78
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ» ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΑΧΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΙΑΒΗ Γ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΑΘΗΝΑ 2010

Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού τις Δημοτικής Αστυνομίας στην Ελλάδα

  • Upload
    psira26

  • View
    925

  • Download
    2

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού τις Δημοτικής Αστυνομίας στην Ελλάδα και παρακολούθηση του συστήματος πρόσληψης και εκπαίδευσης του προσωπικού

Citation preview

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΘΕΜΑ:

«Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ»

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΑΧΟΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΙΑΒΗ

Γ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΑΘΗΝΑ 2010

1

Συντομογραφίες Α.Ε.Α. Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας

Α.Ε.Ι. Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

Α.Κ. Αστικός Κώδικας

α. ν. Αναγκαστικός Νόμος

Α.Σ.Ε.Π. Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού

Δ.Ε. Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Δ.Ε.Π.Α.Θ.Α. Διεύθυνση Εφέδρων Πολεμιστών Αναπήρων Θυμάτων και Αγωνιστών

Δ.Κ.Κ Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας

Ε.Κ.Δ.Δ.Α. Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης

ΕΛ.ΑΣ. Ελληνική Αστυνομία

Ε.Ο.Τ. Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού

Ε.Σ.Τ.Α. Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Ι.Ε.Κ. Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης

Ι.Κ.Α. Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος

Κ.Π.Δ. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

Λ.Σ. Λιμενικό Σώμα

Ν Νόμος

Ν.Δ. Νομοθετικό Διάταγμα

Ν.Π.Δ.Δ. Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου

Ν.Π.Ι.Δ. Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου

Ο.Α.Ε.Δ. Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού

Ο.Ε.Υ. Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας

Ο.Τ.Α. Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Π.Δ. Προεδρικό Διάταγμα

Π.Ε. Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση

Σ.τ Ε. Συμβούλιο της Επικρατείας

Σ.τ Ε. Ολομ. Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας

Τ.Ε. Τεχνολογική Εκπαίδευση

Τ.Ε.Δ.Κ. Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων

Τ.Ε.Ι. Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα

ΥΠ.ΕΣ. Υπουργείο Εσωτερικών

2

Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων

Φ.Ε.Κ. Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως

3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ................................ ................................ ................................ .............................. 6 ABSTRACT ................................ ................................ ................................ .............................. 7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................ ................................ ................................ ............................... 8

1. Ο θεσμός της Δημοτικής Αστυνομίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ................................ ... 8 2. Σκοπός της εργασίας και περιεχόμενο ................................ ................................ ............... 9 3. Η μεθοδολογία ................................ ................................ ................................ .................... 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο................................ ................................ ................................ ....................... 11 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ............. 11

1.1 Νεοσύστατο ελληνικό κράτος – βασιλεία του Όθωνα ................................ ................... 11 1.2 Η αναγέννηση του θεσμού – Η Ειδική Υπηρεσία των ΟΤΑ ................................ .......... 12

1.2.1 Ο νόμος 1065/1980 και άλλες συμπληρωματικές αυτού διατάξεις ........................ 12 1.2.2 Η ρύθμιση του Π.Δ. 410/1995 ................................ ................................ ................. 15

1.3 Τροποποιήσεις, καταργήσεις και συμπληρώσεις με νεότερα νομοθετήματα ................ 19 1.3.1 Ο νόμος υπ’αριθμ. 2503/1997 ................................ ................................ ................. 19 1.3.2 Ο νόμος υπ’αριθμ. 2819/2000 ................................ ................................ ................. 19

1.4 Το Προεδρικό Διάταγμα 23/2002................................ ................................ ................... 20 1.4.1 Γενικά ................................ ................................ ................................ ...................... 20 1.4.2. Αρμοδιότητες και τρόπος άσκησης αυτών από την Δημοτική Αστυνομία ............ 21

1.5. Η αναδιοργάνωση της Δημοτικής Αστυνομίας – Ν.3731/2008 ................................ .... 26 1.5.1. Γενικά ................................ ................................ ................................ ..................... 26 1.5.2. Αρμοδιότητες................................ ................................ ................................ .......... 27 1.5.3. Περιορισμοί στην άσκηση αρμοδιοτήτων ................................ ............................ 29 1.5.4. Η ιεραρχία του προσωπικού ................................ ................................ ................... 29

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο................................ ................................ ................................ ....................... 31 ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ. ................................ ................................ ................. 31 2.1 Γενικά ................................ ................................ ................................ ............................. 31 2.2.Το σύστημα πρόσληψης του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας κατά το Ν.1065/1980 ................................ ................................ ................................ ................................ .............. 31

2.2.1 Διάκριση του προσωπικού – γενικά και ειδικά προσόντα ................................ ...... 31 2.2.2 Η προκήρυξη ................................ ................................ ................................ ........... 32 2.2.3. Επιτροπή εξέτασης των υποψηφίων (άρθρο 5 ΠΔ 592/1984) .............................. 33 2.2.4. Εξέταση των υποψηφίων (άρθρο 7 ΠΔ 592/1984)................................ ................. 33

2.3. Το σύστημα πρόσληψης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας κατά το Π.Δ.23/2002................................ ................................ ................................ .......................... 35

2.3.1 Προσόντα ειδικού ένστολου προσωπικού (άρθρο 3 ) ................................ ............. 35 2.3.2 Σύστημα πρόσληψης με αντικειμενικά κριτήρια. (άρθρο 4) ................................ ... 36 2.3.3.Υγειονομικές και Αθλητικές εξετάσεις.(άρθρο 5) ................................ .................. 38 2.3.4.Δικαιολογητικά υποψηφίων ( άρθρο 6) ................................ ................................ ... 38 2.3.5 Περιεχόμενο προκήρυξης. (άρθρο 7) ................................ ................................ ..... 40 2.3.6 Υποβολή και έλεγχος των δικαιολογητικών (άρθρο 8) ................................ ........... 41 2.3.7 Επιτροπή επιλογής και εξέτασης σωματικών προσόντων (άρθρο 9) ...................... 41 2.3.8. Εξέταση υποψηφίων (άρθρο 10) ................................ ................................ ........... 42

4

2.3.9 Κατάρτιση τελικού πίνακα κατάταξης ανά ΟΤΑ – Πρόσληψη επιλεγέντων (άρθρα 11 και 12) – Συμπεράσματα ................................ ................................ ............................. 43

2.4. Το Σύστημα πρόσληψης κατά το Π.Δ.135/2006 ................................ ........................... 44 2.4.1 Γενικά ................................ ................................ ................................ ...................... 44 2.4.2.Προσόντα ειδικού ένστολου προσωπικού (Άρθρο 1) ................................ ............. 45 2.4.3.Σύστημα πρόσληψης με αντικειμενικά κριτήρια (άρθρο 2) ................................ .... 46 2.4.4.Δικαιολογητικά υποψηφίων (άρθρο 3) ................................ ................................ .... 47 2.4.5.Επιτροπή Επιλογής (άρθρο 6) ................................ ................................ ................. 48 2.4.6. Εξέταση υποψηφίων (άρθρο 7) ................................ ................................ .............. 49 2.4.7.Ψυχοτεχνικές δοκιμασίες (άρθρο 8) ................................ ................................ ........ 50 2.4.8. Γενικές παρατηρήσεις ................................ ................................ ............................ 51

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο................................ ................................ ................................ ....................... 53 ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ................................ ................................ .................. 53 3.1 Γενικά ................................ ................................ ................................ ............................. 53 3.2 Η εκπαίδευση του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας των ΟΤΑ (Ν.1065/1980, Π.Δ.410/1995) ................................ ................................ ................................ ...................... 54 3.3 Το σύστημα εκπαίδευσης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας ( Π.Δ. 23/2002 – Υπ’ αριθμ. ΟΙΚ 14671/2004 Υπουργική Απόφαση) ................................ ......................... 55

3.3.1 Σχολές Εκπαίδευσης – Διδακτικό Προσωπικό - Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ........... 55 3.3.2 Η Εκπαίδευση: Διάρκεια - Τομείς - Πρόγραμμα ................................ ................... 56 3.3.3 Εξετάσεις – αποτελέσματα εκπαίδευσης ................................ ................................ . 59 3.3.4 Πίνακες αποτελεσμάτων – έξοδος από τη σχολή - μετεκπαίδευση ........................ 59 3.3.5 Κριτική - Οι κυριότερες αδυναμίες ................................ ................................ ........ 60

3.4 Το ισχύον σύστημα εκπαίδευσης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας ( Π.Δ. 135/2006 – Υπ’ αριθμ. 70765/14-11-2008 Υπουργική Απόφαση) ................................ ..... 61

3.4.1 Γενικά ................................ ................................ ................................ ...................... 61 3.4.2 Σχολές Εκπαίδευσης – Διδακτικό Προσωπικό - Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ........... 62 3.4.3 Η Εκπαίδευση: Διάρκεια - Τομείς – Πρόγραμμα ................................ ................... 63 3.4.4 Εξετάσεις – αποτελέσματα εκπαίδευσης ................................ ................................ . 64

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο................................ ................................ ................................ ....................... 66 ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ................................ ................................ ................................ .... 66 ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΔΗΜΟΥ ΤΡΙΚΚΑΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ................. 66

4.1 Γενικά χαρακτηριστικά - οργανόγραμμα ................................ ................................ ....... 66 4.2. Υφιστάμενη κατάσταση – προσωπικό ................................ ................................ .......... 66 4.3. Αρμοδιότητες – συνεργασία με άλλες αρχές. ................................ ............................... 67 4.4. Πρόσληψη και εκπαίδευση του προσωπικού ................................ ................................ 68

4.5. Γενικά Συμπεράσματα – προτάσεις ................................ ................................ .............. 69 4.5.1. Σύστημα Πρόσληψης ................................ ................................ ............................. 70 4.5.2. Σύστημα εκπαίδευσης ................................ ................................ ............................ 71 4.5.3. Άλλες προτάσεις ................................ ................................ ................................ ..... 72

ΠΗΓΕΣ ................................ ................................ ................................ ................................ .... 75 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................ ................................ ................................ .................. 75 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ................................ ................................ ................................ 76

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ................................ ................................ ................................ ........................ 77

5

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των Σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Τοπικής

Αυτοδιοίκησης προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η εκπόνηση τελικής εργασίας. Στην

εργασία αυτή οι σπουδαστές καλούνται σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και τις

προσδιορισμένες από τον κανονισμό της Σχολής προδιαγραφές να αναπτύξουν ένα θέμα

Αυτοδιοικητικού προσανατολισμού το οποίο στη συνέχεια παρουσιάζουν σε τριμελή

επιτροπή από την οποία και αξιολογείται.

Μέρος αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελεί και η παρούσα μου εργασία η

οποία διαπραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τον σχετικά πρόσφατο θεσμό της Δημοτικής

Αστυνομίας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω για την σημαντική καθοδήγηση και

βοήθεια που μου παρέσχε, την Διευθύντρια της Δ/νσης Οργάνωσης και Λειτουργίας των

ΟΤΑ του Υπουργείου Εσωτερικών και επιβλέπουσα της παρούσας Κα Βασιλική Γιαβή

καθώς επίσης και την Διευθύντρια της Δ/νσης Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Τρικκαίων

Κα Παρασκευή Κοντονάσιου για τις πληροφορίες σχετικά με τα ζητήματα που απασχολούν

την Δημοτική Αστυνομία ως υπηρεσία.

6

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα εργασία επιδιώκει να παρουσιάσει την ιστορική εξέλιξη του θεσμού της

Δημοτικής Αστυνομίας καθώς επίσης και τα διάφορα συστήματα που εφαρμόστηκαν και τα

οποία αφορούσαν τόσο την πρόσληψη όσο και την εκπαίδευση του προσωπικού της.

Η Δημοτική Αστυνομία έχει ως χρονική αφετηρία της τον 19ο αιώνα καθώς εκείνη

την εποχή για πρώτη φορά εμφανίζεται ο θεσμός της Τοπικής Αστυνομίας των Δήμων ο

οποίος όμως κατάφερε να λειτουργήσει για σύντομο χρονικό διάστημα και τελικά να

καταργηθεί λίγα χρόνια αργότερα. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από 100 χρόνια

μέχρι να εμφανιστεί στις αρχές της δεκαετίας του 80 η Ειδική Υπηρεσία των Δήμων. Αυτή η

Ειδική Υπηρεσία, μέσα από μια πορεία αλλαγών και μεταρρυθμίσεων τα χρόνια που

ακολούθησαν, κατάφερε να εξελιχθεί και να μετασχηματιστεί στη σημερινή Δημοτική

Αστυνομία, η οποία πλέον όπου υφίσταται, λειτουργεί ως αυτοτελής υπηρεσία των

Πρωτοβάθμιων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ασκεί συγκεκριμένες αλλά

σημαντικές αρμοδιότητες τοπικού χαρακτήρα και οι οποίες σχετίζονται τόσο με την

καθημερινότητα των πολιτών όσο και με την εύρυθμη λειτουργία της σύγχρονης πόλης

γενικότερα.

Για την στελέχωση αυτής της υπηρεσίας με το απαιτούμενο και κατάλληλα

εκπαιδευμένο προσωπικό εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια λειτουργίας της διάφορα και

διαφορετικά μεταξύ τους συστήματα.

Κοινό στοιχείο όλων των συστημάτων πρόσληψης αποτελεί η ιδιαίτερη έμφαση που

δίδονταν στα σωματικά και πνευματικά προσόντα του προσωπικού ενώ μόνο τα δύο

τελευταία προσπάθησαν να αναβαθμίσουν το επίπεδο των υποψηφίων σε γνώσεις και

δεξιότητες, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και ένα σύστημα επιλογής με αντικειμενικά κριτήρια .

Αλλά και στο ζήτημα της εκπαίδευσης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας έγιναν

σημαντικά βήματα κυρίως τα τελευταία οκτώ χρόνια με την θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής

παρακολούθησης ειδικού προγράμματος εκπαίδευσης στις Σχολές Εκπαίδευσης Δημοτικής

Αστυνομίας.

Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που μέχρι σήμερα έχουν γίνει, και όπως και η

μελέτη της περίπτωσης της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Τρικκαίων έδειξε, ορισμένα

ζητήματα χρειάζεται να επανεξεταστούν ούτως ώστε μέσα από μια σειρά αλλαγών και

τροποποιήσεων να καταστεί η Δημοτική Αστυνομία περισσότερο αποτελεσματική και να

καταφέρει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολιτών.

7

ABSTRACT

The current study aims at presenting the historical evolution of the institution of the

Municipal Police and also the various systems that have been implemented and which

concern both the recruitment and training of its staff.

The Municipal Police dates back to the 19th century, as it was at this time that the

institution of the Local Police of municipalities first appeared. However, the institution was

short-lived, as it was eventually eliminated a few years later. It took more than 100 years for it

to come into the scene, in the early 80's, in the shape of the Special Office of municipalities.

That Special Office, through a path of changes and reforms over the years that followed,

managed to develop and to transform into the present Municipal Police, which, where it

exists, operates as an independent agency of primary Local Government, and has specific but

significant responsibilities of local interest which deal both with the daily routine of citizens

and the proper function of the modern town in general.

For the staffing of this service with the necessary and properly qualified and trained

staff, various and different systems have been implemented during the operation period of this

Service.

The common feature of all recruitment systems is the special emphasis placed on the

physical and mental qualifications of the staff and only the latter two tried to upgrade the level

of candidates’ knowledge and skills, introducing simultaneously a system of selection based

on objective criteria. But, during the last eight years important steps have been made in the

issue of staff training of the Municipal Police with the introduction of a mandatory training

program which is offered by the Municipal Police Training Schools.

Despite the important efforts than have been made until now, and as the case study of

the Municipal Police of Trikala indicates, there are some specific issues that have to be re –

examined so that the Municipal Police, through a series of changes, can become more

effective and manages to meet the needs of citizens .

8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Ο θεσμός της Δημοτικής Αστυνομίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση

Σύμφωνα με το Σύνταγμα αλλά και με όσα προβλέπονται από τον ισχύοντα Κώδικα

Δήμων και Κοινοτήτων η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στην αρμοδιότητα των

Δήμων και Κοινοτήτων, κύρια μέριμνα των οποίων αποτελεί η προαγωγή των οικονομικών

και κοινωνικών συμφερόντων των κατοίκων τους. Η ελληνική πολιτεία προκειμένου να

ενισχύσει την εξουσία των περιφερειακών μονάδων οργάνωσης και διοίκησης και θέλοντας

να ισχυροποιήσει την Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και να διασφαλίσει ,προασπίσει και

ενισχύσει τα δικαιώματα των πολιτών της, θεσμοθέτησε την λειτουργία της Δημοτικής

Αστυνομίας.

Η Δημοτική Αστυνομία επομένως αποτελεί έναν σημαντικό θεσμό για τη λειτουργία

της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν πρόκειται απλά για άλλη μία από τις πολλές υπηρεσίες που

υφίστανται και λειτουργούν στο πλαίσιο ενός Δήμου αλλά αποτελεί έναν θεσμό-εργαλείο ο

οποίος συμβάλει καθοριστικά στην εφαρμογή του προγράμματος που τίθεται κάθε φορά από

τις τοπικές αρχές καθώς επίσης και στην αποτελεσματική προώθηση των τοπικών

υποθέσεων. Συνιστά θεσμό φιλικό προς τον πολίτη, ανθρωποκεντρικό, με μεγάλη κοινωνική

χρησιμότητα, ο οποίος συναντάται πλέον στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών με

συγκεκριμένες και σαφώς προσδιορισμένες αρμοδιότητες και με δυνατότητα άσκησης

έλεγχου για την τήρηση των ρυθμίσεων που αφορούν θέματα τοπικού ενδιαφέροντος.

Πρόκειται αναμφίβολα για μια σημαντική υπηρεσία που συστάθηκε για να βρίσκεται

κοντά στον πολίτη και τις ανάγκες του έχοντας ως βασικούς στόχους την καλύτερη και

αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου καθώς και την βελτίωση των

συνθηκών ζωής στις τοπικές κοινωνίες. Η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της

Δημοτικής Αστυνομίας μπορεί να βοηθήσει καθοριστικά τον κάθε ΟΤΑ στην άσκηση των

καθηκόντων του που αφορούν καίριους τομείς των αρμοδιοτήτων του, όπως είναι το

περιβάλλον, η καθαριότητα, η στάθμευση και το κυκλοφοριακό και γενικά καλείται να

καλύψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα μεγάλο κενό που υπήρχε στον τομέα της

εύρυθμης λειτουργίας της πόλης.

Προκειμένου όμως να καταφέρει ένας τέτοιος θεσμός να φέρει εις πέρας το έργο του,

είναι αναγκαίο να ενισχυθεί σημαντικά σε κατάλληλο έμψυχο δυναμικό. Ιδιαίτερη έμφαση

επομένως θα πρέπει να δίδεται τόσο σε ζητήματα προσλήψεων του προσωπικού που καλείται

9

να υπηρετήσει στην υπηρεσία αυτή όσο και σε ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευσή

του. Είναι γενικά αντιληπτό ότι μόνο μέσα από την στελέχωση με ικανό, έμπειρο και

επαρκώς καταρτισμένο προσωπικό μπορεί η Δημοτική Αστυνομία να καταφέρει να

ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντά της και να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των

πολιτών με τους οποίους καλείται να θεμελιώσει μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και

σεβασμού και όχι μια σχέση υποτέλειας και φόβου ή μια σχέση εξουσιαστή και

εξουσιαζόμενου.

2. Σκοπός της εργασίας και περιεχόμενο

Μέσα από την παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης του θεσμού της

Δημοτικής Αστυνομίας και η οποία επικεντρώνεται σε τρία βασικά σημεία. Το πρώτο από

αυτά ( κεφάλαιο 1ο ) αφορά μια όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίαση της ιστορικής

εξέλιξης του θεσμού όπως αυτός συστάθηκε και σταδιακά διαμορφώθηκε μέσα από

διατάξεις διαφόρων Προεδρικών Διαταγμάτων, Υπουργικών Αποφάσεων και Νόμων κυρίως

από την δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα. Το δεύτερο και τρίτο σημείο αναφέρονται

στην παρακολούθηση του συστήματος πρόσληψης και εκπαίδευσης του προσωπικού (

κεφάλαιο 2ο και 3ο αντίστοιχα) στο οποίο παρουσιάζεται τόσο το ισχύον σύστημα

πρόσληψης και εκπαίδευσης όσο και εκείνα τα οποία προηγήθηκαν του ισχύοντος. Επιπλέον,

στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας παρατίθεται ως μελέτη περίπτωσης μια

συνοπτική παρουσίαση της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Τρικκαίων του Νομού

Τρικάλων και παρατίθενται κάποια βασικά συμπεράσματα και προτάσεις τόσο για τον τρόπο

πρόσληψης και εκπαίδευσης του ειδικού ένστολου προσωπικού της υπηρεσίας όπως και μια

σειρά γενικότερων προτάσεων για την υπηρεσία . Μέσω των συμπερασμάτων αυτών

αναδεικνύονται ορισμένα προβλήματα και αδυναμίες του ισχύοντος συστήματος και

προτείνονται λύσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν, αν όχι στην επίλυση, τουλάχιστον

στην άμβλυνση των προβλημάτων αυτών.

3. Η μεθοδολογία

Η μεθοδολογία τέλος που ακολουθήθηκε για την εκπόνηση της παρούσας εργασίας

και με δεδομένη την έλλειψη βιβλιογραφίας για θέματα Δημοτικής Αστυνομίας, ήταν κατά

10

βάση συνδυασμός νόμων και πληροφοριών τόσο από το Υπουργείο Εσωτερικών όσο και από

την Δημοτική Αστυνομία του Δήμου Τρικκαίων.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της μεθοδολογίας, αυτό περιελάμβανε αρχικά μια

έρευνα στη βιβλιοθήκη και στα διαθέσιμα αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών για την

αναζήτηση όλων εκείνων των Νόμων, Προεδρικών Διαταγμάτων και Υπουργικών

Αποφάσεων που σχετίζονταν με την εξέλιξη της Δημοτικής Αστυνομίας καθώς και με την

εξέλιξη των συστημάτων πρόσληψης και εκπαίδευσης του προσωπικού της. Εν συνεχεία,

πραγματοποιήθηκε μια ταξινόμηση χρονικά και θεματικά όλου του διαθέσιμου υλικού ούτως

ώστε να συνδυαστούν αυτά τα διαφορετικά νομοθετήματα μεταξύ τους, καθώς μέσα στο ίδιο

το σώμα των νόμων υπήρχαν τροποποιήσεις και παραπομπές σε άλλα συναφή νομοθετικά

κείμενα και διατάξεις.

Ακολούθησε μια καταγραφή των σημαντικότερων νομοθετημάτων και του

περιεχομένου τους η οποία βοήθησε στον σχεδιασμό ενός γενικού πλάνου με την διάρθρωση

της εργασίας σε κεφάλαια, ενότητες και υποενότητες και τέλος η συγγραφή, βάσει του

πλάνου, του τελικού κειμένου του παρόντος πονήματος.

Τέλος, για την παρουσίαση της υπό μελέτη περίπτωσης του 4ου Κεφαλαίου,

αναζητήθηκαν τα απαραίτητα στοιχεία τα οποία υπάρχουν στο Δήμο Τρικκαίων και πιο

συγκεκριμένα στη Διεύθυνση της Δημοτικής Αστυνομίας του εν λόγω Δήμου. Όσον αφορά

την εξαγωγή των συμπερασμάτων και την διατύπωση των τελικών προτάσεων , σημαντικές

ήταν οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν μέσα από την συνέντευξη με την Διευθύντρια της

Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Τρικκαίων η οποία και πραγματοποιήθηκε στην Δημοτική

Αστυνομία στα Τρίκαλα.

11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

1.1 Νεοσύστατο ελληνικό κράτος – βασιλεία του Όθωνα

Η Δημοτική Αστυνομία φαίνεται να είναι ένας σχετικά νέος θεσμός, αφού η πορεία

της στην Ελλάδα ουσιαστικά διαγράφεται τις τελευταίες τρείς δεκαετίες. Η αφετηρία της

ωστόσο τοποθετείται ήδη στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα με τη δημιουργία

του νεοελληνικού κράτους και πιο συγκεκριμένα με τον νόμο της 27ης Δεκεμβρίου 1833

«Περί συστάσεως των Δήμων», ο οποίος αποτέλεσε βασικό νόμο στην εξέλιξη της Τοπικής

Αυτοδιοίκησης και καθόρισε με ακρίβεια και σαφήνεια τις λειτουργίες της, που για την εποχή

τους, μπορεί να υποστηριχθεί ότι κάλυπταν ένα μεγάλο εύρος τοπικών αναγκών .

Με τον νόμο αυτό, προβλέπονταν η ανάθεση στους Δήμους της αστυνομικής

διοίκησης καθώς και καθηκόντων αστυνόμευσης μέσω του τότε θεσμού της «Τοπικής

Αστυνομίας», η οποία απετέλεσε αναμφίβολα τον πρόδρομο της σημερινής Δημοτικής

Αστυνομίας. Στα άρθρα 91-96 του Ά κεφαλαίου με τίτλο «περί αστυνομικής διοικήσεως» του

Ζ΄ μέρους του νόμου ορίζονταν με σαφήνεια ότι η αστυνομική διοίκηση εναποτίθετο στους

υπό σύσταση Δήμους υπό τη διεύθυνση του Δημάρχου και περιελάμβανε όλους τους κλάδους

της κατωτέρας τοπικής και αγρονομικής αστυνομίας. Εκτός όμως από τη διεύθυνση , ο

Δήμαρχος δεν διέθετε ποινική εξουσία σε αστυνομικές παραβάσεις ούτε βέβαια και

δικαστική σε υποθέσεις διοικητικής φύσεως αφού δεν υπήρχαν διατάξεις που να προέβλεπαν

κάτι τέτοιο.

Σημαντικό ωστόσο θεωρείται το γεγονός ότι το άρθρο 95 του νόμου προέβλεπε ότι

στους μεγαλύτερους Δήμους, εφόσον υπάρχει ανάγκη , είναι δυνατόν να διορίζονται από τον

Δήμαρχο ένας ή δύο αστυνομικοί για την διοίκηση της τοπικής αστυνομίας. Το δικαίωμα

αυτό του δημάρχου ενέπιπτε στο γενικότερο δικαίωμα που το άρθρο 42 του νόμου αυτού του

έδινε και το οποίο αφορούσε την δυνατότητα του αιρετού άρχοντα να διορίζει τους

υπαλλήλους της δημοτικής υπηρεσίας και του γραφείου του, χωρίς ωστόσο να τους καθιστά

και μόνιμους. Η μονιμότητα δεν αποκλείονταν αλλά μπορούσε να απονεμηθεί μόνο από τον

Μονάρχη κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του Δημάρχου. Από αυτό συμπεραίνει κανείς ότι

ο θεσμός της τοπικής αστυνομίας την εποχή εκείνη, όπως και σήμερα της Δημοτικής

12

Αστυνομίας, δεν διαχωρίζονταν από την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά φαίνεται να λογίζονταν

ως μια δημοτική υπηρεσία η οποία στελεχώνονταν από προσωπικό το οποίο υπάγονταν στο

ίδιο καθεστώς με εκείνο των λοιπών υπαλλήλων. Τέλος και στο άρθρο 96 ορίζονταν ότι οι

μεγαλύτεροι δήμοι θα έπρεπε να διαιρεθούν σε ανάλογο αριθμό τμημάτων σύμφωνα με τις

αγορές και τις πλατείες που αυτοί διέθεταν προκειμένου να διευκολυνόταν όσο ήταν εφικτό η

αστυνομική διοίκηση.

Ο θεσμός όμως αυτός της τοπικής αστυνομίας δεν κράτησε πολύ. Αυτό φαίνεται

απόλυτα λογικό καθώς το νέο –τότε – ελληνικό κράτος, συνεχώς εξελισσόταν και ως εκ

τούτου βρισκόταν υπό την επίδραση διαρκών διοικητικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, που

αν λάβουμε υπόψη την γενικότερη πολιτική και οικονομική κατάσταση της εποχής εκείνης,

ως εξέλιξη ήταν απόλυτα φυσιολογική. Μπορεί βέβαια η μέχρι τότε τοπική αστυνομία να

έπαψε να υφίσταται αλλά γενικά η αστυνόμευση, έκτοτε δεν έλειψε από το Ελληνικό Κράτος,

πλην όμως αυτή πήρε άλλη οργανωτική και διοικητική μορφή, και ονομασία. Έτσι, από το

1839, και μετά, η αστυνόμευση ασκείται στη χώρα μας από άλλους θεσμούς, που αποτελούν

πρόγονο της σημερινής ΕΛ.ΑΣ.

1.2 Η αναγέννηση του θεσμού – Η Ειδική Υπηρεσία των ΟΤΑ

1.2.1 Ο νόμος 1065/1980 και άλλες συμπληρωματικές αυτού διατάξεις

Η Δημοτική Αστυνομία αν και, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, ξεκίνησε αρκετά νωρίς

για τα δεδομένα του Ελληνικού κράτους, ωστόσο φαίνεται να απουσιάζει ως θεσμός για

περισσότερα από 100 χρόνια. Χρειάστηκε να φθάσουμε στη σύγχρονη εποχή προκειμένου να

διαπιστωθεί μια επανεμφάνιση αυτού του τόσο σημαντικού για την Τοπική Αυτοδιοίκηση

θεσμού.

Η αναγέννηση της Δημοτικής Αστυνομίας, ως Ειδικής Υπηρεσίας των Δήμων και

Κοινοτήτων ανατρέχει στο 1980 και συγκεκριμένα στην πρόβλεψη του άρθρου 24 παρ. 2 του

ν. 1065/1980. Η διάταξη αυτή απαριθμούσε ενδεικτικά ορισμένες δραστηριότητες τις οποίες

μπορούσε να αναπτύσσει ο Δήμος ή η Κοινότητα και οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τον ίδιο

τον νόμο ως συντρέχουσες αρμοδιότητες. Επρόκειτο για δραστηριότητες εκτός των

αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ οι οποίες όμως προήγαγαν τα κοινωνικά,

πολιτιστικά, πνευματικά και οικονομικά συμφέροντα των δημοτών και για την ανάληψη των

οποίων απαιτούνταν απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του δημοτικού ή κοινοτικού

13

συμβουλίου( άρθρο 24 παρ. 1 του ν.1065/1980). Στο άρθρο αυτό και στην περίπτωση (η) ,

προβλέπονταν και η δυνατότητα ελέγχου της τήρησης των διατάξεων που αφορούσαν την

καθαριότητα, την κυκλοφορία και τη στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την

αποχέτευση τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την προστασία του υπόγειου υδατικού

δυναμικού καθώς και η δυνατότητα υποβολής μηνύσεων για τους παραβάτες.

Για την άσκηση όλων των ανωτέρω αρμοδιοτήτων και με βάση την διάταξη της παρ.

2 του ν.1065/1980 παρέχονταν η δυνατότητα στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ να μπορούν να

προβλέπουν στον οργανισμό εσωτερικής υπηρεσίας (ΟΕΥ) τη συγκρότηση, όπως έχει λεχθεί,

σχετικής Ειδικής Υπηρεσίας.

Τόσο οι αρμοδιότητες όσο και ο τρόπος άσκησης αυτών από την Ειδική Υπηρεσία

ρυθμίζονταν με τον Π.Δ. 434/1982. Το άρθρο 1 του διατάγματος αυτού όριζε ρητά ότι στην

αρμοδιότητα του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας των Δήμων και Κοινοτήτων

ανάγονταν ο έλεγχος και η τήρηση των διατάξεων που αφορούσαν:

Στην καθαριότητα

Στην κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων

Στην οικοδόμηση

Στην αποχέτευση

Στη μόλυνση του περιβάλλοντος και

Στην προστασία του υπόγειου υδατικού δυναμικού.

Ορίζονταν επίσης ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων του προσωπικού αυτού θα περιορίζονταν

στα όρια του Δήμου ή της Κοινότητας στην οποία ανήκει.

Όσον αφορά τα προσόντα, καθήκοντα, δικαιώματα και υποχρεώσεις του προσωπικού

αυτής της ειδικής υπηρεσίας υπήρχε επίσης στον ίδιο πάντα νόμο σχετική διάταξη.(άρθρο 2

παρ.1-3 του Π.Δ. 434/1982). Σύμφωνα με αυτή, οι ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τα

προσόντα, καθήκοντα, δικαιώματα και υποχρεώσεις των δημοτικών και κοινοτικών

υπαλλήλων θα εφαρμόζονταν ανάλογα και για το προσωπικό της Ειδικής Υπηρεσίας εκτός

από εκείνες που αναφέρονταν στη μετακίνηση, μετάταξη και απόσπαση. Επιπλέον, το

προσωπικό της υπηρεσίας αυτής υποχρεούνταν να παρακολουθεί επιμορφωτικά σεμινάρια τα

οποία διοργάνωνε η Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων κάθε νομού καθώς και σεμινάρια

που οργανώνονταν από αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και που θα αφορούσαν θέματα της

αρμοδιότητάς τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα επιμορφωτικά σεμινάρια της ΤΕΔΚ

οργανώνονταν μία φορά τον χρόνο με δαπάνες των ΟΤΑ και σε συνεργασία με άλλες

δημόσιες υπηρεσίες και Πανεπιστημιακές σχολές στα οποία αναπτύσσονταν θέματα από

14

ειδικούς ομιλητές, ενώ στο προσωπικό των Ειδικών Υπηρεσιών χορηγούνταν και σχετική

βεβαίωση παρακολούθησης. Στην τελευταία παράγραφο του άρθρου αυτού προβλεπόταν

επίσης ότι το προσωπικό αυτό υποχρεούνταν να διακινείται με τα διατιθέμενα υπηρεσιακά

μέσα.

Το ως άνω Προεδρικό Διάταγμα συμπληρώθηκε από μεταγενέστερο (Π.Δ.592/1984)

και το οποίο ρύθμιζε επιμέρους αλλά σημαντικά θέματα αναφορικά με το προσωπικό των

Ειδικών Υπηρεσιών. Έτσι με το άρθρο 1 του εν λόγω Π.Δ. , το προσωπικό της Ειδικής

Υπηρεσίας διακρίνονταν σε α) ειδικό και β) λοιπό προσωπικό ενώ ορίζεται ως τυπικό προσόν

διορισμού το απολυτήριο λυκείου ή εξατάξιου τότε γυμνασίου ή άλλου ισότιμου σχολείου

ενώ στο άρθρο 2 πέρα των γενικών προβλέπονταν και μια σειρά ειδικών προσόντων για το

ειδικό προσωπικό της υπηρεσίας (ανάστημα, γενική φυσική ικανότητα, ψυχικά και

πνευματικά προσόντα, άδεια ικανότητας οδήγησης μοτοποδηλάτου). Πέραν τούτων,

ρυθμίζονταν ζητήματα που αφορούσαν την προκήρυξη και το περιεχόμενό της για την

πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων όπως επίσης και ζητήματα αναφορικά με τον τρόπο

εξέτασης και βαθμολόγησης των υποψηφίων.

Για την καλύτερη οργάνωση και αποτελεσματικότερη άσκηση των αρμοδιοτήτων των

δημοτικών Ειδικών Υπηρεσιών με αριθμό προσωπικού άνω των 20 ατόμων, προβλεπόταν

επίσης η δυνατότητα να τοποθετείται επικεφαλής αυτών ένας αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. ή

ανώτεροι υπάλληλοι του Δήμου ή της Κοινότητας ενώ με σχετική εντολή του οικείου

Δημάρχου παρέχονταν η δυνατότητα επέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας της υπηρεσίας

και σε περιοχή άλλου ΟΤΑ που δεν διέθετε δική του ειδική υπηρεσία( άρθ.9 και 10 του ΠΔ

592/1984)

Για αρκετά χρόνια το καθεστώς που με τον παραπάνω νόμο ίσχυσε όσον αφορά την

Δημοτική Αστυνομία υπό την μορφή της Ειδικής Υπηρεσίας δεν παρουσίασε αξιόλογες

μεταβολές αλλά παρέμεινε σταθερό αναφορικά με τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και

στελέχωσής της.

Το σκεπτικό ωστόσο για τη δημιουργία μιας υπηρεσίας υπό τη μορφή της σημερινής

Δημοτικής Αστυνομίας δεν φαίνεται να κέρδιζε σημαντικό έδαφος και στις αρχές της

επόμενης δεκαετίας. Η συνεχώς όμως αυξανόμενη μετάθεση αρμοδιοτήτων προς την Τοπική

Αυτοδιοίκηση και κατά συνέπεια η ενδυνάμωση της, έκανε σταδιακά φανερή την έλλειψη

ενός τέτοιου μηχανισμού ελέγχου, ο οποίος θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν καθοριστικό

και ουσιαστικό ρόλο στο ζήτημα του ελέγχου της εφαρμογής από την πλευρά των πολιτών -

δημοτών των αποφάσεων που οι τοπικές αρχές λάμβαναν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων

τους. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη αυτή είχε ως λογικό επακόλουθο την ραγδαία αύξηση

15

των παραβάσεων και την σταδιακή αύξηση του αισθήματος ανασφάλειας καθώς η αυξημένη

παραβατικότητα είχε ως συνέπεια την δημιουργία ενός ελλείμματος στην ποιότητα ζωής των

πολιτών και ταυτόχρονα καταδείκνυε την ανεπάρκεια των τοπικών αρχών να το

εξασφαλίσουν.

Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν να αναζητείται από τις τοπικές αρχές ένας

τρόπος καταμερισμού αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ελεγκτικών, και

σε άλλα νομικά πρόσωπα ούτως ώστε να ενισχυθεί με αυτό τον τρόπο η αποτελεσματική

λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

1.2.2 Η ρύθμιση του Π.Δ. 410/1995

Με το Π.Δ. 410/1995 επιχειρείται για άλλη μια φορά μια ενδεικτική απαρίθμηση των

σημαντικότερων αρμοδιοτήτων των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ στο πλαίσιο της διοίκησης των

τοπικών υποθέσεων από αυτούς. Μεταξύ άλλων, και στην παρ .1 περ. ιε του άρθρου 1 του

Προεδρικού Διατάγματος αυτού ορίζονταν ως αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων και ο

έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την κυκλοφορία και στάθμευση των

οχημάτων, την οικοδόμηση, την ύδρευση, την άρδευση, την αποχέτευση, την ηχορύπανση, τη

ρύπανση των θαλασσών από πηγές ξηράς, την προστασία των επιγείων και υπογείων

υδάτινων αποθεμάτων και την προστασία του περιβάλλοντος. Για την άσκηση των

αρμοδιοτήτων αυτών και σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου παρέχονταν στον

Δήμο ή την Κοινότητα η δυνατότητα να μπορεί να προβλέπει στον ΟΕΥ τη συγκρότηση

Ειδικής Υπηρεσίας. Η σχετική απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου θα

λαμβάνονταν με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του.

Στην τελευταία παράγραφο του άρθρου ( παρ.3 άρθρου 1) ορίζονταν ότι με

Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, μετά από γνώμη

του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΔΚΕ, καθορίζονται οι αρμοδιότητες και ο τρόπος

άσκησης τους, τα προσόντα, τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οργάνων

της ειδικής υπηρεσίας της παραγράφου 2. Με προεδρικό διάταγμα επίσης δινόταν η

δυνατότητα επέκτασης των αρμοδιοτήτων της Δημοτικής Αστυνομίας και σε άλλα θέματα, η

αρίθμηση των οποίων παρέμενε ενδεικτική.

Στο Π.Δ.410/1995 επίσης, και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 (βλ. επίσης

σχετικά άρθρο 21 Ν.Δ. 2888/1954, άρθρο 29 Π.Δ. 323/1989 και άρθρο 43 Ν. 2218/1994)

προβλέπονταν ότι οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούσαν , κατ’εξαίρεση, να αναθέτουν για

16

συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητάς τους στο κράτος ή σε

άλλο νομικό πρόσωπο. Η παραχώρηση αυτή είχε την έννοια της μεταβίβασης μιας ή και

περισσοτέρων αποκλειστικών αρμοδιοτήτων συναφούς αντικειμένου, με απόφαση του ΟΤΑ

και όχι της παραχώρησης με σύμβαση, καθώς εδώ πρόκειται για παραχώρηση μέρους της

δημοτικής ή κοινοτικής εξουσίας για την εκπλήρωση ορισμένου σκοπού ( λ.χ. εκτέλεση

έργων ή παροχής υπηρεσιών ) τον οποίο ο Δήμος ή η Κοινότητα αδυνατεί να εκπληρώσει

λόγω έλλειψης αναγκαίων πόρων , τεχνικών μέσων και ειδικευμένου προς το σκοπό αυτό

προσωπικού. Για την παραχώρηση αυτή προβλέπονταν απόφαση από το δημοτικό ή

κοινοτικό συμβούλιο με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του.

Με την απόφαση αυτή καθορίζονταν οι όροι άσκησης της αρμοδιότητας καθώς και η χρονική

διάρκεια ανάθεσής της, διασφαλίζοντας έτσι τη διοίκηση της υπόθεσης από τον Δήμο ή την

Κοινότητα.

Εφόσον συντελούνταν μια τέτοια ανάθεση, η αρμοδιότητα ασκούνταν πλέον από το

νομικό πρόσωπο ( ή το κράτος) προς το οποίο γινόταν η μεταβίβαση και τα όργανα του

ασκούσαν τις προβλεπόμενες εκ του νόμου δραστηριότητες για λογαριασμό του Δήμου ή της

Κοινότητας, εκτός κι αν το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο περιλάμβανε στους όρους της

ανάθεσης διαφορετική ρύθμιση. Προβλέπονταν επίσης ότι σε όλα τα έγγραφα και τις πράξεις

που εκδίδονταν στα πλαίσια της άσκησης της αρμοδιότητας αυτής από τον αναλαμβάνοντα ,

υποχρεωτικά θα σημειώνονταν ότι η έκδοση γινόταν για λογαριασμό του Δήμου ή της

Κοινότητας και αναγράφονταν τα στοιχεία της απόφασης του δημοτικού ή κοινοτικού

συμβουλίου με την οποία έγινε η ανάθεση αυτή.

Η παραπάνω όμως διάταξη μπορεί μεν να έδιδε στους ΟΤΑ την δυνατότητα ανάθεσης

αρμοδιοτήτων σε Νομικά Πρόσωπα, ωστόσο παρέλειπε να διακρίνει μεταξύ Νομικών

Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) .

Με δεδομένη αυτή την παράλειψη και βάση τόσο την πρόβλεψη αυτού του άρθρου όσο και

εκείνης του άρθρου 45 του προγενέστερου του ΠΔ 410/1995 νόμου 2218/1994 περί ελέγχου

στάθμευσης οχημάτων και επιβολής προστίμων, παρατηρήθηκε το φαινόμενο ανάθεσης

αρμοδιοτήτων αστυνομικής φύσεως (βεβαίωση παράβασης, ακινητοποίηση οχημάτων,

επιβολή προστίμων) σε Δημοτικές Επιχειρήσεις οι οποίες σαφώς και εμπίπτουν στην

κατηγορία των Νομικών Προσώπων, πλην όμως το καθεστώς τους διέπεται από τις διατάξεις

που αφορούν τα ΝΠΙΔ.

Συνέπεια όλων αυτών ήταν να κριθεί με απόφαση του ΣτΕ (ΣτΕ Ολομ.1934/1998) ότι

η ανάθεση αρμοδιοτήτων αστυνομικής φύσεως σε ΝΠΙΔ αντίκειται στο Σύνταγμα και ως εκ

τούτου είναι παράνομη. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, «…διατάξεις…κατά το

17

μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής φύσεως

αρμοδιοτήτων (βεβαίωση παράβασης, ακινητοποίηση οχημάτων, επιβολή προστίμων) σε

Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, αντίκειται στις δ ιατάξεις των άρθρ.1 παρ. 3 και 26 παρ.

2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, αστυνομική εξουσία, ως κατεξοχήν

δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, διά της αστυνομικής αρχής, μόνο από το

κράτος ( και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες

καθ’ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι ιδιώτες».Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, ωστόσο,

«…δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η ανάθεση ασκήσεως τέτοιου είδους δραστηριοτήτων…σε

όργανα Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, δεδομένου ότι τα όργανα των νομικών

αυτών προσώπων αποτελούν, κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, δημόσια όργανα

και οι πράξεις τους είναι δυνατόν να προσβληθούν , παραδεκτώς, ενώπιον των αρμοδίων

δικαστηρίων.»

Με την παραπάνω απόφαση και ελλείψει μιας κατά το δυνατόν ξεκάθαρης και ρητής

νομοθετικής διάταξης, το Συμβούλιο της Επικρατείας καθόρισε τον μη ιδιωτικοποιήσιμο

πυρήνα της κρατικής δράσης, ο οποίος συνίσταται σε ό,τι αφορά στην άσκηση δημόσιας

εξουσίας. Κατά συνέπεια, με βάση την απόφαση αυτή, αναγνωρίστηκε ότι υφίστανται

ορισμένες αρμοδιότητες από την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας ως θεμέλιο του πολιτεύματος

κατ’ άρθρο 1 παρ.3 του Συντάγματος, οι οποίες ασκούνται αποκλειστικά από το Κράτος τους

ΟΤΑ ή τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δηλαδή διαμέσου της δημοκρατικά

νομιμοποιούμενης Δημόσιας Διοίκησης και δεν επιτρέπεται να ασκηθούν υπό οποιοδήποτε

καθεστώς ιδιωτικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση οι αρμοδιότητες αυτές δεν επιτρέπεται να

ασκούνται σε ένα πλαίσιο ιδιωτικής οικονομίας με σκοπό το κέρδος, η δε τήρηση της

άσκησης των παραπάνω αποκλειστικών αρμοδιοτήτων τελεί υπό τον έλεγχο των διοικητικών

δικαστηρίων, δια της οδού του ελέγχου των πράξεων που σχετίζονται με αρμοδιότητες

αναπόσπαστες από την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας, δεδομένου ότι μόνο η αμφισβήτηση

πράξεων που προέρχονται από τα όργανα του Κράτους, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ γεννούν

διοικητικές διαφορές.

Το πρόβλημα που προέκυψε εξ’ αιτίας της πρακτικής αυτής των ΟΤΑ να

μεταβιβάζουν αρμοδιότητες σε ΝΠΙΔ και το οποίο οδήγησε στην αρνητική γνώμη του ΣτΕ

όπως αυτή εκφράστηκε και θεμελιώθηκε νομικά στην ως άνω αναφερομένη απόφασή του,

δεν θα είχε δημιουργηθεί αν την συγκεκριμένη χρονικά περίοδο είχε συσταθεί η Δημοτική

Αστυνομία. Μόνο τότε θα ήταν εφικτή και προπάντων νόμιμη η ανάθεση αρμοδιοτήτων

αστυνομικής φύσεως προς το σώμα αυτό χωρίς να προσκρούει μια τέτοια ενέργεια στα όσα

ορίζονταν στα σχετικά άρθρα του Συντάγματος αναφορικά με το ζήτημα αυτό ( βλ.

18

ανωτέρω). Σε αντίθετη περίπτωση τέτοιου είδους αρμοδιότητες θα έπρεπε να ασκούνται είτε

από τους ίδιους τους ΟΤΑ ( ή τουλάχιστον από άλλα ΝΠΔΔ) είτε από τα αστυνομικά όργανα

της ΕΛ.ΑΣ.

Σε περίπτωση που η άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων παρέμενε ως τμήμα των

αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ, αυτό θα ήταν καταρχήν σύμφωνο με τον θεμελιώδη νόμο της

πολιτείας, το Σύνταγμα, αλλά θα παρατηρούνταν μια αναποτελεσματικότητα κατά την

άσκηση τους. Το ζήτημα αυτό της αναποτελεσματικότητας εξηγείται από το γεγονός ότι οι

υπάλληλοι των ΟΤΑ ή τουλάχιστον της υπηρεσίας που θα ήταν αρμόδια για ζητήματα

τέτοιου είδους ( δηλ. ζητήματα αστυνομικής φύσεως) δεν τελούν υπό ιδιαίτερο ιεραρχικό

καθεστώς αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις από άποψη ιεραρχίας ανήκουν στον ίδιο

υπαλληλικό βαθμό. Ως εκ τούτου, και έχοντας υπ’ όψιν ότι για την αποτελεσματική άσκηση

τέτοιων αρμοδιοτήτων προαπαιτούμενο είναι η παρουσία πάντοτε ενός ατόμου που θα

προΐσταται των λοιπών υπαλλήλων, δεν θα ήταν θετική εξέλιξη η συνέχιση της πρακτικής

αυτής.

Από την άλλη πλευρά η ανάθεση των αρμοδιοτήτων αυτών στα όργανα της ΕΛ.ΑΣ.

αν και επιλύει το ζήτημα που σχετίζεται με την ιεραρχία, δεν φαίνεται εντούτοις να αποτελεί

για την περίοδο εκείνη την καλύτερη δυνατή λύση. Κατά την προγενέστερη επίσης του νόμου

αυτού διάταξη του άρθρου 159 του Π.Δ. 141/1991 προβλέπονταν η συνδρομή της Ελληνικής

Αστυνομίας σε αρχές και στα όργανά τους κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Στην

έννοια δε της συνδρομής δεν περιλαμβάνονταν η βοήθεια που η ΕΛ.ΑΣ. είναι υποχρεωμένη

να παράσχει στα με δική της πρωτοβουλία για την εκπλήρωση της αποστολής της. Έτσι

αρκετές έως πολύ συχνές ήταν οι περιπτώσεις που τα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ζητούσαν την άμεση συνδρομή της ΕΛ.ΑΣ. Αυτό όμως δεν ήταν και το ζητούμενο.

Το ζητούμενο και αυτό που επιδιώκονταν ήταν η δημιουργία μια Τοπικής

Αυτοδιοίκησης ισχυρής και με αυξημένες αρμοδιότητες η οποία να είναι εις θέση να

διαχειριστεί όλα εκείνα τα ζητήματα που ενέπιπταν στον όρο «τοπική υπόθεση» και να

μπορεί τουλάχιστον από μόνη της να μεριμνά για την απρόσκοπτη εφαρμογή των κανόνων

που η ίδια θέτει, στο πλαίσιο πάντα της κανονιστικής της αρμοδιότητας και στο βαθμό που ο

ίδιος ο νομοθέτης της το επιτρέπει, χωρίς την ανάγκη άμεσης εξάρτησης από άλλα όργανα

και θεσμούς που υφίστανται και λειτουργούν εκτός των αυτοδιοικητικών ορίων. Επιπλέον, η

ίδια η ΕΛ.ΑΣ. εμφάνιζε με τη σειρά της μια υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων και ως εκ

τούτου σκόπιμο ήταν να εξευρεθεί ένας τρόπος «αποσυμφόρησης» της υπηρεσίας αυτής από

αρμοδιότητες που σχετίζονταν άμεσα με την λειτουργία των ΟΤΑ και την ευταξία της πόλης.

Αυτό, και σε συνδυασμό με την υποστελέχωσή της έθετε σε κίνδυνο την δυνατότητά της να

19

φέρει εις πέρας την δική της αποστολή δεδομένου ότι σε καθημερινή βάση τα ζητήματα που

σχετιζόταν με την Τοπική Αυτοδιοίκηση καταλάμβαναν σημαντική έκταση και μείωναν τα

περιθώρια αντιμετώπισης των υπολοίπων θεμάτων ασφάλειας και ασ τυνόμευσης.

1.3 Τροποποιήσεις, καταργήσεις και συμπληρώσεις με νεότερα νομοθετήματα

1.3.1 Ο νόμος υπ’αριθμ. 2503/1997

Μετά από δύο χρόνια ισχύος του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος έρχεται ο νέος

νόμος 2503/1997 ο οποίος εισάγει ορισμένες τροποποιήσεις στο Π.Δ. 410/1995 και οι οποίες

αφορούσαν την έως τότε Ειδική Υπηρεσία των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ. Το σημαντικότερο

στοιχείο όμως δεν είναι αυτό. Για πρώτη φορά εμφανίζεται και επίσημα ο όρος «Δημοτική

Αστυνομία» και ο οποίος θα αντικαθιστούσε την μέχρι τότε Ειδική Υπηρεσία.

Στο άρθρο 11 του νόμου αυτού (Λειτουργικά ζητήματα πρωτοβάθμιας Τοπικής

Αυτοδιοίκησης) και στην παράγραφο 8 γίνεται αντικατάσταση των παλαιών παραγράφων 2

και 3 του άρθρου 24 του Π.Δ. 410/1995( βλ. ανωτέρω 1.2.2. του παρόντος). Έτσι για την

άσκηση των αρμοδιοτήτων που στο παλαιό άρθρο αναγράφονταν, ο δήμος προβλέπει στον

ΟΕΥ τη συγκρότηση ειδικής υπηρεσίας με την ονομασία «Δημοτική Αστυνομία» κατόπιν

σχετικής απόφασης η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών του

δημοτικού συμβουλίου. Με Προεδρικό επίσης Διάταγμα που εκδίδονταν με πρόταση των

τότε υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δημοσίας Τάξης,

ΠΕΧΩΔΕ και Υγείας και Πρόνοιας ,μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της

ΚΕΔΚΕ θα καθορίζονταν οι αρμοδιότητες και ο τρόπος άσκησης αυτών, τα προσόντα, τα

καθήκοντα , τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οργάνων της Δημοτικής Αστυνομίας.

1.3.2 Ο νόμος υπ’αριθμ. 2819/2000

Νεότερες τροποποιήσεις εισήχθησαν με τον νόμο 2819/2000. Συγκεκριμένα στο

άρθρο 26 περ.1.α. και 1.β. (ρυθμίσεις θεμάτων Τοπικής Αυτοδιοίκησης) του νόμου αυτού

ορίζονταν τα εξής:

« Η παρ.3 του άρθρου 24 του ΠΔ 410/1995, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.8 του

άρθρου 11 του ν. 2503/1997 αντικαθίσταται ως εξής:

20

«3. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των υπουργών Εσωτερικών,

Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δημοσίας Τάξης Περιβάλλοντος Χωροταξίας και

Δημοσίων Έργων και Υγείας και Πρόνοιας ,μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου

της ΚΕΔΚΕ καθορίζονται: α) οι αρμοδιότητες, τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι

υποχρεώσεις των οργάνων της Δημοτικής Αστυνομίας καθώς και ο τρόπος εκπαίδευσης τους,

β) τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα όσων προσλαμβάνονται για τη

στελέχωση της υπηρεσίας αυτής, τα αντικειμενικά κριτήρια με βάση τα οποία αξιολογούνται

τα ουσιαστικά προσόντα, ο τρόπος και η διαδικασία και το όργανο πρόσληψης….με όμοιο

διάταγμα μπορεί να μεταφέρονται και να ασκούνται από τη Δημοτική Αστυνομία

αρμοδιότητες που ασκούνται από την Αγροφυλακή και να ρυθμίζονται θέματα υπηρεσιακής

κατάστασης και μεταφοράς προσωπικού που υπηρετεί στην Αγροφυλακή.»

Εκτός αυτών, ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η παράγραφος (υπ’αριθμ.4) η οποία

προστέθηκε στο άρθρο 24 του ΠΔ 410/1995 με την οποία ορίζονταν ότι το προσωπικό της

Δημοτικής Αστυνομίας είναι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι κατά το άρθρο 34 του ΚΠΔ για

τα αδικήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της και προανάκριση ενεργείται

πάντοτε υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών.

1.4 Το Προεδρικό Διάταγμα 23/2002

1.4.1 Γενικά

Όλα τα παραπάνω νομοθετήματα καταργήθηκαν με την έναρξη ισχύος του Π.Δ.

23/2002 το οποίο επιχείρησε, αφενός να απαριθμήσει τις αρμοδιότητες της Δημοτικής

Αστυνομίας και αφετέρου να καθορίσει τη συγκρότησή της, την εκπαίδευση του προσωπικού

της και την οργανωτική της δομή.

Σύμφωνα με αυτό και ειδικότερα κατά το άρθρο 1 το προσωπικό της Δημοτικής

Αστυνομίας διακρίνεται σε α) ειδικό ένστολο και β) επιστημονικό υποστηρικτικό, το οποίο

απαρτίζεται κυρίως από μηχανικούς, επόπτες υγείας, προσωπικό διοικητικής υποστήριξης και

βοηθητικό προσωπικό. Το ειδικό ένστολο προσωπικό κατατάσσεται σε κατηγορίες και

κλάδους ΠΕ23, ΤΕ23 και ΔΕ23. Οι κλάδοι αυτοί περιλαμβάνουν θέσεις που διακρίνονται με

βαθμούς Δ έως Α ενώ ορίζονταν ότι το ειδικό ένστολο προσωπικό των κλάδων ΠΕ και ΤΕ

δεν πρέπει να είναι κατώτερο του ¼ του συνολικού αριθμού των υπηρετούντων στη

Δημοτική Αστυνομία.

21

1.4.2. Αρμοδιότητες και τρόπος άσκησης αυτών από την Δημοτική Αστυνομία

Με το άρθρο 2 επίσης καθορίζονται οι αρμοδιότητες του ειδικού προσωπικού καθώς

και ο τρόπος άσκησης αυτών. Η Δημοτική Αστυνομία κατά το Π.Δ. 23/2002 ασκεί τις εξής

αρμοδιότητες:

1. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την καθαριότητα, την

κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την ύδρευση, την

άρδευση, την αποχέτευση, την ηχορύπανση, τη ρύπανση των θαλασσών από πηγές

ξηράς, την προστασία των επίγειων και υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων και την

προστασία του περιβάλλοντος.

2. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία των

εμποροπανηγύρεων.

3. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία των πάσης

φύσεως επιτηδευμάτων και επαγγελμάτων.

4. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία δημοτικών ή

κοινοτικών εργαστηρίων και τον έλεγχο των υγρών, στερεών και αέριων αποβλήτων,

της ρύπανσης των υδάτων και της θάλασσας.

5. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία όλων των

καταστημάτων και επιχειρήσεων, των οποίων οι όροι λειτουργίας καθορίζονται από

υγειονομικές διατάξεις.

6. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την δραστηριότητα γενικά των

μικροπωλητών και τη λειτουργία κυλικείων σε κοινόχρηστους χώρους (άλση, κήπους

κ.λπ.)

7. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την εγκατάσταση και

λειτουργία θεάτρων, κινηματογράφων και παρεμφερών επιχειρήσεων, που

προβλέπονται από τους α.ν. 445/1937 και 446/1937

8. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία μουσικής σε

δημόσια κέντρα, ύστερα από σχετική άδεια όπως προβλέπεται από αστυνομικές

διατάξεις και χορηγούνται σύμφωνα με την Α5/3010/85 υγειονομική διάταξη.

9. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την εγκατάσταση και

λειτουργία ψυχαγωγικών παιδιών, που προβλέπονται από αστυνομικές διατάξεις και

δεν υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 2000/1991.

22

10. Τον έλεγχο για την εφαρμογή των διατάξεων για την κοινή ησυχία, την καθαριότητα

και αισθητική των πόλεων, ευκοσμία και ευταξία.

11. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία των

καταστημάτων και επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, θεάτρων,

κινηματογράφων ψυχαγωγικών παιδιών, εκμίσθωσης μοτοποδηλάτων.

12. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την στάθμευση οχημάτων.

13. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη σήμανση των εργασιών που

εκτελούνται στις οδούς.

14. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη ρύθμιση της κυκλοφορίας με

υποδείξεις και σήματα των τροχονόμων.

15. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις εκπομπές ρύπων, θορύβων

κ.λπ. από οχήματα.

16. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις υποχρεώσεις αυτών που

εκτελούν έργα και εναποθέτουν υλικά και εργαλεία στις οδούς, στο δημοτικό ή

κοινοτικό δίκτυο.

17. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και

των διατάξεων για τις επικίνδυνες οικοδομές.

18. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων για την επίβλεψη εφαρμογής διακοπής

εργασιών λόγω έλλειψης μέτρων ασφαλείας και υγιεινής.

19. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων για το ωράριο λειτουργίας των κέντρων

διασκέδασης και των συναφών καταστημάτων, καθώς και των εμπορικών

καταστημάτων.

20. Την αφαίρεση άδειας οικοδομής για ασφαλιστικές εισφορές.

21. Την επιθεώρηση αμαξωμάτων καντινών ως προς την εμφάνιση τους.

22. Τον έλεγχο επιχειρήσεων τουριστικού ενδιαφέροντος, σχετικά με την εφαρμογή της

τουριστικής νομοθεσίας (βεβαίωση παραβάσεων, εκτέλεση διοικητικών κυρώσεων

κ.λπ.

23. Την προστασία σπηλαίων

24. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την αλιεία στα εσωτερικά ύδατα

(λιμνοθάλασσες, λίμνες, ιχθυοτροφεία, ποταμοί).

25. Την εφαρμογή και τήρηση των διατάξεων που αφορούν τους χώρους εγκατάστασης

πλανόδιων νομάδων.

23

26. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις κάθε είδους κανονιστικές

αποφάσεις που εκδίδουν τα Δημοτικά ή Κοινοτικά Συμβούλια, καθώς και την επιβολή

των πάσης φύσεως προστίμων που καθορίζονται με τις κανονιστικές αποφάσεις.

27. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων για την προστασία του αστικού και

περιαστικού πρασίνου.

28. Τις αρμοδιότητες της Αγροφυλακής σε τοπικό επίπεδο όπως αυτές ορίζονται από τις

διατάξεις του Ν.Δ.3030/1954 (Α 244) "Περί Αγροφυλακής" όπως αυτό έχει

συμπληρωθεί και τροποποιηθεί μεταγενέστερα, και ιδίως: Η φρούρηση των

αγροτικών κτημάτων για την πρόληψη της κλοπής, της φθοράς και των άλλων

αδικημάτων. Η προανάκριση γι' αυτά τα αδικήματα και η δίωξη και η εκδίκαση όσων

διώκονται σε βαθμό πταίσματος κατά τους ορισμούς του ανωτέρω νόμου. Η

αστυνομία για τα αρδευτικά ύδατα σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο και τις λοιπές

συναφείς διατάξεις. Οι αρμοδιότητες της αγροφυλακής εκτείνονται στην αγροτική

έκταση, αναφέρονται στα αγροτικά κτήματα, τα ακίνητα και κινητά τα

χρησιμοποιούμενα για αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες ή σχετιζόμενα με τέτοιες

εργασίες όπως αυτά αναφέρονται ειδικότερα στον ως άνω νόμο και τις λοιπές

σχετικές διατάξεις.

29. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την κατάληψη κοινόχρηστων

χώρων.

30. Τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν το υπαίθριο εμπόριο και τις

λαϊκές αγορές.

31. Την βεβαίωση μόνιμης κατοικίας για μεταδημότευση.

32. Την θεώρηση των τιμοκαταλόγων των δωματίων των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων

και καταλυμάτων στις περιπτώσεις που αυτές λειτουργούν σε νομούς ή νησιά που δεν

εδρεύουν υπηρεσίες του ΕΟΤ

33. Την φύλαξη των δημοτικών ή κοινοτικών εγκαταστάσεων και της δημοτικής ή

κοινοτικής περιουσίας.

Ως προς τον ειδικότερο τρόπο άσκησης αρμοδιοτήτων ρυθμίζονται τα εξής, επί

μέρους, θέματα:

α). Ο έλεγχος για την καθαριότητα εκτείνεται σε όλους τους δημόσιους, δημοτικούς,

κοινοτικούς, και κοινόχρηστους χώρους και σε τόπους αγοράς. Για την άσκηση της

αρμοδιότητας αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.Δ. 805/1971 και του άρθρου 26

παρ. 1 του Ν. 1080/1980.

24

β). Ο έλεγχος για τη στάθμευση των πάσης φύσεως οχημάτων εκτείνεται τόσο στους

χώρους ελεγχόμενης στάθμευσης όσο και σε χώρους εκτός αυτών. Για την άσκηση της

αρμοδιότητας αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1 του Ν. 1080/80 και

των άρθρων 104 και 105 του Ν. 2696/1999

γ). Για τον έλεγχο της οικοδόμησης, το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας δικαιούται

να εισέρχεται σε αυλές, σε ανεγειρόμενες οικοδομές και πάσης φύσεως κτίσματα,

σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και να ελέγχει την ύπαρξη άδειας οικοδόμησης σε

ισχύ, την αναγραφή του αριθμού της, την τήρηση των όρων της καθώς και την ύπαρξη

και τήρηση των όρων κάθε άλλης σχετικής άδειας.

δ). Ο έλεγχος της αποχέτευσης περιλαμβάνει και την παρεμπόδιση επιχωμάτωσης ή

δόμησης της φυσικής ροής των χειμάρρων, τον έλεγχο των νερών που χύνονται στους

χείμαρρους και ποταμούς για να μη περιέχουν λύματα βιομηχανικών και βιοτεχνιών,

επιχειρήσεων, ή οικιών, τον έλεγχο για παράνομες συνδέσεις ακινήτων με υδροφόρους

αγωγούς ή αγωγούς των ακάθαρτων ή βρόχινων νερών ως και παράνομες επεκτάσεις των

αγωγών αυτών . Για τον έλεγχο αυτό το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας

δικαιούται να εισέρχεται σε αυλές και οικήματα πάσης φύσεως, σύμφωνα με τις

ισχύουσες διατάξεις.

ε). Ο έλεγχος για τη μόλυνση του περιβάλλοντος εκτείνεται σε κάθε πηγή και αιτία

παροδική ή μόνιμη που προκαλεί ρύπανση ή μόλυνση στο φυσικό περιβάλλον (γη, αέρα,

ποτάμια, λίμνες, θάλασσες, κ.λ.π.). Στον έλεγχο υπόκεινται και οι εστίες καύσεως πάσης

φύσεως κτιρίων (οικίες, ξενοδοχεία, καταστήματα, νοσοκομεία, βιοτεχνίες, βιομηχανίες

κ.λ.π.) ως και η ηχορύπανση. Ο έλεγχος για τη μόλυνση του περιβάλλοντος περιλαμβάνει

και τη ρύπανση από οσμές, από εγκατάλειψη στερεών αντικειμένων ή υπολειμμάτων σε

δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, που δημιουργούνται από κάθε είδους δραστηριότητα.

στ). Η προστασία του υπογείου υδατικού δυναμικού περιλαμβάνει και τον έλεγχο για την

πρόληψη παράνομου ανοίγματος πηγαδιών και εκτέλεση γεωτρήσεων, τον έλεγχο της

υπεράντλησης που δημιουργεί κινδύνους εξάντλησης και ελάττωσης του υπόγειου

υδατικού δυναμικού, τον έλεγχο της παράνομης πώλησης, διάθεσης, μεταφοράς ή

αλλαγής χρήσεως τον, την προστασία από τη ρύπανση, και μόλυνση τόσο των υπόγειων

όσο και των επιφανειακών νερών.

Επιπλέον, και κατά το άρθρο 14 του ίδιου πάντα Προεδρικού Διατάγματος

προβλέπονταν ότι με απόφαση του τότε Υπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και

Αποκέντρωσης, ύστερα από γνώμη της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. μπορούσε να εκδίδεται κανονισμός

λειτουργίας της Δημοτικής Αστυνομίας.

25

Σημαντικά επίσης ήταν και όσα προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 15 αναφορικά

με τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με αυτή το προσωπικό της

Δημοτικής Αστυνομίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να τηρεί τις

διατάξεις του Συντάγματος, του κώδικα της Ποινικής Δικονομίας και της σχετικής

νομοθεσίας και να ενεργεί πάντοτε με ευπρέπεια, αντικειμενικότητα και σεβασμό στη

νομιμότητα και στην προσωπικότητα των πολιτών με γνώμονα τις αρχές της ίσης

μεταχείρισης και της επιείκειας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του επιδεικνύει

επίσης σύνεση, αμεροληψία και σταθερότητα ώστε με τη συμπεριφορά του να καθίσταται

άξιο της κοινής εμπιστοσύνης. Ενεργεί με ζήλο και σύμφωνα με τον σχεδιασμό και

προγραμματισμό της Υπηρεσίας του και με προθυμία παρέχει κάθε νόμιμη εξυπηρέτηση

προς τους πολίτες μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του.

Για τα παραπτώματα επίσης που διώκονται ποινικά, μπορούν να ενεργούν

καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου κατά την ειδικότερη πρόβλεψη του άρθρου

34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για όσα αδικήματα ανήκουν στην αρμοδιότητά τους.

Όσο για τη δυνατότητα συνεργασίας με την ΕΛ.ΑΣ. προβλέπονταν ότι το προσωπικό της

Ελληνικής Αστυνομίας ήταν δυνατό να παράσχει συνδρομή στο προσωπικό της

Δημοτικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 159 και 169 του Π.

Δ.141/1991

Στο εν λόγω επίσης προεδρικό διάταγμα και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 17

προβλεπόταν ότι το ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας φέρει κατά την

εκτέλεση των καθηκόντων του ειδική ενδυμασία της οποίας ο τύπος, τα διακριτικά και

κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του τότε Υπουργού Εσωτερικών,

Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Με απόφαση του ιδίου επίσης Υπουργού

καθορίζονταν και ο τύπος ειδικής ταυτότητας του προσωπικού της Δημοτικής

Αστυνομίας, δηλωτική της ιδιότητάς του και του ειδικού διακρι τικού σήματος.

Ως γενικό συμπέρασμα ύστερα από τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω νομοθετήματος

θα μπορούσε ενδεχομένως να εξαχθεί ότι με το Π.Δ.23/2002 τέθηκαν οι πρώτες

ουσιαστικές βάσεις για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και όσο το δυνατόν

αποτελεσματικής Δημοτικής Αστυνομίας η οποία φαίνονταν να βρίσκει σταδιακά τον

ακριβή στόχο και προσανατολισμό της. Δεν φαίνεται να υπολειτουργεί αλλά δίνεται

έμφαση στο θέμα της αναβάθμισής της ούτως ώστε να ασκεί σημαντικές και ακριβώς

προσδιορισμένες αρμοδιότητες και με τον τρόπο αυτό να κερδίζει σημαντικό έδαφος

εντός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

26

Ωστόσο πάντα ορισμένα ζητήματα εξακολουθούσαν να παραμένουν εκκρεμή.

Ύστερα από μια και πλέον πενταετία εφαρμογής του Προεδρικού Διατάγματος του 2002

μια νέα νομοθετική ρύθμιση θεωρήθηκε επιτακτική και αναγκαία. Τούτο οφείλεται στο

γεγονός ότι το προαναφερθέν Π.Δ. εξακολουθούσε τελικά να προκαλεί συγχύσεις

αναφορικά με το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων αλλά και τον τρόπο άσκησής τους,

θέτοντας κατά κάποιο τρόπο σε κίνδυνο την ίδια τη βιωσιμότητα του θεσμού, ο οποίος

φαίνονταν να αναλώνεται κατά βάση στον έλεγχο της παράνομης στάθμευσης και μόνο.

Αυτό είχε ως επακόλουθο την επικράτηση ενός αισθήματος έλλειψης στρατηγικής και

οράματος όπως επίσης και μιας αδυναμίας στο να αποκτήσει η Δημοτική Αστυνομία τη

δική της φυσιογνωμία αλλά και να καταξιωθεί στη συνείδηση των πολιτών.

Άρχισε επομένως να συντελείται από την πολιτεία μια προσπάθεια επίλυσης των

προβλημάτων που ανέκυπταν ώστε αυτό τελικά να οδηγήσει στην γενικότερη αναβάθμιση

του θεσμού της Δημοτικής Αστυνομίας.

1.5. Η αναδιοργάνωση της Δημοτικής Αστυνομίας – Ν.3731/20081

1.5.1. Γενικά

Ο νόμος 3731/2008 με τίτλο «Αναδιοργάνωση της Δημοτικής Αστυνομίας» αποτελεί το

σημαντικότερο έως τώρα νομοθέτημα αναφορικά με το θεσμό της Δημοτικής

Αστυνομίας. Μ ε τον νόμο αυτό πραγματοποιούνται ορισμένες τομές σε ό,τι αφορά την

αποστολή και την οργάνωση της Δημοτικής Αστυνομίας, έχοντας ως στόχο την αρτιότερη

και αποτελεσματικότερη λειτουργία του θεσμού και συνάμα την ταυτόχρονη

εξυπηρέτηση του πολίτη και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πόλεων.

Στο σώμα του νόμου περιγράφονται λεπτομερώς όλες οι αρμοδιότητες της Δημοτικής

Αστυνομίας ενώ για πρώτη φορά δημιουργείται ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς για τους

δημοτικούς αστυνομικούς καθώς καθιερώνεται μια ιεραρχική κλίμακα διαφορετική από

εκείνη που ισχύει για τους υπόλοιπους υπαλλήλους των ΟΤΑ. Επιπλέον, στο άρθρο 2

παρ.1 ορίζεται ρητά ότι η Δημοτική Αστυνομία λειτουργεί ως αυτοτελής υπηρεσία. Η

πρόβλεψη αυτή δεν αναιρεί ασφαλώς το καθεστώς δράσης των οργάνων της υπηρεσίας

υπό τις εντολές του Δημάρχου ως προϊσταμένου όλου του προσωπικού του ΟΤΑ, αλλά

1 Το πλήρες κείμενο του νόμου υπάρχει στο Παράρτημα της παρούσας.

27

έχει την έννοια ότι η υπηρεσία αυτή διαρθρώνεται κατά διαφορετικό τρόπο απ’ ότι οι

υπόλοιπες υπηρεσίες, αφού έχει τη δική της ιεραρχία και τους δικούς της κανόνες που την

διέπουν.

1.5.2. Αρμοδιότητες

Όσον αφορά τις αρμοδιότητες της, στο άρθρο του Ν. 3731/2008 ορίζεται ότι η

Δημοτική Αστυνομία:

1. Ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούν:

Την ύδρευση, άρδευση και αποχέτευση

Τη χρήση των αλσών και των κήπων, των πλατειών, των παιδικών χαρών

και των λοιπών κοινοχρήστων χώρων.

Τη χρήση και λειτουργία των δημοτικών και κοινοτικών αγορών, των

εμποροπανηγύρεων, των ζωοπανηγύρεων, των χριστουγεννιάτικων

αγορών, και γενικά των υπαίθριων δραστηριοτήτων.

Το υπαίθριο εμπόριο και τις λαϊκές αγορές

Την υπαίθρια διαφήμιση

Την τήρηση της καθαριότητας σε κοινοχρήστους υπαίθριους χώρους

Την κυκλοφορία των πεζών. Τη στάση και στάθμευση των οχημάτων, την

παράνομη στάθμευση αυτών, την κυκλοφορία των τροχοφόρων στους

πεζοδρόμους, τις πλατείες, τα πεζοδρόμια και γενικά σε χώρους που δεν

προορίζονται για τέτοια χρήση και στην εκπομπή θορύβων από αυτά.

Τη ρύθμιση της κυκλοφορίας

Τα εγκαταλελειμμένα οχήματα

Τη σήμανση των εργασιών που εκτελούνται στις οδούς και στις

υποχρεώσεις αυτών που εκτελούν έργα και εναποθέτουν υλικά και

εργαλεία στο δημοτικό και κοινοτικό οδικό δίκτυο.

Τους παιδότοπους

Τα καταστήματα, επιχειρήσεις, θέατρα. κινηματογράφους και άλλες

ψυχαγωγικές δραστηριότητες, των οποίων η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας

χορηγείται από το Δήμο ή την Κοινότητα.

Την ηχορύπανση, την κοινή ησυχία και τη λειτουργία μουσικής στα

καταστήματα και στα δημόσια κέντρα.

28

Τους οργανωμένους από το Δήμο ή την Κοινότητα χώρους για την

προσωρινή εγκατάσταση μετακινούμενων πληθυσμιακών ομάδων

Το Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό

Τις επιχειρήσεις τουριστικού ενδιαφέροντος, σχετικά με την εφαρμογή της

τουριστικής νομοθεσίας στις περιπτώσεις που αυτές λειτουργούν σε

νομούς ή νησιά όπου δεν εδρεύουν υπηρεσίες του ΕΟΤ.

Το ωράριο λειτουργίας των κέντρων διασκέδασης και των συναφών

καταστημάτων, καθώς και των εμπορικών καταστημάτων και των

καταστημάτων τροφίμων

Τα ζώα συντροφιάς

Τις κάθε είδους κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν οι δημοτικές αρχές

2. Ελέγχει την τήρηση των μέτρων που λαμβάνουν οι τοπικές αρχές για :

Την πρόληψη πυρκαγιών σε κοινόχρηστους και υπαίθριους χώρους

Τις επικίνδυνες οικοδομές

Την προστασία των μουσείων, μνημείων, σπηλαίων αρχαιολογικών και

ιστορικών χώρων της περιοχής του Δήμου ή της Κοινότητας και των

εγκαταστάσεων αυτών.

3. Εκτελεί τις διοικητικές κυρώσεις σχετικά με τη λειτουργία καταστημάτων και

επιχειρήσεων, των οποίων την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας χορηγούν οι

δημοτικές και κοινοτικές αρχές.

4. Επιβάλλει τα πάσης φύσεως διοικητικά μέτρα που προβλέπονται από τις τοπικές

κανονιστικές πράξεις.

5. Συμμετέχει στην εφαρμογή των σχεδίων πολιτικής προστασίας

6. Προστατεύει τη δημοτική και κοινοτική περιουσία

7. Αφαιρεί την άδεια οικοδομής για οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές στο Ι.Κ.Α.

8. Διενεργεί αυτοψίες

9. Προβαίνει σε επιδόσεις εγγράφων των Δήμων και Κοινοτήτων εντός των ορίων

του Δήμου ή της Κοινότητας.

Οι αρμοδιότητες αυτές είναι συγκεκριμένες και επομένως η Δημοτική Αστυνομία δεν

μπορεί να ασκήσει άλλες πέρα από αυτές που αναφέρονται ρητά στην διάταξη του νόμου.

Υπάρχουν ωστόσο αρμοδιότητες οι οποίες ασκούνται παράλληλα και από την ΕΛ.ΑΣ. και

από το Λ.Σ. και στην περίπτωση αυτή τον συντονισμό έχει η ΕΛ.ΑΣ. ή το Λ.Σ. αντίστοιχα.

29

Σε σχέση δε με το Π.Δ.23/2002 το οποίο και αυτό καθόριζε σειρά αρμοδιοτήτων τις

οποίες ασκούσε η Δημοτική Αστυνομία υπάρχει η διαφορά ότι στον νέο αυτό νόμο όλες οι

αναγραφόμενες κατά περιοριστικό τρόπο αρμοδιότητες πηγάζουν μέσα από τις αρμοδιότητες

των ΟΤΑ ά βαθμού ( άρθρα 75 και 79 του ΔΚΚ- Ν.3463/2006) και αφορούν μόνο

συγκεκριμένες τοπικές υποθέσεις και όχι κάθε αρμοδιότητα του Δήμου ή της Κοινότητας.

1.5.3. Περιορισμοί στην άσκηση αρμοδιοτήτων

Η Δημοτική Αστυνομία δεν είναι οργανωμένη με τον ίδιο τρόπο σε όλη την

επικράτεια αλλά τελεί σε άμεση σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε Δήμου. Σε

αρκετούς Δήμους η Δημοτική Αστυνομία αριθμεί μεγάλο αριθμό έμψυχου δυναμικού ενώ σε

άλλους είναι υποστελεχωμένη. Ανάλογα με τον αριθμό των δημοτικών αστυνομικών που

απασχολεί η υπηρεσία, ο νόμος διακρίνει τους ΟΤΑ σε δύο κατηγορίες. Έτσι σε Δήμους όπου

η Δημοτική Αστυνομία στελεχώνεται με προσωπικό που υπερβαίνει τα 50 άτομα ασκούνται

όλες οι αρμοδιότητες ενώ σε όσους υπηρετούν λιγότεροι από 50 αστυνομικοί, η Δημοτική

αστυνομία δεν ασκεί κάποιες από τις αρμοδιότητες που ο νόμος προβλέπει (βλ. σχετικά

άρθρο 1 περ. α και β Ν.3731/2008)

1.5.4. Η ιεραρχία του προσωπικού

Χαρακτηριστικό επίσης είναι το γεγονός ότι το προσωπικό της Δημοτικής

Αστυνομίας υπάγεται σε διαφορετική ιεραρχική κλίμακα σε σχέση με το υπόλοιπο

προσωπικό των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό και αναγκαίο καθώς

δεν πρόκειται για μια κοινή δημόσια υπηρεσία αλλά για έναν καθαρά ελεγκτικό μηχανισμό η

φύση της εργασία του οποίου επιβάλλει την ιεραρχία αυτή προκειμένου να καθίσταται

ευχερέστερη η περάτωση του έργου της.

Η ιεραρχία της Δημοτικής Αστυνομίας κατά τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν.

3731/2008 αποτελείται από τις ακόλουθες θέσεις:

Γενικός Διευθυντής ( μόνο για όσους Δήμους έχουν συστήσει Γενική Διεύθυνση)

Διευθυντής

Τμηματάρχης Α΄

Τμηματάρχης Β΄

Επόπτης

30

Δημοτικός Αστυνομικός

Για την κατάληψη όλων των θέσεων της ιεραρχίας, πλην αυτής του δημοτικού αστυνομικού

απαιτείται η επιλογή από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο.

Κλείνοντας το κεφάλαιο της ιστορικής εξέλιξης του θεσμού της Δημοτικής

Αστυνομίας θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι καθ’ όλη την πορεία του θεσμού από το 1980 έως

και σήμερα και εκτός από τα διάφορα ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του, σημαντικές

υπήρξαν επίσης οι προσπάθειες τόσο για την στελέχωση της υπηρεσίας με το κατάλληλο

προσωπικό όσο και για την αρτιότερη εκπαίδευσή του. Τόσο το σύστημα πρόσληψης του

προσωπικού της υπηρεσίας όσο και ο τρόπος εκπαίδευσης τους αποτελούν αντικείμενα τα

οποία θα παρουσιαστούν αναλυτικά στα επόμενα δύο κεφάλαια της παρούσας εργασίας.

31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.

2.1 Γενικά

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται το σύστημα πρόσληψης του προσωπικού το οποίο

υπηρετεί στην Δημοτική Αστυνομία. Με δεδομένο την σταδιακή διαμόρφωση του θεσμού

όπως υφίσταται και λειτουργεί σήμερα, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι και το σύστημα

πρόσληψης του προσωπικού δεν υπήρξε ευθύς εξ’ αρχής ενιαίο αλλά, όπως είναι φυσικό,

ακολούθησε και αυτό μια ανάλογη εξελικτική πορεία.

Για την όσο το δυνατόν καλύτερη παρουσίαση του συστήματος προσλήψεως, κρίνεται

σκόπιμο να γίνει ένας διαχωρισμός του παρόντος κεφαλαίου σε τρία επιμέρους υποκεφάλαια

καθένα από τα οποία αντιστοιχεί και σε μια φάση της εξέλιξης του θεσμού. Το πρώτο

υποκεφάλαιο αναφέρεται στο σύστημα πρόσληψης του προσωπικού της συσταθείσας με τον

νόμο 1065/1980 Ειδικής Υπηρεσίας των Δήμων, το δεύτερο στο σύστημα πρόσληψης του

προσωπικού της Δημοτικής πλέον Αστυνομίας όπως αυτό ρυθμιζόταν με το ΠΔ 23/2002 ενώ

τέλος στο τρίτο και τελευταίο υποκεφάλαιο παρουσιάζεται το ισχύον σύστημα το οποίο και

περιγράφεται λεπτομερώς στο ΠΔ 135/2006.

2.2.Το σύστημα πρόσληψης του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας κατά το Ν.1065/1980

2.2.1 Διάκριση του προσωπικού – γενικά και ειδικά προσόντα

Σύμφωνα με το Ν 1065/1980 όπως αυτός συμπληρώθηκε από μεταγενέστερα

Προεδρικά Διατάγματα (Π.Δ. 434/1982 και Π.Δ.592/1984). Το προσωπικό της Ειδικής

Υπηρεσίας διακρίνονταν σε α) ειδικό και β) λοιπό προσωπικό. Οι θέσεις του προσωπικού

αυτού συνιστούνταν με τον ΟΕΥ του οικείου Δήμου ή Κοινότητας με την προϋπόθεση ότι θα

υπήρχαν πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες και οικονομική δυνατότητα.

Όσον αφορά την κατάταξη, το προσωπικό κατατάσσονταν σε κλάδο ΜΕ23 ο οποίος

περιλάμβανε θέσεις που διακρίνονταν με βαθμούς 5ο – 4ο και 10ο – 6ο . Το ανωτέρω

προσωπικό προσλαμβάνονταν για να ελέγχει την τήρηση των διατάξεων που αφορούσαν την

32

καθαριότητα, τη στάθμευση των οχημάτων, την οικοδόμηση, την αποχέτευση, τη μόλυνση

του περιβάλλοντος και την προστασία του υπόγειου υδατικού δυναμικού. Διευκρινίζονταν δε

ότι ο ανωτέρω έλεγχος θα ασκούνταν αποκλειστικά και μόνο από το ειδικό προσωπικό της

Ειδικής Υπηρεσίας ενώ ορίζονταν ως τυπικό προσόν διορισμού το απολυτήριο λυκείου ή

εξατάξιου τότε γυμνασίου ή άλλου ισότιμου σχολείου.

Στο άρθρο 2 επίσης του ΠΔ 592/1984 πέρα των γενικών προβλέπονταν και μια σειρά

ειδικών προσόντων για το ειδικό προσωπικό της υπηρεσίας πέραν εκείνων που απαιτούνταν

από τον Ν.1188/1981. Κατά το άρθρο αυτό απαιτούνταν:

i. Ανάστημα για τους άνδρες 1,70 μ. και για τις γυναίκες 1,65 μ. και στηθική περίμετρο

σε εκπνοή μόνο οι άνδρες 0,83 μ. τουλάχιστον.

ii. Γενική φυσική ικανότητα και σωματικά, ψυχικά και πνευματικά προσόντα που να

ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της υπηρεσίας

iii. Άδεια ικανότητας οδήγησης μοτοποδηλάτου.

2.2.2 Η προκήρυξη

Το άρθρο 4 του ΠΔ όριζε επιπλέον ότι για την πλήρωση των κενών οργανικών

θέσεων έπρεπε να εκδοθεί σχετική προκήρυξη από τον Δήμαρχο ή τον Πρόεδρο της

Κοινότητας στην οποία ορίζονταν τα εξής:

Ο αριθμός των κενών θέσεων, για τις οποίες γινόταν η προκήρυξη

Ο βαθμός των θέσεων αυτών

Το τυπικό προσόν διορισμού που απαιτείται για τις θέσεις αυτές ( απολυτήριο

λυκείου κ.λπ.)

Τα ειδικά προσόντα που πρέπει να έχουν οι υποψήφιοι

Η ημέρα έναρξης της εξέτασης των υποψηφίων από την επιτροπή εξέτασης (βλ.

κατωτέρω 2.2.3.) στα ειδικά προσόντα

Η αρχή προς την οποία θα υποβάλλονταν οι αιτήσεις των υποψηφίων καθώς και η

προθεσμία υποβολής τους

Τα δικαιολογητικά που έπρεπε να υποβάλλονταν αρχικά μαζί με τις αιτήσεις

33

2.2.3. Επιτροπή εξέτασης των υποψηφίων (άρθρο 5 ΠΔ 592/1984)

Οι υποψήφιοι των θέσεων ειδικού προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας των Δήμων ή

Κοινοτήτων εκτός από την εξέτασή τους από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές του Ν,

1188/1981, εξετάζονταν για την καταλληλότητά τους μόνο στα ειδικά προσόντα από

επιτροπή η οποία συγκροτούνταν με απόφαση του Νομάρχη και η οποία αποτελούνταν από:

Α) Ένα αντιδήμαρχο ή δημοτικό ή κοινοτικό σύμβουλο του οικείου Δήμου ή Κοινότητας

ως πρόεδρο ο οποίος προτείνονταν από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο

Β) Έναν υπάλληλο της Νομαρχίας κλάδου ΑΤ με βαθμό τουλάχιστον 5ο

Γ)Έναν αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας του νομού ή του νομαρχιακού

διαμερίσματος

Με την ίδια απόφαση ορίζονταν γραμματέας της εξεταστικής επιτροπής υπάλληλος

του Δήμου ή της Κοινότητας της περιφέρειας του νομού με τον αναπληρωτή το υ

2.2.4. Εξέταση των υποψηφίων (άρθρο 7 ΠΔ 592/1984)

Οι υποψήφιοι εξετάζονταν μόνο στα ειδικά προσόντα τα οποία αφορούσαν την γενική

φυσική ικανότητα και τα σωματικά, ψυχικά και πνευματικά προσόντα ύστερα από την

εξακρίβωση και των λοιπών προσόντων που απαιτούνταν ( ανάστημα, άδεια οδήγησης

μοτοποδηλάτου ) μέσω της συμπλήρωσης ειδικού πίνακα που υπογράφονταν από τα μέλη της

επιτροπής.

Όσοι από τους υποψηφίους δεν πληρούσαν τα προσόντα του αναστήματος και της

άδειας οδήγησης αποκλείονταν από την παραπέρα εξέταση με απόφαση της επιτροπής ενώ

για εκείνους που τα πληρούσαν προβλέπονταν εν συνεχεία η εξέτασή τους με ερωτήσεις

προφορικές ή γραπτές (τεστ) για τη διαπίστωση αφενός των σωματικών τους προσόντων

(παράσταση, τυχόν δυσμορφία – συμπεριφορά, τρόπος έκφρασης), και αφετέρου των

ψυχικών και πνευματικών τους προσόντων (ευφυΐα, αντίληψη, νοημοσύνη, ευστροφία

πνεύματος, παρατηρητικότητα, αισθήματα, ικανότητα συζήτησης, διακριτικότητα κ.λπ.)

Επιτυχόντες θεωρούνταν οι πρώτοι κατά σειρά επιτυχίας μέχρι τη συμπλήρωση του

αριθμού των θέσεων για τις οποίες είχε γίνει προκήρυξη και εφόσον όμως είχαν

συγκεντρώσει γενική βαθμολογία από 10 μονάδες και πάνω. Οι υπόλοιποι θεωρούνταν

αποτυχόντες.

34

Εν συνεχεία, η επιτροπή προχωρούσε στην κατάρτιση πινάκων επιτυχόντων και

αποτυχόντων, στους οποίους περιλαμβάνονταν, κατά στήλη και όλα τα σχετικά με την

εξέτασή τους στοιχεία. Οι πίνακες αυτοί δημοσιεύονταν αμέσως μετά την τοιχοκόλληση στο

κατάστημα που γινόταν η εξέταση, όμοιοι δε πίνακες μαζί με τις αιτήσεις συμμετοχής στο

διαγωνισμό των υποψηφίων επιδίδονταν ταυτόχρονα με αποδεικτικό στο Νομάρχη, ο οποίος

έστελνε αμέσως στον αρμόδιο για το διορισμό Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας, επίσης

με αποδεικτικό, αντίγραφα του πίνακα των επιτυχόντων. Το αρμόδιο για το διορισμό όργανο

υποχρεούνταν να διορίσει τους επιτυχόντες μέσα σε 10 ημέρες από την παραλαβή του πίνακα

με τη σειρά κατάταξής τους σε αυτόν.

Με βάση το σύστημα αυτό όπως περιγράφηκε παραπάνω και με μια πρώτη ματιά

εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπήρχε μια προφανής έλλειψη αναφορικά με την

πρόσληψη του προσωπικού της Εδικής Υπηρεσίας των ΟΤΑ επί τη βάσει αντικειμενικών

κριτηρίων. Από την άλλη πλευρά το δικαίωμα προς εργασία στο δημόσιο αλλά και στον

ευρύτερο δημόσιο τομέα έπρεπε αλλά και πρέπει να συνάδει με τις βασικές αρχές της

απόλυτης διαφάνειας, της δημοσιότητας, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας.

Επιβάλλεται επομένως η ουδετερότητα της Διοίκησης και κατ’ επέκταση η διασφάλιση ίσων

ευκαιριών για όλους τους πολίτες.

Όλες αυτές οι εγγυήσεις και οι προϋποθέσεις δεν φαινόταν να διασφαλίζονταν από το

ανωτέρω σύστημα πρόσληψης. Εκτός από τον ένα και μοναδικό τίτλο σπουδών που

απαιτούνταν (απολυτήριο λυκείου ) και όλα τα φυσικά προσόντα που ο νόμος προέβλεπε, δεν

υπήρχαν άλλα κριτήρια επιλογής που να ενισχύουν την αντικειμενικότητα κατά την επιλογή

του προσωπικού. Από την άλλη πλευρά η επιλογή των επιτυχόντων επαφίονταν σε

συντριπτικό ποσοστό στην επιτροπή, η οποία συγκροτούνταν από ανθρώπους της

Αυτοδιοίκησης και κατά βάσει αιρετούς, αλλά και από άτομα που τελούσαν σε σχέση

χωρικής εγγύτητας με τους υποψηφίους, γεγονός που άφηνε πρόσφορο έδαφος σε

παθογένειες με αποκορύφωση τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ αυτών.

Με την επίσημη καθιέρωση του θεσμού της Δημοτικής Αστυνομίας γεννήθηκε και η

ανάγκη καθορισμού ενός διαφορετικού και κατά βάσει αντικειμενικού συστήματος

πρόσληψης του προσωπικού. Αυτό επιχειρήθηκε με το ΠΔ 23/2002 και το οποίο

αναπτύσσεται αναλυτικά στην ενότητα που ακολουθεί.

35

2.3. Το σύστημα πρόσληψης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας κατά το Π.Δ.23/2002

2.3.1 Προσόντα ειδικού ένστολου προσωπικού (άρθρο 32 )

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Π.Δ. 23/2002 το ειδικό ένστολο προσωπικό της

Δημοτικής Αστυνομίας έπρεπε να είναι Έλληνες πολίτες που έχουν εκπληρώσει τις

στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή έχουν νομίμως απαλλαγεί αυτών και δεν έχουν υπερβεί το

30ο έτος της ηλικίας τους. Επί πλέον οι υποψήφιοι απαιτούταν να συγκεντρώνουν ανάλογα

με την κατηγορία και τα ακόλουθα προσόντα:

α) Να είναι κάτοχοι πτυχίου, ή διπλώματος οποιασδήποτε σχολής ή τμήματος ΑΕΙ ή

ΤΕΙ της ημεδαπής ή ισότιμο σχολών της αλλοδαπής, εφόσον πρόκειται για τον κλάδο ΠΕ ή

ΤΕ.

β) Να είναι κάτοχοι απολυτηρίου τίτλου όλων των τύπων Λυκείου με εξαίρεση

αυτούς του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου κλάδου σπουδών που δεν αντιστοιχεί σε δέσμη ή

πτυχίο Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου, εφόσον πρόκειται για τον κλάδο ΔΕ23.

γ) Να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1.70 μ. οι άνδρες και 1.65 μ. οι γυναίκες, χωρίς

υποδήματα και στηθική περίμετρο οι άνδρες τουλάχιστον 0.83 μ.

δ) Να μην έχουν καταδικασθεί έστω και με οριστική απόφαση, για τέλεση ή απόπειρα

κακουργήματος ή των εγκλημάτων ανυποταξίας, λιποταξίας, προσβολών του πολιτεύματος,

προδοσίας της χώρας, προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, κατά της ελεύθερης

άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων, παραχάραξης, κιβδηλείας, πλαστογραφίας,

ψευδορκίας, ψευδούς καταμήνυσης, ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, απιστίας περί την

υπηρεσία, παράβασης καθήκοντος, ανθρωποκτονίας εκτός της προερχόμενης από αμέλεια,

κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής,

συκοφαντικής δυσφήμισης, κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, απάτης, απιστίας, επαιτείας,

αλητείας, δωροδοκίας, καταπίεσης, ναρκωτικών, ζωοκλοπής, ζωοκτονίας, περί αλλοδαπών,

λαθρεμπορίας ή οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος από δόλο τελεσθέντος, για το οποίο

επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Σημειωτέον ότι ο όρος καταδίκη

περιλαμβάνει και την καταδίκη σε ποινικό σωφρονισμό για τα παραπάνω εγκλήματα.

ε) Να μην έχουν στερηθεί οποτεδήποτε των πολιτικών δικαιωμάτων τους, έστω και αν

έχει λήξει ο χρόνος που ορίσθηκε για την στέρησή τους. 2 Τα άρθρα που σημειώνονται εντός της παρένθεσης δίπλα σε κάθε τίτλο των υποενοτήτων αυτού του υποκεφαλαίου αναφέρονται στο Π.Δ.23/2002.

36

στ) Να μην έχουν τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 1666 Α.Κ.).

ζ) Να μην έχουν απολυθεί από δημόσια υπηρεσία για πειθαρχικούς λόγους .

Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 27 (θέματα

προσωπικού των ΟΤΑ) του Ν.3013/2002, ορίζονταν ποσοστό για τις γυναίκες που θα

προσλαμβάνονταν στη Δημοτική Αστυνομία. Αυτό καθορίζονταν σε 15% επί του συνολικού

αριθμού του προσλαμβανόμενου, κάθε φορά ένστολου προσωπικού.

2.3.2 Σύστημα πρόσληψης με αντικειμενικά κριτήρια. (άρθρο 4)

Το εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα εισήγαγε επίσης και ένα σύστημα πρόσληψης με

αντικειμενικά κριτήρια , το οποίο στόχο είχε την εφαρμογή δύο βασικών αρχών, οι οποίες

όφειλαν και οφείλουν να διέπουν γενικά οποιοδήποτε σύστημα πρόσληψης και αυτές δεν

είναι άλλες από τις αρχές της αξιοκρατίας και αμεροληψίας. Ορίζονταν λοιπόν ότι η

πρόσληψη του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας θα γινόταν με

σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια) τα οποία θα προέκυπταν από:

α) Το γενικό βαθμό του Πτυχίου ή

β) Το γενικό βαθμό Απολυτηρίου Λυκείου

γ) Τη γνώση ξένων γλωσσών

δ) Την υπαγωγή τους σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 42 του

ν.1481/19843 (Α 152 με διόρθωση στο ΦΕΚ Α 154)

ε) Την επιτυχή συμμετοχή αθλητών ανδρών και γυναικών σε Ολυμπιακούς -

Παγκόσμιους αγώνες μέχρι 8η νίκη, σε Ευρωπαϊκούς Μεσογειακούς αγώνες μέχρι 6η νίκη

και σε Βαλκανικούς Πανελλήνιους αγώνες μέχρι 3η νίκη.

στ) Την κατοχή άδειας οδηγού αυτοκινήτου ή δίκυκλης μηχανής τουλάχιστον 50 κ.ε.

Η κατάταξη σε πίνακα σειράς επιτυχίας των υποψηφίων, θα γινόταν κατά Ο.Τ.Α., με

βάση το άθροισμα της βαθμολογίας που προκύπτει από το γενικό βαθμό του πτυχίου ή του

απολυτηρίου Λυκείου στον οποίο προστίθενται:

α) Πέντε (5) μονάδες για όσους υποψηφίους κατέχουν πτυχίο PROFICIENCY για την

Αγγλική γλώσσα ή τέσσερις (4) μονάδες για όσους υποψηφίους κατέχουν πτυχίο αντίστοιχου

επιπέδου άλλης ξένης γλώσσας. Τρεις (3) μονάδες για όσους υποψηφίους κατέχουν πτυχίο

3- Πολύτεκνοι και τέκνα τους, - Τέκνα αναπήρων και θυμάτων πολέμου καθώς και αναπήρων ή θυμάτων πολέμου καθώς και αναπήρων ή θυμάτων εν ενεργεία ή εν συντάξει αστυνομικού προσωπικού ειρηνικής περιόδου. - Τέκνα αναγνωρισμένων βάσει της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας ως αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης - Τέκνα ή εν χηρεία σύζυγοι αστυνομικού προσωπικού που πέθαναν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας ή εξ αιτίας της υπηρεσίας

37

FIRST CERTIFICATE για την Αγγλική ή δύο (2) μονάδες για όσους υποψηφίους κατέχουν

πτυχίο αντίστοιχου επιπέδου άλλης ξένης γλώσσας. Κατοχή αντίστοιχων πτυχίων,

περισσοτέρων άλλων ξένων γλωσσών του ανωτέρω επιπέδου λειτουργεί προσαυξητικά.

β) Δύο (2) μονάδες για όσους υποψηφίους υπάγονται στις ειδικές κατηγορίες του

άρθρου 42 του Ν.1481/1984.

γ) Μία (1) μονάδα για όσους κατέχουν άδεια οδηγού αυτοκινήτου ή μοτοποδηλάτου.

δ) Τρεις (3) μονάδες για τους υποψηφίους μόνιμους κατοίκους Δήμου ή Κοινότητας

Νομού του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2190/94 (Α 28), όπως

αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 άρθρου 20 του ν. 2738/99 (Α 180) 4, ή παραμεθορίου περιοχής

όπως έχει καθοριστεί με την κατ’ εξουσιοδότηση της προηγουμένης διατάξεως, απόφαση του

Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που δηλώνουν ότι δέχονται

να υπηρετήσουν στις θέσεις που προκηρύχθηκαν, στον αντίστοιχο Δήμο ή Σύνδεσμο

Διαδημοτικής ή Νησιωτικής Συνεργασίας, επί δεκαετία τουλάχιστον. Η απόδειξη της μόνιμης

κατοικίας γίνεται με βεβαίωση του οικείου Δήμου ή Κοινότητας, σύμφωνα με την παρ. 5 του

άρθρου 4 του ν. 2647/98 (Α 237).

ε) Δύο (2) μονάδες για όσους αθλητές, άνδρες και γυναίκες, έχουν επιτύχει μέχρι 8η

νίκη σε Ολυμπιακούς Παγκόσμιους αγώνες, μέχρι 6η νίκη σε Ευρωπαϊκούς Μεσογειακούς

αγώνες και μέχρι 3η νίκη σε Βαλκανικούς Πανελλήνιους αγώνες.

Η συνολική βαθμολογία κάθε υποψηφίου πολλαπλασιαζόταν επί το συντελεστή

εκατό (100). Η βαθμολογία εξαγόταν μέχρι χιλιοστού της μονάδας. Σε περίπτωση δε

ισοβαθμίας προηγούνταν ο υποψήφιος που είχε το μεγαλύτερο βαθμό Πτυχίου ή

Απολυτηρίου Λυκείου και σε περίπτωση νέας ισοβαθμίας προηγούνταν ο υποψήφιος που

λάμβανε μονάδες από τα κριτήρια που προηγούνταν κατά σειρά βάσει των διατάξεων της

προηγούμενης παραγράφου. Αν, παρά τα ανωτέρω, προέκυπτε ισοβαθμία υποψηφίου στην

τελευταία θέση του καθοριζόμενου αριθμού προς πρόσληψη, η σειρά αυτών καθορίζονταν με

κλήρωση που διενεργούνταν παρουσία των ενδιαφερομένων υποψηφίων, για την οποία και

συντάσσονταν σχετικό πρακτικό.

Για κάθε ΟΤΑ καταρτίζονταν ίδιος πίνακας σειράς κατάταξης των υποψηφίων για

πρόσληψη ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τα

ανωτέρω αντικειμενικά κριτήρια. Ο πίνακας αυτός καταρτίζονταν από την επιτροπή του

άρθρου 9 του παρόντος διατάγματος, που έχει συσταθεί για τον οικείο ΟΤΑ και εν συνεχεία

4 μόνιμοι κάτοικοι νομού της Θράκης (Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου) ή των Νομών Δράμας, Καστοριάς και Φλώρινας ή νησιών του Αιγαίου, πλην της Κρήτης ή των νησιών Κυθήρων, Αντικυθήρων, Ιθάκης, Παξών, Οθωνών, Ερείκουσας και Μαθρακίου ή παραμεθόριων περιοχών των Νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Πέλλας, Κιλκίς και Σερρών, όπως οι περιοχές αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης

38

αναρτούνταν στο κεντρικό κατάστημα της Περιφέρειας και στο κατάστημα του οικείου

Ο.Τ.Α. Από την ίδια επιτροπή τέλος καταρτιζόταν πίνακας υποψηφίων που δεν πληρούσαν

τις απαιτούμενες από το νόμο και το παρόν Προεδρικό Διάταγμα προϋποθέσεις.

2.3.3.Υγειονομικές και Αθλητικές εξετάσεις. (άρθρο 5)

Εν συνεχεία, και στο άρθρο 5 προβλέπονταν ότι οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονταν

στους πίνακες κατάταξης, μετά παρέλευση δέκα (10) τουλάχιστον ημερών από την ανάρτηση

του πίνακα, καλούνταν να προσέλθουν, κατά τη σειρά κατατάξεώς τους, για υγειονομική

εξέταση και υποβολή σε αθλητική δοκιμασία. Κατ’ αρχάς στην αρμόδια Υγειονομική

Επιτροπή, εξετάζονταν, προκειμένου να κριθούν για την ικανότητα τους από υγειονομικής

πλευράς. Όσοι κρίνονταν ικανοί από την Υγειονομική Επιτροπή καλούνταν να προσέλθουν

στην αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 9, προκειμένου να εξετασθούν περαιτέρω για τα

σωματικά τους προσόντα.

Η εξέταση των σωματικών προσόντων, εκτός από τον έλεγχο των προϋποθέσεων της περ. γ΄

της παρ. 2 του άρθρου 3 (ανάστημα για άνδρες και γυναίκες και στηθική περίμετρος),

περιλαμβάνονταν αθλητικές δοκιμασίες. Οι υποψήφιοι καλούνταν να δοκιμαστούν στα εξής

αγωνίσματα:

α). Άλμα σε μήκος τουλάχιστον 2,5 μ. για τους άνδρες και 1,5 μ. για τις γυναίκες

(τρεις προσπάθειες).

β). Άλμα σε ύψος τουλάχιστον 0,80 μ. για τους άνδρες και 0,65 μ . για τις γυναίκες

(τρεις προσπάθειες).

γ). Δρόμος 1000 μ. για τους άνδρες και 800 μ. για τις γυναίκες, μέσα σε μέγιστο

χρόνο 5΄ και 20΄΄ (μία προσπάθεια)

2.3.4.Δικαιολογητικά υποψηφίων ( άρθρο 6)

Όσοι επιθυμούσαν να προσληφθούν ως ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής

Αστυνομίας, έπρεπε κατά τον νόμο να υποβάλλουν, μέσα στις προθεσμίες που όριζε η

προκήρυξη, τα εξής δικαιολογητικά:

α) Αίτηση συμμετοχής (στην αίτηση έπρεπε να αναγράφεται μεταξύ των άλλων και

διεύθυνση κατοικίας, Τ.Κ., και απαραιτήτως τηλέφωνο για κάθε ειδοποίηση καθώς και ο

ΟΤΑ στον οποίο επιθυμούσαν να προσληφθούν)

39

β) Πιστοποιητικό τίτλου σπουδών

γ) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας τους

δ) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (A 75) ότι έχουν εκπληρώσει τις

στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και συγκεντρώνουν τα προσόντα που αναφέρονταν στις

περιπτώσεις του άρθρου 3 του Προεδρικού Διατάγματος. (βλ. σχετικά ανωτέρω υποκεφάλαιο

2.3.1.)

Για όσους υπάγονταν στις ειδικές κατηγορίες του άρθρου 42 του ν. 1481/1984 έπρεπε

να υποβάλλουν, κατά περίπτωση και τα εξής δικαιολογητικά :

α) Οι πολύτεκνοι και τα τέκνα τους βεβαίωση του προέδρου του οικείου Συλλόγου

Πολυτέκνων, όπου δεν υπάρχει, του οικείου Ταμείου Πρόνοιας και Προστασίας Πολυτέκνων,

θεωρημένη από την Ανώτατη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδας.

β) Τα τέκνα αναπήρων και θυμάτων πολέμου, καθώς και αναπήρων ή θυμάτων εν

ενεργεία ή εν συντάξει αστυνομικού προσωπικού ειρηνικής περιόδου :

i. Βεβαίωση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ότι η οικογένεια του

υποψηφίου συνταξιοδοτούνταν για τον ανωτέρω λόγο, ή υπεύθυνη δήλωση

του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, του συνταξιοδοτούμενου, στην οποία θα

αναφέρονταν ο αριθμός, η χρονολογία έκδοσης και το όργανο που εξέδωσε

την πράξη συνταξιοδότησης, μαζί με ενημερωτικό εκκαθαριστικό σημείωμα

του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για την καταβληθείσα σύνταξη το

τελευταίο τρίμηνο.

ii. Πιστοποιητικό του οικείου Δήμου ή Κοινότητας για την οικογενειακή τους

κατάσταση ή σχετική υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.

γ). Τα τέκνα αναγνωρισμένων, βάσει της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας, ως

αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης:

(1) Πιστοποιητικό της Διεύθυνσης Εφέδρων Πολεμιστών Αναπήρων θυμάτων και

Αγωνιστών (Δ.Ε.Π.Α.Θ.Α.), ή της οικείας Νομαρχίας ότι ο πατέρας ή η μητέρα του

υποψηφίου είχε αναγνωρισθεί ως αγωνιστής εθνικής αντίστασης.

(2) Πιστοποιητικό του οικείου Δήμου ή Κοινότητας για την οικογενειακή τους

κατάσταση, ή σχετική υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986.

Όσοι γνωρίζουν ξένες γλώσσες προσκομίζουν επικυρωμένο αντίγραφο το υ οικείου τίτλου.

Επίσης και για όσους γνώριζαν οδήγηση, αυτοκινήτου, ή δικύκλου μηχανής,

επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της αντίστοιχης άδειας οδηγήσεως ενώ προβλέπονταν και

υπεύθυνη δήλωση για την εφαρμογή της περ.δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4.(μόνο δηλ. για τους

υποψηφίους μόνιμους κατοίκους Δήμου ή Κοινότητας Νομού του πρώτου εδαφίου της παρ. 8

40

του άρθρου 17 του ν. 2190/94 (Α 28), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 άρθρου 20 του ν.

2738/99 (Α 180), ή παραμεθορίου περιοχής)

Οι καλούμενοι προς πρόσληψη έπρεπε να προσκομίζουν και τα εξής δικαιολογητικά :

α) Αντίγραφο ποινικού Μητρώου τύπου Α΄ που εκδίδονταν τρεις μήνες το πολύ πριν

από την ημερομηνία υποβολής.

β) Πιστοποιητικό Εισαγγελικής Αρχής του τόπου κατοικίας του, από το οποίο έπρεπε

να προκύπτει αν είχε παραπεμφθεί σε δίκη για οποιοδήποτε αδίκημα, η ημερομηνία έκδοσης

του οποίου δεν έπρεπε να απέχει πέραν του τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής του.

Επιπλέον, με υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, δηλωνόταν από τον ενδιαφερόμενο η μη

παραπομπή του σε δίκη για τα προβλεπόμενα, από το άρθρο 3 του παρόντος διατάγματος

αδικήματα από άλλη, εκτός του τόπου κατοικίας του, Εισαγγελική Αρχή της χώρας

και γ) Πιστοποιητικό Στρατολογικού Γραφείου τύπου Α΄ για τους άνδρες

2.3.5 Περιεχόμενο προκήρυξης. (άρθρο 7)

Για την πρόσληψη του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας

εκδίδονταν σχετική προκήρυξη από τον αρμόδιο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας για

τους ΟΤΑ κάθε νομού ή Νομαρχίας, χωριστά και στην οποία ορίζονταν τα εξής:

Ο αριθμός των θέσεων για τις οποίες γινόταν η προκήρυξη για κάθε ΟΤΑ

Τα απαιτούμενα προσόντα

Η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων και δικαιολογητικών

Η αρχή στην οποία θα έπρεπε να υποβληθούν

Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που έπρεπε να υποβληθούν μαζί με τις αιτήσεις.

Ο χρόνος έναρξης της εξέτασης των υποψηφίων και ο τόπος (κατάστημα) της

εξέτασης.

Η διαδικασία της πρόσληψης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Η προκήρυξη αποστελλόταν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης του νομού, στον τύπο του

νομού, στους Δήμους και στις Κοινότητες του νομού, στο γραφείο του ΟΑΕΔ, του νομού, για

την όσο το δυνατόν ευρύτερη ενημέρωση των ενδιαφερομένων και περίληψη της

δημοσιευόταν σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, τουλάχιστον δέκα

(10) ημέρες πριν από την οριζόμενη έναρξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων.

41

2.3.6 Υποβολή και έλεγχος των δικαιολογητικών (άρθρο 8)

Οι υποψήφιοι υποχρεούνταν να υποβάλλουν τα δικαιολογητικά που ορίζονταν στο

άρθρο 6 μέσα στην προθεσμία που όριζε η προκήρυξη:

α) Στις Διευθύνσεις Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης που λειτουργούν στις έδρες

των Περιφερειών, εφόσον, πρόκειται για το ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής

Αστυνομίας στους ΟΤΑ των νομών ή νομαρχιών που είναι οι έδρες των Περιφερειών.

β) Στις Διευθύνσεις Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης που λειτουργούν στους

λοιπούς Νομούς και Νομαρχίες (εκτός από τις έδρες των Περιφερειών) εφόσον πρόκειται για

το ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας στους ΟΤΑ των λοιπών νομών ή

νομαρχιών της χώρας (εκτός νομών εδρών των Περιφερειών)

Οι ανωτέρω Διευθύνσεις των Περιφερειών προέβαιναν σε έλεγχο των

δικαιολογητικών σχετικά με την εμπρόθεσμη υποβολή τους, καθώς και για την ακρίβεια, την

πληρότητα και τη σύνταξη τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος και τις σχετικές

διατάξεις και οδηγίες. Στη συνέχεια τακτοποιούσαν τα δικαιολογητικά σε υποφακέλους ανά

υποψήφιο και κατόπιν σε φακέλους ανά ΟΤΑ και διαβίβαζαν το φάκελο με τους

υποφακέλους των υποψηφίων για κάθε ΟΤΑ στον γραμματέα της αρμόδιας επιτροπής

(Επιτροπή επιλογής και εξέτασης σωματικών προσόντων ).

Για τους υποψηφίους του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας

κάθε ΟΤΑ, συντασσόταν κατάσταση στην οποία αναγράφονταν τα ονόματα των υποψηφίων

και τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονταν χωριστά για κάθε ένα υποψήφιο. Η κατάσταση

αυτή συντασσόταν σε δύο αντίτυπα από τα οποία το ένα παρέμενε στην οικεία Διεύθυνση της

Περιφέρειας στην οποία είχαν κατατεθεί και το άλλο συνόδευε απαραιτήτως το φάκελο των

υποψηφίων για κάθε ΟΤΑ που περιείχε τους υποφακέλους αυτών .

2.3.7 Επιτροπή επιλογής και εξέτασης σωματικών προσόντων (άρθρο 9)

Οι υποψήφιοι για τις θέσεις ελέγχονταν για την ύπαρξη των προϋποθέσεων του

άρθρου 3 και δοκιμάζονταν στα αγωνίσματα του άρθρου 5 του διατάγματος από επιτροπή

που συγκροτούνταν με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και αποτελούνταν από

τους κάτωθι:

α) Τον Γενικό Διευθυντή της Περιφέρειας

β) Έναν υπάλληλο της Περιφέρειας κλάδου ΠΕ με βαθμό τουλάχιστον Β΄

42

γ) Τον προϊστάμενο των Διοικητικών Υπηρεσιών του οικείου Δήμου.

δ) Έναν αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας που υποδεικνύεται από τον Διευθυντή

της οικείας Αστυνομικής Δ/νσης της έδρας της Περιφέρειας.

ε) Έναν καθηγητή σωματικής αγωγής, που υποδεικνύεται από τον Προϊστάμενο της

Δ/νσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της έδρας της Περιφέρειας.

Με την ίδια απόφαση οριζόταν γραμματέας της εξεταστικής επιτροπής υπάλληλος της

Περιφέρειας ενώ τα μέλη της επιτροπής αυτής ορίζονταν με ισάριθμα αναπληρωματικά.

Προβλεπόταν επίσης ότι για κάθε νομό ή νομαρχιακό διαμέρισμα συγκροτούνταν μία

Επιτροπή σύμφωνα με τα ανωτέρω η οποία διαφοροποιούταν, ως προς την σύνθεσή της, για

κάθε ΟΤΑ με τη συμμετοχή σ’ αυτήν του μέλους (γ)

2.3.8. Εξέταση υποψηφίων (άρθρο 10)

Η επιτροπή εξέταζε τους υποψηφίους για το ανάστημα, τη στηθική περίμετρο,

συμπληρώνοντας σχετικό πίνακα, που υπογράφονταν από τα μέλη της. Όσοι από τους

υποψηφίους δεν είχαν το ανάστημα ή τη στηθική περίμετρο, αποκλείονταν από την παραπέρα

εξέταση με απόφαση της επιτροπής, σχετικός δε πίνακας δημοσιευόταν με την τοιχοκόλλησή

του στο κατάστημα που γινόταν η εξέταση. Όσοι από τους υποψηφίους είχαν το ανάστημα

και τη στηθική περίμετρο που απαιτούνταν και είχαν κριθεί ικανοί από υγειονομικής άποψης

από την Υγειονομική Επιτροπή, υποβάλλονταν σε δοκιμασία στα αθλητικά αγωνίσματα,

σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του διατάγματος.

Μετά το πέρας και της εξέτασης αυτής η επιτροπή προχωρούσε στην κατάρτιση

πινάκων καταλλήλων και μη, στους οποίους περιλαμβάνονταν, κατά στήλη, και όλα τα

σχετικά με την εξέτασή τους στοιχεία (ανάστημα, στηθική περίμετρος, αθλητικές επιδόσεις).

Οι πίνακες αυτοί δημοσιεύονταν αμέσως με τοιχοκόλληση στο κατάστημα που γινόταν η

εξέταση και όμοιοι πίνακες κοινοποιούνταν τόσο στο Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας,

όσο και στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας .

43

2.3.9 Κατάρτιση τελικού πίνακα κατάταξης ανά ΟΤΑ – Πρόσληψη επιλεγέντων (άρθρα 11 και 12) – Συμπεράσματα

Μετά τα ανωτέρω η Επιτροπή προέβαινε στην κατάρτιση του τελικού πίνακα

κατάταξης για τις θέσεις του ειδικού ένστολου προσωπικού Δημοτικής Αστυνομίας για τον

οικείο ΟΤΑ. Προς τούτο η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη της:

α) Τον πίνακα σειράς κατάταξης των υποψηφίων ο οποίος έχει καταρτισθεί από αυτήν

σύμφωνα με το άρθρο 4 του Διατάγματος (με βάση δηλ. τα μόρια)

β) Τον πίνακα καταλλήλων ή μη

Ο τελικός πίνακας κατάταξης για κάθε ΟΤΑ περιελάμβανε τους υποψηφίους του

πίνακα της περ. β΄ της προηγουμένης παραγράφου, κατά την σειρά κατατάξεώς τους στον

πίνακα της περ. α΄ της ίδιας παραγράφου. Ο πίνακας είχε ισχύ για ένα (1) έτος και

δημοσιευόταν με ανάρτησή του στο κατάστημα της οικείας Διεύθυνσης της Περιφέρειας που

είχαν υποβληθεί τα δικαιολογητικά των υποψηφίων. Όμοιοι πίνακες κοινοποιούνταν στο

Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και στο Δήμαρχο ή Πρόεδρο της Κοινότητας

Τέλος προβλεπόταν ότι το αρμόδιο για διορισμό όργανο πλήρωνε με διορισμό από τον

τελικό πίνακα του προηγουμένου άρθρου, εφόσον αυτός βρισκόταν σε ισχύ, και κατά τη

σειρά κατάταξης των υποψηφίων που περιλαμβάνονταν σε αυτόν, τις προκηρυχθείσες θέσεις

καθώς και τις θέσεις που κενώνονταν κατά τον χρόνο ισχύος του πίνακα.

Είναι προφανές ότι στο Π.Δ.23/2002 εισάγονται σημαντικές αλλαγές στο σύστημα

πρόσληψης. Κάτι τέτοιο ήταν απόλυτα φυσικό καθώς στο μεσοδιάστημα είχε συντελεστεί και

μια ουσιώδης μεταβολή στην μορφή αλλά και στην φύση της ίδιας της υπηρεσίας. Δεν

πρόκειται επομένως για την ξεπερασμένη για τα νέα δεδομένα της αυτοδιοίκησης Ειδική

Υπηρεσία των ΟΤΑ αλλά για έναν καινούριο θεσμό τόσο από άποψη οργάνωσης όσο και από

άποψη αντίληψης, «κουλτούρας» και νοοτροπίας.

Βασικός στόχος των αλλαγών αποτελεί η επάνδρωση των υπηρεσιών της Δημοτικής

Αστυνομίας με προσωπικό που να ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του θεσμού

καθώς αυτός ξεφεύγει από τα στενά όρια της δημόσιας υπηρεσίας και απαιτείται να

στελεχώνεται από προσωπικό που διαθέτει όλα εκείνα τα προσόντα που προσιδιάζουν σε μια

υπηρεσία με αρμοδιότητες και αστυνομικής φύσεως. Συνοψίζοντας επομένως το σύστημα

πρόσληψης θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής:

Εισάγεται για πρώτη φορά σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων με μόρια

Προβλέπεται ως ανώτατο όριο ηλικίας το 30ο έτος

44

Διευρύνονται αλλά και αναβαθμίζονται οι τίτλοι σπουδών που απαιτούνται με την

προσθήκη αυτών των ΑΕΙ και ΤΕΙ για τους υποψηφίους θέσεων των κατηγοριών ΠΕ

και ΤΕ αντίστοιχα

Προβλέπεται ο συνυπολογισμός στον αριθμό των μορίων της γνώσης ξένων

γλωσσών

Διευρύνονται τα μέλη της επιτροπής από 3 σε 5 με τη συμμετοχή και ενός ατόμου

ειδικού όσον αφορά τη φυσική κατάσταση των υποψηφίων. Ενισχύεται έτσι η

αμεροληψία και η διαφάνεια και καθίσταται το σύστημα αξιολόγησης περισσότερο

αξιοκρατικό.

Η προκήρυξη για την πρόσληψη του προσωπικού αποτελεί πλέον αρμοδιότητα της

οικείας Περιφέρειας και δεν επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην βούληση αλλά και

τις προθέσεις των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ και των αιρετών τους αρχόντων. Ενισχύεται

επομένως η όλη διαδικασία πρόσληψης με περισσότερες «εγγυήσεις»

2.4. Το Σύστημα πρόσληψης κατά το Π.Δ.135/20065

2.4.1 Γενικά

Το σύστημα πρόσληψης όπως περιγράφονταν στο Π.Δ. 23/2002 εφαρμόστηκε για 4

χρόνια (2002-2006). Με το νέο Προεδρικό Διάταγμα 135/2006 εισήχθη νεότερο σύστημα το

οποίο αν και σε πολλά σημεία παρουσίαζε ορισμένες ομοιότητες ή και ταυτίσεις με το

προϊσχύον εντούτοις εισήγαγε βασικές αλλαγές οι οποίες καθιστούν το σύστημα περισσότερο

δίκαιο και ακριβές σε σχέση με πριν και αναβαθμίζουν ποιοτικά το προσωπικό που

προσλαμβάνεται και κατ’ επέκταση ενισχύουν την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα της

ίδιας της υπηρεσίας.

5 Στο κεφάλαιο αυτό δεν θα παρατεθεί ολόκληρο το κείμενο του νόμου αλλά θα επισημανθούν μόνο τα βασικά σημεία που τροποποιήθηκαν και τα οποία αποτελούν καινοτομία σε σχέση με τα όσα ορίζονταν στο Π.Δ.23/2002. Ολόκληρο το κείμενο του Π.Δ. 135/2006 παρατίθεται στο παράρτημα της παρούσας.

45

2.4.2.Προσόντα ειδικού ένστολου προσωπικού (Άρθρο 16)

Όσον αφορά τα προσόντα τα οποία οφείλουν να κατέχουν οι υποψήφιοι για τις

θέσεις του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας, αυτά στην πλειοψηφία

τους παραμένουν τα ίδια με εκείνα που το προϊσχύον Προεδρικό Διάταγμα προέβλεπε.

Ωστόσο εισήχθησαν και ορισμένες βασικές προσθήκες και τροποποιήσεις.

Ενώ στο προηγούμενο σύστημα ορίζονταν ως γενικό ανώτατο όριο το 30ο έτος, με το

ισχύον απαιτείται οι υποψήφιοι να έχουν συμπληρώσει το 21° έτος της ηλικίας τους και να

μην έχουν υπερβεί, προκειμένου για τους κλάδους ΠΕ23 και ΤΕ23, το 30ό έτος και για τον

κλάδο ΔΕ23, το 26° έτος. Επιπλέον αυξάνονται και τα φυσικά προσόντα των υποψηφίων

γυναικών καθώς προβλέπεται να έχουν ανάστημα, χωρίς υποδήματα, τουλάχιστον 1,67 μ

(αντί 1,65 μ), ενώ για τους άνδρες παραμένει ως απαιτούμενο ύψος το 1,70 μ.

Επιπλέον, και αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σημεία των αλλαγών, για

πρώτη φορά απαιτείται ως τυπικό προσόν η γνώση τουλάχιστον μίας εκ των γλωσσών

Αγγλικής, ή Γαλλικής, ή Ιταλικής, ή Γερμανικής, ή Ισπανικής σε επίπεδο τουλάχιστον «Πολύ

Καλά» προκειμένου για τους αποφοίτους ΑΕΙ και ΤΕΙ και «Καλά» προκειμένου για τους

αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η γνώση της οποίας θα πρέπει και να πιστοποιείται

σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη καθώς μέχρι τώρα

η γνώση μιας ξένης γλώσσας μπορούσε να προσμετρηθεί κατά τον υπολογισμό των μορίων

αλλά δεν αποτελούσε προαπαιτούμενο τυπικό προσόν. Ως τυπικό προσόν εξάλλου

συμπεριλαμβάνεται και η γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτό πρακτικά

σημαίνει ότι αποκλείονται από τον διαγωνισμό όσοι δεν έχουν πιστοποίηση γνώσης κάποιας

από τις προβλεπόμενες ξένες γλώσσες ή γνώση ηλεκτρονικού υπολογιστή και επομένως

συντελείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ουσιώδης αναβάθμιση από πλευράς γνώσεων και

δεξιοτήτων του προσωπικού που θα προσλαμβάνεται από εδώ και στο εξής στην Δημοτική

Αστυνομία.

6 Τα άρθρα που σημειώνονται εντός της παρένθεσης δίπλα σε κάθε τίτλο των υποενοτήτων αυτού τού υποκεφαλαίου αναφέρονται στο Π.Δ.135/2006.

46

2.4.3.Σύστημα πρόσληψης με αντικειμενικά κριτήρια (άρθρο 2)

Η πρόσληψη του ειδικού ένστολου προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας γίνεται

όπως και με το Π.Δ.23/2002 με σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια). Κατά το

σύστημα αυτό λαμβάνονται υπόψη, πέραν του γενικού βαθμού πτυχίου ή του απολυτηρίου

λυκείου, τόσο η εντοπιότητα όσο και η γνώση μιας επιπλέον ξένης γλώσσας πέραν εκείνης

που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.

Για την κατάταξη των υποψηφίων με βάση τα μόρια που αυτοί συγκεντρώνουν με το

νέο Προεδρικό Διάταγμα στον υπολογισμό θα λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνο η ιδιότητα του

πολυτέκνου ή του τέκνου πολυτέκνου και όχι άλλες κατηγορίες που αναφέρονταν στο

προηγούμενο διάταγμα (βλ. σχετικά κεφ. 2.3.2 της παρούσας). Άλλωστε στόχος δεν είναι η

προνοιακή πολιτική μέσα από την εξασφάλιση θέσεως εργασίας σε άτομα ιδιαίτερων κατά το

νόμο κατηγοριών αλλά η στελέχωση της υπηρεσίας με άτομα ικανά να ανταποκριθούν στον

σημαντικό για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους πολίτες ρόλο που καλούνται να

διαδραματίσουν.

Η κατάταξη των υποψηφίων σε πίνακα κατά σειρά επιτυχίας εξακολουθεί να γίνεται

ξεχωριστά για κάθε Ο.Τ.Α., με βάση το άθροισμα της βαθμολογίας που προκύπτει από το

γενικό βαθμό του πτυχίου ή του απολυτηρίου τίτλου σπουδών στον οποίο με το νέο

καθεστώς προστίθενται:

α) Επτά (7) μονάδες για τους υποψηφίους που είναι δημότες και συγχρόνως κάτοικοι

του αντίστοιχου Δήμου. Το κριτήριο επομένως της εντοπιότητας φαίνεται να παίζει

σημαντικό ρόλο καθώς το ιδανικό ή και το ζητούμενο φαίνεται να είναι η επάνδρωση των

Δημοτικών Αστυνομιών των ΟΤΑ με ανθρώπους που κατάγονται και διαμένουν σε κάθε

δήμο και που αδιαμφισβήτητα είναι οι ίδιοι γνώστες της υφιστάμενης κατάστασης και των

προβλημάτων που η περιοχή τους αντιμετωπίζει.

β) Τρεις μονάδες για όσους είναι πολύτεκνοι ή τέκνα πολυτέκνου καθώς και για

όσους είναι γονείς με τρία παιδιά και τέκνα αυτών.

γ) Πέντε, τρείς και δύο μονάδες για την άριστη, πολύ καλή και καλή αντίστοιχα

γνώση ξένης γλώσσας (εκτός από εκείνης που απαιτείται ).

Σημειωτέον ότι η γνώση επιπλέον και άλλων ξένων γλωσσών λειτουργεί προσαυξητικά με

αντίστοιχη βαθμολογία εφόσον ο υποψήφιος κατέχει τον αντίστοιχο τίτλο σπουδών.

47

2.4.4.Δικαιολογητικά υποψηφίων (άρθρο 3)

Όσον αφορά τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, πέρα από αυτά τα οποία και

προηγουμένως απαιτούνταν (Αίτηση συμμετοχής, επικυρωμένο αντίγραφο πτυχίου ή

διπλώματος, επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητάς τους, υπεύθυνη δήλωση

κ.λπ.) ιδιαίτερα για τον κλάδο ΔΕ 23, πρέπει να κατέχουν:

− Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης Ι.Ε.Κ., οποιασδήποτε ειδικότητας του τομέα

Χρηματοπιστωτικών και Διοικητικών Υπηρεσιών (πρώην Οικονομίας και Διοίκησης) ή

Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης ΙΕΚ οποιασδήποτε ειδικότητας του τομέα

Πληροφορικής, ή

− Πτυχίο Α’ ή Β΄ κύκλου Σπουδών Τεχνικού Επαγγελματικού Εκπαιδευτηρίου

οποιασδήποτε ειδικότητας του τομέα Οικονομίας και Διοίκησης, οποιασδήποτε ειδικότητας

του τομέα Πληροφορικής − Δικτύων Η/Υ, ειδικότητας Ηλεκτρονικών Υπολογιστικών

Συστημάτων του Ηλεκτρολογικού Τομέα, ή

− Απολυτήριο τίτλο Ενιαίου Λυκείου ή

− Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου, κλάδων Διοικητικών Υπηρεσιών − Γραμματέων,

Οικονομίας, Βιβλιοθηκονομίας, Πληροφορικής ή − Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου των

τμημάτων Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων, Υπαλλήλων Επιχειρήσεων Μεταφορών,

Υπαλλήλων Λογιστηρίου, Υπαλλήλων Διοίκησης, Εμπορικών Επιχειρήσεων,

προγραμματιστών ηλεκτρονικών υπολογιστών ή − Απολυτήριο τίτλο Λυκείου Γενικής

Κατεύθυνσης ή άλλο ισότιμο και αντίστοιχο τίτλο σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή

αλλοδαπής, ή

− ειδικότητας Υπαλλήλων Χειριστών Η/Υ, Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής, ή άλλο

ισότιμο και αντίστοιχο τίτλο Σχολικής Μονάδας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, της ημεδαπής

ή αλλοδαπής.

Επιπλέον απαιτείται:

Βεβαίωση του προέδρου του οικείου Συλλόγου Πολυτέκνων, και όπου δεν υπάρχει,

του οικείου Ταμείου Πρόνοιας και Προστασίας Πολυτέκνων, θεωρημένη από την

Ανώτατη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδας για την ιδιότητα του υποψηφίου ως

πολύτεκνου ή ως τέκνου πολυτέκνου.

Βεβαίωση δημοτικότητας και μόνιμης κατοικίας, η οποία να έχει εκδοθεί το αργότερο

τρεις (3) μήνες πριν από την ημερομηνία έκδοσης της προκήρυξης.

και Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της αντίστοιχης άδειας οδηγήσεως.

48

Πιστοποίηση γνώσης χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών κατά την ισχύουσα

νομοθεσία.

Αναφορικά τέλος με το περιεχόμενο της προκήρυξης όπως και με την υποβολή και τον

έλεγχο των δικαιολογητικών δεν φαίνεται να επήλθε κάποια μεταβολή σε σχέση με όσα και

το Π.Δ. 23/2002 όριζε. Εξακολουθούν επομένως να ισχύουν όλα όσα αναφέρθηκαν στο

προηγούμενο υποκεφάλαιο.( 2.3.5. και 2.3.6. της πα ρούσας)

2.4.5.Επιτροπή Επιλογής (άρθρο 6)

Και στο Π.Δ.135/2006 η Επιτροπή Επιλογής υποψηφίων συγκροτείται με απόφαση του

Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας στην έδρα της Περιφέρειας. Αλλαγή ωστόσο παρατηρείται

αυτή τη φορά στη σύνθεσή της. Έτσι αυτή κατά τις νεότερες διατάξεις αποτελείται από:

α) τον Γενικό Διευθυντή της Περιφέρειας, ως Πρόεδρο.

β) Έναν Διευθυντή της Περιφέρειας.

γ) Έναν υπάλληλο της Περιφέρειας κατηγορίας ΠΕ τουλάχιστον με βαθμό Β’.

δ) Τον προϊστάμενο των Διοικητικών Υπηρεσιών του οικείου Δήμου και ελλείψει

αυτού, υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ, και ελλείψει αυτού κατηγορίας ΤΕ και ελλείψει αυτού

κατηγορίας ΔΕ.

ε) Έναν καθηγητή σωματικής αγωγής, που υποδεικνύεται από τον Προϊστάμενο της

Δ/νσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της έδρας της Περιφέρειας.

Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως γραμματέας της Επιτροπής υπάλληλος της

Περιφέρειας, κατηγορίας ΠΕ. Τόσο ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας της επιτροπής

αυτής ορίζονται με τους αναπληρωτές τους.

Σύμφωνα με τις νέες επομένως ρυθμίσεις παρατηρείται μια επιπλέον ενίσχυση της

επιτροπής από ανθρώπους που κατέχουν καίριες θέσεις ευθύνης, γεγονός που προσδίδει

περισσότερα εχέγγυα όσον αφορά την αντικειμενικότητα και ορθότητα της κρίσης. Επέρχεται

επομένως μια σημαντική μεταβολή με την προσθήκη ως μέλους και ενός Διευθυντή

Περιφέρειας ενώ αποσυνδέεται πλήρως, και ορθά, η Δημοτική Αστυνομία από την ΕΛ.ΑΣ.

και κατ’ επέκταση μετριάζεται οποιαδήποτε σύγκριση και συσχέτιση μεταξύ των δύο

διαφορετικών αυτών θεσμών, μέσω και της αντικατάστασης του αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ. ως

μέλους από υπάλληλο της Περιφέρειας κατηγορίας ΠΕ.

49

2.4.6. Εξέταση υποψηφίων (άρθρο 7)

Στο θέμα της εξέτασης των υποψηφίων, το νέο σύστημα, αν και διατηρεί και στην

περίπτωση αυτή αρκετά ζητήματα του προϊσχύοντος, εισάγει διαφοροποιήσεις οι οποίες

σχετίζονται αφενός με τις υγειονομικές εξετάσεις και αφετέρου με τις αθλητικές δοκιμασίες

που ακολουθούν μετά από αυτές.

Μετά την κατάρτιση του πίνακα κατάταξης, οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται σε

αυτόν, και έχουν προηγουμένως περάσει από την Επιτροπή η οποία διαπίστωσε ότι έχουν το

προβλεπόμενο ανάστημα, παραπέμπονται πλέον σε Δημόσιο Νοσοκομείο ( και όχι αμέσως

στην Υγειονομική Επιτροπή) προκειμένου να υποβληθούν σε υγειονομικές εξετάσεις από

παθολόγο, οφθαλμίατρο και σε ακτινογραφία θώρακος στην οποία επικολλάται και

Φωτογραφία του υποψηφίου. Οι υγειονομικές αυτές εξετάσεις υπογράφονται από τον

αρμόδιο γιατρό και το γνήσιο της υπογραφής αυτού θεωρείται από το αρμόδιο όργανο. Στη

συνέχεια τα ανωτέρω δικαιολογητικά προσκομίζονται στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή,

προκειμένου να εκδώσει πιστοποιητικό ότι έχουν τη σωματική υγεία που τους επιτρέπει την

εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης τους.

Όσοι κρίνονται ικανοί από την Υγειονομική Επιτροπή καλούνται να προσέλθουν στην

Επιτροπή Επιλογής, προκειμένου να υποβληθούν στις αθλητικές δοκιμασίες, οι οποίες

διαφέρουν από εκείνες του Π.Δ.23/2002 και περιλαμβάνουν:

α) Δρόμο 100 μ. σε χρόνο 16΄΄ (μία προσπάθεια)

β) Δρόμο 1.000 μ. σε χρόνο 4 και 20΄΄ (μία προσπάθεια)

γ) Άλμα σε ύψος με φόρα τουλάχιστον 1.00 μ. (τρει ς προσπάθειες)

δ) Άλμα σε μήκος με φόρα τουλάχιστον 3.60 μ. (τρεις προσπάθειες)

ε) Ρίψη σφαίρας (7,275 χλγ.) σε απόσταση τουλάχιστον 4,50 μ., ως μέσο όρο ρίψης

με το δεξί και το αριστερό χέρι (τρεις προσπάθειες ανά χέρι).

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι αθλητικές δοκιμασίες είναι πλέον κοινές τόσο για

άνδρες όσο και για γυναίκες υποψηφίους μετά και από αποφάσεις δικαστηρίων που βρήκαν

αντισυνταγματική την ποσόστωση που ίσχυε στις θέσεις των γυναικών, και ύστερα από

γνωμοδότηση ότι για λόγους ισότητας θα έπρεπε να εξισωθούν τα όρια και στα αγωνίσματα.

50

2.4.7.Ψυχοτεχνικές δοκιμασίες (άρθρο 8)

Μεγάλη καινοτομία αποτελεί και η πρόβλεψη του νέου προεδρικού διατάγματος

σύμφωνα με την οποία οι υποψήφιοι καλούνται και σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για να

υποβληθούν σε τεστ προσωπικότητας (Minnesota Multifacing Personality Inventory)7 και σε

συνέντευξη. Με την ανωτέρω διαδικασία ερευνάται κυρίως η κρίση, η προσαρμοστικότητα

στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και απαιτήσεις, η αυτοκυριαρχία, η συναισθηματική

σταθερότητα, η δομή της προσωπικότητας, η σκέψη και η αντίληψη. Η συνέντευξη

διενεργείται μετά το πέρας των ψυχοτεχνικών δοκιμασιών οπότε και συντάσσεται αυτοτελές

πρακτικό εξατομικευμένης κρίσης για κάθε υποψήφιο στο οποίο αναφέρεται η τελική κρίση

της Επιτροπής με αιτιολογημένη κρίση κάθε μέλους αυτής.

Οι ψυχοτεχνικές δοκιμασίες διενεργούνται ενώπιον Τριμελούς Επιτροπής, η οποία

συγκροτείται για κάθε νομό ή νομαρχιακό διαμέρισμα συγκροτείται με απόφαση του Γενικού

Γραμματέα της Περιφέρειας. Πρόεδρος της Επιτροπής αυτής είναι ψυχολόγος ή ψυχίατρος

που προέρχεται είτε από δημόσιο νοσοκομείο, είτε από την Ελληνική Αστυνομία ενώ μέλος

της Επιτροπής είναι ένας Διευθυντής της Περιφέρειας, και ένας υπάλληλος του κλάδου ΠΕ23

και ελλείψει αυτού του κλάδου ΤΕ23 και ελλείψει αυτού του κλάδου ΔΕ23 που υπηρετεί σε

Δήμο της οικείας Περιφέρειας.

Σε περίπτωση που δεν υπηρετεί υπάλληλος κλάδων ΠΕ23, ΤΕ23 και ΔΕ23 στους

ΟΤΑ της Περιφέρειας, μέλος της Επιτροπής ορίζεται ένας αξιωματικός της Ελληνικής

Αστυνομίας που υποδεικνύεται από τον Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης της έδρας

της Περιφέρειας. Εάν ορισθεί μέλος της επιτροπής αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ο

Πρόεδρος της Επιτροπής δεν θα προέρχεται από την Ελληνική Αστυνομία. Γραμματέας της

Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος της Περιφέρειας κατηγορίας ΠΕ. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο

γραμματέας της επιτροπής αυτής ορίζονται με τους αναπληρωτές τους.

Μετά το πέρας και των ψυχοτεχνικών δοκιμασιών του άρθρου αυτού η Επιτροπή

καταρτίζει πίνακες όσων πληρούν ή μη τις προϋποθέσεις, στους οποίους περιλαμβάνονται,

κατά στήλη, και όλα τα σχετικά με την εξέταση τους στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1

του άρθρου αυτού. Οι πίνακες αυτοί δημοσιεύονται αμέσως με τοιχοκόλληση στο κατάστημα

7 Νόμος 3536, άρθρο 23, παρ.7: Το τεστ προσωπικότητας ΜΜΡΙ που προβλέπεται στο άρθρο 8 του π.δ. 135/2006 (ΦΕΚ 135 Α΄), στο οποίο υποβάλλονται οι υποψήφιοι για ειδικό ένστολο προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας, αντικαθίσταται με το τεστ προσωπικότητας ΜΜΡΙ 2. Η αρμόδια επιτροπή της παρ. 2 του άρθρου 8 του Π.Δ. 135/2006 για την αξιολόγηση – βαθμολόγηση των γραπτών ψυχοτεχνικών δοκιμασιών μπορεί να συνεδριάζει και σε εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αστυνομίας που διαθέτουν κατάλληλα μηχανήματα, προς υποβοήθηση του έργου της αξιολόγησης και βαθμολόγησης των τεστ υποψηφίων.

51

που γίνεται η εξέταση, όμοιοι δε πίνακες κοινοποιούνται τόσο στο Δήμο όσο και στο Γενικό

Γραμματέα της Περιφέρειας.

2.4.8. Γενικές παρατηρήσεις

Όλα τα παραπάνω νομοθετήματα που κατά καιρούς ισχύσαν είχαν ως στόχο την

στελέχωση της Ελληνικής Δημοτικής Αστυνομίας με ανθρώπους ικανούς να ανταπεξέλθουν

στις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις της υπηρεσίας αυτής. Σε κάθε περίπτωση, και αυτό

φαίνεται εν πολλοίς να τηρήθηκε, καταβλήθηκε μια σημαντική προσπάθεια καθιέρωσης ενός

αξιόπιστου και αντικειμενικού συστήματος το οποίο λάμβανε υπ’ όψιν:

Τις απαιτήσεις της υπηρεσίας σε ανθρώπους και ανθρώπινο δυναμικό ικανό να

ανταποκριθεί σε ζητήματα διοικητικής και αστυνομικής φύσεως.

Τον αυτοδιοικητικό προσανατολισμό της και επομένως τον διαχωρισμό της από

άλλου είδους υπηρεσίες ( π.χ. Ελληνική Αστυνομία).

Την στελέχωσή της με προσωπικό ορισμένων «προδιαγραφών» όπως ακριβώς αυτές

διαμορφώνονται στο πλαίσιο της διαπολιτισμικότητας αλλά και της ηλεκτρονικής

διακυβέρνησης

Την αποδέσμευση από πελατειακές σχέσεις με κομματικά κέντρα

Την πεποίθηση ότι η Δημοτική Αστυνομία είναι μια υπηρεσία σύγχρονη, επαρκώς

στελεχωμένη που μπορεί να συνδράμει στην επίλυση ζητημάτων που σχετίζονται με

την καθημερινότητα των πόλεων και την εύρυθμη λειτουργία τους.

Μόνιμο πάντως ζήτημα αποτελεί το γεγονός της καθιέρωσης ενός συστήματος

πρόσληψης το οποίο κινείται εκτός της γενικότερης επί των προσλήψεων αρμοδιότητας του

Α.Σ.Ε.Π. Επί αυτού πάντως του ζητήματος η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας,

με την υπ’ αρίθμ. 126/2006 γνωμοδότησή της, είχε κρίνει ως συνταγματικό το σχέδιο του

Προεδρικού Διατάγματος 135/2006 που αφορά το σύστημα προσλήψεων του ένστολου

προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του προσωπικού

μέσω Α.Σ.Ε.Π. θα έλυνε πολλά ζητήματα διαφάνειας και αντικειμενικότητας, αλλά η

αρμοδιότητα του θα εξαντλούνταν στον έλεγχο των απαιτούμενων από τον νόμο προσόντων

και δικαιολογητικών, αφήνοντας εκτός ένα σημαντικό τμήμα της όλης διαδικασίας και το

οποίο σχετίζεται με τις αθλητικές δοκιμασίες των υποψηφίων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση,

παίζουν σημαντικό ρόλο αναφορικά με την πρόσληψη των υποψηφίων και οι οποίες λόγω

αντικειμενικών δυσκολιών θα πρέπει να διενεργούνται εκτός του συστήματος Α.Σ.Ε.Π.

52

Τέλος ως σημαντική για την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του θεσμού της

Δημοτικής Αστυνομίας κρίνεται η πρόβλεψη της παρ.3 του άρθρου 10 του Π.Δ. 135/2006

σύμφωνα με την οποία οι εκπαιδευόμενοι διορίζονται στους ΟΤΑ για τους οποίους έχουν

προκηρυχθεί οι θέσεις εφόσον έχουν αποφοιτήσει επιτυχώς από τις Σχολές Δημοτικής

Αστυνομίας. Εισάγεται επιπλέον μια προϋπόθεση διορισμού η οποία έλλειπε από το Π.Δ.

23/2002 και αυτή είναι η επιτυχής αποφοίτηση των υποψηφίων – εκπαιδευομένων από τις

Σχολές της Δημοτικής Αστυνομίας, δίδοντας έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ιδιαίτερη

βαρύτητα στο ζήτημα της εκπαίδευσης του προσωπικού. Για το σύστημα εκπαίδευσης όπως

αυτό εξελίχθηκε από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεσμού μέχρι και σήμερα γίνεται

λόγος στο κεφάλαιο που ακολουθεί.

53

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.1 Γενικά

Από την πρώτη κιόλας στιγμή της εμφάνισης του θεσμού της Δημοτικής Αστυνομίας

ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στο σημαντικό θέμα της εκπαίδευσης του προσωπικού της. Τόσο

το Προεδρικό Διάταγμα 23/2002 όσο και το μεταγενέστερο αυτού Π.Δ. 135/2006

εμπεριείχαν ρυθμίσεις οι οποίες αφορούσαν την εκπαίδευση και επιμόρφωση των ατόμων

εκείνων που προορίζονταν να επανδρώσουν αυτή την αυτοτελή υπηρεσία των ΟΤΑ.

Εύκολα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι από την αρχή η σωστή και κυρίως η

αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού συνδέθηκε, εκτός από το θέμα της πρόσληψης του

προσωπικού, και με το βασικό θέμα της εκπαίδευσής - επιμόρφωσής του, τόσο πριν την

ανάληψη των καθηκόντων του όσο και κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του

σταδιοδρομίας. Η ακριβής και όσο το δυνατόν πλήρης γνώση του αντικειμένου εργασίας

όπως επίσης και η γνώση των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεων του προσωπικού

αποτελεί βασική και αναγκαία προϋπόθεση για την απρόσκοπτη και πάνω απ’ όλα

επιτυχημένη λειτουργία της σημερινής Δημοτικής Αστυνομίας.

Στο κεφάλαιο αυτό, θα επιχειρηθεί μια παρουσίαση των συστημάτων εκπαίδευσης

του προσωπικού το οποίο υπηρέτησε και υπηρετεί στην Δημοτική Αστυνομία. Επίκεντρο της

παρουσίασης αποτελούν όπως είναι φυσικό τα δύο βασικά νομοθετήματα - σταθμοί στην

ιστορία του θεσμού, ήτοι το σύστημα εκπαίδευσης κατά το Π.Δ. 23/2002 όσο και εκείνο που

προβλέπεται από το Π.Δ. 135/2006, όπως αυτά εξειδικεύθηκαν και αποσαφηνίστηκαν από

άλλες μεταγενέστερες διατάξεις και υπουργικές αποφάσεις. Πριν όμως από αυτό, και με

συντομία, γίνεται μια αναφορά και σε ζητήματα επιμόρφωσης του προσωπικού της Ειδικής

Υπηρεσίας των ΟΤΑ, η οποία, όπως και σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε, απετέλεσε

τον πρόδρομο της σημερινής Δημοτικής Αστυνομίας.

54

3.2 Η εκπαίδευση του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας των ΟΤΑ (Ν.1065/1980, Π.Δ.410/1995)

Πριν από την εμφάνιση του θεσμού της Δημοτικής Αστυνομίας και στο ενδιάμεσο

χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο της άσκησης ορισμένων αρμοδιοτήτων τοπικού χαρακτήρα

από την τότε Ειδική Υπηρεσία των ΟΤΑ ( βλ. σχετικά στο 1ο κεφάλαιο ), η επιμόρφωση του

προσωπικού της υπηρεσίας εκείνης με βάση κάποιο ιδιαίτερο πρόγραμμα δεν φαίνεται να

αποτελούσε ζήτημα «πρώτης γραμμής» αλλά χαρακτηρίζονταν από μια ελαστικότητα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι στον νόμο 1065/1980, βάσει του οποίου συγκροτήθηκαν οι εν λόγω

υπηρεσίες, ουδεμία αναφορά γίνεται στο θέμα της εκπαίδευσης του προσωπικού που θα

υπηρετούσε σ’ αυτές. Χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια μέχρι το Π.Δ. 434/1982 να

ρυθμίσει τα ζητήματα περί επιμόρφωσης του προσωπικού αυτού.

Στο άρθρο 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος και υπό τον τίτλο «Προσόντα –

Καθήκοντα – Δικαιώματα – Υποχρεώσεις» προβλέπονταν ότι το προσωπικό της Ειδικής

Υπηρεσίας των ΟΤΑ υποχρεούνταν να παρακολουθεί επιμορφωτικά σεμινάρια, τα οποία

οργανώνονταν από την Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων κάθε Νομού. Υποχρεούνταν

επίσης να παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια που οργάνωναν αρμόδιες δημόσιες

υπηρεσίες και που αφορούσαν θέματα της αρμοδιότητας τους.

Αναφορικά με την οργάνωση των επιμορφωτικών σεμιναρίων, στο άρθρο 4 του ίδιου

νομοθετήματος προβλέπονταν ότι αυτά οργανώνονταν για το προσωπικό της υπηρεσίας

αυτής μία φορά το χρόνο με μέριμνα των Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων. Στα

σεμινάρια αυτά θα αναπτύσσονταν θέματα που θα αναφέρονταν στις αρμοδιότητες,

καθήκοντα κλπ του εν λόγω προσωπικού από ειδικούς ομιλητές, ενώ οι δαπάνες της

οργάνωσης θα επιβάρυναν τους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ που θα συμμετείχαν σ’ αυτά, ανάλογα

με τον αριθμό των οργάνων τους. Για την οργάνωση των σεμιναρίων αυτών οι ΤΕΔΚ

μπορούσαν να συνεργάζονται με Δημόσιες Υπηρεσίες, Πανεπιστημιακές και άλλες σχολές,

νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες, επιστήμονες ιδιώτες

κλπ. Για το προσωπικό των Ειδικών Υπηρεσιών που θα μετείχαν στην παρακολούθηση των

σεμιναρίων αυτών προβλέπονταν και η χορήγηση σχετικής βεβαίωσης ενώ όμοια με αυτή

αποστέλλονταν και στον Δήμο ή την Κοινότητα.

Με βάση τις ρυθμίσεις του Προεδρικού αυτού Διατάγματος καθίσταται ορατή μια

έλλειψη ενός οργανωμένου συστήματος εκπαίδευσης το οποίο να βασίζεται σε κάποιο

σταθερό και συγκεκριμένο πρόγραμμα. Αντιθέτως φαίνεται να επικρατούσε ένα είδος

55

ευκαιριακού, παροδικού και επαναλαμβανομένου ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα (μια φορά

τον χρόνο ) συστήματος επιμόρφωσης. Επιπλέον δεν καθορίζονταν ένας συγκεκριμένος και

πιστοποιημένος φορέας ως αρμόδιος για θέματα εκπαίδευσης αλλά αυτό κάθε φορά

επαφίονταν στη μέριμνα των κατά τόπον ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων. Αυτές όφειλαν

λόγω έλλειψης μέσων, εμπειρίας και πόρων όχι μόνο να συνεργάζονται με ένα πλήθος άλλων

φορέων αλλά και στηρίζουν την όποια προσπάθεια στην χρηματοδότηση από την πλευρά των

ΟΤΑ, των οποίων οι οικονομικές δυνατότητες ήταν πεπερασμένες. Το αποτέλεσμα ήταν

αυτή η πρακτική να μην συνεπάγεται μια ενιαία για όλους και συγκεκριμένου περιεχομένου

επιμόρφωση αλλά την καθιέρωση ενός συστήματος το οποίο χαρακτηρίζονταν από έλλειψη

οργάνωσης και πολυδιάσπαση.

Με την αντικατάσταση της υπηρεσίας αυτής από την Δημοτική Αστυνομία και μετά

από την ενίσχυση του θεσμού με σημαντικές αρμοδιότητες τοπικής φύσεως αλλά και με

αρμοδιότητες που μέχρι τότε ασκούνταν από την ΕΛ.ΑΣ., αρχίζει μια προσπάθεια

καθιέρωσης ενός ολοκληρωμένου και σταθερού βάσει προγράμματος συστήματος

εκπαίδευσης για το προσωπικό, αρχής γενομένης με αυτό του Π.Δ. 23/200 2.

3.3 Το σύστημα εκπαίδευσης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας ( Π.Δ. 23/2002 – Υπ’ αριθμ. ΟΙΚ 14671/2004 Υπουργική Απόφαση)

3.3.1 Σχολές Εκπαίδευσης – Διδακτικό Προσωπικό - Εκπαιδευτικό Συμβούλιο

Με το Π.Δ. 23/2002 και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 16 εισάγεται μια γενική αλλά

σημαντική ρύθμιση σχετικά με την εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού της

Δημοτικής Αστυνομίας. Ιδιαιτέρως σημαντική θεωρείται και η μεταγενέστερη απ’ αριθμ ΟΙΚ

1471/2004 απόφαση των τότε Υπουργών Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξης, η οποία

περιέγραφε λεπτομερώς τα όσα γενικά ορίζονταν στο Προεδρικό Διάταγμα.

Σύμφωνα με την απόφαση αυτή η εκπαίδευση του ειδικού ένστολου προσωπικού της

Δημοτικής Αστυνομίας αναθέτονταν στη Σχολή Αστυφυλάκων και πραγματοποιούνταν στις

εγκαταστάσεις των Αστυνομικών Σχολών ή εκτός αυτών με ευθύνη της Σχολής. Για το σκοπό

αυτό ιδρύθηκαν Σχολές Εκπαίδευσης Ειδικού Ένστολου προσωπικού Δημοτικής Αστυνομίας

56

στους Δήμους Τσοτυλίου Νομού Κοζάνης και Κόνιτσας Νομού Ιωαννίνων και οι οποίες

λειτούργησαν ως αμιγείς Δημοτικές Επιχειρήσεις.

Το διδακτικό προσωπικό από το οποίο γινόταν η εκπαίδευση επιλέγονταν από το

εκπαιδευτικό συμβούλιο και διορίζονταν με απόφαση του Διευθυντή της Δημοτικής

Επιχείρησης κατά την έναρξη κάθε εκπαιδευτικής σειράς. Αναφορικά με το Εκπαιδευτικό

Συμβούλιο, αυτό ορίζονταν με απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, για ένα

ημερολογιακό μετά από πρόταση του Διοικητή της σχολής αστυφυλάκων, του Γ.Γ. του ΥΠ.

ΕΣ. και του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΔΚΕ. Ως μέλη δε του Εκπαι δευτικού Συμβουλίου

ορίζονταν τα εξής:

i. Ο Υποδιοικητής της Σχολής Αστυφυλάκων

ii. Ο προϊστάμενος του τμήματος σπουδών αυτής

iii. Ο Διευθυντής μιας εκ των σχολών εκπαίδευσης, ο οποίος προΐσταται της

εκπαίδευσης

iv. Ένας ανώτερος αξιωματικός της Δ/νσης Εκπαίδευσης /Αρχηγείο Ελληνικής

Αστυνομίας (ΑΕΑ)

v. Δύο ιδιώτες καθηγητές από το διδακτικό προσωπικό της οικίας σχολής

εκπαίδευσης

vi. Ένας εκπρόσωπος του ΥΠ.ΕΣ.

vii. Ένας εκπρόσωπος της ΚΕΔΚΕ

viii. Ένας εκπρόσωπος των εκπαιδευομένων της οικίας Σχολής Εκπαίδευσης με τη

μεγαλύτερη βαθμολογία κατάταξης

3.3.2 Η Εκπαίδευση: Διάρκεια - Τομείς - Πρόγραμμα

Σύμφωνα επίσης με την ίδια απόφαση το εκπαιδευόμενο προσωπικό αποτελούσαν οι

κατατασσόμενοι στη Δημοτική Αστυνομία, ως ειδικό ένστολο προσωπικό και το οποίο

όφειλε να παρουσιάζεται στις Σχολές Εκπαίδευσης την ημερομηνία που καθορίζονταν με

απόφαση του αρμόδιου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας για τους ΟΤΑ κάθε νομού ή

νομαρχίας χωριστά.

Η εκπαίδευση περιελάμβανε δύο κύκλους. Ο πρώτος κύκλος είχε διάρκεια τεσσάρων

μηνών και σ’αυτόν διδάσκονταν μαθήματα βασικής εκπαίδευσης τα οποία ήταν κοινά για

όλες τις κατηγορίες του προσωπικού ( ΠΕ23 – ΤΕ 23 – ΔΕ 23 ). Στον δεύτερο κύκλο

συνολικής διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, οι εκπαιδευόμενοι παρακολουθούσαν για

57

δύο μήνες ειδικό πρόγραμμα το οποίο αναφέρονταν σε διατάξεις νόμων , διαταγμάτων και

διοικητικών πράξεων που ρυθμίζουν θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης καθώς και ειδικότερα

μαθήματα8. Στο δεύτερο δίμηνο του δευτέρου κύκλου προβλέπονταν πρακτική εκπαίδευση η

οποία και πραγματοποιούνταν σε:

Αστυνομικά τμήματα του Δήμου για τον οποίο προσελήφθησαν

Υπηρεσίες που καθορίζονταν από τους οικείους Δήμους με ανάλογα

αντικείμενα που προσιδίαζαν στην Δημοτική Αστυνομία.

Επιπροσθέτως, στην ως άνω απόφαση προβλέπονταν και οι ειδικότεροι τομείς τους

οποίους και θα κάλυπτε η εκπαίδευση. Οι τομείς αυτοί ήταν οι εξής:

Α) Επαγγελματικής εκπαίδευσης

Β) Της νομικής επιστήμης

Γ) Της κοινωνικής και ηθικής αγωγής

Δ) Της φυσικής αγωγής, αθλητισμού και αυτοπροστασίας

Ε) Της πρακτικής εκπαίδευσης

Όλοι οι τομείς αυτοί ήταν προγραμματισμένοι να καλυφθούν μέσω ενός προγράμματος

εκπαίδευσης9 το οποίο διαρθρώνονταν σε δύο σκέλη, δηλαδή σε θεωρητικό και πρακτικό.

Κατά το θεωρητικό σκέλος αναλύονταν με σαφήνεια όλα τα θέματα της διδακτέας ύλης κάθε

μαθήματος ενώ η πρακτική διδασκαλία επιτυγχάνονταν με φροντιστηριακές ασκήσεις,

πρακτικές εφαρμογές και ομαδικές ή ατομικές εργασίες.

Η διάρθρωση δε του προγράμματος εκπαίδευσης ήταν η ακόλουθη:

ΚΥΚΛΟΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ( 4μηνη διάρκεια )

Α΄ μαθήματα με βαθμό:

1. Στοιχεία ποινικού δικαίου

2. Στοιχεία ποινικής δικονομίας

3. Στοιχεία Συνταγματικού Δικαίου – Ανθρώπινα Δικαιώματα

4. Στοιχεία Αστικού Δικαίου

5. Στοιχεία Διοικητικού Δικαίου

6. Πρακτική εφαρμογή Ποινικών Υποθέσεων 8 Μερικά από τα ειδικότερα αυτά μαθήματα αφορούσαν περισσότερο τις κατηγορίες του προσωπικού ΠΕ και ΤΕ 9 Με το γενικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, που καταρτίζει το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο καθορίζονται η διδακτέα ύλη του κάθε μαθήματος, ο χρόνος διδασκαλίας, ως και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Τα ωρολόγια προγράμματα καταρτίζονται από τις οικείες Σχολές Εκπαίδευσης και εγκρίνονται από το Διοικητή της Σχολής αστυφυλάκων.

58

7. Θέματα τροχαίας

8. Θέματα Αγορανομίας – Δημόσιας Υγιεινής

9. Αστυνομική πρακτική – σύνταξη υπηρεσιακών εγγράφων

10. Ελληνική Φιλολογία

Β΄ μαθήματα χωρίς βαθμό:

1. Υγιεινή – πρώτες βοήθειες

2. Κοινωνική και επαγγελματική αγωγή – Δημόσιες σχέσεις

3. Πολιτική Άμυνα

4. Πληροφορική

5. Σωματική Αγωγή – αθλητισμός

6. Αυτοάμυνα – Αυτοπροστασία

7. Διαλέξεις

8. Αγγλική γλώσσα : Αστυνομική τουριστική ορολογία.

ΚΥΚΛΟΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ( 4μηνη διάρκεια)10

Μαθήματα με βαθμό:

1. Διοίκηση και Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού

2. Οργάνωση και Λειτουργία των ΟΤΑ

3. Αρμοδιότητες Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Δημοτικής Αστυνομίας

4. Στοιχεία Ποινικού Δικαίου

5. Στοιχεία Ποινικής Δικονομίας

6. Στοιχεία Συνταγματικού Δικαίου – Ανθρώπινα Δικαιώματα

7. Πρακτική εφαρμογή ποινικών υποθέσεων

8. Αστυνομική Πρακτική- σύνταξη Δημοσίων Εγγράφων

Μαθήματα χωρίς βαθμό:

1. Πληροφορική

2. Σωματική αγωγή – αθλητισμός

3. Αυτοάμυνα – αυτοπροστασία

4. Διαλέξεις

10 Η τετράμηνη διάρκεια χωρίζονταν σε δύο μήνες επιπλέον φοίτησης στη Σχολή Εκπαίδευσης και δύο μήνες πρακτικής άσκησης σε υπηρεσίες.

59

5. Κοινωνική ψυχολογία

6. Κοινωνική και επαγγελματική αγωγή - Δημόσιες σχέσεις

3.3.3 Εξετάσεις – αποτελέσματα εκπαίδευσης

Κατά τη διάρκεια της φοίτησης οι εκπαιδευόμενοι, αξιολογούνται με τη βαθμολόγηση των

γνώσεων κατά τη διάρκεια του μαθήματος κατόπιν έκτακτης προφορικής εξέτασης ή ύστερα

από γραπτή δοκιμασία (τεστ) με το σύστημα των πολλαπλών επιλογών. Εκτός από την

έκτακτη αυτή εξέταση, προβλέπονταν και τακτικές εξετάσεις εφ’ όλης της ύλης και οι οποίες

λάμβαναν χώρα μετά την ολοκλήρωση της ύλης των με βαθμό μαθημάτων. Οι εξετάσεις

αυτές διενεργούνταν ταυτόχρονα σε όλες τις Σχολές Εκπαίδευσης. Τα θέματα των εξετάσεων

καταρτίζονταν από τριμελή επιτροπή εξετάσεων και η οποία ορίζονταν για κάθε μάθημα

χωριστά με απόφαση του Διοικητή της Σχολής Αστυφυλάκων. Τα σχετικά θέματα με την

επιτήρηση των εκπαιδευομένων ή τυχόν άλλες λεπτομέρειες σχετικές με τις εξετάσεις

ρυθμίζονταν με απόφαση του Διοικητή της Σχολής Εκπαίδευσης που προΐσταται της

εκπαίδευσης.

Επιτυχών θεωρούνταν ο εκπαιδευόμενος που συγκέντρωνε ως μέσο όρο στην έκτακτη και

τακτική βαθμολογία για κάθε μάθημα το βαθμό 10 ( με άριστα το 20). Σε αντίθετη περίπτωση

εθεωρείτο επανεξεταστέος και είχε την δυνατότητα επανεξέτασης για μία μόνο φορά. Αν και

μετά την επανεξέταση συγκέντρωνε βαθμό κάτω από το 10, θεωρούνταν αποτυχών και

επαναλάμβανε την εκπαίδευσή του κατά την επόμενη εκπαιδευτική σειρά. Μέχρι

επαναλήψεως της φοίτησης θέτονταν στην διάθεση του ΟΤΑ, στον οποίο και υπάγονταν.

3.3.4 Πίνακες αποτελεσμάτων – έξοδος από τη σχολή - μετεκπαίδευση

Η Σχολή Αστυφυλάκων προχωρούσε στη συνέχεια στην κατάρτιση τριών πινάκων,

έναν για κάθε κατηγορία των κλάδων ΠΕ – ΤΕ – ΔΕ, κατά σειρά επιτυχίας, με βάση την

τελική βαθμολογία των εκπαιδευομένων εκάστου κλάδου. Οι πίνακες αυτοί προσδιόριζαν και

την τελική κατάταξή τους και καθόριζαν την αρχαιότητά τους, ως ειδικού ένστολου

προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας. Πίνακες επίσης καταρτίζονταν και για τους

αποτυχόντες. Όλοι οι πίνακες (επιτυχόντων και μη ) υποβάλλονταν στην Αστυνομική

Ακαδημία για κύρωση από το Δ/ντή της, αντίγραφο των οποίων αποστέλλονταν στον Γενικό

Γραμματέα της Περιφέρειας, στον οικείο ΟΤΑ για τις περαιτέρω ενέργειες και στη Σχολή

60

Αστυφυλάκων. Στους σπουδαστές που αποφοιτούσαν ευδόκιμα, εκδίδονταν βεβαίωση

υπογραφόμενη από τον Διοικητή της Σχολής Αστυφυλάκων και ετίθετο στον υπηρεσιακό

φάκελο τους φάκελο.

Αναφορικά τέλος με την μετεκπαίδευση του ειδικού ένστολου προσωπικού της

Δημοτικής Αστυνομίας, προβλεπόταν η δυνατότητα αυτή με αίτηση και δαπάνες του οικείου

ΟΤΑ. Η μετεκπαίδευση γινόταν σε σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής

Αστυνομίας καθώς και του Λιμενικού και του Πυροσβεστικού Σώματος ανάλογα με τις

ειδικότερες ανάγκες της αποστολής τους και τον ΟΤΑ στον οποίο υπηρετούσαν.

3.3.5 Κριτική - Οι κυριότερες αδυναμίες

Ως γενικό συμπέρασμα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ολόκληρη η προσπάθεια

καθορισμού ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εκπαίδευσης στόχευε , όπως ήταν φυσικό,

στην όσο το δυνατόν αρτιότερη κατάρτιση των υπηρετούντων στο σώμα της Δημοτικής

Αστυνομίας όπως επίσης και στην κάλυψη ενός βασικού κενού το όποιο υπήρχε στο ζήτημα

της εκπαίδευσης. Αναμφίβολα πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη με πολλαπλά οφέλη τόσο

στον ίδιο το θεσμό όσο και στα άτομα που το συγκροτούσαν, καθώς η ορθή και η

αποτελεσματική λειτουργία, όπως και προηγουμένως έχει αναφερθεί, συνδέεται άρρηκτα με

τα ζητήματα της επιμόρφωσης και της κατάρτισης των υπαλλήλων.

Παρόλα αυτά όμως γίνεται αντιληπτό ότι σαν σύστημα παρουσίαζε ορισμένες βασικές

αδυναμίες, οι οποίες δεν οδηγούσαν στα επιθυμητά αποτελέσματα αλλά συνιστούσαν σε

ορισμένες περιπτώσεις βασική τροχοπέδη στην επίτευξη των εξαρχής καθορισμένων βασικών

στόχων. Αυτές οι βασικές αδυναμίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στις εξής;

1. Η ανάθεση της εκπαίδευσης στις Σχολές Αστυφυλάκων, οι οποίες και σε σχέση με την

Δημοτική Αστυνομία:

στερούνται αυτοδιοικητικού προσανατολισμού

αναλαμβάνουν να επιμορφώσουν προσωπικό το όποιο θα ειδικεύεται σε θέματα

Δημόσιας Τάξεως και ως εκ τούτου αναλαμβάνουν να επιτελέσουν διαφορετικό ρόλο

και να προσφέρουν διαφορετικές υπηρεσίες προς το κοινωνικό σύνολο

παρουσιάζουν διαφορετική στοχοθεσία και κουλτούρα

2. Η συμμετοχή στη σύνθεση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου με αποφασιστικό μάλιστα

ρόλο στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. και τα οποία αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης που θα

έπρεπε να παρέχεται.

61

3. Ο μη διαχωρισμός των εκπαιδευομένων σε τμήματα ανάλογα με την κατηγορία που

ανήκουν ( ΠΕ – ΤΕ – ΔΕ )

4. Η ύπαρξη στο πρόγραμμα εκπαίδευσης μαθημάτων που δεν εξετάζονται.

5. Η υποβάθμιση της πρακτικής άσκησης με τη βαθμολόγησης της και επομένως τη μη

συμμετοχή της στη διαμόρφωση του τελικού βαθμού του εκπαιδευομένου.

6. Η ανυπαρξία σοβαρών κυρώσεων για τους αποτυχόντες που από μόνη της είναι ικανή να

οδηγήσει στην απαξίωση από την πλευρά των εκπαιδευομένων ολόκληρου του

προγράμματος εκπαίδευσης.

Οι αδυναμίες και οι ελλείψεις αυτές καθιστούσαν εύλογη και επιβεβλημένη μια εκ

νέου προσπάθεια για τον επανασχεδιασμό ολόκληρου του συστήματος εκπαίδευσης. Αυτό

φαίνεται να συντελέστηκε μέσω του Π.Δ. 135/2006 και των ρυθμίσεων που αυτό εμπεριείχε,

όσο και της μεταγενέστερης αυτού Υπουργικής Απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών

(Αριθμ.70765/2008).

3.4 Το ισχύον σύστημα εκπαίδευσης του προσωπικού της Δημοτικής Αστυνομίας ( Π.Δ. 135/2006 – Υπ’ αριθμ. 70765/14-11-2008 Υπουργική Απόφαση)

3.4.1 Γενικά

Με την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 135/2006 μεταξύ άλλων καταργείται και το άρθρο 16

του Π.Δ. 23/2002 που αφορούσε την εκπαίδευση του ειδικού ένστολου προσωπικού της

Δημοτικής Αστυνομίας. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται πλέον από το άρθρο 10 του

ισχύοντος Προεδρικού Διατάγματος και εξειδικεύονται με την 70765/14-11-2008 Απόφαση

του Υπουργού Εσωτερικών.

Την βασικότερη καινοτομία του ισχύοντος συστήματος εκπαίδευσης αποτελεί η

διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10. Στη διάταξη αυτή ορίζεται πλέον ρητά ότι «οι

εκπαιδευόμενοι διορίζονται στους ΟΤΑ για τους οποίους έχουν προκηρυχθεί οι θέσεις

εφόσον έχουν αποφοιτήσει επιτυχώς από τις Σχολές Δημοτικής Αστυνομίας…». Με την

διάταξη αυτή επομένως η επιτυχής αποφοίτηση καθίσταται ουσιαστική προϋπόθεση

διορισμού και ως εκ τούτου αναβαθμίζεται ολόκληρο το προβλεπόμενο σύστημα

εκπαίδευσης καθώς πλέον παύει να αποτελεί για τους εκπαιδευομένους υπόθεση ρουτίνας ή

τυπική διαδικασία.

62

3.4.2 Σχολές Εκπαίδευσης – Διδακτικό Προσωπικό - Εκπαιδευτικό Συμβούλιο

Σύμφωνα με τα ισχύοντα, νέα δεδομένα, η εκπαίδευση των επιτυχόντων στο

διαγωνισμό για την πρόσληψη ειδικού ένστολου προσωπικού Δημοτικής Αστυνομίας

πραγματοποιείται με ευθύνη του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης

(ΕΚΔΔΑ) και συγκεκριμένα η αρμοδιότητα για τον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών

προγραμμάτων ανατίθεται στην Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΕΣΤΑ).

Στους Δήμους Πτολεμαΐδας και Τσοτυλίου του Νομού Κοζάνης και Κόνιτσας του

Νομού Ιωαννίνων ιδρύθηκαν με νεότερη διάταξη, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με τις

επωνυμίες « Σχολή Δημοτικής Αστυνομίας Πτολεμαΐδας», «Σχολή Δημοτικής Αστυνομίας

Τσοτυλίου», « Σχολή Δημοτικής Αστυνομίας Κόνιτσας» με έδρα την Πτολεμαΐδα. Το

Τσοτύλι και την Κόνιτσα αντίστοιχα. Μέσω τον σχολών αυτών παρέχεται η προβλεπόμενη

εκπαίδευση στο εκπαιδευόμενο προσωπικό το οποίο και κατανέμεται στις τρεις αυτές Σχολές.

Όσον αφορά το εκπαιδευτικό προσωπικό, ορίζεται ότι η εκπαίδευση παρέχεται από

εκπαιδευτές του μητρώου του ΕΚΔΔΑ. Ωστόσο, και για θεματικές ενότητες που δεν

καλύπτονται από τους εκπαιδευτές του μητρώου, επιλέγονται οι εκπαιδευτές από το

Εκπαιδευτικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Διοικητή της οικείας σχολής, ο οποίος και

ανήκει στο ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ.

Προβλέπεται επίσης η συγκρότηση ενιαίου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου το οποίο και

ασκεί τις περιγραφόμενες στο σώμα της απόφασης αρμοδιότητες και οι οποίες αφορούν

βασικά θέματα της εκπαίδευσης (λ.χ. εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εκπαιδευτές, συγγράμματα,

κανονισμό σπουδών, πειθαρχικές αρμοδιότητες) . Η σύνθεση του όμως εμφανίζεται

διαφορετική σε σχέση με εκείνο του προϊσχύοντος Προεδρικού Διατάγματος. Αυτό

απαρτίζεται από:

I. Δύο εκπροσώπους της ΕΣΤΑ

II. Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οργάνωσης και Λειτουργίας των ΟΤΑ του

Υπουργείου Εσωτερικών

III. Έναν εκπρόσωπο του Υπ. Εσωτερικών αρμοδιότητας του Αρχηγείου Ελληνικής

Αστυνομίας

IV. Τον Διοικητή καθεμιάς από τις Σχολές Εκπαίδευσης

V. Έναν εκπρόσωπο της ΚΕΔΚΕ

63

VI. Έναν εκπρόσωπο των εκπαιδευομένων των οικείων σχολών εκπαίδευσης, ο οποίος

έλαβε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

Από αυτούς, πρόεδρος ορίζεται ένας από τους εκπροσώπους της ΕΣΤΑ και ο οποίος

αναπληρώνεται από τον Διευθυντή Οργάνωσης και Λειτουργίας των ΟΤΑ.

3.4.3 Η Εκπαίδευση: Διάρκεια - Τομείς – Πρόγραμμα

Όπως ορίζεται στην ίδια την Υπουργική Απόφαση, «..η εκπαίδευση αποσκοπεί να

αναπτύξει τις ψυχικές, πνευματικές και σωματικές ικανότητες των εκπαιδευομένων και να

δώσει σ’ αυτούς την επαγγελματική κατάρτιση που είναι αναγκαία για να ανταποκριθούν

στην αποστολή τους.» Η διάρκεια της εκπαίδευσης εμφανίζεται μειωμένη σε σχέση με το

προηγούμενο καθεστώς. Σύμφωνα με το ισχύον η διάρκεια προσδιορίζεται στους 6 μήνες, εκ

των οποίων οι 4 μήνες περιλαμβάνουν θεωρητική εκπαίδευση ενώ οι υπόλοιποι 2 πρακτική

άσκηση.

Σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, προβλέπεται η δημιουργία

τμημάτων σπουδαστών ανάλογα μ την κατηγορία που ανήκουν, ενώ τα μαθήματα που

διδάσκονται ανά κατηγορία είναι:

Α) ΚΥΚΛΟΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (ΠΕ – ΤΕ )11

1. Στοιχεία Δικαίου

Εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου

Συνταγματικό

Διοικητικό

Αστικό

Ποινικό

2. Οργάνωση και λειτουργία των ΟΤΑ- Δημοτική Αστυνομία ( Αρμοδιότητες, σχέση με

άλλες Ελεγκτικές αρχές και σώματα)

3. Ποινική Δικονομία και πρακτικές εφαρμογές

4. Συνθετικές Εφαρμογές Δικαίου – μελέτη περιπτώσεων – προσομοιωτικά σενάρια

5. Θέματα τροχαίας

6. Διοίκηση και Ανθρώπινο Δυναμικό

7. Εργαστήριο κοινωνικών θεμάτων

ΑΜΕΑ

11 Ο κύκλος της βασικής εκπαίδευσης είναι κοινός για όλες τις κατηγορίες (ΠΕ – ΤΕ – ΔΕ )

64

Κοινωνική ένταξη και επανένταξη

Τρίτη ηλικία

Εθελοντισμός – ΜΚΟ

Πρώτες βοήθειες

8. Στοιχεία ψυχολογίας

9. Πολιτική προστασία – ρόλος της Δημοτικής Αστυνομίας

10. Αυτοάμυνα – αυτοπροστασία

11. περιβάλλον – βιώσιμη τοπική ανάπτυξη

Β) ΚΥΚΛΟΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ (ΔΕ): Ισχύουν όλα όσα αφορούν τις κατηγορίες

ΠΕ και ΤΕ.

Γ) ΚΥΚΛΟΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Στον δεύτερο κύκλο οι εκπαιδευόμενοι εξέρχονται της Σχολής Εκπαίδευσης και

πραγματοποιούν πρακτική εκπαίδευση σε Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και σε

υπηρεσίες της Δημοτικής Αστυνομίας Πρωτοβάθμιων ΟΤΑ. Τόσο οι υπηρεσίες πρακτικής

όσο και το πρόγραμμα αυτής καθορίζονται από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Χαρακτηριστικό

είναι ότι κατά τη διάρκεια της πρακτικής και σε συγκεκριμένο χρόνο που καθορίζεται από το

Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, υποβάλλεται από τον εκπαιδευόμενο έκθεση έκτασης 2.500 λέξεων

για το περιεχόμενο της πρακτικής και η οποία αξιολογείται κατά τα οριζόμενα στην υπ’

αρίθμ. 1009/23-01-2009 απόφαση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.

3.4.4 Εξετάσεις – αποτελέσματα εκπαίδευσης

Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και με την ολοκλήρωση του κάθε μαθήματος, οι

εκπαιδευόμενοι υποβάλλονται σε εξετάσεις αξιολόγησης. Αντίστοιχες εξετάσεις μπορούν να

πραγματοποιηθούν και σε οποιαδήποτε φάση του βασικού κύκλου κατά την κρίση του

οικείου διδάσκοντα. Τα θέματα των εξετάσεων ορίζονται από τους εκπαιδευτές του κάθε

μαθήματος και επικυρώνονται από τον Διοικητή της Σχολής. Για το μάθημα όμως της

Αυτοάμυνας και της Αυτοπροστασίας οι εξετάσεις δεν είναι γραπτές αλλά γίνονται βάσει

ειδικού προγράμματος πρακτικής δοκιμασίας με ασκήσεις και εφαρμογές.

Σχετικά με τη σειρά αποφοίτησης, αυτή καθορίζεται από τον τελικό βαθμό

αποφοίτησης, ο οποίος συντίθεται από:

65

Τον βαθμό του κύκλου βασικής εκπαίδευσης με συντελεστή 40 %

Τον βαθμό του κύκλου πρακτικής εκπαίδευσης με συντελεστή 60%

Με βάση τον τελικό βαθμό οι εκπαιδευόμενοι θεωρούνται:

Αριστούχοι ( βαθμός αποφοίτησης μεγαλύτερος ή ίσος του 8,5)

Επιτυχόντες (βαθμός μεγαλύτερος ή ίσος του 5)

Αποτυχόντες ( με μέσο όρο βαθμολογίας μικρότερο του 5 ή όταν

συγκεντρώσουν κατά τις τακτικές δοκιμασίες κάτω τις βάσεως του 5 σε δύο ή

περισσότερα μαθήματα ή όταν συγκεντρώσουν βαθμολογία πρακτικής κάτω

του 5 )

66

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΔΗΜΟΥ ΤΡΙΚΚΑΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ

4.1 Γενικά χαρακτηριστικά - οργανόγραμμα

Με βάσει τον ΟΕΥ του Δήμου Τρικκαίων έχει συσταθεί Δημοτική Αστυνομία, η

οποία και λειτουργεί ως αυτοτελής υπηρεσία. Είναι οργανωμένη σε επίπεδο Διεύθυνσης ενώ

το προσωπικό της κατατάσσεσαι σε κατηγορίες όλων των κλάδων ( ΠΕ – ΤΕ – ΔΕ) σε

οργανικές θέσεις σύμφωνα με τον ΟΕΥ του Δήμου.

Η Διεύθυνση περαιτέρω διαιρείται σε 3 επιμέρους τμήματα:

Τμήμα ελέγχου κυκλοφορίας και στάθμευσης με προϊστάμενο τμήματος Δημοτικό

Αστυνομικό κλάδου ΔΕ

Τμήμα ελέγχου καθαριότητας, περιβάλλοντος και αισθητικής με προϊσταμένη

τμήματος Δημοτική Αστυνομικό κλάδου ΔΕ επίσης.

Τμήμα ελέγχου καταστημάτων, υπαιθρίων δραστηριοτήτων και κοινοχρήστων χώρων.

Στο τμήμα αυτό δεν υπάρχει προϊστάμενος αλλά συνδιοικείται από τη Διευθύντρια

της υπηρεσίας και από τους δύο τμηματάρχες των άλλων τμημάτων.

Εκτός από την Διευθύντρια και τους δύο τμηματάρχες, προβλέπεται επίσης θέση

υποδιευθυντή καθώς και η δυνατότητα σύστασης ιδιαίτερου γραφείου Διοικητικής

Υποστήριξης.

Αναφορικά με τις οργανικές θέσεις οι οποίες προβλέπονται από τον Οργανισμό, αυτές

ανέρχονται συνολικά σε 48 και καταμερίζονται μεταξύ όλων των κατηγοριών ως εξής:

Α) Κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης ( ΠΕ): Αριθμός θέσεων έξι ( 6 )

Β) Κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ( ΤΕ): Αριθμός θέσεων ( 5 )

Γ) Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ( ΔΕ ): Αριθμός θέσεων τριάντα επτά ( 37)

4.2. Υφιστάμενη κατάσταση – προσωπικό

Με βάση τα στοιχεία της υπηρεσίας, στη Δημοτική Αστυνομία του Δήμου Τρικκαίων

υπηρετούν συνολικά 24 Δημοτικοί Αστυνομικοί. Από αυτούς 5 ανήκουν στην κατηγορία ΠΕ,

67

3 στην κατηγορία ΤΕ και οι υπόλοιποι 16 στην κατηγορία ΔΕ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι 10

εκ των υπηρετούντων ως ειδικό ένστολο προσωπικό κατηγορίας ΔΕ τυγχάνουν ήδη

πτυχιούχοι ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά συμμετείχαν στην τελευταία

προκήρυξη ως υποψήφιοι της κατηγορίας ΔΕ.

Από αυτούς τους 24 συνολικά εν ενεργεία Δημοτικούς Αστυνομικούς, 12 είναι άνδρες

( 50% ) και 12 γυναίκες, ενώ 3 καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία της υπηρεσίας

( 1 Διευθύντρια και 2 ως προϊστάμενοι τμήματος). Οι υπόλοιποι υπηρετούν κανονικά ως

ειδικό ένστολο προσωπικό χωρίς ωστόσο ακόμη να έχει γίνει κάποια κατανομή τους σε

τμήμα.

4.3. Αρμοδιότητες – συνεργασία με άλλες αρχές.

Εφόσον η Δημοτική Αστυνομία του συγκεκριμένου Δήμου στελεχώνεται με

προσωπικό λιγότερο των 50 ατόμων, δεν ασκεί όλες τις προβλεπόμενες εκ του νόμου

αρμοδιότητες αλλά μόνο εκείνες που ορίζει η παρ.3 περ. β του άρθρου 1 του Ν.

3731/2008.(Βλ. σχετικά και 1ο κεφάλαιο). Οι λοιπές αρμοδιότητες που δεν ασκούνται από τη

Δημοτική Αστυνομία παραμένουν ως αρμοδιότητες της ΕΛ.ΑΣ. η οποία και εξακολουθεί να

τις ασκεί κανονικά.

Σχετικά με το ζήτημα της συνεργασίας της Δημοτικής Αστυνομίας με άλλες αρχές, θα

πρέπει να παρατηρηθεί ότι σε γενικές γραμμές, το επίπεδο των σχέσεων αυτών θα μπορούσε

να κριθεί ως ικανοποιητικό, χωρίς ωστόσο αυτό να αποκλείει και ήδη υπάρχοντα περιθώρια

βελτίωσης. Έτσι , και σε επίπεδο Δήμου, υπάρχει μια αρμονική συνεργασία σε όλα τα

επίπεδα και καθημερινή επικοινωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Δήμου. Εκείνο όμως το

οποίο χρειάζεται να γίνει είναι η επίτευξη μιας πιο άμεσης επικοινωνίας και με τον αρμόδιο

για θέματα Δημοτικής Αστυνομίας Αντιδήμαρχο, γεγονός που θα βοηθούσε στην καλύτερη

λειτουργία και δράση της υπηρεσίας.

Επιπλέον και προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά η υπηρεσία της

Δημοτικής Αστυνομίας καθίσταται αναγκαία και η συνεργασία που υπάρχει και με την

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και πιο συγκεκριμένα με την Δ/νση εμπορίου και τα αρμόδια

κλιμάκια ελέγχου με τα οποία και συνεργάζονται αναφορικά με τον έλεγχο των λαϊκών

αγορών και του υπαίθριου εν γένει εμπορίου. Επίσης ως καλού επιπέδου μπορεί να

χαρακτηριστεί και η σχέση συνεργασίας που υπάρχει και με την Δ/νση Τροχαίας, καθώς δεν

68

θα ήταν διαφορετικά εφικτή η από κοινού άσκηση αρμοδιοτήτων που σχετίζονται με την

στάθμευση των τροχοφόρων οχημάτων εντός των ορίων της πόλεως.

Τέλος σε διαρκή επαφή κυρίως μέσω των υπηρεσιών του διαδικτύου βρίσκεται και με

την κεντρική Διοίκηση και με το Υπουργείο Εσωτερικών. Εκείνο όμως που στην πράξη

δυσχεραίνει την αποσαφήνιση αμφιλεγόμενων ζητημάτων και κυρίως ζητημάτων που

αφορούν την έκταση αρμοδιοτήτων και τον τρόπο άσκησης αυτών, είναι η πρακτική που

ακολουθείται αναφορικά με την υποβολή ερωτήματος για συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτό που

σήμερα εφαρμόζεται είναι η τακτική της υποβολής του ερωτήματος όχι απευθείας στο

αρμόδιο Υπουργείο, αλλά μέσω της αποκεντρωμένης Περιφέρειας. Αυτή η πρακτική έχει ως

αποτέλεσμα μια χρονική καθυστέρηση απάντησης και κατά συνέπεια μια αργοπορία δράσης

από την πλευρά της ίδιας της υπηρεσίας.

4.4. Πρόσληψη και εκπαίδευση του προσωπικού

Το ειδικό ένστολο προσωπικό που σήμερα υπηρετεί στην εν λόγω Δημοτική

Αστυνομία δεν προήλθε κατόπιν προσλήψεως δυνάμει μίας και μόνο προκήρυξης. Σύμφωνα

με τα αρχεία που τηρούνται στην υπηρεσία, στην τότε Ειδική Υπηρεσία του Δήμου, και πιο

συγκεκριμένα το 1989 προσελήφθησαν αρχικά τέσσερα άτομα. Μία δεκαετία αργότερα, το

αρχικό αυτό προσωπικό ενισχύεται με την πρόσληψη άλλων δύο ατόμων, τα οποία

προσελήφθησαν κατόπιν γραπτού διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. για την πλήρωση θέσεων

σχετικής προκήρυξης, εκ των οποίων ένα μικρό ποσοστό αφορούσε θέσεις και στην

Δημοτική Αστυνομία.

Η πρώτη όμως ουσιαστικά μεγάλη πρόσληψη σύμφωνα με τα νέα δεδομένα (ισχύον

καθεστώς) έλαβε χώρα μόλις δύο χρόνια πριν και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2008,

οπότε και ενισχύθηκε το προσωπικό της Δημοτικής Αστυνομίας με δεκαπέντε επιπλέον

άτομα. Τα υπόλοιπα τρία άτομα προήλθαν τα μεν δύο μέσω της διαδικασίας της μετάταξης

από Δημοτική Αστυνομία άλλου Δήμου το δε τρίτο δυνάμει του συστήματος προσλήψεως

κατά το Π.Δ.23/2002.

Ιδιαίτερα σημαντική επίσης για την πορεία και τη λειτουργία της Δημοτικής

Αστυνομίας του Δήμου κρίνεται η πρόσληψη επιπλέον δέκα ατόμων τα οποία συμμετείχαν

ως υποψήφιοι στην τελευταία προκήρυξη ( Μάρτιος 2010 ). Τα άτομα αυτά αναμένεται να

υπηρετήσουν κανονικά από τον Σεπτέμβριο του 2010 καθώς την περίοδο αυτή

69

παρακολουθούν την προβλεπόμενη εκ του νόμου εκπαίδευση στην Σχολή Δημοτικής

Αστυνομίας Τσοτυλίου.

Αναφορικά με την εκπαίδευση που έχει λάβει το εν ενεργεία προσωπικό της

υπηρεσίας, αυτή κρίνεται ως ένα βαθμό ικανοποιητική. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός

ότι η πλειοψηφία των Δημοτικών Αστυνομικών (15 άτομα) έχει λάβει εκπαίδευση στις

Σχολές Δημοτικής Αστυνομίας, και μάλιστα σύμφωνα με το ισχύον σύστημα όπως

προβλέπεται από το Π.Δ.135/2006, και το οποίο, όπως και σε προηγούμενο κεφάλαιο

αναφέρθηκε, θεωρείται πιο ολοκληρωμένο και αναβαθμισμένο ποιοτικά σε σχέση με το

προϊσχύον.

Αλλά και για το παλαιότερο προσωπικό που δεν είχε λάβει κάποια συγκεκριμένη

εκπαίδευση, υπήρξε από την πλευρά της πολιτείας ειδική μέριμνα για την εκπαίδευσή τους σε

μία εκ των υφισταμένων Σχολών ούτως ώστε να μην υστερούν σε σχέση με το υπόλοιπο

προσωπικό. Παρόλα αυτά, ως αρνητικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι αυτή η

δυνατότητα εκπαίδευσης, αν και σημαντική, δεν ήταν υποχρεωτική για όλους αλλά

στηρίζονταν αποκλειστικά σε εθελοντική βάση και δεν συνδυάζονταν και με κάποιο κίνητρο

το οποίο θα έδινε ώθηση στα ήδη υπηρετούντα άτομα να λάβουν την εκπαίδευση που τους

παρέχονταν.

4.5. Γενικά Συμπεράσματα – προτάσεις

Ολόκληρη η εξέλιξη του θεσμού της Δημοτικής Αστυνομίας και συνακόλουθα και η

εξέλιξη τόσο του συστήματος πρόσληψης και εκπαίδευσης του προσωπικού είχε σαν

επακόλουθο την δημιουργία μιας σημαντικής υπηρεσίας η οποία βρίσκεται διαρκώς κοντά

στον πολίτη και είναι σε θέση να «αφουγκραστεί» τα προβλήματα της πόλης και των

κατοίκων της.

Από την πλευρά των πολιτών, φαίνεται σταδιακά να γίνεται αντιληπτό ότι δεν

πρόκειται ασφαλώς για μια υπηρεσία αστυνόμευσης αλλά για ένα θεσμό ανθρωποκεντρικό,

με ανθρώπους που ζουν και κινούνται μέσα στην ίδια πόλη με εκείνους και οι οποίοι έχουν

διάθεση να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην άμβλυνση των προβλημάτων της

καθημερινότητας. Αποτέλεσμα αυτού είναι το γεγονός ότι στον Δήμο Τρικκαίων από το 2005

και μετά έχει παρατηρηθεί τόσο μια εμπέδωση αισθήματος εμπιστοσύνης προς την Δημοτική

Αστυνομία όσο και μια αύξηση των αιτημάτων των πολιτών προς αυτή για ζητήματα που

σχετίζονται με τις αρμοδιότητες τους. Αυτό φυσικά δεν ήταν κάποιο στιγμιαίο και παροδικό

70

αποτέλεσμα αλλά το επιστέγασμα μιας προσπάθειας αρκετών χρόνων τόσο από την πλευρά

του Δήμου όσο και από την πλευρά της πολιτείας για τη ρύθμιση όλων εκείνων των

ζητημάτων που σχετίζονταν με τον ίδιο τον θεσμό της Δημοτικής Αστυνομίας.

Η όποια όμως επιτυχία του θεσμού όπως επανειλημμένα έχει αναφερθεί συνδέεται και

με την επάρκεια του προσωπικού που τον στελεχώνει. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν

όλα τα συστήματα πρόσληψης και εκπαίδευσης που κατά καιρούς ίσχυσαν. Ως εκ τούτου και

ύστερα από την μελέτη των συστημάτων αυτών, όσο και την λειτουργία της ίδιας της

Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου που στο παρόν κεφάλαιο εξετάζεται, μπορούν να

εξαχθούν ορισμένα γενικά συμπεράσματα, τα οποία όμως δεν θα αφορούν μόνο την

Δημοτική Αστυνομία του συγκεκριμένου Δήμου αλλά τον ίδιο το θεσμό της Δημοτικής

Αστυνομίας γενικότερα.

4.5.1. Σύστημα Πρόσληψης

Είναι φανερό ότι κάθε πρόσληψη νέου προσωπικού, ανεξαρτήτως συστήματος,

γινόταν με κύριο μέλημα την επιλογής ατόμων ικανών τόσο από άποψη γνώσεων όσο και από

άποψη φυσικών και πνευματικών προσόντων. Εκείνο όμως που θεωρείται ως το πλέον

κατάλληλο σύστημα πρόσληψης δεν είναι άλλο από αυτό που μέχρι και αυτή τη στιγμή ισχύει

(Π.Δ.135/2006). Μέσω αυτού εισάγονται πλέον στην υπηρεσία άτομα ικανοποιητικού

μορφωτικού επιπέδου όχι μόνο λόγω των πτυχίων ανωτάτων σχολών που αυτά κατέχουν

αλλά και εξ’ αιτίας των γνώσεων που έχουν τόσο σε ξένες γλώσσες όσο και στην χρήση

Ηλεκτρονικών Υπολογιστών αλλά και γενικότερων πληροφοριακών και άλλων

τεχνολογικών συστημάτων και τα οποία έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην

αποτελεσματικότερη, αρτιότερη και ταχύτερη λειτουργία και δράση της υπηρεσίας.

Αυτό όμως που θα πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι αυτό το ποιοτικά, σε σχέση με το

παρελθόν, αναβαθμισμένο προσωπικό δεν προέρχεται αποκλειστικά και μόνο λόγω του

συγκεκριμένου συστήματος πρόσληψης αλλά και εξ’ αιτίας της συχνής πλέον πρακτικής να

καταλαμβάνονται προκηρυχθέισες θέσεις κατηγορίας ΔΕ από άτομα που είναι ήδη

πτυχιούχοι ΑΕΙ η ΤΕΙ. Αυτό εν πολλοίς οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι οι θέσεις που στην

πλειοψηφία τους προκηρύσσονται ανήκουν στην κατηγορία ΔΕ και αφετέρου στα αυξημένα

προσόντα που ζητούνται για τις κατηγορίες ΤΕ και ΠΕ κυρίως στο επίπεδο της γνώσης των

ξένων γλωσσών. Επιπλέον, και λόγω του συνεχώς αυξανόμενου ποσοστού ανεργίας, μεγάλη

μερίδα νέων πτυχιούχων ανωτάτων σχολών πλέον αναγκάζεται και στρέφεται σε

71

διαγωνισμούς οι οποίοι αφορούν κυρίως θέσεις προσωπικού ΔΕ, αφήνοντας την αξιοποίηση

των πτυχίων που ήδη έχουν μετά το πέρας της προβλεπόμενης εκ του νόμου οκταετίας από

τον διορισμό τους στο Δημόσιο τομέα.

Αυτό που θα μπορούσε να προταθεί είναι η ανάγκη αύξησης των θέσεων και των

υπολοίπων κατηγοριών πέρα από την κατηγορία ΔΕ, όπως επίσης και η αντικατάσταση της

πολύ καλής γνώσης της ξένης γλώσσας από καλή με επιπλέον μοριοδότηση της πολύ καλής

ή άριστης γνώσης όταν αυτή αποδεικνύεται από τα απαραίτητα πιστοποιητικά. Επιπλέον

σημαντική θα ήταν τόσο για το επίπεδο των υποψηφίων όσο και για την αντικειμενικότητα

του διαγωνισμού και μια γραπτή εξέταση των υποψηφίων σε μία προκαθορισμένη ύλη

μαθημάτων. Αυτό προαπαιτεί την διενέργεια κοινού ανά την επικράτεια διαγωνισμού και

επομένως μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερα δυσχερής. Ωστόσο,

λιγότερα προβλήματα θα μπορούσαν ίσως να δημιουργηθούν αν συνυπολογίζονταν στην

επιπλέον μοριοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 του Π.Δ.135/2006 η επίδοση των

υποψηφίων στο τεστ δεξιοτήτων του Α.Σ.Ε.Π. και το οποίο υπολογίζεται κανονικά στους

υπόλοιπους διαγωνισμός του Δημοσίου οι οποίοι διενεργούνται από την Ανεξάρτητη αυτή

Διοικητική Αρχή.

4.5.2. Σύστημα εκπαίδευσης

Αλλά και το θέμα της εκπαίδευσης του ειδικού ένστολου προσωπικού της υπηρεσίας

όπως ακριβώς σήμερα ισχύει, φαίνεται να συνεισέφερε με τη σειρά του αρκετά στην

γενικότερη λειτουργία της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα νεοδιοριζόμενα άτομα που έχουν

εκπαιδευτεί προηγουμένως στις Σχολές Δημοτικής Αστυνομίας παρουσιάζουν περισσότερα

πλεονεκτήματα σε σύγκριση με το παλαιότερο προσωπικό που δεν έχει λάβει κάποια

εκπαίδευση ή έστω έχει παρακολουθήσει κάποιο σχετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα,

περιορισμένης ωστόσο χρονικά έκτασης. Παρόλα αυτά κανένα σύστημα εκπαίδευσης δεν

είναι ικανό να προετοιμάσει πλήρως το προσωπικό ώστε αυτό με τη σειρά του να εργαστεί

και να λειτουργήσει χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Πάντα μένουν ζητήματα σε

εκκρεμότητα και τα οποία είναι δυνατόν να επιλυθούν και να ξεπεραστούν μόνο μέσα από

την καθημερινή πρακτική και επαφή με το αντικείμενο εργασίας σε συνθήκες πραγματικές

και όχι θεωρητικές καθώς η θεωρία σε αρκετές περιπτώσεις απέχει κατά πολύ από την πράξη.

72

Κάθε σύστημα ωστόσο, όσα θετικά στοιχεία και πλεονεκτήματα κι αν αυτό διαθέτει,

θα πρέπει να μένει ανοιχτό σε νέες τροποποιήσεις και προτάσεις. Επομ ένως, και σε ότι αφορά

το ισχύον σύστημα εκπαίδευσης οι προτάσεις αφορούν αλλαγές σε ορισμένα ζητήματα όπως:

Α) Την ενίσχυση της διδασκαλίας με επιπλέον διδακτικές ώρες σε ειδικότερα πρακτικά

ζητήματα που αφορούν την ίδια την Δημοτική Αστυνομία όπως:

Αρμοδιότητες ( έκταση και τρόπος άσκησης αυτών)

Διδασκαλία μαθημάτων που αναφέρονται στην ιδιαίτερη φύση και αποστολή της

υπηρεσίας

Β) Την αλλαγή του συστήματος πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων. Ειδικότερα

προτείνεται από τους δύο μήνες πρακτικής άσκησης που προβλέπεται στον νόμο, ο ένας

μήνας να γίνεται υποχρεωτικά σε κάποια Δημοτική Αστυνομία ούτως ώστε όλοι οι

εκπαιδευόμενοι να έχουν έλθει σε άμεση επαφή με την υπηρεσία την οποία θα κληθούν

να στελεχώσουν και κυρίως με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της. Κατά την

διάρκεια δε αυτού του μήνα να απασχολούνται με πλήρες ωράριο ενώ προτείνεται επίσης

να έχουν ως υπεύθυνο πρακτικής κάποιον εν ενεργεία Δημοτικό Αστυνομικό με τον οποίο

θα απασχολούνται σε καθημερινή βάση και σε πραγματικές συνθήκες εργασίας.

Είναι ωστόσο προφανές ότι για την υλοποίηση αυτής της πρότασης θα πρέπει

αφενός μεν να ολοκληρωθεί ο ίδιος ο θεσμός της Δημοτικής Αστυνομίας ο οποίος

βρίσκεται ακόμη σε μια πορεία διαρκούς εξέλιξης, και αφετέρου η δημιουργία Δημοτικής

Αστυνομίας σε περισσότερους Δήμους προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη

επάρκεια των υπηρεσιών υποδοχής των εκπαιδευομένων για την υλοποίηση της

πρακτικής τους άσκησης.

Είναι επίσης προφανές ότι οι ανάγκες σε επιμόρφωση των Δημοτικών

Αστυνομικών συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Η ανάγκη αυτή εκτός από την δυνατότητα

μετεκπαίδευσης που ο ίδιος ο νόμος δίνει, γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί και από τους

ίδιους τους ΟΤΑ μέσω της διοργάνωσης ειδικών σεμιναρίων που απευθύνονται

αποκλειστικά και μόνο σε Δημοτικούς Αστυνομικούς σε συνεργασία με ιδιωτικούς

φορείς. Αυτή όμως η προσπάθεια συνοδεύεται από μια σειρά σημαντικών

μειονεκτημάτων:

1. Τα έξοδα διοργάνωσης αυτών των σεμιναρίων βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο τον

Δήμο που τα διοργανώνει. Αυτό από μόνο του είναι σε θέση να υποβαθμίσει

ολόκληρη την προσπάθεια καθώς αρκετοί Δήμοι δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια

να διαθέτουν σημαντικά χρηματικά ποσά για τον σκοπό αυτό.

73

2. Οι ιδιωτικοί φορείς όσο και οι εισηγητές που αναλαμβάνουν να προσφέρουν τις

υπηρεσίες τους δεν περιβάλλονται από το κύρος που περιβάλλει τα Π.ΙΝ.ΕΠ. τα

οποία εδώ και πολλά χρόνια έχουν συνεισφέρει σημαντικά στο θέμα της

επιμόρφωσης των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.

3. Εφόσον ο φορέας που του ανατίθενται καθήκοντα επιμόρφωσης δεν είναι ενιαίος

αλλά διαφορετικός όχι μόνο σε επίπεδο περιφέρειας αλλά και σε επίπεδο Δήμων,

διασπάται ο ενιαίος χαρακτήρας της εκπαίδευσης καθώς υπάρχει κίνδυνος να

δίδονται διαφορετικές ερμηνείες σε ορισμένα όχι και τόσο ξεκάθαρα θέματα γύρω

από την εφαρμογή μιας διάταξης νόμου. Αποτέλεσμα είναι κάθε υπηρεσία Δημοτικής

Αστυνομίας να εφαρμόζει διαφορετικά μια διάταξη και ως εκ τούτου να

παρατηρούνται φαινόμενα ύπαρξης πολλαπλών ερμηνειών και προσεγγίσεων της

ίδιας κατά τα άλλα διάταξης ή ακόμα φαινόμενα άσκησης της ίδιας σύμφωνα με τον

νόμο αρμοδιότητας με διαφορετικό τρόπο.

Είναι επομένως πρόδηλη η ανάγκη διοργάνωσης ενιαίων ειδικών προγραμμάτων

μετεκπαίδευσης των Δημοτικών Αστυνομικών προκειμένου να διασφαλίζεται η ενότητα

της λειτουργίας της Δημοτικής Αστυνομίας και να αποφεύγονται φαινόμενα αυθαίρετων

και αβάσιμων ερμηνειών επί διαφόρων νομικών ζητημάτων (κυρίως σε θέματα

αρμοδιότητας) τα οποία διαστρεβλώνουν τη φύση του θεσμού και υποβαθμίζουν την

Δημοτική Αστυνομία στα μάτια των πολιτών.

4.5.3. Άλλες προτάσεις

Όλες ωστόσο οι προτάσεις για επιθυμητές αλλαγές τόσο σε θέματα πρόσληψης

όσο και σε ζητήματα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης, προκειμένου να έχουν κάποιο

απτό και άμεσο αποτέλεσμα, θα πρέπει να συνοδευτούν και από μια επιπλέον σειρά

προτάσεων που αφορούν την ίδια την Δημοτική Αστυνομία ως υπηρεσία αλλά και

άλλους φορείς που συνεργάζονται με αυτή (Αυτοδιοίκηση, Αποκεντρωμένη και

Κεντρική Διοίκηση ).

Οι προτάσεις αυτές συνοψίζονται στις ακόλουθες:

Α) Από πλευράς Κεντρικής Διοίκησης:

Μέριμνα για την ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας και

ειδικότερα μέριμνα για:

74

Κοινοποίηση προς όλες τις υπηρεσίες της Δημοτικής Αστυνομίας ανά την επικράτεια

ή τουλάχιστον δημοσίευση σε συγκεκριμένο ιστότοπο του διαδικτύου όλων εκείνων

των ερωτημάτων που κατά καιρούς αποστέλλονται από τις Δημοτικές Αστυνομίες της

Χώρας προς την Κεντρική Διοίκηση. Λόγω της ομοιότητας των ζητημάτων μια τέτοια

πρακτική θα συντελούσε στην αποσαφήνιση πολλών «γκρίζων» και αμφιλεγόμενων

ζητημάτων και θα μείωνε τόσο τον όγκο των ερωτημάτων που φθάνουν στο

Υπουργείο όσο και το χρόνο που κάθε φορά χρειάζεται να περάσει προκειμένου να

απαντηθεί για δεύτερη ή και τρίτη φορά το ίδιο ερώτημα.

Μέριμνα για την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης ενιαίων εντύπων όλων των

κατηγοριών τα οποία και χρησιμοποιεί η Δημοτική Αστυνομία καθημερινά κατά την

εκτέλεση των καθηκόντων της.

Β) Από πλευράς Δήμου:

Μέριμνα για ζητήματα συνεχούς εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των Δημοτικών

Αστυνομικών και μετά την αποφοίτηση τους από τις σχολές Δημοτικής Αστυνομίας

καθώς το θεσμικό και νομικό περιβάλλον διαρκώς μεταλλάσσεται και εξελίσσεται και

αναδύονται ζητήματα τα οποία δεν είναι δυνατόν να επιλύονται όλα από την Κεντρική

Διοίκηση της οποίας ο ρόλος θα πρέπει να είναι περισσότερο εποπτικός και

συντονιστικός.

Υποβολή αιτημάτων για ενίσχυση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού μέσω νέων

προσλήψεων. Αυτό καθίσταται περισσότερο επιτακτικό και αναγκαίο και εν όψει της

νέας Διοικητικής Μεταρρύθμισης που προωθείται μέσω του σχεδίου «Καλλικράτης»

και η οποία διευρύνει τα γεωγραφικά όρια των Δήμων και ως εκ τούτου και τα

γεωγραφικά όρια δράσης του προσωπικού της υπηρεσίας αυτής.

75

ΠΗΓΕΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Γιαβή Βασιλική, Πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ και Δημοτική Αστυνομία, Αθήνα 2009

2. Δοξαστάκης Ζαχαρίας, Οργάνωση και Λειτουργία της Δημοτικής Αστυνομίας, ( τόμοι

Α, Β, Γ,), Ηράκλειο 2005

3. Καραναστάσης Μάρκος, Η ερμηνεία του νέου ΔΚΚ κατ’ άρθρο, Αθήνα 1996

4. Καραναστάσης Μάρκος, Ο Νέος Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας – ερμηνεία κατ’

άρθρο – Νομολογία Ν. 3463/2006 ΦΕΚ Α΄ 114 / 2000 , Αθήνα 2006

5. Καραναστάσης Μάρκος, Δημοτική αστυνομία - οργάνωση και λειτουργία, Νομοθεσία

– Ερμηνεία, Αθήνα 2009

76

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Νόμοι

Νόμος της 27ης Δεκεμβρίου 1833 (άρθρα 91-96)

Ν. 1065/1980

Ν. 2503/1997

Ν. 2819/2000

Ν.3463/2006 ( Δ.Κ.Κ)

Ν. 3731/2008

Προεδρικά Διατάγματα

Π.Δ. 434/1982

ΠΔ 135/2006

Π.Δ. 410/1995

Π.Δ. 23/2002

Π.Δ.592/1984

Υπουργικές Αποφάσεις

Υπ’ αριθμ.70765/14-11-2008

Υπ’ αριθμ. ΟΙΚ 1471/2004

Αποφάσεις/ Γνωμοδοτήσεις ΣτΕ

Υπ’ αριθμ. 1934/1998 Απόφαση Ολομέλειας του ΣτΕ

Υπ’ αρίθμ. 126/2006 Γνωμοδότηση ΣτΕ

Άλλες Πηγές

Ο.Ε.Υ Δήμου Τρικκαίων

77

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ Π.Δ. 135/2006 Ν. 3731/2008