278

Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ποιήματα

Citation preview

Page 1: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 2: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΟΥΜΠΕΝ

ΕΚΑΛΗΣ 30 ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ,

Τ.κ. 71409

Τηλ. 2810-210916

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Α.Π.

ΕΠΙΒΛΕΨΗ-ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Α.Π.

© 2013 ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το νόμο 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το νόμο 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το νόμο 100/1975 απαγορεύεται η αναδημοσίευση και η αναπαραγωγή του παρόντος έργου με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς την γραπτή άδεια του δικαιούχου.

Page 3: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η φύση θέλει να μας σκοτώσει

Page 4: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Για τον κόσμο που είναι ένα μπουρδέλο

Page 5: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

άλφα

Page 6: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλη μια βόλτα στη πόλη

Ο καθένας πιστεύει πως είναι ο καλύτερος σε αυτό που κάνει.

Αρχίδια είναι.

Αρκεί να ρίξει μια ματιά τριγύρω του και θα καταλάβει

Πως όλοι είναι παιδιά που παίζουν με τα παιχνίδια τους.

Χάνουμε ώρες από τη ζωή μας σε ανούσιες συνευρέσεις

Με φίλους, σε προβολές ταινιών που ούτε καν μας ενδιαφέρουν

Ή έχουν να πουν τίποτα για τα πραγματικά μας προβλήματα.

Οι κινηματογράφοι, οι καφετέριες, τα μπαρ, τα κέντρα αποτοξίνωσης, οι ομάδες διαλογισμού, τα μαγαζιά υποδημάτων, τα κρεοπωλεία, οι εκκλησίες, οι εκθέσεις φωτογραφίας, τα μπουρδέλα, τα καινούρια γκαράζ, τα παλιά αναστηλωμένα κτίρια, τα σπίτια των αχώνευτων συγγενών μας, τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, τα γήπεδα, τα αεροδρόμια και τα λιμάνια, τα θέατρα, τα θέρετρα, οι ανατριχιαστικοί γονείς των φίλων σου, τα κάμπινγκ, οι παραλίες, τα βοσκοτόπια, τα ηλιοβασιλέματα, οι άθλιες κιτρινισμένες καρτ ποστάλ, τα βρώμικα περίπτερα με τα μπαγιάτικα νέα, τα εστιατόρια, τα σουβλατζίδικα, οι φούρνοι, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι φυλακές και τα τρελάδικα και τα γαμημένα τα νοσοκομεία είναι τα πραγματικά νεκροταφεία μας.

Δεν μπορούμε να παραδεχτούμε ένα πράγμα,

Γι’ αυτό θα υποφέρουμε σαν γαϊδούρια φορτωμένα στον ανήφορο για πάντα,

Έτοιμοι για τον επόμενο εμετό, για την επόμενη μαλακισμένη αρρώστια,

Κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο είμαστε καθένας για τη πάρτη του και μόνο, κοροϊδάρες

Μαλάκες, μικρομεσαίοι, χαμένοι σε ανόητες σκέψεις.

Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που μου λείπει ο γάμος, η γυναίκα, τα παιδιά και η αυλή με το γκαζόν.

Page 7: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλο ένα μελιστάλαχτο πρωινό

Όλος ο πολιτισμός είναι χτισμένος πάνω σε ψέματα διαφορετικών χρωμάτων και συχνοτήτων.

Νομίζεις πως είσαι κάτι που δεν είσαι κι αν είσαι οι άλλοι δεν το βλέπουν ποτέ.

Χωρίς αυτό το κάτι που σε κάνει αυτό που είσαι δεν μπορείς να αναπνεύσεις.

Οπότε προχωράς έτσι κι ότι γίνει.

Οι περισσότεροι σε περνάνε για μεγάλο μαλάκα, κομπλεξικό, χαζό, ηλίθιο τσαρλατάνο.

Δεν νοιάζεσαι για τις γνώμες των τρίτων, των δευτέρων, των πέμπτων.

Σου είναι δύσκολο ακόμη και να ανοίξεις τα μάτια σου το πρωί.

Είναι σαν αγγαρεία.

Είναι αδύνατον να ακολουθήσεις έναν κανόνα, μια κολεκτίβα, μια ουρά.

Είναι αδύνατον να πιστέψεις σε κάτι.

Όταν η μάνα σου σε γεννούσε πρέπει να έπεφτε καμιά ατομική βόμβα και να επηρέασε τα κύτταρα σου ή να ξέχασες την ψυχή σου στη μήτρα της.

Όταν οι άλλοι γελάνε εσύ σκύβεις πιο πολύ το κεφάλι γιατί δεν θέλεις να δούνε πως δεν αισθάνεσαι τα αστεία.

Μια ζωή χαμένη μέσα σε κρεβάτια, καμπινέδες, καρέκλες, αυτοκίνητα, φώτα και πολλών ειδών κόλασης.

Μια ζωή χαμένη που πρέπει να τη ζήσεις έτσι κι αλλιώς.

Page 8: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλο ένα έμβρυο στη λίστα

Γιατί είναι όλοι τόσο ανίδεοι;

Τόσο μικροί στο μυαλό και στην ψυχή;

Όλοι είναι ακόμη έμβρυα.

Δεν έχουν πούτσα, αρχίδια, πρόσωπο, δόντια, ούλα, στομάχι, καρδιά.

Δεν ξέρουν να φερθούν και όλοι λένε θρυλικές και τεράστιες μαλακίες.

Δεν σκέφτονται παραπέρα απο το προφανές.

Είναι ανόητοι.

Κι εγώ τέτοιος είμαι αλλά βλέπω πως όλα στο τέλος σε προδίδουν, σε βγάζουν λάθος.

Δεν έχεις να μου πεις κάτι καινούριο.

Καλύτερα να μην βγαίνω από το σπίτι μου.

Είναι προτιμότερο.

Περιμένω εδώ μόνος, κάτι να συμβεί,

Κάτι να έρθει.

Είναι αναπόφευκτο,

Η μήτρα ανοίγει και με πετάει έξω.

Page 9: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλο ένα ντουζ

«Γάμα τα όλα;»

«Γάμησε τους όλους;»

Ο Φλερ ρώτησε τον εαυτό του καθώς σκούπιζε την πλάτη του από το νερό .

Μόλις είχε βγει από το ντουζ.

Από τον ουρανό ως το χώμα της γης αυτής που πατάμε,

Όλα είναι μια τεράστια φάρσα.

Page 10: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλος ένας μαλάκας στην ουρά

Σε ακούω όλη μου τη μέρα να μου λες πόσο άχρηστος είμαι.

Τουλάχιστον εγώ είμαι κάτι, κάνω κάτι και δεν προσπαθώ καθόλου γι’ αυτό.

Γράφω για την αχρηστία μου.

Κάποιοι γουστάρουν να με διαβάζουν γι’ αυτά που αντιπροσωπεύω, κάποιοι άλλοι απλά με σιχαίνονται αλλά δεν τους κατηγορώ ίσα ίσα που τους καταλαβαίνω.

Εσύ τι έκανες;

Τίποτα.

Κάθεσαι στην κωλάρα σου από το πρωί μέχρι το βράδυ και κρίνεις τους ανθρώπους γύρω σου λες και είσαι κανάς Θεός ή κανάς Βούδας ή κανάς Μωάμεθ.

Άντε και γαμήσου λοιπόν και βούλωσε το επιτέλους.

Παραδέξου πως είσαι ένα τίποτα που εκλιπαρεί απεγνωσμένα για λίγη προσοχή.

Για όνομα του θεού, κάνε κάτι ουσιώδες και άσε τις παρλαπίπες για κανα δεκαεξάχρονο κοριτσάκι που ψαρώνει με τις βαρετές σου ατάκες.

Εγώ γουστάρω να είμαι αποτυχημένος και είναι επιλογή μου.

Εσύ είσαι απλά άλλος ένας κακομοίρης που περιμένει στη ουρά μπας και γαμήσει.

Page 11: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Απόγευμα στην ηλεκτρονική κόλαση

Πλέουμε μέσα σε νεκρό χώρο.

Περιμένουμε ν α έρθει η μέρα που επιτέλους θα ζήσουμε.

Ατελείωτες ώρες και μακριές μέρες χωρίς να γίνεται τίποτα απολύτως αξιοθαύμαστο.

Η κοινωνία και η πόλη είναι το κατάλληλο μέρος για να μην γίνει ποτέ τίποτα αξιοθαύμαστο.

Είναι φτιαγμένες έτσι.

Όλοι οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε αυτά τα κλουβιά από τσιμέντο είναι καταδικασμένοι να χάσουν από την αφετηρία του αγώνα τους.

Το είδα αυτό, τώρα, αυτό εδώ το γαμημένα βαρετό απόγευμα μιας εντελώς βαρετής ημέρας μέσα στην ίδια την κόλαση που δεν έχει όνομα αλλά έχει ανθρώπους, σάρκα, μάτια, μυρωδιές σάπιες, αναμνήσεις σάπιες, σώματα που ζουν μόνο με αναμνήσεις μιας ζωής.

Κοιτάζω αυτό το ηλεκτρονικό παράθυρο και μόνο το φως είναι που λέει κάτι, αυτά που δείχνει μέσα του δεν υπάρχουν.

Οι αξιότιμοι πολίτες είναι όλοι καρφωμένοι στο δικό τους ηλεκτρονικό παράθυρο αυτήν εδώ την ώρα.

Είσαστε όλοι καταδικασμένοι να πεθάνετε μέσα σε σάλια βαρεμάρας και ανουσιότητας.

Ελπίζω να μην πω ποτέ ΕΙΜΑΣΤΕ.

Κρατάω ακόμη τα τείχη ανέπαφα αν και ο εχθρός έξω αφηνιάζει βουτηγμένος μέσα στην καυτή πίσσα του.

Page 12: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αρχίδια κουλ και psp

σου λέει ο άλλος να μην αγχώνεσαι

η τύχη σου θα γυρίσει.

Ξαφνικά, αν είσαι κουλ και χαλαρός, όλη η γη θα αναποδογυρίσει και από ένα σκατό που είσαι τώρα, θα γίνεις ο Βασιλιάς των πάντων.

Αν παριστάνεις, λέει, κάποιον που δεν είσαι, ε τότε μια ζωή θα τρως σκατά.

Μαλακίες.

Τι θα πει να είσαι κουλ;

Αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω.

Πάντα δεν παριστάνουμε κάποιον που δεν είμαστε;

Δεν είμαι κουλ.

Τι μαλακισμένη λέξη.

Ο κόσμος γυρνάει τη ρουλέτα και εσύ απλά ποντάρεις τα λεφτάκια σου

Που με κόπο απέσπασες με τα χίλια ζόρια από τα σκυλόδοντα του αφεντικού.

Αν είσαι κωλόφαρδος κερδίζεις.

Συνήθως δεν είσαι οπότε χάνεις τα λεφτά σου κάθε μέρα.

Τι θα πει κουλ;

Κουλ στα μούτρα σας.

Μόλις αγόρασα μια παιχνιδομηχανή.

Συνειδητοποίησα μετά από πέντε ώρες πως έκανα μαλακία.

Είμαι πολύ μεγάλος για παιχνίδια.

Τσάμπα έδωσα διακόσια πενήντα ευρώ.

Αρχίδια κουλ.

Page 13: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αυτή η πόλη και όλες οι πόλεις

Αυτή η πόλη έχει κάνει το Γιώργο να χάσει το μυαλό του.

Νιώθει άρρωστος και πως δεν έχει τα κατάλληλα κονέ για να

Γίνει αυτό που πάντα ήθελε:

Ένας συγγραφέας που πίνει μπύρες και αυνανίζεται ασταμάτητα σαν τέρας.

Αυτή η πόλη σκοτώνει τον Γιώργο.

Ο Γιώργος σκέφτεται πως όλες οι πόλεις είναι το ίδιο μετά τα πρώτα δύο γαμήσια.

Ο Γιώργος σκέφτεται πως όλα τα γαμήσια είναι τα ίδια.

Πίνει μια γουλιά μπύρα και πάει να γράψει ένα ποιήμα που να έχει μέσα πολλές χριστοπαναγίες.

Ήδη αρχίζει να αισθάνεται καλύτερα.

Page 14: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αυτογνωσία πριν από τον ύπνο

Ο Μανώλης αισθάνεται σαν να είναι πρωταγωνιστής σε διαφήμιση υπερψησταριάς telemarketing.

Ίσως και να είναι απλά δεν θέλει να το παραδεχτεί.

Η γυναίκα στο άλλο δωμάτιο διαφημίζει ένα τεράστιο σουτιέν που υποτίθεται κάνει τα βυζιά να φαίνονται μεγάλα και ζουμερά σαν άσπρα μπιφτέκια.

Η ψεύτικη χαρά των πρωταγωνιστών telemarketing έχει γίνει η δεύτερη φύση του.

Θέλει να δαγκώσει τα σωθικά του αλλά φοβάται να ανοίξει την κοιλιά του.

Όταν είναι με άλλους ανθρώπους αισθάνεται καλά τα πρώτα λεπτά, μετά όμως κάτι σαπίζει μέσα του και όλα πάνε στο διάολο.

Η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, ο αυθορμιτισμός.

Η μπόχα αναδύεται από παντού, από κάθε τρύπα του κορμιού του.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο και πάει στο σπίτι.

Ανοίγει την πόρτα με το κλειδί που είναι παγωμένο μέσα στο παγωμένο χέρι του.

Κλείνει την πόρτα πίσω του.

Ανάβει το φως.

Κάθεται στο κρεβάτι του.

Κοιτάει τον τοίχο.

Αισθάνεται σαν μία πλαστική σακούλα του σούπερ μάρκετ να έχει κολλήσει στο κούτελο του.

«Αυτό που χρειάζομαι είναι ένα καλό μουνί» σκέφτεται.

Ανασυγκροτεί αστραπιαία τη ζωή του σαν περίληψη.

Η φράση «για τον πούτσο» αναβοσβήνει σαν φωτεινή ταμπέλα νέον πίσω από τα μάτια του.

Του αρέσει αυτή η ταμπέλα.

Την κοιτάει για λίγο και μετά πέφτει για ύπνο χωρίς να βουρτσίσει τα δόντια του.

Page 15: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αυτό που κάνω εγώ είναι κάτι

Όταν χάνεις στην αγάπη

Δηλαδή όταν η γυναίκα σου γουστάρει άλλον,

Γαμιέται με άλλον,

Τότε υπάρχει ο δρόμος για την

Τουαλέτα

Για το νεκροταφείο

Για το μπαρ

Για το χασάπικο

Για το σούπερ μάρκετ

Για το γκρεμό με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα.

Για την κρεμάλα

Για την καραμπίνα

Για το τρελάδικο

Για το ξυράφι στο λαιμό σου.

Εντάξει, όλοι χάσαμε στην αγάπη

Και δεν άξιζε και πολλά στην τελική.

Αλλά τι αξίζει στην τελική;

Page 16: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αυτό το ποιήμα είναι γραμμένο πάνω σε ένα βλακώδες ερωτηματολόγιο του ΟΑΕΔ

Πόσο πιο κοινότοπος μπορεί να γίνει ένας μαλάκας, καρκινιάρης δημόσιος υπάλληλος που του ανάθεσαν να γράψει αυτά εδώ τα ερωτηματολόγια;

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΤΕ ΧΡΗΣΙΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ.

ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ; Τι να θέλω ρε μαλάκα; Τίποτα ή όλα ή πολλά λεφτά και πολλά μουνιά ή που να ξέρω τι θέλω ρε καραγκιόζη;

ΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ; Τα πάντα.

ΤΙ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ: Τίποτα ή το να γράφω για καρκινιάρηδες δημόσιους υπαλλήλους σαν και σένα.

ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ ΚΑΛΟΣ: Πουθενά ή ποτέ δεν υπήρξα καλός . Το καλό είναι βαρετό, ένα φιάσκο της Ιστορίας. Προτιμώ το κακό γιατί είναι πιο ειλικρινές και πιο γνήσιο.

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΣ: Σαν γδαρμένο σκυλί με καμμένη γούνα, κουτσό, τυφλό, λυσσασμένο, άγριο και πληγωμένο από τα χαλίκια του δρόμου ή η φάτσα μου είναι ένα φαγωμένο σφουγγάρι του νεροχύτη.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ: Τίποτα ή το να σε βλέπω να πεθαίνεις μέσα σε οξύ ή να πνίγεσαι μέσα στην ίδια σου την κοινοτυπία.

ΤΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΓΙΑ ΣΑΣ: Στα αρχίδια μου ή οι περισσότεροι νομίζουν πως είμαι αναξιόπιστος και μαλάκας και μάλλον έχουν δίκιο.

ΜΕ ΑΝΗΣΥΧΕΙ: Τα πάντα.

ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΣΥΧΝΑ: Με το πουλί μου ή το διάβασμα άχρηστων πληροφοριών τυπωμένων πάνω σε πολτό χαρτιού από κομμένα δέντρα.

ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ: Σχεδόν τα πάντα.

ΑΧ ΚΑΙ ΝΑ: Πέθαινες.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΙΩΘΩ: Και ανησυχώ γιατί δεν γουστάρω να νιώθω.

ΑΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ: Θα σε σκότωνα ρε παλιομαλάκα, δημόσιο καρκίνωμα.

Κάπου εκεί σταμάτησα να συμπληρώνω τα κενά του ερωτηματολογίου γιατί άρχισε να μου βγαίνει πολύ το βίαιο και ήμουν στα πρόθυρα να καταπιώ το χαρτί και το στυλό.

Έριξα μια ματιά στην αίθουσα του ΟΑΕΔ και είδα πως μία καβλιάρα συμμαθήτρια μου που κάναμε μαζί το σεμινάριο για νέους επιχειρηματίες του ΟΑΕΔ με κοιτούσε σαν να μου έλεγε:

Page 17: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΩ ΤΟ ΣΠΕΡΜΑ ΣΟΥ ΑΜΕΣΑ.

Αλλάζω το βλέμμα μου γιατί δεν είχα όρεξη.

Άσε που είχε και σκυλόφατσα. Αυτές με τις σκυλόφατσες όμως είναι πιο τίμιες από τις όμορφες.

Αποφασίζω να επιστρέψω στο ερωτηματολόγιο γιατί η αίθουσα με τους υπόλοιπους είκοσι μαλάκες σαν και μένα, που ήλπιζαν σε κάτι εκεί μέσα, μου ήταν ένα παγερά αδιάφορο θέαμα.

Τελικά κανένας δεν πήρε φράγκο από τον ΟΑΕΔ.

Όλοι απορρίφθηκαν.

Page 18: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αυτοδίδαχτος από την αρχή (ευτυχώς)

Όταν σιχαίνεσαι τα ίδια σου τα σκατά,

Τα ίδια σου τα μούτρα,

Δεν έχεις διέξοδο.

Όταν όμως διαβάζεις ποιήματα ή μυθιστορήματα άλλων γελάς από

Την αηδία για να μην κλαις από απελπισία

Και να μην κοιμηθείς από τη βαρεμάρα

Και ξέρεις πως ναι μεν σιχαίνεσαι όλο σου το είναι

Ξέρεις δε όμως πως υπάρχει κάτι που σε κάνει περήφανο για την πάρτη σου,

Ακόμη.

Ξέρεις να γράψεις δυό-τρεις κουβέντες που λένε κάτι σε μερικούς σαν και σένα εκεί έξω.

Σε αντίθεση με όλους αυτούς τους ανιαρούς

Ξεπουλημένους μαλάκες της χώρας σου,

Που αποκαλούνται από άλλους τόσους ξεπουλημένους μαλάκες

Που τους κρίνουν,

Λογοτέχνες.

Πάω να ξεράσω.

Δεν την γλίτωσα τελικά.

Page 19: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αγγελία

Ψάχνω άτομα που να έχουν την ίδια αρρώστεια με την δικιά μου. Δεν γνωρίζω πως την λένε. Δεν υπάρχει σε κανένα ιατρικό βιβλίο. Οι γιατροί δεν ξέρουν και πολλά. Σαν αγγελία μου ακούγεται. Γυναίκες ή άντρες, δεν έχει σημασία γιατί δεν είναι κάτι το σαρκικό. Βέβαια δεν θα με χαλάσει να βρω μια γυναίκα με την ασθένεια μου. Θα την παντρευόμουν σίγουρα. Το θέμα είναι πως έχω βρει μια τέτοια γυναίκα κι όμως είναι τόσο ηλίθια που δεν μπορεί να παραδεχτεί πως νοσεί. Είμαι τόσο ηλίθιος που θα την αφήσω να μου φύγει.

Page 20: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ακολουθία σκέψης

Αυτός ο κόσμος είναι καλός γιατί εγώ είμαι καλός. Αυτός ο κόσμος είναι τρελός γιατί εγώ είμαι τρελός. Αυτός ο κόσμος είναι κακός γιατί εγώ είμαι ένα μουνόπανο του κερατά.

Page 21: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλη μια μαλακία

Μην μιλάς πολύ. Δεν είναι ανάγκη. Δεν χρειάζεται. Κι αν ανυσηχείς για το αν οι άλλοι σε παρεξηγήσουν και σε λένε ξενέρωτο βάτραχο πίσω από την πλάτη σου, τότε να ξέρεις πως είσαι σε καλό δρόμο. Δεν χρειάζεται να κουτσομπολεύεις, να κατηγορείς χωρίς αιτία αλλά και αιτία να υπάρχει πάλι μην το κάνεις. Έτσι για να έχεις κάτι να πεις; Μαλακία. Σκέφτηκα να γίνω ξυλουργός, φρικιό οικολόγος, ποδηλάτης, σουβλατζής, ηλεκτρολόγος, κιθαρίστας, ποιητής, ζωγράφος. Τίποτα από όλα αυτά δεν μου ταιριάζει. Μάλλον εγώ δεν ταιριάζω σε αυτά ή κάτι τέτοιο. Βαριέμαι τα πάντα. Θέλω μόνο να κοιμάμαι, να χέζω, να τρώω, να αναπνέω, να κατουράω. Σταματάω, δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ.

Page 22: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άλλη μια βραδιά

Ο Νώε δεν είχε πέραση στις γυναίκες. Οι φίλοι του τον έλεγαν σάπιο και πως δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί σωστά για να ρίξει μια γυναίκα στο κρεβάτι. Ο Νώε δεν είχε όρεξη να διαφωνεί με τις απόψεις των φίλων του. Βαριόταν την όλη διαδικασία σωστού ή λάθους. Επίσης βαριόταν να μιλάει άσκοπα σε γυναίκες για να τις ρίξει στο κρεβάτι. Ο Νώε ήταν από μικρός αισθηματίας. Δεν άντεχε τις σχέσεις της μιας βραδιάς. Τον καταναλώνανε ή κάτι τέτοιο. Αισθανόταν σαν χασάπης. «Είσαι κορόϊδο ρε Νώε», του ξεφώνιζαν όλοι. Μα γιατί όταν άνοιγε το στόμα του έλεγε μόνο βλακείες; Μιλούσε σαν καθυστερημένος. Έτσι τουλάχιστον υποστήριζαν οι άλλοι. Αυτός μια χαρά ένιωθε με την πάρτη του πάντως. Άσχετο το ότι δεν μπορούσε να βγάλει γκόμενα. Δεν ήθελε να βγάλει γκόμενα. Αυτό ήταν. Ήθελε να βρει την κατάλληλη και αυτό φυσικά ήταν το δύσκολο. Δεν επιθυμούσε όμως το μέτριο, του φαινόταν υποκριτικό να επιθυμεί το μέτριο, το όχι και τόσο σωστό σε μια σχέση. Ο Νώε πιστεύει πως ίσως έχει έρθει η ώρα να πάρει κατοικίδιο ή κάτι τέτοιο. Το τελευταίο του τσιγάρο του έλεγε ψιθυριστά: Πήγαινε σπίτι.

Page 23: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Απιστία

Ο Γιόζεφ ήταν συγγραφέας. Δεν πολυγούσταρε τους ανθρώπους γενικά. Όχι πως τους μισούσε ή κάτι τέτοιο χαζό. Απλά δεν τους ήθελε για πολύ γύρω του. Τον έκαναν να αισθάνεται άβολα και κάτι σαν κόψιμο στα έντερα, κάτι σαν πέτρα στην κοιλιά του, κουνούσε και του ξέσκιζε τα σωθικά κάθε φορά που τους μιλούσε. Ο εκδότης του Γιόζεφ ήταν μαλάκας. Ήθελε να τον κάνει σώνει και καλά διάσημο. Του Γιόζεφ του άρεσε να είναι ανώνυμος. Απολάμβανε την ανωνυμία του κάθε στιγμή. Ο Γιόζεφ απλά χρειαζόταν τα λεφτά από τις μηδαμινές πωλήσεις των βιβλίων του. Όλα γινόντουσαν για το μουνί και τα φράγκα. Ο Γιόζεφ δεν ήθελε να χάσει την ψυχή του. Το μόνο πράγμα που δεν ήθελε να χάσει. Να πάνε να γαμηθούνε τα μουνιά και οι πωλήσεις. Δεν τον ενδιέφερε. Μπορούσαν να βάλουν όλες τις λίστες και τις τηλεοράσεις και τις στατιστικές τους και τα ψεύτικα, πλαστικά βραβεία τους στον όμορφο, καλολουστραρισμένο τους κώλο. Ο Γιόζεφ ήξερε πως μπορούσε να βγάλει διαμάντι από τα ξεραμένα κουράδια μιας κατσίκας του βουνού. Αυτό σήμαινε γι’ αυτόν να είσαι συγγραφέας και όχι αρχίδια καλαβρέζικα, άνοστα, βραστά λόγια από τους άλλους τους άπιστους.

Page 24: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Άστη στο διάολο

Μου τη βιδώνει. Δεν μπορώ όταν μιλάω με την πρώην μου κι εκείνη δεν έχει πάθος. Τα λόγια της είναι λες και τα έχει καταπιεί ο ωκεανός. Γαμώ την πουτάνα μου. Θέλω να φάω τα σωθικά μου. Πραγματικά αν την είχα μπροστά μου θα της κοπάναγα το κεφάλι στο πάτωμα. Τι θέλω και θυμάμαι το πρόσωπο της; Γαμώ το ξεσταύρι μου. Άστη στο διάολο. Έτσι όπως είμαι μόνος μου καταστρώνω τα διαβολικά μου σχέδια καλύτερα.

Page 25: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

βήτα

Page 26: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Βουκολικό τραγούδι

Πολλές φορές σκέφτομαι να τα παρατήσω όλα

(ποια όλα;;),

Και να μεταναστεύσω στο βουνό.

Να γίνω ένας καλός και αγαθός βοσκός

(δεν υπάρχουν τέτοιοι),

Να τρώω καλά, ποιοτικά φαγητά, αγνά,

Να μην βλέπω γυναίκες και διαολίζομαι,

Να μην έχω τη ασχημομουτσούνα μου συνεχώς κολλημένη σε μια οθόνη,

(σαν τον Όθονα που λέει κάποιος φίλος),

Να μην αντικρύζω με φρίκη τις επίσης άσχημες μουτσούνες των, κατά τα άλλα, ευγενέστατων συμπολιτών μου.

Θα έχω ίσια πλάτη, καθόλου αυχενικό, δυνατά πνευμόνια του βουνού, δυνατά πόδια που θα σκαρφαλώνουνε σε απόκρημνα κατσάβραχα και φυσικά μονίμως φουσκωμένα αρχίδια

Από την ενσυνείδητη αγαμία.

Όλα αυτά βεβαίως δεν θα κρατήσουν για πολύ

Γιατί μια νύχτα χωρίς φεγγάρι θα με μασουλήσουν οι αρκούδες και οι λύκοι και οι ταραντούλες και τα σερνάμενα θα κεντήσουν με δηλητήριο το άτρωτο, βουνίσιο πετσί μου και μετά θα γκρεμοτσακιστώ σε κάποιο βάραθρο, τρέχοντας πανικόβλητος για το κοντινότερο νοσοκομείο.

Το κοπάδι μου θα με κοιτάει αποχαυνωμένο με στρογγυλά, αρνίσια, αθώα μάτια και θα μασουλάει τσουκνίδες κόντρα στον άνεμο.

Υπάρχει όμως και η άλλη περίπτωση,

Δηλαδή να πεθάνω από βαρεμάρα

Εκεί πάνω στα κοτρόνια και στα αγκάθια

Και να με βρούνε μετά από κανα χρόνο,

Το βουνίσιο κουφάρι μου,

Με μια σφαίρα καρφωμένη

Στο βουνίσιο εγκέφαλο μου.

Page 27: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γάμα

Page 28: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γαμάτε γιατί σκεφτόμαστε

Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται πάρα πολύ.

Γι’ αυτό τα τρελάδικα είναι γεμάτα.

Γι’ αυτό οι φυλακές είναι γεμάτες.

Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται πιο πολύ απ’ ότι γαμάνε ή τρώνε ή χέζουν ή δουλεύουν.

Γι’ αυτό τα ψυχοφάρμακα και γενικά τα φάρμακα, τα παυσίπονα, τα ηρεμιστικά, οι παντώς είδους πρέζες, το αλκοόλ, πουλάνε σαν τρελά.

Αν αυτά δεν σου αντισταθμίζουν τη σκέψη, τότε μπορείς κάλλιστα να πάρεις ένα όπλο και να αρχίσεις να «πιστεύεις» κάπου και μπαμ, μπουμ να γίνεις ένας «σκεπτόμενος» δολοφόνος.

Είμαστε όλοι τρόφιμοι ψυχιατρείων. Απλώς ακόμη δεν μας το ανακοίνωσαν επισήμως.

Ζούμε για τη μέρα που κάποιος θα μας πάρει από το χέρι και θα μας βάλει γλυκά, γλυκά στο δικό μας ιδιωτικό τάφο.

Παρόλα αυτά εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε τα ναρκωτικά της επιλογής μας για να ξεχάσουμε τις ηλίθιες, υποβαθμισμένες, χαζές, παιδικές μας υπάρξεις, ελπίζοντας πως ποτέ δεν θα γίνουμε δολοφόνοι.

Page 29: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γαμάτος έτσι κι αλλιώς

Τελικά είχε δίκιο εκείνος ο τυπάς

Όταν έλεγε

Πως η κόλαση είναι οι ΑΛΛΟΙ.

Έτσι είναι φιλαράκι,

Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω.

Πάντως όταν είμαι μόνος μου

Και κάνω βόλτες στη πόλη,

Ξέγνοιαστος,

Δεν δίνω δεκάρα για τίποτα,

Ήρεμος, αναπνέω και κοιτάζω.

Ότι ώρα θέλω φεύγω για το σπίτι μου

Ότι ώρα θέλω στρίβω και πάω όπου θέλω να πάω.

Δεν με απασχολούν οι ΑΛΛΟΙ καθόλου,

Η γνώμες τους οι μπαγιάτικες,

Οι βαρετές λέξεις τους,

Οι παλιές απόψεις τους.

Ποτέ δεν ταιριάζουν με τις δικές μου

Παλιές απόψεις.

Όλο το στρες, όλο το άγχος και οι αρρώστιες,

Μαζεύονται μέσα στον άβουλο σωρό από σάρκα,

Που αποκαλείς σώμα.

Αιτία και αφορμή είναι οι ΑΛΛΟΙ.

Ακούγεται εντελώς παράλογο.

Έτσι είναι,

Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω.

Page 30: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν μπορείς να ζεις και μόνος σου όμως.

Σαν την καλαμιά στον κάμπο,

Σαν σκουλικάκι χωρίς χώμα.

Θες μια γυναίκα, έναν άνθρωπο να πεις μια μαλακία να περάσουν οι ατελείωτες γαμημένες ώρες της ημέρας και της νύχτας,

Θες να γαμήσεις,

Θες να αισθανθείς μέρος κάποιου άθλιου και αναγκαίου συνόλου.

Χαλάρωσε και βρες την άκρη μου λες.

Δεν είναι εύκολο.

Αλλά πρέπει, μου λες.

Και να μην την βρω όμως,

Να ξέρεις πως οι ΑΛΛΟΙ θα φταίνε γι’ αυτό,

Εγώ είμαι γαμάτος έτσι κι αλλιώς.

Page 31: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γαμημένοι υπολογισμοί

Η δουλειά είναι η χειρότερη εφεύρεση του ανθρώπου.

Αυτό σκεφτόταν ο Λάκης.

Οχτώ, εννιά, δέκα και δώδεκα ώρες

Μέσα σε ένα μπουντρούμι που κάποιος

Αποκαλεί αποθήκη ή γραφείο ή κατάστημα ή βίντεο κλαμπ ή κρεοπωλείο ή τράπεζα ή μπουρδέλο.

Ώρες ατελείωτες από την ζωή σου.

Αίμα και ιδρώτας, ποτάμι ατελείωτο από το κορμί σου.

Υπομονή και Κόλαση,

Έτσι έπρεπε να αποκαλείται η δουλειά.

Υπομονή και Κόλαση.

Σαράντα γαμημένες ώρες την εβδομάδα,

Όρθιος, ατσίγαρος, με πονοκέφαλο, με πονόδοντο, με πονόκοιλο,

Με καρδιακή προσβολή, με ψυχολογικά προβλήματα, με καβλωμένη ψωλή.

Και όλα αυτά στην καλύτερη περίπτωση,

Αν κάποιο αφεντικό δεν σε βάλει να κάνεις υπερωρίες,

Χωρίς να πάρεις φράγκο παραπάνω.

Σαράντα ώρες από τη ζωή σου την εβδομάδα,

Να κάνεις κάτι που σου είναι παντελώς αδιάφορο,

Όπως το να

Στρίβεις μία βίδα,

Να πατάς μία σφραγίδα,

Να πατάς ένα κόκκινο κουμπί,

Να σηκώνεις εικοσάκιλα κιβώτια,

Χωρίς τελειωμό και χωρίς έλεος,

Να κουφένεσαι από τον εκκωφαντικό ήχο των μηχανών στο εργοστάσιο,

Page 32: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Να πνίγεσαι από την μπόχα

Των πλαστικών χημικών.

Σαράντα ώρες την εβδομάδα,

Επί τέσσερις εβδομάδες το μήνα,

Επί δώδεκα μήνες το χρόνο,

Επί είκοσι χρόνια (αν είσαι αρκετά υπομονετικός και δεν τα βροντήξεις όλα, σηκωθείς και φύγεις τον πρώτο μήνα και αντέξεις όλο αυτό το ολοκαύτωμα της ύπαρξης σου επί είκοσι χρόνια),

Μας κάνει

38.400 ώρες!

Κι όλα αυτά

Για εξακόσια ευρώ το μήνα,

Τριάντα ευρώ τη μέρα,

Τρία και κάτι ευρώ την ώρα.

Ο Λάκης ζαλίστηκε από τους γαμημένους του υπολογισμούς.

Την επομενη μέρα

Ξύπνησε το μεσημέρι.

Δεν ξαναπήγε στην δουλειά.

Άνοιξε μια μπύρα και άναψε ένα φρεσκοκομμένο πούρο.

Αισθάνθηκε για λίγο και πάλι άνθρωπος.

Page 33: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γαμιόλη Διάβολε

Κλασικά, όπως πάντα, δεν με παίρνει ο ύπνος.

Τα χάπια για την ξαφνική μου κουφαμάρα μου προκαλούν αϋπνία.

Κουφάθηκα όταν ένα χοντρό περιστέρι έκλασε με κρότο μέσα στη μάπα μου στο κέντρο της πόλης.

Σκέφτηκα να σηκωθώ και να κλείσω το πατζούρι.

Είναι 01:26 τη νύχτα. Είμαι άνεργος.

Ίσως ο Διάβολος να με παρακολουθει στενά με τα κόκκινα μάτια του. Ναι αυτός είναι. Τον βλέπω από το παράθυρο.

Έχω αυχενικό πρόβλημα και δεν μπορώ να κάνω κινήσει με τον λαιμό.

Άστον να βλέπει το μαλάκα το ματάκια.

Έτσι κι αλλιώς πάντα αξιοθρήνητος ήτανε, σαν κόκκινος δονητής.

Πρέπει να να πάω για κούρεμα και πρέπει να ξυρίσω τις τρίχες από τη μούρη μου.

Μοιάζω με θάμνο της ερήμου με στραβή μύτη.

Η ζωή είναι ένα σύνολο από βαρετές υποχρεώσεις.

Νύχια, τροφή, παπούτσια, χάπια, πορτοκαλάδα, καφές, κορδόνι, παντελόνι, σώβρακο, καπότες που δεν έχουν λήξει, γάλα, ενέσεις, καπνός, κατσαρίδες, γυαλιά, λογαριασμοί, ξυπνητήρια, χώνεψη.

Μάλλον θα πρέπει να μετακομίσω με τον Διάβολο σε κάποια ζούγκλα του Αμαζονίου.

Του το λέω.

Ο μαλάκας δεν θέλει, δεν του αρέσει λέει εκεί. Τη βαριέται τη ζούγκλα. Του λέω πως έχει και ταραντούλες που θα του αρέσουν και ανακόντα και πιράνχας.

Ο Διάβολος μου λέει πως οι άνθρωποι είναι πιο διασκεδαστικοί από τις ταραντούλες και πολύ πιο δηλητηριώδεις. Έχουν περισσότερη πλάκα όταν τους λιώνει με την καυτή του όπλη.

Του λέω να πάει να γαμηθεί και κλείνω το πατζούρι.

Απόψε δεν θα την παίξω, το αποφάσισα.

Φυλάω το σπέρμα μου για κάποια πουτάνα πολυτελείας.

Page 34: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γαμιόλη Διάβολε!

Γιατί ρε μπάσταρδε δεν θέλεις να πάμε στη ζούγκλα;

Τώρα θα αναγκαστώ να γυρίσω πίσω σε αυτό το στρώμα της αϋπνίας,

Και να προσποιηθώ πως κοιμάμαι μέχρι να έρθει το πρωί.

Page 35: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γενέθλια με ιγμορίτιδα στη ταράτσα

Σήμερα είναι Πέμπτη. Είναι νύχτα και ο Λάρρυ θέλει να πέσει από τη ταράτσα της πολυκατοικίας του μπας και γλιτώσει από τον εαυτό του.

Μια αχανής, ξεραμένη, ερημωμένη, κολασμένα ζεστή και κολλώδης περιοχή πιάνει χώρο μέσα στο στήθος του.

Είναι ένας βάλτος από σκατά και θανατηφόρα κουνούπια φορτωμένα με μιας καινούριας μορφής ελονοσίας που δεν γιατρεύεται.

Τι έχει πάθει;

Τόσο αδειασμένος και εγκαταλειμμένος από το ίδιο του το κεφάλι. Ο Λάρρυ είναι μια άσπρη, άδεια, μουχλιασμένη νταμιτζάνα που ζέχνει ταγκίλα από το παλιό λάδι, ξεχασμένη σε ένα παλιό ελαιουργείο εδώ και δέκα χρόνια.

Τι ζητάει από ετούτο δω το παράξενο πράγμα, τη ζωή;

Μακάρι να ήξερε, γαμώ τη κοινωνία και γαμώ το μυαλό του.

Ο Λάρρυ δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα.

Τελικά αναβάλλει τη βουτιά από τη ταράτσα για αύριο.

Να πιεί μια μπύρα ή να ανάψει ένα πούρο;

Τα κάνει και τα δύο.

Τα κεράκια τα έφαγε κι έκαψε τη τούρτα.

Ξέχασε όμως να κάνει μια ευχή.

Ίσως κάποτε να έβρισκε το κουράγιο να πηδήξει.

Προς το παρόν γιορτάζει την απάθεια και την άγνοια του μετά από τη τέταρτη αποτυχημένη προσπάθεια να φουντάρει.

Χρόνια πολλά σκατιάρη!

Page 36: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Για τον άδικο χαμό μιας γκόμενας

Γιατί είσαι τόσο ξενέρωτη;

Δεν περίμενα να σε θρηνώ λες και είσαι κανένας πεσμένος στρατιώτης στο μέτωπο,

Γεμάτη αίμα, λάσπη,

Νεκρή και αφημένη από κάθε ζωή.

Κάθεσαι έξω στο κρύο μόνη σου ή με το σκύλο σου.

Κανονικά θα έπρεπε να σε θαυμάζω που είσαι τόσο αντικοινωνική και τόσο δυνατή.

Σε λυπάμαι όμως γιατί δεν μπορώ να πάρω αυτό που θέλω από εσένα.

Δεν αναρωτιέσαι ποτέ τι τροφή θέλει το μυαλό σου;

Για ποια τροφή ουρλιάζει και εκλιπαρεί το μυρωδάτο σου, τραγανό σώμα;

Δεν σκέφτεσαι πως ίσως αύριο, γλυκειά μου, να μην υπάρχεις σε αυτόν εδώ τον κόσμο;

Ίσως το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνω εγώ το πρώτο βήμα,

Το πρώτο βήμα του χαζού και του αδύναμου.

Μπροστά σου, σαν μυθομανής ζογκλέρ ζωσμένος εκρηκτικά που θέλει να καεί για τα θολά πιστεύω του,

Να σε πιάσω με τα υγρά μου χέρια που βρωμάνε βενζίνη και να μην σε αφήσω ποτέ ξανά.

Ακούγομαι σαν παρανοϊκός δολοφόνος με πολλές εμμονές.

Αυτό είναι όμως που χρειάζεσαι.

Όλα τα σκουπίδια που έχεις μέσα στο κεφάλι σου δεν υπάρχουν,

Είναι φαντάσματα και αόρατες οπτασίες, πλαστικά ποιήματα τρόμου.

Το μόνο που είναι πραγματικό

Είναι τα δυο τραγανά σου στήθια που τα κρύβεις κάτω από μαυροκόκκινα υφάσματα,

Τα δάχτυλα σου που είναι φυλακισμένα τόσα χρόνια.

Συνεχίζεις να νομίζεις πως είσαι ελεύθερη.

Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα και αμέσως ήξερα πως εγώ θα ήμουν

Ο ανόητος.

Είχα επιλέξει το ρόλο μου από την αρχή.

Page 37: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν σε άγγιξα όμως ποτέ,

Γιατί δεν ήθελα να αισθανθώ άβολα,

Όταν τα κότσια από τις γροθιές σου θα θρυμμάτιζαν

Το στραβό ρινικό μου διάφραγμα.

Τελικά ρίχνω όλο το φταίξιμο πάνω μου και αισθάνομαι καλά.

Page 38: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γυρνώντας από τη δουλειά τα φώτα της πόλης λαμπυρίζουν σαν τεράστια σκαθάρια

Ο Βασίλης μόλις σχόλασε.

Πρέπει να οδηγήσει 35 χιλιόμετρα για να πάει στο σπίτι του.

Η ώρα είναι 22:00 και είναι στο πόδι από της 07:00 το πρωί.

Είναι άρρωστος με γρίπη και είναι Ιούνιος.

Το κεφάλι του είναι ένα δοχείο με μίξες και καυτή πίσσα που μέσα της βράζει η φαιά του ουσία.

Κούραση, απογοήτευση και μιζέρια.

Τρία από τα βασικά συστατικά του σώματος του.

Η νύχτα είναι γεμάτη υγρασία και είναι παντελώς αδιάφορη.

Δεν ξέρει πως γίνεται μια νύχτα να είναι αδιάφορη αλλά αυτή εδώ σίγουρα είναι.

Τα μάτια του μαζεύουν τόνους αδιαφορίας πάνω από το παμπρίζ και τα κόκκινα φωτάκια των μπροστινών αυτοκινήτων τον υπνωτίζουν.

Το μόνο που θέλει είναι να φτάσει στο σπίτι, να τραβήξει μια καλή μαλακία, να φάει ένα καλό γεύμα, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο.

Μετά, να πέσει στο στρώμα και να κοιμηθεί σα νεκρός.

Ο θάνατος μπορεί να είναι ένα από τα πιο ανιαρά πράγματα που υπάρχουν.

Ειδικά όταν έρχεται αργά κατά πάνω σου σαν σακατεμένο σαλιγκάρι.

Ακόμη κι αυτό δυσκολεύεται να το σκεφτεί.

Page 39: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γειτονικές υποθέσεις αυτολύπησης

Ποτέ μου δεν έκανα κάτι για να ευχαριστήσω κάποιον.

Πάντοτε ήμουν σαν μαλάκας, κάπνιζα από το γυμνάσιο και βρωμούσα σαν φουγάρο πλοίου, πήγαινα πάντα σε πουτάνες και πάντα σε πουτάνες καταλήγω να πηγαίνω.

Οι άνθρωποι είχαν πάντα τις απόψεις τους για μένα.

Πάντα ήμουνα βρωμόστομος, ανυπόμονος, κακός.

Σχεδόν όλη μου τη ζωή είμαι άνεργος και ποτέ δεν είχα κάποια κλίση ή ενδιαφέρον.

Τα σπορ τα βαριόμουνα.

Κοιτάζω τα πρόσωπα των ανθρώπων και δεν βρίσκω τίποτα το ενδιαφέρον.

Ο γείτονας παντρεύτηκε και έκανε παιδιά.

Το πρόσωπο του έγινε ακόμη πιο ανέκφραστο.

Ο γείτονας έχει καλή δουλειά και δουλεύει εκατό ώρες την εβδομάδα.

Τη γυναίκα του τη γαμάει κάποιος άλλος.

Σήκωσα το χέρι μου και τον χαιρέτησα.

Δεν με χαιρέτησε πίσω.

Έβαλα τα γέλια και τράβηξα μία γουλιά από το κρασί μου.

Και οι δύο θα πεθαίναμε στο τέλος.

Page 40: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δελτα

Page 41: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν υπάρχει λόγος

Είμαι τελείως χύμα. Βγαίνω στον κήπο και οι γείτονες κοιτάνε. Φοράω ένα ξεγανωμένο σώβρακο και ποτίζω το γκαζόν. Η ψωλή και τ’ αρχίδια μου κρέμονται απ’ έξω. Οι γείτονες κάνουν πως δεν βλέπουν και γουρλώνουν τα μάτια συγχρόνως. Η φοιτήτρια από απέναντι έχει βγει στο μπαλκόνι και ξερογλύφεται απλώνοντας τα πολυφορεμένα βρακιά της. Η γυναίκα μου μου φωνάζει να συμαζευτώ. «Τ’ αρχίδια μου κάνουν τραμπάλα στον άνεμο», λέω στη γάτα μου. Γελάμε μαζί. «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας» μου λέει η γάτα, «και μένα μου αρέσει να αερίζω τ’ αρχίδια μου, γι’ αυτό δεν φοράω ποτέ σώβρακα». Η γάτα αφήνει μια κλανιά και φεύγει. Αυτά τα ζώα έχουν φοβερό στυλ. Δεν τους νοιάζει τίποτα. Πεθαίνουν ένδοξα στην άσφαλτο λες και αυτοκτονάνε. Κόντρα στο σίδερο και την γαμημένη την στενομυαλιά των ανθρώπων και των αυτοκινήτων τους. Κόντρα στον σάπιο πολιτισμό τους.

Page 42: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν κοιμόμαστε καλά

Ο Σταν νόμιζε πως ζούσε στην κόλαση. Έτσι ήταν, απλά δεν είχε ζέστη και καζάνια. Είχε άλλα. Νόμιζε επίσης πως είχε πάθει πάρκινσον από τους πολλούς καφέδες. Η αλήθεια είναι πως τώρα και δώδεκα μήνες ο Σταν ζει κάτω από το καθεστώς του φόβου. Σήμερα ξύπνησε και ήταν ένα τόνο λευκότερος από το συνηθισμένο. Το πρόβλημα δεν ήταν το χρώμα. Το πρόβλημα ήταν πως με την αυτόματη κυνηγετική καραμπίνα που αγόρασε χτες το πρωί σκότωσε τον ενοχλητικό γείτονα, τα παιδιά του που του έσπαγαν όλη μέρα τ’ αρχίδια με τα ατελείωτα παιχνίδια τους, την σαβούρα την γυναίκα του που τον κεράτωνε με τον καλύτερο του φίλο τον Μπόμπι, τον Μπόμπι που τον έπιασε στα πράσα με την σαβούρα την γυναίκα του, ενώ τα παιδιά παίζανε και ο γείτονας γκρίνιαζε. Ακόμη και τον σκύλο πυροβόλησε ο Σταν που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τις Κυριακές με εκείνο το επίμονο γάβγισμα του. Στην αρχή μόνο για τον σκύλο πήγαινε αλλά μετά πήρε φόρα. Τα περιπολικά είχαν κιόλας μαζευτεί απ’ έξω. Ο Σταν μύρισε την χαρακτηριστική μυρωδιά του γουρουνιού στην αυλή του. Κοίταξε την ώρα. 12 και 45. Τουλάχιστον είχε προλάβει να κοιμηθεί σαν άνθρωπος μέχρι το μεσημέρι. Θυμήθηκε τα φοιτητικά του χρόνια και γέλασε χαρούμενος μετά από πολύ καιρό.

Page 43: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Διαλυμένος

Διαλυμένος ο Χριστός κάθεται στο ξύλινο τραπέζι που έφτιαξε με τα χέρια του, στις ξύλινες αγαπημένες καρέκλες. Διαλυμένος ο Χριστός καπνίζει ένα τσιγάρο και ξέρει πως είναι ανταγωνιστικός και ζηλιάρης. Ξέρει επιτέλους τι σημαίνει αμαρτία. Δεν αισθάνεται τύψεις για την χαμένη του δόξα. Μόνο λύπη, αγωνία, μίσος, φόβο, ανυπομονησία, σιχαμάρα. Ρουφάει μια καλή από το τσιγάρο του. Τώρα καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι ζηλεύουν. Γιατί πεθαίνουν.

Page 44: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δίαιτα

Πρέπει να σταματήσω να τρώω τα βράδια. Έχω αρχίσει να παχαίνω. Μαλακία. Θέλω το σώμα μου να είναι σφιχτό και δυνατό. Γι’ αυτό τυραννιέμαι άλλωστε και κάνω καταχείμωνο με παγωμένο νερό μπάνιο. Και το μυαλό μου θέλω να είναι τέλειο. Γαμώ την πουτάνα μου, πόσο χυδαία παραπλανημένοι είμαστε από το ίδιο μας το κεφάλι. Τελικά γίνεται να σταματήσει κανείς να αυνανίζεται;

Page 45: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δύσκολη μέρα

Όταν μεταμορφώνεσαι σε τέρας και μετά σε καλό παιδί και μετά σε κάτι μέτριο όπως ξαναζεσταμένα μακαρόνια, κάτι δεν πάει καλά. Δεν είσαι πλαστελίνη, είσαι άνθρωπος ή μήπως δεν αξίζει να λέγεσαι άνθρωπος καν; Ο Ινάφ πίνει το ζεστό τσάι του και θυμάται που ο ξάδερφος του του είχε πει πως δεν είναι κακό να είσαι τρελός, αρκεί να μην είσαι μαλάκας. Ο Ινάφ είναι άρρωστος και το τσάι είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου όταν είσαι άρρωστος. Ποιος νοιάζεται για τους τρελούς, για τις σαλαμάνδρες που κοιμούνται, για τους βροχερούς ουρανούς; Ο Ινάφ έχει το ζεστό του κρεβατάκι, το ραδιοφωνάκι του, το πορτατίφ του. Μια ανακοίνωση: «Ανακοινώνουμε πως ο τάδε καλλιτέχνης δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί στην προγραμματισμένη του ώρα λόγω ξαφνικής ασθένειας». Τι ανακούφηση. Το δέρμα ξύνεται. Με τον χειμώνα έρχεται και ο πόνος, μπλα μπλα μπλα, κάθε εποχή έχει και ένα τέλος, μπλα μπλα μπλα. Γαμώ το μουνί του πιο χοντρού ελέφαντα της ζούγκλας. Προσπαθεί να δει μέσα από αυτή την σάπια μεταμφίεση αλλά παπάρια δεν φαίνεται τίποτα. Όλα είναι κρυμμένα πίσω από μια μαύρη, παχιά κουρτίνα, σαν κουβέρτα από βαρετά λόγια όλο σκόνη. Από το πρωί ο Ινάφ έχει φάει: δύο πορτοκάλια, ένα σάντουιτς μορταδέλα, ένα ποτήρι γάλα, δύο κουταλιές μέλι, ένα καρύδι, ένα πιάτο καρμπονάρα, πατάτες τηγανιτές, δύο μπανάνες, σαλάτα λάχανο-καρότο, σοκολάτα αμυγδάλου, ένα ποτήρι καφέ φίλτρου, ένα ποτήρι ζεστό τσάι, ένα κομμάτι σουφλέ σοκολάτας. Δεν νομίζω μια σαλαμάνδρα να τρώει τόσο πολύ.

Page 46: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δώσε μου ένα διάλειμμα

Δεν υπάρχει περίπτωση να την γλιτώσεις έτσι φτηνά. Πάντα θα υπάρχει κάτι που θα σε αρρωσταίνει. Μπορεί να είναι το ποτό και το ξενύχτι, μπορεί να είναι η νηστεία και η αποχή από το σεξ, μπορεί να είναι η γυμναστική ή η μη γυμναστική, μπορεί να είναι η τηλεόραση ή το πολύ φαγητό, μπορεί να είναι η φιλοζωία σου, μπορεί να είναι το ίντερνετ και ο γαμημένος ο υπολογιστής σου, μπορεί να είναι που δεν σκέφτεσαι σωστά, μπορεί να είναι το πολύ τσάι, ο πολύς καφές ή ο πολύς δίκταμος ή το πολύ φασκόμηλο, μπορεί να είναι το χαλασμένο μηχανάκι σου ή η γυναίκα σου ή η ερωμένη σου ή το παιδί σου. Μπορεί να είναι ο τρόπος που κοιμάσαι ή το αυχενικό σου ή η υγρασία ή το κρύο, μπορεί να είναι το ιγμόριο σου ή η αντιβίωση σου, μπορεί να είναι ο προστάτης σου ή το τσιγάρο ή η υγειηνή διατροφή σου, μπορεί να είναι η διαστροφή σου, μπορεί να είναι το κακό αίμα σου, μπορεί να είναι ο φίλος σου ή ο γείτονας σου ή ο εχθρός σου. Όλα στο ίδιο σκατό καταλήγουνε. Πάντα θα υπάρχει κάτι που θα σε αρρωσταίνει. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα διάλειμμα απ’ όλα αυτά, λίγες μέρες ή και μήνες για να ξεδιαλύνεις τα πράγματα μέσα στο καύκαλο σου. Μετά μπορείς να ξαναρχίσεις φρέσκος και δυνατός. Ο αγώνας δεν σταματάει ποτέ. Δώσε στον άνθρωπο ένα διάλειμμα και λίγο κουράγιο, λίγο χώρο, και εκείνος μπορεί να συνεχίσει αυτή την τρελή ζωή που κάνει. Λες και θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ποτέ δεν πίστεψα στον άνθρωπο, πιστεύω όμως στις αρρώστιες του.

Page 47: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δρόμος αντοχής

Παγιδευμένοι σε ένα στρόβιλο από επιθυμίες που ποτέ δεν ικανοποιούνται. Κάτι μας πήρανε. Κάτι λείπει. Κάποτε το είχαμε αλλά τώρα έχει χαθεί. Αυτή είναι η ομορφιά της ζωής λένε μερικοί. Εγώ λέω πως αυτά είναι μαλακίες. Το χασάμε και πάει τελείωσε. Την γαμήσαμε από χέρι δηλαδή με λίγα λόγια. Τώρα μας έμεινε να αποδείξουμε ποιοι είμαστε και ποιοι δεν είμαστε. Ένας ηλίθιος και μάταιος αγώνας δρόμου γεμάτος κραιπάλη και θάνατο κομμάτι το κομμάτι. Βλακείες. Το μόνο που έχω να κάνω φίλε μου είναι να αντέξω, τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Εντάζει αισθάνομαι λιγάκι ακρωτηριασμένος, ξεγελασμένος, απατημένος, χαμένος και απογοητευμένος. Απορώ πως ο Χριστός αναστήθηκε. Εγώ δεν θέλω να αναστηθώ απλά θέλω να αντέξω. Έστω και μια σπίθα ζωντάνιας να μείνει μέσα μου θα είμαι πέρα για πέρα ευχαριστημένος. Τα γέλια του Χριστού ακούγονται από ψηλά. Τον μαλάκα με περιπαίζει. Δεν του κρατάω κακία. Πως θα μπορούσα άλλωστε αφού είχε όλες τις καλές προθέσεις να μας σώσει;

Page 48: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν έχετε τίποτα να μας πείτε

Οι λογοτέχνες μας (τι ηλίθιος όρος, γελοίος σαν αυτούς που εκφράζουν),

Είναι πέρα μα πέρα βαρετοί.

Χρησιμοποιούν δύσκολες λέξεις, άγνωστες λέξεις μπας και εντυπωσιάσουν τον ήδη εξαπατημένο,

το φουκαρά τον αναγνώστη.

Φυσικά δεν συμπονώ το βρωμερό υποκείμενο τον αναγνώστη.

Ο καθένας είναι άξιος της μοίρας του.

Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μπορέσω να τελειώσω ένα βαρετό βιβλίο που έκανα το λάθος να πληρώσω κι απο πάνω.

Αν δεν το είχα πληρώσει θα το είχα κάνει προσάναμα από τις πρώτες δέκα σελίδες.

Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, όλοι οι νέοι και παλιοί λογοτέχνες του τόπου μας είναι ίδιοι, αν εξαιρέσεις δύο περιπτώσεις, πάνω κάτω.

Βαρετοί, ανιαροί, χλιαροί, πούστηδες, μοντέρνοι, αυτάρεσκα ξαναζεσταμένα σκατά.

Γαμώ το σπίτι του μαλάκα που πήγα και αγόρασα το βιβλίο του.

Μούτζες δίνω στα μούτρα μου με τα χέρια και με τα πόδια που πήγα και ακούμπησα τα ωραία μου λεφτουδάκια για να αγοράσω αυτό το τούβλο που είναι γεμάτο μαλακίες.

Δεν έχετε ταλέντο. Ποτέ δεν είχατε. Πάρτε το χαμπάρι. Το ότι ξέρετε γραμματική και συντακτικό, το ότι γνωρίζετε να γράφετε σωστή έκθεση δεν σημαίνει πως σας κάνει συγγραφείς που θα έπρεπε να διαβάσω.

Το τελειότερο επάγγελμα για σας θα ήταν δημοσιογράφος και όχι καλλιτέχνης και συγγραφέας.

Το λογοτέχνης δεν μπορώ να το προφέρω, μου φέρνει αναγούλα.

Δεν έχετε ψυχή, αρχίδια, προσωπικότητα, καρδιά.

Είστε ένα αναμάσημα του αναμασήματος των ξερατών αιώνων βλακείας και ανουσιότητας τυπωμένης πάνω στο χαρτί.

Πιάστε μια κανονική δουλειά, παντρευτείτε, κάντε παιδιά, αγοράστε σκύλο ή γάτα, γαμήστε, πάρτε καινούριο αυτοκίνητο, παίξτε ξύλο με αλήτες στο δρόμο, απατήστε τη γυναίκα σας, σκοτώστε το γείτονα, πηγαίνετε στην Βαρκελώνη ή στην Βουλώνη ή όπου στο διάολο θέλετε αλλά μην γράφετε. Μην γράφετε, κάντε οτιδήποτε άλλο.

Το χρήμα και ο χρόνος μου είναι πολύτιμα.

Page 49: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν έχετε τίποτα να πείτε για τις ζωές μας,

Τουλάχιστον ζήστε την δική σας όσο σας μένει καιρός.

Page 50: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν με νοιάζει και πολύ

Είναι σαν όλος ο κόσμος να περιμένει από εμένα να κάνω κάτι.

Να πω κάτι συνταρακτικό που θα τους κάνει να τρέμουν από περηφάνεια.

Στα πάρτυ, στην ουρά του ταχυδρομείου, στο μπακάλικο, στο μπουρδέλο.

«Φιλαράκι, δίνεις πολύ σημασία στον εαυτό σου. Νομίζεις πως είσαι κάποιος πολύ ξεχωριστός, ενώ δεν είσαι τίποτα παραπάνω από άλλη μια κουράδα που κυλάει στο βόθρο προς τη θάλασσα».

Έτσι μου λέει ο Λάρρυ ο Σπασοδόντης.

Ναι έτσι είναι.

Δίνω πολύ σημασία στα πάντα.

Το ξέρω πως θα καταντήσω ένας ακόμη βρωμερός γέρος.

Δεν με νοιάζει και πολύ.

Page 51: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν θα γίνω ποτέ μόδιστρος

Όταν πίνω αλκοόλ η μύτη μου βγάζει κάτι τεράστια κομμάτια άσπρης μύξας σαν ζελεδάκια λεμόνι.

Αυτή είναι μία από τις κατάρες μου.

Και ένας από τους λόγους που είμαι σχεδόν πάντα μπακούρι.

Οι Αμερικάνοι είναι άρρωστοι. Ειδικά μερικοί σκηνοθέτες. Είδα το Ken Park. Τι άχρηστη αηδία θεέ μου.

Ένα μάτσο κωλόπαιδα που παλεύουν να σου τραβήξουν την προσοχή.

Δεν με νοιάζει αν οι Αμερικάνοι είναι άρρωστοι. Όλοι οι λαοί είναι άρρωστοι με τον δικό τους ηλίθιο τρόπο.

Μου έριξε το ηθικό. Ήταν που ήταν ριγμένο από μόνο του.

Τι μαλάκας σκηνοθέτης, κάθεται και ασχολείται με τα πιτσιρίκια.

Όλα για τα φράγκα γίνονται πια;

Πάω να ακούσω λίγο κλασσική μουσική.

Ναι, είμαι τόσο αντιμοντέρνος και τόσο αντικούλ που γουστάρω αφάνταστα να το διαλαλώ.

Γαμώ τις μόδες σας ρε.

Page 52: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

εψιλον

Page 53: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Εγώ κι αυτή

Δεν αντέχεται άλλο αυτό το βάρος. Μα αυτό το βάρος είναι που σε κάνει άντρα, μου λένε. Μου τρώει τα σωθικά αυτό το βάρος ρε παιδιά, τους λέω. Μα έτσι είναι ρε φιλαράκι, αν θέλεις να σε σέβονται και να σε φοβούνται και να σε θαυμάζουν, έτσι πρέπει να γίνει η δουλειά. Μα υποφέρω σας λέω ρε! Έτσι είναι, μου λένε, δέξου το ή παράτα τα για άλλη μια φορά. Τα παρατάω λοιπόν ξανά και πάω να ζήσω εγώ και η μουσική που παίζει μέσα στο κεφάλι μου, μόνοι μας, εγώ κι αυτή, σε κάποιο άλλο καλύτερο μέρος. Κάπου που θα είναι πιο εύκολο να ζεις παρά να πεθαίνεις.

Page 54: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Είκοσι έξι έτη

Δεν νομίζω πως με νοιάζει κάτι πολύ. Θέλω να πω, γενικά, δεν ενδιαφέρομαι πολύ για κάτι συγκεκριμένο. Όλα έχουν ένα άρωμα ματαιότητας. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά απαισιόδοξο για μένα. Θα το έλεγα περισσότερο ανακουφιστικό παρά απαισιόδοξο αίσθημα. Δεν μπορώ να σταματήσω να ζω. Δεν μπορώ να κόψω την αναπνοή μου. Καμιά φορά βέβαια κόβεται από μόνη της. Ζαλίζομαι. Σιχαίνομαι τους γιατρούς. Είναι όλοι κομπογιαννίτες, κλέφτες και ραδιουργοί, αδιάφοροι, ψυχροί επαγγελματίες. Επίσης δεν επιθυμώ να ξαναθέσω το τομάρι μου μέσα σε κουτί αεροπλάνου. Φοβάμαι τα ύψη. Τα βλέπω ακόμη και στην τηλεόραση και με πιάνει ζάλη. Δεν είναι πως τρέμω τον θάνατο. Ο θάνατος είναι βαρετός. Πιο βαρετός κι από μυγόχεσμα. Αλήθεια τι χρώμα έχει ένα μυγόχεσμα; Άσπρο ή μαύρο; Θα ήθελα να διαλέξω εγώ το θάνατο μου. Αυτό προσπαθώ να κάνω εδώ και είκοσι έξι έτη. Δεν μπορώ να καταλήξω κάπου.

Page 55: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Έκθεση στο σχολείο

Γενικά είμαι φλώρος. Δεν αντέχω την αυπνία, οι κακουχίες είναι σκατά, δεν μου αρέσουν τα τραίνα, οι συναυλίες, τα αεροπλάνα, τα ταχυδρομεία, τα καράβια, τα δάση, τα παιδιά, τα βουνά, τα αυτοκίνητα. Το δικό μου αυτοκίνητο βέβαια μου αρέσει γιατί με πάει εκεί που θέλω. Είμαι απαλομαμούνας, φλωράκος, καλό παιδάκι. Δεν πίνω πολύ, δεν καπνίζω πολύ, δεν παίζω το πουλί μου πολύ. Προσπαθώ τουλάχιστον. Με μία λέξη, φυσιολογικός. Έχω πολλές νευρώσεις βέβαια. Κάποτε ευελπιστώ να γίνω διάσημος και να γαμάω πολλά και ωραία μουνιά. Ο πατέρας μου λέει να τα παρατήσω και να κάνω κάτι με λεφτά. Εγώ θέλω να γίνω νομπελίστας συγγραφέας. Ίσως να ξεκινήσω και την πίπα. Θα δω. Τι να γίνω δηλαδή; Δημοτικός υπάλληλος, ηλεκτρολόγος, μανάβης; Τα σαββατοκύριακα να πηγαίνω με την γυναίκα και τα παιδιά για μπανάκι ή στο χωριό; Ανατριχιαστικό. Ελπίζω να μου βάλετε καλό βαθμό αλλά και να μην μου βάλετε στ’ αρχίδια μου, εγώ θα κάνω αυτό που θέλω.

Page 56: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένα σπίτι

Τα ευχαριστήρια της μου φαίνονται τόσο ανούσια. Εκνευριστικά. Εγώ μαζεύω πόντους και εκείνη παίζει το πιο παλιό παιχνίδι χαμένου-κερδισμένου. Μα τελικά ποιος είναι ένα από τα δύο; Όλοι βαδίζουμε αργά και σταθερά σε κάποιο τάφο, σε κάποιο νεκροταφείο, δίπλα σε κάποιο πάρκο μέσα στην πόλη. Πόση οδύνη και αγωνία κρύβουν οι κινήσεις μας παλιά μου αγάπη;

Page 57: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένα ζευγάρι γκρι παντόφλες

Οι άνθρωποι μοιάζουν με μύγες που σπάνε τα νεύρα του θανάτου και δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Ο Θάνατος διαβάζει το βιβλίο του αλλά οι μύγες-άνθρωποι δεν τον αφήνουν ήσυχο και όλο ζουζουνίζουν γύρω από τα αρχαία και ταλαιπωρημένα αυτιά του. Ο Θάνατος χάνει την υπομονή του και πιάνει την δεξιά, ξεπατωμένη, χειμωνιάτικη, γκρι παντόφλα του και λιώνει τα κεφάλια των μυγών-ανθρώπων στο πλακάκι του σπιτιού του. Ο Θάνατος ξαναγυρνάει, ήρεμος πλέον, στην ανάγνωση του βιβλίου του. Αύριο έχει δουλειά στα χωράφια. Ποιος είπε πως οι παντόφλες δεν σκοτώνουν;

Page 58: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένας διπρόσωπος φίλος

Ο Λάουντρουπ έχει κάνει μερικούς φίλους αυτά τα χρόνια. Δύο-τρεις από αυτούς αξίζουν. Οι άλλοι είναι αδιάφοροι και ειδικότερα ο ένας από αυτούς είναι μεγάλος ρουφιάνος και μαλάκας. Πίσω από την πλάτη του λέει άσχημα πράγματα για τον Λάουντρουπ. Εκείνος δεν δίνει σημασία. Οι φίλοι μπορούν πολύ γρήγορα να γίνουν εχθροί με ένα βλέμμα, με μία κίνηση. Ο Λάουντρουπ δεν έχει όρεξη να του κοπανήσει το κεφάλι στο πεζοδρόμιο, αν και δεν θα αρνιόταν να τον δείρει αν ήταν σε φάση και είχε πολλά νεύρα. Πάντα κάνει καλό να δίνεις λίγο ξύλο σε ορισμένους καραγκιόζηδες για να στρώσουν χαρακτήρα. Θα είχε πλάκα. Αυτοί που κάνουν πως τα ξέρουν όλα, δεν ξέρουν τίποτα και τα λόγια τους είναι τόσο φαιδρά όσο και το παιδικό μυαλό τους. Όπου και να τους συναντάς αυτούς τους ξερόλες, και πίστεψε με θα τους αναγνωρίσεις αμέσως γιατί θέλουν συνεχώς να επιδεικνύονται, να τους αποφεύγεις σαν τη λέπρα. Είναι απλά για τον πούτσο και το βασικότερο: μην τους αφήσεις να σε πείσουν πως είναι πιο γαμάτοι από σένα.

Page 59: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένας μαλάκας και μισός

Ο Τάσος πρέπει επιτέλους να παραδεχτεί πως είναι φλώρος, υποχόνδριος, μαμάκιας και δειλός. Κατά βάθος δεν έχει καμία αξία το βρωμερό του πλαδαρό τομάρι. Ο γυαλάκιας ο Τάσος είναι πιο ανέμπνευστος κι από σανίδα ξεχασμένη στη βροχή. Ο Τάσος είχε κάποτε ένα όνειρο μα μόνος του το έκανε στάχτη ένα απόγευμα. Ποτέ δεν παραδέχτηκε το προφανές: Δεν είχε ποτέ τα κότσια να είναι ο εαυτός του. Δηλαδή: Ένας μαλάκας και μισός.

Page 60: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Εγώ και το φτυάρι μου

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι

Τους πολύξερους,

Αυτούς που φωνάζουν πολύ εκεί που θα έπρεπε να μιλάνε κανονικά,

Τους δικηγόρους,

Τους γιατρούς,

Τους πιλότους,

Τους έμπορες,

Τους ορειβάτες,

Τους γονείς,

Τους παππούδες,

Τις γιαγιάδες,

Τους ψαράδες,

Τους νέους,

Τους Θεούς,

Αυτούς που κάνουνε γιόγκα,

Τους παλιούς,

Τους διατροφολόγους,

Τους γκουρού παντώς είδους,

Τις πισίνες,

Τους περιπτεράδες,

Τις φίλες των φίλων,

Τους ειρηνιστές,

Τους υπουργούς.

Τις καπότες.

Κάνε αυτό που γουστάρεις,

Page 61: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ακόμη κι αν αυτό είναι κάτι που οι άλλοι λένε πως μπορεί να σε σκοτώσει.

Οι άλλοι ποτέ δεν έμαθαν τίποτα.

Γράφτους όλους στα παπάρια σου.

Δεν υπάρχει δρόμος,

Μόνο ένα φτυάρι υπάρχει

Και με αυτό ανοίγεις δρόμο

Μέσα από τα ατελείωτα στρώματα πτωμάτων.

Page 62: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Εγώ και το σπέρμα μου

Τον τελευταίο μήνα είναι σαν να έχω εξαφανιστεί.

Διαβάζω κάτι μαλάκες που δεν ξέρουν να γράφουν και νομίζω πως μου αρέσουν αλλά τελικά δεν μου αρέσουν γιατί είναι μαλάκες και τους βαριέμαι στην τελική.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει εκείνος ο μαλάκας ο Κάφκα και αμφιβάλω αν ποτέ τον κατάλαβε κανένας πέρα από την γενική ιδέα που του κολλήσανε οι κριτικοί της πούτσας.

Κάθομαι στην καρέκλα μου και καπνίζω και πίνω τη μπύρα μου.

Το σπέρμα μου είναι κόκκινο και ο γιατρός μου έδωσε αντιβίωση.

Η ζωή ποτέ δεν ήταν αυτό που λέμε, «καλή».

Page 63: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ελαττωματική μηχανή

-Τελικά η μηχανή μας βγήκε ελαττωματική.

Είπε ο επιστήμονας και εφευρέτης και άναψε το τσιγάρο του.

Δεν υπάρχει παρηγοριά για τον πόνο,

Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο.

Ο καθένας κουβαλάει το δικό του χοντρό, ξύλινο σταυρό,

Το δικό του ζόρι

Και βαριανασαίνοντας

Ανεβαίνει το δικό του γαμημένο ανήφορο.

Ευτυχώς υπάρχουν μερικές οάσεις στην πορεία προς το θάνατο.

Σταματάμε εκεί για λίγο,

Βάζουμε στην άκρη το σταυρό μας και ξαποστένουμε για λίγες στιγμές.

Ύστερα πάλι

Ξανά από την αρχή,

Μπαίνουμε στο δρόμο μαζί με το βαρύ ξύλο που μας φορτώσανε στη πλάτη.

Η μαλακία στην όλη ιστορία είναι πως δεν ξέρουμε

Αν κάποιος πραγματικά μας το φόρτωσε ή αν το φορτωθήκαμε από μόνοι μας.

Πλέον δεν έχει σημασία.

Σαν χαζά, γέρικα γαϊδούρια συνεχίζουμε.

Αυτό μόνο ξέρουμε να κάνουμε καλά.

Μόνο αυτό.

-Τελικά η μηχανή μας βγήκε ελαττωματική.

Είπε ο επιστήμονας και εφευρέτης και έσβησε το τσιγάρο του.

Page 64: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 65: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένα μάτσο Φιλανδοί μεθύστακες

Είμαι στην τουαλέτα και τινάζω το πράμα μου.

Σκέφτομαι μια παρέα αλκοολικών ψαράδων Φιλανδών.

Δεν ξέρω πως μου ήρθε αυτό.

Μάλλον φταίει το ότι δεν έχω τι να κάνω και βλέπω πολλές γαμοταινίες στον υπολογιστή μου.

Οι ταινίες είναι για τον πούτσο, σου γαμάνε το μυαλό για τα καλά.

Δεν θέλω να πάω στη Φιλανδία.

Η Ελλάδα μου είναι υπεραρκετή και κάνει και ζέστη.

Τα κρύα κλίματα μου προκαλούν δυσφορία στο κλάσιμο, επίσης επηρεάζουν την απόδοση μου στις πιρουέτες.

Η Κρήτη μου είναι υπεραρκετή.

Όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι παντού. Μόνο ο ήχος που βγάζουν από το στόμα αλλάζει.

Ο ήχος που βγάζουν από τον κώλο δεν αλλάζει ποτέ, οπότε μείνετε ήσυχοι.

Αυτό σε περίπτωση που θέλετε να μάθετε Ισπανικά, Φλαμανδικά, Ρώσικα ή Κινέζικα αλλά δεν έχετε λεφτά για μαθήματα και αγχώνεστε.

Είμαστε όλοι ένα μάτσο μεθύστακες. Αλλά ευτυχώς δεν είμαστε όλοι ανυπόφοροι.

Γενικά το ανθρώπινο είδος είναι μια τραγωδία.

Page 66: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένα πειστικό ψέμα επιτέλους

Ο Μπέρνυ σήμερα παραβίασε όλους τους κανόνες που ο ίδιος είχε επιβάλει στο σώμα του.

Κάπνισε, τράβηξε μια καλή μαλακία, έφαγε δύο διαφορετικά είδη κρέατος, ήπιε κρασί και ουίσκι, μπήκε στο ίντερνετ, δεν έκανε τη γυμναστική του.

Δεν τον νοιάζει.

Ή μάλλον ένα κομμάτι του δεν νοιάζεται γιατί ένα άλλο νοιάζεται υπερβολικά για τα πάντα.

Σήμερα είναι κακό παιδί.

Τα κακά παιδιά δεν πάνε παντού.

Τα κακά παιδιά δεν πάνε πουθενά.

Κάθονται όλη μέρα μέσα και αρνούνται τον ήλιο.

Δεν έχουν ανάγκη κανέναν και τίποτα κι όλο αυτό είναι απλά ένα ψέμα γι’ αυτούς.

Page 67: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένα σιχαμερό έντεχνο ξερατό

Ο Τζέι είχε να κάνει σοβαρή σχέση με γυναίκα εδώ και τέσσερα χρόνια.

Μόνο με κάτι πουτάνες του λιμανιού ξάπλωνε ή με καμία ξεκάρφωτη μπεκρού από εκείνες που κολλούσαν πάνω του σαν μύγες όταν κι εκείνος ήταν τύφλα από το ποτό.

Έπινε γιατί ήθελε να ξεχάσει.

Ήθελε μόνο να ξεχάσει, να μην θυμάται τίποτα.

Η μνήμη ήταν εντελώς υπερεκτιμημένη.

Ο Τζέι ήταν μόνο 27 χρονών.

Είχε σιχαθεί τους φίλους του,

Οι φίλοι τον είχαν σιχαθεί,

Τις πλαστικές και χαζές αξίες μιας αόρατης κοινωνίας τις έχεζε,

Τις αυτόματες ξυριστικές μηχανές τις είχε βαρεθεί,

Τα νύχια του που ήθελαν κόψιμο κάθε λίγο,

Το στομάχι που όλο πονούσε από την αηδία που έβλεπε παντού να σέρνεται σαν αρρώστεια,

Και άλλα πολλά που δεν μετριούνται.

Η ανεργία είχε γονατίσει όλη τη χώρα και μερικοί ξύπνιοι με κουστούμια τη γαμούσαν χωρίς σάλιο,

Το μουνί είχε αρχίσει να καβαλάει τα πάντα τα τελευταία πενήντα χρόνια,

Και οι μαλάκες οι άντρες ήταν πιο κότες κι από τις κότες στο κοτέτσι.

Στο τέλος οι γυναίκες θα φορούσαν τα παντελόνια και οι άντρες φουστανάκια και γόβες και κραγιονάκι.

Εδώ που είχε φτάσει ο Τζέι με την ανεργία και την αγαμία δεν θα τον ένοιαζε να το κάνει και αυτό.

Ένα ήταν το σίγουρο μέσα στο μυαλό του Τζέι: κανείς μα κανείς δεν ήξερε τι του γινόταν.

Ακόμη και οι σκύλοι ήταν μπερδεμένοι και είχαν ξεχάσει τα ένστικτα τους.

Όλοι είχαν μπερδέψει την χαζομάρα με την ευτυχία και την κοινοτυπία με το ταλέντο και το θαύμα.

Page 68: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Τζέι ήταν συγγραφέας, κυρίως πρόστυχων ιστοριών που πρωταγωνιστούσαν άνθρωποι βασανισμένοι, φτωχοί και αποτυχημένοι. Περιέγραφε καταστάσεις που ο μέσος άψογα ξουριμένος τραπεζικός υπάλληλος δεν θα διάβαζε με τίποτα.

Ο Τζέι είχε να σταυρώσει λέξη εδώ και ένα ολόκληρο χρόνο.

Η ξενέρα και η μιζέρια των πάντων είχε εισχωρήσει μέσα στο μεδούλι των οστών του.

Δεν το έβαζε όμως κάτω.

Δεν ήθελε να γίνει άλλο ένα τηλεορασόπληκτο ζόμπι με λοβοτομή μπροστά στην οθόνη.

Κανείς δεν είχε ιδέα για τίποτα.

Ο καθένας είχε μόνο τα δικά του αρχίδια και τίποτε άλλο δεν μετρούσε.

Κανείς δεν ήξερε τίποτα.

Ο Τζέι όμως κάτι ήξερε.

Κάτι.

Το επαναλάμβανε συνέχεια για να το πιστέψει κι ο ίδιος.

Έπινε την κρύα μπύρα του και πιπίλιζε το φτηνιάρικο πούρο του καθισμένος στην ξεχαρβαλωμένη του παλιά πολυθρόνα.

Το επόμενο πράγμα που έκανε ήταν να πιάσει το ραδιόφωνο-ρολόι και να το πετάξει με δύναμη στον τοίχο.

Ένα έντεχνο σιχαμερό ξεράτο είχε εισβάλει στα αυτιά του.

Πρέπει να ήταν Πυξ Λαξ.

Page 69: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένας αδέσποτος σκύλος με σπασμένο πόδι μου κουνάει την ουρά του

Οι χειρότεροι εχθροί ενός ανθρώπου της πόλης είναι δύο:

Η οικογένεια του και οι γείτονες του.

Κι όποιος διαφωνεί με τα παραπάνω τότε να πάει να γαμηθεί και να σταματήσει να διαβάζει αυτό το βιβλίο.

Τώρα.

Page 70: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένας κυνηγός για κλάματα

Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου,

Να ζήσουμε σε ένα σπίτι στην εξοχή

Σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι.

Θα μύριζες γιασεμί ολόκληρη

Και γω δεν θα το πίστευα πως θα ήσουν δικιά μου.

Θα ξεφεύγαμε λίγο από τη ζούγκλα της πόλης και των δωματίων μας.

Θα γλίτωνα από τους αιώνιους δαίμονες που έχω μέσα στη ντουλάπα μου.

Θα ζούσαμε μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή,

Ίσως να είχαμε και κότες και πάπιες και ότι άλλο έχουν αυτοί που

Μένουν εκεί.

Θα με δεχόσουν με όλους μου τους εφιάλτες και τις εμμονές.

Θα σε δεχόμουν κι εγώ με τη σειρά μου με όλα σου τα προβλήματα.

Ακούγεται ιδανικό αλλά εσύ

Δεν ξέρεις καν ποιος είμαι ή πως με λένε.

Εγώ,

Δεν ξέρω καν αν υπάρχεις.

Σε κυνηγάω και στο τέλος θα πέσω μόνος μου

στη φάκα που έστησα για να σε πιάσω.

Page 71: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένας μικρός θεός

Κάτι είναι πολύ σοβαρά λάθος με τον Λάρρυ.

Τη μία νομίζει πως είναι τρελός, την άλλη νομίζει πως είναι ο σούπερ Γκούφι.

Αυτό το ποίημα είναι για όλα τα φρικιά του ελέγχου.

Ο Λάρρυ θέλει να έχει πάντα τον έλεγχο.

Στην υγεία του, στο κάπνισμα του, στο φαγητό του, στη δουλειά του, στις σκέψεις και στη ψωλή του.

Ο Λάρρυ νομίζει πως είναι ένας μικρός θεός.

Ένας μικρός Βούδας με μεγάλες αυτούκλες και χοντρός, ακόμη κι αν δεν τρώει καθόλου κόκκινο κρέας γιατί κάνει καλή διατροφή.

Θέλει να έχει τον έλεγχο με τις φιλίες του, με τις γκόμενες, με το αυτοκίνητο του, με τις αιμορροίδες του.

Είναι ένα φρικιό του ελέγχου.

Καβλώνει με το να έχει τα πάντα τακτοποιημένα και ίσια.

Είναι μερικές νύχτες που ο Λάρρυ τραβάει το πουλί του, που γέρνει προς τ’ αριστερά, με μια πένσα, μπας και το ισιώσει κι αυτό.

Έτσι κάνει με όλα τα πράγματα, όχι μόνο με το πουλί του.

Φίλε Λάρρυ,

Ένα έχω να σου επισημάνω:

Όλοι στο τέλος ΨΟΦΑΜΕ.

Είτε ίσια, είτε στραβά, είτε σαν τα σκυλιά, είτε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι, δεν έχει και μεγάλη σημασία.

Στο τέλος,

Το σκουριασμένο δρεπάνι του Χάρου

Θα γαργαλήσει και το δικό σου λαιμό.

Page 72: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Εργασία και χαρά

Ο Μέρκοφ δεν την παλεύει με την ηλίθια και βαρετή δουλειά του.

Σηκώνει το τηλέφωνο επί εννιά συνεχόμενες ώρες, μόνος μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο του δέκατου τρίτου ορόφου.

Καθόλη τη διάρκεια της εργασίας του δεν μιλάει σχεδόν σε κανέναν.

Το μυαλό του παίζει παλαμάκια.

Τα πάντα μοιάζουν συρρικνωμένα στο επίπεδο που του επιβάλει η τηλεφωνική συσκευή μπροστά του.

Άλλο ένα επίπεδο μέσα στο χάος από γρανάζια και βίδες.

Μπορεί να είναι στο επίπεδο 1, 2, 4, 6, 8, 16, 54, 190,

Δεν έχει σημασία ο αριθμός.

Ο αριθμός είναι άπειρος εκεί έξω.

Καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

Η μόνη του παρηγοριά.

Από τις σχεδόν ανύπαρκτες τύψεις που του έρχονται σε κάθε τζούρα καπνού που εισπνέει, κοιτάει την επιγραφή πάνω από το γραφείο του που λέει : «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΧΩΡΟ»

Το ένα χέρι στο ακουστικό το άλλο στο γραφείο.

Έχει γαμηθεί να χτυπάει από το πρωί το γαμήδι.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη δουλειά παρά μόνο να καλούν αυτό εδώ το μπουρδέλο;

Είναι εννιά η ώρα το πρωί και

Τα τσιγάρα τελειώσανε.

Το τηλέφωνο συνεχίζει το δαιμονισμένο χορό του.

Η μόνη φράση που λέει όλη μέρα ο Μέρκοφ επί εννιά ώρες τη μέρα και έξι μέρες την εβδομάδα είναι : «Εταιρία κατασκευών Ντούμπιν, λέγεται» ή «Περίμενετε να σας συνδέσω».

Ο Μέρκοφ ανοίγει το ντουλάπι, βγάζει την βαριά καφετέρια και κοπανάει με αυτήν το σκληρό, παχύ τζάμι του ουρανοξύστη.

Δεν γίνεται τίποτα. Αρπάει το τηλέφωνο και επαναλαμβάνει τα χτυπήματα πάνω στο τζάμι.

Page 73: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Δεν υπάρχουν παράθυρα σε αυτό το μέρος, μόνο κλιματισμός, χειμώνα καλοκαίρι.

Το τζάμι δεν σπάει ούτε με το τηλέφωνο.

Ο ουρανοξύστης της Ντουμπίν Έντερπράιζ είναι από σκληρό τζάμι και ατόφιο ατσάλι.

Ο Μέρκοφ δεν μασάει.

Πιάνει τη βαριά καρέκλα και την εκσφεντονίζει στην τζαμαρία.

Ακολουθεί ο θεαματικά απειλητικός ήχος εκατό κιλών τζαμιού που ραγίζει.

Ακολουθεί το τερατώδες γραφείο του με φόρα πάνω στο ραγισμένο τζάμι.

Η τζαμαρία υποχωρεί και γίνεται θρύψαλλα.

Επιτέλους λίγο πραγματικός, καθαρός, δροσερός αέρας.

Ο Μέρκοφ πέρνει φόρα και πηδάει στο κενό.

Μένανε άλλες οχτώ ώρες μέχρι το σχόλασμα.

Να πάει να γαμηθεί.

Δεν μπορούσε να περιμένει τόσο.

Page 74: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ευτυχώς έχει μείνει λίγη τύχη ακόμη

Είναι σαν να με χτύπησε κεραυνός.

Είναι σαν όλος ο ωκεανός να ξεβράστηκε μέσα στα σωθικά μου και το αλάτι να ξεράθηκε πάνω στα κόκαλα.

Απεχθάνομαι να αντικρύζω τη σκατόφατσα μου στον καθρέπτη

Αλλά και πάλι πιστεύω πως είμαι πιο τυχερός από τους άλλους ανθρώπους

Και η μοίρα μου στάθηκε καλή και ευγενικιά.

Γιατί ποτέ δεν κατέληξα ένα όρθιο πτώμα,

Να φοράω ρούχα με ταμπέλες, να χορεύω σε κάποιο πανηλίθιο μπουζουκοκωλόμπαρο

Γεμάτο καταναλωτές και μοντέρνους νεκροθάφτες του πνεύματος που οι κωλοτρυπίδες του βρωμάνε πεντοχίλιαρα.

Αυτή η αίσθηση μου ζεσταίνει τα άντερα κι έτσι

Συνεχίζω ακόμη και με ένα

Πόδι,

Ένα μάτι,

Ένα αρχίδι,

Ένα αυτί,

Ένα χέρι.

Είναι σαν να πάτησα νάρκη,

Είναι σαν να με πετάξανε στο λάκκο με τις κόμπρες.

Το θέμα είναι πως όσο πιο πολύ σπάω το ρεκόρ του πόνου,

Τόσο τη σπάω στους ανίδεους βλάχους δίπλα μου

Που κάπου κάτι άκουσαν κάποτε

Εκεί στο χωριό τους

Και ξαφνικά το παίζουν μητέρες Τερέζες και γιατροί ψωλαράδες

Που θέλουν σώνει και καλά να σε σώσουν.

Άη στο διάολο καριόληδες.

Page 75: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ποιος θα με σώσει απο εσάς;

Page 76: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ένα κακόγουστο αστείο

Από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή

Δουλεύω σαν μουδιασμένο μέλος.

Τα Σαββατοκύριακα είναι τα χειρότερα όμως.

Οι πλαστικοποιημένες διασκεδάσεις

Με κάνουν να

Ξερνάω

Αίμα.

Κάθομαι στο σπίτι και περιμένω να ξημερώσει.

Δεν μπορώ να κοιμηθώ τις νύχτες.

Το φως της ημέρας μου προκαλεί αναφυλαξία.

Το μόνο που μου απαλύνει τη μιζέρια που βιώνω καθημερινά

Είναι αυτός ο υπολογιστής

Που μέσα στα σωθικά του γράφω αυτά τα λόγια.

Μου παίρνει το βάρος μακρυά.

Περιμένω σαν λεχόνα το πρωινό

Μήπως και καταφέρω να γεννήσω λίγο ύπνο.

Και να σταματήσω να ονειρεύομαι εφιάλτες με ανοιχτά μάτια.

Αυτή η ζωή είναι μια φάρσα.

Ένα κρυόκωλο αστείο του καριόλη του θεού.

Page 77: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

ζητα

Page 78: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ζητιάνος

Ο Ράτλυ όταν είναι φαγωμένος είναι η καλύτερη του. Ένα τσιγάρο και λίγο ύπνος μετά. Καλή ζωή. Την ελεεινή δουλειά του προσπαθεί να μην τη σκέφτεται τις ελεύθερες του ώρες. Ναι, έτσι είναι η ζωή στην πόλη. Δουλειά, σκέψεις, σκέψεις και νάρκωση. Μακάρι να είχε ένα σπίτι στο χωριό, σε μια εξοχή, να μην ακούει κανέναν και να μην βλέπει κανέναν. Θα παραιτηθεί από τη δουλειά του. Το έχει πάρει απόφαση. Θα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό, στις Άλπεις. Αν του φτάσουν τα λεφτά θα πάει και μέχρι το Θιβέτ. Τι θα κάνει εκεί δεν έχει ιδέα αλλά ποιος νοιάζεται; Δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς. Σημασία έχει πως λίγο λίγο ο Ράτλυ ξεφεύγει από τον τροχό. Ένα χέρι αφημένο εδώ, ένα πόδι αφημένο παραπέρα σε κάποιο κωλογράναζο. Όλοι αφήνουν από κάτι, άλλοι χάνονται μέσα στον τροχό ολόκληροι και δεν τους ξαναβλέπει κανείς. Τα γρανάζια μπορούν να μασουλάνε άλλα ανθρωπάκια αλλά όχι εκείνον. Όχι τον Ράτλυ. Ήρθε η ώρα για λίγες διακοπές. Έτσι κι αλλιώς το όνειρο του από πάντα ήταν να γίνει ζητιάνος στο εξωτερικό.

Page 79: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

ητα

Page 80: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η Αλήθεια είναι μία άρρωστη ερωμένη γεμάτη βλενόρροια.

Αυτό που σιχαινόταν πιο πολύ

Ήταν η υποκρισία και το ψέμα.

Οι θεοί τον τιμωρούσαν.

Τον είχαν πετάξει σε ένα λαγούμι γεμάτο ψεύτες και υποκριτές.

Το λαγούμι το έλεγαν πόλη.

Από τη μία καταλάβαινε πως μία γυναίκα μπορούσε

Χωρίς καμία προσπάθεια να είναι

Υποκρίτρια και ψεύτρα, χωρίς να το δικαιολογεί.

Από την άλλη όμως δεν μπορούσε να δεχτεί

Πως ένας άντρας τριανταοχτώ χρονών

Μπορούσε ακόμη να λέει ψέμματα

Σαν δεκαπεντάχρονο γυμνασιόπαιδο.

Οι γυναίκες και οι άντρες αυτού του κόσμου

Ήταν η σφραγίδα που οι θεοί είχαν βάλει

Για να σηματοδοτήσουν την αρχή της καταστροφής.

Δεν το έκρυβε από τον εαυτό του.

Ήταν πλέον σίγουρος.

Το ανθρώπινο είδος ήταν μία αποτυχία στα μάτια του.

Κάθε καινούρια του συναναστροφή με το ανθρώπινο είδος

Ήταν μία μαχαιριά στην λογική του και στην ευαισθησία του.

Όσοι τον ήξεραν τον αποκαλούσαν μαλάκα και καραγκιόζη.

Εκείνος γελούσε με αυτά τα λόγια

Γιατί ακόμη κι αν είχαν δίκιο

Εκείνος είχε πιο πολύ δίκιο.

Ήξερε πως όταν οι άνθρωποι

Page 81: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Έπεφταν για ύπνο

Όλοι, χωρίς καμία εξαίρεση φυλής ή ράτσας,

Επισκεφτόντουσαν ξανά τα εφτά στρώματα της κόλασης

Και ξαναδοκίμαζαν τα ξαναζεσταμένα τους εφτά θανάσιμα αμαρτήματα τους.

Η Αλήθεια γενικά, η κάθε Αλήθεια, η μεγάλη Αλήθεια ή η μικρή Αλήθεια,

Οποιαδήποτε Αλήθεια,

Ήταν κάτι που ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποφεύγει συστηματικά

Και χωρίς ενδοιασμούς,

Γιατί απλούστατα δεν είχε την δύναμη να την αντιμετωπίσει.

Page 82: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η ζωή τον έχει προλάβει

Η ζωή τον έχει προλάβει.

Είναι λες και ένα γιγαντιαίο σφυρί χτυπάει

Μέσα στα μηνίγγια του.

Το στήθος του είναι καρφωμένο στο έδαφος.

Τον λένε Λάινους.

Από παντού δέχεται επιθέσεις,

Πολλαπλά μέτωπα γεμάτα αίμα και σπασμένα οστά.

Ίσως θα ήταν πιο εύκολο

Να πηδήξει από κάποιο μπαλκόνι στο κενό.

Ίσως έτσι να διευκόλυνε και τον κόσμο.

Ένας μαλάκας λιγότερος.

Δύο μαλάκες λιγότεροι.

Τρεις μαλάκες λιγότεροι.

Ίσως ο πόλεμος είναι η καλύτερη ιδέα του ανθρώπου.

Εξαφάνισε όσους πιο πολλούς μαλάκες μπορείς με το λιγότερο κόστος.

Η δουλειά από την άλλη, εν καιρώ ειρήνης, είναι μία συνεχής επιβεβαιωση των χαζών κανόνων της

Εκάστοτε εδραιωμένης κοινωνίας.

Όλοι οι κουτσομπόληδες, μικρόψυχοι νοικοκυραίοι

Παραγεμισμένοι με τα βαρετά τους προβλήματα και πιστεύω,

Κάθονται σαν σφίγγες στο δέρμα του Λάινους.

Έχει σκεφτεί πολλές φορές

Να μεταμορφωθεί σε δολοφόνος.

Να έριχνε μερικά κιλά μολύβι

Στο γραφείο,

Στο γήπεδο (που δεν πάει ποτέ),

Page 83: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Στις ποιητικές βραδιές,

Στα σινεμά με τα αναμασημένα, πολτοποιημένα και ανακυκλωμένα αριστουργήματα,

Στις φωτογραφικές εκθέσεις οι οποίες είναι όλες το ίδιο ανούσιες,

(έχει βαρεθεί να βλέπει γέρους σε ασπρόμαυρες φωτό να κρατάνε μαγκούρες ή να ψαρεύουν)

Δεν είναι ότι πιο εύκολο να υπομένεις αυτή την καριόλα τη ζωή σου.

Πόσο μάλλον να υπομένεις και τις ζωές των άλλων δίπλα σου.

Είναι πιο εύκολο να πεθάνεις.

Ο Λάινους όμως φοβάται να πεθάνει.

Του αρέσει μία εκδοχή της ζωής που είναι γεμάτη γυμνόστηθες γυναίκες με μπικίνι, γεμάτα κασόνια παγωμένης μπύρας και άφθονα πούρα Αβάνας δίπλα σε αιώρες στην ζεστή αμμουδιά.

Του αρέσουν και τα καταραμένα ευρώ, αλλά όχι για να τα αποθηκεύει στην κωλοτρυπίδα του,

Μόνο για να τα τρώει στις εξωτικές πουτάνες κάποιου λιμανιού ή νησιού.

Παρόλα αυτά η ζωή τον έχει προλάβει,

Και είναι ακόμη τριάντα χρονών,

Γάμησε τα.

Page 84: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η βροχή είναι το ίδιο κρύα παντού

Η βροχή πέφτει το ίδιο παντού.

Το μόνο που δεν θέλω είναι να μου χαλάσεις το μεθύσι μου.

Είναι Τετάρτη του Γενάρη, κάποιου Γενάρη, κάποιου χρόνου που δεν έχει σημασία.

Ο πόθος μου είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, προς τα δυτικά,

Σε κάποια ίδια μίζερη πόλη σαν αυτή που ζω κι εγώ.

Ίσως να είναι καλύτερα εδώ.

Δεν γουστάρω να με κυνηγάνε,

Να με ρωτάνε,

Να μου απευθύνουν το λόγο,

Να με παίρνουν τηλέφωνο και να μου χαλάνε το απόγευμα.

Δεν αντέχω τα ανθρώπινα σώματα και πρόσωπα,

Με το ζόρι αντέχω το δικό μου.

Όλα αυτά μου θυμίζουν τα δικά μου προβλήματα.

Τελικά μόλις μου χάλασες ένα καλό μεθύσι.

Θέλω μόνο να πέφτει η βροχή πάνω στη στέγη μου και γω να κάθομαι να ακούω τον ήχο της.

Να είμαι μόνος με το κρεβάτι στη πλάτη.

Να ονειρεύομαι μια πόλη χιλιάδες μίλια δυτικά, μακριά μου.

Ίσως εκεί να έβρισκα τον παράδεισο.

Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

Εκείνη έχει άλλον να την πηδάει.

Οι γονείς της την πνίγουν με εκατομμύρια και δηλητήριο ρέει στην καρδιά της από μικρή.

Απορώ πως ζει.

Είναι τόσο αγενής όταν σε κοιτάζει στα μάτια.

Απορώ πως ζω μακριά της.

Page 85: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 86: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η συνείδηση μας λέει μαλακίες

Η συνείδηση μου

Μου λέει ενδόμυχα να κόψω το τσιγάρο, τις μπύρες, το κρέας, τον υπολογιστή και το ίντερνετ, την τηλεόραση και τη μαλακία.

Αυτή η συνείδηση δεν πρέπει να είναι δικιά μου.

Είναι τελείως τρελή.

Page 87: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η μοναξιά και η ησυχία είναι και γαμώ

Ο Ιάκωβος είναι ερημίτης.

Τι όνομα!

Ακούγεται σαν να είναι κάποιος παλιός, ξεχασμένος προφήτης με μούσι και σανδάλια και ξεραμένα μάτια γεμάτα άμμο.

Δεν έχει μούσια αυτός ο Ιάκωβος.

Ούτε ξεραμένα μάτια από την άμμο και ούτε είναι κανενός είδους προφήτης.

Θέλει όμως να θεωρεί τον εαυτό του ερημίτη.

Και μεταφορικά αλλά μερικές φορές και κυριολεκτικά.

Είναι κάτι μέρες και κάτι νύχτες που θα το έλεγε αυτό με σιγουριά.

Δεν μπορεί,

Δεν αντέχει,

Δεν επιδιώκει

Να είναι με πολλούς ανθρώπους γύρω του.

Τον πιάνει ζαλάδα, αλλά πρόσεξε,

Μην μπερδευτείς με την απλή αγοραφοβία, καμία σχέση.

Τον πιάνει αναγούλα,

Αποξένωση, σαν αυτόματο παιχνιδάκι.

Όταν πρέπει να πει κάτι κοινότοπο,

Το στομάχι του παλεύει να βγεί από τη σακούλα του.

Τα δόντια του τρίζουνε και πάνε να θρυματιστούν σε σκόνη, έτοιμος να τα καταπιεί.

Η μοναξιά για τον Ιάκωβο είναι όλη η ομορφιά του κόσμου.

Δεν θέλει να προσπαθεί να ταιριάξει με τις γνώμες των άλλων,

Με τις απόψεις τους,

Τις ανωμαλίες τους,

Τις φιλίες τους,

Τα δάκρυα και τα γέλια τους.

Page 88: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Απλά δεν ήταν τέτοιος τύπος.

Αν τον παράβλεπε αυτόν τον κανόνα που έχει μέσα του, θα έχανε τα πάντα και θα γινόταν άλλος ένας μέσα στο πλήθος, χαμένος, τελειωμένος, σαν σκιά.

Θα μου πεις, στ’ αρχίδια μας, τι μας τα λες όλα αυτά.

Δεν μας νοιάζει.

Κι όμως αυτό θα ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσες να πεις στον Ιάκωβο.

Θα έμοιαζε με τον Παράδεισο επί της γης.

Δεν μας νοιάζει.

Το να αδιαφορείς γι’ αυτόν και να μην του δίνεις σημασία,

Να μην του απευθύνεις το λόγο καν,

Θα ήταν γι’ αυτόν

Ένα Θείο Δώρο.

Αν είχε ένα ανεξίτηλο σύνθημα γραμμένο στο κούτελο του, θα έλεγε:

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΚΑΙ Η ΗΣΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΑΜΩ.

Page 89: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η μαλακία του φτωχού

Εδώ κάθομαι,

Στο ίδιο μικρό διαμέρισμα μου,

Σαβανωμένος σαν μούμια την αηδία μου για όλο το υπαρκτό σύμπαν.

Αναρωτιέμαι για πόσο ακόμα θα είμαι κλεισμένος

Μέσα στον προσωπικό μου τάφο.

Βέβαια είναι ήσυχα εδώ, δεν με ενοχλεί κανένας και τίποτα.

(Αν εξαιρέσεις το μπουρδέλο το κινητό μου τηλέφωνο που όταν κουδουνίζει σα διάβολος πετάγομαι μέχρι το ταβάνι από την τρομάρα. Δεν μπορώ με τίποτα να το συνηθίσω το γαμημένο).

Μου λείπει η συντροφιά μιας γυναίκας.

Με απλά λόγια,

Πρέπει να τη χώσω κάπου για να στανιάρω.

Εδώ κι ενάμιση χρόνο παίζω το πουλί μου τις νύχτες πριν πάω για ύπνο. Κοιτάω τα γεμάτα τρύπες από την πολυκαιρία βρακιά μου, τα ξεθωριασμένα χρώματα και τα χαλαρωμένα λάστιχα της μέσης. Σκέφτομαι πως πρέπει να πάρω καινούρια κι αυτή ακριβώς η σκέψη με ρίχνει ψυχολογικά.

Υπάρχουν πολλά «σοφά» ρητά του φτωχού λαού που ταιριάζουν στην κωμικοτραγική μου περίπτωση.

Ένα από αυτά τα ρητά είναι:

«Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός».

Η μαλακία είναι πως

Αργεί πολύ να γυρίσει αυτός ο γαμωτροχός ρε πούστη μου.

Page 90: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η κατάρα της πασχαλίτσας

Λένε πως ο άνθρωπος

Μπορεί να καταφέρει τα πάντα αν το θελήσει πραγματικά.

Παπάρια.

Αυτά τα λένε οι καλόγεροι μέσα στα μοναστήρια,

Μετά το λένε και οι απέξω που στήνουν αυτί.

Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει πολύ λίγα πράγματα,

Και αυτά τα κάνει με το ζόρι και με πολύ σπρώξιμο.

Το θέμα είναι αν θα τα καταφέρει να τα κάνει και αυτά.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα.

Αν μπορούσε να τα κάνει δεν θα ήταν άνθρωπος.

Θα ήταν ένα άδειο κουφάρι, νεκρό, που θα κολυμπούσε αμέριμνο σε κάποιο χαζό, βαρετό, ροζ λιβάδι γεμάτο πασχαλίτσες,

Χωρίς ψυχή, τσαγανό, πνοή, άποψη, φωνή και αρχίδια και καρδιά.

Δεν γίνεται να τα έχεις όλα,

Πάρτο χαμπάρι.

Page 91: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η γυναίκα του παπά

Κοιμήθηκα με τη γυναίκα του παπά. Μου έδωσε ένα κέρμα για να βάλω στα μάτια όταν θα περνάω από την άλλη πλευρά.

Ήταν καλή στο κρεβάτι, θηρίο ανήμερο η παπαδιά. Παραλίγο να μου κόψει κομμάτι από το λαιμό. Τον κακομοίρη το παπά πρέπει να περνάει δύσκολες ώρες οικογενειακού βίου.

Η χαζή η παπαδιά πήγε και με ερωτεύτηκε.

Η σχέση μας αγγίζει τα όρια της σαπουνόπερας. Τα μυαλά μας είναι τελείως γαμημένα από την προπαγάνδα αιώνων, όπως και οι ψυχές μας επίσης.

Μόνος μέσα στο μικρό δωμάτιο μου κάπου μέσα στη ζούγκλα από μπετόν.

Εδώ είναι το σπίτι μου. Μοιάζει με το σπίτι πολλών αντρών ανά τον κόσμο.

Η γυναίκα του παπά θα κάνει παπαδάκια αυτή την ώρα.

Ο καθένας κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα.

Αυτό κάνω κι εγώ, κάθομαι και πίνω μπας και περάσει και αυτή η νύχτα.

Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνει κανείς.

Page 92: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η αγάπη για την πόλη μου (ένα αρχιτεκτονικό, και όχι μόνο, αφιέρωμα στο Ηράκλειο)

Το Ηράκλειο είναι μια πόλη που δεν πρέπει να επισκεφτείς.

Είναι ένα μέρος σαν φυλακή.

Είναι ένα άντρο απατεώνων, σκυλάδων, ανήλικων εγκληματιών, φτωχομπάσταρδων οπορτουνιστών, ψευτοπαλικαράδων, μίζερων εμποράκων.

Οι κάτοικοι είναι κλεισμένοι στα χαμόσπιτα τους, που όλα, χωρίς καμία εξαίρεση, είναι κακόγουστα και απέξω και από μέσα. Επίσης είναι χτισμένα λαθραία, εκτός σχεδίου πόλης, μιας και ολόκληρη, σχεδόν, η πόλη είναι χτισμένη όπου να’ ναι και όπως να’ ναι, χωρίς σχέδιο, χωρίς τίποτα, χωρίς έμπνευση. Να φανταστείτε πως το λεγόμενο σχέδιο πόλης περιλαμβάνει πέντε με έξι τετράγωνα σε μια συγκεκριμένη περιοχή μόνο. Όλη η υπόλοιπη παραγκούπολη είναι ένας λαβύρινθος από αδιέξοδα, δρομάκια, παραδρομάκια και κυκλικές πορείες.

Τρίγωνα, πολύγωνα, χάος χωρίς τέλος. Εδώ όλοι οι δρόμοι δεν οδηγούν στο λιμάνι αλλά στο μεγάλο, τσιμεντένιο πουθενά.

Τα πάντα στο Ηράκλειο βρωμάνε μικροαστίλα, βλακεία, αηδία, εμετό, σκατό και κόλαση επί της γης.

Θα μου πεις, υπερβάλεις ρε φίλε, δεν είναι τόσο άσχημα. Κι όμως κάνεις λάθος. Κάνεις λάθος γιατί η πόλη ξέρει να μεταμφιέζεται, είναι ένα ζωντανό πλάσμα που σε ξεγελάει με τις διασκεδάσεις της, τη θάλασσα και το γλυκό της, νότιο, ζεστό αεράκι. Αν είσαι λίγο υπομονετικός όμως θα καταλάβεις πως όλα αυτά είναι ένα τεράστιο φιάσκο.

Αυτό το μέρος είναι ένα τερατούργημα φτιαγμένο από βολεψιματίες, καιροσκόπους, μικρόμυαλους κροκόδειλους με χρυσά δόντια και ροζ κώλους.

Απορώ γιατί έρχονται ακόμη τουρίστες.

Δεν υπάρχει τίποτα να δεις, εκτός από ένα κακοφορμισμένο, αδιάφορο κάστρο στο παλιό λιμάνι, μερικά ντουβάρια που τα χτίσανε οι Ενετοί και όχι εμείς, δυό-τρία παντελώς κοινότοπα μουσεία και ένας τάφος ενός τοπικού λογοτέχνη που ποτέ δεν τον χώνεψα.

Τα υπόλοιπα είναι σουβλατζίδικα, καφετέριες, μαγαζιά με ρούχα, μπουρδέλα με άδεια ή χωρίς άδεια και η θάλασσα.

Αν δεν ήταν η θάλασσα, τότε πραγματικά αυτός ο τόπος θα ήταν μια κατάρα από τον Θεό.

Τώρα με τη θάλασσα κάτι σώνεται.

Το Ηράκλειο είναι μια άσχημη πόλη. Μην έρθεις. Πήγαινε οπουδήποτε αλλού. Το μόνο ρεκόρ που έχουμε εδώ είναι πως είμαστε από τα πιο άσχημα μέρη του κόσμου. Κανείς όμως δεν νοιάζεται γι’ αυτό, ούτε καν εγώ. Γράφω αυτό που γράφω για να πάρω την δική μου προσωπική εκδίκηση .

Page 93: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ας πούμε, αν ήταν μια όμορφη πόλη δεν θα την αγαπούσα τόσο.

Αν ήταν όμορφη θα την έφτυνα.

Α ναι, ξέχασα να αναφέρω πως είναι πολύ ανιαρά εδώ, δεν έχει τίποτα να κάνεις, εκτός από το να δουλεύεις σαν σκυλί. Οι τέχνες πεθαίνουν αυτόματα σε αυτό το μέρος. Η μόνη «τέχνη» που επιβιώνει εδώ είναι η κρητική, παραδοσιακή μουσική που πλέον έχει καταντήσει ένα κακό αντίγραφο του σκυλάδικου και στην νοοτροπία αλλά και στην αφή της και στη γεύση που σου αφήνει.

Όπου κι αν πας θα συναντήσεις ανθρώπους εχθρικούς, μαλάκες, μπαζοφονιάδες, χαζούς, στενόμυαλους, άτεχνους, χωριάτες, αδημιούργητους, νεόπλουτους.

Οι τιμές είναι πάντα πάνω από το κανονικό σε όλα τα είδη. Τα νοσοκομεία και η φυλακή μας είναι πάντα ξέχειλα με κόσμο. Το μόνο που αξίζει να κάνεις εδώ, είναι να πας να χέσεις στη μέση της πλατείας των Λιονταριών για να δικαιολογήσεις τους δημοτικούς φόρους που πληρώνεις κάθε χρόνο για το τίποτα.

Το Ηράκλειο είναι η πόλη μου. Η πόλη που αγαπώ. Δεν έχει καθόλου δέντρα, πράσινο, όμορφα πάρκα, καλόγουστα συντριβάνια ή περίτεχνη αρχιτεκτονική. Η ζωή εδώ δεν είναι καλή. Μην έρθεις. Πήγαινε οπουδήποτε αλλού, θα περάσεις καλύτερα.

Και σε σένα, επίδοξε καλοπερασάκια και καλοφαγά, εδώ θα σε ποτίσουν μπόμπα μέχρι το άντερο σου να σκάσει και το συκώτι σου να απαρνηθεί την πίστη του, θα φας σάπιο κρέας σουβλάκι φορμολιασμένο, θα φας ξύλο από τις τοπικές συμμορίες νεαρών διότι έκανες το λάθος να περάσεις από δίπλα τους και θα ακούσεις τις πιο κοινότοπες και φαιδρές φράσεις λαϊκής χαζοσοφίας.

Το αποκορύφωμα είναι πως θα σκυλοβαρεθείς μέχρι το μεδούλι της ύπαρξης σου να εξατμιστεί από τα άσπρα σου κοκαλάκια. Εγώ μένω εδώ πολύ καιρό. Όλη μου τη ζωή. Πραγματικά δεν θα μπορούσα να είχα βρει πιο κατάλληλη πόλη για να γεννηθώ.

Λοιπόν τώρα ήρθε η ώρα για να σου πω γιατί το Ηράκλειο είναι η πιο αληθινή πόλη του κόσμου.

Εδώ διακρίνεις καθαρά την ουσία της ζωής κάθε μέρα, σε κάθε γωνιά:

Όλοι είμαστε χαμένοι από χέρι, από τη στιγμή που εκείνη η μήτρα μας ξεπέταξε, όλοι είμαστε χαμένοι από χέρι, κι αυτό, το Ηράκλειο στο υπενθυμίζει κάθε στιγμή και ώρα, μην πα και το ξεχάσεις.

Page 94: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η ανθρώπινη μιζέρια είναι παντού

Την είδα και αμέσως κατάλαβα την πείνα της για πούτσο. Ένα μικρό αγρίμι, άρρωστο από το ένστικτο, γεμάτο υγρά και τρελαμένες ορμόνες που μοιάζουν με ελατήρια της κόλασης. Εκείνο το κορίτσι από πίσω κρύβει μια γυναίκα έμπειρη. Την βλεπω να παίζει με τον εαυτό της κοιτώντας κινούμενες εικόνες γεμάτες ψωλές, βυζιά, μπούτια, χύσια, κώλους. Το κρατάει μυστικό. Μα εγώ το ξέρω. Δεν μου αρέσει και πολύ αλλά θα δεχόμουν να το κάνουμε. Να προσποιηθούμε πως το κάνουμε σαν δύο καταξιωμένοι πορνοστάρ. Τα κιλά μου από πάνω της, πάνω από εκείνο το σχεδόν αέρινο σώμα. Πάνω κάτω, μέσα έξω, κίνηση αρχαία γεμάτη ήχους αστείους. Στο τέλος ξανά εκείνη η ίδια αμηχανία που καταλήγει σε δυσοίωνη βαρεμάρα και τρόμο.

Page 95: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η φωνή της συντήρησης

Μην στεναχωριέσαι αγόρι μου. Η ζωή στο Ηράκλειο είναι το ίδιο για τον πούτσο όπως σε όλες τις άλλες πόλεις του κόσμου. Δεν βλέπεις κανέναν, δεν βγαίνεις με κανέναν, δεν περνάς καλά με κανέναν. Όλα στα φυσιολογικά τους επίπεδα δηλαδή. Αρρωσταίνεις από την ξενέρα. Τουαλέτα και ξύρισμα αλλά για ποιον και γιατί; Κανείς δεν είπε πως δεν θα σου λείψει τίποτα. Κανείς δεν είπε πως η ζωή θα είναι εύκολη. Εσύ κατάλαβες λάθος.

Page 96: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Η συνήθης έκφραση μου

Είμαι ήσυχος. Δεν αντιμιλάω σε αυτούς που είναι έτοιμοι για καβγά. Δέχομαι τα πάντα όπως έχουν. Τι κατάλαβα; Ακόμη τίποτα. Κάνω υπομονή για έναν απροσδιόριστο λόγο που βρίσκεται μεταξύ λεκάνης και κρεβατιού. Αλλά και να μην έκανα υπομονή δεν θα μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Είμαι παθητικός στα βάσανα, στον αέρα, στους φίλους, στο φαγητό, στον ήλιο. Δεν κάνω αστεία. Τι ντροπιαστικό χαμόγελο είναι αυτό που διαγράφεται πάλι στη φάτσα μου; Σπάω πλακα με τον εαυτό μου. Το καταδιασκεδάζω. Πολλές φορές άθελα μου γίνομαι ο βλάκας της παρέας. Ίσως και να είμαι. Δεν πρέπει να το ζορίζω και πολύ. Είναι αηδιαστικό να μιλάω συνεχώς για μένα. Αλλά και για ποιόν άλλο να μιλήσω; Για τον Άγιο Βασίλη; Για τον Καλύτερο Παίχτη της Χρονιάς; Για τον πρόεδρο της Μαλαισίας; Για την αδικημένη νοικοκυρά; Όσο και να το ζορίζω οι κλανιές μου θα μυρίζουν το ίδιο άσχημα, τα δόντια μου θα είναι το ίδιο στραβά. Η αποτυχία είναι περασμένη στο σύστημα μου από τότε που άρχισα να θυμάμαι. Έτσι, πάντα με μαγνήτιζαν οι αποτυχημένοι. Ας πούμε, το ντεκόρ στο σπίτι μου είναι βαρετό, τα παπούτσια μου βαρετά κι αυτά, το λεξιλογιο μου απλοïκό και αισχρό. Ο εγωισμός μου βέβαια είναι τεράστιος σαν ουρανοξύστης αλλά κι αυτός αποτυχημένος και βαρετός. Ίσως θα έπρεπε να είχα γίνει τραβέλι. Εγώ ο σκούληκας, μακάρι να σας έκανα να γελάσετε λιγάκι.

Page 97: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

γιωτα

Page 98: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ίσως και μια καλύβα

Κοιτάχτε να δείτε τώρα τι γίνεται. Μου αρέσει να κάθομαι σπίτι. Γενικά δεν προτιμώ τα ξενύχτια, τις εφήμερες σχέσεις με γυναίκες, τα ποτά και τα τσιγάρα. Είμαι της υγειηνής διατροφής. Τρώω μια κουταλιά σουσάμι κάθε μέρα και τα βράδια πίνω τα χαμομηλάκια και τα φασκομηλάκια μου και τα πράσινα τσαγάκια μου. Φλωράκι. Το παραδέχομαι. Έτσι την βρίσκω. Το θέμα είναι πως ενώ από τη μία είμαι ένα φλωράκι του κερατά από την άλλη θέλω να το παίξω πολύ σκληρός. Υποκρίνομαι. Αποτυγχάνω σχεδόν πάντα. Εγώ ότι κάνω το κάνω για το συμφέρον μου και μόνο. Ότι κάνω το κάνω για κάποιο σκοπό. Είμαι τόσο ιδιοτελής και δυσκοίλιος στις προσωπικές μου σχέσεις που ορισμένες φορές με σιχαίνομαι τελειωτικά. Δεν είμαι σε θέση να κοιτάξω το πρόσωπο μου στον καθρέπτη τα πρωινά χωρίς να το φτύσω. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχω όνομα ούτε και επώνυμο. Δεν θα έπρεπε να έχω φίλους που να με αγαπάνε, ούτε και εχθρούς που να με μισούν. Μια έρημος και μερικοί ξεροί θάμνοι γεμάτοι αγκάθια θα μου φτάνανε. Ίσως και μια καλύβα κάπου εκεί έξω να ήταν καλή ιδέα, για να προστατεύω την γκλάβα μου από τον αέρα και την βροχή.

Page 99: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ιάκωβος ο άνθρωπος καβούρι

Βλέπει τηλεόραση

Για να κοροϊδεύει

Τους μαλάκες που βγαίνουν και μιλάνε για τα πάντα λες και ξέρουν τα πάντα.

Είναι το νέο του χόμπυ.

Ποτέ μέχρι τότε δεν έβλεπε τηλεόραση.

Τώρα την λατρεύει.

Τον λένε Ιάκωβο

Και είναι μισός άνθρωπος και μισός καβούρι.

Λατρεύει να κοιτάει το κουτί

Γιατί έτσι μπορεί να βλέπει πως

Κι εκείνοι που είναι ολόκληροι άνθρωποι

Δεν είναι τίποτε άλλο παρά

Κουράδες χωρίς καρδιά,

Κουράδες ζεστές που πλέουν προς την θάλασσα

Μέσα από σωλήνες.

Ναι, ο Ιάκωβος ο άνθρωπος καβούρι

Την λατρεύει την τηλεόραση.

Σκέφτεται να αγοράσει άλλες δύο

Για να μην χάνει στιγμή

Από τα αγαπημένα του προγράμματα.

Λατρεύει να κοροϊδεύει τις βαρετές μανάδες

Που χαίρονται για τα βαρετά παιδιά τους

Λέγοντας πρόστυχα αστεία σε σκύλους-συζύγους,

Λατρεύει να χασκογελάει με την ορδή από θείους και θείες

Page 100: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Που κλαίνε για τα χαμένα τους λεφτά,

Που χάσανε μέσα στην κωλοτρυπίδα της αχόρταγης γειτόνισσας.

Λατρεύει να βλέπει ΘΑΝΑΤΟ, ΘΑΝΑΤΟ, ΘΑΝΑΤΟ και ΠΑΡΑΚΜΗ ΠΑΡΑΚΜΗ ΠΑΡΑΚΜΗ,

Να στάζουν μέσα από τζάκια με κρεμασμένες κάλτσες για τον Άη Βασίλη,

Τον καριόλη το χοντρό με τα κόκκινα και τα πολλά δώρα

Που ποτέ δεν πεθαίνει και χύνει καυτό σπέρμα μέσα στις κάλτσες

Από μαλλί κάθε χρόνο κατευθείαν από την Λαπωνία, γιατί την παίζει με την φωτογραφία της μαμάς και της κόρης.

Ο Ιάκωβος, ο άνθρωπος καβούρι,

Λατρεύει να βλέπει τις βόμβες να να θρυματίζουν κόκαλα και

Σπλήνες να πετάγονται στις αχόρταγες κάμερες, τα πλήθη να ουρλιάζουν από ηδονή και ευχαρίστηση.

Λατρεύει τα φονικά, πορσελάνινα χαμόγελα των τηλεπαρουσιαστών.

Το όνειρο του Ιάκωβου είναι κάποια στιγμή της ζωής του να καταπιεί μία ολόκληρη τηλεόραση ή να βάλει μία τηλεόραση στον κώλο του ή να γαμήσει μία τηλεόραση.

Ο Ιάκωβος λατρεύει την τηλεόραση.

Ανοιγοκλείνει τις δαγκάνες του από χαρά

Και αφήνενι μία ζεστή και βρωμερή κλανιά μέσα στα σκεπάσματα.

Page 101: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

καπα

Page 102: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κακός σχεδιασμός

Πόσες ανάγκες έχει ένας άνθρωπος; Θέλει τόνους χαρτί τουαλέτας για μια ζωή. Τόνους φαγητό για μια ζωή. Πρέπει να πλυθεί, να ντυθεί, να κοιμηθεί. Καταντάει μονότονο. Οι άνθρωποι είναι τα κατακάθια του σύμπαντος. Ακόμη και τα μυρμήγκια έχουν λιγότερες ανάγκες από εμάς. Ο Θεός, εαν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν πρέπει να είχε καθόλου έμπνευση όταν μας έφτιαχνε. Τι μαλάκας κι αυτός. Πρέπει να κόβω τα νύχια μου γιατί μεγαλώνουν και είναι άσχημα, να πλένω τα μαλλιά μου γιατί αρχίζουν και βρωμάνε μετά από δύο μέρες, να κουρεύω τις τρίχες που φυτρώνουν στη μάπα μου γιατί θα μου φτάσουν μέχρι το γόνατο αν τις αφήσω, να γαμάω που και που για να μπορώ να δικαιολογώ την ύπαρξη μου σαν αρσενικό, να κατουράω για να μπορώ να πιω κι άλλο νερό, είναι τόσο μονότονο και θλιβερό το παιχνίδι της ζωής. Ούτε καν παιχνίδι δεν είναι. Όταν παίζεις παιχνίδια περνάς ωραία. Με τη ζωή δεν περνάς ωραία. Απλά έχεις πράγματα να κάνεις συνεχώς. Εκείνο το πράγμα που μας έφτιαξε ήθελε να μας ξεφορτωθεί από την αρχή. Μας φόρτωσε ένα κάρο υποχρεώσεις στην πλάτη για να έχει να γελάει με το ζόρι μας να ανέβουμε την ανηφόρα. Είμαστε τα μολυβένια γαïδουράκια της φύσης. Στο τέλος όλοι καταλήγουμε μέσα στις φλόγες στο τζάκι, πεταμένοι, καμμένοι, κάρβουνο.

Page 103: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Καλοκαίρι

Πρέπει επειγόντως να βρει γυναίκα. Ο Λανς νομίζει πως αρχίζει να τρελαίνεται. Είναι συγγραφέας και συνεχώς φαντάζεται ιδανικά σκηνικά που θα τον κάνουν μέγα και τρανό στα μάτια των κριτικών. Από την άλλη σιχαίνεται τους περισσότερους ανθρώπους. Δεν του αρέσει η παρουσία τους κοντά του. Τους βαριέται. Ναι, σκέφτεται, η ανθρωπότητα είναι εντελώς βαρετή. Είναι καλοκαίρι και κάνει ζέστη. Ακόμη κι αυτή είναι μία βαρετή πρόταση. Τουλάχιστον είναι κάτι που καταλαβαίνει όμως. Είναι καλοκαίρι και κάνει ζέστη. Τους ανθρώπους δεν έχει όρεξη να τους καταλάβει. Δεν θέλει. Ο Λανς ιδρώνει με το παραμικρό, σαν γουρούνι. Πολλές στιγμές, ιδίως όταν πέφτει για ύπνο, του περνάει από το μυαλό η ενοχλητική σκέψη πως ίσως και να είναι πλέον τρελός για δέσιμο. Η ζωή τον έφτασε εκεί. Το μυαλό του τον έφτασε εκεί. Δεν γαμιέται, λέει από μέσα του, και ποιος δεν είναι τρελός;

Page 104: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κάθομαι και περιμένω

Προσπαθώ να τελειώσω την δεύτερη νουβέλα. Είναι δύσκολο. Τα έχω όλα έτοιμα, απλώς δεν έχω όρεξη να κάτσω να την γράψω. Αυτός ο υπολογιστής μου γυρνάει τ’ άντερα. Θέλω να πάρω έναν καινούριο, φορητό. Με το χέρι είναι αδύνατον να κάτσω να γράψω. Θα αρπάξω ένα σφυρί και θα τον σπάσω τον παλιό. Ακούω ουρλιαχτά στη μέση της νύχτας. Φταίει που δεν κάθομαι να γράψω. Από απέναντι έρχονται φωνές βιασμένων γυναικών ή σφαγμένων παιδιών ή κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κάθομαι και περιμένω την αυγή.

Page 105: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κάτω από ένα δέντρο

Όταν ένας άντρας στέκεται για πολύ καιρό μέσα στη σκιά, παγώνει το κορμί του, τα πνευμόνια του πετάνε κρυστάλλους, μπορεί και ο ίδιος, στο τέλος, να μεταμορφωθεί σε σκιά. Πρέπει όμως να παραμείνει δυνατός, εκεί, παρόλη την γαμημένη αδυναμία του. Πιστός στις προσωπικές του παραδόσεις. Γιατί ως γνωστόν, δεν υπάρχει καμία αλήθεια και όλα είναι υποκειμενικά. Αν δεν επανέλθει στον ήλιο, όλα θα είναι μάταια, όλα θα είναι για τον πούτσο. Λίγη λιακάδα μπορεί να λιώσει τους πάγους από πάνω του, να ζεστάνει το πληγιασμένο του μυαλό.

Page 106: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κήρυγμα για τη λέξη

Θα πω κάτι για τους εκδότες και τους συγγραφείς αυτού του τόπου. Και μάλλον όλων των τόπων. Οι περισσότεροι είναι δήθεν. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν τι εκδίδουν και γιατί. Οι περισσότεροι γράφουν βαρετές μαλακίες που όταν τα διαβάζει κάποιος νυστάζει ανελέητα. Τα γράφουν για να ξεχαστούν, τόσο χλιαρά και ξεθωριαμένα που είναι. Θα χωνευτούν από την αγορά του βιβλίου και κάποιος απλά θα τραβήξει το καζανάκι και θα βρεθούν σε κάποια βιβλιοθήκη-βόθρο εως να σαπίσουνε ολοκληρωτικά και να εξαφανιστούνε. Ηλίθιες σκονισμένες βιβλιοθήκες. Πόσο τις βαριέμαι. Κάτι έχει χαθεί. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πλέον λογοτεχνία που να σε πιάνει από τ’ αρχίδια και να μην σε αφήνει να κοιμηθείς τις νύχτες από τον πόνο. Μόνο κάτι ανούσιες μπουρμπουλίθρες, σαπουνόπερες πάνω στο τσάμπα καταλυμένο χαρτί. Τι θέλετε και γράφετε ρε μαλάκες; Πηγαίνετε να δείτε τηλεόραση καλύτερα. Να μην κουράζεστε κιόλας, απόγονοι του μάρκετινγκ και των κομπλεξικών νταβατζήδων. Δεν υπάρχει πια θάρρος, δεν υπάρχουν γενναίοι άνθρωποι να πουν τα πράγματα έτσι όπως πραγματικά είναι. Οι συγγραφείς είναι πλέον τα τσιράκια των εκδοτών που τους γαμάνε στα τέσσερα και τους ξεζουμίζουν μπας και βγάλουν κανα φράγκο για να πάρουν στην καριόλα την γυναίκα τους καμιά καινούρια επώνυμη τουαλέτα ή κανένα ακριβό ζευγάρι γόβες. Όταν η λέξη δεν είναι κάτι σαν ανάγκη, όταν η απουσία της λέξης δεν είναι σαν στέρηση, σαν κόψιμο ενός από τα μέλη σου, τότε άστα να πάνε στο διάολο και πήγαινε να γίνεις σουβλατζής ή ασφαλιστής, επίδοξε συγγραφέα.

Page 107: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κόκαλα και όνειρα

Τράβηξα μια μαλακία. Το ίντερνετ έχει κάτι καταπληκτικές τσόντες και οι περισσότερες είναι δωρεάν. Δεν ξέρω αν είμαι ικανός να ξαναγαπήσω γυναίκα. Κάτι λύπει. Δεν με πειράζει και πολύ. Θα δείξει. Μπορεί να περνάω και περίεργο λούκι και να μου περάσει πιο μετά. Είμαι έτοιμος για όλα πάντως. Δεν με ενοχλεί τίποτα. Ζούμε όλοι μέσα στην ίδια κόλαση. Για τον καθένα υπάρχει και ένα διαφορετικό δωμάτιο ή μαλλον κελί. Όταν συναντιόμαστε στον αυλόγυρο όλοι μαζί οι κολασμένοι, τότε γίνονται χοντρά πάρτυ με διαβόλους, τέρατα και ζόμπι και ψησταριές γεμάτες κόκαλα και όνειρα. Καμμένα όνειρα.

Page 108: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κολύμπι

Ετούτο εδώ το απόγευμα του καινούριου καλοκαιριού η θλίψη είναι σαν κατσαρίδα. Μου γαργαλάει τη μασχάλη. Πνίγομαι μέσα στη θάλασσα μα προσποιούμαι πως κολυμπάω χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια μήπως και γλιτώσω. Τελικά φτάνω σαν πέτρα στον πάτο. Εδώ υπάρχουν δρόμοι και μαγαζιά, λούνα παρκ και σινεμά. Καλά είναι.

Page 109: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κοτέτσι

Δεν νομίζω πως μπορώ να κάνω κάτι άλλο εκτός από το να γράφω για την ανικανότητα μου να ζήσω. Είναι κάτι το τελείως εσωτερικό. Πιστεύω πως ήρθα σε αυτή τη γη με σκοπό να γράψω. Οι λέξεις είναι ένα πράγμα, μια οντότητα που ταιριάζει στα χρωμοσώματα μου. Οι λέξεις, κάθε μία από αυτές, είναι ένα βάλσαμο στην άγαρμπη καρδιά μου. Με ανακουφίζουν σαν μια καλή μαλακία, ένα καλό γαμήσι, ένα καλό πιάτο φαγητό, έναν καλό ύπνο. Δυστυχώς, η άγαρμπη καρδιά μου όλο πέφτει και χτυπά στο τσιμέντο. Η Τόνια δεν θέλει να με βλέπει μπροστά της. Της προκαλώ λέει εμετό. Δεν με γουστάρει και πολύ πλέον, μου λέει πως ποτέ της δεν με γούσταρε πραγματικά. Δεν καταλαβαίνω τον λόγο ακριβώς που το λέει αυτό αν και υποψιάζομαι κάτι. Ίσως φταίει που δεν έχω καλό πρόσωπο, όμορφο θέλω να πω, ίσως να φταίει που όλο φτύνω καπνούς, κάτι τεράστια καφέ κομμάτια, από τα στριφτά μου τσιγάρα, ίσως να είναι που όλο βρίζω και γελάω βροντερά σαν τράγος, ίσως να φταίει που βρωμάω και κλάνω συνεχώς σε δημόσιους χώρους. Η μούρη μου, λέει η Τόνια, είναι κάτι το εξωπραγματικό. Μοιάζω λέει με ανθρώπινο, όρθιο κοτόπουλο που είναι γερασμένο, με καμπούρα και γεμάτο ρυτίδες. Τα λέει αυτά και κακαρίζει με τις φίλες της σαν κότα. Την καριόλα, την αγαπάω όμως και δεν μπορώ να της κρατήσω κακία. Έχει φοβερή κωλάρα και πανέμορφο πρόσωπο. Αν η ζωή είναι ένα κοτέτσι τότε κάθε μέρα το αφεντικό σφάζει κι από ένα κοτόπουλο για να κάνει σούπα. Σήμερα μπορεί και να είναι η σειρά μας γλυκειά μου Τόνια.

Page 110: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κράτα το σάλιο σου γι’ αργότερα

Είναι κάποιες μέρες που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Απλά δεν μπορείς. Δεν μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου, το κεφάλι σου πονάει, ο κώλος σου πονάει, τα μάτια σου θέλουν να γυρίσουν πίσω από το κρανίο σου για να μην κοιτάνε άλλο τον κόσμο, δεν μπορείς να χέσεις, δεν μπορείς να σκεφτείς, δεν μπορείς να γελάσεις ή να μιμηθείς την πάπια ή τον δεινόσαυρο, δεν έχεις αντοχή να ακούς μουσική ή τον αέρα που σου τριβολίζει τα μαλλιά. Τα πάντα γυρίζουν λες και βρίσκεσαι σε ένα δαιμονισμένο λούνα πάρκ και είσαι ο μόνος που δεν διασκεδάζει εκεί μέσα, ο μόνος που παθαίνει ναυτία με οτιδήποτε. Το δέρμα σου θέλει να επαναστατήσει και να χωριστεί από τα κόκαλα σου. Άλλοι λένε πως φταίει ο καιρός, άλλοι λένε πως είναι στον άνθρωπο. Εγώ δεν λέω τίποτα, προτιμώ να μην μιλάω καθόλου όταν είμαι σε αυτήν την κατάσταση. Κράτα το σάλιο σου γι’ αργότερα. Και το σπέρμα σου.

Page 111: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κάποιος μου έκλεψε τα παπούτσια και περπατάω πάνω σε καρφιά

Όταν οι φίλοι σε παρατάνε ή τους παρατάς εσύ

Για κάποιο ανόητο λόγο,

Όταν οι εχθροί σου σε ξεπερνάνε,

Όταν τα λάστιχα του παλιού σου αυτοκινήτου σκάνε με το

Παραμικρό μπροκαλάκι,

Όταν η γυναίκα σου πηδιέται και αγαπάει κάποιον άλλο,

Όταν το πλούσιο, αδηφάγο αφεντικό σου

Θέλει να σκίζεσαι σαν ανθρώπινη σαρδέλα μέρα και νύχτα στη δουλειά

Για να δικαιολογήσει τα ψίχουλα που σου πετάει,

Ε τότε τι μένει για να κάνεις;

Μάλλον δεν μένουν και πολλά.

Μάλλον δεν μένει τίποτα,

Γιατί είσαι πλέον μασημένος σαν μεταχειρισμένη τσίχλα φτυσμένη στο δρόμο.

Βλέπεις καμιά ανιαρή ταινία με το ζόρι

(κάθε πέντε λεπτά τη σταματάς για να κάνεις κάτι άλλο)

Μπας και περάσει η ώρα

Και έρθει η επόμενη μέρα

Για να κάνεις ακριβώς τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη.

Οι γυναίκες έχουν αρχίσει να σε βλέπουν σαν ψωριάρη σκύλο ή σαν πράσινο εξωγήινο ον ή σαν γαιδούρι με τεράστια στύση ή σαν σερνάμενο πλάσμα με παγωμένο σώμα,

Τέλος πάντων, δεν σε πλησιάζουν και πολύ.

Εσύ βέβαια έχεις πάψει το κυνήγι.

Χρειάζεσαι ένα μεγάλο διάλειμα.

Ο άντρας χρειάζεται που και που ένα διάλειμα

Από όλο αυτό το συρφετό,

Από τα γρανάζια της ΜΗΧΑΝΗΣ που σου μασουλάνε

Page 112: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τη σάρκα, τα μέλη, τον εγκέφαλο και την ψυχή.

Να ξέρεις πως όλα είναι μέρος αυτής της τεράστιας

Καριόλας ΜΗΧΑΝΗΣ,

Που αποτελείται από ανθρώπινα σκατά και σώματα.

Βουίζει, μουγκρίζει, φτύνει,

Άντρες, γυναίκες, παιδιά και ζώα

Και τηλεοράσεις φλατ, gadget και ότι παπαριά θες.

Όταν όλα πάνε σκατά,

Όταν δεν υπάρχει ούτε ίχνος νερού στη βρύση και διψάς σαν δαιμονισμένος στην έρημο,

Όταν το μόνο που πατάς είναι κάτι τεράστια σκουριασμένα, μυτερά καρφιά,

Και γνωρίζεις καλά πως δεν είσαι κανάς πούστης φακίρης

αλλά παρόλα αυτά έχεις γυμνά πόδια,

Το μόνο που ξέρεις στα σίγουρα

Είναι πως κάποιο βρωμερό αρχίδι

Σου έκλεψε πάλι τα παπούτσια.

Page 113: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κάθε αποτυχημένη νύχτα μας

Κοιτάζω όλες αυτές τις φάτσες.

Καθένας σκέφτεται κάτι διαφορετικό.

Καθένας έχει τα δικά του προβλήματα να παλέψει αλλά όλοι συμπεριφέρονται σαν

Να μην έχουν κανένα πρόβλημα.

Αλλιώς θα ήμασταν όλοι ένα μάτσο κλαψιάριες γκέϊσες και αυτό για μας είναι

ήττα.

Θα γεμίζαμε με δάκρυα χιλιάδες τετραγωνικά τσιμέντο.

Μα έτσι κι αλλιώς

Αυτό δεν κάνουμε κάθε αποτυχημένη νύχτα μας;

Οι πόλεις είναι πισίνες γεμάτες σάλια, ιδρώτα, ξερατά, σπέρματα, αίμα, ούρα.

Κολυμπάμε μέσα τους με δήθεν αξιοπρέπεια, καθημερινά και δεν θέλουμε να το κάνουμε θέμα για να μην ενοχλήσουμε το γείτονα ή τον εραστή ή τη θεία μας.

Είναι ο παλιόφιλος ο Χάρος που φοβόμαστε και τρέμουμε όλοι.

Μόνοι, μέσα στα σκοτεινά, κρύα και κακόγουστα δωμάτια μας.

Μετά από μεθύσια και

Ιστορικές στιγμές ταπεινοφροσύνης.

Μα κανείς δεν το παραδέχεται.

Γιατί θα γεμίζαμε με δάκρυα χιλιάδες τετραγωνικά τσιμέντο.

Μα έτσι κι αλλιώς αυτό δεν κάνουμε

Κάθε αποτυχημένη νύχτα μας;

Page 114: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κάτι που κατάλαβα σήμερα κοιτώντας την χαζή γκόμενα του αφεντικού

Για να είσαι κάποιος σε αυτόν το γαμώκοσμο πρέπει να είσαι:

Μαλάκας,

Γλίτσας,

Τρόμπας,

Ελεεινός,

Και ηλίθιος.

Μόνο οι ηλίθιοι γαμάνε.

Οι έξυπνοι την παίζουν στο σπίτι τους.

Κι εγώ έξυπνος είμαι.

Page 115: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κλειστά παράθυρα και κατεβασμένα παντζούρια

Από το δεξί μάτι δεν έβλεπε και πολύ καλά τα τελευταία πέντε χρόνια.

Η όρεξη του για οτιδήποτε είχε πιάσει το μηδέν εδώ και τρία χρόνια.

Ο Τάσος είχε να γαμήσει κανονική γυναίκα εδώ και τέσσερα χρόνια.

Είχε σκεφτεί πολλές φορές να πάει για καλόγερος αλλά μετά από λίγο άλλαζε γνώμη γιατί σκεφτόταν τους ιδρωμένους κώλους των καλογέρων, τις πρωινές καμπάνες και την μυρωδιά του λιβανιού.

Ο Τάσος πήγαινε μόνο σε πουτάνες, κάτω στο λιμάνι, τριάντα ευρώ η επίσκεψη, συνήθως τα βράδια που αισθανόταν μία συγκεκριμένη μοναξιά, εαν είχε λεφτά.

Τις τελευταίες δέκα ημέρες υπέθετε πως έπασχε από το τελευταίο στάδιο της κατάθλιψης και πως το επόμενο βήμα ήταν η σχιζοφρένεια ή κάτι τέτοιο.

Δεν τον ένοιαζε και πολύ η προοπτική της τρέλας.

Και τα δύο του χέρια έπασχαν από τενοντίτιδα μιας και είχε βρει μία περιστασιακή δουλειά σαν αποθηκάριος και όλη μέρα σήκωνε βαριά κιβώτια γεμάτα κατσαρόλες και φλιτζάνια. Χτες ήταν η τελευταία του μέρα στη δουλειά. Το αφεντικό του είχε πει πως δεν ήταν αρκετά ενθουσιώδης και πως θα ήταν καλύτερο να βρει κάτι άλλο να κάνει.

Ο Τάσος δεν καταλάβαινε πως θα μπορούσε κανείς να είναι ενθουσιώδης κάνωντας εκείνη τη δουλειά.

Μιας και δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, καθόταν στο σπίτι του όλη μέρα, ανοίγωντας καινούρια κουτάκια μπύρας και καπνίζοντας φτηνά πούρα με γεύση σοκολάτας από το περίπτερο.

Από τότε πέρασε ένας χρόνος και ο Τάσος είναι ακόμη άνεργος.

Παίρνει 400 ευρώ από το ταμείο ανεργίας αλλά σε ένα μήνα το επίδομα θα σταματήσει.

Έκανε αίτηση για κλητήρας σε μία εταιρία σαμπουάν από μία αγγελία που είχε δει στην εφημερίδα.

Η αίτηση εργασίας του απορρίφθηκε και ένας τύπος που άκουγε στο επώνυμο Καλότογλου πέταξε την αίτηση εργασίας του Τάσου στα σκουπίδια, σκουπίδια που ήταν γεμάτα με άλλες τριακόσιες ογδόντα εφτά αιτήσεις εργασίας που είχαν κι αυτές απορριφθεί.

Ο Τάσος ποτέ του δεν είχε κάποια συγκεκριμένη φιλοδοξία στη ζωή ή κάποια συγκεκριμένη κλίση.

Θεωρούσε την δουλειά καθαρή τρέλα.

Ήταν τεμπέλης, το είχε αποδεχτεί από καιρό.

Page 116: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Θα μπορούσε βέβαια να είχε γίνει συγγραφέας, από εκείνους που πεινάνε και στο τέλος κοιμούνται μέσα στα ίδια τους τα ξερατά.

Είχε όμως την ισχυρή πεποίθηση πως η χώρα του δεν θα δεχόταν τις μη ευκολοχώνευτες απόψεις του για τον κόσμο και έτσι ποτέ του δεν είχε γράψει λέξη.

Ο Τάσος άρχισε να ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια.

Γενικώς δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τους ανθρώπους, προτιμούσε τα ζώα, τις γάτες, τους σκύλους, τα ποντίκια και τις κατσαρίδες.

Κάθε συνάντηση με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα είχε ως αποτέλεσμα μία τεράστια τόξινη έκρηξη μέσα στο κεφάλι του. Κάθε συνάντηση με ένα άλλο, οποιοδήποτε ζώο δεν είχε ποτέ τέτοια κατάληξη.

Ο Τάσος αποφασίζει να κάτσει στο σπίτι του, χωρίς να ξεπορτίσει, για δύο εβδομάδες σερί.

Σκέφτηκε πως ίσως μετά την απομόνωση του να γινόταν επιτέλους ένα πιο κοινωνικό ον.

Γέλασε από μέσα του με τις μαλακίες που σκεφτόταν.

Κλείνει τα παράθυρα, κατεβάζει τα παντζούρια και ξαπλώνει αμέσως στο κρεβάτι ανάσκελα κοιτάζωντας το ταβάνι σαν πεθαμένος.

Ανάβει ένα τσιγάρο.

Μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού το μόνο φως που υπάρχει είναι η κάφτρα από το τσιγάρο.

Είναι ένα πολύ κατευναστικό φως.

Είχε καιρό να δει ένα τόσο κατευναστικό φως.

Για μια στιγμή ο Τάσος αισθάνθηκε όμορφα και έκλεισε τα μάτια του.

Page 117: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κωστής ο μπετατζής

Τελικά όσες λιγότερες τύψεις έχει ο Κωστής για τη πάρτη του και τις πράξεις του

Τόσο λιγότερο σκατά νιώθει

Τόσο λιγότερο παρανοϊκός είναι.

Οι τύψεις είναι το πιο άχρηστο σκατό μέσα στη ζωή του Κωστή.

Ο Θεός πρέπει να είχε πολύ αρρωστημένο χιούμορ όταν τις φόρτωσε στο σύστημα μας.

Ποιος ηλίθιος πιστεύει στις τύψεις;

Ποιος μαλάκας πιστεύει στα άχρηστα μέλη που σαπίζουν από την αρρώστεια και πρέπει να κοπούν;

Οι γιατροί στα κόβουν στο πι και φι και μετά πάνε και τρώνε μεσημεριανό στην καφετέρια του νοσοκομείου και τσιμπολογάνε τους αφράτους κώλους των νοσηλευτριών.

Μετά ο χρόνος είναι όλος δικός σου για μια καινούρια προδοσία Κωστή.

Μετά θα έχεις όλο τον καιρό να ξεχάσεις τα πάντα.

Μην περιμένετε τίποτα από τον Κωστή.

Είναι άλλος ένας μέσα στους πολλούς που δεν ξέρουν το δρόμο για το σπίτι.

Πολύ μεθυσμένος για να περπατήσει.

Πολύ λάθος για να πει κάτι.

Πολύ άνθρωπος για να καταφέρει να ζήσει.

Page 118: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κρατάει πολύ αυτό το τσίρκο

Ότι και να κάνει κάνεις θέλει χρόνο.

Αν θέλεις να γαμήσεις, πρέπει να περάσεις πρώτα από χίλια πενήντα κύματα, να γνωρίσεις την γυναίκα, να τα πείτε, να της αρέσεις, να σου αρέσει, να σε ρωτήσει τα προφανή, να την ρωτήσεις τι δουλειά κάνει, να σου πει όλα της τα παράπονα για τα μακαρόνια νούμερο 10, να της πεις ότι μυρίζει όμορφα, να σου πει όλα της τα βαρετά μυστικά, να παίξετε μονόπολη, να φάτε σε κινέζικο, να σε ρωτήσει πόσα λεφτά βγάζεις το μήνα και πόσο μεγάλη την έχεις και αν όλο αυτό το πανηγύρι δεν σε έχει τρελάνει και δεν έχεις γίνει λιάρδα στο μεθύσι μετά από όλα αυτά τα ποτά, ε τότε ίσως και να γαμήσεις (αν σου σηκώνεται).

Ότι και να κάνει κανείς θέλει χρόνο.

Στο τέλος θα πρέπει να είσαι συνεχώς μεθυσμένος, διότι μόνο έτσι αντέχεται αυτή η αηδία Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.

Πρέπει να περιμένεις σε ουρές ακόμη και για να αλαφρώσεις την κύστη σου.

ΠΑΝΤΑ ΑΥΤΗ Η ΓΑΜΗΜΕΝΗ Η ΟΥΡΑ, ΠΑΝΤΟΥ, ΠΑΝΤΟΤΕ.

Ο Θεός έφτιαξε τους ανθρώπους για να φτιάξουν τις ΟΥΡΕΣ και το πλαστικό.

Έξω βρέχει και οι εποχές αλλάζουν σαν τις ματωμένες σερβιέτες της γκόμενας σου, που την έχεις βαρεθεί να την κοιτάς να μασουλάει ποπ κορν μπροστά από την τηλεόραση.

Σκούρο αίμα μέσα στο καλαθάκι.

Δεν υπάρχει όμως χρόνος για να ζήσεις.

Ακόμη και για να πάρεις μια φρατζόλα ψωμί θέλει χρόνο,

Να πλύνεις τα δόντια σου,

Να μαλακιστείς,

Να φας,

Να πας στο σούπερ μάρκετ,

Να βάλεις τα παπούτσια σου το πρωί.

Ότι και να κάνεις θέλει χρόνο και

Αυτό το τσίρκο κρατάει πολύ.

Και ρωτάω,

Γιατί;

Page 119: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κακό αίμα

Ο Πέτρος είχε μέσα στο αυτί του μία μαύρη τρύπα.

Εκεί έριχνε όσα άκουγε και δεν τα γούσταρε.

Άκουγε πολλές μαλακίες καθημερινά.

Ο Πέτρος μέσα στο μάτι του είχε μία άλλη μαύρη τρύπα.

Εκεί μέσα πέταγε όσες μαλακίες έβλεπε,

Και έβλεπε πολλές μαλακίες.

Ο Πέτρος μέσα στην καρδιά του είχε μία τρίτη μαύρη τρύπα.

Εκεί έριχνε όλα τα υπόλοιπα σκατά και σκουπίδια.

Και ήταν πολλά τα γαμημένα.

Η καρδιά του θύμιζε χωματερή.

Μύριζε σαν χωματερή.

Μία από αυτές τις μέρες, υποψιαζόταν ο Πέτρος, οι μαύρες τρύπες του

Θα ξεχείλιζανε.

Τόσο φουλαρισμένες ήταν από την υπερβολική χρήση.

Όταν οι μαύρες τρύπες θα ξεχειλίζανε,

Από μέσα τους (σαν να ήταν πληγές) θα έβγαινε μόνο

Πηχτό, μαύρο, χρησιμοποιημένο, κακό αίμα.

Ίσως τότε ο Πέτρος να ξαλάφρωνε για λίγο.

Page 120: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

μι

Page 121: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μαυρίλα

Όλα είναι μαύρα. Τα μάτια σου είναι μαύρα, τα μάτια μου είναι μαύρα, οι τοίχοι είναι μαύροι, ο ουρανός είναι μαύρος, η καρδιά μου που κλαίει είναι μαύρη. Έχω σκεφτεί την αυτοκτονία αλλά δεν διαθέτω τα κότσια για να το κάνω. Γιατί όλα είναι τόσο χάλια; Γιατί θα πρέπει να κολυμπάς στα σκατά από την ώρα που θα ξυπνήσεις μέχρι την ώρα που θα κοιμηθείς; Ο χειμώνας είναι η χειρότερη εποχή για να κάνεις οτιδήποτε. Ο άνεμος να σου χτυπάει στα μούτρα, ο λαιμός να είναι γεμάτος ξυράφια και οι φίλοι να είναι πλέον μια πολυτέλεια. Οι γυναίκες είναι κάπου μακρυά και γαμιούνται όλες με κάποιον άλλο. Ο Δημήτρης δεν μπορεί να σηκώσει τα μάτια και να χαμογελάσει. Όλο κοιτάζει τις μαύρες μύτες των παπουτσιών του. Το μόνο που του είναι λίγο ευχάριστο είναι να κάθεται μέσα στο μικρό του δωμάτιο και να παρακολουθεί τηλεόραση σαν υπνωτισμένος ταύρος. Ο Δημήτρης κοιτάζει με τις ώρες το κινητό του. Τίποτα. Η οθόνη είναι μαύρη. Ότι έχει σπάσει δεν ξαναφτιάχνει.

Page 122: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μέσα στην κοιλιά της πόλης

Πόσο καιρό είχε να δει βουνό; Όχι και πολύ, από μακρυά βέβαια. Ο Χανς δεν είχε ανάγκη τη φύση. Μέσα στην πόλη ήταν ικανοποιημένος. Μόνο που δεν ένιωθε ακριβώς αυτό που λέμε πλήρης. Τι στο διάολο; Ποιος ήταν πλήρης στην τελική; Ένα φλιτζάνι καφέ και μερικά στριφτά τσιγάρα τον άφηναν αρκετά ικανοποιημένο. Αν υπήρχε εκεί κάπου κάποιος να τον καταλαβαίνει ή έστω κάποιος που να προσποιείται πως τον καταλαβαίνει, ε τότε, όλα θα πήγαιναν ρολόι. Φοβόταν να ακουμπήσει αλκοόλ. Εξαιτίας της δουλειάς. Ο Χανς ήθελε να είναι συνεπής αυτούς τους τελευταίους τρεις μήνες που του απέμεναν για να πάρει την αποζημίωση του και να την κοπανήσει από εκείνο το μπουρδέλο που δούλευε. Τους είχε σιχαθεί όλους και για να μην σιχαθεί και τον ίδιο του τον εαυτό αποφάσισε να παραιτηθεί. Μετά, μια θάλασσα από αλκοόλ τον περίμενε, γαλήνια και γλυκειά.

«Πρέπει να βρω μια γκόμενα. Δεν την παλεύω άλλο. Πρέπει να επιβεβαιωθώ. Να αποδείξω πως είμαι αρσενικό. Να γαμήσω.»

Αυτές είναι μερικές από τις σκέψεις του Χανς.

Page 123: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια τσάντα γεμάτη θλίψη

Ο Τζάκο δουλεύει σε πύλη. Στο αστυνομικό μέγαρο. Δεν είναι μπάτσος. Δεν τους πολυγουστάρει που τους βλέπει κάθε μέρα αλλά αυτή τη δουλειά του βρήκαν από το γραφείο ανεργίας. Μια δουλειά, τίποτα παραπάνω. Μια τσάντα που την άφησε μια νέα γυναίκα. Ήθελε λέει να κάνει μια δουλειά στα μαγαζιά και αν ήταν εύκολο να την πρόσεχε λιγάκι εκεί στην πύλη. Η τσάντα ήταν γεμάτη ροζ, πράσινους, ραβδωτούς, μυτερούς και άσχημους ηλεκτρικούς, από καουτσούκ δονητές, ξεφούσκωτες πλαστικές κούκλες και μαστίγια, μπάλες ηδονής, λιπαντικά υγρά. Τι σκατά γίνεται. Σκέφτηκε να τα πάρει. Σκέφτηκε να τα κρατήσει. Την κούκλα ίσως. Αλλά τους δονητές; Να τους βάλει στον κώλο του; Δεν την έβρισκε έτσι. Γυναίκα δεν είχε οπότε θα κρατούσε την πλαστική κούκλα. Μια τσάντα γεμάτη ηδονή. Μια τσάντα γεμάτη θλίψη.

Page 124: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μην κοροïδεύεις

Δεν την παλεύω άλλο. Όλο αλλάζω γνώμες για τον κόσμο γύρω μου. Έχει καταντήσει τόσο κουραστικό. Αν δεν έχεις στυλ είσαι χαμένος από χέρι. Αυτό μπορεί να ακούγεται φασιστικό αλλά δεν με νοιάζει. Μείνε σταθερός στις αξίες σου ή στις μη αξίες σου, όποιες κι αν είναι αυτές. Στο τέλος κάτι θα έρθει να σε βρει. Μην κοροïδεύεις. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Στο τέλος του αγώνα κάτι θα σε περιμένει ακόμη κι αν βγεις τελευταίος.

Page 125: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μηχανή αναπνοής

Τα πράγματα που νομίζουμε πως είμαστε, οι ιδιότητες που δίνουμε στους εαυτούς μας, θα μας σπάσουν. Συνεχίζουμε αδιάκοπα να κινούμαστε μέσα σε έναν τόπο τόσο σκοτεινό και ποτέ δεν σταματάμε έτσι ώστε να ξαποστάσουμε λίγο απ’ όλο αυτό το σκατό που λέγεται ζωή. Τα μάτια σου είναι σαν δεσμά, με έχουν παγιδεύσει μέσα σε ένα γλυκό όνειρο. Δεν μπορώ να βγω από δω μέσα. Αυτός είναι ο εαυτός μου που πλησιάζω τόσο κοντά. Αναγκάζομαι να ακυρώσω όλα τα κόλπα του Μεγάλου Άντρα. Είμαι απλά μια μηχανή αναπνοής και αυτό δεν είναι κακό. Αγαπάω τον πατέρα μου, αγαπάω την μητέρα μου, αγαπάω το κορίτσι μου πιο πολύ απ’ όλα. Δυστυχώς ακόμη δεν το έχω γνωρίσει.

Page 126: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μουσική δωματίου ή και στάβλου το ίδιο κάνει

Δεν με ενδιαφέρει η αλήθεια. Η αλήθεια είναι κάτι που η πέτσα μας δεν μπορεί να αντέξει. Ο καθένας τρέφεται σαν βδέλα από το δικό του, χοντρό ψέμα. Δεν με απασχολούν οι αλήθειες των φίλων μου, δεν με αγγίζουν οι αλήθειες των βουνών ή οι αλήθειες των παιδιών. Με απασχολεί μόνο το δικό μου, όμορφο ψέμα. Μάθημα πρώτο που μου έμαθε το σχολείο: αγαπάω τη λάσπη. Η λάσπη είναι η παιδική χαρά μου. Αγαπώ το αίμα. Αυτό είναι το δεύτερο μάθημα. Το αίμα με κρατάει στη ζωή. Αυτό έχω και κανείς δεν μπαίνει ανάμεσα σε αυτό και σε μένα. Είναι η μόνη μου ελπίδα.

Page 127: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μπάικ Μόουνς

Ο Μπάικ Μόουνς είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ενοχλημένος από τον φακό του φωτογράφου. Είναι ηλίθιος και όλοι το ξέρουν πλέον. Νομίζει πως έχει το βλέμμα του ανθρώπου που έχει δει πολλά. Είναι άλλος ένας ηλίθιος στο παιχνίδι του θανάτου. Είναι αδύνατος σαν σκουπόξυλο. Το τελευταίο του βιβλίο ονομάζεται «Κλάνω κόντρα στον Άνεμο». Το ξέρει μόνο αυτός: Υπάρχει πιο ελκυστικό πράγμα από την αυτολύπηση; Είναι η χαρά των απλών απολαύσεων που τον κάνουν και συνεχίζει να ζει.

Page 128: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μπελάς

Μου αρέσει να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου. Είμαι κότα. Αντί να γυρίσω και να πω σε αυτούς που με ενοχλούν ένα τεράστιο άντε γαμήσου. Στους μαλάκες, στους σιχαμένους, τους ενοχλητικούς. Κάθομαι και το παίζω καλό παιδί για να περνάω καλά. Αρχίδια, δεν μου αρέσει η ταλαιπωρία. Στην τελική τι είναι όλο αυτό; Ένα κλικ να γίνει, μια βίδα να ξελασκάρει λίγο περίεργα, έχεις βρεθεί από πιστός και φιλότιμος στρατιώτης σε νούμερο ένα λιποτάκτη, δολοφόνο, αναρχικό μπάσταρδο.

Page 129: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μπορεί και όχι

Το αγρίμι ξαναβγήκε από τη φωλιά του. Και έλεγα πως δεν είμαι απατεώνας. Είμαι. Εκείνο το θηλυκό τιγράκι που το φοβάμαι και δεν μου πολυαρέσει η φάτσα του, ξαναδάγκωσε την καρδιά μου. Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα παρά μόνο φιλιά και χάδια. Το τιγράκι με άφησε στα κρύα του λουτρού. Μα πως μιλάω έτσι; Σαν παππούς του ’50. Αυτό που θέλω να πω είναι πως με άφησε με τον πούτσο στο χέρι. Βασικά εγώ φταίω, φοβόμουν. Τελικά αρνήθηκε. Μπορούσα να την βιάσω αλλά το ξανασκέφτηκα. Δεν είμαι τόσο κακός. Ποιος νοιάζεται έτσι κι αλλιώς; Αύριο μπορεί να ξημερώσει μια καινούρια μέρα, μπορεί και όχι.

Page 130: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μποτιλιάρισμα

Η ζωή είναι μια σειρά από ακατανόητες πράξεις. Ένα παιχνίδι όπου ο άνθρωπος γίνεται μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Ακατανόητες πράξεις από ακατανόητους φορείς. Μια μέρα χωρίς να τρέχεις για κάτι είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο. Σαν μαλάκας μπουσουλάς πίσω από εκείνο το κάτι αλλά ποτέ δεν το φτάνεις. Δεν υπάρχει τίποτα να προλάβεις. Ότι κι αν καταφέρεις θα θέλεις κι άλλο, κι άλλο. Ακόμη μερικές πράξεις, ακατανόητες. Μακάρι να μπορέσω κάποια μέρα να σταματήσω αυτή την ηλίθια κίνηση μέσα μου και έξω μου. Γιατί πρέπει πάντοτε να κάνω κάτι; Αν σταματήσω να κάνω οτιδήποτε, εκτός των βασικών της επιβίωσης, τι θα συμβεί;

Page 131: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μέσα στα ποτάμια που δεν κυλάνε πια

Δεν υπάρχει τίποτα.

Δεν υπάρχει πνεύμα,

Δεν υπάρχει τέχνη,

Ούτε καλοσύνη κανενός είδους,

Ούτε καν φιλανθρωπία δεν το λες αυτό.

Δεν υπάρχει τελειότητα, αλλά αυτό όλοι το ξέρουμε,

Δεν υπάρχει ούτε καν μετριότητα όμως.

Δεν υπάρχει ταλέντο, δεν υπάρχει μουσική,

Δεν υπάρχει αντοχή ούτε και νερό να ξεδιψάσει

Ο κάθε τυχαίος διψασμένος περιπλανητής της ατελείωτης νύχτας.

Αυτό ακούστηκε περίεργα, πολύ κουλτουριάρικο.

Πάντως είναι σίγουρα χαμένος από όλα τα παιχνίδια.

Δεν είναι και πολύ ΚΟΥΛ αυτός ο περιπλανητής.

Το αντίθετο μάλιστα. Μαλάκας είναι.

Δεν υπάρχει φιλία, μόνο εξωστρακισμένες σχέσεις ανάγκης και ηλιθιότητας.

Δεν υπάρχει έρωτας, μόνο μία διαρκής, βασανιστική και επικίνδυνη φαντασίωση του.

Δεν υπάρχει οικολογία (τι μαλακία είναι αυτή;)

Ούτε γαστρονομία, ούτε ιατρική, ούτε δικαιοσύνη, ούτε ελευθερία.

Φυλακές υπάρχουν πολλές όπως και τρελάδικα.

Φυσικά είναι όλα γεμάτα οπότε δεν μπορείς να πας για να τελειώνεις, πρέπει και εδώ να περιμένεις στην ουρά.

Επίσης να επισυμάνω πως δεν υπάρχει θεσμός της οικογένειας, δεν υπάρχει ταξίδι, ούτε χρόνος υπάρχει.

Ζούμε τη φάρσα του Θεού που δεν υπάρχει.

Είμαστε οι πρωταγωνιστές σε ένα παράλογο, σιχαμερό απογευματινό τηλεπαιχνίδι γεμάτο γλοιώδεις κοινοτυπίες.

Page 132: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι θεατές ουρλιάζουν από ηδονή καθώς οι παίκτες ακρωτηριάζονται από μηχανικές λεπίδες καλυμμένες με διαφημίσεις σε κάθε λάθος απάντηση από βαλτούς κουκουλοφόρους φοιτητές βιολογίας.

Δεν υπάρχει δημιουργία πουθενά.

Αυτήν κυνηγάω με το να γράφω ένα ηλίθιο ποίημα κάθε μέρα,

Αν έχω όρεξη.

Επίσης δεν υπάρχει γάμος, τελετή ή μαγεία, ούτε κατάλληλη γυναίκα ή κατάλληλο κατοικίδιο που δεν πεθαίνει ποτέ και δεν κατουράει ποτέ.

Δεν υπάρχει τίποτα, μόνο αυτό εδώ.

Αυτό εδώ το κρύο, σκουλικιασμένο χώμα.

Όλοι φυσικά κοιτάνε να πιάσουν την καλή,

Μόνο που δεν έχουν πάρει χαμπάρι

Πως επειδή δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω,

Πάνω,κάτω, δεξιά, αριστερά ή στη μέση και ενδιάμεσα,

Δεν θα βρούνε ποτέ αυτήν την καλή.

29 ευρώ για έξοδο, μπύρα, τσιγάρα, φαϊ, και μετά πίσω στο σπίτι με το σαράβαλο για να την παίξεις κοιτώντας κάποιο οnline κρεοπωλείο και να συρθείς στο παγωμένο στρώμα απογοητευμένος, χρησιμοποιημένος και ασθενικός επειδή για άλλη μια φορά ήταν σαν να μην είχες καρδιά, ψυχή, γλώσσα και αρχίδια.

Το πρωί θα κάνεις και πάλι το αιώνιο λάθος να κοιτάξεις τη μάπα σου στον καθρέπτη για να σου έρθει πιο εύκολα η αναγούλα.

Δεν υπάρχει πλέον τίποτα να ειπωθεί, όλα έχουν ήδη ειπωθεί.

Οπότε το μόνο που μας μένει είναι να αναμασάμε κάθε χρόνο τα ίδια σκατά μέχρι να ψοφήσουμε.

Τα μπαρ είναι νεκρά, τα σπίτια είναι νεκρά, οι δρόμοι είναι νεκροί, οι εκθέσεις φωτογραφίας είναι νεκρές.

Οι αλιγάτορες κι αυτοί είναι νεκροί και τα δόντια τους διακοσμητικό κολιέ σε κάποιο μαγαζί με σουβενίρ για άρρωστους τουρίστες με κιτρινισμένο ταμπελακί τιμής 3,50 ευρώ.

Page 133: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια δυνατή ανακούφιση

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις.

Ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει ακόμη κι αν δεν μπορείς να γαμήσεις.

Θα μπορούν πάντα κάποιοι άλλοι για σένα.

Αυτό να το βάλεις καλά στο μυαλό σου.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις.

Οι γυναίκες, οι άντρες, τα σκυλιά και οι κονσέρβες

Θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε όλα τα ράφια

Σε όλα τα σούπερ μάρκετ και τα εμπορικά κέντρα

Σε όλη τη γαμιόλα τη Γη.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Αν δεν έχεις πόδια, χέρια, αρχίδια, πλευρά, συκώτι, νεφρά, μάτια, πνευμόνια ή νύχια ή μαλλιά,

Ο κόσμος θα συνεχίσει να κάνει σβούρες σαν μια μαλακισμένη σβούρα που είναι, μέσα στο τρελό και ακαταλαβίστικο σύμπαν.

Δεν υπάρχει πρόβλημα κι αν εξαφανιστείς από προσώπου γης.

Οι πληθυσμοί θα πίνουν τα μικρά σκατοεσπρεσσάκια τους που είναι πιο πικρά κι από το πολυκαιρισμένο κίτρινο κερί στο αυτί σου, θα ψωνίζουν τις ανύπαρκτες ελλείψεις τους, θα γεννάνε τα αιώνια μωρά τους.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Γιατί θα συνεχίσουν και χωρίς εσένα.

Μην έχεις αμφιβολίες, είναι ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΙΓΟΥΡΟ.

Μείον ένα κορόιδο, αυτό είναι όλο.

Δεν έγινε και τίποτα, τόσα κορόιδα χάθηκαν, γιατί όχι κι εσύ;

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Γιατί η βιομηχανία θα γεννήσει περισσότερους ανερχόμενους σταρ και πιο πολλά πρωτοεμφανιζόμενα ταλέντα, πιο χαζά και πιο ψεύτικα από τα προηγούμενα νούμερα που πήραν την κάτω βόλτα πλέον,

Page 134: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πιο όμορφους και ακόμη πιο πανηλίθιους άντρες και γυναίκες που θα κάνουν τα πάντα για τα λεφτά και τη δόξα, κι ακόμη πιο πολλά, πιο πολλά, πιο πολλά,

Πιο εξελιγμένους και πιο απάνθρωπους πολέμους, ηθοποιούς, τραγουδιστές, οικονομολόγους, πολιτικούς, κληρικούς, έφηβους, επαναστάτες, μπάτσους, ρουφιάνους, θεατές, νεκροθάφτες, πολίτες, σουβλατζήδες, χορευτές.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Γιατί έτσι κι αλλιώς οι πόλεις θα βρωμάνε αισχρά ακόμη και χωρίς τις δικιές σου κουράδες να πλέουν μέσα στον υπόνομο του αξιότιμου Δήμου μας.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Κανείς δεν έχει ανάγκη τη μουτσούνα σου, τις βλαστημιές σου και την καμπούρα σου.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Οπότε μη σκας και μην βιάζεσαι στις στροφές,

Μην αγχώνεσαι που δεν βρίσκεις τη καλή σου μάρκα σκυλοτροφής ή για το που θα χώσεις το πουλί σου το βράδυ ή αν ο βενζινάς ξεχαστεί και σου βάλει σούπερ αντί για αμόλυβδη στο αξιοθρήνητο σαράβαλο σου.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Γιατί δεν θα σου λείψουν και πολύ οι τσιριχτές φωνές από τα μαλακισμένα τα παιδιά του χοντροκαριόλη του γείτονα, που εξαπατεί την εφορία και έχει τετραόροφο σπίτι με πισίνα και εσύ δεν έχεις να φας μήτε μια φρατζόλα ψωμί.

Δεν θα σου λείψουν οι τραγικά πολλές και ψεύτικες ταινίες του Χόλυγουντ που σου γαμάνε τα μυαλά και δεν σου λένε τίποτα για τη ζωή σου,

Δεν θα σου λείψει η ανεργία που σου γλύφει το πλατύσκαλο κάθε μήνα και εσύ κάνεις πως δεν την βλέπεις,

Δεν θα σου λείψει η γυναίκα σου που σε απατάει με τον καλύτερο σου φίλο, ούτε και τα πεθερικά σου, τα παιδιά σου, τα εγγόνια και τα δισέγγονα που δεν θα κάνεις ποτέ.

Δεν πειράζει κι αν πεθάνεις,

Κι εσύ με τη σειρά σου δεν πρόκειται να λείψεις σε κανένα,

Κι αυτό από μόνο του,

Είναι μια ανακούφηση,

Πιο δυνατή

Απ’ το πρωινό σου χέσιμο,

Το πρωινό σου γαμήσι

Page 135: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ή το κωλοφαγητό που τρως μηχανικά κάθε μέρα,

Καρφωμένος μπροστά σε μια οθόνη

Που σου δείχνει το τίποτα.

Page 136: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια επαναλαμβανόμενη μαλακία

Πάνω από το τομάρι μου

Έχω ένα βρωμερό τέρας που με κοπανάει

Με ένα ρόπαλο γεμάτο σκουριασμένα καρφιά.

Το βρωμερό τέρας μου λέει:

«Πότε θα παραιτηθείς ρε αρχίδι;»

Εγώ του απαντάω λαχανιασμένος, μισολιπόθυμος και με την ψυχή στα πόδια από τον πόνο:

«Τώρα. Παραιτούμαι».

Το βρωμερό τέρας μου λέει:

«Μη λες μαλακίες. Δεν μπορείς να παραιτηθείς. Πρέπει ν’ αντέξεις. Αν παραιτηθείς τώρα θα μου χαλάσεις το πάρτυ και δε γουστάρω».

Οπότε το βρωμερό τέρας συνεχίζει το κοπάνημα πάνω στην πλάτη μου.

Κάθε τόσο με ρωτάει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά.

«Πότε θα παραιτηθείς ρε αρχίδι;»

Κάπως έτσι είναι και η ζωή στην καθημερινότητα της.

Μια επαναλαμβανόμενη μαλακισμένη ερώτηση,

Που όσο και να την απαντάς,

Το κοπάνημα στην πονεμένη σου πλάτη θα συνεχίζεται μέχρι

Τα κόκαλα σου να λιώσουν και να γίνουν αέρας.

Page 137: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια γαμημένη μπούρδα εν ώρα πονοκεφάλου

Αγκομαχούμε σαν τα βόδια, κλεισμένοι σε υγρές τρύπες από τούβλα,

Εγκλωβισμένοι στην αστική κουφάλα των ανθρώπων,

Στην συναισθηματική κουφάλα,

Στην κουφάλα της μοίρας.

Έξω θεσπέσια γυναικάκια

Θυμίζουν λαχταριστά σάντουιτς

Που πολύ θα ήθελες να χώσεις το λουκάνικο σου ανάμεσα στα ψωμάκια τους.

Σκατομαλάκα στερημένε.

Γιατί αυτό υποψιάζομαι πως είμαστε όλοι.

Μαλάκες στερημένοι.

Ζήτουλες της αγάπης.

Αλλά και οι γυναίκες όλου του κόσμου έτσι αισθάνονται.

Σταυρωμένες πάνω σε κάποιο αναπόδραστο σάπιο σταυρό.

Την θέλουν καλή, όμορφη, γλυκειά, άγρια, σεξουλιάρα, μουνάρα, καλή νοικοκυρά, καλή μητέρα, καλή γιαγιά, καλή θεία, καλή γειτόνησα, καλή πουτάνα, καλή υπουργό, καλή καθαρίστρια.

Μην σκας.

Μέσα στο ηλίθιο κεφάλι σου πολλά μπορεί να γίνονται, πόλεμοι να ξεσπάνε, εκρήξεις και μέλη να κόβονται,

Γεμάτο αίμα παντού.

Στ’ αλήθεια όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει εκεί έξω.

Όλα είναι πεθαμένα, θαμμένα.

Περιμένουν εσένα, μαλάκα, ηλίθια, χαζέ, μικροτσούτσουνε, βλαμμένη,

Να πας να τα αναστήσεις.

Που να τρέχεις τώρα, αποκρίνεσαι.

Βεβαίως αν συμπεριφέρεσαι σαν λιωμένη κουράδα που έχει ήδη αποδεχτεί τον επικείμενο θάνατο της, τίποτα δεν πρόκειται να αναστηθεί.

Page 138: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αυτοί οι τέσσερις τοίχοι και η πόρτα

Είναι τα όρια

Του κιβδηλού σου βασιλείου.

Page 139: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μία Λόλα

Είναι Ιούνιος του 2011.

Ο Τάσος πιστεύει πως

Εδώ είναι η άκρη της ζωής του.

Της ζωής

Γενικά.

Αρχίζει

και

αισθάνεται

άβολα

με τους

Ανθρώπους.

Μετά από κάποια ώρα

Συναναστροφής

Μαζί

Τους.

Αποκαρδιώνεται,

Απογοητεύεται.

Περίμενε

Κάτι παραπάνω.

Έτσι

Του είχαν πει

Στο

Σχολείο,

Πως οι άνθρωποι

Είναι

Page 140: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πολύ

γαμάτοι.

Όλοι μιλάνε,

Μιλάνε,

Μιλάνε,

Μασάνε,

Καπνίζουν,

Γελάνε,

Βογκάνε,

Χειροκροτάνε,

Βρωμάνε,

Τρώνε.

Κλάνουνε

Στα κρυφά.

Αναδεύουν

Κοινότοπες

αηδίες και ιδέες

με τις άκρες

των ψωλών τους.

Των βυζιών τους.

Ο Τάσος θα ήθελε απλά να είναι

Ένα κατσαβίδι,

Ένα τραπέζι,

Ένα μήλο,

Μία Λόλα.

Κάτι

Χρήσιμο.

Page 141: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι συγκεντρώσεις στην

Πλατεία Ελευθερίας,

Για το μνημόνιο,

Για την κρίση,

Τους βαριέται

Όλους,

Και την ίδια

Του την βρωμόφατσα

Βαριέται.

Είναι μέρες

Που επιβάλει

Στον εαυτό του

Να μην κοιτάξει

Ούτε μια φορά

Τη βρωμόφατσα του

Στο τζάμι ή στο μπάνιο.

Το σώμα

Και το μυαλό

Καταρρέει.

Κάθε μέρα

Και κάθε

νύχτα

Δεν είναι τίποτε άλλο

Παρά ένας

Αγώνας

Αντοχής

Χωρίς

Page 142: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Έπαθλο ή

Νικητές.

Page 143: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια λούπα του μυαλού που μπορεί να σε τρελάνει

Οι μέρες μας είναι τόσο ηλίθιες που γελάνε ακόμη και οι πέτρες μαζί τους.

Γελάνε τα βουνά, η θάλασσα που είναι πάντα μαύρη σαν τριχωτή ταραντούλα, η πόλη γελάει, τα τσιμέντα.

Τα πάντα γελάνε και τρελαίνονται μέσα σε μια βραδιά.

Όλα μπορούν να συμβούν στα ανθρωπάκια,

Δεν πα να είναι γκουρού και δεν τον παίζουνε ποτέ τις νύχτες,

Δε πα να τρώνε μόνο άμμο και φυστίκια και ποτέ κρέας,

Δεν πα να είναι πλούσιοι ή φτωχοί, κλέφτες ή τίμιοι μαλάκες,

Δεν πα να είναι ψυχούλες ή μουνόπανα του κερατά.

Όλα μπορούν να συμβούν στα ανθρωπάκια.

Οι μέρες μας (και οι σάπιες νύχτες μας, που δεν έχουν μέσα τους ύπνο παρά μόνο πόνο και πιασμένα αυχενικά κόκαλα) είναι τραγελαφικές σαν αρχαιοελληνικές τραγωδίες.

Φαιδρές, ανιαρές, ανούσιες, μετρημένες.

Αναγκαστικά πρέπει κάπου να πιστέψεις,

Μπας και σωθείς απ’ όλη αυτή τη μηδαμινότητα

Που περικλύει τα πάντα γύρω σου.

Αυτή η πουτάνα η μηδαμινότητα σφαλίζει μέσα της

Την αναπνοή σου,

Το συκώτι σου,

Τη μύξα σου,

Τα αντιβιοτικά σου,

Τον απατεώνα τον δικηγόρο σου.

Κάνε υπομονή, ίσως καταφέρεις να φτάσεις τον τερματισμό.

Ακόμη και τελευταίος.

Ποιος ξέρει,

Κάτι μπορεί να σε περιμένει εκεί.

Page 144: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αλλά είπαμε, μην γίνεσαι γελοίος,

Η ελπίδα είναι ότι χειρότερο μπορεί να έχει κανείς.

Page 145: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια μουδιασμένη διαπίστωση

Εδώ είμαι λοιπόν,

Στην ηλικία των είκοσι εφτά και δεν νιώθω τίποτα.

Το δέρμα και οι πόροι του είναι σαν να έχουν κλείσει προ πολλού και να έχω ξεχάσει πως αναπνέουν.

Η χαρά του έρωτα δεν με αγγίζει, με αφήνει παγερά αδιάφορο, ακριβώς γιατί δεν με αγγίζει. Δεν τον έχω γνωρίσει ακόμη με μια σωστή γυναίκα.

Ο πόλεμος, η πατρίδα, η οικογένεια, τα λεφτά, οι περιουσίες, οι κατακτήσεις, τα βραβεία, τα πέρα μέρη, είναι για μένα σκουπίδια που με το ζόρι τα πετάω στο κουτί της ανακύκλωσης μέσα μου.

Τα αναμασάω, τα ξερνάω, τα ξαναϋπολογίζω, τα ξαναχωνεύω, τα ξαναξερνάω και κάθε φορά λίγο αίμα βγαίνει μαζί με όλα αυτά.

Το δικό μου αίμα.

Να το, εδώ μπροστά μου, το δικό μου αίμα.

Ο πόνος είναι το μόνο αληθινό πράγμα, το αίμα μου είναι το μόνο αληθινό πράγμα.

Εδώ είμαι λοιπόν,

Στην ηλικία των είκοσι εφτά,

Πούστη Θεέ ή πούστη Διάβολε,

Να μην νιώθω τίποτα, τίποτα απολύτως.

Η ζωή μου είναι ενα πένθιμο εμβατήριο μετά τη μάχη.

Όλοι οι νεαροί στρατιώτες είναι στραγγιγμένοι και νεκροί και τα αντίπαλα στρατόπεδα παύουν να έχουν σημασία.

Ο κόσμος που φτιάξατε,

Είναι μια παγερή, μουδιασμένη

Αποτυχία.

Page 146: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια ερωτική ιστορία

Ο Τζάσεκ ο Πολωνορώσος είπε στη γυναίκα του τη Γιασμίνα που ήτανε τσαχπίνα και πονηρή:

«Έτσι και με παρατήσεις θα σε μαχαιρώσω στα βυζιά και θα σε ταίσω στους λύκους».

Θα πηγαίνανε μεταναστευτικό ταξίδι στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας και ο Τζάσεκ έπρεπε να πάρει τα μέτρα του για να μην του φύγει η γυναίκα με κανένα μαλακοκάβλη Καλιφορνέζο.

Ο Τζάσεκ έψαχνε μια καλύτερη δουλειά και του έκατσε μέσω κάποιου γνωστού μια ευκαιρία σε ένα εργοστάσιο χαλυβουργίας, σαν γενικός επιστάτης,

Μόνο που ήτανε στην άλλη άκρη αυτής της αναθεματισμένης χώρας.

Ήθελε όμως τα λεφτά και τραβήχτηκε με τη φαμίλα μέχρι το Λος Άντζελες.

Σίγουρα ήταν καλύτερο από το να είσαι νεκροθάφτης στο Κόλλινγουντ του Κλίβελαντ.

Το νεκροταφείο του Λέικ Βιού ήταν για κλάματα και η δουλειά ζόρικη.

Ο μισθός δεν έφτανε.

Το χώμα σκληρό και το κρύο πολύ.

Τουλάχιστον στη Καλιφόρνια έκανε ζέστη.

Η Γιασμίνα ήτανε σερβιτόρα σε κάποια τρίτης διαλογής καφετέρια, στου Μολινάρι.

Ο Πολωνορώσος είχε ακούσει πως η γυναίκα του η Γιασμίνα έπαιρνε πελάτες στη πίσω αυλή.

Είκοσι δολάρια η πίπα.

Δεν τα πίστευε αυτά ο Τζάσεκ.

«Ακούς μωρή παλιορουφιάνα; Τα παιχνιδάκια σου με τους πελάτες θα τα κόψεις γιατί κάποια μέρα θα σε βρούνε κομμένη σε κάποιο σοκάκι».

Κατά βάθος την αγαπούσε.

Η Γιασμίνα ήτανε όμορφη και ζωηρή, νέα και δυνατή.

Το πως έμπλεξε με εκείνο το ρεμάλι τον Πολωνορώσο ένας θεός ξέρει.

Ήτανε καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος, ξεδοντιάρης από το ποτό, φτωχός και νώθο παιδί ενός Ρώσου νεκροθάφτη και μιας Πολωνής πουτάνας γεννημένης κάπου στο Οχάιο.

Η Γιασμίνα ήτανε μια τυπική Εβραιοπούλα από το Κόλλινγουντ.

Page 147: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Τζάσεκ κληρονόμησε τρία πράγματα από τον πατέρα του (εκτός από το «τιμημένο» όνομα των Ραβόσνικα): το φτυάρι του νεκροθάφτη, τους άσχημους τρόπους και μια τρομακτική δίψα για αλκοόλ.

Πήρε όμως και τα φωτεινά γαλάζια μάτια της μητέρας του.

Μια νύχτα πριν τέσσερα καλοκαίρια, ο Τζάσεκ μέθυσε τη Γιασμίνα, τη σπίτωσε και την άφησε έγκυο.

Από τότε την έχει σαν δούλα ο παλιόπουστας ο Πολωνορώσος.

Ακριβώς ότι ο πατέρας του έκανε στη μάνα του τη φουκαριάρα.

Ζηλιάρης ο πούστης, ζηλιάρης.

Μια μέρα βρίκανε τη Γιασμίνα σφαγμένη στο σοκάκι πίσω από το καινούριο τους τριάρι στο Βαν Νις.

Ο Τζάσεκ ήτανε στη δουλειά.

«Την μαλακισμένη, πάει και ανοίγει τη πόρτα σε όποιο βρει. Κάποιος άλλος την έκανε τη δουλειά. Βρίκανε λένε και σπέρμα στο στόμα της».

Η γειτονιά δεν συγχωρούσε εύκολα και είχε ένα τσουβάλι σκληρά λόγια για το νεοφερμένο ζευγάρι από το Οχάιο.

Οι μπάτσοι δεν είχανε και τίποτα να πούνε, μπήκανε και βγήκανε.

Συνηθισμένα πράγματα, κάποιος τρελάρας διαρρήκτης έχασε την υπομονή του ή κάτι τέτοιο.

Η γυναίκα πήγαινε γυρεύοντας ή κάτι τέτοιο.

Καημένη γυναίκα, νέα και όμορφη.

Το κακόμοιρο το παιδάκι, ούτε δυο χρονώ, χωρίς μάνα.

Από τότε ο Πολωνορώσος δεν έχει όρεξη να πάει στη δουλειά

Και κάθε απόγευμα καταράσει τον εαυτό του που άφησε να συμβεί αυτό το κακό.

Το ουίσκι του κατευνάζει λίγο τον πόνο.

Του λείπει η πατρίδα πίσω στο Κλίβελαντ και η γλυκειά του γυναίκα.

Τουλάχιστον είχε ακόμη το γιο του.

Δυό χρονώ παιδάκι ακόμη.

Χρόνια είχε να κλάψει.

Δεν ήξερε πως είχαν μείνει μέσα του τόσα δάκρυα.

Page 148: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γιασμίνα.

Όλο λόγια ήταν ο μαλάκας,

Καθόλου κότσια,

Σαν τον πατέρα του.

Το φτυάρι θα σε κυνηγάει παντού.

Αυτά ήτανε τα τελευταία λόγια του γέρου του.

Page 149: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μια πολύ αστεία κατάσταση

Κολυμπάς μέσα σε μια μαύρη τρύπα Τσάρλι.

Δεν το είχες πάρει χαμπάρι πιο πριν.

Δεν στο είπανε.

Επιπλέεις μέσα σε ένα μαύρο, τεράστιο χωνί που θυμίζει καζανάκι

Ή μάλλον κάποιος τραβάει το καζανάκι και μας παίρνει όλους

Ο διάολος, Τσάρλι.

Προχωράς αμέρυμνος και μεθυσμένος,

Αναλογιζόμενος, πόσο σκατά θα σε βρει η καινούρια μέρα.

Με τι πληγές και με τι φρέσκιες στεναχώριες θα ξημερωθείς.

Ξαφνικά ένα φορτηγό σκάει πάνω σου,

Πάνω στο αυτοκίνητο σου,

Πάνω στη ψυχή σου.

Σε κάνει χίλια μικρά διαφορετικά κομματάκια.

Το χέρι σου βρίσκεται σε κάποιο ματωμένο πεζοδρόμιο,

Μαζί με τ’ αρχίδια σου.

Τα μάτια και τα πόδια σου εκτοξεύονται μέσα σε ένα μπλε κάδο ανακύκλωσης

Και παριστάνουν τα πλαστικά μέλη.

Το κεφάλι και οι πατούσες σου, πάνω στο σκονισμένο παμπρίζ.

Το σώμα σου ανοιγμένο στα δύο,

Σαν κόκκινο φρούτο ή καρπούζι που βρωμάει θάνατο.

Κολυμπάς, περπατάς, αναπνέεις, κοιτάς,

Μέσα σε μια μαύρη αναγκαιότητα

Ή μπορείς, αν θες Τσάρλι, να το πεις, μια μαύρη τυχαιότητα

Ή μαύρο μπουρδέλο του λιμανιού χωρίς τσατσά

Ή χωρίς Θεό

Page 150: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ή χωρίς ότι θες.

Οι φύλακες των ονείρων σου δεν είναι

Παρά ένα μικρό μέρος

Αυτού του μαύρου χάους που σε περιβάλει, Τσάρλι.

Γι’ αυτό μη σκας, μην κλαις, μη γελάς

Ή μάλλον γέλα,

Δε γαμιέται.

Γέλα, γιατί μας πετάξανε όλους μαζί,

Μέσα σε ένα υγρό, μαύρο μουνί που γλιστράει και βρυχάται.

Ξέρεις πως είναι Τσάρλι εκεί μέσα;

Σαν τα σκυλιά της κόλασης που σε κυνηγάνε τόσα χρόνια για να ροκανίσουν τα κόκαλα σου,

Τελικά να σε πιάνουν.

Σαν όλα τα ηλεκτροφόρα γιγάντια χέλια του Ειρηνικού ωκεανού να έχουν καρφώσει τον μυ της καρδιάς σου με τη μυτερή, κρύα ουρά τους.

Το σύμπαν είναι ένα τεράστιο μαύρο μουνί που δονείται ασταμάτητα.

Αυτό Τσάρλι,

Πραγματικά είναι

Για γέλια.

Page 151: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Μόνιμες διακοπές

Ένας άντρας έχει να παλέψει με τόσες μαλακίες στη ζωή του.

Πρέπει πάντα να είναι καβλιάρης στο κρεβάτι και να του είναι σηκωμένη, βρέξει χιονίσει.

Πρέπει να είναι πανέξυπνος, πανέμορφος, με τέλειο σώμα, σωστός, δίκαιος, να τραβάει γρήγορα το πιστόλι του σε περιπτώσεις κινδύνου, να έχει όμως και καλό σημάδι, να είναι δυνατός και γενναιόδωρος.

Ένας άντρας πρέπει να ξεκωλόνεται από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μην τολμήσει κανείς να τον αποκαλέσει τεμπέλαρο, αποτυχημένο, σκουλήκι, εγκληματία, πούστη, βλάκα, καραγκιόζη, μαλάκα, δειλό, προδότη.

Το καλύτερο που έχει να κάνει ένας άντρας, και αυτό δεν το γράφει σε κανένα μάνιουαλ για τη σωστή χρήση του αντρικού ψυχισμού, είναι να τους γράψει όλους στ’ αρχίδια του, αν του έχουνε μείνει και δεν του τα έχουνε θερίσει κι αυτά, που είναι παραφουσκωμένα από τα δεκάδες πρέπει, να τα αφήσει όλα και να πάει διακοπές.

Μόνιμες διακοπές.

Page 152: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Με το δάχτυλο στο Φρέντυ

«Ρε μαλάκα Γιάννη, τι μαλακία ταινία ήταν αυτή που μου είπες να δω τις προάλλες» είπε ο Κώστας.

Ο Κώστας και ο Γιάννης καθόντουσαν στο κλασικό τους μέρος, στη γωνία της μπάρας και πιπιλούσαν τις κατρουλιασμένες τους μπύρες, Δευτέρα μεσημέρι, μέρα εργάσιμη.

Και οι δύο ήταν άνεργοι ή όπως ο Γιάννης ήθελε να πιστεύει, άεργοι.

Και οι δύο κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα όπως επίσης και οι δύο κάβλωναν με τον κώλο της σερβιτόρας που πήγαινε πέρα δώθε σαν λαχταριστό ζελεδάκι φέρνωντας καφέδες με το δίσκο της.

«Ποια λες ρε μαλάκα;» ρώτησε με απορία ο Γιάννης καθώς κοιτούσε με θαυμασμό τον λαχταριστό κώλο της σερβιτόρας.

«Εκείνη τη μαλακία που μου είπες να δω γιατί λέει και καλά ήταν πολύ αστεία, Με το Δάχτυλο Στο Φρέντυ» είπε ο Κώστας.

«Μαλάκα ταινιάρα! Δεν γαμήθηκες στο γέλιο;» ρώτησε με χαμόγελο ο Γιάννης καθώς σήκωνε την κατρουλιασμένη του Amstel που μύριζε χημικά από ένα μέτρο.

«Τι λες ρε μαλάκα; Μεγάλη μαλακία ρε φίλε. Μα να κόψει τον ομφάλιο λώρο με το στόμα του ρε μαλάκα; Αίσχος!» είπε πραγματικά αηδιασμένος ο Κώστας.

«Ντάξει ρε μαλάκα ταινία είναι δεν έγινε στην πραγματικότητα χαλάρωσε. Πες μου ότι σοκαρίστηκες δηλαδή;» είπε ο Γιάννης και έκλεισε το μάτι στην σερβιτόρα. Εκείνη του ξύνισε τα μούτρα και έκλασε σιγανά καθώς σήκωνε το δίσκο με τους καφέδες.

«Ε άντε γαμήσου ρε μαλάκα, τι ταινίες βλέπεις ρε πούστη μου» είπε ο Κώστας.

«Ε ρε μαλάκα εμένα οι κάφρικες μου αρέσουν τι να κάνουμε» είπε ο Γιάννης και άρχισε να στρίβει ένα καινούριο τσιγάρο.

«Στρίψε και μένα ένα ρε μαλάκα» είπε με δουλοπρέπεια ο Κώστας που ποτέ δεν αγόραζε τσιγάρα παρόλο που κάπνιζε σαν πούστης.

Ο Κώστας σε όλους έκανε τράκα τσιγάρο.

Κάπνιζαν σιωπηλοί και αποτελείωναν τις άθλιες μπύρες τους.

«Πολύ μαλακία ταινία ρε φίλε» είπε πάλι ο Κώστας.

«Μα ρε μαλάκα μη μου σπας τ’ αρχίδια πάλι με την ταινία» είπε ο Γιάννης.

«Μα να τραβήξει μαλακία του αλόγου ρε μαλάκα; Αίσχος ρε μαλάκα» είπε ο Κώστας πραγματικά αηδιασμένος και πάλι.

«Ρε μαλάκα Κώστα, ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα σου;» είπε ο Γιάννης.

Page 153: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

«Ποιο είναι;» ρώτησε ο Κώστας.

«Το πρόβλημα σου είναι πως είσαι μαλάκας και πριξοπούλης και ποτέ δεν παίρνεις τσιγάρα ενώ καπνίζεις κανονικά» είπε ο Γιάννης και ξαναέκλεισε το μάτι του στην σερβιτόρα.

Ξαφνικά εκείνη πλησίασε προς το μέρος τους.

«Τι μου κλείνεις το μάτι ρε μαλάκα από πριν; Γκαβός είσαι παιδάκι μου; Δεν βλέπεις πως δουλεύω;» είπε εξοργισμένη η σερβιτόρα.

«Έχεις δει μια ταινία, Με Το Δάχτυλο Στο Φρέντυ τη λένε, μην τη δεις ποτέ, μεγάλη μαλακία» είπε ο Κώστας χαρούμενα.

«Που κολλάει τώρα αυτό ρε μαλάκα Κώστα;» είπε ο Γιάννης.

«Μαλάκα έτσι και μου ξανακλείσεις το κωλόματο σου, λόγω τιμής, θα πάρω ένα πιρούνι από μέσα και θα σου το καρφώσω στο μάτι, ξεκόλα» ούρλιαξε η σερβιτόρα στον Γιάννη.

«Πάντως αν δεν την έχεις δει την ταινία που σου λέω, μην την δεις, μεγάλη μαλακία» είπε πάλι ο Κώστας στη σερβιτόρα.

«Ρε άντε γαμήσου κι εσύ» είπε στον Κώστα η σερβιτόρα.

«Δεν έχεις δικαίωμα να μου μιλάς έτσι, εγώ δεν σου έκλεισα το μάτι, εγώ δεν σε ενόχλησα γιατί ξέρεις πως σε σέβομαι και ξέρω πως δουλεύεις» είπε ντροπιασμένος ο Κώστας.

«Να τον βάλεις στον κώλο σου τον σεβασμό σου ρε μαλάκα λες και δεν σε έχω δεις πως κοιτάς τον κώλο μου. Και πάρε και κανένα πακέτο τσιγάρα σκατογύφτουλα επιτέλους» είπε η σερβιτόρα και τους γύρισε τον πραγματικά υπέροχο κώλο της.

Ο Γιάννης κόντεψε να πέσει από το σκαμπό του από τα γέλια και ο Κώστας είχε γίνει κόκκινος σαν πατζάρι από την ντροπή του.

Παράγγειλαν άλλες δύο κατρουλιασμένες μπύρες και έστριψαν άλλα δύο τσιγάρα.

Σε λίγο θα ερχόταν το απόγευμα και θα τους έβρισκε και πάλι στην ίδια θέση, στην άκρη της μπάρας.

Page 154: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

νι

Page 155: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Νυχτερινό

Η ζωή είναι ανυπόφορη.

Τις πιο πολλές ώρες της ημέρας.

Ειδικά όμως τις νύχτες δεν παλεύεται η πουτάνα.

Την ημέρα πες πως ρίχνεις καμιά Χριστοπαναγία στον τρόμπα τον γείτονα σου γιατί σου τη σπάει η φάτσα του και κάνεις κρυφά κωλοδάχτυλα στο αφεντικό σου όταν σου γυρνάει την πλάτη του γιατί αν τον βρίσεις κατάμουτρα θα σε απολύσει και μετά δεν θα έχεις φράγκο να ταίσεις την πουτάνα σου και εσένα τον ίδιο.

Τη νύχτα όμως τι να κάνεις;

Τι να κάνεις για να μην τρελαθείς από αυτήν την αυξανόμενη, εκκωφαντική σιωπή.

Το κρεβάτι είναι πλέον ένα στρώμα από καρφιά και εσύ παριστάνεις τον τρελαμένο φακίρη που κάποιος τον πέταξε εκεί πάνω με το ζόρι.

Πως γίνεται να μην πιείς ένα ολόκληρο μπουκάλι ρακί ή ουίσκυ ή ένα καφάσι μπύρες για να γίνεις χαζός από το αλκοόλ (όχι πως χωρίς αλκοόλ είσαι και κανένας έξυπνος) και να μην θυμάσαι πως είσαι ένα τίποτα και είναι νύχτα και οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να πεθάνεις καθώς χέζεις ή καθώς την παίζεις ή καθώς κοιτάς αποχαυνωμένος μια οθόνη;

Πως γίνεται να μην αμαρτήσεις με κάθε υπαρκτό τρόπο;

Άνθρωπος είσαι ρε πούστη μου δεν είσαι ρομπότ, ούτε κανένας Σαολίν μοναχός με παχιά αρχίδια ούτε και κανένας Θεός με φωτοστέφανο μπόρεσες ποτέ να γίνεις.

Μέσα σε τόσο σκοτάδι που σε τριγυρίζει και σε καταπίνει όλα είναι δυνατά ή μάλλον όλα είναι αποδεκτά.

Page 156: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

New age παπαριές

Ο Κώστας έχει παλαβώσει από την πολύ γυμναστική.

Γυμνάζεται κάθε μέρα σαν καβλωμένη μαϊμού για μπανάνες.

Μια μέρα του τη βιδώνει. Πετάει τις υγιεινές τροφές, τα όργανα γυμναστικής, τα βαράκια, όλες εκείνες τις εξωπραγματικές μαλακίες που είχε στο σαλόνι του, στα σκουπίδια.

Αγοράζει ένα μπουκάλι Τζακ και μαγειρεύει τηγανητό χοιρινό με πολύ λίπος.

Το βράδυ μεθυσμένος πάει στο «Ερωτικό Κρεοπωλείο», το στρπτιτζάδικο της γειτονιάς του και παίρνει δέκα πριβέ χορούς με δέκα διαφορετικές γυναίκες.

Η ψωλή του έχει γίνει σαν τιρμπουσόν.

Στο τέλος μια γυναίκα του κάθεται στο τσάμπα αλλά του Κώστα δεν του σηκώνεται ούτε με γερανό.

Γυρνάει πλευρό και κοιμάται. Εκείνη του αρπάζει το πορτοφόλι και την κάνει.

Μια καινούρια εποχή αρχίζει.

Page 157: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Νοέμβρης

Ο Βίνσεντ είναι μόνος του μέσα στο σπίτι. Έξω βρέχει και κάνει κρύο. Παλεύει με το παντελόνι που φοράει. Προσπαθεί να κοιμηθεί. Είναι σφιγμένος. Σκέφτεται πως οι άνθρωποι καταντάνε. Γίνονται. Μπαίνουν μέσα σε στοές που είναι τόσο σκοτεινές και γεμάτες νερό μουχλιασμένο. Ο Βίνσεντ δεν γνωρίζει αν οι γύρω του τον καταλαβαίνουν. Θέλει να έχει τον δικό του κύκλο ανθρώπων, με τα δικά του κριτήρια συμπεριφοράς. Είναι σχεδόν αδύνατον να τα καταφέρει, σκέφτεται.

Page 158: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ντίντριχ Μαν

Ο Ντίντριχ Μαν είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Αρκετά φυσιολογικός θα έλεγα. Του αρέσουν οι τέχνες, το καλό φαγητό, τα όμορφα κορίτσια. Έχει όμως ένα πρόβλημα. Είναι νεκρός. Είναι νεκρός εδώ και πολύ καιρό. Θα μπορούσες να πεις πως κάποτε, πριν πολλά πολλά χρόνια, ο Ντίντριχ Μαν ζούσε σαν όλους εμάς. Ο Ντίντριχ Μαν άρχισε να καταλαβαίνει πως είναι νεκρός μετά από την όμορφη εφηβεία του. Όμορφη είπα; Όχι και τόσο, περισσότερο μέτρια εφηβεία, φυσιολογική εφηβεία. Τότε λοιπόν κάτι πήγε στραβά για τον Ντίντριχ Μαν. Βρέθηκε νεκρός. Μόνος του βρήκε το πτώμα του. Βέβαια ο Ντίντριχ Μαν μπορεί να είναι νεκρός αλλά συνεχίζει να τρώει, να αναπνέει, να κατουράει, να συνουσιάζεται, να βλέπει τηλεόραση, να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ κλπ. Μπορεί ακόμη και να σκέφτεται. Μοιάζει με ζωντανό, αλλά δεν είναι, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και η βλακεία είναι πως το ξέρει μόνο ο ίδιος. Φοβάται να το πει στους φίλους του γιατί τότε μπορεί και να πάψει να αναπνέει. Ας πούμε πως δεν μπορεί να γευτεί τα φρούτα, τον αέρα, τις μπριτζόλες. Δεν μπορεί γιατί απλούστατα έχει πεθάνει. Οι φίλοι βέβαια έχουν διαφορετική άποψη. Νομίζουν πως ζει. Κοιμάται στο σπίτι του. Δεν έχει μετακομίσει ακόμη στο νεκροταφείο. Δεν το κάνει η καρδιά του. Ο Ντίντριχ Μαν εύχεται να βρει μία νεκρή γυναίκα να παντρευτεί. Οι ζωντανές δεν τον καταλαβαίνουν με τίποτα. Πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού είναι νεκρός; Του Ντίντριχ Μαν του αρέσει να πίνει χλιαρό φρέσκο γάλα. Του αρέσει να πίνει πράσινο τσάι. Καμιά φορά όμως πίνει και μηχανικό λάδι από το αυτοκίνητο του, έτσι κι αλλιώς δεν νιώθει τη διαφορά στη γεύση. Αποφεύγει το κρέας όσο μπορεί. Αισθάνεται σαν χορτοφάγος αλλά δεν είναι. Επίσης λιποθυμάει στη θέα του αίματος.

Page 159: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

ξι

Page 160: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ξεκάρφωτη σκέψη

Η κακή ψυχολογία είναι ο χειρότερος εχθρός για το σώμα. Μπορείς να ζεις μαζί της μια ολόκληρη ζωή χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Όλο θα λες από μέσα σου: «Μα τι σκατά έχω πάθει;». Στο τέλος γίνεσαι ζόμπι της τηλεόρασης και του βραδυνού φαγητού, της δίαιτας και του καφέ. Μακάρι να μην ήμασταν γεμισμένοι με εικόνες που πρέπει να μιμηθούμε. Ίσως τότε να μην μισούσαμε τόσο πολύ τις φάτσες μας και τις ζωές μας όταν κοιτιόμασταν στους άθλιους, ραγισμένους καθρέπτες μας όλα εκείνα τα κρύα πρωινά. Γεμιστά γουρούνια είμαστε. Μα προσβάλω τα καημένα τα ζωντανά.

Page 161: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ξέχνα τα πάντα

Θα φύγω από αυτό το μέρος. Αλλά να πάω που; Να κάνω τι; Δεν ξέρω. Οπότε δεν είναι και κομός κεφαλής να φύγω. Κάτσε εδώ, καλά είναι. Ξέχνα τα πάντα. Αισθάνεσαι το κεφάλι σου σαν να είναι έτοιμο να σκάσει και τα κομμάτια του να σκορπιστούν σε όλο το πάτωμα, σε όλο το γνωστό σύμπαν; Έτσι αισθάνομαι τώρα. Κάτσε εδώ, καλά είναι. Ξέχνα τα πάντα.

Page 162: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

ομικρον

Page 163: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο γιατρός καθισμένος στο γραφείο του τη νύχτα

Τα μαξιλάρια πάνω στο κρεβάτι έμοιαζαν με σκοτωμένα κουνέλια μέσα στο σκοτάδι της μεγάλης νύχτας.

Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο, έβαλε ένα διπλό ουίσκι.

Τα πτυχία που ήταν κρεμασμένα στα καρφιά στον τοίχο, πίσω από την καρέκλα του γραφείου, δεν του έλεγαν τίποτα για τη ζωή του και ποτέ μα ποτέ δεν του έφεραν τίποτα καλό στην πόρτα του.

Αναρωτιέται εαν οι ποιητές είναι μόνο κάτι ανόητοι δημόσιοι υπάλληλοι με μπόλικο ελεύθερο χρόνο και παχυλό μισθό.

Ο ίδιος είναι μόνος, χωρίς γυναίκα ή παιδιά και χωρίς κάποια ιδιαίτερη κλίση ή ταλέντο. Απλά τόσα χρόνια κάνει μία δουλειά και τίποτα παραπάνω. Χωρίς θεό αλλά με πολύ φόβο.

Ο φόβος είναι ο πιστός, μόνιμος κολλητός του.

Του μιλάει σιγανά στο αυτί για τα πράγματα που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να κάνει.

Ο γιατρός ανάβει το πούρο του, καταπίνει το ποτό του και περιμένει το μεγάλο δείκτη του ρολογιού πάνω από το τζάκι να δείξει τρεις τη νύχτα.

Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει από το να περιμένει;

Page 164: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Γολγοθάς του σεμιναρίου

Η τύπισσα με ρωτάει τι μου είναι έυκολο να κάνω.

Μου είπε να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και με τους συμμαθητές μου.

Της λέω πως το μόνο εύκολο πράγμα για μένα είναι να κάθομαι με το σώβρακο και να ξύνω την κοιλιά μου κοιτάζοντας τον τοίχο.

Γελάει.

Γελάει όλη η αίθουσα.

Με ρωτάει τι νομίζουν οι άλλοι για μένα.

Της απαντάω πως η ερώτηση της είναι χαζή, που να ξέρω τι νομίζουν οι άλλοι για μένα, δεν είμαι μέντιουμ.

Τα γέλια λιγόστεψαν.

Με ρωτάει τι νομίζουν οι συγγενείς μου για μένα.

Της λέω πως όλοι μου οι συγγενείς ήταν Εβραίοι και τους έπνιξαν οι Ναζί μέσα σε ένα τραίνο.

Δεν γελάει κανένας.

Η τύπισσα με παρατάει και αρχίζει να ρωτάει κάποιον άλλο.

Βρίσκομαι σε ένα σεμινάριο για να πάρω υποτίθεται λεφτά από το κράτος για να ανοίξω μία νέα επιχείρηση, δικιά μου επιχείρηση.

Δεν ξέρω τι επιχείρηση θέλω. Δεν με νοιάζει. Εγώ τα λεφτά θέλω.

Η τύπισσα που μας κάνει μάθημα μας λέει τι πρέπει να προσέξουμε για να πάρουμε τα φράγκα. Σε ποιες παγίδες να μην πέσουμε.

Όλοι σημειώνουν. Εγώ δεν σημειώνω. Δεν έχω στυλό.

Η τύπισσα ξανάρχεται σε μένα και με ρωτάει γιατί δεν σημειώνω.

Δεν απαντάω.

Μετά από λίγο με ρωτάει με τι ασχολούμαι.

Της λέω με τον αυνανισμό.

Όλοι σκάνε στα γέλια.

Εκείνη κοκκινίζει και μου λέει πως μιλάω έτσι κι αν ντρέπομαι.

Page 165: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Της λέω πως δεν είναι κακό να ασχολιέται κανείς με το μόριο του τις νύχτες όταν δεν τον πιάνει ύπνος.

Μου λέει πως είμαι άθλιος.

Της λέω πως πάσχω από αυπνίες.

Μου λέει πως είμαι φριχτός και αναιδής.

Όλοι σκάνε ξαφνικά και το παίζουν σοβαροί.

Με ρωτάει τι επιχείρηση θα ήθελα να ανοίξω.

Της λέω μπουρδέλο.

Κάπου εκεί ήταν που μου είπε να βγω έξω και διέγραψε την αίτηση μου μπροστά σε όλους.

Όταν βγήκα από την αίθουσα πρέπει να έμοιαζα με ρακούν που μόλις έμαθε πως κόλλησε σύφιλη από έναν θηλυκό ασβό.

Τα γέλια ακούγονταν μέχρι έξω.

Page 166: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο καθρέπτης του μπάνιου δεν λέει ποτέ ψέματα και είναι ο καλύτερος ψυχολόγος που μπορείς να βρεις στην πιάτσα

Φοβάσαι να κοιτάξεις την σκατόφατσα σου στον καθρέπτη

Γιατί θα δεις γραμμένη εκεί

Άλλη μια μέρα

Άλλη μία αρρώστεια.

Σου λέω πως οι άνθρωποι είναι σαν τις μόδες,

Περαστικοί και ξένοι στα μάτια μου.

Ποτέ δεν αγάπησα κανέναν πραγματικά εκτός από εσένα και εμένα.

Τώρα τελευταία έχω καταλήξει στο συμπέρασμα

Πως τον εαυτό μου ποτέ δεν κατάφερα να τον αγαπήσω.

Page 167: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο κόσμος μάλλον έχει φτάσει στα όρια του κι εγώ έχω αρχίσει να τα χάνω

Όπου κι αν κοιτάξεις θα δεις συντρίμια.

Συντρίμια ανθρώπων, ζώων, μηχανών, σπιτιών.

Τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο και έχουμε καιρό ειρήνης.

Δεν φταίνε οι πόλεμοι,

Η τηλεόραση ή οι υπολογιστές και το διαδίκτυο.

Δεν φταίνε τα καινούρια σου γαμάτα ηχεία,

Δεν φταίει η χαλασμένη γυρόπιτα ή τα ναρκωτικά σου που τελειώσανε,

Δεν φταίει η βροχή που συνεχίζει να πέφτει εδώ και δύο μήνες ασταμάτητα,

Δεν φταίει ο φούρνος που δεν δουλεύει και δεν μπορείς να ψύσεις πίτσα με πίκλες και φράουλες.

Δεν φταίει που ο πρωθυπουργός είναι μαλάκας,

Δεν φταίει ο μαλάκας, ο πούστης ο γείτονας σου που όλο σου κάνει παρατηρήσεις για το θόρυβο.

Ο κόσμος έχει φτάσει στο απροχώρητο, στην άκρη του.

Άλλο ένα βήμα χρειάζεται για την αυτοκτονία στο κενό.

Το μεγάλο κενό του πουθενά.

Έτσι ήταν να γίνει από την αρχή.

Εγώ όμως τι φταίω, λες.

Εσύ φταις για όλα παλιοκαριόλη.

Page 168: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο μαλάκας με το δρεπάνι

Ο θάνατος θα έρθει μέσα από τα φύλλα

Αυτού του δέντρου,

Τη νύχτα.

Θα τον φέρει μαζί του ο αέρας του νότου.

Ίσως να καβαλάει έναν νεκρό δεινόσαυρο,

Ίσως να έρθει με τα πόδια,

Ποιος ξέρει;

Μερικές στιγμές, όπως τώρα, θέλει να έρθει.

Τα μάτια έχουν κουραστεί να κοιτάνε τον κόσμο,

Αυτό το αέναο καρναβάλι βλακείας, αηδίας, ξεπεσμού,

Εμετού, πόνου και χαλασμένων αυχενικών κλειδώσεων.

Όλοι ζουν μόνο για την πάρτη τους και εις βάρος των άλλων.

Κανένας επιστήμονας ή θεός δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό ποτέ.

Ελπίζει να έρθει σύντομα ο μαλάκας με το δρεπάνι.

Είναι τόσο βαρετός κι αυτός

Και μαζί και το χαλασμένο του, σκουριασμένο, παλιό μαραφέτι.

Page 169: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο μικρός χαμένος της πόλης σου

Είναι ένα σημείο

Που όταν το περάσεις

Ξέρεις πως θα είσαι

Χαμένος για πάντα.

Έτσι είσαι πλέον φτιαγμένος,

Από μικρά κομμάτια χασούρας.

Δεν μπορείς να παριστάνεις

Τον πολιτικά ορθό,

Τον τέλειο επιβήτορα,

Τον τρομερό και φοβερό αντίπαλο

Που καλά θα κάνουν όλοι να μην τα βάλουν μαζί του.

Δεν το αντέχεις γιατί είναι υποκριτικό και βλακώδες.

Συνειδητοποιείς πως δεν είσαι παρά άλλος ένας κανονικός

Άνθρωπος που μοχθεί καθημερινά, ιδρώνει και υπομένει ένα κάρο σκατά

Στη πλάτη του φορτωμένα σαν γαιδούρι,

Για να κερδίσει

Τη μισή του ζωή,

Γιατί την άλλη μισή,

Του την έχουν σκοτώσει

Μια για πάντα.

Δεν μασάς όμως και δεν σε παίρνει από κάτω,

Δεν παραδίδεις τα κανόνια σου στον εχθρό,

Στον αόρατο εχθρό (που μπορεί να έχει δεκάδες ονόματα).

Συνεχίζεις αυτόν το μάταιο και παράλογο

Πόλεμο, μέσα στο χωμάτινο χαράκωμα,

Page 170: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Γιατί πολύ απλά

Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνεις.

Page 171: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Πάολο Κοέλιο είναι GTP

Τα πάντα αργοσβήνουν και εσύ παλεύεις για να είσαι πιο δυνατός.

Προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να μην ακουστώ σαν τον Πάολο Κοέλιο.

Αυτό το σίχαμα.

Σίγουρα έχει πουλήσει την ψυχή του στο Διάβολο.

Παπάρια.

Σιγά να μην ασχοληθεί ο Διάβολος με το μαλακοπίτουρα.

Απλά είναι χαζός και οι χαζές μαλακίες που γράφει πουλάνε σαν τρελές στους χαζούς που τα αγοράζουνε.

Άλλο ήθελα να πω όμως.

Γύρω σου όλα γίνονται αόρατα, ξεθωριάζουνε καθώς μεγαλώνεις και βλέπεις πως τα σκατά βρωμάνε ακόμη κάτω από τη σόλα σου.

Αν δεν μείνεις όμως όρθιος και πέσεις κάτω θα σε φάνε τα φίδια.

Δεν φταις εσύ που ο κόσμος είναι ζούγκλα.

Γράψε στ’ αρχίδια σου όσους χωράνε να γραφτούν εκεί.

Συνέχισε να κάνεις αυτό που ξέρεις να κάνεις.

Τα άλλα πέτα τα στα σκουπίδια.

Θα έχεις παράπλευρες απώλειες, είναι φυσικό γιατί οι άνθρωποι γύρω σου σου περνάνε μηνύματα που δεν σου ταιριάζουν και στην αρχή νομίζεις πως σου ταιριάζουν, δεν πειράζει όμως,

Στο τέλος βλέπεις τι πρέπει να αποφεύγεις και οι πληγές σου επουλώνουν μέσα στις σκιές του καλοκαιριού.

Συνέχισε ακόμη και κουτσός, τυφλός, κουφός και άσχημος.

Όταν κανείς δεν γουστάρει τη μυρωδιά από τα χνώτα σου

Αυτό σημαίνει πως είσαι σε καλό δρόμο.

Page 172: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο παππούς είναι πολύ νεκρός για να πει κάτι

Όποιο δρόμο και να διαλέξεις σε αυτή τη φάρσα δεν οδηγεί κάπου.

Όλοι στο χώμα καταλήγουν.

Το κουστούμι που σου ράβει το κοράκι θα είναι λιγουλάκι σκονισμένο μετά την κηδεία.

Ο παππούς μου έκανε καλή και ήσυχη ζωή.

Τώρα είναι κάτω από το χώμα βέβαια.

Εγώ δεν ξέρω αν θέλω να ακολουθήσω κάποιο δρόμο.

Δεν ξέρω καν αν θέλω να σηκωθώ και να περπατήσω ή να σταθώ.

Κι εγώ στο χώμα μαζί με τον παππού θα καταληξω.

Δεν υπάρχουν επιλογές. Ποτέ δεν υπήρχαν.

Οπότε μην αγχώνεστε και πολύ. Λίγο φτάνει.

Page 173: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο πρίγκιπας και το ψωράλογο που κάνουν σκατά τη ψυχή μου

Δεν ήθελα να γράψω για σένα.

Ήταν τελείως άχρηστο το να γράψω για σένα.

Είναι σαν να προσπαθώ να εξηγήσω σε ένα σαλιγκάρι πόσο μαλάκας είναι ο πρωθυπουργός.

Το θέμα είναι πολύ προφανές.

Δεν θα ξαπλώσουμε ποτέ στο ίδιο στρώμα.

Γλυκειά μου.

Είσαι ανόητη και φαντασμένη και είμαι δειλός και φαντασμένος.

Σε θέλω πολύ.

Είχα καιρό να θυμηθώ πόσο σε θέλω.

Η μαλακία είναι πως είχα ξεχάσει πόσο ίδια με μένα είσαι.

Ή μάλλον όχι.

Υποβιβάζω τον εαυτό μου.

Εγώ θα πήγαινα με όποια γυναίκα έβρισκα, με όποια μου έλεγε πρώτη πως θέλει έρωτες κι αυτό γιατί όλες και όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα.

Σάρκα.

Όλα τα άλλα έρχονται από πίσω από τη σάρκα.

Εσύ είσαι τόσο ηλίθια που περιμένεις ακόμη τον πρίγκιπα,

Με το γαμημένο το γκρίζο, γέρικο ψωράλογο του,

Που κάποτε ήταν άσπρο, νέο και δυνατό,

Αλλά με τα χρόνια και τους πολλούς δρόμους έγινε σαν γαμώ το Χριστό του.

Περιμένεις ακόμη εσύ, εκεί, για κάτι

Που δεν θα έρθει ποτέ.

Page 174: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Rachmaninoff και εκείνη

Νιώθω πάλι σαν άνθρωπος.

Είχα καταντήσει ένα τηλεκοντρόλ. Ένα αυτόματο παιχνιδάκι.

Πίνω σιγά, σιγά τη μπύρα μου για να μην τελειώσει.

Βαριέμαι να σηκωθώ και να πάρω άλλη από το ψυγείο.

Δεν είμαι και σίγουρος αν έχει μείνει άλλη.

Η γεύση από αυτή εδώ τη νύχτα μοιάζει με αποκάλυψη, ηρεμία, αυτοπεποίθηση.

Οι μπάσταρδοι οι άνθρωποι. Είμαι αναγκασμένος να ζω μαζί τους, μαζί με τις κωλοτρυπίδες τους, τα πόδια τους, τα κίτρινα αυτιά τους, τα χαλασμένα τους στόματα, τις μπαγιάτικες τους απόψεις για τα πάντα.

Τους απεχθάνομαι. Μου κάνουν τη ζωή δύσκολη.

Με κάνουν να πιστεύω πράγματα για μένα που είναι ένα μάτσο μαλακίες.

Θέλω μια γυναίκα.

Τα μάτια της με κάνουν να θέλω να κλάψω.

Σήμερα καθάρισα το σπίτι. Λες να μεταμορφώνομαι σε αδερφή;

Ακούω Rachmaninoff στο PC και φυσάω τις μύξες μου στην ήδη βρώμικη φανέλα μου.

Λέω από μέσα μου πόσο μεγάλος άντρας είμαι.

Κι όμως δεν μπορώ να την αντικρίσω ξανά μέσα σ’ εκείνα τα όμορφα μάτια της.

Page 175: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο σκουπιδιάρης ήρθε ξανά από τη γειτονιά μας

Οι άνθρωποι είναι βαρετοί.

Όλοι κάνουν τις ίδιες χειρονομίες, ερωτήσεις, συζητήσεις,

Που δεν λένε τίποτα από αυτά που πιστεύουν αληθινά,

Γιατί φοβούνται να μην παρεξηγηθούν.

Όταν κάποιος βγεί και πει αυτό που πραγματικά πιστεύει,

Ξαφνικά γίνεται μαλάκας, κακός, απάνθρωπος, ηλίθιος φασίστας, χαζός, τρελός, απόκληρος, καθυστερημένος, πουλημένος.

Όλοι οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι. Από τα βουνά του Ψηλορείτη μέχρι τους ωκεανούς της Νέας Γουινέας, από τα βραστά κατακάθια της Σαχάρας μέχρι τα παγωμένα κωλομέρια κάποιου Ρώσου βοσκού και από τα σάπια μουστάκια του Ιάπωνα μέχρι τη κοκκινισμένη μούρη του βλάχου Αμερικάνου, όλοι οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι.

Όπου κι αν πας, σε όλο τον πλανήτη Γη.

Όλοι συνεχίζουν να συγκεντρώνονται σε ηλίθια μπαρ, καφενεία, ποιητικές βραδιές, εκθέσεις γλυπτών, σινεμά, ποτοπωλεία και νεκροταφεία.

Όλοι θα λένε για το πόσο γαμάτοι είναι οι ίδιοι και για το πόσο μαλάκες είναι οι αντίπαλοι τους.

Εμείς οι Έλληνες θα υποστηρίζουμε για πάντα, ας πούμε, πως έχουμε πολιτισμό και είχαμε πολιτισμό και στ’ αρχίδια μας αν είχαμε ή αν έχουμε ή αν δεν είχαμε ποτέ. Ποιος νοιάζεται.

Όλα είναι ένα μάτσο ψεύτικες αρχιδιές, κουβέντες που λες μεθυσμένος σε κάποιο μέρος ή για να σπάσεις τον πάγο ανάμεσα σε σένα και σε μερικούς αγνώστους που σε κοιτάνε κατάματα και δεν έχεις τι να τους πεις.

Όλοι οι άνθρωποι είναι, ήταν και θα είναι βαρετοί μέχρι θανάτου.

Μέχρι το αλκοόλ που πίνουμε και το φαί που τρώμε να βγει από τις κωλοτρυπίδες μας σαν χρυσάφι και να πλουτίσουμε, ε λοιπόν μέχρι τότε θα είμαστε βαρετοί.

Οι άνθρωποι δεν έχουν να μου προσφέρουν τίποτα.

Πρέπει μόνο να πείσω τον εαυτό μου πως ακόμη μου σηκώνεται και πως πρέπει να βρω μια γυναίκα που να την ανέχομαι και να με ανέχεται κι αυτή.

Όλα τα άλλα είναι για τα σκουπίδια.

Page 176: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 177: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο χειρότερος σκηνοθέτης του κόσμου

Κάθομαι εδώ και πίνω το κρασάκι μου και σκέφτομαι ένα άρθρο που είδα για τον χειρότερο σκηνοθέτη του κόσμου, όλων των εποχών κλπ.

Όχι τον Ed Wood, κάποιον άλλο.

Δεν μπορώ να αισθανθώ παρά μόνο συμπόνια για τον συνάδελφο.

Όχι, δεν είμαι σκηνοθέτης.

Απλά πάντα συμπαθούσα τους απόκληρους, τους αποτυχημένους, αυτούς που πάντα πηγαίνανε κόντρα στο ρεύμα με ότι μέσο είχαν.

Αν ένα από τα μέσα τους για να πάνε κόντρα σε όλους και όλα είναι το να είσαι ο χειρότερος στο είδος σου, τότε ναι, τον γουστάρω τον τυπά, ακόμη και αν δεν έχω δει ποτέ ταινία του.

Κι ούτε πρόκειται να δω.

Είμαι όμως εδώ και υποστηρίζω το πνεύμα σου φίλε χειρότερε σκηνοθέτη όλων των εποχών.

Μην μασάς αδελφέ.

Όλα αυτά τα κακομαθημένα μουνόπανα με τα αφράτα τους κωλαράκια που κάθονται στις πληρωμένες τους γραφειάρες και εκτοξεύουν σιχαμερές μαλακίες δεξιά και αριστερά δεν είναι παρά μαδημένες τρίχες απο τ’ αρχίδια σου.

Εγώ τους γράφω τους κριτικούς στο πούτσο μου και ο μόνος κριτής είμαι εγώ γι’ αυτά που γράφω.

Φίλε χειρότερε σκηνοθέτη, σε χαιρετώ. Κάνε αυτό που ξέρεις καλύτερα και άστους να σαπίσουνε σε κάποια δικιά τους προσωπική κόλαση όπως εσύ ξέρεις να δείχνεις.

Ακόμη δεν το πήρανε χαμπάρι πως οι ταινίες σου μιλάνε

για τις δικές τους ζωές.

Page 178: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Χριστός έκανε λάθος και σίγουρα δεν θα του άρεσε το ποδόσφαιρο

Κάθομαι και παρακολουθώ στο κουτί

Ένα τυχαίο ποδοσφαιρικό αγώνα.

Βλέπω τους προπονητές μέσα στα νοητά τους τετραγωνάκια

Να χτυπιούνται σαν χταπόδια με κουστούμια,

Για τις αδικίες που υποφέρουν οι παίχτες τους.

Από την άλλη οι παίχτες

Προσπαθούν σκληρά να μην χτυπήσουν στη μάπα

Τους αντιπάλους τους με τις τάπες των παπουτσιών τους.

Πραγματικά αυτό θέλουν όμως.

Το νιώθεις στις φάτσες και στα σώματα τους.

Θέλουν να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλο.

Ο προπονητής θέλει να ξεκοιλιάσει τον άλλο προπονητή

Και όλοι μαζί να ξεκοιλιάσουν τον διαιτητή και τους βοηθούς του.

Το παιχνίδι μετατρέπεται σε τραγωδία,

Σε καζάνι της κόλασης,

Σε πεδίο μάχης.

Παντού άντερα, αίμα, σκατό, σάλια, δόντια και κόκαλα και τρίχες.

Ακόμη και σε έναν φαινομενικά απλό ποδοσφαιρικό αγώνα,

Μπορεί κανείς να διακρίνει την πραγματική φύση του ζώου που αυτοονομάζεται άνθρωπος.

Το αίμα στεγνώνει και τα μαχαίρια είναι καρφωμένα ακόμη σε πονεμένες πλάτες, σε βγαλμένες κλείδες, σε μπλαβισμένα πλευρά.

Οι οπαδοί λένε την τελευταία λέξη

Και από τις κερκίδες ορμάνε και λιντσάρουν τους πάντες μέσα στο γήπεδο.

Στο τέλος το κοινό χόρτασε από αίμα και πάει στο σπίτι του ικανοποιημένο για να κοιμηθεί.

Ο άνθρωπος ποτέ δεν υπήρξε φιλικό, πράο, καλό, ανώτερο ον.

Page 179: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Είναι στη φύση του να είναι μουνόπανο

Και ένας μουσάτος τυπάς με σανδάλια, κοτσίδα και ράσο δεν υπήρχε περίπτωση

Να το αλλάξει αυτό.

Page 180: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι ήρωες πεθαίνουν πρώτοι

Ένα πράγμα που έμαθα

Κυρίως στα πάρτυ που δεν είσαι ευπρόσδεκτος,

Είναι το να μην παριστάνεις τον ήρωα.

Μην κάνεις χάρες σε κανέναν και καμία.

Μην θυσιάζεσαι για τίποτα και κανέναν ανώτερο σκοπό.

Δεν υπάρχουν ανώτεροι σκοποί.

Δεν αξίζει.

Στο τέλος σε βρίσκουν σφαγμένο από κάποιο τρελαμένο με σπασμένο γυαλί στο χέρι, μέσα σε κάποιο λασπωμένο χαντάκι,

Με πέντε βαθμούς έξω, ψωλόκρυο, καταχείμωνο.

Με τη μούρη μέσα σε σκατά σκύλου και νερά της βροχής.

Ένα πράγμα που έμαθα στο σχολείο,

Οι ήρωες είναι οι πρώτοι που πεθαίνουν στον πόλεμο.

Κάτι που έμαθα με τον δύσκολο τρόπο,

Οι ήρωες είναι οι πρώτοι που πεθαίνουν και στον κανονικό καιρό ειρήνης.

Οι ήρωες είναι οι πρώτοι που ψοφάνε ΠΑΝΤΑ.

Αυτό μου στοίχησε μερικά ράμματα.

Page 181: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι ψυχαναλυτές μας τρώνε τα φράγκα και πάνε διακοπές στη Μύκονο

Σίγκμουντ Φρόυντ και αρχιδιές. Τα παπάρια μας κουνιούνται ναι το ξέρουμε.

Άλλος ένας τρελάρας που μας φλόμωσε στη μαλακία και κάπνιζε πούρα και γαμούσε όλες του τις οικιακές βοηθούς κρυφά από τη γυναίκα του.

Τελικά ψόφησε χωρίς σαγόνι.

Δεν πιστεύω στην ψυχολογία, τα ζώδια είναι ένα μάτσο σκατά πασπαλισμένα με πολύ «μυστήριο» μη χέσω.

Όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε.

Μην πιστεύετε σε ότι σας λένε. Πείτε κάτι δικό σας, κάτι αληθινό, κάτι που το ποτίσατε με το αίμα σας, κάτι που το έχετε δει να συμβαίνει.

Όλα τα άλλα που τα γράφουν στα βιβλία και κάνουν του κόσμου τα λεφτά απλά δεν υπάρχουν. Είναι ένα κόλπο για να βγάζει λεφτά ο καριόλης ο γείτονας σας.

Και το βασικότερο, κρατάτε τα λεφτά σας για όταν θα είστε πολύ γέροι για να κουρέψετε το γκαζόν ή να πάτε μέχρι το σούπερ μάρκετ.

Page 182: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι βασικές βιταμίνες του βυζιού

«Είναι μέχρι να την πάθεις φίλε. Μετά οι μαγκιές σταματάνε».

Είπε ο Λάζαρος στον Δημήτρη.

«Σου λέω ρε μαλάκα, ο πονοκέφαλος μου έσκασε σαν σφυρί στο κόκαλο. Δεν έχω ξαναπάθει τέτοιο πράμα» είπε ο Δημήτρης.

Καθόντουσαν στην «Μεθυσμένη Πάπια», το τοπικό μπαράκι της γειτονιάς που έμοιαζε να είναι έτοιμο για κατεδάφιση. Τόσο χάλια ήταν όλα εκεί μέσα. Όλοι πήγαιναν μόνο τις νύχτες για να μην βλέπουν πόσο χάλια μαγαζί ήταν στο φως της βάναυσης ημέρας.

Και οι δύο πιπίλιζαν χλιαρή, βαρελίσια, κακής ποιότητας μπύρα.

Ήταν Τρίτη μεσημέρι και ήταν οι μοναδικοί πελάτες εκτός τον μπάρμαν και την γριά καθαρίστρια που έκανε πως καθάριζε.

Σίγουρα θα την είχε πάρει ο ύπνος στο πίσω μέρος του μαγαζιού, μέσα στις τουαλέτες.

«Κανείς δεν είναι σούπερμαν. Ο καθένας κάνει ότι μπορεί» είπε ο Λάζαρος κοιτώντας το κενό πίσω από το μπαρ. Είπιε μία γουλιά ζεστής μπύρας και άφησε μία σιγανή κλανιά καθώς ανασήκωσε λίγο τον κώλο του από το σκληρό σκαμπώ.

«Αυτό που φταίει είναι που από μικρό η μάνα μου δεν με βύζαξε. Πήγα αμέσως στο μπιμπερό. Αμέσως στα χημικά παρασκευάσματα των εταιριών. Έτσι βγήκα ελλατωματικός» είπε ο Λάζαρος και έξυσε από το παπούτσι του μία κολλημένη, ξερή αγνώστου ταυτότητος ακαθαρσία από το διπλανό σκαμπώ.

«Γάμησε τα» είπε ο Δημήτρης.

Έστριψαν τσιγάρα και τα άναψαν.

«Δεν πήρα τις βασικές βιταμίνες του βυζιού, αυτό φταίει».

«Γάμησε τα».

Ήταν καλοκαίρι αλλά κανένας δεν είχε όρεξη να πάει στη θάλασσα και να δείξει το σώμα του. Ήταν και οι δύο αγύμναστοι και καμπούρηδες. Ο Λάζαρος έβγαζε και κάτι εξανθήματα όταν τον έβλεπε για πολλή ώρα ο ήλιος.

Το μόνο κλίμα που άντεχαν ήταν αυτό της πόλης.

Τσιμέντο και ομίχλη από καυσαέριο.

«Είναι να μην την πάθεις σου λέω» είπε ο Δημήτρης.

Έκανε νόημα στον κοιμησμένο τον μπάρμαν που διάβαζε μία χθεσινή εφημερίδα καθισμένος σε ένα σκαμπώ πίσω από το μπαρ να του φέρει άλλη μία μπύρα.

Page 183: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

«Όταν σκέφτομαι τις βιταμίνες που έχασα με πιάνει πανικός και αμέσως ανάβω τσιγάρο» είπε ο Λάζαρος.

«Εγώ από μικρός δεν είχα δική μου θέληση. Όλα τα άφηνα στην τύχη» είπε ο Δημήτρης και έξυσε τα αρχίδια του γιατί είχαν πιαστεί στο σώβρακο και τον πονούσαν.

Εκείνα τα σκαμπώ ήταν πολύ άβολα.

«Καλά ρε μαλάκα, την Τόνια γιατί την παράτησες;» ρώτησε ο Λάζαρος.

«Εκείνη με παράτησε».

«Γιατί;».

«Μου είπε πως ήθελε οικογένεια, παιδιά, γκαζόν, αμάξι και τα ρέστα, χριστουγενιάτικα δέντρα, πασχαλιάτικα αρνιά και τέτοια, τρέχα γύρευε, δείπνο με φίλους, ξέρεις, η Τόνια ρε μαλάκα, που πάντα ήταν ενάντια σε όλα αυτά» είπε ο Δημήτρης.

«Γάμησε τα» είπε ο Λάζαρος και τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του.

«Γάμησε τα δεν λε τίποτα» είπε ο Δημήτρης και είπιε μια γουλιά από την καινούρια μπύρα του.

Είχε ζεσταθεί κιόλας.

Page 184: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Όλα είναι σωστά αν το πεις εσύ

Ο Ντάνυ μου λέει πως κάνω πάντα τις λάθος παρέες, στους λάθος χρόνους, τις λάθος εποχές.

Μου λέει πως πάντα λέω τα λάθος λόγια, στις λάθος στιγμές και πετυχαίνω πάντα τα λάθος αποτελέσματα.

Ο Ντάνυ λέει πως τα βρίσκω πάντα με τις λάθος γυναίκες, που είναι πάντα έτοιμες να με καταστρέψουν, και τους υπόσχομαι τα λάθος πράγματα στις πιο λάθος ώρες.

Του λέω να πάει να γαμηθεί.

Του λέω να κοιτάει τη δουλειά του και να με αφήσει ήσυχο.

Μου λέει πως όλη μου η ζωή είναι ένα λάθος.

Του κοπανάω το κεφάλι με ένα άδειο μπουκάλι που έχω μπροστά μου.

Μου λέει πως πάντα κρίνω λάθος τις καταστάσεις και τους ανθρώπους.

Του λέω πως δεν με νοιάζει γιατί γεννήθηκα στον λάθος κόσμο.

Μου λέει πως για πρώτη φορά στη ζωή μου είπα και κάτι σωστό.

Σηκώνω το γεμάτο μπουκάλι και πίνω μια σωστή, καλή, γερή γουλιά.

Ασ’ το διάολο μαλάκα Ντάνυ.

Page 185: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Όλοι είμαστε σκληροί μέχρι η αρρώστεια να χτυπήσει

Ο Παναγιώτης δούλευε σε ένα εργοστάσιο που εμφιάλωνε κρασί.

Οχτώ ώρες την ημέρα.

Πέντε ημέρες την εβδομάδα.

Το αφεντικό του την έλεγε με το παραμικρό.

Άκουγε ακόμη και τις κλανιές του μέσα από το γραφείο του.

Υπήρχε λογοκρισία και στο χέσιμο.

Ανεπίσημα,

Κανένας εργαζόμενος δεν επιτρεπόταν να χέσει εν ώρα εργασίας στην τουαλέτα του εργοστασίου.

Όποιος ήθελε να χέσει έπρεπε να το κανονίσει και να χέσει σπίτι του.

Ο Παναγιώτης είχε βγάλει μια μαλακία στο πόδι.

Φαινόταν να είναι κάτι σαν μόλυνση.

Ήταν Κυριακή και ο Παναγιώτης την έβγαζε στην βεράντα του σπιτιού του

Καπνίζοντας ένα στριφτό, λεπτό τσιγάρο και πίνοντας μία κρύα μπύρα.

Δεν γούσταρε να πάει στον γιατρό για αυτή τη μαλακία

Που είχε βγάλει στο πόδι.

Είχε βάλει πάνω στην πληγή μία κρέμα αλλά δεν έκανε και πολύ δουλειά.

Πονούσε το γαμώποδο.

Η ζωή του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Έμενε ακόμη με τους γονείς του και ήταν εικοσιοχτώ χρονών.

Η τσέπη του ήταν πάντα άδεια

Αν και δούλευε κάθε μέρα σαν τον σκύλο.

Ποτέ δεν του έμενε φράγκο στην άκρη.

Ο μισθός του ήταν εξακόσια ευρώ.

Ο Παναγιώτης είχε να γαμήσει ένα χρόνο

Page 186: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Και η τελευταία του φορά ήταν με μία πουτάνα των τριάντα ευρώ.

Αυτές ήταν οι πιο καβλιάρες.

Η μόνη του ευχαρίστηση ήταν το τσιγάρο και οι μπύρες.

Θεωρούσε τον εαυτό του βαρετό τύπο.

Δεν ήταν καθόλου ενθουσιώδης με τις παρέες και τους φίλους ή τις εξόδους στα μπαρ.

Αύριο θα ξύπναγε πάλι από τις εφτά για να πάει στην γαμωδουλειά.

Ψοφούσε στην κούραση,

Οχτώ ώρες όρθιος να κουβαλάει κούτες με κρασί, χωρίς διάλειμμα, χωρίς έλεος, χωρίς πατρίδα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς μέλλον ή παρελθόν.

Ήταν στιγμές που ήθελε να πιεί όλο το κρασί της παραγωγής,

Παρόλο που ήταν φτηνό και σκάρτο πράμα,

Ότι πιο φτηνό θα έβρισκες στο σούπερ μάρκετ,

Συγκρατιόταν όμως γιατί βαριόταν να βρίσκει άλλη δουλειά μιας και αν έπινε το κρασί που εμφιάλωνε θα τον απέλυε το αρχίδι το αφεντικό αμέσως.

Ο Παναγιώτης δεν ήξερε τι ακριβώς έφταιγε με την πάρτη του.

Δεν θεωρούσε τον εαυτό του δυστυχισμένο, όπως πολλοί νομίζανε.

Γούσταρε που δεν γούσταρε κανέναν και τίποτα.

Έτσι ήταν η φάση του.

Δεν γούσταρε ούτε την ίδια του την φάτσα.

Όταν καμιά φορά την έβλεπε το πρωί στον καθρέπτη πάνω από τον λερωμένο νιπτήρα, τρόμαζε και αμέσως άλλαζε βλέμμα.

Τις νύχτες αναρωτιόταν πόσο μακριά βρισκόταν

Από τον κοινό άνθρωπο, τον φυσιολογικό, τον κανονικό, τον σωστό.

Τις νύχτες σκεφτόταν και την αυτοκτονία,

Ήταν όμως μεγάλος χέστης και ποτέ δεν το επιχειρούσε.

Μπροστά στον κόσμο το έπαιζε σκληρό καρύδι

Αλλά δεν ήταν.

Μπήκε στο σπίτι, πέταξε το τσιγάρο και το άδειο κουτάκι της μπύρας στον νεροχύτη

Και έβαλε λίγο ακόμη αντιβιοτική κρέμα στο πόδι του.

Page 187: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 188: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Όπως ο μαλακός λαιμός κάτω από τα σκληρά δόντια.

Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα πάνω σε αυτά τα χώματα.

Ο ένας δεν καταλαβαίνει τον άλλο, οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τα ζώα, τα ζώα δεν καταλαβαίνουν τους ανθρώπους, ο αέρας δεν καταλαβαίνει ούτε τους ανθρώπους ούτε τα ζώα, η λάβα δεν καταλαβαίνει τους πελεκάνους και κανείς δεν καταλαβαίνει τον ίδιο του τον εγκέφαλο.

Πως γίνεται να καταλάβεις τους άλλους αφού δεν θέλεις μήτε να τους βλέπεις μπροστά σου; Αφού τους απεχθάνεσαι και τους θεωρείς κατώτερα πλάσματα από εσένα;

Αιώνες ειρηνιστικών διαδικασιών και αποστολών αγάπης θάφτηκαν μέσα στον βόθρο της άγνοιας και της αδιαφορίας.

Αιώνες τέχνης και μόχθου δεν απέδωσαν καρπούς.

Όλες οι τέχνες είναι στείρες.

Το αίμα συνεχίζει να ρέει παντού σαν ποτάμι ασταμάτητο.

Οι μήτρες συνεχίζουν να ξεπετάνε μωρά που είναι καταδικασμένα σε θάνατο από άπειρες αιτίες.

Πάντα θα υπάρχει πόλεμος, πάντα θα υπάρχει κακό που είναι καλό και καλό που είναι κακό.

Πάντα όμως θα υπάρχει και εκείνο το ΕΤΣΙ ΚΙ ΕΤΣΙ, το ενδιάμεσο, αυτό που σε κάνει να σέρνεσαι στα γόνατα για λίγη ακόμη προσοχή, για λίγα ακόμη δάκρυα.

Ο κόσμος είναι κάπως, γενικώς και εν συντομία για τον πούτσο.

Μόνο που, δυστυχώς, οι ζωές μας δεν είναι καθόλου σύντομες, αλλά μακριές σαν Γολγοθάδες ατελείωτοι, ανηφορικοί και γεμάτοι στροφές και αγκάθια.

Ένας τύπος με πολύ αυτοπεποίθηση που συνάντησα τυχαία στο δρόμο μου είπε πως αν δεν προσπαθήσω πολύ για κάτι τότε ποτέ δεν θα καταφέρω να του βγάλω από μέσα του τη γλύκα και να τη γευτώ.

Παπάρια.

Δεν υπάρχει γλύκα.

Κάθε προσπάθεια είναι άλλο ένα νεκρικό πέπλο για να καλύψει την ολοκληρωτική μας ήττα σαν είδος του ζωικού βασιλείου.

Όποιος είπε πως είμαστε ανώτερα πλάσματα έκανε μεγάλο λάθος.

Μάλλον είμαστε κάπου στη μέση ή προς το τέλος της βαθμίδας.

Page 189: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τι προσπάθεια και μαλακίες.

Βλέπετε εσείς πολλά λιοντάρια να προσπαθούν για οτιδήποτε;

Ή μήπως βλέπετε κανένα σκύλο να προσπαθεί για οτιδήποτε;

Ή μήπως βλέπετε κανένα κοράκι να προσπαθεί για οτιδήποτε;

Ασ’ το διάολο ρε κι εσύ και τα γνωμικά σου.

Δεν έχω χρόνο να προσπαθήσω για τίποτα γιατί ο σταυρός που κουβαλάω είναι πολύ βαρύς και τα χέρια μου δεν είναι ελεύθερα.

Απλά αποδέχομαι την ήττα μου,

Όπως ο μαλακός λαιμός κάτω από τα σκληρά δόντια.

Page 190: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Όσα φώτα κι αν φυτέψει η ΔΕΗ

Τα σκουλίκια δεν κάνουν θόρυβο όταν μασουλάνε τις σάρκες.

Αυτό το ξέρουν μόνο οι νεκροί.

Οι ζωντανοί συνεχίζουν να πίνουν, να μασάνε, να καταπίνουν, να κάνουν τεράστιες οικογένειες, τεράστιες κουράδες, να τρώνε λάχανο, να κλάνουν, να κλαίνε, να κάνουν δισέγγονα και τρισέγγονα, να λένε ψέματα

Που δεν θα πιστέψει κανένας,

Ούτε καν οι ίδιοι.

Η μαλακία είναι πως συνεχώς κάτι

Σε τσακίζει, όταν οδηγάς πίσω για το σπίτι σου και κοιτάς το βρώμικο παμπρίζ και σκέφτεσαι το αύριο και πως τώρα είναι ακόμη 19:17, απόγευμα Κυριακής μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων και δεν έχεις τι να κάνεις, αγχώνεσε για το ποιους πρέπει να δεις αύριο, τι δουλειές έχεις να κάνεις, τι έχεις να τους πεις, που πηγαίνεις και αναρωτιέσαι γιατί όλα πρέπει να είναι τόσο θλιμμένα.

Ακόμη και τα ζώα σου φαίνονται θλιμμένα, οι σκύλοι, οι γάτες, τα ποντίκια, οι κότες, οι σκίουροι, τα ανακόντα.

Οι δρόμοι τις νύχτες θα είναι πάντα σκοτεινοί και παγωμένοι,

Όσα φώτα κι αν φυτέψει η ΔΕΗ.

Page 191: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Όχι ακριβώς αυτό που έψαχνα

Όλοι καθόμαστε στα δωμάτια μας

Ακούγοντας τις σειρήνες από τα ασθενοφόρα και τα περιπολικά,

Να ουρλιάζουν μέσα στις ονειροπόλες ψυχές μας,

Να στεγνώνουν τις γλυκές βραδυνές μας ονειρώξεις,

Στο κέντρο της πόλης,

Κάποιας πόλης,

Οποιασδήποτε πόλης.

Εγκλωβισμένοι σαν

Συνταξιούχοι αστακοί μέσα στο κοκκινωπό, βραστό νερό,

Κοιμόμαστε,

Πεθαίνουμε,

Ψηνόμαστε.

Τα σκυλιά μας χλευάζουν με τα γαβγίσματα τους

Και εμείς νομίζουμε πως βλέπουν φαντάσματα.

Τόσο μαλάκες.

Πετάμε τα σκατά μας,

Ο ένας στα μούτρα του αλλουνού

Και κοκορευόμαστε για το ποιος έπαθε την πιο μεγάλη ζημιά,

Ποιος κατάπιε το πιο μεγάλο, λιπαρό

Μπιφτέκι.

Μαγκωμένοι, δαγκωμένοι, φυλακισμένοι και με λύσσα,

Περιφερόμαστε μέσα

Στα σπλάχνα

Της

Γης.

Page 192: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 193: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο κόλπος των παγόβουνων και η πλάνη της «κανονικότητας»

Ο Πέστροφας πάντα πήγαινε και έμπλεκε με κάτι γκόμενες σκέτα παγόβουνα.

Στην αρχή δεν έδιναν την εντύπωση πως ήταν τόσο κρύες.

Σιγά, σιγά όμως, καθώς συγχρωτιζόταν μαζί τους, καταλάβαινε με λύπη πως είχε μπλέξει άσχημα, πως είχε μπει στον κόλπο των παγόβουνων για άλλη μια φορά.

Όλοι τον φώναζαν Πέστροφα,

Γιατί είχε μία φάτσα σαν προϊστορικό ψάρι που είχε πεθάνει μέσα σε τοξικά νερά από ξαφνική έκρηξη πυρηνικού εργοστασίου.

Καμιά φορά τον φώναζαν και Καπετάνιο Πέστροφα

Γιατί πάντα έπεφτε πάνω στη λάθος γυναίκα, το λεγόμενο παγόβουνο ή παγωμένο μουνί ή φορτηγό ψυγείο ή παγοκύστη ή παγωμένη καρμανιόλα ή παγοκαριόλα.

Όλοι τον περιγελούσαν λέγοντας πως η αγαπημένη του ταινία ήταν ο Τιτανικός.

Εκείνη η μαλακία με το γαμημένο το παγόβουνο.

Ο Πέστροφας είχε κόψει τώρα και μία εβδομάδα το ποτό, το τσιγάρο και τους κακούς του τρόπους με την προοπτική να γίνει και εκείνος «κανονικός» άνθρωπος που έχει να προσφέρει κάτι σε αυτήν εδώ την γαμιόλα την κοινωνία.

Ήθελε λέει να είναι «υγειής» (ποτέ δεν έμαθε πως γράφεται σωστά εκείνη η μαλακία η λέξη υγειής), με σκληρή ψωλή και μουνάρα γυναίκα με άποψη και τύπο.

Φυσικά η μουνάρα γυναίκα με άποψη και τύπο του βγήκε πιο παγωμένη κι από το μουνί της πιο άσχημης και νεκρής πινγκουίνας βασίλισσας του νότιου πόλου ή του βόρειου ή όπου αλλού είχε πινγκουίνους.

Ο Πέστροφας αισθανόταν ζαλάδες, ανακατοσούρες, τρέμουλα, είχε άγχος χωρίς λόγο, δεν μπορούσε να κοιμηθεί καλά, δεν είχε όρεξη να φάει ή να γαμήσει και ήταν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού 24 ώρες το 24ωρο.

Και όλα αυτά για χάριν ενός γαμημένου παγόβουνου με πόδια που ντυνόταν σαν γυναίκα.

Οι βλέψεις του για μια «κανονική» ύπαρξη βούλιαξαν μαζί με το παγωμένο του πέος

Στα βάραθρα του βόρειου πόλου του μυαλού του και της ψυχής του της παγωμένης.

«Τόσες θυσίες, τόσες ημέρες χωρίς να ρίξω ούτε μία χριστοπαναγία, χωρίς να τραβήξω ούτε μία μαλακία, χωρίς να στρίψω ένα τσιγάρο, χωρίς να βρέξω το ξερό μου λαρύγγι με λίγη μπύρα και τι κατάλαβα;» αναρωτιόταν από μέσα του ο Πέστροφας λυπημένος.

«Όλες αυτές οι θυσίες για να πάω να πέσω με τη μούρη πάνω σε εκείνον τον κατεψυγμένο, μπαγιάτικο κώλο. Καλά να πάθω, καλός μαλάκας είμαι κι εγώ. Εγώ τα φταίω όλα».

Page 194: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τελικά δύσκολα αλλάζει ο άνθρωπος τομάρι.

Δεν είναι φίδι, ούτε αρκούδα, ούτε λαγός, ούτε σαύρα, ούτε δελφίνι.

Είναι απλά ένας μαλάκας, αδύναμος άνθρωπος που σκαλίζει τον κώλο του με χαμένο βλέμμα,

Καθισμένος φαρδύς πλατύς στον απόπατο της τροφικής αλυσίδας,

Ψάχνωντας μάταια την σωτηρία του σε ηλίθια πράγματα και ιδέες

Που εκείνος τα ονομάζει ιδανικά και τα κάνει πράξη με την και καλά «σωστή» του συμπεριφορά.

Στο μυαλό του Πέστροφα ήρθαν εικόνες καμμένων δασών, πυρηνικά μανιτάρια, εικόνες παιδιών με τεράστιες κοιλιές και σκελετωμένα σώματα, χιλιάδες σωροί πτωμάτων και παντού να σκάνε βόμβες και να πέφτουν σφαίρες στο όνομα της καλής συμπεριφοράς και του σαβουάρ βιβρ.

Ο Πέστροφας άναψε ένα πανέμορφο στριφτό τσιγάρο που έμοιαζε με μπουρί της σόμπας,

Άνοιξε ένα παγωμένο κουτάκι μπύρα Spar,

Άφησε μία φαλτσαριστή κλανιά,

Και άπλωσε τα κουλά του και τον λερωμένο του κώλο στο ξέστρωοτο κρεβάτι του.

Άρχισε να φλερτάρει επαγγελματικά με το παλιό, γεμάτο υγρασία ταβάνι χωρίς έλεος.

Η κάφτρα από το τσιγάρο ξεκόλλησε και πέφτωντας του έκαψε το λερωμένο του φανελάκι και μετά πέρασε το φανελάκι και του έκαψε τη δεξιά ρώγα μαζί με λίγες τρίχες.

Ο Πέστροφας έριξε ένα αβίαστο χριστοπανάγιο και ξαναάναψε το τσιγάρο του.

Όλα ήταν και πάλι όπως πρώτα.

Ηρεμία, αταξία και ανασφάλεια.

Το τρίπτυχο της επιτυχίας κάθε αστικού θηλαστικού τέρατος.

Page 195: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο ήρωας μου και η μαλακία που με δέρνει

Ένα πρότυπο μπορεί να σε σώσει από πολλά έξοδα. Δεν είναι να κάνουμε έξοδα αυτή την περίοδο. Δεν υπάρχουν λεφτά πουθενά κι αν υπάρχουν τα έχουν λίγοι και τα έχουν καλά κρυμμένα για να μην τα βλέπουμε εμείς οι φτωχοί. Ένα πρότυπο σώζει από πολλές φουρτούνες. Ένας ολόδικος σου προσωπικός ήρωας είναι κάτι το καταπληκτικό, κάτι το απολαυστικό. Είναι το μυστικό μεταξύ εσένα και του κόσμου. Στο τέλος καταλήγει φαρσοκωμωδία. Σιχαίνεσαι το είδωλο σου, αρρωσταίνεις με τον εαυτό σου. Ένας ήρωας είναι πάντα ένας ήρωας, αυτό όμως δεν σημαίνει πως και οι δύο δεν είστε μαλάκες ή δύο αδιόρθωτα αρχίδια της γης.

Page 196: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο Μεγάλος Άντρας

Έτσι γίνεται η αρχή για έναν μεγάλο άντρα που πιθανότατα θα μείνει στην ιστορία για κάτι που έκανε. Σιγά σιγά μεγαλώνει μέσα του η απέχθεια για τους ανθρώπους. Οι άλλοι είναι η κόλαση του και θέλει αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του τύπου άντρα είναι πως δεν αφήνει τις χίμαιρες να τον κατασπαράξουν έτσι εύκολα. Πρώτα δίνει μεγάλη και επική μάχη μαζί τους. Ποιες είναι αυτές οι χίμαιρες; Η Δόξα πρώτη από όλες τις καριόλες. Η Δύναμη και τα Λεφτά έρχονται σε δεύτερη μοίρα αλλά είναι και αυτά θανατηφόρα για τον μεγάλο άντρα. Μπορεί αυτός ο άντρας να ζούσε μια ζωή στερημένος από απολαύσεις και αναγνώρηση αλλά τώρα που η στιγμή έχει φτάσει για αυτόν και όλοι τον επεφημούν, εκείνος αντιστέκεται και δεν παρασέρνεται από τα γλειψίματα και τις μαλαγανιές των πολλών αυλικών. Ένα πράγμα ξέρει στα σίγουρα, πως όλοι είναι ίσοι και πως όλοι κάποια μέρα, αργά η γρήγορα, ένδοξα ή άδοξα θα ψοφήσουνε και θα γίνουμε ξανά χώμα μαζί και το δικό του άχρωμο και πλαδαρό τομάρι. Αυτά τα ολίγα προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Οι δαίμονες μου πλέον μπορούν να σουλατσέρνουν ανενόχλητοι μέσα σε αυτό το δωμάτιο, να χτυπάνε μανιασμένα τα ντουβάρια και τα τζάμια και το λέω αυτό γιατί εγώ έχω ξεκαθαρίσει τη θέση μου απέναντι στον κόσμ

Page 197: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο μικρός Ναπολέων

Ο μικρός Ναπολέων δεν αναγνωρίζει το σώμα του. Πως έγινε έτσι; Ε λοιπόν κάτι θα κάνει γι’ αυτό. Έναν μικρό πόλεμο για μικρές νίκες τόσο γλυκές.

Page 198: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι άνθρωποι είναι σαν κομήτες

Οι άνθρωποι είναι σαν κομήτες. Αργά ή γρήγορα πέφτουν και συντρίβονται. Λάμπουν λίγο και μετά πέφτουν και συντρίβονται. Είναι τόσο θλιβερή ιστορία η ιστορία του ανθρώπου. Δυστυχώς δεν ξέρουμε άλλη να λέμε. Οι άνθρωποι πετάνε για λίγο και μετά πέφτουν και συντρίβονται. Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι τρελά, σπασμένα μάτια και χείλια. Σπασμένες καρδιές στη μέση του πουθενά. Στο είπα αλλά εσύ δεν ήθελες να με πιστέψεις. Οι άνθρωποι είναι σαν κομήτες.

Page 199: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Οι σημαίες δεν ανεμίζουν την νύχτα

Οι πάντες προσπαθούν να αποφύγουν το αναπόφευκτο. Το καλύπτουν με πολλές ώρες προσευχής ή πολλές ώρες τηλεόρασης. Το ίδιο κάνει έτσι κι αλλιώς. Άλλοι το διανθίζουν με υγειηνή διατροφή και πολλές ώρες σωματικής άσκησης. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι κακό ή λάθος. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Ο θάνατος είναι πάντα εκεί. Αυτή η δήλωση δεν επιθυμώ να έχει δυσάρεστο χρώμα. Το ξέρω πως κανένας δεν θέλει να πεθάνει (εκτός από πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις). Κι όμως το βρίσκω πολύ ανακουφιστικό που ο θάνατος είναι πάντα δίπλα. Είναι σαν να ανοίγεις μία ωπή στο δέρμα και το αίμα να τρέχει ποτάμι και εσύ να το βλέπεις και να αλαφρώνεις από την πίεση της καρδιάς σου. Ο θάνατος ίσως να υπάρχει για να μπορούμε να λεγόμαστε άτομα και ξεχωριστές λειτουργικές οντότητες ζωής. Αυτό είναι απλά θαυμάσιο.

Page 200: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ομιλία και τέχνη

Γιατί να πρέπει να μιλάω για την τέχνη; Το βλέπω σαν ένα τελείως ανούσιο πράγμα. Είναι σαν να μιλάς για την κωλοτρυπίδα της γυναίκας σου μπροστά σε δέκα ξένους με κουστούμια και γραβάτες που σε κοιτάνε με ψεύτικο χαμόγελο και δεν καταλαβαίνουν τι λες.

Page 201: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Όνειρο

Μερικές νύχτες ονειρεύομαι πως την μαχαιρώνω. Της τραβάω μια κουτουλιά και την ξαπλώνω κάτω. Άλλες φορές με πυροβολεί εκείνη με περίσσια ευχαρίστηση. Γελάει ενώ εγώ αργοπεθαίνω αιμόφυρτος στο πάτωμα. Άλλες φορές λίγο πριν αυτοκτονήσουμε μαζί, κάνουμε έρωτα γεμάτο βία και λαγνεία και προστυχόλογα αιωρούνται και σκάνε στο ταβάνι και μετά ξαναπέφτουν ξεψυχισμένα στα σεντόνια δίπλα από τα κορμιά μας. Αυτά είναι τα όνειρα μου για τη σχέση μας. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική και πιο γαμημένα πεζή. Γαμώ τους ανικανοποίητους έρωτες.

Page 202: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

πι

Page 203: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Περί τύχης

Σε ποια μαύρη τρύπα ζεις; Σε έχει παρατήσει η γυναίκα σου; Οι φίλοι σου σε κοροιδεύουν πίσω από την πλάτη σου; Οι εργοδότες σου είναι φασίστες και σου κάνουν τη ζωή βάσανο; Η τύχη σου πάει από το κακό στο χειρότερο έτσι ώστε έχεις αρχίσει να πιστεύεις πως δεν υπάρχει ίχνος καλοτυχίας στο κουρασμένο κορμί σου; Δεν ξέρω τι μπορείς να κάνεις, μη με ρωτάς. Ο γέρο Ντάμπστικ, ο Μπόμπι με το στραβό τατουάζ και ο φίλος του με το γελοίο κούρεμα χωρίς φαβορίτες, όλοι αυτοί είναι δίπλα σου στα σκαλιά. Είναι ένα καλοκαιρινό βράδυ. Δυστυχώς την γυναίκα που αγαπάς την πηδάει ένας οικολόγος με βέσπα και τρομερά καλύτερο στυλάκι από το δικό σου. Την άλλη, την πρώην γυναίκα της ζωής σου την πηδάει ένας Κύπριος χωρίς αυτιά και δυο μάτια οθόνες. Σίγουρα σήμερα δεν είναι η μέρα σου φιλαράκι. Τα μάτια σου έχουν κουραστεί να κοιτάνε τον κόσμο. Αρχίζεις να ζηλεύεις τους τυφλούς.

Page 204: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Περηφάνια

Ο Ντράιζερ είχε δύο προβλήματα στη ζωή του. Το ένα ήταν πως δεν ήξερε ποιος ήταν. Την μία ήταν ελαιοχρωματιστής, την άλλη ήταν πυρηνικός επιστήμονας, την μία ήταν καλλιτέχνης, την άλλη βοθρατζής. Κάθε πρωί ήταν και ένας άλλος άνθρωπος. Άλλος κοιμόταν κι άλλος ξυπνούσε. Το δεύτερο και σημαντικότερο πρόβλημα του ήταν...ε αυτό δεν λέγεται. Είναι τόσο πολύ προσωπικό που θα γελάνε και οι πέτρες αν το ξεστομίσουμε εδώ. Και τα δύο προβλήματα τα έχει φτιάξει ο ίδιος για τον εαυτό του. Ήταν κάπως περήφανος γι’ αυτό.

Page 205: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Παίρνε βαθειές ανάσες

Πάντα προσπαθώ να δραπετεύσω από τον εαυτό που μου δώσανε να κουβαλάω. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Κάθε πρωί επιστρέφει δυναμικά πίσω. Ο εαυτός μου. Επιστρέφει πίσω. Κάθε μέρα τα πράγματα γίνονται μια σπιθαμή χειρότερα. Κάθε μέρα τα νησιά βουλιάζουν και λίγο πιο πολύ μέσα στη θάλασσα. Έτσι. Από πάνω οι άνθρωποι χοροπηδάνε και χαίρονται και βουλιάζουν. Ποθώ συνέχεια γυναίκες που βλέπω στο δρόμο να περπατάνε. Ποθώ, τι βλακώδης λέξη. Θα έπρεπε να πω, θέλω να γαμήσω όλες τις γυναίκες που βλέπω στο δρόμο να περπατάνε. Υπερβολές. Μα στην τελική το γαμήσι, ο πόθος κ.ο.κ. δεν σου προσφέρουν και πολλά. Άλλη μια διέξοδος από το χάλι που ζούμε καθημερινά. Σύντομη διέξοδος. Από τα τόσα σκατά που τρώμε στη μάπα θα έπρεπε να μας λένε σκατάνθρωπους. Ο ένας πασαλοίφει σκατά στη μούρη του άλλου με τη μορφή λέξεων και πράξεων και βλεμμάτων. Ο γείτονας σκοτώνει γείτονα, τα παιδιά σκοτώνουν τους γονείς τους και οι γονείς τα παιδιά, τα σκυλιά τις γάτες και οι μυρμηγκοφάγοι ρουφάνε μέχρι αφανισμού τα μυρμήγκια με τις τεράστιες μυτόγκες τους. Όλοι κατακρεουργούμε τις ευαισθησίες που έχουμε από μικροί στο βωμό κάποιου φόβου, κάποιου νομίσματος, κάποιου βολέματος. Ακούγομαι σαν γκουρούπολιτικόπαπάς. Σταματάω και πάω να ανασάνω μέχρι η επόμενη λέξη να μου κατέβει στον εγκέφαλο.

Page 206: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πίσω στα βασικά

Μου αρέσουν πολύ οι πουτάνες. Μου αρέσει να με φτύνουν και να με αδικούν. Μου αρέσει να σέρνομαι σαν σκουλικάκι στα μπούτια του κάθε τυχαίου μουνιού. Δεν με απασχολούν η ηθική και η μυστική συνταγή του κάθε πικραμένου καραγκιόζη. Δεν με νοιάζουν τα παιδιά, ο καιρός, οι διάφορες τυποποιημένες συμπεριφορές τύπου Καζανόβα, μικρό σπίτι στο λιβάδι και τρέντι-καλού ανθρώπου-οικογενειάρχη. Έχω μία μπλαβισμένη ψωλή και πρέπει να μπει σε κάποια τρύπα. Αυτό είναι όλο το παιχνίδι και να σου πω και κάτι παλιόφιλε, βρωμόφιδο: γράφω σαν να ζωγραφίζω κι αν δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει πάλι αυτό, πρόβλημα σου. Εγώ αυτό κάνω και αυτό είμαι.

Page 207: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πιθανός Θάνατος

Είναι μέρες που δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πνίγομαι. Τα μάτια μου πονάνε. Οι πολλές σκέψεις που κάνω έχουν κολλήσει πάνω στο κόκαλο του κρανίου μου και ασφυκτιούν αλλά δεν πάνε και πουθενά. Πρέπει να χαλαρώσω λίγο. Μπορεί μερικές από αυτές τις σκέψεις να βγουν από την ουρίθρα μου, άλλες από τον κώλο, άλλες από το στόμα. Παραδέχτηκα πως είμαι ένα ρεμάλι, ένα μαμόθρεφτο αρχίδι. Το κεφάλι μου πάει να βγει από τους ώμους. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον κόσμο. Μου είναι τρομερά επώδυνο. Ίσως και βαρετό. Σαν να βλέπω το ίδιο έργο ξανά και ξανά. Όταν δεν την παλεύεις και έχεις φάει πολλά σκατά, το αποτέλεσμα φαίνεται στο πρόσωπο σου, στο περπάτημα σου, στα χέρια σου. Μυρίζεις ολόκληρος καταστροφή.

Page 208: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ποτέ

Δεν πρόκειται ποτέ να διαβάσω τα γραπτά μου σε κανέναν. Αν το κάνω θα ξέρω πως έχω χάσει την ψυχή μου και η ψυχή μου είναι πιο σημαντική από την ψωλή μου. Μερικοί τα μπερδεύουν αυτά τα δύο. Αν θέλετε να πάτε να διαβάσετε κάτι δικό μου, να πάτε πιο πέρα, να μην σας ακούω, γαμημένοι κλέφτες.

Page 209: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πούστη κόσμε

Η αντίδραση απέναντι στην αδιαφορία της είναι το χαζό, διαρκές χαμόγελο μου. Το ψεύτικο ανάστημα του εραστή που περιμένει να γαμήσει αλλά την πιο κρίσιμη στιγμή δεν του σηκώνεται και πέφτει για ύπνο. Σίγουρα εκείνη σκέφτεται: «Μια μέρα θα με γαμήσει κι αυτός». Μα εγώ την ερωτεύτηκα για τα μαλλιά και το χαμόγελο της. Πούστη κόσμε. Νιώθω ελαφρύς και πολύ κακός.

Page 210: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Προτιμήσεις το βράδυ

Στέκομαι κάτω από τα άστρα. Έχει υγρασία. Φοράω δύο παντελόνια και δύο μπουφάν. Είναι ήσυχα εδώ έξω στην αυλή. Τίποτα παραπάνω. Δεν διακρίνω κανένα Θεό, καμία ανώτερη δύναμη. Είναι σαν κάποιος να έχει ανάψει μερικά λαμπάκια στον ουρανό. Μόνο οι ήχοι της νύχτας και μερικά ουρλιαχτά σκύλων διαταρράσουν την εκκωφαντική σιωπή. Αυτό είναι κάτι. Το τσιγάρο μου μυρίζει και μαζί του μυρίζουν και τα δάχτυλα μου. Καπνός. Και αυτό είναι κάτι. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβω ανα πάσα στιγμή τι θέλω. Προτιμώ ένα ποτήρι αλκοόλ από τον αόρατο αγιασμό κάποιας αόριστης μαλακίας που κάποιος νόμιζε πως αισθάνθηκε, κάποτε. Προτιμώ την μυρωδιά της γυναίκας μέσα στο κρεβάτι μου. Προτιμώ τον ήχο των οστών μου το πρωί που ξυπνάω και δεν μπορώ να κουνήσω. Προτιμώ την βεβαιότητα του θανάτου από την ανόητη αοριστία μιας αλήθειας ή ενός πνεύματος ή κάποιας τέτοιας μαλακίας.

Page 211: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Προβλέψιμος

Ο Νίκος πιστεύει πως οι σχέσεις είναι προβλέψιμες. Επίσης πιστεύει στον έρωτα, στον μεγάλο έρωτα και γενικά δεν νοιάζεται για τις ηλίθιες απόψεις των άλλων. Νοιάζεται μόνο για την δικιά του ηλίθια άποψη και προσπαθεί να μην την εκφράζει και πολύ. Το είδε μπροστά του, ναι, είναι τόσο γρήγορος ο έρωτας με εκείνη. Τα μαλλιά της, τα μακρουλά της δάχτυλα, τα δόντια της, το πηγούνι της, η στραβή της γλυκιά μύτη, τα μπράτσα της. Όλα απάνω της κραυγάζουν γλύψε με, δάγκωσε με, φίλα με, αγκάλιασε με. Ναι, οι σχέσεις είναι πιο προβλέψιμες από το θάνατο, από τις μύξες, από το στρατό, από το στομάχι, από το γάλα. Ο Νίκος πρέπει να πάει για κατούρημα. Το κατούρημα; Είναι προβλέψιμο; Μην πάρεις όρκο.

Page 212: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πάνω απ’ όλα μισώ το γκαζόν

Είχε βγει από το διάλειμμα.

Ευτυχώς.

Αισθανόταν τα κόκαλα του και πάλι, τα πόδια του πατούσαν γερά πάνω στη γη.

Ο Σπάνκο είχε σταματήσει να πιστεύει στο γράψιμο για κανά δυό χρόνια τώρα.

Τώρα όμως το διάλειμμα τελείωσε.

Ήταν συγγραφέας βρώμικων ιστοριών της καθημερινότητας.

Από αυτές αντλούσε δύναμη για να συνεχίσει να ζει.

Ήταν ψιλομαλάκας όμως λέει, όπως έλεγαν πίσω από την πλάτη του κάποιοι.

Κανείς όμως δεν τολμούσε να το του πει κατάμουτρα.

«Ξέρεις κάτι ρε Σπάνκο, είσαι ψιλομαλάκας και αυτά που γράφεις είναι επίσης μαλακίες».

Εκείνος τα ήξερε αυτά αλλά δεν τον ένοιαζε.

Αυτά τα δύο χρόνια που δεν έγραφε, αισθανόταν κουτσός, στραβός, κουφός, πεθαμένος, στεγνός, αόρατος, ανάπηρος. Σαν να είχε στερέψει η ζωή μέσα του. Η αλήθεια ήταν πως είχε σιχαθεί το συνάφι των γραμμάτων, εκείνους του κουλτουριάρηδες λαδοπόντικες που νόμιζαν πως ήταν σπουδαίοι επειδή είχαν μυωπία και φορούσαν πουκάμισο.

Ξαφνικά ήθελε απλά να ζήσει μια απλή ζωή. Δουλειά, σπιτικό, παιδιά, γυναίκα, ερωμένη, γκαζόν, σκυλί, υγιεινή διατροφή με μπρόκολα και μούσλι, βόλτες της Κυριακές στον Βοτανικό Κήπο κτλπ.

Είχε αποφασίσει ακόμη και να βγάζει για τσάρκα την πεθερά του τη μέγαιρα με το αναπηρικό της καροτσάκι. Δεν ήταν ανάπηρη απλά βαριόταν να περπατήσει η κωλόγρια και η γυναίκα του τον ανάγκαζε να την πηγαίνει βόλτες με το καροτσάκι για να μην γκρινιάζει.

Ίσως να έφτανε και σε σημείο να γίνει ένας νεομοντέρνος οικογενειάρχης χίππης, με μακριά μαλλιά, μουσάκι αλλά Τζόνι Ντεπ (πολύ ψαγμένο) και παντόφλες από δέρμα κροκόδειλου του Αμαζονίου. Θα ήταν ένας πολύ γαμάτος τύπος, ίσως να έβρισκε και μια καλύτερη ερωμένη από αυτήν που είχε τώρα. Για τη γυναίκα του δεν το συζητάμε, την είχε σκυλοβαρεθεί, δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάει, πόσο μάλλον να την καβαλάει τα βράδια με όρεξη.

Ίσως να ξεκινούσε να βλέπει ποδόσφαιρο, να υποστήριζε φανατικά μια ομάδα από τις μεγάλες, θα καλούσε και τους φίλους του να βλέπουν ματς και να τρώνε πίτσες μπροστά από την τεράστια τηλεόραση στο σαλόνι.

Page 213: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Θα αγόραζε ακριβά αρώματα για τις μασχάλες του από το Hondos και κάθε μέρα θα διάβαζε ΤΑ ΝΕΑ ανελλιπώς.

Ο Σπάνκo θα γινόταν ένας πολύ γαμάτος και μοντέρνος Έλληνας, ενεργό μέλος αυτής εδώ της όμορφης κοινωνίας μας.

Φυσικά τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν έκανε ούτε και έγινε.

Ξαφνικά, μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια που δεν έγραψε λέξη, ένιωσε να πεθαίνει. Ψυχικά και σωματικά.

Ώρα με την ώρα και μέρα με τη μέρα, πέθαινε σιγά και βασανιστικά.

Η αναπνοή του κοβόταν τις νύχτες και τα πάντα γύρω του έμοιαζαν να είναι κενά νοήματος.

Έπρεπε να σταματήσει αυτή η αηδία.

Ο καθωσπρεπισμός δεν ήταν για το σώμα και το πνέυμα του. Πάντα θα παρέμενε ένας άξεστος βλάχος και αγενής μαλάκας.

Ήταν στη φύση του.

Ο Σπάνκο επέστρεψε πανηγυρικά στο γράψιμο.

Εκεί μέσα έβρισκε την ουσία της ύπαρξης του. Μέσα από τις ιστορίες του, τα κύτταρα του κορμιού του αναστένονταν και αναδημιουργόνταν για να συνεχίσουν να υπάρχουν.

Το νόημα της ζωής του γινόταν εμφανές μόνο όταν έγραφε.

Μόνο όταν, όπως έλεγαν οι καλοί του φίλοι, ήταν ένας απλός ψιλομαλάκας.

Ναι, ο Σπάνκο ήταν συγγραφέας, ψιλομαλάκας και όχι και τόσο γαμάτος τύπος τελικά.

Πιο πολύ απ’ όλα όμως μισούσε το γκαζόν.

Page 214: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Περί μαθηματικών (που ποτέ δεν έμαθα)

Η ζωούλα σου δεν είναι μια ακόμη ηλίθια ταινία,

Ούτε περιγράφεται από ένα ρηχό, χαζό, ποταπό, βαρετό τραγουδάκι

Που ακούς ξανά και ξανά στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου σου

Καθώς πηγαίνεις στη δουλειά.

Ίσως για μερικούς, η ζωούλα, να είναι πιο βαρετή ακόμη κι από αυτά τα δύο.

Αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια και για λίγο καιρό κάθε φορά.

Βέβαια,

Δεν υπάρχει πουθενά το λεγόμενο χάπι έντ.

Υπάρχει εντ αλλά όχι χάπι.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να το αποκαλέσεις

Θλιβερό τέλος, σάντ έντ ή απλά τέλος.

Γενικά η ζωούλα σου είναι ένα σύνολο,

Μια σούμα,

Από ιεροσυλίες,

Γέλια,

Κλάματα,

Βλαστημιές,

Κατάρες και

Ουλές.

Μια συλλογή από θρεμμένα σημάδια ραμμάτων.

Ένα μακάβριο σύνολο

Που δεν μπορείς να το αρθροίσεις ποτέ,

Γιατί δεν είναι αριθμός.

Page 215: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Παίζουμε κρυφτούλι με τους εαυτούς μας μέσα στους θάμνους

Ο Μανώλης παίζει κρυφτούλι με τον εαυτό του μέσα στους θάμνους.

Κάνει πως είναι κάποιος που δεν είναι.

Οδηγεί το αυτοκίνητο του μέσα στη νύχτα, φεύγοντας από μία κοινωνική μάζωξη

Και σκέφτεται πως ο κάλπικος εαυτός δεν πρόκειται να αντέξει και πολύ.

Σαν τη Σταχτοπούτα αισθάνεται ρε πούστη μου.

Πως έφτασε μέχρι εδώ;

Τα έκανε πουτάνα πάλι.

Η ζωή είναι για τον πούτσο τις περισσότερες ώρες της ημέρας και της νύχτας.

Κουβαλάνε όλοι τις ψεύτικες, φτιαχτές προσωπικότητες τους παντού,

Σαν υπερτροφικά τσιμπούρια γεμάτα χαλασμένο αίμα.

Είναι κάτι αναγκαίο και αναπόφευκτο.

Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα όλων αυτών των ανθρώπω ν που τρέχουν στους ψυχολόγους και στους γιατρούς;

Νοιάζονται υπερβολικά για τους άλλους.

Νοιάζονται για το τι θα πουν οι γείτονες και οι γνωστοί.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη μαλακία που μπορεί να κάνει κανείς.

Να νοιάζεσαι για τόσους μαλάκες.

Σκέτη τρέλα.

Ο Μανώλης βγαίνει από τους θάμνους,

Τινάζει τα χώματα από το παντελόνι του και τα χόρτα από το κεφάλι του,

Ανεβαίνει πάλι πίσω στη βεράντα του σπιτιού του,

Ανάβει ένα πούρο και ανοίγει ένα μπουκάλι δροσερή μπύρα.

Αράζει αναπαυτικά στη πολυθρόνα.

Καιρός ήτανε.

Αυτό το παιχνίδι είχε παρατραβήξει.

Page 216: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πιτ ο χοντρός

Ο Πιτ είχε ένα ιδιαίτερο χόμπι στη ζωή του.

Του άρεσε να πυροβολάει χοντρούς με την καραμπίνα του.

Μόλις έβλεπε χοντρούς ανθρώπους να περπατάνε το δρόμο, έβγαζε αμέσως την καραμπίνα του και τους έριχνε λίγο μολύβι στην κοιλιά.

Έτσι το λίπος χυνόταν στον καυτό τσιμέντο του δρόμου, μαζί βέβαια με τα άντερα και όλο εκείνο το κόκκινο και μαύρο χάλι.

Το επόμενο βήμα ήταν να τους ρίξει άλλη μία βολή στο κεφάλι έτσι ώστε να τους αποτελειώσει.

Ο Πιτ στεκόταν από πάνω τους, τους έφτυνε και γελούσε.

Μία μέρα κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη και είδε πως είχε πάρει μερικά κιλά παραπάνω.

Δεν το άντεξε.

Έβαλε το μεγάλο όπλο μέσα στο στόμα του και τράβηξε την σκανδάλη γελώντας.

Τα μυαλά του βρέθηκαν στον καθρέπτη, μαζί με μικρά, μυτερά κομμάτια από το κρανίο του.

Ο ιατροδικαστή παρατήρησε πως η οδοντοστοιχεία του Πιτ είχε μείνει εντελώς ανέπαφη από τον πυροβολισμό.

Το έβαλε αμέσως στο αρχείο του σαν κάτι αξιοθαύμαστο και έκλεισε την υπόθεση.

Page 217: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ποτέ δεν θέλησα να πάω πουθενά

Είναι φάσεις που δεν μπορείς να σκεφτείς ούτε το όνομα σου.

Δεν μπορείς να γράψεις ούτε μια λέξη πάνω στο γαμημένο το χαρτί.

Είναι στιγμές που δεν νιώθεις το πετσί σου να ακουμπάει τα κόκαλα σου.

Δεν αναγνωρίζεις το σπίτι σου,

Το σκύλο σου,

Τον ίδιο σου τον πούτσο,

Και τ’ αρχίδια.

Είναι μερικά λεπτά, χρόνια, μήνες, ώρες,

Που δεν ξέρεις που είσαι, τι κάνεις, γιατί περπατάς και πως κατουράς.

Είναι μέρες σαν παραγεμισμένα τσουβάλια,

Μέρες γεμάτες βάρος,

Πάνω στη πονεμένη σου πλάτη,

Που αισθάνεσαι σαν νεκρός βαθειά στο σκούρο χώμα.

Μια πουτάνα μπορεί να σε στείλει αδιάβαστο και πολύ νεκρό,

Στον τάφο σου.

Ένα χαζό όνειρο μπορεί να στερήσει τη ζωή από τα μάτια σου και τα χέρια σου και την καρδιά σου.

Μια πόλη, ένας δρόμος, μια εικόνα μέσα στο κεφάλι σου,

Μπορεί να γίνει η επιγραφή της ταφόπλακας σου

Ή η επίσημη σφραγίδα της διαθήκης σου.

Τελικά η ίδια η ζωή μεταλλάσεται σε θάνατο μέρα με τη μέρα,

Σαν σαύρα που τρέχει πάνω σε κάποιο καυτό βράχο και τελικά

Τη χάνεις από τα μάτια σου.

Και να φανταστείτε πως ποτέ δεν θέλησα να πάω πουθενά,

Σιχαίνομαι τα ταξίδια και τις σαύρες και τους καυτούς βράχους.

Page 218: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Πρόσωπο σαν κώλος με σπυράκια

Ήρθε επιτέλους ο καιρός για τον Άμπνεϊ

Να καταλάβει πως

Πραγματικά δεν είναι άξιος να

Κάνει τίποτε άλλο

Εκτός από το να γράφει.

Είναι μισάνθρωπος, οπορτουνιστής, σπασίκλας, παρανοϊμένος και σκατιάρης.

Ντρέπεται για τα πιστεύω του αλλά είναι και περήφανος γι’ αυτά.

Από μέσα του βράζει και θέλει να πει σε όλους

ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ.

Ο Αμπνεϊ είναι μαλάκας

Και δεν υπήρξε ποτέ καλός ή έξυπνος.

Στο σχολείο δεν είχε ποτέ γκόμενα

Και τώρα, στην ενήλικη ζωή του, έχει να γαμήσει κανά εξάμηνο.

Πάει μόνο με πουτάνες

Αλλά από εκείνες που τις πληρώνεις στην αρχή

Και όχι στο τέλος, τις κλασικές, τις τίμιες πουτάνες.

Είναι χαρούμενος που δεν χρειάζεται να μιλάει.

Θα μου πείτε, όλοι τον κώλο τους δεν κοιτάνε;

Ο κώλος όμως του Άμπνεϊ είναι γεμάτος κόκκινα

σπυράκια που φωσφορίζουν στο σκοτάδι και διώχνουν

Τα κουνούπια.

Ο κώλος του,

Του Άμπνεϊ,

Του θυμίζει το πρόσωπο του.

Πέρασε πλέονν η εφηβεία από τη μάπα του

Page 219: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Αλλά τα σημάδια έχουν μείνει.

Έχει μια πίκρα στο στόμα.

Page 220: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Προσωπογραφία μιας νυφίτσας που καθόταν δίπλα μου και μερικά άλλα πτώματα πεταμένα σε ένα αστικό κέντρο

Κάθομαι εδώ και ακούω μία γυναίκα να μου λέει πως να γίνω νέος καπιταλιστής.

Δύο καθίσματα παραδίπλα μου κάθεται ένας τύπος που θυμίζει νυφίτσα.

Τα δόντια του βγαίνουν από την μουσούδα του και είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον μπροστινό του σαν να ήταν κότα.

Δεν κουνιέται.

Είναι σαν πεθαμένος.

Τα μάτια του έχουν κρεμαστεί και ακουμπάνε σχεδόν στα μήλα του προσώπου.

Το πηγούνι του είναι σχεδόν ανύπαρκτο.

Το καλοκαίρι τον έχει ρίξει κάτω.

Κάτι φαίνεται να τον τρώει από μέσα.

«Καλώς ήρθες στο κλαμπ» ήθελα να του ψιθυρίσω στο αυτί αλλά σιχαίνομαι.

Στα αριστερά μου κάθεται μία φάλαινα ντυμένη με γυναικεία ρούχα.

Με κοιτάει και μου χαμογελάει. Της λείπει ένα μπροστινό δόντι.

Εγώ την κοιτάω για μία στιγμή και αλλάζω αμέσως βλέμμα.

Ακριβώς στα δεξιά μου κάθεται μία τραβεστί.

Άσχημη τραβεστί χωρίς βυζιά και με κατακρεουργημένη φάτσα άντρα.

Στην δεύτερη σειρά κάθονται δύο γκόμενες που έχουν πανομοιότυπο κούρεμα.

Είναι λες και μόλις ξεπεταχτήκανε από κάποιο σκυλάδικο της παραλιακής.

Η μία από της δύο έχει στον ώμο της το κλασικό, κοινότυπο και άσχημο τατουάζ με την κεφάλα του Τσε Γκεβάρα.

Page 221: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

σιγμα

Page 222: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Σαχλαμπούρδες

Αναρωτιέμαι αν γίνεται να γίνω πυρηνικός φυσικός, πιλότος πολεμικού αεροσκάφους, μαθηματικός, στρατηγός και να πάψω να είμαι ένας απλός τρόμπας. Κάτι εντυπωσιακό και τρομερό, κάτι φοβερά μη βαρετό. Κάτι που θα κάνει όλα τα θηλυκά της γης να χύνουν για πάρτη μου στο άκουσμα του ονόματος μου και μόνο. Δεν γίνεται. Όλοι αυτοί τραβάνε ζόρια σαν τα δικά μου. Είμαι χαζός και τρόμπας αλλά και αυτοί είναι το ίδιο και θα συνεχίσουν να είναι έτσι τα πράγματα μέχρι η κωλοτρυπίδα της γης να ανοίξει και να μας ρουφήξει σαν κουράδες όπως το καζανάκι σου. «Όταν αρχίζεις και δεν βλέπεις το πουλί σου επειδή σε εμποδίζει η κοιλιά σου τότε ξέρεις πως πρέπει να κάνεις δίαιτα». Έτσι είχε πει ένας μπάρμαν μια νύχτα στον διπλανό μου εκεί στη μπάρα, σε κάποια μπάρα που δεν θυμάμαι τώρα. Δεν ξέρω πως κολλάει αυτό αλλά κολλάει. Όλοι έχουμε ψωλές και κοιλιές. Δεκάδες φόβοι σου συνοστίζονται μέσα στο δέρμα και δεν προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα. Δεν υπάρχουν ασθένειες είχε πει ένας άλλος τρόμπας με κοιλιά και ψωλή, παρά μόνο κακή ψυχολογία. Εντάξει αν σπάσεις το πόδι σου, ε τότε δεν φταίει η ψυχολογία σου. Εξαιρούνται λοιπόν τα ορθοπεδικά ατυχήματα. Αν πάθεις ας πούμε καρκίνο τότε ξέρεις από τι είναι. Άντε να βρεις τώρα άκρη. Μετά από όλα αυτά πως είναι δυνατόν να μην κλαίω από χαρά όταν σε βλέπω να περπατάς και μου θυμίζεις γιορτή, πως μπορώ να μην πεθαίνω για το στόμα σου, ο τρόπος που μιλάς, ο τρόπος που φτύνεις κάθε τι ψεύτικο. Αρχίδια. Ακόμη και τα τραγούδια μου θυμίζουν σαπουνόπερες που βουλιάζουνε στο απύθμενο μυαλό κάποιας γιαγιάς. Γιατρέ, τα ψυχολογικά μου αρχίζουν να ουρλιάζουν, τι να κάνω; Πέφτουνε οι μετοχές μου όπως και οι ελπίδες σας και οι τρίχες της κεφαλής σας. Η αιώνια ηλίθια ερώτηση. Που θες να ξέρω ρε μαλάκα τι να κάνεις; Είμαι εσύ; Όχι. Δεν είσαι ο μόνος που πάσχει. Παράτα μας και πάρε σειρά στην μεγάλη των νεκροταφείων ουρά. Πιες κανά λεξοτανίλ, πιες κανά ντεπόν, κάπνισε κανά τσιγάρο, χαλάρωσε. Βάρα κι εσύ κανά νουμεράκι στον όρχο της ανυπαρξίας μας και περίμενε, περίμενε, περίμενε, περίμενε. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο.

Page 223: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Συγκίνηση

Η αδιαφορία έχει κατακλύσει το κορμί του Τζόελ. Δεν γνωρίζω κανέναν που να είναι τόσο αδιάφορος όσο ο Τζόελ. Δεν τον απασχολεί τίποτα. Τον ενοχλούν όμως πολλά και διάφορα πράγματα. Η κοινωνία και η δομή της, η προβληματική επαφή του με τους άλλους ανθρώπους, με τους περισσότερους τουλάχιστον. Έχει να πάει με γυναίκα πολύ καιρό. Θυμάται τη θέση των οργάνων μιας γυναίκας μόνο από κάτι ταινίες. Εύχεται μερικές στιγμές να μην ήταν τόσο αδιάφορος. Ο Τζόελ θα ήθελε να ήταν ένας ενδιαφέρον άνθρωπος. Ας πούμε, να ήταν ένας ρήτορας. Δυστυχώς δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη μπροστά σε κόσμο. Δεν έχει τίποτα να πει. Τελικά κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα. Μπορεί μόνο να περιμένει έχοντας πίστη στον εαυτό του, ακόμη κι αν δεν είναι τίποτα το σπουδαίο αυτό που περιμένει.

Page 224: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Σκαμένο χωράφι

Βλέπω ορισμένους ανθρώπους και πιστεύω πως δεν έχουν ζήσει τίποτα απολύτως. Είναι γεμάτοι χαρά, χαμόγελα και χοροπηδάνε πάνω κάτω γιατί χαίρονται λέει τη ζωή τόσο πολύ. Σήμερα περνούσα το δρόμο και είδα ένα πατημένο λαγό στην άσφαλτο. Τα άντερα του ήταν κολλημένα στην καυτή πίσσα. Βγαλμένα βίαια από την σάρκινη σακούλα τους. Το τρίχωμα του παντελώς ξεσκισμένο. «Μου λείπεις πολύ», λέω από μέσα μου, τόσο πολύ που νομίζω πως δεν έχω πια τύχη. Μακάρι να μπορούσα να σε ξεπεράσω. Νομίζω πως έχω εθιστεί σε ένα είδος αυτοτιμωρίας. Οι γραμμές εκείνου του προσώπου θυμίζουν σκαμένο χωράφι.

Page 225: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Σωστή επικεφαλίδα

Όπως όλοι οι μεγάλοι της ιστορίας, όπως όλοι οι σωστοί μαλάκες αυτού του κόσμου, δεν πρέπει να τα παρατήσω. Όχι. Θα παλέψω να γίνω σωστός σαν μία επικεφαλίδα σε έναν αρχαίο τάφο. Αυτό πρέπει να το κάνω μόνος μου. Εδώ πάνω σε αυτόν τον υπολογιστή. Λέξη με τη λέξη θα χτίσω τον πανέμορφο τάφο μου. Εδώ πάνω σε αυτόν τον υπολογιστή θα πιω μόνος μου την γλυκόπιοτη σωτηρία μου μέχρι να μεθύσω και να ξεράσω και να μη θέλω άλλο να σωθώ.

Page 226: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Σπηλειά

Ο Τζούνιορ ζει σε ένα δωμάτιο που βρωμάει. Μοιάζει με καταφύγιο τέρατος ή αρκούδας. Άπλυτες κάλτσες παντού, λερωμένα εσώρουχα, ιδρώτας να μυρίζει ακόμη και μέσα στην ντουλάπα, ακόμη και μέσα στο μικρό φουρνάκι. Τα πιάτα στοιβαγμένα εδώ και ένα μήνα μέσα στο νεροχύτη που θυμίζει μαύρη λίμνη γεμάτη πετρέλαιο και ψαροκόκαλα. Ναι, αυτή η σπηλειά είναι το γλυκό καταφύγιο του Τζούνιορ. Είναι το μέρος όπου αισθάνεται ξεχωριστός και μοναδικός. Όταν βγαίνει από το δωμάτιο του ο Τζούνιορ είναι σαν όλους τους άλλους. Κανονικός και βαρετός μέχρι θανάτου. Ο λόγος που η γυναίκα του τον παράτησε ή μάλλον ένας από τους λόγους, είναι ο μπιχλιασμένος νιπτήρας της τουαλέτας. Κάποτε ήτανε άσπρος και γυαλιστερός, τώρα είναι γκρι με κίτρινες στάμπες παντού. Είναι γεμάτος κομμένα τρίμματα από γένια και πράσινες και μωβ χλέπες. Ο Τζούνιορ δεν τραβάει ποτέ το καζανάκι και δεν κατούρησε ποτέ καθιστός παρά τις υποδείξεις της πρώην γυναίκας του. Δεν ήθελε λέει να πιτσιλάει παντού. Δεν ήθελε να απλώνει το καθαρό της κωλαράκι πάνω στα κίτρινα, σιχαμερά του κατρουλιά. Είχε δίκιο αλλά τι να έκανε; Δεν μπορεί να κατουράει καθιστός, αισθάνεται σαν γαλοπούλα. Τώρα που το σκέφτεται ο Τζούνιορ ίσως τελικά το ότι τον χώρισε η γυναίκα του να ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος πως πάντα του άρεσε να κάνει ηλιοθεραπεία γυμνός στην αυλή σε κοινή θέα. Ένα από τα βασικά πιστεύω του Τζούνιορ είναι πως τ’ αρχίδια και η ψωλή πρέπει να λιάζονται. Ευτυχώς η γυναίκα του δεν πήρε μαζί της τα πιστεύω του. Κάτι του έμεινε. Τ’ αρχίδια του βέβαια κάνανε φτερά. Δεν θέλει να το παραδεχτεί. Του λείπει πολύ η γυναίκα του. Μένει ακίνητος μέσα στη σπηλειά του και περιμένει.

Page 227: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Στομάχι

Ακόμη και ο αέρας μου ανεβάζει το στομάχι στο στόμα. Οι μουσικές που άκουγα παλιά τώρα έχουν μεταμορφωθεί σε ουρλιαχτά, κραυγές αγωνίας δούλων από την Αφρική. Δεν μπορώ να θυμάμαι. Η μνήμη είναι ο μόνος λόγος που κάποτε θα καταλήξω ένας γέρος μέθυσος. Εκείνο το σφήξιμο στο γαμημένο το στομάχι.

Page 228: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Σκάσε και πίνε

Δεν υπάρχει λόγος να παραπονιέσαι ρε Ράστυ.

Όλοι γουστάρουμε κάποιον ή κάποια που δεν μας γουστάρει.

Όλοι αγαπάμε κάποιον, κάποια, κάτι που δεν πρόκειται να μας αγαπήσει ποτέ.

Σχεδόν όλοι πηδάμε το λάθος άτομο.

Δεν υπάρχει λόγος να κλαψουρίζεις γι’ αυτό.

Είναι χάσιμο χρόνου.

Γι’ αυτό σκάσε και πίνε.

Όλες οι αρκούδες και τα ζώα του δάσους το ξέρουν αυτό.

Ακόμη και τα χαλίκια που πατάς το ξέρουν αυτό.

Όλοι και όλες θέλουν κάτι που δεν τους γουστάρει με τίποτα.

Γι’ αυτό είμαστε άνθρωποι και όχι χαλίκια.

Page 229: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Στη βεράντα με το γείτονα

«Πρέπει να καταλάβεις κάτι Τοντ. Η πριγκίπισσα δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Μια ζωή θα είσαι ένας άθλιος και βρωμερός βάτραχος με χοντρή κοιλιά» του είπε ο γέρος γείτονας του.

Ο γέρος ήταν πάντα μεθυσμένος γι’ αυτό τον γούσταρε ο Τοντ.

Ο γέρος ΜΙΛΟΥΣΕ μόνο όταν ήταν μεθυσμένος.

Τις υπόλοιπες ώρες θα είχε πονοκέφαλο ή θα καταριόταν τα μυρμήγκια ή τα πουλιά.

Ο Τοντ ήταν και πάλι χωρίς γυναίκα. Δεν ήξερε τι έφταιγε. Ίσως ήταν η στάση του σώματος του. Μπορεί να ήταν η άσχημη φάτσα του που θύμιζε σκύλο.

Μερικές νύχτες του έλειπε το γαμήσι ,άλλες όχι.

«Έτσι περίμενα κι εγώ την πριγκίπισσα αλλά ξέρεις τι πήρα;» του ξαναλέει ο γέρος.

«Τι πήρες;» ρωτάει ο Τοντ.

«Τ’ αρχίδια μου» απαντάει ο γέρος.

Ο Τοντ άναψε τσιγάρο και άνοιξε μια καινούρια μπύρα.

Κέρασε μία και τον γέρο, ο οποίος την άρπαξε με ευχαρίστηση.

«Δεν κάνεις καλή διατροφή» του λέει ο Τοντ για να τον πειράξει.

«Είσαι ηλίθιος» του κάνει ο γέρος.

Ο Τοντ είχε χάσει πεντακόσια ευρώ από το πορτοφόλι του. Τα είχε παίξει όλα στη ρουλέτα, κάτω στου Μάσιμο, στη λέσχη.

Το μηνιάτικο που έπαιρνε από την χαμαλοδουλειά που έκανε ως αποθηκάριος του άφηνε εφτακόσια ευρώ το μήνα με δώδεκα ώρες δουλειάς την ημέρα. Τώρα είχε μείνει με διακόσια ευρώ και ο μήνας είχε 15. Δεν είχε πληρώσει ακόμη το νοίκι. Την είχε πουτσίσει.

Ο Τοντ είχε τραβήξει μία μαλακία για να ξεθυμάνει. Μετά πήγε στη βεράντα του γέρου για να τα πιούνε.

Ο Τοντ ήταν συγγραφέας. Έγραφε πρόστυχες ιστορίες και ποιήματα-δυναμίτες κατά της κοινωνίας και κατά της ανθρώπινης φυλής. Τους απεχθανόταν όλους με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Ήταν γεννημένος συγγραφέας και το ήξερε.

Όλοι του έλεγαν να σταματήσει να γράφει παπαριές.

Δεν τους άκουγε όμως, δεν ήξεραν αυτοί.

Δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Όλα τα άλλα ήταν μπούρδες, μόνο το γράψιμο είχε αξία.

Page 230: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ο γέρος του έκφραζε τη γνώμη του κατά καιρούς για τα ποιήματα του.

«Τι σκατά είναι αυτά;».

Ο Τοντ δεν πτοούνταν. Πραγματικά δεν ήθελε να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του παρά μόνο να γράφει για το πόσο σκατά είναι να ζεις αλλά και το πόσο δύσκολο είναι να δεχτείς το θάνατο που αργά ή γρήγορα θα έρθει.

Του άρεσε που έμοιαζε με σκύλο.

Του άρεσε που ο γέρος τον έλεγε βάτραχο.

Του άρεσε η ασχήμια του γιατί δεν άντεχε την ομορφιά η οποία του φαινόταν απλά ρηχή και χωρίς κανένα βάθος, χωρίς καμία ψυχή.

«Κέρνα μια μπύρα» του λέει ο γέρος μετά από μισή ώρα σιωπής πάνω στη βεράντα.

«Δεν έχει άλλες» του λέει ο Τοντ.

«Άχρηστε» του είπε ο γέρος καθώς σηκωνόταν με τα χίλια ζόρια να φέρει από το ψυγείο μία καινούρια εξάδα.

Page 231: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Στο μπαλκόνι καθώς τα σκυλιά σπαράζουν μέσα στη νύχτα

Κάτι δεν λειτουργεί σώστα μέσα μου.

Άρχισα να το καταλαβαίνω από την ηλικία των είκοσι δύο.

Τώρα απλά αυτό το προαίσθημα έγινε η πραγματικότητα.

Δεν γουστάρω τις παρέες,

Τα πάρτυ,

Τα γέλια,

Τις ανούσιες εξόδους κάτω στην πόλη.

Θέλω μόνο να κάθομαι μόνος μου και να πίνω τη ρακή μου καπνίζοντας τα φτηνά στριφτά τσιγάρα που έχω πάντα δίπλα στο τραπέζι από άσπρο πλαστικό.

Αν υπάρχει και καμιά γυναίκα να μου κάνει παρέα, ε τότε τα πράγματα είναι πιο γλυκά κι από το μέλι, αν πάλι δεν υπάρχει γυναίκα ούτε για δείγμα, ε δεν τρέχει κάστανο, τη βρίσκω και μόνος.

Δεν γουστάρω την κοινωνία ούτε τα σάπια της φρούτα,

Μου κάθονται στα δόντια και μου χαλάνε το στομάχι.

Οι φιλίες είναι βαρετές και υπάρχουν μόνο για να επιβάλει ο φίλος στον φίλο την ανωτερότητα του με το πρόσχημα της φιλίας, ποιος είναι ο πιο γαμάτος κλπ,

Η οικογένεια είναι παγίδα και η δουλειά κατάρα, γιατί από τη μέρα που θα πιάσεις δουλειά αρχίζεις να ονειρεύεσαι πότε θα βγεις στη σύνταξη.

Το μόνο που αξίζει είναι η μοναξιά,

Εκεί που εγώ είμαι εγώ

Και όχι κανένας τσαρλατάνος που προσπαθεί να κάνει τους άλλους να γελάσουνε.

Δεν μπορώ τα πολλά, πολλά κολλιτιλίκια και το ανθρώπινο πλήθος

Μου προκαλεί αναγούλα.

Τα λούνα παρκ, τα σινεμά και τα κλαμπ που σου γαμάνε τα αυτιά και την ψυχή

Με τη φαιδρότητα τους,

Δεν πρόκειται να σε βοηθήσουνε να σταθείς περήφανος μπροστά στο Θάνατο και να του αρπάξεις το δρεπάνι για να του το βάλεις στο κώλο πριν σε πάρει μαζί του.

Υπάρχω μόνο εγώ και το ανάστημα μου ενάντια στη δύση του κόσμου και του ήλιου.

Page 232: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Ταφ

Page 233: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τα αστέρια δεν είναι τίποτα παραπάνω από πεθαμένες λάμπες

Οι άνθρωποι φοβούνται σχεδόν ότι υπάρχει.

Ο Ρόμπυ κοιτάει το ταβάνι του ουρανού.

Είναι γεμάτο φωτεινές κουκίδες.

Τα λένε αστέρια. Δεν του λέει και πολλά το θέαμα.

Δεν αισθάνεται όμορφα, ούτε ρομαντικά.

Αισθάνεται μόνος, πιο μόνος απ’ ότι πριν που ήταν μέσα στο δωμάτιο του, μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή.

Ένα νεύρο στο δεξί, πίσω μέρος του κεφαλιού του τον ενοχλεί.

Είναι αδύναμος.

Καπνίζει ένα τσιγάρο και η πορτοκαλί κάφτρα που ανάβει καθώς ρουφάει τον καπνό μοιάζει να είναι η μόνη του παρηγοριά.

Εκπνοή.

«Ο κόσμος. Ο κόσμος είναι τεράστιος κι εγώ είμαι μέσα του. Όπως τα μικρόβια μέσα στο σώμα. Δεν μου λέει και τίποτα αυτό. Δεν με ικανοποιεί ούτε και μου διώχνει τον τεράστιο φόβο που έχει κάτσει στην πλάτη μου και με ξεσκίζει με τα αιχμηρά του νύχια από τότε που ήμουν παιδάκι».

Ο άνθρωπος δεν θα σταματήσει ποτέ να αυνανίζεται.

Και κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Τα αστέρια θα είναι πάντοτε πεθαμένες λάμπες στο σκοτεινό ταβάνι του ουρανού.

Ο Ρόμπυ ξαναμπαίνει μέσα στο δωμάτιο.

Πρέπει να θυμηθεί να κλείσει τον υπολογιστή και να κοιμηθεί.

Αύριο δουλεύει.

Page 234: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τα μεγάλα μπαλάκια

Ο θάνατος θα είναι στην ώρα του έτσι κι αλλιώς.

Προσέχεις δεν προσέχεις.

Μπορεί να καταπίνεις τα ματζούνια σου,

Να κάνεις τις επικές διατροφές σου,

Σαν καλός και φιλότιμος πολίτης και άνθρωπος.

Δεν έχει μεγάλη σημασία.

Ο φίλος Χάρος θα είναι στην ώρα του έτσι ή αλλιώς.

Δεν κάνει ποτέ διακρίσεις εκείνος.

Κοίτα Τζον, διασκέδασε το λίγο,

Μην μασάς από οικογενειακές αξίες.

Είναι όλα μαλακίες.

Ότι συμβουλές σου δίνουν, πέτα τις στον πλησιέστερο κάδο ανακύκλωσης.

Είναι όλες πλαστικές, χάρτινες, άψυχες, νεκρές προτάσεις.

Κάνε αυτό που νομίζεις εσύ σωστό και γράφτους όλους,

Στα μεγάλα Τυρολέζικα μπαλάκια σου.

Page 235: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τα ζώα είναι πιο συμπαθητικά

Μερικούς τους φτιάξανε για να σωθούνε,

Άλλους τους φτιάξανε για να πλύνουν πιάτα και να γράφουν βιβλία που θα μείνουν στην ιστορία σαν τα χειρότερα τους είδους.

Άλλους τους φτιάξανε για να μας σπάνε τ’ αρχίδια από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς λόγο, επειδή απλά είναι σπασαρχίδες.

Εγώ είμαι με το δεύτερο γκρούπ.

Είμαι και θα είμαι μια πλύστρα, το ξέρω.

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες ανθρώπων και ζώων.

Οι πιο πολλές είναι βαρετές μέχρι θανάτου.

Π.χ. οι ηθοποιοί είναι τα πιο βαρετά ανθρώπινα πλάσματα που μπορείς να συναντήσεις αν είσαι άτυχος, θα σε κάνουν να χασμουριέσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ που θα πέσεις για ύπνο.

Οι περισσότεροι από την πρώτη κατηγορία, αυτοί δηλαδή που είναι φτιαγμένοι για να σωθούνε, με αφήνουν απλά αδιάφορο και εκνευρισμένο,

Παγωμένο και άδειο.

Τα ζώα είναι πιο συμπαθητικά.

Page 236: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το άδειο βλέμμα του αστροναύτη που χαζεύει τη Γη από ψηλά

Ο κόσμος είναι ένα άδειο μέρος όπου και να πας,

Ότι εποχή και να είναι.

Ο κόσμος είναι ένα άδειο μέρος όπου μέσα του δεν υπάρχει τίποτα,

Μόνο αέρας,

Σαν μπαλόνι.

Υπάρχουν βέβαια και κάτι μάζες από διάφορα πράγματα.

Άλλα περπατάνε και άλλα μένουν ακίνητα.

Ο κόσμος είναι ένα άδειο μέρος.

Ένα άδειο κουφάρι νεκρού ζώου ξεχασμένου,

Πεθαμένο εδώ και μια διετία.

Τα κόκαλα που σχηματίζουν το θώρακα

Θυμίζουν κάποιο αρχιτεκτονικό επίτευγμα.

Ο κόσμος είναι ένα άδειο μέρος.

Απορώ γιατί μιλάνε συνέχεια για ένα τόσο άδειο πράγμα.

Γιατί όλη αυτή η φασαρία;

Οι πολιτικές αναλύσεις,

Οι οικονομικές αναλύσεις,

Οι κοινωνικές αναλύσεις,

Τι αναλύουν;

Αφού ο κόσμος είναι απλά άλλο ένα άδειο μέρος,

Βάζω στοίχημα πως το σύμπαν,

Το οποίο είναι παντελώς ηλίθιο,

Είναι γεμάτο από δαύτα.

Δεν χρειάζεται να γίνω αστροναύτης

Για να το καταλάβω.

Page 237: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει
Page 238: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το καλοκαίρι κάνει ζέστη και το χειμώνα κρύο

Ο Τζέρσι έχει κουραστεί να ζει αυτή τη ζωή.

Δεν είχε όμως καθόλου αυτοκτονικές τάσεις.

Καμία σχέση.

Φοβόταν να πεθάνει ή να κόψει τις φλέβες του κάθετα ή να πηδήξει από την ταράτσα του σπιτιού του ή μάλλον καλύτερα, ο θάνατος του φαινόταν υπερβολικά βαρετός και ακίνητος.

Δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο εκτός από ένα σώμα παλιό και χαλασμένο που έπρεπε να το κουβαλάει παντού σαν παιχνίδι που το έχεις πια σιχαθεί.

Το μυαλό του είχε καεί. Είχε καταναλωθεί στις αμέτρητες, μπρούτζινες κοινοτυπίες αυτής της ζωής.

Δισεκατομμύρια σκέψεις ντυμένες με παντελόνια και φούστες που περπατούσαν και διέταζαν και γελούσαν και γαμιόντουσαν και χέζανε και ψοφούσανε.

Στις καθημερινές του ώρες, τις περισσότερες τουλάχιστον, αισθανόταν σαν να πάθαινε καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό ή σαν να αργοπέθαινε από κάποια σπάνια μορφή καρκίνου.

Ακόμη και μέχρι το μπακάλικο να πήγαινε κάτι μέσα του λίμναζε, σαν παλιό νερό της βροχής αναμιγμένο με λάσπη από τη σκόνη του δρόμου, καθώς κοιτούσε με κενό βλέμμα τις κονσέρβες με τις σαρδέλλες ή τις προσφορές από τα κουτιά με τα κορν φλέικς.

Οι συναναστροφές του με τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα ήταν για γέλια.

Το μίσος ήταν ασφάλεια.

Αυτό το μάθαιναν στα σχολεία και στα πανεπιστήμια σε όλες τις γλώσσες.

Το μίσος νικούσε κατά κράτος την υπερεκτιμημένη και σχεδόν διάφανη αγάπη.

Ή μάλλον καλύτερα, όχι το μίσος ακριβώς

Αλλά η αδιαφορία και ο ηλίθιος βαθμός χρησιμότητας που κουβαλούσε ο καθένας πάνω του σαν ταμπέλα καρφωμένη στο στήθος που αιμοραγούσε διαρκώς

Αυτά τα δύο μαζί νικούσαν τα πάντα στο πέρασμα τους, ακόμη και τον χρόνο.

Αν ήσουν υποφερτός, λιγάκι αστείος, λιγάκι μαλάκας, υπάκουος και πάνω απ’ όλα χρήσιμος, ήσουν ΟΚ.

Αν ήσουν αργός, τεμπέλης, κλανιάρης και κατσούφης σαν πεθαμένη γριά, ε τότε ήσουν αυτόματα ένα σκουπίδι, ένα σκατό που περίμενε να το μαζέψουν από το πεζοδρόμιο για να μην το πατήσει κάποιο αξιοσέβαστο πόδι.

Page 239: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Κανείς, φυσικά, δεν είχε εξηγήσει, δεν είχε περιγράψει στον Τζέρσι πως θα ήταν η ζωή του.

Αν του το είχαν δείξει από την αρχή,

Θα προτιμούσε να είχε ξαναβουτήξει μέσα στη μήτρα της μάνας του.

Θα είχε πνίξει τον γιατρό με τον ομφάλιο λώρο του και σίγουρα θα είχε ξαναχωθεί μέσα στην ζεστή κοιλιά.

Αρνούμενος τα πάντα.

Μία αντιστροφή της γέννας,

Θα γυρνούσε από εκεί που ήρθε.

Page 240: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το ποτάμι της ζωής είναι γεμάτο σκουριασμένα, παλιά ποδήλατα

Ο Γιώργος έχει πρόβλημα,

Η Μαίρη έχει πρόβλημα,

Ο Κώστας έχει σίγουρα πρόβλημα,

Η Χριστίνα έχει πρόβλημα.

Ο Πάπας μέσα στο Βατικανό του έχει πρόβλημα,

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει πρόβλημα,

Ο πιο πλούσιος καριόλης της υφηλίου έχει πρόβλημα.

Οι Αργοναύτες είχαν πρόβλημα,

Οι αστροναύτες έχουν πάντα πρόβλημα,

Οι υγιείς έχουν πρόβλημα,

Οι κάτοικοι της Τζαμάικα έχουν πρόβλημα,

Οι ετοιμοθάνατοι κι αν έχουν πρόβλημα.

Οι αρχιτέκτονες, οι γιατροί, οι δικηγόροι έχουν πρόβλημα.

Δεν νομίζω πως κανείς μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Αλλιώς δεν θα ήταν πρόβλημα.

Page 241: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το σκυλί στο αμπέλι

Περιμένει την ημέρα που όλοι θα έχουν να τον κατηγορήσουν για κάτι.

Πως δήθεν ξεπουλήθηκε στις μάζες.

Πως είναι πολύ καμπούρης και ασχημομούρης για να γίνει ο ήρωας τους.

Κάνει φανταστικά σενάρια μέσα στο κεφάλι του για τη στιγμή που όλοι θα τον κοροϊδέψουν πίσω από την πλάτη του.

Είναι τόσο τρελός και παράλογος.

Κάτι ξέρει για τις συνωμοσίες τους αλλά είναι έτοιμος να δεχτεί τα πυρά από τους εκτελεστές.

Το βάπτισμα του πυρός είναι ο λόγος που ζει.

Δεν θα μιλήσει, δεν θα βγάλει άχνα.

Θα πάει σαν το σκυλί στο αμπέλι που λέμε.

Άδοξα και γεμάτος αίμα.

Θυμάστε;

Page 242: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το ταξίδι για τον άλλο κόσμο είναι τσάμπα

Ποιος νομίζεις πως θα σε περιμένει

Στο τέλος της γραμμής, του αγώνα, της μάχης, του ταξιδιού κλπ;

Κανείς.

Μόνο εσύ θα είσαι,

Μόνος σαν στημένος, πρωτάρης μαλάκας,

Να καπνίζεις το τελευταίο σου τσιγάρο

Και να πίνεις το τελευταίο ξεθυμασμένο σου ποτό.

Όλα αυτά,

Στον προθάλαμο

Πριν την αναχώρηση σου

Για τον άλλο κόσμο.

Αυτός εδώ ο κόσμος που είμαστε τώρα

Είναι βαρετός, το ξέρω,

Θανάσιμα βαρετός,

Πολλάπλασίασε τον όμως επί χίλια

Και τσουπ!

Τόσο βαρετός είναι ο άλλος κόσμος.

Χίλιες φορές πιο ανιαρός και νεκρός

Από αυτόν εδώ.

Δεν υπάρχουν κηπουλάκια με ποτάμια από γάλα,

Πανέμορφες παρθένες να κάθονται στο καβλί σου χαμογελώντας,

Βουναλάκια από ρύζια, μπριτζόλες και σολωμούς.

Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα.

Εκεί,

Οι μέρες, εαν υπάρχουν μέρες

Page 243: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Και οι νύχτες, εαν υπάρχουν νύχτες

Στον άλλο κόσμο,

Θα σέρνονται σαν ανάπηρες αμοιβάδες

Στην ανατριχιασμένη σου πλάτη,

Και όλοι οι άνθρωποι, εαν υπάρχουν άνθρωποι,

Θα είναι ομιλιτικοί και φιλικοί και όμορφοι

Σαν γερασμένα σκουλίκια

Που δεν θέλουν να βγουν από το υγρό τους, παλιό χώμα επουδαινεί.

Δεν γαμιέται.

Το μόνο που έχω να κάνω είναι να πάω εκεί.

Τουλάχιστον τα μεταφορικά είναι τσάμπα.

Κάτι είναι κι αυτό,

Μέσα σε όλη τούτη την καταστροφή.

Page 244: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το βρήκα!

τα πάντα έχουν ένα στόμα,

με τεράστια, κοφτερά, σάπια δόντια.

Οι καφετέριες, οι ταβέρνες, τα μαγαζιά με γαλότσες και αδιάβροχα και αθλητικά είδη που κανείς δεν θα αγοράσει ποτέ.

Είναι σαν τρύπες στη γη αυτά τα μέρη.

Όλοι οι γνωστοί σου που μισείς να συναντάς και να τους αποκρίνεσαι σε κάθε ηλίθια, στείρα ερώτηση τους, στο κέντρο της πόλης,

Αυτού του γαμημένου του Ηρακλείου.

Είναι σαν κινητές καταστροφές αυτοί οι άνθρωποι,

Σε οποιαδήποτε σκατόπολη του κόσμου κι αν βρίσκεσαι εσύ που το διαβάζεις αυτό εδώ.

Μόνο οι πλούσιοι την έχουν βολεμένη και περνάνε και καλά.

Οι διάσημοι, όσο είναι διάσημοι και πάνε να γίνουνε πλούσιοι, αισθάνονται κάτι να μπαίνει στο κώλο τους αλλά μυρίζουν το χρήμα και αυτό τους ηρεμεί, όπως οι καρχαρίες χαίρονται όταν μυρίζουν το αίμα μέσα στο νερό και ξέρουν πως σε λίγο η πείνα τους θα τελειώσει.

Το παλούκι της δημοσιότητας δεν είναι τίποτα μπροστά στα τσουβάλια από λεφτά που έχουν στα πίσω μέρη των σπιτιών τους.

Οι πόλεις που θα μπορούσες να επισκεφτείς ή να μην επισκεφτείς, με όλες τις ανέσεις του σημερινού πολιτισμού, οι απεριόριστες δυνατότητες που υπάρχουν, όλα αυτά που δεν θέλω ή θέλω να κάνω, οι γνωστοί, οι άγνωστοι, οι άσιμοι και οι διάσημοι, όλοι εσείς που περπατάτε στους δρόμους και ξαπλώνετε ξεπλυμένοι στα κρεβάτια σας τα βράδια,

Όλοι εσείς είστε οι κυρίαρχοι, οι πρωταγωνιστές στους εφιάλτες μου,

Αυτούς που θα δω το βράδυ,

Άλλο ένα βράδυ στην καριέρα μου σαν ανθρώπινο πράγμα.

Αν καταφέρεις να κοιμηθείς,

Θα είσαι ξανά ήρωας.

Page 245: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τόσο απλό αλλά δεν το βλέπεις

Με ρωτάς πως θα συμπεριφερθώ σε ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις, όπως όταν κάποιος με αποκαλέσει άνανδρο μπαμπουίνο ή γυναικούλα ή ξεδοντιάρη.

Σου λέω: που να ξέρω; Δεν έχω ιδέα. Αναλόγως την διάθεση μου.

Δεν είμαι κανένα γαμημένο ρομπότ ρε πούστη μου.

Αυτά γίνονται μόνο στην μπουρδελοτηλεόραση.

Με ρωτάς πως γαμάω. Τι ερώτηση είναι πάλι αυτή;

Όπως όλος ο αντρικός πληθυσμός, με τ’ αρχίδια και την πούτσα.

Όλο ερωτήσεις, ερωτήσεις.

Όλο κάποιος περιμένει μια γαμημένη απάντηση για όλα.

Αυτοί οι γαμημένοι οι δημοσιογράφοι φταίνε για όλα, αυτοί και η πολύτιμη αντικειμενική ματιά τους .

Θα ξεράσω βατράχια από την αηδία.

Δηλαδή πρέπει όλοι να γίνουμε δημοσιογράφοι;

Δεν υπάρχουν απαντήσεις για όλα. Ίσως να μην υπάρχει απάντηση για τίποτα.

Οι απαντήσεις και οι ερωτήσεις είναι χάσιμο του χρόνου μου.

Σηκώνω το χέρι και τραβάω μια γεμάτη τζούρα από το καινούριο πούρο μου.

Τόσο απλό.

Page 246: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τρελή πόλη, τρελοί άνθρωποι

Είμαι άνεργος εδώ και ένα χρόνο. Έχω βαρεθεί τη ζωή μου, αλλά βαριέμαι ακόμη περισσότερο το να σηκώνομαι κάθε μέρα στις εφτά το πρωί και να πηγαίνω σε ένα άθλιο μέρος για οχτώ και βάλε ώρες και να μου σπάει τα αρχίδια ένας μαλάκας πάνω από το κεφάλι μου όλη μέρα γιατί λέει τεμπελιάζω και δεν κάνω με χαρά και χαμόγελο την εργασία που μου επιβάλει. Τα ψωρολεφτά είναι το θέμα. Γυναίκα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Την παλεύω όμως. Γλυτώνω άλλα σκατά. Είναι στιγμές που όλα είναι τόσο μίζερα και απορώ πως στέκομαι όρθιος. Δεν μου αρέσουν τα ταξίδια ή απλά φοβάμαι να παραδεχτώ πως είμαι τόσο σάπιος όσο οι άλλοι μου λένε πως είμαι. Αυτή η πόλη, το Ηράκλειο, έχει κάτσει για τα καλά στα κύτταρα μου. Λέω ψέματα και εφευρίσκω τρόπους για να μην ξεκουνάω από δω. Δεν θέλω να πάω πουθενά. Ακόμη και η αναγκαία βόλτα στο σούπερ μάρκετ μου φαίνεται Γολγοθάς. Είναι απλό. Δεν θέλω τίποτα να δω και τίποτα δεν θέλω να θυμάμαι. Αν ήταν δυνατόν να προχωρήσω τα chapter από το έργο της ζωής μου και να φτάσω στους τίτλους τέλους θα ήταν περίφημα. Νιώθω τόσο κουρασμένος αλλά δεν έχω κάνει κάτι για να νιώθω έτσι. Όλη μέρα κάθομαι στον κώλο μου και πίνω μπύρες ή καπνίζω μπαγιάτικο καπνό. Δεν έχω πολλά να πω και δυστυχώς οι άνθρωποι δεν μου δίνουν κι αυτοί τίποτα από τη μεριά τους. Είναι μια σπαστική, μαυρισμένη, άραχνη κατάσταση. Σαν πληγή που δεν θα γιάνει ποτέ κι όλο σε τυραννάει. Μοιάζεις με πρόβατο που ξέφυγε από το κοπάδι και κοιτάει χαμένο τον αγρό. Η γραφή μου είναι κλισέ αλλά δεν δίνω δεκάρα. Ίσως θα έπρεπε να είχα γίνει βοσκός. Περιμένω να μου εκδόσουν το πρώτο μου βιβλίο. Μια ηλίθια νουβέλα που έγραψα πριν κάτι αιώνες. Όταν το λέω αυτό με πιάνει μια αηδία σαν να πάτησα σκατά σκύλου στο δρόμο ή κάποιος χοντρομαλάκας να έκλασε δίπλα μου. Ίσως το κάνω για οικονομικούς λόγους. Ποιος ξέρει, όχι πάντως εγώ, εγώ δεν ξέρω τίποτα. Το μυαλό χρειάζεται ηρεμία για να είναι μυαλό και όχι μπουρδέλο που μπαινοβγαίνουνε αδέσποτοι νταβατζήδες διαφορετικών εθνικοτήτων. Μπορεί το γράψιμο να μου προσφέρει τη ζωτικότητα που χρειάζομαι για να συνεχίζω να αναπνέω. Είμαι ένας τρελός μέσα σε μια τρελή πόλη που θρέφει και στο τέλος θάβει τους τρελούς της μέσα της.

Page 247: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τζο η Αρκούδα

Όταν είσαι ξεμέθυστος ο κόσμος είναι ανυπόφορος.

Όλα είναι τόσο αδιάφορα και κρύα.

Ίσως να έχω αυτοκτονικές τάσεις και να είμαι μουρλός για δέσιμο.

Αλλά έτσι είναι. Ο κόσμος χωρίς κάτι να τον απαλύνει είναι κόλαση σκέτη.

Η μπλούζα μου είναι γεμάτη τρύπες από καψίματα τσιγάρων, πυτιρίδα, ιδρώτα, μύξες και σάλια.

Κοιτάω τυχαία από το παράθυρο μου μέσα στη νύχτα.

Ο Τζο είναι η αρκούδα της γειτονιάς μου. Ψάχνει μέσα στα σκουπίδια μπας και βρει κάποιο στοιχείο που ενοχοποιεί την ερωμένη του πως έχει γκόμενο και τον απατάει. Ο Τζο είναι πολύ ζηλιάρης και όντως μοιάζει με αρκούδα.

Βουτάει το χέρι του μέσα στο βαζάκι με το μέλι. Είναι άδειο το γαμημένο.

Page 248: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τα πρωτοβρόχια δεν είναι ρομαντικά

Ο Σαμ φοβάται.

Φοβάται πως σκατά θα επιβιώσει.

Είναι το μόνο που σκέφτεται.

Πως θα επιβιώσει. Μακάρι να τα καταφέρει.

Το βάρος αυτού του κόσμου είναι σπαστικό και άβολο και σου γδέρνει την πλάτη κάθε μέρα.

Το βάρος της φύσης, της ανάγκης, των φίλων.

Των γαμημένων των υποχρώσεων και των οφειλών των άλλων προς εσένα και από σένα στους άλλους.

Ο Σαμ αναρωτιέται αν ποτέ ήταν ικανός για κάτι ουσιαστικό, όπως το να μπορεί να επιδιορθώσει το αυτοκίνητο του ή να βιδώσει μία λάμπα ή να σκάψει τον κήπο.

Ο Σαμ κάθεται και σκέφτεται τι πραγματικά θέλει.

Θέλει να γαμήσει. Ναι. Αυτό θέλει. Θέλει να γαμήσει.

Μερικοί από την παρέα γύρω από το τραπέζι τον αποκαλούν φτηνό και σεξιστή και βρώμικο και μαλάκα και σάτυρο.

Κάτσετε ρε παιδιά, μισό λεπτό,

Επειδή θέλω να γαμήσω είμαι όλα αυτά;;

Ναι είσαι του λένε, τολμάς και ξεστομίζεις τέτοιες βρωμιές, σαν δε ντρέπεσαι, δεν λέμε θέλω να γαμήσω λέμε θέλω να κάνω σεξ ή έρωτα ή να συνουσιαστώ!

Αυτός όμως δεν τους ακούει. Είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, δεν θέλει να κάνει σεξ, ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΓΑΜΗΣΕΙ.

Σήμερα ήρθε η πρώτη βροχή του Οκτώμβρη.

Η βροχή δεν του λέει τίποτα, δεν του ξυπνάει τίποτα το ρομαντικό μέσα του.

Όλοι λένε πως είναι τέλεια τα πρωτοβρόχια και μαλακίες.

Όταν βρέχεσαι σαν μαλάκας χωρίς ομπρέλα και το αυτοκίνητο σου είναι πέντε χιλιόμετρα μακρυά τότε τίποτα δεν είναι ρομαντικό ή τέλειο.

Συνεχίζει να περπατάει και να βρέχεται σαν μαλάκας.

Page 249: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τα γράμματα

Ο Τζόνυ περιμένει. Πρέπει να αντέξει. Δεν του μένει τίποτε άλλο να κάνει. Αν δεν περιμένει θα χάσει. Μια ζωή γεμάτη υπομονή, σκληρή δουλειά και υποβιβασμό από τον ίδιο του τον εαυτό. Σήμερα τα γράμματα του είναι πιο πλάγια απ’ ότι συνήθως και γέρνουν προς τα δεξιά. Σαν καλλιγραφικά αλλά πιο επιθετικά και βιαστικά. Μακάρι να έβρισκε μια γυναίκα να τον καταλαβαίνει. Κι αυτόν και τα γράμματα του.

Page 250: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τίποτα απ’ όλα αυτά

Εδώ στο δωμάτιο της αδερφής μου προσπαθώ να ξεπεράσω την ηλιθιώδη μανία που με έπιασε με την κρητική προσφορά και παράδοση. Την είδα ξαφνικά Κρητίκαρος. Το σιχαίνομαι. Σίγουρα όλοι οι φίλοι μου με σχολιάζουν πίσω από την πλάτη μου. Μπορεί να είμαι παρανοικός. Θέλω να πετάξω αυτή την Κρητική μαλακία από πάνω μου. Ήντα και γιάιντα και μαλακίες. Απλά ελληνικά φτάνουν. Γαμώ την παράδοση. Δεν με νοιάζει και δεν με αφορά τίποτα από όλα αυτά τα σκατά.

Page 251: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Τζάνκο

Η ζωή του Τζάνκο μοιάζει με έντεκα παίχτες ποδοσφαίρου, κουρασμένοι, σε ένα γήπεδο που γλιστράει από την βροχή. Βρέχει εδώ και ενενήντα λεπτά. Η ομάδα χάνει με τέσσερα γκολ διαφορά και κανείς από τους παίχτες δεν θέλει να μείνει άλλο σε αυτό το ανόητο παιχνίδι που δεν οδηγεί ποτέ στη νίκη. Ο Τζάνκο ξέρει μόνο να γράφει για τον πόνο του κόσμου που τον περιβάλλει. Τα πρωινά του Τζάνκο είναι ταλαιπωρία. Ψυχολογικά προβλήματα, πισωγυρίσματα, μετάνοιες, κολίτιδα, αυχενικό, πόνος στα νεφρά, πονοκέφαλος και αδιάθετο στομάχι από τα ποτά της προηγούμενης. Όλα τα ποτά ήταν μπόμπες. Τους μπάσταρδους, τον σερβίρανε σκέτο πετρέλαιο. Ο Τζάνκο έχει να πηδήξει πάνω από ένα χρόνο. Δεν μπορεί άλλο να τραβάει με μανία το πουλί του τις νύχτες. Η μόνη του παρηγοριά είναι το γράψιμο. Ο Τζάνκο όταν γράφει είναι ελεύθερος. Όλα τα άλλα είναι σκατά, ψεύτικα, ρηχά, σαν τον κώλο μυρμηγκιού, δήθεν, αηδιαστικά, ντροπιαστικά και ηλίθια.

Page 252: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Το σύνδρομο του παγωμένου άντρα

Το σύνδρομο του παγωμένου άντρα ξανάρχεται. Χρειάζεται δύναμη για να μην σε καταπιεί η γαμημένη η καθημερινότητα. Ο κόσμος καταρρέει κι εγώ κάθομαι στην μέση κοιτάζοντας. Έχεις νιώσει πως δεν υπάρχει κάποιος στον κόσμο για σένα; Πως κάποτε υπήρξε κάποιος αλλά τώρα πια πάει, έφυγε. Τώρα μόνος. Τα πράγματα δεν μου προκαλούν καμία αίσθηση. Ο έρωτας είναι ένα ρηχό πηγάδι, ξερό και σκοτεινό, χωρίς νερό. Το τσιγάρο και το φαγητό δεν έχουν γεύση. Μόνο ίσως το να μεθύσω με οινόπνευμα μπορεί να μου κάνει κάτι. Να ακινητοποιήσει για λίγο τις καταραμένες τις μνήμες που ξεσκίζουν η μία τη σάρκα της άλλης μέσα στο κεφάλι μου. Οι βαρετές σωματικές μου λειτουργίες. Πόσο γελοίο ακούγεται, σωματικές λειτουργίες. Μια φάρσα. Αλλά να ξεχάσω τι; Αυτό που εγώ δημιούργησα; Αυτό το γαμημένο σύνδρομο ξαναήρθε. Πονάει ο αυχένας μου. Τίποτα δεν έχει γεύση ή νόημα. Η ζεστή ράχη της γάτας μου. Κάπου χτύπησε ή μάλλον κάποιος την χτύπησε. Όλο μου ζητάει τροφή. Την καταλαβαίνω. Κι εγώ για να σε ξεχάσω πρέπει να φάω ένα τσικάλι φαγητό. Περνάει κι αυτή το δικό της λούκι, η γάτα. Πουτάνα ζωή πόσο μπερδεμένη είσαι. Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις ζεστούς τοίχους. Περιμένω να επιδράσει το παυσίπονο που λιώνει στο στόμα μου, κατεβαίνοντας στο λαιμό και στο στομάχι και στο αίμα μου. Να ξημερώσει άλλη μια μέρα από την ζωή μου. Και τι δεν θα έδινα για να μπορούσα να κλάψω σαν παιδί. Ποτάμια δάκρυα με αναφιλητά. Να ξαλαφρώσω. Μα δεν βγαίνουν τα γαμημένα. Δε βγαίνουν.

Page 253: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

χι

Page 254: Η Φύση θέλει να μας σκοτώσει

Χάος

Το σύμπαν είναι τελείως χαοτικό. Οδηγούμαστε από δυνάμεις που είναι ανεξέλεγκτες. Η γεωμετρία της ύπαρξης είναι γεμάτη αναρχία, τύχη και ηλιθιότητα. Γι’ αυτό άντε να πάνε να γαμηθούνε όλες οι δήθεν θρησκείες και όλα τα συστήματα σοφίας και αλήθειας.