Upload
gpolitis
View
355
Download
18
Embed Size (px)
DESCRIPTION
Νόρμπερτ Λέζερ
Citation preview
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου:D IE ODYSSEE DES MARXISM US
A uf den Weg zum Sosialismus
Έχδοτιχδς Οίκος 2. I. Ζαχαρόπουλος, 1973 Μαυρομιχάλη 7 — ‘AWjvai — Τηλ. 60δ.601
NORBERT LESER
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ TOY ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Στό δρόμο πρός τό σοσιαλισμό
μεταφραστής
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ
Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Α Θ Η Ν Α Ι
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Σημβίωμα τοΟ συγγραφέα ................................................................................ θΕ ίο α γ ω γ ή ............................................................................................................ 11Κεφάλαιο 1 Ό μαρξισμός πεδίο Αντιθέσεων ......................................... 16
Κεφάλαιο 2 Μάρξ χαΐ Λ έ ν ιν ..................................................................... 49
Κεφάλαιο 3 Μάρξ καί Κάρλ Κ άοοτοχυ .................................................. 119Κεφάλαιο 4 Μάρξ χαΐ Μ παχοόνιν............................................................ 211
Κεφάλαιο 5 Μάρξ καί Μ α τσ ίν ι.................................................................. 249
Κεφάλαιο 6 Μάρξ χαΐ Κέυνς — Μάρξ καί Τ ζ ίλ α ς .............................. 276Κεφάλαιο 7 Μάρξ καί Σοπεγχάουερ — Μάρξ χαΐ Φρόοντ .............. 297Κεφάλαιο 8 Μάρξ και Σάρτρ — Μάρξ χαΐ Άντ<5ρνο............................. 321
Ε π ίλ ο γ ο ς ............................................................................................................ 369Ευχαριστήρια το5 συγγραφέα ......................................................................... 868Β ιβλιογραφ ία ...................................................................................................... 369
Meinen lieben Eltern in Dankbarkeit
ΣΗΜ ΕΙΩΜ Α ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Σ ά ν άηόφοιτος ουμανιστικού γυμνασίου δπον οτό πρόγραμμα δ ιδασκαλίας ή στιουδή τής άρχαίας έλληνικής γλώσσας κατείχε μια σημαντικότατη θέση, καί σάν ταχτικός έπιοχέτττης τή ς 'Ε λ λάδας που ή έπαφή μέ τή χώρα xa l τους άνθρώπους τη ς μέ I- καμε φ ιλέλληνα, μον ίδω σ ε μια Ιδιαίτερη, άναπάντεχη, άλλά καθόλου άπρόσδεκτη χαρά τό γεγονός Οτι ή πρώτη μετάφραση τον βιβλίου μον ί γ ιν ε στην Ε λλη ν ικ ή γλώοοα. Ή έλληνικη μυθολογία καί 7ΐοίηση μον χρησιμέυσαν σάν μέσο καί οάν αφετηρία νά μεταφράσω τΙς βασικές θέσεις τον βιβλίου μον οέ μια συμβολική γλώσσα καί σάν σύμβολα νά τΙς κάνω κατανοητές. ·
Ή Ιστορική άνάπτυξη τοΰ μαρξισμόν καί τοΰ συνδεμένου μαζί του σοσιαλισμού έννοεϊται οάν μια Ιθ ά κ η , σάν Ινα σύνολο περι- 7ΐλανήσεων καί λοξοδρομιών που δμω ς δλες μαζί έπιζητοϋν οάν σωτήριο λιμάνι την Ίθ ά χη τής πραγματοποίησης. 'Η Ιθ ά κ η αυτή, που θά είνα ι μιά κοινωνία στην δποία θά Εχουν πραγματοποιηθεί καί θά είνα ι παρόντα δλα τά βασικά στοιχεία τον σοσιαλισμού, δέν ίχ ε ι άκόμη έπ ιτενχθεϊ ok καμιά σνγκεκριμένη κοινωνία καί δέν υπάρχει έπ ίσης καμιά έγγύηοη δτι ή όλοκλή- ρωση τον Ιδανικον τον σοσιαλισμού θά άνασταλει καί θά συνταυτισ τεί μέ μιά όρισμένη μορφή φαινομένου. Έ π \ πλέον ή πρα γμα τοποίηση αντον τον Ιδανικον μπορεΐ νά είναι μόνο άουμπτωτική κι άκόμα, στην περίπτω ση μ ιας μερικής ίπ ιτνχ ία ς , νά άπειλεΐ- ται πάντα άπό τόν κίνδυνο τής άποτυχίας καί τής Οπισθοδρόμησης. Κ ι δμω ς, παρά τά άντίθετα έμπ*ίδια, παύουμε νά έπ ιδιώκου- με, π .χ. μ ιά όλοκλήρωση δλων τω ν άντκράσεων τή ς ίδ ια ς μας τής ζω ής στην ένότητα τής έκφραζόμενης οτό χώρο καί τό χρόνο προσοκιικότητας μας; Κ αί γ ια τ ί νά μήν άναγνωρίσουμε στην κοινω νία την πιθανότητα που δίνουμε οτόν ίδ ιο τόν έαυτό μας, έφόσο έμ εϊς δέν έγκαταλείπουμε τόν άγώ να; "Οσο λίγο ι λόγοι ντιάρχουν γ ιά έπιπόλαιη αίοιοδοξία, τόσο λίγο άπό τό δλλο μέ
ρος είμαστε καταδικασμένοι νά βγάλουμε Αρνητικά συμπεράσματα Από την ίσαμε τώ ρα Ιστορική πείρα καί νά δεω ρονμε την πραγματικότητα άρνητικά προδικασμένη. Γ ια τ ί Αν Αρνη&ονμε τό ντετερμινιστικό στοιχείο τοΰ μαρξισμόν, ούμφκονα μέ τό 6ποιο 6 οοσιαλ.ισμός είναι μιά Ιστορική Αναγκαιότητα κ ι δχ ι άπλώς τό πο&ονμενον xa l προχωρήσουμε στήν Αντίληψη δτι άποτελεΐ μιά έπ ι9υμητή δυνατότητα κ ι δχ ι μιά βεβαιότητα υψωμένη πάνω άπό κό&ε Αμφιβολία, δέν μπορούμε νά πέοονμε οτό λά&ος νά 9ε-
'ωροϋμε αυτό των ί γ ιν ε σαν Αναπόφευκτο xa l σάν τή μοναδική δυνατότητα. Π ολύ περισσότερο μπορεΐ νά συμβαίνει τό Αντίθετο, δτι δηλαδή οΐ δρόμοι τοΰ παρελ&όνιος ήτανε λαθεμένες έξελί- ξ ε ις 71ου μπορούσε νά άποφευχύονν καί ί ν πάση περιπτώ σει δέν μπορεϊ ν’ Αποτελονν Αδιέξοδα δταν διδαχτούμε Απ' τά λά9η πού ΐγ ιν α ν καί μέ μιά νέα στρατηγική καί τακτική βγούμε ϊξ ω άπ’ αϋτούς. Ό δρόμος δηλαδή γιά τήν Ί&άκη, την ποΰητή σοσιαλιστική κοινωνία δέν είναι χα&όλου απλός xal εύκολος, Αλλά δύσκολος καί μέ πολλά παρακλάδια, δμως δχι καϊ δ ίχω ς ίλπ ίδα . Είνα ι δύσκολο νά Αποφαν&εΐ κανείς πότε καί που &ά ϊχουμε νά κάνουμε μέ μελω δίες σειρήνων %al πλαστούς μνηστήρες που πρέπει νά Αποφύγουμε καί στήν περίτττοίοη αυτή κανένας δέν είναι Απαλλαγμένος Από τόν κίνδυνο νά χάνει λά&η καϊ σφαλερές έχτι- μήσεις. Γ ια τ ί Ινώ δέν υπάρχει ίνα ς μοναδικός ευλογημένος δρόμος πρός τό σοσιαλισμό, ύπάρχουν δρόμοι που φέρνουν ατό σκοπό ή τουλάχιστο τόν Επιδιώκουν καί τέτοιοι πού Μ οφάνερα ε ίναι παραπλανητικοί καί όδηγοΰν οέ παραστρατήματα. Ή πίστη καί ή ΐξυιτνη Αντίσταση στους πειρασμούς, κατά τό παράδειγμα τής Π ηνελόπης, είναι ή μοναδική συγκεκριμένη δυνατότητα νά διαχω ριστεί ή ίρα Απ’ τό στάρι καί νά δ ιαφ υλαχτεΐ ή φλόγα τον σοσιαλισμού.
Τ ό βιβλίο αυτό δέν ίχ ε ι τήν πρόθεση νά Αναμιχ&εΐ ο ύ ς Εσωτερ ικές υποδέσεις τής ’Ελλάδας καί νά δώσει, Από μιά 9έοη Ανωτερότητας, συμβουλές στους Αν&ρ'ώπους αυτής τής χώρας. Ά λ λ ά δφ είλε ι νά προσφέρει στή διανόηση αύτής τής χώρας, που ή ίδ ια ξέρε ι καλύτερα τ ί τής χρειά ζετα ι xa l τ ί τή ς είνα ι χρήσιμο, μ ιά βοήθεια προσανατολισμού μέσα οτήν τόσο περίπλοκη πραγματικότητα τόσο μέσα δσο καί Εξω Από τήν Ε λλά δα .
ΝΟΡΜΠΕΡΤ ΛΕΖΕΡ
10
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Τό γεγονός δτι δέν πραγματοποιήθηκε ή Αναμενόμενη Απ’ τόν Μ άρξ νίκη τού σοσιαλισμού στα προχωρημένα βιομηχανικά κρά- τη προσκαλεΐ Αντίπαλους καί όπαδούς τοΰ σοσιαλισμού νά πάρουν θέση. Γελασμένοι στις έλπίδες τους καί χτυπημένοι στ'ις πεποιθήσεις τους, από τήν αποτυχία τών μαρξιστικών φιλοδοξιών, βΐ φ ίλοι τοΰ σοσιαλισμού Εχουν τήν τάση, μπροστά στήν πρόκληση αύ- τή, ν’ αποδώσουν με κάθε τρόπο στή λαθεμένη Ανθρώπινη συμπεριφορά τή μοναδική ευθύνη για τήν παρέκκλιση Απ’ τό σιδερένιο μονοπάτι τής Ιστορικής Αναγκαιότητας. ’Ιδιαίτερα Μ. δρθόδο- ξοι μαρξιστές, πού είναι δεμένοι στή σκέψη ύπαρξης μιβς αΐτιώ- δους αναγκαιότητας καί στό δόγμα τής ένότητας θεωρίας καί πράξης, πιστεύουν πώς μέ τόν τρόπο αυτό μπορούν ν* Αφήσουν Απείραχτες τις βασικές θεωρητικές θέσεις τους που τους δγγυώντβι δπως καί πρώτα τό σοσιαλισμό 6 όποιος τους είναι δλλωβτε Αδιανόητος δίχως αυτές.
Σ τήν πραγματικότητα ώστόσο υίοθετοΰν μιά πρόσθετη υπόθεση πού αλλάζει ριζικά τήν κύρια άποψη πού καλείται νά υποστηρίξει. Γιατί, δν ή λαθεμένη ανθρώπινη συμπεριφορά είναι σέ θέση νά καταργήσει τήν Ιστορική Αναγκαιότητα κι δχι μόνο νά καθυστερήσει καί νά βαρύνει στήν Ιστορική έξέλιξη, Αλλά καί νά Αμφισβητήσει τις κύριες γραμμές της κι Ακόμη νά έξαφανίσει τό σκηνικό τοΰ πραγματικού Ιστορικού συμβάντος, Εχει Από κεί καί πέρα κανένα νόημα ή έπιμονή στήν δποψη δτι υπάρχει μιά Αναγκαιότητα φυσική στήν Ιστορία; Μήπως θά είναι περισσότερο λογικό νά φέρουμε τήν κριτική Ισαμε τήν Αφετηρία τών θεωρητικών προϋποθέσεων καί νά παραδεχτούμε δτι ό σοσιαλισμός δέν ή-
11
τον τίποτε παραπάνω άπό μια Ιστορική δυνατότητα κ ι δτι μέ τήν πεποίθηση πώς είναι κάτοχος ένός μηχανισμού πού έγγυδτα ι τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης δέν Εδωσε πάντα τί» καλύτερο ποΰ είχε νά δώσει; ’Ακριβώς αυτό τό συμπέρασμα θέλουν ν’ άποφύ- γουν πολλοί άπό τους έκπρόσωπους τής μαρξιστικής όρθοδοξίσς, γιατί, λαθεμένα, πιστεύουν πώς μιά έγκατάλειψη τών θεωρητικών προϋποθέσεων, πού εγιναν προβληματικές, αδικα κάνει προβληματικά κι άκόμη βάζει σέ κίνδυνο τά συνδεόμενα μαζί τους πολίτ τικά συμπεράσματα τοΰ σοσιαλισμού ή γιατί, δσο Εχουν νά υπερασπιστούν καθιερωμένα συμφέροντα, φοβούνται και με τό δίκιο τους πώς μέ τήν παραίτηση άπό τή θεωρία είναι έπίσης υποχρεωμένοι νά παραιτηθούν κι άπό τή δυνατότητα νά διακηρύσσουν τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης καί τήν Ιστορική αναγκαιότητα μιάς όρισμένης πολιτικής κι άκόμη άπό τή δυνατότητα νά άνοσοποιοΰν τήν πραγματικότητα τής δικής τους κυριαρχίας.
Ο ί άντίπαλοι πάλι τών παραστάσεων τών πολιτικών σκοπών τοΰ σοσιαλισμού, άπό τήν πλευρά τους, δέ βρίσκονται σέ άμηχανία καί αντιδρούν στό υλικό τής Ιστορικής έμπειρίας έπίσης μ’ Ενα τέχνασμα πού είναι σέ αντίφαση μέ τις άντιλήψεις πού αυτοί άποδέχον- τα ι συνήθως. 'Ικανοποιημένοι γ ιά τό λόγο δτι δέν έκπληρώθηκε ή προσδοκία τοΰ Μάρξ, θεωρούν τήν πραγματικότητα τοΰ γεγονότος σάν αρκετή άπόδειξη τής άναγκαιότητας του. Έ νώ συνηθίζουν νά μιλούν γ ιά τήν έλευθερία τής δράσης καί κατηγοροΰν τό μαρξισμό πώς μέ τό ντετερμινισμό βιάζει αύτή τήν έλευθερία, δέν είναι πρόθυμοι νά παραδεχτούν αύτή τή σωστή άποψη καί στήν περίπτωση της άποτυχίας πραγματοποίησης τοΰ σοσιαλισμού καί νά δμολογήσουν πώς δ σοσιαλισμός είχε βέβαια τή δυνατότητα καί τήν πιθανότητα νά πραγματοποιηθεί, άλλά αύτή ή δυνατότητα καί πιθανότητα χάθηκε — ίσως μόνο προσωρινά — αποκλειστικά καί μόνο έξαιτίας ένός δρισμένου τρόπου χρησιμοποίησης τής άνθρώ- πινης έλευθερίας πού έν πάση περιπτώσει μπορούσε καί νά άπο- φευχθεΐ καί νά μήν ήταν αύτός πού στήν πραγματικότητα υπήρξε. ’Επειδή γ ιά λόγους οικονομικών συμφερόντων καί πολιτικής μνησικακίας θεωρούν τό σοσιαλισμό ανεπιθύμητο, τόν χαρακτηρίζουν, δίχως πολλά λόγια, σάν Απραγματοποίητο καί ανακαλύπτουν στήν Ιστορική έμπειρία Ελκυστικό καί φαινομενικά άκαταμάχητο
12
υλικό που Επιβεβαιώνει αυτή την προκατάληψη. Σ τήν πραγματι- κότητα δμως μπορούν νά χρησιμοποιήσουν τήν Ιστορική έμπειρία γ ια νά στηρίξουν τήν έπιχειρηματολογία τους μόνο μέ μιά μέθοδο λογικής λαθροχειρίας ή νά ρθοΰν σέ Αντίθεση μέ τΙς ίδιες τΙς πεποιθήσεις τους πού κατά τά αλλα τις διατηρούν σταθερά.
Έ νώ λοιπόν οΐ δρθόδοξοι μαρξιστές όπαδοί τοΰ σοσιαλισμού δίτ στάζουν νά κριτικάρουν τή θεωρία γ ιά νά μή βάλουν σέ κίνδυνο τό περιεχόμενο τής βούλησης, οΐ πολιτικοί αντίπαλοι τοΰ σοσιαλισμού δειλιάζουν νά παραχωρήσουν έλεΰθερο χώρο στήν έλευθερία, άκόμη κι έκεϊ πού θά μποροΰσε νά έπιδράσει θετικά γ ιά τό σοσιαλισμό καί βγάζουν τό ανεπίτρεπτο συμπέρασμα γ ιά τήν άπό δπσψη άρχών Ανυπαρξία δυνατοτήτων γ ιά τήν πραγματοποίηση τοΰ σοσιαλισμοΰ. Φίλοι λοιπόν καί έχθροί τοΰ σοσιαλισμού Αποκλειστικά καί μόνο γ ιατί δέ θέλουν ή δέν μπορούν νά παραδεχτούν πώς ή Ιστορική έμπειρία δέν απάντησε καθόλου στό βασικό έρώτημα δν ό σοσιαλισμός είναι έπιθυμητός καί πραγματοποιήσιμος, Αλλά μόνο σάν πρόβλημα τό παρουσίασε, Αποδέχονται Αψήφιστα Αντιφάσεις στις Ιδιες τις Αρχές τους καί πιστεύουν πώς μπορεΐ νά σηκώσουν αυτές λαθεμένα συμπεράσματα. "Οσο πιό φανερό είναι δτι θεωροΰμε τήν Ιστορική έμπειρία σάν μιά ύπέρ ή κατά Απόδειξη ξεκινώντας Από μιά θέση έπιδοκιμαστικής ή Αρνητικής Αξιολογικής έκτίμησης, τόσο πιό Ακάθαρτος καί Αστήρΐτ κτος είναι αυτός ό τρόπος πορείας. Κ αί ή όρθόδοξη μαρξιστική Απολογητική καί ή χυδαία κατηγορία τοΰ Αντιμαρξισμού Εχουν συντελέσει στήν παραμόρφωση τής δψης τών θεμελιακών προβλημάτων τοΰ σοσιαλισμού καί όδήγησαν στή δημιουργία μιας λαθεμένης έναλλακτικής λύσης ή δποία συνίσταται στή θέση: ή θά συνδεθεί ό σοσιαλισμός, γ ιά τό καλό καί τό κακό, μέ τή μαρξιστική θεωρία γ ιά νά τή σο'ισει Απ’ τό ξεγλίστρημα στήν Αρχή τής μή ΰποχρεωτικότητας ή μαζί μέ τή μαρξιστική θεωρία θ* Απορ- ριφθεΐ κι δ σοσιαλισμός.
Ο ί έργασίες, πού βρίσκονται συγκεντρωμένες σ’ αυτό τό βιβλίο, Αποτελοΰν μιά προσπάθεια που Αποβλέπει στήν Απομόνωση καί Ανασκευή δρισμένων στοιχείων που σάν Ιστορικό Αμάλγαμα είσ- χώρησαν στή μαρξιστική θεωρία καί Αποτελοΰν ή μπορεΐ νά Απο- τελέσουν στό μέλλον Ανασταλκτικά ή προωθητικά αίτια στήν έξέ-
18
λιξη του σοσιαλισμού. ’Επειδή 6 μαρξισμός υπάρχει γ ια χάρη τοΰ σοσιαλισμού κι δχι αντίθετα, πρέπει νά έξεταστεί άπό τήν άποψη τής καταλληλότητας του νά μετατρέψει τις σοσιαλιστικές έπιδιώ- ξεις σέ κοινωνική πραγματικότητα. ’Επειδή δμως καί 6 σοσιαλισμός δέν είναι μιά τελειωμένη καί χωρίς αντιφάσεις ύπαρξη, άλλα μιά σύνθεση διαφόρων παραγόντων πού έπιδροΰν ό ίνας στόν Αλλον, είναι ανάγκη τά στοιχεία τοΰ σοσιαλισμού καί τά στοιχεία τοΰ μαρξισμού νά συναρμολογηθούν με τέτοιο τρόπο που οΐ παραστάσεις καί τό περιεχόμενο πού παρουσίασε ό σοσιαλισμός καί άρθρωσε ό μαρξισμός νά άποκτήσουν τή μεγαλύτερη πιθανότητα νά μετατραπούν σέ πράξη. Καί ακριβώς δν δέν ξεκινά κανείς άπό τήν Ιδέα δτι υπάρχει μια προκαθορισμένη αρμονία καί ένότητα άνάμεσα στή θεωρία καί τήν πράξη είναι υποχρεωμένος νά στήσει μια γέφυρα πού θά ένώνει τις θεωρητικές απόψεις μέ τις σοσιαλιστικές τάσεις καί θ ’ αποσπά άπό τό κάθε φορά Ιστορικό σύστημα Αναφοράς τό μέγιστο τών Ιστορικών δυνατοτήτων. 01 συγκεντρωμένες σ’ αυτό τό βιβλίο έργασίες δέν πρέπει νά θεωρηθούν άπλά καί μόνο σάν Ακαδημαϊκές συζητήσεις πάνω σ’ Ενα δύσκολο θεωρητικό πρόβλημα, άλλά σά μιά συνεισφορά που Αποβλέπει στήν Αποσαφήνιση τοΰ τρόπου διαμόρφωσης τών σοσιαλιστικών έπι- διώξεων στις όποιες ό συγγραφέας όμολογεΐ πώς πιστεύει.
Γ ιά τήν Αποκάλυψη της προβληματικής πού περικλείνεται, άπό τό ϊνα μέρος, στήν αντιπαράσταση τοΰ μαρξισμοΰ μέ τό σοσιαλισμό, κ ι Από τό άλλο τοΰ μαρξισμοΰ καί τοΰ σοσιαλισμού μέ τήν Ιστορική έμπειρία, προτιμήθηκε ό Ιδανικά τυπικός τρόπος τής αντιπαράθεσης τών μαρξιστικών δηλώσεων καί προσδοκιών μέ σοφούς καί ρεύματα πού προβάλλουν καί θίγουν νευραλγικά σημεία τοΰ μαρξιστικού συστήματος καί τών όποιων ή θέση Απέναντι στό σύστημα τοΰ μαρξισμού, ή Από μέρους τους Αποδοχή ή Απόρριψη του έπιδροΰν καθοριστικά στόν ίδιο τό σοσιαλισμό. Π αρ’ δλα αυτά δέν Ισχυριζόμαστε πώς παρουσιάζουμε μιά όλοκληρωμένη άπο- γραφή καί διευκρίνιση τής προβληματικής τοΰ μαρξισμού, Αλλά μόνο δτι προσφέρουμε στή σκέψη μερικές συναρτήσεις πού είναι δξ ιες προσοχής καί πού, γ ιά τούς λόγους πού σκιαγραφήσαμε, Εχουν παραδοσιακά παραμεληθεί.
14
Κ εφάλαιο 1
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΠΕΔΙΟ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Μιά προσπάθεια να συλληφθεΐ ό μαρξισμός σάν πνευματικό σύνολο καί νά ξετυλιχτεί όλόκληρο τό σύστημα άπό μιά θέση πού νά διευκολύνει τό πέρασμα σ’ δλα τά συστατικά μέρη τοϋ πνευματικοϋ οίκοδομήματος πού έχτισαν στή διάρκεια τής ζωής τους οί κλασικοί Μάρξ καί Έ νγκελ ς, είναι καλύτερα ν’ άρχίζει άπό τή χρονολογική σειρά πού άκολούθησε ή έξέλιξη τών έργων τους, γ ι ’ αύτό θά στραφοϋμε κατ’ άρχάς στά κείμενα ττ]ς νεαρής τους ήλικίας στά όποία συγκαταλέγεται δλη ή φιλολογική παραγωγή τους μέχρι καί τό Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Μέ τό τελευταίο αύτό ντοκουμέντο ή πολιτική καί άνατρεπτική δραστηριότητα τών δυό κλασικών θά πάρει τή μορφή έκείνη πού γ ιά πολύν καιρό ταυτίστηκβ έντελώς μέ τό μαρξισμό. Αύτός είναι ό λόγος πού δσο δέν είχαν δημοσιευθεϊ δλα τά νεανικά κείμενα τους θεωροϋνταν σάν άποτε- λεσματική ή Ερευνα τοδ δρόμου πού φέρνει άπ’ τό κομμουνιστικό μανιφέστο — τήν πρώτη ώριμη καί έτοιμη γ ιά χρήση τής μαρξιστικής θέλησης καί σκέψης έργασία — στίς μεγάλες καί συστηματικές έργασίες πού συγκεκριμενοποίησαν καί ποικίλανε τό βασικό θέμα τοΟ μανιφέστου αύτοϋ.
Ό άντίθετος δρόμος, άπ’ τό σύστημα στά νεανικά κείμενα ή άκόμη καί ή έρμηνεία τοΟ συστήματος στό φώς τών νεανικών έργων, μπορεΐ νά πραγματοποιηθεί μόνο ύστερα άπό τή δημοσίευση δλων τών νεανικών τους έργων, πού έγινε μέ άρκετή καθυστέρηση. Κ ι δμως ένώ ύπάρχουν κατευθύνσεις καί διανοητές πού δχι μόνο άποκαλύπτουν ξανά τόν νεαρό Μάρξ, άλλά καί τόν ΘεωροΟν κλειδί γ ιά τήν κατανόηση δλου τοϋ έργου του, δέ λείπουν έπίσης καί οί έρμηνευτές πού — σχετικά |ΐέ τό αύτονόητο τοΟ ίστορικοΟ Μάρξ άλλά καί άπό αϊτια συστηματικά - διδακτικά — άποδίδουν στά νεανικά κείμενα μιά δευτερεύουσα σημασία, τά ΘεωροΟν κατά κάποιο τρόπο μόνο σάν ύλικό, σάν προετοιμασία καί περιγραφή τών αΐ- τίων τοΟ νόμου έκείνου πού μέ τήν τελική του διαμόρφωση καί τήν έναρξη τής έφαρμογτ]ς του πήρε στό σύστημα τοΟ Μάρξ τήν όρι- στική καί ύποχρεωτική μορφή μπροστά στήν όποία δλα τά προσχέδια ξεθωριάζουν καί γίνονται άπλοΐ ύπαινιγμοί. Δέν είναι δύσκολο νά μαντέψουμε δτι στό στρατόπεδο τών έξανεμιστών καί
16
άσημαντοποιών συναντιοϋνται κυρίως οί διαχειριστές τοϋ λενινι- στικτ)ς άπόχρωσης μαρξισμοϋ, άλλά καί οί έκπρόσωποι τών άλλων μαρξιστικών όρθοδοξιών, πού άναγκαστικά ύποκλίνονται μόνο μπροστά στά μεταγενέστερα έπιτεύγματα τοΟ Μάρξ, ένώ δλοι έκείνοι πού έξεγείρονται κατά τής έγκαταστημένης πραγματικότητας κυριαρχίας, τόσο τοΟ καπιταλισμού δσο καί τής κοκκαλιασμένης Ορθοδοξίας δλων τών άποχρώοεων καταφεύγουν στά κείμενα τοϋ νεαρού Μάρξ πού τούς Αποζημιώνουν γ ιά τά λάθη καί τήν άναξιοπι- στία τοϋ συστήματος πού, στό σημερινό κόσμο, πολύ λίγα π ιά χρησιμοποιήσιμα σημεία στήριξης προσφέρει.-
’Αναφορικά πρός τήν προβληματική αύτή πού παρακάτω θά σχολιαστεί λεπτομερέστερα, δέν είναι καθόλου αύτονόητο, τό δτι άρ- χίζω μέ τόν παραμελημένο έπΐ τόσα χρόνια νεαρό Μάρξ. Ά π ό τό άλλο μέρος δέν ύπάρχει κανένας λόγος νά μήν τό κάνω. Έ πίσης τό γεγονός δτι ή προσφυγή στόν νεαρό Μάρξ ύπηρετεϊ, άπό πολλές άπόψεις, όρισμένες άνάγκες καί γ ι’ αύτό συνδέεται μέ τήν ύ- ποψία πώς ύπάρχουν ειδικές έπιδιώξεις, δέν είναι σοβαρό έπιχεί- ρημα ύπέρ τής ιδέας δτι όπωσδήποτε πρέπει νά πορεύεται κανείς μόνο πάνω στ’ άχνάρια τοϋ κλασικοϋ μαρξισμοΰ. Γενικά είναι δυνατό ν’ άρχίζει μιά παρουσίαση τοϋ μαρξισμοΰ μέ τά νεανικά κείμενα τών Μάρξ καί Έ νγκελ ς, δίχως νά προδικάζεται μ’ αύτό ή άξιολόγηση τοϋ έργου τής ζωής τους, καί άκόμη τό ξεκίνημα τής έρευνας άπό τόν νεαρό Μάρξ δέ δίνει σ’ αύτόν τό προβάδισμα άπέ- ναντι στόν Μάρξ τής ώριμότητας.
"Αν θά ήθελε νά άναζητήσει κανείς γ ιά δλα δσα μάς προσφέρουν αύτά τά νεανικά κείμενα Ιναν τύπο, θά μποροϋσε νά Ιξυπη- ρετηθεί άβίαστα άπό τήν όρολογία πού χρησιμοποίησε 6 ίδιος 6 Μάρξ στήν Ιννοια «ούμανισμός» γ ιά νά συνοψίσει καί νά άποσαφη- νίσει τΙς άρχές του. Δέν είναι καθόλου τυχαίο πού τό ξαναγύρισμα στόν νεαρό Μάρξ πραγματοποιείται άκριβώς σ’ έκεΐνο τό σημείο τοϋ ούμανισμοϋ πού στό τελειωμένο σύστημα πού μάς έδωσε ή μεταγενέστερη άνάπτυξη δχι μόνο δέ βρίσκεται στό προσκήνιο, άλλά καϊ ϊχ ε ι παραφορτωθεΐ μέ άλλα στοιχεία μέχρι πού γίνεται άγνώ- ριστος. 'Ο ούμανισμός τοϋ Μάρξ, πού γ ιά νά τονιστεί 6 Ιδιόμορφος καί σαφώς διακριτικός του χαρακτήρας (πού ξεχωρίζει άπό τούς άλλους ούμανισμούς) θάπρεπε Ισως νά όνομαστεί καλύτερα «φιλαν- θρωπισμός» άφοϋ βλέπει πάντα τόν άνθρωπο στή συνάρτηση του μέ τήν έξέλιξη τής άνθρωπότητας καί τόν έντάσσει σ’ αύτήν, δέν είναι δίχως περιεχόμενο, άπλά άρνητικός δπως ισχυρίζονται πολλοί. Είναι σωστό βέβαια πώς 6 Μάρξ καταπολέμησε τήν κυρίαρχη άν- τίληψη γ ιά τήν αιώνια καί άνάλλαχτη άνθρώπινη φύση, πώς άν- τέταξε σ’ αύτήν καί έπέμενε στήν άντίληψη γ ιά τήν ιστορική σχετικότητα καί τήν κοινωνική έξάρτηση τής άνθρώπινης φύσης.
16
Ωστόσο, 8σο κι δν τόνισε τή μεταβλητότητα τής Ανθρώπινης φύσης καί τήν ικανότητα της νά έξελίσσεται, άλλο τόσο μπορεΐ νά γίνεται στά σοβαρά λόγος, πώς ή προσωπική του Ιδέα γ ιά τόν άνθρωπο, παρά τόν ιστορικό σχετικισμό της, δέν 2χει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Βέβαια ή βασική κατηγορία, τής Αλλοτρίωσης, έν- τοπίζεται άπ’ τόν Μάρξ στή σφαίρα τής οικονομίας καί άποκτιέ- ται μέ βάση τήν περιγραφή τοϋ ίστορικοϋ προτσές, δμως έτυμολο- γεΐται άπό φιλοσοφικές προϋποθέσεις, πού συγκρίνουν τήν Ιστορική έξέλιξη μ’ Ινα Ιδανικό τοϋ όποίου οί άρχές βρίσκονται πρίν καί πέρα άπό τή γνωστή σέ μάς Ιστορία, πού σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Κομμουνιστικοϋ Μανιφέστου δέν είναι παρά ιστορία ταξικών άγώνων.
Ό «φιλανθρωπισμός» τοϋ νεαροϋ Μάρξ είναι μιά θεωρία πού Αντιλαμβάνεται τόν άνθρωπο σά δημιουργό τοϋ έαυτοϋ του, σάν 2να πλάσμα πού στή διάρκεια τοϋ ίστορικοϋ προτσές κερδίζει τήν κυριαρχία πάνω στή φύση καί στήν παραπέρα έξέλιξη καί πάνω στήν κοινωνία* δηλαδή τήν ξανακερδίζει καί 2τσι ξαναβρίσκει τόν έαυ- τό του. Ό άνθρωπος μόνο σάν κοινωνικό πλάσμα μπορεΐ νά κυριαρχήσει στή φύση καί ή φύση μόνο μέ τόν άνθρωπο φτάνει στόν άληθινό προορισμό της. Γιά τόν Μάρξ μιά φύση άπομονωμένη άπ’ τόν άνθρωπο είναι έξίσου λίγο Αντικείμενο θεώρησης, δπως κι 2- νας άνθρωπος Απομονωμένος Από τήν κοινωνία, μολονότι καί τά δυό μεγέθη προσφέρονται σάν Αφαιρέσεις καί δυνατότητες Ακραίου συλλογισμού.
Ό νατουραλιστικός Ανθρωπισμός τοϋ Μάρξ είναι ταυτόχρονα καί ούμανιστικός νατουραλισμός. Ά π ’ αύτό συμπεραίνεται πώς δ Αθεϊσμός του είναι ούσιαστικό μέρος τοϋ φ ιλανθρωπ^ιοϋ τοϋ Μάρξ καί μπροστά στήν ξάστερη γλώσσα πού σχετικά μ’ αύτόν μεταχειρίζεται, παρουσιάζεται σά μάταιη έπιχείρηση ή προσπάθεια νά άναιρεθεΐ δ άθεΐσμός του σάν 2να άπλό καί τυχαίο πάρεργο. Βέβαια δ μαρξικός άθεΐσμός ξεχωρίζει, Ιξαιτίας τής Ιστορικής καί κοινωνικής θεμελίωσης τής σκέψης του, άπό τόν Αγωνιστικό Αστικό άθεϊσμό μερικών νεοχεγκελιανών, πού νόμισαν πώς μποροϋσαν νά διεξάγουν αύτοτελώς τόν Αγώνα κατά τής θρησκείας καί δίχως νά λογαριάζουν τόν πραγματικό κόσμο. Ό Μάρξ φρονοϋσε δτι ή θρησκεία είναι Αποτέλεσμα μιάς Αναποδογυρισμένης κοσμικής καί κοινωνικής τάξης καί γ ι’ αύτό μόνο μαζί μ’ αύτή τήν τάξη θά μποροϋσε νά έξαφανιστεΐ. Παρ’ δλα αύτά δέ νόμιζε πώς ήταν περιττό νά άγωνίζεται έναντίον τών θρησκευτικών αύταπατών, δχι γ ιατί άναγνώριζε πώς οί αύταπάτες αύτές είχαν 2ναν άνεξάρ- τητο χαρακτήρα, άλλά γιατί ήθελε, άποκαλύπτοντας αύτές τΙς αύταπάτες, νά φτάσει στή γνώση τοϋ πραγματικοϋ κακοϋ άπ’ τό δ- ποΐο όποφέρουν οί άνθρωποι. Ό Μάρξ έννοοϋσε τή θρησκεία σάν
2 17
τήν πιό βαθειά καί τήν πιό σκεπασμένη μορφή αύτο - Αλλοτρίωσης τοϋ άνθρώπου, πράγμα πού δέν τόν έμπόδιζε, άλλά άκριβώς τόν προσκαλοϋσε ν’ άσχοληθεϊ μ’ αύτή καί έτσι νά ξύσει τό έξωτερικό περίβλημα τής πραγματικότητας. "Ετσι, μέ τήν μπροσούρα του γ ιά τό ζήτημα τών Εβραίων Ιφταοε άπό τήν κριτική τοΟ χριστιανικοί) κράτους xal τήν κριτική τής θρησκευτικής συνείδησης στήν κριτική τής πραγματικής κατάστασης πού άντιμετωπίζει ό άνθρωπος μέσα στήν ταξική κοινωνία.- 'Η διχοτόμηση σ’ έναν ούράνιο καί σ’ Ενα βέβηλο κόσμο άντι- στοιχοϋσε, γ ιά τόν Μάρξ, σάν πραγματική άντίθεση πού ύπάρχει άνάμεσα στόν άφηρημένο πολίτη καί τό κοινωνικό πλάσμα πού ά- παντιέται στήν άστική’ κοινωνία. Μόνο τό ξεπέραομα αύτής τής άντίθεσης θά έφερνε καί τήν έξαφάνιση τοϋ ύπεργήινου άντικατο- πτρισμοΟ της. Ή άντίθεση δτι δ άφηρημένος πολίτης φαντάζεται καί άπολαμβάνει τήν Ισότητα στή σφαίρα τοΟ δικαίου τή στιγμή πού στήν κοινωνική πραγματικότητα κυριαρχεί ή άνισότητα πού τόν άνεβάζει συγκεκριμένα σέ καπιταλιστή καί τόν ταπεινώνει σέ προλετάριο, θεμελιώνεται κατά τόν Μάρξ στήν ταξική διάρθρωση τής κοινωνίας καί βρίσκει τήν πιό κατηγορηματική της έκφραση στήν άτομική ιδιοκτησία. Γιά τόν Μάρξ ή άτομική ιδιοκτησία καϊ ή ταξική κοινωνία πάνε μαζί. Κράτος καί δίκαιο έχουν τό καθήκον νά συμφιλιώνουν πάνω στή βάση αύτών τών δεδομένων τΙς άν- τιφάσεις πού ύπάρχουν στούς κόλπους τής κοινωνίας.'
Στήν πραγματικότητα δμως αύτή ή συμφιλίωση δέν είναι παρά συγκάλυψη καί σταθεροποίηση τών άντιφάσεων πού ύπάρχουν στήν κοινωνία. Ό Μάρξ άπαιτεϊ νά μπεί στή θέση αύτής τής άπατηλής συνδιαλλαγής ένα πραγματικό ξεσκέπασμα τών άντιθέσεων πού θίά φέρει στήν άπόρριψη τοϋ κράτους καί θά ξαναδώσει στήν κοινωνία τά δικαιώματα πού αύτή, γ ιά νά καλύψει βασικές της άτέ- λειες, έχει έκχωρήσει στό κράτος. Τό πραγματικό ξεπέρασμα αύτών τών άντιθέσεων θά μποροΰσε νά είναι έργο μόνο μιάς τάξης πού ή Γδια δέν έχει μέσα της άντιφάσεις καί δέ διεκδικεΐ κανένα κοινωνικό προνόμιο. Κατά τόν Μάρξ ό προλετάριος άκριβώς μέ τήν άπόλυτη άπό μέρους του άρνηση κάθε προνόμιου άναλάβαινβ νά παίξει τό ρόλο έκείνου τοϋ άνθρώπινου πλάσματος, ένσάρκωνε έ-\ κείνη τήν κοινωνική πραγματικότητα πού είχε χαθεί στήν ταξική κοινωνία καί γ ι’ αύτό ήταν καί ικανός καί προορισμένος νά άνα- τρέψει μέ μιά συλλογική δράση τήν ύπάρχουσα ταξική κοινωνία καί νά έγκαινιάσει έτσι μιά έξέλιξη πού στό τέλος της βρίσκεται μιά «έλεύθερη ένωση» χειραφετημένων άτόμων. Στό Κομμουνιστικό Μανιφέστο άναφέρεται σέ μιά συμπυκνωμένη περιγραφή αύτής τής δψης τοϋ μέλλοντος: «Στή θέση τής παλιάς άστικής κοινωνίας μέ τϊς τάξεις καί τΙς ταξικές άντιθέοεις της μπαίνει μιά έ
18
νωση μέσα στήν όποία ή έλεύθερη άνάπτυξη τοΟ καθενός είναι 8- ρος γ ιά τήν έλεύθερη άνάπτυξη δλων».1
Ό άνθρωπος, δημιουργός τοϋ έαυτοϋ του πού στήν άταξική κοινωνία γίνεται καί κύριος τής ιστορίας του, άποδείχνεται μέ τόν τρόπο αύτόν σάν πλάσμα αύτόνομο πού στήν έκπλήρωση τοϋ προορισμού του άπορρίπτει δχι μόνο τήν ιδέα γιά τήν ύπαρξη ένός ύπέρτατου δντος πού στέκεται πάνω άπ’ τόν Γδιο, άλλά καί τόν κοινωνικό καταναγκασμό στόν όποίο είναι τόσο ύποταγμένος μέσα στά πλαίσια τής ταξικής κοινωνίας. Παρ’ δλες τΙς Αντιθέσεις στήν Ιδέα γ ιά τόν άνθρωπο καί τό οικονομικό πρότυπο τοϋ λιμπεραλισμού, ό Μάρξ παραλαβαίνει ώστόσο άπ’ αύτή τήν πνευματική κατεύθυνση τήν ιδέα τοϋ αύτόνομου καί χειραφετημένου άτόμου. Στήν πεποίθηση τοϋ Ά ν τα μ ΣμΙΘ γιά «τό άόρατο χέρι» πού κατευθύνει τά έγωιστικά άτομικά συμφέροντα στήν έξυπηρέτηση τοϋ κοινοϋ καλοϋ, τών πολλών, άντιστοιχεϊ ή πεποίθηση τοϋ Μάρξ γ ιά τήν, άπό τήν άποψη τών άρχών, έναρμονιστικότητα τών άνθρώπινων σχέσεων. Βέβαια γ ιά τόν Μάρξ αύτή ή άρμονία είναι νοητή μόνο σέ μιά κοινωνία πού βρίσκεται πέρα άπό τήν ταξική διάσπαση καί τήν κατανομή τής έργασίας, δηλαδή σ’ Ενα ύψηλότερο τεχνολογικό έπίπεδο καί μέ ριζικά άλλαγμένο τόν κοινωνικό άστερισμό. 'Ο πωσδήποτε δμως είναι άξιοπρόσεχτο δτι ή ιδέα γ ιά τήν Ινωση τών έλεύθερων άτόμων λειτουργεί σάν παράσταση ιδεών ένός θεωρητικού συστήματος, πού άναλύοντας τήν ταξική κοινωνία θεωρεί σά δοσμένη τήν αύστηρή ύπσταγή τών άτόμων στόν κοινωνικό καταναγκασμό καί δέν άποτιμά σά μικρότερη αύτή τήν ύποταγή ούτε στά πλαίσια τής προλεταριακής δράσης γ ιά τό ξεπέρασμα αύτής τής κοινωνίας. Ή άντίφαση άνάμεσα στά άτομικιστικά καί συλλογικά στοιχεία τοΰ μαρξισμοΰ δέν μπορούσε νά μήν έπιδράσει καί στή στάση του άπέναντι στούς θεσμούς. Έ τσ ι, κατά τόν Μάρξ, δπως τό έλεύθερο άτομο τής μελλοντικής κοινωνίας θά προβάλλει άπ’ τό δουλωμένο άτομο τής ταξικής κοινωνίας, καί τής κατάργησης τού κράτους πρέπει νά προηγηθεϊ μιά έποχή έντατικής έκ- μετάλλευσης τών δυνατοτήτων του άπ’ τό νικηφόρο προλεταριάτο.
'Ωστόσο 6 άνθρωπος δέν είναι μόνο Ινα αύτόνομο άτομο πού έχει τήν άνάγκη καί τή δυνατότητα νά χειραφετηθεί καί νά ζήσει έ- λεύθερος, άλλά καί πλάσμα πού άντικειμενοποιεϊται μέσο τής έργασίας καί άποκτά μέσα σ’ αύτή τήν άληθινή του ούσία. Μά άκριβώς έπειδή σάν παραγωγικό πλάσμα μπορεί ό άνθρωπος νά γίνει μέ τήν έργασία του κύριος τής φύσης καί τής μοίρας του πρέπει καί ή παραμόρφωση πού έχει έπιβάλει ή ταξική κοινωνία στό άν- θρώπινο δν νά έκδηλώνεται άκριβώς στήν περιοχή τής έργασίας. Ή άλλοτρίωση τής έργασίας πού ατά πλαίσια τής καπιταλιστικής κοινωνίας χωρίζει τόν έργάτη άπ’ τά παραγωγικά μέσα καί κάνει
19
τά τελευταία Ιδιοκτησία μιας κυρίαρχης τάξης, έκδηλώνεται στή μορφή πού παίρνει ή κυριαρχία πάνω στόν έργάτη τοϋ προϊόντος πού αότός παράγει. Τ ά προϊόντα τής δημιουργικής του δύναμης γίνονται γ ιά τόν έργάτη ξένα καί Απειλητικά φαινόμενα πού Αντι- παρατάσσονται σ’ αΰτόν σάν άκατανόητα καί Απλησίαστα φετίχ. ’Αλλά τόν Αποχωρισμό τοΰ προϊόντος Απ’ τόν έργΑτη τόν συντροφεύει καί ή Αλλοτρίωση τής ίδιας τής παραγωγικής διαδικασίας, τής έργασίας, πού δέν είναι π ια πη γή προσωπικής Ικανοποίησης καί δημιουργικής ένεργητικότητας, Αλλά πηγή βασάνων καί αΙτία πού χάνει τή δική του ούσία στήν όπηρεσία τής μηχανής. Μ’ δλο πού 6 Μάρξ εύνοεΐ καί έπιδοκιμάζει τήν καπιταλιστική άνάπτυξη σάν Αναγκαίο σκαλοπάτι τής κοινωνικής έξέλιξης, δέν κουράζεται νά καυτηριάζει τήν Απανθρωπιά καί τήν καταστροφική δύναμη πού κυριαρχούν στό σύστημα αύτό.
Τήν Αλλοτρίωση τού προϊόντος τής έργασίας τήν Ακολουθεί ή Αλλοτρίωση τών Ανθρώπινων σχέσεων πού ρυθμίζεται κοινωνικά. Ό άνθρωπος χωρίζεται Από τούς συνανθρώπους του, δπως χωρίζεται Από τΙς προσωπικές του δυνατότητες κι Από κείνες πού είναι χαρακτηριστικές γ ιά τό Ανθρώπινο είδος. Ή ταξική κοινωνία καταχωνιάζει έτσι δλες τΙς δυνατότητες τής δημιουργικής Ανάπτυξης τοΰ Ανθρώπου καί φθείρει τή θέληση του σέ δλες τΙς ούσιαστικές Αναφορές καί μορφές πραγματοποίησης. Ot καταχωνιασμένες δυνατότητες τοΰ Ανθρώπου θά Απελευθερωθούν μόνο μέ τήν κατάργη- ση τής μισθωτής έργασίας, τής Ατομικής ιδιοκτησίας καί τοΰ χω ρισμού τής κοινωνίας σέ τάξεις.
Ή κοσμοαντίληψη τοΰ Μάρξ ύψώνεται πάνω Απ’ τόν όρίζοντα, τόσο τού Γκέοργκ Φρήντριχ Βίλχελμ Χέγκελ, δσο καί τοϋ Λούντ- βιχ Φόυερμπαχ. Μ’ δλο πού ό Φόυερμπαχ φιλοσοφικά βρισκότανε πλησιέστερα άπ’ δσο ό Χέγκελ στις μαρξιστικές ιδέες, δπως κατα- σταλάξανε αύτές στίς «έντεκα θέσεις γ ιά τόν Φόυερμπαχ», αύτός σέ καμιά περίπτωση δέν έξωσε ή ξεπέρασε τόν Χέγκελ στή συνείδηση τοϋ Μάρξ. 'Α ν καί ό Μάρξ χαιρέτησε μέ ένθουσιασμό τή στροφή άπ’ τόν Ιδεαλισμό στόν ύλισμό πού έγκαινίασε 6 Φόυερμπαχ, άκριβώς ή γνώση τών όρίων τού τρόπου θεώρησης τοΰ Φόυερμπαχ είναι πού τόν δδήγησε ξανά πίσω στόν Χέγκελ. Ό Φόυερμπαχ Αναγνώρισε βέβαια πώς 6 άνθρωπος είναι δημιουργός τοΰ κόσμου του κι ό θεός μιά άπλή προβολή τοΰ ίδιου τοΰ Ανθρώπου καί διαπίστωσε, δπως κι δ ΜΑρξ, μιά άντίφαση πού δέν έπιτρέπει στόν άνθρωπο νά βρεϊ τήν ένότητα μέ τόν έαυτό του, έρμήνευσβ δμως αύτή τήν Αντίφαση άπλά καί μόνο σάν Αντίφαση άνάμεσα στόν άνθρωπο σάν ξεχωριστό πλάσμα καί τόν άνθρωπο σάν είδος, δηλαδή καθαρά βιολογικά. Μά γ ιά τόν Μάρξ δ άνθρωπος είναι πρώτ’ Απ’ δλα τό σύνολο τών κοινωνικών σχέσεων καί γ ι’ αύτό
20
Εβρισκε στδν Ιδεαλιστή Χέγκελ Ασύγκριτα περισσότερα σημεία Ε- παφής παρά στδν ύλιστή Φόυερμπαχ πού θεωροΟσε τή δύναμη τής Αγάπης Ικανή νά ύπερνικήσει τά φράγματα πού χωρίζουν τούς Ανθρώπους. Ό Χέγκελ Ερμηνεύει τήν έργασία σάν ειδικό χαρακτηριστικό τής Αντικειμενοποίησης τοΟ Ανθρώπου. Στόν Μάρξ ή ' έργασία δέν είναι Απλά καί μόνο τμήμα μιάς διαδικασίας Αλλοτρίωσης πού Ερμηνεύεται ίδεαλιστικά, Αλλά γίνεται μέρος μι£ς πραγματικής, ύλικής Ιδιοποίησης. Μέ τόν τρόπο αύτόν δ Μάρξ πήρε άπό τόν Φόυερμπαχ τή βασική ύλιστική στάση καί τήν πεποί- ί θηση γ ιά τήν αύτονομία τοϋ Ανθρώπου Απέναντι σ’ Εναν Επινοημένο ύπερκόσμο κι Από τόν Χέγκελ τήν ύψηλή έκτίμηση τής έργασίας καί τοϋ κοινωνικοϋ πλούτου πού Αποκαλύπτεται μέσο αύτής.
Αύτό δμως πού περισσότερο κι Από τούτη τήν Αξιολόγηση τής έργασίας Εκανε τόν Μάρξ νά ξαναγυρίσει στόν Χέγκελ καί τόν Ανέβασε πάνω Απ’ τόν μηχανιστικό ύλιστή Φόυερμπαχ ήταν ή κατανόηση τής διαλεκτικής φύσης τοϋ κοινωνικοϋ γίγνεσθαι, ή Αναγνώριση δτι, κατά τούς νόμους τής διαλεκτικής, αύτό δέν πραγματοποιείται σταθερά καί σέ εύθεία γραμμή, άλλά Αντιφατικά καί μέ λοξοδρομήσεις. Τό σχήμα τοϋ Χέγκελ, σύμφωνα μέ τό δποϊο Απέναντι σέ μιά δοσμένη θέση σχηματίζεται μιά άντίθεση καί Από τήν άρνηση τής θέσης προκύπτει μιά νέα σύνθεση, παρέμεινε Εγκυρο καί γ ιά τόν Μάρξ, Εννοείται μετασχηματισμένο ύλιστικά καί γ ι’ αύτό μετατοπισμένο άπό τή φιλοσοφική σκέψη στήν κοινωνική δράση.
Ό διαλεκτικός τρόπος θεώρησης τοϋ Χέγκελ άνοιξε τή δυνατότητα — μάλιστα Εκανε Επιτακτική τήν Ανάγκη — νά παρατη- ροϋνται δλα τά φαινόμενα στή συνάφεια καί τήν Αμοιβαία συνάρτησή τους καί νά Εξετάζονται άπό τήν άποψη τών κοινωνικών τους προϋποθέσεων καί συνεπειών. Αύτή ή Ανεκτίμητη γνωστική πρόοδος συνοδεύτηκε Από τήν πεποίθηση πού Εδωσε ή ύλιστική διαλεκτική σύμφωνα μέ τήν όποία ή πραγματικότητα ώθεΐται πρός τήν πρόοδο μόνο μέ τόν Αγώνα μεταξύ τών Αντιθέτων, τήν Εφοδο τοϋ νέου Εναντίον τοϋ παλιοϋ. Στά πλαίσια αύτοϋ τοϋ προτσές ή άρνηση είχε τή λειτουργία νά κηρύξει τόν πόλεμο Εναντίον τής πραγματικότητας πού προϋπήρχε, Ενώ Αντίθετα ή άρνηση τής άρνησης τή λειτουργία νά ύψώσει άρνητό καί Αρνούμενο σέ μιά Ανώτερη ένότητα καί μέ τήν Αποβολή τών Αρνητικών φαινομένων πού τή συνοδεύουν νά Αναπαράγει τΙς προϋποθέσεις τής Αφετηρίας σέ Ανώτερο έπίπεδο. Μέ δλα αύτά στήν πιό πλατιά Εννοια, δ Αγώνας γ ιά τη δημιουργία τής Αταξικής κοινωνίας μποροϋσε νά Εννοηθεί σάν άρνηση τής ταξικής κοινωνίας γενικά, πού ή Ιδια πάλι ήταν άρνηση τής πρωταρχικής κατάστασης, τοϋ πρωτόγονου κομμουνι- σμοϋ. Ή μελλοντική Αταξική κοινωνία δφειλε νά Αναπαράγει σέ
21
εύρύτερη έκταση δλα τά πλεονεκτήματα καί τΙς δυνατότητες τής πρωτόγονης κοινωνίας κι ϊτσι νά έπιβεβαιώσει χοντρικά τό νόμο έκεΐνο πού δροϋσε καί ατούς πιό παραμικρούς άκόμη Αγώνες πού φέρνουν στό δρόμο γ ιά τήν τελείωση τής κοινωνίας.
Στά πλαίσια τής διαλεκτικής ένα ρόλο έπαιξε καί ό νόμος τής μετατροπής τής ποσότητας σέ ποιότητα. "Αν μετατρέψουμε τϊς ποιοτικές σέ ποσοτικές διαφορές κι ώστόσο δέν παραιτηθούμε άπό τόν τονισμό τών διαφορετικών ποιοτήτων, τότε δέ μένει κανένας άλλος δρόμος παρά νά δεχτοΟμε μιά σημείο πρός σημείο καταληπτή στό χώρο καί τό χρόνο κατάσταση δπου ή συσσωρευμένη ποσότητα Αποφορτίζεται καί μεταβάλλεται σέ ποιότητα. Ή άντίληψη αύτή συγκεκριμενοποιημένη μέ τή βοήθεια τών κοινωνικών του Αναλύσεων καί έφαρμοζόμενη στό κοινωνικό προτσές χρησιμεύει στόν Μάρξ σάν πνευματικό μέσο μετάδοσης καί έκλαίκευσης μιδς πίστης στήν όποία άφοσιώθηκε Από κίνητρα κυρίως συγκινησιακά. Ή πίστη αύτή θά μπορούσε νά όνομαστεί έπαναστατισμός. Αύ- τός ό έπαναστατισμός έκδηλώθηκε στά νεανικά έργα τοΟ Μάρξ σάν συνέπεια καί έφαρμογή τοϋ Αφηρημένου φιλανθρωπισμού του. "Ομως δέ χρειαζότανε καθόλου ή Ιστορική έμπειρία γ ιά νά φανεί δτι οί πρακτικές Απαιτήσεις μιάς έπανάστασης ήταν δυνατό νά ρθοΟν σέ Αντίθεση μέ τό αίτημα ένός ούμανισμού πού σχετίζεται μέ τόν συγκεκριμένο ζωντανό άνθρωπο. Στό σημείο αύτό συναντούμε κιόλας Ινα Από τά στοιχεία διάσπασης πού σάν ένότητα Αντιθέτων διαποτίζουν τό μαρξισμό. Ή Αντίφαση λύνεται μόνο δταν έννοή- σουμε τόν μαρξιστικό Ανθρωπισμό σάν θεωρητικό, άφηρημένο φι- λανθρωπισμό κι δχι σάν συγκεκριμένο Ανθρωπισμό, φιλανθρωπι- σμό πού δέν έξαρτα τήν έφαρμογή του στούς Ανθρώπους Από όρι- σμένους δρους, Αλλά είναι έτοιμος νά έφαρμοστεΐ πάνω σέ κΑθε άνθρωπο.
'Ο τ ι ή έπανΑσταση ήταν γ ιά τόν Μάρξ κάτι παραπάνω άπό έκφραση μιας κοινωνικής νομοτέλειας έπιβεβαιώνεται Απ’ τό στενότερο φίλο του καί συνοδοιπόρο Φρήντριχ Έ νγκελ ς, πού στόν έπι- τΑφιο λόγο του έκτίμησε ώς έξής τήν ένέργεια τής έπανάστασης στή θέληση καί τό συναίσθημα τού Κάρλ Μάρξ: «Γιά τόν Κάρλ Μάρξ ή έπιστήμη ήταν μιά έπαναστατική δύναμη πού κινούνταν Ιστορικά. "Οσο μεγάλη κι άν ήταν ή χαρά πού ένιωθε γ ιά μιά νέα έπιστημονική Ανακάλυψη, σ’ δποια κοινωνική έπιστήμη, πού ή πρακτική της έφαρμογή ήταν Ακόμα όρατή, ή χαρά του ήταν Ακόμα μεγαλύτερη δταν έπρόκειτο γ ιά άνακάλυψη πού έπέμβαινε Αμέσως έπαναστατικά στή βιομηχανία, στήν Ιστορική έξέλιξη γε νικά. . . Γιατί δ Μάρξ ήταν πρώτ’ άπ’ δλα έπαναστάτης. Ή σύμπραξη, μέ τόν έναν ή τόν άλλο τρόπο, στήν άνατροπή τής καπιταλιστικής κοινωνίας καί τών κρατικών θεσμών πού είχαν δημιουρ-
γηθεΐ άπ’ αύτή, ή σύμπραξη στήν Απελευθέρωση τοϋ σύγχρονου προλεταριάτου, πού αύτός πρώτος τοΰ ίδωσε τή συνείδηση τής κατάστασης καί τών άναγκών του καί τή γνώση τών δρων τής χε ιραφέτησής του, αύτό ήταν τό πραγματικό του έπάγγελμα. Ό Αγώνας ήταν τό στοιχείο του».’
Ή έπανάσταση, σάν Αναγκαία ρήξη μέ τήν ύπΑρχουσα κατά- σταση, προέκυψε γ ιά τόν ΜΑρξ Από τήν δρμητική θέληση τοϋ έ- παναστατικοΟ του ένθουσιασμοΟ. Γιά νΑ τή δικαιολογήσει βρήκε παραδείγματα, θεωρητικά καί έφαρμογής, στήν Ιστορία. Βέβαια τά Ιστορικά παραδείγματα πού βρήκε δέ θά Ιφταναν νά βοηθήσουν στή γέννηση τής βασικής έπαναστατικής του πεποίθησης, Αν αύτή δέν ύπήρχε κιόλας σάν διάθεση. "Ενας σοφός προσανατολισμένος καθαρά Ιστορικά καί κοινωνιολογικά δέ θά μποροϋσε νά παρασυρθεί σ’ έκεΐνα τά βιαστικά καί σέ μεγάλο βαθμό Αντιφατικά συμπεράσματα πού δέν καλύπτονται Από τά έπισκοπούμενα γεγονότα, καί πού τά βρίσκουμε στήν Αναλογία, πού πολλές φορές διαπίστωσε ό Μάρξ, ΑνΑμεσα στήν Αστική καί τήν προλεταριακή έπανΑ- σταση. Ό Μάρξ δέχτηκε πώς ή προλεταριακή έπανάσταση θ’ Ακολουθούσε τήν Αστική κοινωνία μέ τόν Γδιο τρόπο πού ή Αστική έπανΑσταση Ακολούθησε τή φεουδαρχική κοινωνία. Εναντίον αύτής τής Αναλογίας μπορεΐ νά προβληθεί ή Αντίρρηση — καί μάλιστα δχι έκ τών ύστέρων — δτι στηρίζεται σέ μιά Ανεπαρκή γενίκευση ένός μεμονωμένου ιστορικού φαινομένου, τού όποίου ot προϋποθέσεις ήταν έπΐ πλέον σαφώς διαφορετικές. Έ νώ δηλαδή οί έκπρόσω- ποι τής Αστικής κοινωνίας είχαν κιόλας πρίν άπό τήν έπανΑσταση στήν κατοχή τους σπουδαία οικονομικά πόστα καί διέθεταν ΑνΑλογη δύναμη, ένώ δηλαδή στήν περίπτωση τής Αστικής Ιπανάστασης δέν έπρόκειτο παρά γ ιά τήν έξομοίωση τής τάξης, τοϋ κράτους καί τοΟ δικαίου μέ τΙς Αναπτυγμένες κιόλας κοινωνικές σχέσεις, ή προλεταριακή έπανΑσταση θά είχε τό καθήκον νά πραγματοποιήσει τόσο τή στερέωση τών οίκονομικών προϋποθέσεων δσο καί στή συνέχεια τή θεμελίωση τών πολιτικών θέσεων κυριαρχίας. Καί μόνο αύτή ή διαπιστωμένη στή σύγκριση μέ τό Αστικό πρωτότυπο έλαττωματι- κότητα τών προϋποθέσεων, πού δ Μάρξ τή στοχάστηκε σάν Ιστορικό πλεονέκτημα τής προλεταριακής έπανάστασης, ή όποία ίπρε- πε ώστόσο πρώτα νά κατακτήσει τή βΑση τής ζωής της, καί δχι σάν παράγοντα πού έκανε Αμφισβητήσιμη τήν Αναλογία ΑνΑμεσα στήν Αστική καί τήν προλεταριακή έπανάσταση καί οΐ μεγαλύτερες δυσκολίες πού γεννιούνταν έξαιτίας αύτής τής έλαττωματικό- τητας καί πού ϊπρεπε νά ύπερνικηθοϋν γ ιά νά μπορεΐ νά πραγματοποιηθεί αύτό τό καθήκον, θά ϊπρεπε νά τόν κάνουν προσεκτικό Απέναντι σέ μιά Ανεξέταστη μεταφορά τοϋ σχήματος τής Αστικής στήν προλεταριακή έπανΑσταση. Ό Μάρξ δμως, δπως φαίνεται
καί στά νεανικά του κείμενα, ήταν βέβαιος γ ιά τήν άναγκαιότητοτ καί τό Αναπόφευκτο τής έπανάστασης σάν βίαιης Αποφόρτισης τ<3ν κοινωνικών άντιθέσεων" στή «Γερμανική ’Ιδεολογία», Ενα άπό τά ίργα τής νεανικής του ήλικίας, έξέφρασε μέ τά παρακάτω λόγια αύτή του τήν πεποίθηση: « . . . δτι ή έπανάσταση είναι άναγκαία δχι μόνο γιατί δέν μπορεΐ νά άνατραποϋν μέ άλλο τρόπο οί κυρίαρχες τάξεις, άλλά καί γ ιατί ή τάξη πού άνατρέπει μόνο μέ τήν έπανάσταση μπορεΐ νά φτάσει στό σημείο νά ξεφορτωθεί δλη τήν παλιά βρωμιά καί νά γίνει ίκανή γ ιά μιά νέα θεμελίωση τής κοινωνίας».'
Ή πεποίθηση λοιπόν τοϋ Μάρξ στήν άναγκαιότητα μιάς βίαιης έπανάστασης γ ιά τήν Ανατροπή τής ύπάρχουσας κατάστασης στηριζόταν καί στήν άτράνταχτη πίστη πώς οί κυρίαρχες τάξεις δέ θά άποχωρήσουν ποτέ μέ τή θέλησή τους άπό τήν έξουσία. Βέβαια ύπάρχουν καί μερικά σημεία πού δείχνουν δτι δ Μάρξ θεωροΰσε σάν δυνατή καί μιά ειρηνική έπίσης έξέλιξη στό σοσιαλισμό. Σ χετικά μ’ αύτή τήν ύπόθεση άναφέρεται μέ εύχαρίστηση ένας λόγος του, τοϋ 1872, στό "Αμστερνταμ στή διάρκεια ένός συνεδρίου τής Διβθνοϋς, στόν όποιο παραδέχτηκε γ ιά τήν ’Αμερική καί διάφορες εύρωπαΐκές χώρες τή δυνατότητα μιάς ειρηνικής έξέλιξης.4 ’Αλλά κι αύτές οί μεταγενέστερες διορθώσεις έπέτρεπαν τόν ειρηνικό - δρόμο σάν έξαίρεση ένός έπαναστατικοϋ κανόνα πού τηρήθηκε μέ συνέπεια.
"Ετσι, δ Φρήντριχ Έ νγκελ ς στόν πρόλογο τής άγγλικής έκδοσης τοϋ «Κεφαλαίου» τό 1886, άναφερόμενος στόν Μάρξ έγραφε δτι έφτασε στό συμπέρασμα πώς τουλάχιστο στήν Εύρώπη ή ’Α γγλία ήταν ή μοναδική χώρα δπου ή Αναπόφευκτη σοσιαλιστική έπανάσταση μποροϋσε νά πραγματοποιηθεί μέ έντελώς νόμιμα καί ειρηνικά μέσα. ’Αλλά στήν έπόμενη κιόλας φράση συμπληρώνει: Βέβαια δέν είχε παραλείψει νά προσθέσει πώς πολύ λίγο έλπιζε δτι ή Αγγλική δρχουσα τάξη θά ύποταχθεΐ σ’ αύτή τήν εΙρηνική καί νόμιμη έπανάσταση, δίχως μιά πραγματική έπανάσταση τών σκλάβων.' Κατά βάθος λοιπόν δ Μάρξ περίμενε καί γ ιά τήν ’Α γγλία μιά ειδική περίπτωση διάσπασης τής νομιμότητας.
Πόσο πολύ ήτανε ριζωμένη στή σκέψη τών Μάρξ καί "Ενγκελς ή Ιδέα μιάς σημείο πρός σημείο μετατροπής σάν μορφής τής προλεταριακής έπανάστασης φαίνεται καθαρά στίς δυό θέσεις πού Ακολουθούν. Ή πρώτη είναι παρμένη άπό τό 24ο κεφάλαιο τοΟ πρώτου τόμου τοϋ «Κεφαλαίου», τοϋ κύριου έργου τοϋ Μάρξ, καί είναι δχι μόνο άπόδειξη τής δύναμης τής έπαναστατικής σκέψης τοϋ Μάρξ, άλλά καί συμπυκνωμένη συνόψιση τών προσδοκιών του γ ιά τό μέλλον.
«Μαζί μ’ αύτή τή συγκεντροποίηση ή τήν άπαλλοτρίωση τών
24
κολλών καπιταλιστών άπό τούς λίγους άναπτύσσεται σέ μιά αύ- ξανόμενη διαρκώ; κλίμακα ή συνεργατική μορφή τοϋ προτσές έργασίας, ή συνειδητή χρησιμοποίηση τής τεχνικής καί τής έπιστή- μης, ή σχεδιασμένη έκμετάλλευση τής γής, ή μετατροπή τών μέσων έργασίας σέ Αποκλειστικά κοινά μέσα έργασίας, ή οίκονομο- ποίηση δλων τών παραγωγικών μέσων, μέ τή χρησιμοποίησή τους σάν παραγωγικών μέσων σύνθετης κοινωνικής έργασίας, τό τύλιγμα δλων τών λαών στό δίχτυ τής παγκόσμιας άγορ&ς καί τέλος ό διεθνικός χαρακτήρας τοϋ καπιταλιστικοϋ συστήματος. Ό ά- ριθμός τών μεγιστάνων τοϋ κεφαλαίου πού σφετερίζονται καί μονοπωλούν δλα τά πλεονεκτήματα αύτοϋ τοϋ προτσές μετατροπής σταθερά μειώνεται, μεγαλώνει ό δγκος τής Αθλιότητας, τής πίεσης, τής σκλαβιδς, τοϋ έκφυλισμοϋ, τής έκμετάλλευσης, άλλά καί τής Αγανάκτησης τής έργατικής τάξης πού διαρκώς πληθαίνει καί μέ τό μηχανισμό τοϋ καπιταλιστικοϋ παραγωγικοϋ προτσές έκπαι- δεύεται, ένοποιεΐται καί όργανώνεται. Τό μονοπώλιο τοϋ κεφαλαίου γίνεται δεσμά γ ιά τό παραγωγικό προτσές πού μ’ αύτό καί κάτω άπ’ αύτό έχει άνθίσει. Ή συγκέντρωση τών παραγωγικών μέσων καί ή κοινωνικοποίηση τής έργασίας φτάνουν σ’ 2να σημείο πού δέ συμβιβάζονται πιά μέ τό καπιταλιστικό τους περίβλημα, κι αύτό σπάζει. Σημαίνει ή τελευταία ώρα τής καπιταλιστικής Ατομικής ιδιοκτησίας. Οί Απαλλοτριωτές Απαλλοτριώνονται».'
Ή άλλη θέση είναι παρμένη άπ’ τό Ά ντ ι - Ντύρινγκ τοΰ Φ. Έ νγκελς, τό βιβλίο έκεΐνο πού κατά τή γνώμη ένός Γερμανοϋ t- στορικοϋ μέ τήν έμφάνισή του κατά τήν άρχή τής δράσης τών άν- τισοσιαλιστικών νόμων τοϋ Βίσμαρκ, δηλαδή κατά τήν «ήρωική περίοδο»,7 άσκησε πάνω στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία μιά έ- πίδραση ιεραποστολική.' Στή λαϊκή αύτή βίβλο τοϋ μαρξισμοΰ, Α- ναφέρεται σέ σχέση μέ μερικές άναπτύξεις τής θεωρίας τοϋ σοσιαλισμού πού συνοψίζουν τΙς μαρξιστικές ιδέες:
«Ό καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πού μεταβάλλει Ακατά- παυστα τή μεγάλη πλειοψηφία τοΰ πληθυσμού σέ προλετάριους δημιουργεί ταυτόχρονα τή δύναμη έκείνη πού, κάτω άπό τήν άπειλή τής καταστροφής, Αναγκάζεται νά δλοκληρώσει αύτή τή μετατροπή . Τό προλεταριάτο παίρνει τήν κρατική έξουσία καί μεταβάλλει τά παραγωγικά μέσα Αρχικά σέ κρατική Ιδιοκτησία. Μέ τόν τρόπο δμως αύτό Αναιρείται τό Γδιο σάν προλεταριάτο, Αναιρεί δλες τΙς ταξικές διαφορές, δλες τΙς ταξικές άντιθέσεις καί μαζί τό κράτος σάν κρ ά το ς.. . Ή πρώτη πράξη μέ τήν όποία τό κράτος παρουσιάζεται σάν έκπρόσωπος δλης τής κοινωνίας — ή κατοχή τών παραγωγικών μέσων στό δνομα δλης τής κοινωνίας — είναι σύγχρονα καί ή τελευταία του αύτοτελής πράξη σάν κράτος. Ή έπέμ- βαση τής κρατικής δύναμης στίς κοινωνικές σχέσεις γίνεται στόν
Ιναν ύστερα άπό τόν άλλο τομέα, περιττή καί τότε αύτή ή κρατική δύναμη άποκοιμιέται άπό μόνη της. Στή θέση τής διακυβέρνησης προσώπων μπαίνει ή διαχείριση πραγμάτων καί ή διεύθυνση τού παραγωγικού προτσές. Τό κράτος δέν καταργείται, άπονε- κρώνεται».'
Αύτές οί δυό θέσεις πού ή Αντιπροσωπευτική τους άξία γ ιά τήν έρμηνεία τοΟ μαρξιστικού συστήματος δέν μπορεΐ νά Αμφισβητηθεί καί πού προπαντός είναι τυπικές άπό τήν Αποψη τής πολιτικής δράσης τών μαζών πού έπιδιώκει ό μαρξισμός, φανερώνουν δτι ό μαρξιστικός έπαναστατισμός πού άπό πολύν καιρό είχε έπισκιάσει καί καταπνίξει τόν φιλανθρωπισμό τών νεανικών κειμένων συνδέεται μέ έσωτερική συνέπεια μ’ ένα στοιχείο τοΟ μαρξισμού πού μπορεΐ νά χαρακτηριστεί σάν Ιστορικός ντετερμινισμός. 'Ο πω ς φανερώνουν οί δυό θέσεις πού παραθέσαμε πιό πάνω κι άκόμα δπως μάς δίνει νά καταλάβουμε ή δλη συνάφεια τοϋ μαρξιστικού συστήματος, μέ τήν προλεταριακή έπανάσταση, πού φέρνει στή δικτατορία τού προλεταριάτου καί όφείλει νά προπαρασκευάσει τό πέρασμα στήν άταξική κοινωνία, πρόκειται γ ιά ένα άναγκαίο στάδιο στά πλαίσια ένός προτσές, πού βέβαια πραγματοποιείται μέ τή θέληση τών Ανθρώπων κατά τά Αλλα δμως είναι ριζωμένο στούς Αντικειμενικούς νόμους πού καθορίζουν τήν πορεία τής κοινωνίας.
Είναι εύκολο ν’ ΑντιληφθοΟμε — καί μάλιστα πΑλι δχι μόνο μέ βάση τήν ιστορική έμπειρία — δτι αύτός ό ντετερμινισμός μπορεΐ νά βρεθεί κάτω άπό τήν ίδια στέγη μέ τόν προηγούμενο άπ’ αύτόν σάν συγκινησιακό κίνητρο στό δημιουργικό προτσές τού Μάρξ έ- παναστατισμό, μόνο μέ τήν προϋπόθεση πώς ή έπαναστατική συνείδηση τής τάξης τού σύγχρονου προλεταριάτου πού προορίζεται νά πραγματοποιήσει τήν κοινωνική άλλαγή, θά βρίσκεται στό ύψος τής άντικειμενικής κατάστασης καί σέ όμοφωνία μ’ αύτή, ένώ στήν άντίθετη περίπτωση θά προκόψει σάν άποτέλεσμα ή τάση νά κομματιαστούν καί νά άνεξαρτητοποιηθοϋν οί παράγοντες πού μέσα στό σύστημα έχουν συνδεθεί μεταξύ τους.
Ό έπαναστατισμός τού Μάρξ πού βρίσκεται κιόλας σέ μιά σχέση φορτισμένη μέ ένταση πρόίς τόν πρωτογενή φιλανθρωπισμό, έρχεται εύκολα σέ σύγκρουση καί μέ τόν ντετερμινισμό του καί σεβόμενος αύστηρά τήν άπαγόρευση πού ύπάρχει στόν πρόλογο τοΟ «Κεφαλαίου» — σύμφωνα μέ τήν όποία ο[ φυσικές τάσεις έξέλι- ξης δέν μπορεΐ ούτε νά ύπερπηδηθούν, ούτε νά έξοστρακιστούν μέ διατάγματα — 10 κάτω άπό όριαμένες περιστάσεις ή πρέπει νά έγ- καταλειφθεΐ καί νά περιμένει τήν έμφάνιση τών άντικειμενικών δρων πού θά τόν διευκολύνουν ή στήν άντίθετη περίπτωση νά πάρει τή θέση έκείνου τού ντετερμινισμού πού έπιβάλλει μιά άναστο- λή στήν έπαναστατική θέληση. Ή δ ι ά σ τ α σ η ά ν ά μ ε ·
σ α σ τ ό ν έ π α ν α σ τ α τ ι σ μ ό κ α ί τ ό ν Ι σ τ ο ρ ι κ ό ν τ ε τ ε ρ μ ι ν ι σ μ ό μπορεΐ νά παρακολουθηθεί στό έργο τών Μάρξ καί Έ νγκελς βήμα πρός βήμα στά κριτικά σχόλια καί τις άπόψεις τους άναφορικά μέ τά γεγονότα τής έποχής τους καί έξαφανίζεται μόνο στήν Ιδανική περίπτωση πού έπανα- στατικές τάξεις, έπαναστατική άποστολή καί έπαναστατική συνείδηση έναρμονίζονται άπόλυτα γ ιά νά έπιφέρουν τήν Ιστορική ένέρ- γεια που άκριβώς προέβλεψε ό Μάρξ. Δέν είναι κατά συνέπεια έκ- πληκτικό πού ό έξελισσόμενος Ιστορικά μαρξισμός έπωφελήθηκε άπό τΙς δυνατότητες πού έπενδύθηκαν καί ύπάρχουν σ’ αύτές τΙς διάφορες έκτιμήσεις δτι δ ύπερβολικός τονισμός τής έξέλιξης σύμφωνα μέ τό φυσικό νόμο έφερε στήν ύποχώρηση τής έπαναστατι- κής θέλησης, ένώ άντίθετα ή συγκέντρωση τής προσοχής στόν ύ- ποκειμενικό παράγοντα στήν άναστολή τών μαρξιστικών νόμων. Τό κομμάτιασμα καί ή διασπορά τών συμφιλιωμένων άκόμα στόν Μάρξ στοιχείων έχει θεμελιωθεί σάν δυνατότητα καί σάν δυσκολία σκέψης πού δέν άναιρεΐται στό ίδιο τό μαρξιστικό σύστημα.
Ό Ιστορικός ντετερμινισμός παίρνει πολύ εύκολα τή στάση έκεί- νη πού έννοεί τήν ιστορία σάν προτσές πού πραγματώνεται μέ ά- ναγκαστικότητα καί γ ι’ αύτό δέν παίρνει άπλώς ύπόψη άλλά έμ- πιστεύεται στίς νομοτέλειες του πού δροΟν άλάθευτα. Πριν άπ’ δλα ή θεώρηση τής φύσης καί τής κοινωνίας σάν διαλεκτικής ένό- τητας παραπλάνησε πολλούς άπό τούς έπίγονους τών Μάρξ καί ’Ενγκελς καί τούς παρακίνησε, κατά τήν έφαρμογή αύτής τής άρχής, νά άφαιρέσουν άπαρατήρητα τήν κινητήρια ένέργεια άπό τις χαρακτηριζόμενες άπό τόν Μάρξ, έξαιτίας τοΟ έπαναστατικοϋ του ένθουσιασμοϋ, σάν άτμομηχανές τής ιστορίας καί θεωρούμενες σάν ένσωματωμένες στή λογική τού συστήματος έπαναστάσεις11 καί ν’ άφήσουν νά διαφύγει ό άτμός πού άρχικά είχε ύπερθερμά- νει δλο τό σύστημα. Σάν άπόδειξη αύτής τής τάσης, πού είναι χ α ρακτηριστική γ ιά τό άναπτυγμένο μαρξιστικό σύστημα καί έρχεται σέ άντίθεση μέ τόν έπαναστατισμό, θά παρουσιάσουμε μερικές θέσεις πού δέν είναι δυνατό νά άμφισβητηθεϊ ή ιδανική χαρακτηριστική τους άξία. Στό «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», σάν έπιβεβαίω- ση τής πίστης πού διαποτίζει όλόκληρο αύτό τό ντοκουμέντο, λέγεται σχετικά μέ τήν ιστορική άναγκαιότητα πού φέρνει τό προλεταριάτο στή νίκη: «Μέ τήν άνάπτυξη λοιπόν τής μεγάλης βιομηχανίας άφαιρεΐται άπό τά πόδια τής μπουρζουαζίας ή ίδια ή βάση πάνω στήν όποία παράγει καί ιδιοποιείται τό προϊόν. . . Π α ρ ά γ ε ι π ρ ο π α ν τ ό ς τ ο ύ ς ν ε κ ρ ο θ ά φ τ ε ς τ η ς . Ή π τ ώ σ η τ η ς κ α ί ή ν ί κ η τ ο ϋ π ρ ο λ ε τ α ρ ι ά τ ο υ ε ί ν α ι ά ν α π ό φ ε υ κ τ ε ς ».'* (Τονισμένη άπ’ τό συγγραφέα).
27
Κατά τόν ίδιο τρόπο, πάνο) στό Ιδιο θέμα έκφράζεται δ Μάρξ καί στόν πρόλογο τής «Πολιτικής Οικονομίας»: «Στήν κοινωνική παραγω γή τής ζωής τους ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι σ υ ν ο μ ο λ ο - γ ο ϋ ν κ α θ ο ρ ι σ μ έ ν ε ς , ά ν α γ κ α ϊ ε ς , ά ν ε ξ ά ρ - τ η τ ε ς ά π ό τ ή θ έ λ η σ ή τ ο υ ς σ χ έ σ ε ι ς».1* (Τονισμένη άπό τό συγγραφέα).
Στόν πρόλογο τοΰ «Κεφαλαίου» 6 Μάρξ προχωρεί τόσο πού παρουσιάζει τό κοινωνικό προτσές σάν φυσικοΐστορικό. «Δέ ζωγραφίζω καθόλου μέ ρόδινα χρώματα τΙς μορφές τοϋ καπιταλιστή καί τοΰ γαιοκτήμονα. ’Αλλά έδώ πρόκειται γ ιά πρόσωπα μόνο βσο αδ- τά είναι προσωποποίηση οίκονομικών κατηγοριών, φορείς δρισμέ- νων ταξικών σχέσεων καί συμφερόντων. Λιγότερο άπ’ τό κάθε άλλο, ή άποψη πού έννοεί τήν έξέλιξη τοϋ οίκονομικοϋ σχηματισμοΟ σ ά ν £ ν α φ υ σ ι κ ο ΐ σ τ ο ρ ι κ ό π ρ ο τ σ έ ς μπορεΐ νά κάνει τό άτομο ύπεύθυνο γ ιά σχέσεις τών όποιων τό δημιούργημα παραμένει κοινωνικό δσο κι άν ύποκειμενικά ύψώνεται πάνω άπ’ αδτές».1* (Τονισμένο άπό τό συγγραφέα).
«’Ανεξάρτητο άπό τή θέλησή τους», «άναγκαΐο», «άναπόφευκτο», «φυσικοϊστορικό προτσές» — είναι δύσκολο νά βροΟμε τή διαφορά άνάμεσα σ’ αύτές τΙς Ιννοιες, δηλαδή τό πνευματικό τους άθροισμα καί τήν Ιννοια τής «άναγκαστικότητας» άπό τήν όποία, σάν άντι- μαρξιστική, πολλοί μαρξιστές εδχαρίστως κρατιοϋνται σέ άπόστα- ση. Τό δυσάρεστο γεγονός δτι στόν Μάρξ ύπάρχει μιά κατεύθυνση έξέλιξης καί σκέψης πού τείνει στό άπροκάλυπτο άντίθετό της δέν άλλάζει κατά τίποτε στό δτι ή τάση π ο ύ ‘παρουσιάζεται μέ τόν Ιστορικό ντετερμινισμό δδηγεϊ δσο τό δυνατό πιό κοντά στήν καταδικασμένη Ιννοια τής άναγκαστικότητας καί ?τσι άπολήγει ένάν- τ ια στόν ύποχρεωτικά συνδεμένο μαζί της έπαναστατισμό. ’Αντί νά προτιμήσουν τήν δμολογία πώς στόν Μάρξ ύπάρχουν στοιχεία σκέψης καϊ αιτιολόγησης τεχνητά συμφιλιωμένα, πού βασικά βρίσκονται σέ άντίθεση μέ τό σύστημα, πολλοί μαρξιστές φρονοΰν δτι πρέπει νά άμβλύνουν τήν όξύτητα τών άντιθέτων τάσεων καί Ιτσι άρνοΟνται ή παριστάνουν σάν άσήμαντη τήν ούσία, τόσο τοϋ έπανα- στατισμοϋ δσο καί τοϋ ντετερμινισμοϋ. "Ετσι έξομαλύνονται βέβαια, πάνω στή γραμμή τής μικρότερης άντίστασης, οί άντιφάσεις, άλλά τό άποτέλεσμα είναι νά άπαλλάσεται τό σύστημα τοϋ Μάρξ άπό τίς άντιφάσεις καταβάλλοντας σάν άντίτιμο τήν πραγματική τοο σημασία, πού συνίσαται άκριβώς στό δτι μπορεΐ νά χρησιμεύσει σάν βάση καί σύνδεση μέ διάφορες δυνατότητες έξέλιξης.
Ή διάσταση άνάμεσα στόν έπαναστατισμό καί τό ντετερμινισμό πού διαπερνά δλόκληρο τό μαρξιστικό σύστημα χαρακτηρίζεται ά- κόμα σάν ύπεύθυνη γ ιά τήν ταλάντευση πού διαπιστώνεται στό μαρξισμό στό ζήτημα τής δημοκρατίας καί τής κυριαρχίας τής πλειο-
ψηφίας σάν προϋπόθεσης γ ιά τήν προλεταριακή έπανάσταση. Ή ταλάντευση αύτή πού άποδείχτηκε Ιστορικά κατά τήν έκτίμηση τών προσπαθειών τρομοκρατικών μειονοψηφιών νά κάνουν αύτο- δύναμη τήν έπανάσταση δέν Ιχε ι μόνο Ιστορικό ένδιαφέρον κι οδ- τε είναι άπλώς ένα ψυχολογικό πρόβλημα τοϋ άνθρώπου Κάρλ Μάρξ, στόν όποιο διαπιστώνεται εδκολα μιά άντίφαση άνάμεσα στίς δημοκρατικές του πεποιθήσεις καί τή μισαλλοδοξία του. ’Απεναντίας δδηγεΐ πάλι στίς άντιφάσεις τοϋ συστήματος γ ιά τΙς όποιες κάνουμε λόγο.
Δέν ύπάρχει καμιά άμφιβολία πώς ή άνάγκη τής δημοκρατίας σάν κυριαρχία τής πλειονοψηφίας, σύμφωνα καί μέ τήν κοινωνιολογική άνάλυση τού Μάρξ, έπιβάλλεται στήν προλεταριακή έπανάσταση σάν προϋπόθεση τής άποτελεσματικότητας της, άλλά καί σάν μορφή τής κυριαρχίας της. Ή άναγκαιότητα τής ύπαρξης τοϋ προλεταριάτου σάν έπικρατέστερης πλειοψηφίας τοϋ πληθυσμοϋ έ- ξάγεται άπό τήν κρίση πού έκφέρεται στά κείμενα ποό παραθέσαμε γ ιά τήν έξέλιξη καί τήν δξυνση τών ταξικών άντιθέσεων στήν καπιταλιστική ρύθμιση τής κοινωνίας, κρίση σύμφωνα μέ τήν δ- ποία Ενας δλο καί μεγαλύτερος άριθμός έξαθλιωμένων προλεταρίων θά άντιπαρατάσσεται σ’ Ινα διαρκώς μικρότερο άριθμό έκμεταλ- λευτών καϊ καρπωτών τοΰ κεφαλαίου. Σέ γενική συμφωνία μέ άλλα μέρη τοΰ μαρξιστικού θεωρητικοΰ οίκοδομήματος τό «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» δρίζει τό προλεταριακό κίνημα σάν «άνεξάρτη- το κίνημα» τής τεράστιας πλειοψηφίας, γ ιά τά συμφέροντα τής τεράστιας πλειοψηφίας».1*
'Ωστόσο τό γεγονός δτι ή κατάκτηση τής πολιτικής έξουσίας άπ’ τό προλεταριάτο, στήν κανονική περίπτωση ήταν γ ιά τόν Μάρξ συνδεμένη μέ τήν κοινωνιολογική προϋπόθεση πώς τό προλεταριάτο άποτελεΐ τήν πλειοψηφία τοΰ πληθυσμοϋ, δέν μπορεΐ νά παραπλανήσει σχετικά μέ τό δτι γ ιά τόν Μάρξ ή θέληση τών μαζών είναι βέβαια ό παράγοντας τής μεταβολής καί τό συνοδό φαινόμενο πού δικαιώνει τό σύστημα του, άλλά δχι καί ή βάση νομιμοποίησης τής Ιστορικής άναγκαιότητας. Ό τ α ν λοιπόν κάτω άπό δρισμένες περιστάσεις μπορεΐ ή έμπιστοσύνη στήν άντικειμενική άποτελεσμα- τικότητα τών Ιστορικών νόμων νά εύνοήσει ένα φαταλιστικό συμπέρασμα, κάτω άπό άλλες περιστάσεις μπορεΐ έπίσης νά χρησιμεύσει σάν πρόσκληση νά προληφθεΐ έτσι ή άλλοιώς ή άναπόδραστη άναγκαιότητα καί νά νομιμοποιηθεί καί ή μειονότητα νά μετατρέψει τήν ιστορική έπιταγή σέ πράξη. Έ τ σ ι δ έπαναστατισμός, πού βρίσκεται σέ ψυχολογική καί συστηματική σύγκρουση μέ τό ντετερμινισμό, μπορεΐ δχι μόνο νά συμφιλιωθεί μαζί του, άλλά καί νά προσποριστεί άπ’ αύτόν πρόσθετες κινητήριες δυνάμεις καί λόγους νομιμοποίησης.
29
Για νά διευκρινιστεί Ιστορικά αύτή ή δυνατότητα πού ύπάρχει στό μαρξισμό συνδιαλλαγής τοϋ έπαναστατισμοϋ μέ τό ντετερμινισμό, παραπέμπουν μ’ εύχαρίστηση στή θέση πού πήρε ό Μάρξ στά σύγχρονά του γαλλικά γεγονότα τοΟ 1849 καί κυρίως άπέναντι α τ ο ύ ς τ α ξ ι κ ο ύ ς ά γ ω ε ς τ ή ς Γ α λ λ ί α ς . Ή μεροληψία τοΟ Μάρξ ύπέρ τοΟ ΛουΙ ΜπλανκΙ καί τής όλιγά- ριθμης φράξιας του δέν πρέπει νά άποδωθεί μόνο στόν έπαναστα- τικό του Ενθουσιασμό. ’Αποκαλύπτει καί μιά δυνατότητα τής μαρξιστικής έκτίμησης στήν όποία ό Έ νγκελ ς, δταν τό 1896 Εγραφε τήν Εισαγωγή στό βιβλίο τοϋ Μάρξ «Ταξικοί άγώνες στή Γαλλία», σχολιάζοντας τήν κατάσταση τοΟ 1848, Εδωσε τήν παρακάτω Εκφραση: «01 ίδιες οΐ προλεταριακές μάζες, άκόμα καί τοΟ Παρισιού, καί μετά τή νίκη τους δέν ήταν άπόλυτα σ ίγουρες'γιά τό δρόμο πού Επρεπε νά τραβήξουν. Κι δμως τό κίνημα, ένστικτώδι- κο, αύθόρμητο, άκατανίκητο ήταν παρόν. Αύτή δέν ήταν ή κατάσταση μέσα στήν όποία μιά έπανάσταση καθοδηγούμενη βέβαια άπό μιά μειοψηφία, άλλά αύτή τή φορά δχι γ ιά τά συμφέροντα τής μειοψηφίας παρά γ ιά τά πραγματικά συμφέροντα τής πλειοψηφίας, Επρεπε νά πετύ χει;»’* Ή μεταγενέστερη διαπίστωση: «ή Ιστορία Εδωσε άδικο σ’ δλους Εμάς πού σκεφτήκαμε μέ τόν Γδιο τρόπο» καί ή πεποίθηση πού άργότερα σχημάτισε ό "Ενγκελς, πώς τότε δέν ύπήρχαν οί προϋποθέσεις γ ιά τόν παραμερισμό τής καπιταλιστικής παραγωγής δέν άλλάζουν στό παραμικρό τό δτι τά γε γονότα τοϋ 1848 κρίθηκαν άπό τούς Μάρξ καί Έ νγκελ ς μέ τήν Εννοια πού άργότερα άρνήθηκαν. Κάτι παραπάνω. ’Αποσαφηνίζουν πώς δέν άποκλείστηκε άπό τούς μαρξιστικούς συλλογισμούς ή καθοδήγηση τής έπανάστασης άπό μειοψηφίες «γιά λογαριασμό τών πραγματικών συμφερόντων τής πλειοψηφίας», γιατί, γ ιά τούς Μάρξ καί Έ νγκελ ς, πρέπει βέβαια νά προσωποποιείτε ή δημοκρατία στή θέληση τής πλειοψηφίας, άλλά μπορεΐ καί νά μήν προέρχεται άπ’ αύτή. Ή γενική θέληση μέ τήν Εννοια πού τής Εδωσε ό Ρουσ- σώ, ή άφηρημένη κοινή θέληση άν καί κατά κανόνα προβάλλεται στή θέληση δλων, στήν Εκφρασμένη θέληση δλων, είναι δμως χω ρισμένη άπό τήν κανονική Εκδήλωση της καί γ ι’ αύτό μπορεΐ καί νά χειραφετηθεί άπ’ αύτή τή μορφή Εμφάνισης. *
"Αν καί, άκόμα καί στόν Ρουσσώ, ή Εκφρασμένη θέληση δλων είναι μόνο τό μέσο μέ τό όποϊο πρέπει νά Εξακριβώνεται ή κοινή θέληση άλλά δχι καί ό λόγος καί ή βάση τής χρησιμοποίησης της, πάλι ό Μάρξ προχωρεί άκόμα περισσότερο στήν άπόσπαση τής συγκεκριμένης μορφής τής Εκδήλωσης της άπό τή βάση πού τή νομιμοποιεί. Έ τσ ι, Εκ τών προτέρων, στό μαρξισμό δέν είναι ή θέληση δλων, παρά μόνο τής προλεταριακής πλειοψηφίας πού θά βοηθήσει τήν κοινή θέληση νά Εκδηλωθεί. Κατά συνέπεια καί σύμ
30
φωνα μέ τό πνεϋμα τοΟ μαρξισμού μπορεί κάτω άπό όρισμένες περιστάσεις εύκολότατα νά έμπιστευθοϋμε καί στή μειοψηφία τή διαφύλαξη καί τήν έπιβολή τής κοινής θέλησης πού Ιχε ι Εγκαταλει- φθεΐ άπό τήν πλειοψηφία.
Ή μαρξιστική πεποίθηση δτι μέ τις προλεταριακές Επαναστά- σεις δέν άποφορτίζεται άπλώς ή έπαναστατική θέληση, άλλά πολύ περισσότερο Εκπληρώνεται μιά ιστορική άναγκαιότητα, Εμπεριέχει τήν πίστη σέ μιά άντικειμενικά άντιληπτή, γ ιά δλους δεσμευτική, άπό άποψη άρχών, μακριά άπό κάθε άμφιβολία άλήθεια στόν κοινωνικό τομέα, άκόμα κι δταν αύτή ή άλήθεια πρέπει πρώτα νά κατακτηθεί καί νά Επιβληθεί μέ τόν άγώνα. 'Ε π ειτα άπ’ αύτά, τά ζητήματα όργάνωσης καί προσανατολισμοί} τής κοινωνίας δέν είναι πιά άπλά ζητήματα ώφελιμότητας, άλλά, άπό άποψη άρχών, ζητήματα πού μπορεΐ νά λυθούν σύμφωνα μέ άντιλήψεις πού άπο- κτήθηκαν μέ σωστό τρόπο. Μέ τήν άποψη του αύτή 6 μαρξισμός Ερχεται σέ άντίθεση καί μέ τήν Εννοια τής πλουραλιστικής δημοκρατίας.
Ή Εννοια τής πλουραλιστικής δημοκρατίας οίκοδομεΐται πάνω στό ρελατιβισμό, δηλαδή στήν πεποίθηση πώς γ ιά τήν άνθρώπινη συμβίωση δέν ύπάρχει Ενας άπόλυτα Εγκυρος, δοσμένος άπό τά πριν κανόνας, γ ι ’ αύτό καμιά σωστή κοινωνία καί κανένα σωστό δίκαιο, παρά μονάχα μιά ρύθμιση, Εγκυρη πάντα ύπό δρους καί γ ι’ αύτό Εξαρτημένη άπό τήν άπόφαση τής πλειοψηφίας. Μέ τήν άποδοχή άπόλυτων άληθειών γ ιά τήν κοινωνική περιοχή καί μέ τήν τάση πού άναπόφευκτα πηγάζει άπ’ αύτή τήν άποδοχή νά Επιβάλλονται αύτές οί άλήθειες άκόμα καί Ενάντια στή θέληση τών δυστροπούντων, παίρνει ό μαρξισμός μιά ισχυρή κλίση στόν όλο- κληρωτισμό καί άπό τήν άποψη αύτή, παρά τήν πληθώρα τών κοινών χαρακτηριστικών πού Εχει μέ τό φιλελευθερισμό, Εντάσσεται περισσότερο στήν όλοκληρωτική, παρά στή φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ό ’Ισραηλίτης κοινωνικός φιλόσοφος Ζ . Talm on συνοψίζει ώς Εξής τήν ιδανικά χαρακτηριστική άντίθεση άνάμεσα στή φιλελεύθερη καί τήν όλοκληρωτική δημοκρατία. «Ή φιλελεύθερη άντίλη- ψη Εκπορεύεται άπό τήν Ιδέα δτι ή πολιτική είναι ύπόθεση πειράματος, πάντα Εκ νέου «δοκιμή καί λάθος» (tvial and e r ro r ) . θ εω ρεί τά πολιτικά συστήματα σάν πραγματικούς θεσμούς τής δημιουργικής δύναμης καί αύτοβουλίας τού άνθρώπου. . . Ή θεωρία τής όλοκληρωτικής δημοκρατίας, άντίθετα, βασίζεται στήν άποδοχή μιάς μοναδικής καί άποκλειστικής άλήθειας στήν πολιτική. Μπορούμε νά τήν όνομάσουμε πολιτικό μεσσιανισμό, μέ τήν Εννοια δτι άξιώνει μιά προκαθορισμένη, άρμονική καί τέλεια ρύθμιση τών πραγμάτων πρός τήν όποία οί άνθρωποι ώθοΟνται άναντίρ-
31
ρητα καί φτάνουν άναγκαστικά» ” Παρακάτω χαρακτηρίζει τό μαρξισμό σάν «τή σπουδαιότερη άπό τΙς παραλλαγές τοϋ όλοκλη- ρωτικοϋ δημοκρατικού ίδανικοΟ πού άκολούθησαν ή μιά τήν άλλη στή διάρκεια τών τελευταίων 150 χρόνων».1* ’Ασφαλώς μπορεΐ νά προβληθεί ένάντια σ’ αύτή τήν περιγραφή τοϋ Talm on ή άντίρ- ρηση δτι καί ό κλασικός φιλελευθερισμός είχε έπίσης παραστάσεις γ ιά μιά έγγυημένη γενική άρμονία καί πώς δ Μάρξ έστρεφε πε- ρισότερο πρός τή συλλογικότητα παρά άρνήθηκε τΙς αύταπάτες τοΟ περφεξιονισμοϋ* τοϋ Σμίθ. Καί μόνο μέ τή διαφορά δτι στόν ΣμΙΘ αύτή ή άρμονία έπρεπε νά παρουσιαστεί σάν άπό μόνη της, σάν άποτέλεσμα τής άνεπηρέαστης δράσης τών άτόμων, ένώ στόν Μάρξ προϋπόθεση έκπλήρωσης τής έννοιας τής δημοκρατίας είναι ή ρητή ύποταγή τοϋ άτόμου στίς ύποχρεωτικές έντολές τοΰ ταξι- κοϋ άγώνα. Τό όλοκληρωτικό πιάσιμο παριστάνει γ ιά τόν Μάρξ ίχ ι τό άποτέλεσμα, παρά τήν προϋπόθεση τής έπιτυχίας τοϋ ιστορικού προτσές, μέ τήν έννοια τής φυσικά άναγκαίας κατεύθυνσης τής έξέλιξης του, καί γ ι’ αύτό στήν πράξη έρχεται σέ άντίθεση μέ τΙς τάσεις άτομικής έλευθερίας τοϋ φιλελευθερισμού.
Ή άλληλοσυγκρουόμενη συμπεριφορά τοϋ μαρξισμού άπέναντι στό φιλελευθερισμό έχει σχέση μέ τήν άντίθεση πού ύπάρχει καί πού δέν έξοστρακίστηκε ποτέ, άνάμεσα στά έπαναστατικά καί τά ντετερμινιστικά συστατικά του. Ή άντίθεση αύτή μάς έπιτρέπει νά καταλάβουμε καί τήν ταλάντευση τοϋ Μάρξ άνάμεσα στό δημοκρατισμό καί τόν μπλανκισμό. Μέ τό δίκιο του ό Γερμανός ρεβιζιονι- στής Έντουαρντ Μπέρνσταϊν κατηγόρησε αύτόν καί τόν Έ νγκελ ς πώς κι αύτοί οί ίδιοι κατά τήν τοποθέτηση τους άπέναντι στά έπί- καιρα ζητήματα έπεσαν στό ίδιο λάθος πού παρουσιάστηκε καί σ’ άλλους, «νά κάνουν τήν άπλή θέληση κινητήρια δύναμη τής έπανάστασης». Ό Μπέρνσταϊν χαρακτήρισε αύτό τό μπλανκιστι- κό στοιχείο, πού δέν έπεκράτησε τυχαία στή σκέψη τοϋ Μάρξ μέ τά παρακάτω λόγια: «Ό μπλανκισμός είναι περισσότερο άπό θεωρία μι&ς μεθόδου. Πολύ περισσότερο ή μέθοδος του είναι άπλώς τό άποτέλεσμα, τό προϊόν τής βαθιά ριζωμένης πολιτικής του θεωρίας. Άπλούστατα αύτή είναι ή θεωρία τής άπροσμέτρητα δημιουργικής δύναμης τής έπαναστατικής πολιτικής βίας καϊ τής έξωτερί- κευσης της, τής έπαναστατικής άπαλλοτρίωσης».1*
Αύτή ή ταλάντευση άνάμεσα στό δημοκρατισμό καί τόν μπλαν- κισμό σφραγίζει έπίσης καί τήν κρίση γ ιά τή μορφή τής κυριαρχίας τοϋ προλεταριάτου στή μεταβατική περίοδο Οστερα άπό τήν
* Περφεξιονιομός χαρακτηρίζεται οτήν πολιτική δρολογία ή ίπιβίω^η τέλειων, ΙΒανιχβν λύαεων δίχως vdt παίρνεται 6π<5ψη ή Ατελής φύση τοΟ άνθρώπου. (Σ .τ .Η .) .
32
κατάληψη τής έξουσίας. Καί μέ τήν ύπόθεση πώς τό προλεταριάτο άποτελεΐ τήν πλειοψηφία τοΟ πληθυσμοϋ, σύμφωνα μέ τόν Μάρξ, Ενα βίαιο χτύπημα κατά τής ύπάρχουσας κατάστασης πρέπει βέβαια νά ύπολογίζεται σάν μορφή τής προλεταριακής έπανάστασης, άλλά ή «δικτατορία τοΟ προλεταριάτου» γ ιά τήν όποία μιλ& 6 Μάρξ στήν κριτική τοϋ προγράμματος τής Γκότα έννοεΐται γενικά σάν κρατική έξουσία δημοκρατικά όργανωμένη, μέ τήν έννοια τής Παρισινής Κομμούνας τοϋ 1871 πού θεωρήθηκε ύπόδειγμα, 4ν καί μόνο σάν όλοκληρωτική δημοκρατία μέ σημαντικούς περιορισμούς στά δικαιώματα έλευθερίας τών καταπιεζομένων καί καταδικασμένων στήν έξαφάνιση τάξεων. Καί δ Έ νγκελ ς στήν κριτική του τοϋ προγράμματος τής Έρφούρτης τοϋ Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας χαρακτηρίζει τή λαοκρατική δημοκρατία περισσότερο σάν ειδική μορφή τής δικτατορίας τοϋ προλεταριάτου." Ά π ό τό άλλο μέρος ύπάρχουν σημεία πού στηρίζουν τήν άποψη πώς ό μαρξισμός δέ θεωρεί τήν κυριαρχία τοϋ προλεταριάτου κατά τή μεταβατική περίοδο άπαραίτητα σάν πρακτική κυριαρχία τής πλειοψηφίας, άλλά τήν έννοεΐ σάν μιά κατάσταση άμυνας γ ιά τό συμφέρον τής πλειοψηφίας. Συνακόλουθα ή έννοια τής δικτατορίας τοϋ προλεταριάτου δέ θίγει μόνο τή μορφή άσκησης τής πολιτικής κυριαρχίας, άλλά καί τών προϋποθέσεων της. Έ τσ ι, ό Φ. Έ ν γκελς στήν μπροσούρα του «Γιά τήν αύθεντία» έκφράζεται μ’ Ιναν τρόπο πού δέν έμφανίζει σάν άπλή σύμπτωση τΙς άσάφειες σχετικά μέ τήν άναγκαιότητα μιάς νομιμοποίησης τής έπαναστατικής έξουσίας άπό τήν πλειοψηφία άλλά τΙς άναγγέλλει σάν άνοικτές πόρτες γ ιά κάθε τρομοκρατική δυνατότητα. «ΑύτοΙ οί κύριοι δέν είδαν ποτέ μιά έπανάσταση; Μιά έπανάσταση είναι άσφαλώς τό πιό αύθεντικδ πράγμα πού ύπάρχει. Είναι ή πράξη μέ τήν όποία έ ν α τ μ ή μ α τ ο ϋ π λ η θ υ σ μ ο ϋ μ έ τ ά δ π λ α , τ Ι ς ξ ι φ ο λ ό γ χ ε ς κ α ί τ ά κ α ν ό ν ι α , δ η λ α δ ή μ έ χ ε ι ρ ο π ι α σ τ ά α ύ θ ε ν τ ι κ ά μ έ σ α , έ π ι β ά λ λ ε ι τ ή θ έ λ η σ η τ ο υ σ τ ό ά λ λ ο (Υπογραμμισμένο άπ’ τό συγγραφέα).
Κ αί ποιός θά μποροϋσε μέσα στίς πολεμικές μέρες μιάς έπανάστασης, δπου δέν ύπάρχει καμιά συνηθισμένη δυνατότητα νά διαπιστωθεί ή θέληση τής πλειοψηφίας, νά διακρίνει άν ή άνατροπή είναι Εργο μιάς μειοψηφίας στήν όποία ύποτάσσεται παθητικά ή πλειοψηφία ή άν πρόκειται γ ιά μιά άποτελεσματική ένέργεια τής πλειοψηφίας; Καί φυσικά δταν άκόμα καί ή έννοούμενη σάν κυριαρχία τής πλειοψηφίας δικτατορία τοϋ προλεταριάτου, έκτδς άπό τή βίαιη προέλευση της, δέν μπορεΐ νά άποφύγει τήν τρομοκρατία πού θά κρατήσει καθηλωμένη τήν τάξη πού άνατράπηκε, πόσο λιγό- τερο τό μπορεΐ μιά κυριαρχία μειοψηφίας πού όφείλει νά κρατήσει
κάτω άπό τόν ϊλεγχο της δχι μόνο τούς ταξικούς έχθρούς, άλλά. καί τούς έν δυνάμει συμμάχους τους μέσα στίς ίδιες τΐς γραμμές της!
Ό Ιστορικός ντετερμινισμός τοϋ μαρξισμοΰ, πού εύνοεΐ τήν πορεία τής Ιστορίας σάν δριστικά προσανατολισμένη ένότητα άπό προτσές καί στάδια έξέλιξης, περιγράφει σά νά ποΰμε τήν παρα- τεινόμενη στό μέλλον συνέχιση τών άναλυτικών του εύρημάτων. ΣτΙς θεωρίες πού περιγράφουν τούς μελλοντικούς δρόμους τής Ιστορίας, στίς θεωρίες τής έξαθλίωσης καί τής συγκέντρωσης πού άποτελοϋν τήν προϋπόθεση τής θεωρίας τής κατάρρευσης τοϋ κα- πιταλισμοϋ, σύμφωνα μέ τήν όποία 6 καπιταλισμός είναι καταδικασμένος νά καταστραφεί έξαιτίας τών έσωτερικών του άντιφά- σεων, άνταμώνουν δυό στοιχεία καί μετατρέπονται άπό έξήγηση αύτοϋ πού ύπάρχει σέ προφητεία γ ιά τό μέλλον. Τό Ενα στοιχείο είναι ό Ιστορικός κριτικισμός πού συχνά χαρακτηρίζεται καί σάν ύλιστική άντίληψη τής Ιστορίας καί τό άλλο δ οικονομικός κριτικισμός, οί πολιτικοοικονομικές θεωρίες τοϋ Κάρλ Μάρξ.
Ή σχέση άνάμεσα στά δυό αύτά στοιχεία συγκαταλέγεται στά περισσότερο άμφισβητούμενα κεφάλαια τής Ιρμηνείας τοϋ μαρξι- σμοϋ, γ ιατί έξαρτιοϋνται πάρα πρλλά άπ’ τό γεγονός ποιός τομέας άπό τήν έρευνητική δραστηριότητα τοϋ Μάρξ θά άναγνωριστεΐ ώς Ιχω ν τό προβάδισμα καί πώς θά συνδεθεί μέ τό δλο σύστημα ό τομέας πού ύπερέχει. Στήν εισαγωγή αύτοϋ τοϋ βιβλίου παρατη- ρεΐται πώς ό Μάρξ ξεκίνησε άπό φιλοσοφικές προϋποθέσεις καί £- φτασε στίς άνακαλύψεις τής πολιτικής οικονομίας μέ τή βοήθεια τής κοινωνιολογικής μεθόδου. Αύτό τό έρμηνευτικό σχήμα φαίνεται κατάλληλο γ ιά νά δικαιώσει τή σημασία καί τό αύτονόητο τοϋ ίργου τών Μάρξ καί Έ νγκελ ς. "Οσο λίγο κατορθωτό είναι νά ύ- ποβιβασθεΐ ό Μάρξ κι ό μαρξισμός καί νά καθηλωθεί στίς κοινωνιολογικές του έκθέσεις (καί μέσα σ’ αύτές πάλι σέ μιά νεφελώδη μέθοδο πού έξουσιοδοτεί γ ιά δλα καί δέν ύποχρεώνει σέ τίποτε) άλλο τόσο σωστό είναι, άπό τό άλλο μέρος, νά βλέπουμε τήν κεντρική σημασία αύτοϋ πού έπιζεΐ στό Ιργο τής ζωής τών Μάρξ καί Έ νγκ ελ ς στή συνεισφορά τους γ ιά τήν κατανόηση τών κοινωνιολογικών καί Ιστορικών συναρτήσεων καί νά έννοεΐται ή κοινωνιο- λογία σάν δ κεντρικός συνδετικός κρίκος άπέναντι στόν όποϊο δλα τά άλλα στοιχεία τοϋ μαρξισμοΰ είναι άπλές προϋποθέσεις ή συνέπειες έφαρμογής.
Ό Ιστορικός κριτικισμός πού βέβαια δέν περιγράφηκε πουθενά συστηματικά άπό τούς Μάρξ καί Έ νγκελ ς, άλλά έφαρμόστηκε σέ μιά σειρά ύποδειγματικές μονογραφίες, άποτελεϊ πρόοδο σέ σχέση μέ τΙς πατροπαράδοτες μορφές θεώρησης τής ιστορίας, πού πρέπει νά έπιδοκιμαστεΐ άκόμα κι άν βρίσκονται σ’ αύτόν μονομέ-
84
ρείες καί δυσκολίες. Ή ιστορική θεώρηση πρέπει όμοίως νά διορθώνει τήν πρόοδο τής άνθρώπινης γνώσης, δπως ό μαρξισμός διόρθωσε τΙς μορφές Αντίληψης τής ιστορίας πού βρήκε μπροστά του. Σέ σχέση μ’ αύτό, ή έπιμονή νά συμπεριληφθεΐ τό κοινωνικό - ιστορικό στήν περιοχή κυριαρχίας τοϋ άνθρώπου είναι τό Ιδιο μέ τήν Αναγωγή τών Ιδεολογικών Απαιτήσεων στά ύλικά συμφέροντα όρισμένων όμάδων. Τό γεγονός δτι ή αύστηρή περιοδολόγηση τής Ιστορικής πορείας έδωσε στή μαρξιστική θεώρηση τής Εστορίας £να τελεολογικό σύστημα Αναφοράς στό όποιο μπορεϊ v i ένταχθεΐ, τόσο ή ανθρώπινη δραστηριότητα, δσο καί τό ξεμασκάρεμα τών ιδεολογικών Απαιτήσεων, φαίνεται, σέ σχέση μέ τήν έκτίμηση τών 4λ- λων προόδων πού έπετέλεσε, σάν μια τελειοποιητική προσθήκη δχι έντελώς άναγκαία, πού μπορεΐ νά δημιουργήσει νέες δυσκολίες κοίΐ νά όδηγήσει σέ μιά κατασκευή τής Ιστορίας πού, δπως καί τά πρωτότυπα τής μεταφυσικής καί θεολογικής θεώρησης τής ιστορίας πού καταπολεμά, ξεπερνά άνεξέταστα τά δρια τής έμπειρίας πού είναι δυνατό ν’ άποκτηθεΐ. "Οσο ήταν άναγκαία γ ιά τήν όλοκλή- ρωση τοΟ συστήματος καί τή διαδήλωση τών μεσσιανικών του φιλοδοξιών ή τελεολογική δψη τής μαρξιστικής θεώρησης τής Ιστορίας, τόσο, Ακριβώς αύτά τά τελεολογικά στοιχεία, έρχονται σέ σύγκρουση μέ τά γνωσιολογικά, κοινωνιολογικά καί μέ τά στοιχεία κριτικής τών ιδεών. ’Αλλά καί δέ χρειάζονται γ ιά νά δικαιολογήσουν τό καθοριζόμενο άπ’ τό μαρξισμό έπαναστατικό καθήκον ύποταγής τής κοινωνίας στή συνειδητή κυριαρχία τοϋ άνθρώπου καί τής κατάργησης τής κοινωνικής άδικίας. Ή στροφή τοΟ μαρ- ξισμοϋ στά συμφέροντα σάν τΙς κρυμμένες κινητήριες δυνάμεις τών Ιδεών, έπιδοκιμάζεται σάν άποφασιστική πρόοδος κι άπό πολλούς πού δέν μποροΟν νά ύπερνικήσουν τΙς δυσκολίες καί νά φτάσουν σέ μιά συνολική θέα τής κοινωνίας ή προσκολλιοΟνται σέ μιά έ- πάλληλη όλική ιδέα. Ά π ό τήν άποψη αύτή τό κατόρθωμα τοϋ μαρ- ξισμοϋ συγκρίνεται γενικά μέ τό γνωσιολογικό μεγαλούργημα τοϋ Κάντ καί τή θεωρία τής έξέλιξης τοϋ Ντάρβιν καί πολύ συχνά έξετάζεται σ’ αότή τή σχέση.
Εννοείται πώς έκφράζονται άμφιβολίες καί έναντίον αότής τής προόδου. ΟΕ άμφιβολίες αύτές άφοροϋν δχι μόνο τόν ιστορικό ΰλι- σμό, άλλά γενικά κάθε μονιστική έρμηνεία τής Ιστορίας, είτε θεωρείται αύτή μόνο σάν μεταφυσικά Υπερυψωμένη Ιστορική άντίλη- ψη εΓτε Απλά σάν έπιστημονική θεωρία τής ιστορικής έξέλιξης' κάθε προσπάθεια νά άποδωθεϊ δ πλοϋτος καί τό πολύπλοκο τοϋ ί- στορικοϋ Γίγνεσθαι σέ μιά μοναδική αΙτία καταλήγει σέ μιά Απλοποιημένη περιγραφή τής πραγματικότητας μέσα στήν δποία άπει- λοϋνται νά καταποντιστοϋν οί πολύτιμες παρορμήσεις καί μόνιμοι πρόοδοι τής δικής της, Αναπόφευκτα μονόπλευρης συνεισφοράς.
36
Πρέπει βέβαια νά παίρνεται ύπόψη στόν ιστορικό ύλισμό δτι ή Εκτίμηση πού δίνει ή μέθοδος του είναι πιό άδίστακτη, περισσότερο γόνιμη καί καλύπτεται άπό πλουσιότερο έμπειρικό ύλικό, παρά τών Ανταγωνιστικών μορφών Ιστορικής θεώρησης — π .χ . μιΛς ρατσιστικής Ερμηνείας τής Ιστορίας — ή αύτή πού δίνει ή προσπάθεια Εξήγησης τών συλλογικών γεγονότων μέ τήν Επιστράτευση ψυχολογικών κατηγοριών. ’Αλλά καί δέν άπαλλάσσεται άπό τήν προβληματική καί είτε θά ταλαιπωρήσει τή μονομέρεια τής μεθόδου του ώς τήν άσυναρτησία καί έτσι νά ξεπέσει στή χυδαιοποίη- ση, εΓτε θά σχετικοποιηθεί ή πρόοδος πού Εφερε ή συμβολή της στή γνώση τής ιστορίας καί Ετσι θά περιοριστεί βέβαια ή περιοχή Εφαρμογής της, άλλά σ’ αύτή τήν περιοχή θά γίνει άκαταμάχητη.
Σάν ή καλύτερη καί συντομότερη περίληψη τής «ύλιστικής άν- τίληψης τής ιστορίας» Θεωρείται ή έπόμενη περικοπή άπό τήν είσαγωγή τοΟ Μ&ρξ στό βιβλίο του «Ή κριτική τής πολιτικής οΐ- κονομίας»: «Στήν κοινωνική παραγωγή τής ζωής τους ot άνθρωποι άποδέχονται δρισμένες, άναγκαϊες, άνεξάρτητες άπδ τή θέλησή τους σχέσεις, σχέσεις παραγωγικές πού άντιστοιχοϋν σέ όρι- σμένη βαθμίδα άνάπτυξης τών παραγωγικών τους δυνάμεων. Τό σύνολο αύτών τών παραγωγικών σχέσεων άποτελεΐ τήν οίκοίομική διάρθρωση τής κοινωνίας, τήν πραγματική βάση πάνω στήν όποία ύψώνεται Ενα νομικό καί πολιτικό έποικοδόμημα στό όι»Ιο άντι- στοιχοΟν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ό τρόπος παραγω γής προσδιορίζει τό κοινωνικό, πολιτικό καί πνευματικό γενικά προτσές τής ζωής. Δέν είναι ή συνείδηση τών άνθρώπων πού καθορίζει τό Είναι τους, άλλά άντίθετα τό κοινωνικό τους Ε ίναι τή συνείδηση τους. Σέ μιά όρισμένη βαθμίδα τής άνάπτυξης τους ot ύλικές παραγωγικές δυνάμεις τής κοινωνίας Ερχονται σέ άντίφαση μέ τΙς ύπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις μέσα στίς όποιες είχαν κινηθεί. ’Από μορφές άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων μετατρέπονται σέ δυσμά τους. ’Αρχίζει μιά έποχή κοινωνικής Επανάσΐασης. Μέ τήν άλλαγή τοϋ κοινωνικοΟ θεμέλιου άνατρέπεται, γρήγορα ή άργά, όλόκληρο τό τεράστιο Εποικοδόμημα. Κατά τή θεώρηση τέτοιων άνατροπών πρέπει πάντα νά κάνουμε διάκριση άνάμεσα στήν ύλική, φυσικοεπιστημονικά Εξακριβωμένη άνατροπή τών οικονομικών βρων τής παραγωγής καί στίς νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, μέ λίγα λόγια τΙς ιδεολογικές μορφές μέ τΙς όποιες ot άνθρωποι συνειδητοποιούν αύτή τή σύγκρουση»."
Ε ι δμως αύτό τό τόσο δμορφα διατυπωμένο καί σέ πρώτη ματιά σαφέστατο σχήμα περιέχει δυσκολίες τού είδους πού Εχουμε κιόλας άναφέρει καί πού φαίνονται άμέσως άν κυτταχτε! άπό πιό κοντά. Ot σχέσεις παραγωγής καί Ιδιοκτησίας, πού ώστόσο είναι
86
ή νομική μορφή ρύθμισης τής ύλικής παραγωγής, προβάλλονται Αρχικά στήν ύποδομή καί συγκαταλέγονται στήν πραγματική βάση, στήν οικονομική διάρθρωση. Ά π ό τό άλλο δμως μέρος βεβαιώνεται πώς τό νομικό καί πολιτικό έποικοδόμημα στό δποϊο άνή- κουν βέβαια καί οί παραγωγικές σχέσεις ύψώνεται πάνω στήν ύλι- κή βάση τής κοινωνικής διάρθρωσης. "Αν οί παραγωγικές σχέσεις σάν άπλή Ενθεση τών παραγωγικών δυνάμεων, σάν Αξιοποίηση τους σ’ Ινα όρισμένο τεχνικό έπίπεδο κατακυρώνονται στήν ύποδομή, τότε βλη αύτή ή ύπόθεση έκτίθεται στήν κατηγορία πού διατύπωσε δ Χάνς Κέλσεν, δτι ή μέθοδος # χ ι λιγότερο Ιδεολογικά Απομονώνει Ινα μέρος τών κοινωνικών σχέσεων άπό Ινα άλλο καί Ετσι καταστρέφει τήν κοινωνική πραγματικότητα άντί μ’ Ενα δυα- δισμό φύσης καί κοινωνίας, μέ τήν Εννοια τοΟ νεοκαντιανισμού, νά άξιώνει Εναν άκαταμάχητο δυαδισμό καί ν’ άφήνει στήν κοινω- νιολογία δλη τήν πραγματικότητα τοϋ Είναι, καί στή νομική έπιστήμη δλη τήν κανονιστική πραγματικότητα συμπεριλαμβανομένης κι αύτής πού ρυθμίζει τόν τρόπο παραγωγής.**
Ά κόμ« κι άν Αποκρουστεϊ αύτή ή άντίρρηση τοϋ Χάνς Κέλσεν οάν έπιστημονικοκριτικά τυπική, πού παραγνωρίζει τήν άληθινή πρόθεση τών λεγομένων τοϋ ίστορικοϋ ύλισμοΰ, πάλι δέ μένει γ ιά τήν ύπεράσπιση τής Αρθρωμένης Απ’ τόν Μάρξ θέσης παρά μόνο Ενας τρόπος. Είτε νά σχετικοποιηθεΐ ή Αντίθεση Ανάμεσα στή βάση καί τό έποικοδόμημα καί νά θεωρηθοϋν αύτά πού λέγει 6 Μάρξ σάν Ενα σχήμα Ερμηνείας προσαρμοσμένο στούς σκοπούς γνώσης καί δράσης τοϋ μαρξισμοΰ (δπως Εκανε λόγου χάρη 6 φιλοσοφικά Ιδεαλιστής Μάξ "Αντλερ γ ιά τόν όποιο οί προτάσεις τοϋ Μάρξ δέν ήταν παρά μιά Ιδιαίτερη ουσιαστική μορφή γιά νά Ανυψωθεί σαφώς καί νά Αντιπαραταχθεΐ στά άλλα πνευματικά φαινόμενα τό συνολικό πνευματικό. Είναι τοϋ Ανθρώπου πού είναι έπενδυμένο στήν ύποδομή ) ή, δσο αύτό είναι μπορετό νά κρατηθεί έλεύθερη ή βάση Από τά πνευματικά, ειδικά Ανθρώπινα στοιχεία, άλλά Ετσι νά παρθεΐ ύπόψη σάν Αναπόφευκτο πώς οί παραγωγικές δυνάμεις Εχουν μιάν άνεξάρτητη, άπό τόν άνθρωπο, αύτονόητη κι αύτοκα-
δπαρξη. "Αν παρθεϊ στά σοβαρά καί Εννοηθεί κατά λέξη ή φράση τοϋ Μάρξ άπ’ τό βιβλίο του ή «Αθλιότητα τής φιλοσοφίας* πού κατευθυνόταν Εναντίον τοϋ Προυντών, «δτι ό χερόμυλος γέννησε τή φεουδαρχική κι ό άτμόμυλος τήν άστική κοινωνία»,** είναι βέβαια πολύ Εντυπωσιακή ή Ερμηνευτική άξία αύτής τής πληροφορίας πού χαρακτηρίστηκε άπό τόν Μάξ Βέμπερ σάν «πρωτόγονα μεγαλοφυής» **, άλλά μπορεΐ νά ύποστηριχθεΐ μόνο μέ τήν παραμέληση, μάλιστα τό βιασμό, τής πραγματικότητας πού είναι τόσο διαφορετική καί μέ μπερδεμένες δλες τΐς δψεις της. Μ’ αύτή τή χυδαιομαρξιστική Αντιπαράθεση τεχνικών προΟποθέ-
37
βίων καί νομικών καί πολιτικών μορφών πού προσδιορίζονται άπό τΙς πρώτες ξεφεύγουμε άπό τήν άντίφαση δτι ή φιλονεικία πού άποτελεΐ τήν άντίθεοη άνάμεσα στή βάση καί τό έποικοδόμημα, άνάμεσα στήν άνάπτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων καί τών παραγωγικών σχέσεων έμφανίζεται κιόλας στή βάση καί Ιτσι χάνει ή μαρτυρία τήν άξία της άπέναντι στό έποικοδόμημα. Ό μ ω ς καί μέ τήν άποδοχή αύτοϋ τοΟ άπλοποιημένΟυ σχήματος έξακολουθε! νά παραμένει μιά άντίφαση, δηλαδή ή άντίφαση δτι ο! παραγω γικές δυνάμεις τής βάσης προσδιορίζουν τΙς παραγωγικές σχέσεις στό έποικοδόμημα καί έτσι άντί νά Εχουμε μιά άντιστοιχία άνάμεσα σ’ αύτό πού προσδιορίζει κι αύτό πού προσδιορίζεται ή συνέπεια είναι Ενα χάσμα άνάμεσα στήν προϋπόθεση καί τό άποτέλε- σμα. "Αν άντίθετα προτιμηθεί ή λύση πού Εδωσε δ Μάξ Ά ντλερ , σύμφωνα μέ τήν δποία τό πνευματικό - κοινωνικό είναι παρόν, σάν τό ειδικά άνθρώπινο Είναι καί στίς παραγωγικές δυνάμεις καί στίς παραγωγικές σχέσεις, έγκαταλείπεται βέβαια ή πίστη στή μαγεία τού τεχνολογικού αύτοματισμοΟ καί τής προόδου, άλλά χάνεται καί τό σταθερό έκεϊνο σχή|ΐα πού διαθέτει δ χυδαίος μαρξισμός.
Ό π ω ς πάντα καί δ χυδαίος μαρξισμός Εχει στή διάθεσή του πολλές περικοπές άπό κείμενα μέ τΙς. δποϊες μπορεΐ νά στηρίζει τήν περιορισμένη έρμηνεία του γ ιά τδν τρόπο παραγωγής. Ή χυ- δαιοποίηση αύτή, άπό τήν δποία εύχαρίστως κρατιούνται σέ άπό- σταση ot ραφιναρισμένοι έρμηνευτές, δέν είναι μόνο τό άναπόφευ- κτο πεπρωμένο δλων τών πνευματικών δμολογιών πού έπιδιώκουν καί πετυχαίνουν μιά μαζική έπίδραση. ’Ακριβώς στήν περίπτωση τού μαρξισμού δέν Επιτρέπεται νά θεωρηθεί αύτή ή έπίδραση σάν παρανόηση, γ ιατί άν, δπως λέγει δ Μάρξ, ή Ιδέα γίνεται δύναμη δταν κατακτδ τΙς μάζες, τότε δέν είναι σύμπτωση άλλά πολύ διδακτική δμολογία γ ιά τό σύστημα, δταν μιά έρμηνεία κερδίζει τήν ύπεροχή πάνω στίς άλλες. ’Ακόμα κι άν θά μπορούσε ν’ άποδειχτεΐ δτι τά κείμενα μιλούν μιά μονοσήμαντη καί σαφή, ένώ ή έρμηνεία μιά νοθευμένη γλώσσα, καί πάλι ή φιλονεικία γ ιά τήν Εννοια τοϋ Ιστορικού ύλισμού δέ θά κρινόταν πρός δφελος τών κειμένων. Κατά κανόνα δμως δέν είναι καθόλου Ετσι, δτι δηλαδή μιά δρισμένη άντίληψη θά μπορούσε νά στηριχτεί μόνο σέ μιά παραμορφωτική παράδοση κι δχι καί σέ βασικά σημεία τού συστήματος. ’Αλλά τό συγκεκριμένο ζήτημα, άν δηλαδή μιά δρισμένη περικοπή, πού παρουσιάζεται γ ιά νά δικαιολογήσει μιά έρμηνεία, είναι πραγματικά άντιπροσωπευτική κι δχι αύθαίρετα διαλεγμένη μπορεΐ νά κριθεΐ, μά δχι καί νά λυθεί μονοσήμαντα, ικανοποιητικά μέ τήν προσφυγή στήν άντιθετική κατάσταση τού συστήματος κι αύτό γ ιατί στό σύστημα τού Μάρξ δέν ύπάρχει καμιά ίεραρχική άξιολόγηση τών άρχών πού νά βρίσκεται Εξω άπό μιά δρισμένη Ερμηνευτική συνάρ-
ΐηση καί πού θά μποροΟσε νά καθορίσει τήν ύπεροχή τών ξεχωριστών άντιλήψεων άπέναντι σέ άλλες πού Αντιφάσκουν σ’ αύτές καί γιατί έπίσης κάθε Ιστορικοπολιτική Ιεράρχηση πού ιδιοποιείται αδτή τήν κρίση, τΙς πιδ πολλές φορές Επινοεί καί άποκατασταίνει λαθραία τήν Ενότητα θεωρίας καί πράξης άντί νά τήν παίρνει δρ- γανικά άπό τήν ούσία τοϋ μαρξιστικοϋ συστήματος.
Ή χυδαιοποίηση τοΟ μαρξισμοϋ πού θά μποροΟσε νά έκτραπεϊ σέ τέτοιες ύπεραπλουστεύσεις, δπως πραγματικά Ικανέ, δίχως τήν προσφυγή στούς Μάρξ καί Έ νγκελ ς, συνέλαβε τά λεγάμενα γ ιά τήν προτεραιότητα τής ύλικής βάσης τοϋ έποικοδομήματος σά θεωρία ύλιστικών καί μέ στενότερη Εννοια, οίκονομιστικών κινήτρων. Ά π δ τήν άναφορά, λόγου χάρη, στδν έπιτάφιο λόγο πού Εβγαλε δ Φ. Έ νγκελ ς γ ιά τδν Μάρξ, «δτι οί άνθρωποι πρώτα πρέπει νά φάνε, νά πιοΟν, νά χτίσουν σπίτια γ ιά νά κατοικήσουν, νά ντυθοϋν πριν νά μποροΟν ν’ άσχοληθοΟν μέ τήν πολιτική, τήν έπιστήμη, τήν τέχνη, τή θρησκεία κτλ.»," φαίνεται πώς ή θεωρία τοϋ Ιστο· ρικοϋ ΰλισμοϋ Εννοήθηκε σάν οίκονομική θεωρία καί σάν δήλωση ύπεροχής τής ικανοποίησης τών ύλικών άναγκών πάνω σ’ δλες τΙς άλλες Εκδηλώσεις τής ζωής. Δέν ύπάρχει άμφιβολία πώς μέ τδν τρόπο αύτδν πληγώθηκε, στδ περιεχόμενό του, Ινα μέρος τών σχετικών κειμένων κι άκόμα Ενα μέρος τοϋ Ιστορικοϋ σκοποϋ τοϋ |iap- ξισμοΟ" μέ τήν Επαναφορά του άπδ τά πνευματικά νεφελώματα στίς πραγματικές βάσεις άποκαταστάθηκε ή άξία του. Ά π δ τδ άλλο πάλι μέρος αότή ή Ερμηνεία Εδωσε στή στοιχειώδη παρανόηση τά στηρίγματα πού Επέτρεψαν νά κατηγορηθεΤ δ ίστορικδς ύλισμδς σάν ήθικδς ύλισμός, καί γ ιά άνικανότητα νά άντιληφθεΐ λεπτότερες συναρτήσεις κι δτι άποτραβήχτηκε άγανακτημένος στδν οόρα- νδ τών Ιδεών του.
Ά π δ τδ άλλο μέρος άν παραιτηθοϋμε άπ’ τδν Ισχυρκηιδ πού ύ- ποστηρίζει τήν οίκονομική αΙτιολόγηση κι ώστόσο θέλουμε νά διατηρήσουμε τΙς βασικές δμολογίες τής Ιστορικής άντίληψης τής Ιστορίας εΓμαστε άναγκασμένοι νά άποσοβήσουμε τήν πρόκληση τοϋ πνευματικοϋ άπ’ τδ οίκονομικδ καί Ετσι νά άναπτύξουμε Εμμεσα δτι άπδ Ενα πραγματικδ δρισμδ προκύπτει μιά περίπλοκη καί ά- διευκρίνιστη αίτια. Στήν περίπτωση αότή δέν μποροϋμε νά μήν παραδεχτοϋμε δτι τδ Εποικοδόμημα, πού τώρα πιά δέ μάς δίνεται άπδ μιά άμεση αΙτία, άσκεϊ μιά άντεπίδραση στή βάση καί Ετσι νά μή φτάσουμε στή θεωρία τής άλληλεπίδρασης πού δ Έ νγκελ ς μνημονεύει σέ διάφορες έπιστολές, μέσα στήν δποία δμως γεννιέται μιά νέα δυσκολία, ή ύποχρέωση «νά διατηρήσουμε τήν παραγω γή καί άναπαραγωγή τής πραγματικής ζωής σάν τδ τελικό, καθοοιστικδ στοιχείο τής ίατορίοεφ».,β. Ή Εκλογή νά έπιμείνουμε στήν άπλόύστερη Εκδοχή καί Ιτσι νά
39
άποβλέψουμε σέ μιά στέρεη καί άθόλωτη έπίδραση ή νά έπιτρέ- ψουμε διαφοροποιήσεις, άλλά νά ζημιώσουμε τή συγκινησιακή καί διεγερτική άξια τής έξήγησης, είναι, στά πλαίσια τοΟ μαρξισμού, μπροστά στό βασικό έπαναστατικό σκοπό πού ώθεΐ στή δράση καί άπό τήν άποψη τοϋ αΐτήματος γ ιά ένότητα θεωρίας καί πράξης, δχι Ινα άπλό θεωρητικό δίλημμα πού μποροϋμε νά τό άποφύγουμε μέ άκαδημαΐκά τεχνάσματα, άλλά 2να έπιτακτικά καί έπείγον πρακτικό πρόβλημα.
Σύμφωνα μέ τή δική του άντίληψη δ Ιστορικός κριτικισμός δέν είναι μόνο, ούτε καί σέ πρώτη γραμμή μιά κριτική ιδεών τής ό- πάρχουσας κοινωνίας, άλλά γνωστική πρόοδος καί καθοδήγηση γ ιά δράση γ ιά τήν τάξη έκείνη πού Ιχε ι κληθεί νά άνατρέψει τήν κοινωνία πού ύπάρχει καί νά τήν άντικαταστήσει μέ μιά σοσιαλιστική. “Ετσι δμως δ ιστορικός κριτικισμός πέφτει στήν ύποτέλεια τοϋ προλεταριακού έπαναστατισμοϋ, δίχως νά μπορεΐ ή κριτική νά μνημονεύσει πειστικά αύτή τήν έξάρτηση. Έ δώ παρουσιάζεται πάλι ό σιδερένιος συνδετήρας τοϋ ντετερμινισμού πού συγκρατεΐ έ- νωμένους τόν έπαναστατισμό καί τόν Ιστορικό κριτικισμό. "Αν δια- λύσουμε αύτή τήν Ενωση, σάν Ινα κατασκεύασμα πού ξεπερνδ τήν Αρμοδιότητα μιάς κριτικής θεωρίας τής ιστορίας, τότε ξαναποκτούμε τήν έλευθερία δχι μόνο νά μεταχειριστούμε τόν έπαναστατισμό κατά τοϋ ντετερμινισμού, άλλά καί νά προστατευτούμε άπό τήν ένοχλητικότητα τοϋ ίστορικοϋ κριτικισμοϋ, πού μπορεΐ μόνο νά έ- ξηγεΐ, άλλά δχι καί νά πείθει καί νά συμπαρασύρει στή δράση. Έ π ε ιτα άπό τή διάλυση αύτής τής σύνδεσης είναι νόμιμο νά προστατεύσουμε τόν Ιστορικό κριτικισμό άπό τό βιασμό τοϋ έπαναστα- τισμοϋ καί νά τόν θεωρήσουμε σάν μιά μορφή κοινωνιολογίας τής γνώσης, πού βέβαια συμμερίζεται μαζί μέ τό μαρξισμό τή γενική άμφιβολία άπέναντι στίς ιδεολογικές άπαιτήσεις, σέ διάκριση 8- μως άπό τόν τελευταίο,δέ σταματά ή άμφιβολία της καί σέ σχέση μέ τΙς αύταπάτες τοϋ μαρξισμού. ’Ασφαλώς δέν έμποδίζεται ή συνένωση δλων αύτών τών στοιχείων στή σκέψη καί στή συμπεριφορά τοϋ ξεχωριστού άνθρώπου, |ΐόνο δτι αύτή ή συνένωση, Ιπειτα άπό τύ λύση τής σύνδεσης δέν μπορεΐ, δίχως άπώλεια τής πνευματικής έντιμότητας, νά είναι π ιά μιά τόσο λίγο Ικανοποιητικά λογική καί αύτονόητη, άλλά μόνο μέσο άνάγκης γ ιά τή σωτηρία μιάς χαμένης σάν όργανικής ένότητας πραγματικότητας.
Τό ζήτημα δν μπορεΐ νά ξαναβρεΐ ό Ιστορικός κριτικισμός τό δρόμο στό φιλανθρωπισμό καί τήν αίσιοδοξία τών νεανικών κειμένων τοϋ Μάρξ έξακολουθεΐ νά παραμένει άνοιχτό καί ύστερα άπό τή διάλυση τής σύνδεσης. Μπροστά στήν άπαλλαγή άπό τίς φαντασιώσεις πού έπέφερε ή ιστορική έμπειρία ή άπόσπαση τοϋ κριτικισμού άπό τόν έπαναστατισμό μπορεΐ νά είναι Ινα τόσο Ισχυρό
40
καί διαρκές σόκ, &στε νά πληγωθεί καί νά ξεριζωθεί δχι μόνο 6 φιλανθρωπισμός, άλλά άκδμα κι Ινας προσαρμοσμένος στό άτομο συγκεκριμένος άνθρωπισμός. Ή άναγνώριση τών κριτικιστικών έκτιμήσεων καί περισσότερο τό βάθαιμα σ’ αύτές, μπορεΐ, δπως διδάσκει τό παράδειγμα τοϋ Ιδεολογικοί) κριτικοί} Βιλφρέντο Παρέτ- το, νά δδηγήσει σέ σκεπτικιστικά συμπεράσματα πού δέ θά σταματήσουν οδτε μπροστά στά άνθρωπιστικά αιτήματα. "Αν έννοεΤται έπιμένει κανείς στίς τελικές καί ντετερμινιστικές προοπτικές τοϋ μαρξιστικοί) συστήματος, βρίσκει βέβαια τόν μπελά του γ ιά νά συμφωνήσει μέ τά Ιστορικά γεγονότα, πού Ιχουν δλοφάνερα άποσπα- στεϊ άπ’ τό μαρξιστικό σχήμα, άλλά γ ι’ αύτό ίχ ε ι καί τό έξασφα- λισμένο πλεονέκτημα νά είναι σέ θέση νά ένσωματώσει σέ μιά περιεκτική συνάρτηση δλες τΙς ξεχωριστές δμολογίες καί θεωρήματα τοϋ μαρξισμοΟ πού άλλοιώτικα μένουν άνεξάρτητα, άπομονωμένα γιά άποδοχή ή άπόρριψη.
Ot έπιστημονικές θεωρίες, πού χωριστά σάν τέτοιες ύπόκεινται στήν έπικύρωση ή παραποίηση, ϊχουν στά πλαίσια τοϋ ντετερμινι- σμοϋ, δ δποίος άνακαλύπτει καί προεξοφλεί τό μέλλον, μιά συμπληρωματική λειτουργία. Έ χ ε ι κιόλας ύποδειχτεΐ δτι ot θεωρίες τής έξαθλίωαης καί τής συγκέντρωσης τοϋ κεφαλαίου, πού καταγράφουν ή κάθε μιά διαφορετικά φαινόμενα καί τάσεις καί γ ι’ αύτό ύπόκεινται καί σέ άνεξάρτητη κρίση, στηρίζουν ή μιά τήν άλλη καί δέν είναι λογικό νά άπομονωθοϋν μεταξύ τους. Ό οίκονομικός κριτικισμός πού άποδείχνει μέ τή βοήθεια τής κοινωνιολογικής μεθόδου στό άντικείμενο τής Ιστορίας πώς θά έξελιχθεΐ παραπέρα ό καπιταλισμός σάν οικονομικό σύστημα, μόλις θά μπει στήν τροχιά τοϋ Ιστορικοϋ ντετερμινισμοϋ χάνει τήν τυραννικότητά του καί γ ίνεται άπλή προϋπόθεση τής κοινωνιολογικής καί Ιστορικής πραγματικότητας, χαίρεται μιά δρισμένη αύτοτέλεια δσο άσχολεΐται μέ τούς δρους τής καπιταλιστικής παραγωγής πού βρήκε καί άνέλυσε δ Μάρξ. Ot θεωρίες τής άξίας καί τής ύπεραξίας μπορεΐ νά έννοη- θοϋν καί νά έκτιμηθοϋν αύτοτελώς σάν τέτοια στοιχεία τοϋ οϊκονο- μικοϋ κριτικισμού.
Σάν Ιστορικός καί φαινομενολόγος τοϋ καπιταλισμοϋ δ Μάρξ ξεχωρίζει γ ιά τήν άπέραντη έμβρίθεια του. Ή Ιστορική του άναδρο- μή τής καπιταλιστικής έμπορικής παραγωγής διαμέσου τών βαθμιδών τής άπλής συνεργασίας καί τής μανιφακτούρας καλύπτεται άπό άποδεικτικδ ύλικό πού κανένας άλλος Ιστορικός τοϋ καπιταλισμού δέν ίχ ε ι άνακαλύψει σέ τόση Εκταση. Τ ή θεωρία τής άξίας τής έργασίας, σύμφωνα μέ τήν δποία ή διαμόρφωση τών τιμών στά πλαίσια τής οικονομίας πρέπει ν’ άποδωθεΐ στήν έργασία, δέν τήν άνακάλυψε δ Μάρξ άλλά τήν πήρε άπό τούς κλασικούς "Ανταμ ΣμΙΘ καί ΝταβΙντ Ρικάρντο. Γ ιά τόν οίκονομολόγο δμως καί Ιδιαί
41
τερα γ ιά τόν κοινωνιολόγο καί Ιστορικό ντετβρμινιστή Κάρλ Μάρξ ή θεωρία τής άξίας τής έργασίας είναι μόνο ένα, έννοεΐται, άπα- ραίτητο καί «συστατικό» στοιχείο. Γιατί, ένώ οΐ κλασικοί περιορίστηκαν στήν έπιστημονική διαπίστωση τοϋ ρυθμιστικού χαρακτήρα τής έργασίας καί δέ σκέφτηκαν νά βγάλουν κοινωνικοπο- λιτικά συμπεράσματα, μέ τήν Ιννοια ένθρονισμοϋ τής έργασίας σάν μοναδικοΟ παραγω γικοί παράγοντα καί μοναδικής πολιτικής δύναμης, γ ιά τόν Μάρξ έπρόκειτο εύθύς έξ άρχής γ ι’ αύτό τό συμπέρασμα.
Ά π ό τή θεωρία τής άξίας τής έργασίας ίσαμε τή θεωρία τής κατάρρευσης πού περιγράφει τό μέλλον τοΟ καπιταλισμοϋ έκτεί- νεται ή καμπύλη μιδς Υποχρεωτικής συνέπειας πού δέν Αποκλείει, μέ τήν ύπέρβαση τών φραγμάτων τοϋ μαρξισμού, νά συμμερίζεται κανείς τό αίτημα ξεπεράσματος τοϋ καπιταλισμού, δίχως νά θεωρεί δεσμευτικές τις προϋποθέσεις άπό τΙς όποιες Ιφτασε δ Μάρξ σ’ αύτά τά συμπεράσματα, ή πού μέ τή βοήθεια τους τά άποκάλυ- ψε. Εννοείται πώς στήν περίπτωση αύτή ή θεωρία μιδς φυσικά άναγκαίας κατάρρευσης μετατρέπεται σέ άπλή προοπτική κατάρρευσης πού άφαιρεΐ άπό τήν Ιστορία τήν εύθύνη γ ιά τήν προσκόμιση τής κατάστασης πού προβλέφτηκε καί τή μεταβιβάζει στίς ό- μάδες πού στοχάζονται τό ξεπέρασμα τοΰ καπιταλισμοϋ.
Ανάλογα μέ τή βασική άπόφαση πού παίρνει κανείς άναφορικά μέ τή μοίρα τοϋ οίκονομικοΟ καί ίστορικοϋ κριτικισμοϋ, άνάλογα μέ τό άν κάνει κτήμα του τή ντετερμινιστική τελική δψη τοϋ μέλλοντος τοϋ μαρξισμοΰ ή άποδεσμεύεται ά π’ αύτή τή γενική συνάρτηση καθορίζεται καί γ ιά τά χωριστά θεωρήματα μιά Ιδιαίτερη μοίρα. Κάτω άπό τήν προϋπόθεση τής τελικής καί όριστικής προοπτικής τής καπιταλιστικής κατάρρευσης καί τής προλεταριακής έπανάστασης πού κληρονομεί τόν καπιταλισμό, δλες οί θεωρίες καί ot χωριστές δμολογίες πήραν τήν άξία τους άπό Ινα συνοπτικό σύνολο πού βρίσκεται πάνω άπ’ αύτές. "Αν άγνοηθεΐ αύτή ή 'έξάρ- τηση άπ’ τό σύνολο ή θεωρηθεί πώς είχε δευτερεύουσα σημασία, τότε οί χωριστές θεωρίες χειραφετοϋνται, άλλά χάνουν έννοεΐται καί τήν όργανική τους σημασία. Τό πρόβλημα πού Ιχουμε κιόλας σχολιάσει ξαναγυρίζει καί μέ τήν έρμηνεία τής σχέσης τών χω ριστών θεωριών πρός τό συνολικό σύστημα, δηλαδή τό πρόβλημα άν πρέπει οί χωριστές θεωρίες νά μετατραποϋν κατά τρόπο άπο- λογητικό σέ χοντροκοπιά καί ϊτσι νά διατηρήσουν τό συνολικό κατασκεύασμα ή νά διαφοροποιηθοϋν καί Ιτσι νά διασώσουν τή λεπτομέρεια νά τήν κάνουν περισσότερο άξιόπιστη καί φυσικά νά θέσουν ύπό άμφισβήτηση τή συνάφεια τοϋ συνόλου. "Αν θέλουμε λό- γου χάρη νά διατηρήσουμε τή θεωρία τής έξαθλίωσης, πού σάν μερικό στοιχείο σ,τά πλαίσια τοϋ μαρξιστικοϋ -συστήματος τής Ιχε ι
Ανατεθεί τό καθήκον νά φέρει τήν καπιταλιστική κατάρρευση, εΓ- μαστε ύποχρεωμένοι νά έπιμένουμε στήν δπαρξη τής Απόλυτης έξαθλίωσης, δπως πραγματικά τήν Αποδέχτηκε δ Μάρξ, Αντίθετα μ’ δλες τΙς στατιστικές καί μ’ αύτό πού βλέπουν τα μάτια μας. Αύτό μπορεί νά γίνει μόνο μέ τή βοήθεια τής άπλούστευσης, δτι πόλεμος, κρίσεις καί φασισμός σάν Αποτελέσματα τοϋ καπιταλισμοί) κατακυρώνονται σ’ αύτό τό σύστημα καί κατανέμονται σ’ δ- λη τή διάρκεια τής ζωής του ή σ’ δλο τό χώρο πού περικλείνει δ σύγχρονος ιμπεριαλισμός. Μ* 2ναν τέτοιο Ισολογισμό καταστροφών πού Ιτσι βραχυκυκλωτικά κάνει τόν καπιταλισμό μοναδική αίτια δλων τών Αρνητικών φαινομένων, καταποντίζονται ot πρόοδοι πού ϊχουν πραγματοποιήσει οί έργατικές τΑξεις τών προχωρημένων βιομηχανικών έθνών καί δέν Αλλάζει τίποτε σάν έγκυρότη- τα τής προοπτικής πού πιά Ιγινε σφαιρική. Βέβαια αύτή ή σφαιρική διεύρυνση καί ή μετατόπιση τής μαρξιστικής προοπτικής μπο- ρεί νά σώσει τό Αθροισμα τοϋ ιστορικοϋ ντετερμινισμού μόνο ίφόσο θά Αφαιρεθεϊ Απ’ τόν πίνακα δρομολογίων καί τΙς χρονικές προθεσμίες τοϋ μαρξιστικού συστήματος, δηλαδή άπό τή ντετερμινιστι- κή περιοδολόγηση. Γιατί είναι χειροπιαστή Αλήθεια δτι, Ακόμα καί κάτω Από τήν προϋπόθεση τής έγκυρότητας τής προοπτικής πού καθορίζει τελικά τήν καπιταλιστική κατάρρευση, πρέπει νά παρθοϋν ύπόψη ot Αλλαγές στό Ιστορικό ύποκείμενο, πού πρέπει νά έπιφέρουν τήν έπαναστατική Αλλαγή, Αλλά καί σπουδαίες μετατοπίσεις στό χώρο καί τό χρόνο. Λοιπόν ή Απολογητική μέθοδος μπορεί νά φτάσει στό έπιθυμητό Απ’ αύτή Αποτέλεσμα, μόνο δταν Αποκτήσει τό δικαίωμα νά μετατοπίζει τά ποσά τής πρόσθεσης μ’ Ιναν τρόπο πού ό ένδιάμεσος Ιστορικός Ισολογισμός νά ύπόκει- ται, σέ σχέση μέ τόν τελικό Ισολογισμό, σέ σημαντική τροποποίηση. 'Οπωσδήποτε δμως Από μιά τέτοια διαδικασία θά προκύψει μιά συμφιλίωση τοϋ ντετερμινισμού μέ τόν έπαναστατισμό. Ά π ό τή στιγμή πού ό ντετερμινισμός, δ όποιος νιώθει πώς είναι σφιχτά δεμένος στήν περιοδολόγηση τοϋ μαρξιστικού συστή|ΐατος, βάζει τόν έπαναστατισμό στή θέση του καί τοϋ έπιτρέπει μόνο δπηοεσία βοηθοϋ γ ιά τήν Ικανοποίηση τής Ιστορικής Αναγκαιότητας πού έκ- κρεμεί, δ ντετερμινισμός πού Ιννοείται σάν γενική έξουσιοδότηση γ ιά τό γκρέιιισμα τοϋ καπιταλιστικού συστήματος καί πού ?χει ξεπεράσει τήν περιοριστική πρόσδεση σέ δρισμένες περιόδους δρΛ σάν Ινα στοιχείο πού εύνοεί τήν άπελευθέρωση κάθε έπαναστατι- κής θέλησης.
"Αν παραμελήσουμε δμως τήν τελική Αξία τής θεωρίας τής καπιταλιστικής κατάρρευσης, τότε Αποκτούμε ξανά τήν έλευθερία νά Αναγνωρίσουμε σέ κάθε Ιδιαίτερο θεωρητικό μέγεθος τήν Αξία πού Αντιπροσωπεύει, δίχως νά είμαστε ύποχρεωμένοι νά τό έντάξουμε
43
μέ τή βοήθεια τής χειραγώγησης σέ μιά συνάρτηση άπλώς Ιπιθυ- μητή. Φυσικά στήν περίπτωση αύτή Απαλλασσόμαστε άπδ τήν άνάγκη νά προσαρ|ΐόσουμε άνάλογα τή θεωρία πού άποσπάσαμε άπό τή συνάρτηση καί ποό δέν βαρύνεται π ιά μέ καμιά Ιδιαίτερη ύποχρέωση γ ιά νά πάρουμε άπ’ αύτή μιά κατηγορηματική άξία. Λόγου χάρη περιττεύει νά κάνουμε άπδ τή θεωρούμενη άπδ τδν Μάρξ σάν άπόλυτη, μιά σχετική άπαθλίωση, δηλαδή μιά μή άνά- λογη μέ τήν αύξηση τδ ν κερδών τών έπιχειρηματιών αύξηση τοΟ μεριδίου τών έργατών στδ έθνικό εισόδημα. Γ ιατί κι 5ν άκόμα θά μπορούσε σάν μιά παραλλαγή τών συλλογισμών τού Μάρξ νά άπο- δειχθεΐ αύτή ή άπαθλίωση, πάλι δέ θά εΙσχωροΟσε στή μηχανική καί τΙς συνέπειες τού Ιστορικού του ντετερμινισμού, έπειδή μιά άπαθλίωση πού συλλαμβάνεται |ΐέ λογιστικό ύπολογισμό, άλλά στήν πράξη δέ συμπορεύεται μέ τή βελτίωση τών δρων ζωής πού Ιπι- τυγχάνεται στήν πραγ|ΐατικότητα, δέ θά εϊχε τή δύναμη έκείνη πού ώθεΐ στήν έπανάσταση πού δ Μάρξ έμπιστεύτηκε στήν άπόλυτη καί πραγματική έξαθλίωση. "Αν λοιπδν άπαλλαγούμε άπδ τά σιδερένια συμπεράσματα πού προδιαγράφονται στδ σύστημα τοΟ Μάρξ μέ βάση τήν προοπτική γ ιά τή φυσική έξέλιξη τού καπιταλισμού, τότε δέ θ ί φοβηθούμε π ιά νά χαρακτηρίσουμε μερικές θεωρίες σάν δπωσδήποτε λαθεμένες ή ξεπερασμένες άπδ τΙς έξελίξεις πού άπδ τότε πραγματοποιήθηκαν.
Μιά κρίση μέ ιδιαίτερη σημασία γ ιά τδ μαρξισμδ σχετίζεται μέ τδ ζήτημα, άν τδν καταλαβαίνει κανείς σά μιά κοσμοαντίληψη πού περιλαβαίνει τά πάντα ή άπλώς σά μιά καθοδήγηση γ ιά τήν καλύτερη κατανόηση τών κοινωνικών καί Ιστορικών συναρτήσεων πού μπορεΐ νά έλεγχθεΐ έπιστημονικά. "Αν δ μαρξισμός έννοεΤται σάν θεωρία τών νόμων κίνησης καί έξέλιξης τής δλης, δπως συμβαίνει κυρίως μέ τδν Έ νγκελ ς πού έφαρμόζει τούς νόμους τής διαλεκτικής καί στή φύση — δπου θεωρείται δοσμένη ή συνάρτηση φύσης καί Ιστορίας — τότε άποκτ* δ Ιστορικός ντετερμινισμός Ινα πρόσθετο στήριγμα. Στήν περίπτωση αύτή ή έπαλήθευση τών χω ριστών προβλέψεων δέν είναι πιά άπλώς Ινα ζήτημα πού μπορεΐ νά έλεγχθεΐ έπιστημονικά, άλλά. καί κυρίως, μιά λυδία λίθος γ ιά τήν έγκυρότητα τού συστήματος άναφορδς, τδ δποΤο δμως δέν είναι δυνατδ νά άμφισβητηθεΤ, άφού μιά άπδ άποψη άργών φιλοσοφική, έναλλακτική πρδς αύτό λύση δέ θά άναγνωριστεΤ σάν Ισάξια δυνατότητα καί ταυτόχρονα ή παραπομπή σ’ Ινα στάδιο πού στα- ματδ μπρός στίς κοσμοθεωρητικές περιλήψεις, θά γίνει αίσθητή σάν άνεπαρκής. Ό διαλεκτικός ύλισμδς πού δέν Ισχυρίζεται μόνο δτι ύπάρχει Ινας πραγ|ΐατικός έξωτερικός κόσμος άνεξάρτητος άπό τή συνείδηση, άλλά είναι καί όντολογικός ύλισμός, δηλαδή θεωρία πού παραδέχεται τήν ύπεροχή τού ύλικοϋ Είναι άπέναντι στή
U
συνείδηση καί τό πνευματικό Είναι, τοποθετεί τό δημιουργημένο άπ* τόν Κάρλ Μάρξ σάν Ινα σχήμα έρμηνείας τής Ιστορίας Ιστορικό ύλισμό σέ μιά θέση πού δέν έπιδέχεται ούτε αδξηση οδτε μείωση. Ή θέση αύτή, δένοντας τή μοίρα της μέ τό φιλοσοφικό ύλι- σμό, δέν έπιδέχεται αδξηση, γ ιατί δέν άφήνει άνοιχτή καμιά δυνατότητα πού νά τήν ξεπερνδ, καί Ιδιαίτερα τή δυνατότητα νά άν- τιπαραταχθεΐ στό συγκεκριμένο αισθητό κόσμο Ινας ύπερκόσμιος, ίστω καί μόνο μέ τήν έννοια τής καντιανής κατασκευής, τοΟ «πράγματος καθ’ έαυτό». Παραδέχεται βέβαια ό διαλεκτικός ύλι- σμός πώς τό έπίπεδο πού φτάνει κάθε φορά ή έπιστημονική έρευνα καί γνώση είναι χαμηλότερα άπ’ τό άντικείμενο τής γνώσης καί κατά συνέπεια δέν τό έξαντλεΐ, δμως άπό άποψη άρχής αύτό τό γεγονός δέν άποτελεϊ φράγμα στή γνώση* μπορεΐ νά άναιρεθεΐ, άλλά μόνο μέ περισσότερη έπιστήμη, ποτέ μέ ότιδήποτε άλλο.
Ό μ ω ς αύτή ή θέση πού χαρακτηρίζεται γ ιά τήν άδιάσπαστη σύνδεσή της μέ τό διαλεκτικό ύλισμό δέν έπιδέχεται καί μείωση κι αύτό γιατί δέν μπορεΐ νά ξαναπέσει στό έπίπεδο μι&ς θεωρίας ή ύπόθεσης πού νά έλέγχεται έπιστημονικά, πράγμα πού γ ε νικά θά ήταν δυνατό άν ό ιστορικός ύλισμός έννοοϋνταν σάν άπλός θετικισμός. "Αν στή βάση τοϋ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ μπει ένας θετικισμός πού νά έννοεΐται δχι σάν μεταφυσική έπιστημονική στάση— καί γ ι’ αύτό δέ θά ταυτίζεται μέ τό νεοθετικισμό πού καταλήγει σέ στάση άμυντική — τότε θά μπορεΐ νά έννοηθεΐ ό Ιστορικός ύλισμός γενικά σάν έπιστημονική θεωρία πού φτάνει τόσο μακριά καί είναι τόσο καλή, δσο σωστά άποδείχνονται τά αίτια πού προβάλλει. Σέ μιά τέτοια περίπτωση οί κριτικιστικές όμολογίες γ ιά τήν πορεία τής ιστορίας δέ θά χρειάζονται τή ντετερμινιστική έπι- μήκυνση στό μέλλον, οί προβλέψεις θά γίνονται μέ έπιφυλάξεις καί μέ τόν ύπολογισμό σημαντικών παραγόντων άβεβαιότητας ή δέ θά γίνονται καθόλου. Τότε δέ θά είναι άνάγκη νά συνδεθεί αύτή ή θετικιστική έρμηνεία τής Ιστορίας μέ τήν άξίωση νά δώσει μιά όλόκληρη περιγραφή τής πραγματικότητας, άλλά θά μπορεΐ νά περιοριστεί στό νά θεωρεί μεθοδικά καί αύτοκριτικά τό άνε- ξάντλητο ύλικό άντικείμενο τής πραγματικότητας, άπό μιά όρι- σμένη, συνηθισμένη άποψη προσαρμοσμένη στό σκοπό τής γνώσης καί τής δράσης. Ό συνδεμένος μέ τό διαλεκτικό Ιστορικός ύλισμός μπορεΐ καί νά παραδεχτεί πώς στίς κάθε φορά έκτιμήσεις του δέ συνέλαβε καί δέν έξέφρασε σωστά τήν πραγματικότητα. ’Αμέσως δμως θά προσθέσει πώς αύτό δέν ϊγ ινε έξαιτίας τών δικών του προϋποθέσεων, οδτε έξαιτίας τών περιορισμών του ώς μεθόδου, άλλά Αποκλειστικά έξαιτίας τοϋ άνεπαρκοϋς χειρισμού τής μεθόδου του, πού βασικά είναι σωστή καί πώς πρόκειται γ ιά άνεπάρκεια πού — έννοεΐται — έξαλείφεται μέ τόν καιρό.
Ά ν δ άθεϊσμός τών πρώτων κειμένων τού Μάρξ ήταν ή άρνηση κάθε δπερκόσμου γ ιατί αύτός θεωρήθηκε σάν άρνηση τοΟ άνθρώπου καί τής αύτονομίας του κι δ διαλεκτικός ύλισμός, πού έν- νοεί σάν ένότητα τήν ίρ ν η σ η ένός ύπερκόσμου άπό τή φύση καί τήν Ιστορία, δέν παρουσιάζεται σάν όλοκλήρωση αύτοΟ τοΟ άπε- λευθερωτικοΟ προτσές, παρά σάν μαντάλωμα καί τέλος της. Ό άνθρωπος, πού μέ τόν άθεϊσμό τοΟ Μάρξ, ξαναπόχτησε τήν έλευθερία νά καταχτήσει καί νά δρασκελίσει ίναν ύπερκόσμο, φαίνεται τώρα αιχμάλωτος σ’ Ιναν κόσμο περιεκτικής νομιμότητας καί μιας καθορισμένης, ιστορικά προσχεδιασμένης βάσης δραστηριότητας, αύτής τοϋ ταξικοΟ άγώνα. Ή άπόλυτη έλευθερία ξαναδόθηκε στόν άνθρωπο γιά νά τήν ξαναχάσει περισσότερο ριζικά σέ μιά πραγματικότητα πού δέν έπιδέχεται διορθώσεις στήν τελειότητα καί τή μονοδιάστατη κατεύθυνσή της. ’Από τό άλλο μέρος ή παραίτηση τοϋ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ άπό τή συμπλήρωση του άπό τό διαλεκτικό ύλισμό σημαίνει δτι διατηρείται ή έλευθερία άλλά μαζί της προβαίνει καί ή άβεβαιότητα δτι ot όμολογίες τοϋ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ χάνουν τήν προσανατολιστική τους άξία τήν όποία ϊχουν άποκτή- σει, κυρίως μ ι τόν τρόπο τής δογματοποίησης, στά πλαίσια πολιτικών συστημάτων άπό αύτόκλητους έρμηνευτές.
Ό Κάρλ Κάουτσκυ, ό γέρο Μέντορας τής μαρξιστικής όρθοδο- ξίας, πού ό ιστορικός του ύλισμός ήταν περισσότερο μηχανικός πα ρά διαλεκτικός, άλλά όπωσδήποτε άνυψωμένος καί θεμελιωμένος κοσμοθεωρητικά, στήν περιεκτική του περιγραφή τής ύλιστικής άντίληψης τής ιστορίας τόνισε βέβαια τήν έπιστημονική προέλευση καί τόν έπιστημονικό της χαρακτήρα, άλλά ταυτόχρονα έξέ- φρασε τή σκέψη πώς Ιγινε περισσότερο ούσιαστική στά πλαίσια τοϋ μαρξιστικού συστήματος: «Ό Ιστορικός ύλισμός δέν Ιμεινε μιά έμπειρική, δηλαδή άπομονωμένη ύπόθεση πού άποχτήθηκε μέ τήν άπλή παρατήρηση τών γεγονότων, άλλά ένσωματώθηκε σέ μιά μεγάλη κοσμοαντίληψη μ ι τήν όποία πέφτει ή στέκει».”
Έ τ σ ι ό μαρξισμός παρουσιάζεται σάν 2να διαλεκτικό άξίωμα άνεβασμένο άπ’ τόν Ιδιο στό φώς καί έπιβεβαιωμένο άπό τήν Ιδια του τήν δπαρξη, σάν πάλη καί ένότητα άντιθέτων, σάν άντιθετικό πεδίο άντίθετων άπόψεων καί τάσεων πού δέν είναι δυνατό νά ά- ναχθοϋν σ’ ίναν κοινό παρονομαστή, άλλά άπαιτοϋν μιά κρίση προβαδίσματος τήν όποία δμως άδυνατε! νά δώσει τό σύστημα. Ε ίτ · ύπέρ τοϋ όλοκληρωμένου — μέ τή ντετερμινιστική καί φιλοσοφική διαμόρφωση — μαρξισμού άποφασίσει κανείς, είτε έπιμένει ά- πλώς στό έπαναστατικό ή φιλανθρωπικό ή άκάμα καί μόνο στό κοινωνικοκριτικό μέρος τοϋ μαρξιστικού πνευματικού οίκοδομήμα- τος, δέν μπορεί σέ καμιά περίπτωση νά μήν πάρει θέση καί νά μήν ύποβληθεϊ στόν κόπο νά άναλύσει τΙς παραμελημένες καί άμφισβη-
46
τούμενες δψεις τοϋ συστήματος στδ στοιχείο στδ όποιο — γ ιά όποιοδήποτε λόγο — δίνει τήν ύπεροχή μέσα στδ σύστημα είτε νά άποκαταστήσει μιά Ασταθή καί Απειλούμενη Ισορροπία άνάμεσα στά στοιχεία πού συνδέονται στδν Μάρξ. Τ δ πλήθος τών Ιδεών πού βρίσκονται στή μαρξιστική φιλολογία είναι τόσο πλούσιο σέ προσφορές καί δυνατότητες, πού προκαλεΐ γ ιά μιά Ιδιοποίηση προσαρμοσμένη στίς κάθε φορά γνώσεις καί άνάγκες. Αύτδ τδ προτσές Ιδιοποίησης πού πάντα δχει κάτι νά δώσει, δέν έπιτρέπεται νά παραπλανά καί ν’ Αποθαρρύνει (τόν έρευνητή) έξαιτίας τών πλανών, τών δυσκολιών καί τών πηγών λαθών πού έχουν συσσωρευτεί στδ πρός έπεξεργασία υλικό. Κάθε πνευματική πρόοδος παρουσιάζεται μ ι μιά μορφή πού τή ζημιώνουν Ανωμαλίες καί μολύνσεις κι αύτδ δέν είναι συνέπεια μόνο τής παραμόρφωσης πού κανονικά παρουσιάζεται στήν πράξη, άλλά καί συνέπεια τής έπιβάρυνσης καί δέσμευσης πού προέρχονται άπδ τήν ίδια τήν πρόοδο. Ά ν ό μαρξισμός δέν Αποτελεί έξαίρεση αύτοϋ τοϋ κανόνα, άλλά τόν Επιβεβαιώνει, αύτδ δέν είναι κατά, Αλλά ύπέρ τής Ιστορικής του σημασίας ή δποία φυσικά δέν είναι κανένα έτοιμο μέγεθος, άλλά μετά τήν Αφαίρεση δλων τών έναντίον του Αντιρρήσεων Ενα Αποτελεσματικό κατάλοιπο. Αύτή ή καλομελετημένη καί καλοζυγιασμένη διαδικασία δέ θά ήταν περιττή, Ακόμα κι άν τδ κατΑλοιπο δέ θά κινιοϋνταν παρά στά σύνορα τοϋ μηδενικοϋ. Αύτδ πού άποτελεϊ τή γοητεία καί τδ ένδιαφέρον τής πνευματικής άναζήτησης δέν είναι τό συγκεκριμένο άποτέλεσμα πού πρέπει νά κρατηθεί, Αλλά ό δρόμος πού διανύθηκε γ ιά νά διατηρηθεί Ενα άποτέλεσμα. ’Ακόμα κι αύτός πού μετά τό κομμάτιασμα τών συστατικών μερών τοϋ μαρ- ξισμοϋ δέν ίχ ε ι στό χέρι παρά μονάχα συντρίμμια τών δποίων Εχει χαθεί ή πνευματική σύνδεση, θά προσπαθήσει νά συναρμολογήσει τά πολύτιμα στοιχεία καί νά κατασκευάσει Ενα καινούργιο, Εστω καί προσωρινό οίκοδόμημα. Μπορεΐ ό μαρξισμός νά έξακολουθήσει νά παραμένει Αμφισβητούμενος, μπορεΐ Ακόμα νά καταλήξει στό σωρό τών Απορριμμάτων τ?)ς ιστορίας καί τοϋ πνεύματος, τά στοιχε ία τοϋ μαρξισμοϋ δμως δέ θά πάψουν νά χρησιμεύουν σάν έπι- βεβαίωση δυνατοτήτων, σάν προειδοποίηση στούς κινδύνους. Καί στίς δυδ περιπτώσεις σέ Ιστορικές διαδικασίες.
47
Κεφάλαιο 2
MAPS ΚΑΙ ΛΕΝΙΝ
Αδτός πού θέλει νά παρακολουθήσει τό ρωσικό μπολσεβικισμό καί τή σοβιετική έξουσία άπό τήν Αρχή τής Ανάπτυξης τους ίσαμε τήν τωρινή μορφή τής δπαρξης τους καί ν’ Αποκτήσει τήν καταλληλότερη τό δυνατό εικόνα αύτής τής σύνθετης πραγματικότητας, μπροστά στίς βασικές δυσκολίες πού Ιχουν κιόλας σχολιαστεί, Ανακαλύπτει πώς είναι υποχρεωμένος νά Ακολουθήσει Ινα διπλό δρόμο καί νά πλησιάσει, Ανιχνεόοντας, Από δυό πλευρές τό Αντικείμενο τής Ιρευνας του. Σά στοιχεία προσφέρονται στήν Ιρευνα, Από τό Ινα μέρος οί Αντικειμενικές συνθήκες καί τά περιστατικά τής ρω- στικής ιστορίας, καί Από τό Αλλο Ιχουμε νά κάνουμε μέ μιά Ιδεολογία πού διαφημίστηκε καί ταλαιπωρήθηκε άπό τούς Ανθρώπους πού έπηρέασαν αδτή τήν ιστορία καί γ ι’ αύτό τό λόγο δέν μποροϋ- με νά παραιτηθοϋμε άπό τή γνώση της. Ά κόμα κι Αν θά φτάναμε, ύποχρεωτικΑ, στό συμπέρασμα δτι ή Ιδεολογία πού άπαιτήθη- κε, Αρχικά ήταν καί έξακολουθεΐ Ακόμα νά είναι, ή όρθολογοποίη- ση όρισμένων Αναγκών ή παραστάσεων έπιθυμιών, τής ρωσικής πραγματικότητας, πΑλι δέν είναι δυνατό νά Αποφύγουμε νά εισχωρήσουμε σ’ αύτή τήν Ιδεολογία καί νά έρευνήσουμε Αν, Αφοϋ ήρθε στή ζωή Από Αντικειμενικές ΑνΑγκες, δέν Ανέπτυξε σέ όρισμέ- νη Ικταση μιά δική της νομιμότητα καί προκάλεσε έπιδράσεις πού τροποποίησαν τά ιστορικά γεγονότα.
Ά λ λά κι αύτός πού Αναγνωρίζει τήν Ιδεολογία σάν Ανεξάρτητο κινητήριο παράγοντα καί τήν τοποθετεί πάνω άπό τά Απλά γ ε γονότα τοΟ Ανεπεξέργαστου ίστορικοϋ ύλικοΟ, δέ θά παραιτηθεί άπό τήν προσπάθεια νά συμπληρώσει έκ τών ύστέρων καί νά έκ- φράσει στήν ιστορική έμπειρία τό πώς ό Ιδεολογικός παράγοντας μετατράπηκε σέ πραγματική Ιστορία. Ό ιδεολογικός κριτικός καϊ ιστορικός τών Ιδεών Από τή μιά καί δ ιστορικός καί έμπειρικός τής έξουσίας πού ΑντιτΑσσει τήν Αμφιβολία σ’ δλες τΐς ιδεολογικές δικαιολογήσεις Από τήν Αλλη, στηρίζονται ό Ινας στόν Αλλον καϊ Ιχουν τήν Ανάγκη νά Αλληλοσυμπληρώνονται, Ιστω κι Αν Από προσωπικούς λόγους καί αιτίες μεθόδου καμιά φορά δέν τό παραδέχονται. Γιατί ή ιδιομορφία καί ή Ιδιαίτερη Αξία τών είδικών στοιχείων είναι σαφής γ ιά τόν Αντίπαλο κατά τήν έξήγηση τής
4 49
άντιπαραβαλλόμενης θεώρησης τού συνολικού ίστορικοϋ συμβάντος μόνο άπό μιά βάση πού διευκολύνει τήν Αντιπαραβολή. Σ ’ αότή δμως τή βάση, πού στήν οίκεία θεώρηση μπορεί νά είναι φευγαλέα σκιτσαρισμένη, άλλά δέν έπιτρέπεται νά λείπει έντελώς, μπορεί νά προμηθεύσει κάτω άπό μιά άλλητυπική άποψη μόνο τή συμπληρωματική θεώρηση, πού πραγματεύεται τό ίδιο ύλικό άν- τικείμενο, δηλαδή τήν ιστορική έμπειρία μιας δρισμένης, δροθε- τημένης συνάρτησης πού έκτείνεται μπροστά μας στό χώρο καί τό χρόνο.
Αύτό πού ισχύει γ ιά τή σχέση μεταξύ τών διαφόρων κατευθύνσεων Ιρευνας, πού τή στοχαζόμαστε κριτικά, άληθεύει σέ μεγαλύτερο βαθμό γ ιά τόν παρατηρητή πού δέν έμβαθύνει έπιστημονικά σέ μιά ειδική περιοχή κάτω άπ’ τόν καταναγκασμό μιας μεθοδολογικής μονομέρειας, άλλά χρησιμοποιεί τά έπιστημονικά βεβαιωμένα άποτελέσματα άποκλειστικά σάν ΰλη γ ιά τΙς άνάγκες πληροφόρησης καί προσανατολισμού του. Περισσότερο άπό κάθε άλλον δ κριτικός παρατηρητής είναι σέ θέση, άκόμα καί ύποχρεωμένος, νά ένσωματώσει τΙς μερικές δψεις θεώρησης πού τού προμηθεύει ή ϊρευνα σέ μιά συνολική θεώρηση, ή δποία δμως είναι πάντα προσωρινή καί ένδέχεται νά ξεπεραστεΐ άπό νέες άπόψεις. Ούτε μόνο τά ιστορικά γεγονότα, ούτε ή άπομονωμένη άπ’ αότά ιδεολογία άποδίδουν δλη τήν πραγματικότητα στά Γχνη τής δποίας πρέπει νά φτάσουμε, γ ι’ αύτό δέν μπορεί νά περιοριζόμαστε στίς μερικές άπόψεις. ’Αλλά καί ή άπολυτοποίηση καί ή βιαστική γε νίκευσή τους, τούς δίνει έκείνη τήν περιορισμένη άξία πού Ιχουν μέσα στά πλαίσια τής γενικής θεώρησης.
Ή δυσκολία, πού άπό τήν άρχή συναντήσαμε, νά πάρουμε άπ’ τό μαρξισμό §να στέρεο μεθοδικό μέτρο καί νά τό τοποθετήσουμε στις άλλαγές τού ίστορικού ύλικοΰ καί ίτσι, ξεκινώντας άπό Ινα σταθερό σημείο, νά βρεθούμε σ’ αύτό πού τρέχει στό χώρο καί τό χρόνο είναι ιδιαίτερα μεγάλη στήν περίπτωση τής ρωσικής πραγματικότητας, πού μετατράπηκε στή γνωστή σήμερα σέ μδς Ιστορική φυσιογνωμία κάτω άπ’ τά σήματα τοϋ μαρξισμού, γ ιατί έδώ πρόκειται λιγότερο άπό δπουδήποτε άλλοΰ νά κινητοποιήσουμε σάν στοιχείο άντιπαράστασης τόν άρχικό μαρξισμό τής καθαρής θεωρίας. 'Ο π ω ς ϊχουμε δεϊ, ή άντιπαράθεση τού συστήματος μέ τΙς πραγματικότητες τής κάθε φορά κατάστασης προσφέρει άρκετές δυσκολίες, γ ιατί άπό τό Ιδιο τό σύστημα μδς δίνονται άνταγωνιζό- μενες άπαιτήσεις καί δυνατότητες κατεύθυνσης. Μιά έπιπλέον περιπλοκή προκύπτει στήν περίπτωση πού ή Ιδεολογία ή δποία άνα- λαβαίνει τή μεσολάβηση άνάμεσα στό σύστημα καί τήν ιστορική πραγματικότητα δέν περιορίζεται σέ μιά τροποποίηση καί προσαρμογή τών ιδιαίτερων θεωρημάτων τού συστήματος, άλλά αύτή ή
60
Ιδια Εχει έξελιχθεΐ σ ιγά -σ ιγά σέ μιά συστηματική παραμόρφωση τοϋ Απαιτήθέντος συστήματος ΑναφορΑς. Αύτή ή Ανεξαρτητοποίηση καί Απλοποίηση τών ξεχωριστών θεωρητικών προτάσεων ύπΑρ- χε ι στό λενινισμό σέ Ασύγκριτα ύψηλότερο βαθμό, παρά ατούς μαρξισμούς πού τόν Ανταγωνίζονται (καί γ ι’ αύτό πολύ σπΑνια Εφτα- σαν σέ μιά σταθερή θεωρητική κατάσταση πού νά δημιουργεί σχολή) . Ό λενινισμός, σάν ρωσική παραλλαγή τοϋ μαρξισμού, τοποθετείται λοιπόν σάν Ιδιαίτερο μέγεθος Ανάμεσα στό μαρξισμό καί τήν ιστορική πραγματικότητα, πού διαμορφώνει καί άπό τήν δποία πήρε τήν κίνηση του. Ό λενινισμός δμως Αξίζει τήν ιδιαίτερη προσοχή δχι μόνο χΑρη στήν ξεχωριστή καί χαρακτηριστική ιδεολογική του διάρθρωση, που τόν ξεχωρίζει Από άλλες, Απομονωμένες, δίχως δύναμη Αναδημιουργίας τροποποιήσεις Ιπ ί μέρους μαρξιστικών θεωριών, Αλλά καί γ ιατί σ’ αύτόν πρόκειται γ ιά τόν Ιστορικά έπιτυχέστερο καί σημαντικότερο σέ συνέπειες μετασχηματισμό τοϋ μαρξισμοΰ. ’Ακόμα κι Αν μιά κριτική θεώρηση τών σχέσεων μαρξισμού καί λενινισμού θά έφτανε στό συμπέρασμα, πώς ό μαρξισμός δέν Ανανεώθηκε, ούτε Εφτασε στήν τελειοποίηση μέ τό λενινισμό, άλλά παραμορφώθηκε καί έπιβαρύνθηκε μέ ξένες έ- πιδράσεις, τό γεγονός καί μόνο δτι πρόκειται γ ιά μιά παραμόρφωση πού πέτυχε ιστορικά, καθώς καί ή έλλειψη διορθωτικών μηχανισμών ικανών νά θέσουν, άπό άποψη πολιτικής καί δύναμης, ύπό Αμφισβήτηση τό σύστημα, φέρνει στήν έπιφάνεια ένα θεωρητικό πρόβλημα πρώτου μεγέθους. 'Ως σύστημα ό μαρξισμός μένει δεμένος, γ ιά τό καλό ή τό κακό του, σ’ έκεϊνες τΙς μορφές πού άποτε- λοϋν τό Ιστορικό του καταστάλαγ|ΐα.
Στήν περίπτοιση λοιπόν τοϋ λενινισμού, στήν περιπλοκή αύτή ένός συστήματος σχετικά Ανεξάρτητου καί, μέ τό κριτήριο τής πρακτικής έπιτυχίας, Αποδεδειγμένης Αξίας, μπαίνει στό παιχνίδι κι ένας άλλος παράγοντας, Ινα στοιχείο πού λιγότερο άπό κΑθε άλλο παράδειγμα πού μάς Ιχε ι δώσει ή Ιστορία τοϋ μαρξισμού μπορεΐ νά άναχθεΐ στόν Ιδεολογικό ή τόν παράγοντα πραγματικότητα, δηλαδή τό στοιχείο τής προσωπικότητας. Ή ύπεροχή τοϋ Λένιν στά πλαίσια τοϋ μπολσεβικισμοϋ έκφράζεται κιόλας καθαρά τερμινολογικά, άφοϋ ή Εννοια λενινισμός, πού καθιερώθηκε στή Σοβιετική "Ενωση ύστερα άπ’ τό θάνατο τοϋ Λένιν, χρησιμοποιείται καί σήμερα Ακόμα σάν συνώνυμο τής Εννοιας τοϋ μπολσεβικισμοϋ τήν όποία Εβγαλε άπό τήν έπικαιρότητα καί τή μετέτρεψε σέ Εννοια Ιστορική. ’Επειδή δέν Αμφισβητείται ούτε Από φίλους, οδτε Από Εχθρούς ή έξαιρετική έπίδραση τοϋ Λένιν στήν ΑνΑπτυξη τής μπολσεβικικής θεωρίας καί πρΑξης — άν καί έξακολουθεΐ νά άμ- φισβητεΐται ή Αξία αύτής τής έπίδρασης καί ή σχέση της μέ τούς άλλους παράγοντες — δέ μοϋ φαίνεται πώς είναι λάθος, άλλά άν-
51
τίθετα μιά έπιβαλλόμενη άποψη, νά άναφερθώ, έδώ σ’ αύτή τή θέση, σ’ αύτό τό στοιχείο τής προσωποποίησης μιάς Ιστορικής κίνησης σ’ Ινα πρόσωπο καί τής μεταγενέστερης συνταύτισης της μ’ αύτή τήν προσωπικότητα σάν Ινα περιστατικό πού παρουσιάζει Ιδιαίτερα προβλήματα γ ιά τή μαρξιστική αύτογνωσία.
Ή έπιτυχία τής προλεταριακής έπανάστασης σέ μιά καθυστερημένη χώρα πού τό προλεταριάτο της άποτελοΟσε μιά μικρή μειοψηφία τοϋ πληθυσμού, δέν μπορεΐ νά βρει κανένα στήριγμα στό μαρξιστικό ντετερμινισμό κι άκόμα είναι διαμετρικά άντίθετη στό σχήμα πορείας πού άναπτύχθηκε στά πλαίσια αύτοϋ τοϋ ντετερμινισμού. Ή Ό χτωβριανή έπανάσταση πού καθοδήγησε ό Λένιν έμεινε άνεπηρέαστη άπό τήν άπαγόρευση τοϋ Μάρξ, σύμφωνα μέ τήν όποία δέν μπορεΐ ούτε νά ύπερπηδηθοϋν, οδτε νά καταργηθοϋν μέ διατάγματα ot φάσεις τής έξέλιξης, άλλά τό πολύ - πολύ νά συντομευθοϋν ή νά λιγοστέψουν οί πόνοι τής γέννας. ’Αντίθετα στίς ρητές δδηγίες τού Ιστορικοϋ ντετερμινιστή Μάρξ, ό Λένιν καί τό μπολσεβίκικο κόμμα πραγματοποίησαν — γιά νά μείνουνε πιστοί στίς εικόνες τοϋ Μάρξ — μιά πρόωρη γέννα, δηλαδή δέν έκπλή- ρωσαν άπλώς καθήκοντα μαμής, άλλά άπόσπασαν τό προλεταριακό ϊμβρυο άπ’ τό μητρικό σώμα, δίχως αύτό νά είναι άκόμα σέ κατάσταση νά ζήσει. Ή Ό χτωβριανή έπανάσταση είναι έπίσης άντίθετη καί στήν άντίληψη πού έξέφρασε ό Μάρξ στόν πρόλογο τής κριτικής τής πολιτικής οικονομίας: «"Ενας κοινωνικός σχηματισμός δέν έξαφανίζεται πρίν νά άναπτυχθοϋν έντελώς δλες ot παραγωγικές δυνάμεις γ ιά τΙς όποιες αύτός προσφέρει άρκετή εύ- ρυχωρία καί δέν έμφανίζονται στή θέση τών παλιών νέες παραγωγικές σχέσεις, πριν νά έκκολαφτοϋν μέσα στούς κόλπους τής παλιάς κοινωνίας οί Spot τής ύλικής τους ύπαρξης».1 Ή Ό χτω - βριανή έπανάσταση άντιφάσκει στό σχήμα τοϋ Μάρξ δχι γ ιατί σ’ αύτή πήρε μέρος μιά μειοψηφία τοΰ προλεταριάτου — κι ό Μάρξ δέν καθόρισε αύστηρά τΙς προϋποθέσεις κατάληψης τής έξουσίας άπ’ τό προλεταριάτο καί γ ι’ αύτό, δχι άδικα, κατηγορήθηκε γ ιά μπλανκισμό — άλλά γιατί αύτή ή κατάκτηση τής έξουσίας πραγ- ματοποιήθηκε στά πλαίσια μιάς κοινωνικής πραγματικότητας, πού σύμφωνα μέ τήν περιοδολόγηση τοϋ μαρξιστικού συστήματος, γ ε νικά δέν ύπολογιζόταν σάν προϋπόθεση γ ιά μιά προλεταριακή έπανάσταση. ’Εννοείται πώς μένει ν’ άποδειχτεΐ δτι σάν άποτέλεσμα τής συνάντησης διαφόρων εύνοΐκών παραγόντων ή μαζική βάση τής όχτωβριανής έπανάστασης ήταν μεγαλύτερη άπό τή βάση μιάς δυνητικής έπανάστασης στίς χώρες πού ή άναλογία τοϋ προλεταριάτου στό σύνολο τοϋ πληθυσμοϋ τους θά τις προόριζε στ’ άλήθεια γ ιά έπανάσταση.
Ό Λένιν πίστευε, έννοεΐται Επειτα άπό τό γράψιμο τής μπρο·
σούρας του γ ιά τδν Ιμπεριαλισμό, πού δημοσιεύτηκε τδ 1916 (πιό μπροστά οδτε καί γ ι’ αύτόν δέν Εμπαινε στή συζήτηση τδ Ενδεχόμενο μιας σοσιαλιστικής ίπανάστασης στή Ρωσία) πώς βρήκε Ενα μαρξιστικό κλειδί γ ιά ν’ άνοίξει τΙς πόρτες στίς Επαναστατικές δυνατότητες πού πρόσφερε ή ρωσική κατάσταση. Μέ τδν Ιμπερια- λισιιό 6 κόσμος Εγινε γ ι’ αύτδν μιά Ενότητα πού κυριαρχοΟνταν άπ’ τά ήγετικά βιομηχανικά Εθνη. Τ ά Εθνη αύτά ήταν, κατά τδν Μάρξ καί τδν Λένιν. ώριμα γ ιά τή σοσιαλιστική Επανάσταση, Spa κι δλος δ κόσμος πού Επισκιαζόταν άπδ τήν κοινωνική τους προβληματική ήταν ώριμος γ ι’ αύτή τήν Επανάσταση. Έ τ σ ι ή Επανάσταση μποροΟσε ν’ Αρχίσει στίς καθυστερημένες χώρες, πού καθ’ έαυτές δέν είχαν φτάσει στήν άπαιτούμενη ώριμότητα. Ό νόμος τής άνισόμετρης οίκονομικής καί πολιτικής άνάπτυξης τοΟ καπιταλισμοί Εδωσε στδν Λένιν τή δυνατότητα νά πηδήξει Εξω άπδ τή σκιά τοϋ Ιστορικοί ντετερμινισμοϋ κι ώστόσο νά παραμείνει σέ συμφωνία μέ τή βασική Ιστορική άποστολή τοϋ μαρξισμοϋ. Ά λλά , μέ βάση τδ μαρξικδ έπαναστατισμδ ή δχτωβριανή έπανάσταση μπορεΐ νά δικαιολογηθεί καί σ’ δρισμένο βαθμδ νά βρεθεί άκόμα σέ δμοφωνία καί μέ τδν (στορικδ ντετερμινισμό, πολύ περισσότερο μά- λιστα άφοϋ ύπηρετεί τήν Επιτυχία τοϋ σκοποϋ στδν δποίο ΰποτάσ- σεται δλη ή μηχανική πού άκολουθεΐ τδ σύστημα τής Επανάστασης, δηλαδή τήν παγκόσμια προλεταριακή έπανάσταση καί τδ δ- ριστικδ γκρέμισμα τοϋ καπιταλισμοϋ. ’Επειδή ύπάρχει συμφωνία μέ τδν κλασικό μαρξισμδ τόσο στή βασική θέληση δσο καί στήν τελική Επιδίωξη, είναι δυνατδ νά παραβλεφτοϋν ot διαφορές στήν Ιστορική μετάθεση αύτής τής θέλησης. Μέ τδν τρόπο αύτδν φυσικά παύει δ μαρξισμός νά άποτελεΐ μιά Επιστημονική περιγραφή καί πρόβλεψη ένός φυσικοϊστορικοΟ προτσές.
Ot γνώμες τοϋ Κάρλ Μάρξ, δ δποίος ποτέ δέ συνειδητοποίησε αύτή τήν αντίθεση ντετερμινισμοϋ καί έπαναστατισμοϋ, πολύ συχνά κατανοοοϋνται άν παρθεΐ ύπόψη αύτή ή άντιθετική κατάσταση. Αύτδ πού άπό τήν άποψη τής μηχανικής τοϋ οίκείου συστήματος παρασταίνεται σάν παραχώρηση καί Εξαίρεση άποκτδ χα ρακτήρα παραδείγματος άν τδ άντιληφθοϋμε σάν Επιτυχία ένδς Αρχαιότερου ή τουλάχιστο Ισότιμου στρώματος στδ οικοδόμημα τής σκέψης καί τής προσωπικότητας τοϋ Μάρξ. Στήν ίδια κατηγορία κατατάσσονται καί ot Απαντήσεις πού Εδωσε δ Κάρλ Μάρξ στδ Ερώτημα τής Ρωσίδας μαρξίστριας Βέρας Ζασούλιτς άν στή Ρωσία— Εξαιτίας τοϋ κατάλληλου σάν άφετηρία γ ιά μιά μελλοντική κομμουνιστική τάξη χωρικοϋ της κομμουνισμοϋ — δέν ήταν νοητή μιά άνάπτυξη πού νά διαφέρει άπδ τά πρότυπα τής δύσης.* Ή διατακτικά θετική Απάντηση τοϋ 1881 πού κατηγορηματικά περιόριζε στίς χώρες τής Δυτικής Εύρώπης τήν πορεία Εξέλιξης
63
πού διαπίστωνε τό μαρξιστικό σύστημα καί ?τσι Αφηνε άνοιχτό τό ζήτημα τής δυνατότητας μιας Ιδιαίτερης έξέλιξης τής Ρωσίας ένι- σχύθηκε κι άκόμα ξεπεράστηκε μέ τήν παρακάτω έξήγηση τοΟ 1882 πού τή βρίσκουμε στόν πρόλογο τής δεύτερης ρωσικής Ικδο- σης τοϋ Κομμουνιστικού Μανιφέστου. «Μέ ρωτοϋν λοιπόν άν μπο- ρεΖ ή ρωσική άγροτική κοινότητα, μιά, βαθιά θαμμένη μορφή τής πανάρχαιας κοινής ιδιοκτησίας τοϋ έδάφους, νά μεταβληθεΐ άμεσα στήν άνοκερη κομμουνιστική κοινή Ιδιοκτησία, ή άν άντίθετα ή Ρωσία δφείλει πρώτα νά διατρέξει τό ίδιο προτσές διάλυσης πού θά σβήσει κάθε διαφορά μέ τήν ιστορική έξέλιξη τής Δύσης. "Αν ή ρωσική έπανάσταση θά γίνει τό σύνθημα γ ιά τήν προλεταριακή έπανάσταση στή Δύση έτσι πού ή μιά νά συμπληρώνει τήν άλλη, τότε μπορεί ή τωρινή μορφή ιδιοκτησίας τής γής στή Ρωσία νά χρησιμεύσει σάν άφετηρία γ ιά μιά κομμουνιστική έξέλιξη».' Ωστόσο αύτές οί φτωχικές ύποδείξεις καί ύποθέσεις τοϋ Μάρξ πολύ δύσκολα μπορεί νάρθοΰν σέ συμφωνία μέ τήν πραγματική πορεία τών μεταγενέστερων γεγονότων καί δέν είναι καθόλου άποφασιστικές γ ιά τή λενινιστική δικαιολόγηση τής μπολσεβικικής έπανάστασης καί τήν κατάληψη τής έξουσίας. ΤΗταν δυνατό νά χαριστούν στούς λεγόμενους «φίλους τοϋ λαού» πού Εκαναν άφετηρία τών σκέψεών τους τήν άγροτική Ρωσία καί άπ’ αότή Εβγαζαν τά συμπεράσματά τους, συμπεράσματα πού δ Λένιν καταπολέμησε άπό τήν άρχή τής πολιτικής του δράσης.
Ό Λένιν συμμεριζόταν πάντα τήν κοινή σ’ δλους τούς Ρώσους μαρξιστές άντίληψη πού έκπροσωποϋσε 6 Γ . Πλεχάνωφ, ό Ιδρυτής τής ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, πώς ή Ρωσία δφειλε νά συμμε- τάσχει στήν καπιταλιστική έξέλιξη τής Δύσης καί νά διατρέξει τό ίδιο προτσές έκβιομηχάνισης. Δέν ήταν ή άγροτιά, άλλά τό βιομηχανικό προλεταριάτο πού θ’ άποτελοϋσε τήν κύρια μαζική βάση τής μελλοντικής κοινωνικής άνατροπής. Έ ξαιτίας αύτής τής θεμελιακής μαρξιστικής τοποθέτησης δ Λένιν ήρθε σέ άντίθεση μέ δλες τΙς προσωπικότητες καί πνευματικές κατευθύνσεις πού καλλιεργούσαν, ώραιοποιοϋσαν καί έξιδανίκευαν τή ρωσική καθυστέρηση καί άκόμα ήθελαν νά τή χρησιμοποιήσουν σάν άφετηρία γ ιά μιά Ιδιαίτερη έξέλιξη πού νά ξεφεύγει άπό τδν καπιταλισμό. Ό Λένιν κήρυξε πολύ νωρίς τόν πόλεμο ένάντια σ’ δλες αύτές τΙς ρω- μαντικές, τΙς έρωτευμένες μέ τήν ίδια τους τήν καθυστέρηση δμά- δες. Στήν μπροσούρα του «Τί είναι ot φίλοι τοϋ λαοϋ καί πώς καταπολεμούν τούς σοσιαλδημοκράτες» * πού κυκλοφόρησε τό 1894 άναγνώρισε τή σοσιαλδημοκρατική λύση, πού τήν ύπαγόρευε ή μαρξιστική θεωρία καί τήν ένίσχυαν τά γεγονότα, σύμφωνα μέ τήν δποία ή ρωσική οίκονομική κατάσταση άντιπροσώπευε κιόλας μιά καπιταλιστική κοινωνία καί δτι έξαιτίας τής φύσης τής καπι
64
ταλιστικής τάξης μόνο μιά διέξοδος μποροϋσε νά ύπάρχει, μιά διέξοδος πού δινόταν μέ άναγκαστικδ τρόπο, δ ταξικός άγώνας τοϋ προλεταριάτου έναντίον τής κεφαλαιοκρατίας. «01 φίλοι τοΟ λα- οΟ» συνηγοροϋσαν ύπέρ τής διατήρησης τοΟ μικροϋ κεφαλαίου καί τών μικρών παραγωγών. Στά μάτια τοϋ Λένιν ήταν Ινα μικροαστικό κίνημα πού ήθελε νά διαιωνίσει τή μεταβατική κατάσταση μεταξύ φεουδαρχικής καί καπιταλιστικής παραγωγής καί νά σταματήσει τό βιομηχανικό έκσυγχρονισμδ τής Ρωσίας. Κατά τήν Εξορία του στή Σιβηρία, πού βάσταξε άπό τδ 1897 ίσαμε τδ 1900, δ Λένιν καταπιάστηκε ν’ Αποδείξει πώς ή προοπτική τών «φίλων τοϋ λαοϋ» είχε ξεπεραστεϊ άπδ τήν οικονομική έξέλιξη. Αύτή τήν έποχή άποτελείωσε τδ πολύ περιεκτικό ϊργο του «Ή άνάπτυξη τοϋ καπιταλισμοϋ στή Ρωσία» ’ πού κάλυψε τήν πολιτική του πεποίθηση μέ πλούσιο άποδεικτικδ ύλικδ — Ινας τρόπος άπόδειξης στόν όποιο δέν Εμεινε πιστός στή συνέχεια δ Ιδεολόγος Λένιν, πράγμα πού δέ ζημίωσε βέβαια τήν έπαναστατική έπίδραση τών γραφτών του, παρά μόνο τήν έπιστημονική βαρύτητα τής θεωρίας του.
Αύτή ή πρώτη καί σχετικά χοντροκομμένη άνάλυση τής οίκο- νομικής καί κοινωνικής κατάκτησης τής Ρωσίας δέν άφήνει νά γνωρίσουμε στδν Λένιν τδ τυπικά μπολσεβίκικο στοιχείο. Σ ’ αύτή τήν πρώτη περίοδο τής δράσης του ήτανε βέβαια κιόλας Ινας άγκι- τάτορας μέ έπιρροή, μά σάν τέτοιος άπλώς έπεξηγοϋσε αύτό πού ήτανε κοινό καί σύνδενε δλους τούς μαρξιστές. 'Ο σο περισσότερο δμως κοσκίνιζε καί συγκεκριμενοποιούσε τήν άνάλυση τών δοσμένων στή Ρωσία ταξικών άντιθέσεων, τόσο είδικότερη γινόταν ή έξήγησή του καί ή έκτίμηση πού Εβγαινε άπ’ αύτή. Στήν μπροσούρα του «Τά καθήκοντα τής ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας»* πού τήν παρουσίασε τό 1897 άφήνει νά φανεί καθαρά μιά διαφορά πού χαρακτήριζε καί δλες τΙς μέχρι τότε προσπάθειες του. Ε ξήγησ ε μέ λεπτομέρειες πώς δ άγώνας τοϋ προλεταριάτου ϊπρεπε νά έκ- δηλωθεϊ μέ δυδ μορφές, πώς περιλαβαίνει μιά γενική, δημοκρατική έπιδίωξη — τόν άγώνα κατά τής άπολυταρχίας — καί πάνω άπ* αύτή μιά έπιδίωξη σοσιαλιστική. Ή σοσιαλιστική έργασία τών σοσιαλδημοκρατών δφειλε νά άποτελεΐται άπδ τήν προπαγάνδιση τών άρχών τοΰ έπιστημονικοϋ σοσιαλισμού καί τήν προσπάθεια γ ιά τή δημιουργία τών πεποιθήσεων πού είναι άπαραίτητες στίς μαρξιστικές προοπτικές έξέλιξης. Ό Λένιν είσηγήθηκε τή συγκέντρωση τών προσπαθειών στό βιομηχανικό προλεταριάτο τών πόλεων. Ωστόσο καί σ’ αύτό άκό|ΐα τδ στάδιο τής δράσης του έγκαινίασε τδν άγώνα μέ σκοπό νά κατακτηθούν οί έργαζόμενοι στό σπίτι καί ot έργάτες γής.
Ή γενική δημοκρατική καί ή ειδική σοσιαλιστική ζύμωση ήτανε γ ιά τόν Λένιν τόσο άδιάσπαστα δεμένες μεταξύ τους δσο καί
66
ot δυό δψεις ένδς νομίσματος/ Εννοείται καί δ Λένιν ήταν τής γνώμης πώς ή δημοκρατική έπανάσταση θά προηγούντανε τής σοσιαλιστικής. Ή σοσιαλδημοκρατία δφειλε νά ένισχύσει στδν άγώ- να τους δλες τΙς δυνάμεις τής πολιτικής Αντιπολίτευσης, δμως αύτή ή πολιτική τής συνεργασίας δέν Ιπρεπε νά ύποβιβάσει τδ προλεταριάτο σέ πολιτικό παράρτημα τών άλλων τάξεων, άλλά Αντίθετα νά τοϋ δώσει τήν Αληθινή του Αξία, ΑφοΟ κατά τδν Λένιν μόνο τδ προλεταριάτο ήτανε μέ συνέπεια δημοκρατικό καί Αντίπαλος δίχως δρους τής Απολυταρχίας, ένώ ot άλλες τάξεις Εκλιναν στδ συμβιβασμό. IV αύτδ πολύ νωρίς παρουσιάστηκε τδ στοιχείο πού χώρισε τήν προοπτική τής έξέλιξης καί τής βιομηχανικής Ανάπτυξης τής Ρωσίας πού πρίν Ινωνε δλους τούς μαρξιστές. Αύτδ ήταν δ τονισμδς άπ’ τδν Λένιν τής ήγεμονίας τοΟ προλεταριάτου, Αντίληψη πού τδν Εφερε σέ Αντίθεση μέ τήν άποψη πού έκπροσω- ποϋσαν δ Πλεχάνωφ καί ο! άλλοι μενσεβίκοι ήγέτες καί σύμφωνα μέ τήν δποία Επρεπε νά ΑφεθεΤ στήν Αστική τάξη ή λύση τών προβλημάτων πού τής Ανέθεσε ή ιστορία καί στό μεταξύ νά ΙτοιμαστεΤ τδ προλεταριάτο γ ιά τούς κατοπινούς Ιστορικούς του σκοπούς.
'Ωστόσο τό ζήτημα πού Εδρασε στήν Αρχή σάν στοιχείο διαχωρισμοί) ήταν τό δργανωτικό, πού έννοεϊται συνδεότανε στενά μέ τΙς πολιτικές Ιδέες καί τΙς ταξικές Αναλύσεις τοϋ Λένιν. Αύτή ή συνάρτηση δέν ήταν Ακόμα ξεκαθαρισμένη γ ιά πολλούς, γ ιατί Α λλιώ τικα δέν ήτανε δυνατό νά συμπράξει στδ ζήτημα τοϋ καταστατικοΟ δ Πλεχάνωφ μέ τόν Λένιν, ένώ δ Τρότσκυ, πού λίγα χρόνια Αργότερα Ανέπτυξε τή θεωρία τής διαρκοϋς Επανάστασης, στάθηκε Ινας άπό τούς πιό Αποφασιστικούς Αντίπαλους τών προτάσεων τοϋ Λένιν. Ούσιαστικά τί ήταν αύτή ή φιλονεικία γύρω άπό τήν πρώτη παράγραφο τοΟ καταστατικού τοϋ κόμματος; ΤΗταν πραγματικά τόσο Αποφασιστικό ζήτημα τδ άν ή συμμετοχή στό κόμμα θά Εμενε Ανοιχτή σ’ δσους τό συμπαθοϋσαν καί τδ Αναγνώριζαν, δπως πρότεινε δ Μάρτωφ καί ot άλλοι ή τό άν Επρεπε νά περιοριστεί— δπως Αξίωνε δ Λένιν — στόν κύκλο έκείνων πού θά δούλευαν προσωπικά καί κάτω άπδ τδν Ελεγχο τοϋ κόμματος σέ μιά άπό τΙς δργανώσεις του; Ή τα νε φανερό πώς ή αόστηρότερη άπαίτηση θά μίκραινε τόν Αριθμό έκείνων πού θά γινότανε δεκτός, Αλλά γ ιά τόν Λένιν πίσω άπό τδ αίτημα τοϋ περιορισμοϋ τοϋ άριθμοϋ τών μελών βρισκόταν κάτι παραπάνω άπδ μιά άπλή στάθμιση ποιότητας καί ποσότητας. Έ ξαιτίας τής διαφορετικής άπό τοϋ Π λεχάνωφ άνάλυσης του τής κατάστασης τών τάξεων, ήθελε σέ Ασύγκρι- τα ύψηλότερο βαθμό άπ’ δσο αύτοί πού τδν άντιπολιτεύονταν, νά Αγκαλιάσει μιά δσο τό δυνατό μεγαλύτερη μάζα Ανθρώπων καί νά τή δραστηριοποιήσει στόν ταξικό Αγώνα στδν δποΤο Απόδινε άμεση καί δχι προετοιμαστική άπλώς λειτουργία. Αύτός είναι δ λόγος
66
πού τοϋ φαινότανε περισσότερο χρήσιμο νά τραβήξει στούς σκοπούς του ενα μικρό καί γεμάτο άπό έπαναστατικδ πνεΰμα κόμμα πού ύποτάσσει τά μέλη του στήν κεντρική καθοδήγηση καί ϊλεγ- χο κα'θώς καί σέ αύστηρή κομματική πειθαρχία, παρά 2να κόμμα πού έξαιτίας τής δυσκινησίας του δέ θά μποροϋσε νά είναι άρκετά έπαναστατικό, γ ιά νά έπαναστατήσει’ στήν κατάλληλη στιγμή τΙς μάζες. Ά ν άξιώνει κανείς τήν έπανάσταση σάν άναγκαιότητα καί άνώτερη άξία ot έμπειρίες μέ τά μαζικά σοσιαλιστικά κόμματα σέ έπαναστατικές καταστάσεις άλλων χωρών δίνουν τό δίκιο στόν Λένιν. Ή δική του άνάλυση ταίριαζε πολύ καλύτερα σέ μιά χώρα δπου δέν όπήρχαν οί δροι γ ιά νόμιμη δραστηριότητα. Ό Λένιν δέν ίχασε ούτε γ ιά μιά στιγμή άπό τά μάτια του τό σκοπό τής κινητοποίησης τών μαζών, μόνο πού άναγνώριζε σωστά πώς δ σκοπός δέν έξυπηρετεΐται άπό μιά μαζική όργάνωση.
Τ ις Αντιλήψεις πού δ Λένιν ήθελε νά έπιβάλει στό κομματικό συνέδριο τοΟ 1903 (πράγμα πού δέν πέτυχε στήν άρχή, μολονότι σέ άλλα ζητήματα, δπως ή Απόκρουση τής αύτονομίας τών Ιδιαίτερων έθνικών κομμάτων, έπικράτησε ή θέλησή του καί γ ι’ αύτό οί παραταξιακοί του φίλοι όνομάστηκαν μπολσεβίκοι = πλειοψη- φοΟντες) τΙς είχε Αναπτύξει τό 1902 κιόλας μέ τήν μπροσούρα του «Τί νά κάνουμε;»* 'Ο πω ς καί πρίν πού είχε νά παλαίψει έ- ναντίον τών «φίλων τοϋ λαοϋ» γ ιά τήν έπιδοκιμασία τής βασικής προοπτικής τής βιομηχανοκαπιταλιστικής έξέλιξης, 5τσι καί τώρα δέν άπέφυγε νά πάρει θέση ένάντια σέ κάθε τάση παρέκκλισης άπό τις γραμμές τοϋ Αγωνιστικοϋ μετώπου πού συγκροτήθηκε στή βάση αύτής τής έπιδοκιμασίας. Μέ τήν μπροσούρα του αύτή δ Λένιν στράφηκε κατά τών οίκονομιστών, πού τΙς Απόψεις τους τΙς θεωροϋσε ρωσική παραλλαγή τοϋ ρεβιζιονισμοϋ πού άνθιζε στή Γερμανία κάτω Από τήν καθοδήγηση τοϋ Μπέρνσταϊν. Ot οίκονο- μιστές ήθελαν νά περιορίσουν τδ προλεταριάτο στόν άγώνα γ ιά τήν καλυτέρευση τών δρων τής διαβίωσης του καί ν’ άφήσουν τόν πολιτικό Αγώνα στήν κεφαλαιοκρατία. Κατά τά άλλα ήθελαν νά έμπιστευτοϋν αύτδν τόν περιορισμένο σέ προοπτικές καί έπιδιώ- ξεις άγώνα στόν αύθορμητισμό τών μαζών καί νά έξαρτήσουν τό ρυθμό καί τήν ίνταση του άπ’ αύτόν τόν αύθορμητισμό. ’Απέναντι σ’ αύτές τίς Αντιλήψεις δ Λένιν Ιμεινε σταθερός στή βασική του θέση, δτι τδ προλεταριάτο είχε χρέος νά Αγωνιστεί τόσο κατά τής τσαρικής Απολυταρχίας, δσο καί κατά τοϋ καπιταλισμοί. Ό Λένιν θεωροϋσε πώς ήταν Αναγκαίο — καί αύτό Αποτελοϋσε τή δυσκολία τής τακτικής του θέσης, Αλλά καί ίβαζε σέ κίνηση τΙς Ιδιότητες του σάν θεωρητικοϋ καί στρατηγικοϋ νοϋ πού άκολουθοϋσε, δίχως νά πλανιέται τδν έπαναστατικό του σκοπό — νά προωθήσει τήν άνάπτυξη τοϋ καπιταλισμοί καί παρ’ δλα αύτά ή καλύτερα
67
άκριβώς γ ι’ αύτό, νά μήν παραμελήσει τδν ταξικό άγώνα τοΟ προλεταριάτου, Ινώ ot άλλοι, λόγου χάρη ot έκπρόσωποι τοϋ νόμιμου μαρξισμοΰ, μέ τήν άναγνώριση τής άναγκαιότητας τής καπιταλιστικής φάσης άνάπτυξης ίγιναν άπολογητές τοϋ καπιταλισμοϋ, τόν άποδέχτηκαν δίχως κριτική καί παραιτήθηκαν άπό τήν καταπολέμησή του. Σύμφωνα μέ τή γνώμη τοϋ Λένιν, ή λατρεία τοϋ αύ- θορμητισμοϋ περιόριζε τό κόμμα στό ρόλο τοϋ πρωτοκολλητή τής έξέλιξης καί τό καταδίκαζε σέ πολιτική τής ούράς* Γ ιά τόν Λένιν ή μείωση τοϋ ρόλου τής σοσιαλιστικής συνείδησης ήτανε μιά μορφή δππορτουνισμοϋ. Στόν δππορτουνισμό αύτδν Ιβλεπε τήν Επιβεβαίωση τής δρθότητας τής άντίληψης του, δτι ή Εγκατάλειψη τής έπαναστατικής θεωρίας σέρνει πίσω της τή διάλυση τής έπαναστατικής πράξης. Πίστευε πώς ϊτσι χάνεται ή πρόοδος πού Επιδιώκει δ μαρξισμός, πού, σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Κάρλ Κάουτσκυ, ύπήρχε στήν "Ενωση τοϋ έργατικοϋ κινήματος μέ τό σοσιαλισμό.”
ΕΓναι πολύ Ενδιαφέρον δτι στό «Τί νά κάνουμε» δ Λένιν δέν ά- ναφέρθηκε μόνο μ’ αύτή τήν περικοπή στόν Κάρλ Κάουτσκυ, πού άργότερα τόν άντέκρουσε καί τόν συκοφάντησε τόσο. ’Αποδέχτηκε άκόμα καί τήν τοποθέτηση του άπέναντι στό σχέδιο άναθεώρησης τοϋ προγράμματος τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας "(1901) δ- που δ τελευταίος άρνήθηκε τήν ύπαρξη σοσιαλδημοκρατικής συνείδησης στήν έργατική τάξη καί παραδέχτηκε μόνο τήν ύπαρξη Ενός Επαναστατικοϋ Ενστίκτου. Ή σοσιαλδημοκρατική συνείδηση θά με- ταφερθεΤ στήν έργατική τάξη άπ’ Ιξω, άπό διανοούμενους πού προέρχονται άπδ τήν άστική τάξη. Ό Λένιν Ιφτασε άκόμα στό συμπέρασμα πώς ή έργατιά είναι ικανή νά άναπτύξει μόνο μιά τρεντ- γιουνιονιστική συνείδηση καί γ ι’ αύτό είχε άνάγκη άπό τήν καθοδήγηση τής άριστερής διανόησης γ ιά νά προχωρήσει μέ μιά έπαναστατική προοπτική. Ό μ ω ς δ Λένιν δέν κατεχότανε μόνο άπό δυσπιστία στίς έπαναστατικές Ιδιότητες τοϋ προλεταοιάτου, Επίσης ήταν πολύ ιιακριά άπό τήν Ιδέα νά Εξιδανικεύει τή διανόηση. Μάλιστα Ινα άπό τά Επιχειρήματα του κατά τοϋ δργανωτικοϋ σχεδίου τοϋ Μάρτωφ ήταν πώς ot άντιλήψεις τοϋ τελευταίου άντιστοιχοϋ- σαν στίς άνάγκες μι*ς ριζοσπαστικής, δημοκρατικής, άλλά κοινωνικά δχι έπαναστατικής διανόησης, δτι θά Επιτρέψουν νά είσγω- ρήσουν στό κόμμα άτομιστές διανοούμενοι, πού δέ θέλουν νά ύπο- ταχθοϋν σέ κανενός είδους πε ιθ α ρ χ ία .ιΌ Λένιν άναγνώριζε τδν ήγετικό ρόλο τής διανόησης, άλλά μόνο στόν τύπο τοϋ Επαγγελ- ματία Επαναστάτη πού θά Εβαζε τΙς γνώσεις καί τήν ύπεροχή του στήν ύπηρεσία τής έπανάστασης καί θά θυσιαζότανε στό βωμό της. Κατά τά άλλα είχε τή γνώμη πώς μέσα στό στενό κύκλο τών έπαγγελματιών έπαναστατών θά έξαφανίζονταν Ιτσι ή άλλοιώς ot Επαγγελματικές διαφορές γ ιά νά κάνουν θέση σέ μιά Ενιαία έπα-
ναστατική δράση.Στήν μπροσούρα του «Έ ν α βήμα έμπρ6ς δυό βήματα πίσω»,11
πού δημοσιεύτηκε Ιπειτα άπό τό συνέδριο τοΟ Λονδίνου, έπανέλα- 6ε αυτές τΙς σκέψεις, άφοϋ στό μεταξύ πήρε ύπόψη του τήν έμπει- ρία πού Αποκόμισε άπό τή φραξιονιστική πάλη καί προσδιόρισε μέ καθαρότητα καί Ακρίβεια τΙς άπόψεις του. Σύμφωνα μ’ αύτές τό κόμμα, σάν έμπροσθοφυλακή τής έργατικής τάξης ϊπρεπε νά είναι δσο τό δυνατό καλύτερα δργανωμένο καί νά δέχεται στίς γραμμές του μόνο τά στοιχεία έκεΐνα πού έπιτρέπουν ?να έλάχιστο κριτήριο όργάνωσης. Προειδοποίησε γ ιά τόν κίνδυνο νά γίνει σύγχυση Ανάμεσα στό ζήτημα πού ΑφοροΟσε «τό βάθος τών ριζών τοϋ κινήματος», μέ τό ζήτημα τής διαμόρφωσης καί Αποδοτικότερης διεύθυνσης τής θέλησης τών μαζών πού ήταν όργανωτικό - τεχνικό ζή τημα.1’ Ά ντιτάχτηκε στή συγχώνευση τάξης καί κόμματος, πού παρουσιάζεται δταν κάθε Απεργός, πού Από τήν ταξική του θέση παίρνει μέρος σέ μιά πράξη διαμαρτυρίας κατά τής κοινωνικής τάξης, χαρακτηρίζεται σάν σοσιαλδημοκράτης. *0 Λένιν δέ δίστασε νά έπιδοκιμάσει τήν Αναλογία Ανάμεσα σέ γιρονδίνους καί μενσεβίκους άπό τό Ινα μέρος, γιακωβίνους καί μπολσεβίκους Από τό Αλλο. Μάλιστα καί σέ κατοπινούς καιρούς θεωροϋσε τίτλο τιμής νά συγκαταλέγεται Ανάμεσα ατούς γιακωβίνους.1* Μόνο ot όππορ- τουνιστές θά μπορούσαν νά δοϋν Ιναν κίνδυνο στήν δπαρξη μιδς συνωμοτικής όργάνωσης. Ot δππορτουνιστές αύτοί, πού στά Οργανωτικά ζητήματα τάσσονταν έναντίον μιδς πειθαρχημένης όργά- νωσης έπαγγελματιών έπαναστατών στήν πολιτική τους τακτική κατέληγαν σέ μιά πολιτική τής ούράς πού Εμενε πίσω άπό τΙς δυνατότητες πού πρόσφερε ή κατάσταση. Υπερασπίστηκε σάν μιά Ανάγκη σύμφωνη μέ τΙς έπαναστατικές έπιδιώξεις τή θέση νά προχωρήσουν στήν όργάνωση τών δυνάμεων άπό τά πάνω καί νά διευρύνουν τΙς δικαιοδοσίες τών κεντρικών δργάνων Απέναντι στά τμήματα καί τά μέλη. Δέν πρέπει λοιπόν νά προκαλεΐ Ικπληξη πού μιά τέτοια όργάνωση δέν μποροΟσε νά Ανεχθεί καμιά έλευθερία συζήτησης ?πειτα Από τό πάρσιμο τών Αποφάσεων, πού κατέληξε στό «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» καί τό γεγονός δτι στή συνέχεια όποχρεώθηκε νά Απαγορεύσει τΙς φράξιες καί τήν Αντιπολίτευση μέσα στδ κόμμα.
Ot όργανωτικές Αντιλήψεις τοΟ Λένιν δέν έπιδοκιμάστηκαν 6- λόπλευρα Ακόμα κι Από έπαναστάτες μέ μαρξιστικά φρονήματα. Έ γ ιν ε κιόλας λόγος γ ιά τήν αύστηρά Αρνητική στάση τοϋ Τρότσκυ, δ όποιος στήν μπροσούρα του «Τά πολιτικά μας καθήκοντα», πού κυκλοφόρησε τό 1904, πρόβλεψε πώς αύτή ή Αντίληψη τής όρθόδοξης θεοκρατίας καί τής Υποκατάστασης, πού Αντι- κατασταίνει τήν πρωτοβουλία τών μαζών μέ μιά διεύθυνση άπό
τά πάνω, θά δδηγοϋσε στή δικτατορία τής κεντρικής έπιτροπής καί τελικά στή δικτατορία τοΰ ένδς στήν κεντρική έπιτροπή.14 Α ναγνώρισε άκόμα καί τΙς τρομοκρατικές συνέπειες πού ή άφετη- ρία τους ήταν τοποθετημένη στίς δργανωτικές Αντιλήψεις τοϋ Λένιν καί τήν Αποψη του αύτή τήν έξέφρασε μέ τά λόγια: «κάτω άπδ τήν κυριαρχία αύτής τής άντίληψης σάν πρώτο θύμα τής καρ- μανιόλας θά Επεφτε τδ λιονταρίσιο κεφάλι τοΟ Κάρλ Μάρξ».1* Τδ 1904 ή Ρόζα Λούξεμπουργκ πήρε θέση στήν Ίσ κ ρ α , πού άπδ τδ 1903 ήταν μενσεβίκικη, καί τή «Νόυε Τσάιτ», τδ θεωρητικό δρ- γανο τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, έναντίον τοϋ ύπερσυγ- κεντρωτισμοϋ τοϋ Λένιν καί ύπέδειξε πώς, σύμφωνα μέ τδ σχέδιό του, ή κεντρική έπιτροπή είναι δ μοναδικός ένεργητικδς παράγοντας άπέναντι στδν δποίο δλα τά άλλα δργανα στέκονται Αποκλειστικά σάν δργανα καθοδηγούμενα. Σέ άντίθεση μέ τδν Λένιν πού Ιβλεπε τδ συγκεντρωτισμό σάν μιά δργανωτική μορφή προσαρμοσμένη στίς ιδιαίτερες ρωσικές συνθήκες, άλλά καί τδν θεωροϋσε σάν σημάδι έπαναστατικής Αποφασιστικότητας ά- κόμα καί γ ιά τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ θεωροϋσε μιά κεντριστική δργανωτική μορφή πολύ πρόωρη γ ιά τούς ρωσικούς δρους καί άντίθετα κατάλληλη γ ιά Ινα συνταγματικό κράτος σάν τή Γερμανία. -'Ωστόσο, συγκρίνοντας τΙς Ιστορικές έμπειρίες τοΰ έργατικοϋ κινήματος διαφόρων χωρών καταλήγουμε στδ συμπέρασμα πώς είναι περισσότερο άπδ Αμφίβολο τδ άν ή δχτωβριανή έπανάσταση, πού βασικά τήν έπιδοκίμασε ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, θά μποροϋσε νά πραγματοποιηθεί δίχως αύτή τή σχεδιασμένη Απ’ τδν Λένιν καί προσανατολισμένη στήν έπανάσταση δργανωτική μορφή. "Οπως καί νά είναι, μιά άντίληψη πού Ιπιδοκιμάζει τήν έπανάσταση καθ’ έαυτή άλλά Αρνιέται τΙς δργανωτικές της προϋποθέσεις καί Αποστασιοποιείται Απδ τΙς τρομοκρατικές της συνέπειες, δσο συμπαθητική κι άν είναι Απδ Ανθρώπινη δποψη, δέ στερείται προβληματικής. Γ ιατί, άν καί δέν είναι καθόλου σίγουρο πώς ή ρωσική έπανάσταση Επρεπε νά πραγματοποιηθεί μέ τή μορφή τής δχτωβριανής έπανάστασης, είναι άκόμα λιγότερο σίγουρο άν θά μποροϋσε νά γίνει γενικά δίχως τΙς προϋποθέσεις πού ύπήρχαν τότε άνάμεσα στίς δποίες τδ δργανωτικδ στοιχείο κατείχε κεντρική θέση. ιΒέβαια αύτά τά έρωτηματικά πού παρουσιάστηκαν έκ τών ύστέρων καί κάτω άπ’ τδ φώς τής Ιστορικής έμπειρίας δέν άλλάζουν στδ έλάχιστο τήν άξία τών άπόψεων πού έκφράστηκαν στίς κριτικές τοϋ Τρότσκυ καί τής Λούξεμπουργκ, άλλά άπλά καί μόνο φαίνονται κατάλληλα νά βοηθήσουν στήν κατανόηση τών περικοπών πού άναφέραμε, νά τΙς σχετικοποιήσουν καί, τδ λιγότερο, νά πιστοποιήσουν πώς δ Λένιν ύπολόγισε σο>στό- τβρα άπδ τούς έπικριτές του τίς σχέσεις δργάνωσης καί έπαναστα-
τικής στρατηγικής.Έ τ σ ι, τώρα πού ύπάρχει ή γνώση τών Ιστορικών Αποτελεσμά
των δέν μπορεί νά συμφωνήσει κανείς μέ τήν άποψη τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, «δτι κάθε κομματική καθοδήγηση ύποφέρει άπό Ενα στείρο πνεϋμα νυχτοφύλακα» καί κλίνει στό συντηρητισμό πού έπιδρδ άνασταλτικά στή θέληση τών μαζών».” 'Ε νας τέτοιος κίνδυνος Εξουδετερώνεται άκριβώς στή λενινιστική μορφή όργάνωσης, πού αύτή έπικρίνει, χάρη στό γεγονός δτι μόνο άφοσιωμένοι Επαναστάτες γίνονται δεκτοί στό στενό κύκλο τής καθοδήγησης καί δτι αύτός δ κύκλος μένει άρκετά περιορισμένος άκριβώς γ ιά νά ά- ποφεύγεται κάθε νέρωμα τής πολιτικής του. Ό τ α ν ή Ρόζα Λούξεμπουργκ άπό τή μιά κατηγορεί τΙς λενινιστικές όργανωτικές μορφές γ ιά συνωμοτικό συγκεντρωτισμό μι&ς μειοψηφίας καί μπλαν- κισμό κι άπό τήν άλλη Εκφράζει τό φόβο δτι οΐ μάζες θά έμποδι- στοϋν άπ’ αύτές στόν αύθορμητισμό τους άντιφάσκει στά έπιχειρή- ματά της, γιατί στήν πραγματικότητα τόσο ό αύθορμητισμός τών μαζών δσο καί ή συνωμοσία τής μειοψηφίας Εχουν Εναν κοινό σκοπό, νά σπρώξουν στήν έπανάσταση. Καί σχετικά μέ τήν Εκτίμηση τών Ιστορικών δυνατοτήτων τοϋ αύθορμητισμοΟ τών μαζών ή Ρόζα Λούξεμπουργκ σημάδεψε πολύ μακριά άπό τό στόχο, γιατί ή ιστορική έμπειρία διδάσκει πώς ό αυθορμητισμός τών μαζών περιορίζεται σέ Εφήμερες έκρήξεις καί καταρρέει δίχως τήν καθοδήγηση μιας ήγεσίας πού έχει συνείδηση τών σκοπών της. Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ κάνει στήν άνάλυση της τό λάθος νά γενικεύει άκριτα τΙς Εμπειρίες τής γερμανικής κομματικής πραγματικότητας, ένώ δ Λένιν δέν είχε τίποτα άλλο στό νοΟ παρά νά δημιουργήσει μιά μορφή όργάνωσης προσαρμοσμένης στίς ρωσικές συνθήκες. Καί Ινας πού Εχει έπιδοκιμάσει Ιστορικά τό σκοπό τής όργάνωσης τήν έπαληθεύει γενικά.
Ή πρώτη έπαναστατική δοκιμασία πού άντίκρυσε ή σοσιαλδημοκρατία στή Ρωσία ήταν ή έπανάσταση τού 1905 πού άναπτύ- χθηκε αύθόρμητα, άπέσπασε άπό τό άπολυταρχικό σύστημα συνταγματικές παραχωρήσεις, άλλά καί γ ι’ αύτό άκριβώς Εχασε τήν έπαναστατική της άποτελεσματικότητα. Ή θεωρητική διδασκαλία γιά τό πόσο γρήγορα καί εύκολα μπορεί ή άστική τάξη μπροστά ατό φόβο πού τής εμπνέει ή άγωνιζόμενη έργατική τάξη νά ύποχωρήσει μέ μικρές παραχωρήσεις καί νά Ικανοποιήσει, άντίληψη πού Επιβεβαιώθηκε άπό τά γεγονότα τοϋ 1905, δέν άστόχησε στήν Επίδραση της πάνω στόν Λένιν. Βέβαια καί πρίν άκόμα άπό τό 1905, σέ άντίθεση μέ τόν Πλεχάνωφ καί τούς άλλους μενσεβίκους ήγέτες, είχε ένσωματώσει στίς άντιλήψεις του τήν άπαί- τηση τοΟ προλεταριάτου νά ήγηθεί, νά πραγματοποιήσει, νά διατηρήσει καί νά ύπερασπιστεΐ αύτό τήν έπανάσταση καί είχε
61
ταχθεί ύπέρ τής συμμαχίας μέ τήν άγροτιά μέ σκοπό νά άσκηθβΐ πίεση στήν άστική τάξη, γ ιά τή λύση τοΟ άγροτικοϋ προβλήματος. "Ομως αύτές ot σκέψεις μόνο έπειτα άπό τήν πείρα τοϋ 190© καρποφόρησαν στή μορφή πού άποτέλεσε, ουσιαστικά Γσαμε τδ 1917, τήν άδιαφιλονείκητη βάση τής μπολσεβικικής τακτικής. Στήν μπροσούρα του «Δυδ τακτικές τής σοσιαλδημοκρατίας κατά τή δημοκρατική έπανάσταση»,17 πού κυκλοφόρησε τό 1905 στή Γενεύη, Ι κανέ ό Λένιν μιά συστηματική περιγραφή τών διαφορετικών γνωμών μπολσεβίκων καί μενσεβίκων καί έρεύνησε τά αίτια πού έφεραν στήν άποτυχία τής έπανάστασης. Ή βασική του θέση νά μήν παρασύρετα: άπό τήν έξέλιξη άλλά νά έπεμβαίνει σ’ αύτή καί νά τής δίνει σταθερή κατεύθυνση έκφράζεται στό σοβαρό σέ συνθήκες έρώτημα: «Δέν ύπάρχει καμιά άμφιβολία δτι ή έπανάσταση μας διδάσκει καί θά διδάξει καί τΙς μάζες. 'Ωστόσο γ ιά τδ κόμμα πού άγωνίζεται τό ζήτημα μπαίνει έτσι. Μπορούμε νά διδάξουμε κάτι στήν έπανάσταση;» “
Έ νώ ot μενσεβίκοι, δπως πάντα, ήθελαν νά παίξουν τό ρόλο τής άκρας άντιπολίτευσης πού στέκει παράμερα καί περιμένει καί στήν πραγματικότητα τδ μόνο πού κατάφερναν μ’ αύτή τή μορφή Αντιπολίτευσης ήταν ν’ άφήνουν έλεύθερη τήν άστική τάξη στήν έπι- δίωξη τής δικής της πολιτικής, ot μπολσεβίκοι έδωσαν στό προλεταριάτο τό ρόλο ήγέτη στή δημοκρατική έπανάσταση, άφοϋ αύτό ήταν προορισμένο νά τή μετατρέψει στδ μέλλον σέ σοσιαλιστική. Τ ή στιγμή πού ή άστική τάξη έπεδίωκε μιά είρηνική συνδιαλλαγή άνάμεσα στόν τσάρο καί τδ λαό, τό προλεταριάτο άξίωνε τό δ- λοκληρωτικδ πέρασμα τής έξουσίας στά χέρια μι&ς συντακτικής συνέλευσης πού θά συγκροτούνταν πάνω στή βάση τού γενικού καί Γσου έκλογικού δικαιώματος. Σύμφωνα μέ τήν άνάλυση τού Λένιν ή πραγματοποίηση αύτών τών έκλογών καί ή άντικατάσταση τού καθεστώτος τής αύταρχίας άπδ τή λαϊκή δημοκρατία μπορούσε νά είναι μόνο άποτέλεσμα μιας νικηφόρας λαϊκής έξέγερσης. 'Ωστόσο άν καί τό 1905 θεωρούσε σάν άπαραίτητη τή βίαιη κατάληψη τής έξουσίας, ήταν άκόμα πολύ μακριά άπ’ τό νά άπαιτεΐ τδ άμεσο πέ·* ρασμα στή δικτατορία τού προλεταριάτου. Τήν Γδια έποχή μάλιστα κατάρτισε γ ιά τήν προσωρινή κυβέρνηση Ινα μίνιμουμ πρόγραμμα πού πρόβλεπε τδ ξεπέρασμα τής φεουδαρχικής καθυστέρησης καί τή λύση τοϋ άγροτικοΰ προβλήματος. Δηλαδή ή πίεση τοϋ προλεταριάτου, κατ’ άρχήν, δέ θά χρησίμευε γ ιά νά έπιβάλλει τά δικά του ταξικά συμφέροντα, μ’ δλο — δπως άποδείχνει λόγου χά ρη ή άπαίτηση γ ιά τήν καθιέρωση τού δχτάωρου — πού δέ θά παραιτούνταν έντελώς άπ’ αύτά. Έ ξαιτίας τών οίκονομικών δρων πού τότε ύπήρχαν στή Ρωσία, δ Λένιν θεωρούσε άπραγματοποίητη τήν άμεση καί δλοκληρωτική άπελευθέρωση τού προλεταριάτου, δη
λαδή τήν έφαρμογή ένός μάξιμουμ έπαναστατικοΟ προγράμματος. Πίστευε βέβαια πώς ήταν άναγκαία μιά έπιθετική χρησιμοποίηση τής δύναμης τοΟ προλεταριάτου καί ή διατήρηση τής Ανεξαρτησίας τής σοσιαλδημοκρατίας, τάχθηκε δμως ύπέρ μιδς λ ίγο -πολ ύ μακρινής περιόδου άστικής διακυβέρνησης καί Αφηνε Ανοιχτό τό ζήτημα Αν ίπρεπε ή δχι νά πάρουν μέρος στήν προσωρινή κυβέρνηση έκπρόσωποι τής έργατικής τάξης. Σχετικά μέ τό θέμα αύτό ή Απόφαση Επρεπε νά παρθεΐ Ανάλογα μέ τή σκοπιμότητα. Ό Λένιν θεωροϋσε δυνατή τή σταθεροποίηση τής έπανάστασης Επειτα άπό τή νίκη της πάνω στόν τσαρισμό μόνο μέ τήν έπιβολή μιας έπαναστατικής δημοκρατικής δικτατορίας τοΰ προλεταριάτου καί τών χωρικών.1* "Γστερα άπ’ το 1905 τόνιζε περισσότερο Από κάθε άλλη φορά τήν Ανάγκη τής σύνδεσης μέ τήν άγροτιά, δχι γιατί άλλαξε γνώμη σχετικά μέ τήν Αστάθεια τών χωρικών, Αλλά γιατί είδε καθαρότερα Από πρίν δτι ή Αγροτιά ήταν Ικανή γ ιά μιά τέτοια συμμαχία Ακριβώς έξαιτίας τής Αστάθειας της καί χάρη τών συμφερόντων της μποροϋσε νά συμμαχήσει μέ τό προλεταριάτο καί νά παραλύσει τήν ταλαντευόμενη τακτική τής άστικής τάξης. Ά ντίθετα λοιπόν μέ τούς μενσεβίκους πού έγκατέλειπαν τήν ήγε- σία τοΰ άγώνα στήν Αστική τάξη καί ήθελαν νά τραβηχτοϋν στήν Ακρη γ ιά Απροσδιόριστο χρόνο, ή γνώμη τοΰ Λένιν ήταν νά πιά- σουν τήν άστική τάξη Απ’ τά γκέμια, νά τήν ύποχρεώσουν νά έκ- πληρώσει τήν Ιστορική της Αποστολή κι άφοΰ τελειώσει τό ρόλο της νά τήν Αντικαταστήσουν μέ τή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου. Έ νώ οί μενσεβίκοι ήταν τής γνώμης πώς μιά έπιθετική προλεταριακή πολιτική ήταν πρόωρη μέ μοναδικό Αποτέλεσμα νά ρίξει στήν Αγκαλιά τής άστικής τάξης τά μεσαία στρώματα καί Ετσι νά τά Αποξενώσει Από τήν έπανάσταση, ot μπολσεβίκοι θεωροϋσαν άναγκαία αύτή τήν έπιθετική πολιτική Ακριβώς γ ιά νά διαφυλά- ξουν τήν άστική τάξη άπό τήν προδοσία τής ιστορικής της πολιτικής καί νά προετοιμάσουν τό προλεταριάτο γ ιά τούς μελλοντικούς του Αγώνες.
Περισσότερο μακριά κι Από τόν Λένιν στά συμπεράσματα του γ ιά τήν έπανάσταση τοϋ 1905 καί τΙς συνέπειες της προχώρησε μέ τήν Ανάλυση του δ Λ. Τρότσκυ, πού στήν μπροσούρα του «Α ποτελέσματα καί προοπτικές» έξέφρασε τή γνώμη πώς ήτανε δυνατή δχι μόνο μιά έπιθετική πολιτική τοΰ προλεταριάτου καί ή δημοκρατική δικτατορία τοΰ προλεταριάτου καί τής Αγροτιάς, Αλλά καί ή άμεση, συνδεμένη μέ τήν άστική έπανάσταση κατάκτηση τής έξουσίας Απ’ τό προλεταριάτο. Έ νώ γ ιά τόν Λένιν τό 1905 σέ πρώτο πλάνο βρισκόταν άκόμα ή λύση τών ταξικών προβλημάτων τής Ρωσίας, πού ύποχρέωνε σέ μιά πολιτική συμμαχίας προλεταριάτου καί άγροτι&ς, ό Τρότσκυ Εβλεπε κιόλας στό προσκήνιο τή
63
διεθνική προλβταριακή έπανάσταση. Γιά τδν Τρότσκυ ή προλετα- ριακή έπανάσταση στή Ρωσία είχε νόημα μόνο κάτω άπ’ αύτές τΙς προϋποθέσεις πού προσδοκούσε δ μαρξισμός καί φυσικά μέ τήν Εννοια αύτή θά μποροϋσε νά είναι περιττή ή μεταβατική μορφή άπδ τήν άστική στήν προλεταριακή κυριαρχία πού είχε συλλάβει δ Λένιν καί ή έπανάσταση νά δώσει άμεσα τήν έξουσία στήν Εργατική τάξη. Τ ή θεωρία του γ ιά τή «διαρκή έπανάσταση» δ Τρότσκυ τήν πήρε άπδ τόν ταλαντευόμενο άνάμεσα στή Ρωσία καί τή Δυτική Εύρώπη Πάρβους - Χέλφαντ, δ δποίος τήν άνέπτυξε στόν πρόλογο πού Εγραφε στήν άφιερωμένη στήν έπανάσταση τοϋ 1905 μπροσούρα τοΰ Τρότσκυ «Μέχρι τΙς 9 τοϋ Γενάρη».*0 Ό Πάρβους, τοϋ δποίου τΙς σκέψεις τροποποίησε άργότερα δ Τρότσκυ, έξήγη- σε τά ιστορικά αίτια πού έπέδρασαν στή Ρωσία καί δέν άφησαν νά άναπτυχθεΐ Ενας Ισάξιος τοϋ δυτικοϋ αύτοσυνείδητος καί πολιτικά δραστήριος άστισμός. Ή Ελλειψη κοινοβουλίου Εκανε άδύνατη μιά κατανομή καί άποκρυστάλλωση τών πολιτικών δυνάμεων. Ε ίχε βέβαια άναπτυχθεϊ στή Ρωσία Ενας κεφαλαιοκρατικός μεγαλοαστισμός, δμως αύτός δ καπιταλισμός είχε μεταφυτευθεΐ άπ’ τό Εξωτερικό καί δέν είχε γεννηθεί αύτοδύναμα στό Εσωτερικό τής χώρας. - ’Επειδή Ελειπε ή μεσαία άστική τάξη τών πόλεων, πού κατά τά δυτικά πρότυπα θά άποτελοϋσε τή ραχοκοκκαλιά μιάς πολιτικής δημοκρατίας, άναγκαστικά θά προέκυπτ* ή κατάσταση, στήν πορεία τοϋ άγώνα κατά τής άπολυταρχίας νά προβάλει στήν πολιτική σκηνή ή Εργατική τάξη προτοΰ άκόμα συντελεστεϊ ή πολιτική διαμόρφωση τής άστικής. Δέν ήταν δυνατό νά Εξαντληθεί ή ρωσική Επανάσταση στήν άλλαγή τοΰ πολιτικοϋ καθεστώτος. ’Α πεναντίας ήταν άνάγκη νά δημιουργήσει Ενα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος καί νά λύσει τό μπερδεμένο κουβάρι τών άγροτικών σχέσεων. Μ’ δλο πού άφετηρία τής έπανάστασης θά ήταν τό γκρέμισμα τοϋ άπολυταρχισμοΰ, δέν Επιτρεπότανε στό προλεταριάτο νά σταματήσει σ’ αύτή τήν έπιτυχία. Ή τα ν άνάγκη νά συνεχίσει τόν άγώνα κατά τής άπολυταρχίας σάν άγώνα κατά τής κεφαλαιοκρα- τίας.
Ή δύναμη τής ρωσικής έπανάστασης βρισκόταν στό γεγονός δτι στόν άγώνα γ ιά τό γκρέμισμα τής άπολυταρχίας συνένωνε στίς γραμμές της, παρά τήν έτερογένεια τους, δλες τΙς άντιπολιτευτικές πολιτικές δυνάμεις καί τά μέλη τής κοινωνίας. Μετά τήν έπιτυχία δμως τοϋ βασικού σκοποϋ αύτό θά άποτελοϋσε καί τήν άδυναμία της, γ ιατί τότε θά πρόβαλαν άνοιχτά δλες οί άπωθημένες &ς τότε στό βάθος άντιθέσεις. Μπροστά σ’ αύτή τήν κατάσταση ήταν άνάγκη νά διαφυλαχτεϊ ή άνεξάρτητη καί Ενιαία δργάνωση τοϋ προλεταριάτου ή όποία θά είχε τό χρέος νά Ενεργεί σύμφωνα μέ τούς κανόνες τής τακτικής καί νά προσέχει, περισσότερο νά Εκμεταλλευτεί τήν κατάσταση, παρά νά διατηρήσει τΙς συμμαχίες. Γ ιά δ-
64
λους αύτούς τους λόγους τό προλεταριάτο είχε χρέος νά προχωρήσει, νά ξεφορτωθεί τήν «πολιτική σαβούρα τής έπανάστασης» 11 καί νά πραγματοποιήσει τό πολιτικό πρόγραμμα τής έργατικής δημοκρατίας καί σάν τέτοιο δ Πάρβους δέν έννοοϋσε τήν είσαγωγή τοΟ σοσιαλισμοϋ, άλλά τή λύση τοϋ άγροτικοϋ προβλή|ΐατος καί τοϋ προβλήματος τής έκβιομηχάνισης. Ά ν καί δ Πάρβους έπίσης ά- φήνει άνοιχτό τό ζήτημα, σέ ποιά Ικταση αύτή ή δημοκρατία θά ίκανε χρήση τοϋ δπλου τής τρομοκρατίας γ ιά νά πραγματοποιήσει τούς σκοπούς της καί σέ ποιό βαθμό θά ύποτασσδτανε στούς δημοκρατικούς μηχανισμούς, δέν ύπάρχει καμιά άμφιβολία πώς ή άποψη πού Αναπτύχθηκε ά π ' αύτόν κι άπό τόν Τρότσκυ, πλησίαζε περισσότερο στή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου, πού ζητά τό μαρξιστικό σύστημα άπ’ δσο ή άντίληψη τοϋ Λένιν πού έδινε περισσότερο βάρος στή συμμαχία έργατών καί χωρικών καί δέν έβλεπε τά καθήκοντα τοϋ ρωσικοϋ προλεταριάτου σέ άμεση διαπλοκή μέ τή διεθνή κατάσταση. Στήν ούσία οί Πάρβους καί Τρότσκυ Εβγαζαν μόνο τά τελικά συμπεράσματα άπό τή θέση τοϋ Λένιν πού διέφερε ούσιαστικά άπ’ τό ντετερμινιστικό σχήμα πορείας πού είχε συλλά- βει 6 μαρξισμός. Τ ά άποτελέσματα τής έπανάστασης, πού έννοεΐ- ται χρειάστηκε νά περιμένει άκόμα 12 χρόνια, ύποχρέωσαν καί τόν Λένιν νά περάσει σέ μιά θέση πού δικαίωσε σέ μεγάλο βαθμό αύτά πού ύποστήριξε τό 1906 ό Τρότσκυ. ’Εννοείται πώς χρειάστηκε νά πραγματοποιηθούν άπ’ τόν ίδιο θεωρητικές προεργασίες καί έπεξεργασίες τών γεγονότων, πού σάν μαρξιστή θεωρητικό τόν έκαναν περισσότερο εύαίσθητο στίς δυνατότητες πού προσφέ- ρανε στή δράση του οί Αλλαγμένες συνθήκες. Ούσιαστικά πολύ Αργότερα καί μόνο μέσα στά πλαίσια τής Ιδιας του τής πνευματικής έξέλιξης ήταν έτοιμος νά δεχτεί τις προϋποθέσεις έκεϊνες, πού κάτω Από άλλες προϋποθέσεις έβγαλαν κάμποσα χρόνια πρίν τή θεωρία τής διαρκούς έπανάστασης.
Κ ατά τόν Λένιν, τή βάση γ ιά τήν ένταξη τής Ρωσίας στίς έπα- ναστατικές προσδοκίες πού πήραν ισχυρή ώθηση άπό τόν πόλεμο καί τό προβλεπόμενο τέλος του, τήν έδωσε ή άνάλυση τοϋ Ιμπεριαλισμού πού έκανε στή διάρκεια τοϋ πρώτου παγκόσμιου πολέμου στήν μπροσούρα του «Ό Ιμπεριαλισμός τό άνώτατο στάδιο τοϋ καπιταλισμού».” Ό Λένιν άνίλυσε τήν πορεία έξέλιξης τού καπιταλισμού άπό τήν έποχή πού πέθανε 6 Μάρξ καί δώθε σέ σύνδεση μέ τό κλασικό έργο τού Ά γγλ ο υ οίκονομολόγου Χόμπσον «’Ιμπεριαλισμός», πού κυκλοφόρησε στά 1902 καί βασικά τήν έργασία τοϋ Αύστρομαρξιστή Ροϋντολφ Χίλφερνταμ «Τό χρηματιστικό Κεφάλαιο». Ό Μάρξ δέν μπορούσε έννοείται νά είχε πιάσει τΙς μορφές έμφάνισης τού νέου καπιταλισμού, πού μόλις μέ τήν έναρξη τού 20οϋ αΙώνα άρχισε τή θριαμβευτική του πορεία άν καί στό βασι
5 65
κό του Εργο τό «Κεφάλαιο» (τόμος I I I ) βρίσκονται στοιχεία πού προεξοφλούν αύτή τήν Εξέλιξη. Ό Μάρξ Ερμήνευσε τΙς άνερχόμε- νες Ανώνυμες έταιρίες σάν Αναγκαίο σημείο περάσματος στήν έκ νέου μετατροπή τοϋ κεφαλαίου σέ Ιδιοκτησία τών παραγωγών, 8- χ ι δμως π ιά σάν άτομική ιδιοκτησία ξεχωριστών άτόμων, άλλά σάν Ιδιοκτησία ένωμένων παραγωγών, σάν άμεση κοινωνική Ιδιοκτησία** κι άκόμα σάν κατάργηση τής άτομικής Ιδιοκτησίας μέσα στά δρια δμως τοϋ καπιταλιστικού τρόπου πα ραγω γή ς.4 Μπορούμε νά ποϋμε πώς μέ τόν τρόπο αύτό συνέλαβε τΙς νέες έξελίξεις σάν είσαγωγή σέ μιά νέα βασική έξέλιξη. "Οπως καί νά είναι δ Λένιν μέ τή βοήθεια τής μαρξιστικής μεθόδου είδε τΙς άλλαγές αύτές πού Εκφράζονταν στήν Αντικατάσταση τοΰ παλιοϋ καπιταλισμού, πού τόν χαρακτήριζε δ Ανταγωνισμός, άπό τόν καινούργιο καπιταλισμό. Κατά τόν Λένιν τά ουσιαστικά χαρακτηριστικά αύ- τής τής διαδικασίας ήταν: ή συγκέντρωση τής παραγωγής καί ή παρουσία τών μονοπωλίων, καρτέλ, συνδικάτων καί τράστ. Σ ’ αύτό τό προτσές συγκέντρωσης, πού προβλέφτηκε Απ’ τόν Μάρξ, οί Τράπεζες γίνονται άπό μεσολαβητές κάτοχοι μονοπωλίων, δ ρόλος τοϋ τραπεζικοϋ κεφαλαίου δλο καί πιό σπουδαίος καί Απαραίτητος γ ιά τήν πραγματοποίηση τών πολυδάπανων καί φιλόδοξων προγραμμάτων, τό τραπεζικό κεφάλαιο συγχωνεύεται μέ τό βιομηχανικό. Χρηματιστικό κεφάλαιο είναι Εκείνο τό τραπεζικό κεφάλαιο πού μετατράπηκε σέ βιομηχανικό. Κατά τόν Λένιν δ χωρισμός τής ιδιοκτησίας Από τή διάθεση, πού στόν παλιό καπιταλισμό δέν ή- τανε συνηθισμένος, Εννοεί τήν οικονομική όλιγαρχία πού Ιχε ι τό κεφάλαιο καί τό παραδίνει γ ιά χρήση στούς τυπικούς ιδιοκτήτες. Χαρακτηριστικό έπίσης γ ιά τό νέο καπιταλισμό είναι δτι στή θέση τής έξαγωγής Αγαθών βάζει τήν έξαγωγή κεφαλαίων. Σύμφωνα μέ τήν Ανάλυση αύτή ή Αναρχία τής καπιταλιστικής παραγωγής πού κυριαρχεί στόν Ανταγωνιστικό καπιταλισμό καί περιγράφηκε Απ’ τδν Μάρξ σάν τό ούσιαστικό γνώρισμα τοϋ καπιταλισμού, μέ τό σχηματισμό τών ισχυρών διεθνικών μονοπωλιακών ένώσεων μεταφέρθηκε στό διεθνικό πεδίο. Έ ξαιτίας τής μετατόπισης τών Εσωτερικών άντιφάσεων στό διεθνικό έπίπεδο πετυχαίνουν ot καπιταλιστές νά περιορίζουν στά Εθνικά πλαίσια τΙς συνέπειες αύτών τών άντιφάσεων γ ιά τήν Εργατική τάξη. Μέ τόν τρόπο αύτό, ή καλύτερα, έξαιτίας τών διεθνικών Αντιθέσεων στά κράτη πού βρίσκονται στήν πρωτοπορία τής καπιταλιστικής Εξέλιξης Ενα μέρος τής έργατικής τάξης Αστικοποιείται, σχηματίζει μιά «Εργατική Αριστοκρατία» πού διαφθείρεται Από τούς καπιταλιστές, Εγκαταλείπει τόν ταξικό Αγώνα — πού κΑτω Από τΙς συνθήκες τοϋ Ιμπεριαλι- σμοϋ πρέπει περισσότερο Από κάθε Αλλη φορά νά είναι Αγώνας τής διεθνικής Αλληλεγγύης τής Εργατικής τάξης — καί τακτοποιεί
ται μέσα σχά πλαίσια τής κατάστασης πού ύπάρχει. Ή άνάλυση τοϋ φαινομένου τής «Εργατικής Αριστοκρατίας» άπδ τδν Λένιν, μιά Εντελώς Απαισιόδοξη Εκτίμηση γ ιά τήν Αντίδραση τής Εργατικής τάξης στίς διεθνικές Αλλαγές πού προκαλοΟσαν τήν ΕπανΑσταση, συμφωνούσε σε μεγάλο βαθμό μέ τΙς παρατηρήσεις τών ρεβιζιονι- στών, μέ τή διαφορά δτι δ Λένιν Εβγαλε άπ’ αύτή Ενα συμπέρασμα διαμετρικά Αντίθετο Απ’ τά συμπεράσματα τών ρεβιζιονιστών. Έ νώ ot ρεβιζιονιστές ήθελαν νά δώσουν, μέ τή μορφή θεωρίας, μιά καλή συνείδηση στούς Εργάτες τούς εύνοημένους άπδ τήν Ιδιαίτερη, μέσα στά πλαίσια τοϋ ίμπεραλισμοϋ, ΑνΑπτυξη τών χωρών τους, δ Λένιν βρήκε στήν κατΑσταση πού Ανέλυσε τήν Αφορμή νά κατηγορήσει τήν εύνοημένη Ακολουθία τών σοσιαλιστών ήγετών γ ιά διαφθορά καί τούς Ιδιους γ ιά προδοσία.
Είναι Αξιοπαρατήρητο πώς δ Λένιν Ακόμα κι Εκεί πού χρησιμοποιούσε μαρξιστικές κοινωνιολογικές κατηγορίες γ ιά τήν περιγραφή ένδς φαινομένου, δέ σταματούσε στήν καταγραφή τού φαινομένου, οδτε περιοριζόταν στδ νά βγάζει πολιτικά συμπεράσματα άπό τή συμπεριφορά πού Εκρινε, Αλλά συνόδευε τΙς κρίσεις του, πού κατά τή μαρξιστική Εννοια Επρεπε νά είναι πραγματικά φυσικά εύρήματα κοινωνικών πραγματικοτήτων, μέ ήθικές καταδίκες καί Εκφράσεις Επιτιμητικές πού περιείχαν μιά Εντονη Αποδοκιμασία τών καταγραφομένων φαινομένων. Έ πίσης δέν ήτανε διατεθειμένος νά περιοριστεί στό σεβασμό τών συμπερασμάτων γ ιά τά όποία γινότανε λόγος άκόμα καί Εκεί πού μιά, ύποκειμενικά τουλάχιστο, Εντιμη προσπάθεια δέν Αφηνε περιθώρια σέ Ερμηνεία πού νά προσαρμόζεται στό σχήμα του, παρά ύπέθετε Αμέσως πίσω Απ’ αύτά Ενα Απολογητικό τέχνασμα πού είχε σκοπό νά συγκαλύ- ψει τΙς ταξικές Αντιθέσεις καί τΙς Αντιφάσεις τοΟ καπιταλισμού. Μέ τόν τρόπο αύτόν άντίκρυσε καί τή θεωρία τοϋ Κάρλ Κάουτσκυ γ ιά τδν Ιμπεριαλισμό καί αύτό δχι μόνο γ ιατί Αποσιωπούσε βασικά χαρακτηριστικά του, σάν τήν κυριαρχία τοϋ χρηματιστικοϋ κεφαλαίου, Αλλά κυρίως γιατί δ «Ύπεριμπεριαλισμός» τοϋ Κάουτσκυ Ανοιγε τήν αισιόδοξη προοπτική ένός παγκόσμιου κράτους πού θά άπορροφούσε τΙς Αντιθέσεις,” Ενώ ό Λένιν παρουσίαζε τόν Ιμπεριαλισμό σάν προϊόν Αποσύνθεσης τοϋ καπιταλισμοϋ καί τόνιζε τήν παρασιτική του λειτουργία ή καλύτερα τήν Ανικανότητα τοϋ Ιμπεριαλισμού νά λειτουργήσει. Ό καπιταλισμός, στή φάση τής ιμπεριαλιστικής του ΑνΑπτυξης, Επιδιώκει νά μοιράσει τή γή καί μέ τή μορφή άποικιών καί μισοαποικιών νά ύποτάξει τΐς ξένες χώ ρες πού τΙς χρειάζεται γ ιά νά Εξασφαλίσει πρώτες δλες καί σάν Αντικείμενα Εκμετάλλευσης. Κατά τόν Λένιν δ καπιταλισμός μόνο μέ τόν ιμπεριαλισμό Εγινε Ενα Ενιαίο, παγκόσμιο σύστημα πού ξε- περνοϋσε τούς χωρικούς περιορισμούς κι Εκανε διεθνική ύπόθεση
67
τόσο τόν Ανταγωνισμό τών καπιταλιστών δσο καί τδν ταξικό Αγώνα τοΟ προλεταριάτου κατά τοϋ καπιταλισμού. Ά π ό τή βασική αύτή Αλλαγή στίς διαστάσεις καί τΙς περιοχές δράσης τοϋ ταξικοϋ Αγώνα δ Λένιν προχώρησε σ’ έκεΐνον τό νόμο τής συνδυασμένης Ανάπτυξης ** πού δ Τρότσκυ έβαλε στή βάση τής θεωρίας του τής διαρκούς έπανάστασης. "Αν δ ιμπεριαλισμός καί δ ταξικός Αγώνας συμπαρασύρουν στό στρόβιλο τους καί τΐς καθυστερημένες χώρες, τότε πέφτουν ot θεωρούμενοι Απ’ τό μαρξιστικό σχήμα σάν Αξεπέραστοι περιορισμοί στήν πραγματοποίηση τών σκοπών τοϋ ταξικοϋ Αγώνα καί δίνεται ή δυνατότητα νά σπάσει ή Αλυσίδα τοϋ Ιμπεριαλισμού Ακριβώς στόν πιό Αδύνατο κρίκο της. Έ τσ ι, μπορεϊ νά δωθεϊ κι Απ’ τή Ρωσία τό σύνθημα γ ιά τήν παγκόσμια έπανάσταση. Ή δοκιμή στήν πράξη αύτής τής δυνατότητας, πού θεωρητικά τήν άνοιγε ή μελέτη τοϋ ιμπεριαλισμού, έγινε γρηγορότερη άπ’ δ,τι περίμενε 6 Λένιν. Ά κόμα στίς 22 τοϋ Γενάρη τοϋ 1917 σ’ Ινα λόγο του σέ συνέλευση τής έλβετικής έργατικής νεολαίας στό Φόλκσχαους τής Ζυρίχης έξέφρασε τή γνώμη πώς ή γενιά του δέ θά ζούσε νά δεϊ τούς Αποφασιστικούς Αγώνες τής έπανάστασης.*7 'Ε ξ η βδομάδες Αργότερα μέ τά γράμματα του άπό μακριά μποροϋσε δχι μόνο νά ταχθεί Αλληλέγγυος μέ τή φεβρουαρια- νή Αστική έπανάσταση, άλλά καί νά διακηρύξει κιόλας τούς Αγωνιστικούς σκοπούς τής δεύτερης φάσης της καί νά ζητήσει τή μετατροπή τής Αστικής σέ προλεταριακή έπανάσταση.” Κατά τόν Λένιν ό παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός πόλεμος έδρασε σάν σκηνοθέτης ” πού έπιτάχυνε τήν έξέλιξη καί έβαλε στήν ήμερήσια διάταξη μιά προοπτική, πού κι ό Γδιος δ έπαναστάτης Λένιν δέν τήν περίμενε γ ιά τό 1917. ‘Οπωσδήποτε δέν τοϋ ήτανε καθόλου δύσκολο, έπειτα Από τή σφαιρική θεώρηση τών συναρτήσεων τοϋ ιμπεριαλισμού πού βρισκότανε στό στάδιο τής Αποσύνθεσης, νά πραγματοποιήσει μιά Αναθεώρηση καί προσαρμογή τοϋ προγράμματος του στίς διευρυμένες δυνατότητες. Καί σ’ αύτά άκόμα τά γράμματα άπό μακριά Αναγνωρίζει πώς οί ιδιαίτερες περιστΑσεις τής πολεμικής κατάστασης έδιναν στούς μπολσεβίκους τή δυνατότητα νά γ ίνουν έκφραστές τής Απαίτησης τών πλατιών στρωμάτων τοϋ πληθυσμού γ ιά ειρήνη, ψωμί, έλευθερία καί γή καί πώς τό κύμα τής γενικής δυσαρέσκειας καί τών έπιθυμιών τών διαφόρων δμάδων τοϋ πληθυσμού έδιναν στό προλεταριάτο μιά σημασία, γ ιά τήν δποία δέν τό θεωρούσαν Ικανό πριν άπό τό 1917 Ακόμα καί οί παλαιοί μπολσεβίκοι.
Ό Λένιν διέγνωσε τήν πιθανότητα έπιτυχίας καί Αποφάσισε νά γράψει στίς σημαίες τών μπολσεβίκων δλες αύτές τΙς Απαιτήσεις καί Ακόμα νά χρησιμοποιήσει τά Σοβιέτ, πού παρά τόν ιστορικό τους ρόλο στήν έπανάσταση τοϋ 1905 δέν κατείχαν μιά θέση
κλειδί στούς στρατηγικούς του ύπολογισμούς, τώρα πού αΰθόρμητα σχηματίστηκαν μέσα στήν έπαναστατική κατάσταση σάν έξαλτή- ριο γ ιλ τήν δλοκληρωτική κατάκτηση τής έξουσίας. Έ τ σ ι μποροϋσε νά κλείσει τό πρώτο γράμμα του μέ τά γεμάτα ύποσχέσεις λόγια: «Μαζί μέ τούς δυό αύτούς συμμάχους μπορεΐ τό προλεταριάτο τής Ρωσίας, έκμεταλλευόμενο τίς Ιδιαίτερες συνθήκες τής τωρινής μεταβατικής περιόδου νά δδηγήσει πρώτα στήν κατάκτηση τής λαϊκής δημοκρατίας καί στήν δλοκληρωτική νίκη τών ά- γροτών σέ βάρος τών γαιοκτημόνων καί Επειτα νά βαδίσει στδ σοσιαλισμό, πού μόνο αύτός θά δώσει στούς βασανισμένους άπ’ τόν πόλεμο λαούς τής Εόρώπης ειρήνη, έλευθερία καί ψωμί»."* Ε π ί σης καί στό Αποχαιρετιστήριο γράμμα του στούς Ελβετούς έργά- τες,“ άν καί περιέγραφε μέ σαφήνεια τίς δυσκολίες τής κατάστασης καί τΙς περιορισμένες δυνατότητες τοϋ ρωσικοϋ προλεταριάτου έξαιτίας τής καθυστέρησης τής Ρωσίας, είπε πώς τδ ρωσικό προλεταριάτο θά μετατρέψει τήν άστικοδημοκρατική έπανάσταση σέ πρόλογο τής παγκόσμιας σοσιαλιστικής έπανάστασης.”
01 θέσεις τοϋ ’Απρίλη,’* πού τΙς Εκανε γνωστές στούς συναγωνιστές του άμέσως μέ τήν άφιξη του στή Ρωσία, σήμαιναν Ενα βαρύ σδκ άκόμα καί γ ιά τούς παλιούς μπολσεβίκους πού δέν μποροΰσαν νά καταλάβουν πώς ήτανε δυνατό νά πραγματοποιηθεί τό πέρασμα άπδ τήν πρώτη φάση τής έπανάστασης, πού Εφερε στήν έξου- σία τήν άστική τάξη, στή δεύτερη πού κατά τά λόγια τοϋ Λένιν Ιπρεπε νά άποθέσει δλη τήν έξουσία στά χέρια τοϋ προλεταριάτου καί τών φτωχών χωρικών, τή στιγμή πού δέν είχε λυθεί άκόμα τδ Αγροτικό πρόβλημα, πού σύμφωνα μέ τΙς παραδοσιακές Αντιλήψεις Αποτελοϋσε τδ αδσιαστικδ κοινωνικό περιεχόμενο τής Αστικής έπανάστασης. ’Αλλά άκριβώς τή λύση αότοϋ τοϋ προβλήματος πού Εκανε τβύς πεινασμένους γ ιά γή χωρικούς συμμάχους τών μπολσεβίκων δέν ήθελβ ν’ Αφήσει δ Λένιν στήν άστική τάξη, Αλλά τή φύλαγε γ ιά τδ προλεταριάτο, δηλαδή τούς μπολσεβίκους πού διαμόρφωναν τή θέληση του. Σχετικά μ’ αύτό τδ ζήτημα, παρά τή σταθερή έπιμονή του στίς Αρχές, δέν τόν ένόχλησε καθόλου τδ γεγονός δτι ή διανομή τής γής στούς χωρικούς πού διατΑχτηκε στήν πορεία τής μπολσεβικικής έπανάστασης Αντιστοιχοϋσε σέ μιά άπαίτηση τών σοσιαλεπαναστατών καί ήταν Ασυμβίβαστη μέ τΙς μαρξιστικές Αντιλήψεις, πού θεωροϋσαν προοδευτική πολιτική τή δημιουργία μεγάλων Επιχειρήσεων Ακόμα καί στήν Αγροτική οΐ- κονομία. ’Από μαρξιστική Αποψη είχε γενικά δίκιο ή Ρόζα Λούξεμπουργκ στήν κριτική πού Εκανε σ’ αύτά τά μέτρα τής νικηφόρας δχτωβριανής Επανάστασης.'* Ά π δ τήν Αποψη δμως τοϋ Λένιν, πού πάντα άρνήθηκε συμβιβασμούς σέ ζητή |ΐατα Αρχών, αύ- τή ή παρέκκλιση καί ή παραχώρηση στίς Ελπίδες τών Αγροτικών
μαζών έπιτρεπόταν προκειμένου νά κερδίσει τούς χωρικούς σάν συμμάχους τών έργατών. Τό ζήτημα είναι έννοείται άν ή ύποχώ- ρηση σ’ αύτή τήν άπαίτηση άποτελοϋσε συμβιβασμό καλυμμένο μέ λενινιστική θεωρία ή άντίθετα ήταν μιά διαγραφή άπό τούς προγραμματικούς σκοπούς τής προλεταριακής έπανάστασης. Ό π ω ς καί νά Ιχε ι τό πράγμα, δ Λένιν δέ δίστασε νά χρησιμοποιήσει τούς χωρικούς γ ιά τούς ύψηλούς σκοπούς τής μπολσεβικικής έπανάστασης, σκοπούς πού αύτοί δέ γνώριζαν καί γ ι’ αύτό δέν μπορούσαν καί νά έπιδοκιμάσουν, πράγμα άλλωστε πού δέν έμπόδισε τό διάδοχο του, τόν Στάλιν, νά άπογοητεύσει αύτσύς τούς ύποτακτικούς μετά τήν ικανοποίηση τών έλπίδων τους χωρικούς καί άφοϋ πιά είχαν έπιτελέσει τήν καθορισμένη Ιστορική τους ύπηρεσία, νά τούς φέρει άντιμέτωπους μέ τούς άληθινούς σκοπούς καί πραγματικότητες μιάς άνελέητης άναγκαστικής οίκονομίας.
Έ νώ σύμφωνα μέ τΙς προηγούμενες άντιλήψεις τοϋ Λένιν καί τών μπολσεβίκων, ή κοινοβουλευτική δημοκρατία, κάτω άπό άστική κυριαρχία, ήταν ή κατάλληλη μορφή γ ιά νά λυθοϋν, μέ τήν πίεση τών έργατών καί χωρικών, τά προβλήματα τής άστικής έπανάστασης, τώρα άξιώνεται τδ άμεσο πέρασμα τής έξουσίας στά Σοβιέτ καί δ τερματισμός τής διπλής κυριαρχίας, πού ώστόσο ή συγκρότηση της άντιστοιχοϋσε γενικά στδ πρότυπο πού δ Λένιν είχε κατά νοϋ γ ιά τήν έπικείμενη άστική έπανάσταση καί τή βαθμιαία έξέλιξη της σέ προλεταριακή, σοσιαλιστική. 'Ο π ω ς καί νά είναι, δ Λένιν κάτω άπδ τήν έντύπωση πού προκαλοϋσαν οΕ δημι- ουργημένες δυνατότητες πέρασε άπδ τδ προηγούμενο μίνιμουμ πρόγραμμα του σ’ Ινα μάξιμουμ πρόγραμμα, πού ή δυναμική του θά τόν άνάγκαζε νά προχωρήσει καί σέ μέτρα πού παρά τδν ένθου- σιασμό πού δημιουργούσε ή Επαναστατική κατάσταση, γ ιά τά δ- ποΐα προηγούμενα σύστηνε Επιφύλαξη. Έ νώ οΕ θέσεις τοϋ ’Απρίλη δέν άπαιτοϋσαν τήν εϊσαγωγή τοϋ σοσιαλισμού άλλά μόνο τήν ά- νάληψη άπ’ τδ κράτος τής κοινωνικής παραγωγής, κάτω άπδ τήν πίεση τής νικηφόρας όχτωβριανής έπανάστασης προχώρησε λίγο άργότερα σέ μέτρα πού στήν πραγματικότητα φυλάγονταν γ ιά μιά κατοπινή περίοδο. ’Αλλά δ Λένιν δέν άγνόησε μόνο τδ παλιό σχήμα διαδοχής τής άστικής κυριαρχίας άπδ τήν κυριαρχία τοΟ προλεταριάτου, οδτε περιορίστηκε στήν άντικατάσταση τής μιδς διαπλοκής μέ τήν άλλη, παρά άναγκάστηκε νά Εγκαταλείψει καί τήν άπαίτηση νά Ιχε ι ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου πίσω της τήν τεράστια πλειοψηφία τοϋ πληθυσμού, τήν άπαίτηση νά στραφε! μόνο κατά τών Εξασθενημένων κυρίαρχων τάξεων καί νά Εξασφαλίσει στδν Εργαζόμενο λαό τή δημοκρατία. 'Ο Λένιν, πού είχε ά- ποφασίσει άπδ τήν άρχή τήν άμεση καί δλοκληρωτική κατάκτηση τής Εξουσίας, δέν μπορούσε νά μήν παίρνει πάντα ύπόψη του τήν
70
τυπική πλειοψηφία κι οδτε νά τά βγάλει πέρα δίχως τήν τρομοκρατία. Σ’ αύτή άκριβδς τήν άδιάσπαστη σχέση δικτατορίας τοΟ προλε'ταριάτου καί τρομοκρατίας μδς παραπέμπει δ Τρότσκυ μέ τήν άφιερωμένη στήν ύπεράσπιση τής δχτωβριανής έπανάστασης μπροσούρα του «Τρομοκρατία καί Κομμουνισμός».'*
Ά κόμα καί στήν κατακάθαρη, τή διαμορφωμένη γ ιά τΙς προοδευτικές δυτικοευρωπαϊκές συνθήκες πολιτική θεωρία τοΟ μαρξι- σμοΟ δέν είχε κατορθωθεί Ενας διαχωρισμός, πού νά πείθει, άπδ τδν μπλανκισμό, πού πάνω άπδ τά κεφάλια τής μάζας ένθάρρυνε μιά μειοψηφία σέ Επαναστατικές συνωμοσίες καί τήν τρομοκρατία σάν άπεριόριστη μορφή άσκησης τής προλεταριακής κυριαρχίας. Πολύ λιγότερο φυσικά μποροϋσε νά γίνει αύτδ στήν πράξη καί κάτω άπδ προϋποθέσεις πού δέν Εδιναν τή δυνατότητα στηρίγματος στό μαρξιστικό ντετερμινισμό. Μέ τήν άπδφαση τοϋ Λένιν καί τής κεντρικής Επιτροπής πού αύτός καθοδηγοϋσε νά πραγματοποιηθεί ή Εξέγερση καί νά κατακτηθεί δσο τδ δυνατό γρηγορότερα καί μέ τή βία ή Εξουσία, περιορίστηκε ή δυνατότητα νά περιμένουν τήν ώρίμανση τών προϋποθέσεων πού βρίζε ή παραδοσιακή Εννοια καί στή συνέχεια, τουλάχιστο μερικά, ή δυνατότητα νά προσδιοριστεί ή παραπέρα πορεία.
Καί σ’ αύτό έπίσης τό σημείο δέ μελετοϋν σωστά καί ίσαμε τδ τέλος τή μηχανική μιδς Επανάστασης ot κριτικοί Εκείνοι τοϋ μπολ- σεβικισμοϋ, πού Εγκρίνουν τήν δχτωβριανή Επανάσταση, Επιδοκιμάζουν ή ξεπερνοϋν σιοιπηλά τή σύλληψη τής προσωρινής κυβέρνησης, άλλά καταδικάζουν σάν σύγκρουση μΕ τΙς δημοκρατικΕς άρχές τή διάλυση τής συντακτικής τό Γενάρη τοϋ 1918. Αύτό ά- φορα Επίσης καί τήν περίφημη κριτική τής Ρόζας Λούξεμπουργκ σέ |ΐέτοα μερικά καί τά άρχόμενα φαινόμενα Εκφυλισμοϋ τής νικηφόρας Επανάστασης, πού ώστόσο στήν πραγματικότητα προκύ- ψανε μέ άναγκαιότητα άπό τή βασική άπδφαση. Ή ποιητική Εκφραση «μΕ τό Ενα είσαι Ελεύθερος, μέ τδ δύο δοϋλος», Επαληθεύεται καί στήν περίπτωση τής δχτωβριανής Επανάστασης σάν κλειδί γ ιά τήν κατανόηση τών συναρτήσεων πού χαρακτηρίζουν τήν κρίση τών φίλων καί τών Εχθρών. Ό τ α ν λοιπόν γ ιά τήν άντίδραση τής Εξωρωσικής σοσιαλιστικής κοινής γνώμης άφορμή νά τραβήξει μιά διαχωριστική γραμμή άνάμεσα σ’ αύτή καί τούς μπολσεβίκους στάθηκε ή διάλυση τί)ς λαϊκής συνέλευσης πού μόλις είχε Εκλεγεί άλλά δχι καί ή Ενοπλη Εξέγερση τοϋ Όχτιόβρη, πού πιό σωστό θά ήταν νά χαρακτηριστεί πραξικόπημα, δέν μποροϋμε— προπαντός σέ δτι άφοοά τΙς άντιδράσεις τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας — νά μήν καταλογίσουμε Ελλειψη λογικής, άν φυσικά δέ θεωρήσουμε σάν Εξήγηση ή αίτια μείωσης τής Εντύπωσης πού προκλήθηκε, τήν Ελειψη αύθεντικών πληροφοριών.**
71
Στό γράμμα που έστειλε δ Λένιν στίς 24 τοΟ Ό χτώβρη 1917 στά μέλη τής Κεντρικές ’Επιτροπής καί πού δημοσιεύτηκε γ ιά πρώτη φορά τδ 1925 στδ βιβλίο τοΟ Τρότσκυ, έκφράζεται σαφέστατα αύτδ πού ϊσαμε τότε έβγαινε καθαρά άπ’ Βλες τΙς πράξεις καί τίς έ- νέργεις του σάν τδ μάξιμουμ τής πολιτικής του δράσης: «θά ήταν καταστροφικός ή καθαρά τυπικός τρόπος πλησιάσματος τοϋ ζητήματος, νά θέλουμε νά περιμένουμε τήν άβέβαιη ψηφοφορία τής 25ης τοϋ Ό χτώβρη. Ό λαός Ιχε ι τδ δικαίωμα καί τδ καθήκον ν’ Αποφασίζει γ ιά τέτοια ζητήματα δχι μέ ψηφοφορίες, άλλά μέ τή βία. Ό λαός Ιχε ι τό δικαίωμα καί τδ καθήκον στίς κρίσιμες στιγμές τής έπανάστασης νά δείχνει στούς Αντιπροσώπους του, άκόμα καί στούς καλύτερους Αντιπροσώπους του, τήν κατεύθυνση κι δχι νά τούς περιμένει. Αύτό τό Ιχε ι Αποδείξει ή Ιστορία δλων τών έ- παναστάσεων καί θά ήταν Ανυπολόγιστο τδ ϊγκλημα τών έπανα- στατών, άν άφηναν νά περάσει ή στιγμή, μολονότι ξέρουν πώς ή σωτηρία τής έπανάστασης έξαρτ&ται Απ’ αύτή»." 'Ο ταν δ Λένιν Ιβλεπε μέ δυσπιστία, Αναφορικά μέ τήν Αξιοπιστία του νά πραγματοποιήσει τΙς μπολσεβικικές έπιδιώξεις, Ακόμα καί τό Πανρωσικδ συνέδριο τών Σοβιέτ πού είχε συγκληθεΐ γ ιά τΙς 26 τοΟ Ό χτώ βρη, ήτανε λογικό καί Αναπόφευκτο νά διαλύσουν ot μπολσεβίκοι τό σώμα έκείνο στό δποΐο Ετσι ή Αλλοιώς ήταν μειοψηφία καί δέν περί- μενάν Απ’ αύτδ τήν ύποστήριξη πού είχαν Ανάγκη.
Γι’ αύτδν τδ λόγο συνεπέστεροι είναι έκεΐνοι ot έπικριτές τοϋ μπολσεβικισμοϋ πού Από τήν Αρχή δέ στήριξαν τήν κριτική τους σέ δρκηιένα μέτρα ή σέ μιά ύστερότερη φάση τής δχτωβριανής έπανάστασης, Αλλά καταδίκασαν γενικά καί άπό τίς Αρχές του δλο τό δρόμο πού τράβηξε δ Λένιν. Πρώτος Απ’ δλους λογαριάστηκε μέ τήν μπολσεβικική κυριαρχία, πού τή θεωρούσε καταστροφικό καί προορισμένο νά σβήσει πείραμα, δ Κάρλ Κάουτσκυ μέ τήν μπροσούρα του «Ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου» πού τήν κυκλοφόρησε στά 1719. Στήν εισαγωγή άκόμα πού Ιγραφε πλησιάζει ένεργητικά τό κύριο πρόβλημα πού Αφοροϋσε στήν έκτίμηση τών ρωσικών γεγονότων. «Ή τωρινή ρωσική έπανάσταση, γ ιά πρώτη φορά στήν Ιστορία Ικανέ Ινα σοσιαλιστικό κόμμα κυρίαρχο σ’ Ινα μεγάλο κράτος. Αύτδ τδ γεγονός Ιχε ι πολύ πιό σπουδαία σημασία άπδ τήν κυριαρχία τοϋ προλεταριάτου στδ Παρίσι τδ Μάρτη τοϋ 1871. 'Ωστόσο ή παρισινή Κομμούνα ήταν πιό πάνω άπδ τή σοβιετική δημοκρατία σ’ Ινα ζήτημα πολύ σημαντικό. Ε κείνη ήταν Ιργο δλου τοϋ προλεταριάτου. Ό λ ες ot σοσιαλιστικές κατευθύνσεις πήρανε μέρος σ’ αύτή καί καμιά δέν Αποκλείστηκε. Ά ντίθετα τδ σοσιαλιστικό κόμμα πού κυβερνά σήμερα τή Ρωσία Ανέβηκε στήν Ιξουσία μέ πάλη έναντίον τών άλλων σοσιαλιστικών κομ|ΐάτων. *Β άντίθεση τών δυό σοσιαλιστικών κατευθύνσεων δέ στηρίζεται σέ
72
μικρές, προσωπικές Αντιζηλίες, άλλά είναι άντίθεση δυό βασικά διαφορετικών μεθόδων, τής δημοκρατικής καί τής δικτατορικής»."
Κατά τόν Κάουτσκυ μιά σοσιαλιστική όργάνωση τής Εργασίας κάτω άπό Αναπτυγμένους παραγωγικούς δρους προϋποθέτει δημοκρατία καί μέ τόν 8ρο αύτόν Εννοούσε τήν κυριαρχία τής πλειοψη- φίας πού Εκφράζεται μέ Ελεύθερες έκλογές. Σάν παράδειγμα μιδς μή δημοκρατικής όργάνωσης πάνω σέ συλλογική βάση Εφερνε τό πατριαρχικό κράτος τών ’Ιησουιτών τής Παραγουάης. «Ωστόσο ί- να τέτοιο πατριαρχικό καθεστώς θά ήταν Ανυπόφορο γ ιά τούς σύγχρονους Ανθρώπους. Γιά μάς λοιπόν είναι Αδιανόητος 6 σοσιαλισμός δίχως τή δημοκρατία.. . 'Ωστόσο τό δίχως άλλο μπορεί νά Αναποδογυριστεί ή πρόταση. Ή δημοκρατία είναι δυνατή καί δίχως τδ σοσιαλισμό. Έ ν πάση περιπτώσει μπορεί νά πεΐ κανείζ πώς ή δημοκρατία είναι δυνατή δίχως τό σοσιαλισμό καί πρίν Απ’ τό σοσιαλισμό»." Μέ βάση αύτή τήν Αντίληψη γ ιά τό Απαραίτητο τής δημοκρατίας, πού κάτω Από δρισμένους δρους δ σοσιαλισμός μπορεί νά τήν Ακολουθήσει, Αλλά πού Εχει τήν Ιννοια καί τήν Αξία της καί δίχως τό σοσιαλισμό, τδ μόνο λογικό ήτανε νά θεωρεί δ Κάουτσκυ σάν κανόνα τήν ειρηνική κατάκτηση τής έξουσίας καί τήν προσφυγή στή βία σάν έξαίρεση, δηλαδή στήν περίπτωση πού οΐ κυρίαρχες τάξεις θά Αντιστεκότανε στήν κατάληψη τής έξουσίας άπ’ τό προλεταριάτο, δηλαδή άπ’ τδ κόμμα του. Ύστερα άπό λίγο καιρό δ Κάουτσκυ ύποχρεώθηκε νά προχωρήσει πιδ πέρα καί νά θεωρεί τήν κυβέρνηση συνασπ'.σμοϋ Αστικών καί σοσιαλιστικών κομμάτων σάν κανόνα γ ιά τή μεταβατική έκείνη μορφή περάσματος άπό τήν Αστική στήν Αταξική κονωνία, πού ό Κάρλ Μάρξ χαρακτήρισε «δικτατορία τοϋ προλεταριάτου». Γιά τόν Κάουτσκυ ή παραξηγημένη Εκφραση δικτατορία πού διάλεξε δ Κάρλ Μάρξ δέν ήτανε χαρακτηρισμός μιάς μορφής διακυβέρνησης, άλλά μιάς κατάστασης, ένός κοινωνικού περιεχομένου».40 Μέ δλα αύτά τά Ε- πιχειρήματα ήθελε νά Απαλύνει αύτή τήν Εννοια καί νά τήν Απαλλάξει άπδ τή μυρουδιά τής κυριαρχίας τής μειοψηφίας καί τής τρομοκρατίας. Ε πε ιδ ή γ ι’ αύτόν ή δικτατορία τού προλεταριάτου δέ σήμαινε Αναστολή τών κανόνων τής δημοκρατίας, Αλλά μόνο τήν κοινωνική κατεύθυνση έξέλιξης μιας δημοκρατίας ιδιαίτερης μορφής, καταλάβαινε τή δικτατορία αύτή μόνο σάν κυριαρχία τής πλειοψηφίας πού ήταν Υποχρεωμένη καί τΙς μειοψηφίες νά προστατεύει καί τήν Αντιπολίτευση νά Ανέχεται.
Δέν ύπάρχει Αμφιβολία δτι ή δύναμη τής έπιχειρηματολογίας τού Κάουτσκυ δφείλονταν στδ γεγονός πώς είχε στήριγμα του τδ ντετερμινισμό τού μαρξιστικού συστήματος, σύμφωνα μέ τόν όποιο προϋπόθεση γ ιά τήν Εγκαθίδρυση μιάς σοσιαλιστικής κοινωνικής τάξης ήτανε τό τέλειο ώρίμασμα τού καπιταλιστικού τρόπου
73
παραγωγής. Γ ι’ αύτό λοιπόν μποροϋσε μέ τό δίκιο του νά Επικαλείται τόν Μάρξ τοϋ κλασικοϋ συστήματος καί Απευθυνόμενος στούς μπολσεβίκους νά λέγει: «Γι’ αύτόν (Μάρξ) ή σχέση άνάμεσα στήν οίκονομία καί τήν πολιτική ήτανε τό νά μελετδ τΙς οικονομικές συνθήκες καί τάσεις καί νά προσαρμόζει σ’ αύτές τούς κάθε φορά πολιτικούς σκοπούς καί μεθόδους. ’Αντίθετα, ot μπλανκιστές καί ot προυντονιακοΐ παρέβλεπαν Εντελώς αύτή τήν Ιστορική άντίλη- < ψη. Γ ι’ αύτούς τό καθήκον δέν ήτανε νά βρίσκουν τήν κάθε στιγμή τό άναγκαίο καί δυνατό μέ βάση ττίς οικονομικές άπόψεις, άλλά νά βρίσκουν Ενα μέσο πού μέ δποιαδήποτε κατάσταση, κάτω άπό δποιουσδήποτε οίκονομικούς καί Ιστορικούς δρους θά έδινε τό Επιθυμητό άποτέλεσμα. Ά ν λοιπόν οί σοσιαλιστές Ιβρισκαν αύτό τό σωστό μέσο, θά μποροϋσαν νά πραγματοποιήσουν τό σοσιαλισμό δπου ήθελαν. Πιστεύαμε πώς χάρη στό μαρξισμό είχαμε ξεπερά- σει αύτόν τόν τρόπο σκέψης, μά σήμερα βλέπουμε νά Απλώνεται * ξανά. "Ετσι, στή Μόσχα καί τή Βουδαπέστη δέ ρωτοϋν ποιά πολιτική είναι Αναγκαία καί κατορθωτή κάτω άπό τούς δοσμένους οίκονομικούς δρους, άλλά ξεκινοϋν άπό τήν άντίληψη πί>ς άφοϋ δ σοσιαλισμός είναι Επιθυμητός άπδ τό προλεταριάτο, ot σοσιαλιστές Εχουν τό καθήκον παντοϋ δπου Ερχονται στήν Εξουσία νά τόν πραγματοποιήσουν άμέσως. Τό καθήκον τους δέν είναι νά μελετήσουν άν καί σέ ποιό βαθμό είναι κατορθωτό κάτι τέτοιο, άλλά νά βροϋν τήν πέτρα τής σοφίας, τό γενικό φάρμακο πού παράγει σοσιαλι- ν σμδ κάτω άπό δλους τούς δρους».41
*0 Κάουτσκυ κατηγόρησε τούς μπολσεβίκους δτι άπίστησαν στό μαρξισμό, σύμφωνα μέ τήν περιοδολόγηση τοϋ δποίου ή έπανάσταση στή Ρωσία μόνο άστικό περιεχόμενο μποροϋσε νά Εχει, καί τόν σκότωσαν στήν ψυχή τών μαζών. «Δέν ύπάρχει καμιά άμφι- βολία πώς Ετσι Εγιναν κυρίαρχοι τής Ρωσίας. "Αλλο είναι τό ζή τημα. Τ ί θά βγει ή τί πρέπει νά βγει στό τέλος άπ’ αύτό».** Καί δ Κάουτσκυ συγκεκριμενοποίησε αύτόν τδν ύπαινιγμδ μέ τήν παρακάτω σκοτεινή προφητεία. «Τήν κυβέρνηση τοϋ Λένιν τήν ά- πειλεΐ μιά ένάτη θερμιδώρ. ’Αλλά μπορεΐ καί νά συμβεΐ άλλοιώς. Ή Ιστορία δέν έπαναλαμβάνεται. Μιά κυβέρνηση ή όποία καθορίζει Ενα σκοπό πού είναι άπραγματοποίητος κάτω άπό τΙς δοσμένες συνθήκες, μπορεΐ νά άποτύχει μέ δυό τρόπους: Τελικά θά άνατρα- πεΐ δν πέφτει ή στέκει μαζί μέ τό πρόγραμμα της. Μπορεΐ νά σταθεί δν άλλάξει άνάλογα τό πρόγραμμα της καί τελικά τδ Εγκατα- λείψει».** Είναι άξιοπρόσεχτο πώς στήν μπροσούρα αύτή στήν δ- ποία άπάντησε δ Λέων Τρότσκυ μ’ Ενα κείμενο πολεμικής πού Εφερε τδν ίδιο τίτλο, δ Κάρλ Κάουτσκυ μίλησε κιόλας γ ιά Ενα θερ- μιδώρ τής ρωσικής έπανάστασης, δρο πού δ Τρότσκυ, δ δποΐος τότε ύπερασπιζότανε τήν έπανάσταση, ύποχρεώθηκε νά χρηαιμο-
74
ποιήσει Αργότερα γ ιά νά μαστιγώσει τδν τύπο τοϋ αύτοΓκανοποιη- μένου γραφειοκράτη, πού Αντιπροσώπευε δ Στάλιν, πού είχε κουραστεί άπδ τήν έπανάσταση χαΐ τάχτηκε ένάντια στή συνέχιση της. Βέβαια άνάμεσα στά Αλλα ή προσπάθεια αύτή τοϋ Τρότσκυ περιείχε καί μιά Ιστορική Ανακρίβεια. Έ πτώση τοϋ Ροβεσπιέρου Εφερε τδ τέλος τής τρομοκρατίας, ένώ δ ρωσικδς θερμιδώρ Εμπασε στήν Ιποχή τοϋ τρόμου, μπροστ4 στήν δποία χλωμιάζει ή τρομοκρατία τοΰ πολεμικοϋ κομμουνισμοΰ πού ώστόσο ήταν Απαραίτητη στδν Αμυντικδ Αγώνα τοϋ σοβιετικοΰ κράτους. Τδ παράδειγμα δμως τής προβολής τοϋ θερμιδώρ άπδ τόσο διαφορετικές θέσεις δείχνει πόσο Αμφισβητήσιμες είναι οΐ Ιστορικές Αναλογίες κι Ακόμα κάνει φανερδ πόσο εδκολο είναι νά χρησιμοποιηθοϋν αύτές ot Αναλογίες στΑ πλαίσια τής μαρξιστικής θεωρίας γ ι4 νά Εφοδιάσουν τούς φόβους ή τΙς έλπίδες τοϋ καθενδς μέ μιά άκαταμάχητη Ιστορική έπιβεβαίωση.
Έ ν πάση περιπτώσει ή κατηγορία πού μέ δξύ τόνο διατύπωσε δ Κάουτσκυ κατά τών μπολσεβίκων Ελεγε: «Άφοϋ κάνατε τήν Απλή θέληση κινητήρια δύναμη τής έπανάστασης, ρίξατε στή θάλασσα τδ μαρξιστικό τρόπο σκέψης, έσεΐς ot ίδιοι πού προηγούμενα είχατε σύμβάλει σέ τόσο ύψηλδ βαθμδ στή νικηφόρα Ανοδο της. Πιστέψατε πώς μέ τδ νά σφετεριστείτε μιά λέξη μαρξιστική, τή λέξη δικτατορία τοΰ προλεταριάτου, μπορούσατε νά συμβιβαστείτε jii τήν έπιστημονική σας συνείδηση καί τή δημοτικότητα τοϋ δνόματος τοΰ Μάρξ. Πιστέψατε πώς μέ τή χρησιμοποίηση αύ- τής τής λέξης μποροϋσε νά Απαλλαγεΐται Απδ τΙς Αμαρτίες πού διαπράξατε ένάντια στδ πνεϋμα τοΰ μαρξισμού».44
Καί δμως, Αν βγει κανείς μέσα Απδ τά πλαίσια τοΰ ίστορικοϋ ντετερμινισμοϋ δπου τοποθέτησαν ot Μάρξ καί Έ νγκελ ς τή θεωρία τους γ ιά τδ κράτος καί τήν προλεταριακή έπανάσταση, ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου θά ήταν άπλά καί μόνο μιά κατάλληλα έπεξεργασμένη λέξη πάνω στήν δποία μποροΰσαν νά στηρι- χτοΰν ot Λένιν καί Τρότσκυ γ ιά τούς δικούς τους σκοπούς. Ά ν δοϋμε σά νόμιμη τήν ύπερπήδηση μιδς περιόδου, πού τδ μαρξιστικό σύστημα τήν προλέγει σάν άπαραίτητη, Απδ τήν Ανάλυση τοϋ ίμπεριαλισμοΰ τοϋ Λένιν ή τήν πραγματικότητα τής Ιδιαίτερης ρωσικής έξέλιξης πού δ Τρότσκυ Εθεσε στή βάση τής θεο>ρίας του γ ιά τή διαρκή έπανάσταση καί δέν τή θεωρήσουμε σάν Αθεράπευτη Ελειψη πού άκρωτηριάζει δλόκληρο τδ σύστημα, τότε ή πλάστιγγα κλίνει Αποφασιστικά πρδς τδ μέρος τών Αντιλήψεων τών Λένιν καί Τρότσκυ. Στδ θεωρητικό του Εργο «Κράτος καί έπανάσταση»,** πού τδ Εγραφε στδ διάστημα άνάμεσα στή φεβρουα- ριανή καί τήν δχτωβριανή έπανάσταση καί τδ δποΐο έξυπηρετοϋ- σε δλοφάνερα τδ σκοπδ τής έπικείμενης δράσης, δ Λένιν καταπιά
76
στηκε ν’ Αποδείξει πώς οΐ Μάρξ καί Έ νγκελ ς θεωρούσαν σάν κανονική περίπτωση τή βίαιη μορφή κατάχτησης τής έξουσίας άπ’ τό προλεταριάτο, πού τώρα, στήν έποχή τού Ιμπεριαλισμού, μέ τήν βξυνση τών ταξικών άντιθέσεων είχε γίνει ή μοναδικά δυνατή περίπτωση. Μ’ δλο πού δ Λένιν άποσιώπησε ή πήρε Αψήφιστα τΙς I- ξωτερικεύσεις τών Μάρξ καί Έ νγκελ ς πού παραδεχόταν τή δυ- ι̂ νατότητα μιδς είρηνικής κατάχτησης τής έξουσίας, είναι Αναμφισβήτητο πώς μποροΟσε νά έπικαλεστεϊ περισσότερα σάν ούσιαστι- χώτερα κείμενα γ ιά νά Ινισχύσει τήν άποψη του, Απ’ δσα μπορούσαν νά προσκομίσουν γ ιά νά θεμελιώσουν τή δική τους δ Κάουτσκυ κι δλοι ot άλλοι πού ΘεωροΟσαν σύμφωνη μέ τό μαρξισμό τήν παραίτηση άπδ τήν έπανάσταση σάν τρόπου κατάληψης τής έξουσίας άπ’ τό προλεταριάτο.
Ό Κάουτσκυ Αντέταξε στούς μπολσεβίκους σάν παράδειγιια πού τιμωρεί τήν τακτική τοΟ ψεύδους, τήν παρισινή Κομμούνα. Μά καί δ Λένιν στό «Κράτος καί Έπανάσταση» έπικαλέστηκε άκοιβώς τήν Κο|ΐμούνα καί τή φράση τοΟ Μάρξ, «δτι ή Κομ|ΐούνα Ιδωσε τήν Απόδειξη πώς δέν είναι Αρκετό νά πάρει άπλώς ή έργατική τάξη στήν κατοχή της τήν Ιτοιμη κρατική μηχανή γ ιά νά τήν κινήσει γ ιά τούς δικούς της σκοπούς».** Έ νώ δ Κάουτσκυ Ικανέ άπόλυτη τήν Αντίθεση δημοκρατίας - δικτατορίας, δ Λένιν τή σχετικοποίη- σε μ’ Ιναν τρόπο πού γενικά τήν Ιφερνε σέ συμφωνία μέ τή θεωρία τού μαρξισμού γ ιά τό κράτος. Αύτός είναι δ λόγος πού Ινας τόσο Απομακρυσμένος άπό τΙς φιλονεικίες τών κομμάτων παρατηρητής καί κριτικός σάν τόν Χάνς Κέλζεν, παρά τήν προσωπική του προτίμηση στόν Αναθεωρητισμό τού Κάρλ Ρέννερ, πιστοποιεί δτι δ Λένιν άπέδωσε μέ πιστότερο τρόπο τΙς άντιλήψεις τών Μάρξ καί Έ ν γκ ελ ς κι άκόμα δτι ή τελειοποίηση τους άπ’ αύτόν Απο- τελεΐ Αναμφισβήτητη φιλολογικοΐστορική Υπηρεσία." Ά κόμα καί δ Μάξ Ά ντλερ , πού μέ τδ βιβλίο του «Ή Αντίληψη τοϋ μαρξισμού γ ιά τό κράτος» πού κυκλοφόρησε τδ 1922 χτύπησε τΙς άπόψεις τοϋ Χάνς Κέλζεν πού περιέχονται στό Ιργο του «Σοσιαλισμός καί κράτος», συμφώνησε μέ τόν τελευταίο πώς ή θεωρία τοϋ Λένιν καθιέρωσε ένεργητικά τή μαρξιστική άποψη».** Εννοείται δέν παρέ- λειψε νά προσθέσει λίγο παρακάτω πώς δ Λένιν Εκανε στήν πράξη τέτοια χρήση τής θεωρίας του γ ιά τδ κράτος πού άντιφάσκει σ’ δλες τΙς άρχές της* ' καί συνέχισε: Τδ κύριο χαρακτηριστικό τής μαρξιστικής θεωρίας γ ιά τδ κράτος είναι δτι κάνει τδ προλεταριάτο κυρίαρχη τάξη. Μέ τήν Ιννοια τοϋ μαρξισμού αύτό σημαίνει τήν τάξη πού οικονομικά είναι ή άποφασιστικότερη δύναμη στήν κοινωνία. Ή έφαρμογή αύτής τής θεωρίας είναι άπλούστατα Αδύνατη στήν Ιδιαίτερη ρωσική κατάσταση πού δημιουργήθηκε χάρη σέ Ανήκουστες ιστορικές συμπτώσεις, δπου δχι τό προλετα
76
ριάτο, άλλά μιά μερίδα αύτοϋ χρατΛ στά χέρια της τήν Εξουσία. Ά π ό αύτή τήν Αντίφαση τών γεγονότων καί δχι άπό άντιφάσεις τών μαρξιστικών Εννοιών γεννιοΟνται δλα τά τεχνητά καί βίαια κατασκευάσματα μέ τά δποΐα ή μπολσεβικική θεωρία καί πολεμική θά πιστεύει καί θά ύπερασπίζεται τή θέση της πού θά Αποκαλύπτεται δλοένα σάν αύταπάτη πώς τό σοβιετικό σύστημα είναι ή άληθινή πραγματοποίηση τής μαρξιστικής θεωρίας τής δικτατορίας τοϋ προλεταριάτου καί τής σχέσης της μέ τή δημοκρατία».'w
'Ολόκληρο τό ιστορικό δίλημμα τοϋ μπολσεβικισμοϋ, πού Ιστορικά τόν κάνει λυδία λίθο τής δύναμης καί άτυχώς τής μαρξιστικής θεωρίας, βρίσκεται σ’ αύτή τή διαπίστωση τοϋ Μάξ Ά ντλερ πώς δ Λένιν καθιέρωσε τή μαρξιστική άποψη άλλά Εκανε λαθε- μένη χρήση της. Στή φιλονεικία Λένιν καί Κάουτσκυ δέν Εκφράζεται μόνο ή διαφορά άνάμεσα στήν αυτογνωσία τοϋ μπολσεβικι- σμοϋ, πού Αναγκαστικά βρίσκεται σέ Αμηχανία καί είναι Απολογητική, καί τήν πολεμική Ακατανοησία μιδς Αντίληψης δρθοδοξίας, Αλλά φανερώνεται καί τό Αδιέξοδο στό όποιο δδηγεΐ μιά τέτοια Αντίθεση, Αφοϋ δλα τά Επιχειρήματα πού προβάλλονται γ ιά τήν ύπεράσπιση τής κάθε άποψης παίρνονται μέσα άπό τό μαρξιστικό πλαίσιο καί δέν μπορεΐ νά γίνει διαφορετικά γιατί ή Απόσπαση άπ’ τόν μαρξισμό θά είχε σάν συνέπεια δχι μόνο τήν Εγκατάλειψη τής ύποστηριζόμενης θέσης, άλλά καί τή συνθηκολόγηση μπροστά στήν πολιτική τοϋ Αντιπάλου. Σέ -ο ιά άπό τις δυό πλευρές βρισκόταν· ή λογική καί ή βαρύτητα τής μαρξιστικής δρθοδοξίας ή μήπως 6 μαρξισμός είχε κιόλας διασπαστεΐ σέ πολλά Ασυμβίβαστα μεταξύ τους συστήματα καί δέν ήταν πιά δυνατό νά κλείσει τό ρήγμα μ ΐ μιά Επιστροφή στήν προστατευτική ένότητα; ΔΕ θά Επρεπε νά ύ- ψωθεΐ ή μαρξιστική δρθοδοξία πάνω άπό τις Υποκειμενικές Αμαυρώσεις τής Αληθινής θεοφίας, νά δείξει στά δυό άντιμαχόμενα μέρη τά Ελαττώματα τους καί νά τά Ανακαλέσει στήν τάξη άφοϋ τά Εθετε Αντιμέτωπα τοϋ συστήματος στό όποιο καί τά δυό Ενιωθαν 6- ποχρεωμένα; Καί μπροστά στίς σαφείς δδηγίες τοϋ μαρξιστικού συστήματος καί τό σεβασμό τών συγκεκριμένων περιστάσεων δέ θά Επρεπε ή Απόφαση αύτής τής Ανώτερης ιεραρχίας νά λέγει, νά Ε- πιχειρηθεΐ παρά τις δυσκολίες ή Επανάσταση στή Δύση άφοϋ αύτοϋ δ τρόπος παραγωγής τής Εξασφάλιζε μιά Επαρκή μαζική βάση καί νά παραμείνει στή Ρωσία, παρά τή δελεαστική κατάσταση, άφοϋ αύτοϋ Ελειπαν ή μαζική βάση καί δ Απαιτούμενος κατά τόν Μάρξ βαθμός ώριμότητας;
Καί μπροστά σΕ μιά άνίκανη ή άπρόθυμη νά κάνει τήν Επανάσταση στή Δύση σοσιαλδημοκρατία καί Ενα Επαναστατικό κίνημα Εκλεκτών στή Ρωσία πού στήριζε τΙς Ελπίδες του σέ μιά Επαναστατική Εξέλιξη στή Δύση, άλλά καί ήταν ΑνεξΑρτητο Απ’ αύτές,
77
ποιά δύναμη θά στεκόταν πίσω άπ’ αύτή τήν Ιεραρχία γ ιά νά δώσει κύρος στήν άπόφαση της καί νά τήν έκτελέσει Ιστορικά; ΠοΟ ήταν δ έπαναστατικός μαρξισμός, δταν έκεΐ πού ίφτασε στήν έξου- σία δέν έπρεπε καί δέν τοΰ έπιτρεπότανε νά φτάσει καί κβΐ πού έπρεπε καί τοΰ έπιτρεπότανε δέν έκπλήρωνε τδν προορισμό του; ’Αλλά άν δ μαρξισμός δέν ίχ ε ι καμιά δύναμη μέ έκτελεστική έξου- σία, γ ιά νά παροτρύνει αύτούς πού μένουν πίσω καί νά συγκρατεΐ αυτούς πού ξετινάζονται μπροστά, τί γίνεται τότε μέ τδ κεντρικό του αίτημα γ ιά τήν ένότηα θεωρίας καί πράξης; Μήπως τδ αίτημα αύτδ πρέπει νά έννοεϊται μόνο μέ τήν ίννοια πού ξαναγυρνά στή σχέση τοΰ συστήματος, άλλά καί πού δδηγεί τδ αίτημα στδν παραλογισμό, δτι δηλαδή κάθε πράξη δημιουργεί τή θεωρία της, μέ άποτέλεσμα νά μήν ύπάρχει π ιά μαρξιστική θεωρία μέ γενική έγκυρότητα, ούτε — δπως στήν περίπτωση τοΰ μπολσεβικισμοϋ — σέ σχέση πρδς ίνα καί τδ αύτδ φαινόμενο; Δέν είναι σιωπηρή δ- μολογία τής χρεωκοπίας τής μαρξιστικής θεωρίας καί μεθόδου δταν αύτοί πού συμμετέχουν στή φιλονεικία δέν προσπαθούν νά έ- ξηγήσουν τή συμπεριφορά τών άντιπάλων τους άντικειμενικά, μέ βάση αιτιοκρατικά αίτια καί σύμφωνα μέ τΙς κατηγορίες αότοΰ τοΰ συστήματος άναφοράς πού είναι δεσμευτικό καί γ ιά τούς δυό, άλλά καταφεύγουν άπδ τή μιά μεριά στή μορφή τής άποστασίας κι άπδ τήν άλλη στήν άνεύθυνη έλαφρότητα; "Η μήπως αδτή ή άπομάκρυνση άπδ τδ σύστημα δέν είναι πολύ περισσότερο μιά δ- μολογία δτι παρ’ δλα αύτά καί άντίθετα σέ κάθε προσπάθεια άν- τικειμενοποίησης άναγνωρίζεται σάν ίσχυρδς παράγοντας τοΰ Ιστο- ρικοΰ γίγνεσθαι δ ύποκειμενικδς παράγοντας, ίστω καί μόνο στή μορφή δτι δ καθένας τδν φορτώνει σάν παρέκκλιση στδν άντίπα- λο, ένώ δ ίδιος άναπαύεται κάτω άπδ τή λάμψη τοΰ συστήματος; Καί στήν περίπτωση πού άξιολογεΐ κανείς τή σχέση πού έκφρά- ζεται στδ άρνητικό, δηλαδή στήν πολεμική θεώρηση τής άντίπα- λης πλευράς σά στοιχείο άθέλητης άναγνώρισης ένδς παράγοντα πού δέν άντανακλάται στά δικά του συμπεράσματα δέ γίνεται έ- πίμονη ή ύποψία δτι τδ θετικό, δηλαδή ή εΙκόνα πού σχηματίζει γ ιά τδν ίδιο τδν έαυτό του είναι άκριβώς γ ι’ αύτούς τούς λάγους ά- παλλαγμένη άπδ κείνον τδν παράγοντα πού έμφανίζεται στήν κρίση τοΰ άντιπάλου; Μπορεΐ έπίσης νά έξηγήσει άντικειμενικά τΙς πραγματικές παρεκκλίσεις άπ* τδ άντικειμενικδ σχήμα ή μήπως πολύ περισσότερο πρέπει νά τίς άντιλαμβάνεται άπδ ύποκει- μενική άποψη;
Ό καθιερωμένος μαρξιστικός τρόπος θεώρησης, σύμφωνα μέ τδν δποΐο δέν καθορίζει ή συνείδηση τών άνθρώπων τό Είναι τους, άλλά άντίθετα τδ κοινωνικό Είναι τή συνείδησή τους, ύποχρέωνε κάθε άνάλυση πού στηριζότανε σέ μαρξιστικές κατηγορίες νά στρι
78
μώχνει τδν ύποκειμενικό παράγοντα τού Ιστορικού γίγνεσθαι στδ κρεβάτι τοϋ Προκρούστη ένδς άντικειμενισμού πού περιόριζε τόν ύποκειμενικό παράγοντα τόσο δσο φαινότανε σκόπιμο στούς έρ- μηνευτές πού διαχειρίζονται καί διαμορφώνουν τό μαρξιστικό σύστημα. Ά λ λά ή ύποχρέωση νά έξηγεΐται ή πραγματικότητα μέ τΙς κατηγορίες αύτού τοΟ άντικειμενισμοϋ πού μεταθέτει τό κύριο βάρος στίς συνθήκες καί τούς δρους, δέν πήγασε μόνο άπό τΙς Απαιτήσεις τού συστήματος Αναφοράς (πού μέ τήν άναστροφή τής αΐτιώδους συνάρτησης στήν όποία έπιμένει θά είχε πάψει νά είναι καθοριστική γραμμή φυσικής αναγκαιότητας), άλλά Αντιστοιχούσε καί στίς άνάγκες έκείνων τών προσώπων καί δμάδων πού δέν ήθελαν νά φέρουν μπρός στούς έαυτούς καί τούς όπαδούς τους τήν εύθύνη τών άποφάσεών τους καί προτιμούσαν νά έξασφαλίσουν τήν ύποστήριξη στό άκαταμάχητο τών δρων. Κατά συνέπεια κρατούσαν γ ιά τόν έαυτό τους τή δυνατότητα νά χαρακτηρίσουν σάν ύ- ποκειμενιστή τόν Αντίπαλο πού καταπολεμούσαν, ό όποιος, Από κακία ή Ανεπάρκεια, μέ τήν καταστροφή τών άντικεμενικών δέν Αν- ταποκρινόταν στήν έντολή πού τού δινόταν άπό πλευρδς Αντικειμένου. Ό ϊδιος ό Λένιν πού μέ τΙς πρΑξεις του ταλαιπώρησε τόν Αντικειμενικό παράγοντα μέ τρόπο πού δέν δικαιολογούσε οδτε ή θεωρία του γ ιά τόν Ιμπεριαλισμό, παρά τΙς κατά περιστάσεις έξω- τερικεύσεις του πού πρόδιναν τή γνώση πού είχε γ ιά τή δύναμη τοϋ ύποκειμενικού παράγοντα, άπέφυγε νά προχωρήσει μακρύτε- ρα καί νά άμφισβητήσει τή βάση τής μαρξιστικής του νομιμότητας στή μορφή πού ή θεωρητική του συνείδηση ϊφτασε στό έπίπεδο τής πράξης. Απεναντίας έκανε δτι τού ήτανε δυνατό νά Αναγνωριστεί φύλακας τής καθαρής θεωρίας καί προστΑτης τής μαρξιστικής όρθοδοξίας, άπαίτηση πού Αμφισβήτησαν δ Κάουτσκυ καί ot άλλοι θεωρητικοί τοϋ μαρξισμού.
Ή προσπάθεια νά Αποκατασταθεΐ ό ύποκειμενικός παράγοντας Απέναντι στήν πραγματικότητα, τούς δρους καί τΙς συνθήκες, πού έννοοϋνται σάν δρια καί δρίζοντες τής δράσης καί νά κατακτήσει καί στή θεωρία τή θέση πού είχε καταλάβει στήν πράξη προκά- λεσε σέ άκόμα μεγαλύτερη έκταση τή δυσαρέσκεια τών διαδόχων τού Λένιν, Αλλά καί τών διαχειριστών άλλων μαρξιστικών όρθο- δοξιών. Γιατί ή Αναγνώριση αύτής τής τάσης θά τούς Ανάγκαζε νά πάρουν θέση σέ σχέση μέ τΐς Αποφάσεις τους καί θά τούς Αφαιροϋ- σε τή βολική δυνατότητα νά τΙς έντάσσουν στό σύστημα πού άποτε- λοϋσε τήν πρόσοψη ·ςής δύναμης τους καί νά τΙς παίρνουν Ιπειτα άπ’ αύτό σάν έτοιμη δδηγία χρήσης.
Έ τ σ ι έξηγεΐται τό γεγονός δτι ή προσπάθεια πού Ανέλαβε ό μαρξιστής θεωρητικός Γ. Λούκατς μέ τό βιβλίο «Ιστορία καί ταξική συνείδηση» πού κυκλοφόρησε τό 1923, νά σπάσει τό μονόπλευ·
79
ρο τονισμό τοϋ άντικειμενικοϋ στοιχείου βρήκε πολύ μικρή συμπάθεια κι άκόμα προκάλεσε τή ζωηρή άντίθεση τών καρπωτήν “ μιάς έπανάστασης, πού άν κρίνουμε άπό τό βιβλίο τοϋ Λούκατς δέ θά Εφταναν σ’ αότή τή θέση δίχως μιά τέτοια πρακτική διαφύλαξη τής δύναμης τοΟ ύπ&χειμενικοΟ παράγοντα. Ό Λούκατς στήν προσπάθεια του πού πρόδινε τήν ισχυρή άκόμα έπίδραση τοΟ Ιδεαλιστή διαλεκτικοϋ Χέγκελ, νά Ανακαλύψει σ’ Ιναν κοκκαλιασμένο σέ δόγμα ύλισμό πού άφηνε πάρα πολύ λίγο χώρο στήν πρακτική άλλαγή τή διαλεκτική σχέση ύποκειμένου άντικειμένου καί τή σημασία πού Εχει γ ιά τό ιστορικό προτσές, στράφηκε Εναντίον του, καθώς καί έναντίον τοϋ βολουνταρισμοϋ, γ ιατί θεωροϋσε καί τούς δυό σάν άντιδιαλεκτικές άπολυτοποιήσεις ένός μερικοΰ στοιχείου πού στήν πράξη δέν παρουσιάζεται άπομονωμένο. 'Ωστόσο αύτός ό διμέτωπος άγώνας δέν ξεγέλασε τούς έπικριτές τοϋ Λούκατς, πού κατάλαβαν πώς είχαν νά κάνουν μέ μιά προσπάθεια πού άπό τόν πλάγιο δρόμο ένός φιλοσοφικού κατασκευάσματος ύποβοηθοϋσε κυρίως τό άνοιγμα στήν Υποκειμενικότητα έκείνη, πού βέβαια στόν Λούκατς ήταν άξεχώριστα ταυτόσημη μέ τήν ταξική συνείδηση τοϋ προλεταριάτου, άλλά δχι τό ϊδιο άξεχώριστες μέ τήν κάθε φορά κατάσταση συνείδησης τοϋ κόμματος. Ό Λούκατς Εκοψε στή μέση μέ τά παρακάτω λόγια τόν τρόπο άναγωγής στά γεγονότα πού κυριαρχοϋσε στήν πρακτική τοϋ κομμουνιστικού κόμματος καί πού στό φώς τής μαρξιστικής θεώρησης μόνο σ’ Ενα άποτέλεσμα μποροϋσε νά δδηγήσει, σ’ αύτό πού προερχόταν άπό τό χέρι τοΰ κόμματος: «Δέν Εχει ύπάρξει καί δέν πρόκειται νά ύπάρξει μιά κατάσταση, δπου τά γεγονότα νά συνηγοροϋν μονοσή|ΐαντα ύπέρ ή κατά μιάς δρισμένης κατεύθυνσης τής δράσης. Καί δσο συνειδη- τότερα έρευνηθοϋν τά γεγονότα σ’ αύτή τους τήν άπομόνωση, δηλαδή τις άνακλαστικές τους συναρτήσεις, τόσο λιγότερο μονοσήμαντα δείχνουν σέ μιά όρισμένη κατεύθυνση».“
Έ διαμαρτυρία τοϋ Γ. Λούκατς κατά τοϋ προτσές πού άνέλυσε ό Ί ρ ιν γ κ Φέτσερ (στό βιβλίο του) «Άπό τή φιλοσοφία τοϋ προλεταριάτου στήν προλεταριακή κοσμοαντίληψη» * στήν πορεία τοϋ όποίου αύτή ή φιλοσοφία, ένώ δφειλε νά σταθεί στό πλευρό τοϋ προλεταριάτου σάν Εκφραση τής ουσίας καί τής διάθεσης του γ ιά δημιουργική δράση, Εγινε μιά άντικειμενοποιημένη κοσμοαντίληψη καί θεωρία έξέλιξης άντικειμενιστικοϋ χαρακτήρα πού τοϋ δώ- θηκε άπ’ Εξω, άπό τήν ιεραρχία τής κυριαρχίας, στράφηκε κυρίως κατά τής Αποστασιοποίησης τών φερομένων ώς άντικείμενο γεγονότων καί, άντίθετα στήν άντίληψη αύτή, τόνισ* τήν άδιαχώριστη δμοιογένεια άντικειμένου καί ύποκειμένου στό προτσές τής Ιστορίας. Ά ν καί μπορεΐ νά Επιδοκιμάσει κανείς τόν Λούκατς γ ι’ αύτή του τήν προσπάθεια πού κράτησε δεκαετίες καί νά τόν χαιρε
τήσει σάν πρόμαχο τοϋ Ιστορικοϋ Αντιχτυπήματος κατά τής προ- παρασκευασμένης Αποκοπής καί Απάρνησης τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα, δέν έπιτρέπεται ώστόσο νά παραβλέψει πώς ή Απομόνωση τοϋ ύποκειμενικοϋ άπό τόν Αντικειμενικό παράγοντα στό Ιστορικό προτσές, δέν μπορεΐ νά Ιχε ι τήν άξια δριστικής δμολογίας κι άκόμα δτι γίνεται έπικίνδυνη δταν μπαίνει στήν ύπηρεσία δρι- σμένων συμφερόντων πού θέλουν νά νομιμοποιηθούν μέ τήν Απομόνωση τοϋ ένός παράγοντος άπό τόν άλλο, άλλά, παρ’ δλα αυτά είναι μιά διαδικασία μεθοδολογικά Αναμφισβήτητη καί μάλιστα άπαραίτητη, δταν πρόκειται νά έξακριβωθεί ό βαθμός συμμετοχής τοϋ κάθε αιτιώδη παράγοντα στήν πραγματοποίηση τής Ιστορικής έπιτυχίας. Στερείται κανείς τή δυνατότητα νά ξεμπερδέψει καί νά κατανοήσει καλύτερα τΙς καταχωνιασμένες συναρτήσεις, δταν βιάζεται νά ικανοποιηθεί μέ τήν πληροφορία πώς σχετικά μέ τό ζήτημα αύτό ύπάρχει Ινα Αδιαπέραστο μπλέξιμο. Καί Ακριβώς, δταν θέλει νά φτάσει σ’ Ινα άπό τά τελικά στοιχεία πού ό συνδυασμός τους στό Ιστορικό προτσές είναι δυνατός μόνο στά πλαίσια μιδς φιλοσοφίας τής ιστορίας καί μιας δλοκληρωτικής έρ- μηνεϊας τής συνδιαλλαγής καί τής άντιστοιχίας τους, δέν μπορεΐ νά παραιτηθεί άπό τήν προσπάθεια νά έξετάσει προηγουμένως αύ- τά τά στοιχεία χωριστά τό 2να άπ’ τό άλλο.
Ή Αρχή τής Αντιπαράθεσης τών Αντικειμενικών δρων καί τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα είναι βέβαια τό ίδιο προβληματική, δμως σάν έρμηνευτικό σχήμα τό ίδιο Αποδοτική δπως καί τό σχήμα βάση καί έποικοδόμημα, μέ τό όποιο βέβαια δέν έξισώνεται, άλλά μπορεΐ νά είσαχθεΐ στήν Sρευνα παράλληλα. "Οπως είναι δυνατό, στό σχήμα βάση καί έποικοδόμημα, στοιχεία τοϋ Εποικοδομήματος νά βρεθοϋν στή βάση καί ϊτσι νά κάνουν άμφισβητή- σιμη τήν Αξία τής διάκρισης, είναι δυνατό έπίσης ν’ Αποδειχτεί δτι στούς δρους τής δράσης του ό ύποκειμενικός παράγοντας είναι Αξεχώριστα δεμένος μέ τόν Αντικειμενικό κόσμο. Ά π ό τό άλλο μέρος είναι δυνατό νά φανερωθεί δτι δίχως μιά όρισμένη σύμπραξη τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα ή μιά άντεπίδραση τοϋ έποικο- δομήματος στή βάση, αύτή, δηλαδή ot άντικεμενικοΐ δροι δέ θά ήτανε σέ θέση νά Ασκήσουν έκείνη τήν προσδιοριστική έπιρροή πού ή Αντικειμενική θεώρηση κρατά Απομονωμένη, δτι έντελώς Ανεξάρτητα άπ’ αύτό ot δροι τοϋ άντικειμενικοϋ κόσμου, γ ιά νά γίνουν Αποτελεσματικοί, πάντα πρέπει νά διέλθουν Από τό ύπο- κειμενικό μέντιουμ ένός βρισμένου σχήματος έπεξεργασίας καί ταξινόμησης τών παρατηρήσεων. "Αν δμως Ακριβώς μπροστά σ’ αύτή τήν κατάσταση πραγμάτων πού διευκολύνει μιά όριστική Αναγω γή ένός παράγοντα στόν άλλο, δέ θέλει νά μετατοπιστεί κατά λάθος στήν πλευρά έκείνης τής διαλυμένης σ’ ενα άθροισμα μή
Υποχρεωτικών λεπτομερειών πληροφορίας πού άναστέλλει τήν πρόοδο τής γνώσης, είναι Αναγκασμένος νΑ πραγματοποιήσει, τουλάχιστο προσωρινά, μιά Απομόνωση τών στοιχείων καί ν’ Αντιστα- θεΐ στόν πειρασμό νά τά μειώσει τό Ινα δστερα Απ' τό Αλλο γ ιά νΑ δώσει Ετσι ένα σχήμα έρμηνείας πού, παρΑ κάθε, μονομέρεια, ίχ μ τό πλεονέκτημα δτι Αφήνει νά φανεί καθαρΑ τό περίγραμμα τής πραγματικότητας.
Ό κίνδυνος νά γίνει τό Υποκείμενο δημιουργός τής πραγματικότητας είναι πολύ μικρότερος στά πλαίσια τής καταπνιγμένης άπό Ενα σύστημα φυσικοϋ νόμου |μαρξιστικής θεωρίας καί παράδοσης άπό δσο είναι στήν Αντίθετη, αύτή πού πραγματοποιείται καθημε- ρινΑ στήν πρΑξη- τή θεωρητική έξαφάνιση καί κηδεμόνευση τοϋ Υποκειμενικού παράγοντα πού στηριζόμενος στή μαρξιστική θεωρία τής Αντανάκλασης συλλαμβάνεται σΑν Απλό Αντικαθρέφτισμα τής πραγματικότητας πού Υπάρχει άντικειμενικά καί τοποθετείται Ανάλογα στόν Υπηρετικό ρόλο ένός βοηθοϋ. Βέβαια ή Αποκα- τΑσταση τοϋ Υποκειμενικοϋ παρΑγοντα δέ σημαίνει πώς πρέπει νά έννοηθεΐ σΑν κΑτι τό Απολύτως έλεύθερο καί ΑνεξΑρτητο, ΑλλΑ δτι ΘΑ τοϋ Αναγνωριστεί μιΑ σχετική αύθυπαρξία Απέναντι στίς συνθήκες, πού Από πολλές Απόψεις θεωρούνται σΑν καθοριστικές. Ό Υποκειμενικός παρΑγοντας πρέπει νΑ έννοηθεΐ σΑν ή διΑθεση, ή τΑση μέ τήν όποία τΑ δρώντα Υποκείμενα, πρόσωπα καί όμάδες πλησιΑζουν τίς έμπειρίες πού θέτει στή διΑθεση τους ό Αντικειμενικός κόσμος. Αύτή ή Υτίόθεση πού Ινεργεί σά σχήμα αίτιολόγη- σης τής δράσης καί έπεξεργασίας καί ταξινόμησης τής σύλληψης καί έρμηνείας τής πραγματικότητας, καθορίζεται μέ τή σειρά της Από όρισμένους παράγοντες οί όποϊοι συνυπολογίζονται στήν Υποκειμενική πλευρΑ τής Ιστορικής κατΑστασης πραγμάτων καί δέν Ανάγονται στούς Αντικειμενικούς δρους.
Παρ’ δλες τΙς διαφορές πού ΥπΑρχουν Ανάμεσα στό Ατομο καί τήν κοινωνία καί πού πρέπει νΑ παρθοϋν Υπόψη μπορεί ώστόσο, γιΑ νΑ Αποσαφηνιστούν δλα δσα έκθέσαμε μέχρις έδώ σχετικά μέ τό θέμα μας, νά χρησιμοποιηθεί ή άναλογία μέ τό Ατομο. Ό ταν έρευνούμε τή συμπεριφορά τοϋ άτόμου δέν περιοριζόμαστε στό νά τή θεωρούμε μόνο σάν Αντίδραση στίς έπιδράσεις τοϋ περιβάλλοντος, ΑλλΑ κάνουμε καί διάκριση |ΐεταξύ Αντικειμενικών καί Υποκειμενικών στοιχείων τής συγκεκριμένης κατΑστασης. Δέ θεωρούμε τήν πραγματική συμπεριφορΑ τοϋ άτόμου μόνο σΑν έπεξερ- γασία τών Αντικειμενικών στοιχείων πού τού διαδιβάζονται Από μιΑ δρισμένη κατΑσταση, ΑλλΑ συνυπολογίζουμε στή θεώρηση μας, τουλΑχιστο στήν ίδια έκταση, τά αίτια πού όλοκάθαρα Υπάρχουν στήν πλευρΑ τού άτόμου. Τό πολύ - πολύ νά μάς παρουσιαστεί ή πραγματική συμπεριφορά σάν συνισταμένη μιας σειράς αίτίων πού
συνδυάζονται μεταξύ τους καί τά όποια Εκπορεύονται έν μέρει άπό τόν Αντικειμενικό κόσμο καί έν μέρει είναι ριζωμένα στόν κόσμο τοϋ άτόμου. Ά λλά , άκόμα καί άφοϋ έξαντληθοϋν ot δυνατότητες νά διαπιστωθούν δλοι ot παράγοντες πού βαρύνουν στό άτομο καί ώστόιο καταλογίζονται στό άντικείμενο, πάντα θά μένει τό Ερώτημα άν Εχει Επιτευχθεί ή τελική Εξήγηση γ ιά τήν πραγματική συμπεριφορά, πού ώστόσο μπορούμε, κυττώντας Εμπειρικά πρός τά πίσω, νά τήν άνακαλέσουμε στή μνήμη. ’Εδώ χωρίζονται τά πνεύματα σέ δτι άφορα τήν άτομική ψυχολογία.
Ά ν ύπάρχουν στίς ντετερμινιστικές άντιλήψεις διαφορές άνά- λογα σέ ποιόν άπό τούς παράγοντες πού βρίσκονται στήν άλυσίδα τών αίτιών παραχωρεΐται ή προτεραιότητα, ύπάρχει καί ή δυνατότητα νά προκαλεΐται άπό Εσωτερικά καί Εξωτερικά αίτια 6 προσδιορισμός πού Εκπορεύεται άπ’ τό άτομο καί τελικά, μπροστά στίς δρίζουσες πού προσφέρονται, νά θεωρείται σάν Ελεύθερη καί κυρίαρχη κρίση. Πάνω στή βάση αύτή ή άτομική ψυχολογία τοΰ Ά λφ ρεντ Ά ντλερ θεωρεί τήν πρώτη άπόφαση τού άτόμου νά διαλέξει Ενα δρισμένο σχήμα Επεξεργασίας καί ταξινόμησης καί νά προτιμήσει Ενα δρισμένο πρόγραμμα ζωής σάν πράξη πού δέν προσδιορίζεται οδτε άπό τήν κατάσταση τοΰ περιβάλλοντος, οδτε άπό Εσωτερικές παρορμήσεις, άλλά βασικά σάν έλεύθερη Ενέργεια, πού χρησιμοποιεί τά άντικειμενικά άντιληπτά στοιχεία άποκλει- στικά σάν πρώτη δλη.’* Αύτό δέ θέλει νά πει πώς ή Εκλογή αύ- τοΰ τοΰ σχήματος Επεξεργασίας καί ταξινόμησης πραγματοποιείται μέ συνείδηση δλων τών συνεπειών, δτι δηλαδή περιέχει τήν έλευθερία μέ τήν Εννοια τής γνώσης μιάς ύπέρτατης άναγκαιότη- τας, άλλά δτι άναγνωρίζεται σ’ αύτή μιά σχετική άνεξαρτησία ά- πέναντι στούς παράγοντες πού μπορεΐ νά θεωρηθούν καθοριστικοί. Παρά τό γεγονός δτι ot κοινωνικοψυχολογικοΐ μηχανισμοί είναι περισσότερο περίπλοκοι σέ σχέση μέ τούς άτομικούς, φαίνεται πώς συγχωρεΐται νά παραδεχτούμε, στήν ιστορική θεώρηση, τήν δπαρ- ξη τάσεων καί άντίθετα νά άμφισβητήσουμβ τήν δπαρξη αιτιοκρατικών νόμων. Τό ζήτημα είναι μήπως αύτή ή μή αιτιοκρατική άν- τίληψη, πού θεωρεί άκόμα καί τήν έλευθερία στήν Ιστορία σάν μυστήριο δέν είναι καί άπό τήν άποψη τής Επιστήμης τής σκέψης ή άνώτερη. Κι αύτό δχι άπλώς γιατί τΙς πιό πολλές φορές δέν είμαστε σέ θέση νά κατασκευάσουμε Εναν αΐτιοκρατικό μηχανισμό πού νά μήν Εχει κενά, άλλά καί γιατί ή άποψη πού Ικανοποιείται μέ τήν Εξήγηση τοΰ Εξηγήσιμου κι άπ’ αύτό δέ βγάζει καθόλου συμπεράσματα, ή άποψη πού σέβεται τά δοσμένα άποτελέσματα, άλλά φράζει τό δρόμο στίς μεταφυσικές ή θεολογικΕς Ερμηνείες πού βγαίνουν Εξω άπό τά δρια τών άποτελεσμάτων είναι ή μετριοπαθέστερη, γ ι’ αύτό καί μπορεΐ νά Ελπίζει πώς θά Εξασφαλίσει
83
τήν άμοιβή της μέ τή μορφή πρόσθετων κατανοήσεων.Έ ν πάση περιπτώσει δποία θέση κι άν παίρνει κανείς άπέναντι
στό φιλοσοφικό ζήτημα τοϋ ντετερμινισμοϋ, σέ σχέση μέ τό άτομο καί τήν Ιστορία φαίνεται πώς είναι μεθοδικά άκίνδυνο ή καλύτερα άναγκαίο νά ξεχωρίζει κατ’ άρχήν τό Είναι άπ’ τό Δέον καί νά κάνει αύτή τή διάκριση γόνιμη γιά τή σύλληψη τών ιστορικών συναρτήσεων. Ό δυαδισμός Γνώσης καί θέλησης, πού διαπερνά δλόκληρο τό Ιστορικό προτσές, έντάσσεται άνάμεσα στό Είναι καί τό Δέον καί μαρτυρεί πώς ή θέληση τοϋ Ιστορικοϋ πρωταγωνιστή πού έκδηλώνεται στή δράση του δέ μειώνεται άπό τό μετασχηματισμό πού παθαίνει έξαιτίας τών άπόψεων πού τοϋ προμηθεύει ή γνώση τοϋ Είναι άλλά ίχ ε ι μιά δρισμένη αύθυπαρξία. Βέβαια θ έ ληση καί Δέον δέχονται παρορμήσεις καί έρεθισμούς άπό τό Είναι καί στίς συνέπειες τους σχετίζονται πρός τό Είναι, άλλά δέν Αφήνονται σ’ αύτό καί γ ι’ αύτό τό λόγο πρέπει νά διαχωρίζονται. -
Τ ί σχέση Εχουν αύτοί ot Ακαδημαϊκοί κα'ι φαινομενικά τόσο μακριά άπ’ τό θέμα μας συλλογισμοί μέ τόν μπολσεβικισμό, πού σάν ή πιό πετυχημένη μορφή ιστορικής έφαρμογής τοϋ μαρξισμοϋ έ- νεργεϊ έδώ σάν λυδία λίθος τής μαρξιστικής θεωρίας; Παρά τό γεγονός δτι προχωροϋν πέρα άπό τΙς άντιφάσεις τοΰ Αντικειμένου πού μάς Απασχολεί, Ανήκουν σ’ αύτό, έφόσον ή νίκη τοϋ μπολσε- βικισμοϋ, περισσότερο Από κάθε Αλλο Ιστορικό φαινόμενο, προσκα- λεΐ νά σκεφτοϋμε τή δύναμη καί τήν αύθυπαρξία τής θέλησης. Καί Επειδή στήν περίπτωση τοϋ μπολσεβικισμοϋ αύτή ή θέληση ήτανε μιά θέληση έπαναστατική πού κατευθυνόταν στή βίαιη Ανατροπή τών συνθηκών πού έπικρατοϋσαν, ίχ ε ι ιδιαίτερο ένδιαφέρον γ ιά τή θεώρηση πού μελετά αύτή τήν ιστορική Επιτυχία τοΰ μαρξισμοϋ, δπως Εχουν ένδιαφέρον καί ot λόγοι αύτής τής έπιτυχίας. Σύμφωνα μέ τήν έννοια τών δσων εΙπώθηκαν προηγουμένως Αναφορικά μέ τή μϊθοδο είναι δυνατό καί άναγκαίο νά άναζητήσουμε τίς όρίζουσες αύτής τής θέλησης στούς δρους κάτω άπό τούς δποίους Ιδρασε τό ιστορικό ύποκείμενο. Μιά τέτοια Ερευνα, πού έδώ δέν μπορεΐ νά γίνει παρά μόνο χοντρικά, σίγουρα θά άπόδειχνε τό λε- νινιστικό όργανωτικό σχήμα σάν Εναν παράγοντα, πού μέ τήν Εννοια τών βασικών έπαναστατικών έπιδιώξεων δδηγεΐ στό σκοπό. 'Ο τ ι αύτός δ παράγοντας δέν ήταν καθόλου Ενα αύτονόητο άποτέλεσμα πού Εβγαινε άπό τούς Αντικειμενικούς δρους Αλλά κατόρθωμα μιάς δημιουργικής δύναμης, φαίνεται άπ’ τό γεγονός δτι 6 άγώνας γ ιά τήν καλύτερη όργανωτική μορφή Εγινε πάνω στό Εδαφος τής ίδιας πραγματικότητας πού δμως δχι μόνο σ’ αύτή τήν περίπτωση άλλά τΙς περισσότερες φορές έπιτρέπει δυό τουλάχιστο λύσεις καί δέν άπαγορεύει σ’ αύτόν πού Ενεργεί νά τραβήξει πρός τή μιά άπό τΙς πιθανές λύσεις. 'Ωστόσο δποια κι άν είναι τά συ
84
στατικά πού δημιουργούν τήν έπαναστατική θέληση, δταν αότή Υπάρχει καί Εχει Αποκτήσει σταθερή μορφή άντιπαρατάσσεται στδν Ιξω κόσμο δ δποΤος βρίσκεται στή διάθεση τού Υποκειμένου σάν Αντικείμενο γ ιά διαμόρφωση, σάν αύθύπαρκτος καί κινητήριος παράγοντας. Έ ν πάση περιπτώσει αύτδ πού, Εστω καί σέ θεωρητικά Ορθολογική μορφή, είχαν κοινδ ot μπολσεβίκοι μέ τδ μαρξισπκδ σύστημα ήταν ή έπαναστατική θέληση. Μέ τήν Εννοια τής μαρξιστικής θεωρίας ίσως νά καταλογίζονται πολλές Ελλείψεις στούς μπολσεβίκους, μά είτε γ ιά καλό, είτε γ ιά κακό, σέ καμιά περίπτωση δέν είναι δυνατδ νά κατηγορηθοΟν γ ιά Ελλειψη Επαναστατικής θέλησης καί Ενεργητικότητας. -
Αύτδς πού θά Αποκαταστήσει μιά συνάρτηση Ανάμεσα στήν έπαναστατική θέληση τών μπολσεβίκων πού μεσουράνησε μέ τήν όχτωβριανή Επανάσταση καί τδν Επαναστατικό προβληματισμό γε νικά, θά φτάσει στδ συμπέρασμα, δτι αότή ή θέληση πολύ περισσότερο δημιουργεΐται άπό τΙς Απελπιστικές συνθήκες τής καθυστέρησης πού δέν Αφήνουν πολλά περιθώρια στήν Ελπίδα καί γ ι’ αό- τό προκαλοΟν μιά ύπερένταση τής θέλησης γ ιά νά Υπερψηφιστεί ή Ελλειψη τών Αντικειμενικών προϋποθέσεων καί πολύ άργότερα βρίσκει τή δύναμη νά άντιληφτεί τήν εόνοΐκότητα τών περιστάσεων πού προκύπτουν στήν πορεία τής έξέλιξης, παρά κάτω άπδ συνθήκες πού φαίνονται ώριμες άπό τΙς Αναλύσεις Εκείνων πού στέκονται μακριά άπό τά γεγονότα. Έ ν πάση περιπτώσει είναι πολύ Αμφίβολο άν είναι κοινωνικοψυχολογικά δυνατδ νά κονσερ- βαριστεί ή έπαναστατική θέληση γ ιά τήν κατάλληλη χρονική στιγμή, δπως Υπέδειχνε δ Κάρλ Κάουτσκυ. Γενικά προκύπτει τδ Ερώτημα άν μπορεί, μέ τήν άνάλυση τών Αντικειμενικών δρων, νά κρι- θεΤ τδ ζήτημα δν ύπάρχει ή δχι ή έπαναστατική κατάσταση μέσα στήν δποία Επιτρέπεται νά δράσει νόμιμα ή Επαναστατική θέληση. Ό Κάρλ Κάουτσκυ παραδέχτηκε τήν προβληματικότητα Ενός παρόμοιου καθορισμού στήν ίδια Εκείνη μπροσούρα μέ τήν δποία καταπολέμησε τή δικτατορία τού προλεταριάτου. «Ή ώριμότητα γ ιά τό σοσιαλισμό είναι κάτι πού δέν μπορεί νά διαπιστωθεί καί νά Υ- πολογιστεί μέ βάση τΙς στατιστικές, προτού Εμείς νά Εχουμε προχωρήσει τόσο ώστε νά τή δοκιμάσουμε στήν πράξη, μέ τό παράδειγμα. Έ ν πάση περιπτώσει κάνει λάθος αότδς πού στή συζήτηση προβάλλει πάντα τό ζήτημα τών ύλικών δρων, δπως γίνεται τόσο συχνά».** Καί παρακάτω πρόσθεσε: «Επαρκής δύναμη καί ικανότητα είναι Εννοιες πολύ σχετικές»." Μέ τήν Αναγνώρισή του δμως αύτή δ Κάουτσκυ έξασθένησε τό μεγαλύτερο μέρος τής προηγούμενης κριτικής του, τόσο σέ δτι άφορούσε τήν Ανωριμότητα τών Αντικειμενικών δρων στή Ρωσία, δσο καί τήν Ελλειψη Υποκειμενικής διάθεσης τού προλεταριάτου. Γ ιατί, άν ή πράξη είναι ή λυδία
λίθος τής ώριμότητας ποιό άλλο κριτήριο μπορεΐ νά ύπάρχει άπδ τήν Ιδια τήν έπιτυχία; Καί ποιά προφύλαξη ύπάρχει έναντίον της άπδ μαρξιστική άποψη, δταν νομιμοποιείται άπδ τή βασική έπαναστατική θέληση κι άπό τήν προοπτική τών τελικών Επιδιώξεων; Μήπως κάθε έπαναστατική δράση δέ διαδραματίζεται περίπου σύμφωνα μέ κείνο τδ σχήμα πού δ Μάρξ σκιτσάρησε στδ βιβλίο του «0£ ταξικοί άγώνες στή Γαλλία» μέ τδν παρακάτω τρόπο; «Μιά τάξη, πού στδ πρόσωπο της συγκεντρώνονται τά Επαναστατικά συμφέροντα τής κοινωνίας, μόλις ξεσηκωθεί, θά βρει 5|ΐεσα, μέσα στήν Ιδια τήν κατάσταση της τδ περιεχόμενο καϊ τδ ύλικδ τής έπαναστατικής της δραστηριότητας: Νά τσακίσει τούς έχθρούς, νά πάρει τά δοσμένα άπδ τΙς άνάγκες τοϋ άγώνα μέτρα, καί ot συνέπειες τών πράξεων της τήν δδηγοΟν πιδ πέρα. Δέν καταπιάνεται μέ θεωρητικές Ερευνες άναφορικά μέ τήν άποστολή της»." Ή δήλωση αύτή μπορεΐ νά χρησιμοποιηθεί τόσο άπδ τήν Επαναστατική ήγεσία, πού καναλιζάρει τή βουβή θέληση τών μαζών, δσο καί άπδ τΙς μάζες πού ΕνεργοΟν μέσα στά πλαίσια αύτής τής ήγεσίας, άλλά καί μέ τή δράση τους ξεπερνούν αύτά τά πλαίσια καί τΙς προσδοκίες τής ήγεσίας, πού Εχουν άφυπνιστεΐ βέβαια άπδ τήν ήγεσία, άλλά άπδ τήν πλευρά τους έπηρεάζουν τήν πορεία τών γεγονότων. Ό Λένιν, Ενεργώντας σύμφωνα μέ τδ πνεϋμα τοϋ Μάρξ, μποροϋσε νά στηρίζεται στή φράση τοϋ Ναπολέοντα. «Κατ’ άρχάς μπαίνουμε στδν άγώνα, τά παρακάτω θά τά βροϋμε»."
Τδ δτι τδ έπιχείρημα πώς μιά δρισμένη κατάσταση ή ot μάζες πού συμμετέχουν σ’ αύτή δέν είναι ώριμες γ ιά έπαναστατικές λύσεις, είναι ψεύτικο έπιχείρημα πίσω άπ’ τδ δποΐο κρύβεται ή πραγματικότητα τής Ελλειψης έπαναστατικής θέλησης, φαίνεται άπ’ τά παρακάτω λόγια τής Ρόζας Λούξεμπουργκ. «’Επειδή δμως τδ προλεταριάτο γενικά δέν είναι σέ θέση νά κατακτήσει άλλοιώς, παρά πρόωρα τήν κρατική έξουσία ή, μέ άλλα λόγια, έπειδή μιά ή πολλές φορές είναι άπαραίτητο νά τήν κατακτήσει πρόωρα καί νά τήν κατακτήσει γ ιά πάντα, γ ι’ αύτδ ή άντίθεση κατά τής πρόωρης κατάκτησης δέν είναι τίποτε άλλο άπδ άντίθεση στίς προσπάθειες τοϋ προλεταριάτου γενικά νά έξουσιάσει τδ κράτος»." Μέσα στά πλαίσια δμως Ενδς άντικεμενικοϋ συστήματος άναφορδς δέν μπορεΐ νά Ικανοποιούνται μ’ αύτή τήν έξήγηση τών προθέσεων τους οδτε αύτοί πού θέλουν οδτε αύτοί πού δέ θέλουν τήν έπανάσταση. ΑύτοΙ χρειάζονται μιά θεωρητική έπένδυση πού δέ θά Εξαντλείται στήν προοπτική τών τελικών σκοπών, άλλά θά περιλαβαίνει καί τά βήματα πού Εχουν πραγματοποιηθεί Εδώ καί τώρα.
Ά ν ot θεωρητικές τοποθετήσεις τοϋ Λένιν καί τοϋ Κάρλ Κ άουτσκυ δρθολογοποιοϋσαν τΙς άκραΐες θέσεις, τής ύποχρεωτικής συνταύτισης καί αύτοϋπεράσπισης άπδ τδ Ενα μέρος, τής άντεπα-
ναστατικής συμπεριφοράς άπδ τδ άλλο, πού Ιβλεπε νά κινδυνεύουν άπ’ τδ ρωσικό πείραμα ot ίδιες ot πολιτικές καί θεωρητικές θέσεις της, στήν τοποθέτηση τοϋ Ό ττο Μπάουερ άπέναντι στδν μπολσε- βικισμδ έκφράζεται ή έπιδίωξη, νά ύψώσει τήν έπαναστατική σημαία, άλλά νά άποφύγει στή δική του περιοχή τΙς έπαναστατικές συνέπειες. Χαρακτηριστικές γ ιά τή στάση αύτής τής ήγετικής προσωπικότητας τοϋ κεντριστικοϋ αύστρομαρξισμοϋ είναι ot τα- λαντεύσεις δπως καί ot συγκρούσεις συνείδησης τοϋ ντετερμινιστή, πού ύπάρχει μέσα σέ κάθε μαρξιστή, καί τοϋ έπαναστάτη, πού ά- ποτελεΐ τδ ύποχρεωτικδ Ιδανικδ γ ιά πολλούς μαρξιστές, τδ δποΐο θέλουν νά έκπληρώσουν, τουλάχιστο, μέ τήν έπιδοκιμασία ξένων έπαναστάσεων.
Στήν μπροσούρα του «Ή ρωσική έπανάσταση καί τδ εύρωπαΐκδ προλεταριάτο» πού τήν κυκλοφόρησε μέ τδ ψευδώνυμο Χάινριχ Βέμπερ καί στήν δποία ή έξιστόρηση τών γεγονότων φτάνει ίσαμε τΙς 10 τοϋ Ό χτώβρη 1917, δηλαδή πρίν άπδ τή συμπλήρωση τής δλοκληρωτικής κατάληψης τής έξουσίας άπδ τούς μπολσεβίκους, έκφράζεται ώς έξής γ ιά τΙς πιθανότητες έπιτυχίας τής ρωσικής έπανάστασης: « Έ Ρωσία είναι μιά άγροτική χώρα, δπου ot έργάτες άποτελοϋν μιά μικρή μειονοψηφία τοϋ πληθυσμού. Έ ρωσική έπανάσταση δέν μπορεΐ νά καταλήξει στή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου, είναι άδύνατο νά έγκαθιδρύσει τή σοσιαλιστική κοινωνική τάξη. Ά κόμα κι άν ή ρωσική έπανάσταση ξεπεράσει δ- λους τούς κινδύνους πού τήν άπειλοϋν, τδ άποτέλεσμα της δέ θά είναι άλλο άπδ μιά άστική δημοκρατία .. . Ά λ λά μιά άστική δημοκρατία δπου ή άστική τάξη δέν μπορεΐ νά στηρίζεται πάνω σέ μιά άγροτική μάζα, πού ίχ ε ι τΙς δικές της έπαναστατικές παραδόσεις, μιά άστική δημοκρατία μέσα στήν δποία θά έξασφαλιστοϋν στούς έργάτες ή τέλεια πολιτική Ισότητα, τδ δικαίωμα τής δργά- νωσης καί ή δχτάωρη έργασία, μιά άστική δημοκρατία δπου ή γή δέ θά είναι Ιδιωτική ιδιοκτησία, παρά Ιδιοκτησία δλου τοϋ λαοϋ».* Εννοείται πώς άπ’ αύτή τή νίκη τής ρωσικής έπανάστασης δ Μπάουερ περίμενε εύεργετικά άποτελέσματα δχι μόνο γ ιά τδ ρωσικό, άλλά καί γ ιά τδ εύρωπαΐκδ προλεταριάτο: «Έ τσι ή ρωσική έπανάσταση ξετυλίγει δλα τά μεγάλα κοινωνικά καί πολιτικά προβλήματα καί γ ιά τήν κεντρική Εύρώπη. Ά ν νικήσει ή έπανάσταση στή Ρωσία, τότε θά σημάνει καί γ ιά τήν κεντρική Εύρώπη ή ώρα τοϋ άποφασιστικοϋ άγώνα κατά τής κυριαρχίας τοϋ έργοστασια- κοϋ φεουδαρχισμοϋ καί τοϋ άγροτικοϋ καπιταλισμού. Έ νίκη τής. ρωσικής έπανάστασης έγγυάται έπίσης τή νίκη τής δημοκρατίας στή Γερμανία καί τήν Αύστροουγγαρία. Γι* αύτδ ζωτικδ συμφέρον δλου τοϋ «ύρωπαϊκοϋ προλεταριάτου είναι νά συμπαρασταθεί τή ρωσική έπανάσταση. Ό λ ο τδ μέλλον τοϋ εύρωπαΐκοϋ προλε
87
ταριάτου έξαρτΑται άπό τή νίκη τής ρωσικής έπανάστασης».'1Τόν Ό χτώ βρη κιόλας τοΟ 1919 |ΐέ Αρθρο του στόν «’Αγώνα»,
τό θεωρητικό δργανο τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας 6 Μπά- ουερ, άναφορικά μέ τόν μπολσεβικισμό, προσχώρησε στήν Αρνητική Αποψη τοϋ Κάρλ Κάουτσκυ καί, έντελώς στό πνεϋμα τοϋ παραδοσιακού μαρξιστικού δόγματος, τόνιζε τήν προτεραιότητα τής οίκονομικής πραγματικότητας Απέναντι στή θέληση τδ ν πρωταγωνιστών τής Ιστορίας. «Ό μπολσεβικισμός βλέπει μόνο τό πρόβλημα τής έξουσίας, δχι τό οικονομικό πρόβλημα. Ε πε ιδ ή δ πόλεμος τράνταξε δυνατά τό μηχανισμό κυριαρχίας τοϋ καπιταλισμού, δηλαδή έπειδή τώρα μπορεί τδ προλεταριάτο νά παλαίψει εύκολα γ ιά τήν έξουσία, αύτός πιστεύει πώς ή κοινωνικοποίηση πρέπει νά πραγματοποιηθεί τώρα, Αμέσως κΑτω Από τήν Αμεση 6- πίδραση τού πολέμου, δτι ό σοσιαλισμός θά έγκαταλειφθεΐ άν πε- ράσει Ανεκμετάλλευτη αύτή ή εύνοΓκή ευκαιρία, άν τόν παγκόσαιο πόλεμο δέν τδν Ακολουθήσει Αμεσα ή παγκόσμια έπανΑσταση. * Αντίθετα δ Κάουτσκυ θεωρεί τήν κοινωνικοποίηση δχι Απλό πρόβλη- μα έξουσίας, άλλά πρόβλημα κυρίως οίκονομικό καί γ ι’ αύτδ φτάνει σέ τελείως διαφορετικά συμπεράσματα»." Καί έκλεινε τήν προσχώρηση του στήν έξοντωτική γ ιά τόν μπολσεβικισμό κριτική τοϋ Κάουτσκυ μέ τά λόγια: « . . . Ετσι, γ ιά μΛς σάν εύγνώμο- να μαθητή, είναι μιά άνάγκη νά Ομολογήσουμε Ανοιχτά τήν πίστη στό γέρο δάσκαλο, δδηγό καί φίλο»." Ή τήρηση μιδς καθαρής Απόστασης Απ’ τόν μπολσεβικισμό τοϋ φαινόταν τότε σάν έπιβαλ- λόμενη κι δχι μόνο άπό τή μαρξιστική θεωρία, άλλά καί άπό Αποψη πρακτική . . . » Καί Ετσι πολλοί σοσιαλδημοκράτες, πού Εσωτερικά δέν τάσσονταν άπέναντι στόν μπολσεβικισμό διαφορετικά άπό τόν Κάουτσκυ, διστάζουν νά πάρουν μέρος στόν Αγώνα του κατά τοϋ μπολσεβικισμοΰ γιατί φοβούνται τήν έντύπωση πώς στδν άγώνα αύτόν στέκονται στό πλευρό τού καπιταλισμού».*4 Καί δμως δ Μπάουερ πού στό μέλλον θά προβάλλει πολλές φορές αύτόν τόν ισχυρισμό γ ιά νά έμποδίσει τέτοιου είδους Επιθέσεις κατά τής Σοβιετικής Έ νω σης, τότε τόν άπέρριπτε μέ τά λόγια: «Έ νας τέτοιος φόβος είναι Ανύπαρκτος. Ό μπολσεβικισμός δέν μπορεί νά καλυτερέψει τή θέση τοϋ προλεταριάτου, γιατί δέν είναι σέ θέση νά Ανεβάσει τήν παραγω γή παρά μόνο νά τήν καταστρέφει, γι* αύτό καί θά άπογοητεύσει τό προλεταριάτο. Τέλος, ή δικτατορία τοΟ προλεταριάτου θά μετατραπεΐ σέ άντίθεση πρός τό προλεταριάτο καί γ ι’ αύτό θ’ άποτύχει. Κ αί γ ι’ αύτό, άν δ σοσιαλισμός δέν ξεχωρίσει καθαρά άπό τόν μπολσεβικισμό, ή ήττα τοϋ τελευταίου θά είναι ήττα τοϋ σοσιαλισμού γενικά. Καί άν οί έπαναστάτες σοσιαλδημοκράτες έγκαταλείψουν στούς δεξιούς σοσιαλιστές τόν Αγώνα κατά τοϋ μπολσεβικισμοΰ, ή ήττα τοϋ μπολσεβικισμοΰ θά εϊ-
ναι νίκη τοϋ ρεφορμισμού πάνω στόν Επαναστατικό σοσιαλισμό. Αδ- τδς είναι δ ζωτικός λόγο; νά ξεχωρίσει καθαρά καί Απερίφραστα δ Επαναστατικός σοσιαλισμός άπό τόν μπολσεβικισμό καί γ ι’ αύτό δ Κάουτσκυ, άναλαβαίνοντας τήν ήγεσία τοΰ άγώνα κατά τοΰ μπολσεβικισμοΰ προσφέρει Ανεκτίμητη ύπηρεσία στδ μέλλον τοΟ Επαναστατικού σοσιαλισμού»
'Ωστόσο στήν μπροσούρα του «Μπολσεβικισμός καί σοσιαλδημοκρατία», πού Εμφανίστηκε κιόλας τό 1920, τροποποίησε τόσο πολύ τήν άρνηση τοΰ μπολσεβικισμοΰ, ώστε παρά κάθε Επίκριση τών συγκεκριμένων μορφών Εμφάνισης του καί παρά τήν Εναντίωση του στήν προσπάθεια άπομίμησης του κάτω άπδ τΙς διαφορετικές εύρωπαΐκΕς συνθήκες, ή άρχική θέση του μετατράπηκε σχεδόν στδ άντίθετο της. Έ τσ ι στόν πρόλογο αύτής τής βασικής τοποθέτησης του γράφει μέ πολύ Ενθουσιασμό: «Γιά πρώτη φορά πήρε τδ προλεταριάτο στά χέρια του τήν Εξουσία Ενός μεγάλου κράτους»." «’Αντίθετα μέ τήν κεφαλαιοκρατία πού διεξάγει τδν πόλεμο της κατά τής προλεταριακής Επανάστασης, ot καρδιΕς τών προλεταρίων δλων τών χωρών χτυποΰν γ ιά τό ρωσικό προλεταριάτο»." Ή ιδέα τοΰ «δλοκληρωμένου σοσιαλισμού»," πού άνέπτυξε Αργότερα δ Μπάουερ, φαίνεται πώς προεξοφλεΐται άκόμα σ’ αύτόν τόν πρόλογο. «’Από τή γνώση τής βασικής διαφοράς τών δρων τοΰ άγώνα, καταλαβαίνουμε πώς πρέπει νά είναι βασικά διαφορετικές καί ο£ μέθοδοι διεξαγωγής τοΰ άγώνα, μ’ δλο πού παντοΰ Αγωνιζόμαστε γιά τήν ίδια ύπόθεση, τήν ύπόθεση τοΰ προλεταριάτου, τόν ίδιο σκοπό, τό σοσιαλισμό»." Έ νώ στδ άρθρο του πού Αναφέραμε, στόν «Άγώνα», σέ όμοφωνία μέ τόν ΚΑουτσκυ, δ ΜπΑουερ Εκρινε Αρνητικά τόσο τήν Εσωρωσική δσο καί τήν Εξωρωσική Επίδραση τοϋ μπολσεβικισμοΰ, στήν μπροσούρα του αύτή παρέταξε μιά καθαρά μαρξιστική Επιχειρηματολογία αΐτιολόγησης καί δικαιολόγησης τοΰ μπολσεβικισμοΰ καί Εδειξε μεγάλο θαυμασμό γ ιά τδ πρότυπο Επίδρασης τοΰ μπολσεβικικοΰ παραδείγματος, Εννοείται μέ τήν Επιφύλαξη, πώς κάτω άπδ διαφορετικές συνθήκες δέν μπορεΓ νά προχωρήσει κανείς σέ ταυτόσημες μορφές δράσης.
Μά καί σ’ αύτό του τδ κείμενο δ Μπάουερ δέν παραδόθηκε σέ αύταπάτες σέ σχέση μέ τή μορφή κυριαρχίας καί τήν πιθανή Εξέλιξη τοΰ σοβιετικού συστήματος. Ε ξήγησε πώς ή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου στή Ρωσία στηρίζεται δχι μόνο στόν «άπροκάλυ- πτο βιασμό» τής κεφαλαιοκρατίας, Αλλά σέ μεγαλύτερο Ακόμα βαθμό στή «σκεπασμένη Αποστέρηση τών δικαιωμάτων τής Αγροτιάς»,’* πού ή βουλιμία της γ ιά τή γή χρησιμοποιήθηκε γ ιά νά τή θέσει στήν ύπηρεσία μιάς ξένης κι άργότερα μισητής πολιτικής Επιδίωξης. *0 Μπάουερ πρόβλεψε Επίσης πώς ή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου θά γινότανε μιά γραφειοκρατική δικτατορία. «Ή προλί-
ταριακή βάση Απειλείται άπδ τδν κίνδυνο νά γίνει πάρα πολύ Ανίσχυρη Απέναντι στδ μηχανισμό κυριαρχίας πού οίκοδομεΐται πάνω της. Στδ βαθμδ πού θά συμβαίνει κάτι τέτοιο, τδ προλεταριάτο θά χάνει τή δύναμη νά διευθύνει καί νά έλέγχει τδ μηχανισμδ κυριαρχίας πού τδ Γδιο δημιουργεί. Ή δργάνωση τής σοβιετικής γραφειοκρατίας καί τοϋ κόκκινου στρατού Αρχίζει νά άνεξαρτητο- ποιεΐται, νά Αποδεσμεύεται άπδ τήν προλεταριακή μήτρα. Ά ν καί Απειλεί νά γίνει μιά Ανεξάρτητη καί πάνω άπδ τάξεις δύναμη, πού μόνο κατά τήν Ιδέα Αντιπροσωπεύει τδ προλεταριάτο, ένώ στήν πραγματικότητα Ασκεί τή δεσποτική της έξουσία δχι μόνο πάνω στήν κεφαλαιοκρατία καί τήν Αγροτιά, Αλλά καί στήν ίδια τή μάζα τών προλετάριων».71 Στή συνέχεια σκιτσάρησε τήν Ιδέα I- νδς «δεσποτικού σοσιαλισμού» μέ τήν δποία, μέ τδν δρο σοσιαλισμός Ιξέφραζε τήν έπιδοκιμασία του γ ιά τδ μπολσεβικικδ πείραμα καί μέ τήν Αξιολόγηση αύτοϋ τού σοσιαλισ|ΐοΰ σάν δεσποτικού τήν έπιφύλαξη του Απέναντι στίς προσπάθειες τών μπολσεβίκων: «Ή Απεριόριστη παντοδυναμία ένδς κράτους πού κυριαρχείται άπδ μιά μειοψηφία τοΰ προλεταριάτου — πού καί τδ Γδιο είναι μιά μικρή μειοψηφία τοΰ σοβιετικού πληθυσμού — βάζει τή σφραγίδα της στδ ρωσικδ σοσιαλισμό. Αύτδ πού γεννιέται έκεΤ πέρα είναι μιά σοσιαλιστική κοινωνία, γ ιατί ή σοβιετική έξουσία άπέσπα- σε άπδ τούς καπιταλιστές τά μέσα έργασίας, Απελευθέρωσε τδ προτσές τής έργασίας άπδ τήν κυριαρχία τοΰ κεφαλαίου, άφαίρεσε άπδ τούς καπιταλιστές τδ δικαίωμα νά διαθέτουν τδ είσόδημα τοϋ κεφαλαίου. Έ σοβιετική έξουσία, πού διαθέτει τΙς έργατικές δυνάμεις καί τά μέσα έργασίας τής χώρας σύμφωνα μέ τδ σχέδιο, δργανώνει μιά προγραμματισμένη καί άμεση κατανομή τοΰ προϊόντος τής έργασίας. Ά λλά , άν καί αύτδ είναι σοσιαλισμός, είναι ώστόσο Ινας σοσιαλισμός διαφορετικής μορφής, Ινας δεσποτικδς σ οσ ια λ ισ μ ός»Μ έ τή σολωμόντεια αύτή κρίση, πού άντίθετα άπδ τδν Κάουτσκυ θεωροϋσε πώς ήταν δυνατό νά συμβιβαστούν δ σοσιαλισμός καί ή διεύθυνση τής μάζας σάμπως νά έπρόκειτο γ ιά μάζα «Ανήλικων», άπέκρουσε δ Μπάουερ τΙς άντιρρήσεις τοΰ Κ άουτσκυ, πού καί γ ι’ αύτδν ήταν ύποχρεωτικές πρίν άπό λίγο καιρό, καί ύπέδειξε πώς άκόμα καί ο! άρχές τής δημοκρατίας δέν είναι αΙώνιες Αλήθειες. «Καί ή δημοκρατία είναι προϊόν τής Εξέλιξης, μιά φάση στήν πορεία τής έξέλιξης. Ή δημοκρατία είναι δυνατό νά πραγματοποιηθεί μόνο σέ δρισμένη βαθμίδα άνάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων, τών ταξικών άγώνων, τής πολιτικής ώριμότητας τών μαζών. Ό π ο υ δέν ύπάρχουν αΰτές ot προϋποθέσεις ό δεσποτισμδς μιάς προοδευτικής μειοψηφίας είναι μιά μεταβατική Αναγκαιότητα. Ινα Απαραίτητο προσωρινά έργαλεΐο τής Ιστορικής προόδου».** Ά ντΙς άπδ τήν Ελλειψη τών προϋποθέσεων
90
γιά τή δημοκρατία νά καταλήξει στδ συμπέρασμα πώς δέν ύπάρ- χουν οί προϋποθέσεις καί γ ιά τδν Εμφυτευόμενο στήν περιοχή τής οικονομίας σοσιαλισμό, ό Μπάουερ προσπάθησε μέ τή βοήθεια μαρξιστικών κατηγοριών νά κάνει Ινα περίπλοκο κατασκεύασμα πού δφειλε νά δικαιολογήσει τήν μπολσεβικική δικτατορία μπροστά στδ Φόρουμ τοϋ άπαιτητικοϋ συστήματος.
Φυσικδ ήτανε νά κληθεί καί ή γαλλική έπανάσταση νά προσφέρει τήν άμφισβητήσιμη καί άμφίβολη άναλογία της στήν προσπάθεια νά δικαολογηθεΐ ό μπολσεβικισμός. «Ή Ρωσία βρίσκεται σήμερα στήν κατάσταση τής μεγάλης γαλλικής έπανάστασης. Τδ προλεταριάτο σάν πρόμαχος 8λου τοϋ Εργαζόμενου λαοϋ μπορε! νά έγκαθιδρύσει αύτοϋ τή δικτατορία του στδ κράτος. Λύτοϋ (στή Ρ ω σ ία), ή δικτατορία μι&ς μικρής μειοψηφίας πάνω σ’ δλο τδ λαδ είναι μιά Ιστορική άναγκαιότητα. δπως καί στή Γαλλία τήν έπο- χή τής Συμβατικής. ’Αντίθετα ot χώρες τής κεντρικής καί δυτικής Εύρώπης, δπου δ φεουδαρχισμδς Ιχε ι συντρίβει άπδ προηγούμενες έπαναστάσεις, βρίσκονται στήν κατάσταση τής γαλλικής Επανάστασης τοϋ 1848. ’Εδώ τδ προλεταριάτο θά μπορεί νά Επιβάλλει τήν κυριαρχία του δταν θά είναι μόνο του άρκετά Ισχυρό, δταν δηλαδή θά είναι σέ θέση νά έπιβληθεΐ δχι μόνο στήν κεφα- λαιοκρατία, άλλά καί στίς πλατιές μάζες τοϋ Εργαζόμενου λαοϋ καί πρώτ’ άπ’ δλα στούς άγρότες καί μικροαστούς. Ό μ ω ς τδ προλεταριάτο θά είναι ίκανδ γ ιά Ενα τέτοιο Εγχείρημα, δταν τδ ϊδιο θά άποτελεΤ τήν κύρια μάζα τοϋ Εθνους».’* Ή άναλογία λοιπδν τοϋ Μπάουερ στδ παράξενα θελκτικδ γιά τήν Ιστορία καί τδ μαρ- ξισμδ συμπέρασμα δτι τδ προλεταριάτο βρίσκει καλύτερες προϋποθέσεις γ ιά τήν κατάχτηση καί διατήρηση τής έξουσίας έκεϊ πού είναι λιγότερο καί πιδ άδύνατα άναπτυγμένο, παρά Εκεί πού είναι κιόλας πολύ κοντά νά γίνει πλειοψηφία τοϋ πληθυσμοϋ. Γιά νά Υποστηρίξει αύτή του τήν Εκτίμηση δ Μπάουερ Επικαλείται τΙς Ελπίδες πού δ Μάρξ έξέφρασε στδ IV άπόσπασμα τού Κομμουνιστικού Μανιφέστου, πώς ή άστική έπανάσταση στή Γερμανία μπο- ρεί νά μετατραπε! σέ προλεταριακή. «Αύτδ πού τότε οί Μάρξ καί "Ενγκελς Ελπιζαν γ ιά τή Γερμανία πραγματοποιήθηκε σήμερα στήν πράξη στή Ρωσία. Ή πορεία τής ρωσικής Επανάστασης Επιβεβαίωσε τή μεγαλοφυία τής μαρξιστικής άντίληψης τού 1848».” Μ* αύτδ τδ Επιχείρημα λοιπδν δ Μπάουερ βρήκε μιά γνήσια μαρξιστική λαβή γ ιά νά Ενσωματώσει στδ σύστημα, στδ δποΐο δπωσδή- ποτε άντίφασκε, τήν Εξέλιξη Εκείνη πού σάν σύγχρονος της δέν τή θεωρούσε δυνατή καί. μαζί μέ τδν Κάουτσκυ, τήν καταδίκασε μετά τήν πραγματοποίηση της σάν σφάλμα. Ό Μπάουερ μετέφερε τις προσδοκίες τοϋ Μάρξ άπδ τή Γερμανία τοϋ 1848 στή Ρωσία τοϋ 1917' άπδ τήν 4ποψη τοϋ μαρξισμού μιά πολύ Επικίνδυνη Ε
91
πιχείρηση πού άγνοοΟσε γενναιόδωρα τις μεγάλες διαφορές τδν ιστορικών προϋποθέσεων.
Ή αίσιοδοξία τοϋ Μπάουερ θεμελιωνότανε στή βεβαιότητα, πού τήν έξέφρασε κιόλας στήν μπροσούρα του «Μπολσεβικισμός ή σοσιαλδημοκρατία», πώς ή δικτατορία δέν ήταν παρά μιά μεταβατική κατάσταση πρός τή δημοκρατία, δτι λίγο - λίγο θά γινόταν περιττή καί θά καταργοΰνταν. «Ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου στή Ρωσία δέν άποτελεϊ ξεπέρασμα τής δημοκρατίας, άλλά μιά φάση στήν έξέλιξη πρός τή δημοκρατία. Ό δεσποτισμός Εχει τήν ιστορική Αποστολή νά βγάλει τΙς Αγροτικές μάζες τοϋ ρωσικοϋ λαοϋ Από τή βαρβαρότητα στήν όποία τΙς κρατοϋσε δ τσαρικός δε- σποτισμός καί Ετσι νά δημιουργήσει τΙς προϋποθέσεις γ ιά τή δημοκρατία στή Ρωσία. Λοιπόν ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου δέν είναι, δπως δέχεται Αλλωστε καί ή θεωρία τοϋ μπολσεβικισμοΰ, ή τελική, ή δριστική μορφή τοϋ ρωσικοϋ κράτους πού θά διατηρηθεί μέχρι νά άπονεκρωθεΐ γενικά τό κράτος, άλλά άντίθετα μιά μεταβατική φάση τής ρωσικής έξέλιξης πού θά βαστάξει δσο χρειάζεται γ ιά νά γίνουν οί μάζες τοΰ ρωσικοϋ λαοΰ ώριμες γ ιά τό δη- |ΐοκρατικό κράτος».” Καί γ ιά νά δικαιολογήσει τήν αισιοδοξία του, δέχτηκε σάν άναπόφευκτη μιά άκόμα παρέκκλιση Απ’ τό μαρξιστικό σχήμα Εξέλιξης: Έ νώ κατά τόν Μάρξ ή δικτατορία τοΟ προλεταριάτου κληρονομεί τήν τυπική δημοκρατία καί τή μεταβιβάζει στήν κομμουνιστική κοινωνία, στόν Μπάουερ ή δικτατορία αύτή παίζει τό ρόλο ένός έκπαιδευτικοΰ πειρΑματος πού θά κάνει ώριμες τΙς μΑζες γ ιά μιά κατάσταση πού ή δπαρξη της θά άποτελοϋσε τήν προϋπόθεση γ ιά τή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου σέ μιά χώρα Απαλλαγμένη Από τήν καθυστέρηση. Μέ τή θέση του αύτή δ ΜπΑουερ βρέθηκε σέ δμοφωνία μέ τδν Λένιν, πού δέν έννοοΰσε τή δικτατορία σάν Αποτέλεσμα τών συμπαθειών τής πλειοψηφίας τών έργαζομένων, Αλλά σάν βάση γ ιά τήν κατάκτηση αύτής τής πλειοψηφίας καί τών συμπαθειών της. «Τό προλεταριάτο όφείλει νά άνατρέψει πρώτα τήν κεφαλαιοκρατία καί ύστερα νά μεταχειριστεί αύτή τήν έξουσία, δηλαδή τή δικτατορία τοΰ προλεταριάτου, σάν δργανο γ ιά νά κερδίσει γ ιά λογαριασμό του τΙς συμπάθειες τή πλειοψηφίας τών Εργαζομένων»." Ά κόμα καί τδ 1920 δ Μπάουερ συμμεριζόταν τήν αύταπάτη τοΰ Λένιν δτι θά πραγματοποιηθεί ή προλεταριακή έπανάσταση καί στή Δόση καί δτι κατά συνέπεια ήτανε δικαιολογημένη αύτή ή έκπαιδευτική δικτατορία τών μπολσεβίκων. «Στή Ρωσία, δηλαδή πάνω στή βάση ένός μισοφεουδαρχικοϋ άκόμα πολιτιστικοΰ ίπ ιπέδου τών λαϊκών μαζών, ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου μπορεΐ νά πραγματοποιηθεί μόνο σάν δεσποτικός σοσιαλισμός. Στή βιομηχανική δύση, δηλαδή πάνω σέ άσύγκριτα ύψηλότερο πολιτιστικό έπίπεδο τών μαζών,
ή κυριαρχία τοΟ προλεταριάτου θά βρει τήν πραγμάτωση της στή δημοκρατική αύτοδιοίκηση δλων τών κλάδων παραγωγής καί κατανομής τών άγαθών. Ή εφήμερη κυριαρχία τοΰ βιομηχανικού σοσιαλισμού στήν άγροτική Ρωσία δέν είναι παρά μόνο τδ φωτεινό σήμα που καλεΐ τδ προλεταριάτο τής βιομηχανικής Δόσης στδν άγώνα. Ή διαρκής κυριαρχία τοΰ βιομηχανικού σοσιαλισμού θά στερεωθεί μόνο μέ τήν κατάκτηση τής έξουσίας άπ’ τδ προλεταριάτο τής βιομηχανικής Δύσης».7' Ωστόσο, έπειδή δ Μπάουερ ά- πέφευγε νά βγάλει άπ’ αύτή τήν έπιδοκιμασία τής έπανάστασης τά πρακτικά συμπεράσματα γ ιά τή βιομηχανική δύση, μάλιστα ή Ανάλυση καί ή πολιτική του άποτελοΰνταν άπδ φανερή άρνηση παρόμοιων έλπίδων, ή έπαναστατική του διαβεβαίωση είχε μόνο τήν άξια ρητορικοΰ σχήματος πού άπλώς προσθετόταν στή συνολική είκόνα μιας πολιτικής, πού καλλιεργούσε τήν έπαναστατική φράση ένώ στήν πραγματικότητα δέ θεωρούσε δοσμένες στή Δύση τίς έπαναστατικές δυνατότητες.
Ά ν δ Μπάουερ είχε ύποστηρίξει τή δυνατότητα νά οίκοδομη- θεϊ δ σοσιαλισμός δίχως δημοκρατία καί κάτω άπδ συνθήκες άνω- ριμότητας, θά ήταν ύποχρεωμένος νά δικαιολογήσει — μέ τή βοήθεια ένδς μαρξιστικού σοφίσματος — τήν περιφρόνηση θεμελιακών νόμων τοΰ κλασικού μαρξισμού. Σέ μιά τέτοια περίπτωση θά έπρεπε νά έφαρμόσει καί γ ιά τήν παραπέρα έξέλιξη τοΰ σοβιετικού συστήματος τδν τραυματισμένο καί ταυτόχρονα έπιβεβαιωμένο άπδ τδ δεσποτικδ σοσιαλισμό μαρξισμό. Τότε ή νέα οικονομική πολιτική μέ τή μερική έπάνοδο στήν οικονομία τής άγορ&ς καί στήν έπιχειρηματική πρωτοβουλία θά τοΰ φαινότανε νίκη τής «περι- φρονημένης άντικεμενικής έπίδρασης σέ βάρος τών ύποκειμενικών σκοπών τή δικτατορίας»,7* δίχως γενικά νά έξηγείται άρκετά, γ ια τί κάτω άπ’ αύτούς τούς δρους θά έπρεπε νά πραγματοποιηθεί ή έγκαθίδρυση ένδς' παρόμοιου δεσποτικοΰ σοσιαλισμού. Τδ «εύτυχές άμάρτημα» (felix culpa) τής άπόκλισης άπδ τήν εύθεία πορεία παύ καθόριζε τδ μαρξιστικό σχήμα δέν μπορούσε νά μείνει δίχως άρνητικές συνέπειες πού νά έπιβεβαιώνουν τδ σχήμα, άλλά ούτε καί νά βλάψει τδ γενικδ πλάνο τής κοινωνικής έξέλιξης, μάλιστα δούλευε έστω κι άπδ πλάγιους δρόμους γ ι’ αύτή.
ΟΕ άναλύσεις τού Μπάουερ ξαναδόθηκαν μέ τόσες λεπτομέρειες γιατί προδίνουν χειροπιαστά καί κατά τρόπο Ιδανικδ τήν προσπάθεια νά άντικειμενικοποιηθεΐ, νά έξαφανιστεί καί νά καθιερωθεί σάν άπλή έτυμολόγηση άπδ μιά κατάσταση δ άποφασιστικδς πα ράγοντας άπόφαση, πού στήν πραγματικότητα δέν ήτανε ή μοναδική δυνατότητα άντίδρασης, άλλά μιά άπό τΙς πολλές δυνατές άντιδράσεις στούς άντικειμενικούς δρους τού ρωσικού περιβάλλοντος. Ό τ α ν 6 Λούκατς λέγει πώς δέ δόθηκε καί δέν πρόκειται νά
93
δοθεί ποτέ μιά κατάσταση, δπου τά γεγονότα νά μιλούν μονοσήμαντα γ ι’ αύτή ή έκείνη τήν κατεύθυνση δράσης, δ Ισχυρισμός αυτός άφορδ κυρίως τήν πριν άπδ τήν όχτωβριανή έπανάσταση κατάσταση. Ά λ λά άκριβώς αύτή τήν έπιδεκτικότητα τών άντι- κειμενικών δρων, αύτή τή δυνατότητα γ ιά διάφορες λύσει'ς, πού νά δικαιολογούνται έξίσου καλά άπδ τδ μαρξισμό, δέ θέλουν νά παραδεχτούν οδτε ot θεωρητικοί πού δικαιολογούν άμεσα τήν έπανάσταση, οδτε έκεΐνοι πού άπλώς τή σκέφτονται. Ή δμολογία αύτή θά περιείχε τήν άναγνώριση έκείνου τού παράγοντα πού ά-Ν σχετα σέ ποιές άποφάσεις καταλήγουν θά ήθελαν νά τόν άποδώ- σουν στδν αντικειμενικό κόσμο. Γιατί ή άναγνώριση τής δύναμης τού Υποκειμενικού παράγοντα νά κάνει έπιλογή άνάμεσα στίς διά-
/ φορές δυνατότητες πού δημιουργεί άλλά δέν αίτιοκρατεΐ τό άν- ίτικείνο, θά άφαιροϋσε άπδ τήν άπαίτηση τής ένότητας θεωρίας1 καί πράξης τδν καθοδηγητικδ ρόλο στή μαρξιστική θεωρία καϊ έτσι θά έξέθετε στή σχετικοποίηση καί τή δική της έπιδοκιμαστι- κή ή έπικριτική στάση, πράγμα πού θέλουν νά τδ άποφύγουν προσφεύγοντες στή μαρξιστική θεωρία.
Ωστόσο στό παράδειγμα τών διαφορετικών άπόψεων πού δόθηκαν άπδ έξέχοντες μαρξιστές θεωρητικούς γ ιά τήν κατάταξη τού Ιδιου Ιστορικού φαινομένου στδ κοινό σύστημα άναφορδς γίνεται φανερό δτι τό μόνο πού κατάφερε ή έρμηνεία του ήταν νά τροποποιήσει μιά αύταπάτη καί νά προσαρμοστεί στίς άνάγκες τής δικής τους δράσης, τήν αύταπάτη πώς μπορούν μέ τή βοήθεια τής θεωρίας νά άποσπάσουν μιά μονοσήμαντη όδηγία γ ιά τό ξεπέρασμα αύτής τής κατάστασης καί Ινα άκαταμάχητο στήριγμα πού νά άφαιρεί άπό τά πρόσωπα πού δρούν τήν εύθύνη καί τούς κινδύνους τής δράσης, θ ά ήταν άσκοπο νά έπιχειρηθεΐ νά δοθεί ά- πάντηση στό έρώτημα άν ή λενινιστική ή ή καουτσκική ή ή μπα- ουερική παραλλαγή έρμηνείας τού μαρξισμού είναι ή άληθινά μαρξιστική. Πολύ πιό διδακτικό είναι νά δεχτούμε δτι τόσο στήν περίπτωση πού άπολογοΰνται αύτοί πού δρούν, δσο καί στήν περίπτωση πού κάνουν κριτική αύτοί πού κυττούν άπό μακριά, αύτό πού στήν πραγματικότητα συμβαίνει είναι πώς στολίζονται μαρξιστικά Ορισμένες θελήσεις καί συμφέροντα, παρά τδ άντίθετο, δτι δηλαδή ώριμάζει άνάλογα ή ένδοσκόπηση στή μαρξιστική θεωρία καί δδηγεί στή σωστή συμπεριφορά κατά τή συγκεκριμένη άντί- δραση. ’Επειδή στήν πραγματικότητα ή γνώση μόνο μδς διευκολύνει στήν παρατήρηση τών συναρτήσεων τών συνθηκών, άλλά δέ μάς άπαλλάσσει άπδ τήν άνάγκη νά κρίνουμε ύπέρ μι&ς δυνατότητας, πού κατόπιν θά καθοριστεί άπό άλλα στοιχεία καί θά έκδηλωθεί έλεύθερα, δέν είναι παρά μιά σύντομη περιγραφή τού αΐτιολογικοΰ προτσές ή, τό πιό πιθανό, τό ιδεολογικό άναποδογύ-
94
ρισμα στό Αντίθετό του μέ σκοπό νά παρουσιαστεί ή δική μας ή ή ξένη δράση άπλώς σάν κάρπωση καί μετασχηματισμός μιάς γνώσης, Αντί νά περιγράφει έμπειρικά σάν χύσιμο μιάς δρισμένης θέλησης σέ μιά δρισμένη μορφή γνώσης. Καί δμως σχεδόν δλοι οΐ μαρξιστές θεωρητικοί προσπάθησαν νά συσκοτίσουν τήν άληθινή αίτιοκρατική συνάρτηση, που θά τούς άφαιροΟσε Ινα άπό τά σπουδαιότερα στηρίγματα τής δράσης τους καϊ θά στέρευε μιά πηγή χειραγώγησης καί προτίμησαν — δπως στήν περίπτωση τοϋ *Οτ- το Μπάουερ — νά καταφύγουν σέ σπασμωδικά κατασκευάσματα γ ιά νά μήν ύποχρεωθοΰν νά καταλήξουν στήν άναγνώριση τής Α- νεξαρτησίας έκείνου τοϋ παράγοντα πού δέ θέλουν νά άποσπάσουν άπό τόν Ιδεολογικό κατευθυντικό μηχανισμό. Ή άπάρνηση ένός ντετερμνισμοϋ πού θεωροϋσε τήν ίσαμε ένα δρισμένο έπίπεδο άνάπτυξη τών Αντικειμενικών παραγωγικών δυνάμεων μέσα στά πλαίσια όρισμένου κοινωνικοϋ μετασχηματισμού σάν ύποχρεωτική Απαίτηση γιά τήν έπανάσταση μι&ς τάξης, δηλαδή σάν άπαίτηση καί γ ιά τήν προλεταριακή έπανάσταση, άπάρνηση πού πρακτικά όλοκληρώθηκε μέ τήν όχτωβριανή έπανάσταση, στολίστηκε κατά κανόνα μέ τή μαρξιστική ορολογία καί δέν δμολογήθηκε άνοιχτά παρά μόνο άπό τόν Τρότσκυ σέ μιά συνοπτική άναδρομική θεώρηση τών γεγονότων. «Ά λλά ή μέρα καί ή ώρα, δηλαδή τό πότε θά περάσει ή έξουσία στά χέρια τΐ)ς έργατικής τάξης δέν έξαρτδται άμεσα Απ’ τό έπίπεδο τών παραγωγικών δυνΑμεων, Αλλά Από τΐς συνθήκες τοϋ ταξικού άγώνα, άπό τή διεθνική κατάσταση καί τέλος άπό μιά σειρά Υποκειμενικά στοιχεία, τήν παράδοση, τήν πρωτοβουλία καί τή διΑθεση γιά Αγώνα».'4
Πλησιέστερα στήν Αλήθεια, πού δλοι Απέφυγαν μέ φόβο, ϊφτα- σε δ Ιτα λ ός μαρξιστής θεωρητικός Άντόνιο ΓκρΑμσι, πού έγραφε τόν Νοέμβρη τοΰ 1917 γ ιά τήν όχτωβριανή έπανάσταση: «Ή έπανάσταση τών μπολσεβίκων είναι περισσότερο άποτέλεσμα Ιδεολογιών παρά παραγόντων. (Γι’ αύτό βασικά δέν είναι σπουδαίο νά ξέρουμε γ ι’ αύτή περισσότερα άπ’ δσα ξέρουμε κιόλας). Είναι ή έπανάσταση ένάντια στό «Κεφάλαιο» τοϋ Κάρλ Μάρξ. Στή Ρω σία τό «Κεφάλαιο» τοϋ Μάρξ ήταν περισσότερο βιβλίο τής κεφα- λαιοκρατίας καί λιγότερο τών προλετάριων. Ή τα ν ή κριτική έκφραση τής μοιραίας άναγκαιότητας πώς στή Ρωσία θά άναπτυσ- σόταν Ινας καπιταλισμός, πώς θ’ Αρχιζε μιά κεφαλαιοκρατική έ- ποχή, πώς θά γεννιόταν Ινας πολιτισμός δυτικοϋ τύπου πρίν γενικά τό προλεταριάτο μπορέσει νά σκεφτεϊ τΙς άπαιτήσεις του σάν τάξη, μιά έξέγερση, τήν έπανάσταση του. Τ ά γεγονότα έσπασαν τό κριτικό σχήμα μίσα στό όποιο θά ίπρεπε, σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοϋ ίστορικοϋ ύλισμοϋ, νά διαδραματιστεί ή ιστορία τής Ρωσίας. Οί μπολσεβίκοι διαψεύδουν τόν Κάρλ Μάρξ. Μέ τήν Από
δειξη τής συγκεκριμένης δράσης Ισχυρίζονται δτι ot κανόνες τοΟ Ιστορικού όλισμοΰ δέν είναι τόσο άκαμπτοι δσο θά μπορούσε νά νομίσει ή νόμισε κανείς».*1 ΕΓναι ένδιαφέρον δτι δ Γκράμσι, πού I- φτασε στήν άνοιχτή δμολογία πώς πρόκειται γ ιά έπανάσταση έ- νάντια στδ «Κεφάλαιο» τού Μάρξ, άλλά έξβτίμησε διαφορετικά άπδ τόν Κάουτσκυ αύτή τήν παρέκκλιση άπ’ τδ μαρξιστικό σχήμα, λέγει άπδ τό Ινα μέρος δτι ή έπανάσταση τών μπολσεβίκων προήλθε περισσότερο άπδ Ιδεολογίες παρά άπδ παράγοντες καί άπό τό άλλο δτι τά γεγονότα ξεπέρασαν τΙς Ιδεολογίες. Αύτή ή φαινομενική άντίφαση λύνεται δταν άπδ τή συνάρτηση τών δσων λέγει δ Γκράμσι φτάνουμε στδ συμπέρασμα δτι στήν πρώτη περίπτωση μέ τδν δρο ιδεολογίες έννοεϊ τδν έκτιμούμενο θετικά ύποκειμενικό παράγοντα πού έναντιώνεται στό βάρος τών άπλών γεγονότων, στή δεύτερη τδ έκτιμούμενο άρνητικά μαρξιστικό τυπικό καί μέ τόν δρο γεγονότα, στήν πρώτη περίπτωση τούς δρους τοΰ έξωτερικού κόσμου, δηλαδή τούς παράγοντες πού δέν Ιχουν Ερθει άκόμα σ’ έ- παφή μέ τή δημιουργική έπαναστατική ένεργητικότητα καί στή δεύτερη τήν ένεργητικότητα τού άνθρώπου πού είναι τδ πιό σπουδαίο γεγονός.
Στή συνέχεια τών παραπάνω δ Γκράμσι έπικαλεΐται άντί γ ιά τόν Μάρξ τοΰ συστήματος, τόν Μάρξ τοϋ έπαναστατικού ένθουσια- σμοΰ. «Κι ώστόσο καί σ’ αύτά έπίσης τά γεγονότα ύπάρχβι κάτι τό μοιραίο καί δταν άκόμα ot μπολσεβίκοι άμφισβητούν μερικές φράσεις τοΰ «Κεφαλαίου», δέ διαψεύδουν τή ζωντανή σκέψη πού ύπάρχει σ’ αύτό. Δέν είναι μαρξιστές, αύτό είναι δλο. Δέν Εστησαν πάνω στδ Εργο τοΰ δασκάλου μιά έπιφανειακή θεωρία άπδ δογματικούς Ισχυρισμούς πού δέν έπιδέχονται άμφισβήτηση. Ζούν τή μαρξιστική σκέψη, μιά σκέψη πού δέν πεθαίνει, πού είναι ή συνέχεια τής ιταλικής καί γερμανικής Ιδεαλιστικής σκέψης, ή δποία στόν Μάρξ καλύφτηκε μ ϊ μιά ίδεαλιστική καί θετικιστική κρούστα. Ή σκέψη αύτή άναγνωρίζει σάν κύριο παράγοντα τής ιστορίας δχι τά δυσκολοχώνευτα οικονομικά γεγονότα, παρά τόν άνθρωπο, τήν κοινωνία τών άνθρώπων, τούς άνθρώπους πού πλησιάζουν ό Ινας τόν άλλον, καταλαβαίνονται μεταξύ τους καί μέ μέσο αύτές τΙς έπαφές (πολιτισμός) ά ν α π τ ό σ σ ο υ ν μ ι ά ό μ α δ ι κ ή κ ο ι ν ω ν ι κ ή θ έ λ η σ η , σ υ ν ε ι δ η τ ο π ο ι ο ύ ν τ ά ο ι κ ο ν ο μ ι κ ά γ ε γ ο ν ό τ α , τ ά κ ρ ί ν ο υ ν κ α ί τ ά π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ο υ ν σ τ ή θ έ λ η σ η τ ο υ ς , μ έ χ ρ ι π ο ύ α ύ τ ή ή θ έ λ η σ η γ ί ν ε τ α ι κ ι ν η τ ή ρ ι α δ ύ ν α μ η τ ή ς κ ο ι ν ω ν ί α ς , δ ι α μ ο ρ φ ώ ν ε ι τ ή ν π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ή δ π ο ί α ζ ε Τ , κ ι ν ε ί τ α ι κ α ί ά π ο κ τ ά τ δ χ α ρ α κ τ ή ρ α μ ι α ς χ θ ό ν ι α ς ΰ λ η ς , π ο ύ
96
μ π ο ρ ε ί ν ά δ ι α μ ο ρ φ ω θ ε ί μ έ τ ό ν τ ρ ό π ο κ α I σ τ ή ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η π ο ύ ά ρ έ σ ε ι σ τ ή θ έ λ η σ η » " (Υπογραμμισμένο άπ’ τδ συγγραφέα).
Μέ τήν έρμηνεία του αύτή δ Γκράμσι προχώρησε πολύ πιδ πέρα άπδ τήν δμολογημένη αύτογνωαία τών μπολσεβίκων καί πρόβαλε στήν έπιφάνεια έκεΐνον τδ παράγοντα πού δ Κάρλ Κάουτσκυ δίχιος νά παρακολουθήσει τΙς μαρξιστικές του ρίζες συκοφάντησε σάν πλάνη, τδν παράγοντα πού άλλοι κριτικοί έξαφάνισαν έντε- λώς: τδν Υποκειμενικό παράγοντα πού σάν «θέληση» ϊχ ε ι μιά σχετική αύθυπαρξία καί μπορεί νά άντιπαραβληθεΐ στά γεγονότα σάν ισότιμο μέγεθος πού δέν άνάγεται σ’ αύτά. "Αν οΐ ντετερμινιστές μποροΟν νά έπικαλοΟνται τή σιδερένια κανονικότητα τής περιοδο- λογημένης άπ’ τδν ϊδιο τδν Μάρξ ιστορικής πορείας, μπορεί έπί- σης νά προβληθεί σ’ αύτή τή μηχανιστική έρμηνεία τοϋ μαρξι- σμοϋ ή φράση τοϋ Μάρξ: «’Α π’ δλα τά έργαλεΐα παραγωγής ή μεγαλύτερη παραγω γική δύναμη είναι ή ίδια ή έπαναστατική τάξη»."
Ή όχτωβριανή έπανάσταση προβάλλει δχι μόνο τδ πρόβλημα τής σχετικής αύθυπαρξίας τοϋ Υποκειμενικού παράγοντα πού θέτει ύπδ άμφισβήτηση τήν παραδοσιακή μαρξιστική αύτογνωσία, άλλά σέ συνάρτηση μ’ αύτδ καί τδ πρόβλημα δτι, στήν περίπτωση τών μπολσεβίκων, αύτδς δ Υποκειμενικός παράγοντας δέν περιλαβαίνει μόνο τήν έπαναστατική θέληση μι&ς τάξης, άλλά καταλήγει σέ μιά Ιστορική προσωπικότητα, πού ή παρεμβολή της στά γ ε γονότα δέν είχε μικρή σημασία γ ιά τήν έπιτυχία τής Επαναστατικής Υπόθεσης στή Ρωσία. Ό σ ο κι άν ή λατρεία τοϋ προσώπου Λένιν άντιφάσκει στδν Ιστορικό Υλισμό, πού τοποθετεί τδ κέντρο βάρους τής ιστορίας στούς κοινωνικούς σχηματισμούς κι δχι στίς προσωπικότητες, άποτελεΐ στήν ούσία Ινα φόρο στά γεγονότα πού δέν άντανακλώνται θεωρητικά κι ούτε έχουν έξαντληθεϊ στδ μαρξιστικό σύστημα. Βέβαια άπό μιά πλευρά ή όχτωβριανή έπανάσταση άντικειμενοποιεΐται σάν Ικφραση μι&ς Ιστορικής άναγκαιό- τητας, σύγχρονα δμως άναγνωρίζεται μέ άπειρο σεβασμό ή Εξοχη σημασία τής προσωπικότητας τού Λένιν.
Είναι δύσκολο στόν άπροκατάληπτο παρατηρητή τών Ιστορικών γεγονότων πού δέν £χει δεσμευθεΐ μέ καμιά θεωρία τής ιστορίας νά βγάλει άπδ τδ μυαλό του τή συνεισφορά τού Λένιν στήν Ιστορική έπιτυχία κι ώστόσο νά περιμένει τό Γδιο Ιστορικό άποτέλεσμα πού είναι γνωστό σ’ έμ&ς σάν έπιγόνους τής γνωστής ιστορικής έξέλιξης. Ot πραγματικότητες γύρω στά γεγονότα καί ή θέληση πού δδήγησε σ’ αύτά τά γεγονότα μιλούν μιά γλώσσα πού δέν ά- φήνει καμιά άμφιβολία γ ιά τήν έξοχη σημασία τοϋ Λένιν. Δ ίχως τήν άφιξη τού Λένιν στή Ρωσία, δίχως τϊς θέσεις τού ’Απρίλη μέ
7 07
τΐς όποΙες στήν άρχή αίφνηδιάστηκαν ot ίδιοι ot παλιοί μπολσεβίκοι γ ιά νά συγκεντρωθούν έπειτα στό πλευρό του, κατά πάσα π ι· θανότητα ή ρωσική έπανάσταση θά προχωροΟσε μ’ έκείνη τή μετριοπαθή σοσιαλιστική έννοια, πού άκόμα καί ή μπολσεβικική συνδιάσκεψη τής 29 τοϋ Μάρτη θεωροϋσε κατάλληλη γ ιά τήν περίσταση. Μόνο ή στρατηγική μεγαλοφυία τοΟ Λένιν άντιλήφθηκ* καί έκμεταλλεύθηκε μέ σκληρή Αποφασιστικότητα τήν Ανεπανάληπτη δυνατότητα όλοκληρωτικής κατάληψης τής έξουσίας πού πρόσφερνε ή ΑστΑθεια τής κατάστασης έπειτα άπό τήν έπανάσταση τοΟ Φλεβάρη.
Καί ό Λέων Τρότσκυ, μολονότι δεμένος στόν Ιστορικό ύλισμό, ύποχρεώθηκε δχι μόνο νά ξεκόψει άπό τήν περιοδολόγηση τής Ιστορικής πορείας πού πρόβλεψε ό Μάρξ, άλλά καί σχετικά μ’ ίνα τέτοιο ζήτημα πού πλησιάζει τόσο στενά τό σώμα τοϋ ίστορικοΟ ντετερμινισμού ύποχρεώθηκε νά κάνει μιά δμολογία πού έχει μεγάλες συνέπειες γ ιά τό σύστημα. Ά πό τήν Ιστορία τής «Ρωσικής έπανάστασης»** .τοϋ Τρότσκυ, πού συγκαταλέγεται στά κλασικά Εργα τής ιστορικής καί άπομνημονευματικής φιλολογίας καί άπό τά βιογραφικά ύλικά πού παραθέτει γ ιά τόν Λένιν, βγαίνει δτι ή ό- χτωβριανή έπανάσταση, μέ τή γνωστή σέ μάς Ιστορική φυσιογνωμία, δέ 'θ ά πραγματοποιούνταν δίχως τή δύναμη ύποβολής καί τήν Ικανότητα τύΰ Λένιν, δτι δηλαδή κι ό Γδιος ό Τρότσκυ, πού σάν στρατιωτικός ήγέτης καί όργανωτής τοΰ Κόκκινου Στρατού έχει δίχως άμφιβολία σημαντικό μερίδιο στήν έπιτυχία τής όχτωβρια- νής έπανάστασης, δέ θά ήτανε σέ θέση νά παρεμβάλει τίς Ικανό- τητές του σ’ έκεΐνο τό ρεύμα τών γεγονότων πού έξαπέλυσ» ή τιτάνια θέληση τοΰ Λένιν. Ό Τρότσκυ δχι μόνο άπέδωσ· τόν όφει- λόμενο σεβασμό στή δυναμικότητα τοΰ Λένιν, 6 όποιος έπέβαλε τή θέληση του ένάντια στίς παραδοσιακές άπόψεις καί τήν Αντίσταση τοϋ στενοϋ κύκλου τής ήγεσίας, άλλά Αναπολώντας τά περασμένα φτάνει στό συμπέρασμα πώς ή χρονική στιγμή πού διαλέ- χτηκε άπό τόν Λένιν γ ιά τήν έξέγερση ήταν ή μοναδικά δυνατή. Ό τ α ν ό Τρότσκυ λέγει σχετικά: « Ά ν δέν παίρναμε τήν έξουσία τόν Ό χτώ βρη, δέ θά τήν παίρναμε ποτέ»,** γ ιά νά βρει κανείς π ιθανό αύτό τό συμπέρασμα δέ χρειάζεται παρά νά θυμηθεί τόν έ- ξορκιστικό τόνο τοϋ γράμματος πού έστειλε ό Λένιν στά μέλη τής κεντρικής έπιτροπής στίς 24 τοϋ ’Οχτώβρη καί δτι στό γράμμα αύτό έξέφρασε τή γνώμη «πώς κάθε άναβολή τής έξέγερσης σημαίνει θάνατο καί δλα κρέμονται άπό μιά κλωστή».**.
Ό π ω ς δείχνει δηλαδή μιά πλησιέστερη έξέταση τών γεγονότων ή ιστορική άναγκαιότητα τής δχτωβριανής έπανάστασης συνί- σταται στό δτι μιά όρισμένη προσωπικότητα σέ μιά όρισμένη κατάσταση έκμεταλλεύτηκε μιά όρισμένη κατάλληλη στιγμή γ ιά νά
98
Επιβάλει μιά πολιτική πού ή άναγκαιότητα της δένεΓχε συνειδητοποιηθεί ούτε άπό τό μεγαλύτερο μέρος τών όπαδών της. Ή ά- πόφαση τοϋ Λένιν παρουσιάζεται άπό τό Ενα μέρος ώς μεγαλοφυής συνδυασμός δλων τών δυνατοτήτων πού σάν λανθάνοντα στοιχεία ύπήρχαν μέσα στήν κατάσταση, άλλά κι άπό τό άλλο σάν μιά πράξη βίας πού Επέβαλε στούς άντιστεκόμενους άντικειμενικούς δρους μιά λύση καθ’ έαυτό άπίθανη. Ή λύση πού Επειτα κατορθώθηκε στήν πράξη Εγινε πιθανή κι άκόμα πραγματική μόνο μέ τήν παρεμβολή ένός ύποκειμνεικοϋ παράγοντα καί μόνο στήν Ενεργοποίηση αύτοΟ τοϋ παράγοντα όφείλουμε τό δτι, άναπολώντας τά γεγονότα τά βρίσκουμε λογικά καί άναγκαία. Πραγματικά αύτή ή προοπτική τοϋ χρόνου σκεπάζει τόν άποφασιστικό ρόλο πού παίζει ή άνθρώπινη θέληση, πού στή συγκεκριμένη αύτή περίπτωση Εκφράστηκε άπό Ενα πρόσωπο, καί Επιτρέπει τήν ύπϊθεση πώς καί δίχως τή μεσολάβηση τοϋ Λένιν τά γεγονότα θά Ιπαιρναν περίπου τήν Γδια κατεύθυνση. Έ τ σ ι λοιπόν σ’ Ενα τέτοιο τρόπο διείσδυσης στό Ιστορικό γεγονός προσθέτεται καί ή άντίληψη τής Ιστορικής άναγκαιότητας, δίχως ώστόσο κατά τήν Εξέταση τοϋ ζη τήματος νά μπαίνει καί τό Ερώτημα, ποιοί είναι Επιτέλους ot παράγοντες πού άποτελοϋν αύτή τήν άναγκαιότητα. Ή Εννοια τής Ιστορικής άναγκαιότητας πού μ’αύτή, σάν Ενα τελικό μέγεθος, Ενεργούν ot όπαδοί τοϋ (στορικοϋ ύλισμοϋ, άλλά καί ot όπαδοί άλλων ιστορικών άντιλήψεων, δέ μάς λέγει λοιπόν τίποτε πάνω σ’ αύτό, παρά μόνο περν& στή διαπίστωση πώς δτι συνέβη είχε Επαρκή αίτια μέσα στό Ιστορικό προτσές καί άφήνει άνοιχτό τό ζήτημα άπό τί άποτελοϋνται στίς λεπτομέρειες τους αύτά τά Επαρκή αίτια. Ή Εννοια τής Ιστορικής άναγκαιότητας πού συνδέεται μέ μιά μονόπλευρα άντικειμενιστική άντίληψη τοϋ ιστορικοϋ προτσές, άντιστρέφεται άπό μαρξιστικής πλευράς στίς λεπτομέρειες τοϋ Ιστορικού προτσές μέ τρόπο πού νά τήν κάνει κατάλληλη γ ιά τΙς μορφές τής Ιστορικής πραγματικότητας πού Εχει νά Εξηγήσει.
Α κριβώ ς στήν περίπτωση τής δχτωβριανής Επανάστασης γ ιά τήν δποία κάνουμε λόγο, είναι άνάγκη νά συγκαλυφθεΐ τό πόσο λίγο δικαιώνεται ή περίφημη σχηματοποίηση τών γεγονότων, πού ώστόσο δφείλει νά Εξηγήσει. Γιατί άκόμα καί τά προφορικά σοφίσματα καί ot τερμινολογικοΐ δρισμοί, πού στήν πραγματικότητα έρμηνεύονται λαθραία, άντί νά προσφέρουν μιά άνάλυση, δέν μπορούν μέ μιά άκριβέστερη παρατήρηση νά Εξαπατήσουν κανέναν σχετικά μέ τό δτι ό αιτιώδης παράγοντας τής λενινιστικής σοφίας καί άποτελεσματικότητας, πού πρέπει νά διαλυθεί στήν ιστορική άναγκαιότητα, τό πολύ - πολύ κατασκευάζει δ Γδιος αύτή τήν άναγκαιότητα. Βέβαια δέν ήταν άρκετή ή θέληση τοϋ Λένιν γ ιά νά φέρει τήν Ιστορική Επιτυχία. Ή θέληση αύτή μποροϋσε νά άπο-
κτήσει ύπόσταση μόνο μέσα σέ δρισμένα πλαίσια καί σέ σύμπραξη μέ δρισμένα περιστατικά, ένώ άντίθετα τά Γδια άντικειμενικά γ ε γονότα σέ σύμπραξη μέ τδ ίδιο ύποκειμενικδ έπαναστατικδ δυναμικό, στήν περίπτωση διαφορετικής διαμόρφωσης πρδς άλλη κατεύθυνση θά είχαν έπιτρέψει μιάν άλλη λύση. ΕΓναι δυνατδ νά έν- νοεϊ κανείς τή δράση τοϋ Λένιν σάν έκδήλωση τής Ιστορικής ά- ναγκαιότητας, δηλαδή νά ισχυρίζεται αύτδ πού πρέπει νά άπο- δείξει καί έτσι νά πραγματοποιεί μιά άνεπίτρεπτη προεξόφληση αύτοϋ πού μόνο μέ τή βοήθεια τοϋ ιστορικού ύλικοϋ πρέπει νά ά- ποδείχνεται, μόνο άν δέ θέλει νά τήν άποδεχτεΐ σάν αύτό πού έ- πιβάλλεται στδ νηφάλιο παρατηρητή τοϋ αίτιακοϋ μηχανισμού: δηλαδή σάν τδν άποφασιστικδ παράγοντα πού έδωσε στήν έξέλιξη, ή δποία καθ’ έαυτή άφηνε άνοιχτδ τδ δρόμο σέ διάφορες δυνατότητες, μιά δρισμένη κατεύθυνση καί πήρε μιά άπόφαση πού) δημιούργησε μιά άνέκλητη συνάρτηση δρων. Αύτή ή συνάρτηση διαφέρει έντελώς (toto coelo) άπδ τήν κατάσταση πού ύπήρχε πρίν άπό τήν παρεμβολή τής ένεργητικής δύναμης πού κινητο- ποιήθηκε άπό τδν Λένιν καί πού προήλθε άπό έκείνη μόνο γιατί ή άπόφαση πραγματοποιήθηκε στό χώρο καί τδ χρόνο. Ή άπόφαση αύτή στάθηκε καθοριστική γ ιά τδ μέλλον κι άκόμα σφράγισε καί τδ παρελθόν πού τδ παρουσίασε κάτω άπδ ϊνα έντελώς νέο φώς. Γιατί άπό τήν Ολοκλήρωση τής έπιτυχίας καί δστερα δλα τά στοιχεία τής λενινιστικής θεωρίας καί πράξης, πού άλλοιώς δέ θά ήταν περισσότερο ένδιαφέροντα άπδ πολλά άλλα, παρουσιάζονται στήν πορεία τής έξέλιξης σάν συλλογισμοί καί προθέσεις πού μας δδηγοΰν μέ έσωτερική συνέπεια στό γνωστό σέ μάς άποτέλε- σμα, ένώ στήν πραγματικότητα αύτδ τδ άποτέλεσμα είναι συνέπεια τής δράσης ένός άτόμου - έρμηνευτή, πού γνώριζε νά διαμορφώνει τήν πραγματικότητα μέ τόν τρόπο πού έπιθυμοΰσε καί νά μεταβάλλει τΙς άπλές δυνατότητες σέ δρους ot δποΐοι μαζί μέ τδν ύποκειμενικό έπαναστατικδ παράγοντα έπαρκοΰσαν γ ιά νά έξα- σφαλίσουν τήν ιστορική έπιτυχία. Ά ν δέν είχε παρεμβληθεί ή θέληση τοϋ Λένιν στή συνάρτηση τών δρων, πού αύτός άπομόνωσε, ή γνωστή σέ μάς ιστορική έξέλιξη θά έμενε μιά άπλή καί έπι- πλέον άρκετά άπίθανη, άπδ τήν άποψη ένός πού είναι Εξω άπδ τά πράγματα, δυνατότητα.
Ή έκ τών ύστέρων άναστήλωση μιας ιστορικής πραγματικότητας, πού δίχως τή δράση τού Λένιν θά έπαιρνε ούσιαστικά έναν άλλο δρόμο, άπλώς πάνω στή βάση τών ιδεατών δυνατοτήτων καί πού έπιπλέον δέ θά είχε στήριγμα της τήν άπόδειξη τών άκαταμάχητων γεγονότων, θά φαινότανε σάν ώχρό καί γελοίο διανοου- μενίστικο κατασκεύασμα. Ά ν έπειτα άπ’ αύτό ένας ύπεραριστερδς κριτικός τού ιστορικού γεγονότος, πού δίχως άμφιβολία δέ θά I-
100
παίρνε μιά τόσο δρμητική έξέλιξη πρός τή μορφή τής σοσιαλιστικές δεσποτείας, άντέτασσε σ’ αύτό τό κατασκεύασμα τήν παρα- μεληθεΐσα δυνατότητα τής έξέγερσης τοϋ Ό χτώ βρη, οί Απολογητές τών γεγονότων, πού κι αύτά δέ διαφημίζονται λιγότερο σάν Ιστορική άναγκαιότητα, θά τόν κατηγοροΰσαν δτι Ανέχεται μιά περιπετειώδη θέα τών ιστορικών δυνατοτήτων καί Αφήνεται νά παρασυρθεΐ μακριά Από τήν έπαναστατική του Ιδιοσυγκρασία. Σέ μιά τέτοια περίπτωση τίποτε δέν είναι εύκολότερο Από τό στοχασμό τών τερΑστιων δυσκολιών καί κινδύνων μι&ς έπιχείρησης πού Απατήθηκε έκ τών όστέρων καί σύγχρονα Από τή μετάσταση στό βασίλειο τής έπιθυμητής σκέψης καί Ασυναρτησίας.
Ά λ λά ή Ιννοια τής ιστορικής Αναγκαιότητας είναι δυνατό νά συμβιβαστεί μέ τόν τόσο Αποφασιστικό στό αΐτιακό προτσές ρόλο τοϋ Ατόμου, μόνο μέ τήν Αποδοχή έκείνης τής ΙδεαλισίΤκής, τής ξένης στόν Ιστορικό ύλισμό Αποψης δτι αύτό τό Ατομο δέν ήταν παρά βργανο τής πρόνοιας ή τοΟ παγκόσμιου πνεύματος καί δτι καϊ στους ψυχολογικούς του περιορισμούς, πού δχι σπάνια τό φέρνουν σέ Αντίθεση μέ τόν Ιστορικό του ρόλο, κυριαρχεί καί έκφρά- ζεται ή χεγκελιανή «πονηριά τής λογικής» πού κάνει χρήσιμη γ ιά τούς σκοπούς της Ακόμα καί τήν αύταπάτη αύτοϋ πού δρδ καί Ακόμα προξενεί αύτή τήν αύταπάτη γ ιά νά έπιτύχει τήν πραγματοποίηση τών σκοπών της. Σέ μιά ίδεαλιστική θεώρηση τής Ιστορίας θά μποροϋσε σ’ αύτή τήν περίπτωση, τόσο ot κύριοι τοϋ γερμανικού γενικοϋ έπιτελείου πού μυωπικά καί σκεφτόμενοι μόνο τήν έξοδο τής Ρωσίας Απ’ τόν πόλεμο διευκόλυναν τήν έπιστροφή τοϋ Λένιν στή Ρωσία μέ τό διαβόητο σφραγισμένο βαγόνι, δσο καί δ ίδιος δ Λένιν νά είναι ίργανα μιάς Ιστορικής προόδου τής όποίας ή τελειωμένη Ιστορική φυσιογνωμία διέψευσε τΙς ύποκειμεν’.κές προσδοκίες τών πρωταγωνιστών της. Στήν περίπτωση αύτή el ναι βέβαια δυνατή μιά δαιμονοποίηση καί Αποκαλυπτική θέα τοϋ συμ- βΑντος πρός τήν όποία Ικλινε, Από τή θρησκευτική του σκοπιΑ, π .χ . ό ΝικολΑι Μπερντιάεφ," Αλλά τότε τά Ιστορικά γεγονότα δέν παρουσιάζονται σάν Αγγελιαφόροι μιδς προοδευτικής πορείας, Αλλά σάν σταθμοί ένός σταυροδρομιού ή ένός θεΓκοϋ δικαστηρίου.
"Αν θέλει ν’ Αποφύγει κανείς Ινα τέτοιο Ιδεαλιστικό συμπέρασμα, Αλλά καί νά μή φτάσει σέ μιά περσοναλιστική θεώρηση τής ιστορίας μέ τήν Ιννοια τής λατρείας τών ήρώων τοΰ Τόμας Κάρ- λαϋλ ή ν’ Αφήσει Αγνωστικιστικά Ασχολίαστη τή συμμετοχή τών Ιδιαίτερων παραγόντων στήν πραγματοποίηση τής Ιστορικής έπι- τυχίας, Αλλά καί νά μείνει πιστός στόν ιστορικό ύλισμό πού ισχυρίζεται δτι είναι έπιστημονική θεωρία καί μάλιστα ή μοναδικά κατάλληλη γ ιά τήν έξήγηση τοΰ Ιστορικοϋ προτσές, στήν περίπτωση άκριβώς τής ρωσικής έξέλιξης σκοντάφτει σέ μεγάλη δυσκολία ή
101
προσπάθεια του νά φέρει σέ συμφωνία τή δράση τής μεγάλης προσωπικότητας μέ τήν άξίωση του δτι Ιχε ι στή διάθεση του μιά Ιπι- στημονική θεωρία πού τοΟ έπιτρέπει δχι άπλώς νά έρμηνεύει τό ιστορικό προτσές έκ τών ύστέρων, άλλά καί νά τό κάνει γνωστό μέ τήν πρόβλεψη. Τό πρόβλημα δέν ήταν τόσο δξύ δσο έπρόκειτο γ ιά τή δράση προσωπικοτήτων πού Ιζησαν πρίν άπό τήν έποχή τής έπεξεργασίας τοΟ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ σάν συστηματικής θεωρίας πού δφείλει νά παράγει δρισμένη πράξη, δταν δηλαδή καταπιάστηκε δ ’’Ενγκελς νά ξεμπερδέψει μαρξιστικά ιιέ τδ φαινόμενο Ν απολέω ν" καί 6 Πλεχάνωφ στδ δοκίμιο του «Γιά τδ ρόλο τής προσωπικότητας στήν Ιστορία» θέλησε νά προσθέσει στίς έπιτυχίες τοϋ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ δχι μόνο τδν Ναπολέοντα, άλλά καί τδν I- παναστάτη Ροβεσπιέρο.” Ά π δ μαρξιστική άποψη τδ πρόβλημα γ ίνεται καυτό γ ιά πρώτη φορά μέ τδν άντίπαλο τοϋ Πλεχάνωφ, Λένιν, γ ιατί έδώ έμφανίζεται fvac Ιστορικός πρωταγωνιστής πού Βχι μόνο δέν μπορεί νά έξηγηθεΐ άπδ τΙς άντιφάσεις άνάμεσα στήν κατάσταση τής συνείδησης του καί τΙς πραγματικές λειτουργικές σχέσεις τής έπίδρασης του, άλλά πρέπει νά άντιπαραβληθεΐ κιόλας μ* έκεΐνο τδ σύστημα άναφοράς, πού μέ τή συνειδητή πράξη, τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης δφειλε νά Ιλέγξει τήν άσυνείδητη δράση τ©ν προηγούμενων γενεών καί τών Ικθετών τους.1 Βέβαια καί στήν περίπτιοση τοϋ Ναπολέοντα καί τοϋ Ροβεσπιέρου γεννιέται τό έ ρώτημα άν ή κατάταξή τουΰ άπ’ τούς "Ένγκελς καί Πλεχάνωφ δικαιώνεται άπό τήν Ιστορική τους δράση ή άν ot δυδ συγγραφείς καί σ’ αύτές τΙς περιπτώσεις άπλοποίησαν τά πράγματα καί Ιτσι ξέφυγαν άπό μιά δυσκολία πού μόνο μέ τδν περιορισμό τής περιοχές έφαρμσγής τοϋ ιστορικοϋ ύλισμοϋ μπορεί νά άναι- ρεθεΐ. ’Εντελώς προβληματική δμως γίνεται ή λύση πού τ^οσφέ- ρουν ot Έ νγκελ ς καί Πλεχάνωφ δτι ot μεγάλες προσωπικότητες εΤναι Γσα - Γσα έκτελεστικά δργανα τί)ς Ιστορικής άναγκαιότητας, πού προκύπτει, άνεξάοτητα άπδ τή θέληση τους, άπδ τήν άνάλυ- ση τών οικονομικών δρων, δταν έφαρμόζεται σέ προσωπικότητες πού σύμφωνα μέ τήν αδτογνωσία τους καί τήν άξιακή τους θέση στά πλαίσια τής μαρξιστικής θεο>ρίας, πρέπει νά είναι Ικτελεστι- κά δργανα δχι μι&ς κρυμμένης, άλλά Τσα - Γσα, χάρη στδ μαρξισμό, φανερής Ιστορικής άναγκαιότητας.
Μιά Ιπιστημονική θεωρία πού Ισχυρίζεται πώς μπορεί νά λύσει τό αίνιγμα τοϋ ίστορικοϋ προτσές καί παραδίνεται σέ μιά διιάδα γ ιά πρακτική έφαομογή, στέκεται ή πέφτει μαζί μέ τήν άπαίτηση δχι νά μπορεί νά έπιτύχει Ικ τών ύστέρων μιά κατάταξη τών συμβάντων, άλλά νά δίνει έκ τών προτέρων στά πρόσωπα πού δροϋν Ιναν προσανατολισμό πού νά Ιγγυ&ται τήν δρθότητα τ?)ς δράσης τους. Βέβαια ή γνώση πού προμηθεύει δ μαρξισμός συνδέεται μέ
102
τάξεις καί γι* αύτό δέν είναι προσιτή στδν καθένα, ώστόσο θά πρέπει νά είναι προσιτή καί γνωστή τουλάχιστο στά προοδευτικά στοιχεία τής τάξης πού Ιχε ι κληθεί νά πραγματοποιήσει τήν Ενότητα θεωρίας καί πράξης. Στήν άντίθετη περίπτωση ή θεωρία αύτή καί ή πράξη της, πού πέφτει στά πλαίσια μιδς τάξης δηλαδή τής Εμπροσθοφυλακής της, προστατεύονται έλάχιστα άπ’ τόν κίνδυνο έκείνων τών ύποκειμενικών παραστρατημάτων, πού μπορεΐ ν’ ά- ποδειχτοΟν βήμα στό βήμα, σ’ Εκείνους πού ένεργοΟν Ιστορικά Εξω άπό τήν Εξηγηματική συνάρτηση αύτών τών σχέσεων καί ποοκα- λοΰν τήν κριτική τών μαρξιστών. Ά ν είναι προβληματική, άπό μαρξιστική άποψη, τό νά άποδωθεϊ στή θέληση, δηλαδή στήν ύ- στέρηση τής θέλησης σέ σχέση μέ τΙς Ιστορικές άναγκαιότητες, ή Ικανότητα νά ματαιώσει τό προκαθορισμένο σχέδιο τής Ιστορίας— δπως συμβαίνει μέ τήν κατηγορία τής προδοσίας πού Εκτόξευ- σαν ot κομμουνιστές κατά τής σοσιαλδημοκρατίας — είναι άκόμα προβληματικότερο, μάλιστα Εγκαταλείπεται ή βασική άπαίτηση τής προόδου πού πραγματοποιήθηκε χάρη στό μαρξισμό, δταν άμ- φισβητεΐται ή δυνατότητα πρόσφορης κρίσης τών άντικειμενικών συναρτήσεων. Ά ν άπό ύποκειμενικά αίτια παραλειφθίΐ ή όρθή πράξη, ή κατηγορία πού άπευθύνεται πρός τή διεύθυνση τών άπο- τυχόντων ξεκινδ άκριβώς άπό τήν άντίληψη δτι ή εύκαιρία πού χάθηκε είναι άναγνωρίσιμη καί παριστάνεται σάν Εκκληση τής προοδευτικής τάξης πού ή περιφρόνηση της Επισύρει Ιστορικές κυρώσεις.
Ά λ λά πώς μπορεΐ νά συμφωνήσει ή πεποίθηση πού Επικρατεί στό μαρξισμό δτι βασικά είναι δυνατό νά γνωστεΐ καί νά σχεδιαστεί τδ Ιστορικό γίγνεσθαι, πού άπό μόνο του φτάνει στή συνείδηση τής Επαναστατικής τάξης, μέ τό Εμπειρικό γεγονός δτι ή Εκτίμηση τής κατάστασης άπό τόν Λένιν ήτανε μοναδικοϋ Οφους καί μόνο βαθμιαία υίοθετήθηκε άκόμα κι άπδ τούς πιό στενούς συναγωνιστές του; Ά ν ot διαφορές γνωμών Επηρεάζουν καί θολώνουν δχι
'μόνο τήν τακτική τής καθημερινής πάλης, άλλά καί τήν κρίσιμη ώρα τής άπόφασης καί μόνο Ενα άτομο δείχνει τδ σωστό δρόμο πού Εκ τών ύστέρων διασαφηνίζεται σάν άναγκαΐος, πώς μπορεΐ τότε νά έπικυρωθεΐ ή άξία μιδς Επιστημονικής θεωρίας γ ιά τή δράση; Ή πίστη σέ μιά Ιστορική άναγκαιότητα πού δέν ήτανε γνωστή οδτε στούς πιό άφοσιωμένους όπαδούς τής έπανάστασης δέ διαλύεται σέ άπολογία τοΰ πραγματικού, μέ τήν δποία συσκοτίζεται Επί πλέον τδ ζήτημα, ποιό άποφασιστικό ρόλο Επαιζαν μερικοί γ ιά νά διευκολυνθεί αύτή ή πραγματικότητα.
Ή Εξέχουσα σημασία τής προσωπικότητας τοϋ Λένιν είναι σαφής δχι μόνο στήν περίπτωση τής προετοιμασίας καί τής Επιτυχημένης Εκλογής τοϋ χρόνου πραγματοποίησης τής Εξέγερσης. Μιά
108
άλλη πλευρά τών γεγονότων κάνει άκόμα σαφέστερο τό ρόλο τοΟ Λένιν. Έ νώ στήν περίπτωση τής δχτωβριανής έπανάστασης μπόρεσε σχετικά εύκολα νά πάρει μέ τό μέρος του τήν πλειοψηφία τών μελών τής κεντρικής έπιτροπής καί νά άπομονώσει τούς Ζη- νόβιεφ καί Κάμενεφ, πού ήταν Αντίθετοι καί καταδίκαζαν τό έγ- χείρημα σάν περιπέτεια, στήν περίπτωση τοϋ Μπρέστ - Λιτόφσκ, παρά τήν Επιστράτευση τοϋ άφάνταστου κύρους του, μπόρεσε νά έπιβάλλει στήν κεντρική έπιτροπή μόνο μέ τήν πλειοψηφία μιάς ψήφου τήν άπόφαση νά δεχτεί τούς γερ|ΐανικούς δρους καί νά ύ- πογράψει τήν εΐρήνη. Κ αί δπως δέν ύπάρχει ή παραμικρή άμφίτ βολία, πώς δίχως τήν παρεμβολή, στά γεγονότα, τοϋ Λένιν δέ θά γινότανε μετά φεβρουαριανή ή όχτωβριανή έπανάσταση, Ιτσι δέν ύπάρχει καί καμιά άμφιβολία πώς δίχως τήν ύπογραφή τής ειρήνης ή μπολσεβικική έπανάσταση θά έπαιρνε Ινα δρόμο άλ- λοιώτικο άπ’ αύτόν πού ξέρουμε.
Ή λύση πού προσπάθησε νά δώσει ό Πλεχάνωφ γιά νά σώσει τόν Ιστορικό ύλισμό, κατά τήν δποία άποτελεΐ πλάνη νά θεωρείται άπαραίτητη ή παρουσία τοϋ συγκεκριμένου πρωταγωνιστή τής Ιστορίας, έπειδή ή θέση πού καταλήφθηκε άπό ένα άτομο Αποκλείστηκε γ ιά άλλα, πού θά είχαν προβάλλει όπωσδήποτε στή σκηνή, άν άπό τυχαία περιστατικά αύτή ή θέση δέν είχε καταληφθεί άπ’ τό συγκεκριμένο Ιστορικό πρόσωπο, άποτελεΐ αύθαίρετο ισχυρισμό άπό τόν όποίο άπουσιάζει τό έμπειρικώς πρόδηλο. Γ ιατί ή εύθύνη νά βρεϊ μέσα στόν ύπό θεώρηση κύκλο τέτοια άτομα καί νά πείσει γ ιά τήν πιθανότητα νά πραγματοποιήσουν μιά παρόμοια ιστορική έπιτυχία βαρύνει τή θεώρηση πού χωρίζει τήν Ιστορική άναγκαιότητα άπό τή στράτευση τοϋ συγκεκριμένα άντιληπτοϋ ΙστορικοΟ άτόμου. ’Ακριβώς στή συγκεκριμένη περίπτωση τής δχτωβριανής έπανάστασης δέν μπορεΐ νά προσκομιστεί μιά παρόμοια άπόδβ*Εη, ένώ άντίθετα είναι δυνατό ν’ άποδειχτεΐ πώς ή παρεμβολή τοϋ Λένιν Επαιξε Ινα ρόλο πού δέν μπορεΐ νά διαχωριστεί άπό τόν αΐτια- κό μηχανισμό. Ή θεωρία τοϋ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ — τουλάχιστο στήν παραδοσιακή άντικειμενική έρμηνεία της — δέν ικανοποιεί τήν έπιστημονική άπαίτηση νά έξηγήσει τΙς καταστάσεις πού ύ- πάρχουν μ’ Ινα μίνιμουμ άποδοχών, άλλά άντίθετα, γ ιά νά άπο- φύγει, δίχως νά ζημιώσει ή θεωρία τήν έπιβαλλόμενη έξήγηση ένός άδιάψευστου γεγονότος, είσάγει ύποθέσεις. 'Ο τα ν δ Πλεχά- νωφ θεωρεί πλάνη τήν παραδοχή τοϋ άναντικατάστατο^ ένός άτόμου σέ μιά δρισμένη ιστορική έξέλιξη μέ τόν Ισχυρισμό πώς κατά λάθος άποδίδονται σ’ αύτό τό άτομο δλες έκεΐνες ot Ιδιότητες, πού στήν πραγματικότητα τΙς κατέχει μόνο σάν έκφραστής δρισμένων Ιστορικών δυνάμεων, σωστό είναι νά άντιταχτεΐ σ’ αύτή τήν Ιστορική θεώρηση πού ύποτιμά τό ρόλο τής προσωπικότητας, πώς κά
104
νει τδ λάθος νά μεταβιβάζει μιά Ιστορική άναγκαιότητα πού έκτι- μάται θετικά καί είναι άποδεκτή άπό τήν έμπειρική άντίληψη, στή συμπεριφορά ένός συγκεκριμένου άτόμου καί Επειτα τήν άφαι- ρεί άπ’ αύτή σάν προϋπόθεση πού έπιβεβαιώνει τήν άφετηρία της.
Βέβαια ή άποψη πώς δίχως όρισμένα πρόσωπα καί τήν ύποκει- μενική τους διάθεση, άδιάφορο άπό ποιά έλατήρια κινείται, ή Ιστορία θά έπαιρνε Ιναν άλλο δρόμο καί θά έμεναν άνεκπλήρωτες βρισμένες Ιστορικές προσδοκίες δέ σημαίνει πώς Ινα άτομο ή μιά όμάδα είναι άπόλυτα έλεύθερα νά δράσουν κατά τΙς έπιθυμίες τους κάτω άπό όποιεσδήποτε περιστάσεις. Ό Ιστορικός ύλισμός, γ ιά νά δείξει τά πλαίσια καί τούς δρους τής δράσης στόν Ιστορικό χώρο, πρέπει νά ένεργοποιεΐται, μέ τήν άνάλυση του τών δρων τής συνάρτησης, σέ δλες τις περιπτώσεις, έφόσον ή δράση θέλει νά διαμορφώνει τήν πραγματικότητα κι δχι νά περάσει ξυστά δίπλα άπ’ αό- τή. Ά λ λά ή παραδοσιακή έρμηνεία τοϋ ίστορικοϋ ύλισμοΟ τόν μετέτρεψε σέ δργανο δικαιολόγησης αύτοΟ πού Ιγινε πραγ]ιατικά. Κατά τίς άνάγκες ή θεωρία έκτάθηκε σέ μάκρος άπό τούς μπολσεβίκους, κουτσουρεύτηκε άνάλογα καί κατά κύριο λόγο θεωρήθηκε σάν ύπόμνηση τών δρων τής δράσης άπό τούς σοσιαλδημοκράτες. Τόσο ή έντονη ένεργητικότητα τοϋ Λένιν, δσο καί ή πολιτική τών άντιπάλιον του πού αύτός τήν καυτηρίασε σάν πολιτική ούράς, δέν τόλμησαν νά δμολογήσουν τις άποφάσεις τους ή τουλάχιστο νά στοχαστούν τό περιορισμένο αύτής τής άπόφασης άπό τήν όργανωτι- κή πραγματικότητα καί τά βιώματά τους, άλλά έξασφάλισαν τήν ύποστήριξη μιάς θεωρίας πού στήν πραγματικότητα προσφέρεται σάν μηχανισμός Απολογίας σέ καθέναν πού ένεργεΤ.
Ά ν 6 ιστορικός ύλισμός δέν κατόρθωσε αύτό πού είχε κατά νοΟ, δέν είναι, άπό τό άλλο μέρος, ύποχρεωμένος νά συνθηκολογήσει 4λοκληρ<γτικά μπροστά στόν ύποκειμενισμό. 'Ο χώρος τής σχετικής ή άπόλυτης άτομικής καί συλλογικής έλευθερίας. σάν Αντίδρασης στίς προβαλλόμενες Αντικειμενικές συναρτήσεις, είναι βέβαια μεγαλύτερος άπ’ δσο δέχεται δ ιστορικός ύλισμός — καί τοϋ- το γιατί ο! Αντικειμενικές συναρτή*εις δέν Απεικονίζονται στή συνείδηση, άλλά μεταμορφώνονται μέσω τής συνείδησης ή τοΟ σχήματος κατανόησης καί έρμηνείας πού δρ& μέσα σ’ αύτή — δμως δέν είναι καί άπεριόριστα μεγάλος. Κ αί, δσο σπουδαίο είναι, γ ιά νά μήν περιοριστεί ό χώρος τής πιθανής έλευθερίας, νά ύποδεί- χνεται ένάντια σέ κάθε Ιδεολογοποίηση τών δικών καί τών ξένων άποφάσεων τό ύποκειμενικό τους περιεχόμενο, άλλο τόσο είναι ά- ναγκαίο άπό τό άλλο μέρος νά συλλαμβάνεται τό πραγματικό δσο τδΎυνατό πιό καθαρά, γ ιατί άποτελεΤ, τουλάχιστο, τό ύλικό μέσα στό όποιο πρέπει νά πραγματοποιηθεί δ ύποκειμενικός παράγον
105
τας. Ό Ιστορικός ύλισμός Εχει Αδικο έκεΤ πού παραγνωρίζει τήν αυθυπαρξία τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα καί θέλει νά τόν Εξαφανίσει μέσα στή δική του έννοιολογία, δμως εΙσέρχεται στό χώρο τών δικαιωμάτων του, έκεΐ πού δείχνει τά δρια τής δυνατότητας νά άποσπαστεί άπό μιά συνάρτηση δρων πού ήδη Εχει γεννηθεί. "Ετσι, μιά Ιστορική θεώρηση πού Επικαλείται τήν ιστορική άναγ- καιότητα καί τή συλλαμβάνει σέ άντικειμενικές κατηγορίες, δέν μπορεί νά πλησιάσει δρισμένα προβλήματα, άλλά οδτε καί νά περιοριστεί στό χώρο Εφαρμογής της δίχως νά πλουτιστεί καί μέ τόν ύποκειμενικό παράγοντα" δμως είναι Οπωσδήποτε σέ θέση νά δείξει δτι μιά άπόφαση πού κάποτε πάρθηκ* άπό δρώντα πρόσωπα Εχει συνέπειες πού δέν προβλέφτηκαν καί πού ξεφεύγουν άπό τήν Ελεύθερη προτίμηση τους. Βέβαια ή άπαίτηση αύτών πού δροϋν στό δνομα τοϋ μαρξισμοϋ νά πραγματοποιήσουν μιά ένότητα θεωρίας καί πράξης πού νά βλέπει μακριά δέν Εχει κανένα στήριγμα σέ μιά θεώρηση πού άποκαλύπτει τΙς αύταπάτες τδ ν δρώντων προσώπων, δμως δ Ιστορικός ύλισμός μπορεί νά Επαληθευτεί, τουλάχιστο, στό δτι άποδείχνει τήν άντικειμενική δέσμευση τής κοινωνικής δράσης.
Ot δπαδοί τοϋ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ, γ ιά τούς δποίους περισσότερη σημασία Εχει μιά άπολογητική Υπεράσπιση ή μιά συνολική καταδίκη παρά ή άντικειμενική Εξήγηση μιδς δρισμένης Ιστορικής πραγματικότητας, Εχουν δράσει, δχι λίγες φορές, μ’ Εναν τρόπο πού είναι άντίθετος στίς σκέψεις πού άναπτύσονται Εδώ. Ά π ό τό Ενα μέρος Εξαφανίζουν μέσα στούς άντικειμενικούς δρους άποφά- σεις μεγάλης ιστορικής σημασίας πού άποδεδειγμένα ήταν καρποί σκληρής πάλης ή Επιτυχίας μιάς προσωπικότητας πού Επεβλήθη στήν πάλη αύτή, γ ιά νά μποροϋν Ετσι νά προικίζουν τά θετικά ά- ποτελέσματα αότών τών άποφάσεων μέ τό στήριγμα τής Ιστορικής άναγκαιότητας, άπό τό άλλο, άποστασιοποιοϋνται άπό φαινόμενα πού είναι ώστόσο άποτελέσματα άποφάσεων καί άρνοϋνται στίς τελευταίες τό χαρακτήρα τής Ιστορικής άναγκαιότητας. Έ νώ δ Τρότσκυ στήν κριτική του γ ιά τό σταλινισμό άπέδωσε τό γραφειοκρατικό Εκφυλισμό στίς άνάγκες μιάς δρισμένης όμάδας πού Επιδίωκε τή σταθεροποίηση, ή κριτική τοϋ Κροϋτσεφ ξέφυγε Εντελώς άπό τό μαρξιστικό σχήμα καί φόρτωσε τήν εύθύνη γ ιά τόν τραυματισμό τής σοσιαλιστικής νομιμότητας δχι στούς άντικειμενι- κούς δρους, άλλά στόν προσωπικό χαρακτήρα Ενός άνθρώπου.** Ή άποσταλινοποίηση, άφοϋ δέν άπέβλεπε στό νά φτάσει Τσαμε τήν καρδιά τών διαρθρωτικών Ελλείψεων τοϋ συστήματος καί τών άν- τικειμενικών αιτίων πού προκάλεσαν τό φαινόμενο τοϋ σταλινισμού γ ιατί Ετσι θά συμπαρέσυρε στήν καταδίκη καί τόν Ιερό καί
106
Απαραβίαστο λενινισμό, ήταν Υποχρεωμένη νά άπαλλαγεΐ άπό τίς δυσκολίες μέ μιά θεωρία Υποκειμενική καί νά βάλει τέρμα στίς προσπάθειες νά άναζητηθοϋν ot βάσεις τών φαινομένων πού τελούσαν ύπδ κατηγορία στήν Γδια τή σοβιετική κοινωνία.
Ό τ α ν ό Παλμίρο Τολιάτι στή συζήτηση γ ιά τδ σταλινισμό, πού πήρε μιά Απειλητική γ ιά τήν άξιοπρέπεια τού σοβιετικού κράτους καί τήν καθοδηγητική Ικανότητα τής μαρξιστικής θεωρίας στροφή καί γ ι’ αύτδ άλλωστε σταμάτησε δστεοα άπδ λίγο, ΕΕέ- φρασε τή γνώμη πώς ϊ χ ι 6 Στάλιν καί ή προσωπολατρία, άλλά τό κόμμα Υπήρξε ή Αφετηρία γ ιά τούς Επιβλαβείς περιορισμούς τής δημοκρατίας καί τήν Επικράτηση τών γραφειοκρατικών μορφδν όρΥάνιοσης,*1 ή άποψη του αύτή άποκρούστηκε, δπως ήταν φυσικό, άπδ τή σοβιετορωσική πλευρά μέ τδ έπιχείρημα πώς. δν τδ σοβιετικό καθεστώς σάν τέτοιο καί 8γι σάν άποτέλεσμα τού Εκφυλισμού, δέν προσφέρει καμιά Εγγύηση Εναντίον πλανών καί κινδύνων, άλλά Αντίθετα εύνοεΐ τέτοιες πλάνες καί τέτοιους κινδύνους, ποιόζ θά μπορούσε τότε. μέ καθαρή τή συνείδηση, νά Ισγυρ:στεΐ πώς βρίσκεται στδ σωστδ δρόμο τής κοινοτικής Ανάπτυξης: Ό π ω ς καί νά Εχει τδ πράγμα, δν παραβλέψουμε τά μειονεκτήματα τίΐζ δλο- γης σταλινικοί ύποκειμενικότητας, τά μέτρα πού πήρε δ Στάλιν ήτανε σέ ιιεγάλο βαθμδ συνέπειβ τίΐς Απόφασης νά οίκοδομηθεΤ δ σοσιαλισμός σέ μιά μόνη γώοα. Αύτί) δικός ή Απόφαση ήτανε συνέπεια τής Απόφασης πού Επέβαλλε δ Λένιν, νά Υπογράφει ή : συνθήκη τοΰ Μποέστ - Λιτδφσκ καί νά μπεΤ πάνω Απ’ δλους τούς στόχους ή διαφύλαξη τής ύπαρξης τοΰ νέου σοβιετικού κράτους. Μ* δλο πού δ Λένιν ήτανε πολύ μακριά άπδ τήν Ιδέα τού σοσιαλισμού σέ μιά χώρα καί πάντα σταθερός στή σκέψη τής παγκόσμιας Επανάστασης, μπόρεσε δ Στάλιν καί μάλιστα μέ τδ δίκιο τςυ νά τδν Επικαλείται, δταν μέ τήν άπόφαση του γ ιά τήν οίκοδόμηση τού σοσιαλισμόύ σέ μιά μόνη χώρα δέ σύνδεσε π ιά ΑδιΑσπαστα τή μοίρα τής ρωσικής Επανάστασης μέ τίς Εξωρωσικές Επαναστάσεις, άλλά άντίθετα Ενδιαφερότανε γ ιά τήν Επιβίωση τοΰ σοβιετικού κράτους καί τή διατήρηση του σάν θρυαλλίδας τής Επανάστασης. Τδ τμή|ΐα τής κεντρικής Επιτροπής πού ύποστήριξε τήν Εξακολούθηση τοΰ πολέμου καί τή μετατροπή του σέ Επαναστατικό πόλεμο τών Εργατών τής Ρωσίας γ ιά τήν Απελευθέρωση τοΰ κόσμου, ήταν πρόθυμο νά διακινδυνέψει τήν ύπαρξη τοΰ σοβιετικού κράτους στήν περίπτωση πού δέ θά Εκπληρώνονταν ot Επαναστατικές προσδοκίες. Στή βάση τής Απόφασης τοΰ Λένιν ήταν τοποθετημένη, σάν Εν δυνάμει κίνδυνος, ή πολιτική τής πραγματοποίησης τοΰ σοσιαλισμού σέ συνθήκες άπομόνωσης, μιά πολιτική πού κατόπι τήν Επέβαλε μέ σιδερένια γροθιά δ Στάλιν. Κάθε πρόσωπο τής δράσης
107
Ιστορικά φέρνει τΙς εύθύνες γ ιά τούς κινδύνους πού περιέχει μιά Απόφαση του, άκόμα κι δταν δ κίνδυνος αυτός πολύ άργότερα θά άποκτήσει έπικαιρότητα.
Ά π ό τήν ίδια άδυναμία Επασχε καί ή κριτική τοϋ Τρότσκυ, πού βέβαια άνέλυε μέ Αδυσώπητη ειλικρίνεια τά φαινόμενα πού ά- ποσιωποϋσαν καί Εξιδανίκευαν ό Στάλιν καί ot δικοί του, άλλά στήν πραγματικότητα μετά τόν Ό χτώ βρη τοϋ 1917 καί τήν ε?ρή- νη τοϋ Μπρέστ - Λιτόφσκ δέν είχε καμιά βάση γ ιά άλλη έναλλα- κτική λύση. Γιατί ή λύση πού είσηγήθηκε δ Τρότσκυ θά Εβαζε σέ κίνδυνο τήν δπαρξη τοϋ σοβιετικοϋ κράτους σ’ Ενα στάδιο προχωρημένο καί μάλιστα κίνδυνο πού δέν είχε παρουσιαστεί τόσο τρο)ΐερός οδτε στό πολύ πρώιμο στάδιο τής σοβιετικής Εξουσίας. Κατά τά άλλα ή βιομηχανική πολιτική πού Ακολούθησε δ Στάλιν, παρά κάθε άντίθεση στήν πολιτική τοΰ Τρότσκυ, πήρε δπόψη της τή βασική τάση πού άπαιτοϋσε δ τελευταίος καί τήν δποία κα- ταπολεμοϋσε ή δεξιά Αντιπολίτευση. Ό Στάλιν πέτυχε νά συνδυάσει τούς σκοπούς έκείνους πού θεωροϋσαν Ασυμβίβαστους ot Επικριτές του, τόσο τής δεξιάς δσο καί τής Αριστερής πτέρυγας τοϋ Κ. Κόμματος. Πήγε μέ τή δεξιά Αντιπολίτευση Εφόσον Επρόκειτο γ ιά τό ζήτημα τής δπαρξης τής άπο|ΐονωμένης ρωσικής έπανάστασης, άλλά στά πλαίσια αύτής τής λύσης τής αύτάρκειας άσκησε τήν πολιτική πού ή Αριστερή Αντιπολίτευση θεωροϋσε λογική μόνο σέ σύνδεση μέ τήν ίδέα νά Εξακολουθήσει ή άνάπτυξη τής ρωσικής έπανάστασης σέ παγκόσμια κλίμακα.” 'Ο πω ς καί νά είναι ύπάρ- χουν περισσότερες καί πιό δικαιολογημένες αΙτίες γ ιά τή λογική καί τήν περιοριστικότητα τών Αποφάσεων τοϋ Στάλιν, παρά γ ιά τΙς δυνατότητες διακλαδώσεων πού Εστρωσε δ Λένιν.
Βέβαια δέν μπορεΐ νά σκιαγραφηθοΰν ot Εναλλακτικές λύσεις πού προσφέρει ή πολιτική τοϋ Λένιν γιατί μάς λείπει κάθε γνώση γ ιά τΙς συναρτήσεις τών δρων πού θά ύπήρχαν άν Ελειπαν ot πράξεις τοϋ Λένιν, δπωσδήποτε δμως μπορεΐ νά σχολιαστοϋν μιά σειρά άπό δυνατότητες πού ύπήρχαν μέσα στήν κατάσταση καί πού θά μποροΰσαν νά φτάσουν στήν πραγματοποίηση άν δέν ύπήρχε δ Λένιν. Έ νώ άργότερα, γ ιά τήν Εγκαταλειμμένη άπό τούς προλετάριους τών άλλων χωρών στήν τύχη της Σοβιετική Έ νω ση προέ- κυψε δραματικά όξυμένη ή διέξοδος πού γ ιά τήν Εξασφάλιση τής δπαρξης της τήν ώθοϋσε σέ μιά δρισμένη τροχιά, είναι Ανάγκη νά Αντΐ|ΐετωπισθεΐ μέ περισσότερο σκεπτικισ|ΐό ή μπολσεβικική ύπερα- πλούστευση τής πρώτης περιόδου σύμφωνα μέ τήν δποία στή θέση τής όχτωβριανής έπανάστασης, άν δέ γινότανε, θά Εμφανιζότανε μιά στρατιωτική δικτατορία ή ή λευκή παλινόρθωση. Στήν προκειμένη περίπτωση αύτή ή τραχιά Αντιπαράθεση τών δυνατοτή
109
των μοναδικό σκοπό έχει νά παρουσιάσει τήν όχτωβριανή έπανάσταση σάν τή μοναδική δυνατότητα καί άκόμα, μέ τή διαδήλωση τών συνεπειών πού θά είχε ή μή πραγματοποίηση της, νά τή δικαιολογήσει. 'Ωστόσο ή πιθανότητα μιάς δεξιάς στρατιωτικής δικτατορίας, πού δέ θά συνέχιζε άλλά θά κατέπνιγε τις προσπάθειες τής φεβρουαριανής έπανάστασης ύπάρχει μόνο στό βαθμό πού κανείς είναι πρόθυμος νά άναγνωρίσει τήν πιθανότητα τής Ό χτω - βριανής έπανάστασης καί άνεξάρτητα άπό τήν έπέμβαση τοΟ Λένιν. Στήν περίπτωση αύτή, άν δέν ύποκύπτει στήν έπιβολή του πραγματικού, τότε θά είναι άρκετά προσεκτικός καί θά άποδώσει καί στήν πιό άκρινή άκόμα έναλλακτική λύση μιά δρισμένη δυνατότητα, άλλά καθόλου μιά βεβαιότητα ή άπλώς μιά μεγάλη π ιθανότητα. Ακριβώς ή σταθερή στάση τοϋ Κερένσκυ στήν άπόπει- ρα πραξικοπήματος τοϋ στρατηγού Κορνίλωφ τό Σεπτέμβρη τού 1917, έπιτρέπει νά φανεί σάν μεσαία δυνατότητα ή άργή άνάπτυ- ξη τής Ρωσίας πάνω σ’ Ινα δρόμο άστικοδημοκρατικό, πού γενικά άντιστοιχοΰσε στήν παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία. Σέ μιά τέτοια περίπτωση ή συνέχιση τού πολέμου θά προκαλοϋσε άσφαλώς μιά τέτοια πολυπλοκότητα στούς δρους συνάρτησης, πού κάνει έντελώς περιττό τό νά θέλουμε νά βαθύνουμε τό συλλογισμό ώς τις λεπτομέρειες. 'Ωστόσο τδ γεγονός δτι μιά άπόφαση μεγάλης σημασίας πού επεμβαίνει σέ δλες τις αίτιακές σχέσεις ?χει τή δυνατότητα νά έμποδίζει τό μάτι νά δεϊ τήν αίτιακή συνάρτηση πού θά ύπήρχε δίχως τήν παρέμβαση αύτής τής άπόφασης καί νά κάνει άδύνατη τή μελέτη μιάς άλλης πιθανής έναλλακτικής λύσης, δέν έκφράζει τήν άπιθανότητα αύτής τής λύσης άλλά μόνο τή σημασία τής άπόφασης. Αύτό δμως άναγνωρίζεται μόνο δταν παραδεχτε ί κανείς τή συγκεκριμένη δυνατότητα τής άλλης λύσης, πού βέβαια χάνει <& πλαστικότητα έξαιτίας τοϋ παράγοντα πού παρεμβάλλεται μά δχι καί σέ άξιοπιστία. Ή καλύτερη άπόδειξη τού γε γονότος δτι τό ίδιο τό Ιστορικό ύλικό έπιβάλλει τήν άναγνώριση τής δυνατότητας νά έχουν δοθεί λύσεις διαφορετικές άπ’ αύτές πού πραγματοποιήθηκαν είναι πώς καί οί σοβιετικοί ιστορικοί, παρά τό δτι βρίσκονται κάτω άπό ισχυρή πολιτική πίεση καί τήν άπα- γόρευση νά θέτουν έρωτήματα, δέν μπορούν, δταν τούς δίνεται ή εύκαιρία, νά μή φωτίσουν κριτικά τή θέση γ ιά τό άναπόφευκτο τής όχτωβριανής έπανάστασης, άν καί γ ιά εύκολονόητους λόγους δέν τολμούν νά φέρουν τούς συλλογισμούς τους Ισαμε τήν τελική συνέπεια τους.** Τό γεγονός δτι οί έπίσημες κομματικές θέσεις καί έξηγήσεις γ ιά τήν πεντηκοστή έπέτειο τής όχτωβριανής έπανάστασης παραλείπουν κάθε διείσδυση στήν προβληματική τής έξέλιξης πού Ιφερε ή έπανάσταση καί κάθε κριτική συζήτηση τών
109
προϋποθέσεων της δέν προκαλεϊ έκπληξη, άφοΟ γενικά ή κριτική Απουσιάζει στό σοβιετικό σύστημα.
Ή ιστορική έκτίμηση τής δχτωβριανής έπανάστασης πού γ ίνεται πρόβλημα σέ σχέση μέ συλλογισμούς αύτοϋ τοϋ είδους, λογ ικά πρέπει νά χωρίζεται άπ’ τό ζήτημα σέ ποιό βαθμό τής Αναγνωρίζεται τό άναπόφευκτο. Πίσω άπό τΙς σπασμωδικές προσπάθειες νά στηριχθεί ή θέση τοϋ Αναπόφευκτου καί νά συμβιβαστεί μέ τό ιστορικό ύλικό πού τήν κάνει Αμφίβολη κρύβεται δχι μόνο ό φόβος πώς μέ τήν έγκατάλειψη τής θέσης γ ιά τό άναπόφευκτο τής έπανάστασης άποδυναμώνει ή θεωρία πού χρησιμοποιήθηκε καί χρησιμοποιείται άκόμα γ ιά νά στηρίξει μιά όρισμένη. πολιτική σέ άλλες συναρτήσεις, άλλά στή συνέχεια καί ή άνησυχία πώς μέ τόν τρόπο αύτό Οά άμφισβητηθεί δλη ή Ιστορική πρόοδος πού στή συνείδηση πολλών συνδέεται μέ τήν όχτωβριανή έπανάσταση καί θά άφαιρεθεϊ άπ’ αύτό τό Ιστορικό γεγονός ή βασική σημασία πού τοϋ άποδίδει ή προσανατολισμένη λενινιστικά θεώρηση τής ιστορίας. 'Ωστόσο ό σκεπτικισμός άπέναντι στή θέση τοϋ άναπόφευ- κτου, πού άπελευθερώνει τήν όχτωβριανή έπανάσταση άπό τή σύνδεση της μέ τή ντετερμινιστική θεωρία, άφήνει καί πρέπει ν’ άφή- νει έξαιτίας τών δικών της προϋποθέσεων, άνοιχτό τό ζήτημα τής έκτίμησης της. Καί άκριβώς δταν θεωροϋμ< τό Ιστορικό προτσές δχι σάν πορεία προκαθορισμένη άπό άντικειμενικούς νόμους άλλά σάν μιά συνάρτηση δυναμική καί Ανοιχτή σέ διάφορες δυνατότητες πού φέρνουν σέ διαφορετικές κατευθύνσεις, δέν μποροϋμε άπό τήν άναγνώριση δτι σ’ ?να Ιστορικό γεγονός δέν ταιριάζει ή θέση πού άπαιτεί κάτω άπό τόν ήλιο τής Ιστορικής άναγκαιότητας νά καταλήξουμε στό συμπέρασμα δτι γ ι’ αδτό τό λόγο δέν ϊχ ε ι καί καμιά άξία. Τό γεγονός δτι θεωροϋμε τΙς ένέργειες μιάς όρισμένης συνάρτησης δρων ώς προσδιοριζόμενες άπό προηγούμενα αίτια, δέν είναι Ισοδύναμο μέ τήν ήθική έπιδοκιμασία καί τή συγκινησιακά θετική κρίση τών φαινομένων πού άκολουθοϋν. ’Αντίθετα τό δτι βλέπουμε £να δρισμένο γεγονός ώς μή έπαρκώς αΐτιολογημένο άπό πλευράς Αντικειμενικών δρων καί κατά συνέπεια ώς σχετικά έλεύ- θερο καί αόθύπαρκτο, δέ σημαίνει καί πώς τοποθετούμαστε άρνη- τικά άπέναντι του. *Ενα τέτοιο συμπέρασμα θά ήταν ύπέρβαση τών δρίων καί μεθοδολογική λαθροχειρία παρόμοια μ’ αύτή, πού μέ άντίθετη ιννοια βγάζει άπό μιά διαπιστωμένη έλευθερία μιά ήθική δικαιολόγηση. Ή διαπίστωση δτι στήν περίπτωση τής όχτω- βριανής έπανάστασης έχουμε νά κάνουμε μ’ ένα Ιστορικό γεγονός στήν πραγματοποίηση τοϋ δποίου συνέβαλαν Υποκειμενικοί παράγοντες πού ή συμμετοχή τους δέν είναι δυνατό νά άναχθβΐ στούς άντικειμενικούς δρους, δέν προεξοφλεί κατ’ άνάγκην καί τήν ά-
110
πάντηση στό έρώτημα πώς τοποθετείται κανείς άπέναντι στό γεγονός ώς παρατηρητής καί έπίγονος πού Ιχε ι γνώση τών μετέπει- τα έξελίξεων του. ’Αντίθετα ή διαπίστωση αύτή γ ιά πρώτη φορά τή φέρνει μέ άπόλυτη σαφήνεια πρός συζήτηση καί πέρα άπό δλες τΙς αύταπάτες πού προεξοφλούν τήν κρίση θέτει στή διάθεση δλων τήν κρίση έκείνων πού εύτυχώς ή δυστυχώς είναι σέ θέση νά μπο- ροϋν κι άκόμα νά όφείλουν νά παρακολουθήσουν τό γεγονός δχι άπλώς σημείο πρός σημείο κι άπομονωμένο, άλλά στίς Αλληλοδιάδοχες έπιδράσεις καί συναρτήσεις του. "Αν ή άπάντηση στό έρώτημα τό σχετικό μέ τήν Ιστορική άξιολόγηση τής δχτωβριανής έπανάστασης δέν προεξοφλεϊται μέ τήν Αναγνώριση τοϋ σχετικά έ- λεύθερου χαρακτήρα της σάν γνήσιας διακλάδωσης, δέν είναι σέ καμιά περίπτωση καί περιττή: γιατί Ακριβώς δταν Αντιλαμβανόμαστε τήν Ιστορία σάν πεδίο άσκήσεων διαφόρων δυνατοτήτων είμαστε Αντιμέτωποι μέ τήν ύποχρέωση νά πάρουμε Αξιολογική θέση τόσο Απέναντι στίς Ιστορικές δυνατότητες πού πραγματοποιή- θηκαν, δσο καί Απέναντι σ’ έκεΐνες πού ίμειναν Απραγματοποίητες. 'Ο πω ς καί νά είναι αύτή ή ύποχρέωση ύπάρχει άναφορικά μέ γεγονότα καί φαινόμενα πού έχουν μιά, ϊστω καί Εμμεση, σχέση μέ τήν πραγματικότητα τήν όποία πρέπει νά Αναλύσουμε καί νά διαμορφώσουμε οΐ ίδιοι. "Οταν πρόκειται γ ιά μακρινές έποχές καί πολιτισμούς πού δέν ϊχουν καμιά έπαφή μέ τό Ιστορικό μας πεπρωμένο ώς συγχρόνων άνθρώπων μποροϋμε νά τά καταφέρουμε νά εί|ΐαστε Απαθείς, άπλοΐ παρατηρητές. "Οσο δμως κοντύτερα στήν ύπαρξη μας πλησιάζει Ινα φαινόμενο κι δσο περισσότερο συνταράζει τή διάσταση μας σάν Ιστορικά πλάσματα, τόσο λιγότερο μποροϋμε νά άποτραβηχτοϋμε στήν ψυχρή σφαίρα τής Αριστοκρατικής Αδιαφορίας.
"Οταν θεωρεί κανείς τήν Ιστορία σάν Ανοιχτό προτσές, Ασφαλώς τό καθήκον νά τοποθετηθεί Αξιολογικά άπέναντι στά καταχωρη- μένα Ιστορικά γεγονότα καί έξελικτικές τάσεις, δέν περικλείνει καί τήν ύποχρέωση νά σχηματίσει γ ι ’ αύτά μιά τελική καί άνεπι- φύλακτη κρίση' μάλιστα κάτω άπό όρισμένες περιστάσεις Αποκλείει μιά τέτοια κρίση, γ ιατί μιά τέτοια κρίση θά στεκόταν Αντιμέτωπη στήν έλεύθερη έξέλιξη τής τάσης έκείνης πού άναιρεί ή καί τροποποιεί τή μέχρι τώρα κρίση, γ ιά χάρη τής δποίας, έξαιτίας τών δικών του προϋποθέσεων, πρέπει νά μείνει κανείς ειλικρινής. Δέν έ- πιτρέπεται ή δική του άξιολσγική τοποθέτηση νά είναι άδέσμευτη Αλλά ούτε καί ύπεκφυγή, παρά προσεκτική καί πολυσήμαντη, άφοϋ άπαιτεί τήν Αξιολογική συνάρτηση δρων πού βρίσκονται σέ κοινή διάθεση. ’Αλλά, Ακριβώς κατά τήν Ιστορική έκτίμηση τής όχτω- βριανής έπανάστασης, αύτός πού νιώθει ύποχρεωμένος Απέναντι
111
στή νίκη τών σοσιαλιστικών ιδεών σέ παγκόσμια κλίμακα, πρέπει νά ξεκινήσει άπό μιά άποψη πού άντανακλΛ διάφορους συλλογισμούς καί νά τούς συγκρίνει μεταξύ τους.
Άπό τήν πλευρά τών τάσεων τού ούμανισμοϋ καί τοϋ ντετερμινισμού τοϋ Μάρξ μπορεί έδκολα νά θεμελιωθεί μιά άρνητική κρίση γιά τις πράξεις τοϋ Λένιν πού ώθησαν τήν παραπέρα έξέλιξη σέ μιά δρισμένη κατεύθυνση. Ό ούμανιστής πού ίχει μπροστά στά μάτια του τά θύματα τής ρωσικής έπανάστασης καί τής έκβιαστι- κής έξέλιξης τοΰ κοινωνικού προτσές πού τήν άκολούθησε, δέν μπορεϊ νά πάρει άπέναντι σ’ αύτά τήν ίδια θέση πού κρατά άπέ- ναντι στά θύματα πού κόστισε τό χτίσιμο τών πυραμίδων, πού ή μοίρα τους δέν έκτείνεται ίσαμε τή δική μας έποχή. Άκόμα κι δταν δέν είναι κανείς πατσιφιστής, ούτε άπό άποψη άρχών, άντίπα- λος τής πολιτικής βίας, άλλά θεωρεί χρησιμοποιήσιμη καί στό χώρο τής πολιτικής διαμόρφωσης τών άνθρώπινων πεπρωμένων τή σχέση άνάμεσα στά μέσα καί τό σκοπό, πάλι θά πρέπει νά προβάλει τό έρώτημα, άν τό άποτέλεσμα δικαιολογεί τά θύματα. Άπό τό έρώτημα αύτό δέν μπορεί νά ξεφύγει μέ τή γενική διαπίστωση δτι καί οί άλλες έπαναστάσεις καί τό προτσές τής καπιταλιστικής συσσώρευσης έχουν άπαιτήσει τά δικά τους θύματα, γιατί δ τίτλος τής ύπεροχής πού άξιώνει 6 σοσιαλισμός γιά τήν ιστορική του πραγματοποίηση θεμελιώθηκε δχι λιγότερο στήν ιδέα δτι άνοίγει τό δρόμο σέ μιά νέα άντίληψη καί διαμόρφωση τών άνθρώπινων σχέσεων. Ό ούμανισμός καί δ ντετερμινισμός θά μπορούσαν νά συν- δεθοΰν στό έρώτημα, άν πραγματικά ήταν έπιτρεπτό καί σκόπιμο νά άπαιτηθεΐ άπό μιά καθυστερημένη χώρα μιά βίαιη πορεία διαμέσου τής ιστορίας- καί νά έπιβαρυνθεΐ ό σοσιαλισμός μέ δλες έ- κεΐνες τις δυσκολίες καί φρικαλεότητες πού ιστορικά βάραιναν τόν καπιταλισμό. Ά ν αύτό τό έρώτημα προβάλλεται σέ σχέση μέ τήν έξέλιξη τής ίδιας τής Ρωσίας, πού στά πλαίσια μιας άργότερης σέ ρυθμό βιομηχανικής καί πολιτικής έξέλιξης θά πετύχαινε πιθανότατα τόν έκσυγχρονισμό της μέ λιγότερα θύματα, μέ πολύ περισσότερο δίκιο τό ίδιο έρώτημα μπαίνει γιά τόν έξωρωσικό κόσμο.
Ή πορεία πού άρχισε ή Ρωσία μέ τήν οίκοδόμηση τού σοσιαλισμού σέ μιά μόνη χώρα, δέν ήταν μόνο μιά άνεπιείκεια άπέναν- τι στό σοβιετικό λαό καί δυσφήμηση τού σοσιαλισμού — πού λειτούργησε σάν ύποκατάστατο πρώιμου καπιταλισμού'* καί φορτώθηκε τό μίσος πού κι ό καπιταλισμός είχε έπισύρει έναντίον του έξαιτίας τών έκμεταλλευτικών του μεθόδων — άλλά καί αιτία γιά μιά διεθνή μετατόπιση τών δυνάμεων, γιά τήν δποία δέν μπορεί νά πει κανείς έκ τών προτέρών δτι πολλαπλασίασε σέ παγκόσμια κλίμακα τήν κοινωνική πρόοδο καί τήν άνθρώπινη εύτυχία. Σέ συνάρτηση μέ δλα αύτά άποκτούν οί προειδοποιήσεις καί παραινέ
112
σεις τοΟ Κάουτσκυ μιά σημασία τό δίχως άλλο χειροπιαστή, άκόμα κι άν Αναγνωρίζει καί παραδέχεται κανείς πώς 6 Κάουτσκυ πήρε μιά όρισμένη θέση άπέναντι στή ρωσική έπανάσταση καί τήν όρθολογοποίησε μέ τή βοήθεια τής μαρξιστικής θεωρίας. Τά έπι- χειρήματα πού προβλήθηκαν κατά τήν Ανάπτυξη αύτών τών συλλογισμών κατά τοΟ άγκιστρωμένου στίς περιοδολογήσεις ιστορικοϋ ύλισμοΟ μαρτυρούν μόνο δτι αύτή ή θεώρηση παραγνώρισε τήν αό- τοδυναμία τής έπαναστατικής θέλησης, πού τή θρέφουν ύποκειμε- νικά στοιχεία καί δείλιασε μπροστά στήν έφαρμογή, στή δική της πραγματικότητα, τής όρθολογοποίησης τής δικής της θέσης πού Αποδίδεται στούς μπολσεβίκους, ΑφοΟ έπέμενε στήν προτεραιότητα τής θεωρίας καί τόν καθοδηγητικό της ρόλο γιά τήν πράξη. Τό γεγονός δτι στή μαρξιστική θεωρία Αναποδογυρίστηκε ιδεολογικά ή έξέλιξη τής πραγματικότητας, τών Αντικειμενικών καί ύποκει- μενικών δρων, ή πραγματική συνάρτηση γνώσης καί θέλησης, δέ σημαίνει δτι ή πραγματική έξέλιξη είναι κάτι τό Ανώτατο π ώ δέν έπιδέχεται διευθέτηση καί δέν Αποκλείει δτι μιά θεώρηση πού Αντιτάσσεται στό μαρξισμό, Αλλά τοποθετείται Εξω Από τήν προβληματική τών άλυτων Αντιφάσεων του μπορεΐ νά Εχει καλύτερες προϋποθέσεις νά συλλάβει τό πρόβλημα. ’Ακριβώς έπειδή ot χειριστές τής μαρξιστικής θεωρίας καί δστερα άπό τήν τέλεια έξήγηση μιάς κατάστασης πραγμάτων Αρνήθηκαν καί συγκάλυψαν τήν αύτοτέ- λεια τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα καί τή φανερή δπαρξη διαφορετικών δυνατοτήτων καί δημιούργησαν τήν αύταπάτη, πώς μαζί μέ τή γνώση τής πραγματικότητας μποροϋν νά προμηθευτοϋν καί τήν όδηγία γιά τή διαμόρφωση τών γεγονότων, κατέπνιξαν τήν πιθανότητα νά έκφράσουν διαφορετικές δυνατότητες καί μέ μιά σαφέστερη Απόδειξη τών συνεπειών μιας Απόφασης νά μποροϋν νά θυμίζουν τήν προβληματική αύτών τών δυνατοτήτων. Ό έμ- πειρικά διαπιστωμένος αίτιακός μηχανισμός, πού Αντιπαραβάλλε- ται στή μαρξιστική θεωρία, πού καθαρίζει θέληση καί γνώση καί Αφήνει τόν ύποκειμενικό παράγοντα νά διαμορφώνει τούς Αντικειμενικούς δρους, δέν Αποκλείει νά κατακτήσει ή καθαρή Αντανάκλαση τών άντικειμενικών δρων στό αΐτιακό προτσές τή θέση έκεί- νη πού Απερίσκεπτα παραχώρησε ή μαρξιστική θεωρία δίχως νά νιώθει πώς Ετσι άνοιγε διάπλατα τΙς πόρτες σέ μιά Ανεξέλεγκτη άντίστροφη έξέλιξη, πού θά μποροϋσε νά εύδοκιμήσει Ακριβώς κάτω άπό τήν προστασία αότοϋ τοϋ πλάσματος.
Μέ τήν Εννοια αύτή μπορεΐ κανείς, δίχως νά ρθεΐ σέ Αντίφαση μέ τή γνώση δτι ή ύποκειμενική θ'έληση προσδιορίζει ντέ φάκτο τήν πραγματικότητα καί δτι πάντα ή τελευταία λέξη Ανήκει στή θελημένη Απόφαση, νά λυπάται πού δέν προσέχτηκαν ot έξαγόμ*- νες άπό τήν Ανάλυση τών Αντικειμενικών δρων ύπομνήσεις καί
8 113
παραινέσεις xal δέν κατευθύνθηκε Εξελικτικά τό αΐτιακό προτσές. ’Ακριβώς δταν Εμπιστεύεται κανείς στόν ύποκειμενικό παράγοντα Αποφάσεις πού έχουν πολύ μεγάλες συνέπειες, πρέπει καί νά συνηγορεί γιά τήν ίαο τδ δυνατό μεγαλύτερη προώθηση τής γνώσης τών Αντικειμενικών συναρτήσεων καί νά Αντανακλά σαφώς τίς προϋποθέσεις τοϋ δικοΟ του πλησιάσματος στήν πραγματικότητα. Άκριβώς δταν δμολογεί κανείς δτι καί μέ τή διαφύλαξη τής δικής του Αξιολογικής Αποψης καί τοϋ συστήματος του Αναφοράς, ύ- πάρχουν διαφορετικές δυνατότητες γιά τή δράση, δέν τοϋ Επιτρέπεται νά μήν προσπαθήσει νά κάνει Απολογισμό τών συνεπειών πού προβλέπεται πώς θά έχει ή κάθε φορά διαφορετική δράση. Τό σχήμα σύμφωνα μέ τό δποίο ή γνώση καθορίζει τή θέληση δέν el- ναι βέβαια Αναπαραγωγή τής πραγματικότητας πού συλλαμβάνε- ται έμπειρικά καί δέν Εχει καμιά έλπίδα νά προεξοφλήσει τΙς διαρθρώσεις τών μελλοντικών μηχανισμών Απόφασης, θά μποροϋσε 8- μως καί θά δφειλε, στό μέτρο πού πλησιάζεται Από μιά θέληση πού ξέρει τή δύναμη της καί κατά συνέπεια είναι διαφωτισμένη, δταν βλέπει νά προκαλεϊται Απ’ αύτή, νά δώσει στή γνώση δσο τό δυνατό περισσότερο χώρο καί νά συνειδητοποιήσει δσο τό δυνατό πιό έντατικά τήν Απόφαση, πού πάρθηκε. Ά ν άντίθετα βαυκαλίζε- ται κανείς μέ τήν αύταπάτη πώς ή γνώση μπορεΐ, Ετσι ή άλλοιώς, νά βγάλει Από τή γνώση Ενα μοναδικό συμπέρασμα, τότε τό άποτέλεσμα θά είναι νά είσχωρήσουν οί όρθολογοποιήσεις άκόμα κι έκεΐ πού νόμιμα έχει θέση μόνο ή λογική στάθμιση. Έτσι, ή έρ- μηνεία τοϋ αίτιακοϋ προτσές μπορεΐ νά προκαλέσει άντίθετες κάθε φορά έπιδράσεις' ή αύταπάτη νά μετασχηματιστεί |ΐόνο αύτό πού είναι γνωστό δίνει στήριγμα στήν αύθαίρετη' θέληση, ή όμο- λογία πώς μιά άπόφαση πρέπει νά παίρνεται ύπό Ιδίαν εύθύνην δέν καταργεί τό προηγούμενο στή σφαίρα τής άντανάκλασης αίτια- κό προτσές, άντίθετα τοΰ παραχωρεί νέες δυνατότητες.
Ό Κάρλ Κάουτσκυ είχε βέβαια άδικο πού θεωροΰσε τήν άκαμπτη περιοδολόγηση τοϋ μαρξιστικού συστήματος σάν άμετάκλητη κανονικότητα καί παραγνώριζε δτι ό έπαναστατισμός ήταν Ενα Ισότιμο συστατικό τοΰ μαρξισμοΰ, δμως, Αν παραβλέψουμ* τίς ά- παιτήσεις του, είχε δίκιο δταν στά πλαίσια μιάς Ενσωματωμένης στό μαρξισμό καί ύπερβολικής θεώρησης Εριξε στή συζήτηση τό έρώτημα τί θά μποροϋσε, κάτω άπό τούς δρους τής φεουδαρχικής καθυστέρησης, νά προκύψει άπό τή ρωσική έπανάσταση. Ά ν καί ή επιχειρηματολογία τοϋ Κάουτσκυ δέν είναι κατάλληλη νά μπει σάν τίτλος σέ μιά Ιστορική κρίση καταδίκης τοϋ μπολσεβικισμοΰ, άξίζει ώστόσο νά είσαχθεΐ σάν σκέψη στή συζήτηση γιά τή σκοπιμότητα αύτοϋ πού Εγινε στή Ρωσία, άν δέν είχε είσαχθεΐ κιόλας άπό τούς ίδιους τούς πρωταγωνιστές τής Επανάστασης στούς συλ
114
λογισμούς τους. Τό γεγονός 8τι δ Λένιν καί ot μπολσεβίκοι ποό κα- θοδηγοΟσε δέν έπηρεάστηκαν άπό τΙς άμφιβολίες πού γεννοΟσε I- νχς ντετερμινισμός, πού δέν πρέπει νά θεωρείται σάν γενική έξου- σιοδότηση γιά έπαναστατική δράση άλλά σάν περιορισμός της, δέν μπορεί νϊ έμποδίσει τόν παρατηρητή τών γεγονότων νά συνοπολο- γίσει κατά τή στάθμιση τών ύπέρ καί κατά τής έπαναστατικής δράσης τΙς σκέψεις πού έξαιτίας τών φανταστικών προσδοκιών δέν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στό αΐτιακό προτσές. Καμιά μελλοντική έπαναστατική δράση δέν έμποδίζεται νά έχει μπροστά στά μάτια της δχι μόνο τΙς άμεσες πιθανότητες τής δικής της έπιτυχίας, άλλά, μέ βάση ένα έλεγμένο άπό τήν πείρα ύλικό, καί τΙς μακροπρόθεσμες προοπτικές τής έξέλιξης της. Πέρα άπό τό ντετερμινισμό καί τόν έπαναστατισμό, τά βιασμένα μέ τή βοήθεια αδτών τών κατηγοριών στοιχεία τής πραγματικότητας άποκτοϋν μιά νέα, άν καί καθόλου δριστική άξία. Ά ν 6 Λένιν ήταν σωστά πληροφορημένος γιά τό πραγματικό μέτρο έπαναστατικής προθυμίας τής έργατικής τάξης τών μεγάλων βιομηχανικών έθνών, πιθανότατα, παρά τΙς εύνοίκές δυνατότητες πού πρόσφερε ή κατάσταση τής Ρωσίας τοϋ 1917, δέ θά είχε τολμήσει νά πραγματοποιήσει μιά καταδικασμένη στήν άπομόνωση έπανάσταση. Σέ. μιά τέτοια περίπτωση ά- σφαλώς δέ θά Βάθαινε καί Ισως νά γεφυρωνόταν ή διάσπαση τοϋ έργατικοϋ κινήματος, πού δημιουργήθηκε στή διάρκεια τοϋ πρώτου παγκόσμιου πολέμου έξαιτίας τής διαφορετικής στάσης άπέ- ναντι στόν πόλεμο. Άλλά ίνα ένωμένο έργατικό κίνημα δέ θά γινόταν είκολα λεία τοϋ φασισμοϋ, κυρίως στή Γερμανία δπου ή διάσπαση τοϋ άφαίρεσε κάθε δυνατότητα άντίστασης. ’Εκτός άπ’ δλα αύτά. δ εόρωπαϊκός σοσιαλισμός δέ θά είχε — δπως είπε μιά φορά δ Κάρλ Ρέυνερ " — νά πληρώσει τά Ιξοδα τοϋ ρωσικοϋ πειράματος, άλλά θά ήτανε σέ θέση νά έπεκταθεί πρός τό κέντρο καί νά σταματήσει τΙς τάσεις πού έφερναν στό φασισμό καί τόν πόλεμο.
Ωστόσο σ’ Ιναν παρόμοιο όπολογισμό εΤναι πολύ μεγάλοι ot παράγοντες αβεβαιότητας καί γι’ αύτό δέν μπορεί νά φτάσει κανείς σ’ ένα Ολοκληρωμένο άποτλεσμα δίχως μιά παραπομπή καί στίς άντίθετες σκέψεις. Είναι δυνατό — άν καί καθόλου βέβαιο — μιά ύποχώρηση τής έπαναστατικής ΰπόθεσης στή Ρωσία, νά δδηγοϋ- σε δχι μόνο στή χαλάρωση τής πίεσης πού άσκοϋσε ή άπειλή ένός προλεταριακοϋ κράτους στήν άστική τάξη τών δυτικών χωρών καί τήν έξανάγκαζε νά προβαίνει σέ παραχωρήσεις πού άλλοιώτικα δέ θά δεχόταν, άλλά καί στήν ένίσχυση τών συντηρητικών, άκόμη καί τών άντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, πράγμα πού έκανε δυνατό νά έγκατασταθεί ή κατάσταση πού άντιπροσώπευε δ φασισμός καί δίχως τή διάσπαση τοϋ έργατικοϋ κινήματος, μόνο μέ τήν έ-
116
ξουδετέρωση του σάν παράγοντα δύναμης. Τδ έρώτημα, δν ό εύ- ρωπαϊκός σοσιαλισμός καί ή δημοκρατία πού ύποστηρίζει έπιβα- ρύνθηκε μέ τά έξοδα ή έπωφελήθηκε άπό τά πλεονεκτήματα τού ρωσικού πειράματος έξακολουθεΐ νά μένει Αναπάντητο καί ύπάρ- χουν έξίσου καλά έπιχειρήματα γιά μιά Απάντηση μ’ αύτή ή τήν άλλη ίννοια. Έν πάση περιπτώσει ήτανε μιά άπό τΙς τραγο)5ίες της, πιθανότατα ή τραγωδία τής ρωσικής έπανάστασης, δτι φορτώθηκε σύγχρονα δυό τεράστια καθήκοντα πού φαινόνταν δτι βρισκόντανε σέ άξεδιάλυτη μεταξύ τους συνάρτηση: τό ξεπέρασμα τής ρωσικής καθυστέρησης καί μέ μιά άποφασιστική προώθηση, τήν ένεργητι/ή προαγωγή τής παγκόσμιας έπανάστασης. Στό βαθμό πού Ιξαιτίας τής έλλειψης άπήχησης στίς δυτικές χώρες άποδει- χνόταν απραγματοποίητη ή έκπλήρωση τοϋ δεύτερου καθήκοντος, δφειλε νά γίνεται δυσκολότερη κι δχι εύκολότερη ύπόθεση καί ή έκπλήρωση τοΟ πρώτου. Στή συνέχεια, ή συγκέντρωση τών προσπαθειών σέ μιά λύση, πού άρχικά τή φαντάστηκαν δυνατή μόνο στά πλαίσια μιας παγκόσμιας έπαναστατικής έξέλιξης, δδήγησε στήν άνάγκη νά έπιδιωχθεϊ τό ξεπέρασμα τ^ς τεχνικής καί βιομηχανικής καθυστέρησης μέ τήν άποκατάσταση άλλων στοιχείων τής ρωσικής καθυστέρησης, στήν .ξίνάγκη νά διατηρηθεί στή σοσιαλιστική οίκοδόμηση ένα τμήμα τοϋ τσαρικοϋ δεσποτισμοϋ, πού μέ τή σειρά του άρχισε νά έπιδρδ Ισχυρότατα πάνω σ’ αύτή.Μ
Δέν είναι εύκολότερο, άλλά πολύ πιό δύσκολο νά δοθεί άπάν- τηση στό έρώτημα, δταν παίρνε; κανείς ύπόψη του δχι μόνο τίς έσωρωσικές συνέπειες τοϋ μπολσεβικισμοϋ καί τΙς έπιδράσεις του στήν εύρωπαϊκή κατάσταση, άλλά καί τή γενική κατάσταση, πού δ μαρξισμός, σάν παγκόσμιο σύστημα γιά τήν ύπερνίκηση τοΰ καπιταλισμού, πρέπει νά έχει μπροστά στά μάτια του. Άπό τή μιά μεριά είναι άναπότρεπτη ή διαπίστωση δτι ή δχτωβριανή έπανάσταση δέν έφερε τή χώρα σ’ έκείνη τήν έλεύθερη κοινωνική κατάσταση πού όνειρεύτηκε ό Λένιν καί χέρι μέ χέρι μ’ αύτό τό εύρημα πρέπει νά άναφερθεϊ καί ή έπόμενη δμολογία δτι αύτό τό κράτος έδώ καί χρόνια δέν είναι πιά ή έμπροσθοφυλακή καί ό ά- νιδιοτελής βοηθός τών έπαναστατικών προσπαθειών στ’ άλλα τμήματα τής γής, άλλά φροντίζει στά πλαίσια τοϋ διεθνικοϋ παιχνιδιού γιά τά συμφέροντα του σάν μεγάλη δύναμη καί κοινωνιολογικά γιά τίς άνάγκες ένός σταθεροποιημένου κοινωνικού στρώματος. Σήμερα ό κινεζικός κομμουνισμός στολίζει τό ρωσικό μέ τΙς ίδιες κατηγορίες πού πρίν άπό δεκαετίες άπόδιναν ot σοβιετικοί κομμουνιστές καί ot Εύρωπαΐοι δορυφόροι τους στή σοσιαλδημοκρατία." Άπό δλα αύτά μπορεΐ εύκολα κανείς νά βγάλει τό συμπέρασμα πιος ή μοίρα κάθε έπανάστασης είναι νά προδίνεται καί ν’ άρνιέται μέ τόν καιρό τΙς άρχικές της έπιδιώξεις. Σέ μιά παρόμοια, καθα-
116
p i πεσσιμιστική Ικτίμηση βρίσκεται Αντιμέτωπη ή έπίσης Αδιάψευστη Αλήθεια δτι ή ρωσική έπανάσταση, παρά τό γεγονός δτι έδώ καί πολύν καιρό μπήκε στό στάδιο τής σταθεροποίησης, Ασκησε ισχυρές έπαναστατικές έπιδράσεις καί μάλιστα δτι δίχως τήν όχτωβριανή έπανάσταση, πού μετά τή γαλλική Απετέλεσε τό πρώτο παράδειγμα νικηφόρας έπανάστασης, πιθανότατα καί οί Αλλες έπαναστάσεις δέ θά έβρισκαν τή δύναμη νά νικήσουν. Έτσι λοιπόν, άν θειορεΐ κανείς σάν σκοπό καί Αξία τήν έπαναστατική Αλλαγή τής πραγματικότητας, σέ σχέση μέ τήν ύπερνίκηση τοϋ καπιταλισμού καί κάθε μορφής έκμετάλλευσης σέ παγκόσμια κλίμακα, θά θεωρήσει δικαιολογημένη τήν όχτωβριανή έπανάσταση, άκόμα καί Αν είναι τής γνώμης, δτι έσπασε τόν πάγο πολύ νωρίς κι δχι στο σωστό μέρος.
Πέρα άπό τά παραδοσιακά μαρξιστικά σχήματα γιά τή δικαιο- λόγηση τής όχτιοβριανής έπανάστασης συνηγορεί κι ό πραγματιστικός συλλογισμός δτι άντίθετα πρέπει νά έννοήσει κανείς τό μεγαλύτερο μέρος τής έξέλιξης τών τελευταίων πενήντα χρόνων σάν τραγωδία καί διαρκή καταστροφή, όπότε καί έχει λιγότερες δυνατότητες νά εισχωρήσει στά γεγονότα. "Αν δμως τοποθετηθεί στό έδαφος τών γεγονότων, δέν Αποχωρίζεται βέβαια άπό τήν Ιδεατή Αναγωγή σέ μιά αίτιακή πορεία που παρεκκλίνει Από τήν πραγματικότητα, Αλλά τουλάχιστο ξεκινά Από τήν έλπίδα πώς είναι δυνατό νά ξαναλειτουργήσει θετικά δ μηχανισμός τοϋ ίστορικοϋ προτσές πού τόν έβλαφταν οί λαθεμένες Αποφάσεις. "Αν δμως άντίθετα θεωρεί σάν δριστικά Αναποδογυρισμένη καί παραμορφωμένη τή λογική συνάρτηση τών δρων, ώς τό σημείο πού νά είναι Αγνώριστη, τότε δέν τοϋ Απομένει τίποτε Αλλο Από τήν Απάθεια, τόν κυνισμό καί τήν Αδιάφορη γιά τίς παγκόσμιες προοπτικές συγκέντρωση σ’ ένα μικρό μέρος τής καθημερινής πραγματικότητας. ’Αλλά θά είναι πολύ προσεκτικός γιά νά δεχτεί σάν Ανέκλητα πα- ραπλανημένο τό ρεϋμα τής έξέλιξης καί θά συμπράξει σέ μιά έξέλιξη πού περικλείνει δχι μόνο τό συμβιβασμό μέ δ,τι έγινε, άλλά καί κάτω άπό δρισμένους δρους τήν Αποδοχή του στό δικό του σύστημα Αναφοράς, Ακριβώς άν δέν είναι ντετερμινιστής.
Μ’ αύτή τήν έννοια κάθε δρΑση πού νιώθει Υποχρεωμένη στά Ιδανικά τής δχτωβριανής έπανάστασης μπορεί νά συμβάλλει έκ τών ύστέρων νά δωθεΐ σ’ αύτό τό γεγονός έκεΐνο τό νόημα πού φαίνεται πώς τοΰ λείπει ή πού έν πάση περιπ-ίώσει δέν παρουσιάζεται σάν καθαρός λογαριασμός. Μιά τέτοια προσπάθεια ήταν ή τσεχοσλοβακιή Ανοιξη πού προσωρινά άπέτυχε. Σκόνταψε πάνω στήν πραγματική μορφή καί προϊόν έκείνης τής έπανάστασης πού ήταν τό πρότυπο καί ή άφορμή γιά πολλές έπαναστατικές προσπάθειες, τής έπανάστασης πού ή παραμόρφωσή της πρέπει νά Α-
117
ποτελέσει 2να παράδειγμα προειδοποίησης καί νουθεσίας: Νά *1- σαχθοΟν στά σχέδια μας τά στοιχεία τής πραγματικότητας πού στήν περίπτωση τής όχτωβριανής έπανάστασης παραμελήθηκαν, γιατί άλλοιώτικα ή μοίρα θά διαψεύσει καί τήν καλύτερη θέληση καί μάλιστα μέ τίς δικές της πράξεις.
118
Κεφάλαιο 3
MAPS ΚΑΙ ΚΑΡΛ ΚΑΟΥΤΣΚΥ
"Αν καί τδ κεφάλαιο «Μάρξ καί Λένιν» έδωσε άφορμή νά σχολιαστεί ή λειψή άντανάκλαση, θά Ελεγα, ή παραποιητική έκτόπιση καί ύπόκρυψη τοΟ ύποκειμενικοΟ παράγοντα άπδ τήν κομμουνιστική Ιστοριογραφία, είναι άκόμα πιό Απαραίτητο νά άναφερθοϋμ· στήν παραγνωρισμένη καί άγνοημένη δύναμη αύτοΟ τοϋ παράγοντα κατά τήν είσοδο μας στήν Ιστορία τής κεντροευρωπαΓκής σοσιαλδημοκρατίας καί τήν αότοπαρουσίαση αύτής τής Ιστορίας άπό τή φιλική της φιλολογία. Σέ σχέση μέ τήν κομμουνιστική Ιστοριογραφία, π ώ Ιχει χρέος νά δικαιώσει Ιστορικά κι άκόμα νά Υμνολογήσει τήν όχτωβριανή έπανάσταση, ή άπολογητική Ιστορική θεώρηση τής σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται, άπδ τδ Ινα μέρος, σέ καλύτερη, άπδ τδ άλλο, σέ χειρότερη θέση. Ή άπολογητική αύτοπαρουσίαση τοΟ κομμουνισμοΟ άναλαβαίνει Ινα πιδ εύχάριστο καθήκον έφόσον τής πέφτει νά προβάλλει στδ φώς Ινα πετυχημένο Ιστορικό γεγονός μέ διαρκείς έπιδράσεις καί άνυπολόγιστες συνέπειες, ένώ ή έρμηνεία τής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής Ιχει νά σκεπάσει μιά όλοφάνερη άποτυχία, Ινα ναυάγιο πολιτικών φιλοδοξιών. 'Ωστόσο αύτδ πού άπδ τήν άποψη τής Ιστορικής άξιολό- γησης παριστάνεται σάν έλκυστικδ καθήκον, είναι, στίς κατηγορίες τής μαρξιστικής κατανόησης τής Ιστορίας πού βρίσκεται κάτω άπδ τή γοητεία τοΟ κλασικοΟ ντετερμινισμού, τό πιό δύσκολο καί, σύγχρονα, θεωρητικά, πολύπλοκο. Στήν περίπτωση αύτή ή τέχνη τής έρμηνείας είναι νά ξαναφέρει άπδ πλάγιους δρόμους καί μέ τή βοήθεια έπικουρικών κατασκευών τήν όρμή καί τήν αύ- τοδύναμη δράση τοΟ ύποκειμενικοΟ παράγοντα στούς άντικεΐ|ΐενι- κούς δρους καί νά διαφυλάξει Ιτσι τήν ένότητα καί τήν πρόσοψη τής θεωρίας πού έννοεΤται άντικειμενικά. *Η άνάγκη νά μήν άν- τιλαμβάνονται ο! άπολογητικοΐ παρατηρητές τής περιοχής τής κομμουνιστικής έξουσίας τδ μαρξισμό σάν πεδίο άντίθετων καί διαφορετικών δυνάμεων καί στοιχείων πού είναι άδύνατο νά άνα- χθοΟν σέ κοινό παρονομαστή, άλλά σάν θεωρία άντικειμενικά χειροπιαστή πού γιά χάρη τών δικών τους σκοπών κυριαρχίας προσδιορίζει τήν πράξη, τούς έμποδίζει νά φέρουν τή θεωρία τους στό έπίπεδο πού άπαιτοΟν ο! πηγές τής δικής τοος πράξης.
119
ΤΙ κομμουνιστική Ιστοριογραφία είναι βέβαια στήν ευχάριστη θέση νά μπορεΐ νά περιστρέφεται γύρω άπδ μιά άστραφτερή Ιστορική έπιτυχία καί νά κινείται πάνω στά ίχνη τών μεταγενέστερων έπιτυχιών, άλλά φαίνεται άνίκανη νά παρουσιάσει αύτή τήν Επιτυχία σά; κάτι πού δέν άποτελεΐ μιά άναγκαστική θεώρηση, προσαρμοσμένη στό κρεβάτι τοϋ Προκρούστη - ντετερμινισμού. Απέναντι της ή σοσιαλδημοκρατική ιστοριογραφία Ιχει τό θλιβερότερο καθήκον νά είναι Υποχρεωμένη, νά Εκφωνεί έπιτάφιους λόγους σέ θαμμένες Ιστορικές δυνατότητες. Ό μως έπιτέλεσε καί έπιτελεΐ αύτδ τδ καθήκον μέ τδν τρόπο τών έπιτάφιων δμιλητών, δέν άφήνουν νά πέσει καμιά σκιά στή ζωή τοΰ μακαρίτη καί άναζητοϋν τήν εύθύνη γιά τδ δχι καί τόσο δοξασμένο τέλος του, δχι άνάμεσα στούς έπιζήσαντες, άλλά στούς άλλους ή ξεφεύγουν γενικά άπ’ τδ ζήτημα τής εύθύνης, ένώ μπροστά σ’ αύτδ πού φαίνεται δπωσδή- ποτε άναπόφευκτο άποδίνουν τήν άτομική άποτυχία στδ πάθος καί τήν τραγική μοίρα. Μέ τδν τρόπο αύτδ δέ μετατρέπεται μόνο ή ήττα σέ νίκη, άλλά καί, σέ δμοφωνία μέ τδ άναπαραγόμενο ιστορικό συμβάν, παραλείπεται ή άντανάκλαση τοΟ Υποκειμενικού παράγοντα πού ή μή παρέμβαση του στά γεγονότα Εφερε τά Ιστορικά δεδομένα στή γνωστή κατάληξη καί Ετσι δλοκληρώνεται ή άρχι- κή άποτυχία. Ένώ στήν κομμουνιστική Ιστοριογραφία πέφτει τδ Επαινετικότερο άλλά θεωρητικά δυσκολότερο καθήκον νά φέρει στά σωστά μέτρα τόν άγρια φουσκωμένο Υποκειμενικό παράγοντα καί νά τδν παρουσιάσει σάν ύποτακτικδ έκτελεστή τοϋ συστήματος, δηλαδή νά στρέψει τήν Υποκειμενικότητα όρθά, άντικειμενικά, ή άπολογητική Ιστορική θεώρηση τής σοσιαλδημοκρατίας1 (μόλις πού Υπάρχει πιά σήμερα) δέ χρειάζεται νά στηριχτεί σέ άλλο μοχλό παρά στδ βεβαιωμένο Ιστορικά καί νά έπαναλάβει τδ λάθος πού Εγινε στόν άρχικδ κιόλας λογαριασμό καί Ιτσι νά Επιβεβαιώσει τήν αύταπάτη τών προσώπων πού Εδρασαν Ιστορικά νά θέλουν νά πείσουν τόν έαυτό τους καί τούς άλλους δτι δέν ήταν παρά θύματα τής παγκόσμιας Ιστορίας, καί μέ τήν άνοσοποίηση Εναντι τής κριτικής πού άποκαλύπτει τήν πηγή τών λαθών νά τήν τελειοποιήσει. "Αν ή κομμουνιστική ιστοριογραφία συμβιβάζεται μέ τδν άν- τικειμενισμδ πού απαιτεί τδ σύστημα, άφοϋ μέ τήν άντικειμενική ερμηνεία παραλύει καί καθησυχάζει τόν πληθωρισμδ τοϋ Υποκειμενικού παράγοντα, ή σοσιαλδημοκρατική Επιτυγχάνει τδν προκαθορισμένο σκοπό νά άποδείξει Εκ τών Υστέρων τΙς άντικειμενικές περιστάσεις καί συνθήκες σάν τά μοναδικά καθοριστικά μεγέθη παραμένοντας στδ πεδίο τής άρνησης καί καταδίκης τοϋ Υποκειμενικού παράγοντα καί μειώνοντας τον θεωηρτικά τόσο δσο προηγούμενα τδν είχε άποσύρει άπδ τήν πολιτική πράξη.
Γιά τούς λόγους πού άναφέραμε στδ προηγούμενο κεφάλαιο αό-
120
τή ή αύτογνωσία δέ φτάνει ν4 έγγυηθεΐ μι4 δλοκληρωμένη άντίληψη τής πραγματικότητας πού προσφέρεται γι4 στοχασμό. Ά κόμα κι άν ήταν άληθινδ βτι βρισμένες συνθήκες καί έναντιότητες άσκησαν μιά πιεστική έπίδραση καί κατεύθυναν τδ ίστορικδ γίγνεσθαι πρδς μιά δρισμένη κατεύθυνση, πράγμα πού θά γινόταν πάντα πρός τήν πλευρά τών ύποκειμένων πού δροϋν, πάλι δέ θά ήταν περιττδ νά ανατρέξουμε στίς διαθέσεις τών δρώντων προσώπων. Άκόμα καί στήν περίπτωση πού κατά τ4 φαινόμενα πανίσχυρα περιστατικά έκβιάσανε μι4 λύση δρισμένη, πάλι δέ Θ4 ήτανε δίχως ένδιαφέρον ν4 πληροφορηθοϋμε, άν αύτά τ4 περιστατικ4 μπήκαν έμπόδιο στδ δρόμο μιάς θέλησης πού έπιθυμοΟσε νά κατευθύνει τήν πραγματικότητα σέ άλλο δρόμο ή άπλώς προσφέρθηκαν σάν εύ- πρόσδεκτη πρόφαση καί άλλοθι σέ μιά θέληση κατασκευασμένη. Άκόμα κι άν γιά λόγους άντικειμενικούς άμφιβάλλει κανείς γιά τήν άποτελεσματικότητα τοΰ ύποκειμενικοϋ παράγοντα, καί πάλι δέν είναι περιττό, άλλά Ιστορικά άναγκαίο νά τδν έξετάσουμε καί νά τδν άναλύσουμε κριτικά. Ή άνάγκη αύτή ύπάρχει κατ’ άρχήν γιά τήν ιστορική θεώρηση πού άποκρούει τδν μονόπλευρο καί μονοσήμαντο προσδιορισμό τοϋ ιστορικοϋ γίγνεσθαι άπδ άντικειμενι- κά περιστατικά, άλλά καί θεωρεί τήν ίδια τήν παραδοχή μιδς τέ- τοιας άποψης σάν άποτέλεσμα μι«ς έρευνας πού γενικά διεξάγεται γιά λόγους άμφισβητήσιμους. Ό σκεπτικισμός σχετικά μέ τδ δτι κατά τήν άναφορά στίς Αντικειμενικές καταστάσεις καί σχέσεις δέν πρόκειται μόνο γιά μιά άφοσίωση, πού διατηρείται άκλό- νητη σ’ ένα μαρξιστικό σύστημα τδ δποΤο εύνοεΐται άντικειμενιστι- κά, άλλά συνάμα καί γιά μιά έπίθεση άνακούφισης γιά τή σωτηρία τής δικής αύτογνωσίας, άποδείχνεται γενικά άπδ μι4 πλη- σιέστερη έξέταση πολυβεβαιωμένων γεγονότων δικαιολογημένος.
"Αν θέλει λοιπδν κανείς ν4 μή σφαλίσει τ4 μάτια μπροστ4 στήν άλληλεπίδραση πού άσκεΐται άνάμεσα στούς άντικειμενικούς δρους καί τΙς ύποκειμενικές διαθέσεις καί πράξεις, δφείλει νά κρατήσει μιά κριτική άπόσταοη καί νά σταθεί μέ Ιδεολογική ύποψία Απέναντι στή θέση, δτι δλα ήρθαν έτσι δπως Ιπρεπε νά ρθοϋν κι δτι ή δράση τών ιστορικών ύποκειμένων είχε δευτερεύουσα σημασία σέ σχέση μέ τούς άντικειμενικούς δρους. Ό σεβασμός δμως πού όφείλεται στδν 'Υποκειμενικό παράγοντα δχι μόνο έπιβάλλεται άπδ γνωσιοθεωρητικά καί μεθοδικά αίτια, καθώς καί άπδ τής πλευράς τής θεώρησης τοϋ Ιστορικοϋ γεγονότος, άλλά καί προκύπτει άπδ τήν ύποκρυπτόμενη λογική έκείνης τής κατανόησης τής Ιστορίας, πού δπως πιστεύεται άποφεύγεται μέ τή βοήθεια της ή Ιρευνα τής συνείδησης. Δηλαδή δέν μποροϋμε νά μετροϋμε μέ δυδ διαφορετικά μέτρα. Όταν άναφερόμαστε στούς πανίσχυρους δρους καί περιστάσεις γιά νά δικαιολογήσουμε τούς έκπροσώπους τοΟ δικοϋ
121
μα< παρελθόντος, δφείλουμε κατά τδν ίδιο τρόπο νά δώσουμε γενική άφεση άμαρτιών καί σέ κείνους πού Εστρεψαν τήν Ιστορία στήν καθορισμένη κατεύθυνση. Γιατί οί ίδιοι Spot καί συνθήκες πού έμπόδισαν τούς ήγέτες τής δικής μας ύπδθεσης νά κινηθοΟν, άνοιξαν στούς Εκπροσώπους τής πετυχημένης ύπόθεσης δυνατότητες πού αύτοί δφειλαν νά πραγματοποιήσουν σύμφωνα μέ τή λογική τής δικής τους έξέλιξης. 'Ωστόσο, δπως διδάσκει ή πείρα, ή διαπίστωση πώς δρισμένα πρόσωπα καί δμάδες Επλευσαν πάνω στή γραμμή πού καθορίζει ή Ιστορική άναγκαιότητα, δέν Εμποδίζει γενικά Εκείνους πού Εκαναν τήν Ιστορική άναγκαιότητα δρο τής ύποκειμενικής θέλησης νά προβάλλουν ήθικές Επιτιμήσεις καί κείνους πού άκολούθησαν τδ άναγνωρισμένο σάν άναγκαΐο δρόμο, νά Εκδόσουν γιά τούς άλλους μιά Εξοντωτική Ετυμηγορία. Τδ δτι γιά νά μή φανεί σ’ δλη της τήν καθαρότητα ή άποτυχία τών δυνάμεων τής άριστερδς στή δημοκρατία τής ΒαΤμάρης, ύποχρεώνει στδ νά θεωρείται άδύνατη ή άποτροπή τής κατάληψης τής Εξουσίας άπδ τδν Χίτλερ, δέν Εμποδίζει καθόλου τούς δπαδούς τής Ιστορικής άναγκαιότητας νά τδν καταδικάζουν, νά τδν άπεχθάνον- ται καί, άπδ πολλές άπόψεις, νά τδν δαιμονοποιοΟν.
Αύτή ή άντίφαση θά Ιπρεπε νά γίνει άφορμή, νά στοχαστούμε μήπως θά ήτανε πιδ σωστδ νά καταγράφουμε τά πάντα σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους καί νά στεκόμαστε σέ άπόσταση άπδ ά- ξιολογικές κρίσεις ή, άν αύτδ άποδείχνεται άδόνατο μπροστά στά γεγονότα, μέ δλη τή φρίκη πού προκαλεΐ, νά άναθεωρήσουμε αύτή τήν άντίληψη γιά τήν Ιστορική άναγκαιότητα, πού καταπίνει κάθε άτομική Ενοχή. Ό συνειδητδς ή άσυνείδητος, άλλά σάν κίνητρο πολύ άποτελεσματικός, φόβος πώς Ετσι θά ρθοΟμε σέ ρήξη |ΐέ τΙς γνήσιες άξίες καί ύπηρεσίες τοϋ δικοΟ μας παρελθόντος είναι ά- δικαιολόγητος καί μαρτυρΛ τήν δπαρξη Ινδς φρονήματος μικροπρέπειας, τής θέλησης γιά ήρωοποίηση καί ύπεραπλούστευση τής Ιστορίας. Άκόμα καί στήν περίπτωση πού θά άναιρεθεΐ ή μονόπλευρη τοποθέτηση άξιολογικών κανόνων, πάλι δέν ύπάρχει κανένας κίνδυνος νά πέσουν αύτά πού θέλει κανείς νά Υπερασπιστεί στήν ίδια γειτονιά μ’ Εκείνους πού, γιά εύκολονόητους λόγους, δέ θέλει νά τούς άφαιρεθεΐ οδτε μιά σταλιά άπδ τήν άνατριχιαστική τους εύθύνη. Άκόμα κι άν προβληθεί άλύπητα στδ φώς ή άποτυχία τών σοσιαλδημοκρατών ήγετών, πού ή άφρόντιστη καί άσυνεπής πολιτική τους διευκόλυνε τδ φασισμδ νά κατακτήσει τήν Εξουσία, πάλι αύτδ δέ θά άποτελεΐ λόγο νά μετριαστοΟν οί εύθύνες έκείνων πού Επωφελήθηκαν άπ’ αύτή τήν άδυναμία γιά νά Ικανοποιήσουν τήν άλαζονική τους δίψα γιά Εξουσία. Ανάμεσα στή θέληση καί τή δράση τών ύπερασπιστών τής δημοκρατίας καί τή θέληση καί δράση τών καταστροφέων της ύπάρχει Ινα χάσμα ήθικής φύσης,
123
πού καμιά, άκόμα καί ή πιό καλοζυγιασμένη θεώρηση, δέν μπορεΐ νά κλείσει. Εννοείται αύτό πού ένδιαφέρει δέν είναι νά προβληθούν σάν ιστορικές άποφάσεις μόνο ot κακές πράξεις καί δχι καί ot παραλείψεις ot όποιες γενικά έκπορεύτηκαν άπό εδγενή κίνητρα. Γιά τά άτομα καθώς καί γιά τίς δμάδες Ιστορικά Ισχύει ή ποινική άρχή, σύμφωνα μέ τήν όποία τά έγκλήματα (πού καί μέ τή δικαιολογία έξαιρετικών αιτίων παραμένουν έγκλήματα) μπορεΐ νά διαπραχτοϋν δχι μόνο μέ θετική δράση, άλλά, δταν ύ- πάρχει καθήκον γιά δράση, καί μέ τήν παράλειψη τής δράσης. Ή άναφορά στό άνθρωπιστικδ κίνητρο πού δδήγησε στήν παράλειψη τής έπιβαλλόμενης άπ’ τό καθήκον δράσης, παίρνεται βέβαια ύπόψη κατά τήν άξιολόγηση τοΰ γεγονότος σάν αίτιο μετριασμοϋ τής εύθύνης, άλλά δέν μπορεΐ σέ καμιά περίπτωση νά δδηγήσει στήν άθώωση.
Γιά νά ύποστηριχτεΐ ή θέση πώς ήταν άναπότρεπτος δ δρόμος στό φασισμό καί πώς άκόμα καί ή καλύτερη έπιβεβαίωση τών δημοκρατικών, Ιδιαίτερα τών άριστερών δυνάμεων τοϋ έργατικοϋ κινήματος δέ θά άλλαζε κατά τίποτε τό μοιραίο άποτέλεσμα γίνεται μέ εύχαρίστηση ή ύπόμνηση δτι γενικά ot δρόμοι τών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, παρά τΙς διαφορές στήν Ιδεολογία καί τήν τακτική, έφεραν στήν άποτυχία. Έτσι βγαίνει τδ συμπέρασμα πώς κάτιο άπό τούς δρους πού ύπήρχαν, δλοι ot δρόμοι θά δδη- γοϋσαν στήν άβυσσο. Στό συμπέρασμα αύτό καταλήγει λόγου χάρη δ Ό ττο Μπάουερ, ήγέτης τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας στδ διάστημα τοΰ μεσοπολέμου, στήν μπροσούρα του «Ή έξέγερση τών Αύστριακών έργατών» πού τήν Εγραψε άμέσως δστερα άπδ τά γεγονότα τοϋ Φλεβάρη τοΰ 1934. 'Ομολόγησε πώς Εγιναν βέβαια «άριστερά» καί «δεξιά» λάθη, άλλά .. . Αύτό τό άλλά πού πρόσθε- σε σοΰ φάνηκε πώς ήταν κατάλληλο γιά νά στερήσει άπ’ τά λάθη πού μόλις παραδέχτηκε τόν καθοριστικό χαρακτήρα γιά τό άποτέλεσμα. «Είναι δλοφάνερο δτι οί λόγοι τής ήττας τής έργατικής τάξης βρίσκονται βαθύτερα άπό τήν τακτική τών κομμάτων, δλο- φάνερα πιό βαθιά άπδ τά Ιδιαίτερα τακτικά λάθη».* Τδ συμπέρασμα δτι άκριβώς σ’ αύτή τήν περίπτωση δέν ήταν ύπεύθυνα τά μερικά λάθη, άλλά Ινα σύστημα άπό λάθη πού ύπήρχαν, δπως δέχτηκε δ Μπάουερ, καί δέν άλληλοεξουδετερώνονταν, άλλά δλα μαζί ύψώνονταν σέ δύναμη ή δποία καί έφερε τδ έργατικό κίνημα στήν άποτυχία, τδ άπέφυγε μολονότι θά ταίριαζε καλύτερα στή διαπίστωση του νά άναζητήσει τδ γενικό στρατηγικό παρονομαστή τών τακτικών λαθών πού άπαρίθμησε. Ό Μπάουερ δέν άνα- φέρθηκε στά Ιδιαίτερα τακτικά λάθη, γιατί είχε τήν πρόθεση νά έρευνήσει καί νά βρει τά ίχνη τής βαθύτερης αίτιας τών λαθών μέσα στά πλαίσια τής ίδιας τής πραγματικότητας, άλλά γιά νά
ύποστηλώσει τό συμπέρασμα δτι ναί, βέβαια, Εγιναν αύτά τά λάθη, άλλά δέν ήταν πραγματικά άποφασιστικά, δτι πολύ περισσότερο αίτία τής Αποτυχίας είναι ot άντικεμενικοΐ δροι καί ot νόμοι τής άνάπτυξης. ’Ακριβώς στό σημείο πού άρχισε ή Αντανάκλαση νά γίνεται κριτική καί δφειλε στή συνέχεια νά μετατραπεΐ σέ αύ- τοξεσκέπασμα, Επιστρατεύτηκε ό μηχανισμός καί δχι μόνο Εκανε Αδύνατο πράγμα τή διεύρυνση τής κατανόησης τών λαθών, άλλά βασικά ξαναπήρε πίσω τή γνώση πού πρίν άπδ λίγο πραγματο- ποιήθηκε. Ή βιαστική ύποχώρηση μπροστά στή δήθεν Ιστορική άναγκαιότητα, πού στδ δνομα της άφησαν στήν ιστορική πράξη έλεύθερο τδ δρόμο στδ φασισμό, άναπαράχθηκε καί άνοσοποιήθηκε μέ τή φοβία μπροστά στδ συμπέρασμα πού Εβγαινε καί έπιβαλλό- ταν άπδ δλοφάνερες προϋποθέσεις καί πού ήταν τόσο κοντινδ ώστε μποροϋσε νά γίνει εύκολα άντιληππτό. ’Αντί λοιπδν νά όργώσουν βαθύτερα καί έτσι νά εισχωρήσουν ίσαμε τή ρίζα τών δικών τους λαθών, προτίμησαν νά κυττάξουν πρός τά Εξω καί παρατηρώντας τΙς άλλες πολιτικές δυνάμεις νά έξασφαλίσουν τή δικαιολογία άπό τήν όποία δέν ήθελαν νά παραιτηθοϋν γιά κανένα λόγο.
Ό Μπάουερ δικαιολόγησε αύτό τδ συμπέρασμα, του πού άνα- ζητοϋσε τήν πηγή τών λαθών στά πανίσχυρα έξωτερικά γεγονότα, άναφερόμενος στούς διάφορους δρόμους, πού ώστόσο παρ’ δλο πού ήτανε διαφορετικοί δδήγησαν στήν ίδια άποτυχία, πού πρέπει συνεπώς νά τή θεωρήσουμε άναπόφευκτη. «Ή ούγγρική σοσιαλδημοκρατία τά 1919, ή Ιταλική ίσαμε τδ 1922 είχανε μιά Επαναστατική Αριστερά πού άκολουθοϋσε μιά πολιτική συγγενική μέ τήν κομμουνιστική καί πού Εληξε καί στίς δυδ χώρες μέ τήν καταστροφή. ’Αντίθετα ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία προτίμησε μιά πολιτική κατεύθυνση πολύ έθνική, πολύ δεξιά καί συντρίφτηκε έπί- σης. Στήν Αύστρία προσπαθήσαμε νά άκολουθήσουμε Ενα μεσαίο δρόμο άνάμεσα στδ Ιταλοουγγρικδ καί γερμανικό άκρο καί έπίσης νικηθήκαμε».' ’Αντί νά άναρωτηθεΤ μήπως ύπήρχε μιά κοινή πηγή λαθών πού καθόριζε τή στάση τών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πού άναφέρει, κι άκόμα, μήπως ή άντίστοιχη άποτυχία τών κομμουνιστικών κομμάτων είχε κάποια σχέση μ’ αύτή τήν άποτυχία τής σοσιαλδημοκρατίας, άντί δηλαδή νά άναζητήσει στήν παραπλανητική πολλαπλότητα τών φαινομένων μιά σύμφωνη σ’ αύτά νομοτέλεια, δ Μπάουερ προτίμησε, δίχως νά χάνει κουβέντες, νά βλέπει τή λύση τοϋ αΙνίγματος στίς άντικεμενικές συνθήκες καί περιστάσεις πού μπροστά τους, τά δικά του λάθη ξεθώριαζαν καί βούλιαζαν ίσαμε τήν άσημαντότητα. ’ Ιδιαίτερα βολικό γιά τδν Μπάουερ καί τούς άλλους άπολογητές τοϋ αύστοομαρξισ;ιοϋ ήτανε νά παρουσιάζουν σάν παράδειγμα καί άλλοθι τό γερμανικό κόμμα κι αύτό δχι μόνο έξαιτίας τών παραδοσιακών δεσμών πού Ενω
124
ναν τή γερμανική καί τήν αύστριακή σοσιαλδημοκρατία, δεσμών πού έκφράστηκαν Ανέκαθεν στό κοινό αίσθημα καί μετά τό 1918 στήν Επιδίωξη τής ένωσης μέ τή Γερμανία, άλλά καί γιατί τό γειτονικό κόμμα, πού δροΰσε σ’ Ενα χώρο μεγαλύτερο άπ’ αύτόν πού είχε στή διάθεση του τό αύστριακό, ήταν έπίσης Αποτυχημένο καί μάλιστα δίχως νά Εχει στό Ενεργητικό του τήν ήρωική προσπάθεια Εξέγερσης πού άνέλαβε στίς 12 Φλεβάρη τοϋ 1934 στή Βιέννη καί μερικές άλλες πόλεις τής Αύστρίας, μιά πιστή στό κόμμα μειονότητα έργατών. ’Ακριβώς τό γεγονός δτι Ενα κόμμα, πού τό1918 είχε στή διάθεση του περισσότερο χώρο καί μιά εύνοϊκή θέση άπό τήν όποία μποροΟσε νά προχωρήσει Ανεμπόδιστα, Εχασε έπίσης αύτά τά πλεονεκτήματα, Επρεπε νά γίνει άφορμή γιά νά έρευνηθεΐ κριτικά μήπως καί στίς δυό περιπτώσεις έπρόκειτο γιά άποτυχίες πού οί ρίζες τους ήταν κοινές. "Οπως καί νά είναι τό αύστριακό κόμμα είχε περισσότερο δίκιο καί μποροΟσε νά Επικαλείται έξωπολιτικές καταστάσεις άνάγκης καί περιορισμούς άπό άλλες δυνάμεις μέ ύψηλότερο βαθμό εύλογοφάνειας άπ’ τό γερμανικό. "Αν κατά τήν Ανασκόπηση δέ χρησιμοποιήθηκε ή σύγκριση γιά νά ξεπλύνει τό αύστριακό σέ βάρος τοΟ γερμανικοΟ κόμματος, αύτό Εγινε γιατί Επρεπε καί ο: δυό άποτυχίες, γερμανική καί αύ- στριακή, νά καταποντιστοΰν στήν άναπόφευκτη κοινή καταστροφή, νά χαθούν μπροστά στή μεγαλειότητα τής άδυσώπητης Ιστορικής άναγκαιότητας. Καί φυσικά, άν θεωροΟσε τήν Αποτυχία τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας σάν κάτι πού καθορίστηκε κοσμοϊ- στορικά, τότε ή αύστριακή άποτυχία ήταν κάτι παραπάνω Από Αναπότρεπτη καί μοιραία. "Αν δμως μέ τήν εύκαιρία αύτή — δπως καί μέ προηγούμενες, πού δέ βρισκόταν άκόμα στό προσκήνιο ή Απολογητική — προχωρούσε στήν Ερευνα τών αΙτίων τής γερμανικής Αποτυχίας, θά Εβαζε σέ Αμφιβολία τήν Αξία τής δικής του Υπεράσπισης. ’ Ετσι 6 Μπάουερ, Αφού τοποθέτησε σέ μιά γραμμή τήν άποτυχία τής γερμανικής καί τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας, κάλυπτε τήν άποτυχία τής αύστριακής μέ τήν άποτυχία τής γερμανικής καί άφησε καί στίς δυό νά ξεπροβάλλουν καί νά κα- ταποντιστοϋν μέσα στή σιδερένια φυσική νομοτέλεια πού καταπίνει κάθε εύθύνη.
"Αν συνεχίσουμε τήν κριτική άνάλυση άπ’ τό σημείο πού σταμάτησε δ ’ Οττο Μπάουερ, άλλά στήν κατεύθυνση πού δέν Ακολούθησε αυτός, βρισκόμαστε Αμέσως καθαρώς μεθοδολογικά σέ μιά πλεονεκτική θέση. Ή Υπόδειξη δτι ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία τράβηξε διαφορετικό δρόμο Από τήν αύστριακή κι δμως άπέ- τυχε, συνηγορεί ούτε γιά τήν όρθότητα τοϋ αύστριακοΰ οδτε γιά τό Αναπόφευκτο τοϋ γερμανικού δρόμου. ’Αλλά άν δεχτούμε μιά παρόμοια θεώρηση πού ένσωματώνει τΙς διαφορές σ’ Ενα συνολικό
125
πανόραμα, αύτδ θά μάς φέρει δχι μόνο στήν άφηρημένη συζήτηση μιάς θεωρητικής, άλλά στή διαπίστωση καί σύλληψη μιδς πραγματικής ιστορικής έναλλακτικής λύσης, ή δποία τελικά χάθηκε δχι μόνο γιατί τά ένδιαφερόμενα κόμματα πλησίασαν τά προβλήματα τοϋ έξωτερικοΟ κόσμου μ’ Ινα μηχανισμό καί δέν ήταν* σέ θέση νά δοΟν καί νά ξεπεράσουν τΙς έλλείψεις καί τούς περιορισμούς τοΟ μηχανισμοΟ αύτοΟ' πολύ περισσότερο βαυκαλίστηκαν μέ τήν ίδεα δτι ή Ιδεολογία καί ή δργάνωση τους είναι πάνω άπδ δ- ποιαδήποτε διόρθωση καί Ιτσι δέν ήταν πιά σέ θέση νά διευθετήσουν άναγκαΐες πραγματικότητες.
Μιά άπδ τίς αιτίες τής άποτυχίας τοΟ ΙργατικοΟ κινήματος ήταν δτι ή ιδεολογική κριτική καί ή κοινωνιολογική σχετικοποίηση πού πήρε άπ’ τδ μαρξισμό καί τή χρησιμοποιοΟσε γιά τούς πολιτικούς άντιπάλους κρατήθηκαν ?ξω άπδ τΙς πύλες τής δικής τοο περιοχής καί γι’ αύτό τό λόγο τό κίνημα — γιά νά χρησιμοποιήσουμε μιά σύγκριση άπό τή σφαίρα τής φιλοσοφίας — έπέμενε σ’ Ινα είδος άπλοΐκοϋ ρεαλισμοϋ. 'Οπως — κατά τή γνωσιολογική θεωρία τοΟ Κάντ — δ άπλοΐκός ρεαλιστής δέν ύπολογίζει τόν περιορισμένο καί ύποκειμενικό χαρακτήρα τών δικών του γνωστικών δρων καϊ μορφών άντίληψης καί γι’ αύτό, λαθεμένα, πιστεύει πώς γνωρίζει τό «πράγμα καθ’ έαυτό» ένώ στήν πραγματικότητα Αντιλαμβάνεται μόνο φαινόμενα πού Ιχουν περάσει άπ’ τδ φίλτρο τής δικής του όργάνωσης σκέψης, Ιτσι καί τό δργανωμένο έργα- τικό κίνημα παραδόθηκε στήν αύταπάτη δτι μέ τήν Ιδεολογία του κατέχει Ινα μέσο γιά μιά Ιδανική καί άπαλλαγμένη άπό λάθη άν- τανάκλαση τών προβλημάτων τοΟ έξωτερικοΟ κόσμου καί μέ τήν δργάνωση του Ινα δργανο άπολύτως Ικανό γιά τήν έπίλυση τους— δίχως νά καταγράφει, νά κατευθύνει καί νά ούδετεροποιεΐ τή δική του νομοτέλεια πού Αναπτυσσόταν στά πλαίσια τών δικών του βιωμάτων. Είναι βέβαιο δτι αύτός πού σταματά τδν κριτικό συλλογισμό μπρδς στή δική του Ιστορία, Ιδεολογία καί δργάνωση καί άπλώς τίς θεωρεί σάν φαινόμενα καί άναλογίες πού συνοδεύουν τό Ιστορικό προτσές καί δχι σάν μεγέθη (κανά νά διαμορφώσουν τή δική του τάξη, στή συνέχεια καί στήν πορεία τών γεγονότων θά πέσει στήν αύταπάτη δτι ύπήρξε θύμα τών συνθηκών. ’Αντίθετα αύτός πού δέ θεωρεί τό ύποκειμενικό σχήμα άπλώς σάν Αντανάκλαση τών δρων τοϋ έξωτερικοΟ κόσμου, άλλά άντίθετα καθρέφτη μέ δική του όπτική, θά μπορέσει νά σκεφτεΐ καί δέ θ’ Αποκλείσει δτι δ καθρέφτης αύτός παρουσίασε καί παρουσιάζει μπροστά στά πνευματικά του μάτια μέ δρισμένο, σπασμένο τρόπο τΙς άναλογίες τοΟ έξωτερικοΟ κόσμου, έφόσον φυσικά δέν άντανακλδ σ’ αύτόν τή δική του ποιότητα.
Ή σύγκριση λοιπόν άνάμεσα στή γερμανική καί τήν αύστοια-
126
κή σοσιαλδημοκρατία είναι Ενα άρκετά καλό παράδειγμα πού δίνει μιά σωστή ίδέα γιά τήν κυριαρχία αύτοϋ τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα καί τίς συνέπειες που προέκυψαν άπό τήν έλαττωματι- κή κριτική του Αντανάκλαση. Δέν «ίναι άνάγκη νά ποϋμε πολλά λόγια γιά τή σημασία πού είχε γιά τήν πορεία τής παγκόσμιας Ιστορίας ή άποτυχία τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. 'Ωστόσο, παρά τή διαφορά μεγέθους τών δύο χωρών, καί τό αύστριακό παράδειγμα ίχει σημαντική άξία γιά τό σύστημα, άφοϋ ή αύστριακή σοσιαλδημοκρατία κατά τήν πρώτη δημοκρατία ύπεισήλθε στήν κληρονομιά ένός μεγάλου κράτους πού έπεσε θύμα τών καταιγίδων τής παγκόσμιας ιστορίας ή καλύτερα, πού ναυάγησε έξαιτίας τής άνι- κανότητας τών ήγετικών του στρωμάτων. Τά λόγια τοΟ ποιητή Φ. Χέμπελ: «ή Αύστρία είναι Ινας μικρός κόσμος δπου τό μέγεθος ύ- ποβάλλεται σέ δοκιμασία», άφοροϋν άπολύτως στή μοίρα τής αύ- στριακής σοσιαλδημοκρατίας. 'Ωστόσο αύτό τό κόμμα προσπάθησε νά δοκιμάσει Ινα είδος σοσιαλισμοϋ πού Ινιωθε Υποχρεωμένος στίς βασικές άρχές τοϋ μαρξιστικοΟ κέντρου καί ήταν μακριά άπό τόν μπολσεβικισμό καί τόν ρεμφορμισμό. Παρ’ δλες τΙς διαφορές πού προκύπτουν άπό τή σύγκριση τής γερμανικής καί τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας, είναι δυνατόν νά μελετηθοΟν τά κοινά στοιχεία ένός μηχανισμοΟ, πού δέν έξηγείται μόνο άπό τήν δμοιότητα τών άντικειμενικών δρων πού είχαν νά ύπερνικήσουν, άλλά καί κυρίως άπό τά κοινά στοιχεία τής κάθε ξεχωριστής κομματικής πραγματικότητας. Βέβαια δέν είναι σωστό νά παραγνωρίζονται καί νά παραμελοϋνται οί διαφορές, γιατί, έξαιτίας τών διαφορετικών συνθηκών, πολύ περισσότερο ot διαφορές παρά τά κοινά στοιχεία μπορούν νά έξηγήσουν τούς διαφορετικούς τρόπους άντίδρασης καί τΙς παραλλαγές δυό μηχανισμών πού βασικά ήταν Ινας.
Τό πιό σημαντικό στοιχείο ιδεολογικής κοινότητας, αύτό πού μάλιστα έπέτρεψε νά συμπεριληφθοΟν ή γερμανική καί ή αύστρια- κή σοσιαλδημοκρατία σέ μιά κοινή γενική ίννοια καί νά ένταχθοϋν άπό τόν Κάρλ Κάουτσκυ σ’ Ινα κοινό σύστημα σκέψης, είναι αύτό πού ό Ό ττο Μπάουερ, συνήγορος ό ίδιος αύτής τής κατεύθυνσης στά πρίν καί μετά άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο χρόνια, Αναπολώντας τά γεγονότα χαρακτήρισε σάν άττεντισμό»4. Καί τόν Κάουτσκυ σάν τόν «σημαντικότερο έκπρόσωπο αύτής τής βαθμίδας άνάπτυξης τοΟ μαρξισμοΟ» ’ . Κατάλληλα έπίσης γιά νά χαρακτηρίσουν αύτή τήν πνευματική στάση πού κυριάρχησε σέ μιά όλό- κληρη έποχή είναι τά συνώνυμα «ντετερμινισμός» καί «φαταλισμός» πού τό ίδιο δπως καί ό άττεντισμός τονίζουν σά βασικό χαρακτηριστικό αύτοΟ τοϋ ρεύματος τοϋ μαρξιστικοΟ κέντρου τήν ά- δράνεια καί τήν άναμονή. Ό καουτσκυσμός * καί ή κυριαρχία τών καουτσκυκών’ χαρακτηρίζουν μιά σύνθετη πολιτική πραγματικό
127
τητα πού διαποτίζει τήν αύστριακή καθώς καί τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία, άλλά πού ή Ακτινοβολία της έπιδρά καί Εξω Από τό χώρο αύτών τών δυό κομμάτων πού βασικό τους γνώρισμα είναι ή φαταλιστική έρμηνεία τοϋ μαρξισμοΰ.
Ή πορεία τών Ιστορικών γεγονότων πού μάς είναι γνωστά, διαμορφώθηκε βασικά μέ τή σύμπραξη τών Αντικειμενικών δρων, τής διάθεσης τής Υποκειμενικής πραγματικότητας καί μιάς δυνατότητας πού ήταν τοποθετημένη στό ίδιο τό μαρξιστικό σύστημα καί δέν περίμενε παρά νά προβάλλει στήν έπικαιρότητα. Μπορεί νά είναι Αδύνατο νά καθοριστεί μέ άκρίβεια ή συμβολή τοϋ καθενός άπ’ αύτούς τούς παράγοντες στή δημιουργία τής Ιστορικής έπιτυχίας ή άποτυχίας. 'Οπωσδήποτε δμως ό φωτισμός δλων αύτών τών παραγόντων καί, πέρα άπ’ αύτόν, τό κομμάτιασμα τοϋ ύποκειμενικοΟ παράγοντα στίς όργανωτικές του προϋποθέσεις άποτελεϊ δρο γιά τήν κατανόηση δλης τής συνάρτησης. Φαίνεται Αναγκαίο, δχι μόνο νά διαφυλαχτεΐ ή μεθοδική άνεξαρτησία τοΟ ύποκειμενικοΟ παράγοντα έναντι τών Αντικειμενικών δρων, άλλά καί άπό τή στιγμή πού τό μέγεθος αύτό θά παρεμβληθεί σάν Ανεξάρτητος παράγοντας, πρέπει νά θεωρείται ή πραγματικότητα τοΟ ύποκειμενικοΟ παράγοντα έξίσου διαφοροποιημένη, δσο διαφοροποιημένη είναι καί ή πραγματικότητα τών άντικειμενικών δρων. Γιά τήν έξήγηση τών όργανωτικών δρων πού έπέτρεψαν τήν άποδοχή τοϋ καουτσκυσμοϋ, άκριβώς γιά τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία Ιχει πραγματοποιηθεί άπό τόν Ρόμπερτ Μίχελς' καί άλλους μιά έργασία πού Ανοίγει νέους δρίζοντες στήν έρευνα. Ωστόσο, δπως είναι λάθος νά άποδί- νονται οί ύποκειμενικές διαθέσεις τών Ιστορικών πρωταγωνιστών καθολοκληρία στούς έξωτερικούς δρους, είναι έπίσης λάθος νά θεωρείται πώς ό Υποκειμενικός παράγοντας προσδιορίζεται άποκλει- στικά άπό τΙς όργανωντικές άνάγκες, νά προβάλλεται τό βασικό φαταλιστικό γνώρισμα Απλώς σάν όρθολογοποίηση μιάς όργανω- τικής πραγματικότητας καί τών άναγκών της, άλλά καί νά παραγνωρίζεται σύγχρονα, δτι αύτός δ φαταλισμός, άν καί γεννήθηκε πάνω στό θεμέλιο τής όργάνωσης καί στηρίχτηκε σ’ αύτήν, Ανάπτυξε στό έξής μιά δική του νομοτέλεια πού δέν περιοριζόταν στίς άνάγκες τής όργάνωσης, πού κι αύτή τείνει μέσα στόν ύποκειμβ- νικό παράγοντα πρός τήν άνεξαρτησία, δπως γενικά κι ό Υποκειμενικός έναντι τοϋ άντικειμενικοϋ. (Δίχως αύτό πάλι νά σημαίνει, δτι άρνείται κανείς τήν άλληλεπίδραση τών διαφόρων παραγόντων, ή όποία δμως δέν άντανακλάται μόνιμα, άλλά είναι άνάγκη νά συμπληρώνεται μέ τή μεθοδική Απομόνωση, άν φυσικά δέν πρέπει νά διαλυθεί ή πραγματικότητα σέ ένα άσαφές σύνολο μή διαφοροποιήσιμων μεγεθών πού κάνει άδύνατη κάθε διαπίστωση μέσω ένός περάσματος άπ’ τό Ενα στό άλλο, μιάς συνάρτησης Αντι
128
προσωπευτικής). ’Επειδή στίς μέχρι τώρα Ιστορικές θεωρήσεις δέ μελετήθηκε, οδτε κατά προσέγγιση, ή εισβολή τοϋ φαταλισμοΟ στή γερμανική καί τήν αύστριακή σοσιαλδημοκρατία, δσο ot άλλοι Υποκειμενικοί δροι, πρέπει νά είναι σωστό νά έξεταστεί κι άπό αύτήν τήν άποψη τό ζήτημα τής άποτυχίας τής γεμανικής καί αΰστρια- κής σοσιαλδημοκρατίας. Ot έργασίες τοϋ ’ Εριχ Ματτίας * xal τής Χέλκα Γκρέμπινγχ10 γιά τή γερμανική καί τό δικό μου Εργο « Α νάμεσα στό ρεφορμισμό καί τό μπολσεβικισμό» " γιά τήν αύστριακή σοσιαλδημοκρατία άποτελοϋν μιά χαλή βάση γιά τήν έπεξεργασία έκείνων τών κοινών σημείων, δίχως τήν άνάλυση τών όποίων κάθε Ιρευνα τών αιτίων τής άποτυχίας τής εύρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μπροστά στό φασισμό θά παραμένει, τουλάχιστο, άνολοκλή- ρωτη.
Τό πρόγραμμα τής Έρφούρτης τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ή όποία τό 1881 είχε ξεπεράσει τΙς συνέπειες τών άγώνων σχετικά μέ τήν κατεύθυνση τού κόμματος, συνέπειες πού μέ τή μορφή συμβιβασμού τών μαρξιστικών καί λασσαλιχών άντιλήψεων είχαν Εκφραστεί άκόμα καί στό πρόγραμμα τής Γκότα, τό πρόγραμμα τής ’Ερφούρης πού Εδωσε Εκφραση στήν αύτογνωσία τοϋ κόμματος πού μϊόλις είχε άπαλλαγεΐ άπό τήν πίεση τών άντισοσια- λιστικών νόμων τοΰ Βίσμαρκ καί έπιστρέψει στή νομιμότητα καί στίς προσδοκίες του γιά τό μέλλον, πρόδινε στό θεωρητικό του μέρος άπό τήν άρχή μέχρι τό τέλος τό πνεύμα καί τΙς άντιλήψεις τού ίδεολόγου τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Κάρλ Κάουτσκυ. Ή πρώτη κιόλας παράγραφος τοΰ προγράμματος ήχεϊ σάν τυμπανοκρουσία πού δίνει τό σύνθημα μέ τήν Εναρξη έκείνου τοϋ τελικού άγώνα, πού, σύμφωνα μέ τήν άνάλυση τοϋ προγράμματος, στό Εξής όφείλει νά κινείται ή κοινωνία έξαιτίας τής δξυνσης τών άντι- φάσεων της. «Ή οίκονομική έξέλιξη τής άστικής κοινωνίας δδη- γεΐ μέ φυσική άναγκαιότητα στήν καταστροφή τής μικρής έπιχεί- ρησης πού βάση της είναι ή άτομική ιδιοκτησία τοΰ Εργάτη στά παραγωγικά του μέσα»1*.
Ή πεποίθηση πώς ή κατάργηση τής άτομικής Ιδιοκτησίας στά μέσα παραγωγής, πού θά πραγματοποιηθεί μέ τόν πολιτικό άγώνα, είναι ταυτόχρονα καί άποτέλεσμα μι&ς Ιστορικής άναγκαιότη- τας πού βέβαια χρειάζεται γιά τήν πραγματοποίηση της τή συνδρομή τών άνθρώπων, δμως βασικά περικλείνεται στό Ιστορικό προτσές τό όποΙο εύνοεΐται σάν ένότητα φύσης καί κοινωνίας, κυριάρχησε έπίσης καί στό πρόγραμμα πού σύνταξε ό Βίκτωρ Άντλερ καϊ πού στό συνέδριο τοΰ Χένφελντερ τοΰ 1888)89 άποτέλεσε τήν πνευματική βάση τοϋ Ενωμένου αύστριακού κόμματος. Ά ν καί έδώ δέ γινόταν λόγος άκριβώς γιά φυσική άναγκαιότητα, ώστόσο ή «αύστριακή άναγκαία έξέλιξη» πού άπαιτοϋσε, δέν ήταν πολύ μα
9 129
κριά άπδ τήν τυπική στδ περιεχόμενο της σημασία πού φανέρωνε τήν έπίδραση τοϋ Κάουτσκυ. «Ή μετατροπή λοιπόν τών μέσων έργασίας σέ κοινή ιδιοκτησία δλου τοϋ έργαζόμενου λαοϋ, δέ σημαίνει μόνο τήν άπελευθέρωση τής έργατικής τάξης, άλλά καί τήν πραγματοποίηση μιας έξέλιξης Ιστορικά Αναγκαίας».1*
Στδ πρόγραμμα τοϋ Χένφελντερ δέν καθορίζεται δ τρόπος πραγματοποίησης τής ιστορικής άναγκαιότητας. Άναφέρεται μόνο ή διαβεβαίωση δτι τδ κόμμα θά χρησιμοποιήσει γιά τήν πραγματοποίηση τοϋ προγράμματος του «κάθε σκόπιμο καί άντίστοιχο στήν περί φυσικοϋ δικαίου συνείδηση τοϋ λαοϋ μέσο».11 Τδ βασικδ πρόβλημα τής πολιτικής έξουσίας καί τοϋ τρόπου τής κατάκτησης της έμεινε άποδεσμευμένο άπδ κάθε συνάρτηση, σέ κατάσταση πολυσήμαντης έκκρεμότητας πού άφηνε άνοιχτδ τδ δρόμο σέ διάφορες δυνατότητες, άλλά καί παραχωροϋσε στήν ήγεσία εύρύτατο τακτικό χώρο έναντι τών πολιτικών άντιπάλων κι άκόμα εύρύτερο προπαγανδιστικό έναντι τών όπαδών. 'Οταν τδ 1901 έπιχειρήθηκε μιά άναθεώρηση τοϋ προγράμματος τοΰ Χένφελντερ καί μερικοί άντιπρόσωποι τόνισαν τήν έλλειψη μιας καθαρής τοποθέτησης σ’ αύτδ τδ ζήτημα, ό Βίκτωρ Άντλερ, άπαντώντας σ’ αύτή τήν κατηγορία, είπε: «ΤΙς τελευταίες μέρες πού σκέφτηκα πολύ τΙς Αμαρτίες μου, έξέτασα καί τό πώς δέν Ιχει γραφτεί τίποτε στό πρόγραμμα τοϋ κόμματος γιά τήν πολιτική έξουσία. Λοιπόν, έπειδή είναι αύτονόητο πώς Ινα πολιτικό κόμμα θέλει νά κατακτήσει μέ πάλη τήν έξουσία, γι’ αύτό δέν τό βάζει καί στό πρόγραμμά του».1' Δέν ύπάρχει άμφιβολία πώς αύτή ή έξήγηση τοϋ Βίκτωρ Άντλερ δέν μπορεΐ νά θεωρηθεί σάν τέλειος φωτισμός τής προβληματικής πού άποκάλυπτε αύτή ή παράλειψη, άλλά πολύ περισσότερο σάν προσπάθεια νά συσκοτιστεί ή προβληματική αύτή καί νά δικαιολογηθεί ή έλαττωματική άντανάκλαση της. Τά κομματικά προγράμματα δέν είναι φτωχά σέ κοινοτοπίες πού άρθρώνουν τά αύ- τονόητα. Γιατί ειδικά αύτό τό βασικό γιά τή σημασία του αύτονόητο Ιπρεπε νά ξεφύγει άπό τήν προσοχή τών συντακτών τοΰ προγράμματος; Τό πρόγραμμα τής Έρφούρτης περιείχε βέβαια μιά πρόταση πού Ιμπαζε τήν κατηγορία τής έξουσίας καί δήλωνε πώς ή κατάκτηση της άποτελοϋσε προϋπόθεση γιά τήν πραγματοποίηση τοΰ κύριου πολιτικοϋ σκοποΰ. «Ή έργατική τά ξη .. . δέν μπορεΐ νά πραγματοποιήσει τή μετατροπή τών παραγωγικών μέσων σέ κοινή ιδιοκτησία, δίχως νά έξασφαλίσει προηγουμένως τήν κατάκτηση τής πολιτικής έξουσίας».1* 'Ωστόσο καί στό πρόγραμμα αύτό δέ βρίσκεται οδτε μιά λέξη δεσμευτική γιά τόν τρόπο κατάκτησης τής πολιτικής έξουσίας καί μάλιστα δέν έπέτρεπε οδτε . συζήτηση ή συνδυασμό τών προσφερομένων έναλλακτικών δυνατοτήτων. Υποδείξεις σχετικές μέ τόν τρόπο κατάκτησης τής έξου-
130
σιας άποτελούσαν καί φυσική άναγκαιότητα μέ τήν δποία ή έργα- τική τάξη Αγωνιζότανε γιά τούς σκοπούς της καί ή άπαίτηση πού έμφανίστηκε σάν πρώτο σημείο γιά τήν καθιέρωση τοϋ γενικοϋ, ίσου καί άμεσου έκλογικοϋ δικαιώματος γιά δλους τούς πάνω άπό 20 χρονών πολίτες τής αύτοκρατορίας.” Τά στοιχεία πού δδηγοϋ- σαν στήν πραγματοποίηση τών σκοπών, δηλαδή ή Ιστορική άναγκαιότητα καί ή έκλογική προοπτική πού δημιουργούντανε σάν Αποτέλεσμα τοϋ γενικοϋ έκλογικοϋ δικαιώματος, Αντιπροσωπεύονταν τόσο στό πρόγραμμα τής Έρφούρτης, δσο καί τοϋ Χένφελντερ, στό πρώτο καθαρότερα Από τό δεύτερο, δίχως δμως νά Ιχει καταβληθεί καί καμιά προσπάθεια νά έναρμονιστοϋν μεταξύ τους ή νά σχετικοποιηθοϋν μέ τήν Αναφορά σ’ Ινα σημείο σύγκρισης. Ό λόγος ήταν δτι μποροϋσε, άπό τΙς όμολογίες τοϋ Γδιου τοϋ προγράμματος, καί Ιπρεπε νά προβληθεί τό έρώτημα πού καί στήν Ιστορική πραγματικότητα έμφανιζόταν πάντα σέ Αντιπαράσταση μέ πραγματικά προβλήματα καί καθήκοντα: έξαντλοϋνταν ή Ιστορική άναγκαιότητα στήν αύτόματη αύξηση τοϋ Αριθμοϋ τών ψήφων, γιά τήν όποία πίστευαν πώς έξαιτίας τών κοινωνιολογικών προοπτικών ΑνΑπτυξης μπορούσαν νά είναι βέβαιοι, δηλαδή συμπέφτανε ή έκλογική έπιτυχία μέ τήν Αρχή τής ιστορικής Αναγκαιότητας ή ή πρόοδος στίς έκλογές ήτανε μιά, Γσως δχι καί ή σπουδαιότερη, μορφή έκδήλωσης τής Ιστορικής άναγκαιότητας; Σύμφωνα μέ τήν προγραμματισμένη γνώση οί όπαδοί δφειλαν νά κατευθύνουν τά βλέμματά τους σέ δυό σημεία τού δρίζοντα γιά τή μεταξύ τών δ- ■ποίων σχέση δέν ύπήρχε καμιά έξήγηση. Καί τά δυό έπαιξαν τό ρόλο φωτεινών σημάτων πού διευκόλυναν τόν προσανατολισμό μέσα στό σκοτεινό παρόν καί έτσι έπαιρναν μιά θέση διφορούμενη* κάτι μεταξύ δδηγοΰ πού φώτιζαν Ινα καλύτερο μέλλον καί παραπλανητικών σημάτων πού κορόιδευαν μέ μιά Αμφίβολη ύπόσχεση γιά μιά κοντινή ή μακρινή ικανοποίηση.
Κατά τρόπο χαρακτηριστικό έλειπε άπό τΙς προγραμματικές δηλώσεις έκείνη ή ρυθμιστική παράσταση πού μέ τή βοήθεια της κατορθώθηκε φαινομενικά στήν πράξη, νά κυριαρχήσουν στή δυσκολία πού παρουσιάστηκε. Βέβαια κα! τήν παράσταση αύτή τή βάρυνε μιά σφαλερή Απροσδιοριστία, τή χαρακτήριζε μιά διπλή ύπόσταση, δμως παρ’ δλα αύτά ή Ακριβώς έξαιτίας αύτών τών χαρακτηριστικών της, φαινότανε κατάλληλη νά προσφέρει τΙς καλές της ύπηρεσίες γιά τήν άρση τών δυσκολιών μιας προβληματικής πού τή χαρακτήριζε ή διάσταση Ανάμεσα στή φυσική άναγκαιότητα καί τήν έκλογική μηχανική. Έ έννοια τής έπανάστασης, δηλαδή ή έκτίμηση ορισμένων ένεργειών καί σκοπών σάν έπαναστα- τικών πού πάρθηκε άπό τή μαρξιστική θεωρία καί καθιερώθηκε στό λεξιλόγιο τών Ιδεολόγων καί προπαγανδιστών τού κόμματος,
131
έπέτρεπε άπδ τδ Ινα μέρος τήν έξίσωση τής φυσικής Αναγκαιότητας μέ τήν έξασφάλιση τής έκλογικής έπιτυχίας, δπου αύτή ή έξίσωση φαινόταν χρήσιμη, άλλά καί άνοιγε άπό τδ άλλο τή δυνατότητα νά χωρίζονται ή φυσική άναγκαιότητα άπδ τήν έκλογι- κή έπιτυχία καί νά είσαχθεΐ Ινα κριτήριο πορβίας, πού μπορούσε νά άντιστρατεύει κάθε πραγματικότητα καί νά τοποθετηθεί τόσο ψηλά, ώστε ούτε ή έγκυρότητα του νά μπορεΐ νά άμφισβητηθεΐ άπό τήν πραγματικότητα, ούτε οΐ δημιουργοί του νά Υποχρεώνονται νά τό καθορίσουν μέ άκρίβεια. Άκόμα καί άν δέν μπορεΐ νά σταθεί δ Ισχυρισμός δτι αύτή ή συμπαιγνία τών στοιχείων χρηαι- μοποιήθηκε συνειδητά μέ τήν Ιννοια ένός μηχανισμού σκόπιμα παραπλανητικού, δέν μπορεΐ καί νά άμφισβητηθε! πώς στήν πράξη δέν Ιπαιζε τό ρόλο ένός μηχανισμού ύποσχέσεων πού πολλαπλασίαζε τήν τακτική άνασφάλεια καί άπροσδιοριστία. Στή συνέχεια οί πολυσημαντότητες καί οί άσαφεΤς προοπτικές τής γενικής στρατηγικής άντίληψης μεταδόθηκαν στίς παραφυάδες καί τά μερικά στοιχεία τής τακτικής. Άπό σχήμα άντίδρασης, πού τουλάχιστο μερικά πρέπει νά κατανοηθεΐ σάν άντανάκλαση τών Αντικειμενικών δυσκολιών πού παρουσίαζε ή ύπάρχουσα κατάσταση, Ιγινε I- να συνηθισμένο άρνητικό πού δχι μόνο δέ βοηθούσε νά διατηρηθεί καί νά διευρυνθεΐ δ χώρος τής Ιστορικής δράσης, άλλά συνέβαλε στδ στένεμα του καί τελικά δδήγησε στδ άδιέξοδο.
Ή άκλόνητη πεποίθηση δτι έξαιτίας τών άγεφύρωτων άντιθέσεων ή κοινωνική έξέλιξη Ιφερνε στδ σοσιαλισμό έκφράζεται καθαρά άπδ τδν Κάουτσκυ στό περίφημο σχόλιο του γιά τδ πρόγραμμα τής Έρφούρτης: «Σήμερα δέν άναρωτιέται πιά κανείς άν θά διατηρηθεί ή δχι ή άτομική Ιδιοκτησία στά μέσα παραγωγής. Τδ τέλος της είναι βέβαιο. Τό μόνο έρώτημα πού ύπάρχει είναι άν πρέπει ή κοινωνία νά τραβήξει μαζί μέ τήν άτομική ιδιοκτησία στδ γκρεμό ή νά άπαλλαγεΐ άπό τδ καταστροφικό βάρος της, γιά νά μπορέσει έλεύθερη καί ξαναγεννημένη νά προχωρήσει στδ δρόμο πού προδιαγράφουν οί νόμοι τής έξέλιξης.1* Ή κύρωση λοιπόν γιά τή μή έκπλήρωση τής Ιστορικής άναγκαιότητας θά ήτανε μιά κοινωνική καταστροφή πρός τό κακό, άπό τήν δποία ξεχώριζε ή κοινωνική καταστροφή πρός τό καλό, άπ’ δπου προβάλλει νικητής δ σοσιαλισμός.
Οί κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, πού άπαιτήθηκαν μέ τό συγκεκριμένο κατάλογο αΐτημάτων πού κατέστρωσε τδ πρόγραμμα τής Έρφούρτης καί πού σταδιακά έπιβλήθηκαν, κατά τήν έπικρατέ- στερη άποψη πού άντιπροσώπευε δ Κάουτσκυ δέν ήταν σέ θέση νά καταργήσουν τΙς άντιφάσεις τής κοινωνίας πού τραβούσαν στήν πόλωση καί τήν τελική άντιπαράθεση, οδτε βασικά νά δώσουν μιά άλλη στροφή στή γενική κατεύθυνση τής πορείας. «Χαρακτηρίζου
182
με τϊς κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, στδ βαθμδ πού Εχουν τήν Αποστολή νά παραμερίσουν τήν άντίφαση άνάμεσα στίς παραγωγικές δυνάμεις καί τή μορφή τής τωρινής Ιδιοκτησίας, πού μεγαλώνει στήν πορεία τής οικονομικής έξέλιξης καί ταυτόχρονα νά διατηρήσουν καί νά ένισχύσουν τήν τελευταία, Αναποτελεσματικές».1' Ό Κάρλ Κάουτσκυ, Αναπτύσσοντας τΙς Απόψεις του σχετικά μέ τήν Αξία τών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, πήρε πολλές φορές θέση τόσο ένάντια στήν προσπάθεια πού ΑρνοΟνταν κάθε Αξία στή μεταρρύθμιση καί τήν τοποθετούσε σέ μιά Αγεφύρωτη Αντίθεση πρδς τήν κοινωνική έπανάσταση, πρδς τή μετατροπή τής Ατομικής Ιδιοκτησίας σέ κοινωνική Ιδιοκτησία, δσο καί ένΑντια στήν προσπάθεια πού Απέβλεπε στδ χαρακτηρισμό της σάν ύποκατάστατο τής έπανάστασης, σάν μέσο πού μπορούσε ν’ Αλλάξει τήν κατεύθυνση πρδς τήν δποία κινούνταν ή καπιταλιστική οικονομία καί κοινωνία. Είναι δλοφάνερο καί σ’ αύτδ Ακόμα τδ πρώιμο θεωρητικό κείμενο δτι δ Κάουτσκυ είχε συνείδηση τών δυσκολιών καί τών συνεπειών πού περιέκλειε ή θέση του, γι’ αύτδ καί ύποχρεώθηκε νά Αντιταχθεϊ κατηγορηματικά σ’ ένα συμπέρασμα πού εύκολα μπορούσε νά βγει Απδ τήν έναρμόνι- ση τής φυσικής Αναγκαιότητας, τής μεταρρύθμισης καί τής έπα- νΑστασης καί τδ δποϊο βγήκε πλούσιο Ιπειτα Απδ λίγα χρόνια καί μάλιστα |)1 τή δική του ένεργητική συμμετοχή. Έν πάση περι- πτώσει τήν έποχή έκείνη δ Κάουτσκυ θεωρούσε πώς ήταν Ανάγκη νά έκθέσει τδ παρακάτω συμπέρασμα πού Ακολουθούσε Αμεσα τήν Αμυντική συμβιβαστική του δράση. «Ή δίχως δράση έγκατάλειψη στδ φαινομενικά Αναπόφευκτο δέ σημαίνει δτι Αφήνουμε τήν κοινωνική έξέλιξη ν’ Ακολουθήσει τδ δρόμο της, Αλλά δτι τήν δδη- γούμε στήν Ακινησία. Ό ταν θεωρούμε σάν Αναπόφευκτη τήν κατάργηση τής Ατομικής Ιδιοκτησίας στά μέσα παραγωγής, δέν έν- νοούμε μ’ αύτδ δτι θά ξημερώσει μιά ώραία μέρα πού τά ψημένα περιστέρια τής κοινωνικής έπανάστασης θά πέσουν μοναχά τους στά στόματα τών έργαζομένων δίχως αύτοί νά κάνουν τίποτε, θεωρούμε Αναπόφευκτη τήν κατάρρευση τής σημερινής κοινωνίας, γιατί ξέρουμε δτι ή οίκονομική έξέλιξη γεννά μέ φυσική άναγκαιότητα καταστάσεις πού έξαναγκάζουν τά θύματα τής έκ|ΐετάλλευ- σης νά Αγωνιστούν κατά τής Ατομικής ιδιοκτησίας»."
Είχε ιδιαίτερη σημασία Ακόμα τότε γιά τδν Κάουτσκυ νά τονίζει τήν ένεργητική έπέμβαση στδ φυσικά Αναγκαίο προτσές τής κοινωνικής έξέλιξης, μ’ δλο πού σέ πολλά κείμενα τής έποχής προερχόμενα Απδ τήν πέννα του ύπάρχουν θέσεις λόγου χάρη σάν τήν παρακάτω, πού παρουσιάζουν αύτή τήν έπέμβαση άληθινά σάν περιττή δραστηριότητα. «Ά ν ή έργατική τάξη όργανώνεται σέ άνεφάρμοστο κόμμα είναι γιατί αύτδς δ σκοπδς τής δόθηκε Απδ τή φυσική Αναγκαιότητα. Ή ίδια ή φυσική Αναγκαιότητα φέρ
133
νει στήν οίκονομική έξέλιξη, στήν πραγματοποίηση αύτοϋ τοϋ σκο- ποϋ».*1
Ό Κάουτσκυ πού γιά νά θεμελιώσει τήν άποψη του ήταν Υποχρεωμένος νά Υποστηρίξει τή μεταρρύθμιση ένάντια στίς προσπάθειες νά Υποτιμηθεί δσο καί νά Υπερτιμηθεί ή σημασία της, γιά νά συμπληρώσει τή θέση του δφειλε έπίσης νά Ασφαλίσει καί νά δρο- θετήσει άπδ δυό μεριές καί τήν έννοια τής έπανάστασης. Καί φυσικά γιά νά διατηρήσει Ινα μεγάλο μέγεθος άπροσδιοριστίας καί νά μήν τής ίπιτρέψει νά έμφανιστεΐ σέ τέλεια άντίθεση μέ τή μεταρρύθμιση Επρεπε, άπδ τδ Ινα μέρος νά τήν προφυλάξει άπδ μιά Απροκάλυπτη συνταύτιση μέ τήν αιματοχυσία καί τδν Εμφύλιο πόλεμο κι άπδ τδ άλλο, γιά νά μήν άπαρνηθεΐ τδ άναγνωριζόμενο σ’ αδτή ποιοτικδ άλμα, νά τήν Απομακρύνει τόσο πολύ άπδ τήν καθημερινότητα τής κοινωνικής μεταρρύθμισης, ώστε νά μπορεί νά παρουσιάζεται σάν Ανεξάρτητη πράξη πού τοποθετείται πάνω άπ’ δλα καί Αφήνει δλα τά προκαταρκτικά στάδια πίσω της σάν προϊστορία. «Μιά τέτοια Ανατροπή μπορεί νά προσλάβει τίς πιδ διαφορετικές μορφές, ΑνΑλογα μέ τΙς συνθήκες κάτω άπδ τΙς δ- ποίες πραγματοποιείται. Δέν είναι καθόλου Αναγκαίο νά συνδεθεί μέ βιαιότητες καί αίματοχυσίες. . . ’Αλλά, δσο διαφορετικές καί άν είναι οί μορφές πού μπορεί νά πάρει μιά Επανάσταση, ποτέ μιά έπανάσταση κοινωνική δέν πραγματοποιήθηκε Απαρατήρητα καί δίχως τήν Ενεργητική παρέμβαση αύτών πού πιέζονται περισσότερο Απδ τήν ύπάρχουσα κατάσταση».'*
Έν πάση περιπτώσει δ Κάρλ Κάουτσκυ δέν άφηνε καμιά Αμφιβολία σχετικά μέ τδν χαρακτήρα τής κοινωνικής έπανάστασης. Ή κοινωνική έπανάσταση δέν είναι ταυτόσημη μέ τήν έξέλιξη τών παραγωγικών δυνΑμεων πού πραγματοποιείται μόνη της στή 6Α- ση τών οίκονομικών σχέσεων πού Υπάρχουν, άλλά Ιχει περιεχόμενο της μιά βαθιά Αλλαγή στδ έποικοδόμημα πού πάλι προϋπόθεση της είναι ή κατάχτηση τής πολιτικής έξουσίας, δηλαδή ή πολιτική έπανάσταση. Στήν μπροσούρα του «Ή κοινωνική Επανάσταση» συγκρίνει τήν Επανάσταση μέ τή γέννηση. «'Οπως τά δργανα τοϋ άνθρώπου Αναπτύσσονται Αργά Αλλά σταθερά καί μέ τδν Αποχωρισμό τοϋ έ|ΐβρύου Απ’ τδ μητρικό σώμα Αστραπιαία Αρχίζουν μιά νέα λειτουργία, Ετσι, κατά τδν Κάουτσκυ, καί ή Επανάσταση είναι Αποτέλεσμα Αργών καί σταδιακών ξελίξεων, πού δμως δέ Φτάνουν στήν τέλεια ώριμότητα δίχως Ινα φανερδ ποιοτικδ άλμα».’ * Άπδ τή σύγκριση αύτή ίσως νά βγαίνει ζημιωμένη ή βία σάν βοηθδς στή γέννηση τής καινούργιας κοινωνίας, μά δπως καί νά Εχει τδ πράγιια άφήνει Εξω άπδ κάθε Αμφιβολία δτι γιά τδν Κάουτσκυ ή έπανάσταση είναι Ινα περιστατικό συμπιεσμένο χρονικά πού ξεπερνά τδ παρελθόν καί Αντικειμενικά, στή συνείδηση δλων αύτών
134
πού τή ζοϋν, ξεχωρίζει άπδ τήν προϊστορία.Καί σ’ αύτό τδ κείμενο δ Κάουτσκυ δέν άφήνει νά ζημιωθεί ή
συνηθισμένη στήν έπαναστατική άποψη έννοια αύτής τής ξαφνικής άλλαγής. "Οσο κι άν άντιτάχθηκε στή συνταύτιση τής έπανάστασης μέ τή βία, ή έπανάσταση έξακολουθοϋσε νά συνδέεται κανονικά μέ τή βίαιη ύπερνίκηση τής άντίστασης τών κυρίαρχων τάξεων πού έμποδίζει τδ προλεταριάτο νά πάρει τήν έξουσία. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Μάρξ, δταν δξύνεται ή άντίθεση δέν αύξάνεται μόνο ή δύναμη τοϋ προλεταριάτου. Καί ή κεφαλαιοκρα- τία αδξάνει τή δύναμη τής άντίστασης της, κεντρίζεται άπδ τήν αύξανόμενη δύναμη τοϋ προλεταριάτου καί άναπτύσσει νέες δυνάμεις.** Ή προσδοκία μιάς είρηνικής μετεξέλιξης τής καπιταλιστικής σέ σοσιαλιστική κοινωνία, δίχως κλονισμδ τής καπιταλιστικής κοινωνίας καί δίχως έπαναστατική κατάληψη τής έξουσίας, φαινόταν τότε, άκόμα καί στδν Κάουτσκυ, σάν Ινα έλκυστικδ et- δύλλιο.**
Ή έπιμονή σέ μιά έννοια έπαναστατική φορτωμένη μ’ Ινα μίνιμουμ θεαματικής άνάπτυξης δύναμης προέκυψε γιά τδν Κάουτσκυ δχι μόνο σάν συνέπεια τής θέσης του πού άντιτασσόταν στά άκρα καί άπδ τήν έσοηερική συνέπεια τοϋ μαρξιστικοϋ συστήματος (πού άπαιτεϊ τήν έπανάσταση σάν βίαιη άλλαγή μέ τδν Τδιο τρόπο πού τήν άπαιτοϋσε καί τήν περίμενε καί τδ άτομο Κάρλ Μάρξ), άλλά καί σάν άνάγκη, γιατί αύτή ή έννοια τής έπανάστασης έδινε Ανεκτίμητα πλεονεκτήματα στήν προπαγάνδα καί τή ζύμωση καί έδινε τή δυνατότητα νά διατηρηθεί μέ τή βοήθεια της ή δρμή καί δ ένθουσιασμδς τδν μαζών. «Ή ιδέα τής έπανάστασης είναι πού ϊφερε τήν άνύψωση τοϋ προλεταριάτου άπδ τή βαθιά ταπεινωτική θέση του, πράγμα πού άποτέλεσε τδ μεγαλοπρεπέστερο γεγονδς τοϋ δεύτερου μισοϋ τοϋ δέκατου Ινατου αΙώνα. Πάνω άπ’ δλα πρέπει νά έπιμένουμε σ’ αύτδν τδν έπαναστατικδ Ιδεαλισμό. Ό ,τι κι άν συμβεΐ, θά έπιτύχουμε τά πιδ ύψηλά κατορθώματα γιά νά γίνουμε άξιοι τών ιστορικών καθηκότων πού μάς περιμένουν».**
Ό ρόλος τής έπαναστατικής έννοιας στή διατήρηση τής ταυτότητας τόσο πρδς τδ έσωτερικδ δσο καί πρδς τδ έξωτερικδ τοϋ έρ- γατιν.οϋ κινήματος καί στή στερέωση τοϋ θετικοϋ καί άρνητικοϋ έκφράζεται μέ άκόμα πιδ σαφή τρόπο στήν άκόλουθη θέση τοϋ Βί- κτιορ Άντλερ, πού ταυτόχρονα άποσαφηνίζει δτι ή προσμονή τής Ιστορικής μεταβολής άποτελοϋσε μιά δύναμη πού συγκέντρωνε δλη τήν προσοχή σ’ Ινα σημείο, άλλά καί τήν παρεξέκλινε μέ τδν Γ- διο τρόπο. Ό "Αντλερ, άπαντιδντας τδ 1892 στδ Βερολίνο κατά τδ συνέδριο τής γεριιανικής σοσιαλδημοκρατίας στδν πρωτοπόρο ρεβιζιονιστή Γκέοργκ φδν Φόλμαρ, πού στδν δνομαζόμενο λόγο τοϋ Ελντοράντο" στδ Μόναχο πρόλαβε τδ 1891 καί 1892 τΙς σκέ
136
ψεις πού θά Αναπτύξει άργότερα δ Μπέρνσταΐν, είπε: «Ή σκέψη δτι κατά τήν ίδια ώρα, τήν ίδια έποχή καί έφόσον κυριαρχεί ή καπιταλιστική τάξη, δλοι ot προλετάριοι έμφορούνται άπό μιά Ιδέα πού είναι πολύ βαθύτερη καί έπαναστατικότερη άπό κείνη πού ϊχει δωθεΐ άπλώς μέ τήν προστασία τοϋ έργάτη. Δέ μάς έπιτρέ- πεται νά παραβλέψουμε τό, άς τό ποΰμε, θρησκευτικό στοιχείο πού βρίσκεται σ’ αύτή. Πέρα άπ’ αύτό θά έπιθυμούσα νά σάς παρακα- λέσω νά κυττάξεται τούς άντιπάλους μας. ΑύτοΙ πραγματικά δέν ύποτιμοϋν μιά τέτοια κατάσταση αισθημάτων».”
Μπορεΐ νά προχωρήσει κανείς τόσο μακριά καί νά πεΐ δτι ή πρακτική έπίδραση τής έπαναστατικής Ιννοιας ζοϋσε χάρη στό γεγονός δτι άνάμεσα στά στοιχεία βεβαιότητας πού περιείχε αύτή ή Ιννοια καί τή συγκινησιακή προπαγανδιστική της δύναμη ύπήρ- χε μιά σχέση άντιστρόφως άνάλογη. ΤΗταν άρκετό τό δτι αύτή ή Ιστορική άναγκαιότητα πατοϋσε γερά στή βάση άκλόνητων φυσικών νόμων καί στή συνέχεια δτι ήτανε δοσμένη ή βεβαιότητα πώς ή άναγκαιότητα αύτή θά παρουσιαζότανε σ’ Ινα σύντομο χρονικό διάστημα, πού θά έκτεινόταΦε σέ μέρες άλλά θά μεσουρανούσε σέ ώρες ή καί μποροϋσε νά έπιφυλάσσεται άκόμα γιά μιά μοναδική ώρα. Τό άκαθόριστο τοϋ πότε καί πώς βοηθούσε στή δημιουργία δνείρων μακάριας προσμονής καί έξασφαλίστηκε έναντίον κάθε άμ- φιβολίας πού μποροϋσε νά παρουσιαστεί μέ τή θεωρητική έξήγη- ση δτι δέν είναι δυνατό νά γίνουν λεπτομερείς έκθέσεις σχετικά μέ τό μέλλον ή νά δωθοϋν άκριβεΐς συνταγές γιά τή διάρκεια τής ζύμωσης τών γλυκισμάτων τοϋ μέλλοντος. Στό σχόλιο του γιά τό πρόγραμμα τής Έρφούρτης ό Κάουτσκυ λέγει, «Ινας διανοούμενος μπορεΐ βέβαια νά γνωρίζει τΙς τάσεις τής οικονομικής έξέλιξης τής έποχής του, άλλά τοϋ είναι άδύνατο νά προβλέψει τΙς μορφές μέ τΙς όποιες θά έκφραστεΐ αύτή».**
Έτσι ή άκλόνητη βεβαιότητα γιά τή νίκη βρισκότανε σέ τρα- χειά άντίθεση μέ τήν άνικανότητα νά έντοπιστεΐ αύτή ή νίκη στό χώρο καί τό χρόνο. *0 Κάουτσκυ έξέθεσε πολύ παραστατικά αύτή τήν αίσθηση παρηγοριάς, πού δφειλε νά γεννηθεί άπό τήν άντίθεση, άν γενικά δέ χρωστούσε τήν ύπαρξη της στήν άντίθεση, κατά τρόπο χαρακτηριστικό σ’ Ινα άρθρο πού είχε τόν τίτλο «Σοσιαλδημοκρατική κατήχηση», μέ τό όποιο γιά πρώτη φορά ύπέβαλε τούς συνδυασμούς μέ θρησκευτικές τεχνικές παρηγοριάς. «Ή σοσιαλδημοκρατία είναι Ινα έπαναστατικό κόμμα, άλλά δχι Ινα κόμμα πού κάνει έπαναστάσεις. Γνωρίζουμε δτι ot σκοποί μας μόνο μέ μιά έπανάσταση μπορεΐ νά πραγματοποιηθούν, άλλά γνωρίζουμε έπίσης δτι έξίσου λίγο έξαρτδται άπό μάς νά κάνουμε αύτή τήν έπανάσταση, δσο κι άπό τούς άντιπάλους μας νά τήν έμποδίσουν, γι’ αύτό καθόλου δέ μάς έρχεται στό νού νά προκαλέσουμε ή νά
13β
προετοιμάσουμε μιά έπανάσταση. Καί έπειδή δέν μπορεί νά γίνει αύθαίρετα άπό |ΐ4ς ή έπανάσταση, δέν μπορούμε νά ποΟμε καί τδ παραμικρό κάτω άπό ποιούς δρους καί ποιές μορφές θά έμφανι- στεί».,(>
Κάτω άπό τό φώς αύτής τής έρμηνείας ή προσδοκία τί}ς έπανάστασης μειώνεται σέ παθητική άναμονή, σέ προπαρασκευή έν δψει μιδς δρισμένης, άλλά χρονικά Απροσδιόριστης διαταγής γιά δράση. Ή παρακάτω δήλωση τοΟ Βίκτωρ Άντλερ στό πρώτο συνέδριο τής δεύτερης διεθνούς πού συνήλθε τό 1889 στό Παρίσι κάνει Ιδιαίτερα σαφή τήν έφησυχαστική καί καταλυτική έπίδραση τής Αναμονής τής έπανάστασης δπως τήν έννοοΟσαν Από τήν άποψη τοϋ χρόνου. «Τήν τελευταία ώρα, δταν θά γκρεμίζεται ή καπιταλιστική κοινωνική τάξη — καί θά γκρεμιστεί Από μόνη της, δίχως νά χρειαστεί νά συμπράξει κανείς — τότε θά άποφασιστεί ή μοίρα τοϋ προλεταριάτου, Ανάλογα μέ τό δψος τής πνευματικής του Ανάπτυξης. “Εχουμε πολύ λίγη δυνατότητα νά έπιδράσουμβ στά γεγονότα καί νά προκαλέσουμβ τήν έμφάνιση αύτής τής στιγμής, λιγότερη άπ’ δσο παραδεχόμαστε οί Ιδιοι, πολύ λιγότερη Απ’ δσο ύποψιάζονται ο! έχθροί μας. Άλλά ένα πράγμα βρίσκεται στά χέρια μας. Νά προετοιμαστούμε γι’ αύτή τή στιγμή.. . Νά είμαστε έτοιμοι. Λύτό είναι δλο πού μποροϋμε νά κάνουμε».*1 Τό δτι ή έ- πιχείρηση τής μετατροπής, πρός τήν όποία κινούνται τά πάντα καί προσβλέπουν σάν μαγεμένοι οί πάντες μποροϋσε νά χρησιμοποιηθεί δχι μόνο σάν μακρινή προσδοκία, άλλά, δταν τό έπέβαλε ή άνάγ- κη, νά Αντιμετωπιστεί ή άριστερή κριτική καί ή άνυπομονησία πού ήθελε νά έπισπεύσε·. τόν έρχομό αύτής τής στιγμής καί σάν κοντινή χρονικά προσδοκία συμπεραίνεται άπό τόν περίφημο λόγο τοϋ Μπέμπελ στό συνέδριο τής Έρφούρτης τό 1891. 'Οπως καί 6 Άντλερ στήν παραπάνω περικοπή, έτσι καί δ Αύγουστος Μπέμπελ στό λόγο του αύτό ένεργοΰσε μέ τήν προσδοκία τής |ΐετατρο- πής. «Ή άστική κοινωνία άπεργάζεται τόσο δραστήρια τήν καταστροφή της, πού δέ χρειάζεται παρά νά περιμένουμε τή στιγμή πού θά πάρουμε τήν έξουσία ή δποία θά πέφτει άπό τά χέρια της». Καί μέ τήν εύκαιρία αύτή, ή χρονική στιγμή δέ μετατέθηκε στό άπροσδιόριστο |ΐακρινό, άλλά στό πολύ κοντινό μέλλον. «'Οπως στή Γερμανία. Ετσι καί σ’ δλη τήν Εύρώπη, τά πράγματα διαμορφώνονται κατά Ινα τρόπο πού μποροΟμε νά είμαστε εύχαριστημέ- νοι. Μάλιστα είμαι βέβαιος δτι ή πραγματοποίηση τών τελικών μας σκοπών είναι τόσο κοντά, πού λίγοι είναι μέσα σ* αύτή τήν αίθουσα πού δέ θά ζήσουν αύτή τή μέρα».'* Όταν ατό σημείο αύτό τοϋ λόγου τού Μπέμπελ τά πρακτικά σημειώνουν «χειροκροτήματα», τό γεγονός αύτό έπιβεβαιώνει γιά μδς τήν έπίδραση πού βρίσκουμε σέ πολλές ιστορικές έλπίδες συνδεμένες μέ τήν προσμονή μιδς
137
κοντινής σωτηρίας.Ά ν θέλει νά παρακολουθήσει κανείς αύτδ τδ συνδυασμδ πού δέν
προκλήθηκε μόνο άπδ τή σοσιαλδημοκρατική κατήχηση, θά βρεθεί πιδ κοντά στή θέση νά μπορεΐ νά συγκρίνει αύτές τΙς δυδ μορφές τής σωτήριας προσδοκίας μ’ έκείνη πού έπιδροΟσε πάνω στήν πρώτη χριστιανική κοινότητα. Ένώ ή άποψη τοΟ Άντλερ Αντιπροσωπεύει τήν έσχατολογική καί μακρινή χρονικά άναμονή τής μέρας καί ώρας τής σωτηρίας, πού κανένας δέν τήν ξέρει, άλλά δ- λοι τή ΘεωροΟν άναπότρεπτη, ή θέση τοΟ Μπέμπελ μπορεΐ νά συγ- κριθεΐ μέ τήν πίστη στή λύτρωση τής πρώτης χριστιανικής κοινότητας, πού άρχισε νά κλονίζει καί νά κάνει τόπο σέ Υποκατάστατα σχήματα, μόλις άρχισαν νά πεθαίνουν οί πρώτοι χριστιανοί δίχως νά Εχουν δει τήν Ιναρξη τής σιοτηρίας. Μέ τή βοήθεια αύ- τοΟ τοΟ σχήματος ήτανε δυνατδ νά συλληφθεΐ καί νά καναλιζαρι- στεϊ ή Εντονη έπιθυμία πρδς, δυδ κατευθύνσεις. Τή μιά φορά μέ τήν παραπομπή σ’ Ινα κατά τδ δυνατδ μακρινδ μέλλον καί τήν άλλη σ’ Ινα τόσο κοντινδ παρόν, δστέ νά γίνεται πρακτικά άκα- τόρθωτο νά προεξοφληθεΐ αύτοδύναμο καί μέ κινδύνους αύτδ πού δπωσδήποτε στεκότανε μπροστά στήν πόρτα.
Ωστόσο δσο κοντά ή μακριά στδ μέλλον κι άν μετατοπιζόταν αύτή ή σωτήρια μεταστροφή βάδιζε πάντα χέρι μέ χέρι μέ τήν καπιταλιστική κατάρρευση, μέ μιά δλοκληρωτική άνατροπή καί καταστροφή. Έτσι δ Μπέμπελ στή συνέχεια τοΟ λόγου του πού άνα- φέραμε λέγει: «Έ έξέλιξη τδν οίκονομικδν σχέσεων καί ot έν- τεινό|ΐενοι πολεμικοί Ιξοπλισμοί, πού κάνουν τδν καθένα νά πει δ- τι άν δ πόλεμος δέν Ιρχεται σήμερα ή αδριο, τότε σίγουρα Ιρχεται μεθαύριο καί ή βεβαιότητα δτι δλα αύτά θά καταλήξουν στήν καταστροφή τής σημερινής κοινωνίας, Ιχουν φέρει στδ σημείο νά μήν άρνιέται πιά κανένας δτι τραβοΟμε στήν καταστροφή».'*
Ό Γκεδργκ φδν Φόλλμαρ στή διάρκεια τής συζήτησης χαρακτήρισε μέ μιά λεπτή καί πετυχημένη εΙρωνεία τήν τεχνική τοΟ Μπέμπελ. «Άπδ διάφορες πλευρές καί δνομαστικά άπ’ τδ φίλο μου τδν Μπέμπελ, προβάλλεται σέ αύξανόμενη κλίμακα καί μέ διαρ- κδς άνερχόμενο ένθουσιασμδ στίς μάζες τδ παρηγορητικά σύνθημα "δτι άπροσδόκητα δ στόχος τδν έπιδιώξεων μας Εχει Εμφανιστεί Ιντελδς μπροστά στά μάτια μας” . Αύτδ τδ διατύπωσε γθές μέ τή φράση δτι πολύ λίγοι είμαστε σ’ αύτή τήν αίθουσα πού δέ θά ζοϋ- σαν γιά νά δοΟν. Ό παγκόσμιος πόλεμος είναι άναπότρεπτος καί σ’ αύτδν ή παλιά κοινωνία θά χύσει τόσο πολύ αί|ΐα πού θά προ- καλέσει τή χρεωκοπία, τήν καταστροφή, τή μεγάλη συντριβή. Ή προφητεία Εγινε τελευταία μόδα στδ κόμμα»."
Ot δηλώσεις τοΟ Μπέμπελ δείχνουν πώς δ πόλεμος, πού βασικά φόβιζε δλους καί κανένας δέν τδν έπιθυμοΟσε, Εξεταζόμενος ώστό-
138
σο άπό τήν άποψη τής έπίσπευσης τής έπαναστατικής καταστροφής, άρχισε μέ μιά δρισμένη Εννοια νά τούς γίνεται συμπαθής, δηλαδή νά συμβιβάζονται στή σκέψη μαζί του, μ’ δλο πού δ Κάουτσκυ, δ δποϊος τδν έκτιμοΟσε σάν έπαναστατικό παράγοντα,” δέν Απέ- κρυβε δτι μιά έπανάσταση πού θά πήγαζε άπ’ αύτδν θά βαρυνό- ταν μέ τεράστιες ύποχρεώσεις πού θά μποροϋσαν νά δδηγήσουν στόν ήθικό καί πνευματικό έκφυλισμδ τής έπαναστατικής τάξης.*’ 'Ωστόσο, μέ πόλεμο ή χωρίς πόλεμο, μέσα σέ μιά είρηνική καθημερινότητα πού κανένας δέ σκέφτηκε νά τή διαταράξει μέ Απόπειρες φθοράς καί σοβαρούς άγώνες, δέν ήθελαν νά παραιτηθοϋν άπό τήν προοπτική τής καταστροφής. Έτσι δ Βίκτωρ Άντλερ, πρίν άκόμα άπ’ τό ένοποιητικό συνέδριο τοΟ Χένφελντερ, Εγραφε σ’ Ενα προγραμματικό άρθρο πάνω στό θέμα «σκοπός καί δρόμος». «Σκοπός τοϋ έργατικοΰ κινήματος είναι ή χειραφέτηση τοϋ προλεταριάτου, ή κατάργηση τής μισθωτής έργασίας καί τής ταξικής κυριαρχίας πού προσδιορίζεται άπ’ αύτή, ή Αντικατάσταση τής Αστικής μέ τή λαΓκή Ιδιοκτησία... Δέ χρειάζεται καί δέν είναι δική μας φροντίδα νά δημιουργήσουμε τούς οίκονομικούς δρους. Ή παλιά κοινωνία προχωρεί μέ γιγάντια βήματα στό πεπρωμένο της. Ή τεχνική πρόοδος, ή τελειοποίηση τδν παραγωγικών μέσων, ή αύςανόμενη άποδοτικότητα τής έργασίας καί ή παράλληλη δξυνση τών ταξικών άντιθέσεων, ή μυθική συγκέντρωση κεφαλαίων σέ λίγα χέρια, ή διαρκώς αύξανόμενη άθλιότητα τής ζωής τών μαζών, ή Ανακοπή τοΰ έμπορίου Ιγιναν ot μόνιμοι θεσμοί πού χαρακτηρίζουν τήν έποχή μας σάν έποχή ώριμότητας τοϋ καπιταλι- σμοΰ»."
Επειδή δέν ήτανε δουλειά τοϋ έργατικοΰ κινήματος ή δημιουργία τών δρων τής κατάρρευσης, τής καταστροφής καί τής μετατροπής, γιατί Ετσι ή άλλοιώς αύτή ή φροντίδα άναλήφθηκε Από τήν ιστορία, μποροϋσε αύτό νά άφοσιωθεΐ κατά τΙς έργάσιμες μέρες στούς πρακτικούς σκοπούς τής μεταρρυθμιστικής έργασίας καί Ανενόχλητο νά συνεχίσει τή δράση του στή Βουλή. Ή θεωρητική σκέψη φρόντιζε, σάν τήν προφητεία τής Αποκάλυψης, τήν πνευματική εξασφάλιση καί τήν κυριακάτικη ήθικοπλαστική οίκοδό- μηση, άλλά καί γιά τήν καθαρή συνείδηση τής καθημερινής, πού κάτω άπ’ αύτά τά σήματα συνέβαλε δχι στήν Ανησυχία, Αλλά στήν καθησύχαση ήγεσίας καί δπαδών. Γιά νά χαρακτηριστεί σωστά αύτή ή κατανομή έργασίας άνάμεσα στή θεωρία καί τήν πράξη, πού στό γερμανικό κόμμα Εγινε σαφές μέ τό χωρισμό τοϋ ρόλου τοΰ κομματικοΰ ήγέτη άπ’ τό ρόλο τοϋ κομματικοΰ Ιδεολόγου (ένώ στήν Αύστρία καί ot δυό λετουργίες συγκεντρώνονταν στό πρόσωπο τοΰ κομματικοΰ ήγέτη Βίκτωρ Άντλερ) πρέπει νά συμφωνήσει κανείς μέ τήν καθαρή κρίση τοΰ Έ ριχ Ματτίας: «*Ισως ή
σπουδαιότερη προϋπόθεση γιά τή γενική άναγνώριση τοΟ καουτσκι- κοϋ μαρξισμού σάν Επίσημης κομματικής ιδεολογίας ήταν τό γεγονός δτι ή φαταλιστική έρμηνεία τοΟ μαρξισμού στό πρόγραμμα τής Έρφούρτης πρόσφερε εύρύτατο χώρο γιά τή συνέχιση τής παλιάς τακτικής πού βέβαια Εξακολουθούσε νά χειρονομεί Επαναστατικά, δμως σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο της δέν ήταν παρά νόμιμη- κοινοβουλευτική»."*
'Ενας παράγοντας άνωμαλίας καί άνησυχίας πού Εφερε στό φώς τήν άντίθεση άνάμεσα στήν έπαναστατική θεωρία καί τήν είρηνι- στική πράξη, πού μάλιστα παρουσιάστηκε στή ζωή έξαιτίας αύτής τής άντίθεσης, ήταν ή ρεβιζιονιστική κριτική τού Έντουαρντ Μπέρνσταΐν. Άπό σκόρπιες παρατηρήσεις καί προσθήκες πού ή- τανε στήν άρχή συμπυκνώθηκε κριτά τά τελευταία χρόνια τής δεκαετίας τού ’90 σέ μιά σχετικά δλοκληρωμένη κήρυξη πολέμου κατά τής θεωρητικής σύλληψης τού μαρξισμού καί τού τρόπου μέ τόν όποιο τόν μεταχειριζόταν ή ήγεσία τού κόμματος, πού άπα- σχόλησε τό κομματικό συνέδριο τής Στουτγάρδης τού 1898, άλλά στή συνέχεια καί πολλά άκόμα συνέδρια τού κόμματος. Ή τεράστια άπήχηση πού είχαν μέσα καί Εξω άπό τή σοσιαλδημοκρατία τά άρθρα τού ΜπέρνσταΓν καί τό βιβλίο του «Οί προϋποθέσεις τοϋ σοσιαλισμού καί τά καθήκοντα τής σοσιαλδημοκρατίας» δπου τά συνόψιζε καί πού κυκλοφόρησε τό 1899, δέν έξηγεΐται άπό τό θεωρητικό τους βάρος ή τήν έντυπωσιακή άρχιτεκτονική τού μπερ- νσταντικοϋ οίκοδομήματος, γιατί συγκρινόμενες οί άντιρρήσεις τοϋ Μπέρνσταΐν μέ τή δημιουργία τού Επικρινόμενου άπ’ αύτόν Κάρλ Μάρξ ήταν πολύ φτωχές καί μέ τό δίκιο του ό Κάουτσκυ μπορούσε νά τοϋ καταλογίσει μιά σειρά άπό βαριές παραλείψεις καί Επιπολαιότητες.
*0 Μπέρνσταΐν στράφηκε πρώτ’ άπ’ δλα κατά τής θεωρίας τής καταστροφής καί τής κατάρρευσης πού προσδιόριζε τή σκέψη καί τά λόγια, άλλά δχι καί τή δράση τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ή άντίθεση του στήν κομματική ήγεσία δέν πήγαζε άπό βρισμένες φιλοσοφικές καί Επιστημονικές παρεκκλίσεις. Ή νεοκαν- τιανή φιλοσοφική του θέση καί οί ιδιαίτερες γνώμες του σχετικά μέ δρισμένες θεωρίες δέ θά κακοφαινότανε σέ κανέναν, άν δέν προκαλοϋσαν άνωμαλίες στήν ειδική σύνδεση μι&ς σοσιαλρεφορμι- στικής άττεντιστικής πράξης μέ μιά θεωρία πού ύπερύψωνε καί παρερμήνευε αύτή τήν πράξη. *Η κομματική ήγεσία δμως δέν ήθελε νά παραιτηθεί άπό κανένα άπ’ αύτά τά στοιχεία Επειδή μόνο ή σύνδεση τους ήταν πού Εξασφάλιζε τή διατήρηση τού μηχανισμού τής κυριαρχίας της, τήν Επιδίωξη τών πρακτικών άπαιτή- σεων καί σκοπών, καθώς καί τή διαφύλαξη προθέσεων πού Εβγαιναν πάνω άπ’ αύτούς. 'Ολα αύτά δέν ήθελαν νά τά άπαρνηθοϋν
140
μπροστά στό Φόρουμ τής συνείδησης τους οδτε ή ήγεσία, οδτε οΐ όπαδοϊ.
"Αν έπρόχειτο μόνο γιά τήν πράξη, ή προστατευτική βοήθεια τοΟ ρεβιζιονισμοϋ θά ϊπρεπε νά γίνει μερικώς εύπρόσδεκτη άπδ τήν ήγεσία. Άλλά, καί δίχως τήν Αναμενόμενη άπδ τ’ άριστερά κριτική, ή έπιβεβαίωση μιάς ρεφορμιστικής πράξης άπό τδ θεωρητικό ρεβιζιονισμό Αποδειχνόταν σάν κάτι χειρότερο καί άπό δώρο τών Δαναών, έφόσον ή έπιμονή στή ρεβιζιονιστική προοπτική άφαιροΰσε άπό τήν κομματική ήγεσία τή δυνατότητα νά παλαντζάρει άνάμεσα στήν έπανάσταση καί τή μεταρρύθμιση καί νά ά- ποδέχεται κάθε φορά αύτό πού τής φαινότανε κατάλληλο νά θεμελιώσει τή δική της θέση. Έν πάση περιπτώσει δλα τά έπίμαχα ζητήματα άνάμεσα στόν Μπέρνσταΐν άπό τό 2να μέρος καί τούς Μπέμπελ καί Κάουτσκυ άπό τό άλλο πού δέν ίθιγαν τήν πολιτική στρατηγική καί τακτική τοϋ κόμματος, ήτανε δευτερότερης σημασίας, ζητήματα περιθωριακά καί παρουσίαζαν ένδιαφέρον μόνο στό βαθμό πού χρησίμευαν σάν στήριγμα στίς άληθινά συντριπτικές διαπιστώσεις τοϋ Μπέρνσταΐν. Ή φιλοσοφική θεμελίωση τοϋ σοσιαλισμοϋ, ή οικονομική θεωρία τής άξίας τοϋ Μάρξ, άκόμα κι ό ίδιος ό ιστορικός ύλισμός σάν γενική άρχή τής έξήγησης τής Ιστορίας, δλα θά μποροϋσε νά θιγοϋν δίχως νά προκληθεΐ θόρυβος καί δίχως άξιοσημείωτη Αντίδραση άπό μέρους τής ήγεσίας, άν ϊμενε άθικτη ή ειδική συμπαιγνία θεωρίας καί πράξης. Άλλά 6 Μπέρνσταΐν Αμφισβητούσε Ακριβώς αύτή καί γι’ αύτό έπίσης I- πεσαν μέσα στά διασταυρούμενα πυρά τής κριτικής ot θεωρίες έ- κεΐνες καί ot Ιδιαίτερες γνώμες του, γιά χάρη τών όποίων οδτε ινας σκύλος δέ θά καταδεχόταν νά έγκαταλείψει τό χουζούρι του δίπλα στήν Αναμμένη σόμπα, οδτε φυσικά ot Μπέμπελ καί Κάουτσκυ θά κατέβαιναν στά έσωκομματικά όδοφράγματα. Μέ τή δήλωση πού ίστειλε στό συνέδριο τής Στουτγάρδης ό Μπέρνσταΐν άντέκρου- σε τό συμπέρασμα πού τοϋ Απέδιναν, δτι δηλαδή ή πρακτική συνέπεια τών θέσεων του θά σήμαινε τήν παραίτηση τοϋ όργανωμένου πολιτικά καί οίκονομικά προλεταριάτου άπό τήν κατάκτηση τής έξουσίας. 'Ομως, έπειτα άπό τήν Απόρριψη αύτής τής κατηγορίας δέν μποροϋσε καί δέν ήθελε νά άρνηθεΐ τΙς θέσεις πού Υποστήριζε. «Άντιτάχθηκα στήν Αντίληψη δτι βρισκόμαστε μπροστά στήν κατάρρευση τής άστικής κοινωνίας, πού άναμένεται σύντομα, καί δ- τι ή σοσιαλδημοκρατία όφείλει νά καθορίζει τήν τακτική της μέ βάση τήν προοπτική αύτής τής έπικείμεν^ς μεγάλης κοινωνικής καταστροφής, δηλαδή νά τήν έξαρτά άπ αύτή τήν καταστροφή . . . »*° «’Αλλά δσο περισσότερο Εκδημοκρατίζονται οί πολιτικοί θεσμοί τών σύγχρονων έθνών, τόσο περισσότερο περιορίζονται ο( Ανάγκες καί ot εύκαιρίες γιά μεγάλες πολιτικές καταστροφές»/1
141
«Καί γιατί Εχω τή βαθειά πεποίθηση δτι σπουδαίες έποχές στήν έξέλιξη τών λαών δέν είναι δυνατό νά ύπερπηδηθοΰν, γι’ αύτό δίνω τήν πιό μεγάλη άξία στά πλησιέστερα καθήκοντα τής σοσιαλδημοκρατίας στήν πολιτική δραστηριότητα τών έργατών στήν πόλη καί τό χωριό γιά τό συμφέρον τής τάξης τους, καθώς καί στό 2ργο τής έπιστημονικής δργάνωσης τοϋ προλεταριάτου. Μέ τήν έννοια αύτή έγραψα καί τή φράση, δτι γιά μένα τό πδν είναι τό κίνητρο καί δχι αύτό πού συνήθως δνομάζεται τελικός σκοπός τοϋ σοσιαλισμοϋ καί μέ τήν 2ννοια αύτή τήν ύπογράφω άκόμα καί σήμερα».*’
Μέ τήν εύκαιρία αύτή δ Μπέ^νσταϊν τροποποίησε τήν τόσο σκανδαλώδη διαπίστωση του πού συγκλόνισε τά θεμέλια τής μέχρι τότε πολιτικής γιά τή σχέση κινήματος καί σκοποϋ. Άκόμα κι άν ή λέξη "συνήθως” δέν έδειχνε πώς ή φράση έπρεπε νά έννοηθεΐ μόνο ύπό δρους, είναι δλοφάνερο πώς δέν μπορεΐ νά έκφράζει Αδιαφορία γιά τήν τελική πραγματοποίηση τών σοσιαλιστικών άρχών παρά μόνο Αδιαφορία ή καλύτερα άμεριμνησία Αναφορικά μέ τό πώς τής τελικής διαμόρφωσης τών πραγμάτων. «Καμιά έποχή δέν έδειξε ένδιαφέρον γιά γενικές Αρχές πού Αποβλέπουν στό μέλλον καί πουθενά στή γή δέν μπόρεσα νά βρώ Εναν πίνακα τοϋ μέλλοντος. Ή συνείδηση καί ή προσπάθεια μου Αποβλέπουν στά καθήκοντα τοϋ παρόντος καί τοϋ κοντινοϋ μέλλοντος καί μόνο στό βαθμό πού Απ' αύτή τήν Αποψη μοϋ δίνουν τόν κανόνα γιά τή σκόπιμη δράση, μέ Απασχολούν οί προοπτικές πού προχωρούν πέρα Από τά καθήκοντα αύτά».*3 Ό Μπέρνσταϊν στράφηκε δχι μόνο κατά τής μαρξιστικής θεωρίας τής καταστροφής καί τής κατάρρευσης καί τής Αξιοποίησης της γιά μιά πράξη πού βρισκότανε σέ διαμετρική άντίθεση μέ τήν έννοια τής καταστροφής, Αλλά καί κατά τών ύπολειμμάτων τών μπλανκιστικών Αντιλήψεων πού ύπήρχαν στό μαρξισμό, καί Από τά δποία δ τελευταίος δέν Αποσπάστηκε ποτέ. Ή άπόρριψη τής ίδέας τοϋ πραξικοπήματος δέν μποροϋσε νά θεωρηθεί άπό τόν Μπέρνσταϊν σάν χειραφέτηση Απ’ τόν μπλανκισμό. 'Γπέδειξε δτι οί Αρχές τοΰ μπλανκισμοϋ είσχωροΰσαν πολύ βαθιά καί γι’ αύτό έθιγαν τό μαρξισμό καί σ’ ένα άλλο σημείο. «Ό μπλαν- κισμός είναι κΑτι περισσότερο Από θεωρία μιας μεθόδου. Αντίθετα ή μέθοδος του είναι Απλώς τό Αποτέλεσμα, τό προϊόν μιδς βαθιά κρυμμένης πολιτικής θεωρίας. Εντελώς Απλά αύτή είναι ή θεωρία τής Απέραντα δημιουργικής δύναμης τής έπαναστατικής πολιτικής βίας καί τής έξωτερίκευσης της, τής έπαναστατικής Αλλοτρίωσης».** «Στήν έγκύκλιο τής κομμουνιστικής λίγκας τοΰ 1850 έκφράζεται όξύτατα καί δίχως κανένα περιορισμό τό πνεΰμα τού μπλανκισμοϋ. Στήν περίπτωση αύτή οί Μάρξ καί Ένγκελς έπέ- συραν κατά τοΰ έαυτοϋ τους τήν κατηγορία πού Απέδιδαν στούς Αλ
142
λους, άφοϋ έκαναν τήν άπλή θέληση κινητήρια δύναμη τής έπανάστασης».4' Μέ τήν κριτική αύτή ό Μπέρνσταΐν έστρεφε τήν προσοχή σέ δυδ σημεία πού είχαν πολύ στενή σχέση μέ τήν πολιτική πράξη. "Αν μέ τόν δρο «μπλανκισμός» δέν έννοείται Απλώς 6 6- ποιοσδήποτε πραξικοπηματισμός, ΑλλΑ μιά προλεταριακή έπαναστατική βία καί κυριαρχία τής μειονοψηφίας, 6 μαρξισμός, σύμφωνα μέ δσα Ιχουν γραφτεί στό κεφάλαιο τό Αφιερωμένο σ’ αύτόν πρέπει νά θεωρηθεί στενός γείτονας τοϋ μπλανκισμοϋ. Τό γεγονός κιόλας δτι οί Μάρξ καί Ένγκελς θεωρούσαν σάν κανονική περίπτωση τής Ιστορικής έξέλιξης μιά βίαιη κατάκτηση τής έξουσίας Απ’ τό προλεταριΑτο, κάνει Αναπόφευκτο τό συμπέρασμα πώς προϋπέθεταν καί δέχονταν σάν δοσμένη σιωπηρά άπό τά πρίν τήν έ- πιδοκιμασία τής προλεταριακής πλειοψηφίας γιά τις έπαναστατι- κές πράξεις τής δραστήριας έπαναστατικής μειοψηφίας. Ό ταν γιά τήν έκπλήρωση τών προσδοκιών του Απομακρύνεται κανείς Απ’ τό μηχανισμό τής έκλογής ή μιά παρόμοια δυνατότητα ποσοτικής διαπίστωσης τής θέλησης τής πλειοψηφίας, τότε δέν τοϋ Απομένει άλλη δυνατότητα, παρά νά δεχτεί δτι ένεργεΐ κατ’ έντο- λήν ή τουλάχιστο στό δνομα τών συμφερόντων τοϋ μέρους τοϋ προλεταριάτου πού δέν παίρνει μέρος στή δράση. Αύτό μπορεί νά συμ- βεϊ εύκολότατα στά πλαίσια τοϋ μαρξισμού, Αφού έτσι ή Αλλοιώς ή πλειοψηφία δέν είναι ή βάση νομιμοποίησης, Αλλά μόνο τό φερέφωνο τής ιστορικής έξέλιξης.
Ό Μπέρνσταΐν λοιπόν είχε δίκιο δταν ύπέδειχνε δτι ή πεποίθηση γιά τήν Ανυπολόγιστα δημιουργική δύναμη τής προλεταριακής βίας ήταν Ασυμβίβαστη μέ τήν Αντίληψη τής δημοκρατίας τήν όποία Ανεχόταν ή σοσιαλδημοκρατία πού ένεργοϋσε Από έκλογική περίοδο σέ έκλογική περίοδο. Γιά νά ύποστηρίξει τις θέσεις του, πού Ζφειλαν νά μετατρέψουν τή σοσιαλδημοκρατία σέ δημοκρατικό, σοσιαλιστικό, μεταρρυθμιστικό κόμμα * έπικαλέσθηκε τόν Φ· "Ενγκελς, πού στήν είσαγωγή πού έγραψε τό 1895 λίγο πρίν άπό τό θάνατο του, δηλαδή σάν νά λέμε στήν πολιτική του διαθήκη, στό βιβλίο τοϋ Μάρξ «Οί ταξικοί άγώνες στή Γαλλία», πρό- τεινε τό δρόμο τής νομιμότητας καί τής κοινοβουλευτικής έργα- σίας καί Απαρνήθηκε τόν έπαναστατικό ρωμαντισμό τού παρελθόντος. Άλλά ένώ ό Μπέρνσταΐν Αποδέχτηκε κατά γράμμα καί δίχως καμιά έπιφύλαξη αύτές τις Απόψεις τοϋ Ένγκελς, ή κομματική •ήγεσία, μολονότι προχωρούσε στό μονοπάτι πού ύπέδειξε δ Έ νγκελς, γιά τούς λόγους πού άναφέραμε δέν μπορούσε νά κλίνει στήν Ανεπιφύλακτη Αποδοχή αύτής τής θέσης πού ή ίδια είχε προ- καλέσει, γιατί ήθελε γιά λόγους στρατηγικούς καί τακτικούς νά διατηρήσει Ανοικτή έκείνη τή γραμμή Απόκλισης Από τήν όποία 6 Μπέρνσταΐν δέν περίμενε τίποτε καλό. Έτσι τό 1910, δταν τό
143
κόμμα είχε ρίξει πιά περισσότερο άκόμα ρεβιζιονιστικό νερό στδ μαρξιστικό κρασί του άπδ δσο τήν έποχή πού δ Μπέρνσταϊν παρουσίασε για πρώτη φορά τήν κριτική του, δηλαδή σέ μιά έποχή πού ή έξέλιξη τοϋ κόμματος είχε προχωρήσει πολύ μέ τήν έννοια πού δ τελευταίος θεωροϋσε σωστή, δ Κάρλ Κάουτσκυ έγραφε: «Αύτό πού στούς ρεφορμιστές φαίνεται σάν ειρηνική μετεξέλιξη στό σοσιαλισμό είναι στήν πραγματικότητα μόνο ή αύξηση τής δύναμης τών δυό άντίθετων τάξεων πού άντιπαρατάσσονται ή μιά στήν άλλη μέ άσυμφιλίωτη έχθρότητα. Σημαίνει άπλώς δτι ή άντίθεση άνάμεσα στό κεφάλαιο καΓ τήν έργασία, πού άρχικά ήτανε μόνο άντίθεση άνάμεσα σέ άτομα πού άποτελοϋσαν μιά μικρή μειονότητα μέσα στό κράτος μετατρέπεται τώρα σέ άγώνα άνάμεσα σέ γιγάντιες δργανώσεις, σέ άγώνα πού προσδιορίζει δλη τή ζωή τοϋ κράτους καί τής κοινωνίας. Έτσι ή μετεξέλιξη στό σοσιαλισμό σημαίνει στήν πραγματικότητα τή μετεξέλιξη σέ μεγάλους άγώνες πού συγκλονίζουν δλη τήν ύπαρξη τοϋ κράτους, πού γίνονται δλο καί πιό βίαιοι καί πού μπορεΐ νά τερματιστούν μόνο μέ τήν ύποτα- γή καί τήν άπαλλοτρίωση τής τάξης τών καπιταλιστών».4’
Καί δ Αύγουστος Μπέμπελ δικαιολόγησε στό συνέδριο τής Έρ- φούρτης τήν κοινοβουλευτική τακτική έναντίον τών Επικρίσεων τής άριστεράς, άλλά τό Εκανε δχι γενικά μέ τήν Εννοια τών κατοπινών Εκδηλώσεων τού Μπέρνσταϊν, γιά τόν δποϊο αύτή ή τακτική ήταν Ενα ύποκατάστατο τής έπανάστασης, παρά μ’ Εναν τρόπο πού Εδειχνε πώς συμφωνούσε μέ τήν πεποίθηση τού Κάουτσκυ, πού παρουσίαζε τήν είρηνική, τή νόμιμη δραστηριότητα άποκλει- στικά σάν μέσο γιά τήν κατάκτηση μι&ς άφετηρίας εύνοϊκής γιά πραγματικό Επαναστατικό άγώνα. «"Οταν ή στρατιά μας — τό κόμμα — στέκεται άντιμέτωπο μι&ς άλλης στρατιάς — δλων τών συνασπισμένων άντιπάλων — γιά τήν δποία πρέπει νά πώ δτι είναι Ισχυρότερη άπό κάθε άποψη, θά είναι τρέλα νά άρχίσουμε Εναν άποφασιστικό άγώνα έναντίον αύτής τής στρατιάς. Πρέπει λοιπόν νά κάνω τό κάθε τι πού είναι δυνατό νά βελτιώσει τήν ά- γωνιστική μου θέση. ΙΙρέπει νά προσπαθήσω νά κερδίσω κάθ* πιθαμή έδάφους πού μπορώ νά κερδίσω, νά έξασφαλίσω κάθε πλεονέκτημα πού μπορώ καί Ετσι νά ένισχυθώ γιά νά δώσω τδ τελικό χτύπημα».4'
Εννοείται πώς καί ύστερα άπό δυό δεκαετίες δέν είχαν φτάσει κοντίτερα στό τελικό χτύπημα, μάλιστα συνειδητά είχαν άπομα- κρυνθεϊ άκόμα περισσότερο. Τό 1911 στόν πρόλογο του στό βιβλίο «Οί ταξικοί άγώνες στή Γαλλία» (γιά τό δποϊο είχε γράψει πρόλογο τό 1895 δ Φ. Ένγκελς πού ύποστήριζε τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία, άπέκρουε τίς τάσεις άναρχισμού καί χρησίμευε στό έξής στό κόμμα σάν θεωρητική δικαιολόγηση καί γενική έ-
144
ξουσιοδότηση γιά άπόχή άπό έξωκοινοβουλευτικούς άγών(ς) 6 Μπέμπελ μποροϋσε νά διαπιστώνει μέ σιγουριά καί δικαιολογημένη Υπερηφάνεια: «Γιά τή σοσιαλδημοκρατία ή κατεύθυνση είναι δοσμένη. Ό τι καί νά γίνει δέ θά έξωσθεΐ άπδ τό χώρο της καί δέ θά παραπλανηθεϊ νά πατήσει δρόμους πού φαίνονται άμφίβο- λοι. Δέν ϊχει κανένα λόγο νά έπιτρέψει στόν έαυτό της νά παρα- συρθεΐ σέ Απερισκεψίες καί βιαιότητες έναντίον τών έχθρών της. ’Ισχυρή μέ τήν πεποίθηση πώς δλη ή Ιστορική έξέλιξη δουλεύει γιά λογαριασμό της καί πώς μέ τή δύναμη τών αιτίων, τής δικαιοσύνης καί_τοϋ αύτονόητου τών Απαιτήσεων της, γίνεται δ άξονας συγκέντρωσης δλων πού ένδιαφέρονται γιά μιά νέα κοινωνική όργάνωση πάνω σέ βάση σοσιαλιστική καί αύτή είναι τέλος ή μεγάλη πλειοψηφία καί ιτσι μπορεΐ μέ σταθερό πόδι καί καθαρή ματιά νά περιμένει αύτό πού έρχεται».** Αύτή ή τοποθέτηση τοϋ Μπέμπελ Αποκαλύπτει μερικούς Από τούς λόγους, πού Ανέκαθεν Ιδιναν τό μέτρο νά κριθεΐ ή Ανικανότητα καί ή Απροθυμία τής κομματικής ήγεσίας νά πάρει στά σοβαρά τήν έναλλακτική λύση καί τήν τελική προοπτική τής πολιτικής έπανάστασης, πού παρέ- μεινε Ανοιχτή ή νά προετοιμάσει μέ ένεργητικά μέτρα τήν εισαγωγή της. Στήν πίστη στή φυσικά Αναγκαία έξέλιξη, πού έτσι ή Αλλοιώς δούλευε γι’ αύτούς, προστέθηκε ή όρθολογική πεποίθηση γιά τήν Ασυγκράτητη δύναμη τής λογικής καί ή αισιόδοξη πίστη στήν προθυμία τών Ανθρώπων ν’ Ακούσουν τή φωνή τής λογικής. Στήν πραγματικότητα ή κομματική ήγεσία δέν ένδιαφερότανε νά κερδίσει χώρο γιά νά Εκμεταλλευτεί πραγματικά αύτή τήν έπαναστατική διέξοδο, άλλά μόνο νά έχει έλεύθερα τά χέρια της γιά προπαγανδιστική Αξιοποίηση αύτής τής διεξόδου. Ά ν πραγματικά ήταν έτσι δπως προφασίζονταν ot Κάουτσκυ καί Μπέμπελ, δηλαδή έπρόκειτο γιά πραγματική έξασφάλιση καί τών δυό δυνατοτήτων, ή κομματική ήγεσία θά είχε δίκιο δχι μόνο θεωρητικά καί κοινωνικοψυχυλογικά, άλλά καί ιστορικά, γιατί ή όργανική σύνδεση μεταρρύθμισης καί έπανάστασης μέ τρόπο πού κανένα άπό τά δυό στοιχεία Από τά όποια πρέπει νά προέλθει ή σοσιαλιστική κοινωνική τάξη νά μή σκοτώνει τό άλλο, είναι τό βασικό πρόβλημα πού ή Ιστορία Εδωσε στό σοσιαλιστικό κίνημα γιά λύση. Άπό τήν ήγεσία τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας δέ λύθηκε οδτε κατά προσέγγιση σωστά ή εύνοΐκά. Γι’ αύτό δέν προκαλεΐ κατάπληξη τό γεγονός δτι ή τακτική τής ήγεσίας , πού θεωρητικά προανάγγελνε τήν έπανάσταση καί στήν πράξη τήν Ανέβαλλε I- φερε τήν Αντίδραση δχι μόνο τής δεξιάς μερίδας του, δηλαδή έ- κείνων πού Ιβλεπαν νά ζημιώνεται ή μεταρρυθμιστική τους έργασία άπό τήν έπαναστατική φρασεολογία, άλλά καί τής άριστ*- ρδς, γιατί δέν μποροϋσε νά μείνει κρυφό άπό τούς παρατηρητές
1Q ; 146
πού πραγματικά ένδιαφέρονταν γιά τήν πραγματοποίηση τών έ- παναστατικών δυνατοτήτων δτι παρά τΙς διαβεβαιώσεις τό κόμμα δέν άνέπτυσσε τή θεωρητική του προετοιμασία πρός τήν κατεύθυνση τής έπανάστασης, άλλά άντίθετα άπομακρύνονταν άπό τήν έπανάσταση.
Στήν περίοδο πρίν άπό τήν όργανωτική ένότητα τοϋ έργατικοϋ κινήματος, πού στή Γερμανία τερματίστηκε τό 1875 μέ τό συνέδριο τής Γκότα καί στήν Αύστ^α μέ τό συνέδριο τοϋ Χένφελντερ τό 1888 - 89 σημειώθηκε έντονη ζύμωση πού έβλεπε μέ δυσπιστία τήν κοινοβουλευτική πράξη καί γενικά τόν άγώνα γιά τήν κατάκτηση τοϋ γενικοϋ έκλογικοϋ δικαιώματος καί δεχόταν τήν άποψη πού δπως θά δοϋμε παρακάτω διατύπωσε ό Γιόζεφ Λόυ- κερτ, ένας άπό τούς ριζοσπαστικότερους ήγέτες: «Ό σο έμείς ά- παιτοϋμε άπό τή σημερινή κοινωνία τό γενικό έκλογικό δικαίωμα, τή βοηθοϋμε νά στέκεται».'0 Αύτή ή άναρχική άντίληψη, πού ό- φείλεται σέ άναρχικές έπιδράσεις άλλά δέν περιορίστηκε στούς κύκλους τών άναρχικών ξεπεράστηκε στήν Αύστρία μέ τό πρόγραμμα τοϋ Χένφελντερ, όπωσδήποτε δμως άφησε τά Ιχνη της μέσα στό Γδιο τό πρόγραμμα. Δηλαδή ή άπαίτηση γιά τό γενικό, Ισο καί άμεσο έκλογικό δικαίωμα έγγράφτηκε μαζί μέ μιά προσθήκη, πού κατά κάποιον τρόπο ζητοϋσε συγγνώμη καί εύνοοϋσε τήν άριστερά. «Δίχως νά μάς ξεγελά ή άξία τοϋ κοινοβουλευτισμού ό όποίος είναι μέσο τής σύγχρονης ταξικής κυριαρχίας».*1 Αότή ή έπιφύλαξη έγκαταλείφθηκε τό 1901 άπ’ τό κομματικό συνέδριο πού συνήλθε τήν ίδια χρονιά στό Λιοϋμπεκ" καί άναθεώρησε σέ μερικά σημεία τό πρόγραμμα.'1 Μέ τό δίκιο του ό ΜπέρνσταΓν άξίω- νε νά θεωρηθεί ή κατάργηση αύτή σάν έργο του, προσθέτοντας γιά νά δικαιολογήσει τήν άπαίτησή του, πώς ή προσθήκη έγινε πιά περιττή, άφοϋ κανένας τώρα πιά δέ δίνει ύπερβολική σημασία στό κοινοβούλιο. Στήν πραγματικότητα συνέβαινε τό άντίθετο. Τό αύ- στριακό κόμμα γαντζώθηκε τόσο γερά στήν περιορισμένη κατάκτηση τοϋ έκλογικοϋ δικαιώματος τοϋ 1896, πού όλοένα άνέβαλε τόν άγώνα γιά τό ίσο έκλογικό δικαίωμα άπό φόβο μήπως θά βάλει σέ κίνδυνο αύτό πού είχε κερδηθεΐ»."
’Αρχικά στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία τήν άποψη γιά ά- ποχή άπό τήν κοινοβουλευτική ζωή, γιατί αύτή ξεστράτιζε τό κόμμα άπό τόν έπαναστατικδ άγώνα καί γεννοϋσε αύταπάτες, τήν έκ- προσωποϋσε ό ίδιος δ Βίλχελμ Λήμπκνεχτ, ό συνιδρυτής τοϋ κόμματος. Τό 1886 σ’ ένα λόγο του μέ θέμα τήν πολιτική θέση τής σοσιαλδημοκρατίας σέ σχέση μέ τή Βουλή, ύπήρξε κατηγορηματικός. «Μπορεί νά διαπραγματευτεί κανείς άλλά μόνο έκεϊ πού ύ- πάρχει κοινή βάση. Τό νά διαπραγματευόμαστε μέ άντιπάλους πάνω σέ ζητήματα άρχών, σημαίνει δτι θυσιάζουμε τΙς άρχές μας.
146
Οί άρχές εΐναι άδιαχώριστες καί ή θά διαφυλαχτοϋν έντελώς ή θά θυσιαστοΰν έξ δλοκλήρου. . . Αύτός πού συζητά μέ τδν έχθρό διαπραγματεύεται κι δποιος διαπραγματεύεται χλείνει συμφωνίες».*' Τήν έποχή έκείνη δ Λήμπχνεχτ δέν περίμενε πολλά άπδ τήν ταχτική, νά δέχεται χατ’ άρχήν τούς κανόνες τοϋ παιχνιδιού πού έ- πιβάλλει ή ύπάρχουσα κατάσταση γιά νά τήν κάνεις Μάτ μέ τή βοήθεια τους, άλλά φρονούσε άκριβώς τδ άντίθετο. «Οί έπαναστά- σεις δέ γίνονται μέ τήν ύψηλή άδεια τοϋ κατεστημένου. Έ σοσιαλιστική Ιδέα δέν μπορεΐ νά πραγματοποιηθεί μέσα στδ σημερινό κράτος. Είναι άνάγκη νά τδ άνατρέψει γιά νά προβάλλει στή ζωή»." Τδ έπιχείρημα πού άντέταξε δ Βίλχελμ Λήμπκνεχτ σ’ I- ναν ύπέρμαχο τοΰ γενικού έκλογικοΰ δικαιώματος φαίνεται μπροστά σ’ αύτδ ποίτ στ’ άλήθεια Ιγινε σάν άνατριχιαστική παρωδία τής πραγματικότητας. «Ό κύριος Άρμποστ φρονεί δτι μέ τδν και- ρδ θ’ άποκτήσουμε τήν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. θά τοΰ κάνω Iνα λογαριασμό. Τώρα έχουμε στή Βουλή 7 σοσιαλδημοκράτες βουλευτές. Στήν έπόμενη καί κάθε άκόλουθη έκλογή κερδίζουμε κάθε φορά 7 περισσότερους καί σίγουρα αύτδ άποτελεΐ μιά άποψη Ιδανικά εύνοϊκή γιά μάς. Ή Βουλή έχει 297 μέλη. Μέχρι νά γίνουμε λοιπδν κατ’ αύτδν τδν τρόπο πλειοψηφία — τουλάχιστο 149— πρέπει νά περάσουν άκόμα 63 χρόνια. Λοιπόν, άν δ κύριος Ά ρ μποστ καί οί φίλοι του έχουν δρεξη νά περιμένουν ίσαμε τις έκλο- γές τοΰ 1933, μποροϋν νά τδ κάνουν. ’Εμείς θεωρούμε έγκλημα κατά τής σοσιαλδημοκρατίας νά κρατάμε τούς έργάτες μακριά άπδ τούς πολιτικούς άγώνες τοΰ παρόντος καί νά τούς δίνουμε παρηγοριά γιά τδ μέλλον»."
"Αν καί είναι δύσκολο νά άποδειχθεΐ πώς ή τακτική πού καθόριζε τότε δ Λήμπκνεχτ θά έφερνε στδ κόμμα τήν έπιτυχία πού τόσο έπιθυμοΰσε, είναι άπδ τήν άλλη μεριά δμως γνωστδ δτι δέν μποροϋσε νά συμβεΐ τίποτε πού νά είναι χειρότερο άπ’ αύτδ πού έφερε στήν πραγματικότητα στδ κόμμα ή κοινοβουλευτική του τακτική. Τδ 1933 δέν ήταν δ χρόνος τής άνάληψης τής έξουσίας άπό τούς σοσιαλδημοκράτες μέ τδν κοινοβουλευτικό δρόμο, άλλά τής κατάληψης της άπδ τόν Χίτλερ πού άντίθετα άπό τή σοσιαλδημοκρατία είχε καταλάβει πολύ καλά νά συνδυάζει τήν τεχνική τής νομιμότητας μέ τή θέληση νά κατακτήσει τήν έξουσία, ένώ οί Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, περιφρονώντας τις θεωρίες τοΰ Κάρλ Μάρξ πού άπαιτοΰσαν άπ’ αύτούς νά μελετούν τις κοινωνικές βάσεις καί νά μή σταματούν στίς μορφές, άλλά καί τοΰ Λασσάλ πού είχε χαρακτηρίσει τά συνταγματικά ζητήματα, ζητήματα δύναμης, έβλεπαν τόσο πολύ τδ μέτρο τής έπιτυχίας τους στδν άριθμό τών ψήφων καί τών μελών, πού έκαναν τόν Γάλλο άντιπρόσωπο στδ συνέδριο τής Διεθνούς τό 1907 στή Σουτγάρδη νά τούς χαρακτη
147
ρίσει μηχανή καταμέτρησης ψήφων».'*Ωστόσο ύστερα άπό τήν Ιδρυση τής αύτοκρατορίας, τό 1871,
άρχισαν νά χάνουν τή δύναμη τους δχι μόνο ot τακτικές Εναλλακτικές λύσεις τοϋ Βίλχελμ Λήμπκνεχτ, άλλά καί ot λογικές Επιφυλάξεις άπέναντι στήν τάση νά παραδωθεΐ Εσωτερικά τό κόμμα στούς κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς. Έτσι δέν είναι θαύμα πού στό συνέδριο τής Χάλλε, τό πρώ;» κομματικό συνέδριο Επειτα άπό τήν κατάργηση τών άντισοσιαλιστικών νόμων, άκούστηκαν φωνές πού προειδοποιούσαν γιά τούς κινδύνους πού έγκυμονοΰσε ή ύπερ- εκτίμηση τής άποτελεσματικότητας τής κοινοβουλευτικής δράσης καί τΙς συνέπειες άπό τό γλίστρημα σέ μιά νομιμότητα πού δέν ήταν καί τόσο πρόδηλο ποϋ όδηγοϋσε. Ή Εξέγερση τών συγκεντρωμένων κυρίως στήν κομματική όργάνωση τού Βερολίνου «νέων» άντιμετωπίστηκε μέ μετριοπαθή, πνευματικά μέσα καί αύτός είναι 6 λόγος πού δέν είχε καμιά πιθανότητα νά Επιτύχει κάτι κατά τής κομματικής ήγεσίας, πού κρατούσε στά χέρια της δλα τά άτοϋ τής δύναμης καί τής δημαγωγίας. 'Ωστόσο, δσο λειψά κι άν άρθρώθηκε αύτή ή παρουσίαση τών νέων, πού σ’ Ενα ιστορικό Εργο τής Εποχής Εκείνης χαρακτηρίστηκαν Υποτιμητικά οάν μισοα- ναρχικοΐ ** δέν μπορεΐ νά άμφισβητηθεϊ ή πραγματική τους δικαίωση στό φώς τής ιστορίας, γιατί μέ τήν Ενέργεια τους Εκείνη πρό- βαλαν τήν ύπαρξη ένός άληθινοϋ προβλήματος. Στό μεταξύ ό Λήμπκνεχτ - Σαύλος τοϋ 1869 Εγινε Ενας Επιδέξιος ύποστηρικτής τοϋ κοινοβουλευτισμού Παϋλος. Καί ό Λήμπκνεχτ άκόμα μεταχειρίστηκε τήν κατηγορία τοϋ άναρχισμοϋ, μέ τήν όποία προστατεύεται πάντα κάποιος πού Εχει νά Υπερασπιστεί δικές του θέσεις. «Δέν είναι λοιπόν άναρχικός τρόπος, δταν Ερμηνεύω τόν κοινοβουλευτισμό, κάθε νόμιμη δραστηριότητα σάν κάτι πού πρέπει νά άπορ- ριφθεϊ; Καί άπό κεΐ καί πέρα τί μάς μένει; Νά κατηγορήσουμβ τήν κοινοβουλευτική μας δμάδα γιατί δέν δρμησε μέ τό κεφάλι Ενάντια στόν τοίχο, σημαίνει πώς πρέπει νά τής δώσουμε πιστοποιητικό δτι Ενέργησε λογικά. Απορρίπτουμε τήν ώμή βία κι ώ- στόσο τό κόμμα μας Εξακολουθεί νά είναι κόμμα τής Επανάστασης. Αύτό δέν τό άρνηθήκαμε ποτέ».**
Ό άντιπολιτευόμενος Βερολινέζος άντιπρόσωπος Βέρνερ δέν άρ- νήθηκε καθόλου τή σημασία τής δράσης τής κοινοβουλευτικής δ- μάδας, μόνο πού Ενιωσε τήν άνάγκη νά Υποδείξει τά στοιχεία Εκείνα πού στοιχειοθετούσαν τούς κινδύνους πού πήγαζαν άπό τή δράση αύτή. «Δέν άρνοϋμαι δτι ot βουλευτές μας άνέπτυξαν μιά Εντονη δραστηριότητα μέσα στή Βουλή. ’ Αλλο είναι τό ζήτημα καί συγκεκριμένα άν αύτή ή δραστηριότητα χρησιμοποιήθηκε τελικά σωστά. Καί δμως δέν πρέπει νά θεωρήσουμε τό κοινοβούλιο σάν αύτοσκοπό, άλλά μέσο γιά τούς σκοπούς μας».*1 Ό Βέρνερ Επέσυρβ
148
τήν προσοχή τδν Αντιπροσώπων στδν κίνδυνο πού θά προερχόταν άπό τήν ύπερεκτίμηση καί τδν ύπερτονισμδ τής σημασίας τής νομοθεσίας γιά τήν προστασία τδν έργατδν καί τήν τυφλή έμπιστο- σύνη στίς εύνοΓκές έπιδράσεις πού θά άσκοΟσε ή συντόμευση τοΟ χρόνου έργασίας.
Σέ μιά προκήρυξη τής Αντιπολίτευσης άναφέρονται διαπιστώσεις καί άσκεΐται μιά κριτική, πού Αν καί σέ μορφή Ανεπαρκή, πρέπει νά θεωρηθοϋν 8τι πραγματικά Εβρισκαν τδ σωστδ στόχο. «’Αποφάσεις πλειοψηφίας.. . Σχεδδν πάντα, παίρνονται ΑφοΟ πρώτα λογαριαστεί τδ συμφέρον τδν Αλλων κομμάτων καί κοινωνικών τάξεων καί πολλές φορές δέν Εχουν παρά Ελάχιστα ή καί καμιά σχέση μέ τΙς Αρχές τοΟ κόμματος. Συχνά Αντιστρατεύονται αύτές τΙς Αρχές καί προετοιμάζουν τδ Ιδαφος γιά μιά στροφή πρδς τά δεξιά, πού δυστυχώς θά γίνει Αντιληπτή Απδ τούς πολλούς, δταν πιά θά βοεθοΟν μπροστά σέ δλοκληρωμένα γεγονότα».'* Τά λόγια τοΟ Βέρνερ Ιπρεπε νά παρθοΟν στά σοβαρά ύπόψη σάν μιά προειδοποίηση γιά τούς κινδύνους πού ΙγκομονοΟσε ή Αλόγιστη έξέλιξη πρδς τή νομιμότητα, πσ5 τδ κόμμα θά μποροΟσε νά τή χαλιναγωγήσει μόνο Αν κρατοΟσε κάτω Απ’ τδν Ιλεγχο του τΙς έπι- δράσεις της. ’Επίσης Αξιζε νά προσεχτοΟν καί τά παρακάτω λόγια γιά τήν τάση, πού ήταν κιόλας φανερή, νά θεωροΟνται ο! Αριθμοί τδν ψήφων στίς έκλογές σάν τδ μοναδικό κριτήριο έπιτυ- χίας. «Έ πρακτική έπιτυχία γενικά δέ βρίσκεται σέ καμιά Αντιστοιχία πρδς τΙς θυσίες πού Υποχρεώνεται νά κάνει τδ κόμμα γι’ αύτή. Δέν κατηγοροϋμε τούς ήγέτες γιά άνεντιμότητα, άλλά γιά τδ δτι παίρνουν πάρα πολύ ύπόψη τους δλους τούς πιθανούς παράγοντες δύναμης καί αύτδ είναι άποτέλεσμα τής Αλλαγής στδν τρόπο τής ζωής τους καί τής τιάρα πολύ χαμηλής στάθμης τής Αντίληψης πού ϋχουν γιά τήν προλεταριακή Αθλιότητα καί τούς παλμούς τοϋ βασανισμένου λαοΟ>.**
Είναι πολύ χαρακτηριστικό καί δέν πρέπει νά μείνει Απαρατήρητο δτι έδδ δ Βέρνερ, γιά νά έξηγήσει μιά συμπεριφορά πού Απέκλινε Απδ τήν έπαναστατική γραμμή, χρησιμοποίησε τδ ίδιο έπιχείρημα πού Αργότερα μεταχειρίστηκε δ Λένιν, στή θεωρία του γιά τήν έργατική Αριστοκρατία, γιά νά έξηγήσει τδ ρεβιζιονισμδ τδν δυτικδν κομμάτων καί τδν συνδικαλιστικών ήγετδν, Ινα έ- πιχείρημα πού δέν τδ περιφρόνησε οδτε δ Μπέμπελ, δταν ήτανε νά προσφέρει στούς ένοχλητικούς ρεβιζιονιστές μιά ήττα πού Εθετε σέ Αμφιβολία τήν έπαναστατική τους θέληση. ’ Οπως δ Βέρνερ γιά τήν κομματική ήγεσία, ϊτσι κι δ Μπέμπελ στδ συνέδριο τής Δρέσδης πού Εφτασε σέ μιά τυπική καταδίκη τοΟ ρεβιζιονισμοΟ, πιστοποίησε βέβαια τήν προσωπική Εντιμότητα τδν ρεβιζιονιστών, άλλά καί δέν Απέφυγε, έκτδς Απδ τδν ύπαινιγμδ γιά τήν άπομό-
149
νωση τών Ακαδημαϊκών άπδ τδ προλεταριάτο, vie μιλήσει γιά τήν άνεβασμένη στάθμη τής ζωής τους, κάτι πού γενικά τδ άπέφευγε δταν έπράκειτο γιά τή συμπεριφορά τής ίδιας τής ήγεσίας. «Δέν άμφισβητώ δτι αύτοί ot Ανθροιποι Αγωνίζονται τίμια. Ό ίδιος άλλωστε Εχω έξηγήσει σέ σχέση μέ τούς Ακαδημαϊκούς μ α ς.. . (δτι) πολύ συχνά κάποιος άπ’ αύτούς ξαναξεχνά αύτά πού Εμαθε σάν σοσιαλδημοκράτης, δτι πολλοί ή .̂ίγοι πιστεύουν πώς στ’ Αλήθεια είναι γεννημένοι γιά ήγέτες τοϋ προλεταριάτου, δτι περισσότεροι άπδ Ενας φαντάζονται πώς τό προλεταριάτο πρέπει νά είναι περήφανο γιατί τοΰ κάνουν τήν τιμή νά άποδεχτοϋν μιά έξουσιοδότη- ση του. "Ολα αύτά δέν είναι βέβαια κακή θέληση, δέν είναι σκόπιμη προδοσία, άλλά είναι κακδ γιά τδ κόμμα. Πίσω άπδ τούς άκα- δημαΐκοΰς Ερχεται τδ Αλλο τμήμα τών ρεβιζιονιστών μας, ot άλλοτε προλετάριοι μέ τήν άνεβασμένη στάθμη ζωής, Ανθρωποι πού σ’ αύτή Ακριβώς βλέπουν Ινα τελικδ άποτέλεσμα τής ζωής τους. Γιά νά Εχετε τή λύση τοϋ αίνίγματος δέ χρειάζεται παρά νά χρησιμοποιήσετε τήν ύλιστική άντίληψη τής Ιστορίας».*4 Καί σ’ αύτδ άκόμα τδ παράδειγμα γίνεται φανερό δτι στά χέρια πολιτικών πού έπιδιώκουν τήν έξουσία ή ύλιστική άντίληψη τής Ιστορίας είναι πολύ κατάλληλο μέσο γιά νά συκοφαντήσουν πολιτικούς άντιπάλους μέσα κι Εξω άπδ τδ κόμμα κι άκόμα δτι μπορεΐ νά χρησιμεύσει σάν μηχανισμός άπόκρυψης τών δικών τους προθέσεων καί Αδυναμιών κι δτι μ’ αύτή τή μονόπλευρη δράση χάνει άκριβώς τήν κριτική της έπίδραση.
Καί στδ αύστριακδ κόμμα έπίσης Εκανε στίς άρχές τής.δεκαετίας τοϋ ’90 αίσθητή τήν παρουσία της μιά μικρή καί μέ άξεκα- θάριστη πολιτική φυσιογνωμία άντιπολίτευση, πού ώστόσο άνησυ- χοϋσε γιατί Ενιωθε αύτή τή διάσταση μεταξύ Ιδεολογίας καί πραγματικότητας καί στδ συνέδριο τοϋ 1892 συνόψισε τήν κριτική της ένάντια στήν τακτική τοΰ "Αντλερ καί τδ πρόγραμμα τοΰ κόμματος στδ καυτδ έρώτημα: «Ή τακτική τοΰ αύστριακοΰ έργατικοΰ κόμματος πρέπει νά είναι σοσιαλεπαναστατική ή σοσιαλρεφορμι- στική;».” Σέ σχέση μέ τήν Αντιπολίτευση πού Εκανε τήν Εμφάνιση της στδ συνέδριο τοΰ 1891 δ Βίκτωρ Άντλερ Εγραφε στδν Φ. ’ Ενγκελς: « . . . άν δέν τήν είχαμε αύτή τήν Αριστερή Αντιπολίτευση, ΘΑπρεπε νά τήν έφεύρουμε. Μόνο πού Απέτυχε στήν έκλογή τοΰ χρώματος. "Ισως θά Επρεπε νά Εφευρεθεί πιό σοβαρά».'* *0 Άντλερ Απέφυγε τδ ζήτημα τής Ανεξάρτητης Εναλλακτικής λύσης πού ζητοΰσε νά θέσει ή Αριστερή Αντιπολίτευση, μέ τδν Ισχυρισμό «δτι δέν έπρόκειτο παρά γιά λόγια, τίποτε Αλλο άπδ λόγια. δτι δέν ύπήρχε καμιά άντίθεση άνάμεσα στή μεταρρύθμιση καί τήν έπανάσταση, άφοϋ καί ή Επιβολή τοϋ αίτήματος γιά μείωση τοΰ χρόνου έργασίας είναι μιά πράξη έπαναστατική».*Τ
160
Ένώ ot Μπέμπελ καί Κάουτσκυ στήν Επιχειρηματολογία τους κατά τοϋ ρεβιζιονισμοϋ, άλλά καί κατά τής άριατεράς παραδεχόταν τή διαφορά πού ύπήρχε άνάμεσα στούς πόλους μεταρρύθμιση καί έπανάσταση καί ισχυριζότανε μόνο πώς τδ κόμμα κρατοΰ- σε τήν άναγκαία μέση γραμμή μεταξύ τών δύο, δ Άντλερ άντι- προσώπευε τή θέση πού άξίωνε τδ σβήσιμο τών διαφορών μεταρρύθμισης καί έπανάστασης καί έξαφάνιζε τδ πρόβλημα άφοϋ Ικανέ τΙς λέξεις έπανάσταση καί έπαναστάτης συνώνυμα γιά τΙς καλές καί ώραΐες πράξεις καί έπιτυχίες, γιά νά μπορεΐ στή συνέχεια νά προσθέσει σ’ αύτές. Ετσι σάν άνατίμηση, κάθε παράγοντα πού αύτδς έπιθυμοϋσε. Ό Βίκτωρ Άντλερ καί τδ αδστριακδ κόμμα ήτανε σέ άκόμα μικρότερο βαθμό άπδ τούς έκφοαστές τοϋ μαρ- ξιστικοϋ κέντρου τής Γερμανίας πρόθυμοι νά διεισδύσουν στό πραγματικό πρόβλημα, πού σημάδευε τόσο ή δεξιά δσο καί ή άριστε- ρή άντιπολίτευση. Ή περιορισμένη αύτή Επιθυμία, πού Εξωτερι- κευόταν στήν προσπάθεια Εξάλειψης καί συσκότισης τής προβληματικής πού γεννούσε, έξηγείται κυρίως μέ τδ αίσθημα τής Ενότητας πού στδ αδστριακδ κόμμα ήταν Εντονότερο άπ’ τό γερμανικό κι αύτδ όφείλεται στό γεγονός δτι τδ αύστριακδ κόμμα πέτυχε τήν όργανωτική του Ενότητα πολύ άργότερα άπ’ τό γερμανικό. Ό φόβος νά ξαναπέσουν στούς άγώνες γιά τή γραμμή τής πρίν άπδ τδ Χέν- φελντερ έπογ?)ς ήταν μεγάλος καί στήν άρχή είλικρινής. ’Αργότερα αύτή ή θέληση γιά ένότητα μέ κάθε θυσία γειραφετήθηκε άπό τά Ιστορικά κίνητρα καί τΙς περιστάσεις πού τή δημιούργησαν καί Επηξε σ' Ιναν άνετο μηχανισμό άναβολής καί έξανεμισ|ΐοϋ τών προβλημάτων, άκόμα καί τών προβλημάτων έκείνων πού πρακτικά ήταν πολύ έπείγοντα καί πολύ περισσότερα άπδ αύτά γιά τά δποΤα ή κομματική ήγεσία δεχόταν πώς κινούνταν στδ λειβάδι τής καθαρής θεωρίας. Στό Ερώτημα γιά τή σχέση μεταρρύθμισης καί έπανάστασης ό Βίκτωρ "Αντλερ άπάντησε μ’ Ενα λόγο πού είχε τδ σχήμα μιάς άμορφης διαπίστωσης πού άφήνει τά πάντα άνοι- χτά, δίχως νά δίνει πραγματική άπάντηση. «Κάθε μεταρρύθμιση είναι σπουδαία καί άξίζει κάθε κόπο, άλλά κάθε μεταρρύθμιση ά- ξίζει τόσο, βση έπανάσταση κλείνει μέσα της. Ό ταν μδς ρωτοϋν έπανάσταση ή μεταρρύθμιση, άπαντοΰμε: Έπανάσταση καί μεταρρύθμιση ή μεταρρύθμιση άλλά μόνο γιά χάρη τής έπανάστα- σης»." Ό ταν στδ συνέδριο τοϋ 1903 δ συνδικαλιστής Άντον Χοΰμπερ ξεστόμισε τδν άξιοπρόσεχτο άφορισμό, «δσοι βρισκόμαστε έδώ, είμαστε ρεβιζιονιστές άπδ τήν κορφή ίσαμε τά νύχια»,” ό Βίκτωρ Άντλερ Εβγαλε τήν ουρά του Εξω άπδ τήν ύπόθεση, Εσυρε τδ ζήτημα ώς τή γελοιοποίηση κι άπάντησε: «Είναι εύνόητο δτι παρακολουθήσαμε μέ Εντονο Ενδιαφέρον τδν άγώνα άνάμεσα στούς ρεβιζιονιστές καί όρθόδοξους στή Γερμανία καί δτι πότε -
1Β1
πότε πήραμε προσωπικά θέση σ’ αύτόν. Άλλά Εδώ πρίπει νά είμαστε σύμφωνοι στό Εξής. Σέ μ&ς δέν ύπάρχει αύτή ή άντίθεση. Γι’ αύτό μόνο σάν νόστιμο άστείο μπορώ νά δεχτώ νά μΛς άποκα- λεί δ Χοϋμπερ δλους ρεβιζιονιστές. . . Μέ τήν Εννοια αύτή θά ήταν άστείο πού δέ λέγει τίποτε, άν δ ΧοΟμπερ μέ άποκαλοΟσε άρ- χιρεβιζιονιστή. ’Εξίσου καλά θά μποροΟσε νά μέ είχε πεί ύπερορθόδοξο. Μ’ αύτό θά είχε πει πςρίπου τδ ίδιο πράγμα, δηλαδή τίποτε».” Ό Άντλερ ήθελε νά πιστέψει δ ίδιος, άλλά καί νά κάνει καί τούς άλλους νά τδ πιστέψουν δτι στήν άντιδικία έπανάσταση ή μεταρρύθμιση δέν έπρόκειτο γιά λόγια καί δτι δλο τδ ζήτημα θά λυνότανε σύμφωνα μέ τήν άπλή φόρμουλα. «Ό Μάρξ ποτέ δέν όνόμασε κάποιον έπαναστάτη καί δέν παύουμε νά είμαστε Επαναστάτες άκόμα κι δταν τά μέσα πού χρησιμοποιούμε είναι «I- ρηνικά. Μάλιστα δσο πιό εΙρηνικά, τόσο πιό άναγκαΐο είναι νά θυ- μώιιαστε πώς είμαστε Επαναστάτες».”
Ά ν καί μέ τήν τελευταία αύτή Εξωτερίκευση προβάλλει φανερά ή Επιθυμία νά αύτοεξαπατηθεϊ, ύπάρχουν άλλες Εκδηλώσεις τοΟ Άντλερ πού φανερώνουν πώς γενικά είχε συνείδηση τής προβληματικής πού δημιούργησε ή φιλονεικία γύρω άπ’ τδ ρεβιζιο- νισμό. Πολύ νωρίς σχετικά Εκφράστηκε μ’ Εναν τρόπο άρκετά σαφή γιά τήν προβληματική πού Εφερναν στήν Επικαιρότητα οί άν- τιγνωμίες τών δυό άντιπολιτευτικών ρευμάτων. «Δυό κίνδυνοι Υπάρχουν γιά ό Εργατικό κόμμα. *0 Ενας προέρχεται άπ’ τδ γεγονός δτι δ τελικός σκοπός, πού στήν άρχή δέν είναι παρά δπτασία, δέ δείχνει καθαρά τό δρόμο πού φέρνει σ’ αύτόν. Έτσι, δ δρόμος γίνεται περισσότερο άμφίβολος δχι μόνο γιατί μπορεί νά παραμε- ληθοΟν γιά χάρη του πρακτικές έπιτυχίες πού Εχουν μεγάλη σημασία γιά τήν Εργατική τάξη, άλλά καί γιατί ύπάργει δ κίνδυνος νά γίνει ή προπαγάνδα μονόπλευρα θεωρητική. . . Ό άλλος κίνδυνος είναι, μέ τήν κοντόφθαλμη άφοσίωση στίς Επιδιώξεις τής στιγμής, μέ άλλα λόγια στήν ύπερεκτίμηση τής άξίας τής νομοθετικής προστασίας τών Εργατών καί τών πολιτικών τους δικαιω- μάο>ν, νά λησμονηθεί δ σκοπός»."
Σέ μιά άλλη περίπτωση, στό συνέδριο τής Νυρεμβέργης τοΟ 1908 κατά τδ δποίο άποκρούστηκαν οί ρεβιζιονιστικές Επιθέσεις καί Εκυρώθηκαν οί άποφάσεις τών συνεδρίων τοΟ ΛιοΟμπεκ καί τής Δρέσδης, δ "Αντλερ μέ τδ λόγο του διείσδυσε βαθιά στήν προβληματική τοΟ δρόμου καί τοΟ σκοποΟ γύρω άπδ τήν δποία περιστρέφονταν οί συζητήσεις ρεβιζιονιστών καί δρθοδόξων. «Άκόμα καί ή πληρέστερη γνώση τών τελικών μας σκοπών δέ μΛς μαθαίνει τίποτα τό συγκεκριμένο γιά τδ δρόμο πού πρέπει νά τραβήξουμε γιά τήν πραγματοποίηση τους καί πολύ λίγο μπορεί νά μάς καθησυχάσει ή διαβεβαίωση δτι δλοι οί δρόμοι δδηγοΟν στή Ρώ
152
μη, γιατί είναι άλήθεια πώς ύπάρχουν καί παρακαμπτήριοι δρόμοι πολλοί καί δέν μπορεΐ κανένας νά Αναγνωρίσει άνάμεσα σ’ αύτούς τδν Ινα καί νά τδν θεωρήσει μόνιμα σάν τδν μοναδικά σωστό. "Οτι ή τακτική είναι ή έφαρμογή στήν πράξη τών Αντιλήψεων μας, αύτδ άποτελεΐ Ασφαλώς Ιναν πετυχημένο δρισμό, αίνο πού άκριβώς αύτή ή.ΐφαρμογή δέν είναι καθόλου Απλή ύπόθεση πού άποκλείει τά λάθη καί μάλιστα περισσότερο Ικεΐ δπου ή γενικότητα τών βασικών Αντιλήψεων, πού Αναγκαστικά είναι πολύ μεγάλη, Ιρχεται σέ άντίθεση μέ τήν έξίσου άναγκαία πολύ μ:κρή λεπτομέρεια τής συγκεκριμένης καθημερινής πολιτικής ζωής. Καί ώστόσο Ιδώ εΓνάι πού πρέπει νά καθοριστεί μιά δρισμένη σχέση».”
Μέ τήν εύκαιρία αύτή δ Βίκτωρ "Αντλερ δέν ϊκρυψε έπίση: 6- τι μέ τήν Ανάπτυξη καί τΙς έπιτυχίες τοΰ κινήματος ή έξασφάλι- ση τής σωστής πολιτικής γίνεται δλο καί πιδ δύσκολη κι δχι εύ- κολότερη ύπόθεση δπωο ήθελε νά γίνει πιστευτδ ή έπίσημη κομματική προπαγάνδα. «’ Ασφαλώς καί διαφέρουν ot γνώμες σχετικά μέ τδ ποιά είναι κάθε φορά ή σωστή ταξική πολιτική, δηλαδή ή πολιτική πού ταιριάζει στίς σταθερές Ιδιομορφίες κάθε χώρας καί στήν κάθε φορά κατάσταση τοΰ έργατικοΰ κινήματος. Είναι έντελώς κατανοητδ δτι μέ κάθε βήμα πού κάνει τδ προλεταριάτο πρδς τά Ιμπρός, κι δσο κερδίζει σέ πολιτικδ βάρος τδ πρόβλημα τής σωστής πολιτικής γίνεται περισσότερο σύνθετο καί δυσκολότερο. Ή πολιτική μιδς μικρής έπαναστατικής μειοψηφίας ήταν Απλούστερη σέ σύγκριση μέ τήν πολιτική ένδς έπαναστατικοϋ κόμματος πού δλοένα μεγαλώνει καί πλησιΑζει στδ σημείο νά γίνει ή Αποφασιστική πολιτική δύναμη στδ κράτος».”
*0 "Αντλερ είχε έπίσης περισσότερο ξεκαθαρισμένη Ιδέα καί γιά Ιναν Αλλον παράγοντα πού άφοροΰσε τουλάχιστο στδν ίδιο βαθμδ καί τή γερ|ΐανική σοσιαλδημοκρατία πού δδηγοϋσε δ Μπέ- μπελ. Έπρόκειτο γι’ αύτδ πού καί τά δυδ κόμματα έπιθυμοΰσαν νά μείνει κρυφό’ τή διατήρηση κι δχι τήν έπαναστατική άνατρο- πή τοΰ Ιστορικοϋ ύπάρχοντος κρατικοΰ συστήματος. «Έ αύστρια- κή σοσιαλδημοκρατία άποτελεΐ μιά δύναμη πού ένισχύει τδ κράτος, μάς κοροϊδεύουν ot έχθροί καί καμιά φορά καί ot φίλοι. Αύτδ δέ μάς ϊρχεται στδ νοΰ. ’Απδ τδ κράτος αύτδ πολύ λίγα είναι νά διατηρηθούν, άλλά είμαστε, θέλουμε, τουλΑχιστο δφείλουμε νά είμαστε διαμορφωτές τοΰ κράτους, γιατί ή τάξη πού Ασκεί τήν έξουσία Εμεινε χρευιμένη καί μ’ αύτό, τδ πιδ πρώτο Απδ τά ιστορικά καθήκοντα της»." Έ διαπίστωση πού Αναφέραμε περιείχε μιά έ- πιβεβαίωση ή δποία διέψευδε τή διάψευση. Ot παρακάτω φράσεις άπδ δμιλία του στδ συνέδριο τοΰ 1904 πλησιάζουν καλύτερα άπδ κάθε Αλλη φορά τδ ίδιο πρόβλημα. Μέ τήν εύκαιρία αύτή παραδέχτηκε δτι στήν κατάσταση πού βρισκόταν ή σοσιαλδημοκρατία
163
έπρόκειτο ίσως μόνο γιά αύταπάτη: «Άλλά ή κατάσταση στήν όποία βρισκόμαστε γεννά δχι μόνο τήν αύταπάτη. άλλά κυρίως τήν πραγματικότητα δτι Εχουμε τόση άνάγκη άπδ Ενα κράτος καί Επαναλαμβάνω κατηγορηματικά μιλώντας μέ πλήρη συνείδηση σάν σοσιαλδημοκράτης πώς έμείς πού θέλουμε νά καταργήσουμε τδν καπιταλισμό δέν μποροϋμε νά τδν καταργήσουμε δν δέν ύπάρχει, δέν μποροϋμε νά καταπολεμήσουμε αύτδ τδ ταξικό κράτος καί νά άναπτύξουμε δλη τή δύναμη τοϋ προλεταριάτου Εναντίον του άν αύτδ δέν έχει μιά ζωντανή ύπαρξη, γιατί δ καπιταλισμός χρειάζεται γιά νά άναπτυχθεΐ προπαντός τδ κράτος. ’Επειδή δμως τδ προλεταριάτο είναι τδ άποτέλεσμα τής άνάπτυξης τοϋ καπιταλισμού, είμαστε συνδεμένοι μέ τήν Εξέλιξη του καί Ετσι δημιουργεΐ- ται ή άξιοπερίεργη γιά μΛς κατάσταση νά ζητοϋμε Ενα ζωντανό, σύγχρονο κράτος, μέ τή συνείδηση πώς είναι Ενα κράτος δχι δικό μας. . . Δέν Εχουμε ούτε τδ σημείο άπ’ τδ όποιο θά Επιτεθοϋμε, ούτε τδ σημείο Ενάντια στδ δποΐο μποροϋμε νά Επιτεθούμε»."
Ένώ ot άπόψεις αύτές περιείχαν μιά σωστή τοποθέτηση τοϋ προβλήματος τοϋ ίστορικοϋ διλήμματος στό δποΐο μπλέχτηκε ή σοσιαλδημοκρατία, δέν μπορεΐ νά πει κανείς πώς καί ή Επίσημη αύ- τογνωσία τοϋ κόμματος βρισκόταν στδ ύφος αύτής τής άποψης, δτι ήγεσία καί δπαδοί είχαν συνειδητοποιήσει τήν προβληματική του. Άντίθετα τόσο ή καθημερινή κομματική δουλειά δσο καί ή γιορτινή οίκοδόμηση άντιστρατεύονταν αύτές τΙς άπόψεις. πού μόνο κατά περιστάσεις τΙς βρίσκουμε νά περιπλανιώνται σέ γραφτές ή προφορικές θέσεις, άλλά ποτέ μέ τρόπο πού νά σφραγίσουν τή συνείδηση τοϋ κόμματος καί τήν πορεία τής έξέλιξης του. Έξαιτίας τών Επιτυχιών πού σημειώθηκαν καί τής δρμητικότητας τοϋ ρεύιιατος πού ύποσχόταν νέες Επιτυχίες, φαινότανε γενικά πως ή ύπόδειξη της δέν προκαλοϋσε καμιά άνησυχία κι άκόμα πώς Επνιξε στδ φύτρο της κάθε προβολή αύτοκριτικής. Ή άντιπαράθε- ση μέ τδ δίλημμα αύτδ δέν εύνοήθηκε, οδτε άντιμετωπίστηκε σάν πρόκληση γιά Ενταση τών προσπαθειών μέ τδ σκοπδ μεταρρύθμιση καί έπανάσταση νά προβάλλουν τά ιστορικά δικαιώματα τους, άλλά σκεπάστηκε καί Εξαλείφτηκε. Στήν κατάσταση πού πραγματικά ήταν, άπδ άποψη άρχών, πιεστική, προστέθηκε σάν καταπραϋντικό ή φαταλιστική Ερμηνεία τοϋ μαρξισμοΰ πού ματαίωσε τή δημιουργική σύνθεση μεταρρύθμισης καί έπανάστασης, άλλά δχι πρδς δφελος μι5ς άπόφασης ριζικής πού θά εύνοοϋσε μιά άπδ τΙς δυό δυνατότητες, παρά μέ άποτέλεσμα ή παράλυση τής Ενεργητικότητας πού προερχόταν άπδ τή μοιρολατρική άναμονή καί πρδς τΙς δυδ κατευθύνσεις νά μήν Εκτιμηθεΐ σάν καθυστέρηση Εναντι τών Ιστορικών δυνατοτήτων καί φυσικά νά μήν Επιτραπεΐ νά Εξαντληθούν ούτε ot μεταρρυθμιστικές, ούτε οί Επαναστατικές
154
δυνατότητες. Μπροστά στδ δίλημμα αύτδ ot ήγεσίες τής αύστρια- κής καί τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Εδρασαν σύμφωνα μ’ Ινα σχήμα πού μέ χαρακτηριστική ειλικρίνεια άποκάλυψε δ Ά ν τλερ σάν τδ μάξιμουμ τής πολιτικής του. « . . . ή τέχνη τής πολιτικής — γιατί ή πολιτική είναι περισσότερο τέχνη παρά Επιστήμη — είναι νά κάνεις σέ κάθε στιγμή ζωντανή τή δύναμη πού ύπάρχει αύτή τή συγκεκριμένη στιγμή, νά βρίσκεις τή γραμμή τής μικρότερης Αντίστασης καί νά Επιβάλλεις τήν πρόοδο πάνω στή γραμμή αύτή»." "Ομως στή ζωή τών άτόμων καί τών δμάδων αύτή ή γραμμή τής μικρότερης Αντίστασης πού φαινότανε στούς ή- γέτες τής σοσιαλδημοκρατίας σάν ή καλύτερη άπδ κάθε άποψη σύνδεση άνάμεσα στδ σημείο άπ’ τδ δποΐο Επρεπε νά πραγματοποιηθεί ή Επίθεση καί Εκείνο Εναντίον τοΟ δποίου Επρεπε νά κα- τευθύνεται, δέν είναι ή γραμμή πού δδηγεί στδ σκοπό. Αύτή ή γραμμή δέν εισχωρεί βαθιά. Τδ μόνο πού καταφέρνει, σέ μερικές περιπτώσεις, είναι νά δημιουργεί πρδς στιγμήν τήν αύταπάτη πώς ξεμπερδεύει κανείς καλά μέ τδ ζήτημα, μακροπρόθεσμα δμως άπο- δίδει πολύ λίγα καί καμιά φορά Εξαναγκάζει σέ Υποχωρήσεις. Δίχως προθυμία γιά παρέμβαση στά γεγονότα καί θάρρος μπροστά στούς κινδύνους δέν κατορθώνεται τίποτα τδ Ιδιαίτερο οδτε στή ζωή τοϋ άτόμου, οδτε τής κοινότητας. 'Οπωσδήποτε δμως μιά τέτοια στρατηγική δέν μπορεί ποτέ νά είναι άξίωμα γιά μιά δμάδα, πού άπό τήν άποψη τής δικής της αύτογνωσίας θέτει στδν Εαυτό της τά μεγαλύτερα ίστορικά καθήκοντα.
Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, σέ άναγνώριση αύτής τής ύποχρέιοσης πού πήγαζε άπδ τήν Ιστορική Επιταγή, παρουσίασε στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία μιά κριτική μέ τήν δποία δέν ήταν εδκολο νά ξεμπερδέψει αύτή μαζί της, δπως Εγινε στήν περίπτωση τής θεωρητικά άδύνατα θεμελιωμένης Επίθεσης τών «νέων». Καί γιά τή Λούξεμπουργκ ήταν εδκολο νά κλίνει σέ μιά άλλη |ΐορφή φαταλισμού, γιατί κι αύτή Εμεινε καθηλωμένη άπδ τή γοητεία πού άσκοϋσε ή ντετερμινιστική θεωρία τοϋ μαρξισμού γιά τήν Επικείμενη κατάρρευση τοϋ καπιταλισμού. Μά Ενώ ή κατάρρευση τοϋ καπιταλισμού ήτανε καί γι’ αύτή μιά άναμφισβήτητη πραγματικότητα, πίστευε ταυτόχρονα καί στή δημιουργική Επαναστατική ποιότητα τών προλεταριακών μαζών καί ύποτιμοΰσε τδ ρόλο μιάς συνειδητής ήγεσίας στή διεύθυνση Ενδς μαζικοϋ κινήματος πού βρίσκεται σέ πορεία. 'Ωστόσο άνεξάρτητα άν ή καπιταλιστική κατάρρευση παρουσιάζεται μόνο σάν άποτέλεσμα μιάς άναγκαίας Εξέλιξης ή σάν Επαναστατική πράξη πού Εκανε πραγματικό αύτδ πού μόνο διευκόλυναν, άλλά δέν Επέφεραν μέ άναγκαιότητα οί άντικειμενικές συνθήκες, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ήτανε μακριά άπδ κείνη τή μορφή φαταλισμού πού Εκπροσωπούσε τδ μαρξιστικά
166
κέντρο τήν δποία δ Ρόμπερτ Μίχελς χαρακτήρισε σάν τάση πρδς τδν έφησυχασμδ " πού ή φλογερή προφητεία της στά λόγια συνδέθηκε στήν πράξη μέ τή σχεδδν άπόλυτη άκινησία." Ένώ ή τακτική. τοΰ Μπέρνσταϊν στηριζότανε στήν προύπδθεση τής άμβλυνσης τών καπιταλιστικών άντιφάσεων,** ή Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκινούσε άπδ τήν άντίληψη δτι αύτές θά άναπτυχθοΰν καί θά δξυνθούν." Στήν μπροσούρα της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή έπανάσταση», πού ϊγραψε κατά τοΰ ρεβιζιονισμοΰ, δέν τάχτηκε κατά τών μεταρρυθμίσεων, άλλά κατά τής γνώμης δτι ο! μεταρρυθμίσεις μπορούσαν νά κάνουν περιττή τήν έπανάσταση καί ύποστήριξε τή μεταρρύθμιση άπδ τήν πολιτική της άντίληψη, παρά δσο χρειαζότανε γιά νά τήν κάνει Ιννοια σχετική καί νά τή μετρ» μέ γνώμονα τήν έπανάσταση.
«Ένώ ή έπανάσταση είναι ή δημιουργική πολιτική πράξη τής Ιστορίας τών τάξεων, ή νομοθεσία δέν είναι παρά ή συνέχιση τής πολιτικής φυτοζώησης τής κοινωνίας. Έ νόμιμη μεταρρυθμιστική έργασία δέν Ιχει καμιά δική της, άνεξάρτητη άπδ τήν έπανάσταση, κινητήρια δύναμη. Σέ κάθε ιστορική περίοδο κινείται μόνο πάνω στή γραμμή καί μόνο δσο συνεχίζει νά έπενεργεϊ πάνω σ’ αύτή ή κλωτσιά πού τής δόθηκε άπδ τήν τελευταία κοινωνική Ανατροπή ή, πιδ συγκεκριμένα, μόνο στά πλαίσια τού κοινωνικοΰ συστήματος πού Ιφερε στή ζωή ή άνατροπή αύτή. Γι’ αύτδ δποιος είναι ύπέρ -οΰ δρόμου τών νόμιμων μεταρρυθμίσεων, άντί καί σέ άντίθεση μ’ αύτόν. ύπέρ τής κατάστασης τής πολιτικής έξουσίας καί τής μετατροπής τής κοινωνίας, στήν πραγματικότητα δέ διαλέγει Ινα ήσυχότερο, άσφαλέστερο, βραδύτερο δρόμο γιά τδν Τδιο σκοπό, άλλά Ιναν άλλο σκοπό, δηλαδή προτΐ|ΐΛ άντί τής δημιουργίας μιάς καινούργιας κοινωνικής τάξης άπλώς άσήμαντες άλλα- γές στήν παλιά. Έτσι άπδ τΙς πολιτικές άπόψεις τών ρεβιζιονι- στών φτάνει κανείς στδ Γδιο συμπέοασμα στδ δποϊο καταλήγει κι άπδ τΙς οίκονομικές τους θεωρίες, δηλαδή δτι άποβλέπουν βασικά βχι στήν ποαγ|ΐατοποίηση τής σοσιαλιστικής κοινωνικής τάξης, άλλά άπλώς στή μεταρρύθμιση τής καπιταλιστικής, δχι στήν κατάργηση τής μισθωτής έργασίας, άλλά στή μικρότερη ή μεγαλύτερη έκμετάλλευση τοϋ έργάτη, μέ λίγα λόγια στήν κατάργηση τών καπιταλιστικών μειονεκτημάτων κι δχι τοΰ Ιδιου τοΰ καπιταλισμού»."
Στή συνέχεια ή Ρόζα Λούξεμπουργκ έπενέβη στή συζήτηση γιά τή γενική άπεργία, πού ξανάναψε μέσα στούς κόλπους τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ύστερα άπδ τά έπαναστατικά γεγονότα τοΰ 1905 στή Ρωσία. Τδ ζήτημα τής γενικής άπεργίας άποτε- λούσε τή λυδία λίθο πού θά Ικρινε πόσο βαθιά εΤχε προχωρήσει κιόλας ή άμφισβητούμενη ένσωμάτωση τοΟ ΙργατικοΟ κινήματος
156
ατό κράτος καί τοΟτο γιατί ή χρησιμοποίηση τοΟ δπλου τής γενικής άπεργίας μπορούσε νά άπαιτεΐται δχι μόνο άπό τήν Αποψη τής έπαναστατικής άντίληψης πού Εκπροσωπούσε ή Λούξεμπουργκ τής όποίας τΙς προτάσεις χαρακτήρισε ό Κάρλ Κάουτσκυ στρατηγική συντριβής, άντίθετη μέ τή στρατηγική καταπόνησης τού Εχθρού πού είσηγοΰνταν 6 Εδιος,** άλλά κι άπό μιά στάση γενικά ρεφορμιστική, γι’ αύτό καί ό Ιδιος ό Μπέρνσταΐν τάχθηκε, μέ δρους, ύ- πέρ τής γενικής άπεργίας ’* πού ήθελε νά τή χρησιμοποιήσει βασικά, δπως καί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, γιά τήν άπόσπαση μέ τή βία όρισμένων πολιτικών δικαιωμάτων, λόγου χάρη τοϋ γενικού Εκλογικού δικαιώματος στήν Πρωσσία. Άκόμα κι δποιος δέ συμμεριζόταν τούς άπώτερους σκοπούς τής έπαναστατικής Εξέγερσης μπορούσε νά είναι γενικά ύπέρ τής χρησιμοποίησης αύτοϋ τού μέσου, πού ό Κάουτσκυ τό είχε χαρακτηρίσει τό 1902 σάν ιδιόμορφο μέσο πίεσης καί άγώνα τού προλεταριάτου." 'Ωστόσο δέν άξιοποι- ήθηκε οδτε αύτή ή περιορισμένη δυνατότητα συνεργασίας ρεβι- ζιονιστών καί ριζοσπαστών. Τό μαρξιστικό κέντρο ήξερε νά γίνεται δέκτης δλων τών δισταγμών καί τελικά άφοϋ προηγουμένως τό 1905 στό συνέδριο τής Γιέννας Εβαλε δλα τά δυνατά του γιά νά φτάσει σέ μιά ύπό δρους άναγνώριση τής γενικής άπεργίας σάν άμυντικού καί Επιθετικού δπλου “ συνθηκολόγησε τό 1906 στό συνέδριο τού Μάνχαϊμ μπροστά σέ μιά συνδικαλιστική ήγεσία πού Ετρεμε γιά τήν ύπαρξη της.” Ό Κάρλ Κάουτσκυ, πού μΐ μιά σαφή συνηγορία ύπέρ τής προτεραιότητας τού πολιτικού Εναντι τού συνδικαλιστικού κινήματος, ήθελε νά σώσει τουλάχιστο τή συνείδησή του καί τά ύπόλοιπα τών άγωνιστικών του άρχών, αίφνιδιά* στηκε καί ζημιώθηκε άφάνταστα στά άποφασιστικά σημεία τής πρότασης του.®*
Ή Επιχειρηματολογία τών άντιπάλων τής γενικής άπεργίας κι- νιοϋνταν μέσα σέ άντιφάσεις πού μοναδικό σκοπό είχαν νά συγ- καλύψουν τήν άνημπόρια καί τήν άδυναμία τους νά χρησιμοποιήσουν τό μέσο πού φοβούνται. Άπό τή μιά μεριά πρόβαλλαν τήν άν- τίρρηση πώς ή έργατική τάξη δέν ήταν άρκετά Ισχυρή γιά νά χρησιμοποιήσει αύτό τό άγωνιστικό μέσο, (άσφαλώς άπό τήν άλλη πλευρά αύτού τοΰ έπιχειρήματος βρισκόταν ή έλπίδα πώς δταν τό προλεταριάτο θά Εφτανε στό σημείο νά διαθέτει άρκετές δυνάμεις, θά μποροϋσε νά έγκαταλείψει τή γενική άπεργία) καί άπό τήν άλλη μεριά ή άπόκρουση τής γενικής άπεργίας δικαιολογή- θηκε μέ τή δύναμη πού είχε έξασφαλίσει Ισαμε τότε τό προλεταριάτο, δύναμη πού Εκανε άδύνατη τή χρησιμοποίηση τής γενικής άπεργίας γιατί θά Εδινε τήν άφορμή γιά άνεπιθύμητα Επαναστατικά άνοίγματα. 'Ετσι, 6 συνδικαλιστής ήγέτης Λέγκιεν δήλωνε στό συνέδριο τοϋ 1905. «Λοιπόν σάς λέγω. Ά ν προχωρήσουμε στή
167
γενική δράση, τότε βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά στήν Επανάσταση καί τότε δέν ύπάρχει πιά πίσω».*’ Καί δ Ροΰντολφ Χίλ- φερντιγχ Εκφράστηκε μέ τό ίδιο-πνεύμα, δτι δηλαδή ή γενική ά- περγία είναι ίσως κατάλληλο μέσο διαμαρτυρίας γιά τήν Αύστρία, άλλά δτι γιά τή Γερμανία θ’ άποτελοΟσε τό πρώτο βήμα γιά τόν τελικό άγώνα.’0 Ήτανε μέσα στή φύση αύτής τής Επιχειρηματολογίας πού δέν άφηνε καμιά δυνατότητα άνοιχτή γιά τήν πραγματοποίηση τής γενικής άπεργίας, δτι σύμφωνα μ’ αύτή δέν ήτανε δυνατό νά διαμορφωθεί καμιά κατάσταση Ετσι πού νά δικαιολογεί δτι πρόκειται γιά σοβαρή περίπτωση. Ή δοκιμή στήν πράξη δέν Εγινε καί Ετσι ή σοσιαλδημοκρατία προφυλάχτηκε βέβαια άπό κάθε κίνδυνο, άλλά σύγχρονα παραιτήθηκε κι άπό τή δυνατότητα νά Επιβάλει νωρίτερα τό γενικό έκλογικό δικαίωμα στήν Πρωσσία, νά γυμνάσει τούς όπαδούς της στή μαζική έπαναστατική δράση καί νά προετοιμαστεί γιά τό μέλλον ή άκόμα καί νά δημιουργήσει τΙς προϋποθέσεις γιά Εναν πραγματικό κλονισμό τού καπιταλισμού τής προπολεμικής Εποχής. Τόσο στήν περιοχή τής μεταρρύθμισης, δσο καί τής Επανάστασης ή σοσιαλδημοκρατία Εμεινε πίσω άπό τΙς ιστορικές δυνατότητες. Ή στρατηγική τής καταπόνησης, τού Κάουτσκυ, άποδείχτηκε πώς ήταν μιά άτονη ύπόθεση πού δέν προχώρησε πιό πέρα άπ5 τό άδιάκοπο θεωρητικό ζύγιασμα τού ύπέρ καί κατά, τού άν καί πότε. Έ σοσιαλδημοκρατία συμπεριφέρθηκε άπέναντι στίς Επαναστατικές δυνατότητες τής Εποχής, δπως καί ot συντηρητικές δυνάμεις άπέναντι στίς προσπάθειες γιά μεταρρυθμίσεις. Βασικά ήταν ύπέρ τής Εκμετάλλευσης τους, δπως ήταν καί ot συντηρητικοί ύπέρ τών παραχωρήσεων. 'Ωστόσο ot δισταγμοί πού σέ κάθε στιγμή άνέκυπταν μπορούσαν νά χαντακώσουν τΙς Επαναστατικές δυνατότητες, δπως καί ot δισταγμοί τών συντηρητικών ματαίωναν τΙς μεταρυθμίσεις. Ot τελευταίοι, ένώ άπό άποψη άρχών, ήταν ύπέρ τής μεταρρύθμισης, Αντιστεκόταν δσο αύτό τούς ήταν δυνατό σέ κάθε Ιδιαίτερη περίπτωση πού τό Ενα ζήτημα είχε ώριμάσει καί ζητούσε τή λύση του.
Τίποτε δέ χαρακτηρίζει καλύτερα τήν άδεια άπό κάθε έπανα- στατικό περιεχόμενο θέση τού Κάρλ Κάουτσκυ, δσο ot παρατηρήσεις τού ρεβιζιονιστή Βίλχελμ Κόλμπ άπό τό Μπάντεν, δταν τό 1910 τό ζήτημα τής γενικής άπεργίας είχε έρεθίσει γιά μιά άκόμα φορά τά πνεύματα. «Τό κύριο ζήτημα σ’ δλη αύτή τή φιλονει- κία είναι άκριβώς αύτό πού άφορά τήν τακτική. Ό λες ot προσπάθειες τών κάθε είδους μαρξιστών νά άποδείξουν πειστικά τήν όρ- θότητα τής έπαναστατικής τους θεωρίας σκοντάφτουν πάνω στήν πραγματικότητα. Στή θεωρία δ Κάρλ Κάουτσκυ έπιτρέπει στούς σιδηροδρομικούς, κυρίως στούς νεότερους άπ’ αύτούς, νά συμμετά- σχουν στή γενική άπεργία. ’Επιτρέπει νά σταματήσει ή δουλειά
158
o’ δλες τΙς κοινωφελείς έπιχειρήσεις. Άλλά μόλις ?ρθει ή συν- τρόφισσα Λούξεμπουργκ καί θέλει νά κάμει πρακτική δοκιμή, δ άτεγκτος ύπερασπιστής άρχών Κάρλ Κάουτσκυ μεταβάλλεται στό άψε - σβήσε σέ όππορτουνιστή καί τό Γδιο ξαφνικά καί τό χρεωκο- πημένο ταξικό κράτος ξαναγίνεται άκλόνητη δύναμη. Ή κατάρρευση τής θεωρίας τής κατάρρευσης πουθενά άλλοϋ δέν είναι τόσο φανερή όσο στήν άντίθεση Λούξεμπουργκ - Κάουτσκυ άναφορι- κά μέ τό ζήτημα τής γενικής άπεργίας».*1 Μπορεΐ νά είχε πλανηθεί ό Κόλμπ στήν έκτίμησή του σχετικά μέ τόν άντικειμενικά ά- δύνατο κλονισμό τοΟ καπιταλιστικοϋ συστήματος, δμως φαίνεται νά τοϋ δίνει δίκιο ή ντετερμινιστική άντίληψη τών άντιπάλων του, πού ήθελε νά παρουσιάζει τΙς πολιτικές ένέργειες μόνο σάν άποτέλεσμα τής Ιστορικής άναγκαιότητας. Έν πάση περιπτώσει οδτε δ Κάουτσκυ, οδτε κανένας άλλος άπό τούς έκπροσώπους τοϋ κέντρου έκαναν κάτι πού νά διαψεύδει αύτό τό κοροϊδευτικό συμπέρασμα, καί άφοϋ παρέμειναν άδρανεϊς νόμιζαν πώς άπόδειχναν καί στόν έαυτό τους καί στούς άντιπάλους του αύτό πού άλλοιώτικα θ’ άποδειχνότανε μόνο άν είχαν άποτολμήσει πρώτα τήν προσπάθεια καί οΕ συνέπειες ήταν άρνητικές, δηλαδή δτι ή κατάσταση δέν ήταν πρόσφορη γιά έπαναστατικές έπιθέσεις.
Οί αύστριακές έμπειρίες άπ’ τό 1905 συνηγοροϋν έν πάση πε- ριπτώσει ύπέρ τής άποψης δτι ή χρησιμοποίηση ή άκόμα καί μόνο ή άποφασιστική άπειλή τής γενικής άπεργίας δέ θά είχε άρνητι- κά άποτελέσματα. Αρχές Νοέμβρη τοΰ 1905 ίφτασε στό συνέδριο τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας ή είδηση γιά τό διάγγελμα μέ τό όποιο ό τσάρος παραχωροΰσε σύνταγμα. Κάτω άπό τήν παρορμητική έπίδραση τών γεγονότων τό συνέδριο έξέδωσε διάγγελμα πρός τό αύστριακό προλεταριάτο καί άπείλησε τήν κυβέρνηση στά σοβαρά μέ τή γενική άπεργία. ’Εννοείται πώς τήν έποχή έ- κείνη τά πράγ|ΐατα ήταν τόσο πολύ προχωρημένα καί ή Ικανοποίηση τής άπαίτησης πού άπό χρόνια είχε διατυπωθεί τόσο άμε- τάθετη, πού καί μόνο οΐ μαζικές έκδηλώσεις καί ot προετοιμασίες γιά μιά πολυήμερη άπεργία άρκοϋσαν νά σπάσουν τήν άντίσταση τών άντιπάλων τοΰ γενικοΰ έκλογικοΰ δικαιώματος. Ό Βίκτωρ Άντλερ δέν άφησε καμιά άμφιβολία στό συνέδριο τοΰ 1905 δτι τώρα πιά Ιφτασε ή στιγμή γιά άποφασιστική δράση. «Τώρα είναι ή στιγμή, τώρα πρέπει νά φανεί πόση δύναμη κρύβει μέσα του τό προλεταριάτο. Τώρα ή ποτέ».** Αύτή ή Ικανότητα νά άντιληφθεΐ τήν κατάσταση τοΰ τώρα ή ποτέ, άνέδειξε τόν Β. Άντλερ μεγάλο πολιτικό καί ικανότατο στήν τακτική ήγέτη, Ικανότητα πού ϊλει- πε άπό τό διάδοχο του στήν κομματική ήγεσία Ό ττο Μπάουερ καί γιά τήν δποία δέν μπορεΐ νά φημιστοΰν ot ήγέτες τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας.
159
'Ωστόσο κι ό Βίκτωρ "Αντλερ μέ πολύ καθυστέρηση καί μεγάλους δισταγμούς Αποφάσισε νά τά παίξει δλα σ’ Ινα χαρτί. Τό πιό πιθανό είναι δτι τό γενικό έκλογικό δικαίωμα ΘΑ τό είχαν πρίν άπό 11 χρόνια. Στά λόγια του, μέ τά δποία καλοΟσε στόν Αγώνα, άναφέρθηκε δ ίδιος σ’ αύτό τό τυπικό έπεισόδιο πού Αποκάλυπτε τήν ύποχωρητικότητα καί τούς δισταγμούς πού φώλιαζαν στό μηχανισμό. « Ά ν δ στόχος μας ήταν ώριμος τό 1894 ή δ χ ι.. . σήμερα παραεΐναι ώριμος».’ *
Τό έπεισόδιο αύτό έξεικονίζει δτι ή έναρμονισμένη στόν τελικό σκοπό καί ντετερμνιστική βασική διάθεση έπιδροϋσαν Ανασταλτικά στόν Άντλερ. Άπό τήν πολιτική πράξη πού δ ίδιος Ενορχήστρωνε συμπεραίνεται πώς αύτή Εβαζε σέ σκληρή δοκιμασία τήν υπομονή τών δπαδών του, τήν δποία αύτός χαρακτήριζε σάν τό καλύτερο σοσιαλδημοκρατικό προτέρημα δίπλα στή γενναιότητα.*4 Κατά τόν ίδιο τρόπο είχαν δημιουργηθεΐ διαφορές καί στή διάρκεια τοϋ κινήματος πού ξεσηκώθηκε τό 1896 γιά τό έκλογικό δικαίωμα, διαφορές πού άφοροϋσαν τή σκοπιμότητα νά χρησιμοποιηθεί ή μαζική καί τελικά ή γενική άπεργία γιά τήν Επιβολή μιάς άπαίτησης πού είχε ικανοποιηθεί πιά σχεδόν σέ δλη τήν Εύρώπη, άφ’ δτου τό 1893 οί Βέλγοι έργάτες μέ μαζικές διαδηλώσεις καί τή γενική άπεργία κατέκτησαν αύτό τό δικαίωμα. Έ κραυγή, μιλάτε βελγικά, άκούστηκε άπ’ δλο τό κόμμα καί σ’ δλα τά στόματα ήταν τό τραγούδι τοϋ Ρόμπερτ Σόυς: «κερδίζει κανείς τό δίκιο του στό δρόμο, αύτό μάς τδδειξε τό Βέλγιο».** 'Ωστόσο δταν τδν Όχτώβρη τοϋ 1893 δ Αύστριακός πρωθυπουργός κόμης Τάαφε, πού κι αύτός βρισκόταν δχι λιγότερο κάτω άπό τήν Εντύπωση πού προκαλοϋσαν οί μαζικές διαδηλώσεις τής σοσιαλδημοκρατικής Εργατιάς, παρουσίασε μιά πρόταση μεταρρύθμισης τοϋ έκλογικοϋ νόμου κατά Ενα τρόπο πού πλησίαζε τό γενικό καί ίσο Εκλογικό δικαίωμα, ή σοσιαλδημοκρατία, κάτω άπό τήν ήγεσία τοϋ Β. Ά ν τλερ, δέν τοϋ πρόσφερε καμιά βοήθεια. Αργότερα ό Άντλερ γιά νά δικαιολογήσει αύτή τήν ύπαναχώρηση Επικαλέστηκε τό Επιχείρημα δτι δέν μποροϋσε νά ήταν καθήκον γιά τή σοσιαλδημοκρατία νά βγάλει τά κάστανα άπό τή φωτιά γιά λογαριασμό τοϋ Τάαφε πού 14 δλόκληρα χρόνια καταπίεζε τήν Εργατιά μέ τή νομοθεσία τής κατάστασης άνάγκης καί νά δώσει τήν Εντύπωση πώς είχε συμμαχήσει μαζί του. * Αύτό τό Επιχείρημα, πού άληθινά δέν πείθει μπροστά στή σημασία πού θά είχε αύτό πού θά Απέδιδε ή Υποστήριξη τοϋ νομοσχεδίου, πρέπει νά ύπήρξε δρθολογοποίηση τοϋ γεγονότος δτι φοβήθηκε τό ίδιο του τό θάρρος καί δέν ήθελε νά εκθέσει σέ σοβαρή δοκιμασία τήν δργάνωση. ’Επιβάλλεται άπό μόνη της ή Εντύπωση δτι ή προβολή ένός τακτικοϋ λόγου πού δικαιολογεί τήν άδράνεια, σάν άφορμή γιά τήν Αποφυγή καί τήν παρεμ-
160
πόδιση τής δράσης Εγινε δεκτή μέ Ανακούφιση δτι άπό τήν άφο- σίωση στήν έπανάσταση δέν ύπήρχε περίπτωση νά προκύψει κάτι κοινωνικά σοβαρό. Μιά σύγκριση καί μέ άλλες δμοιες καταστάσεις τής ιστορίας τοϋ αύστρομαρξισμοΟ ένισχύει αύτή τήν Εντύπωση.
Άπό τά γράμματα του στόν Φ. "Ενγκελς, πού τάγραφε ένώ ήταν άκόμα κάτω άπό τήν έντύπωση τής άποτυχίας, προκύπτει δτι ήτανε φανερό στόν Άντλερ πώς είχε χάσει μιά μοναδική εύκαιρία καί στό Εξής θά ύποχρεωνόταν νά άντιμετωπίσει τό ίδιο ζήτημα σ’ Ενα άγνωστο μέλλον καί μέ πιθανότητα Επιτυχίας άσαφή. «’Αλλά τό κακό είναι δτι στό μέλλον θ’ άπαιτηθεΐ πολύ κόπος άπ’ τό κόμμα καί μένα προσωπικά. Πρέπει νά πάρουμε άκόμα μιά φορά μέρος στήν Εφοδο γιά τό Εκλογικό δικαίωμα, νά Εξοφλήσουμε μέ διπλασιασμένη ένεργητικότητα τό μειονέκτημα πού ύπάρχει στήν Ιδια κιόλας τήν Επανάληψη τής προσπάθειας καί μάς τριβελίζει τό μυαλό νά βρούμε νέα μέσα ζύμωσης καί προπαγάνδας. Φυσικά τόν ίδιο καιρό ύποφέρουμε κάτω άπό μιά διπλή πίεση, πού είναι άποτέλεσμα, άπό τή μιά μεριά τής χαλάρωσης τών νεύρων Επειτα άπό τήν Εξοδο κι άπό τήν άλλη τής Εξάντλησης τών νεύρων πού προκαλοΟν ot παράφρονες άπεργίες»." ’Εν πάση περιπτώσει ό "Αντλερ πού άπέφυγε νά παρέμβει τό 1893 ύπέρ μιάς καλής λύσης, δέχτηκε τό 1896 μιά λύση χειρότερη, άλλά πού είχε τό πλεονέκτημα πώς δέ χρειάστηκε νά ύποστηριχτεΐ μέ μέτρα άγωνιστι- κά. Στό συνέδριο τοϋ 1894 6 Άντλερ έπικρίθηκε Εντονα γιά τή στάση του, μάλιστα δ συνδικαλιστής ήγέτης Άντον ΧοΟμπερ προχώρησε τόσο πολύ πού κατηγόρησε δλη τήν ήγεσία τοΟ κόμματος κι αύτόν προσωπικά γιά προδοσία." Ό ΧοΟμπερ Εκανε Επίσης μιά δήλωση πού φαίνεται σχεδόν προφητική μπροστά στήν κατοπινή πραγματικότητα καί δείχνει Εν πάση περιπτώσει πώς Εκτός άπό τά περιστατικά τής Εποχής είναι άπρόβλεπτο άπό τήν Εμπειρική λογική τής δικής μας δράσης τό άπώτερο άποτέλεσμα μιάς δρισμέ- νης τακτικής. Ό ΧοΟμπερ είπε: «Άλλά δποιος λέγει Ενα, όφεί- λει νά πει καί δύο καί νά παραμένει συνεπής. "Οχι ν’ άνάβει πρώτα τή φωτιά κι Επειτα δταν οί φλόγες θά φτάνουν στόν ούρανό νά Ερχεται μέ τόν πυροσβεστήρα νά τΐς σβήσει».*'
Αύτό πού έδώ ό ΧοΟμπερ είπε μεταφορικά Επαληθεύτηκε ύστερα άπό μερικές δεκαετίες, συγκεκριμένα στίς 15 ’ Ιούλη τοΟ 1927. Τή μέρα αύτή μέ άφορμή μιά Εξοργιστική άθώωση άπό τό δικαστήριο μελών ένός κινήματος άγωνιστών τής δεξιάς, πού σκότωσαν δυό άπ’ αύτούς πού Επαιρναν μέρος σέ μιά εΙρηνική σοσιαλδημοκρατική έκδήλωση, Εναν άνάπηρο κι Ενα παιδί, δημιουργήθηκε κατάσταση Επαναστατική μέ πολλές βιαιότητες καί περιστατικά πού θύμιζαν έμφύλιο πόλεμο.1®0 Ή άμεση αύτή άφορμή ήτανε μόνο τό στοιχείο πού έξαπέλυσε τή θύελλα. Πίσω άπ’ αύτή ύπήρχ·
11 161
ή ταχτική τής κομματικής ήγεσίας πού πάντα κέντριζε καί Ερέ- θιζε, άλλά διαρκώς ύποχωροΰαε, ή πολιτική τών κενών φράσεων καί ήχηρών άπειλών, πού δέ συνοδευόταν ώστόσο κι άπό τή θέληση νά γίνει πραγματικότητα Εστω κι Ινα κλάσμα άπό τΙς άπει- λές αύτές. Ή μεταφορά λοιπόν τοϋ Άντον Χοϋμπερ έπαληθεύτηκβ στή ζωή, δταν δ δήμαρχος τής Βιέννης Κάρλ Ζάιτς πού ήταν ταυτόχρονα καί άρχηγός τοϋ σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Εμφανίστηκε Επικεφαλής τής πυροσβεστικής ύπηρεσίας γιά νά προστατέψει τό καιόμενο δικαστικό μέγαρο καί τήν άστυνομία άπό τή μανία τοϋ πλήθους καί ν’ άποκαταστήσει μιά τάξη πού λίγα χρόνια άργότερα θά Εθαβε τή σοσιαλδημοκρατία. Στήν πραγματικότητα οί φλόγες τής 15 τοϋ ’Ιούλη Εκαψαν Εκείνο τό κόμμα πού αύτή τή μέρα Εχασε τήν ύπόληψη του, καταδίκασε τήν τακτική του στήν άναξιοπιστία καί Εχασε τό μέλλον του.
Στό μεταξύ δέν Ελειψαν άπό τή σοσιαλδημοκρατική ζύμωση οί μεταφορικές αποστροφές στίς όποιες φλόγα καί πυρκαγιά Επαιζαν Ενα παρορμητικό καί συνάμα θερμαντικό ρόλο. Ό Ό ττο Μπάουερ, πού πρίν άπό τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν κιόλας γραμματέας τής σοσιαλδημοκρατικής δμάδας στό Ράιχσρατ (κοινοβούλιο) καί σύγχρονα μ’ αύτό τό λειτούργημα είχε καί τό καθήκον νά θεμελιώνει θεωρητικά καί νά Εκλαϊκεύει τήν πολιτική τοϋ κόμματος, δέν άφηνε καμιά εύκαιρία πού νά μή ζωγραφίζει τό μέλλον μέ άγωνιστικά καί «πυρωμένα» χρώματα. Τό 1912 παρουσίασε στόν «Άγώνα», τό θεωρητικό δργανο τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας Ενα άρθρο γραμμένο σέ μιά γλώσσα πού σύνδενε σέ μιά ένότητα τό μαρξισμό μέ τή γερμανική μυθολογία. «Οί έλπίδες γιά είρήνη Εχουν θαφτεί. Παντοϋ βλέπουμε νά μεγαλώνουν οί άντιθέ- σεις άνάμεσα στίς τάξεις καί τούς λαούς, τά κράτη καί τούς πολιτικούς κύκλους. Χαρά σέ μάς πού βλέπουμε τά σημάδια τής πυρκαγιάς. Μάς πληροφορούν πώς πλησιάζουμε στό σκοπό μας, γιατί μόνο μέσα στή φωτιά τοϋ παλιοΰ θά γεννηθεί ό καινούργιος κόσμος. Ό Ζήγκφριντ, γιά νά πάρει τις κόρες τοϋ Βοτάν, πρέπει νά βαδίσει μέσα άπό τις φλόγες τοϋ Λόγκε».101
'Ωστόσο αύτή ή Ενορκη Επιβεβαίωση δτι Ερχεται ή ώρα τοϋ πεπρωμένου δέ γινότανε μέ σκοπό νά παροτρυνθοϋν οί μάζες στή δράση, άλλά γιά νά άναβληθεί ή δράση γιά άόριστο χρόνο καί Ετσι νά Εχουν κάποτε τό συναίσθημα δτι προκαταλήφθηκαν εύχάριστα άπό τά γεγονότα. Αύτές ot δραματικές εικόνες σχεδιάζονταν κανονικά, κάθε φορά πού ό συνηθισμένος μηχανισμός συγκράτησης τής δρμής τών μαζών δέν μπορούσε νά άναχαιτίσει τήν όρμή τους γιά δράση. Παράδειγμα δ τρόπος πού περιέγραφε άρχικά ό Μπάουερ τήν έπαναστατική άνυπομονησία πού Επιασε τούς Βιεννέζους Εργάτες έξαιτίας τής καταστροφικής άκρίβειας τοϋ 1911 καί τούς
162
όδήγησε σέ αιματηρές διαδηλώσεις, πού 8μως πραγματοποιήθηκαν δίχως τόν έλεγχο καί δίχως καμιά συνειδητή έπιδίωξη άπό μέρους τοϋ κόμματος. «Βασανιζόμενη άπό τήν άκρίβεια, γελασμένη στίς Ελπίδες της γιά ταχύτερη πρόοδο τής κοινωνικής νομοθεσίας ύπο- φέρει μέ συγκρατημένη δρμή ή έργατιά τήν άνήμπορη καί άδρανή έξουσία τοϋ κοινοβουλίου καί μέσα της μαζεύεται 6 θυμός. Δέν πρέπει νά γεννηθεί καί σ’ αύτή ή σκέψη νά ξεσηκωθεί δπως τό 1905 καί άφοΰ σαρώσει μ’ Ινα χτύπημα στό τραπέζι τά Αντικείμενα γύρω άπ’ τά όποια καυγαδίζει ή πλουτοκρατία, νά γράψει στήν ήμερήσια διάταξη τά δικά της ζητήματα;» 10* "Ομως έπειτα άπ’ τό έρώτημα αύτό πού ύποσχόταν τόσα πολλά, ήρθε Ινα άπο- γοητευτικό άλλά πού παρέπεμψε τό ζήτημα στό Απροσδιόριστο μέλλον. «Άλλά δέ θά άποφασιστεί Από τήν έσωτερική έξέλιξη στήν Αύστρία, άν ό στρατός ή τό προλεταριάτο, ή έξουσία τοϋ παρελθόντος ή ή δύναμη τοϋ μέλλοντος θά άντιταχθοϋν, σάν κύριος πού έπιβάλλει τήν τάξη, στήν κεφαλαιοκρατία πού φιλονεικά. Τά πεπρωμένα τών λαών καί κρατών είναι στενά δεμένα μεταξύ τους καί Ετσι κάθε μεγάλη στροφή στήν ιστορία τής Αυστρίας θά καθοριστεί άπ’ Εξω».1'” Βέβαια μέ πολύ περισσότερο δίκιο στήν Αύστρία παρά στή Γερμανία, μποροϋσε νά προβάλλεται αύτή ή λυτρωτική γιά τή σοσιαλδημοκρατία παραπομπή στήν Αντικειμενική δύναμη τών διεθνικιΛν Εξαρτήσεων πού Εβαζε περιορισμούς στή δράση της. Ό μως κι έδώ άπλώς έπιδροΰσε Ενισχυτικά σ’ Ινα μηχανισμό πού ό Ιδιος, καθοριζόμενος Από έσωτερικούς παράγοντες, καθόριζε τά δρια τής δράσης καί τήν Εθετε στήν ύπηρεσία τής Αδράνειας πού Απαιτούσαν γιά νά έπιζήσουν μέ κάθε θυσία, ή όρ- γάνωση καί ή ιδεολογία τής μοιρολατρείας.
Έξαιτίας αύτών τών φυσικών πιά νομοτελειών πού Ινα Αντικειμενικό δίλημμα τούς χάριζε τή λάμψη τοϋ Αναπόφευκτου καί Ακαταμάχητου, ή σοσιαλδημοκρατική πολιτική προσανατολίστηκε σ’ Ινα σχήμα,' πού ή δυνατότητα του νά προκαλέσει ζημιά ύπήρχε στό δτι δέ βοηθοϋσε νά γίνουν Αντιληπτές καί νά συμπληρωθοϋν πιθανότητες έπιτυχίας πού τυχόν βρισκότανε στήν κατάσταση, άλλά Αντίθετα στένευε άκόμα περισσότερο τό χώρο κομματικής δραστηριότητας, πού Ετσι ή άλλοιώς ήταν κιόλας περιορισμένος καί δέν έπέτρεπε στό κόμμα νά άπαλλαγεϊ ποτέ άπό τήν Αρνητική έπίδραση τής ϊδιας του τής τακτικής. Ή Ακόλουθη φρΑση τοϋ Ζά- ιτς παρουσιάζει τόσο καθαρά αύτόν τόν κίνδυνο πού δέ χρειάζεται νά προσθέσει τίποτε κανείς γιά νά τόν κάνει περισσότερο όρατό. «Στή μαρξιστική θεωρία όφείλουμε τό πιό πολύ δτι κατορθώνουμε νά άποφεύγουμε τΙς Ακραίες τάσεις. Μόλις Αναγνωρίσουμε μιά άναγκαιότητα τής καπιταλιστικής Ανάπτυξης, Εγκαταλείπουμε τήν προσπάθεια νά τή σταματήσουμε. 'Ωστόσο παραμένουμε παρ’ δ-
163
λα αύτά στήν Αντιπολίτευση σέ σχέση μ’ αύτή καί άποφεύγουμε νά γίνουμε φορείς της».10' Τό σχήμα αύτό τά κανόνιζε Ετσι πού νά είναι δυνατό μέ τήν άναφορά στήν Ιστορική άναγκαιότητα καί τό Αμετάβλητο τής κατάστασης, νά έγκαταλείπεται δ άγώνας Εναντίον όρισμένων έξελίςεων καί ταυτόχρονα Εμπόδιζε νά Επιδιω- χθεϊ μέ τή θετική έκτίμηση καί παρέμβαση στά γεγονότα δ Επη- ρεασμός στόν Ανώτατο βαθμό μιδς δρισμένης Εξέλιξης. Αύτό πού 6 Ζάιτς δνόμαζε μαρξιστική σοφία καί προτέρημα τής σοσιαλδημοκρατίας δέν ήταν παρά ή έξιδανίκευση τής Ανικανότητας της νά παλαίψει είτε γιά τή μεταρρύθμιση, είτε γιά τήν έπανάσταση. 'Ήταν ή έπισφράγιση μιάς καιροσκοπικής καί γεμάτης Από Ασυνέπειες τακτικής, πού Ακόμα καί κάτω Από τΙς εύνοϊκότερες ιστορικές συνθήκες δέ θά μποροϋσε νά Αποδώσει τούς Αναμενόμενους καρπούς.
Κάτω άπό τούς δρους αυτούς δέν είναι παράξενο πού ή μάζα τών όπαδών ταλαντευόταν άνάμεσα στά πιό άντιφατικά συναισθήματα καί έλπίδες. Ό Φ. Άούστερλιτς, άρχισυντάκτης τής «’Εφημερίδας τών έργατών», κεντρικού δημοσιογραφικού όργάνου τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας, χαρακτήρισε στό συνέδριο τού1919 μέ τά παρακάτω λόγια αύτή τήν άντιφατική διάθεση τών μαζών. «Σέ κάθε Αύστριακό προλετάριο ζεϊ ταυτόχρονα Ενας πρακτικός δππορτουνιστής κι Ενας παθιασμένος Επαναστάτης. Αύτόν τόν δυϊσμό τών αίσθημάτων τόν βλέπουμε περισσότερο σήμερα. Δίπλα στήν παθιασμένη προσπάθεια γιά τήν πολιτική δουλειά, μιά προσπάθεια γιά άμεσες Επιτυχίες. . . δίπλα σ’ αύτό τό Αληθινό πΑθος γιά πρακτικές έπιτυχίες βρίσκεται ταυτόχρονα ή παλιά έπαναστατική σκέψη πού Απαιτεί τήν Απομάκρυνση άπ’ τό κοινοβούλιο καί σχεδόν Αρνεΐται τή θετική δουλειΑ. ’Από τή μιά μεριά άπαιτούνται θετικές έπιτυχίες καί ή Αποτελεσματικότατα τής κοινοβουλευτικής δμΑδας Αξιολογείται σύμφωνα μ’ αύτές κι Από τήν άλλη Αξιώνεται ή κωλυσιεργία καί διατυπώνονται έναντίον της κατηγορίες γιά χαλάρωση τής έπαναστατικής προσπάθειας».1” Μέ τό δίκιο του ό Άούστερλιτς φρονούσε πώς είναι πολύ δύσκολο πράγμα νά δικαιώνει ή Απόδοση τής δμάδας καί τΙς δυό σκέψεις.1” ’Εκείνο πού παρέβλεψε καί φυσικά δέν είπε, είναι δτι ή μάζα τών όπαδών Απαιτούσε Ενα τόσο περίπλοκο καί μάλιστα Απραγματοποίητο κατόρθωμα, γιατί ή ήγεσία πού βρισκόταν κάτω άπό τήν Επίδραση ένός δρισμένου δόγματος Από προτίμηση, σέ δρισμένα σχήματα Εξέφραζε τήν πολιτική πραγματικότητα μ’ Εναν ΑνΑλογο τρόπο. "Ετσι ή Ασυμφωνία τής ήγεσίας πέρασε καί στίς μάζες, δίχως αύτές νά είναι σέ θέση νά άντιδράσουν διαφορετικά παρά μόνο σέρνοντας πίσω τους μέ μνησικακία, καί δυσθυμία καί σέ έξαι- ρετικές περιπτώσεις μέ άπελπισία τΙς άντιφάσεις. Αύτή ή διπροσωπία καί ή διπλή ύπόσταση τής ήγεσίας έξηγεϊ καί γιατί οί ή-
164
γέτες δέν έκτιμήθηκαν κατά τρόπο Ενιαίο άπδ τούς δπαδούς καί τούς πολιτικούς τους άντιπάλους, σύγχρονους καί μεταγενέστερους. Λογουχάρη ό Αύγουστος Μπέμπελ μπορεί σωστά χαΐ δίκαια, άνά- λογα μέ τήν άνάγκη, νά παρουσιαστεί τόσο σάν «σοσιαλδημοκράτης στήν αύτοκρατορία» “ * (μέ τονισμό τής λέξης αύτοκρατορία) δσο καί σάν προλεταριακός λαϊκός άξιωματοϋχος1#' κι άκόμα σάν θανάσιμος Εχθρός τοϋ μιλιταριστικοϋ πρωσσογερμανικοϋ κράτους.1*' ’Ανάλογα μέ τόν πολιτικό τόπο ot ήγέτες τής σοσιαλδημοκρατίας μπορεί νά κριθοϋν «σάν λύκοι μέ άρνίσια προβειά ή άρνιά μέ προ- βειά λύκου».11*
Έν πάση περιπτώσει ot ήγέτες τής αύστριακής καί γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έννοοϋσαν νά παρουσιάζουν τή διφορούμενη στάση τους άπέναντι στούς βασικούς θεσμούς τής κοινωνίας μέ τρόπο πού ή ταυτόχρονη Υποστήριξη τής ύπερεκτίμησης καί ύποτί- μησης τους Εφραζε τό δρόμο σέ κάθε προσπάθεια Εκρηξης καί τή μετέτρεπε σέ δράση πού Εσπαζε τή ρουτίνα. Μέσα στά πλαίσια τοϋ μηχανισμοϋ αύτοϋ δέν είχε Ελπίδα νά έπιτόχει οδτε τό μάξιμουμ πρόγραμμα τών κοινωνικών Επαναστατών,' οδτε τό μίνιμουμ τών μεταρρυθμιστών. Έν πάση περιπτώσει μέ τή συγκΐέντρωση τών προσπαθειών στήν κοινοβουλευτική έπιτυχία ξύπνησαν Ελπίδες καί προσδοκίες πού πολύ σύντομα μετατράπηκαν σέ άπογοήτευση. Ά πδ μιά Εκθεση τοϋ Ό ττο Μπάουερ τδ 1909 πληροφορούμαστε δτι ή άπογοήτευση τών μαζών δέν ήτανε άντίδραση μόνο στά γεγονότα, άλλά καί στίς έλπίδες πού δημιούργησε ή κομματική ήγεσία. «Μέ τήν όργή τοϋ ξεγελασμένου καί άηδιασμένες ot μάζες γυρίζουν τΙς πλάτες τους στήν άνακατωσούρα τοϋ κοινοβουλίου. Βέβαια δέν είμαστε Εμείς ύπεύθΰνοι γι’ αύτό. Ένοχοι είναι έκεΤνοι πού δέν μποροϋν νά άνεχθοϋν δ Ενας τδν άλλον παρά δταν Ενώνονται Εναντίον μας καί πού τώρα δέν μποροϋν νά Εργασθοϋν γιατί άρχισαν νά πολεμιοϋνται μεταξύ τους. Παρ’ δλα αύτά ή δυσπιστία τής μάζας γίνεται κίνδυνος καί γιά μδς. Είναι άλήθεια δτι τήν καθοδηγήσαμε στδν άγώνα γιά τδ Εκλογικό δικαίωμα, δτι μιλήσαμε, Ισως συχνότερα άπ’ δσο Επρεπε γιά τδ λαϊκό κοινοβούλιο καί λιγό- τερο άπ’ δσο ήτανε χρήσιμο γιά τήν άστική πλειοψηφία τοϋ κοινοβουλίου καί μάλιστα ταυτιστήκαμε πάρα πολύ μέ τό θεσμό αύτόν, πού δέν άργησε νά ταπεινωθεί καί νά γίνει άναξιόπιστος».111 Στό συνέδριο τοϋ 1913 δ σοσιαλδημοκράτης ήγέτης καί εϊδικός στά ζητήματα τής Εθνικής άμυνας Γιούλιους Ντόυτς, στά πλαίσια μιδς συζήτησης γιά τή σκοπιμότητα τής κωλυσιεργίας σάν μέσου άγώνα καί πίεσης, είπε: «Πρέπει νά προσέξουμε αύτή ή δυστροπία κατά τοϋ κοινοβουλίου νά μή γίνει δυστροπία κατά τοϋ κόμματος, ή δυσαρέσκεια κατά τοϋ κοινοβουλίου νά μή μετατραπεϊ σέ δυσαρέσκεια κατά τοϋ κόμματος.. . Ή δραστηριότητα μας θά Εξουδε-
165
τερωθεϊ έξαιτίας τοΟ γεγονότος δτι προσβλέπουμε στό κοινοβούλιο σάν Υπνωτισμένοι».111 Στήν ίδια συζήτηση παρενέβη μέ τρόπο πολύ εδστοχο δ Κάρλ Ρέννερ πού άργότερα Ιγινε δυό φορές καγκελάριος τής αυστριακής δημοκρατίας. «Λέγω δτι δ ύπολογισμός στήν κοινοβουλευτική έπιτυχία άπειλεΐ νά έκφυλιστεί σέ έφησυχασμό».11*
Έ πάρα πολύ δικαιολογημένη άνησυχία δτι τό κόμμα θά ύπέ- φερε έξαιτίας τής Απογοήτευσης πού προκαλοϋσε τό κοινοβούλιο, δέν έμπόδισε τό κόμμα νά ταυτιστεί μ’ αύτό καί μάλιστα σέ Ικτα- ση τέτοια πού τό έφερνε σέ φανερή άντίθεση μέ τήν έπαναστατική του φρασεολογία καί τΙς διευκρινιστικές διαμαρτυρίες του πού δέν είχαν τελειωμό. Στό τέλος αύτή ή ταύτιση πραγματοποιήθηκε κι άπό τή |ΐεγάλη μάζα τών όπαδών. Μιά άντίστοιχη μέ τή διατύπωση τοϋ προγράμματος τοϋ Χένφελντερ παρατήρηση γιά τήν Ιδιαίτερη άποτελεσματικότητα καί σημασία τών έκλογών μπήκε καί στήν άπόφαση τοϋ συνεδρίου τής Έρφούρτης, άλλά συμπληρωμένη μέ μιά άποστροφή πού Ιδειχνε δτι Ιπαιρνε ύπόψη της καί τήν κριτική τής άριστεράς. «Δίχως, έξαιτίας τής περιοριστικότη- τας καί τοϋ ταξικοϋ έγωισμοϋ τών άστικών κομμάτων, νά έχουμε τήν παραμικρή αύταπάτη γιά τήν άξία τών κοινοβουλευτικών έ- πιτυχιών σέ σχέση μέ τΙς βασικές μας άπαιτήσεις».11* Αύτή δμως ή άποστροφή δέν ήταν τίποτε παραπάνω άπό οχήμα λόγου, γιατί δταν στράφηκε τό βλέμμα δλων σάν μαγνητισμένο, πρός τό κοινοβούλιο, ίπαψαν καί ot θεωρητικές έπιφυλάξεις τής έπαναστατικής πλευράς καί μάλιστα δ Κάρλ Κάουτσκυ προχώρησε τόσο πολύ πού τό 1922 έγκωμίαζε τήν κοινοβουλευτική δράση σάν τό κύριο γνώρισμα τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. (Αύτό έννοεΐ- ται σέ μιά έποχή πού δέν είχαν άπομείνει καί πολλά πράγματα άπό τις έπαναστατικές του θεωρίες τής προπολεμικής περιόδου). «Ή κοινοβουλευτική της πράξη άπετέλεσε τήν Ιδιαίτερη φύση τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας πού τήν ξεχώριζε άπό τ’ άλλα έρ- γατικά κόμματα άκόμα άπό τΙς άρχές τοϋ νέου έργατικοΰ κινήματος, άπό τή δεκαετία τοϋ 1870. Στό βαθμό πού ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία Ιγινε ύπόδειγμα γιά δλο τό έργατικό κίνημα, αύτό τό κατόρθωσε μέ τήν κοινοβουλευτική της δράση καί ούσιαστι- κά χάρη στή δράση αύτή δ Μπέμπελ κατέλαβε μιά τέτοια θέση μέσα στό παγκόσμιο προλεταριακό κίνημα πού δέν είχαν φτάσει οδτε οί βαθύτεροι στοχαστές μας, Μάρξ καί Ένγκελς. Δέν ύπάρχει κανένα άλλο μέσο πού νά έπιδρά μέ τόσο δυνατό τρόπο στίς μάζες, νά τΙς συγκεντρώνει γιά ένιαία δράση καί νά παίρνει άπ’ αύ- τές τό μάξιμουμ σέ δύναμη, άπό τήν ένεργητική ύποστήριξη τοϋ προλεταριακοϋ ταξικοϋ άγώνα μέσα σ’ έκείνη τήν κεντρική συνέλευση πού άντιπροσωπεύει τό σύνολο τοϋ λαϊκοϋ σώματος».11'
Ένώ άπό τή μιά μεριά δόθηκε μεγάλη ύποστήριξη στήν ύπερ-
εκτίμηση τοϋ κοινοβουλευτισμέ, άπδ τήν άλλη Εμποδίστηκε νά φανεί στήν πράξη ό έξευτελισμός αύτοϋ τοϋ δργάνου μέ τήν ύπο- βολή σέ δοκιμασία τής ικανότητας του νά άποδώσει. 'Οπως Εχει εϊπωθεΖ κιόλας, ή προοπτική έξέλιξης τής αύξησης τής κοινοβουλευτικής δύναμης άνεβάστηκε στά μεσοούρανα άπδ μιά κοντινή χρονικά καί τελική προοπτική τής Ιστορικής άναγκαιότητας, πού δφειλε νά παρουσιαστεί σάν άπδ μηχανής θεδς καί γι’ αύτδ ήτανε δυνατό, κατά τΙς άνάγκες τής στιγμής, νά σχετικοποιεΐται ή καί νά διώχνεται άπ’ τδ προσκήνιο. "Ετσι κάθε προσπάθεια άπδ μέρους έκείνων πού δέν ήταν οδτε συνεπείς ρεφορμιστές, ούτε Εστω καί κατά προσέγγιση Επαναστάτες νά πραγματοποιήσουν Ενα άνοιγμα πρδς μία άπδ τΙς δύο κατευθύνσεις, καταδικάστηκε σάν παρέκκλιση άπδ τή μοναδικά βολική γραμμή τής άπραξίας καί Αναμονής, τής γραμμής στήν δποία, κάτω άπδ τήν πίεση τής δρ- γάνωσης, Επέμενε μοιρολατρικά ή ήγεσία. Καί άν κάποιος είχε τήν ίδέα νά άποκαλύψει τά δρια τδν άνώτατων δυνατοτήτων τοϋ τόσο ύπερεκτιμούμενου κοινοβουλευτισμού, θά σκόνταφτε στήν ίδια άπαγόρευση πού άντιμετώπιζαν οί κοινωνικοί έπαναστάτες πού δέν ήθελαν νά ικανοποιηθούν μέ τήν παρηγοριά τής μέρας X. Μέ τδ πνεύμα αύτδ Εγραφε δ Ό ττο Μπάουερ τδ 1911. «’Απέναντι στδ ρεβιζιονισμδ άπ’ τά δεξιά καί τδ ρεβιζιονισμδ άπ’ τ’ άριστερά άν- τιπαρατάσσεται έξίσου έχθρικδς καί στούς δυδ δ μαρξισμός. Ό μαρξισμδς ξέρει δτι οί σιδερένιοι νόμοι τής καπιταλιστικής έξέλιξης δέν μπορεΐ νά καταργηθοϋν οδτε άπδ σοσιαλιστές ύπουργούς, οδτε άπδ σοσιαλιστές αύτουργούς. Ό μαρξισμδς διδάσκει στίς μάζες δτι δέν είναι δυνατδ νά καταργηθεΐ ή φτώχεια τους μέσα στδν καπιταλισμό. Ό μαρξισμδς προειδοποιεί τή μάζα γιά τούς κάλπικους προφήτες πού ύπόσχονται τήν Εξαφάνιση τής άθλιότητας μέσα στά πλαίσια τής σημερινής κοινωνίας καί καταστρέφει τΙς αύταπάτες της. Κάθε άποτυχία στδν άγώνα γιά θετικές έπιτυχίες κάθε χειροτέρευση τής θέσης τοϋ προλεταριάτου, κάθε νέα δυσκολία στις συνθήκες τής δράσης του φέρνουν στδ μαρξισμδ χιλιάδες νέους όπαδούς. 'Οπως οί φαντασιοκόποι μιάς γενικής καταναλωτικής πολιτικής πού γεφυρώνει τΙς ταξικές άντιθέσεις καί ot ριζοσπάστες μας δέν είναι τίποτε άλλο άπδ ρεβιζιονιστές. Ό ρεβιζιο- νισμδς τής άναμπουμπούλας δέν είναι καλύτερος άπδ τδν ρεβιζιο- νισμδ τής αύλής».11*
Μέ τά τελευταία λόγια δ "Οττο Μπάουερ Υπενθυμίζει τήν έπί- σκεψη τοΰ "Ενγκελμπερτ Πέρνεστορφερ στήν αύλή ύπδ τήν ιδιότητα τοΰ άντιπροέδρου τής Βουλής τών άντιπροσώπων. Αύτή ή Επίσκεψη ξαπόλυσε Ενα κύμα δυσαρέσκειας μέσα στδ κόμμα καί συζητήθηκε πολύ στδ συνέδριο τοΰ 1907 — κατά τή συζήτηση δμως δ Βίκτωρ "Αντλερ ύποστήριξε τδν Πέρνεστορφερ καί τή στά
167
ση τής κοινοβουλευτικής όμάδας. Ό ίδιος Αναβρασμός δημιουργή-· θηκε καί στό γερμανικό κόμμα, βταν Επειτα άπό τήν έκλογική έπιτυχία τοϋ 1903 δ Έντουαρντ ΜπέρνσταΓν έξέφρασε τήν δχι καί τόσο λαθεμένη δποψη νά άξιώσει τό κόμμα τή θέση τοϋ άν- τιπροέδρου στό Ράιχσταγ καί νά μήν ένοχληθεΐ άπό τήν Ιδέα δτι ύστερα θά Επρεπε νά έπισκεφτεί καί τό παλάτι.1” Αύτός δ έρεθι- σμός μπορεί νά έξηγηθεΐ μόνο άπό τό χαρακτήρα μιδς πολιτικής πού πάντα τόνιζε τήν έπαναστατικότητα της, άλλά στήν πράξη άποδεχόταν καί μάλιστα στήριζε τήν κατάσταση πού ύπήρχε. Ot συμβολικές πράξεις καί ή Εκπλήρωση καθαρά τυπικών Υποχρεώσεων έθιμοτυπίας, άν συγκριθοϋν μέ τό χαρακτήρα τής πραγματικής πολιτικής δέν άποτελοϋσαν παρά άσήμαντες έξωτερικές Εκ- δηλώσεις. ’Αλλά άκριβώς γι* αύτό, δηλαδή έπειδή Υποδήλωναν μιά κρυμμένη συνάρτηση καί φώτιζαν άπότομα τή διάσταση πού ύπήρχε άνάμεσα στή θεωρία καί τήν πράξη θεωρούνταν σάν πολύ συμβιβαστικές καί σκανδαλώδεις. 'Οσο δέ θίγονταν τά Επαναστατικά σύμβολα καί ταμπού καί περνούσε ή προσποίηση γιά δήθεν άποχή άπό τΙς ύποθέσεις τοϋ άστικοϋ κράτους, μπορούσε νά Εξα- σκεΤται μέ άνεση ή ρεφορμιστική πολιτική καί μάλιστα πίσω άπό τό προκάλυμμα τοϋ άγώνα κατά τοϋ ρεβιζιονισμοϋ. ’Αντίθετα ή άπροκάλυπτη δμολογία τοϋ ρεφορμιστικού χαρακτήρα τής πολιτικής μέ τή μορφή πράξεων πού δδηγοϋσαν σέ δρισμένα συμπεράσματα καί ή προάσπιση αύτών τών μορφών προσαρμογής προκα- λοϋσαν τήν άντίσταση τών όπαδών καί δημιουργούσαν γιά τήν ήγεσία τήν άνάγκη νά καλύψει τήν άβυσσο μεταξύ θεωρίας καί πράξης πού μόλις είχε ξεσκεπαστεί.
Ot ήγεσίες τών δυό κομμάτων κατόρθωσαν νά καλΥψουν αύτή τήν άβυσσο τόσο καλά, πού δχι μόνο ot δπαδοί τους ήτανε βέβαιοι δτι Εδιναν τήν Υποστήριξη τους σέ κόμματα βασικά Επαναστατικά, άλλά καί Ενα πνεύμα μέ τήν όξύνοια καί τήν δξυδέρκεια τοϋ Λένιν νά μή γνωρίζει παρά άτελώς τή ρεβιζιονιστική φύση αύτών τών κομμάτων. Είναι γνωστό δτι ό Λένιν θεώρησε σάν πλαστή άγ- γελία τής τσαρικής μυστικής άστυνομίας τήν είδηση πώς οί Εκπρόσωποι τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στό Ράιχσταγ ψήφισαν στίς 4 Αύγούστου τΙς πολεμικές πιστώσεις.11* Έ Εντύπωση πού είχε δ Λένιν πρίν άπό τό 1914 γιά τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία στηριζότανε σέ μιά πλάνη πού τή δημιουργούσε ή ίδια ή κομματική ήγεσία. πλάνη πού σύμφωνα μέ τά λόγια ένός σχολιαστή τών γεγονότο>ν, δ Λένιν τή μοιραζότανε μέ τούς Πρώσσους χωροφύλακες.11* Άλλά, δπως παρατήρησε άνασκοπώντας τά γεγονότα δ σοσιαλδημοκράτης φιλόσοφος Ζήγκφριντ Μάρκ, τό 1914 δγινε πιά φανερό δτι ένώ δ θεωρητικός ρεβιζιονισμός είχε ήττη- θεΐ πρίν άπό τό 1914, ό πρακτικός ρεβιζιονισμός Εβγαλε άπό τήν
168 '
ήττα αύτή τή νίκη».1** Ή πολιτική τής 4ης Αύγούστου Ινωσε γύρω στήν ήγεσία τή μεγάλη πλειοψηφία τών μελών τοΟ αύστρια- κοϋ καί γερμανικοϋ κόμματος καί μόνο άργότερα παρουσιάστηκε μιά Αντιπολίτευση στήν πολιτική αύτή, πού στή Γερμανία δδήγη- σε στή διάσπαση τοϋ έργατικοΰ κιμήματος, ένώ στήν Αύστρία μέ τή μεγαλύτερη έλαστικότητα καί ένωτική σταθερότητα τοϋ κόμματος σέ μιά άργή στροφή πρός μιά νέα άριστερή πορεία πού κα- ταργοϋσε τήν πολιτική Υποστήριξης τοϋ πολέμου. Στδ τέλος τής ζωής του δ Όττο Μπάουερ Αναγνώρισε καθαρά δτι ή Αδράνεια τής σοσιαλδημοκρατίας πού οδτε μιά φορά δέν κατόρθωσε νά φτά- σει σέ πράξεις διαμαρτυρίας καί δικαιολόγησης τής πολιτικής της (Ας μή γίνεται λόγος γιά τήν πολύ βέβαιη δυνατότητα — δπως Ικριναν τά συνέδρια τής διεθνοϋς πρίν άπό τό 1914 — νά έμπο- δίσει τόν πόλεμο) ήτανε θεμελιωμένη στήν προπολεμική πολιτική τοϋ κόμματος, καί δτι ή στάση του Απέναντι στόν πόλεμο Ικανέ μόνο φανερό πώς Από καιρό είχε χάσει κάθε διάθεση γιά Ιπανά- σταση. Ό Μπάουερ Ιγραφε: «Έ 4η Αύγούστου ξεμασκάρεψε άπλώς αύτό πού ύπήρχε. 'Ολόκληρες δεκαετίες περίμενε δ έπανα- στατικός σοσιαλισμός δτι Ινας εδρο)παΓκός πόλεμος θά διευκόλυνε τό προλεταριάτο νά ξαναρχίσει τήν Αμεση έπαναστατική δρΑση, πού δέν ήτανε δυνατή Από τήν έποχή τοϋ τέλους τών Αστικών έ- παναστάσεων καί θά τό έπέτρεπε νά έκμεταλλευτεΐ τόν κλονισμό τής καπιταλιστικής κοινωνίας Απ’ τόν πόλεμο γιά τήν έπαναστατική κατάκτηση τής έξουσίας καί τήν άνατροπή τής κοινωνικής τάξης. "Αν δ έπαναστατικός σοσιαλισμός ϊμενε πραγματικά σταθερός στις έπαναστατικές προοπτικές γιά τό μέλλον, ΘΑπρεπε, στήν άρχή άκόμα τοϋ πολέμου, νά καταστήσει Υπεύθυνες γι’ αδτόν τίς καπιταλιστικές τάξεις καί τΙς κυβερνήσεις τους. Σέ μιά τέτοια περίπτωση θά μποροϋσε, Ακόμα καί χωμένος στήν παρανομία, νά προετοιμάσει τήν έκμετΑλλευση τής έπαναστατικής κατάστασης πού θά γεννιοϋνταν στήν πορεία ή τό τέλος τοϋ πολέμου. Στήν πραγματικότητα τά σοσιαλιστικά κόμματα τρομαγμένα άπ’ τόν πόλεμο είχαν σταματήσει τδν Αγώνα κατά τών καπιταλιστικών υ- βερνήσεων».1*1 Στή Γερμανία τό σταμΑτημα τοϋ Αγώνα κατά τής καπιταλιστικής κυβέρνησης ήταν τόσο ριζικό πού δλόκληρη ή κοινοβουλευτική δμάδα άπέρριψε δμόφωνα πρόταση τοϋ ΚΑουτσκυ πού Απαιτούσε νά έξαρτήσει τό κόμμα, τήν ύποστήριξη τοϋ πολέμου Από τήν έξασφΑλιση πολιτικών παραχωρήσεων.1’* Δέν Ιγινε Αντιληπτό πώς ήταν εύκαιρία τουλΑχιστο νά ξεπουλήσουν Ακριβά αύτή τήν ύποστήριξη καί νά τή χρησιμοποιήσουν γιά τδν έκδημο- κρατισμό τής έσωτερικής πολιτικής ζωής. 01 «Απάτριδες σύντροφοι* — τέτοιοι θεωροϋνταν οΕ σοσιαλδημοκράτες στήν αύτοκρα- τορία τοϋ Γουλιέλμου — συγκινήθηκαν τόσο πολύ άπδ τήν εΰκο-
λονόητη δήλο>ση τοϋ αύτοκράτορα πώς «στδ έξής δέν Ιβλεπε κόμματα’ παρά μονάχα Γερμανούς», πού έγκατέλειψαν 5λες τΙς διαφυλάξεις που ΘΑπρεπε νά τούς ύπαγορεύουν δ σεβασμός στίς δηλώσεις πού είχαν χάνει στό παρελθόν χαΐ ή άνησυχία γιά τΙς μελλοντικές έξελίξεις. Ή γερμανική σοσιαλδημοκρατία πού ίσαμε τότε είχε φροντίσει γιά τή διατήρηση τοϋ κράτους δίχως δμως καί νά θέλει ή νά μπορεΐ, γιά τό λόγο δτι ή φροντίδα ήταν κρυφή, νά άξιώσει εύχαριστίες, ϊφτασε καθυστερημένη στίς τιμές, άλλά τώρα άντί νά έκμεταλλευτεί τήν εόκαιρία ν’ Απελευθερωθεί άπ’ τό σφιχταγκάλιασμα αύτοϋ τοϋ κράτους, μποροϋσε νά άπολαύσει τό πλεονέκτημα νά έχει βρεθεί Αγκαλιασμένη μέ μιά δύναμη πού ήταν κιόλας καταδικασμένη. Ό Λοϋτβιχ Μπέργκτρεσσερ δίνει στήν ιστορική περιγραφή τών γεγονότων τόσο άπλά τΙς σχετικές συναρτήσεις πού δέν έπιτρέπεται ν’ άπουσιάσει ή μαρτυρία του. «Μέ τήν έκρηξη τοϋ πολέμου ή κυβέρνηση ήταν Υποχρεωμένη νά διακηρύξει άνοιχτά τή χρεωκοπία τής μέχρι τότε έσωτερικής πολιτικής της στό σημείο πού αύτή Απαρτιζόταν άπ’ τό τράβηγμα μι&ς δια- χωριστικής γραμμής Ανάμεσα στό κράτος καί τά Αστικά κόμματα Απ’ τό Ινα μέρος καί τή σοσιαλδημοκρατία Απ’ τό Αλλο. ’Αποδείχτηκε πώς ήταν ΑνΑγκη, γιά νά παρουσιαστεί στό έξωτερικό ή σύμπνοια τοϋ έσωτερικοϋ μετώπου τής χώρας, καί γιατί χρειαζόταν δπωσδήποτε τή συνεργασία τοϋ σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στή δημιουργία πολεμικής διάθεσης καί Αποφασιστικότητας Ανάμεσα στό λαό νά Αναθεωρηθεί αύτή ή πολιτική. Τό ύπουργείο τών έξωτερικών λοιπόν πίεσε τόν αύτοκράτορα κι αύτός τήρησε τήν Ανάλογη στάση. Σέ έφαρμογή αύτής τής νέας πολιτικής καταρ- γήθηκε στό τέλος τοΰ Αύγούστου 1914 δ Αποκλεισμός τής σοσιαλδημοκρατικής φιλολογίας Απ’ τό στρατό, έπικυρώθηκε ή έκλογή τών σοσιαλδημοκρατών στίς σχολικές έφορείες καί προσλήφθηκαν στίς κρατικές έπιχειρήσεις (σιδηροδρόμους) έργάτες πού ήταν σοσιαλδημοκρατικά δργανωμένοι. Ό σοσιαλδημοκράτης ϊτυχε τής ίδιας μεταχείρισης δπως καί κάθε πολίτης στό κράτος».1” Έν πάση περιπτώσει ή στάση τοΰ κόμματος κρίνεται σάν άποτυχία προπαντός άν παρθοΰν ύπόψη τά μέτρα πού είχαν διαφημισθεί διεθνώς, ο! έλπίδες πού αύτά δημιούργησαν καί μετρηθεί ή συμπεριφορά του μέ αύτά τά κριτήρια. Έπίσης καί ΑνεξΑρτητα Από τΙς Ιλπίδες πού είχαν δημιουργήσει ot προηγούμενες Αποφάσεις κατά τοϋ πολέμου, πρέπει νά θεωρηθεί σάν ξεχωριστή άποτυχία τόσο ή Ικτα- ση, δσο καί τό Ανεπιφύλακτο τής νέας προσαρμογής. Ό Άρθουρ Ρόεζνμπεργκ στήν ίστορία του τής δημοκρατίας τής Βαϊμάρης φτάνει στδ συμπέρασμα πώς ή πολιτική τής ύπεράσπισης τής πατρίδας συμφωνούσε μέ τή μαρξιστική θεωρία πού δέν άρνείται πα- τσιφιστικά τόν πόλεμο σάν μέσο πολιτικής τών έθνών καί άναγνω-
170 '
ρίζει σέ κάθε Ιθνος τδ δικαίωμα τής αύτοσυντήρησης, κι δτι Αντίθετα αύτή ή δμοφωνία δέν Αφορά τήν πολιτική τής έσωτερικής ειρήνης πού άσκοϋσε ή σοσιαλδημοκρατική ήγεσία.1’*
Μά δπως κι άν κριθεΐ ή συμπεριφορά τής γερμανικής καί αύ- στριακής σοσιαλδημοκρατίας κατά τδ 1914 (ή τελευταία έπειδή δέ συνεδρίασε ή Βουλή Απαλλάχτηκε Απ’ τδ θλιβερδ καθήκον νά ψηφίσει τΙς πολεμικές πιστώσεις, Αλλά έκπλήρωσε γενικά τδ πατριωτικό της καθήκον) αύτδ πού βαραίνει Ακόμα περισσότερο καί τις δυδ είναι ή Αποτυχία τοϋ 1918, δταν παρουσιάστηκε ή μοναδική εύκαιρία νά έγκαθιδρύσουν μιά νέα κοινωνική τάξη. Καί στίς δυδ χώρες ή έξουσία Ιπεσε δίχως άγώνα στήν Αγκαλιά τών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Στή Γερμανία, δπως πολύ πετυχημένα είπε δ ύφυπουργδς τών έξωτερικών φδν Χίντσκε,1** πραγμα- τοποιήθηκε μιά έπανάσταση έκ τών άνω πού τήν κατεύθυναν καί Υποστήριξαν ot άρχουσες τάξεις,1” ένώ στήν Αύστρία ή έπανάσταση ήτανε περισσότερο Αποτέλεσμα τής Αρνησης τών μή γερμανικών λαών νά παραμείνουν στήν κοινή αύστροουγγρική κρατική 2- νωση καί λιγότερο συνειδητοϋ σχεδιασμοϋ καί ξεσηκωμού. Τδ αύ- στριακό κόμμα κατάφερε δπωσδήποτε νά Αποκομίσει σημαντικά πλεονεκτήματα καί νά δημιουργήσει Ιπειτα άπδ τή διάλυση τοϋ παλιού στρατού καί τήν Απόλυση τών Αξιωματικών μιά Αξιόπιστη, δημοκρατική ένοπλη δύναμη πού έννοεΐται ύποχρεώθηκε μετά τδ κλείσιμο τής ειρήνης νά ύποκύψει στδν τακτικδ στρατδ πού Αναμορφώθηκε Αστικά.1” Ή Αληθινά μοιραία έξέλιξη πού σφράγισε τή μοίρα δλόκληρης τής εύρωπαϊκής δημοκρατίας πραγματοποιή- Οηκε στή Γερμανία, δπου, σύμφωνα μέ τις έκτιμήσεις τών περισσότερων ιστορικών, ύπήρχε μιά κατάσταση Ανοιχτή σέ Αποφάσεις.1’* Γενικά ήτανε δυνατδ στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία νά ρίξει τδ βάρος της Αριστερά ή δεξιά. Τδ δτι τάχτηκε μέ τή δεξιά καί συμμάχησε μέ τις παλιές δυνάμεις τής τάξης, Αντί νά Αναγνωρίσει πώς καί τότε Ακόμα έχθρδς ήταν ή δεξιΑ, είναι μιά άπόφαση μέ τεράστια σπουδαιότητα, πού έννοεΐται δέν πάρθηκε τυχαία, Αλλά είχε τις ρίζες της σ’ δλόκληρη τήν προϊστορία τοϋ κόμματος. Στήν περίπτωση αύτή καταδείχτηκε πώς σέ μιά στιγμή Ιστορικής έπι- Ρεδαίωσης τδ κόμμα δέ στάθηκε Ικανδ νά πηδήξει 2ξω Απδ τή σκιά του, γ ι’ αύτό, δίχως νά καθυστερήσει, 2πεσε στά τυφλά στήν παγίδα πού είχαν στήσει ot κυρίαρχες τάξεις.
Ό Άρθουρ Ρόζενμπεργκ, πού ξέρει τά θλιβερά άποτελέσ|ΐατα αύτών καί άλλων λαθεμένων Αποφάσεων, διαπιστώνει: « . . . ύ- πάρχουν καταστάσεις στήν Ιστορία λαών καί τάξεων, δπου δέν I- παρκεΐ ή καθημερινή έξυπνάδα».1** Ό ,τ ι 2γραψε πριν Απδ μιά δεκαετία δ Κάρλ Κάουτσκυ σχετικά μέ τις δυνατότητες πού θά δημιουργούσε ή ήττα τής Γερμανίας τοϋ Γουλιέλμου στρεφόταν τώ
171
ρα μέ δλη τήν δξύτητα του κατά τής πολιτικής τοΟ κόμματος. «Μόνο δ άνόητος ρουτινιέρης Ικανοποιείται μέ τή σκέψη δτι καί στδ μέλλον θά πηγαίνουν τά πράγματα έτσι δπως πάνε τώρα. Ένας πολιτικός, πού σύγχρονα είναι καί σκεπτόμενος Ανθρωπος, θά ζυγίσει σέ κάθε γεγονδς πού παρουσιάζεται τΙς δυνατότητες πού αύτδ μπορεΐ νά κρύβει μέσα του καί θά ακεφτεΐ πολύ σχετικά μέ τΙς άπώτατες συνέπειες του. Βέβαια στήν κοινωνία ot δυνάμεις πού έπιμένουν στδ παλιό είναι πολύ μεγάλες καί γ ι’ αύτό έννιά φορές στίς δέκα, δ ρουτινιέρης θά Ιχει φαινομενικά δίκιο, άν συνεχίσει νά τρέχει μέ τδν παλιό ρυθμό, δίχως νά κάνει πολλές σκέψεις γιά νέες καταστάσεις καί δυνατότητες. Μά ώστόσο κάποτε παρουσιάζεται Ινα γεγονός άρκετά Ισχυρό γιά νά κατανικήσει τΙς δυνάμεις τής έπιμο- νής στδ παλιό, πού έξαιτίας δρισμένων προηγουμένων περιστατικών Ιχουν κλονιστεί έσωτερικά, ίστω κι άν έξωτερικά δλα μοιάζουν νά είναι δπως καί πρώτα. Ξαφνικά λοιπόν ή έξέλιξη παίρνει καινούργιους δρόμους, δλοι ot ρουτινιέρηδες χάνουν τά μυαλά τους καί έπι- κρατοΟν μόνο ot πολιτικοί πού Ιχουν έξοικειωθεΐ μέ τΙς νέες καταστάσεις καί τΙς συνέπειες τους».*** Μ’ δλο πού δλα τά χαρακτηριστικά τής κατάστασης πού είχε ύπόψη του δ Κάουτσκυ ύπήρχαν τό 1918, ή σοσιαλδημοκρατία δέν κράτησε τή στάση πού σύμφωνα μέ τά λόγια του θά ϊπρεπε νά τηρήσει καί Αποξενώθηκε Από τΙς Αρχές τής τακτικής πού τδ 1914 είχαν καθιερωθεί Απ’ τό θεωρητικό της: δτι δηλαδή: πρώτο, τό κόμμα δφείλει νά έκμεταλλευτεΐ κάθε δυνατότητα γιά νά ένισχύσει τό προλεταριάτο τελειοποιώντας τήν δργά- νωση του καί, δεύτερο, νά κατακτήσει καί νά έκμεταλλευτεΐ στό κράτος καί τήν κοινωνία κάθε θέση πού θά μποροΟσε νά κερδίσει καί νά διατηρήσει τό προλεταριάτο».1*1
’Αντίθετα άπ’ δλα αύτά δ ίδιος δ Κάουτσκυ, πού τόσο πετυχημένα φιλοσοφοΟσε δταν ή ύπολογιζόμενη δυνατότητα ήταν έκτδς προοπτικής, δικαιολόγησε καί πάλι θεωρητικά, γιατί δέν μποροΟσε νά ύπάρξει στή Γερ|ΐανία μιά έπανάσταση πού νά έξελίσ- σεται πρός Ανώτερες μορφές. Σ’ Ινα κύριο Αρθρο πού Ιγραψε μιά μέρα πρίν Από τή σύγκληση τοϋ ΙδρυτικοΟ συνεδρίου τοϋ κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας καί πού Αργότερα κυκλοφόρησε καί μέ τή μορφή μπροσούρας μέ τόν τίτλο «Ή μετεξέλιξη τής έπανά- στασης», ΑραδιΑζει τούς λόγους πού κατά τή γνώμη του δέν Ιπέ- τρεπαν τή μετεξέλιξη τής γερμανικής έπανάστασης. Ή Ικθεση του αύτή πού Ιδειχνε μιά Ακριβή γνώση τών κοινωνικών συναρτήσεων περιείχε παράλληλα καί τόνους λαθεμένους ot δποΐοι καί έπέδρασαν Αρνητικά στά συμπεράσματα του. «Ό στρατοκρατία πού μέχρι τώρα έμπόδιζε κάθε πρόοδο, είχε συντρίβει, ώστόσο στό κράτος καί τό στρατό έξακολούθησε νά λετουργεΐ δ παλιός μηχανισμός διοίκησης καί κυριαρχίας. Βρεθήκαμε μπροστά στδ 8(λημ-
172
μα νά τόν συντρίψουμε μ’ Ενα χτύπημα κι Ετσι νά χάνους άδύνα- τη τήν Αποστράτευση, τή δραστηριότητα τοϋ κράτους καί δλη τήν κοινωνική ζωή ή νά Επιτρέψουμε σ’ αύτόν καί μαζί στίς βάσεις τοΟ παλιοΟ καθεστώτος πού μ&ς Εριξαν στήν Αβυσσο νά συνεχίσουν νά ύπάρχουν καί μ’ αύτόν τόν τρόπο νά περιορίσουμε τήν Επανάσταση στό ρόλο τών προσωρινών άλλαγών. ‘Από τό Απελπιστικό αύτό άδιέξοδο μάς Εβγαλαν τά συμβούλια τών Εργατών καί στρατιωτών, πού μέ τόν Ελεγχο πού Επέβαλλαν Εκαναν δυνατό νά μπο- ρεί νά συνεχίσει τή λειτουργία του δ παλιός κρατικός μηχανισμός δίχως τόν κίνδυνο νά μ&ς φέρει τήν Αντεπανάσταση. 'Ωστόσο αύτή ή κατάσταση μόνο προσωρινή μπορεί νά είναι. Ό κρατικός μηχανισμός πού ύπάρχει πρέπει νά Αναδιοργανωθεί ριζικά, ή γραφειοκρατία νά Απογυμνωθεί Από πολλές λειτουργίες καί τή δύναμη της καί, παντοΟ, στίς κοινότητες, στίς έπαρχίες, στά δμόσπονδα κράτη, στό κράτος γενικά, νά μπεϊ κάτω Art0 τόν Ελεγχο δημοκρατικά Εκλεγμένων Επιτροπών. Αύτό είναι τό Ενα καθήκον τής μετεξελισσόμενης Επανάστασης. Τό Αλλο είναι κοινωνικό. Μέ κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πού θά Αγκαλιάζουν μιά πλατιά Εκταση, τήν κρατική παρέμβαση στήν παραγωγή καί στήν κυκλοφορία τών Αγαθών νά υψωθεί τό έπίπεδο ζωής τών πλατιών λαϊκών μαζών, τών παραγωγών, καθώς καί τών καταναλωτών τόσο δσο είναι δυνατό κάτω άπό τΙς δοσμένες παραγωγικές συνθήκες. Ταυτόχρονα νά καταβληθεί κάθε προσπάθεια νά μεταπλαστεί τό ταχύτερο δ καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής σέ σοσιαλιστικό καί Ετσι νά Εξαφανιστεί ή τελευταία μορφή τής Εκμετάλλευσης Ανθρώπου Από Ανθρωπο»"Αν καί δέν μπορεί νά γίνει δεκτό σάν διαπιστωμένο γεγονός δτι ή συντριβή τών παλιών δυνάμεων τής τάξης καϊ ή Εγκαθίδρυση τής προλεταριακής έξουσίας βρισκότανε Εξω άπό τΙς δυνατότητες τοΟ προλεταριΑτου, ή Εκθεση φανερώνει κατά τά Αλλα ρεαλιστική κρίση τής κατάστασης καί προχωρεί σέ κρίσεις σχετικά μέ τό συσχετισμό τών δυνάμεων. Ot παλιές δυνάμεις είχαν χτυπηθεί, Αλλά δχι καί συντρίβει, τό προλεταριΑτο καί τό κόμμα του είχαν στά χέρια τους τήν έξουσία, Αλλά βρισκόταν μπροστά σέ μεγάλα πολιτικά καί κοινωνικά καθήκοντα πού μόνο Ενάντια στή σκληρή άν- τίσταση τών παλιών δυνάμεων ήτανε δυνατό νά Εκπληρωθούν άφοϋ ή πραγματοποίηση τους στρεφόταν κατά τής κοινωνικής τους βάσης. Σέ μιά τέτοια κατάσταση Αμφίβολης Ισορροπίας σάν αύτή πού περιγράφει δ Κάουτσκυ τί Αλλο θά ταίριαζε καλύτερα στούς σοσιαλδημοκράτες άπό τό νά στηριχτούν γιά τήν Επιτυχή πραγματοποίηση αύτών τών καθηκόντων στά συμβούλια Εργατών καί στρατιωτών, πού άποτελοΟσαν δύναμη καί διέθεταν δικό τους μηχανισμό, καί μέ τή βοήθεια τους νά Επιδιώξουν πραγματοποίηση
178
τών σκοπών στά πλαίσια τής κυβέρνησης; Δέν έπιβαλλόταν, σύμφωνα καί μέ τούς κανόνες τής τακτικής νά ένισχυθεϊ έναντίον όλων έκείνων τών δυνάμεων πού έπίσης βρισκόταν Εξω άπό τήν κυβέρνηση άλλά δέ διαλύθηκαν μόνο μετασχηματίστηκαν, π.χ. στά έλεύθερα σώ|ΐατα άντί ν’ άδυνατίσει καί ν’ άπομακρυνθεϊ τελικά άπό τό παιχνίδι τών πολιτικών δυνάμεων αύτό τό άντίβαρο; Ή σοσιαλδημοκρατία διέθετε στά έπιτελεΐα τών συμβουλίων μιά σίγουρη πλειοψηφία. Τί δλλο θά ήταν πιό εύκολο, άπό τό Ινα μέρος νά τά προφυλάξει άπό κάθε τάση έξέλιξης πρός τόν μπολσεβικι- σμό, κι άπό τό άλλο νά τά χρησιμοποιήσει σάν βάση καί στήριγμα τής δράσης της στά πλαίσια τής κυβέρνησης; Καί μπροστά στί)ν κοινωνική πραγματικότητα τής έποχής τί άλλο θά ήταν περισσότερο δύσκολο άπ’ αύτό πού έκανε, νά παραιτηθεί άπό τήν Υποστήριξη τών συμβουλίων, νά τά έγκαταλείψει στόν άριστερό ριζοσπαστισμό καί νά τά άκρωτηριάσει;
Ακριβώς γιατί ή σοσιολδημοκρατία άποδέχτηκε τό σύνθημα τοϋ εΓτε. . . είτε άναφορικά μέ τά συμβούλια τών έργατών - στρατιωτών καί τήν έθνοσυνέλευση σύνθημα, πού προήλθε άπό τούς άρι- στερούς ριζοσπάστες Εφτασε στό νά ένισχύσει έκείνη τή λαθεμένη πόλωση καί νά έμποδίσει έναν τρίτο δρόμο πού θά δυνάμωνε τΙς προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις καί δχι μόνο θά Εσωζε τή γερμανική έπανάσταση, άλλά θά προφύλαγε καί τή ρωσική άπό τόν εκφυλισμό. Ό Πέτερ Λέσσε στή μελέτη του «Ό μπολσεβικισμός καί ή κριτική του άπό τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία 1903 - 1920», χαρακτηρίζει Ινα άρθρο τοϋ Κάουτσκυ, πού δημοσιεύτηκε στή «Λαϊκή Εφημερίδα» τής Λειψίας μέ τόν τίτλο «Δημοκρατία καί μπολσεβικισμός» δυό μέρες πρίν άπό κείνο πού άναφέραμε προηγουμένως, σάν τή ραφή μέ τήν όποία ό Κάουτσκυ μέ τΙς γνωστές του μεθόδους, συρράφτει τόν άναποτελεσματικό πιά καουτσκιανι- σμό καί τόν άντιμπολσεβικισμό του πού κοκκφλωσε καί μετετράπη σέ ιδεολογία τής ένσωμάτωσης στόν καπιταλισμό».1Μ Έξαιτίας αύτής τής νέας ιδεολογίας τής ένσωμάτωσης, πού ήταν γιά τήν Εκπλήρωση τών έπαναστατικών καθηκόντων τόσο άχρηστη δσο καί ή παλιά, Ιγινε δεκτή ή Ιδέα νά έξομοιωθοϋν τά συμβούλια τών έργατών καί στρατιωτών μέ τήν άρνητική πλευρά τής ρωσικής έ- πανάστασης, μόλο πού δ θεσμός τών συμβουλίων καί τά έπαναστα- τικα γεγονότα πού τά Εθεσαν σέ κίνηση βρισκόταν στήν άνάπτυ- ξη τους πρίν άπό τήν όχτωβριανή έπανάσταση ή ήταν άνεξάρτη- τα άπ’ αύτή καί μ’ δλο πού, έν πάση περιπτώσει, ήτανε στό χέρι τής σοσιαλδημοκρατίας νά άποτρέψει μιά τυφλή άπομίμηση τοϋ ρωσικοϋ προτύπου πού δέ θά ταίριαζε στίς γερμανικές συνθήκες. ’Αλλά, στό μέτρο πού άφηναν νά τούς ξεφεύγει ή δυνατότητα νά άπαλλάξουν τά συμβούλια άπό τήν έπιρροή τοϋ άριστεροϋ ριζοσπα-
174
στισμοΰ καί, μέ τήν άνάπτυξη τής έπανάστασης, νά άφαιρέσουν τόν άέρα άπό τά πανιά τών ριζοσπαστών, περιόριζαν καί τή δική τους δυνατότητα, νά μποροϋν, στά πλαίσια τής κυβέρνησης, νά ρίξουν στήν πλάστιγγα αύτό τό σημαντικό πολιτικό βάρος, καί σύμφωνα μέ τά λεγάμενα τοΰ Κάουτσκυ νά διεισδύσουν στό κέντρο τών παλιών δυνάμεων τής τάξης, ένώ άντίθετα καί άκριβώς γιά νά άντισταθοϋν στήν πίεση τής άριστεράς, πού δέν ήτανε δυνατό νά μειωθεί δσο ή δική τους πολιτική δέν προχωροΰσε άριστερά, Επρεπε νά στηριχτούν σ’ αύτά. Στό βαθμό πού ήταν τυφλοί μπροστά στίς δυνατότητες πού λαγοκοιμοΰνταν μέσα στήν κατάσταση καί δέν μπορούσαν νά διατηρήσουν τά συμβούλια σάν δυνάμεις πού θά έδιναν τόν παλμό στήν έξέλιξη, γίνονταν τυφλοί καί στούς κινδύνους πού τούς άπειλοΰσαν άπό τήν πλευρά τών παλιών δυνάμεων.
Ό Κάουτσκυ μολονότι στήν μπροσούρα πού άναφέραμε παρουσίασε γενικά σωστά τήν κοινωνική πραγματικότητα, ξέφυγε άπό τό συμπέρασμα πού θά βρισκόταν στήν Γδια κατεύθυνση μ’ αύτοΰς τούς συλλογισμούς κι άντίθετα σερβίρισε ιδέες άπό τΙς όποιες έλειπε κάθε έσωτερική λογική. Οί ιδέες αύτές μπορεΐ νά γίνουν άντιληπτές μόνο σάν όρθολογοποίηση βαθιά κρυμμένων σκέψεων καί προκαταλήψεων πού δέν μποροϋσε νά τίς όμολογήσει κι ώστό- σο δμως έπιδροΰσαν στόν ιδιο, στό άνεξάρτητο σοσιαλιστικό κόμμα Γερμανίας στό δποΐο τότε άνήκε, άλλά κυρίως στό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ό Κάουτσκυ άντιμετώπισε τούς «Σπαρτακιστές» μέ ίστορικιστικά έπιχειρήματα καί στήν περίπτωση αύτή έδωσε ένα κλασικό δείγμα αύτοΰ πού δ Έ ρ ιχ Ματτίας χαρακτήρισε σάν καθοριστικό παράγοντα στή διάρθρωση τής σκέψης τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, τήν «άναλογία τής σκέψης σέ λαθεμένες άναλογίες».” * Ένώ κατηγορούσε τούς όπαδούς τής "Ενωσης «Σπάρτακος» δτι έφαρμόζουν άνεξέταστα «προηγούμενα καί ξένα πρότυπα στό Περού καί τή Γερμανία» 1,6 γιά νά άποδυναμώσει μιά 6- πωσδήποτε συζητήσιμη άναλογία κατασκεύαζε δ ίδιος ένα όπό- Βειγμα λαθεμένης άναλογίας. Ό Κάουτσκυ Ιλεγε πώς οί μέχρι τότε έπαναστάσεις τοΰ τελευταίου αιώνα ήταν ούσιαστικά άστικές xal πραγματοποιήθηκαν μόνο μέ τή βοήθεια τοΰ προλεταριάτου καί τών λαϊκών μικροαστικών μαζών πού βρίσκονταν κάτω άπό τήν έπιρροή τής κεφαλαιοκρατίας. Αύτές οί λαϊκές μάζες θά έσπρωχναν πιό πέρα τήν άστική τάξη πού πήρε μέ τήν έπανάσταση τήν έξουσία καί θά έπέβαλλαν τή δημιουργία μιάς κυβέρνησης πού θά ήταν ύποταγμένη στίς φτωχότερες κοινωνικές τάξεις. ’Ετσι τό 1789 τό άκολούθησε ή νίκη τοΰ κόμματος τών δρεινών, τήν 4η Σεπτέμβρη τοΰ 1870 στή Γαλλία ή 18η τοΰ Μάρτη τοϋ 1871 καί οτή Ρωσία τήν έπανάσταση τοϋ Φλεβάρη, ή Όχτωβριανή.1*' "Οταν δμως οΕ σπαρτακίδες, δπως τούς άπακολοΰσε ειρωνικά ό Κά-
176
ουτσκυ, δεχόταν δτι καί στήν περίπτωση τής γερμανικής έπανάστασης τήν πρώτη έπρεπε νά Ακολουθήσει μιά δεύτερη φάση, βρισκότανε σέ πλάνη, γιατί ή γερμανική έπανάσταση όπήρξε άπδ τήν άρχή προλεταριακή καί σοσιαλιστική. Καί παρακάτω: «Ώστόσο πίσω άπό τό προλεταριάτο δέ βρίσκεται καμιά άλλη καταπιεζόμε- νη τάξη, πού θά είχε συμφέρο νά άνατρέψει τό νέο καθεστώς. Αύτή τή φορά λείπει έντελώς ή τάξη πού θά θέλει καί θά όφείλει νά σπρώξει πιό πέρα τήν έπανάσταση καί σέ άντίθεση μέ τήν τάξη πού βρίσκεται τώρα στήν έξουσία. ’Αντίθετα λοιπόν μέ δλες τΙς προηγούμενες έπαναστάσεις ή προώθηση τής τωρινής γερμανικής δέν μπορεΐ νά γίνει μέ άγώνα άνάμεσα στήν κεφαλαιοκρατία καί τό προλεταριάτο. Κάθε προσπάθεια νά προωθηθεί ή έπανάσταση μέ τή βίαιη άνατροπή τής έπαναστατικής κυβέρνησης τής πρώτης φάσης σημαίνει άγώνα μέσα στήν Ιδια τήν έπαναστατική τάξη».1 '
Είναι δύσκολο νά πιστευτεί δτι δ Κάουτσκυ ήθελε νά περάσει σάν μαρξιστική άνάλυση αύτές τΙς αύθαίρετα σταχυολογημένες σκέψεις, δπως έκανε στή συνέχεια μέ τΙς έπόμενες.1' 'Οταν χαρακτηρίζει τή γερμανική έπανάσταση σάν προλεταριακή καί σοσιαλιστική, γιατί είχαν πάρει μέρος σ’ αύτή καί μάλιστα Ισαμε τή σύγκληση τής συντακτικής συνέλευσης τήν καθοδηγοϋσαν μόνοι, οί έκπρόσωποι τοΟ προλεταριακοί} σοσιαλισμοΟ, Ερχεται δ Ιδιος σέ άντίφαση μέ τήν άρχική του διαπίστωση δτι άκόμα ύπήρχαν ot παλιές δυνάμεις τής τάξης πού παρά τήν ήττα τους έπέμειναν νά άσκοΟν πολιτικά καθήκοντα. Τό γεγονός δτι ή τυπική σύνθεση ένός θεσμοΟ έκανε άκόμα κι ένα μαρξιστή δπως δ Κάουτσκυ νά βλέπει πέρα άπό τά άποτελέσματα τών άναλύσεων καί νά Ιπιβεβαιώ- νει τή δύναμη τής «θεσμοποιημένης στίς κατηγορίες τοΟ κοινοβουλίου καί τοϋ κράτους δικαίου σκέψης»1" τήν δποία άναφέρει δ "Έ- ριχ Ματτίας σάν παράγοντα καθοριστικό τής σοσιαλδημοκρατικής σκέψης. Ot έπόμενες έκθέσεις τοΟ Κάουτσκυ δίνουν κι άλλες Αποδείξεις γιά τήν ύπαρξη τής άναφερόμενης έπίσης άπό τόν Ματτίας άνθρωπιστικής σκέψης 140 πού καταδίκαζε τή χρησιμοποίηση τής βίας καί δλα γενικά τά πολιτικά μέσα σάν πολιτιστική άνεντιμό- τητα, ήθικό ξεπεσμό καί πρωτογονισμό. Ώστόσο ή άναλογία τοΟ Κάουτσκυ είναι τόσο άταίριαστη μέσα στή σειρά τών σοσιαλδημοκρατικών άποκαλύψεων, πού καταντά νά άναιρεΐ δ ίδιος τδν έαυ- τό του, δπως άναιρέθηκε καί ή διαπίστωση του γιά τόν προλεταριακό χαρακτήρα τής γερμανικής έπανάστασης. Ό Κάουτσκυ στράφηκε κατά τών Ιστορικών άναλογιών πού έπικαλέστηκαν ot Σπαρ- τακιστές. «Ot Ιστορικές έμπειρίες δέ λένε τίποτε γιά τήν τωρινή κατάσταση γιά τήν δποία δέν ύπάρχει Ιστορικό προηγούμενο».14 ’Αλλά άν ή γερμανική έπανάσταση δέν είχε τό προηγούμενο της, τότε θά πρέπει νά δεχτοϋμε δτι δέν είχε προκαταληφθεΐ άρνητικά
176
άπδ τήν προϊστορία τής γαλλικής ή δποιας άλλης έπανάστασης καί κατά συνέπεια ύπήρχε άκριβώς έκείνη ή άνοιχτή κατάσταση πού ό Κάουτσκυ δέν ήθελε νά δεχτεί καί προσπαθοϋσε νά ξεγλιστρήσει σάν τό χέλι. Έν πάση περιπτώσει άκόμα κι δταν πορεύεται κανείς στήν τόσο δύσκολη περιοχή τών ιστορικών άναλογιών (πού μέ τήν τελευταία του παρατήρηση στή συγκεκριμένη περί
πτωση τΙς άφαίρεσε δ Κάουτσκυ κάθε στήριγμα) δέ θ’ άποκλεί- σει, γιά τούς λόγους πού άναφέρει δ Κάουτσκυ, τή δυνατότητα τής μετεξέλιξης τής έπανάστασης, γιατί έκτός άπ’ δλα αύτά ύπήρχαν κι άλλες διαφορές καί μάλιστα βαθιές άνάμεσα στήν άστική καί τήν προλεταριακή έπανάσταση πού δλοι ot μαρξιστές τΙς ήξεραν καί τΙς έξέφραζαν θεωρητικά καί συγκεκριμένα δτι ή κεφαλαιο- κρατία Επρεπε νά μετατρέψει σέ πολιτική μιά οίκονομική έξουσία πού τήν είχε κατακτήσει άπό καιρό, ένώ τό προλεταριάτο ήταν άναγκασμένο νά κατακτήσει τήν πολιτική έξουσία γιά νά μπορέσει στή συνέχεια νά μετασχηματίσει τήν οικονομική καί κοινωνική τάξη. Γιατί λοιπόν τό γεγονός δτι ot άλλαγμένες κοινωνικές δυνάμεις δέν έπενεργοΰσαν στίς άντιπαραθέσεις πού ύπήρχαν άπό παλιά πρέπει ύποχρεωτικά νά συνηγορεί κατά τής ύπαρξης ύπο- λειμμάτων άντιθέσεων; Ποϋ είναι ή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου πού ό Κάουτσκυ άκόμα καί στό βιβλίο του «Ό δρόμος πρός τήν έξουσία» τήν άναγνώρισε σάν άναγκαία γιά τό πέρασμα στό σοσιαλισμό; “ * Καί γιατί στ’ άλήθεια δ Κάουτσκυ άφήνει έξω άπό τήν προσοχή του τή δυνατότητα νά κάνουν ot παλιές δυνάμεις άν- τεπανάσταση, δταν ή νέα τάξη πού έφτασε στήν έξουσία δέ συνεχίζει τήν έπανάσταση της;
Ή τοποθέτηση τοϋ Κάουτσκυ είναι τόσο κατώτερη άπ’ τό έπί- πεδο μιάς μαρξιστικής άνάλυσης καί τόσο λίγο στό ύψος τών προβλημάτων τής έποχής του, πού άναγκάζεται κανείς νά θεωρήσει ύπεύθυνη γιά τήν παραγνώριση τής κατάστασης σ’ αύτή τήν έκταση μόνο τήν ύπεροχή πού μπορεί νά έχει μιά συμπεριφορά πού άποτελεϊ άπομίμηση, έπανατύπωση μιάς άλλης. Ή τέλεια άπου- σία μιάς προοπτικής γιά τό πώς θά έπρεπε νά προχωρήσουν, μέ σοσιαλιστική έννοια, καλύφθηκε μέ πλούσιες στά λόγια διαβεβαιώσεις πού τό κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ή έλλειψη συγκεκριμένων παραστάσεων καί έπαναστατικής θέλησης.
Ή Χέλμα Γκρέμπινγκ στήν «'Ιστορία τοϋ γερμανικού έργατι- κοϋ κινήματος» πού έγραψε σ’ ένα συντριπτικό συμπέρασμα τό δ- ποϊο έπιβεβαιώνεται άπ’ τό ιστορικό ύλικό δτι: «Ό Καουτσκυσμός, έτσι όνομάστηκε στήν έρμηνεία της άπό τόν Κάουτσκυ ή έπαναστατική θεωρία, άπό αύτή τήν άποψη θεωρούμενος δέν ήταν παρά ή προσπάθεια νά καλυφθοϋν ιδεολογικά ot πολιτικές καί ψυχολογικές καταστάσεις πού γεννήθηκαν άπό τήν κατάσταση τοϋ πα-
12 177
ρία στήν δποία βρισκόταν ή γερμανική έργατιά στόν καιρό τής αύ- τοκρατορίας. 'Οσο κι άν ήταν άναγκαία γιά τήν δπαρξη τοΟ έρ- γατικοΟ κινήματος αύτή ή προσπάθεια δέν έπιτρέπεται νά παρα- βλεφτεί πώς ή δογματική έπιμονή στήν έπαναστατική θεωρία έμ- πόδισε τήν πολιτική ήγεσία τοΟ γερμανικοΟ έργατικοϋ κινήματος νά έπεξεργαστεΐ ένα πρόγραμμα δράσης γιά τήν κατάκτηση τής έξουσίας».1*’ Άκόμα κι ένας τόσο γερά προσκολλημένος στήν κομματική παράδοση στοχαστής, δπως 6 σοσιαλδημοκράτης ήγέτης καί δημοσιολόγος Φρήντριχ Στάμπφερ, δέν μπόρεσε νά άποφύγει τήν άναγνώριση πώς τό 1918 πουθενά δέ φάνηκε «μιά παθιασμένη καί συνειδητή θέληση τοϋ κόμματος νά δδηγήσει τό γερμανικό λαό σέ νέους πολιτικούς καί οίκονομικούς χώρους».144 "Ελειπε ή σιγουριά μέ τήν όποία προχωροϋσαν στούς άλλους τομείς (συνταγματικό, κοινωνική, έξωτερική πολιτική) καί αύτοϋ βρίσκεται ή βαθύτερη αιτία τόσο γιά τή διάσπαση τοϋ έργατικοϋ κινήματος δσο καί τήν καταστροφή τοϋ 1933. ’Επειδή ή συζήτηση δέ βρήκε ούτε σταθερό έδαφος, οδτε καθαρές προτάσεις στόν τομέα τής σοσιαλιστικής διαμόρφωσης τής οίκονομίας έξαντλήθηκε μέ πείσμα γύρω στά τυπικά προκαταρκτικά: δημοκρατία ή δικτατορία. Καί άκριβώς έπειδή δέν ύπήρχε ένα ένωμένο έργατικό κίνημα, μέ πρόγραμμα άνανέωσης τής οίκονομίας πού νά είναι σέ θέση νά διαφωτίζει καί νά συμπαρασύρει τις μάζες, γ ι’ αύτό μπόρεσαν ot έθνικο- σοσιαλιστές νά χρησιμοποιήσουν τό άντικαπιταλιστικό πάθος τών μικροαστικών στρωμάτων καί τών χωρικών πού στερούνταν τά πάντα σάν κινητήρια δύναμη ένός κινήματος πού δέ χτύπησε τόν καπιταλισμό, παρά κατέστρεφε τά «μαρξιστικά κόμματα».14'
Μέ τό δίκιο του 6 Στάμπφερ — άντίκρυ σ’ αύτό πού 6 Βίλφροντ Γκότσαλχ όνόμασε «ή άτελής άντίληψη τοϋ μαρξισμοΰ άπό τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία — έβαλε τή λέξη μαρξιστικά μέσα σέ εισαγωγικά,14' γιατί τό 1918 φάνηκε καθαρά πόσο μοιραία ήταν τ’ άποτελέσματα άπό τό σπάσιμο τής συνάρτησης μεταρρύθμιση καί έπανάσταση πού πραγματοποίησε ό καουτσκυσμός. Αύτό πού λέγει ή Χέλγκα Γκρέμπινγκ, δηλαδή δτι ή δογματική έπιμονή στήν έπαναστατική θεωρία έμπόδισε τήν κατάστρωση ένός προγράμματος δράσης γιά τήν κατάκτηση τής έξουσίας, μπορεΐ νά διατυπωθεί καί κατά τήν άντίθετη έννοια, δηλαδή δτι ή άφοσίωση στήν καθημερινή μεταρρυθμιστική έργασία έμπόδισε τή συγκεκριμένη φροντίδα γιά τά προβλήματα πού θά προέκυπταν στήν περίπτωση κατάκτησης τής έξουσίας καί δδήγησε τήν έπαναστατική θέληση στό θάνατο. Έν πάση περιπτώσει τό 1918 άποδείχτηκε πόσο άναγκαία ήτανε νά δικαιωθοϋν μεταρρύθμιση καί έπανάσταση, μέ τή σωστή άπό άποψη άρχών έννοια πού έπιδίωκε ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, γιατί άκόμα καί ή έλλειψη άγωνιστικής πείρας
178
§γινε αισθητή σάν έμπόδιο στήν κατάκτηση τής έξουσίας. Αΰτά πού είπε τό 1902 ή Λούξεμπουργκ, έπειτα άπό τή μή πραγματοποίηση, παρά τΙς άντίθετες προτροπές της, τής γενικής άπεργίας, έπαληθεύτηκαν τό 1918. «Άλλά έπειδή τό προλεταριάτο... δέν μπορεΐ άλλοιώς, πάρα πολύ πρώιμα νά κατακτήσει τήν έξουσία ή μέ άλλα λόγια γιά νά τήν κατακτήσει τελικά καί γιά πάντα πρέπει νά τήν κατακτήσει πρώιμα, γ ι’ αύτό καί ή άντιπολίτευση κατά τής έσπευσμένης κατάκτησης τής έξουσίας δέν είναι άλλο άπό άντιπολίτευση κατά τών προσπαθειών γενικά τοΟ προλεταριάτου νά κυριεύσει τήν έξουσία».14'
Τό 1918 φάνηκε έπίσης δτι οί ήγέτες τής σοσιαλδημοκρατίας έννοοϋσαν τή λέξη «έπαναστατικός» μόνο σάν δίχως ύποχρεώσεις άπό μέρους τους άξιολόγηση τής δικής τους όργανωτικής πραγματικότητας καί γι’ αύτό είχαν μεγαλώσει τήν άπόσταση πού τούς χώριζε άπό τά προβλήματα δλης τής κοινωνίας καί είχαν περιχαρακωθεί στό δικό τους κόσμο άντί ν’ άνοίξουν τό δρόμο πρός τήν κοινωνία. Ή διαρκής ύπόδειξη τους δτι ήταν άντικειμενικά Αδύνατη ή έπαναστατική δράση άποθάρρυνε τΙς μάζες καί εύνο- οΰσε άκόμα περισσότερο τήν ύποχώρηση τους μπροστά σέ μιά πραγματικότητα πού έπέμενε νά βρει τήν όριστική της διαμόρφωση. 'Ο σα είπε τό 1898 ό Αύγουστος Μπέμπελ στό συνέδριο τοΟ Άννοβέ- ρου κατά τοΰ Μπέρνσταϊν καί τών ρεβιζιονιστών άποδείχτηκαν σέ πολύ μεγαλύτερη κλίμακα σωστά γιά τήν ίδια τήν κομματική ή- γεσία, άφοϋ αύτή, καθισμένη στούς μοχλούς τής έσωκομματικής έξουσίας καί τού έπηρεασμοΰ τών γνωμών είχε άσύγκριτα περισσότερες δυνατότητες νά έπιδράσει στίς μάζες. «Είναι στ’ Αλήθεια παιδιάστικη έπιχείρηση νά παρουσιάζουν έτσι τά πράγματα, νά προσπαθούν νά έμποδίσουν τό κόμμα νά κάνει σοβαρά βήματα, νά μεγαλοποιούν άπεριόριστα τΙς δυσκολίες γιά νά ύποχρεώσουν τό κόμμα νά προχωρεί δσο τό δυνατό βραδύτερα. Έ να κόμμα πού Αγωνίζεται θέλει νά νικήσει καί γ ι’ αύτό χρειάζεται ένθουσιασμό, χρειάζεται αύτοθυσία καί διάθεση άγωνιστική κι αύτά τοΟ τά Α- φαιρεΐ δποιος πυργώνει τΙς δυσκολίες πρός δλες τΙς κατευθύν- σεις».14*
Στήν Αύστρία δέ φάνηκαν τόσο καθαρά οί Αδυναμίες καί ή διαρθρωτική Αναπηρία τής σοσιαλδημοκρατίας, Αν καί ήταν ίδιες μ’ αύτές τοϋ γερμανικού κόμματος, κι αύτό γιατί έκεΐ τά γεγονότα βρέθηκαν στή σκιά τών γερμανικών έξελίξεων καί Ιτσι ή Αναφορά στά άντικειμενικά έμπόδια πού έφραζαν τό δρόμο στήν έπαναστατική της θέληση μπέρδεψε τά πράγματα πολύ περισσότερο άπ’ δσο στήν ίδια τή Γερμανία. Γιά τό λόγο αύτό καί σάν άποτέλεσμα τής διαφορετικής, σέ σχέση μέ τό γερμανικό κόμμα, έξέλιξης τής στάσης του στή διάρκεια τοϋ πολέμου πέτυχε τό αύστρια-
179
κό κόμμα νά έμποδίσει μιά μαζική Αποχώρηση κομμουνιστών καί νά κρατήσει τό Κ.Κ.Αύστρίας, πού στήν άρχή τοϋ Νοέμβρη 1918 άποσπάσθηκε άπδ τή σοσιαλδημοκρατία, στό έπίπεδο μιάς αίρεσης. Αύτός έπίσης είναι 6 λόγος πού στήν Αύστρία δέν ήταν κατάλληλος δ καουτσκυκός άντιμπολσεβικισμός σάν πολιτική ένσωμάτωσης στό καθεστώς. ’Αντίθετα στήν Αύστρία έπικρατοϋσε μιά στάση εύνοΐκής ούδετερότητας, «κάτω τά χέρια άπδ τή Σοβιετική ’Ενωση», καί μάλιστα ένας άπλοϊκός φιλοσοβιετικός ένθουσιασμός. Ωστόσο στήν Αύστρία δέ βρέθηκε ή σοσιαλδημοκρατία δπως στή Γερμανία στήν άνάγκη νά περιχαρακωθεί έναντίον ένός Ισχυροϋ άνταγωνισμοϋ. "Εφτανε μιά κατάλληλη συμπεριφορά που δέ θά προχωροϋσε πάρα πολύ ώστε νά προκύψουν σοβαρές συνέπειες γιά τή δική της περιοχή, νά έμποδίσει τή γέννηση του. Γι’ αύτό, ένώ ό καουτσκυκός άντιμπολσεβικισμός τοϋ γερμανικοϋ κόμματος Ικλει- νε δλο καί πιό πολύ αύτή τήν άσφαλιστική δικλείδα, στήν Αύστρία ή ριζοσπαστική φράση πού κάλυπτε τή ρεβεζιονιστική πολιτική τής ήγεσίας διατήρησε σέ μεγαλύτερη έκταση άπ’ δτι στή Γερμανία τό ρόλο της καί στή συνέχεια κυρίως στίς 15 τοϋ ’Ιούλη 1927 καί στίς 12 τοϋ Φλεβάρη 1934 τόν άνέπτυξε καί έναντίον τής θέλησης τής ήγεσίας τοϋ κόμματος. Τελικά θεωρία καί πράξη βούλιαξαν σ’ ένα φτωχό λεγκαλισμό καί τό κόμμα Ιγινε Ανίκανο νά έκμεταλλευτεΐ καί τΙς δυνατότητες πού πρόσφερε κι αότή ή νομιμότητα. Παρ’ δλα αύτά ξαναβρίσκουμε τήν αύστριακή καί τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία στό ίδιο γνώριμο έδαφος τής ά- ναμονής καί τής άδράνειας στή δίχως άγώνα ύποχώρηση μπροστά στό πραξικόπημα τοϋ Πάπεν στήν Πρωσσία στίς 20 Ιούλη τοϋ 1932 καί τήν Αύστρία στήν έξουδετέρωση τοϋ κοινοβουλίου άπό τόν Ντόλφους. Σέ δτι άφορά τήν ήγεσία, τόσο στήν Αύστρία βσο καί στή Γερμανία ή παθητική παραίτηση άπό τή δράση ήταν τό τελικό συμπέρασμα τής σοφίας. Τά αίτια πού προβάλλουν ot ίδιοι ή ot ύποστηρικτές τους γιά νά δικαιολογήσουν τή στάση τους, δέν πείθουν. Παρ’ δλο πού πολλοί άναγνωρίζουν πόσο δύσκολη ήταν ή κατάσταση, συμφωνούν μέ τή γνώμη τοϋ Έ ρ ιχ Ματτίας. «Ή παθητική παραίτηση άπό τήν ένεργητική δράση συνετέλεσε ούσιαστικά στόν παραμερισμό τών έμποδίων, πού έφραζαν τό δρόμο τών έθνικοσοσιαλιστών πρδς τήν έξουσία».14' Σέ σχέση μέ τά γεγονότα τής 20 ’Ιούλη τοϋ 1932, δταν ot σοσιαλδημοκράτες ήγέτες δέν άπάντησαν μέ τήν άποφασιστική τους άντίσταση, άλλά μέ προσφυγή στό συνταγματικό δικαστήριο τής Λειψίας, ό "Εριχ Ματτίας καταλήγει στό συμπέρασμα δτι: «μόνο ή παραίτηση τής σοσιαλδημοκρατίας καί ή άπροκάλυπτη άπουσία κάθε μαχητικής θέλησης κατά τά γεγονότα τής 20 τοϋ ’Ιούλη έφτασαν γιά νά έξου- δετερώσουν τό κόμμα. Χαρακτηριστικό στήν περίπτωση αύτή γιά
180
τδν τρόπο πού σκεφτόταν ή ήγεσία είναι δτι πρέπει δπωσδήποτ* νά ίχει συμβΑλει στή δημιουργία τής Ανικανότητας της νά παίρνει Αποφάσεις καί δ κρυφδς φόβος της γιά τΙς πιθανές συνέπειες πού θά είχε μιά Ενδεχόμενη νίκη της. Μέσα στδν κόσμο τών Ιδεών της δέν ύπήρχε νόμιμη θέση γιά πολιτικούς άγώνες Εξω άπδ τδ συνηθισμένο κοινοβουλευτικό στίβο άκόμα καί γιά τήν περίπτωση πού ή πολιτική πιθανότητα μιδς Απόφασης γιά άντίσταση δέ θά έξαντλοϋνταν στήν έναλλακτική λύση νίκη ή ήττα. Βέβαια γιά τδ πόσο κλονιζόταν καί τδ Εδαφος πάνω στδ δποϊο στηρίζεται ή θεώρηση μας είναι τά παρακάτω: Στίς 20 τοΟ ’Ιούλη χάθηκε καί ή τελευταία δυνατότητα νά διευρυνθεΐ, πρδς τά δεξιά καί τ’ Αριστερά, ή βάση τής δημοκρατικής Αντίστασης. Άκόμα καί ή έπίδραση μιας δλοκληρωτικής Αποτυχίας δέ θά μποροϋσε νά ήταν τόσο καταστροφική, δσο ο! πολιτικές καί ψυχολογικές συνέπειες τής Απραξίας».1'*
Ή Ελλειψη δυναμικής θέλησης καί δ φόβος νά έπωμισθοϋν τΙς εύθύνες στοιχεία πού δ Έ ρ ιχ Ματτίας βλέπει σέ πλήρη δρΑση κατά τά γεγονότα τής 20 τοϋ ’Ιούλη διαποτίζουν δλόκληρη τήν Ιστορία τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ή μόνιμη Αμφιταλάντευση της άνάμεσα στήν έπανάσταση καί τή μεταρρύθμιση τήν έμπόδισε πάντα νά Αναπτύξει συνείδηση τής δύναμης της καί νά τοποθετηθεί στά σοβαρά Απέναντι στδ πρόβλημα τής έξουσίας. Καμιά κριτική, οδτε άπδ τ’ Αριστερά, οδτε Απδ τά δεξιά καί καμιά Αντικειμενική θεώρηση τής πολιτικής του δέν μπόρεσε καί δέν μπορεΐ ν’ Αποφύγει τήν κρίση τοϋ Βίλχελμ Κόλμπ, πού τδν Εχουμε κιόλας Αναφέρει, γιά τή στάση τοϋ κόμματος στδ ζήτημα τής γενικής άπεργίας. «Ντέ φάκτο τδ κόμμα μας κάθεται άνάμεσα σέ δυδ καρέκλες. Αύτό τό γεγονός έξηγεί τή μεγΑλη Αντίθεση Ανάμεσα στήν άριθμητική καί τήν πραγματική πολιτική μας δύναμη»·” 1
"Ο,τι Αντέταξε δ Γκέοργκ φόν Φόλλμερ κατά τή διάρκεια τοΟ κομματικοΰ συνεδρίου τής Στουτγάρδης τδ 1898 στήν άπαίτηση τής Ρόζας Λούξεμπουργκ νά έπιδειχθεΐ ή θέληση γιά μιά δυναμική πολιτική, δέν έκφράζει παρά τδ φόβο μπροστά στή δύναμη, φόβο πού δέν περιοριζότανε μόνο στούς ρεβιζιονιστές' μάλιστα ήταν μικρότερος σ’ αύτούς έξαιτίας τής προθυμίας τους γιά μερική συμμετοχή στήν έξουσία. «Άντίθετα μέ τή δεσποινίδα Λούξεμπουργκ λέγω: Δέ θά μποροϋσε νά συμβεί τίποτε χειρότερο γιά τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία άπό τδ νά βρεθοϋμε πρόωρα στήν κατάσταση νά πάρουμε τήν πολιτική έξουσία, γιατί δέ θά εϊμασταν Ικανοί νά τή μεταχειριστούμε ώφέλιμα καί νά τή διατηρήσουμε».1" Αύτό πού κυριαρχούσε στή γερμανική σοσιαλδημοκρατία καί τήν έμπόδιζε νά Εκμεταλλευτεί μέ Αποφασιστικότητα τίς προσφερόμε-
181
νες εύκαιρίες δέν ήταν δ φόβος μήπως φτάσει άργά, άλλά μήπως φτάσει νωρίς καί φορτωμένη μέ ύπέρογκες ύποχρεώσεις στήν έξουσία.
Τά Ιδια κίνητρα πρέπει νά κυριαρχοϋσαν καί στήν ήγεσία τοϋ αύστριακοϋ κόμματος, δν καί Επιβάλλεται νά δεχτοϋμε πώς οΐ πιθανότητες νά πραγματοποιήσει μιά Αποφασιστική στροφή καί νά σπάσει τήν'τάση ήταν μικρότερες στήν Αύστρία άπ’ δσο στή Γερμανία. 'Ωστόσο Ινα χτύπημα πρίν άπό τΙς 12 τοϋ Φλεβάρη τοΟ 1938 θά είχε σημαντικότερες πιθανότητες έπιτυχίας. Έν πάση περιπτώσει μιά σύγκρουση στίς 15 τοϋ Μάρτη 1933, στήν όποία Επρεπε νά προχωρήσουν, θά ήταν κάτι τό διαφορετικό άπό τήν άπελπισμένη Εξέγερση τής 12 τοϋ Φλεβάρη 1934, Εξέγερση μιάς δίχως συνοχή στρατιάς πιστών όπαδών πού καθυστερημένα καί μέ άνεπαρκή τρόπο προσπάθησε νά κάνει αύτό πού στίς 16 τοϋ Μάρτη τοϋ 1933 θά κινοϋσε όπωσδήποτε τΙς μάζες, ot όποιες άργότερα Εχασαν καί τό θάρρος καί τήν πίστη στή δυνατότητα νά νικήσουν. Αύτός είναι ό λόγος πού άκόμα κι Ενας μάρτυρας τών γεγονότων πού βρίσκεται τόσο κοντά στήν κομματική ήγεσία, δπως ό Ό ττο Αάιχτερ, ύποχρεώνεται νά φτάσει στδ συμπέρασμα: «’Αν καί συνετέλεσε σέ μεγάλο βαθμό, δέν είναι μόνο ή διεθνική πολιτική συγκυρία στήν όποία ύπέκυψε ή αύστριακή Εργατιά. ’Από τόν καιρό τής γερμανικής καταστροφής, τό Μάρτη τοϋ 1933, δηλαδή άπό τήν Εποχή πού Επρεπε ν’ άναλάβει τόν άγώνα στήν Αύστρία, τό κόμμα δέν πίστευε πιά στή νίκη. ’Αλλά Ινας στρατός πού ή ήγεσία του δέν πιστεύει στή νίκη δέν μπορεΐ καί νά νικήσει».1'*
*Έτσι ή άλλοιώς ή κρίση αύτή Ισχύει καί γιά τήν ήγεσία τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, μόνο πού στή δική της περίπτωση πρέπει νά άποτιμηθοϋν χαμηλότερα ot Επιπτώσεις τής διεθνικής πολιτικής συγκυρίας καί άντίθετα πολύ ύψηλότερα ή Ελλειψη θέλησης νά νικήσει. Σχετικά μ’ αύτό άξίζει νά άναφερθεΐ τό συμπέρασμα πού Εβγαλε δ "Οττο Μπάουερ τό 1932 άναφορικά μέ τΙς Εξελίξεις στή Γερμανία. «’Αλλά μήπως ή 20 τοϋ ’Ιούλη μάς δίνει μιά καινούργια πραγματικά γνώση; Ή μήπως δτι Εγινε δέν είναι τίποτε άλλο παρά έπιβεβαίωση μιάς παλιάς γνώσης, πού Εμείς ot ΑύστριακοΙ τήν είχαμε πάντα καί μάλιστα τή διατυπώσαμε καί στό πρόγραμμα τοϋ Λήντς τοϋ 1926; Δέν είπαμε πάντα στούς Αύ- στριακούς Εργάτες πώς ή δημοκρατία μπορεΐ νά είναι κατάδηλο Εδαφος γιά τόν προλεταριακό άγώνα, Ινας στίβος στόν δποΐο μποροϋμε ν’ άγωνιστοϋμε μέ έπιτυχία γιά τά προλεταριακά συμφέροντα καί τΐς σοσιαλιστικές Ιδέες, μόνο έφόσον αύτοί θά είναι πρόθυμοι νά τήν προστατέψουν Ενάντια στόν καθένα πού θέλει νά τήν καταστρέψει μέ τή βία; Δέν είπαμε στδ κομματικό μας πρόγραμμα τοϋ 1926 πώς ή κεφαλαιοκρατία, πού τότε άκόμα συμπεριφερό-
τανε δημοκρατικά, ΘΑ μποροϋσε νά Επιδιώξει καί σίγουρα ΘΑ Επιδιώξει στήν κατάλληλη στιγμή νΑ καταστρέφει μέ τή βία τών δ- πλων τή δημοκρατία καί δτι ή δημοκρατία μπορεΐ νΑ είναι ήσυχη καί χρήσιμη γιΑ τήν έργατική τάξη, μόνο δταν ή έργατική τάξη ΘΑ είναι πρόθυμη καί Ικανή νΑ ΑντιτΑξει τή δική της βία ένΑντια σέ κΑθε βία πού θέλει νΑ τινΑξει στδν Αέρα τή δημοκρατία; 1Μ Καί ή χρησιμοποίηση τής βίας στήν Αύστρία σήμαινε γιΑ τόν Ό ττο Μπάουερ: «ΝαΙ ξέρω. "Αν ot κυρίαρχες τΑξεις ήταν τόσο σίγουρες πώς στήν περίπτωση. . . ή αΰστριακή καί βιεννέζικη έργατιΑ ΘΑ Εμενε τόσο Απαθής δσο καί ή γερμανική, τότε ίσως ΘΑ Αποφάσιζαν νΑ στείλουν Ιναν Ανθυπολοχαγό μέ δέκα Αντρες, λόγου χΑ- ρη στό δημαρχείο τής Βιέννης. . . Πιστεύω δμως πώς ΘΑ τό καλο- σκεφτοϋν, γιατί ξέρουν πώς ή αΰστριακή έργατιΑ δέν είναι τόσο διαλυμένη».1" Αύτό πού τό 1932 δέν ήταν Ακόμα ή περίπτωση, Εγινε Αργότερα. Γιατί παρΑ τό παρΑδειγμα τής Γερμανίας καί πα- ρΑ τήν πίεση τών μαζών πού περίμεναν Ινα σύνθημα Από τό κομματικό προεδρείο, ot ήγέτες τοϋ αύστριακοϋ κόμματος δέν Ιπειθαν κανένα γιΑ τή σοβαρότητα τών διακηρύξεων τους, έπειδή δέν τΙς συνόδευαν μέ τΑ κατάλληλα μέτρα, ΑλλΑ Αφηναν τΑ πάντα νΑ τραβοΟν στήν καταστροφή. ’Επειτα Απ’ αύτδν τό λόγο τοϋ Μπάουερ κυκλοφόρησε μέσα στό κόμμα τό καλαμπούρι δτι στή Βιέννη Εφταναν Ινας Ανθυπολοχαγδς καί δέκα Αντρες γιΑ νΑ κάνουν τήν ίδια δουλειΑ πού Ιγινε στήν Πρωσσία. Ή πραγματικότητα Ιβαλε τέρμα σ’ αύτούς τούς μακάβριους ύπολογισμούς. Μόνο δυό Αντρες χρειάστηκαν γιΑ νΑ Αφαιρεθεΐ τό Αξίωμα Από τόν έλεύθερα Εκλεγμένο δήμαρχο τής Βιέννης ΚΑρλ ΖΑιτς· έννοεΐται ύστερα Απδ μιΑ Αξιόλογη Αντίσταση, πού δμως δέν δφείλεται στήν ήγεσία, ΑλλΑ σέ δτι Απέμεινε Από τό πλήθος τών έξαγριωμένων έναντίον της δ- παδών. Ot μάζες πού Επειτα Από τΙς 15 ’Ιούλη τοϋ 1927 κατηγο- ρήθηκαν Από τήν ήγεσία γιΑ αύθαίρετη δρΑση καί σπΑσιμο τής κομματικής πειθαρχίας, έγκαταλείφθηκαν στή μοίρα τους. Μάλιστα ή εύθύνη γιΑ τήν πρωτοβουλία πού ή κομματική ήγεσία τήν Ιπιφύλασσε ρητΑ γιΑ τόν Εαυτό της, τώρα πού Ιγινε καθήκον τής στιγμής κι δχι πιΑ Απλό δικαίωμα μεταφορτώθηκε στούς ώμους τών |ΐαζών. Αύτό τό παιχνίδι μέ τΙς μάζες παίχτηκε σύμφωνα μέ κείνο τδ σχέδιο πού τόσο πετυχημένα περιγράφει δ γνωστός μας Όττο ΛΑΐχτερ. «ΘΑ ήτανε λΑθος νΑ διεξαχθεΐ Ινας προληπτικός Αγώνας, γιατί δέν είχαν γίνει Ακόμα ΑρκετΑ πού νΑ μποροϋν νΑ φέρουν τΙς μΑζες στήν κατάσταση τής λύσσας καί τής ΑγανΑκτη- σης καί Επειτα ot κοινοβουλευτικοί πού συνήθως θεωροϋσαν κάθε μικροψηφοφορία στή Βουλή σΑν παγκόσμιο γεγονός είχαν τώρα τή γνώμη πώς τδ κοινοβούλιο δέν είχε καμιΑ σπουδαιότητα γιΑ τΙς μάζες, ώστε αύτές, γιΑ τδ χατήρι του, νΑ καταληφθοϋν Από πραγ
183
ματικό πάθος γιά άγώνα. Έτσι έγκαινιάστηκε γιά πρώτη φορά έκείνη ή μοιραία άναφορά, πού τόσο συχνά έπαναλήφθηκε κατόπιν στή δήθεν έλλειψη προθυμίας καί άγωνιστικότητας τών μαζών».'" Στό μεταξύ ποτέ άλλοτε δέν ήτανε μεγαλύτερη ή Ετοιμότητα τών μαζών άπό κείνη τή μέρα πού συμπέσανε ή άντικει- μενική έπικινδυνότητα τής κατάστασης πού έπρεπε νά άντιμετω- πιστεί καί ή ύποκειμενική διάθεση τών μαζών γιά άγώνα, μιά σύνθεση ιδανική γιά τήν ήγεσία πού τής έπέτρεπε νά άλλάξει μέ μιά Αποφασιστική δράση ριζικά τήν πολιτική κατάσταση. Ό G.E. Gedye, ένας ξένος Ανταποκριτής καί θεατής τών γεγονότων, συνόψισε τΙς έντυπώσεις στά χαρακτηριστικά αύτά λόγια: «Τά γεγονότα τής 15 τοϋ Μάρτη, τών δποίων ύπήρξα (ΐάρτυρας, ζητούσαν έπίμονα έναν Αύστριακό Κρόμβελ».1" ’Αλλά στήν κορυφή τοΟ αύ- στριακοϋ κόμματος βρίσκονταν άνθρωποι, πού άπό παλιά είχαν Α- ποκτήσει τή συνήθεια νά λένε λόγια άντί νά κάνουν πράξεις καί πού τώρα άκόμα μπροστά στήν κατάσταση αύτή πού καλοϋσε στή δράση δέν έγκατέλειψαν τήν τακτική τών διαβεβαιώσεων, τής παρηγοριάς καί τών άπειλών πού άπό καιρό είχε χάσει κάθε έπίδραση σέ έχθρούς καί φίλους.
Μ’ δλο πού αύτά τά λάθη ήτανε χειροπιαστά, οί ήγέτες τά κα- τάφεραν καί πάλι καί μάλιστα μέ τήν ίδια έκείνη τεχνική πού είχε δδηγήσει στήν άποτυχία, νά άποσείσουν τΙς εύθύνες. "Έτσι δ Όττο Μπάουερ στήν μπροσούρα του «Ή έξέγερση τών Αύστρια- κών έργατών», πού τήν άναφέραμε στήν άρχή αύτοΟ κεφαλαίου, παραδέχτηκε βέβαια π<1>ς Ιγιναν λάθη δεξιού κι άριστεροϋ χαρακτήρα, άλλά τόνισε πώς μιά βαθύτερη άνάλυοη τών γεγονότων θά παρουσίαζε σάν μοναδική αΙτία τής καταστροφής τό συσχετισμό τών δυνάμεων.1” Ό τίτλος κιόλας τής μπροσούρας, παρά τήν αύτοκριτική σέ δρισμένα κατώτερης σημασίας ζητήματα, φανερώνει μιά τάση νά δικαιολογηθούν τά πάντα. Ή 12 τοϋ Φλεβάρη δέν ήταν ούτε μέ τή μαρξιστική, οδτε μέ τήν κοινή γλωσσική Ιν- νοια μιά έξέγερση, γιατί έλειπαν άπ’ αύτή ή προγραμματισμένη καθοδήγηση κι δ σκοπός — δηλαδή αύτά πού θά έκαναν τήν έκρηξη Απελπισίας έξέγερση — καί δέν ήταν ot ΑύστριακοΙ έργάτες, Αλλά Ενα μικρό μέρος τους, αύτοί πού Αγωνίστηκαν μέ τή ζωή τους γιά τή σωτηρία τής δημοκρατίας. Καί γιά τά δυδ αύτά περιστατικά εΰθύνεται ή ήγεσία, δμως καί τά δυδ σκεπάστηκαν κάτω άπδ έναν τίτλο πού Από τότε κιόλας έβαζε τό θεμέλιο γιά τή δημιουργία τής παράδοσης καί τής κάλπικης ήρωοποίησης.
Λοιπόν άκόμα κι δταν παραδέχεται κανείς τά λάθη του, πράγ- μα πού σπάνια γίνεται στήν Ικταση πού πρέπει, μπορεί, δπως βλέπουμε, νά ικανοποιείται μέ τή βεβαιότητα πώς στδ κάτω - κάτω δέν έχει άποτύχει παρά μονάχα μπροστά στήν παγκόσμια I-
184
στορία καί νά έξακολουθεΐ νά διατηρεί τδ καθησυχαστικδ συναίσθημα δτι στδ μέλλον θά Αντιμετωπίσει καλύτερα βεβαιωμένους έ- παναστατικούς καιρούς, πού φυσικά τούς κρατ& σάν Ιφεδρεία στή φαρέτρα της ή Ιστορική άναγκαιότητα πού άκόμα δέν ?χει έξαν- τληθεϊ. Ό Ιστορικός ντετερμινισμός καί ή μοιρολατρεία, άφοϋ προ- λείαναν τδ δρόμο στήν καταστροφή, ήταν άκόμα άρκετά καλοί γιά νά στηρίξουν τήν αύτοπεποίθηση καί τήν έμπιστοσύνη στδ μέλλον. Όλοι δέν Ιπαψαν νά πιστεύουν πώς θά σημάνει ή ώρα τής έπανάστασης καί νά τήν περιμένουν, άκριβώς σύμφωνα μέ τδ σχήμα Ικεΐνο πού παρουσίασε μέ τήν έργασία του γιά τδ 1918 δ Ροϋντολφ Χίλφερντιγκ. «Ήτανε μιά κατάσταση πού παρά τΐς οί- κονομικές δυσκολίες πού ύπήρχαν δέν μποροϋσε νά γίνει εύνοΐκό- τερη γιά τήν πραγματοποίηση τοϋ σοσιαλισμοϋ.. . 'Ομως δέ χρη- σιμοποιήθηκε ή Svvoia τής στιγμής. Αύτδ πού θ’ άρνηθεΤς στδ λεπτό. δέ σοϋ τδ δίνει ή αΙωνιότητα πίσω, λέγει δ ποιητής. Ά ν αύτδ δέν μπορεΐ νά είναι σωστδ καί γιά τδ μέλλον τοϋ σοσιαλισμοϋ, γιατί ή νίκη τοΰ σοσιαλισμού παραμένε ιστορική άναγκαιότητα, πάλι θά χρειαστεί πολλή δουλειά καί πολύς χρόνος γιά νά ξαναχτυπήσει ή ίδια ώρα».1"
Δέν είναι ν’ άπορεΐ κανείς πού δ Κάρλ Κάουτσκυ, δ άνθρωπος πού μέ.τοΰς θεωρητικούς άγώνες δπισθοφυλακής συνόδεψε τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία στδ μακρύ δρόμο πρδς τήν ήττα, ?πει- τα άπδ τά γεγονότα τής Γερμανίας καί τής Αύστρίας, Ιπιασε ξανά τήν πέννα γιά νά περιγράφει τήν ήττα τοϋ έργατικοϋ κινήματος «σά στοιχειώδες γεγονός»’** καί ν’ άρνηθεΐ στίς 12 τοϋ Φλεβάρη κάθε πολιτική άξία, πράγμα πού ήταν ύποχρεωμένη νά κάνει ή ήγεσία τοΰ αύστριακοϋ κόμματος, γιά νά κρύφει πίσω άπδ τή δόξα τής μέρας έκείνης τή δική της άποτυγία. Ό Κάουτσκυ πού Ινιωθε ύπεύθυνος γιά τδ γερμανικδ κόμ|ΐα είχε κάθε λόγο νά προσπαθήσει νά σώσει τήν τιμή τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, πού νατηγορήθηκε άπδ τήν αύστριακή γιά άδοξη συνθηκολόγηση,1*1 σάμπως ot δοξασμένοι άγώνες νά ήταν δική της προσφορά καί νά μήν ϊγιναν, πολύ περισσότερο ένάντια στή θέλησή της. Ό Κάουτσκυ, έπιχειρώντας νά σώσει τήν τιμή τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, είχε γενικά δίκιο πού άντιτάχτηκε στδ φεβρουαριανδ θρύλο τής αύστριακής ήγεσίας — πράγμα πού αύτή δέν τοϋ τδ συγχώρησε ποτέ. Ό Κάουτσκυ έπιδοκίμασέ τή στάση τοϋ γερμανικοϋ κόμματος πού έξάντλησε δλες τΙς προσπάθειές του στήν άρνηση νά έγκρίνει τδ χιτλερικδ νόμο «περί έξουσιοδό- τησης». Μπροστά στή στάση πού κράτησαν τά άλλα κόμματα τοϋ Ράιχσταγ ή πράξη της αύτή άποτελεΐ Ινα φωτεινδ καί Αξεπέραστο παράδειγμα, μά σύγχρονα είναι γνωστδ πόσο περιόρισε τή δράση της στδ πεδίο τής νομιμότητας καί γι’ αύτδ ειδικά αύτή τή
185
στιγμή κάθε πράξη της είχε μόνο συμβολική άξια. « . . . ή σοσιαλδημοκρατία δέν είχε κανένα λόγο νά προχωρήσει σέ συγκρούσεις μέ τήν Ινοπλη δύναμη τοϋ σύγχρονου κράτους καί μάλιστα κάτω άπδ δρους πού Εχαναν Αναπότρεπτη τή στρατιωτική της κατάρρευση. Μέ τδν ήρωισμδ τδν Αγωνιστών τοϋ νικημένου κόμματος μπο- ρεί ή ήττα νά γίνει ήθική νίκη. Ό πως δμως καί νά έχει τδ πράγμα γιά τδ έργατικό κίνημα σημαίνει βαριά παράλυση».1'*
Ό Κάουτσκυ άποδέχτηκε τήν ήττα σάν γεγονδς βεβαιωμένο άπδ τά πρίν καί ήτανε βέβαιος πώς σέ μιά έποχή Αντεπανάστασης δλες οΐ προσπάθειες παραμένουν δίχως άποτέλεσμα. Άφοΰ λοιπδν ήταν Ανίκανος νά φανταστεί τή νίκη, ήταν έπίσης Ανίκανος νά καταλάβει τήν πολιτική καί δχι μόνο τήν ήθική άξία μιΛς τίμιας ήττας. Έτσι ήρθε σέ άντίφαση δχι μόνο μέ τδν Ένγκελς, πού στήν πραγματεία του «Έπανάσταση καί άντεπανάσταση στή Γερμανία» διαπιστώνει δτι «μιά ήττα έπειτα άπδ δύσκολο άγώνα είναι γεγονδς πού έχει τήν ϊδια σημασία δση καί μιά εύκολα κατακτημένη νίκη» άλλά καί μέ δσα είχε πει δ Γδιος κατά τή συζήτηση γιά τή γνωστή άπεργία. «Άλλά οδτε ή πιθανότητα τής ήττας δέν πρέπει νά μ&ς άποτρέπει άπδ τδν άγώνα. θά ήτανε θλιβερδς άγωνι- στής έκεΐνος πού μπαίνει στδν άγώνα μόνο δταν Ιχει τή νίκη στήν τσέπη του. Μπορεΐ άκόμα νά παρουσιαστούν στιγμές πού δφείλου- με νά μπούμε στόν άγώνα καί μέ τήν πιθανότητα τής ήττας γιατί μιά δίχως άγώνα ύποχώρηση είναι ίση μέ τέλεια ήθική χρεω- κοπία».1*4 Καί δμως δ Κάουτσκυ δέν Ακολούθησε τελικά αύτή τή σωστότερη Αποψη, άλλά Ικπλήρωσε τήν προφητεία πού ίκανε γι’ αύτδν δ Ζάν Ζωρές τό 1904 στό συνέδριο τής σοσιαλιστικής διεθνούς στό Άμστερνταμ, πού στό λόγο του άποκάλυψε Αδυσώπητα τήν Ακινησία τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Αξίζει νά δώσουμε, Ιτσι σάν άνακεφαλαίωση τών δσων εΙπώθηκαν γι* αύτή, Iνα σημαντικό άπόσπασμα άπ* αύτή τήν δμιλία. «Άλλά Ανάμεσα στή φαινομενική πολιτική σας δύναμη, δπως έκφράζεται άπό χρόνο σέ χρόνο στόν αύξανόμενο Αριθμό τών ψήφων καί τών έδρών σας, Ανάμεσα σ’ αύτή τή φαινομενική πολιτική δύναμη καί τήν πραγματική σας δύναμη σέ έπιρροή καί δράση ύπάρχει μιά άντίθεση πού φαίνεται γίνεται μεγαλύτερη δσο μεγαλώνει ή Ικλο- γική σας δύναμη. Ναί, τή μέρα έκείνη Ιπειτα άπδ τΙς έκλογές τοΰ Ίούνη πού σΛς έδωσαν τρία έκατομμύρια ψήφους, Ιγινε φανερό πώς ίχετε μιά θαυμάσια δύναμη προπαγάνδας καί ζύμωσης, άλλά πώς ούτε οί παραδόσεις τοΰ προλεταριάτου σας, οδτε οί μηχανισμοί τοϋ συντάγματος σας, σάς έπιτρέπουν νά μετατρέψετε αύτή τήν τεράστια δύναμη τών τριών έκατομμύριων ψήφων σέ δράση, σέ πολιτική δράση. Γιατί; Ασφαλώς γιατί σδς λείπουν άκόμα δυό ούσιαστικοΐ δροι, τά 8υό κύρια μέσα τής προλεταριακής
186
δράσης. Έτσι τό Αποτέλεσμα είναι νά μήν Ιχετε οδτε τήν προλεταριακή, οδτε τήν κοινοβουλευτική δράση. Δέ γνωρίζετε λοιπόν ποιό δρόμο πρέπει νά διαλέξετε. "Επειτα Από κείνη τή μέρα τής μεγάλης νίκης περίμενε κανείς Από αΛς Ινα Αγωνιστικό σύνθημα, Ινα πρόγραμμα δράσης, μιά τακτική. Είχατε Εξετάσει, ψηλαφίσει, παρακολουθήσει τά γεγονότα.. . Αλλά δέν ήταν Ακόμα ώριμα τά πνεύματα. Καί Ιτσι κρύβετε Από τό προλεταριάτο σας τήν Ανικανότητα σας γιά δράση πίσω άπό μορφές θεωρητικής Αδιαλλαξίας τΙς όποΐες θά σδς προμηθεύει ίσαμε τό τέλος τής ζωής του ό Εξοχος κατά τά άλλα σύντροφος Κάουτσκυ».1*'
Κάτω άπό τό βΑρος αύτοΟ τοϋ Ιστορικού ύλικοϋ δσο κι Αν σκε- φτεΐ κανείς δέν μπορεί τελικά νά Αντιταχτεΐ στδ συμπέρασμα πού Εβγαλε Ενας σύγχρονος σχολιαστής,. δηλαδή δτι δλη ή έξέλιξη Από τό 1918 καί δστερα Ιδωσε στό προλεταριΑτο Ινα συγκλονιστικό μάθημα «γιά τό πώς μπορεί μιά λαθεμένη ιδεολογία νά κάνει Ανίσχυρο Ινα κίνημα καί νά τό φέρει στήν καταστροφή».1" *0 Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Γιούλιους Λέμπερ, πού Επεσε μάρτυρας στίς 20 Ιούλη τοϋ 1944, Αντίθετα μέ άλλους Εξέ- χοντες σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς πού δικαιολόγησαν τούς Ε- αυτούς τους καί παρουσίασαν τήν έξέλιξη σάν μιά τραγωδία πού δέν ήτανε δυνατό ν’ Αποφευχθεί, Εφτασε σέ συμπεράσματα πού 8- χι μόνο φέρουν τή σφραγίδα τής προσωπικής Εντιμότητας — μέρος τους γράφτηκε στή φυλακή ύποδίκων τό 1933 καί είναι μάταιες πιά παρατηρήσεις ένός πού Εζησε Ενεργητικά καί ύπέφερε παθητικά τή δημοκρατία τής ΒαΓμάρης — Αλλά καί Αποκρούουν τόν Ανετο δρόμο καί Επικρίνουν τήν Αποτυχία τής γερμανικής ήγεσίας, πού βούλιαξε παθητικά στίς Ανεξιχνίαστες βουλήσεις τής Ιστορικής Αναγκαιότητας. Οί αύτοκριτικές παρατηρήσεις τοϋ Λέμπερ άφοροϋν έξίσου τήν ήγεσία τοϋ αύστρικοϋ, δπως καί τήν ήγεσία τοϋ γερμανικοϋ κόμματος. Αύτό πού ΑπαιτοΟσε ό Λέμπερ καί πού Ελειψε Από τήν πολιτική τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ήταν ξένο καί στήν πολιτική τοϋ Μπάουερ: «τδ ΘΑρρος νά παίρνει Αποφάσεις».1#Τ ’Αντίθετα, «οί Επικίνδυνες μισοδουλειές» *" έναντίον τών όποίων πολεμοϋσε βρίσκονται σέ Αφθονία καί στήν πολιτική τοϋ ΜπΑουερ. 01 παρακάτω διαπιστώσεις Αναφέρονται τόσο στήν πολιτική τοϋ γερμανικοϋ κόμματος πού δ Λέμπερ Επικρίνει δσο καί στήν πολιτική τοϋ Μπάουερ. «Πρέπει ή νά κυβερνά κανείς ή νά βρίσκεται σέ Απροκάλυπτη Αντιπολίτευση. Νά μήν Εχει τή διάθεση γιά τό Ινα, δηλαδή νά φορτωθεί εύθύνες καί γιά τό Αλλο τό θάρρος, νά προτιμά τήν πολιτική τών ταλαντεύσεων Αντί νά παίρνει σταθερές Αποφάσεις, αύτό είναι τό μεγαλύτερο λάθος πού μπορεί νά κάνει Ενα πολιτικό κόμμα».1"
Καί οί άλλες φράσεις πού Ακολουθοϋν είναι τό ίδιο κατάλληλες
187
γιά νά χαρακτηρίσουν τήν αύστριακή καί τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία. «Τέλος, κάθε τακτική Εχει τΐς συνέπειες της καί συνήθως κάθε πολιτική τακτική είναι καλή, δταν είναι κανείς πρόθυμος νά Αναγνωρίσει τίς συνέπειες της. Στήν άντίθετη περίπτωση κάθε τακτική θά βγει λαθεμένη καί γενικά θά όδηγήσει σέ κρίσεις καί στήν πολιτική Εξασθένιση τοΟ κόμματος».1" ’Επίσης καί ή παρακάτω κρίση δέν Αφορδ μόνο τούς ήγέτες τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. «Κατά τήν έκ τών ύστέρων θεώρηση τΟν γεγονότων δέν μπορεΐ ν’ άποφύγει κανείς τήν έντύπωση πίος αύ- τοί δέν ήξεραν ούτε τί Επρεπε, οδτε τί ήθελαν νά κάνουν».1” Ό Λέμπερ άπάντησε προκαταβολικά καί στήν κατηγορία δτι στήν περίπτωση τής κριτικής του πρόκειται γιά μιά έκ τών ύστέρων καλύτερη γνώση καί μάλιστα μ’ Ιναν τρόπο πού Αφορδ άμεσα τό αύστριακδ κόμμα γιά τδ δποΐο λέγει «δτι τΙς σοβαρές προειδοποιήσεις τις πήρε δ άνεμος καί προτιμήθηκαν ο! αύταπάτες». «"Ισως νά προβληθεί δ ίσχυρισμδς πώς άφοϋ ή κριτική γίνεται έκ τών ύ- στέρων είναι εύκολη ύπόθεση ή συναγωγή συμπερασμάτων κατά τήν άνασκόπηση τών γεγονότων. Ή άντίρρηση αύτή δέν Αντέχει. Καί τήν έποχή έκείνη, πού στή θύμιση μας φαίνεται τόσο μακρινή, είχε Ασκηθεί κριτική. Ποιός τήν Ακουσε; Ποιός Αντέδρασε σ’ αύτή;»1” Καί ot παρακΑτω διαπιστώσεις τοΰ Λέμπερ Εχουν Αξία παραδείγματος γιά δλη τή σοσιαλδημοκρατία γενικΑ. «Ή θέληση γιά τήν έξουσία είναι μόνο Ινα σύνθημα πού Αποκτδ νόημα καί περιεχόμενο Απδ τήν πραγματική ύπαρξη τής θέλησης νά κατακτηθεί ή έξουσία, Απδ τδ θάρρος νά Επωμιστεί κανείς εύθύνες μέ δλες τις συνέπειες. Τδ ν’ Αρχίζεις καί νά διεξάγεις Εναν άγώνα κερδισμένο άπδ πρ ίν .. . αύτδ τδ μπορεΐ κάθε γάιδαρος. Δυστυχώς δμως τέτοιες εύκαιρίες είναι πολύ σπάνιες καί στήν Ιστορία καί στήν πολιτική. 'Οποιος περιμένει τις τέτοιες εύκαιρίες, θά περιμένει μάταια κατά τά έννιά δέκατα σάν τδν καλδ στρατιώτη πού μπορεΐ στδ κλείσιμο τής ζωής του νά κάνει τήν παρηγορητική διαπίστωση δτι Εκανε βέβαια λίγα λάθη, άλλά καί άκόμα λιγότερη πρόοδο. Αύτδς πού θέλει τήν πρόοδο, πρέπει νά θέλει τήν έξουσία. Αύ- τδς πού θέλει τήν έξουσία πρέπει νά Ιχει τδ θάρρος νά φορτωθεί εύθύνες κι Ακόμα νά κΑνει λάθη. Πρέπει μονάχα νά ξέρει καλά πώς μιά άποτυχία θά τδν ρίξει πίσω καί θά τδν ζημιώσει. Παρ* δλα αύτά πρέπει νά είναι Ιτοιμος νά θυσιαστεί γιά τήν ύπόθεση του. "Αν Ιχει έμπιστοσύνη στδν Ιαυτό του καί στδ κόμμα του, τότε, έμπρδς στδν άγώνα. "Αν πετύχει θά Εχει κατακτήσει μιά νίκη γιά τδ έργατικδ κίνη|ΐα. "Αν Αποτύχει θά ύποστεϊ τις συνέπειες».1" Άλλά τή σοσιαλδημοκρατία τή χαρακτήριζε Ακριβώς δτι ούτε συνεπή πολιτική είχε, οδτε σύγκρινε ποτέ τούς ήγέτες της μέ τά Αποτελέσματα τής πολιτικής τους καί οδτε Επωμίστηκε ποτέ τδν
188
κίνδυνο νά κάνει λάθη κατά τή δράση. Φυσικά μέ τόν τρόπο αύτόν δέν άπέφυγε τά λάθη, άλλά μέ τήν άδράνεια της τά άνύψωσε σέ δύναμη.
Οί διαπιστώσεις αύτές δέν Ισχύουν μόνο γιά τήν αύστριακή καί τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ά ν άναλυθοΰν τά άποτελέσμα- τα τών έρευνών πού άφοροϋν τήν ιταλική καί τή γαλλική σοσιαλδημοκρατία, μπορεί νά έπεκταθοϋν καί νά περιλάβουν καί τά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αύτών τών χωρών. Μέ τόν τρόπο αύτό ή Ιστορία τής νίκης τοϋ φασισμού στήν κεντρική Εύρώπη γίνεται ιστορία τής άποτυχίας τών άντιπάλων του δημοκρατικών δυνάμεων καί Ιδιαίτερα τών άριστερών κομμάτων. Ά ν ό φαταλισμός καί ό ντετερμινισμός δέν ήταν Ινα ιδιαίτερο γερμανικό γνο'φισμα, άλλά, τόσο άπό τήν άποψη τής έπιρροής δσο καί τής γεωγραφίας, μιά γενικότερη βασική συμπεριφορά, τότε δέ θά είναι ύπερβολικό καί άστήρικτο, άλλά, Ιστω καί σέ έπιφυλάξεις, Υποχρεωτικό νά έννοήσουμε τή νίκη τοϋ φασισμοϋ σάν κακό ύποκατάστατο, λύση πού χρησιμοποιήθηκε γιά τή έξοδο άπό μιά κατάσταση έπαναστατική έφόσον ot δυνάμεις πού προορίζονταν γι’ αύτό τό σκοπό δέν ήτανε σέ θέση νά έπιβάλλουν τή δική τους λύση, σάν μιά μορφή άθέλητης παραχώρησης τής έπιτροπείας, πού μεταβιβάζει τήν κληρονομιά σέ άνάξιους έπίγονους, άφοϋ δ άξιος κληρονόμος πα- ραιτείται άπό τά δικαιώματα του ή σωπαίνει ώσπου νά λήξει ή Ιστορική προθεσμία. Ή έπανάσταση τού φασισμοϋ, πού δπως είναι γνωστό άποτελοϋσε συνδυασμό άντεπαναστατικοϋ περιεχόμε- νου καί έπαναστατικής μορφής καί γι’ αύτό φαινότανε σάν νά προσφέρει σέ δλους τά πάντα καί νά μήν άφαιρεϊ άπό κανέναν— έκτός άπό τούς σημαδεμένους σάν άποδιοπομπαίους τράγους — τίποτε, άπάλλαξε τή σοσιαλδημοκρατία άπό μιά προσπάθεια στήν δποία δέν ήθελε νά ύποβληθεί. ’Εννοείται μ’ Ινα άντίτιμο πού έ- μεΐς, πού ξέρουμε τί άκριβώς σήμαινε, νά μήν τό θεωρούμε σάν κατάθεση σέ μιά έπιχείρηση χαμένη, δπως άποδείχτηκε Ιστορικά.
Έν πάση περιπτώσει δ συγγραφέας τοϋ πιό όλοκληρωμένου ίρ- γου πού γράφτηκε ποτέ γιά τόν ιταλικό φασισμό "Αγγελο Τάσκα δέν Ιχει καμιά άμφιβολία δτι ή κύρια αιτία τής έπιτυχίας τοϋ Μουσολίνι ύπήρξε ή βασική άδυναμία τού ίταλικοϋ σοσιαλισμού, πού κατά τή γνώμη του πρέπει νά άποδωθεΐ στήν Ελλειψη ένός άληθινά έπαναστατικοϋ πνεύματος.” * Ό Τάσκα χαρακτηρίζει τόν Ιταλικό σοσιαλισμό σάν τό μεγάλο άπόντα καθ’ δλη τή διάρκεια τής κρίσης τής μεταπολεμικής έποχής καί καταλήγει στό συμπέρασμα δτι «ή έπιτυχία τοϋ φασισμού δέν μπορεί νά έξηγηθεΐ δίχως τή λιποταξία τοϋ σοσιαλισμού».1" Ό Τάσκα χαρακτηρίζει έπίσης τή μεταπολεμική κατάσταση τής ’Ιταλίας, πού ήταν περίπου δμοια μέ τή γερμανική, μέ τά παρακάτω λόγια: «Πώς χρη-
βιμοποιήθηκε αύτή ή κατάσταση άπ* τδ σοσιαλιστικό κόμμα; Τό κάθε τι έδειχνε νά δουλεύει γ ι’ αύτό. Τίποτε δέν μποροϋσε νά τοϋ άντισταθεΐ. Όλοι, μέλη τής κυβέρνησης, φασίστες, πρώην άγωνι- στές τοϋ μετώπου, μιλοϋν τή δική του, τή σοσιαλιστική γλώσσα. Τά πάντα έδειχναν πώς περίμεναν νά άναμετρηθοϋν μέ τό κόμμα πάνω στό έδαφος τής συγκεκριμένης έργασίας. Τί θά έκανε 6 σοσιαλισμός;» ” * Κι δμως τΙς μεγάλες έλπίδες καί τΙς άκόμα πιό μεγάλες δυνατότητες δέν τΙς άκολούθησαν — κατά τόν Τάσκα — οί άνάλογες πράξεις. «Στήν ’Ιταλία τοϋ 1919 ή έργατική τάξη είναι δίχως πρόγραμμα καί δίχως ήγέτες. Άπό τό πρόγραμμα πού τό 1917 έδωσαν ot σοσιαλιστές στόν έαυτό τους λείπει τό έ- παναστατικό πνεϋμα πού στό μεταξύ σπαταλιέται άδικα καί παραμορφώνεται, άφοϋ παίρνει τή μορφή τής ζητιανιάς. Άπό τό Ι- να μέρος ή ψυχή δέ βρήκε τό σώμα κι άπό τό άλλο, τό σώμα μένει δίχως ψυχή».1” Ό Τάσκα χρησιμοποιεί τή μιά μεταφορά I- πειτα άπό τήν άλλη, γιά νά δώσει μέ σαφήνεια τήν ϊκταση τής άποτυχίας τών σοσιαλιστών. Έτσι γράφει πώς ot σοσιαλιστές συμ- περιφέρονταν «σάν τό ψάρι πού ξαφνικά βρέθηκε στή στεριά».1" Ή παρακάτω περιγραφή συνδέεται μέ τΙς γνωστές παραστάσεις γιά τό νεκροκρέβατο, πού έξαπατοϋσαν τή σοσιαλδημοκρατία άνα- φορικά μέ τόν άληθινό της ρόλο καί τή θνησιμότητα της.
«Ή φλυαρία καί ot καυχησιές έξασφαλίζουν μιά όρισμένη δημοτικότητα άνάμεσα στή μάζα. Όσο δμως περνδ ό καιρός φλυαρία καί καυχησιές συσκοτίζουν τά μυαλά έκείνων πού — Ιτσι ή άλλοιώς δέν άντιστέκονται καί πολύ — τΙς χρησιμοποιούν άπέ- ναντι στίς μάζες. Ot άτμοί τοϋ κακής ποιότητος οίνοπνεύματος πού προσφέρουν στούς άλλους νά πιοϋν, άνεβαίνουν στό κεφάλι τών ίδιων, άλλά τά μαξιμαλιστικά στόματα πού κερνιοϋνται άπ’ αύτό δέ γίνονται οδτε πιό θαρραλέα, οδτε περισσότερο άποφασιστικά. Άντίθετα ot φράσεις γιά τήν έπικείμενη καί άναπόφευκτη κρίση τοϋ καθεστώτος καί τήν άνικανότητα τοϋ άστισμοϋ νά τήν άποφό- γει έπενεργοϋν σάν τά ήρεμιστικά χάπια. Δημιουργεΐται Ινα είδος παραληρητικής μονομανίας, πού είναι τελείως άκίνδυνη γιά τό καθεστώς, κι ώστόσο προετοιμάζει τήν άρχουσα τάξη νά φορέσει, στήν πρώτη εύκαιρία πού θά παρουσιαστεί, στόν τρελό τό ζουρλομανδύα. Ot έξτρεμιστικές αύτές μορφές είναι προϊόν μιδς παθητικότητας πού Ιχει βαθιές ρίζες. Ταυτόχρονα ot μορφές αύ- τές συμβάλλουν άπό τήν πλευρά τους στή διατήρηση καί τό βά- θαιμα αύτής τής παθητικότητας. Μέ τόν τρόπο αύτόν άναπτύσσε- ται μιά σκέψη παράσιτου, ή ψυχολογία τοϋ κληρονόμου (τοϋ προλεταριάτου) πού περιμένει δίπλα στό κρεβάτι αύτοϋ πού πεθαίνει (τής κεφαλαιοκρατίας) καί πού φρονεί πώς δέν άξίζει τόν κόπο νά κάνει κάτι γιά νά συντομέψει τό χαροπάλαιμα τοϋ έτοιμο-
190
θάνατου. Μέ τήν Αναμονή τής κατά τά Αλλα βέβαιης κληρονομιάς ή πολιτική ζωή τής ’Ιταλίας μεταβάλλεται σ’ Ινα μόνιμο συμπόσιο στή διάρκεια τοΟ όποίου τό κεφάλαιο κάνει δτι μπορεΐ γιά νά μετατρέψει τήν έπικείμενη έπανάσταση σέ συγκεκριμένα δργια».17'
Ένώ ot δισυπόστατες καί διφορούμενες μορφές Αγώνα1*0 πού κατά τόν Τάσκα χρησιμοποίησε 6 Μουσολίνι ήτανε διαποτισμένες άπό μιά Απόλυτη θέληση γιά τήν έξουσία καί γι’ αύτό φαινόταν πώς ύποσχόταν στούς πάντες τά πάντα — ot σοσιαλδημοκρατικές, πού τήν τεχνική τους είχε σάν πρότυπο ό Μουσολίνι, Αποκάλυπταν άδυναμία καί Ανημπόρια καί γ ι’ αύτό δέν Ικανοποιούσαν καί κανέ- ναν. Τό παρακάτω σκιτσάρισμα τών δυνατοτήτων πού προσέφερε στούς ’Ιταλούς σοσιαλιστές ή μετά τό 1918 κατάσταση, θυμίζει γενικά τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία πού άντιπαρατασσότανε ταυτόχρονα καί στις άντεπαναστατικές δυνάμεις καί στά συμβούλια τών έργατών. «Τρεις δρόμοι Ανοίγονταν μπροστά τους. Ot σοσιαλιστές μπορούσαν νά έγκαταλείψουν τή Βουλή καί νά προετοιμάσουν τή χώρα γιά τήν άμεση δράση. Ot σοσιαλιστές νά παραμένουν στή Βουλή, άλλά σύγχρονα νά χτίζουν Ιξω στή χώρα τή δεύτερη έξουσία, πού θά μπορούσε νά Αντικαταστήσει τΙς κοινοβουλευτικές διαρθρώσεις καί τέλος νά πραγματοποιήσουν καί μέσα καί Ιξω άπό τή Βουλή τΙς συμμαχίες μέ άλλες δημοκρατικές δυνά|ΐεις πού είναι Απαραίτητες στή δημοκρατική έπανάσταση. Καί δμως τό σοσιαλιστικό κόμμα, Ανίκανο γιά Αμεση δράση, δσο καί γιά εύρύτερους πολιτικούς έλιγμούς κάνει τρία όλόκληρα χρόνια βήμα σημειωτόν, δίχως νά προχωρεί σ’ Ιναν άπό τούς τρεϊς δρόμους, μέχρι πού δ φασισμός — μέ τήν Απουσία τοϋ σοσιαλισμοϋ καί ένάντια του — κόβει τό γόρδιο δεσμό τής έξουσίας».1*1
"Έπειτα Από δσα είπαμε γιά τή γερμανική καί τήν αύστριακή σοσιαλδημοκρατία δέν πρέπει νά μάς κάνει έντύπωση καί ή συνηθισμένη στό Ιταλικό κόμμα «κατανομή έργασίας» τό ρεφορμιστικά βούλιαγμα στίς λεπτομέρειες καί τό έπαναστατικό πέταγμα στά Οψη. «'Ολα αύτά συμβαίνουν σάν νά μήν ύπήρχε οδτε Αντίφαση, οδτε συνάρτηση άνάμεσα σ’ αύτόν τό ρεφορμισμό τής πράξης, πού πότε - πότε σχεδόν ντρεπότανε γιά τόν έαυτό του καί τΙς μαξιμαλιστικές έκδηλώσεις. Τό καθένα τραβά τό δρόμο του πάνω στή βάση μιάς παράξενης καί άμορφης κατανομής έργασίας».1'* Ή πα- ραδοξότητα αύτών τών δυνάμεων πού τραβούν χωριστούς δρόμους, άλλά δέ χτυποΰν μαζί, μόνο μαζί ύποχωροϋν, μπορεΐ νά έξηγηθεΐ άν θεωρηθεί κοινός τους παρονομαστής καί βάση γιά τήν άποφυγή κάθε εύθύνης ή μοιρολατρεία κι ό ντετερμινισμός, πού βρισκότανε σέ κάθε φράση τής πομπώδους κομματικής προπαγάνδας γιά νά δημιουργήσουν μιά άπατηλή γνώση καί νά ύποστασιώσουν τήν Αμυντική τακτική. Σέ Αντίθεση μ’ αύτόν τόν Απονευρωτικό φαταλι
1Θ 1
σμό, δ φασισμός, μέ τδν Εντονο χαΐ άμείλικτο άκτιβιαμό καί βο- λουνταρισμό του, μπόρεσε νά κατακτήσει μιά νίκη πού Ιστορικά δέν ήτανε δική του. «Μιά άπό τΙς ούσιαστικές αΙτίες τής σοσιαλιστικής ήττας πρέπει νά είναι δ χαρακτήρας τής φασιστικής έπίθεσης, πού Εξασφάλιζε προκαταβολικά στό φασισμό μιά τεράστια καί ά- διαφιλονείκητη ύπεροχή άπέναντι στό σοσιαλισμό. Άπό τήν άρχή κιόλας δ φασισμός έπιτίθεται σ' Ενα πεδίο δπου δ άντίπαλος του— δσο Ισχυρός, δσο άνώτβρος κι άν είναι άπό πολλές άλλες άπό- ψεις — δέν Εχει νά άντιτάξει μιά παρόμοια δύναμη, δπου δ σοσιαλισμός είναι δλότελα άπροετοίμαστος».1"
Ά ν τά συμπεράσματα τοΟ Τάσκα Εχουν πολλά κοινά σημεία μέ τά άποτελέσματα τών έρευνών πού άφοροϋν τήν πολιτική τής γερμανικής καί τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας, ot Ιδεολογικές κριτικές πού άναφέρονται στόν Λεόν Μπλούμ, τό βαρύ πυροβολικό καί κεντρικό έγκέφαλο τοϋ γαλλικοϋ σοσιαλισμού στό διάστημα τοϋ μεσοπολέμου, Εφεραν στό φώς άκόμα πιό συγκεκριμένα τήν δμοφωνία πού ύπάρχει μεταξύ τών έρευνητών άναφορικά μέ τό βασικό ρόλο πού Επαιξαν δ φαταλισμός καί δ ντετερμινισμός. Ό Ζιλμπέρ Τσιμπουρά Ερευνώντας στή βαθυστόχαστη βιογραφία τοϋ Λεόν Μπλούμ,1" πού Εγραψε τΙς ιδεολογικές ρίζες τής πολιτικής του, σκόνταψε άκριβώς στόν ίδιο φαταλισμό πού συναντούμε καί κατά τή μελέτη τής πολιτικής τών άλλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. "Οπως στούς Κάουτσκυ καί Άντλερ, Ετσι καί στόν Λεόν Μπλούμ ύπάρχει ή καθοριστική πεποίθηση πώς ή μετατροπή τής καπιταλιστικής κοινωνίας σέ σοσιαλιστική πραγματοποιείται μέσα σ’ Ενα προτσές πού είναι συνεχές καί διαρκεΐ πολύ. Ό Μπλούμ θεωρούσε άναγκαία αύτή τή μακρά περίοδο γιά δυ$ λόγους: γιά νά μειωθεί στό Ελάχιστο ή άντίσταση τής άλλης πλευράς καί νά μεγαλώσουν οΕ πιθανότητες τής Επιτυχίας ίσαμε τήν άπόλυτη βεβαιότητα. 'Ωστόσο αύτή ή πίστη στή δύναμη τής έξέλιξης συμπληρώθηκε καί Υπερτονίστηκε άπό τήν πεποίθηση στή δύναμη ένός ποιοτικού άλματος πού άποσπάται βίαια άπό τήν άλυσίδα τής έξέλιξης. «Άλλά τό ίδιο τό πέρασμα στήν τελευταία, στήν άποφασι- στική του φάση, τότε δηλαδή πού μπαίνει τό ζήτημα τής μορφής τής ιδιοκτησίας, δέν πραγματοποιείται μέσω τής συνεχούς Εξέλιξης, άλλά, δποια άλλαγή κι άν Εχει δεχτεί προηγούμενα, μέ τό σπάσιμο τής συνέχειας, μέ μιά άπόλυτη, κατηγορηματική άλλαγή».1 Τώρα τό πώς αύτός δ άκριβής προσδιορισμός κάνει τήν εικόνα τού άναμενόμενου σοσιαλισμού Ενα είδος άντικατοπτρισμού βγαίνει παραστατικά άπό τΙς παρακάτω παρατηρήσεις τοϋ βιογράφου τοϋ Μπλούμ. «Ό έξελικτισμός καί δ ντετερμινισμός τοϋ Λεόν Μπλούμ, ή πίστη του πώς δ νέος κόσμος ύπάρχει κιόλας «έν δυνάμει» καί θάρθει μέ τό μεγαλείο μιάς φυσικής έπανάστασης, έπι-
192
δροΰσαν πρός τήν κατεύθυνση νά έννοεΐ τήν κοινωνική έπανάσταση σάν Ινα είδος φωτεινού σήματος στόν όρίζοντα, τό όποιο Ισως άπομακρύνεται, στό μέτρο πού πιστεύει κανείς πώς τό πλησιάζει. Ή κοινωνική έπανάσταση τού Λεόν Μπλούμ είναι Ενας μακρινός στόχος πίσω άπό τά σύννεφα, μιά άπλή όδηγήτρα είκόνα πρός τήν όποία προσανατολίζεται τό κόμμα».1"
Αύτά πού άναφέρει ό Τσιμπουρά θυμίζουν παράφραση τών δσων ειπώθηκαν γιά τό γερμανικό καί αύστριακό κόμμα. «’Απ’ δλα αύτά βγαίνει τό συμπέρασμα δτι ή άντίληψη τοΰ Μπλούμ γιά τήν κοινωνική έπανάσταση, άν δχι ώς πρός τΙς προθέσεις του, σίγουρα δμως ώς πρός τά άποτελέσματα της, έχει τελικά μιά έννοια άν- τεπαναστατική. Αύτός είναι ό λόγος πού δέν προξενεί κατάπληξη δταν δηλώνει πώς κανένας δέν ξέρει πότε φτάνει ή άποφασιστική στιγμή τής άλλαγής τοΰ καθεστώτος τής Ιδιοκτησίας καί γι’ αύτό όφείλει τό κόμμα νά έργάζεται έτσι σάν νά έπρόκειτο νά γίνει αύριο. Αύτό ήτανε μιά άθέλητη, άλλά άκριβής αύτοερμηνεία. Ή καταδίκη τού έπαναστατισμοΰ, τό μοιραίο άποτέλεσμα μιας σκέψης πού συνειδητά προσπαθούσε νά παραμείνει, δπως έλεγε ό Λεόν Μπλούμ, σέ δμοφωνία μέ τΙς άπαιτήσεις τής γενικής ήθικής. Ή κοινωνική έπανάσταση γίνεται ένα μακρινό φωτεινό σημάδι πού ώστόσο χάνει σέ φωτεινότητα στό βαθμό πού ό καθημερινός άγώ- νας γιά τΙς μεταρρυθμίσεις άπορροφα τό κόμμα καί τό συνδέει διαρ- κώς στενότερα μέ τήν κοινωνία, πού θέλει νά άντικαταστήσει μέ μιά καλύτερη».1" ΤΙς έπιδράσεις πού προέρχονται άπό μιά τέτοια πεποίθηση τΙς συνοψίζει ό Τσιμπουρά στό γνώριμο κιόλας σέ μάς δίλημμα: «’Αλλά τί έπρεπε νά κάνει τό κόμμα έδώ καί τώρα; (hie et nunc). "Επρεπε νά σταυρώσει τά χέρια καί νά περιμένει
τήν κατάργηση τού καπιταλιστικού καθεστώτος; ’Από τ’ άλλο μέρος: "Ο,τι κι άν κατόρθωνε νά κάνει δέν ήτανε δυνατό νά καταρ- γηθεΐ τό κακό άπ’ τόν κόσμο δσο θά ύπήρχε αύτό τό καθεστώς. Έ τσι, δποια στάση κι άν προτιμοΰσε κανείς ή προοπτική τοΰ δόγματος τού Μπλούμ δέν άφηνε καμιά έλπίδα».1**
Αύτές καί άλλες παρόμοιες μαρτυρίες πρέπει νά φέρνουν σέ κά- ποια άμηχανία τούς όπαδούς τής θέσης πού ύποστήριξε ό ’Οττο Βέλς γιά λογαριασμό τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στό Παρίσι τόν Αύγουστο τοΰ 1939 στό συνέδριο τής σοσιαλιστικής διε- θνοΰς, καί είναι άντιπροσωπευτική τής τάσης δλων τών ένδιαφε- ρομένων κομμάτων νά αύτοδικαιολογηθούν. «Σέ μεγαλύτερη έκταση άπό δσο τό κόμμα δποιασδήποτε άλλης χώρας παρασυρθήκαμε άπό τή βία τών περιστάσεων. Στήν πραγματικότητα δέν εϊμασταν παρά άντικείμενα τής έξέλιξης».1** Τό λάθος σ’ αύτόν τό λογαριασμό ήταν καί είναι δτι στό παιχνίδι τών πολιτικών δυνάμεων τοποθέτησαν τό δικό τους μέγεθος στό μηδέν, ένώ ή μηδενοποίη-
13 193
ση ήταν κατ’ άρχήν συνέπεια ένός ύπολογισμοϋ πού άπό τό 2να μέρος ύπερεκτιμοϋσε, άπό τό άλλο ύποτιμοϋσε καί σέ κάθε περίπτωση καταδίκαζε σέ άπραξία τΙς δικές τους δυνάμεις. ’Αλλά, Ανεξάρτητα άπό αύτή τήν αύτοεκτίμηση καί άκριβώς μέ τήν παθητική του στάση τό κόμμα άπέκτησε μιά έπιρροή στήν πορεία τών γεγονότων, πού ένεργοΟσε μέχρι τής στιγμής τοΟ όριστικοϋ έξο- στρακισμοϋ του καί ή όποία δέν είναι δυνατό νά μήν τοΟ άναγνω- ριστεΐ έκ τών ύστέρων.
Τό άντίθετο έπιχείρημα έκείνων πού καί μπροστά στό πλήθος τοΟ άποδεικτικοϋ ύλικοϋ πού άμφισβητεΐ τή θέση τους δέ θέλουν νά παραδεχτοϋν τήν ήττα τους, άλλά έγκαταλείπουν τήν πρώτη θέση, τής έλλειψης εύθύνης τοΰ κόμματος στή δημιουργία τών ά- ποτελεσμάτων καί ύποχωροΟν σέ μιά δεύτερη, είναι δτι ναΐ βέβαια Ιγιναν τά λάθη πού άποδείχνονται, άλλά παρ’ δλα αύτά καί μιά διαφορετική συμπεριφορά, άπαλλαγμένη έντελώς άπό λάθη δέ θά άπέτρεπε, τής άντικειμενικής άναγκαιότητας τής έξέλιξης, τό ίδιο τραγικό άποτέλεσμα. Φρονούν δηλαδή δτι κι άν άκόμα ή συμπεριφορά τού κόμματος δέν είχε όριστεϊ στό μηδέν άλλά σ’ Ινα όρι- σμένο θετικό ή άρνητικό μέγεθος, πάλι ή έξίσωση δέ θά είχε συλ- ληφθεΐ σάν έπιθυμητή Ιννοια. Καί έπειδή, άφοϋ δέν μπορούμε νά άποκαταστήσουμε έκ τών ύστέρων τΙς χαμένες δυνατότητες παρά μόνο νά τΙς άναπαραστήσουμε θεωρητικά, δέν είναι δυνατή καί ή άκριβής άνταπόδειξη δτι μέ μιά διαφορετική συμπεριφορά Ινα άλλο σχήμα άντίδρασης θά προέκυπτε Ινα άλλο άποτέλεσμα καί θά άποτρεπόταν ή καταστροφή, έκεΐνοι πού θέλουν νά είναι μόνο θύματα τής Ιστορίας βρίσκονται έγκαταστημένοι σέ μιά άνετη γωνιά άπ’ δπου δέν μπορεΐ νά τούς ξετρυπώσει κανείς, άκόμα κι άν αύτή ή θέση άπό τήν όποία δέν είναι δυνατό κανένα άνοιγμα σέ μιά νέα προοπτική, δέν είναι παρά μιά σκοτεινή γωνιά στήν πίσω αύλή τής Ιστορίας. 'Ωστόσο είναι άνάγκη νά φωτιστεί ή γωνιά αύτή καί νά μήν έπιτραπεΐ νά βροϋν πάλι μιμητές καί άλλα θύματα ot βωμοί τών ψεύτικων θεών πού Ιχουν έγκατασταθεΐ έκεΐ. Κι αύτό δχι μόνο γιά νά έξηγηθεΐ τό παρελθόν, άλλά γιά νά διαμορφωθεί καλύτερα τό μέλλον.
Πόσο πιθανή μποροϋμε νά κάνουμε τήν πραγματική φύση τής έναλλακτικής λύσης πού χάθηκε έξαιτίας μιάς όρισμένης ύποκει- μενικής διάθεσης; Ή δυνατότητα άναδρομής στό παρελθόν, πού Ιχει μιά άπολογητική αύτογνωσία, έξαντλεΐται μέ τήν ύπόδειξη δτι ή τακτική τοϋ κόμματος ήταν άψογη, ή παγκόσμια Ιστορία, άντίθετα, σκληροτράχηλη καί δέν άφησε άνοιχτή καμιά διέξοδο; Ό χ ι καί γι’ αύτό είναι άνάγκη πρίν νά κλείσουμε αύτό τό κεφάλαιο νά ξεκαθαρίσουμε τούς λογαριασμούς μέ μιά διαφορετική μορφή άπολογητικής, πού δχι μόνο παραδέχεται τή διάθεση πού κά-
194
vei λάθη, παρά καί τήν άναγνωρίζει σάν Ισχυρό διαμορφωτικό παράγοντα. Τόν άξιολογεϊ δμως σάν σύστημα λαθών Ιστορικά Αναπόφευκτο καί έτσι στό τέλος φτάνει στό ίδιο συμπέρασμα πού είναι ταιριαστό μέ τά άποτελέσματα τής δράσης τής ύποκειμενικής διάθεσης, άποφεύγοντας γενικά τά λοξοδρομήματα γύρω στόν ύπο- κειμενικό παράγοντα καί μετακυλώντας δλη τήν εύθύνη στίς άν- τικειμενικές συνθήκες καί δρους. Ό Ό ττο Μπάουερ, πού στήν άρ- χή αύτού τοΰ κεφαλαίου τόν συναντήσαμε σάν έκπρόσωπο τής πιό πρωτόγονης καί χοντροκομμένης μεθόδου, πού δμως παραδέχεται τήν ύπαρξη λαθών, μάς άντιπαρατάσσεται τώρα στό ρόλο τού έρ- μηνευτή πού κοπίασε γιά νά φτάσει στή γνώση τοΰ συστήματος λαθών, πού δμως καί σ’ αύτό τό νέο του ρόλο παραμένει άπολογη- τής τών πράξεων του, δπως ήταν σ’ δλη τή ζωή του. Ή άπολο- γητική διάθεση καί ή έπιθυμία νά διατηρηθεί άμείωτη ή προοπτική τοϋ μέλλοντος, πού θεωρεί δτι ή έπανάσταση άπλώς μετετέ- θη χρονικά, άλλά δέ χάθηκε όριστικά άποτελοϋν τά κοινά σημεία τών άπόψεων τοϋ Μπάουερ, τό 1934, δυό χρόνια άργότερα καί αύτές πού έξέφρασε λίγο πρίν άπό τό τέλος τής ζωής του. Οί διαφορές στήν έρμηνεία τών γεγονότων δέ μαρτυρούν άπαραίτητα μιά πρόοδο στήν αύτογνωσία, γιατί σ’ δλες τΙς περιπτώσεις καί παρά τή διαφορετικότητα τών άπολογητικών συμφερόντων πού κάθε φορά τόν έπηρεάζουν τό τελικό συμπέρασμα είναι τό Γδιο. Ένώ τό 1934, κάτω άπό τήν έντύπωση τής δλοκληρωτικής άποτυχίας τής ήγεσίας, έκεΐνο πού ένδιέφερε ήτανε νά σκεπαστεί αύτή ή άποτυχία καί μόνο ινας δευτερότερης σημασίας ρόλος νά άναγνωριστεί στά λάθη τοϋ κόμματος, τό 1936 έπρόκειτο γιά τήν Ικδοση ένός γενικού ισολογισμού καί τήν τακτοποίηση τών σοσιαλιστικών λογαριασμών μπροστά στόν έπερχόμενο πόλεμο. Στήν περίπτωση δμως αύτή ή έπαναστατική προοπτική μποροϋσε νά διατηρηθεί μόνο άν περίμενε κανείς άπό τόν πόλεμο μιά νέα έπανάσταση, πού θά διέγραφε τόν παλιό σοσιαλισμό καί, δπως γεννιέται άπό τή στάχτη ό Φοίνικας 1,0 θά έφερνε στόν κόσμο τή νέα μορφή ένός δλο- κληρωμένου σοσιαλισμού. Γιά νά κατορθωθεί αύτό τό άποτέλεσμα ήταν άνάγκη ή πολιτική τής πρό καί μεσοπολεμικής έποχής, στή διαμόρφωση τής όποίας ό Μπάουερ είχε μιά συμμετοχή πού ξεπερ- νοϋσε πολύ τά δρια τής Αύστρίας, νά βουτηχτέ! στό γκρίζο φώς, νά θεωρηθεί άπλή, μή ένσυνείδητη άκόμα προβαθμίδα αύτού πού έμελλε νάρθεΐ.
Μολονότι ό Μπάουερ, μέ δλα δσα είπε σχετικά μέ τό θέμα αύτό, παραδέχτηκε γιά πρώτη φορά κάτι πού άρνήθηκε σ’ δλη τή ζωή του, δηλαδή δτι ή αύστριακή σοσιαλδημοκρατία ύπήρξε ρεβι- ζιονιστική κι δχι έπαναστατική κι δτι ό άγώνας της κατά τοϋ ρε- βιζιονισμοϋ δέν ήταν παρά άπλή σκιαμαχία καί τίποτε παραπάνω,
196
τώρα γιά χάρη τής άπολογητικής έπιδίωξης πού ίγινε διαφορετικότερη καί πιό περιεκτική, ομολόγησε τά έξής. «Αύτή ή γενιά τών ήγετών δέν είχε ζήσει καμιά έπανάσταση. Σκεφτότανε ρεφορμιστικά. ’Από τούς συνειδητούς ρεφορμιστές διέφερε μόνο κατά τούτο, δτι δέν τολμούσε νά βγάλει άπό τή ρεφορμιστική της πράξη τά τελικά νοητικά καί τακτικά συμπεράσματα. Σέ ήσυχους καιρούς, πού δέν άντιμετώπιζε μεγάλα Ιστορικά καθήκοντα, μπορούσε νά διακηρύσσει στά λόγια τήν πίστη της στόν πατροπαράδοτο έ- παναστατικό σοσιαλισμό. Κάθε δύσκολη δμως έπαναστατική κρίση, τότε δηλαδή πού δέν άρκοΟσε νά σώσει κανείς τήν προσωπική του άγνότητα, άλλά έπιβαλλόταν καί νά δράσει έπαναστατικά, ά- ποκάλυπτε δτι, άν καί μέ καθυστέρηση, άπό άλλους δρόμους καί κάτω άπ’ τό περικάλυμμα μιάς άλλης Ιδεολογίας, ό σοσιαλισμός Ιγινε καί στήν Εύρώπη τό Ιδιο ρεφορμιστικός δπως ήταν καί στήν Αγγλία».1"
'Ωστόσο ό Μπάουερ ξανασκέπασε μέ τό μανδύα τής Ιστορικής άναγκαιότητας τό ρεβιζιονισμό πού μόλις πρίν άπό λίγο ό Ιδιος είχε άποκαλύψει. «Ό ρεφορμισμός δέν ήτανε μιά άπλή πλάνη. Δέν ήταν, δπως είπε ό Λένιν, τό Ιδεολογικό σκλάβωμα τών έργατών στήν κεφαλαιοκρατία. Ή ταν ή τακτική καί ή ιδεολογία τής Ιδιας τής έργατικής τάξης σέ μιά ιστορική κατάσταση, δπου, άπό τό Ινα μέρος, μιά προλεταριακή έπανάσταση φαινότανε δίχως έλ- πίδα καί άπό τό άλλο δινότανε στήν έργατική τάξη μιά πλατειά δυνατότητα νά διεκδικεϊ τά συμφέροντα της μέ έπιτυχία μέσα στήν καπιταλιστική κοινωνία καί μέ νόμιμα μέσα.. . Ή ταν καί είναι μιά μόνιμη φάση έξέλιξης άνάμεσα στόν έπαναστατικδ σοσιαλισμό τής έποχής τών άστικών έπαναστάσεων τού παρελθόντος καί τόν έπαναστατικδ σοσιαλισμό τής προλεταριακής έπανάστασης τοΟ μέλλοντος».1'* Ή άπολογητική αύτή έρμηνεία, πού δχι μόνο προστατεύει τήν ήθική άκεραιότητα τών ήγετών έκείνων πού δέν τολμούσαν νά βγάλουν τά άναγκαία συμπεράσματα άπό τήν πεποίθηση πσύ τούς διακατείχε καί γ ι’ αύτό είχαν τήν τάση ν’ άποφεύ- γουν κάθε συμπέρασμα, άλλά παρουσιάζει καί δλη τήν περίοδο, παρά τή συνόρευση της μέ τήν καταστροφή, κάτω άπό Ινα χαρούμενο καί φιλικό φώς, δημιουργεί έννοεΐται τεράστιες δυσκολίες γιά τή μαρξιστική αύτογνωσία, τό αίτημα τής ένότητας θεωρίας καί πράξης μέ τήν παλιά, τήν παραδοσιακή Ιννοια. Ένώ γιά τΙς μέχρι τότε έπαναστάσεις καί τούς έπαναστάτες ίσχυε δτι έκπλήρωναν μιά ιστορική άποστολή δίχως καί νά γνωρίζουν έντελώς τήν άναγκαιότητα καί τΙς συνέπειες της, ή άξίωση τού μαρξισμού νά θεωρηθεί σάν ύπέρτερη καί δριστική γνώση τών κοινωνικών φαινομένων στηρίχτηκε άκριβώς στήν πεποίθηση δτι Ιβαζε τέρμα στήν πλάνη καί τήν άσυνείδητη έπιδίωξη κοινωνικών σκοπών καί Ιδι-
196
νε στήν άγωνιζόμενη τάξη τδ δργανο πού έγγυάται τήν πραγματική καί συνειδητή καθοδήγηση τής δοσμένης κατάστασης. Καί ot μάζες δέ θά Ιπεφταν άπδ τδ κακδ τής καπιταλιστικής άπάτης στδ χειρότερο τής δικής του, τής προλεταριακής, δν μέ άναγκαιότητα ύποβάλλονταν σέ μιά έντύπωση πού άργότερα θά άποκαλύπτα- νε σάν αύταπάτη; Καί δέν Ιπρεπε νά πληρώσει τδ προσωποποιη- μένο χεγκελιανδ παγκόσμιο πνεϋμα γιά μιά τόσο μπερδεμένη καί διφορούμενη πονηριά; «"Αν δ ίδιος δ μαρξισμδς»1'* χρειάζεται μιά Ιστορική διόρθωση, πού θά παρουσίαζε τή συγκεκριμένη ?κφραση σάν αύταπάτη, τότε παύει νά είναι τδ μέτρο δλων τών πραγμάτων καί άντιπαραβάλλεται μέ μιά άνώτερη δύναμη γιά τήν δποία δέν ύπάρχει καμιά θέση στδ σύστημά του. *Η μΛρξιστική Αντίληψη τής Ιστορίας βρίσκεται λοιπδν μπλεγμένη σ’ Ινα δίλημμα. Ά ν έρ- μηνεύσει τήν άποτυχία τής ήγεσίας καί τΙς αύταπάτες πού ή ίδια γέννησε σάν Ιστορικά Αναγκαίες, σώζει τήν τιμή της. άλλά ΰπο- σκάπτει τδ κύρος της στδ δποΐο δπως πάντα ?χει άπαίτηση. Γιατί, δν τόσο σοβαρές μαρξιστικές άναλύσεις ξεμασκαρευτοϋν σάν σκόπιμα κατασκευάσματα καί τόσο σοβαροί φαινομενικά άγώνες σάν σκιαμαχίες, ποιός θά μποροΟσε νά είναι άκόμα σίγουρος γιά τδ παρδν καί γιά τδ μέλλον: "Αν δ μαρξισμός, μέ τήν κάθε φορά Ικ- φραση του, δέ στέκει καί στδ ύψος τής κάθε έποχής, ή καθυστέρηση του προκαλεΐ δρισμένες ύποψίες. Ά ν , άντίθετα, παραδεχτεί τήν άποτυχία καί έπικυρώνει τήν άξία τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα, διαλύεται δ ντετερμινισμδς καί είμαστε ύποχρεωμένοι νά παραχωρήσουμε στήν άδικα παραγνωρισμένη θέληση έκείνη τή θέση στή θεωρία, πού άπδ καιρδ Ιχει κατακτήσει στήν πράξη.
Όμως γιά νά προβληθεί δ ύποκειμενικδς παράγοντας καί νά πάρει τή θέση πού τοϋ άξίζει πρέπει νά έγκαταλειφθεΐ ή προσπάθεια Αναγωγής τοϋ ντετερμινισμοϋ καί Ιπαναστατισμοϋ σέ κοινδ παρονομαστή καί νά άντικατασταθεΐ δ μαρξισμδς άπδ μιά λογική άνάλυση πού προσφέρει στήν έπαναστατική θέληση τρόπους χει- ρισμοϋ τής κατάστασης, άλλά δέν τούς γεννά ή ίδια ή νά Αφεθεΐ νά Αποσυντεθεί. Μέ τδν τρόπο αύτδ θά χάσει βέβαια δ μαρξισμδς τή διδακτική του άξία καί τή χρησιμότητα του στήν ύπηρεσία Ινδς κόμματος, γιά κανένα δμως λόγο δέ θά χαθεί σάν μέσο προσανατο- λισμοϋ, ένώ μέ τήν καταστροφή τής αύταπάτης δ παρατηρητής θά άποκτήσει μιά έλευθερία πού θά τδν άποζημιώνει γιά τή χαμένη βεβαιότητα μιάς τεχνητής Αρμονίας δίχως καί νά φράζει τδ δρόμο στή θέληση του. Τότε, κάτω άπ’ τδ φώς μιάς τέτοιος θεώρησης, τδ πέρασμα στδ σοσιαλισμό δέ θά φαίνεται πιά σάν μιά Ιστορική άναγκαιότητα πού χάθηκε άπδ ύποκειμενικά αίτια ή πού μπορεΐ, παρά τήν ύποκειμενική άποτυχία, νά πραγματοποιηθεί άπδ τά Αντικειμενικά λοξοδρομήματα, Αλλά σάν μιά πιθανότητα
197
πού ύπαγορεύτηκβ άπό τήν έπαναστατική θέληση καί Ιγινε εύλο- γοφανής μέ τό μαρξισμό, μιά πιθανότητα πού elvai δυνατό νά χαθεί χωρίς νά είναι ύποχρεωτικό τό ξαναγύρισμα της. Σέ μιά τέτοια περίπτωση ή κατηγορία κατά τών Ιστορικών πρωταγωνιστών, πού δέν έκαναν καλή χρήση αότής τής δυνατότητας, δέν πρέπει νά θεμελιωθεί στήν έμπειρική κατηγορία δτι δέν έφεραν κοντύτερα μέ τή δράση τους τή βασική Ιστορική άναγκαιότητα τής καπιταλιστικής κατάρρευσης, δπως δήλωναν πώς ήταν ύποχρεωμένοι νά κάνουν άλλά έντελώς άπλά στό δτι δέν Εκμεταλλεύτηκαν μιά δυνατότητα πού μποροϋσε νά έβγαινε άπό μιά, προσανατολισμένη στδν Λασσάλ ή δποιον άλλον στοχαστή, άνάλυση τών πραγματικών συνθηκών, θά τούς άναγνωριζόταν άκόμα ή έλευθερία νά ά- παρνηθοϋν τήν έπαναστατική τους θέληση καί νά έγκαταλειφθοΟν στίς συνέπειες μι&ς τέτοιας τοποθέτησης. Άλλά έπειδή μόνο ψεύτικο περιεχόμενο έδωσαν σ’ αύτή τή θέληση, μπορεΐ νά κατηγορη- θοϋν πώς άνάμεσα στίς τακτικές πού ήτανε μπορετές, διάλεξαν έ- κείνη πού σέ καμιά περίπτωση δέν ήτανε δυνατό νά φέρει στήν προσδοκούμενη έπιτυχία. Ό λόγος λοιπόν δέν είναι δτι έπρεπε νά δράσουν κάτω άπό δποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε δτι ή δράση τους θά όδηγοϋσε μέ βεβαιότητα στήν έπιτυχία. Δίχως νά καταντήσει δλη ή ύπόθεση Ινας άνάποδος ντετερμινισμός μπορεΐ νά σταθεί δ- πωσδήποτε δ Ισχυρισμός δτι μέ βάση τήν άνάλυση τής κατάστασης καί τήν άπαιτούμενη αδτογνωσία τούς έπιβαλλότανε μιά άλλη δράση καί δτι αύτή ή διαφορετική δράση είχε μεγαλύτερες πιθανότητες νά φέρει, μέ τήν έννοια τών δικών τους άξιακών παραστάσεων καί θετική άξιοποίηση τής έπαναστατικής θέλησης, μιά καλύτερη κατάσταση άπ’ αύτή πού πραγματικά δημιουργήθηκε.
Έτσι, Ινας παρατηρητής σάν τόν Κάρλ Νιούμαν, πού έρευνδ τό ζήτημα άπό τήν άποψη τής διατήρησης τής δημοκρατίας κι δ-, χι άπό τήν άποψη μι&ς ειδικά σοσιαλιστικής άπαίτησης στήν έξουσία, φτάνει στό συμπέρασμα δτι ή καθίζηση τής σοσιαλδημοκρατίας στήν κεντρική Εύρώπη, πού προκλήθηκε άπό τό ντετερμινισμό, είχε καταστραφικά έπακόλουθα καί ή εύθύνη γι’ αύτό πέφτει στούς ώμους τής σοσιαλδημοκρατίας. «Ό Μουσολίνι είχε πάντα τή γνώμη πώς δ φασισμός χρωστοϋσε τή νίκη του στήν άνάγ- κη νά ένεργεΐ έπιθετικά. Οί σοσιαλδημοκράτες, συνηθισμένοι άπό τό μαρξισμό σ’ Ινα ντετερμινιστικό φαταλισμό, Ιγραφαν καί μιλοϋ- σαν γιά τή μελλοντική τους νίκη πάνω στόν καπιταλισμό, ένώ στήν πράξη δέν μπορούσαν νά μήν τόν άνέχονται. Ή ύλιστική άντίληψη τής Ιστορίας είχε σάν άποτέλεσμα νά σκέφτονται οί σοσιαλιστές μέ οικονομικές κατηγορίες καί Ιτσι τά ζητήματα πού είχαν σχέση μέ τήν κατάκτηση καί ύπεράσπιση θέσεων στήν κρατική έξουσία τούς φαινόταν πώς ήτανε δευτερότερης σημασίας».1*4
198
"Έπειτα άπδ τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ή κατάσταση στήν κεντρική Εόρώπη ένώ άπαιτοϋσε μιά ριζική καί Ενεργητική σύλληψη αύτών τών έπιτακτικών κοινωνικών προβλημάτων, ot μάζες παρηγορήθηκαν μέ ριζοσπαστικά συνθήματα καί Υποσχέσεις. Τό δτι ot σοσιαλιστές πού Επαιρναν μέρος στίς κυβερνήσεις συνασπι- σμοΟ δφειλαν νά κατακτήσουν μέ άγώνα κάθε παραχώρηση, τούς προσέδωσε πολύ λίγο γόητρο, ένώ ή προθυμία τους γιά συμβιβασμούς τούς στοίχισε τήν Εμπιστοσύνη πλατειών στρωμάτων τής κατώτερης μεσαίας τάξης καί τής Εργατιάς. Άπό τό άλλο πάλι μέρος, παρά τήν Υποστήριξη άριστερών άστικών δμάδων, ή σοσιαλδημοκρατία δέν ήτανε σέ θέση νά κερδίσει τήν Εμπιστοσύνη τής άρχουσας τάξης, άφοϋ τό μαρξιστικό της πρόγραμμα άπειλοΰσε διαρκώς τήν τελευταία μέ άφανισμό. Αύτή ή άπώλεια τής σοσιαλδημοκρατίας σέ γόητρο είχε καταστροφικές συνέπειες γιά τή δημοκρατία στήν κεντρική Εόρώπη. . . «Μέ τήν έπαναστατική της δρολογία μεγάλωνε ή σοσιαλδημοκρατία τήν άπάθεια τών δπαδών της καί Επέτρεπε στούς κομμουνιστές καί έθνικοσοσιαλιστές νά παραμένουν Ισχυροί. Χαρακτηριστικό τής δημοκρατίας είναι τά λόγια δίχως πράξεις».1” Ό Νιούμαν φτάνει άκόμα στό συμπέρασμα δτι δχι τό λίγο, άλλά τό πολύ σέ μαρξισμό πού διέκρινε τή σκέψη τής σοσιαλδημοκρατίας τήν Εμπόδισε νά άντιληφθεΐ δυνατότητες καί νά Εκπληρώσει καθήκοντα αύταπόδεικτα γιά Εναν πού δέν ήτανε μαρξιστής.
Τό δτι καρποφόρα καί Ισχυρά κινήματα γίνονται ρεβιζιονιστικά είναι βέβαια μιά τάση, πού κοινωνικά καί ψυχολογικά μπορεί νά Εξηγηθεί μέ τήν άποδειγμένη κιόλας στά άτομα καί τούς συλλογικούς δργανισμούς Ισχυρή κλίση, νά προτιμούν τό σίγουρο, αύτό πού κατορθώθηκε κι Ετσι Ιστω καί άτελέστερο καί μετριότερο είναι παρόν, άπό τό άβέβαιο, αύτό πού πρέπει νά κατακτηθεί, τδ μελλοντικό Εστω κι άν τδ δεύτερο είναι πλουσιότερο καί πλησιέστερα στό σκοπό. Αντίθετα δ κίνδυνος τής στιγμής, δ πιεστικός καί άμεσα άντιληπτδς άποτιμιέται ύψηλότερα άπδ τό μελλοντικό, Εστω κι άν δ τελευταίος είναι μεγαλύτερος κι αύτό συμβαίνει Επειδή Υποκειμενικά ή Ιδέα ένός μελλοντικού κακού δέν εισχωρεί στό πεδίο ένός κακού παρόντος. Ό Δαυίδ Χιούμ, στήν πραγματεία του γιά τήν άνθρώπινη φύση, διατύπωσε ώς έξής τόν έπιβεβαιωμένο άπό τήν παρατήρηση καί τήν Εμπειρία αύτόν νόμο. «Τό κοντινό μάς παρουσιάζεται φωτεινότερο άπ’ τό μακρινό καί Επιδρά Ισχυρότερα πάνω μας».1** "Ομως άπδ τή ζωή τών άτόμων καί τών δμάδων Υπάρχουν παραδείγματα πού πείθουν δτι είναι δυνατό ν’ άν- τιμετωπιστεί αύτή ή προτίμηση, δτι δημιουργεί βέβαια μιά τάση, άλλά δέν προεξοφλεί τή δράση καί κατά συνέπεια μπορεί νά ξεπε- ραστεί μέ τή χρησιμοποίηση μιάς άντίθετης δύναμης. Ή τεκμηριω
199
μένη άπ’ αύτή τή νομοτέλεια τάση Ιγινε Αναπόφευκτη καί Ακατανίκητη έπειδή τής έπέτρεψαν νά Αναπτυχθεί έλεύθερα καί μάλιστα Αποφεύγοντας τήν Αναγνώριση της κατέστρεψαν τή μόνη προϋπόθεση νά τή θέσουν κάτω Από ίλεγχο καί νά μήν άφήσουν νά τούς κυριαρχήσει. Ή έπίδραση τής έπιτυχίας καί τής καθιέρωσης πού μέσα στά πλαίσια τής κατάστασης πού ύπάρχει Αντιπροσωπεύει σάν τέτοια μόνο μιά μονάδα μέ δρισμένο μέγεθος καί δρισμένη ένταση, Ιγινε κυριαρχική καί Ακαταμάχητη γιατί Απδ -ήν πλευρά τοΟ ύποκειμενικοΟ παράγοντα δέν Αναπτύχθηκε Ινα Αντίβαρο. Αλλά μιά Ανομολόγητη Αντιστοιχία. *0 ρεβιζιονισμός, |ii τήν Ιννοια τής έγκατάλειψης τδν σκοπών καί τής ύπόταξης τοϋ κινήματος στίς καθημερινές άνάγκες, είναι μόνο Ινα στοιχείο προσδιορισμού πού δμως Ιγινε καθοριστικό, άφοϋ ή συνείδηση τοϋ ύποκειμενικοϋ παράγοντα δέν κατέγραψε, δέν κοντρολάρισε αύτή τήν τάση καί δέν έξεγέρθηκε έναντίον της, άλλά Ικλεισε τά μάτια καί παραδόθηκε στίς έπιδράσεις της. "Ετσι ή άνεπαρκής κινητοποίηση τοΰ ύποκειμενικοϋ παράγοντα, σάν φωτισμός τής συνείδησης καί Ινταση τής θέλησης, Ικανέ νόμο τήν τάση πρδς τδ ρε- βιζιονισμό, δπως καί τήν ύποχώρηση μπροστά στούς πολιτικούς άντιπάλους. Καί στίς δυδ περιπτώσεις πού άναφέρονται καί πού συνδέονται στενά μεταξύ τους (τάση πρδς τδ ρεβιζιονισμό, ύποχώρηση μπροστά στούς πολιτικούς Αντίπαλους) ή έντύπωση πώς τελικά Αντιμετωπίζεται μιά Ιστορική άναγκαιότητα στηρίχτηκε πάνω σέ μιά αύταπάτη" άφοϋ παρέλειψε (ή ήγεσία) νά παρέμβει έ- νεργητικά στήν έξέλιξη, ύπέκυψε στήν Ιδέα δτι ύπήρξε τδ θύμα μιδς άναγκαιότητας. Άφοϋ Ιπαψε νά σκέφτεται δέν Αντανακλούσε πιά τήν παρέμβαση πού παραμελήθηκε, Απομακρυνόταν Ακόμα περισσότερο Απδ τήν ύποκειμενική της φύση δίχως τήν δποία αύτή ή έντύπωση ποτέ δέ θά Αποκτούσε τήν έπιτακτικότητα καί τδ Ακαταμάχητο πού είχε. "Αν ή δξυδέρκεια καί ή σοφία τής πολιτικής ήγεσίας καί ή τέχνη διαμόρφωσης τής κατΑστασης Αποδείχνεται Ακριβώς στήν Ικανότητα της νά μένει Ανεπηρέαστη Απδ τούς μηχανισμούς πού ύπάρχουν καί νά γίνεται φορέας τών στοιχείων τής γνώσης καί τής θέλησης πού δίχως συνειδητή παρέμβαση δέν Ιχουν καμιά πιθανότητα νά ένεργοποιηθοϋν, φυσικδ τής πολιτικής μυωπίας καί τής φοβίας είναι νά τρέχει πίσω άπδ τά γεγονότα καί τΙς Αποφάσεις πού άπορρέουν άπ’ αύτά, νά μυστικο- ποιεΐ καί νά ύποστυλο')νει τήν τυραννία τους σάν άναπόφευκτη. Ό ταν Ιγινε δυνατδ νά άνακοπεϊ, άφοϋ κατέληξε στή δικτατορία τής δεξιάς, τδ προτσές ύποχώρησης τών κυρίαρχων τάξεων άπέναντι στίς άπαιτήσεις τής έργατιδς, τοΰ δποίου ή παράλληλη έξέλιξη πού έκφραζόταν στή συνεχώς ένισχυό|ΐενη ρεβιζιονιστική συμπεριφορά τοΰ έργατικοϋ κινήματος είχε δημιουργήσει τήν προϋπόθε
200
ση γιά. τήν εΙρηνική μετεξέλιξη στό σοσιαλισμό, δπως τήν Ονειρευόταν ό ΜπέρνσταΓν, γιατί δέν ήτανε δυνατό νά ύποταχτεΤ καί μάλιστα μέ λιγότερο δραματικό καί έπικίνδυνο τρόπο, τό προτσές τοΟ άνερχόμενου ρεβιζιονισμοϋ σ’ Ιναν έλεγχο πού θ’ άφηνε άθικτο τόν τελικό σκοπό; Τή στιγμή πού ot άντεπαναστατικές δυνάμεις δέ συμβιβάζονταν μέ μιά Απλή άμβλυνση τών ταξικών Αντιθέσεων γιατί ή άριστερά νά προδώσει τόν πολιτικό της σκοπό καί νά συνθηκολογήσει μέ μιά τάση πού ή περιορισμένη άξία της είναι έκτός αμφιβολίας άλλά έξίσου σαφής καί ό κίνδυνος άπ’ αύτή;
Τά ζητήματα πού Ιθεσε καί τά προβλήματα πού δημιούργησε ό Μπέρνσταΐν Ιπρεπε νά γίνουν άφορμή γιά αύτοκριτικό στοχασμό καί διευκρίνιση τών θέσεων καί νά μήν άπορριφθοϋν μέ τό έπιχεί- ρημα πώς δέν ύπήρχε κανένας λόγος νά άλλαχτεΐ ή μέχρι τότε νικηφόρα τακτική.1" Γιατί καί γιά τόν Μπέρνσταΐν καί τήν πρόκληση του ισχύει αύτό πού διαπίστωνε στό γράμμα του στόν Έ ν γκελς γιά τήν άριστερή Αντιπολίτευση ό Βίκτωρ Ά ντλερ1" καί πού δ Πήτερ Γκάυ τό διατύπωσε Ιτσι στήν μπροσούρα του «Τό δίλημμα τοϋ δημοκρατικοϋ σοσιαλισμοϋ». "Αν δέν ύπήρχε δ Μπέρνσταΐν ήταν άνάγκη νά έφευρεθεΐ. Ot πολιτικές καί οικονομικές συνθήκες στή Γερμανία γύρω στό τέλος τοϋ αίώνα άπαιτοΰσαν μιά ρεφορμιστική θεωρία. Ό ρεβιζιονισμός δέν παρουσίασε κανένα έν- τυπωσιακό νέο, παρά μόνο στή λογική άναγνώριση μιάς κατάστασης πού ύπήρχε. Τό γεγονός δτι δ ρεβιζιονισμός Ιγινε δημοφιλής στή Γερμανία δφείλεται στό δτι πρόσφερε στούς Γερμανούς μιά έναλλακτική λύση σέ σχέση μέ τόν όρθόδοξο μαρξισμό, Ινα σχήμα άνταγωνιστικό σ’ αύτόν, πού, δπως καί δ μαρξισμός, άποτελοϋσε προσπάθεια ένταξης δλων τών κοινωνικών παραγόντων σ’ Ινα σύστημα μέ συνοχή».1"
Δέν Ιπρεπε καί δέν έπιτρεπόταν νά γίνει άφορμή ή πρόκληση τοϋ Μπέρνσταΐν νά συνθηκολογήσουν μέ τήν έναλλακτική λύση πού πρόσφερε τό σύστημα του. Αντίθετα Ιπρεπε νά άποτελέσει τήν άφορμή νά άποκρουστοϋν βασικά συμπεράσματα του καί, άν αύτή ή άπόκρουση δέν ήταν άπλώς αύτοεπιβεβαίωση έναντίον μιάς ά- πρόσκλητης ένόχλησης, νά συνειδητοποιηθεί σέ ποιό βαθμό θά ήταν Αναγκαίο νά έπανεξεταστεΐ ή τακτική κι δ τρόπος σκέψης (τοϋ κινήματος). Ή είκόνα πού ίδωσε ό Μπέρνσταΐν Ιπρεπε νά
παρακινήσει σέ σκέψεις μήπως ot διαπιστώσεις του Αντανακλούσαν τήν πραγματικότητα κι Ακόμα μήπως μέ τήν Ακολουθούμενη τακτική συγκαλύπτονταν ή δχι τά συμπεράσματα πού Ιβγαιναν άπό διαπιστώσεις γενικά έπιτυχεΐς. Μιά παρόμοια άποδοχή τής πραγματικότητας θά μποροϋσε νά όδηγήσει στή διαπίστωση δτι δ ρεβιζιονισμός άκουμποϋσε τό δάχτυλο του σ’ Ινα σημείο πού πο- νοϋσε καί πού άναμφισβήτητα δημιουργήθηκ* Από μιά μόνιμη καί
201
Αδιάψευστη έπίδραση δχι συνειίητοποιοϋσε καί πρόβαλλε μιά τάση πού δέν άντικαθρεφτιζότανε σωστά ή καί καθόλου. Γι’ αύτό καί γιά τίς ύποδείξεις του άναφορικά μέ τό πόσο τά Αποτελέσματα αύτής τής τάσης, μαζί μέ άλλους παράλληλους παράγοντες, διέψευσαν τΙς άρχικές προσδοκίες τοΟ Μάρξ καί προσκόμισαν μιά νέα σύζευξη, πού θάπρεπε νά ύπολογίζεται στήν πολιτική τακτική, άξιζε νά τόν εύγνωμονοΟν. Στό σημείο πού άπό τή χαμηλή σημασία τών κρίσεων καί τή διεύρυνση τής περιόδου εύημερίας έβγαζε τό συμπέρασμα δτι ήτανε δυνατή μιά ειρηνική μετεξέλιξη στό σοσιαλισμό, θάπρεπε νά τοϋ άντιταχθεΐ πώς Αποδεχόμενος μιά έξέλιξη πού ρυθμίζεται άπό φυσικούς νόμους έπεφτε, κάτω άπό άλλα σήματα, στό Ιδιο λάθος, στό ντετερμινισμό πού έπέκρινε, μόνο πού σ’ αύτόν ή έξέλιξη δέν δδηγοϋσε στήν καταστροφή άλλά έτεινε στήν δριστική πραγματοποίηση τοϋ σκοποϋ. Αύτό πού Εγινε στήν πραγματικότητα καί προεξοφλούσε δλη τήν κατοπινή έξέλιξη τοϋ κόμματος, ήταν ή ύπεράσπιση (άπό τήν ήγεσία) ένός έπαναστατι- κά χρωματισμένου έξελικτισμοϋ καί ντετερμινισμού έναντίον ένός έξελικτισμοϋ τονισμένου λεγκαλιστικά. Ό Μπέρνσταϊν τοϋ τέλους τοϋ περασμένου αίώνα βρέθηκε στόν Κάρλ Κάουτσκυ τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης, δ δποίος τώρα, άντίθετα μέ τήν προηγούμενη άπό μέρους του ρητή καταδίκη τής συμμετοχής τών σοσιαλιστών στήν κυβέρνηση εύλογοϋσε τήν κυβέρνηση συνασπισμού σάν κανονική μορφή περάσματος άπό τό καθαρά άστικό στό καθαρά προλεταριακό κράτος.*®*
Στή σφαίρα δικαιοδοσίας τοϋ ντετερμινισμού καμιά πλευρά δέ βρήκε ένα συνεπή δρόμο πού νά μπορεΐ νά άποφύγει νά βρεθεί άν- τιμέτωπος μέ τό βραχυκύκλωμα τοΰ φαταλισμού μιΛς Ιστορικής άναγκαιότητας πού παρουσιάζεται δίχως τή σύμπραξη κανενός. Μέ τό δίκιο του βέβαια ό Μπέρνσταϊν ύπέδειχνε τΙς Αδυναμίες τοϋ έπαναστατισμοΰ, πού βρισκότανε σέ άντίφαση μέ τήν άσκούμενη πρακτική. Ταυτόχρονα δμως παράβλεπε δτι κι ό Ιδιος έπεφτε σ’ ένα παρόμοιο άδιέξοδο, πού έπιπλέον έρχότανε σέ άντίφαση μέ τόν άπό μέρους του τονισμό τής αύτοτέλειας τοΰ στοιχείου τής θέλησης, πού δέν προέρχεται άπό τήν Ιστορική άναγκαιότητα, άλλά δικαιολογεί τό σοσιαλισμό σάν ήθικό κυρίως αίτημα. ’Αλλά, δν ή θέληση δέν είναι άπλώς ένα δευτερεύον στοιχείο τών άντικειμενι- κών συνθηκών παρά κάτι Ισο μέ τόν έαυτό της, γιατί θά πρέπει τότε ή έπαναστατική θέληση νά άπωθηθεΐ άπό μιά ύποθετική είρη- νική άναγκαιότητα καί νά ξεφύγει άπό τό νόμιμο ρόλο της; Μιά άλλη άντίφαση στήν δποία μπλέχτηκε ό Μπέρνσταϊν ήταν δτι κα- ταπολε|ΐοϋσε τήν έννοια τοΰ σκοποϋ καί τήν έπίδραση του, πού ά- ποσποϋσε τό κόμμα άπό τήν καθημερινή πολιτική, καί σέ μιά δημόσια όμιλία του παραδέχτηκε πώς δ σοσιαλισμός «είναι ένα κομ
μάτι άπδ άλλον κόσμο» **1 καί δτι έξαιτίας τοΟ καντιανοϋ του χω- ρισμοϋ έπιστήμης καί ήθικής, τοϋ ΕΓναι καί τοϋ Πρέπει δέν μποροϋσε νά άποφύγει αύτδ τδ συμπέρασμα. Ωστόσο αύτές καί άλλες άντιφάσεις ποΰ ύπήρχαν στά λεγάμενα τοΟ Μπέρνσταΐν δέν ήταν δυνατδ νά έπικριθοϋν άρκετά καί πειστικά, γιατί μιά τέτοια κριτική Οά δδηγοϋσε πίσω στίς άδυναμίες τής άντίληψης πού έκπρο- σωποϋσε ή κομματική όρθοδοξία καί θά έμπάδιζε νά συνεχιστεί ή χρησιμοποίηση, μέ τή μορφή πού είχε γίνει άγαπητή, τών στοιχείων έκείνων πού μέ τδ δίκιο του έπέκρινε δ Μπέρνσταΐν. Γι’ αύτδ μόνο ύπδ δρους είναι σωστδ αύτδ πού διαπιστώνει δ ΜαρκοΟζε δτι δ Μπέρνσταΐν άντικατέστησε τήν κριτική διαλεκτική άντίλη- ψη τοϋ μαρξισμοΰ μέ μιά κομφορμιστική άποψη τοϋ νατουραλι- σμοϋ *°' καί τοϋτο γιατί τόσο άπδ τήν άντιπροσωπευόμενη άπ’ τδν Μπέρνσταΐν δσο κι άπδ τήν ύποστηριζόμενη άπδ τήν όρθοδοξία παραλλαγή τοϋ μαρξισμού έλειπε ή διαλεκτική ένσωμάτωση δλων τών ούσιαστικών παραγόντων σ’ Ινα συνολικό πανόραμα πού νά βρίσκεται στδ δψος τών άπαιτήσεων τής έποχής του. Καί ή προσπάθεια τοϋ Μπέρνσταΐν νά έκμηδενίσει τήν Ιννοια τοϋ σκοποϋ καί ή άπλώς γιά λόγους διακοσμητικούς διατήρηση τής ίννοιας τοϋ σκοποϋ στδν σκεπασμένο ρεβιζιονισμδ τής δρθοδοξίας στερούνταν λογικοϋ συντονισμοϋ, τούς Ιλλειπε ή συγκεκριμένη έναρμόνιση στίς μακροπρόθεσμες άπαιτήσεις τής κατάστασης.
Πιό κοντά σέ μιά τέτοια δλοκλήρωση δλων τών στοιχείων Ιφτα- σε ή Ρόζα Λούξεμπουργκ. Μπροστά στό ναυάγιο καί τήν άποτυχία πού σημείωσαν δλες ot πραγματοποιήσεις αύτής τής Ιδέας, πρέπει νά δωθεΐ περισσότερη προσοχή στή δυνατότητα πού άντι- προσώπευε τδ πρόσωπο καί ή άντίληψη της, κι αύτό, δχι μόνο γιά χάρη τής σωτηρίας τής τιμής μιίίς πιθανής λειτουργίας τοϋ σοσιαλισμού. Τό γεγονός δτι μιά δρισμένη λύση δέν κατόρθωσε νά έπιβληθεΐ, δέ σημαίνει, άπδ τήν άποψη βέβαια πού δέ θεωρεί τό ιστορικό άποτέλεσμα προκαθορισμένο άλλά τελικό σημείο έλεύθε- ρων άποφάσεων δτι μπορεΐ νά άποτελέσει έμπόδιο νά έννοηθεΐ ή λύση αύτή σάν πραγματική έναλλακτική δυνατότητα καί πιθανότητα πού παραμελήθηκε. Μέ τήν ϊδια αύτή Ιννοια μπορεΐ καί νά μήν εύσταθεϊ δ Ισχυρισμός δτι ήτανε δυνατό νά έπιβληθεΐ ή δτι Ιπρεπε νά δδηγήσει ύποχρεωτικά στήν έπιτυχία τοϋ σκοποϋ ή λύση πού άντιπροσώπευε ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, δπωσδήποτε δμως έπιβάλλεται νά άναγνωριστεΐ πώς σέ μεγαλύτερο βαθμό θά ήταν πραγματοποιήσιμη, άν ύποκειμενικοΐ λόγοι δέν είχαν ματαιώσει τήν έπιτυχία της. "Οχι μόνο αύτός πού θέλει νά άποφύγει τδ συμπέρασμα δτι μέ τό ρεπερτόριο πού παίχτηκε Ιστορικά είναι έξαν- τλημένες Ιστορικά καί ot Ιστορικές δυνατότητες τοΰ σοσιαλισμοϋ, άλλά καί κείνος πού δίχως δέσμευση άλλά καί δίχως προκατά
203
ληψη άπέναντι σ’ Ινα ντετερμινισμέ πού κορυφώνεται στή λατρεία τής έπιτυχίας, θέλει νά μείνει Ελεύθερος σ’ δλα τά συμπεράσματα, δέν μπορεί νά προσπεράσει μέ άδιαφορία τδ Ιργο καί τΙς Αντιλήψεις τής Ρόζας Λούξειιπουργκ. ’Αντίθετα ύπογρεώνεται άπδ τά ίδια τά πράγματα νά έξετάσει σέ ποιό βαθμδ ή άντίληψη της άπο- κατασταίνεται σάν χαμένη δυνατότητα άκριβώς στήν άποτυχία τδν δήθεν έπιτυχιών πού μιλοϋν κατά τής άντίληψης της. Βέβαια καί ή διχή της άντίληψη δέν είναι άπαλλαγμένη έντελώς άπδ τΙς ά- δυναμίες πού άναφέραμε χι αύτή είχε μιά φαταλιστική πλευρά, πού μέ τήν ύποτίμηση τοϋ ρόλου τής συνειδητής ήγεσίας χαΐ τήν ύπερεκτίμηση τής άξίας τοϋ αύθορμητισμοϋ τών μαζών συνετέλε- σε στό νά μείνει ή γερμανική έπανάσταση στδ πρώτο της στάδιο. Ό Ζήγκφρηντ Μάρκ, πού τδν Ιχουμε κιόλας άναφέρει, στή βαθιά μελέτη του γιά τά ρεύματα τή; γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας παρατηρεί δτι καί δ ριζοσπαστισμέ τής Ρόζας Λούξεμπουργκ δέν ήταν έντελώς άπαλλαγμένος άπδ τδ φαταλισμό. «Ένώ δ ρεφορμι- σμδς ήταν τοποθετημένος βολουνταριστικά άπέναντι στήν καθημερινή πολιτική καί φαταλιστικά άπέναντι στδν τελικδ σκοπό, δ ριζοσπαστισμός έξοικονομοϋσε δλη τήν Ινταση τής θέλησης του γιά τήν έπανάσταση καί, κάτω άπδ δρισμένες περιστάσεις, έγ- κατέλειπε τήν καθημερινή πολιτική στή μοίρα της»."* Ό Μάρκ έρεύνησε έπίσης τήν κοινή καταγωγή αύτών τών δυδ άποχρώσεων τοϋ φαταλισμοϋ. «Ό Ιστορικός ρεαλισμός είναι πού δημιουργεί τή δυνατότητα, δχι |ΐόνο νά παρουσιαστεί στδ σοσιαλισμό δ φαταλισμός σάν μιά ψυχολογική ύπόθεση άνενεργών Ιδιοσυγκρασιών, παρά άκόμα καί νά μπορεί, μέ μιά σκιά δικαίου, νά στηρίζεται σέ έπιστημονικά θεμέλια».*®4 'Ο Ιστορικός ρεαλισμός πού στδν Μάρκ είναι τδ συνώνυμο τοϋ στοιχείου πού έμεΐς δνομάζουμε ντετερινι- σαό, άποδείχτηκε δχι σάν Ιδανικό άνοιγμα στήν πραγματικότητα, άλλά κλείσιμο καί Απο|ΐάκρυνση άπ’ αύτή.
’Ανεξάρτητα, ωστόσο, άπδ τΙς άδυναμίες της ή θέση τής Ρόζας Λούξεμπουργκ άποτελοϋσε δχι μόνο μιά πετυχημένη σέ μεγάλη Ικταση άπάντηση στόν Μπέρνσταΐν, άλλά καί βασική πρόκληση στδ κέντρο. Μέ μιά κριτική ρήξη πρδς τΙς διαπιστώσεις καί τά συμπεράσματα τοϋ ρεβιζιονισμοϋ θά μποροϋσε τδ κέντρο νά ξεπε- ράσει τδν έαυτό του, νά άντιμετωπίσει σωστά τήν άοιστερή Αντιπολίτευση καί σύγχρονα νά ύπερνικήσει τΙς άδυναμίες της. Λύτδ πού στήν πραγματικότητα συνέβη δέν ήταν οδτε μιά δλοκλήρωση τών πολύτιμων συνεισφορών τών δύο κατευθύνσεων οδτε μιά Αντίστοιχη άπόρριψη τών λαθών τους, άλλά τδ ρίξιμο τής μιάς ένάντια στήν άλλη μέ άποτέλεσμα νά μείνει νικήτρια κι άκόμα νά βγει πιδ ένισχυμένη άπ’ τδν άγώνα ή ήγεσία (δίχως έννοεΐται νά προσφέρει ή νίκη της Ινα πραγματικό πλεονέκτημα στδ κίνημα) ή ά-
204
ριστερά νά ικανοποιηθεί μέ τήν τυπική καταδίκη τοϋ ρεβιζιονι- σμοϋ, χωρίς νά Εχει προχωρήσει ή ύπόθεση οδτε κατά Ενα βήμα. Έτσι παρουσιάστηκε μιά παράλυση δυνάμεων πού δέν έπέτρεψε νά όργανωθεΐ τό σοσιαλιστικό δυναμικό καί νά γίνει Ικανό νά παρεμβαίνει στά γεγονότα καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά τήν πραγματοποίηση τοϋ τελικοϋ σκοποϋ, άλλά τό διέλυσε καί τό Εκανε άνίκανο γιά δράση. "Αν Ετσι ή άλλοιώς ή διάσπαση τοϋ έργατικοΰ κινήματος ήταν τό άναπότρεπτο άποτέλεσμα αύτής τής κατάστασης άντιθέσεων πού κατέτρωγε τις δυνάμεις του, δπως δέχεται ό Κάρλ Σόρκε στή μελέτη του γιά τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία ’°1· τότε πρέπει πραγματικά νά λυπάται κανείς πού ή πολεμική κατάσταση κάλυψε καί δέν άφησε νάρθεΐ στήν έπιφά- νεια ή προβληματική πού έδώ σκιαγραφήσαμε καί πού ή προπολεμική κατάσταση δέν δδήγησε στή διάσπαση καί τό ξεκαθάρι- σμα τών θέσεων. Έ διάσπαση πού Εγινε σάν άποτέλεσμα τής προβληματικής τοϋ πολέμου φορτώθηκε τά Γδια έμπόδια καί δυσκολίες πού βρήκε καί ή γερμανική έπανάσταση πού ήρθε σάν Επακόλουθο τής ήττας στόν πόλεμο.
Τό γεγονός δτι ή διάσπαση ήτανε συνέπεια τοϋ πολέμου κι δχι τοϋ ξεκαθαρίσματος τών θέσεων μέ βάση τις άρχές, δηλαδή τής αύτογνωσίας πού άναπτύσσεται δίχως τήν παρέμβαση τής παγκόσμιας ιστορίας καί ή έπανάσταση τό έπακόλουθο, κι δχι ή αιτία τής στρατιωτικής ήττας δέν προστάτευσε καί τά δυό γεγονότα άπ’ τόν κίνδυνο νά γίνουν άντικείμενο ένός θρύλου πού έν πάση περιπτώσει έξυπηρετοϋσε όρισμένα συμφέροντα. Γιά νά μή φανεί πώς ή διάσπαση ήταν άποτέλεσμα τής βαριάς καί χρονολογουμέ- νης άπό παλιά άποτυχίας τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, παρουσιάστηκε άπό τούς ύπεύθυνους αύτής τής άποτυχίας σάν άποτέλεσμα τής όχτωβριανής έπανάστασης καί τής δράσης τοϋ ρωσι- κοϋ μπολσεβικισμοϋ, τή στιγμή πού τό πιό πολύ πού θά μποροϋσε κανείς νά ισχυριστεί είναι δτι σταθεροποιήθηκε καί όριστικοποιή- θηκε, άλλά δέν προκλήθηκε άπό τόν τελευταίο. "Οπως ό θρύλος γιά τήν μονόπλευρη εύθύνη τών Ρώσσων μπολσεβίκων καί τών Γερμανών κομμουνιστών γιά τή διάσπαση τοϋ έργατικοΰ κινήματος καί τήν άδυναμία τής άριστεράς πού ήταν τό άποτέλεσμα της έξυπηρετοϋσε τήν άνάγκη τής σοσιαλδημοκρατίας νά δικαιολογήσει τό δρόμο της Ετσι καί 6 θρύλος γιά τό πισώπλατο δολοφονικό χτύπημα πού σύνδενε τή στρατιωτική ήττα μέ τήν έπανάσταση μέ τόν ίδιο τρόπο πού ό συνηθισμένος άντικομμουνισμός σύνδενε τή γερμανική μέ τήν όχτωβριανή έπανάσταση, μπήκε στήν ύπηρεσία Εκείνων τών κοινωνικών δυνάμεων πού Εχτισαν τήν πολιτική τους πάνω στήν δλοκληρωτική άντιμπολσεβικική καουτσκυκή Ιδεολογία, καί άφοϋ τήν Επεξεργάστηκαν Εθνικά άφηνε πίσω της σάν
206
Απελπιστικά καθυστερημένο τδν Κάουτσκυ πού, παρά τά άντίθβ- τα ισχυρά ρεύματα τής έποχής, έμεινε τυφλά προσκολλημένος σ’ αύτή. Ά ν ή διάσπαση δέν ξεσποΟσε άπ’ άφορμή τδ ζήτημα τοϋ πολέμου, θά ήτανε δύσκολο νά τή χαρακτηρίσουν σάν έκτροχιασμό προσδιορισμένο άπδ τήν έποχή καί νά τή φορτώσουν στήν όχτω- βριανή έπανάσταση. Άλλά, σ’ αύτή τήν περίπτωση θά ήταν έπίσης δύσκολο νά ύποκύψουν «στούς φανταστικούς κινδύνους»,"* γιά τούς δποίους κάνει λόγο δ Έ ρ ιχ Ματτίας σέ συνάρτηση μέ τή συμπεριφορά τής σοσιαλδημοκρατίας άπέναντι στδ φόβητρο τοϋ μπολ- σεβικισμοϋ, δ τρίτος δρόμος, μιά άστική δημοκρατία, μιά κατάσταση άνάμεσα στή μίμηση τοϋ ρωσικοϋ παραδείγματος καί έκεί- νη πού άφηνε έλεύθερο τδ χώρο στίς άντεπαναστατικές δυνάμεις θά είχε έκ τών πραγμάτων περισσότερες πιθανότητες νά πραγματοποιηθεί κι άκόμα νά δώσει καί στή ρωσική έπανάσταση νέους παλμούς πού θά έμπόδιζαν τδν έκφυλισμό της.
Ή σχέση τής ρωσικής, πού πραγματώθηκε μέ έπιτυχία άλλά μέ τή διαλεκτική τής άπομονωμένης άποτυχίας ναυάγησε καί έκ- φυλίστηκε, μέ τή γερμανική έπανάσταση, πού δέν έχει καμιά πιθανότητα νά έξεταστεί μέ τή διαλεκτική τής άποτυχίας στήν έπιτυχία γιατί παρέδωσε τήν έξουσία άντί νά τήν κρατήσει καί νά τή διευρύνει, μπορεΐ νά έξεταστεί κάτω άπδ διάφορες άπόψεις καί παίζει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο σέ πολλές σχετικές £στο-' ρικές περιγραφές. Αύτή τή σχέση τήν παρουσιάζει μέ Ιδιαίτερα έντυπωσιακδ τρόπο δ Βάλτερ Τόρμιν στήν Ιστορία πού έγραψε γιά τδ κίνημα τών συμβουλίων. «Σ’ δποιον παρακολουθεί τήν πορεία τής έπανάστασης έπιβάλλεται σάν ύποχρεωτική μιά σύγκριση μέ τή ρωσική έπανάσταση τοϋ 1917. Μολονότι ή σύγκριση δέν είναι άπόλυτα σωστή, θά μποροϋσε νά πει κανείς δτι στή Γερμανία πέτυχε μόνο ή ψεβρουαριανή έπανάσταση (Νοέμβρης 1918). Άντίθετα ή όχτωβριανή έπανάσταση (Άνοιξη τοϋ 1919) άπέτυχε καί άνάγκασε τούς ήγέτες τής φεβρουαριανής νά προχωρήσουν τόσο πολύ πρός τά δεξιά, πού δημιουργήθηκε κίνδυνος γιά τΙς Ιδιες τΙς κατακτήσεις τους έξαιτίας τοϋ ξαναδυναμώματος τών παλιών κοινωνικών καί πολιτικών δυνάμεων. Νά τό ποϋμε άλλοιώτικα: Στή γερμανική έπανάσταση βρέθηκαν άντιμέτωπες δυό όμάδες άπό τΙς όποΖες ή μιά ήθελε νά δημιουργήσει δσο τό δυνατό γρηγορότερα καί στήν άνάγκη μέ τή βοήθεια μιάς δικτατορίας, μιά νέα έντελώς μορφή κράτους καί οίκονομίας δίχως ώστόσο νά έχει καί τή δυνατότητα νά πραγματοποιήσει τά σχέδια της. Ή άλλη δμάδα ήθελε νά έγκαταστήσει, προοδευτικά κι άπό τόν κοινοβουλευτικό δρόμο, μιά κοινωνική δημοκρατία καί γενικά στήν άρχή είχε τήν πιθανότητα νά έπιτύχει. ’Επειδή δμως ot δυό όμάδες πολεμούσαν μέ σφοδρότητα ή μιά τήν άλλη, τελικά δέν μπόρεσε καμιά νά πραγ
206
ματοποιήσει τίς έπιδιώξεις της. Άπό τόν άγώνα βγήκε ώφελημέ- νη μιά τρίτη όμάδα, οΐ έκπρόσωποι τοΟ παλιοί} συστήματος πού ήθελαν νά διατηρήσουν τήν κυριαρχία τους στό κράτος καί τήν Ιδιοκτησία τους στήν οΙκονομία. Στή Ρωσία ή νίκη τής όχτωβρια- νής έπανάστασης όδήγησε στή δικτατορία τής άκρας άριστεράς. Στή Γερμανία ή ήττα τής όχτωβριανής έπανάστασης όδήγησε σέ μιά κατάσταση πού πλησίαζε στήν παλινόρθωση καί κατέληξε στή δικτατορία τής άκρας δεξιάς. Καί στίς δυό χώρες δέ στάθηκε δυνατό νά βρεθεί Ινας τρίτος δρόμος. Τό καθήκον πού Ιβαλε ή ιστορία, νά στερεωθεί ή δημοκρατία μέ τήν Ικανοποίηση τών κοινωνικών άναγκών, δέν ίχει έκπληρωθεί μέχρι σήμερα Ικανοποιητικά».’"
Γενικά μπορεΐ νά συμφωνήσει κανείς μέ τήν άνάλυση τοΟ Τόρ- μιν στήν όποία δμως πρέπει νά προστεθεί κάτι άκόμα. "Οπως στή Γερμανία οί δυό δυνάμεις κατατρίβονταν στόν μεταξύ τους άγώνα καί άμοιβαία έμποδιζότανε νά Αναπτύξουν μιά ώφέλιμη δραστηριότητα καί στό διεθνές έπίπεδο παρουσιάστηκε μιά τό Ιδιο κανονική καί θλιβερά Αρνητική κατανομή ρόλων. Ή γερμανική καί ή ρωσική έπανάσταση δέ συμπλήρωσαν καί δέν προβίβασαν Ιστορικά ή μιά τήν Αλλη, Αλλά Αλληλοεξοντώθηκαν μέ Αποτέλεσμα δχι μόνο νά κυριαρχήσει στή Γερμανία, άλλά καί νά έρημώσει τόν κόσμο μέ τόν πόλεμο καί τήν καταστροφή ό έθνικοσοσιαλισμός, πού Αν καί οί ρίζες του δέν είχαν καταστραφεί τό 1918 δέ θά μπορού- σε ποτέ νά φτάσει στήν έξουσία δίχως τόν φανταστικό κίνδυνο τοΟ μπολσεβίκικο!) όλοκληρωτισμοΟ. Δέν είναι σωστό νά παίρνεται Αψήφιστα ή νά μειώνετι τό μερίδιο εύθύνης πού Ιχει ό ρωσικός μπολ- σεβικισμός καί δ γερμανικός κομμουνισμός, κάτω άπό τήν έξουσία τοΟ Στάλιν. "Αν στό κεφάλαιο αύτό ύπερτονίστηκε ή σημαντική άλλωστε ένοχή τής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, αύτό Ιγινε γιατί ή δικαιοσύνη Απαιτεί νά έξισωθεί αύτή ή κριτική, πού στή φιλολογία δέν έκφράστηκε έπαρκώς, μέ κείνη πού Ιχει άσκηθεί σέ βάρος τοΟ κομμουνισμοί}. Πέρα δμως άπό τά ζητήματα ένοχής καί τΙς κατηγορίες, πού ό ντετερμινιστής τά νιώθει σάν Απαιτητικά καί περιττά, ένώ δ Ιντετερμινιστής μόνο μέ προσοχή μπορεΐ νά τά πε- ριγράψει, ή ρωσική καί ή γερμανική έπανάσταση άπέδειξαν παραστατικά δτι ό μαρξιστικός λογαριασμός δέν καταστρώθηκε μέ τήν εύνοια τής άρχικής μαρξιστικής άντίληψης καί τοΟτο γιατί ύ- ποτιμήθηκε ή διάσταση πού ύπάρχει άνάμεσα στή μεταρρύθμιση καί τήν έπανάσταση καί ύπερτιμήθηκε ή δυνατότητα νά έναρμονι- στοΟν αύτόματα. Ό Μάρξ δέν είχε έκτιμήσει σωστά ούτε τόν πλειοδοτικό ρόλο τής έπαναστατικής θέλησης, στήν Ικταση πού παρουσιάστηκε στή Ρωσία, άλλά ούτε καί τήν άποκοιμιστική συνέπεια τών μεταρρυθμίσεων πού έμπόδισε τήν έπανάσταση. Καί Ακριβώς
207
έπειδή ol μαθητές του δέν έκαναν άρκετά γιά νά ξεπεράσουν τ6 δάσκαλο, άλλά άντίθετα φρόντιζαν νά βρουν σ’ αύτόν μιά έπιβε- βαίωση γιά μιά έξέλιξη πού Υπαγορευόταν άπό άλλους νόμους, αυτοί οί παράγοντες κατόρθωσαν νά έπηρεάσουν όλόκληρο τό σχέδιο. Ή όλοκλήρωση τών στοιχείων τής πραγματικότητας άπέτυχε στήν έκτέλεση καί διαλύθηκε οτά μέρη έκεΐνα πού στό μαρξιστικό σύστημα έζησαν πάντα μιά αύτόνομη δπαρξη, γιατί δέν είναι όρ- γανικά δεμένα μεταξύ τους. Έτσι, ή έπαναστατική θέληση βίασε τόν ιστορικό ντετερμινισμό, ένώ στά κόμματα πού έγιναν ρεφορμιστικά ό ντετερμινισμός έπνιξε τήν έπαναστατική φιλοδοξία.
Παρ’ δλα αύτά δέ θά ήτανε δυνατό αύτή ή άποσύνθεση τοΟ μαρξιστικού συστήματος στά στοιχεία του νά δδηγήσει σέ μιά τέτοια διαμόρφωση τής πραγματικότητας πού νά είναι σύμφωνη μέ τΙς μαρξιστικές προσδοκίες; Δέ θά μποροΟσε, άπό πολλούς δρόμους καί μέ χρησιμοποίηση τών στοιχείων τοΰ μαρξιστικού συστήματος, γιά μιά νέα ολοκλήρωση νά κατορθωθεί έλεύθερα αύτό πού δ Μάρξ φαντάστηκε σάν σύμπτωση τών στοιχείων στή φυσική τελείωση; Μιά άρνητική άπάντηση σ’ αύτό τό έρώτημα δέ θά σήμαινε μόνο δτι καταδικάζουμε τό μαρξισμό καί δλα τά ιστορικά έπιτεύγματα τοΟ σοσιαλισμοΟ, άλλά καί δτι δέν άφήνουμε άνοιχτή γιά τό μέλλον καμιά δυνατότητα νά πραγματοποιήσουμε μιά λογικότερη 6λο- κλήρωση καί νά χειραφετήσουμε τό σοσιαλισμό άπ’ τό μαρξισμό, στό βαθμό πού ό τελευταίος δέ βοηθά άλλά έμποδίζει τήν πραγματοποίηση του. Άντίθετα άν δέ θεωρούμε τή συνάρτηση άνάμεσα στό μαρξισμό καί τό σοσιαλισμό σάν άξεδιάλυτο Ιστορικό παράγοντα, άλλά παράλληλα δέν άποκλείσουμε τήν άναγνώριση δτι ό σοσιαλισμός δχι μόνο όφείλει πολλά στό μαρξισμό, μά καί συνεχίζει νά παίρνει άπ’ αύτόν δυνάμεις, παρά τό γεγονός τής διαφορετικότητας τών άντιλήψεων καί τών τοποθετημένων στό μαρξισμό προοπτικών πού όδηγοϋν στήν παραμόρφωση καί τήν άμορφοποίηση τής πραγματικότητας, εΓμαστε ύποχρεωμένοι δχι μόνο νά στρέψουμε τήν προσοχή μας σ’ δτι δέν έγινε, άλλά καί νά παραδεχτούμε δτι οί έλπίδες δέ μετατράπηκαν σέ πραγματικότητα έξαιτίας τοΟ ύποκειμενικοΟ παράγοντα καί έτσι νά παραμείνουμε Ελεύθεροι γιά τήν περίπτωση πού θά έπαναληφτεί αύτή ή δυνατότητα καί θά μδς προσφερθεΐ ή εύκαιρία νά «ξανακολλήσουμε» τά σπασμένα κομμάτια τοΟ διεθνούς σοσιαλισμοΟ, Έν πάση περιπτώσει τό *άξίωμα έλπίδα», δίχως τό όποιο είναι άδύνατη ή έπιδίωξη τοΟ σοσιαλισμοΟ, έπιτάσσει δχι μόνο νά έχουμε έμπιστοσύνη στίς κρυμμένες δυνατότητες, άλλά καί νά προετοιμάζουμε τΙς μελλοντικές καί άκόμα νά τΙς άνοίγουμ* τό δρόμο. Γιατί δτι δέν άναστέλλεται μέ Εοτορική άναγκαιότητα, δέν άποτυχαίνει έπίσης μέ άναγκαιότητα καί κατά συνέπεια δέν παύει νά είναι άντικείμενο τής θέλη
208
σης καί τής έλπίδας τοΰ άνθρώπου. "Οπως καί νά έχει τό πράγμα, είναι άνάγκη, γιά νά μποροϋμε νά θεωρήσουμε τό μαρξισμό καί νά τόν παραβάλλουμε μέ τήν Ιστορική πραγματικότητα, νά συγκροτήσουμε στό μυαλό μας δτι στό μαρξισμό ύποτιμήθηκαν τόσο ή δυνατότητα τοΰ ύποκειμενικοϋ παράγοντα νά ύπερκαλύψει τΙς έλ- λείψεις τής Αντικειμενικής κατάστασης δσο καί ή δυνατότητα νά Αποκοιμηθεί καί νά παραλύσει ό ύποκειμενικός παράγοντας άπό τΙς συνθήκες, πού ένώ καθ’ έαυτές είναι ώριμες γιά τήν έπανάσταση, άκριβώς γι’ αύτό τό λόγο χρειάζονται τδν ένεργό παράγοντα τής μετατροπής τους. «Ό μαρξισμός», πού ίπρεπε νά έν- νοηθεΐ δχι άπλώς σάν μέθοδος, άλλά σάν συστηματική σύλληψη τής πραγματικότητας καί σάν άλάθητη καθοδήγηση γιά τήν άλ- λαγή της, Αντιπροσώπευε τή λογική άνάλυση τοΰ κοινωνικοκριτι- κοΰ εύρήματος στήν ένότητα του μέ τή θεωρούμενη σάν αύτονόητο παράγωγο τών άντικειμενικών συνθηκών έπαναστατική θέληση, δίχως ώστόσο καί νά άντανακλά έπαρκώς τΙς δυνατότητες πού ύπάρχουν σ’ αύτόν τόν παράγοντα νά παρεκκλίνει καί έξουδετερώ- νει τή διάταξη τών δρων. Στό βαθμό πού ό μαρξισμός έννοοΰσε τήν ιστορική άναγκαιότητα δχι μόνο σάν ένα δρισμένο μέγεθος, άλλά καί σάν πραγματικότητα πού παρουσιάζεται μέ άνέκλητη βεβαιότητα, συνέβαλε σέ μιά έξέλιξη πού δέν έπέτρεψε στήν έπιθυμητή έπαναστατική έπιτυχία νά κάνει τήν έμφάνιση της, οδτε σάν αύ- τόματο, συνοδό άποτέλεσμα τοΰ κοινωνικοϋ προτσές, οδτε σάν δυνατότητα έλεύθερα έπιλεγμένη. Τό παράδοξο άποτέλεσμα πού μδς δίνει ή άντιπαράθεση τής Ιστορικής πραγματικότητας μέ τΙς προσδοκίες πού καλλιέργησε τό μαρξιστικό σύστημα, φαίνεται νά συνί- σταται λοιπόν στό γεγονός δτι ή ένότητα άντικειμενικών συνθηκών καί έπαναστατικής θέλησης πού έπιδιώχτηκε άπό τόν Μάρξ ματαιώθηκε άκριβώς γιά τό λόγο δτι αίτήθηκε σάν ένότητα σέ πρώτο πλάνο καί Ιτσι μέ τό άδιάσπαστο τής σύνδεσης συνθηκών καί έπαναστατικής θέλησης έμποδίστηκε ή αύτόνομη έξέλιξη τής λογικής άνάλυσης καί τής έπαναστατικής θέλησης καί ή διαρκής Αντιπαραβολή τους μέ σκοπό τή σύμπτωση. Ή λογική άνάλυση καί ή έπαναστατική θέληση παρακολουθήθηκαν ή μιά ϊπειτα άπό τήν άλλη, δχι μέ σκοπό νά κατακτηθοΰν καί νά χρησιμοποιηθούν Ιναντι τών δυνατοτήτων, άλλά γιά νά έγκαταλειφθοΰν ή μιά έπειτα άπό τήν άλλη. Ή συνειδητή διάλυση τών δυό παραγόντων καί ή άπόδοση τής αύτονομίας τους σ’ αύτούς θά μεγάλωνε άκόμα πιό πολύ τή δυνατότητα νά συμπέσουν, άπ’ δσο μιά προκαθορισμένη καί προεξοφλούμενη άρμονία τους, πού περισσότερο χλεύαζε τό καθήκον πού επρεπε νά έκπληρωθεί, παρά αύτό πού πραγματοποι- ήθηκε κιόλας άπ’ τό σύστημα. Μέ τήν Ιννοια τής διάκρισης πού Ικανέ δ Ρόμπερτ Μέρτον, ή ένότητα θεωρίας καί πράξης άποδεί-
χΐηκε περισσότερο σάν αύτοκαταστροφή, παρά σάν ικανοποιητική προφητεία.*08 Μιά άντίληψη που δέ θά εύνοούσε τό σοσιαλισμό σάν σταθερό, άπό άποψη περιεχομένου, μέγεθος, άλλά οδτβ θά ήτανβ διαποτισμένη άπό τήν πίστη στή βέβαιη έμφάνιση του, θά είχε περισσότερες πιθανότητες νά πετύχει τούς σκοπούς πού θεωρεί άπλώς σάν δυνατότητες, άπό μιά παράσταση πού λικνίζεται στήν άπατηλή βεβαιότητα τού άναπότρεπτου.
Δέν είναι σωστό οί Ιδέες πού άναπτύχθηκαν σ’ αύτό τό κεφάλαιο, νά δημιουργήσουν τήν έντύπωση δτι θά ήταν άρκετή ή σύνδεση τής γερμανικής μέ τή ρωσική έπανάσταση γιά νά έξασφα- λιστεϊ ή νίκη τοϋ σοσιαλισμού σέ παγκόσμια κλίμακα ή καί μόνο στήν Εύρώπη, μολονότι μιά τέτοια σύνδεση θά ώρίμαζε σίγουρα ά- πρόβλεπτες συνέπειες, γιά τΙς όποιες έπιβάλλεται μιά άναδρομική θεώρηση, μέ σκοπό νά βρεθεί τό χαμένο άρχιμηδικό σημείο ξεκινήματος γιά τήν πορεία σ’ Ιναν τρίτο δρόμο. ’Αλλά άκόμα κι δταν ξεκινήσουμε τή σκέψη μας μέ τήν αισιόδοξη προϋπόθεση πώς ήτανε δυνατή καί θά είχε λειτουργήσει μιά άμοιβαία προαγωγή τών δυό έπαναστάσεων, μειώνουμε βέβαια τΙς πιθανότητες μι&ς Ιστορικής έπιτυχίας τοΟ φασισμού στήν κεντρική Εύρώπη, άλλά δέν κάνουμε μ’ οϋΐτό καθόλου βέβαιη τή νίκη ένός σοσιαλισμού τού τρίτου δρόμου. Γιά νά γίνει αύτή ή σύνδεση άφετηρία ένός τρίτου δρόμου πού νά δδηγεϊ στόν Ιδιο σκοπό, ήταν άνάγκη νά ύπάρξουν κι άλλες συμπληρωματικές προϋποθέσεις. 'Οπωσδήποτε δμως ή σύνδεση τής ρωσικής μέ τή γερμανική έπανάσταση θά δημιουργούσε Ινα κέντρο δύναμης πού θά πρόσφερε πολύ εύνοίκότερους δρους γιά τήν πραγματοποίηση τών σοσιαλιστικών Ιδεών σέ παγκόσμια κλίμακα.
Ά ν άφήσουμε στήν άκρη αύτό τό ύποθετικό ξεσκέπασμα αύτής τής χαμένης δυνατότητας, σκοπός τών δσων είπώθηκαν μέχρις έδώ ήτανε νά δείξουν στό γερμανικό παράδειγμα, πού δέν άφορδ μόνο τή Γερμανία, μέ σαφήνεια καί έγκυρότητα, δτι ή άνεξέλεγκτη κυριαρχία ρεβιζιονιστικών τάσεων στά σοσιαλιστικά κόμματα πού δρούσαν στίς καπιταλιστικές χώρες προετοίμασε τό Ιδαφος γιά τό χάσιμο άπ’ τό έργατικό κίνημα τής Ιστορικής δυνατότητας καί μαζί μέ άλλους παράγοντες πού θά σχολιαστούν παρακάτω κατέστρεψε τή δυνατότητα νά χρησιμοποιηθούν ot μεγάλοι ιστορικοί τραν- ταγμοί γιά τό μετασχηματισμό τής καπιταλιστικής κοινωνίας μέ Ιννοια σοσιαλιστική.
210
Κεφάλαιο 4
ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ
θεωρία καί πράξη τοΟ άναρχισμοΟ συμμερίστηκαν ιστορικά τή μοίρα τής ούτοπίας καί τών Εκπροσώπων της' βχι μόνο άπωθή&η- καν στή σκιά, άλλά καί συκοφαντήθηκαν σάν παραφροσύνη καί παραλογισμός άπό τόν περισσότερο πετυχημένο μαρξισμό. Άπό τήν πλευρά του 6 μαρξισμός, μ’ ένα είδος Υπεραπλουστευμένης διαδικασίας, έξίσωσε τόν άναρχισμό μέ τΙς παραφυάδες μιάς ζύμωσης καί προπαγάνδας τής πράξης, πράγμα πού μόνο μερικά μπορεί νά καταλογιστεί στό θεωρητικό άναρχισμό. Ό πολιτικός μαρξισμός πού άκόμα δροϋσε μέ τό συναίσθημα τής ύπεροχής δίχως νά τόν βαραίνει ή μεταγενέστερη άμφισβήτηση της, κοιτοΟσε άπό ψηλά κι δχι άπλώς μέ περιφρόνηση καί είρωνία τούς Εκπρόσωπους τοΟ άναρχισμοΟ. Στήν περίπτωση τών άναρχικών, πού ήταν πραγματικοί άνταγωνιστές, πέρα άπό τήν πνευματική Υποτίμηση ή όποία Επιφυλασσόταν στους ούτοπικούς σοσιαλιστές, προστέθηκε καί ή μανία αύτών πού Εβλεπαν νά άπειλεΐται ή άξίωση τους στό μονοπώλιο τής κοινωνικής έπανάστασης δχι μόνο θεωρητικά, άλλά καί στήν πρακτική πολιτική. Οί ούτοπικοΐ σοσιαλιστές δέν ήταν δλοι άναρχικοί, άλλά Εν μέρει όπαδοί μιάς γενικά αύστηρής τάξης κυριαρχίας. Άντίθετα ήτανε δυνατό δλοι οί άναρχικοί νά σημαδευ- τοΟν καί νά άποκηρυχτοΰν σάν ούτοπιστές, Επειδή ή τακτική πού συμβούλευαν όδηγοΟσε κατά τούς μαρξιστές στό χάος, τήν ήττα καί τήν καταστροφή.
Στό στρατόπεδο πάλι τών άντιπάλων τοΟ σοσιαλισμοΟ 6 άναρχι- σμός είχε κακή φήμη γιά άλλους λόγους. Τόν Ενιωθαν σάν πιό άμεση καί ριζική άπειλή τών θέσεων τους άπ’ δσο τό μαρξισμό πού δροΟσε, τουλάχιστο άπό τήν άποψη τής μεθόδου, σ’ Ενα έλεγχόμε- νο άγωνιστικό πεδίο μέ όρισμένους τούς κανόνες τοΟ παιχνιδιοΟ. Τό γεγονός δτι τούς ήταν πιό εύκολο νά παγιδέψουν τόν άναρχισμό καί νά ξεμπερδέψουν μαζί του μέ άστυνομικές μεθόδους, τούς διευκόλυνε νά συκοφαντοΟν σάν άναρχικό όλόκληρο τό Εργατικό κίνημα. 'Ωστόσο τό τακτικό πλεονέκτημα πού πρόσφερε στούς Εκπρόσωπους τών κυρίαρχων τάξεων αύτό τό γεγονός, δέν είναι έναντίον τοΟ άναρχισμοΟ, άλλά Ενισχύει τήν άποψη δτι ό άναρχισμός Εκτι- μήθηκε άπό τήν άρχουσα τάξη σάν ό άληθινός κίνδυνος, πού πα
211
ραμονεύει άκόμα καί πίσω άπό τήν πρόσοψη το'Ο μαρξισμοΰ. '0 δηλωμένος Αναρχισμός έγινε τό σύμβολο κι ό Αποδιοπομπαίος τράγος δλου τοΰ έργατικοϋ κινήματος πού τότε άρχιζε τήν Ιστορική του πορεία.
Έτσι ό Αναρχισμός καταδικάστηκε τόσο άπό τούς μαρξιστές, δσο κι Από τούς Αντίπαλους τοΰ σοσιαλισμοϋ σάν ή πεμπτουσία τοΰ κακού καί τοΰ παράλογου. Οί μαρξιστές είδαν στόν Αναρχισμό μόνο τόν ένοχλητικό Ανταγωνιστή, ενα κίνημα πού προμήθευε στίς κυρίαρχες τάξεις προφάσεις γιά έπέμβαση. Οί έκπρόσωποι τοΰ ά- σισμοΰ πιάστηκαν Απ’ αύτό τό Αρνητικό στοιχείο καί χτυποΰσαν τό σαμάρι ένώ είχαν στό νοΰ τους τό γάιδαρο. Μόνο άφοΰ Εσβησε ό Απόηχος αύτών τών Αντιδράσεων καί μέ τή βοήθεια ένός ώριμότε- ρου έμπειρικοΰ ύλικοΰ είναι δυνατό νά δοΰμε πέρα άπό τίς κατηγορίες πού τοΰ Αποδώθηκαν Από καθορισμένα συμφέροντα, νά Αποδώσουμε δικαιοσύνη στόν Αναρχισμό, νά έξετάσουμε άν πραγματικά αύτή ή Ιδεολογική κατεύθυνση είναι ένα μίγμα άπό παραλο- γισμούς καί κακουργήματα, δπως πιστεύτηκε πάντα. Τό ιστορικό φυλλορρόημα τοΰ μαρξισμού καί ή πτώση του άπό τό βάθρο τοΰ Αλάθητου, δπου τόν τοποθέτησε ή έμπιστοσύνη τών όπαδών του, δημιούργησαν γιά πρώτη φορά τίς προϋποθέσεις γιά μιά έντιμότε- ρη κρίση τοΰ Αναρχισμού καί τό σεβασμό τών στοιχείων πού ύπάρχουν σ’ αύτόν. Ά ν δέν έφαρμόζεται μόνο πάνω στίς Αντιπαθείς παρεκλίσεις, Αλλά ισχύει καί γιά τό μαρξισμό ή βασική Αρχή τής εύθύνης πού φέρνει μιά ιδεολογία γιά τίς Ιστορικές συνέπειες πού προκαλεΐ, τότε ή κρίση μας γιά τόν άναρχισμό δέν μπορεΐ πιά νά είναι ή Απόφαση γιά Αναξιότητα πού έβγαλε έναντίον του. ένα μονόπλευρο ποινικό δικαστήριο καί οί διαστάσεις τής ένοχής τοΰ ά- ναρχισμοΰ εκμηδενίζονται μπροστά στίς εύθύνες τοΰ μαρξισμού. Ή μικρότερη ίστορική έπιτυχία γίνεται γι’ αύτόν ήθικό πλεονέκτημα. Ά ν παραμεριστεί γενικά ή σχέση πρός τήν πράξη καί ή ίστορική ένοχή πού Αθέλητα προκλήθηκε, θά φτάσουμε σ’ ένα ισοζύγιο καλύτερα ύπολογισμένο. Τότε θά δοΰμε δτι τά πνευματικά έργα τοΰ άναοχισμοΰ είναι βέβαια λιγότερο περιεκτικά καί προκαλοΰν μικρότερη έντύπωση άπό τά Ιργα τοΰ μαρξισμοΰ, δμως, άπό τήν άποψη τής ρεαλιστικής έκτίμησης τών ιστορικών φαινομένων καί τών τάσεων τής έξέλιξης, δέν Ιχουν κανένα λόγο νά φοβοΰνται μιά άντιπαράσταση μέ τό μαρξισμό σέ δλα τά σημεία.
Μιά συγκριτική θεώρηση τών συνεπειών πού είχε ή διαφορετική σπουδαιότητα τής θεωρίας στόν Αναρχισμό καί τό μαρξισμό, κά- νει δλοφάνερο δτι άκριβώς ή άδιαφιλονείκητη έναντι τοΰ Αναρχικού ύπεροχή τού μαρξιστικού κόσμου τών ιδεών, Αποτελοϋσε κιόλας πηγή κινδύνων γιά τό μαρξισμό, καθώς καί τήν ίστορική μοίρα τοΰ σοσιαλισμοϋ, ένώ δ άναρχισμός κάλυψε τή θεωρητική του
212
κατωτερότητα μέ μιά Ακριβέστερη γνώση τών ίρίων άπόδοσης τής θεωρίας σέ έπαναστατική θέληση γιά τό σοσιαλισμό καί ϊτσι με- τατράπηκε σέ ύγιά σκέψη πού διαφυλάσσει τήν άρετή. Στά πρώτα κιόλας στοιχεία θεώρησης τής κοινωνίας καί τής Ιστορίας τοΟ Μπακούνιν, πνευματικοϋ καί πολιτικοϋ πατέρα τοΟ συλλογικοϋ ά- ναρχισμοΟ, πού διαφέρει άπό τόν άναρχισμό ένός Μάξ Στίρνερ μέ τή λατρεία του τής Ατομικότητας, τόσο δσο κι δ μαρξισμός άπό τόν ούτοπικό σοσιαλισμό, βρίσκουμε μιά περισσότερο συγκεκριμένη άν- τανάκλαση τοϋ δυΐσμοϋ πού διαποτίζει καί τδ μαρξιστικό σύστημα καί πού δέν δμολόγησαν ποτέ μέ τέτοια σαφήνεια ot Μάρξ καί "Ενγκελς, δηλαδή τοϋ δυΐσμοϋ γνο'>σης καί έπαναστατικής θέλησης. 'II ίκανότητα τοϋ «σκέπτεσθαι» καί ή Ικανότητα ή ή άνάγκη τοϋ «Αγανακτεΐν»1 κρατήθηκαν αύστηρά διαχωρισμένες άπό τδν Μπακούνιν, άν κι αύτός δέν Αρνήθηκε γενικά τή δυνατότητα μιδς προοδευτικής σύμπραξης αύτών τών παραγόντων στή διαδρομή τής ιστορίας, άλλά άντίθετα προσπάθησε ν’ Αποδείξει τήν άρνητική δύναμη σάν κινητήρια δύναμη τής θετικής έξέλιξης τής άνθρώ- πινης «ζωτικότητας» καί μάλιστα άποτόλμησε τόν Ισχυρισμό δτι οί παράγοντες αυτοί είναι πού δημιούργησαν τό κάθε τι πού στόν «άνθρωπο άποτελεΐ ειδικά τό Ανθρώπινο».’ Ένώ δ Μάρξ ήθελε νά θεμελιώσει έπιστημονικά τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης καί νά έτυμολογήσει τή δράση άπό τήν άντανάκλαση, ό Μπακούνιν, δίχως νά ύποτιμδ καθόλου τή συμβολή τής έπιστήμης, ήτανε σαφώς ύπέρ τής προτεραιότητας τής θέλησης άπέναντι στή γνώση. «Αύτό λοιπόν πού διακηρύσσιο είναι ίσαμε Ιναν όρισμένο βαθ|ΐΐ ή Αγανάκτηση τής ζωής κατά τής έπιστήμης ή καλύτερα κατά τής κυριαρχίας τής έπιστήμης, κι αύτό δχι γιά νά τήν καταστρέψω, κάτι τέτοιο θά ήταν έγκλημα κατά τής άνθρωπότητας, άλλά γιά νά καθορίσω μιά γιά πάντα τή θέση της, πού δέ θά πρέπει ποτέ νά τήν έγκαταλείψει ξανά».* *0 Μπακούνιν δέν παρέλειψε νά ύπο- δείξει τούς κινδύνουΰ καί νά έκφράσει τή γνώμη του σχετικά μέ τίς έπιδράσεις πού θά είχε ή άπαίτηση τής μοναδικά σωστής, τής άπόλυτης θεωρίας καί νά πει δτι «ή λεγόμενη άπόλυτη θεωρία δέ θά είναι τίποτε άλλο άπό τό δεσποτισμό πού άσκεΐ ή σκέψη τών λίγων πάνω στή σκέψη τδν πολλών, άπό Ινα θεωρητικό δεσποτι- σμό πού δέ θ’ Αργήσει νά μετατραπεΐ σέ πρακτικό δεσποτισμό καί έκμετάλλευση».*
Μά ό Μπακούνιν είχί καθαρή γνώμη δχι |ΐόνο γιά τΙς πρακτικές έπιδράσεις αύτής τής Απαίτησης, πού τοϋ άντιπαρατασσόταν στό πρόσωπο καί μέ τήν αυθεντία τοϋ Κάρλ Μάρξ, άλλά καί γιά τήν έσωτερική της όλ'.σθηρότητα. Κατά τόν Μπακούνιν, ή άνα- στροφή τής φυσικής έσωτερικής συνάρτησης γνώσης καί θέλησης ήταν Ινας βιασμός τής πραγματικότητας πού έκφυλίζεται σέ κα-
213
ταναγκασμδ καί Αφαίρεση άπδ τήν πραγματικότητα, ή όποία πάν* τα άφήνει Ανοιχτές διάφορες δυνατότητες γιά δποια άπόφαση. «Μόνο ή ζωή δημιουργεί Ελεύθερα τά πράγματα καί κάθε πραγματική ούσία. Ή Επιστήμη δέ δημιουργεί, παρά μόνο διαπιστώνει χαΐ γνωρίζει τά δημιουργήματα τής ζωής καί κάθε φορά πού ot δνθρωποι τής Επιστήμης Εγκαταλείποντας τδν άφηρημένο τους κόσμο, Ανακατεύονται στή ζωντανή δημιουργία, στδν πραγματικό κόσμο, δλα δσα προτείνουν ή δημιουργοϋν είναι φτωχά, γελοία, άφη- ρημένα, δίχως αίμα καί ζωή. νεκρά γεννήματα ϊδια μέ τδν τεχνητά κατασκευασμένο άπ’ τδν Βάγκνερ, τδ σχολαστικό μαθητή τοϋ Αθάνατου δόκτορα Φάουστ Ανθρωπο. Ά π ’ αύτδ συμπεραίνεται πώς τδ μοναδικό καθήκον τής Επιστήμης εΤναι νά φωτίζει τή ζωή κι 6- χι νά τήν κατευθύνει».*
Ό Μπακούνιν Αναγνώριζε πώς ή Επιστήμη εΤναι Απαραίτητη γιά τήν πρόοδο τοϋ Ανθρώπου δμως γιά νά μπορεί νά παρέχει τήν Εμμεση συνεισφορά της στήν τελειοποίηση τοϋ Ατόμου καί τής κοινωνίας σάν Ενα μόνιμο κι δχι κλειστδ προτσές χρειαζότανε νά βρίσκεται ή ϊδια κάτω Απδ διαοκή Ελεγχο καί νά Επανεξετάζει τ* Αποτελέσματα της. Ήτανε βέβαιος «δτι ή Επιστήμη θεμελιώνεται βασικά στή συνένωση σύγχρονων καί περασμένων Εμπειριών πού ύποτάσσονται πΑντα σ’ Ιναν Αμοιβαίο Ελεγχο. Δέν εΤναι δυνατδ νά φανταστεί κανείς δημοκρατικότερη βΑση Απ’ αότή».* Ό Μπακούνιν δέν εΤ·/ε καμιά διάθεση νά κατεβάσει Απ’ τδ θρόνο τους τΙς ΰ- πάργουσες αύθεντίες γιά νά τΙς άντικαταστήσει μέ μιά ν?α, δχι λι- γότερο Απόλυτη, πού μάλιστα ώς πρδς τΙς Απαιτήσεις της ξεπερ- νοϋσε κάθε προηγούμενη. ’Αναγνώριζε τή διπλή Αντίφαση πού βρίσκεται στήν Εννοια μιάς Απόλυτης αδθεντίας τής Επιστήμης. Έ λεγε δτι μιά Επιστήμη, πού εόνοεΤται κατ’ αι’τδν τδν τοόπο, μέ τήν Αξίωση τής Επιστημονικής αότογνωσίας, πέφτει στήν Αντίφαση, Απδ τδ £να μέρο:. νά μένει μόνιμα στδ δρόμο, προσωρινή καί Ατελής κι Απδ τδ Αλλο, νά γίνει δργανο τών προσωπικών Επιδιώξεων Εκείνων πού διαχειρίζονται τά Επιστημονικά Αποτελέσματα. Όσο πρόθυμος ήτανε νά Αναγνωρίσει τδ γνωστικδ προβΑδισμα τών εΐ- δικών καί μέ τή κατανομή τής Εργασίας νά τδ κάνει ώφέλιμο στά πλαίσια τής κοινωνίας, τόσο λιγότερο ήθελε νά συμβιβαστεί μέ μιά άλαζονική «πανικανότητα». Έ να τέτοιο πράγμα τδ θεωροϋσε κήρυξη πολέμου κατά τής Ανεξαρτησίας καί Ελευθερίας τοϋ άνθρώπου, πού Απδ λόγους Αρχής Επρεπε νά διαφυλαχτοϋν. «Υποκλίνομαι μπροστά στήν αόθεντία τών είδικών, γιατί αύτδ μοΰ Επιβάλλεται άπδ τήν ϊδια μου τή λογική. Έ χω συνείδηση δτι μόνο Ενα πολύ μικρό μέρος τής Ανθρώπινης Επιστήμης μπορώ νά συλλάβω σ’ δλες τΙς λεπτομέρειες καί τΙς θετικές άναπτύξεις. Πιστεύω πώς καί ή πιδ μεγάλη διάνοια δέ φτάνει γιά νά τά συλλάβ?ι δλα κι
214
άπ’ αύτδ συμπεραίνω πώς καί γιά τήν έπιστήμη είναι Απαραίτητη, δπως καί γιά τή βιομηχανία ή κατανομή τής Ιργασίας καί ή συνένωση. Παίρνω καί δίνω, αύτδ είναι ή Ανθρώπινη ζωή. Καθένας μέ τή σειρά του είναι αύθεντία πού διευθύνει ή διευθύνεται. Δέν ύπάρχει λοιπδν μιά μόνιμη καί σταθερή αύθεντία, παρά μιά σταθερή Ιναλλαγή στήν αύθεντία, μιά άνοδος καί Ινας ύποβιβα- σμδς πού είναι μεταβατικός καί κυρίως έθελοντικδς. Αύτή ή αΙτία μοϋ' Απαγορεύει νά Αναγνωρίσω μιά σταθερή, μόνιμη καϊ γενική αύθεντία, γιατί δέν μπορεΤ νά ύπάρξει Ινας τόσο τέλειος δνθρωπος, πού νά είναι σέ θέση νά συλλάβει, μ’ Ικεΐνον τδν Απαραίτητο πλοΟ- το σέ λεπτομέρειες, δίχως τΙς δποΐες δέν είναι δυνατή ή έφαρμο- γή τής Ιπιστήμης στή ζωή, δλες τίς έπιστήιιες, δλους τούς κλάδους τής κοινωνικής ζωής. ’Αλλά κι άν άκόμα θά ήτανε δυνατδ νά πραγματοποιηθεί μιά τέτοια γενικότητα γνώσεων στδ πρόσωπο ένδς Ανθρώπου, κι δν αύτδς ήθελε νά χρησιμοποιήσει τΙς γνώσειζ του γιά νά μάς ΙπιβΑλλει τήν αύθεντία του, θδπρεπε νά διωγτεΐ Απδ τήν κοινωνία, γιατί Αναπόφευκτα ή αύθεντία του θά ύποβι- βάσει τούς άλλους στή σκλαβιά καί τήν πνευματική Αναπηρία».’
Στή συνέχεια δ Μπακούνιν παρουσιάζεται σάν πολιτικδε συνήγορος τοϋ «προτεσταντικοϋ άξιώματοο.' πού δέν Αναγνωρίζει σέ καμιά αύθεντία τδ δικαίωμα νά ύποσκελίσει τδ δτοιιο καί ύποχρεω- τικά νά τοϋ καθορίζει αύτή τδν Αστααάτητο δρόμο πρδς τήν τελειότητα. «’Αναγνωρίζουμε τήν Απαραίτητη αύθεντία τής Ιπιστή- μης, Αλλά Αρνούμαστε τδ Αλάθητο καί τήν καθολικότητα τών Ικ- προσώπων τής Ιπιστήμης. Στήν Ικκλησία μας ϊγουμε ιιιά κεφαλή, Ιναν Αφανή Χριστό, τήν Ιπισίήμη κι δπως οί προτεστάντες. ιιάλι- στα μέ περισσότερη συνέπεια άπδ τούς ποοτεστάντει:, δέν Ανεχόμαστε σ’ αύτή οδτε Πάπα, οδτε Συνόδους, οδτε κογκλΑβια Αλάθητων καρδιναλίων, οδτε Ιπισκόπους καί Ακόμα οδτε παπάδες. Ό "Χριστός” ινας λοιπδν θά μείνει αΙώνια μισοτελειωιιένος».*
Οί έπιφυλάξεις τοϋ Μπακούνιν μποροϋν νά ΙκτιμηθοΟν σωστά μόνο μπροστά στήν Ιστορική Ιμπειρία καί τήν καθιερωμένη πραγματικότητα τής κυριαρχίας Ινδς μαρξισμοΰ - λενινισμοϋ πού ΑσκεΤ πνευματική καί πολιτική έξουσία στδ δνομα τής έπιστήμη:. δίχο)ς νά ι^πάγετα». στδ δημοκρατικό Ιλεγγο πού αύτδς θεωροϋσ? Απαραίτητο. *0 Μπακούνιν ήταν πολύ μακριά Απδ κείνη τήν Απλοϊκή πεποίθηση στήν αύτόματη οίκογένεια σοσιαλιστικής παραγωγής καί πνευματικής έλευθερίας, πεποίθηση πού κατά τδ τέλο; τοϋ αίώνα δ Κάουτσκυ τήν έξέφρασε σ’ αύτδ τδ άπλδ σχήμα: «Κοιιιιουνισιιδς στήν ύλική παραγωγή, Αναργίσιιδς στήν πνευματική. Αύτδς είναι δ τύπος ένός σοσιαλιστικοϋ τοόπου παραγωγές πού Αναπτύσσεται Απδ τήν κυριαργία τοϋ προλεταριΑτου, μέ άλλα λόγια. Απδ τήν κοινωνική έπανάσταση, τή λογική τής οίκονομικής πραγματικό
215
τητας πού πάντα πρέπει νά είναι οί έπιθυμίες, οί έπιδιώξεις καί οί θεωρίες τοϋ προλεταριάτου».10
"Οπως καί νά Εχει τό πράγμα ιστορικά δέ λειτούργησε ό αύτο- ματισμός πού δεχότανε δ Κάουτσκυ καί, άν παραβλέψουμε τούς ιδιαίτερους δρους καί έπιβαρύνσεις κάτω άπό τούς όποίους έπιχει- ρήθηκε τό μπολσεβίκικο πείραμα, φαίνεται πώς είναι προβληματικός. Μά δσο λάθος θά ήταν άν άπ’ τό γεγονός δτι σέ μιά σοσιαλιστική χώρα ύπάρχει άνελευθερία στήν περιοχή τής έπιστήμης βγεϊ αύτόματα τό συμπέρασμα γιά τήν ύπαρξη άνελευθερίας καί στίς άλλες περιοχές τής ζωής καί νά μήν άναγνωριστεΤ καμιά δυνατότητα πνευματικής έλευθερίας, άλλο τόσο θά είναι λάθος άν παρα- βλεφτεΐ δτι είναι δοσμένη ή τάση νά έπεκτείνεται 6 καταναγκασμός άπό τή μιά στίς άλλες σφαίρες τής κοινωνικής ζωής καί δτι αύτή ή τάση πετυχαίνει τελικά νά δημιουργήσει ρήγμα άν δέν άντιμετωπιστεΐ έγκαιρα καί μέ τά κατάλληλα μέτρα. Σχετικά μέ τό ζήτημα αύτό ή μαρξιστική θεωρία βρίσκεται σέ δύσκολη θέση, έπειδή, σύμφωνα μέ τό σχήμα βάση - έποικοδόμημα, είναι άναγκα- σμένη νά δεχτεί δτι οί δυό περιοχές κινοΰνται παράλληλα. Έφόσον ή μαρξιστική θεωρία κλίνει στό ιδανικό τής συγκεντροποίησης τής παραγωγής, πού στή μεταβατική περίοδο γιά τήν άπαλλαγμένη άπ’ τό κράτος κομμουνιστική κοινωνία βαδίζει χειροπιαστά μέ τή δικτατορία τοϋ προλεταριάτου, άν θέλει νά μείνει πιστή στίς προϋποθέσεις της δέν μπορεΐ νά δεχτεί δτι ό αύτοματισμός τής άνάπτυξης καταλήγει στήν αρμονία τοΰ Κάουτσκυ. Μέ τή διατήρηση τής πνευ|ΐατικής έλευθερίας μέσα σ’ Ινα τέΐοιο σύστημα ύποφέρει κιόλας θεωρητικά. Βέβαια στό μέτρο πού οί οίκονομικές παραστάσεις τοϋ μαρξισμοϋ εύνοοϋν, δπως στήν περίπτωση τής Παρισινής Κομμούνας, τΙς μορφές τής άμεσης διέύθυνσης τών παραγωγών, διαλύεται ξανά ή ϊνταση μέσα σέ μιά ευχάριστη όμοφωνία. "Ομως τό πρόβλημα τής έλευθερίας δέν περιορίζεται μόνο στήν άντίφαση, πού άνέλυσε ό Χάνς Κέλζεν, άνάμεσα στήν οικονομική θεωρία τοϋ μαρξισμοϋ, πού καταλήγει στή συγκεντροποίηση καί τόν καταναγκασμό καί τήν πολιτική του θεωρία, δπου είναι διάχυτο Ινα κλασικό Ιδανικό έλευθερίας," άλλά διαπερνά τόσο τήν οίκονομική, δσο καί τήν πολιτική θεωρία παρμένες χωριστά. Καί οί δυό είναι γεμάτες άπό άλληλοσυγκρουόμενες τάσεις καί γι’ αύτό προσφέρουν κοινά σημεία, χρήσιμα τόσο γιά μιά δημοκρατική άποσυγκέντρω- ση, δσο καί σέ μιά δικτατορική συγκεντροποίηση. "Οποιο συνδυασμό πολιτικών καί οικονομικών μορφών κι άν έπιλέξουμε τό πρόβλημα τής πνευματικής έλευθερίας παραμένει άνεξάρτητο καί άμ- φισβητεΐ τή στιλπνότητα τοϋ σχήματος βάση - έποικοδόμημα. Έν πάση περιπτώσει ή συνείδηση γιά τή δυνατότητα ξεχωριστής έξέλιξης τοΰ οικονομικού καταναγκασμού καί τής πνευματικής έ-
216
λευθερίας ή άντίστροφα ή συνεπής γνώση τών δικών της προϋποθέσεων, μέ τήν Ιννοια τοϋ ντετερμινισμού πού περιορίζει τήν πνευματική έλευθερία άπό τήν πλευρά τής βάσης, δέν έχει χαθεί έντελώς άπό τή σοσιαλιστική θεωρία. Άντίθετα Ιχει θρέψει μιά ύγιή δυσπιστία ένάντια στή μηχανική μεταφορά τών άπαιτήσεων κοινωνικοποίησης στίς περιοχές πού άπό τή φύση τους, άκριβώς δταν μονοπωλείται καί συγκεντροποιεϊται ή οικονομία, έξακολου- θοϋν νά είναι τό πεδίο δπου μπορεί νά καταπιεστεί Ινας ώφέλιμος κατά τά άλλα πλουραλισμός. Γι’ αύτό σχετικά |χέ τόν περιορισμό τών άπαιτήσεων γιά έπέκταση τών κοινωνικοποιήσεων τό πρόγραμμα τής Λήντς, τής αύστριακής σοσιαλδημοκρατίας, περιλαβαίνει: «Τά μέσα τής πνευματικής παραγωγής, τύπος, βιβλία, θέατρο κλπ. δέν έπιτρέπεται νά μονοπωληθοϋν».1*
"Οταν ο? έκπρόσωποι τοϋ άναρχισμοϋ στήν κατά τόν άποκεν- τρωτικό τρόπο διαμόρφωσης τής κοινωνίας, άφοϋ μόνο στά πλαίσια μιάς τέτοιας κοινωνίας έβλεπαν νά διαφυλάσσεται ή έλευθερία τοϋ άτόμου, έπαιρναν κατά γράμμα τήν ύλιστική άντίληψη τής ιστορίας καί τήν έστρεφαν κατά τής συγκεντροποίησης πού είσηγοϋνταν ot μαρξιστές. Βέβαια ot μαρξιστές είχαν δίκιο νά έπι- καλοϋνται τήν ύπεροχή καί τή μεγαλύτερη παραγωγικότητα τής συγκεντροποιημίνης παραγωγής, μά δέν μποροϋσαν ούτε θεωρητικά, ο5τε στίς (ΐετέπειτα συνέπειες πρακτικά νά ξεφύγουν άπό τό έδαφος αύτών τών προϋποθέσεων πού άκριβώς έξόρκιζαν 6 Μπακού νιν καί ot όπαδοί του. Ot άναρχικοί προειδοποίησαν καί γιά τούς κινδύνους, πού τούς συναντοϋμε καθημερινά στό σοσιαλισμό πού Ιγινε καθεστώς, άλλά πού μέ πολύ άνεπάρκεια άντιμετωπί- στηκαν άπ’ τόν Κάρλ Μάρξ. Τά κείμενα τοϋ Μπακούνιν φανερώνουν πώς είχε καθαρή συνείδηση τών κινδύνων πού προκύπτουν άπό τή γράφεικρατικοποίηση, άπό τό δυνάμωμα μιάς γραφειοκρατικής όλιγαρχίας καί τΙς έπιδράσεις τών προνομίων στή συνείδηση καί τή συμπεριφορά τών νέων κυρίαρχων στρωμάτων. Άλλά κυρίως δ Μπακούνιν είδε καθαρότερα άπό τόν Μάρξ, πού δ ντετερμινισμός του τοϋ άφαίρεσε τή δυνατότητα νά δεί τήν αύθυπαρ- ξία πολλών κατηγοριών καί φαινομένων, δτι ή έξουσία — κατά τόν Μάξ Βέμπερ ή δυνατότητα νά έπιβάλλει τή θέληση του στούς άλλους πού άντιτάσσονται σ’ αύτή — 11 είναι Ινα Ιδιόμορφο μέγεθος πού δέ διαλύεται στίς οίκονομικές προϋποθέσεις καί πράξεις καί άσκεί μιά διαβρωτική έπίδραση πού πρέπει νά ύπολογιστεί άκόμα καί στή σοσιαλιστική κοινωνία. Ή έπόμενη δήλωση τοϋ Μπακούνιν θυμίζει, σάν προφητεία, τήν μπολσεβίκικη κυριαρχία τής ϊπο- χής τοϋ Στάλιν. «Πάρτε τόν καλύτερο έπαναστάτη καί τοποθετείστε τον στό θρόνο τής Ρωσίας ή δώστε του μιά δικτατορική έξουσία. Πρίν νά περάσει Ινας χρόνος, θά είναι χειρότερος κι άπό τόν
217
τσάρο*.’* "Αν αύτή ή δήλωση άφορΛ τή δικτατορία ένδς άτόμου πού Ιγινβ πραγματικότητα, ή έπόμενη ύπνοοεί τή δυνατότητα κατολίσθησης στήν όλιγαρχία. «"Αν νικήσουν μερικοί, αύτό πιά δέν «ίναι σοσιαλισμός άλλά πολιτική έπιχείρηση. θά χαθεί 6 κεφαλαιοκράτης καί, άν τό σοσιαλιστικό κίνημα δέν τραβήξει στήν καταστροφή, αύτοί ot μερικοί, ματαιόδοξοι, φιλόδοξοι καί άτζαμήδες δικτάτορες θά κάνουν τήν ύπόθεση 2να φοβερό φιάσκο».1'
Πίσω άπ’ δλους αύτούς τούς φόβους τοϋ Μπακούνιν βρίσκεται ή βεβαιότητα πού καταλήγει στήν άπλή άλήθεια πού έπιβεβαιώνεται άπό τήν έμπειρία δλων τών έποχών κι δλων τών λαών, δτι κάθε έξουσία πού είναι πάνω άπ’ τό λαό, άναγκαστικά άποκλείει τήν έλευθερία τοϋ λαοϋ. «Αύτδς πού λέγει κράτος ή έξουσία, λέγει κυριαρχία, άλλά κάθε κυριαρχία προϋποθέτει τήν ύπαρξη κυριαρχούμενων μαζών. Συνακόλουθα τό κράτος δέν μπορεΐ νά Εχει Εμπιστοσύνη στή θεληματική δράση καί τήν Ελεύθερη κίνηση τών μαζών, πού τά άκριβότερα συμφέροντα τους είναι άντίθετα στήν ύπαρξη του. Γι’ αύτό είναι ό φυσικός τους έχθρός, ό άναγκαΐος κα- ταπιεστής τους καί μ’ δλο πού άποφεύγει νά τό όμολογήσει, Ενεργεί σύμφωνα μ* αύτή τήν Ιδιότητα».1* Ό δεσποτισμός πού έκδηλώ- νεται στήν έξουσία τοϋ κράτους ήτανε τόσο άκαταμάχητος γιά τόν Μπακούνιν, πού μπροστά σ’ αύτόν καταποντίζονταν στό γενικό ζόφο καί τή φρίκη άκόμα καί ot διαφορές καί ot σχετικές πρόοδοι, πού ώστόσο σεβάστηκε στό πρόγραμμα τών άμεσων άπαιτήσεων του, δπως ot διαφορές άνάμεσα στή μοναρχία καί τή δημοκρατία.1’ Δηλαδή ό Μπακούνιν πίστευε μέ δλη του τήν καρδιά, «δτι δ δε- σποτισμός δέν Εμφανίζεται μόνο στή μορφή τοϋ κράτους ή τής έξουσίας, άλλά ύπάρχει στήν άρχή τοϋ κράτους καί τής πολιτικής έξουσίας καί γ ι’ αύτό καί τδ δημοκρατικό κράτος θά πρέπει, άπό τή φύση του, νά είναι δμοια μέ τό κράτος πού κυβερνά ?.νας αύτο- κράτορας ή βασιλιάς.1* Ή πεποίθηση αύτή τοϋ Μπακούνιν έκφρά- στηκβ στήν έπόμενη Εκκληση. «Ά ν θέλετε νά μήν καταπιέζουν ot άνθρωποι άλλους άνθρώπους, μή δίνετε στά χέρια τους τήν Εξουσία».1'
"Αν δ Μπακούνιν ύποτίμησε, μέ άπλοΤκό τρόπο, τήν Εκταση τής άνάγκης νά προχωρήσει στή διευκρίνιση τών ζητημάτων τής Εξουσίας καί τών κινδύνων πού δημιουργεί, δ Μάρξ πού Εκτίμησε βέβαια θετικότερα αύτή τήν άνάγκη, παρέλειψε νά διερευνήσει τΙς συναρτήσεις πού προκύπτουν άπ’ αύτή. Ό Μάρξ δέ σταμάτησε μόνο μπροστά στή δυνατότητα νά έκφυλιστεϊ σέ δλιγαρχία καί δικτατορία Ενα σύστημα όργανωμένο μέ βάση τή θεωρία του, άλλά δέν Εκτίμησε καί σωστά τό δρόμο τών μεταρρυθμίσεων σάν μιά άπό- κλιση πού φέρνει μακριά άπδ τό σκοπό Καί στδ σημείο αύτδ τδν ξεπέρασε δ Μπακούνιν, δίχως δμως καί νά παρουσιάσει μιά πραγ
218
ματοποιήσιμη έναλλακτική λύση. Ά ν καί &ς τήν Ιποχή τοϋ πρώτου παγκόσμιου πολέμου ή σοσιαλιστική διεθνής είχε γενικά συνείδηση τών κινδύνων πού έγκυμονοϋσε γιά τό κίνημα ή συμμβτοχή σοσιαλιστών Υπουργών στίς άστικές κυβερνήσεις, πράγμα πού Ικ- φράστηκε μέ τήν καταδίκη τοΟ «μινιστεριαλισμοϋ» άπ’ τδ παρισινό συνέδριο τοϋ 1901, τής έμειναν ώστόσο κρυφές καί άγνωστες ot λιγότερο χτυπητές, άλλά γι’ αύτδ καί περισσότερο άποτελεσματι- κές ot ύπόγειες έπιδράσεις άπό τήν ένσωμάτωση σ’ Ινα σύστημα κοινοβουλευτικό. Μάλιστα ή άρνηση συμμετοχής στήν έξουσία τοϋ άστικοϋ κράτους, παρείχε τήν άπατηλή διαβεβαίωση πώς Ιτσι ή άλλοιώς κρατήθηκαν μακριά άπό τά κακά τής κοινωνίας, άλλά καί γι* αύτό, μποροϋσαν, κατά συνέπεια, νά παραδοθοϋν μέ λιγότερες έπιφυλάξεις στίς χαρές πού έπιτρέπονταν μέσα στά πλαίσια τής κατάστασης. Έ ν πάση περιπτώσει οί άναρχικοί, γιά τούς δποίους τό γενικό έκλογικό δικαίωμα ήτανε, σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Προυντόν, ταυτόσημο μέ τήν άντεπανάσταση ** άντανακλοϋσαν τήν άλλη δψη τοϋ νομίσματος. Τό προτσές σχηματισμοϋ δημοκρατικής θέλησης, πού συνδέεται μέ πολλές προόδους, έπιτυχίες καί κατακτήσεις, τό όποιο καί άντέτασσαν στό μαρξισμό άπδ τήν πλευρά τών δικών τους προϋποθέσεων. Τήν δψη αύτή τήν παρουσίασε μέ έντυπωσιακό τρόπο δ ήγέτης τών Αύστριακών άναρχικών Γιόζεφ Πόυκερ: «Έφόσον άπαιτοϋμε τό γενικό έκλογικό δικαίωμα άπό τή σημερινή κοινωνία, τή βοηθοϋμε νά σταθεί».*1 ’Από τόν Μπακούνιν Ιλειψε ή προθυμία πού τόσο βιαστικά ϊδειξαν τά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τά όποία σέ άντίθεση μέ τΙς θεωρίες τους καί παρα- βλέποντας τά κοινωνικά καί διαρθρωτικά έλαττώματα της, εύλό- γησαν τή δημοκρατία, γιατί πίστεψαν πώς προσφέρει καλύτερες δυνατότητες νά κατακτήσουν τήν έξουσία. Ή θέση &Λτή τοϋ Μπακούνιν έπιβεβαιώνεται δχι μόνο άπό τήν έμπειρία πού ήτανε σ’ αύτόν προσιτή, άλλά καί άπό τήν έμπειρία τόσων χωρών πού έπι- σωρεύτηκε άπό τότε δ>ς τώρα. «’Από τή φύση της, μά άκόμα καί άπό τήν ιστορική της έμπειρία ή δημοκρατία είναι δύσπιστη, γιατί κάθε έποχή δέν ήταν παρά τό θύμα, ή έξαπατημένη άπ’ δλους τούς φιλόδοξους καί μηχανορράφους, τάξεων καί άτόμων, πού μέ τήν πρόφαση πώς θά τήν κατευθύνουν καί θά τήν κάνουν εύτυχισμένη, τήν έκμεταλλεύτηκαν καί τήν έξαπάτησαν. Μέχρι σήμερα χρησι- μοποιήθηκε μόνο σάν άναβολέας».**
Στό φώς τών δσων ειπώθηκαν στό προηγούμενο κεφάλαιο μάς φαίνεται πώς είναι δικαιολογημένη ή δυσπιστία καί έναντίον τών κομματικών ήγεσιών, πού ένώ βεβαιώνουν μέ δρκο τήν πίστη τους στά ύψηλά Ιδανικά, άποφεύγουν τόν ϊλεγχο τής κυριαρχίας τους. Είναι άδικο βέβαια νά παραβλεφτοϋν ή νά ύποτιμηθοϋν ot πρόοδοι πού σημειώθηκαν χάρη στήν όργάνωση καί τή δράση τών μα
219
ζικών κομμάτων, μά είναι έπίσης καί άναγκαίο, Ιτσι σάν συμπλήρωμα σ’ αύτή τή συνάρτηση, νά ρίξουμε μιά ματιά στήν εικόνα πού δίνει 6 Μπακούνιν καί νά θυμηθοΰμε τΙς άπαιτήσεις του άνα- φορικά μέ τή σχέση ήγεσίας καί όπαδών στά πλαίσια τοΰ κόμματος. «Ή έμπιστοσύνη γεννά τή σύμπνοια καί ή σύμπνοια δίνει δύναμη. Δίχιος άμφιβολία αύτό είναι μιά άλήθεια πού κανένας δέ θά δοκιμάσει ν’ άρνηθεϊ. Άλλά γιά νά είναι πραγματικότητα χρειάζονται δυό πράγματα. Ή έμπιστοσύνη νά μήν είναι βλακεία καί ή-σύμπνοια, τό ίδιο ειλικρινής κι άπδ τΙς δυό μεριές, νά μήν είναι οδτε άπατηλή εικόνα, οδτε ψέμα, οδτε ύποκριτική έκμετάλλευση τοΰ ένός μέρους άπδ τδ άλλο. Είναι περίφημα πράγματα δταν βρίσκονται στή σωστή θέση, άλλά μοιραία δταν άποδίδονται σ’ αύτούς πού δέν τ’ Αξίζουν. Επειδή άγαπώ μέ πάθος τήν έλευθερία, δμο- λογώ πώς δυσπιστώ πολύ άπέναντι σ’ έκείνους πού ϊχουν πάντα τή λέξη πειθαρχία στό στόμα».”
Μά' παο’ δλα αύτά καί δ Μπακούνιν δταν βρίσκεται άντιμέτω- πος μέ τά προβλήματα καί τΙς άνάγκες τής έπαναστατικής νομοτέλειας δέν παραλείπει νά κάνει διαγραφές άπ’ τδ άντικυριαρχικδ Ιδανικό του κι άκόμα νά κάνει προτάσεις καί νά παίρνει μέτρα πού βρίσκονται σέ άμεση άντίφαση μέ τά ιδανικά του. Έτσι δχι μόνο οί μαρξιστές, πού δέν τόν συμπαθούσαν καί ήθελαν νά τδν έξουδε- τερώσουν σάν άνταγωνιστή τους στή Διεθνή, Ιλεγαν πώς ή μυστική του όργάνιοση δημιουργήθηκε ;ιέ τρόπο πού νά διαιωνίζει τή δικτατορία τοΰ συντρόφου Μπακούνιν,’* άλλά κα'ι δ ίδιος δέ δίστασε νά συμπεριλάβει στδ λεξιλόγιο του τή λέξη πού χλεύαζε καί τή θεωροΰσε άντίθεση στδ ιδανικό του τής έλευθερίας, μόνο πού φρόντισε νά τήν άποδυναμώσει. Αύτό δμως Ιγινε μ’ Ιναν τρόπο καθόλου πειστικό, μ’ Ιναν τρόπο πού κάνει περισσότερο φανερό τό δίλημμα κάθε έπαναστάτη μπροστά στήν έλευθερία καί τήν πραγματικότητα. «Υπάρχει μόνο μιά έξουσία, μιά δικτατορία δυνατή καί ώφέλιμη. Αύτή είναι ή συλλογική καί άθέατη δικτατορία τών φίλων μας πού συγκροτείται στδ βνομα τών άρχών μας καί είναι ώφέλιμη καί πολύ Ισχυρή έπειδή δέν περιβάλλεται άπδ κανενδς είδους επίσημη έξουσία».” Καί στήν «Έπαναστατική του κατήχηση» δ Μπακούνιν περιέγραψε τά καθήκοντα πειθαρχίας τοϋ ΰ- ποψήφιου έπαναστάτη μ’ Ιναν τρόπο πού θά τιμοϋσε άκόμα καί τούς Μάρξ καί Λένιν. «’Οφείλει νά καταλάβει, δτι μιά Ένωση πού Ιχει έπαναστατικούς σκοπούς είναι ύποχρεωμένη νά συγκροτηθεί σέ μυστική έταιρία καί δτι κάθε μυστική έταιρία γιά τδ συμφέρον τής ύπόθεσης της. τήν άποτελεσματικότητα τής δράσης της καί τήν Ασφάλεια τοΰ κάθε μέλους της πρέπει νά συγκροτείται μέ βάση τήν αύστηρή πειθαρχία, πού δέν είναι παρά μόνο συνόψιση καί τελικό άποτέλεσμα τών ύποχρεώσεων τών μελών μεταξύ τους
220
καί συνακόλουθα ύπόθεση τιμής καί καθήκον τοΰ καθενός»,” «...κάθε άδελφός που άσκεΐ ένα κανονικό λειτούργημα, πού 6ρ& μέ ειδική άπ.οστολή είναι ύποχρεωμένος σέ συνειδητή πειθαρχία άπέναντι στόν άμεσο άρχηγό του. Κάθε πράξη άπειθαρχίας θεωρείται έγκλημα, έκτός άν τή δικαιολογούν λόίγοι άνώτερης βίας».”
Στήν έπαναστατική του κατήχηση ό Μπακούνιν έπαναλαβαίνει τήν όμολογία πίστης στή βασική του άρχή. «Ή έλευθερία μπορεΐ καί πρέπει νά άμύνεται μόνο μέσω τής έλευθερίας. Είναι παραλο- γισμός καί μάλιστα άπό τούς πιό έπικίνδυνους νά τή βλάπτουμε μέ τήν πρόφαση πώς θέλουμε νά τήν προστατέψουμε».1* "Ομως δτι αύτή ή άρχή τής άπόλυτης άρνησης κάθε καταναγκαστικοΰ μέτρου δέν μπορεΐ ούτε θεωρητικά νά κρατηθεί φαίνεται άμέσως παρακάτω, στό κείμενο πού άκολουθεί τήν παραπάνω δήλωση, δπου παραβιάζονται άπροκάλυπτα οί ιδέες γιά τό άπόλυτο άπαραβίαστο τοΰ άτόμου. Έ άφαίρεση τών πολιτικών δικαιωμάτων άπό κείνους πού δίχως νά ύπάρχει λόγος άποφεύγουν νά έργαστοΰν καί ζοΰν σέ βάρος τής δημόσιας ή τής ιδιωτικής φιλανθρωπίας, δικαιολογείται μέ τό έπιχείρημα πώς ή έργασία πρέπει νά άποτελεΐ τό θεμέλιο τών πολιτικών δικαιω^των.” Φυσικά μέ τόν τρόπο αύτό καθορίζεται ενα καθήκον πού προσδιορίζει σέ μεγάλο βαθμό τήν ύπαρξη τοΰ άτόμου καί σύγχρονα καθορίζεται καί ή κύρωση πού θά έπακολουθήσει τήν παράβαση του. Πρόσωπα πού χάνουν τά πολιτικά τους δικαιώματα, χάνουν έπίσης καί τό δικαίωμα νά άνα- θρέψουν τά παιδιά τους ή νά τά κρατήσουν κοντά τους.
Σύμφωνα μέ τήν έπαναστατική κατήχηση τό ποινικό δίκαιο ό- φείλει νά παραιτηθεί άπό κάθε άναξιοπρεπή καί βάναυση ποινή καί νά θεωρεί τήν τιμωρία σάν θεραπεία άπό μιά άρρώστια.*0 'Ωστόσο καί άκριβώς στήν τοποθέτηση άπέναντι στό έρώτημα πού άπό μόνο του προβάλλει, πώς θά έπιβληθεί ή άπαίτηση τής κοινωνίας νά τιμωρεί, μπαίνει σ’ Ινα δρόμο δπου διατηρούνται βέβαια τά προσχήματα τής έλευθερίας, άλλά τό χτύπημα είναι πολύ πιό σκληρό άπό έποιαδήποτε ποινή άπ’ αύτές πού έπιβάλλονται στά πλαίσια ένός καταπιεστικού συστήματος. «Ό άπείθαρχος πού δέν ύποτάσσεται στήν τιμωρία πού τοΰ ίχει έπιβληθεί κηρύσσεται ά- ποσυνάγωγος καί ξαναγυρίζει στό φυσικό νόμο. Καθένας ίχει τό δικαίωμα νά άπαλλαγεΐ άπ’ αύτόν, δπως άπό Ινα βλαβερό ζώο, μά δέν μπορεΐ νά τόν σκλαβώσει, νά τόν μεταχειριστεί σάν σκλάβο».51 Έτσι λοιπόν καί στήν κοινωνική όργάνωση πού σχεδίασε δ Μπακούνιν θά ύπάρχει ή άνάγκη μερικοί τουλάχιστον άνθρωποι νά έκδιωχτούν άπό τήν κοινωνία γιά νά γίνει δυνατό νά διατηρηθεί ή έλευθερία τής πλειοψηφίας αύτών πού θά παραμένουν. Τό συμπέρασμα πού, στά πλαίσια τοΰ συστήματος του, Ιβγαλε δ Μπακούνιν, βρίσκεται στήν ίδια γραμμή μέ τή θεωρία τοΰ κοινωνικού
221
συμέολαίου,” πού κατά τά Αλλα τό καταπολέμησε καί τό όποϊο θεωρεί κάθε συμφωνία μεταξύ τών Ανθρώπων θεληματική καί Ανέκκλητη. Χαρακτηρίζει τά Αναγκαστικά άκραΐα μέτρα σάν συνθηκολόγηση μπροστά σέ μιά Αναπότρεπτη πραγματικότητα καί ύπο- χρεώνεται, τουλάχιστο πάνω στό μοντέλο, νά Υπολογίσει πώς θά ρυθμιστεί μιά δριακή κοινωνική περίπτωση. Πίσω άπ’ αύτή τήν Ασυνέπεια τοϋ Μπακούνιν βρίσκεται τό γενικότερο πρόβλημα τών σχέσεων έλευθερίας καί καταναγκασμού, στό όποιο φυσικά καί ό Μπακούνιν, δπως καί 6 Μάρξ, δέν μποροΟσε νά προσφέρει μιά Ικανοποιητικότερη λύση. Τόσο γιά τόν Μπακούνιν, δσο καί γιά τόν Μάρξ τό πρόβλημα τοϋ συμβιβασμού τής έλευθερίας καί τοϋ κα- ταναγκασμοϋ Εμπαινε μέ δλη τήν όξύτητα του, γιατί καί ot δυό βχι μόνο έκτιμοϋσαν πολύ Υψηλά καί ήθελαν νά διευρύνουν τό Ιδανικό τής έλευθερίας τής γαλλικής έπανάστασης, άλλά σέβονταν σύγχρονα καί μάλιστα πολύ περισσότερο τήν Ιδέα τής ισότητας πού είχε έγκαταλείψει ό Αστισμός. Σάν σοσιαλιστικές κατευθύνσεις καί ot δυό, μαρξισμός καί Αναρχισμός, βρέθηκαν μπροστά στό δύσκολο θεωρητικό καί πρακτικό καθήκον νά βοηθήσουν τήν ιδέα τής ισότητας νά έπανακτήσει τά δικαιώματα, πού τά κουτσούρεψε ό Αστισμός, Αλλά δίχως νά άρνηθοϋν τήν Ιδέα τής έλευθερίας.
Άπό τή βασική αύτή Ιστορική Αποστολή προέκυψε Αναγκαστικά μιά διφορούμενη σχέση πρός τό φιλελευθερισμό, ή όποία Απο- τελοϋσε Από τό 2να μέρος τό πνευματικό θεμέλιο τής Ιστορικής της πραγματοποίησης κι Από τ’ άλλο τό είδικά σοσιαλιστικό χαρακτηριστικό της. Πληρέστερα Από κάθε άλλον 6 ΜπέρνσταΓν Απέδειξε τήν δπαρξη στά πλαίσια τής σοσιαλιστικής παράδοσης τής Ιστορικής καί πνευματικής συγγένειας σοσιαλισμοΟ καί φιλελευθερισμού.*' Αύτή ή άναγνώριση δέν περιορίστηκε στή ρεβιζιονιστική παραλλαγή τοϋ σοσιαλισμού, Αλλά ίγινε γενικά Αποδεκτή καί μάλιστα διακηρύχτηκε έπίσημα, γιά νά θυμίσει στόν Αστισμό τήν προδοσία τών Ιστορικών του καταβολών καί νά δώσει στήν έπαναστατική θέληση τής σοσιαλδημοκρατίας τή βάση τής νομιμοποί- ησης της. Άλλωστε πολλοί ήγέτες τής εύρωπαΓκής σοσιαλδημοκρατίας κατάγονταν άπό έβραιοφιλελεύθερα Αστικά σπίτια καϊ I- τσι έκαναν καί βιογραφικά λογική τή συνάρτηση Ανάμεσα στή φιλελεύθερη καί τή σοσιαλιστική χειραφέτηση. Άντίθετα, δπου 8- πρεπε νά προβληθεί ή άντίθεση πρός τήν κοινωνία πού ύπήρχε, ρητορικΑ, δηλαδή στά λόγια κόπηκε 6 δεσμός πού ένωνε τό σοσιαλισμό μέ τό φιλελευθερισμό καί Υπερτονίστηκε τό μέρος τοΟ προγράμματος πού περιείχε τΙς ταξικές Απαιτήσεις τού προλετα- ριΑτου καί Αποτελοϋσε μιά Αγεφύρωτη Αντίθεση πρός τόν Αστικό κόσμο Ιδεών. Μαρξιστές καί Αναρχικοί Αναγνώριζαν δτι ό Αστισμός ίπαιξε 2να σχετικά προοδευτικό ρόλο στή σύγχρονη Ιστορία,
άλλά καί ot δυό κατέληγαν στό συμπέρασμα δτι 6 Αστισμός Αρνή- θηκε τά Ιδανικά του καί άφησε στό προλεταριάτο τήν ύποχρέωση νά όλοκληρώσει τήν πραγματοποίηση τους. Έτσι, ό Μπακούνιν, σέ όλοφάνερη συμφωνία μϊ τΙς βασικές θέσεις τοΟ Κομμουνιστικού Μανιφέστου καί άλλων μαρξιστικών ντοκουμέντων, έγραφε: «Ποιό ήταν τό πρόγραμμα τής φιλοσοφίας καί τής μεγάλης έπανάστασης τοΟ 18ου αιώνα; Τίποτε λιγότερο καί τίποτε περισσότερο άπό τήν τέλεια άπελευθέρωση δλης τής άνθρωπότητας, τήν πραγμάτωση τοΟ δικαίου, τής άληθινής καί δλοκληρωμένης έλευθερίας τοΟ κα- θενός μέ τήν πολιτική καί κοινωνική δημοκρατία δλων, καί τοΟ άνθρωπισμοΟ πάνω στά συντρίμμια τού θεΐκοϋ κόσμου, τής κυριαρχίας τής δικαιοσύνης καί τής Αδελφότητας σ’ δλη τή γή. Τό λάθος τής φιλοσοφίας είναι δτι δέν κατάλαβε πώς ή πραγματοποίηση τής συναδέλφωσης τών άνθρώπων είναι άδύνατη δσο ύπάρχουν κράτη καί πώς ή πραγματική κατάργηση τών τάξεων, ή πολιτική καί κοινωνική δημοκρατία είναι μπορετή μόνο μέ τήν ίση κατανομή σ’ δλους τών οίκονομικών μέσων, τής έκπαίδευσης, τής μόρφωσης, τής έργασίας καί τής ζωής».**
Ό Μπακούνιν δέν ίπαψε νά τονίζει δτι ή έλευθερία δίχως τήν Ισότητα καταλήγει δχι μόνο στήν άνισότητα, άλλά καί στήν άνε- λευθερία, γιατί κάνει δυνατή καϊ διαιωνίζει τήν έξάρτηση τών άνθρώπων, τήν κυριαρχία τοΟ Ανθρώπου πάνω στόν άνθρωπο. Στό σημείο 6 τής έπαναστατικής κατήχησης άναφέρει σύντομα καί κατηγορηματικά. «Ή έλευθερία τοΟ ένός θά πραγματοποιηθεί μόνο μέ τήν Ισότητα δλων. Δικαιοσύνη είναι ή πραγματοποίηση τής έλευθερίας στή νομική καί πραγματική ισότητα»." Μέ τόν δρο Ισότητα ό Μπακούνιν έννοοΟσε κάτι περισσότερο άπό τή νομική Ισότητα πού κατέκτησε ή άστική έπανάσταση, Ισότητα πού άφηνε νά ύπάρχει ή άντίθεση άνάμεσα στόν πολίτη καί τόν μπουρζουά, τήν όποία Ανέλυσε καί πρόβαλε μέ Αδιαλλαξία καί όξύτητα 6 Μάρξ. Έννοεΐται πώς στήν άπαίτηση του γιά πραγματική κι δχι άπλώς νομική ισότητα δέν πήγαινε τόσο μακριά πού νά είσηγεΐ- ται μιά «έξίσωση τών ικανοτήτων» ή καί μόνο τήν έξίσωση τής προσωπικής περιουσίας, έφόσον είναι προϊόν τής ίκανότητας, τής παραγωγικής δράσης καί οίκονομίας τοϋ καθενός*' — καί έδώ έπίσης σέ τέλεια όμοφωνία μέ τούς Μάρξ καί Ένγκελς πού δέν έννοοϋσαν τή σοσιαλιστική άπαίτηση γιά Ισότητα σάν έξισοτισμό, έννοια πού έδιναν σ’ αύτή πολλοί άπό τούς ούτοπικούς σοσιαλιστές. Γιά τόν Μπακούνιν ισότητα σήμαινε Ισότητα κοινωνικής άφετη- ρίας, γι’ αύτό καί τόνιζε τήν άνάγκη νά καταργηθεΐ τό κληρονομικό δικαίωμα," πού στερεώνει τήν άνισότητα στήν κοινωνία καί μέ τόν περιορισμό τών κοινωνικών δυνατοτήτων φέρνει Απεριόριστα στήν κοινωνική άνισότητα. Γιά νά γίνει άδύνατη μιά τέτοια
838
έξέλιξη — γΓ αύτδ φρόντιζε κιόλας ή σοσιαλιστική ρύθμιση τών σχέσεων ιδιοκτησίας — πρόβλεπε, δπως κι δ Μάρξ, τή δέσμευση κι άκόμα δπου χρειαζόταν τήν άποβολή τής ιδιωτικής δύναμης καί τήν δργάνωση τής οίκονομίας σύμφωνα μέ τΙς βασικές άπαιτήσεις τών συλλογικών άναγκών.
Ό Μπακούνιν λοιπόν άρθρωσε τΙς άπαιτήσεις του γιά Ισότητα μ’ Ιναν τρόπο πού κι ό Μάρξ δέ θά είχε νά προσθέσει πολλά πράγματα. «Έ προσωπική έλευθερία δχι ή προνομιούχα άλλά ή άνθρώ- πινη καί οί πραγματικές άνάγκες τών άνθρώπων θά άναπτυχθοϋν τέλεια μόνο μέ τήν τέλεια ισότητα. "Οταν θά έξασφαλιστεΐ γιά δ- λους τούς άνθρώπους τής γής ή δυνατότητα γιά ίσο ξεκίνημα στή ζωή, άλλά μέ τή διαφύλαξη τών ύψηλών δικαιωμάτων τής άλλη- λεγγύης πού είναι καί θά παραμείνει γιά πάντα ό μεγαλύτερος δημιουργός δλων τών κοινωνικών πραγμάτων, τής άνθρώπινης διάνοιας καί τών ύλικών άγαθών, θά μπορεΐ νά πει κανείς μέ περισσότερο δίκιο άπό σήμερα, πώς κάθε άνθρωπος είναι τό παιδί τών πράξεων του. . . Καί δταν θά ίχει πιά νικήσει καί θεμελιωθεί σταθερά ή ισότητα, δέ θά ύπάρχει καμιά διαφορά στίς Ικανότητες καί τούς βαθμούς άποτελεσματικότητας τών άνθρώπων; Τέτοιες διαφορές θά ύπάρχουν, ίσως δχι τόσο πολλές δσο σήμερα, άλλά άσφα- λώς θά ύπάρχουν. . . Μακριά δμως άπό τοΰ νά άποτελοΰν κακό, θά είναι, δπως σωστά παρατήρησε δ Γερμανός φιλόσοφος Φόυερ- μπαχ, δ πλούτος τής άνθρωπότητας».”
Ό Μπακούνιν άντιπαράθετε δλοένα καί μάλιστα μ’ ένα πνεϋμα γενικά συγγενικό στό μαρξισμό, τήν προλεταριακή άντίληψη γιά τήν έλευθερία στήν Ιστορικά ξεπερασμένη καί άναξιόπιστη πιά άστική άντίληψη. «0£ έργάτες Ιχουν βαρεθεί νά είναι σκλάβοι. ’Αγαπούν τήν έλευθερία δχι λιγότερο άπό τήν κεφαλαιοκρατία, άλλά γνωρίζουν πολύ καλά άπό τήν δδυνηρή τους πείρα πώς δίχως άξιοπρέπεια καί εύημερία δέν ύπάρχει γιά τούς άνθρώπους καμιά έλευθερία. Γι’ αύτό καί δέν έννοοϋν τήν έλευθερία παρά σάν Ισότητα, γιατί έλευθερία στήν άνισότητα σημαίνει προνόμιο, δηλαδή θεμελιώνει τήν άπόλαυση τών λίγων πάνω στή δυστυχία τών πολλών. "Ετσι άπαιτοΰν σύγχρονα τήν πολιτική καί οικονομική Ισότητα, γιατί ή πολιτική ισότητα δίχως τήν οικονομική δέν είναι παρά πλάσμα τής φαντασίας, άπάτη καί ψέμα κι αύτοί δέ θέλουν πιά ν’ άκοϋνε ψέματα»." ’Αλλά ένώ Μάρξ καί Μπακούνιν Ικαναν κοινό άγώνα κατά τοϋ άστισμοϋ καί τής παλαιομένης άντίληψης του γιά τήν έλευθερία, δ Μπακούνιν ξεχώρισε μέ τήν άνάλυση τής έλευθερίας στά πλαίσια τοΰ σοσιαλισμού παίρνοντας κάτω άπό τήν προστασία του τήν ίδέα τής έλευθερίας. Τάχτηκε έναντίον τών κυριαρχικών δικαιωμάτων καί τής προσπάθειας τής προσωρινής ίστω άναστολής τής έλευθερίας στά πλαίσια τού σοσιαλισμού καί
224
μάλιστα πρόβλεψε τόν έκφυλισμό τής Ανθρώπινης αύτής Ιδέας στήν περίπτωση πού δ έπαναστατικός σοσιαλισμός θά Απομακρυνόταν Από τήν ιδέα τής έλευθερίας. «Ή έπανάσταση δέν είναι πιά Ιπανά- σταση, άν Αντί νά όδηγήσει στήν έλευθερία φέρνει μέσα στούς κόλπους της τήν Αντίδραση. Μέσο καί δρος τής έπανάστασης, Αν δχι κύριος σκοπός της, είναι ή καταστροφή τής Αρχής τής κυριαρχίας σ’ δλες τΙς μορφές της, ή τέλεια κατάργηση τοϋ πολιτικού καί νομικού κράτους, γιατί τό κράτος, ό μικρότερος Αδελφός τής έκκλησίας δπως Απέδειξε δ Προυντόν, είναι ή ιστορικά καθαγιασμένη μορφή δλων τών δεσποτισμών καί προνομίων, τό πολιτικό καί κοινωνικό θεμέλιο κΑθε οικονομικής καί κοινωνικής σκλαβιάς, ή βασική ούσία καί τό κέντρο τής Αντίδρασης. 'Οταν θέλουμε νά σχηματίσουμε, έστω καί προσωρινά, στό δνομα τοϋ σοσιαλισμού κράτος παράγουμε τήν Αντίδραση, δουλεύουμε γιά τό δεσποτισμό κι δχι γιά τήν έλευθερία, γιά τήν έγκαθίδρυση προνομίων καί κατά τής ισότητας».*0
Ό Μπακούνιν διέγνωσε έπίσης δτι σέ μιά σοσιαλιστική κοινωνία Ανακύπτουν νέοι κίνδυνοι πού ΑπειλοΟν τήν Ισότητα, κίνδυνοι πού δέν Ιχουν τΙς ρίζες τους στήν ιδιωτική οίκονομική δύναμη, Αλλά σέ προνόμια Αλλου είδους. «Τά προνόμια καί κάθε προνομιακή θέση έχουν τήν ιδιότητα νά σκοτώνουν τό πνεύμα καί τήν καρδιά τού άνθρώπου. Αύτός πού είναι πολιτικά ή οικονομικά προνομιούχος είναι πνευματικά καί ήθικά κατώτερος. Ό κοινωνικός αύτός νόμος δέ γνωρίζει καμιά έξαίρεση καί συναντιέται σέ δλόκλη- ρα ϊθνη, καθώς καί σέ τάξεις, σέ δμάδες καί στά Ατομα. Ό νόμος τής ισότητας είναι δ Ανώτατος δρος τής έλευθερίας καί τοΟ Ανθ ρω π ισμ ού »Ή πεποίθηση δτι μόνο ή ισότητα έγγυάται τήν έλευθερία καί τήν Αξιοπρέπεια στίς Ανθρώπινες σχέσεις ήταν τό κυ- ριότερο κίνητρο γιά τή μεταστροφή τού Αλλοτε ιδεαλιστή καί μεταφυσικού Μπακούνιν στόν Αθεϊσμό καί τό φιλοσοφικό ύλισμό πού συναντούμε στό ώριμο πολιτικό έργο τής ζωής του. Πεποίθηση του ήταν πώς ή ίδέα τής κυριαρχίας καί ύποταγής, πού κατά τή θεο- λογική άντίληψη χαρακτηρίζει τΙς σχέσεις τού θεού μέ τούς Ανθρώπους, παραμορφώνει καί τΙς Ανθρώπινες σχέσεις καί μεταφέρει στίς σχέσεις τών Ανθρώπων τό «αίσθημα τής έξάρτησης»" πού κατά τόν Μπακούνιν, σέ Αξιομνημόνευτη δμοφωνία μέ τόν προτε- στάντη θρησκευτικό φιλόσοφο Ντάνιελ Ντήτριχ Σλάιερμεχερ, έ- πειδή παρουσιάζονται άνθρωποι πού μπορούν νά νομιμοποιήσουν τήν κυριαρχία τους μέ τήν άπαίτηση δτι ένσαρκώνουν τή θέληση τοϋ θεού, Αποτελεϊ τό θεμέλιο κάθε θρησκείας. 'Οπως οί Φόυερ- μπαχ καί Μάρξ, ϊτσι κι δ Μπακούνιν βλέπει τόν άνθρωπο δχι νά πλουτίζεται καί ν’ Ανυψώνεται μέ τήν εΙκόνα τού θεού, άλλά νά φτωχαίνει καί νά άποστερεΤται τΙς ιστορικές του δυνατότητες. Έ -
15 225
νώ Επιδοκιμάζει τήν έπιστήμη καί τό σοσιαλισμό (άφοϋ καί στίς δυό περιπτώσεις συνυπολογίζει καί τήν πιθανότητα τοΟ ίκφυλιομ&Ο τους σέ δεσποτισμό) τή θρησκεία τή θεωρεί εύθύς έξ άρχής σάν δεσποτική. Ή άδάμαστη θέληση του γιά τήν έλευθερία καί τό |ΐί- σος πού έτρεφε έναντίον κάθε μορφής αύθεντίας έμπόδισαν τόν Μπακούνιν νά άνακαλύψει κατά τή θεώρηση τής θρησκείας τήν τοποθετημένη σ’ αύτή δυνατότητα άμοιβαιότητας, πού έννοεΐται έ- λάχιστα έκφράστηκε σάν Ιστορική πραγμάτωση. Δηλαδή δτι ή ά- πολυτοποίηση τοΟ θεοΰ καί ή έξάρτηση τοϋ άνθρώπου σχετικοποι- οϋν τΙς σχέσεις καί έτσι μπορεΐ νά θεμελιώσουν τήν πραγματική Ισότητα μεταξύ τών άνθρώπων. Μά φαίνεται πώς δέν ήτανε δυνατό οδτε στόν Μάρξ, οδτε στόν Μπακούνιν νά άντικαθρεφτίσουν μέ άταραξία τήν περιοχή τοϋ θρησκευτικού. Καί στούς δυό έπρόκειτο κυρίως γιά τήν προσπάθεια νά εισχωρήσουν στήν περιοχή τής άν- θρώπινης συνείδησης πού κατείχε ή θρησκεία καί νά έγκλιματίσουν έκεΐ πού ήταν έδραιωμένη ή παλιά πίστη τήν Ιδέα τής έπανάστασης.
Έν πάση περιπτώσει κάτω άπό τό φώς τής Ιστορικής έμπειρίας, ot Ιδέες τοΰ Μπακούνιν άποτελοϋν Ινα μέσο πού έπιτρέπει νά πα- ρακολουθηθοΰν μέσα στό θησαυρό τών Ιδεών τοϋ σύγχρονου σο- σιαλισμοΰ δλες ot μονομέρειες καί τά λάθη καί νά βρεθοϋν τά τρωτά έκεΐνα σημεία πού, κάτω άπό τήν πίεση τής συσσωρευμένης δύναμης ένός κλειστοϋ συστήματος, δέ φτάνουν Γσαμε τή συνείδηση τοϋ σύγχρονου άνθρώπου. Βέβαια δέν μπορεΐ νά σταθεί ό Ισχυρισμός δτι δ Μπακούνιν παρουσίασε λύσεις μέ μεγαλύτερη άντοχή στήν κριτική, ώστόσο δέν είναι καί δυνατό νά παραβλεφτεΐ δτι τράβηξε τήν προσοχή τών άνθρώπων σέ άπόψεις πού κάλυψε δ μαρξισμός καί άντικαθρέφτισε άντίθετες άλήθειες καί συμπληρωματικές γνώσεις σκόρπιες στό μαρξιστικό σύστημα. "Οπως ή δύναμη τής σοσιαλιστικής κριτικής κατά τοϋ φιλελευθερισμού καί τού ά- ξιώματος του, τοΰ Laissez-fair βρισκόταν στό δτι άπόδειχνε τή μετατροπή τής άπόλυτης έλευθερίας σέ άνισότητα καί συνακόλουθα σέ άνελευθερία, Ιτσι καϊ ή άξία τών άπόψεων τοΰ Μπακούνιν βρίσκεται στή δυνατότητα πού παρέχουν νά άναπαρασταθεΐ ή άντίθετη πλευρά πού άφορά τό σοσιαλισμό καί τό προτσές πού αύτός εισάγει στήν άντίληψη δτι μιά ισότητα πού πραγματοποιείται μέ αύστηρό- τητα, άν δέν Ιχει στή διάθεση της άρκετό έλεύθερο χώρο άλλά άντίθετα βάζει στό περιθώριο τήν έλευθερία, όδηγεΐ δχι μόνο στήν άνελευθερία, άλλά καί σέ νέες μορφές άνισότητας. Γιατί, άκριβώς δπως καί στόν άστικό φιλελευθερισμό, ή άνισότητα σημαίνει ή μπορεΐ νά σημαίνει στή συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα άνελευθερία γιά τούς άποκλεισμένους άπό τά προνόμια, μέ τόν Ιδιο τρόπο καί ή ισότητα πού δημιουργεΐται μέσα στή σοσιαλιστική κοινω
νία, μπορεΐ νά όδηγήσει στήν άνελευθερία καί τήν άνάπτυξη νέων έξαρτήσεων καί άνισοτήτων άνάμεσα στούς άνθρώπους. Δέν είναι λοιπόν δυνατό νά κατηγορηθεΐ ό Μπακούνιν δτι δέν έξέφρασε μέ δλη τήν όςύτητα της αύτή τήν προβληματική πολύ περισσότερο δέν είναι δυνατό νά κατηγορηθεΐ πού δέ βρήκε τή λύση τοΟ προβλήματος. Μαρξισμός και άναρχισμός βρισκότανε σέ πλάνη καί ot δυό ά- γνοοϋσαν αύτή τή θεμελιακή άξιακή άντίθεση ή θεωροΟσαν πώς μπορούσε νά έναρμονιστεΐ μ’ Ιναν τρόπο πού θά μεγιστοποιοΟσε ταυτόχρονα καί τΙς δυό άξίες, ένώ στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά Ινα πρόβλημα άλυτο θεωρητικά καί πρακτικά, γιά μιά κατάσταση Αντιθετική πού δέν άναιρεΐται καί πού μπορεΐ νά τακτοποιηθεί μόνο μέ συνεχείς προσπάθειες κι δχι μέ μιά τέλεια συνολική λύση.
Άλλά ot ύποδείξεις τοϋ Μπακούνιν Ιχουν σημασία, πού δέν είναι δυνατό νά ύποτιμηθεΐ, άκριβώς γιά τήν καθιέρωση καί τήν κοινω- νικοπολιτική έφαρμογή αύτής τής άποψης. Αύτός είναι ό λόγος πού γιά νά άποκτηθεΐ μιά κατά προσέγγιση ιδέα γιά τΙς δυνατότητες τοϋ σοσιαλισμού πρέπει νά έξετάζονται ot άπόψεις τοϋ Μπακούνιν μαζί μέ τΙς άνακαλύψεις τοϋ Μάρξ.
Γι’ αύτό δέν άρμόζει στούς μαρξιστές ό κοροϊδευτικός τρόπος μέ τόν όποιο ό έκπρόσωπος τοϋ ρωσικοϋ μαρξισμοϋ Γ. Πλεχάνωφ άπο- κάλυπτε τήν άντιφατικότητα τών άναρχικών θέσεων, δταν τό 1894 Ιγραφε: «’ Αν δ Προυντόν ήταν ούτοπιστής, ό Μπακούνιν ήτανε δυό φορές τέτοιος, γιατί τό πρόγραμμα του δέν είναι παρά μιά ούτοπία τής έλευθερίας συνδεμένη μέ μιά ούτοπία τής Ισότητας. Ένώ 6 Προυντόν έμεινε, τουλάχιστο μέχρις ένός βαθμοϋ, πιστός στό άξίωμα τοϋ «συμβολαίου» του, ό Μπακούνιν διχάστηκε άνάμεσα στήν έλευθερία καί τήν ισότητα, Αναγκασμένος άπό τήν άρχή νά έγκαταλεί- πει στήν τύχη της τήν πρώτη γιά χάρη τής δεύτερης καί τή δεύτερη γιά χάρη τής πρώτης. "Αν ό Προυντόν είναι Ινας προυντονιστής δίχως ψεγάδι, ό Μπακούνιν μέ τόν άξιομίσητο κομμουνισμό καί μαρξισμό του είναι Ινας κάλπικος προυντονιστής!** Κι έκεΐ έπίσης πού ό Πλεχάνωφ κατηγορεί τόν Μπακούνιν γιά άντίφαση, δηλαδή τήν άποψη του γιά τήν αύτενέργεια τής μάζας καί τήν άναγκαιότητα τής όργάνωσης, τραβάει τήν προσοχή τοϋ παρατηρητή σ’ Ινα πρόβλημα πού οδτε ή μαρξιστική θεωρία έρμήνευσε άρκετά, πολύ δέ λιγότερο τό Ιλυσε ιστορικά καί θεωρητικά μ’ Ιναν τρόπο σωστό, τό πρόβλημα πού Ιμελλε νά δημιουργήσει περισσότερες δυσχέρειες στούς μαρξιστές παρά στούς άναρχικούς, έξαιτίας τής μεγαλύτερης Ιστορικής τους έπιτυχίας.
θ ά ήταν καλύτερα άν ot διαπιστώσεις καί ot κατηγορίες πού ά- φοροϋσαν τούς άναρχικούς προκαλοϋσαν τή μαρξιστική αύτοκριτι- κή. Μά ot μαρξιστές άντί νά πάρουν στά σοβαρά τΙς προειδοποιήσεις τών άναρχικών καί νά ξαναεξετάσουν τό σύστημα τους, θεώρησαν
πώς αύτές μπορεί νά παίξουν τό ρόλο τοϋ Αλεξικέραυνου, πάνω στό όποίο ξεθυμαίνει κανείς τή δυσαρέσκεια του καί ταυτόχρονα αίσθά- νεται πώς αύτοεπιβεβαιώνεται. Ή παράλειψη αύτής τής Αντανάκλασης ίκανε δυνατή ιστορικά τήν έπιστροφή στούς μαρξιστές τής κατηγορίας πού ό Πλεχάνωφ άπόδινε στούς Αναρχικούς. Ή μήπως, μέ δεδομένη τή διάσταση Ανάμεσα σ’ αύτό πού πραγματοποιήθηκε Ιστορικά κι αύτό πού Αρχικά είχε προγραμματιστεί καί πού Αφορά τόσο τό έργατικό κίνημα τής δύσης δσο καί τήν περιοχή κυριαρχίας τοΰ μαρξισμού - λενινισμού, δέν μπορεί ν’ Απευθύνει κανείς στούς μαρξιστές τό παρακάτω φαρμακερό άπόφθεγμα τού Πλεχάνωφ; «"Ενας άναρχικός είναι άνθρωπος πού άν δέν είναι καταδότης, είναι καταδικασμένος νά πετυχαίνει παντοϋ καί πάντα τό άντίθετο Απ’ αύτό πού έπιθυμεί».4*
’Εξίσου άδικες καί μονομερείς είναι καί ot γεμάτες μομφή διαπιστώσεις τού Λένιν, πού άντέταξε στούς Αναρχικούς σάν έλάττω- μα φυσικό πού σφραγίζει τήν πολιτική τους τακτική, στή μικροαστική τους προέλευση. «Ή κοσμοαντίληψη τών Αναρχικών έγραφε, είναι μιά άνάστροφη Αστική κοσμοαντήληψη. Οί άτομικιστι- κές τους θεωρίες καί τό Ατομικιστικό τους ιδανικό είναι τό Αντίθετο τοϋ σοσιαλισμού. Οί Απόψεις τους δέν έκφράζουν τό μέλλον τής Αστικής κοινωνικής τΑξης πού δδηγεΐται Ασταμάτητα στήν κοινωνικοποίηση τής έργασίας, άλλά τό παρόν κι Ακόμη τό παρελθόν αύτής τής τΑξης, τήν κυριαρχία τής τυφλής συμπτωματι- κότητας πάνω στούς ξεμοναχιασμένους καί Απομονωμένους μικρούς παραγωγούς»." Μά ό Αστικός Ατομικισμός βρίσκεται Ακόμη καί ατά νεανικά κείμενα τοϋ Μάρξ, (πού έννοεΐται δέν ήτανε γνωστά στό Λένιν) καί μάλιστα ή Απελευθέρωση Από τήν κατανομή τής έργασίας πού Απαιτεί ό Μάρξ μέ σκοπό τή δημιουργική αύτοανάπτυξη τοΰ παραγωγού, είναι άκατανόητη δίχως τήν Αποδοχή ένός άτομικιστικοΰ ίδανικοΰ. Αύτό τό ιδανικό τό καθόρισε ό Μπακούνιν καί μάλιστα μέ μιά μορφή πού δέ διαφέρει πολύ άπό τις Αντιλήψεις τού Μάρξ. «Τό κάΟετι πού Αντιστοιχεί στίς Ανάγκες τοΰ άνθρώπου, στούς δρους τής Ανάπτυξης καί τής όλοκληρωμένης ύπαρξης του, αύτό είναι γιά τόν άνθρωπο, άλλά μόνο γιά τόν άνθρωπο κι δχι γιά τό ζώο πού αύτός καταβροχθίζει. Τό καλό καί τό κάθετι πού τοΰ Αντιβαίνει, τό κακό»." ’Αλλά, παρά τόν τονισμό αύτοΰ τοΰ Ατομικιστικοΰ Ιδανικοΰ ό Μπακούνιν ήτανε γενικά σύμφωνος μέ τόν Μάρξ, δτι δ άνθρωπος μπορεί νά γίνει άντικείμενο θεώρησης καί κοινωνικής πραγμάτευσης μόνο σάν κοινωνικό δν κι δχι σά μεμονωμένο άτομο. «Τό βασικό καί γενικό λάθος δ- λων τών Ιδεαλιστών, πού έννοεΐται άποτελεΐ μιά πολύ λογική συνέπεια τοΰ συστήματος τους, είναι πού Αναζητούν τή βάση τής ήθι- κής στό Απομονωμένο άτομο ένώ αύτή δέν μπορεί νά βρεθεί παρά
μόνο στά ένωμένα δτομα. Γιά νά τό άποδείξουμε αύτό πρέπει νά ξεμπερδέψουμε μιά γιά πάντα |ii τό άπομονωμένο, τό άπόλυτο άτομο τών ιδεαλιστών»." "Αν καί ή προσβλητική αύτή έπίθεση τοϋ Μπακούνιν κατά τών Ιδεαλιστών είναι άδικη, μεροληπτική καί δ- δηγεί σέ πλάνες — μήπως δέν είναι ό ιδεαλιστής ’Αριστοτέλης πού δρισε τόν άνθρωπο σάν πολιτικό ζώο; — έκφράζει ώστόσο μέ άξιοσημείωτη σαφήνεια δτι, δπως κι ό Μάρξ, κι αύτός είχε συνείδηση τής άνάγκης τής κοινωνικής θεμελίωσης καί Ινταξης τοϋ άτόμου καί τό ϊδιο δπως κι έκεΐνος προσπαθούσε νά βρει τά συλλογικά μέσα καί τρόπους πού θά Ικαναν τή χειραφέτηση τοϋ άνθρώπου κοινωνική πραγματικότητα.
’Αλλά τά κοινά σημεία πού ύπάρχουν στόν Μάρξ καί τόν Μπακούνιν δέν περιορίζονται σ’ αύτή τήν άφετηρία, παρά άναπτύσ- σονται σ’ δλη τήν ίκταση τής θεωρίας πού πολύ βάσιμα μπορεΐ νά πεί κανείς πώς μαρξισμός καί άναρχισμός εΓναι δυό παραλλαγές τής κοινής σοσιαλιστικής παράδοσης. Είναι άλήθεια πώς δ Μπακούνιν δέν Ιφτασε τήν έπιστημονική πληρότητα καί παραγωγικότητα τοϋ Μάρξ, οδτε άνάπτυξε μιά συνολική άνάπτυξη τής οίκο- νομίας τοϋ καπιταλισμού, δμως στό βαθμό πού πήρε θέση σέ ζητήματα έπεξεργασμένα κιόλας άπό τή μαρξιστική θεωρία, τό Ικανέ δχι μόνο σέ τόνο ύψηλοϋ θαυμασμό!} γιά τά έπιτεύγματα τοϋ Μάρξ στό «Κεφάλαιο» ** άλλά καί στό πνεϋμα πραγματικής όμο- φωνίας μέ τό βασικό περιεχόμενο καί τήν κύρια κατευθυντήρια γραμμή τοϋ μαρξιστικού συστήματος. Μήπως ή παρακάτω θέση τοϋ Μπακούνιν δέ μπορεΐ νά βρεθεί σέ όποιαδήποτε προσπάθεια έκλαίκευσης βασικών άληθειών τοϋ μαρξισμοΰ; «ΕΓναι άνάγκη νά έπαναλάβουμε τά άδιάψευστα άποδεικτικά στοιχεία τοϋ σοσιαλισμού πού δέν μπορεΐ νά τά άνατρέψει κανένας άστός οικονομολόγος; Τί είναι Ιδιοκτησία, τί είναι κεφάλαιο στή σημερινή του μορφή; Γιά τόν καπιταλιστή καί τόν ιδιοκτήτη εΓναι τό δικαίωμα νά ζοϋν δίχως νά δουλεύουν, πράγμα πού τό έγγυίται καί τδ Εξασφαλίζει τό κράτος καί έπειδή οδτε ή Ιδιοκτησία, οδτε τό κεφάλαιο παράγουν κάτι δν δέ γονιμοποιηθοϋν μέ τήν έργασία τών άλλων, εΓναι δύναμη καί δικαίω|ΐα νά ζοϋν άπό τήν έργασία αύτών τών άλλων, νά έκμεταλλεύονται τήν έργασία έκείνων πού δέν ϊχουν οδτε Ιδιοκτησία, οδτε κεφάλαιο καί γι’ αύτό είναι άναγκασμένοι νά πουλοϋν τήν παραγωγική τους δύναμη στούς εύτυχεΐς ιδιοκτήτες καί τών δυό».*’ Τό Τδιο δπως κι ό Μάρξ, δ Μπακούνιν Ιγδυσε τήν άστική Ιδιοκτησία άπό κείνο τό διάκοσμο πού μιά δψιστη εύ- λογία τής εΤχε χαρίσει. «Ά ν καταργηθεΐ τό κράτος θά χάσω τήν πολιτική καί νομική εύλογία, τήν έγγύηση τής Ιδιοκτησίας άπ’ τό κράτος. Ή Ιδιοκτησία θά πάψει νά άποτελεΐ δικαίωμα, θά άνα- χθεϊ σέ άπλό γεγονός.” Ή φράση άπό τό ’Αντι - Ντύριγκ τοϋ Έ ν-
229
γκελς, πού τήν ίχουμε κιόλας άναφέρει, σύμφωνα μέ τήν δποία ή πρώτη πράξη τοϋ προλεταριακοϋ κράτους πού μ’ αύτήν παίρνει στήν κατοχή του τα παραγωγικά μέσα είναι σύγχρονα καί ή τελευταία του σάν κράτους ,ι δέ διαφέρει ούσιαστικά άπ’ αύτήν τήν έξήγηση τοϋ Μπακούνιν.
Έξαιτίας αύτών καί πολλών άλλων κοινών σημείων στίς βασικές ιδέες τοϋ Μάρξ καί τοΰ Μπακούνιν άναγνωρίζεται πώς ϊχουν δίκηο έκεϊνοι οί συγγραφείς, πού παρά τΙς διαφορές πού ύπάρχουν σέ πολλές άπό τΙς άπόψεις τών παραπάνω δημιουργών, φτάνουν στό συμπέρασμα, δτι αύτό πού τούς συνδέει πνευματικά είναι άνώ- τερο άπ’ αύτό πού τούς χωρίζει. Έτσι, ό Λουίζ Φάμπρι πού τό 1908 άσχολήθηκε μέ τή σύγκριση μαρξισμοϋ καί άναρχισμοϋ κα- τάληξε στό συμπέρασμα πώς είναι κοινό σέ σοσιαλδημοκράτες καί άναρχικούς αύτό πού άποτελεΐ τήν κεντρική ιδέα, τό θεμελειακό στοιχείο τοΰ σοσιαλισμοϋ. Τό κοινό αύτό είναι ή κοινωνικοποίηση τής Ιδιοκτησίας πάνω στή βάση τής έλευθερίας καί μέ μέσο τήν κοινωνική έπανάσταση." Μέ δρισμένες έπιφυλάξεις είναι δυνατό νά έγκριθεϊ καί ή παρακάτω κρίση τοΰ ίδιου συγγραφέα. «Ό σο κι άν διέφεραν οί άπόψεις τους, δλα τά μέλη τής διεθνοΰς, δίχως έξαίρεση, ήταν, πρώτα, κατά τόν τελικό σκοπό, σοσιαλιστές καί δεύτερο, κατά τή μέθοδο, έπαναστάτες. Ή διαφορά άνάμεσα στίς δυό κατευθύνσεις ήταν περισσότερο πρακτική παρά θεωρητική. Άφοροΰσε περισσότερο τήν έσωτερική δργάνωση, παρά τή θεωρητική γραμμή, ήταν περισσότερο ζήτημα χαρακτήρα καί ιδιοσυγκρασίας, παρά έπιστημονικών πεποιθήσεων».'* Οί κατά τά άλλα τόσο διαφορετικοί έρμηνευτές τοϋ μαρξισμοϋ Χάνς Κέλζεν καί Μάξ "Αντλερ συμφωνοΰν έπίσης, δτι ύπάρχει στενή συγγένεια άνάμεσα στόν μπακουνικό άναρχισμό καί τόν μαρξισμό. Έτσι, ό Χάν Κέλζεν Ιφτασε στδ συμπέρασμα, δτι δ Μάρξ είναι στήν πολιτική του θεωρία άναρχικός καί δ Μπακούνιν στήν οίκονομική του θεωρία βασικά μαρξιστής.’ * Ό Μάξ Άντλερ ύποστηρίζει «δτι σέ σχέση μέ τόν τελικό σκοπό δέν ύπάρχει καμιά διαφορά άνάμεσα στόν άναρχισμό καί τόν μαρξισμό κι δτι δ άναρχισμός ύπήρξε πάντα σοσιαλιστικός, δηλαδή ή διαφορά τών δύο κατευθύνσεων είναι άπλώς Ιστορική - τακτική»." Ό ίδιος ό Νικολάι Μπουχάριν, στήν έργασία του πού σκοπό είχε νά καθορίσει τά δρια άνάμεσα στόν άναρχισμό καί τόν έπιστημονικό σοσιαλισμό, παραδέχτηκε τήν δ- μοφωνία τών δυό κατευθύνσεων σέ δ,τι άφορδ τήν άρνηση τοϋ κράτους καί τή δημιουργία μιδς κοινωνικής κατάστασης δπου δέ θά ύπάρχει κράτος." ’Αλλά καί ό Ιστορικός τών Ιδεών Κάρλ Ντήλ, πού στή μελέτη του ύπερτονίζει τήν καταγωγή τοϋ άναρχισμοϋ άπό τόν φιλελευθερισμό καί λαθεμένα βλέπει σ’ αύτόν μιά άντίθεση μέ τόν μαρξισμό (πού κι αύτδς έπίσης ίχει φιλελεύθερη καταγω
230
γή) καταλήγει νά δώσει τδν έπόμενο δρισμό τών σχέσεων τους. «’ Οσο κι άν διαφέρουν ot σκοποί άναρχισμοΟ καί σοσιαλισμοΟ κι ot δυό Ιχουν προέλθει σάν Ινα μεγάλο μέρος τών σοσιαλιστικών θεωριών, άπό τΙς Γδιες ρίζες τοϋ φυσικοϋ δικαίου. Ό άναρχισμός, δπως κι ό ήθικός σοσιαλισμός, είναι μιά συνέπεια βρισμένων άρ- χών τοΟ φυσικοϋ δικαίου. ’Αναρχισμός καί κομμουνισμός έτυμολο- γοϋν τό δικαίωμα γιά κοινή ιδιοκτησία άπό τή θεωρία γιά τά φυσικά δικαιώματα τοϋ άνθρώπου. Ό άναρχισμός διαμόρφωσε τή θεωρία τοϋ φυσικοϋ δικαιώματος τοΟ καθενός στήν τέλεια προσωπική έλευθερία άπό τή θεωρία τών φυσικών δικαιωμάτων τοϋ άνθρώπου."
Μπροστά σ’ αύτήν τήν τόσο πλατειά όμοφωνία πρέπει ν’ άντι- μετωπιστεϊ μέ πολύ σκεπτικισμό ή κρίση τών κομμάτων πού περιπλέχτηκαν στόν άνταγωνισμό. Ot προσπάθειες γιά Ιδεολογικό διαχωρισμό καί ό τονισμός τών διαφορών προήλθαν λιγότερο άπό τούς άναρχικούς και περισσότερο άπό τή μαρξιστική πλευρά. Ot άναρχικοί ήταν πού γιά πολύν καιρό προσπαθοϋσαν νά παραμείνουν στή σοσιαλιστική διεθνή καί νά συνεχίσουν μέσα άπ’ αύτήν τή δράση τους γιά τΙς άρχές τους. Τό διώξιμο τους άπό τή διεθνή, πού πραγματοποιήθηκε στό συνέδριο τοϋ Λονδίνου τό 1896, δχι μόνο στέρησε αύτή τήν όργάνωση άπό πολύτιμους παλμούς, άλλά καί συνετέλεσε στό νά μετατραπεΐ δ άναρχισμός σέ άγονη πολιτική αίρεση. Στό έξής δ άναρχισμός, άποκομμένος άπό τό κύριο ρεΟμα τής έξέλιξης δημιούργησε σέ πολλούς άπό τούς όπαδούς του μιά αύτοεπίγνωση πού άρνήθηκε τή συνάρτηση μέ τό μαρξισμό, καί πού είχε χρέος, μέ τήν άπότομη άντίθεση σ’ αύτόν, άντίθεση πού παρουσιάστηκε σάν Ιστορική έναλλακτική λύση, νά συμψηφίσει τήν περιορισμένη σημασία τοϋ κινήματος στήν πολιτική. "Έτσι δ γνωστός ’Αμερικανός άναρχικός Βενιαμίν ΤοΟκερ έγραφε τό 1922. «’ Ισχυρίζονται πώς άνάμεσα στή ρώμη καί τή λογική δέν ύπάρχει κανένας ένδιάμεσος σταθμός. Μέ τό ίδιο δικαίωμα μπορεί νά πει κανείς πώς δέν ύπάρχει κανένας ένδιάμεσος σταθμός άνά- μεσα στόν κρατικό σοσιαλισμό καί τόν άναρχισμό».*' Ωστόσο ά- κόμη καί σ’ αύτό πού παρουσιάζεται σάν έναλλακτική λύση άπέ- ναντι στόν κρατικό σοσιαλισμό, δέ λείπει έντελώς ή συνείδηση τής κοινής καταγωγής τών δύο σοσιαλισμών». Ό Ινας είναι ή παιδική ήλικία τοΟ σοσιαλισμοΟ, ό άλλος ή άντρική. *0 Ινας είναι κιόλας τό παρελθόν, δ άλλος τό μέλλον. Ό Ινας θά παραχωρήσει τή θέση του στόν άλλον. Γι’ αύτό καθένας σήμερα είναι ύποχρεωμένος νά ταχθεί ύπέρ τοϋ ένός ή τοΟ άλλου σοσιαλισμοΟ ή νά δμολογήσει, πώς δέν είναι σοσιαλιστής»." «Περισσότερο διδακτική άπό τΙς ρητορείες πού έξυπηρετοϋν τήν άνύψωση τοΟ συναισθήματος είναι ή συνηθισμένη πιά άπόδειξη, δτι ή ρύθμιση τής οικονομίας μέ κρα-
231
τικοΰς κανόνες δέν περιορίζεται στήν οικονομία, άλλά περνάει καί στήν ιδιωτική ζωή τοϋ άτόμου». «Ό Ισχυρισμός τδν κρατικών σοσιαλιστών δτι αύτό τό δικαίωμα δέ θά χρησιμοποιηθεί σέ πράγματα πού άφοροϋν τό άτομο στίς στενές Ιδιωτικές σχέσεις τής ζωής του, δέν έπιβεβαιώνεται άπό τήν ιστορία τών κυβερνήσεων. Είναι, άπό άνέκαθεν, στή φύση τής έξουσίας νά πολλαπλασιάζεται, νά διευρύνει τή σφαίρα τής δράσης της, νά ξεπερνά τά δρια πού τής Εχουν τεθεί. 'Ετσι, δπου δέν καταβάλλεται προσπάθεια άντιπολί- τευσης, δπου τό άτομο δέν παροτρύνεται νά διαφυλάξει τά δικαιώματα του, έξαφανίζεται σιγά - σιγά ή άτομικότητα καί ή κυβέρνηση ή τό κράτος γίνεται τό πάν».*° Στό μεταξύ τό πέρασμα άπ’ τό θεωρητικό στόν κρατικό δεσποτισμό, γιά τό δποϊο Ικανέ λόγο ό Μπακούνιν, έπιβεβαιώθηκε άπό τήν έξέλιξη τοϋ μπολσεβικισ|ΐοΰ καί σ’ αύτόν τουλάχιστο άρμόζει ή γενική διαπίστωση τοϋ Τοϋκερ. «"Ο,τι κι 3ν Ισχυρίζονται ή άρνοϋνται οί κρατικοί σοσιαλιστές τό σύστημα τους είναι καταδικασμένο νά όδηγήσει σέ μιά κρατική θρησκεία, 5-ου δλοι όφείλουν νά συνεισφέρουν στά Ιξοδά της καί δλοι νά γονατίσουν μπροστά στό βωμό της».*1
Οί μαρξιστές ήταν πού μέ ζήλο προσπάθησαν νά συγκαλύψουν τήν κοινή καταγωγή μαρξισμού καί άναρχισμοϋ, πού άγνόησαν τά κοινά στοιχεία άνάμεσα στούς δυό καί πράβαλαν περισσότερο έκεΐνα πού τούς χώριζαν καί Ετσι Εκαναν άδύνατο νά βρεθεί μιά βάση γιά κοινή δράση. Ό Λένιν στήν μπροσούρα του «’Αναρχισμός καί σοσιαλισμός» πού Ιγραψε τό 1910 έκφράζεται ώς έξής γιά τό καταπολεμούμενο ρεύμα. «Τοΰ λείπει, πρώτον, ή κατανόηση τών αιτίων τής έκμετάλλευσης, δεύτερον, ή κατανόηση τής κοινωνικής έξέλιξης πού οδηγεί στό σοσιαλισμό καί τρίτο ή κατανόηση τοϋ ταξικού άγώνα, σάν δημιουργικής δύναμης, γιά τήν πραγματοποίηση τοΰ σοσιαλισμού».'* Οί ισχυρισμοί τοϋ Λένιν δέν άντέχουν σέ μιά ένσυνείδητη άντιπαράσταση μέ τά κείμενα τοϋ Μπακούνιν. Καί μόνο of περικοπές άπό τά Ιργα τοΰ Μπακούνιν πού Εχουν έδώ άναφερθεΐ, φτάνουν γιά νά άποδείξουν τόν ισχυρισμό τοΰ Λένιν σάν ύπερβολή, άν δχι σάν ώμό βιασμό τών γεγονότων. Γιατί, σέ δ,τι άφορά τά αίτια τής έκμετάλλευσης ό Μπακούνιν στηρίχτηκε σέ τέτοια.Εκταση στά κείμενα τοϋ Μάρξ, πού δέν μπορεΐ νά γίνεται στά σοβαρά λόγος γιά θεμελιακές διαφορές μεταξύ τους, Επειτα καί γιά τόν Μπακούνιν έπίσης είναι δ ταξικός άγώνας γιά τήν πραγματοποίηση τοΰ σοσιαλισμοΰ δημιουργική δύναμη, θά μποροϋσε μάλιστα νά πεϊ κανείς, δτι στή θεωρία του, δ ταξικός άγώνας μέ τή συγκέντρωση του στήν οίκονομική κυρίως περιοχή προβάλλει μέ λεπτότερη μορφή άπ’ δσο στό συνδυασμό μέ τόν πολιτικό άγώνα πού άπαιτεΐ δ μαρξισμός, πού άπό πολλές άπόψεις όδήγησε στό θάψιμο κι δχι στό δυνάμωμα τοΰ ταξικοϋ άγώνα. Ή δή-
Οεν Ελαττωματική, άπ’ τδν άναρχισμί, κατανόηση τής κοινωνικής έξέλιξης όλοφάνερο πώς άφορ& μόνο τήν έλλειψη πίστης στή ντε- τερμινιστική άναγκαιότητα, πού δπως είναι γνωστό κι ό Λένιν τήν έγκατέλειψε στήν άποφασιστική στιγμή. M i άκριβώς αύτό πρέπει νί θεωρηθεί σάν πλεονέκτημα τοϋ άναρχισμοϋ άπέναντι στόν κλασσικό μαρξισμό, γιατί ή πηγή τής δύναμης πού καταπλάκωσε ό ντετερμινισμός μέ τήν μονόπλευρη κατανόηση τής κοινωνικής έξέλιξης βρίσκεται άκριβώς στή διατήρηση μιάς άνεξάρτητης, αύ- θόρμητης έπαναστατικής θέλησης.
Είναι ένδιαφέρον δτι μέ τήν εύκαιρία πού πρόσφερε ή άνωτέρω μπροσούρα δ Λένιν συκοφάντησε τόν άναρχισμό σάν «προϊόν άπελ- πισίας»,'* δίχως ίσως νά φαντάζεται πώς μέ τόν τρόπο αύτόν χαρακτήριζε έκεϊνον τόν δρο τής σοσιαλιστικής έπανάστασης, πού Εμελλε νά όφελήσει καί τήν Όχτωβριανή έπανάσταση πού ό ΓΒιος πραγματοποίησε. Φυσικά ό Μπακούνιν δέν άγνόησε ποτέ τόν κοινωνικό προσδιορισμό τών έπαναστατικών κινημάτων καί δέν άνέ- χτηκε τήν ιδέα ένός αύθορμητισμοΰ πού αίωρεΐται έλεύθερος. 'Ο πως καί 6 Μάρξ πίστευε, «δτι γιά νά γίνουν ot άνθρωποι ήθικοί, πρέπει νά γίνει ήθικδ τό κοινωνικό περιβάλλον καί δτι σέ κάθε στιγμή τής ζωής τους δλοι ot άνθρωποι δίχως έξαίρεση είναι αύτό πού τούς έκανε ή φύση καί ή κοινωνία».** ’Εννοείται πώς στή φύση τοϋ άνθρώπου ύπάρχει σάν άνεξάρτητο καί κινούν στοιχείο έκείνη ή έπαναστατική άγανάκτηση πού ή μαρξιστική θεωρία κόπιασε νά μήν άποδώσει στίς άντικειμενικές συνθήκες καί τή λογική έπεξεργασία τους.
Ή άλλη κατηγορία πού άποδόθηκε άπδ τή μαρξιστική πλευρά στούς άναρχικούς, τής ούτοπίας καί τής λιγοστής συνέπειας στή σκέψη στηρίχτηκε πολλές φορές στήν άνικανότητα τών άναρχι- κών νά καταλάβουν τήν άνάγκη νά κατακτήσουν καί νά μεταχειριστούν έπαναστατικά τήν κρατική έξουσία. Είναι άλήθεια πώς στήν πράξη, στά βασικά αύτά ζητήματα τής πολιτικής στρατηγικής, οί άναρχικοΐ παραδόθηκαν σέ αύταπάτες καί άπέναντι σ’ Ινα πρόβλημα τόσο συγκεκριμένο συμπεριφέρθηκαν άκαθόριστα καί τό άντιμετώπισαν μέ ύπεκφυγές. Έ Ιδέα τους νά άνατρέψουν μέ έπανάσταση τήν ύπάρχουσα κοινωνική τάξη, δίχως στή συνέχεια νά ύπεισέλθουν στήν έξουσία της άφηνε Ιξω άπδ τήν προσοχή τους μιά άναγκαιότητα πού χωρίς τήν Ικανοποίησή της δέν είναι δυνατή καμιά έπαναστατική άνατροπή. Καί δμως, άκόμη καί πίσω άπ’ αύτή τήν άπλοΐκότητα κρυβότανε μιά άποψη, πού βέβαια δέν πρόσφερε καμιά έναλλακτική λύση σχετικά μέ τδ πρόβλημα τής άντι- κατάστασης τού άστικοϋ άπ’ τδ προλεταριακό κράτος, φανέρωνε δμως μιά καλύτερη γνώση τών συνεπειών καί συγκεκριμένα δτι «δ μηχανισμός κυριαρχίας πού υιοθετεί τδ προλεταριακό κράτος
233
άναπτύσσεται μέ μιά Ιδιαίτερη φυσική άναγκαιότητα πού Ερχεται σέ σύγκρουση μέ τά ιδανικά στό δνομα τών δποίων Εγινε ή έπανάσταση». Οί μαρξιστές άντίθετα πήραν άψήφιστα αότή τήν Υπόθεση καί άρκέστηκαν στήν εύσεβή έλπίδα δτι τδ προλεταριακό κράτος θά είναι Ινα μεταβατικό φαινόμενο, πού θά Υποχωρήσει, μπροστά στήν άλλαγμένη άπό τό κράτος σέ κομμουνιστική, κοινωνία. Στήν πραγματικότητα ή μαρξιστική θεωρία καί πράξη σχετικά μέ τό ζήτημα αύτό κινήθηκε στό ίδιο άδιέξοδο δπως καί ot άναρχικοί. Άλλά δτι έλειπε άπό τούς άναρχικούς σέ γνώσεις σχετικά μέ τΙς προϋποθέσεις καί τΙς άνάγκες αύτοϋ τοΟ έπαναστατικοΟ προτσές, άναπληρώθηκε, σέ μεγάλη έκταση, σέ γνώσεις σχετικά μέ τΙς έπι- δράσεις αύτοϋ τοϋ προτσές.
Καί στό σημείο αύτό ή κοροϊδία τοϋ Πλεχάνωφ θά μποροΟσε νά στραφεί κατά τών δικών του θέσεων. Μά δ Πλεχάνωφ προτίμησε άντί νά κάνει αύτοκριτική νά έκστρατεύσει μονόπλευρα κατά τών άναρχικών. «Πώς θέλουμε λοιπόν νά έξεγερθοϋν κατά τής κεφα- λαιοκρατίας ot ήθικά σκλαβωμένοι έργάτες; Γιά νά γίνει αύτό δυνατό πρέπει τό έργατικό κίνημα νά κάνει πρώτα τήν οικονομική έπανάσταση. Άλλά ή οικονομική έπανάσταση είναι δυνατή μόνο σάν έργο τών Γδιων τών έργατών. Βρισκόμαστε λοιπόν μέσα σ’ Ινα φαϋλο κύκλο, άπ’ δπου δ σύγχρονος σοσιαλισμός έξέρχεται μέ εΰ- κολία, ένώ δ Μπακούνιν καί οϊ μπακουνιστές γυρνοϋσαν καί γυρ- νοϋν άδιάκοπα γύρω άπ’ τό Γδιο σημείο δίχως καμιά δυνατότητα έξόδου έκτός άπό τήν πραγματοποίηση ένός σάλτο μορτάλε τής λογικής»." Άλλά μήπως αύτό δέν έπαληθεύθηκε καί στήν περίπτωση τοΟ έπαναστατικοΟ μαρξισμοϋ; Μήπως κι δ έπαναστατικδς μαρξισμός δέν άπαίτησε άπ’ τόν προλετάριο, πού άπό άποψη συνείδησης ίφερνε τή σφραγίδα τής Υπάρχουσας κοινωνίας άφοΟ έξακο- λουθοϋσε νά είναι κρατούμενος τής οικονομικής της βάσης, νά βγει μέ τή βία άπ’ αύτή τήν κοινωνία πρίν νά τόν άπελευθερώσει ή Γ- δια άπό τήν αιχμαλωσία; Μήπως κι έδώ, δπως συμβαίνει καί μέ τήν άντίληψη τών άναρχικών, δέ γίνεται προσφυγή σ’ Ινα διαλεκτικό πήδημα, πού σάν έπικίνδυνο πέρασμα σ’ Ινα νέο χώρο έχει κάτι τό κοινό μ’ Ινα σάλτο μορτάλε; Μήπως κι δ μαρξισμός δέ βρέθηκε μπροστά στό πρόβλημα νά έπέμβει τήν άποφασιστική στιγμή στίς δημιουργικές αιτίες πού φέρνουν τήν κάθε άλλαγή καί πού σύμφωνα μέ τή θεωρία του Ιπρεπε νά είναι άπλώς άποτέλεσμα; Μήπως δέ βρέθηκε κι ό μαρξισμός στήν άνάγκη νά δράσει σύμφωνα μέ τήν Ιννοια μιδς άνθρώπινης φύσης πού άνοίγει τό δρόμο της σιγά-σιγά άγωνιζόμενη κι Ετσι νά ξεκινήσει κι αύτός, δπως καί ot άναρχικοί άπό μιά δογματική άρχή ή Ινα άπόλυτο Ιδεώδες; Μήπιος τό παρακάτω ζήτημα, πού γιά νά κατηγορήσει τούς άναρχικούς γιά βασικές άντιφάσεις θέτει δ Πλεχάνωφ, είναι περισσό
234
τερο κατάλληλο νά κάνει Αμφισβητήσιμη τή δική του, τή μαρξιστική θέση; «Ή άνθρώπινη φύση είναι Αναλλοίωτη. . . καί τότε δέν έξηγεΐ τίποτε στήν Ιστορία, ή δποία μάς δείχνει συνεχείς Αλλαγές στίς σχέσεις τών άνθρώπων μέσα στήν κοινωνία ή ΑλλΑζει καί ή Ιδια, Ανάλογα μέ τΙς περιστάσεις κάτω Απδ τΙς όποιες ζοΰν ot Ανθρωποι καί τότε είναι πολύ μακριά Από τοϋ νά Αποτελεΐ ή δράση τήν αϊτία τής ιστορικής έξέλιξης»." Ό ταν ot άναρχικοΐ δημιουργούσαν τήν άποστροφή πρός τό κράτος καί στήν ιδέα νά εισχωρήσουν στούς μηχανισμούς του, πού κοροϊδεύτηκε καί δυσφημίστηκε Από τούς μαρξιστές, έπέσυραν βέβαια έναντίον τους τήν κατηγορία δτι είναι πολιτικοί Ιδεαλιστές πού βουλιάζουν τήν πράξη τής έπαναστατικής κατάκτησης τής έξουσίας στό έπίπεδο μιάς μυστικιστικής έξόρμησης τών μαζών ot όποιες κατά τρόπο αΐνιγματι- κό δέν έπρεπε νά μεταβληθοϋν σέ έξουσία, μποροϋσαν δμως γιά νά δικαιολογήσουν αύτή τήν άποστροφή τους νά έπικαλεστοϋν τή δυσ- φήμηση τοϋ κράτους άπό τδ μαρξισμό, πού άναγνώριζε σ’ αύτό δ- λες τΙς κακές ιδιότητες καί έπίσης κατά τρόπο αίνιγματικό Αφηνε τούς μαρξιστές νά πιστεύουν πώς δλες αύτές ot κακές ιδιότητες θά περνούσαν δίχως νά άφήσουν ίχνη πάνω στό νικηφόρο έπαναστα- τικό κράτος ή δτι θά ήταν εύκολο νά καταργηθοϋν. γρήγορα άπ’ αύτούς.
Μάρξ καί Μπακούνιν συμφωνοϋσαν δτι ή σύγκρουση πού θά ό- δηγοΟσε στήν έγκαθίδρυση τής νέας κοινωνίας δέ θά ήταν, κατά κανόνα, ειρηνική κι αύτδ έκανε άναγκαία τή χρησιμοποίηση τής τρομοκρατίας. 'Ωστόσο καί ot δυό πίστευαν πώς Αργά ή γρήγορα, — ot Αναρχικοί γρηγορότερα, ot μαρξιστές άργότερα — νά παραιτηθούν άπό τήν Ασκηση τής βίας. Ή πεποίθηση τους αύτή θεμελιωνότανε στήν κοινή άντίληψη δτι ή πηγή τοϋ κάθε κακοϋ είναι τό κράτος καί δτι, κατά συνέπεια, θά μποροϋσε στήν πορεία τής προοδευτικής κατάργησης τής ταξικής κυριαρχίας νά πάψει νά είναι άπαραίτητη ή χρησιμοποίηση τής βίας. Τόσο πολύ ot Μάρξ καί Μπακούνιν ταύτιζαν τό κράτος μέ τή βία πού αύτό άσκοϋσε, μέ αύτό πού παρουσίαζε ή συγκεκριμένη μορφή τοϋ ταξικοϋ κράτους, πού έκλιναν στό ν’ άρνηθοϋν στή μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία, πού δέ θά στηριζότανε στήν ταξική κυριαρχία, κάθε κα- ταναγκαστικό χαρακτήρα. Τούς φαινόταν τόσο μεγάλη ή πειστική διαφορά άνάμεσα στή βία πού Ασκεί τό ταξικό κρΑτος καί αύτή πού θά παραμείνει σάν άναγκαιότητα καί στή μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία πού σέ καμιά περίπτωση δέ χρησιμοποιούσαν τήν ίδια έκφραση γιά τίς δυό αύτές πραγματικότητες καί γι’ αύτό δέν ήθελαν, οδτε τήν κομμουνιστική κοινωνία νά όνομάσουν κράτος, οδτε τις κυρώσεις πού αύτή θά έπέβαλε βία. Πέρα άπ’ αύτό είχαν τή γνώμη δτι αύτό πού θά Απέμενε σάν Αναγκαιότητα, μιά
235
βία ποιοτικά διαφορετική, θά λιγόστευε τόσο πολύ ποσοτικά πού θά είχε τό χαρακτήρα δριακών περιπτώσεων. Μέ τήν δρολογία πού πήγασε άπ’ αύτές τΙς άντιλήψεις καί τΙς άνάγκες τής προπαγάνδας άναρχικοΐ καί μαρξιστές δημιούργησαν, σέ σχέση μέ τή μελλοντική κοινωνία, Ελπίδες πού δχι μόνο δέν Επαληθεύτηκαν, παρά άντίθετα διαψεύστηκαν μέ τδν πιδ βάναυσο τρόπο.
’Αναρχικοί καί μαρξιστές ίκανοποιήθηκαν μέ τδν εύχάριστο τύπο δτι τήν κυριαρχία τοΰ άνθρώπου πάνω στδν άνθρωπο θά τήν άντικαταστήσει ή διαχείριση τών πραγμάτων, μ’ δλο πού Ενας ά- πλούστατος συλλογισμός θά ήταν άρκετδς νά καταδείξει τδν άπα- τηλδ χαρακτήρα αύτοϋ τοΰ τύπου, άφοϋ κάθε κυριαρχία στά πράγματα είναι έπίσης καί κυριαρχία στούς άνθρώπους. Μάρξ καί Μπακούνιν ταύτιζαν έντελώς τδ περιεχόμενο τοΰ καπιταλιστικού κράτους μέ τδ κράτος καί τή βία γενικά καί παράβλεπαν δτι άκόμα καί τδ ταξικδ καπιταλιστικό κράτος δέν Εξαντλούσε τδ ρόλο του σ’ αύτές τίς άποτρόπαιες λειτουργίες κι δτι κυρίως δέν έμπόδιζε τδ έργατικδ σοσιαλιστικό κίνημα νά πληρώσει τήν κρατική μορφή |ii τδ δικό του περιεχόμενο καί Ετσι, δίχως νά παραιτηθεί άπδ τή βία καί τήν κύρωση σάν ούσιαστικά μέσα κάθε κοινωνικής ρύθμισης, νά τήν άλλάξει ποιοτικά. Ό μως Μάρξ καί Μπακούνιν βρισκότανε κάτω άπδ τή γοητεία μιας άντίληψης πού Εβαζε κράτος καί κοινωνία σέ άπόλυτη άντίθεση καί άπόδινε στδ πρώτο δλα τά κακά καί στή δεύτερη δλα τά καλά καί σωτήρια. "Ετσι ό Μπακούνιν, σέ πραγματική δμοφωνία μέ τδν Μάρξ, μποροϋσε νά λέγει: «Άλλά τδ κράτος δέν είναι ή κοινωνία. Είναι μιά βάναυση δσο καί άφηρημένη ιστορική μορφή τής κοινωνίας." Ό Μπακούνιν συναντήθηκε μέ τδν Μάρξ καί στήν Επόμενη ταύτιση κυβέρνησης καί Εκμετάλλευσης. «Τδ νά Εκμεταλλεύεσαι καί νά κυβερνάς είναι τδ Γδιο πράγμα. Τδ Ενα συμπληρώνει τδ άλλο καί τελικά τοΰ χρησιμεύει δπως τδ μέσο στδ σκοπό. . . Ή Εκμετάλλευση είναι τδ δρατδ σώμα, ή κυβέρνηση ή ψυχή τοΰ κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος»."
Ό πως διαπιστώνει μέ δλα αύτά δ παρατηρητής ύπάρχουν στά γραφτά τόσο τοΰ Μάρξ δσο καί τοΰ Μπακούνιν πολλά στοιχεία πού θά Επρεπε νά είχαν βοηθήσει τούς δυδ στοχαστές καί πολιτικούς νά μαντέψουν τδν άπατηλδ καί Επικίνδυνο χαρακτήρα τοϋ πνευματικού τους συστήματος καί νά φτάσουν, δίχως διαγραφές στδ πολιτικό ιδανικό καί τήν έπαναστατική τους στρατηγική, σέ μιά ρεαλιστικότερη κρίση γιά τις δυνατότητες καί τά δρια τής ίδιας τους τής δράσης. Άπδ τά κείμενα τοϋ Μπακούνιν δέ λείπουν ot θέσεις πού φανερώνουν μιά, σχεδόν ισάξια τής Εποχής μας, γνώση τοϋ μηχανισμού σχηματισμού τής κοινωνικής συνείδησης, πού τοποθετεί στήν ίδια σειρά τή βία πού άσκεϊ τδ νόμιμο δεαποτικδ κράτος
236
καί τή βία πού άσκεΤ ή κοινωνία, βία πού έκφράζεται στά ήθη, τά έθιμα, τΙς προλήψεις καί τις συνήθειες. Μάλιστα πολλά στοιχεία Αποδείχνουν δτι δ Μπακούνιν ύπολόγιζε σάν ισχυρότερες άπό τοΟ κράτους τΙς έπιδράσεις πού προέρχονται άπό τήν κοινωνία καί τις άντιδράσεις πού οίκοδομοΰνται πάνω σ’ αύτές. «Είναι εύκολότερο νά άγανακτήσεις κατά τοΟ κράτους, γιατί στή φύση τοϋ κράτους βρίσκεται κάτι πού προκαλεϊ τήν έξέγερση. . . Ή κοινωνία δέν έ- πιβάλλεται τυπικά, έπίσημα, αύταρχικά. Αύτό τό κάνει μέ πιό φυσικό τρόπο κι έτσι ή δική της έπίδραση στό άτομο είναι δυνατότερη άπό τήν έπίδραση τοϋ κράτους. Αύτή δημιουργεί καί διαμορφώνει δλα τά άτομα πού γεννιούνται καί άναπτύσσονται |ΐέσα στούς κόλπους της. ’Από τήν πρώτη μέρα τής ύπαρξης τους ίσαμε τή μέρα τοϋ θανάτου τους τά διαποτίζει σιγά - σιγά μέ τήν πνευματική, τήν ήθική καί τήν ύλική της φύση. Κανονικά έξατομικεύεται σέ καθένα άπ’ αύτά»."
Καί στά κείμενα τοϋ Μάρξ έπίσης άνακαλύπτονται σέ κάθε βήμα παραστάσεις πού δέ βρίσκονται σέ δμοφωνία μέ τήν άπό μέρους του τερμινολογική άπάρνηση τοϋ κράτους. Βέβαια, σέ άντίθεση μέ τούς άναρχικούς, αύτή ή άρνηση τοϋ κράτους άναφέρεται στή μελλοντική κοινωνία, πού δέν ήθελε νά τήν δνομάσει κράτος, άλλά καί μ’ αύτόν άκόμα τόν περιορισμό πάλι είναι άμφίβολο άν τά μέτρα πού είσηγήθηκε ήταν τά κατάλληλα νά έπιφέρουν πραγματικά τήν άπαιτούμενη κατάργηση τοϋ κράτους. Καί έδώ ήταν Ισχυρότεροι οί άναρχικοί. ’Αντιμετώπισαν πάντα μέ σκεπτικισμό τή δυνατότητα νά έγκαταλειφθεΐ τό κράτος γιά τό τίποτε, δπως ήθελε πραγματικά δ Μάρξ. Έτσι, σέ σχέση μέ τά μέτρα πού πρότεινε δ Μάρξ στό κομμουνιστικό |ΐανιφέστο, Ιγραφε δ 'Ολλανδός άναρχικός Φέρ- ντιναντ Νιού Βένχουις. «Λοιπόν κράτος, κράτος καί πάλι κράτος. Τό κράτος είναι τό Ά λφα καί τό ’Ωμέγα. Δέν μπορεί οδτε νά Ισχυριστεί κανείς δτι δ Μάρξ έβαλε πραγματικά αύτές τις άπαι- τήσεις στό μελλοντικό κράτος. Γι’ αύτά δ Μάρξ δέν είπε τίποτε. ’Αντίθετα είπε πολύ καθαρά, πώς αύτοί οί κανόνες μπορεί νά έ- φαρμοστοϋν, άρκετά γενικά, στίς πιό προοδευμένες χώρες. Έτσι μοϋ φαίνεται πώς άποκλείεται κάθε άμφιβολία. Ή κρατικοποίηση καταλήγει άμεσα στόν κρατικό σοσιαλισμό».70 "Αν αύτή ή διαπίστωση τοϋ Νιού Βένχουις περιέχει κιόλας τόν ισχυρισμό δτι τά μέτρα πού πρότεινε δ Μάρξ θά έφερναν κατ’ εύθείαν στήν ένίσχυση τοϋ κράτους, ή έπόμενη δήλωση του έπεκτείνει αύτόν τόν ισχυρισμό καί στήν έπαναστατική έφαρμογή τοϋ μαρξισμοϋ. «Αύτός πού άποδέχεται τόν τρόπο κατάκτησης τής πολιτικής έξουσίας, άρχι- κά σάν τόν πρώτο σκοπό καί τελικά σάν τό σκοπό γενικά, καταλήγει στόν κρατικό καπιταλισμό»."
Άκόμα καί τά τελευταία συγγράμματα τοΰ Μάρξ παρά τήν τερ-
237
μινολογική καί φραστική άπάρνηση τού κράτους, παρέχουν τήν άπόδειξη πώς σέ δτι τδν άφορα έπρόκειτο γιά τήν έξαφάνιση τοϋ ταξικοϋ περιεχομένου τοϋ καπιταλιστικού κράτους κι δχι τοϋ ίδιου τοΰ κράτους. ’Ακριβώς ή θέση πού έπικαλοΰνται γιά νά άποδείξουν τή βασικά άναρχική τοποθέτηση τοϋ Μάρξ άποσαφηνίζει δτι άπο- κρούοντας τόν κρατικό σοσιαλισμό, πού στά πλαίσια τοΰ γερμανικού κινήματος άντιπροσωπευόταν άπ’ τόν Λασσάλ, προχώρησε πολύ πρός τήν ίδια κατεύθυνση πού άκολουθοΰσαν ot άναρχικοί, μά πάντα δχι τόσο πού νά έξαφανίζει έντελώς τό κράτος άπό τήν κοινωνία. *0 Μάρξ ένδιαφερότανε γιά τήν άπελευθέρωση τών άνθρώπων κι δχι τήν άπελευθέρωση τοϋ κράτους. «Ελεύθερο κράτος;'* ρωτοΰσε στήν κριτική τοΰ προγράμματος τής Γκότα. «Τί είναι αύτό ;»” Καί έδινε τήν άπάντηση. «Δέν είναι σκοπός τών έργατών, πού Ιχουν ξεφορτωθεί τήν περιορισμένη λογική τοϋ ύπηκόου, νά κάνουν τό κράτος έλεύθερο. . . Έλευθερία είναι νά μεταβάλουν τό κράτος άπό δργανο πάνω άπό τήν κοινωνία, σέ δργανο ύποταγ- μένο στήν κοινωνία. Καί σήμερα άκόμα τό κράτος στίς διάφορες μορφές του είναι έλεύθερο ή άνελεύθερο στό βαθμό πού αύτές οί μορφές περιορίζουν τήν έλευθερία τοϋ κράτους». * Ή μετατροπή τοϋ κράτους άπό δργανο πού βρίσκεται πάνω άπδ τήν κοινωνία σέ δργανο ύποταγμένο στήν κοινωνία συνδέεται γενικά μέ τήν άπο- νέκρωση τών λειτουργιών τοΰ ταξικοϋ κράτους, πού άπό τούς Μάρξ καί Ένγκελς ταυτίστηκε άπό πολλές άπόψεις μέ τό ίδιο τό κράτος· μάλιστα άπό άποψη περιεχομένου αύτή ή |ΐετατροπή δέν μπο- ρεϊ νά έννοηθεϊ άλλοιώτικα, δίχως δηλαδή νά χρησιμοποιηθεί ή έννοια τοΰ κράτους σάν όργάνωσης μέ θεσμούς, μέ κατανομή έργασίας μέ τίς άνάλογες διαβαθμίσεις, σάν όργάνωσης πού ένεργεϊ μέ κυρώσεις καταναγκασμοϋ.
Ή έκφραση «πολιτικό κράτος» 74 πού τόσο συχνά τή βρίσκουμε στούς Μάρξ καί Ένγκελς άλλά καί σέ πολλά κείμενα τοϋ Μπακούνιν — τό πολιτικό κράτος δέν έχε*, κανένα άλλο σκοπό παρά νά προστατεύει τήν έκμετάλλευση τοϋ λαοϋ άπό τις οικονομικά προνομιούχες τάξεις — " φανερώνει δτι ό μαρξισμός έκτός άπ’ αύτή γνωρίζει κι άλλες λειτουργίες, πού στό πολιτικό κράτος συγκαλύπτουν ιδεολογικά τήν άντίθεση κράτους καί κοινωνίας, καί τίς όποιες θά διατηρήσει τό κράτος καί μετά τήν άποβολή αύτής τής συσκότισης καί άπάτης. "Οπως άποδείχνει τό πρόγραμμά τους καί ■ζαΐ γιά τούς άναρχικούς έπίσης, δέν έπρόκειτο γιά τήν κατάργηση κάθε είδους τάξης καί καταναγκασμοϋ, οδτε γιά τόν παραμερισμό δλων τών μορφών όργάνωσης καί κυριαρχίας, άλλά άποκλει- στικά γιά τήν προβολή τής έλεύθερης ρύθμισης πού παραμόρφωσε ή ταξική καπιταλιστική κοινωνία καί τήν άντικατάσταση τής κυριαρχίας τοϋ άνθρώπου άπό τόν άνθρωπο μέ τήν κυριαρχία ένός
κατά τό δυνατό δίκαιου καί έλεύθερου νόμου. Ό Προυντόν χαΐ ο! άλλοι θεωρητικοί πού συγκαταλέγονται στούς Αναρχικούς πολλές φορές τόνισαν πώς ή άναρχία είναι τό άντίθετο τοΟ χάους, 8τι άντίθετα θά διατηρηθεί μιά μορφή όργάνωσης τής κοινωνίας. Εννοείται μιά όργάνωση, πού σέ άντίθεση μέ τήν οίκονομική ρύθμιση πού ύπάρχει, άλλά καί τή συγκεντροποιημένη καταναγκαστική οικονομία πού ζητούν ot μαρξιστές, θά πραγματοποιηθεί άπό κάτω πρός τά πάνω. Ή έπαναστατική κατήχηση λέγει σχετικά μ’ αύτή στό σημείο 8. «Κατά συνέπεια δέ θά Επιτρέπεται, δπως σήμερα, σύμφωνα μέ τήν άρχή τής ένότητας καί τής συγκεντροποίησης, νά πηγαίνει ή πολιτική καί οίκονομική όργάνωση τής κοινωνικής ζωής άπό πάνω πρός τά κάτω καί άπό τό κέντρο στήν περιφέρεια τοϋ κύκλου, άλλά άπό κάτω πρός τά πάνω καί άπό τήν περιφέρεια πρός τό κέντρο σύμφωνα μέ τήν άρχή τής έλεύθερης όμοσπονδιακής Ινωσης»." Ό Μπακούνιν άνέλυσε πιό συγκεκριμένα τά σχετικά μέ τή συγκρότηση αύτής τής όμοσπονδίας. «Μόνο άπό τά κάτω πρός τά πάνω έπιτρέπεται νά όργανωθεί ή μελλοντική κοινωνία μέ τήν έλεύθερη Ενωση καί όμοσπονδιοποίηση τών έργατών, άρχικά σέ έ- νώσεις, Επειτα σέ κοινότητες, περιοχές, καί έθνη καί τέλος σέ μιά μεγάλη διεθνή καί παγκόσμια όμοσπονδία»." Ή άπαίτηση γιά τήν όργάνωση τής κοινωνίας άπό τά κάτω πρός τά πάνω βρίσκεται γενικά στήν ϊδια γραμμή μέ τήν άπαίτηση γιά ριζικό έκδημοκρατι- σμό, άλλά ίχι σέ άντίθεση μέ τήν (εραρχική, κλιμακωτή διάρθρωση τής κοινωνίας. Άντίθετα, μέ τήν καθιέρωση τών έννοιών «'πάνω καί κάτω» τή συμπεριλαβαίνει κι άκόμα τή θεωρεί σάν αύτο- νόητη, για cl είναι αύταπόδεικτο πώς Ινας κλιμακωμένος συντονισμός τής κοινωνικής ρύθμισης άπαιτεϊ κατ’ άρχήν τήν δπαρξη κοινών συμφερόντων καί μιάς (εραρχίας έλέγχου γιά τή διαφύλαξη τών άρμοδιοτήτων καί τή διατήρηση τοϋ κοινωνικοϋ οίκοδομήμα- τος.
Φυσικά αύτή ή τοποθέτηση όδηγεί ξανά στό βασικό πρόβλημα τής άναγκαιότητας νά παρεμβαίνει ή βία σάν παράγοντας πραγματοποίησης τής έπιθυμητής έξίσωσης άντιθέτων συμπερασμάτων καί άρχών. "Αν καί δέν μπορούσαν νά τό όμολογήσουν αύτό ot ά- ναρχικοΐ δίχως νάρθοϋν σέ άντίθεση μέ τό αίτημα τους γιά άπό- λυτη έλευθερία, άκριβώς ή Ιδανική τους κοινωνία άπαιτοΰσε τή χρησιμοποίηση τής βίας, πρώτα γιά νά έπιβληθεΐ καί ϊπειτα γιά νά κρατηθεί. Άλλά ot άναρχικοΐ πού ο( ίδιοι διέψευδαν τΙς δικές τους διαβεβαιώσεις δταν άναλάβαιναν τήν προσπάθεια νά συγκεκριμενοποιήσουν τό περιεχόμενο τών Ιδεών τους, ύποτιμοϋσαν καί προγραμματικά έξαφάνιζαν μέ ταχυδακτυλουργικό τρόπο τή βία άπό τά στοιχεία τά άπαραίτητα γιά τή διατήρηση τής άναρχικής κοινωνίας. Άπό τήν άποψη αύτή χαρακτηριστικό παράδειγμα στήν
πράξη άποτελεΐ ιδιαίτερα ή σχέση έλευθερίας καί Ισότητας πού πολλές φορές άναφέρθηκε στήν άναρχική φιλολογία δίχως ποτέ νά έξαντληθεί ώς τό τέλος. Γιατί άν δέν είναι δυνατό, καί μέ τή χρησιμοποίηση τής βίας, να άποτραπεΐ ή ένταση καί ή πόλωση άνάμεσα στά δυό αύτά μεγέθη, άλλά άποστολή τής κοινωνικής πολιτικής θά είναι πάντα μόνο νά προστατεύει τό Ινα άξίωμα μετά τό άλλο καί νά άποτρέπει τήν άπώθηση του στό περιθώριο, θά είναι έντελώς άδύνατο νά έμποδιστεΐ, δίχως τή χρησιμοποίηση τής βίας ή κατανίκηση τής μιάς δύναμης άπό τήν άλλη. Άλλά άκριβώς ή άνάγκη νά βρεθεί «μιά περίληψη τών δρων» κάτω άπό τούς δποίους μπορεί σύμφωνα μέ τόν Κάντ νά συνενωθεί σ’ Ινα γενικό νόμο τής έλευθερίας ή αύθαιρεσία τοΟ ένός μέ τήν αύθαιρεσία τοΟ άλλου ” άποτελεΐ τήν ούσία τοϋ νομικού κράτους πού ό Μπακούνιν ξεχώριζε άπ’ τό πολιτικό κράτος ” καί έκδηλώνεται στήν τάξη δικαίου. Μπορεί ή διαμορφωμένη άπό τόν καπιταλισμό τάξη δικαίου νά ήταν άπαράδεκτη γιά τούς Μάρξ καί Μπακούνιν, ώστό- σο δμως ή άπαίτηση νά βρεθεί ή άναγκαία περίληψη τών δρων είναι πού προκαλεϊ τό σχέδιο γιά μιά νέα δύναμη τάξης. Τό δτι αύτή ή νέα τάξη οίκοδομεΐται δημοκρατικά καί αίτιολογεΐται λογικά δέν άλλάζει τίποτε στό χαρακτήρα της ώς μέσου καταναγκασμού μέ τόν δποΐο προβάλλει άπέναντι στό άτομο. Τό μόνο πού άλ- λάζει είναι δ λόγος τής κατασκευής καί νομιμοποίησης της. Έ άπαίτηση τής έπαναστατικής κατήχησης: «ή έλευθερία μπορεί καί πρέπει νά ύπερασπίζεται τόν έαυτό της μόνο μέ τήν έλευθερία» ** σκόνταψε άκόμα άπό τήν άρχή, στό ίδιο τό πρόγραμμα, στή στοιχειώδη άναγκαιότητα τής ύπεράσπισης τής ιδανικής τάξης έναντίον έκείνων πού άπεργάζονται τό τέλος της. Ή βασική αύτή άρχή μπορεί νά διατηρηθεί μόνο άν δεχτεί κανείς πώς αύτομάτως δλοι οί άνθρωποι θά είχαν άπαίτηση μόνο γιά τόση έλευθερία δση μπορεί νά τούς δοθεί, άφοΟ παρθεΐ ύπόψη ή Ισότητα. "Οπως φαίνεται λοιπόν δ Μπακούνιν δέχτηκε σέ δρισμένα σημεία τοΟ Ιργου του αύτό τό αύτόματο πιλοτάρισμα τής έλευθερίας δλων γιά χάρη τού κοινού καλού. Αύτό τό γεγονός προκαλεϊ έντύπωση γιατί συνηθισμένα Ιβλεπε παντού τόν κίνδυνο τής κατάχρησης τών παραχω- ρούμενων Αρμοδιοτήτων, γιατί ένώ χαρακτήριζε σάν «κραυγαλέο ψέμα»'1 τό σύστημα τών έπαναστατικών αύθεντιών καί τής έπι- βαλλομένης άπ’ αύτές έλευθερίας πού έπινόησε δ Μάρξ, ίμεινε τυφλός μπροστά στήν άπιθανότητα καί άναξιοπιστία αύτού πού κατασκεύασε δ ίδιος.
Μάρξ καί Μπακούνιν τοποθέτησαν τΙς έλπίδες τους στή μελλοντική έξέλιξη τής κοινωνίας. Άλλά, ένώ γιά τόν Μάρξ ή μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία θά ήταν ή έπανασύσταση τοϋ πρωτόγονου κομμουνισμού τής άνθρώπινης προϊστορίας σ’ Ινα άνώτε-
240
ρο έπίπεδο, δ Μπακούνιν άντλοϋσε τΐς έλπίδες του γιά τδ μέλλον άπδ τδ έπαναστατικδ πάθος καί τή βεβαιότητα δίχως κανένα σημείο έπαφής μέ τδ παρελθόν. «Δέν έπιτρέπεται νά άναζητοϋμε τήν έλευθερία τών μαζών στδ παρελθόν, οδτε στδ παρδν παρά μόνο στδ μέλλον, σ’ £να κοντινδ μέλλον, σ’ έκείνη τήν αύριανή μέρα πού μόνοι μας πρέπει νά δημιουργήσουμε μέ τή δύναμη τοϋ μυαλοϋ καί •rffc θέλησης μας, άλλά καί τοϋ στρατοϋ μας. Πίσω μας δέν ύπήρξε ποτέ ένα έλεύθερο συμβόλαιο. Στδ παρελθόν δέν ύπήρξε παρά μόνο βαναυσότητα, βλακεία, άδικία καί βιαιότητα».**
Παρά τήν πεσσιμιστική έκτίμηση γιά τή μέχρι τήν έποχή του έξέλιξη τής άνθρωπότητας δ Μπακούνιν δέν μποροϋσε νά φανταστεί τδ μελλοντικό βασίλειο τής έλευθερίας, παρά μόνο σάν βασίλειο τοϋ άμοιβαίου πλουτισμοϋ καί δχι τής άμοιβαίας καταπίεσης καί άπειλής. Στδ σημείο 4 τής έπαναστατικής κατήχησης λέγει μέ πάθος: «Δέν είναι άλήθεια πώς ή έλευθερία ένδς άτόμου περιορίζεται άπδ τήν έλευθερία τών άλλων. Ό άνθρωπος είναι πραγματικά έλεύθερος μόνο στδ βαθμό πού ή έλευθερία του Αναγνωρίζεται έλεύθερα άπδ τήν έλεύθερη συνείδηση τών άλλων άνθρώπων καί τή δική του, μόνο δταν ή έλευθερία του έπιβεβαιώνεται καί έπεκτείνεται στδ άπειρο άπδ τήν έλευθερία τών άλλων. Ό άνθρωπος είναι έλεύθερος μόνο μεταξύ έλευθέρων άνθρώπων καί έ- πειδή μόνο μέ τήν Ιδιότητα του σάν άνθρωπος μπορεΐ νά είναι πραγματικά έλεύθερος, ή σκλαβιά καί ένδς μόνο άνθρώπου είναι προσβολή τής άρχής τής άνθρωπότητας, άρνηση τής έλευθερίας δλων τών άνθρώπων».'* Καί σ’ Ινα άλλο σημείο συνεχίζει δ Μπακούνιν μέ τήν ίδια έννοια. «Μόνο τότε είμαι στ’ άλήθεια έλεύθερος δταν είναι τδ ίδιο έλεύθεροι δπως κι έγώ δλοι οί άνθρωποι, άντρες καί γυναίκες, πού μέ περιβάλλουν. Ή έλευθερία τών άλλων δέν είναι περιορισμός ή άρνηση τής δικής μου έλευθερίας, άλλά άντίθετα άναγκαία προϋπόθεση καί έπιβεβαίωση της. Μόνο μέ τήν έλευθερία τών άλλων γίνομε στ’ άλήθεια έλεύθερος. Ό σο περισσότεροι είναι ot έλεύθεροι άνθρωποι πού μέ περιβάλλουν καί δσο μεγαλύτερη καί βαθύτερη είναι ή έλευθερία τους, τόσο εόρύτερη, βαθύτερη καί μεγαλύτερη εΤνοη καί ή δική μου έλευθερία».**
Παρακάτω παραδέχεται δ Μπακούνιν τήν άνάγκη τοϋ κατανα- γκασμοϋ καί καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες νά συσκοτίσει καί νά ζαχαρώσει τερμινολογικά αύτήν τήν άναγκαιότητα γιά νά έξα- φανιστεΐ ή πικρή γεύση αύτοϋ πού είναι άναπότρεπτο. « Ά ν θέλετε νά σεβαστοϋν ot άνθρωποι τήν έλευθερία, τά δικαιώματα καί τήν άνθρώπινη Ιδιότητα τών συνανθρώπων τους, φροντίστε νά τούς άναγκάσετε νά τά σεβαστοϋν. Νά ύποχρεωθοϋν δχι άπδ τήν θέληση ή τήν καταπιεστική δράση άλλων άνθρώπων, οδτε άπδ τή βία τοϋ κράτους καί τών νόμων, πού δπωσδήποτε έκφράζονται καί έ-
16 241
φαρμόζονται άπδ άνθρώπους, γεγονός πού σάς μεταβάλλει σέ σκλάβους, άλλά άπό τήν κοινωνία ή δποία θά είναι μέ τέτοιο τρόπο ώργανωμένη πού θά έπιτρέπει σ’ δλους νά άπολαμβάνουν έξίσου τήν έλευθερία, άλλά δέ θά δίνει σέ κανένα τή δυνατότητα νά ύψω- θεΐ πάνω άπδ τούς άλλους, ούτε νά κυριαρχήσει έπάνω τους μέ κανένα άλλο μέσο παρά μόνο μέ τή φυσική έπιρροή τών πνευματικών καί ήθικών ικανοτήτων του, δίχως δμως νά είναι δυνατδ νά έπιβληθεί αύτή ή έπιρροή σά νόμος ή νά στηριχτεί σέ δποιοδήπο- τε πολιτικό θεσμό».’11 Έδώ φαίνεται πώς δ Μπακούνιν ύπολογίζει ροπές πού θά ήτανε δυνατό νά καταστρέφουν τήν άρμονία πού θά έπικρατεΐ στήν άναρχική κοινωνία, άλλά πιστεύει πώς θά είναι σέ θέση ή άπλή έπιρροή τής κοινωνίας νά έμποδίσει τήν έπικρά- τηση τους δίχως νά χρειάζεται ή προσφυγή στή βία ή στή μεσολαβητική δράση τών άνθρώπων. Έφόσον δ Μπακούνιν σεβόταν αύτή τήν πίστη στό θαύμα, δέν είναι άδικαιολόγητη ή κατάταξη του στό λιμπεραλισμό, γιατί ή πίστη του στήν αύτόματη ρύθμιση τών έτερογενών κινητηρίων δυνάμεων μπορεΐ νά συγκριθεΐ μόνο μέ τήν ιδέα τοϋ Άνταμ Σμίθ, δτι ύπάρχει Ινα άόρατο χέρι πού κατευθύνει τή δράση τοϋ έγωϊσμοϋ δλων πρός τό γενικό καλό καί Ιτσι τόν μεταβάλλει στό άντίθετό του. Έφόσον δ άναρχισμός έπι- μένει στή λατρεία τής έλευθερίας καί δέν έπανεξετάζει τΙς συνέπειες τών Γδιων του τών άπαιτήσεων, τοϋ ταιριάζει ή κρίση πού Ικανέ γι’ αύτόν δ Κάρλ Ντήλ. «Ό άναρχισμός είναι τό σύστημα τοϋ άκραίου πολιτικού καί οίκονομικοϋ λιμπεραλισμού. Είναι ή θεωρία πού πρεσβεύει δτι άπό τήν τέλεια έλευθερία τών «λαϊκών συντρόφων* προκύπτει μιά άρμονική σύμπραξη. Ό μως αύτή ή θεωρία βρίσκεται σέ άμεση άντίθεση μέ τό σοσιαλισμό καί τή σοσιαλδημοκρατία... πού άπαιτεΐ μιά πολύ στενή σύνδεση μεταξύ τών άτόμων καί μιά όξύτερη άπό τή σημερινή τάξη δικαίου όργά- νωση τοΰ καταναγκασμοϋ. Ένώ ή σοσιαλδημοκρατία περιορίζει δσο τό δυνατό πιό πολύ τό χώρο τής έλευθερίας τοϋ άτόμου, δ ά- ναρχισμός παραχωρεί σ’ αύτήν τά μεγαλύτερα πλαίσια πού μπορεΐ νά φανταστεί κανείς. Ό άναρχισμός είναι ή θεωρία τοΰ Μάν- τσεστερ τραβηγμένη στά άκρα. Αύτή άναγνωρίζει στό κράτος μιά έπίδραση στήν οικονομική ζωή δσο γίνεται πιό περιορισμένη. Ού- σιαστικά τό κράτος δέν Ιχει παρά νά έγγυηθεΐ τήν προστασία τοΟ πολίτη πρός τά μέσα καί πρός τά Ιξω. Ό άναρχισμός προχωρεί άκόμη Ινα βήμα καί θεωρεί περιττή κι αύτήν τήν κρατική φροντίδα».** Εννοείται πώς ή κρίση τοϋ Ντήλ άφορά μόνο τόν άνεύ- θυνο άναρχισμό πού βρίσκεται σέ άπραξία. Γιατί μόλις αύτός προχωρήσει, Ιστω καί νοητικά άπό τή θεωρία στήν πράξη, άμέσως παραχωρεί στή δημόσια φροντίδα, πού δέν είναι δυνατή δίχως Ινα δρισμένο βαθμό όργάνωσης καί ρύθμισης, μιά πάρα πολύ σημαν-
243
τιχή θέση. ’Ανάμεσα στά Ατομικά δικαιώματα πού τήν καθιέρωση τους άπαιτεί ή έπαναστατική κατήχηση στήν πρώτη θέση Αναφέ- ρονται τό δικαίωμα στή φύλαξη, ή προστασία καί ή Ικπαίδευση καθώς καί ή συμβουλή καί ή βοήθεια τής κοινωνίας," πράγμα πού σημαίνει πρόβλεψη τής πραγματικότητας τοϋ σύγχρονου κράτους εύημερίας.
"Οπως άποδείχνεται κι δ άναρχισμός δέν άποτελεΐ 2να σύστημα τελειωμένο καί Απαλλαγμένο άπό άντιφάσεις. Οί άντιθετικότητες πού ύπάρχουν στό οίκοδόμημα τών μαρξιστικών Ιδεών είναι περισσότερο φανερές καί λιγώτερο έναρμονισμένες μεταξύ τους στόν κόσμο τών ιδεών τοϋ άναρχισμοΰ. Έτσι, Ανάλογα μέ τό ποιό άπό τά συστατικά στοιχεία τής άναρχικής σκέψης προβάλλεται φτάνουμε κοντύτερα ή Απομακρυνόμαστε άπό τόν μαρξισμό. Σκοπός αύτής τής έρευνας, πού εισχωρεί τόσο βαθειά στίς λεπτομέρειες μερικών βασικών προβλημάτων, είναι νά δείξει τΙς δυνατότητες πού βρίσκονται στόν άναρχισμό γιά άντιφατικές έρμηνεΐες καί διαφορετικά συμπεράσματα καί νά έξηγήσει δτι τόσο δ μαρξισμός, δσο καί δ Αναρχισμός δέν άποτελοϋν μιά άδιάσπαστη ένότητα. Κάτι πχ- ραπάνω: γιά νά γίνει δυνατό νά φτάσει κανείς σέ μιά κάπως Αξιόπιστη εικόνα τής περίπλοκης πραγματικότητας πού Αποτελοϋν οί δυό αύτές κατευθύνσεις, πρέπει νά μελετήσει χωριστά τής Αντι- φάσεις πού ύπάρχουν μέσα σ’ αύτές, άντιφάσεις άποσιωπημένες πού βρίσκονται σέ ρήξη μέ τή θεωρία διαπλοκής τής πράξης, καί νά άντιπαραθέσει τά δυό στοιχεία μέ τήν ιστορική πραγματικότητα. Ή ένότητα τής άναρχικής θεωρίας είναι περισσότερο Αβέβαια καί προσωρινή συγκρινόμενη μέ τήν ένότητα τοϋ μαρξισμοϋ. Αύτή ή ένότητα μπορεί νά σταθεί μόνο σέ άντιπαράθεση μέ άλλα, έξίσου μονόπλευρα καί τυπικά τακτοποιημένα κοινωνικά πρότυπα. Μέ διαφορετικό τρόπο θεώρησης ή Αρμονία έξαφανίζεται Αμέσως μπροστά σέ μιά κατάσταση Αντιθετική πού κάνει άδύνατο 2να σταθερό προσανατολισμό. Μέ δλα αύτά καί έφόσο δέ χάνουμε άπό τά μάτια μας τήν κύρια κατεύθυνση πρός τήν δποία δροϋσαν ή Αναρχική επιχειρηματολογία καί προπαγΑνδα, μποροϋμε νά διακινδυνεύσουμε τήν Απλοποίηση, δτι δ Αναρχισμός μέ τΙς ιδέες του γιά τήν έλευθερία τοΰ άτόμου έχει έπηρεάσει ιστορικά τΙς βασικώτε- ρες συνέπειες τοΰ κρατικοΰ σοσιαλισμοΰ καί τήν οίκοδόμηση τής κοινωνίας Από κάτω πρός τά έπάνω καί σέ διαφωνία μέ τό μαρξισμό κατάφερε νά τοΟ δώσει τδν ιστορικό του χαρακτηρισμό. Παρά κάθε Ανακολουθία καί έλαττωματικότητα γιά τήν δποία μπορεί νά κατηγορηθεΐ ή καλύτερα, πού μπορεί ν’ άποδειχτεΐ εύκολώτερα στόν άναρχισμό παρά στόν μαρξισμό, ύπάρχει τό έρώτημα άν δέ θά ήταν ιστορικά δυνατό νά Αποδώσουν καρπούς οί προειδοποιήσεις του μέ τόν δλοκληρωτικό μηχανισμό τής κοινωνίας, πού τόσο
243
στόν ρεφορμισμό, δσο καί αχόν μπολσεβικισμό δδήγησε στήν πα- ρα|ΐόρφωση τών σοσιαλιστικών διοίθέσεων, στήν περίπτωση πού θά παίρνονταν στά σοβαρά άπδ τή μαρξιστική πλευρά σά στοιχείο γιά τελειοποίηση, σάν πρόκληση τής Ιδιας τής πραγματικότητας, καί σάν έπίκληση γιά τήν κινητοποίηση δλων τών δυνατοτήτων καί δέν άποκρούονταν σάν κακοβουλία ή καθαρδς παραλογισμός. ’Αλλά ή ικανοποιημένη μέ τόν έαυτό της σιγουριά τών μαρξιστών πώς έτσι ή Αλλοιώς Ιχουν στή διάθεση τους μιά τέλεια θεωρία ικανή νά ένσωματώσει δλα τά στοιχεία τής πραγματικότητας, άφαίρεσε άπ’ τόν μαρξιστικό σοσιαλισμό έκείνο τό στοιχείο, πού παρ’ δλη τήν Ατέλεια του, έξέφραζε δ Αναρχισμός. Τόσο δ Κάρλ Κάουτσκυ δσο καί ό Λένιν, πού Αντιπροσωπεύουν τις ιδανικά τυπικές μορφοποιήσεις, άλλά καί τό Αδιέξοδο τοΰ μαρξιστικού σοσιαλισμοϋ, είχαν τή γνώμη, δτι τά συστήματα πού έκπροσωποϋσαν είχαν ξε- περάσει τις μονομέρειες τών Ανταγωνιστικών τρόπων θεώρησης, Αλλά δέν πρόσεξαν, πώς οί μονομέρειες τής ίδιας τους τής θέσης πού σκεπαζόταν κάτω άπό τό σήμα τής έπιτυχίας τούς έφεραν τελικά στό ίδιο δίλημμα πού μπλέχτηκε δ Αναρχισμός κάτω άπό τό σήμα τής άποτυχίας του.
Έτσι, δ Κάουτσκυ στήν μπροσούρα του «Τρομοκρατία καί κομμουνισμός», πού δέ χτυπούσε μόνο, Αλλά καί συκοφαντοϋσε τό νικηφόρο μπολσεβικισμό σά μιά μορφή μπλανκισμοϋ καί τόν ξεχώριζε Από τόν μαρξισμό, γράφει μέ τήν έπαρση τής βεβαιότητας: «Ένώ δ μπλανκισμός συνέλαβε, μονόπλευρα, Αποκλειστικά τόν πολιτικό άγώνα κατά τής κρατικής έξουσίας, έξίσου μονόπλευρα 6 Προυντόν; Αναζήτησε Αποκλειστικά τά οικονομικά μέσα μέ τά δ- ποία θά μποροϋσε νά Απελευθερωθεί τό προλεταριάτο δίχως τή βοήθεια τής κρατικής έξουσίας... Ή μαρξιστική θεωρία ξεπέρασε τή μονομέρεια τόσο τοΰ προυντονισμοϋ, δσο καί τοΰ μπλανκισμοϋ. Μέ τόν προυντονισμό Αναγνώρισε δτι οί οικονομικές σχέσεις είναι βασικές καί δτι δίχως τήν Αλλαγή τους καμιά Αλλαγή, δποιου είδους, δέν μπορεί ν’ Απελευθερώσει τό προλεταριάτο. Άλλά άναγνώρισε, δχι λιγότερο, δτι γιά νά σπάσει ή κυριαρχία τοϋ κεφαλαίου καί νά έπιβληθοΰν οί εύνοϊκές γιά τήν Απελευθέρωση τοΰ προλεταριάτου οικονομικές μετατροπές, είναι Απαραίτητη ή κατοχή τής κρατικής έξουσίας»."
Αύτή ή τόσο καλοζυγιασμένη έκτίμηση πού δίνει τήν έντύπωση πώς είναι άψογη παραβλέπει ωστόσο τό ζήτημα σέ ποιό βαθμό δ οικονομικός, Αλλά καί ό πολιτικός άγώνας πού διεξάγεται μέσα στά πλαίσια πού έπιτρέπει τό σύστημα, Αλλάζει τό χαρακτήρα του καί Απομακρύνεται Από τούς Αρχικούς Αγωνιστικούς του στόχους. Ή σαφής αναγνώριση αύτοϋ τοϋ μηχανισμού θά είχε βοηθήσει νά κατανοηθούν οί Αδιόρατες έπιδράσεις του, δίχως μ’ αύτό νά έγκα-
244
ταλειφθοϋν τά πλεονεκτήματα πού πρόσφεραν τό προτσές τής πολιτικές χειραφέτησης καί δ δρόμος τδν μεταρρυθμίσει!)ν. 01 ά- ναρχικοΐ ύποτίμησαν τόν έξαναγκασμό νά ρυθμίσουν τή δράση τους σύμφωνα μέ τΙς κανονισμένες Αγωνιστικές μορφές καί έτσι ?χα- σαν άπό Ι^ιπολαιότητα πολύτιμες δυνατότητες νά έπιδράσουν πολιτικά, άλλά είχαν γι’ αύτό καί άδικο δταν προειδοποιοϋσαν γιά τΙς συνέπειες αύτής τής άποδοχής; Ήταν άνάγκη αύτός ό έξανα- γκασμός στήν άποδοχή δρισμένων άγωνιστικών μορφών νά έχει μέ ιστορική άναγκαιότητα ώς συνέπεια Ενα καταναγκασμό προσαρμογής καί δέν ήτανε δυνατό νά άποκτηθοϋν οί καρποί άπό τήν άποδοχή του δίχως αύτό νά πληρωθεί μέ τήν άντίθετη πλευρά τής προσαρμογής; Ή ταν άναπόφευκτο τό δτι οί κανονισμένες άπό τό σύστημα μορφές άγώνα άντανακλοϋσαν, άντί νά τήν άμφισβητοϋν, δλο καί πιό πολύ τήν κατάσταση πραγμάτων πού ύπήρχε, δπως δίχως άμφιβολία συνέβει μέ τήν έπηρεαζομένη άπό τήν καΐζερική Γερμανία καί τή διάρθρωση τής τάξης της σοσιαλδημοκρατία τοΟ Μπέμπελ καί Κάουτσκυ; Ύπάρχουν εδλογες αίτίες, πού στό μεταξύ ίχουν έκτεθεΤ γιά νά άπαντήσουμε άρνητικά σ’ αύτό τό έρώ- τημα καί νά δεχτοϋμε τήν άποψη, δτι Ινας τρίτος δρόμος, πού θά άπόφευγε τούς σκοπέλους τοΟ ρεφορμισμού καί τής δρθοδοξίας, άν καί άπό τήν πλευρά του δέν ήταν καθόλου σίγουρος ή άναγκαΐος, όπωσδήποτε δμως άποτελοΟσε μιά δυνατότητα πού παραλείφτηκε, μιά δυνατότητα πού τό περίγραμμα της μπορεΐ νά άναπαρασταθεΐ Ιστορικά.
Ή άποδοχή, στά σοβαρά, τών έπιχειρημάτων τών άναρχικών θά είχε άπαλλάξει τή ρήξη ρεφορμιστών καί όρθοδόξων άπό κείνη τήν άγονη στειρότητα, πού παρά τή μεταξύ τους φιλονεικία δέν δ- δηγοϋσε ατήν άμφισβήτηση τοϋ έσωκομματικοΟ καί γενικά τοΟ κοινωνικού στάτους κβό, άλλά στήν έπικάλυψη καί τή διαιώνιση του. Ή γερμανική έπανάσταση τοϋ 1918 δέ θά εδρισκε τόσο άπρο- ετοίμαστη τή γερμανική σοσιαλδημοκρατία, άν αύτή δέ βαυκαλι- ζότανε μέσα στή βεβαιότητα πώς Ιστορικά ήταν άπαλλαγμένη άπό τό καθήκον νά έπιφέρει Ινα θεμελιακό κλονισμό τής όπάρχουσας ρύθμισης.
Καί ό Λένιν έπίσης είχε τήν άκλόνητη πεποίθηση, δτι δ μαρξισμός πού δ ίδιος έκπροσωποΟσε, άποτελοΟσε τή «σωστή θέση», πού ήταν έξίσου μακρυά, τόσο άπό τήν ύπερβολή τής σημασίας τής πολιτικής τής συνομωσίας (μπλανκισμός κ.λ.π.) δσο καί άπό τήν ύ- ποτιμητική συμπεριφορά άπέναντι στήν πολιτική ή τόν περιορισμό της σέ όππορτουνιστικά, ρεφορμιστικά, σοσιαλιστικά μπαλώματα τοϋ συστήματος. (’Αναρχισμός, ούτοπικός καί μικροαστικός σοσιαλισμός, κρατικός σοσιαλισμός, άπό καθέδρας σοσιαλισμός κ.λ.π.) .** Ό Λένιν πίστευε πώς είχε δίκιο δταν άπέκρουε τό άξίω-
245
μα «μόνο έκ τών κάτω» σάν Αξίωμα μονόπλευρο πού τό Απόδιδε στόν άναρχισμό, μ’ δλο πού μέ τή θέση του αύτή συνηγορούσε μέ Εναν, έξ Αρχής, περιορισμό τής έπαναστατικής δράσης.'0 Ωστόσο τό έρώτημα είναι άν δικαιώθηκε ή δική του πολιτική πράξη, τοΟ άξιώματος, τόσο έκ τών κάτω, δσο καί έκ τών άνω, πού άντέτασσβ στούς Αναρχικούς." Ή έκτίμηση τής Αντικειμενικά Αναγκαστικής κατάστασης στήν όποία βρέθηκε δ Λένιν υστέρα άπό τό τόλμημα τής Όχτωβριανής έπανάστασης, πού δίχως άμφιβολία ύποτιμήθη- κε άπό τή Ρόζα Λούξεμπουργκ καί τούς άλλους, κάνει βέβαιο πώς δέν ήτανε δυνατό νά μπεϊ φραγμός στήν ΑσυγκρΑτητη μηχανή πού άρχισε νά κινείται μόνη της πέρα Από ένα όρισμένο σημείο, τό Αργότερο μέ τήν κατάπνιξη τής άνταρσίας τών ναυτών τής Κροστάν- δης καί τελικά όδήγησε στό σταλινισμό, δέν ύπήρχαν ο! δυνατότητες νά διατηρηθεί έκείνη ή διάρθρωση γιά τήν δποίαν δ Λένιν, άκόμη καί στό τρίτο πανρωσικό συνέδριο τών Σοβιέτ τδ Γενάρη τοϋ 1918, είπε: «Τά Σοβιέτ ή θά καταστραφοϋν καί τότε θά χαθεί δριστικά ή έπανάσταση, ή Οά παραμείνουν στή ζωή καί τότε θά είναι γελοίο νά γίνεται λόγος γιά τήν άστικοδημοκρατική έπανάσταση τή στιγμή πού θά ώριμάζουν οΐ δροι γιά τήν κατάρρευση τοΟ καπιταλισμού καί τήν άνθιση τής σοσιαλιστικής τάξης»." Τδ ξεστράτισμα τής έπανάστασης πού τελικά έκδηλώθηκε μέ τήν Αλλαγή τής φύσης τών Σοβιέτ καί τήν έξουδετέρωση τους ήταν ή λογική συνέπεια τής Όχτωβριανής έπανάστασης, δπως λογική συνέπεια τοϋ ρεφορμισμού ύπήρξε ή προσαρμογή στδ καπιταλιστικό σύστη|ΐα; Ή μήπως καί στήν μιά καί στήν άλλη περίπτωση ύπήρχε Ενα πολιτικό βραχυκύκλο>μα πού μαζί μέ τά ιστορικά γεγονότα συνετέλεσε κι αύτό νά παραλύσει ή ικανότητα Αντίστασης καί ή προθυμία γιά πέρασμα σέ άλλους, έναλλακτικούς δρόμους; Ό Λένιν, πού είχε τήν ικανότητα νά έντάξει μέ μεγαλοφυή πραγματικά τρόπο στή στρατηγική του Αντίληψη καί μέ τήν Εννοια τής έπανΑστασης νά μετατρέψει σέ κινητοποίηση τών μαζών τόν αυθορμητισμό τοΰ κινήματος τών Σοβιέτ ένώ Αρχικά δέν είχε σπουδαία θέση στήν πολιτική του σκέψη, άν δέν είχε θεωρήσει μονόπλευρα τήν Ενεργητικότητα τών μαζών σάν καθοδηγήσιμο ύλικό, ΑλλΑ, μέ τήν Εννοια τών άναρχικών, σά δημιουργική δύναμη, δέ θά ήτανε σέ θέση νά διατηρήσει τήν δργή αύτοϋ τοΰ κινήματος; Καί δέν Επρεπε νά τραβήξει αύτόν τό δρόμο τής διατήρησης καί Ενίσχυσης τής έξουσίας τών Σοβιέτ καί γιά τόν πρόσθετο Ακόμη λόγο δτι οί ίδιες οί Ιστορικές του γνώσεις, δπως Αποδείχνει ή παρακάτω δήλωση του στά 1918, Εφερναν καθαρά στή σκέψη του τά αίτια τής Αποτυχίας τών προηγούμενων έπαναστάσεων; «Ή δυστυχία τών προηγούμενων Επαναστάσεων είναι πού δέν κράτησε πολύ δ Επαναστατικός Ενθουσίασες τών μαζών, τό μόνο μέσο πού διατηρεί τήν κατάστα
246
ση τής Εντασης καί δίνει τή δύναμη στήν έπανάσταση νά καταπιέσει άλύπητα δλα τά στοιχεία τής Αποσύνθεσης».'*
Πέρα άπδ κάθε άναγκαστικότητα δέν ύπήρξε Ινας χώρος έλευθερίας γιά Αποφάσεις πού παραμελήθηκαν, χώρος πού έγκαταλεί- φθηκε πρίν άπδ τήν ώρα του, στά πλαίσια τοϋ δποίου θά ήτανε δυνατδ νά άποτραπεΤ δ έκφυλισμδς τής ρωσικής έπανάστασης; Ό ταν ξαναδίνει κανείς τήν ιστορία τής δχτωβριανής έπανάστασης είναι ύποχρεωτικδ νά δεχτεί, μέ τόν Κάουτσκυ άπδ τή μιά μεριά καί τδν Στάλιν άπδ τήν δλλη, σάν Αναπόφευκτη αύτή τή λογική τών γεγονότων, ή Αντίθετα νά κάνει τή σκέψη, δτι δχι μόνο ή γερμανική άλλά καί ή ρωσική έπανάσταση πήραν στραβδ δρόμο, γιατί ύπόκυψαν εδκολα καί μέ τή θέληση τους σέ μιά λαθεμένη έναλ- λακτική λύση πού τήν έπέβαλλαν τά ύπεράνω τών δυνάμεων τους γεγονότα, άλλά καί ή παγίδευση άπδ τήν ίδια τήν Ιδεολογία τους; Τά έπιχειρήματα τών άναρχικών καί τής έργατικής Αντιπολίτευσης,'* πού άργότερα καταδικάστηκε στή σιωπή, έπιχειρήματα πού έπιδοκίμαζαν τήν όχτωβριανή έπανάσταση δίχως νά δέχονται σάν άναπόφευκτο άποτέλεσμα της τή μπολσεβικική κομματική δικτατορία δέν μπορεΐ νά άγνοηθοϋν σάν άπλά όνειροπολήματα καί Απραγματοποίητες έπιθυμίες, Αλλά Αντίθετα δίνουν Αρκετά στηρίγματα στήν Αντίληψη, δτι καί στήν περίπτωση αύτή καταπλακώθηκε Ινας δρόμος διαφορετικός κι αύτό Ιγινε δχι γιατί τδ έπέβαλλαν τά γεγονότα, Αλλά γιατί δέν καταργήθηκε μέσα στήν Ιδια τήν έπαναστατική παράδοση ή αύταρχικότητα πού κληρονομήθηκε Απ’ τό παληδ καθεστώς καί δέν κρατήθηκε σέ Ισορροπία μέ τΙς άλλες τάσεις, άλλά άπόκτησε άπεριόριστη δύναμη. Παρ’ δλο πού φαίνεται άδύνατη ή δψιμη άνακατασκευή δλων τών λεπτομερειών τής λαθεμένης έξέλιξης καί στό σημείο αύτό μπορεί σά μιά δυνατότητα άρχής, νά άποκαλυφθεί δ παραμελημένος τρίτος δρόμος, πού βέβαια είναι στό χέρι τοΟ καθενός νά τόν έκτιμΛ διαφορετικά καί διαφορετικά νά ύπολογίζει τΙς πιθανότητες πού είχε νά έπιτύχει, μά δέν τοϋ έπιτρέπεται νά τδν άγνοεΐ, κυρίως δν δέν άναγνωρίζει στά γυμνά γεγονότα μιά άκαταμάχητη καί άπροκάλυπτη άλήθεια, άλλά άποκαλύπτοντας καί στοχαζόμενος τΙς πηγές τών λαθεμένων γεγονότων θέλει νά άποκτήσει τή δυνατότητα νά ξεπεράσει στδ μέλλον τήν πραγματικότητα τοϋ παρελθόντος. Ά ν πρόκειται νά μετασχηματίσουμε τήν ιστορία σέ μέλλον δέ μάς είναι χρήσιμο σά συμβουλάτορες οδτε ή συνθηκολόγηση μπροστά στά γεγονότα, οδτε τό βουλουταριστικό άπόφθεγμα, «δν τά γεγονότα ήταν τέτοια, τόσο τό χειρότερο γιά τά γεγονότα». Ένας χρήσιμος δδηγός πρός αύτήν τήν κατεύθυνση είναι κι δ Μπακούνιν πού πρέπει νά έπιδο- κιμαστεΐ καί νά ένσωματωθεΐ στή συνολική άποψη τοϋ σοσιαλι- σμοϋ, μέσα στόν δποϊον κι δ άναρχισμός πού αύτδς άντιπροσωπεύει δικαιοϋται νά άποτελεΐ τδ άντικείμενο συνεχοϋς μελέτης καί έπε- ξεργασίας.*' 247
Κεφάλαιο 5
MAPS ΚΑΙ ΜΑΙΣΙΝΙ
"Οταν, κατά τό τέλος τού πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ή άπαί- τηση τών λαών καί έθνών γιά αύτοδιάθεση Εγινε προγραμματική έπιδίωξη πού γιά διάφορους λόγους κι ώστόσο γιά τήν Ιδια μορφή τήν Εκαναν δική τους τόσο δ Αμερικανός Πρόεδρος Ούίλσων, καί ot άστοί έθνικιστές, δσο κι δ Λένιν καί ot άριστεροί σοσιαλδημοκράτες δέν Ελλειψαν καί ot έπικριτικές φωνές σοσιαλιστών πού προειδοποιοϋσαν γιά τΙς συνέπειες πού θά γεννούσε ή άναγνώριση αύτοΟ τοΟ δικαιώματος καί κήρυσσαν παράνομη τήν άναφορά στόν Μάρξ γιά τήν ύποστήριξη αύτής τής άπαίτησης. Ό Αύστρομαρξι- στής καί πολιτικός στοχαστής Κάρλ Ρέννερ άκόμη καί τόν Α πρίλη τοΟ 1918, δηλαδή στό χείλος τοϋ τάφου τοϋ πολυεθνικοϋ κράτους τών Άψβούργων, πολεμούσε κατά τού δικαιώματος τής αύτοδιάθεσης τών έθνών πού είχε περιληφθεΐ στδ έθνικό πρόγραμμα τής άριστεράς1 καί πού στό συγκεκριμένο Ιστορικό σύστημα ά- ναφορδς, στήν παληά Αύστρία, κατάληγε στήν καταστροφή τής ύπερεθνικής Ενότητας τής μοναρχίας τού Δούναβη. Στήν προγραμματική Εκθεση αύτής τής θέσης πού παρουσιάστηκε στό κομματικό συνέδριο τοϋ 1917 άπό μιά Αντιπολιτευόμενη δμάδα που βρισκόταν κάτω άπό τήν ήγεσία τού Ό ττο Μπάουερ, μεταξύ τών άλλων άναφερόταν καί τά παρακάτω: «Έ σοσιαλδημοκρατία είναι Ενα διεθνικό κόμμα καί γι’ αύτό κρίνει κάθε έθνικό ζήτημα δχι άνάλογα μέ τά Ιδιαίτερα συμφέροντα αύτοϋ ή έκείνου τοϋ Εθνους, αύτοϋ ή έκείνου τοΟ κράτους, άλλά άνάλογα μέ τά γενικά συμφέροντα τοϋ διεθνικοΟ προλεταριάτου. Κατά συνέπεια στόν άγώνα γιά τό δικαίωμα αύτοδιάθεσης τών έθνών μπορεΐ νά χρησιμοποιήσει μόνο τέτοια μέσα καί νά έπιδιώξει μόνο τέτοιους σκοπούς πού νά Αντιστοιχούν στά γενικά συμφέροντα τοϋ διεθνικού προλεταριάτου.*
Ό Κάρλ Ρέννερ είχε θάρρος νά έξετάσει άκριβώς αύτή τή διατύπωση πού κουδούνιζε τόσο δμορφα καί νά θέσει άκόμη μιά φορά τό έρώτημα πού Εθετε καί άντιπαράτασσε στούς Επικριτές άπό τ’ άριστερά τής στάσης τοϋ γερμανικού καί αύστριακοϋ κόμματος στό ζήτημα τοϋ πολέμου, δηλαδή ποιός, άφοΟ Ελλειπε μιά ύπερεθνική (εραρχία, είχε τήν άρμοδιότητα νά διαπιστώσει καί στή συνέχεια νά έπιβάλλει ένάντια στά έθνικά συμφέροντα, τά συμ
249
φέροντα τοδ διεθνικού προλεταριάτου.' Έτσι, ένώ δ Ρέννερ μέ τήν Επιχειρηματολογία του στδ έθνικδ ζήτημα Εμεινε πιστός στή θέση πού πήρε σχετικά μέ τδν πόλεμο, ot Αριστεροί Επικριτές του Εδειχναν πώς Εχουν πραγματοποιήσει μιά πραγματική μεταστροφή. Ένώ στήν Αρχή ή κριτική άπδ τήν άριστερά Εκανε Εκκληση στή διεθνική Αλληλεγγύη τώρα προχωρούσε σέ συμμαχία μέ τδν έθνι- κισμδ καί άξίωνε τήν άπαλλαγή άπδ τΙς ύπερεθνικές σχέσεις. Ε ννοείται πώς αύτή ή άντίφαση Ανάμεσα στή συνείδηση καί τά κίνητρα τών Αριστερών έπικριτών κατΑληγε στή δικαιολογία δτι τδ γενικδ συμφέρον τοΟ διεθνικοΟ προλεταριΑτου Απαιτούσε τήν τοποθέτηση κατά τοΟ πολέμου καί ύπέρ τής έθνικής Απελευθέρωσης. Ot Αριστεροί πίστευαν πώς δ πόλεμος ΑποτελοΟσε Εμπόδιο στήν προσπάθεια νά Αποκτηθεί μιά καθαρή καί Ικανή γιά έπαναστατική δράση ταξική συνείδηση, ένώ τήν ϊδια στιγμή τούς φαινόταν, δτι ή έθνική χειραφέτηση Εκρυβε μέσα της τδ σπόρο γιά μιά πολιτική καί κοινωνική έξέλιξη μέ κατεύθυνση έπαναστατική, μολονότι δέν Ελλειπε καί ή Αντίθετη Αποψη πού έκτιμοΟσε τδν πόλεμο σάν Επιταχυντή τοΟ ταξικού Αγώνα.
Στή διακήρυξη αύτή ένός, κατ’ Ισχυρισμόν, γενικού διεθνικού προλεταριακού συμφέροντος, πού φαινότανε νά Απαιτεί τή μιά φορά τήν Επιφύλαξη καί τήν Αλλη τήν-Υποχρεωτική παρέμβαση στδ έθνικδ ζήτημα, δ Κάρλ Ρέννερ Αντέταξε τήν Αποψη, δτι δσο δέν ύπάρχει μιά αύθεντική διεθνική Ενωση πού νά λύνει τά διεθνή ζητήματα τά Εθνη θά στηρίζονται στδν έαυτό τους καί γι’ αύτδ δικαιολογημένα ρωτούσε: «Άλλά, ποΟ ύπάρχει τδ διεθνές δικαστήριο πού άξιολογεί τούς σκοπούς τών έθνών καί μαζί τά ϊδια τά Εθνη;».4 Ή ΑπΑντηση του στδ έρώτημα αύτδ ΑποτελοΟσε άρνηση τών αύταπατ'ών πού κατά τή γνώμη του δέν είχαν μιά πραγματική βάση. «Γιά νά Εχει αύτή ή συνταγή κάποια άξία πρέπει κατ’ άρ- χήν νά ύπάρχει μιά διεθνής μέ άναμφισβήτητο κΟρος καί τήν Ικανότητα νά Αποδίδει τδ δίκηο τους στά διάφορα Εθνη. Επειδή δμως δέν ύπάρχει, δσο δέν ύπΑρχει κι δσο δέν Εχει τή δυνατότητα νά έ- πιβάλει τΙς Απαιτήσεις της, τδ κάθε έθνικδ προλεταριάτο θά ύ- ποχρεώνεται νά σχηματίζει μόνο του μιά κρίση σχετικά μέ τά μέσα καί τούς τρόπους πού θά τδ βοηθήσουν νά Αποκτίσει τήν έθνική του αύτοδιάθεση.'
Γενικά δ Κάρλ Ρέννερ δέν ύποστήριξε τδν έθνικδ έγωισμό. Σάν Ανθρωπιστής καί διεθνιστής πού ήτανε δέν Ετρεφε καμιά συμπάθεια γι’ αύτόν. Τδ μόνο πού τδν διέκρινε εΤναι δτι είχε τή γνώμη πώς δέν μποροΟσε νά άποφύγει κανείς τδν έθνικδ έγωΐσ|ΐδ έφόσο αύτδς δέν είχε ξεπεραστεΐ στήν πράξη. Εννοείται πώς δ Κάρλ Ρέννερ είχε άμετακίνητα σάν έπιδίωξη του τήν πραγματοποίηση τής ιδέας πού άνάπτυξε στδ βιβλίο του, πού μέ τδν τίτλο «Τδ Ε
250
θνος σάν Ιδέα δικαίου καί διεθνής καθοδηγητική Ιδέα τής Ιστορικής προόδου», κυκλοφόρησε τό 1914. «Ά ν ύπάρχει μιά κυρίαρχη έξουσΓα αύτή Ανήκει σάν κρατικό σύνολο, στήν πολιτισμένη Ανθρωπότητα... Καί σύγχρονα προδιαγράφει τή γραμμή τής Ιστορικής έξέλιξης... Τό δίκαιο ύπόταξε πρώτα τά άτομα μέσα στό κράτος κατάργησε τό λεγόμενο δίκαιο τοϋ Ισχυροτέρου καί τό Απαγόρευσε σάν κολάσιμη αύτενέργεια. Ό μως αύτό κυριαρχεί Ακόμη σά δίκαιο τών λαών στίς σχέσεις Ανάμεσα στά κράτη. Ή τάξη δικαίου λοιπόν θά όλοκληρωθεϊ δταν τό δίκαιο τοϋ ίσχυροτέ- ρου θά άντικατασταθεΐ μέ Ενα τακτικό δικαστήριο πού θά Εχει διεθνή δικαιοδοσία νά Αποφασίζει καί νά έκτελεΖ τΙς Αποφάσεις του».'
Γιά τόν Κάρλ Ρέννερ ή Ιδέα τοϋ διεθνοϋς δικαίου σήμαινε τή συνέχεια καί διατήρηση τδν καλύτερων καί προοδευτικότερων παραδόσεων τοϋ παρελθόντος. «’Αποδείχνεται γενικά συγγενής μέ τήν άστική Ιδέα γιά τήν εΙρήνη καί είναι δυνατό νά ΑναχθεΤ στά λόγια τοϋ Κάντ γιά δλη τήν Ανθρώπινη κοινωνία πού βρίσκεται κάτω άπδ τήν έξουσία τοϋ Αστικοϋ δικαίου. Καί ή Αστική ιδέα τοϋ δικαίου Επιδιώκει σάν τελικό σκοπό μιά γενική τάξη δικαίου καί εΙρήνης μεταξύ τών λαών μέ Αποκλεισμό τής Ενοπλης δράσης. Τώρα ή Ιδέα αύτή είναι περισσότερο σαφής καί προχωρεί μέ μεγαλύτερη Αποφασιστικότητα»/
Ό Κάρλ Ρέννερ Εμεινε πάντα πιστός στήν Ιδέα ένός κοινοϋ δικαίου δλων τών λαών πού Επρεπε νά κορυφωθεΐ σέ μιά παγκόσμια τάξη δικαίου, Ενα παγκόσμιο κρΑτος δικαίου. Αύτός είναι 6 λόγος -ού πΑντα Αντιτάχτηκε στήν κακόβουλη συντριβή τών ύπερεθνικών κρατικών μονάδων καί Ενώσεων, γιά τΙς όποιες πίστευε πώς έπιτελοϋσαν μιά θετική προεργασία γιά μιά τέτοια παγκόσμια κοι- τότητα δικαίου. ’Επίσης έξηγοϋσε τήν ύλιστική Αντίληψη τής ιστορίας μ’ Ενα τρόπο πού εύνοοϋσε τή δημιουργία δλο καί μεγαλύτερων οίκονομικών μονάδων καί Ετσι καί τή διαμόρφωση εύρύ- τερων κρατικών σχηματισμών μέ διάφορα Εθνη μέσα στά δρια τής Επικράτησης. Τό δικαίωμα κυριαρχίας καί οί Αλύτρωτοι, στοιχεία πού κριτικάρησε στά γραφτά του τά σχετικά μέ τόν πόλεμο, καθώς καί τό δόγμα τής έθνικής κυριαρχίας πού κατηγορήθηκε σάν άναρχία Απέναντι στό δίκαιο τών λαών, ήτανε γι’ αύτόν τά ύλικά τής παληίς φιλελεύθερης θεωρίας γιά τό κράτος * μά σέ καμιά περίπτωση Αξιώματα πού Εδειχναν τό μέλλον. Στό τέλος τής Εργασίας, πού Αναφέραμε, 6 Κάρλ Ρέννερ Εκανε μιά Εξοργιστική διαπίστωση. «Μέ Εκπληξη πληροφορούμαστε δτι θέλουν νά μάς σερβίρουν Ματσίνι καί Μπακούνιν σά γνήσιο Μάρξ. Αύτό είναι κάτι παραπάνω άπ’ δ,τι μποροϋσε νά περιμένει κανείς».*
Ένώ 4 Κάρλ Ρέννερ στράφηκε κατά τοϋ προγράμματος τής Αύ- στριακής Αριστεράς, ή Ρόζα Λούξεμπουργκ στήν περίφημη τοπο
261
θέτηση της άπέναντι στήν Όχτωβριανή έπανάσταση χτύπησε τήν πολιτική πού Ακολούθησε δ Λένιν σχετικά μέ τό ζήτημα τδν έθνι- κοτήτων. *0 Λένιν χρησιμοποίησε τό σύνθη|ΐα τής αύτοδιάθεσης τών έθνών γιά νά προωθήσει στήν περιοχή τής κλονιζόμενης ρωσικής αΰτοκρατορίας τό προτσές διάλυσης τής παληδς τάξης καί νά έξασφαλίσει τήν νίκη τής έπανάστασης. Σέ άντίθεση μέ τούς Αύστρομαρξιστές, πού είχαν πολύ πιό περιορισμένους σκοπούς, άλλά καί έπαναστατικές δυνατότητες, ό Λένιν άναγνώρισε καί έκμεταλλεύτηκε ένεργητικά τΙς τεράστιες δυνατότητες πού έδινε ή έξέλιξη στή Ρωσία. Εννοείται πώς ύποχρεώθηκε άπό τή Ρόζα Λούξεμπουργκ νά προβάλλει τόν ισχυρισμό, πώς ή άναγνώριση τοϋ δικαιώματος τής αύτοδιάθεσης τών λαών έχανε τδν δππορτουνιστι- κό της χαρακτήρα, κι δτι τό δόλωμα αύτό έδενε τίς διάφορες έθνι- κότητες στήν ύπόθεση τής έπανάστασης.10
Τότε δ Κάρλ Ρέννερ, δσο καί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ, πού κατά τά άλλα τούς χώριζε δλόκληρη άβυσσο άπό διαφορετικές πολιτικές Αντιλήψεις πού δέν μποροϋσαν νά άναχθοΟν σέ κοινό παρονομαστή, γιά διαφορετικούς λόγους άλλά άπό κοινοΰ άρνήθηκαν στούς συνήγορους τής αύτοδιάθεσης τών λαών τό δικαίωμα νά έ- πικαλοΟνται τό μαρξισμό γιά νά δικαιολογήσουν τή στάση τους. Μέσα στά πλαίσια τής πολωνικής σοσιαλδημοκρατίας καί σέ δμο- φωνία μέ άλλες Αναγνωρισμένου κύρους αύθεντίες τοϋ μαρξισμοϋ ή Ρόζα Λούξεμπουργκ δέν Αναγνώρισε σάν καθήκον της νά Αγωνιστεί γιά τήν άπόσπαση τής Πολωνίας άπό τή Ρωσία, γιά τήν αύτοτέλεια τής πολωνικής της πατρίδας, άλλά σέ άντίθεση, άκόμη καί μέ τούς Μάρξ καί Ένγκελς, συνηγοροϋσε γιά τήν αύτονο- μία τής Πολωνίας στά πλαίσια τής ρωσικής αύτοκρατορίας.11 Στήν πολιτική αύτή (τής άπόσπασης τής Πολωνίας άπό τή Ρωσία) είδε νά κινδυνεύει δ άνώτατος σκοπός, ή συντριβή τοϋ τσαρισμοϋ. άπό τόν περιορισμένο σκοπό, τήν άποκατάσταση τής Πολωνίας καί γι’ αύτό προτιμοϋσε, άπό τό ένιαΐο μέτωπο τοϋ πολωνικοϋ προλεταριάτου μέ τή μπουρζουαζία τής Πολωνίας, τήν ένότητα τοϋ προλεταριάτου δλων τών έθνών τής ρωσικής αύτοκρατορίας. Ό Ρέννερ θεωροϋσε τήν πολυεθνική αύτοκρατορία τών Άψβούργων σά μιά δμοσπονδία «τών αύστριακών λαών»1' σάν προβαθμίδα πρός μιά διεθνική τάξη είρήνης καί δικαίου πού άξιζε νά διατηρηθεί. Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ πίστευε πώς άν δέν προχωροϋσαν στήν ίδρυση ένός ένιαίου έθνικοϋ μετώπου, πού θά άπορροφοϋσε δλες τΙς πολιτικές ένέργειες τοΰ ταξικοϋ άγώνα, θά διαφυλάσσονταν καλύτερα ο! έπαναστατικές έπιδιώξεις. Τό ίδιο δπως καί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ κι δ Ρέννερ, σέ άντίθεση μέ τόν Λένιν καί τόν Μπάουερ, πού στή ρωσική αίχμαλωσία έκλινε πρός τά άριστερά, έδινε τήν προτεραιότητα στό κράτος τών έθνικοτήτων άντί γιά τό θρυμ
ματισμένη έθνικδ κράτος. Τδ 1908 δ Κάουτσκυ κατηγόρησε τδν Μπάουερ δτι ύποτιμοϋσε τή διάθεση γιά τή δημιουργία έθνικοΰ κράτους καί Ιδειχνε προτίμηση στδ κράτος τών έθνικοτήτων.1* Ό Κάουτσκυ πίστευε δτι τδ έθνικδ κράτος κι δχι τδ κράτος τών έθνι- κοτήτων άποτελοΰσε τδ πέρασμα στή διεθνική κοινότητα τών λαών. Τότε ή διαφορετική έκτίμηση άναφορικά μέ τή δυνατότητα νά φτάσουν στδν κοινδ σκοπό, χώρισε τδν Κάουτσκυ άπδ τούς Μπάουερ καί Ρέννερ. Σ ’ αύτδ τδ προπολεμικό άκόμα στάδιο δ Κάουτσκυ χώρισε άπδ τδν Μπάουερ καί γιά τδ λόγο δτι θεωρούσε τό έθνος σάν κοινότητα γλώσσας κι δχι δπως δ Μπάουερ σάν σύνολο άνθρώπων πού άπδ τήν κοινή μοίρα συνδέθηκαν σέ μιά κοινότητα χαρακτήρα».1* Ό τεράστιος ρόλος πού παίζει ή γλώσσα στήν κοινωνική ζωή μάς δίνει τή δυνατότητα νά καταλάβουμε Ινα μεγάλο μέρος τοΰ έθνικοΰ αισθήματος. ’Αντίθετα δέ λέγει τίποτε γι’ αύτδ τό έθνικδ αίσθημα ή κοινότητα τοΰ έθνικοΰ χαρακτήρα γιά τήν δποία δέν ξέρουμε καλά - καλά τί δψη Ιχει καί πού πρακτικά δέν έπηρεάζει τήν κοινή συμβίωση».1* 'Ομως δ Κάουτσκυ δέ χώριζε άπδ τδν Μπάουερ μόνο στδ ζήτημα τοΰ κράτους τών έθνικοτή- των. ’Αναγνώρισε άκόμη καί τούς κινδύνους πού έγκυμονοΰσε ή άναγνώριση τοΰ έθνικοΰ κράτους καί προσπάθησε νά άποκρούσει τδ συμπέρασμα έκεΐνο που Ικανέ εύκολο ή έξατομίκευση τών διαφόρων έθνών. «’Αλλά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε καλύτερα άπδ σήμερα κιόλας, δτι δ διεθνισμός μας δέν είναι Ινα ιδιαίτερο είδος έθνικισμοΰ πού διαφέρει άπ’ τδν άστικδ μόνο κατά τδ δτι δέν δρά έπιθετικά, δπως αύτός, άλλά άναγνωρίζει στδ κάθε Ιθνος τά ίδια δικαιώματα πού άξιώνει καί γιά τδ δικό του καί έπιτρέπει στδ καθένα τήν πλήρη κυριαρχία. Ή άντίληψη πού μεταφέρει τήν άποψη τοΰ άναρχισμοΰ άπδ τά άτομα στά Ιθνη δέν έκφράζει τή στενή πολιτική σύνδεση πού ύπάρχει άνάμεσα στά Ιθνη τοΰ σύγχρονου πολιτισμού. Οικονομικά καί πολιτιστικά δλα τά Ιθνη άπο- τελοΰν πραγματικά ενα μοναδικό κοινωνικό σώμα πού ή προκοπή του στηρίζεται στήν άρμονική σύμπραξη δλων τών τμημάτων του, σύμπραξη πού πραγματοποιείται μόνο δταν τδ καθένα άπ* αύτά Υποτάσσεται στό σύνολο. Ή σοσιαλιστική διεθνής δέν είναι άθροισμα άπό κυρίαρχα Ιθνη, πού τό καθένα μπορεί νά κάνει δ,τι θέλει μέ μοναδική προϋπόθεση νά μήν προσβάλλει τό ίσο δικαίωμα τοΰ άλλου, άλλά μιά δργάνωση πού λειτουργεί τόσο πιό τέλεια, δσο πιό εύκολα συνεννοούνται σά διάφορα τμήματα της κι δσο περισσότερο δμόφωνα ένεργοϋν μέ βάση Ινα κοινό σχέδιο.”
Έτσι λοιπόν, δ Κάουτσκυ πού συνηγορούσε ύπέρ αύτής τής λύσης σέ μιά έποχή πού ή έπιδίωξη τοΰ έθνικοΰ κράτους δέν είχε πάρει άκόμη τό χαρακτήρα τής άπαίτησης καί δέν έξασκοΰσε πίεση γιά άμεση πραγματοποίηση, 8έν μπόρεσε νά τής άρνηθεϊ τήν ά-
263
ναγνώριση καί τήν παροχή βοήθειας, δταν αύτή πρόβαλλε Ισχυρότερη, σά συνέπεια τοϋ πολέμου πού Ιγινε παγκόσμιος, καί προ- καλοΰσε τόν κεθένα νά καθορίσει τή θέση του άπέναντι της. Τό 1915, Απαντώντας σ’ Ινα Γερμανό κομματικό σύντροφο πού χρησιμοποιούσε τά έπιχειρήματα τοϋ Ρέννερ γιά νά μετατοπίσει τήν άπαίτηση γιά έθνική αύτοτέλεια στό πνευματικό όπλοστάσιο τής άστικοεπαναστατικής περιόδου τοϋ 19ου αιώνα καί νά τής άρνηθεΐ κάθε σχέση μέ τόν έπιστημονικό σοσιαλισμό,” ϊγραφε ό Κάουτσκυ: «Ή σοσιαλδημοκρατία κληρονόμησε τήν έπιδίωξη γιά τό έθνικό κράτος άπό τήν άστική δημοκρατία» Άπό τή διαπίστωση δμως αύτή δέν Ιβγαλε τό ίδιο συμπέρασμα μέ τόν Κάρλ Ρέννερ, δτι δηλαδή ή έπιδίωξη αύτή είναι έπίσης ξεπερασμένη δπως κι ό άστι- κός φιλελευθερισμός πού ήταν ό νουνός της, άλλά, άντίθετα, φρο- νοϋσε δτι άκριβώς τό προλεταριάτο Ιπρεπε νά ένδιαφερθεϊ καί νά κάνει δική του αύτή τή θέση πού είχε έγκαταλείψει ή μπουρζουαζία. «Ή δημοκρατία είναι άνάγκη ζωής άκριβώς γιά τό προλεταριάτο κι δχι γιά τήν μπουρζουαζία. Αύτή, άποχαιρετά άπό τό σημερινό ύψος της τά δημοκρατικά Ιδανικά καί μαζί μ’ αύτά καί τήν Ιδέα τοϋ έθνικοϋ κράτους. Τό σημερινό Ιδανικό της γιά τό κράτος έκτείνεται πέρα άπό τά σύνορα τοΰ έθνικοϋ κράτους γι’ αύτό πετδ τΙς φιλελεύθερες αύτές κληρονομιές στήν παληαποθήκη τών Ιστορικών σπανιοτήτων. Ά λλ’ αύτό άποτελεϊ στ’ άλήθεια λόγο γιά μάς νά κάνουμε κι έμείς τό ίδιο;1' Ή τελευταία παρατήρηση είναι άρκετά κατάλλλη γιά νά θυμίσει, δχι τήν περιορισμένη στό έθνικό ζήτημα, άλλά, δλη τήν προβληματική τών σχέσεων τοϋ έργατικοϋ κινήματος μέ τήν καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, πού έννοεΐται στήν κρίση τή σχετική μέ τό έθνικό ζήτημα γίνεται έν- τελώς φανερή. «Δέν έπιτρέπεται νά έννοοΰμε σάν ύλιστική άντί- ληψη τής Ιστορίας μόνο τΙς γενικές τάσεις έξέλιξης τής μπουρζουαζίας γιά τό λόγο δτι αύτές προσδιορίζονται άπό τΙς οικονομικές συνθήκες. Έπίσης αύτό δέν άποτελεϊ λόγο γιά νά γίνουν άποδε- κτές άπ’ τό προλεταριάτο. Τό προλεταριάτο Ιχει τΙς δικές του τάσεις έξέλιξης πού δέν προσδιορίζονται λιγώτερο άπό τΙς οίκονομι- κές συνθήκες κι αύτές πρέπει νά άκολουθεΐ άδιάφορο άν Αποκλίνουν ή έρχονται σέ άντίφαση μέ τΙς τάσεις έξέλιξης τής μπουρζουαζίας».10 Ή φαινομενική άντίφαση στά καθήκοντα τής σοσιαλδημοκρατίας, δπως τά παρουσίαζε ό Κάουτσκυ, δηλαδή ή ταυτόχρονη καταπολέμηση καί προαγωγή τοΰ καπιταλισμού*1 πού μποροϋσε νά είχε λυθεί μέ βάση τΙς άρχές, Ικανέ αίσθητή τήν παρουσία της καί στό έθνικό ζήτημα. Τό καθήκον τών σοσιαλιστών ήταν νά άπομακρυνθοΰν άπό τά συνθήματα τής άστικής έπανάστασης ή άκριβώς τό άντίθετο, δηλαδή νά υιοθετήσουν τΙς Απαιτήσεις πού έγκατέλειψε ή κεφαλαιοκρατία κι άκόμη έκεϊ πού αύτή
254
Εμεινε προσηλωμένη στά προοδευτικά συνθήματα ν’ άγωνιστοΟν γιά τήν ήγεσία τοΟ άγώνα, καί νά πάρουν άπό τήν κεφαλαιοκρα- τία τή σημαία πού θά έγγυοΰνταν στό προλεταριάτο τή νίκη;
Τό παράδειγμα τών μαρξιστών συγγραφέων Κάρλ Ρέννερ, Ό τ- το Μπάουερ, Κάρλ Κάουτσκυ, Ρόζας Λούξεμπουργκ καί Λένιν” πού τόσο διαφωνούσαν στό έθνικό ζήτημα άποδείχνει πόσες άμφι- σβητήσεις προκαλεϊ ή άναφορά στό μαρξισμό, πόσο δύσκολη είναι ή προσπάθεια νά έρμηνευθεΐ ό μαρξισμός αυθεντικά. Κατά κανόνα τόσο ή μαρξιστική θεωρία, δσο καί ή κοινωνική πραγματικότητα πού πάνω της πρέπει αύτή νά έφαρμοστεί προσφέρουν διάφορες δυνατότητες καί έρμηνεΐες, γι’ αύτό καί ή άναφορά στό μαρξισμό δέ χρησιμεύει παρά γιά νά δώσει πιστοποιητικό έγκυρότη- τας σέ μιά άπόφαση πού Ιχει πορθεί προηγουμένως. Κατά συνέπεια παραμένει γεγονός δτι περιέχει μιά όρισμένη Ιστορική Αλήθεια, τόσο ό ισχυρισμός δτι ή έπιδίωξη τοΟ έθνικοΰ κράτους άποτελεΐ άπαίτηση πού έχει έγκαταληφθεΐ άπ’ τόν άστισμό, (άπό τόν όποιο οί Κάουτσκυ καί Ρέννερ Εβγαζαν διαφορετικά συμπεράσματα, δσο κι ό άντίθετος, δτι ή έπιδίωξη τοϋ έθνικοΟ κράτους είναι μιά Ιστορικά πρόδηλη άπαίτηση τοϋ άστικοΰ έθνικισμοϋ. Καί στίς δυό περιπτώσεις ή έπιλογή τών γεγονότων καί προτεραιοτήτων πού βρίσκονται στή βάση τών συμπερασμάτων προσδιοριζόταν άπό τά άποτελέσματα στά όποια ήθελε νά καταλήξει κανείς. Μά άκόμη καί ή παρουσίαση τών ίδιων γεγονότων άφηνε καί άφήνει άνοιχτόν τόν δρόμο γιά συμπεράσματα διαμετρικά άντίθετα. Αύτό συμβαίνει γιατί καί ή ίδια ή θεωρία άγνοεΐ τή μονοσημαντότη- τα πού άλλωστε άπουσιάζει κι άπό τόν κόσμο τών γεγονότων. Έ τσι μπορεί μαρξιστικά, λόγου χάρη άπ’ τό γεγονός δτι ή άπαίτηση γιά κράτος έθνικό είναι μιά άρχή πού τήν έκφράζει ό άστισμός, νά βγει τό συμπέρασμα πώς πρέπει νά καταπολεμηθεί άκριβώς γι’ αύτόν τόν λόγο, δσο καί τό άντίθετο, δτι δηλαδή είναι άνάγκη νά βοηθηθεϊ ή γενική καπιταλιστική έξέλιξη πρός τό μεγάλο κράτος μέ σκοπό νά ώριμάσει πιό γρήγορα.
’Ακριβώς ot θέσεις τών Μάρξ καί Ένγκελς είναι πού προσφέρουν τή βάση γιά χειρισμούς πρός δλες τΙς κατευθύνσεις. Ή Ισχυρή πολλές φορές μεροληψεία τών κλασσικών σχετικά μέ τό έθνικό ζήτημα, λόγου χάρη ή έκδήλωση τους ύπέρ τών πρωσσογερμανι- κών κατακτητικών πολέμων τοϋ 1884, 1886, 1870“ βρισκόταν σέ άντίθεση μέ τδ σύνθημα τοΰ Κομμουνιστικοΰ Μανιφέστου «ot έργάτες δέν έχουν πατρίδα καί κανένας δέν μπορεί νά τούς άφαι- ρέσει κάτι πού δέν 2χουν».“ Ot κρίσεις τών Μάρξ καί Ένγκελς παράλλαξαν καί σέ σχέση μέ τΙς προσπάθειες μικρών έθνών ν’ ά- ποκτήσουν τήν αύτοτέλεια τους. Ένώ έπιδοκίμαζαν τΙς προσπάθειες τών Πολωνών ν’ άποκτήσουν τήν άνεξαρτησία τους έξαιτίας
266
τοϋ προοδευτικού τους ρόλου στόν άγώνα κατά τοΟ τσαρικοϋ 8ε- σποτισμοϋ, κατάκριναν τόν τσέχικο έθνικισμό σάν Αντιδραστικό. Γενικά μποροϋμε νά ποϋμε δτι ot Μάρξ καί "Ενγκελς δέν έπαιρναν στά σοβαρά τίς προσπάθειες τών μικρών λαών γιά Ανεξαρτησία, άν παράλληλα δέν προσθέτονταν σ’ αύτές Ικανοποιητικές έπαναστατικές καταστάσεις. Δέν είναι άλλος παρά δ Φρήντριχ Ένγκελς πού σ’ ένα άρθρο του, γραμμένο τό 1886, Εκανε διάκριση άνάμεσα στά ζητήματα τών έθνικών κρατών καί τών κρατών τών έθνικο- τήτων καί άναγνώριζε μόνο στά μεγάλα πολιτισμένα έθνη τό δικαίωμα τής Ανεξαρτησίας.*® Γιά τούς Μάρξ καί Ένγκελς Αποφασιστικό ήταν πάντα τό ζήτημα ποιό ρόλο έπαιζε μιά έθνική άντίθεση στά πλαίσια τοϋ διεθνικοϋ ταξικοϋ άγώνα καί κατά πόσο μποροϋσε νά συμβάλλει στό έπιθυμητό δριστικό ξεκαθάρισμα τών ταξικών λογαριασμών.
Άπό τήν άποψη αύτή δ Λένιν Αναγνωρίζοντας τό δικαίωμα τής αύτοδιάθεσης τών έθνών στάθηκε δ κληρονόμος τοϋ πνεύματος, άν δχι καί τοϋ γράμματος, τοϋ μαρξισμοϋ, γιατί, είναι έξω άπό κάθε Αμφιβολία δτι δ έθνικισμός έπαιξε τεράστιο ρόλο στήν καταστροφή τής τσαρικής Ρωσίας κι δτι ή Ακατανοησία τών λευκών Αντιπάλων τών μπολσεβίκων συνέβαλε Αποφασιστικά στό νά ταχθοϋν οί έθνικιστές δρισμένων περιοχών τής Ρωσίας στό πλευρό τών μπολσεβίκων πού γι’ αύτούς Αντιπροσώπευαν ένα πρόγραμμα ριζικής Απελευθέρωσης τών έθνικών δυνάμεων. Άπό τό άλλο πάλι μέρος καί ή Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκηο στή διαφορά της μέ τόν Λένιν πάνω στό έθνικό ζήτημα, δπως είχε δίκηο καί στό ζήτημα τής διανομής τής γής στούς χωρικούς, πού τήν κατάκρινε σάν άπαίτηση πού πάρθηκε δανεικιά άπό τό πρόγραμμα τών σο- σιαλεπαναστατών. Στή συνέχεια, δπως αύτή ή όππορτουνιστική παραχώρηση κατάληξε σέ άπάτη σέ βάρος τών χωρικών, έτσι καί ή άποδεσμευμένη βία τοϋ έθνικισμοϋ έγινε κίνδυνος γιά τήν ύπαρξη τοϋ κράτους πού μέ τή βοήθειά του δημιουργήθηκε, γι’ αύτό καί χρειάστηκε νά καταπιεστεί δπου ήρθε σέ άντίθεση μέ τήν κεντρική σοβιετική έξουσία. Μά δέν έφτανε μόνο αύτό, Αλλά κάτω άπό τούς δρους ένός συγκεντροποιημένου κράτους πού κυριαρχείται άπ’ τό κομμουνιστικό κόμμα, ή αύτονομία τών σοσιαλιστικών σοβιετικών δημοκρατιών μέσα στήν Ένωση, δση Απόμεινε σάν περιορισμένο κατάλοιπο τής άλλοτε έγγυημένης άνεξαρτησίας, ί- γινε ή πρόσοψη πού έκρυψε μιά έθνική πολιτική έκρωσισμοϋ” ή δποία συνέχισε τό παληό παιχνίδι πού έπαιξε καί ύποστήλωσε Ιδεολογικά 6 Λένιν, μιά πολιτική πού έπιδοκιμάζει καί θέτει έξω άπό κάθε Αμφιβολία τόν έθνικισμό πού ύπηρετεί τούς δικούς της σκοπούς, ένώ καταδικάζει σάν Αστικό τόν έθνικισμό πού παρεκλί- νει άπό τή δική της γραμμή. Έτσι χαιρετίστηκε σάν Αποτέλεσμα
256
τοϋ προλεταριακού διεθνισμοί) ή στρατηγική καί τακτική πού βρισκότανε σέ δμοφωνία μέ τΙς σοβιετορωσικές διεθνικές προοπτικές, ένώ καταδικάστηκε σάν κοσμοπολιτισμός κάθε Ανεπιθύμητη μορφή διεθνικής έπικοινωνίας ή άφαίρεσης τών έθνικών προϋποθέσεων έφόσο έθιγε τά συμφέροντα τών κυριάρχων στή Σοβιετική Ένωση.
Ό Λένιν, πού ήθελε νά φέρει τά έθνικά πάθη ίσαμε τή θερμοκρασία τοϋ βρασμοϋ καί νά τά θέσει στήν ύπηρεσία τοϋ ταξικού άγώνα, κατηγορούσε τούς Αύστρομαρξιστές καί τό πρόγραμμα τους γιά τήν πολιτική αυτονομία τών έθνικοτήτων, πού έπιδίωκε μιά άπλή διευθέτηση τών έθνικών άντιθέσεων, γιά έθνικισμό γι’ αύτό καί έγραφε: «Ή έθνικοπολιτιστική αύτονομία σημαίνει τόν πιό λεπτοδουλεμένο καί γι’ αύτό, τόν πιό έπικίνδυνο έθνικισμό, σημαίνει έπίσης τήν προπαγάνδιση τοϋ έξαιρετικά έπιζήμιου κι άκόμη, άντιδημοκρατικοϋ χωρισμοϋ τής έκπαίδευσης κατά έθνικότητα. Μέ λίγα λόγια αύτό τό πρόγραμμα είναι άπόλυτα Αντίθετο στό διεθνισμό τοΰ προλεταριάτου. ’Αντιστοιχεί στά συμφέροντα καί τά Ιδανικά τοϋ στενοκέφαλου έθνικισμοΰ»." Αύτό τό πλάσμα τής φαντασίας τών Αύστριακών φιλολόγων" έρέθιζε Ιδιαίτερα τόν Λένιν γιατί καί στή Ρωσία ot μενσεβίκοι, άλλά καί τά μέλη τοϋ έβραϊκοϋ Μπούντ, είσηγοΰνταν μιά αύτονομιστική λύση μέ τήν έννοια τών αύστριακών προτάσεων. Ενάντια σ’ αύτές τΙς προσπάθειες τών Ρώσων όππορτουνιστών ν’ άπομιμηθοϋν ξένα πρότυπα" όργισμέ- νος δ Λένιν έκτόξευσε τό έρώτημα. «Τελειοποιούμε τό έθνικό πρόγραμμα άπό τήν άποψη τοϋ προλεταριάτου; Άπό πότε λοιπόν θεωρείται σωστό νά παίρνουμε σά βάση τό χειρότερο παράδειγμα ;»** Παρά τήν έμμεση υιοθέτηση της άπ’ τόν Ένγκελς, 6 Λένιν άντι- τάχτηκε στήν άπλή έκφραση «κράτος έθνικοτήτων», έπειδή αύτές ot λέξεις συγκαλύπτουν τή βασική διαφορά άνάμεσα στήν πραγματική ισονομία καί τήν καταπίεση τών έθνών.*1
’Επίσης κι ό έπιμελής μαθητής τοϋ Λένιν, δ Στάλιν, πού έγραψε τό 1912) 13 κατά τή διάρκεια τής παραμονής του στή Βιέννη τήν μπροσούρα «Ό μαρξισμός καί τό έθνικό πρόβλημα», χαρακτήρισε τΙς αύστριακές προσπάθειες γιά τή λύση του «σάν τό πιό κα- λοδουλεμένο παιχνίδι τοΰ έθνικισμοϋ».** Τό πόσο πολύ έπισκιάστη- κε ή μπολσεβίκικη Αντίληψη γιά τό έθνικό πρόβλημα, άπό τό κυρίαρχο πρόβλημα τοΰ ταξικοΰ προλεταριακοϋ Αγώνα φαίνεται Από τό παρακάτω έρώτημα πού έθεσε ό Στάλιν. «Τί είδους σοσιαλδημοκράτες είναι τέλος πάντων αύτοί πού κατά τήν έποχή τής μεγαλύτερης δξυνσης τοΰ ταξικοΰ άγώνα όργανώνουν έθνικές ένώ- σεις ο[ όποιες περιλαβαίνουν δλες τΙς τΑξεις;** Μά ot μπολσεβίκοι, δσο κι άν παρουσιάζονταν σάν ύπέρμαχοι τής αύτοδιάθεσης τών λαών, τόσο λίγο εύνοοΰσαν τόν έθνικό κατακερματισμό καί τήν 6-
17 967
μοσπονδιακή συγκρότηση του κόμματος πού ύπήρχε στήν Αύστρία καί προωθούσε τή διάλυση τού ένιαίου αύστριακού κόμματος σέ Εθνικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ένώ οί Αύστριακοί σοσιαλδημοκράτες ήτανε βασικά ύπέρ μιάς μερικής συνδιαλλαγής μέ τόν έθνικισμό, γιά νά μπορέσουν Ετσι νά κερδίσουν χώρο καί έλεύθερο χρόνο γιά κοινωνικές μεταρρυθμίσεις καί νά μήν Εμποδίζονται διαρκώς άπ’ αύτόν στήν Εκπλήρωση τών πολιτικών τους καθηκόντων, 6 σκοπός τών μπολσεβίκων ήτανε νά κινητοποιήσουν μέ τή διακήρυξη τοΟ δικαιώματος τής αύτοδιάθεσης τών λαών τό έθνικό μίσος, νά τροφοδοτήσουν μέ τήν Απελευθερωμένη έθνική Ενεργητικότητα τόν ταξικό άγώνα καί Επειτα, μετά τήν Επαναστατική Εκρηξη, ν’ άφήνουν πίσω τους σάν κατηγορίες τής άστικής κοινωνίας τήν τάξη καί τό Εθνος καί νά τ’ Αντικαταστήσουν μι τήν Αταξική κοινωνία, δηλαδή μέ τήν προλεταριακή κοινότητα τών λαών. Κατά τήν άντίληψη τών μπολσεβίκων ή ύποταγή τών Εθνικών Επιδιώξεων στή στρατηγική τού ταξικού άγώνα μπορούσε νά πραγματοποιηθεί μόνο κάτω άπό τήν αύστηρή ήγεσία ένός κόμματος όργανωμένου σέ ύπερεθνική βάση κι δχι διασπασμένου σέ έθνικές όμάδες μέ αύτονομία Αρμοδιοτήτων ένός κόμματος πού θά είχε σάν καθήκον νά πάρει στά χέρια του τήν πολιτική ήγεσία τοΟ Αγώνα καί νά τόν κατευθύνει ίσαμε τήν αύτοδιάθεση καί τόν έθνικό Αποχωρισμό. ’Αντίθετα, ή αύστριακή λύση, πού σταματούσε μπροστά στήν αύτοδιάθεση καί έπιδίωκε μόνο τήν Ενταξη σ’ Ενα δοσμένο κρατικό πλαίσιο καί σύγχρονα δεχότανε τήν Εθνική αύτονόμιση τοΰ κόμματος σά λογικό Επακόλουθο τής αύτονομιστικής ιδέας, βρισκότανε σέ τέλεια άντίθεση μέ τή θεωρία καί τήν πρακτική τών μπολσεβίκων γιά τούς δποίους ιδιαίτερη σημασία είχε μόνο 6 ταξικός Αγώνας μέ τήν προοπτική του σάν τελικός Αγώνας.
Είναι Αλήθεια πώς ούτε οί αύστρομαρξιστικές, οδτε οί λενινιστι- κές προτάσεις γιά τή λύση τοΰ έθνικοΰ προβλήματος Αντεξαν στόν Ελεγχο τής ιστορικής έμπειρίας. Τό ζήτημα, Αν ή αύστριακή λύση τής προσωπικής αύτονομίας, πού παραχωρούσε στά Εθνη νομική προσωπικότητα καί ήθελε νά τά όργανώνει σάν ύπερεδαφικές Ενότητες Ανεξάρτητα Από τό χώρο κυριαρχίας τους, ναυάγησε έξαιτίας τής πολυπλοκότητας καί τοΰ Απραγματοποίητου τών προ- τΑσεων της πού δ Ρέννερ Επεξεργάστηκε σ’ δλες τους τις λεπτομέρειες,** ή Αν Απότυχε μόνο γιατί ή σοσιαλδημοκρατία δέν βρήκε τήν εύκαιρία νά έπιβάλλει τή θέληση της καί γιατί ot κυρίαρχες τΑξεις δέν κατάλαβαν καί δέ θέλησαν νά πραγματοποιήσουν αύτές τις μεταρρυθμίσεις δέν είναι δυνατό νά κριθεΐ, γιατί έκτός Από περιορισμένες Απόπειρες, πού δέν έπιτρέπουν κανένα συμπέρασμα, δέ δοκιμάστηκε στήν πράξη. 'Ωστόσο δέν είναι σωστό νά θεωρήσουμε τις αύστρομαρξιστικές προτάσεις σάν παράξενες καί κατα-
διχασμένες έκ τών προτέρων σέ άποτυχία. Μέ τδ δίκηο του παρατηρεί 6 Αυστριακός Ιστορικός Κάρλ Στάντλερ, δτι τά σοσιαλδημοκρατικά έξυγιαντικά σχέδια δέν είχαν βέβαια καμιά έπιτυχία, 8- σο άκόμη ήταν καιρός γι’ αύτό, άλλά στήν Ιστορία είχαν καμιά φορά έπιτυχία καί άκόμη πιό ούτοπικά σχέδια.” Ό Γερμανός ιστορικός Χάνς Μόμιεν, στό έργο του «Ή σοσιαλδημοκρατία καί τό ζήτημα τών έθνικοτήτων στό πολυεθνικό κράτος τών Άψβούργων» καταλήγει στά συμπεράσματα, δτι, έν πάσει περιπτώσει, άπό τΙς διάφορες προσπάθειες, έλπίδες έπιτυχίας είχε μόνο μιά άποφασι- στική πού βασιζότανε στό έργατικό κίνημα. Ά π ’ αύτό προσφέρθη- κε ή μοναδική δυνατότητα έξόδου άπό τό χάος τών έθνικοτήτων, δίχως άντίφαση μέ τά δημοκρατικά ρεύματα πού κινοϋσαν τήν έξέλιξη." ’Επίσης καί δ Ρόμπερτ Κάν στό ύποδειγματικό του Ιργο «Τό πρόβλημα τών έθνικοτήτων στή μοναρχία τών Άψβούργων» έκφράζει τή βεβαιότητα, δτι τά σχέδια τών σοσιαλιστών άποτελοϋ- σαν τήν πιό περιεκτική, τήν έπιμελέστερα σχεδιασμένη, άλλά σύγχρονα καί τήν πιό δημοκρατική τοποθέτηση άπέναντι στό ζήτημα.” Ώστόσο, κατά τόν Κάν, ή πρακτική έπιρροή αύτής τής έντονα όροθετημένης ιδεολογίας στήν αύστριακή πολιτική ήταν πολύ μικρότερη άπό τήν έπιρροή τών Γερμανών έθνικιστών ή τών καθολικών, μ’ δλο πού αύτά τά ρεύματα είχαν παρουσιάσει προτάσεις γιά τή σωτηρία τοϋ κράτους τών Άψβούργων καί δέν ήτανε δυνατό νά χαρακτηριστούν στά σοβαρά σά θετικές." Σέ σχέση μέ τό δλο ζήτημα ό Κάν άποδείχνει δτι μεγάλο μέρος τής κυρίαρχης τάξης θεωροϋσε άλλόκοτη τήν Ιδέα νά ύπολογίσουν τούς σοσιαλιστές σάν δύναμη πού μποροϋσε νά στηρίξει τό κράτος. Άπό μίσος καί μεροληψεία αύτή ή πολιτική τύφλωση έφερε στό σημείο νά άγνοηθε! αύτό τό πρόγραμμα, γεγονός πού ό Κάν τό χαρακτηρίζει σά βαρύτατο άμάρτημα παράλειψης άπό μέρους τής έπίσημης Αύστρίας.” Άκόμη κι δταν, μαζί μέ τόν Κάν, άποδεχτεί κανείς τή γνώμη δτι οί προτάσεις τοϋ Ρέννερ ήρθαν πολύ άργά, μισό αιώνα άργότερα άπ’ δ,τι έπρεπε, πάλι δέν μπορεΐ νά μήν έκτιμήσει θετικά καί νά μήν άξιολογήσει άνάλογα τήν πολιτική όξυδέρκεια τού Ρέννερ, κι άπό τήν άλλη, νά μήν καταδικάσει τή μυωπία αύτών πού παρακολουθούσαν άπρακτοι τή διάλυση τής μοναρχίας — τών κυρίαρχων τάξεων, τής γερμανοαστικής της κυβέρνησης, τών Σλαύων έθνικιστών, τών ριζοσπαστών αύτονομιστών καί τών παγγερμανιστών πού τήν έπιτάχυναν μέ τίς κωλυσιεργίες τους. Έν πάσει περιπτώσει είχε δίκηο ό Αύστριακός κομματικός ήγέτης Βίκτωρ "Αντλερ πού στό λόγο του στό κομματικό συνέδριο τοϋ 19ου είπε: «άν ή Αύστρία βαδίζει στό γκρεμό, αύτό συμβαίνει έξαιτίας τών άμαρτιών τών κυρίαρχων τάξεων, ένώ τό προλεταριάτο δέν έχει συναμαρτήσει»'0 δπως είχε δίκιο καί ό Κάρλ Ρέννερ μέ τή
διαπίστωση πού έκανε λίγους μήνες πρίν άπ* τήν Εκρηξη τοΟ πρώτου παγκοσμίου πολέμου. «Αύτό πού σήμερα δέν πραγματοποιεί στά πλαίσια αύτών τών κρατικών δρίων ή πρόβελψη τών κυρίαρχων τάξεων θα τό πραγματοποιήσει αύριο τό ξίφος ένάντια σ’ αύτό τό κράτος».*1
Ένώ ή αύστριακή λύση στερήθηκε τόν έλεγχο τής Ιστορικής Ιμπειρίας καί ταυτόχρονα τόν έλεγχο τής διαλεκτικής τής έπιτυ- χίας, οί ιδέες τοϋ Λένιν γνώρισαν αύτή τή διαλεκτική, πού άπό τό ένα μέρος δδήγησε στήν έπιβεβαίωση τής όρθότητας τών τακτικών συλλογισμών, άλλά άκριβώς γι’ αύτό στή ριζικώτερη άποτυχία τών στρατηγικών έπιδιώξεων. Ή Ρόζα Λούξεμπουργκ συμμεριζόταν τή βασική άντίληψη τοϋ Λένιν δτι τό έθνικό ζήτημα είχε δευ- τερώτερη σημασία καί δριστικά θά έξαφανιζότανε μόνο στά πλαίσια μιάς άταξικής κοινότητας τών λαών. Παρά τήν άντίληψη αύτή, ή, άκριβώς χάρη σ’ αύτή, δ Λένιν πίστευε πώς μποροϋσε νά προχωρήσει σέ κοινή δράση άκόμη καί σέ σύμπραξη μέ τόν έθνι- κισμό. Δίχως νά έξαντλεϊται τό θέμα, ποιά θά ήτανε μέ τή ρωσική έπανάσταση μιά δραστήρια καταπολέμηση τοϋ έθνικισμοϋ μέ τήν έννοια τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, μπορεί ώστόσο νά εϊπωθεΐ, δτι ή Λούξεμπουργκ έκτίμησε σωστότερα τόν κίνδυνο τοϋ έθνικι- σμοϋ παρά δ Λένιν, ό δποΐος πίστευε πώς μποροϋσε νά χρησιμοποιήσει τόν έθνικισμό σάν άναβολέα γιά ν’ άνεβεΐ στήν έξουσία καί ύστερα άπό λίγο άναγκάστηκε νά άντιληφθεΐ, δτι τά πνεύματα πού ξεσήκωσε στράφηκαν κατά τής νέας τάξης. Έτσι άντί νά μπορέσει νά κατευθύνει τόν έθνικισμό, όδηγήθηκε άπ’ αύτόν καί ταυτόχρονα Υποχρεώθηκε νά πάρει μέτρα κατά τών άνεπιθύμητων μορφών έκφρασης του. Ένώ σύμφωνα μέ τό πρόγραμμα 6 μαρξισμός Ιπρεπε ν’ άπορροφήσει καί ν’ άφομοιώσει τόν έθνικισμό, στήν πορεία τής έξέλιξης έγινε τό άντίθετο' δ έθνικισμός τροποποίησε κι άκόμη, διαστρέβλωσε τόν μαρξισμό.
Τόσο δ αύστρομαρξισμός, δσο καί 6 μπολσεβικισμός ύποχρεώθη- καν, δ καθένας μέ τόν τρόπο του καί κάτω άπό διαφορετικές προϋποθέσεις, νά άποκομίσουν τήν κοινή έμπειρία δτι δ έθνικισμός, πού καί οί δυό τόν έκτιμοϋσαν σάν άπλό μέσο γιά τήν πραγματοποίηση τών δικών τους σκοπών, χειραφετήθηκε, άνεξαρτοποιήθη- κε άπέναντι στή θέληση έκείνων πού ήθελαν νά τόν δαμάσουν καί άξιοποίησε γιά λογαριασμό του τό βάρος του πού οί άλλοι ύποτί- μησαν. Ό σο καί άν ήτανε διαφορετικές ot λύσεις πού πρότειναν ot αύστρομαρξιστές καί ot μπολσεβίκοι καί τά δυό αύτά ιδεολογικά ρεύματα συναντήθηκαν στήν ύποτίμηση τοϋ έθνικοΰ παράγοντα καί στήν ύπερτίμηση τής δυνατότητας τους νά τδν συλλάβουν έπαναστατικά ή ρεφορμιστικά καί νά τόν έντάξουν στούς σκοπούς τους κι αύτός είναι δ λόγος πού καί τά δυό μέρη Υποχρεώθηκαν
260
νά είσπράξουν μιά ιδεολογική ήττα.Παρά τήν, περιορισμένη Ιστορικά, συνεργασία τοϋ μαρξιστικού
σοσιαλισμοϋ μέ τόν έθνικισμό, πού Εγινε δυνατή ΕκεΤ πού τά κοινά συμφέροντα Αφηναν Ανοιχτή τή δυνατότητα γιά μιά κοινή πορεία, αύτά τά δυδ Ισχυρά Ιδεολογικά ρεύματα τής σύγχρονης πραγματικότητας, βρέθηκαν πάντα σέ σύγκρουση καί Ανταγωνισμό. Ή κοινή κληρονομιά τής γαλλικής έπανάστασης Από τήν δποίαν προήλθαν, τόσο δ σοσιαλισμός, δσο καί δ έθνικισμός, Αποκατέστησε Αρχικά μιά σύνδεση μεταξύ τους, άλλά σέ λίγο προκάλεσε τή σύγκρουση τους γιά τή διαχείρηση τής κληρονομιάς καί τήν αύθεντι- κή Ερμηνεία τής θέλησης πού διαθέτει. Τόσο δ έθνικισμός, δσο καί δ μαρξιστικός σοσιαλισμός χαρακτηρίστηκαν καί χαρακτηρίζονται Απδ τή διφορούμενη καί περίπλοκη σχέση τους μέ τΙς Αξίες καί τδ περιεχόμενο τδν Ιδεών τής μεγάλης γαλλικής έπανάστασης: δ Εθνικισμός μποροϋσε νά οίκοδομήσει πάνω στήν άρχή τής έξατο- μίκευσης τών έθνών, πού μέ τή γαλλική έπανΑσταση Εγινε πραγματικότητα, καί νά συνδέσει τδ πάθος γιά τήν έλευθερία μέ τΙς Αξίες πού διακήρυξε ή έπανάσταση αύτή. Εννοείται δτι στδ βαθμό πού δ έθνικισμός Εγινε Ενα κίνημα πού παρέσυρε θρησκεία, πνεϋμα καί καρδιά τών μαζών, ot Επιδιώξεις του ήρθανε σέ σύγκρουση μέ τήν τάση τής έπανάστασης στήν άτομική έλευθερία. 'Οπου Εγκαταστάθηκε μιά καινούρια κοινότητα καί άπαιτοϋσε τή δίχως δρους Αναγνώριση, Αρχισε νά ξεθωριάζει καί νά ύποχωρεϊ ή σκέψη τής χειραφέτησης τοΰ άτόμου, πού Αρχικά βρισκότανε στήν πρώτη γραμμή. Ή κολλεκτιβιστική Ατομικότητα τοϋ έθνικισμοϋ χώρισε κι δχι σπΑνια διέλυσε τή χειραφετημένη Ατομικότητα τοϋ Ανθρώπου,— περίπου μέ τήν Εννοια τών λόγων τοϋ Αύστριακοϋ ποιητή Φράντς Γκρίλπατσερ: «Άπδ τδν Ανθρωπισμό διά μέσου τοϋ έθνι- κισμοϋ στή θηριωδία».
Ό έθνικισμός, σά φαινόμενο τοϋ ξυπνήματος τής συλλογικότη- τας, περικλίνει τήν τάση, πρδς τά μέσα, νά θάβει τήν άτομική έ- λέυθερία τών Ενωμένων κάτω άπδ τήν κυριαρχία του άνθρώπων καί πρδς τά Εξω, νά μετατρέπεται σέ Επιθυμία γιά Επίθεση καί κατάκτηση. "Ετσι Ενας Εθνικισμός πού θεωρείται σάν Ανώτερη Αξία, Εξαιτίας τής Γδιας του τής λογικής Ερχεται σέ άντίθεση δχι μόνο μέ τά Ιδανικά τής έλευθερίας τής γαλλικής έπανάστασης, άπδ τά δποΐα άρχικά Αποζούσε Αλλά καί τδν μαρξιστικό σοσιαλισμό πού Αξιώνει και θρονιάζει Ινα παράγοντα συλλογικής ταύτισης διαφορετικό άπδ τδ Εθνος, τήν κοινωνική τάξη. 'Ο μαρξιστικός σοσιαλισμός πάλι, δέν εΓχε μόνο νά χτυπηθεί μέ τδν έθνικισμό, σάν Αντί- παλο στή διεκδίκηση μιάς κληρονομιάς πού ήταν έλεύθερη, άλλά καί ό Ιδιος ύπόφερε καί ύποφέρει άπδ μιά ΑνΑλογη μέ αύτήν τοϋ έθνικισμοϋ διφορούμενη οχέαη μέ τήν κληρονομιά τής γαλλικής
έπανάστασης. Ό μαρξισμός, πού μετέφερε τήν άφηρημένη άστική άπαίτηση γιά έλευθερία στή συγκεκριμένη οϊκονομική πραγματικότητα καί προώθησε τήν άπαίτηση γιά Ισότητα πέρα άπό τό μέτρο πού τήν Επέβαλλε καί ύπερασπίστηκε δ άστισμός, μπορεΐ, άπό τό άλλο μέρος, μέ κριτήρια περισσότερο άξιολογημένα καί σκόπιμα νά θεωρηθεί σά συνέχεια τής γαλλικής έπανάστασης. Ό μαρξισμός άποδέχτηκε τήν έπιδίωξη τοϋ φιλελεύθερου άστισμοϋ στό ζήτημα τής χειραφέτησης, άλλά χρησιμοποίησε συλλογικά λοξοδρο- μήματα γ;ά νά συντρίψει τή ρύθμιση έκείνη πού ήταν προϊόν μιάς Επιδίωξης τής έλευθερίας άδέσμευτης άπό κοινωνικούς κανονισμούς. Στήν πορεία τής διαμόρφωσης μιδς νέας όμάδας, πού θά δφειλε νά δράσει σάν Εστία τής ιστορικής έξέλιξης καί σάν παράγοντας ταύτισης τών μαζών πού έπιδίωκαν τή χειραφέτηση, δπως καί στόν έθνικισμό, έμφανίστηκε κι έδώ Ενα κομμάτιασμα τοϋ άν- θρωπιστικοϋ, ψυχικοϋ καί όργανωτικοϋ κινήματος τών μαζών. Έ πίσης καί στόν μαρξισμό ύπήρχε σάν σπέρμα μολυσματικό ό κίνδυνος, ή δυναμική τοϋ συστήματος, τών άποδεσμευμένων μαζών καί τής όργάνωσης στήν όποία αύτές πειθαρχοϋσαν, νά θριαμβεύσουν σέ βάρος τών Ιδεών γιά τΙς όποιες αύτοί οί παράγοντες δέν ήταν παρά τό μέσο πού θά όδηγοϋσε στό σκοπό. Στήν πάλη γιά τή διαφύλαξη καί τή συνέχιση τής κληρονομιάς τής γαλλικής έπανάστασης Εφτασε στήν Εκρηξη μιά άντίφαση πού ύπήρχε μέσα στόν ίδιο τόν μαρξισμό.
Ό μεγάλος Βρεταννός στοχαστής καί Ιστορικός λόρδος Άκτον, άπό τό 1862 άκόμη, δηλαδή σέ μιά έποχή πού αύτό τό προτσές βρισκόταν σέ πλήρη άνάπτυξη, χαρακτήρισε μέ τά παρακάτω λόγια αύτήν τήν κατεύθυνση τής έξέλιξης καί τήν πιθανή κατάληξη τής διαδικασίας πού άπέβλεπε στήν ιδιοποίηση καί τό ξεπέρασμα τών παραστάσεων τής γαλλικής έπανάστασης. «Υπάρχουν τρεις θεωρίες αύτοϋ τοϋ είδους πού καταπολεμοϋν τήν ύπάρχουσα κατανομή έξουσίας, Ιδιοκτησίας καί χώρου καί έπιτίθενται ταυτόχρονα κατά τής άριστοκρατίας τοΰ άστισμοϋ καί τής κρατικής έξουσίας: είναι δ έξισωτισμός, ό κομμουνισμός καί δ Εθνισμός. Ά ν καί είναι κοινή; κατανομής, γεννημένες στόν άγώνα ένάντια στίς Ιδιες δυσκολίες καί συνδέονται μέ πολλούς συνδετικούς κρίκους, δέν Εμφανίστηκαν κατά τήν Ιδια έποχή. Ό Ρουσσώ είναι ό κήρυκας τής θεωρίας τής Ισότητας, δ Μπαμπέφ τοϋ κομμουνισμού κι 6 Ματσίνι τοϋ Εθνικισμού. Ή θεωρία τοϋ τελευταίου πού είναι ή νεώτερη άπό τίς τρεις, Εχει γιά τήν δρα τή μεγαλύτερη έλκτική δύναμη καί ύ- πόσχεται νά γίνει Ισχυρότερη στό μέλλον».** Ό "Ακτον κατάλαβε άκόμη σέ τί άντιφιλελεύθερα καί δεσποτικά άποτελέσματα θά όδη- γοϋσε ύποχρεωτικά ή άπολυτοποίηση τοϋ Εθνους: «Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν άπαίτηση τής Εθνικής ένότητας, ό Εθνικισμός θεμε
λιώνεται στή διαρκή ύπερκυριαρχία τής συλλογικής θέλησης μιδς θέλησης πού Ιχει σάν προϋπόθεση της άκριβώς τήν έθνική Ενότητα».** Αύτός είναι δ λόγος πού δ λόρδος ’ Ακτον θεωροϋσε τδ έθνι- κδ κράτος σάν Ιστορική δπισθοδρόμηση “ ένώ άποδεχόταν τδ πολύπλοκο τοΰ κράτους τών έθνικοτήτων. «Άφοΰ, λοιπόν, ή άρχή τής έθνικής ένότητας κάνει τδ Εθνος πηγή τής έπανάστασης καί τοϋ δεσποτισμοΰ, ή άρχή τής έθνικής έλευθερίας θεωρεί τήν έθνικότη- τα σάν ϊχυρδ τής αύτοδιοίκησης, σάν τδ κυριότερο έμπδδιο κατά τής ύπερβολικής δύναμης τοΰ κράτους. Δικαιώματα πού στά έθνι- κά κράτη θυσιάστηκαν, διαφυλάχτηκαν στά κράτη τών έθνικοτή- των».“ Μά ή Ανησυχία τοΰ φιλελεύθερου "Ακτον, πού σκεφτόταν τή διατήρηση τής έλευθερίας, δέν περιορίστηκε στδν έκφυλισμδ πού άκολουθοΰσε τήν έφαρμογή τών άρχών τοΰ έθνικισμοΰ. Ή παρακάτω διαπίστωση του άφορδ καί τδν μαρξιστικδ σοσιαλισμό, στδ σημείο πού ή άπαίτηση τοΟ τελευταίου γιά τδ μονοπώλιο τής συλ- λογικότητας νικά τά άνθρωπιστικά συστατικά του. «’Αλλά, μόλις Ινα δρισμένο, μοναδικδ άντικείμενο Ανυψωθεί σέ άνώτατο κρατικδ σκοπδ — άς είναι τά πλεονεκτήματα μιδς δρισμένης τάξης, είτε ή άσφάλεια ή ή δύναμη τής χώρας, ή μεγαλύτερη εύτυχία τοΰ πλήθους ή ή πραγματοποίηση μιάς δποιασδήποτε άλλης Επινοημένης Ιδέας — ύποχρεωτικά γίνεται τδ κράτος Απολυταρχικό».**
Έ ταλάντευση τοΟ Εθνικισμοΰ άνάμεσα στίς Ελευθεροδημοκρα- τικές καί ρωμαντικο - ολοκληρωτικές τάσεις φαίνεται Ανάγλυφα στδ Ιργο καί στή μοίρα τής ζωής τοΰ πρόμαχου τοΰ Ιταλικοΰ άνα- νεωτικοΰ κινήματος Γκιουζέπε Ματσίνι, πού Αναφέρεται πάντα σάν δ Ιδανικδς Εκφραστής τοΰ σύγχρονου έθνικισμοΰ. Σάν Εκπρόσωπος μιδς τάσης πού Εφερε πολλά δεινά στήν άνθρωπότητα, θεωρήθηκε δ Ματσίνι ύπεύθυνος γιά δ,τι Εγινε σέ άλλες χώρες καί σέ κατοπινούς καιρούς στδ δνομα τοΟ Εθνικισμοΰ πού αύτδς Εκπροσώπησε μέ πάθος στήν ’ Ιταλία. Δέν πρέπει, παράλληλα, νά παραβλεφτεΐ, δτι, δπως Εκφράστηκε Ενας βιογράφος του,ή ζωή τοΰ ίδιου τοΰ Ματσίνι άποτελεΐ τήν τραγωδία ένδς Ιδεαλιστή *Τ πού βέβαια νίκησε, άπδ μιά άπλουστευμένη άποψη, τδν Μάρξ καί τδν Μπακούνιν. άλλά Εμεινε στά μισά τοΰ δρόμου, στδ μέτρο πού ο! συναδελφωμένες μέ τδν άνθρωπισμδ φιλοδοξίες του καταπνίγηκαν άπδ τήν Αποδεσμευ- μένη δύναμη τοΰ ίδιου τοΰ έθνικισμοΰ. Στή σκέψη τοΰ Ματσίνι ο! έθνικές έπιδιώξεις ήταν ύποταγμένες στήν ύπηρεσία τής Ανθρωπότητας καί στίς ήθικές άξίες που αύτή έκπροσωποΰσε. «Τδ Εθνος είναι Ενα δργανο γιά τή συνέχιση τής Ανάπτυξης τοΰ συνόλου. Εύ- λογεΐται καί καθαγιάζεται άπδ τήν άνθρωπιστική Αποστολή πού Ιχει, Ανάλογα μέ τήν Ιδιαίτερη ικανότητά του, νά έκπληοώσει».*' Σέ πλήρη δμοφωνία μέ τΙς δημοκρατικές καί σοσιαλιστικές ιδέες δ Ματσίνι ήθελε νά συνδέσει τήν έπανάσταση πού άπαιτοΰσε μέ
263
τή θέληση τής άνθρωπότητας, νά τήν άντιτάξει στήν τυραννία τών λίγων καί νά τήν κρατήσει μακρυά άπό τή βία. «01 μεγάλες έπα- ναστάσεις πραγματοποιοΟνται, άρχικά στίς ήθικές καί Επειτα στίς οίκονομικές άξίες, περισσότερο μέ τΙς άρχές, παρά μέ τΙς ξιφολόγχες. Τά δικαιώματα καί ot ύποχρεώσεις γεννιοΟνται στήν κοινωνία άπό μιά βαθειά πεποίθηση πού ζεΐ στούς πολλούς. Ή τυφλή βία μπορεΐ νά παρουσιάσει θύματα καί μάρτυρες καί νικητές. Ό θρίαμβος μπορεΐ νά στέψει τό κεφάλι ένός βασιληά ή ένός δπατου, μά 4ν είναι άντίθετος στή θέληση τής πλειοψηφίας θά έκφυλιστεΐ σέ κυριαρχία τής βίας»." "Οσο 6 έθνικισμός τοϋ Ματσίνι ήτανε δεμένος μέ τήν Ιδέα τής λαϊκής κυριαρχίας βρισκόταν καί σέ δμοφω- νία, δχι μόνο μέ τΙς δημοκρατικές καί άνθρωπιστικές, άλλά καί μέ τΙς σοσιαλιστικές παραστάσεις. «Ή πρώτη συνέπεια τής Ινωσης καί τής Ισότητας τών άνθρώπων είναι δτι καμιά οικογένεια, κανένα άτομο δέν μπορεΐ νά Ιχει τήν άποκλειστική κυριαρχία στό σύνολο ή Ινα μέρος τών δυνάμεων καί τής κοινωνικής δραστηριότητας. Ή δεύτερη συνέπεια είναι δτι καμιά τάξη, κανένα άτομο δέν μπορεΐ, δίχως άμεση έξουσιοδότηση τοϋ Εθνους, νά άναλάβει τή διεύθυνση τών δυνάμεων καί τής κοινωνικής δραστηριότητας. Ά ποτέλεσμα, ή κατάργηση τών κληρονομικών προνομίων».1*
IV αύτό δέν προκαλεϊ Ικληξη τό γεγονός δτι στήν άρχή δ Ματσίνι είχε φιλικές σχέσεις μέ τό σοσιαλιστικό κίνημα καί μάλιστα τδ 1864 Επεξεργάστηκε Ινα σχέδιο καταστατικού γιά τήν πρώτη Διεθνή, πού έννοεΐται ϊπεσε θύμα τής λογοκρισίας τοϋ Μάρξ.'1 Ω στόσο γιά λόγους τόσο Εξωτερικούς, δσο καί Εσιοτερικούς ot έρωτο- τροπίες τοΰ Ματσίνι μέ τό σοσιαλισμό ήταν προσωρινές. Άκόμη άπδ τό Δεκέμβρη τοϋ 1858 Ινα μανιφέστο τής διεθνοϋς Ενωσης, τοϋ τελευταίου άπό τούς προδρόμους τής Ιστορικής διεθνοϋς, στράφηκε κατά τοϋ Ματσίνι" πού προσπάθησε μέ μιά Εκκληση του νά μετα- πείσει τούς σοσιαλιστές τής Εύρώπης, νά μήν Εμποδίζουν μέ τήν προβολή τοϋ κοινωνικοϋ ζητήματος τδν άγώνα γιά τήν Ενωση τών εύρωπαΐκών δημοκρατιών, άλλά νά Ινωθοϋν σέ μιά κοινή δημοκρατική δργάνωση μέ τούς άστούς." Μπροστά στό δίλημμα ν’ ά- ποσύρει άπό τήν σειρά προτεροιότητας τήν Εθνική ένότητα γιά χάρη τοϋ ταξικοΰ άγώνα ή νά άγωνιστεΐ γιά τό Εθνος σάν πρωταρχικό παράγοντα ταύτισης, δ Ματσίνι Εκλινε μονοσήμαντα σ’ Εκείνη τήν προτεραιότητα πού καί σήμερα άκόμη χαρακτηρίζει τδν Εθνικισμό καί άποτελεϊ τήν Ιστορική του Επιτυχία σέ βάρος τοϋ μαρ- ξισμοϋ. Μά στό βαθμό πού δ Ματσίνι τοποθετούσε στήν ποώτη θέση τήν Εθνική Ενότητα, άναγκαστικά πιά δφειλε νά άποξενώνεται δχι μόνο άπδ τΙς Ιδέες τοϋ σοσιαλιστικού διεθνισμού, άλλά καί άπδ τά άνθρωπιστικά, τά άφιερωμένα στήν άνθρωπότητα στοιχεία τής δικής του σκέψης. Κατά συνέπεια Επρεπε νά τοϋ φαίνεται καί ή
264
γαλλική έπανάσταση σάν ξεπερασμένη έποχή άτομικισμοϋ καί συνακόλουθα σάν κακό πού Επρεπε νά άποκρουστεϊ κι ό ίδιος δ Ατομικισμός, δπως καί 6 σοσιαλισμός πού άμφισβητοΟσε τό Εθνος σάν Ιδέα ταυτότητας. "Ετσι ένώ σ’ Ενα γράμμα του στόν Ντάνιελ Στέρν παραδεχόταν δτι «ύπάρχει μόνο Ενας σκοπός κι αύτός είναι ή ήθική πρόοδος τοϋ άνθρώπου καί τής άνθρωπότητας,’ * ήταν άναγκα- σμένος δλο καί περισσότερο στή διάρκεια τής Εθνικής του δράσης νά άναγνωρίζει στό Εθνος τό δικαίωμα τής κυριαρχίας πού σύμφωνα μέ τίς Ιδέες του άνήκε μόνο στήν άνθρωπότητα. Άφοϋ λοιπόν ό Ματσίνι δριζε τό Εθνος σάν αύθεντική Εκφραση τής κυριαρχίας πού δέν περιοριζόταν άπό καμιά άνώτερη Ιεραρχία Εκοβε τούς δεσμούς πού στά δνειρα του τό σύνδεναν μέ τήν άνθρωπότητα καί τοϋ άνοιγε τό δρόμο γιά τήν άπανθρωπιά καί τή φιλοσοφική άρχή, «δίκαιη ή άδικη είναι ή χώρα μου». Ό ταν ή φράση τοΟ Ματσίνι «μόνο τό Εθνος είναι άπεριόριστος κυρίαρχος καί κατά συνέπεια κάθε έξουσία πού δέν πηγάζει άπ’ αύτό είναι παράνομη Ιδιοποίηση* " άπαι- τεΐ τήν άναγνώριση δχι μόνο σέ δ,τι άφορδ τή θεμελίωση τής λαϊκής κυριαρχίας, άλλά καί τΙς σχέσεις του μέ τούς άλλους λαούς, τότε δχι μόνο όδηγεΐται στόν παραλογισμό ή Ιδέα γιά τήν οικογένεια τών λαών, άλλά καί άπαιτεϊται ή έθνική Ενότητα μέσα στά δρια τοϋ ίδιου τοϋ Εθνικού κράτους. Σ’ αύτήν τήν περίπτωση ή φιλοσοφία Ενός Εθνικισμού πού Εγινε μ’ αύτόν τόν τρόπο αύτάρκης καί πρός τά μέσα καί πρός τά Εξω μπορεΐ εδκολα νά καταλήξει στό Απαλλαγμένο άπό κάθε ίχνος άνθρωπισμοϋ συμπέρασμα, δτι, «θεός καί εύτυχία βρίσκονται στό πλευρό τοϋ δυνατοΟ», δτι ή «νίκη είναι μπηγμένη στό σπαθί του καί δέν έξαρτδται άπό πονηρές διαπραγματεύσεις»."
Οί σχέσεις τοϋ Ματσίνι μέ τό σοσιαλισμό έπιβαρύνθηκαν άρνη- τικά, άπό τό Ενα μέρος, έξαιτίας τής παρατήρησης του γιά τΙς πιθανές τυραννικές συνέπειες ένός κυρίαρχου σοσιαλισμοϋ κι άπό τό άλλο έξαιτίας τοϋ αύξανόμενου άνταγωνισμοϋ του πρός τΙς δικές του Ιδέες, δ όποιος τόν ύποχρέωσε νά διαλέξει μιά άπδ τίς δυό κατευθύνσεις καί νά σταθεί νομιμόφρων άπέναντι σ’ αύτή. Ό Ματσίνι είδε καθαρά τούς κινδύνους πού περικλίνει μέσα της μιά σχέση συλλογικής Ιδιοκτησίας ή όποία έγκατασταίνει μιά νέα κυριαρχία. Ot προειδοποιήσεις του δέν χάνουν καθόλου τή σημασία τους γιά τό λόγο, δτι παράλειψε νά κάνει μιά άνάλογη πρόβλεψη καί γιά τΙς συνέπειες τών δικών του άρχών. Αύτό τό γεγονός βασικό έπιβεβαιώνει άκόμη μιά φορά τήν έμπειρία τής άτομικής καί κοινωνικής ψυχολογίας «πού λέγει δτι Εξαιτίας τής τυφλότητας καί τής φιλαυτίας τών άνθρώπων, ή Ικανότητα γιά κριτική ξένων προσώπων καί πλασμάτων δέ συμβαδίζει μέ τήν ικανότητα αύτο- κριτικής. «’Εργαζόμενοι άνθρωποι, άδέρφια μου! Είσθε πρόθυμοι
νά Αναγνωρίσετε μιά νέα Ιεραρχία κυρίων τοΟ πνεύματος, μέ τό μέσο τής Αποκλειστικής διεύθυνσης τής παιδείας, κυρίων τοΟ σώματος, μέ τήν Αρμοδιότητα νΑ καθορίζουν τδ μέτρο τής έργασίας σας, τήν Ικανότητα σας, τΙς ΑνΑγκες σας;»" Αύτή ή σκοτεινή προειδοποίηση τοϋ Ματσίνι δέ θυμίζει τήν Απδ κΑθε Αποψη δξυδερκέ- στερη άπάντηση τοϋ Μπακούνιν στή μαρξιστική κριτική; (Τοϋ Μπακούνιν πού κατά τά Αλλα συνεργαζότανε μέ τούς μαρξιστές κατά τοϋ Ματσίνι καί τών προσπαθειών του)». Είμαστε οί φυσικοί έχθροί αύτών τών έπαναστατών — μελλοντικών δικτατόρων καί ρυθμιστών τής έπανάστασης — πού πριν Ακόμη καταστραφοϋν τά μοναρχικά, Αριστοκρατικά καί Αστικά κράτη τοϋ παρόντος δνει- ρεύονται τή δημιουργία νέων, έπαναστατικών κρατών πού θά είναι τδ Τδιο συγκεντρωτικά καί δεσποτικά δσο καί τά σημερινά κράτη. Είναι τόσο πολύ συνηθισμένοι σέ μιά τάξη, δημιουργημένη Απδ δποια αύθεντία, Απδ πάνω πρδς τά κάτω καί νιώθουν μιά τέτοια Αποστροφή γι’ αύτδ πού τούς φαίνεται Αταξία καί πού δέν είναι παρά ειλικρινής καί φυσική έκφραση τής λαϊκής ζωής, δστε πριν Ακόμη φέρει ή έπανάσταση μιά καλή, ύγιή Αταξία, Ακόμη πριν Από τδ τέλος της, δνειρεύονται νά τής περάσουν φίμωτρο καί μέ τήν έπίδραση τής δνομαστικά μόνο έπαναστατικής αύθεντίας, πού στήν πραγματικότητα θά είναι μόνο μιά νέα Αντίδραση, νά καταδικάσουν τΙς κυριαρχούμενες άπδ διατΑγματα μΑζες στήν ύπακοή, στήν Ακινησία, στό θάνατο, δηλαδή στή σκλαβιά καί τήν έκμετάλλευ- ση άπό μιά νέα, φαινομενικά έπαναστατική, άριστοκρατία»."
Καί αύτή ή προφητεία, πού φέρνει στδ νοϋ τήν νέα κεντρική έξουσία πού έγκατέστησε μέ διατάγματα ή ρωσική έπανάσταση καί ή Αλλη Αποψη του πού παραθέτουμε παρακάτω δείχνουν πώς δ Μπακούνιν είχε γενικά συνείδηση τών κινδύνων πού προκαλεϊ δ έθνικισμός καί πρός τά μέσα καί πρός τά Εξω, Αν καί δ ίδιος δικαιολόγησε τδ δικαίωμα κάθε έθνους στήν Ανεξαρτησία καί τδν Αποχωρισμό, πράγματα δμως πού στά πλαίσια τής ρωσικής έπανάστασης δέν Ιφεραν στήν έπιθυμητή Απελευθέρωση, άλλά σέ μιά νέα μορφή Υποδούλωσης τών λαών. Κατά τά Αλλα, ή άρνηση τοϋ Μπακούνιν νά δεχτεί τις έθνικές κατακτήσεις βρίσκεται σέ δμο- φωνία μ’ έκεΐνο τό μέρος τών διακηρύξεων τών Μάρξ καί Ένγκελς τό άφιερωμένο στίς έθνικές κατακτήσεις πού δέ διεκαιολογοϋνται άπό τις Απαιτήσεις τής στρατηγικής τοϋ προλεταριακού ταξικοϋ Αγώνα. «Άπόλυτη άρνηση τής πολιτικής τής έξάπλωσης τής δόξας καί τής δύναμης τοϋ κράτους, μιδς πολιτικής πού μεταβάλλει κάθε χώρα σέ φρούρια, πού τήν Αποκόβει άπό τήν ύπόλοιπη άν- θρωπότητα καί έτσι τήν άναγκάζει νά πιστεύει πώς άποτελεΐ δλό- κληρη τήν άνθρωπότητα, νά ικανοποιείται μέ τόν έαυτό της, νά δργανώνεται σάν Ινας κόσμος άνεξάρτητος άπό τήν Ανθρώπινη Αλ
266
ληλεγγύη καί νά άναζητεΐ τήν εύημερία καί τή δόξα της ατδ κακό πού κάνει στά άλλα Ιθνη. Μιά τέτοια χώρα πού κατακτά άλλες χώρες είναι, άναγκαστικά, στδ έσωτερικό της μιά σκλάβα χώρα».*’
Μά ή άπομάκρυνση τοϋ Ματσίνι δέν καθορίστηκε μόνο άπ’ τδ γεγονδς δτι είχε συνείδηση τών πιθανών συνεπειών αύτής τής κατεύθυνσης, άλλά καί άπδ τήν άνταγωνιστική της άπαίτηση νά μονοπωλήσει τήν έπιρροή στούς άνθρώπους καί τΙς μάζες. Ό ταν δ Ματσίνι χαρακτήριζε τήν παιδεία καί τήν έξέγερση *° σάν τά μέσα μέ τά δποία θά πραγματοποιούσε ή «νέα Ιταλία» τούς έθνικούς της σκοπούς, διάλεγε μ’ αύτδν τδν τρόπο ένα χαρακτηριστικό πού ταίριαζε στίς έπιδιώξεις καί τοϋ μαρξιστικοΟ σοσιαλισμού καί τοϋ άναρχισμοϋ. Ή μήπως καί στά χαρακτηριστικά τού μαχητή τής έθνικής ύπόθεσης τοϋ Ματσίνι δέν άναγνωρίζεται δ τύπος τοϋ έ- παγγελματία έπαναστάτη δπως τδν ήθελε δ Λένιν ή δ Μπακούνιν; «01 άντρες πού γεννήθηκαν γιά νά κάνουν καί νά διευθύνουν μιά έπανάσταση είναι αύτοί πού άποτελοΰν τήν έκφραση τής νέας γε- νηάς, μιά μικροσκοπική εΙκόνα τοΰ αιώνα. Είναι αύτοί πού περι- κλίνουν μέσα τους τή βουβή νοσταλγία, τά πάθη, τΙς κλίσεις καί τΙς άνάγκες τών μαζών. Είναι αύτοί πού τοποθετούνται ένα βήμα μπροστά άπδ τούς άλλους λαούς ot δποΐοι άκολουθοΰν, άλλά σάν κεντρικδ σημείο δπου καταλήγουν δλα τά στοιχεία, δλα τά νήματα τής έπιχείρησης. Τδ πρώτο καθήκον αύτοΰ πού διευθύνει μιά έπανάσταση είναι νά μαντεύει, δίχως νά τΙς κάνει δικές του, τΙς Ιδέες πού βγαίνουν άπδ τήν έπανάσταση, νά τΙς γονιμοποιέ!, νά τΙς Αναπτύσσει καί νά τίς δδηγεί στή νίκη. Δίχως αύτδ τδ βασικδ στοιχείο άπδ «'άδυναμία ή προδοσία θά μείνει καταγέλαστος στά μισά τοϋ δρόμου».*1 Άντίθετα πάλι ή παρακάτω παρουσίαση τών ιδεών τοϋ Ματσίνι άπ’ τδν Μπακούνιν δέν είναι χαρακτηριστικό τών βασικών άδυναμιών τής μαρξιστικής είκόνας τοΰ άνθρώπου κι άκόμη δέν ξαναεπιστρέφει στδν ίδιο τδν Μπακούνιν καί τή φιλοσοφία του τής συνωμοσίας; «Ό λαδς τοΰ Ματσίνι είναι μιά άφαίρεση κι δ θεός του Ινα είδος σκαμνιού γιά τήν έξουσία, τδ μεγαλείο καί τή δόξα τοΰ κράτους. Είναι Ινας λαδς καλογήρων, φανατικών τής θρησκείας, πού άρνούμενοι δλες τΙς ύλικές Απολαύσεις καί βρίσκοντας τήν άνώτερη εύτυχία στή θυσία, προορίζονται αΙωνίως γιά τδ θάνατο, γιά νά ζήσει ή μεγάλη ίταλική δημοκρατία καί γιά νά θρέφουν μέ τΙς σάρκες του αύτδ τδ πλάσμα τής συλλογικής πολιτικής έλευθερίας, πού δέν μπορώ νά τδ φανταστώ διαφορετικά, παρά σάν Ινα τεράστιο νεκροταφείο, δπου μέ τή θέληση τους ή καί χωρίς αύτήν, θά ταφοΰν δλες ot άτομικές έλευθερίες».** Μήπως μέ τΙς ίδιες περίπου λέξεις δέν έχει κατηγορηθεΐ κι δ μαρξισμός, δτι δηλαδή ξεκινά άπδ τδν άφηρημένο άνθρωπο καί γι’ αύτδ καταλήγει στδ άντίθετο αύτοΰ πού θέλει νά δημιουργήσει;
267
Ό ταν δ Μπακούνιν διαπιστώνει στήν πολίμιχή του κατά τού Ματσίνι, δτι ή ’Ιταλία, πού τόσο συνέβαλε στή δημιουργία της, θά είναι διαφορετική άπ’ αύτήν πού όνειρεύτηκε, χάνει μιά διαπίστωση πσΐ άφορά χαΐ τους Μάρξ καί Ένγκελς, άλλά δχι xal τδν ίδιο κι αύτδ μόνο καί μόνο γιατί δ άναρχισμδς δέν είχε τήν εύτυ- χία ή τήν άτυχία ν’ άποκτήσει Ιστορικό άνάστημα. Τδ πόσο λίγο πειστική είναι ή πόζα τής ύπεροχής πού προτιμοϋσαν καί προτι- μοϋν νά παίρνουν οί έκφραστές τών διαφόρων κατευθύνσεων δταν είναι νά κρίνουν δ Ινας τδν άλλον φαίνεται καθαρά άπδ τήν παρακάτω άμφισβήτηση μιάς θέσης τοϋ Ματσίνι άπδ τήν δποία βγαίνει τδ συμπέρασμα δτι κι δ Μπακούνιν, παρά τΙς ρεαλιστικώτερες άρχές του, λάθευε τδ ίδιο δπως κι δ Ματσίνι στήν έκτίμηση τοϋ μέλλοντος. Ό Μπακούνιν ϊγραφε σ’ Ινα γράμμα του πρδς τδν Μάρξ. «Ό Ματσίνι πλανιέται πέρα γιά πέρα δταν πιστεύει πώς ή πρωτοβουλία τοϋ νέου κινή|ΐατος θά ποοέλθει άπδ τήν ’ Ιταλία. Σέ δ,τι άφορά τήν Εύρώπη, ή ’Αγγλία καί ή Γαλλία, ίσως καί ή Γερμανία, σίγουρα δμως οί δυό πρώτες καί ή μεγαλειώδης Βόρειος ’Αμερική, αύτά είναι τά πραγιιατικά πνευματικά κέντρα τής άνθρωπότητας. Ό λες ot άλλες θά Ακολουθήσουν τή γραμμή αύτών τών χωρών»." Ένώ αύτή ή προοπτική τοϋ Μπακούνιν συμφωνούσε μέ τΙς έπαναστατικές έλπίδες τών Μάρξ καί Ένγκελς ή παρακάτω πρόβλεψη του, τοϋ 1869, δείχνει γενικά δτι δ Μπακούνιν είχε συνείδηση τής πιθανότητας μιδς έπανάστασης στή Ρωσία, παρά τήν καθυστέρηση αύτής τής χώρας. «ΈμεΤς... περιμένουμε δτι ή έξέ- γερση τοϋ προλεταριάτου στήν Εύρώπη θά δώσει τδ σήμα γιά τή λαϊκή έξέγερση στή Ρωσία. Ά ν δ|ΐως ot έργάτες τής Εύρώπης διστάζουν γιά πολύν καιρό, τότε θά προηγηθοϋν ot Ρώσοι χωρικοί μέ τδ παράδειγ|ΐα τους»." Μπροστά στδν μεταδοτικό καί Ιστορικά παντοδύναμο έθνικισμό άπότυχαν δλο· ot τρόπο' πού δφειλαν νά τδν κατευθύνουν σέ μιά όρισμένη έπιθυμητή κατεύθυνση. Ούτε ή Ιξατομίκευση τών έθνών πού είσηγήθηκε ό Μπακούνιν καί πραγματοποίησε δ Λένιν, οδτε ή Ιδέα τοϋ έθνικοϋ κράτους, σάν πρόδρομου τής διεθνικής κοινότητας τών λαών, τοϋ Κάουτσκυ, οδτε ot προτάσεις τών Ρέννερ καί Μπάουερ γιά τήν έξυγίανση τοΰ κράτους τών έθνικοτήτων, πραγματοποιήθηκαν μέ τρόπο Ανάλογο μέ τΙς διαθέσεις τών δημιουργών τους. Ό ίδιος δ Ματσίνι δέν άπό- φυγε τήν μοίρα, νά ζήσει καί νά ύποφέρει γιά τήν άπόσταση άνά- |ΐεσα στίς Ιδανικές του άντιλήψεις καί τήν πραγματικότητα τής Ινωσης τής ’ Ιταλίας. Ό Χάνς Κόν περιγράφει ώς έξής αύτήν τήν άποτυχία τοϋ Ιστορικοϋ προσώπου Ματσίνι, πού τήν άκολούθησε ή πολύ μεγαλύτερη καί περισσότερο Ινοχη άποτυχία τοΰ άπαλλα- νμένου Από τΙς ήθικές κατηγορίες τοϋ Ματσίνι, ματσινισμοϋ. «Γιά Ιναν Ανθρωπο σάν τδν Ματσίνι ή Αληθινή άπελευθέρωση τής Ίτα-
268
λίας μποροΟσε νά πραγματοποιηθεί μόνο μέ βάση τΙς ήθικές Αρχές καί τδ θρησκευτικό φανατισμό. "Οπως καί οί παληοΐ προφήτες, ό Ματσίνι κάλεσε τούς ’Ιταλούς νά έμπιστευθοΟν στή δύναμη τοΟ πνεύματος κι δχι στό στραβό δρόμο τής διπλωματίας. Δέν ήθελε νά ξέρει τίποτε γιά τόν Μακιαβέλι, πού ή θεωρία του — πού προτιμοΟσε νά τήν είχαν θάψει μαζί μέ τό παρελθόν — τοΟ φαινότανε πώς άντικαθρέφτιζε μιά περίοδο διαφθοράς καί ξεπεσμού. Κι δμως ή έξυπνη διπλωματία καί ή τολμηρή έκμετάλλευση ευνοϊκών εύκαιριών κι δχι τό πνεύμα τού προφήτη ήταν πού έφεραν τήν Ινωση τής ’Ιταλίας. Ό Ματσίνι παραπονέθηκε πώς δ Μακκιαβέλι νίκησε τόν Δάντε, πού γι’ αύτόν ήτανε ό μεγαλύτερος ήρωας τής Ιταλικής ιστορίας.” ‘Η κρίση τοΰ Ματσίνι γιά τόν Δάντε καί τόν Μακκιαβέλι είναι χαρακτηριστική δχι μόνο γιά τή μοίρα τής ιδέας πού αύτός έκπροσωπούσε, άλλά καί γιά τή μοίρα τοϋ άντίπαλου τοϋ έθνικισμοΰ, τοϋ σοσιαλιστικού διεθνισμού. Δηλαδή ή μοίρα τους είναι νά ξυπνούν ύπερβολικές, στηριζόμενες στήν έξιδανίκευση δ- ρισμένων Αντιλήψεων καί προσωπικοτήτων προσδοκίες, πού έπειτα Υποχρεώνονται νά τΙς μετρήσουν μέ μιά κατά πολύ χειρότερη πραγματικότητα. Τόσο ή άποτυχία τού έθνικισμοΰ, δσο καί ή άποτυχία τοΰ σοσιαλιστικού διεθνισμού δέ θά ήτανε τόσο πικρά αισθητές, άν καί οί δυό κατευθύνσεις δέν είχανε σταμπάρει τήν πραγματικότητα μέ τήν εικόνα ένός έξιδανικευμένου Δάντε, γιά νά καταλήξουν στήν πράξη, σ’ ένα παρεξηγημένο καί έπΐ πλέον παραγνωρισμένο στίς προθέσεις τους Μακκιαβέλι. Μπροστά σ’ δλα αύτά μπορεί νά καθησυχάσει κανείς μέ τήν πληροφορία πού δίνει δ ίδιος ό Ματσίνι «κι δμως κάθε λάθος στήν έπανάσταση είναι ένα σκαλοπάτι πρός τήν Αλήθεια;»"
Τό λάθος, πού ιστορικά σήμαινε καί σημαίνει γιά τό σοσιαλιστικό κίνημα τήν ύποτίμηση τού παράγοντα έθνισμός, είναι περισσότερο σημαντικό, γιατί ot Αποφασιστικές στροφές στήν ιστορία τοϋ σοσιαλιστικού διεθνισμού πραγματοποιήθηκαν σέ ΑντιπαρΑθεση μέ τδν έθνικισμό. Ή έκπληκτιή Αλλαγή τακτικής τή στιγμή τής έκρηξης τοϋ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τό πέρασμα Από τήν πα- τσιφιστική φρασεολογία στήν ένεργητική ύποστήριξη πολέμου, δέν ήτανε μόνο προβολή τοΰ θαμένου κάτω άπό τήν πλΑκα τής φραστικής δρθοδοξίας ρεβιζιονισμοϋ, Αλλά καί ξεπέταγμα τοΰ έθνικι- σμοϋ πού λαγοκοιμοΰνταν κάτω άπό τή φουσκοθαλασσιά τής διε- θνιστικής ρητορικής. Ό Γκεόργυ Χάουντ πού Ασχολήθηκε μέ τή μελέτη τοΰ συνεδρίου τής διεθνούς πού κλήθηκε τό 1914 στή Βιέννη καί πού δέν έγινε έξαιτίας τής έκρηξης τοϋ πολέμου, Υποχρεώθηκε μπροστά στή μονοσήμαντη γλώσσα τοΰ ύλικοΰ νά καταλήξει σάν θλιβερό συμπέρασμα δτι «στήν πραγματικότητα ot ρήτορες τής διεθνοΰς ήταν αιχμάλωτοι τοϋ μύθου πού δημιούργησε ή ίδια τους
τους ή φρασεολογία*.*' Μέ τδ συνεχιζόμενο αύτολιβάνισμα οί ήγέ- τες τής διεθνοϋς έξαπατοΰνταν Αναφορικά μέ τήν πραγματικότητα xal ot μάζες Αφηναν νά στοιβάζονται Απάνω τους ot κουδουνιστές διεθνιστικές παρόλες δσον καιρδ δέν ύπήρχε ή ρήξη πού θά τΙς Ανάγκαζε νά πάρουν ot Γδιες θέση καί νά δώσουν διέξοδο στά πραγματικά τους αισθήματα. Ή περιορισμένη ικανότητα νά άντιστα- θοϋν στήν ένσωματική Ιδεολογία τής ύπεράσπισης τής πατρίδας, ιδεολογίας που δικαιολογήθηκε κι έπΐ πλέον έγκωμιάστηκε, μέ τδν πόλεμο, καλλιεργήθηκε καί διευκολύνθηκε Απδ τή ρεβιζιονιστική ταύτιση τοϋ κινήματος μέ τήν ύπάρχουσα κατάσταση. Μά δ πέρα άπδ κάθε μέτρο ένθουσιασμδς τών μαζών, πού στήν πραγματικότητα θά πρόσφεραν καί τά θύματα, ένας ένθουσιασμδς πού τδν έζη- σε δ Τρότσκυ στή Βιέννη καί τοΟ άφησε μιά Ανεπανάληπτη έντύ- πωση ** μπορεΐ νά έξηγηθεΐ μόνο μέ τή δύναμη τών έθνικών αίσθη- μάτων καί παραστάσεων, πού πήγαιναν πολύ πιδ πέρα Απ’ τδ μέτρο πού έδινε ή ρεβιζιονιστική προσαρμογή. ’Επίσης καί ή Ανικανότητα τους νά έκμεταλλευτοΟν τήν εύνοϊκή κατάσταση τοϋ 1918 στή Γερμανία μέ μιά Αποφασιστική έφοδο μέ τήν Εννοια ένδς σοσιαλιστικοί) μετασχηματισμοί}, δέν είναι δυνατδ νά έξηγηθεΐ μόνο μέ τή ρεβιζιονιστική παρέκκλιση τοϋ κινήματος. Άντίθετα πρέπει νά μπει στδ λογαριασμδ καί ή κρυφή έχθρότητα πλατειών λαϊκών στρωμάτων, θυμάτων τοϋ πολέμου, έναντίαν τής νέας κατάστασης, πού ένώ σύμφωνα μέ τά ταξικά τους συμφέροντα έπρεπε νά τήν ύποστηρίζουν, τήν έβλεπαν σάν Αποτέλεσμα τής ήττας καί γι’ αύτδ τήν Απέρριπταν. Ή ταν δ θρύλος γιά τδ πισώπλατο δολοφονικό χτύπημα (πού δήθεν έδωσε ή έπανάσταση στή δυνατότητα νά νικήσει ή Γερμανία Σ.τ,Μ.) πού έπέδρασε άποθαρρυντικά στούς φίλους τής νεαρής δημοκρατίας, Αλλά ένθαρρυντικά καί χαλώντας τούς έχθρούς της στήν έναντίον της έπίθεση. Ό Φρήντριχ Άου- στερλιτς έδωσε Ακόμη Απδ τδ Νοέμβρη τοϋ 1918 μιά σωστή έξή- γηση, γιά τούς λόγους πού ή γερμανική καί ή αύστριακή έπανάσταση πού σέ λίγο τήν Ακολούθησε, έμειναν πίσω Απδ τΙς Αντικειμενικές δυνατότητες. «Τδ Ανεξάρτητο γερμανικδ κράτος είναι ένα πράγμα τής Ανάγκης... Τδ γερμανικδ κράτος τής Αύστρίας έχει ένα βασικδ μειονέκτημα. Δέ γεννήθηκε μέσα στδν άγώνα, δέν Ατσαλώθηκε στή φωτιά τοϋ άγώνα. "Εχει μεγάλη δμοιότητα μέ τή δημοκρατία τής Γερμανίας, πού είναι μιά δημοκρατία τής ήττας καί γι’ αύτδ δέν είναι κανένας ιδιαίτερα χαρούμενος γιά τή γέννηση της».” Έτσι στά νικημένα κράτη ή συνείδηση τής ήττας έμ- πόδισε μιά έπαναστατικοποίηση μέ έννοια σοσιαλιστική, ένώ στά κράτη πού νίκησαν ή ικανοποίηση τής νίκης κι δ έθνικδς ένθου- σιασμδς Απορρόφησαν τΙς έπαναστατικές τάσεις.
Ή έπιτυχία τοϋ έθνικοσοσιαλισμοϋ προσδιορίστηκε, σέ μεγάλο
270
βαθμό, άπ’ τό γεγονός δτι ot σοσιαλιστικές δυνάμεις δέν κατάφε- ραν νά έξοπλίσουν τό σύστημα Αναφοράς τους καί τόν παράγοντα ταύτισης τους μέ τήν ίδια έλκτική δύναμη καί τή συγκινησιακή έλκυστικότητα πού είχε δ Αχαλίνωτος έθνικισμός, μιά έλκυστικό- τητα πού ή Αριστερά δέν μποροϋσε, οδτε νά τήν ξεπεράσει, οδτε νά τήν καταπολεμήσει Αποτελεσματικά. Ή ύποτίμηση τής έπιρ- ροής καί τής ιστορικής δύναμης τοϋ έθνικισμοϋ, είναι, σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Γερμανού Ιστορικοϋ ΒαλεντΙν Βάϊτ, μιά άπό τΙς αίτίες τής έπιτυχίας τοΰ Χίτλερ. Ή συγκέντρωση στήν έθνική πολιτική κοινότητα αυτών πού άλλοτε Αποκλείονταν άπ’ αύτήν δέν δδήγησε στή νίκη τοΰ πολιτισμού, Αλλά, περνώντας στά χέρια τών έθνικιστικών δυνάμεων δημιούργησε τήν προϋπόθεση νά παραδω- θεΐ τό έθνος σέ μιά λαϊκή κοινότητα σκλαβωμένη, στερημένη άπό κάθε δικαίωμα καί σύγχρονα, συναισθηματικά πολύ έξαγριωμένη. Ot Ανθρωπιστές σοσιαλιστές σάν τόν Όττο Μπάουερ καί τό Γερμανό θεωρητικό τοΰ κράτους Χέρμαν Κέλλερ Τι πού ήθελε νά φτά- σει σ’ Ινα συμβιβασμό μέ τό γερμανικό έθνικισμό, δέν είχαν ύπο- λογίσει αύτή τή δυνατότητα. Ή έπιτυχία τοϋ Ιθνικοσοσιαλισμοΰ δέν μπορεΐ νά έξηγηθεΐ μόνο μέ τίς ταξικές προϋποθέσεις πού ή μαρξιστική πλευρά τις παρουσιάζει σάν Αποφασιστικές, μάλιστα μοναδικά καθοριστικές, οδτε μόνο μέ τή χρηματοδότηση τοϋ κόμματος τών Ναζήδων άπ’ τό μεγάλο γερμανικό κεφάλαιο. ’Αντίθετα, κάθε έξήγηση πρέπει νά παίρνει ύπόψη της καί τόν Αλόγιστο έθνικισμό, πού, Ανεξάρτητα άπό τό ρόλο πού παίζει στόν ταξικό άγώνα, ή δράση του δέν έξαντλεΐται μόνο σ’ αύτό τό πεδίο. ’Ακόμη κι Ινας σοσιαλιστής θεωρητικός καί ιστορικός πού βρίσκεται τόσο κοντά ατό μαρξισμό, 6 Βρεταννός Γεόργυ Κόουλ Ικανέ τήν παρακάτω διαπίστωση στά πλαίσια μιάς μελέτης Αντιπαράθεσης σοσιαλισμού καί φασισμού. «Πιό σωστό είναι'νά ποϋμε δτι τό κίνημα τών Ναζήδων περισσότερο χρησιμοποίησε γιά τούς σκοπούς του τούς Γερμανούς καπιταλιστές παρά τό άντίθετο καί δτι ή Γερμανία πού δημιούργησε ήταν περισσότερο μιλιταριστική καί λιγώτε- ρο καπιταλιστική καί κινοΰνταν άπό μιά φανατική πίστη στήν ύ- περοχή τών Γερμανών άπέναντι σ’ δλους τούς λαούς καί σ’ δλες τις φυλές».7*
«Είμαι περισσότερο άπό βέβαιος δτι ή κύρια κινητήρια δύναμη τοΰ ιταλικού φασισμοϋ, δέν ήταν οδτε οικονομικής φύσης, ούτε στηριζότανε καθοριστικά σ’ Ί ν α ταξικό συμφέρον ή ταξικό αίσθημα».” Ά ν καί δ Κόουλ τραβά μ’ αύτή του τή διαπίστωση πολύ μακρυά πρός τήν άλλη κατεύθυνση, δέν ύπάρχει Αμφιβολία δτι τό μαρξιστικό κλισσέ, πού μέ τό νά έξισώνει άπό πλάγιους δρόμους τόν άλόγιστο έθνικισμό μέ τόν ταξικό άγώνα, δέ γίνεται περισσότερο Αξιόπιστο, δέ δίνει μιά έπαρκή έξήγηση γιά τήν άποτυχία
271
τών σοσιαλιστικών καί τήν έπιτυχία τών άντισοσιαλιστικών καί Αντιδημοκρατικών δυνάμεων μέσα κι ϊξω άπό τή Γερμανία. Οί άδυναμίες τής Ανθρωπιστικής σοσιαλιστικής Αντίληψης, πού δέν ήξερε νά συνδέσει σέ μιά Αποτελεσματική ένότητα Ιναν Αποφασιστικό άγώνα γιά τήν έξουσία μέ μιά σωστή έκτίμηση τής μαντα- λιτέ τών μαζών έγιναν Αντιληπτές Από τούς έκπροσώπους τού έ- θνικισμοΰ, ot όποιοι τΙς θεώρησαν σάν πρόκληση καί Εσπευσαν νά καταλάβουν τό κενό πού δημιουργούσε ή σοσιαλιστική έγκράτεια. Τό 1870 άκόμη, ό Ματσίνι έγραψε σ’ Ινα γράμμα του λόγια πού έπαληθεύτηκαν μέ τόν πιό λυπηρό τρόπο άπό τά παραδείγματα πού πρόσφερε ή διεθνής σοσιαλδημοκρατία καί πού σέ σχέση μέ τήν πατρίδα του ταιριάζουν στήν κατάσταση πού ύπήρχε Ισαμε τήν Ανοδο τού Μουσολίνι στήν έξουσία. «Δέ γνωρίζω τί έννοοϋν μέ τή σοσιαλιστική έπανάσταση. Ά ν μπορούν νά τήν κάνουν, οδτε όφεί- λουν νά προχωρήσουν. Εμένα μού φτάνει νά κάνω μιά δημοκρατική έπανάσταση. Αύτό, τό νά θέλουν δηλαδή νά τά κάνουν δλα καί στό τέλος νά μήν κάνουν τίποτε, μού δίνει στά νεύρα».’ * Ή ά- δράνεια καί ή άναποφασιστικότητα τών σοσιαλιστών ήγετών, ή διάθεσις άνάμεσα στά έπαναστατικά λόγια καί τήν άνημπόρια μέ πράξεις, χτύπησαν δχι μόνο τόν Ματσίνι, άλλά στήν παραπέρα έξέλιξη καί τις μάζες στά νεύρα πού είδαν στόν έθνικισμό μιά Αποτελεσματικότερη καί κολακευτικότερη γιά τό συναίσθημα τους μορφή έρεθισμού τών παθών τους Απ’ αύτήν πού πρόσφερε ή ξεσχισμένη Από έσωτερικές Αντιθέσεις σοσιαλιστική διέξοδος. Στις με- σευρωπαΐκές χώρες πού νίκησε 6 φασισμός, δ έθνικισμός ήταν δ Αποφασιστικός κινητήρας πού έσπρωξε τήν έξέλιξη πρός τό είδος έκεΐνο τού Ιρρασιοναλισμού πού σφράγισε τή μοίρα τής δημοκρατίας.
Ή θεώρηση τού συγκλονιστικού ύλικού πού Αφορά τήν καταστροφική δύναμη τοΰ έθνικισμοΰ, δδήγησε Ινα μεγΑλο μέρος Από τούς συγγραφείς πού άσχολήθηκαν μέ τό φαινόμενο τοΰ έθνικι- σμού καί τήν άνάλυση τής έννοιας τού Εθνους πού βρίσκεται στή βάση του στό συμπέρασμα, δτι ό έθνικισμός, πού άξιώνει τό Εθνος σάν αύτάρκη άνώτατη Αξία, Ιχει ψυχολογικές ρίζες πού δέν είναι δυνατό νά άγνοηθούν καί είναι ριζοβολημένος στά άνθρώπινα Ενστικτα καί τις άνάγκες τους, φυσικά δέ χρειάζεται νά προχωρήσει κανείς τόσο μακρυά, δσο ό Βάλτερ Σούλτσμπαχ πού άπερίφρα- στα άμφισβητεΐ τήν έξηγητική άξία τής ύλιστικής άντίληψης τής Ιστορίας, σχετικά μέ τό Εθνος καί τόν έθνικισμό, δταν φρονεί, δτι: «ή δημιουργία τής έθνικής συνείδησης δέν είναι δυνατό νά Εξηγηθεί μέ τή βοήθεια τής ύλιστικής άντίληψης τής Ιστορίας, άπό τούς ύλικούς, οικονομικούς παράγοντες. Ή διαρκώς αύξανόμενη διαπλοκή τής σύγχρονης οίκονομίας θά Εκανε κατανοητή μιά αδξηση
372
τοϋ διεθνισμού, παρά τήν Αντίθετη τάση. Ό έθνικός πατριωτισμός, στό βαθμό πού όδηγεΐ σέ έξοπλισμούς καί πολέμους, βλάφτει Ιδιαίτερα τήν οικονομία. Ή έρμηνεία τοΰ έθνικισμοϋ μέ βάση τά οικονομικά στοιχεία Αποτυχαίνει έπίσης μπροστά στό γεγονός, δτι ίχει κατακτήσει μέ τόν Ιδιο τρόπο μεγάλα καί μικρά κράτη, προοδευ- μένες καί καθυστερημένες, βιομηχανικές καί άγροτικές χώρες».” 'Ωστόσο, Ακόμη κι Αν Αναγνωρίζει κανείς στήν ύλιστική Αντίληψη τής ιστορίας μεγαλύτερη Αρμοδιότητα, νά έξηγήσει τόν ιστορικό ρόλο καί νά χειραγωγήσει τόν έθνικισμό Απ’ δση τής Αναγνωρίζει ό Σούλτσμπαχ, πάλι δέ θά μπορέσει, περιγρΑφοντας τό έθνικό αίσθημα νά μήν παραδεχτεί σ’ αύτό μιά αύτοτελή Αξία πού δέν Ανάγεται σέ οικονομικούς παράγοντες. «Είναι ή φύση τοϋ έθνικοϋ αισθήματος πού έπιδιώκει τή δημιουργία ένός δρισμένου κυρίαρχου κράτους, κ·. αύτό δχι σά δίοδο πρός δρισμένη νομοθεσία, παρά γιά κάθε περίπτωση. Σέ πρώτη γραμμή δέν πρόκειται γιά καλύτερη διοίκηση, παρά γιά τήν αύτοκυβέρνηση, μέ τονισμό τής πρώτης άπό τις δυό λέξεις».’*
’Επειδή έχει Αποδειχτεί πώς οί Ανταγωνιζόμενες έξηγήσεις χρειάζονται τουλάχιστο συμπλήρωση, δλες οί θεωρίες πού θέλουν νά πλησιάσουν ψυχολογικά τά φαινόμενα έθνος καί έθνικισμός, σέ όμοφωνία μέ τήν έξήγηση πού δίνει δ Σούλτσμπαχ καταφεύγουν στό γεγονός δτι, δ έθνικισμός προκαλεί μιά άνοδο τής αύτοπεποί- θησης καί παραδέχονται πώς όφείλει τήν έξαιρετική συγκινησιακή του δύναμη Ακριβώς σ’ αύτό τό περιστατικό. Ό Γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σόπεγχαουερ, πού έδωσε στούς συμπατριώτες του, οί δποίοι Από πολύν καιρό βρισκόταν κάτω άπό τή γοητεία τής έθνικής ιδεολογίας τοϋ Φίχτε, τόν Αδικο καί Ιστορικά καθυστερημένο έπαινο γιά τή λειψή τους έθνική περηφάνεια, άναφερό- μενος στίς ρίζες αύτής τής περηφάνειας είπε τά παρακάτω. «Αντίθετα τό φτηνότερο είδος περηφάνειας είναι ή έθνική περηφάνεια, γιατί φανερώνει σ’ αύτόν πού κατέχεται άπ’ αύτήν τήν περηφά- νεια τήν έλλειψη Ατομικών ιδιοτήτων γιά τις όποιες θά μποροϋσε νά είναι περήφανος. Αύτή ή έλλειψη πού ύποχρεώνει νά καταφύ- γει σέ κάτι πού μπορεΐ νά τό μοιράζεται μέ τόσα Ικατομ. Αλλους. Αύτός πού έχει σημαντικά προσωπικά πλεονεκτήματα, γνωρίζει πιό καθαρά τίς έλλείψεις τοΰ έθνους του γιατί τίς βλέπει πάντα μπροστά στά μάτια του. ’Αλλά κάθε άξιολύπητος ήλίθιος, πού δέν έχει τίποτε καλύτερο στόν κόσμο πού νά τοϋ έπιτρέπει νά είναι περήφανος, τσακώνεται άπ’ αύτό τό τελευταίο μέσο πού μπορεΐ νά τόν κάνει περήφανο, άπό τό έθνος στό δποΐο Ανήκει. Έδώ συνέρχεται καί τώρα πιά είναι εύγνώμων καί πρόθυμος νά ύπερασπιστεί 8λα τά έλαττώματα καί τις Ανοησίες τοϋ έθνους, πού είναι καί δικές
18 273
too»."Στήν Ιδια γραμμή μέ τούς συλλογισμούς τοΟ Σόπεγχαυερ βρί
σκεται καί ή έξηγηματική προσπάθεια τοϋ Όίγκεν Αέμπεργκ δ δποιος άσχολήθηκε ειδικά μέ τήν ίστορική διαμόρφωση τοϋ έθνι- κισμοϋ στήν Εύρώπη. «Ή έπιδίωξη τής αύτοεπιβεβαίωσης καί τής αότοδικαίωσης είναι μιά βασική δύναμη τής ψυχής τοϋ άνθρώπου, άλλά κανένας άνθρωπος δέν είναι σέ θέση νά βρει τήν πηγή αύτής τής αύτοδικαίωσης στόν ίδιο τόν έαυτό του. Αύτός είναι δ λόγος πού δ άνθρωπος έχει άνάγκη ν’ άνήκει σέ μιά κοινότητα.” Καί δ Χάνς Κόν πού πλησιάζει τό πρόβλημα άπό πλευράς ψυχολογικής, Αναφέρει «τήν άγάπη τοϋ πλησίον» ” καί τή «δύναμη τής συνήθειας»'0 σάν προϋποθέσεις γιά τήν άπόφαση έκείνη πού γεννά τήν έθνική ένότητα. Έπίσης κι δ περήφηνος δρισμός τοϋ Ρενάν πού έννοεϊ τό έθνος σά μιάν άπόφαση πού άνανεώνεται καθημερινά*1 παραπέμπει στό ίδιο βουλησιαρχικό στοιχείο τής άπόφασης, πού δέν μπορεΐ νά τό άποφύγει κανείς κατά τήν έξήγηση τοϋ έθνικι- σμοϋ. Βέβαια κάθε άπόφαση ιχει λογικά κατανοητές προϋποθέσεις καί έπιδράσεις, δμως τό άληθινό στοιχείο τής ίδιας τής άπόφασης μεταφυσικοποιεΐ τούς δρους του καί άνεξαρτοποιεΐται άπέναντι στίς έπιδράσεις. Άκόμη καί ένας μαρξιστής θεωρητικός, δπως ήταν δ "Οττο Μπάουερ, γιά νά έξηγήσει τόν έθνικό χαρακτήρα ύποχρεώθηκε νά προσφύγει στήν έννοια τής «κοινότητας τών πεπρωμένων», άπό τήν όποία βγαίνει μιά κοινότητα χαρακτήρα. Ά ν καί ή Εννοια τοϋ πεπρωμένου φαίνεται ν’ Αντιφάσκει στήν έλεύθερη άπόφαση, μ’ αύτό δέν αύξάνεται Αντί νά μειώνεται τό στοιχείο τοϋ Αλόγου ; Ή προσφυγή αύτή τοϋ Μπάουερ σέ μιά έννοια πού δέν είχε καμιά θέση στό μαρξιστικό λεξιλόγιο, έπέσυρε τΙς έπικρίσεις τοϋ Στάλιν πού τόνισε, δτι άποσποϋσε τό Ιθνος Από τό έδαφος του καί τό μετέβαλλε σέ μιά Αδιόρατη αύτάρκη δύναμη *’ — μ’ δλο πού δ Μπάουερ άποστασιοποιήθηκε ρητά άπό τόν σπιρισουαλισμό, δ όποιος ένεργεΐ άποδεχόμενος τήν έννοια μιάς λαϊκής ψυχής.**
Μά μέ δλα αύτά ό Μπάουερ δέν μπόρεσε νά προσπεράσει τά άλογα στοιχεία τής δημιουργίας καί άνάπτυξης τοϋ Εθνους καί παράλληλα νά προβάλλει τήν Αξίωση, δτι ή προσπάθεια του νά δώσει ένα δρισμό, συνέβαλλε στή λύση ένός σκοτεινοϋ φαινομένου περισσότερο άπό τόν άνιαρό όρισμό τοϋ Στάλιν, πού έπίσης δέν μπόρεσε νά μήν πληρώσει φόρο ύποτέλειας στήν ψυχική ούσία ή δ* ποία έκφράζεται στήν κοινότητα τοϋ πολιτισμοϋ, μολονότι δ Στάλιν βάζει αύτό τό στοιχείο πίσω άπό τά καθοριστικά κριτήρια τής γλώσσας, τής έδαφικής περιοχής καί τοϋ οίκονομικοϋ βίου.** "Οπως δλοι οί σχετικοί συλλογισμοί τοϋ Λένιν, τό ίδιο καί δ δρισμός τοΰ Στάλιν είχε σκοπό νά κατασκευάσει μιά Εννοια πού νά μπορεΐ νά χρησιμοποιηθεί δσο τό δυνατό καλύτερα μέ τούς σκοπούς τοϋ
274
ταξικοϋ προλεταριακοί άγώνα, σύμφωνα μέ τή φυσική γιά τοά; μπολσεβίκους μαρξιστική πεποίθηση, δτι είναι δυνατδ νά χρησιμοποιηθεί δ έθνικισμός σάν μέσο γιά τό σκοπό, καί νά γίνει χρήσιμος γιά τούς κομμουνιστικούς σκοπούς. 'Ωστόσο αύτή ή έλπίδα δέ ναυάγησε μόνο στή Σοβιετική Ένωση άλλλά καί παντοΟ άλλοΟ, δπου μεταφυτεύτηκαν οΕ κομμουνιστικές ιδέες. Μάλιστα γιά μ*γά- λα τμήματα τοϋ κομμουνιστικοϋ, ή τοϋ κόσμου πού συμπαθεί τόν κομμουνισμό γεννιέται τό έρώτημα άν ή αιματηρή πορεία τών δυό, δ χορός τοϋ έθνικισμοΰ καί τοϋ κομμουνισμοϋ στήν σκηνή τής παγκόσμιας ιστορίας, γιά τόν δποΐον μιλά ένας γνώστης τών πολιτικών προβλημάτων τής Άσίας Μ δέν είναι έδώ καί χρόνια ένας χορός στόν δποίο τό μέρος πού δδηγεΐ είναι δ έθνικισμός κι δ κομμουνισμός τό μέρος πού δδηγεΐται. 'Οπως καί νά είναι, τό άνακάτωμα μαρξιστικών καί έθνικιστικών στοιχείων έπεκτείνει τόν έθνικισμό πολύ πιό πέρα άπό τήν περιοχή έφαρμογής τής κλασσικής μαρξιστικής θεωρίας, ή δποία έγινε γιά τΙς βιομηχανικά προχωρημένες χώρες, άλλά καί τόν σοσιαλισμό, πού σάν έπιδίωξη μιάς κοινωνίας Ισότητας καί κοινωνικής άσφάλειας, ιχει πάρει παγκόσμια χαρακτηριστικά πού δδηγοϋν πολύ μακρύτερα άπό τΙς προϋποθέσεις πού καθόρισε δ Μάρξ. Κάτω άπ’ αύτούς τούς δρους Μάρξ καί Ματσίνι παρουσιάζονται στίς νέες συνθήκες νά μονομαχούν μέ τρόπο πού άφήνει άνοιχτή, τόσο τήν πιθανότητα μιδς συνδιαλλαγής τών δυό, δσο καί τής βίαιος ύπερνίκησης ένός άπό τόν άλλον.
276
Κεφάλαιο 6
ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΚΕΫΝΣ — ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΖΙΛΑΣ
Οί Ιστορικές έμπειρίες είναι τέτοιες πού προχαλοΟν πολλές Αμφιβολίες άναφορικά μέ τήν αυτόματη ταύτιση τής συλλογικής Ιδιοκτησίας στά μέσα τής παραγωγής μέ τήν, άπό άποψη ούσίας, ά- πουσία κοινωνικών τάξεων. "Αν ξαναγυρίσει κανείς άπό τΙς θεωρούμενες πρωτύτερα σάν έπαρκεΐς έξηγήσεις καί φόρμουλες, στίς παραστάσεις σκοπών πού τίς αιτιολογούν, γιά τούς όποιους πίστευε δτι διαφυλλάσσονται μέσω αύτών τών περιεχομένων, θά ύποχρεω- θεί νά έκφράσει άμφιβολίες πρός δυό κατευθύνσεις: άπέναντι στόν όρισμό τού σοσιαλισμού, συλλογική ιδιοκτησία στά μέσα παραγωγής καί άπέναντι στήν άπλουστευμένη συνταύτιση του μέ τήν κατάσταση άπουσίας τών κοινωνικών τάξεων πού έγκαθιδρύθηκε στό όνομα του. Στή μία κατεύθυνση έχει νά σκεφτεϊ μαζί καί σύμφωνα μέ τόν Κέϋνς — μήπως ή κοινωνικοποίηση τών έπενδύσεων πού αύτός προγραμμάτισε καί είσηγήθηκε μέ σκοπό νά κάνει περιττό τό σοσιαλισμό σάν κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων καί ή όποια άντικατέστησε τό παληό Laissez - faire τοϋ καπιταλισμού,1 είναι άρκετή γιά νά πραγματοποιήσει ή έστω νά πλησιάσει στό ανώτατο δριο τις σοσιαλιστικές παραστάσεις, γιά τις όποιες ή κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων δφειλε νά el- ναι άποκλειστικά μέσο γιά τήν πραγματοποίηση τού σκοπού. Ή έ- πιχειρηματολογία πού συνηγορεί γιά μιά άλλαγή τής σκέψης μ’ αύτήν τήν έννοια, στηρίζεται στό συλλογισμό δτι, ή μεταχείρηση καί μαζί της, δ όρισμός τού καπιταλισμού, δέ χρειάζεται πιά νά είναι ή Γδια, δταν στό κάτω κάτω τό ϊδιο τό άντικείμενο αύτής τής μεταχείρισης έχει άλλάξει τή φύση του καί μάλιστα δίχως τήν παρέμβαση τών σοσιαλιστικών δυνάμεων. Αύτός πού θεωρεί τις άλλα- γές πού έπιβλήθηκαν στόν καπιταλισμό γιά τόσο ούσιαστικές, ώστε νά πιστεύει πώς θίγουν τήν Γδια τή φύση του, δέ θά έχει κανένα φόβο μπροστά στό συμπέρασμα, νά προσδιορίσει έκ νέου τόν σοσιαλισμό μ’ ένα τρόπο, πού θά έμφανίζει τις διαγραφές άπ’ τόν κατάλογο τών άπαιτήσεων καί τό άρχικό Ιδανικό δχι σάν έγκατά- λειψη άρχών, άλλά σάν άναγκαία άντίδραση στίς άλλαγές πού πραγματοποιήθηκαν.
Μέ αύτήν τήν έννοια δ Βρεταννός θεωρητικός καί ύπουργός τής
27G
Εργατικής κυβέρνησης, δ Κρόσλαντ, φτάνει στό συμπέρασμα δτι, δ σημερινός καπιταλισμός δέν είναι αύτός πσΐ Αναλύθηκε άπό τόν Μάρξ, άφοϋ τοΟ λείπουν βασικά χαρακτηριστικά Εκείνων, άφοΟ δηλαδή Εχει προσλάβει πολλά σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά.* Ή έξαφάνιση τοΟ Laissez-faire καί ή αύξανόμενη κατάργηση τής φιλελεύθερης οίκονομίας είναι, κατά τόν Κρόσλαντ, Ινα στοιχείο, δτι δέν Εχουμε νά κάνουμε πιά μέ τόν καπιταλισμό πού Απαιτεί μιά όλοκληρωτική έπαναστατική διέξοδο, άλλά μ’ Ιναν καπιταλισμό, πού δχι μόνο άφήνει άνοιχτό τό δρόμο στίς μεταρρυθμίσεις, άλλά καί τόν παρουσιάζει σά λογικότερο καί σκοπιμότερο. Ό χωρισμός τής Ιδιοκτησίας άπό τήν έξουσία διάθεσης τής Ιδιοκτησίας, ή άνάλειψη τών λειτουργιών τής άπόφασης άπό τούς μάνατζερ, πού δέν Ιχουν τίτλους ιδιοκτησίας, εΓναι κατά τόν Κρόσλαντ Ινα παραπάνω έπιχείρημα πού τοϋ δίνει τή δυνατότητα ν’ άμφισβητεί τήν ταύτιση τής κοινωνικοοικονομικής διάρθρωσης τής σήμερον μέ τόν καπιταλισμό τοϋ χτές.* Ή ισότητα μέσα στούς κόλπους τής κοινωνίας καί τό σβύσιμο τών ταξικών άνταγωνισμών τών προηγούμενων έποχών εΓναι μ’ αύτή τήν Ιννοια, πάντα σύμφωνα μέ τόν Κρόσλαντ, Εξίσου σημαντικό στοιχείο, δπως σημαντικό στοιχείο ά- ποτελεΤ τό κράτος εύημερίας, πού καθιερώθηκε στήν ’Αγγλία μέ τήν έπανάσταση τοϋ Μπέβεριτς καί τώρα ξαπλώνεται παντοϋ καί πού έπέβαλλε στόν καπιταλισμό Ινα ξένο γι’ αύτόν άξίωμα, τή φροντίδα γιά τόν άνθρωπο Ανεξάρτητα άπό τήν άποδοτικότητα τής στιγμής.
Φαίνεται λοιπόν δτι δχι μόνο ή Ιννοια καί ή πραγματικότητα τοϋ σοσιαλισμοϋ Ιχουν ύποστεΐ διαγραφές, πού βάζουν στήν ήμε- ρήσια διάταξη τής δικής του αύτογνωσίας τό θέλημα τής μετατροπής τοϋ περιεχομένου του, σάν κοινωνικοϋ κινήματος πού Αποβλέπει στή χειραφέτηση τών χαμηλά τοποθετημένων κοινωνικών στρωμάτων, άλλά δτι καί δ καπιταλισμός, καί μάλιστα προκαταρκτικά ot Ιννοιες καί ή πραγματικότητα τοϋ καπιταλισμού, Ιχουν ύποστεΐ βαθειές Αλλαγές, πού πρέπει νά τΙς πάρει κανείς στά σοβαρά στήν περίπτωση πού έπιμένει στήν άντίληψη δτι, ή έπιβίωση τοϋ καπιταλισμού, Εστω καί μέ τήν τροποποιημένη μορφή του. δέν άποτε- λεΐ φυσική άναγκαιότητα, άλλά δφείλεται στήν άνεπάοκεια τής στρατηγικής τών άντικαπιταλιστικών δυνάμεων. 01 δυνάμεις αύτές παρέλειψαν νά συγκεντρωθούν σέ μιά προσπάθεια γιά γνήσια άντικατάσταση τοΰ καπιταλισμού καί διά μέσου τών καπιταλιστικών μηχανισμών ένσωμάτωσης στδ σύστημα, άλλά καί τοϋ Γδιου τοΰ σοσιαλιστικοϋ κινήματος καί ίκανοποιήθηκαν σά νά λέμε μ’ Ιναν Ιστορικό συμβιβασμό. 'Ωστόσο, μπροστά στίς Εξελίξεις πού σημειώθηκαν πρέπει νά χωριστεί τό ζήτημα τής στρατηγικής τής Εποχής άπό τό ζήτημα, ποιός σ’ αύτό τό προτσές, μετασχηματισμού πού
277
περιλαβαίνει τόσο τδν σοσιαλισμό, δσο καί τδν καπιταλισμό Ιχβι χάσει περισσότερα μαλλιά καί Ιχει ρίξει περισσότερο νερό στό κρασί τοο, ποιός δηλαδή είναι δ χαμένος καί ποιός δ νικητής πού σ* αύτήν τήν διαδικασία τής άμοιβαίας διείσδυσης Ιχει Αλλοιώσει τό Αντίπαλο σύστημα, δίχως ν’ άρνηθεΐ τή δική του φύση. Κι αύτός έπίσης πού θεωρεί τήν έπιβίωση τών καπιταλιστικών μορφών ιδιοκτησίας καί τή διατήρηση τοΟ έποικοδομήματος πού Αντιστοιχεί σ* αύτές σά μιά λαθεμένη έξέλιξη πού θά μποροΟσε νά Αποφευχθεί, δέν μπορεί νά μήν ΑναρωτηθεΤ σήμερα, πώς καί ποΟ I- χουν παρέμβει ot σοσιαλιστικές δυνάμεις γιά νά προωθήσουν τή διαδικασία τών κοινωνικών μεταβολών μέ τήν Ιννοια τών δικών τους, τών σοσιαλιστικών παραστάσεων.
Ή σπουδαιότητα δμως τής Ιδιοκτησίας σάν κριτηρίου γιά τή διατήρηση τής Ακαμπτης, ΑντιπαρΑθεσης σοσιαλισμοΟ καί καπιταλισμό Ιγινε Αμφίβολη, δχι μόνο μέ τήν έπανΑσταση τοΟ κομμουνι- σμοϋ, πού Ικανέ τδν καπιταλισμό περισσότερο Ικανό γιά προσαρμογή καί Ισπρωξε πολύ μακρυά τόν σοσιαλισμό σάν δλοκληρωμέ- νη έναλλακτική λύση. ’Αμφιβολίες γιά τήν άξία του γεννήθηκαν τόσο Από τΙς έξελίξεις πού σημειώθηκαν στδν καπιταλισμό, δσο καί Από τϊς έξελίξεις στίς χώρες πού Ιχουν καταργήσει έντελώς, ή σέ μεγΑλο ποσοστόν τήν Ατομική Ιδιοκτησία στά μέσα παραγωγής. Ένώ τό δνο]ΐλ Κέυνς εΤναι τυπικά Αντιπροσωπευτικό σάν έκφραση τών δυνατοτήτων τοΟ καπιταλισμό νά αύτοεξυγιανθεΤ, δυνατότητες πού τόσο ύποτιμήθηκαν. Απ’ τό Αλλο μέρος έρχεται δ Μίλο- 6αν Τζίλας |ΐέ τό βιβλίο του «Ή νέα τΑξη» πού προκΑλεσε τόση αίσθηση καί γίνεται συνήγορος καί έκπρόσωπος δλων έκείνων πού θέλουν ν’ Αποδείξουν δτι, παρά τήν κατάργηση τής Ατομικής Ιδιοκτησίας στά μέσα παραγωγής είναι δυνατό ν’ Αναπτυχθεί μιά νέα κυρίαρχη τάξη καί δτι ή Ελλειψη τάξεων, μέ τή μαρξιστική Ιν- νοια, δέ Λμβαδίζει μέ τήν αύτόματη, δπως νομίζεται, έπίδραση τής τυπικής κατάργησης τής Ανισότητας καί τών προνομίων. ’Αντίθετα, ή τυπική κατΑργηση δχι μόνο διευκολύνει τήν Ανάδειξη νέων μορφών κυριαρχίας καί μιδς νέας Ιεραρχίας κοινωνικών θέσεων, άλλά καί τΙς εύνοεΐ στήν περίπτωση πού σ’ Ινα μονολιθικό, μονοκομματικό σύστημα λείπουν ot Ανασταλτικοί μηχανισμοί. Στήν «Προδομένη έπανΑσταση» δ Λέον Τρότσκυ Ανάλυσε τή γέννηση καί τή λειτουργία τής γραφειοκρατίας, πού συμβΑδισε |ΐί τή νίκη τοΟ ΣτΑλιν, ΑλλΑ, στό βαθμό πού θεωροΟσε τήν παραμόρφωση καί τΙς ΑντιφΑσεις τήο σοβιετικής κοινωνίας, παοά τήν δξύτητα τους, διαφορετικές Απ’ έκεTvec τοΟ καπιταλισμοΟ. Ιμεινε πιστός στή μαρξιστική ταξική Ιννοια.4 Βέβαια δ Τρότσκυ βρήκε στή συνέχεια τής ΑνΑλυσης του δυσκολίες μ’ αύτή του τήν προϋπόθεση. Αφοϋ σάν έ- πακόλουθο τών συλλογισμών του πρόβλεψε τό Αναπόφευκτο μιδς
278
νέας έπανάστασης έναντίον τού στρώματος τ!)ς γραφειοκρατίας.* Μά οί έπαναστάσεις δέν κατευθύνονται πάντοτε έναντίον τάξεων, ή έπανάσταση δέν είναι ή κατ’ έξοχήν λύση μιΑς Ανταγωνιστικής Αντίθεσης;
Ό Μίλοβαν Τζίλας «ίναι συνεπέστερος στή θεωρητική του Ανάλυση, Αν καί Εβγαλε Απ’ αύτήν λιγότερο Αποφασιστικά συμπεράσματα, Απ’ δ,τι δ Τρότσκυ, γιά τή δράση. Δέ δίστασε νά Αποδώσει ταξικό χαρακτήρα στά νέα κυρίαρχα στρώμματα, Αφοϋ κατ’ αύτδν Ιδιαίτερη σημασία δέν Εχει ή τυπική πλευρά τοΟ δικαιώματος τής Ιδιοκτησίας, άλλά 6 πρακτικός χειρισμός τής έξουσίας διάθεσης τής Ιδιοκτησίας. Μ* αύτό του τδ βήμα, πέρα άπδ τδν Τρότσκυ, δ Τζίλας μπορεΐ νά νιώθει γενικά δτι βρίσκεται σέ δμοφωνία, Αν δχι μέ τδ γράμμα, τουλάχιστο μέ τδ πνεΟμα τών μαρξιστικών Αρχών. Γιατί μπορεΐ, έν πάσει περιπτώσει, νά έπικαλεστεΐ τδ έπιχείρημα, δη δ Μάρξ Ερριξε τδ βάρος στδ ζήτημα τής τυπικής Ιδιοκτησίας, στήν Απαλλοτρίωση τών Απαλλοτριωτών, έπειδή ΑνΑλυσε τδν καπιταλισμό σέ μιά φάση κατά τήν όποίαν δέν είχε δλοκληρωθεΐ άκόμη δ χωρισμός τής κυριότητας Απδ τήν έξουσία διάθεσης τής Ιδιοκτησίας* τδ φαινόμενο αύτδ πού έμφανίστηκε Αργότερα σ’ δλη του τήν Εκταση, ό Μάρξ τδ γνώρισε καί τδ Επεξεργάστηκε στίς Απαρχές του, μέ τή μορφή τών Ανωνύμων Εταιρειών, καί γι’ αύτδ δέν ύπήρχε γιά κείνον λόγος μά μιά διαφοροποίηση τής θέσης του, πού άργότερα Εγινε Αναγκαία. Ή έξέλιξη τού καπιταλισμού έμφα- νίζει σάν Ανεπαρκή, μάλιστα σάν Αστοχη άπδ Αποψη ούσίας, τήν παληά άπαίτηση γιά κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων. Ή τάξη πού μελέτησε δ Τζίλας δέν Εχει τήν Ιδιοκτησία τών μέσων παραγωγής, Αλλά Εχει άπεριόριστη έξουσία πάνω σ’ αύτδ καί έξαιτίας αύτής τής σχέσης μιά έξουσία πάνω στούς άνθρώπους, πού δ Τζίλας τή χαρακτηρίζει σάν τήν πιδ δλοκληρωτική Απ’ δσες Εχει γνωρίσει ή ιστορία/ "Ισως κι αύτδς δ χαρακτηρισμός νά είναι έπίσης Αστοχος, μά είναι Εξω άπδ κΑθε Αμφιβολία δτι στά κράτη πού Εχουν καταργήσει τήν Ατομική Ιδιοκτησία στά παραγωγικά μέσα, πίσω Απδ τήν πρόσοψη τών δίχως Ιδιοκτησία στρωμμάτων τής Ιεραρχίας κρύβονται καί σταθεροποιούνται προτσές συσσώρευσης έξουσίας, σχηματισμού προνομίων καί κατάπνιξης κάθε πρωτοβουλίας πού προέρχεται άπ* τά κάτω. Μέ τήν ίδια Εννοια είναι έπίσης σωστδ δτι τδ μαρξιστικό σύστημα, δπως μάς παραδόθηκε Απ’ τόν Μάρξ δέ φτάνει γιά νά συλλάβει τέτοια προτσές Ανισης Α- ταξικότητας.* "Οπως στά ρεφορμιστικά κόμματα τής δύσης αύτδ πού έμπόδισε τδ Ανοιγμα σέ έπαναστατικές δραστηριότητες είναι Ενα στρώμμα στελεχών Ενσωματωμένων στδ σύστημα, πού τή δημιουργία του δέν πρόβλεψε 6 Μάρξ, Ιτσι καί στίς χώρες πού δίκαια ή Αδικα καλούνται σοσιαλιστικές αύτδ πού έμπόδισε τήν έκ-
279
μετάλλευση μέ σοσιαλιστική Ιννοια τδν δυνατοτήτων πού Ανοιξε ή κατάργηση τής Ατομικής ιδιοκτησίας, δηλαδή τή δημιουργία μιάς μεγαλύτερης σέ Ικταση συμμετοχής στή διάρθρωση τδν είσο· δημάτων καί στήν έξουσία είναι Ινα καινούργιο στρδμα πολιτικών στελεχών καί γραφειοκρατιών πού τή δημιουργία του έπίσης δέν πρόβλεψε 6 Μάρξ.
Οί δυό Αποκλεισμένοι Απ’ τδ κομμουνιστικό κόμμα Πολωνίας Πολωνοί έπιστήμονες Γιάσεκ Κουρόν καί Κάρολ Μουτσελέφσκυ Αποκρυστάλλωσαν τή διαμαρτυρία τους έναντίον αύτοϋ τοϋ άποκλει- σμοϋ σέ κατηγορία έναντίον ένός συστήματος, τό δποΐο ot συγγραφείς αύτοί, έργαζόμενοι Απειρα πιό σωστΑ Απ’ τόν Τζίλας μέ 6Α- ση τήν γνώση τής μαρξιστικής κριτικής, χαρακτηρίζουν ώς έξής: «Σύμφωνα μέ τό έπίσημο δόγμα ζοΰμε σέ μιΑ χώρα σοσιαλιστική. Ή Αποψη αύτή στηρίζεται στήν έξομοίωση τής κρατικής μέ τήν κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγγής... Τό συμπέρασμα αύτό ώστόσο εΓναι έλάχιστα μαρξιστικό. Στήν πραγματικότητα ή μαρξιστική θεωρία συμπληρώθηκε μ’ Ινα στοιχείο πού βασικά εΓναι ξένο σ’ αύτήν, μιά τυπική, νομική Ιννοια τής ιδιοκτησίας. Πίσω Από τήν κρατική Ιδιοκτησία καί σέ συνάρτηση μέ τόν Αταξικό χαρακτήρα τοϋ κράτους εΓναι δυνατό νά κρύβονται περιεχόμενα ίντελώς διαφορετικά».' Ot δυό αύτοί συγγραφείς άποδείχουν δτι, Ινα λεπτό στρώμα κομματικών στελεχών άφαιροΰν δχι μόνο Από τήν έργατική τάξη, Αλλά καί Από τή μεγάλη μάζα τών Απλών κομματικών μελών κάθε δυνατότητα έπηρεασμοϋ μέ μαρξιστική Ιννοια τής πολιτικής θέλησης καί τών Αποφάσεων πού άφοροΰν τό μέγεθος τοΰ ύπερπροϊόντος. καθώς καί τήν κατανομή καί τόν τρόπο χρησιμοποίησης τους». Ή ’Ελίτ πού κυριαρχεί στό κόμμα καί τό κράτος, πού ξεφεύγει άπό κάθε κοινωνικό Ιλεγχο καί αύθαίρε- τα καταλαβαίνει τό σύνολο τών οικονομικών καί πολιτικών θέσεων κλειδιών μέ παγκοινωνική σημασία χαρακτηρίζεται άπό τούς δυό συγγραφείς σά μονοπωλιακή γραφειοκρατία καί ρητά έκτιμιέται σάν τάξη, μέ τή μαρξιστική ?ννοια τοΰ δρου." Σύμφωνα μ’ αύτή τήν άνάλυση οί ύποκειμενικές έπιδιώξεις αύτής τής κυρίαρχης τάξης Ιρχονται σέ άντίφαση μέ τΙς έπιθυμίες τών πλατειών λαϊκών μαζών. Έτσι, ένώ ή μονοπωλιακή γραφειοκρατία βλέπει τήν παραγωγή καί τήν αδξηση της σά σκοπό καί βάση γιά τή νομιμοποίηση τής δικής της κοινωνικής δπαρξης, ot πλατειές μάζες ά- παιτοΰν μιά παραγωγή γιά χάρη τής κατανάλωσης — σκοπός πού δέ φαίνεται άναγκαΐος γιά τήν γραφειοκρατία γιατί τά μέλη αύτής τής τάξης Ικανοποιούν τΙς άτομικές καταναλωτικές τους άνά- γκες μέ τή μορφή τών προνομίων πού συνδέονται μέ τή θέση τους. Έ νδ στή διάρκεια τής οίκοδόμησης τής βαρείας βιομηχανίας ύ- πήρχε όμοφωνία άνάμεσα στόν ιδιωτικό στόχο τής κυρίαρχης τά
ξης καί τΙς οικονομικές Απαιτήσεις τής χώρας, στή συνέχεια 5η- μιουργήθηκε ή άντίθεση πού Αναστατώνει τήν κοινωνία καί Εκφράστηκε στά γεγονότα τοΟ πολωνικοϋ Όχτώβρη 1956, άντίθεση πού κατά τήν άποψη τών συγγραφέων μπορεϊ νά λυθεί μόνο μέ τήν έπαναστατική άνατροπή τής μονοπωλιακής γραφειοκρατίας."
Ό πως 6 Μπάρναμ καί ο[ συγγραφείς αύτοί μιλούν γιά «σοσιαλισμό τών διευθυντών καί δπως δ Τρότσκυ πιστεύουν δτι είναι δυνατό καί μετά τήν έπανάσταση νά δδηγηθεί Ινας τέτοιος σοσιαλισμός σ’ Ινα είδος θερμιδώρ. ” 'Ωστόσο παρά τήν στήριξη τους σέ Ιννοιες πού αύτοί καθιέρωσαν, στά άποφασιστικά σημεία παύει ή όμοφωνία μέ τούς Τρότσκυ καί Μπάρναμ. Άπό τόν Τρότσκυ χωρίζονται ot συγγραφείς αύτοί, ένώ κατά τά Αλλα υίοθετοϋν τό έπα- ναστατικό του συμπέρασμα, γιά τήν έκτίμηση τής γραφειοκρατίας σάν τάξης καί τής κυριαρχίας της σάν ταξικής κυριαρχίας, σέ άντίθεση δέ μέ τόν Μπάρναμ, πού δέν άπόδωσε ιδιαίτερη σημασία στή διάκριση Ανάμεσα στίς πολιτικές λειτουργίες καί τούς τεχνο- κράτες διευθυντές καί θεωρούσε τούς τελευταίους κι δχι τούς πολιτικούς γραφειοκράτες σάν τό αύθεντικό Ανώτερο στρώμα14 οΕ Πολωνοί συγγραφείς πιστεύουν πώς οΕ τεχνοκρΑτες είναι σύμμαχοι τών έργατικών μαζών,'* βρίσκονται δπως κι αύτές κάτω άπό τήν κυριαρχία τής μονοπωλιακής γραφειοκρατίας καταδικασμένοι δπως καί ή μάζα νά άκολουθοϋν τΙς ντιρεκτίβες της. Αύτή ή Αποκτημένη άπό τήν έμπειρία διόρθωση τής θέσης τοϋ Μπάρναμ Αποδείχνει στήν πράξη τήν όρθότητα τής γενικής κρίσης δτι ot θεωρίες πού λύνουν δλα τά προβλήματα μέ μιά γενική Αποψη καί ισχυρίζονται δτ·. κατέχουν Ινα άπλούστατο κλειδί γιά τήν έξήγηση δ- λης τής κοινωνικής πραγματικότητας, είναι καταδικασμένες έξαιτίας τής μονομέρειας τους νά καταλήγουν σέ γενικεύσεις φθαρτές καί γι’ αύτό, δχι λιγώτερο, λαθεμένες. Ή θέση τοϋ Μπάρναμ γιά τήν έπανάσταση τών διευθυντών πού τράβηξε τή γενική προσοχή σέ μιά τάση πού χαρακτηρίζει τή σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία καί τήν έξόρμηση μιδς όρθολογιστικής τεχνοκρατίας, θέση πού με- ταφυσικοποιεΐ τΙς διαφορές τών συστημάτων, ύποτίμησε τΙς διαφορές πού άπορρέουν άπό τό σύστημα κι Ιτσι έκτέθηκε στήν κατηγορία πού διατυπώνουν οΕ ’Αμερικανοί πολιτολόγοι Τσβόγκνιεφ Μπρεζίνσκυ καί Σάμουελ Χάντιγκτων στή συγκριτική μελέτη τους «Πολιτική Δύναμη USA - ΕΣΣΔ “ έναντίον αύτής τής βεβιασμένης γενικευμένης συγκλίνουσας θεωρίας. Στά πλαίσια τών δικών τους μεγεθών Αναφοράς ή διαλεγμένη Απ’ αύτούς τούς συγγραφείς μορφή έξέλιξης κάθε συστήματος φαίνεται περισσότερο διαφωτι- στική Από τή θεωρία τοϋ Μπάρναμ πού βέβαια άναγνωρίζεται σάν πρόδρομος τών σύγχρονων συγκλινουσών θεωριών, άλλά κατηγο- ρεΐται δτι σχετικοποιεί κατά τρόπο βεβιασμένο τΙς διαφορές τών
281
συστημάτων. Δέν είναι βέβαια σωστό ή διατύπωση αύτή νά κλείνει τά μάτια μπροστά στό γεγονός μιάς πραγματικής νόμιμης μβ- ταφυσικοποίησης τοΟ συστήματος πού τόσο καθαρά τήν έκφράσα- vt δ Μπάρναμ καί ot άλλοι συγγραφείς μά πρέπει πάντα νά παίρ- νεται ύπόψη δτι τό ξεπέρασμα αύτής τής πραγματικής νομιμότητας συνδέεται μέ τό σύστημα κι δτι μπορεΐ ν’ άντιταχθούν σέ μιά λύση τόσο ισχυρά έμπόδια πού δέν μπορεΐ νά ύποτιμηθεΐ ούτε ή διάρκεια, οδτε ή Ικανότητα τής άντίστασης τους.
Ό ρεβιζιονιστής Πολωνός οικονομολόγος "Οσκαρ Χάνγκε Ιχει προκαταβάλει θεωρητικά τό προτσές πού άργότερα περιγράφανε σάν πραγματικότητα ot συμπατριώτες του συγγραφείς μά τδκανβ αύτό μ’ Ιναν τρόπο πού συνόδευε τήν ύπόκλιση μπροστά στό μαρξιστικό όρισμό τής τάξης μέ μιά άπομάκρυνση άπό τΙς άπλώς άπο- λογητικές καί φτωχά έναρμονισμένες συνέπειες της. «Ή ούσιαστι- κή διαφορά άνάμεσα σέ μιά σοσιαλιστική καί μιά ταξική κοινωνία είναι δτι ot άντιφάσεις τους (πρώτο καί κύριο ή άντίφαση άνάμεσα στίς παραγωγικές δυνάμεις καί τό συντηρητικό χαρακτήρα τών παραγωγικών σχέσεων) στόν καπιταλιστικό κόσμο συνδέονται μέ ταξικά συμφέροντα καί έκδηλώνονται μέ τή μορφή τών μαζικών άγώνων, ένώ στή σοσιαλιστική κοινωνία δέν ύπάρχει αύτή ή περίπτωση. Φυσικά αύτό δέ σημαίνει δτι είναι άδύνατο νά παρουσιαστούν κοινωνικές άντιθέσεις καί σέ μιά σοσιαλιστική κοινωνία. Δηλαδή τό ζήτημα είναι δτι δέν ύπάρχουν μόνο κοινιονικές τάξεις, άλλά καί κοινωνικά στρώματα. Έ διαφορά τους είναι δτι οί κοινωνικές τάξεις κατάγονται άπό τΙς παραγωγικές σχέσεις, ένώ ή βάση τών κοινωνικών στρωμάτων πρέπει νά άναζητηθεΐ στίς Ιδιαίτερες μορφές τού έποικοδομήματος... Καί στήν σοσιαλιστική κοινωνία μπορεΐ νά ύπάρξουν άντιφάσεις άνάμεσα στήν οίκονομική βάση καί τΙς άπαρχαιωμϊνες μορφές τοΟ έποικοδομήματος, λόγου χάρη σέ σχέση μέ τΙς μέθοδες καθοδήγησης τής πολιτικής καί τής οίκονομίας. Γι* αύτό μπορεΐ νά παρουσιαστεί τό φαινόμενο νά σκοντάψει ή προσπάθεια παραμερισμού παρόμοιων άντιφάσεων στήν άντίσταση όρισμένων στρωμάτων πού ένδιαφέρονται γιά τή διατήρηση τών παληών καταστάσεων. Ot τέτοιες πράξεις κάνουν δύσκολες τΙς άναγκαΐες άλλαγές, άλλά πρόκειται άκριβώς γιά πράξεις κοινωνικών στρωμάτων κι δχι κοινωνικών τάξεων. Ή ύπερνίκη- ση αύτού τοΟ είδους τών έμποδίων δέν άπαιτεΐ μιά βασική άνατρο- πή τών παραγωγικών σχέσεων, όπωσδήποτε δμως μπορεΐ κατά τήν περίοδο τοϋ μετασχηματισμού, δηλαδή τής προσαρμογής τοΟ έποι- κοδομήματος στίς νέες άπαιτήσεις τής οίκονομικής βάσης, νά όδη- γήσει σ’ δλες τΙς πιθανές καταστάσεις άντιθέσεων».”
Ή συσκότιση τής πραγματικότητας πού ένεργεΐται μέ τή βοήθεια τοΟ μαρξιστικού όρισμού γιά τΙς τάξεις, ύποχρεώνει νά uto-
θετήσουμε τήν πρόταση τοϋ Τεοντδρ Γκάϊγκερ πού εισάγει τήν Ιν- νοια τής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, σάν Εννοια ύπερκείμενη τής μαρξιστικής γιά τΐς τάξεις καί τΙς άλλες διαφορές1' ώστε νά μήν είναι πιά ύποχρεωτικδ νά σταματούμε μπροστά σ’ Ενα δρισμδ πού δέ λέγει τίποτε γιά τήν πραγματική έξουσία διάθεσης τών παραγωγικών μέσων. Άπδ τδ άλλο πάλι μέρος καί ή έγκατάλειψη τοϋ μαρξιστικού δρισμοϋ γιά τΙς τάξεις, δρισμού πού σταματδ μπροστά στήν κατοχή ή μή κατοχή παραγωγικών μέσων κρύβει Ινα κίνδυνο πού πρέπει νά τδν Ιχουμε ύπόψη μας, γιά νά προστατευτούν άπδ συμπεράσματα πού πηγαίνουν πολύ μακρυά πρδς τήν άντίθετη κατεύθυνση. Άλλά, δσο είναι σωστδ δτι ή κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων Εχει παίξει ίσαμε τδ τέλος τδ ρόλο ένδς μίνιμουμ κριτηρίου γιά τήν ύπαρξη σοσιαλισμού άλλά καί τδ ρόλο ένδς μάξιμουμ κριτηρίου πού ή ύπαρξη του Ικανοποιεί καί έ- πιτρέπει τή χορήγηση σοσιαλιστικού πιστοποιητικού σέ μιά κοινωνία πού τήν Εχει πραγματοποιήσει καί δτι ή κοινωνικοποίηση γίνεται πραγματικά Ινας παράγοντας τροποποιητικός, άλλο τόσο θά είναι λάθος νά παραβλέπεται ή σημασία πού άκόμη Ιχει ή Ιδιοκτησία στά μέσα τής παραγωγής. Ό χωρισμδς τής Ιδιοκτησίας άπδ τήν έξουσία διάθεσης της, χωρισμδς πού καταγράφηκε σέ πλα- τειές περιοχές τής παραγωγής άπ’ δλους τούς πολιτικούς καί Επιστημονικούς παρατηρητές τής έξέλιξης τού καπιταλισμού, προκα- λεΐ δχι μόνο τδ συμπέρασμα πού Ιβγαλαν οί περισσότεροι άπ’ αδ- τούς, δηλαδή νά θεωρείται σάν Ασήμαντο τδ ζήτημα τής Ιδιοκτησίας, άλλά καί τδ άντίθετο πού ύποχρεώνει νά έξεταστεί στά σοβαρά μήπως μέ τδ χωρισμό της άπδ τήν έξουσία διάθεσης Ιγινε άφύσικη καί συνακόλουθα κοινωνικά άχρηστη, δηλαδή γιά πρώτη ίσως φορά ώριμη γιά κοινωνικοποίηση, καί πρέπει ν’ άντικατα- σταθεϊ άπδ τή συλλογική Ιδιοκτησία. Έκεϊ πού δ δλοκληρωμένος καπιταλιστής, αύτδς πού ένσαρκώνει τήν ένότητα Ιδιοκτησίας καϊ έπιχειρηματικοΟ πνεύματος, Ιχει χάσει στδν άνώτατο βαθμδ τδ δικαίωμα τή; δικαιοπραξίας άκριβώς αύτοϋ έγείρεται τδ έρώτημα άν δ ρόλος τής Ιδιοκτησίας σ’ αύτή τή μειωμένη της μορφή είναι άκόμη θετικδς καί λογικδς γιά τήν κοινότητα. Καί έπειδή σύμφωνα μέ τή σοσιαλιστική Αντίληψη ή άτομική Ιδιοκτησία δικαιούται νά Ιχει τήν άπαίτηση νά διατηρηθεί καί νά προστατευτεί μόνο έφόσο Εκπληρώνει κοινωνικές λειτουργίες ή τουλάχιστο δέν έμπο- δίζει τήν Εκπλήρωση τέτοιων λειτουργιών, δέν είναι καθόλου πε- ριττδ τδ έρώτηιια άν, άπδ τήν άποψη τής κοινωνωίας, οί μορφές Ιδιοκτησίας πού άπόμειναν είναι νόμΐ|ΐες.
Τδ πέρασμα τής Αρμοδιότητας τής διάθεσης τί)ς Ιδιοκτησίας άπδ τά χέρια τών Ιδιοκτητών στά χέρια τών διευθυντών, πού διαπιστώνει δ Μπάρναμ, δέ μετατρέπει τδ πρόβλημα τής κοινωνικής
δέσμευσης ν.σ.Ι εύθύνης τής οικονομικής έξουσίας σέ πρόβλημα Ανύπαρκτο. Άκόμη καί σύμφωνα μέ τήν Ανάλυση ένός Απολογητή τοϋ «λαίκοϋ καπιταλισμού» πού χαιρετδ μ’ ένθουσιασμό αύτό τό προτσές έξέλιξης καί τό έρμηνεύει αίσιόδοξα σά μετατόπιση τής έξουσίας άπό τούς Ιδιοκτήτες καπιταλιστές στούς διευθυντές, άπο- τελεί γεγονός δτι ή οίκονομική έξουσία συγκεντρώνεται σέ λίγα χέρια ** δτι καί μέσα στό ίδιο τό στρώμα τών διευθυντών διαμορφώνεται μιά πολύ μικρή δμάδα Ανθρώπων πραγματικά Αρμόδιων νά παίρνουν άποφάσεις καί φυσικά σέ σχέση μ’ αύτή τή μικρή 6- μάδα τών έπιφορτισμένων μέ τή διεύθυνση τών έπιχειρήσεων δη- μιουργεϊται γιά πρώτη φορά τό ζήτημα τής νομιμοποίησης καί τοϋ δημοκρατικού τους έλέγχου. Ό πως δέν είναι άρκετή ή παραπομπή στή μαρξιστική Εννοια τής ιδιοκτησίας γιά νά έξηγήσει τά κοινωνικά προτσές πού λαβαίνουν χώρα στά κράτη πού Ιχουν καταργήσει τήν άτομική ιδιοκτησία στά μέσα τής παραγωγής, ?τσι καί άναφορ;κά μέ τήν καπιταλιστική οικονομία ή παραπομπή στήν Αποψη δτι οί διευθυντές δέν είναι ιδιοκτήτες δέν μάς Απαλλάσσει άπό τήν ύποχρέωση νά άναλύσουμε τδ ζήτημα σέ ποιό βαθμό αύ- τοί ot δίχως Ιδιοκτησία διευθυντές παίρνουν ύπόψη τους τά καπιταλιστικά άτομικά συμφέροντα καί μάλιστα άποτελεσματικώτερα άπ’ δσο ot ίδιοι ot καπιταλιστές τοϋ παληοϋ καιροϋ. Ό πως καί νά είναι δμως, τώρα. τήν Εποχή τής άπελευθέρωσης τής Ατομικής έ- νέργειας καί τής δεύτερης έπανΑστασης τής τεχνικής, πρέπει νά Ισχύσει καί άπέναντι σ’ αύτούς τούς νέους κυρίους ή άπαίτηση γιά δημοκρατικό έλεγχο καί τό δικαίωμα τών έργατών νά συναποφασίζουν."
Άκόμη κι Αν προσχιορήσει κανείς στήν άποψη τοϋ Κάρλ Ρέννερ " καί άπορρίψει τή γενική κοινωνικοποίηση σά «γενική άνοη- σία» γιατί κατά τή γνώμη του μιά δίχως διακρίσεις κοινωνικοποίηση, άκόμη καί μέ τήν ϊννοια τών σοσιαλιστικών παραστάσεων, περισσότερες άξίες καταστρέφει παρά δημιουργεί, πάλι δέν μπορεί νά θεωρήσει τό ζήτημα τής άτομικής ιδιοκτησίας σάν Ασήμαντο ή νά συμμετάσχει στή χορωδία έκείνων πού Αναγνωρίζουν σ’ αύτήν μιά άξία Επιβεβαιωμένη άπ’ τό φυσικό δίκαιο καί νά τήν Εννοή- σει σάν Ενα φράγμα πού καθορίζει τήν κοινωνική πολιτική. Παρ’ δλες τΙς διαγραφές καί τΙς τροποποιήσεις πού Ιχουν άλλάξει δχι λίγο τόν καπιταλισμό. Ακόμη καί σήμερα ισχύει καί μΑλιστα σέ μεγάλη Ικταση δ,τι είπε δ Μάρξ γιά τήν καπιταλιστική παραγωγή. «Τό πραγματικό Εμπόδιο στήν καπιταλιστική παραγωγή είναι τό ίδιο τό κεφάλαιο. Είναι τό γεγονός δτι τό κεφάλαιο καί ή αύ- τοϋπεραξίωση του Εμφανίζονται σάν Αφετηρία καί κατάληξη, σάν κίνητρο καί σκοπός τής παραγιογής. . . Τό |ΐέσον. ή δίχως δρους άνάπτυξη τών κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων Ερχεται σέ συί
284
νεχή σύγκρουση μέ τ4ν περιορισμένο σκοπό, τήν ύπεραξίωση που υπάρχοντας κεφαλαίου».'* Ή βασική σκέψη τοϋ Μάρξ, δτι κάτω άπό τΙς καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας μπορεΐ ή άνάγκη ύ- περαξίωσης τοΰ κεφαλαίου νά γίνει έμπέδιο στήν παραγωγή, στήν πραγματικότητα δέν έχει άναιρεθεΐ οδτε άπό τή θεωρία, οδτε άπό τήν πράξη. "Αν καί μέ τήν άνάπτυξη άντιθέτων δυνάμεων ή κοινωνία Ιχει στή διάθεση της περισσότερα μέσα άμυνας άπ’ δσα νόμιζε ό Μάρξ, πάλι τό μόνο πού μπόρεσε νά κάνει τό άτομικό καπιταλιστικό συμφέρον μέ τή βοήθεια αύτοϋ τοΰ άντίβαρου πού έξου- δετερώνε: δλους τούς μηχανισμούς είναι νά κατασκευάσει μιά ά- σταθή ισορροπία, μά σέ καμιά περίπτωση νά άπαλλάξει τήν άτο- μική ιδιοκτησία άπό τήν ύποψία δτι άποτελεΐ έμπόδιο στό δρόμο πρός μιά κοινωνία άνθρώπινη, μέ σοσιαλιστική έννοια. Μά δπως καί νά Ιχει τό πράγμα καθήκον δλων τών πολιτικών δυνάμεων πού προσανατολίζονται πρός τούς σκοπούς τοΰ σοσιαλισμοϋ είναι, νά βοηθήσουν, κάτω άπό τούς δρους πού κάθε φορά κυριαρχοϋν, τήν προαγωγή έκείνων τών προτσές γιά τά όποια κάποτε πιστεύονταν δτι θά πρόβαλλαν, μέ τή βοήθεια τής σωστής πράξης, αύτόματα.
Γιά νά χαρακτηρίσουμε αύτά τά προτσές είναι καλό νά θυμόμαστε, δτι δυό ήταν καί είναι τά κριτήρια — στενά συνδεόμενα μεταξύ τους κι ώστόσο χωριζόμενα έννοιακά— πού ταιριάζουν σέ μιά σοσιαλιστική κοινωνία. Έ ιδέα τής Ικανότητας καί ό προσανατολισμός τής οικονομίας στήν Ικανοποίηση τών άνθρώπινων άνα- γκών. Ή ιδέα τής ισότητας έπαιζε καί παίζει βασικό ρόλο στήν παράδοση τής άριστερής καί φαβιανής άπόχρωσης τοϋ βρεταννικοΰ σοσιαλισμού.” Ό θεωρητικός τοΰ σοσιαλισμοϋ καί πολιτικός ήγέ- της Ντάγκλας Γάιν δρίζει σάν σκοπό τοϋ σοσιαλισμού τό μίνιμουμ τής άνισότητας στήν πράξη, πού συνδέεται μέ τήν άνάπτυξη τών χαρισμάτων τοΰ άτόμου '* καί Ιτσι χαρακτηρίζει τήν ισότητα στή βασική άξία άπό τήν δποία ξεκινά μιά σοσιαλιστική κοινωνική πολιτική. Ό Γάιν δέν άποκλείει τήν άδυνατότητα νά στερεωθεί στήν πράξη κοινωνικά καί σέ δλες τΙς συνέπειες της ή ίδέα τής ισότητας καί διατυπώνει αύτόν τόν περιορισμό μέ τήν δίχως περιοστρο- φές έπιφύλαξη, νά έπιτρέψει ή κοινωνία Ινα μίνιμουμ άνισότητας. Ό σο λίγο κατάλληλη φαίνεται αύτή ή διατύπωση νά καταργήσει ϊστω καί θεωρητικά, άφηρημένα τΙς άξιακές άντιθέσεις πού γεννιούνται μοιραία άπό τήν σύγκρουση τής Ιδέας τής Ισότητας μέ τΙς άλλες άξίες, άλλο τόσο καθαρά άφήνει, άπό τό άλλο μέρος, νά γίνει γνο>στό, δτι ό Γκάιν ένδιαφέρεται γιά Ινα μάξιμουμ ένότη- τας καί δτι άποφάσισε νά προτιμήσει τό σοσιαλισμό άκριβώς γιά χάρη τής ισότητας. Ό Άρθουρ Λέβις άπομακρύνεται άπό τήν ταύτιση τοϋ σοσιαλισμοϋ μέ τήν κοινωνιοκοποίηση τοϋ παραγωγικού μέσου, γιά νά τοποθετήσει στήν πρώτη γραμμή τό κριτήριο τής
886
ισότητας πού τό θεωρεί ούσιαστικότερο. «’Εντελώς γενικά έξισώ- νονται σήμερα ό σοσιαλισμός καί ή έθνικοποίηση τής Ιδιοκτησίας, άλλά αύτό είναι μεγάλο σφάλμα, δπως είναι σφάλμα καί ή έξίσωση τοΟ σοσιαλισμοϋ μέ τή διευρυμένη κρατική έπιρροή. Τόν σοσιαλισμό δέν τόν ένδιαφέρει κατά κύριο λόγο ή ιδιοκτησία. Τόν σοσιαλισμό τόν ένδιαφέρει νά πραγματοποιήσει τήν Ισότητα. Τό πάθος γιά τήν ισότητα εΓναι τό μοναδικό στοιχείο πού ένώνει δλους τούς σοισαλιστές ot όποιοι, σέ σχέση μέ πολλά άλλα ζητήματα δέ συμφωνοϋν μεταξύ τους».” Καί άλλος άκόμη Βρεταννός, δ Ιστορικός καί θεωρητικός τοϋ σοσιαλισμοϋ Τάουνεϋ άποσαφηνίζει δτι ή άπαίτηση τοΰ σοσιαλισμοϋ γιά Ισότητα δέ στηρίζεται στήν άποδο- χή τής άποψης γιά φυσική ισότητα τών άνθρώπων, γιατί αύτή ή άποψη πού τήν ύποστηρίζουν ot άπλοίκοΐ ίσοπευτές είναι άστή- ριχτη." Αύτό φυσικά δέ σημαίνει δτι πρέπει τΙς άνισότητες πού άναμφισβήτητα ύπάρχουν στούς άνθρώπους νά τΙς ύπογραμμίζει καί νά τΙς ένισχύει ή ίδια ή κοινωνική όργάνωση. Ό Τάουνεϋ ύ- ποδείχνει δτι καί στούς άλλους τομείς τοϋ δικαίου, δπως στή βασική άρχή τής ισότητας μπροστά στό νόμο, παραβλέπονται ot διαφορές τών άνθρώπων. Ό σοσιαλισμός δέν άπαιτεί παρά τή μεταφορά αύτής τής άρχής σέ τομείς πού έχουν πολύ μεγάλη σημασία γιά τήν εύημερία τών άνθρώπων." Ή άπαίτηση γιά Ισότητα παρουσιάζεται κι έδώ πολύ λίγο σάν αύτοσκοπός, δπως καί ή κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων. Άντίθετα καί ot δυό αύτές άπαιτήσεις τοποθετούνται στήν ύπηρεσία τής είς τόν άνώτατο βαθμό κάλυψης τών οικονομικών άναγκών καί τής ύλικής καί πνευματικής εύημερίας δλων τών μελών τής κοινωνίας.
Τά κριτήρια τής Ισότητας καί τοϋ προσανατολισμού τής οίκονο- μίας στήν ικανοποίηση τών άνθρώπινων άναγκών προβάλλουν σοβαρά θεωρητικά καί πρακτικά προβλήματα, τά όποια έδώ μόνο νά σκιαγραφηθοϋν είναι δυνατό. Ή πραγματοποίηση τής Ισότητας προβάλλει τήν αύτονομία, εΓτε δημιουργία μιδς πραγματικής σέ μεγάλη έκταση ισότητας, δίχως νά παίρνεται κ-λ.π., ύπόψη ή συνεισφορά τοϋ καθενός στήν εύημερία τής κοινότητας καί τότε θά προκληθεϊ σύγκρουση μέ τΙς άλλες άξίες καί μιά άντίφαση άνάμεσα στήν κοινωνική δικαιοσύνη καί τήν οίκονομική άπο- δοτικότητα, είτε έγγύηση καί έξασφάλιση Γδιων δρων ξεκινήματος, άλλά τότε σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Τάουνεϋ — θά άνοίξει μόνο ή δυνατότητα άνάπτυξης στήν κατεύθυνση τής άνισότητας.** Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι ό προσανατολισμός τής κοινωνικής παραγωγής στήν Ικανοποίηση τών άναγκών τοϋ άνθρώπου έχει περισσότερες πιθανότητες νά έπιτύχει σ’ ένα οίκονομικό σύστημα πού δέν παραχωρεί καμιά προτεραιότητα στήν άτομική έπιδίωξη τοϋ κέρδους, παρά στό σύστημα πού ή [καναποίηση αύτή πραγμα-
286
τοποιεΐται μόνο άφοϋ Ικανοποιηθεί τό πρωταρχικό κίνητρο, 6 παράγοντας τοϋ κέρδους. 'Ωστόσο, παραβλέποντας καί τήν περίπτωση πού αύτή ή άξιωματική ύπεροχή δέν έγγυΑται πραγματικά τήν καλύτερη συντήρηση τών άνθρώπων, δπως λογουχάρη στήν περίπτωση μιάς χαμηλής παραγωγικότητας τής έργασίας τό προϊόν πού προορίζεται γιά διανομή είναι μικρό, ύπάρχει άκόμη καί τό ζήτημα τής Αξιολόγησης καί κλιμάκωσης τών άναγκών μ’ ίνα τρόπο πού ν’ άνταποκρίνεται στίς πραγματικές άνάγκες τοϋ άνθρώπου καί ώστόσο νά καθιερώνει τήν ύπεροχή ένός συστήματος κεντρικού σχεδιασμοϋ, δηλαδή τήν άνεπηρέαστη άπό άτομικές έ- πιδιώξεις έκτέλεση μακροπρόθεσμων κοινωνικών προγραμμάτων. Τό δτι καί στήν κεντρική διευθυνόμενη οίκονομία, παρά τήν όρ- θολογική της ύπεροχή, προκύπτουν κατά τήν έκπλήρωση τών καθηκόντων της δυσκολίες προσανατολισμοϋ, φαίνεται στή σημασία πού έχει άποκτήσει στίς σοσιαλιστικές χώρες ή συζήτηση γιά τό έφαρμόσιμο σέ μιά σοσιαλιστική χώρα τοϋ μηχανισμοΟ τής άγο- ρδς, καθώς καί στίς προσπάθειες Αποκέντρωσης τών οίκονομικών άποφάσεων, τή μερική άποκατάσταση τών ιδιωτικών κινήτρων καί τοϋ ύλικοϋ συμφέροντος."
Ot έρμηνεΐες πού συμπεραίνουν Απ’ αύτά τό γεγονότα τήν Αποδοχή καπιταλιστικών οίκονομικών ΑξιωμΑτων πρέπει νά Αντιμετωπιστούν μέ τόν Ιδιο σκεπτικισμό, πού άντιμετωπίζονται κι έκεΐ- νες πού Από τήν Ινταξη σοσιαλιστικών στοιχείων στήν καπιταλιστική οικονομία μαντεύουν κιόλας τήν έξαφάνιση της. "Ετσι ή Αλ- λοιώς τά σημειούμενα έδώ κι έκεϊ προτσές Αποκαλύπτουν δτι ύ- πάρχουν δυσκολίες Αλλά καί πολύτιμες Απαρχές, Ικανές, κάτω Από τΙς κατΑλληλες συνθήκες, ν’ Ανοίξουν τό δρόμο στήν έπιτυχία σοσιαλιστικών κοινωνικών αίτημΑτων κι δτι δέν έπιτρέπεται νά γίνουν αΙτία νά σταματήσει ή έπιδίωξη αύτών τών σκοπών ούτε ο! πρακτικές δυσκολίες, ούτε οί θεωρητικές Αντινομίες. ’Αντίθετα πρέπει ν’ Αποτελέσουν λόγο νά καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια γιά νά κατανοηθοϋν καί νά συλληφτεΐ ή συγκεκριμένη τάση Ισοσταθμίζοντας τά μειονεκτήματα καί τούς κινδύνους πού προ- καλοϋνται. Ά ν οί Αντινομίες καί ot Αντιδράσεις θάπρεπε ν’ Απο- τελοϋν έμπόδιο στήν πραγματοποίηση σκοπών, γιά τήν άξιωματική όρθότητα τών όποιων είναι βέβαιος κανείς, τότε θά ήταν άνάγκη νά σταματήσουν ot Ανθρωποι, δχι μόνο νά ένεργοϋν, άλλά καί νά άξιολογοϋν. Ώστόσο σέ καμιά περίπτωση δέν μπορούμε νά άποφύ- γουμε τήν άντινομία τής άξιακής προτίμησης,” πού Ανάλυσε δ Νικ. ΧΑρτμαν, κι αύτό δχι μόνο δταν ένεργοϋσε πάνω στό έδαφος τού άξιακοϋ σχετικισμού καί βρισκόμαστε προκαταβολικά κάτω άπό τήν κυριαρχία αύτοϋ τοϋ άξιώματος, άλλά κι δταν μόνο συνδεόμαστε μέ μιά άξιακή ήθική, μέ τήν έννοια πού τής δίνει δ Χάρτ-
887
μαν. Καί ή σοσιαλιστική κοινωνική πολιτική δέν μπορεΐ ν* άποφύ- γει αύτήν τήν άντινομική διάρθρωση άνθρώπινης άξίας καί δράσης σέ σχέση μέ τή δική της πραγματικότητα καί τή δική της ιστορική Αποστολή. Ή ύπόθεση δτι μέ τήν κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων θά. ρυθμιστοΟν αύτόματα καί δλες ot άλλες άξίες καί θα πραγματοποιηθούν ot ιδέες τής κοινωνικής άλλαγής, δέν άντεξε στή δοκιμασία τής Ιστορικής έμπειρίας. Στηριζόταν περισσότερο στήν ύποτίμηση, τήν έλαττωματική άντανάκλαση καί άντιμετώπιση τών άντίδρομων προτσές πού προκαλεΤ ή άλλαγή. ’ Ιδιαίτερα σάν άπλοϊκή ίχει άποκαλυφθεΐ ή προσδοκία, δτι ot σοσιαλιστικές βάσεις τής παραγωγής θά προωθήσουν κατά τρόπο αύ- τόματο καί τά άλλα, έξ όρισμοΰ, χαρακτηριστικά μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, δηλαδή τήν πνευματική έλευθερία, τήν έμφάνιση ένδς νέου τύπου άνθρώπου καί μιας, νέας ποιότητας, άλληλεγγύης τών άνθρώπινων σχέσεων. "Οσο σωστό καί άπαραίτητο είναι νά ύ- πολογίζουμε συνεχώς αύτή τήν άποψη, τόσο θά είναι λάθος, άν άπό τήν Ιστορική έμπειρία συμπεράνουμε, δτι τά στοιχεία πού περιέχει ό σοσιαλισμός είναι άνέκλητα άσυμβίβαστα μέ τήν ϊννοια τής άνθρωπιστικής κοινωνίας. Έ άντίληψη αύτή βάζει μέ τό κεφάλι κάτω τήν παληά αισιόδοξη θέση τής αύτόματης όμοιογένειας καί λαθεμένα δέχεται σά δεδομένη μιά πλαστότητα έκεϊ πού άρχικά περίμενε μιάν έπικύρωση. 'Ωστόσο ή πραγματικότητα τρέχει περισσότερο περίπλοκα καί πρέπει νά δοκιμαστεί πολλές φορές προ- τοϋ έννοηθεΐ σάν ένας άνετος συνδυασμός, πού φυσικά πάλι θά μποροϋσε νά είναι κατάσταση άνακλητή καί κυκλωμένη άπό μόνιμους κινδύνους. Δέν πρέπει νά ύποτιμηθοϋν ot πραγματικές δυσκολίες πού προκύπτουν άπό τή δημιουργία μιας κοινωνίας που Ικανοποιεί δλα τά παραδοσιακά γνωρίσματα τοϋ σοσιαλισμοϋ — κοινωνικοποίηση τών παραγωγικών μέσων, Ισότητα, προσανατολισμό τής οΐ- κονομίας στίς άνάγκες τοϋ άνθρώπου, εύημερία, δημοκρατικό τρόπο σχηματισμού τής πολιτικής βούλησης, πνευματική έλευθερία καί ποιότητα τών άνθρώπινων σχέσεων, οδτε πάλι νά άποτιμηθεϊ πολύ ύψηλά ή άδυναμία νά πραγματοποιηθεί μιά διαρκής συμφιλίωση δλων αύτών τών στοιχείων. Άλλά, δπως καί σέ άλλους τομείς τής ζωής, αύτό τό γεγονός δέν άποτελεΐ αιτία νά άποτραποϋν ot προσπάθειες γιά τήν πραγματοποίηση τοϋ σκοποϋ. Ό ταν πάρουμε ύπόψη μας τόν άντινομικό χαρακτήρα τής άνθρώπινης φύσης καί τίς δυσκολίες στάθμισης πού βαραίνουν γενικά κάθε σύνθετη κατάσταση μέσα στήν δποία πραγματοποιείται 2να πλήθος σκοπών, δέ θά μείνει καμιά άσυμφωνία πού νά χαρακτηρίζει ειδικά τούς σοσιαλιστικούς σκοπούς. Γι’ αύτό είναι άστοχη ή προσπάθεια τοϋ Φρήντριχ Χάυβεκ, πού γιά χάρη καπιταλιστικών σκοπών, βάζει μέ τό κεφάλι κάτω τόν μαρξιστικό ντετερμινισμό καί θέλει ν’ άπο-
δείξει, άπό τή μιά τήν άδιατάρακτη δμοφωνία τοΟ καπιταλισμού μέ τή δημοκρατία κ*. άπό τήν άλλη τήν άναγκαστική συνέπεια τοΟ όλοκληρωτισμού στήν κεντρικά διευθυνόμενη οίκονομία,'1 δπως είναι άστοχη καί ή απλοϊκή μαρξιστική άποψη γιά τήν αύτόματη έ- ναρμόνιση αύτών τών δύο στοιχείων.'
Μιά σοσιαλιστική κοινωνία πού δέ θέλει νά παραιτηθεί άπό τήν προσπάθεια νά διατηρήσει άδιάσπαστη τή σχέση μέ τούς σοσιαλιστικούς συλλογισμούς καί τΙς σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, πρέπει νά έμψυχώνεται διαρκώς άπό τή θέληση καί τήν προθυμία νά συγκεντρώνει καί να ένώνει τά στοιχεία πού στήν πραγματικότητα, έξαιτίας ένάντιων ιστορικών περιστάσεων καί τής άποτυχίας τών άνθρώπων έχουν άναπτυχθεϊ χωριστά. Ή θέληση γιά τό σοσιαλισμό πού δέ βγαίνει, ούτε συμπεραίνεται άπό τά- γεγονότα, άλλά μπορεΐ μιά χαρά νά έπιμένει καί νά παρεμβάλλεται σ’ αύτά, άκόμη καί κάτω άπό τή μαζική τους έπίδραση, άν δέ θέλει νά μείνει στίς μερικές μεταρρυθμίσεις καί ιτσι νά σπάσει τή σχέση μέ τή συνέπεια πού πάντα έπικαλεΐται, πρέπει νά περικλείνει καί τήν προθυμία νά διορθώνει τΙς λαθεμένες έξελίξεις καί νά τΙς καταπολεμά δπου παρουσιάζονται καί είναι δυνατή ή καταπολέμηση τους. Ή καθαρή θεωρητική Ιρευνα μπορεί ν’ άποτελέσα βοήθεια γιά τό σωστό προσανατολισμό, γιά νά βρεθεί τό ιστορικά χαμένο στήριγμα τοΟ Άρχιμίδη πού θά Ικανέ εύκολη μιά σοσιαλιστική έξέλιξη σέ μεγαλύτερη ένταση καί μέ περισσότερο άνόθευτη μορφή, μιά πραγματική πιθανότητα έπιτυχίας. Τό δτι αύτή ή πιθανότητα δέν ά- ξιοποιήθηκε, δέ σημαίνει γχά τήν άντίληψη πού δέν είναι ντετερ* μινιστική καί πού θεωρεί τό σοσιαλισμό έπιθυμητό, άλλά φυσικά δχι άναγκαίο, δτι πρέπει νά καταλήξει κανείς στό συμπέρασμα πώς ή πιθανότητα αύτή χάθηκε άπό ίστορική άναγκαιότητα. "Αν δεχτούμε αύτή τήν ύπόθεση τότε δέν μπορούμε δίχως νά ξαναπέ- σουμε στόν ντετερμινισμό, νά συμπεράνουμε δτι θά ξαναπαρουσια- στεί ύποχρεωτικά ή Γδια πιθανότητα στροφής πρός τό σοσιαλισμό, δτι θά έπαναληφθεί ή πρόκληση γιά τή συγκέντρωση τών σκόρπιων σοσιαλιστικών δυνάμεων. Άπό τό άλλο πάλι μέρος δέν μπορεΐ νά βγει καί τό άντίθετο συμπέρασ|ΐα, δτι δηλαδή άφοΟ πέρασε άνεκμετάλλευτη αύτή ή δυνατότητα, ή παραπέρα έξέλιξη Ιχει έκ- τραπεΐ άνεπανόρθωτα, κι δτι οί προσπάθειες νά προωθηθούν στή σωστή θέση οί παραμορφωμένες άναλσγίες είναι δίχως έλπίδα. Αύτός είναι ό λόγος πού παρ’ δλες τις κεντρόφυγες τάσεις, ή θέληση γιά τό σοσιαλισμό δέν πρέπει νά συμβιβαστεί μέ τή διάσπαση τών δυνάμεων πού έμφανίστηκε στήν πράξη, άλλά σέ κατάσταση θεωρητικά άνοιχτή πρός δλες τις κατευθύνσεις νά έπιδιώ- κει τή σύνδεση μέ δλες έκεΐνες τις δυνάμεις πού μέ δικά τους μέσα προσπαθούν νά πλησιάσουν τήν κρίση τού σοσιαλισμού.
19 289
Βέβαια αύτή ή θέληση γι ά συνένωση δλων τών στοιχείων τοϋ σοσιαλισμοΟ πού χωρίστηκαν, γιά συνεργασία μέ δλους δσοι κατέ- χονται άπό τήν Γδια διάθεση πρέπει νά περικλείει τήν προθυμία, άλλά καί τήν ικανότητα νά άναπαρασταθοΟν δλες ot άλλαγές κάτω άπό τΙς όποΐες πραγματοποιείται αύτό τό διπλό προτσές παρέμβασης καί έπανόρθωσης καί προπαντός νά μή συνδεθεί δλη ή προσπάθεια μέ στοιχεία τής παραδοσιακής σοσιαλιστικής άντίληψης που κατεδίκασε ή πραγματικότητα. Τό αίτημα νά έπαναποκατα- σταθεΐ ή εικόνα τοΟ σοσιαλισμοΟ τοΟ Μάρξ, τοϋ σοσιαλισμοΟ πού δ- φειλε νά έπιτύχει στά προοδευμένα βιομηχανικά κράτη, έρχεται σέ σύγκρουση μέ τΙς πραγματικές τάσεις ένός τρίτου καί τέταρτου, δηλαδή τοΟ νέου κόσμου, πού διαρκώς μεγαλώνει κι άφήνει πίσω του τά εύρωπαϊκά προβλήματα.
Ή Τζόαν Ρόμπινσον στή μελέτη πού έγραψε μέ τόν τίτλο «Τί άπόμεινε άπ9 τόν μαρξισμό», άναφέρεται σέ μιά νέα άξιωματική προοπτική πού πρέπει νά γίνει άποδεκτή σέ άντίθεση μέ τόν κλασσικό μαρξισμό. «Κατά τή γνώμη μου τό σπουδαιότερο σημείο τοΟ μαρξιστικού συστήματος πού δέν άντεξε στόν πρακτικό έλεγχο είναι ή άποψη γιά τά Ιστορικά στάδια πού ύποχρεωτικά πρέπει νά διατρέξει μιά κοινωνία: πρωτόγονος κομμουνισμός, δουλοκτησία, φεουδαρχισμός, καπιταλισμός, βιομηχανικός άνταγωνιστικός καπιταλισμός, μονοπωλιακός καπιταλισμός καί τέλος, σοσιαλισμός»." ’Αλλά μέ τήν έγκατάλειψη αύτοΟ τοΟ σχήματος περιοδολόγησης τής Ιστορίας έξαφανίζεται καί ή μονοσήμαντη βεβαιότητα γιά τήν ταυτότητα τοΰ ΙστορικοΟ κληρονόμου, πού έπΐ τόσα χρόνια, δταν δ σοσιαλισμός τοποθετούσε τά πάντα στό χαρτί τής νίκης τής έπανάστασης στά προοδευμένα βιομηχανικά κράτη, άναμφισβήτητα ήταν τό προλεταριάτο. Σήμερα πρέπει νά Εξεταστεί συνειδητά καί ύπεύθυνα κατά κύριο λόγο άν ύπάρχουν άκόμη ή άν είναι δυνατό νά ξαναδημιουργηθοΟν δυνατότητες έπαναστατικοΟ μετασχηματισμού τής δυτικής κοινωνίας ή τουλάχιστο ot δυνατότητες νά πραγματοποιηθούν έστω καί μέ Ιστορική καθυστέρηση οί προσδοκίες τοΟ Μάρξ. Μέ τις άλλαγές πού Εχει δεχτεί ή πραγματικότητα καί δλους τούς άλλους δρους πού παίζουν έναν κάποιο σοβαρό ρόλο στίς κοινωνικές έξελίξεις, γιά τό δυνάμενο νά προβλεφτεΐ μέλλον δ εύ- ρωπαϊκός σοσιαλισμός πρέπει νά περιοριστεί στήν προοπτική κλιμάκωσης τών ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων πού έχει έκθέσει δ Άντρέ Γκόρτς άκόμη ** κι δταν δέν άποκλείονται ot έπαναστατικές προκλήσεις, δπως άπόδειξαν τά γεγονότα τοΟ 1968 στή Γαλλία.
Στό έρώτημα ποιές άπό τΙς άξίες πού Εχουν κατακτηθεί μέσα στά πλαίσια τής καπιταλιστικής κοινωνίας καί πλησιάζουν στίς ά- παιτήσεις μι&ς σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι άρκετά σπουδαίες ώστε νά μήν άμφισβητηθοΟν μαζύ μέ τά άλλα στοιχεία πού γιά
290
χάρη τού σοσιαλισμού πρέπει νά καταπολεμηθοΟν, είναι πολύ δύσκολο νά δοθεί άπάντηση γενική καί άφηρημένη. Αύτός πού θεωρεί τόν σοσιαλισμό σαν ένα συνδυασμό διαφόρων ποικιλιών δχι μόνο έξασφαλίζει ενα κίνητρο γιά δράση, άλλά, κατά τΙς περιστάσεις, είναι καί πρόθυμος νά δεχτεί τήν άποψη δτι τό καλύτερο πού Ιχει νά κάνει σέ μιά συγκεκριμένη κατάσταση ίσως είναι ή έπιφυ- λακτικότητα, πού δέν είναι ύποχρεωτικά έλλειψη έπαναστατικής θέλησης καί μικροψυχίας, άλλά ϊσως άποτέλεσμα μιας όρθολογι- κής έκτίμησης τής κατάστασης ή όποία άποτρέπει άπό Αδικαιολόγητους κινδύνους καί τήν άνάληψη έπαναστατικής δράσης άνεξαρ- τητα άπό τίς πιθανότητες έπιτυχίας. Καί στή σχέση αύτή είναι δυνατό νά διαπιστωθεί ή ύπαρξη μιας άντίφασης άνάμεσα στό σεβασμό τοΰ έπιπέδου άνάπτυξης, τήν άπόλαυση τών καρπών της στόν έθνικό χώρο, καί τή διεθνική άλληλεγγύη μέ τις έπαναστατικές ένέργειες πού προκαλεΐ.
Άπό τότε πού ή περιοδολόγηση τής ιστορίας, ή όποία σημάδευε τό δρόμο πού πρέπει νά διανυθεΐ, ίχει έξαντλήσει τή δύναμη της, χτυπιοΰνται άπό τήν άντινομία τής έπιλογής καί προτίμησης τών άξιών, οί πολιτικές δυνάμεις έκεΐνες πού δρώντας κάτω άπό τούς δρους τής καθυστέρησης έπιδιώκουν νά τήν ξεπεράσουν καί σύγχρονα νά έγκαθιδρύσουν μιά κοινωνία σοσιαλιστική. Στήν περίπτωση αύτή Ινας μαρξισμός πού σχηματοποιεί καί σύγχρονα Αποστασιοποιείται άπό τή βασική έπαναστατική θέληση καί τή σχέση του μέ τόν σοσιαλισμό σάν τήν καλύτερη έπιδίωξη, μπορεΐ ν’ άπο- τραβηχτεΐ άπ’ αύτές τις προσπάθειες, πού Αναλαμβάνονται ύπό δρους άγνωστους καί ξένους στόν Μάρξ, άποδείχνοντας έκ τών πραγμάτων τήν άναρμοδιότητα του.
Βέβαια καί ό σοσιαλισμός πού έκδηλώνει τή συμπάθεια του κι άκόμη τάσσεται άλληλέγγυος μέ προσπάθειες πού βρίσκονται πολύ μακρυά άπό τήν ιστορική πορεία πού άρχικά είχε προβλεφτεΐ, βρίσκεται συχνά μπροστά στό δίλημμα ή νά περιορίσει τό ένδιαφέρον του σέ περιοχές καί καταστάσεις δπου ύπάρχει τουλάχιστο Ινα μίνιμουμ τών Απαραίτητων γιά τό σοσιαλισμό προϋποθέσεων καί Ετσι σάν άπλός παρατηρητής ν’ άφήσει Αδιάφορος νά περάσει άπό δίπλα του Ινα ισχυρότατο ρεΰμα γεγονότων, ή νά παρέμβει καί νά συμμετέχει άκόμη κι έκεΐ πού δέν Ιχουν πραγματοποιηθεί βρισμένες ιδέες ή Ιχουν κακοθεμελιωθεΐ καί κακοποιηθεί καί Ετσι νά φορτωθεί δλα τά μειονεκτήματα καί τό στίγμα καταστάσεων πού θεμελιώνονται στό δνομα τοΰ σοσιαλισμοϋ. Μιά άποχή, συνέπεια δογματισμού, πού διαφυλάσσει τήν Αγνότητα άλλά καταδικάζει σέ πολιτική άπραξία καί μιά συνταύτιση μέ τήν ύπάρχουσα κατά- αταση πού κηλιδώνει άλλά διευκολύνει τή σωτηρία καί τό μετασχηματισμό φαίνεται πώς άποτελεΐ τή Σκύλλα καί τή Χάρυβδη
291
μι&ς γενικής σοσιαλιστικής κοινωνικής πολιτικής. Ή Ιστορική διαφύλαξη καί ή σωτηρία τής τιμής τοϋ σοσιαλισμοΟ θά έξαρτηθεϊ άπό τόν τρόπο πού θά ξεπεραστοΟν αύτά τά έμπόδια.
Ή άντινομι'α τών άξιακών προτιμήσεων ισχύει έπίσης καί γιά τή λύση μιας Αντίθεσης. Ή άντινομία αύτή πού σκιάζει κιόλας τήν κρίση αύτοΰ πού στέκει άπό μακριά σάν παρατηρητής τών γεγονότων, έπιβαρύνει μέ διπλό φορτίο τό πρόσωπο πού δρά άμεσα. Ε δώ δέν είναι ή σπάνια, άλλά άκριβώς ή κύρια περίπτωση τής άν- τινομίας, πού κατέδειξε δ Χάρτμαν, δηλαδή ή περίπτωση τής σύγκρουσης Ανάμεσα στή χαμηλότερη, άλλά γι’ αύτό καί έπιτακτικό- τερη καί τήν ύψηλότερη, άλλά λιγότερο Απαιτητική άξία, πού ύ- ποχρεώνει τό δρών πολιτικά πρόσωπο νά πάρει μιά άπόφαση, νά διαλέξει άνά|ΐεσα στις δυό. Υπάρχουν Απαραίτητες προϋποθέσεις τοΰ σοσιαλισμού δίχως τήν ύπαρξη τών όποίων δένΕπιτρέπεται νά έπιχειρηθεΐ ο5τε ή μερική πραγματοποίηση του; Καί τέτοιες προϋποθέσεις δέν είναι ή πολιτική δημοκρατία, ή ή πνευματική έλευθερία, ή έλεύθερη έκφραση γνώμης καί ή έλεύθερη προσωπική Ανάπτυξη ;
"Οσο σωστό είναι γιά Εύρωπαίους σοσιαλιστές καί ούμανιστές νά δώσουν δίχως δρους μιά καταφατική ΑπΑντηση σ’ αύτό τό έρώτημα, Αλλο τόσο Αντιϊστορική καί Αντιδιαλεκτική θά ήταν ή έπιμονή στήν Ακαμπτη διατήρηση αύτοϋ τοΰ αιτήματος. "Οσο καί άν είναι προτιμότερη μιά έξέλιξη πού στή διάρκεια της πραγματοποιείται διά μιάς καί συμμετρικά τό ξεπέρασμα τής οίκονομικής πολιτικής καί πολιτιστικής καθυστέρησης, δέν έπιτρέπεται νά παρα- βλέπεται δτι ύπάρχουν καί καταστάσεις πού κάνουν Αδύνατη τήν πραγματοποίηση αύτής τής Απαίτησης γιατί προκαλεϊ τόν κίνδυνο νά δημιουργηθεΐ, στή θέση μιάς προοπτικής έξέλιξης, Ινα κενό στό όποιο Οά εισχωρήσουν Ανεξέλεγκτες δυνάμεις.
Είναι κατανοητός ό φόβος νά έχεις σχέσεις ή νά ταυτίζεσαι μ’ Ινα τέτοιο σοσιαλισμό. Αύτός είναι δ λόγος πού ό σοσιαλιστής ’ Οσκαρ Λάνγκε διακρίνει, δίπλα στό καπιταλιστικό καί τό σοσιαλιστικό, Ινα Αλλο πρότυπο οίκονομικής Ανάπτυξης πού τό όνομάζει έθνικοεπαναστατικό.” Ώστόσο, δταν δέν είναι πρόθυμος κανείς νά έρίσει, δπως ό Βέρνερ Ζόμπαρ, τόν σοσιαλισμό Απλώς σάν Αντικα- πιταλισμό,” χάνει βέβαια τή σχέση μέ τά φαινόμενα που παίζουν Ι- να σημαντικό ρόλο στό σημερινό κόσμο, Αλλά Ιτσι κερδίζει, τουλάχιστο Απί. σκοπιά εύρωπαϊκή — τή δυνατότητα νά είναι στόν τύπο του ευχαριστημένος μέ τις μορφές σοσιαλισμού, πού Ικανοποιούν ή δέν ικανοποιούν αύτή τήν αύστηρή άπαίτηση μόνο έφόσο θεωρεί έπίσης καί τόν σοσιαλισμό ξεπερασμένο δπως καϊ τόν καπιταλισμό.
Ή έλευθερία νά παίρνονται Αποφάσεις μέ Ανώτατη Απόδοση καί
292
νά έπιλέγονται Επειτα άπδ σωστή έκτίμηση τών συγκεκριμένων καταστάσεων οί συνδυασμοί πού είναι κατάλληλοι γιά τήν πραγματοποίηση τών σκοπών, είναι δυνατό νά άποβεΐ πρός δφελος δχι μόνο έκείνης τής μορφής τοϋ σοσιαλισμοΟ πού άναπτύσσεται κάτω άπό τούς δρους τής καθυστέρησης, άλλά καί τοϋ σοσιαλισμοϋ πού δρα μέσα στά προοδευμένα βιομηχανικά κράτη, γιατί τοϋ δίνει τή δυνατότητα νά συνυπάρχει μ’ Ινα περιορισμένο σέ Ικταση καί σημασία ιδιωτικό καπιταλισμό, τουλάχιστο δταν καί δσο ot μάζες δέν ύποστηρίζουν τό πέρασμα σ’ Ινα καθαρώς σοσιαλιστικό σύστημα. Ό σημερινός σοσιαλισμός δέν καλύπτεται άπό καμιά θεωρία καί δέν άπαλλάσσεται άπό τούς κινδύνους πού διατρέχουν δλες οί άν- θρώπινες ένέργειες, άλλά έπίσης καί δέν έμποδίζεται άπό καμιά θεωρία καί δέν περιορίζονται οί δυνατότητες του. Ot δυνατότητες αύτές πρέπει νά προσανατολίζονται στήν άκριβώς γνωστή κάθε φορά κατάσταση καί τούς σκοπούς πού άποτελοϋν τή συνέχεια τής σοσιαλιστικής παράδοσης καί νά ύποτάσσονται γενικά στήν έκτί- μηση τοΰ ύποκειμένου πού βρίσκεται σέ δράση. Ό σοσιαλισμός παύει πιά νά είναι άναγκαιότητα καί γίνεται μιά δυνατότητα πού μπορεΐ νά πετύχει τό άπίθανο καί Ιτσι νά φτάσει κοντά στήν πραγματικότητα. Σοσιαλισμός πού θέλει νά έπικρατήσει σ’ Ιναν κόσμο καί μάλιστα σέ άντιπαράθεση μέ τά προβλήματα αύτοϋ τοΰ κόσμου είναι Ινα τόλμημα πού άπαιτεί τό πέρασμα πολλών Ιμπο- δίων καί διαρκώς άντιμετωπίζει τόν κίνδυνό, δσο περισσότερο ξαπλώνεται, τόσο περισσότερο νά χάνει σέ ούσία παρά νά κερδίζει. 'Ωστόσο αύτό δέν άποτελεϊ λόγο, ό νόμος πού βαραίνει πάνω σ’ δλες τις μορφές πραγματοποίησης τής άνθρώπινης ύπαρξης, νά κάνει έξαίρεση καί νά άπαλλάξει άπ’ αύτά τά μειονεκτήματα τήν τολμηρότερη συμπύκνωση τών άνθρώπινων παρορμήσεων καί Ιπι- θυμιών.
Τό έρώτημα είναι: μήπως θά διευκολυνθούμε στό νά παραδεχτούμε αύτόν τόν νόμο, άν ξανασκεφτοϋμε τΙς έναλλακτικές διεξόδους άπ’ αύτήν τήν κατάσταση Ισορροπίας; Ή προσπάθεια γιά μιά θεωρητική άνακατασκευή τοϋ ξεπερασμένου σοσιαλισμού καί τήν άπελευθέρωση του μέ τή μορφή μιΛς νέας πράξης μπορεΐ νά βρει ίσως διέξοδο στό τόλμημα, νά παραιτηθεί αύτός 6 σοσιαλισμός άπό μιά γενική νοητική έρμηνεία τοϋ κόσμου καί, στό χώρο πού έ- πηρεάζει, νά περιοριστεί σέ μεταρρυθμίσεις καί νά παραμελήσει τίς συναρτήσεις πού δέν μπορεΐ οδτε νά έπηρεάσει οδτε νά έλέγ- ξει. Ή στάση αύτή πού γενικά μπορεΐ νά συνδεθεί μέ τοπικές δραστηριότητες άξιες νά έπιδοκιμαστοϋν, αέ τήν ιδιαίτερη, δική της θέα τής έννοιακής καί πραγματικής σχέσης, ύπάγεται στό σοσιαλισμό σά μιά όρισμένη, δπως πάντα, άδιάαπαστη συνέχεια καί πραγματικότητα.
293
Γιά τή στράτευση πού Ιχει Απογοητευτεί άπδ αύτήν τή στάση καί περιορίζεται συνειδητά σέ μιά σχέση έποπτείας τών γεγονότων, ύπάρχουν τά περάσματα πρδς τήν Αδέσμευτη Απάθεια, τήν υποχώρηση στήν ιδιωτική ζωή, τήν Αποχώρηση Απδ περιοχές δράσης πού φαίνεται πώς πιά δέν Ανταμείβουν ή πού μέ τήν Απώλεια τής γενικής προοπτικής Εχασαν πιά τήν παληά τους έλκυστι- κότητα. Άπδ τήν τέτοια τοποθέτηση καί έφόσο θά συμπυκνωθεί σέ Αναπόληση τοϋ δρόμου πού διανύθηκε ώς τώρα, είναι δυνατό τδ πέρασμα στήν Αντίδραση καί μιά φιλοσοφία, πού θεωρεί, δχι μόνο συγκεκριμένα καί Ιστορικά, άλλά καί άπό άποψη Αρχών γενικά σάν δρόμο πλάνης δλο τό δρόμο πού διανύθηκε κάτω Απδ τά σήματα τοϋ σοσιαλισμοϋ. Στήν περίπτωση αύτή σάν άναγκαστικά ύποβαλλόμενη συνέπεια άπό τήν τέτοια τοποθέτηση προκύπτει μιά συντηρητηκή - στατική εικόνα πού δείχνει τδν τρόμο άπό τήν Αλλαγή τών πραγμάτων κι άκόμη μπορεΐ κάτω άπδ όρισμένους κοινωνικούς δρους καί σέ συνάρτηση μέ μιά όρισμένη φιλοσοφία νά μετατραπεϊ σέ ένεργητική άντιδραστική Εξέγερση σάν αύτή πού σέ μεγάλη κλίμακα μάς παρουσιάστηκε μέ τδ φασισμό. "Οταν δμως θεωρεί, άπό άποψη άρχών, δτι άκόμη καί στό χώρο τής προόδου πού Εχει Επιτευχθεί είναι άδύνατο νά τακτοποιηθοϋν ot Εξελίξεις πού μπήκαν σέ λαθεμένο δρόμο, τότε πιά δέν είναι παρά ύπόθεση γούστου καί Εκφραση λιγότερης ή περισσότερης συνέπειας, πόσο πίσω θά γυρίσει στή συκοφάντηση τής προόδου καί άν θά μισήσει μόνο τδν μαρξισμό καί τδν σοσιαλισμό ή άκόμη καί τή γαλλική έπανάσταση καί τδν φιλελευθερισμό.
"Επειτα, καί παρά δσα Εγιναν, ή άπόφαση νά πει κανείς ναΐ στόν σοσιαλισμό, σημαίνει άσφαλώς δτι πρέπει νά Εχει πάρει στά σοβαρά τά λάθη καί Εγκλήματα πού διαπράχθηκαν, γιατί μόνο Ετσι είναι δυνατό νά ξεφύγει 6 σοσιαλισμός άπδ τήν κατηγορία τοϋ «άσεβοϋς όπτιμισμοϋ» πού τοΰ άπόδωσε δ Σοπεγχάουερ καί νά γίνει Ενας κριτικός όπτιμισμός. Καί Ενας τέτοιος δπτιμισμός δέ θά παρασυρθεΐ άπό τήν Ιδέα τής σύγκλισης πού δδηγεΐ δήθεν αύτό- ματα στήν κατεύθυνση μιδς κοινωνίας σοσιαλιστικής. "Ετσι καί μέ τό άνέβασμα δλων τών προσπαθειών γιά τή δημιουργία μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, δ σοσιαλισμός δέ θά φαίνεται πιά άπλώς σά μιά πιθανότητα δίπλα σέ άλλες, δπως είναι ή πιθανότητα τοϋ δλοκληρωτικοΰ άφανισμοΰ τής ζωής ή τής όλο- κληρωτικής κυριαρχίας άνεξέλεγκτων διευθυντών. Ot λαθεμένες Εξελίξεις θά φανοΰν σάν άποτέλεσμα δυνατοτήτων πού παραμελή- θηκαν καί δχι σάν άναπόφευκτη μοίρα καί θά συνηγοροΰν, άκόμη κι άπδ αύτή τήν άποψη, γιά μιά σοσιαλιστική κοινωνική πολιτική πού στίς ιδέες της θά συμπεριλαβαίνει καί τΙς άντίθετες τάσεις πού ύποτιμοΰν τΙς Ιστορικά παραμελημένες άντανακλάσεις καί θά
294
χρησιμοποιήσει δλο τό Ιστορικό ύλικό ώς σημείο σύνδεσης μέ δλα τά στοιχεία σοσιαλιστικής πολιτικής πού ύπάρχουν σέ άνατολή καί δύση. Γιατί, άν ή Αμφισβήτηση τών σοσιαλιστικών κριτηρίων δέν πηγαίνει τόσο μακρυά πού ν’ άφαιρεϊ άπ’ αύτά κάθε στοιχείο προσανατολισμοί), ή Ιστορική έμπειρία διδάσκει, σέ σχέση μέ μιά Ιδανική ένότητα πού τήν Εχουμε μπροστά στά μάτια μας, τήν άνάγκη νά σχετικοποιοΟμε τήν ένότητα αύτή καί νά τή συνδυάζουμε, Ανά- λογα μέ τόν τόπο καί τήν έποχή. Ό σοσιαλισμός πού σέ διάφορους βαθμούς καί μέ διαφορετικό χρώμα ύπάρχει σ’ δλα τά συστήματα μεταφυσικοποιεί τόν άκαμπτο σχηματισμό μπλόκ καί τή χάραξη συνόρων στόν κόσμο καί προκαλεϊ δλους τούς σοσιαλιστές νά Αποφασίζουν κάθε φορά μέ ποιό συγκεκριμένο σύστημα Αναφοράς ή μέ ποιό είδος στράτευσης θά προσφέρουν στδν σοσιαλισμό τΙς καλύτερες ύπηρεσίες ή θά τοΟ προξενήσουν τή λιγότερη ζημιά. Έ τσι στή σοσιαλιστική άντίληψη ή Ιδέα τής ούδετερότητας περιέχει Ινα νόημα βαθύ καί θετικό πού κατευθύνει τή δράση πρός τή με- ταφυσικοποίηση τοϋ συστήματος. Άλλά κι έκεϊ πού δ σοσιαλιστής, Επειτα άπό τή συγκεκριμένη στάθμιση τών γεγονότων, συνδέεται μ’ Ινα σύστημα πού μέ τή σημερινή του συγκρότηση δέν μπορεί νά είναι Ακόμη σοσιαλιστικό μέ δλη τήν Ιννοια, γιατί 6 σοσιαλισμός σάν έλοκληρωμένη συμφιλίωση δλων τών στοιχείων του είναι Ινα καθήκον πού Ακόμη δέν Ιχει Εκπληρωθεί, μπορεί νά παραμένει σ’ αύτό, άλλά μέ τήν προϋπόθεση πώς θά είναι Ιτοιμος νά προχωρήσει γιά τήν κατάκτηση τοϋ ΙδανικοΟ πού δέν πρέπει νά μείνει γιά πάντα ούτοπία.
295
Κβφάλαιο 7
MAPS ΚΑΙ ΣΟΠΕΓΧΑΟΥΕΡ - MAPS ΚΑΙ ΦΡΟΫΊΝΤ
Τήν κατηγορία τοϋ ΑσεβόΟς όπτιμιαμοϋ ό Άρθουρ ΣοπεγχΑουερ δέν τήν Απόδωσε μόνο στό σοσιαλισμό καί τΙς πολιτικές προϋποθέσεις καί συνέπειες του άλλά γενικά στήν πίστη στήν πρόοδο, γιά πίστη πού στήν Ιστορία βλέπει μιά συνεχή σειρά διαδοχής καταστάσεων δλοένα ύψηλότερων, ωριμότερων καί άξιακά περισσότερο όρθολογικών. Στό βαθμό ποΰ ό πεσσιμισμός τοϋ Σοπεγχάουερ ήτανε διαμαρτυρία κατά τής φτηνής έναρμόνισης τών παθών καί τών συγκρούσεων τοϋ κόσμου ή τής φιλοσοφικής συνδιαλλαγής μέ τά κακά του πάνω στό δρόμο τής άγνοιας, δπως στή φιλοσοφία τοϋ Λάίμπνιτς ποΰ θεωροϋσε τόν ύπάρχοντα κόσμο σάν τόν καλύτερο τών δυνατών κόσμων, άλλά καί κατά τοΰ όπτιμιστικοϋ ντετερμινισμού πού θεωροϋσε τήν έξέλιξη πρός δλο καί λαμπρότερες έπο- χές σάν Αναγκαίο φυσικό προτσές, ήταν καί είναι γενικά δικαιολογημένος σάν 2να άπό τά στοιχεία διευθέτησης. Εννοείται δτι έ- κεϊ ποΰ συκοφαντεί τή θέληση γιά πρόοδο, δχι άπλώς σά μιά μορφή πού δέν Ιχει Αντανάκλαση Αλλά έντελώς γενικά, δχι μόνο έρχεται σέ Αντίφαση μέ τήν ιστορική έμπειρία πού σάν ύλικό Αντίληψης μάς παρουσιάζει Αξιόλογες όπωσδήποτε προόδους σέ διΑφορες περιοχές τής κοινωνικής ζωής, Αλλά καί Αποδείχνεται σάν ντετερ- μισμός μέ άντίθετα χαρακτηριστικά πού βουλιάζει τΙς σχετικές προόδους στό γκρίζο φόντο μιάς θλιβερής πραγματικότητας μέ τόν Γδιο τρόπο πού ό άκριτος όπτιμισμός άπλώνει τόν πέπλο του πάνω άπό τά θύματα καί τΙς άμφιβολίες γιά τήν πρόοδο. ’Οπτιμισμός καί πεσσιμισμός θέλουν νά καταπνίξουν τήν Αντίθετη σ’ αύτούς πραγματικότητα πού άμφισβητεΐ τή λαμπρότητα τών κατασκευασμάτων τους ή νά τή φκιασιδώσουν τόσο πού ή λάμψη της νά μή θολώνει καί νά ταιριάζει στήν εικόνα τής δικής τους κοσμοαντίληψης.
"Ετσι ή Αλλοιώς τΙς Ακραίες θέσεις τοϋ άπλοίκοϋ όπτιμισμοϋ καθώς καί τοΰ Απολύτου πεσσιμισμοϋ πολύ λίγες πιθανότητες έχουν νά τΙς θεωρήσουν οί άνθρωποι ώς θεμέλιο τής δράσης τους. Τόσο στόν Ατομικό, δσο καί στό συλλογικό τομέα. Δέ χρειάζεται νά τονιστεί Ιδιαίτερα οδτε νά προσκομιστοΰν άποδείξεις γιά νά γίνει Αποδεχτό δτι, έπειτα άπό τΙς καταστροφές τοΰ αΙώνα μας, ό Απλοΐ-
297
κός, άκόμη κι δ μεταφυσικά τροποποιημένος δπτιμισμδς είναι έλά- χιστα άξιόπιστος. Άντίθετα ή άντίδραση στά φρικιαστικά γεγονότα τί)ς έποχής μας Εχει εύνοήσει περισσότερο μιά μεταστροφή στδν άπόλυτο πεσσιμισμό, παρά τήν έπιμονή στήν άπλοϊκή πίστη στήν πρόοδο, πίστη πού άπδ τά χρόνια τοϋ διαφωτισμοΟ, Εφτασε ώς τήν έποχή μας. 'Ωστόσο καί δ άπόλυτος πεσσιμισμός, που φιλοσοφικός του προπάτορας καί δδηγδς μπορεΐ νά θεωρηθεί ή πεσσιμιστική φιλοσοφία τοϋ Σοπεγχάουερ, Ερχεται σέ άντίθεση μέ στοιχειώδεις έμπειρίες καί τήν άνάγκη πού πάντα έπιβάλλεται στδν άνθρωπο, νά δραστηριοποιηθεί καί νά έπέμβει γιά νά τροποποιήσει τήν πορεία τών πραγμάτων. Ή πίστη στδν άπόλυτο πεσσιμισμδ παραβλέπει τήν πρόοδο καί τΙς κατακτήσεις πού δπωσδήποτε άπολα- βαίνουν ot άνθρωποι σέ τόσες πολλές περιοχές τής ζωής τους, φράζει τδ δρόμο στίς έλπίδες γιά τδ μέλλον καί Εμποδίζει τήν ούσια- στικώτερη κινητήρια δύναμη τής άνθρώπινης δράσης, τή θέληση τοϋ άνθρώπου πού προχωρεί ψαχουλευτά μέσα στή σκοτεινιά τοϋ μέλλοντος. Έ διέξοδος τοϋ άτομικοϋ άφανισμοϋ καί τής άποχώρη- σης άπ* τδ κακδ κόσμο πού προσφέρει δ άπόλυτος πεσσιμισμδς είναι έλκυστική καί άνακουφιστική μόνο γιά μερικούς καί μόνο κάτω άπδ ιδιαίτερες περιστάσεις, άλλά δέν περιέχει καμιά προοπτική συλλογική, έκτδς άπδ τήν άμυνα στήν ταπείνωση τοϋ κακοϋ πού κυριαρχεί στήν άνθρώπινη φύση, άλλά καί πάλι δίχως πολλές έλπίδες σωτηρίας άπ’ αύτό. Ό πεσσιμισμός, μέ τήν Εννοια πού τοϋ Εδωσε δ Σοπεγχάουερ, δχι μόνο δέν Εχει καμιά έμπιστο- σύνη στήν έξαγνιστική Ικανότητα τής συλλογικής θέλησης καί δράσης τοϋ άνθρώπου, άλλά καί κάνει αίσθητή τήν Ελλειψη σ’ αύ- τδν μιάς θετικής έκτίμησης τοΙΪ λογικοϋ σάν άρχής ρυθμιστικής πού άναιρεΤ ή καί περιστέλλει τδ κακό. Σύμφωνα μέ τήν άκραία αύτή μορφή τοϋ πεσσιμισμοϋ δ άνθρωπος δέν είναι οδτε καλός, οδτε λογικός, δηλαδή οδτε Ενας Εξυπνος διάβολος κατά τήν Εννοια τοϋ Κάντ, πού ή φιλοσοφία του παραδέχεται καί μάλιστα προβάλλει σ’ δλη του τήν καθαρότητα «τδ ριζικδ κακδ»1 στήν άνθρώπινη φύση, μένοντας σύγχρονα πιστή στήν άρχή τοϋ διαφωτισμοΟ «τής έξόδου τοϋ άνθρώπου άπδ τήν Ενοχη άνηλικότητα» * γιατί Ιμπι- στεύεται άκριβώς στήν Ικανότητα τοϋ λογικοϋ νά λύσει τά προβλήματα πού μπορεΓ νά ύπάρχουν άκόμη καί γιά Ενα λαδ άπδ διαβόλους.
Σήμερα δέ μπορεΐ πιά ή έκλογή νά είναι άνάμεσα στδν άπλοΐκδ δπτιμισμδ καί τδν άπόλυτο πεσσιμισμδ γιατί κι οί δυδ βρίσκονται σέ άπελπιστική άντίθεση μέ τΙς άδιάψευστες έμπειρίες καί τίς αύτοτε- λεΤς προσπάθειες τών άνθρώπων καί τδ μόνο Ενδιαφέρον πού Ιχουν είναι νά παίρνονται ύπόψη σάν δριακές άξίες στίς δποΐες είναι δυνατδ νά προσανατολίζονται ή διαφωτισμένη θέληση καί γνώση. 'Ωστόσο ή
Απομάκρυνση Απ’ αύτές τΙς Ακραίες θέσεις που έκφράζουν τήν ίδια τους τήν Ασυναρτησία καί προσφέρουν στήν έπίθεση Αναρίθμητες έπι- φάνειες, δέ σημαίνει πώς ή πείρα δίνει 2να μονοσήμαντο συμπέρασμα πού είναι εύκολο Απλώς νά μεταφερθεί μετά στήν πραγματικότητα καί κεΐ ν’ Αντέξει ίσαμε τό τέλος. Ή Αβασιμότητα τών Ακραίων θέσεων δέ σημαίνει έπίσης δτι ή Αντίθεση, πού Απομένει σ’ αύτές καί πού διαρκώς δξύνεται περισσότερο, μπορεί νά έξοριστεί Απ’ τδν κόσμο καί νά λυθούν δλα τά προβλήματα πάνω στή γραμμή τής μικρότερης Αντίστασης καί τής μετριοπάθειας, δηλαδή πρδς τήν κατεύθυνση νά περιοριστεί ή Αλήθεια πού περιέχουν όπτιμισμός καί πεσσιμι- σμός πρός δφελος μιδς στΑσης, πού θεωρεί τούς Ανθρώπους λιγάκι καλούς καί λιγΑκι κακούς κι αύτό βγάζει Ινα μή δεσμευτικό συμπέρασμα μέ τήν Ιννοια μιδς φιλοσοφίας γιά τδν κόσμο πού δέ θέλει ν’ Αφήσει δλο τδ βάρος ούτε στό καλό, οδτε στδ κακό, άλλά έπιμένει νά τρίψει καί νά λειΑνει τις αιχμές καί τών δυδ διαστΑσεων. Μιά τέτοια Αποκλίνουσα συνέπεια, δηλαδή Ασυνέπεια, καταλήγει στήν τριμμένη διαπίστωση πώς παντού ύπάρχουν καλές καί κακές πλευρές καί γι’ αύτδ δέν είναι άνάγκη νά παίρνουμε τά πράγματα καί τόσο κατάκαρδα. Βέβαια Ιπειτα άπδ μιά τέτοια ρύθμιση τής προβληματικής κανένας δέν τολμδ νά παραδοθεΐ στήν πίεση τών γεγονότων καί μπροστά στδν δγκο τής συγκεντρωμένης πείρας νά δμολαγήσει Ανοιχτά τή δυνατότητα νά βγοΟν έναλλακτικά συμπεράσματα.
Άλλά, άν πρέπει ύποχρεωτικά νά θεωρηθούν σάν άποτυχημέ- νες τόσο ot άκραΐες αύτές θέσεις, δσο καί ot προσπάθειες γιά μιά Ιστω καί περιορισμένη ρύθμιση τής άντίθεσης πού βρίσκεται σ’ αύτές, τότε ή έκλογή δέ μπορεί νά είναι Αλλη παρά άνάμεσα σ’ Ινα διαφωτισμένο όπτιμισμό κι Ινα έπίσης, διαφωτισμένο πεσσιμισμό. Είναι δυνατό νά διευκολυνθεί ή Απόφαση μας Από μιά σωστή Αντανάκλαση τών προϋποθέσεων καί συνειπειών τους, μά δέν μπορεί νά μή γίνει ή ίδια ή έκλογή. Τό Αποτέλεσμα τοϋ Απόλυτου πεσσι- μισμοϋ μέ τήν Ακραία του άρνηση κΑθε προόδου, πολιτικά Ιπρεπε νά δδηγεί σ’ Ικείνο τό Αντιδραστικό συμπέρασμα πού δέ δίστασε νά βγάλει προσωπικά δ Σοπεγχάουερ, άπόλυτη μοναρχία ή δικτατορία.' "Ενας συνεπής στδν έαυτό του πεσσιμιστής στδ μέτρο πού δ πεσσιμισμός του δέν περιορίζεται σέ μιά καθαρά προσιοπική έ- ποπτεία τών πραγμάτων, μπορεί κάτω άπό τούς δρους τής βιομηχανικής κοινωνίας νά καταλήξει στήν έκχώριση τής έξουσαίας στά χέρια έκείνων πού είναι Ικανοί νά δργανώσουν καί ταυτόχρονα νά κρατήσουν σέ ύποταγή τδ κακό πού ύπάρχει στδν άνθρωπο. Σύμφωνα μέ τήν άκραία πεσσιμιστική έκτίμηση τών δυνατοτήτων έξέλιξης τοϋ άνθρώπου. δ φασιστικός Ιρρασιοναλισμδς δέν είναι πιά μιά λαθεμένη, Αλλά Αντίθετα ή πιό κατάλληλη καί χρήσιμη συνέπεια.
299
Άπδ τήν άλλη μεριά δ μή στοχαστικός δπτιμισμδς πού δέν παίρνει ύπόψη του τά τρομερά διδάγματα καί τις Απογοητεύσεις πού προκάλεσε ή πρόσφατη Ιστορία, άκριβώς μέ τήν άδιάσπαστη σύνδεση του μέ παραδόσεις πού δπωσδήποτε έχουν γίνει άμφισβητήσι- μες μπορεί νά φέρει τΙς πιό βαρειές ζημιές. Άκουμπά στδν έγκα- ταλειμένο φιλελευθερισμό καί τδν κάνει νεοφιλελευθερισμό, σάμπως νά μήν Ιχει συμβεΐ τίποτε άπδ καπιταλιστική ή Ιστορική άποψη ή. σάμπως νά μήν άποτελεϊ γεγονδς δ έκφυλισμδς τοϋ κομμουνισμοί), καταγίνεται νά κάνει εύτυχισμένο τδν κόσμο σύμφωνα μέ τδ παληδ στύλ. Ό ταν λοιπδν δ λόγος είναι γιά τήν έκλσγή άνάμεσα στδν κριτικό δπτιμισμδ καί τδν κριτικό πεσσιμισμδ δέν είναι δυνατδ νά διαχωριστεί άπ’ αύτήν τδ ζήτημα τών πολιτικών συνεπειών μιάς συγκεκριμένης πολιτικής συμπεριφοράς άφοΟ έδώ δέν πρόκειται γιά διαπίστωση γεγονότων άλλά γιά προβλή|ΐατα άξιακά.
Έφόσο, γιά νά άποκρούσομε τδν άπλοϊκδ όπτιμισμδ καί τδν άπόλυτο πεσσιμισμδ, άποφασιστικδ ρόλο παίζει ή γνώση τών συνεπειών τους, αύτή ή ίδια γνώση πρέπει νά Ιχει τήν ίδια σημασία καί γιά τις κριτικές παραλλαγές τών δυδ αύτών βασικών θέσεων. Εννοείται πώς δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται δτι αύτή ή έκτίμη- ση καί άξιολόγηση καθορίζεται μερικά άπδ προϋποθέσεις καί ά- ξίες κι άκόμη δτι προϋποθέσεις καί άποτελέσματα άλληλοεπηρεά- ζονται, πράγμα πού Ιχει άντίχτυπο στήν άντανάκλαση της. Έπίσης σκόπιμο είναι οί προϋποθέσεις καί οί συνέπειες μιάς πολιτικής άπόφασης ν’ άποχωρίζονται μεθοδικά καί ν’ άντιπαοατάσσον- ται μ’ Ινα τρόπο πού ή άντανάκλαση τόσο τών προϋποθέσεων, δσο καί τών συνεπειών νά πραγματοποιείται άπδ Ινα κέντρο άπόφασης πού σκέπτεται σχετικά έλεύθερα. δηλαδή άπδ Ινα κυρίαρχο άτομο ή μιά δμάδα πού βρίσκεται σέ δράση. 'Η ματιά στίς προϋποθέσεις όξύνει καί ταυτόχρονα θολώνει τή ματιά πού κατευθύνει τήν Ιρευνα στίς συνέπειες πού έξαρτοϋνται άπ’ αύτές τις προϋποθέσεις. Ή ματιά πού ρίχνομε στίς συνέπειες μπορεΐ νά έπιδράσει άναορο- μικά στίς προϋποθέσεις καί Ιτσι νά τις τροποποιήσει ή νά τις ώθή- σει σέ μιά νέα κατεύθυνση, μά τελικά τδ άτομο είναι ή ή δμάδα πού, ζητώντας άπάντηση στά έρωτήματα πού Ιχουν ούσιαστικδ ένδιαφέρον, άνάγει τήν άπόφαση στίς προϋποθέσεις της καί προεξοφλεί τις συνέπειες.
Μέ κάποια άπλοποίηση τών έννοιών είναι δυνατδ νά θεωρηθεί δ δπτιμισμδς σάν προϋπόθεση άριστερής κι δ πεσσιμισμδ: προϋπόθεση δεξιάς πολιτικής κρίσης καί συμπεριφοράς. Όπου κι Αν I- χει — άτομικά καί κοινωνικά ψυχολογικά — τίς ρίζες της αύτή ή προϋπόθεση, στήν άτομική ιδιοσυγκρασία ή στίς έπιδράσεις ένδς κανόνα γενικοϋ, σέ σχέση μέ τήν πολιτική πραγματικότητα είναι
ευκολότερο νά καθοριστεί ποιά είναι ή διαφορά άνάμεσα στίς δυό αύτές στάσεις. Πέρα άπ’ δλα αύτά ή άντίθεση άνάμεσα στό φωτισμένο οπτιμισμό καί τό φωτισμένο πεσσιμισμό, πού έξακολουθεΐ νά υπάρχει άλλά άπαλλαγμένη άπό τήν ύπερβολική όξύτητα τής άν- τίθεσης πού διακρρίνει τόν άκραΐο όπτιμισμό καί τόν άκραΐο πεσ- σιμισμό, μπορεΐ άπό ουσιαστική πολιτική άποψη νά συνοψιστεί στήν άντίληψη δτι ό διαφωτισμένος όπτιμισμός θεωρεί σάν πιθανό ένα κακό πού θά προκύψει άπό μιά μελλοντική κατάσταση ή δποία θά είναι δημιούργημα τής δραστηριότητας του καί δσο είναι δυνατό τό υπολογίζει, άλλά άπό τή γνώση αύτή δέν καταλήγει στό συμπέρασμα πώς είναι καλύτερα νά έπιμένει στήν κατάσταση πού ύπάρχει. ’Αντίθετα διακηρρύσσει τήν άνάγκη νά ξεπεραστεΐ αύτή ή κατάσταση. Ή βασική άριστερή πολιτική διάθεση πού είναι λιγότερο ή περισσότερο όργανικά δεμένη μέ τόν όπτιμισμό, πνευματικά διαποτίζεται άπό τήν άμφισβήτηση καί τήν πεποίθηση στήν ώριμότητα τών διαδόχων καταστάσεων. Έν πάσει περιπτώ- σει είναι πάντα πρόθυμη νά έπανεξετάσει κριτικά καί νά μετασχηματίσει ένεργητικά δλες τΙς παραδόσεις, ένώ ή δεξιά πολιτική διάθεση βγαίνει άπό τήν πεσσιμιστική πεποίθηση δτι τό μελλοντικό κακό, τό κακό πού προξενεί ή άλλαγή, είναι μεγαλύτερο άπ’ τό τωρινό πού τόσο τό ύπερεκτιμοϋν οί όπαδοί τής προόδου. Ό φόβος μπροστά στίς λανθάνουσες δυνατότητες τοϋ άνθρώπου άντιμετω- πίζεται άπ’ τόν άριστερό μέ τήν έμπιστοσύνη πού αύτός τρέφει στίς ικανότητες άνάπτυξης τοΰ άνθρώπου καί στίς καταστάσεις πού ό άνθρωπος δημιουργεί κι άπ’ τό δεξιό μέ τή δυσπιστία στήν Ικανότητα τοϋ άνθρώπου νά κάνει κάτι καλό γιά τόν έαυτό του. Αύτός είναι ό λόγος πού μιά πεσσιμιστική θεώρηση τοϋ κόσμου καί τοϋ άνθρώπου όδηγεί σέ μιά συντηρητική καί στίς άκραϊες περιπτώσεις σέ μιά άντιδραστική πολιτική στάση, ένώ ή όπτιμιστική άντίληψη γιά τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο φέρνει σέ μιά τοποθέτηση πού είναι φιλική στην κίνηση, προοδευτική καί στήν άκραία περίπτωση ύβριδική. Ένώ ό πεσσιμιστικός συντηρητισμός, μέ τήν ύπόθεση δτι αύτό πού ύπάρχει, δσο κι άν είναι κακό καί στίς χειρότερες περιπτώσεις είναι καλύτερο, άρα προτιμότερο άπ’ τό άνα- μενόμενο, τό μελλοντικό, ζητά νά τό διατηρήσει καί νά τό άνοσο- ποιήσει έναντίον τών άλλαγών, ό άριστερός προοδευτισμός Αποδεχόμενος τήν άποψη δτι καί τό καλύτερο άπ’ αύτό πού ύπάρχει είναι έχθρός καί έμπόδιο στό δρόμο τοΰ μελλοντικού καλύτερου, άγω- νίζεται νά άναπτύξει τό τελευταίο περισσότερο καί μέ τό δρόμο τής μεταρρύθμισης ή τής έπανάστασης νά τό κάνει .πραγματικότητα σπάζοντας τό στάτους κβό. Ένώ άπό τόν χαρακτηριστικό τύπο τοϋ συντηρητικού καί δεξιοϋ καί τήν έπιδοκιμασία άκόμη τής μεταρρύθμισης τήν άποσπάς ύστερα άπό πεισματική άντίσταση
301
γιατί είναι άντίθετη στίς βασικές του έπιθυμίες, γιά τόν χαρακτηριστικό τύπο τοΰ άριστεροΰ καί προοδευτικού, άκόμη καί ή μεταρρύθμιση, δπου δέν είναι δυνατή ή δέν κρίνεται σκόπιμη έπειτα άπό τήν έκτίμηση δλων τών δεδομένων ή ριζική ρήξη μ’ αύτό πού ύπάρχει, άποτελεΐ μορφή παραίτησης άπ’ τόν άγώνα. Ένώ γιά τόν συντηρητικό ή μεταρρύθμιση είναι στήν ούσία μόνο μέσο γιά νά διατηρηθεί στή βασική του διάρθρωση αύτό πού ύπάρχει, γιά τόν άριστερό ή μεταρρύθμιση είναι μόνο λύση άνάγκης, κάτι τό προσωρινό, ένα έλλειμα δυναμικής πού, έπιβάλλεται άπό τήν δύναμη τών περιστάσεων άλλά σέ καμιά περίπτωση δέν έπιτρέπεται ν’ άποτελεΐ τδ τελικό συμπέρασμα τής σοφίας.
’Αριστερός όπτιμισμός καί δεξιός πεσσιμισμός είναι δυνατό, σέ αντιπαράθεση μέ τό δηλωμένο άντίθετο τους άξίωμα, νά άποτρα- βηχτοΰν άπδ τΐς άρχικες τους θέσεις καί στήν πραγματικότητα νά συναντηθούν μέ τόν άντίπαλο, ή τουλάχιστο, σέ δ,τι συγκεκριμένο έχουν νά κάνουν, νά τδν πλησιάσουν. Καί δμως άκόμη καί στήν περίπτωση μιδς τέτοιας όμοφωνίας πού τούς έπιβάλλεται άπό τά πράγματα, προέλευση, άφετηρία, βασική πρόθεση καί κατεύθυνση έπιδιώξεων παραμένουν πράγματα διαφορετικά γιά τόν καθένα. Ό κριτικός όπτιμιστής μ’ δλο πού γνωρίζει τούς κινδύνους πού περικλείει ή πρόοδος δέν έχει καμιά διάθεση νά παραιτηθεί άπ’ αύτήν. Ό κριτικός πεσσιμισμός μ’ δλο πού άναγνωρίζει τήν άνάγκη τής άλλαγής, τήν δπαρξη τοΰ κακοΰ πού έπιβάλλεται ν’ άπο- μακρυνθεΐ, άκόμη κι δταν οί περιστάσεις κάνουν άναπόφευκτο κάτι τέτοιο ή τδ έπιβάλλει ή στοιχειώδη πρόβλεψη σάν άνάγκη έλά- χιστης προσαρμογής, δέν είναι πρόθυμος ν’ άνταλλάξει τό σίγουρο μέ τδ μή σίγουρο, νά κινηθεί πέρα άπό τά δρια τοΰ στάτους κβό.
Βέβαια, γιά νά διατηρηθεί αύτή ή άπλουστευμένη βασική διάρθρωση είναι άνάγκη νά παραμεληθεΐ αύτή ή χαρακτηριστικά τυπική άντιθετικότητα καί νά μείνουν Εξω άπό τήν προσοχή μας μερικές πολύ λεπτές άποκλίσεις καί φαινόμενα πού κατ’ άρχήν άμ- φισβητοΰν τό σχήμα, άποκλίσεις πού ώστόσο δέν μποροΰμε νά τΙς άρνηθοΰμε μιά κάποια έρμηνευτική άξία. Καί δμως δέν πρέπει νά μείνουν έξω άπό τήν παρατήρηση φαινόμενα, πού φαινομενικά έ- μποδίζουν νά καταταχθοΰν στήν Ιδια θέση δ όπτιμισμός καί ή ά- ριστερή θεώρηση τής κοινωνίας τοΰ κόσμου κι άπό τήν άλλη δ πεσσιμισμός καί ή δεξιά θεώρηση τοΰ κόσμου καί τής κοινωνίας. ’ Εγινε κιόλας έμμεσα λόγος γιά τό νεοφιλελευθερισμό πού θεμελιώνει τδν δπτιμισμό του στήν έγκαταλειμένη τάξη τοΰ άνεμπόδι- στου καί έλεύθερου άνταγωνισμοΰ πού πρέπει νά ξανααποκατα- σταθεΐ καί ζωγραφίζει αύτό του τδ πρότυπο μέ τά χρώματα τοΰ πιό έλκυστικοΰ είδύλλιου. Ό μως μιά άριστερή έπιδίωξη όλοκλη- ρωτικών λύσεων, δπου πρόκειται γιά έπιβολή άκαμπτων σκοπών
καί αιτημάτων δίχως καμιά έπιείκια γιά τόν ζωντανό άνθρωπο καί τά προβλήματα του, μπορεΐ νά συνδέσει τόν άγωνιστικό όπτιμισμό μέ τόν άκραΐο πεσσιμισμό άναφορικά μέ τΙς Ικανότητες τοϋ άνθρώπου να φτάσει δίχως τήν έπιβολή τής βίας καί άπό δικά του κίνητρα στους έπιδιωκόμενους σκοπούς.
Μά αύτά τά φαινόμενα πού άμφισβητοϋν τό σχήμα τής άπλο- ποιημνέης κατάταξης τοϋ άριστεροϋ όπτιμισμοΰ καί τοϋ συντηρητικού πεσσιμισμοϋ, τό μόνο πού καταφέρνουν στ’ άλήθεια είναι νά κάνουν φανερή τήν άντίθετη πλευρά τοϋ βασικοϋ άξιώματος πού διατηρεί τΙς δικές του πνευματικές προϋποθέσεις. Δηλαδή μέ μιά δρισμένη έννοια κι ό άριστερός προοδευτικός είναι ?νας πεσσιμι- στής, μόνο πού τόν πεσσιμισμό του τόν ξεθυμαίνει χτυπώντας τΙς καλοστεριωμένες καταστάσεις καί κατά τό δυνατό τόν άπαλλάσσει άπό τΙς έλπίδες γιά τό μέλλον, ένώ ό συντηρητικός πεσσιμιστής, πού μέ μιά δρισμένη Εννοια είναι κι αύτός όπτιμιστής, φυλάγει τόν όπτιμισμό του γιά τό παρελθόν καί τό παρόν, άλλά δέν ίχει έμπι- στοσύνη στό μέλλον πού τοϋ παρουσιάζει ό προοδευτικός. Δέν είναι σωστό ή παρουσία αύτών τών άντιθετικών στοιχείων μέσα στίς άνταγωνίστριες τάσεις νά δημιουργεί σύγχυση άναφορικά πρός τΙς θεμελιακές διαφορές τους, γιατί δπως καί νά τό κάνουμε όπτιμισμός καί πεσσιμισμός είναι καί παραμένουν δυό διαφορετικοί τρόποι θεώρησης καί δέν είναι δυ- νατόν νά καταργηθοϋν ot βασικές διαφορές τους άπ’ τό γεγονός δτι καθένας άπ’ τούς δυό δανείζει δικά του στοιχεία στόν άλλον, άλλά τό πολύ πολύ νά άποσαφηνιστεί στόν καθέναν τό ποσοστό τοΰ δανεικού στοιχείου σέ σχέση μέ τό βασικό περιεχόμενο. Παρ’ δλα δέ στερείται σημασίας ή παρατήρηση δτι τόσο δ όπτιμι- σμός, δσο καί 6 πεσσιμισμός είναι άναγκασμένοι, γιά νά διατηρήσουν τήν ισορροπία τους, νά άποδεχτοΰν καί νά τακτοποιήσουν μέσα στά πλαίσια του ό καθένας κίνητρα πού ίχουν ύποστεί μιά διαφορετική κατεργασία μέσα στήν άντίπαλη πραγματικότητα. Αύ- τή ή σχετικοποίηση όπτιμισμοΰ καί πεσσιμισμοϋ γίνεται περισσότερο σαφής καί συγκεκριμένη άν άναλογιστοϋμε δτι ό κριτικός ό- πτιμισμός καί ό κριτικός πεσσιμισμός δέν έχουν καμιά άνάγκη νά έξαντληθοΰν στήν άναγνώριση καί κατεργασία τοϋ έμπειρικοΰ ύ- λικοϋ πού άναπότρεπτα τούς έπιβάλλεται, άλλά πέρα άπ’ αύτό μποροϋν νά είναι καί θέσεις πού δχι μόνο παραδέχονται τό άντίθετο πού προκαλείται άπό τή σχετικοποίηση σάν τιμή άνώτερη άπό τήν τιμή τοΰ δικοΰ τους άξιώματος, άλλά καί άναγνωρίζουν τήν ύπεροχή τοϋ ξένου άξιώματος, πού τότε μόνο θά διατηρηθεί, δταν τό άξίωμα πού προβάλλει στό προσκήνιο άπαιτεί τήν ύπεροχή καί ώς μέθοδος.
Ό ταν τό ζήτημα τής προόδου καί μαζί μ’ αύτήν καί τής σχε
τικής στάσης άπέναντι της Ανυψώνεται στόν πολιτικό άγώνα πάνω άπό τό έπίπεδο τών καθημερινών άντιθέσεων καί ένσωματώ- νεται σέ μιά καθολική θεώρηση τής Ιστορίας, ό κριτικός όπτιμι- σμός καί ό κριτικός πεσσιμισμός μποροϋν νά μετατραποΰν σέ ά- πλώς μεθοδικό ή καί πλασματικό όπτιμισμό καί πεσσιμισμό. Στήν περίπτωση αύτή είναι εύκολο νά έναρμονιστοϋν ot δυό άκραΐες τάσεις καί νά άναιρεθοΰν άπό μιά άποψη ύψηλότερη. Έτσι, άπό πρώτη ματιά δέν είναι νοητή καμιά άλλη σά μεγαλύτερη άντίθεση άπ’ αύτήν πού ύπάρχει άνάμεσα στήν φιλοσοφία τοΰ διαδόχου τοϋ Σο- πεγχάουερ, Έντουαρντ φόν Χάρτμαν, πού έξαιτίας τοΰ ριζώματος της στή φιλοσοφία τοϋ Σοπεγχάουερ διαπυήθηκε καί μετατράπη- κε σέ μεταφυσικό πεσσιμισμό καί πού άνάπτυξε στή φιλοσοφία τοΟ άσυνείδητου μιά πραγματικά κοσμική προοπτική συλλογικής έγκα- τάλειψης τής θέλησης γιά τή ζωή, καί τή μαρξιστική φιλοσοφία παρόντος καί τοΰ Έρνστ Μπλόχ πού δρά έκατό χρόνια άργότερα, δ όποιος στό κύριο έργο του «τό άξίωμα έλπίδα» άγγέλει, μέ τόν τίτλο του κιόλας, τό όπτιμιστικό, καί προσανατολισμένο στό μέλλον, είδος τής κοσμικής καί κοινωνικής θεώρησης.
Ό Χάρτμαν συμμερίστηκε τήν πεσσιμιστική τελική προοπτική τοΰ Σοπεγχάουερ καί τήν πεποίθηση του, δτι ή θέληση γιά τή ζωή πρέπει νά γνωρίσει τήν άναίρεση καί λύτρωση. 'Ωστόσο Σοπεγχνά- ουερ καί Χάρτμαν χωρίστηκαν στήν έκλογή τοϋ δρόμου πού δδη- γεϊ στή λύτρωση. ’Ενώ ό Σοπεγχάουερ έβγαλε άπό τόν μεταφυσικό του πεσσιμισμό τό συμπέρασμα πού χαρακτηρίζει καί τόν πολιτικό καί κοινωνικό του πεσσιμισμό καί έξήγησε δλες τΙς άντιφά- σεις καί άγριότητες τής ύπάρχουσας κατάστασης σάν άντιφάσεις τής άνάλλαχτης άνθρώπινης φύσης καί έτσι άρνήθηκε κάθε δυνατότητα άλλαγής, ό Χάρτμαν άντίθετα, πίστευε δτι, μόνο πάνω στό δρόμ τοϋ πολιτικοΰ καί κοινωνικού όπτιμισμοΰ είαι δυνατό νά έ- πιτευχθεϊ ή δριστική νίκη τοΰ μεταφυσικού πεσσιμισμοϋ. Ό σο δηλαδή ot άνθρωποι θά έξακολουθοΰν νά κρέμονται άπό τήν αύταπάτη δτι μέ τήν άλλαγή τής κοινωνικής όργάνωσης θά μπορέσουν καί νά καταργήσουν τά κακά αύτοΰ τοϋ κόσμου, θά έξακολουθοΰν νά έχουν καί τή γνώμη δτι ή άπουσία εύτυχίας άπδ τή ζωή τους όφείλεται σέ αίτια έξωτερικά καί κατά συνέπεια αύτοϋ βρίσκονται καί τά πεπρωμένα τής άνθρωπότητας.
Τό πρώτο στάδιο τών αύταπατών τής άνθρωπότητας, πού 6 Χάρτμαν τό έντοπίζει στήν άρχαιότητα * μέ τήν προσμονή τής λύτρωσης άπό τήν άτομική σοφία τής ζωής καί τό δεύτερο, τοΰ μεσαίω- να, μέ τήν έπιδίωξη τής εύτυχίας σέ μιά μεταφυσική μεταθανάτια ζω ή ' θά τδ άκολουθήσει ένα τρίτο καί τελευταίο στάδιο αύταπά- της κατά τό όποιο ή εύτυχία θά θεωρηθεί δτι βρίσκεται στό μέλλον τοΰ παγκόσμιου προτσές.* Ή άνθρωπότητα άφοϋ διατρέξει
304
ft ρώτα κι αύτό τό στάδιο κι ώστόσο δέν πετύχει τόν έπιδιωκίμβνό σκοπό τότε θά φτάσει στή γνώση τοΟ άπραγματοποίητου αύτοΟ τοΟ σκοπού καί θά άρνηθεϊ συλλογικά τή θέληση γιά ζω ή .
Άφοϋ ό Γκεόργκ Λούκατς χαρακτηρίζει τόν Σοπεγχάουερ σάν έκπρόσωπο τής «έμμεσης άπολογητικής» ’ τοΟ καπιταλισμού, έξαιτίας τής μεθόδου τοΟ τελευταίου πού έξηγεί δλα τά ειδικά κακά τοΟ καπιταλισμού σάν ιδιότητες τής άνθρώπινης φύσης καί Ιτσι καταργεί κάθε δυνατότητα άλλαγής, θά μπορούσε κανείς νά χαρακτηρίσει τόν Χάρτμαν σάν Εμμεσο άπολογητή τής πίστης στήν πρόοδο καί μαζί τής πίστης στόν σοσιαλισμέ. 'Ωστόσο κι αύτός, δπως καί ό Σοπεγχάουερ μέ τόν καπιταλισμό, Ιδωσε προστατευτική βοήθεια στήν πρόοδο καί τόν σοσιαλισμό μόνο καί μόνο γιά νά τόν παραδώσει άμέσως κατόπιν, δπως καί τούς προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς, στόν άφανισμό. Ό Έντουαρντ φόν Χάρτμαν ήρθε σ’ έπαφή μέ τήν άριστερά μέ τά λόγια τοΟ ποιητή, πού έκ- φράζουν καί τή βασική του πεποίθηση, «κάθε τι πού γεννιέται Ιχει άξία, γιατί τραβδ στόν άφανισμό του», γιά νά προσθέσει τό άμέσως τό παρακάτω συμπέρασμα πού καθ’ έαυτό είναι ξένο στόν άρι- στερό στοχαστή καί τόν όπτιμισμό του καί μάλιστα τόν Απογοητεύει σχετικά μέ τό άποτέλεσμα τής ιστορικής του έπιτυχίας «γι’ αύτό θά ήταν καλύτερα νά μή γεννιούνται». Έτσι ό Χάρτμαν ύποχρεώθηκε νά φτάσει στό συμπέρασμα πώς «6 σημερινός πολιτικός καί κοινωνικός πεσσιμισμός. . . είναι προϊόν προσωρινών συζεύξεων προορισμένων νά ξεπεραστοΟν, πώς πρέπει νά μετατραπεί σέ πολιτικό καί κοινωνικό όπτιμισμό, ό όποϊος δέν Ιχει τίποτε κοινό μέ τόν μεταφυσικό πεσσιμισμό καί δέν άποκλείει, άλλά περιέχει μέσα του τόν κοινωνικό καί πολιτικό όπτιμισμό.’
Ό "Εντουαρντ φόν Χάρτμαν συμμάχησε λοιπόν στή φιλοσοφία του μέ τήν πρόοδο μόνο καί μόνο γιά νά τήν δδηγήσσει άποτελε- σματικώτερα στό παράλογο. Τώρα μέ ποιό δικαίωμα μπορεΐ τήν ίδια στιγμή πού άναφέρεται αύτός ό νεώτερος Σοπεγχάουερ, πού μέ πιό ραφινάτη μορφή άκολούθησε τΙς Ιδιες προθέσεις τοΟ δασκάλου, νά άναφέρεται κι Ινας στοχαστής καί άγκιτάτορας σάν τόν Έρνστ Μπλόχ, πού μέχρι τό 1961 ήταν ταγμένος στήν προσπάθεια οίκοδόμησης μιας ύποθετικής σοσιαλιστικής κοινωνικής τάξης στήν ’Ανατολική Γερμανία κι άπό τότε δρά στή δύση σάν κή- ρυκας μιάς άναγέννησης τοϋ μαρξισμού; Μήπως ή έλπίδα, πού στόν Χάρτμαν δέν είναι παρά ή άντανάκλαση τής αύταπάτης στήν καρδιά τών άνθρώπων, δέν είναι στόν Μπλόχ τό άστραφτερό φώς πού άπό τή λειψή άκόμη πληρότητα δλων τών πραγμάτων πέφτει στό βουβό προτσές τοϋ άγνώστου πού άκόμη βρίσκεται σέ κατάσταση ζύμωσης;’
'Ωστόσο δέν μπορεΐ νά μείνει κρυφό άπό μιά προσεχτικότερη
20 305
ματιά δτι καί ατόν Μπλόχ τό παγκόσμιο προτσές καί ή πρόοδο πού αύτό φέρνει δεν άποτελοϋν τήν τελευταία λέξη άλλά μόνο μιά προτελευταία πραγματικότητα, ποΰ έννοείται βρίσκεται στό πρώτο μέ- ρος τής φιλοσοφίας του. Ό Μπλόχ δέν έκφράζεται γιά τήν κατάσταση τοΟ κόσμου πού άκολουθεί τήν κοινωνική πρόοδο τόσο λεπτομερειακά καί μέ τήν Γδια πεσσιμιστική βεβαιότητα πού χαρακτηρίζει τόν Έντουαρντ φόν Χάρτμαν, οί ύπαινιγμοί δμως πού βρίσκομε στό έργο του άφήνουν νά γίνει γνωστό δτι φαντάζεται τελικά μιά Ανάκληση τοΟ παγκόσμιου προτσές μέ τήν δποία θά Ικανοποιηθεί ή τελευταία έπιθυμία γιά ήσυχία, πού άνοίγει τό δρόμο της μέσα άπό δλες τΙς έπιθυμίες.10 Ένώ δ όπτιμισμός παραδίνεται στήν προοπτική τής ευτυχισμένης συμμετοχής τοϋ άτόμου στή ζωή πού έχει άποκατασταθεΐ σ’ δλη τήν πληρότητα της, άπό τήν άποψη τών φιλοσοφικών προϋποθέσεων τοϋ Μπλόχ είναι ύπο- χρεωμένος νά έξαφανίσει αύτήν τήν εύτυχία καί δχι μόνο άτομικά νά τήν άνταλλάξει μέ τό θάνατο, άλλά καί συλλογικά νά τή σταματήσει μέ τό τέλος τοΰ παγκόσμιου προτσές. Γιατί «δλες οί άξίες έχουν τήν κλίμακα τους στό γεγονός δτι δσο βασικότερες γίνονται τόσο περισσότερο έξαφανίζεται σ’ αύτές ή άπόσταση πού χωρίζει τήν ύποκειμενικότητα άπό τήν Αντικειμενικότητα».11
Αύτή ή προοπτική έκανε τούς διαλεκτικοϋλιστικούς κριτικούς νά χαρίσουν στόν Μπλόχ τήν κατηγορία τοϋ ύποκειμενισμοϋ καί άτομισμοϋ δίχως νά παραλείψουν νά τονίσουν τήν δμοφωνία του μέ τόν "ΑρΟουρ Σοπεγχάουερ. Ώστόσο παρά τΙς διαφορές ύπάρχει στό φιλοσοφικό κατασκεύασμα τοΰ Μπλόχ, δπως καί στόν Σοπεγχάουερ μιά πέρα άπό χώρο καί χρόνο κατάσταση άκινησίας γιά τήν όποία Αγωνίζεται τό σύμπαν. Ό όπτιμισμός τοϋ Μπλόχ, τά ρητο- τορικά καί τά πυροτεχνήματα του πού μπορεΐ νά έξαπατήσουν σχετικά μέ τίς σκοτεινές ύστεροβουλίες του, χαρακτηρίστηκε καί πολύ σωστά, άπό τούς κριτικούς του σάν όπτιμισμός μέ πένθιμα κρέ- πια.”
Άπό τήν άποψη τής κοσμικής προοπτικής ό όπτιμισμός τοϋ Μπλόχ γίνεται ένας άπλός όπτιμισμός μεθόδου σάν τόν δργανικό όπτιμισμό τοϋ Χάρτμαν. Άντίθετα, γίνεται όπτιμισμός αύτό πού κάτω άπό τήν έπιρροή κοσμικομεταφυσικών Αντιλήψεων πού στή σύλληψη τους τής άνθρώπινης φύσης καί τοϋ Ιστορικοϋ προτσές κλίνουν στόν πεσσιμισμό ή κατά τής θεμελίωσης τών Απόψεων τους γιά τήν τάξη καί έκφράζεται ρητά ύπέρ αύτοϋ. "Ετσι καί ή παραδοσιακή χριστιανική φιλοσοφία βρίσκεται κάτω άπό τά σήματα τοϋ πεσσιμισμοϋ στήν έκτίμηση της γιά τήν Ανθρώπινη φύση καί τήν κοινωνική της έκφραση. Άλλά αύτός ό έσωκοσμικός πεσσιμισμός μετατρέπεται σέ όπτιμισμό τής λύτρωσης, δπως κι ό προοδευτικός όπτιμισμός τοϋ Μπλόχ σέ κοσμικό πεσσιμισμό.
Ό έσωκοσμικίς ΛΜσιμισμδς μπορεί κάτω άπό τήν έπίδραση έ- νδς όπτιμισμοϋ λυτρωτικοΟ, πού Εμπιστεύεται στή νίκη τοϋ καλοϋ νά γίνει Ινας πεσσιμισμδς βριζόμενος δργανικά: μέ Εμπιστοσύνη στήν δριστική συμφιλίωση είναι λογικό καί εδλογο νά Επιχειρηθεϊ στά πλαίσια τής Ιστορίας μιά Αντίσταση στήν πρόοδο γιά νά άνα- γκαστεΐ αύτή νά απαλλαγεί άπδ τΙς κακές της προσμίξεις καί νά δώσει μέ χτυπητή μορφή τήν ούσία καί τήν άπαραίτητη συνεισφορά της στήν 'δλοκλήρωση τοϋ κόσμου. Ώστόσο, Αφήνοντας στήν άκρη αύτές τΙς κοσμικομεταφυσικές καί θεολογικές έπικλοκές μπο- ρεί γενικά νά συνδεθεί ή έπιδοκιμασία τής προόδου μ’ Ινα μεθοδικό σκεπτικισμό άπέναντι στή συγκεκριμένη ιστορική προσφορά τής ίδιας τής προόδου πού ίπειτα θά μετατραπεΐ σ’ Ινα μεθοδικό συντηρητισμό, δπως είναι δυνατδ έπίσης, μέ προκαταλημένη χαι- ρεκακία νά έπιτραπεϊ στήν πρόοδο ή Ανεμπόδιστη πορεία γιά νά είναι βαθύτερη ή άπογοήτευση άπ’ αύτήν καί πιδ ριζική ή μετάνοια καί ή έπιστροφή στδ στάτους κβό.
Μέ τδν τρόπο αύτόν είναι δυνατά θεολογικά καί μεταφυσικά συστήματα, πολύπλοκοι κοινωνικοψυχολογικοΐ μηχανισμοί καί ιδιαίτερες άτομικές έπιθυμίες καί κίνητρα νά Επηρεάσουν ή καί νά καταστρέψουν τήν εικόνα τοϋ άριστεροϋ δπτιμισμοϋ καί δεξιοϋ πεσσι- μισμοϋ πού μόλις πρίν άπδ λίγο σκιαγραφήσαμε. Παρ’ δλα αύτά στδ πεδίο τής έσωκοσμικής πρακτικής Αντανάκλασης τό νά έγκα- ταλείψουμε αύτήν τήν ιδανικά τυπική άντίθεση καί Ετσι νά Αφανίσουμε τή δυνατότητα έκείνων τών διαφορών πού διευκολύνουν Αποφάσεις πού δέν μποροϋμε ν’ Αποφύγουμε στδν κοινωνικό χώρο σημαίνει παραίτηση Απδ Ινα πολυτιμότατο μέσο προσανατολισμού. Γιατί, Ακόμη καί μέ τήν προϋπόθεση δτι Αριστεροί όπτιμιστές καί συντηρητικοί πεσσιμιστές έπιθυμοϋν τδ καλύτερο, πάλι θά μείνει άνοιχτδ τδ έρώτημα μέ ποιά άπδ τΙς δυό βασικές άπόψεις Εξυπηρετείται καλύτερα τό καλό τών άνθρώπων, σάν ούδέτερη ύπερέν- νοια στήν όποία μέσα στήν άνώτερη συνείδηση τους συμπεριλήφθη- καν ή πρόοδος καί ή έπιμονή σ’ αύτήν. Είναι δυνατό στή λογική νά σταθμίσει σωστά ποιά άπό τΙς δυό ή Αριστερή ή ή δεξιά άποψη, κρύβει μέσα της τούς περισσότερους κινδύνους; Καί στήν περίπτωση πού στήν μιά είναι περισσότεροι Απ’ δσο στήν άλλη, είναι λογικό παρ’ δλα αύτά, σέ σχέση μέ τΙς άνώτερες Εκτιμήσεις, νά άποδεχτοΰμε τούς κινδύνους;
Τδ έρώτημα άν οί πολιτικές καί κοινωνικές άπελευθερωτικές τάσεις άποδεσμεύουν δημιουργικές δυνατότητες τοϋ άνθρώπου ή 1ν άντίθετα άνοίγουν τδ δρόμο στδ κακό πού μέ κόπο κρατιέται καταπιεσμένο στδν Ανθρωπο είναι Ινα ζήτημα πού παίζει σπουδαιότατο ρόλο στή σύγχρονη κοινωνικοψυχολογική καί πολιτιστικοφιλο- σοφική συζήτηση. 0£ Αντιθέσεις γύρω Από τήν έρμηνεία καί τήν
807
ώφέλιμη έφαρμογή τής ψυχανάλυσης στά κοινωνικά προβλήματα Ιχουν ξεπεράσει άπό καιρό τόν κύκλο τών είδικών καί άνήκουν στά σταθερά στοιχεία δλων τών συζητήσεων πού στρέφονται γύρω άπ’ τό έρώτημα, σέ ποιό βαθμό ή άνθρώπινη φύση άποτελεϊ μιά σταθερή, πού βάζει σιδερένια δρια σέ δλες τΙς προσπάθειες γιά κοινωνική μεταρρύθμιση. Ένώ στήν έποχή τής άρχής τής ψυχανάλυσης αύτό πού προκάλεσε τήν άντίφαση καί σοκάρησε τΙς διαθέσεις τών άμήχανων άστών ήταν ή άντιπαράθεση μέ τό σεξουαλικό Ιν- στικτο πού τόσο ύποτιμήθηκε πρίν άπό τόν ΦρόΟντ, σήμερα αύτό πού έξαναγκάζει τά πνεύματα νά διευκρινήσουν καί νά διαχωρίσουν τΙς θέσεις τους είναι τό έπιθετικό ένστικτο. Ή γιγάντιες καταστροφές πού ή ίστορική έμπειρία τών τελευταίων δεκαετιών έφερε μπροστά στά μάτια άπετέλεσαν τή βασική αιτία γι’ αύτή τή μετατόπιση τών συζητήσεων.
Παράλληλα δέν εχει έξαντληθεΐ τό ένδιαφέρον γιά τή σεξουαλική καταπίεση καί χειραφέτηση. "Ομως ή προσθήκη τοϋ έπιθετι- κοΰ ένστίκτου καί τής καταστροφικότητας τοϋ άνθρώπου πού βρίσκεται πίσω άπ’ αύτό Ιχει περιπλέξει τή συνάρτηση καί διευρύνει τό πεδίο τών δυνατοτήτων, πού ώστόσο πρέπει άκόμη νά διερευνη- θοϋν καί νά γνωστοϋν. Ή ψυχανάλυση, πού σύμφωνα μέ τή θέληση τοϋ δημιουργού της Ιπρεπε νά είναι μόνο θεραπευτική θεωρία γιά τή γιατρειά τών άτομικών νευρώσεων, άπό τήν άρχή άκόμη ξεπέρασε αύτόν τόν περιορισμένο σκοπό καί έξαιτίας τής πρόκλησης πού περιέχουν οί όμολογίες της πρός τΙς παραδοσιακές καταστάσεις δέν περιορίστηκε νά είναι θεωρία καί πράξη τών νευρώσεων καί τής θεραπείας τους. Σέ άντιπαράθεση μέ τΐς ιδεολογίες καί τΙς κοινωνικές δυνάμεις πού πρόβαλαν άντίσταση στίς άνακα- λύψεις της, ξαπλώθηκε μ’ Ιναν τρόπο πού Ικανέ δύσκολο, άν δχι άδύνατο νά άπομονωθοϋν τά Ιατρικά έπιστημονικά άπό τά πολιτιστικά συμπεράσματα της. Ό ίδιος δ Φρόυντ Ιδωσε τήν ύποστήρι- ξη του σ’ αύτό τό Ιδεολογικό συμπέρασμα τών άντιπάλων του καί τοϋ κοινού, συμπέρασμα πού £πήρχε *α1 άντιδροΰσε στήν ψυχανάλυση άπό τήν άρχή άκόμη τής έμφάνισης της. Σήμερα οί όπαδοί του καί συνεχιστές τής ψυχανάλυσης στήν προσπάθεια τους νά ά- ποδείξουν τήν καθολική άρμοδιότητα καί χρησιμότητα τής διδασκαλίας τοϋ Φρόυντ έγκαταλείπουν τήν άπατηλή καί άνασφαλή άπό τήν ίδια τή θέση της έπισημονική περιοχή τών ψυχαναλυτικών έφαρμογών καί μέ τόν τρόπο αύτό παραδίνουν τήν ψυχανάλυση στούς άντιπάλους της, πού σ’ αύτήν τήν περίπτωση είδαν τήν άπαίτηση της γιά έξάπλωση σά μετωπική έπίθεση κατά τών θεμελίων τής ήθικής καί τής ύπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Ή μοίρα τής ψυχανάλυσης ήταν, στήν άρχή νά θεωρηθεί άπό τή δεξιά σάν άπειλή κατά τής πολιτιστικής δομής καί σΐαθερό-
308
τητας καί φυσικά νά ΑπορριφτεΤ άπ’ αύτήν καί τώρα στή σύγχρονη συζήτηση νά δέχεται επιθέσεις άπό τήν άριστερά. Τελευταία ίχει ΑναληφθεΖ ή προσπάθεια νά Αποκαλυφθούν καί έλευθερωθοΟν τά καταχωνιασμένα σ’ αύτήν έπαναστατικά συστατικά της. Γιατί ή έξέλιξη τής πολιτιστικής φιλοσοφίας τοϋ Φρόυντ καί ή στροφή πού στήν άρχή άπώθησε στό βάθος τήν έπαναστατική άποψη, μιά στροφή πού ή κοινωνική της έπίδραση έκφράζεται μέ τή μερική άναγνώριση καί τήν ούδετεροποίηση τών έρευνητικών της συμπερασμάτων, φαίνεται πώς δέν άφήνει στήν άριστερά καμιά άλλη έ- κλογή, παρά ή νά ταυτίσει τήν ψυχανάλυση μέ τή συντηρητική πολιτιστική φιλοσοφία τοϋ Φρόυντ τών τελευταίων χρόνων καί νά τήν άπορρίψει στό σύνολο ή νά κάνει ένα διαφορισμό, νά Αναιρέσει σάν Ιδεολογικό πάρεργο καί παρεξήγηση τοϋ Ιστορικοϋ Φρόυντ δλα τά στοιχεία πού έντάσσονται στό συντηρητισμό τοϋ Φρόυντ πού δπωσδήποτε έρχεται σέ άντίθεση μέ τή βασική θεωρία του τών πρώτων χρόνων.
’Ασφαλώς παίρνεται ύπόψη καί ή δυνατότητα πού έκφράζει δ σοσιαλιστής ψυχαναλυτής Ζήγκφριντ Μπέρνφελντ, δηλαδή οδτε ν’ άπορριφθεΐ οδτε νά χρησιμοποιηθεί ή ψυχανάλυση γιά έπανα- στατικούς σκοπούς,” άλλά μέ τονισμό τοϋ αύστηρά έπιστημονικοϋ κι δχι ιδεολογικού χαρακτήρα της, νά κρατηθεί μακρυά άπό τΙς φιλονεικίες τών κομμάτων καί κάθε άναφορά σ’ αύτήν, πέρα άπό τήν έπιστημονική — θεραπευτική — νά θεωρηθεί ώς μεταφυσικο- ποίηση τών προθέσεων καί συμπερασμάτων της καί νά πραγματοποιείται ύπό ιδίαν εύθύνην κι δχι σέ βάρος τής ψυχανάλυσης πού Αγωνίζεται καί δεινοπαθεΐ. 'Ο Μπέρνφελντ έφτασε στό συμπέρασμα δτι ή ψυχανάλυση άπλώς διαπιστώνει γεγονότα άπό τά δποία είναι δυνατό νά βγοϋν τά πιό διαφορετικά πρακτικά συμπεράσματα καί νά δικαιολογηθούν ο[ διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις.1* Ot προσπάθειες νά συρθεί ή ψυχανάλυση στή φιλονεικία τών κοινωνικών καί ιδεολογικών κομμάτων δέν έλλειψαν ούτε κατά τήν περίοδο πού προηγήθηκε τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ό Βίλχελμ Ράιχ άρχισε κατά τήν περίοδο αύτή τήν προσπάθεια νά έκμεταλ- λευτεί τήν ψυχανάλυση γιά δφελος τού ταξικού έπαναστατικοϋ άγώνα τοϋ προλεταριάτου καί έρμήνευε τή σεξουαλική άπελευθέρωση σάν προοίμιο μιδς προλεταριακής έπανάστασης, πού έπειτα καί γιά πρώτη φορά στήν ιστορία θά δημιουργούσε τό βασίλειο τής Αληθινής σεξουαλικής έλευθερίας. Τήν κοινωνική σημασία τής ψυχανάλυσης 6 Ράιχ τήν είδε, στήν περιοχή τής «ψυχικής ύ- γιεινής» σάν προϋπόθεση μιας τακτοποιημένης οίκονομίας τού Αί- μπιντο καί στόν τομέα τής Αγωγής τών παιδιών σάν τό «ψυχολογικό θεμέλιο τής σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγισης».1* Ή προσπάθεια του δμως αύτή άποκρούστηκε τόσο άπό τήν κομματική, δσο καί ά-
309
πό τήν ψυχαναλυτική πλευρά καί δ Ράιχ γύρισε τΙς πλάτες του στήν Ψυχαναλυτική Ένωση καί στό Κομμουνιστικό κόμμα τής Γερμανίας.1* Μιά έπίσημη κομματική άνάλυση τών θέσεων τοϋ Ράιχ καταδίκασε τήν προσπάθεια του νά κάνει διάκριση άνάμεσα στό βασικό Υπόστρωμα καί τΙς άστικές Ιδεολογικές Ιπιστρώσεις, πού ήταν δυνατό κατά τήν άποψη του νά άφαιρεθοΰν καί νά προ- στατευθεΐ ή ψυχανάλυση έναντίον τής κατοπινής της έξέλιξης μέ τή βοήθεια τοϋ Γδιου τοϋ Φρόυντ. Αναγνωρίστηκε βέβαια δτι ή ψυχανάλυση είναι θεωρία τής άτομικής ψυχικής ζωής, άλλά σύγχρονα τονίστηκε δτι άποτελεΐ συστατικό μέρος ένός δλόκληρου συστήματος τοϋ φροϋδισμοϋ, άπ’ τό δποΐο βγαίνουν πολλά Αντιδραστικά συμπεράσματα.”
Ή κατηγορία γιά ύπερεκτίμηση τών βιολογικών σταθερών στή φύση τοϋ άνθρώπου καί Υποτίμηση τής συνείδησης καί τής κοινωνικοοικονομικής διάρθρωσης τής κοινωνίας πού διαμορφώνει αύτή τή συνείδηση διατυπώθηκε σ’ αύτό κιόλας τό στάδιο τής συζήτησης άνάμεσα σέ μαρξιστές καί ψυχαναλυτές πού ήθελαν νά σώσουν τήν ψυχανάλυση γιά λογαριασμό τοϋ μαρξισμοϋ, καί διατη- ρήθηκε ίσαμε σήμερα. Μάλιστα έξαιτίας τής Υποστήριξης πού Εχει ή βιολογική - στατική άποψη τής φύσης τοΰ άνθρώπου άπό τή συγκριτική Ερευνα τής συμπεριφοράς, 6 κίνδυνος παίρνεται σοβαρότερα ύπόψη καί έκτΐ|ΐδται Υψηλότερα άπ’ δσο πρέπει. "Ετσι, δ Βάλτερ Χόλλιτσερ σέ σύνδεση μέ τήν πρίν άπδ δεκαετίες φιλοσοφία καί άναφερόμενος στόν Κόνραντ Λόρεντς καί τή «Φυσική του Ιστορία τής έπιθετικότητας» πού Εδωσε νέα τροφή στήν άντίληψη γιά τή βιολογική θεμελίωση τοΰ έπιθετικοϋ ένστικτου στόν άνθρωπο, διαπιστώνει μέ βάση Ινα άξιωματικό άναγνωρισμένο άπ’ τό μαρξισμό έξελικτισμό, δτι 6 Λόρεντς άκολουθώντας τόν Φρόυντ «μπήκε στό βάλτο τής βιολογικοποίησης τής ψυχολογίας καί τής ψυχολογικοποίησης τής Ιστορίας.1*
'Ωστόσο άκούγεται παράξενα ή κατηγορία γιά «βιολογισμό» καί «βιολογοποίηση» άπ' τό στόμα έκείνων πού στηρίζονται σέ μιά ά- κραία μηχανιστική άντίληψη, δηλαδή στή θεωρία τής άντανάκλα- σης τοϋ Παυλώφ ” πού άναλύει τήν άνθρώπινη ψυχολογία σέ φυσιολογία. Άπδ τήν άποψη μιδς φιλοσοφικής άνθρωπολογίας, δπιος τοϋ "Αρνολντ Γκέλεν,“ τοϋ "Αντολφ Πόρτμαν” ή άκόμη καί τοϋ Μάξ Σέλλερ,** τόσο ή ψυχανάλυση, δσο καί ή ψυχολογία τοΰ Παυλώφ μπορεί νά άναχθοϋν σέ μιά γραμμή σάν ποικιλίες μιδς άντίληψης γιά τόν άνθρωπο μέ αύστηρό αΐτιακό καί ύλιστικό προσανατολισμό. Ποιά είναι ή ύπεροχή τοϋ φυσιολογισμοΰ τοϋ Παυλώφ άπέναντι στό βιολογισμό τοΰ Φρόυντ; "Ισως δτι παραμελεί τήν εΐ- δικά άνθρώπινη αΐτιότητα πού βρίσκεται πίσω άπό τΙς έγκεφαλι- κές άπομιμήσεις καί ένοχλήσεις πού γίνονται άντιληπτές καί διαρ
310
ρυθμίζονται μηχανικά καί πού δέ θίγονται άπδ τή θεραπεία του. ’Αλλά σ’ αύτήν άκριβώς τήν παραμέληση δέ βρίσκεται l'/ας, άπδ Αποψη μεθόδων, αύτοπεριορισμός, πού χάνει τήν άνθρωπιστική άποψη; Καί πώς αύτή ή έπιμονή στίς μηχανικές προϋποθέσεις καί άντανακλάσεις τών ψυχικών γεγονότων συμβιβάζεται μέ τήν κατηγορία κατά τής ψυχανάλυσης, 6τι στή θεώρηση της άποσυνδέει τή σημασία τής συλλογικής συνείδησης καί τής οίκονομικοκοινω- νικής διάρθρωσης πού βρίσκεται στή βάση της; Γιατί νά παρε- ξηγεϊται στήν ψυχανάλυση δ περιορισμός της στήν Ιρευνα καί στή θεραπεία τοϋ άτόμου τή στιγμή πού καί ή δική τους ψυχολογία σταματά μπροστά σέ μιά διάσταση, πού δέν τήν άρνοϋνται “ άλλά τή χαρακτηρίζουν άσήμαντη γιά τούς δικούς του σκοπούς; Γιατί αύτοί ot έπίγονοι τοϋ Παυλώφ βλέπουν τή δική τους έπιφύλαξη σάν ύπεροχή καί τδν αύτοπεριορισμδ τής ψυχανάλυσης ώς μειονέκτημα ;
Στδ έρώτημα αύτό Ισως μπορεΤ νά δοθεί μέ τρόπο πλάγιο ή ά- πάντηση 2τι ή έπιστημονική - θεωρητική φιλονεικία είναι μόνο ή πρόσοψη πίσω άπδ τήν όποία κρύβονται ot Ιδεολογικές άπαιτήσεις γιά^τήν έξουσία. Οί άπαιτήσεις τοϋ μαρξισμοΰ γιά κυριαρχία, ένδς μαρξισμοΰ πού Ιγινε Ιδεολογία κυριαρχίας συμβιβάζονται ϊσως καλύτερα μέ μιά ψυχολογία πού ξανακάνει τδ άτομο άποδοτικδ καί Ικανό γιά προσαρμογή δίχως νά εισχωρεί στά άτομικά αΤτια τών άνωμαλιών καί άντιφάσεων του, σκοπός πού πραγματοποιείται άπδ τήν ψυχανάλυση μ’ Ινα πολυπλοκότερο τρόπο καί δίχως τήν πρόθεση νά άπον.ατασταθεΐ ή Ικανότητα προσαρμογής σάν προϋπόθεση δμοιομορφίας τοϋ συστήματος. Γιά τήν ψυχανάλυση ή προσαρμογή Ιχει άξία μόνο σάν προϋπόθεση γιά Ιλεύθερες άπο- φάσεις — σέ δποια κατεύθυνση.
Βέβαια ή μαρξιστική κριτική Ιχει δίκηο έκεΐ πού μπορεΐ ν’ ά- ποδείξει δτι ή ψυχαναλυτική θεωρία καί πράξη ταυτίζεται, μέ τρόπο πού Αντιβαίνει στίς Ιδιες τΙς δικές της προϋποθέσεις ούδετε- ρότητας, μέ τδ περιεχόμενο τής ύπάρχουσας τάξης πραγμάτων καί έξηγεΐ γενικά άνθρώπινες τΙς άντιθέσεις πού προσδιορίζονται άπό μιά δρισμένη κοινωνική διάρθρωση στδ βαθμό ώστόσο πού ή ψυχανάλυση βρίσκει αύτές τΙς άντιθέσεις ώς στοιχεία καί μπορεΤ νά τά παίρνει σά βάση τής θεραπευτικής της μεθόδου είναι δικαιολογημένα νά άποστασιοποιεΐται άπδ τΙς κοινωνικές προϋποθέσεις καί συνέπειες τους. "Αλλωστε καί ή ψυχολογία τοϋ Παυλώφ άποστα- σιοποιεΐται άπό προϋποθέσεις πού άντιβαίνουν στή δηλωμένη πρόθεση τοϋ συστήματος τδ όποιο παραπέμπει στδ μέλλον καί στήν δμάδα τήν άπαίτηση τοϋ άτόμου γιά εύτυχία. Ά ν ή ψυχανάλυση θέλει νά μήν ύποκύψει στήν πίεση τοϋ μαρξισ|ΐοϋ, δ όποιος Ιγινε σύστημα κυριαρχίας, καί νά μή γίνει κοσμοαντίληψη δφείλει, μέ
311
μιά μεταφυσική καί θεολική στάθμιση τής άνθρώπινης δπαρξης, νά μείνει άνοιχτή σέ μιά ύπερύψωση τών άρχών καί καθηκόντων της καί νά μήν κάνει περιττή μιά τέτοια ύπερύψωση μέ τά δικά της μέσα. 'Οπου γενικά συμβεί κάτι τέτοιο είναι Αναπόφευκτη μιά άμφίβολη, άπό άποψη μεθόδου, άπαίτηση γενικότητας, δπως άκρι- 6ώς Ιγινε καί μέ τό μαρξισμό πού παραγνωρίζει τά δριά του.
Μέ δλη τή διαφορετικότητα στό Ιπίπεδο τής έπιχειρηματολο- γίας καί τοϋ σκοποϋ πού βρίσκεται στήν πρώτη γραμμή τήν παράδοση τοϋ Βίλχελμ Ράιχ τή συνέχισε δ νεοαριστερός κοινωνιολόγος καί φιλόσοφος τοϋ πολιτισμοί Χέρμπερτ Μαρκοϋζε, πού δπως κι ό Ράιχ θέλει νά χωρίσει τήν ψυχαναλυτική θεωρία καί πράξη άπό μιά πνευματική καί πολιτική συμμαχία μέ τΙς καθιερωμένες δυνάμεις τής κοινωνίας, συμμαχία πού ύπάρχει άκόμη άπ’ τόν καιρό τοϋ Φρόυντ, καί νά τή γονιμοποιήσει γιά τήν Ιπαναστατικο- ποίηση τής κοινωνικής συνείδησης καί τήν οίκοδομημένη πάνω σ’ αύτήν τήν έπαναστατικοποίηση τής συνείδησης έπαναστατική πρά- ξη.’ 4 Τή θέση τοϋ Φρόυντ δτι κάθε πολιτισμός στηρίζεται στήν παραίτηση τοϋ ένστίκτου, δ Μαρκοϋζε τή θεωρεί Ισχυρή μόνο στό μέτρο πού τό έπίπεδο τών παραγωγικών δυνάμεων δέν έπιτρέπει τήν Ικανοποίηση τών άναγκών τοϋ άνθρώπου καί κάνει ΰποχρεωτική τή χρησιμοποίηση τής βίας καί τής καταπίεσης.*' Καί έπειδή, κατά τόν Μαρκοϋζε, στή σημερινή κοινωνία Ιχει πραγματοποιηθεί αύτός δ δοος, ή καταπίεση Ιχει χάσει τδ ρόλο πού φαντάστηκε δ Φρόυντ καί γΓ αύτό δχι μόνο Ιχει γίνει άπάνθρωπη καί βάρβαρη, άλλά καί λειτουργεί δύσκολα.
Ό Μαρκοϋζε συμφωνεί μέ τόν Μάρξ δτι Ιπειτα άπό Ινα μακρύ Ιστορικό λοξοδρόμημα θά ξανακατακτηθεΐ τό χα|ΐένο βασίλειο τής έλευθερίας καί θά μπει στήν ύπηρεσία τοϋ άνθρώπου πού θά Ιχει άπαλλαγεΐ άπό κάθε κηδεμονία. Άντίθετα μέ τήν πεσσιμιστική φιλοσοφία τοϋ Φρόυντ, πού δ πεσσιμισμός της είναι κατηγορηματικότερος άπ’ τόν πεσσιμισμό τής φιλοσοφίας τοϋ Μαρκοϋζε. δ τελευταίος, πού είναι πρόθυμος κι άκόμη, ύποχρεωμένος άπό τΙς ίδιες τΙς προϋποθέσεις της νά τολμήσει τό διαλεκτικό πήδη|ΐα άπ’ τόν άπόλυτο πεσσιμισμό άπέναντι στή σημερινή κοινωνία στόν άπόλυ- το όπτιμισμό σέ σχέση μέ τήν κοινωνία τοϋ μέλλοντος, φτάνει σ’ Ινα συμπέρασμα πού έπιβεβαιώνει δ,τι Ιταξε σάν προϋπόθεση τής άφετηρίας του: «*0 άνθρωπος άρχίζει τή συνεργασία καί τήν καλλιέργεια τής φύσης καί τοϋ έαυτοϋ του γιά νά Ιξασφαλίσει καί νά διαιωνίσει τήν κατάκτηση τής άπόλαυσης.. . Άλλά άν είναι Ιτσι τά πράγ|ΐατα σ’ αύτόν, τότε ή άντίληψη τοϋ Φρόυντ γιά τή σχέση άνάμεσα στόν πολιτισμό καί τή δυναμική τοϋ ένστικτου χρειάζεται μιά βασική διόρθωση. Στήν περίπτωση αύτή ή άντίθεση τ!)ς *ΡΧήί τήί πραγματικότητας μέ τήν άρχή τής άπόλαυσης δέν el-
312
vat οδτε βιολογικά άναγκαία, οδτε λύνεται ή δέ λύνεται μέ τήν μεταβολή, διά τής καταστολής τοϋ ένστικτου. Ή κατασταλτική λύση δέ θά ήτανε μιά φυσική διαδικασία που τραβάει σέ μάκρος μέσα στήν Ιστορία άλλά μιά κοινωνικοϊστορική διαδικασία πού 5- γινε φύση».**
Βέβαια καί 6 Μαρκοϋζε δέν μπόρεσε ν’ άποφύγει καί νά μήν προβάλλει τήν έννοια τής πρόσθετης καταπίεσης" πού τήν δρίζει σάν περιορισμό πού ϊγινε άναγκαΐος έξαιτίας τής κοινωνικής κυριαρχίας.** Κατά τόν Μαρκοϋζε αύτή ή πρόσθετη καταπίεση πρέπει νά ξεχωρίζεται άπό τή βασική καταπίεση πού άποβλέπει στήν τροποποίηση τοϋ ένστικτου πού είναι άπαραίτητη γιά νά συνεχίσει νά ύπάρχει δ άνθρωπος σάν πλάσμα πολυτισμένο.” Αύτή ή διάκριση φανερώνει δτι στή συζήτηση πού γίνεται άνάμεσα σέ ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, έρευνητές τής άνθρώπινης συμπεριφοράς πολιτικούς καί άλλους πρόκειται γιά κάτι παραπάνω άπό άπλόν άκαδημαΐκό δρισμό. Γιατί άπό τήν άπάντηση στό έρώτημα ποϋ βρίσκονται τά δρια πού χωρίζουν τήν πρόσθετη άπό τή βασική καταπίεση, δίχως τήν δποία καμιά κοινωνία δέν τά βγάζει πέρα, δηλαδή άπό τήν άπάντηση στό συμπληρωματικό έρώτημα πόσο μα- κρυά μπορεί νά προχωρήσουν τά κινήματα πνευματικής καί κοινωνικής χειραφέτησης, δίχως νά άμφισβητήσουν τό Απαραίτητο μέτρο καταπίεσης, έξαρτιέται δχι μόνο ή Αρμοδιότητα καί τό πεπρωμένο τδν διαφόρων σχολών πού παίρνουν μέρος στή συζήτηση, άλλά καί τό μέτρο τής λογικά έπιτρεπτής κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας. Μιά άντιπαράθεση τοϋ άδιάψευστου γεγονότος δτι στάθηκε δυνατό νά καταργηθοϋν ή νά άπωθηθοϋν στό περιθώριο σέ τόσους καί τόσους τομείς ιστορικές μορφές καταπίεσης μέ τόν έπίσης άναπότρεπτο συλλογισμό δτι καμιά κοινωνία δέν μπορεί νά τά βγάλει πέρα δίχως Ινα δρισμένο μέτρο καταπίεσης τοϋ ένστικτου μάς φέρνει, δπως καί στήν περίπτωση τοϋ ζητήματος τής Ισότητας πού συκοφαντήθηκε καί μ’ αύτή τή δικαιολογία άποκρού- στηκε σάν κίνδυνος γιά τήν άνθρωπότητα, στό δίλημμα, είτε νά προκαλέσουμε τήν κατεδάφιση καί έκείνων τών φραγμάτων πού είναι άπαοαίτητα καί Ιτσι νά θάψουμε κάτω άπό τά έρείπια τής σωτήριας δομής τής κοινωνίας καί τήν πρόοδο πού πραγ^ιατοποιή- θηκε, εϊτε, άπό φόβο μήπως φτάσουμε καί ξεπεράσουμε τά δρια αύτά, ν’ άποδεχτοϋμε μορφές καταπίεσης πού καθ’ έαυτές βρίσκονται στή ζωή τής Ιστορικής άλλαγής καί τοϋ μεταθετού. Ή έξοδος άπ’ αύτό τό δίλημα θά μποροϋσε νά βρεθεί, δν ήταν εύκολο νά διαπιστωθεί έπιστημονικά, ποιό πλάτος ταλάντευσης τοϋ φυσικοϋ — γιά νά μιλήσουμε μέ τή γλώσσα τοϋ Άρνο Πλάκ,*° έπιτρέπει ή έμπειρία καί πού βρίσκονται τά άμετακίνητα δρια τής μεταβλητι- ιώτητας τοϋ άνθρώπου. ’Εννοείται πώς σέ συνάρτηση μ’ αύτό γεν
313
νιέται Αμέσως Ινα Αλλο έρώτημα, δηλαδή Αν ή μέχρι τώρα έμπειρία άποτελεϊ άκαταμάχητο πρόδηλο καί δχι άντίθετα — μόνο τδ ύλικδ θεώρησης μιας φύσης πού άκόμη δέν έξουσιάστηκε άπό τόν άνθρωπο καί παραπέρα, Αν ή βιολογία ή ή κοινωνιολογία είναι κατάλληλη νά ξεδιαλέξει καί ν’ Αξιολογήσει αύτό τό πρόδηλο.
Άπό τήν άποψη αύτή γίνεται φανερό, δτι δ μαρξισμός, δπως καί κάθε άλλος ένεργητικδς κοινωνικός όπτιμισμός, δείχνει φλογερό ένδιαφέρον γιά άποτελέσματα έρευνών πού, σέ σχέση μ’ αύτδ τό δίλημμα, προσφέρουν στά άτομα καί τΙς δμάδες Ινα συγκεκριμένο προσανατολισμό. Άλλά έπειδή δέν εΓναι δυνατό νά άγνοεΐται γιά πολύ τδ Ιστορικό καί λογικό πρόδηλο πού μάς δίνει ή έπιστήμη καί ή έμπειρία φαίνεται άναγκαΐο γιά τήν δικαιολόγηση τόσο ένός κριτικού όπτιμισμοΟ, δσο καί ένδς κριτικού πεσσιμισμοϋ νά γίνουν γνωστά καί νά άξιολογηθοϋν δλα τά άντιληπτά στοιχεία, δίχως δμως αύτό νά σημαίνει δτι μπορεΐ νά μετατοπιστεί σ’ αύτά ή εύθύ- νη γιά τήν δποια άπόφαση θά παρθεΐ. Όποιος περιμένει άπδ τήν έμπειρία καί τήν έπιστήμη Ινα μονοσήμαντο συμπέρασμα πρδς αύτήν ή έκείνη τήν κατεύθυνση θά άπογοητευθεΐ τότε άπό τά άποτελέσματα τής ψυχανάλυσης δσο κι άπό τά άποτελέσματα τής Ιρευ- νας τής συμπεριφοράς. Μάλιστα αύτοί οί έπιστημονικοΐ κλάδοι δια- φυλάγοντας τδν έπιστημονικό τους χαρακτήρα καί δίχως ζημιά στδ περιεχόμενο τών άρχών τους, μέ τδ δίκηο τους, προσθέτουν κάτι σ’ αύτήν τήν άπογοήτευση. Τήν άπογοήτευση πού θά νιώσει κανείς πρέπει νά τήν άποδώσει σ’ έκείνους πού άντΓ νά γνωρίσουν τά άποτελέσματα τής έπιστήμης καί άπ’ αύτδ νά βγάλουν τά άνεξάρ- τητα συμπεράσματα τους, περιμένουν άπδ τήν έπιστήμη νά τούς άπαλλάξει άπδ άποφάσεις πού αύτοί πρέπει νά πάρουν μέ δική τους εύθύνη. Σέ σχέση μέ τό ζήτημα τής σχέσης τής φυσικής καί τής πολιτικής ήθικής, ζήτημα πού γενικά μπορεΐ νά τεθεί παράλληλα μέ τή διάκριση πρόσθετης καί βασικής καταπίεσης, άπό τδ 1907 κιόλας ό Φρόυντ παραδέχτηκε δτι δίκαια μπαίνει τό έρώτημα, άν ή πολιτιστική σεξουαλική ήθική άξίζει τά θύματα πού μάς έπιβάλλει *’ γιά νά δηλώσει ταυτόχρονα πώς είναι άνίκανος νά σταθμίσει τδ κέρδος καί τή ζημιά.**
Μιά άλλη άκόμη έκδήλωση τού Φρόυντ, πού βρίσκεται στίς «Τρεις πραγματείες σχετικά μέ τή σεξουαλική θεωρία», Αναφορικά μέ τδ πρόβλημα τής όμοφυλόφιλης Ιλξης καί τής Αναστροφής φαίνεται πώς εΓναι κατάλληλη νά ρίξει κάποιο φώς στδ ζήτημα πού κυριαρχεί στή σύγχρονη συζήτηση, τής έπιθετικότητας καί τής καταπολέμησης της, δηλαδή τής Αντίστασης σ’ αύτήν. Παρ’ δλες τΙς διαφορές άνάμεσα στήν Αναστροφή καί τήν Επιθετικότητα, ύπάρχει κάτι τό κοινό μεταξύ τους πού δικαιολογεί κατά τή συζήτηση τήν άναλογία πρδς τήν έπιθετικότητα, δχι μόνο Από τδ
314
δίλημμα πού δσο πάει καί γίνεται δξύτερο κι άπδ τήν Αδυναμία τής έπιστήμης νά κρίνει σχετικά, άλλά κι άπδ τό γεγονός δτι Επιθετικότητα καί άναστροφή μπορεΐ νά έννοηθοΟν σάν καταστάλαγμα ένδς άποτυχημένου στήν κατεύθυνση τής άπαιτούμενης κοινωνικά ήσυχίας κοινωνικοϋ ύπέρ προτύπου, δηλαδή τής έτεροσε- ξουαλικότητας κι δτι άτομικά, δηλαδή συλλογικά άντιπροσωπεύουν τήν άδάμαστη κληρονομιά ένδς παρελθόντος πού δέν ξεπεράστηκε.
Ή φύση τής άναστροφής δέν έξηγεΐται οδτε μέ τήν άποδοχή τής άποψης δτι είναι Εμφυτη, οδτε καί μέ τήν άντίθετη, δτι άπο- κτιέται. Στήν πρώτη περίπτωση, άν δέν Επιλέξει κανείς τήν Ωμότερη έξήγηση, δτι Ινα πρόσωπο Εχει Εμφυτη τή σύνδεση τοϋ σεξουαλικού ένστικτου μέ δρισ|ΐίνο σεξουαλικό άντικείμενο. είναι ύ- ποχρεωμένος νά έξηγήσει καί τί είναι τδ Εμφυτο. Στή δεύτερη τδ έ ρώτημα είναι άν οί κάθε λογίς τυχαίες έπιδράσεις άρκοϋν γιά νά έξηγήσουν τήν άπόκτηση τής άναστροφής δίχως νά ύπάρχει στδ άτομο κάτι πού νά τή διευκολύνει.'* Σέ σχέση μέ τδ Ενστικτο τής έπιθετικότητας κι 6 Φρόυντ δέν κατάληξε σ’ Ινα μονοσήμαντο συμπέρασμα, οδτε ώς πρδς τήν κατάταξη του, οδτε ώς πρδς τή σχέση του μέ τ’ άλλα Ενστικτα. Στή μετέπειτα φάση τών θεωρητικών του Εργασιών στάθηκε τελικά στήν άποψη δτι ή κλίση στήν Επιθετικότητα είναι μιά πρωταρχική, αύτοτελής ένστικτώδης προδιάθεση τοβ άνθρώπου '* καί χαρακτήρισε τδ έπιθετικδ Ενστικτο σάν Απόγονο καί κύριο έκπρόσωπο τού ένστικτου τοϋ θανάτου."
Τδ ζήτημα τής φύσης τής επιθετικότητας, δηλαδή τδ άν Εχει αύθόρμητο, ένδογενή χαρακτήρα” ή Απλώς χαρακτήρα Αντίδρασ η ς " είναι θεωρητικά έξίσου Αμφισβητούμενο δπως κα! τδ ζήτημα τών μορφών τής έπιθετικότητας καί τής σχέσης πού ύπάρχει μεταξύ τους. Έ πρόταση τοϋ Β. Λάντος νά έπιχειρηθεΐ μιά διάκριση ΑνΑμεσα στήν έπιθετικότητα πού έξυπηρετεΐ τήν αότοϋπε- ράσπιση τοϋ Ανθρώπου καί πρέπει νά Αξιολογηθεί θετική καί τήν είδική έπιθετικότητα γιά λόγους Αντιζηλίας,” άπδ τήν άποψη τής πρακτικής χρησιμότητας δημιουργεί περισσότερα προβλήματα παρά συμβάλλει στή λύση. Έπίσης Αναπάντητο παραμένει τδ Ερώτημα πόσο άπδ τδ Επιθετικό δυναμικό πρέπει ή μπορεΐ νά Επενδυθεί σέ ένεογητικότητα καί πόσο σέ έπιθετικότητα άπδ λόγους άντιζηλίας, δπ<ος τδ παοακάτω έρο'ντημα πού προκύπτει λογικά, δηλαδή άν ύπάρχει γενικά Ενα συνολικό άπέθεμα Επιθετικότητας πού είναι δυνατό νά συλληφθεΐ ποσοτικά καί νά διοχετευθεΐ σέ συγκεκριμένες μορφές έπιθετικότητας καί σέ ποιά σχέση βρίσκεται αύτδ τδ δυναμικό πρδς τά άλλα Ενστικτα καί τήν δλη ψυχική οικονομία τοϋ άνθρώπου.
Σύμφωνα μέ τί; δμολογίες πολλών συγγραφέων, άν Ακόμη καί στήν περίπτωση τοϋ άτόμου είναι δυνατή μιά δοκΐ|ΐαστική ή τδ πο
815
λύ μιά, μόνο πιθανή, άπάντηση, ot παράγοντες άνασφάλειας πολ- λαπλασιάζονται δταν πβράσουμε οτήν περιοχή τής ψυχολογίας τών μαζών χαΐ τής συλλογικής δράσης. 'Ολες ot προσπάθειες νά έξασφαλιστοΟν, μέ τήν άναφορά σέ βιολογικές ή άτομικές ψυχολογικές καταστάσεις, μονοσήμαντες άρχές ένέργειας καί άσφαλεΐς δδηγίες έφαρμογής άποκαλύπτονται σέ μιά προσεκτικότερη ματιά σάν ιδεολογικές προβολές δρισμένων προσδοκιών. Έτσι, άπδ τόν διευρυθέντα άγώνα γιά τήν δπαρξη τοϋ Δαρβίνου, δ σοαιαλ- σωβινισμΑς έτυμολόγησε μιά δικαιολόγηση τοΟ καπιταλισμοΟ καί τής μορφής τοϋ άνταγωνισμοϋ πού είναι χαρακτηριστική σ’ αύτόν," ένώ δ Ρώσος άναρχικδς Κροπότκιν μέ μιά διαμετρικά άντί- θετη πολιτική πρόθεση μετέφερε τήν άρχή τής άμοιβαίας βοήθειας άπ’ τδ βασίλειο τών ζώων στδ βασίλειο τών άνθρώπων καί άπδ τήν άρχή αότή έτυμολόγησε Ινα άποτέλεσμα πού στήν άλήθεια ήταν κιόλας άπδ πρίν προσδιορισμένο γιά κοινωνία κομμουνιστική άλ- ληλεγγύής καί άγάπης.*'
Ό χ ι λιγότερο προβληματικό είναι τδ νά θέλουμε νά πάρουμε τέτοιες μονοσήμαντες άρχές άπδ τ’ άποτελέσματα πού δίνει ή σύγ- γρονη Ιρευνα τής συμπεριφοράς. Ή άπάντηση στδ έρώτημα, σέ ποιδ βαθμδ τδ έπιθετικδ ένστικτο, δπως κι άν έννοεΐται κι δπου κι άν κατατάσσεται, άντιστρατεύεται τΙς προσπάθειες γιά εΙρηνική κι δχι έγωϊστική διαμόρφωση τών άνθρώπινων σχέσεων δέν είναι δυνατδ νά προκόψει ούτε κι άπδ τήν άκριβέστερη άκόμη παρατήρηση καί καταγραφή φυσικών περιστατικών, δπως δέν μπορεί άπό τήν παρατήρηση τών φυσικών περιστατικών νά ύπάρξει άπάντηση στό έρώτημα άν ή κοινωνική πολιτική πρέπει νά προσανατολίζεται στίς άνομοιότητες τών άνθρώπων ή άντίθετα νά προσαρμόζεται στίς έξίσου άναμφισβήτητες δμοιότητες καί δμοφωνίες τους. Βέβαια ή άνάγκη νά μελετιοϋνται ot τάσεις πού δροϋν καί πρός τΙς δυό κατευθύνσεις καί πού πάνω σ’ αύτές οίκοδομεΐται μιά στρατηγική γιά τήν έπιβολή τοϋ οίκείου άξιώματος είναι μιά άξία πού δέν μπορεί νά ύποτιμηθεΤ, ώστόσο δμως ή άπόφαση σχετικά μέ τό ίδιο τδ άξίωμα καί τή στρατηγική δέν μπορεΐ νά προκόψει άπδ τήν παρατήρηση, άλλά άπό τήν έκτίμηση τών γεγονότων.
Τδ έρώτημα πού μπαίνει σέ σχέση μέ τό έπιθετικδ Ενστικτο καί τΙς άλλες άντιστάσεις ένάντια σέ μιά προοδευτική διαμόρφωση τών άνθρώπινων σχέσεων, μέ τήν έννοια μιδς διεύρυνσης τής κοινωνικής βάσης καί αύξησης τών δυνατοτήτων δλων τών άνθρώπων νά πλησιάσουν στά άγαθά τής ύπαρξης, είναι άν Ιχει περισσότερες πιθανότητες νά άποσπάσει Ινα μίνιμουμ σέ θετικά άνθρώπινα κίνητρα καί ν’ άπελευθερώσει Ενα μίνιμουμ άρνητικών φαινομένων ή δπτιμιστική συμπεριφορά πού θεωρεί ύπεοβολές τΙς άντιστάσεις ή άντίθετα ή πεσσιμιστική πού καθορίζει τά δρια τής δράσης. Ό ό-
316
πτιμιστής πού μέ τΐς καταπολεμούμενες πρωτοβουλίες του, 61 δ- ποίες ύποτιμούν τΙς Αντιστάσεις, Επωμίζεται τδν κίνδυνο μιάς ύπερβολικής Επιβάρυνσης τών Ανθρώπινων δυνατοτήτων, είναι σέ θέση ν’ Αποσπάσει μ’ αύτδν τδν τρόπο Απδ τδ ύλικδ πού Αντιστέκεται Ενα μάξιμουμ σέ δυνατότητες ή μήπως διατρέχει τδν κίνδυνο, τή στιγμή πού θρασύτατα Επιχειρεί τδ Αδύνατο, νά χάσει έξαιτίας του τδ δυνατό, γιατί τδ Αποτέλεσμα τής ύπερέντασης θά είναι τδ πισωγύρισμα κι δχι ή πρόοδος πού Ελπιζε; Κι άντίθετα, δ πεσσιμιστής Επειδή δέ δέχεται νά Επωμιστεί τούς κινδύνους τής προόδου είναι πραγματικά σέ θέση νά Απολαμβάνει τά πλεονεκτήματα αύτοϋ πού ύπάρχει δίχως νά Επιβαρυνθεί μέ τά μειονεκτήματα τοϋ μελλοντικού; Ή μήπως άκριβώς γιατί Αποφεύγει τήν ύπερβολική Επιβάρυνση διατρέχει τδν κίνδυνο νά παραιτηθεί Απδ τήν πραγματοποίηση Απαιτήσεων πού είναι δυνατδ νά Επιβληθούν καί Ετσι νά μείνει τελικά πιδ πίσω άπδ τδ δυνατό, άπ’ δ,τι Εμεινε αύτδς πού πισωγύρισε Εξαιτίας τών ύπερβολικών του Απαιτήσεων; ’Επιστημονικά καί ιστορικά τδ ζήτημα παραμένει Ανοιχτό, γιατί χρειΑζεται μιά πεσσιμιστική προαπόφαση γιά νά Ερμηνευτεί σάν Επιβεβαίωση τοΟ πεσσιμισμού ή άποτυχία τών όπτιμιστικών προσπαθειών στήν πορεία τής Ιστορίας.
Μέ τήν Εννοια δσων ειπώθηκαν ίσα μ’ Εδώ, ή Εμπειρία αύτή δέν Αφήνει νά Εννοηθεί δτι δ δπτιμισμδς ήταν Ανεπαρκώς διαφωτισμένος κι Ετι μπορούσε νά γίνει κριτικδς δπτιμισμδς δίχως νά ύ- ποχρεωθεί νά μετατραπεΐ σέ πεσσιμισμό; Ή παγκόσμια Ιστορία Εχει καταδικάσει σέ θάνατο τδν όπτιμισμό μόνο Από τήν άποψη ένός πεσσιμιστικοΰ ντετερμινισμού πού στό κάθε τι πού Εγινε βλέπει τδ μοιραίο άποτέλεσμα μιάς Αναγκαστικής πλάνης καί μιάς Αναπόφευκτης Ενοχής. Άπό τήν Αποψη δμως τοϋ κριτικού όπτιμι- σμού πού δέ θεωρεί βέβαια ενα καλύτερο μέλλον σάν προκαθορισμένο καί σίγουρο άλλά σάν πιθανό καί δυνατό, ή πορεία τής Ιστορίας μάς Εδωσε μόνο τήν προειδοποίηση νά προχωρούμε στήν πραγματοποίηση τών ιδανικών μέ περισσότερη Εξυπνάδα καί νά Ανακαλύπτουμε τίς αίτίες τών λαθών τής καλοπροαίρετης δράσης τών προκατόχων μας, δχι γιά νά χαθούμε μέσα στήν άντανάκλαση τους, άλλά γιά νά ξεφύγουμε τήν Επόμενη φορά άπό τήν κακία τους.
Μήπως κι ό Κόνραντ Λόρεντς πού μ’ εύχαρίστηση του άγωνί- ζεται σάν κύριος μάρτυρας ένδς βιολογικού ντετερμινισμού καί πεσ- σιμισμοΰ δέν παραπέμπει στήν κατεύθυνση ένός όπτιμιστικοΰ άκτι- βισμού, δταν φρονεί, «δτι Εχομε κόθε λόγο, στήν τωρινή πολιτιστική, ίστορική καί τεχνολογική κατάσταση τής άνθρωπότητας, νά θεωρούμε τήν είδικά Εσωτερική Επίθεση σάν τόν μεγαλύτερο άπδ τούς κινδύνους. Άλλά τις Ελπίδες μας νά τούς άντιμετωπίσουμε δέν τις πολλαπλασιάζουμε μέ τδ νά τούς δεχόμαστε σάν κάτι τδ
317
μεταφυσικό καί άναπότρεπτο, παρά, Γσως, μέ τό νά παρακολου- θοΟμε τή σειρά τής πρόκλησης τους. Όπου 6 άνθρωπος Απόκτησε τή δύναμη νά κατευθύνει αύθαίρετα Ινα φυσικό φαινόμενο σέ μιά όρισμένη κατεύθυνση, αύτό τό οφείλει στήν παρατήρηση καί στή σύνδεση τών αιτίων πού τό προκαλοΰν».“ Αύτός ό όπτιμισμός, άκόμη κι άν θά έμενε άπλδ. καί μόνο μεθοδολογικός δίχως νά είναι καί βέβαιος γιά τήν έξασφάλιση τής έπιτυχίας, παρά τή λογική του έξίσωση μέ τόν κριτικό πεσσιμισμό, θά μπορούσε νά δηλώσει γιά τόν έαυτό του, βτι άκόμη κι έκεϊ πού προκαλεϊ κινδύνους, περικλείει δυνατότητες καί διαμορφώνει τό μέλλον, ένώ άντίθετα ό συντηρητικός πεσσιμισμός φράζει τό δρόμο στίς δυνατότητες καί θέλει νά λύσει τά προβλήματα τοϋ μέλλοντος μέ τά μέσα τοϋ παρελθόντος. Άκόμη κι άν έμπειρικά καί μεταφυσικά ό πεσσιμιστής είχε δίκηο καί γι αύτό προτιμά νά κάθεται σέ χοντρότερο κλαδί, καί πάλι έπιτρέπεται στόν όπτιμιστή νά θεωρήσει δτι ή πραγματικότητα θά όδηγοϋσε στήν ώρίμανση τών δυνατοτήτων της άπέναντι στίς όποιες ό πεσσιμιστής δέν είναι παρά μόνο μικροψυχία καί δέν κάνει τίποτε άλλο άπό τοϋ νά τά βλέπει δλα μαϋρα καί σκοτεινά.
Μήπως ή ψυχανάλυση — παρά τήν πεσσιμιστική πολιτιστική φιλοσοφία τοϋ μεταγενέστερου Φρόυντ πού μ’ εύχαρίστηση τήν έ- πικαλοϋνται πολλοί άναθεωρητές, δπως σέ άλλο σύστημα άναφο- ρδς έπικαλοϋνται τόν νεαρό Μάρξ — δέν είναι μιά έντυπωσιακή περίπτωση έξέγερσης έναντίον μιδς πανίσχυρης πραγματικότητας; Ό ψυχοθεραπευτής, λογουχάρη, μήπως άπό τή γνώση τής δύναμης καί τής κυριαρχίας τοϋ Ασυνείδητου καί άλόγιστου καταλήγει στό συμπέρασμα νά συνθηκολογήσει μαζί του ή άκριβώς τό άντί- θετο, νά κοπιάσει μέ τή βοήθεια μιάς άκαμπτης καί μακροπρόθεσμης μεθόδου, πού ή συγκεκριμένη πιθανότητα έπιτυχίας της δέν είναι καθόλου έξασφαλισμένη, νά τό άποδιώξει καί κεϊ πού πρίν ήταν Ινα πράγμα νά κάνει νά ξεπροβάλλει Ενας άνθρωπος; Μήπως ή ψυχανάλυση δέ μεταχειρίζεται τήν Εμφυτη καί άναλλοίωτη άνθρώπινη φύση σάν ενα κατασταλαγμένο μέγεθος τοϋ όποίου δέν προϋποτίθεται άλλά άναμένεται ή άντίσταση;
Ά ν καί ή σχέση άνάμεσα στήν άτομική καί συλλογική συμπεριφορά δέ δείχνει Αναγκαστικά δτι ύπάρχει μιά άναλογία μεταξύ τους άλλά κι Από τό άλλο μέρος δέν προκαταλαβαίνει άρνητικά τήν κοινωνική άπόφαση. Ποιά συμπεράσματα βγάζουν άτομα καί όμάδες άπό τΙς Εμπειρίες πού άποκτοϋν μέσα στόν κοινωνικό χώρο καί τί κάνει τό άτομο μέ τήν έλευθερία του Επειτα άπό μιά Ολοκληρωμένη άνάλυση, αύτό είναι κάτι πού ξεφεύγει άπό τήν άρμοδιότητα τής ψυχανάλυσης, άκόμη καί τής άπόφασης πού ταιριάζει στή θεραπευτική της διαδικασία. Άκόμη καί Επειτα άπό τήν πιό όλο- κληρωμένη άνάλυση τό άτομο δέν προστατεύεται άπ’ τόν κίνδυνο
318
πώς δέ θά χάνει νέα λάθη ή πώς δέ θά έπαναλάβει ίσως τά παληά. Μά αύτό δέ συμβαίνει πιά έξαιτίας μιάς νευρωτικής διάθεσης, άλλά άπό βλαχεία ή Αμέλεια, δηλαδή παράγοντες πού δέν μπορεΐ νά έξουδετερώσει καί ή πιό πετυχημένη άνάλυση.
Μιά καί άνήκουμε στούς έπιζήσαντες κι δχι στά θύματα της άκόμη καί τό βούλιαγμα στή μελάνη τής Ιστορίας δέν μάς Απαλλάσσει άπό τήν ύποχρέωση ν’ Απαντήσουμε στό έρώτημα, τί σκο· πεύουμε νά κάνουμε στό χρονικό διάστημα πού Εχομε στή διάθεση μας. Τό έρώτημα Ανανεώνεται συνεχώς μ’ δλο πού καθημερινά ζοϋμε τήν Αδυναμία τοϋ Ατόμου μπροστά στήν όμάδα. Ό ταν ξεκινούμε Από τήν όπτιμιστική προϋπόθεση πώς μποροϋμε ν’ Αλλάξουμε τόν κόσμο, αύτό είναι στήν πραγματικότητα Ινα πισωγύρισμα στήν παιδική φαντασία τής παντοδυναμίας κι δχι Αντίθετα ή Αντίληψη τοϋ καθήκοντος νά σκεφτόμαστε καί νά δρουμε πέρα Από μάς;
Μάρξ καί Φρόυντ ήταν χαί παραμένουν κατά τήν πρόθεση καί τήν κατεύθυνση τών ιδεών τους δυό διαφορετικοί στοχαστές, γι’ αύτό καί δλες οί προσπάθειες γιά μιά τεχνητή σύνθεση καί Αλληλοσυμπλήρωση τους είναι καταδικασμένες σέ Αποτυχία. Αύτό φυσικά δέ σημαίνει δτι δέν έπρεπε νά έναρμονιστεΐ ή Αξιολόγηση τών Αποτελεσμάτων τών έρευνών τών δύο σοφών, Αλλά άντίθετα νά γίνει κατά τρόπο άσυντόνιστο. Ά ν ή θέληση γιά τό σοσιαλισμό δέν καλύπτεται πιά άπό μιά θεωρία, άλλά καί οδτε έμποδίζεται στήν έξέλιξη της άπό μιά θεωρία, ή διαπίστωση αύτή Ισχύει δχι μόνο γιά τή μαρξιστική, άλλά καί γιά τήν ψυχαναλυτική θεωρία. Ή θέληση γιά τό σοσιαλισμό, κινητήρας μιάς σοσιαλιστικής κοινωνικής πολιτικής δέν περιμένει Απ’ αύτές οδτε ύποστήριξη, οδτε Αντίσταση. "Οπου προσφέρετάι μιά τέτοια ύποστήριξη πρέπει νά ά- ξετάζεται στά σοβαρά μήπως πρόκειται γιά δώρο Δαναών κι δπου άντίθετα προβάλλεται άντίσταση, είναι παραπάνω άπό βέβαιο πώς πρόκειται γιά ιδεολογική παραμόρφωση ή μετατόπιση τής ψυχανάλυσης. Χρειάζεται ή προσωπική Απόφαση γιά νά μπορέσει νά συνδέσει κανείς στή δική του σκέψη τόν Απογυμνωμένο Από τήν Απαίτηση τής ένότητας, θεωρίας καί πράξης Μάρξ μέ τδν άπομο- νωμένο άπό τά πεσσιμιστικά πολιτικά του συμπεράσματα καί ξανα- φερμένο στή βασική θεραπευτική του άποψη Φρόυντ. Ά ν δέν έν- νοηθοϋν, οδτε ό Μαρξισμός σάν κοσμοαντίληψη καί δογματοποιη- μένο δργανο κυριαρχίας, οδτε ή ψυχανάλυση σά φιλοσοφία, δέ θά Ιχουν νά φοβηθοΰν τίποτε άπό μιά Αντιπαράθεση γύρω στάν άνθρωπο πού ένεργεΐ καί δρά καί βλέπει τόν έαυτό του Αντιμέτωπο μέ δυό πνευματικές δυνάμεις.
319
Κεφάλαιο 8
ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΑΡΤΡ — ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΑΝΤΟΡΝΟ
Έ νας περίπατος στό χώρο τής σύγχρονης φιλοσοφίας φέρνει τδν παρατηρητή σέ άντιπαράθεση μέ διάφορα ρεύματα xal κατευθύνσεις πού άπδ πρώτη ματιά φαίνονται ξένες μεταξύ τους καί έχθρι* κά άντιμέτωπες, μάλιστα άλληλοαποκλειόμενες λογικά, πού δμως ένα προσεχτικότερο κύτταγμα άποκαλύπτει στενή σύνδεση κι άκόμη σημεία προσπέλασης τής μιας πρδς τήν άλλη. Σέ σχέση μέ τδ θέμα μας προβάλλεται τδ έρώτημα μέ ποιά φιλοσοφία είναι συν- δεδομένη ή μοίρα τοΟ σοσιαλισμοί), σάν κινήματος κοινωνικής άλ- λαγής καί ποιά άπ’ δσες ύπάρχουν σήμερα διαφυλλάσσει καλύτερα ή βασική του έπιθυμία. "Επειτα άπδ τή διάσπαση τής παληάς, έπινοημένης, ένότητας θεωρίας καί πράξης καί τδ πάγωμα τοΟ διαλεκτικοί) ύλισμοϋ — τοΟ διαλεκτικοί) ύλισμοΟ τής λενινιστικής σχολής — σέ δογματικό σύστημα κυριαρχίας, φαίνεται πώς δέν ύπάρχει πιά μιά μαρξιστική φιλοσοφία, μέ δλη τή σημασία τής λέξης, πού νά μπορεΐ ό σοσιαλισμός νά τήν κάνει άνεξέταστα θεμέλιο τής πολιτικής του θέλησης. Άλλά πέρα άπδ τΙς καθιερωμένες όρθοδοξίες ύπάρχει άκόμη καί ή διαλεκτική Σχολή τής Φραγκ- φούρτης πού μπροστά στήν άνοδο καί τή νίκη τοΟ φασισμοϋ άνά- λαβε σάν κριτική θεωρία τήν προσπάθεια νά προσφέρει, άπέναντι στδ φασιστικό ίρρασιοναλισμίδ μιά έναλλαγκτική λύση καί παράλληλα νά άποφύγει τΙς στενωπούς τής λενινιστικής δρθοδοξίας καί τοΟ ντετερμινιστικοΟ φαταλισμού τοΟ ρεβιζιονιστικοΟ χρώματος. Μά ot θύελλες τής παγκόσμιας (στορίας καί ot άπογοητεύσεις πού άκολούθησαν δέν πέρασαν δίχως ν’ άφήσουν τά ίχνη τους καί στήν κριτική θεωρία τών Χόρκχαϊμερ καί Άντόρνο. Ή άλλωτινή αυτοπεποίθηση αύτής τής θεωρίας παραχώρησε τή θέση της σέ μιά αύτοεκτίμηση καί ?ναν καθορισμό σκοπών ούσιαστικά περισσότερο μετριοφρόνων.
Στήν άλλαγμένη αύτή έκτίμηση Εδωσε Ικφραση δ Μάξ Χόρκ- χαϊμερ στδν πρόλογο τών νέων έκδόσεων τοϋ περιοδικού «Κοινωνική Ιρευνα», τδ δποΐο άρχισε νά έκδίδεται στήν άρχή τής δεκαετίας τοϋ 30, δπου τονίζει δυό κυρίως ιδιότητες τής μαρξιστικής θεωρίας ot δποΐες βρίσκονται σέ άντίφαση μι τήν άπαίτηση πού είχ? διατυπωθεί παληότερα, άν καί ή άντίφαση αύτή δέ λύθηκε
21 821
ποτέ στήν πράξη. 'Ο Μάξ Χόρκχαϊμερ τράβηξε τήν προσοχή τοϋ άναγνώστη στήν άπλώς Εμμεση χρησιμότητα τής κριτικής θεωρίας καί στήν άνάγκη νά συμπληρωθοϋν οί θεωρίες τών Μάρξ καί ’Ένγκελς, Αμφισβητώντας συγχρόνως τόσο τήν Ικανότητα αύτής τής θεωρίας νά μετατραπεΐ σέ άμεση πράξη, δσο καί τήν πληρότητα καί τή γενική άρμοδιότητα της. Τήν άπάρνηση τοϋ αίτήματος τής ένότητας θεωρίας καί πράξης μέ τήν Ιννοια δτι μιά δρισμένη θεωρία παράγει καί αιτιολογεί μιά δρισμένη πράξη, αίτημα πού άλλοτε θεωρούνταν κεντρικής σημασίας, τήν έξέφρασε δ ΧόρκχαΓμερ μέ τά παρακάτω λόγια: «Τδ νά βγάζουν άπδ τήν κριτική θεωρία συμπεράσματα γιά τήν πολιτική δράση, είναι πάθος έκείνων πού στά σοβαρά πιστεύουν σά δυνατδ κάτι τέτοιο. 'Ωστόσο δέν ύπάρχει καμιά γενική συνταγή. Ή άνάγκη τής ένδοσκόπισης θά ικανοποιηθεί μέ τή δική τους ευθύνη. ’Ασυλλόγιστη καί δογματική έ- φαρμογή τής κριτικής θεωρίας στήν πράξη, μέσα σέ μιά άλλαγμέ- νη ιστορική πραγματικότητα, τδ μόνο πού θά καταφέρει είναι νά έπιταχύνει τδ προτσές πού θά είχε νά καταδικάσει. Αύτοί πού στά σοβαρά συνδέονται μέ τήν κριτική θεωρία, μαζί κι δ ’Αντόρνο πού μαζί μου τήν άνάπτυξε, συμφωνούν μ’ αύτή μου τήν άντίληψη.*
Πόσο δίκηο είχε δ ΧόρκχαΓμερ νά έπικαλεϊται τδν ’Αντόρνο, βγαίνει άπδ τήν παρακάτω Ικθεση τοϋ πεθαμένου άρχηγοϋ τής Σχολής τής Φραγκφούρτης, δπου συνηγορεί γιά μιά διαφορετική άπδ τήν παληά, τή βγαλμένη άπδ τδ κρεββάτι τοϋ Προκρούστη σχέση θεωρίας καί πράξης. «Ά ν ή θεωρία καί πράξη δέν είναι ούτε άμεσα, ούτε άπόλυτα κάτι τδ διαφορετικό, τότε ή σχέση τους είναι κάτι τδ Ασυνεχές. Δέν ύπάρχει κανένας σίγουρος δρόμος πού νά δδηγεϊ άπδ τήν πράξη στή θεωρία — αύτές ot δυδ θά Ινωθοϋν άπδ τδ έμφανιζόμενο καί αυθόρμητο στοιχείο. 'Η θεωρία άνήκει στή σχέση τής κοινωνίας καί σύγχρονα είναι αύτόνομη. Παρ’ δλα αύτά καί ή πράξη δέν έκτελεΐται άνεξάρτητα άπδ τή θεωρία, οδτε ή θεωρία άναπτύσσεται άνεξάρτητα άπδ τήν πράξη*.. . Τδ δόγμα τής ένότητας θεωρίας καί πράξης είναι άντίθετο μέ τή θεωρία στήν δποία άναφέρεται, είναι άντιδιαλεκτικό. 'Απλή ταυτότητα φανερώνεται μόνο έκεϊ πού ή άντίφαση Ιχει τήν πιθανότητα νά γίνει μόνιμη. Ή σχέση θεωρίας καί πράξης, άπδ τή στιγμή πού Ιχουν Απομακρυνθεί ή μιά Απδ τήν άλλη, είναι ή ποιοτική μετατροπή, δχι ή ύπερνίκηση τής μιάς Απδ τήν Αλλη, πολύ περισσότερο δχι ή ύποταγή τής μιάς στήν Αλλη. Μεταξύ τους θεωρία καί πράξη είναι σάν τούς πόλους. Ή θεωρία πού θά μπορούσε νά Ιχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες νά πραγματοποιηθεί είναι έκεί- νη πού δέν έννοεΤται σά συνταγή γιά τήν πραγματοποίηση της».*
Ή έλαττωματικότητα τής μαρξιστικής θεωρίας καί ή άνάγκη νά συμπληρωθεί διατυπώνεται άπδ τδν ΧόρκχαΓμερ μέ τά παρα
322
κάτω λόγια: «Ή θεωρία τών Μάρξ καί Ένγκελς Απαραίτητη πάντα γιά τήν κατανόηση τής κοινωνικής δυναμικής, δέν είναι πιά άρκετή γιά τήν έξήγηση τής έσωτερικής έξέλιξης καί τών έξωτε- ρικών σχέσεων τών έθνών. Αύτή ή ύποχώρηση τής κριτικής θεωρίας άπό θέσεις πού ιστορικά κι άπό τήν άποψη τής μεθόδου δέν μπορεί πιά νά κρατηθοΰν θά κατηγορηθεί ώς συνθηκολόγηση καί άπάθεια * άπό κείνους πού άπό μιά θεωρία περιμένουν νά νομιμοποιήσει καί νά καλύψει τά νώτα τους κατά τήν έπαναστατική τους δράση ένώ θά γίνει εύπρόσδεκτη καί θά θεωρηθεί ώς δείγμα αύ- τοεγκατάλειψης άπό κείνους πού δχι μόνο άρνοϋνται τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης, άλλά καί άντιπαραττάσονται μέ σκεπτικισμό στήν έπαναστατική θέληση καί γενικά στή διαλλεκτική».
Ώστόσο αύτός 6 περιορισμός τής κριτικής θεωρίας σ’ Ινα μέρος κοινωνικοθεωρητικών συλλογισμών πού τακτοποιοΟνται μέ τή βοήθεια τής διαλεκτικής μεθόδου είναι πραγματικά Εκφραση άπάθειας καί άπομάκρυνσης άπό τήν πραγματικότητα κι άκόμη, κι άν αύτό τό στοιχείο ταίριαζε πραγματικά στήν ψυχική διάθεση τών πατέρων τής σχολής τής Φαγκφούρτης, πρέπει νά καταλήξουν στό ίδιο συμπέρασμα κι αύτοί πού υιοθέτησαν τΙς έπιφυλάξεις τής άνα- θεωρημένης κριτικής θεωρίας; Ή ύποχώρηση τής κριτικής θεωρίας άπό θέσεις πού άποδείχτηκαν σαθρές καί μέ λίγη άντοχή δέ σημαίνει καθόλου, άπό τή μιά μεριά, δτι είναι άπαγορευμένο στή θέληση νά βγάλει τά συμπεράσματα έκεϊνα πού δέν προσφέρει πιά ή θεωρία μέ τήν παληά μονοσημαντότητα της, άλλά, κι άπό τήν άλλη, δτι σάν Αποτέλεσμα τής έλλειψης μονοσημαντότητας καί Αμεσότητας τής διαλεκτικής θεωρίας είναι περιττό νά προχωρήσει κανείς στήν περιπέτεια τής διαλεκτικής ’ καί νά άναλάβει τήν πρόσθετη προσπάθεια πού στή διαλεκτική βρίσκεται σέ άντίθεση μι τήν καθαρά άναλυτική σκέψη.
Δέν έπιτρέπεται λοιπόν στήν κριτική θεωρία νά παραπλανηθεΐ, οδτε άπό τήν περιφρόνηση πού άπαιτοϋν άπ’ αύτήν κατορθώματα πού μ’ δλη τήν καλή της θέληση δέν μπορεί νά πραγματοποιήσει, οδτε άπό τά κοροϊδευτικά γέλια πού άπ’ άφορμή τήν άποτυχία όλοκληρωτικών άπαιτήσεων θεωρούν δτι ένισχύονται στό σκεπτικισμό τους άπέναντι στήν έπαναστατική θέληση καί στήν προσπάθεια νά ξεπεραστοϋν ot περιορισμοί τής λογικής καί τοΟ συμπεράσματος. Άντίθετα πρέπει νά τής γίνει συνείδηση, δτι δέν είναι βέβαια σέ θέση νά Ικανοποιήσει δλες τΙς προσδοκίες, άλλά αύτό δέν άποτελεΐ λόγο νά έγκαταλείψει κάθε έλπίδα πώς μπορεί ώστόσο νά συνεισφέρει στήν προσπάθεια γιά μιά καλύτερη διαμόρφωση τών κοινωνικών σχέσεων. Στό διμέτωπο άγώνα, άπό τή μιά μεριά έναντίον δρισμένων μορφών τής «νέας άριστεράς» πού δέν παραι- τοϋνται άπό τήν Ιδέα μιδς θεωρίας πού προσδιορίζει τήν πράξη
κι άπό τήν άλλη έναντίον τών έκπροσώπων ένός θετικισμοϋ πού Si θέλει νά ύπερβεΐ τΙς λογικές κρίσεις καί τΙς έμπειρικές έξηγήσεις τών πραγμάτων γιά νά μή δώσει στηρίγματα σ’ ένα κοινωνικό έ- παναστατισμό, ή κριτική θεωρία έχει κάθε λόγο νά παραμείνει στή θέση της, τή θέση τοϋ κέντρου. Στήν περίπτωση αύτή ή θέση τοϋ κέντρου δέν είναι άποτέλεσμα σάπιου συμβιβασμού μιάς στάσης πού δέν μπορεΐ νά παλαίψει γιά μιά ριζική λύση, άλλά προκύπτει άπ’ τό γεγονός, δτι βίναι άνάγκη νά άποφευχθοϋν λύσεις πού δέν όδηγοΰν Γσαμε τό τέλος ή δέν άφήνουν νά τΙς σκεφτεΐ κανείς ϊσαμε τό τέλος καί φέρνουν Ινα στένεμα τών προοπτικών καί ένα περιορισμό τών δυνατοτήτων, δυνατοτήτων πού θεωρητικά καί πρακτικά πλησιάζει ή κοινωνία.
Τή στιγμή πού ή κριτική θεωρία καθορίζει τή θέση της άπέ- ναντι στά άλλα φιλοσοφικά καί κοινωνικοθεωρητικά ρεύματα, βλέπει νά άντιπαρασταίνεται στά πλαίσια τών άνταγωνιστικών φιλοσοφιών άπό προτσές παράλληλα πού άφήνουν νά διαφανεΐ ή δυνατότητα οί άντιθέσεις πού ύπάρχουν μεταξύ τους νά μή θεωρούνται πιά σάν άγεφύρωτες, άλλά νά έρμηνεύονται σά μιά κλιμακωτή κατασκευή άπό ύποδείξεις καί συναρτήσεις, στά πλαίσια τής όποίας καί δίχως νά έγκαταλείπονται τό ένα στό άλλο τά διάφορα αύτά ρεύματα έχουν σάν άποστολή τή συμπληρωματική σύλληψη τής πραγματικότητας πού ξεφεύγει άπό τήν προσπάθεια ένός μοναδικού φιλοσοφικού συστήματος καί γι’ αύτό είναι άνάγκη νά σ«λ- ληφθεΐ άπό διαφορετικά σημεία καί μέ συνεχείς προωθήσεις δλων τών άνταγωνιζομένων συστημάτων.
Ό κίνδυνος πού προέρχεται άπό τήν έναρμονιστική συμφωνία τών συμπερασμάτων τών διαφόρων φιλοσοφιών, καθώς κι ό κίνδυνος πού δημιουργεΐται άπό έναν δίχως άρχές έκλεκτικισμό είναι εύκολο νά άποφευχθεΐ καί πρέπει γενικά νά άποτιμιέται σά μικρότερος άπό τόν κίνδυνο πού φανερώθηκε κιόλας στίς φιλονικίες άνάμεσα στίς Σχολές άντιθέτων κατευθύνσεων. Ό κίνδυνος αύτός είναι νά ύποτιμηθεΐ ή άξία τής συνεισφοράς τοϋ άντιπάλου στήν έξήγηση τής συνολικής συνάρτησης καί ή κάθε σχολή, ή κάθε κατεύθυνση νά μένει ικανοποιημένη μέ τΙς πληροφορίες πού παίρνει άπό τή δική της φιλοσοφία καί έτσι νά χάνει τήν εύκαιρία νά πλουτιστεί μέ τά στοιχεία πού προσφέρει μιά έναλλακτική θεώρηση τής πραγματικότητας καί συνακόλουθα τή δυνατότητα νά προχωρήσει πέρα άπό τή δική της θέση. Γι’ αύτό άκριβώς, άν ή κριτική φιλοσοφία δέν έννοεΐται πιά σάν ή άνώτατη σοφία τής ύλι- κής ένσωμάτωσης θεωρίας καί πράξης, άλλά σά μιά συνεισφορά πού δέν κάνει περιττή οδτε άντικατασταίνει τήν έμπειρική έρευνα καί προεργασία, οδτε τά ύπαρξιακά συμπεράσματα, πρέπει νά μείνει άνοιχτή στά ζητήματα πού θέτουν οί άλλες θεωρίες. Σέ μιά
324
τέτοια περίπτωση πρέπει φυσικά κι αύτή νά προβάλλει τήν άπαίτηση νά έπεμβαίνει συντονιστικά στήν αυθεντικότητα τών περιοχών πού συντηροϋν ot άλλες θεωρίες καί αύτό τό δικαίωμα θά τής Αναγνωρίζεται στό βαθμό πού αύτή ή Γδια θά φροντίζει γιά τήν τάξη μέσα στό δικό της νοικοκυριό καί θά Ιχει άπορρίψει άπδ τό οίκοδόμημα της κάθετι πού Ιχει άποδειχτεΐ έτοιμόρροπο, ίστω καί μέ κίνδυνο νά δει νά σωριάζεται σέ έρείπια τό άλλοτε περήφανο συνολικό οίκοδόμημα.
Μιά καλώς έννοούμενη κριτική θεωρία πού παίρνει στά σοβαρά τό καθήκον νά διεισδύσει προοδευτικά στίς κοινωνικές συναρτήσεις, Ιχει χρέος νά προσέχει τά άποτελέσματα τών έρευνητών τής έμπειρικής κοινωνιολογίας καί νά τ’ άναγνωρίζει σάν προϋποθέσεις γιά τή δική της πνευματική έργασία. Σύγχρονα δμως όφείλει καί νά είναι σέ θέση νά καθορίζει θετικά τΙς σχέσεις της, τόσο ά- πέναντι σ’ Ινα κριτικό όρθολογισμό — πού βασικά πάντα είναι πρόθυμος νά άμφισβητήσει τό κάθετι, δσο καί άπέναντι σέ μιά κοινωνιολογική ϊρευνα πού Ιχει συνείδηση τών δρίων της καί τΙς ά- νάγκες νά συμπληρώνεται διαρκώς. Σάν κριτική θεωρία πού είναι, δσο περισσότερο δφείλει νά ύψώνεται πάνω άπό τΙς λεπτομέρειες γιά νά μπορεΐ νά καταλαβαίνει τΙς πραγματικές της έπιθυμίες, τόσο λιγότερο τής έπιτρέπεται νά άνέχεται τήν παραμέληση ή τή βιαστική γενίκευση τών λεπτομερειών. Άπό τήν άποψη αύτή είναι ύποχρεωμένη νά δέχεται πάντα δδηγίες καί δέν τής έπιτρέπε- ται νά μήν προσέχει τΙς προειδοποιήσεις πού τής ίρχονται τόσο άπό τήν πλευρά τής έμπειρικής Ιρευνας, δσο καί τής Ιδεολογικής κριτικής πού στή διαλεκτική σκέψη μυρίζεται τήν άνοιχτή πόρτα γιά κάθε είδους μυστικοποιήσεις. Ά ν λοιπόν ή κριτική θεωρία είναι άναγκασμένη νά δέχεται πληροφορίες καί μάλιστα νά έπωφε- λεΐται ίη αύτές, όφείλει καί νά λογαριάζει πώς ή άλλαγμένη αύτή θεωρητική της σχέση σημαίνει άπολύτρωση; δηλαδή δτι δ καθένας θά παίρνει άποφάσεις μέ δική του εύθύνη γιά νά μπορεΐ νά ξεπεράσει αύτό πού θά κατόρθωνε ή θεωρία.
Έπίσης δέν είναι άνάγκη νά βρίσκεται ή κριτική θεωρία σέ ά- ποκλειστική άντίθεση μέ μιά φιλοσοφία δπως δ ύπαρξισμός πού άντανακλά καί μάλιστα στό κέντρο τών συλλογισμών της τήν ά- πόφαση τοϋ άνθρώπου. Είναι δυνατό καί δίχως νά παραδέχεται τήν είδική της άποστολή νά τή διευκολύνει καί νά τής δώσε: σημεία στήριξης κυρίως στό ζήτημα τής άκτίνας δράσης τής έλευθερίας πού στά πλαίσια τής ύπαοξιακής φιλοσοφίας κινδυνεύει νά χαθεί μέσα σέ φιλοσοφικές άφαιρέσεις καί νά μετατραπεΐ σέ άρνηση κάθε δεσμευτικότητας. Ό σο λίγο κι άν πέτυχε ή προσπάθεια τοΟ Ζάν-Π ώλ-Σάρτρ νά φτάσει άπό μιά θεωρία τής άτομικής ά- πόφασης σέ μιά διαλεκτική τής Ιστορικής άναγκαιότητας καί νά
325
τΙς περιλάβει καί τΙς δυδ σέ μιά «Διαλεκτική τής λογικής»* τόσο πλούσια σέ ύποσχέσεις θά μποροΟσε ν’ άποδειχτεί μιά σχέση καλής γειτονιάς άνάμεσα στή φιλοσοφία τής άτομικής άπόφασης καί τή διαλεκτική θεωρία τής κοινωνίας.
Σέ σχέση μέ τό βασικό πρόβλημα μαρξισμοϋ καί ύπαρξισμοϋ, τό πρόβλημα τής έλευθερίας πού έκφράζεται άπ’ αύτούς σέ διαφορετικές κάθε φορά συναρτήσεις, άποδείχνεται μέ άκρίβεια, δτι τόσο ή ύποχώρηση, δσο καί ή έπιμονή τής κριτικής θεωρίας σέ μιά θέση, πού φαινομενικά δέν παρέχει έλπίδες, είναι ή μοναδική δυνατότητα νά άποτραποΟν συνέπειες πού έπιβάλλονται άπό μιά τοποθέτηση λιγότερο διαφοροποιημένη. Μέ τήν ύποχώρηση άπό τήν Ιστορική θέση τής Ινότητας θεωρίας καί πράξης δέν άφήνεται στήν τύχη του τό κοινωνικό περιεχόμενο τής κριτικής θεωρίας, άλλά μόνο ή άπαίτηση δτι διαθέτει μιά ύποχρεωτική συνταγή γιά τή μετατραπή τοϋ γνωστοϋ σέ έπιθυμητό. Άλλά, άν Εξακολουθήσει νά προσφέρεται ή Εννοια τής έλευθερίας ώς συνώνυμο τής Ενδοσκό- πισης στήν άναγκαιότητα πού διαπιστώνει καθοριστικά ή θεωρία, τότε ξανακερδίζεται άπό τήν Ελευθερία τών άτόμων καί τών δμάδων Ινας χώρος πού τούς είχε άφαιρεθεί άπό τό παληό αίτημα, μά χάνεται αύτό πού κυρίως τή χαρακτηρίζει, δηλαδή ή Επιλογή άνάμεσα σέ διαφορετικές δυνατότητες. "Αν σύμφωνα μι τήν άποψη ένός συστήματος πού παίρνει στά σοβαρά τό αίτημα τής Ενότητας θεωρίας καί πράξης, πρέπει νά Εκφυλιστεί ή Ελευθερία σέ συνώνυιια άπαραίτητα γιά τήν πραγματοποίηση τής Εκ τδν προ- τέρων διακηρυγμένης ιστορικής άναγκαιότητας, τότε, αύτή ή έλευθερία θά καταδικαστεί νά γίνει κάτω άπό τά σήματα Ενός δλοκλη- ρωτικοΟ ύποκειμενισμοϋ καί σχετικισμοΟ τό συνώνυμο τής αυθαιρεσίας καί τής δράσης κατά βούληση. Γιατί, άν δέν ύπάρχουν πιά άντικειμενικές κοινοτικές νομοτέλειες καί καταστάσεις άναφορδς πού πρέπει νά προσεχτούν καί νά παρθοϋν ύπόψη άπδ τήν άπόφαση, τότε ή έλευθερία ένεργεΐ στό κενό καί σύμφωνα μέ τήν άρχή τής συνέπειας είναι άνάγκη νά Ερευνηθεί σέ πιό βαθμό μένει πιστή στή δική της βασική κρίση. Ηθικές κατηγορίες καί ήθικοϊ συνυπολογισμοί μποροΟν νά θεμελιωθοϋν τελικά μόνο στδν Ισχυρισμό δτι ϊγινε μιά χρήση τής Ελευθερίας πού άν παίρνονταν ύπόψη οΐ άντικειμενικές νομοτέλειες θά είχε άπαγορευτεΐ σύμφωνα μέ τΙς δικές της άξιολογικές βάσεις, δίχως μ’ αύτδ νά Εχει καταργηθεί δ άξιολογικδς πλουραλισμός καί ή άντινομία τών άξιολογικών προτιμήσεων. Μά στά πλαίσια μι&ς κριτικής θεωρίας δλα αύτά τά στοιχεία δέν άποδυναμώνονται. Άντίθετα, κατευθύνονται στίς συλλογικές Ιστορικές συναρτήσεις. Ή κριτική θεωρία λοιπόν πού Εξυπηρετείται άπδ τή διαλεκτική μέθοδο Ιχει διπλή άποστολή. Πρώτα, μέ τή δημιουργία καί γνώση πλατειών σχέσεων καί διευρυμέ-
νων ένσοσκοπήσεων νά περιορίσει τδ πλήθος τών δυνατοτήτων γιά έναλλακτική δράση, νά άπορρίψει καί νά άποκλείσει δυνατότητες, που κάτω άπό λιγότερο περιεκτικά σήματα καί περιορισμένες πληροφορίες φαίνονται άκόμη σάν μπορετές. Καί άκόμη έχει τό καθήκον νά παρουσιάσει στήν έλευθερία τδν καθρέφτη τής άνα- γκαιότητας καί τής άντικειμενικής Ιστορικής διευθέτησης κι άπό τό άλλο μέρος τδ συμπληρωματικά καί διαμετρικά άντίθετο καθήκον νά κάνει προσιτή μιά νέα, άνεπάντεχη ώς τώρα δυνατότητα καί έτσι νά κατακτήσει γιά λογαριασμό τής έλευθερίας ένα νέο χώρο πού μπορεΐ νά τδν διαφυλάξει άκριβώς στά πλαίσια μιδς περίπλοκης άναγκαιότητας. Βασικά ή διαλεκτική θεωρία έκτελεΐ έργο Σισύφου άφοϋ μέ τήν άναγκαιότητα πού τήν ύπαρξη της άπο- δείχνει καί μέ τήν έλευθερία πού παραχωρεί άφαιρεΐ τό έδαφος άπό τήν έλευθερία καί ένώ τή διευρύνει άφαιρεΐ τδ έδαφος τής άναγκαιότητας καί έτσι περιπλέκει τό πρόβλημα τής άπόφασης, τουλάχιστο στδν ίδιο βαθμό πού τδ άπλοποιεΐ μέ τήν κατάκτηση μιας καλύτερης καί πιδ συνοπτικής παράστασης.
Δέ φαίνεται πώς αύτή ή διαπίστωση δίνει δίκηο σ’ έκείνους πού ΘεωροΟν τή διαλεκτική άρχή σάν περιττή πολυτέλεια κι άκόμη, σάν έπικίνδυνη άσάφεια τής σκέψης; Μήπως είναι δυνατό ν’ άπο- φύγουμε νά μποΟμε στήν προβληματική πού άντιπροσωπεύει ή διαλεκτική μέ τό νά παραιτηθούμε γενικά άπδ τή χρησιμοποίηση αύ- τοΟ τοΰ άμφίβολου πληροφοριακοΟ μέσου;
Σωστό είναι ν’ άπαντήσουμε θετικά σ’ αύτό τό έρώτημα καί μάλιστα δπου δέν είναι δυνατό ν’ άγνοηθεΐ δτι οί κατηγορίες τών θε- τικιστών κριτικών κατά τής διαλεκτικής σκέψης έπισύρουν τήν προσοχή σέ πραγματικά κακά καί πραγματικούς κινδύνους. Συχνά βέβαια έξισώνεται ή διαλεκτική, σά μέθοδο γιά τή σύλληψη τών κοινωνικών συναρτήσεων, μέ μιά φιλοσοφική διαλεκτική, μέ τήν έννοια τοϋ Χέγκελ, ή μέ τή φιλοσοφική διαλεκτική τοϋ "Ενγκελς καί έτσι προσβάλλεται μόνο τδ καθορισμένο άπ’ τδ χρόνο μεταφυσικό έποικοδόμημα αύτής τής μεθόδου. Άλλά άκόμη κι δταν έν- νοεΐται ή διαλεκτική, δπως άπδ τδν Κάρλ Πόππερ, σά μιά θεωρία πού ισχυρίζεται δτι άναπτύσσει κάτι — ιδιαίτερα τήν άνθρώπινη σκέψη — μέ τδν τρόπο πού χαρακτηρίζεται άπδ τή λεγόμενη διαλεκτική τριάδα, (θέση, άντίθεση, σύνθεση) Τ καί πάλι αύτδς δ δρι- σμός άφορδ μόνο σέ μιά ίστορικοφιλολογική έπένδυση καί έπέκτα- ση διαλεκτών Αξιωμάτων πού καθ’ έαυτά, σέ καμιά περίπτωση δέν άπαιτοΟν ύποχρεωτικά μιά γενική σύνθεση μέ τή μορφή μιδς πλα- τειδς θεώρησης τής Ιστορίας. Άντίθετα κάθε φιλοσοφία τής Ιστορίας, δπως ή διαλεκτική τοΰ Χέμελ πού άποτελεϊ τδν πραγματικό στόχο δλων τών έπιθέσεων κατά τής διαλεκτικής* κλείνει μέσα της τδν κίνδυνο, άντί γιά τήν περιγραφή καί σύλληψη τής πραγ-
327
ματικότητος, νά φέρει τδ βιασμό της.Ό ταν ή διαλεκτική σκέψη πέφτει στδ λάθος ν’ άφήνει τή δια
λεκτική νά καταλήγει σέ δποιο τελικδ Αποτέλεσμα ή ν’ άποσπΛ άπδ τή διαλεκτική θέση τών ζητημάτων δρισμένες προσιτές βαθμίδες τής πραγματικότητας καί νά τΙς έννοεί σάν ένσάρκωση ένδς Ιστορικοϋ άξιώματος έγκαταλείπει τήν άληθινή της άποστολή καί γίνεται μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν πρόοδο τής σκέψης καί τής κοινωνίας άπ’ δσο Ινας θετικισμός πού περιορίζεται στή σύλληψη μεμονωμένων φαινομένων. Άλλά έπειδή μιά δρισμένη πιθανότητα προκαλεϊ μεγαλύτερους κινδύνους, είναι δυνατδ νά παραιτηθεί τδ άνθρώπινο πνεϋμα άπδ τή δυνατότητα νά διευρύνει τούς δρίζον- τες του καί νά συμπεριλάβει συναρτήσεις γιά τΙς όποιες είναι κλειστή ή προσηλωμένη στίς μερικές γνώσεις καί τελικές κρίσεις σκέψη; Μήπως ή τεχνική καί πολιτιστική πρόοδο δέ στηρίζεται στδ γεγονδς δτι αύτή δπωσδήποτε κερδίζει, σέ άμιλλα μέ τούς κινδύνους πού παρουσιάζονται, Ινα θετικό μάξιμουμ, μ’ δλο πού κάθε φορά δέν είναι σίγουρος δ θετικός τελικός Ισολογισμός;
Ό Γάλλος κοινωνιολόγος καί φιλόσοφος Ζώρζ Γκουρβίτς πρόσφερε πολλά γιά τήν έπεξεργασία μιδς άποψης, πού δ ίδιος τή χαρακτήρισε ώς «διαλεκτικό ύπερεμπειρισμδ» καί «Εμπειρική — ρεαλιστική διαλεκτική» * καί έπεδίωξε νά τήν άπαλλάξει άπδ μεταφυσικά κατασκευάσματα, όλικές ιστορικές θεωρήσεις καί άπδ βλαβερές παρενέργειες πού μέ πολλούς τρόπους κατάπνιξαν Ιστορικά τά πλεονεκτήματα της. Ό Γκουρβίτς θεωρεϊ σάν ούσιαστικδ στή διαλεκτική τήν άρνηση, γιατί «άρνεΐται τήν άποκλειστικότητα τών συμπερασμάτων, συνδέει τά συγκεκριμένα σύνολα μέ βάση τΙς βαθμίδες Ανάπτυξης πού Ιχουν διατρέξει, δίχως νά τΙς συλλαμβάνει συνολικά».” Ό Γκουρβίτς προβάλλει Ιδιαίτερα τά φαινόμενα τής διαλεκτικής συμπληρωματικότητας. τής άμοιβαίας διαλεκτικής έρμηνείας, τής πόλωσης καί τής άμοιβαιότητας τών προοπτικών γιά νά άποδείξει δτι άπλούστατα ή πραγματικότητα δέ συλ- λαμβάνεται δίχως τόν προσεταιρισμδ κατηγοριών πού ξεπερνοϋν τδ συμπερασματικό." Βασικά καί μόνο ή άπλή σκέψη πάνω στδ πασίγνωστο γεγονδς δτι σίδν κόσμο δλα συνδέονται μέ δλα, δτι κάθε πράγμα Εχει τουλάχιστο δυδ πλευρές καθώς καί ή παρατήρηση δτι ή άντίφαση είναι μιά κατηγορία πού δέν έξαλείφεται άπ’ τδν κόσμο είναι άρκετή νά φανερώσει τήν έπικίνδυνη, άλλά γι’ αύτό δχι λιγότερο ύπαρκτή, άπόλυτη άναγκαιότητα μιδς διαλεκτικής σκέψης πού άρνεΐται νά σταματήση μπροστά σέ δποιοδήποτε σημείο τής πραγματικότητας.
Ό Κάρλ Πόππερ άπηύθυνε πρδς τήν κατεύθυνση τών διαλεκτικών τήν παρακάτω προειδοποιητική έναλλαγή. «Μέ δλα αύτά θέλουμε νά ποΟμε στδ διαλεκτικό δτι δέν μπορεί νά είναι σύγχρονα
καί τά δυό. Είτε ένδιαφέρβται γιά τΙς άντιφάσεις γιά τό λόγο βτι είναι γόνιμες, άλλά τότε πρέπει νά τίς άπορρίψει, εΓτε θά είναι πρόθυμος νά τίς δεχτεί άλλά τότε θ’ άποδειχτοϋν άγονες καί θά κάνουν άδύνατη τή λογική κριτική, τή συζήτηση καί τήν πρόοδο τής σκέψης».1* Μά ό διαλεκτικός δέν μπορεΐ νά ύποκύψει άκριβώς σ’ αύτήν τήν έναλλαγή. Είναι ύποχρεωμένος νά μείνει πιστός στή διαλεκτική άρχή τής άντίφασης, άκόμη καί τή σχέση μέ τήν Γδια τήν άντίφαση, καί νά έπιδιώξει νά τήν άναιρέσει καί σύγχρονα νά τήν κάνει γόνιμη δπως καί μέ τήν έλευθερία μπροστά στήν άναγκαιότητα πού άπό τό Ινα μέρος τής άφαιρεΐ τό Ιδαφος κάτω άπό τά πόδια της κι άπό τό άλλο τής άποκαλύπτει νέες δυνατότητες. Σέ δσο είναι δυνατό μεγαλύτερη άπόσταση άπό τή μεταφυσική καί τή φιλοσοφία τής Ιστορίας τοϋ Χέγκελ, έπιτρέπεται κι άκόμη έπι- βάλλεται νά διαφυλαχτεΐ τόση διαλεκτική ούσία, δση είναι άπαραί- τητη γιά νά ύψωθεΐ μ’ αύτήν τό συνολικό έπίπεδο τής θεώρησης σέ μιά άνώτερη κλίμακα καί νά πραγματοποιηθεί ή άναίρεση μέ τή διπλή σημασία τής λέξης. Ή άντίφαση πρέπει νά άναγνωρι- στεΐ καί ταυτόχρονα νά ξεπεραστεΐ, νά προκληθεΐ καί ταυτόχρονα νά άπωθηθεΐ στό βάθος.
Ό τι ή άπαλλαγμένη άπό ψεύτικες άπαιτήσεις διαλεκτική σκέψη δέν μπορεΐ νά βρίσκεται σέ άσυμφιλιωτή άντίθεση πρός τόν κριτικό όρθολογισμό, φαίνεται άπό τήν άντιπαραβολή της |ΐέ τΙς πιό προοδευτικές καί πιό προωθημένες θέσεις τής σύγχρονης άνα- λυτικής φιλοσοφίας τόν παγκριτικό όρθολογισμό τοϋ Ούΐλλιαμ Μπάρτλεϋ καί τόν κριτικό όρθολογισμό τοϋ Χάνς Άλμπερτ. Ό Μπάρτλεϋ θέλει νά ξεχωρίσει τόν όρθολογισμό άπό κάθε μορφή Ιρρασιοναλισμοΰ μέ τό πού δέν έννοεΐ πιά τήν άπόφαση σάν Ινα μέσο πού δικαιολογεί τή λογική, μέσο πού τό Γδιο δέν ίχει άνάγκη άπό καμιά δικαιολόγηση, άλλά τήν τοποθετεί έλεύθερα στά πλαίσια ένός κριτικισμού άπαλλαγμένου άπό δικαιολογήσεις καί μάλιστα βάζει σάν καθήκον νά έξετάζεται καί ν’ άποδείχνεται ή ένδε- χόμενη πλαστότητα της, σά μιά ύπόθεση λαθεμένη, μέ τήν ϊρεονα κάθε μιάς άπό τΙς πιθανές συνέπειες της.1* Ό παγκριτικός δρθολο- γισμός λοιπόν τοϋ Μπάρτλεϋ δέν έξαιρεΐ άπό τή γενική ϊρευνα καί άμφισβήτηση οδτε βασικά κριτήρια τοΰ δρθολογικοΰ. άλλά άντίθετα έπιτρέπει τή δυνατότητα νά άντικατασταθοϋν μέ άλλα κριτήρια πού δδηγοϋν άκόμη πιό μακρυά. Αύτή ή θέση είναι άνοιχτή άπ’ δλες τίς πλευρές συμπεριλαμβανομένων καί τών συμπληρώσεων τής μεθόδου.
Ό Χάνς "Αλμπερτ προσπαθεί νά βγει άπό τή χρόνια κρίση ά- κίεραιότητας τοϋ δρθολογισμοϋ, κρίση πού μέ άποδείξεις παρουσίασε δ Μπάρτλεϋ σύμφωνα μέ τό δποΐον προέρχεται άπό μιά κρίση ταυτότητας στήν όρθολογική παράδοση14 καί νά δείξει Ινα νέο
δρόμο πού Εννοεί τόν όρθολογισμό Ετσι πού είναι πιά άίύνατο νά προκόψει άπ’ αύτόν μιά διχοτόμηση γνώσης καί ύποχρέωσης καί παρεμβάλλει τήν άπόφαση κατά τέτοιο τρόπο πού ή λογική νά διατηρεί δσο τό δυνατό μεγαλύτερη δυνατότητα νά Επηρεάσει τήν ύ- ποχρέωση. Ό Άλμπερτ παραδέχεται δτι ό κλασσικός δρθολογι- σμός γιά νά διακόψει τή διαδικασία τής κριτικής κατέφυγε σ’ Ινα δρισμένο σημείο καί μ’ αύτδ είναι σά νά Επιδίωξε νά λύσει τό τρί- λημμα τοϋ Μυνχάουζεν, πού συνίσταται στήν προσπάθεια νά δώσει λύση στό πρόβλημα τής γνώσης καί τής δικαιολόγησης τής Αρμοδιότητας της μέ τόν τρόπο μιάς δριστικής Αναγωγής, ένός λο- γικοϋ κύκλου στήν Απαγωγή ή στή λεγόμενη διακοπή τής διαδικασίας καί νά κατακτήσει Ιτσι Ινα σημείο στήριξης πού νά Εγγυ- άται τή βεβαιότητα. ** Ή κλασσική λοιπόν σύλληψη τής όρθολογι- κότητας κατάληγε στήν Αντικατάσταση τής γνώσης Από τήν Απόφαση 16 ή δποία δέν είχε καμιά δυνατότητα Αρνησικυρίας Ενάντια στή διαφορετική άπόφαση τοΰ Ιρρασιοναλισμοΰ, άντίθετα μάλιστα τοΰ Εξασφάλιζε τήν καλή συνείδηση γιά τή βασικά διαφορετική του στάση.
Ό πως δ Μπάρκλεϋ Ιτσι κι δ "Αλμπερτ θέλει νά άπαλλαχτεϊ άπό τήν άνάγκη τής δικαιολόγησης καί τήν άρχή τής θεμελίωσης, γιατί αύτή ή θέση δυσκολεύει τήν ύπεράσπιση τοΰ όρθολογισμοΟ άπέναντι στόν άνορθολογισμό καί παρεμβάλει Εμπόδια στδ δρόμο τοΰ δρθολογισμοΰ πρδς τΙς δυνατότητες Εκείνες πού θά τοΰ Επιτρέψουν νά Εξετάσει κριτικά τήν ίδια του τή θέση καί νά τήν άνα- πτύξει άκόμη περισσότερο. Άλλά δ "Αλμπερτ Εχει συνείδηση τοϋ γεγονότος Στι καϊ αύτή ή Απόρριψη τοΰ κλασσικοΰ καί ή Αποδοχή τοΰ κριτικού προτύπου τοΰ δρθολογισ|ΐού Αποτελεϊ Απόφαση, εύνο- εΐται Απόφαση πού Εξασφαλίζει στή λογική Ινα μάξιμουμ σέ πλεονεκτήματα τά δποΐα Εξαγοράζουνται μ* Ινα μίνιμουμ παραδοχών. «Βέβαια τδ μόνο πού μπορεΐ νά κάνει κανείς, είναι νά πάρει τήν άπόφαση νά δεχτεί μιά δρισμένη άρχή ή άπαίτηση σάν τελική προϋπόθεση καί Ιτσι νά τήν άποσύρει άπδ τή συζήτηση. Μά μέ τδν ίδιο τρόπο μπορεΐ νά μεταχειριστεί καί τδ κλασικό άξίοιμα τής Επαρκοΰς θεμελίωσης, δίχως δμως νά είναι δυνατό καί νά Εμποδιστεί άπ’ αύτό.. . Ή Εκλογή άνά|ΐεσα στό άξίωμα τής Επαρκούς θεμελίωσης καί τδ άξίωμα τής κριτικής Εξέτασης είναι μιά Εκλογή στήν περιοχή τοΰ πραγματικού, πού Εννοείται τό σωστό είναι νά γίνει άφού άνάμεσα στά άλλα παρθοΰν ύπόψη οί λογικές συναρτήσεις».”
Ή προτίμηση στδ άξίωμα τής κριτικής Εξέτασης δχι μόνο Εξασφαλίζει στή λογική Ενα Ανώτατο δικαίωμα Ανάμιξης δίχως καί νά τής ζητούνται μεγάλες θυσίες, άλλά καί τής παραχο)ρεΐ τή δυνατότητα, κι Ακόμα, τής Επιβάλλει τδ καθήκον νά προχωρεί πέ
ρα άπδ τό άποκτημένο έπίπεδο τών γνώσεων της καί παράλληλα νά χρησιμοποιεί δλες τις μεθόδους πού τή βοηθοϋν νά πετύχε' αύτό τό σκοπό. «Ό χι ή προσφυγή σέ βέβαια καί τελικά αίτια, άλλά ή άναζήτηση ούσιαστικών, άσυμβίβαστων στοιχείων, δηλαδή ή ά- ναζήτηση άντιφάσεων είναι πού άπαιτεΐται άν θέλει νά πλησιάσει κανείς τήν άλήθεια».1* Καί άκριβώς έξαιτίας τής άβεβαιότη- τας καί τής άνασφάλειας τής γνώσης μας φαίνεται άπαραίτητο στόν Άλμπερτ νά χρησιμοποιεί μιά μέθοδο πού διαφέρει άπ’ αύτή πού συστήνει δ Γκουρβίτς περισσότερο μέ τήν τερμινολογική καί φιλοσοφική καταγωγή της παρά μέ τό πραγματικό της περιεχόμενο. «Ά ν χρησιμοποιήσουμε τό άξίωμα μέ καθορισμένο τρόπο, θά προκύψει μιά μέθοδος πού δικαιωματικά μπορούμε νά τήν ό- νομάσουμε διαλεκτική καί μάλιστα μέ τή μονοσήμαντη καί καθαρή Ιννοια πού άντιστοιχεΐ στήν παλιά φιλοσοφική παράδοση. Έ σύγχυση πού δημιουργήθηκε μέ τά φιλοσοφικά παραστρατήματα τοΰ γερμανικού ιδεαλισμού στό δνομα τής διαλεκτικής, θά μποροΟσε νά άποτελεΐ προτροπή γιά τήν άποφυγή αύτής τής λέξης, άλλά ή παραίτηση άπό τή χρησιμοποίηση της είναι περιττή δσο δέν προκύπτει άσάφεια. Ή μέθοδος αύτή είναι διαλεκτική στό βαθμό πού άποδίνει μεγάλη σημασία στήν άναζήτηση καί άναίρεση άντιφάσεων, στή διαδικασία πού μπορεί ν’ άναπτυχθεΐ άπό Ινα διάλογο, δηλαδή μιά συζήτηση μέ πολλούς δμιλητές. Είναι άρνητική στδ βαθμό πού κύριος σκοπός της δέν είναι ή θεμελίωση παρά ή αντίστοιχη τής θεμελίωσης προσπάθεια, παρά ή άναίρεση καί ή άντί- στοιχη προσπάθεια τής Αναίρεσης».1’ Κριτικός δρθολογισμός καί διαλεκτική σκέψη δέν Ιχουν λόγους νά βρίσκονται σέ άσυμφιλίωτη άντίθεση, άν δ κριτικός δρθολογισμός δέν είναι Επιφυλακτικός ά- πέναντι στίς δυνατότητες πού τού προσφέρει ή διαλεκτική μέθοδος κι άν ή διαλεκτική θειορία άνέχεται άκόμα κι δρισμένες άσάφειες καί μυστικοποιήσεις πού έρχονται σέ άντίθεση μέ τδ δηλωμένο σκοπό της νά διευκολύνει μιά καλύτερη γνώση τών άνθρώπινων συναφειών, γιατί άπδ τή χαλάρωση τών διευρυμένων μεθόδο>ν θά προ- κύψουν οί δυνατότητες νά άνασκευαστούν αύτές άπδ τούς κριτικούς τους.
Καί άπδ τις δυδ πλευρές δέ λείπουν οί δμολογίες πού φανερώνουν άναγνώριση τής άξίας τής συμβολής τοϋ άντιπάλου καί προ- δίνουν γνώση τών κινδύνων πού διατρέχει ή δική της θέση. Στή διάρκεια τής φιλονεικίας γιά τδ θετικισμό δ Άντόρνο άνέπτυξε μέ τά παρακάτω λόγια αύτή τήν κατάσταση. «Ύποστασιωμένη διαλεκτική γίνεται άντιδιαλεκτική καί χρειάζεται νά διορθωθεί μέ μέσο έκεΐνο τό γεγονδς - εύρημα πού τήν άξία του τήν καταλαβαίνει πολύ καλά ή έμπειρική κοινωνική ίρευνα καί πού άδικα ύποστασιώ- νεται άπδ τήν πλευρά τής θετικιστικής έπιστημονικής διδασκα-
331
Χίας»." ‘Αντίθετα, Ινας τόσο δρκισμένος Αντίπαλος τής διαλεκτικής στό στρατόπεδο τοϋ νεοθετικισμού δπως 6 Έρνστ Τόπιτς, Αναγκάστηκε κατά τή διάρκεια Αναλύσεων στρεφομένων άποκλει- στικά κατά τής διαλεκτικής, δίχως νά τδ θέλει, νά κάνει τήν παρακάτω δμολογία. «Λοιπόν δέν πρέπει νά Αρνηθοϋμε δτι οΐ διαλεκτικές μορφές σκέψεις Ιχουν Αναπτύξει, ιδιαίτερα στόν κοινωνικό τομέα, μιά ίρισμένη Αποδοτικότητα. Προπάντων Ιχει δυσφημήσει ριζικά τήν Ιδεολογική παράσταση γιά τήν δπαρξη μιδς Αδιατάρα- κτης, Αρμονικής φυσικής τάξης στήν κοινωνία καί προβάλλει δικαιολογημένα τό ρόλο τών κοινωνικών συγκρούσεων. Έπίσης, κάποτε θά παρουσιαστοϋν μέ διαλεκτική μορφή πολυσήμαντες πολιτιστικές καί κριτικές Απόψεις».'1
Ό τρόπος κι δ λόγος χρησιμοποίησης τής διαλεκτικής μεθόδου, δηλαδή τδ Αν ΘΑ τή χρησιμοποιήσει κανείς στά πλαίσια ένός όρθο- λογισμοϋ γιά νά πετύχει μέ τήν Αναζήτηση καί τήν άναίρεση τών Αντιφάσεων μιά γνώση Απαλλαγμένη Από Αντιφάσεις καί Ιτσι Ινα δσο τό δυνατό μεγαλύτερο πλησίασμα τής Αλήθειας ή Αν θά διαθέσει αύτή τή μέθοδο στά πλαίσια μιδς κριτικής κοινωνικής θεωρίας πού Ανακαλύπτει άντιφάσεις δχι γιά νά πετύχει μέ κάθε θυσία Απαλλαγή Απ’ αύτές, Αλλά γιΑ νά φτάσει διά μέσου τών Αντιφάσεων στά ίχνη τής πραγματικότητας καί τή γνώση αύτοϋ πού δέν έξηγείται, καθορίζεται Από τούς σκοπούς πού Ιχει νά έξυπηρετή- σει ή έπιστήμη σύμφωνα μέ τΙς Ιδέες τοϋ έπιστήμονα. Βέβαια.καί σχετικά μέ τό ζήτημα αύτδ ύπάρχουν προειδοποιήσεις γιά τόν κίνδυνο τών άπλουστεύσεων πού έδώ κι έκεΐ Ιχουν είσχωρήσει κατά τή διάρκεια τών συζητήσεων. Ή άντίθεση Ανάμεσα στήν «κοινωνική τεχνολογία» καί τήν «κοινωνική χειραφέτηση»” μέ βάση τήν δποία περιγράφει τή διαφορά μεθόδων θετικιστ'.κών καί διαλεκτικών Ινας σχολιαστής τής φιλονεικίας τους. Αφορδ μόνο δρισμένα χαρακτηριστικά τής σκέψης πού Αντιπαραβάλλεται σχηματικά. «Ο! έκπρόσωποι τοϋ κριτικοϋ όρθολογισμοϋ Αμύνθηκαν μέ τδ πνεϋμα τοϋ Μάξ Βέμπερ ένάντια στήν κατηγορία δτι Ανέχονται μιά ίνστρουμενταλιστική ή τεχνολογική άντίληψη, ένώ Από τό Αλλο μέρος δέν Ιλειψαν οί διαλεκτικοί (πρώτος δ ίδιος δ Μάξ ΧόρκχαΓμερ) πού θεο>ροϋν τό καθήκον τής χειραφέτησης μόνο σάν συμβιβαστικό συμπέρασμα τής κοινωνικής τους θεωρίας, έπειδή ή τελευταία Ιχει παραιτηθεί Από τήν Απαίτηση νά προμηθεύσει στήν έπιστήμη μιά γνώση τής πραγματικότητας πού νά μήν περιέχει χάσματα καί νά είναι χρησιμοποιήσιμη. Κι έδώ έπίσης Ανακαλύπτουν μιά συγχλίνουσα τάση πού Από τή θετικιστική πλευρά τραβά πέρα Απδ τά ύποθετικά δρ'.α τοϋ άξιώματος τής Αξιολογικής έλευθερίας κι Από τήν πλευρά τής διαλεκτικής πέρα Από τό μονισμό τής ένότητας άξίας καί πραγματικότητας. ΓενικΑ, σάν κοινό
άποτέλεσμα αύτής τής έξάπλωσης άπό τό ένα μέρος καί τοϋ περιορισμού άπό τ’ άλλο διαγράφεται 2να πεδίο έπιατημονικής δράσης πού όροθετεϊ καί κάνει αύτοτελή τήν άτομική άπόφαση, δίχως ν’ άρνεϊται καί τή βοήθεια πού θά προσφέρει 6 γείτονας.
Σέ σχέση μέ τή φιλονεικία γιά τήν άξιολογική έλευθερία, σάν άξιώματος μεθοδολογικοΟ, ό Χάνς Άλμπερ παρατήρησε δτι: «ή πίστη στήν άναγκαιότητα μιάς κανονιστικής έπιστήμης είναι σήμερα ριζωμένη μέ πολλούς τρόπους στήν ύποτίμηση τών δυνατοτήτων μιάς έπιστήμης άξιολογικά έλεύθερης».** Μ’ αύτό ό Χάνς ’ Αλμπερτ θέλει νά πεί δτι οί άντίπαλοι τής Αξιολογικής έλευθερίας έλάχιστα έχουν έμπιστευτεΐ στήν έπιστήμη τους καί Αναζήτησαν βιαστικά καί βρήκαν καταφύγιο στίς Ανεξέταστες δυνατότητες. Βέβαια γι’ αύτή τήν ύποτίμηση τών δυνατοτήτων τής άξιολογικά έλεύθερης έπιστήμης καϊ τοϋ άξιώματος τής Αξιολογικής έλευθερίας πού Απαίτησε ό Μάξ Βέμπερ δέν είναι καθόλου άθώος ό θετικισμός πού άπό τό άξίωμα α·’»τό συμπέρανε μιά ριζική διάσταση άνάμεσα στή γνώση καί τή θέληση, τή λογική καί τήν άπόφαση. Μέ τήν έκτατική έρμηνεία τοϋ αιτήματος τοϋ Βέμπερ, στά πλαίσια τών πεποιθήσεων του καί διαφυλάσσοντας τή βασική του θέση μποροϋσε νά μήν Αφήσει νά τοϋ διαφύγει ή δυνατότητα νά προσκομίσει άντικειμενικά κριτήρια καί σημεία στήριξης τής δράσης. Ό ίδιος ό Χάνς "Αλμπερτ τάχθηκε κατά τής ύπερβολικής έ- πιβάρυνσης μέ άπαιτήσεις τοϋ άξιώματος τοϋ Βέμπερ, πού μέ τόν τρόπο πού έξελίσσεται 6 κριτικός όρθολογισμός ύφίσταται μιά δρι- σμένη τροποποίηση. «Τό αίτημα τής Αξιολογικής έλευθερίας, δπως μπορεί εύκολα νά Αναγνωρίσει κανείς, είναι βασικά.. . Ινα μεθοδολογικό άξίωμα, στό βαθμό δμως πού τό ίδιο έχει μιά κανονιστική λειτουργία. Ά ν τό διαμορφώσουμε σάν κανονιστικό άξίωμα καί σύγχρονα τοΰ Αποδώσουμε άπεριόριστη ισχύ, ξεχνάμε τήν ίδια μας τήν άπόφαση καί πέφτουμε σέ άντίφαση. Μιά έξήγηση αύτοϋ τοϋ αίτήματος διατυπωμένη μ’ αύτή τήν Ιννοια, θά ήταν πολύ λίγο κατάλληλη γιά χρήση».** ΙΙαράλληλα κι 6 Κάρλ Πόππερ ίκανε τήν έξής διαπίστωση δχι μόνο γιά τό ρόλο τοϋ έπιστήμονα, άλλά καί γιά τήν άξιολογική έλευθερία καί τήν περιοχή χρησιμοποίησής της. «Δέν μποροϋμε ν’ άφαιρέσουμε άπό τόν έπιστήμονα τή μεροληπτικότητα του, δίχως νά τοϋ άφαιρέσουμε καί τήν άνθρω- πιά του .. . Τά κίνητρα μας καί τά "καθαρώς έπιστημονικά ιδανικά μας” , δπως τό ιδανικό τής Αναζήτησης τής καθαρής Αλήθειας είναι βαθειά ριζωμένα σέ έξωεπιστημονικές καί, σέ μεγάλο βαθμέ, θρησκευτικές έκτιμήσεις. Ό άντικειμενικδς καί άξιολογικά έλεύθερος έπιστήμονας, δέν είναι ό ιδανικός έπιστήμονας. Δίχως πάθος δέ γίνεται τίποτα, πολύ περισσότερο στήν καθαρή έπιστήμη. Ή λέξη "φιλαλήθεια” δέν είναι μιά άπλή μεταφορά. Δηλα
888
δή δέν πρόκειται μόνο γιά τδ δτι ή Αντικειμενικότητα καί ή Αξιολογική έλευθερία είναι γιά τδν ξεχωριστό έπιστήμονα πρακτικά Απλησίαστη, άλλά κυρίως γιά τδ δτι ή Αντικειμενικότητα καί ή Αξιολογική έλευθερία είναι οΐ ίδιες Αξίες. Καί έπειδή λοιπδν καί ή ίδια ή Αξιολογική έλευθερία είναι μιά άξία, γι’ αύτδ φαίνεται παράξενη ή Απαίτηση γιά μιά Αξιολογική έλευθερία δίχως δρους».**
Μέ τδ δίκιο του λοιπδν δ Άντόρνο σχολίασε μέ τά παρακάτω λόγια αύτή τήν παρατήρηση τοϋ Πόππερ. «"Αν δ Πόππερ χαρακτηρίζει παράξενη τήν άπαίτηση γιά μιά δίχως δρους άξιολογική έλευθερία καί τοΰτο γιατί ή έπιστημονική Αντικειμενικότητα καί ή Αξιολογική έλευθερία είναι ot ίδιες Αξίες, αύτή του ή άποψη δέν είναι μικρής σπουδαιότητας δπως τήν έκτιμά δ ίδιος δ Πόππερ. Άπδ τήν άποψη αύτή θά ήτανε δυνατδ νά βγοϋν σοβαρά έπιστημονικά καί θεωρητικά συμπεράσματα».”
Φαίνεται πώς τδ έπιχείρημα πού χρησιμοποιήθηκε κατά τοϋ σχετικισμού γιά νά ΑποκρουστεΙ πάντα άπδ τή θετικιστική πλευρά, σάν τερμινολογικδ κατασκεύασμα, δτι δηλαδή δέν μπορεί νά συνθέσει κανείς τδ σχετικισμό δίχως νάρθεΐ σέ Αντίφαση μέ τΙς προϋποθέσεις του, είναι πολύ περισσότερο σημαντικό Απ’ δσο Αναγνωρίστηκε στήν Αρχή. Βέβαια είναι Ανάγκη νά θυμηθοϋμε δτι ot παρασιωπημένες δυνατότητες μεσολάβησης άνάμεσα στήν Ά ξία καί τήν Πραγματικότητα, τή Γνώση καί τή θέληση, τδ Είναι καί τδ Δέον συνιστοϋν μιά σύνθεση, άλλά άπδ τό άλλο πάλι μέρος καί τδ γεγονδς δτι ot ίδιες ot Σφαίρες αύτές παραμένουν διαφορετικές καί διακρινόμενες μεταξύ τους καί δέν είναι δυνατό νά συντεθοϋν σ’ ένα Σύνολο ούτε άπδ μιά διαλεκτική θεωρία. Ώστόσο παρά τή μή άναιρεαιμότητα αύτών τών άντίθετων πού Αφήνουν έλεύθερο μεγΑλο χώρο στό σχετικισμό, δέν έπιτρέπεται νά μάς διαφεύγει ή κατάσταση πού 6 Γάλλος φιλόσοφος Μωρίς Περλώ - Ποντύ διατύπωσε ώς έξής. « . . . στό μέτρο πού είσχωροϋμε βαθειά στό σχετικισμό φτάνουμε στήν άναίρεση του καί άκριβώς αύτή τήν άναίρεση παραλείπουμε δταν άνυψώνουμε τδ σχετικισμό σέ Απόλυτο».’ 7 Έ τσι λοιπόν, γιά νά διαφυλαχθεΐ ή περιοχή δπου νόμιμα χρησιμοποιείται δ σχετικισμός, άλλά καί γιά νά άπαλλαγεί αύτός ήθικά άπό συμπεράσματα πού τοϋ άποδώθηκαν γιατί δέν άμύνθηκε έναν- τίο· τους ή τά δέχτηκε μέ Αδιαφορία, είναι Ανάγκη νά δροθετη- θεί δ χώρος δπου θά μπορεί νά κινείται άπεριόριστα καί νά χωριστεί Απ’ τό χώρο, δπου δέν τοϋ έπιτρέπεται νά κινηθεί. Μά Ινας τέτοιος χώρος πού θά έμποδίζει τδν έκφυλισμδ τοϋ άξιολογικοϋ σχετικισμού σέ αύθαίρετη αύτοΐκανοποίηση πού παραβλέπει τις συλλογικές καί ιστορικές δεσμεύσεις, δέν είναι δυνατό νά κατασκευαστεί Από μιά διαλεκτική θεωρία, πού βέβαια μαζί μέ δλα τά στοιχεία τής πραγματικότητας παρουσιάζει καί τή σχέση τών ξε
334
χωριστών φαινομένων πάνω στά όποία στηρίζεται μιά Απόφαση, άλλά ή ίδια γεννιέται, σέ μεγάλο βαθμό, άπό τις άνεπαρκώς Εκ- φραζόμενες προϋποθέσεις καί Εξηγήσεις τοΟ Ιδιου τοϋ σχετικι- σμοϋ.
Έτσι, στήν περιοχή τής έπιστήμης τοϋ δικαίου λογουχάρη, δπου δ σχετικισμός πρόσφερε τόσο πλούσια σέ συνέπειες συμπεράσματα, τό διδακτικό μάθημα πού δόθηκε στήν άνθρωπότητα άπό τήν αύθαιρεσία τοΰ έθνικοσοσιαλισμοΰ καί τήν άδυναμία τής λογικής άπέναντι του, Εχει συμβάλλει στήν προαγωγή τής άναπαρά- στασης τών δυνατοτήτων τής σχετιστικής θέσης, δυνατοτήτων πού έγκαταλείφΟηκαν μέ βία, εύνόησε συλλογισμούς σχετικά μέ τό πώς θά μποροϋσε ν’ άντιδράσει κανείς στόν μοιραίο πρακτικό καί θεωρητικό άφοπλισμό τοΰ θετικισμοΰ τοΰ δικαίου άπέναντι σέ μιά θύελλα πού χαντάκωσε τΙς βασικές άξίες τής άνθρώπινης συμβίωσης, καί συνέβαλλε στήν άποφυγή τών λαθών τοϋ παρελθόντος. Άλλά, πέρα άπό τήν ύπαρξιακά άνησυχαστική αύτή κατάσταση, 6 σχετικισμός είχε χρέος νά θεωρήσει δτι προκαλεΐται άπό τήν Εννοια τής δικαιοσύνης νά Επανεξετάσει τΙς βάσεις του, γιατί τό έννοιολογικό ιδανικό τής δικαιοσύνης παριστάνει μιά πρόκληση στό δίκαιο, νά προχωρήσει πέρα άπό τήν κατάσταση πού γιά τήν ώρα πραγματοποιήθηκε καί νά Επαληθευτεί στή ρήξη μ’ Εκείνο τό άπόλυτο έσκεμμένο στά πλαίσια τοΰ όποίου Εντάσσεται τό σχετικό. Ό σο πλαστό είναι τό Εναρμονιστικό δόγμα τοΰ φυσικοϋ δικαίου πού θεωρεί σάν δυνατή μιά σύμπτωση δικαίου καί δικαιοσύνης καί μάλιστα προβάλλει μέ άξιώσεις νά νομιμοποιήσει μιά όρι- σμένη τάξη πραγμάτων, άλλο τόσο άδύνατο είναι άπό τό άλλο μέρος νά προαχθεΐ ή παραπέρα Εξέλιξη τοΰ δικαίου πρός τόν ιδανικό σκοπό, ιδιαίτερα δταν Εγκαταλείπεται ή ϊννοια τής δικαιοσύνης καί θεωρείται άπλώς σάν όρθολογοποίηση μιάς δρισμένης κατάστασης συμφερόντων. Γιατί, άν καί στήν Ιστορία άρκετά συχνά δρισ|ΐένα συμφέροντα Εφθειραν τόν διάκοσμο τής δικαιοσύνης, δ- πάρχουν καί πολλές περιπτώσεις ποδ τό τραυματισμένο αίσθημα τής δικαιοσύνης κάνει αισθητή τήν δπαρξη του δίχως νά κινδυνεύουν όρισμένα συμφέροντα, δπως ύπάρχουν καί περιπτώσεις πού προβάλλεται καί Επιβάλλεται τό αίσθημα τής δικαιοσύνης άκόμα καί Ενάντια στά συμφέροντα.
Ό φιλόσοφος τοΰ δικαίου Άρνολντ Μπρέχτ πού μετανάστευσε στίς Έν. Πολιτείες, άνάλαβε μέ τό μνημειώδες Εργο του «Πολιτική θεωρία»*’ τήν προσπάθεια νά φτάσει σέ άντικειμενικές όροθε- τήσεις καί κανόνες, διαφυλάσσοντας κατ’ άρχήν τή βασική σχετι- κιστική θέση. Ή προσπάθεια του γεννήθηκε άπό μιά διπλή παρώθηση: άπό τήν άνάγκη πού Ενιωθε ό σοφός τοΰ δικαίου νά κάνει τόν άπολογισμό τής προόδου τής έπιστήμης του καί νά φέρει τή
θεωρία στό Επίπεδο τής έποχής, άλλά καί άπδ τήν Επιθυμία τοβ άνθρώπου τής πολιτικής, άνθρώπου πού πέρασε άπό τήν κόλαση τής ίποχής του, να δημιουργηθεί ή θεωρητική βεβαιότητα κατά τής επανάληψης τών γεγονότων. Πρίν άπό τή μετανάστευση του, τό 1933, στήν ’Αμερική, δ Μπρέχτ κατείχε ήγετική θέση στήν πρωσσική διοίκηση' σάν ύπουργικός διευθυντής στό πρωσσικό ύ- πουργείο Εσωτερικών, ύπερασπίστηκε σάν άντίδικος τοΰ Κάρλ ΣμΙτ στό συνταγματικό δικαστήριο τής Λειψίας τήν Πρωσσία Ενάντια στό πραξικόπημα τοϋ φδν Πάπεν τδ 1932 καί γνώρισε άπό πολύ κοντά τά πάθη καί τόν άγώνα έπιβίωσης τής δημοκρατίας τής Βαϊμάρης.”
Ό Μπρέχτ πλησίασε τό πρόβλημα τής δικαιοσύνης άπό Ινα νέο, σκεπασμένο πρίν άπδ τΙς άπαιτήσεις τοΰ άξιολογικοΟ σχετικισμοΟ, δρόμο. Δέν έρεύνησε τό πώς θά άντιστοιχοϋσε στόν καθημερινό τρόπο πορείας ν’ άποδείξει άπό τό ιστορικό ύλικδ τΙς πραγματικές τάξεις καί τή συγκατάθεση τους στά κοινά σημεία. ’Επίσης δέ διε- ρεύνησε τΙς Αντιλήψεις τών νομοθετών καί τών διοικητικών ύπαλ- λήλων γιατί φοβήθηκε διαστρεβλώσεις άπδ τά συμφέροντα πού Αντιπροσωπεύουν. Άντίθετα θεώρησε δτι δδηγεΐται στό σκοπό τοο μέ τήν ίννοια τής έσωΟποκειμενικής μεταδοτικότητας, ή δποία παριστάνει Ινα βασικό κριτήριο τοΰ άξιολογικοΟ σχετικισμοΟ γιά έπιστημονικές δμολογίες, άν καί διευρύνει τήν Αμεταβλητότητα δ- ρισμένων αίτημάτων δικαιοσύνης. Κατά τόν Μπρέχτ, μιά τέτοια Ανάλυση προετοιμάζεται μέ τήν ίρευνα τών οικείων παραστάσεων γιά τή δικαιοσύνη, πού νοείται σάν βίωμα ύποκειμενικά πρόδηλο. Τό πρόδηλο αύτό βίωμα έλέγχεται καί γενικοποιείται μέ τΙς δμό- γνωμες δμολογίες άλλων Ατόμων πού έπίσης Ιχουν έκφραστεί σχετικά μέ τά ζητήματα τής δικαιοσύνης. Σάν πρόσθετο στοιχείο Ε- λέγχου τής γενικότητας καί τής Αμεταβλητότητας τής Ιδέας τής δικαιοσύνης παίρνεται ή ικανότητα νά φανταστεί κανείς μιά ιδέα γιά τή δικαιοσύνη πού Αποκλίνει Από τό πρόδηλο βίωμα. "Αν ή δική μας Ανικανότητα νά φανταστοΟμε μιά παρόμοια Απόκλιση συμπληρο')νεται καί έπιβεβαιώνεται καί Από τήν έκφρασμένη Ανικανότητα τών άλλων νά φανταστοΟν αύτό τό στερητικό στοιχείο τοΟ αΐτήματος δικαιοσύνης, τότε Εχουμε μιά Ανώτατη καί άτρωτη Από κάθε μεθοδική έπίθεση έγγύηση δτι τδ πρόδηλο βίωμα Απο- τελεί άπαραίτητο καί άκαταμάχητο συστατικό στοιχείο δικαιοσύνης.*0
Μέ τή βοήθεια αύτής τής μεθόδου δ Μπρέχτ άνακάλυψε τά ίχνη αίτημάτων πού παραμελήθηκαν ή δέν Εκφράστηκαν δσο Ιπρεπβ, κι Από τήν άλλη, παρέμειναν Αδιάψευστα. Τό πρώτο αίτημα πού δ Μπρέχτ Εφερε στό φώς ήταν τό αίτημα τής πραγματικής Αλήθειας σάν δρου τής δικαιοσύνης," Ενα αίτημα πού Ελάχιστα συζη-
886
τήθηκε θεωρητικά, δίχως αύτό νά σημαίνει δτι είναι δυνατδ νά τοϋ προδληθοϋν δποιεσδήποτε Αντιρρήσεις. "Η μήπως μιά κρίαη πού στηρίζεται σέ έπινοημένες καταστάσεις δέν είναι έκ τών προ- τέρων άδικη; Μπορεΐ νά δικαιωθεί Ενας δυσφημιστικός ισχυρισμό; δίχως νά είναι Αληθινός; Άκόμα κι ένας δικτάτορας λυγίζει μπροστά στό αίτημα τής πραγματικής Αλήθειας. Ένώ σκαρώνει μιά δίκη, δέν Ιχει τό θάρρος, άκόμα κι άν Ιχει τή δύναμη, νά όμολογή- σει δτι τιμωρεί κάποιον έξαιτίας μιδς συμπεριφοράς πού αύτός 6 κάποιος δέν Ιχει έπιδείξει.
Αύτό τό αίτημα προκαλεΐ μιά σειρά Από σοβαρές συνέπειες. Στά πλαίσια τών ποινικών καί Αστικών δικών ύποχρεώνει νά δίνεται στούς Αντίδικους ή δυνατότητα νά φωτίζουν τέλεια κι Ανεπιφύλακτα τή δικαζόμενη ύπόθεση. Έπίσης καί ή ύποχρέωση τοϋ δικαστή νά έξετάζει Αμερόληπτα δλα τά γεγονότα μπορεΐ ν’ Αποδωθεΐ στό αίτημα τής πραγματικής Αλήθειας. * 'Ωστόσο αύτή ή Αναπόφευκτη σύνδεση Αλήθειας καί δικαιοσύνης πού Αποδείχνει δ Μπρέχτ προχωρεί Ακόμα πιό πέρα. Δέ φτάνει νά είναι Αληθινοί οί προβαλλόμενοι ισχυρισμοί καί οί έκτιμήσεις πού γίνονται έπιβάλλεται νά είναι Αληθινές.9* Τέλος, οδτε κι ό κακοποιός δέν ξεφεύγει Από τήν άνάγκη νά Ικανοποιήσει αύτό τό αίτημα. Κι αύτός Ακόμα όφείλει νά προσποιηθεΐ δτι πιστεύει στήν έκτίμηση πού δίνει σάν καλύτερη.
Έ να Αλλο Αμετάβλητο αίτημα δικαιοσύνης κατά τόν Μπρέχτ είναι ή γενικότητα τοϋ έφαρμοζόμενου άξιολογικοϋ συστήματος. * Σύμφωνα μέ τό άξίωμα αύτό είναι άδικο νά χρησιμοποιούνται άπό περίπτωση σέ περίπτωση διαφορετικά Αξιολογικά συστήματα. Ά δικο είναι έπίσης νά βρίσκουν άνιση μεταχείριση διάφορα πράγματα πού κατά τό Αποδεκτό Αξιολογικό σύστημα είναι ίσα. Αντίθετα ή Ιννοια τής δικαιοσύνης Απαιτεί ίση μεταχείριση αύτών πού κατά τό Αποδεκτό Αξιολογικό σύστημα είναι ίσα. Ή δικαιοσύνη Απαιτεί έπίσης νά τηρείται Απόσταση Από περιορισμούς τής έλευθερίας πού προχωρούν πέρα Από τΙς Απαιτήσεις τοϋ Αποδεκτού Αξιολογικού συστήματος. 'Ολα αύτά τά αιτήματα μαζί είναι δυνατό νά συμπεριληφθοΰν κάτω άπό Ινα γενικό τίτλο «Αποκλεισμός αύθαιρέτων νόμων»" ή νά ένταχθοϋν στό τονισμένο άπό τόν Χάιν- ριχ Μίτταϊς σάν σιδερένιο συστατικό τής δικαιοσύνης άξίωμα τής συνέπειας.**
Τό πέμπτο άπό τά αιτήματα τοϋ Μπρέχτ άναφέρεται στό σεβασμό τών φυσικών άναγκαιοτήτων καί τήν άπαγόρευση τοϋ ήθικά Ανεπίτρεπτου." Ά π ’ τό αίτημα αύτό δ Μπρέχτ βγάζει σοβαρά πολιτικά συμπεράσματα. Λέγει πώς ή βασική άποψη τής δικτατορίας δτι παράγει καί διατηρεί τόν καλύτερο ήγέτη βαρύνεται μέ έσω- τερικές άπιθανότητες πού είναι περισσότερο βαρειές άπ’ αύτές πού
βρίσκονται στή βάση τών δημοκρατικών κατασκευασμάτων. Ό Μπρέχτ, άποκατασταίνοντας τήν έννοια τής δικαιοσύνης δίχως νά έγκαταλείψει τό Ιδαφος τοϋ άξιολογικοϋ σχετικισμού, πραγματοποίησε, χάρη στήν άποδειγμένη άπ’ αύτόν συνάφεια άλήθειας καί δικαιοσύνης, άκριβώς στα πλαίσια τοΟ κριτικοϋ όρθολογισμοϋ τήν παράλληλη καί συμπληρωματικής σημασίας τής έννοιας τής άλή- θειας ποΰ είχε άμφισβητηθεί άπό τό θετικισμό καί σχετικισιμό. Ό Πόππερ προχωρεί άκόμα περισσότερο καί χαρακτηρίζει τήν άπο- κατάσταση τής άλήθειας άπό τό μαθηματικό Άλφρεντ Τάρσκιν σάν τό σπουδαιότερο φιλοσοφικό συμπέρασμα τής σύγχρονης μαθηματικής λογικής.“ Σχετικά μέ τήν έννοια τής άλήθειας καί τή σημασία της γιά τήν έπιστήμη ό Πόππερ ύποστηρίζει τήν έπόμε- νη θέση. «Έδώ ή έννοια τής άλήθειας είναι άπαραίτητη γιά τόν έξελισσόμενο κριτικισμό. Αύτό πού κριτικάρουμε είναι ή άπαίτηση γιά τήν άλήθεια. Αύτό πού προσπαθούμε νά δείξουμε σάν κριτικοί μιάς θεωρίας είναι φυσικά δτι άδικα προβάλλει τήν άπαίτηση τής άλήθειας, δηλαδή δτι είναι λαθεμένη. Ή βασική μεθοδολογική ίδέα δτι διδασκόμαστε άπό τά σφάλματα μας, δέν είναι δυνατό νά έννοηθεί δίχως τή ρυθμιστική ιδέα τής άλήθειας. Τό λάθος πού κάνουμε είναι άκριβώς δτι μετρούμε αύτό πού δέν Ιχει φτάσει ό προδιαγραμμένος σκοπός μας, τό έπίπεδο μας μέ μέτρο τήν άλήθεια. . . "Ενα άπό τά κύρια συμπεράσματα τής σύγχρονης λογικής προϋποθέτει δτι έχει ύπονομευτεϊ ή έννοια τής άλήθειας καί ή ύπονόμευση αύτή έχει ώθήσει τήν πράξη πρός τΙς σχετικι- στικες ιδεολογίες πού κυριαρχούν στήν έποχή μας»."
Τό τέλειο Ιδανικό τής άλήθειας, δσο λίγο κι άν είναι πραγματοποιήσιμο, παριστάνει ώστόσο τήν κατευθυντήρια άξία πού όφεί- λει νά πλησιάσει τό άνθρώπινο πνεύμα, τό ίδιο δπως καί τή δικαιοσύνη. Αύτό ποΰ είπε ό Μπερτράν ντέ Ζουβενέλ άναφορικά μέ τή σχετική καί τήν άπόλυτη δικαιοσύνη, ταιριάζει καί στήν έννοια τής άλήθειας καί μάλιστα μ’ Ιναν τρόπο πού τόν παραδέχονται τόσο ot κριτικοί όρθολογικοί, δσο καί ot διαλεκτικοί. «Ή κυριαρχία τής δικαιοσύνης είναι άδύνατη δσο τήν έννοοΟμε σάν παράγωγο καί διατήρηση τοΰ άνθρώπινου πνεύματος. 'Ωστόσο ή κυριαρχία τής δικαιοσύνης είναι δυνατή στό βαθμό πού κυριαρχεί τό πνεϋ- μα τής δικαιοσύνης σέ κάθε άπόφαση πού έχει άντικείμενο τήν κατανομή».40 Ό Μπερτράν ντέ Ζουβενέλ βρίσκει τό άδύνατο τής άπόλυτης δικαιοσύνης θεμελιωμένο στήν άνικανότητα τοϋ άνθρώπινου πνεύματος νά καθιερώσει μιά βασική άρχή κατανομής πού νά είναι κατάλληλη άπό κάθε άποψη γιά δλα τά άγαθά. 'Ωστόσο σέ δτι άφορά τή δικαιοσύνη, πάντα όφείλει νά Ικανοποιεί άνάγκες πού ύπάρχουν, νά φανερώνει λανθάνουσες δυνατότητες καί ν’ άν- ταμείβει κερδισμένες άξίες. Καί δ Ζουνεβέλ λοιπόν ικανοποιείται
μέ μιά σχετική δικαιοσύνη καί μέ τήν άπαίτηση νά ύπάρχει ΰπο- κειμενική δικαιοσύνη στήν κάθε άπόφαση.
Καί ή έμπειρία έπίσης, πού δ διαλεκτικός έπιδιώκβι νά τή συλ- λάβει μέ μιά γενική άλλά άκαθόριστη μέθοδο, ένώ δ κριτικός όρ- θολογιστής τήν πλησιάζει μέ τή συνηθισμένη λογική καί πείρα, δέν άποκτα έκείνη τή μονοσημαντότητα πού θά τόν διευκόλυνε νά γίνει δριστική άλήθεια γιά τήν κοινωνική περιοχή, άκόμα κι άν στή βάση της τοποθετηθεί μιά όριστική άξιολογική άποψη. Πολύ λιγότερο φυσικά είναι δυνατό, άλήθεια καί δικαιοσύνη, νά συλλη- φθοϋν συγκεκριμένα, Ιδιαίτερα δταν στοχαστούμε δτι άκόμα καί στήν περίπτωση τής όλικής διαφάνειας δλων τών συναρτήσεων, πάλι έξακολουθοΰν νά ύπάρχουν δυνατότητες γιά άντίθετες άπο- φάσεις. Ή κοινή μοίρα γνώσης καί θέλησης είναι νά μήν μπορεϊ νά συμπέσουν οδτε μέ τήν άπολυτότητα πού άποκλείει κάθε άμφι- βολία, οδτε μέ τήν άνοιχτή στά πάντα αύθαιρεσία, άλλά νά κινούνται πάνω σ’ ένα άντιθετικό έδαφος πού προσφέρει, τόσο τήν αιώρηση πάνω άπό τήν άβυσσο, δσο καί τή σταθερότητα. Ά ν στό συγκεκριμένο έπίπεδο παραμεληθεΐ τό άξίωμα τής συνεχούς άμφίσβή- τησης καί τής προοδευτικής έξέλιξης, τότε, δρθολογισμός καί διαλεκτική, δόγμα τοϋ φυσικού δικαίου καί θετικισμός άντιμετωπί- ζουν τόν κίνδυνο νά μετατραπούν σέ ιδεολογίες άπολογητικές καί νά χάσουν άκριβώς τήν Ιδέα έκείνη στήν ύπηρεσία τής όποίας Ισχυρίζονται πώς βρίσκονται.
Στά πλαίσια τής πραγματείας «Περί λογικής», πού τόσες φορές άναφέραμε, ό Χάνς Άλμπερτ έπισύρει τήν προσοχή στό γεγονός δτι θετικισμός καί ύπαρξισμός, παρά τίς διαφορές στίς προθέσεις καί τά συμπεράσματα κρατοϋν τήν Γδια στάση στό ζήτημα τής άπόφασης, μιά στάση πού έπιτρέπει γνώση καί άπόφαση νά κατανοηθοϋν σάν ριζικά διάφορα καί άπροσδόκητα μεγέθη. «Ή διάκριση άνάμεσα στή σύλληψη τοϋ Είναι καί τήν ύπερβολική άπαίτηση τού Δέον ριζοσπαστικοποιεΐται καί μάλιστα μέ τρόπο τέτοιο πού άπό τό ένα μέρος βρίσκουμε τήν άντικειμενική, ούδέτερη, ένδιαφέρουσα καί άπαλλαγμένη άπό κάθε αύθαιρεσία γνώση κι άπό τό άλλο τίς βασικά ύποκειμενικές, ύποταγμένες στή θέληση, στρατευμένες καί γι’ αύτό δχι ούδέτερες άποφάσεις έτσι πού φαίνεται δτι γνώση καί θέληση χωρίζονται έντελώς. Ή έξέλιξη αύτή, μέ τήν πόλωση τής φιλοσοφικής σκέψης Ιφτασε σ’ ένα άκραϊο σημείο πού άνοιξε τό δρόμο στή δημιουργία δυό τελείως άδιάφο- ρων μεταξύ τους φιλοσοφικών κατευθύνσεων, τού ύπαρξισμοϋ καί τοϋ θετικισμού, πού βασικά έλάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους στό ζήτημα τής διχοτόμησης γνώσης καί άπόφασης, άλλά πού Ιχουν έπίσης ριζικά διαφορετικές άπόψεις σχετικά μέ τήν άξιολόγηση τους.*1 ’Επειδή καί μέσα στήν κριτική όρθολογική παράδοση δέν
339
Ελλειψαν of προσπάθειες, διαφυλάσσοντας τή βασική σχετικιστι- κή θέση, νά προχωρήσουν πέρα άπό τό σημείο τής άπόλυτης άδια- φορίας άπέναντι στά άντικειμενικά κριτήρια που κατά κύριο λόγο δίνουν στό σχετικισμό πλαίσιο καί στηρίγματα, γι’ αύτό δέν είναι δυνατό, παο’ δλη τή διαφορετικότητα τους καί τήν άδιαφορία τοϋ ένός πρός τόν άλλον, μέ τήν ταυτότητα έπιδιώξεων θετικισμοϋ καί ύπαρξισμοΰ που τήν άπέδειξε ό Χάνς Άλμπερτ, νά προκαλεϊ 5κ- πληξη τό γεγονός δτι κι άπό τήν πλευρά τοϋ ύπαρξισμοΰ δέν Ε- λειψαν ot προσπάθειες νά φτάσει άπό φιλοσοφία τής άτομικής άπόφασης σέ μιά ρύθμιση πού ν’ άποδίδει τή σημασία πού πρέπει στά ιστορικά καί συλλογικά χαρακτηριστικά τών άτομικών άπο- φάσεων.
Ή πιό έντυπωσιακή προσπάθεια πρός αύτή τήν κατεύθυνση, πού πρόκοψε καί περισσότερο είναι ή «Κριτική τής διαλεκτικής λογικής» τοΰ Ζάν - Πώλ Σάρτρ, πού 6 πρώτος ώς τήν ώρα τόμος, σύμφωνα μέ τά λεγάμενα τοϋ συγγραφέα, τελειώνει βέβαια έκεΐ πού φτάνουμε «στόν τόπο τής ιστορίας»,*' άλλά Ετσι ή άλλοιώς άποτε- λεϊ, σέ σχέση μέ τή φιλοσοφία τοΰ Είναι καί τοΰ Τίποτε μιά πρόοδο πού δέ φαίνεται νά ύπερθεματίζεται στό άνέκδοτο άκόμα μέρος τοΰ έργου γιατί στόν πρώτο κιόλας τόμο διαγράφονται άρκετά καθαρά τά δρια πού πιθανό θά προχωρήσει πρός αύτή τήν κατεύθυνση ό συγγραφέας. 'Οποιος περιμένει πολλά άπό τήν προσπάθεια τοΰ Σάρτρ γιά μιά ικανοποιητική άναίρεση τής άντίθεσης γνώσης καί θέλησης, δηλαδή μιά διαλεκτική θεωρία πού νά συμφιλιώνει μέ τρόπο πειστικό τήν έλευθερία μέ τήν άναγκαιότητα, θά άπογοη- τευθεΐ διαβάζοντας τό βιβλίο του. Ώστόσο, άν 6 Σάρτρ έπιδίωξε πολλά ή δέν άντιτάχθηκε σαφώς σέ προσδοκίες πού γεννήθηκαν άπ’ τή διάταξη τοΰ έργου του, αύτό δέν άποτελεϊ λόγο γιά νά κα- τηγορηθεϊ ό φιλόσοφος γιατί δέν έδωσε τή λύση ένός προβλήματος θεωρητικά άλυτου. Ή άδυναμία νά λυθεί τό πρόβλημα μέ τή μορφή ένός διαλεκτικού συστήματος πού νά καλύπτει θέληση καί γνώση, θεωρία καί πράξη, βρίσκεται κλεισμένη στό έρώτημα πού Εθεσε ό ίδιος ό Σάρτρ γιά νά δικαιολογήσει τΙς προθέσεις του. «Ά ν τό ύλικό Είναι, ή Πράξη καί ή Γνώση είναι πραγματικά ποσότητες πού δέν Επιδέχονται μείωση, θά πρέπει τότε νά ξαναγυρίσου- με στήν προκαθορισμένη άρμονία γιά νά φέρουμε τΙς έξελίξεις σέ όμοφωνία μεταξύ τους».*’ Καί δμως τό γεγονός δτι είναι άδύνατο νά κατασκευαστεί μιά προκαθορισμένη άρμονία άνάμεσα στή θεωρία καί τήν πράξη, τήν άτομική έλευθερία καί τήν ίστορική άναγκαιότητα, δέν Απαλλάσσει τό Ανθρώπινο πνεΰμα άπό τήν ύποχρέω- ση νά έπιδιώκει κατά τό δυνατό νά πετύχει τήν έπαφή χωρισμένων βασικά περιοχών, νά τίς φέρει τή μιά άπέναντι στήν άλλη, νά τις έπαληθεύσει μέ τή σύγκριση καί Ετσι νά μεγαλώσει τήν αύτο-
840
γνωσία καί νά λευτερώσει κρυμμένες δυνατότητες. Ό Σάρτρ καταπιάστηκε νά συνταιριάσει δυδ πεποιθήσεις πού βέβαια είναι διαφορετικής καταγωγής καί Ιχουν διαφορετικές έπιδιώξεις, άλλά ώστόσο παρουσιάζουν γενικά καί πολλά κοινά σημεία έπαφής μέ τήν πραγματικότητα. Στήν είσαγωγή του στδ κεφάλαιο «μαρξισμός καί ύπαρξισμδς» δμολογεΐ μέ ειλικρίνεια. « . . . σύγχρονα εΤ- μαι βέβαιος γιά δυδ πράγματα. Δηλαδή δτι άπδ τδ Ινα μέρος δ μαρξισμδς δίνει τή μοναδικά ϊγκυρη έρμηνεία τής Ιστορίας κι άπδ τδ άλλο δτι δ ύπαρξισμδς άποτελεΐ τή μοναδικά συγκεκριμένη δυνατότητα πλησιάσματος τής πραγματικότητας. Μέ δλα αύτά δέ θέλω, οδτε στδ έλάχιστο, νά Αμφισβητήσω τήν άντιφατικότητα αύτής τής θέσης»."
"Αν καί 6 Σάρτρ δέν κατάφερε ν’ Αποδείξει τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης ή νά βρει τδν κοινδ παρονομαστή τους μέ τή μορφή τής προκαθορισμένης Αρμονίας πού άνέφερε, ώστόσο ή προσπάθεια του — πέρα άπδ τή συμπτωματική της Αξία άναφορικά μέ τήν ύπαρξη τάσεων προσέγγισης πού παρατηροϋνται σ' δλα τά σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, δέν είναι έντελώς άποτυχημένη. Γιατί τδ μόνο πού έν πάση περιπτώσει μποροϋσε ν’ Αποδείξει μέ τήν κριτική καί τήν Ανάλυση του· είναι δτι δ Ιστορικός ύλισμός, ώς διαμορφωμένη θεωρία τής ιστορίας, Ανέχεται καί μάλιστα Απαιτεί Αποφασιστικές διορθώσεις καί διαγραφές καί δτι Ιχει άνάγκη άπδ συμπληρωματικές παρατηρήσεις γιά νά μπορέσει ν’ Αποκτήσει μιά δλοκληρωμένη εΐκόνα τής άνθρώπινης πραγματικότητας, ή δποία δέν είσχωρεΐ στήν ιστορική πραγματικότητα κι οδτε παραδίνεται σ’ αύτή. Τδ γεγονδς δτι δ Σάρτρ άρνήθηκε τή διαλεκτική τής φύσης *' καί τδν μεταφυσικδ ύλισμδ4* πού τδν Απομεταφυσικοποίησε, γιατί στηρίζεται σέ μιά παραφορτωμένη καί άποσπασμένη άπδ τήν πραγματική περιοχή έφαρμογής της διαλεκτική, δέν είναι πολύ έντυπωσιακό, οδτε προκαλεΐ αίσθηση, γιατί σ’ αύτδ τδ σημείο είναι σύμφωνοι δλοι οί γνώστες τοϋ μαρξισμού πού δέν παραδέχονται τήν έπίσημη έκδοχή τοϋ |ΐαρξισμοϋ |ΐέ τδ γνωστό κομμουνιστικό χρώμα. Τδ παρακάτο) έρώτημα πού βάζει δ Σάρτρ Αποκαλύπτει τήν άρνηση του νά δεχτεί νά Ανταλλάξει μιά μοοφή μεταφυσικής μέ μιά άλλη καμουφλαρισμένη έπιστημονικά. «Καί δ ύλιστής πού κατηγορεί τούς Ιδεαλιστές γιά μεταφυσική έπειδή Αποδίδουν τήν ύλη στδ πνεϋμα, μέ ποιό θαϋμα θά Απαλλαγεί δ ίδιος Απδ τήν κατηγορία δτι κάνει μεταφυσική δταν Αποδίδει τδ πνεϋμα στήν δλη ;»"
Περισσότερο είδική είναι ή κατηγορία τοϋ Σάρτρ δτι δ μαοξι- σμδς «Ιχει καταληφθεί Απδ μιά μανία a priori έννοιοποίησης»*' καϊ ρυθμίζει ΑνΑλογα καί τήν παρεπόμενη κατάσταση πραγμάτων. «Ο! Ανοιχτές έννοιες τοϋ μαρξισμοϋ ϊγιναν κλειστές. Δέν είναι πιά
341
κλειδιά, σχήματα έρμηνείας. Άπό μόνες τους δίνουν τήν έντύπω- ση μιδς όλοκληρωμένης πιά γνώσης. Ό μαρξισμός, γιά νά μετα- χειριστοΟμε τή γλώσσα τοϋ Κάντ, ύψώνει αύτές τΙς μοναδικοποιη- μένες καΐ φετιχοποιημένες Εννοιες σέ Εννοιες συστατικές τής Εμπειρίας»." « . . . ΚατηγοροΟμε τό σύγχρονο μαρξισμό, δτι άποδί- νει στή σύμπτωση δλες τΙς συγκεκριμένες βεβαιότητες τής άνθρώ- πινης ζωής καί γιά τήν ιστορική όλοκλήρωση δέν Εχει κρατήσει τίποτε άλλο άπό τήν κοκκαλωμένη, άφηρημένη γενικότητα»."0 Ό ιστορικός υλισμός δέν άπέφυγε έπίσης τήν κατηγορία δτι είναι άμφισβητήσιμος τόσο δσον άφορά τΙς βάσεις του καί τόν αύτοπροσ- διορισμό του, δσο καΐ τό πεδίο έφαρμογής του. «Ό Ιστορικός ύλι- σμός έχει πρώτ’ άπ’ δλα τό παράξενο χαρακτηριστικό δτι είναι, σύγχρονα, ή μοναδική άλήθεια τής Ιστορίας καί μιά όλοκληρωμέ- νη άοριστία τής άλήθειας. Αύτή ή άπολυτοποιημένη Ιδέα Εχει αΐ- τιολογήσει τά πάντα έκτός άπό τήν δπαρξη της. Ή άκόμα καλύτερα, μπολιασμένη μέ τόν Ιστορικό σχετικισμό, πού πάντα τόν καταπολέμησε, μέ τόν αύτοπροσδιορισμό της καί τόν προσδιορισμό τής φύσης, Εχει παραλείψει ν’ άποκαλύψει τήν άλήθεια τής Ιστορίας στήν πορεία τοϋ ιστορικοϋ γίγνεσθαι καί τή διαλεκτική τής έξέλιξης τής πράξης καί τής άνθρωπινης Εμπειρίας».*1
Ή κατηγορία δτι δ Ιστορικός ύλισμός δέν είναι σέ θέση νά δικαιολογήσει τόν έαυτό του δημιουργεί στόν Σάρτρ τήν πεποίθηση δτι δέν είναι σέ θέση οδτε νά αΐτιολογήσει καί νά ύποκαταστήσει τήν έπαναστατική θέληση πού πηγάζει άπ’ αύτόν τόν ίδιο. Αύτή ή πεποίθηση τοϋ Σάρτρ θεμελιώνεται στήν άντίληψη « . . . δτι καμιά πραγματική κατάσταση, δποιου είδους, (πολιτική, οικονομική διάρθρωση τής κοινωνίας) δέν είναι ικανή νά προκαλέσει άπό τόν έαυτό της έποιαδήποτε δράση».**
Σέ σχέση μέ τήν έπανάσταση καί τή θέληση πού Αντιστοιχεί σ’ αύτή, γεννιέται γιά τόν Σάρτρ ή άντίληψη που διατύπωσε κιόλας στό βιβλίο του «Υλισμός καί έπανάσταση». «Ό έπαναστάτης καθορίζεται άπό τήν παραβίαση τής κατάστασης στήν όποία ζεΓ.. . Ή έπαναστατική σκέψη είναι μιά σκέψη - θέση. Είναι ή σκέψη τών καταπιεζομένων στό μέτρο πού έξεγείρονται κατά τής καταπίεσης. Δέν μπορεί κανείς νά τήν κατασκευάσει άπ’ Εξω, παρά μόνο δταν Επιβεβαιωθεί, νά τή μελετήσει, ένώ θά άναπαράγει σ’ αύτή τήν έπαναστατική κίνηση καί θά τήν έξετάζει σέ σύγκριση μέ τήν κατάσταση πού τήν προκάλεσε»."
Έ δμολογία πίστης στήν προτεραιότητα τής πράξης πού έκφρά- ζει ό Σάρτρ στόν «Υλισμό καί Έπανάσταση» άντιστρατεύεται στίς κατοπινές του προσπάθειες νά κατασκευάσει σέ διαλεκτική μορφή μιά ένότητα θεωρίας καί πράξης. «Ή θεωρία γιά τήν προτεραιότητα τής γνώσης άσκεϊ μιά παραλυτική καί Ανασταλτική δραστη
342
ριότητα, άφοϋ δίνει στήν ύπόθεση μιά καθαρή καί στατ'.κή ούσία, σέ άντίθεση μέ τή φιλοσοφία έκείνη που καταπιάνεται μέ τδ Αντικείμενο στή διάρκεια τής δραστηριότητας του καί τδ Αλλάζει, ένώ τό χρησιμοποιεί»." Ό Σάρτρ άναγνωρίζει δτι δ μαρξιστικός ντετερμινισμός Ασκεί μιά παραλυτική έπίδραση πάνω στήν πράξη καί παραπλανητικά φέρνει σέ μιά αύτασφάλεια πού ματαιώνει τήν έπιτυχία. Έτσι καταλήγει στή διαπίστωση δτι «ή πολύ στενή σύνδεση μέ τδ ντετερμινισμό δημιουργεί τόν κίνδυνο νά παραγνωριστεί κάθε άντίσταση τής πραγματικότητας.. . Σέ άντίθεση μέ τδν έπαναστατικδ ρεαλισμό πού έξηγεί δτι τό Αποτέλεσμα κατορθώνεται μόνο μέ μόχθο καί μέσα στίς πιό δυσάρεστες Αβεβαιότητες, δ ύ- λισμδς φέρνει δρισμένα πνεύ|ΐατα στό σημείο νά είναι ήσυχα Αναφορικά μέ τήν Ικβαση τής έπαναστατικής προσπάθειας. Είναι Αδύνατο, σκέφτονται, νά μήν ύπάρξει έπιτυχία. Ή ιστορία είναι έ- πιστήμη. Τά άποτελέσματα της είναι γραμμένα καί δέ χρειάζεται παρά νά τά διαβάσει κανείς. 'Ολοφάνερα αύτή ή συμπεριφορά δέν είναι παρά φυγή»."
'Ωστόσο δ Σάρτρ δέν μπορεί ν’ άρνηθεΐ, δίχως νά καταστρέψει τήν πρόοδο πού πραγματοποιήθηκε μέ τήν είσοδο της στή φωτισμένη άπό τδν Ιστορικό ύλισμό διάσταση τής Ιστορικότητας, τδν Αντικειμενικό χαρακτήρα τής ίστορικοκοινωνικής πραγματικότητας πού γίνετα: παράγοντας ίστορικοϋ προσδιορισμοΰ. Δίχως ώστόσο νά έπιμένει ν’ Αποκλείσει μιά άντίθεση άνάμεσα σ’ αύτήν τήν πραγματικότητα καί τήν έπιβεβαιωμένη άπ’ αύτήν καί τδν Ιαυτό της έλευθερία, άφήνει άντίθετα νά διακρίνεται στδ βάθος τής Ιστορικής άναγκαιότητας ή έλευθερία. «Στήν πραγματικότητα δέν ύπάρ- χει καμιά αντίθεση άνάμεσα σ’ αύτές τΙς δυό άπαιτήσεις τής δράσης, δηλαδή ή άντίθεση δτι αύτός πού δρά είναι έλεύθερος, ένώ δ κόσμος μέσα στδν δποΐο άναπτύσσει τή δράση του προσδιορισμένος. Γιατΐ Αξιώνει κανείς τό Ινα ή τό άλλο 5yi άπδ τήν ίδια άποψη καί άπ’ άφορμή τήν ίδια πραγματικότητα. 'Η έλευθερία είναι στοιχείο ο-κοδόμησης τ?ίς άνθριόπινης πράξης καί προβάλλεται μόνο στήν αύτοδέσμευση. Ό ντετερμινισμός είναι νόμος τοϋ κόσμου. Έ- πΐ πλέον ή πράξη δέν άπαιτεΐ παρά μερικές μόνο συνδέσεις καί κατά τόπους σταθερές. Έπίσης δέν είναι άληθινδ δτι Ινας έλεύθερος δνθρωπος δέν μπορεί νά έπιθυμεί ν’ Απελευθερωθεί. Στδν ίδια σχέση είναι ταυτόχρονα δχι έλεύθερος, Αλλά δεσμευμένος. Σά νά λέμε ή έλευθερία του είναι τό φώτισμα τής κατάστασης στήν δποία βρίσκεται».**
Γιά τόν Σάρτρ οί έξωτερικές Αφορμές καί τά έσωτερικά κίνητρα είναι ούσιαστικά στοιχεία τής Ανθρώπινης πράξης, τά δποία δμως δέν έξαντλοϋνται σ’ αύτήν, οδτε γίνονται δρατά μ’ αύτήν τήν άληθινή τους σημασία. ^Δηλαδή γιά νά είναι άφορμή, πρέπει ή
343
άφορμή νά γίνει αίσθητή σάν τέτοια»«Προκύπτει δτι πραγματικά βίναι αδύνατά νά βροΟμβ μιά πράξη δίχως κίνητρο, άλλά καί δτι, δέν μπορούμε νά συμπεράνουμβ πώς τδ κίνητρο είναι ή άφο- μή τής πράξης. Δέν άποτελεΐ παρά μόνο τδ συσωματωμένο σ’ αύ- τήν συστατικό μέρος»."
’Ανάλογο μέ τήν άτομική ψυχολογία τοϋ Άνφρέντο "Αντλερ πού άφήνει, δίχως νά σταματά τήν έρευνα της, τήν αίτιότητα τής ψυχικής ζωής νά έκπορεύεται άπδ μιά πρωταρχική τελεολογία πού είναι μιά έλεύθερη δημιουργία τοϋ άτόμου καί γι’ αύτδ ύποταγμέ- νη στδ ίδιο ” είναι στή φιλοσοφία τοϋ Σάρτρ ή άνθρώπινη έλευθερία πού συλλαμβάνει τήν άναγκαιότητα καί τή μετασχηματίζει μέ κατεύθυνση σ’ ένα σκοπό. «Έξαιτίας κιόλας τοϋ γεγονότος δτι έχω συνείδηση τών άφορμών πού βάζουν σέ κίνηση τή δραστηριότητα μου, είναι cl άφορμές αύτές γιά τή συνείδηση μου μεταφυσικά άν- τικείμενα έξω άπδ αύτήν. Μάταια θά προσπαθοϋσα νά προσκολη- θώ σ’ αύτά. Ξεφεύγω άπ’ αύτά άκριβώς χάρη στήν ύπαρξη μου».** "Αν τδ έξετάσει κανείς τδ ζήτημα άπ’ αύτή τήν άποψη καί άν σωστά καταλαβαίνει δτι ή δπαρξη προέρχεται άπδ τήν ούσία τής ύπαρξης του καί έχει ύπεροχή πάνω σ’ αύτήν, περιορίζει τήν άν- Ορώπινη πραγματικότητα σ’ αύτήν τήν ούσία καί μέ τήν ίδια τήν παρουσία της δρίζει τδ Είναι της διαμέσου τών σκοπών του. Δηλαδή τδ Είναι μου χαρακτηρίζεται άπ’ τούς τεχνικούς σκοπούς μου καί ταυτίζεται μέ τήν ξαφνική πρωταρχική παρουσία τής έλευθερίας, πού είναι δική μου έλευθερία. Αύτή ή παρουσία είναι μιά δπαρξη πού δέν έχει τίποτε άπδ τήν ούσία καί τήν Ιδιότητα ένδς συμβάντος πού θά μποροϋσε νά παραχθεΐ σέ σύνδεση μέ μιά Ιδέα».*1
Ό ύπαρξισμδς τοϋ Σάρτρ δδηγεΐ άπδ τήν έλευθερία τοϋ ένδς στήν Ιστορική άναγκαιότητα, άλλά ξαναγυρίζει στήν άφετηρία του δίχως νά Εχει άποδείξει τήν άνεπάρκεια τοϋ ιστορικοϋ ύλισμοϋ καί νά Ιχει προωθήσει πιδ πέρα τά δρια τής δικής του θέσης. Ό ύπαρ- ξισμδς δέν είναι σέ θέση νά άντικαταστήσει τήν μαρξιστική άνάλυση ή νά τήν ξεπεράσει. Τδ μόνο πού μπορεί είναι νά τή βοηθήσει νά προσδεθεΐ σέ μιά άλλη διάσταση. Στήν ίδια αύτή κριτική τής διαλεκτικής σημειώνει άκόμη δ Σάρτρ, δτι δσα Ιχει έκθέσει δέν προσθέτουν τίποτε στδ πρόδηλο τής συνθετικής άνακατασκευής τοϋ καπιταλιομοϋ πού Ιχει πραγματοποιήσει δ Μάρξ στδ «Κεφάλαιο», δτι δλα αύτά άνήκουν λογικά στά πρίν άπδ τήν Ιστορική αύτή άνακατασκευή, μ’ δλο πού είναι κατορθωτά μόνο στή βάση αύτής τής άνακατασκευής." Ή μαρξιστική άνάλυση τής καπιταλιστικής κοινωνίας άποτελεΐ τήν άδιαφιλονείκητη βάση τόσο γιά τδν Σάρτρ, δσο καί γιά τούς έκπροσώπους τής Σχολής τής Φραγκφούρ- της. ’Αλλά, ένώ γιά τούς τελευταίους πρόκειται ν’ άποσπάσουν άπ* αύτή τή βάση γιά τήν έλευθερία τοϋ ένδς καί τής δμάδος πού
344
δρά Ινα χώρο πού Γσα|ΐε τώρα τδν είχαν στερηθεί, άντίθετα γιά τδν Σάρτρ τδ πρόβλημα είναι νά έντάξει τήν έλευθερία στήν Ιστορική άναγκαιότητα καί νά τήν παραδιόσει σέ μιά ξένη σφαίρα, δίχως νά τήν στραγγαλίσει κάτω άπδ τδ βάρος τοϋ κοινωνικοϋ Είναι. Άλλά δ ύπαρξισμδς δέν μπορεΐ ν’ άποδεχτεΐ τήν έργασία πού πραγματοποίησε καί πραγματοποιεί όλοένα ό μαρξισμδς στήν ϊρευ- να καί τήν άνάλυση τών κοινωνικών συνθηκών δίχως νά στερηθεί τήν άφετηρία καί τήν κατεύθυνση σου. Έτσι, τδ Ιργο τοΟ Σάρτρ άφήνει μιά διχασμένη έντύπωση. Ή κριτική του τής διαλεκτικής λογικής δέν είναι σέ θέση οδτε νά φτάσει, ούτε νά προσθέσει κάτι σημαντικό στή διεισδυτικότητα τής μαρξιστικής άνάλυσης καί ώς διευρυμένη θεωρία τής άνθρώπινης άπδφασης καί έλευθερίας δέν κατορθώνει νά βρεϊ μιά άναγκαστική άνοδο πρδς τό σύστημα τοϋ ιστορικοϋ όλισμοϋ καί οδτε νά κατασκευάσει μιά σύνθεση πού νά ίχει μιά κάποια μεγαλύτερη άξία άπδ τήν άξία ένός Ιξυπνου συν- δυασμοϋ. Καί στήν περίπτωση αύτή συμβαίνει τό Ιδιο δπως καί μέ τή σχέση μαρξισμοϋ καί ψυχανάλυσης, δηλαδή δτι ή Γδια θεωρία δέν μπορεΐ δίχως ν’ άσκήσει βία στόν έαυτό της νά περάσει στήν άντικρυνή δχθη ή νά πραγματοποιήσει τήν άναγκαία προεργασία γιά Ινα τεχνητό προγεφύρωμα. Μόνο 6 άνθρωπος ή δμάδα πού σκέφτεται καί δρά καί μέ τή δράση του ίρχεται άντιμέτωπος καί μέ τά δυό συστήματα καί άναγνωρίζει σ’ αύτά ούσιαστικά στοιχεία τοϋ δικοϋ του Είναι μπορεΐ μέ τδν πλουτισμό τής έμπειρίας του νά κατορθώσει κάτι τέτοιο. Στό μέτρο πού 6 Σάρτρ πλησίασε τδ πρόβλημα, δχι μόνο σάν ύπερασπιστής τοΰ συστήματος του μά γενικά σά στρατευμένος σύγχρονος άνθρωπος πού κοπιάζει νά πραγματώσει συνθέσεις είχε άπόλυτα δίκηο ν’ άσχοληθεϊ μ’ αύτά τά ζητήματα, άσχετα άν ή προσπάθεια αύτή ξεπερνά τήν Ικανότητα άπόδοσης τής θεωρίας του. Άλλά κι άν ίστω δέν πρόσφερε μιά καλή ύπηοεσία στή θεωρία του, στάθηκε ώστόσο άξιος νά πραγματοποιήσει μιά σύνθεση, πού πρέπει νά κάνει γιά τδν έαυτό του δ κάθε άνθρωπος πού θέλει νά συνδέσει στή ζωή του σέ μιά ένότη- τα τή λογική άνάλυση, τήν πολιτική άπόφαση καί τήν προβληματική τής δπαρξης. Πρέπει νά θεωρηθεί σάν πλεονέκτη·ια δτι δ Σάρτρ δχι μόνο ύπόδειξε Ινα σοβαρό καθήκον, άλλά πέτυχε ν’ ά- σχοληθεΐ ή μαρξιστική κριτική μέ προβλήματα πού τής έπεβλήθη- καν άπ’ τόν ύπαρξισμό, προβλήματα γιά τήν άντιμετώπιση τών όποιων δέν έπαρκοϋσε δ δικός της έξοπλισμός κι αύτό γιατί τά προβλήματα τής άνθρώπινης έλευθερίας προβάλλουν Βχι μόνο σέ συνάρτηση μέ πολιτικά προβλήματα Ιστορικά ούσιώδη καί τά δποΐα άφοροΰν τή μάζα, άλλά έπίσης καί σέ συνάρτηση μέ άτομικές καταστάσεις πού βέβαια λαβαίνουν χώρα μέσα στήν κοινωνία άφοϋ τίποτε τό άνθρώπινο δέ συμβαίνει στδν κενό χώρο ή πέρα άπδ τήν
345
πραγματικότητα πού είναι Ιστορικά καθορισμένη, άλλά είναι καί έξωκοινωνικά ή ύπερκοινωνικά στό μέτρο πού άφοροϋν τό Ατομο στή |ΐοναξιά του, στήν Αντιπαράθεση του μέ ζητήματα συνείδησης, μέ τόν πόνο, τόν θάνατο καί Αλλες δριακές καταστάσεις ή τή σχέση του μέ τούς άλλους άνθρώπους, τήν άτομική άνάγκη καί τό Ατομικό μίσος. Ή ύποτίμηση αύτδν τών ζητημάτων άπό τόν κατασκευασμένο μέ βάση τά κείμενα τοϋ Μάρξ ιστορικό ύλισμό είναι δυνατό νά έξηγηθεΐ μέ τήν έλαττωματική γνώση τών Ιργων τοϋ νεαροϋ Μάρξ καί τής προβληματικής τους σέ σχέση μέ τήν άλλο- τρίωση καί νά άναιρεθεΐ μέ τήν προσφυγή σ’ αύτά τά έργα. 'Ωστόσο καί μετά τήν έξάντληση τής μαρξιστικής άνθρωπολογίας, πού Ιχει παραμεληθεΐ ώς τώρα, παραμένει 2να κενό πού δέν μπορεΐ νά τό γεμίσει ή θεωρία τοϋ Ιστορικοϋ όλισμοϋ, παρά τό πολύ πολύ ή νά τό άγνοήσει ή νά τό παρακάμψει μέ λύσεις πού ή γενικότητα κι ή άνεπάρκεια τους δέν Ικανοποιεί τό Ανθρώπινο πνεύμα.
'Οπως δ ύπαρξισμός είναι πολύ λίγο σέ θέση νά δώσει μιά άνάλυση καί θεωρία τής Ιστορίας, τό ίδιο καί δ μαρξισμός είναι έ- λάχιστα δπλισμένος μέ τήν ικανότητα ν’ άπαιτήσει σ’ αύτά τά έ- ρωτήματα καί προβλήματα πού συνεχώς παρουσιάζονται στόν Ανθρωπο. Έ κατηγορία πού άποδίδεται στόν ιστορικό ύλισμό καί τούς έκπροσώπους του δέν είναι δτι αύτή ή θεωρία δέν μπορεΐ ν’ άντα- ποκριθεΐ σ’ Ινα τέτοιο καθήκον, άλλά δτι δημιουργεί τήν άπατηλή έλπίδα πώς ίχει μιά τέτοια Ικανότητα κι δτι έπιβαρύνει τό πρόβλημα μέ άκατάλληλες λύσεις καί φράζει τό δρόμο γιά συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Άντί νά τήν Ενεργοποιήσουν μέσα στά πλαίσια της καί νά έπιτρέψουν ύπερβάσεις τής μεθόδου της πρός δλες τίς κατευθύνσεις, ot περισσότεροι μαρξιστές προτιμούν νά άπαιτοΰν γιά τή θεωρία τους μιά Αρμοδιότητα ποΰ δέν είναι δεδομένη καί παράλληλα παραβλέπουν δτι ύπάρχουν καταστάσεις τής δπαρξης πού προηγούνται άπό τά εύρήματα τοΰ μαρξισμού, οί δποΐες ύπερ- θεματίζουν καί ύπερβάλλουν τά δυνατά σ’ αύτόν Αποτελέσματα.
'Ο Γ. Λούκατς πού φιλονείκησε· μέ τόν ύπαρξισμό πρίν άπό τήν πολιτική στροφή καί τό Ανοιγμα πρός τό σύστημα τοΰ Σάρτρ ύπο- χρεώθηκε νά Αναγνωρίσει ώς στοιχείο σχετικά δικαιολογημένο στόν ύπαρξισμό τόν τονισμό άπό μέρους του τής άπόφασης τοϋ άτόμου " καί νά τό παρουσιάσει σάν έπιβεβαίωση τής κεντρικής σημασίας πού Ιχει γιά τόν ύπαρξισμό τό ζήτημα τής άπόφασης, πράγμα πού άποτελοΰσε Αρνηση τοϋ ύπαρξισμοϋ καί ταυτόχρονα άνα- γνώριση μιΑς βασικής θέσης τής καταπολεμούμενης θεωρίας. «Δέν είναι δυνατό αύτές οί δυό Αντιλήψεις νά συμφιλιωθούν μεταξύ τους. ’Οφείλουμε νά διαλέξουμε άνάμεσα στίς δυό, δπως Ιχουμε νά διαλέξουμε άνάμεσα στήν ύπαρξιστική Εννοια τής έλευθερίας καί τή μαρξιστική, διαλεκτική έννοια τής έλευθερίας καί τής άναγκαιό-
346
τητας».'4Άλλά ή Ατομική άπόφαση είναι δυνατό νά έρευνηθεΐ καΐ ν” Α
ποκρυσταλλωθεί φιλοσοφικά μόνο άπό τόν ύπαρξισμό καί ψυχολογικά μόνο άπό τήν ψυχανάλυση καί τήν άτομική ψυχολογία. Οί Αποφάσεις γίνονται ούσιαστικές καί άποκτοϋν ένδιαφέρον γιά τόν ύλισμό δταν δέν είναι Απομονωμένες, άπλώς Ατομικές περιπτώσεις, Αλλά παρουσιάζονται συσσωρευμένες καΐ ιδιαίτερα Αν ή Αντίδραση σ’ αύτές Αποκλίνει Από τό σχήμα τοΰ Ιστορικού ύλισμοϋ, όπότε αύτός βρίσκεται μπροστά στό δίλημμα ή νά καλύψει μέ τό σχήμα του κάθε έπιθυμητή Αντίδραση, Αλλά τότε θά τις μετατρέψει σέ κάτι πού δέ λέει τίποτε, γιατί κάθε τι τό έπικυρωμένο καταντά Αδειο σχήμα, ή νά δανειστεί άπό κείνα τά περιφρονημένα ρεύματα καΐ σχολές πού είναι σέ θέση νά προσφέρουν μιά συμπληρωματική έ- ξήγηση. 'II Ιστορική μοίρα τοϋ σοσιαλισμού συνδέθηκε άκριβώς μέ προσπάθειες νά προσαρμοστεί ή πραγματικότητα σέ μιά βρισμένη κατεύθυνση καΐ σ’ αύτό βοηθοΰσαν οί μαρξιστικές φόρμουλες καΐ παράλληλα παραβλέφτηκε δτι ήτανε δυνατό νά ύπάρχουν άποκλίσεις πού ίσως θά μπορούσαν νά ματαιώσουν ή νά Αναιρέσουν τόν Αρχικό σχεδιασμό.
Έτσι Ιγινε καΐ μέ τή διαμορφωμένη σύμφωνα μέ τις Αρχές τοΰ Κομμουνιστικοΰ Μανιφέστου, λογική γιά τήν Αναπόφευκτη μοίρα τών μεσαίων στρωμάτων νά ξεπέσουν στό προλεταριάτο καΐ ν’ Α- πορροφηθοΰν Απ’ αύτό. Δέν προβλέφτηκε καΐ δέν μποροϋσε νά προ- βλεφτεΐ δτι ή έξέγερση έναντίον αύτής τής μοίρας μποροϋσε νά έ- πηρεάσει τήν πορεία τών γεγονότων καΐ νά προκαλέσει δχι τήν ένίσχυση τών σοσιαλιστικών δυνάμεων Αλλά τήν Αποδυνά;ιωση καΐ τήν καταστροφή τους. Καί αύτό τό γεγονός δέν είναι δυνατό νά έ- ξηγηθεϊ παρά μόνο μέ τήν προσφυγή στις κατηγορίες τής κοινωνικής ψυχολογίας καΐ αύτές μέ τή σειρά τους μέ τήν προσφυγή στά Αποτελέσματα τών έρευνών τής Ατομικής ψυχολογίας. Ό τύπος «τδ Είναι καθορίζει τή συνείδηση» γίνεται άδειος τύπος Αν δέν παίρνει ύπόψη του δτι τδ Κοινωνικό Είναι Αποτελεΐ βέβαια τόν πρώτο δρο γιά τή συνείδηση πού Αναπτύσσεται στά πλαίσια του, Αλλά καΐ έπιτρέπει διάφορες Αντιδράσεις καί γι’ αύτό είναι πολύ μακρυά άπό τοΰ νά παρέχει πνευματική βεβαιότητα καΐ πολιτική καθησύχαση.
Ό Έριχ Φρόμμ πού άπό τήν Αρχή τής έπιστημονικής του σταδιοδρομίας Αγωνίστηκε γιά μιά προσέγγιση τής ψυχανάλυσης καΐ τοΰ Ιστορικού ύλισμοϋ καΐ Ανάπτυξε τήν Ιδέα μιδς κοινωνικής ψυχολογίας “ είσηγήθηκε πριν Ακόμη Από τήν νίκη τοϋ φασισμού στή Γερμανία νά χρησιμοποιηθεί ή ψυχανάλυση γιά νά Ιξηγηθοΰν διαδικασίες στις όποιες δ Μάρξ δέν Εδωσε καμιά προσοχή καΐ γι’ αύτό Ιμειναν νά τις έπεξεργαστοϋν Αλλες θεωρίες. Ή θέση τοΰ
347
Μάρξ βτι ή οίκονομική βάση μετατοπίζεται στδ Ιδεολογικό Εποικοδόμημα δέν περιέχει καί μιά Εκθεση καί παρουσίαση τοϋ μηχανι- σμοϋ διαμέσου τοϋ δποίου πραγματοποιείται αύτή ή μετατόπιση καί γι* αύτό δέν Εδειχνε καί τή δυνατότητα νά γίνει αύτός δ μηχανισμός, μηχανισμός ματαίωσης αύτής τής μετατόπισης καί Ετσι κατέληξε άντί νά Επιβεβαιώνεται νά Αμφισβητείται ή άξία αύτής τής φόρμουλας.
Ή άπάντηση ένδς όρθόδοξου μαρξιστή σέ άνάλογες προηγούμενες προσπάθειες τοϋ Βίλχελμ Ράιχ, «δτι κλαδεύουν Ενα κομμάτι άπδ τήν Αρμοδιότητα τοϋ ίστορικοϋ ύλισμοϋ, γιά νά δώσουν μιά συνολική έξήγηση τής ιστορικής πραγματικότητας»** άποκαλύπτει τό δίλημμα μπροστά στό δποΐο βρίσκεται δ τελευταίος καί πού είναι: ή νά παραδεχτεί τήν άνάγκη νά συμπληρωθεί τό σύστημα του καί Ετσι ν’ άνοίξει τήν πόρτα σέ ξένες Ιδεολογικές Επιρροές ή νά έπωμιστεΐ τόν κίνδυνο ν’ άγνοήσει άποκλίσεις άπδ τό δικό του σύστημα καί Ετσι νά βρεθεί ξαφνικά μπροστά σέ έξελίξεις πού στηρίζονται στούς άγνοημένους παράγοντες. «Βέβαια είναι δυνατό ή ψυχή τοϋ ένδς ναρθεΐ σέ άντίφαση μέ τά καθήκοντα καί τήν ψυχή τής δμάδας, άλλά μιά παρόμοια άτομική παραλλαγή δέν Εχει καμιά ειδική σημασία πού νά βαραίνει στή ζυγαριά. Ό ταν οί ψυχολογικές άποκλίσεις δέν παρουσιάζονται στόν Ενα, τό ξεχωριστό άνθρωπο άλλά στίς μάζες, τότε μιά άκριβέστερη παρατήρηση θά δείξει βτι ή γέννηση καί ή παραπέρα έξέλιξη μιάς τέτοιας άπόκλισης καθορίζονται άπδ δρισμένες κοινωνικές δυνάμεις» .'Τ Μέ τήν τοποθέτηση αύτή άπδ τή μιά μεριά Εκφράζεται ή βεβαιότητα δτι είναι δυνατδ νά έξηγηθοΟν, μέ τή βοήθεια τής δικής της μεθόδου δλα τά φαινόμενα πού Εχουν κοινωνική βαρύτητα κι άπδ τήν άλλη ή προθυμία νά παραμεληθοϋν τά προβλήματα τοϋ ένός σάν άτομικές παραλλαγές κοινωνικών προβλημάτων καί νά έπιτραπεΐ ή Εκφραση τους μόνο στδ βαθμό πού άποδείχνεται πώς Εχουν μιά άμεση συνάρτηση μέ τδν ταξικό άγώνα καί συμβάλλουν στήν ένίσχυση του.
Ή Εμφάνιση τοϋ ύπαρξισμοΰ στή μεταπολεμική Εποχή Εφερε μιά ριζική άλλαγή καί Εκανε γιά τή μαρξιστική πλευρά (γιά λόγους αύτοσυντήρησης καί γιατί ήθελε νά Εξουδετερώσει μιά άντα- γωνιστική φιλοσοφία πού πήρε σημαντική Εκταση Ιδιαίτερα στή Γαλλία) ύποχρεωτική τή διείσδυση στήν άπαγορευμένη καί καταπνιγμένη προηγουμένως προβληματική. Ένώ δ Γ. Λούκατς παραδεχότανε δτι δ ύπαρξισμδς άγωνίστηκε καί Επέβαλε στόν άστικό ντετερμινισμό καί τόν άγοραΐο μαρξισμό τήν κατηγορία τής άπόφασης, πού τήν Αναγνώρισε καί δ Γίιος γιά τή θεμελιακή σημασία πού είχε, 6 Πολωνός μαρξιστής φιλόσοφος "Ανταμ Σάφ πού παράλληλα μέ τή φιλονεικία του μέ τδν Σάρτρ συνέχισε τήν άνάπτυξη τής θεωρίας του, δέ μπόρεσε νά άποφύγει καί νά μή συνδέ
348
σει τήν άπόρριψη τής ύπαρξιακής άντίληψης γιά τδ χωριστό άνθρωπο μέ μιά ύπόκλιση μπροστά στή βασική ύπαρξιακή κατηγορία τής άπόφασης. «Μπορεί νά διαλέξει κανείς άνάμεσα στόν μαρξισμό καί τόν ύπαρξισμό, μά δέν μπορεί νά συμπληρώσει τόν μαρ- ξίσμό μέ τόν ύπαρξισμό».*’ Βέβαια, στή συνέχεια δέν μπόρεσε δ Σάφ νά σταματήσει σ’ αύτή τή μίνιμουμ παραχώρηση, άλλά σά στοχαστής μέ βάθος καί συνέπεια πήρε στά σοβαρά τήν όπαρξιακή πρόκληση καί Εφτασε σέ διαπιστώσεις πού είναι δυνατό νά θεωρη- θοϋν σά συμπλήρωση τοϋ μαρξισμοϋ μέ τόν ύπαρξισμό κι δχι γενικά σάν άποκάλυψη κρυμμένων δυνατοτήτων τής μαρξιστικής θεωρίας, ή έν πάσει περιπτώσει σάν άναγνώριση μιδς πραγματικότητας γιά τήν όποία δέν ύπάρχει θέση στά πλαίσια ένός αύστηροϋ, άπό άποψη μεθόδου, φιλοσοφικού καί ιστορικοϋ ύλισμοϋ.
Δίχως άμφιβολία ό Σάφ συνέβαλε στή διαλεύκανση βασικών μαρξιστικών Εννοιών δταν ύπερασπιζόταν τόν μαρξισμό ένάντια στήν κατηγορία, δτι άρνιέται κάθε τι τό σταθερό στήν άνθρώπινη φύση καί τή θέση του αύτή θεμελίωνε άνάμεσα στ* άλλα, καί στό έπιχείρημα δτι δ σχετικισμός, γιά τόν δποΐόν ύπάρχουν μόνο είδη άνθρώπων, άλλά καί μιά συνδεόμενη μέ τήν κοινή δπαρξη άνθρωπότητα, άρνούμενος κάθε τι τό κοινό στήν άνθρώπινη φύση θά μποροϋσε εύκολα νά ξεγλιστρήσει στό ρατσισμό." Γιατί μόνο ή άμυντική στάση τοϋ Μάρξ καί τοϋ Ιστορικοϋ μαρξισμοϋ άπέναντι σέ άντιλήψεις πού γιά νά διαιωνίσουν τό στάτους κβό Επιβαρύνουν τήν άνθρώπινη φύση θά μποροϋσε νά κάνει νά ξεχαστεΐ, δτι καί ή μαρξιστική διδασκαλία, πού τονίζει τή μεταβλητικότητα τής άν- θρώπινης φύσης καί τών ήθικών κανόνων πού έπιδροϋν πάνω σ’ αύτήν καί γι’ αύτό δίκαια χαρακτηρίζονται άπ’ τόν Σάφ σάν Ιστορισμός,” άναγνωρίζει στοιχεία ιδιοσυγκρασίας στό άνθρώπινο Είναι πού κάνουν εδκολο τό διαχωρισμό άπό Ιναν δλοκληρωμένο σχετικισμό καί Εκφράζουν τήν όροθετική γραμμή άπέναντι σέ βιολογική ποιοτικά θέση τοΰ άνθρώπου." Άλλά δ Σάφ κατά τή φιλο- νεικία του μέ τόν ύπαρξισμό δέν περιορίστηκε στήν άποκάλυψη κρυμμένων δυνατοτήτων τής θεωρίας του, μά καί τόλμησε νά προχωρήσει στήν έχθρική περιοχή πού τήν κατοχή της διεκδικοϋσε ό ύπαρξισμός, ή Εν πάσει περιπτώσει σ’ Ενα χώρο πού δ μαρξισμός τόν άπόφευγε ίσαμε τότε.
Ό Σάφ μέ τήν προθυμία του νά πάρει στά σοβαρά καί νά Επανεξετάσει δλα τά άνθρώπινα προβλήματα προσεγγίζει στούς ύπαρ- ξιστές καί σχηματίζει μ’ αύτούς κοινό μέτωπο κατά τών θετικι- στών τής παληδς σχολής πού άρνοΰνταν καί άπόκλειαν άπ’ τόν κύκλο τών συζητήσεων τους σάν ψευτοπροβλήματα ” δλα τά ζητήματα πού πρόβαλε δ ύπαρξισμός. Ό Σάφ κινείται πάνω στό Γδιο Εδαφος μέ τούς ύπαρξιστές καί θεωρεί ούσιαστικό γιά τΙς δυό κατευ-
849
θύνσέις τό γεγονός δτι τοποθετούν στήν πρώτη γραμμή τήν ούσία τής δπαρξης καί σέ άντίθεση μέ τή θεολογική - έτερόνομη άντίφαση γιά τδν άνθρωπο, άρνοΰνται δτι ή ϋπαρξη τοϋ άνθρώπου έκφρά- ζει τή συμμετοχή του σέ μιά θεΐκιά ουσία.” Ή κοινή άμυντική στάση άπέναντι στό θετικισμό, δ δποΐος άπωθεΐ καί έξαφανίζει τήν προβληματική ποΰ προβάλλει δ ύπαρξισμδς, ύποχρεώνει τδν Σάφ νά διεξάγει τδν άγώνα του κατά τοϋ ύπαρξισμοϋ μέ τρόπο πού νά ρυθμίζονται καί νά μεταφυσικοποιοΟνται οί παραδόσεις τής δικής του θεωρίας. Καί γιά νά κόψει άπό τή μαρξιστική πλευρά τδν άέ- ρα τοΰ ύπαρξισμοϋ άποστασιοποιείται άκριβώς άπδ τά στοιχεία έ- κεΐνα τοΰ μαρξισμοϋ πού άποτελοΰν τά σημεία έπαφής του μέ τό θετικισμό καί φυσικά μ’ αύτήν τήν κίνηση άπόθεσης περισσότερο πλησιάζει τόν ύπαρξισμό παρά άπομακρύνεται άπ’ αύτόν
Δίχως άμφιβολία είναι δύσκολο ν’ άποδειχτεϊ δτι άπότυχε ή προσπάθεια τοΰ Σάρτρ νά άναγγενήσει τδν ιστορικό ύλισμό καί νά τοϋ άντιταχτεϊ δτι ύποκατάστηκε τήν οίκονομική Ιστορική άντίληψη πού ξεκινά άπδ άντικειμενικά κοινωνικά δεδομένα μέ μιά ύ- ποστάτωση τών άναγκών ποΰ κάνει τήν άντίληψη του νά φαίνεται περισσότερο ώς σοσιαλδαρβινισ|ΐός παρά σάν Ιστορικός ύλισμός.7* "Αν δ Σάρτρ πέτυχε τέλεια στήν προσπάθεια του νά άνακαλύψει τά άδύνατα σημεία τοΰ Ιστορικοϋ ύλισμοϋ, άλλά δίχως νά κατορθώσει, μέ βάση τή δική του άφετηρία, νά κατασκευάσει Ινα καλύτερο σύστημα πού νά καλύπτει τδν ίδιο χώρο Ιφαρμογής καί νά ύ- πηρετεϊ τόν Γδιο έρμηνευτικδ σκοπό, γιά τόν Σάφ ήταν άκόμη εύ- κολότερο νά προστατεύσει τδν Ιστορικό ύλισμό άπδ τΙς παρερμηνείες τοΰ Σάρτρ, άλλά δχι καί νά κάνει πιστευτό, δτι ή θεωρία αύτή κρύβει μέσα της άπαντήσεις σέ δλα τά ζητήματα πού κατά τήν όμολογία τοΰ Σάρτρ τά προβάλλει δικαιωματικά δ ύπαρξισμδς. Τά προβλήματα τής δπαρξης καί τής συνείδησης, πού σύμφωνα μέ τδν Σάφ. έντελώς άπλά ξαναγυρίζουν σ’ δλες τΙς έποχές τής άνθρώπινης ιστορίας, Ιστω κι άν άπό τήν άρχή προβάλλουνται σέ συνάρτηση μέ κοινωνικά καί πολιτικά προβλήματα άξιώνουν κάτι παραπάνω γιά νά λυθούν άπδ τδ σύστημα παραθέσεων πού προσφέρει ό μαρξισμός. Μέ τήν ϊννοια αύτή σχολίασε δ Σάφ τό πρόβλημα τής σύγκρουσης άνάμεσα στήν πειθαρχία τής όργάνωσης καί τήν άτομική συνείδηση, Ινα πρόβλημα πού στόν κομμουνιστικό κόσμο ξέ μελετήθηκε στά σοβαρά καί πού λύθηκε μέ τήν τέλεια παράδοση τής συνείδησης στίς άποφάσεις τής όργάνωσης." Ό Σάφ εισέρχεται καί στήν προβληματική πού πέρασε μαζικά στήν ήμε- ρήσια διάταξη άπό τήν πραγματικότητα τοΰ σταλινισμοϋ, άλλά πού ποτέ δέν έκφράστηκε θεωρητικά οδτε καί καταπολεμήθηκε, δχι γιά νά ύποστηλώσει ή νά έπιβεβαιώσει μέ νέα έπιχειρήματα τήν παληά άπόφαση τής ύποχρεωτικής ύπεροχής τής δμάδας άπέναντι
350
στό άτομο, άλλά γιά νά παραχωρήσει τελικά στδ συγκεκριμένο άν- θρωπο τό δικαίωμα ν’ άποφασίζει σχετικά μέ τό άν, σέ ειδικές περιπτώσεις, θά πρέπει νά έκτιμήσει σάν άνώτερο τά πλεονεκτήματα τής ένότητας τής όργάνωσης, άπδ τή βεβαιότητα του δτι ή δργάνωση εισέρχεται σέ λαθεμένο δρόμο. Βέβαια ό Σάφ παραδέχεται άκόμη τήν ύπόθεση δτι ύπερισχύει τδ συμφέρον τής δμάδας ’* καί δτι σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει νά συνυπολογίζεται ή άξία τών προόδων πού κατακτήθηκαν χάρη στήν δμάδα καί ή άνάγκη νά διατηρηθούν πράγμα γιά τδ δποΐο ή δμάδα άπο- τελεϊ τή μοναδική έγγύηση. Μέ τή θέση του αύτή δ Σάφ δέν έγκα- ταλείπει μόνο τδ δόγμα τής έγγυημένης άπδ μιά Ιεραρχία ένότητας θεωρίας καί πράξης. Στδ έξής στήν δμάδα πού λαθεύει άντι- παρατάσσεται τδ άτομο άτομικά ύπεύθυνο γιά τΙς πράξεις του καί κανένας δέν μπορεΐ νά τοϋ στερήσει τδ δικαίωμα ν’ άποφασίσει άν σέ όρισμένη στιγμή όφείλει νά παραμείνει ή δχι σέ δμοφωνία μέ τήν δμάδα.
Έτσι ή δμάδα γίνεται καθοριστικό στοιχείο στά πλαίσια ένός γενικότερου συστήματος παραθέσεων, αύτό σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακή μαρξιστική άντίληψη Ιχει τό καθήκον νά είναι δ μοναδικός καθοριστικός παράγοντας άπέναντι στό άτομο καί νά μήν ά- νέχεται τόν προσανατολισμό σ’ Ινα σημείο σύγκρισης γιά κάτι πού λείπει άπ’ τό σύστημα. Μέ τήν άναγνώριση ώς άναφαίρετον τοϋ δικαιώματος τοϋ χωριστοϋ άνθρώπου νά παίρνει άποφάσεις, προωθείται δ Σάφ σ’ έκείνη τήν περιοχή τής έλευθερίας πού πρέπει νά άποσπάσει μέ άγώνα άπό τόν ντετερμινισμό, ένώ δ Σάρτρ τή βρίσκει καί τήν παρουσιάζει σάν πρωταρχική έμπειρία τής φιλοσοφίας του. Ά ν καί δ Σάφ δέν μπορεΐ νά νιώσει τήν έλευθερία καί σάν έξαίρεση άπό τήν έπίδραση τής άντικειμενικής άναγκαιότη- τας τής Ιστορικής έξέλιξης καί οδτε σάν ένέργεια πού πραγματοποιείται σύμφωνα μέ μιά μή καθοριστική θέληση, παραδέχεται ώστόσο τή δυνατότητα έπιλογής άνάμεσα σέ διάφορες παραλλαγές τής δράσης.”
Ή άπολυτότητα καί ή ύπευθυνότητα τής έπιλογής, δπως στόν Σάρτρ, Ιτσι καϊ στόν Σάφ δέν άναιρεΐ τή σχετικότητα τής Αποχής κατά τήν δποία ένεργεΐται αύτή ή έπιλογή. Ή παρακάτω λοιπόν διαπίστωση τοϋ Σάρτρ άφορά καί τούς δυό. «Ό ταν έξηγώ δτι σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ή έλευθερία δέν μπορεΐ νά Ιχει κανένα άλλο σκοπό, παρά νά θέλει αύτή ή Εδια, δταν δ άνθρωπος Ιχει άναγνωρίσει μιά φορά δτι στή μοναξιά του συνθέτει άξίες, τότε μόνο μπορεΐ ή έλευθερία νά είναι θεμέλιο τής άξίας»." Ή έλευθερία αύτή, δχι μόνο κατά τόν Σάρτρ, άλλά καί σύμφωνα μέ τόν Σάφ, περιέχει τήν έλευθερία νά άρνεΐται κανείς τή ζωή. Ή δμάδα καί ή πρόοδος πού αύτή φέρνει δέν μποροϋν οδτε τήν όρθότητα τής
351
πορείας νά έγγυηθοϋν καί κατά τή γνώμη τοϋ Σάφ, δέν είναι σέ θέση ν’ άποφασίσουν γιά ζητήματα συνείδησης μέ τρόπο πού κάτω άπ’ δλες τΙς περιστάσεις νά δίνουν κουράγιο στό άτομο νά συνεχίσει τή ζωή του. «Έ άπόφαση, άν σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις άξίζει τόν κόπο νά ζεί κανείς, έξαρτάται άπό τούς δρους καί τΙς έλπίδες πού προσφέρει ή ζωή. Άλλά όπωσδήποτε τήν τελευταία λέξη τήν Ιχει πάντα τό άτομο γιά τοΟ όποίου τή ζωή πρόκειται. Γιά νά παρθεΐ ή άπόφαση είναι άνάγκη νά συγκεντρωθοϋν δλα τά πραγματικά καί γνωστά στό άτομο στοιχεία, πού δμως δέν μπο- ρεϊ κανένας άλλος νά τά άθροίσει καί νά τά ζυγίζει παρά τό Γδιο τό συγκεκριμένο άτομο».*®
Παρά τήν έπιδοκιμασία τοϋ «κοινωνικού εύδαιμονισμοϋ» 11 σύμφωνα μέ τόν όποιο σκοπός τής ζωής είναι ή προσπάθεια γιά Ινα μάξιμουμ εύτυχίας τής μεγάλης άνθρώπινης μάζας “ καί έπειδή ή έπιδίωξη τής προσωπικής εύτυχία μ’ αύτόν τόν τρόπο μπορεί νά δικαιωθεί, είναι στή συνέχεια άναγκασμένος δ Σάφ νά περιορίσει σημαντικά αύτή τή θέση καί νά τή συλλάβει Ιμμεσα. Ή προβληματική αύτοϋ τοϋ κοινωνικοϋ εύδαιμονισμοϋ είναι δτι δέν μπορεί νά έγγυηθεί τήν άτομική εύτυχία δίχως νά προσφύγει σ’ Ινα ά- νώτερο κανόνα καί νά καθορίσει τήν εύτυχία μ’ Ινα τρόπο πού νά πλησιάζει τή θρησκευτική Ιδέα τής θυσίας καί νά φαίνεται πώς Αποχωρίζεται άπό τό ύποκειμενικό αίσθημα ̂τής εύτυχίας. Καί τοϋ- το. γιατί ή πείρα διδάσκει δτι ή άτομική εύτυχία, εύνοούμενη σάν τό μάξιμουμ τής εύφορίας, δέν μπορεί γενικά νά ύπάρξει παρά μέ τήν άδιαφορία γιά τή μοίρα τών άλλων άνθρώπων ή καί δλης τής άνθρωπότητας καί μάλιστα, δχι σπάνια πρέπει νά κερδηθεί μέ άγώνα κατά τής κοινωνίας καί έναντίον τών άπαιτήσεων τής δμά- δας πού φέρνει τήν πρόοδο.
Άλλά δ ούμανισμός πού περιέχει τήν παραίτηση καί τή θυσία Ιρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν έπιδίωξη τοϋ άτόμου νά εύτυχίσει δπως καί ή έτερόνομη θρησκευτική ήθική πού άποδοκιμάζει δ Σάφ. Τελικά καί ή προσπάθεια τοϋ Σάφ νά δρίσει καί νά άπαιτήσει τήν εύτυχία |ΐέ τήν Ιννοια τοϋ κοινωνικοϋ εύδαιμονισμοϋ πέφτει θύμα τής Ιδιας του τής έτυμηγορίας. «Δέν μποροϋμε νό δώσουμε Ινα δ- ρισμό τής άνθρώπινης εύτυχίας ύποχρεωτικό γιά δλους. Ένας τέτοιος δρισμός δέν μπορεί νά δωθεί έξαιτίας τοϋ άτομικοϋ χαρακτήρα τοϋ συναισθήματος τής εύτυχίας».** Ό Σάφ άγωνίζεται νά ξε- περάσει τΙς δυσκολίες πού δημιουργεί ή άντίληψη δτι δέν άποτελεΐ καθήκον μιάς ένέργειας προσανατολισμένης στόν μαρξιστικό ούμα- νισμό νά κάνει τόν άνθρωπο εύτυχισμένο, άλλά νά καταργήσει τά μαζικά αίτια τής δυστυχίας του.**
Μέ τήν άναίρεση τής παληάς έξίσωσης προόδου καί εύτυχίας έγκαταλείπεται άπό τόν Σάφ κι’ αύτοματισμός έκείνος χάρη στόν
δποϊο, Ινα μέτρο καθ’ έαυτό άναγκαίο δπως ή κατάργηση τής άτομικής ιδιοκτησίας στά μέσα τής παραγωγής, ύπόσχεται τή λύση δλων τών κοινωνικών καί άτομικών προβλημάτων. Ό Σάφ Αντιτείνει καθαρώς άξιωματικά στήν τόσο συμπαθή στή μαρξιστική παράδοση έξίσωση. «Άπό τΙς προϋποθέσεις πού καταλήγουν στό δτι στήν άστική κοινωνία βάση δλων τών μορφών τής Αλλοτρίωσης είναι ή οίκονομική άλλοτρίωση, δέ βγαίνει λογικά καί τό συμπέρασμα δτι ή κατάργηση τής άτομικής Ιδιοκτησίας σημαίνει αύ- τόματα καί τό τέλος δλων τών μορφών τής άλλοτρίωσης στήν κοινωνική ζωή».’ * Τό μάθημα πού έδωσε ή πραγματικότητα έπιβε- βαίωσε τήν όρθότητα αύτής τής έπιφύλαξης τοϋ Σάφ. «Οί γνωστές σέ μάς έμπειρίες τής σοσιαλιστικής έπανάστασης δείχνουν δ- τι τήν κατάργηση τής άτομικής ιδιοκτησίας στά μέσα παραγωγής δέν τήν άκολουθεϊ αύτόματα ή κατάργηση τής άλλοτρίωσης, άκόμη, ούτε τής οικονομικής άλλοτρίωσης».’*
Στήν προσέγγιση του στόν ύπαρξισμό δ Σάφ άμύνεται σέ πολλές περιπτώσεις έναντίον τών συντομευμένων γενικεύσεων καί έτσι λευτερώνει ένα δρόμο πού άλλοιώτικα θά έμενε θαμένος κάτω άπό τΙς δλοκληρωτικές άξιώσεις ένός συστήματος πού δέν άνέχεται διαφοροποιήσεις. Έτσι, σύμφωνα μέ τόν Σάφ ή μαρξιστική θεωρία διδάσκει «δτι τό πρόβλημα τοϋ άτόμου λύνεται μόνο πάνω στήν εύρύτερη κοινωνική του βάση κι δτι ή γνώση τών νόμων πού κυ- βερνοϋν τήν κοινωνική ζωή είναι άπαραίτητος δρος γιά τή σωστή άντίληψη καί λύση αύτοϋ τοϋ προβλήματος, μά ποτέ δέν ισχυρίστηκε δτι ή γνώση τών νόμων τής κοινωνικής έξέλιξης έξαντλεΐ καί τήν προβληματική τοΰ χωριστού άνθρώπου»."
Ό Σάφ άντιμετωπίζει άκόμη καί τό συμπέρασμα πού βγαίνει άπό μαρξιστικές προϋποθέσεις δτι ή άπασχόληση μέ φιλοσοφικά, νοητικά ζητήματα είναι άντιεπιστημονική καί γι’ αύτό παράνομη μ’ Ινα τρόπο πού κάνει φανερό τό ένιαΐο μέτωπο αύτοΰ τοΰ νεομαρξισμού μέ τόν ύπαρξισμό ένάντια στό θετικισμό «Στήν πραγματικότητα δ φιλόσοφος πού έξετάζει, λογουχάρη, τό ζήτημα τής έννοιας τής ζωής, προχωρεί στίς έρευνες του μέ τρόπο διαφορετικό άπό κείνον πού χρησιμοποιούν στίς φυσικές έπιστήμες. Καί πρέπει νά προχωρεί διαφορετικά γιατί αύτό τού ύπαγορεύει τό άντι- κείμενο τοΰ ένδιαφέροντος του. Α π ’ αύτό δμως τό γεγονός δέ συμ- περαίνεται κιόλας δτι δ τρόπος πού ένεργεΐ είναι άνεπίτρεπτος ή σά νά λέμε άντιεπιστημονικός».” Ό Σάφ προχωρεί άκόμη παρακάτω πού κάνει διάκριση άνάμεσα στήν πολυμάθεια καί τή σοφία ” καί ίτσι καθιερώνει μιά κατηγορία, πού στά πλαίσια ένός ύλιστικοΰ συστήματος τό δποϊο δέ γνωρίζει καμιά έξύψωση τής έμπειρίας διά μϊσου τής μεταφυσικής παρά μόνο μιά άνάπτυξη σέ εύθεία γραμμή, άποτελεΐ έξαίρεση καί είναι δύσκολα νά στβγα-
στεϊ στό χώρο πού κυριαρχεί ή συγκέντρωση στά προβλήματα τής πολιτικής έπιβολής καί τήν έπιτυχία.
Ή άντιπαράθεση τών Σάφ καί Σάρτρ άπό τό ένα μέρος, τών Άντόρνο - Χόρκχαϊμερ καί έκπροσώπων ένός κραυγαλέου σχετικισμού καί κριτικισμοϋ άπό τό άλλο δείχνει δτι στίς σύγχρονες φιλοσοφίες άναπτύσσονται προτσές πού δέν καταλήγουν σέ έξαφάνι- ση τών διαφορών τους, άλλά σέ μιά άλληλοδιείσδυση καί άμοιβαία προσέγγιση. Ή αύτοπεποίθηση τών μαζικών συστημάτων, πού ή άστάθεια τους άποδείχτηκε μπροστά στίς θύελλες τής έποχής μας, δπου γενικά ένεργοποιήθηκε μιά αύτοσυνείδηση, Εχει παραχωρήσει τή θέση της σέ μιά συμπεριφορά περισσότερο είλικρινή καί με- τριόφρονα. Σήμερα, ούτε ή κριτική θεωρία, ούτε ό όρθόδοξος μαρξισμός, αύτός πού δέν έννοεΐται σάν ιδεολογία κυριαρχίας, δέν μπορούν ν’ άποφύγουν μιά άντιπαράθεση μέ τόν άξιολογικό σχετικισμό καί τόν ύπαρξισμό, γιατί οί τελευταίοι παραπέμπουν σέ πραγματικότητες, πού ή παραμέληση τους είχε καταστροφικές συνέπειες γιά τό κάθε σύστημα. Άπό τό άλλο πάλι μέρος, οδτε 6 κριτικός όρθολογισμός πού κι δ ίδιος συμπεριλαβαίνεται στή γενική άμ- φισβήτηση κάθε παραδοσιακοί) κι άποχωρίζεται άπό τό κλασσικό πρότυπο τής όρθολογικότητας, οδτε ό ύπαρξισμός άπαλλάσσονται άπό τήν ύποχρέωση νά έρευνήσουν γιά άντικειμενικές σχέσεις καί κανόνες προσανατολισμού. Ένώ δ θετικισμός τής παληάς Σχολής, έκεϊ πού στερεί στόν έαυτό του τήν άπολυτοποίηση τής νόμιμης έ- φαρμογής του, άνυψώνεται πάνω άπό τό σχετικισμό, ό ύπαρξισμός έπιδιώκοντας τό ίδιο πράγμα, δηλαδή ν’ άπαλλαγεΐ άπό τΙς συνέπειες τής αύθαιρεσίας, φτάνει, δίχως νά έγκαταλειφθεΐ άπό τή φιλοσοφία, σέ μιά ίστορική καί συλλογική ύπερνίκη καί σύνδεση της μέ τήν άτομική άπόφαση.
Ασφαλώς αύτή ή προσέγγιση δέν είναι άπαλλαγμένη άπό περιπλοκές θεωρητικά άλυτες, γιατί πάντα ύπάρχει δ κίνδυνος, τόσο κατά τήν άντιπαράθεση, δσο καί κατά τήν προσπάθεια νά χαρα- χθοϋν τά δρια τής μεθόδου, νά διαφυλαχτεΐ μέ λεπτότερο τρόπο καί νά άνοσοποιηθεΐ καλύτερα ή άπαίτηση στό μονοπώλιο πού πρίν ύπήρχε σέ άπολογητική καί μισαλόδοξη μορφή, άφοΟ παραδίνει κανείς στόν άντίπαλο τόσο χώρο, δσο είναι δυνατό νά παραχωρήσει δίχως νά προξενήσει ζημιά στή δική του θεωρία. 'Ωστόσο παρά τήν προβληματική τής άντιπαράστασης πού άποδείχτηκε μέ βάση τήν άνάλυση τοϋ Σάρτρ καί τή συνεισφορά τοΟ Σάφ, αύτή ή ίδια άποτελεϊ πρόοδο. Ό διάλογος, στόν όποιο συχνά παρά τή θέληση τους εισέρχονται οί Εκπρόσωποι τών διαφόρων κατευθύνσεων, Εχει μιά δική του άναγκαστικότητα, πού ύποχρεώνει νά έγκαταλείπουν τήν άπολογητική πρόθεση μέ τήν όποία Εχουν άρχίσει. Μολονότι δέν είναι άπαραίτητο καθήκον μιάς θεωρίας
354
νά στρώνει γέφυρες πρδς τα άλλα συστήματα καί Αντιλήψεις, γιατί γι’ αύτόν πού έπιδιώκει τήν όλική γνώση γεννιέται ξανά ό κίνδυνος τής προκατάληψης, αύτή ή διαδικασία δέν είναι έντελώς δίχως άξία καί ένδιαφέρον κι αύτό δχι γιατί μας δίνει τελικά συμπεράσματα, άλλά γιατί μάς παρουσιάζει νέες δψεις τών προβλημάτων καί διευκολύνει μιά Αντιπαραβολή τών στοιχείων πού είναι δυνατό νά γνωστοΰν. Ή Αμοιβαία σχετικοποίηση τών Ιδιαιτέρων συστημάτων πρέπει κι ή ϊδια νά σχετικοποιηθεΐ, ν’ άποσπαστεί Από τήν ειδική συνάρτηση μέσα στήν όποία Ιλαβε χώρα ή συνάντηση καί νά ένσωματωθεϊ σ’ Ινα μεγαλύτερο σύνολο, δίχως αύτό νά σημαίνει δτι είναι άνάγκη νά άναληφθεΐ ή προσπάθεια γιά μιά νέα όλική θεωρία.
Κανένας άλλος δρόμος, Ιξω άπ’ αύτόν τής δύσκολης καί μόνιμης ΑντιπαρΑθεσης, τό δρόμο πού Ακολουθεί τό σκοπό, κυκλώνει Από διάφορα σημεία καί μέ διάφορους τρόπους καί κάνει προσιτή σέ μάς τήν περιοχή μέσα στήν όποία μπορεί νά ένεργοποιηθεΐ ή θέληση καί ή γνώση μας, δέν είναι δυνατός. Αύτός είναι δ λόγος πού οί θεωρητικές όπερβάσεις τών δρίων καί οί παρεξηγήσεις πού παρουσιάζονται στήν πορεία τέτοιων θεληματικών ή Ακούσιων συναντήσεων καί Αντιπαραθέσεων, Αποτελοϋν στοιχεία καί Απαραίτητες προϋποθέσεις πού βοηθούν νά βρεθεί μιά Αλήθεια, έπιδίωξη πού μάς μεταβιβάζεται σάν καθήκον ή έκπλήρωση τοϋ δποίου δέν είναι δυνατόν οδτε νά Αγνοηθεί μά οδτε καί νά έπιτευχθεΐ κατ’ εύ- θείαν. Καί δ σοσιαλισμός έπίσης, πού πρέπει νά έννοεΐται σάν δλο- κλήρωση καί ΑντιπαρΑθεση Αντιθετικών Απαιτήσεων, άν θέλει νά σταθεί στό δψος τής έποχής, δέν μπορεί νά περάσει δίπλα Απ’ αύ- τά τά προτσές δίχως νά τά προσέξει, άλλά όφείλει ν’ Αποκτήσει τή φυσιογνωμία του μέσα στή δική του προσπΑθεια γιά τό ξεπέρασμα καί άλληλοδιείσδυση τών Αντιθέτων.
Τό δτι καί ή Ιμμεση Ιστω έπίδραση τής θεωρίας πάνω στή θέληση είναι ή μοίρα τής κάθε μεταμαρξικής θεωρίας, Ακόμα κι δταν Αναφορικά μέ τις προθέσεις ξεκινά Από τά βασικά ένδιαφέρον- τα τοϋ μαρξισμοϋ, Αποδείχνεται καί στήν περίπτωση τής κριτικής θεωρίας πού τή συνεχίζει δ Μαρκοϋζε, κυρίως μέ τό βιβλίο του δ «Μονοδιάστατος άνθρωπος»."0 Δηλαδή άκριβώς έκεί πού αύτή ή θεωρία μέ βάση τήν άνάλυση της φτάνει σ’ Ινα συμπέρασμα καλεί στή «μεγάλη άρνηση»’ 1 τό Γδιο συμπέρασμα, ένώ δέν πρέπει νά έξαν- τλείται στήν άρνηση παρά νά πλησιάζει χειροπιαστά τήν έπαναστατική πράξη, έπενεργεί σάν φρένο τής έπαναστατικής πράξης. Έν πάση περιπτώσει κι αύτή ή θεωρία, παρά τά πολύτιμα στοιχεία γιά τόν καθορισμό τής θέλησης πού περιέχει, δέν είναι σέ θέση νά άφαιρέσει άπό τήν τελευταία τήν άπόφαση. Καί δ Μαρκοϋζε άλλωστε Ιχει συνείδηση τοϋ γεγονότος, δτι δ τρόπος μέ τόν 6-
866
ποΐο μιά κοινωνία δργανώνει τή ζωή τών μελών της «περιλαβαίνει μιά άρχική έκλογή άνάμεσα σέ ιστορικές έναλλακτικές λύσεις»” πού παριστάνουν, μέ τήν έννοια πού τΙς δίνει δ Σάρτρ, δίπλα σέ άλλες, σάν ιχνογράφημα μιά δυνατότητα γιά πραγματοποίηση.”
Άκόμα καί ή κριτική θεωρία τοϋ Χέρμπερτ Μαρκοϋζε ύποχρεώ- νεται νά μένει πίσω άπδ τΙς άπαιτήσεις έκείνων πού άντί νά Αποφασίζουν καί νά ένεργοϋν μέ βάση τήν έκτίμηση τών περιστάσεων καί δίχως τήν κάλυψη μιάς θεωρίας, περιμένουν άπδ τή θεωρία τή συνταγή γιά άμεση δράση.
Τδ άνοιγμα έπίσης τής διαλεκτικής θεωρίας πρδς τή θεολογία, πρδς μιά στάση πού οί Αντόρνο καί Χόρκχαΐμερ χαρακτήρισαν «νοσταλγία γιά κάτι τδ έντελώς διαφορετικό»’ 4 δσο κι άν λογικά άποτελεΐ ένα βήμα πάρα πέρα άπδ τδ θετικισμό, έλάχιστα μπορεΐ νά συμβάλλει στδ φωτισμδ κοινωνικών καταστάσεων, άκόμα κι δταν δέν είναι άνάγκη νά στερηθεί τήν πολιτική θέληση. Όποιος δέν είναι εύχαριστημένος μέ τίς πληροφορίες τοΰ θετικισμού καί δέχεται νά μπλεχτεί στίς περιπέτειες τής διαλεκτικής, ένεργεΐ μέ συνέπεια μόνο άν έγκαταλείψει τή μόνιμα άνοιχτή διαλεκτική τής Ιστορίας γιά μιά διαλεκτική πού ή Γδια δέν είναι Ιστορία άλλά δίνει στήν Ιστορία άπδ τδ άπόλυτο Είναι τοΰ θεοΰ — στδ δποϊο δ δυϊσμδς τής θέλησης καί Γνώσης, τοΰ Είναι καί τοϋ Δέον, διασώζεται στήν άναίρεση τών άντιθέσεων, στή σύμπτωση τών Αντιθέσεων τοϋ Νικολάου Κοΰε — τήν τελική της έννοια.
Ώστόσο κάθε προσπάθεια νά προεξοφληθεΐ αύτή ή ένότητα πού στηρίζεται στδ θεδ καί νά κατακυρωθεί σέ μιά γήινη πραγματικότητα, πού άκόμα βρίσκεται κάτω Απ’ τδ σήμα τής έντασης Ανάμεσα στούς πόλους πού προαναφέρθηκαν, δπως καί κάθε προσπάθεια συγχρονισμοΰ τοΰ φυσικοΰ μέ τδ μεταφυσικό, εΓτε πραγματοποιείται κάτω άπδ προοδευτικό εΓτε κάτω άπδ συντηρητικό σήμα, Ασκεί βία τόσο σέ βάρος τής θεολογίας δσο καί σέ βάρος τής έλευθερίας τοΰ άτόμου. Άκριβώς ή διαλεκτική θεολογία, πρδς τήν δποία θά μποροϋσε ν’ άνοιχτεΐ περισσότερο ή διαλεκτική θεωρία, μέ τδ βασικό της δόγμα δτι δ θεός, παρά τήν Αποκάλυψη άξιώνει τήν άλήθεια γιά τδν έαυτό του, Ασκεί ένα βέτο σ’ δλες τΙς προσπάθειες νά φανερωθεί γιά τδν ιστορικό πολιτικδ κόσμο, τοΰ θεού τδ τελικδ σχέδιο σωτηρίας. Κι άπ’ αύτδ λοιπδν τδ τελευταίο δυνατό σημείο Αναφοράς δέν Αναμένεται καμιά άναίρεση, παρά άντίθετα μιά ταξινόμηση στή μοίρα τών πολιτικών θεωριών, πού είναι νά προμηθεύουν άπλά σημεία στήριξης, άλλά νά μήν είναι σέ θέση οί Γδιες νά ένορχηστρώσουν καί προπάντων νά άντικαταστήσουν τήν πράξη. Καί άπδ τή θεολογική διαλεκτική λοιπόν δέν πραγματοποιείται καμιά άναίρεση, άλλά μόνο μιά έπανατοποθέτη- ση τοΰ σχετικισμού καί δυϊσμού στά δικαιώματα του. Εννοείται
366
ένός σχετικισμοΟ καί ένός δυϊσμοΟ πού δέν μποροΟν ν’ άρνηθοΟν «τή νοσταλγία γιά κάτι τό διαφορετικό» μέ τήν έννοια τοϋ Χόρκ- χαΐμερ, άλλά είναι ύποχρεωμένοι νά ψηλαφοΟν τήν ένότητα τοΟ Είναι καί Δέον, τής Γνώσης καί τής θέλησης καί σύγχρονα νά παίρνουν ύπόψη τους δτι αύτό τό ψηλάφισμα άποτελεΐ Υπέρβαση καί προεξόφληση.
857
Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ
Ot Ιρευνες πού περιέχονται σ’ αύτδ τό βιβλίο δέ φιλοδοξοϋν νά δώσουν λύση σ’ Ινα πρόβλημα πού δέ λύνεται. Μέ τήν άνάπτυξη τών διαφόρων θεμάτων πού προηγήθηκαν έπιδιώκεται μόνο δ μετριό- φρονας σκοπός νά συγκεντρωθεί ή προσοχή σ’ Ινα πρόβλημα πού ύπάρχει σάν τοποθέτηση στό μαρξισμό, καί έμφανίζεται καί στήν πραγματικότητα καί νά κατανοηθούν ot προσπάθειες πού γίνονται γιά νά γεφυρωθεΐ τό χάσμα πού ύπάρχει άνάμεσα στούς δυό πόλους αύτής τής κατάστασης. Ά ν ήτανε δυνατό νά κατασκευαστεί μιά θεωρία πού ϊστω καί μέ καθυστέρηση νά δίνει καί νά έγγυδ- ται τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης πού τήν προανάγγειλε καί τήν προεξόφλησε άλλά δέν μπόρεσε οδτε σάν άπλό σκίτσο νά κατασκευάσει δ μαρξισμός, θά πραγματοποιούνταν άκριβώς τό κατόρθωμα πού ύποσχέθηκε δ Μάρξ. Άλλά ή θεωρητική άποτυχία τού μαρξισμού καί ή πρακτική άποτυχία τών κινημάτων πού Ιμ- πνέονται άπ’ αύτόν, δέν όφείλεται στήν άνικανότητα του νά κατασκευάσει μιά τέτοια ένότητα, μά στή λειψή προθυμία του νά παραδεχτεί δτι είναι άδύνατη ή κατασκευή ένός τέτοιου μονιστικοϋ κατασκευάσματος.
Παρ’ δλα αύτά, τό γεγονός δτι δέν ύπάρχει καμιά θεωρία πού νά μπορεΐ νά καταργήσει τούς κινδύνους πού περικλείει μιά άπόφαση καί τήν αύτοτέλεια τής θέλησης, δέ βγαίνει ύποχρεωτικά τό συμπέρασμα πώς καί ot σκοποί τού μαρξιστικού σοσιαλισμού ήταν άσήμαντοι καί δπωσδήποτε άπραγματοποίητοι. "Εγινε προσπάθεια ν’ άποδειχτεΐ λεπτομερειακά μέ βάση τά ιστορικά παραδείγματα δτι αύτό πού Ικανέ δύσκολη τή συνένοιση θέλησης καί γνώσης, ήταν άκριβώς ή πεποίθηση πώς ύπήρχε μιά θεωρία πού δημιουργούσε καί Ιγγυοΰνταν τήν πράξη. Άλλά, άκόμα κι άν δέν ύπάρχει μιά σοσιαλιστική θεωρία πού νά περικλείνει μέσα της τήν πράξη παρά μόνο τήν πραγματοποίηση αύτού πού είναι γνωστό, ύπάρχει ώστόσο ή όρθολογική άνάλυση τής κοινωνίας πού μπορεΐ καί μάλιστα δφείλει νά άντιπαραταχτεΐ στίς άξιολογικές άποφάσεις, άν πρέπει ή πολιτική θέληση ν’ άποσπάσει άπό τήν πραγματικότητα πού δύστροπε! τό μάξιμουμ τών δυνατοτήτων. Γι’ αύτό καί Ιπειτα
359
άπό τό τέλος τής σοσιαλιστικής θεωρίας, μέ τήν κλασσική Ιννοια, δέν πρέπει νά παραιτηθεί δ σοσιαλισμός άπό τή βοήθεια τών θεωρητικών συλλογισμών, πολύ περισσότερο δέν πρέπει νά φράζει τό δρόμο στή βοήθεια πού τοϋ προσφέρουν οί όρθολογικές άναλύσεις.
'Οπωσδήποτε μιά όρθολογική άνάλυση τής κοινωνίας βασισμένη στίς μαρξιστικές κατηγορίες προσφέρει πολύτιμες ύποδείξεις καί συμπεράσματα στή θέληση πού προχωρεί γιά τό σοσιαλισμό, άλλά δέν προσδιορίζει τό περιεχόμενο τού σοσιαλισμού μέ τρόπο πού νά τόν άπαλλάσσει άπό κάθε άμφιβολία καί νά τόν προστατεύει άπό τις άξιολογικές συγκρούσεις έκεΐνες πού παρουσιάζονται κατά τήν πραγματοποίηση βασικών σοσιαλιστικών άρχών καί άπαιτοΰν νά καθοριστούν οί προτεραιότητες. ’Επειδή, δπως δείξαμε, ό σοσιαλισμός δέν είναι Ινα Ιτοιμο σύστημα μέ στοιχεία πού σχετίζονται αύ- τόματα καί άκολουθούν τό Ινα τό άλλο, παρά μιά μόνιμη προσπάθεια έναρμόνισης τών στοιχείων τής πραγματικότητας, χρειάζεται γιά τή συγκεκριμένη πραγματοποίηση του διαρκώς νά άποφασίζει καί νά καθορίζει τις προτεραιότητες κι άκόμα συγκεκριμένες άπο- φάσεις γιά τόν τρόπο πού μέσα στό καθορισμένο σύστημα άναφο- ράς θά έντοπιστεϊ καί θά έπιβληθεΐ στρατηγικά καί τακτικά ή προτεραιότητα πού Ιχει τήν προτίμηση. Καμιά θεωρία δέν είναι σέ θέση νά καταργήσει αύτές τις άποφάσεις ή νά έγγυηθεΤ πώς είναι άλάθητες. Τό μόνο πού μπορεί νά κάνει είναι νά προετοιμάσει τή σχετική άπόφαση καί νά τήν έφοδιάσει μέ τό άπαραίτητο δλικό γιά τήν ένεργοποίηση της.
Ή σοσιαλιστική θεωρία πού έννοεΐ τό σοσιαλισμό σάν Ινα σύστημα πού βγαίνει Ιτοιμο άπό τήν πραγματικότητα καί έπί πλέον Ιχει μέσα του τήν έγγύηση τής ιστορικής έπιτυχίας, είναι νεκρή καί ιστορικά Ιχει συμβάλει δχι λίγο στόν περιορισμό τών πιθανοτήτων νά ζωντανέψουν οί σοσιαλιστικές ιδέες. Ζωντανή είναι καί παραμένει μόνο ή προσπάθεια νά φωτιστούν όρθολογικά τά προβλήματα τής κοινωνίας καί νά προσφερθούν γιά λύση — σύμφωνα μέ τις άρχές του — σ’ αύτόν πού δρά πολιτικά. ΟΕ σκοποί τού σοσιαλισμού, πού βέβαια δέν ταυτίζονται μέ τούς σκοπούς τού μαρξισμού άλλά όπωσδήποτε διασταυρώνονται σέ πολλές περιπτώσεις, δέν καταντούν άσήμαντοι γιατί χάθηκε Ινα ύποθετικό στήριγμα καί μιά Επινοημένη εύθύνη γιά τή ματαίωση τους καί φυσικά γιά τόν ίδιο λόγο δέ μειώνονται καί οί πιθανότητες έπιτυχίας τους. Α ν τίθετα αύτό πού πρέπει νά περιγράφει είναι τά δρια τών δυνατοτήτων κάθε θεωρίας πού βέβαια δέν περιλαβαίνει τήν ύποχρέωοη τής έπιτυχίας, άλλά τής προσπάθειας, τοΰ άγώνα, νά έξαντλήσει δλες τις δυνατότητες πού προσφέρει ή κατάσταση. Στό μέτρο πού σ’ αύτό τό βιβλίο διατυπώθηκαν κατηγορίες έναντίον βρισμένων πρωταγωνιστών τής ιστορίας καί ιδεολογιών, οΕ κατηγορίες δέ
στηρίχτηκαν στό κριτήριο τής έπιτυχίας ή τής άποτυχίας, άλλά σέ μιά φυσική κριτική πού προσπάθησε ν’ άποδείξει άν τά Ιστορικά πρόσωπα δικαιώνονται άπό τά Γδια τά δικά τους κριτήρια κι άν Ιδρασαν πάντα σέ συνέπεια μέ τό Γδιο τό δικό τους σύστημα άνα- φορδς.
Ή πολική άντίθεση άνάμεσα στή γνώση καί τή θέληση δέν έ- ξαντλεΐται στό γεγονός δτι ή γνώση Αδυνατεί νά προμηθεύσει στή θέληση μιά μονοσήμαντη όδηγία δράσης κι άκόμα στό δτι δέν είναι δυνατό νά άναχθοΰν τά δυό αύτά μεγέθη σέ κοινή ρίζα καί νά διαλυθοϋν τό Ινα στό άλλο. Ή διάσταση άνάμεσα στή γνώση καί τή θέληση δέν έξαντλεΐται ούτε στό γεγονός δτι ή θέληση μένει πάντα πίσω άπ’ αύτό πού Ιγινε σωστά γνωστό κι άπό άδυναμία ή άλλες αιτίες δέν μπορεΐ νά τό μετατρέψει σέ συγκεκριμένη πράξη. Πολύ περισσότερο, αύτή ή διάσταση έκφράζεται στό δτι ή θέληση έπεμβαίνει κατασταλτικά στό προτσές τής γνώσης καί τήν έμποδίζει νά παίξει τό ρόλο της στήν προετοιμασία τοϋ ύλικοϋ γιά τήν άπόφαση, ρόλο πού μπορεΐ καί πρέπει νά παίζει. Στήν ένότη- τα θεωρίας καί πράξης (πού σάν Ιδέα δέν αίτήθηκε ρητά άπ’ τό μαρξιστικό σύστημα άλλά ύποβλήθηκε άπό τόν τρόπο παρουσίασης του καί άξιώθηκε άπό τούς έπίγονους τοΰ Μάρξ) τάχτηκαν καί I- ξακολουΟοΰν νά τάσσονται έμπόδια, πού σ’ Ινα βαθμό είναι πρωταρχικής καί σ’ Ινα άλλο δευτερεύουσας φύσης, καί τών δποίων ή παρουσία έμπόδισε νά συνδεθοΰν Ιστορικά ή γνώση καί ή θέληση, Ιστω καί στήν ένότητα έκείνη πού θά ήταν μπορετή άπ’ τά πράγματα, φυσικά άφοΰ παίρνονταν ύπόψη τά έμπόδια πού ύπάρχουν.
"Αν άποτελοΰσε λάθος, γιά τήν περίοδο πού πρόβλεψε καί όδήγησε σέ παραλογισμούς, ή έλπίδα τοΰ μαρξιστικού σοσιαλισμού πώς θά φτάσει μέ ιστορική άναγκαιότητα στή νίκη, άποτελεΐ έπίσης λάθος άν τό γεγονός τής άποτυχίας του μάς δδηγήσει στό συμπέρασμα πώς ή άποτυχία αύτή ήταν ιστορικά άναπότρεπτη. Ε πίσης καί ή άναγνώριση τού γεγονότος δτι ό σοσιαλισμό; δέν ήταν καί δέν είναι ιστορική άναγκαιότητα δέν άποκλείει τήν έπιδοκι- μασία τοΰ περιεχομένου του καί τήν άναγνώριση του μέ τή μορφή τής Αξιολογικής κρίσης, δηλαδή δτι ύπήρξε μιά κατάσταση έπιθυ- μητή. Βέβαια καί ή μή ντετερμνιστική πεποίθηση δέν άπαλλάσ- σει τόν παρατηρητή τής Ιστορίας άπό τήν ύποχρέωση νά μελετήσει τά αΓτια τής παρέκκλισης άπό Ινα σχήμα πού τό θεωρεί έπι- θυμητό. ’Αλλά 6 μή ντετερμινιστής, άκόμα καί τότε πού άντικατα- σταίνει τό αίτημα τής ένότητας θεωρίας καί πράξης μέ τήν πιό πλατειά άλληλοδιείσδυση γνώσης καί θέλησης, δέν άποκλείει τήν πιθανότητα κατά τήν έξέταση καί τήν έξουδετέρωση τών πηγών τών λαθών καί τών παραγόντων τής άνωμαλίας νά φτάσει στήν ί-
361
στορική έγκατάλειψη τοΟ πολιτικού ύπολογισμοΟ τοΟ μαρξισμού γιά τή διαδοχή τοϋ καπιταλισμοί) στίς προοδευμένες βιομηχανικές χώρες.
'Οπωσδήποτε είναι πολύ συζητήσιμο άν ή κατάργηση καί έξου- δετέρωση 2λων τών αίτιων πού ύποχρεώνουν τή θέληση νά κάνει λάθη, τή θέληση πού ήταν καί παραμένει δ βασικός κινητήρας τής σοσιαλιστικής κοινωνικής πολιτικής, θά Εδινε τή βάση γιά μιά πιό σωστή πραγματοποίηση, ή άν, άντίθετα, μιά τέτοια έξάλειψη τών λαθών δέ θά ήταν άφορμή νά παραλύσουν οί παρορμήσεις πού ένεργοποιήθηκαν όριστικά, δίχως ταυτόχρονα νά ζωντανεύει αύτές πού Ιστορικά παραμελήθηκαν. Άπό τή μή ντετερμινιστική άποψη δέν είναι δυνατό νά άποκρουστεί αύτή ή δυνατότητα, δηλαδή ή άνασταλτική έπίδραση άπό τόν παραμερισμό τών παραγόντων τής άνωμαλίας πού ώστόσο ήταν καί στοιχεία προαγωγής τής σοσιαλιστικής θέλησης. Γιατί άπ’ τό γεγονός δτι δέν έπιβλήθηκε μιά δρισμένη λύση δέν μπορεί νά συναχθεΐ, ούτε πώς ήταν άπραγ- ματοποίητη, ούτε φυσικά δτι αύτή ή δποια λύση μποροΟσε νά έπι- βληθεΐ. Γιά τό μή ντετερμινιστή ή Ιστορία είναι μιά κατάσταση ά- νοιχτή σέ άποφάσεις. Αύτό Ισχύει δχι μόνο γιά τό μέλλον, άλλά καί γιά τά ίστορικά γεγονότα τοϋ παρελθόντος.
Ά ν στά πλαίσια αύτοΟ τοΟ βιβλίου έπιλέχτηκαν έκεΐνα τά έπι- χειρήματα πού παρά τά έλαττώματα τοΟ μαρξιστικού συστήματος συνηγορούν γιά τήν πολιτική του χρησιμοποίηση καί έξαίρουν τήν ικανότητά του νά τά βγάλει πέρα μέ τίς δυσκολίες, αύτό Ιγινε γιατί είναι άνάγκη νά προσφερθεϊ στό συζητητή πού κρίνει τήν ύπό- Οεση καί άπό τήν άποτυχία της συμπεραίνει τήν άναγκαιότητα αύτής τής άποτυχίας καί κάτι άλλο πού νά τοΰ έπιτρέπει νά ξετυλίξει θετικά τό ιστορικό προτσές, δχι βέβαια μέ τήν Εννοια πώς είναι δυνατό νά ξαναπροφτάσουμε στό δρόμο τις χαμένες εύκαιρίες καί στ’ αλήθεια νά ξαναφέρουμε τά πράγματα στό προηγούμενο έπίπεδο, άλλά γιά νά άναπαραστήσουμε νοερά τήν πιθανή κατάληξη πού μέ μιά διαδικασία άντιφατική θά Εφτανε ή ιστορία στήν περίπτωση φυσικά πού θά είχαν παρθεΐ ύπόψη οί άντιρρήσεις πού προβλήθηκαν στή διάρκεια αύτοΟ τοΰ ξετυλίγματος τοΰ Ιστορικοϋ προτσές. Έν πάση περιπτώσει αύτό πού μπορού|ΐε νά πούμε είναι δτι ή ιστορική έμπειρία εχει νοθεύσει καί άνασκευάσει μόνο τό μαρξιστικό ντετερμινισμό άλλά δχι καί τή σοσιαλιστική έλπίδα πού αύτός περιέχει.
'Ο δρ. Ρόμπερτ Ράινχαρτ, τακτικός καθηγητής τοΰ Πανεπιστημίου τής Βιέννης, Εθεσε στή διάθεση μου τούς παρακάτω σχηματοποιημένους συλλογισμούς πού Εχουν σχέση μέ τήν ύπόθεση μας. Τά ίστορικά φαινόμενα είναι πάρα πολύ περίπλοκα γιά νά μπορεί νά έφαρμοστοΰν σ’ αύτά οί κανόνες έτυμολόγησης πού χρησιμοποιοΰν-
362
ται στά φυσικοεπιστημονικά προβλήματα. Ά ν ώστόσο παρουσιάζονται στό παιχνίδι τυπικές άπόψεις, δπου αύτό συμβαίνει είναι δυνατό μέ τή βοήθεια τους νά γίνει προφανής ή λογική διάρθρωση τών έπιχειρημάτων πού πρόβαλλε δ Νόρμπερτ Λέζερ.
Ξεκινούμε άπό τήν προϋπόθεση δτι οί ντετερμινιστικές διατυπώσεις μπορεί νά παρασταθοΰν σέ μιά άντικειμενική γλώσσα σάν ά- παγωγικές - νομολογικές προγνώσεις. Ή άρχή δτι τούς άρχικούς δρους α, άκολουθεί, μέσω τών Ιστορικών νόμων G, τό άποτέλεσμα Ε, (έμφάνιση τής σοσιαλιστικής κοινωνίας στίς βιομηχανικές χώρες μέσα σέ καθορισμένη προθεσμία), μπορεί νά διατυπωθεί Ιτσι:
(1) (α /\ 0 ) - + ΕΜπορεί λοιπόν ν’ άποδειχτεί εύκολα δτι καί δ άντίθετος ισχυρι
σμός Ιχει στή βάση του Ινα ντετερμινιστικό νοητικό πρότυπο. Ά πό τό (1) άκολουθεί:
(2) -| £ - Η ( α Λ θ )Έ πλαστότητα τοϋ (α Α ^ ) μπορεΐ ν’ άποδωθεΐ στήν πλαστότη-
τα τοϋ α, τοϋ G ή καί τών δυό. Τότε θά μποροϋσε νά ειπωθεί: ή «οί ιστορικές νομοτέλειες πού άνέπτυξε δ μαρξισμός είναι έγκυρες άλλά έκτιμήθηκαν λαθεμένα ή δτι είναι λαθεμένες οί ιστορικές νομοτέλειες τοϋ μαρξισμού». Καί τά δυό άποτελέσματα περιλαβαίνουν ύποπεριπτώσεις, δηλαδή θέσεις πού γενικά θεωρούν άδύνατη τήν έμφάνιση τής σοσιαλιστικής κοινωνίας, δηλαδή τΙς δυό παραλλαγές. «Δέν ύπάρχουν άρχικοί δροι πού νά όδηγοΰν άπ’ τό δρ- θά διατυπωμένο G πρός τό Ε συνεπώς τό G ήτανε λαθεμένο καί σωστότερο θά ήταν τό G '. Δέν ύπάρχει άρχικός δρος πού ή σύνδεση του μέ τό G ' νά δδηγεί στό Ε». Στίς δυό τελευταίες αύτές δξύτερες παραλλαγές διατυπώνεται δ ίσχυρισ|Α0ς δτι ή μή έμφάνιση τοΰ Ε άκολούθησε μέ ίστορική άναγκαιότητα.
Μέ τό παράδειγμα μας Ιγινε κιόλας φανερό δτι στή βάση δλων αύτών τών έπιχειρημάτων βρίσκεται Ινα ντετερμινιστικό νοητικό κατασκεύασμα, άφοϋ δίχως πολύ δυσκολία διατυπώνεται σάν ά- παγωγική - νομολογική πρόγνωση ή έξήγηση μέ τήν Ιννοια τοϋ Γκ. Χέμπελ. Τό πόσο άκατάλληλο είναι Ινα παρόμοιο νοητικό μοντέλο γιά τά ιστορικά φαινόμενα έξηγήθηκε μέ λεπτομέρειες άπό τόν Νόρμπερτ Λέζερ καί γίνεται άμεσα αισθητό άπό τήν τεχνητή κατασκευή τής ντετερμινιστικής έπιχειρηματολογίας.
"Αν οί κοινωνικές συναρτήσεις δέ βλέπονται ντετερμινιστικά άλλά στοχαστικά, τότε θάπρεπε ν’ άκολουθήσουν άλλες σκέψεις. Ά - ξιοπρόσεχτη είναι καί ή διάρθρωση τοϋ έπιχειρήματος τού Λέζερ δτι κάτω άπό δρισμένες περιστάσεις ή πρόγνωση πού θεωρούσε σά βέβαιο τό άποτέλεσμα Ε, θά μπορούσε άπό τήν πλευρά της καί νά μήν έπαληθευτεΐ έξαιτίας τής μή έμφάνισης τοΰ Ε. Στήν περί-
363
πτώση αύτή θά ήτανε δυνατό μέ μιά έκ τδν ύστέρων έρμηνεία νά προβληθεί ό ισχυρισμός δτι ή όμολογία στή μετάφραση τού Ε σέ Είναι, είναι άληθινή. (Συντομευμένα Ew ). Ά ν αύτή ή έρμηνεία γίνει άποδεκτή σάν κατάσταση πραγμάτων, Αξιολογικά είναι Αντίθετη μέ τό Γδιο τό Ε. ’Επίσης είναι νοητή σάν ή πιό Αδύνατη σύνδεση ~ ] ( £ w A £ ) δηλαδή Ισοδύναμο καί έπΐ πλέον ~](E vf\/ Ε) Ε.
Ό σοσιαλισμός, σάν δύναμη πού Αλλάζει τήν κοινωνία, έξαιτίας μι&ς θεωρίας πού καταργεί τήν Απόφαση καί τής έλλειψης μιάς γενικής στρατηγικής φαίνεται πώς Αναλύεται σ’ ένα άθροισμα φυ- γόκεντρων τάσεων, πού ϊχουν πολύ λίγο κάτι παραπΑνω Από τό δνομα κοινές. 'Ωστόσο τό Αξιοθρήνητο στοιχείο αύτοϋ τοϋ προτσές Ιχει καί μιά θετική δψη: ή θέληση μεταφέρεται στήν κατάσταση νά παίρνει Αποφάσεις, πού Ανάλογα μέ τΙς Ιστορικές καί τοπικές καταστάσεις είναι δυνατό νά παραλλάζουν. Βέβαια ή άπελευθέρωση τής θέλησης δδηγεί στήν έγκατάλειψη τής περιοδολόγησης τοϋ κλασικοϋ μαρξιστικού συστήματος καί Αφήνει Ανοιχτό τό ζήτημα ποιός είναι ό έντολοδόχος γιά τήν πραγματοποίηση τοϋ σοσιαλισμού. Ό ρόλος πού Αρχικά Ανατέθηκε στό προλεταριάτο μπορεΐ στό έξής, κατά τήν άνάγκη, νά περιέλθει στίς άγροτικές μάζες ή στούς διανοούμενους καί φοιτητές. Άλλά, μέ τήν άπροσδιοριστία δλων αύτών τών παραγόντων πού σύμφωνα μέ τήν κλασσική άντίληψη τοϋ μαρξισμού Αποτελοΰν τό σοσιαλισμό, δέν ύπΑρχει δ κίνδυνος νά χαθεί άκόμα κι έκείνο τό μίνιμουμ σέ κοινά σημεία, δίχως τό όποιο ή Αναφορά στήν κοινή ρίζα καί τήν κοινή Ιννοια πού τά ένώνει μπορεΐ νά μεταβληθεϊ σέ πλάνη; Δέν είναι δυνατό ν’ άρ- νηθούμε τήν ύπαρξη αύτού τοΰ κινδύνου γιατί δέν ύπάρχει τίποτε άπρόσβλητο, οδτε καί καμιά έγγύηση έναντίον τής ιστορικής φθοράς τών ιδεών. ’Επίσης καί ό σοσιαλισμός δέν είναι έξασφαλισμέ- νος άπό τόν κίνδυνο νά μετατραπεΐ σέ μιά έννοια πού δέ θά λέγει τίποτε κι δχι μόνο νά κατακερματιστεί σέ προσδιορισμούς (κι αύτό δχι έξαιτίας τής Ιστορικής του σύνδεσης μέ τό μαρξισμό) άλλά καί νά μπει στή διάθεση κάθε πολιτικής θέλησης καί νά προικιστεί μέ διάφορα πολιτικά περιεχόμενα.
'Ο κίνδυνος άπό μιά τέτοια έξαέρωση τοΰ σοσιαλισμού είναι δυνατό ν’ άντΐ|ΐετωπιστεί κυρίως μέ τή διαρκή Αναπόληση τών στοιχείων τής σοσιαλιστικής παράδοσης καί τής Αντιθετικής κατάστασης πού ύπάρχει σ’ αύτά καί τήν άντιπαραβολή αύτού τοΰ θησαυρού τών Ιδεών καί τής θέλησης γιά τό σοσιαλισμό μέ τήν δρθολο- γική άνάλυση τής κάθε κοινωνίας. Ό σο περισσότερο παραδέχεται ό σοσιαλισμός δτι ό δρόμος του στήν πραγματικότητα δέν είναι κλειστός, (ϊσοις άντιφατικός καί άντιθετικά φορτισμένος) άλλά ίχει Ανάγκη νά συμπληρωθεί, τόσο περισσότερο θά είναι σέ θέση νά έ- πιδρά διαμορφωτικά πάνω σ’ αύτή καί νά παρουσιάζει τήν άξία
364
πού πλησιάζει στήν έναρμόνιση δλων τών στοιχείων έκείνων τής παράδοσης πού αϊωροϋνται μετέωρα στό σοσιαλιστικό ιδανικό. ’Αντίθετα δσο περισσότερο θά ύποθέσει δτι κατέχει μιά προκαθορισμένη άρμονία, τόσο περισσότερο θά διατρέχει τόν κίνδυνο νά πλημμυριστεί ή νά ξεπεραστεϊ άπό στοιχεία ξένα στήν παράδοση του καί Ιτσι νά χάσει κάθε δυνατότητα νά έπηρεάσει τήν κοινωνία ή νά μετατραπεϊ σ’ Ινα δογματικό σύστημα κυριαρχίας πού ή τελική του έπιτυχία δέ φτάνει γιά νά σκεπάσει τήν έσωτερική του άποτυχία.
Μπροστά σ’ αύτή τήν κατάσταση δχι μόνο μιά άντίληψη προσανατολισμένη στό ιδανικό τοϋ όλοκληρωμένου σοσιαλισμοΟ, άλλά καί μιά άπλώς αύτοκριτική άντίληψη, ύποχρεώνεται νά φτάσει στό συμπέρασμα δτι ό σοσιαλισμός σάν κοινωνική κατάσταση πουθενά μέχρι τώρα δέν πραγματοποιήθηκε μ’ εναν τρόπο πού Ιστω καί κατά προσέγγιση νά έξαντλεΐ τΙς ιστορικές του δυνατότητες. Άλλά, άπ’ αύτό τό γεγονός μόνο Ινας πεσσιμιστής ντετερμινιστής θά χαταλήξει στό συμπέρασμα πώς ή ιστορία ϊβγαλε κιόλας τήν άπόφαση της γιά τό σοσιαλισμό. Άντίθετα δ μή ντετερμινιστής ό- πτιμιστής θ’ άφήσει σ’ αύτό πού σήμερα φαίνεται ούτοπία τουλάχιστο άνοιχτή τή δυνατότητα νά διεισδύσει στήν πραγματικότητα καί νά τήν άλλάξει. Είναι ζήτημα ιστορικής έκτίμησης, τό ποιό σύστημα καί ποιές συγκεκριμένες περιστάσεις δίνουν τά εύνοΐκότε- ρα σημεία στήριξης στή δημιουργία μιδς κατάστασης πού θ’ Αξίζει περισσότερο άπ’ αύτές πού είδαμε μέχρι τώρα τόν τιμητικό τίτλο σοσιαλιστική. ΙΙέρα άπό τά στοιχεία πού περιγράφηκαν ίσαμε τώρα καί άποτελοΰν τήν ιστορική του ύπαρξη καί τό θησαυρό τών παραδόσεων του, ό σοσιαλισμός μπορεί νά καθοριστεί σάν ή θέληση γιά άλλαγή, μέ τήν κινητοποίηση δλων τών συλλογικών μέσων πού δδηγοϋν στό σκοπό καί ύπηρετοΟν τήν ύπόθεση τής χειραφέτησης τών όμάδων καί τών άτόμων πού βρίσκονται σέ μιά κατώτερη μοίρα.
Μέ τήν έννοια αύτή, μιά σοσιαλιστική πολιτική, μ’ δλο πού θά παίρνει ύπόψη της τις δικές της παραδοσιακές ύποχρεώσεις καί τά δικά της κίνητρα, ύποχρεώνεται, άν αύτό φαίνεται άναγκαίο, νά ένσωματώνει όργανικά καί νά σχετικοποιεί δλα έκεΐνα τά στοιχεία πού Ιχουν Ιτσι ή άλλοιώς είσχωρήσει στόν Ιστορικό δρισμό τοΟ σοσιαλισμού. ’Εκεί πού οι σκοποί του, ή συλλογική άνθρώπινη άπελευθέρωση, δέν είναι δυνατό νά πραγματοποιηθούν παρά μόνο σέ ρήξη μέ τίς πατροπαράδοτες έξουσίες δέ χρειάζεται, άπό μιά δειλία πού είναι ξένη στή φύση του, νά δποχωρήσει μπροστά στήν άνάγκη νά προσβάλει τις καθιερωμένες έξουσίες καί αύθεν- τίες. Καί άντίθετα, έκεϊ πού ot σκοποί του μπορεί νά πραγματοποιηθούν άπό πλάγιους δρόμους καί μέ έπίδειξη έπιείκειας άπέ-
ναντι σέ θεσμούς πού άλλοιώτικα, άπό άποψη άρχών, θά ίπρεπε νά καταπολεμήσει, Ιχει τήν έλευθερία νά παραιτηθεί άπό μερικά μέσα τοΰ άποθεματικοΰ του. Έπειτα άπό τό τέλος τής σοσιαλιστικής θεωρίας, μπορεί σήμερα δ σοσιαλισμός, πολύ πιό εύκολα άπ’ δσο οί δογματικοί προκάτοχοι του, νά ξαναβρεί τό παραχωμένο περιεχόμενο του καί ν’ άναπτυχθεί πέρα άπό τήν παραδοσιακή του μορφή.
Άνακεφαλαιώνοντας λοιπόν μπορούμε νά πούμε: τό γεγονός δ- τι δέν έκπληρώθηκε στήν ίστορική πραγματικότητα ή μαρξιστική προσδοκία δέ δικαιολογεί γιά κανένα λόγο τό συμπέρασμα δτι ή άποτυχία του ήταν άναγκαία καί άναπόφευκτη, ούτε φυσικά καί τό άλλο, δτι ό σοσιαλισμός δέν ήταν ούτε έπιθυμητός, ούτε δυνατό νά γίνει. "Αν άποτέλεσε λάθος τής μαρξιστικής θεωρίας πού κυτ- τάζοντας πρός τό μέλλον θεωρούσε τό σοσιαλισμό σάν άναγκαΐο καί άναπότρεπτο, γιατί ύπήρχαν δρισμένες άντικειμενικές προϋποθέσεις γιά τήν πραγματοποίηση του, θά είναι έπίσης λάθος, άν κυττάζοντας στό παρελθόν, άπό τό γεγονός τής άποτυχίας του συμ- περάνουμε δτι αύτή ήταν άναγκαία καί άναπότρεπτη. Γιά νά άπο- καλυφθοΰν οί αιτίες τής έξέλιξης πού άπέκκλινε άπό τις παραστάσεις του, πρέπει νά λογαριαστεί κι ό ύποκειμενικός παράγοντας, πού έλάχιστα τόν πήρε ύπόψη του ό Μάρξ, γιατί αύτός δ παράγοντας είναι πού ματαίωσε τήν πραγματοποίηση τής δυνατότητας πού δ Μάρξ ύπέδειξε τήν ύπαρξη της. Ή έλευθερία δράσης τού ύποκειμένου πού ύποτίμησε ό Μάρξ δέν μπορεί νά λογαριάζεται μονάχα κατά τοΰ σοσιαλισμού. Πρέπει ταυτόχρονα νά Απαγορεύεται νά χρησιμοποιηθεί σάν έπιχείρημα κατά τής πιθανότητας έ- πιτυχίας του.
’Από τό γεγονός δτι ό σοσιαλισμός δέν είναι μιά έτοιμη ύπαρξη άπό έπΐ μέρους τμήματα πού αύτόματα άκολουθοΰν τό ένα τό άλλο, δέν μπορεί νά βγεϊ καί τό συμπέρασμα δτι τά στοιχεία πού τόν ά- παρτίζουν είναι άσυμβίβαστα μεταξύ τους καί συνακόλουθα, μάταια καί κάθε προσπάθεια συνένωσης τους. Ή πολλαπλότητα τών άξιών πού ύποτίμησε δ Μάρξ σημαίνει βέβαια δτι ύπήρχε καί έξα- κολουθεΐ νά ύπάρχει άνάμεσα σ’ αύτές μιά διαλεκτική σχέση άν- τίφασης, άλλά αύτό τό γεγονός δέν δδηγεΐ ύποχρεωτικά στό συμπέρασμα δτι είναι παράλογη ή περιττή ή προσπάθεια νά έξισωθοΰν καί νά συνδυαστούν αύτές οί άξίες κάτω άπό τό σήμα τού σοσιαλισμού. Παρά τήν πολλαπλότητα του, πού τόν δυσκολεύει πολύ περισσότερο άπ’ δσο φαντάστηκε δ Μάρξ, μπορεί σέ μιά συγκεκριμένη ίστορική πραγματικότητα ό σοσιαλισμός νά περιοριστεί σ’ δνα σκληρό πυρήνα καί νά ταξινομήσει έπειτα σέ δμάδες τά προβλήματα τής άξιολογικής στάθμισης καί τής συγκεκριμένης πολιτικής διαμόρφωσης.
Ή κρίση γιά τδ σοσιαλισμό δέ λέγει μόνο δτι ή έναλλαγή ρεφορμιστικό; αύτοπεριορισμός (συνέπεια τής έπίδρασης τών μηχανισμών ένσωμάτωσης πού έμπόδισαν τήν έμφάνιση τοϋ σοσιαλιστικοί) Αποτελέσματος) καί ή έπαναστατική διαιώνιση τής δικτατορίας δέν ήταν κατά τό παρελθόν Αναπότρεπτη, δπως φαίνεται νά τήν παρουσιάζει ή ιστορική έμπειρία Αλλά και δτι ή έν αλλαγή αύτή, Αποτέλεσμα τής ιστορικής Αποτυχίας, δέν είναι κατάλλη- λη νά χρησιμεύσει σάν πρότυπο γιά τό μέλλον, γιατί άκριβώς γι’ αύτό ύπάρχουν ot Ιστορικοί δίοδοι γιά νά Αναγνωρίζονται σάν τέτοιοι καί νά ξεπερνιοΰνται καί δχι μέ τήν Αναφορά σ’ αύτές νά κάνουν Ανεκτή μιά έρμηνεία πού Αποσπώντας τά λάθη τοϋ παρελθόντος άπό τό ειδικά ύποκειμενικό τους πλαίσιο, τά προεξοφλεί γιά τό μέλλον, καί τά Απολυτοποιεΐ σάν στοιχεία σταθερά, δηλαδή σάν Ανυπέρβλητα εμπόδια στήν ιστορική έξέλιξη. Ό δημοκρατικός σοσιαλισμός συνδυασμένος μέ τήν έλευθερία παραμίένει δπως πάντα Ινα θέμα μέ ιστορικές διαστάσεις καί δέν ίχει διαγρα- φεΐ άπό τήν ήμερήσια διάταξη τών Ανθρώπινων ύποθέσεων πού πρέπει νά διευθετηθούν γιά τό λόγο δτι τά πρόσωπα καί ot όμά- δες δέ στάθηκαν ίκανά νά τό κάνουν πραγματικότητα."Ισως μόνο κατά προσέγγιση νά είναι δυνατό νά πραγματοποιηθεί μιά σοσιαλιστική κοινωνική τάξη πού νά κρύβει μέσα της δλα τά στοιχεία τής σοσιαλιστικής παράδοσης. Στήν καλύτερη περίπτωση Εσως νά μήν έξαφανίζει δλες τις Αντιθέσεις άνάμεσα στά στοιχεία πού τήν Απαρτίζουν. ‘ Οπωσδήποτε δμως δ παραμερισμός τής Αντίθεσης κεφαλαίου καί έργασίας πού διαποτίζει δλόκληρη τήν καπιταλιστική κοινωνία, αύξάνει ούσιαστικά τΙς πιθανότητες τής έπικράτησης του. Σέ μιά σοσιαλιστική κοινωνία πού θά Ιχει έξο- στρακίσει Αποφασιστικά τήν Ατομική ιδιοκτησία Από τά μέσα παραγωγής, Αλλά θά διατηρήσει καί θά διευρύνει τά δικαιώματα έλευθερίας τοϋ φιλελεύθερου Αστικοϋ παρελθόντος, ot κοινωνικές ΑντιφΑσεις καί Αντιθέσεις πού θά έξακολουθήσουν νά ύπάρχουν θά Αρθρωθούν σ’ Ινα έπίπεδο Ανακουφιστικό καί μέ τή συνεχή Αντιπαράθεση θά πλησιάζουν δλοένα στή λύση.
367
Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Η Ρ Ι Α Τ Ο Υ Σ Υ Γ Γ Ρ Α Φ Ε Α
Είμαι υποχρεωμένος νά ευχαριστήσω μιά σειρά άπό προσωπικότητες γιά τή βοήθεια πού μού πρόσφεραν έλέγχοντας τις έργασίες πού συνενώθηκαν σ’ αύτό τό βιβλίο καθώς καί γιά τΙς συμβουλές καί τΙς συμπληρωματικές προτάσεις πού μοΟ Ικαναν.
Στήν πρώτη σειρά πρέπει ν’ άναφέρω τόν καθηγητή Μάξ Χόρκ- χαϊμερ πού μέ τΙς συζητήσεις πού είχαμε στό σπίτι του καί τΙς συνεχείς γραφτές άποδείξεις κυρίως σ’ δτι άφορά τό κεφάλαιο φιλοσοφίας αύτοϋ τοϋ βιβλίου, συνέβαλε στήν έξήγηση πολλών σημείων. Ό καθηγητής νΙριγκ Φέτσερ (Φραγκφούρτη) έκανε έπί πλέον τόν κόπο νά διαβάσει Ινα μεγάλο μέρος τής έργασίας μου καί μοϋ έδωσε σημαντική βοήθεια προσανατολισμοϋ. ’Επίσης νιώθω βαθειά τήν ύποχρέωαη νά εύχαριστήσω τόν κύριο Ρόμπερτ Ρά- ινχαρτ, τακτικό καθηγητή τοϋ Πανεπιστημίου τής Βιέννης, γιά τόν Ιλεγχο τών λογικών συμπερασμάτων πού βγήκαν άπό τήν πορεία τής σκέψης μου καί γιά τή διατύπωση πού περιλαμβάνεται στόν έπίλογο.
Οί παρακάτω προσωπικότητες στάθηκαν πολύτιμοι συμπαραστάτες καί μοϋ πρόσφεραν τή γνώμη τους, γνώμη ειδικών, ό ύφηγη- τής Πανεπιστημίου δόκτωρ Χέρμαν Βέμπερ (Μάνχαΐμ) γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Λένιν», δ καθηγητής δόκτωρ Έριχ Ματτίας (Μάνχαΐμ) γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Κάουτσκυ», ό δφηγητής δόκτο>ρ Άρνολντ Κιούντζλι (Βασιλεία) γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Μπακούνιν», ό δόκτωρ Πέτερ Ρίντλ γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Μαντσίνι», ή κυρία δόκτωρ Μαρία Στσές, (έργατικό έπιμελη- τήριο Βιέννης) γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Κέυνς — Μάρξ καί Τζίλας, οΐ καθηγητές δόκτωρ Βάλτερ Χόλιστερ καί δόκτωρ Χάνς Στρότσκι καθώς καί ό δόκτωρ Χάραλντ Λόυπολντ - Λέβεντχαλ γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Σοπεγχάουερ — Μάρξ καί Φρόυντ» καί ό καθηγητής δόκτωρ Άλμπερτ (Μάνχαΐμ) γιά τό κεφάλαιο «Μάρξ καί Άντόρνο — Μάρξ καί Σάρτρ».
’Επίσης εγκάρδια εύχαριστώ τό φίλο καί έπιμελητή μου δό- κτορα Άντον Πέλικα γιά τόν κόπο πού Ικανέ νά διαβάσει τά τυπογραφικά δοκίμια καί τό φοιτητή τής φιλοσοφίας κύριο Σίλβιο Λέμαν γιά τήν κατάστρωση τοϋ πίνακα τών περιεχομένων.
’ Ιδιαίτερα πρέπει νά εύχαριστήσω τήν κυρία Χίλντε Σράνκ γιά τήν κατανόηση πού Ιδειξε καί τούς κόπους πού κατέβαλε γιά τήν άντιγραφή καί Ιλεγχο τών χειρογράφων μου.
Anmerkungen
KAPITEL 1
1 Karl Marx/Friedrich Engels, Werke (MEW), Berlin 1959 ff., Band 4, S. 482
2 a. a. O. Band 19, S. 3363 a. a. O. Band 3, S. 704 a.a.O . Band 18, S. 1605 a. a. O. Band 23, S. 406 a. a. O. Band 23, S. 7907 Erich Matthias, Kautsky imd der
Kautskyanismus. Die Funktion der Ideologic in der deutschen Sozialdemokratie vor dem ersten Weltkrieg, in: Marxismus-Stu- dien, TQbingen 1957, S. 156
8 ebenda9 MEW, Band 20, S. 262
10 a. a. O. Band 23, S. 1611 a. a. O. Band 7, S. 8512 a. a. O. Band 4, S. 47413 a.a.O . Band 13, S. 814 a. a. O. Band 23, S. 1615 a. a. O. Band 4, S. 47216 a. a. O. Band 22, S. 51417 J. L. Talmon, Die Vrspriinge
der totaliUren Demokratie, Κδϊη1961, S. 1
18 a. a. O. S. 225
19 Eduard Bernstein, Die Voraus- setzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemo- kratie, Hannover 1921, S. 62
20 MEW, Band 22, S. 23521 a. a. O. Band 18, S. 30822 a. a. O. Band 13, S. 823 Hans Kelsen, Sozialismus und
Stoat. Eine UntersuAung der politistben Theorie des Marxis- mtu, 2. Aufl. Leipzig 1923, S. 12
24 Max Adler, Lehrbudt der mate- rialisristben Gexbithtsauffassung,i. Band: Allgemtine Grund- legung, Berlin 1930, S. 155 if.
25 MEW, Band 4, S. 13026 Max Weber, Die Objektivitat
sozialmssensd>aftlid>er Erkennt- ms, in: Soziologie, Weltgesdiicht- lithe Analysen, Politik, Stuttgart1956, S. 207
27 MEW, Band 19, S. 33528 a. a. O. Band 37, S. 46329 Karl Kautsky, Die materialisti-
stbe GesAUhtsauffassung, Berlin 1927, S. 21
1 MEW, Band 13, S. 9 4 Lenin, Werke, Berlin 1960 bis2 a. a. O. Band 19, S. 384 ff. 1964, Band 1, S. 119 ff.3 a. a. O. Band 4, S. 576 5 a. a. O. Band 3, S. 7—629
24 36‘)
6 a. a. O. Band 2, S. 325 if.7 a.a.O . S. 3358 a. a. O. Band 5, S. 355 ff.9 a.a.O . S. 408
10 Karl Kautsky, Das Erfurter Pro- gramm in seinem grundsitzliAen Teil, Stuttgart 1892, S. 239
11 Lenin, Werke, Band 7, S. 197 ff.12 a. a. O. S. 25813 so z. B. in dem im Juli 1917 er-
sdiienenen Artikel: Kann man die Arbeiterklasse mit dem ,Jakobinertum“ sAreAenf, Werke, Band 25, S. 112 ff.
14 zitiert nadi Isaac Deutsdier, Trotzki, Band I: Der bewaffnete Prophet, Stuttgart 1962, S. 96
15 a. a. O. S. 9716 R on Luxemburg, Die russisAe
Revolution. Eingeleitet und her- ausgegeben von Ossip Fledbt- heim, Frankfurt/Main 1963, S. 33
17 Lenin, Werke, Band 9, S. 3 ff.18 a. a. O. S. 419 a. a. O. S. 4420 abgedruckt bei Winfried B.
Sdiarlau u. Zbyrik A. Zeman: Freibeuter der Revolution. Par- vus-Helpband. Eme politisAe Biograpbie, Koln 1964, S. 350 ff.
21 ebenda22 Lenin, Werke, Band 22, S. 189 ff.23 MEW, Band 25, S. 45324 a. a. O. S. 45225 Lenin, Werke, Band 22, S. 27526 Leo Trotzki, GesAiAte der rus-
sisAen Revolution. Oktoberrevo- lution, Berlin 1933, S. 675
27 Lenin, Werke, Band 23, S. 26128 a. a. O. Band 23, S. 311 ff.29 a. a. O. S. 31330 a. a. O. S. 32231 a. a. O. S. 380 ff.32 a.a.O . S. 38733 a. a. O. Band 24, S. 1 ff.34 Die rutsisAe Revolution, S. 45 ff.35 Leo Trotzki, Terrorismus und
Kommunismus, Hamburg 1920, S. 11
36 vgl. hiezu Peter LSsdie, Der BolsAewismus im Urteil der
deutsAen Sozialdemokratie 1903 bis 1920, Berlin 1967
37 Lenin, Werke, Band 26, S. 22438 Karl Kautsky, Die Diktatur des
Proletariats, Wien 1919, S. 339 a. a. O. S. 540 a. a. O. S. 2141 Karl Kautsky, Terrorismus und
Kommunismus. Ein Beitrag zur N at urgesAiAte der Revolution, in: We ge zum Sozialismus, Heft 4, OffenbaA/Main 1947, S. 63
42 a.a.O . S. 11543 a. a. O. S. 14844 a. a. O. S. 11545 Lenin, Werke, Band 25, S. 393 ff.46 a.a.O . S. 42747 Hans Kelsen, Sozialismus und
Stoat. Eine UntersuAung der politisAen Tbeorie des Marxis- mus, 3. Auflage, eingeleitet und herausgegeben von Norbert Le- ser, Wien 1965, S. 107
48 Max Adler, Die Staatsauffas- sung det Marxismus. Em Beitrag zur UntersAeidung von soziolo- gisAer und juristitAer Metbode, Wien 1922, S. 116
49 ebenda50 ebenda51 ygl. hiezu die Darstellung von
Iring Fetsdier im Rahmen seiner Studie: Das Verbaltnis des Marxismus zu Hegel, enthalten in: Karl Marx und der Marxismus. Von der Pbilosopbie des Proletariats zur proletarisAen Welt- ansAauung, Mfindien 1967, S. 70 ff.
52 Georg Lukics, GesAiAte. und KLusenbewufitsein. Studien iber marxistisAe Dialektik, Berlin 1923, S. 36; vgl. audi die aus- fiihrlidie Bibliographic in: Iring Fetsdier, Der Marxismus. Seine GesAiAte in Dokumenten. Pbilo- sopbie, ldeologie, Soziologie, Politik, Miindien 1964
53 Iring Fetsdier, a. a. O., S. 123 ff.54 Rudolf Dreikurs: Grundbegriffe
370
der IndividualptyAologie, Stuttgart 1969
55 Die Diktatur des Proletariats, S. 11
56 ebenda57 MEW, Band 7, S. 1958 Lenin, Werke, Band 33, S. 46659 Rosa Luxemburg, Sozialreform
oder Revolution} Polidsdie Sdiriften I, herausgegeben und eingeleitet von Ossip K. Fledbt- heim, Frankfurt/Main 1966, S. 122
60 Heinridi Weber (Pseud, fur Otto Bauer), Die russisAe Revolution und das europaisAe Proletariat. Wien 1917, S. 26
61 a. a. O. S. 3662 Otto Bauer, Karl Kautsky und
der BolsAewismus, in: Der Kampf, Jahrgang 12, Nr. 28 (Oktober 1919), S. 664
63 a. a. O. S. 66764 a. a. O. S. 66665 ebenda66 Otto Bauer, BolsAewismm oder
Soziaidemokratiei Wien 1920, S. 3
67 ebenda68 Otto Bauer, ZirisAen zwti Welt-
kriegenf Die Krise der Weltwirt- sdtaft, der Dtmokratie und des Sozialismus, Bratislava 1936, S. 312
69 Otto Bauer, BolsAewismus oder Soziaidemokratiei S. 5
70 a. a. O. S. 4871 a.a.O . S. 5272 a.a.O . S. 6273 a. a. O. S. 6374 a. a. O. S. 6775 a. a. O. S. 6576 a. a. O. S. 6977 Lenin, Werke, Band 30, S. 25378 BolsAewismus oder Sozialdemo-
kratiei S. 7179 Otto Bauer, Der jteue Kuri” in
Sowjetrufiland, Wien 1921, S. 3080 Leo Trotzki, Die permanente
Revolution, Berlin 1930, S. 6281 Antonio Grarnsd, Philosophic
dtr Praxis. Eine Auswahl, Frankfurt/Main 1967, S. 24
82 ebenda83 MEW, Band 4, S. 18184 Leo Trotzki, Ober Lenin. Mate
rial (Hr einen Biographen, Frankfurt/Main 1964
85 a. a. O. S. 6786 Lenin, Werke, Band 26, S. 22487 vgl. hiezu Nikolaj Berdjajews
Sdirift: Wahrheit und Luge des Kommunismus, Darmstadt 1953
88 MEW, Band 39, S. 20689 Georg Pledianow, Ober die Rolie
der PersonliAkeit in der Ge- sAiAte, Berlin 1945, S. 5
90 vgl. hiezu Boris Meissner: Rufi- land unter ChrusAtsAow, M&n- dien 1960, S. 272 ff.
91 Wiedergabe der Stellungnahme Palmiro Togliatds, in: Stalin — Produkt des Sowjetsozialismus, in: Ost-Probleme, 8. Jahrgang (13. Juli 1956), S. 938 S.
92 vgl. hiezu Robert Vincent Daniels, Das Gevissen der Revolution. KommumstisAe Opposition in Sowjetrufland, Koln- Berlin 1962
93 vgl. hiezu Walter Laqueur, Die sowjetisAe GesAiAtssAreibung, in: Mytbos der Revolution, Deu- tungen und Fehldeutungen der Soxojetgeschuhte. Eine Studie,
. Frankfurt/Main 1967, S. 149 ff., sowie Adam Ulam, Socialism in Current Soviet Historiography, Quellenangabe bei Milorad M. DraAkovitA, Marxist Ideology in the Contemporary World—Us Appeals and Paradoxes, New York-London 1966, S. 176
94 vgl. hiezu Hermann F. Aduni· nov. Die Totengraber des Kommunismus. Eine Soziologie der bolsAevistisAen Revolution, Stuttgart 1964, S. 365
95 Karl Renner, MeruA und Gesell- sAaft. Grundrif einer Soziologie, Wien 1952, S. 373
96 weitere Grundlagen zur Gesamt-
371
einsdiatzung der russischen Ok- toberrevolution und ihrer Wei- terentwiddung bieten die Werke: Lenin, herausgegeben von Leonard Sdtapiro, Stuttgart 1969; Hermann Weber, Demokratisdxr Kommunismus. Zur Tbeorie, Ge- sAiAte und Politik der kommu-
mst lichen Bewegung, Hannover1969
97 vgl. hiezu Wolfgang Leonhard, Die Dreispaltung des Marxismus, Diisseldorf 1970, sowie Herbert Sduck, Marx Mao Neomarxis- mus. Wandlungen einer Ideo- logit, Frankfurt/Main 1969
KAPITEL 3
1 z. B. Karl Anders, Die rrsten hundert Jabre. Zur Gesd)id>te einer demokratisAen Partei, Hannover 1963
2 Otto Bauer, Der Aufstand der osterreiAisAen Arbeiter. Seine UrsaAen und seine Wirkung, Wien o. Jn S. 25
3 ebenda4 Otto Bauer, ZroisAen zwei
Weltkriegenf Die Krise der Welt- wirtsAaft, der Demokratie und des Sozialismus, Bratislava 1936, S. 248
5 a.a.O . S. 2496 Eridi Matthias, Kautsky und der
Kautskyanismus. Die Funktion der ldeologie in der deutsAen Sozialdemokratie vor dem er- sten Weltkrieg, in: Marxismus- Studien, 2. Folge, Tubingen1957, S. 155 ff.
7 wiederholt von Lenin verwende- ter Ausdrudt, z. B. in seinem Werk Der Imperialisms als hoAstes Stadium des Kapitalis- mus, Werke, Band 22, S. 1%
8 cf. Robert Midiels, Zur Sozio- logie des Parteiwesens in der modemen GesellsAaft. Unter- suAungen iiber die oligarAi- sAen Tendenzen des Gruppen- lebens, Neudruck der 2. Auflage mit einem Nachwort von Werner Conze, Stuttgart o. J., sowie vom selben Autor: Die deutsAe
Sozialdemokratie im intematio- nalen Verbande. Eine kritisAe UntersuAung, in: ArAiv fur So- zialwissensAaft und Sozialpoli- tik, Band 25, TCbingen 1907, S. 148 ff.
9 neben der sdion angefiihrten Arbeit von Eridi Matthias sind im besagten Zusammenhang fol- gende Arbeiten desse]ben Ver- fassers besonders erwaimeniwm: Sozialdemokratie und Nation. Ein Beitrag zur IdeengesAiAte der sozialdemokratisAen Emigration 1933—1938, Stuttgart 1952; Die Sozialdemokratie und die MaAt im Staate, in: Der Weg in die Diktatur 1918 bis 1933, Miindien 1962, S. 71 ff.; Der Untergang der alten Sozialdemokratie 1933, in: Von Weimar zu Hitler 1930—1933, herausgegeben von Gotthard Jasper, Koln-Berlin 1968, S. 181 ff.; ZwisAen Raten und Geheim- riten. Die deutsAe Revolutions- regierung 1918/19, Diisseldorf1970
10 Helga Grebing, GesAiAte der deutsAen Arbeiterbewegung. Ein tfberblide, MQnchen 1966; vom selben Autor: Der Sozialismus in DeutsAland, in: Der Sozialismus. Vom Klassenkampf zum Woblfahrtsstaat. Texte, Bilder und Dokumente, herausgegeben
372
▼on Iring Fetscher, Miindien 1968, S. 129 if.
11 Nor ben Leser, Zwiscben Refor- mismus und BolsAewismus. Der Austromarxismus als Theorie and Praxis, Wien 1968
12 Das Erfmrter Programm. In sti- nem grundsitzUchen Teil erliu- tert von Karl Kautsky, einge- Ieitet von Susanne Miller, photo- stadsdier Nachdrui der 17. Auf- lage, Hannover 1964, S. 1
13 Die osterreiAisAe Sozialdemo- kratie im Spiegel ibrer Programme. Mit einer Einleitung von Ernst Winkler, Wien 1964, S. 28
14 ebenda15 Protokoll uber die Verbandltm-
gen des Getamtparteitages der SozialdemokratisAen Arbeiter- partei in OsterreiA. Abgebalten vom 2. bis 6. November 1901, Wien 1901, S. 108
16 Das Erfurter Programm, S. 17017 a. a. O. S. 25618 a. a. O. S. 9919 a. a. O. S. 10120 a. a. O. S. 10221 a. a. O. S. 21922 a. a. O. S. 10223 Karl Kautsky, Die Soziale Revo
lution. I. Sozialreform und soziale Revolution, Berlin 1902, S. 10
24 a. a. O. S. 3725 ebenda26 a.a.O . S. 5627 Georg ▼. Vollmar, Uber die
niAsten Aufgaben der deut- sAen SoziaUemokratie, Mfln- <faen 1899
28 Victor Adlers Aufsitze, Reden und Briefe. Herausgegeben vom Parteivorstand der SozialdemokratisAen Arbeiterpartei DeutsA- OsterreiAs, Wien 1922—1929,VI. Heft, S. 191
29 Das Erfurter Programm, S. 13730 Karl Kautsky, Em sozialdemo-
kratuAer KateAismus, in: Die
Neue Zeit, XII. Jahrgang,1. Band, Nr. 12 (Dezember 1893), S. 368
31 Protokoll des Intemationalen Arbeiterkongresses zu Paris vom 14. bis 20. Juli 1889, N&rnberg1890, S. 45
32 Protokoll Uber die Verbandlun- gen des Parteitages der SozialdemokratisAen Partei DeutsA- Ltnds. Abgebalten zu Erfurt vom 14. bis 20. Oktober 1891, Berlin1891, S. 172
33 ebenda34 a. a. O. S. 17535 a. a. O. S. 18536 Sozialreform und soziale Revo
lution, S. 5137 a .a.O .S .5438 Victor Adler, op. cic, IV. Heft,
S. 8939 Kautsky und der Kautskyanis-
mus, S. 16140 Eduard Bernstein, Die Voraus-
setzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemo- kratie, Photostadsdier Nath- dnxk, Hannover 1964, S. 6
41 a. a. O. S. 742 a .a .O .S .943 ebenda44 a.a.O . S. 6245 a. a. O. S. 6346 a. a. O. S. 23047 Kaul .Kautsky, Der Weg zur
MaAt. PolitisAe BetraAtungen Uber das HinemwaAsen in die Revolution, 2. Auflage, Berlin 1910, S. 33
48 Verhandlungen des Erfurter Parteitages, S. 174
49 zidert nadi Karl Anders, Die ersten bundert Jabre, S. 38
50 Josef Peukert, Erimenmgen ernes Proletaries aus der revo- luatmiren Arbeiterbewegung, Berlin 1913, S. 172
51 Die isterreiAisAe Sozialdemo- kratie im Spiegel ibrer Programme, S. 29
52 Protokoll Uber die Verbandlun-
373
gen des Parteitages der Sozial- demokratischen Partei DeutsA- lands. Abgthalten zu LubeA vom 22. bis 28. September 1901, S. 142
53 Die osterreiAisAe Sozialdemo- kratie, S. 34
54 vgl. hiezu Karl Weber, Die osterreiAisAe Soiialdemckratu tutd das allgememe WahlreAt, Dissertation an der phil. Fakultat der Universitat Wien, 1956
55 Uber die politisAe Stellung der Sozialdemokratie, insbesondere mit Bezug auf den ReiAstag. Ein Vortrag, gebalten in der dffentliAen Versammlung des demokratistben Arbeitervereines zu Berlin am 31. Mai 1869. Von W. LiebkntAt. Mit Vorwort und tragikomisAem NaAspiel, Berlin 1893, S. 12
56 a. a. O. S. 1857 a. a. O. S. 2358 IntemationaUr Sozialisten-Kon-
gref zu Stuttgart 18. bis 24. August 1907, Berlin 1907, S. 84
59 GAnther Henning, August Bebel. Todfeind des preufiisA-deutsAen Militirstaates 1891—1899, Berlin 1963, S. 62
60 Protokoll iber die VerbandUm- gen des Parteitages der Sozial- dtmokratisAen Parui DeutsA- lands. Abgthalten zu Hail* an der Stale vom 12. bis 18. Okto- ber 1890, Berlin 1890, S. 56
61 a.a .O .S .9762 Verbandlungen des Erfurter Par-
teitages, S. 6163 a.a.O . S. 6664 . Protokoll iber die Verbandlun-
gen dts Parteitages der SozialdemokratisAen Partei DeutsA- lands. Abgebalten zm Dresden vom 13. bis 20. September 1903, Berlin 1903, S. 320
65 Verbandlungen des dritten otter- reiAisAen sozialdemokratiscben Parteitages, i . bis 9. Juni 1892, Wien 1892, S. 75
66 Victor Adler, op. cit., I. Heft, S. 43
67 Verbandlungen des Parteitages1892, S. 75
68 Victor Adler, op. cit., I. Heft, S. 167
69 Protokoll uber die Verbandlungen des Gesamtparteitages der SozialdemokratisAen Arbeiter- partei in OsterreiA, 9. bis 13. November 1903, Wien 1903, S. 113
70 a. a. O. S. 17771 Victor Adler, op. cit., I. Heft,
S. 16772 a. a. Ο., IV. Heft, S. 9173 Victor Adler, Glossen zum
Number get Parteitag, in: Der Kampf, Jahrgang 2, 1. Heft (1. Oktober 1908), S. 3
74 Victor Adler, op. cit., I. Heft, S. 148
75 Victor Adler, Neue Aufgaben, in: Der Kampf, Jahrgang 1,1. Heft (Oktober 1907), S. 6
76 Protokoll iber die Verbandlungen dts Parteitages der deut- sAen sozialdemokratisAen Ar- beiterpartei in OsterreiA, abgebalten zu Salzburg vom 26. bis 29. September 1904, S. 162
77 Protokoll iber die Verbandlungen des Parteitages der deutsAen sozialdemokratisAen Arbeiter- partei in OsterreiA, abgebalten in Wien vom 30. September bis4. Oktober 1907, Wien 1907,5. 169
78 zidert nad> Eridb Matthias, So- zialdemokratie und Nation, S. 73
79 ebenda80 R on Luxemburg, Sozialreform
oder Revolution}, in: PolitisAe SAnften 1, Frankfurt/Main1966, S. 86
81 ebenda82 a.a.O . S. 11483 Karl Kautsky, Der politisAe
Massenstreik. Ein Beitrag zur GesAiAte der Massenstreikdis- kussion mnerbalb der deutsAen
374
Sozialdemokratie, Berlin 1914, S. 228
84 Eduard Benmein, Der politisAt Massenstreik und die politisAe Lage der Sozialdemokratie in Deutschland, Breslau 1905
85 Sozialreform und toziale Revolution, S. 49
86 Protokoll iber die Verhandlun- gen det Parteitages der Sozial- demokratisdben Partei Deutsch- lands. Abgehalten zu Jena vom 17. bis 23. September 190J, Berlin 1905, S. 137
87 Protokoll iber die Verbandlun- gen det Parteitages der Sozial- demokratisAen Partei Deutsch- lands. Abgehalten zu Mannheim vom 23. bis 29. September 1906, Berlin 1906, S. 227 ff.
88 a.a.O .S. 288ff.89 Protokoll des Jenaer Parteitages
190S, S. 32290 Rudolf Hilferding, Parlamenta-
rismus und Massenstreik, in: Die Neue Zeit, 23. Jahrgang, 2. Band (September 1905), S. 815
91 Wilhelm Kolb, Das Problem der Taktik, in: Sozialistische Monats- hefte, 14. Jahrgang (1910), S. 1186
92 Protokoll iber die Verbandlun- gen des Gesamtparteitages der Sozialdemokratisthen Arbeiter- partei in OsterreiA. Abgehalten in Wien vom 30. Oktober bis 2. November 190S, Wien 1905, S. 131
93 ebenda94 Verbandlungen des Parteitages
der deutsAen sozialdemokrati- sAen Arbeiterpartei in OsterreiA, abgehalten vom 29. Oktober bis 2. November 1911, S. 215
95 Ludwig Brfigel, GesAiAte der osterreiAisAen Sozialdemokratie, Vierter Band, Wien 1923, S. 181
96 Verbandlungen des vierten oster- reiAisAen sozialdemokratisAen Parteitages, abgehalten zu Wien,
vom 2i. bis 31. Marz 1894, Wien 1894, S. 37
97 Victor Adler, op. cit., II. Heft, S. 99
98 Verbandlungen des Parteitages 1894, S. 59
99 a.a.O . S. 56100 vgl. hiezu von sozialdemokrati-
sdier Seite Julius Braunthal, Die Wiener Julitage 1927. Ein Ge- denkbuA, Wien 1927, sowie AussAreitungen in Wien am If. und 16. Juli, Wei$buA herausgegeben von der Polizeidirektion in Wien, Wien 1927
101 Otto Bauer, Begrabene Hoffnun- gen, in: DerKampf, 5. Jahrgang, 7. Heft (April 1912), S. 295
102 a.a.O . S. 294103 ebenda104 Karl Seitz, ImperialistisAe oder
proletarisAe Welt politik, in: Der Kampf, 8. Jahrgang, Nr. 3 (Marz 1915), S. 100
105 Verbandlungen des Parteitages 1909, S. 193
106 ebenda107 Ernst Sdiraepler, August Bebel,
Sozialdemokrat im KaiserreiA, Gottingen 1966.
108 Wolfgang Abendroth, August Bebel. Der Volkstribun in der Aufstiegsperiode der deutsAen Arbeiterbewegung, in: Frankfurter Hefte, 1963, S. 668 ff.
109 Giinther Henning, op. cit. (Anm. 59)
110 Victor Adler an Eduard Bernstein, Brief vom 17. Marz 1899, in: Victor Adler, BriefweAsel mit August Bebel und Karl Kautsky, gesammelt und erlau- tert von FriedriA Adler, Wien 1954, S. 298
111 Otto Bauer, Die Lehren des Zu- sammenbruAs, in: Der Kampf,2. Jahrgang, 11. Heft (August 1909), S. 485
112 Protokoll der Verbandlungen des Parteitages der deutsAen sozialdemokratisAen Arbeiterpar-
375
tei in OsterreiA, Wien 1913, S. 145
113 a.a.O . S. 186114 Verhandlungen des Erfurter Par-
teitages, S. 157115 Karl Kautsky im NaAwort des
Herausgebers zum dritten (post- humen) Teil von August Bebels Werk „Aus meinem Leben", Stuttgart 1922, S. 256
116 Otto Bauer, Der InnsbruAer Parteitag, in: DerKampf, 5. Jg., 2 (November 1911), S. 50
117 Protokoll des Parteitages 1903, S. 305
118 Bertram D. Wolfe, Drei Manner, die die Welt ersAutterten, Wien 1948, S. 750
119 Dietridi Geyer, Lenin und der deutsAe Sozialismus, in: Deutsch- russiscbe Beziebungen von Bismarck bis zur Gegenwart. Herausgegeben von Werner Markert, Stuttgart 1964, S. 88; vgl. vom selben Autor: Die RussisAe Revolution, HistorisAe Pro- bleme und Perspektiven, Stuttgart 1968
120 Siegfried Mardt, Reformismus und Radikalismus in der deutsAen Sozialdemokratie. Ge- sAiAtliAes und GrundsitzliAes, Berlin 1927, S. 7
121 ZwisAen zwei Weltkriegenf S. 251
122 Ludwig Bergstrasser, Gesdtichte der politisthen Parteien in DeutsAland, 5. Aufl., Mmn- heim-Berlin-Leipzig 1928, S. 146
123 ebenda124 Arthur Rosenberg, Entstehung
und GesAiAte der Weimarer Republik, Frankfurt/Main 1955, S. 53
125 a. a. O. S. 219126 Otto Bauer, Die osterreiAisAe
Revolution. Nadidrutk des 1924 ersdiienenen Budies Otto Bauers, Wien 1965
127 vgl. hiezu Julius Deutsdi, Aus OsterreiAs Revolution. Militir-
politisAe Erinnerungen, Wien o. J.
128 vgl. hiezu Reinhard Rfirup, Pro- bleme der Revolution in DeutsA- land 1918/19, Wiesbaden 1968, sowie Ossip K. Fleditheiffl, Die Anpastung der SPD: 1914, 1933 und 19S9, in: Politologie und Soziologie. Otto Stammer zum 65. Geburtstag, Koln und Opladen 1965; sowie zur Vorgesdiidite der 1918 betriebenen Polidk: Hans-Josef Steinberg, Sozialismus und deutsAe Sozialdemokratie. Zur Ideologic der Partei vor dem I. Weltkrieg, Hannover1967
129 Arthur Rosenberg, GesAiAte der DeutsAen Republik, Karlsbad 1935, S. 229
130 Karl Kautsky, Der Weg zur MaAt, S. 27
131 Karl Kautsky, TaktisAe Stro- mungen in der deutsAen Sozialdemokratie, Berlin 1911, S. 7ff.
132 Karl Kautsky, Das Weitertreiben der Revolution, o. J., S. 3
133 Peter LSsdie, Der BolsAewismus im Ur ted der deutsAen Sozialdemokratie 1903—1920. Mit einem Vorwort von Georg Kotowski, Berlin 1967, S. 125
134 Eridi Matthias, Der Untergang der alten Sozialdemokratie 1933, S. 310
135 Das Weitertreiben der Revolution, S. 8
136 a. a. O. S. 9137 a. a. O. S. 8138 a.a.O . S. 15139 Der Untergang der alten Sozial
demokratie, loc. cit., S. 309140 a.a.O . S. 310141 Das Weitertreiben der Revolu
tion, S. 9142 Der Weg zur MaAt, S. 20143 Helga Grebing, op. cit., S. 115144 Friedridi Stampfer, DU vierzebn
Jabre der Ersten DeutsAen Re- publik, Karlsbad 1936, S. 478
145 ebenda
376
146 Wilfried Gottsdialdb, StrmktUT- vrrindenmgen der GesellsAaft und politisAes Hendeln in der Libre von Rudolf Hilferding, Berlin 1962, S. 59 ff.
147 Soxialreform oder Revolutioni, S. 122
148 Protokoll iber die Verbandlun- gen des Parteitages der SozialdemokratisAen Partei DeutsA- Unds, Abgebalten xu Hannover vom 9. bis 14. Oktober 1899, Berlin 1899, S. 120
149 Der Untergang der alten Sozial- demokratie, loc. cit., S. 282
150 a.a.O . S. 287151 Wilhelm Kolb, Das Problem der
Taktik, loc. dt., S. 1185152 Verbandlungen des Parteitages
der SozialdemokratisAen Partei DeutsALmds. Abgebalten zu Stuttgart vom 3. bis 8. Oktober 1898, Berlin 1898
153 Otto Leiditer, Glanz und Ende der Ersten Republik. Wie es zum 6sterreiAisAen Birgerkrieg kam, Wien 1964, S. 249
154 Protokoll des Parteitages 1932, S. 48
155 a.a.O . S. 88156 Otto Leiditer, op. cit, S. 174157 G. E. R. Gedye, Die Bastionen
fitlen. Wie der FasAismus Prag und Wien iberrannte, Wien o. J., S. 77
158 Der Aufstand der osterreiAi- sAen Arbetter, S. 25
159 Rudolf Hilferding, TaktisAe Probleme, in: Der Kampf, 12. Jahrgang, Nr. 39 (Dezem- ber 1919), S. 839
160 Karl Kautiky (anonym), Gren- zen der Gevalt. AussiAten und Wirkungen der bewaffneten Er- bebungen des Proletariats, Karlsbad 1934, S. 25
161 Julius Deunch, PutsA oder Revolution? Randbemerkungen iber Strategie und Taktik im Birgerkrieg, Karlsbad 1934, S. 42
Grenzen der Gevalt, S. 41 MEW, Band 8, S. 77 Der politisAt Massenstreik, S. 99 Intemationaler Sozialisten-Kon- grefi in Amsterdam, S. 38 zidert nadi Eridi Matthias, So- zialdemokratie und Nation, S. 57 Ein Mam gebt semen Weg. SAriften, Rtden und Briefe von Julius Leber. Herausgegeben von seinen Freunden, Berlin 1952, S. 163a-a-O. S. 125 ebenda a. a. O. S. 175 a. a. O. S. 202 a. a. O. S. 223 a. a. O. S. 177Angelo Tasca, Glauben gebor- Aen kimpfen. credere obedire eombattere. Aufstieg des FasAis- mus. Mit einem Beitrag von Ignazio Silont, Wien 1969, S. 360a. a. O. S. 361 a. a. O. S 40 a. a. O. S. 44 a. a. O. S. 46 a. a. O. S. 100 a. a. O. S. 60 a. a. O. S. 79 a. a. O. S. 81 a. a. O. S. 151Gilbert Ziebura, Lion Blum. Tbeorie und Praxis emer sozialdemokratisAen Politik, Band 1: 1872 bis 1934, Berlin 1963 a. a. O. S. 132 a. a. O. S. 135 a. a. O. S. 136 a. a. O. S. 144zidert nadi Eridi Matthias, Der Weg in die Diktatur, S. 74 ZwisAtn zwei Weltkriegeni S. 312a. a. O. S. 250 a. a. O. S. 258Der lebendige Marxismus. Fest- gabe zum 70. Geburtstag von Karl Kautsky, Jena 1924 Karl J. Newmann, ZerstSrung
162163164165
166
167
168169170171172173174
175176177178179180181182183184
185186187188189
190
191192193
194
377
und Selbstzerstorung der Demo- kratie in Europe, 1918—1938, Koln-Berlin 1965, S. 275
195 a. a. O. S. 278196 Abhandlung iber die mensA-
liAe Natur, Bud> III, 2. Teil,VII. Absdmitt
197 Bebel am Dresdener Partei tag 1903, Protokoll der Verbandlun- gen, S. 305
198 siehe Anm. 66199 Peter Gay, Das Dilemma des
demokratischen Sozialismus. Eduard Bernsteins Auseinanderset- zung mit Marx, N&raberg 1954, S. 127
200 Karl Kautsky, Die proletorisAe Revolution und ihr Programm,2. Aufl., Berlin 1922, S. 106
201 Eduard Bernstein, Wie ist wissen- sAaftlicber Sozialismus mdglithf Berlin 1901, S. 19
202 Herbert Marcuse, Vemunft und Revolution. Hegel und die Ent-
stehung der GeseUstbaftstbeorie, Neuwied 1962, S. 351
203 Siegfried Marck, op. cit., S. 12204 a. a. O.205 Carl. E. Schorske, German Social
Democracy 190S—1917. The Development of the Great Schism, Cambridge 1955
206 Ericb Matthias, Die Rtidewirkun- gen der russisAen Oktoberrevo- lution auf die deutsAe Arbeiter- bewegung, in: DeutsAland und die russisAe Revolution. Herausgegeben von Helmut Neubauer, Stuttgart 1968, S. 91
207 Walter Tormin, ZwisAen RMte- diktatur und sozialer Drmokra- tie. Die GesAiAte der Rate- bewegung in der deutsAen Revolution 1918/19, Diisseldorf 1954, S. 137
208 Robert K. Merton, Social Theory and Social Structure, Glencoe,111. 1949, S. 179 ff.
KAPITEL 4
1 Midiael Bakunin, Gesammelte Werke, Band I, Berlin 1921, S. 94; vgl. hiezu auch: Midiael Bakunin, Philosophic der Tat. Auswabl aus seinem Werk, KSln1968
2 Bakunin, Band I, S. 943 a. a. O. S. 1314 Bakunin, Band III, S. 1115 Bakunin, Band I, S. 1276 a. a. O. S. 2657 a.a.O . S. I l l8 Paul Tillich, Der Protestantismus.
Prinzip und WirkliAkeit, Stuttgart 1950
9 Bakunin, Band I, S. 11210 Karl Kautsky: Die Soziale Revo
lution. II. Am Tage naA der sozialen Revolution, Berlin 1902, S. 45
11 Hans Kelsen, Sozialismus und Stoat, 3. Aufl, Wien 1965, S. 78
12 Die osterreiAisAe Sozialdemokratie im Spiegel ibrer Programme, Wien 1964, S. 54
13 Max Weber, WirtsAoft und Ge- sellscbaft. Grundrifi einer ver- stebenden Soziologie, Tubingen1956, S. 38
14 Zitiert nach Daniel Guerin, Anar Aismus, Frankfurt/Main 1967, S. 26
15 Bakunin, Band III, S. 9916 Bakunin, Band I, S. 2317 Bakunin, Punkt 9 c des Revolu-
tiondren KateAismus, Band III, S. 10
18 Bakunin, Band I, S. 2419 a. a. O. S. 21420 Zitiert nadi Guerin, op. cit., S. 18
378
21 Josef Peukert, Eritmenmgen tints Proletariers aus dtr revo- lutionaren Arbeiterbtwegung, Berlin 1913, S. 172
22 Bakunin, Band I, S. 1123 a. a. O. S. 7, 924 Marx oder Bakunini Dtmokratit
oder Diktaturf Eine Kampf- sArift gtgtn Vorliufer dtt BolsAewismus. Ztitgtmafie Neuaus- gabt dtr Berichte an die sozia- listisAe Internationale uber Mi- Aatl Bakunin von Karl Marx und Friedrich Engtls. Mit einem Geleitwort und Erliiuterungen herausgegeben von Wilhelm Bios, Stuttgart 1920, S. 12
25 Bakunin, Band II, S. 9926 Band III, S. 3527 a. a. O. S. 3728 a. a. O. S. 1129 a.a.O . S. 1230 ebenda31 a. a. O. S. 1332 Band I, S. 24533 vgl hiezu Peter Gay, Das Di
lemma dts dtmokratiscbtn Sozialismus, S 255
34 Bakunin, Band II, S. 1135 Band III, S. 936 a. a. O. S. 1937 vgL hiezu Band II, S. 123 ff.38 Band I, S. 11339 Band II, S. 4740 a. a. O. S. 3341 a. a. O. S. 11042 a. a. O. S. 25643 Georg Pledianow, Anarchismus
und Sozialismus, Berlin 1894, S. 46
44 a.a.O . S. 7845 Lenin, Werke, Band 10, S. 5946 Bakunin, Band I, S. 23747 a.a.O . S. 18748 Band III, S. 11649 Band I, S. 20450 a. a. O. S. 3451 MEW, Band 20, S. 26252 Luigi Fabbri, Die bistorisAen
und saAliAen Zusammenbinge zwisAen Marxismus und An-
arAismus, in: ArAiv fur Sozial- wissensAaft und Sozialpolitik, 26. Band, Tubingen 1908, S. 592
53 a. a. O. S. 56854 Hans Kelsen, Sozialismus und
Stoat, S. 7455 Max Adler, Die Suatsauffassung
des Marxismus, Wien 1922, S. 243
56 N. Bucharin, Anarchismus und wissensAaftliAer Kommunismus,2. AufU Hamburg 1920, S. 5
57 Karl Diehl, Uber Sozialismus, Kommunismus und Anarchismus, Jena 1922, S. 79
58 Benjamin Tucker, Staatssozialis- mus und AnarAismus. Imcieweit sit ibereinstimmen und worin sie siA untersAeiden, Treptow 1922, S. 7
59 a. a. O. S. 2760 a. a. O. S. 1361 ebenda62 Lenin, Werke, Band 5, S. 33463 ebenda64 Bakunin, Band II, S. 11865 Pledianow, op. cit., S. 5566 a. a. O. S. 967 Bakunin, Band I, S. 18268 a.a.O . S. 19969 a. a. O. S. 18370 Ferdinand Nieuwenhuis, Der
staatssozialistisAe Cbarakter der Sozialdemokratie, in: ArAiv fur SozialwissensAaft und Sozialpolitik, 28. Band, TCbingen 1909, S. I l l
71 a. a. O. S. 3972 MEW, Band 19, S. 2773 ebenda74 vgl. hiezu Max Adler, Die
Staatsauffassung des Marxismus, S. 265 ff.
75 Bakunin, Band I, S. 2376 Band III, S. 977 Band I, S. 27678 Kants gtsammelte SAriften.
Herausgegeben von der kSnigliA PrtufiisAtn Akadtmie der Wis- sensAaften, Band VI, Berlin 1914, S. 230
379
79 Bakunin, Band I, S. 33 94 vgl. hiezu: Arbeiterdemokratie80 Band III, S. 11 oder Parteidiktatur. Herauigege-81 a.a.O . S. 117 ben von Fritz Kool und Erwin82 Band I, S. 245 Oberlander, Olten 196783 Band III, S. 9 95 ygl. zum beseren Vemindnis84 Band I, S. 180 der anardiistisdien Tradition:85 a. a. O. S. 214 Jamet Joll, Die Ananhisten,86 Karl Diehl, op. cit, S. 78 Frankfurt/Main-Berlin 1969; An-87 Bakunin, Band III, S. 11 ardwmus, Grundtextt zmr Tbeo-88 Kautsky, Terrorismus und Kom- tie und Praxis der Gewalt, her-
munismus, S. 61 ausgegeben und eingeleitet von89 Lenin, Werke, Band 4, S. 170 Otthein Rammstedt, Κδΐη und90 a. a. O. Band 8, S. 479 Opladen 1969; Rudolf Kramer-91 a. a. O. S. 476 Badoni, Anarchismus, Gesdsitbte92 Band 26, S. 475 und Gegenwart einer Uto fit,93 Band 27, S. 255 Wien-Mttndben-Zflrich 1970
KAPITEL 5
1 abgedrwkt in: Der Kampf,11. Jahrgang, Nr. 4 (April 1918), S. 269 ff.
2 a.a.O .S.2713 vgL hiezu Karl Renner, Marxis
m s , Krieg und International*. Kritistbe Studien Uber offene Probleme des wissensdtaftlitben und des praktisdten Sozialismus in und natb dem Weltkrieg, Stuttgart 1917, S. 345 ff.
4 Karl Renner: Marx oder Maz- zmit, in: Der Kampf, 11. Jahrgang, Nr. 5 (Mai 1918), S. 298
5 ebenda6 Die Nation alt Rtdstsidet und
die Internationale, Wien 1914, S. 10
7 a. a. O. S. 128 Marx oder Mazzinif, S. 2969 a. a. O. S. 308
10 R on Luxemburg, Die rustistbe Revolution, S. 60
11 rgL hiezu Paul FrSlidi, Rota Luxemburg. Gedanke mid Tat, Hamburg 1949, S. 46 ff.
12 Karl Renner, Osterreidts Erneue- rmng, I. Band, S. VII
13 Karl Kautsky: Nationalist und Intemationalitit. Erginztmgs- befte zur Jteuen Z e if, Nr. 1, Stuttgart 1908, S. 23
14 Otto Bauer: Die NationalitMten- frage und die Sozialdemokratie, Wien 1907, S. 135
15 Kautsky, Nationalist und Internationalist, S. 8
16 a. a. O. S. 1717 Karl Kautsky, Nationalstaat,
Imperialistisdser Stoat und Staa- tenbund, NQrnberg 1915, S. 5
18 a.a.O . S. 1119 ebenda20 ebenda.21 a. a. O. S. 7922 vgl. hiezu W. I. Lenin, Ober die
national* und die koloniale national* Frage. Eine Sammlung autgewahlter Aufsatze und Re- den, Berlin 1960
23 vgl. hiezu Bertram D. Wolfe, Marx und die Marxisten. 100 Jabre Tbeorie und Praxis einer Doktrin, Frankfurt/Main-Berlin 1965, S. 21 ff.
24 MEW, Band 4, S. 479
380
25 vgl. hiezu Heinrich Cunow, Die MarxsAe GesAiAts-, Gesell- sAafts- und StaotsAeorie.II. Band, Berlin 1923, S. 37
26 vgl. hiezu Richard Pipes, The Formation of the Soviet Union. Communism and Nationalism 1917—1923, Cambridge, Mass.1957, sowie Ivan Dzyuba, Internationalism or Russificationt A Study in the Soviet Nationalities Problems, London 1968
27 Lenin, Werke, Band 19, S. 53728 Band 20, S. 2329 a.a.O . S. 2630 ebenda31 Band 23, S. 28832 Marxism us und nationale Frage,
in: J. W. Stalin, Werke, Berlin 1950, Band 2, S. 300
33 a. a. O. S. 29934 vgL hiezu Synopdcus, Stoat und
Nation, Wien 1899; Rudolf Springer (betdes Pseudonyme Karl Renners), Der Kampf der osterreiAisAen Nationen urn den Stoat, Wien 1902, Grundlagen und Entwicklungsziele der Oster- retAisA-UngarisAen MonarAie, Wien 1906
35 Karl R. Stadler, The Birth of the Austrian Republic 1918 to 1921, Leyden 1966, S. 21, deutsdi: Hypo the k auf die Zu- kunft. Die Entstehung der oster- reiAisAen Republik 1918 bis 1921, Wien 1968, S. 22
36 Ham Mommsen, Die Sozialdemokratie und die Nationali- tStenfrage im babsburgisAen Vielvolkerstaat, I. Das Ringen um die supranationale Integration der zisleitbanisAen Arbei- terbewegung (1867—1907), Wien 1963, S. 4
37 Robert A. Kann, Das Nationoli- tatenproblemderHabsbuTgermon- arAie. GesAiAte und Ideen- gehalt der nationalen Bestrebun- gen vom Vormdn bit zur Auf- losung des ReiAes imjabre 1918,
Graz-Koln, 1964, I. Band. S. 104
38 ebenda39 a. a. O. S. 10840 Verbandlungen des Parteitages
1900, S. 7241 Karl Renner, Das Regime des
LeiAtsinns, in: Der Kampf, 7. Jahrgang, Nr. 7 (April 1914), S. 293
42 Lord Acton, Nationalism, in: The Home and Foreign Review, Juli 1862, S. 146 ff., zitiert nadi: Lord Acton, Uber Freiheit und GesAiAtsforsAung, Salzburg 1959, S. 58
43 a. a. O. S. 7944 a. a. O. S. 9345 a. a. O. S. 8046 a..a.O. S. 7947 Adolf Sager, Giuseppe Mazzini.
Die Tragodie eines Idealisten, Zurich 1935
48 zitiert nach Otto Vossler, Maz- zinis politisAes Denken und Wollen in den geistigen Str6- mungen seiner Zeit, Munchen und Berlin 1927, S. 73
49 Giuseppe Mazzini, PolitisAe SAriften. Ins Deutsche iibertra- gen und eingeleitet von Siegfried Flesth, Band I, Leipzig 1911, S. 125
50 a. a. O. S. 33751 Adolf Saager, op. cit., S. 26652 Julius Braunthal, GesAiAte der
Internationale, Band 1, Hannover 1961, S. 96
53 ebenda54 zitiert nach Hans Kohn, Maz
zini, in: Propbeten ibrer Vol- ker. Studien zum Nationalis- mus des 19. Jabrhunderts, Bern 1948, S. 122
55 Mazzini, op. cit., S. 33756 a.a.O .S . 12957 zitiert nach Hans Kohn, op. cit.,
S. 11658 Bakunin, Gesammelte Werke,
Band III, S. 8759 Band III, S. 17
381
60 Mazzini, op. cit., S. 10761 a. a. O. S. 19162 Bakunin, Band III, S. 15363 ebenda64 a. a. O. S. 12265 a. a. O. S. 13166 Hans Kohn, op. cit., S. 106 ·67 Mazzini, op. cit., S. 12968 Georges Haupt, Der Kongref
fand niAt statt. Die sozialisti- sAe Internationale 1914, Wien1967, S. 173
69 Leo Trotzki, Mein Leben. Ver- suA einer Autobiographie, Berlin 1930, S. 223
70 Friedrich Austerlitz, Der deutsA- osterreiAisAe Stoat, in: Der Kampf, 11. Jahrgang, Nr. 11 (November 1918), SS. 713, 717
71 Hermann Heller, Sozialismus und Nation, Berlin 1925
72 G. D. H. Cole, A History of Socialist Thought, Volume 5, Socialism and Fascism 1931 to 1939, London 1960, S. 3
73 a.a.O . S. 974 zitiert nadi Adolf Saager, op.
cit., S. 27975 Walter Sulzbadi, Imperialisms
und Nationalbewufitsein. Frankfurt/Main 1959, S. 7/
76 a. a. O. S. 7977 Arthur Schopenhauer, Apboris-
men zur Lebensweisheit, in: Arthur SAopenhauers samtliAe Werke, herausgegeben von Julius Frauenstadt. Zweite Auflage, Fiinfter Band, S. 381
78 Eugen Lemberg, GesAiAte des Nationalismus in Europa, Stuttgart 1950, S. 18
79 Hans Kohn, Die Idee des Nationalismus. Ursprung und GesAiAte bis zur FranzosisAen Revolution, Frankfurt am Main 1962, S. 11
80 ebenda81 Ernest Renan, Qu’est-ce que c’ est
qu'une nation? Paris 1882, S. 2782 Marxismus und nationale Frage,
a. a. O., S. 27683 Otto Bauer, Die NationalitSten-
frage und die Sozialdemokratie, S. 7
84 Marxismus und nationale Frage, S. 272
85 Peter Rindl, Macht aus den Mun- dungen der Gevehre. Nationalismus und Kommunismus in Siid- ostasien, Wien 1969, S. 9
KAPITEL 6
1 John Maynard Keynes, The End of Laissez-faire, London 1926. Deutsdi: Das Ende des Laissez- faire. Ideen zur Verb indung von Privat- und GemeinwirtsAaft. Munchen und Leipzig 1926.
2 C. A. R. Crosland, The Future of Socialism, London 1957. Is this still Capitalismi S. 56 ff.
3 ebenda4 Leo Trotzki, Verratene Revolu
tion, Ziirich 1957, S. 75 a. a. O. S. 276 ff.
6 vgl. hiezu Ralf Dahrendorf, Soziale Klassen und Klassen- konflikt in der industriellen GesellsAaft, Stuttgart 1957, S. 137 ff.
7 Milovan Djilas, Die neue Klasse. Eine Analyse des kommunisti- sAen Systems, Miindien 1959, S. 101
8 Stanislaw Ossowski, Die Klas- senstruktur im sozialen Bewufit- sein, Neuwied 1962, S. 127 ff.
9 Jacek Kuron und Karol
382
Modzelewski, Monopolsozialis- mus. Offener Brief an die Pol- nisAe Vereinigte Arbeiterpartei, Hamburg 1969, S. 11
10 a.a.O . S. 1311 ebenda12 a.a.O . S. 6313 a.a.O . S. 11714 James Burnham, Das Regime der
Manager, 1949, S. 15315 Kuron-Modzelewski, op. cit.,
S. 37 ff.16 New York 1963, deutsdi: Poli-
tisAe MaAt USA/UdSSR, Frankfurt/Main 1967
17 Oskar Lange, Entwidelungsten- denzen der modemen WirtsAaft und GesellsAaft. Eine sozialisti- sAe Analyse, Wien 1964, S. 21
18 Theodor Geiger, Die Klassen- gesellsAaft im SAmelztiegel, KSln und Hagen 1949, S. 35
19 Adolf Berle: MaAt ohne Eigen- tum. Meisenheim/Glan 1967, S. 47
20 vgl. hiezu Theodor Pirker, S. Braun, F. Lutz und F. Ham- melrath: Arbeiter, Management, Mitbestimmung, Stuttgart 1955
21 Karl Renner, Wege der Ver- whkliAung, Berlin 1929, S. 131
22 MEW, Band 25, S. 26023 vgl. hiezu Margaret Cole, The
Story of Fabian Socialism, London 1961, S. 31
24 Douglas Jay, Socialism in the New Society, London 1962, S. 9
25 W. Arthur Lewis, The Principles of Economic Planning, London 1948, S. 10
26 R. H. Tawney, Equality. With a new introduction by RiAard M. Titmuss, London 1964, S. 47
27 a.a.O . S. 5128 a.a.O . S. I ll29 vgl. hiezu Ota Sik, Plan und
Markt im Sozialismus, Wien 1967
30 Nicolai Hartmann, Ethik,4. Aufl., Berlin 1962, S. 610
31 Friedridi Hayek, The Road to Serfdom, Chikago 1944; Der Weg zur KneAtsAaft, Zurich 1945
32 vgl. hiezu Hans Kelsen, Democracy and Socialism, in: The Law SAool. The University of Chicago. Conference on Jurisprudence and Politics, April 30, 19S4, Conference Series, Number 15, Chicago 1955, S. 63—87, deutsdi: Demokratie und Sozialismus, in: Demokratie und Sozialismus. Ausgewahlte Aufsatze. Herausgegeben und eingeleitet von Norbert Leser, Wien 1967,5. 170 ff.
33 Joan Robinson, Kleine SAriften zur Okonomie, Frankfurt/Main 1968, S. 67
34 Andri Gorz, Der sdhwierige Sozialismus, Frankfurt/Main 1968, S. 66 ff.; vom selben Autor: Zur Strategic der Arbeittrbewegung im Neokapitalismus, Frankfurt/ Main 1967
35 Oskar Lange, op. cit., S. 6236 Werner Sombart, Der proletari-
sAe Sozialismus. Erster Band, Jena 1924, S. 10
KAPITEL 7
1 Immanuel Kant, Die Religion irmerbalb der Grenzen der blo- fien Vemunft, in: Kants gesam- meltt SAriften. Herausgegeben
von der Ktiniglidi preuEisdien Akademie der Wissenschaften, Band VI, S. 32
2 Immanuel Kant, Was ist Auf-
383
klarungi Akademie-Ausgabe, Band VIII, S. 35
3 vgl. hiezu Karl Brinkmann, Die RcAts- und Staatslthre Schopenhauers, Bonn 1958
4 Eduard v. Hartmann, Philoso- phit des Unhewuften, Berlin 1872, S. 638 ff.
5 a.a.O . S. 700ff.6 a. a. O. S. 714 ff.7 Georg Lukics, Die Zerstorung
der Vemunft. Der Weg des lr- rationalismus von SAelling zu Hitler, Berlin 1955, S. 164
8 v. Hartmann, op. cit., S. 7219 Ernst Blodi, Das Prinzip Hoff-
nung, Frankfurt/Main 1969, S. 2110 a. a. O. S. 4111 a.a.O . S. 157712 Ernst Blochs Revision des Mar
xismus. KritisAe Auseinander- setzungen marxistischer Wissen- schaftler mit der BloAsAen Philosophic, Berlin 1957, S. 25
13 vgl. hiezu Siegfried Bemfeld, Autoritare Erziehung und Psy- choanalyse. Ausgewahlte Sdirif- ten in zwei Biinden, Darmstadt1969
14 Bemfeld, 1st Psychoanalyse eine Weltanschauungt a. a. O., Band 2, S. 486; vgl. hiezu auch vom sel- ben Autor: Sisyphos oder die Grenzen der Erziehung, Frankfurt/Main 1970
15 Wilhelm Reidi, DialektisAer Materialismus und Psychoanalyse, in: Unter dem Banner des Marxismus, III. Jahrgang, Heft 5 (Oktober 1929), S. 767; vgl. hiezu auch: Psychoanalyse und Marxismus. Dokumentation eintr Kontroverse, Frankfurt/Main 1970; sowie Dieter Wyss, Marx und Freud, lhr Verbaltnis zur modemtn Anthropologic, GSt- tingen 1969
16 vgl. hiezu Walter Briehl, Wilhelm Reich, in: Psychoanalytical Pioneers, New York-London 1966, S. 430 ff.
17 I. Sapir, Freudismus, Soziologie, Psychologit (Zu dem Aufsatz von Wilhelm Reidi), in: Unter dem Banner dts Marxismus,III. Jahrgang, Heft 6 (Dezem- ber 1929), S. 937 ff., FortsetzungIV. Jahrgang, Heft 1 (Februar 1930), S. 123 ff.
18 Walter Hollitsdier, Der Mensch im Welthild der WissensAaft, Wien 1969, S. 252; vom selben Autor: Aggression im MensAen- bild. Marx, Freud, Lorenz, Wien1970
19 vgl. hiezu Harry K. Wells, Sigmund Freud. A Pavlovian Critique, London 1960; marxistisdie Kritik an der Psychoanalyse iibt auch Reuben Osborn in: Marxismus und PsyAoanalyse. Mit einer Einleitung von John StraAey, Frankfurt/Main 1970
20 vgl. hiezu Arnold Gehlen, Der MensA. Seine Natur und Stel- lung zur Welt, 4. Aufl., Bonn 1950
21 vgl. hiezu Adolf Portmann, Biologic und Geist, Ziiridi 1956
22 vgl. hiezu Max Sdieler, Vom Ewigen im Menschen, Darmstadt 1930; Die Stellung des MensAen im Kosmos, Berlin 1930
23 Harry Wells, op. cit., S. 21124 vgl. hiezu Herbert Marcuse,
Triebstruktur und GesellsAaft. Ein philosophisAer Beitrag zu Sigmund Freud, Frankfurt/Main 1965, sowie: PsyAoanalyse und Polilik, Frankfurt/Main 1968
25 PsyAoanalyse und PoUtik, S. 726 a.a.O . S. 2727 Triebstruktur und GesellsAaft,
S. 4028 ebenda29 ebenda30 Amo Plack, Die GesellsAaft und
das Bose. Eine Kritik der herr- sAenden Moral, Miinchen 1967, S. 131; eine soziologisdie Interpretation der mensdilichen Aggression liefert audi Josef Rattner,
384
Aggression und mensAliAe Na- tur, Olten-Freiburg 1971
31 Sigmund Freud, Die ,Jeulturelle" Sexualmoral und die modeme Nervositat, Gesammelte Werke, London 1940, Band VII, S. 158
32 ebenda33 Drei Abhandlungen zur Sexual-
theorie, Gesammelte Werke, Band VI, S. 39
34 Das Unhebagen in der Kultur, Gesammelte Werke, Band XIV, S. 481
35 ebenda36 Hans Kunz, Zur Problematik
der Aggression, in: Bis hierher und nitht wetter. 1st die mensch- lidie Aggression unbefriedbari Zwolf Beitrage. Herausgegeben ▼on Alexander Mitsdierlidi, Munchen 1969, S. 245
37 ebenda
38 B. Lantos, Die ztvei genetisAen Urspriinge der Aggression und ihre Beziehungen zu Sublimie- rung und Neutralisierung, in: Psyche, 21, 1967. Zitiert nach: Bis hierher und niAt weitfr, S. 40
39 ▼gl. hiezu Ridiard Hofstadter, Social Darwinism in American Thought, Boston 1955
40 vgl. hiezu Peter Kropotkin, Anarchistischc Moral, 3. Aufl., Berlin 1922; Gcgcnseitige Hilfe in der Tier- und McnsAenwclt, Leipzig 1923
41 Konrad Lorenz, Das toge- nannte Bose. Zur NaturgesAuhte der Aggression, Wien 1963, S. 47; vgl. hiezu auch: Irenaus Eibl- Eibesfeldt, Liebe und Ηαβ. Zur NaturgcsAiAte clementarer Ver- haltensweiscn, Mflndien 1970
KAPITEL 8
1 Max Horkheimer, KritisAe Theorie. Eine Dokumentation. Herausgegeben von Alfred Sdunidt, Band I, Frankfurt/Main1968, S. IX
2 Theodor Adorno, Zu Subjekt und Objekt, in: Sddiworte, Frankfurt/Main 1969, S. 189
3 a. a. O. S. 1904 vgl. hiezu Adiim Bergmann/
Herbert L. Fertl, Zur Apathie des neuesten Kritizismus, in: Die neue Linke naA Adomo. Herausgegeben von Wilfried F. Sdioeller, Munchen 1969, S. 38 ff.
5 nadi dem gleichnamigen Werk von Maurice Merleau-Ponty, Die Abenteuer der Dialektik, Frankfurt/Main 1968
6 Jean Paul Sartre, Kritik der dialektisAcn Vemunft, I. Band:
Theorie der gesellsAaftUAen Praxis, Hamburg 1967
7 Karl R. Popper, Was ist Dialek- tiki in: Logik der Sozialwissen- sAaften. Herausgegeben von Ernst Topitsdb, K8ln-Berlinl965, S. 263
8 vgl. hiezu Ernst Topitsch, Die Sozulpbilosopbie Hegels als Heilslehre und HerrsAaftsideo- logie, Neuwied 1967
9 Georges Gurvitdi, Dialektik und Soziologie, Neuwied 1965, S. 224
10 a.a.O . S. 21911 a.a.O . S. 223 /12 Karl Popper, was ist Dialektik?
loc. cit., S. 26713 William Bartley, FluAt ins En
gagement. VersuA einer Theorie des offenen Geistes, Miindien1962, S. 158
25 385
14 a. a. O. S. 11415 Hans Albert, Traktat iiber kri-
tisAe Vemunft, Tubingen 1968, S. 13 ff.
16 a.a.O . S. 3217 a. a. O. S. 4018 a.a.O . S. 4319 a.a.O . S. 4420 Theodor W. Adorno in dcr Ein-
leitung zu: Der Positivismus- streit in der deutsAen Soziologie, Neuwied 1969, S. 35
21 Ernst Topitsch, Das VerhSltnis zwisAen Sozial- und Naturwis- sensAaften. Eine metbodologisA- ideologiekritisAe UntersuAung, in: LogiJt der SozialwissensAaf- ten. S. 63
22 Horst Baier, Soziait TeAnologie oder soziait Emanzipationf Zum Streit zwisAen Positivisten und Dialektikem iber die Aufgaben der Soziologie, in: Thesen zur Kritik der Soziologie. Herausgegeben von Bemhard Sdiafers, Neuwied 1969
23 Hans Albert, Wertfreibeit als metbodisAes Prinzip, in: LogiJt der SozialwissensAaften, S. 191
24 Traktat iiber kritisAe Vemunft, S. 62
25 Karl R. Popper, Die Logik der SozialwissensAaften, in: Der Positivismusstreit, S. 114
26 Theodor W. Adorno, a. a. O., S. 138
27 Maurice Merleau-Ponty, Die Abenteuer der Dialektik, Frankfurt am Main 1968, S. 69
28 Arnold Brecht, PolitisAe Theo- rie. Die Grundlagen politisAen Denkens im 20. Jahrbundert, Tubingen 1961
29 vgl. hiezu Arnold Brecht, Vor- spiel zum SAweigen. Das Ende der deutsAen Republik, Wien 1948
30 PolitisAe Theorie, S. 473 ff.31 a. a. O. S. 487 ff.32 a. a. O. S. 492 ff.33 a. a. O. S. 494
34 a.a.O . S. 47735 a.a.O . S. 47836 Heinrich Mitteis, Uber das
NaturreAt, Berlin 1948, S. 3537 PolitisAe Tbeorie, S. 503 ff.38 Karl R. Popper, Die Logik der
SozialwissensAaften, loc. cit., S. 117
39 a. a. O. S. 11640 Bertrand de Jouvenel, Uber Sou-
veranitit. Auf der SuAe naA dem Gemeinwohl. Neuwied 1963, S. 195
41 Hans Albert, Traktat iiber kritisAe Vemunft, S. 58
42 Jean Paul Sartre, Kritik der dia- lektisAen Vemunft, S. 72
43 a. a. O. S. 2544 Jean Paul Sartre, Marxismus und
Existentialismus. VersuA einer Methodik. Hamburg 1964, S. 21; vgl. hiezu Friedrich ▼. Krosigk, Philosophic und politisAe Ak- tion bei Jean Paul Sartre, MQn- chen 1969
45 Kritik der dialektisAen Ver- nunft, S. 27
46 ebenda47 Jean Paul Sartre, Materialismus
und Revolution, in: 1st der Existentialismus ein Humanismusf Drei Essays, Frankfurt/Main- Berlin 1946, S.«4
48 Marxismus und Existentialismus, S. 21
49 a.a.O . S. 2550 a.a.O . S. 6851 Kritik der dialektisAen Ver-
nunft, S. 1952 a.a.O . S. 36453 Materialismus und Revolution,
S. 78, 8054 a. a. O. S. 8155 a. a. O. S. 10056 Materialismus und Revolution,
S. 9757 Kritik der dialektisAen Ver-
rwnft, S. 36658 a. a. O. S. 36759 vgl. hiezu Rudolf Dreikurs,
Grundbegriffe der Individual-
psychologic, Stuttgart 1969, S. 58
60 Kritik der dialektisAen Ver- nunft, S. 369
61 a. a. O. S. 37562 a.a.O . S. 23063 Georg Lukics, Existentialismus
oder Marxismus? Berlin 1951,S. 55; vgl. hiezu: Arnold Metzger, Existentialismus und Sozialismus — Der Dialog des Zeit- alters, Pfullingen 1968
64 a. a. O. S. 10165 Eridi Fromm, Vber Methode
und Aufgabe einer analytisAen Sozialpsychologie, in: ZeitsArift fur Sozialforsdiung, Jahrgang 1/ 1932, S. 28 ff.; vom selben Autor: Sigmund Freuds Sendung. Per- sdnliAkeit, gesAiAtliAer Stand - ort und Wirkung, Frankfurt/ Main-Berlin 1967
66 Wilhelm Reich, DialektisAer Materialismus und Psychoanalyse, in: Unter dem Banner des Marxismus, III. Jahrgang, Heft 5 (Oktober 1929), S. 736 ff.
67 I. Sapir, Freudismus, Soziologie, Psydiologie (Zu dem Aufsatz von Wilhelm ReiA), loc. cit., Heft 6 (Dezember 1929),S. 937 ff.
68 Adam Sdiaff, Marx oder Sartrei Versuch einer Philosophie des Menschen, Wien 1964, S. 28
69 Adam Sdiaff, Marxismus und das menschliche Individuum, Wien 1965, S. 114
70 Marx oder Sartrei S. 3271 vgl. hiezu Walter Hollitsdier,
Der Mensch in Weltbild undWissenschaft, S. 25Marx oder Sartrei S. 14a. a. O. S. 108a. a. O. S. 46a. a. O. S. 93a. a. O. S. 99a. a. O. S. 98a. a. O. S. 831st der Existentialismus ein Hu-manismusi S. 31Marx oder Sartrei, S. 69a. a. O. S. 73ebendaMarxismus und das mensAliAeIndividuum, S. 237ebendaa. a. O. S. 167 a. a. O. S. 255 a. a. O. S. 128 Marx oder Sartre, S. 66 a. a. O. S. 68Herbert Marcuse, Der Eindimen- sionale Mensdi. Studien zur Ideologie der fortgesArittenen IndustriegesellsAaft, Neuwied 1967a. a. O. S. 83 a. a. O. S. 18 a. a. O. S. 18vgl. hiezu Max Horkheimer, Die SehnsuAt naA dem ganz Ande- ren. Ein Interview mit Kommen- tar von Hellmut Gumnior, Hamburg 1970; femer Werner Post, KritisAe Theorie und metaphysi- sAer Pessimismus. Zum Spat- werk Max Horkheimers, Miin- dien 1971
7273747576777879
80818283
84858687888990
91929394
•Η ΟΔΓΣΣΕΙΑ ΤΟΓ ΜΑΡΞΙΣΜΟΓ· ΤΟΓ NOPMUEPT ΛΕΖΕΡ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑΓΡΟΓ ΚΑΜΠΟΓΡΙΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟβΕ- ΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΓΠΟΘΗΕΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ TSN ΕΚΔ0ΣΕ3Ν Σ. I. ΖΛΧΑ- ΡΟΠΟΓΛΟΓ ΚΑΤΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 1973 ΣΤΟ ΤΓΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΓΕΟΡΓ. ΛΚΟΝΤΑΚΙΑΝΑΚΟΓ (ΔΟΓΚ. ΠΛΑΚΕΝ- ΤΙΑΣ 31, ΧΑΛΑΝΔΡΙ, ΤΗΛ. 6812457).