126
1 Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου Στέλιος Παπαγρηγορίου

Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

Embed Size (px)

DESCRIPTION

...δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα σύνολο σύντομων ιστοριών που περιγράφουν τον κατακρεουργισμό των συναισθημάτων, των ονείρων και των σχέσεων του σύγχρονου αστικού θηλαστικού που αυτοονομάζεται άνθρωπος. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών αυτών έχουν έναν κοινό παρανομαστή: Όλοι παλεύουν να σωθούν πρώτα από τους γύρω τους και μετά από τον εαυτό τους, με όπλα την απελπισία, την αθυροστομία και το αλκοόλ. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, ο γκροτέσκος αστικός ανθρώπινος κλοιός που τους περιβάλλει σαν μέγγενη, τα πιεστικά καθημερινά ωράρια μισθωτής σκλαβιάς που τους καταβροχθίζουν τον χρόνο και τις μέρες και τα διάφορα (εξευτελιστικά και στο χείλος του σουρεαλισμού) ευτράπελα που τους συμβαίνουν, τους στερούν τελικά, με τον πιο βάρβαρο τρόπο, τον λεπτό, μεταξένιο μανδύα του ήρωα και την αστραφτερή πανοπλία του ιππότη. Αυτό που μένει από τους «ήρωες» αυτών εδώ των ιστοριών δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τέλμα λέξεων φτιαγμένο από σάρκα, οστά και μνήμες που λειτουργεί ως ένα ντοκουμέντο, ως μία γραπτή απόδειξη πως κάποτε κι αυτοί υπήρξαν, σε μία χώρα, σε μία πόλη ή σε ένα δωμάτιο.

Citation preview

Page 1: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

1

Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

Στέλιος Παπαγρηγορίου

Page 2: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

2

Περιεχόμενα:

1. Δεν γουστάρω τη δουλειά σελ. 3

2. Τρελό μωρό με μουστάκι σελ. 5

3. Ο πιο διάσημος και ο πιο ελεύθερος άνθρωπος της πόλης σελ. 8

4. Η έξοδος του Μπιλ σελ. 13

5. Μουνί δαγκάνα σελ. 18

6. Μαρξ σελ. 23

7. Το σιδερένιο μάτι σελ. 26

8. Μια απογοητευμένη και ανώμαλη κότα σελ. 31

9. Ποτέ μην βρίζεις το Χριστό μπροστά μου σελ. 33

10. Έρωτας στα σκουπίδια σελ. 38

11. Ο Κόμης Φρίκουλας σελ. 41

12. Το χαμόγελο του κακού σελ. 45

13. Η μπατανόβουρτσα του Διαβόλου σελ. 48

14. Μια παράξενη μέρα που ο Μπομπ δεν είχε που να πάει σελ. 53

15. Άλλη μια νύχτα σελ. 58

16. Η επετειακή εισβολή του Χούγι σελ. 60

17. Η ερωτική ζωή του Τζάκα σελ. 66

18. Η κλήση σελ. 69

19. Μπλε ταμπέλα σελ. 71

20. Το πιο ζωντανό μέρος της πόλης σελ. 74

21. Υπέρ-στύση σελ. 78

22. Της πουτάνας γίνεται κι εγώ χρωστάω σελ. 86

23. Ο Φρόντο κι εκείνο το γαμημένο το σελοφάν σελ. 90

24. Η ελεγεία της αποτυχίας νούμερο ένα σελ. 97

25. Η ελεγεία της αποτυχίας νούμερο δύο σελ. 100

26. Ψυχανάλυση ή εξορκισμός;[...] σελ. 104

27. Καλή η ζωή, δε λέω, αλλά σκέφτεσαι ποτέ το θάνατο; σελ. 116

Page 3: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

3

Δεν γουστάρω τη δουλειά Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ξέρω τι μου γίνεται. Αυτό ίσως να είναι το μόνο σίγουρο πράγμα απάνω μου. Δεν πρόκειται να πω το όνομα μου, δεν έχει καμία σημασία. Είμαι βαρετός, κακομοίρης και κακομούτσουνος. Αισθάνομαι να είμαι ο εαυτός μου έτσι. Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Σιχαίνομαι τις γριές όταν με αγριοκοιτάνε στο δρόμο. Μοιάζω με γριά και γω στη φάτσα. Ίσως να με περνάνε για δικό τους άτομο. Θέλω να λέω πως είμαι σπουδαίος αλλά στην πραγματικότητα δεν είμαι και πολλά. Ένα τίποτα είμαι. Εδώ κάθομαι στη δουλειά και σαπίζω. Δεν γουστάρω να δουλεύω. Είμαι τεμπέλης. Το μόνο που θέλω είναι να κάθομαι και να πίνω μπύρες και να καπνίζω. Δεν μπορώ πολύ ώρα τους ανθρώπους, μου δημιουργούν αναγούλα. Πραγματική αναγούλα. Με πιάνει ένα πράγμα που μετά από λίγη συναναστροφή μαζί τους θέλω να μπω στην τουαλέτα και να ξεράσω τ’ άντερα μου. Ζω μέσα σε μια πόλη όπως εκατομμύρια άλλοι μαλάκες. Αν κάποιος μου έλεγε που θα πάω και ήξερα πως εκεί που θα πήγαινα θα μου άρεσε, τότε θα αυτοκτονούσα ευχαρίστως, έτσι ώστε να γλιτώσω από τις μικρότητες και τις αηδιαστικές γκριμάτσες χαράς των ανθρώπων γύρω μου. Δουλεύω σε μια αποθήκη που στιβάζει φτηνά ρούχα έτσι ώστε να έρθει ο χοντρομπάσταρδος ο έμπορας και να τα πουλήσει μαύρο χαβιάρι στον φτωχό κοσμάκη. Δώδεκα ώρες την ημέρα μου φεύγει η παναγία με αυτές τις πουτάνες τις κούτες να σου τρίβονται στα χέρια, να βγάζεις φουσκάλες και μετά οι φουσκάλες να σε τρελαίνουν στον πόνο και να σπάνε, γεμίζοντας τα χέρια σου με υγρό. Ο μισθός μου είναι τέσσερα ευρώ την ώρα. Μαλακίες δηλαδή. Σκατά στα μούτρα τους. Δεν μπορώ να ζήσω με αυτά τα ψίχουλα. Μερικές φορές ο εργοδότης, ο Λάζαρος, έτσι λέγεται το μουνόπανο, δεν μας πληρώνει τις υπερωρίες. Σπάμε τη μέση μας τις νύχτες μέσα στην τρύπα με τα ποντίκια που αποκαλεί εργασιακό χώρο για να τον κάνουμε πιο πλούσιο, κι αυτόν και την καριόλα την γυναίκα του κι αυτός ξέρει μόνο να γκαρίζει πως δεν κάνουμε σωστά την αποθήκευση του εμπορεύματος και πως όλη μέρα το μυαλό μας είναι στην τεμπελιά και στη λούφα. Το αστείο είναι πως έχει δίκιο το αρχίδι.

Page 4: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

4

Ναι, δεν γουστάρω να δουλεύω, δεν γουστάρω να μου πίνουνε το αίμα μερικοί πούστηδες για να καλοπερνάνε αυτοί κι εγώ να ξεκωλιάζομαι κάθε μέρα χωρίς να μου μένει τίποτα στην τσέπη. Η μαλακία είναι πως δεν γουστάρω επίσης να μπω σε καμία ομάδα, ούτε συνδικάτο, ούτε κόμμα, ούτε καν αναρχικός δεν είμαι. Δεν πιστεύω κάπου, σε πατρίδες και ιστορίες, αυτά είναι κουταμάρες για ονειροπόλους που πάντα θα κρύβονται πρώτοι όταν η πρώτη βόμβα σκάσει στην κοιλιά της πόλης από κάποιο εχθρικό αεροπλάνο εαν γίνει πόλεμος. Πάντα προτιμούσα τους ανέντιμους, τους άτακτους, τους ανάπηρους και τους τρελούς, παρά τους λογικούς και τους νοικοκύρηδες. Το θέμα είναι, και κανείς δεν το συνειδητοποιεί αυτό, πως και τα δύο αυτά είδη δεν έχουν μέλλον. Ούτε οι τρελοί, ούτε οι νοικοκυραίοι. Κανείς δεν έχει μέλλον, όχι επειδή είμαστε καταδικασμένοι από καμιά θεότητα της πούτσας, απλώς έτσι είναι. Όλοι στο τέλος χάνουνε. Το αρχίδι ο Λάζαρος με έδιωξε από τη δουλειά πριν από μία ώρα. Τελικά εντάξει, η συμπεριφορά μου δείχνει ποιος είμαι, του είπα να μου πληρώσει όλες μου τις υπερωρίες γιατί αλλιώς θα πάω στο συνδικάτο και θα καταγγείλω τον αφράτο του κωλαρίκο και αν δεν βρω το δίκιο μου θα του σπάσω μερικά δόντια για να καταλάβει. Αλλά παπάρια θα του σπάσω. Είμαι κότα και δεν γουστάρω να το παίζω μάγκας. Σιχαίνομαι τους μάγκες και τους μάτσο τσαμπουκάδες. Η γυναίκα με περιμένει στο σπίτι. Αλλά μπορεί και να μην με περιμένει. Ποιος ξέρει, μπορεί όσο εγώ ήμουν απασχολημένος με το να με απολύει το αρχίδι ο Λάζαρος, εκείνη να βρήκε κάποιον άλλο. Δεν είναι και η καλύτερη γυναίκα η Σόνια. Θα πήγαινε με όποιον έβρισκε αρκεί να είχε μερικά φράγκα στη τσέπη και αυτοκίνητο για να κινεί την κωλάρα της όπου θέλει χωρίς να κουράζεται. Επίσης θα έπρεπε να την κερνάει και πολλά ποτά σε όλη την πορεία γιατί είναι μπεκρού του κερατά και διψάει εύκολα, πίνει σαν ντιζελομηχανή. Το μόνο που με απασχολεί είναι το γράψιμο. Τίποτα άλλο. Πιστεύω πως είναι το πιο αξιοπρεπές πράγμα για να κάνει κανείς σε αυτόν τον ελεεινό κόσμο. Να λέει αυτό που έχει μέσα του και να μην τον νοιάζει τίποτα. Έχω μέσα μου φωτιά και κεραυνό. Πρέπει να βγει προς τα έξω γιατί αλλιώς τη γάμησα. Και έτσι βγαίνει με τη μορφή των λέξεων, καμιά φορά όμως που δεν έχω και πολύ όρεξη να γράψω, κλάνω και έτσι ξαλαφρώνω. Καλύτερα αυτό, παρά να βγω έξω και να πυροβολώ ανθρώπους, έτσι δεν είναι;

Page 5: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

5

Τρελό μωρό με μουστάκι Ο Μήτσος δούλευε εδώ και μια βδομάδα σε ένα γραφείο ενοικιάσεων αυτοκινήτων. Σε μια μεγάλη εταιρία. Είχε ένα πρόβλημα με το μάτι του, νομίζω πως δεν έβλεπε καλά ή είχε καταρράκτη ή κάτι τέτοιο αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν γιατί δεν θα τον πέρνανε στη δουλειά που ψάχνανε για οδηγούς. Γούσταρε όμως τη δουλειά γιατί ήταν συνεχώς στο δρόμο και δεν χρειαζόταν να ιδρωκοπάει σαν γουρούνι μέσα σε τέσσερις τοίχους, Κάτω από ένα γαμημένο αφεντικό όλη τη μέρα. «Ρε μαλάκα Μήτσο, πόσο καιρό έχεις να γαμήσεις;» Ο Τάσος ήτανε ο κλασικός μεγάλος πριξαρχίδας που βρίσκεις σε όλες τις γαμωδουλειές, σε όλες τις γαμωχώρες αυτού του γαμωκόσμου και όλη μέρα την έλεγε στο «νεούδι» το Μήτσο. Λες και ήτανε ακόμη στο στρατό ρε μαλάκα, σκέφτηκε ο Μήτσος. Η αλήθεια είναι πως με τέτοια φάτσα ο Μήτσος είχε μεγάλο πρόβλημα με τις γυναίκες. Έμοιαζε με κοτόπουλο που είχε φιληθεί με κινούμενο τραίνο μια μέρα που είχε βρέξει λάσπες. Καπώς έτσι έμοιαζε η σκατόφατσα του Μήτσου. Χάλια μαύρα, αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία, ήτανε στ’ αρχίδια του κι όποτε ήθελε να χώσει κάπου το πουλί του πήγαινε στις πιστές και φτηνές πουτάνες του λιμανιού του Ηρακλείου. «Δεν γαμάω. Μου αρέσει να την παίζω, τη βρίσκω καλύτερα και μετά δεν έχει και μουρμούρα» «Είσαι για κλάματα ρε Μήτσο» «Ναι, εσύ που γαμάς τη χοντροφάλαινα τη γυναίκα σου είσαι πιο τυχερός». Ο Τάσος έριξε μια μπουνιά στη μύτη του Μήτσου και του τη στράβωσε ακόμη πιο πολύ, ήταν που ήταν μεγάλη και στραβή σαν σκουπόξυλο. Ο Μήτσος γέμισε με αίμα το πάτωμα και το παλιό του πουκάμισο αλλά δεν μάσησε. Τράβηξε μια κλωτσιά στα αρχίδια του Τάσου που διπλώθηκε και έπεσε στο πάτωμα. Ο Μήτσος είχε μείνει όρθιος. Δεν γούσταρε να το συνεχίσει. Πήγε και πήρε μια μπύρα από το περίπτερο να δροσίσει το λαιμό του. Ήτανε καλοκαίρι βλέπεις και η ζέστη έμπαινε στην ψυχή σου και τη βίαζε ασύστολα. Πήγε στο γραφείο του διευθυντή. «Δεν μπορεί τώρα να σε δει, σε λίγο, είσαι καινούριος;» Η καβλιάρα η γραμματέας σταύρωσε τα θεϊκά της πόδια μπροστά του και φάνηκε το ασπράδι των μηρών της. Ο Μήτσος κάβλωσε. Ήταν στη

Page 6: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

6

δουλειά εδώ και μία εβδομάδα και όλα πηγαίνανε σκατά. Τώρα ήθελε να τον δει κι ο διευθυντής, μετά τον καβγά του με τον μαλάκα τον Τάσο, κατά πάσα πιθανότητα για να του δώσει την απόλυση του. Δεν είχε έρθει ούτε μία μέρα στη σωστή ώρα το πρωί. Το βράδυ δεν τον έπαιρνε ο ύπνος και έπινε ρακές στο σπίτι μόνος του, στη βεράντα κοιτώντας τα άστρα και έτσι το πρωί κλωτσούσε το ξυπνητήρι ή δεν το άκουγε καθόλου. Ήταν το μόνο που γούσταρε να κάνει, να πίνει μόνος στο σπίτι, αυτό και να μπαλαμουτιάζει που και που κανά γλυκό μουνάκι. Όπως αυτό εδώ που είχε μπροστά του, τη γραμματέα. Αφού θα τον απολύσουν που θα τον απολύσουν, δεν γαμιέται λέει από μέσα του, βουρ στον πατσά! «Μωρό μου είσαι κάβλα το ξέρεις;» Της πιάνει τα μπούτια με τα ιδρωμένα του χέρια. Εκείνη τον σπρώχνει. Της βάζει δάχτυλο με βία και εκείνη τον κοιτάει έκπληκτη. Σηκώνεται πάνω κάνοντας πέρα το χέρι του και ο Μήτσος περιμένει να του χώσει μπουνιά στην ήδη ματωμένη του μύτη. Αλλά όχι! Του πιάνει τον πούτσο, που έχει γίνει πέτρα, και του δείχνει την μικρή τουαλέτα δίπλα από το γραφειάκι της. Σίγουρα προλαβαίνει ένα στα γρήγορα πριν τον απολύσει το αρχίδι ο διευθυντής. «Πω ρε φίλε τι τρελό μωρό είναι αυτό!», λέει από μέσα του όταν θαυμάζει τα τέλεια πόδια της γραμματέας. Το μόνο κακό είναι πως έχει μουστάκι. Ναι ρε πούστη, έχει μια μουστάκα σαν του Καραϊσκάκη! Τι διάολο! Τέτοιο κορμί και αυτή η μουστάκα να τα γαμάει όλα. Δεν γαμιέται, στο σκοτάδι όλες ίδιες είναι που έλεγε και ο παππούς του ο συγχωρεμένος ο μπέκρακας. «Έλα, ρίξε μου έναν στα γρήγορα» του λέει με την καβλιάρικη φωνή της. Της μανουβράρει τις βυζάρες έξω από το φόρεμα και τις πιπιλάει σαν μπέμπης που πεινάει. Βάζει δάχτυλο και δουλεύει στριφογυριστό κομπρεσέρ. Εκείνη του πετάει έξω τον πρησμένο ψώλο και τον βάζει στο στόμα της. «Σταμάτα γιατί θα χύσω». Της κατεβάζει το βρακί και της τον καρφώνει με επιδεξιότητα επαγγελματία δολοφόνου κανονιέρη. Μια, δυό, τρεις βιδωτές και χύνει μέσα της. Η πόρτα ανοίγει απότομα και ο Μήτσος την τρώει στη μύτη για άλλη μια φορά. Ούτε τα βρακιά του δεν είχε προλάβει να σηκώσει ο κακομοίρης. Ο διευθυντής τους πιάνει στα πράσα και τους κοιτάει με δύο έκπληκτα μάτια-κουμπιά κορακιού γεμάτα μίσος και βλακεία. Τελικά μόνο ο Μήτσος έμεινε χωρίς δουλειά. Άμα έχεις μουνί είναι πιο εύκολο να επιβιώσεις στην αγορά εργασίας. Αυτό δεν στο μαθαίνουνε σε κανένα πανεπιστήμιο. Ο πρίξας ο Τάσος του είπε γελώντας πως η Λουίζα η γραμματέας ήταν πρώην άντρας που τον

Page 7: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

7

λέγανε Λαυρέντη και πως μετά την εγχείρηση αλλαγής φύλου οι αντρικές ορμόνες δεν στάματησαν να λειτουργούν και έτσι το μουστάκι έβγαινε κάθε μέρα. Εκείνη τη μέρα η Λουίζα, πρώην Λαυρέντης, δεν είχε προλάβει να ξυριστεί, αυτό ήταν όλο. Δεν γαμιέται, σιγά το πράγμα.

Page 8: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

8

Ο πιο διάσημος και ο πιο ελεύθερος άνθρωπος της πόλης Ο Λίροϋ δεν ενδιαφερόταν για τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήτανε να κάθεται στο σπίτι του, μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή και να γράφει βρώμικες ιστορίες χαλώντας τα μάτια του. Τις έστελνε πίσω στην πατρίδα μπας και δημοσιευτούν. Μέχρι στιγμής είχε δημοσιεύσει μερικές ιστορίες σε κάποια μικρά πορνοπεριοδικά αλλά ακόμη κανένα βιβλίο. Οι ιστορίες του ήταν πολύ γάμησε τα για τους μεγάλους εκδότες. Τελείως αντιεμπορικός. Πήγε μέχρι την κουζίνα, από την καρέκλα του γραφείου που καθόταν σκεφτόμενος μια νέα ιστορία. Είναι πρωί. Πήρε μια μπύρα από το τραπέζι. Κουτάκι, ζεστό. Άνοιξε και είπιε μια γουλιά. Θυμήθηκε το πτώμα στο ψυγείο. Τώρα εξηγείται γιατί οι μπύρες ήταν έξω, ζεσταμένες. Το φετινό καλοκαίρι του 2010 είναι σαν πόνος στον κώλο. Ζέστη που σου τρυπάει τον εγκέφαλο και ο κλιματισμός να είναι χαλασμένος από τότε που πρωτονοίκιασε αυτή την τρύπα. Σήμερα είναι Τετάρτη και ο Λίροϋ δεν πήγε στην δουλειά. Χτες τα έπινε με ένα τύπο κάτω στο λιμάνι. Εδώ στην Ελλάδα ήρθε μετανάστης. Από το Βουκουρέστι. Τα πράγματα όμως δεν καλυτέρεψαν. Όλα είναι χύμα εδώ και οι άνθρωποι εχθρικοί. Αλλά τώρα έχει κολλήσει εδώ και δεν ψήνεται να γυρίσει στην Ρουμανία. Έτσι κι αλλιώς κανένας δεν τον περιμένει εκεί. Όλοι τον φωνάζουνε Αμερικάνο λόγω του ονόματος. Χτες τσακώθηκε με εκείνο τον τυπά στο λιμάνι. Τον λέγανε Μανώλη ή κάτι τέτοιο. Ο Μανώλης του είπε πως αν ήθελε θα του έπαιρνε πίπα με πέντε ευρώ. «Δεν την βρίσκω με άντρες ρε φίλε» του είπε ο Λίροϋ. «Κέρνα μια μπύρα τότε». Ο Λίροϋ αγόρασε ένα μπουκάλι Χάινεκεν (δεν γούσταρε την Άμστελ γιατί του προκαλούσε ντάγκλα) στον Μανώλη από το περίπτερο και άλλο ένα για τον εαυτό του. Η νύχτα ήταν χωρίς αέρα και η υγρασία της θάλασσας καθόταν ευχάριστα στο δέρμα. Η ευφορία δεν κράτησε και πολύ. Ο Μανώλης είχε κέφι για κουβέντα. Ο Λίροϋ απεχθανόταν τους ανθρώπους και τις συζητήσεις τους. Πίστευε πως ερχόμαστε εδώ σαν τροφή. Το πλήθος των ανθρώπων

Page 9: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

9

είναι κάτι σαν τροφή και ο κόσμος είναι μια τεράστια ταΐστρα που μας τρώνε οι θεοί ή ότι άλλο υπάρχει εκεί έξω μεγαλύτερο και βιαιότερο από εμάς. Επίσης ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος απόλαυση αλλά..αυτό το αλλά είναι η τιμή που πληρώνουμε. Οι θεοί μας καλοταΐζουνε με απολαύσεις για να είμαστε τροφαντοί όταν θα μας τρώνε. «Φίλε θέλεις τίποτα χάπια, πρέζα, φούντα; Μπορώ να σου βρω αν ψάχνεσαι». «Δεν θέλω ευχαριστώ». Ο Λίροϋ ήθελε την ησυχία του. Να πιεί τη μπύρα του και στη συνέχεια να ανυφορήσει για το σπίτι στον Άγιο Μηνά πίσω στα στενά. Είχε και να κοιμηθεί γιατί αύριο έπρεπε να πάει και στη δουλειά. Ξυπνούσε στις 7. Οι άσκοπες φλυαρίες με αγνώστους, πούστηδες ναρκωμανείς ήταν το τελευταίο που έψαχνε. Όχι πως είχε τίποτα με το συγκεκριμένο είδος, απλώς δεν ήθελε ανθρώπους κοντά του, αυτό ήταν όλο. «Φίλε πάμε καμιά βόλτα στο Κούλε;» «Παράτα μας» του απαντάει απότομα ο Λίροϋ. Τα λαμπάκια του άρχισαν να ανάβουν επικίνδυνα. «Ποια είναι η γνώμη σου για την παγκοσμιοποίηση και τη μόλυνση του περιβάλλοντος;» «Ε άντε και γαμήσου βραδιάτικα πριξαρχίδα». Ο Μανώλης πήγε να τον αγκαλιάσει ή κάτι τέτοιο και ο Λίροϋ φόρτωσε και τον κοπάνησε με το άδειο μπουκάλι της μπύρας που είχε δίπλα του στο κεφάλι, ανάμεσα στα μάτια, κατακούτελα που λέμε, με όλη του τη δύναμη. Ο Μανώλης έπεσε ξερός στο πλακόστρωτο, σαν ξύλο. Ο Λίροϋ έμεινε να τον κοιτάει σαν μαγεμένο σκουπόξυλο. Όταν κατάλαβε πως ο πουστάκος ήταν νεκρός από το χτύπημα του, είπε στον εαυτό του: «Γαμώ το Χριστό μου». Ευτυχώς κανείς δεν τους είχε δει. Δεν υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι γύρω. Ξαφνικά τον έπιασε χέσιμο. Από την αγωνία. «Όχι ρε πούστη». Επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει τις κουράδες που ξεπροβάλανε από το άντερο του, πήγε μέχρι κάτω τη θάλασσα, στην παραλία και έριξε ένα γρήγορο για να ξαλαφρώσει. Γύρισε και μάζεψε τον νεκρό Μανώλη. Τον έπιασε από τον ώμο, όπως κρατάμε έναν φίλο μας που είναι πολύ μεθυσμένος για να σταθεί και τον βοηθάμε να περπατήσει. Με τα χίλια ζόρια ανεβήκε μεζί με το πτώμα του Μανώλη την οδό Χάνδακος που πλέον ειναί από καιρό πεζοδρομημένη. Ένας περαστικός τους κοιτάει με περιέργεια. Όταν φτάνουν στο σπίτι του Λίροϋ εκείνος βγάζει τα ράφια και τα λιγοστά πράγματα μέσα από το ψυγείο και στριμώχνει μέσα το πτώμα.

Page 10: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

10

Ο Μανώλης ήταν μικρόσωμος ευτυχώς. Αυτά έγιναν χτες. Τώρα είναι πρωί και ο Λίροϋ κάθεται μουδιασμένος και πίνει την ζεστή, πρωινή του μπύρα. Το αφεντικό σίγουρα θα τον απολύσει αλλά έτσι κι αλλιώς η δουλειά ήταν σκατά. Σκλαβοπάζαρο μέσα σε ένα εργοστάσιο. Δωδεκάωρα σκληρής και βαρετής δουλειάς, πρεσσάροντας πλάκες αλουμινίου για επενδύσεις κουφομάτων. Τις υπερωρίες δεν τους τις πλήρωνε ποτέ το αρχίδι. Τον χοντροκαριόλη το αφεντικό. Θα βρει άλλη δουλειά. Δυστυχώς οι μπύρες έχουν γίνει κατρουλιό από τη ζέστη γιατί τώρα μέσα στο ψυγείο είναι το πτώμα. Ανοίγει την άσπρη πόρτα. Ο Μανώλης μοιάζει με παγωμένη μούμια. Χτυπάει το τηλέφωνο. Η ώρα είναι 9:30. Έχει αργήσει δύο ώρες στη δουλειά. Δεν είχε σκοπό να πάει. Όχι με αυτόν τον πονοκέφαλο και ένα πτώμα στο ψυγείο. «Ναι;» «Που σκατά είσαι ρε μαλακισμένο;» η γαϊδουροφωνάρα του αφεντικού σπάει τα τύμπανα του Λίροϋ. «Εδώ». «Τι εδώ ρε μαλάκα, έχουμε παραγγελίες ρε αρχίδι, τσακίσου κι έλα». «Όχι». «Γιατί;» «Έχω περίοδο». «Απολύεσαι ρεμάλι». «Κανένα πρόβλημα, παραιτούμαι. Έρχομαι να μου δώσεις τις υπερωρίες μου». «Έλα να σου δώσω ένα αρχίδι. Δεν πρόκειται να πάρεις λεφτά. Απολύεσαι». Ο Λίροϋ, μετά από τον επικοδομιτικό διάλογο που είχε με το αφεντικό του στο τηλέφωνο, μπαίνει στο σαραβαλιασμένο Σέατ Μαρμπέλα για να πάει μέχρι την βιομηχανική περιοχή όπου στεγάζεται το εργοστάσιο. Προσπαθεί καμιά δεκαριά φορές να βάλει μπρος τον μωβ δεινόσαυρο αλλά τίποτα. Η μηχανή είναι νεκρή. Παρατηρεί πως έχει και μία κλήση στο παμπρίζ από την δημοτική αστυνομία για παράνομο παρκάρισμα. Είναι κιτρινισμένη από τον ήλιο. Ποιος ξέρει πόσο καιρό είναι εκεί. Την βάζει στη συλλογή με τις κλήσεις μέσα στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Αν τα υπολογίζει σωστά, πρέπει να χρωστάει στο δήμο περίπου χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ. Δεν γαμιούνται, δεν πληρώνει φράγκο. Ας του κάνουν δικαστήριο. Τελικά πήγε στη στάση, μέσα στον ήλιο και τη ζέστη του μεσημεριού, και πήρε το καταραμένο το λεωφορείο που μοιάζει με κινητή κόλαση.

Page 11: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

11

Όλες οι φάτσες είναι παραμορφωμένες και ιδρωμένες μασχάλες πιτσιλίζουν με βρώμα τα πάντα. Ο πονοκέφαλος δεν λέει να κοπάσει. Σφυροκοπάει μέσα στο κρανίο του ένας δαίμονας. Μετά από δύο λεωφορεία φτάνει με τα χίλια ζόρια στο εργοστάσιο της Αλουμινέξ Α.Ε. στην βιομηχανική περιοχή. Μπαίνει φουριόζος μέσα στο σκλαβοπάζαρο. Φωνές από τους «συναδέλφους» του ακούγονται, γεμάτες ειρωνεία και βλακεία. «Έλα ρε Αμερικάνε, που είσαι, μας έκανες την τιμή;» «Το αφεντικό μόλις σε απέλησε, ήρθε και μας έκανε την ανακοίνωση». Ο Λιρόϋ δεν λέει κουβέντα. Είναι όλοι τους δούλοι από την ημέρα που γεννηθήκανε και σαν δούλοι θα πάνε στον τάφο. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το πρωτότυπο. Η βαρεμάρα και η ρουτίνα είναι τα χειρότερα πράγματα στη ζωή, σου τρώνε το μεδούλι λίγο λίγο. Μπουκάρει φουριόζος μέσα στο γραφείο από ψευδοροφή και γυψοσανίδα. «Δεν έχεις θέση εδώ μέσα. Φύγε τώρα πριν σου ρίξω καμιά ανάποδη». Ο χοντρομαλάκας έχει όρεξη και την λέει ανοιχτά στον Λίροϋ. Τα προγούλια του αφεντικού κάνουν κυματισμούς από την ένταση της φωνής του και κάτω από την προσπάθεια να φανεί άντρακλας κοκκινίζει σαν ντομάτα. «Πλήρωσε σε μου τις υπερωρίες και δεν πρόκειται να ξαναπατήσω εδώ μέσα ούτε στον αιώνα τον άπαντα». «Δεν σου χρωστάω τίποτα». «ΟΚ λοιπόν». Ο Λίροϋ αρπάζει το μπρούτζινο, βαρύ αγαλματάκι με την βαρετή προτομή του Νίκου Καζαντζάκη και το αδειάζει στη μάπα του χοντρού αφεντικού. Το κήτος δεν προλαβαίνει να αντιδράσει. Ο χοντρέλας μένει στο τόπο και μερικά δόντια του σπάνε. Αίμα τρέχει από τη μύτη του και το στόμα του. Δύο στα δύο. Ο Λίροϋ ανοίγει το συρτάρι και παίρνει από το ταμείο όσα λεφτά του αντιστοιχούνε για τις χαμένες του υπερωρίες. Εκατό ώρες. Τις είχε σημειώσει για να μην τις ξεχάσει. Ρίχνει μια ρωχάλα στην καράφλα του χοντρού και αρπάζει το κλαρκ από την αποθήκη. Μπαίνει με το κλάρκ μέσα στο γραφειάκι από γυψοσανίδα και το κάνει λαμπόγυαλο. Τσαλαπατάει και το πτώμα του χοντρού κάνωντας το κυμά.

Page 12: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

12

Χειροκτροτήματα ακούγονται από όλο το εργοστάσιο και φωνές θριάμβου. Οι εργάτες τον παραδέχονται και χαίρονται που ο χοντρός είναι τροφή για τα σκουλίκια πλέον. Τους είχε κάνει τη ζωή κόλαση. Οι εργάτες αρχίζουν να λεηλατούν το ταμείο και τον χώρο του εργοστασίου. Μερικοί πιστοί δούλοι αντιστέκονται και πέφτει γερό ξύλο. Ο Λίροϋ δεν δίνει δυάρα για τη δόξα και τους καβγάδες των δούλων. Συνεχίζει με το κλάρκ το δρόμο του πίσω για το σπίτι. Αισθάνεται ανάλαφρος και ικανοποιημένος. Χαρούμενος. Ανεβαίνει στο σπίτι και κρατάει στα χέρια του μια εξάδα μπύρες, παγωμένες, που μόλις πήρε από το περίπτερο. Ο περιπτεράς τον κοιτούσε καλά καλά γιατί είχε παρκάρει το κλαρκ στη μέση του δρόμου και όλοι κορνάρανε. Πετάει τα ρούχα του στο πάτωμα και μένει με το σώβρακο. Ανοίγει μία μπύρα και ανάβει τσιγάρο. Κάνει εις υγείαν στο πτώμα του Μανώλη στο ψυγείο και του ανοίγει κι αυτηνού μια μπυρίτσα που ξέρει πως το τέλος θα πιεί ο ίδιος γιατί ο Μανώλης δεν μπορεί μιας και είναι ένα άψυχο πτώμα. Πίνει μια γουλιά και αισθάνεται γαμώ. Η Νιρβάνα είναι κοντά σκέφτεται. Προλαβαίνει και πίνει όλη την εξάδα. Οι σειρήνες των μπατσικών ουρλιάζουν μέσα στη πόλη καθώς πλησιάζουν το σπίτι του. Σήμερα ο Λίροϋ είναι ο πιο διάσημος και ο πιο ελεύθερος άνθρωπος της πόλης, ίσως και του κόσμου όλου.

Page 13: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

13

Η Έξοδος του Μπιλ Ο Μπάντζο Μπιλ μπήκε στο μπαρ και έκατσε στο πρώτο σκαμνί που βρήκε άδειο, στη γωνία του πάγκου. Μόλις τον είχαν διώξει οριστικά από την πετρελαιοπηγή που δούλευε σαν υπεύθυνος τρυπανιού γιατί είχε τσακωθεί πάλι με τον επιστάτη των εργατών επειδή δεν άφηνε τον Μπιλ να κάνει το διάλειμμα του για τσιγάρο αλλά αντιθέτως ο επιστάτης τον πίεζε να δουλεύει ακόμη πιο σκληρά. Ο επιστάτης, Τζον Μάκρομπε, έχασε δύο μπροστινά δόντια όταν ο Μπάντζο Μπιλ του έριξε μία γερή κουτουλιά στα μουτσούνια όταν ο Μάκρομπε τον αποκάλεσε βρωμερό τεμπέλαρο. Ο Μπιλ δεν μπορούσε να ανεχτεί τέτοια γλώσσα από ένα αρχίδι με κουστούμι που όλη μέρα κοιτούσε σαν γεράκι τους εργαζόμενους μέσα στο πηγάδι από τις κάμερες του γραφείου του που ήταν πλήρως εξοπλισμένο με κλιματισμό και τα ρέστα και δεν κουνούσε ποτέ την κωλάρα του από εκεί μέσα, παρά μόνο για να την λέει στους φτωχούς εργαζόμενους του πηγαδιού. Ο Μπιλ δεν το άφησε να περάσει έτσι. Ο Μάκρομπε του είχε κάνει τη ζωή πατίνι αλλά αυτή τη φορά το πλήρωσε με τα δόντια του. Δούλευε από τα δέκαπέντε του σαν σκυλί και τώρα ήταν σαράντα και κάτι ψιλά. Δύσκολη δουλειά το τρυπάνι ακόμη και για τον Μπιλ που ήταν ένα ενενήντα, γεμάτος μυς, φάτσα σαν τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο και μια μπυροκοιλιά σωστό τσουβάλι. Η γυναίκα του η Λάρα τον είχε χωρίσει πρόσφατα γιατί τον απάτησε με τον ηλεκτρολόγο που είχε έρθει να τους φτιάξει κάτι παροχές στο σπίτι. Δεν φτάνει που τον κεράτωσε, τον χώρισε κιόλας. Ο Μπιλ τους είχε τουλουμιάσει και τους δύο στο ξύλο όταν τους έκανε τσακωτούς, οπότε η Λάρα, με δύο σπασμένα παΐδια και δύο μαυρισμένα μάτια από τις μπουνιές και τις κλωτσιές, αποφάσισε να τον χωρίσει μια και καλή φοβούμενη τη υγεία της. Ο ηλεκτρολόγος ήταν ακόμη στο νοσοκομείο με σπασμένα χέρια και μπλαβισμένα παπάρια από το διάσημο στριφτίρι του Μπάντζο Μπιλ, την ειδική λαβή που είχε για τους καριόληδες που έπιανε να γαμάνε τη γυναίκα του ενώ αυτός σκιζότανε στη δουλειά έξω στην καταραμένη

Page 14: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

14

έρημο της Μοχάβε που έβραζε σαν την κωλοτρυπίδα του Διαβόλου, πιπιλώντας το μαύρο χρυσάφι για τους χοντροπούστηδες, τα πλούσια αφεντικά του. Ο μισθός ήταν καλός αλλά η δουλειά επικίνδυνη. Μία λάθος κίνηση και θα σε βρίσκανε πνιγμένο μέσα στο μαύρο υγρό με λιωμένο εγκέφαλο από κάποιο χαλαρωμένο τρυπάνι που έπεσε στο κεφάλι σου καθώς εσύ κοιτούσες μέσα στην τρύπα και ζύγιζε περίπου τρεις τόνους. Ο Μπάντζο Μπιλ είχε τρία παιδιά, ένα με τη Λάρα, τον μικρούλη Έλι και δύο με την προηγούμενη γυναίκα του τη Σίλα, την δεκατριάχρονη Τζοάν και τον δεκάχρονο Λιτλ Τζο. Τώρα πλέον τους έβλεπε σπάνια. Του λείπανε τα παιδιά του. Δεν μπορούσε όμως να τα πλησιάσει ούτε στα δέκα μέτρα. Ο δικαστής στο Λος Άντζελες είχε ορίσει αυστηρά περιοριστικά μέτρα εναντίον του. Δεν μπορούσε λέει να ελένξει τα νεύρα του. Ήταν λέει ψυχολογικά άρρωστος. Ο Μπάντζο Μπιλ δραπέτευσε από όλα αυτά και πήγε στην έρημο να δουλέψει στο τρυπάνι. Αλλιώς θα τον είχαν κλείσει μέσα για βιαιοπραγία κατά της Σίλα, της Λάρα και του πρώην καλύτερου του φίλου. Ναι, είχε φάει τις φάπες της και η πρώτη του γυναίκα η Σίλα. Κι αυτή επίσης τον είχε κερατώσει με τον πρώην καλύτερο του φίλο, τον διπρόσωπο πούστη τον Μπόμπι Ντάουνινγκ. Ο Μπόμπι βρέθηκε σακατεμένος από τη μέση και κάτω. Το ρόπαλο του μπέιζμπωλ είχε κάνει καλά τη δουλειά του στα χέρια του Μπάντζο Μπιλ. Οι μπάτσοι δεν τον είχαν βρει ακόμη εδώ έξω. Ο Μπιλ δεν μασούσε τ’ αρχίδια του αλλά δεν ήταν και οι καλύτερες μέρες της ζωής του αυτές εδώ. Ζούσε τις μέρες του, πλέον, σε ένα τροχόσπιτο από τρίτο χέρι στα περίχωρα του Τεχατσάπι μαζί με άλλα πενήντα ίδιας κατασκευής χαμόσπιτα με ρόδες. Η μικρή κοινωνία του Όουκ Σπρινγκ Τρέιλερ Παρκ. Μια σκατότρυπα στη μέση της ερήμου που έπρεπε να πληρώνεις νοίκι πεντακόσια δολάρια το μήνα για να γίνεις δεχτός. Δεν υπήρχε τίποτα το σπουδαίο για να δεις εκεί. Μόνο σκουπίδια, άνεργοι μπεκρήδες που τους ζούσαν οι γυναίκες τους, δουλεύοντας γκαρσόνες στο Νάτυς ή καθαρίστριες στον βιολογικό του Λαμπίνα Βάλλευ και μερικοί πρώην κατάδικοι από το Λος Άντζελες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από κάτι ή κάποιους (ο καθένας είχε τους δικούς του δαίμονες να εξορκίσει εδώ έξω στην έρημο) από την μεγάλη πόλη. Πίσω στο μπαρ. Ο τύπος πίσω από τον πάγκο είναι εχθρικός και δεν γουστάρει τη φάτσα του Μπιλ. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται αιωνίως. Στην μικρή πόλη του Ντάστυ Γουίλοου κανένας δεν γουστάρει όσους δουλεύουν στα πηγάδια αλλά στο τέλος σου σερβίρουν με μισή καρδιά

Page 15: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

15

μια μπύρα. Αυτή τη φόρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σήμερα έχει βάρδια ο μαλάκας ο Τζερεμάια πίσω από το μπαρ. Ο τύπος είναι απλά κολλημένος, βλάχος του κερατά και μυρίζει σαν κατσίκα. «Δεν σερβίρουμε ποντικούς που βρωμάνε πετρέλαιο εδώ μέσα». Ο Μπιλ αφήνει το εξάσφαιρο 686 SSR Smith&Wesson πάνω στον πάγκο μπας και το δει σαν κακό σημάδι ο Τζερεμάια και πάψει να του σπάει τα παπάρια. «Τι το αφήνεις εκεί ρε το όπλο; Νομίζεις πως εγώ δεν έχω;» «Χαλάρωσε φίλε, το μόνο που θέλω είναι κάτι δροσιστικό, δεν ψάχνω φασαρίες». «Εδώ μέσα δεν σερβίρουμε τους μαλάκες που δουλεύουνε για τον Τόμυ Γκάλοουζ». Ο Τόμυ Γκάλοουζ είναι το αφεντικό του Μπάντζο Μπιλ. Πολλά λεφτά από τα πετρέλαια. Άπλυστο γουρούνι που έχει καταστρέψει τις μικρές κοινότητες των Ζαπ Πόιντ, Νταστυ Γουίλοου και Μπρίσκυ Ντογκ, γύρω από την έρημο, μολύνοντας το νερό και αφυδατώνοντας το έδαφος με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να μην έχουν στον ήλιο μοίρα και να αναγκάζονται να κουβαλάνε νερό από την πόλη της Μοχάβε με τις νταμιτζάνες. Όλοι εδώ πέρα στο Νταστ Γουίλοου είναι εχθροί του Τόμμυ Γκάλοουζ και όσων δουλέυουν για αυτόν, κάτω στις πετρελαιοπηγές του στο Τεχατσάπι. «Φίλε, καλά θα κάνεις να γυρίσει πίσω στο Λος Άτζελες, εδώ δεν γουστάρουμε τα τσιράκια του Γκάλοουζ». «Εγώ απλώς κάνω τη δουλειά μου ρε φίλε, γιατί πρέπει να μου σπας τα αρχίδια κάθε φορά που μπαίνω εδώ μέσα, αφού ξέρεις πολύ καλά πως ούτε κι εγώ γουστάρω τον Τόμυ, αλλά μου δίνει ένα κομμάτι ψωμί, τι θες δηλαδή να κάτσω και να πεθάνω από την πείνα και να με φάνε τα τσακάλια;» «Ναι, θα ήθελα να το έβλεπα αυτό». «Έτσι κι αλλιώς σήμερα με απέλυσαν οπότε..» Ξαφνικά ο μπάρμαν κάνει μία αψυχολόγητη κίνηση και αρπάζει το πιστόλι του Μπιλ από τον πάγκο και αυτόματα πατάει τη σκανδάλη με στραμμένο το όπλο απάνω του. Ακούγεται μόνο ένα κλικ από την άδεια θαλάμη. Τι στον πούτσο, σκέφτεται ο Μπιλ με τρόμο, αν ήταν γεμάτο θα τον είχε στείλει στα θυμαράκια ο αρχίδας ο Τζερεμάια με τη μαλακία που έκανε. Ο Μπάντζο Μπιλ βάζει τα γέλια. Ο Τζερεμάια βάζει κι αυτός τα γέλια.

Page 16: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

16

Όλο το μαγαζί αρχίζει να γελάει. καμιά δεκαριά πελάτες που αργοπίνουνε τις κατρουλιασμένες μπύρες τους που αντί για λευκό αφρό είναι γεμάτες λάσπη από τη σκόνη που κατακάθεται στα ποτήρια τους και έρχεται κατευθείαν από την έρημο. «Μαλάκα». Ο Μπάντζο Μπιλ δεν γουστάρει τέτοια κρυόκωλα αστειάκια από ένα χαζούλιακα, επικίνδυνο βλαχαδερό σαν τον Τζερεμάια. Κάποιος πούστης τον πλήρωσε για να σκοτώσει τον Μπιλ. Έτσι, γιατί κάποτε μπορεί ο Μπιλ να τον κέρδισε στα χαρτιά ή απλά επειδή δεν τους κάνει κέφι η φάτσα του πια εδώ γύρω. Θα τον πυροβολούσε εν ψυχρώ μέσα στο μαγαζί και μετά όλοι μαζί, ο Τζαρεμάια και οι σκατόψυχοι πελάτες του, θα τον θάβανε στην πίσω αυλή. Βγάζει με ταχύτητα από την εργατική του μπότα ένα μαχαίρι και το καρφώνει στο λαιμό του Τζερεμάια με περίσσια χαρά. Το αίμα τινάζεται και πιτσιλάει τα πάντα. Οι θαμμώνες πίσω στα τραπέζια μένουν άφωνοι. Κανείς δεν κάνει καμία κίνηση, τα γέλια κοπήκανε αμέσως, σαν τον λαιμό του Τζερεμάια, και έχουν μείνει να κοιτάνε σαν χαμένοι τον Μπάτζο Μπιλ που έχει πηδήξει τον πάγκο και σερβίρεται μόνος του μια κρύα Χάινεκεν από το ψυγείο. Επιτέλους δροσιά κατεβαίνει στο λαιμό. Το σώμα του μπάρμαν ακόμη σπαρταράει στο ματωμένο, βρώμικο πάτωμα του μαγαζιού πίσω από τον πάγκο. Ο Μπάντζο Μπιλ σκουπίζει τις εργατικές του μπότες στη χαρακωμένη μάπα του μπάρμαν. Μόλις τελειώνει την μπύρα του αρχίζει και γεμίζει το όπλο του με τριανταοχτάρες σφαίρες special +P. Στην άκρη έχουν τη ασημένια βολίδα που σημαίνει πως διαπερνάει το κόκαλο πέρα για πέρα. «Τι έγινε, γιατί αργούν τα σκυλιά του νόμου; Κανένας από εσάς δεν έπαιξε ακόμη τον ρόλο του ρουφιάνου;» Η φωνή του Μπάντζο Μπιλ είναι ήρεμη και σταθερή σαν βράχος. Πιο παγωμένος κι από κώλο Εσκιμώου. Όλα αυτά τον έχουν κουράσει. Πέντε χρόνια στο μπουρδέλο. Το μόνο που του μένει είναι να γαμήσει μερικά κωλαράκια της ερήμου, μερικούς υπανθρώπους τη Μοχάβε, που δύο χρόνια τώρα κανείς δεν έγινε φίλος του και κανείς δεν του είπε μια καλή κουβέντα σε αυτόν τον τόπο που είναι φτιαγμένος για τα κολασμένα σκυλιά σαν και του λόγου του. Αυτή είναι η τιμωρία επί της γης, η κόλαση δεν έχει φωτιές, αλλά μόνο άμμο και σκατόψυχους βλάχους που σε κοιτάνε περίεργα και θέλουν να σε γδάρουν ζωντανό στον ύπνο σου.

Page 17: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

17

Επιτέλους το μπαρ άδειασε και ο Μπιλ έμεινε μόνος του να ακούει τα μπατσικά να σπινιάρουν απέξω στο χώμα του μοναδικού δρόμου στο Νταστ Γουίλοου, την Άμπερνάθι Μπούλεβαρντ. Ήταν κρυμμένος πίσω από τον μεγάλο πάγκο και είχε για μαξιλάρι το πτώμα του ενοχλητικού χωριάτη μπάρμαν που ήδη αρχιζε να μυρίζει από τα περιττώματα που εκτοξεύονταν από το ακόμη ενεργό του έντερο μέσα στο παντελόνι του. Οι πρώτες σφαίρες πέσανε ακριβώς πάνω στο ξύλο του καθρέπτη πίσω του. Οι μπάτσοι δεν τήρησαν καν τους τύπους και δεν έκαναν τον κόπο να του πουν να βγει έξω ειρηνικά. Κατευθείαν στο ψαχνό. Μετά από το πιστολίδι ο Μπάντζο Μπιλ βρέθηκε με τριάντα σφαίρες σε όλο του το κορμί. Είχε σκοτώσει συνολικά δέκα άτομα. Εννιά μπάτσους συν τον σάπιο τον Τζερεμάια. Η έξοδος του στην Αμπερνάθι Μπούλεβαρντ κάτω από ένα συντριβάνι σφαίρες που τον χτυπούσαν στο ψαχνό θα μείνει στην ιστορία, εδώ στις γύρω περιοχές, σαν η Έξοδος του Μπιλ. Ιστορία που θα λέγεται από στόμα σε στόμα για πολλά χρόνια. Μέχρι να βγει έξω στο δρόμο και να καθαρίσει εννιά μπάτσους είχε δεχτεί είκοσι εννιά σφαίρες αλλά είχε αρνηθεί να πέσει κάτω. Την χαριστική βολή του την έδωσε μία γιαγιά με την Remington 870 Magnum Marine στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που την είχε για τους λύκους που της έτρωγαν τα λαχανικά τις νύχτες, μιας και δεν έβρισκαν σάρκα να φάνε σε αυτόν τον καταραμένο τόπο. Η θεωρία του μαλακοπίτουρα του Δαρβίνου λειτούργησε και πάλι στην περίπτωση των λύκων. Όχι όμως και στην περίπτωση του Μπάντζο Μπιλ. Ο συγκεκριμένος δεν μπορούσε να συμβιβαστεί ή να εξελιχθεί για να επιβιώσει.

Page 18: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

18

Μουνί Δαγκάνα Η διαφορά του Μπάμπη ντε Σότο με τους υπόλοιπους γνωστούς του ήταν πως όταν εκείνοι πήγαιναν σε ένα μπαρ και γνώριζαν ή μιλούσαν με πολύ κόσμο, αυτό το θεωρούσαν σαν μεγάλη επιτυχία, εκείνος το έβλεπε σαν καταστροφή. Δεν γούσταρε τις επαφές με τους άλλους ποντικομούρηδες κατοίκους αυτής της πόλης. Του έφτανε η δικιά του ποντικόφατσα που αναγκαζόταν να βλέπει κάθε μέρα στους παντός είδους καθρέπτες. Προσπαθούσε να κοιτάει τη φάτσα του όσο το δυνατόν λιγότερο. Δυστυχώς έπρεπε που και που να την αντικρύζει αναγκαστικά γιατί μπορεί να είχε καμιά μύξα που κρεμόταν από τη μύτη του ή έπρεπε να διαπιστώνει πως η φάτσα του υπήρχε ακόμη και δεν είχε μεταμορφωθεί σε ένα κομμάτι παλιό, τσαλακωμένο χαρτόκουτο με μάτια και στόμα. Το σπίτι που νοίκιαζε, ένα άθλιο δωματιάκι ήτανε, βρισκόταν στην Νέα Αλικαρνασσό, δίπλα στο νεκροταφείο. Αυτό ήταν το μόνο καλό με το κωλόσπιτο. Επειδή ήταν δίπλα στους νεκρούς είχε πάντα ησυχία. «Όλοι οι γείτονες μου είναι πεθαμένοι» έλεγε σε όποιον τον ρωτούσε με λίγο περηφάνεια στη φωνή. Κατά τα άλλα το σπίτι ήταν για τον πούτσο. Ισόγειο, με αλουμινένιες πόρτες θεόπαλιες, έπιπλα του περασμένου αιώνα, χαλασμένη κουζίνα, βρύσες που έσταζαν αδιάκοπα και τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς ωτοασπίδες, από τα παράθυρα έμπαινε κρύος αέρας το χειμώνα και ζέστη το καλοκαίρι και στο ταβάνι μεγάλωνε γκαζόν από την υγρασία. Ήταν το μόνο σπίτι που είχε γκαζόν στο ταβάνι. Το νοίκι ευτυχώς ήταν λίγο. Εκατόν πενήντα ευρώ το μήνα. Η γριά σπιτονοικοκυρά έμενε στον πρώτο όροφο και τα παιδιά της στον δεύτερο και στον τρίτο. Η Λέλα η κόρη και ο Λίνος ο γιος. Ο άντρας της σπιτονοικοκυράς είχε πάει εδώ και μερικά χρόνια να βρει τον δημιουργό μετά από το τρίτο εγκεφαλικό που τον είχε αφήσει να του τρέχουν τα σάλια και να νομίζει πως είναι αστροναύτης οπότε έπεσε από την ταράτσα γιατί νόμιζε πως θα πετάξει. Τον βρίκανε με τα μυαλά χυμένα στην αυλή.

Page 19: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

19

Η μουνάρα, αν και χοντρούλα, η κόρη της η Λέλα τον γλυκοκοιτούσε το Μπάμπη. Ήταν όμως παντρεμένη με ένα χοντρομαλάκα, ψευτογλιτσόμαγκα τραπεζικό υπάλληλο που οδηγούσε μία νοικιασμένη BMW και το έπαιζε ιστορία στη γειτονιά σαν ο πιο επιτυχημένος τύπος της γειτονιάς και τα ρέστα. «Ρε μαλάκα Μπάμπη θα πάρεις επιτέλους κανένα αμάξι της προκοπής; Αυτή η μαλακία που έχεις το Φιατάκι ακόμα πάει; Δεν βλέπεις τη μπέμπα μου πόσο γαμάτη είναι; Έτσι ρίχνεις τις γυναίκες ρε μαλάκα, όχι με το σαράβαλο που έχεις εσύ του 1821 που καίει καλαμποκέλαιο». Ο τραπεζικός υπάλληλος του έπριζε κάθε μέρα το παπάρι με το ηλίθιο αμάξι του και τις ηλίθιες απόψεις του. Ο Μπάμπης δεν απαντούσε ποτέ, παρά μόνο κάπνιζε τα φτηνά πούρα του και έπινε τη φτηνή του μπύρα, κουνούσε το κεφάλι σε ένδειξη παραίτησης, έξω στην αυλή του σπιτιού. Είχε και μια μικρή πίσω αυλή με μερικά ξεραμένα λουλούδια και στρατιές από γιγάντια μυρμήγκια ανεβαίνανε στα χέρια και στα πόδια. Ο Μπάμπης ντε Σότο ήταν εργάτης-αποθηκάριος σε μια εταιρία γενικού εμπορίου και εισαγωγών-εξαγωγών στις Μαλάδες. Σκατά ήταν η δουλειά. Όλη μέρα κουβάλημα, φούσκες στα χέρια από το τρίψιμο της χαρτόκουτας, ιδρώτας και φωνές από το μαλάκα τον Μήτσουλα Μπιρτολάκη, το αφεντικό. «Ντε Σότο πιο γρήγορα ρε μαλάκα δεν προλαβαίνουμε τις παραγγελίες και η γυναίκα μου θέλει πάλι να πάρει μια καινούρια τουαλέτα και κάτι κωλοπάπουτσα που είναι πανάκριβα, δούλευε ρε μαλάκα πιο γρήγορα γιατί την έχω γαμήσει». «Ρε μαλάκα Μήτσουλα δε γαμιέσαι λέω γω και συ και η καριόλα η γυναίκα σου. Παραιτούμαι». Παράτησε τις κούτες με τις κατσαρόλες από την Κίνα και τα πλαστικά μανταλάκια από την Ινδονησία στα πόδια του Μήτσουλα Μπιρτολάκη του αφεντικού και την έκανε από εκεί μέσα ξαλαφρωμένος και χαρούμενος που θα είχε όλη την ημέρα ελεύθερη, θα την άραζε και θα έπινε τις μπιρίτσες του με την ησυχία του. Ναι, ήταν τεμπέλης από τη μέρα που γεννήθηκε, το ήξερε, και τι έγινε, δεν τον ένοιαζε. Αυτός ήταν. Δεν γαμιέται, θα έβρισκε μια άλλη δουλειά. Υπήρχαν πολλές δουλειές που κανείς δεν ήθελε να κάνει. Βοθρατζής, καθαριστής πισίνας, υπαλληλος sex shop, απολυμαντής σε εργοστάσια και στρατόπεδα, ξεφορτωτής ελαιολάδου, παρκαδόρος και ντελιβεράς.

Page 20: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

20

Προς το παρόν ο Μπάμπης ήταν και πάλι άνεργος. Του φτάνανε όμως τα λεφτά για να την βγάλει μέχρι το τέλος του μήνα. Θα πλήρωνε το νοίκι τον άλλο μήνα και αν δεν το έβγαζε, ε τότε θα την έκανε από το σπίτι νύχτα χωρίς να τον πάρει είδηση η κωλόγρια. Η ώρα είχε πάει εφτά το απόγευμα, Δευτέρα και ο Μπάμπης κάθεται και καπνίζει στην αυλή πίνοντας την μπίρα του, άνετος και βαριεστημένος. Με το πόδι του χαϊδεύει την ντόπια γάτα του σπιτιού που μοιάζει να την έχει πατήσει λεωφορείο αλλά έχει καλοσυνάτα μάτια και γουργουρίζει στο άγγιγμα του. Η Λέλα, η κόρη της σπιτονοικοκυράς, βγαίνει στο μπαλκόνι από τον δεύτερο όροφο και φωνάζει στον Μπάμπη: «Μπάμπη, έλα λίγο πάνω γιατί δεν παίζει η τηλεόραση, έλα να δεις αν μπορείς να το φτιάξεις σε παρακαλώ γιατί βλέπω Βέρα στο Αριστερό και δεν θέλω να το χάσω, θα γίνουν αποκαλύψεις σήμερα». «Δεν είναι πάνω ο μαλάκας ο άντρας σου;» «Όχι, είναι στη δουλειά, έχουνε καταμέτρηση στη τράπεζα και θα αργήσει». «Καλά, ανεβαίνω». Βαριεστημένος ανέβηκε την άβαφτη σκάλα που είχε ακόμη το γκρίζο χρώμα του σοβά. Η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, απλά είχε βγει το βίσμα της κεραίας από πίσω. Η Λέλα απρόσμενα του αρπάζει το καβλί με μία κίνηση που ο Μπάμπης δεν την περίμενε. «Τι κάνεις μωρή ηλίθια;» «Πάντα ήθελα να με γαμήσεις Μπάμπη, έλα τώρα που λείπει και ο Νάσος, έλα ρίξε μου ένα στα γρήγορα». Δεν γαμιέται, λέει από μέσα του ο Ντε Σότο, γιατί όχι, θα πάρω και εκδίκηση για τις μαλακίες που πρέπει να ανέχομαι με το κωλοαμάξι του άντρα της. Η Λέλα ήταν ψιλοχοντρή αλλά είχε όμορφο πρόσωπο και μεγάλα, αγελαδίσια βυζιά. Βρωμούσε όμως ιδρωτίλα. Κανένα πρόβλημα. Του σηκώθηκε αμέσως και άρχισε να της γλύφει τα βυζόμπαλα που τα είχε πετάξει έξω από το νυχτικό της. Το κάθε ένα πρέπει να ζύγιζε δύο κιλά. Ένιωθε σαν μωρό μοσχαράκι που έπινε γάλα από την μαμά αγελάδα. Ξαφνικά θυμήθηκε πως έπρεπε να πάρει γάλα από το σούπερ μάρκετ. Η Λέλα έπεσε πάνω του σαν αμόνι και του κατέβασε τα βρακιά και άρχισε να του πιπιλίζει το πέος με περίσσια ευχαρίστηση σαν πιπίλα. Φοβερή πίπα. Και ξαφνικά το θαύμα! Μπήκε μέσα της και ήταν ΣΤΕΝΗ! Τι σκατά δεν την γαμούσε ο ψωμολύσσας ο άντρας της; Μιλάμε τώρα ήταν σαν να

Page 21: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

21

γαμούσε κώλο. Δεν έμπαινε με τίποτα. Λες να ήταν παρθένα η χοντρή; Όταν μπήκε όμως όλα ήταν παραδεισένια. Μέσα-έξω, μέσα-έξω, το λαδώνανε καλά το μηχάνημα ο Μπάμπης με τη χοντρή τη Λέλα. Είχε φοβερά κωλομέρια, μεγάλα και χορταστικά. Το είχανε γυρίσει στη κλασική στάση. Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο τραπεζικός υπάλληλος και τους είδε να ξεκωλιάζονται στον καναπέ έμεινε με ανοιχτό το στόμα και άφησε τον χαρτοφύλακα του να πέσει στο πάτωμα. Ο Μπάμπης πήγε να τραβηχτεί αλλά ΤΖΙΦΟΣ!!! Από την τρομάρα το μουνί της Λέλας είχε γίνει σαν σφηκοφωλιά. Τον είχε μαγκώσει μέσα της για πάντα! Γαμώ το Χριστό της! Ο άντρας της Λέλας, επισήμως κερατάς πλέον, τραπεζικός υπάλληλος Νάσος έτρεξε χωρίς να πει κουβέντα μέσα στην κουζίνα και έφερε μαζί και την καραμπίνα του. Ο Μπάμπης ντε Σότο δεν έλεγε να ξεκωλήσει από το μουνί δαγκάνα της Λέλας και η Λέλα ούρλιαζε σαν σφαχτάρι και έλεγε συνέχεια σαν τρελή «Χριστέ και Παναγία σώσε με, Χριστέ και Παναγία σώσε με!». Ο Μπάμπης ντε Σότο είχε κυριολεκτικά βάλει κόντρα τα πόδια του στην χοντροκοιλάρα της Λέλας και προσπαθούσε να ξεμαγκώσει την ψωλή του από την τρύπα του Διαβόλου που τον είχε δαγκώσει σαν σμέρνα και δεν τον άφηνε. Τον πρώτο πυροβολισμό τον έφαγε η Λέλα στη πλάτη. Τα σκάγια έκατσαν στην πλάτη της και τα αίματα πιτσίλισαν τη μάπα του Μπάμπη. Ευτυχώς για αυτόν, η Λέλα είχε αρκετό λίπος οπότε τα σκάγια δεν πέρασαν από την άλλη. Υπήρχε μόνο μία λύση τώρα. Ανθρώπινη ασπίδα. Ο Νάσος πυροβολούσε ανεξέλεγκτα όπου έβρισκε. Ο Μπάμπης ντε Σότο είχε σηκώσει τη χοντρή, νεκρή Λέλα στα χέρια του και σαν ασπίδα την πηγαινοέφερνε μπροστά από την κάννη της καραμπίνας του Νάσου, με το πουλί του ακόμη μέσα της, που τώρα το είχε χάσει τελείως και βαρούσε το κρανίο της νεκρής του γυναίκας με το κοντάκι, κλαίγοντας και τα σάλια να τρέχουν από το μανιασμένο του στόμα. «Καριόλα πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Με τον μαλάκα τον άχρηστο που δεν έχει μήτε ένα αμάξι της προκοπής, Φιατάκι έχει μωρή, Φιατάκι ηλίθια χοντρή! Εγώ πήγα και νοίκιασα για τον χοντρό σου κώλο μωρή παλιοπουτάνα ολόκληρη BMW για να κάθεσαι και να σε κάνω βόλτες, παλιοκοίτος, σκατομούνα, ηλίθια, γαμιόλα, γαμώ την Παναγία μου γαμώ!». Ο Νάσος είχε ξεφύγει και το κρανίο και η πλάτη της Λέλας είχαν γίνει πατσάς από τα σκάγια της καραμπίνας και τα χτυπήματα με το κοντάκι.

Page 22: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

22

Όταν έφτασαν οι μπάτσοι και τα ασθενοφόρα, ο Μπάμπης ήταν ακόμη κολλημένος μέσα στο μουνί δαγκάνα της Λέλας. Τον ξεκόλλησαν μετά από λίγο με μυοχαλαρωτικά. Η ψωλή του είχε γίνει σαν πατζάρι και οι φλέβες είχαν πεταχτεί. Οι νοσοκόμοι του έδωσαν ένα παντελόνι να καλύψει τα ματωμένα και γυμνά του κωλομέρια. Η Λέλα ήταν νεκρή από τρεις πυροβολισμούς στην πλάτη και στον σβέρκο. Σαν γουρούνι την είχε σκοτώσει το μαλάκας ο Νάσος ο τραπεζικός υπάλληλος. Τον έκλεισαν σε τρελάδικο και γλίτωσε τη φυλακή. Για μια ζωή θα τον χαπακώνουνε σε κάποιο τρελάδικο. Είκοσι χρόνια στη γαμωτράπεζα να μετράει τα λεφτά των άλλων και τι κατάλαβε; Η σπιτονοικοκυρά έδιωξε τον Μπάμπη από το σπίτι αλλά τελικά εκείνος κατάφερε και δεν της πλήρωσε το τελευταίο της νοίκι. Δεν την ένοιαζε γιατί τώρα έκλαιγε για την νεκρή, χοντρή της κόρη. Ο Μπάμπης δεν λυπήθηκε. Από τότε ο Μπάμπης ντε Σότο πρόσεχε πολύ που έβαζε το πουλί του, περισσότερο κι από την υπογραφή του. Την υπογραφή σου δεν μπορούσε να στη μαγκώσει κανένα μουνί δαγκάνα. Ήταν πολύ κωλόφαρδος που ο τραπεζικός υπάλληλος δεν είχε άλλα φυσίγγια μέσα στο συρτάρι. Κωλόφαρδος. Ναι, αυτή ήταν η λέξη.

Page 23: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

23

Μαρξ Ο Πιτ ήθελε άδεια από τη «δουλειά» αλλά το μουνόπανο η γυναίκα του δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Όταν λέμε δουλειά εννοούμε το νυχτοκάματο του συζυγικού σεξ. Η Λίλυ ήταν μία ασχημομούρα, χοντρή φάλαινα που κάποτε, πριν από δέκα χρόνια, ήταν ένα όμορφο και καβλιάρικο κορίτσι. Ο Πιτ δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε καταντήσει έτσι. Δεν θυμόταν να είχε παντρευτεί αυτό το τέρας. Όλη μέρα καθόταν με την κωλάρα της στο σπίτι, δεν καθάριζε ούτε την τουαλέτα, δεν μαγείρευε και με το ζόρι έκανε μπάνιο. Το αποκορύφωμα στην προσωπική κόλαση του Πιτ ήταν πως η Λίλυ, εκτός από όλα τα άλλα, ήταν και νυμφομανής. Ήθελε να πηδιέται όλη μέρα και όλη τη νύχτα σαν τρελαμένη σκύλα την άνοιξη. Κάθε μέρα έσφιγγε το καβλί του Πιτ και δεν το άφηνε σε ησυχία. Μόλις εκείνος σχολούσε από τη δουλειά (έφτιαχνε στέγες για πλούσιους γιάπηδες) η Λίλυ η χοντρή, νυμφομανής γυναίκα του τον στρίμωχνε με τα κιλά της σε κάποια γωνιά και τον καβαλούσε σαν ξαναμμένη φοράδα. «Ρε μωρό μου ακόμη δεν μπήκα, πεινάω, όλη μέρα δούλευα». «Μετά το γαμήσι το φαΐ είναι πιο νόστιμο βρε χαζούλι». Ο Πιτ είχε φτάσει στο σημείο να κάνει υπερωρίες στις στέγες για να μην γυρνάει στο σπίτι. Αυτό ήταν κάτι το πρωτοφανές για αυτόν που πάντα ήταν τεμπελόσκυλο από τα λίγα. Σε σχέση όμως με αυτό που τον περίμενε στο σπίτι (η χοντρή γυναίκα του με το μουνί-πηγάδι) προτιμούσε το μεροκάματο χίλιες φορές. Το βιολί αυτό συνεχιζόταν. Μάλιστα μια νύχτα, γύρω στις τρεις, εκεί που ο Πιτ κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου η Λίλυ του αρπάει το εργαλείο και τα αρχίδια και αρχίζει να τα ζουλάει και να τα πιπιλάει σαν καραμέλες. Αυτό ήταν που ξεχείλησε το ποτήρι. «Τι κάνεις μωρή βλαμμένη; Κοιμάμαι, έχεις τρελαθεί; Κόντεψα να πάθω καρδιακό». Της πάτησε μία μπουνιά στη χοντρή της κοιλιά και την έκανε πέρα. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί αλλά παπάρια. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Η Λίλυ η χοντρή φάλαινα τον πηδούσε, στην κυριολεξία, δέκα φορές την ημέρα. Τον είχε στραγγίξει από σπέρμα και ζωή τον κακομοίρη τον Πιτ. Ήταν στα

Page 24: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

24

πρόθυρα της φυματίωσης. Είχε γίνει αδύνατος σαν σκιάχτρο και η ψωλή του σαν μπαγιάτικη μπάμια μετά από καταιγίδα. Αν δεν έκανε κάτι, ο Πιτ θα πέθαινε από αφυδάτωση και θα απεχθανόταν το σεξ για πάντα. Η γυναίκα του η Λίλυ ήταν τρελή. Τον έβλεπε σαν ένα τεράστιο καβλί με πόδια. Ώσπου μια μέρα ο Πιτ αποφάσισε να πάρει ένα σκύλο επιβήτορα, δώρο για τη γυναίκα του. Στην αρχή σκεφτόταν σοβαρά να της αγοράσει άλογο επιβήτορα αλλά μετά σκέφτηκε πως δεν θα χωρούσε στο μικρό τους διαμέρισμα και θα γέμιζε το κόσμο σκατά και αλογίσια βρώμα. Του έφτανε η βρώμα της χοντρής. Ένας φίλος από τη δουλειά, ο Έντυ, του πάσαρε ένα ντόπερμαν με το αζημίωτο φυσικά, πεντακόσια ευρώ στο χέρι, επιβήτορα, σκυλί που ήταν προορισμένο να γαμάει σκύλες για να τις γονιμοποιεί. Το πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το έλεγαν Μαρξ. Αν ήταν τυχερός (του είχαν πει πως το σκυλί είχε παίζει και σε τσόντες με αληθινές γυναίκες) η γυναίκα του η Λίλυ θα ξεζούμιζε το σκύλο, ο οποίος είχε και τεράστιο καβλί, και θα άφηνε τον Πιτ στην ησυχία του. Το μέλλον του Πιτ διαγραφόταν λαμπρό. Ο Μαρξ το ντόπερμαν φαινόταν να είναι μια μηχανή του σεξ. «Τι είναι αυτό το πράμα;» «Σου πήρα ένα σκυλάκι μωρό μου, να σου κάνει παρέα όσο εγώ θα είμαι στη δουλειά». «Αν με δαγκώσει θα το ψεκάσω με ποντικοφάρμακο». Ο Πιτ ευχήθηκε να τη δαγκώσει μήπως και πάθει λύσσα και ψοφήσει να τελειώνουμε. Αλλά όταν το ξανασκέφτηκε, μάλλον πως ο σκύλος θα πάθαινε λύσσα αν την δάγκωνε. Η χοντρή δεν πάθαινε τίποτα. Ήταν σαν γερμανικό τανκς. Οι μέρες περνούσαν αλλά τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ο Μαρξ δεν φαινόταν να πολυγουστάρει την κυρά του Πιτ. Ακόμη και ο σκύλος είχε κάποιο γούστο. Ο Πιτ δεν ήξερε τι να κάνει και δεν μπορούσε να καταλάβει που ήταν το πρόβλημα. Τελικά μια νύχτα κατάλαβε. Η γυναίκα του η Λίλυ είχε στριμώξει πάλι τον Πιτ και του έβγαζε για όγδοη φορά το λάδι στο γαμήσι. Εκεί που το κάνανε να σου ο Μαρξ να εμφανίζεται από το πουθενά με την τεράστια ψωλάρα του καβλωμένη να ανεβαίνει στο κρεβάτι μαζί με τα αφεντικά του. Ο σκύλος πλησίασε ύποπτα τον γυμνό κώλο του Πιτ, ο οποίος ιδρωκοπούσε στην προσπάθεια του να ικανοποιήσει το χοντρό τέρας τη

Page 25: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

25

Λίλυ, και βγάζοντας έναν ήχο σαν γουργουρητό, ο σκύλος έχωσε το τεράστιο καβλί του στον ανυποψίαστο κώλο του Πιτ. Εκείνη τη νύχτα τα ουρλιαχτά ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Ο Πιτ ξακαβάλησε τη Λίλυ, έριξε μια γυριστή μπουνιά στη μακρουλή μύτη του Μαρξ για να φύγει από τον κώλο του, σηκώθηκε, άρπαξε το σκύλο, τον πέταξε από το μπαλκόνι στο κενό, γέμισε την καραμπίνα που είχε πάντα κάτω από το κρεβάτι, πυροβόλησε τη χοντρή γυναίκα του δύο φορές στην κοιλιά και πήγε στο σαλόνι γυμνός. Επιτέλους είχε όλο το χρόνο δικό του. Άνοιξε μια κρύα μπύρα και έβγαλε το σελοφάν από ένα καινούριο πούρο. Ένας άντρας έπρεπε να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Το κωλόσκυλο που του πούλησε το αρχίδι ο Έντυ ήταν γκέι. Τώρα που το ξανασκεφτόταν πιο ψύχραιμα, δεν θα έπρεπε να είχε πετάξει τον Μαρξ από το μπαλκόνι. Τώρα δεν μπορούσε να πάρει τα λεφτά του πίσω από τον απατεώνα τον Έντυ.

Page 26: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

26

Το σιδερένιο μάτι Ο Δόκτωρ Μαξ δεν μπορούσε να αντέξει τους ανθρώπους και τις επιπόλαιες απόψεις τους. Ήταν πάντα αγέλαστος και δεν γούσταρε να του χαλάνε την ησυχία. Δεν μισούσε τους ανθρώπους, απλά ήταν από τους τύπους που προτιμούσε να τη βρίσκει μόνος του. Το κουδούνι στην οδό Λονγκ Ντεθ χτυπούσε μανιασμένα. Η ώρα ήταν εννέα το πρωί, ημέρα Τετάρτη, αν θυμόταν καλά. Είχε χάσει τις μέρες μιας και δεν δούλευε. Ο Δόκτωρ Μαξ ήταν ένα τεμπελόσκυλο του κερατά αλλά αυτό ήταν ένα από τα πολλά αποτελέσματα της μοναχικής ιδιοσυγκρασίας του. «Γαμώ το μουνί της πιο πεθαμένης καμήλας της ερήμου!!» είπε από μέσα του ο Δόκτωρ Μαξ καθώς σηκωνόταν από το στρώμα του. Πριν από δύο λεπτά ο Δόκτωρ Μαξ κοιμόταν του καλού καιρού και έβλεπε και ένα όνειρο πως ήταν λέει πολυεκατομμυριούχος Μαχαραγιάς με μεγάλη, σκληρή ψωλή. Το κεφάλι του από το χθεσινοβραδυνό μεθύσι ήταν σκατά. Υπήρχε ένα διαρκές σφυροκόπημα μέσα στο κρανίο και του ερχόταν να ξεράσει. Σύρθηκε με το λεκιασμένο του σώβρακο, ξυπόλητος μέχρι το παράθυρο για να δει ποιος μαλάκας τον ξύπνησε και του χάλασε το όνειρο. Ήταν χειμώνας και τα πλακάκια στο πάτωμα ήταν παγωμένα. Το σπίτι θύμιζε ιγκλού-χωματερή. Έπρεπε να καθαρίσει. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Αυτό που αντίκρυσε να στέκεται έξω από την εξώπορτα του πραγματικά δεν το περίμενε πως θα το έβλεπε ποτέ εκεί, εκείνη την ώρα. Μια πολύ όμορφη, ξανθιά, ψηλή, καλοφτιαγμένη, με γούστο στο ντύσιμο γυναίκα κοιτούσε την πόρτα του. Τι κορμί ήταν αυτό Θεούλη μου; Ήταν αυτό που λέμε γυναίκα από την υψηλή κοινωνία, με τακτ, κλας και όλα τα σχετικά τουμπερλέκια. Ο Μαξ έμεινε να χαζεύει μαγεμένος το πρωινό θαύμα που κάποιος του είχε αφήσει στο κατώφλι του. Τελικά μετά από λίγο θυμήθηκε να ανοίξει την πόρτα. Είπε να το παίξει άγριος. Μην δείξει πως του τρέχανε και τα σάλια από τη λιγομάρα. «Τι σκατά μου κοπανάς τα κουδούνια πρωινιάτικα κυρά μου;»

Page 27: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

27

«Καλημέρα. Είστε ο Δόκτωρ Μαξ Στάινερ;» «Ναι». «Ο διάσημος επιστήμονας;» «Άσε τις μαλακίες πρωί πρωί». «Μπορώ να περάσω για λίγο παρακαλώ;» «Γιατί;» «Θα ήθελα να σας κάνω μια πρόταση». Η γυναικάρα κούνησε τα υπέροχα καπούλια της και πήγαν μαζί και έκατσαν στο μικροσκοπικό σαλόνι, εκείνη στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ και ο Δόκτωρ Μαξ στην σπασμένη, παλιά πολυθρόνα ακριβώς απέναντι της. Παντού μπορούσες να δεις άδεια μπουκάλια μπύρας, πεταμένες, άπλυτες κάλτσες, κουτιά από πίτσες, κόκα κόλες, ένα παλιό, σπασμένο κράνος μηχανής, ένα σκουριασμένο ανοιχτήρι κρασιού και φυσικά ο σκύλος του Δόκτωρ Μαξ, ο Μπόνερ, που ως συνήθως ήταν κουλουριασμένος στο βρώμικο χαλάκι δίπλα από τον καναπέ και ροχάλιζε, θυμίζοντας προϊστορικό δεινόσαυρο που βαριέται να ανοίξει τα μάτια του ή άλλο ένα έπιπλο του σπιτιού που είχε γούνα στο χρώμα της λάσπης κι όταν την χάιδευες ήταν σαν να χάιδευες συρματόβουρτσα. Το μόνο είδος τεχνολογίας που υπήρχε στο σαλόνι ήταν μία παμπάλαια τηλεόραση που ήταν τόσο σκονισμένη που έμοιαζε αόρατη. «Λοιπόν σε ακούω» είπε ο Δόκτωρ Μαξ που ήταν ακόμη με το άπλυτο σώβρακο. Πάλευε να καθαρίσει ένα ποτήρι με το δάχτυλο που είχε μείνει μέσα του λίγο κρασί από το χτεσινοβραδυνό πιώμα. Το ποτήρι ήταν γεμάτο στάχτη. Τελικά είπιε μια γουλιά για να πάει κάτω η αναγούλα που του έφερνε η θέα του σπιτιού του και της τεράστιας, άσπρης κοιλάρας του. «Με λένε Χάρντ Κό Ρι Λα-Τικ-Τοκ-Τοκ και είμαι από έναν άλλο, μακρυνό πλανήτη» είπε η ξανθιά μουνάρα που είχε ήδη σταυρώσει τις μπουτάρες της και φαινότανε η άσπρη σάρκα μέσα από τη φούστα που φορούσε. «Από άλλο πλανήτη ε; Τι λε ρε παιδάκι μου». «Σας παρακαλώ μην ειρωνεύεστε. Με έχουν ειδικά εξοπλισμένη έτσι ώστε να πιάνω τα σήματα ειρωνίας σας, εσάς των ανθρώπων γενικά». «Πάντως για εξωγήινη είσαι πολύ όμορφη». «Αυτή εδώ είναι η ανθρώπινη ενδυμασία μου». «Πολύ ωραία ενδυμασία». «Μην είστε τόσο γλοιώδης. Τέλος πάντων, ευχαριστώ». «Θέλετε λίγο κρασί;»

Page 28: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

28

«Δεν πίνουμε αλκοόλ στον πλανήτη Λούνα-Τικ». «Και πως την βγάζετε καθαρή;» «Δεν σας καταλαβαίνω κύριε Στάινερ. Εμείς οι Λούνα-Τικ-Άριοι δεν έχουμε συκώτι, ούτε ανάγκη για μεθύσια. Θα μπω αμέσως στο θέμα. Ο πλανήτης από όπου έρχομαι, ο Λούνα-Τικ και πιο συγκεκριμένα δηλαδή το συμβούλιο των ευγενών μας, με πρωτεργάτη τον υπερύψιστο και πανσεβασμιότατο Άγιο Κυβερνήτη και Αρχηγό μας, την Αυτού Μεγαλειότης Άμπου-Μπι-Κόκο-Τικ-Τακ-Τοκ-Τζα, με έστειλαν στον πλανήτη Γη γιατί ενδιαφέρθηκαν για ένα συγκεκριμένο σας πείραμα, μία εφεύρεση που εσείς ο ίδιος κατασκευάσατε». «Για ποιο λες;» «Ενδιαφερόμαστε για το Σιδερένιο Μάτι». «Κυρά μου με κοροϊδεύεις; Τι παρλαπίπες μου τσαμπουνάς εκεί πέρα; Το Σιδερένιο Μάτι είναι χαλασμένο. Το έχω στην υπόγα μου και σκουριάζει εδώ και κάτι χρόνια. Τώρα σας έπιασε η κάψα;» «Ο πλανήτης Λούνα-Τικ, δυστυχώς, έχει χρονοκαθυστέρηση και τα ραντάρ μας πιάνουν σήμα με καθυστέρηση δύο ετών. Γι’ αυτό και αυτή η παρεξήγηση. Επίσης αυτή η καθυστέρηση είναι και ο λόγος που χρειαζόμαστε το Σιδερένιο Μάτι». «Ωραία, και τι θέλετε απο μένα τώρα;» «Θέλω να έρθετε μαζί μου κ. Στάινερ». «Που;» «Στον πλανήτη Λούνα-Τικ». «Και γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Αν έρθετε εκεί μαζί μου, θα ταξιδέψουμε με το υπερδιαγαλαξιακό αεροσκάφος Ντικορίλοκτι-Τεκ-Τοκ και αυτό το ταξίδι θα σας αναγεννήσει στην κυριολεξία. Θα κερδίσετε τριάντα χρόνια από τη ζωή σας. Στην ουσία θα γίνετε πάλι έφηβος». «Τι λε ρε πούστη μου». «Πρακτικά, όσο θα περνάει ο καιρός σας στον πλανήτη Λούνα-Τικ θα γίνετε σχεδόν Αθάνατος». «Και εσείς τι έχετε να κερδίσετε από όλο αυτό;» «Επιθυμούμε να μας κατασκευάσετε ένα καινούριο Σιδερένιο Μάτι έτσι ώστε να κατασκοπεύουμε και να μελετάμε όλο το Σύμπαν χωρίς καμία καθυστέρηση, σε ζωντανή μετάδοση». «Αυτό δεν γίνεται». «Γιατί;». «Γιατί έχω χάσει το ταλέντο μου. Είμαι πλέον ένα άχρηστο σκουλήκι της γης».

Page 29: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

29

«Δηλαδή δεν ενδιαφέρεστε πλέον για την επιστήμη, την ανακάλυψη του διαστήματος, την διεύρυνση του εγκεφάλου και της αντίληψης;» «Όχι». «Και για τι πράγμα ενδιαφέρεστε;» «Για τίποτα». «Μάλιστα. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα παραπάνω κ. Στάινερ. Οπότε εγώ να πηγαίνω». Η ψηλή ξανθιά γκομενάρα εξωγήινος σηκώθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα και έκανε να φύγει τραβώντας την κοντή της φούστα προς τα κάτω. «Που πας; Πρώτα με ξυπνάς, μετά με καβλώνεις με αθανασίες και άλλους πλανήτες και τώρα με αφήνεις με την ψωλή στο χέρι; Ε αυτό πάει πολύ». Ο Δόκτωρ Μαξ στην προσπάθεια του να αρπάξει το μπούτι της γυναικάρας, έπεσε σαν σακί από την πολυθρόνα. Κατάφερε όμως να την αρπάξει από τον κώλο με τα χίλια ζόρια. Είχε πραγματικά θεϊκό κώλαρο. Την ώρα που άρχισε να την βρίσκει και ένιωθε το καβλί του να σκληραίνει, η ξανθιά εξωγήινη τίναξε σαν ανθρώπινο χταπόδι τα χέρια της και πέταξε από τα μάτια της κάτι κόκκινα λέιζερ-φλόγες που έπεσαν πάνω στα χέρια του Δόκτωρ Μαξ σαν καφτό σίδερο. «ΟΟΟΟΟχχχχχχ. Πουτάνα με έκαψες!!» Το δέρμα του Δόκτωρ Μαξ άρχισε να λιώνει σαν πλαστικό. Η ξανθιά γκομενάρα στράφηκε προς την έξοδο του σπιτιού και τελικά εξαϋλώθηκε στο άπειρο με ένα ΤΣΟΥΦ που ακούστηκε σαν κούφια κλανιά. Ο Δόκτωρ Μαξ έμεινε εκεί, κάτω στο λεκιασμένο πάτωμα να χαζεύει με ανοιχτό το στόμα τα γεμάτα εγκαύματα χέρια του. Είχαν βγάλει κάτι τεράστιες φουσκάλες και έμοιαζαν με χέρια κάποιου τέρατος. Σύρθηκε μέχρι τη συσκευή του τηλεφώνου στο υπνοδωμάτιο του και κάλεσε ασθενοφόρο. Σκέφτηκε να πιει ένα ποτάκι μέχρι να έρθουν οι νοσοκόμοι να τον μαζέψουν. Ήταν πρωί ακόμη, γύρω στις έντεκα, αλλά το πρωί ήταν που το χρειαζόσουν πιο πολύ. Έριξε με δυσκολία δύο δάχτυλα σε ένα άπλυτο ποτήρι από ένα ανοιγμένο Κάτυ Σάρκ. Το είπιε μονορούφι. Το ουίσκι του έκαψε ευχάριστα το λαιμό και του απάλυνε τον πόνο από τα χέρια. Άναψε και ένα μισοσβησμένο στριφτό τσιγάρο που βρήκε στο πάτωμα πεταμένο από χτες. Κάποια στιγμή έπρεπε να καθαρίσει εδώ μέσα. Τι μπουρδέλο ήταν αυτό.

Page 30: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

30

Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά. Τι σκηνικό κι αυτό. Εξωγήινοι. Μάλλον θα έπρεπε, μόλις οι γιατροί θα του φτιάχνανε τα χέρια, να ξεκινήσει να φτιάχνει ένα καινούριο, πιο γαμάτο Σιδερένιο Μάτι. Ίσως τότε η ξανθιά μουνάρα να τον συγχωρούσε και να δεχόταν να τον παντρευτεί κάποια μέρα όταν θα γινόταν πάλι νέος, όμορφος και καβλιάρης εκεί στον πλανήτη της. Γαμώτο, σκέφτηκε ο Δόκτωρ Μαξ, δεν του είχε αφήσει και καμιά κάρτα της για να την πάρει κανά τηλέφωνο. Σίγουρα θα το ξαναέφτιαχνε το ριμάδι το Σιδερένιο Μάτι. Ήταν μια καλή επαγγελματική πρόταση. Τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του. Ο μαλάκας ο σκύλος ούτε που είχε κουνήσει από το χαλάκι. Τι διάολο, λες να ψόφησε; Μάλλον του κρατούσε μούτρα από χθες που βαρέθηκε να τον βγάλει βόλτα. Πάντως ένα ήταν σίγουρο. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.

Page 31: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

31

Μια απογοητευμένη ανώμαλη κότα Ο Μπάρυ τράκαρε με το αυτοκίνητο. Το έκανε γιατί το ήθελε και όχι από απροσεξία. Έπεσε με πενήντα χιλιόμετρα πάνω σε ένα τσιμεντένιο τοίχο. Το αμάξι έγινε σκατά. Τώρα τελευταία το συνήθιζε. Πάθαινε επίτηδες ατυχήματα γιατί ήθελε να πηγαίνει στο νοσοκομείο του Λα Χόγια. Του άρεσε το αποστειρωμένο περιβάλλον των νοσοκομείων. Είχε βάλει στο μυαλό πως ίσως κάποια καβλιάρα, νεαρή νοσοκόμα να του πασπάτευε τα παπάρια κι αυτό δεν έφευγε από το μυαλό του. Τον ερέθιζε. Ο Μπάρυ ήταν αυτό που λέμε λιγουλάκι ανωμαλιάρης. Το αυτοκίνητο του φαινόταν να έχει γερή ζημιά. Καπνός έβγαινε από το στραπατσαρισμένο καπό. Ο Μπάρυ κάλεσε μόνος του ασθενοφόρο. Καθόταν άνετος μέσα στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο του. Μερικοί περίεργοι είχαν μαζευτεί γύρω του και τον ρωτούσαν αν είναι καλά. «Καλά είμαι. Κοιτάτε τη δουλειά σας». Όταν έφτασαν οι νοσοκόμοι εκείνος είχε ήδη ανάψει τσιγάρο και κοίταζε στο πουθενά. «Ρε φίλε δεν έχεις τίποτα». «Απαιτώ να με πάτε στο νοσοκομείο. Θέλω να γίνει τσεκ απ. Κι αν έχω κάποια εσωτερική αιμορραγία;». «Που χτύπησες;» «Κυρίως στα παπάρια». Το μεγάλο και πονηρό σχέδιο του Μπάρυ είχε μπει ήδη σε λειτουργία. Σίγουρα κάποια μουνάρα νοσοκόμα θα του πασπάτευε τα χαλαμπαλίκια ή καμιά γιατρίνα στα σίγουρα. Θα την περνούσε φίνα στο νοσοκομείο του Λα Χόγια. Όταν ένας χοντρός και βρωμερός νοσοκόμος πήγε να τον εξετάσει μέσα στο ασθενοφόρο ο Μπάρυ τινάχτικε σαν ακρίδα. «Τι κάνεις ρε μαλάκα; Μην με ακουμπάς, χοντρή και σκατιάρα κατσαρίδα». Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο τον έβαλαν σε ένα φορείο και τον πήγαν στα επείγοντα. Μια χοντρή γιατρίνα, μεσήλικη με κοιλιά νταλικέρη ήρθε δίπλα του. Η φάτσα της έμοιαζε με φάτσα φιδιού. «Που χτυπήσατε κύριε;» «Στα παπάρ...στα γεννητικά όργανα». «Μάλιστα».

Page 32: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

32

Του πήρε την πίεση, του πίεσε και του εξέτασε όλα τα ζωτικά όργανα, συκώτι, καρδιά, νεφρά, σπλήνα. Τον έβαλε να κάνει ακόμη και ακτινογραφία θώρακος αλλά τα παπάρια δεν του τα άγγιξε κανείς. «Δεν έχετε τίποτα κύριε». «Μα δεν με εξετάσατε στα γεννητικά όργανα». «Κύριε σαν είπα δεν έχετε τίποτα». Ο Μπάρυ έφυγε απογοητευμένος από το νοσοκομείο του Λα Χόγια. Τώρα έπρεπε να καλέσει γερανό να πάρει το τρακαρισμένο του αυτοκίνητο. Αύριο. Απόψε ήταν λυπημένος που κανείς δεν του έπιασε τα αρχίδια. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφτασε με το λεωφορείο στο αχούρι που νοίκιαζε τους τελευταίους μήνες ήταν να ανέβει στην ταράτσα με σκοπό να πέσει. Φυσικά δεν το έκανε. Ο Μπάρυ ήταν κότα. Μια απογοητευμένη, ανώμαλη κότα. Πήγε να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί για να ξεχάσει τον πόνο του. Αύριο ίσως να του εξετάζανε τα παπάρια αν σκαρφιζόταν κάτι καλό.

Page 33: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

33

Ποτέ μην βρίζεις το Χριστό μπροστά μου Ένιωθε να πνίγεται, λες και οι τέσσερις τοίχοι ήταν γεμάτοι νερό. Ήταν νύχτα και δεν τον έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα. Το μπουκάλι με το κρασί είχε τελειώσει και του είχε μείνει ένα τσιγάρο για να καπνίσει. Ο Σπάικ ήταν άνεργος, τριάντα πέντε χρονών, χωρίς καμία φιλοδοξία για να γίνει διευθυντής πωλήσεων ή προϊστάμενος λογιστηρίου και χωρίς θέληση για να φτιάξει τη ζωή του με κανένα τρόπο. Η φάτσα του έμοιαζε σαν να είχε περάσει από πάνω της τρακτέρ. Πίστευε πως όποιος προσπαθούσε να γίνει κάτι ήταν μεγάλος τρόμπας. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να παίρνει μάτι την μουνάρα τη γειτόνισσα από την απέναντι πολυκατοικία, όταν γδυνόταν για να μπει στο μπάνιο ή όταν άπλωνε τα ρούχα της στο μπαλκόνι φορώντας μόνο τα εσώρουχα της. Είχε κληρονομήσει από τον παππού του ένα παλιό αλλά δυνατό τηλεσκόπιο και το είχε στήσει στο μοναδικό παράθυρο της γκαρσονιέρας του στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας. Ο Σπάικ ήταν γραμμένος (μετά από χίλια ζόρια και ένα γραφειοκρατικό γολγοθά στεγνού πολτού Α4) στο ταμείο ανεργίας του ΟΑΕΔ και έπαιρνε το μήνα περίπου πεντακόσια ευρώ. Δεν του φτάνανε για να ζήσει κι έτσι έκανε περικοπές από παντού. Είχε σκεφτεί να πουλήσει το κορμί του σε καμιά καβλωμένη, πλούσια γριά αλλά δεν ήταν του στυλ του σε τελική ανάλυση. Απόψε ο Σπάικ δεν είχε όρεξη για μπανιστήρι. Κατέβηκε με τις ξεπατωμένες παντόφλες του τη σκάλα της πολυκατοικίας και πήγε στο περίπτερο της οδού Μποφώρ που ήταν ανοιχτό για όλο το εικοσιτετράωρο. «Που’ σαι ρε Σπάικ; Πως πάει ρε μαλάκα, γαμάς καθόλου ή πάλι την έχεις κάνει περδικολάστιχο;» «Δεν κάνω σεξ. Το έχω απαρνηθεί. Είμαι βουδιστής μοναχός πλέον». «Τι λε ρε πούστη». «Πιάσε ένα πακέτο Μάρλμπορο Λάιτς και μια εξάδα μπύρες, από τις φτηνές». «Εφτά ευρώ είναι». «Γράφτα». «Με έχεις γαμήσει ρε Σπάικ. Όλο βερεσέ, έχουμε και κρίση..».

Page 34: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

34

«Θα στα ξεχρεώσω τον άλλο μήνα που θα έχουν ανέβει οι μετοχές μου στο Χρηματιστήριο». «Άστο διάολο μωρή κουράδα, κάνεις και χιούμορ. Καλά θα κάνεις να μου τα πληρώσεις σύντομα γιατί τέρμα το βερεσέ». Ο Σπάικ ανέβηκε στο δωμάτιο του μαζί με τα ψώνια. Άναψε τσιγάρο από το καινούριο πακέτο και άρπαξε μια κρύα μπύρα. Είχε κάβλες. Άνοιξε την τηλεοράση και έπεσε σε κάτι τηλεφωνικά νούμερα κοινωνικής υποστήριξης και συμπαράστασης της Χριστιανικής Εκκλησίας του Αγίου Θωμά. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό. «Κοινωνική υποστήριξη Αγίου Θωμά. Λέγεται παρακαλώ». Η φωνή ήταν γυναικεία και πολύ καβλιάρικη. «Έλα μωρό μου» είπε ο Σπάικ, «Έχω πρόβλημα με τη στύση μου. Δεν μου σηκώνεται. Χρειάζομαι βοήθεια. Μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις ένα χεράκι;» «Κύριε, ξέρετε που πήρατε; Εδώ είναι κοινωνική υποστήριξη Αγίου Θωμά». «Ε ναι, καλά πήρα, θα ήθελα να με υποστηρίξετε. Ξέρετε έχω πρόβλημα στυτικής δυσλειτουργίας». «Και τι να σας κάνω εγώ; Πήγατε σε κάποιο γιατρό;» «Πήγα αλλά δεν γίνεται τίποτα». «Δεν μπορώ να σας βοηθήσω κύριε». «Αν σου είναι εύκολο, θα μπορούσες να μου πεις τι φοράς για να καβλώσω». «Σας παρακαλώ κύριε». «Μα γαμώ το Χριστό μου, τι σκατά κοινωνική υποστήριξη είστε; Μπορώ να σου δώσω χρήματα αν με κάνεις να καβλώσω». Ο Σπάικ πραγματικά είχε ερεθιστεί. Η φωνή στην άλλη μεριά του τηλεφώνου ήταν ακόμη πιο σεξουαλική όταν νευρίαζε. «Πόσα προσφέρετε;» «Αν έρθεις στο σπίτι μου θα σου δώσω πεντακόσια ευρώ στο χέρι». «Ξέρετε κύριε, είμαι καλόγρια». «Δεν με νοιάζει ακόμη κι αν είσαι η Μητέρα Τερέζα, ίσα ίσα, πάντα είχα τρελές φαντασιώσεις με καλόγριες». «Ωραία. Πείτε μου την διεύθυνση σας παρακαλώ». «Μποφώρ 32, στον δεύτερο όροφο, το όνομα είναι Σπάικ Ντάντλι». «Σε ένα τέταρτο θα είμαι εκεί». Ο Σπάικ έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν πίστευε στην τύχη του, είχε πάρει για χαβαλέ το νούμερο, μπας και γελάσει λίγο και τώρα του βγήκε σε

Page 35: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

35

ένα κανονικό καυτό ραντεβού που ίσως να κατέληγε σε σεξ με μία καβλωμένη καλόγρια. Φυσικά δεν είχε πεντακόσια ευρώ αλλά θα τα βρισκάνε με τα λεφτά, δεν υπήρχε πρόβλημα, θα τις έδινε λιγότερα ή θα έκανε δωρεάν κοινωνική εργασία για την Χριστιανική εκκλησία του Αγίου Θωμά. Συμμάζεψε λίγο το μπουρδέλο το δωμάτιο του που έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Βρώμικα ρούχα στο πάτωμα, σκισμένα και παλιά περιοδικά και εφημεριδές που άρχιζαν να κιτρινίζουν. Έπλυνε τα πιάτα που είχαν μαζευτεί στο νεροχύτη και βρωμούσαν σάπιο νερό και έριξε αποσμητικό στις τριχωτές του μασχάλες που μύριζαν σαν χωματερή. Βαριόταν να μπει για μπάνιο. Κοίταξε λίγο τον εαυτό του στον καθρέπτη που είχε δίπλα από το κρεβάτι. 1.85 ύψος, ενενήντα κιλά, μπυροκοιλιά που θα τη ζήλευε σούμο παλαιστής, λεπτά πόδια και μικρά χέρια. Ήταν το πρότυπο του κάθε λευκού σκουπιδοφάγου αστικού πλάσματος. Το κουδούνι χτύπησε και ο Σπάικ κορδώθηκε σα λόρδος, ανασήκωσε το σώβρακο του και πήγε να ανοίξει τη πόρτα. Δεν φορούσε μπλούζα. Όταν άνοιξε αντίκρυσε μπροστά του ένα φοβερό μανούλι σαν μοντέλο από περιοδικό ντυμένο καλόγρια. Μάλλον κάποιος του έκανε πλάκα ή κάτι είχε ρίξει ο αρχίδας ο περιπτεράς μέσα στη μπύρα και έβλεπε παραισθήσεις. «Είσαι ο Σπάικ;» «Ναι». Της έκανε νόημα να περάσει μέσα στο σπιτικό του. Εκείνη έριξε μια ματιά στο χώρο και πήρε μια έκφραση αηδίας στο κατά τα άλλα τέλειο πρόσωπο της. Η μυρωδιά του αποσμητικού πάνω από την ιδρωτίλα και τη σκουπιδίλα που έβγαζε το σπίτι μάλλον της έφερε αναγούλα. Έκατσαν στον παλιό καναπέ. «Θες ένα ποτό;» «Ναι. Ένα ουίσκι θα το έπινα». Σκληρή καλόγρια σκέφτηκε ο Σπάικ. Η καλόγρια ήταν πραγματικά μουνάρα. Ο Σπάικ φανταζόταν τι κορμί να έκρυβε κάτω από το στενό της μαύρο ράσο. Κορμί φιδίσιο με μακρυά πόδια και μεγάλες βυζάρες. Φοβερό. Ήταν μελαχροινή και είχε μεγάλα μάτια. Μία τέλεια καλόγρια. Της έβαλε το ουίσκι και εκείνη με μία αριστοτεχνική κίνηση του καρπού το είπιε μονορούφι. Ο Σπάικ την κοίταζε σαν μαλάκας με ανοιχτό το στόμα. Η καλόγρια άναψε τσιγάρο. Ήταν μια τρελή

Page 36: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

36

κατάσταση και ο Σπάικ είχε τρελαθεί από τη χαρά του. Τι κελεπούρι ήταν ετούτο εδώ! Η καλόγρια-Θεά μίλησε πρώτη. «Λοιπόν, ας αρχίσουμε». «Ναι, φυσικά, ας αρχίσουμε». Τι κωλοφαρδία ήταν αυτή. Επιτέλους θα γαμούσε. Και επιτέλους θα είχε κάτι να πει στο σκατιάρη τον περιπτερά που όλο του την έλεγε. Θα γαμούσε και καλόγρια αλλά και μουνάρα. Το μόνο που φοβόταν ο Σπάικ ήταν να μην έχει βγάλει το μουνί της αράχνες. Αλλά εδώ που τα λέμε και το δικό του εργαλείο δεν πήγαινε πίσω. Είχε να γαμησει κανά χρόνο. Ευτυχώς όμως το προπονούσε με εντατικό αυνανισμό. Ο Σπάικ ήταν μεγάλος αυνάνας. Δεν το προτιμούσε απλά οι περιστάσεις ήταν έτσι. Την ώρα που ο Σπάικ πήγε να την αρπάξει από το αριστερό βυζί η καλόγρια έκανε μια ξαφνική κίνηση Κουνγκ Φου με το χέρι της και τον χτύπησε στη μύτη με όλη της τη δύναμη. «ΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡΡΓΓΓΓΚΚΖΧΧΧΖΧΧΧΧΖΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΙΟΧ!!!!!! Μου έσπασες τη μύτη μωρή!!!!!!» Τα αίματα είχαν αρχίσει να τρέχουνε στο πρόσωπο και στο λαιμό του Σπάικ. Πραγματικά του είχε σπάσει τη μύτη. Ο πόνος ήτανε τρομερός. Η μουνάρα-Καράτε Κιντ-καλόγρια μίλησε. «Τι νόμιζες βρε φτωχομπινέ πως θα ερχόμουν εδώ για να με γαμήσεις; Και μόνο για πεντακόσια ψωροευρώ; Πρέπει να είσαι και πολύ μεγάλος μαλάκας». Η καλόγρια έβγαλε ένα τεράστιο σιδεροσωλήνα μέσα από το μακρύ της ράσο και άρχισε να το κοπανάει με μίσος πάνω στο τεράστιο σώμα του Σπάικ που είχε κουλουριαστεί στον καναπέ και σφάδαζε. «Αυτό για να μάθεις να μην βρίζεις τον Χριστό μπροστά σε μια καλόγρια παλιοαρχίδι, ο θεός να με συγχωρέσει». Μετά που τελείωσε με τον σιδεροσωλήνα, η καλόγρια έριξε μία κίτρινη ρωχάλα στη ματωμένη μάπα του Σπάικ που πλέον ήταν πεσμένος φαρδύς πλατύς στο ασφουγγάριστο πάτωμα. Του είχε σπάσει τρία δόντια, ένα χέρι, ένα πόδι και μερικά πλευρά. Ο Σπάικ άρχισε να γελάει μανιασμένα και μερικές στάλες αίμα πετάχτηκαν στο ράσο της καλόγριας. «Τι γελάς ρε αρχίδα;» Ο Σπάικ κάτι προσπαθούσε να πει μέσα από τα αίματα που είχε στο στόμα του. «Τι λες ρε μαλάκα;» «Γμωω τοο Χρστόοοοοο σουυυυυυ».

Page 37: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

37

«Τι;;;;» «ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ!!!!». Η καλόγρια εκδικητής κιτρίνισε από το κακό της και στην προσπάθεια της να βγάλει κάτι από το ράσο της, ένα βυζόμπαλο πετάχτηκε έξω, μεγάλο και στητό σαν πεπόνι. Είχε φοβερές βυζάρες τελικά. Το τεράστιο περίστροφο πυροβόλησε τον Σπάικ στα παπάρια και ο Σπάικ ούρλιαξε σαν κογιότ. «Τώρα δεν νομίζω να ξαναέχεις πρόβλημα στύσης αμαρτωλή κατσαρίδα». «ΑΟΑΑΑΑΑΧΡΓΡΡΓΓΚΚΟΥΧΧΧΧ». «Ποτέ μην βρίζεις το Χριστό μπροστά μου. Είναι ο αγαπημένος μου. Ποτέ. Ποτέ. Ο θεός να σε συγχωρέσει για τις αμαρτίες σου βρωμιάρη». Ο Σπάικ ήταν ακόμη ζωντανός και σφάδαζε στο πάτωμα που ήταν πλέον γεμάτο αίμα. Η καλόγρια μουνάρα-καράτε κιντ-εκδικητής-πιστολέρο πήγε μέχρι το κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι και πήρε από το πορτοφόλι του Σπάικ όσα είχε. Εκατό ευρώ και κάτι ψιλά. «Αυτά εδώ τα παίρνω για τον έρανο του Αγίου Θωμά. Τουλάχιστον θα έχεις να λες πως έκανες και μια καλή πράξη για τα παιδάκια του ορφανοτροφείου». Η καλόγρια έκανε το σταυρό της με σύνεση, έφτυσε άλλη μια φορά τη μάπα του Σπάικ, άνοιξε την εξώπορτα και χάθηκε στο σκοτάδι του διαδρόμου της πολυκατοικίας. Ο Σπάικ, λίγο πριν πεθάνει από αιμορραγία, σκέφτηκε πως ο κόσμος είναι ένα τεράστιο τρελοκομείο και οι άνθρωποι που ζουν μέσα του είναι οι αιώνια αθεράπευτοι ασθενείς.

Page 38: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

38

Έρωτας στα σκουπίδια Ο Τζόντι Ντρίσκολ ήταν καθαριστής στο Δήμο. Δεν την πολυγούσταρε την σκατοδουλειά αλλά δεν μπορούσε να πληρώσει το νοίκι χωρίς αυτήν, οπότε την έκανε και έλεγε και ένα τραγούδι. Δεν γούσταρε να ζει στο δρόμο, ήθελε μια στέγη πάνω από το καύκαλο του. Είχε να πηδήξει πολύ καιρό. Δεν ήταν της μόδας να είσαι σκουπιδιάρης. Οι άλλοι συνάδελφοι το έλεγαν «καθαριστές» αλλά ήξερε τι ήταν. Σκουπιδιάρηδες. Ε και; Όλοι πρέπει να είναι κάτι. Δεν τον ενοχλούσε η βρώμα, ούτε το κρύο και η βροχή πάνω στο φορτηγό. Είχε κάνει και πιο δύσκολες δουλειές. Τουλάχιστον σε αυτή τη δουλειά ήτανε συνέχεια έξω και έκανε βόλτες μέσα στη πόλη. Τώρα ήταν καλοκαίρι και ο Τζόντι έκανε ίσαμε δέκα ντουζ την ημέρα. Δεν είχε τι άλλο να κάνει και επίσης με αυτή τη ζέστη ίδρωνε σαν γουρούνι. Κάθε πρωί έπαιρνε μάτι τα κυριλέ κωλαράκια του Δήμου. Πριν φύγουν με τη σκουπιδιάρα (έμοιαζε με σιδερένιο τέρας που βρωμούσε μονίμως ξερατό), ο Τζόντι έριχνε μερικά λάγνα βλέμματα στα μουνάκια που δούλευαν στα γραφεία. Όπως θα καταλάβατε από το όλο προφίλ του Τζόντι, δεν είχε και μεγάλη επιτυχία στις ψιλομύτες γκόμενες του Δήμου, που αν δεν είχες μια τσέπη σαν τσουβάλι, γεμάτη λεφτά, να ξεχειλίζει η κωλοτρυπίδα σου ευρώ, δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσουν να σε κοιτάξουν. Ο Τζόντι Ντρίσκολ ήταν φτωχομπινές, λουμπενιάρης και αλητήριος εκ πεποιθήσεως και όχι μόνο λόγω των κοινωνικών περιστάσεων της ζωής του. Ήταν νύχτα (είχε πάρει επίτηδες την νυχτερινή βάρδια γιατί ήταν ήσυχα και δεν είχε ήλιο να σου ζεματάει τ’ αρχίδια) και μαζί με τον συνσκουπιδιάρη Γιούρι είχαν καβαλήσει τη σκουπιδιάρα (την οποία την είχαν ονομάσει Μπάμπω γιατί ήταν θεόπαλια σαν γιαγιά) και ο οδηγός ο Λου τους οδηγούσε μέσα από τα στενά μονοπάτια της πόλης για να μαζέψουν τους κάδους. «Ρε μαλάκα Τζόντι, πάμε όταν σχολάσουμε κάτω στο λιμάνι, στης Τζένης;» «Πάλι στο μπουρδέλο ρε μαλάκα Γιούρι;» «Ναι ρε πάλι, τι να κάνω, αφού δεν βρίσκω γκόμενα».

Page 39: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

39

«Καλά με έπεισες, πάμε». Η Μπάμπω (το σκουπιδιάρικο) σταμάταγε κάθε λίγο και οι δυό τους, ο Τζόντι και ο Γιούρι, τραβολογούσανε σαν σφαχτάρια τους γκρίζους από τη μπίχλα κάδους και τους στερεώνανε στη δαγκάνα της σκουπιδιάρας. Ο Γιούρι πατούσε το κουμπί για να ρουφήξει το φορτηγό τον κάδο μέσα του και να τον αδειάσει βγάζοντας τον πάλι έξω σαν νεογέννητο, ολόφρεσκο μωρό. «Πω πω ρε μαλάκα, έχει φτιάξει η μάνα μου ένα μουσακά μούρλια, αν θες Τζόντι, μετά το μπουρδέλο, έλα να σου κάνω το τραπέζι». «Μπα, κάνω υγειηνή διατροφή, πίνω μπύρα και τρώω κρακεράκια με μπέικον παίζοντας playstation 3». «Ναι μαλάκα Τζόντι, γι’ αυτό έχεις μια κοιλάρα σαν πρησμένο ταμπούρλο των Μάο Μάο». «Αφου αθλούμαι ρε μαλάκα Γιούρι». «Ναι, παίζεις pro evolution με τις ώρες. Άστο διάολο σκατιάρη». «Έχω πρόβλημα τυμπανισμού, αυτό είναι όλο». «Είσαι μεγάλος μαλάκας Τζόντι». «Ευχαριστώ Γιούρι». Τα γέλια τους αντηχούσαν μέσα στους έρημους δρόμους της πόλης. Η ώρα είχε πάει τρεις το πρωί. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ξαφνικά η σκουπιδιάρα σταμάτησε. Ο Λου ο οδηγός βγήκε από την καμπίνα του. «Τζόντι, κάτσε εδώ να φυλάς τη Μπάμπω, πάω με τον Γιούρι να πάρουμε κανά σουβλάκι. Με έπιασε πείνα. Θες τίποτα;». «Μπα». Ο Τζόντι άναψε ένα στριφτό τσιγάρο που του είχε μείνει μέσα στην καπνοσακούλα από πιο πριν. Πήρε δύο δυνατές ρουφηξιές και έκπνευσε γαλάζιο καπνό μέσα στον αέρα της ζεστής νύχτας. Αισθάνθηκε μια ευχάριστη ζαλάδα να τον κατακλύζει. Μέσα από τη σκουπιδιάρα ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος, σαν κάτι ζωντανό να πάλευε να βγεί από μέσα της. Σηκώθηκε από το πεζοδρόμιο που την είχε αράξει για να δει τι είναι αυτό που έκανε αυτό το θόρυβο. Καμιά γάτα ίσως; Ο Τζόντι έμεινε άναυδος. Οι δαγκάνες του φορτηγού άνοιξαν σαν κουρτίνες και από μέσα πετάχτηκε ένα γυναικείο σώμα. Σαν κάποιος να το εκτόξευσε μέσα από τα λιωμένα απορρίματα με τρομερή δύναμη. Ήταν αστείο. Το πιο γελοίο ήταν πως η γυναίκα ναι μεν δεν είχε χέρι αλλά ήταν πραγματικά θεά.

Page 40: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

40

Βέβαια, κάτι δεν πήγαινε καλά με το πρόσωπο της. Ήταν λες και το είχε πατήσει τρένο ή μπουλντόζα. Έμοιαζε με ζόμπι! Τι στο πούτσο; Πως ξέφυγε αυτή; Η γυναίκα σηκώθηκε από την άσφαλτο, άνοιξε τα γαλάζια της, πανέμορφα μάτια και κοίταξε τον Τζόντι με λάγνο βλέμμα. Ο Τζόντι χέστηκε πάνω του αλλά συγχρόνως ερεθίστηκε σαν καβλωμένο γαϊδούρι. Η γυναίκα-ζόμπι τον πλησίασε και εκείνος της έριξε μια με τη βαριά του, εργασιακή μπότα στη μάπα σε στυλ καρατέκα κουνγκ φου μάστερ. Η γυναίκα έπεσε ξερή στο δρόμο. Ο Τζόντι πήγε από πάνω της και καρφώθηκε στα γυμνά της μπούτια. Ήταν σχεδόν γυμνή, αν εξαιρέσεις το μικροσκοπικό της κυλοτάκι και το αραχνοΰφαντο σουτιέν της. Είχε δύο φοβερές, ζουμερές βυζάρες. Η μαλακία ήταν πως ήταν ζόμπι. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε δραπετεύσει από την περιοχή Ζ, στην δυτική πλευρά της πόλης. Εκεί, η κυβέρνηση, είχε μαντρώσει όλα τα ζόμπι της πόλης, για να μην ενοχλούν τους ευηπόληπτους πολίτες που είχαν τα φράγκα και τις σπιταρώνες. Δεν γαμιέται, σκέφτηκε ο Τζόντι, ή τώρα ή ποτέ. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα να χάσει, πάντα ήθελε να γίνει κι αυτός ζόμπι, όλοι του οι παιδικοί ήρωες ήταν ζόμπι. Κατέβασε με άτσαλες κινήσεις τη φόρμα της δουλειάς και έχωσε το πουλί του μέσα στη γυναίκα ζόμπι. Κουνήθηκε καμιά δεκαριά φορές σαν καθυστερημένος μπαμπουίνος που ψάχνει μυρμήγκια στο χώμα με τη μύτη του και έχυσε γλύφοντας με μανία τα βυζιά της κοπέλας ζόμπι. Η συνουσία όμως την είχε ξυπνήσει. Τώρα τίποτα δεν τον έσωζε. Του έριξε ένα δυνατό δάγκωμα στο λαιμό καθώς εκείνος έχυνε το σπέρμα του μέσα της. Ο Τζόντι Ντρίσκολ ήταν επισήμως ζόμπι. «Πως σε λένε μωρό μου;» είπε στη γυναίκα ο Τζόντι. «Σεσίλια». «Σεσίλια, θέλεις να παντρευτούμε;» «Δεν σε νοιάζει το χέρι;» «Όχι μωρό μου, θα σου πάρω ένα πλαστικό». «Ε τότε, ναι, θέλω». Επιτέλους ο Τζόντι είχε βρει τον έρωτα της ζωής του. Και τι έγινε που ήταν ζόμπι; Πιάστηκαν χέρι, χέρι και κατευθύνθηκαν προς την περιοχή Ζ ευτυχισμένοι.

Page 41: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

41

Ο Κόμης Φρίκουλας Ο Σελέκτ ήταν άλλος ένας μοναχικός τύπος από αυτούς που έχουν περάσει τα τριάντα και ακόμη δεν ξέρουν τι τους γίνεται και δεν γουστάρουν τη φάτσα τους όταν την βλέπουν στον καθρέπτη τα πρωινά. Ζούσε μόνος στο δωμάτιο που νοίκιαζε στην οδό Γκιλοτίνας 47. Το χόμπι του ήταν να πίνει μπύρες και να καπνίζει πούρα Buckwoods με γεύση βανίλια. Δεν πήγαινε σινεμά, δεν πήγαινε να ακούσει την καινούρια ποίηση του Νέστορα Κουλτουριάδη που έκανε θραύση αυτή την εποχή, δεν είχε φίλους, μόνο γνωστούς, κι αυτοί με τη σειρά τους τον κράζανε πίσω από την πλάτη του, αποκαλώντας τον μισάνθρωπο και βροντοψώλη. Βασικά η μόνη ανθρώπινη παρέα που μπορούσε να αντέξει ήταν θηλυκού γένους αλλά αυτή την περίοδο, είπαμε, ήταν κάπως βροντοψώλης. Δηλαδή την έβρισκε μόνος του αυτός κι ο πόνος του. Επίσης μισούσε το ποδόσφαιρο και όλα τα RnB βίντεο κλιπ με όλη του την ψυχή. Καθόταν ήρεμος και τραβούσε χαλαρωτικές τζούρες από το καινούριο του πούρο που μόλις είχε βγάλει την ζελατίνα, όταν το κουδούνι ήχησε σαν δαιμονισμένο ουρλιαχτό από τον Άδη. Από την τρομάρα του πετάχτηκε και το πούρο του έπεσε στην ποδιά, καίγοντας τον στο αριστερό μπούτι. Ο τόπος μύρισε καμμένες τρίχες. «Γαμώ το κωλοκούδουνο γαμώ! Δεν πρόκειται να το συνηθίσω ποτέ αυτό το σκατόπραμα». Σκέφτηκε κατσούφης πως σίγουρα θα ήταν το χοντρογούρουνο ο σπιτονοικοκύρης του και θα ήθελε τα νοίκια που του χρωστούσε για τους δύο προηγούμενους μήνες. Σηκώθηκε χωρίς όρεξη από την καρέκλα της κουζίνας και έσειρε τα πόδια του μέχρι την εξώπορτα. Άνοιξε την πόρτα. «Γεια σας, μήπως σας βρίσκεται καθόλου αίμα;»

Page 42: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

42

Η μορφή που ήταν στημένη έξω από την πόρτα του Σελέκτ έμοιαζε πιο πολύ με σκελετό παρά με άνθρωπο. Φορούσε κουστούμι. «Τι λες ρε μαλακοπίτουρα;» «Λέω, μήπως σαν βρίσκεται λίγο αίμα;» «Και τι είναι εδώ ρε μαλάκα, νοσοκομείο;» «Μήπως τότε θα μπορούσα να σας δαγκώσω λίγο;» Ο Σελέκτ του έκλεισε με δύναμη την πόρτα στη μούρη. Δεν πάμε καλά, σκέφτηκε. Πήγε και ξανακάθισε στην καρέκλα του, μαζεύοντας το πεσμένο του πούρο από τα βρώμικα πλακάκια. Η τηλεόραση, ως συνήθως, έπαιζε παπαριές, σαπουνόπερες για γριές και τηλεπαιχνίδια τόσο καταθλιπτικά που θα μπορούσες να κόψεις τις φλέβες σου αν τα κοιτούσες έστω και για λίγο. ΝΝΝΝΝΝΝΤΤΤΤΤΤΤΤΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ!!!!!!!! Το κουδούνι ξαναχτύπησε. Το πούρο του Σελέκτ ξαναέπεσε στο μπούτι του και τον έκαψε στο ίδιο σημείο. Το δωμάτιο μύρισε καμμένη σάρκα. «Γαμώ το πούστη το Θεό τον καριόλη τον παλιοαρχίδα που κάθεται στο σύννεφο του και ξύνει τα παπάρια του!» Ο Σελέκτ άρπαξε το παλιό, ξύλινο ρόπαλο του μπέιζμπωλ από τη γωνία της κουζίνας. Θα του άνοιγε το κεφάλι αυτή τη φορά. Άνοιξε την πόρτα με φόρα και αντίκρυσε πάλι τον κουστουμαρισμένο σκελετό. «Ε δεν τρώγεσαι ρε μαλάκα». Ήταν έτοιμος να του ρίξει μία καλή ροπαλιά στα σκελετωμένα του μουτσούνια όταν ο σκελετός έπεσε στα γόνατα και άρχισε να ψελίζει. «Σε παρακαλώ ρε φίλε, αν είναι εύκολο, θέλω λίγο να σε δαγκώσω. Δεν είμαι αληθινό βαμπίρ, απλά την βρίσκω με το να δαγκώνω. Με χαλαρώνει και με ξεαγχώνει. Είμαι πολύ αγχωτικός ξέρεις και η δουλειά στο γραφείο είναι σκότωμα και οι μπάσταρδοι οι συνάδελφοι μου μου σπάνε τα αρχίδια επειδή μοιάζω με σκελετό». «Δηλαδή θέλεις να με δαγκώσεις για να ξεαγχωθείς; Μήπως είσαι κανάς βρωμόπουστας ρε κερατά;» «Ναι!...δηλαδή όχι..εννοώ ναι θέλω να σε δαγκώσω αλλά δεν είμαι βρωμόπουστας». «Κοίτα φίλε, ξέρω τι ζόρι τραβάς με τη δουλειά, αν είναι έλα μέσα να πιούμε καμιά μπύρα και το συζητάμε». «Δεν γαμιέται, γιατί όχι». Ο σκελετός με το κουστούμι μπήκε μέσα στην τρώγλη του Σελέκτ.

Page 43: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

43

«Έχεις τεράστια κοιλιά». «Εντάξει, κι εσύ μοιάζεις με σκελετό αλλά δεν κάνω έτσι». «Ναι μωρέ το ξέρω, οι φίλοι με φωνάζουν Κόμη Φρίκουλα». «Χάρηκα, εγώ είμαι ο Σελέκτ». «Ωραίο το σπίτι σου». «Σκατά είναι αλλά πληρώνω λίγο νοίκι, όταν το πληρώνω». ΝΝΝΝΝΝΝΝΤΤΤΤΤΤΤΤΡΡΡΡΡΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ!!!!!! Το κουδούνι από τον Άδη ξαναχτύπησε. Ο Σελέκτ σκέφτηκε πως αυτή τη φορά θα ήταν σίγουρα το χοντρογούρουνο ο σπιτονοικοκύρης του. «Κοίτα Κόμη Φρίκουλα, αν μπορείς κάνε κάτι για να ξεφορτωθώ το μαλάκα τον σπιτονοικοκύρη μου. Με απολύσανε από το σουβλατζίδικο που δούλευα γιατί έπαιξα ξύλο με το αφεντικό κι έτσι δεν παίζουν φράγκα για το νοίκι». «Εντάξει ρε φίλε, θα του χυμήξω και θα τον δαγκώσω, έχω κοφτερά δόντια, τα έχω τροχήσει ειδικά για αυτή τη δουλειά. Έτσι κι εγώ θα χαλαρώσω. Πάσχω ξέρεις από υπερκινητικότητα, καμιά φορά δαγκώνω και τον ίδιο μου τον εαυτό». Ο Κόμης Φρίκουλας έσυρε το σκελετωμένο του κορμί μέχρι την είσοδο. Άνοιξε και αμέσως γραπώθηκε πάνω στον χοντρό λαιμό του έκπληκτου σπιτονοικοκύρη σαν νυχτερίδα βαμπίρ. Ο πούστης είχε διπλό προγούλι και κάτι μαγούλες σαν μαξιλάρια. Ο Φρίκουλας άρχισε να τον δαγκώνει με τα ειδικά ακονισμένα του σκυλόδοντα. Το αίμα έτρεχε στη μπλούζα του σπιτονοικοκύρη. «Ααααααααααααααα!!!! Βοήθεια!! Πάρε αυτό το πράγμα από πάνω μου Σελέκτ!» «Όχι. Θα σου ρουφήξει το αίμα μέχρι την τελευταία σταγόνα. Εκτός κι αν δεν θέλεις πια τα βρωμερά σου νοίκια, που έτσι κι αλλιώς είναι πολλά για αυτή εδώ την ποντικότρυπα που μου νοικιάζεις. Κατάλαβες χοντρέ; Πες γεια στο καινούριο μου κατοικίδιο, τον Κόμη Φρίκουλα». «Εντάξει, εντάξει. Έλεος! Σου τα χαρίζω τα νοίκια για ένα χρόνο!! ΑΑΑΑΑΑΑααα πονάω!». «Κόμη Φρίκουλα, κάτω αγόρι μου». Ο Φρίκουλας ξεκαβάλησε τον χοντρό και σκούπισε το στόμα του που ήταν γεμάτο αίμα. Μετά από καμιά ώρα που ο χοντρός είχε φύγει τρέχοντας, ο Σελέκτ είπε στον Κόμη Φρίκουλα.

Page 44: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

44

«Λοιπόν δικέ μου αν θέλεις να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι που και που. Θα τα πάμε καλά εμείς οι δύο». «ΟΚ Σελέκτ. Πιάσε άλλη μια μπύρα». Η νύχτα τελείωσε με τον Σελέκτ και τον Κόμη Φρίκουλα να είναι χεσμένοι από το αλκοόλ. Ο Σελέκτ έριξε την τηλεόραση από το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και ο Κόμης Φρίκουλας ξέρασε στον νεροχύτη. Ήταν μια καλή βραδιά. Καμιά φορά η μοναξιά μπορούσε να σε τρελάνει. Κι αυτή η πουτάνα η τηλεόραση. Η νύχτα ήταν κρύα σαν κωλομέρια πιγκουίνου και η πόλη ήταν μια τσιμεντένια ζούγκλα που στην κοιλιά της φώλιαζαν τα άγρια ζώα της, οι άνθρωποι, περιμένοντας άλλη μια μέρα να ξημερώσει.

Page 45: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

45

Το χαμόγελο του κακού

Ο Λάρρυ Λιμπ εργαζόταν σε ένα γραφείο και έκανε το παιδί για όλες τις δουλειές. Έπαιρνε λίγα λεφτά, περίπου πεντακόσια ευρώ το μήνα, αλλά η δουλειά ήταν ξύσιμο και δεν είχε καμία όρεξη να βρει μια καλύτερη και με καλύτερο μισθό, διότι ο Λάρρυ Λιμπ ήταν ο πιο τεμπέλης άνθρωπος της χώρας. Το μόνο κακό με αυτή τη δουλειά ήταν οι υπάλληλοι που δούλευαν στο γραφείο. Ήταν όλοι ψωνισμένοι, νεόπλουτοι δικηγόροι και ο καθένας, δυστυχώς, είχε τη δική του χαζή, μικροαστική άποψη για τα πάντα. Αν την κρατούσαν για τον εαυτό τους θα ήταν περίφημα. Ο Λάρρυ Λιμπ δεν είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και δεν είχε μάθει κάποια τέχνη. Θεωρούσε τα πανεπιστήμια ναούς της βλακείας και της στενομυαλιάς. Κάθε μέρα κατάφτανε στο γραφείο καθυστερημένος περίπου μια ώρα από το κανονικό ωράριο. Είχε πάντοτε πονοκέφαλο από το ποτό της προηγούμενης νύχτας. Η ζωή του δεν αντεχόταν χωρίς ουσίες, κυρίως αλκοολούχες. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να πέσει οικειοθελώς στην εξάρτηση της ηρωίνης αλλά το κρατούσε για όταν θα ήταν πολύ γέρος και πολύ μαραμένος για να κάνει οτιδήποτε άλλο. Το πρόβλημα με τον Λάρρυ Λιμπ ήταν πως όταν έπινε δεν ήξερε τι έκανε, δεν μπορούσε να ελένξει τον εαυτό του με τίποτα. Έμενε σε μία τρώγλη στην οδό Πιμπλς 13. Έδινε εκατό πενήντα ευρώ για το νοίκι, δεν είχε καλοριφέρ και η σπιτονοικοκυρά (αυτό το ζαρωμένο τέρας) ήταν μία γριά με το ένα πόδι στον τάφο και μια καμπούρα σαν κανονικό τραπεζάκι. «Γιατί φέρνεις εδώ μέσα αυτές τις πόρνες;» «Γιατί έτσι γουστάρω, να κάνεις τη δουλειά σου». «Να μου πληρώσεις το νοίκι δύο μηνών μπροστά». «Δεν έχω λεφτά». «Θα σου κάνω έξωση». «Κάνε μου, να δούμε μετά ποιος θα νοικιάσει την τρώγλη σου». Αυτή ήταν η καθημερινή ρουτίνα μεταξύ του Λάρρυ Λιμπ και της σπιτονοικοκυράς του. Ο Λάρρυ Λιμπ πάντα αναρωτιόταν γιατί ο θεός έφτιαξε τους ανθρώπους τόσο ηλίθιους. Καυχιούνται για τα πάντα, για τον εαυτό τους και εθελοτυφλούνε, δεν βλέπουν πως κανείς δεν νοιάζεται για το καινούριο τους πτυχίο στην κοινωνιολογία, για το παιδί τους που

Page 46: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

46

παντρεύτηκε, για το νέο τους μηχανάκι του καφέ ή την νέα κουρευτική του γκαζόν που καίει ελαιόλαδο. Στ’ αρχίδια μας πραγματικά. Ο Λαρρυ Λιμπ δεν ήταν ικανός να υπερηφανευτεί για τίποτα, όχι όμως γιατί δεν είχε κάνει τίποτα στη ζωή του άξιο επαίνου (τώρα που το σκέφτεται δεν είχε κάνει όντως τίποτα άξιο επαίνου αλλά ποιος νοιάζεται), αλλά γιατί δεν γούσταρε αυτή τη μαλακία, τον κομπασμό και την ματαιοδοξία του κάθε καρκινιάρη. Ο Λάρρυ Λιμπ ήταν από αυτούς που πάντα υποστηρίζανε και συμπάσχανε με τον κακό τύπο στις ταινίες γιατί οι ήρωες και οι καλοί του φαινόντουσαν ψεύτικοι και μη υπαρκτοί. Ο Λάρρυ Λιμπ ήθελε να είναι το αντίθετο του χαζού, μικροτσούτσουνου μικροαστού, με τα μικρά του ηλίθια όνειρα, με την μικρή του απόλαυση και τα μικρά του ψώνια από το καινούριο τριόροφο Zara. Όταν οι μικροαστοί έβαζαν τη μάσκα της υπερηφάνιας για τον ίδιο τους τον εαυτό και σπάγανε αρχίδια με τις διαλέξεις τους, ε τότε ο Λάρρυ Λιμπ ήθελε να πιάσει ένα κοφτερό μαχαίρι για να κατεβάσει όλα αυτά τα προσωπεία από τα κρανία τους. Εκείνος δεν μπορούσε να ψωνιστεί ούτε όταν ήταν μόνος του, στον καθρέπτη του μπάνιου τη νύχτα. Έβλεπε το πρόσωπο του και, τις περισσότερες φορές, αηδίαζε. Όχι πως δεν αγαπούσε τον εαυτούλη του κι αυτός, κάθε άλλο, τον λάτρευε τον εαυτό του απλά δεν θεωρούσε πως ήταν τίποτα σπουδαίο. Άλλο ένα μελλοντικό πτώμα μέσα στον ψίθυρο της νύχτας. Απόψε καθόταν στο μπαρ «Ο Πνιγμένος Ναύτης» κάτω στο λιμάνι και κατέβαζε με αγαλλίαση παγωμένες τσικουδιές. Αύριο το πρωί πάλι δούλευε αλλά δεν γαμιέται. Δεν τον ένοιαζε. Από δίπλα του ακουγόταν η χορωδία από τις αηδιαστικές και εμετικές φωνές μιας νεόπλουτης παρέας ανθρωποειδών. «Εμένα η κόρη μου η Ζέλντα μόλις τελείωσε τη σχολή της με άριστα και τώρα κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία, στο Λονδίνο, είναι πολύ ακριβά τα νοίκια αλλά χαλάλι». «Μπράβο, μπράβο!!». «Εμένα ο Κωστής μου περιμένει το πρώτο του παιδί, θα το βαφτίσει Αριστοτέλη σαν εμένα. Ξέρετε βέβαια πως έχει παντρευτεί την πλούσια κόρη του βιομηχάνου Φραγκόπουλου, ξέρετε εκείνον με τα χαρτιά». «Μπράααβο, μπράααβο!!!». «Εγώ μόλις αγόρασα μία πανάκριβη Mercedes SLK 3, άσε, άσε, την πήρα διακόσιες χιλιάδες ευρώ, αλλά χαλάλι, είναι φοβερό αμάξι

Page 47: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

47

παιδιά, πολύ γαμάτο αμάξι, τώρα θα μπορώ άνετα να κυκλοφορώ σαν άνθρωπος στα μπουζούκια τα Σαββατόβραδα, τέλεια, τέλεια σας λέω παιδιά, τέλεια». «Μπράααααβο, μπράααααααβο!!!!». «Εγώ παιδιά μόλις έκανα πλαστική πέους και την μεγάλωσα άλλους δέκα πόντους. Το πέος μου είναι φοβερό, φοβερό σαν λέω! Τώρα τα γκομενάκια θα κάθονται πιο εύκολα, πιο εύκολα, είναι φοβερό το πέος μου παιδιά!». «Μπράαααααβββββοοοοοοοοοοοοοοο, μπράββββββββοοοοοοοοοοοοοο!!!!». «Εμένα παιδιά η γυναίκα μου έβαλε κάτι βυζάρες φοβερές! Τώρα επιτέλους το κάνουμε και το ευχαριστιέμαι». «Ουυυυαααααααααααουυυυ!!! Μπράβο, μπράβοοοο!». Η κουβέντα τους συνεχιζόταν έτσι για πολλή ώρα. Όμως ο Λάρρυ Λιμπ δεν άντεχε άλλο να τους ακούει. Κατάπιε στα γρήγορα και την υπόλοιπη ρακή του και άρπαξε ένα μαχαίρι που του είχαν φέρει μαζί με τους μεζέδες. Σηκώθηκε από την ξύλινη, φτηνή καρέκλα του μαγαζιού και κατευθύνθηκε προς την παρέα ων νεόπλουτων νεοναζί σπασαρχίδων. Δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Ο Λάρρυ Λιμπ ήταν γρήγορος σαν αστραπή. Στον πρώτο του έβγαλε το μάτι με μία κίνηση νίντζα. Χύθηκε πάνω στο πουκάμισο του μισό λίτρο αίμα. Το ακριβό κουστούμι που φορούσε ο μαλάκας έγινε σκατά. Στον δεύτερο του ξερίζωσε τη γλώσσα με τη λεπίδα και τον κάρφωσε στον ουρανίσκο. Πνίγηκε από το ίδιο του το αίμα. Στον τρίτο νεόπλουτο μπαμπουίνο του έκοψε τα αρχίδια και το πουλί και του τα έβαλε στο στόμα για χάριν συμβολισμού. Μετά τη σφαγή ο Λάρρυ Λιμπ έμεινε να κοιτάζει ανακουφισμένος το θέαμα μαζί με τον υπόλοιπο όχλο που ούρλιαζαν αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα για να τον σταματήσει. Στο ματωμένο πρόσωπο του Λάρρυ Λιμπ διαγραφόταν ένα δαιμονικό χαμόγελο. Μάλλον αύριο δεν θα πήγαινε στη δουλειά τελικά.

Page 48: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

48

Η μπατανόβουρτσα του Διαβόλου Τον Τζέραλντ όλοι τον φωνάζανε Τζέρι αλλά εκείνος δεν γούσταρε καθόλου. Τα υποκοριστικά ήταν άχρηστα στα αυτιά του. Του δημιουργούσαν παραπάνω αηδία για τους συνανθρώπους του απ’ ότι ήδη είχε. Και είχε μπόλικη. Εργαζόταν σαν μπογιατζής σε μία από εκείνες τις μεγάλες εταιρίες που μάζευαν μάστορες από όλα τα επαγγέλματα και τους διάταζαν μαζικά έτσι ώστε να πλουτίζει το αρχίδι το αφεντικό που είχε το κεφάλαιο και την πονηριά ή μάλλον το θράσος να κλέβει τους πελάτες του έτσι ώστε η καριόλα η γυναίκα του να αγοράζει καινούρια κοσμήματα κάθε μήνα. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να κατηγορήσει το αφεντικό γιατί κι αυτός ζόρια τραβούσε όπως όλοι οι άλλοι αλλά όχι πως θα το δικαιολογίσουμε κιόλας το μουνόπανο. Εδώ άλλοι πεινάνε και δεν έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους κι ο μαλάκας ο αφεντικός κλέβει από παντού. Ο Τζέραλντ σήμερα είχε τα νεύρα του. Πέντε στις έξι εργάσιμες ημέρες είχε τα νεύρα του. «Πήγαινε ρε μαλάκα Τζέρι με τον Αλ να τελειώσετε με εκείνη τη δουλειά στο Απ Τάουν Χιλ γιατί όλο με παίρνει τηλέφωνο εκείνος ο νεόπλουτος μαλάκας και μου τα σπάει πως τα έχετε αφήσει λέει όλα στη μέση. Καλά μαλάκες είστε; Τι σκατά σας πληρώνω ρε μαλάκες; Για να την παίζετε; Πάρε τον Αλ και πηγαίνετε γρήγορα». Το αφεντικό το λέγανε Μπιούλαν. Γιατί όλα τα αφεντικά έχουν για τον πούτσο ονόματα; Μάλλον γι’ αυτό φώναζε τον Τζέραλντ, Τζέρι, για να του τη σπάει που αυτός είχε ωραίο όνομα ενώ το αφεντικό το λέγανε Μπιούλαν. «Αλ, πάμε στο σπίτι στο Απ Τάουν Χιλ» λέει ο Τζέραλντ. «Πω ρε πούστη, πάλι στο μαλάκα θα πάμε;». «Ναι». Τη ζωή ήταν αυτή; Ο Τζέραλντ έπρεπε να βάφει σαν μανιακός από το πρωί στις 8 μέχρι και το βράδυ στις 8, με μία μπατανόβουρτσα στο χέρι γιατί αλλιώς δεν έβγαινε το χρήμα και τα έξοδα τρέχανε, η γυναίκα γκρίνιαζε, ο παπάρας ο σπιτονοικοκύρης γκρίνιαζε από τη μέση του μήνα για το κωλονοίκι του, ακόμη και ο σκύλος γκρίνιαζε που του έπαιρνε φτηνή σκυλοτροφή και πάθαινε δυσκοιλιότητα και δεν μπορούσε να χέσει. Ευτυχώς δεν είχε παιδιά. Κατά καιρούς άλλαζε και γυναίκα, όταν οι εποχές το επέτρεπαν. Δεν μπορούσε να τις αντέξει για

Page 49: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

49

πάνω από ένα χρόνο. Μετά από λίγο η φάση λάσπωνε και το μόνο που απέμενε ήταν το καταναγκαστικό βραδυνό γαμήσι και η γκρίνια που δεν σταματούσε ποτέ. Ο σκύλος του ο Σπανκ του είχε ξεμείνει από μία παλιότερη γκόμενα που το είχε κουβαλήσει στο σπίτι του Τζέραλντ κουταβάκι και όταν χωρίσανε του έμεινε ο σκύλος γιατί η παλιομαλάκω, εκτός από τον Τζέραλντ, χώρισε και με το σκύλο. Είχε γίνει σαν άλογο και έχεζε κάτι κουράδες-οβίδες. Όταν έχεζε δηλαδή, γιατί ο Σπανκ έπασχε από χρόνια δυσκοιλιότητα. Το σπίτι ήταν μία τεράστια έπαυλη από αυτές που βλέπουμε μόνο στις ταινίες. Ο Τζέραλντ και ο Αλ με το που πάνε να μπούνε μέσα τους ορμάνε κάτι ντόπερμαν καβλωμένα για αίμα. Τρέχουνε πάλι πίσω τρομαγμένοι, έξω στο δρόμο και χτυπάνε το κουδούνι. «Ναι;» μια αισθησιακή, γυναικεία φωνή απάντησε από το θυροτηλέφωνο. «Από το συνεργείο του Μπιούλαν είμαστε, ήρθαμε να τελειώσουμε το βάψιμο». «Οκέι, θα πω να μαζέψουν τα σκυλιά για να μπείτε». Πέρασε κανά μισάωρο μέχρι να τους ανοίξουν. «Τι κάνουνε ρε οι μαλάκες μου λες;» είπε ο Αλ καθώς κάπνιζε το στριφτό του τσιγάρο. Ένας κινέζος μπάτλερ ήρθε μέχρι την πόρτα. Παίζει να ήταν και Φιλιππινέζος ή κάτι τέτοιο εξοτίκ. Ήταν κοντός και αδύνατος σαν σκουπόξυλο. Τα μάτια του ήταν πολύ μικρά και είχε ένα δηλητηριώδες βλέμμα κολλημένο στη μάπα του που σκότωνε και δεινόσαυρο. «Πιράστε πιρικαλό, η κυρία σας περιμίνι». Η φωνή του ήταν λες και το καζανάκι του μπάνιου να χάλασε και να τρέχει καφέ νερό παντού στα πλακάκια. Καλή φάση, σκέφτηκε ο Τζέραλντ, δεν πρέπει να είναι εδώ ο άντρας που την άλλη φορά τους τα είχε κάνει μπαλόνια. Μάλλον θα ήταν σε κάποια μυστική αποστολή της κυβέρνησης ή θα έκλεινε καμία πολυεθνική συμφωνία με πετρέλαια ή κάτι τέτοιο τρελό. Όπου και να κοιτούσες μέσα στο σπίτι τα πάντα φώναζαν ΦΡΑΓΚΑ. ΠΟΛΛΑ ΦΡΑΓΚΑ. Είχαν ξεκινήσει τη δουλειά στον τελευταίο τοίχο της κρεβατοκάμαρας. Μετά από αυτό θα τελείωναν. Η κυρία δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνιση της. Προφανώς πρέπει να ήταν η σύζυγος του σπασαρχίδα. Παιδιά δεν υπήρχαν πουθενά. Σε μια φάση μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ο κινέζος μπάτλερ. «Εσύ αν θίλις ακολούθισι μι λίγο» είπε στον Αλ. «Τι θες;» «Πρέπει να σι δίξι κάτιτις στο άλλο τοίχι».

Page 50: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

50

Ο Αλ ακολούθησε τον κινέζο μπάτλερ και βγήκαν από το δωμάτιο αφήνοντας τον Τζέραλντ να δουλεύει μόνος του. Ο Τζέραλντ αισθάνθηκε πίσω του μια παρουσία να τον πλησιάζει. Σκιάχτηκε και γύρισε να δει ποιος ήταν. Μπροστά του στεκόταν μία μουνάρα με ένα νυχτικό και τίποτα από μέσα. Τα πάντα ήταν διάφανα. Βυζιά, μπουτάρες, όμορφο, καλλίγραμμο σώμα, γλυκό πρόσωπο και μακριά μαύρα μαλλιά. Ο κώλος ήταν λιγουλάκι μεγάλος αλλά του Τζέραλντ του άρεσε. «Θέλω να με βάψεις». Είπε η γυναίκα που στεκόταν μπροστά στον Τζέραλντ. «Ε;;;» «Θέλω να με βάψεις και μετά θέλω να μου τη χώσεις». Ο Τζέραλντ είχε μείνει να την κοιτάει σαν χαζός. «Τι με κοιτάς ρε μαλάκα; Τι σκατά σε πληρώνει ο άντρας μου; Άντε ξεκίνα να με βάφεις, έχουμε και δουλειές». Ο Τζέραλντ ξεροκατάπινε και ένιωθε το καβλί του να σκληραίνει μέσα από τη φόρμα της δουλειάς. Δεν μπορούσε όμως να κουνήσει. Είχε μείνει κάγκελο με αυτά που άκουγε. Η γυναίκα του έριξε ένα χαστούκι στη μάπα. Του έριξε και δεύτερο από το άλλο μάγουλο. Στην τρίτη προσπάθεια ο Τζέραλντ της έπιασε τον καρπό και την τράβηξε κοντά του. Έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. «Μωρή παλιοπουτάνα τώρα θα δεις». «Όοοοχι! Πρέπει πρώτα να με βάψεις!» «Τι χρώμα;» «Κόκκινο». Πήρε την μπατανόβουρτσα και τη βούτηξε στο χρώμα. Άρχισε να την βάφει παντού. Εκείνη βογκούσε και σπαρτάριζε σαν ψάρι. Του έπιασε το καβλί και το πέταξε έξω. Το έβαλε αμέσως στο στόμα της σαν να ήταν ψαροκροκέτα. Το δάγκωσε και ο Τζέραλντ τινάχτηκε από τον πόνο. «Σιγά μωρή, θα μου το κόψεις!» «Χώσε μου την, χώσε μου την, ΤΩΡΑΑΑΑ!!». Ο Τζέραλντ την αρπάζει και την ρίχνει κάτω στο πάτωμα. Της ανοίγει τα πόδια και εφαρμόζει την ψωλή του στην οπή της που ήταν κατακόκκινη και υγρή από την μπογιά. Ο Τζέραλντ είχε αρχίσει να μπαινοβγαίνει όταν η καβλωμένη κυρία άρχισε να ουρλιάζει μέσα στο αυτί του. «Όχι τη ψωλή σου ρε μαλάκα!!! Την μπατανόβουρτσα σου είπα να μου χώσεις στον κώλο, όχι την ψωλή σου ΜΑΛΑΚΑ!!!!!Βοήθεια με βιάζουν, Λι Τσαν, Λι Τσαν βοήθεια με βιάζουν!!!»

Page 51: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

51

Ο Τζέραλντ κόντευε να χύσει. Μια, δυό ακόμη και ναι είχε τελειώσει μέσα της. Ήταν ένα καλό γαμήσι. Πάει να τραβηχτεί αλλά τίποτα! Η μπογιά είχε κολλήσει το πέος του μέσα στο μουνί της τρελής. Δεν ξεκολλούσαν με τίποτα! «Φύγεεεεεε από πάνω μου σάτυρε!!!» «Δεν μπορώ, έχει κολλήσει το σύμπαν εδώ πέρα». «Λι Τσαν, Λι Τσαν!!!» Ο κινέζος μπάτλερ μπήκε μέσα φουριόζος και άρχισε να κοπανάει τον Τζέραλντ με μία σκούπα στο κεφάλι. Ο Τζέραλντ προσπαθούσε να φυλαχτεί από τα χτυπήματα του κινέζου δαίμονα και συγχρόνως τραβούσε την κολλημένη του, κόκκινη ψωλή προς τα έξω μπας και ξεκολλήσει από το μουνί της κυρίας. «Φίγι βιαστί, φύγι από κυρία βιαστί!!» Η κυρία είχε αρπάξει την μπατανόβουρτσα και την έχωνε με μανία στον κώλο της, μέσα έξω, μέσα έξω. Πήγε να την βάλει και στον κώλο του Τζέραλντ αλλά ο Τζέραλντ της άδειασε μία μπουνιά στη μύτη. Ο κινέζος μπάτλερ έδωσε μία καλή σκουπιά στα αρχίδια του Τζέραλντ και εκείνος κόντεψε να ξεράσει από τον πόνο. Αίμα έτρεχε από τη μύτη της κυρίας. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο άντρας του σπιτιού. Ο σπασαρχίδας που λέγαμε. «Τι κάνετε εδώ γαμώ το Χριστό μου;;;;;» «Πογιατζί κυρίου γαμεί κυρία!!!» «Σκάσε ρε καρβουνιασμένο απόβλητο της Άπω Ανατολής!» Μπάινει μέσα και ο Αλ κρατώντας ένα τσεκούρι. «Κάντε στην άκρη γιατί θα σας κόψω τα παπάρια!!» Τελικά όλοι χεστήκανε με το που είδανε τον Αλ να κραδαίνει το τεράστιο τσεκούρι και κάνανε τουμπεκί. Ο Αλ βοήθησε το κολλημένο ζεύγος να σηκωθεί και να τους πάνε στο νοσοκομείο όπου τους ξεκολλήσανε με κάτι ειδικές λαβίδες. Η μπογιά είχε κολλήσει για τα καλά. Παραλίγο να χρειαστούν χειρουργείο. Ο Τζέραλντ μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με τον Αλ και πήρανε το δρόμο για το συνεργείο. Ο Αλ είχε πεθάνει στο γέλιο. «Σκάσε ρε μαλάκα». Τα αρχίδια του Τζέραλντ ήταν πρησμένα από το χτύπημα του κινέζου μπάτλερ και το τράβηγμα από τη λαβίδα του γιατρού. Ήταν ολόκληρος, σχεδόν, καλυμμένος με κόκκινη μπογιά. Έμοιαζε με τον Διάβολο. «Ρε μαλάκα Τζέρυ, τουλάχιστον γάμησες».

Page 52: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

52

«Αυτό να λέγεται». Τελικά ο Τζέραλντ και ο Αλ μείνανε χωρίς δουλειά, τους είχε απολύσει το αρχίδι ο Μπιούλαν. Παραλίγο να καλέσουν και την αστυνομία αλλά αποδείχτηκε πως η κυρία με το νυχτικό ήταν νυμφομανής και κάπως τρελή. Από τότε του Τζέραλντ του έμεινε το παρατσούκλι ο Διάβολος. Μόνο που ο Διάβολος είχε πάντα δουλειά, ο Τζέραλντ ήταν και πάλι άνεργος και με ένα μόνιμο πόνο στα παπάρια από το σκουπόξυλο του κινέζου μπάτλερ. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Δεν είχε νόημα να παραπονιέται. Απλά περίμενε για μία καλύτερη μέρα ή νύχτα.

Page 53: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

53

Μια παράξενη μέρα που ο Μπομπ δεν είχε που να πάει Ο Μπομπ ξύπνησε το πρωί και είχε κάβλες. Δεν γινόταν να του ξεκαβλώσει με τίποτα. Την έβαλε κάτω από το κρύο νερό της βρύσης του μπάνιου αλλά τίποτα. Ήταν σκληρή. Σκέφτηκε να την παίξει μπας και καταφέρει να πάει στη δουλειά. Αντί αυτού όμως αποφάσισε να πάει στο μπουρδέλο. Ντύθηκε γρήγορα με ένα παλιό πουκάμισο και ένα παντελόνι, έβαλε κάτι τρυπημένες κάλτσες και φόρεσε τα παλιά του, φτηνά παπούτσια. Ο Μπομπ δεν ήταν αυτό που λέμε, μέσα στη μόδα. Φόραγε ότι πιο φτηνιάρικο έβρισκε χωρίς να κοιτάει χρώματα, σχήματα, μάρκες και μπούρδες. Βγήκε από το σπίτι και μπήκε στο παλιό του Φιατάκι. Μάλλον έγινε κάποιο θαύμα γιατί το σαράβαλο ξεκίνησε με την πρώτη προσπάθεια. Κάρφωσε την πρώτη και μπήκε στην κίνηση για το κέντρο της πόλης. Το αιώνιο πλήθος μέσα στα αυτοκίνητα και τα σκουτεράκια ήταν όπως πάντα υπνωτισμένο. Όλοι χάζευαν το πρωινό κενό. Σε κάποιες φάσεις, οι πιο βιαστικοί, κορνάρανε στους μπροστινούς τους να κάνουν πιο γρήγορα για να προλάβουν το καταραμένο το φανάρι που σχεδόν πάντα ήτανε κόκκινο και που το πράσινο κρατούσε μόνο δύο δευτερόλεπτα αφήνοντας σε να ρίχνεις χριστοπαναγίες στο σκονισμένο σου παμπρίζ. Ο Μπομπ αναρωτιόταν γιατί όλο αυτό το πλήθος βιαζόταν πάντοτε να πάει κάπου. Όλοι ήθελαν να πάνε κάπου και μάλιστα πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, το θέμα είναι πως κανείς δεν ήξερε γιατί. Όλο αυτό το πλήθος κάπου εργαζόταν με κάποιο μισθό πείνας, σε κάποιο σκατογραφείο ή σε κάποια αποθήκη με ποντίκια ή σε μία τράπεζα γεμάτη με κουστουμαρισμένους Χάροντες του χρήματος. Τι περίμενε να βρει το πλήθος; Δόξα; Τιμή; Λεφτά; Ζωή; Το μόνο που υπήρχε στα σίγουρα ήταν εκείνος ο τεράστιος σιδερένιος τροχός που γυρνούσε ασταμάτητα, ο οποίος ρουφούσε ανθρώπους, τους μασούλαγε καλά, καλά και ύστερα τους έφτυνε σαν κουκούτσια, απέβαλε από μέσα του τα άψυχα κουφάρια τους για να τα τσιμπολογήσουν τα όρνια. Μερικές μέρες ο Μπομπ θα ορκιζόταν στη μάνα του πως έβλεπε τον σιδερένιο τροχό μπροστά του, να γυρνάει, μεγαλοπρεπής και φονικός, εκεί, λίγο πιο πέρα από το αυτοκίνητο του. Ο Σιδερένιος Τροχός δεν έκανε ποτέ διακρίσεις.

Page 54: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

54

Η κοινωνία της ανυπαρξίας βασίλευε σε αυτήν την πόλη και σε όλες τις πόλεις. Όσο πιο πολλές παρλαπίπες έλεγες ή έκανες τόσο πιο γαμάτος και σωστός ήσουν. Αυτές οι πρωινές σκέψεις του Μπομπ τον έκαναν να ιδρώνει μέσα στον στενό χώρο του αυτοκινήτου. Σταμάτησε να σκέφτεται. Γκάζι, φρένο, συμπλέκτης, γκάζι, φρένο, συμπλέκτης. Φανάρι. Κορνάρισμα. Γκάζι, φρένο, συμπλέκτης. Η σηκωμάρα δεν του είχε περάσει. Έπρεπε να πηδήξει. Φτάνοντας στο μπουρδέλο πάρκαρε όπως να’ ναι πάνω στο πεζοδρόμιο. Χτύπησε και μία πινακίδα της τροχαίας που έλεγε πως απαγορεύεται το παρκάρισμα στην προσπάθεια του να το χωρέσει ανάμεσα σε δύο άλλα αυτοκίνητα. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Περπάτησε μέχρι το παλιό κτίριο. Ανέβηκε τρία σκαλάκια και χτύπησε την άσπρη, σιδερένια πόρτα του πορνείου. Το φωτάκι ήταν αναμμένο πάνω από το κεφάλι του. «Ναι;» «Είστε ανοιχτά;» «Ναι, μισό λεπτό». Η πόρτα άνοιξε μετά από κάποια δευτερόλεπτα και εμφανίστηκε μία μαραμένη γριά, κοντή και άσχημη, η οποία κάπνιζε ένα κατοστάρι τσιγάρο. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον ενδομήντα χρονών η τσατσά αυτή. Η γριά τσατσά μίλησε πάλι με την αλουμινένια της φωνή. «Η κοπέεελα δεν ήηηρθε ακόμηηη». «Δεν πειράζει, θα περιμένω». Το σπίτι ήταν παγωμένο σαν κανονικό ψυγείο. Ο κλιματισμός ήταν στο τέρμα για να καλύπτει τις μυρωδιές από μπαγιάτικο σπέρμα και ιδρώτα. Το black light της οροφής έδινε μία εξωπραγματική, μωβ, φωρφοριζέ απόχρωση στα πάντα. Η ολόασπρη μασέλα της τσατσάς φωτιζόταν τόσο πολύ από την ακτινοβολία του black light που όταν μιλούσε έμοιαζε με δαιμονισμένο άλογο έτοιμο να χλιμιντρίσει. Εδώ μέσα δεν φαινόταν και τόσο γριά. «Θέλεις σπέσιαλ ή απλό;» ρώτησε η τσατσά με τις δοντάρες της να εξέχουν σαν κοφτερά τσεκούρια από το στόμα της. «Απλό» απαντάει ο Μπομπ. «Τριάντα ευρώ είναι». Ο Μπομπ έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού και έβγαλε από μέσα ένα τσαλακωμένο εικοσάρικο και ένα διπλωμένο δεκάρικο και τα έδωσε στην τσατσά.

Page 55: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

55

Η γριά πήρε αμέσως τηλέφωνο την πουτάνα για να δει που είναι και αν έρχεται. «Άντε μωρή κουνήσου και έχεις πελάτη». Ο ήχος της φωνής της ήταν σαν να έβγαινε από χαλασμένη τοστιέρα που κάπνιζε δύο πακέτα κατοστάρια την ημέρα. Ο Μπομπ καθόταν παγωμένος και μέσα του και έξω του, σε μία καρέκλα από πλαστικό, σκεφτόμενος πως θα έπρεπε ίσως να την κάνει από εκεί πέρα μιας και η όλη φάση του είχε ξεκαβλώσει το πουλί για τα καλά. Αυτή η φωσφοριζέ κόλαση πρέπει να έφταιγε. Είχε πληρώσει όμως και τα τριάντα ευρώ. Την ώρα που είχε αποφασίσει να φύγει και χαλάλι τα τριάντα ευρώ που έδωσε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μία κοντούλα κοπέλα, με μεγάλο κώλο και ζουμερά βυζιά. Το πρόσωπο της ήταν λιγάκι ταλαιπωρημένο αλλά όμορφο. Το στομάχι του Μπομπ άρχισε να κάνει τούμπες από την αγωνία. Είχε να γαμήσει ένα χρόνο. Είχε πέσει πολύ ξηρασία στα ερωτικά του τελευταία. Δεν ήξερε γιατί. Μάλλον έφταιγε που δεν ήταν και αυτό που λέμε, κοινωνικός τύπος. «Έλα μωρό μου, πρωινός, πρωινός μου ήρθες, πήγαινε μέσα, γδύσου κι έρχομαι». Ευτυχώς η φωνή της κοπέλας ήταν φυσιολογική. Ο Μπομπ μπήκε μέσα στο δωμάτιο με το κρεβάτι και τον νιπτήρα και τον μεγάλο καθρέπτη. Έβγαλε όλα του τα ρούχα εκτός από το σώβρακο και τις κάλτσες. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Είχε τα χάλια του. Έμοιαζε με αγύμναστο πιγκουίνο με σώβρακο και κάλτσες. Έπρεπε να ξεκινήσει να γυμνάζεται λίγο, ήταν πολύ λαπάς. Μόνο που σκεφτόταν την γυμναστική βαριόταν όμως. Το κρεβάτι μύριζε φτηνό αποσμητικό που κάποιος το είχε ψεκάσει απλόχερα. Ένα ροζ φωτάκι στο ταβάνι φώτιζε τα πάντα με το μίζερο του φως. Η ψωλή του Μπομπ είχε πέσει σε βαθιά κατάθλιψη. Δεν σηκωνόταν με τίποτα. Άρχισε να την τρομπάρει με το χέρι του σκεφτόμενος τα στήθη της κοπέλας και πως θα έδειχναν γυμνά μέσα στα χέρια του. Κάτι πήγαινε να γίνει. Σκέφτηκε να βάλει τη μπλούζα του γιατί έκανε πουτσόκρυο εκεί μέσα. Τι σκατά; Άνθρωποι ήταν οι πελάτες όχι κατεψυγμένες τσιπούρες ρε πούστη μου. Ο Μπομπ άνοιξε δειλά την πόρτα και είπε στην γριά τσατσά:

Page 56: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

56

«Μπορείς να χαμηλώσεις λίγο το κλιματιστικό;» «Δεν γίνεται. Έχει χαλάσει». «Καλά άστο». Ο Μπομπ συνέχισε το τρομπάρισμα και η πούτσα του είχε ψιλοσηκωθεί. Αργούσε πολύ αυτή η γκόμενα και στο τέλος θα τον βρίσκανε παγάκι και ήταν και Αύγουστος μήνας ρε γαμώτο. Ευτυχώς μετά από λίγο εμφανίστηκε η κοπέλα η οποία μπήκε αμέσως στο ψητό. «Έλα μωρό μου, θα με γαμήσεις;». Ο Μπομπ δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει στην ερώτηση και απλά την έπιασε από τη μέση και άρχισε να της φιλάει τα βυζιά και να της πασπατεύει τον κώλο. Εκείνη έπεσε πάνω του σαν τσουβάλι και άρχισε να του πιπιλάει το πέος με δεξιοτεχνία ακροβάτισας σε τσίρκο. Τα βυζιά της ήταν μεγάλα και στητά σαν να ήταν γεμάτα γάλα. Ο Μπομπ τα ζουλούσε. Της έπιανε και τον κώλο σε φάσεις. Καλά πήγαινε η φάση. Ένιωθε πως θα έχυνε. Της είπε να ξαπλώσει και την καβάλησε. Ήταν υγρή και ζεστή. Το κρύο είχε εξαφανιστεί και ο Μπομπ έσπρωχνε το εργαλείο του μέσα έξω ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να της φιλάει τα βυζιά. Η κοπέλα έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας με τα ψεύτικα βογκητά της. Τελικά μετά από κανά δίλεπτο ο Μπομπ έχυσε. Ένιωσε το κορμί του να λιώνει μέσα της. Η κοπέλα μίλησε: «Κιόλας;;» Είχε μία περίεργη προφορά, ξενική. Πρέπει να ήταν Ουκρανέζα ή Ρωσίδα ή Αλβανίδα. Ο Μπομπ πήγε μέχρι το νιπτήρα και σκουπίστικε με φτηνό χαρτί κουζίνας. Η κοπέλα τον χαιρέτησε και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Μπομπ ντύθηκε και βγήκε κι αυτός. Έξω στο δρόμο ο γερανός της τροχαίας σήκωνε το σαραβαλάκι του Μπομπ με τις δαγκάνες του. «Εεε παιδιά, μισό λεπτό, δικό μου είναι!». «Δεν γίνεται τίποτα κύριε, τώρα πρέπει να πληρώσετε και να το παραλάβετε από το πάρκινγκ της τροχαίας». «Σας παρακαλώ ρε παιδιά, αφού ήρθα». «Δεν γίνεται τίποτα κύριε, λυπάμαι». Ο οδηγός του γερανού έβαλε μπρος και ο Μπομπ έμεινε σαν μαλάκας να κοιτάει το σαραβαλάκι του να απομακρύνεται στο βάθος του δρόμου. Δεν είχανε σηκώσει τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, μόνο το δικό του.

Page 57: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

57

Πως σκατά θα πήγαινε στη δουλειά τώρα που ήταν στην άλλη άκρη της πόλης; Έκανε μεταβολή, άναψε τσιγάρο και ξαναμπήκε στο μπουρδέλο. Δεν είχε που αλλού να πάει. Δεν είχε όρεξη για δουλειά. Θα τους έπαιρνε να τους πει πως ήταν άρρωστος. Η φωνή της τσατσάς ακούστηκε πάλι σαν κάποιος να χτυπούσε δυο σίδερα μεταξύ τους με δύναμη.

Page 58: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

58

Άλλη μια νύχτα Ήταν μια υγρή νύχτα του Οκτωβρίου και ο Λάζαρος καθόταν στο μπαρ όπως συνήθως πίνοντας μπύρες. Δίπλα του, εδώ και ώρα, καθόταν ένας σαρανταπεντάρης άντρας, πίνοντας κι αυτός το ποτό του. Έμοιαζε με φιλικό αυτοδιοριζόμενο ψυχολόγο. Αυτός ήταν κακός οιωνός για τον Λάζαρο που μισούσε τους φιλικούς αυτοδιοριζόμενους ψυχολόγους όπως οι Εβραίοι τον Χίτλερ και τα σκυλιά τις γάτες. Ξαφνικά ο άντρας γύρισε προς τον Λάζαρο και του είπε: «Μόνος είσαι;» «Ναι», απάντησε ο Λάζαρος με ένα σιγανό μουρμουρητό και έκανε μία γκριμάτσα αηδίας. Ήξερε πολύ καλά τι θα ακολουθούσε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος άγνωστος θα τον πλησίαζε προσπαθώντας να του πιάσει την κουβέντα ή να τον ψυχαναλύσει στα όρθια που λέμε. Τώρα όμως είχε μάθει και δεν θα την πάθαινε σαν τις άλλες φορές. Ήθελε να εκφράσει τον πραγματικό του εαυτό. Θα έδειχνε τι πραγματικά αισθανόταν για τους συνανθρώπους του και ιδιαίτερα για τους αυτοδιορισμένους ψυχολόγους της νύχτας. Βαρεμάρα και αδιαφορία. Απλά και ξάστερα. «Δεν έχεις φίλους;», του κάνει ο άντρας. «Έχω». «Τότε γιατί κάθεσαι και μπεκροπίνεις μόνος σου ρε βλάκα;» Καμία απάντηση από τον Λάζαρο που προσπαθούσε να του δώσει άλλη μία ευκαιρία να τον αφήσει στην ησυχία του και επίσης για να καταλάβει αν η σερβιτόρα τον κοίταζε καθόλου τόση ώρα που καθόταν εκεί. Είχε ωραίο κορμί και ο Λάζαρος ήθελε να την ρίξει στο κρεβάτι από την πρώτη στιγμή που την είδε εκεί μέσα να κουβαλάει τα ποτά για τους πελάτες. Όλο χαμόγελα ήταν, αλλά και πολλή απόμακρη συγχρόνως. Σκέτος παράδεισος με λίγο κόλαση μαζί. Τέλεια περίπτωση. Ο άγνωστος συνέχιζε την ανάκριση κανονικά. «Έχεις γυναίκα;» «Ναι». «Κάτι θα της έκανες για να είσαι μόνος εδώ πέρα. Πρέπει να σέβεσαι την γυναίκα σου γιατί αλλιώς θα απομείνεις μόνος σε αυτήν την ζωή, το ξέρεις;» «Ναι». «Και δεν σε νοιάζει;» «Με νοιάζει».

Page 59: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

59

«Αγαπάς τους γονείς σου;» «Όχι» «Γιατί;» «Γιατί τους έκοψα τα κεφάλια και τα έφαγα με κρεμμύδια ρε κόπανε, γι’ αυτό». «Δεν ντρέπεσαι να μου μιλάς έτσι, είμαι πιο μεγάλος και απαιτώ σεβασμό, το κατάλαβες;» «Άντε και γαμήσου κι εσύ και ο σεβασμός σου, κι εγώ απαιτώ ησυχία για να πιω τη μπύρα μου». «Έτσι ήμουν κι εγώ στα νιάτα σου, μετά όμως το μετάνιωσα». «Ωραία, άσε με να το μετανιώσω κι εγώ με την ησυχία μου». Ο ξένος σηκώθηκε, πλήρωσε και την έκανε για την δική του προσωπική μιζέρια, κάπου, σε κάποιο ηλίθιο προάστιο, σε κάποιο βαρετό, υπερβολικά τακτοποιημένο σπίτι. Η αποστολή εξετελέσθη. Ο Λάζαρος κατάφερε μια νίκη απέναντι στην ηλιθιότητα των φιλικών αυτοδιοριζόμενων ψυχοθεραπευτών και των ανακριτών των μπαρ. Τώρα μπορούσε άνετα να απλώνει τα μάτια του πάνω στα θεσπέσια, στρουμπουλά, γλυκά κωλομέρια της σερβιτόρας που με μακριά, πλούσια, καστανά μαλλιά να ανεμίζουν, σέρβιρε τους πελάτες το δηλητήριο της επιλογής τους. Πρέπει να του έριξε και δυο, τρεις καλές ματιές του Λάζαρου. Ίσως και να τα κατάφερνε τελικά.

Page 60: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

60

Η επετειακή εισβολή του Χούγι Το να εισβάλεις κάπου δεν είναι και τίποτα το φοβερό. Το θέμα είναι γιατί να εισβάλεις κάπου. Ή μάλλον το πιο τρομερό απ’ όλα είναι γιατί οι άλλοι να θεωρούν εισβολή τις πράξεις σου. Μια εισβολή στα γενικά πιστεύω. Αυτά σκέφτεται ο Χούγι καθώς ξυπνάει και η τελευταία τσίμπλα σπάει από την σκισμή των ματιών του που ανοίγει. Χτες έκλαιγε και έτσι οι τσίμπλες ίσως να είναι λιγάκι πιο πολλές απ’ ότι συνήθως. Αυτό δεν έχει και πολύ σημασία όμως για την ιστορία μας. Έξω κάνει ψωλόκρυο και ο Χούγι δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο ραντεβού αυτό εδώ το παγωμένο πρωινό του Νοέμβρη για να παρεβρεθεί. Μια εισβολή στην κοινωνικότητα. Δεν θα έλεγες πως είναι και ο πιο πολυάσχολος άνθρωπος του κόσμου. Δεν είναι φοιτητής, δεν πήγε σχεδόν ποτέ στο σχολείο, είναι άνεργος. Μια εισβολή στην κανονικότητα. Αυτό το τελευταίο ακούστηκε βλακεία αλλά έτσι είναι. Ανεργία. Δεν τον πειράζει τον Χούγι και πολύ. Ο Χούγι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σαν κοπρόσκυλο του κερατά. Άλλη μία εισβολή στο πατροπαράδοτο ανθρώπινο οικοδόμημα της ανταμοιβής μέσω της πληρωμής. Έτσι θέλει να ονομάζει ο Χούγι την τεμπελιά του. Ο Χούγι είδε όνειρο πως κάποιοι εισέβαλαν μέσα στο αχούρι που έχει για σπίτι και έκλεψαν τον άδειο κουμπαρά του, εκείνον που η τσιγγούνα η γιαγιά-Μίλι του είχε δώσει. Ήταν άδειος. Οι ληστές πρέπει να απογοητεύτηκαν. Και στην πραγματικότητα άδειος ήταν πάντα, όχι μόνο στα όνειρα του. Τα λεφτά ποτέ δεν προλάβαιναν να ακουμπήσουν τον τσίγγινο πάτο του κουμπαρά. Μια εισβολή στα οικονομικά του Χούγι. Η γιαγιά-Μίλι ήταν η μεγαλύτερη τσιγγούνα της Ρωσίας και τύχαινε να είναι και η πρώην γιαγιά του Χούγι. Τον κουμπαρά δεν του τον είχε δωρήσει η παλιόγρια, ήταν το πλιάτσικο του Χούγι μια νύχτα που η γιαγιά-Μίλι ήταν μεθυσμένη με βότκα. Αναζητούσε τον πεθαμένο παππού. Ακόμη και τότε ο γαμημένος ο κουμπαράς ήταν άδειος. Τελικά η γιαγιά-Μίλι το ξέχασε και δεν τον έψαξε ποτέ. Μια εισβολή της αμνησίας που φέρνουν τα γηρατειά. Ναι, μάλιστα, ο Χούγι είναι Ρώσος. Αν και ποτέ δεν ένιωσε Ρώσος. Δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πως θα έπρεπε να νιώθουν οι Ρώσοι. Τώρα πλέον ζει στην Ελλάδα ή μπορείς να πεις πως εισέβαλε στην Ελλάδα παράνομα, κάτι σαν λαθρομετανάστης. Αυτό μεταξύ μας. Ο Χούγι σηκώνεται σαν σφαγμένο βόδι από το παγωμένο κρεβάτι. Τα χθεσινά τσίπουρα χορεύουν τσάμικο στη ρώσικη γκλάβα του. Η ανάσα του

Page 61: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

61

βρωμάει σαν σκουπιδοντενεκές. Το κέντρο του κρανίου του δέχεται εισβολή από τα μικρά τερατάκια του κυρίου Χανγκόβερ. Μια εισβολή της ξενέρας. Σήμερα είναι μια ημέρα γιορτής για τον Χούγι. Μια επέτειος. Σαν σήμερα, στις 29 Νοεμβρίου του 2000, η οικογένεια του σφαγιάστηκε και κάηκε ζωντανή με όλα τα υπάρχοντα της από Τσετσένους αντάρτες που εισέβαλαν στο μικρό χωριό Περβομαγσκάγια στην περιοχή Γκρόζνι της Ρωσίας. Όλη η οικογένεια κάηκε, εκτός φυσικά από τον Χούγι, ο οποίος εκτελούσε τις διαταγές του τύραννου πατέρα του. Τον είχε στείλει να μαζέψει τις αγελάδες τους από το χωράφι γιατί την άλλη μέρα ο πατέρας του ήθελε να σπείρει πατάτες. Η γιαγιά-Μίλι, το φυτό-μητέρα του, ο πατέρας του και η λεσβία αδερφή του, έγιναν όλοι προσάναμα για τους Τσετσένους. Μια εισβολή στην οικογενειακή ειρήνη. Ο Χούγι ακριβώς τότε απέκτησε την ανεξαρτησία του. Ακούγεται μακάβριο αλλά έτσι είναι. Η οικογένεια Ντροσίτ ήταν για την Ρωσία κάτι ανάλογο με την οικογένεια Άνταμς. Φρικιά. Μια εισβολή στην φυσιολογικότητα. Η αδερφή του η Μάρα Ντροσίτ εξανάγκαζε με την απειλή όπλου τον Χούγι να φοράει γυναικείες περούκες και γυναικεία ρούχα και εσώρουχα και να της γλύφει το αηδιαστικό και τριχωτό της μουνί, κάθε Τετάρτη, όταν η Μάρα είχε κάβλες για βρωμερά λεσβιακά όργια. Τον εξανάγκαζε να μην ομολογεί στον πατέρα τίποτα, με την απειλή πως θα τον κατηγορούσε ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Μια εισβολή στην παράνοια του σεξ. Επίσης η αδερφή του η Μάρα ξυλοφόρτωνε συχνά τον Χούγι, μιας και ήταν μία αρκετά χοντρή και ψωμωμένη νταρντάνα Ρωσίδα. Ο πατέρας του Χούγι, Βασίλι Ντροσίτ, ανάγκαζε τον Χούγι να καθαρίζει τις αγελάδες κάθε μέρα και έτσι δεν τον άφηνε να πηγαίνει συχνά στο σχολείο. Οι αγελάδες ήταν μονίμως λερωμένες με πετρέλαιο αφού δίπλα από το βοσκοτόπι των Ντροσίτ υπήρχε μία πετρελαιοπηγή που έφτυνε μαύρο υγρό και έλουζε μέρα-νύχτα τις αγελάδες. Ακόμη και το γάλα τους μύριζε πετρέλαιο αλλά φυσικά το πετρέλαιο δεν ήταν δικό τους. Επίσης η δεύτερη αγαπημένη διαταγή του πατέρα Βασίλι προς τον υιό του τον αγαπητό ήταν να ξεσκατίζει τις αγελάδες. Χιόνι, ολόκληρα βουνά σκατού κολλημένα στο χώμα, βάσανο να τα μαζέψεις με γυμνά χέρια, και πολύ αδυσώπητη βρώμα. Η καθημερινότητα του Χούγι Ντροσίτ. Μια εισβολή στην εφηβεία του Χούγι. Ο πατέρας του του έριχνε το καθημερινό του ξύλο από τις εφτά το απόγευμα μέχρι τις εφτά και μισή, με την ζωστήρα του Ρωσικού στρατού. Έτσι, γιατί λέει ο Χούγι, τρόμαζε τις αγελάδες με την ασχημόφατσα του και εκείνες δεν κατεβάζανε γάλα. Η μητέρα του Χούγι ήταν φυτό, στο δικό της κλειστό

Page 62: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

62

και ακαταλαβίστικο κόσμο. Δεν επικοινωνούσε πλέον με το περιβάλλον, μετά το τελευταίο της εγκεφαλικό επεισόδιο. Έτσι κι αλλιώς δεν έχασε και τίποτα, σκεφτόταν συνεχώς ο Χούγι. Ο άντρας της την κοπανούσε τακτικά, η γιαγιά-Μίλι και πεθερά της την μισούσε σαν οχιά και η λεσβία κόρη της Μάρα ήταν πάντα εναντίον της. Τον Χούγι της δεν πρόλαβε να τον χαρεί πολύ. Το εγκεφαλικό έκανε την εισβολή του όταν ο Χούγι ήταν στα εφτά χρόνια του. Ο Χούγι όμως είχε αρκετές αναμνήσεις από την κανονική του μητέρα και αρνιόταν αυτό το άψυχο πράμα που καθόταν στην καρέκλα. Η μητέρα του ήταν πλέον ένα απλό διακοσμητικό έπιπλο. Η γιαγιά-Μίλι ήταν μάγισσα. Εισέβαλε στα όνειρα του εγγονού της και δεν τον άφηνε να κάνει έρωτα με καυτές κοριτσοπούλες από την πόλη. Σε κάθε του όνειρο έβλεπε την κωλόγρια να τον ευνουχίζει με το σπαθί κάποιου μαλάκα, νεκρού Τσάρου. Ο Χούγι πάντα πίστευε πως η γιαγιά-Μίλι έκανε μάγια στην μητέρα του επειδή την μισούσε. Μια εισβολή του μίσους. Μετά την σφαγή της «οικογένειας» του, ο Χούγι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για τον πιο κοντινό σταθμό τραίνων. Μακρυά από εκείνο το σκατόσπιτο στη μέση του πουθενά που πνιγόταν στην λάσπη της μητέρας Ρωσίας. Το κωλοχώρι Περβομαγσκάγια δεν θα το ξαναέβλεπε ποτέ. Ακόμη και τα όνειρα του είχαν ξεχειλίσει από τα σκατά των γελαδιών και τα άδεια, ατελείωτα χωράφια. Ήταν η πρώτη μέρα του υπολοίπου της ζωής του. Ο Χούγι μπορούσε άνετα να εισβάλει στον φυσιολογικό έξω κόσμο. Σήμερα, 23 Νοεμβρίου του 2009, ξυπνούσε μόνος σε ένα μικρό δωμάτιο κάπου στην Κρήτη. Ο Χούγι έκανε καλή ζωή μέχρι τώρα στο νησί. Δούλευε περιστασιακά σε χαμαλοδουλειές και τον υπόλοιπο καιρό δεν έκανε απολύτως τίποτα. Οι άνθρωποι στο νησί ήταν αρκετά κουτσομπόληδες και μικρόψυχοι. Όπως παντού άλλωστε. Υπήρχαν ψευτοπαλικαράδες και νταήδες, υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί αλλά και μικρομεσαίοι. Όχι μόνο φτωχοί όπως στην Ρωσία. Οι Κρητικοί ήταν στην αρχή φιλόξενοι αλλά στην πορεία απλά άλλαζαν πρόσωπο και σε έκαναν εχθρό χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Παντού έτσι είναι, σκέφτηκε ο Χούγι. Δεν τον ένοιαζαν αυτά. Μια εισβολή της αδιαφορίας. Οι κακουχίες είχαν κάνει εισβολή στο σώμα και στο μυαλό του από τότε που ήταν μικρός και τον έδερνε ο μαλάκας ο γέρος του. Επίσης ο Χούγι είχε χτίσει μία ανοσία στο αλκοόλ. Από μικρό η γιαγιά-Μίλι τον πότιζε βότκα που το ανακάτευε με το γάλα για να κάνει το μωρό βαθύ ύπνο και να μην κλαίει. Με την βότκα κοιμόταν το άτακτο μωρό. Ε λοιπόν ο Χούγι το λάτρευε που όλοι σε αυτό το νησί την Κρήτη ήταν συνηθισμένοι και βαρετοί. Του άφηνε χώρο να ζήσει.

Page 63: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

63

Ο Χούγι εισβάλει μέσα στο μπάνιο. Ξυρίζεται, κατουράει, κάνει ένα γρήγορο ντουζ και πλένει τα δόντια του χωρίς οδοντόκρεμα γιατί του έχει τελειώσει. Παίρνει κάποια τηλέφωνα μπας και βρει κάποιον να πάει καμιά βόλτα. Δεν έχει όρεξη για δουλειά και του έχουν μείνει αρκετά λεφτά από εκείνη την οικοδομή που είχε βάψει. Δεν απαντάει κανείς. Κανείς δεν ανταποκρίνεται στην τηλεφωνική εισβολή του Χούγι. Η ώρα είναι έντεκα το πρωί. Αποφασίζει να κάνει μία εισβολή στα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Ο Χούγι διαβάζει λογοτεχνία. Δεν του αρέσει όμως η Ρώσικη λογοτεχνία. Προτιμά τους Βρετανούς. Μπαίνει στο μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της πόλης. Όλοι τον κοιτάνε αλλά αμέσως γυρνάνε το βλέμμα. Ο Χούγι έχει μάθει αρκετά καλά τα ελληνικά. Διαλέγει ένα βιβλίο για την ιστορία του Νεπάλ. Δεν ξέρει γιατί πήρε αυτό το βιβλίο. Του άρεσε το εξώφυλλο. Μία εισβολή στην περίεργη πλευρά του εαυτού του. Δεν έχει ιδέα για το τι λέει μέσα το βιβλίο. Το αγοράζει. Η πωλήτρια κάνει εισβολή στο πρωινό του βλέμμα. Καμία ανταπόκριση από το νυσταγμένο ύφος του Χούγι. Ο Χούγι κάνει εισβολή σε ένα κεντρικό καφέ. Παραγγέλνει ελληνικό καφέ, μέτριο, διπλό. Η τηλεόραση που παίζει στην διαπασών κάνει εισβολή στα εγκεφαλικά του κύτταρα και λέει για κάτι χοίρους και κάτι εμβόλια και κάτι για προφυλάξεις. Η γρίπη των χοίρων, μπράβο, ναι το είχε ξεχάσει. Ο Χούγι θυμάται όταν πήγαινε σχολείο πως όλα τα παιδιά ήταν πάντα άρρωστα ή ξυλοδαρμένα. Οι φορές που ο Χούγι πατούσε στο σχολείο, στα εφηβικά του χρόνια στη Ρωσία, ήταν σπάνιες· παρόλα αυτά ήξερε να γράφει και να διαβάζει. Πλέον γνώριζε και Ελληνικά. Ήταν καλός με τη γλώσσα. Εισβολή στη μνήμη. Ο Χούγι ανάβει τσιγάρο. Εισβολή στα πνευμόνια. Ο Χούγι θέλει να ερωτευτεί. Θέλει να πνιγεί μέσα σε μία θάλασσα αγάπης. Έχει βαρεθεί τις περιστασιακές σχέσεις με γυναίκες, συνήθως πόρνες, που δεν βγάζουν πουθενά. Είναι δύσκολο όμως για ένα Ρώσο λαθρομετανάστη να βρει καλή γυναίκα. Εδώ δεν μπορεί να βρει καλό φαγητό ή δουλειά. Μια εισβολή στην μιζέρια της ζωής. Οι περισσότεροι φίλοι του είναι μαλάκες. Αλβανοί, Ρώσοι και κάποιοι Πακιστανοί. Δεν πολυγουστάρει κανέναν. Όλοι κοιτάνε πως θα σου φάνε κανά ευρώ ή πως θα τους κεράσεις καμιά μπύρα στη ζούλα. Οι Έλληνες δεν τον πλησιάζουν γιατί είναι Ρώσος και γενικά ο Χούγι είναι λιγομίλητος και δεν γουστάρει να γλύφει τον κάθε μαλάκα. Μια εισβολή στον εγωισμό του. Ο Χούγι εύχεται να είχε πολεμήσει στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Να ήταν κάποιος ήρωας με μεγάλα αρχίδια και πολλά λάφυρα. Θα

Page 64: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

64

γέμιζε με μαχαιριές τα χοντροκέφαλα των Ναζί. Δεν είναι πολιτικοποιημένος όμως. Καθόλου. Δεν ασχολείται με αυτά. Ποτέ δεν ασχολήθηκε με την πολιτική. Η πολιτική, πίστευε, ήταν εφάμιλλη του αυνανισμού. Μια εισβολή στα πιστεύω του Χούγι. Ε λοιπόν ο Χούγι θεωρεί τον εαυτό του τρομερά γκαντέμη. Σαν να έχει ένα μαύρο συννεφάκι πάνω από την ρώσικη κεφάλα του. Μόνο που, όχι απλά βρέχει, αλλά χιονίζει και μπουμπουνίζει και οι κεραυνοί του τσουρουφλίζουν το κρανίο. Σε ότι κι αν αρχίσει κάτι θα του πάει στραβά και θα είναι θαύμα αν καταφέρει να το ολοκληρώσει. Όλο και κάποιο αφεντικό θα του πει μια μαλακία και θα τον διώξει έτσι χωρίς λόγο, όλο και κάποια στραβή θα του κάτσει. Μια εισβολή στην τύχη του Χούγι. Ο Χούγι ξεκινάει να πάει στο νεκροταφείο. Θέλει να κάνει εισβολή στα μαραμένα λουλούδια των νεκρών. Είναι ειρηνικά εκεί. Δεν του μιλάει κανείς κι εκείνος προσποιείται πως κάποιον πενθεί. Ποτέ δεν έκλαψε για την χαμένη του φαμίλια. Τσιμπάει μερικά όμορφα λουλούδια από μερικούς μαρμάρινους τάφους. Πλησιάζει τη μύτη του στον ανθό. Μυρίζουν λιβάνι και βροχή. Το βράδυ έρχεται και ο Χούγι κάνει εισβολή στα τοπικά μπαράκια. Είναι πιο βρώμικα και πιο νεκρά απ’ όλα τα χωράφια του Γκρόζνι. Δεν έχει που αλλού να πάει όμως και αν κάτσει στο σπίτι θα τρελαθεί. Πίνει πράσινη, φτηνή, μπαγιάτικη μπύρα και κρατάει τα λουλούδια από το νεκροταφείο στα χέρια του. Το γέλιο του Χούγι είναι μόνο ένα τράβηγμα των μυών του προσώπου. Δεν είναι πραγματικό γέλιο. Ο Χούγι εύχεται να μην ξαναγελάσει ποτέ. Εκείνος ο γνωστός του, ο Πρίμο ο Αλβανός, του προτείνει να πάνε μια βόλτα με το σαραβαλάκι του. Δέχεται. Μια εισβολή του Πρίμο στην ευθεία καθημερινότητα του Χούγι. Κυκλοφοράνε μέσα στην νύχτα σαν κακά πνεύματα που τα έχουν εξορίσει από κάποιο σώμα-ξενιστή. Εξορισμένοι και παρακατιανοί. Κανένας δεν μιλάει μέσα στο λευκό Φιατάκι του Πρίμο. Κάνει παγωνιά και ο Χούγι ανάβει το καλοριφέρ. Μια εισβολή στην υγεία του Χούγι. «Θα ληστέψω κάποιον». Η φωνή και η πρόταση του Πρίμο πέφτει σαν ατσάλι στα απροετοίμαστα αυτιά του Χούγι Ντροσίτ. «Τι λες ρε μαλάκα;», απαντάει σαν ένα αυτόματο ρομποτάκι ο Χούγι. Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταματάει απότομα στην άκρη του πεζοδρομίου κλείνοντας τον χώρο σε κάποιον άγνωστο περαστικό. Ο Πρίμο τραβάει αστραπιαία χειρόφρενο και πετάγεται σαν γάτα έξω από την θέση του οδηγού.

Page 65: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

65

«Δώσε μου τα λεφτά σου», η φωνή του Πρίμο αντηχεί σαν από όνειρο. Ο κρότος του όπλου του Πρίμο σκάει σαν γελοία μουσική γκριμάτσα στο όλο σκηνικό, σαν να θέλει να τονίσει την ηλιθιότητα του, την αυτόματη ματαιότητα του σαν πράξη. Τα όπλα κάνουν τόσο αστείο ήχο. Ο περαστικός πέφτει νεκρός. Ο Χούγι έχει μείνει να κοιτάει έντρομος την σκηνή μέσα από το αυτοκίνητο. Ο Πρίμο πυροβόλησε κάποιον άγνωστο για τα χρήματα του. Μια εισβολή στην λογική του Χούγι. «Τι με κοιτάς ρε μαλάκα;», γκαρίζει ο Πρίμο στον Χούγι, «Άντε ξεκίνα». Ο Χούγι δεν κατάλαβε πότε είχε βρεθεί στην θέση του οδηγού. Κούμπωσε την πρώτη και το άσπρο Φίατ ξεκίνησε με καπνούς. Η πρόσκρουση με το περιπολικό έγινε με πενήντα χιλιόμετρα, στο κέντρο της πόλης. Ο Πρίμο πυροβόλησε και σκότωσε τον οδηγό του περιπολικού, κάποιον μπάτσο με δύο παιδιά ηλικίας εννέα και οχτώ και τα δύο κορίτσια. Το άσπρο Φιατάκι ακόμη λειτουργούσε, ακόμη και μετά την τράκα. Πρόσκρουση με περιπολικό μετά από φόνο για ληστεία. Μια δεύτερη εισβολή στην τύχη του Χούγι. Ληστεία, φόνος, τροχαίο, φόνος, διαφυγή. Η ακολουθία των πράξεων εισβάλει μέσα στο μυαλό του Χούγι. «Καλά ρε μαλάκα τι έκανες;», ξεφωνίζει ο Ρώσος στον Αλβανό φίλο του. Η όλη ιστορία είχε διαρκέσει το πολύ ένα λεπτό αλλά του Χούγι Ντροσίτ του φάνηκε σαν να χάθηκε ολόκληρη η ζωή του, σαν ένας αιώνας καντεμιάς να πέρασε από πάνω του, συνθλίβοντας όλα τα ζωτικά του όργανα. Μια εισβολή στη φυσιολογική ροή του χρόνου.

Page 66: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

66

Η ερωτική ζωή του Τζάκα Ήταν τόσο σκοτεινά όσο όλες οι ζωές των σκλάβων της Αφρικής το 1830. Η μουσική ήταν πιο σκατένια κι από πανηγύρι χαλασμένης λατέρνας. Δεν ξέρω πως μου ήρθε να γράψω για αυτό το περιστατικό αλλά να που μου ήρθε μιας και ήμουν αυτόπτης μάρτυρας αυτής της μικρής ιστορίας. Το μαγαζί λεγόταν «Η Παρθένα Κουνέλα». Δεν ξέρω από που εμπνευστήκαν το συγκεκριμένο όνομα αλλά δεν με νοιάζει κιόλας για να λέμε και την αλήθεια. Ο Τζάκας καθότανε όπως πάντα στον μεγάλο πάγκο, πάνω σε κάποιο σκαμπό γεμάτο γρατζουνιές, φλούδια από μασημένα φιστίκια, αράχνες, στάχτες, σκόνες και ιδρώτα. «Γλυκειά μου πως σε λένε;» λέει ο Τζάκας σε μία γυναίκα στο δίπλα σκαμπό. «Κοίτα φίλε εγώ και η φιλενάδα μου δεν θέλουμε κουβέντα, δεν έχουμε όρεξη». «Kαλά πως κάνεις έτσι, ντάξει, σόρρυ». «Παράτα μας». Δύο γκόμενες ήταν, η μία πιο χάλια από την άλλη, και πάλι όμως ο Τζάκας έφαγε πόρτα στην ερωτική του ζωή. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι απωθούσε τις γυναίκες πιο πολύ πάνω του, η φάτσα του που ήταν σαν ταινία τρόμου β’ διαλογής ή το σουλούπι του που ήταν φτυστό μανγκούστας με λοβοτομή. Δεν είχε σημασία για αυτόν όμως, είχε ψυχή και η δικιά του ψυχή ήταν πιο γενναία κι από λιοντάρι, πιο όμορφη από τον ουρανό και πιο γλυκιά κι από το κόκκινο Σαμιώτικο κρασί. Το παρακάνει καμιά φορά με τις σκέψεις του ο Τζάκας. Δεν έχει και πολλές επιλογές όμως γιατί δεν μιλάει συχνά και καμιά φορά ξεχνάει μερικά σύμφωνα ή κανά ξώφαλτσο φωνήεν του χαλάει την κουμπαριά με τους φίλους και τους συνομιλητές του. Όλοι από πίσω του έχουν βγάλει το παρατσούκλι Τζακάκας, όμως κανείς δεν του το λέει μπροστά του διότι όλοι κατά βάθος τον φοβούνται γιατί είναι και λίγο τρελός. «Δεν μου λες, τραβάς καμιά μαλακία το βράδυ πριν πέσεις για ύπνο ή μπα;» Η συρμάτινη φωνή του μπάρμαν του έξυσε τα αυτιά και ο Τζάκας έκανε κανά λεπτό να καταλάβει τι του είπε γιατί δεν μπορούσε να

Page 67: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

67

πιστέψει πόσο μαλάκας πρέπει να είσαι για να μιλάς έτσι άσχημα σε έναν παντελώς άγνωστο χωρίς λόγο. «Καμιά φορά, όταν το θυμηθώ», του απαντάει ο Τζάκας με σιγανή μουρμούρα. «Τιιιιι;», «Μίλα πιο δυνατά δεν σε ακούωωωω». «Ναι λέω την παίζω». «Καλά το κατάλαβα εγώ πως είσαι μαλάκας με περικεφαλαία αδερφάκι μου». Όλοι γελάσανε με το σχόλιο του μπάρμαν που είχε μια φωνή βροντερή σαν μεγάφωνο, λες και ήθελε να τον ακούσει και η νεκρή γιαγιά του από τον τάφο της στην Αυστραλία. Ο Τζάκας απλά συνέχισε να πίνει την μπύρα του κοιτώντας το πάτωμα ή τον τοίχο. Δεν σκεφτόταν απολύτως τίποτα, ούτε καν μισούσε τον τύπο για αυτά που έλεγε, ούτε καν ήθελε να του απαντήσει και αυτό έκανε, τον αγνόησε. Ήθελε να πιει μερικές μπυρίτσες και να την κάνει από κει μέσα. Αυτό ήταν όλο. «Δεν μου λες ρε φίλε, αν σου γαμούσανε τη γκόμενα καμιά δεκαριά πιστολέρο τι θα έκανες;», του κάνει πάλι ο μπάρμαν που έμοιαζε με τεράστια σαύρα ή δεινόσαυρο, τόσο τεράστιος ήταν. «Δεν ξέρω». «Καλά είσαι και πολύ μαλακοπίτουρας ρε φίλε, τόταλ ζίρο έτσι;». «Μπορεί και να είμαι, ποιος ξέρει». «Εγώ στο λέω ρε, ΕΙΣΑΙ». «Τώρα σώθηκα». «Με ειρωνεύεσαι φίλε;» Καμία απάντηση. Η μπουνιά που προσγειώθηκε στο κούτελο του Τζάκα τον έκανε να ζαλιστεί αλλά δεν σταμάτησε να καπνίζει το τσιγάρο του. Πονούσε στο σημείο που τον χτύπησε και μάλλον θα έκανε καρούμπαλο. Ήταν δυνατή μπουνιά. Ο Τζάκας σηκώθηκε, πλήρωσε και πήγε να φύγει ενώ όλοι μέσα στο μαγαζί γελούσαν και τον κοιτούσαν ξεδιάντροπα. Ο μπάρμαν είχε ένα δαιμονισμένο βλέμμα έτοιμος για καβγά και περίμενε την κίνηση του. «Δεν είσαι άντρας εσύ ρε ψοφίμι, έβρεξες τα βρακιά σου ε; Σου αρέσει να στις ρίχνουν έτσι;» Ο Τζάκας έπιασε το μπουκάλι, το έσπασε στον πάγκο και άρχισε να χαρακώνεται σε όλο του το σώμα με μανία παρανοϊκού. Το αίμα είχε πιτσιλίσει όλες τις φάτσες γύρω και όλοι είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα σαν φοβισμένοι, ακόμη και ο άγνωστος άντρας είχε σκιαχτεί με την μανία του Τζάκα. Στο τέλος ο Τζάκας έριξε κάτω τα παντελόνια του,

Page 68: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

68

έκοψε την ψωλή του με ένα μεγάλο κομμάτι σπασμένο γυαλί και την πέταξε με δύναμη στο στόμα του μπάρμαν. Μετά έπεσε. Δέκα μήνες μετά ήταν στο ίδιο σκαμνί με πενήντα ράμματα παραπάνω και μία μπαταρισμένη ψωλή που άρχιζε πάλι να κατουράει ίσια και να μισοκαβλώνει. Τελικά είχε γλυτώσει το τρελάδικο λόγω μέθης και η ερωτική του ζωή παρέμενε πιο φτωχή κι από άστεγο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Page 69: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

69

Η κλήση Ο Πέτρος μπήκε μέσα στα γραφεία του δήμου για να πληρώσει μία από τις πολλές κλήσεις που του είχαν χρεώσει οι μαλάκες οι δημόμπατσοι για παράνομο παρκάρισμα, παράνομο περπάτημα, παράνομο βήξιμο, παράνομη ματιά σε άγνωστο κωλομέρι, παράνομο φτέρνισμα και παράνομη κλανιά. Ένας γνωστός του Πέτρου του είχε υποσχεθεί να του σβήσει την κλήση μιας και εργαζόταν στον δήμο σαν υπάλληλος εδώ και κάτι αιώνες και ούτε ο ίδιος θυμόταν για ποιον δούλευε και γιατί. Μακάρι, σκέφτηκε ο Πέτρος, να μου τις έσβηνε γιατί δεν έχω φράγκο στην τσέπη αλλά και να είχα δεν θα είχα καμία όρεξη να τα δίνω στους πούστηδες του δήμου για να μπορούν οι γυναίκες τους να γαμιούνται, να τρώνε, να πίνουν και να χέζουν με περισσότερη πολυτελής μιζέρια, αυτές, τα θύματα οι άντρες τους και τα χαζόπαιδα τους. Τα γραφεία έμοιαζαν με κάποια τρύπα που είχε χέσει ο θεός και ο διάβολος σε συνεργασία και οι υπάλληλοι ήταν τα μανιτάρια που εξέπεμπαν ραδιενέργεια και δημοσιουπαλληλίκι, βαρεμάρα και υποχθόνια μίση. Καρποί της καθημερινής τρέλας του γραφείου. Όλες οι φάτσες θύμιζαν θυμωμένους αρουραίους, ακόμη και οι γυναίκες έμοιαζαν με φοβισμένα τρωκτικά. Πίσω από αυτά τα σάπια έδρανα όλες οι μούρες ήταν ίδιες. Ο γνωστός του Πέτρου σκάλιζε τη μύτη του σε μία γωνιά του δωματίου καθώς απολάμβανε την σκοτεινή γωνίτσα του προϊστάμενου. «Βρε καλώς τον Πέτρο». «Γεια, τελικά θα μου την σβήσεις την κλήση;» «Για να δω…μμμμ, από ότι βλέπω η κλήση σου είναι θεωρημένη, μάλιστα, όχι, δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι». «Mα μου είχες πει πως θα γινόταν». «Δεν ήξερα πως ήταν θεωρημένη, τώρα δεν γίνεται να στην σβήσω». Ο Πέτρος πήρε το χαρτί από τα χέρια του δημοσίου ποντικιού και πήγε στο ταμείο για να πληρώσει. Δεν είπε κανείς κουβέντα. Πλήρωσε και καθώς έφευγε έφτυσε κάτω στο πάτωμα μία ωραία και παχιά, πράσινη χλέπα γεμάτη περιφρόνηση για τους πάντες και τα πάντα. Ο ήχος της προσγειωμένης χλέπας αντήχησε πανέμορφα μέσα σε όλο το δημόσιο μπουρδέλο του δήμου.

Page 70: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

70

«Δεν ντρέπεσαι λιγάκι άνθρωπε μου να φτύνεις κάτω, μέσα σε δημόσια περιουσία;», ακούστηκε μια τσιριχτή, γυναικεία φωνή πίσω από κάποιο ποντικογραφείο. «Άντε και γαμηθείτε ρουφιάνοι υποκριτές», μούγκρισε ο Πέτρος, γυρίζοντας το κεφάλι του προς το μέρος της και έφυγε από κει μέσα να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα από το δρόμο. Το χαρτί της κλήσης ήταν ακόμη στα χέρια του μαζί με την απόδειξη. Στην σφραγίδα της θεώρησης και στην υπογραφή έγραφε το όνομα του γνωστού του που υποτίθεται θα του έσβηνε την κλήση, μαζί με την επίσημη σφραγίδα του. «Τι γελοίο σκατό, θεέ μου», σκέφτηκε ο Πέτρος γελώντας και πέταξε το χαρτί στον κάδο της ανακύκλωσης. Τουλάχιστον αυτός ήταν λιγάκι οικολόγος και, ευτυχώς, καθόλου δημόσιος υπάλληλος. Τώρα ένιωθε λίγο καλύτερα.

Page 71: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

71

Μπλε ταμπέλα Πολύ μου άρεσε αυτή η φωτεινή ταμπέλα από νέον. Ήταν μπλε και λαμπερή σαν αστερισμός μέσα στην νύχτα και την μιζέρια της γειτονιάς. Ο Μιχάλης είχε το ένα του δάχτυλο βαθιά μέσα στη μύτη του και ψάρευε μερικές χτεσινές μύξες. «Γιατί ρε μαλάκα μένεις ακόμη με τους γονείς σου;», μου λέει. «Δεν ξέρω, υποθέτω πως δεν έχω ακόμη την οικονομική άνεση να μείνω μόνος μου». «Άσε τις μαλακίες, απλά βαριέσαι να κουνήσεις το κωλαράκι σου και να βρεις μια κανονική δουλειά, σκατοτεμπέλη, καλά σου λέει ο πατέρας σου». Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και κόκκινος μαζί σαν τον κώλο μαϊμούς και έκανε μια ψύχρα αρρωστημένη και υγρή. Το μόνο που ήθελα να κοιτάζω ήταν εκείνη η πινακίδα, μπλε και όμορφη και φωτεινή σαν τα όνειρα που βλέπεις στον ύπνο σου αν δεν έχεις πιει ένα κασόνι μπύρες ή αν δεν έχεις φάει απανωτά καμιά δεκαριά απορρίψεις από γκόμενες ή αν δεν είσαι ερωτευμένος με καμία τσούλα που δεν σε θέλει γιατί έχεις λίγο μεγάλη μύτη και καθόλου πηγούνι και θα έπρεπε κάποιος να σου κάνει τη χάρη και να σε στείλει στο εξτρίμ μέικ όβερ για να φτιάξεις τα μούτρα σου τα σκατένια. «Ρε συ ποιος λες πως θα πάρει το πρωτάθλημα φέτος; Ο Ολυμπιακός γαμεί και δέρνει πάλι, όπως πάντα, έτσι μωρέ γαβράρα!» Τα αστέρια είχαν αχνοβγεί και μαζί τους ακούστηκαν και τα πρώτα βήματα από τις γυναικοπαρέες της γειτονιάς που βγαίναν για να διασκεδάσουν ή να πιουν καμιά ζεστή σοκολάτα. Πολύ θα ήθελα να είχα μία τώρα και να απαλλαγώ από αυτό το ηλίθιο τσιμπούρι τον Μιχάλη. Γυναίκα, όχι σοκολάτα. Αλλά μια γυναίκα που να μπορούσε να πει πιο ενδιαφέρον πράγματα από μία σοκολάτα γιατί συνήθως γινόταν το αντίθετο μέχρι τώρα. Του Μιχάλη του ανήκει το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου και μου δίνει βερεσέ τσιγάρα όταν ο πατέρας μου με έχει στην απέξω με το συνηθισμένο πεντάευρο ή δεκάευρο που μου αφήνει στη γαβάθα με τα πιράνχας. Όπως και σήμερα, τσακωνόμαστε για έναν απροσδιόριστο λόγο και γιατί λέει είμαι τεμπέλης και εγώ του είπα πως σε δυό βδομάδες πάω φαντάρος και τι θέλει να κάνω δηλαδή; Να πουλήσω το κορμί μου για ένα πακέτο τσιγάρα και μια μπουκιά φαί; Ορίστε θα πάω στο στρατό να με ταίζουν εκεί. Κάτι είναι κι αυτό.

Page 72: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

72

«Ρε συ η οικονομική κρίση εσένα σε έχει ακουμπήσει καθόλου; Με έχει γαμήσει ρε συ, ίσα ίσα που βγαίνω με το κωλομάγαζο εδώ πέρα». «Εγώ πάντα οικονομική κρίση έχω». «Άσε ρε, πλούσιε». Πόσο βλάκας μπορεί να γίνει ένας μπακάλης; Δεν ξέρω, τα όρια είναι απεριόριστα, μάλλον. Δεν μου αρέσει να βρίζω τους φίλους μου αλλά αν δεν βρίζω τους φίλους μου ποιους θα βρίζω, τους ξένους; Μια κυρία με όμορφα καπούλια περνάει από μπροστά μας και κοιτάζει τον Μιχάλη με βλέμμα, «αν δεν ήσουν μπακάλης και κουασιμόδος θα σε άφηνα να μου ακουμπήσεις λίγο το καβλί σου στο θεικό βυζί μου» αλλά τελικά μυρίζεται την ξενέρα και την κάνει κουνιστή. Εμένα ούτε καν με είδε. Είχα χωθεί πίσω από ένα θάμνο γιατί έψαχνα ένα δίευρο που μου έπεσε από την ταραχή μου όταν την είδα. «Πω, πω ρε φίλε, τι μουνιά κυκλοφορούνε!» Η ταμπέλα συνέχιζε να είναι πιο φωτεινή κι από τον ίδιο τον ουρανό και εγώ είχα κολλήσει το βλέμμα μου απάνω της κι αν μπορούσα θα κολλούσα και τα αυτιά μου για να μην ακούω την Μιχαλοφωνή αλλά έπρεπε να υπομένω το απογευματινό μου βασανιστήριο μπας και κατάφερνα τελικά να με λυπηθεί αρκετά ο μαλάκας για να μου δώσει ένα ντραμ μπλε εικοσηπεντάρι και χαρτάκια ρίζλα και φιλτράκια, όλα τσαμπέ. «Πότε παρουσιάζεσαι ρε ψάρι;» «Στις 11 Νοέμβρη» «Άντε, άντε να πας κι εσύ να τελειώνεις». Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο πρωτότυπος όσο μία πατημένη γάτα στον αυτοκινητόδρομο. Έχεις βαρεθεί να τις βλέπεις αλλά τις λυπάσαι και λίγο. Η ώρα περνούσε και τελικά αφού δεν άντεχα άλλο τις κουβεντούλες του περί παντός επιστητού τον ρώτησα αν θα μου δώσει κανά καπνό στη ζούλα και θα του τα δώσω άλλη μέρα γιατί δεν παίζει φράγκο και μου λέει αύριο γιατί σήμερα θα του κάνει έλεγχο η γυναίκα του και δεν γουστάρει να το ξέρει πως μου δίνει τσαμπέ «προϊόντα». Έφυγα από κει μέσα και κάθισα όλο το βράδυ και κοιτούσα σαν ερωτευμένος την μπλε ταμπέλα που έριχνε στο δρόμο το ωραίο, απαλό της φως μέχρι που τα μάτια μου βλέπανε πουλάκια και πεταλούδες και πήγα σπίτι για ύπνο. Τελικά κατάφερα να του κλέψω ένα πακέτο καπνό και κάτι λεφτά από το ταμείο όταν πήγε μέσα να φτιάξει τα ληγμένα γάλατα και να τα βάλει μπροστά, μπροστά στο ψυγείο. Ζήτω η ιερή αγελάδα από την Ινδία και οι μπλε ταμπέλες του κόσμου!

Page 73: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

73

Αυτό το «προϊόντα» έτσι όπως μου το είπε με ξενέρωσε πιο πολύ κι από την ίδια τη σκατομιζέρια του. Δε βαριέσαι, ανάβω ένα και την πέφτω μετά.

Page 74: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

74

Το πιο ζωντανό μέρος της πόλης «Kαι ποιος νομίζεις πως είσαι που τολμάς να βγαίνεις από το σπίτι μόνος σου;» «Δεν νομίζω πως είμαι κάποιος σπουδαίος, αν αυτό υπονοείς.» Στο μικρό δωμάτιο που σέρβιραν τα ποτά μερικοί θαμώνες κουνούσαν τα κορμιά τους ασθενικά, σαν σκιές σε αποσύνθεση. Ο ντισκ τζόκει λεγόταν Μανώλης και παλιότερα δούλευε σαν θυρωρός σε κάποια, εγκαταλελειμμένη πλέον, πολυκατοικία στο κέντρο και απειλούσε τα παιδάκια της γειτονιάς πως θα τα πάει στην αστυνομία αν δεν σκάσουν. Την γκρεμίσανε αυτή την πολυκατοικία προχτές για να φτιάξουνε νετ καφέ ή γραφεία, δεν ξέρω ακριβώς. «Καλά δεν έχεις φίλους ρε Σάββα;», ρωτάει ο τύπος πίσω από τον πάγκο με τα ποτά. «Έχω». «Ωραία λοιπόν τότε γιατί δεν παίρνεις έναν φίλο σου να βγείτε μαζί;» «Βαριέμαι να ακούω αυτά που θα μου λένε». «Καλά είσαι και πολύ βαρεμένος έτσι;» «Μπορεί και να είμαι». Σιγά, σιγά το δωματιάκι γέμιζε με κόσμο, κορίτσια και αγόρια, άλλα μεγάλα άλλα πιο μικρά, από εκεί που καθόταν ο Σάββας όλοι φαινόντουσαν να έχουν την ίδια ηλικία, να φοράνε όλοι τα ίδια ρούχα, να μιλάνε όλοι για το ίδιο πράμα. Ο Σάββας ερχόταν εδώ να πιεί δυο, τρεις μπίρες, να κοιτάζει με αποχαύνωση τον εαυτό του στον μεγάλο καθρέπτη μπροστά του, καθισμένος σε κάποιο μαύρο, ξύλινο σκαμπό, περιμένοντας να περάσει η ώρα ή να τον πάρει ο ύπνος στα όρθια ή να βρει ευκαιρία να μην γελάσει, εσκεμμένα, με τα βαρετά αστεία που θα του έλεγαν μερικοί άγνωστοι. Και πάντα η ίδια ιστορία, ο άντρας πίσω από τον ξύλινο, μαύρο πάγκο να πηγαινοέρχεται σαν δαιμονισμένος και να ετοιμάζει ποτά ή να σκουπίζει τον πάγκο από τους μπαγιάτικους ξηρούς καρπούς που μασούλαγε ο Σάββας και όλοι οι υπόλοιποι άγνωστοι-γνωστοί. Ο άντρας πίσω από τον πάγκο καμιά φορά έξυνε τα δόντια του όταν νόμιζε πως δεν τον έβλεπαν οι πελάτες ή έκλεβε ξένους αναπτήρες από τον πάγκο και τους έχωνε στην τσέπη του με βλέμμα ποντικιού που μόλις δραπέτευσε από τον υπόνομο με το τυρί στο στόμα, χαρούμενο για το κατόρθωμα του.. «Πιάσε άλλη μια μπίρα».

Page 75: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

75

«Ο.Κ.» Του Σάββα του άρεσε να έρχεται εδώ γιατί κανείς δεν ρωτούσε πολλά, όπως σε άλλα τέτοια μέρη που τον ήξεραν, σήμερα όμως ο τύπος που σέρβιρε είχε κέφια για κουβέντα. Δεν πειράζει, σκέφτηκε ο Σάββας, την δουλειά του κάνει κι αυτός, κάπως πρέπει να περάσει την ώρα του μέχρι να πάει σπίτι του και να κοιμηθεί και να φάει και να χέσει και μετά πάλι από την αρχή. Στο τέλος ο μπάρμαν θα του έκλεβε και ένα ευρώ, όπως έκανε κάθε φορά. Ο Σάββας το ήξερε πως τον έκλεβε ο τύπος μα δεν τον ένοιαζε και πολύ. Γενικά δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα που τον ένοιαζαν τον Σάββα. Ήταν το εξαίρετο είδος του ανθρώπου που αν τον ρωτούσες τι του θύμιζε το όνομα του θα σου έλεγε «τίποτα» ή «Σάββα-το». Ποιος θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια ηλίθια ερώτηση άλλωστε; «Τι σου θυμίζει το όνομα σου;», ρωτάει ο μπάρμαν-ποντίκι. «Δεν μου θυμίζει τίποτα». «Σήμερα το σκεφτόμουνα ξέρεις, εμένα το δικό μου μου θυμίζει τον παππού μου και το χωριό». Η μουσική τρυπούσε τα αυτιά του κόσμου και όλοι ουρλιάζανε στο αυτί του διπλανού τους και όλοι τραβούσαν άσκοπα τις φάτσες τους, γελώντας ψεύτικα ή από χαζή συνήθεια, φτιάχνοντας ρυτίδες στο στόμα, στα αυτιά, στο κούτελο, στα βυζιά, στην ψυχή. «Σου αρέσουν οι γκόμενες που έρχονται εδώ;» «Καλές είναι» κάνει ο Σάββας. «Έχεις γαμήσει τίποτα;» «Όχι». «Ε τότε ρε μαλάκα τι έρχεσαι και κάνεις εδώ μέσα μου λες;» «Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια και δεν ξέρω να πλέκω και την τηλεόραση δεν την αντέχω για πολύ ώρα, και δεν μου αρέσει το μπόουλινγκ ούτε το τάβλι». «Περνιέσαι για ξύπνιος έτσι δεν είναι;». «Δεν ξέρω». «Δεν μπορώ να σε καταλάβω». «Ούτε κι εγώ μπορώ να με καταλάβω». «Περίεργος είσαι». Η μουσική ήταν εκκωφαντική και τα αυτιά του Σάββα χτυπούσαν και δονούνταν από τα πολλά και μυτερά πρίμα-τρυπάνια των παμπάλαιων ηχείων του δωματίου. Ο Σάββας αναρριχήθηκε από το ψηλό σκαμνί και σέρνοντας τα πόδια του σαν σφουγγαρίστρα που μόλις έμαθε να περπατάει, ανέβηκε κουτσαίνοντας την ετοιμόρροπη σκάλα που οδηγούσε στη χέστρα. Εκεί είδε δύο γυναίκες. Η μία φορούσε μαύρα

Page 76: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

76

και ήταν κάπως εμφανίσιμη αλλά προσεχώς ξινή και λίγο ψώνιο και η άλλη ήταν πιο παχουλή με μία φάτσα σαν χαλασμένο μανιτάρι με πολλά πιασίματα και κάτι χρωματιστές μαλακίες στο κεφάλι. Κάτι λέγανε πάνω από το νιπτήρα και χαζογελούσαν. Ο Σάββας μπήκε μέσα στην τουαλέτα, ξεκουμπώθηκε, την πέταξε στο χέρι του και κατούρησε για περίπου ένα λεπτό τις τέσσερις μπύρες που είχε στην κοιλιά του. Βγήκε έξω αφού τράβηξε το καζανάκι που ήταν χαλασμένο και του έμεινε στα χέρια και χωρίς να έχει βάλει μέσα την υγρή από τα κατρουλιά ψωλή του πήγε δίπλα στις γυναίκες και στάθηκε εκεί ακίνητος σαν άγαλμα σε πλατεία. Η μία ξεφώνησε κάτι ακατάληπτο και η χοντρή ρεύτηκε, έκλασε και γέλασε μαζί. Ο Σάββας τις έπιασε και τις δύο από το κεφάλι με την ταχύτητα του Φλας Γκόρντον και τις χτύπησε μεταξύ τους με μεγάλη δύναμη. Έπεσαν αναίσθητες. Τις τράβηξε στην χέστρα και τις γάμησε και τις δύο, πρώτα την μαυροφορεμένη από τον κώλο με πολύ νερό από το καζανάκι για να γλιστράει, αν και ήταν υγρή από μόνη της και την χοντρή από το μουνί γιατί το είχε πιο στενό, όμως δυσκολεύτηκε να το βρει στην αρχή από το πολύ λίπος. Η χοντρή, όταν ξύπνησε από το χτύπημα, του πήρε και μια πίπα οικειοθελώς. Σκουπίστηκε με το ήδη λεκιασμένο του μπουφάν και κατέβηκε πάλι κουτσαίνοντας για να πιεί άλλη μια μπύρα στο ίδιο σκαμνί. «Πιάσε άλλη μία». «Αυτή είναι κερασμένη από μένα». «Φχαριστώ». «Αν θέλεις μπορώ να σου γνωρίσω και καμιά κοπέλα». «Μπα, δεν έμεινε στάλα». «Πολύ περίεργος είσαι, μήπως είσαι πουστάκι;». Ξαφνικά από πάνω ακούστηκαν ουρλιαχτά και φασαρία. «Αυτός εκεί με βίασε, με βίασε», φώναζε η χοντρέλω μπαίνοντας στον δωμάτιο σαν σκουριασμένο τανκς. Η άλλη ήταν άφαντη. Είχε λέει πάθει σοκ και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, ούτε να περπατήσει δεν μπορούσε. «Θα πάρω την αστυνομία» είπε κάποιος. «Πιάστε τον τον πούστη, αυτός το κανε» είπε κάποιος άλλος. «Το λεγα εγώ πως ήταν περίεργος, το λεγα» είπε ο μπάρμαν. «Τον κέρασα και μπύρα, το αρχίδι» είπε μια κοντή γκόμενα με σπυράκια που ο Σάββας την έβλεπε για πρώτη φορά. Μετά από το ξύλο που έφαγε από τους θαμμώνες του μπαρ η μάπα του Σάββα διατηρούσε την απάθεια της με λίγους μώλωπες παραπάνω, ξεραμένο αίμα και ένα δόντι λιγότερο. Οι μπάτσοι δεν άργησαν να φτάσουν.

Page 77: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

77

«Γιατί το έκανες ρε αρχίδι;» του γάβγισε ένας μπάτσος που η μάπα ήταν τόσο κίτρινη του θύμιζε λεμόνι. «Είχα καβλώσει με το κατούρημα». «Κι εγώ αν δω τη μάνα σου ρε μαλάκα και καβλώσω θα τη γαμήσω;» του γαβγίζει ένας άλλος μπάτσος, πιο άσχημος από τον προηγούμενο. «Που θες να ξέρω» του λέει ο Σάββας. «Ααα ο τύπος είναι για δέσιμο, πάρτε τον». «Θα φας δέκα χρονάκια μουνάκι για να μάθεις να μην σπρώχνεις το πουλί σου όπου βρεις». Ο Σάββας πάτησε κατά λάθος μια κατσαρίδα με το πόδι του μπαίνοντας στην κλούβα. Καημένη κατσαριδούλα, σκέφτηκε και ευχήθηκε να έχουν μπύρες στην φυλακή.

Page 78: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

78

Υπέρ-στύση «Ρε φίλε, μα δεν μου λες, γιατί ζεις από το επίδομα της ανεργίας και δεν πας να βρεις καμιά δουλειά;» ρώτησε ο γέρος τον Μενέλαο. Όλοι ήταν προσγειωμένοι σε κάτι παλιά σκαμνιά που σου δημιουργούσαν αιμοροΐδες στα πρώτα πέντε λεπτά που καθόσουν πάνω τους. Ήταν ακόμη μεσημέρι. Ο Μενέλαος τώρα μόλις είχε σηκωθεί, δεν είχε τίποτα να κάνει, και κατέβηκε στο μπαρ που ήταν κάτω από τη γκαρσονιέρα του για να πιει έναν καφέ. Το μπαρ το λέγανε «Η Φυτοζωία» και το πρωί σέρβιρε και καφέ. Ο συγκεκριμένος γέρος του τα έπριζε κάθε πρωί, την ίδια ώρα (ακριβώς 12:30), εδώ και μερικούς μήνες. Ο Μενέλαος δεν είχε μπει στο κόπο να του απαντήσει, ούτε καν τον κοίταζε. Ήταν ένα φριχτό απολίθωμα από την εποχή των δεινοσαύρων. Έμοιαζε να είναι εκατό πενήντα χρονών. Κάποια μέρα έτσι θα γινόταν και ο ίδιος, αν και δεν ήθελε να ζήσει πάνω από τα ογδόντα. Η ζωή ήταν άδικη ρε πούστη. Όλοι έπρεπε να γίνουμε σταφίδες και να μπούμε ξανά στο παγωμένο χώμα μέσα σε ένα ξύλινο, στενό κουτί. Αυτές ήταν οι μόνιμες πρωινές σκέψεις του Μενέλαου. Ο κωλόγερος έφταιγε. «Σου είπα κυρ Γιάννη να μην ενοχλείς το Μένιο, πίνει τον καφέ του τώρα» είπε ο Λουκάς ο μπάρμαν και καφετζής με βαριεστημάρα. Ο Μενέλαος έστριψε ένα στριφτό τσιγάρο, το άναψε και τράβηξε μία γερή ρουφηξιά. «Τεμπέεεεελαρεεεεεεεεε!!» ούρλιαξε ο γέρος με μίσος προς τον Μενέλαο. Μερικές σταγόνες από γέρικο σάλιο έπεσαν στο πάτωμα. Αν συνέχιζε έτσι θα του έφευγε και η μασέλα. Ευτυχώς σταμάτησε γιατί μάλλον του ανέβηκε η πίεση και κούρνιασε στο σκαμπό του σαν αχινός που δέχεται επίθεση από κάποιο περίεργο χέρι. Ο Λουκάς σκούπιζε ένα ποτήρι. Το βλέμμα του γέρου έμοιαζε να είναι νεκρό. Λες να πέθανε; Η ζωή τον είχε πεθάνει τον κακομοίρη. Χρόνια και χρόνια δουλειάς και τι κατάλαβε; Είχε καταντήσει μία σταφίδα γεμάτη ζοχάδες και με το ένα πόδι στον τάφο. Ο Μενέλαος ρουφούσε απολαυστικά τον καφέ του και προσπαθούσε να μην σκέφτεται τίποτα. Ήταν ευτυχισμένος με την κατάσταση του. Κάθε μήνα έπαιρνε 400 ευρώ από τον ΟΑΕΔ της γειτονιάς του. Τα

Page 79: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

79

βόλευε με το ζόρι. Δανειζόταν κατα καιρούς. Έκανε αιματηρές οικονομίες. Αλλά στο τέλος την έβγαζε. Η δουλειά, σκεφτόταν ο Μενέλαος, σου έτρωγε τα καλύτερα σου κύτταρα. Στη ζωή του είχε κάνει αρκετές σκατοδουλειές. Οικοδόμος, ηλεκτρολόγος, ντελίβερι, εργάτης σε εργοστάσιο πλαστικής γαλότσας, σκουπιδιάρης, παιδονόμος, βοηθός βοθρατζή, κλόουν σε παιδικά πάρτυ και μπέιμπι σίτερ για μια γριά που έπρεπε να την αλλάζει γιατί όλο χεζόταν πάνω της. Ήταν 37 χρονών και δεν είχε κανένα σοβαρό σχέδιο για τη ζωή του, δεν είχε ασφάλιση και δεν ήταν σε κάποιο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Επίσης δεν είχε στάνταρ γαμήσι, παιδιά, αυλή, γκαζόν, σκυλιά, γατιά, παπαγάλους ή χάμστερ. Σε φάσεις αισθανόταν άρρωστος με τη μοναξιά του αλλά την προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα από την φασαρία που έφερναν μαζί τους οι άνθρωποι και οι σχέσεις. Άκουγε μόνο κλασική μουσική και έτρεφε μία ιδιαίτερη αγάπη για όλα τα πράγματα του Μεσαίωνα. Πάντα ήθελε να έχει ένα δικό του άλογο, έναν νάνο ιπποκόμο και με το σπαθί του να θέριζε τρομερούς δράκους και να καβαλούσε παρθένες δεσποσύνες μέσα σε θεόρατους πύργους. «Ρε μαλάκα Μένιο, σου έχω μια δουλίτσα αν θέλεις, θα μοιράζεις εφημερίδες και περιοδικά σε διάφορα σπίτια με μηχανάκι» του είπε ο Λουκάς. «Δεν ξέρω ρε Λουκά». «Τετράωρο είναι και θα πηγαίνεις σε καλά σπίτια στα προάστια». «Αν είναι τετράωρο τότε ψήνομαι». Δεν γούσταρε να δουλεύει όλη μέρα. Δεν το άντεχε. Ναι ήταν τεμπέλης του κερατά. Είχε δίκιο ο κυρ Γιάννης. Δεν ντρεπόταν γι’ αυτό όμως. Μάλλον αισθανόταν και λίγο περήφανος. Ο γέρος σαν να μυρίστηκε τις σκέψεις του και ούρλιαξε πάλι: «Τεεεεεεμπέεεελαρεεεεεεεεε!!!». Τουλάχιστον δεν είχε πεθάνει, σκέφτηκε ο Μενέλαος για τον γέρο. Έσβησε το τσιγάρο του και πλήρωσε για τον καφέ.

*

Page 80: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

80

Η δουλειά που του βρήκε ο Λουκάς ήταν ψιλοσκατά. Έκανε κρύο πάνω στο μηχανάκι, τα σπίτια δεν τα έβρισκε και πιανόταν ο κώλος του πάνω στην άβολη πλαστική σέλα. Ο μισθός ήταν περίπου τετρακόσια πενήντα ευρώ το μήνα και χωρίς ένσημα. Τουλάχιστον δούλευε τετράωρο. Το αφεντικό, όπως πάντα, ήταν μεγάλος μαλάκας. Ήθελε, αν γινόταν, όλες οι κωλοεφημερίδες και τα περιοδικά του να μοιραζόντουσαν ταυτόχρονα από μόνες τους, στην ώρα τους και στην σωστή διεύθυνση, λες και ο Μενέλαος ήταν κανένας μάγος με ραβδάκι και έβγαζε από τον κώλο του φωτιές και σπίθες. Το μηχανάκι ήταν σκέτο μπουρί της σόμπας και με το ζόρι έπιανε τα πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Ξεκινούσε από τις 7 το πρωί και έπρεπε να έχει μοιράσει όλα τα έντυπα μέχρι τις 11. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να σηκωθεί από τις έξι το πρωί. Ποτέ δεν τα κατάφερνε να τελειώσει την διανομή στην ώρα του και φυσικά δεν πληρωνόταν ποτέ για τις υπερωρίες που έκανε. Ο Μενέλαος την είχε μυριστεί πως η δουλειά θα ήταν μούφα και έτσι είχε κρατήσει το επίδομα ανεργίας. Αν κάποιος τον κάρφωνε στον ΟΑΕΔ θα του κόβανε τον κώλο. Έπρεπε να κλέψει κι αυτός λίγο το κράτος γιατί και το κράτος του τον έμπιχνε κατά καιρούς. Χρωστούσε στην δημοτική αστυνομία περίπου εξακόσια ευρώ σε κλήσεις παράνομου παρκαρίσματος από τότε που είχε αυτοκίνητο. Σταμάτησε να το κυκλοφορεί. Βρισκόταν μπροστά από ένα μεγάλο σπίτι. Ήταν το τελευταίο για σήμερα και μετά σχολούσε. Η ώρα ήταν δώδεκα το μεσημέρι. Ο τσιμεντένιος φράχτης ήταν τεράστιος. Οι τύποι πρέπει να είχαν πολλά φράγκα. Έπρεπε να παραδώσει ένα τρειμηνιαίο εξειδικευμένο περιοδικό για καρδιοχειρούργους. Ο τύπος ήταν χειρούργος προφανώς και με πολλά φράγκα. Δεν υπήρχε πουθενά γραμματοκιβώτιο. Τι γκαντεμιά ρε πούστη. Χτύπησε το κουδούνι. Ευχόταν να μην απαντήσει κανείς. Ήθελε να σχολάσει. Θα το ξαναέφερνε αύριο. Την ώρα που ήταν έτοιμος να φύγει, μία γυναικεία φωνή απάντησε από το θυροτηλέφωνο. «Παρακαλώ;» «Έχω ένα περιοδικό για εσάς». «Δεν θα πάρουμε». «Δεν είναι διαφημιστικό, είναι από τον χειρουργικό σύλλογο». «Μισό λεπτό». Μετά από λίγο ακούστηκε το βούισμα από τον μηχανισμό της πόρτας που άνοιγε. Ο Μενέλαος μπήκε με διστακτικότητα μέσα στην τεράστια αυλή. Την είχε πάθει και ήξερε. Κάπου εδώ κρυβόταν κάποιο

Page 81: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

81

λυσσασμένο λυκόσκυλο ή ντόπερμαν έτοιμο να σου ξεριζώσει τα αρχίδια με τα σαγόνια του. Οι πλούσιοι ποτέ δεν έδεναν τα γαμώσκυλα τους και πάντοτε τα είχαν εκπαιδευμένα έτσι ώστε να σου τρώνε πιο γρήγορα την καρωτίδα λες και ήταν κροκέτα. Καθώς περπατούσε μέσα στην αυλή για να φτάσει στην κεντρική πόρτα τους σπιτιού ένας γυμνός γέρος (έμοιαζε λίγο με τον Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν στο πιο ταλαιπωρημένο) εμφανίστηκε από το πουθενά. Ήταν ολόγυμνος και φορούσε μόνο ένα κολάρο σκύλου στο λαιμό. Αυτό που έκανε φοβερή εντύπωση στον Μενέλαο ήταν η πούτσα του. Ήταν σηκωμένη. Ο τύπος έτρεχε σαν τρελός. Τελικά ο γέρος πρόλαβε να βγει έξω στο δρόμο. Η πόρτα της αυλής έκλεισε πίσω του. Ο Μενέλαος δεν πίστευε στα μάτια του. Μήπως είχε παραισθήσεις; Αποφάσισε να προχωρήσει. Έφτασε στην πόρτα του σπιτιού και πριν προλάβει να την χτυπήσει, η πόρτα άνοιξε με φόρα και μπροστά του βρισκόταν μία χοντρή γυναίκα με στολή καμαριέρας. Είχε όμορφο πρόσωπο, τεράστια βυζιά και βαμμένα νύχια. «Λοιπόν;» του είπε η χοντρή. Αυτή πρέπει να ήταν που του μίλησε και στο θυροτηλέφωνο. «Εεε, εδώ είναι το περιοδικό. Υπογράψτε εδώ». Η χοντρή πήρε το περιοδικό, υπέγραψε με το στυλό που της έδωσε ο Μενέλαος και του έκλεισε τη πόρτα στα μούτρα. Καθώς έφευγε, άλλος ένα γέρος, γυμνός κι αυτός όπως και ο προηγούμενος και με το ίδιο κολάρο σκύλου στο λαιμό, έτρεχε προς την έξοδο του σπιτιού. Και αυτηνού η πούτσα ήταν καβλωμένη. Ο γέρος κοίταξε τον Μενέλαο και του φώναξε: «Είναι τρελή! Δεν το αντέχω άλλο. Μου έχει ρουφήξει όλο το σπέρμα!». Αυτή τη φορά ο γέρος έμοιαζε με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο πιο κοντό. Σκαρφάλωσε την αυλόπορτα και βγήκε στο δρόμο. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το σπίτι ή ο Μενέλαος είχε αρχίσει να τρελένεται και να βλέπει καβλωμένους γέρους με κολάρα σκύλου. Τον έτρωγε η περιέργεια. Τι σκατά γίνεται εδώ μέσα; Πήγε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί που περπατούσε ένιωσε μία παρουσία πίσω του αλλά πριν προλάβει να δει ποιος τον ακολουθεί όλα μαυρίσανε. Είχε πέσει λιπόθυμος από το χτύπημα.

Page 82: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

82

*

Όταν ξύπνησε ήταν δεμένος σε ένα κρεβάτι με κάτι σκοινιά. Το δωμάτιο ήταν άγνωστο. Μύριζε ιδρώτα. Η χοντρή γυναίκα που είχε δει στην πόρτα τώρα ήταν μπροστά του. Δεν φορούσε πια τη στολή της καμαριέρας. Φορούσε μόνο κάτι ζαρτιέρες, ένα σουτιέν που συγκρατούσε με το ζόρι τα τεράστια στήθη της και καθόλου κυλοτάκι. Δεν ήταν κι άσχημη, σκέφτηκε ο Μενέλαος. Είχε αρχίσει να καβλώνει. Παρατήρησε πως στο λαιμό του υπήρχε ένα κολάρο σκύλου. Πω ρε φίλε, σκέφτηκε, είχε μπλέξει άσχημα. «Θα με γαμήσεις. Σου έχω κάνει υποδόρια ένεση λιωμένου Viagra. Η ψωλή σου θα είναι καβλωμένη για τουλάχιστον δέκα ώρες». Η χοντρή τον πληροφόρησε πως θα του άλλαζε τον αδόξαστο στο γαμήσι. Τον πλησίασε και τον καβάλησε σαν μπουλντόζα. Ο Μενέλαος ζορίστηκε από το βάρος. Του άρπαξε το ερεθισμένο του όργανο και το έβαλε μέσα της. Ήταν στενή και υγρή. Η χοντρή άρχισε να βογκάει και να κουνιέται σαν σκούνα. Τα τεράστια βυζιά της είχαν πεταχτεί έξω από το στηθόδεσμο. Ο Μενέλαος ένιωθε σαν να γαμάει θηλυκό ρινόκερο. Έκανε όμως καλό κρεβάτι η χοντρή. Μετά από λίγο έχυσαν και οι δύο μαζί. «Καλό παιδί» αναστέναξε η χοντρέλω και επιτέλους τον ξεκαβάλησε. «Έχεις τίποτα να πιούμε;» ρώτησε ο Μενέλαος. «Όχι. Εδώ ήρθες για να με γαμήσεις όχι για να πιούμε, άλλωστε τα σκυλιά σιχαίνονται το αλκοόλ, κατάλαβες σκυλάκο;». Η τύπισσα ήταν για δέσιμο. «Ναι» είπε ο Μενέλαος που είχε μπει στο πετσί του ρόλου. Ήταν έτοιμος να γαβγίσει αλλά η χοντρή βγήκε από το δωμάτιο με την κωλάρα της να κουνιέται πέρα δώθε σαν βάρκα. Κατάφερε να λυθεί εύκολα. Η χοντρή δεν ήξερε να δένει. Πήγε γυμνός και με το κολάρο στο λαιμό μέχρι την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο και άρπαξε μία μπύρα. Έκατσε στο τραπέζι και την άνοιξε. Το καβλί του ήταν ακόμη καβλωμένο, σαν να μην είχε γαμήσει πριν δύο λεπτά. Το Viagra έκανε δουλειά. Η χοντρή πήγε να του την ξαναφέρει αλλά αυτή τη φορά ο Μενέλαος την είδε και απέφυγε το χτύπημα της. Κρατούσε ένα φτυάρι η μαλάκω. Την έριξε κάτω στο πάτωμα με το πόδι του. Έσκασε σαν σακί στα πλακάκια.

Page 83: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

83

«Αααρρρργγγκκκκχχχχχ! Μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα!» η χοντρή σφάδαζε στο πάτωμα σαν φώκια. «Κάτσε να πιω τη μπύρα μου και θα σε φτιάξω χοντρούλα» της είπε ο Μενέλαος. «Σκάσε, μαλάκα, μαλάκα, μαλάααααακαααααα!». Ο Μενέλαος κάπνισε ένα τσιγάρο, τελείωσε τη μπύρα του και σηκώθηκε με το φτυάρι στο χέρι. Τη χοντρή την είχε πάρει ο ύπνος κατάχαμα. Τι στον πούτσο γινόταν εδώ μέσα; Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ μέσα; Η πούτσα του ήταν ακόμη κάγκελο. Γύρισε τη χοντρή μπρούμυτα με τα χίλια ζόρια, της άνοιξε τα κωλομέρια, έβαλε λίγο σάλιο στο εργαλείο του και της το έχωσε. Ήταν και πάλι στενή. Έσπρωξε καμιά δεκαριά φορές, αργά και σταθερά. Συγχρόνως της έσφιγγε τα τεράστια, αγελαδίσια βυζιά της. Η χοντρή βογκούσε μέσα στον ύπνο της. Μετά από λίγο ο Μενέλαος έχυσε μέσα της. Άνοιξε άλλη μια μπύρα και ξαναχαλάρωσε. Άντεχε ακόμη. Ένιωθε σαν μαραθωνοδρόμος. Έπρεπε να φτάσει στο τέρμα. Η χοντρή άρχισε να ρωχαλίζει. Το πρόβλημα ήταν, σκέφτηκε ο Μενέλαος μόλις τελείωσε και την δεύτερη του μπύρα, πως το τσουτσούνι του δεν έπεφτε με τίποτα. Αυτό το πράγμα που τον είχε ποτίσει η χοντρή έκανε καλή δουλειά. Είχε αρχίσει όμως να τον κουράζει η όλη ιστορία. Πως σκατά θα πήγαινε στη δουλειά; Δεν μπορούσε να βρει τα ρούχα του, δεν μπορούσε να καβαλήσει το μηχανάκι με τη ψωλή σηκωμένη. Πήγε στο μπάνιο και έβρεξε τα γεννητικά του όργανα με παγωμένο νερό. Τίποτα. Η χοντρή τον είχε ποτίσει όλο το Viagra της περιφέρειας. Πήγε πάλι απογοητευμένος στην κουζίνα και εναπόθεσε το πέος του μέσα στο στόμα της χοντρής γυναίκας. Εκείνη δεν ξυπνούσε με τίποτα. Η αρκούδα ήταν λες και είχε πέσει σε χειμερία νάρκη. Φαινόταν όμως να ξέρει τι κάνει. Πιπίλιζε και ρουφούσε το πέος του Μενέλαου σαν να ήταν μπουκάλι με μέλι. Είχε χρόνια να του πάρουν τόσο επαγγελματική πίπα. Τελείωσε για τρίτη φορά μέσα στο στόμα της. Ο Μενέλαος είχε αρχίσει να βαριέται. Άνοιξε κι άλλη μπύρα και έκανε μία βόλτα στο σπίτι. Οι τύποι που έμεναν εδώ πρέπει να είχαν τις πουτάνας τα φράγκα. Έστριψε τσιγάρο και κάπνισε. Η μέρα είχε εξελιχθεί σε θαύμα. Τσάμπα μπύρες και τσάμπα πήδημα. Η ψωλή του συνέχιζε να είναι καβλωμένη σαν κοντάρι. Τι σκατά, μια ζωή θα του ήταν σηκωμένη τώρα; Άρχισε να τον πιάνει πανικός. Ένας τεράστιος σκύλος εμφανίστικε μέσα από ένα δωμάτιο. Έμοιαζε με μαμούθ, τόσο μεγάλος ήταν ο πούστης. Ο Μενέλαος πανικοβλήθηκε και ανέβηκε

Page 84: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

84

πάνω σε ένα τραπέζι. Ο σκύλος τον κοιτούσε με απορία. Μάλλον δεν ήταν επιθετικός. Τώρα που τον ξανακοιτούσε ήταν μάλλον γλυκούλης. Του ήρθε μια τρελή ιδέα. Κατέβηκε από το τραπέζι και έπιασε το σκύλο από πίσω. Έχωσε το ερεθισμένο του πουλί μέσα στον κώλο του σκύλου. Ο σκύλος ούρλιαξε. Ο Μενέλαος πηδούσε το σκύλο και του χάιδευε τη καφέ του γούνα. Ο σκύλος κλαψούριζε. Σιχάθηκε τον εαυτό του και στο τέλος τελείωσε. Ο σκύλος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος στον κήπο. Ο Μενέλαος άρχισε να ζαλίζεται. Βγήκε έξω στον κήπο να πάρει αέρα. Δεν την πάλευε άλλο. Ξαναμπήκε μέσα και άνοιξε ένα μπουκάλι ουίσκι που βρήκε ξέμπαρκο στο μπαράκι του σαλονιού. Άρχισε να πίνει γερές γουλιές. Ίσως το ποτό να του χαλάρωνε λίγο την υπερστύση του. Είχε γίνει φέσι αλλά το πουλί του δεν έλεγε να πέσει. Ήταν γυμνός, ξεθεωμένος και φορούσε το κολάρο του σκύλου. Βγήκε έξω στην αυλή και άρχισε να γκαρίζει σαν γάιδαρος. Ίσως αυτό να τον χαλάρωνε. Έτρεχε στο χορτάρι της αυλής και στο τέλος συνάντησε κάτι σαν μικρό στάβλο. Μέσα ήταν ένα πόνι, από αυτά τα μικρά αλογάκια και έτρωγε σανό με απάθεια. Μήπως τελικά ήταν κτηνοβάτης; Πήρε ένα σκαμνί και πλησίασε τον τριχωτό κώλο του πόνι. Πήγε να κάνει εμετό αλλά συγκρατήθηκε. Ανέβηκε στο σκαμνί και την έχωσε με δύναμη στον πισινό του πόνι. Το πόνι χλιμίντρισε αλλά δεν κουνήθηκε. Μάλλον την έβρισκε. Ο Μενέλαος έσπρωχνε σαν μανιακός. Σε μια φάση όλα μαυρίσανε πάλι και έπεσε σαν σανίδα στα άχυρα. Τον πήρε ο ύπνος. Αισθανόταν σαν τον Χριστό στη Φάτνη. Όταν ξύπνησε, μετά από δώδεκα ώρες, ήταν ντυμένος με τα ρούχα του και ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτού. Είχε φοβερό πονοκέφαλο. Ήταν ακόμη μέσα στο ίδιο τρελό σπίτι. Το κολάρο κάποιος του το είχε βγάλει. Ένας καλοντυμένος άντρας, γύρω στα πενήντα βρισκόταν απέναντι του με ένα ποτήρι στο χέρι και τον κοιτούσε με ενδιαφέρον. «Σας ζητώ συγνώμη για την ταλαιπωρία σας κύριε. Η γυναίκα μου η Σάντρα πάσχει από νυμφομανία και ναρκοληψία. Επίσης δεν μπορεί να κοιμηθεί κανονικά παρά μόνο όταν συνουσιάζεται. Πάσχει από φοβερούς πονοκεφάλους και παθαίνει κρίσεις ταυτότητας. Πληρώνω εδώ και ένα χρόνο κάποιους κυρίους ώστε να την φροντίζουν. Σήμερα βέβαια παραιτήθηκαν γιατί δεν άντεχαν άλλο τη Σάντρα. Καμιά φορά η Σάντρα παραφέρεται και βιάζει τον ταχυδρόμο ή τον γαλατά μας». «Δεν πειράζει. Κανένα πρόβλημα» απάντησε με δυσκολία ο Μενέλαος. Κοίταξε με τρόμο τον καβάλο του και συνειδητοποίησε πως η ψωλή του είχε ξεκαβλώσει. Ένιωσε μία τεράστια ανακούφηση.

Page 85: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

85

Ο άντρας ξαναμίλησε: «Σας έκανα μία αντικαβλωτική ένεση. Ονομάζομαι Σπίνλοου και είμαι χειρούργος νευρολόγος. Η Σάντρα είναι η γυναίκα μου. Τηλεφώνησα στην εταιρία σας για να τους ενημερώσω για την κατάσταση σας και μου είπαν να σας πω πως απολύεστε. Λυπάμαι πολύ. Γι’ αυτό θα σας κάνω μία επαγγελματική πρόταση που ίσως να σας ενδιαφέρει». «Για λέγε» είπε ο Μενέλαος που δεν ήταν καθόλου λυπημένος που τον απολύσανε. «Θα θέλατε να προσέχετε την Σάντρα τα πρωινά που εγώ λείπω στη δουλειά;». «Εννοείτε να την πηδάω για να κοιμάται;» «Χα, χα, χα!! Όχι φυσικά. Απλώς να την προσέχετε, να είστε εδώ γύρω. Εγώ θα σας πω ποια χάπια πρέπει να της δίνεται έτσι ώστε να είναι φυσιολογική απέναντι σας» είπε ο γιατρός Σπίνλοου. «Πόσα θα μου δίνεις;» «Τα λεφτά δεν είναι πρόβλημα αγαπητέ μου». «ΟΚ τότε». «Σύμφωνοι λοιπόν. Α και κάτι άλλο, παρακαλώ να μείνετε μακρυά από την Πίκλα μου. Είναι ότι πολυτιμότερο έχω». «Ποια Πίκλα;» «Το πόνι μου». «ΟΚ». «Φυσικά η πρόσληψη σας θα γίνει νόμιμα και θα φέρετε τον τίτλο του κηπουρού μας». «Πάντα ήθελα να γίνω κηπουρός». Οι δύο άντρες άναψαν δύο γνήσια πούρα Αβάνας και σερβιρίστηκαν παλιό και ακριβό ουίσκι. Ο Μενέλαος αναρωτήθηκε για το τι θα έλεγε ο κυρ Γιάννης, ο κωλόγερος από το μπαράκι κάτω από το σπίτι του, για το νέο του επάγγελμα. Βάζει στοίχημα πως θα το γούσταρε το κολάρο του σκύλου ο κωλόγερος. Σταμάτησε τη σκέψη του με μία τεχνική που είχε μάθει από ένα βιβλίο του Γκουρτζίεφ. Τώρα ήταν επισήμως ο κηπουρός, δεν επιτρεπόταν να κάνει αρνητικές σκέψεις ή να έχει αρνητικά συναισθήματα. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του. Θα κρατούσε σίγουρα την υπόσχεση του για τα επόμενα πέντε λεπτά, δεν άντεχε παραπάνω. Δεν είχε ιδέα όμως απο κηπουρική. Αυτό δεν είχε σημασία όμως. Το θέμα δεν ήταν τι ήσουν αλλά το τι έλεγες ότι ήσουν.

Page 86: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

86

Της πουτάνας γίνεται κι εγώ χρωστάω Είχα τις μαύρες μου γιατί μόλις είχα χάσει χίλια εξήντα εφτά ευρώ στο πόκερ. Τώρα με κρατούσαν από τα αρχίδια. Για να περάσω το μήνα είχα μόλις εκατόν εξήντα ευρώ και δεν είχα πληρώσει το νοίκι, ούτε το ρεύμα, ούτε το νερό, ούτε το τηλέφωνο, ούτε τίποτα. Ήμουν, αυτό που λένε, ξεβράκωτος στα αγγούρια. Γούσταρα τον τζόγο και δεν τον θεωρούσα αδυναμία. Δεν ήταν εύκολο να είσαι τσογαδόρος. Το εύκολο ήταν να μην είσαι. Χρωστούσα όμως στους λάθος ανθρώπους. Τα ρούχα μου είχαν παλιώσει, όπως και τα παπούτσια μου αλλά δεν έδινα σημασία σε βαρετές λεπτομέρειες. Δεν με είχε πάρει όμως τελείως από κάτω. Ήμουν σκληρό καρύδι και δεν έπεφτα σε συναισθηματισμούς. Έτσι κι αλλιώς δεν αξίζει να χαλιέσαι για ένα μάτσο χρωματιστά χαρτιά που τα λέμε λεφτά κλπ. Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ένας παλιός μου συμμαθητής, ο Λαέρτης. Είχα να τον δω κανά χρόνο. Μου είπε να πάμε σε μία συνάντηση ζωγραφικής ή σεμινάριο ή κάτι τέτοιο, δεν πολυκατάλαβα. Το θέμα ήταν πως έπρεπε να βγω λίγο έξω να ξελαμπικάρω. Ο Λαέρτης μου είχε πιάσει την πάρλα και πονούσε το αυτί μου που ήταν κολλημένο στο ακουστικό. «Λαέρτη δεν μπορώ να μιλάω πολύ ώρα στο τηλέφωνο». «Έλα εντάξει, θα πάμε εκεί που είπαμε;» «Πάμε». «Θα έρθω στις οχτώ να σε πάρω». «ΟΚ». Ξυρίστικα, μπανιαρίστηκα, έκοψα νύχια, έπλυνα δόντια, άλλαξα σώβρακο και έβαλα κάτι παλιόρουχα που είχα καθαρά μέσα στην ντουλάπα μου. Είχα να βγω από το σπίτι δύο μέρες. Δεν τον πολυγούσταρα τον έξω κόσμο αλλά η έξοδος μου ήταν καθαρά και μόνο για να λέω πως κάνω την βασική μου κοινωνικοποίηση. Θα κουτουλούσα το κεφάλι στον τοίχο αν έμενα άλλη μία μέρα μέσα. Απορώ πως την παλεύανε οι φυλακισμένοι. Υποθέτω πως δεν την παλεύανε και πολύ. Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί θα ήταν να μπω φυλακή. Γι’ αυτό άλλωστε απολάμβανα την κύρια ιδιότητα του χαρακτήρα μου: ήμουν δειλός και μου άρεσε.

Page 87: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

87

Ο Λαέρτης πάρκαρε απέξω από το σπίτι μου με μία χλιδάτη BMW. Η ζωή πρέπει να του φέρθηκε καλά μέχρι τώρα. Έμοιαζε να μην έχει αλλάξει καθόλου από την δευτέρα λυκείου. Έγω έμοιαζα με γέρο πριν την σύνταξη. «Γουστάρεις αμαξάκι;» μου είπε με το που μπήκα μέσα. «Καλό είναι». Εγώ είχα ένα Opel Kadett του ’88. Τις μισές μέρες δεν έπαιρνε μπροστά. Σαράβαλο σκέτο αλλά το αγαπούσα. Κρατούσα μία εξάδα μπύρες στα χέρια. Μόλις τις είδε ο Λαέρτης φρίκαρε. «Φίλε δεν επιτρέπεται το αλκοόλ εκεί που θα πάμε, ξέρεις εκτός από ζωγράφοι είμαστε όλοι και πρώην αλκοολικοί. Είναι μία φάση σαν ανώνυμοι αλκοολικοί αλλά με καλλιτεχνικές τάσεις, ξέρεις, το συνδιάζουμε» Δεν απάντησα και άρχισα να κατεβάζω τις μπύρες σε όλη τη διαδρομή. Δεν ήθελα να τις αφήσω να κρυώσουν και δεν υπήρχε περίπτωση να πάω νυφάλιος σε εκείνο το τσίρκο. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας μετά από σαράντα λεπτά οδήγησης, εγώ είχα φτιάξει κεφάλι από τις μπύρες γιατί τις είχα κατεβάσει σχεδόν μονορούφι. Τις είχα πιει όλες και χρειαζόμουν επειγόντως τουαλέτα. Όταν μπήκαμε μέσα, όλοι είχαν μαζευτεί στο μεγάλο σαλόνι και καθόντουσαν σε καρέκλες σχηματίζοντας έναν κύκλο. Όλοι κοιτούσαν όλους. Κόντευα να κατουρηθώ. Ρώτησα έναν τύπο με ένα μαλλί άφρο σε στυλ ντίσκο δεκαετίας του ’70 που ήταν η τουαλέτα. Μου έδειξε, πήγα και κατούρησα τις έξι μπύρες μου. Όταν γύρισα δεν υπήρχε καρέκλα να κάτσω κι ο Λαέρτης είχε βρει δικιά του θέση μέσα στον κύκλο. Έκατσα σε έναν καναπέ πίσω από το πλήθος. Ήταν πραγματικά σαν να μην υπάρχω. Μου άρεσε αυτό. Άναψα τσιγάρο και χάζευα τον κύκλο από πρώην αλκοολικούς ζωγράφους να μιλάνε. Η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά. «Τι σχέση έχει η τηλεόραση με την ζωγραφική;» ρωτάει τον κύκλο ένας κοντός τύπος με μουσάκι και σανδάλια. «Καμία σχέση», είπε ένας άλλος τύπος με καφέ μεξικάνικο πόντσο που έμοιαζε με φλοκάτη (τι στον πούτσο δεν ζεσταινόταν;) και παντόφλες. Όλοι χαζογέλασαν με νόημα με τη μαλακία που είπε. «Εγώ πιστεύω πως η τηλεόραση και η ζωγραφική ταυτίζονται διότι και τα δύο είναι μέσα επικοινωνίας» είπε κάποιος που έμοιαζε με συνταξιούχο ζητιάνο ροκά.

Page 88: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

88

Μια γκόμενα με δεκάδες σκουλαρίκια στα χείλια, στα φρύδια, στη μύτη και στα αυτιά είπε πως η ζωγραφική είναι η ανώτερη τέχνη και πως όλες οι τηλεοράσεις του κόσμου έπρεπε να καούν. Μου άρεσε το δεύτερο. Όλοι άρχισαν να διαφωνούν, να φωνάζουν, να λένε τη γνώμη τους μέσα στο αυτί του διπλανού τους και ο διπλανός να γνέφει καταφατικά χωρίς να ξέρει γιατί. Τις πουτάνας γινότανε. Εγώ τι έκανα εδώ; Άρχιζα να βαριέμαι όταν ξαφνικά ο συντονιστής της κουβέντας, εκείνος ο κοντός τύπος με τα σανδάλια και το μουσάκι, μου έδωσε το λόγο. Όλος ο κύκλος από ζωγράφους-πρώην αλκοολικούς σταμάτησε να μιλάει συγχρονισμένα και όλοι με κοίταξαν σαν όρνια από τις καρέκλες τους γυρίζοντας τα κεφάλια τους προς το τομάρι μου που καθόταν πίσω τους στον καναπέ. Συρρικνώθηκα στη θέση μου σαν πέος που μπαίνει απότομα μέσα σε παγωμένο νερό χωρίς την θέληση του. «Λοιπόν, εσύ τι λες για όλα αυτά;» με ρωτάει με μίσος ο κοντός συντονιστής-τηλεκανίβαλος-χίππης με τα σανδάλια και για μια στιγμή μου φάνηκε πως έβγαζε σπίθες από το μουσάκι του λες και ήταν ο ίδιος ο Εωσφόρος ντυμένος παιδί των λουλουδιών. «Η τηλεόραση είναι για τον πούτσο» απαντάω ψύχραιμα. Με κοίταξαν για λίγο ακόμη σαν να είχα μόλις σφάξει μπροστά τους μια ντουζίνα νεογέννητα κουτάβια με αλυσοπρίονο και μετά ξαναγύρισαν στις διαφωνίες τους. Η αίθουσα άρχισε να μοιάζει με τον ένατο κύκλο της Κόλασης. Μόνο το γκομενάκι με τα σκουλαρίκια στη μάπα μου χαμογέλασε. Είχε όμορφο χαμόγελο. Σηκώθηκα από τον καναπέ καθώς έριχνα μια κλανιά. Ο Λαέρτης μου είπε αν ήθελα να πάω μια βόλτα. Λες και περίμενα να μου δώσει την άδεια του. Πω ρε φίλε, γιατί είχα έρθει εδώ πέρα; Πήγα μέχρι το περίπτερο να πάρω δυό μπύρες. Η ζέστη και η φωνές μου είχαν φουσκώσει το κεφάλι. Χρωστούσα χίλια εξακόσια ευρώ σε τοκογλύφους (καλά να πάθω θα μου πείς) και το δικό τους μεγάλο πρόβλημα ήταν το αν η ζωγραφική ήταν σαν την τηλεόραση. Μήπως τελικά έπρεπε να είχα γίνει διαρρήκτης ή ληστής τραπεζών αντί να κάθομαι να δουλεύω μεροκάματο σαν μαλάκας για το τίποτα; Γιατί το μυαλό μου μου έπαιζε περίεργα παιχνίδια; Τι γύρευα εγώ σε αυτό το τσίρκο; Χρωστούσα ένα τσουβάλι λεφτά σε τοκογλύφους δολοφόνους και καθόμουνα και άκουγα τις παπαριές των πρώην αλκοολικών ζωγράφων. Γιατί;

Page 89: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

89

Κάτι δεν πήγαινε καλά με την πάρτη μου. Αλλά και πάλι τι θα μπορούσα να κάνω; Μάλλον τίποτα. Ήξερα πως δεν θα γινόμουν ποτέ διαρρήκτης γιατί ήμουν κότα. Επέστρεψα στο τσίρκο αλλά αυτή τη φορά μπήκα μέσα. Άραξα έξω στα σκαλιά του κτιρίου και άρχισα να ρουφάω ηδονικά τη πρώτη μου μπύρα κοιτώντας το κενό. Ήταν ωραία εδώ έξω, δροσερά και ήσυχα. Βαριόμουν να ακούω πάλι τις μαλακίες τους. Αν είχα έρθει με το αμάξι μου θα την είχα κάνει προ πολλού αλλά δυστυχώς έπρεπε να περιμένω τον Λαέρτη. Είχα φτάσει στο δεύτερο τσιγάρο και στην δεύτερη μπύρα (όγδοη για την ακρίβεια αν βάλεις και τις άλλες που είπια μόνος μου στο αυτοκίνητο του Λαέρτη) όταν αισθάνθηκα μια παρουσία από πίσω μου. «Απαγορεύεται το αλκοόλ, δεν στο είπανε;» Ήταν ένα τέρας γεμάτο μυς. Πρέπει να πήγαινε γυμναστήριο κάθε μέρα επί δέκα ώρες. Σίγουρα κάτι έπαιρνε. Ήταν φουσκωτός και ψηλός σαν αρκούδα. «Δεν είμαι μέσα» του απαντάω. «Θα το ξαναπώ άλλη μια φορά, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΑΛΚΟΟΛ». Τον έγραψα κανονικά, αναστέναξα και γύρισα το βλέμμα μου πάλι μπροστά μου γυρνώντας του την πλάτη. Το αρχίδι με έπιασε από τον γιακά και με σήκωσε σαν να ήμουν φτερό. Με έσπρωξε με δύναμη στο δρόμο όπου προσγειώθηκα με το κεφάλι σαν μαλάκας. Αισθάνθηκα σαν πλαστικό playmobil στα χέρια ενός αιμοσταγούς τετράχρονου άμυαλου γίγαντα. Πήγα να σηκωθώ και μου έριξε μία μπουνιά στο κούτελο. Ζαλίστηκα. Η μπύρα είχε πέσει στο δρόμο και χυνόταν. Πήγα να την σηκώσω και το τέρας ξαναεπιτέθηκε. Αυτή τη φορά τον απέφυγα και του έχωσα μία καλή στο αυτί. Πρέπει να τον πόνεσε γιατί έβγαλε ένα βογκητό ρινόκερου. Πήγα να του ρίξω και μια κλωτσιά στον χοντρό του κώλο αλλά με πρόλαβε και μου έπιασε το πόδι. Έπεσα πάλι στο δρόμο αλλά αυτή την φορά τον πήρα μαζί μου. Κυλιόμασταν στο οδόστρωμα σαν παιδάκια που έκαναν βαρελάκια. Έφαγα μία καλή στη μύτη και του έριξα μία στο στομάχι που σίγουρα δεν θα την ξεχάσει εύκολα. Μετά από λίγο μας χώρισαν. Είχαν μαζευτεί όλοι και μας κοιτούσαν. Η μύτη μου έτρεχε αίμα και είχε λερώσει το πουκάμισο που φορούσα. Ένας τύπος με πλησίασε, γύρω στα εξήντα πρέπει να ήταν, και μου είπε:

Page 90: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

90

«Φίλε θέλεις να δουλέψεις για μένα; Θέλω ένα τύπο να παρακολουθεί τη γυναίκα μου. Βλέπω πως είσαι σκληρό καρύδι και χρειάζομαι ένα σκληρό καρύδι για αυτή τη δουλειά». «Α παράτα μας ρε μαλάκα». Σήκωσα τη μπύρα από το δρόμο και ήπια ότι είχε απομείνει. Αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι με τα πόδια.

Page 91: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

91

Ο Φρόντο κι εκείνο το γαμημένο το σελοφάν Ήταν ταμίας σε μία εταιρία με υδραυλικά προϊόντα, σωλήνες, τσιμούχες και μπουλόνια. Τον έλεγαν Μπάρυ. Σιχαινόταν τη δουλειά του. Δούλευε σε εκείνο το φρικτό μέρος για περίπου δύο χρόνια. Ποτέ δεν χαμογελούσε σαν ηλίθιος και ποτέ δεν είχε κάνει καμία φιλική σχέση με κάποιον συνάδελφο του. Ήταν όλοι καθίκια και υποκριτές του κερατά. Μετά από δύο χρόνια αγωνίας και σφιξίματος, ο Μπάρυ αποφάσισε να παραιτηθεί για να μην καταλήξει σαν κι αυτούς. Δεν ήθελε να μεταμορφωθεί σε άλλο ένα αυτόματο ζόμπι με γραβάτα, πεθερά και αξεπλήρωτο δάνειο. Δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο σε κάτι. το μόνο που τον ευχαριστούσε ήταν να γράφει ποιήματα και μικρές ιστορίες. Οι πρωταγωνιστές του ήταν όλοι αποτυχημένοι και περιθωριακοί. Εκείνος όμως δεν τους έβλεπε έτσι. Για τον Μπάρυ αν ΔΕΝ ήσουν αποτυχημένος και περιθωριακός θα έπρεπε να είσαι απλά παράφρονας. Όλοι του έλεγαν, μετά την ανάγνωση των βλάσφημων έργων του, να παρατήσει το γράψιμο και να αφοσιωθεί στη δουλειά του που τουλάχιστον του πρόσφερε ένα στάνταρ εισόδημα. Η δουλειά όμως τον σκότωνε αργά και σταθερά. Το ήξερε. Έστω και λίγους μήνες παραπάνω σε εκείνο το κολαστήριο του ταμείου και θα τον βρίσκανε τέζα. Οι φίλοι του ίσως να είχαν δίκιο, αλλά, αναρωτιόταν ο Μπάρυ, έγινε άραγε ποτέ κάτι στην Ιστορία σύμφωνα με το δίκαιο και το σωστό; Όχι. Η Ιστορία και τα πράγματα που θα έμεναν μέσα της ήταν φτιαγμένα από ένα άλλο υλικό, το υλικό του ρίσκου και του θράσους. Η ιστορία του καθενός γραφόταν με αίμα και όχι μετρώντας λεφτά για τρίτους. Μετά από μία εβδομάδα ο Μπάρυ έφτυσε στα μούτρα τον προϊστάμενο του και παραιτήθηκε πριν προλάβει εκείνος να τον απολύσει. Ήταν αργά το απόγευμα και ο Μπάρυ καθόταν αραχτός στην μία και μοναδική του καρέκλα που είχε στο σπίτι του. Διάβαζε μία προχθεσινή εφημερίδα και ρουφούσε με ηδονή μια παγωμένη μπίρα. Είχε βάλει στον ξεπερασμένης μόδας υπολογιστή του να παίζει ένα ειδυλιακό κοντσέρτο για βιολί κάποιου νεκρού μουσικού του δεκάτου ογδόου αιώνα. Ο Μπάρυ γούσταρε τη μοναξιά του. Είχε μόλις αγοράσει από το μίνι μάρκετ της γειτονιάς ένα καινούριο κουτί πούρα με άρωμα σοκολάτας

Page 92: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

92

και ήταν έτοιμος να σκίσει το σελοφάν της συσκευασίας για να ανάψει ένα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Μπάρυ πετάχτηκε σαν ελατήριο. Αναθεμαστισμένο τηλέφωνο, δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Ήταν στα σίγουρα η πιο διαβολική εφεύρεση του ανθρώπου μετά τα όπλα και την τηλεόραση. Ο Μπάρυ σήκωσε το ακουστικό αφήνοντας κάτω το κουτί με τα πούρα. «Εμπρός;». «Τι κάνεις Μπάρυ;» είπε μία γυναικεία φωνή. Ποια να ήταν, σκέφτηκε ο Μπάρυ. «Απολαμβάνω την ελευθερία μου». «Η Ρουίζ είμαι, από τη δουλειά». «Εγώ είμαι πλέον άνεργος και μου αρέσει». «Αν θέλεις έλα από το σπίτι μου, κάνω ένα πάρτυ για τα γενέθλια μου». «Δεν αντέχω την πολυκοσμία». «Δεν θα έχει κόσμο. Εγώ και η αδερφή μου θα είμαστε». «Καλά, αν είναι έτσι..». Έκλεισε. Η Ρουίζ και η Ινέζ ήταν δύο καβλιάρες αδερφές οι οποίες δούλευαν στην ίδια εταιρία με τον Μπάρυ. Η Ρουίζ ήταν άσσος στο κρεβάτι, με εκείνο το σοκολατί της χρώμα να σου ανάβει τα αίματα αλλά η Ινέζ φαινόταν πιο ντροπαλή. Ο Μπάρυ είχε καταφέρει να πηδηχτεί μία και μοναδική φορά με την Ρουίζ. Σίγουρα όμως κάτι θα είχε αισθανθεί γι’ αυτό και η Ινέζ μιας και ήταν δίδυμες με την αδερφή της και οι δίδυμες αδερφές τα μοιραζόντουσαν όλα, ακόμη και τους εραστές τους. Τουλάχιστον έτσι ήλπιζε ο Μπάρυ που θα γούσταρε να κοιμηθεί και με την Ινέζ μιας και ήταν κι αυτή ωραίο γκομενάκι. Ο Μπάρυ πάρκαρε έξω από το σπίτι. Έμεναν μαζί σε μία μονοκατοικία στα προάστια. Παντού έβλεπες σπίτια δικηγόρων, γιατρών και μεγαλοκαρχαρίων. Δεν ήταν κι άσχημα, σκέφτηκε ο Μπάρυ, πολύ καλύτερα από τη δική του γυφτογειτονιά που όλη μέρα γινόταν χαλασμός Κυρίου από τα αυτοκίνητα και υπήρχε παντού σκουπίδι. Εδώ όλα τα σπίτια είχαν κι από μία όμορφη αυλή με γκαζόν, πράσινα δέντρα και λουλούδια. Καθώς έμπαινε στην αυλή του σπιτιού, ένα τεράστιο γερμανικό ποιμενικό όρμησε κατά πάνω του με φόρα. Ο Μπάρυ χέστηκε πάνω του και από ένστικτο επιβίωσης του έριξε μία κλωτσιά στη μουσούδα. Το σκυλί κλαψούρισε και έφυγε για να κρυφτεί πίσω από κάτι θάμνους.

Page 93: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

93

Αμέσως κάποιος όρμησε από πίσω του και άρχισε να τον κοπανάει στον σβέρκο και στην πλάτη με γροθιές. «Κάθαρμα, καθίκι, απόβρασμαααααα! Γιιιααατί χτύυυπησες το σκύυλλο μου;;;;;». Ήταν η Ινέζ, η αδερφή της Ρουίζ και βρισκόταν σε κατάσταση πανικού και παραφροσύνης. Ο σκύλος ήταν δικός της και προφανώς έπαιρνε την εκδίκηση της. Ο Μπάρυ την άρπαξε από τους καρπούς και την ταρακούνησε δυνατά μπας και συνέλθει. Η Ινέζ φορούσε ένα αραχνοΐφαντο φόρεμα και από το ταρακούνημα το ένα της βυζόμπαλο πετάχτηκε έξω. Ήταν ελεύθερο και κατάλευκο μέσα στην μαυρίλα της νύχτας. Ο Μπάρυ κάβλωσε αλλά την άφησε για να μπορέσει επιτέλους να μπει μέσα στο σπίτι. «Βοήθεια, θέλει να με βιάσει, θέλει να με γαμήσει!» φώναξε η Ινέζ. Δεν πρέπει να ήταν και πολύ στα καλά της σκέφτηκε ο Μπάρυ καθώς προσωρούσε προς την πόρτα του σπιτιού. Ήταν ανοιχτά. Μπήκε στο σαλόνι. Ένας μουσάτος τύπος, ο οποίος θύμιζε παπά και είχε μακριά μαλλιά μέχρι τον ώμο, καθόταν στον καναπέ. Μία επαγγελματική φωτογραφική μηχανή ήταν κρεμασμένη στο λαιμό του. «Γεια, είμαι ο Ντόνυ. Είμαι φωτογράφος» είπε ο τύπος στον Μπάρυ. «Γεια, που είναι η Ρουίζ;» «Μέσα είναι, φτιάχνεται. Θέλει να σου πει κάτι σοβαρό απ’ ότι άκουσα». Ο Μπάρυ ανασήκωσε τους ώμους. Δεν τον ενδιέφερε η Ρουίζ και πολύ, ούτε και ο τύπος με το μούσι. Πήγε στο μίνι μπαρ του σπιτιού και έφτιαξε για τον εαυτό του ένα Σίβας με σόδα και πάγο. Έκατσε σε μία καρέκλα απέναντι από τον τύπο με το μούσι. Άρχισε πάλι να ξετυλίγει το σελοφάν από το καινούριο κουτί με τα πούρα Μπάκγουντς με άρωμα σοκολάτας. Είχε ξεκινήσει να χαλαρώνει και πάλι. Πάνω στην ώρα που ήταν και πάλι έτοιμος να σκίσει το σελοφάν από το καινούριο του κουτί με τα πούρα, εμφανίστηκε η Ρουίζ ντυμένη σαν αεροσυνοδός. Ο Μπάρυ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν ντυμένη έτσι. Οι απόκριες δεν είχαν φτάσει ακόμη, ήταν καλοκαίρι. «Γεια σου Μπάρυ». «Γεια». «Κάνω μαθήματα για να γίνω αεροσυνοδός στο είπα;» «Ωραία». «Ξέρεις, θέλω να σου πω κάτι σοβαρό, αλλά τώρα είναι και ο Ντόνι εδώ οπότε άστο για πιο μετά». «Δεν με νοιάζει, λέγε» της κάνει ο Μπάρυ που βαριόταν να περιμένει.

Page 94: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

94

«Θυμάσαι όταν είχαμε κοιμηθεί μαζί;» «Ναι». «Είμαι γκαστρωμένη Μπάρυ». «Σκατά!». Ο Μπάρυ είπιε μονορούφι το ποτό του. Άναψε ένα τσιγάρο και έβαλε πάλι τα πούρα μέσα στο σακάκι του. Η Ρουίζ μόλις του είχε γαμήσει τη διάθεση. Έπρεπε να πνίξει τον πόνο του στο αλκοόλ και στον καπνό. Έφτιαξε άλλο ένα ποτό στο μίνι μπαρ. Όταν γύρισε βρήκε την Ρουίζ, πάντα με τη στολή της αεροσυνοδού, να χαριεντίζεται με τον μουσάτο τύπο στον καναπέ. Ο τύπος της χούφτωνε τα βυζιά και τη φιλούσε. Τι στον πούτσο γινόταν εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Μπάρυ. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν ήταν έτοιμος να γίνει πατέρας. Μπήκε μέσα και η Ινέζ μαζί με το λυκόσκυλο της. Ο σκύλος έκατσε δίπλα στον Μπάρυ με την γλώσσα του να κρέμεται σαν κόκκινη παντόφλα από το τεράστιο στόμα του. Κάποιος έπρεπε να του δώσει λίγο νερό. «Θέλεις να γαμήσεις στο σκύλο μου έτσι δεν είναι;» του είπε η Ινέζ με ένα τρελό βλέμμα στο πρόσωπο. «Άι παράτα μας κι εσύ μωρή μουρλέγκω» της απάντησε βαριεστημένα ο Μπάρυ και σήκωσε το ποτήρι του για να πιει μια γουλιά ουίσκι. Ο σκύλος κοιτούσε τον Μπάρυ με κάτι τεράστια υγρά μάτια που δήλωναν αγάπη και κατανόηση, σαν να του έλεγε: δικέ μου γάμησε τα, ξέρω τι περνάς, τα έχω περάσει κι εγώ, υπομονή δικέ μου και όλα θα πάνε καλά. Η Ρουίζ χαμουρευόταν ακόμη με τον μουσάτο τύπο. Τα νεύρα του Μπάρυ αρχίζανε να σπάνε. Πόσο αναίσθητη μπορεί να γίνει μια γυναίκα; Είπιε το υπόλοιπο ποτό μονορούφι και εκσφεντόνισε το άδειο ποτήρι στο πάτωμα το οποίο έσπασε και έγινε χίλια κομμάτια. Ο σκύλος άρχισε πάλι να κλαψουρίζει και να γαβγίζει. «Παλιοπουτάνα!» έκρωξε ο Μπάρυ και είχε γίνει κόκκινος από τα νεύρα του. Κυριολεκτικά έβγαζε καπνούς από τα αυτιά σαν τρένο. «Πρώτα μου λες να έρθω στο σπίτι σου γιατί κάνεις πάρτυ, μετά μου ανακοινώνεις πως είσαι έγκυος και μετά πας και χαμουρεύεσαι μπροστά μου με αυτό το απολίθωμα! Μπορείς να μου εξηγήσεις πόσα κιλά σκατά έχεις μέσα στο κεφάλι σου;!». «Ηρέμησε Μπάρυ. Δεν πρόκειται να το κρατήσω το μωρό. Είμαι ακόμη πολύ νέα για να γίνω μαμά» του λέει η Ρουίζ με ψυχραιμία. «Δηλαδή θα κάνεις έκτρωση;» ρωτάει ο Μπάρυ ακόμη αναψοκοκκινισμένος.

Page 95: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

95

«Όχι, θα το χωνέψω! Εσύ τι λες ρε μαλάκα να κάνω;» «Δεν την παλεύω εδώ μέσα, είστε όλοι για δέσιμο» είπε ο Μπάρυ και πήγε καρφί στο μίνι μπαρ για ανεφοδιασμό. Βάζει άλλο ένα Σίβας με σόδα και σέρνει τα πόδια του μέχρι την αυλή για να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Κάθεται στο πλατύσκαλο και κοιτάει την ήρεμη νύχτα. Βάζει το χέρι στο σακάκι και βγάζει το κουτί με τα πούρα. Πάει να βρει την ακρούλα του σελοφάν για να τα ανοίξει επιτέλους. Παπάρια. Η Ινέζ τον καβαλάει σαν να είναι γαϊδούρι. Του κάνει κεφαλοκλείδωμα από πίσω με το χέρι της. Ο Μπάρυ της δίνει μία στην κοιλιά με τον αγκώνα του γιατί δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Η καριόλα έχει δύναμη, σκέφτεται. Τα εκατό κιλά και το 1.89 του Μπάρυ σωριάζουν με τη μία την Ινέζ στο γρασίδι που είναι 1.68 και γύρω στα πενήντα πέντε κιλά. «Γαμώ την Παναγία σου, τι πρόβλημα έχεις;;;» της κάνει έξαλλος ο Μπάρυ. «Μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα! Πήγες να γαμήσεις το σκύλο μου, θέλεις να τον αφήσεις έγκυο όπως και την αδερφή μου ε;» Ήταν ξεκάθαρο πλέον στο μυαλό του Μπάρυ πως η τύπισσα είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Πιθανότατα είχε δραπετεύσει από κάποιο ίδρυμα για σχιζοφρενείς. Το παράξενο ήταν πως τόσο καιρό στη δουλειά η συμπεριφορά της Ινέζ ήταν άκρως φυσιολογική. Μπορεί να την είχε πειράξει το φεγγάρι, ποιος ήξερε ή μπορεί να άλλαζε η προσωπικότητα της μόλις πήγαινε στο σπίτι της και έβλεπε το σκύλο της. «Βιαστή, βιαστή, βιαστή!» ούρλιαζε η Ινέζ καθώς κυλιόταν στο χορτάρι της αυλής και άρχιζε να κατεβάζει τη μούρη του Μπάρυ με τα νύχια της. «Τώρα θα δεις μωρή». Ο Μπάρυ της σήκωσε το φόρεμα και της χούφτωσε τα θεσπέσια, κρύα της κωλομέρια. Η Ινέζ δεν φορούσε κυλότα και ήταν υγρή. Της έβαλε δάχτυλο και άρχισε να χώνει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Η Ινέζ δεν αντιστάθηκε καθόλου. Του άνοιξε το φερμουάρ και του ελευθέρωσε το πέος μέσα από το παντελόνι. Τον πήρε στο στόμα της και άρχισε να του κάνει ένα επαγγελματικό γλείψιμο. Ήξερε να γλύφει, σκέφτηκε ο Μπάρυ που κόντευε να χύσει. Του έριξε όμως μία καλή δαγκωματιά με τα κοφτερά της δόντια. «ΑΑΑΑΑαααργγγγκκ!!» ούρλιαξε ο Μπάρυ και της έριξε μία σφαλιάρα.

Page 96: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

96

Την γύρισε μπρούμυτα και της τον έχωσε. Το πουλί του είχε κοκκινήσει και πονούσε από το δάγκωμα αλλά δεν σταμάτησε να τη γαμάει. «Πούστη, πούστη, πούστη!» ούρλιαζε η Ινέζ καθώς ο Μπάρυ έχυνε μέσα της με δύναμη. Μόλις είχε ρίξει ένα τρελό γαμήσι κάτω από το φεγγάρι. Η Ινέζ είχε πάει στο μπάνιο να πλυθεί και ο Μπάρυ είχε ξαπλάρει πάνω στο γρασίδι, με τα σώβρακα κατεβασμένα και κάπνιζε ένα τσιγάρο κοιτώντας τον έναστρο ουρανό του καλοκαιριού. Το πήδημα τον είχε ηρεμήσει. Δεν τον ένοιαζε πλέον και πολύ που η Ρουίζ τον κεράτωνε με τον μουσάτο τύπο. «Τι κάνεις εκεί πέρα;» του είπε η Ρουίζ που είχε βγει και τον κοιτούσαν μαζί με τον μουσάτο φωτογράφο τον Ντόνυ. «Ηλιοθεραπεία, έχεις κάποιο πρόβλημα;» «Ξέρω τι έκανες! Γάμησες την αδερφή μου! ΜΑΛΑΚΑ!» ούρλιαξε η Ρουίζ. Δεν φαινόταν πλέον και τόσο κομψή με τη στολή της αεροσυνοδού. Η Ρουίζ επιτέθηκε σαν μαινόμενος ταύρος και του έριξε μία κλωτσιά στα ήδη πονεμένα του αρχίδια. Κατέφτασε και η Ινέζ μαζί με το σκύλο και άρχισε κι αυτή να του γδέρνει ξανά το πρόσωπο με τα νύχια της αφού πήδηξε πάνω του σαν ακρίδα. Τον πλάκωναν στο ξύλο για τα καλά. Ο μουσάτος φωτογράφος είχε πιάσει τη μηχανή και τράβαγε φωτογραφίες εκστασιασμένος. «Ρε μαλάκα τι κάνεις εκεί; Βοήθα με!» γκάριζε ο Μπάρυ στον φωτογράφο. «Έχω έμπνευση! Έχω έμπνευση!» ούρλιαζε σαν μανιακός ο φωτογράφος. Οι γυναίκες συνέχιζαν να γδέρνουν και να κλωτσάνε τον Μπάρυ που ήταν ακόμη με τα σώβρακα κατεβασμένα. Ο σκύλος του τραβούσε το παντελόνι και γάβγιζε. Γινόταν της πουτάνας. «Βιαστή, βιαστή, βιαστή! Θέλεις να γαμήσεις το σκύλο μου!» ούρλιαζε η Ινέζ που της είχαν πεταχτεί και τα δύο βυζιά έξω από το φόρεμα. «Ρε μαλάκα πως τόλμησες να γαμήσεις την αδερφή μου!» ούρλιαζε η Ρουίζ που τον κλωτσούσε στα πόδια και στο πουλί. Μετά από λίγο που ηρέμησαν κάπως τα πνεύματα, μπήκαν όλοι μέσα για ένα ποτό.

Page 97: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

97

Το πρόσωπο του Μπάρυ ήταν γεμάτο γρατζουνιές και τα αρχίδια του είχαν πρηστεί από τις κλωτσιές. Δεν μπορούσε να κάτσει καλά γιατί πονούσε. Η Ινέζ τάιζε τα ψάρια στο ενυδρείο δίπλα από το μίνι μπαρ και η Ρουίζ έξυνε τον κώλο της και χάιδευε τα μακριά μαλλιά του Ντόνυ του φωτογράφου ο οποίος κοιτούσε γεμάτος υπερηφάνεια τις φωτογραφίες που μόλις είχε τραβήξει από τη μάχη στην αυλή. Ο Μπάρυ τελείωσε το ουίσκι του και σηκώθηκε να φύγει. Ήταν μία κουραστική και τρελή νύχτα. Χαιρέτησε και την έκανε για το αμάξι του. Όταν άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου βρήκε το σκύλο της Ινέζ να έχει ξαπλάρει φαρδύς πλατύς στο πίσω κάθισμα. Ο Μπάρυ προσπάθησε να τον τραβήξει για να τον βγάλει έξω αλλά ο σκύλος δεν κουνούσε. Το ζωντανό συνέχιζε να τον κοιτάει με κάτι μεγάλα μάτια γεμάτα αγάπη. Ο Μπάρυ ήταν πολύ κουρασμένος και μεθυσμένος για να προσπαθήσει περισσότερο. Έβαλε μπρος και μαζί με το σκύλο στο πίσω κάθισμα τράβηξε για το σπίτι του. Όταν έφτασαν έβαλε στο σκύλο να φάει μία μπαγιάτικη παγωμένη μπριτζόλα που είχε μείνει στο ψυγείο από προχτές και προσγειώθηκε στην αγαπημένη του πολυθρόνα σχεδόν νεκρός από την κούραση. Ήταν επιτέλους μόνος. Ο παράδεισος βρισκόταν και πάλι επί της γης. Οι άγγελοι χορεύανε γύρω του. Άνοιξε μία μπίρα και ναι, επιτέλους, είχε φτάσει η ώρα για να ανοίξει εκείνο το γαμημένο το κουτί με τα πούρα και τα καπνίσει ένα με την ησυχία του. Το είχε σχεδόν καταφέρει όταν το μπουρδέλο το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Ναι;» «Έλα, η Ρουίζ είμαι, σε πήρα να σου πω πως αποφάσισα να κρατήσω το παιδί. Η Ινέζ έχασε τον Φρόντο και θέλει να αυτοκτονήσει». Του το έκλεισε στα μούτρα. Ο Μπάρυ έμεινε να κοιτάει το κενό με το ακουστικό στο χέρι. Προφανώς ο Φρόντο ήτανε ο σκύλος. Ο Φρόντο τον κοιτούσε με κάτι μεγάλα μάτια γεμάτα κατανόηση και ήταν και πάλι σαν να του έλεγε: Ξέρω τι περνάς φίλε. Η ζωή είναι δύσκολη αλλά δεν γαμιέται, τι να κάνεις; Ο Μπάρυ έσκισε επιτέλους εκείνο το γαμημένο το σελοφάν με μία κίνηση και έβγαλε ένα μυρωδάτο πούρο μέσα από το κουτί. Το άναψε.

Page 98: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

98

Τράβηξε μία καλή τζούρα και άφησε τον καπνό να απλώσει την μπλε δόξα του μέσα στο δωμάτιο. Ήπιε μια γουλιά μπίρας και αποφάσισε να κρατήσει τον Φρόντο.

Page 99: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

99

Η ελεγεία της αποτυχίας νούμερο ένα Νόμιζε πως ήταν τρελός. Τίποτα από όσα είχε μέσα στο ηλίθιο κεφάλι του δεν γινόταν πραγματικότητα. Ζούσε ακόμη με τους γέρους του. Ήταν μάλλον αποτυχημένος. Δεν ήξερε τι σκατά θα γινόταν σε αυτή τη ζωή. Δεν την είχε ζήσει καθόλου. Ήταν ένας ανάξιος παρίας. Έβλεπε τους άλλους που έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν τη ζωή τους αλλά εκείνος ήξερε να κάνει μόνο βλακείες. Έτρωγε τα λιγοστά του χρήματα σε μπούρδες που παράγγελνε από το ίντερνετ που στην ουσία δεν του χρησίμευαν πουθενά. Η κωλοτρυπίδα της γάτας του ήταν πιο χρήσιμη για αυτόν τον κόσμο από ότι ήταν τα καινούρια του ηχεία για να ακούει μουσική. Επίσης η κωλοτρυπίδα της γάτας του ήταν πιο χρήσιμη από το ηλίθιο και ανούσιο αρμόνιο που παράγγειλε για να φτιάχνει δήθεν μουσική ποιότητας που ποτέ κανείς άλλος μέχρι τότε δεν είχε φτιάξει. Παπάρια. Όλα πήγαιναν στράφι. Δεν ήξερε να διαχειρίζεται τα καταραμένα τα ευρώ. Τα πετούσε σαν μαρουλόφυλλα σε μπούρδες. Είχε αγοράσει ένα πιατίνι για τα ανούσια ντραμς του. Πολλά λεφτά είχαν φύγει κι εκεί. Έκανε πως ενδιαφερόταν για τη μουσική αλλά στη ουσία δεν ενδιαφερόταν απλά φοβόταν να μην μείνει πίσω ή να μην καταντήσει ένας μίζερος συγγραφέας του κώλου. Αλλά δυστυχώς (ή ευτυχώς) αυτό ήταν. Ένας δυστυχισμένος και μίζερος μαλάκας. Φοβόταν τη μάνα του, φοβόταν και τον γέρο πατέρα του. Ήταν τόσο αξιοθρήνητος. Τον έλεγαν Σπύρο Γκαγκούλα. Σιχαινόταν το όνομα και το επίθετο του όσο τίποτα πάνω σε αυτή τη γη. Σκεφτόταν πως είχε κάνει τεράστια μαλακία που είχε αγοράσει εκείνα τα ηχεία. Ήταν πανάκριβα και τώρα το είχε φυσικά μετανοιώσει. Τα λεφτά όμως είχαν κάνει φτερά. Έξι μήνες έξυνε τα παπάρια του σε μία δημόσια υπηρεσία για την πρακτική του άσκηση για τη σχολή του. Ήταν σπουδαστής υπολογιστών στο ΤΕΙ Αθηνών. «Μάλλον θα πρέπει να τα καταχωνιάσω κάπου και να πω πως απλά έχασα τα λεφτά» σκεφτόταν ο Σπύρος για τα ηχεία και το αρμόνιο που αγόρασε και τα περίμενε από στιγμή σε στιγμή να καταφτάσουν με το ταχυδρομείο. «Πες πως τα έχασα σε κάποιο παιχνίδι πόκερ, πες πως μου τα κλέψανε, συμβαίνουν αυτά τι να κάνουμε;». Ήταν τρελός. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ήταν. Μαλάκας και τρελός. Ότι χειρότερο. Και ακόμη έμενε με τους γονείς του. Ήταν σχεδόν τριάντα χρονών. Αξιοθρήνητη περίπτωση. Επίσης φοβόταν σχεδόν τα

Page 100: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

100

πάντα και ποτέ, μα ποτέ δεν έπαιρνε ρίσκα και δεν ήταν επίμονος σε αυτό που πίστευε. Ήταν μαλθακός. Μία φοβισμένη χελώνα. Υποτίθεται πως ήταν συγγραφέας. Είχε εκδόσει ένα βιβλίο από σπόντα. Το είχε μετανοιώσει κι αυτό. Οι εκδότες του είχαν πάρει χαμπάρι τι βρωμερό σκουλήκι της γης ήταν. Δεν είχε πάρει ακόμη φράγκο από τα δικαιώματα του βιβλίου. Δεν ήξερε καν αν είχε πουλήσει δέκα βιβλία. Επίσης είχε μετανοιώσει που το είχε πει στους γέρους του. Από τότε όλοι του έλεγαν μπράβο και συγχαρητήρια. Σιχαινόταν τις επιβραβεύσεις κάθε είδους. Ήταν τόσο μισάνθρωπος ρε γαμώτο, αναρωτήθηκε. Ναι ήταν. Αλλά γιατί να μην ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους; Κάθε μέρα έσβηνε και ξαναέφτιαχνε το προσωπικό του Facebook. Από τη μία σιχαινόταν τα πάντα στο διαδίκτυο από την άλλη δεν μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτό. Ήταν καταδικασμένος να ζει μέσα σε ένα αιώνιο δίλλημα. Όλη του η γενιά ήταν καταδικασμένη να πεθάνει και (αλίμονο!) να ζήσει μπροστά από μία ή περισσότερες οθόνες. Που σκατά όμως θα έβαζε δύο τεράστια ηχεία που ζύγιζαν δώδεκα κιλά και ένα τεράστιο αρμόνιο; Που σκατά θα τα καταχώνιαζε έτσι ώστε να μην τα πάρουν είδηση οι γέροι του; Το πατάρι ήταν μία λύση αλλά φοβόταν πως αργά ή γρήγορα θα τον ανακάλυπταν πως ήταν ένα σπάταλο γουρούνι χωρίς συνείδηση της πραγματικότητας και έτοιμος για το φρενοκομείο. Ο Σπύρος ορκιζόταν σιωπηλά μέσα του πως δεν θα ξανααγόραζε ποτέ τίποτα που να κάνει πάνω από δέκα ευρώ, άντε είκοσι. Τον είχε κουράσει όλο αυτό το υπερκαταναλωτικό πανδαιμόνιο που γινόταν μέσα του. Δεν είχε πλέον και φράγκα βέβαια. Τα είχε φάει όλα και η πρακτική του άσκηση είχε τελειώσει. Οπότε και να ήθελε δεν υπήρχαν άλλα λεφτά για να φάει. Ήταν βρωμερός και δεν ανεχόταν τους φίλους του όταν εκείνοι ερχόντουσαν να τον επισκεφτούν στο σπίτι του. Ήθελε πάντα να είναι μόνος του με τις σκέψεις του και τα χαζά του όνειρα. Φυσικά και δεν είχε γυναίκα να πηδάει. Αυνανιζόταν με μέτρο. Φοβόταν να μην τελειώσει το σπέρμα του. Ήταν όμως νύχτες (ειδικότερα όταν είχε πιει πολλές μπύρες ή ρακές) που δεν μπορούσε να μην την παίξει με μανία, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια κάποια πορνοσελίδα στο ίντερνετ. Ήταν αξιοθρήνητος και το ήξερε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ήταν καταδικασμένος να ζεί μία αποτυχημένη ύπαρξη. Ήταν βολεμένος σε αυτή την κατάσταση.

Page 101: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

101

Επίσης ήταν τσιγκούναρος και πάντα έπαιρνε τα πιο φτηνά ποτά. Ήταν ένας τσιγκούναρος που αγόραζε βλακείες από το ίντερνετ και μετά τις έκριβε στο πατάρι για να μην τις βρίσκει η μάνα του και του τα πρίζει που ενώ υπήρχε κρίση στη χώρα και στα νοικοκυριά εκείνος έτρωγε με μανία τα λεφτά του σε αηδίες αντί να πληρώσει καμιά δόση από το καταραμένο το στεγαστικό δάνειο που έχασκε από πάνω τους με ανοιχτά σαγόνια σαν στόμα τέρατος. Το πατάρι ήταν γεμισμένο με μία ακριβή φωτογραφική μηχανή, ένα μαραφέτι ipod, ένα ps3, ένα ακριβό ρολόι χειρός, ένα κόντρα μπάσο, ένα ολόκληρο σετ από ντραμς και πιατίνια, εκατοντάδες βιβλία και περιοδικά. Τώρα θα ερχόταν για να μπουνε στη συλλογή από ανούσια πράγματα του Σπύρου ένα αρμόνιο και δύο τεράστια ηχεία. «Γαμώ την Παναγία μου γαμώ! Αφού είμαι συγγραφέας τι τα θέλω τα περίσσια χόμπι;» Έριξε μια μπουνιά στην πόρτα της τουαλέτας και πόνεσε το χέρι του. Φοβήθηκε πως μάλλον το είχε σπάσει.

Page 102: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

102

Η ελεγεία της αποτυχίας 2 Το χέρι του Σπύρου Γκαγκούλα πονούσε. Το είχε χτυπήσει στην πόρτα της τουαλέτας από τα νεύρα του. Επίσης πονούσε γιατί όλη μέρα έπιανε το ποντίκι του υπολογιστή. Από της οχτώ το πρωί μέχρι τη νύχτα. Ήταν άνεργος. Σηκώθηκε από την καρέκλα για να κάνει μία βόλτα μέσα στο δωμάτιο. Σκέφτηκε να πουλήσει όλα του τα βλακώδη και πλέον ειδεχθή αποκτήματα του. Ήταν όλα ανούσια. Είχε κολλήσει ο εγκέφαλος, λες και ήταν μηχανικό μέρος χωρίς λάδι. Ντραμς, πιατίνια, ipod, playstation 3, playstation portable, ρολόι χειρός ακριβής μάρκας, αρμόνια, κιθάρες, ενισχυτές για τις κιθάρες, μία ακριβή φωτογραφική μηχανή. Το μόνο προϊόν τεχνολογίας που του ήταν κάπως χρήσιμο ήταν ο παλιός ηλεκτρονικός υπολογιστής. Μόνο και μόνο γιατί εκεί έγραφε τα κείμενα του και γιατί εκεί άκουγε λιγάκι μουσική για να ξεκολλάει το μυαλό του από την αηδία που άφηνε στο στόμα η καθημερινότητα. Μετά βέβαια το μετάνοιωσε και δεν ήθελε πλέον να τα πουλήσει, όχι πως τα ήθελε απλώς βαριόταν ελεεινά να γράφει τόσες πολλές και διαφορετικές αγγελίες. Τα καταχώνιαζε όλα στο πατάρι του σπιτιού. Δεν έπρεπε να αφήνεται σε ανούσια πράγματα. Έπρεπε να γράψει. Ήταν συγγραφέας, όχι γνωστός αλλά αυτό δεν είχε σημασία (ακόμη) για εκείνον. Είχε βάλει σκοπό να διδάξει τους Έλληνες πως να γράφουνε. Κανείς δεν ήξερε να γράφει. Κανείς δεν έλεγε τίποτα. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να απλώνει με μελάνι (για να είμαστε πιο ακριβείς, με χαρακτήρες του word) τις σκέψεις του, τις ανωμαλίες του και τον δυσανάλογο χαρακτήρα του στο λευκό χαρτί. Πίστευε πως ήταν το μόνο που άξιζε να κάνει κανείς. Όλα τα υπόλοιπα ήταν μπούρδες και ανοησίες. Όλα τα πράγματα τον έκαναν να αισθάνεται τόσο βαρετός και τόσο βαρεμένος. Σαν χαρακτήρας ο Σπύρος Γκαγκούλας ήταν ένας απόλυτα παθητικός άνθρωπος. Η αγαπημένη του φράση ήταν: «Τα παρατάω» ή κάτι όπως το «Δεν γαμιέται, τα παρατάω».

Page 103: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

103

Ήταν απόλυτα παθητικός με τα πάντα (εκτός από το σεξ). Στο σεξ έκανε την δουλειά του αρσενικού. Βέβαια είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως συνέφερε καλύτερα να έχεις μουνί αντί για πέος. Από καθαρά οικονομική άποψη πάντα μιλώντας. Ο θεός όμως του έδωσε πέος οπότε έκανε ότι μπορούσε με αυτό (κι ας ήταν μετρίου μεγέθους). Δυστυχώς οι επιδόσεις του στον σεξουαλικό τομέα δεν ήταν οι καλύτερες. Είχε να πάει με γυναίκα κανά δυο χρόνια. Ήταν μπακούρι κανονικό. Έφταιγε μάλλον που δεν ήταν αρκετά σαλίγκαρος (σαλιάρης) και ανοιχτός χαρακτήρας. Ήταν κακομούτσουνος και ολιγομίλητος. Ο Σπύρος Γκαγκούλας έπρεπε να συγκεντρωθει στο γράψιμο του. Ήταν ανερχόμενος συγγραφέας. Δεν μπορούσε όμως να ζήσει από αυτό. Η Ελλάδα είναι δύσκολη χώρα στον τομέα της καλλιτεχνίας. Όλοι ψωμολυσσούσαν και ήταν τυχερός που δεν πλήρωσε κι από πάνω για να εκδόσει το πρώτο του μυθιστόρημα που ονομαζόταν «Η Δυσκοιλιότητα και το Τέρας». Είχε προσπαθήσει να βρει μία κανονική δουλειά αλλά πουθενά δεν στέριωνε. Πάντα κάτι θα γινόταν και θα τον απέλυαν. Δεν ήταν υπάκουος τύπος και πάντοτε είχε μια τάση για το λάθος βήμα την λάθος στιγμή. Στην τελευταία του δουλειά βέβαια δεν μπορούσαν να τον απολύσουν μιας και ήταν η πρακτική του άσκηση για το ΤΕΙ που σπούδαζε εδώ και δέκα χρόνια. Τώρα όμως είχε τελειώσει και αυτό. Ήταν και πάλι στα νερά του. Άνεργος. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην κάνει αγορές άνω των είκοσι ευρώ. Ακόμη και για ρούχα. Είχε να αγοράσει καινούρια ρούχα καμιά διετία. Ήταν ένας βρωμερός τσιγκούναρος πλέον. «Να πάνε να γαμηθούνε» σκέφτηκε, έπρεπε να κρατάει τα λεφτά του (που ήταν και λιγοστά μετά από τις ανούσιες αγορές) στην τσέπη του. Ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσει να παρακολουθεί ποδόσφαιρο και να γίνει οπαδός κάποιας γελοίας ομάδας. Το σιχαινόταν το ποδόσφαιρο (εικοσιδύο πλούσιοι μαλάκες που έτρεχαν πάνω κάτω κυνηγώντας ένα φουσκωμένο πετσί). Ήταν όμως προτιμότερο από την τέχνη. Η τέχνη του έβγαζε μία υποχθόνια αηδία, ειδικότερα έτσι όπως την πλασάρανε οι ειδήμονες και οι κριτικοί της. Δεν θεωρούσε το γράψιμο του τέχνη. Ήταν μία ανάγκη επιβίωσης όπως το φαγητό, το νερό και η αναπνοή. Αν δεν έγραφε θα πέθαινε.

Page 104: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

104

Ήταν Τετάρτη και επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει είπε να κάνει μία βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Ήθελε να σιχαθεί λίγο με την βλακεία των εκδόσεων και των συγγραφέων. Ένας φίλος τον πήρε τηλέφωνο και του πρότεινε να πάνε για ένα καφέ. Θα έκανε την βόλτα του και μετά θα έπινε τον καφέ του. Δεν ακουγόταν άσχημο. Κατέβηκε με το σαράβαλο τη μηχανή του. Ένα θεόπαλιο παπάκι που δεν έπαιρνε πάντα μπροστά. Είχε ορκιστεί στον εαυτό του να μην ξανακλέψει ποτέ τίποτα. Παλιότερα, όταν ήταν πιτσιρικάς και πήγαινε λύκειο, συνήθιζε να κλέβει για χόμπι. Έκλεβε περίπτερα, δισκοπωλεία, μαγαζιά με ρούχα, και φυσικά βιβλιοπωλεία. Τα τελευταία ήταν και τα αγαπημένα του. Το έκανε όμως με κυκλικό σύστημα γιατί φοβόταν πως αργά ή γρήγορα θα τον έπιαναν. Ποτέ δεν τον είχαν πιάσει. Η μοναδική φορά που τον είχαν τσακώσει να κλέβει ήταν όταν έβαλε στο σακάκι του ένα τσοντοπεριοδικό (το Open για όσους το θυμούνται, δεν ξέρω αν βγαίνει ακόμη) αλλά ο πούστης ο περιπτεράς τον είδε και τον έκανε σκουπίδια μπροστά στους υπολοιπους πελάτες. «Δεν ντρέπεσαι λιγάκι βρε μαλακισμένο;» «Όχι». «Εγώ θα φταίω αν φωνάξω την αστυνομία τώρα;» «Μία τσόντα έκλεψα δεν λήστεψα καμιά τράπεζα». «Σα δε ντρέπεσαι ρεμάλι της κοινωνίας! Φτου σου! Έτσι θα πάει μπροστά η χώρα βρε σκερβελέ;». Είχε περάσει καιρός από τότε που ο Σπύρος Γκαγκούλας είχε κλέψει οτιδήποτε. Πολύς καιρός. Εκεί όμως που καθόταν και χάζευε κάτι βιβλία στο ράφι είδε ένα που το έψαχνε αρκετό καιρό και το λιμπίστικε το καταραμένο. Λυπόταν όμως να δώσει και τα είκοσι πέντε ευρώ που έκανε για να το αγοράσει. Άσε που είχε ορκιστεί να μην κάνει ποτέ ξανά αγορές πάνω τον είσοσι ευρώ, αυτό που το βάζεις; Οπότε τι να έκανε; Είχε ορκιστεί να μην κλέψει ποτέ ξανά. Αποφάσισε να το κλέψει. «Δεν γαμιέται», σκέφτηκε. Ανοίγει με αριστοτεχνία το μπουφάν του (παλιά μου τέχνη κόσκινο) και βάζει το βιβλίο ανάμεσα στο παντελόνι και στην κοιλιά του. Είχε φτιάξει όμως μεγάλη μπυροκοιλάρα και το βιβλίο ήταν χοντρό και δεν χώραγε. Σκέφτηκε πως για όλη αυτήν την κατάσταση έφταιγαν οι καριόληδες οι Έλληνες εκδότες και τα τσιράκια τους οι μεταφραστές που μας πίνουν το αίμα. Μα είναι δυνατόν να είναι τόσο ακριβά τα γαμημένα τα βιβλία; Άσε που του Σπύρου του άρεσαν μόνο τα

Page 105: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

105

μεταφρασμένα, ήταν τα μόνα που αξίζανε, τα ελληνικά βιβλία ήταν όλα για τον πούτσο, κάτι ιστορίες άχρωμες, αναμασημένες, βαρετές, που βρώμαγαν μικροαστίλα, τρέντυ αναβίωση παλιών παραδόσεων και χαζό ερωτισμό από χιλιόμετρα. Βγήκε στο δρόμο με το βιβλίο στην κοιλιά. Ο υπάλληλος δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Περπάτησε για κανά δίλεπτο μέχρι οι τύψεις να τον περικυκλώσουν και να αρχίσουν να τον καρφώνουν με τα μαχαίρια τους. Το είχε μετανιώσει. «Γαμώ την πουτάνα μου ούτε να κλέψω ένα βιβλίο δεν είμαι ικανός χωρίς να αισθανθώ τύψεις», σκέφτηκε με οργή. Αν μπορούσε να δει τις τύψεις μπροστά του σαν ανθρώπινες μορφές, θα τις στραγγάλιζε όλες. Γυρόφερε λίγο με το βιβλίο στο χέρι μέχρι να έρθει εκείνος ο φίλος του για να πάνε για καφέ. Είχε αποφασίσει να το γυρίσει πίσω με κάθε τρόπο και μάλιστα είχε αποφασίσει να το αγοράσει κιόλας. Είχε σπάσει μέσα σε μία μέρα όλους του τους όρκους. Ήταν για κλάματα. Όταν ο φίλος επιτέλους φάνηκε ο Σπύρος του είπε: «Κοίτα Γιάννη, έκανα μαλακία και έκλεψα αυτο το βιβλίο, θέλω να μπεις μέσα, να το βάλεις στη θέση του και μετά να το αγοράσεις». «Τι λες ρε μαλάκα; Είσαι με τα καλά σου; Γιατί δεν πας εσύ;». «Δεν αισθάνομαι καλά, ανακατεύομαι και είμαι συναισθηματικά φορτισμένος και θα με πιάσουνε, σε παρακαλώ Γιάννη πρέπει να μου κάνεις αυτή τη χάρη γιατί αλλιώς είμαι χαμένος». «Καλά, πάντως να ξέρεις πως είσαι μεγάλος μαλάκας. Είναι δυνατόν στην ηλικία σου να κλέβεις ακόμη βιβλιοπωλεία;». «Έχει δίκιο, είμαι μαλάκας, το ξέρω, αλλά τι να κάνω;». Τελικά ο Γιάννης το έκανε το ψυχικό και του αγόρασε το ήδη κλεμμένο βιβλίο. Ο υπαλληλος δεν είχε καταλάβει Χριστό. Η μέρα τελείωσε με τον Σπύρο Γκαγκούλα να συνειδητοποιεί πως τελικά είχε κάνει τεράστια μαλακία που πλήρωσε το βιβλίο και γενικά που το πήρε. Το βιβλίο ήταν σκατά. Το παράτησε στη μέση. Είχε κάνει το μοιραίο λάθος να εμπιστευτεί Έλληνα συγγραφέα.

Page 106: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

106

Ψυχανάλυση ή εξορκισμός; Το αιώνιο δίλημμα. (κιθαρίστας ή ντράμερ, που λέει και το άσμα) - Εναλλακτικός Τίτλος: Ψυχανάλυση με αρχίδια. Την είδα φυσιοφίδης * (ΠΑΛΙ). Για άλλη μια φορά η φρίκη του τσιμέντου εισχώρησε στα ζωτικά όργανα και έβγαλε από μέσα μου την λανθάνουσα τάση του newbie, χαριτωμενιάρη οικολόγου-δοσίλογου (ναι, ο τύπος με την κουκούλα και το τεντωμένο δάχτυλο που σε δείχνει όταν πετάς κάτω το σελοφάν από τα φιλτράκια σου γιατί βαριέσαι να κάνεις ένα βήμα και να το πετάξεις στον κάδο) που φοράει πλεκτό σκουφάκι μέσ’ το κατακαλόκαιρο στο κεφάλι, έχει άθλια, μονίμως λαδωμένα μαλλιά και βρώμικα μούσια γεμάτα ψίχουλα αγνώστου προελεύσεως, φοράει πέδιλα με άσπρες κάλτσες και σορτσάκι, κόκκινη μπαντάνα τυλιγμένη στον καρπό ή κρεμασμένη στην κωλότσεπη για μούρη, έχει 38 κρεμαστά-βουντού στο λαιμό, κουβαλάει ΠΑΝΤΑ μια Νike βούργια στην πλάτη (ακόμη κι όταν πάει για κατούρημα ή για ύπνο) με όλα τα απαραίτητα σε περίπτωση σεισμού ή αιφνίδιου τσουνάμι και τέλος έχει να γαμήσει περίπου τρία χρόνια κανονικό αιδοίο.

Ναι, μεταμορφώθηκα, ξανά, σε αυτό το εξωτικό (πουλί;) πλάσμα γιατί δεν την πάλεψα άλλο σε αυτό το πηγάδι από πολυκατοικίες, σκουπίδια, ανθρώπους και ΘΟΡΥΒΟ. ΠΟΛΥ ΘΟΡΥΒΟ. Ξαφνικά δεν ήθελα να ακούω ούτε καν τη φωνή μου. Τόσο είχα κουραστεί από τους πάσης φύσεως θορύβους που επικρατούν στην πόλη, στην γειτονιά, στο σπίτι, στην τουαλέτα, στην κουζίνα, στο ψυγείο, στο μυαλό μου. (Πολύ ποιητικό αυτό, συγκινήθηκα, ίσως το κάνω στιχάκι κάποια μέρα, μπας και ρίξω επιτέλους την Νατασούλα από τη δουλειά στο κρεβάτι ελπίζοντας πως θα μου θυμίσει το Google Maps κατά που πέφτει η γνωστή τρούπα). Έδωσα, λεπόν, μία μεγαλοπρεπής ΜΟΥΤΖΑ στους πεθαμένους μου συγκάτοικους, οι οποίοι με αποκάλεσαν λούνατικ με αψεγάδιαστα αγγλικά Λόρδου από το Yorkshire και, δεν ξέρω γιατί, μάλλον επειδή ταίριαζε στην όλη άναρθρη αγγλικούρα, γιου φάκιν Κάντ, (με αποχαιρέτησαν δακρυσμένοι με το brain damage των Floyd να παίζει στη διαπασών από το κινητό του Σπάρτακου) που σκόπευα να περάσω το Σάββατο μου σε ένα μέρος με χόρτα, όπως το αποκάλεσαν, μπήκα στο πρώτο λεωφορείο για την Άνω Ρεματιά (βασικά παραλία είναι, δεν ξέρω γιατί τη λένε ρεματιά, ούτε και είναι ΑΝΩ μιας και το λεωφορείο όλο κάτι γκρεμούς ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ) και αποχαιρέτησα το μισητό βλαχοαστικοκαρκίνωμα μια για πάντα (για μερικές ώρες βασικά..).

Page 107: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

107

Με το που πατάω το βέβηλο, αστικοποιημένο μου ποδάρι στην ζεστή αμμουδιά μου έρχεται αίφνης και παραβιάζει τα ρουθούνια μου μία μυρωδιά από σουβλακομπιφτεκοπατατίλα. Δεν δίνω σημασία και δεν χρειάζεται καν να κοιτάξω για να καταλάβω πως κάποιος χοντρός κοιλαράς με μουστάκι, γυαλιά μυωπίας-βιαστή-παιδόφιλου και λεκιασμένο μπλουζάκι adibas έχει στήσει το τροποποιημένο του τροχόσπιτο που το ονομάζει καντίνα (είναι και η μόνιμη κατοικία του) και έχει επιβάλει στη χοντρή γυναίκα του και στα χοντρά παιδάκια του να ψήνουν αέναα και ασταμάτητα στην άθλια, βρώμικη ψησταριά, σάπια κρέατα κεραμιδίσιας γάτας, δύο ευρώ το καλαμάκι, σχεδόν άψητο, να στάζει το γατίσιο αίμα στο πλαστικό, άσπρο τραπεζάκι που βρωμάει προπέρσινη ρετσίνα. Δεν δίνω σημασία όπως προείπα και προχωράω… …Έπρεπε επειγόντως να απλώσω την ασπρουλιάρικη κορμάρα μου στην καυτή αμμουδιά μπας και νιώσω επιτέλους σαν αληθινός φυσιοφίδης κι εγώ. Τι σκατά έκανα και τόσο δρόμο από την πόλη άλλωστε; (όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να ταξιδεύεις με Κτελ. Σαπίλα, αποσύνθεση, απελπισία, κόψιμο, ποδαρίλα, ιδρωτίλα, ανακατοσούρα, μασχαλίλα ΣΥΝ του ότι ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ κάποιος σχεδόν εγκεφαλικά νεκρός, θηριώδης Ρώσος-Κινγκ Κονγκ, πρώην μαφιόζος ή ΚΑΓΚΕΜΠΙΤΗΣ που το προηγούμενο βράδι κατάπιε ενάμιση κιλό σκέτη σκορδαλιά και κάθε του εκπνοή είναι ένα θανατηφόρο πλήγμα για την κακόμοιρη ενδοΚτελιακή ανθρωπότητα, φυσιοφίδες, τυφλές γιαγιάδες-νιντζούτσου-Φρέντι Κρούγκερ, στυλιστικούς εγκληματίες-τουρίστες, νυμφομανείς Ισλανδές λεσβίες κλπ). Εκεί, λεπόν, που είμαι πασιχαρής που επιτέλους κατάφερα να περάσω τον Κτελογολγοθά μου και να απολαύσω τα δώρα της φύσης (θάλασσα, ήλιος, αμμουδιά, ψαράκια που σου τσιμπολογάνε τα μπαλάκια καθώς κολυμπάς), πάω να προσγειωθώ κι εγώ σε μια μεριά της παραλίας και ΤΣΟΥΠ πέφτω πάνω σε ένα αντίσκηνο-μεζονέτα (σαν του Χάρι Πότερ όταν μπαίνει στην φαινομενικά μικρή σκηνούλα και αναφωνεί με χαρά I love magic μόλις βλέπει πως μέσα είναι σαν θάλαμος 50 ατόμων, μπορεί και πιο μεγάλo) που χώραγε και 20 νοματαίους άμα λάχει ναούμε, που όμοιο του δεν είχα ματαδεί ποτέ των ποτών. Απέξω και πάνω στο αντίσκηνο-μεζονέτα ήταν αναρτημένη μία αυτοσχέδια ταμπέλα που έγραφε: “Dr. Trashevilass (Θρασύβουλας) La Spo Tyras (απόφοιτος του τμήματος ψυχολογίας του Université de Mons-Hainau του Βελγίου, PhD ανθρωπολογίας στο Columbia University

Page 108: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

108

της Νέας Υόρκης και επίτιμος διδάκτωρ του Παντείου πανεπιστημίου στο τμήμα Ψυχολογίας, ερευνητής των χαμένων γλωσσών των Πυγμαίων και γνήσιος αναβιωτής των εθίμων των Ασαντί του Αμαζονίου), εξειδικευμένος ελληνοισπανογαλλοαμερικανός επιστήμονας ψυχολόγος-ανθρωπολόγος-φυσιοφίδης-μέντιουμ-ταρωμάντης, λύνει όλα σας τα προβλήματα με τέσσερις, πολύ απλές ερωτήσεις. Είσοδος 100 € (κόβουμε και απόδειξη/τιμολόγιο λόγω κρίσης)”. Επειδή τώρα τελευταία είχα πρόβλημα με τον αυνανισμό και δεν μου σηκωνόταν (είχα τσακωθεί με την δεξία μου χούφτα διότι την είχα βαρεθεί και την απατούσα επανηλιμένως με την αριστερή και η αλλαγή μάλλον μου είχε προξενήσει στυτική δυσλειτουργία που οφειλόταν σε καθαρά ψυχολογικούς παράγοντες), επειδή επίσης έπασχα από χρόνια υψοφοβία (δεν μπορούσα να ανέβω ούτε σε καρέκλα για να αλλάξω λάμπα), επίσης έπασχα από οξεία τυροφοβία (δεν μπορούσα να φάω, να μυρίσω ή να κοιτάξω τυρί στα μάτια σαν άντρας) και επίσης επειδή μετά από την εκατοστή χιλιοστή έβδομη φορά που έβλεπα τα ίδια επεισόδια Κωσταντίνου και Ελένης στον Antenna καθώς έτρωγα το μεσημεριανό μου, δεν μπορούσα να καταπιώ στερεά τροφή εαν δεν είχα μία τηλεόραση απ’ όπου να ακούγεται η γλυκειά φωνούλα της Ελένης Ράντου να κράζει τον επίκουρο “Κατακουζίνα” ή το Χάρη Ρώμα να ουρλιάζει “Ημιόνα” κάπου κοντά μου, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να φάω τα βράδια (μιας και το σίριαλ το παίζει μόνο τα μεσημέρια) και να έχω γίνει σαν Ουγκαντάκι με τυμπανισμό, γιατί έχω και μία υπερφυσικά εξωγκομένη μπυρόμπακα. Όλα αυτά τα ψυχοσωματικά μου προβλήματα με οδήγησαν να αναβάλω για λίγο την ξαπλαδούρα-φραπεδούρα-τσιγαρούμπα-και-μετά-βουτιά-στο-νερό φάση μου και είπα να χαραμίσω εκατό ευρουλάκια για να δω πως στον πούτσοντα θα έλυνε τα προβλήματα μου ο Dr. Θρασύβουλας με τέσσερις ερωτήσεις ΜΟΝΟ. Άσε που δεν είχα και ποτέ ψυχανα-λήτη και μου είχε μείνει κόμπλεξ. Τι σκατά, εγώ δεν ήμουν σύγχρονος άνθρωπος; Ήθελα τον ψυχαν-αλήτη μου ΤΩΡΑ. Οπότε, έκανα τη μαλακία και μπήκα, πληρώνοντας σε μία απροσδιορίστου καταγωγής πιθηκογυναίκας-νάνου με τρίχες στα ούλα (μάλλον είχε κάποια σχέση με τους Πυγμαίους αν και θύμιζε πιο πολύ Γιαπωνέζο καντηλανάφτη) το αντίτιμο της εισόδου (100 ευρωπουλάκια τα γαμημένα).

Page 109: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

109

Εκείνη μου έδειξε τον δρόμο για το γραφείο του εν δυνάμει σωtyra μου Dr. Trashevilass La Spo Tyras, καθώς το γιαπωνέζικο πιθήκι έβγαζε κάτι περίεργους ήχους-ρεψίματα από τη μασχάλη. O Dr. La Spo Tyras την είχε αράξει σαν βούδας σε κάτι μαξιλάρες και ρουφούσε έναν γιγάντιο ναργιλέ και με πολύ βαρεμάρα ναούμενε. Μου θύμισε λίγο την κάμπια από την Αλίκη στη Χώρα της Μαστούρας αλλά λίγο στο πιο αριστοκρατικό και στο πιο μπλαζέ. Τα μάτια του ήταν ολοκόκκινα, φορούσε ένα τουίντ σακάκι, πιθανότατα, με ένα γρήγορο υπολογισμό που έκανα, πρέπει να ήταν της μόδας γύρω στο 1865, μεταξένιο πουκάμισο και φουλάρι στο λαιμό. Και πολύ δανδής ο ντόκτορας. ΑΥΤΟ όμως που ΥΠΗΡΧΕ στο κεφάλι του δεν μπορούσε να περιγραφεί με λέξεις. Στο κεφάλι του ΚΑΘΟΤΑΝ μία κανονική πράσινη ΜΟϊΚΑΝΑ ΑΠΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ. Όλο το υπόλοιπο κρανίο ήταν ξυρισμένο γουλί-γλόμπος. ΤΙ ΣΤΟΝ ΠΕΤΣΟ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ ΠΑΛΙ;;;; ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΛΑΚΑ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΟΥΚΑ;; ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΑ που είχαν σχήμα τριφυλλιού ή απλά άλλη μία γκροτέσκα περούκα χρώματος πράσινου και σχήματος μοϊκάνας;;; ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑΣ Η ΦΥΤΕΥΤΟ ΓΚΑΖΟΝ;;;;;;;;;;;; Από τη μία ήθελα να τρέξω και να δραπετεύσω από αυτόν τον πράσινο εφιάλτη που κάπνιζε κι από την άλλη ήθελα να θοπεύσω σαν τρελός αυτό το πράσινο κηπουλάκι πάνω στο κεφάλι του Dr. Trashevilass, που ίσως και να το ποτίζα αν είχα φέρει μαζί το ποτιστήρι τσέπης μου που πρόσφατα είχα προμηθευτεί από το Amazon. Τελικά ο δόκτωρας μίλησε με μία φωνή αλά Στέλιος Καζαντζίδης στο Υπάρχω, τραγουδιστή, βαριά λαϊκή, κλαψομουνιακή, γεμάτη γνώση και πείρα: «Νερντ-άτερνταλ technon μου, καλώς ήρθες στο γραφείο μου, λέγε με Trash αλλά πρόσεξε καλά, Trash, όχι Thrash μη γαμήσω. Γενικά δεν γουστάρω ευγένιες , σαβουάρ βιβρ και μαλακίες». Ο τύπος ήταν καλός. Έπρεπε να τον παραδεχτώ, ήταν καλό μέντιουμ για ψυχαναλυτής-ανθρωπολόγος. Ήξερε ήδη το όνομα μου. Δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου και ξαναάρχισε η φωνή του Στελάρα Καζαντζίδη να ηχεί μέσα στο αντίσκηνο-παλάτι: «1.Έχεις πρόβλημα με τον αυνανισμό σου, κάποιο μπέρδεμα με τις χούφτες σου νομίζω, 2. έχεις υψοφοβία που σε εμποδίζει να αλλάζεις μόνος σου λάμπες, 3. έχεις οξεία τυροphobia και δεν μπορείς να ανεχτείς τα τυριά δίπλα σου, νομίζοντας πως είναι εξωγήινα όντα που θα σε απαγάγουν και θα μετατρέψουν κι εσένα σε τυρί και τέλος 4. δεν

Page 110: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

110

μπορείς να καταπιείς στερεά τροφή εαν δεν παρακολουθείς το Κωσταντίνου και Ελένης στην τηλεόραση». ΜΑ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ;;; Ο ΤΥΠΟΣ ΗΤΑΝ ΦΟΒΕΡΟΣ! Ο Δόκτωρας Trashevilass ανακάλυψε με μία ματιά όλες μου τις ενδόμυχες φοβίες και τα προβλήματα, για τα οποία δεν είχα μιλήσει ποτέ σε κανέναν (εκτός των χούφτων μου, με τις οποίες αναγκαστικά μιλάμε για το πρώτο μου πρόβλημα του αυνανισμού), ούτε καν στην ίδια μου τη μάνα, χωρίς ουτέ καν να ανοίξω το στόμα μου και να πω μια κουβέντα. Χαλάλι τα εκατό ευρώ, σκέφτηκα, σαν καλό υβρίδιο Σκρουντζ που είμαι, χαλάλι ρε πούστη μου! Είδες τι σου κάνουν οι σπουδές στα εξωτερικά..., που θα έλεγε κι ο πατέρας μου ο αρχοντοχωριαταράς και μάλλον στην περίπτωση του Dr. Trashevilass θα είχε και δίκιο. Πήγα και πάλι να βγάλω μία λέξη από το στόμα μου αλλά ο τελευταίος των δαιμόνιων πρασινομοϊκανών με πρόλαβε και πάλι: «Δεν θέλω να ανοίξουμε διάλογο Νερντ-άτερνταλάκο φίλτατε φίλε μου, εδώ ήρθες για να γιατρευτείς κι όχι για να Παπαρίζου-με, γι’ αυτό κάνε μου επιτέλους την πρώτη σου ερώτηση, η απάντηση της οποίας θα είναι και η λύση στο πρώτο σου πρόβλημα». Εδώ έμεινα λίγο καγκελάκι να τον χαζεύω σαν μπαρμπούνι με το στόμα ανοιχτό. Ξεροκατάπια και επιτέλους κατάφερα να συντονίσω τα χείλια με τον εγκέφαλο μου λέγοντας σιγανά: «Εεεε, συγνώμη κ. Thrash εεεε…..Trashevilass ….συγνώμη κιόλας αλλά, δηλαδή να… πως να το πω, εγώ, δηλαδή…. ΕΓΩ θα κάνω τις ερωτήσεις;;;;». «Ε ναι βρε βλήτο, ποιος θα τις κάνει, η Μπάρκουλα;;; Εσύ δεν θες να γιατρευτείς;» (Μετά έμαθα πως Μπάρκουλα έλεγαν τον γιαπωνέζο καντηλανάφτη-πιθηκογυναίκα-νάνο αλλά ακόμη και τώρα έχω σοβαρές αμβιβολίες για το φύλο της, το όνομα της, όπως μου είπε η ίδια, έβγαινε από τον διάσημο παππού της τον Ανδρέα Μπάρκουλη). «Όχι εντάξει, απλά..να… πως να το πω…νόμιζα πως εσείς θα κάνατε τις ερωτήσεις…γι’ αυτό δηλαδή…». «Μη μιλάς άλλο, θα χάσω το κάρμα μου. Σκάσε. Κάνε μου την πρώτη ερώτηση ΤΩΡΑ». Η πράσινη μοϊκάνα κουνήθηκε βίαια και εγώ ξεροκατάπια από την αγωνία μου. Τι σκατά θα τον ρωτούσα; Δεν είχα ιδέα. Δεν ήμουν ΕΓΩ ο ψυχαναλυτής, εκείνος ήταν γαμώ τη τύχη μου τη ρουφιάνα. Τελικά τον ρώτησα κάτι εντελώς ηλίθιο. «Τι ομάδα είστε;»

Page 111: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

111

«Kiwi». ;;;;;;;;;; KIWI; KIWI;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;KIWI;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΑΥΤΟ;;;;; ΤΙ ΣΟϊ απάντηση ήταν αυτή;;; Αυτή η απάντηση θα μου έλυνε το πρόβλημα της αλλαξοχουφτιάς και του αυνανισμού;;; Εαν είναι δυνατόν…προσπάθησα να κάνω μία διευκρίνηση πάνω στη λέξη ΚIWI καθώς σημείωνα στο μπλοκάκι μου τις απαντήσεις για να μην τις ξεχάσω καμιά ώρα (εκατό ευρά είναι αυτά). «Εννοείτε το πουλί KIWI ή το ποτό ΚIWI;» O Dr. Trashevilass είπε: «Το ποτό». «Κάνε μου τη δεύτερη ερώτηση σου Νερντ-άτερνταλ». ΠΟΥ ΠΑΩ ΚΑΙ ΜΠΛΕΚΩ ΡΕ ΦΙΛΕ. Σκέφτηκα άλλη μια κοινότοπη μαλακία ερώτηση: «Σας αρέσουν οι φακές;» ρωτάω και απαντάει το φοβερό: «Αστιγματοπαστίωση». ΟΤΙ ΝΑ ΝΑΙ!! ΧΕΣΤΗΚΑ ΨΗΛΑ ΚΙ ΑΓΝΑΝΤΕΥΑ, ΚΑΝΟΝΙΚΑ. Συνέχισα γιατί είχα αρχίσει να κουράζομαι με το μαλάκα τον τρελάρα τον Δόκτωρα Θρασύβουλα. «Κάθε πότε λούζεστε;» «Σουτιέν», απαντάει ο Θρασύβουλας. ΣΥΝΕΧΙΖΩ ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ: «Αυτό το πράμα στο κεφάλι σας είναι αληθινό;» «Είσαι το ταίρι μου». ΜΑΛΑΚΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΑΛΕΥΕΙ ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ, σκέφτηκα αγανακτισμένος. Ο Θρασύβουλας με κοίταξε με κουρασμένο βλέμμα, σαν να έσκαψε μόλις εκατό στρέμματα χωράφι μόνος του με μία τσάπα, και μου είπε: «Ο χρόνος μας τελείωσε αγαπητέ μου και θυμήσου, οι λύσεις των τεσσάρων προβλημάτων σου βρίσκονται μέσα στις απαντήσεις που σου έδωσα, ελπίζω να τις θυμάσαι». Μάζεψα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα που κείτονταν νεκρά στο πάτωμα, χαιρέτησα τη Μπάρκουλα και βγήκα από το αντίσκηνο-μεζονέτα τρέχοντας. Κόντευα να ξεχάσω το τρελό αυτό σκηνικό με τον Δόκτωρα Trashevilass La Spo Tyras και τις ακατανόητες απαντήσεις του στις γελοίες ερωτήσεις μου (χάρις πάντα στην γαμάτη καυτή αμμουδιά και στην σαν γάλα θάλασσα), αλλά εκεί που ρουφούσα την στερνή, αποχαιρετιστήρια γουλιά του δεύτερου φραπεδασιόν μου, είδα την βικτωριανή μορφή του Δόκτωρα Trashevilass να τρέχει στην παραλία

Page 112: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

112

και να κατευθύνεται προς τη θάλασσα, με τα ρούχα, ουρλιάζοντας τα εξής: «Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΕΝΑΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΑΛΛΟ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΑΜΩ ΤΟ ΦΕΛΕΚΙ ΜΟΥ ΓΑΜΩ. ΘΑ ΠΝΙΓΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ». Από πίσω του έτρεχε πανικόβλητη η μικρή του bitch-Γιαπωνέζα-καντηλανάφτρα-πιθηκογυναίκα-νάνος Μπάρκουλα, προσπαθώντας να προλάβει το αφεντικό της για να μην αυτοκτονήσει μέσα στο νερό. Με κοίταξε από μακριά και μου φώναξε απελπισμένη: «ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΝΤΕΝ ΞΕΡΙ ΚΟΛΙΜΠΡΙ, ΠΑΡΑΚΑΛΟ ΣΟΣΕ ΤΟ ΣΟΣΕ ΤΟ ΟΥΤΕ ΕΓΚΟ ΞΕΡΙ ΚΟΛΙΜΠΡΙ ΠΑΡΑΚΑΛΟ ΣΟΣΕ ΤΟ ΣΟΣΕ ΤΟ!» Αναστέναξα και ξεθάφτηκα με τα χίλια ζόρια από το αμμόλουτρο μου….η μάνα μου μπορεί να με έκανε μικροτσούτσουνο αλλά όχι και μικρόψυχο ρε πούστη μου…….. ……..Καθόμασταν με τον Δόκτωρα στην, σκοτεινή και παγωμένη πλέον, αμμουδιά, και οι δύο ξεθεωμένοι και μούσκεμα από την προσπάθεια της διάσωσης του. Η Μπάρκουλα μας έτριβε τις πατούσες για να ζεσταθούμε, όταν ο Δόκτωρ μου είπε τα τελευταία λόγια που θα άκουγα ποτέ από εκείνον: «Μήπως έχεις καθόλου χόρτο;» Μετά από αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία, πήρα πάλι το Κτέλι και γύρισα πίσω στο βλαχοαστικοκαρκίνωμα μου. Αρκετά έπαιξα το ρόλο του φυσιοφίδη. Back to the roots, back to basics κλπ. ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΡΑ ΠΙΟ ΕΙΝΑΙ;;;;;; , ΘΑ ΑΝΑΡΩΤΙΕΣΑΙ ΑΓΑΠΗΤΕ/ΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ/ΣΤΡΙΑ. ΤΕΛΙΚΑ Ο ΜΑΛΑΚΟΜΑΛΑΚΑΣ Ο ΔΟΚΤΩΡ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΑΣ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ ΡΕ ΦΙΛΕ…. ….Μετά από καιρό, ξανακοίταξα τυχαία το σημειωματάριο μου με τις “γιατρευτικές” του απαντήσεις. Απάντηση 1: KIWI το ποτό. —–> Γιατρευτική απάντηση για τον αυνανισμό, την αλλαξοχουφτίαση και την στυτική δυσλειτουργία. Απάντηση 2: Αστιγματοπαστίωση.—————->Γιατρευτική απάντηση για την υψοφοβία. Απάντηση 3: Σουτιέν.——————–>Γιατρευτική απάντηση για την ΤυροPhobia.

Page 113: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

113

Απάντηση 4: Είσαι το ταίρι μου.————————>Γιατρευτική απάντηση για το σύνδρομο Κωσταντίνου και Ελένης. Πρώτα από την απάντηση νούμερο 4 κατάλαβα πως ο Δόκτωρ Trashevilass είχε δίκιο ο πούστης. Εκεί που καθόμουν και έκλαιγα τη μοίρα μου που δεν μπορούσα να καταπιώ στερεά τροφή, ένα απόγευμα περίπου στις 8, είδα πως το ΜέΓα (έτσι το λέει η αειθαλής μπάμπω που μένει από κάτω μας και έτσι μου έχει κολλήσει το σλανγκ) έπαιζε σε επανάληψη το (γαμάτο για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης αν εξαιρέσεις το εμετικό εισαγωγικό κομμάτι του Κορκολίκου) Είσαι το ταίρι μου. ΚΑΙ ΤΣΟΥΥΠΠΠ !!!!! ΜΟΥ ΞΑΝΑΗΡΘΕ Η ΒΡΑΔΥΝΗ ΜΟΥ ΟΡΕΞΗ!!!!!! ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΚΑΙ ΠΑΑΑΑΛΙΙΙ ΝΑ ΣΑΒΟΥΡΙΑΖΩΩΩΩΩ ΣΤΕΡΕΑ ΤΡΟΦΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!!!!!!! Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΕΣΠΑΣΕ!!!!!!!!!!!!! ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ο ΠΟΥΣΤΑΡΑΣ Ο ΔΟΚΤΩΡΑΣ!!!!! ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΤΑΙΡΙ ΜΟΥ!!!! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΡΕ!!! ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΑΝΤΕΡΟ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΚΟΝΣΕΡΒΑ-ΣΙΡΙΑΛ!!!!! Πέταξα πέρα την αλεσμένη φρουτόκρεμα που με περίσσια αγάπη μου είχε ετοιμάσει ο καλός μου συγκάτοικος Μίτσος (το), και παράγγειλα δύο μερίδες σουβλάκια και δύο μερίδες τηγανιτές πατάτες από το σουβλατζίδικο “Ο Φορμόλης” κάτω στην πλατεία. Έκατσα και τα σαβούριασα όλα με την άνεση μου καθώς έβλεπα το Είσαι το Ταίρι μου. Ήταν γεγονός, μπορούσα και πάλι να τρώω τα βράδια, μπορούσα και πάλι να γίνω ένας χοντροκώλης αξιοπρεπής Ελληνάρας που σέβεται τον εαυτό του. Από δω και πέρα τίποτα δεν θα έμπαινε ανάμεσα σε μένα και το παχύ μου έντερο. Έγραψα τη σειρά σε Blue Ray για να τη βλέπω ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!!!! Παμε στην απάντηση νούμερο 3 Σουτιέν. Ο βρωμιάρης, ο προδότης, ο ποταπός ο Σπάρτακος πήγε και βρήκε γκόμενα (αναρχογκόμενα απ’ ότι κατάλαβα, πανκιό ή κάτι τέτοιο εξωτίκ). Εκείνη, το λεπόν, μια μέρα μου ζήτησε να φορέσω το σουτιέν της για να τις το ανοίξω λιγάκι, μιας και το είχε βουτήξει από κάποια ακριβή μπουτίκ Το μυστικό της Βικτωρίας αλλά δεν ήταν ακριβώς το νούμερο της και μιας που εγώ είμαι και πλαταράς μου είπε να το βάλω μπας και το ανοίξω λίγο για να της κάνει μετά. Εκεί που είμαι και φοράω περήφανος, περήφανος το σουτιέν της Ιωάννας (έτσι το λέγανε το Σπαρτακογκομενάκι) να’ σου και μου πετάγεται ένα απειλητικό και άκρως επιθετικό κεφαλοτύρι κατά πάνω

Page 114: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

114

μου (κάποιος ασυνείδητος το είχε ξεχάσει στο τραπέζι της κουζίνας ξεχνώντας τη φοβία μου). ΚΙ ΟΜΩΣ!!!!!!!! ΔΕΝ ΚΙΟΤΕΨΑ, ΔΕΝ ΚΙΟΤΕΨΑ!!!!!!!!!!!! Το χτύπησα, δύο φορές μάλιστας, με άπερκατ και δεξί ντιρέκτ αντιστοίχως και ΠΑΕΙ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!!!!!!!!!!!!! ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΟΥΤΙΕΝ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΤΑΤΡΟΠΩΣΑ ΤΟ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΟΤΥΡΙ ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΤΗΝ τυροPHOBIA ΜΟΥ!!!! ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΩ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΡΩΩ ΤΥΡΙ!!!!!!!!!!! ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ Ο ΔΟΚΤΩΡΑΣ ΒΓΗΚΕ ΣΩΣΤΟΣ!!!!! Από τότε και πέρα, πάντοτε κυκλοφορώ με ένα σουτιενάκι (όχι ότι πιο κομψό για την αντρίλα μου) μέσα στο σπίτι για καλό και για κακό. Ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου μουντάρει ένα τυρί, είναι πολύ ύπουλα τα γαμημένα. Το θέμα είναι πως γιατρεύτηκα ρε φίλε, ναι!!! Άσε που αν γίνω και τόφαλος από την πολύ φορμόλη δεν θα κάνω πεσμένα βυζιά, αφού όλη μέρα φοράω το ενισχυμένο. Προχωράμε στην απάντηση νούμερο 2 αστιγματοπαστίωση. Είχα πάει στον οφθαλμίατρο γιατί βλέπω μονίμως από το ένα μάτι μία ιπτάμενη αρκούδα. Δεν με ενοχλεί και πολύ (κι ας είναι αρκούδα) γιατί είναι διάφανη, οπότε δεν με εμποδίζει στην όραση, απλώς τον επισκέφτηκα, για το κλασικό τσεκ απ της ιπτάμενης αρκούδας σε περίπτωση που γίνει απειλητική για την όραση μου να το προλάβουμε (να μην σκάσουν κι άλλα ιπτάμενα winnie the pooh, στήσουνε αρκουδοχορό και δεν βλέπω την τύφλα μου στο τέλος). Εκεί λοιπόν που χαζολογούσαμε με το γιατρό, του λέω στη πλάκα: «Γιατρέ, ξέρετε τι είναι αστιγματοπαστίωση; Μου θύμίζει αστιγματισμό γι’ αυτό ρωτάω». «Ναι», μου απαντάει ο γιατρός και το παίζει κινέζος-σφυριχτό τρένο-ταβανοατενιστής αλλά όταν του βάζω δύο εικοσάευρα στο γάντι μου σκάει το παραμύθι σαν τζουκ μποξ. «Ειναι μια σπάνια ασθένεια των ματιών που όποιος την έχει δεν μπορεί να αλλάζει λάμπες μόνος του διότι νομίζει πως έχει υψοφοβία». ΠΩ ΡΕ ΦΙΛΕ!!!! ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟ!!!! Το είπα στο γιατρό πως μάλλον πάσχω από αστιγματοπαστίωση, μου έκανε μία ειδική οφθαλμολογική εξέταση αλλαγής λάμπας πάνω σε καρέκλα και πραγματικά έπασχα της πουτάνας. Ίσαμε οχτώ κιλά αστιγματοπαστίωσης είχα μέσα στο μάτι μου το αριστερό, όχι αυτό με την αρκούδα. Μου έδωσε κάτι ειδικά κολλύρια αντιαστιγματοπαστιωτικά και ΤΣΟΥΠ ΜΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΚΑΙ Η ΥΨΟΦΟΒΙΑ ΜΑΓΚΕΣ ΜΟΥ!!!!!!!

Page 115: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

115

Α ΡΕ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΑ , ΝΑ ‘ ΣΑΙ ΚΑΛΑ!!! ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΛΑΜΠΕΣΣΣΣΣΣΣΣ ΝΑ ΑΛΛΑΑΑΞΞΩΩΩΩΩ!!!!!!!!!! Και τέλος πάμε στην απάντηση νούμερο 1 (σοβαρό πρόβλημα) KIWI. Καθόμουνα all alone στη μπάρα του “Λούβρου”, του μπαρακίου όπου αράζω συχνότατα πίνοντας τα άντερα μου και κλαίγοντας τη μοίρα μου (ΠΑΛΙ) μιας και οι χούφτες μου είχαν ξανατσακωθεί μαζί μου και έτσι δεν μου σηκωνόταν μήτε για αυνανισιόν. Ήμουνα, όπως λέμε, στις πολύ, πολύ κατάμαυρες μου. Ξαφνικά σκάει μέσα στο μπαράκιο ένα ΜΑΝΟΥΛΙ ΜΑ ΤΙ ΜΑΝΟΥΛΙ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ ΦΟΒΕΡΟ ΜΑΝΟΥΛΙ. Όχι πως είμαι σαλιάρης ή τίποτα τέτοιο αλλά αυτό το γκομενάκιο ήταν ΤΡΟΜΕΡΑ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ για τα κυβικά του “Λούβρου” και ήταν και μόνη. Εγώ φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να πάω να της μιλήσω, λόγω βεβαρυμένου χυλοπιτικού μητρώου, οπότε χάζευα τη θέα από τη γωνίτσα μου, πίνοντας αργά και σταθερά τη μπόμπα μου. Ξαφνικά βλέπω το γκομενάκιον να έρχεται προς τα εμέ. Όπα λέω, θα είναι οφθαλμαπάτη από το πολύ αντιαστιγματοπαστιωτικό που είχα βάλει εκείνο το βράδυ μπας και την ακούσω καθόλου. ΑΛΛΑ ΕΛΑ ΠΟΥ Η ΓΥΝΑΙΚΑΡΑ ΗΡΘΕ ΚΑΙ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ!!!!!!! ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ!!! Μου λέει με φωνή Lauren Bacall και μουνί Megan Fox, καθώς με κοιτάει ίσα μέσα στις θυγατέρες, κάνοντας με να αλλοιθωρίσω: «Γυρνάω τα μπαρ εδώ και χρόνια και ψάχνω να βρω τον εκλεκτό μου e-πότη. Αν βρεις πιο είναι το αγαπημένο μου ποτό θα γίνω η πριγκίπισσα σου…(με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω)… ακόμη κι αν είσαι σαν σταφυδιασμένο αξολότλ με γυαλιά που μόλις έγινε δωρητής νεφρού». (την ερωτεύτηκα απνευστί για την ειλικρίνεια της και κάπου εδώ πιάνω το μούσι μου). Τώρα θα αναρωτιέστε “μα τι μαλάκας είναι ο τύπος θα μας πει τώρα πως της είπε KIWI και φυσικά αυτό θα είναι και το αγαπημένο της ποτό και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα και τον φίλησε και από γκάου αξολότλ έγινε και πάλι άνθρωπος. Αφού το είπε ο ΜΕΓΑΣ ψυχολόγος/προφήτης Dr. Trashevilass La Spo Tyras έτσι θα είναι κιόλας, έλα όμως που δεν ήταν έτσι….. …Μετά, λεπόν, από την ερώτηση της, εμένα μου ήρθε λουκούμι η όλη φάση της και της λέω με μεγαλοπρέπεια και αυτοπεποίθηση Μπραντ Πιτ στο Οι Θρύλοι του Πάθους: «KIWI».

Page 116: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

116

Εκείνη στραβώνει την όμορφη της μούρη και μου λέει: «Ε;» Εγώ διστάζω λίγο, λέω από μέσα μου, λες να έκανε λάθος ο μαλάκας ο Δόκτωρας και να είπα καμία καταραμένη λέξη και να τα έκανα όλα σκατά με το γκομενάκιο, και ξαναλέω καθάρα και σταθερά…. «KIWI». «Τι KIWI ρε μαλάκα; Τι είναι αυτό;» «ΕεΕεεεεεε….το πουλί, δεν το ξέρεις…το KIWI…..;;;» Η γκόμενα μένει κάγκελο. Το σκέφτεται για λίγο, με κοιτάει που έχω πάρει μοιραίο ύφος εξερευνητή-φωτογράφου του National Geographic και ψαρώνει λέγοντας μου: «Δεν το ξέρω….Ειναι είδος προς εξαφάνιση;» μου λέει και με κοιτάει με τεράστια μάτια Κάντι Κάντι από τον έρωτα…… …..ΚΑΙ ΝΑΙ ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ…ΤΟ ΕΡΙΞΑ ΤΟ ΓΚΟΜΕΝΑΚΙΟΝ!!!!!! ΕΠΕΣΑ ΣΕ ΚΡΥΦΟΦΥΣΙΟΦΙΔΑ!!! (κάπου εδώ σκάνε τα πυροτεχνήματα μετά οργασμού σε γκρο πλαν να εξαφανίζεται στο βάθος, λίγο βυζί, λίγο κωλαράκι, μερικά κεριά, κουνουπιέρα, παλινδρομικές κινήσεις μέσα-έξω στο ημίφως, σικ βογγητά σοφτ πορν κλπ κλπ) Οπότε τέλος και οι τσακωμοί με τις χούφτες μου…. ….Εν κατακλείδι….και εν είδει (ΑΝ)ΗΘΙΚΟΥ DIDAGMATOSCH… ….αφού δίνεις που δίνεις, κατακαημένε trendουλα ψυχανώμαλε, τα λεφτoυδάκια σου στον μαλάκα τον άχρηστο τον ψυχαναλυτή σου, ο οποίος είναι κατά 99% πιο τρελαμένος, πιο παρανοϊκός και πιο εθισμένος στη μεθυλφαινιδάτη από σένανε με τόσα που ακούει κάθε μέρα, δώστα τουλάχιστον σε κάποιον σωστό που ξέρει να σου πει τι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΛΕΙΠΕΙ από τη μίζερη ζωούλα σου. ….Αλλά φυσικά επειδή δεν βρίσκεται ένας Dr. Trashevilass La Spo Tyras στο δρόμο σου κάθε μέρα…. …ε τότε δώστα σε ένα παπά να σου ρίξει κανα σπέσιαλ εξορκισμό και μία καλή χορταριά στη μάπα με τον βασιλικό και να σε κάνει λούτσα να στανιάρεις και να ξεγνοιάσεις μια για πάντα. Ου σιξσιξσιξ. Υ.Γ. Τελικά το αγαπημένο ποτό της Παλμύρας (ναι ρε έτσι τη λένε τη κοπέλα τι να κάνουμε, καλύτερο είναι το Αφρούλα δηλαδή;) ήταν το νερό (Η2Ο), γι’ αυτό δεν το έβρισκε άλλωστε ουδείς εν δυνάμει e-πότης. *Φυσιοφίδης = (συνώνυμο του φυσιοδίφης) αυτός που το παίζει ΚΑΙ ΚΑΛΑ (ΤΩΡΑ ΣΕ ΠΙΣΤΕΨΑΜΕ) φυσιολάτρης, την έχει δει και πολύ ψωλαραίος και ωραίος, οικολόγος-ποδηλάτης-σανδαλοφόρος , αναρχοαριστερίζων μολοτοφιέρης ζαμάν foo (ξια) (κατούρα και λίγο μη

Page 117: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

117

γαμάς μόνο και στραβοκαβλιάσεις) και κλανιά μαγκιά με βιολογικά ράστα μέχρι τον αστράγαλο, αλλά που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μικρός, εκκολαπτόμενος κρυφοκαπιταλίσκος με μπαμπά πετρελαιά ή διευθυντή στην Εθνική τράπεζα και μαμά, κόρη πλοιοκτήτη με στόλο.

Page 118: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

118

Καλή η ζωή δεν λέω αλλά σκέφτεσαι ποτέ τον θάνατο;

Θάνατος είναι ο τερματισμός κάθε βιολογικής αλλά και πνευματικής λειτουργίας. Δεν μιλάμε όμως για “θάνατο του πνεύματος” εδώ. Μιλάμε για σωματικό Θάνατο, pure fucking DEATH. Το έχετε αναλογιστεί ποτέ πως κάποια μέρα θα ψοφίσετε;;; Χτες περπατούσα στο δρόμο και ξαφνικά μου έσκασε η συγκεκριμένη συνειδητοποίηση στο κρανίο σαν χτύπημα από ρόπαλο γεμάτο σκουριασμένες πρόκες.ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ.ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ,ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ,ΟΛΟΙ...χωρίς καμία εξαίρεση. Κυρίως εστίασα, όπως είναι φυσικό για ένα άκρως εγωιστικό πλάσμα σαν εμένα, στον δικό μου, προσωπικό Θάνατο. Σταμάτησα το βήμα μου. Στα αριστερά μου ήταν ένα πράγμα σαν συνεργείο αυτοκινήτων, μόνο που δεν ήταν συνεργείο αυτοκινήτων. Ήταν σκοτεινό, με ανοιχτές σιδερένιες πόρτες σαν φονικές μασέλες και από μέσα έβλεπες αχνές κινήσεις να πραγματοποιούνται από ανθρώπους-σκιές. Ειχα επηρεαστεί από τις σκέψεις μου ή αυτό που έβλεπα ήταν στ’ αλήθεια οι πύλες της Κολάσεως; Κάτι σαν σιδηρουργείο ήταν μου φαίνεται. Μου τράβηξε την προσοχή αυτή η μαύρη τρύπα που έχασκε σαν την είδοσο του Άδη, ατελείωτη, απύθμενη και κατάμαυρη. Τράβηξα το βλέμμα μου από εκείνο το καταραμένο μέρος και προχώρησα αλλά…σκέφτηκα ξανά το Θάνατο. Χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Η ημέρα μου δεν ήταν άσχημη, ούτε μελαγχολική, ούτε μου είχε συμβεί κάτι κακό. Δεν ξέρω πως μου είχε καρφωθεί αυτή η σκέψη του μπάρμπα- Θανάτου στο μυαλό. Ένα είναι σίγουρο. Αυτή η σκέψη δεν είχε καθόλου χιούμορ μέσα της και ήταν τόσο δυνατή, σαν αίσθημα. Ναι, δεν ήταν σκέψη, ήταν σαν ο ίδιος ο Θάνατος να μου έστελνε SMS στον εγκέφαλο και με τον τρόπο του να μου έλεγε, ΞΥΠΝΑ ΜΑΛΑΚΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ Ο ΧΑΙΛΑΝΤΕΡ. Κατάλαβα πως θα πεθάνω, ΝΑΙ, κάποια μέρα, κάποια ώρα, κάποια χρονολογία, κάποια ημέρα, με κάποιο ηλίθιο ή ηρωικό ή χαζό ή γενναίο ή όμορφο ή άσχημο τρόπο.

Page 119: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

119

Το πετσί μου θα λιώσει, τα μάτια μου θα σαπίσουν σαν χαλασμένα αυγά και η ψωλή μου θα γίνει πιροσκί για τα σκουλίκια. Εκεί που στεκόμουν και κοιτούσα σαν φρέσκος, σπαρταριστός χάνος το δρόμο, τα αυτοκίνητα περνούσαν ξυστά από δίπλα μου σαν προειδοποιήσεις. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, αυτό όμως δεν με σταμάτησε από το να καταλάβω πραγματικά στο πετσί μου πως όταν ο Θανατος έρθει, δεν υπάρχει τίποτα πιο πέρα. Μηδέν (0). NADA. ZILCH. GAME OVER. Total fucking zero. Χτες, λαχταρούσα, ήθελα με όλη μου την καρδιά να μπορούσα ή μάλλον να ήμουν αρκετά χαζός ώστε να πίστευα στην μετενσάρκωση, αλλά δεν τα κατάφερα να χαμηλώσω το άι κιου μου τόσο χαμηλά, στο σημείο του Ινδού, ξυπόλητου χίπστερ γκουρού που πιστεύει στο κάρμα και πως στην άλλη του ζωή (εαν σε αυτή είναι καλός, δεν τραβάει μαλακία, είναι στοργικός και δεν σκοτώνει τα μυρμήγκια) θα ξαναγεννηθεί σαν ένας λευκός μονόκερος που θα χύνει ατελείωτο θρεπτικό νέκταρ από το πέος, το οποίο θα πιπιλάνε με περίσσια ευχαρί-στυση χαμογελαστές μουνάρες αγνές παρθένες μέχρι τον αιώνα τον άπαντα. Η συνειδητοποίηση του Θανάτου μου τα γάμησε όλα. Είναι σαν να σε κυνηγάνε λυσσασμένοι, ατσάλινοι δονητές γεμάτοι σύφιλη και ξαφνικά να καταλήγεις, μετά από ατελείωτο τρέξιμο, σε ένα βρωμερό αδιέξοδο, να είσαι γυμνός, να κάνει ψωλόκρυο και χωρίς να έχεις πουθενά να κρυφτείς ή να τρέξεις ή έστω λίγο βαζελίνη για να απαλύνεις λίγο τον πόνο που θα ακολουθήσει από την επίθεση των δονητών στο κωλί σου. Καμία εναλλακτική. Στο τέλος όλοι θα την πιούμε. ΚΑΙ ΠΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ Η ΜΑΛΑΚΙΑ ΣΤΗ ΟΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ;;;;;;;;;;;;;; Η μαλακία είναι πως αυτή η υποτιθέμενη συνειδητοποίηση του MR. DEATH δεν με έκανε να θέλω να ζήσω τη ζωή μου καλύτερα ή εντονότερα ή ευκολότερα ή αληθινότερα ή με κάποιο άλλο New age-Αλέξης Ζορμπάς style- ξερατό-τρόπο. Ακόμη και με το σκουριασμένο από τον καιρό και το αίμα, δρεπάνι του Χάρου, να με απειλεί πλέον φανερά και ξάστερα, εγώ, σαν γνήσιο λουζέρι συνεχίζω να είμαι ένας παθέτικ ΜΑΛΑΚΟΠΙΤΟΥΡΑΣ ολ δε γουέι.

Page 120: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

120

Πιστέψτε με, (εδώ αρχίζω τους λυγμούς) αυτό.. αυτό με πληγώνει ρε γαμώτη μου. ΤΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΝΩ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΗΗΗΣΩΩΩΩ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΡΙΜΑΔΑ ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΛΕΝΕ; 1. Να δείρω το αφεντικό μου που μου κάνει τη ζωή μαρτύριο για εξακόσια πενήντα ευρώ, 2. να γίνω χίππης με τατουάζ στο πέος, 3. ληστής τραπεζών με γυαλιά Μπομπ Ντύλαν και Κάντιλακ, 3. να ταξιδεψω όλο τον κόσμο κολυμπώντας με τα μπρατσάκια μου, 4. να γίνω διάσημος γλύπτ(φ)ης με πριβέ τάφο στο νεκροταφείο του Père Lachaise ή 5. να πουλήσω όλα μου τα γκάτζετ και να γίνω μοναχός στην Αγία Ρούμελη καλλιεργώντας ντομάτες και φούντα. Φυσικά δεν κάνω τίποτα από όλα αυτά ακόμη και μετά την συνειδητοποίηση του Θανάτου μου. Γιατί όμως; Ο πρώτος λόγος είναι πως είμαι ΜΑΛΑΚΟΠΙΤΟΥΡΑΣ όπως είπαμε. Ο δεύτερος λόγος ποιος είναι όμως; Θέλετε να σας πω; Είμαι βαρετός σαν άτομο (στ΄ αρχίδια μας θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο)———>ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 1

αλλά καταλήγω σε ένα φοβερό συμπέρασμα που δεν το χωράει το μυαλό μου και που θυμίζει κάτι σαν εξίσωση, δηλαδή αν αναλογιστούμε πως… (+)

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΕΤΟΣ. Τόσο βαρετός που βαριέμαι μόνο που τον σκέφτομαι. Πραγματικά τον λυπάμαι. Νερντ-άτερνταλ - Θάνατος 1-0.]——-> ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 2 = ΕΙΜΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ. + Αόριστη Μεταβλητή Χ (κάποια μέρα θα πεθάνω κλπ)

Απλοποίηση: Είμαι βαρετός σαν άτομο + Ο Θάνατος είναι βαρετός + Αόριστη μεταβλητή Χ (Θα πεθάνω στα σίγουρα κάποια μέρα κλπ) = Είμαι ο Θάνατος. Καταλήγω δηλαδή να μην είμαι πλέον άνθρωπος παρά ο ίδιος ο Θάνατος. Αυτό δεν το λέει, πλέον το ρηχό και φαιδρό μυαλό μου, αλλά τα μαθηματικά. Τελικό συμπέρασμα : Αφού, όπως λέει και το ξενόγλωσσον άσμα, δεν μπορούμενε να δραπετεύσομενε από τον ίδιονε τον εαυτόνε μας (sic) και αναλογιζόμενος πάντοτε πως είμαι ο Θάνατος, πως είναι δυνατόν να πεθάνω; ΔΗΛΑΔΗ:

Page 121: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

121

Είμαι αθάνατος ακόμη κι αν πρόκειται να πεθάνω.

Page 122: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

122

Ένα βρωμερό αρχίδι

Το μόνο πράγμα που γούσταρε να κάνει ο Μάνι ήταν να φυσάει τη μύτη του πάνω στα ρούχα του, ειδικά αν ήταν νύχτα και δεν υπήρχε γυναίκα δίπλα του. Καθόταν στην πολυθρόνα και έξυνε την κοιλιά του που έβγαινε από το λεκιασμένο του φανελάκι σαν άσπρο τέρας. Είχε ανάψει ένα πούρο και μόλις τελείωνε την τέταρτη μπύρα. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και κάποιος αδιάφορος ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν σε εξέλιξη, όπως πάντα. Πάντοτε θα υπήρχε στην τηλεόραση ένας ποδοσφαιρικός αγώνας (ακόμη κι όταν τελικά ολόκληρη η ανθρωπότητα θα είχε αφανιστεί, το ποδόσφαιρο ακόμη θα υπήρχε και θα το παίζανε οι πυρηνικές αμοιβάδες που θα επιβίωναν). Ο Μάνι την είχε ανοιχτή μόνο και μόνο για να ακούει τον ήχο της και να του κρατάει λίγο συντροφιά αυτό εδώ το κρύο βράδυ. Ο Μάνι ποτέ δεν κατάλαβε τι σκατά έβρισκαν ελκυστικό οι άντρες σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Είχε παρακολουθήσει εκατοντάδες ματς αλλά πάντα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα: ήταν ένα εντελώς βαρετό και ανούσιο θέαμα. Προτιμούσε να βλέπει πιγκουίνους να γαμιούνται στον πάγο ή μαϊμούδες να κατουράνε στα μούτρα του κάμεραμαν. Σήμερα όμως το σκατοκούτι δεν είχε τίποτα καλύτερο. Ο Μάνι έριξε μια κλανιά και ο σκύλος του ο Σπυρούκλας, ο οποίος καθόταν στα πόδια του και λαγοκοιμόταν, τρόμαξε από το θόρυβο και τη βρώμα και πήγε και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι μυξοκλαίγοντας. «Άστο διάολο γαμώ την Παναγία μου γαμώ, τι σκατά θα κάνω πάλι σήμερα για να περάσει η νύχτα;» σκέφτηκε φωναχτά ο Μάνι. Δούλευε σαν υδραυλικός, τώρα τελευταία, αλλά μόλις πριν μία μέρα τον είχαν απολύσει από τη δουλειά γιατί πάντοτε αργούσε να πάει το πρωί και πάντοτε είχε πονοκέφαλο από το πιώμα της προηγούμενης νύχτας. Ο Μάνι δεν ήταν αυτό που λέμε υπόδειγμα εργαζόμενου. Του είχαν μείνει κάτι φράγκα στην άκρη και με αυτά σκόπευε να την περάσει για κανά μήνα. Ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε και ο Μάνι τινάχτηκε από την τρομάρα. Δεν μπορούσε να το συνηθίσει το μπουρδέλο. «Ναι;» «Μάνι εσύ;» «Αναλόγως ποιος τον ζητάει». «Έλα ρε μαλάκα Μάνι ο αδερφός σου ο Νταν είμαι». «Ναι και τι θες;»

Page 123: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

123

«Ωραίο καλωσόρισμα ρε μαλάκα». «Λέγε τι θες γιατί έχουμε και δουλειές». «Έφερα τα κόκαλα της μάνας μας ρε μαλάκα από τη Ρόδο». «Και γιατί έκανες τέτοια μαλακία;» «Είπα να έρθω κάτω στην Κρήτη να την θάψουμε στον τόπο που γεννήθηκε». «Ωραία και μένα τι με θες;» «Έλεγα να έρθω από το σπίτι σου να σε δω». «Κάνε ότι γουστάρεις. Λοιπόν σε κλείνω γιατί κλείνω μία πολύ σημαντική επαγγελματική συμφωνία τώρα». Ο Μάνι έριξε άλλη μία βροντερή κλανιά, ρεύτηκε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο μαλάκας ο αδερφός του είχε να του μιλήσει εδώ και πέντε χρόνια. Τον κατηγορούσε πως ήταν ανεύθυνος και πως ποτέ δεν αγάπησε τους γονείς τους. Ήταν αλήθεια. Ο Μάνι δεν μπορούσε να αγαπήσει ένα μάτσο μαλάκες. Ο αδερφός του ο Νταν ήταν από τους μεγαλύτερους μαλάκες που ήξερε, όπως και ο πατέρας του, ο οποίος είχε την πρωτοκαθεδρία στη λίστα με τους μεγαλύτερους μαλάκες των αιώνων. Με τη μάνα του απλά υπήρχε μία ψύχρα ανάμεσα τους που ποτέ δεν χάθηκε ακόμη και μετά το θάνατο της. Γενικώς ήταν ανακουφιστικό για τον Μάνι που οι γέροι του πέθαναν. Έτσι κι αλλιώς και που ήταν ζωντανοί μόνο μπελάδες του έφερναν και ποτέ λεφτά ή αγάπη ή κάτι ανάλογο. Άναψε το πούρο του που είχε σβήσει και άνοιξε την πέμπτη μπύρα. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν ακόμη το ίδιο βαρετός. Όλα σε αυτόν το κόσμο ήταν βαρετά, χαζά και άδεια. Πως σκατά την πάλευε ακόμη ο ίδιος και δεν είχε πηδήξει από κανά μπαλκόνι απορούσε. Γενικώς όλοι όσοι ζούσαν αυτήν εδώ τη ζωή ήταν ήρωες και άξιοι θαυμασμού. Ο αδερφός του ο Νταν ήταν πάντοτε το καλό παιδί της οικογένειας. Ο Νταν ήταν πάντα εργατικός, ενδιαφέρων, γενναίος, συμπονετικός και πάνω από όλα καλός άνθρωπος και σωστό μέλος αυτής εδώ της κοινωνίας. Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του πατέρα τους. Ο Μάνι ήταν το μαύρο πρόβατο, ο σιχαμένος, ο κακός και ο ανώμαλος κουασιμόδος που όλοι ήθελαν να τον κρύβουν. Ο Μάνι όμως ήξερε από πάντα πως έτσι ήταν. Ήταν όντως διεστραμμένος και κακός. Ποτέ του δεν πήγαινε στην εκκλησεία, ήταν μέθυσος, πόρνος, σατράπης και τεμπέλαρος του κερατά. Ο Νταν ο αδερφός του είχε καταφέρει με τα χίλια ζόρια να βγάλει ένα πανεπιστήμιο νομικής και από τότε ασκούσε το ηλίθιο επάγγελμα του δικηγόρου. Ο Μάνι είχε παρατήσει την δικιά του σχολή δημοσιογραφίας στη μέση. Δεν μπορούσε να αντέξει ούτε λεπτό παραπάνω αυτή την ψεύτικη εκπαίδευση, τους ψεύτικους

Page 124: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

124

φοιτητές και τα ψεύτικα πτυχία τους που δεν άξιζαν τίποτα στα μάτια του. Ήταν όλοι για τον πούτσο και δεν χρειαζόταν να δικαιολογεί τη θέση του σε κανένα κερατά, απλά έριχνες μια ματιά γύρω σου και αμέσως το καταλάβαινες, δεν χρειαζόταν να έχεις πτυχία για να λειτουργείς με την κοινή λογική. Έπιασε αμέσως δουλειά σε ένα φαστφουντάδικο της γειτονιάς και άρχισε να ζει τη ζωή του. Κάθε βράδυ έπινε μέχρι λιποθυμίας. Δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο να κάνει. Είχε ξεκινήσει να γράψει αλλά στην πορεία το παράτησε κι αυτό γιατί, απ’ ότι φαινόταν, δεν είχε να πει και πολλά πράγματα. Έβρισκε καμιά γυναίκα, γαμιόντουσαν και μετά ξυπνούσε με πονοκέφαλο για να πάει στη δουλειά όπου σέρβιρε πλουσιόπαιδα και γιάπηδες κουστουμάτους από τα γύρω γραφεία, συρρικνωμένα χάμπουργκερ και πλαστικές πατάτες. Μετά από καμιά δεκαριά δουλειές της πούτσας είχε φτάσει εδώ που είναι τώρα, δηλαδή στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Δεν είχε ασφάλιση, τραπεζικό λογαριασμό, αυτοκίνητο, φίλους ή γυναίκα. Ένιωθε αρκετά ευτυχισμένος όμως. Ήταν ελεύθερος να κάνει ότι γουστάρει. Ο Μάνι τελείωσε και την τελευταία του μπύρα, έσβησε το πούρο, τράβηξε μία καλή μαλακία και έπεσε για ύπνο. το ματς είχε αποδειχτεί αποτυχία, κάποιος είχε χάσει και κάποιος άλλος είχε κερδίσει, μία από τα ίδια δηλαδή, τίποτα το φοβερό δεν είχει συμβει, καμία βόμβα δεν είχε σκάσει από το διάστημα, κανείς δεν άρχισε να πυροβολεί τον διαιτητή και κανείς δεν είχε βγάλει την ψωλή του μπροστά στην κάμερα. Φυσικά μετά από λίγο παρουσιάστηκε πάλι το πρόβλημα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Γαμώ την Παναγία, σκέφτηκε ο Μάνι. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο τηλέφωνο. Πήρε μια ροζ γραμμή. «Ναι, Σούζι;» «Έλα μωρό μου». «Τι φοράς;» «Τίποτα κάβλα μου!» «Τίποτα; Και δεν κρυώνεις;» «Όχι μωρό μου ατελείωτο, με ζεσταίνει η κάβλα σου». «Μα δεν έχω καβλώσει ακόμη». «Δεν πειράζει θα σε κάνω τούρμπο σε λίγο». «Βασικά δεν έχω και πολλές κάβλές απλά θέλω να μιλήσω με κάποιον». «Τι; Καλα ρε μαλάκα με δουλεύεις;» «Όχι».

Page 125: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

125

«Βγάλε έξω την πούτσα σου και τρίψτην». «Δεν έχω όρεξη». «Άντε γαμήσου βραδιάτικα ανώμαλε». Το τηλέφωνο έκλεισε από την άλλη μέριά. Ο Μάνι έμεινε να κοιτάει τον τοίχο με το ακουστικό στο χέρι. Μετά από λίγο κατέβασε το ακουστικό. Έβαλε το παντελόνι του και το μπουφάν του και βγήκε έξω. Περπάτησε για κανά δεκάλεπτο και μπήκε στο πρώτο μπαράκι που βρήκε ανοιχτό. Η ώρα ήταν περίπου μία τη νύχτα. Το μαγαζί λεγόταν η Χεσμένη Αλεπού. Σκέφτηκε ποιος μαλάκας είχε την τρομερή ιδέα για το όνομα. Μέσα ήταν τρεις άντρες και μία γυναίκα, όλοι στο μπαρ, και κοιτούσαν όλοι τα είδωλα τους στον μεγάλο καθρέπτη. Ο μπαρμαν διάβαζε μία εφημερίδα καθισμένος στο δικό του σκαμπό. Η μουσική που ακουγόταν ήταν κάποιο καινούριο χιτάκι της παραλιακής. Ο Μάνι προσγείωσε τον παγωμένο του κώλο σε ένα σκαμπό δίπλα από τη γυναίκα. Ήταν άσχημη και φαινόταν να είναι γύρω στα σαράντα. Η γυναίκα μίλησε πρώτη: «Τι κάνει ένας άντρας σαν εσένα εδώ, τέτοια ώρα, μου λες;» Ο Μάνι δεν απάντησε. Παράγγειλε ένα ουίσκι με σόδα στο μπάρμαν. Η γυναίκα ξαναμίλησε: «Γιατί δεν μιλάς ρε μαλάκα; Η γάτα σου έφαγε τη γλώσαα; Μήπως είσαι τίποτα βιαστής;» «Ναι, είμαι βιαστής, πως το κατάλαβες;» «Βρωμερό αρχίδι, με κοροϊδεύεις ε;» «Όχι είμαι βιαστής, αλήθεια». «Αν είσαι βιαστής τότε σε προκαλώ να με βιάσεις ρε παλιομαλάκα». «Δεν γαμάω φώκιες». «Ώστε τώρα δεν σου κάνουμε κιόλας ε; Έχεις δει τη φάτσα σου ρε;» «Την αποφεύγω συστηματικά». «Πάω στην τουαλέτα. Θα σε περιμένω εκεί». Ο Μάνι δεν απάντησε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Η γυναίκα σηκώθηκε και μάζεψε το κοντό της φόρεμα. Είχε όμορφα μπούτια και καλοσχηματισμένα πόδια. Κι ο κώλος δεν ήταν άσχημος. «Φίλε, θα σου έλεγα να μην πας μέσα» είπε ο μπάρμαν στον Μάνι. «Γιατί;» «Έχει μουνόψειρες». Οι υπόλοιποι τύποι γύρισαν σαν να ήταν συνεννοημένοι, όλοι μαζί και ένευσαν θετικά με κάτι βλέμματα απελπισίας στα πρόσωπα τους. Την είχαν πατήσει όλοι τους, ακόμη και ο ίδιος ο μπάρμαν.

Page 126: Ο Κόμης Φρίκουλας και η Μπατανόβουρτσα του Διαβόλου

126

Ο Μάνι όμως είχε να γαμήσει κανα χρόνο και του είχε ήδη σηκωθεί μέσα στο παντελόνι του και τον στένευε. Ήπιε με μία γουλιά το ουίσκι του και πήγε στην τουαλέτα. Η γυναίκα ήταν καθισμένη σε μία λεκάνη και κατουρούσε ή έκανε πως κατουρούσε. «Ήρθες ε; Παλιομαλάκα. Θα με γαμήσεις;» «Όχι, θέλω να μου την τσιμπουκώσεις». «Δεν βάζω στο στόμα μου αυτό το πράμα. Βρωμάει». Ο Μάνι είχε ήδη πετάξει έξω το πέος του και κρεμόταν από το φερμουάρ σε όλο του το μεγαλείο. Την άρπαξε και την σήκωσε από τα χέρια, τη γύρισε ανάποδα και της τον έχωσε. Η γυναίκα βόγκηξε και ο Μάνι άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της. Ήταν υγρά και όμορφα. Όταν τελείωσε εκείνη του έριξε ένα δυνατό κλωτσήδι στο καλάμι και έφτιαξε και πάλι το κυλοτάκι της. «Παλιοβιαστή. Καλά το έλεγα εγώ». Η γυναίκα βγήκε και πήγε και κάθισε στην ίδια θέση όπως και πριν. Ο Μάνι σκουπίστηκε με λίγο χαρτί και πήγε κι αυτός στη θέση του στο μπαρ. Τώρα ήταν επισήμως μέλος του μικρού τους κλαμπ. Όλοι τον κοιτούσαν με αηδία και απογοήτευση. Ο Μάνι παράγγειλε άλλο ένα ουίσκι με σόδα. Σίγουρα, αύριο που θα ερχόταν ο αδερφός του ο Νταν, θα τον έβαζε να πλύνει τα κόκαλα της μάνας τους στο πλυντήριο και να τα απλώσει στον ήλιο να στεγνώσουν, τόσο μαλάκας ήταν.