφάλαιο, και με τα οποία επέρχεται αύξηση

της εταιρικής περιουσίας.

Το άθροισμα του μετοχικού κεφαλαίου και των αποθεματικών συνιστούν τα ίδια

κεφάλαια της τράπεζας. Τα ίδια κεφάλαια αποτελούν μια ασφαλιστική δικλείδα

έναντι μεταβολών της αξίας του ενεργητικού, σημαντική μείωση του οποίου

μπορεί να οδηγήσει ένα ίδρυμα σε μεγάλη κρίση έως πτώχευση.

Στο πλαίσιο διαχείρισης των στοιχείων του ισολογισμού τους, οι τράπεζες

διαχειρίζονται το παθητικό τους χορηγώντας δάνεια, δημιουργώντας έτσι το

ενεργητικό τους. Εναλλακτικά, μπορούμε να πούμε ότι οι τράπεζες

διαχειρίζονται το ενεργητικό τους, το οποίο χρηματοδοτείται από καταθέσεις ή

άλλα στοιχεία του παθητικού.

Κατά τη διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού της, μια τράπεζα:

Αναζητά τις μέγιστες δυνατές αποδόσεις στο χαρτοφυλάκιο των δανείων

της και στο χαρτοφυλάκιο των τίτλων της,

Επιχειρεί την ελαχιστοποίηση του κινδύνου των επενδύσεών της,

Κρατά το αναγκαίο ποσό ρευστών διαθεσίμων για τις ανάγκες

ρευστότητας.

Για να επιτύχουν τα παραπάνω, τα τραπεζικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις κάτωθι

αρχές (Προβόπουλος & Καπόπουλος, 2001):

Αναζητούν πελάτες με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα και

αξιοπιστία στην αγορά, έτσι ώστε αυτοί να είναι σε θέση να πληρώσουν τα

40

Page 41: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

υψηλότερα επιτόκια και έχουν ταυτόχρονα τη μικρότερη πιθανότητα

πτώχευσης,

Τα χρεόγραφα που επενδύουν να είναι τίτλοι με όσο το δυνατόν

υψηλότερη απόδοση και χαμηλότερο κίνδυνο,

Επιδιώκουν ελαχιστοποίηση του μέσου κινδύνου μέσω της

διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου τους,

Στο πλαίσιο διαχείρισης των στοιχείων του παθητικού της, μια τράπεζα

στοχεύει:

Να εξασφαλίζεται η φθηνότερη χρηματοδότησή της,

Να εξασφαλίζεται η επάρκειά της σε ίδια κεφάλαια, έτσι ώστε να

ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος πτώχευσης.

Στη συνέχεια, η ταυτόχρονη διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού και

του παθητικού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα εξής:

Προσδιορισμός του αρίστου μεγέθους καταθέσεων, δανείων κλπ.

Άριστη χρονική διάρθρωση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού για

την αποφυγή προβλημάτων ρευστότητας,

Ορθολογική πολιτική διαχείρισης κινδύνων, ιδιαίτερα από την πλευρά

του ενεργητικού (δάνεια – πιστωτικός κίνδυνος, χρεόγραφα – κίνδυνος

αγοράς),

Διαφοροποίηση τιμολογιακής πολιτικής,

Αρμονική σύνδεση λειτουργικού κόστους και τεχνολογίας.

Τελικά, το τραπεζικό management θα πρέπει να επιλύει ικανοποιητικά την

αντίθεση ανάμεσα στη ρευστότητα και στην αποδοτικότητα. Από τη μια πλευρά,

θα πρέπει ένα μέρος των κεφαλαίων να διακρατείται σε ρευστή μορφή

(ρευστότητα), έτσι ώστε το τραπεζικό ίδρυμα να είναι σε θέση να ικανοποιήσει

οποιαδήποτε μεγέθους ανάληψη από τη μεριά των καταθετών. Από την άλλη,

επιβάλλεται τα υπόλοιπα κεφάλαια να τοποθετούνται σε επενδύσεις (χορήγηση

41

Page 42: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

δανείων και για επενδύσεις σε τίτλους) που είναι κερδοφόρες (αποδοτικότητα),

έτσι ώστε να μπορεί η τράπεζα να ικανοποιεί τις προσδοκίες των μετόχων της

για ένα υψηλό μέρισμα και για τη διατήρηση ενός καλού αποθεματικού.

Στην πράξη χρησιμοποιούνται ορισμένοι χρηματοοικονομικοί δείκτες μέτρησης

της αποδοτικότητας:

Καθαρά κέρδη μετά από φόρους

Α) Αποδοτικότητα ενεργητικού = ---------------------------------------------------- * 100%

Σύνολο ενεργητικού (κεφαλαίων)

Ο παραπάνω δείκτης φανερώνει πόσα κέρδη δημιουργούνται από τη χρήση της

συνολικής περιουσίας του ιδρύματος, ή άλλως πόσο αποδοτικά αξιοποιείται το

σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας.

Καθαρά κέρδη μετά από φόρους

Β)Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων = --------------------------------------------- * 100%

Ίδια κεφάλαια

Ο δεύτερος αυτός δείκτης υποδηλώνει πόσα κέρδη δημιουργούνται από την

επένδυση των ιδίων κεφαλαίων ή διαφορετικά, πόσο αποδοτικά αξιοποιούνται

τα ίδια κεφάλαια.

9. Πολιτική τραπεζικού marketing

Η σημερινή φιλοσοφία των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι άμεσα διαποτισμένη

από το συνεχή προσανατολισμό τους στην αγορά. Συνεχής και άμεσος

προσανατολισμός στην αγορά συνεπάγεται ότι σταθερή πολιτική τους είναι η

προστασία και αύξηση των μεριδίων αγοράς (σε επίπεδο πελατών και

επιμέρους προϊόντων).

Αυτή η πελατοκεντρική πολιτική αποκαλείται τραπεζικό marketing και έχει δύο

βασικές συνιστώσες (Grill & Perczynski, 2001):

42

Page 43: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

o Τη φιλοσοφία του marketing , η οποία εκφράζεται στην προσπάθεια των

ιδρυμάτων να καλύψουν τις απαιτήσεις των πελατών τους,

o Τα εργαλεία του marketing , τα οποία τελικά αποσκοπούν στην

προώθηση των πωλήσεων και θα πρέπει, για την αποτελεσματικότητα

της λειτουργίας τους, να είναι μεταξύ τους ορθολογικά συντονισμένα και

προγραμματισμένα (marketing mix).

Marketing management : Το marketing management θα πρέπει να χρησιμοποιεί

κατά τέτοιο τρόπο τα εργαλεία του marketing, έτσι ώστε να διατηρείται ή να

επαυξάνεται η υφιστάμενη ζήτηση της αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές

υπηρεσίες του ιδρύματος.

Τα εργαλεία του marketing : Όπως και σε κάθε άλλο κλάδο παραγωγής, τα

εργαλεία του τραπεζικού marketing κατανέμονται σε τέσσερις κατηγορίες:

Α) Πολιτική προϊόντος και συνολικού μείγματος υπηρεσιών

Η πολιτική προϊόντος και συνολικού μείγματος υπηρεσιών διακρίνεται με τη

σειρά της σε τρεις επιμέρους υποκατηγορίες, σύμφωνα με τις δραστηριότητες

που αναλαμβάνει:

Ι) Καθορισμός των επιμέρους τραπεζικών υπηρεσιών, τις οποίες το ίδρυμα θα

προσφέρει στην αγορά (πολιτική προϊόντος).

Η εν λόγω πολιτική στοχεύει στην προσφορά εκείνων των υπηρεσιών που

ικανοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τον πελάτη και τις χρηματοοικονομικές του

ανάγκες. Επομένως, τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν απλά

και κατανοητά στον πελάτη, και να αποτυπώνονται με χαρακτηριστικό τρόπο

στη μνήμη του, υποδηλώνοντας ταυτόχρονα και την προέλευση του ιδρύματος

από όπου προέρχονται.

ΙΙ) Ανάπτυξη και διαμόρφωση μιας συνολικής «γκάμας» υπηρεσιών

Δεν αρκεί μόνο η ορθή επιλογή των επιμέρους προϊόντων, αλλά και ο

προσδιορισμός μιας συνολικής «γκάμας» υπηρεσιών, η οποία θα καλύπτει όσο

το δυνατόν περισσότερες προτιμήσεις των πελατών και θα διαφοροποιείται από

εκείνη των ανταγωνιστών. Σήμερα, τα προϊόντα των διαφόρων πιστωτικών

ιδρυμάτων διαφοροποιούνται συχνά μεταξύ τους μόνο ως προς το όνομα.

ΙΙΙ) Καινοτομία προϊόντων

43

Page 44: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στην πολιτική προϊόντος ανήκει, επίσης, η ανάπτυξη και προσφορά στην αγορά

νέων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Β) Πολιτική διανομής

Η πολιτική διανομής είναι κατ’ ουσία πολιτική πωλήσεων. Η πολιτική αυτή έχει

ως καθήκον τη σύναψη μόνιμων σχέσεων με την πελατεία για την διαρκή

εκπλήρωση των απαιτήσεών της. H πολιτική και οι μέθοδοι των πωλήσεων

αποσκοπούν στην ταυτόχρονη προώθηση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών

διαφόρου τύπου (ή σε μορφή «πακέτων»), μια πολιτική που εκφράζεται με τον

αγγλοσαξωνικό όρο “Cross-Selling”. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία πωλήσεων του

κάθε ιδρύματος επιλέγονται κατά κανόνα δύο τύποι καναλιών διανομής:

Τα κεντρικά κανάλια διανομής, όπου η πώληση πραγματοποιείται από τα

κεντρικά του πιστωτικού ιδρύματος (π.χ. direct banking),

Τα αποκεντρωμένα κανάλια διανομής, όπου η πώληση γίνεται από το

δίκτυο καταστημάτων, διαφόρους συμβούλους πώλησης εκτός

καταστήματος κλπ.

Η πολιτική αναζήτησης νέων καναλιών διανομής στοχεύει ο πελάτης να έχει

άμεση πρόσβαση στο λογαριασμό του. Κλασική περίπτωση είναι το direct

banking, στο πλαίσιο του οποίου προσφέρεται η δυνατότητα σχετικά φθηνής,

γρήγορης και άμεσης εξυπηρέτησης στην πελατεία, και μάλιστα εκτός των

ωρών λειτουργίας του τραπεζικού καταστήματος. Αυτή η μέθοδος πώλησης

ταιριάζει περισσότερο σε τυποποιημένες τραπεζικές εργασίες, στις οποίες το

κόστος τους είναι σχετικά χαμηλό και δεν απαιτούν ειδικές συμβουλευτικές

υπηρεσίες. Συστήματα πρόσβασης που εφαρμόζονται στο direct banking είναι

τα εξής:

Telephone - banking,

Home banking (internet banking),

Μηχανές αυτόματων συναλλαγών -ATM’s- ή αυτοεξυπηρέτησης

πελατών.

Οι μέθοδοι πώλησης του direct banking μπορούν να χρησιμοποιούνται σε

συνδυασμό με το παραδοσιακό δίκτυο πώλησης. Βέβαια σήμερα έχει

44

Page 45: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

αναπτυχθεί και ο τύπος τραπεζών χωρίς δίκτυο (Direktbanken - στη γερμανική

ορολογία), όπου ο πελάτης συναντάται μόνο μέσα από τις κεντρικές υπηρεσίες

της τράπεζας σε όλο το εικοσιτετράωρο, δίνοντας τις παραγγελίες του μέσω

τηλεφώνου, επιστολών, FAX, ή υπηρεσίες online).

Γ) Πολιτική τιμολόγησης

Η πολιτική τιμολόγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, δηλαδή ο προσδιορισμός

των τιμών για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και των επιτοκίων για τις

καταθέσεις και τις χορηγήσεις, είναι ένα σημαντικό εργαλείο του marketing και

χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό με τα άλλα ιδρύματα.

Στο πλαίσιο της συναλλαγής με τους ιδιώτες πελάτες, η τράπεζα καταρτίζει

«τιμολόγιο» που καλύπτει όλα τα βασικά προϊόντα και τις υπηρεσίες της (π.χ.

ύψος επιτοκίων για επιμέρους κατηγορίες καταθέσεων).

Δ) Πολιτική επικοινωνίας

Η πολιτική επικοινωνίας επιδιώκει να πληροφορήσει τους δυνητικούς πελάτες

για τα προϊόντα της τράπεζας, με απώτερο στόχο να δημιουργήσει ζήτηση για

αυτά.

Ειδικότερα, η ανάπτυξη δημόσιων σχέσεων (public relations) αποσκοπεί να

καλλιεργήσει θετική εικόνα του πιστωτικού ιδρύματος στην οικονομία και στην

κοινωνία και να βελτιώσει τη φήμη του. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η

διαφήμιση είτε της τράπεζας μεμονωμένα είτε του ομίλου της συνολικά. Στόχος

της διαφήμισης είναι να διαμορφώσει ένα πολύ συγκεκριμένο «προφίλ» του

ιδρύματος προς τα έξω. Πέρα από τη διαφήμιση του ονόματος της τράπεζας,

υπάρχει και η διαφήμιση των υπηρεσιών της. Η διαφήμιση αυτή αποβλέπει να

προβάλλει και να αποσαφηνίσει στο κοινό τη χρησιμότητα των προϊόντων της,

δεδομένου του άϋλου χαρακτήρα τους.

Στην πολιτική επικοινωνίας εντάσσεται, τέλος, η χρηματοδότηση και υποστήριξη

διάφορων κοινωφελών πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων

(sponsoring).

45

Page 46: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Αφού περιγράφθηκαν ορισμένα βασικά στοιχεία του τραπεζικού marketing,

ακολούθως γίνεται μια πιο εκτενής αναφορά στα χαρακτηριστικά της ζήτησης

και των πελατών του πιστωτικού συστήματος.

10. Κατηγορίες πελατείας των τραπεζών

Τρεις είναι οι μεγάλες κατηγορίες πελατών του τραπεζικού συστήματος:

Τα ιδιωτικά νοικοκυριά,

Οι επιχειρήσεις,

Το κράτος.

Α) ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ

Τα ιδιωτικά νοικοκυριά, ως σύνολο, εμφανίζουν μια «στέρεη» οικονομική

κατάσταση, καθώς το άθροισμα των αποταμιεύσεών τους ξεπερνά το

αντίστοιχο των υποχρεώσεών τους. Κατ’ ουσίαν, τα ιδιωτικά νοικοκυριά είναι

πρωταρχικά εκείνοι οι φορείς, οι οποίοι (εμμέσως) προμηθεύουν το οικονομικό

κύκλωμα με χρηματικά μέσα για την υλοποίηση των επενδύσεων.

Οι καταθέσεις των νοικοκυριών αποτελούν για τα πιστωτικά ιδρύματα μια πολύ

ευνοϊκή, από άποψη κόστους, πηγή χρηματοδότησης. Ταυτόχρονα, από την

άλλη πλευρά, τα ιδιωτικά νοικοκυριά βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του

πελατολογίου των τραπεζών τόσο για δάνεια όσο, και για άλλες

χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

Η ορθολογική πολιτική προώθησης των πωλήσεων προϋποθέτει, εκ μέρους

των ιδρυμάτων, βελτιστοποίηση της «φροντίδας» των ιδιωτών πελατών τους,

και αυτή με τη σειρά της διαφοροποίηση και κατ’ επέκταση τμηματοποίηση της

αντίστοιχης αγοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το κριτήρια

τμηματοποίησης είναι, κατά πρώτον, το μέγεθος του εισοδήματος, και

ακολούθως η ηλικία και ο τρόπος ζωής. Για παράδειγμα, οι νέοι έχουν άλλες

χρηματοοικονομικές ανάγκες από ότι οι συνταξιούχοι. Επίσης, ένας δυναμικός ή

46

Page 47: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μοντέρνος αναφορικά με τον τρόπο ζωής πολίτης έχει διαφορετικές απαιτήσεις

απέναντι σε μια τράπεζα από ότι ένας συντηρητικός άνθρωπος.

Αναφορικά με τη συμπεριφορά των ιδιωτικών νοικοκυριών στον τομέα της

αποταμίευσης, παρατηρείται η τάση αποστροφής από τις κλασικές καταθέσεις

και η προτίμηση επένδυσης των χρημάτων σε διάφορα χρεόγραφα, τα οποία

εμφανίζουν εν γένει υψηλότερες αποδόσεις και μεγαλύτερο κίνδυνο. Στην

περίπτωση αυτή «υπονομεύεται» μια σχετικά φθηνή πηγή χρηματοδότησης των

τραπεζών που είναι οι καταθέσεις και αυξάνονται συνεχώς οι απαιτήσεις για την

παροχή υψηλής ποιότητας συμβουλευτικών υπηρεσιών από τις τράπεζες προς

τους πελάτες. Η κάθε τράπεζα δεν μπορεί να «κλείσει τα μάτια» μπροστά σε

αυτές τις εξελίξεις, γιατί έτσι κινδυνεύει να «χάσει» πελάτες υψηλής

εισοδηματικής στάθμης (με υψηλό διαθέσιμο εισόδημα ανά μέλος της

οικογένειας).

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξαρθεί η σημασία του home banking για την

απόκτηση «ελκυστικών» ιδιωτών-πελατών. Αν και φαντάζει κατά κάποιο τρόπο

σενάριο του μέλλοντος, ήδη σήμερα είναι από τεχνικής άποψης δυνατή η

ηλεκτρονική πρόσβαση, εντός δευτερολέπτων, σε όλες τις μεγάλες τράπεζες σε

παγκόσμια κλίμακα. Για παράδειγμα, όλες οι μεγάλες διεθνικές τράπεζες

συνεργάζονται με εταιρίες του internet όπως η Yahoo, η οποία διαθέτει πάνω

από 100 εκατ. χρήστες διεθνώς. Γενικά, τα διεθνικά τραπεζικά ιδρύματα

προσπαθούν να προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στην εξέχουσα

ιδιωτική τους πελατεία σε εικοσιτετράωρη βάση μέσα από διάφορα κανάλια

πρόσβασης όπως online banking, τηλεφωνική εξυπηρέτηση, πρόσβαση στο

χρηματοοικονομικό τους κέντρο και εξωτερικοί πωλητές.

Δεδομένου ότι ο ανταγωνισμός είναι ισχυρός και τα περιθώρια κέρδους

συμπιέζονται αισθητά, μια καλή δυνατότητα για τις τράπεζες φαίνεται η επιλογή

και διείσδυση σε ορισμένα τμήματα της ιδιωτικής πελατείας και η προσφορά σε

αυτά μιας ευρείας γκάμας σύγχρονων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Τομείς

με ικανοποιητικά περιθώρια ανάπτυξης του cross-selling θεωρούνται σήμερα,

47

Page 48: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μεταξύ άλλων, οι ασφάλειες προσώπων και αντικειμένων, τα ακίνητα

(μεσολάβηση, χρηματοδότηση, ασφάλιση) και οι πράξεις χρεογράφων.

Συνοπτικά, η πολιτική τμηματοποίησης οδηγεί κατ’ αρχήν σε δύο είδη

τραπεζικής στο χώρο των ιδιωτικών νοικοκυριών:

Από τη μια πλευρά, υπάρχει η «μαζική» ή λιανική τραπεζική ( retail

banking), η οποία με τυποποιημένες υπηρεσίες απευθύνεται κυρίως σε

μισθωτούς και συνταξιούχους με σχετικά χαμηλά εισοδήματα. Εδώ στην

πρώτη θέση βρίσκονται οι διάφορες πληρωμές και οι καταθέσεις του

εισοδηματικού «περισσεύματος».

Από την άλλη πλευρά, συναντάται η τραπεζική ιδιωτών ( private banking ) ,

η οποία προσφέρει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες διαχείρισης περιουσίας

σε υψηλόμισθους και εισοδηματίες (επιχειρηματίες, διευθύνοντα στελέχη

επιχειρήσεων, στελέχη του δημόσιου τομέα), δίνοντας μεγάλη έμφαση

στην εξατομίκευση των αναγκών τους.

Β) ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Οι επιχειρήσεις, με τη σειρά τους, είναι ένας μεγάλος πελάτης των τραπεζών.

Τα πιστωτικά ιδρύματα προσφέρουν στις επιχειρήσεις χρηματοδότηση όπως

και άλλου είδους υπηρεσίες όπως υπηρεσίες αναδοχής, επενδυτικές συμβουλές

κλπ.

Στο πλαίσιο της πιστωτικής πολιτικής τμηματοποίησης των πελατών,

διακρίνονται δύο μεγάλες ομάδες επιχειρήσεις-πελάτες για τα πιστωτικά

ιδρύματα:

Οι μεγάλες επιχειρήσεις: Οι επιχειρήσεις αυτές είναι πελάτες με μεγάλη

διαπραγματευτική ικανότητα και απορροφούν ένα πολύ μεγάλο ύψος δανείου

ανά επιχείρηση. Σαφώς κάνουν χρήση της κλασικής τραπεζικής

χρηματοδότησης, αλλά χρησιμοποιούν επίσης και άλλες πηγές κεφαλαίων

όπως η έκδοση ομολόγων και νέων μετοχών, στο πλαίσιο των οποίων

συνεργάζονται και με τα πιστωτικά ιδρύματα (επενδυτική τραπεζική). Τα

τελευταία χρόνια παρατηρείται η τάση των μεγάλων επιχειρήσεων να

στρέφονται περισσότερο στη χρηματοδότηση μέσω της τιτλοποίησης του

48

Page 49: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

χρέους τους, γεγονός το οποίο συμβάλει στη σχετική υποχώρηση του

παραδοσιακού τραπεζικού δανεισμού (βλέπε επίσης παρακάτω και για την

ελληνική πραγματικότητα). Ιδιαίτερα, οι μεγάλες διεθνικές επιχειρήσεις

αξιοποιούν το σύνολο των πηγών χρηματοδότησης που υφίστανται

παγκοσμίως, με συνέπεια να μην είναι εξαρτημένες από τα επιμέρους εθνικά

τραπεζικά συστήματα.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ): Οι ΜΜΕ είναι, αντιθέτως, σε μεγάλο

βαθμό πελάτες του κλασικού τραπεζικού δανεισμού. Από την άλλη πλευρά,

άξιον αναφοράς είναι το γεγονός ότι και στις ΜΜΕ δημιουργείται, βαθμιαία και

σε αυξανόμενο βαθμό, η ανάγκη για μοντέρνες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται λόγος για ΜΜΕ με έντονη εξαγωγική

δραστηριότητα, οι οποίες εκτός από τον κλασικό δανεισμό χρειάζονται

υποστήριξη σε ζητήματα διασυνοριακών πληρωμών, διασφάλισης έναντι των

συναλλαγματικών κινδύνων και κατοχύρωσης των εισπράξεών τους. Επίσης,

και οι ΜΜΕ είναι υποχρεωμένες, σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου

ανταγωνισμού, να στραφούν στις καινοτομίες και στην ανάπτυξη νέων

προϊόντων. Στο εν λόγω πλαίσιο, xρειάζονται τόσο χρηματοδότηση με κεφάλαια

υψηλού κινδύνου (venture capital), όσο και στήριξη με αποτελεσματικά

συστήματα διαχείρισης κινδύνων. Ένας άλλος τομέας που οι τράπεζες

καλούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν

ανταγωνισμό, είναι όταν οι ΜΜΕ αποφασίσουν να αποκτήσουν πρόσβαση στην

κεφαλαιαγορά μέσω της εισόδου τους στο χρηματιστήριο, φαινόμενο το οποίο

σταδιακά αποκτά αυξανόμενη βαρύτητα. Τέλος, στο μέλλον αναμένεται να

αυξηθεί προς τις τράπεζες η ζήτηση συμβουλευτικών υπηρεσιών εκ μέρους των

ΜΜΕ. Στην ποιότητα των υπηρεσιών αυτών συμβάλουν θετικά η μακροχρόνια

προσωπική επαφή και η άμεση πρόσβαση της επιχείρησης στον τραπεζικό

σύμβουλο.

Γ) ΚΡΑΤΟΣ

Ο δημόσιος τομέας αποτελεί έναν αξιόλογο πελάτη των πιστωτικών ιδρυμάτων,

κυρίως μέσω της τιτλοποίησης του χρέους του. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η

χρηματοδότηση της Κεντρικής Διοίκησης (έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του

49

Page 50: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ελληνικού δημοσίου, αλλά και των μεγάλων δημόσιων οργανισμών. Αντίθετα,

«μουσική του μέλλοντος» αποτελεί η δανειοδότηση των φορέων της τοπικής

αυτοδιοίκησης.

11. Λιανική και χονδρική τραπεζική

Με επίκεντρο πάλι τη φύση και τα χαρακτηριστικά των πελατών, γίνεται λόγος

τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη για δύο είδη τραπεζικής:

Τη λιανική τραπεζική (retail banking), και

Τη χονδρική τραπεζική (wholesale or corporate banking).

Oρισμένα χαρακτηριστικά των δύο προαναφερθέντων ειδών τραπεζικής είναι τα

ακόλουθα:

Λιανική τραπεζική Χονδρική τραπεζική

Α. πολύ μικροί λογαριασμοί λίγοι μεγάλοι λογαριασμοί

Β. μαζικές συναλλαγές σχετικά λίγες συναλλαγές

Γ. μικρά ποσά ανά συναλλαγή μεγάλα ποσά ανά συναλλαγή

Δ. επενδύσεις σε τεχνολογία (μερικώς) υψηλές επενδύσεις σε τεχνολογία

Η λιανική τραπεζική απευθύνεται σε ιδιώτες και σε μικρές επιχειρήσεις, ενώ η

χονδρική τραπεζική έχει ως πελάτες μεγάλες εθνικές επιχειρήσεις, διεθνικές

εταιρίες, κυβερνήσεις και δημόσιους οργανισμούς.

Στην πράξη σήμερα καθίσταται όλο και περισσότερο δυσχερής ο διαχωρισμός

μεταξύ λιανικής και χονδρικής τραπεζικής, καθώς πλέον τα πιστωτικά ιδρύματα

είναι τράπεζες πολλαπλών δραστηριοτήτων και προϊόντων (multiproduct firms)

που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές αγορές παράγοντας διαφορετικού

τύπου υπηρεσίες. Η όλη προβληματική γίνεται πολυσύνθετη, εάν ληφθεί υπόψη

και η τραπεζική ιδιωτών (private banking). Τότε, στην προσπάθεια

ενσωμάτωσης και κατηγοριοποίησης της τελευταίας εκφράζονται δύο απόψεις:

50

Page 51: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Α) Τα όρια μεταξύ λιανικής και χονδρικής τραπεζικής είναι πλέον ασαφή, με την

τραπεζική ιδιωτών να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες

κατηγορίες, δεδομένου ότι ως στόχο έχει πελάτες της λιανικής τραπεζικής

και επιχειρήσεις.

Β) Η άλλη άποψη είναι ότι η ιδιωτική τραπεζική είναι από μόνη της μια

αυτόνομη κατηγορία και ότι δεν βρίσκεται ενδιάμεσα στη λιανική και στη

χονδρική τραπεζική.

Είναι προφανές ότι στην περίπτωση της χονδρικής τραπεζικής τα ποσά ανά

συναλλαγή είναι ιδιαίτερα υψηλά, και δεν υπάρχει η ανάγκη για τη διατήρηση

ενός εκτενούς δικτύου καταστημάτων, όπως επίσης και πολυάριθμου

προσωπικού. Ο αριθμός του προσωπικού είναι μικρός και αποτελείται από

ιδιαίτερα εξειδικευμένα άτομα. Ο αριθμός των πελατών είναι και αυτός μικρός,

τόσο από την πλευρά των εργασιών του παθητικού όσο και από την αντίστοιχη

του ενεργητικού, ενώ ένα αξιόλογο τμήμα των δανείων έχει διαφοροποιημένα

χαρακτηριστικά, στοχεύοντας στην κάλυψη των εξειδικευμένων αναγκών του

πελάτη (“tailor-made” solutions). Στην ανάπτυξη της χονδρικής τραπεζικής,

σημαντικό ρόλο παίζει η ύπαρξη και αποτελεσματική λειτουργία της

διατραπεζικής αγοράς (interbank market), όπως επίσης των μεγάλων

συναλλαγών σε διάφορα νομίσματα για την κάλυψη των χρηματοδοτικών και

επενδυτικών αναγκών μεγάλων πολυεθνικών συγκροτημάτων. Η χονδρική

τραπεζική μπορεί να θεωρηθεί ως φυσική συνέπεια της επενδυτικής

τραπεζικής. Επειδή η χονδρική τραπεζική απευθύνεται σε επιχειρήσεις-πελάτες

με αυξημένες απαιτήσεις, η άσκησή της χρειάζεται να υποστηρίζεται από

εξειδικευμένες γνώσεις και εργαλεία. Τέτοιου είδους τραπεζικές λειτουργίες

ασκούν πρώτιστα ιδρύματα που χαρακτηρίζονται ως «κέντρα χρήματος»

(money center banks). Aυτά αποκαλούνται έτσι, όχι μόνο εξαιτίας του

παγκόσμιου βεληνεκούς τους, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι στηρίζονται

περισσότερο στην αγορά χρήματος παρά στις καταθέσεις.

Η λογική της λιανικής τραπεζικής μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή μέσω της

ανάλυσης ενός υποδείγματος ισολογισμού μιας εμπορικής τράπεζας.

51

Page 52: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Ενεργητικό Παθητικό

Ταμειακά διαθέσιμα Δ Καταθέσεις:

Πελάτης 1 Κ1

….. . …..

Πελάτης Ν ΚΝ

Σύνολο Κ

Εμπορεύσιμα χρεόγραφα Χ Λοιπές υποχρ/σεις Λ

Απαιτήσεις: ίδια κεφάλαια Μ

Πελάτης 1 Α1

… ... Πελάτης Μ ΑΜ

Σύνολο Α

Πάγια Π

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ

Έσοδα Έξοδα

Έσοδα από τόκους Λειτουργικές δαπάνες

Προμήθειες Έξοδα τόκων

52

Page 53: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Το παραπάνω υπόδειγμα ισολογισμού περιλαμβάνει τις εξής βασικές

πληροφορίες:

o Υπάρχουν πολλοί καταθέτες (το Ν είναι μεγάλο) και κανείς εξ’ αυτών δεν

κατέχει ένα υψηλό ποσοστό καταθέσεων ως προς τις συνολικές

καταθέσεις (Κ) της τράπεζας,

o Υπάρχουν διάφοροι τύποι καταθέσεων (π.χ. ταμιευτηρίου, όψεως,

προθεσμίας),

o Υπάρχουν πολλοί δανειζόμενοι (το Μ είναι μεγάλο) και κανείς εξ’ αυτών

δεν έχει λάβει δάνειο, το οποίο να εμφανίζει υψηλό ποσοστό συμμετοχής

στις συνολικές απαιτήσεις (Α) της τράπεζας,

o Οι απαιτήσεις είναι δάνεια (χορηγήσεις) που απευθύνονται σε διαφόρους

πελάτες, είναι ποικίλης χρονικής διάρκειας (maturity), σταθερού ή

κυμαινόμενου επιτοκίου (fixed or variable interest rates), χαρακτηρίζονται

ως μη διαπραγματεύσιμες απαιτήσεις (non-marketable), ενώ έχουν μέση

χρονική διάρκεια και μέσο χρονικό μέγεθος μεγαλύτερα από ότι στις

καταθέσεις,

o Υπάρχει ένα χαρτοφυλάκιο εμπορεύσιμων χρεογράφων, τέτοια όπως

είναι εκείνα που αντιπροσωπεύουν δημόσιο χρέος (κρατικά έντοκα

γραμμάτια και ομόλογα),

o Η τραπεζική λειτουργία υποστηρίζεται από πάγιο εξοπλισμό (π.χ. κτίρια,

ηλεκτρονικός και λοιπός εξοπλισμός),

o Παρατηρούνται υποχρεώσεις (δανεισμός) έναντι άλλων πιστωτικών

ιδρυμάτων αλλά αυτές συνιστούν ένα μικρό ποσοστό των συνολικών

υποχρεώσεων, συγκριτικά με την περίπτωση της χονδρικής τραπεζικής,

o Τα ίδια κεφάλαια (μετοχικό κεφάλαιο, αποθεματικά) χρηματοδοτούν ένα

μέρος του ενεργητικού, όμως το ποσοστό συμμετοχής τους στο συνολικό

παθητικό είναι σχετικό μικρό, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν

με υψηλό συντελεστή χρηματοοικονομικής μόχλευσης.

Κεντρικός «κρίκος σύνδεσης» ανάμεσα στον ισολογισμό και στα αποτελέσματα

χρήσης είναι τα μη διανεμόμενα κέρδη, τα οποία συμβάλουν διαχρονικά στη

μεγέθυνση των ιδίων κεφαλαίων. Επίσης, διασυνδέσεις ανάμεσα στον

ισολογισμό και στα αποτελέσματα χρήσης δημιουργούνται από τα έξοδα που

53

Page 54: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

προκύπτουν στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών προς τους πελάτες.

Ειδικότερα όσον αφορά τα αποτελέσματα χρήσης σημειώνονται τα κάτωθι:

o Τα έσοδα από προμήθειες και διάφορες επιβαρύνσεις (fees and charges)

είναι κατά κανόνα μικρά σε σχέση με τα έσοδα από τόκους,

o Τα έσοδα από προμήθειες συνήθως δεν καλύπτουν τα έξοδα από τις

αντίστοιχες μη-τοκοφόρες δραστηριότητες (non-interest expenses),

o Τα έξοδα προσωπικού συνιστούν ένα σημαντικό τμήμα των εξόδων, το

οποίο γενικά είναι μεγαλύτερο από ότι στην περίπτωση της χονδρικής

τραπεζικής,

o Το περιθώριο κέρδους στις δραστηριότητες που σχετίζονται με την

είσπραξη τόκων (interest rate margin) είναι κανονικά μεγαλύτερο από το

αντίστοιχο της χονδρικής τραπεζικής,

o Ένα αξιοσημείωτο τμήμα των εξόδων συνδέεται με την παροχή

υπηρεσιών πληρωμής.

Εκτός των ειδικών χαρακτηριστικών του ισολογισμού, η λιανική τραπεζική

συχνά εκφράζεται και στον τρόπο οργάνωσης των τραπεζικών δραστηριοτήτων,

καθώς οι υπηρεσίες της συνηθίζονταν μέχρι σήμερα να παρέχονται,

πρωταρχικά, μέσα από ένα μεγάλο δίκτυο πωλήσεων (π.χ. καταστήματα), με

στόχο να υπερνικάται η φυσική απόσταση ανάμεσα στον πελάτη και στο

ίδρυμα. Αντιθέτως, η χονδρική τραπεζική πραγματοποιείται από τα κεντρικά

των ιδρυμάτων (head office) ή και από εξωχώρια κέντρα συναλλαγών (offshore

centres).

Βέβαια τα τελευταία είκοσι χρόνια πραγματοποιείται στη λιανική τραπεζική μια

πραγματική επανάσταση (Chorafas, 1999). Αν και μέχρι σήμερα η γεωγραφική

εγγύτητα (proximity) ήταν η λέξη «κλειδί» για τη λιανική τραπεζική, τα πράγματα

αλλάζουν σημαντικά, εξαιτίας των λύσεων και των δυνατοτήτων που προσφέρει

η «άμεση τραπεζική» (direct banking). Έτσι, σήμερα οι απόψεις είναι

αντικρουόμενες στο κατά πόσον το τραπεζικό δίκτυο συνεχίζει να είναι ο

παράγοντας με στρατηγική σημασία.

54

Page 55: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Η άμεση τραπεζική διευκολύνεται σημαντικά από τη χρήση των νέων

τεχνολογιών. Για παράδειγμα:

Στο πλαίσιο του PC-banking οι πελάτες μπορούν να διενεργούν

τραπεζικές συναλλαγές από το σπίτι ή το γραφείο τους. Ειδικότερα, οι

τράπεζες προσφέρουν στους καλούς πελάτες τους, σε ευέλικτο ωράριο,

επενδυτικές συμβουλές και άλλες εξατομικευμένες υπηρεσίες μέσω του

διαδικτύου,

οι μαζικές συναλλαγές (mass market) εξυπηρετούνται πλέον όχι μόνο

από το κατάστημα, αλλά και από τις αυτόματες ταμειακές μηχανές

(Automated Teller Machines –ATMs-) ή τα αντίστοιχα σημεία πώλησης

(Point of Sales –POS-). Οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται σε

εικοσιτετράωρη βάση, με ομοιογενείς οδηγίες χρήσης και με την άμεση

ενσωμάτωση του πελάτη στο τραπεζικό δίκτυο. Έτσι, δεν επιδιώκεται

μόνο η επίτευξη οικονομιών κλίμακας αλλά και η μεγαλύτερη

αποτελεσματικότητα μέσω της χρήσης της τεχνολογίας.

Αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων, είναι ότι στο νέο περιβάλλον της

λιανικής τραπεζικής μειώνεται το προσωπικό ανά κατάστημα και αλλάζουν οι

δραστηριότητές του καθώς από τη διεκπεραίωση χαμηλής αξίας συναλλαγών,

υπηρεσιών και πληρωμών, στρέφεται όλο και περισσότερο προς την πώληση

υπηρεσιών και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, στο παλιό

περιβάλλον της λιανικής τραπεζικής κυριαρχούσαν οι ταμίες (tellers), ενώ ο

βαθμός αποτελεσματικής εξυπηρέτησης και ικανοποίησης των πελατών ήταν

χαμηλός.

Κρίσιμοι ανταγωνιστικοί παράγοντες στο νέο περιβάλλον θεωρούνται η

ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρονται στον πελάτη, η

αποτελεσματικότητα των εργασιών και το χαμηλό κόστος. Γενικά, το σημαντικό

τμήμα των αλλαγών στη λιανική τραπεζική απορρέει από την αγορά (market-

induced), όπου οι πελάτες προσανατολίζονται στη ζήτηση πιο ποιοτικών και

καινοτόμων υπηρεσιών και ενός καλύτερου service, ενώ οι απασχολούμενοι

αναζητούν καλύτερη και δικαιότερη αμοιβή, επιθυμώντας να αναλάβουν πιο

55

Page 56: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ουσιαστικές εργασίες. Ταυτόχρονα, οι μέτοχοι επιδιώκουν υψηλότερη απόδοση

των επενδύσεών τους.

Στην ικανοποίηση των αναγκών των πελατών, η λιανική τραπεζική θα πρέπει

να λαμβάνει υπόψη ότι ο πελάτης έχει τις ακόλουθες απαιτήσεις:

Αποταμίευση και δανεισμός (save and borrow), υπό την έννοια ότι υπάρχει

χρονική αποσύνδεση ανάμεσα στη ροή του εισοδήματος και στην

κατανάλωσή του. Με άλλα λόγια, η τράπεζα υπερνικά τέτοιου τύπου

χρονικές αποκλίσεις (overcoming timing differences), προσφέροντας χρήμα

για κατανάλωση πριν την απόκτηση του εισοδήματος. Αυτό γίνεται με τη

βοήθεια πιστωτικών καρτών, καθώς επίσης προσωπικών και

καταναλωτικών δανείων.

Επένδυση και εμπόριο (invest and trade), ως μια διαδικασία που βασίζεται

στην εμπιστοσύνη και στις συμβουλές ειδικών, καθώς πρόκειται για την

ασφαλή και αποδοτική τοποθέτηση πλεοναζόντων κεφαλαίων στις εγχώριες

ή στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Υλοποίηση των πληρωμών στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, κάτι το οποίο

απαιτεί δίκτυα και αυτοματοποίηση των υποστηρικτικών λειτουργιών (back

office automation).

Τέλος, στο πλαίσιο της λιανικής τραπεζικής, το management του πιστωτικού

ιδρύματος θα πρέπει να αποφασίσει πως θα κατανείμει τη δράση του μεταξύ

των κάτωθι αγορών:

o Μικρές επιχειρήσεις για καταθέσεις, δάνεια και υποστηρικτικές υπηρεσίες

(π.χ. πληρωμές, εργασίες εξωτερικού εμπορίου, παροχή λογιστικής

υποδομής),

o Ιδιώτες υψηλής εισοδηματικής στάθμης,

o Αγορά μαζικών συναλλαγών.

56

Page 57: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

12. Επιχειρηματική στρατηγική τραπεζών

Aνεξαρτήτως του τύπου του πιστωτικού ιδρύματος και της φύσης των

λειτουργιών του, το management του ιδρύματος θα πρέπει, πριν χαράξει τη

στρατηγική του (business strategy), να απαντήσει ορισμένες κρίσιμες

ερωτήσεις:

Ποιος είναι ο σκοπός μιας τράπεζας; ποιες είναι οι υπηρεσίες της;

ποιοι είναι οι πελάτες της;

ποια είναι η εξέλιξη των υπηρεσιών και ποια η αποδοχή τους από την

αγορά; ποιοι είναι οι αναλαμβανόμενοι κίνδυνοι, ποια τα κόστη και ποια

τα έσοδα;

Στο φάσμα μιας επιχειρηματικής στρατηγικής υπάγονται ζητήματα όπως η

έρευνα αγοράς, η ανάπτυξη νέων προϊόντων, ο στρατηγικός σχεδιασμός, η

αξιολόγηση νέων αγορών και υπηρεσιών, η χρησιμότητα των νέων

τεχνολογιών, η ανάπτυξη ανθρώπινων ικανοτήτων κλπ.

Για το σκοπό αυτό το management του ιδρύματος θα πρέπει να:

θέτει σαφείς στόχους,

προσδιορίζει μακροπρόθεσμες πολιτικές,

αναπτύσσει αντίστοιχα πλάνα και

φροντίζει για την ορθή υλοποίησή τους.

Ο σχεδιασμός θα πρέπει τελικά να εγγυάται ποιοτικές υπηρεσίες, σταθερές

ταμειακές ροές και ικανοποιητική αποδοτικότητα, αξιοποιώντας στο έπακρον τα

μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία που είναι το προσωπικό, οι πελάτες και η

τεχνολογία.

Ο σχεδιασμός αποτελεί το “A” και το “Ω” για κάθε επιχείρηση. Όποιος

αποτυγχάνει να σχεδιάσει, σχεδιάζει ουσιαστικά την αποτυχία του. Η ανάπτυξη

στρατηγικών σχεδίων αντανακλά την ικανότητα του σκέπτεσθαι (thinking

ability), η οποία είναι ιδίωμα των ιδιαίτερα ανεπτυγμένων οργανισμών και

περιέχει στοιχεία όπως είναι η ευφυία, η ενσωμάτωση και η επιδεξιότητα.

Βασική προϋπόθεση του σχεδιασμού είναι η πρόγνωση, η οποία εδώ γίνεται

57

Page 58: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

αντιληπτή ως ικανότητα του management να αξιολογεί τα μελλοντικά

αποτελέσματα αποφάσεών του που λαμβάνει στο παρόν. Η λήψη αποφάσεων

που εκ των πραγμάτων εκτείνονται στο μέλλον, εμπεριέχει υψηλό ποσοστό

κινδύνου. Ως εκ τούτου, το τραπεζικό management θα πρέπει:

Να εκτιμά τους κινδύνους που αναλαμβάνει,

Να διασφαλίζει ότι η αναμενόμενη απόδοση είναι σαφώς υψηλότερη του

κινδύνου, και

Να ελέγχει διαρκώς την έκθεση του ιδρύματος στον κίνδυνο.

Η επιλογή στρατηγικών σχεδίων είναι συνυφασμένη με κινδύνους, μεταξύ

άλλων, επειδή συχνά συνδέεται με δομικές αναδιαρθρώσεις των ιδρυμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τις τρεις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκαν σημαντικές

αναδιαρθρώσεις αυτού του είδους (Chorafas, 1999 - βλέπε στον πίνακα που

ακολουθεί).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 τυπικός σχεδιασμός και έλεγχος

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ανάλυση των λειτουργιών και του κόστους

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 κέντρα κέρδους και έλεγχος κόστους

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αποκεντρωμένα συστήματα πληροφόρησης

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 συστήματα στήριξης αποφάσεων

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 τυπικός στρατηγικός σχεδιασμός

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 θέσεις εργασίας προσωπικού και τοπικά δίκτυα

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 εξειδικευμένα συστήματα

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 επέκταση των εμπορικών τραπεζών στην επενδυτική τραπεζική

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ραγδαία ανάπτυξη των παραγώγων μέσων

Στα μέσα της δεκαετίας του1990 ανάπτυξη της εικονικής οικονομίας

Η τραπεζική ως βιομηχανία παροχής υπηρεσιών επικεντρώνει την προσοχή της

σε δραστηριότητες όπως το marketing, τη διανομή, την ανάπτυξη νέων

προϊόντων και υπηρεσιών και την παραγωγή. Το marketing και η διανομή

λαμβάνουν χώρα στην εμπροσθοφυλακή του καταστήματος (front desk), αλλά

58

Page 59: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

και μέσω δικτύων (networks). Αντίθετα, η παραγωγή πραγματοποιείται στην

οπισθοφυλακή του ιδρύματος (back office).

Η επιχειρηματική στρατηγική θα πρέπει να επιλύσει μια σειρά ζητήματα όπως:

Επιλογή προϊόντων,

Τμηματοποίηση αγοράς,

Κανάλια διανομής,

Στρατηγική διαχείρισης κινδύνων,

Μέγεθος της κλίμακας των εργασιών,

Διάρθρωση εσόδων (από τόκους – από προμήθειες),

Φύση των εργασιών στις υποστηρικτικές μονάδες.

Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και πολλά άλλα τέτοια ζητήματα εξίσου

σοβαρά, το πιο σημαντικό όμως να τα κατηγοριοποιήσει σε επιμέρους ομάδες,

έτσι ώστε να είναι πιο εμφανείς οι άξονες μιας επιχειρηματικής στρατηγικής.

Βασικές ομάδες που απευθύνεται η επιχειρηματική στρατηγική είναι οι κάτωθι:

Οι ανθρώπινοι πόροι: πελάτες, προσωπικό, μέτοχοι,

Το marketing και οι πωλήσεις μέσα σε μια επιλεγμένη αγορά,

Η ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών, με έμφαση στο “profile” τους και

στον κύκλο ζωής τους,

Οι χρηματοοικονομικοί πόροι,

Οι τεχνολογικοί πόροι.

Στους ανθρώπινους πόρους, πρωταρχικό περιουσιακό στοιχείο θεωρούνται οι

πελάτες και η ικανοποίηση των εξατομικευμένων αναγκών τους, καθώς η

πολιτική της άμεσης σχέσης με τον πελάτη κερδίζει έδαφος έναντι της μαζικής

τραπεζικής. Στο επίπεδο του προσωπικού θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα

σε δύο κεντρικές υποομάδες του, τους τραπεζίτες (bankers) και τους εμπόρους

(traders). Οι τραπεζίτες έχουν μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική και

προσπαθούν σταδιακά να καλλιεργήσουν σχέσεις με τους πελάτες

διαχειρίζοντας τους λογαριασμούς τους (client account), ενώ αντίθετα οι

έμποροι που δραστηριοποιούνται στις αγοραπωλησίες χρεογράφων πρέπει να

59

Page 60: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

πάρουν γρήγορες επιχειρηματικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια μιας

τηλεφωνικής συνομιλίας ή αμέσως μετά.

Το marketing επικεντρώνεται στον προσδιορισμό της αγοράς του ιδρύματος και

του πιο αποτελεσματικού τρόπου εφοδιασμού της (βλέπε και παραπάνω).

Η στρατηγική προϊόντων ασχολείται με το εύρος των υπηρεσιών που

προσφέρονται στην αγορά, την τιμολόγησή τους κλπ. (βλέπε και παραπάνω).

Η χρηματοοικονομική στρατηγική καλύπτει διάφορους τομείς όπως είναι η

κατάρτιση προϋπολογισμών (budgeting), η λογιστική, η κοστολόγηση κλπ.,

θέτοντας ως στόχο τον έλεγχο των τρεχουσών και μελλοντικών

χρηματοοικονομικών αναγκών του ιδρύματος, δίνοντας έμφαση στις ακόλουθες

παραμέτρους:

o Tαμειακές ροές (cash flow),

o Ρευστότητα (liquidity),

o Διακυμάνσεις χρηματοοικονομικών μεγεθών (volatility),

o Επιτόκια,

o Συναλλαγματικές ισοτιμίες.

Για παράδειγμα ο προϋπολογισμός χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: Στον

προϋπολογισμό που έχει ως υπόβαθρο τα επιτόκια (interest budget) και

αναφέρεται στα προβλεπόμενα έξοδα για την πληρωμή των καταθετών, και σε

εκείνον που έχει ως βάση τα λοιπά έξοδα (non-interest budget), πρώτιστα

δαπάνες προσωπικού, αλλά και άλλα έξοδα όπως ενοικιάσεις κλπ.

Η τεχνολογική στρατηγική χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την επίτευξη των

στόχων του ιδρύματος στους άλλους τομείς. Για παράδειγμα, η τεχνολογία

πληροφόρησης (information technology) ενσωματώνεται σε όλες τις κρίσιμες

φάσεις του στρατηγικού σχεδιασμού. Ενώ αρχικά οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές

εισήλθαν στον κλάδο της τραπεζικής για τη μείωση της γραφειοκρατίας και τη

μείωση του λειτουργικού κόστους, σήμερα χρησιμοποιούνται όχι μόνο για τη

μείωση του κόστους αλλά για τη δημιουργία νέων αλυσίδων προστιθέμενης

αξίας.

60

Page 61: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Συχνά η τεχνολογία συνδέεται με την αποδοτικότητα, και επιχειρηματολογείται

ότι ιδρύματα που κάνουν ορθολογική χρήση προηγμένων τεχνολογιών

εμφανίζουν υψηλότερη αποδοτικότητα έναντι εκείνων που χαρακτηρίζονται από

έναν μέτριο τεχνολογικό δείκτη (βλέπε το παρακάτω διάγραμμα). Σε κάθε

περίπτωση μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για το τραπεζικό management

είναι η συγχώνευση των κλασικών τραπεζικών λειτουργιών με την τεχνολογία

για την επίτευξη μιας ορθολογικής ισορροπίας ανάμεσα στον τραπεζίτη και στον

τεχνολόγο, όπως και ανάμεσα στο δίκτυο των καταστημάτων με την

ηλεκτρονική τραπεζική.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ: Δείκτης τεχνολογίας και αποδοτικότητα επενδύσεων

αποδοτικότητα επένδυσης

20%

15%

10%

5%

0%

χαμηλό κάτω μέσο προηγμένο πολύ του προηγμένο

μέσου

επίπεδο τεχνολογίας

61

Page 62: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

13. Πιστωτική πολιτική

Με τον όρο πίστωση ορίζεται:

Η εμπιστοσύνη του δανειστή στην ικανότητα και την ετοιμότητα του

δανειζομένου, να αποπληρώνει κανονικά τα χρέη του (λατινικά: credere

= πιστεύω, εμπιστεύομαι),

Η παραχώρηση αγοραστικής δύναμης για ένα χρονικό διάστημα.

Γενικά, στο πλαίσιο της πίστωσης (πιστοδότησης/ δανείου/ χορήγησης), ο

δανειστής παραιτείται για μια ορισμένη χρονική περίοδο από τη χρησιμοποίηση

του κεφαλαίου του. Έτσι, παραχωρεί το κεφάλαιό του στον δανειζόμενο και

λαμβάνει για το λόγο αυτό τόκους. Οι τόκοι είναι η αμοιβή του δανειστή για τη

χρήση ξένου κεφαλαίου εκ μέρους του δανειζόμενου (Grill & Perczynski, 2001).

Πιστωτικές ανάγκες μπορεί να έχουν τα κάτωθι οικονομικά υποκείμενα:

Τα ιδιωτικά νοικοκυριά

Τα ιδιωτικά νοικοκυριά καταναλώνουν αγαθά και υπηρεσίες. Πιστωτικές

ανάγκες των ιδιωτικών νοικοκυριών προκύπτουν, όταν οι δαπάνες τους δεν

μπορούν να καλυφθούν από τις τρέχουσες εισπράξεις τους. Οι πιστώσεις προς

τα ιδιωτικά νοικοκυριά είναι καταναλωτικού χαρακτήρα, με μακροπρόθεσμα ή

βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά. Οι μακροπρόθεσμες πιστώσεις εξυπηρετούν

την αγορά αγαθών με μακρά διάρκεια ζωής όπως κατοικίας, αυτοκινήτου κλπ.

Οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις καλύπτουν την αγορά υπηρεσιών (π.χ.

τουριστικό ταξίδι) ή επιλύουν άμεσα προβλήματα ρευστότητας.

Οι επιχειρήσεις

Οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στον τομέα παραγωγής και πώλησης

αγαθών και υπηρεσιών. Πιστωτικές ανάγκες εμφανίζονται στις επιχειρήσεις,

όταν τα ίδια κεφάλαια δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Οι

πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις εξυπηρετούν παραγωγικούς τους σκοπούς και

μπορεί να είναι –όπως και στα ιδιωτικά νοικοκυριά- βραχυπρόθεσμες ή

μακροπρόθεσμες. Οι βραχυπρόθεσμες πιστώσεις χρησιμοποιούνται για τη

χρηματοδότηση του κυκλοφορούντος ενεργητικού (είναι δηλαδή κεφάλαια

62

Page 63: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

κίνησης) και οι μακροπρόθεσμες πιστώσεις χρηματοδοτούν επενδύσεις όπως

πάγιες εγκαταστάσεις της επιχείρησης ή συμμετοχές σε άλλες εταιρίες

(χρηματοοικονομικές επενδύσεις).

Ο δημόσιος τομέας

Οι πιστωτικές ανάγκες των φορέων του δημόσιου τομέα προκύπτουν, όταν οι

δαπάνες του για δημόσια κατανάλωση, επενδύσεις και μεταβιβαστικές

πληρωμές, υπερβαίνουν τα έσοδά του από φόρους, τέλη και εισφορές.

Οι πιστώσεις αποτελούν ένα αξιόλογο τμήμα του ενεργητικού των πιστωτικών

ιιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, εξαιτίας της εξαιρετικής σημασίας τους, η σύνθεση

του χαρτοφυλακίου των πιστώσεων πρέπει να έχει, μεταξύ άλλων,

αποτελεσματική διαφοροποίηση κατά:

o Είδος κινδύνου,

o Είδος δανειολήπτη,

o Αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας του δανειολήπτη (κλάδος,

συνθήκες αγοράς κλπ.),

o Γεωγραφική εγκατάσταση του δανειολήπτη.

Οι πιστώσεις ή πιστοδοτήσεις πρέπει να υλοποιούνται με βάση ένα σύνολο

συστηματοποιημένων κανόνων (“σύστημα πιστοδοτήσεων”, στο πλαίσιο των

οποίων επιλέγονται οι δανειζόμενοι πελάτες. Βασική αρχή της πιστοδοτικής

πολιτικής είναι η διασφάλιση των συμφερόντων του τραπεζικού ιδρύματος, με

την ελαχιστοποίηση των κινδύνων και τη μεγιστοποίηση του οφέλους.

Ειδικότερα, οι σχετικές ενέργειες που πρέπει να γίνουν είναι οι εξής:

Ακριβής εξέταση και προσδιορισμός των πιστωτικών αναγκών του

δανειζομένου,

Εξέταση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειζομένου και

αξιολόγηση των δυνατοτήτων του για την ομαλή και απρόσκοπτη

εκπλήρωση των υποχρεώσεών του,

Συνεχής παρακολούθηση και έλεγχος της πιστοδότησης , στο

πλαίσιο των μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς.

63

Page 64: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στο πλαίσιο προσδιορισμού των πιστωτικών αναγκών είναι σημαντικό να

εξακριβωθεί, εάν με τις πιστοδοτήσεις θα καλυφθούν ανάγκες που σχετίζονται

άμεσα με την πραγματική λειτουργία της επιχείρησης (π.χ. χρηματοδότηση

παγίων επενδύσεων, χρηματοδότηση αποθεμάτων). Από την άλλη πλευρά, για

τη διερεύνηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειοδοτούμενου

χρησιμοποιούνται διάφορα συστήματα ή κριτήρια αξιόλογησης. Για παράδειγμα,

σύνηθες είναι ο διαχωρισμός των κριτηρίων αξιολόγησης σε ποιοτικά και

ποσοτικά (Αντωνόπουλος, 1999).

Ορισμένα ποιοτικά κριτήρια είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Το ιστορικό της επιχείρησης (π.χ. χρόνος ίδρυσης, εξέλιξη),

Η ποιότητα της διοίκησης,

Η ηλικία του ιδιοκτήτη και οι προϋποθέσεις διαδοχής (ιδιαίτερα σε

οικογενειακές εταιρίες),

Η φήμη και η εικόνα της επιχείρησης στην αγορά.

Από την άλλη πλευρά, τα ποσοτικά στοιχεία καλύπτουν κυρίως:

Τους Ισολογισμούς,

Τα αποτελέσματα εκμετάλλευσης,

Τα ταμειακά προγράμματα.

Εδώ σημαντικό είναι:

Να ελεγχθεί η αξιοπιστία στα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας,

Να αναλυθούν τα ιστορικά οικονομικά της μεγέθη (π.χ.

αριθμοδείκτες).

Γενικά, ιδιαίτερα η αξιολόγηση των ποσοτικών στοιχείων της επιχείρησης

σχετίζεται με την ανάλυση της χρηματοοικονομικής της ισορροπίας (Bueschgen,

1991). Ο όρος της χρηματοοικονομικής ισορροπίας της επιχείρησης έχει

διάφορες αποχρώσεις και προεκτάσεις, και έχει στενή και ευρεία έννοια. Υπό τη

στενή έννοια του όρου, η χρηματοοικονομική ισορροπία δεν διαφοροποιείται

από την αντίληψη της ρευστότητας. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι τα μέσα

πληρωμής που διαθέτει η επιχείρηση επαρκούν για την κάλυψη των

ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της. Από την άλλη πλευρά, η

64

Page 65: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

χρηματοοικονομική ισορροπία υπό την ευρεία έννοια του όρου προϋποθέτει

τόσο την ικανότητα της επιχείρησης να ανταποκρίνεται στις τρέχουσες

υποχρεώσεις (ρευστότητα), όσο και στον μακροπρόθεσμο στόχο

μεγιστοποίησης των κερδών της (αποδοτικότητα). Ουσιαστικά με την εισαγωγή

του κριτηρίου της αποδοτικότητας η προβληματική της χρηματοοικονομικής

ισορροπίας επεκτείνεται στο πεδίο της πραγματικής σφαίρας της επιχείρησης

(παραγωγή – πωλήσεις). Η εξέταση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, από τη

σκοπιά μιας εμπορικής τράπεζας, είναι χρήσιμη, επειδή τα κέρδη μεταξύ άλλων:

• επηρεάζουν αποφασιστικά το ύψος των ταμειακών ροών των επιχειρήσεων

και κατ’ επέκταση την ικανότητά τους για αποπληρωμή των δανείων τους,

• κατευθύνονται, τουλάχιστον μέχρι ενός ποσοστού, στα αποθεματικά με

συνέπεια να αυξάνουν τα ίδια κεφάλαια και να διευρύνουν την κεφαλαιακή

βάση των εταιρειών, άρα να βελτιώνουν τη δανειοληπτική τους ικανότητα,

• συνιστούν βασική πηγή χρηματοδότησης νέων επενδύσεων, στοιχείο που

αποτελεί ένδειξη για τις μελλοντικές αναπτυξιακές προοπτικές των

επιχειρήσεων.

Οι διαταραχές της χρηματοοικονομικής ισορροπίας μπορεί να είναι είτε

προσωρινές, είτε να λαμβάνουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, οπότε καθίστανται

απειλητικές για την ίδια την ύπαρξη της επιχείρησης, καθώς είναι δυνατόν να

αποτελέσουν κυρίαρχη αιτία για την επικράτηση συνθηκών υπερχρέωσης και

πτώχευσης (Γεωργόπουλος, 1997). Η χρηματοοικονομική ισορροπία της

επιχείρησης συνδέεται συχνά με τους κανόνες χρηματοδότησής της (κάθετοι ή

οριζόντιοι). Οι χρηματοδοτικοί κανόνες αναφέρονται στην τήρηση ορισμένων

προδιαγραφών που θα πρέπει να εκπληρώνει ο ισολογισμός των

επιχειρήσεων, και ειδικότερα η διάρθρωσή του. Οι εν λόγω κανόνες

αναφέρονται, για παράδειγμα, σε κάποιες συγκεκριμένες τιμές που θα πρέπει

να λαμβάνουν οι αριθμοδείκτες (π.χ. δείκτες δανειακής εξάρτησης).

Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι κάθετοι κανόνες χρηματοδότησης χρησιμεύουν για τον

προσδιορισμό των δυνατοτήτων και των ορίων που έχουν οι επιχειρήσεις να

χρεώνονται, ή με άλλα λόγια για τον προσδιορισμό του βαθμού της ικανότητάς

τους να αποκτούν ξένα κεφάλαια, φυσικά με τη δυνατότητα αποπληρωμής. Οι

65

Page 66: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

συγκεκριμένοι κανόνες μετρούν τις σχέσεις των ξένων κεφαλαίων προς τα

συνολικά ή τα ίδια κεφάλαια. Στην περίπτωση αυτή, πρωταρχικός στόχος είναι

να αποφεύγεται ο κίνδυνος υπερχρέωσης, ο οποίος στην ουσία εκφράζεται από

τη «διάβρωση» των ιδίων κεφαλαίων ως επακόλουθο της αλλεπάλληλης

πραγματοποίησης ζημιών. Συσσωρεύονται οι ζημιές σε τέτοιο βαθμό που δεν

μπορούν να καλυφθούν πλέον από τα ίδια κεφάλαια, τότε η μόνη λύση είναι η

προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό με συνέπεια την υπερχρέωση της

επιχείρησης, έως και την πτώχευσή της.

Στην ίδια προβληματική εντάσσεται η εξεύρεση του άριστου βαθμού χρέωσης ή

της άριστης σχέσης ξένων και ιδίων κεφαλαίων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας

αριστοποίησης θα πρέπει να επιλεχθεί εκείνος ο βαθμός χρέωσης που οδηγεί

στη μεγιστοποίηση των ιδίων κεφαλαίων ή διαφορετικά της τιμής των μετοχών

στο χρηματιστήριο. Χρήσιμη συνεισφορά στην κατεύθυνση αυτή έχει το

εργαλείο της χρηματοοικονομικής μόχλευσης. Θετική χρηματοοικονομική

μόχλευση σημαίνει αύξηση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων, εξαιτίας

σχετικά φθηνής εξωτερικής χρηματοδότησης με ξένα κεφάλαια. Στην αντίθετη

περίπτωση, το αποτέλεσμα της χρηματοοικονομικής μόχλευσης είναι αρνητικό,

δηλαδή υπάρχει μείωση της αποδοτικότητας λόγω του πολύ υψηλού κόστους

των ξένων κεφαλαίων. Συνήθως, θεωρείται ότι μετά από έναν ορισμένο βαθμό

χρέωσης οι χρηματοδότες απαιτούν, εξαιτίας του υψηλότερου κινδύνου, την

καταβολή ενός υψηλότερου τόκου, ο οποίος αντισταθμίζει μέχρι και

υπερκαλύπτει τη θετική χρηματοοικονομική μόχλευση.

Το τραπεζικό ίδρυμα εξετάζει δύο βασικούς τρόπους, μέσω των οποίων ο

πελάτης θα αποπληρώσει το δάνειο:

Ο πιο σημαντικός τρόπος είναι η αποπληρωμή του δανείου να γίνει μέσα

από την παραγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης, μέσα δηλαδή από

το παραγωγικό-συναλλακτικό της κύκλωμα. Και τούτο επειδή οι

πιστοδοτήσεις παρέχονται στις επιχειρήσεις για τη χρηματοδότηση των

λειτουργικών τους αναγκών. Ο λειτουργικός τρόπος αποπληρωμής

συνδέεται με την παραγωγική χρήση του δανείου.

66

Page 67: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Ένας άλλος τρόπος αποπληρωμής είναι από τα περιουσιακά στοιχεία

της επιχείρησης, ή από συνηθισμένες εξασφαλίσεις στα πάγια ή από

άλλες εγγυήσεις που μπορεί να παρέχονται είτε από την ίδια την

επιχείρηση ή από τρίτους.

Ο δεύτερος τρόπος αποπληρωμής του δανείου θα πρέπει να θεωρείται μόνο

ως λύση ανάγκης. Ως εκ τούτου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να

αποφεύγουν πιστώσεις για την κάλυψη ζημιογόνων αποτελεσμάτων ή

επισφαλειών, καθώς και πιστώσεις για έκτακτες κερδοσκοπικές δραστηριότητες.

Επίσης, οι εκτιμήσεις που θα κάνουν σχετικά με τις μελλοντικές ταμειακές ροές

του επενδυτικού προγράμματος που χρηματοδοτούν, θα πρέπει να είναι όσο το

δυνατόν πιο ρεαλιστικές και συγκρατημένες. Παραπέρα, στο επίπεδο της

συνολικής διαχείρισης των δανείων, κάθε εμπορική τράπεζα έχει αναπτύξει ένα

«σύστημα πιστοδοτήσεων», στο πλαίσιο του οποίου καθορίζονται τα εκάστοτε

πιστωτικά όρια, οι εγκριτικές αρμοδιότητες των μονάδων του ιδρύματος

(ανάλογα με τη θέση τους στη «διοικητική πυραμίδα») και οι μηχανισμοί

παρακολούθησης της αποπληρωμής των δανείων.

Στη συνέχεια δίνεται μια συνοπτική εικόνα ανάλυσης της πιστοληπτικής

ικανότητας ενός υποψήφιου δανειολήπτη εκ μέρους ενός τραπεζικού ιδρύματος

(διάγραμμα – επόμενη σελίδα). Η πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη

καθορίζεται από το κατά πόσον αυτός θα μπορέσει να ανταποκριθεί, από

οικονομική άποψη, στις απαιτήσεις της δανειακής σύμβασης (π.χ. πληρωμή

τοκοχρεολυσίων, τήρηση χρονικών περιορισμών). Ο δανειολήπτης, ο οποίος

μπορεί να είναι ιδιώτης ή επιχείρηση, εξετάζεται τόσο ως προσωπικότητα όσο

και με βάση το οικονομικό του υπόβαθρο. Στο προσωπικό επίπεδο, σημαντικό

ρόλο παίζουν ο χαρακτήρας, η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, οι επαγγελματικές

ικανότητες, οι εμπειρίες, η αξιοπιστία, η συνέπεια στις πληρωμές κλπ. Από την

άλλη πλευρά, στο οικονομικό επίπεδο καθοριστική είναι η σημασία των

χρηματοοικονομικών συνθηκών του δανειολήπτη, η περιουσιακή του

κατάσταση, η οργανωτική δομή της επιχείρησής του, οι αναπτυξιακές της

προοπτικές κλπ. Ένα απλό παράδειγμα συνοψίζει ακόμη περισσότερο τα

67

Page 68: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

κριτήρια ανάλυσης της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη (ιδιωτικά

νοικοκυριά, επιχειρήσεις, δημόσια νοικοκυριά):

Κριτήρια ανάλυσης οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη

Ιδιωτικά νοικοκυριά Επιχειρήσεις Δημόσια νοικοκυριά

Εισόδημα Αποδοτικότητα Έσοδα φόρων

Περιουσία Ρευστότητα

Δομή ενεργητικού/ Παθητικού

Συχνά στην ανάλυση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών, τα

πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν ένα εύρος κριτηρίων, τα οποία συνεκτιμούν

συνολικά, διαβαθμίζοντας τα με τον αντίστοιχο κίνδυνο που εμφανίζουν. Από τη

διαδικασία αυτή προκύπτει η βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας

(credit rating) του δανειζομένου, η οποία χρησιμοποιείται ως εργαλείο άσκησης

πιστωτικής πολιτικής. Για παράδειγμα στην περίπτωση των επιχειρήσεων,

κεντρικές κατηγορίες κριτηρίων αξιολόγησης είναι τα στοιχεία του ισολογισμού,

το management και οι συνθήκες του κλάδου της επιχείρησης.

14. Εξαγορές & συγχωνεύσεις και στρατηγικές συμμαχίες –

Σχηματισμός χρηματοπιστωτικών ομίλων

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας μέχρι και σήμερα λαμβάνει χώρα σε

παγκόσμια κλίμακα μια ευρεία διαδικασία αναδιάρθρωσης του τραπεζικού,

όπως και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Η διαδικασία αυτή

υλοποιείται μέσω μαζικών συγχωνεύσεων & εξαγορών (Σ & Ε), οι οποίες

οδηγούν στη δημιουργία μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων.

Στη βιβλιογραφία απαριθμούνται διάφορα κίνητρα Σ & Ε όπως είναι η

διεύρυνση μεριδίου αγοράς, η επίτευξη οικονομιών κλίμακας, η αύξηση της

παραγωγικής δυναμικότητας, η μείωση των δικτύων διανομής και του κόστους

λειτουργίας κλπ. Απώτερος στόχος είναι η ορθολογική αναδιοργάνωση και η

επίτευξη του «κρίσιμου» μεγέθους στην εγχώρια αγορά, με στόχο τη βελτίωση

της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, σε συνδυασμό με την επιτυχή παρουσία και

68

Page 69: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

επέκταση στο εξωτερικό. Η συγκεκριμένη επιχειρηματική στρατηγική που

φαίνεται να στοχεύει κατ’ αρχήν στην εδραίωση της θέσης των ιδρυμάτων στην

εσωτερικής τους αγορά (consolidating home market position), εκφράζεται

επίσης εμπειρικά από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα οι εγχώριες Σ & Ε

υπερτερούν των αντίστοιχων διασυνοριακών.

Ορισμένες αναλύσεις χρηματοοικονομικού περιεχομένου τονίζουν ως το πιο

βασικό κίνητρο των Σ & Ε τη μεγιστοποίηση της αξίας του πλούτου των

μετόχων (και του ιδρύματος κατ’ επέκταση). Η μεγιστοποίηση αυτή μπορεί να

προέλθει είτε μέσω της αύξησης της ολιγοπωλιακής δύναμης του ιδρύματος

στην αγορά, είτε μέσω της βελτίωσης της αποτελεσματικότητάς του. Η μετοχική

αξία μπορεί ακόμη να αυξηθεί από τη δημιουργία ενός μεγαλύτερου

επιχειρηματικού μεγέθους, το οποίο συγκριτικά με τις μικρότερες τράπεζες

εξασφαλίζει την υποστήριξη της κρατικής πολιτικής εξαιτίας της μεγάλης

εμβέλειάς του.

Από τα προαναφερθέντα κίνητρα, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στο

«μέγεθος». Άξια υπογράμμισης είναι η άποψη ότι το μέγεθος ενός ιδρύματος

δεν συνιστά «ανταγωνιστική πανάκεια». Σαφώς ο ανταγωνισμός πιέζει τα

τραπεζικά ιδρύματα σε διεύρυνση του μεγέθους τους και σε παροχή ενός

συνδυασμένου φάσματος προϊόντων και υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, θα

πρέπει, όμως, να αναφερθεί ότι το μέγεθος δεν διασφαλίζει οπωσδήποτε την

αποδοτικότητα. Η πράξη δείχνει ότι οι τράπεζες μικρομεσαίου μεγέθους μπορεί

να είναι πιο αποδοτικές από τις μεγάλες, λόγω του υψηλού βαθμού ευελιξίας και

εξειδίκευσης που εμφανίζουν.

Στο πλαίσιο της προβληματικής του μεγέθους αναπτύσσεται η θέση

(Νανόπουλος, 2001) ότι είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς πως τελικά υπάρχει

«άριστο μέγεθος». H εμπειρία φανερώνει ότι τραπεζικά ιδρύματα διαφορετικού

επιχειρηματικού βεληνεκούς λειτουργούν διεθνώς με ανταγωνιστική επιτυχία.

Πολύ πιθανόν το μέγεθος να είναι περισσότερο συνάρτηση του τύπου του

τραπεζικού ιδρύματος. Συνεπώς, το μοντέλο της τράπεζας που προσφέρει

ολοκληρωμένα μαζικά προϊόντα (universal bank) προϋποθέτει σίγουρα ένα

69

Page 70: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ελάχιστο μέγεθος, ενώ οι εξειδικευμένες τράπεζες με σχετικά περιορισμένη

γκάμα υπηρεσιών και πελατών μπορεί να είναι μικρότερου μεγέθους. Από εκεί

και πέρα, καθοριστικό ρόλο παίζει η φιλοσοφία εσωτερικής οργάνωσης και ο

τρόπος διαχείρισης της τεχνολογίας. Η χρήση προηγμένης τεχνολογίας, σε

συνδυασμό με τις διαδικασίες αποδιαμεσολάβησης, μπορεί να επηρεάσουν

ανασταλτικά την αύξηση του μεγέθους, παραδείγματος χάριν μέσω του

περιορισμού του δικτύου πώλησης ή της συρρίκνωσης των υποστηρικτικών

λειτουργιών. Η αυτοματοποίηση των τραπεζικών συναλλαγών, εκτός από τις

σοβαρές επενδύσεις στον τομέα της πληροφορικής, ενδεχομένως να ανοίξει το

δρόμο στην εξωτερίκευση συναφών λειτουργιών και στη, μερική τουλάχιστον

εκχώρησή τους, σε εταιρίες πληροφορικής (outsourcing). Συμπερασματικά, δεν

αποκλείεται, αντιθέτως είναι ιδιαίτερα πιθανή, η συνύπαρξη δύο αντίθετων

τάσεων, δηλαδή από τη μια πλευρά υπάρχει πίεση του ανταγωνισμού για

αύξηση του μεγέθους μέσω Σ & Ε, και από την άλλη παρατηρούνται πολιτικές

αποδόμησης (deconstruction) και περιορισμού του επιχειρησιακού μεγέθους για

την απόκτηση πλεονεκτημάτων ευελιξίας ή/ και μείωσης του λειτουργικού

κόστους που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το τραπεζικό management θα πρέπει να

γνωρίζει ότι από τη στιγμή που υιοθετούνται οι Σ & Ε ως μέσον ανάπτυξης ενός

τραπεζικού ιδρύματος, η υλοποίησή τους συνδέεται με αρκετούς κινδύνους που

ελλοχεύουν:

Α) πριν,

Β) μετά ή και

Γ) κατά τη διάρκεια της διαδικασίας Σ & Ε.

Για παράδειγμα, οι κίνδυνοι πριν την εξαγορά (Α) μπορεί να συνδέονται με την

τιμολόγηση της εξαγοραζόμενης τράπεζας. Σε κάθε περίπτωση, η αξία της

εξαγοράς θα πρέπει να αντισταθμίζεται από την παρούσα αξία των

προβλεπόμενων ταμειακών ροών που θα αποφέρει η εν λόγω επένδυση. Στην

περίοδο μετά την εξαγορά (Β), ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο λειτουργικός. Ο

κίνδυνος αυτός απορρέει από ζητήματα όπως είναι η ενσωμάτωση του

προσωπικού στη νέα τράπεζα, η ενοποίηση των συστημάτων πληροφορικής

70

Page 71: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

και διαχείρισης κινδύνων, ο επανασχεδιασμός ή η επέκταση των συστημάτων

εσωτερικού ελέγχου, η καθημερινή παρακολούθηση των λογιστικών

συστημάτων κλπ. Κατά τη διάρκεια της συμφωνίας Σ & Ε (Γ) σημαντικό ρόλο

διαδραματίζουν επίσης οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών. Ειδικότερα, στις

διασυνοριακές Σ & Ε οι στρατηγικοί και λειτουργικοί κίνδυνοι ενδέχεται να είναι

υψηλότεροι, συγκριτικά με τις εγχώριες, εξαιτίας της οργανωτικής και

εργασιακής ετερογένειας των ιδρυμάτων, η οποία προκύπτει από αξιόλογες

πολιτισμικές διαφοροποιήσεις των χωρών στις οποίες εδρεύουν.

Πάντως, η ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών ομίλων διαφαίνεται και στο προσεχές

μέλλον ως η κυρίαρχη τάση. Ο σχηματισμός ομίλων στοχεύει στην αξιοποίηση

διαφόρων πλεονεκτημάτων, ορισμένα από τα οποία είναι τα εξής (Alpha Bank,

2001):

Αξιοποίηση οικονομιών φάσματος μέσω σταυροειδών πωλήσεων,

Διασπορά των κινδύνων και των πηγών εσόδων,

Άριστη χρήση των συμπληρωματικών δικτύων διανομής,

Εξορθολογισμός του οργανωτικού σχήματος μέσω αναδιάρθρωσης των

διοικητικών λειτουργιών και περικοπής του κόστους.

Στα παραπάνω πλεονεκτήματα προστίθεται και εκείνο της συγκέντρωσης

δύναμης (concentration of power), ενώ ως μειονέκτημα εμφανίζεται η μεταφορά

και διάχυση χρηματοοικονομικών προβλημάτων και κρίσεων από μια θυγατρική

του ομίλου στις υπόλοιπες (contagion risks). Ως μέθοδος αποφυγής τέτοιου

είδους κρίσεων προτείνεται συχνά η εισαγωγή λειτουργικών εμποδίων

(“firewalls”) ανάμεσα στις συγγενικές μονάδες του ομίλου, τα οποία όμως με τη

σειρά τους είναι δυνατόν να περιορίσουν τις αναμενόμενες θετικές συνέργιες

(OECD, 1993).

Εκτός από τις Σ & Ε, ένα άλλο εργαλείο ανάπτυξης των τραπεζικών ιδρυμάτων

είναι οι στρατηγικές συμμαχίες. Η ανάγκη ανάπτυξης στρατηγικών συμμαχιών

καθίσταται ολοένα και περισσότερο έντονη, σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό

περιβάλλον. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μεγάλων ελληνικών

τραπεζών, δημόσιων ή ιδιωτικών συμφερόντων, οι οποίες στη συντριπτική τους

πλειοψηφία έχουν συνάψει τέτοιου είδους συμφωνίες με αλλοδαπά διεθνικά

71

Page 72: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

πιστωτικά ιδρύματα (Η Εμπορική με τη γαλλική Credit Agricole, η Eurobank-

Εργασίας με τη γερμανική Deutsche Bank και η Πειραιώς με την ολλανδική

ING). Οι συγκεκριμένες συνεργασίες, οι οποίες συνδέονται με κεφαλαιακή

συμμετοχή μειοψηφίας εκ μέρους των ξένων συνεταίρων, προσδίδουν στις

εγχώριες τράπεζες συγκριτικά πλεονεκτήματα, καθώς τους παρέχουν τη

δυνατότητα πρόσβασης στην τεχνογνωσία νέων προϊόντων και στις εξελίξεις

των παγκόσμιων αγορών. Επίσης, τους εξασφαλίζουν μια ποιοτικότερη

αξιοποίηση της εγχώριας αγοράς, μεταξύ άλλων, μέσω της από κοινού ίδρυσης

θυγατρικών μονάδων σε τομείς που εμφανίζονται ιδιαίτερα δυναμικοί (π.χ.

διαχείρισης περιουσίας, τραπεζοασφάλειες, ακίνητα). Από την πλευρά τους, οι

διεθνικές τράπεζες επιτυγχάνουν, με σχετικά χαμηλό κόστος και κίνδυνο,

πρόσβαση στην ελληνική τοπική αγορά, διαμέσου του εκτενούς δικτύου των

εγχώριων συνεταίρων τους. Είναι εξάλλου γνωστό ότι στο χώρο της λιανικής

τραπεζικής (retail banking) δεν υπάρχει μια πανευρωπαϊκή τράπεζα, δεδομένου

ότι η συγκεκριμένη αγορά είναι κατακερματισμένη, με σημαντικές εθνικές

διαφοροποιήσεις.

15. Χρηματοπιστωτικές κρίσεις και τραπεζικοί κίνδυνοι

Η πρόσφατη κρίση της Αργεντινής, αλλά και παλαιότερες (π.χ. Ν. Α. Ασία το

1997, Ρωσία 1998), δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά τους είναι πολλαπλά και

σύνθετα και οι επιδράσεις τους αλυσιδωτές:

• Kατ’ αρχήν, φαίνεται ότι οι μηχανισμοί διάδοσης των κρίσεων έχουν

αυξηθεί σημαντικά. Έτσι, η κρίση μιας εθνικής οικονομίας μπορεί πλέον

με σχετική ευκολία να διαχυθεί σε άλλα μέρη του πλανήτη και να λάβει

παγκόσμιες διαστάσεις.

• Κεντρική συνιστώσα των κρίσεων αποτελούν τα τελευταία χρόνια οι

διεθνείς ροές ιδιωτικών κεφαλαίων προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες,

και ιδιαίτερα οι βραχυπρόθεσμες επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Κεφάλαια

μεγάλου ύψους κατευθύνονται σε αναδυόμενες αγορές και

αναλαμβάνουν υψηλούς κινδύνους, εξαιτίας του κινήτρου της πιθανής

72

Page 73: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

αποκόμισης σημαντικών κερδών μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό

διάστημα.

• Οι διεθνείς επενδυτές δείχνουν συγκριτικά υψηλή μεταβλητότητα

αναφορικά με τις προσδοκίες τους, την αξιολόγηση των αγορών και τη

συμπεριφορά τους σε αυτές. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά καθίσταται

εμφανής στην περίπτωση των αναδυόμενων αγορών. Σε περιόδους

ευνοϊκής συγκυρίας, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί όμιλοι διακατέχονται

από υπέρμετρη επενδυτική αισιοδοξία. Αντίθετα, σε συνθήκες κρίσης,

μειώνεται δραστικά η εμπιστοσύνη τους, με συνέπεια να αποσύρονται

τάχιστα, ακόμη και άτακτα, από τις εν λόγω αγορές αναδιαρθρώνοντας

ταυτόχρονα το χαρτοφυλάκιό τους. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό και

ως «συμπεριφορά της αγέλης».

• Συνήθως, οι πρόσφατες παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές κρίσεις

πλήττουν αρχικά το χρηματιστηριακό τομέα των οικονομιών (π.χ. μαζικές

πωλήσεις μετοχών και ομολόγων από ξένους επενδυτές), στη συνέχεια

προεκτείνονται στο συναλλαγματικό τους πεδίο (π.χ. δραστική

υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων) και συνήθως φθάνουν μέχρι το

φάσμα της νομισματικής τους πολιτικής (π.χ. αύξηση επιτοκίων). Στην

κορύφωσή τους μετατρέπονται σε κρίσεις ρευστότητας της παγκόσμιας

οικονομίας με περαιτέρω αρνητικές παρενέργειες όπως αύξηση του

χρηματοοικονομικού κόστους, κλιμάκωση της πώλησης χρεογράφων με

επιταχυνόμενη μείωση των τιμών τους, υποβάθμιση της πιστοληπτικής

ικανότητας των εθνικών οικονομιών που πλήττονται από την κρίση,

σημαντική αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων εξωτερικού

πολλών επιχειρήσεων και τραπεζών. Τελικά, οι εν λόγω κρίσεις θίγουν,

στον ένα ή τον άλλο βαθμό, και την πραγματική οικονομία.

Τα τραπεζικά ιδρύματα βρίσκονται συνήθως στο επίκεντρο των

χρηματοπιστωτικών κρίσεων, τόσο επειδή ενδεχομένως μπορούν να

συμβάλλουν και αυτά στο «ξέσπασμα» τέτοιου είδους κρίσεων όσο και γιατί

δέχονται τις συνέπειές τους. Για παράδειγμα, την περίοδο της κρίσης της Ν. Α.

Ασίας τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα «ενοχοποιούνται» για υπέρμετρη

εξάπλωση των πιστώσεών τους προς τον ιδιωτικό τομέα. Η χρηματοδότησή

73

Page 74: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τους πραγματοποιούταν, σε αυξανόμενο βαθμό, με βραχυπρόθεσμο δανεισμό

σε ξένο νόμισμα, ενώ οι πιστώσεις τους κατέληγαν σε μακροχρόνια επενδυτικά

προγράμματα υψηλού κινδύνου, γεγονός που «εγκυμονούσε» σοβαρούς

κινδύνους ρευστότητας.

Αναφορικά με τις επιπτώσεις των κρίσεων, αυτές ποικίλλουν ξεκινώντας από

συνήθεις χρηματοοικονομικές ανισορροπίες και καταλήγουν μέχρι ακόμη και

στην ολοκληρωτική κατάρρευση ορισμένων ιδρυμάτων. Μια τράπεζα θεωρείται

ότι κινείται προς την πτώχευση, όταν η παρούσα αξία των μελλοντικών

καθαρών της εσόδων καθίσταται αρνητική και υπερβαίνει τα ίδια κεφάλαια. Η

κατάρρευση ενός ιδρύματος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μια

διαδικασία διαδοχικών καταρρεύσεων και άλλων ιδρυμάτων («αποτέλεσμα

ντόμινο»). Συχνά στη βιβλιογραφία συναντάται ο όρος «συστημικός κίνδυνος»,

έννοια που υποδηλώνει ότι οικονομικές διαταραχές σε ένα τμήμα του

τραπεζικού συστήματος μπορεί να επεκταθούν με ανεπιθύμητες παρενέργειες

στο σύνολό του. Μια κρίση αυτού του τύπου μπορεί να προκαλέσει για

παράδειγμα σοβαρές δυσλειτουργίες στα τραπεζικά συστήματα πληρωμών,

καθώς το αποταμιευτικό κοινό θα επιχειρήσει σε συνθήκες πανικού να

μετατρέψει τις διάφορες μορφές των αποταμιεύσεών του σε ρευστά διαθέσιμα.

Είναι προφανές ότι η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει

οδηγήσει σε αύξηση της ανάγκης για ενδυνάμωση των εποπτικών μηχανισμών.

Οι κίνδυνοι που απειλούν τα ιδρύματα είναι πολλοί (π.χ. πιστωτικός,

λειτουργικός), και για αυτό το λόγο πρέπει να προσδιοριστούν, να μετρηθούν

και να αντιμετωπιστούν. Η Επιτροπή της Βασιλείας στην Ελβετία που είναι

αρμόδια σε ζητήματα τραπεζικής εποπτείας (Bank for International Settlements,

Secretariat of the Basel Committee on Banking Supervision, 2001) έχει θέσει

προσφάτως τρεις βασικούς άξονες:

o Ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια (minimum capital requirement)

o Διαδικασία εποπτικής θεώρησης (supervisory review process)

o Πειθαρχία αγοράς (market discipline)

74

Page 75: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στο πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας συζητούνται και αξιολογούνται 3 είδη

κινδύνων:

Ο πιστωτικός κίνδυνος (credit risk)

Ο κίνδυνος αγοράς (market risk)

Ο λειτουργικός κίνδυνος (operational risk)

Ο πιστωτικός κίνδυνος αντανακλά την πιθανότητα ο δανειζόμενος να μην

καταφέρει να αποπληρώσει το δάνειό του, ή να καθυστερήσει στην

εξυπηρέτησή του.

Ο κίνδυνος αγοράς αναφέρεται στο βαθμό μεταβολής της αξίας του

χαρτοφυλακίου τίτλων του ιδρύματος (στοιχείων του ενεργητικού του), εξαιτίας

ανεπιθύμητων αλλαγών στις αγοραίες τιμές των εν λόγω τίτλων. Ο κίνδυνος

αυτός εκφράζεται μέσω των μεταβολών στην αξία των «ανοικτών θέσεων» του

ιδρύματος, πρώτιστα μέσω των μεταβολών στις τιμές των μετοχικών και

ομολογιακών τίτλων στη δευτερογενή αγορά, όπως και των μεταβολές στις τιμές

συναλλάγματος. Μια μέθοδο εκτίμησης του κινδύνου αγοράς στηρίζεται στην

εκτίμηση της «αξίας σε κίνδυνο» (Value at Risk –VaR-).

Pr (x ≤ VaR) > y% ή Pr (x > VaR) ≤ (100 - y%)

Όπου Pr είναι η πιθανότητα εμφάνισης ενός ενδεχομένου, x η πραγματική

απώλεια, VaR η μέγιστη αξία χαρτοφυλακίου που μπορεί να «χαθεί» σε μια

ορισμένη χρονική περίοδο με κανονικές συνθήκες αγοράς και y ένα αυθαίρετο

διάστημα εμπιστοσύνης. Όταν π.χ. για ένα χαρτοφυλάκιο με ανοικτή θέση μιας

εβδομάδας το y είναι 95%, τότε υπονοείται ότι υπάρχει τουλάχιστον 95%

πιθανότητα μια πραγματική απώλεια του εν λόγω χαρτοφυλακίου να είναι

μικρότερη του VaR, ή διαφορετικά υπάρχει το πολύ 5% πιθανότητα οι

πραγματικές απώλειες να υπερβούν το VaR. Συμπερασματικά, το VaR είναι

ένας αριθμός που δείχνει τη συνολική έκθεση ενός ιδρύματος στον κίνδυνο

αγοράς.

75

Page 76: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Ο λειτουργικός κίνδυνος είναι η πιθανότητα να προκύψουν απροσδόκητες

ζημιές λόγω της μη αποτελεσματικότητας των συστημάτων πληροφόρησης ή

των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος.

Με βάση τα παραπάνω, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ορίζεται ως εξής:

Ίδια κεφάλαια

Κεφαλαιακή = ------------------------------------------------------------------------------------ * 100%

επάρκεια πιστωτικός κίνδυνος + κίνδυνος αγοράς + λειτουργικός κίνδυνος

Για να εκπληρώνει το πιστωτικό ίδρυμα τις απαιτήσεις περί κεφαλαιακής

επάρκειας, ο σχετικός δείκτης θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 8%. Αυτό με άλλα

λόγια σημαίνει ότι τα ίδια κεφάλαια θα πρέπει να αποτελούν τουλάχιστον το 8%

των στοιχείων του ενεργητικού που είναι σταθμισμένα με κίνδυνο (risk-weighted

assets).

Στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής θεώρησης, οι εποπτικοί μηχανισμοί θα

πρέπει να διασφαλίζουν ότι κάθε τράπεζα κατέχει και χρησιμοποιεί υγιή και

αποτελεσματικά εσωτερικά συστήματα για τη μέτρηση της κεφαλαιακής της

επάρκειας, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική αξιολόγηση των κινδύνων.

Τέλος, η Επιτροπή της Βασιλείας προωθεί ενδυνάμωση των μηχανισμών

πειθαρχίας της αγοράς μέσω της αύξησης της διαφάνειας των πιστωτικών

ιδρυμάτων. Οι απαιτήσεις για διαφάνεια που τίθενται από την Επιτροπή,

περιλαμβάνουν διάφορους τραπεζικούς τομείς, μεταξύ άλλων και εκείνους που

αναφέρονται στον τρόπο υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας, και στις

μεθόδους αξιολόγησης κινδύνων (π.χ. εσωτερικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις

για τη διαβάθμιση πιστωτικού κινδύνου, για τις τεχνικές μείωσης πιστωτικού

κινδύνου και για την τιτλοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού).

76

Page 77: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

16. Παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με έμφαση

στον τραπεζικό τομέα

Ποιες θεσμικές αλλαγές έχουν ευνοήσει την παγκοσμιοποίηση;

Σε διοικητικό και θεσμικό επίπεδο, κυρίαρχες τάσεις διεθνώς είναι αυτές της

απορύθμισης (deregulation) και της φιλελευθεροποίησης (liberalization), με

πρωταρχικούς φορείς τις νομισματικές αρχές των ανεπτυγμένων χωρών.

Η απορύθμιση σήμανε την άρση διοικητικών παρεμβάσεων με στόχο:

• την απελευθέρωση των αγορών και ειδικότερα την απελευθέρωση των

επιτοκίων,

• την άρση των ποσοτικών πιστωτικών ελέγχων,

• την απελευθέρωση των τιμών των παρεχομένων υπηρεσιών,

την κατάργηση ρυθμίσεων που κατοχύρωναν ειδικά προνόμια σε κάποια

εξειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως ήταν η κατάργηση του

διαχωρισμού μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών.

Η φιλελευθεροποίηση των αγορών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η οποία

ανοίγει τις εθνικές αγορές σε ξένες κεφαλαιακές συμμετοχές, εντάσσεται στην

ευρύτερη προβληματική της απελευθέρωσης των ανταλλαγών στον τομέα των

υπηρεσιών συνολικά. Η απελευθέρωση αυτή συζητήθηκε διεξοδικά στο Γύρο

της Ουρουγουάης με αποτέλεσμα τη διατύπωση μιας γενικής συμφωνίας

αναφορικά με το παγκόσμιο εμπόριο υπηρεσιών (General Agreement on Trade

in Services: GATS)2 και τις υποχρεωτικές δεσμεύσεις των συμμετεχόντων

χωρών να προχωρήσουν στην απελευθέρωση των συναλλαγών στις

υπηρεσίες.

2 Σύμφωνα με την GATS, ως διεθνές εμπόριο υπηρεσιών ορίζεται η προμήθευση υπηρεσιών σε μια χώρα, η οποία διεξάγεται: α) διασυνοριακά, από μη εγχώριους προμηθευτές, β) από την κατανάλωση των κατοίκων της στο εξωτερικό, γ) μέσω της εμπορικής παρουσίας αλλοδαπών προμηθευτικών εταιρειών και δ) μέσω της παρουσίας φυσικών προσώπων με σκοπό την προμήθευση υπηρεσιών αλλοδαπών προμηθευτικών εταιρειών (bl. United Nations, 1994).

77

Page 78: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στο νέο θεσμικό πλαίσιο υποδεικνύονται οι υπηρεσίες της κάθε χώρας που

υπάγονται στο καθεστώς φιλελευθεροποίησης της GATS, το μέγεθος της

απελευθέρωσής τους, όπως και τα ειδικά ζητήματα που αφορούν ορισμένες

“βιομηχανίες” υπηρεσιών όπως οι χρηματοπιστωτικές και οι τηλεπικοινωνίες.

Ορισμένες γενικές αρχές της GATS, οι οποίες στηρίζονται στη λογική των

αρχών της GATT (General Agreement on Tariffs and Trade), είναι:

• η αρχή της μη διάκρισης (most-favoured nation) ανάμεσα στις χώρες-μέλη,

• η αρχή της διαφάνειας (transparency) των συναφών κανόνων, ρυθμίσεων και

διαδικασιών,

• η αρχή της προοδευτικής μείωσης των εμποδίων του εμπορίου υπηρεσιών

(progressive lowering of trade barriers) και

• η αρχή της αντιμετώπισης εγχώριων και αλλοδαπών υπηρεσιών με τα ίδια

μέτρα και σταθμά (national treatment).

Η φιλελευθεροποίηση των διεθνών αγορών είναι συνυφασμένη με ευρύτερες

θεσμικές μεταβολές όπως την απελευθέρωση της διασυνοριακής κίνησης

χρήματος και κεφαλαίου και της ελεύθερης εγκατάστασης των

χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε ξένες τοπικές αγορές. Γενικότερα, στο

πλαίσιο φιλελευθεροποίησης των διασυνοριακών κεφαλαιακών κινήσεων

εντάσσονται πρωταρχικά:

• το βαθμιαίο άνοιγμα των εγχώριων αγορών σε ξένες τράπεζες και άλλα

αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

• η διεύρυνση των κατηγοριών των δραστηριοτήτων που επιτρέπεται να

αναλαμβάνουν εγχώρια ιδρύματα στο εξωτερικό,

• η ανάκληση των εμποδίων που αφορούν απόκτηση ενεργητικού σε ξένες

αγορές (holding foreign assets) και

• η ευνοϊκή φορολογική αντιμετώπιση εισοδημάτων από διεθνείς πιστωτικές

εργασίες (βλ. επίσης United Nations, 1987).

Η κατάργηση περιοριστικών διοικητικών ρυθμίσεων (π.χ. επιτόκια, αγορές

συναλλάγματος), η προώθηση της ιδιωτικοποίησης κρατικών τραπεζών και η

γενικότερη μείωση του ρόλου του κράτους, ενθάρρυναν την απόφαση δράσης

στις ξένες αγορές και τις στρατηγικές εξαγορών, συμμετοχών μειοψηφίας σε

78

Page 79: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μετοχικά κεφάλαια αλλοδαπών ιδρυμάτων αλλά και τις στρατηγικές επιλογές

των μη κεφαλαιακών συνεργασιών και συμμαχιών στο εξωτερικό.

Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη διεθνών στρατηγικών εκ μέρους των

ιδρυμάτων έδωσε το έναυσμα παρακινώντας αλλά και υποχρεώνοντας

ουσιαστικά τις εθνικές νομισματικές αρχές να χαλαρώσουν τα διοικητικά μέτρα

και να απορυθμίσουν το εγχώριο χρηματοπιστωτικό τους σύστημα με στόχο τη

βελτίωση της ελκυστικότητάς τους ως διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα. Πολλές

από τις κρατικές πολιτικές αυτού του είδους αποσκοπούν στην ανάκληση και

επαναφορά τραπεζικών λειτουργιών από το εξωτερικό στη χώρα-έδρα της

μητρικής, μεταξύ άλλων και στην απόσπαση εργασιών από τα εξωχώρια κέντρα

συναλλαγών (offshore centres).

Βέβαια αξίζει να υπογραμμιστεί ότι πλέον έχει γίνει κοινή συνείδηση η ανάγκη

θέσπισης διεθνών προδιαγραφών για τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές

λειτουργίες. Η εν λόγω τάση συνειδητοποίησης ώθησε τις προσπάθειες για μια

επαναρρύθμιση (reregulation) των διεθνών αγορών χρήματος και κεφαλαίου,

στόχος των οποίων είναι και οι δραστηριότητες εκτός τραπεζικού ισολογισμού.

Έτσι, οι νομισματικές αρχές αρχίζουν να επεξεργάζονται και να προωθούν πιο

αποτελεσματικά μέτρα για την εποπτεία και τον έλεγχο των διαδικασιών της

τιτλοποιημένης πίστης όπως reports και απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας

που αφορούν ειδικά το χώρο αυτό (βλ. Α. Γεωργόπουλος, 1998).

Ποιος είναι ο ρόλος των νέων τεχνολογιών και καινοτομιών στην

παγκοσμιοποίηση;

Σε τεχνολογικό επίπεδο ουσιαστικές αλλαγές πραγματοποιούνται στον

παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό χώρο, ως αποτέλεσμα των ραγδαίων εξελίξεων

στις τηλεπικοινωνίες και στην ηλεκτρονική. Η μεγαλύτερη ίσως συνεισφορά της

ηλεκτρονικής τεχνολογίας έγκειται στην υποστήριξη της τάσης για μια

παγκόσμια και ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά. Σήμερα οι χρηματοπιστωτικές

αγορές είναι σε διεθνή κλίμακα οι πιο ολοκληρωμένες, καθώς η ευρεία χρήση

των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της τηλεματικής καθιστά δυνατή τη

79

Page 80: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

διεξαγωγή συναλλαγών αυτόματα, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση του

ανθρώπινου παράγοντα, ταχύτατα, μαζικά και με σχετικά μικρό κόστος.

Επιπρόσθετα, οι νέες τεχνολογίες της πληροφόρησης επέτρεψαν τη διεθνή

μεταφορά τεράστιας ποσότητας κεφαλαίων, αλλά και τις, χωρίς χρονοτριβή,

επαναλαμβανόμενες δομικές τους αναδιαρθρώσεις αναφορικά με το πακέτο

των χρηματοπιστωτικών εργαλείων (financial instruments) και των νομισμάτων

που περιέχουν και είναι εκφρασμένα τα κεφάλαια αυτά. 3

Η αυξανόμενη τεχνική ευκολία με την οποία μπορούν πλέον να μεταφέρονται

διεθνώς οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, σήμανε την όλο και μεγαλύτερη

αποδέσμευσή τους από ένα ορισμένο εθνικό περιβάλλον, δηλαδή οι υπηρεσίες

αυτές καθίστανται συνεχώς περισσότερο του τύπου footloose.4 Τα διεθνικά

ιδρύματα προσπαθούν έτσι να αξιοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις

διασυνοριακές “ανωμαλίες” αναφορικά με τις εθνικές θεσμικές διαφορές, όπως

είναι η διαφοροποίηση σε πολιτικές κεφαλαιακής επάρκειας, εποπτείας και

διοικητικών ελέγχων, ελευθερίας ανάπτυξης διαφόρων ειδών πιστωτικών

εργασιών και φορολογικών καθεστώτων.

Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας που σηματοδότησε και προσδιόρισε τη

φυσιογνωμία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης ήταν οι

καινοτομίες σε νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, υπηρεσίες και λειτουργίες.5

Αξιοσημείωτο είναι πως οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες είναι αλληλένδετες με

3Η περιγραφείσα εξέλιξη έφερε τέλος ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό αμοιβαίας αλληλοεξάρτησης σε μακροοικονομικές μεταβλητές - “κλειδιά” των επιμέρους εθνικών αγορών χρήματος και κεφαλαίου όπως είναι για παράδειγμα τα επιτόκια και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες (βλ. United Nations, 1987).4 Ήδη η εμφάνιση και λειτουργία της τεραστίου μεγέθους Ευρωαγοράς (Eurocurrency Market) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και 1970 είχε δείξει ότι οι τραπεζικές και άλλες χρηματοπιστωτικές εργασίες είναι σε θέση, μέσω της διεθνούς μετακίνησης (migration), να διαφεύγουν των διοικητικών και νομισματικών ελέγχων. Η υψηλή κινητικότητα και ευελιξία των κύριων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων ενδυναμώθηκε από την πτώση του κόστους επικοινωνίας (communication costs), αφήνοντας έτσι ακόμη μεγαλύτερα περιθώρια στο χρηματοπιστωτικό management να επιλέγει κάθε φορά τις πιο φιλελεύθερες, από θεσμική άποψη, αγορές. 5 Οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες θα μπορούσαν να συνοψιστούν και να αποδοθούν κατ’αρχήν με τον όρο της “τιτλοποίησης” (securitization). Τιτλοποίηση σημαίνει ότι στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές ροές, αλλά και στις εγχώριες, αυξάνεται η συμμετοχή των συναλλαγών σε τίτλους (π.χ. ομολογίες) σε βάρος του παραδοσιακού τραπεζικού δανεισμού (βλέπε επίσης κεφάλαιο 4). Όχι μόνο πρόσφατα αλλά ήδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το μερίδιο του τραπεζικού δανεισμού είχε παρουσιάσει μια αξιόλογη πτώση στο σύνολο της παγκόσμιας χρηματοδότησης (βλ. IMF, 1992).

80

Page 81: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι χρηματοπιστωτικές

καινοτομίες προϊόντων και εργασιών ευνοήθηκαν από τη φιλελευθεροποίηση

και απορύθμιση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Και αυτό υπό την έννοια

ότι οι νομισματικές αρχές επέτρεψαν την εισαγωγή των νέων

χρηματοπιστωτικών εργαλείων και χαλάρωσαν τους περιορισμούς των

πιστωτικών ιδρυμάτων σε ζητήματα αναδοχής (underwriting) και σε εργασίες με

τίτλους (securities), ενώ μια σειρά χώρες έδωσαν τη δυνατότητα στις τράπεζες

να συμμετέχουν ενεργά στη δημιουργία και την προσφορά των σύγχρονων

χρηματοπιστωτικών προίόντων (βλ.United Nations, 1987).

Παραπέρα, οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες έκαναν πιο ασαφή τα όρια μεταξύ

των διαφόρων ιδρυμάτων και επιχειρησιακών οργανισμών, οι οποίοι

εμφανίζονται ενεργά στις διεθνείς αγορές ως δανειστές και δανειζόμενοι. Η

συγκεκριμένη εξέλιξη ήταν ιδιαίτερα επωφελής για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις

του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες απέκτησαν μεγαλύτερη ευελιξία

πρόσβασης σε εθνικές πηγές κεφαλαίων, εθνικά νομίσματα και εθνικά

χρηματοπιστωτικά κανάλια δανεισμού επενδυτικών πόρων. Επιπρόσθετα, οι

πολυεθνικές επιχειρήσεις, μαζί με τις πολυεθνικές τράπεζες, αναδείχτηκαν ως οι

μεγαλύτεροι δανειστές στις διεθνείς χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές. Από τη

στιγμή που οι εν λόγω επιχειρήσεις κατέχουν μεγάλες ποσότητες ρευστών

διαθεσίμων σε διαφορετικά νομίσματα που αναζητούν κερδοφόρα

βραχυπρόθεσμη τοποθέτηση, η εντεινόμενη ρευστότητα και αλληλοσύνδεση

των εθνικών χρηματοπιστωτικών αγορών αύξησε την ικανότητά τους στην

εξεύρεση εκείνης της αγοράς με τη μεγαλύτερη απόδοση των διαθεσίμων τους

και συνάμα τις μετέτρεψε σε μια από τους μεγαλύτερους προμηθευτές

χρήματος σε πλανητικό επίπεδο (βλ. United Nations, 1987).

Aυτονομία της παγκόσμιας οικονομίας του χρήματος και κεφαλαίου – ένα

βήμα προς την κρίση ή τη σταθερότητα;

Επειδή το κεφάλαιο, με τη χρηματική του μορφή, υπερτερεί σαφώς σε

κινητικότητα των υπόλοιπων παραγωγικών συντελεστών, οι αγορές χρήματος

και κεφαλαίου είναι οι πιο ευέλικτες και κινητικές, ενώ χαρακτηρίζονται σε

81

Page 82: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

παγκόσμια κλίμακα από έναν υψηλό βαθμό διεθνοποίησης και ολοκλήρωσης

λειτουργώντας σε εικοσιτετράωρη βάση. Η άρση του πραστατευτισμού, σε

συνδυασμό με το σχηματισμό και την εξάπλωση διεθνών δικτύων

τηλεπικοινωνιών και πληροφόρησης (electronic “highways”) που συνδέουν τα

μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα, καθιστούν δυνατή την προσφορά μιας

ευρείας γκάμας καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών στον παγκόσμιο πελάτη/

καταναλωτή.

Το μέγεθος των συγκεκριμένων αγορών είναι σήμερα πολλές εκατοντάδες

φορές μεγαλύτερο σε σύγκριση με εκείνο των εθνικών αγορών. Ακόμη πιο

ξεκάθαρη γίνεται η τεραστίων διαστάσεων διεύρυνση των διεθνών αγορών

χρήματος και κεφαλαίου, εάν αυτές συγκριθούν με άλλες διεθνείς αγορές όπως

είναι εκείνες του διεθνούς εμπορίου. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι

διεθνείς αγορές συναλλάγματος ήταν 65-70 φορές πολλαπλάσιες των

αντίστοιχων του εμπορίου (βλ. Χ. Περράκης, 1991).

Mε δεδομένη την εντεινόμενη αλληλοδιείσδυση και αλληλοεξάρτηση των

εθνικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ιδιαίτερα αυτών των ανεπτυγμένων

χωρών, και την τάση ενοποίησης των αντίστοιχων αγορών, εύλογο τίθεται το

ερώτημα της σταθερότητας και ισορροπίας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού

συστήματος, όπως και του ρόλου του στην απρόσκοπτη και χωρίς τριβές

χρηματοδότηση του παγκόσμιου οικονομικού κυκλώματος.

Το ερώτημα αυτό αιτιολογείται και από τη διεθνή εμπειρία, η οποία δείχνει ότι

κατά το παρελθόν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα σκιάστηκε από

σοβαρές κρίσεις όπως ήταν η κρίση του 1982, προϊόν της υπερσυσσώρευσης

του εξωτερικού χρέους των αναπτυσσομένων χωρών, η χρηματιστηριακή κρίση

του 1987, η συναλλαγματική κρίση του 1995 με επίκεντρο το Μεξικό, η ασιατική

κρίση του 1997/98 και η ρωσική κρίση το 1998.

Πέρα από τις μεγάλες κρίσεις, στη σταθερή λειτουργία του παγκόσμιου

χρηματοπιστωτικού συστήματος ελλοχεύουν συχνά κίνδυνοι από φαινόμενα

όπως:

82

Page 83: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

των απότομων διακυμάνσεων των τιμών συναλλάγματος και επιτοκίων,

των αξιόλογων κερδοσκοπικών κινήσεων κεφαλαίων,

των αξιοσημείωτων μεταβολών των χρηματιστηριακών δεικτών και

της προβληματικότητας ή ακόμη και της πτώχευσης πιστωτικών ιδρυμάτων.

Παρά το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα του παγκόσμιου νομισματικού και

χρηματοπιστωτικού συστήματος βελτιώθηκε τελευταία σημαντικά, τέτοιου

είδους κρισιακά φαινόμενα και ανισορροπίες συνηγορούν για την ανάγκη

ανάπτυξης προληπτικών μηχανισμών αλλά και μηχανισμών διαχείρισης των

κρίσεων μέσω:

• της στενής συνεργασίας σε επίπεδο υπερεθνικών οργάνων,

• του συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών αλλά και

• του εκσυγχρονισμού των εγχώριων χρηματοπιστωτικών συστημάτων.

Στην περίπτωση αυτή το δίλημμα εντοπίζεται πρωταρχικά στην αναζήτηση και

τον προσδιορισμό της “χρυσής ισορροπίας” ανάμεσα στους πόλους της

απορύθμισης και επαναρύθμισης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού

συστήματος. Και αυτό γιατί:

α) από τη μια πλευρά ο άκρατος και χωρίς όρους παρεμβατισμός δυσχεραίνει

την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών ή προκαλεί ανεπιθύμητες

παρενέργειες και διαταραχές σε αυτές (policy induced shocks).

β) Από την άλλη πλευρά, κρίνεται σκόπιμη η εισαγωγή σύγχρονων εργαλείων

και μηχανισμών ελέγχου των δραστηριοτήτων της αγοράς, επειδή ο

ανταγωνισμός και οι αγορές δεν είναι σε θέση από μόνες τους να

διασφαλίσουν τη σταθερότητα και την ομαλή πορεία του συστήματος.

Οι πολιτικές επαναρρύθμισης αγγίζουν ένα ευρύ φάσμα που εκκινά από το

μικροοικονομικό επίπεδο με στόχο την υγιή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών

ιδρυμάτων (π.χ. ρευστότητα, κεφαλαιακή επάρκεια) και καταλήγει στη σφαίρα

της μακροοικονομίας (π.χ. νομισματικές πολιτικές όπως επιτοκίων) με κεντρική

επιδίωξη την αποφυγή ανεπιθύμητων καταστάσεων και προσκομμάτων στις

διεθνείς αγορές χρήματος και συναλλάγματος. Ο χαρακτήρας των αγορών

χρήματος και κεφαλαίου, όπως για παράδειγμα αποτυπώνεται στο τεράστιο

83

Page 84: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μέγεθος και στην ολιγοπωλιακή δομή των αγορών συναλλάγματος (λόγω ενός

σχετικά μικρού αριθμού πολυεθνικών εταιρειών και θεσμικών επενδυτών στο

ρόλο του πρωταγωνιστή), δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά σχετικά με τα

περιθώρια επιτυχίας της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής σε

διεθνικό επίπεδο, πολύ περισσότερο δε σε εθνικό. Παρόλα αυτά η άσκηση

τέτοιων πολιτικών θεωρείται χρήσιμη, επειδή μπορεί να συμβάλλει στη

διαμόρφωση και στον επηρρεασμό των προσδοκιών των υποκειμένων της

αγοράς, να θέσει τις προϋποθέσεις μεταβολής του οικονομικο-πολιτικού

κλίματος και της ψυχολογίας των “παικτών” και να σκιαγραφήσει τους κανόνες

και τα όρια του “παιχνιδιού”.

Παγκοσμιοποίηση – Το τέλος της γεωγραφίας;

Οι προαναφερθείσες εξελίξεις έφεραν πραγματική επανάσταση στο διεθνές

χρηματοπιστωτικό τοπίο και το διαφοροποίησαν ριζικά σε σχέση με τις

παρελθούσες δεκαετίες. Η οικονομία του χρήματος και κεφαλαίου δεν

απέκτησε, σε σύγκριση με την πραγματική οικονομία, μόνο αφάνταστα

υπέρμετρες διαστάσεις αλλά και μια μεγάλη αυτονομία και ανεξάρτητη

συμπεριφορά.

Ουσιαστικά θα μπορούσε κανείς πλέον να ομιλεί για το “τέλος της γεωγραφίας”.

Το εθνικό κράτος γίνεται όλο και πιο πολύ ανίκανο να παίξει τον παραδοσιακό

του ρόλο ως ρυθμιστή των χρηματοπιστωτικών αγορών, επειδή τεράστια

χρηματικά ποσά διακινούνται σε πλανητική κλίμακα μέσα από διεθνή δίκτυα σε

ελάχιστο χρόνο. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να βρίσκονται εκεί,

όπου οι αγορές και οι συντελεστές παραγωγής το απαιτούν. Τέλος, οι

καταναλωτές αυξάνουν τις επιλογές τους, επειδή η προσφορά διαφοροποιείται

αξιόλογα. Στη διαφοροποίηση της προσφοράς συμβάλλουν η εμφάνιση μη

τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η διεύρυνση των καινοτομιών στο

επίπεδο αγαθών και υπηρεσιών και η αυξανόμενη δυνατότητα πρόσβασης στις

διεθνείς αγορές και κατ’ επέκταση η μείωση της εξάρτησης από το περιοριστικό

και στενό εθνικό πλαίσιο των εγχώριων ιδρυμάτων.

84

Page 85: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Βέβαια, παρότι το παγκόσμιο τραπεζικό τοπίο έχει διαφοροποιηθεί άρδην,

σαφώς τα περιθώρια παραπέρα αλλαγών παραμένουν ακόμη σημαντικά.

Εθνικές διοικητικές ρυθμίσεις, παραδοσιακές οικονομικές και πολιτισμικές

συνήθειες, καθώς επίσης ανεπαρκείς τεχνολογικές υποδομές και μη

ικανοποιητικές τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις, “κρατούν” και σήμερα ένα

αξιόλογο τμήμα χωρών, κυρίως αναπτυσσομένων, εκτός του σύγχρονου

παγκόσμιου ηλεκτρονικού κυκλώματος που συνδέει και έχει ως επίκεντρο τα

μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα της γης. Επίσης, τα εν λόγω εμπόδια

δυσχεραίνουν σε αξιόλογη έκταση την πλήρη άνθηση διασυνοριακών

ανταλλαγών και συντελούν στη διατήρηση των ιδιαιτεροτήτων των εθνικών

τραπεζικών συστημάτων.

Ποιες είναι οι βασικές μορφές παγκοσμιοποίησης των τραπεζικών

υπηρεσιών (banking services);

Για την προμήθευση μιας ξένης αγοράς με τραπεζικές υπηρεσίες συζητούνται

δύο μεγάλες κατηγορίες μορφών επιχειρηματικής δράσης:

• οι άμεσες ξένες επενδύσεις και

• η διασυνοριακή μετακίνηση και εμπορευσιμότητα των χρηματοπιστωτικών

υπηρεσιών, δηλαδή η εξαγωγή τους μέσω μη κεφαλαιακών μορφών.

Αν και οι δύο αυτές κατηγορίες μορφών αποτελούν εναλλακτικά κανάλια

προμήθευσης μιας αγοράς, εν τούτοις είναι σε θέση να λειτουργήσουν και

συμπληρωματικά. Στην πράξη οι τράπεζες χρησιμοποιούν συνήθως ένα μείγμα

μορφών, εντός του οποίου συχνά οι άμεσες επενδύσεις αποδεικνύονται μια

σταθερή βάση για την παραπέρα ανάπτυξη και προώθηση των εξαγωγών (βλ.

United Nations, 1994).

α) Εξαγωγές

Oι εξαγωγές μπορούν να πραγματοποιηθούν με δύο βασικά είδη μη

κεφαλαιακών μορφών προμήθευσης:

• Με το σύστημα των ανταποκριτριών τραπεζών (correspondent banking) και

• με τις άμεσες εξαγωγές (direct trade).

85

Page 86: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Το σύστημα των ανταποκριτριών τραπεζών περιλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες και

συναλλαγές που εκτυλίσσονται διατραπεζικά (bank to bank business), με άλλα

λόγια αφορά όλες τις εργασίες και λειτουργίες που προσφέρονται από μια

τράπεζα σε ένα άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Το εν λόγω σύστημα επιτρέπει

στις τράπεζες να διαχειρίζονται τις υποθέσεις και τις συναλλαγές τους στο

εξωτερικό, χωρίς να έχουν εκεί οποιαδήποτε παρουσία, εκτός από εκείνη της

άμεσης σύνδεσης ή της φιλικής σχέσης με μια άλλη τράπεζα.

Με τις άμεσες εξαγωγές τα πιστωτικά ιδρύματα πωλούν υπηρεσίες σε ξένες

αγορές χωρίς καμιά διαμεσολάβηση, ούτε ακόμη και αυτής της ανταποκρίτριας

τράπεζας.

β) Άμεσες ξένες επενδύσεις

Στις άμεσες επενδύσεις διακρίνονται μια σειρά επενδυτικοί τύποι και

υποκατηγορίες των. Κατ’ αρχήν, αυτοί οι επενδυτικοί τύποι μπορούν να

ταξινομηθούν με κριτήριο το νομικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται, υπόκεινται

δηλαδή:

• στο νομικό καθεστώς της χώρας προέλευσής τους (home country) ή

• στο νομικό καθεστώς της χώρας υποδοχής (host country).

Στο νομικό καθεστώς της χώρας προέλευσης υπόκεινται γραφεία

αντιπροσωπείας και υποκαταστήματα, όπως και κάποιοι άλλοι τύποι

επενδύσεων όπως είναι τα πρακτορεία. Τα γραφεία αντιπροσωπείας

(representative offices) παίζουν το ρόλο του σημείου πρώτης επαφής και

σύνδεσης με μια τοπική αγορά, παρέχοντας πληροφορίες marketing και

καλλιεργώντας την ανάπτυξη επιχειρηματικών διασυνδέσεων μεταξύ της

μητρικής εταιρείας και της τοπικής αγοράς. Τα υποκαταστήματα (branches)

αποτελούν νομική προέκταση της μητρικής τους εταιρείας σε μια ξένη χώρα,

είναι δηλαδή συστατικό στοιχείο της μητρικής και δεν έχουν μια ξεχωριστή

νομική ταυτότητα. Ως εκ τούτου, υπόκεινται στο νομικό καθεστώς και τις

διοικητικές ρυθμίσεις της χώρας προέλευσης. Τα υποκαταστήματα

πραγματοποιούν διάφορες τραπεζικές εργασίες όπως για παράδειγμα μπορούν

86

Page 87: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

να χορηγούν δάνεια και να λαμβάνουν καταθέσεις, ενώ στηρίζονται στην ευρεία

κεφαλαιακή βάση της μητρικής τους εταιρίας. Τα πρακτορεία (agencies) είναι

επιχειρηματικές μονάδες που επιτρέπεται να δανείζουν κεφάλαια αλλά δεν

μπορούν να δεχτούν καταθέσεις από το κοινό.

Στα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στη χώρα υποδοχής μπορούν να

αναφερθούν πρωταρχικά οι θυγατρικές μονάδες με παραλλαγές τις

συνδεδεμένες μονάδες και τις συμμετοχικές εταιρείες. Oι θυγατρικές

(subsidiaries) είναι τοπικές μονάδες, οι οποίες ελέγχονται νομικά από τη χώρα

υποδοχής (είναι νομικά πρόσωπά της), και οικονομικά με άμεσο ή έμμεσο

τρόπο από τη μητρική τους εταιρεία. Οι συνδεδεμένες μονάδες (associates)

είναι τοπικά ιδρύματα στα οποία μια ξένη πολυεθνική τράπεζα έχει συμμετοχή

μειοψηφίας. Από τεχνική άποψη η διαφοροποίησή τους από τις θυγατρικές

μονάδες έγκειται ως επί το πλείστον στο βαθμό ελέγχου (controlling interest)

της μητρικής, χωρίς αυτός ο βαθμός να είναι συνυφασμένος οπωσδήποτε με

την έννοια της πλειοψηφικής συμμετοχής (majority participation). Mε τα

συμμετοχικά τραπεζικά ιδρύματα (joint banking ventures) επιδιώκεται η

ανάπτυξη, συχνά εξειδικευμένων, επιχειρηματικών δραστηριοτήτων κοινού

ενδιαφέροντος των τραπεζών που συμμετέχουν σ’αυτά.

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις διεθνούς εμπορευσιμότητας (Tradability) των

χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών;

Η διεθνής εμπορευσιμότητα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ορίζεται ως η

δυνατότητα της διασυνοριακής προμήθευσής τους, χωρίς την ανάγκη

μετακίνησης των παραγωγών ή των πελατών (βλ. United Nations, 1994). Η

θεωρητική άποψη του φαινομένου της εμπορευσιμότητας κινείται α) στο τεχνικό

και β) στο οικονομικό επίπεδο.

α) Σε τεχνικό επίπεδο, η εμπορευσιμότητα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών

αναφέρεται στην τεχνική δυνατότητα μεταφοράς τους (transportability/ technical

tradability). Η δυνατότητα μεταφοράς ή η τεχνική ικανότητα προμήθευσης των

87

Page 88: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

υπηρεσιών από απόσταση συνιστά μια κεντρική προϋπόθεση της διεθνούς

ανταλλαγής τους.

Κατ’ αρχήν, γίνεται λόγος για την τεχνική δυνατότητα διεθνούς μεταφοράς και

πώλησης τελικών προϊόντων στους καταναλωτές (cross-border trade in final

services). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αξιοποίησης διασυνοριακών

συναλλαγών από τελικούς χρήστες, οι οποίοι ευρισκόμενοι στο εξωτερικό

χρησιμοποιούν με την κάρτα τους ένα αυτόματο μηχάνημα συναλλαγών (ATM)

για να “τραβήξουν” χρήματα σε ξένο νόμισμα από δικούς τους λογαριασμούς

που διαθέτουν στη χώρα τους, στους οποίους και χρεώνεται τελικά το

αντίστοιχο ποσό ανάληψης. Το συγκεκριμένο παράδειγμα αφορά στο χώρο της

λιανικής τραπεζικής (retail banking), και δη της άμεσης σχέσης και διασύνδεσης

τραπεζών με ιδιώτες-πελάτες.

Επιπρόσθετα, η τεχνική ικανότητα μεταφοράς αναφέρεται σε

χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που είναι εισροές (transportability of intermediate

products). Η διεθνής μετακίνηση υπηρεσιών με τη μορφή των ενδιάμεσων

προϊόντων εξασφαλίζεται, όταν υπάρχει η δυνατότητα κατάτμησης της

παραγωγικής διαδικασίας των υπηρεσιών (divisibility) και της μεταφοράς και

εγκατάστασης των επιμέρους τμημάτων της σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Η κατάτμηση και διαιρετότητα μπορεί να αυξήσει την εμπορευσιμότητα. Η

διαίρεση της παραγωγικής διαδικασίας σε στάδια και τμήματα με διαφορετικό

βαθμό τεχνικής εμπορευσιμότητας έχει ως αποτέλεσμα η παραγωγή τμημάτων

με περιορισμένη κινητικότητα να διεξάγεται στο φυσικό χώρο του πελάτη, ενώ

των υπολοίπων με υψηλή τεχνική εμπορευσιμότητα σε άλλα κέντρα-

παραγωγής στα πλαίσια της στρατηγικής της εξειδίκευσης (βλ. World Bank,

1991).

Στην αύξηση της παγκόσμιας εμπορευσιμότητας χρηματοπιστωτικών

υπηρεσιών συμβάλλει η εισαγωγή της ηλεκτρονικής επεξεργασίας στοιχείων

(electronic data processing -EDP-) που διευκολύνει την κατάτμηση της

παραγωγικής διαδικασίας, όπως και η εξάπλωση της χρήσης ψηφιακής

88

Page 89: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τεχνολογίας (digital network technologies) στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα

που υποστηρίζει την παγκόσμια μεταφορά πληροφοριών. Έτσι, μειώνεται η

σημασία της γεωγραφικής απόστασης και των εθνικών συνόρων αναφορικά με

την πρόσβαση στις πηγές πληροφόρησης και την επεξεργασία μεγάλης

ποσότητας στοιχείων και πληροφοριών.

Παράδειγμα διασυνοριακής ανταλλαγής παραγωγικών εισροών τραπεζικής

φύσης είναι η περίπτωση εκείνη, όπου διαδικασίες περισσότερο έντασης

εργασίας μεταφέρονται προς εκτέλεση, στο πλαίσιο υπεργολαβιών

(subcontracting), σε αναπτυσσόμενες χώρες. Εδώ γίνεται αναφορά στις

εργασίες εξακρίβωσης και επιβεβαίωσης του ονόματος και της διεύθυνσης

αποδεκτών χρηματικών ποσών (recipients of money transfers) ανάμεσα σε

καναδικές ή αμερικάνικες τράπεζες και σε ξένα πιστωτικά ιδρύματα. Οι

συγκεκριμένες λειτουργίες, οι οποίες αναλαμβάνονται από εταιρείες

εγκατεστημένες στην Καραϊβική, απαιτούν ένα εκτεταμένο και χρονοβόρο

έλεγχο των στοιχείων με στόχο την αποφυγή της μεταβίβασης κεφαλαίων σε

λάθος λογαριασμούς (βλ. United Nations, 1994).6

Ένα άλλο παράδειγμα αφορά υποστηρικτικές λειτουργίες όπως είναι η

επεξεργασία πληροφοριών (back-office processes). Σε πολλές τράπεζες στις

ανεπτυγμένες χώρες, η επεξεργασία πληροφοριών διεξάγεται σε αυξανόμενο

βαθμό στα ηλεκτρονικά τους κέντρα (computing centres), τα οποία είναι πολύ

μακριά από το σημείο εισόδου των πληροφοριών που συνήθως είναι η θυρίδα

ενός υποκαταστήματος (branch office). Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική είναι η

περίπτωση αμερικάνικων πολυεθνικών τραπεζών, οι οποίες αξιοποιώντας τις

ευκαιρίες που προσφέρουν τα διεθνή δίκτυα επικοινωνίας και μεταφοράς

πληροφοριών (data - communications networks) μεταφέρουν πληροφοριακά

στοιχεία προς επεξεργασία από τα ευρωπαϊκά υποκαταστήματα στα κεντρικά

της μητρικής τους. Βασική επιδίωξη της διαδικασίας αυτής είναι η επίτευξη

οικονομιών κλίμακας διαμέσου της συγκέντρωσης εργασιών επεξεργασίας

πληροφοριών στα κέντρα πληροφορικής τους, τα οποία διαθέτουν μεγάλη

6 Aνάλογα παραδείγματα διασυνοριακής συναλλαγής υπηρεσιών επεξεργασίας στοιχείων συναντώνται και σε άλλους κλάδους υπηρεσιών όπως στις αεροπορικές εταιρείες και στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

89

Page 90: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

χωρητικότητα. Με δεδομένη τη διαφορά στην ώρα, η επεξεργασία

πραγματοποιείται στα κέντρα στις ΗΠΑ κατά τις νυχτερινές ώρες, όπου υπάρχει

αρκετός ελεύθερος χώρος στο ηλεκτρονικό κέντρο, ενώ τα αποτελέσματά της

μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους χρήστες των υποκαταστημάτων στην

Ευρώπη, την ίδια στιγμή όπου είναι ημέρα. Για τους χρήστες είναι αδιάφορο

που θα γίνει η επεξεργασία των δεδομένων, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η

ποιότητα εξυπηρέτησης δεν μεταβάλλεται.7

Γενικεύοντας, τα προαναφερθέντα παραδείγματα αποτελούν σαφή ένδειξη της

τεχνικής δυνατότητας που παρέχουν οι τεχνολογίες της τηλεματικής και της

πληροφόρησης, έτσι ώστε η παραγωγή υπηρεσιών που στηρίζεται στην

επεξεργασία πληροφοριών να διεξάγεται ξεχωριστά και πολύ μακριά από το

χώρο κατανάλωσής τους, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη άμεσης επαφής

παραγωγού και καταναλωτή (face - to - face contact). Αυτονόητο είναι ότι η

διασυνοριακή ανταλλαγή και κατ’ επέκταση η εξαγωγή υπηρεσιών αυτού του

τύπου σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου καθίσταται εφικτή, όταν υφίσταται η

κατάλληλη υποδομή τηλεπικοινωνίας και πληροφορίας. Επομένως, τραπεζικές

υπηρεσίες, οι οποίες είναι έντασης πληροφόρησης, έχουν πολύ καλές

προοπτικές για να αποτελέσουν μελλοντικά σε εντεινόμενο βαθμό αντικείμενο

διαπραγμάτευσης και συναλλαγής στις διεθνείς αγορές. Οι υπηρεσίες αυτές, σε

αντίθεση με άλλες κατηγορίες υπηρεσιών, δεν είναι μόνο άϋλες, αλλά

εμφανίζουν υψηλό βαθμό ικανότητας για μεταφορά, ενώ παράλληλα έχουν το

πλεονέκτημα της αποθήκευσής τους στο ηλεκτρονικό σύστημα (storable),

γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η παραγωγή τους δεν είναι αναγκαίο να

συμπίπτει χρονικά με την κατανάλωσή τους.

β) Για την ανάπτυξη του διασυνοριακού εμπορίου των χρηματοπιστωτικών

υπηρεσιών δεν αρκεί μόνο η τεχνική δυνατότητα μεταφοράς τους αλλά και η

συνύπαρξη άλλων προϋποθέσεων όπως είναι οι οικονομικές. Μεταξύ των

ευρύτερων οικονομικών προϋποθέσεων ιδιαίτερα σημαντικές είναι:

7 Η μόνη διαφορά για αυτούς περιορίζεται στο γεγονός ότι η οθόνη του ηλεκτρονικού συστήματος δείχνει διαφορετική ώρα, ενώ στο κάτω της μέρος-δεξιά εμφανίζεται η αμερικάνικη έδρα, αντί της έδρας του ευρωπαϊκού υποκαταστήματος.

90

Page 91: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

• η γενικότερη ανάπτυξη μιας παγκόσμιας αγοράς υπηρεσιών ποικίλλου

περιεχομένου και

• η προώθηση των άμεσων ξένων επενδύσεων εκ μέρους πολυεθνικών

εταιρειών μη χρηματοπιστωτικού τύπου.

Οι τάσεις αυτές δημιουργούν νέες απαιτήσεις και ευκαιρίες για την εξάπλωση

των διεθνών ανταλλακτικών σχέσεων και στο χώρο της χρηματοπιστωτικής

σφαίρας. Στις άμεσες οικονομικές προϋποθέσεις ανάπτυξης διασυνοριακού

εμπορίου χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υπάγεται η εκπλήρωση του όρου της

αποδοτικότητας.

Συμπερασματικά, η διεθνοποίηση των αγορών, το κόστος συναλλαγής που

απορρέει από το σχηματισμό διεθνοποιημένων παραγωγικών και εμπορικών

κυκλωμάτων και οι επιχειρηματικές στρατηγικές των ιδρυμάτων, είναι ουσιώδεις

προϋποθέσεις για την οικονομική δυνατότητα αξιοποίησης των

πλεονεκτημάτων της τεχνικής εμπορευσιμότητας των χρηματοπιστωτικών

υπηρεσιών.

Πως έχουν όμως επακριβώς τα πράγματα στο χώρο του διεθνούς

εμπορίου τραπεζικών υπηρεσιών;

Γενικότερα, θεωρείται ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη

άνθηση των διασυνοριακών συναλλαγών τραπεζικών προϊόντων. Τεχνολογικές

εξελίξεις στο πεδίο της επικοινωνίας και της πληροφορικής προσφέρουν νέες

ευκαιρίες στη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών, ευνοώντας έτσι το παγκόσμιο

εμπόριο τραπεζικών υπηρεσιών. Συνάμα, οι διαδικασίες απορύθμισης και

φιλελευθεροποίησης των χρηματοπιστωτικών σχέσεων επιτρέπουν αυξητικά τη

διεξαγωγή του εμπορίου αυτού. Η επίδραση των παραπάνω παραγόντων

ενδυναμώνεται από τις σύγχρονες τάσεις του διεθνούς περιβάλλοντος, οι

οποίες συνδέονται με την αύξηση του εμπορίου και των επενδύσεων σε όλους

τους οικονομικούς κλάδους, την εξάπλωση των μέσων επικοινωνίας και την

ανάπτυξη των πολιτισμικών ανταλλαγών.

91

Page 92: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Βέβαια παρά τις ραγδαίες αυτές εξελίξεις, είναι άξιο λόγου ότι μέχρι σήμερα η

διεθνής ανταλλαγή ενός αξιόλογου τμήματος τραπεζικών υπηρεσιών δεν έχει

προχωρήσει ακόμη πάρα πολύ. Το διεθνές εμπόριο στις συγκεκριμένες

υπηρεσίες επικεντρώνεται κυρίως στις πιστωτικές κάρτες (credit cards) όπως

και στις υπηρεσίες, οι οποίες παρέχονται από τα πιστωτικά ιδρύματα προς τις

μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις (corporate/ wholesale banking).

Η μεταφορά και η γεωγραφική διασπορά της παραγωγής και ανταλλαγής

τραπεζικών υπηρεσιών είναι ένα φαινόμενο που εξακολουθεί να

διαδραματίζεται περισσότερο σε εθνικό επίπεδο. Αυτό οφείλεται σε

τεχνολογικούς, οικονομικούς και πολιτικούς-πολιτισμικούς παράγοντες. Για

παράδειγμα, η απαιτούμενη τηλεπικοινωνιακή υποδομή δεν συναντάται σε όλα

τα μέρη της γης, ακόμη ούτε και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Επίσης,

παράγοντες όπως η έλλειψη γνώσης της πιστοληπτικής ικανότητας των

πελατών στις επιμέρους αγορές, το κόστος επικοινωνίας και οι διαφορές στη

γλώσσα και στις παραδόσεις των εθνικών αγορών, αποτελούν ανασταλτικά

εμπόδια.

Εν τούτοις, αξιόλογες αλλαγές αναμένεται να επέλθουν στο μέλλον. Πιο

εξελιγμένα τηλεπικοινωνιακά συστήματα και η εντεινόμενη διεθνής χρήση

βάσεων δεδομένων (data bases), ιδίως για την απόκτηση πληροφοριών

αναφορικά με μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενδεχόμενα και για πελάτες της

λιανικής τραπεζικής, προβλέπεται να συμβάλλουν στην άνοδο της

εμπορευσιμότητας των υπηρεσιών χρηματοδότησης. Επίσης, η αυξανόμενη

ταχύτητα της παγκόσμιας ροής δεδομένων και πληροφοριών μεταξύ

ανεπτυγμένων χωρών συνεισφέρει στη μείωση του κόστους της διεθνούς

επικοινωνίας. Η ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων (electronic data

interchange) βοηθά σε ορισμένες περιπτώσεις να μειωθούν προβλήματα που

απορρέουν από διαφοροποιήσεις σε διοικητικούς κανόνες και παραδόσεις.

Τέλος, η πλατιά εξάπλωση της “τραπεζικής από το σπίτι” (screen-based

homebanking systems), σε συνδυασμό με την καθιέρωση διεθνών

προδιαγραφών ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών, δίνει τη δυνατότητα να

92

Page 93: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

υπερνικηθούν δυσχέρειες που είναι προϊόν της πολιτισμικής διαφορετικότητας

(βλ. επίσης United Nations, 1994).

Ποιες είναι οι δυνατότητες ανάπτυξης ενός εξελιγμένου διεθνούς

ενδοτραπεζικού καταμερισμού εργασίας που θα συμπεριλαμβάνει και τις

αναπτυσσόμενες χώρες;

Στο πλαίσιο ενοποίησης και ολοκλήρωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών

αγορών, οι σαφείς τάσεις που δίνουν τον τόνο στη νέα τάξη πραγμάτων είναι:

• η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων και των διασυνοριακών

ανταλλαγών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών,

• η στενή αλληλοεξάρτηση των εθνικών αγορών χρήματος και κεφαλαίου,

• η εξέλιξη των δύο προαναφερθέντων παραγόντων, σε συνδυασμό με μια

άμεση αλληλοσυσχέτιση των κρίσιμων μακροοικονομικών μεταβλητών των

επιμέρους εθνικών οικονομιών.

Κάτω από αυτό το συγκεκριμένο πρίσμα οι προοπτικές ενοποίησης και

περαιτέρω διεθνοποίησης των εγχώριων πιστωτικών συστημάτων

διαγράφονται θετικές. Όμως, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας στο

χρηματοπιστωτικό τομέα και στον τραπεζικό κλάδο ειδικότερα, έχει αφήσει κατά

μεγάλο μέρος τις αναπτυσσόμενες χώρες στο περιθώριο. Σε αντίθεση με

ορισμένους ιδιαίτερα διεθνοποιημένους κλάδους της μεταποίησης, όπου

παραγωγικές διαδικασίες και επιμέρους λειτουργίες τελικών ή ενδιάμεσων

αγαθών έντασης εργασίας μεταφέρονται και εγκαθίστανται από μεγάλες

πολυεθνικές επιχειρήσεις σε αναπτυσσόμενες εθνικές οικονομίες (έστω και σε

μια ορισμένη ομάδα χωρών μέσου αναπτυξιακού επιπέδου), στον τραπεζικό

χώρο η κατάσταση είναι διαφορετική. Εδώ ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός

διεθνούς ενδοτραπεζικού καταμερισμού εργασίας ενσωματώνει σχεδόν

αποκλειστικά ανεπτυγμένες οικονομίες. Τεχνολογικοί και τηλεπικοινωνιακοί

παράγοντες συντελούν στη συγκέντρωση βασικών παραγωγικών τραπεζικών

λειτουργιών σε μεγάλα περιφερειακά κέντρα του πλανήτη. Η κατάσταση αυτή

επιδεινώνεται από την έλλειψη κατάλληλης τεχνολογικής και τηλεπικοινωνιακής

υποδομής των αναπτυσσόμενων οικονομιών.

93

Page 94: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Το φαινόμενο της ανάπτυξης ενδοτραπεζικών σχέσεων ανά τα μήκη και τα

πλάτη του πλανήτη, και κυρίως στις πιο καθυστερημένες εθνικές οικονομίες, δεν

προβλέπεται ούτε στο άμεσο μέλλον να λάβει αξιοσημείωτες διαστάσεις. Η

στρατηγική της πολυδιάσπασης μιας ενιαίας παραγωγικής διαδικασίας σε

παγκόσμια κλίμακα και της ευρείας ανάπτυξης ενδοεταιρικών ανταλλαγών με

παραγωγικές εισροές (στρατηγική outsourcing) συναντάται πολύ περισσότερο

σε φυσικά αγαθά όπως για παράδειγμα στην ηλεκτρονική και στην

αυτοκινητοβιομηχανία. Μέχρι σήμερα στο χώρο των τραπεζών η εγκατάσταση

θυγατρικών μονάδων σε μια ξένη αγορά στόχευε πρωταρχικά στην

εξυπηρέτησή της και όχι στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων ενός διευρυμένου

καταμερισμού εργασίας εντός ενός πολυεθνικού πιστωτικού ιδρύματος, αν και

υπάρχουν ήδη τέτοιου είδους παραδείγματα.

Ένας καταμερισμός εργασίας στο χώρο των τραπεζών μεταξύ ανεπτυγμένων

και αναπτυσσομένων χωρών μ’ ένα διαφορετικό βαθμό εφοδιασμού

παραγωγικών συντελεστών και κατ’ επέκταση με ένα διαφορετικό αναπτυξιακό

επίπεδο, παραμένει περιορισμένος έως ανύπαρκτος. Έτσι προσδοκάται ότι οι

πολυεθνικές τράπεζες θα προτιμήσουν κατά βάση τη στρατηγική της

αυτοματοποίησης των υποστηρικτικών τους λειτουργιών (back-office

processes), ιδιαίτερα αυτών της ανειδίκευτης εργασίας (π.χ. document

processing και clearing) παρά εκείνη της μεταφοράς τους στις αναπτυσσόμενες

χώρες. Συνάμα, πολύ πιθανή φαίνεται η αντίθετη στρατηγική κίνηση, δηλαδή

αυτή της ανάκλησης από τις αναπτυσσόμενες χώρες υφισταμένων ήδη

δραστηριοτήτων με στόχο την αυτοματοποίησή τους. Στην περίπτωση αυτή η

τηλεματική και η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληροφοριών αποτελεί

υποκατάστατο ακριβώς εκείνων των διαδικασιών έντασης εργασίας, τις οποίες

οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα ήταν πιθανόν σε θέση να αναλάβουν μέσα σε

ένα πλαίσιο, αφενός διευρυνόμενων διεθνών αγορών και αφετέρου

αυξανόμενων τεχνικών δυνατοτήτων διεθνούς ανταλλαγής υπηρεσιών.

94

Page 95: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Κρίση των διεθνών άμεσων επενδύσεων ή αναδιάρθρωση και

εκσυγχρονισμός των τραπεζικών δικτύων;

Η ανάλυση της διεθνούς θεωρίας και εμπειρίας δείχνει ότι η τεχνολογική εξέλιξη

στο επίπεδο της πληροφόρησης και των τηλεπικοινωνιών μπορεί να επιδράσει

ευεργετικά στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου τραπεζικών υπηρεσιών και

να προκαλέσει, αν όχι αναγκαστικά σχετική συρρίκνωση των άμεσων

επενδύσεων των πολυεθνικών τραπεζικών ιδρυμάτων, τουλάχιστον

αναδιαρθρώσεις του παγκόσμιου δικτύου τους.

Βέβαια, αναδιαρθρώσεις αυτού του τύπου δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτούν

μόνο με τη βοήθεια τεχνολογικών παραμέτρων, αλλά πρώτα και κύρια

λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς παράγοντες και συγκυρίες. Η αναδιάταξη

των δικτύων και το κλείσιμο ορισμένων θυγατρικών μονάδων και

υποκαταστημάτων σε ξένες τοπικές αγορές τα προηγούμενα χρόνια μπορεί να

αποδοθεί:

• στον εντεινόμενο ανταγωνισμό, ως απόρροια και της ευρύτερης

φιλελευθεροποίησης των διεθνών χρηματοπιστωτικών σχέσεων,

• στη γενικότερη αναθεώρηση της στρατηγικής φιλοσοφίας διεθνοποίησης των

πολυεθνικών τραπεζικών ιδρυμάτων,

• στην επικέντρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος στα μεγάλα, διεθνής

ακτινοβολίας, χρηματοπιστωτικά κέντρα των ανεπτυγμένων χωρών για την

εξυπηρέτηση μεγάλων πελατών,

• στη μείωση ή στασιμότητα του ρυθμού αύξησης των μεριδίων αγοράς των

πολυεθνικών τραπεζών στις ξένες αγορές,

• στη συγκριτικά χαμηλή αποδοτικότητα των αγορών των αναπτυσσομένων

οικονομιών.

Σήμερα η στρατηγική υλοποίησης των άμεσων ξένων επενδύσεων στον

τραπεζικό χώρο έχει αλλάξει. Πολύ περισσότερο δε σε καμία περίπτωση δεν

μπορεί να ταυτιστεί μ’ εκείνη της δεκαετίας του 1960, όπου κατ’ αρχήν οι

αμερικάνικες τράπεζες πραγματοποίησαν άμεσες επενδύσεις, επειδή ήθελαν να

ακολουθήσουν τους πελάτες τους στο εξωτερικό, χωρίς βέβαια αυτό από την

95

Page 96: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

άλλη πλευρά να σημαίνει ότι η σημασία του συγκεκριμένου επενδυτικού

κινήτρου έχει τελείως περιθωριοποιηθεί.

H ραγδαία ανάπτυξη και εφαρμογή των τεχνολογιών της πληροφόρησης

προσφέρει σημαντικές δυνατότητες στη μείωση του κόστους συναλλαγής

(transaction costs). Το εν λόγω δεδομένο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βάσιμη

αιτία για την προώθηση του διασυνοριακού εμπορίου τραπεζικών υπηρεσιών

σε βάρος των άμεσων επενδύσεων, καθώς ένα πρωταρχικό επιχείρημα

υλοποίησης ξένων άμεσων επενδύσεων (ως εναλλακτική μορφή των

εξαγωγών) είναι η μείωση του κόστους συναλλαγής που απορρέει από τη

διασυνοριακή διαπραγμάτευση και συναλλαγή.

Βέβαια από την άλλη πλευρά μπορεί να αναφερθεί το αντεπιχείρημα πως οι

τεχνολογίες της πληροφόρησης και των τηλεπικοινωνιών είναι δυνατόν να

συμβάλλουν θετικά στη φυσική παρουσία των πιστωτικών ιδρυμάτων στις

διεθνείς αγορές. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη η βελτίωση της

επικοινωνίας ανάμεσα στη μητρική και στις ανά τον κόσμο κατανεμημένες

θυγατρικές της μονάδες συντελεί σε μια πιο αποτελεσματική διοίκηση και

διαχείριση του διεθνούς δικτύου των θυγατρικών μονάδων του πιστωτικού

ιδρύματος (management of international networks of affiliates) και κατ’επέκταση

σε μια πιο καλύτερη οργανωτική παρουσία του συγκροτήματος συνολικά (βλ. B.

Preissl, 1988).

Το ερώτημα κατά πόσον οι τεχνολογίες πληροφόρησης ευνοούν τις άμεσες

επενδύσεις ή τις εξαγωγές δεν φαίνεται να απαντιέται ικανοποιητικά μόνο σε

θεωρητικό επίπεδο, καθώς μάλιστα και οι δύο μορφές διεθνοποίησης μπορούν

να συμβούν και να λάβουν χώρα ταυτόχρονα. Από την άλλη πλευρά, η

εμπειρική έρευνα δεν θεωρείται ακόμη επαρκής, ούτως ώστε να λύσει το

πρόβλημα αποτελεσματικά. Είναι βέβαια γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια

παρατηρήθηκε μια ορισμένη μείωση της φυσικής παρουσίας των πολυεθνικών

96

Page 97: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

πιστωτικών ιδρυμάτων στις ξένες αγορές.8 Ωστόσο η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν

σημαίνει ότι οφείλεται αναγκαστικά στον τεχνολογικό παράγοντα.

Απ’ ότι φαίνεται, οικονομικές δυσχέρειες έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο.

Ειδικότερα, οι αμερικάνικες πολυεθνικές τράπεζες δεν κατάφεραν να

αποσπάσουν ικανοποιητικά μερίδια στις ξένες τοπικές αγορές. Έτσι στην

περίπτωση αυτή η χρήση της τεχνολογίας απετέλεσε ένα μέσον στήριξης μιας

αμυντικής στρατηγικής, υπό την έννοια της ενίσχυσης των δυνάμεών τους στα

μεγάλα περιφερειακά χρηματοπιστωτικά κέντρα και παράλληλα της

προσπάθειας διατήρησης της θέσης τους στις διεθνείς αγορές με τη βοήθεια

τηλεπικοινωνιακών δικτύων, κυρίως για την εξυπηρέτηση μεγάλων πελατών του

μη χρηματοπιστωτικού τομέα (π.χ. πολυεθνικές επιχειρήσεις).

Ανάλογη κατάσταση συνέβη και στην περίπτωση της Ιαπωνίας, όταν

σημειώθηκε μείωση στις εκροές των συνολικών ιαπωνικών άμεσων

επενδύσεων. Η εν λόγω εξέλιξη εξηγείται από το γεγονός ότι η φυσική

παρουσία των εμπορικών τραπεζών στις ξένες αγορές επηρεάζεται από τη

διεθνοποίηση των άλλων οικονομικών κλάδων, καθώς οι τράπεζες ακολουθούν

τους εγχώριους πελάτες τους στο εξωτερικό για τη διατήρηση στενών

επιχειρηματικών σχέσεων μαζί τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συρρίκνωση του

συνόλου των άμεσων επενδύσεων μιας χώρας στο εξωτερικό μπορεί να

επηρεάσει αρνητικά τη φυσική παρουσία των πιστωτικών ιδρυμάτων της εν

λόγω χώρας στις ξένες αγορές (βλ. OECD, 1992/ OECD 1994) .

Για να δοθεί μια πληρέστερη εικόνα της όλης προβληματικής, σκόπιμη

θεωρείται μια σύντομη αναφορά στα κίνητρα υλοποίησης άμεσων ξένων

8 Στην περίπτωση αυτή μπορούν να αναφερθούν ορισμένα παραδείγματα: το κλείσιμο της θυγατρικής μονάδας της Chase Manhattan στην Κοπεγχάγη το 1992 και τη μεταφορά των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο Λονδίνο. Χωρίς αυτό να σημαίνει παύση των δραστηριοτήτων στην Κοπεγχάγη, αλλά συνέχιση της εξυπηρέτισης των πελατών στη Δανία και διαχείριση των εκεί λειτουργιών με τη βοήθεια τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Ένα ανάλογο παράδειγμα συνιστά η πολιτική της City Bank πάλι στην Κοπεγχάγη, όπου συνολικά σημειώθηκε μείωση του προσωπικού της αλλά την ίδια στιγμή αυξήθηκε ο αριθμός των απασχολουμένων που έρχονται σε άμεση επαφή με τους πελάτες της. Επομένως, αυτό που κυρίως αναδιαρθρώθηκε ήταν η δομή της διοίκησης. Παραπέρα, η J.P. Morgan μετέφερε υποστηρικτικές εργασίες (back office functions) από το Λονδίνο στο Delaware στις ΗΠΑ, επειδή στην Αμερική υπήρχε ανεκμετάλλευτη δυναμικότητα στο σύστημα του κεντρικού υπολογιστή (βλ. United Nations, 1994).

97

Page 98: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

επενδύσεων στον τραπεζικό χώρο. Το πιο σημαντικό ίσως κίνητρο στην

περίπτωση αυτή εντοπίζεται στην επίτευξη εμπιστοσύνης (trust) ανάμεσα στην

τράπεζα και τον πελάτη, η οποία εξασφαλίζεται με τη φυσική παρουσία και την

απόκτηση γνώσης και εμπειρίας των συνηθειών των τοπικών καταναλωτών και

των εγχώριων επιχειρηματικών πρακτικών. Το προαναφερθέν κίνητρο, σε

συνδυασμό με το δεδομένο του μη πολυσύνθετου αρκετών βασικών

παραγωγικών διαδικασιών, οδήγησαν στο παρελθόν σε αξιοσημείωτο βαθμό

στην υλοποίηση άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων στους

χώρους των πληρωμών (payment services) και της τραπεζικής

διαμεσολάβησης στον κύκλο αποταμίευσης-επένδυσης.

Όμως, πως εξηγείται σήμερα από τεχνολογική άποψη το ενδεχόμενο

συρρίκνωσης των ξένων άμεσων επενδύσεων στον τραπεζικό κλάδο; Η

τραπεζική “βιομηχανία”, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι έντασης

ηλεκτρονικής τεχνολογίας (highly computerized business). Στο πλαίσιο αυτό οι

ηλεκτρονικοί υπολογιστές χρησιμοποιούνται κατ’ αρχήν για την

ορθολογικοποίηση (rationalization) των εσωτερικών εργασιών και στη συνέχεια

για μια πιο αποτελεσματική επαφή της τράπεζας με τον πελάτη, επηρεάζοντας

έτσι καθοριστικά τις συνήθειες του πληθυσμού σε ζητήματα πληρωμών,

πιστώσεων, αποταμιεύσεων και άλλα.

Αυτό έχει οδηγήσει στο φαινόμενο, όλο και περισσότερο, η επίσκεψη σε τοπικό

κατάστημα και η άμεση επαφή του πελάτη με το προσωπικό της τράπεζας να

συμπληρώνεται ή μερικές φορές ακόμη και να υποκαθίσταται από τηλεφωνικές

πληροφορίες που παρέχονται από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Επίσης, όταν οι

πληρωμές και ενδεχόμενα παράπονα του πελάτη μπορούν να λάβουν χώρα

ηλεκτρονικά, δεν συντρέχει πλέον κάποια επείγουσα ανάγκη ο πελάτης και η

τράπεζα να βρίσκονται στην ίδια γεωγραφική θέση. Το συγκεκριμένο γεγονός

ενισχύεται και από οικονομικούς παράγοντες, καθώς συχνά θεωρείται πιο

αξιόπιστη η πρόσβαση σε μια μεγάλη διεθνή τράπεζα μέσω ηλεκτρονικού

δικτύου, παρά η άμεση παρουσία και επαφή μ’ ένα τοπικό πιστωτικό ίδρυμα.

98

Page 99: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Βέβαια όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν θα πρέπει να σχηματιστεί η εντύπωση ότι η

τεχνολογία επέφερε το “τέλος” των εθνικών τραπεζικών συστημάτων. Αξιόλογες

διαφοροποιήσεις σε ζητήματα κουλτούρας, γλώσσας, οικονομικών συνθηκών

κλπ. συνεχίζουν ακόμη να διατηρούν την αποτελεσματικότητα των εθνικών

πιστωτικών μηχανισμών. Ακόμη και εάν γίνει αποδεκτό ότι η ανάπτυξη των

τεχνολογιών πληροφόρησης θα ευνοήσει μη κεφαλαιακές μορφές πώλησης των

τραπεζικών υπηρεσιών (π.χ. εμπόριο), δεν σημαίνει ότι αυτές οπωσδήποτε θα

υποκαταστήσουν ή θα περιθωριοποιήσουν τις άμεσες επενδύσεις. Σε αρκετές

περιπτώσεις τα δύο είδη μορφών προβλέπεται να συνυπάρξουν στον ένα ή τον

άλλο βαθμό, αλληλοσυμπληρούμενα και όχι αλληλοαποκλειόμενα. Ενδεικτικό

παράδειγμα συνιστούν τα γραφεία αντιπροσωπείας (representative offices), τα

οποία δρουν ως ενδιάμεσοι πόλοι ανάμεσα στη μητρική τους στο εξωτερικό και

τους τοπικούς της πελάτες.

Τι έχει όμως αλλάξει τελικά; Εκείνο το στοιχείο που έχει πλέον ριζικά αλλάξει

είναι ότι η τεχνολογική εξέλιξη έχει δημιουργήσει τα θεμέλια και τις

προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός νέου παγκόσμιου τραπεζικού

συστήματος, στο οποίο οι πιστωτικές υπηρεσίες θα αποτελούν προιόν

ανταλλαγής σε παγκόσμια κλίμακα, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα την

αναγκαιότητα ύπαρξης εθνικών συστημάτων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

γνωρίσματα. Έτσι ολοένα και περισσότερο τα εθνικά συστήματα θα είναι

υποχρεωμένα να ανταγωνίζονται και κατ’ επέκταση να αποδεικνύουν την

αποτελεσματικότητά τους έναντι των διεθνών πιστωτικών μηχανισμών.

Εξ’ άλλου οι νέες εξελίξεις συνεπάγονται αξιοσημείωτες εσωτερικές δομικές

μεταβολές στα ίδια τα πολυεθνικά τραπεζικά ιδρύματα, οι οποίες με τη σειρά

τους θίγουν και αφορούν και τα επιμέρους εγχώρια πιστωτικά συστήματα.

Τέτοιου τύπου διαρθρωτικές αλλαγές εντοπίζονται μεταξύ άλλων:

• στον καταμερισμό εργασίας μεταξύ της μητρικής εταιρείας και των ανά τον

κόσμο θυγατρικών μονάδων (συγκέντρωση/ αποκέντρωση λειτουργιών),

• στις μορφές εξειδίκευσης των ιδρυμάτων,

99

Page 100: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

• στις προοπτικές μεταφοράς ορισμένων τραπεζικών εργασιών στις

αναπτυσσόμενες χώρες (outsourcing the production of certain banking

services).

100

Page 101: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A

TO TΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

1. Περίοδος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980

Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ελέγχεται βασικά από εμπορικές τράπεζες και

ειδικά πιστωτικά ιδρύματα κρατικών συμφερόντων.

2. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του

1990

Α) Κρατικές τράπεζες

o Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος

o Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος

o Αγροτική Τράπεζα

o Ιονική Τράπεζα (Εμπορική Τράπεζα)

o Τράπεζα Αττικής (Εμπορική Τράπεζα)

o Γενική Τράπεζα

o Τράπεζα Κρήτης

o Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος

o Τράπεζα Μακεδονίας - Θράκης

Β) Ειδικά Πιστωτικά Ιδρύματα

ΕΤΒΑ

ΕΤΕΒΑ

Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο

Γ) Ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες

Alpha Bank

Eurobank

101

Page 102: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Τράπεζα Εργασίας

Τράπεζα Πειραιώς

Τράπεζα Χίου

Δωρική Τράπεζα

INTERBANK

Λαϊκή Τράπεζα

Τράπεζα Εγνατία

Δ) Ξένες Τράπεζες

3. Η σημερινή κατάσταση

Μετά από ευρείες διαδικασίες εξαγορών & συγχωνεύσεων έχουν

διαμορφωθεί μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι:

Α) ΟΜΙΛΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ

Β) ΟΜΙΛΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ

Γ) ΟΜΙΛΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ

Δ) ΟΜΙΛΟΣ ALPHA BANK

Alpha Bank

Ioνική

Ε) ΟΜΙΛΟΣ EUROBANK

Eurobank

Εργασίας (συγχώνευση με Eurobank)

Κρήτης

Αθηνών

Interbank

102

Page 103: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Ζ) ΟΜΙΛΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

• Πειραιώς

• Μακεδονίας – Θράκης

Χίου

Η) ΛΟΙΠΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣΤέλεσις

Εγνατία

Λαϊκή

Αττικής (μείωση συμμετοχής της Εμπορικής – παραμένει

δημόσιων συμφερόντων)

Γενική

Nova

Omega

Θ) ΞΕΝΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

103

Page 104: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΜΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Για τις ανάγκες της πιστωτικής πολιτικής στον τομέα του Corporate Banking

χρησιμοποιούνται διάφορα κριτήρια ταξινόμησης και αξιολόγησης των

επιχειρήσεων. Τέτοιου είδους κριτήρια είναι ο κλάδος παραγωγής, τα

οικονομικά τους στοιχεία (π.χ. αποδοτικότητα, ταμειακές ροές), καθώς και

ποιοτικοί παράμετροι όπως η ικανότητα του management και το ιστορικό

των εταιρειών. Το παρόν παράρτημα που αποτελεί τμήμα ευρύτερης

εργασίας (Α. Γεωργόπουλος, 1998), θέτοντας ως μέτρο ανάλυσης των

εγχώριων επιχειρήσεων το μέγεθός τους, διαπιστώνει ορισμένες ποσοτικές

και ποιοτικές διαφοροποιήσεις της χρηματοοικονομικής ταυτότητας των

επιμέρους επιχειρησιακών ομάδων, στοιχείο το οποίο έχει τις προεκτάσεις

του στη διαμόρφωση της πολιτικής χορηγήσεων των εμπορικών τραπεζών.

Παρότι υιοθετείται το μέγεθος ως κριτήριο τμηματοποίησης (Segmentation)

των εταιρειών, εν τούτοις δεν παραλείπεται η κριτική του προσέγγιση,

κυρίως εξαιτίας της στατικότητάς του και μιας σχετικής αυθαιρεσίας που

εμπεριέχει.

Δυσχέρειες εννοιολογικής προσέγγισης της Μικρομεσαίας Επιχείρησης

(ΜΜΕ)

Μέσα στο οικονομικο-πολιτικό περιβάλλον διεθνοποίησης και

παγκοσμιοποίησης αυξάνονται οι εσωτερικές, διαρθρωτικές αλλαγές των

Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ). Ειδικότερα παρατηρείται άνοδος του

κόστους τεχνολογικών καινοτομιών και ποιοτικών βελτιώσεων, αύξηση του

αριθμού των ιδρύσεων και των πτωχεύσεων, μεγαλύτερη εξάρτηση των μικρών

μονάδων από τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, ένταση της πίεσης για

διεθνοποίηση των δραστηριοτήτων, αυξανόμενη ανάγκη για εξεύρεση μικρών

τμημάτων αγοράς (niche strategies) και περαιτέρω δομικές ανακατάξεις των

οργανωτικών τους δομών (βλ. European Commission, 1997). Στο πλαίσιο αυτό

καθίσταται ακόμη πιο επίκαιρο το ζήτημα της συνεργασίας των εμπορικών

τραπεζών με τις ΜΜΕ.

104

Page 105: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στην Ελλάδα, το φαινόμενο των ΜΜΕ είναι ίσως εκείνο το οικονομικό

φαινόμενο για το οποίο έχουν συζητηθεί και λεχθεί τόσα πολλά και έχουν γίνει

τόσα oλίγα σε επίπεδο πολιτικής. Η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν εκπλήσσει,

δεδομένου ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις συνιστούν τον “κορμό” της εθνικής

οικονομίας, έτσι ώστε να έχουν ειδικό κοινωνικό βάρος και οι κυβερνητικές

αποφάσεις γι’ αυτές να συνδέονται με υψηλό πολιτικό κόστος. H εν λόγω θέση

υποστηρίζεται συχνά από το επιχείρημα, ότι οι ΜΜΕ διαδραματίζουν ένα

σημαίνοντα μακροοικονομικό ρόλο από άποψη απασχόλησης και

προστιθέμενης αξίας.

Ο ορισμός και η ταξινόμηση των ΜΜΕ είναι μια ιδιαίτερα επίπονη και δυσχερής

εργασία. Η συνήθης εύκολη λύση είναι η θέσπιση κάποιων ανώτατων και

κατώτατων ορίων ορισμένων οικονομικών μεγεθών (π.χ. πωλήσεις,

απασχόληση), τα οποία μεταβάλλονται κάθε φορά όταν κρίνεται αναγκαίο εξ’

αιτίας διαφόρων οικονομικών συγκυριών και περιστάσεων. Έτσι, σε μια

δεδομένη χρονική στιγμή ΜΜΕ θεωρήθηκε για παράδειγμα η επιχείρηση που

είχε πωλήσεις έως 2,3 εκ. Ευρώ (800 εκατ. δρχ.), ενώ σε κάποια άλλη

μεταγενέστερη στιγμή εκείνη που είχε κύκλο εργασιών έως 2,9 εκ. Ευρώ (1.000

εκατ. δρχ.).

Όμως, μια προσέγγιση αυτού του τύπου είναι στατική και ως σ’ ένα βαθμό

αιθαίρετη. Το μέγεθος των επιχειρήσεων καθορίζεται μεταξύ άλλων από:

• το ρυθμό ανάπτυξης του κλάδου τους,

• τις διαδικασίες συγκεντρωποίησης του παραγωγικού πλούτου με

επακόλουθο τη δημιουργία μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών καταστάσεων

στον κλάδο και

• την επίδραση μακροοικονομικών μεταβλητών όπως του πληθωρισμού.

Είναι σαφές ότι όχι μόνο στον ίδιο οικονομικό τομέα αλλά μέσα σε κάθε κλάδο

παραγωγής παρατηρούνται, από προϊόν σε προϊόν, σημαντικές

διαφοροποιήσεις του επιχειρησιακού μεγέθους ως αποτέλεσμα του

διαφορετικού βαθμού κεφαλαιακής συσσώρευσης και των ανομοιογενών

συνθηκών ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η έννοια του μεγέθους δεν μπορεί να

105

Page 106: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

αντιμετωπιστεί στατικά. Εξ’ άλλου το επιχειρησιακό μέγεθος είναι περισσότερο

αποτέλεσμα της δυναμικής διαμόρφωσης των οικονομικών σχέσεων. Το

κυρίαρχο σ’ αυτή την περίπτωση είναι η αναζήτηση και ανάλυση των ενδογενών

παραγόντων που καθορίζουν την εξελικτική πορεία του οικονομικού

συστήματος, τόσο ολικά όσο και στις επιμέρους κλαδικές και επιχειρησιακές

εκφράσεις του.9

Διαφορές στο μέγεθος των επιχειρήσεων προκαλούνται, επίσης, από

γεωγραφικές παραμέτρους, πρώτα και κύρια από τις διαστάσεις των αγορών,

δείχνοντας για μια ακόμη φορά την πολυπλοκότητα της έννοιας του μεγέθους.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλη είναι η διάσταση της ΜΜΕ στην ελληνική εσωτερική

αγορά και άλλη σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μια μεγάλη ή πολύ μεγάλη ελληνική

επιχείρηση θα μπορούσε συνήθως να εξισωθεί και έτσι να καταταχθεί στις

μικρομεσαίες της Β. Ευρώπης. Το συγκεκριμένο φαινόμενο αντανακλάται και

στο επίπεδο των θεσμικών πλαισίων. Επί παραδείγματι, μια επιχείρηση με

κύκλο εργασιών 32,3 εκ. Ευρώ (11 δισ. δρχ.) που στην Ευρωπαϊκή Ένωση

θεωρείται ΜΜΕ (βλέπε παρακάτω), σε εθνικό επίπεδο αντιμετωπίζεται ως

μεγάλη.

Παράλληλα, η προσπάθεια ποσοτικής ταξινόμησης των επιχειρήσεων

αντιμετωπίζει και άλλες δυσχέρειες, καθώς εκ των πραγμάτων εμπλέκεται στη

9 Η παραπάνω θέση της μη αποδοχής της στατικής έννοιας του επιχειρησιακού μεγέθους αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στον ορισμό της ΜΜΕ που δίνει κάθε φορά η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Σκοπός της είναι ο χαρακτηρισμός μεταποιητικών επιχειρήσεων ως μικρομεσαίων, έτσι ώστε αυτές να τύχουν χρηματοδότησης από το “ειδικό κεφάλαιο” της απόφασης της Ν.Ε. 197/11/78. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες τροποποιήσεις του ύψους του κύκλου εργασιών που έλαβαν χώρα με σχετικές Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος:α) Για να θεωρηθεί μια επιχείρηση ως ΜΜΕ και έτσι να εκπληρώνει μια από τις σημαντικές προϋποθέσεις χρηματοδότησής της, τον Αύγουστο του 1985 το ανώτατο ύψος του μέσου κύκλου εργασιών της τελευταίας τριετίας δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 250 εκατ. δρχ. (ΠΔ/ΤΕ 527/2.8.85), έναντι των 180 εκατ. που ίσχυε μέχρι εκείνη τη στιγμή (ΠΔ/ΤΕ 523/22.7.85).β) Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ανώτατο όριο του μέσου, κατά την τελευταία τριετία, ετήσιου κύκλου εργασιών για το χαρακτηρισμό μιας μεταποιητικής επιχείρησης ως μικρομεσαίας τίθεται στα 500 εκατ. δρχ. (ΠΔ/ΤΕ 1990/11.10.91), από 350 εκατ. δρχ. που ήταν έως τότε.γ) Τον Αύγουστο του 1994 το όριο αυξήθηκε και πάλι, από 500 εκατ. δρχ. σε 700 εκατ. δρχ. δ) Το 1996 παρατηρείται μια εκ νέου προς τα άνω διόρθωση του ανωτάτου ορίου, το οποίο πλέον γίνεται 800 εκατ. δρχ. (ΠΔ/ΤΕ 569/5.1.96). Από τα συγκεκριμένα παραδείγματα καθίσταται προφανές ότι από τους αρμόδιους φορείς διεξάγεται ένας “αδιάκοπος αγώνας δρόμου” για τον καθορισμό του μικρομεσαίου μεγέθους, ο οποίος τελικά μέσα στο χρόνο αποδεικνύεται μάλλον ανεπαρκής, δεδομένου ότι μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα θα πρέπει να υπάρξουν επαναοριοθετήσεις.

106

Page 107: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

λογική των συνδυασμένων κριτηρίων (βλ. Δελτίο Ένωσης Ελληνικών

Τραπεζών, 1994). Και αυτό επειδή η κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων δεν

μπορεί να απαντηθεί ικανοποιητικά μόνο με ένα κριτήριο (π.χ. πωλήσεις ή

απασχόληση). Η κατηγοριοποίηση είναι πολύπλοκη διαδικασία, επειδή ο

κλάδος παραγωγής, η τεχνολογία και άλλοι παράγοντες διαφοροποιούν

αξιοσημείωτα το μέγεθος, τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας των

επιχειρήσεων.10 Γι’ αυτό το λόγο, στο πλαίσιο της στατικής κατάταξης

χρησιμοποιούνται συχνά συνδυασμένα τα κριτήρια των πωλήσεων και της

απασχόλησης, σε συνδυασμό βέβαια με άλλα συμπληρωματικά κριτήρια. Εδώ

φαίνεται για μια ακόμη φορά εύγλωττα η ανάγκη χρήσης δυναμικών δεικτών

όπως είναι ο ρυθμός αύξησης των πωλήσεων, των κερδών, των επενδύσεων

κλπ.

Αυτό που ίσως τελικά δίνει μια διέξοδο στην εννοιολογική προσέγγιση της

ΜΜΕ, δεν είναι τόσο τα εξωτερικά ποσοτικά γνωρίσματα μιας επιχείρησης σε

μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά ο προσδιορισμός εκείνων των εσωτερικών

γνωρισμάτων και ιδιοτήτων που δίνουν ως ένα βαθμό τη “μικρομεσαία

ταυτότητα” σε μια επιχείρηση, ανεξαρτήτως του παράγοντα “χρόνος”. Εδώ θα

μπορούσαν να αναφερθούν το σχετικά μικρό μέγεθος αγοράς, ο υψηλός

βαθμός ευελιξίας και προσαρμοστικής ικανότητας, οι σχετικά υψηλοί

περιορισμοί σε μέσα παραγωγής, η δυσχέρεια πρόσβασης σε εξωτερικές πηγές

χρηματοδότησης, όπως και οι περιορισμοί διεθνοποίησης των λειτουργιών της.

Ειδικότερα όσον αφορά στους περιορισμούς διεθνοποίησης, αυτοί είναι

μικρότεροι στις εμπορικές και μεγαλύτεροι στις παραγωγικές λειτουργίες. Ακόμη

και αν λάβει χώρα διεθνοποίηση της παραγωγής εκ μέρους των ΜΜΕ, το

συγκεκριμένο φαινόμενο θα εκφραστεί κατά κανόνα στις γειτονικές χώρες και

αγορές.10 Ορισμένα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά και “μιλούν από μόνα τους”.

Παράδειγμα 1

Μια επιχείρηση με υψηλή αυτοματοποίηση παραγωγής (π.χ. στο χαρτί), μπορεί να έχει τζίρο 10 δισ. δρχ.

με 80 εργαζόμενους.

Παράδειγμα 2

Μια επιχείρηση έντασης εργασίας (υποδήματα) μπορεί να έχει τζίρο 2.2 δισ.δρχ. με 200 εργαζόμενους.

Παράδειγμα 3

Μια επιχείρηση με φθηνά υλικά παραγωγής και χαμηλό ποσοστό κέρδους πολύ πιθανά να έχει χαμηλό τζίρο.

107

Page 108: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Στην παρούσα εργασία, για την κατάταξη των επιχειρήσεων χρησιμοποιήθηκε η

κοινοτική νομοθεσία, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις

υφιστάμενες δομές και στις διαστάσεις της ελληνικής οικονομίας. Και τούτο,

επειδή θεωρήθηκε σημαντικότερο να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές τάσεις

ευρωπαϊκής ενοποίησης και ενσωμάτωσης της εθνικής οικονομίας στο διεθνή

καταμερισμό εργασίας, παρά η προσκόλληση στις μέχρι τώρα εγχώριες

πρακτικές, δεδομένου άλλωστε ότι αυτές δεν είναι σαφείς, ενιαίες και γενικά

αποδεκτές.

Στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Αριθ. L 107/8,

30.4.1996) ως ΜΜΕ θεωρούνται εκείνες οι επιχειρήσεις που κατέχουν τις εξής

ιδιότητες (άρθρο 1, παράγραφος 1):

• απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζόμενους,

• έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 40 εκατ. Ευρώ (Ecu το

1996) ή έχουν ετήσιο συνολικό ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 27 εκατ.

Eυρώ, και

• πληρούν το κριτήριο της ανεξαρτησίας.

Ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις λαμβάνονται βασικά αυτές που το 25% και άνω

του κεφαλαίου τους ή των δικαιωμάτων ψήφου, δεν ανήκουν σε μια επιχείρηση

ή σε περισσότερες εταιρείες (από κοινού) που δεν είναι ΜΜΕ (σύμφωνα με το

άρθρο 1, παράγραφος 3).

Στο πλαίσιο της ίδιας νομοθεσίας, πραγματοποιείται μια περαιτέρω

διαφοροποίηση των ΜΜΕ ανάμεσα σε μικρές και μεσαίες εταιρείες. Έτσι, ως

μικρή επιχείρηση ορίζεται (άρθρο1, παράγραφος 2) η επιχείρηση, η οποία:

• απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζόμενους,

• έχει κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 7 εκατ. Eυρώ ή έχει ετήσιο

ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 5 εκατ. Eυρώ,

• πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας (σύμφωνα πάντα με την παράγραφο 3

του άρθρου 1).

108

Page 109: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Παρότι η κοινοτική προσέγγιση συνιστά περισσότερο μια σύσταση, εν τούτοις

τα κράτη-μέλη θα πρέπει να τη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη δεδομένου ότι αυτή

έχει ήδη ενσωματωθεί στα κοινοτικά προγράμματα στήριξης των ΜΜΕ. Η εν

λόγω σύσταση, όχι μόνο παρέχει μεγαλύτερη διαφάνεια στη χρηματοδοτική

πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί χρήσιμο

οδηγό τμηματοποίησης για τις ίδιες τις ΜΜΕ και τις Ενώσεις τους.

Συζήτηση των συμπερασμάτων της εργασίας υπό το φως της τελικής

Έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το δεύτερο στρογγυλό

τραπέζι τραπεζιτών και ΜΜΕ

♦ Η κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων σε τάξεις μεγέθους έχει στατικό

χαρακτήρα, ενώ εμπεριέχει αναπόφευκτα έναν ορισμένο βαθμό αυθαιρεσίας.

Η διαδικασία της κατηγοριοποίησης είναι συνυφασμένη με θεωρητικές,

μεθοδολογικές και πρακτικές ανεπάρκειες.

Παρά τις προσπάθειες κατηγοριοποίησης, το φαινόμενο πως υπάρχουν

διαχρονικά μετατοπίσεις επιχειρήσεων από τη μια κατηγορία μεγέθους στην

άλλη, δείχνει ότι η πραγματικότητα υπερνικά από μόνη της τα “στεγανά” της

ομαδοποίησης που θέτουν οι φορείς άσκησης πολιτικής ή ο εξωτερικός

αναλυτής.11 Οπότε στα κριτήρια κατηγοριοποίησης και αξιολόγησης των

επιχειρήσεων, εκτός του μεγέθους, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλοι

παράμετροι κυρίως δυναμικού χαρακτήρα (π.χ. ρυθμοί αύξησης πωλήσεων,

κερδών, επενδύσεων).

♦ Από τη στιγμή που υιοθετείται η πρακτική της κατηγοριοποίησης των

επιχειρήσεων, αυτόματα αναφύεται το ζήτημα της εννοιολογικής

προσέγγισης των ΜΜΕ, τόσο για την καταγραφή τους όσο και κατ’ επέκταση

για τις ανάγκες χάραξης και άσκησης χρηματοδοτικής πολιτικής σε εθνικό ή

υπερεθνικό επίπεδο. Έτσι, το τι είναι ΜΜΕ, είναι ένα ερώτημα που πάντα

11 Για να γίνει το συγκεκριμένο επιχείρημα καλύτερα αντιληπτό σημειώνεται ότι μια επιχείρηση του δείγματός μας που το έτος 1989 ανήκε στην κατηγορία των μικρών ή των πολύ μικρών, από το 1995 και ύστερα ενδεχόμενα να είχε μετατοπιστεί στις μεσαίες ή και αντίστροφα.

109

Page 110: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

απασχόλησε και απασχολεί τόσο την εθνική όσο και την κοινοτική οικονομική

πολιτική.

⇒ Η εννοιολογική προσέγγιση των ΜΜΕ, η οποία είναι αρκετά δυσχερής,

πραγματοποιήθηκε, μέχρι σήμερα, από τους φορείς εθνικής πολιτικής

με στατικές παραμέτρους. Η πολιτική τους ήταν περισσότερο

προσανατολισμένη στην ενίσχυση οικονομικά αδύναμων

επιχειρήσεων και ανταγωνιστικά ασθενών παραγωγικών κλάδων της

μεταποίησης, ενώ έδειχνε να μη λαμβάνει υπόψη της τη ραγδαία

εξέλιξη του τομέα των υπηρεσιών.

Η στατικότητα στον ορισμό των ΜΜΕ, η οποία είναι συνυφασμένη εκ των

πραγμάτων με ένα βαθμό αυθαιρεσίας, εκφραζόταν -και εκφράζεται- σε εκ των

υστέρων διορθωτικές αναπροσαρμογές στα ανώτατα όρια των επιχειρησιακών

κατηγοριών. Αυτό δείχνει εξάλλου για παράδειγμα η πληθώρα τροποποιήσεων

της αρχικής απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί χρηματοδότησης των

βιοτεχνικών επιχειρήσεων (Ν.Ε. 197/11/78). Τροποποιήσεις σε ύψος

πωλήσεων, απασχόλησης, οικονομικής ενίσχυσης και άλλων ποσοτικών αλλά

και ποιοτικών, όπως και τεχνικών κριτηρίων.

Σήμερα βέβαια τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η ανάπτυξη θα πρέπει να συνδέεται

με τη χρηματοδοτική υποστήριξη δυναμικών επιχειρήσεων και κλάδων/

προϊόντων με διαρκή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στο διεθνή καταμερισμό

εργασίας. Η δυναμική αντίληψη καθίσταται επομένως η καθοριστική

παράμετρος. Ως εκ τούτου, κεντρικός στόχος της πολιτικής οφείλει να είναι η

αποδοτική χρηματοδότηση, δηλαδή η χρηματοδότηση ΜΜΕ για παράδειγμα με

γρήγορους ρυθμούς πωλήσεων, επενδύσεων ή κερδών. Σε μια τέτοια

περίπτωση όμως οι εν λόγω επιχειρήσεις υπερβαίνουν γρήγορα τα ανώτατα

νομοθετικά όρια των φορέων της εθνικής πιστωτικής πολιτικής, με συνέπεια να

μην εμπίπτουν πλέον στις ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις των εν λόγω φορέων.

Οι δυναμικές επιχειρήσεις δεν χωρούν στους στατικούς περιορισμούς των

νομοθετικών πλαισίων (π.χ. την τελευταία τριετία ο μέσος κύκλος εργασιών

110

Page 111: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

οφείλει να μην υπερβαίνει Χ εκατ.δρχ.), ενώ δεν είναι πάντα ο κεντρικός στόχος

των αναπτυξιακών προγραμμάτων.

Άξιον υπογράμμισης είναι ότι η προβληματική της δυναμικής σύλληψης των

ορίων απασχολεί σοβαρά και την κοινοτική νομοθεσία (βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση,

σχετικά με τον ορισμό των ΜΜΕ, 1996), η οποία προσπαθεί να εξεύρει τρόπους

επίλυσης του προβλήματος. Για παράδειγμα, στο άρθρο 2 της σχετικής

νομοθεσίας αναφέρεται ότι τα ανώτατα όρια για τον κύκλο εργασιών και το

συνολικό ισολογισμό καθορίζονται είτε κανονικά κάθε τέσσερα έτη, ή κάθε φορά

που προκύπτει ανάγκη μεταβολής τους. Επιπρόσθετα σημειώνεται (άρθρο 1,

παράγραφος 6) ότι επειδή οι επιχειρήσεις μπορεί να μετακινούνται πάνω ή

κάτω από τα προαναφερθέντα χρηματοοικονομικά όρια ή τα όρια του αριθμού

των εργαζομένων, κρίνεται ότι άλλαξαν κατηγορία, δηλαδή εντάχθηκαν σε μια

ανώτερη ή υποβαθμίστηκαν σε μια κατώτερη, μόνο όταν η μεταβολή της

κατάστασής τους (έτσι όπως εκφράζεται κατά την τελική ημερομηνία κατάρτισης

του ισολογισμού τους) διατηρείται επί δύο διαδοχικά οικονομικά έτη.

♦ Παρά τις προσπάθειες κατηγοριοποίησης, το φαινόμενο πως υπάρχουν

συνεχείς μετατοπίσεις εταιρειών από τη μια επιχειρησιακή κατηγορία στην

άλλη δείχνει εύγλωττα τη στατική προσέγγιση της ανάλυσης. Η στατικότητα

της κατηγοριοποίησης επιδρά με τη σειρά της αρνητικά στην επιτυχή

ανίχνευση της χρηματοοικονομικής ταυτότητας των επιχειρήσεων.

⇒ Και τούτο επειδή από τη μια πλευρά αφήνει αδιερεύνητες κρίσιμες

μικροοικονομικές μεταβλητές και παραμέτρους όπως είναι το ιστορικό

της επιχείρησης και δη η ίδρυση, η επέκταση και ανάπτυξή της (μέσω

επενδύσεων, εξαγορών & συγχωνεύσεων κλπ.), η εξάντληση των

αναπτυξιακών της ορίων, η στασιμότητα, η συρρίκνωση και τέλος η

πτώχευση και η διάλυσή της.

Η αξιόλογη και σταθερή μεγέθυνση των δραστηριοτήτων και των εργασιών

οδηγεί κατά κανόνα τις εταιρείες σε μια υψηλότερη κατηγορία, ενώ αντίστροφα η

συρρίκνωσή τους τις υποβαθμίζει σε μια κατώτερη. Είναι σαφές ότι οι εν λόγω

111

Page 112: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

κινήσεις των επιχειρηματικών μονάδων δεν είναι δυνατόν να διακριθούν και να

καταστούν εμφανείς, αν αυτές δεν εξεταστούν μεμονωμένα στη δυναμική τους

διάσταση.

Από την άλλη πλευρά η εικόνα της ομαδοποίησης αποκρύπτει ότι η άνοδος

ορισμένων εταιρειών σε μια ανώτερη κλίμακα επιχειρησιακού μεγέθους μπορεί

να μην αποδίδεται με πραγματικούς όρους, αλλά να είναι ένα αμιγές

αποτέλεσμα του πληθωρισμού.

♦ Η αξιολόγηση της δανειοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων (από τους

φορείς άσκησης πολιτικής) υπό το πρίσμα δυναμικών μεταβλητών,

επιβάλλεται για έναν ακόμη λόγο. Εκτός από το επιχείρημα της αξιοποίησης -

υποστήριξης του κλαδικού συγκριτικού πλεονεκτήματος της εθνικής

οικονομίας, πρώτης προτεραιότητας ζήτημα είναι επίσης η επιλογή και

συγκρότηση του κατάλληλου εκείνου μείγματος εταιρειών από όλες τις

επιχειρησιακές κατηγορίες, έτσι ώστε να ενισχύονται και να προωθούνται

κάθε φορά οι πιο υγιείς και αποδοτικές οικονομικές μονάδες.

⇒ Η συγκεκριμένη θέση καθίσταται πιο κατανοητή, εάν ληφθεί υπόψη η

συζήτηση και ο προβληματισμός που αναπτύσσεται στη διεθνή

βιβλιογραφία (βλέπε: E. F. Schumacher, 1973/ OECD, 1982/ G. P.

Sweeney, 1983/ A. Trokkos, 1991). Mε υπόβαθρο την κλασική πλέον

έκφραση “small is beautifull” (E. F. Schumacher,1973), έχει πλέον

επανειλημμένα υπογραμμιστεί ο ρόλος των ΜΜΕ στις οικονομίες των

ανεπτυγμένων χωρών, όχι μόνο από μακροοικονομική αλλά και από

μικροοικονομική και τεχνολογική διάσταση.

Ειδικότερα σε διεθνές επίπεδο υποστηρίζεται ότι οι ΜΜΕ επηρεάζουν θετικά την

τεχνολογική ανάπτυξη αναλαμβάνοντας καινοτομικές πρωτοβουλίες στον τομέα

ανάπτυξης νέων προϊόντων, κυρίως καταναλωτικών12 (δημιουργία ζήτησης) σε

σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν συγκριτικό

πλεονέκτημα στις καινοτομίες σε επίπεδο παραγωγικών διαδικασιών

12 Βασικά κρίνεται ότι η παρουσία και η τεχνολογική ανάπτυξη ΜΜΕ σε μια σειρά κλάδους όπως του διαστήματος, των αεροπλάνων, των αυτοκινήτων κλπ. είναι μάλλον αδιανόητη.

112

Page 113: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

(ικανοποίηση της ζήτησης) μέσω της αξιοποίησης τεχνικών μαζικής

παραγωγής. Η σχετικά υψηλή καινοτομική δραστηριότητα των ΜΜΕ στις

ανεπτυγμένες αγορές ερμηνεύεται κατ’ ουσία από το γεγονός ότι αυτές είναι

εκτεθειμένες στον ισχυρό ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων. Έτσι

προσπαθώντας να επιβιώσουν, εκμεταλλεύονται την ευελιξία τους και το

σχετικά μικρότερο κόστος των καινοτομιών σε επίπεδο νέων προϊόντων μέσω

της γοργής μετατροπής πρωτότυπων ιδεών και ανακαλύψεων σε σύγχρονα

αγαθά.

Αντίθετα, οι μεγάλες και οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις υπερέχουν σε καινοτομίες

στο χώρο της παραγωγικής διαδικασίας, επειδή εκεί διαγράφεται και ευνοείται η

τάση σε παραγωγικά συστήματα με σύνθετα τεχνικά χαρακτηριστικά που

υπερτερούν των χρηματοδοτικών και τεχνικών δυνατοτήτων των ΜΜΕ. Ως εκ

τούτου, πρόδηλη είναι η αναπτυξιακή σημασία της εξισορρόπησης και του

συντονισμού των καινοτομικών δραστηριοτήτων των ΜΜΕ με αυτές των

μεγάλων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι οι δύο επιχειρησιακές ομάδες ασκούν

διαφορετικές τεχνολογικές λειτουργίες στα πλαίσια του κύκλου ζωής των

προϊόντων.

Βέβαια, στην ελληνική οικονομία, πέραν της υπογράμμισης των θετικών

μακροοικονομικών συνεπειών κυρίως στον τομέα της απασχόλησης, δεν έχουν

ακόμη αναλυθεί επαρκώς οι πολιτικές επιβίωσης των εγχώριων ΜΜΕ και

κατ’επέκταση οι τεχνολογικές και άλλες μικροοικονομικές στρατηγικές και

πολιτικές τους. Εν τούτοις, η παραπάνω συζήτηση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη

από τους φορείς άσκησης πιστωτικής πολιτικής ως μια νέα παράμετρος που

υποδηλώνει τις αναπτυξιακές διαστάσεις και προεκτάσεις της πολιτικής τους.

♦ Είναι προφανές ότι η έννοια της επιχειρησιακής δυναμικής, η οποία εκφράζει

την πορεία της επιχείρησης διαχρονικά, δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο

στο χώρο της παροχής τραπεζικών πιστώσεων, αλλά να επεκτείνεται και

στον τομέα της άντλησης κεφαλαίων από το Χρηματιστήριο Αξιών. Συνεπώς,

στην αξιολόγηση της εισαγωγής, αλλά και γενικότερα της παραμονής των

113

Page 114: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

επιχειρήσεων στο Χ.Α.Α., προτείνεται να συνυπολογίζονται και οι δυναμικοί

δείκτες τους.

⇒ Αναπτύσσοντας την παραπάνω προβληματική ανακύπτει το ακόλουθο

ερώτημα: ποια επιχείρηση παρέχει μεγαλύτερες εγγυήσεις στο

επενδυτικό κοινό της κεφαλαιαγοράς; εκείνη που είναι μεγάλη,

εξασφαλίζοντας έτσι τις προϋποθέσεις του μεγέθους, αλλά εμφανίζει

πτώση πωλήσεων, κερδών και ισχνή επενδυτική δράση, ή εκείνη που

είναι ΜΜΕ με μεσαίο απόλυτο ύψος πωλήσεων και ιδίων κεφαλαίων,

αλλά με πολύ υψηλούς ρυθμούς κερδών, επενδύσεων και ανάπτυξης

γενικότερα;

Και εδώ μελλοντικά ίσως θα πρέπει να επανεξεταστούν οι προϋποθέσεις

εισόδου μιας επιχείρησης στο Χρηματιστήριο, καθώς ιδιαίτερα για τις ΜΜΕ η

συγκεκριμένη οδός άντλησης κεφαλαίων φαίνεται να είναι εξαιρετικά δύσβατος

(π.χ. περιορισμοί μεγέθους όπως στο ύψος ιδίων κεφαλαίων). Ως μια

ουσιαστική προϋπόθεση εισαγωγής για το μέλλον θα μπορούσε να οριστεί, όχι

τόσο το απόλυτο μέγεθος, αλλά οι ρυθμοί μεγέθυνσης των επιχειρήσεων κατά

τα προηγούμενα χρόνια και κυρίως οι μελλοντικές αναπτυξιακές τους

προοπτικές. 13

Αυτό θα επιβράβευε τις ΜΜΕ με ισχυρή “αναπτυξιακή συνείδηση” και θα αύξανε

τις χρηματοδοτικές τους επιλογές. Επιπρόσθετα, θα είχε θετικές επιδράσεις στις

οργανωτικές και διοικητικές τους δομές, δεδομένου ότι η είσοδος και η

παραμονή μιας επιχείρησης στο Χρηματιστήριο είναι δυνατόν να συντελέσει

βαθμιαία στη μεταβολή της εσωτερικής της “κουλτούρας” γενικά. Η παρουσία

στο Χρηματιστήριο :

• απαιτεί μεγαλύτερη διαφάνεια (π.χ. δημοσίευση ισολογισμών, διαδικασίες

ελέγχου), καθώς μεταξύ άλλων το επενδυτικό κοινό ενδιαφέρεται σε

13 Από την άλλη πλευρά, η εν λόγω θέση σαφώς και κατανοεί την αμυντική ή κάπως επιφυλακτική στάση των επίσημων χρηματοπιστωτικών φορέων κατά τη θέσπιση των κριτηρίων δανειοδότησης ή εισόδου μιας επιχείρησης στο Χ.Α.Α. Και αυτό επειδή το παρελθόν είναι πλούσιο με αρνητικά παραδείγματα, τόσο από το χώρο της πιστωτικής πολιτικής με την ανεπάρκεια αρκετών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στην εξόφληση των δανείων τους, όσο και από το χώρο του Χρηματιστηρίου, το οποίο μεταξύ άλλων συχνά βρέθηκε “στον κυκλώνα” κερδοσκοπικών κινήσεων.

114

Page 115: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

συστηματική βάση να γνωρίζει τα οικονομικά στοιχεία και τις επιδόσεις της

επιχείρησης,

• πιέζει για αλλαγές στον τρόπο άσκησης του management, αφού από την

προσωποπαγή και συχνά αυταρχική διοίκηση του επιχειρηματία - ιδιοκτήτη

υιοθετούνται πιο συλλογικές και περισσότερο δημοκρατικές μέθοδοι

management,

• δημιουργεί νέους όρους για θεσμικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. μετάβαση στη

νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας).14

♦ Μετά την συζήτηση αναφορικά με τη μεθοδολογία και τις δυσχέρειες

κατηγοριοποίησης των επιχειρήσεων με βάση το μέγεθός τους, τίθεται το

ερώτημα: όταν τελικά υιοθετηθεί κάποιος συγκεκριμένος τρόπος ταξινόμησής

τους, μήπως καταγράφονται διαφορές στη χρηματοοικονομική ταυτότητα και

συμπεριφορά των επιμέρους επιχειρησιακών ομάδων; Η παρούσα εργασία,

η οποία ως βάση ταξινόμησης των εταιρειών έλαβε τον κοινοτικό ορισμό περί

ΜΜΕ, απαντά στο παραπάνω ερώτημα θετικά. Πράγματι, ανάμεσα στις

διαφορετικού μεγέθους επιχειρήσεις διαπιστώνονται αξιοσημείωτες

διαφοροποιήσεις στη χρηματοοικονομική τους εικόνα και συμπεριφορά (π.χ.

κερδοφορία, αποδοτικότητα, ύψος δανειακών κεφαλαίων). Οι

διαφοροποιήσεις αυτές με τη σειρά τους έχουν τις δικές τους επιδράσεις και

προεκτάσεις στη σφαίρα της πιστωτικής πολιτικής.

⇒ Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση έδειξε (τουλάχιστον με βάση τη στατική

προσέγγιση της κατηγοριοποίησης των επιχειρήσεων) ότι πολύ

ενδιαφέρον για την πιστωτική πολιτική έχει πρωταρχικά η κατηγορία

των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Όμως, δεν θα πρέπει να διαφεύγει

στον αναλυτή ο μικρός αριθμός τους, η υψηλή διαπραγματευτική τους

δύναμη ως απόρροια της ολιγοπωλιακής ή μονοπωλιακής τους θέσης

στην αγορά και ο υψηλός πιστωτικός κίνδυνος εξαιτίας της

διαχείρισης ενός μεγάλου ύψους κεφαλαίων ανά επιχείρηση. Επίσης,

14 Είναι πρόδηλο ότι η συγκεκριμένη σκέψη δεν καλύπτει το σύνολο των ΜΜΕ αλλά μόνο μια ορισμένη υποκατηγορία τους, οι οποίες πληρούν κάποιες προϋποθέσεις σε μέγεθος, αποδοτικότητα, οργάνωση κλπ. Αντίθετα οι πολύ μικρές εταιρείες, με στασιμότητα ή αναπτυξιακή παρακμή, ερασιτεχνικό management και σχετικά σύντομη χρονική παρουσία στην αγορά, δεν λαμβάνονται υπόψη στον εν λόγω συλλογισμό.

115

Page 116: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

αξιόλογη αγορά-στόχο συνιστούν και οι μεγάλες επιχειρήσεις,

ιδιαίτερα λόγω των συγκριτικά υψηλών αναγκών τους σε ξένα

κεφάλαια.

Εστιάζοντας την προσοχή στην ευρύτερη κατηγορία των ΜΜΕ, στην πρώτη

γραμμή προτεραιότητας τοποθετείται η κατηγορία των μεσαίων επιχειρήσεων,

καθώς ο αριθμός τους είναι ικανοποιητικός (τουλάχιστον 1.200 στα μέσα της

δεκαετίας του 1990), ενώ έχουν να επιδείξουν πολύ καλές επιδόσεις

κερδοφορίας και αποδοτικότητας. Ταυτόχρονα, επειδή δεν διαθέτουν την

ελευθερία χρηματοδοτικών επιλογών των πολύ μεγάλων εταιρειών, φαίνεται

πως εκ των πραγμάτων υποχρεούνται να ικανοποιούν συγκριτικά περισσότερο

τις ανάγκες τους σε ξένα κεφάλαια μέσω των εμπορικών τραπεζών (βλέπε

παρακάτω).

Ίσως, πιο σημαντικές δυσχέρειες χρηματοδοτικής συνεργασίας με τα πιστωτικά

ιδρύματα εντοπίζονται στις κατηγορίες των μικρών, και κύρια των πολύ μικρών

εταιρειών. Παρά τη συγκριτικά χαμηλή δανειακή τους εξάρτηση, η αστάθεια

εξέλιξης των κερδών τους, το χαμηλό ύψος των κερδών ανά επιχείρηση και το

περιορισμένο απόλυτο μέγεθος των ξένων κεφαλαίων που χρησιμοποιούν,

συνιστούν σε αρκετές περιπτώσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα μια οριακή

αγορά. Στα παραπάνω, θα πρέπει συχνά να προστεθούν και ορισμένα αρνητικά

ποιοτικά τους γνωρίσματα, όπως είναι η αναπτυξιακή τους στασιμότητα ή

παρακμή, το ερασιτεχνικό management και ενδεχόμενα μια σχετικά σύντομη

χρονικά, αλλά και ασταθής, παρουσία στην αγορά.

Ανάλογες διαπιστώσεις κάνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. 1994), η οποία

θεωρεί ότι σε ευρωπαϊκή κλίμακα πολλές ΜΜΕ δεν λειτουργούν κατ’ άριστον

τρόπο, μεταξύ άλλων, επειδή:

α) δεν διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια για την ικανοποιητική χρηματοδότηση

της επιχείρησής τους,

β) αντιμετωπίζουν δυσχέρειες σε κεφάλαια κίνησης και κατ’ επέκταση

προβλήματα ρευστότητας,

γ) έχουν μη ικανοποιητική πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια και

116

Page 117: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

δ) κατέχουν ελλιπή γνώση, εμπειρία και ικανότητα χρηματοοικονομικής

διαχείρισης.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το προαναφερθέν

συμπέρασμα της έρευνάς μας εξήχθη με τον περιορισμό της εξειδίκευσής της

στον τομέα της τραπεζικής δανειοδότησης. Εάν ληφθεί υπόψη ότι σήμερα οι

εμπορικές τράπεζες μέσω των ομίλων τους έχουν τη δυνατότητα να

προσφέρουν στις επιχειρήσεις - πελάτες τους, πέραν των παραδοσιακών

δανείων, συνδυασμένα μια σειρά προϊόντα (εργασίες εισαγωγών - εξαγωγών &

συναλλάγματος, νέα χρηματοδοτικά αγαθά όπως leasing & factoring,

ασφαλιστικές υπηρεσίες κλπ.), τότε η παραπάνω εκφρασθείσα θέση

σχετικοποιείται και γίνεται πιο αισιόδοξη, καθώς στο κατάλογο των

“ελκυστικών” πελατών μπορεί να ενταχθούν ενδεχόμενα και αρκετές μικρές ή

ακόμη πιθανόν και κάποιες πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί για μια ακόμη φορά ότι η αξιολόγηση της

χρηματοοικονομικής ταυτότητας και της πιστοληπτικής ικανότητας των

επιχειρήσεων στηρίζεται στη μέτρηση του μέσου όρου της κάθε ομάδας, δηλαδή

σε τεχνική σύλληψης που καταργεί τις διαφοροποιήσεις, τις ιδιαιτερότητες και

τις ασύμμετρες εκφάνσεις της πραγματικότητας, “ισοπεδώνοντάς” την έτσι έως

ένα βαθμό. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν είναι διόλου απίθανο ο

αναλυτής να συναντήσει μεμονωμένες επιχειρήσεις μικρού ή πολύ μικρού

μεγέθους με δανειακή εξάρτηση αρκετά υψηλότερη του μέσου όρου τους και

από την άλλη πλευρά κάποιες μεγαλύτερές τους, ή ενδεχόμενα και κάποιες

πολύ μεγάλες με συγκριτικά χαμηλή αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων, ακόμη και

με ζημιογόνα αποτελέσματα χρήσης.15

15 Εξάλλου όπως έχει ήδη σημειωθεί σε προηγούμενη εργασία μας (Α. Γεωργόπουλος, 1997), σε μια δεδομένη χρονική στιγμή μια υψηλή δανειακή εξάρτηση μπορεί να είναι απόρροια της υλοποίησης σημαντικού ύψους επενδυτικών προγραμμάτων εκ μέρους της επιχείρησης, άρα αναπτυξιακών της πρωτοβουλιών. Από την άλλη πλευρά η υψηλή αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων σε μια άλλη εταιρεία πιθανά να είναι συνέπεια της άσχημης κεφαλαιακής της διάρθρωσης (υψηλός δείκτης δανειακής εξάρτησης) και επόμενα του χαμηλού ποσοστού ιδίων κεφαλαίων που κατέχει. Συνεπώς, η μικροοικονομική ανάλυση και η επικέντρωση στην επιχείρηση - στόχο κρίνεται ως αναγκαία.

117

Page 118: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

♦ Τα συμπεράσματα της εργασίας μας σε σχέση με τις διαφορές που

εμφανίζουν μεταξύ τους οι επιμέρους ΜΜΕ, τελούν σε πλήρη αρμονία με την

πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission,

1997) αναφορικά με τη “δεύτερη στρογγυλή τράπεζα” τραπεζιτών και ΜΜΕ.

Και η εν λόγω μελέτη διαπιστώνει ότι οι ΜΜΕ δεν μπορούν να εκληφθούν ως

μια ενιαία ομάδα με ομοιογενή χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τουναντίον

μάλιστα, η διαφορετικότητά τους είναι δεδομένη και τέτοια που από τη

σκοπιά των εμπορικών τραπεζών να τεκμηριώνει την ταξινόμησή τους σε 4

κατηγορίες ή άλλως την τμηματοποίησή τους σε 4 αγορές - στόχους,

σύμφωνα με τα κέρδη που τα πιστωτικά ιδρύματα αποκομίζουν από την

εκάστοτε αγορά.

⇒ Ειδικότερα με βάση τη σχετική μελέτη της Επιτροπής, η αγορά των ΜΜΕ

τμηματοποιείται σε:

α) ΜΜΕ υψηλής αξίας (High Value SMEs),

β) ΜΜΕ μέσης αξίας (Medium Value SMEs),

γ) ΜΜΕ χαμηλής αξίας (Low Value SMEs),

δ)Ζημιογόνες για τις τράπεζες ΜΜΕ (Loss-making SMEs -for banks-).

για το α:

Οι ΜΜΕ υψηλής αξίας είναι εκείνη η κατηγορία ΜΜΕ που προσφέρει τα

περισσότερα κέρδη στις εμπορικές τράπεζες. Ταυτόχρονα όμως συνιστούν ένα

σχετικά μικρό ποσοστό του συνόλου των ΜΜΕ-πελατών. Η σημασία τους για τα

πιστωτικά ιδρύματα αποκαλύπτεται μεταξύ άλλων από τους χαρακτηρισμούς

που τα τελευταία τους αποδίδουν, όπως Premium Clients, Prestige Clients, Hot

Clients και Blue Chips. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις αποτελούν αντικείμενο

ειδικής πολιτικής και χαίρουν ιδιαίτερης προσοχής από τα στελέχη των

τραπεζών, τα οποία επιδιώκουν να τους παρέχουν “προσωπικές υπηρεσίες”

118

Page 119: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μέσω της σύναψης και διατήρησης άμεσης σχέσης (relationship banking16) με

τον κάθε πελάτη τους, δηλαδή της σχέσης “ένας προς έναν”.

για το β:

Οι ΜΜΕ μέσης αξίας, ή άλλως οι λεγόμενες ΜΜΕ με προοπτικές, αποσπούν

επίσης ένα μεγάλο τμήμα της προσοχής των εμπορικών τραπεζών, καθώς οι

τράπεζες ελπίζουν, με τις ανάλογες προσπάθειες, να τις μετατρέψουν βαθμιαία

σε πελάτες υψηλής αξίας. Για αυτό και στην περίπτωση αυτή θέτουν στη

διάθεση των πελατών τους εξειδικευμένα τραπεζικά στελέχη ( Αccount

Managers), η αντιστοιχία όμως του αριθμού των εν λόγω ΜΜΕ ανά τραπεζικό

στέλεχος τείνει να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την πρώτη ομάδα.

για το γ:

Οι ΜΜΕ χαμηλής αξίας είναι εταιρείες, οι οποίες κυριαρχούν αριθμητικά εντός

του συνόλου της οικογένειας των ΜΜΕ, παρέχουν εν τούτοις περιορισμένα

κέρδη στα πιστωτικά ιδρύματα. Την ίδια στιγμή από την άλλη πλευρά, επειδή

ζητούν ένα σχετικά υψηλό εύρος τραπεζικών υπηρεσιών, είναι δυνατόν, έστω

εμμέσως, να επηρεάσουν θετικά την κερδοφορία των ιδρυμάτων (π.χ. μείωση

σταθερού κόστους τους).

για το δ:

Οι ζημιογόνες, για τις τράπεζες, ΜΜΕ, οι οποίες απορροφούν ένα αξιόλογο

τμήμα του χρόνου και των πόρων των ιδρυμάτων, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα

περιπτώσεων που ξεκινά από νέες, καινοτόμες επιχειρήσεις με πολύ καλές

αναπτυξιακές προοπτικές (που θα μπορούσαν να τις οδηγήσουν στις ΜΜΕ

υψηλής αξίας) αλλά συνάμα ιδιαίτερα ευαίσθητες και επιρρεπείς στους

κινδύνους, προχωρά σε οριακές νεοσύστατες εταιρείες και σε επιχειρήσεις που

διανύουν μια δύσκολη φάση του κύκλου ζωής τους και καταλήγει σε

υπερχρεωμένες εταιρείες.

16 Στο πλαίσιο του “relationship banking” ένα εξειδικευμένο τραπεζικό στέλεχος, ο επονομαζόμενος “Account Manager”, φέρει την πλήρη ευθύνη για ένα συγκεκριμένο και αυστηρά προδιορισμένο χαρτοφυλάκιο πελατών.

119

Page 120: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

♦ Επειδή υποτίθεται ότι οι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χαμηλής

αξίας και οι ζημιογόνες για τις τράπεζες ΜΜΕ θα πρέπει να είναι γενικότερα

χαμηλής αποδοτικότητας επιχειρήσεις, κρίνεται ότι όσον αφορά στην

ελληνική πραγματικότητα αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν ανάμεσα στις

πολύ μικρές και στις μικρές επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο των

ΜΜΕ οι εγχώριες επιχειρηματικές μονάδες μεσαίου μεγέθους είχαν συχνά να

επιδείξουν αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων διπλάσια έως τριπλάσια της

αντίστοιχης των πολύ μικρών εταιρειών.

⇒ Βέβαια άξιο λόγου είναι ότι η πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής

Επιτροπής (1997) προσεγγίζει το ζήτημα και από μια άλλη διάσταση,

η οποία έχει ενδιαφέρον για το πιστωτικό σύστημα δεδομένου ότι

“ξεφεύγει” από την ανάλυση των υφισταμένων αγορών

(τμηματοποίηση υφισταμένων ΜΜΕ -πελατών) και επιδιώκει να

“ανιχνεύσει” δυνητικές αγορές, δηλαδή επιχειρηματικές πρωτοβουλίες

μικρομεσαίου μεγέθους που τελούν υπό καθεστώς εκκόλαψης. Κατ’

αυτόν τον τρόπο, κάτω από ένα άλλο πρίσμα θεώρησης των

πραγμάτων σχηματίζονται 3 νέες κατηγορίες που συγκροτούν ομάδες

- στόχους:

α) οι πιθανοί επιχειρηματίες (potential entrepreneurs) στους οποίους ανήκουν

κυρίως σπουδαστές και φοιτητές, και οι οποίοι κάτω από προϋποθέσεις θα

μπορούσαν να εξελιχθούν σε επιχειρηματικά ταλέντα. Εδώ οι προσπάθειες

εστιάζονται στην ευαισθητοποίηση της ομάδας - στόχου για την ανάπτυξη

επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και στη βελτίωση των προϋποθέσεων για την

επιτυχία τους.

β) Οι επίδοξοι επιχειρηματίες (aspiring entrepreneuers), αυτοί δηλαδή που

επιθυμούν την έναρξη μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας ή την άρχισαν ήδη

πρόσφατα.17 Συνεπεία τούτου τα πιστωτικά ιδρύματα ενδιαφέρονται

περισσότερο γι’ αυτήν την κατηγορία παρά για την πρώτη.

17 Είναι προφανές ότι συνήθως είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στους πιθανούς και τους επίδοξους επιχειρηματίες, καθώς οι τελευταίοι αποτελούν την επόμενη φάση μετεξέλιξης των πρώτων.

120

Page 121: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

γ) Οι εδραιωμένοι επιχειρηματίες (established entrepreneurs) είναι εκείνοι που

κατέχουν και λειτουργούν ήδη μια επιχείρηση και “κερδίζουν” το μεγαλύτερο

ενδιαφέρον των τραπεζών. Στην εν λόγω ομάδα εντάσσονται τόσο

επιχειρηματίες με εμπειρία όσο και νέοι με καλές προοπτικές.

Η παραπάνω τμηματοποίηση προσδίδει μια νέα διάσταση στην πιστωτική

πολιτική. Και τούτο επειδή υποδηλώνει ότι οι εμπορικές τράπεζες, εκτός από

την υποστήριξη των υπαρχόντων ΜΜΕ, μπορούν να διαδραματίσουν αξιόλογο

ρόλο στην ενθάρρυνση νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και νέων

ιδρύσεων παραγωγικών μονάδων με κερδοφόρες και γενικότερα με

ελπιδοφόρες προοπτικές. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να αξιοποιήσουν τόσο

δικά τους εξειδικευμένα στελέχη, όσο και συνεργασίες με τρίτους φορείς όπως

εμπορικές ενώσεις, επιμελητήρια και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που

εξειδικεύονται σε διάφορες νεοεμφανιζόμενες ομάδες - στόχους.

♦ Παραπέρα, η εμπειρική μας έρευνα, διερευνώντας τις αναζητήσεις της,

εξέτασε το μέγεθος των επιχειρήσεων σε συνάρτηση με τις πηγές

χρηματοδότησής τους. Η εν λόγω ανάλυση έδειξε ότι η δυναμική ανάπτυξη

των επιχειρήσεων διαφοροποιεί τις πηγές άντλησης των κεφαλαίων

τους. Κατ’ αρχή, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν να επιδείξουν το

μικρότερο βαθμό δανειακής εξάρτησης, ενδεχομένως επειδή η δυνατότητα

πρόσβασής τους σε εξωτερικές πηγές κεφαλαίων είναι συγκριτικά πιο

περιορισμένη. Από τη στιγμή που το επιχειρησιακό μέγεθος αυξάνεται και η

πρόσβαση σε εξωτερικά χρηματοδοτικά κανάλια διευρύνεται, η εικόνα της

διάρθρωσης των πηγών χρηματοδότησης μεταβάλλεται και εμπλουτίζεται

(βλέπε διάγρ. 1). Με άλλα λόγια, οι μεγάλου, και πολύ μεγάλου, μεγέθους

επιχειρήσεις έχουν στη διάθεσή τους μια πολύ ευρύτερη ποικιλία

χρηματοδοτικών επιλογών και προϊόντων σε σχέση με τις ΜΜΕ.

⇒ Στις μεσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, όταν οι εταιρείες είναι

μικρομεσαίου μεγέθους τον πρώτο λόγο έχουν τα τραπεζικά δάνεια,

καθώς τα αντίστοιχα ομολογιακά φαίνεται να εμφανίζουν ένα

121

Page 122: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μικρότερο βαθμό διασποράς και συνάπτονται συνήθως από

μεγαλύτερες εταιρείες. Στη συνέχεια, με την περαιτέρω αύξηση του

επιχειρησιακού μεγέθους οι εταιρείες συνάπτουν και ομολογιακά

δάνεια, που όμως βρίσκονται σε δεύτερη προτεραιότητα έναντι των

τραπεζικών. Όταν το επιχειρησιακό μέγεθος γίνει πολύ μεγάλο, τότε

αρχίζει να επέρχεται μια σχετική εξισορρόπηση της σημασίας των

δύο δανειακών τύπων σε συνδυασμό με μια ακόμη μεγαλύτερη

διαφοροποίηση των χρηματοδοτικών πηγών. Ανάλογα, και σε θετική

συνάρτηση με το μέγεθος των εταιρειών, κλιμακώνεται και η άντληση

κεφαλαίων μέσω της έκδοσης μετοχών στο Χ.Α.Α. Στην κατάσταση

αυτή συμβάλλει και το γεγονός ότι για την είσοδο μιας επιχείρησης

στο Χ.Α.Α. απαιτείται η κατοχή ενός ελαχίστου ύψους ιδίων

κεφαλαίων εκ μέρους της.

Η κατανομή των βραχυχρόνιων πηγών, πρώτα και κύρια των βραχυπροθέσμων

τραπεζικών δανείων και των πιστώσεων από προμηθευτές, είναι πιο

συμμετρική ανάμεσα στις επιμέρους ομάδες εταιρειών. Γενικά όμως η αύξηση

του επιχειρησιακού μεγέθους οδηγεί σε διαφοροποίηση των πηγών

χρηματοδότησης. Πράγματι, οι μεγάλες και οι πολύ μεγάλες εταιρείες δεν

κάνουν μόνο χρήση ενός ευρέως φάσματος χρηματοδοτικών εργαλείων, αλλά

είναι σε θέση να αξιοποιούν τις δυνατότητες και ευκαιρίες των διεθνών αγορών

χρήματος και κεφαλαίου (π.χ. κοινοπρακτικά δάνεια, ομολογιακά δάνεια, δάνεια

σε συνάλλαγμα). Η συγκεκριμένη πρακτική τους επιτρέπει να έχουν στη

διάθεσή τους όχι μόνο μια ευρεία γκάμα χρηματοπιστωτικών εργαλείων, αλλά

συνάμα να επιτυγχάνουν ένα μικρότερο κόστος χρήματος και κεφαλαίου έναντι

των ΜΜΕ.18

Τα χρηματοδοτικά χαρακτηριστικά των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, όσον

αφορά στα τραπεζικά δάνεια, είναι:

• το ύψος των δανείων τους είναι συχνά πολύ υψηλό (υψηλό δανειακό

κεφάλαιο ανά επιχείρηση),

18 Στο πλαίσιο της εμπειρικής έρευνας που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1997), η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ (9 στις 10) εξέφρασε την άποψη πως οι εν λόγω επιχειρήσεις πλήρωναν στις τράπεζες επιτόκιο που ήταν 1,5-3,0% υψηλότερο από το αντίστοιχο που κατέβαλλαν οι μεγάλες εταιρείες.

122

Page 123: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

• ο αριθμός των δανείων είναι σχετικά μικρός, λόγω του περιορισμένου

αριθμού επιχειρήσεων αυτής της κατηγορίας,

• η διαπραγματευτική δύναμη των δανειζομένων είναι υψηλή, γεγονός που

μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή απόδοση του δανείου για το δανειστή.

Διάγρ. 1: Tυποποίηση των εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης των

εγχώριων επιχειρήσεων, με βάση το επιχειρησιακό μέγεθος

Mακροπρόθεσμες πηγές χρηματοδότησης

ΜΜΕ ΜΕ ΠΜΕ

τραπεζικά δάνεια τραπεζικά δάνεια τραπεζικά δάνεια

------- ομολογιακά δάνεια ομολογιακά δάνεια

έκδοση μετοχών έκδοση μετοχών

Βραχυπρόθεσμες πηγές χρηματοδότησης

ΜΜΕ ΜΕ ΠΜΕ

τραπεζικά δάνεια τραπεζικά δάνεια τραπεζικά δάνεια

προμηθευτές προμηθευτές προμηθευτές

λοιπά λοιπά λοιπά

ΜΜΕ = μικρομεσαίες επιχειρήσεις

ΜΕ = μεγάλες επιχειρήσεις

ΠΜΕ = πολύ μεγάλες επιχειρήσεις

♦ Μετά την προηγηθείσα ανάλυση, εύλογα τίθεται στο σημείο αυτό το ερώτημα

σε σχέση με τις χρηματοδοτικές επιλογές των ΜΜΕ. Δηλαδή έχουν οι ΜΜΕ

και δη οι μικρές και οι πολύ μικρές εταιρείες περιθώρια άντλησης κεφαλαίων

από εξωτερικές κεφαλαιακές πηγές; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι

123

Page 124: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

θετική, ενώ άξιον σημείωσης είναι ότι στις εξωτερικές πηγές χρηματοδότησής

τους θα πρέπει να συνυπολογίζεται σοβαρά και το πιστωτικό σύστημα. Τα

εμπειρικά ευρήματα της εργασίας δείχνουν ότι οι ΜΜΕ, ή τουλάχιστον ένας

ικανοποιητικός αριθμός αυτών, μπορούν, κάτω από προυποθέσεις, να

αποτελέσουν έναν αξιόλογο συνέταιρο του εγχώριου τραπεζικού

συστήματος.

⇒ Η θέση αυτή τεκμηριώνεται από τα εξής επιχειρήματα:

α) στην περίπτωση της συνεργασίας με τις ΜΜΕ ελαχιστοποιούνται για τις

τράπεζες ορισμένα αρνητικά στοιχεία που είναι συνυφασμένα με τις

συνεργασίες μεγάλων ή ιδιαίτερα πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Έτσι,

• μειώνεται αισθητά ο πιστωτικός κίνδυνος, καθώς το ύψος του δανείου ανά

επιχείρηση είναι σαφώς μικρότερο,

• διαφοροποιείται ο πιστωτικός κίνδυνος, υπό την έννοια της διασποράς του

σε πολλά επιχειρηματικά σχέδια,

• υπάρχει η δυνατότητα επίτευξης καλύτερων όρων δανειακής σύμβασης για

το πιστωτικό ίδρυμα και συνεπώς μεγαλύτερης αποδοτικότητας της

συνεργασίας.

β) αρκετές από τις ΜΜΕ είναι δυναμικά αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις,

γ) εμφανίζουν ένα συγκριτικά χαμηλό δείκτη δανειακής εξάρτησης (τουλάχιστον

οι πολύ μικρές και οι μικρές), γεγονός που εκφράζει μια ικανοποιητική

φερεγγυότητα και

δ) όταν εξαντλούν τα όρια της αυτοχρηματοδότησής τους, η επόμενη πηγή

απόκτησης κεφαλαίων φαίνεται να είναι πρωταρχικά οι εμπορικές τράπεζες

(τουλάχιστον στα μεσο-μακροπρόθεσμα κεφάλαια).

♦ H άποψη περί αξιόλογων περιθωρίων συνεργασίας εμπορικών τραπεζών και

ΜΜΕ υποστηρίζεται περαιτέρω, εάν εξεταστούν αναλυτικότερα τα

124

Page 125: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ενδιαφέροντα της κάθε συνεργαζόμενης πλευράς. Η οπτική γωνία των

εμπορικών τραπεζών έχει ως υπόβαθρο την ανταγωνιστική τους θέση και τις

εξελίξεις στις αγορές χρηματοδοτικών προιόντων και υπηρεσιών. Η όξυνση

του ανταγωνισμού στον τραπεζικό χώρο υποχρεώνει τις τράπεζες να

αναζητήσουν πελάτες σ’όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων. Η οπτική γωνία

των ΜΜΕ έχει ως βάση τους περιορισμούς που αυτές αντιμετωπίζουν στην

πρόσβασή τους στις πηγές άντλησης κεφαλαίων. Για παράδειγμα, η

αδυναμία πολλών ΜΜΕ να εισαχθούν στο χρηματιστήριο ή να αξιοποιήσουν

τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, τις αναγκάζει εκ των πραγμάτων να επιδιώξουν

συνεργασίες με το εγχώριο πιστωτικό σύστημα.

⇒ Ανάλυση από την οπτική γωνία των εμπορικών τραπεζών:

Η όξυνση των ανταγωνιστικών συνθηκών και η συμπίεση των περιθωρίων

κέρδους στο χώρο της κλασσικής τραπεζικής χρηματοδότησης επιχειρήσεων

αποδίδεται εν μέρει στην αυξανόμενη εξάπλωση εναλλακτικών χρηματοδοτικών

εργαλείων και προϊόντων όπως είναι:

∗ τα ομολογιακά δάνεια (corporate bonds),

∗ τα δάνεια που εκφράζουν απαιτήσεις στην περιουσία των εταιρειών (asset -

based loans),

∗ οι ιδιωτικές τοποθετήσεις μετοχών (private placement),

∗ τα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital),

∗ η χρηματοδοτική μίσθωση (leasing),

∗ η είσπραξη επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring),

∗ οι πιστώσεις προμηθευτών (supplier credit),

∗ τα παρακρατηθέντα κέρδη (retained business profits).

Η πίεση των ανωτέρω (ανταγωνιστικών προς τον παραδοσιακό τραπεζικό

δανεισμό) χρηματοδοτικών πηγών και προϊόντων έχει επιφέρει τη μείωση της

σημασίας των τόκων ως πηγή εσόδων των ιδρυμάτων και την αντίστοιχη

αύξηση των προμηθειών.19

19 Κατά τη δεκαετία 1983-93 οι τράπεζες αύξησαν τα έσοδα από προμήθειες (non - interest income) στο συνολικό τους εισόδημα ως εξής: στην Αγγλία από 35% σε 45%, στην Ολλανδία από 24% σε 33%, στη Γερμανία από 17% σε 24% και στο βέλγιο από 16% σε 33% (βλ. Εuropean Commission, 1997, από στοιχεία του ΟΟΣΑ).

125

Page 126: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Ταυτόχρονα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε αρκετές ευρωπαικές

οικονομίες, κυριαρχούν σε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας και του εμπορίου

οι ΜΜΕ, πολλές φορές μάλιστα οι πολύ μικρές ή και οι πάρα πολύ μικρές

εταιρείες (micro-business/enterprises). Το στοιχείο αυτό αναγκάζει την πολιτική

επιχειρήσεων (corporate banking) μιας σειράς πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι

προσανατολισμένα στην εθνική τους αγορά, να θεωρούν τις ΜΜΕ ως την κύρια,

αν όχι τη μοναδική, αγορά-στόχο χωρίς σοβαρές εναλλακτικές επιλογές.

Ακόμη και αν υπάρχουν τέτοιου είδους επιλογές, λόγω της ύπαρξης ορισμένων

αξιόλογων μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων, οι νέες

οξυμένες ανταγωνιστικές συνθήκες των τραπεζικών αγορών υποχρεώνουν την

πλειοψηφία των πιστωτικών ιδρυμάτων, στο πλαίσιο της παραδοσιακής

δανειοδότησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (traditional business

financing), να αναδείξουν τις ΜΜΕ ως τη σημαντικότερη αγορά-στόχο, έστω και

λόγω του υψηλού αριθμού δυνητικών πελατών που εμπεριέχει.

Ανάλυση από την οπτική γωνία των ΜΜΕ:

Η πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1997) καταλήγει στο

συμπέρασμα ότι κατά τα επόμενα χρόνια δεν αναμένονται θεαματικές αλλαγές

στη διάρθρωση των πηγών χρηματοδότησης (παραδοσιακές - σύγχρονες),

τουλάχιστον στη Βόρεια Ευρώπη. Πιθανά, εάν συντελεστούν ορισμένες

διαρθρωτικές μεταβολές, αυτές θα αφορούν κυρίως νοτιο-ευρωπαϊκές

οικονομίες. Η τάση αυτή φαίνεται εξάλλου ήδη και στην Ελλάδα, καθώς οι

εμπορικές τράπεζες επιδιώκουν να αναβαθμίσουν την πολιτική τους που

αναφέρεται στο corporate finance προσφέροντας, πέρα των παραδοσιακών

δανειακών προϊόντων, νέες εξειδικευμένες υπηρεσίες διαμέσου των ομίλων

τους, όπως υπηρεσίες factoring, leasing και άλλες (βλ. Α. Γεωργόπουλος,

1997).

Όμως, παρά τη σταδιακή ανάπτυξη των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης,

εκτιμάται ότι στην ελληνική οικονομία ο παραδοσιακός τραπεζικός δανεισμός θα

συνεχίσει, έστω και με μια σχετική μείωση της σημασίας του, να αποτελεί

126

Page 127: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

κεντρικό κανάλι παροχής χρήματος και κεφαλαίων προς τις ΜΜΕ. Και τούτο

επειδή μεταξύ άλλων το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι

“τραπεζοκεντρικό” (bank driven), οπότε αναμένεται ότι από ιστορικούς λόγους οι

τράπεζες, παρά τις όποιες εξελίξεις και αλλαγές, θα εξακολουθήσουν να

παίζουν σημαίνοντα ρόλο ως πηγή προσφοράς κεφαλαίων. Η πραγματικότητα

αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και από τις ΜΜΕ.

♦ Όμως, η στροφή και επαύξηση της προσοχής του τραπεζικού συστήματος

προς τις ΜΜΕ δεν θα πρέπει να γίνει χωρίς όρους και κανόνες. Και τούτο

επειδή η στρατηγική επικέντρωσης στο στόχο των ΜΜΕ είναι συνυφασμένη

με πολλούς κινδύνους, όπως με τον κίνδυνο επιλογής μη δυναμικών

επιχειρήσεων, με την “παραμέληση” μεγάλων ή πολύ μεγάλων μονάδων και

γενικότερα με το στρατηγικό αποπροσανατολισμό των πιστωτικών

ιδρυμάτων σ’έναν τόσο κρίσιμο τομέα πολιτικής τους όπως είναι αυτός της

χρηματοδότησης.

⇒ Πιο αναλυτικά:

α) Μια τέτοιου είδους πολιτική επιλογή καθιστά αναπόφευκτη την εννοιολογική

προσέγγιση των ΜΜΕ για την καταγραφή τους, και άρα υιοθετεί και αποδέχεται

τη λογική της κατηγοριοποίησης.

β) Η πρακτική της κατηγοριοποίησης των επιχειρήσεων δεν είναι συνυφασμένη

με δυσχέρειες μόνο για τον εξωτερικό ερευνητή, συνιστώντας γι’αυτόν πολλές

φορές ένα “αναγκαίο κακό”, αλλά και για την ίδια την πιστωτική πολιτική, την

οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μη ορθολογικές επιλογές. Σε τέτοιου

τύπου επιλογές οδηγείται η πιστωτική πολιτική, όταν αυτή επικεντρωθεί

αποκλειστικά ή κυρίως στις ΜΜΕ, και αφήσει σε δεύτερη προτεραιότητα τις

μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Η έμμονη προσκόληση στις ΜΜΕ

μπορεί να σημαίνει εστίαση του μείζονος ενδιαφέροντος του τραπεζίτη σε

επιχειρήσεις που είναι πάρα πολύ μικρές και μη αποδοτικές, ή διαφορετικά:

• σε εταιρείες που μόλις ιδρύθηκαν και δεν έχουν εισέλθει ακόμη σε μια

ομαλή φάση λειτουργίας τους,

127

Page 128: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

• σε επιχειρήσεις που υστέρησαν και συνεχίζουν να υστερούν ανταγωνιστικά

εμφανίζοντας χρόνια στασιμότητα πωλήσεων, παραμένοντας έτσι επί μακρόν

στην ίδια επιχειρησιακή ομάδα, και

• σε εταιρείες με καθοδική πορεία κερδών και πωλήσεων, με συνέπεια να

βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα επιχειρησιακού μεγέθους, και κατ’

επέκταση να έχουν υποβαθμιστεί σε μικρότερη κατηγορία από μια

υψηλότερη που ήταν στο παρελθόν.

γ) H απορρόφηση του ενδιαφέροντος των εμπορικών τραπεζών από τις ΜΜΕ

μπορεί ενδεχόμενα να εγκλωβίσει την πιστωτική πολιτική σε αδυναμία

καταγραφής και παρακολούθησης των δυναμικών εταιρειών, δηλαδή εκείνων

των επιχειρήσεων οι οποίες διαχρονικά μετατοπίζονται προς τις ανώτερες

κατηγορίες και έτσι παύουν πλέον να χαρακτηρίζονται ως ΜΜΕ.

δ) Με βάση τα ανωτέρω, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την πιστωτική πολιτική

έγκειται στο στρατηγικό της αποπροσανατολισμό.

Σύμφωνα με την εν λόγω άποψη, στο πλαίσιο παγκοσμιοποίησης και

ενοποίησης των αγορών χρήματος και κεφαλαίου εντείνεται ο ανταγωνισμός και

λαμβάνει χώρα συνήθως μια αυξανόμενη τμηματοποίηση των εθνικών

τραπεζικών αγορών, οι οποίες διαχωρίζονται σε δύο πόλους που κινούνται με

διαφορετικές αναπτυξιακές ταχύτητες (βλ. επίσης United Nations, 1994). Στον

ένα πόλο βρίσκονται οι σύγχρονες ιδιωτικές τράπεζες και τα υποκαταστήματα

των ξένων πολυεθνικών ιδρυμάτων, ενώ στον αντίπερα πόλο συναντώνται οι

τράπεζες εκείνες (π.χ. κρατικές ή ιδιωτικές oριακού μεγέθους), οι οποίες

επικεντρώνονται στην πελατεία των ιδιωτών σχετικά χαμηλής εισοδηματικής

στάθμης και των ΜΜΕ. Είναι προφανές ότι αν τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα

μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους προς τις ΜΜΕ, ευνοούν την περιγραφείσα

τάση και ουσιαστικά αποδέχονται τη μερική έστω ανταγωνιστική

περιθωριοποίησή τους.

♦ Ο κίνδυνος που περιγράφτηκε αμέσως παραπάνω, τοποθετεί εκ νέου το

θέμα των ευρύτερων στρατηγικών προσανατολισμών των τραπεζικών

128

Page 129: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ιδρυμάτων σε επίκαιρη βάση. Δεδομένου ότι η εθνική αγορά έχει τα όριά της,

επιτακτικός προβάλλει ο στρατηγικός στόχος της διεθνοποίησης. Κατ’αρχήν

οι εγχώριες εμπορικές τράπεζες έχουν ήδη προχωρήσει ως ένα βαθμό σε

επέκταση των εργασιών τους στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ

αναμένεται να εντείνουν τις διαδικασίες αυτές στην περιοχή και στο μέλλον σε

συνάρτηση βέβαια με την εξέλιξη των οικονομικο-πολιτικών συνθηκών των

συγκεκριμένων εθνικών οικονομιών. Το καίριο ερώτημα επικεντρώνεται

στην “τύχη” και τiς προοπτικές της διεθνοποίησης των ιδρυμάτων στις

δυτικές χώρες, φυσικά ένεκα των υψηλών προδιαγραφών των αγορών

αυτών και των οξυμένων ανταγωνιστικών συνθηκών που χαρακτηρίζονται.

⇒ Η δράση των τραπεζών στις ανεπτυγμένες αγορές επιβάλλεται μεταξύ

άλλων από τις τάσεις παγκοσμιοποίησης των οικονομικών σχέσεων

και ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Και τούτο επειδή, οι

τάσεις αυτές παρέχουν αξιόλογες δυνατότητες στους πελάτες των

ιδρυμάτων, πρώτιστα στις μεγάλες και πολύ μεγάλες εγχώριες

επιχειρήσεις, να στρέφονται στις διεθνείς ανεπτυγμένες αγορές

χρήματος και κεφαλαίου για την άντληση κεφαλαίων (π.χ.

κοινοπρακτικά δάνεια, ομολογιακά δάνεια).20

Εάν υποτεθεί ότι υπάρχει ανταγωνιστική και όχι συμπληρωματική σχέση

ανάμεσα στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων από τις εγχώριες και από τις

διεθνείς κεφαλαιαγορές, τίθεται το ερώτημα για τον τρόπο αντίδρασης των

ελληνικών εμπορικών τραπεζών με στόχο την, εν μέρει έστω, αντιστάθμιση των

απώλειών τους στην εσωτερική αγορά αλλά και για την αποκόμιση χρήσιμων

εμπειριών στο εξωτερικό. Επειδή η αυτόνομη δράση των εγχώριων ιδρυμάτων

στις ανεπτυγμένες οικονομίες θεωρείται ιδιαίτερα αμφίβολη, ως ρεαλιστική λύση

(σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις όπως στα κοινοπρακτικά δάνεια)

20 Είναι επομένως προφανές ότι το φάσμα των πηγών άντλησης κεφαλαίων διευρύνεται σημαντικά με συνέπεια το χρηματοοικονομικό management των εταιρειών να έχει πλέον στη διάθεσή του μια πληθώρα χρηματοδοτικών εργαλείων, τα οποία διαφοροποιούνται με βάση τη χρονική τους διάρκεια, το κόστος κεφαλαίου, το νόμισμα δανεισμού και πολλά άλλα. Ταυτόχρονα στα πλαίσια ενός ορισμένου διεθνούς χρηματοδοτικού προϊόντος οι επιχειρήσεις συχνά μπορούν να πραγματοποιούν αλλαγές των συμβάσεών τους για την καλύτερη αντιμετώπιση των κινδύνων συναλλάγματος και επιτοκίων.

129

Page 130: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

προτείνεται η πρακτική των συνεργασιών με έμπειρα αλλοδαπά ιδρύματα, τα

οποία διαθέτουν ήδη ένα παγκόσμιο δίκτυο και ειδικό know-how.

♦ Ανακεφαλαιώνοντας, σημειώνεται ότι η χρηματοδοτική συνεργασία

εμπορικών τραπεζών και ΜΜΕ αναδεικνύει δύο καίρια ζητήματα: α) Το

πρώτο ζήτημα αναφέρεται στην αναπόφευκτη ταξινόμηση των επιχειρήσεων

για την καταγραφή τους και την αποτελεσματική αξιολόγησή τους. Άρα, η

τραπεζική πολιτική των ΜΜΕ είναι εκ των πραγμάτων μια πολιτική

τμηματοποίησης της αγοράς-στόχου (segmentation policy). β) Το δεύτερο

ζήτημα αφορά στο είδος της συνεργασίας τραπεζών και ΜΜΕ και κατ’

επέκταση στη φύση της συναφούς τραπεζικής εργασίας. Με άλλα λόγια, η

τραπεζική πολιτική των ΜΜΕ, εκτός του ότι είναι μια πολιτική

τμηματοποίησης της αγοράς-στόχου, είναι συνάμα μια πολιτική του τρόπου

διαχείρισης των σχέσεων με τις ΜΜΕ-πελάτες (relationship management

policy). Ο βαθμός επιτυχίας της εν λόγω πολιτικής κρίνεται από το κατά

πόσον αυτή η διαχείριση είναι αποτελεσματική και αποδοτική. Εδώ,

απροσπέλαστο προβάλλει το ερώτημα αναφορικά με το αν οι σχέσεις

τραπεζών και ΜΜΕ είναι αρμονικές ή ανταγωνιστικές.

⇒ Πιο αναλυτικά:

για το α: Η πιστωτική πολιτική των ΜΜΕ ως πολιτική τμηματοποίησης της

αγοράς

Ο επιτυχής προσδιορισμός της αγοράς-στόχου των ΜΜΕ-πελατών αποτελεί

παράμετρο ζωτικής σημασίας για τα ιδρύματα, επειδή συμβάλλει αποφασιστικά

στην προσέγγιση του άριστου επιπέδου των κερδών τους. Ορισμένες τράπεζες

επιλέγουν ως μέτρο τμηματοποίησης τον κύκλο εργασιών, καθώς υποθέτουν

ότι οι πωλήσεις των εταιρειών συναρτάται θετικά με τη ζήτηση τραπεζικών

υπηρεσιών διαφόρου τύπου. Υπό αυτό το πρίσμα ανάλυσης ο ορισμός των

ΜΜΕ θέτει ένα ανώτατο όριο στον κύκλο εργασιών τους, συχνά όμως και ένα

κατώτατο, οπότε οι πάρα πολύ μικρές επιχειρήσεις (π.χ. micro - enterprises)

που βρίσκονται κάτω από το ελάχιστο όριο, εξαιρούνται από την αγορά-στόχο

130

Page 131: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

του corporate banking και εξυπηρετούνται συνήθως από το τμήμα ιδιωτών

(private customer department) των πιστωτικών ιδρυμάτων (βλέπε επίσης

European Commission, 1997). Άλλες πάλι ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες

εφαρμόζουν ως κριτήριο τα κέρδη ανά επιχείρηση (profit per client), τα οποία

μπορεί να συγκρίνουν με τα αντίστοιχα των ανταγωνιστών τους.

Προσωπική μας άποψη είναι ότι τα δύο συγκεκριμένα κριτήρια (όπως εξάλλου

και αυτό της δυναμικής εξέλιξης των κερδών των επιχειρήσεων) δεν θα πρέπει

αναγκαστικά να αντιδιαστέλλονται. Και αυτό, επειδή ένας υψηλότερος κύκλος

εργασιών των εταιρειών πιθανά συμβάλλει σε άνοδο της ζήτησής τους για

τραπεζικές υπηρεσίες ποικίλου τύπου, η οποία με τη σειρά της οδηγεί τις

τράπεζες σε ένα ανώτερο ύψος κερδών ανά επιχείρηση.

για το β: Σχέσεις ανταγωνιστικές ή συνεργασίας οι χρηματοδοτικές συναλλαγές

εμπορικών τραπεζών και ΜΜΕ;

Σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1997) εκφράζονται σκεπτικισμός21 και η

άποψη ότι η σχέση αυτή είναι μέχρι σήμερα μάλλον ανταγωνιστική και πως τα

συμφέροντα των δύο πλευρών τείνουν να είναι αντιτιθέμενα (βλ. επίσης

European Commission, 1993). Η συγκεκριμένη θέση τεκμηριώνεται από τις

επιδιώξεις/ οφέλη που οι δύο πλευρές αναζητούν από τη συνεργασία. Για

παράδειγμα αναφέρεται πως οι ΜΜΕ, μεταξύ άλλων, επιθυμούν άμεση

εξυπηρέτηση, χαμηλό κόστος συναλλαγών (transaction costs), χαμηλό κόστος

χρήματος (interest costs), επαρκή ποσά δανεισμού και διαφανείς σχέσεις

(transparency).

Οι εμπορικές τράπεζες, από τη δική τους πλευρά, επιζητούν εγγυήσεις για την

αποπληρωμή των δανείων, δεδομένου ότι είναι υποχρεωμένες να

αναλαμβάνουν ορισμένους κινδύνους,22 ενώ προσπαθούν, στο πλαίσιο

ελαχιστοποίησης του κόστους τους και αύξησης των περιθωρίων κέρδους, να

πωλήσουν στους πελάτες μια ευρεία γκάμα χρηματοδοτικών και άλλων

21 Ο σκεπτικισμός αυτός καταγράφτηκε από την εμπειρική έρευνα και τις συνεντεύξεις σε ΜΜΕ και αρμόδιους φορείς.22 Η επιθυμία των ΜΜΕ για αύξηση της επισφαλούς χρηματοδότησης έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη των τραπεζών να μειώσουν τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται.

131

Page 132: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

προϊόντων και υπηρεσιών, περισσότερα ίσως από αυτά που οι τελευταίοι

χρειάζονται πραγματικά.

Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα στις σχέσεις εμπορικών τραπεζών - ΜΜΕ

εντοπίζεται στη διαφάνεια. Από τη σκοπιά τους οι ΜΜΕ θεωρούν ότι οι

τράπεζες, πέρα από τα υψηλά τέλη χρέωσης που απαιτούν για τις εργασίες

τους, χαρακτηρίζονται από έλλειψη διαφάνειας τόσο της διαδικασίας χορήγησης

δανείων όσο και των συστημάτων κατάταξης των κινδύνων (risk classification),

ή άλλως των μεθόδων βαθμολόγησης των επιμέρους εταιρειών. Από την

πλευρά τους, οι τράπεζες διαπιστώνουν αδιαφάνεια στις ΜΜΕ ως προς την

ποιότητα των πληροφοριών που τους παρέχουν αναφορικά με τον κλάδο τους,

την ίδια την επιχείρηση και τον επιχειρηματία.23

Χωρίς να υποτιμάται το γεγονός ότι η κάθε πλευρά φιλοδοξεί με τη δική της

πρακτική και στρατηγική να βελτιώσει την αποδοτικότητά της, εκτιμάται, πως

πέρα ορισμένων αντιθέσεων, συνυπάρχουν κοινά σημεία και αμοιβαία

συμφέροντα. Για παράδειγμα, προς το συμφέρον και των δύο πλευρών είναι η

χρηματοδότηση οικονομικά βιώσιμων επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία

παρέχουν στις τράπεζες την εγγύηση αποπληρωμής του δανείου και στις ΜΜΕ

την εξασφάλιση των αναπτυξιακών τους όρων.

♦ Εν κατακλείδι , η εμπειρική έρευνα στα πλαίσια της παρούσας εργασίας

ανέδειξε τη σημασία του μεγέθους των επιχειρήσεων ως παράμετρο

άσκησης πιστωτικής πολιτικής. Καθήκον της εν λόγω πολιτικής είναι κάθε

φορά να προσδιορίζει και να επιλέγει από όλες τις επιχειρησιακές κατηγορίες

προς συνεργασία εκείνες τις υγιείς και δυναμικές μονάδες, έτσι ώστε να

εξασφαλίζεται αφενός η ομαλή απόσβεση των δανείων και αφετέρου να

ενισχύεται η αναπτυξιακή παραγωγική “ατμομηχανή” της ελληνικής

οικονομίας.

23 Η επιφυλακτικότητα των ΜΜΕ στην παροχή εσωτερικών τους πληροφοριών αιτιολογείται από την αβεβαιότητα και το φόβο που τις διακατέχει σε σχέση με τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές στο μέλλον.

132

Page 133: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

133

Page 134: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗ ΞΕΝΩΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Στο παράρτημα αυτό εξετάζεται η παρουσία των αλλοδαπών πολυεθνικών

πιστωτικών ιδρυμάτων σε κύριες πτυχές του χρηματοπιστωτικού τομέα της

ελληνικής οικονομίας, και ειδικότερα στoν τομέα των τραπεζών. H διερεύνηση

της ξένης παρουσίας με τη μορφή των άμεσων επενδύσεων στο

χρηματοπιστωτικό πεδίο της χώρας αποκτά ενδιαφέρον, ιδιαίτερα μετά τη

φιλελευθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών σχέσεων που ήταν προϊόν

θεσμικών μεταβολών σε εθνικό επίπεδο αλλά και των διαδικασιών της

ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Πως εξελίχθηκαν ιστορικά οι ξένες άμεσες επενδύσεις στον τραπεζικό

τομέα της ελληνικής οικονομίας;

Συνοπτικά, η επιτόπια παρουσία ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων στην ελληνική

οικονομία έλαβε, στην εξέλιξη του χρόνου, τις ακόλουθες μορφές:

• Tη δεκαετία του 1960 στην ελληνική αγορά δρουν κυρίως τραπεζικά

ιδρύματα αμερικάνικης εθνικότητας, πρώτα και κύρια μέσω

υποκαταστημάτων. Το φαινόμενο αυτό συσχετίζεται άμεσα με την κυριαρχία

των αμερικάνικων πολυεθνικών τραπεζών σε διεθνές επίπεδο, καθώς και με

τις έντονες τάσεις εξάπλωσής τους στο εξωτερικό, συχνά για την

εξυπηρέτηση πελατών από το χώρο της μεταποίησης, οι οποίοι έχουν ήδη

εγκατασταθεί σε ξένες αγορές μέσω των άμεσων επενδύσεων. Μετά την

πρώτη πενταετία του 1970 δεν εγκαθίστανται πλέον νέα αμερικάνικα

πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα.

• Τις επόμενες δεκαετίες (1970, 1980 και 1990) διαφοροποιείται η εικόνα και το

τραπεζικό τοπίο από άποψη εθνικότητας ξένου επενδυτή μεταβάλλεται

134

Page 135: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

σημαντικά. Στην κατηγορία των νέων επενδυτών συναντώνται κατ’ αρχή

ευρωπαϊκές τράπεζες και κατά δεύτερον πιστωτικά ιδρύματα από τρίτες

αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. Κύπρος, Κορέα). Μια εξέλιξη, η οποία

συνδέεται τόσο με την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και με

την αυξανόμενη διεθνή εμφάνιση και ανάπτυξη μη αμερικάνικων

πολυεθνικών τραπεζών, μεταξύ άλλων και ευρωπαϊκών. Εκ μέρους των

τραπεζών ευρωπαϊκής και λοιπής προέλευσης δεν χρησιμοποιείται μόνο η

παραδοσιακή μορφή του υποκαταστήματος, αλλά η διεθνοποίησή τους

συντελείται και μέσω άλλων μορφών όπως θυγατρικών μονάδων και

γραφείων αντιπροσωπείας, τα οποία πολλά εξ’ αυτών μετατρέπονται

αργότερα σε υποκαταστήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εμπλουτίζονται οι

μορφές διεθνοποίησης του πολυεθνικού πιστωτικού συστήματος στην

ελληνική οικονομία. Η ίδρυση γραφείων αντιπροσωπείας εντείνεται κυρίως

μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα γραφεία αντιπροσωπείας

αποσκοπούν στην συλλογή οικονομικών πληροφοριών και στην προώθηση

των ξένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην ελληνική αγορά. Συχνά η

ανάπτυξη των εργασιών ενός γραφείου αντιπροσωπείας οδήγησε στη

μετατροπή του μετά από ένα χρονικό διάστημα σε υποκατάστημα. Ως

παράδειγμα, αναφέρονται οι τράπεζες Barclays, Credit Lyonnais, Societe

Generale και Bayerische Vereinsbank. Το φαινόμενο της ίδρυσης γραφείων

αντιπροσωπείας αφορούσε κυρίως ευρωπαϊκές τράπεζες.

Αν και από τη δεκαετία του 1970 και ύστερα δεν εγκαθίστανται νέες

αμερικάνικες τράπεζες στην ελληνική οικονομία, παρατηρείται όμως αξιόλογη

επέκταση των δραστηριοτήτων των υφισταμένων, μέσω της αύξησης των

υποκαταστημάτων τους ακόμη και μέσω της ίδρυσης θυγατρικών μονάδων

(π.χ. η Citibank ιδρύει το 1988 τη Citibank Ναυτιλιακή).24 Προς τα τέλη της

δεκαετίας του 1970 εισέρχονται στην Ελλάδα τράπεζες από

πετρελαιοπαραγωγές χώρες (Bank Saderat Iran, Arab Bank), στοιχείο που

συνδέεται με τη μαζική εξαγωγή πετροδολαρίων στο εξωτερικό και την

ανάπτυξη επενδυτικών δραστηριοτήτων από τις εν λόγω χώρες. Στο πλαίσιο

της διεθνοποίησης τραπεζικών εργασιών από αναπτυσσόμενες οικονομίες

24 Η άμεση παρουσία μέσω θυγατρικών μονάδων εμφανίζεται ουσιαστικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (π.χ. Citibank Ναυτιλιακή, Δωρική, Interbank, Ευρωπαϊκή Λαϊκή).

135

Page 136: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

μπορεί να ερμηνευτούν επενδύσεις από τρίτες χώρες (π.χ. Κορέα, Κύπρος),

οι οποίες υλοποιούνται από το 1990 και ύστερα.

Ανύπαρκτη είναι η φυσική παρουσία ιαπωνικών πολυεθνικών τραπεζών στην

Ελλάδα. H έλλειψη ιαπωνικών άμεσων επενδύσεων στον εγχώριο τραπεζικό

κλάδο μπορεί να ερμηνευθεί μεταξύ άλλων από τις σχετικά περιορισμένες

οικονομικές σχέσεις Ελλάδας-Ιαπωνίας και το μικρό μέγεθος των συνολικών

ιαπωνικών άμεσων επενδύσεων που έχουν λάβει χώρα στην ελληνική

οικονομία, καθώς μέχρι και την τρέχουσα δεκαετία οι ιαπωνικές πολυεθνικές

επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν εκφράσει εν γένει ένα

ιδιαίτερα ισχνό επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα. Οι ιαπωνικές πολυεθνικές

τράπεζες προσάρμοσαν ανάλογα την επενδυτική τους συμπεριφορά,

δεδομένου ότι ένα από τα κίνητρα διεθνοποίησης αφορά στην επιδίωξή τους να

“κρατούν” άμεση επαφή με τους εγχώριους πελάτες τους, τους οποίους για το

λόγο αυτό ακολουθούν στο εξωτερικό.25

Ποιο είναι το μέγεθος και η φύση των λειτουργιών των ξένων τραπεζών

στην Ελλάδα;

Η ανάλυση του μεγέθους και γενικότερα της παρουσίας των αλλοδαπών

τραπεζών διερευνάται με τη βοήθεια 4 κριτηρίων:

Α) των νέων ιδρύσεων,

Β) της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων από ήδη εγκατεστημένα αλλοδαπά

τραπεζικά ιδρύματα,

Γ) της συμμετοχής των ξένων τραπεζών σε διάφορα οικονομικά μεγέθη του

εγχώριου πιστωτικού συστήματος,

Δ) των ειδικών χαρακτηριστικών των λειτουργιών τους.

Α) Τόσο η φιλελευθεροποίηση των ελληνικών χρηματοπιστωτικών σχέσεων

από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν, όσο και η προοπτική μιας

25 Η συγκεκριμένη πολιτική διεθνοποίησης που εφαρμόστηκε στο παρελθόν από αμερικάνικες και ευρωπαϊκές τράπεζες, επιβεβαιώθηκε τη δεκαετία του 1980 και με τις επενδυτικές στρατηγικές των ιαπωνικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

136

Page 137: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

πλήρους απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς,26 δεν

οδήγησαν μέχρι σήμερα σε μια μαζική προσέλευση των ξένων τραπεζών στην

ελληνική οικονομία για την επιτόπια προσφορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Έτσι οι ιδρύσεις νέων αλλοδαπών τραπεζικών ιδρυμάτων κατά το πρόσφατο

παρελθόν ήταν περιορισμένη.

Β) Το μέγεθος της παρουσίας του ξένου κεφαλαίου στην ελληνική τραπεζική

αγορά δεν επηρεάζεται μόνο από το ρυθμό της ίδρυσης νέων ξένων τραπεζών

στη χώρα, αλλά και από την επέκταση των εργασιών των ήδη υφισταμένων, η

οποία αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στη διαχρονική αύξηση του αριθμού των

υποκαταστημάτων τους. Σημειώνεται παρά ταύτα ότι τη δεκαετία του 1980 ο

αριθμός των υποκαταστημάτων των, εγκατεστημένων στην ελληνική οικονομία,

ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων εμφάνισε σχετική στασιμότητα. Η στασιμότητα

αυτή φάνηκε να ξεπερνιέται από τα τέλη της εν λόγω δεκαετίας, προήλθε όμως

ως επί το πλείστον από τη στρατηγική επέκτασης σχετικά ολίγων ξένων

τραπεζών. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι το 1991 τα ξένα πιστωτικά ιδρύματα

διατηρούσαν στην Ελλάδα 63 υποκαταστήματα, από τα οποία 17 ανήκαν στη

Citibank, 7 στη Barclays και 7 στην American Express, δηλαδή επρόκειτο για 31

υποκαταστήματα, το οποία συμμετείχαν κατά 49.2% στο συνολικό αριθμό των

υποκαταστημάτων των ξένων τραπεζών.27 Στις υπόλοιπες περιπτώσεις,

τουλάχιστον οι μισές τράπεζες αντιπροσωπεύονταν μόνο με 1 υποκατάστημα,

διαφορετικά με 2 έως 4 το πολύ.

Γ) Βέβαια, ούτε και ο αριθμός των υποκαταστημάτων είναι σε θέση να εκφράσει

επαρκώς την άμεση παρουσία των ξένων τραπεζών, καθώς η άνοδος του

αριθμού των υποκαταστημάτων τους, παρότι αποτελεί αξιόλογη ένδειξη

μεγέθυνσης των δραστηριοτήτων τους στην εγχώρια αγορά, δεν συνεπάγεται a

priori σχετική αύξηση της βαρύτητά τους σε αυτή. Δεδομένου ότι τελευταία η

26 Στο πλαίσιο της δημιουργίας ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου σε κοινοτική κλίμακα καταργήθηκαν (από 1.1.93) οι διακρίσεις των κρατών-μελών στη μεταχείριση τραπεζικών ιδρυμάτων κοινοτικής προέλευσης. Έτσι, οι τράπεζες που εδρεύουν σε μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να πάρουν άδεια λειτουργίας και να εγκαθίστανται ελεύθερα σε άλλες χώρες-μέλη.27 Μέσα σε μια δεκαετία (1981-91) η Citibank αύξησε από 8 σε 17 τα υποκαταστήματά της, η Barclays από 1 σε 7, ενώ η American Express διατήρησε τον ίδιο αριθμό (βλ. Κ. Γαλιάτσος, Ε.. Παπαπέτρου, 1994).

137

Page 138: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά διευρύνεται, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης

διεύρυνσης αυξάνεται και η παρουσία τραπεζών ελληνικής εθνικότητας, με

συνέπεια η ξένη ποσοτική συμμετοχή σε διάφορα οικονομικά μεγέθη του

εγχώριου τραπεζικού συστήματος να καθίσταται ένας πιο αποτελεσματικός

δείκτης μέτρησης.

Η ξένη συμμετοχή κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 στις

καταθέσεις, στις χορηγήσεις και στο συνολικό ενεργητικό κυμάνθηκε στα

επίπεδα του 10-18%, χωρίς να παρουσιάζει έτσι αξιόλογες διαφοροποιήσεις

έναντι του παρελθόντος. Τα αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα προωθούν

συγκριτικά περισσότερο πιστωτικές εργασίες και έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα

στο επίπεδο του ενεργητικού (χορηγήσεις), παρά στο επίπεδο του παθητικού

καθώς η συμμετοχή τους στο σύνολο των εγχώριων καταθέσεων είναι

συγκριτικά μικρότερη. Το συγκεκριμένο φαινόμενο αποδίδεται μεταξύ άλλων α)

στο περιορισμένο δίκτυο που διαθέτουν τα ξένα ιδρύματα πανελλαδικά, η

ανάπτυξη του οποίου συνεπάγεται συγκριτικά υψηλό κόστος και β) στις μεγάλες

δυνατότητες πρόσβασης που έχουν στις διεθνείς αγορές χρήματος, καθώς

στηρίζονται στην υψηλή πιστοληπτική ικανότητα της μητρικής τους, στοιχείο

που τους εξασφαλίζει ένα σχετικά φθηνό κόστος χρήματος.28

Δ) Η ανάλυση της ποσοτικής συμμετοχής του ξένου κεφαλαίου σε κρίσιμους

οικονομικούς δείκτες δεν παρέχει την απαιτούμενη ενημέρωση για το “προφίλ”

των ξένων τραπεζών στην Ελλάδα, επειδή α) απουσιάζουν βασικές ποιοτικές

πληροφορίες και β) η χρηματοπιστωτική αγορά είναι αρκετά τμηματοποιημένη,

με συνέπεια ο προσδιορισμός της ξένης συμμετοχής, για παράδειγμα επί του

συνόλου των καταθέσεων ή των χορηγήσεων, μάλλον να αποκρύπτει παρά να

διελευκάνει τις πραγματικές διαστάσεις των αλλοδαπών ιδρυμάτων. Μια πιο

28 Όμως, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες λειτουργιών (χορηγήσεις - καταθέσεις) παρατηρείται διαχρονικά μια σχετική εξισορρόπηση που αποβαίνει προς όφελος των καταθέσεων. Συνεπεία τούτου, η σημερινή γκάμα δραστηριοτήτων των εν λόγω ιδρυμάτων έχει διαφοροποιηθεί περαιτέρω, αφού πέρα από χορηγήσεις περιλαμβάνει καταθέσεις και διαφόρων ειδών διαμεσολαβήσεις επενδυτικού χαρακτήρα. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει μεταξύ άλλων αύξηση των καταθέσεων ως ποσοστό του παθητικού και άνοδο των διαθεσίμων (ταμείο, καταθέσεις σε τράπεζες, έντοκα γραμμάτια, λοιπά αξιόγραφα) ως ποσοστό του ενεργητικού. Η προαναφερθείσα εξέλιξη θα πρέπει να σχετίζεται και με την επέκταση και τη μεγαλύτερη ενσωμάτωση τουλάχιστον ορισμένων από τα ξένα ιδρύματα στις εσωτερικές διαδικασίες της ελληνικής χρηματοπιστωτικής αγοράς (π.χ. αύξηση υποκαταστημάτων) από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ύστερα.

138

Page 139: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ολοκληρωμένη εικόνα των ξένων τραπεζών προσφέρει η ανάλυση των

χρηματοπιστωτικών πεδίων που επικεντρώνεται η δράση τους. Ουσιαστικά

πρόκειται για ορισμένα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων τους, τα οποία τις

διαφοροποιούν μέχρι ενός σημείου από τις ελληνικές τράπεζες. Τα

σημαντικότερα από τα ειδικά αυτά χαρακτηριστικά λειτουργίας είναι τα

ακόλουθα:

• Ανάπτυξη των εργασιών τους σε εξειδικευμένες αγορές. Οι ξένες τράπεζες

δραστηριοποιούνται μέχρι σήμερα κυρίως στο χώρο της “χονδρικής

τραπεζικής” (wholesale banking) και σε επιλεγμένα τμήματα της “λιανικής”

τραπεζικής” (retail banking), στο βαθμό που αυτή αφορά υψηλές

εισοδηματικές τάξεις πελατών. Ταυτόχρονα, προτιμούν περισσότερο

εργασίες σε συνάλλαγμα, την εξειδίκευση σε νέα χρηματοδοτικά προϊόντα

(π.χ. swaps), την προσφορά υπηρεσιών επενδυτικής τραπεζικής (investment

banking) -όπως εξαγορές & συγχωνεύσεις, έκδοση τίτλων, εισαγωγή

εταιρειών στο χρηματιστήριο, ειδικές συμβουλές σε μεγάλα έργα υποδομής

κλπ.- και την κάλυψη αγορών όπως είναι η ναυτιλιακή και εκείνη των διεθνών

συναλλαγών, καθώς επίσης η αγορά των πολυεθνικών και γενικότερα των

μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι ευνόητο ότι στις επιμέρους αυτές αγορές η ξένη

συμμετοχή θα είναι πιθανόν υψηλότερη από τα επίπεδα του μέσου όρου.

• Σχετικά μικρό μέγεθος εργασιών σε παραδοσιακές και λιγότερο αποδοτικές

αγορές. Τα αλλοδαπά ιδρύματα έχουν εγκαταστήσει τα υποκαταστήματά

τους και κατ’ επέκταση συγκεντρώνουν γεωγραφικά τις λειτουργίες τους, ως

επί το πλείστον, στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη).

Συνήθως αποφεύγουν τη δραστηριοποίησή τους σε τομείς που συνδέονται

στον ένα ή τον άλλο βαθμό με την επίτευξη κοινωνικών ή αναπτυξιακών

στόχων της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Έτσι, δεν αναλαμβάνουν

τραπεζιτικές εργασίες με το ευρύτερο κοινό των ιδιωτών (π.χ. πληρωμή

συντάξεων, μικροεργασίες, καταθέσεις μέχρι ενός ορισμένου ύψους), τη

στιγμή εξάλλου που οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα πολύ

μεγαλύτερο δίκτυο πωλήσεων πανελλαδικά και κατ’ επέκταση κατέχουν

συγκριτικά πλεονεκτήματα στον τομέα αυτόν. Επίσης, οι ξένες τράπεζες δεν

139

Page 140: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

συμμετέχουν σε επενδυτικά προγράμματα για την αναπτυξιακή υποστήριξη

παραμεθορίων περιοχών ή μικρομεσαίων και προβληματικών επιχειρήσεων.

Ως εκ τούτου, στις συγκεκριμένες δραστηριότητες η ξένη συμμετοχή

αναμένεται να είναι κατά πολύ κάτω του μέσου όρου έως ασήμαντη.

Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι οι ξένες τράπεζες έπαιξαν μέχρι σήμερα

κυρίως συμπληρωματικό ρόλο και δεν λειτούργησαν άμεσα ανταγωνιστικά προς

τις εθνικές τράπεζες, κατά πρώτον τις μεγάλες κρατικές που πέραν των άλλων

ήταν υποχρεωμένες να προωθούν τους στόχους της εθνικής νομισματικής και

πιστωτικής πολιτικής (βλ. Α. Γεωργόπουλος, 1998).

Ποιες είναι οι προοπτικές των άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα από

ξένες πολυεθνικές τράπεζες;

Μεταπολεμικά, η παρουσία ξένων τραπεζών έλαβε χώρα σε μια τραπεζική

αγορά, η οποία τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 υπόκειτο σε

άμεσο κρατικό έλεγχο, και εμφάνιζε υψηλό βαθμό ολιγοπωλιακής οργάνωσης.

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1981) δεν συνδυάστηκε με μια

μαζική προσέλευση αλλοδαπών ιδρυμάτων για την επιτόπου προσφορά

χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, φαίνεται να συνετέλεσε όμως στην αλλαγή των

ισορροπιών στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιδρυμάτων, συγκεκριμένα προς

όφελος των ευρωπαϊκών και σε βάρος των αμερικάνικων. Και στο μέλλον

αναμένεται μάλλον μια συγκρατημένη παρά μια έντονη τάση προσέλκυσης

νέων ξένων άμεσων επενδύσεων στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.

Η θέση αυτή σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει μια γενικότερη μείωση της

σημασίας των ξένων πολυεθνικών τραπεζών στις χρηματοπιστωτικές σχέσεις

της ελληνικής οικονομίας. Απεναντίας οι δυνατότητες παραπέρα ανάπτυξης της

δράσης των συγκεκριμένων τραπεζών προβλέπονται ευνοϊκές, δεν

εξαντλούνται ή δεν περιορίζονται όμως μόνο στην κλασσική μορφή των άμεσων

επενδύσεων, καθώς η ευρωπαϊκή ενοποίηση και το άνοιγμα της εγχώριας

οικονομίας στις διεθνείς αγορές προσφέρουν νέες ευκαιρίες επιχειρηματικής

συνεργασίας και δράσης. Ειδικότερα, η διεύρυνση των διασυνοριακών

140

Page 141: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

συναλλαγών συνεπάγεται για τις πολυεθνικές τράπεζες την προσφορά

χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μέσω εξαγωγών (εισαγωγών από ελληνική

σκοπιά) και όχι οπωσδήποτε επιτοπίως διαμέσου των άμεσων επενδύσεων,

δηλαδή διαμέσου κάποιας θυγατρικής εταιρείας ή ενός υποκαταστήματος.

Οι διασυνοριακές συναλλαγές ήταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980

περιορισμένης εμβέλειας. Από τα μέσα όμως της εν λόγω δεκαετίας η

κατάσταση αναστράφηκε και η εξέλιξή τους επιταχύνθηκε σχετικά σαν συνέπεια

της απελευθέρωσης της διεθνούς κίνησης κεφαλαίων σε ενδοκοινοτικό επίπεδο.

Την εξέλιξη αυτή ευνόησαν μια σειρά παράγοντες όπως είναι η διατήρηση των

δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η δομή της ελληνικής χρηματοπιστωτικής αγοράς

και η εφαρμοζόμενη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική.29 Μεγέθυνση

εμφάνισαν τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές κεφαλαίων. Ιδιαίτερα μεγάλη

αύξηση σημείωσαν οι πιστώσεις ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων σε εγχώριες μη

τραπεζικές οικονομικές μονάδες. Σημαντική άνοδο έδειξαν επίσης οι καταθέσεις

ξένων αποταμιευτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Έτσι, ενδυνάμωσε η

τάση εξαγωγής τραπεζικών υπηρεσιών προς την Ελλάδα εκ μέρους διεθνών

χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Από την άλλη πλευρά, αυξήθηκαν οι εκροές

κεφαλαίων της χώρας προς την αλλοδαπή όπως οι καταθέσεις ελλήνων

αποταμιευτών σε αλλοδαπές τράπεζες που εδρεύουν στο εξωτερικό.30

Πέρα από τις δυνατότητες ανάπτυξης των διασυνοριακών ανταλλαγών,

ευκαιρίες ξένων άμεσων επενδύσεων θα υπάρξουν και μελλοντικά. Εξάλλου οι

ξένες άμεσες επενδύσεις δεν συνεπάγονται αναγκαστικά την ίδρυση νέων

μονάδων (π.χ. υποκαταστήματα) αλλά μπορούν να υλοποιηθούν ακόμη μέσω

εξαγορών & συγχωνεύσεων με υφιστάμενες ελληνικές τράπεζες. Επίσης,

29 Για παράδειγμα, τα συγκριτικά υψηλά ελλείμματα (δημοσιονομικό, ισοζυγίου πληρωμών) συνέβαλαν στη συναλλαγματική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς υποχρέωσαν την Κεντρική Διοίκηση και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα να καλύπτουν, τουλάχιστον μερικώς, τις δανειακές τους ανάγκες μέσω του εξωτερικού δανεισμού. Η δομή της εγχώριας χρηματοπιστωτικής αγοράς σε συνδυασμό με την εφαρμοζόμενη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική (π.χ. πολιτική “σκληρής” δραχμής, υψηλά δραχμικά επιτόκια), έστρεψαν πολλές ελληνικές επιχειρήσεις στην αναζήτηση πιστώσεων στο εξωτερικό. 30 Για παράδειγμα οι διασυνοριακές τραπεζικές πιστώσεις ξένων τραπεζών σε ελληνικές μη τραπεζικές επιχειρήσεις και ιδιώτες αυξάνονται από 0.99 δισ. δολ. το 1981 σε 7.03 δισ.δολ. το 1992. Το 1981 οι συγκεκριμένες πιστώσεις αποτελούσαν μόνο το 9% του συνόλου της εγώριας χρηματοδότησης, ενώ το 1992 η αντίστοιχη συμμετοχή τους φθάνει το 46%. Για μια πιο αναλυτική παρουσίαση βλέπε στον Κ. Γαλιάτσο (1993).

141

Page 142: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

υπάρχει η δυνατότητα στρατηγικών συμμαχιών ή κεφαλαιακών συνεργασιών

μειοψηφίας με εγχώρια ιδρύματα.

Οι εξαγορές φαίνονται μια ρεαλιστική προοπτική, δεδομένου του εντεινόμενου

ανταγωνισμού και της αύξησης του αριθμού σχετικά μικρών τραπεζών στην

εγχώρια αγορά. Βέβαια μέχρι σήμερα στο πρώτο «κύμα» εξαγορών που έλαβε

χώρα, πρώτη προτεραιότητα είχαν οι εγχώριες (ελληνο-ελληνικές) εξαγορές.

Στρατηγικές συμμαχίες έχουν παρατηρηθεί, μάλιστα στην περίπτωση ενός

γερμανικού χρηματοπιστωτικού ομίλου (Deutsche Bank) με έναν αντίστοιχο

εγχώριο ιδιωτικό (Eurobank-Εργασίας) η συμμαχία συνδυάστηκε με κεφαλαιακή

συμμετοχή σχετικά μικρής έκτασης του πρώτου στον δεύτερο (βλέπε επίσης

κεφ. 14). Χαρακτηριστικό είναι επιπλέον το παράδειγμα ξένης συμμετοχής

μειοψηφίας στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης μεγαλύτερης κρατικής

τράπεζας (Εμπορική Τράπεζα), στο πλαίσιο μερικής ιδιωτικοποίησής της και

συνεργασίας της με αλλοδαπό στρατηγικό επενδυτή γαλλικών συμφερόντων

(Credit Agricole). Γενικότερα τέτοιου είδους στρατηγικές και πολιτικές, σε

συνδυασμό με τις ιδιωτικοποιήσεις, έχουν αρχίσει να παίζουν αλλά αναμένεται

να παίξουν και μελλοντικά αξιόλογο ρόλο στη διαμόρφωση νέων ισορροπιών

και στη μετάλλαξη του τραπεζικού τοπίου.

Το επιχείρημα για την υλοποίηση άμεσων επενδύσεων είναι δυνατόν να

συνδυαστεί με τις στρατηγικές επιδιώξεις των ελληνικών εμπορικών τραπεζών.

Για τις ελληνικές τράπεζες μια στρατηγική διεύρυνσης της δράσης τους στο

εξωτερικό, και κύρια σε μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα, θα μπορούσε να

είναι αυτή της προώθησης συνεργασιών με αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα.

Τέτοιου είδους συνεργασίες είναι δυνατόν να ξεκινούν από μη κεφαλαιακές

μορφές (π.χ. τεχνολογική και εμπορική συνεργασία) με στόχο την πρόσβαση σε

διεθνή χρηματοπιστωτικά δίκτυα, μέσω της αξιοποίησης του διασυνοριακού

εμπορίου χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έντασης πληροφόρησης, και στη

συνέχεια να επεκτείνονται μέχρι την παραχώρηση τμημάτων του μετοχικού

κεφαλαίου τους, δηλαδή έως μερικές εξαγορές ή και συγχωνεύσεις. Όπως

δηλαδή και στην περίπτωση της μεταποίησης, σε ορισμένες τουλάχιστον

περιπτώσεις, αναπόφευκτη διαφαίνεται η μεταβολή του ιδιοκτησιακού

142

Page 143: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

καθεστώτος εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων για την ομαλή τους μετάβαση στο

νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον και σε ένα ανώτερο αναπτυξιακό επίπεδο.

Η στρατηγική αυτή αξιολογείται ως ρεαλιστική, επειδή διαφορετικά η χρονική

υστέρηση της πολιτικής εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες

επιδεινώνει την ανταγωνιστική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών και οδηγεί

κατ’ επέκταση την εγχώρια τραπεζική αγορά σε μια εντεινόμενη τμηματοποίηση

και διαχωρισμό της με δύο τουλάχιστον αναπτυξιακές ταχύτητες. Ένα τέτοιο

απαισιόδοξο σενάριο θα είχε ως αποτέλεσμα το ενδεχόμενο από τη μια πλευρά

να υπάρχουν και να λειτουργούν οι θυγατρικές μονάδες και τα υποκαταστήματα

των ξένων τραπεζών, μαζί με ορισμένες εγχώριες καινοτόμες ιδιωτικές

τράπεζες, που θα στοχεύουν σε πελάτες υψηλής ποιότητας, υψηλών

απαιτήσεων και διεθνών οικονομικών διασυνδέσεων. Συνάμα από την άλλη θα

συναντάται το υπόλοιπο τμήμα του εθνικού τραπεζικού συστήματος με

επίκεντρο την πελατεία συγκριτικά χαμηλής εισοδηματικής στάθμης, χαμηλών

ποιοτικών απαιτήσεων και προδιαγραφών και με γεωγραφικό προσανατολισμό

συχνά την περιφέρεια της χώρας. Το συγκριτικό του πλεονέκτημα θα

εντοπίζεται κυρίως στη γνώση των συνθηκών της τοπικής αγοράς και ο στόχος

του marketing θα είναι η πελατεία του retail banking και των μικρομεσαίων

επιχειρήσεων.

Για την αξιολόγηση των προοπτικών των ξένων άμεσων επενδύσεων θα πρέπει

πάντως να ληφθεί υπόψη πως παγκοσμίως η κεντρική τάση στο επίπεδο των

στρατηγικών διεθνοποίησης είναι ότι οι υπηρεσίες λιανικής πώλησης (retail

banking) προσφέρονται στις τοπικές εθνικές αγορές μέσω της άμεσης φυσικής

παρουσίας, ενώ αντίθετα αυτές της χονδρικής πώλησης (wholesale banking)

εξάγονται και πωλούνται στις διεθνείς αγορές με αφετηρία και κύριο άξονα

δράσης κάποια από τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου (π.χ.

Λονδίνο, Ν. Υόρκη). Σήμερα στην Ελλάδα η άμεση παρουσία ξένων

χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να ερμηνευθεί κατ’ αρχήν από

ιστορικούς λόγους, δεδομένης πλέον της κατάργησης των περιορισμών της

διεθνούς κίνησης κεφαλαίων και της ενοποίησης των χρηματοπιστωτικών

αγορών. Τα συγκεκριμένα ιδρύματα παραμένουν στη χώρα, καλύπτοντας

143

Page 144: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

τμήματα αγορών (market niches) που μένουν κενά από τη δράση των

ελληνικών τραπεζών, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η λειτουργία τους συνεχίζει

να είναι κερδοφόρα.

Η μελλοντική ποσοτική εξέλιξη των μορφών διεθνοποίησης (εξαγωγή

τραπεζικών υπηρεσιών ή άμεσες επενδύσεις) των διεθνικών τραπεζικών

ιδρυμάτων στην ελληνική οικονομία είναι δύσκολο να οριστεί επακριβώς. Αυτό

θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από:

• την οικονομικο-πολιτική και τεχνολογική δυνατότητα διεθνούς κινητικότητας

των τραπεζικών υπηρεσιών (tradability of banking services),

• τη στρατηγική φιλοσοφία των ξένων πολυεθνικών τραπεζών όσον αφορά τη

δράση τους στις παγκόσμιες αγορές, μεταξύ αυτών και την ελληνική,

• τις ενδογενείς μεταβολές του ελληνικού πιστωτικού συστήματος σε επίπεδο

προσφοράς και ζήτησης.

Τελικό συμπέρασμα

Η θεσμική απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων (liberalization/ deregulation)

μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και τα σύγχρονα δίκτυα επικοινωνίας και

πληροφορίας βελτίωσαν τη δυνατότητα πρόσβασης στις πηγές κεφαλαίων και

αύξησαν τη διασυνοριακή μεταφορά τους, συνεισφέροντας κατ’ αυτόν τον

τρόπο σε μια ραγδαία ανάπτυξη των άμεσων επενδύσεων και του εξωτερικού

εμπορίου σε όλους τους τομείς του οικονομικού συστήματος και ειδικότερα στον

χρηματοπιστωτικό. Στηριζόμενη στα διεθνή τεχνολογικά δίκτυα, η διεθνοποίηση

των τραπεζών, αλλά και του χρηματοπιστωτικού τομέα γενικότερα, επεκτάθηκε

και εντάθηκε περισσότερο συγκριτικά με αρκετούς άλλους κλάδους των

υπηρεσιών ή και των υλικών αγαθών.

Όσον αφορά στο παγκόσμιο εμπόριο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αυτό

επηρεάζεται και καθορίζεται από τεχνικούς, οικονομικούς αλλά και πολιτικούς

παράγοντες. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες είναι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ

τους και αλληλοεπηρεάζονται. Για παράδειγμα, η διασυνοριακή ανταλλαγή

μπορεί να είναι τεχνικά δυνατή, μπορεί όμως να είναι οικονομικά ασύμφορη ή

144

Page 145: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

και να εμποδίζεται από το ισχύον νομικό πλαίσιο. Βέβαια σε γενικές γραμμές

είναι αποδεκτό ότι η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη στο πεδίο των

τηλεπικοινωνιών και της επεξεργασίας πληροφοριών επιδρά θετικά στις

οικονομικές προϋποθέσεις εμπορευσιμότητας, οι οποίες με τη σειρά τους

απαιτούν νέες θεσμικές ρυθμίσεις.

Ορισμένες ανακατατάξεις παρουσιάστηκαν κατά το πρόσφατο παρελθόν στα

διεθνή δίκτυα των πολυεθνικών τραπεζικών ιδρυμάτων. Όμως, σε καμία

περίπτωση οι συγκεκριμένες στρατηγικές δεν θα πρέπει να ερμηνευθούν ως

τάσεις διεθνούς συρρίκνωσης, όπως και δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί η

σημασία των άμεσων επενδύσεων (π.χ. ίδρυση υποκαταστήματος ή θυγατρικής

μονάδας) ως εργαλείο προμήθευσης μιας ξένης αγοράς.

Στην ελληνική περίπτωση η φυσική παρουσία των ξένων τραπεζών με βάση τη

συμμετοχή τους σε οικονομικά μεγέθη του εγχώριου πιστωτικού συστήματος

(π.χ. καταθέσεις, χορηγήσεις) αφενός παραμένει συγκριτικά χαμηλή, αφετέρου

δεν έχει μεταβληθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό διαχρονικά. Η συγκέντρωση και

επένδυση των παραγωγικών πόρων εκ μέρους των διεθνών τραπεζικών

ιδρυμάτων στα χρηματοπιστωτικά κέντρα μεγάλων περιφερειακών αγορών της

γης είχε ως αποτέλεσμα τη σχετικά χαμηλή φυσική τους παρουσία στην Ελλάδα

καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο.

Σχετικά μικρές είναι οι διαφοροποιήσεις τους και στο επίπεδο των

προσφερομένων υπηρεσιών, καθώς τα αλλοδαπά ιδρύματα, με ελάχιστες

εξαιρέσεις, διαθέτοντας συχνά ένα περιορισμένο δίκτυο πώλησης, παραμένουν

επικεντρωμένα στην εκτέλεση επιλεκτικών εργασιών με σχετικά υψηλή

αποδοτικότητα. Οι ξένες τράπεζες που δραστηριοποιήθηκαν στην εγχώρια

αγορά, απέφυγαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία την παραδοσιακή λιανική

τραπεζική (retail banking) και προτίμησαν περισσότερο την εξυπηρέτηση

σχετικά μικρών τμημάτων της αγοράς που χαρακτηρίζονταν από αρκετές

ιδιαιτερότητες, υψηλές πελατειακές απαιτήσεις, υψηλή αποδοτικότητα και συχνά

από αποκλειστικότητα.31

31 Η επιδίωξη κατάκτησης και εξυπηρέτησης ενός όσο το δυνατόν ποιοτικού τμήματος της αγοράς σήμανε στον τομέα των χορηγήσεων (corporate banking) τη χρηματοδότηση μεγάλων

145

Page 146: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Κυρίως από τη δεκαετία του 1980 έξαρση εμφάνισαν οι εξαγωγές

χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προς τη χώρα, συνεπικουρούμενες από τις

επαναστατικές τεχνολογικές μεταβολές και τη φιλελευθεροποίηση των

χρηματοπιστωτικών σχέσεων. Έτσι, οι μεγάλες πολυεθνικές τράπεζες,

εγκατεστημένες σε διεθνής εμβέλειας χρηματοπιστωτικά κέντρα, μπορούσαν για

παράδειγμα να δανείζουν το ελληνικό δημόσιο για την κάλυψη των κρατικών

ελλειμμάτων, ή τις εγχώριες επιχειρήσεις, χωρίς κατ’ ανάγκη να διαθέτουν

κάποιο υποκατάστημα ή θυγατρική μονάδα στην ελληνική επικράτεια. Όπως και

σε άλλους εγχώριους οικονομικούς τομείς (π.χ. μεταποίηση), έτσι και στον

τραπεζικό κλάδο οι εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υπερέχουν των

άμεσων επενδύσεων ως μορφή διεθνοποίησης.

Σήμερα οι ξένες τράπεζες με φυσική παρουσία στην Ελλάδα είναι κυρίως

ευρωπαϊκής και αμερικανικής εθνικότητας. Ενώ τη δεκαετία του 1960 όλες

σχεδόν οι ξένες τράπεζες ήταν αμερικάνικες, από τη δεκαετία του 1970 και

εντεύθεν μέχρι και σήμερα ο συσχετισμός των δυνάμεων μετατοπίζεται σαφώς

υπέρ των ευρωπαϊκών τραπεζών, γεγονός το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο

με την συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής

ενοποίησης. Η εικόνα των αλλοδαπών ιδρυμάτων συμπληρώνεται από τα

τραπεζικά ιδρύματα τρίτων χωρών.

Παρότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνεχίζει να διατηρεί τα δικά του τοπικά

χαρακτηριστικά, όπως εξάλλου και τα εγχώρια πιστωτικά συστήματα άλλων

ευρωπαϊκών χωρών, στο μέλλον μια σειρά παράγοντες όπως τα μέτρα

φιλελευθεροποίησης του κλάδου, η αύξηση των τεχνολογικών δυνατοτήτων

διεθνούς εμπορευσιμότητας των τραπεζικών υπηρεσιών και η ενοποίηση και

ολοκλήρωση των επιμέρους ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών,

συνηγορούν για μια σχετικά ευρεία διαδικασία αναδιάταξης στην οποία

κυρίαρχη θέση θα έχει ο εκσυγχρονισμός των ιδρυμάτων, οι στρατηγικές

συμμαχίες και οι πολιτικές συγχωνεύσεων & εξαγορών. Το νέο ανταγωνιστικό

κερδοφόρων επιχειρήσεων, ενώ σε αυτόν της λιανικής τραπεζικής (retail banking) την επιλογή ιδιωτών υψηλής εισοδηματικής στάθμης, προσφέροντάς τους σύγχρονα εξειδικευμένα προϊόντα και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες.

146

Page 147: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

ευρωπαϊκό περιβάλλον αναδιάρθρωσης των παραγωγικών πόρων,

ανασύνταξης των τραπεζικών δικτύων και ισχυροποίησης της κεφαλαιακής

βάσης των ιδρυμάτων, επηρεάζει κατά το μάλλον ή ήττον και τις συνθήκες της

ελληνικής αγοράς θέτοντας σε νέα βάση το πλαίσιο και τους όρους του

ανταγωνισμού. Έτσι ως αναπόφευκτη διαφαίνεται στην Ελλάδα η αύξηση του

βαθμού συγκέντρωσης της εγχώριας τραπεζικής αγοράς, εξέλιξη η οποία

συντείνει στη μείωση του αριθμού των εμπορικών τραπεζών, στην άνοδο του

μέσου μεγέθους τους και στην άμβλυνση της ανομοιογένειάς τους. 32

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει «έδαφος» για τη δραστηριοποίηση

αλλοδαπών πολυεθνικών ιδρυμάτων με επίκεντρο κεφαλαιακές συνεργασίες και

στρατηγικές συμμαχίες με εγχώριους ιδιωτικούς και κρατικούς ομίλους,

φαινόμενο που έχει ήδη αρχίσει να εκτυλίσσεται. Ένα τέτοιο σενάριο

κωδικοποιείται στα εξής: Περισσότερο εξαγορές παρά νέες ιδρύσεις. Σταδιακές

τμηματικές αποκτήσεις κεφαλαιακών πακέτων παρά ολικές εξαγορές.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το retail banking σε σχέση με το παρελθόν, υπό την

έννοια της συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο εγχώριων τραπεζών που

διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο πώλησης. Ενδυνάμωση της παρουσίας σε μια

αγορά η οποία μπορεί μεν να είναι μικρή αλλά είναι αποδοτική και δυναμικά

αναπτυσσόμενη.

Τα προαναφερθέντα τελούν υπό έναν περιορισμό. Το στρατηγικό ενδιαφέρον

των μεγάλων ξένων πολυεθνικών ομίλων για άμεση φυσική παρουσία στην

Ελλάδα αξιολογείται ως συγκριτικά μικρό, καθώς οι δυνατότητες και τα όρια της

εγχώριας πιστωτικής αγοράς μέσα στο μείγμα των διεθνών αγορών και των

τεραστίων διαστάσεων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών κέντρων είναι

δεδομένα.

32 Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε διεθνώς τάση μεγαλύτερης συγκέντρωσης στον κλάδο των τραπεζών, κυρίως σε πιστωτικούς συνεταιρισμούς και αποταμιευτικές τράπεζες (saving banks). Όμως τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα είχαν μέχρι σήμερα ως πρωταρχικό στόχο την εδραίωση της θέσης τους στην εγχώρια αγορά με συνέπεια το μεγαλύτερο τμήμα των εξαγορών & συγχωνεύσεων να λάβει χώρα σε εθνική κλίμακα (βλέπε επίσης Λ. Παπαδήμος, 1997).

147

Page 148: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

148

Page 149: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Βιβλιογραφία

Adrian, R & Heidorn T. –Hrsg.-, begruendet von Hagenmueller, K.F. & Diepen,

G. (2000) Der Bankbetrieb. Das Praxisorientierte Lehrbuch fuer Schule,

Studium und Beruf, Gabler Verlag, Wiesbaden, August 2000.

Alpha Bank (2001) Συγχωνεύσεις & Εξαγορές στον Ευρωπαϊκό

Χρηματοοικονομικό Τομέα: Κίνητρα και Βαθμός Συγκέντρωσης,

Οικονομικό Δελτίο, 77, Αθήνα, Μάρτιος.

Αντωνόπουλος, Α. Σ. (1999) Τραπεζικές Πιστοδοτήσεις – Κριτήρια και Τεχνικές

Χορήγησης Δανείων – Πιστώσεων –Εγγυήσεων, Εμπορική Τράπεζα της

Ελλάδος, Αθήνα 1999.

Bank for International Settlements, The New Basel Capital Accord: an

Explanatory Note, Secretariat of the Basel Committee on Banking

Supervision, Basel, January.

Bueschgen, H. E. (1991) Grundlagen betrieblicher Finanzwirtschaft –

Unternehmensfinanzierung, Frankfurt am Main.

Γαλιάτσος, Κ. (1994) Διεθνείς Κεφαλαιαγορές και Ελληνικό Χρηματιστήριο, Εκδ.

Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή.

Γαλιάτσος, Κ. (1993), Η Ανάπτυξη Διασυνοριακών Τραπεζικών Συναλλαγών

στην Ελλάδα, Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, Αθήνα, β’ εξάμηνο.

Γαλιάτσος, Κ. & Παπαπέτρου, Ε. (1994) Τραπεζική Διεθνοποίηση και Επέκταση

των Ξένων Τραπεζών στην Ελλάδα, Εισηγήσεις Τραπεζικού Συνεδρίου,

11 & 12 Μαίου 1993, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη.

Γεωργόπουλος, Α. (1998) Σύγχρονες Τάσεις Διεθνοποίησης των Εμπορικών,

Παραγωγικών και Χρηματοπιστωτικών Σχέσεων (Θεωρητική προσέγγιση

και Ελληνική Εμπειρία), Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

Γεωργόπουλος, Α. (1998) Αποτελεί το Μέγεθος των Επιχειρήσεων

Αποφασιστική Παράμετρο Άσκησης Πιστωτικής Πολιτικής; Οικονομική

Επιθεώρηση, Τεύχος 15, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, Αθήνα, Ιουλ. – Σεπτ.

Γεωργόπουλος, Α. (1997) Ο παραδοσιακός Τραπεζικός Δανεισμός

Επιχειρήσεων Μπροστά σε Νέες Προκλήσεις, Οικονομική Επιθεώρηση,

Τεύχος 12, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, Αθήνα, Οκτ.-Δεκ.

149

Page 150: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Chorafas, D. N. (1999) The Commercial Banking Handbook – Strategic

Planning for Growth and Survival in the New Decade, MacMillan Press

Ltd, London.

Ένωση Ελληνικών Τραπεζών (1994), Δελτίο, Αθήνα, Νοέμβριος.

Ευρωπαϊκή Ένωση, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊών Κοινοτήτων,

Σύσταση της Επιτροπής της 3ης Απριλίου 1996, Σχετικά με τον Ορισμό

των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, 96/280/ΕΚ, L 107.

European Commission, Commission Communication οn the Round Table of

Leading Representatives from the Banking Sector, COM (94) 435 final of

28 October 1994.

European Commission, The Second Round Table of Bankers and SMEs, final

Report, 27.2.97 (με περίληψη στα ελληνικά)

European Commission, Commission Communication on the financing problems

experienced by SMEs, COM (93) 528 final of 10 Nov. 1993.

Grill, W. & Perczynski, H. (2001) Wirtschaftslehre des Kreditwesens, 35.

ueberarbeitete Auflage, Verlag Gehlen, Bad Homburg vor der Hoehe,

2001.

Heffernan, S. (1996) Modern Banking in Theory and Practice, John Wiley and

Sons.

Θωμαδάκης, Θ & Ξανθάκης Μ. (1990) Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου, Ένωση

Ελληνικών τραπεζών, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1990

IMF (1992) International Capital Markets. Developments, Prospects and Policy

Issues.

Νανόπουλος, Ν. (2001) Στρατηγικές Συμμαχίες αντί για Συγχωνεύσεις,

Συνέντευξη στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», 31 (2465), Αθήνα, 4

Αυγούστου, σελ. 19-23.

OECD (1993) Financial Conglomerates, Paris.

OECD (1992) Financial Market Trends, No. 52, Paris, June.

OECD (1986) Financial Market Trends, B4, Paris, June.

OECD (1992) Innovation in Small and Medium Firms, Paris.

Παπαδήμος, Λ. (1997) Το Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα: Εξελίξεις και

Προοπτικές, Ομιλία στο Συνέδριο του Euromoney με θέμα «Greece: A

New Role in Regional & International Markets», Αθήνα 12.6.1997.

150

Page 151: Χρηματοοικονομική & Λογιστική Ανάλυση Τραπεζών

Περράκης, Χ. (1991), Διαδικασίες Διεθνοποίησης της Παραγωγής και του

Κεφαλαίου - Ορισμένες Σύγχρονες Τάσεις, Οικονομικό Δελτίο,

ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, Αθήνα Οκτ.- Δεκ.

Προβόπουλος Γ. & Καπόπουλος Π. (2001) Η Δυναμική του

Χρηματοοικονομικού Συστήματος, Εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2001

Σακέλλης, Ε. Ι. (1995) Οι Οικονομικές Καταστάσεις των Τραπεζών – Δείκτης

Φερεγγυότητας και Καταστάσεις Ρευστότητας των Τραπεζών, Εκδ.

«ΒΡΥΚΟΥΣ», Αθήνα.

Schumacher, E. F. (1973) Small is beautiful, London 1973.

Sweeney, G. P. (1983) Innovation in kleinen und mittleren Betrieben,

Frankfurt/Main.

Τράπεζα της Ελλάδος, Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων,

Πράξεις Διοικητή, Τροποποιήσεις και Συμπληρώσεις Διατάξεων σχετικά

με τη Χρηματοδότηση Βιοτεχνικών Μεταποιητικών Επιχειρήσεων από το

“Ειδικό Κεφάλαιο” της Απόφασης Ν.Ε. 197/11/78, Αθήνα, διάφορα Έτη.

Τrokkos, A. (1991) Die Bedeutung der klein- und Mittelbetriebe, Verlag Ernst

Oberdieck, Goettingen 1991.

UNCTAD (1994) The Tradability of Banking Services. Impact and Implications,

United Nations, Geneva.

United Nations (1987), Foreign Direct Investment, the Service Sector and

International Banking, UNCTC Current Studies, Series A, No. 7, N. York,

May.

World Bank (1991), The Uruguay Round: Services in the World Economy, N.

York & Washington D.C.

151