48
Συστημική σκέψη στην Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης Τα Μοντέλα των Karl Weick και James March Βαρβάρα Μασούρου – Αχιλλέας Ευθυμιόπουλος ISBN: 978-960-92931-1-2

Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

Embed Size (px)

DESCRIPTION

system

Citation preview

Page 1: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

Συστημική σκέψη στην Οργάνωση και Διοίκηση τηςΕκπαίδευσης

Τα Μοντέλα των Karl Weick και James March

Βαρβάρα Μασούρου – Αχιλλέας Ευθυμιόπουλος

ISBN: 978-960-92931-1-2

Page 2: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………………………………..3

2. ΣΥΣΤΗΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ…. .4

3. ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ KARL WEICK……...5

3.1 ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ…………………………………………5

3.2 ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ……………………………………………………………………6

3.3 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ…………………………………………………8

3.4 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ…………………………….............9

4. ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟΥ KARL WEICK………………..10

4.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ “ΧΑΛΑΡΗΣ ΣΥΖΕΥΞΗΣ” ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ WEICK……..12

4.2 Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ TOY KARL

WEICK ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ………………13

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………………………………………………………………...17

6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………………18

Page 3: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

3

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι κλασικοί θεωρητικοί των επιστημονικών προσεγγίσεων του μάνατζμεντ στη

θεωρία της οργανωσιακής επικοινωνίας βασίζονταν σε μια μηχανιστική μεταφορά.

Πίστευαν δηλαδή ότι μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τους οργανισμούς αν

τους συγκρίνουμε με μηχανές προβλέψιμης συμπεριφοράς που αποτελούνται από

αντικαταστάσιμα τμήματα. Οι μεταγενέστεροι όμως ερευνητές θεώρησαν ότι η

μεταφορά αυτή δεν ήταν επαρκής και διατύπωσαν την άποψη ότι οι οργανισμοί δεν

συμπεριφέρονται με προβλέψιμους, αναγωγικούς και μηχανιστικούς τρόπους.

Κατά την κλασσική άποψη (F. Taylor, Max Weber, Selznich κλπ.) τα κοινωνικά

συστήματα συνιστούν μια οντότητα που χαρακτηρίζεται από μια διαρθρωτική δομή

στηριζόμενη στις αρχές του καταμερισμού των έργων, από την γραφειοκρατική

οργάνωση και από την ιεραρχική συγκρότηση της εξουσίας, με σταθερές σχέσεις

αρμοδιότητας. Κατά τις αντιλήψεις των McGregor, Argyris, Leavitt ιδρυτές της

σχολής των ανθρωπίνων σχέσεων, μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στον ανθρώπινο

παράγοντα του συστήματος αναπτύσσοντας τις θεωρίες περί ηγεσίας (leadership),

υποκίνησης (motivation), συμμετοχικής διοίκησης και της ανθρώπινης συμπεριφοράς

(Luhmann, 1990)

H συστημική προσέγγιση ως θεώρηση των κοινωνικών οργανώσεων έχει επιφέρει

"επανάσταση" στη διοικητική επιστήμη όμοια με εκείνη που προκάλεσε ο Taylor με

την Επιστημονική Οργάνωση Εργασίας (Δεκλερής, 1986).

Ως σύστημα με την ευρεία έννοια μπορεί να ορισθεί κάθε εννοιολογική και φυσική

οντότητα η οποία αποτελείται από αλληλοσυνδεόμενα, ή αλληλεξαρτώμενα μέρη,

διατεταγμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται η επίτευξη συγκεκριμένου

σκοπού (Παρίτσης, 2003).

Οι σχέσεις μεταξύ των αλληλοεξαρτώμενων αυτών μερών, οι οποίες διατηρούν το

σύστημα ενεργό, συνιστούν την κοινωνική οργάνωση.

Η συστημική προσέγγιση ασχολείται βασικά με προβλήματα σχέσεων, προβλήματα

διαρθρώσεων, και αλληλεξαρτήσεων. Εστιάζεται στην αιτιότητα των σχέσεων, των

ιδιοτήτων, και των αναδυόμενων ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν την δομή και

λειτουργία του συστήματος. Στο πλαίσιο της συστημικής προσέγγισης

χρησιμοποιείται η ολιστική μεθοδολογία όπου η σύνθεση προηγείται της ανάλυσης.

Page 4: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

4

2. ΣΥΣΤΗΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πολλές θεωρίες σχετικές με την οργανωσιακή επικοινωνία βασίστηκαν σε

συστημικές έννοιες, περιλαμβανομένων της συστημικής θεωρίας του δομικού

λειτουργισμού των Farace, Monge & Russell, (1977), της κοινωνικοτεχνικής

συστημικής θεωρίας του Trist (1969) και της συστημικής θεωρίας οργάνωσης της

πληροφορίας του Karl Weick (1976).

Η μελέτη των συστημάτων υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από τους θεωρητικούς της

οργάνωσης. Η εφαρμογή της συστημικής σκέψης που είχε ίσως τη μεγαλύτερη

επίδραση στην οργανωσιακή διαδικασία εμφανίστηκε το 1966 με το έργο των Katz &

Kahn, “Η Κοινωνική Ψυχολογία των Οργανισμών”. Η κεντρική ιδέα του έργου τους

προσανατολίζεται στην ανάγκη που έχουν οι οργανισμοί να αντιμετωπιστούν ως

σύνθετα ανοικτά συστήματα που χρειάζονται την αλληλεπίδραση μεταξύ των

υποσυστημάτων τους και την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.

Ένα επίσης σημαντικό έργο της συστημικής σκέψης που είχε μεγάλη εφαρμογή στην

οργανωσιακή διαδικασία είναι αυτό του Τhompson. Ήταν πρωτοποριακό, αφορούσε

τη δομολειτουργική ανάλυση των επικοινωνιακών διαδικασιών μέσα στους

οργανισμούς και είχε τίτλο “Οργανισμοί σε δράση”(1967).

Οι Farace, Monge και Rusell το 1977 επικεντρώνονται στη φύση της “ιεραρχικής

διάταξης” των οργανισμών και μεταφέρουν αυτή τη βασική ιδιότητα των

πολύπλοκων συστημάτων στην οργανωσιακή επιστήμη με το έργο τους “Επικοινωνία

και Οργάνωση”.

Η έρευνα του Karl Weick και ειδικά τα βιβλία του “Κοινωνική Ψυχολογία της

οργάνωσης” (1979) και “Το νόημα στους οργανισμούς” (1995) είχαν βαθιά επίδραση

στην οργανωτική θεωρία και στην οργανωσιακή επικοινωνία

Οι δεκαετίες του ’60 και ’70 χαρακτηρίστηκαν από τον έντονο προσανατολισμό στη

συστημική μεταφορά ως τρόπου κατανόησης των διαδικασιών της συμπεριφοράς και

της επικοινωνίας στους οργανισμούς.

Page 5: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

5

3. ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ KARL WEICK

Ο Karl Weick αξιοποιεί μια σειρά θεωριών από διαφορετικά επιστημονικά πεδία για

να αναπτύξει τις δικές του θέσεις και να αναλύσει τον τρόπο πραγματοποίησης της

διαδικασίας της οργάνωσης μέσα στους πολύπλοκους οργανισμούς. Τα επιστημονικά

πεδία που αποτελούν τα θεμέλια της θεωρίας του Weick είναι η Γενική Θεωρία των

Συστημάτων του Von Bertalanffy, η θεωρία της Εξέλιξης των ειδών του Darwin, η

Θεωρία της πληροφορίας των Weaver και Shannon και η επιστήμη της

Κυβερνητικής.

3.1 ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

H “Γενική Θεωρία Συστημάτων” λειτούργησε προς αντίθετη φορά από την

αναλυτική σκέψη, αλλά και συμπληρωματικά με αυτήν. To πρωταρχικό της

ενδιαφέρον εκδηλώθηκε για αυτό που ονόμαζε ο Von Bertalanffy “Ανοικτά

Συστήματα”, όπως είναι τα ζωντανά συστήματα, τα οποία λαμβάνουν ύλη, ενέργεια

και πληροφορίες από το περιβάλλον, τις επεξεργάζονται, τις χρησιμοποιούν για να

αναπαράγουν τον εαυτό τους και κατόπιν αποβάλλουν ή εκπέμπουν ένα μέρος από

αυτές προς τα έξω. Από τη θεωρία αυτή δόθηκε έμφαση σε αυτή την αλληλεπίδραση

με το περιβάλλον, η οποία είναι πολύ σημαντική για την επιβίωση και την εξέλιξη

των ζωντανών συστημάτων.

O Von Bertalanffy σκέφτηκε διαφορετικά, αντίθετα και συμπληρωματικά προς την

κατεύθυνση των απόψεων του Descartes, ο οποίος είχε ενθαρρύνει το διαχωρισμό

των επιστημών. Ο Von Bertalanffy εργάστηκε προς την ενοποίηση της επιστήμης.

Στο πλαίσιο αυτό, αναζήτησε γενικούς νόμους που να διέπουν πολλά φαινόμενα

διαφορετικής φύσης, όπως τα βιολογικά και τα κοινωνικά. Αναζήτησε μια κοινή

γλώσσα, καθώς και κοινές έννοιες και αρχές που να διέπουν διαφορετικές ομάδες

φαινομένων, έτσι ώστε οι ίδιες αρχές που μπορεί να ισχύουν για καθαρά βιολογικά

φαινόμενα, να ισχύουν και για τη συμπεριφορά του ανθρώπου και κατά αναλογία και

για τα κοινωνικά φαινόμενα (Bertalanffy, 1972).

Page 6: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

6

3.2 ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ

Ο όρος προέρχεται από την πλατωνική λέξη “κυβερνήτης” και αναφέρεται στην

τέχνη της διακυβέρνησης. Σήμερα, βέβαια, έχει διασπαστεί σε περισσότερες

επιστήμες και εφαρμογές, όπως της Ρομποτικής, της επιστήμης της Πληροφορίας, της

επιστήμης των Συστημάτων κλπ

Έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί που σημασιολογικά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο

Norbert Wiener, πατέρας της σύγχρονης Κυβερνητικής, την ορίζει το 1948, ως “το

πεδίο της θεωρίας που ασχολείται με τη διεύθυνση και την επικοινωνία είτε στις

μηχανές, είτε στα ζώα και τους ανθρώπους”. Όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος, δε

γνώριζε την πλατωνική λέξη, αλλά ονόμασε έτσι την επιστήμη του από την αγγλική

λέξη governor, όταν αυτή αποδιδόταν στους ρυθμιστές μηχανών και οδηγούς τρένων.

Ο ορισμός του Wiener ξεπεράστηκε από τις εξελίξεις, ειδικά όταν η Κυβερνητική

επεκτάθηκε σε πολλά άλλα πεδία και κυρίως στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών.

Την περίοδο 1945-1960, που είναι η περίοδος της κλασικής κυβερνητικής ή, όπως

αργότερα ονομάσθηκε αλλιώς από τον von Foerster «κυβερνητική πρώτης τάξης,»

τίθενται τα θεμέλια της νέας αυτής επιστήμης. Τότε, σχηματίστηκε το διεπιστημονικό

σώμα ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης ορισμένων πολύπλοκων προβλημάτων. Το

γενικό χαρακτηριστικό της κυβερνητικής προσέγγισης είναι ότι από κοινού

άνθρωποι, ζώα και μηχανές θεωρούνται πως αποτελούν τους κοινούς παρανομαστές,

δηλαδή, τους δράστες ή πρωταγωνιστές, οι οποίοι συγκροτούν βρόγχους

ανατροφοδότησης, επικοινωνούν μεταξύ τους με μια διαρκή ροή μεταβιβαζόμενων

μηνυμάτων κι αναπτύσσουν συμπεριφορές επιδίωξης σκοπών. Στο πρακτικό επίπεδο,

η κυβερνητική πρώτης τάξης δίνει έμφαση και προτεραιότητα στην επιστήμη και την

τεχνολογία των συστημάτων ελέγχου, τα οποία στηρίζονται στην έννοια της

ανατροφοδότησης. Γενικώς, με την έννοια αυτή περιγράφεται η ροή της

πληροφορίας, που επανέρχεται στην πηγή της σε μια κυκλική αιτιώδη διεργασία,

στην οποία η έξοδος του συστήματος επιστρέφεται στην είσοδό του σχηματίζοντας

έναν βρόγχο, όπου ενδεχομένως να ενέχονται και άλλα συστήματα. Ειδικότερα, στην

περίοδο αυτή της κυβερνητικής πρώτης τάξης, το ενδιαφέρον στρέφεται σε βρόγχους

αρνητικής ανατροφοδότησης, δηλαδή, ανατροφοδότησης μείωσης της απόκλισης ή

του λάθους, στους οποίους η απόδοση ή η έξοδος του συστήματος συγκρίνεται πρώτα

με κάποια προκαθορισμένη επιθυμητή τιμή και στη συνέχεια ενεργοποιείται κάποια

διόρθωση για την ελάττωση της απόκλισης από τον προδιαγεγραμμένο στόχο.

Page 7: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

7

Το 1970 κατά την διάρκεια της συνάντησης της Αμερικανικής Εταιρείας

Κυβερνητικής στην Φιλαδέλφεια, ο Heinz Von Foerster επιχείρησε να ξαναστρέψει

την προσοχή στα αρχικά ενδιαφέροντα που είχαν οδηγήσει στην θεμελίωση της

κυβερνητικής. Στην εργασία του, με τίτλο “Η Κυβερνητική της Κυβερνητικής” (Von

Foerster, 1981), έκανε την διάκριση μεταξύ της κλασικής κυβερνητικής, από αυτήν

που ονόμασε “κυβερνητική δευτέρας τάξης” και την περιέγραψε σαν “κυβερνητική

των συστημάτων που παρατηρούν.”

Ενώ η κυβερνητική πρώτης τάξης έδινε έμφαση σε μηχανισμούς αρνητικής

ανατροφοδότησης, δηλαδή, ανατροφοδότησης μείωσης της απόκλισης, η

κυβερνητική δευτέρας τάξης στράφηκε προς τους μηχανισμούς της θετικής

ανατροφοδότησης ή ανατροφοδότησης αύξησης της απόκλισης. Στην περίπτωση

θετικής ανατροφοδότησης, καθώς η έξοδος του συστήματος επιστρέφει στην είσοδο,

αυξάνεται η απόκλιση από μια τιμή σύγκρισης με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιείται

συνεχώς η κατάσταση του συστήματος, έτσι ώστε αυτό είτε να αποδομείται και να

διαλύεται πλήρως ή να αναδομείται και να αναδιαμορφώνεται σε μια νέα κατάσταση,

όπως γίνεται στην περίπτωση της μορφογένεσης.

Στην κυβερνητική πρώτης τάξης τα συστήματα συμπεριφέρονται σαν ετερόνομες

μονάδες που αλληλεπιδρούν με μια αναπαραστασιακή λογική αντιστοιχήσεων.

Αντίθετα, τα συστήματα της κυβερνητικής δευτέρας τάξης συγκροτούν αυτόνομες

μονάδες και καθορίζονται από μια εσωτερική σε αυτά δυναμική, σύμφωνα με μια

λογική όχι αναπαράστασης αλλά συνοχής. Επομένως, τα συστήματα αυτά έχουν μια

δική τους κλειστή οργάνωση και συγκρότηση συνοχής, είναι, δηλαδή, αυτο-

οργανωμένα και, στον βαθμό που ενσωματώνεται και η ίδια η πράξη της

παρατήρησης μέσα στην περιγραφή τους, γίνονται αυτο-ποιητικά και αυτο-

αναφερόμενα.

Η ιδιαιτερότητα της Κυβερνητικής εντοπίζεται στη διεπιστημονική της δράση, αφού

ένα πλήθος επιστημόνων και ερευνητών από όλα σχεδόν τα πεδία δράσης

επιστρατεύτηκαν για να συνεισφέρουν στη γέννησή της. Τα Μαθηματικά, η Φυσική,

η Βιολογία , η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία ήταν μερικές μόνο από αυτές τις

επιστήμες που διαμόρφωσαν ένα κοινό πλαίσιο, πάνω στο οποίο βασίστηκε ένα

πλήθος θεωριών και συμπερασμάτων. Ίσως η μεγαλύτερη προσφορά της

Κυβερνητικής στην ανθρώπινη γνώση είναι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητά της. Από

την αυστηρή εξειδίκευση και τον κατακερματισμό της ανθρώπινης νόησης, φάνηκε

ξαφνικά η ανάγκη συνεργασίας και διεπιστημονικής προσέγγισης. Αυτή η

Page 8: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

8

πνευματική επανάσταση ήταν που εισήγαγε την Κυβερνητική στην Τρίτη φάση της

εξέλιξης της συστημικής σκέψης.

3.3 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

Η μαθηματική Θεωρία της Πληροφορίας των Shannon και Weaver, προσπάθησε να

οριοθετήσει την έννοια της πληροφορίας που αποτελούσε πάντοτε ένα ακανθώδες

πρόβλημα για τον άνθρωπο (Shannon & Weaver, 1949). Στη θεωρία αυτή γίνεται

λόγος για πρώτη φορά για μια μονάδα μέτρησης της πληροφορίας, το δυαδικό ψηφίο,

το binary digit, που συντμήθηκε αργότερα από επιστήμονες του χώρου αρχικά σε

binit και στη συνέχεια στο γνωστό μας bit. Το θέμα ήταν αν η πληροφορία έπρεπε να

ορισθεί μόνο σαν μαθηματική έννοια, χωρίς καμιά αναφορά στα νοήματα, που

δημιουργεί στον άνθρωπο, ή αν έπρεπε να συνδεθεί με τα νοήματα, με τα οποία την

καταλάβαινε κανείς. Δυο ήταν οι βασικές συμβολές της θεωρίας της πληροφορίας: η

πρώτη ήταν η πληροφορία οριζόταν ως μαθηματική έννοια, ανεξάρτητα από το

νόημά της και η δεύτερη η προσπάθεια βελτιστοποίησης της μεταβίβασης του

μηνύματος μέσω καναλιών επικοινωνίας.

Η Θεωρία της Πληροφορίας που διατύπωσε ο CΙaude Shannοn ξεκίνησε την ψηφιακή

επανάσταση που οδήγησε στην ανάμειξη στην εδραίωση νέων μέσων επικοινωνίας,

μεταξύ των οποίων και το Διαδίκτυο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για να λυθούν γρίφοι

σε γνωστικούς τομείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο η πληροφορική, η

γενετική μηχανική, τα νευρωνικά συστήματα, η γλωσσολογία, η φωνητική, η

ψυχολογία και τα οικονομικά Μεταξύ άλλων άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του

Χάους και έφερε το Διάστημα πιο κοντά στον άνθρωπο. Από τη στιγμή ωστόσο που

διατύπωσε τα θεωρήματά του, η Φύση δεν μπορούσε πια να αντιμετωπιστεί μόνο σαν

ύλη και ενέργεια. Μία τρίτη συνιστώσα προστέθηκε στην προσπάθεια εξήγησης του

κόσμου: η πληροφορία.

Page 9: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

9

3.4 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ

Η θεωρία της εξέλιξης και η θεωρία της σταδιακής υλοποίησης που διατύπωσε ο

Darwin δηλώνουν ότι ο έμβιος κόσμος δεν παραμένει αναλλοίωτος, αλλά

μεταβάλλεται σταδιακά. Αυτό τεκμηριώνεται, τόσο με την καταγραφή μικρών

μεταβολών σε σύντομο χρονικό διάστημα, όσο και με την εξέταση απολιθωμάτων

που καλύπτουν τεράστια, σε σχέση με τη ζωή των ανθρώπων, χρονικά διαστήματα.

O Weick επικεντρώνεται στο επιστημονικό συμπέρασμα του Darwin που αποτελεί

μια από τις τέσσερις υποθεωρίες της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών και ονομάζεται

η θεωρία της φυσικής επιλογής. Σύμφωνα με αυτή σε ένα “αγώνα επιβίωσης” που

εξελίσσεται μεταξύ των ατόμων κάθε είδους, αλλά και μεταξύ των ειδών, επιβιώνουν

εκείνα τα άτομα που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στις απαιτούμενες συνθήκες

πληροφορίας.

ΘΕΩΡΙΑΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

KARL WEICK

ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ

NORBERT WIENER

ΘΕΩΡΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

VON BERTALANFFY

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

SHANNON & WEAVER

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣΤΩΝ ΕΙΔΩΝ

CHARLES DARWIN

Page 10: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

10

4. ΘΕΩΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΟΥ KARL WEICK

Ο Karl Weick θεωρείται ένας από τους

πρωτοπόρους συστημικούς επιστήμονες στο πεδίο

των Οργανωσιακών σπουδών. Έχει κατορθώσει με

το πλούσιο διεπιστημονικό έργο του να αναδείξει τις

προσεγγίσεις μεταξύ της Κοινωνικής Ψυχολογίας,

της Διαχείρισης Ανθρώπινων Πόρων και της

Επιστήμης των Συστημάτων. Έχει τιμηθεί από την

Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση (Αmerican

Psychological Association) για τη μεγάλη του προσφορά στα θέματα Οργανωσιακής

Ψυχολογίας και διαχείρισης πληροφορίας στο σύγχρονο τεχνολογικό περιβάλλον.

Ο Weick ορίζει τη διαδικασία της οργάνωσης ως “την επίλυση της αμφισημίας σε ένα

θεσμοθετημένο περιβάλλον μέσω των αλληλοσυνδεδεμένων συμπεριφορών που

ενσωματώνονται σε υπό όρους σχετιζόμενες διαδικασίες”.

Στο κέντρο της οργανωτικής θεωρίας του Weick βρίσκεται η ιδέα ότι οι οργανισμοί

υπάρχουν σε ένα περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό δεν είναι μόνο φυσικό αλλά είναι

κατά κύριο λόγο “πληροφοριακό”. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του

πληροφοριακού περιβάλλοντος είναι ότι δε γίνεται από όλους το ίδιο αντιληπτό. Ο

Weick υποστηρίζει ότι τα άτομα δημιουργούν το περιβάλλον που αντιμετωπίζουν

μέσω της διαδικασίας της “θεσμοθέτησης”. Η διαδικασία της “θεσμοθέτησης”

υπονοεί ότι διάφορα άτομα του οργανισμού θα δώσουν στις πληροφοριακές εισροές

διαφορετικά νοήματα και συνεπώς θα δημιουργήσουν διαφορετικά περιβάλλοντα

πληροφοριών.

Ο κύριος στόχος της οργάνωσης κατά τη θεωρία του Weick είναι να μειωθεί στο

ελάχιστο η αμφισημία του πληροφοριακού περιβάλλοντος. Ένας οργανισμός

δυσλειτουργεί όταν η ερμηνεία των πληροφοριών είναι διφορούμενη. Κατά τον

Weick, η εξαγωγή νοήματος από μια πληροφορία βρίσκεται στο κέντρο της

οργανωτικής διαδικασίας. Για να επιτευχθεί αυτό, ο Weick προτείνει να

χρησιμοποιήσουν τα μέλη του οργανισμού “νομοθετικούς κανόνες” και “κύκλους

επικοινωνίας”.

Οι “νομοθετικοί κανόνες” είναι διαδικασίες που μπορεί να οδηγήσουν τα μέλη ενός

οργανισμού σε δεδομένα σχήματα εξαγωγής νοήματος. Οι “νομοθετικοί κανόνες”

είναι χρήσιμοι για την εξαγωγή νοήματος όταν το πληροφοριακό περιβάλλον δεν

Page 11: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

11

είναι ιδιαίτερα διφορούμενο. Όταν όμως η αμφισημία του περιβάλλοντος είναι σε

υψηλό επίπεδο τότε τα μέλη του οργανισμού μπορούν να ακολουθήσουν τη

διαδικασία των “κύκλων επικοινωνίας”. Στη διαδικασία αυτή γίνεται προσπάθεια

παράθεσης ιδεών που μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση της “καθαρότητας” της

πληροφορίας και της αξιοπιστίας του νοήματος.

Η διαδικασία εξαγωγής νοήματος είναι συνεχής , αλλά κατά τον Weick η πιο

κατάλληλη στιγμή χρήσης των “νομοθετικών κανόνων” και των “κύκλων

επικοινωνίας”, είναι κατά το στάδιο της επιλογής.

Η αμφισημία νοημάτων στους σύγχρονους οργανισμούς Από το βιβλίο The social psychology oforganizing, (1979), McGraw-Hill, Inc

Page 12: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

12

Το υπόδειγμα οργάνωσης του Karl Weick. Από το βιβλίο The social psychology oforganizing, (1979), McGraw-Hill, Inc.

Ο Weick αποδέχεται ότι πολλές φορές οι διαδικασίες εξαγωγής νοήματος μέσω των

“νομοθετικών κανόνων” και των “κύκλων επικοινωνίας”, δεν είναι επιτυχείς και ο

βαθμός αμφισημίας να παραμένει υψηλός. Όταν όμως η εξαγωγή νοήματος είναι

αποτελεσματική, ο Weick προτείνει μια λειτουργία επίσχεσης, στην οποία κανόνες

και κύκλοι κρατούνται σε μια τράπεζα ιδεών για μελλοντική χρήση στον οργανισμό.

Κανόνες και κύκλοι μπορούν να διατηρηθούν με τη μορφή των χαρτών αιτίας και

αιτιατού, που χρησιμοποιούνται για να εξαγάγουν νόημα από τη μελλοντική

αμφισημία στο πληροφοριακό περιβάλλον.

4.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ “ΧΑΛΑΡΗΣ ΣΥΖΕΥΞΗΣ” ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ WEICK

Η “Χαλαρή σύζευξη” περιγράφει μια ελαστική σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων

συστημάτων ή οργανισμών που έχουν σχέση πληροφοριακής ανταλλαγής. Στο τέλος

κάθε συναλλαγής ο ένας οργανισμός καθιστά τις απαιτήσεις του ρητές και κάνει όσο

το δυνατό λιγότερες υποθέσεις για τις απαιτήσεις του άλλου μέλους της

πληροφοριακής ανταλλαγής. Η έννοια της “χαλαρής σύζευξης” συναντάται στα

δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών, προσαρμόστηκε και εισήχθη στις οργανωτικές

μελέτες από τον Karl Weick.

Η “χαλαρή σύζευξη” περιγράφει μια προσέγγιση όπου οι διεπαφές ολοκλήρωσης

αναπτύσσονται με τις ελάχιστες υποθέσεις μεταξύ της αποστολής-λήψης των

συμβαλλόμενων μερών, μειώνοντας κατά συνέπεια τον κίνδυνο ότι μια αλλαγή σε

μια εφαρμογή-ενότητα θα επιβάλλει μια αλλαγή σε μια άλλη εφαρμογή-ενότητα.

Οικολογική Αλλαγή Θεσμοθέτηση Επιλογή Κράτηση

+ + +

(+,-)

(+,-)

Page 13: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

13

4.2 Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

TOY KARL WEICK ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

Οι απαιτήσεις για μια βαθύτερη κατανόηση των διεργασιών προς μια κοινωνία που

συγκροτείται από τις νέες τεχνολογίες της πληροφορίας, της γνώσης και της μάθησης,

αλλά και του Διαδικτύου, φαίνονται επιτακτικές. Είναι φανερό ότι ο μέσος άνθρωπος

ο οποίος βρίσκεται σε συνεχή κοινωνικοπολιτική και επικοινωνιακή αλληλεπίδραση

και δικτύωση, συνδέεται και αλληλεπιδρά μαζικά στον κόσμο των πληροφοριών, των

εικόνων και των δικτύων (Minsky, 2001), δημιουργώντας μια νέα, σύνθετη

υπερπραγματικότητα για τον εαυτό του και τους άλλους. Δικτυώνεται, επικοινωνεί

και σχετίζεται με άλλους ανθρώπους, συνεχώς, σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα από

κατασκευασμένες εικόνες και πληροφορίες, αλλά και τις νέες τεχνολογικές

εφαρμογές, που αποτελούν τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής

πραγματικότητας.

Οι ραγδαίες επιστημονικές, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις εδραιώνουν τη

συγκρότηση της κοινωνίας και προκαλούν μια σειρά από αλλαγές στην εργασία,

όπως είναι οι νέες εργασιακές ρυθμίσεις και δεξιότητες, οι νέες τάσεις στην ανάπτυξη

αυτών των δεξιοτήτων και η ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης. Δεν μπορούμε να

αγνοήσουμε τους μετασχηματισμούς και τις αλλαγές που προκαλούν οι εφαρμογές

του Διαδικτύου στο χώρο της παιδείας και της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, στην

παγκόσμια και στην τοπική του διάσταση. Εφαρμογές όπως το “εικονικό” σχολείο, η

εκπαίδευση από απόσταση, τα ηλεκτρονικά βιβλία και οι ψηφιακές βιβλιοθήκες,

μεταβάλλουν ριζικά τις δυνατότητες περιγραφής και γνώσης της πραγματικότητας.

Επιτρέπουν την πρόσληψη γνώσεων και πληροφοριών, που θα ήταν πολύ δύσκολο να

προσεγγιστούν με άλλο τρόπο. Δίνουν την πρόσβαση σε πρωτόγνωρα και απόμακρα

τοπικά πολιτιστικά γεγονότα και παραδόσεις, βελτιώνουν την ποιότητα της μάθησης

και των εκπαιδευτικών συστημάτων, καταργούν τις πρόσφατες διακρίσεις των χώρων

και των “κλειστών” περιεχομένων διδασκαλίας, αλλά και επικοινωνίας και

ψυχαγωγίας. Θέτουν, επίσης, ένα βασικό ερώτημα για τους σκοπούς της οργάνωσης

και διαχείρισης της γνώσης από εκπαιδευτικούς οργανισμούς που αναπτύσσονται στο

Διαδίκτυο και τη δυνατότητα της σύνδεσης των εκπαιδευτικών περιεχομένων με τις

προοπτικές της παγκόσμιας επιχειρηματικότητας και της δια βίου συνεχιζόμενης

εκπαίδευσης.

Page 14: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

14

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η ανθρωπότητα έχει παράγει, στο διάστημα 1999-

2002, τόση νέα πληροφορία όση παρήγαγε όλα τα προηγούμενα χρόνια της ιστορίας

της. Σε αυτό το διάστημα των τριών τελευταίων χρόνων παρήχθησαν 12 exabytes

πληροφορίας υπό την μορφή έντυπου, ηχητικού και οπτικού υλικού. Η αυξανόμενη

παραγωγή και η συνεχής βελτίωση των μεθόδων ψηφιοποίησης συμβάλλουν στην

παραγωγή ενός ωκεανού ψηφιακών δεδομένων που πρόκειται να δημιουργήσει μία

σωρεία προβλημάτων.

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αναδύονται είναι η αποτελεσματική

διαχείριση όλου αυτού του όγκου των ψηφιακών δεδομένων, αφού η ικανότητα της

παραγωγής, αποθήκευσης και μετάδοσης έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις δυνατότητες

αναζήτησης, πρόσβασης και παρουσίασης. H ερευνητική περιοχή της ευφυούς

πρόσβασης στην Πληροφορία επικεντρώνεται στην επίλυση προβλημάτων

διαχείρισης, ενοποιημένης και προσαρμοζόμενης πρόσβασης σε πολύ μεγάλες

συλλογές ψηφιακών δεδομένων. Η διαχείριση της πληροφορίας διαμορφώνεται

κυρίως με τρεις στρατηγικές:

Διαχείριση Ψηφιακής Πληροφορίας με βάση το περιεχόμενο

Η διαχείριση πληροφορίας με βάση το περιεχόμενο στηρίζεται στη ανάλυση του

περιεχομένου της πληροφορίας για την επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερων

αποτελεσμάτων τόσο στον τομέα της ταχύτητας όσο και στον τομέα της ποιότητας.

Στην συγκεκριμένη θεματική περιοχή η έρευνα επικεντρώνεται σε τεχνικές οι οποίες

Page 15: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

15

θα εκμεταλλεύονται το περιεχόμενο όλων των τύπων πληροφορίας (κείμενο, εικόνα

και κινούμενη εικόνα) για την επίτευξη αποτελεσματικής, ενοποιημένης πρόσβασης

σε ψηφιακές συλλογές

Γνωστικές μέθοδοι για την διαχείριση Ψηφιακής Πληροφορίας

Η συγκεκριμένη θεματική ενότητα επικεντρώνεται σε μεθόδους διαχείρισης

πληροφορίας μέσω της εκμετάλλευση των μετα-δεδομένων και την ανάπτυξη ειδικών

δομών, των οντολογιών, που περιγράφουν αποδοτικά αντικείμενα, ιδέες, διαδικασίες

καθώς και των σχέσεων που τις διέπουν. Στόχος είναι η έρευνα της

αποτελεσματικότητας οντολογικών προσεγγίσεων για την ανάπτυξη συστημάτων

διαχείρισης ψηφιακής πληροφορίας μέσω της κωδικοποίησης και εκμετάλλευσης της

σημασιολογίας της πληροφορίας

Ολοκλήρωση μεθόδων διαχείρισης Ψηφιακής Πληροφορίας σε πληροφοριακά

συστήματα

Η ολοκλήρωση μεθόδων διαχείρισης ψηφιακής πληροφορίας σε πληροφοριακά

συστήματα και μεγάλες βάσεις δεδομένων λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις για on-

line πρόσβαση, αυθεντικότητα, ασφάλεια, διάχυση των σύγχρονων εφαρμογών.

Επίσης έρευνα πάνω στην επίδραση που έχουν τα τρέχοντα και μελλοντικά

επιχειρηματικά μοντέλα πάνω στην σχεδίαση, ανάπτυξη, εφαρμογή και συντήρηση

συστημάτων διαχείρισης ψηφιακής πληροφορίας. Έρευνα για την ολοκλήρωση των

μεθόδων διαχείρισης με νέα τεχνολογικά μοντέλα και εφαρμογές όπως το Grid,

Augmented Reality και Semantic Web

Η θεωρία της Οργάνωσης της Πληροφορίας του Karl Weick βρίσκει σημαντικό πεδίο

εφαρμογής σε τριτοβάθμιους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και προσφέρει σημαντικά

διανοητικά εργαλεία στην αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας, στη διαχείριση και

γνωστική αξιοποίηση της πληροφορίας και στη μεταγνωστική αξιολόγηση των

πληροφοριακών δεδομένων. Η προσφορά τέτοιων διανοητικών σημασιολογικών

εργαλείων όπως αυτό του Karl Weick συνίσταται στην:

αυξημένη ακρίβεια αναζήτησης μέσω της άρσης προβλημάτων, όπως των

διφορούμενων εννοιών και ανεπαρκών πληροφοριών από το χρήστη

δυνατότητα σύνδεσης σχετικών πληροφοριών

διευκόλυνση διαδικασιών επίλυσης προβλημάτων και λήψης αποφάσεων

Page 16: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

16

εκμετάλλευση πολυμεσικών δεδομένων

ανάπτυξη αποδοτικότερων εργαλείων εξαγωγής και διαχείρισης γνώσης

Οι εμπλεκόμενοι, ως ενεργή ομάδα παρατηρητών ενθαρρύνονται στην κατάθεση,

προβολή και διευκρίνιση των προτάσεων και θέσεων τους απέναντι στην

προβληματική κατάσταση αναιρώντας έτσι την αυθεντία στη λήψη των αποφάσεων

Στο μεθοδολογικό συναινετικό πρότυπο του Karl Weick για λήψη αποφάσεων

χρησιμοποιούνται κυρίως συναινετικές τεχνικές παραγωγής ιδεών όπως: ( Warfield,

J.N., and Roxana Cardenas): α) η καταγραφή ιδεών (idea writing) β) η ονομαστική

ομαδική τεχνική γένεσης ιδεών (nominal group technique-NGT) γ) η τεχνική

ανίχνευσης γνωμών (Delphi technique) δ) η τεχνική της ερμηνευτικής δόμησης ιδεών

(interpretive structural modeling-ISM) ε) η τεχνική της ομαδοποίησης επιλογών

(options field method-OFM) και στ) η τεχνική της επιλογής εναλλακτικών. H

μεθοδολογία αυτή μας οδηγεί στον νόμο του Ashby γνωστός ως ο νόμος της

Απαιτούμενης Ποικιλίας (Requisite Variety). Πρακτική εφαρμογή του νόμου αυτού

αποτελεί η σύνθεση ομάδων ατόμων με διαφορετικά πολλές φορές αντικρουόμενα

γνωστικά υπόβαθρα για την επίλυση των παθογόνων καταστάσεων του συστήματος.

Οι ομάδες αυτές των ατόμων που μέσω μιας συναινετικής μεθοδολογίας

προσδιορίζουν την προβληματική, προτείνουν σειρά λύσεων για την άρση των

εμποδίων, σχηματίζουν σειρά εφαρμόσιμων εναλλακτικών προτάσεων, τις

αξιολογούν με βάση κριτήρια διαφορετικής βαρύτητας και επιλέγουν την

αποτελεσματικότερη εφαρμόσιμη εναλλακτική.

Page 17: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

17

5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η συστημική άποψη του Karl Weick για την οργάνωση βλέπει τη ζωή ενός

οργανισμού ως μια κοινωνική διαδικασία στην οποία άτομα και ομάδες

αντιμετωπίζουν συνεχώς ευκαιρίες εξαγωγής νοημάτων.

Όταν η αμφισημία είναι περιορισμένη, τα μέλη του οργανισμού μπορούν να

βασιστούν σε καθιερωμένους τρόπους δράσης και σκέψης για τα γεγονότα. Όμως

υπάρχουν στιγμές που επέρχεται “νοητική σύγχυση” ή “νοητικός κλονισμός” στη

λειτουργία του οργανισμού, όταν ιδέες που θεωρούμε ως δεδομένες για το πώς πρέπει

να λειτουργούν τα πράγματα τίθενται σε σοβαρή αμφισβήτηση. Τότε η ανάγκη για

εξαγωγή κοινού νοήματος καθίσταται επιτακτική.

Με αυτή την έννοια, η διαχείριση της πληροφορίας και της γνώσης στο σύγχρονο

τεχνολογικό περιβάλλον αποκτά ένα πρακτικό περιεχόμενο, αλλά ταυτόχρονα και μια

θεωρητική υποδομή και συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες πολυπλοκότητας,

αβεβαιότητας και ασάφειας που επικρατούν γύρω μας (Κεκές, 2007).

Page 18: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

18

6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναστασιάδης Π., (2000), Στον αιώνα της Πληροφορίας, Αθήνα, Εκδ. Λιβάνη

Δεκλερής, Ι., (1986), Συστημική Σκέψη, Αθήνα, Εκδ. Σάκκουλα

Δερτούζος, Μ., (1998), Τι μέλλει γενέσθαι, Αθήνα, Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης

Κεκές, Ι., (2007), Η διαχείριση της γνώσης στο σύγχρονο τεχνολογικό

περιβάλλον, Αθήνα, Ατραπός

Παρίτσης Ν., (2003), Η νοημοσύνη της ζωής, Αθήνα, ΒΗΤΑ- Ιατρικές

Εκδόσεις

Χτούρης Σ., (1997), Μεταβιομηχανική κοινωνία και η Κοινωνία της

Πληροφορίας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα

Bachelard G. (2000), Το νέο επιστημονικό πνεύμα, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές

Εκδόσεις Κρήτης

Bandura, A. (1994b). Social cognitive theory of mass communication, In D.

Zillmann (Ed.), Media effects: Advances in theory and research (pp. 61-

90). Hillsdale, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates, Inc

Bertalanffy, L., V., (1974), Perspectives on General System Theory Edited by

Edgar Taschdjian. George Braziller, New York

Bozionelos, N. (2001), Computer anxiety: Relationship with computer

experience and prevalence. Computers in Human Behavior, 17, 213-224

Farace R., Monge P, & Russell H., (1977), Communicating and Organizing,

Addison-Wesley Pub Co

Luhmann, N., (1990), Θεωρία των κοινωνικών συστημάτων, Αθήνα, Εκδ.

Σάκκουλα

Minsky M., (1995), Η κοινωνία της νόησης, Αθήνα, Κάτοπτρο

Weick, K., (2005), Making sense of the organization, Publisher: Oxford, UK,

Blackwell Publishers

Weick, K., (2006), στο Eisenberg, E. (2006) Karl Weick and the aesthetics of

contingency, Organization Studies, 27(11), 1–15, Sage Publications, Ltd

Young, J., (1991), O Εγκέφαλος και οι Φιλόσοφοι: Από τους Νευρώνες στη

Συνείδηση, Αθήνα, Κάτοπτρο

Page 19: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

19

JJJAAAMMMEEESSS GGG... MMMAAARRRCCCHHH ––– (((111999222888)))

Page 20: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

20

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή .........................................................................................................................21

2. James G. March – Η ζωή του ........................................................................................22

3. Βιβλία και θέσεις του......................................................................................................24

3.1. Carnegie School ......................................................................................................28

3.2. Λήψη αποφάσεων ...................................................................................................31

3.2.1. Μοντέλο περιορισμένου ορθολογισμού.........................................................34

3.2.2. Ορθολογικό μοντέλο .......................................................................................38

3.2.3. Αναρχικό μοντέλο - Garbage Can Model .....................................................39

4. Η προσφορά της θεωρίας του March στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση......................44

5. Βιβλιογραφία...................................................................................................................45

5.1. Βιβλία – Άρθρα ...............................................................................................................45

5.2. Ιστοσελίδες ......................................................................................................................48

Page 21: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

21

1. Εισαγωγή

Η ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, της πληροφορικής και των

επικοινωνιών που ζούμε στις μέρες μας, καθώς και η σαρωτική διείσδυσή τους στην

επιχειρηματική και προσωπική μας ζωή δημιουργούν μια πραγματική επανάσταση σε

όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτές οι τεχνολογίες αλλάζουν

δραματικά πολλές πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, καθώς επίσης και

τον τρόπο εργασίας και επικοινωνίας, την οργάνωση και στρατηγική των

επιχειρήσεων, το ρόλο και τα προσόντα που απαιτούνται από τα στελέχη, κ.λπ. Στην

ανερχόμενη Κοινωνία της Πληροφορίας, η ταχύτητα, η ποιότητα και η διαχείριση

των δεδομένων και των πληροφοριών θεωρούνται κλειδιά για την ανταγωνιστικότητα

της επιχείρησης και την ανάπτυξη της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις καλούνται σήμερα

να λειτουργήσουν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, στο

οποίο η δυνατότητα λήψης αποφάσεων με αποτελεσματικό τρόπο, λαμβάνοντας

υπόψη την εσωτερική πληροφόρηση της επιχείρησης αλλά και τις εξωτερικές τάσεις

και απαιτήσεις της αγοράς, αποκτά ιδιαίτερα μεγάλη σημασία.

Ανάμεσα στους θεωρητικούς που ασχολήθηκαν με τις οργανωσιακές θεωρίες

λήψης αποφάσεων είναι και ο James March, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στην

παρούσα εργασία. Θα ασχοληθούμε με τη ζωή και το βιβλιογραφικό του έργο, όπου

είναι καταγεγραμμένες και οι ιδέες του. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε περιληπτικά

στις θεωρίες λήψης αποφάσεων, για να μπορέσουμε να εντάξουμε και τη θεωρία του,

γνωστή ως «Θεωρία του Δοχείου Απορριμμάτων» ή «Θεωρία Καλάθου των

Αχρήστων», η οποία έχει άμεση εφαρμογή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Page 22: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

22

2. James G. March – Η ζωή του

Ο James G. March γεννήθηκε το 1928 στο

Cleveland του Ohio και είναι γνωστός για την έρευνά

του σε οργανισμούς όσον αφορά στην οργανωσιακή

λήψη αποφάσεων. Έχει κάνει αξιόλογες θεωρητικές

σκέψεις συνδυάζοντας θεωρίες από το χώρο της

Ψυχολογίας και των άλλων κοινωνικών επιστημών. Ως

βασικό μέλος του Carnegie Institute of Technology

(παλαιότερα γνωστού ως Carnegie School),

συνεργάστηκε αρκετά με τον γνωστικό ψυχολόγο Herbert Simon στην Οργανωσιακή

Θεωρία. Ο March είναι επίσης γνωστός και για τη δημιουργική εργασία του όσον

αφορά στη συμπεριφοριστική προοπτική της θεωρίας των εταιρειών (theory of the

firm) σε συνεργασία με τον Richard Cyert (1963). Το 1972 συνεργάστηκε με τους

Olsen και Cohen όσον αφορά στη συστημική προοπτική της Οργανωσιακής Λήψης

Αποφάσεων που έχει μείνει γνωστή ως Garbage Can Model. Τις βασικές του σπουδές

τις έκανε στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin και έλαβε το Ph.D. στο Πανεπιστήμιο του

Yale.

Ο ακαδημαϊκός χώρος μέσα στον οποίο κινείται είναι πολύ μεγάλος, αλλά

εστιάζει κυρίως στην κατανόηση του τρόπου λήψης αποφάσεων τόσο των ατόμων,

όσο και των ομάδων, των οργανισμών, των εταιρειών και των κοινωνιών. Διερευνά

τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων, όπως είναι η

διαχείριση κινδύνων, η διφορούμενη έννοια της ηγεσίας, η πολιτική και το αμοιβαίο

ενδιαφέρον με τους χρηματοεπενδυτές, οι προκλήσεις που προέρχονται από την

ανταλλαγή απόψεων, οι προκλήσεις της μάθησης εντός ή εκτός οργανισμών (της

τυπικής και της άτυπης μάθησης) και τέλος οι προκλήσεις της ισορροπημένης

διερεύνησης και της αξιοποίησης μέσα στους οργανισμούς. Όντας ένας πολύ καλός

εκπαιδευτικός, η έρευνά του αντανακλά σε διαφορετικές προοπτικές της ηγεσίας

στους χώρους των Πανεπιστημίων και σε παιδαγωγικές προοπτικές. Έχει τιμηθεί με

αμέτρητες διδακτικές διακρίσεις. Έχει δημιουργήσει ένα αξιόλογο έργο, το οποίο

αποτελείται από βιβλία, άρθρα, διαδραστικά σεμινάρια, ταινίες και ποιήματα.

Από το 1953 έχει υπηρετήσει στο Carnegie Institute of Technology, στο

Πανεπιστήμιο της California, του Irvine και από το 1970 στο Πανεπιστήμιο του

Stanford. Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας πολλών Πανεπιστημίων τόσο της

Page 23: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

23

Ευρώπης (Copenhagen Business School, Swedish School of Economics, Uppsala

University, Helsinki School of Economics, Dublin City University, Göteborg

University, Stockholm School of Economics κ.λπ.) όσο και των Η.Π.Α. (University of

Wisconsin-Milwaukee).

Page 24: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

24

3. Βιβλία και θέσεις του

Ο James G. March (1928) έχει διακριθεί στις πολιτικές επιστήμες από το 1953

και αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία της Οργανωσιακής Θεωρίας,

συνεισφέροντας σημαντικά στις αρχές της σύγχρονης Οργανωσιακής Θεωρίας και

Διοίκησης, μέσω του Πανεπιστημίου του Carnegie Mellon και της συγγραφικής του

δουλειάς τόσο στο κλασικό βιβλίο Organizations (March & Simon, 1953), όσο και

στο βιβλίο του A Behavioral Theory of the Firm (Cyert & March, 1963), όπου

αμφισβητεί τους περιορισμούς και τα εμπόδια της ανθρώπινης λογικής, καθώς επίσης

και την επίδραση των αποφάσεων στους οργανισμούς.

Στο βιβλίο του A Behavioral Theory of the Firm ο March

συστηματοποιεί την κριτική του στην τέλεια λογική που ανέπτυξε

στο πρώτο του βιβλίο Organizations και επιτίθεται ενάντια στην

κλασική οικονομική θεωρία των εταιρειών. Αρχικά αναφέρεται στο

γεγονός ότι οι εταιρείες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως χώροι

συγκρούσεων και συνεχούς ανταλλαγής συμμάχων και στη

συνέχεια στο γεγονός ότι η λήψη αποφάσεων μέσα στους

οργανισμούς δεν είναι αποτέλεσμα τόσο προσεκτικών υπολογισμών όσο κανόνων,

μηχανικών ενεργειών και τυποποιημένων λειτουργικών διαδικασιών. Στο

συγκεκριμένο βιβλίο προσπαθεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα

συμπεριφέρονται και τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνουν αποφάσεις. Όπως και οι

κλασικοί οικονομολόγοι, έτσι και ο March θεωρεί ότι η δράση εμπλέκεται σε όλες τις

καταστάσεις και υποθέσεις για μελλοντικά αποτελέσματα των δράσεων (March,

1978,1994). Ωστόσο πιστεύει ότι ο νεοκλασικός ορθολογισμός δίνει μικρή προσοχή

στους οργανωσιακούς και γνωσιακούς περιορισμούς όσον αφορά στην οικονομική

και οργανωσιακή συμπεριφορά και στις αποφάσεις των ατόμων, και αφήνει μικρά

περιθώρια ανθρώπινου λάθους, περιορισμένης προσοχής και άλλων αποτελεσμάτων

της περιορισμένης ορθολογικότητας και της μεταβολής των προτιμήσεων.

Ο March και οι συνεργάτες του πρότειναν να συμπεριλάβουν όλους τους

περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης και των ανθρώπινων λογισμών που

προφυλάσσουν τους οργανισμούς και τα άτομα από το να συμπεριφέρονται με

τρόπους που ταιριάζουν στις νεοκλασικές θεωρίες. Για παράδειγμα, αυτοί που

λαμβάνουν αποφάσεις έχουν να αντιμετωπίσουν τη βελτιστοποίηση αρκετών στόχων

(Cyert & March, 1963, 1992), στόχων που είναι ασαφείς, ευμετάβλητοι και ως ένα

Page 25: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

25

βαθμό ενδογενείς (Cohen, March & Olsen, 1972; March, 1978). Επιπλέον, αντί να

υπολογίζουμε σ’ ένα συγκεκριμένο σύνολο εναλλακτικών επιλογών για τη λήψη

αποφάσεων, ο March προέβαλε τη διαδικασία γενικευμένης έρευνας, εναλλακτικών

και ανάλυσης διαδικασιών απόφασης μέσω φιλόδοξων ιδεών (March & Simon,

1993/1958), μια διαδικασία η οποία ρυθμίζεται από παραλλαγές της οργανωσιακής

στασιμότητας (Cyert & March, 1992/1963).

Τα άτομα και οι οργανισμοί συχνά βασίζονται σε επαναλαμβανόμενες

τυποποιημένες διαδικασίες ή κανόνες που είναι γνωστοί από την εμπειρία τη δική

τους ή των άλλων. Αυτός είναι ο βασικός άξονας της μετέπειτα εργασίας του March

όσον αφορά στην οργανωσιακή και πολιτική θεωρία (March & Olsen, 1989, 1995).

Τα ιδρύματα και οι οργανισμοί θεωρούνται από τη φύση τους ως κοινωνικές δομές

και αποτελούν μέρος του ευρύτερου κοινωνικού και ιστορικού πλαισίου. Όσον αφορά

στην πολιτική θεωρία επικεντρώνονται στην αναποτελεσματικότητα της ιστορίας και

στους τρόπους με τους οποίους οι δράσεις τους συγκρατούν τα κίνητρα για την

κοινωνική ταυτότητα.

Ο J. March συνεργάστηκε με τον Herbert Simon στην Οργανωσιακή Θεωρία.

Παρέμεινε στο Πανεπιστήμιο του Carnegie μέχρι το 1964, οπότε και έγινε Καθηγητής

Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Irvine και πρόεδρος της

Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της California. Εκεί ξεκίνησε

μαζί τον Michael Cohen τη μελέτη του θέματος της ηγεσίας στο πλαίσιο της

προεδρίας των Αμερικανικών Κολλεγίων (Cohen & March, 1974). Διαπραγματεύεται

τους χαλαρούς δεσμούς που επικρατούν σε θέματα λήψης αποφάσεων και των

λύσεών τους και καθοδηγεί τους ηγέτες να ενθαρρύνουν την ασάφεια, περισσότερο

από την πρόβλεψη και τον έλεγχο.

Το 1972 συνεργάστηκε με τους Olsen και Cohen στη συστημική προοπτική της

οργανωσιακής απόφασης, γνωστής ως «Θεωρίας του Δοχείου Απορριμάτων»

(Garbage Can Model of Decision Making). Στο βιβλίο του Ambiguity and Choice

(March & Olsen, 1976) ασκεί κριτική στη θεωρία λήψης αποφάσεων. Εντείνει την

προσοχή του στη βασική αβεβαιότητα και ασάφεια των ανθρώπινων προτιμήσεων

κατά τη διαδικασία λήψεων αποφάσεων, συμφωνώντας επανειλημμένα ότι οι

ανθρώπινες προθέσεις είναι λιγότερο σημαντικές στην κατανόηση των αποφάσεων

απ’ ό,τι είναι οι τυχαίες μετρήσεις προβλημάτων, επιλύσεων και λήψης αποφάσεων.

Page 26: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

26

Ένα άλλο θέμα το οποίο απασχολεί τη σκέψη του March σχετικά με τις

αποφάσεις και τους οργανισμούς αναφέρεται στα εμπόδια του ορθολογισμού. Στο

βιβλίο του Rediscovering Institutions (March & Olsen, 1989) o March διαδραμάτισε

έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιχειρησιακή σκέψη της

Οργανωσιακής Θεωρίας. Αναφέρει ότι μέσα στους οργανισμούς

τίποτα δε γίνεται μόνο με υπολογισμούς, αλλά όλοι καθοδηγούνται

και από κανόνες. Η ανθρώπινη δράση είναι ο συνδυασμός της

αποτελεσματικής συλλογιστικής και της υπακοής σε κανόνες και

δομείται ταυτόχρονα από λογικά αποτελέσματα (επιλέγω το α εξαιτίας

των αναμενόμενων αποτελεσμάτων) και από τη λογική της

καταλληλότητας (επιλέγω το β επειδή πιστεύω ότι είναι κατάλληλο για

αντιλαμβανόμενους κανόνες ή/και επειδή ταιριάζει στις απόψεις μου). Ο March

επεσήμανε τη σπουδαιότητα τόσο των τυπικών όσο και των άτυπων κανόνων και στο

τελευταίο βιβλίο του, The Dynamics of the Rules (2000), μελετάει συστηματικά τις

συνθήκες που δομούν την εξέλιξη και τη μεταμόρφωση των γραπτών οργανωσιακών

κωδίκων.

Σε πρόσφατη εργασία του με τους Martin Schultz & Xueguang Zhou, ο March

ανακαλύπτει την ανάπτυξη των κανόνων μέσα από μια ποσοτική μελέτη της αλλαγής

των κανόνων σε μια μεγάλη χρονική περίοδο (March, Schultz & Zhou, 2000). Στην

τελευταία του μελέτη, όπως διαφαίνεται και μέσα από την πρόσφατη ταινία του για

την ηγεσία, εξετάζει τα προβλήματα της επίτευξης μιας ισορροπίας μεταξύ της

διερεύνησης και της αξιοποίησης (March, 1991, 1996a). Η αξιοποίηση υπαρχουσών

δεξιοτήτων είναι αρκετά σημαντική, αλλά δεν προετοιμάζει τους ανθρώπους για

αλλαγές στην τεχνολογία, στις ικανότητες, στις επιθυμίες, τις προτιμήσεις και τις

ταυτότητες. Για μια τέτοια προετοιμασία είναι απαραίτητη η διερεύνηση. Η

διερεύνηση εμπλέκει την αναζήτηση των πραγμάτων εκείνων που μπορούν να γίνουν

γνωστά., κάνοντας πράγματα τα οποία δεν είναι ήδη εγγυημένα από την εμπειρία ή

από τυχόν προσδοκίες.

Έτσι, ο March υποστηρίζει την «Τεχνολογία της ανοησίας» (Technology of

foolishness) (1971) και μας συμβουλεύει να μηχανευόμαστε επιλογές οι οποίες να

στοχεύουν στην ισορροπία μεταξύ αξιοποίησης και διερεύνησης (1991, 1996a),

αποφεύγοντας τις δυναμικές παγίδες της μάθησης που οδηγούν σε ανισορροπία

(Levinthal & March, 1993). Εξετάζει επίσης τις αιτίες της συμπεριφοράς στη

Page 27: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

27

διαχείριση κινδύνων και ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους η διαχείριση

κινδύνων είναι περισσότερο ένα περιστασιακό φαινόμενο παρά ένα χαρακτηριστικό

γνώρισμα. Εξετάζει επίσης και τα αποτελέσματα της προσαρμοσμένης φιλοδοξίας,

μάθησης και ανταγωνισμού στη διαχείριση κινδύνων (March, 1988ab, 1991, 1996a;

March & Shapira, 1987, 1992).

Ενώ το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών του March είναι περισσότερο

περιγραφικό και όχι κανονιστικό, δηλαδή δίνει έμφαση στον τρόπο με τον οποίο

συμβαίνουν διάφορα πράγματα και όχι στον τρόπο με τον οποίο θα ’πρεπε να

συμβούν (March, 1994), η τελευταία του δουλειά ενσωματώνει ιδέες του Don

Quitoxe. Παρόλα αυτά, βλέποντας τις ιδέες του στο Technology of foolishness (1971)

αντιλαμβανόμαστε ότι όλες τις πράξεις τις κρίνουμε από τις συνέπειές τους.

Σε μια ταινία που κυκλοφόρησε και αφορά στην ηγεσία (Passion and

Discipline: Don Quitoxe’s Lessons for Leadership) ο March

τονίζει τη σημασία της εμπιστοσύνης, της αγάπης και της

μάθησης: «Εμπιστευόμαστε μόνο όταν είναι εγγυημένη η

εμπιστοσύνη, αγαπάμε μόνο όταν λαμβάνουμε αγάπη και

μαθαίνουμε μόνο όταν η μάθηση είναι πολύτιμη»

(http://www.gsb.stanford.edu/news/passionanddiscipline.html/).

Page 28: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

28

3.1. Carnegie School

Το Carnegie School είναι ένας πανεπιστημιακός χώρος με διαθεματικές σπουδές

που συνδυάζει τα οικονομικά και την οργανωσιακή θεωρία (Williamson, 1996b:18).

Έγινε γνωστό από την πρωτοποριακή εργασία των H. Simon, J. March και R. Cyert

όσον αφορά στα Συμπεριφοριστικά Οικονομικά της δεκαετίας ’50 και ’60 (Earl,

1988). Οι συμπεριφοριστές που προέρχονται από το Carnegie School ενδιαφέρονται

στο να κατανοήσουν πώς στην πραγματικότητα λαμβάνουν αποφάσεις τα άτομα και

οι οργανισμοί.

Το Carnegie ιδρύθηκε το 1912 από τον Andrew Carnegie. Είναι πρωτοπόρο

στον τομέα των ερευνών και συνδυάζει τις μηχανικές τεχνολογικές σπουδές με την

επιχειρηματική εκπαίδευση καθώς και με κοινωνικές και διεπιστημονικές

προεκτάσεις. Οι Simon, March και Cyert εργάστηκαν στο Carnegie με σκοπό την

ανάπτυξη του πανεπιστημίου αυτού στο χώρο των επιχειρήσεων.

Η συμπεριφοριστική ομάδα του Carnegie υποστηρίχθηκε από μια μεγαλύτερη

ομάδα ακαδημαϊκών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και καινοτόμοι

οικονομολόγοι, όπως οι Franco Modigliani, John Muth, Charles Holt και Merton

Miller. Ο βασικός στόχος της σχολής ήταν όλοι να αλληλεπιδρούν με όλους. Έπρεπε

οι έρευνες του καθενός να συζητούνται από ανθρώπους με διαφορετικά ενδιαφέροντα

για καλύτερα συνεργατικά αποτελέσματα. Προσανατολίστηκε στην κατανόηση των

οικονομικών οργάνων και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων με διεπιστημονικό

τρόπο, συνδέοντας τα οικονομικά με την Οργανωσιακή θεωρία, τις Γνωστικές

επιστήμες, την Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία, επικεντρώνοντας σε έννοιες όπως

είναι η αβεβαιότητα, η αμφιβολία, οι κανόνες, οι επαναλαμβανόμενες τυποποιημένες

διαδικασίες, η μάθηση και η ικανοποίηση. Χρησιμοποίησαν ιδέες από τις Κοινωνικές

επιστήμες για να προωθήσουν την κατανόηση των οικονομικών θεωριών και κατ’

επέκταση να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη των Συμπεριφοριστικών Οικονομικών

(Day & Sunder, 1996).

Η συμπεριφοριστική έρευνα των Simon, March και Cyert στόχευε στην

κατανόηση του τρόπου λήψης αποφάσεων από τα άτομα. Ανακάλυψαν ότι οι

νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στους θεσμικούς και

Page 29: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

29

γνωστικούς περιορισμούς της οικονομικής και οργανωσιακής συμπεριφοράς καθώς

και στις αποφάσεις των ατόμων, όπως επίσης δεν επιτρέπουν ανθρώπινα λάθη και τις

συνέπειες της περιορισμένης προσοχής και λογικής. Πρότειναν να συμπεριληφθούν

όλοι οι περιορισμοί και τα εμπόδια της ανθρώπινης γνώσης και του ανθρώπινου

λογισμού τα οποία προφυλάσσουν τους οργανισμούς και τα άτομα από συμπεριφορές

που αρμόζουν στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες. Για παράδειγμα, όσοι

λαμβάνουν αποφάσεις έρχονται συχνά σε σύγκρουση από τη στιγμή που πρέπει να

βελτιστοποιήσουν αρκετούς και μερικές φορές μη μετρήσιμους στόχους (Cyert &

March, 1963). Επιπλέον, αντί να μπορούν όσοι λαμβάνουν αποφάσεις να επιλέξουν

ανάμεσα σε τυποποιημένες εναλλακτικές αποφάσεων, το Carnegie πραγματοποίησε

μια διαδικασία αναζήτησης εναλλακτικών αποφάσεων και ανάλυσης των διαδικασιών

λήψης αποφάσεων μέσα από φιλόδοξα σχέδια (March & Simon, 1958), μια

διαδικασία η οποία ρυθμίζεται εν μέρει από επιλογές οργανωσιακής χαλαρότητας

(Cyert & March, 1963).

Ένα σημαντικό όφελος της σχολής του Carnegie ήταν η καθιέρωση της

Οργανωσιακής θεωρίας από τους H.Simon, J.March και H.Guetzkow, η οποία

οδήγησε στο βιβλίο Organizations (March & Simon, 1958). Το συγκεκριμένο βιβλίο

έδωσε τις βάσεις της Οργανωσιακής θεωρίας μέσα από μελέτες οργανισμών στα

πλαίσια των Πολιτικών επιστημών, της Κοινωνιολογίας, των Οικονομικών και της

Κοινωνικής Ψυχολογίας. Επεξεργάζεται τις ιδέες της συμπεριφοριστικής λήψης

αποφάσεων και διαχειρίζεται τη σημασία των οργανισμών ως κοινωνικών θεσμών

(March & Simon, 1958:151 στο

http://organizationsandmarkets.files.wordpress.com/2009/09/augier-m-cyert-march-

and-the-carnegie-school.pdf).

Το Ίδρυμα Ford (Ford Foundation) υποστήριξε ένα μεγάλο ερευνητικό

πρόγραμμα των Cyert και March όσον αφορά στις συμπεριφοριστικές θεωρίες των

οργανισμών που στόχευε στην ανακάλυψη εκείνων των χαρακτηριστικών των

επιχειρήσεων που επηρεάζουν τη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Ανέμιξαν τις

οργανωσιακές θεωρίες με τις υπάρχουσες οικονομικές και άλλες θεωρίες και

ανέπτυξαν μια εμπειρική θεωρία. Εστίασαν σε κλασικά οικονομικά προβλήματα (πχ.

τιμολόγηση, κατανομή πόρων, επενδύσεις κεφαλαίων) για την αντιμετώπιση των

διαδικασιών λήψης αποφάσεων στους οργανισμούς.

Page 30: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

30

Page 31: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

31

3.2. Λήψη αποφάσεων

Η λήψη αποφάσεων αποτελεί ένα σχετικά καινούριο επιστημονικά ερευνητικό

πεδίο, που άρχισε να μελετάται κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως

αντικείμενο κατάφερε να αποσπάσει το ευρύτερο διεπιστημονικό ενδιαφέρον τόσο

των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, όσο κι εκείνων που ασχολούνται με τις

ποσοτικές μεθόδους, δηλ. των μαθηματικών, της στατιστικής, των οικονομικών

επιστημών κ.λπ. Στη συνέχεια, οι επιστήμες της διοίκησης εξέτασαν και ερμήνευσαν

περισσότερο την περίπλοκη αυτή διαδικασία, κι έδωσαν τα δικά τους πορίσματα.

Η λήψη αποφάσεων αποτελεί μια από τις κρισιμότερες δραστηριότητες στους

οργανισμούς. Οι αποφάσεις αυτές μπορεί να αφορούν τη στρατηγική διοίκηση του

οργανισμού ή θα μπορούσαν απλώς να αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες των

υπαλλήλων. Μπορεί να λαμβάνονται μετά από πολύμηνη συλλογή πληροφοριών και

συζήτηση ή να λαμβάνονται στιγμιαία με λίγη ή καθόλου εξέταση, από τα

μεμονωμένα άτομα αυτοτελώς ή μετά από συνεννόηση με τα αρμόδια στελέχη του

οργανισμού ή από συμμετοχικές ομάδες. Επίσης, οι αποφάσεις μπορεί να

διαφοροποιούνται ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Έχει αποδειχθεί ότι οι

μισές από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στους οργανισμούς αποτυγχάνουν τόσο

εξαιτίας κακής χρήσης των τακτικών λήψης αποφάσεων από τους διευθυντές όσο και

εξαιτίας επικοινωνιακών προβλημάτων (Nutt, 1992 στο: Miller, 2006:κεφ.8).

Ακόμη και σήμερα, η βιβλιογραφία που αναφέρεται στη λήψη αποφάσεων έχει

κάποια σταθερά χαρακτηριστικά: (1) ένα σταθερό στόχο, (2) σχεδόν απεριόριστο

χρόνο για την αναζήτηση και αξιολόγηση της πληροφορίας, (3) τέλεια πληροφόρηση

σχετικά με την πιθανότητα των εναλλακτικών εκβάσεων και (4) ανεξάντλητες

γνωστικές δυνάμεις για την κατανόηση, αφομοίωση και απομνημόνευση ενός

άπειρου αριθμού μεταβλητών (Baron, 2001). Επιπλέον, υπάρχει ανάγκη για μια

ενοποιημένη, διεπιστημονική προσέγγιση που συνδυάζει τις ψυχολογικές και

μαθηματικοποιημένες πτυχές της λήψης απόφασης σε μια συνεκτική διαδικασία,

χρήσιμη για τους εργαζόμενους σε όλες τις μορφές οργανώσεων.

Η λήψη αποφάσεων αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο

και ίσως και το πιο βασικό είναι το ατομικό επίπεδο, που βοηθά το άτομο να

Page 32: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

32

ενεργήσει προκειμένου να ικανοποιήσει τις ψυχολογικές του ανάγκες. Έπειτα από

αυτό, βρίσκονται τα επίπεδα της ομαδικής, της οργανωτικής και της

μεταοργανωτικής λήψης αποφάσεων. Σύμφωνα με την πιο βασική της έννοια, η

παραγωγή της απόφασης αρχίζει στο ατομικό επίπεδο. Τα άτομα στη συνέχεια

ενώνονται, προκειμένου να διαμορφώσουν την ομαδική λήψη αποφάσεων και οι

ευρύτερες ομάδες αποτελούν το οργανωτικό επίπεδο. Από τη μεριά τους οι

οργανώσεις είναι υποσύνολα μεγαλύτερων συνόλων που ορίζονται ως

μεταοργανώσεις. Αυτά τα σύνολα αντιπροσωπεύουν το ευρύτερο πεδίο της λήψης

αποφάσεων και περιλαμβάνουν συστήματα, όπως οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι

διεθνείς οργανισμοί κ.λπ. Ειδικότερα, ένα μεγάλο μέρος της ατομικής λήψης

απόφασης γίνεται, προκειμένου να επιλύσει προβλήματα προσωπικά, εργασιακά ή

κοινωνικά. Η επίλυση του προβλήματος, συνεπάγεται τη χρήση στρατηγικών σχεδίων

για την έρευνα των σχετικών εναλλακτικών λύσεων, ειδικά όταν επικρατεί

μικρότερος βαθμός πολυπλοκότητας. Η συμπεριφορά επίλυσης του προβλήματος

είναι προσαρμοστική. Συμπερασματικά τα άτομα τείνουν να υιοθετήσουν μάλλον

απλές στρατηγικές, ακόμη και στην παρουσία σύνθετων προβλημάτων, προκειμένου

να λάβουν τις επιθυμητές λύσεις. Η ατομική απόφαση περιορίζεται από τις ατελείς

πληροφορίες, τον παράγοντα του χρονικού κόστους, τους συχνά αυστηρούς

γνωστικούς περιορισμούς και τις διαφορετικές ψυχολογικές δυνάμεις. Οι ομαδικές

αποφάσεις έχουν επιπτώσεις τόσο στην οργανωτική κουλτούρα όσο και στην ίδια την

ομάδα. Οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων, δεν είναι απλά επεκτάσεις και

επεξεργασίες των διαδικασιών που χαρακτηρίζουν τις ατομικές αποφάσεις, αντίθετα

όταν οι άνθρωποι συντάσσονται κατά ομάδες δημιουργείται μια νέα οντότητα, με νέα

δυναμική και πολυπλοκότητα (Schul & Mayo, 2003).

Σύμφωνα με τους Αlex και Wilson (1967), στην οργανωτική λήψη απόφασης

φανερώνονται πολλές από τις ιδιότητες που είναι λειτουργικά παρόμοιες με τις

ατομικές αποφάσεις, υπάρχει δηλαδή μια προσαρμοστικότητα, υπό την έννοια ότι οι

στρατηγικές αναζήτησης και οι κανόνες της απόφασης τροποποιούνται συνεχώς.

Όπως τα άτομα, έτσι και οι οργανώσεις δίνουν προτεραιότητα στους απλούς κανόνες

αναζήτησης και έχουν ως επιδίωξή τους να μειωθεί η πίεση, κατά την εξέταση

πολυσύνθετων προβλημάτων. Πολλοί ερευνητές της διοίκησης θεωρούν, «ότι η

οργανωτική λήψη απόφασης είναι συχνά κακά δομημένη, παρόλο που αποτελεί μια

Page 33: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

33

σημαντική, εάν όχι τη σημαντικότερη πτυχή της ζωής στην οργάνωση» (Shapira,

1997).

Πρόσφατη έρευνα πάνω στη λήψη αποφάσεων στο επίπεδο της οργάνωσης, έχει

αποκαλύψει πολυάριθμα χαρακτηριστικά στα αντανακλαστικά του βαθμού

πολυπλοκότητας, έμφυτα στις επιλογές που γίνονται από τα άτομα που θεσπίζουν

τους οργανωτικούς ρόλους (Henderson & McAdam, 2001). Για παράδειγμα, τα

ανώτερα διευθυντικά στελέχη τείνουν συχνά να συγκεντρώσουν τις πληροφορίες,

αλλά να μην τις χρησιμοποιήσουν, αναζητούν δηλαδή περισσότερες πληροφορίες και

έπειτα τις αγνοούν. Λαμβάνουν τις αποφάσεις πρώτα, και ψάχνουν τις σχετικές

πληροφορίες κατόπιν. Στην πραγματικότητα, οι διευθυντές φαίνονται να

συγκεντρώνουν πολλές πληροφορίες που έχουν ελάχιστη ή και καμία σχέση με την

απόφαση που καλούνται να λάβουν. Έτσι, οι οργανωτικοί ιθύνοντες αποτυγχάνουν

συχνά να οδηγήσουν σε αλλαγές και δείχνουν απροθυμία στην εφαρμογή

καινοτομιών.

Επιπλέον, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη εφαρμόζουν στις διάφορες πορείες

δράσης τους, κατά τη λήψη αποφάσεων, κάποια στάδια που περιλαμβάνουν: (1) τον

προγραμματισμό, (2) την οργάνωση, (3) τη στελέχωση, (4) την κατεύθυνση και (5) τον

έλεγχο (Μarch, 1994). Η διοίκηση διαμορφώνει τους στόχους, μόνο μετά από τη

λήψη των αποφάσεων για τους βασικούς σκοπούς της οργάνωσης. Για να

ολοκληρωθούν οι στόχοι κατά τη διάρκεια μιας επιλεγμένης χρονικής περιόδου, τα

σχέδια διατυπώνονται σύμφωνα με τις αποφάσεις που λαμβάνονται και σύμφωνα με

τους διαθέσιμους πόρους. Κατά τη διάρκεια αναζήτησης των στόχων εκτίθενται τα

σχέδια, ενώ παράλληλα οργανώνεται ένα τμήμα της εργασίας. Οι υποψήφιοι

προσδιορίζονται και επιλέγονται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις. Η οργάνωση προχωρά

προς την εκπλήρωση των στόχων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο, μέσω των

αμέτρητων καθημερινών αποφάσεων που απαιτούνται. Σε όλο αυτό το αρκετά

δαιδαλώδες και περίπλοκο σύστημα, καθοριστικό ρόλο παίζει ο ανθρώπινος

παράγοντας και λιγότερο οι τυποποιημένες διαδικασίες.

Το τελευταίο επίπεδο στη λήψη των αποφάσεων είναι το μεταοργανωτικό, όπου

η παραγωγή επεκτείνεται πέρα από τη διευθυντική διαδικασία, στο επίπεδο της

οργάνωσης. Το σύνολο των οργανώσεων αποτελεί το σύστημα της μεταοργάνωσης,

που περιλαμβάνει την κατανομή των πόρων και την παραγωγή και διανομή των

αγαθών και υπηρεσιών. Παρόλο που αρχικά το σύστημα αυτό εστιάζει στα

Page 34: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

34

μακροοικονομικά μεγέθη, η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι αντίστοιχη με αυτήν

που υιοθετείται σε ατομικό, ομαδικό και οργανωτικό επίπεδο (Ahrne & Nils, 2010).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα λήψης μεταoργανωτικών αποφάσεων είναι ο Ο.Η.Ε.,

το Ν.Α.Τ.Ο., η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.λπ. Το κυριότερο χαρακτηριστικό τους είναι η

δυσκαμψία κατά τη λήψη των αποφάσεων, λόγω των διαφορετικών γεωπολιτικών

επιρροών που αντανακλούνται μέσα σ’ αυτό πλαίσιο.

Το πεδίο της λήψης αποφάσεων είναι πραγματικά ευρύτατο και καλύπτει, όπως

είδαμε, τέσσερα επίπεδα που σχηματοποιημένα αποτελούν τέσσερις ομόκεντρους

κύκλους. Ανάμεσά τους υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, με

αποτέλεσμα το ένα επίπεδο να περικλείεται μέσα στο άλλο.

3.2.1. Μοντέλο περιορισμένου ορθολογισμού

Κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60 άρχισε να απασχολεί και να επηρεάζει

επιστήμες όπως την οικονομία, την ψυχολογία και την πολιτική επιστήμη η έννοια

του «περιορισμένου ορθολογισμού». Πριν από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι

κοινωνικοί επιστήμονες θεωρούσαν ότι το άτομο κατά τη λήψη μιας απόφασης είχε

ως κινητήρια δύναμη περισσότερο το προσωπικό του συμφέρον, (Gigerenzer &

Selten, 2002). Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν μετά από τη δεκαετία του ’50, όταν

άρχισαν να χρησιμοποιούνται ψυχολογικές θεωρίες και στατιστικές μέθοδοι, που

μετέβαλαν τον προσανατολισμό έρευνας προς τα μοντέλα των γνωστικών

λειτουργιών κατά τη λήψη αποφάσεων. Η γνωστική προσέγγιση έστρεψε την

προσοχή της προς τον υπολογισμό των πιθανοτήτων, τη χρησιμότητα της απόφασης

και συντέλεσε στο να υπεισέλθουν τα χαρακτηριστικά αυτά στον τομέα διοίκησης

των επιχειρήσεων (Baron, 2001).

Όταν ένα άτομο πρέπει να επιλέξει ένα σχέδιο δράσης, προκειμένου να πετύχει

μια πλήρως ορθολογική επιλογή, θα πρέπει να προσδιορίσει όλες τις διαθέσιμες

εναλλακτικές λύσεις, να προβλέψει τις συνέπειες που θα παράγονταν από την κάθε

εναλλακτική λύση και να αξιολογήσει την απόφαση, ανάλογα με τους στόχους και τις

προτιμήσεις του. Οι ανάγκες σε πληροφορίες αποθαρρύνουν έναν καθαρά

ορθολογικό τρόπο λήψης απόφασης (Hastie & Dawes, 2001). Καταρχήν, οι

πληροφορίες απαιτούν την εξέταση όλων των πιθανών εναλλακτικών λύσεων για μία

προβληματική κατάσταση. Επίσης, απαιτούν την επιλογή εκείνων των εναλλακτικών

λύσεων που, σύμφωνα με καθορισμένα κριτήρια, θα επιτύχουν καλύτερα τα

Page 35: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

35

επιθυμητά αποτελέσματα. Υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις μεταξύ της σχέσης

επιδίωξη – επεξεργασία της πληροφορίας. Στις περισσότερες καταστάσεις δεν έχουμε

τις πλήρεις πληροφορίες για όλες τις εφικτές εναλλακτικές λύσεις ή δεν μπορούμε να

αντέξουμε, λόγω οικονομίας χρόνου και κόστους, αυτήν την πλήρη γνώση (Rettinger

& Hastie, 2001). Οποιαδήποτε εναλλακτική λύση δημιουργεί πάντα απρόβλεπτες

συνέπειες, οι οποίες μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα σημαντικές. Σπάνια έχουμε

ένα, καθορισμένο με σαφήνεια ή απόλυτη συνέπεια, σύνολο κριτηρίων, με το οποίο

μπορούμε να ταξινομήσουμε τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις προκειμένου να

επιλεγεί η πιο επιθυμητή. Ο Ηerbert Simon προτείνει μία διαφορετική οπτική που

υποστηρίζει, ότι οι άνθρωποι διαθέτουν τον «περιορισμένο ορθολογισμό» (bounded

rationality), έτσι ώστε, ενώ προσπαθούν να είναι ορθολογικοί, η συμπεριφορά τους

περιορίζεται από τις γνωστικές τους ικανότητες και τους περιορισμούς, που

αποτελούν μέρος της οργάνωσης.

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα περιορισμένα όρια της ορθολογιστικής

ικανότητάς τους καθώς και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων, οι άνθρωποι

υιοθετούν διάφορες στρατηγικές, οι οποίες τους επιτρέπουν «να απλοποιήσουν» την

προβληματική κατάσταση και να συμπεριλάβουν, με επιλεκτική αντιπροσώπευση, τα

εμφανέστερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός προβλήματος, σε μια προσπάθεια να

διαμορφώσουν μία αντικειμενική πραγματικότητα (March & Simon, 1993). Γενικά οι

άνθρωποι επιλέγουν μια εναλλακτική λύση που υπερβαίνει μερικά από τα παραπάνω

κριτήρια, παρά την καλύτερη εναλλακτική λύση και ακολουθούν ένα «πρόγραμμα

δράσης» που απλοποιεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων:

Η βέλτιστη, αντικαθίσταται από την πλέον ικανοποιητική λύση.

Οι εναλλακτικές λύσεις δράσης και οι συνέπειές τους ανακαλύπτονται,

μέσω των διαδικασιών αναζήτησης.

Το πρόγραμμα δράσης χρησιμεύει ως εναλλακτική λύση επιλογής, σε

επαναλαμβανόμενες καταστάσεις.

Κάθε ειδικό πρόγραμμα δράσης, εξετάζει μια περιορισμένη σειρά από

πιθανές εναλλακτικές λύσεις και τις συνέπειές τους (March & Simon,

1993).

Ως αποτέλεσμα της περιορισμένης ορθολογιστικής ικανότητας, η λήψη

αποφάσεων οδηγείται στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων που ικανοποιούν το

άτομο κατά το καλύτερο δυνατό: «Η λήψη αποφάσεων, είτε ατομική είτε συλλογική,

ενδιαφέρεται για την ανακάλυψη και την επιλογή των ικανοποιητικών εναλλακτικών

Page 36: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

36

λύσεων, και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ενδιαφέρεται για την ανακάλυψη και

την επιλογή των βέλτιστων εναλλακτικών λύσεων» (March & Simon 1993:162). Μια

εναλλακτική λύση θεωρείται η καλύτερη, εάν αποδειχτεί ανώτερη από όλες τις άλλες,

σύμφωνα με ένα ενιαίο σύνολο κριτηρίων που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση όλων

των διαθέσιμων εναλλακτικών λύσεων. Έτσι θεωρείται ικανοποιητική, εάν ισούται ή

υπερβαίνει το σύνολο των κριτηρίων που καθορίζουν τις «κατά το ελάχιστο

ικανοποιητικές εναλλακτικές λύσεις» (Clampitt et al., 2000).

Σύμφωνα με τον Simon, οι νοητικές διεργασίες που ενεργοποιεί ο

περιορισμένος ορθολογισμός, δεν αποβλέπουν στη μεγιστοποίηση του κέρδους ή της

χρησιμότητας αλλά στην ανεύρεση μιας ικανοποιητικής λύσης, την οποία αποκαλεί

satisficing, λέξη που προκύπτει από την ανάμειξη των δύο σκοτσέζικων λέξεων

sufficing (ικανό, αρκετό) και satisfying (ικανοποιητικό). Στην περίπτωση ενός

βιομηχανικού προϊόντος, για παράδειγμα, η τεχνική λήψης της απόφασης ακολουθεί

κανόνες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του κόστους, του προγραμματισμού και

της ασφάλειας του προϊόντος, τα οποία ενεργούν ταυτόχρονα ως στόχοι και ως

περιορισμοί για την τελική απόφαση (Forlani, 2002). Ανάλογα με τη φύση των

στόχων, οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν

μερικές διαστάσεις του προβλήματος και να αναζητήσουν, απλά, ικανοποιητικές

λύσεις σε άλλες (March, 1994). «Οι συμπεριφορές τύπου satisficing απλοποιούν ένα

σύνθετο κόσμο. Το άτομο αντί να ανησυχεί για έναν άπειρο αριθμό διαβαθμίσεων

του προβλήματος, το απλοποιεί σε δύο μέρη σε ικανοποιητικό και σε μη αρκετά

ικανοποιητικό» (March, 1994:21).

Κατά συνέπεια το άτομο, κατά τη δραστηριότητά του μέσα στον οργανωτικό

χώρο, μπορεί να αγνοήσει μερικές σημαντικές πληροφορίες ή να ανταποκριθεί

βιαστικά σε αυτές, εξαιτίας καθορισμένων προθεσμιών και άλλων ενεργειών. Το

satisficing είναι κάτι περισσότερο από έναν απλό κανόνα για τον τρόπο που

πραγματοποιούνται οι αποφάσεις. Η αναζήτηση της πληροφορίας βρίσκεται σε άμεση

συνάρτηση με την επίτευξη ή μη, του επιδιωκόμενου σκοπού. Αρχίζει να αυξάνεται,

όταν μειώνεται η απόδοση του ατόμου γύρω από την επίτευξη του στόχου ή

μειώνεται, όταν η απόδοση επιτυγχάνει τον τελικό της στόχο (Chu & Spires, 2001). Ο

March (1994) προσδιορίζει τρία κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα στη θεωρία της

αναζήτησης της πληροφορίας. Πρώτα την παρομοιάζει με τη θερμοστατική

λειτουργία. Η αναζήτηση της πληροφορίας «ανάβει ή σβήνει», όταν η απόδοση του

ατόμου μειώνεται ή αυξάνεται ανάλογα με το επιθυμητό επίπεδο. Δεύτερον, οι στόχοι

Page 37: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

37

εξετάζονται διαδοχικά: «Μια satisficing διαδικασία αναζήτησης είναι τμηματική και

εξετάζει τα πράγματα με βάση το χρόνο, το στόχο, την εναλλακτική λύση και το

πρόβλημα» (March, 1994:28). Τρίτον, η αναζήτηση είναι ενεργή παρά τις επιμέρους

αντιξοότητες. Όταν το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα σύνολο «φτωχών»

εναλλακτικών λύσεων, που όλες τους αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τον επιθυμητό

στόχο, η λειτουργία του satisficing θα προσπαθήσει να βρει τους καλύτερους

δυνατούς τρόπους επίλυσης, σε σχέση με τους περιορισμούς του προβλήματος. Τα

κριτήρια αυτά, που καθορίζουν την ελάχιστη αποδοχή, δεν είναι στατικά, αλλά

ρυθμίζονται κατά τη διάρκεια του χρόνου, έτσι ώστε «αυτά να αλληλοσυσχετίζονται

με τη θετική και αρνητική εμπειρία» (Perrow, 1986:122).

Page 38: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

38

3.2.2. Ορθολογικό μοντέλο

Στις κλασικές θεωρίες οργανωσιακής συμπεριφοράς η λήψη αποφάσεων είναι

μια εντελώς ορθολογική διαδικασία. Τα μέλη των οργανισμών εντοπίζουν πρώτα ένα

πρόβλημα που χρειάζεται μιαν απόφαση για να λυθεί. Αφού το πρόβλημα ορισθεί

προσεκτικά, αυτοί που παίρνουν αποφάσεις αναζητούν όλη τη σχετική πληροφορία

που θα μπορούσε να αφορά το δεδομένο πρόβλημα. Στη συνέχεια διατυπώνουν ένα

σύνολο επιλογών απόφασης και αξιολογούν τις λύσεις σύμφωνα με κριτήρια που

έχουν αναπτυχθεί προσεκτικά για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των

αποφάσεων. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων καταλήγει, όταν η άριστη απόφαση

εντοπισθεί και μπορεί να αρχίσει η υλοποίησή της. Πιο συγκεκριμένα, τα στάδια που

ακολουθεί μια ομάδα για να λάβει μιαν απόφαση είναι τα στάδια της διατύπωσης, της

ανάπτυξης της έννοιας, της λεπτομερούς καταγραφής, της αξιολόγησης και της

υλοποίησης (Miller, 2006:κεφ.8).

Οι March και Simon (1958/1993) δηλώνουν, ότι ο τρόπος αναλυτικής σκέψης

που είναι διαθέσιμος σε ένα άτομο, είναι μια λειτουργία του προγράμματος εκτέλεσης

που διευκρινίζει τις δραστηριότητες και τις εκβάσεις. Για παράδειγμα, η επιλογή ενός

σχεδίου δράσης μετά από μια αναζήτηση, εξαρτάται από τα στοιχεία που έχουν

βρεθεί κατά τη διάρκεια της αναζήτησης και η εφαρμογή της επιλεγμένης

στρατηγικής στις συγκεκριμένες περιστάσεις, απαιτεί την αναλυτική σκέψη. Το

πρόγραμμα μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στην αντίληψη του ατόμου ως

αποτέλεσμα της μάθησης και της εμπειρίας, έτσι ώστε η ανάκληση και η χρήση του

να είναι πάλι προϊόν αναλυτικής νόησης (Huber et al., 2002). Σε παρόμοιο πνεύμα οι

Cyert και March (1992), περιγράφουν πως η οργάνωση στηρίζεται σε μεγάλο

ποσοστό, στις τυποποιημένες λειτουργικές διαδικασίες για τις αποφάσεις. Γι’ αυτούς

οι τυποποιημένες λειτουργικές διαδικασίες είναι η μνήμη της οργάνωσης, η οποία της

παρέχει σταθερότητα και μία κατεύθυνση για την εκτέλεση των επαναλαμβανόμενων

δραστηριοτήτων.

Page 39: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

39

3.2.3. Αναρχικό μοντέλο - Garbage Can Model

Σε αντίθεση προς τη θεωρία που βασίζεται στη διαδικασία ορθολογικής

επιλογής των αποφάσεων και ιδιαίτερα στις τυπικές, γραφειοκρατικά δομημένες

οργανώσεις, ο James March με μια ομάδα συνεργατών του, αναλύοντας τα

αποτελέσματα εμπειρικών ερευνών, κατέληξε να διατυπώσει μια νέα προσέγγιση την

οποία ονόμασε «οργανωμένη αναρχία» (Παναγιωτοπούλου, 1997). Ως τυπικό είδος

οργανώσεων που ανήκουν στην κατηγορία αυτή, αναφέρουν τα πανεπιστήμια, τα

σχολεία κ.ά., που παρουσιάζουν συνήθως τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:

ασαφώς διατυπωμένους και συχνά αντιφατικούς (ασύμβατους) μεταξύ

τους στόχους,

ασαφή αίτια για τη δημιουργία προβλημάτων, ανεπαρκές επίπεδο

τεχνολογίας και ρευστές σχέσεις με το κοινωνικό περιβάλλον,

διαρκή εναλλαγή των μελών και διακυμάνσεις στο ενδιαφέρον τους, σε

σχέση με τις ειλημμένες αποφάσεις,

συγκεχυμένες, αλληλοεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες και χαλαρή

δέσμευση για τη συνέχιση των αποφάσεων (Henderson & McAdam,

2001).

Στο αναρχικό μοντέλο λήψης αποφάσεων ή μοντέλο «δοχείου απορριμμάτων» ή

«κάλαθου των αχρήστων» (Garbage Can Model) παρακάμπτονται οι συνήθεις

προδιαγεγραμμένες φάσεις για την προπαρασκευή στη λήψη αποφάσεων, καθώς και

τα συστατικά στοιχεία που τις συνοδεύουν (όπως π.χ. συμβαίνει στα οικονομικά

ορθολογικά υποδείγματα ή στα υποδείγματα της επιχειρησιακής έρευνας). Στην

περίπτωση αυτή τόσο τα δομικά στοιχεία (π.χ. δυνατότητες για λήψη αποφάσεων,

προβλήματα, λύσεις και συμμετέχοντες), όσο και η χρονική αλληλουχία,

διαπλέκονται μεταξύ τους και δεν είναι δυνατό να ιεραρχηθούν. Είναι βέβαια σαφές

ποιο είδος προβλήματος πρέπει να επιλυθεί, ποιες λύσεις θα ήταν οι πλέον

ενδεδειγμένες και ποιοι συμμετέχοντες εμπλέκονται, δεν είναι όμως ξεκάθαρο ποιες

λύσεις ταιριάζουν σε κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα και μπορούν να το επιλύσουν, τι

δυνατότητες απόφασης υπάρχουν και τέλος ποια άτομα είναι αρμόδια να

συναποφασίσουν (Goldstein & Hogarth, 1997). Πρόκειται για ένα μοντέλο

προσομοίωσης, στο οποίο οι μεταβλητές δεν μπορούν να ιεραρχηθούν και επικρατεί η

Page 40: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

40

τύχη και η ασυνέχεια. Η οργάνωση προσομοιάζει με κάλαθο των αχρήστων, στον

οποίο τα προβλήματα, οι λύσεις και οι συμμετέχοντες, μετακινούνται από τη μία

δυνατότητα λήψης απόφασης σε κάποια άλλη με τέτοιο τρόπο, ώστε η ίδια η

απόφαση, το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να ληφθεί και το πρόβλημα το

οποίο κλήθηκε να επιλύσει, εξαρτώνται από ένα περίπλοκο συγκυριακό περιβάλλον

(Lee et al., 1999).

Ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων εξαρτάται από το εκάστοτε πλαίσιο

αναφοράς, δηλαδή από τα συμβάντα που διαμείβονται την ίδια περίοδο μέσα και έξω

από την οργάνωση. Έτσι λοιπόν οι αποφάσεις δεν ακολουθούν τις υπάρχουσες

απαιτήσεις για την επίλυση των προβλημάτων, αλλά έχουν πολύ μεγαλύτερη

συνάφεια με τη χρονική περίοδο κατά την οποία καλούνται να ληφθούν (Schul &

Mayo, 2003). Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές δημιουργείται μία «οργανωμένη

αναρχία», επειδή η σύνδεση των παραγόντων οι οποίοι υποβοηθούν στη λήψη

αποφάσεων και η συγκυρία, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Πρακτικά οι αποφάσεις και

κατά συνέπεια οι συγκρούσεις στις οργανώσεις αυτές αντιμετωπίζονται με

στρατηγικές και τακτικές, ανάλογα με τις διάφορες περιστάσεις (Schulz – Hardt et al.,

2002).

Οι Cohen, March και Olsen (1972) διαφοροποιούνται από την άποψη και

προτείνουν μια εναλλακτική άποψη, στην οποία οι αποφάσεις μέσα στην οργάνωση,

χαρακτηρίζονται από:

προβληματικές προτιμήσεις: οι προτιμήσεις που χρησιμοποιούνται για τη

λήψη μιας απόφασης, είναι ακαθόριστες και ασυμβίβαστες

περιλαμβάνοντας περισσότερο μια ακαθόριστη συλλογή ιδεών, παρά

ένα δομημένο σύνολο

ασαφή τεχνολογία: η τεχνολογία της οργάνωσης είναι ασαφής,

δεδομένου ότι οι διαδικασίες της δεν γίνονται κατανοητές με σαφήνεια

από τα μέλη της

ρευστή συμμετοχή: η συμμετοχή είναι ρευστή, καθώς ποικίλλει το

χρονικό διάστημα στο οποίο καταβάλλεται η προσπάθεια επίλυσης των

διαφορετικών καταστάσεων.

Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι παρόντα σε οποιοδήποτε μέρος της

οργάνωσης, αλλά ο Cohen και οι συνεργάτες του θεωρούν ότι είναι εμφανέστερα

τόσο στο δημόσιο όσο και στον εκπαιδευτικό τομέα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό

στις περιπτώσεις αυτές, είναι ότι δεν υφίσταται αυστηρά δομημένη διαδικασία λήψης

Page 41: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

41

αποφάσεων, αλλά ισχύει το πρότυπο που ονομάστηκε «δοχείο απορριμμάτων» ή

«κάλαθος των αχρήστων» και έχει τα ακόλουθα γνωρίσματα:

Προβλήματα (Problems): Τα προβλήματα παρουσιάζονται από διάφορα

άτομα, που βρίσκονται εντός και εκτός της οργάνωσης και

περιλαμβάνουν συνήθως αιτήματα, ενδιαφέροντα κ.λπ. από

οποιοδήποτε χώρο της κοινωνικής και οργανωτικής ζωής (π.χ.

δυσαρέσκεια κατά την εργασία, οικογενειακά προβλήματα, θέματα

σταδιοδρομίας, χρηματοδοτικά ζητήματα, κύρος, ζητήματα κοινωνικών

αξιών κ.λπ.)

Λύσεις (Solutions): Οι προτεινόμενες λύσεις δεν αποτελούν απαραίτητα

μία απάντηση σε συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά πιθανώς

περιλαμβάνουν και γενικότερες προτάσεις που αναζητούν οπαδούς

κ.λπ. Με τη λογική αυτή, οι λύσεις σε μεγάλο βαθμό είναι ασύνδετες ως

προς την επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήματος.

Συμμετέχοντες (Participants): Η εμπλοκή που δείχνουν και ο χρόνος

που αφιερώνουν τα μέλη της οργάνωσης για μια απόφαση, δεν

εξαρτάται μόνο από τα χαρακτηριστικά και την πολυπλοκότητά της,

αλλά και από τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά άλλων αποφάσεων που

λαμβάνονται ταυτόχρονα έξω από τα στενά πλαίσια της οργάνωσης

(π.χ. αποφάσεις Α.Ε.Ι. σε σχέση με αποφάσεις του Υπουργείου

Παιδείας).

Δυνατότητες λήψης αποφάσεων (Choice opportunities): Συχνά η λήψη

μιας συγκεκριμένης απόφασης, π.χ. πρόσληψη ατόμων, υπογραφή

συμβολαίου, αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού κ.λπ., γίνεται αφορμή όχι

μόνο να λυθεί κάποιο πρόβλημα, αλλά και να δοθεί η ευκαιρία να

ανασυρθούν στο προσκήνιο άλλου είδους διαφωνίες ή προσπάθειες

ανακατανομής της

εξουσίας στην

οργάνωση. Με

αφορμή το

φαινόμενο αυτό, η

λήψη αποφάσεων

μπορεί να εξελιχθεί

Page 42: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

42

σε αλυσίδα ατέρμονων συναντήσεων που δεν καταλήγουν σε

ικανοποιητικές λύσεις, είτε γιατί δεν υπάρχει το κατάλληλο άτομο που

μπορεί να αναλάβει και να συγκεράσει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα,

είτε γιατί δεν υπάρχει άλλο πιο επιτακτικό πρόβλημα που θα επισκιάσει

τα προηγούμενα (Stanovich & West, 1999).

Το ζήτημα, για το ποιες λύσεις συνδέονται με τα αντίστοιχα προβλήματα, είναι

ένα θέμα συγχρονισμού ανάλογο με τις απαιτήσεις των συμμετεχόντων, τους στόχους

και το πλήθος των διαθέσιμων επιλογών, σε οποιοδήποτε χρονικό πλαίσιο (Cohen et

al., 1972:16). Σύμφωνα με τους Cohen, March και Olsen στο μοντέλο αυτό οι

αποφάσεις λαμβάνονται με τρεις διαφορετικούς τρόπους: α) από το ψήφισμα, β) από

την παράλειψη, και γ) από την «πτήση». Στο ψήφισμα (resolution), η λήψη απόφασης

γίνεται κατά τη διάρκεια του χρόνου και είναι τυποποιημένος τρόπος επιλογής,

σύμφωνα με ορθολογικές αρχές. Η παράλειψη (oversight) εμφανίζεται, «όταν η

επιλογή που υιοθετείται για ένα πρόβλημα γίνεται γρήγορα και τυχαία, γιατί υπάρχει

η διαθέσιμη πηγή ώστε να ληφθεί η απόφαση γρήγορα» (Cohen et al.,1972:8). Η

πτήση (flight), εμφανίζεται όταν το αρχικό πρόβλημα δεν υφίσταται πλέον,

αφήνοντας πίσω μια επιλογή που μπορεί τώρα να πραγματοποιηθεί, αλλά η εφαρμογή

της δεν επιλύει πλέον κανένα πρόβλημα. Στις οργανωμένες αναρχίες, η επιλογή της

πτήσης και της παράλειψης, μπορεί να συναντάται πιο συχνά από την απόφαση του

ψηφίσματος. Για παράδειγμα, ο Cohen και οι συνεργάτες του πιστεύουν ότι η λήψη

απόφασης συχνά δεν επιλύει τα οργανωτικά προβλήματα στις δημόσιες επιχειρήσεις,

αλλά οι επιλογές γίνονται από την πτήση ή την παράλειψη. Ένας δημόσιος

Επιθεωρητής – Ελεγκτής, για παράδειγμα, δεν μπορεί να αξιολογήσει ένα μη

παραγωγικό πρόεδρο ενός δημόσιου οργανισμού, επειδή προστατεύεται από κάποια

προνόμια κατά τη διάρκεια του αξιώματος, μπορεί όμως μια ημέρα να διαπιστώσει

ότι το πρόβλημα έχει εξαφανιστεί, επειδή η θητεία του συγκεκριμένου προσώπου έχει

λήξει και αυτός έχει μετακινηθεί σε άλλη υπηρεσία (λήψη απόφασης από την πτήση).

Οι Cohen, March, και Olsen (1972) υπογραμμίζουν: «Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό

γνώρισμα του αναρχικού μοντέλου είναι ότι μπορεί να επεξεργαστεί και να επιτύχει

τη «μερική αποσύζευξη» του προβλήματος και των επιλογών. Τα προβλήματα

αναλύονται επάνω στα πλαίσια κάποιας επιλογής, ενώ οι επιλογές απευθύνονται σε

μετατοπιζόμενους συνδυασμούς προβλημάτων. Οι υπεύθυνοι για τη λήψη

Πηγή: www.unc.edu/~nielsen/soci410/nm11/nm11.htm

Page 43: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

43

αποφάσεων αναλαμβάνουν δράση συνήθως αφότου έχουν προσδιορίσει την επιλογή,

πολλές φορές ακόμη και προτού την ανακαλύψουν» (Cohen et al.,1972:16).

Αν ένα αναρχικό πρότυπο λήψης απόφασης μπορεί να φανεί ως μη παραγωγικό,

τα «δοχεία απορριμμάτων» που μπορούν να το επεξεργαστούν, δεν είναι

δυσλειτουργικά, γιατί μπορούν να παράγουν αποφάσεις μέσα από αβέβαιους και

συγκρουόμενους όρους, όταν οι στόχοι είναι διφορούμενοι και τα προβλήματα

ανεπαρκώς κατανοητά. Οι υπεύθυνοι γι’ αυτές τις διαδικασίες ποικίλλουν, στο

χρονικό διάστημα και την ενέργεια που δίνουν στα ζητήματα (Clampitt et al., 2000).

Όπως προκύπτει από την περιγραφή, το υπόδειγμα του «δοχείου

απορριμμάτων» δε χαρακτηρίζεται από πλήρη αναρχία ή συγκυριακή αντιμετώπιση.

Η ιδιομορφία του έγκειται κατά πρώτο λόγο στο είδος των υπηρεσιών που προσφέρει

η οργάνωση (π.χ. παροχή γνώσεων, διαπαιδαγώγηση κ.λπ.), δεδομένου ότι είναι

πιθανό η οργανωτική δομή να επηρεάζεται άμεσα από το σύστημα των αξιών της.

Κατά δεύτερο λόγο, τα μέλη της έχουν συνήθως υψηλό μορφωτικό επίπεδο και

βαθμό εξειδίκευσης, με αποτέλεσμα οι ιεραρχικές κλίμακες να είναι δύσκολο να

εφαρμοστούν (Feldman, 1989). Πίσω λοιπόν από τη φαινομενικά άναρχη κατάσταση,

υποκρύπτονται δομές και κανονιστικότητες, που ξεπερνούν σε πολυπλοκότητα το

μέσο όρο των οργανώσεων, η συγκρότηση των οποίων δεν είναι εμφανής με την

πρώτη ματιά. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές η επίλυση των προβλημάτων

είναι πιο αργή και δύσκαμπτη, γιατί οι συμμετέχοντες παλινδρομούν και οι

διαδικασίες καθίστανται χρονοβόρες (Gortner et al., 1990).

Page 44: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

44

4. Η προσφορά της θεωρίας του March στην Τριτοβάθμια

Εκπαίδευση

Page 45: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

45

5. Βιβλιογραφία

5.1. Βιβλία – Άρθρα

Αθανασούλα – Ρέππα, A. (2008). Εκπαιδευτική Διοίκηση & Οργανωσιακή

Συμπεριφορά. Η Παιδαγωγική της Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Ίων. Εκδ. Έλλην.

Miller, K. (2006). Οργάνωση και Επικοινωνία. Προσεγγίσεις και Διαδικασίες.

(Μετάφ. Μ. Κωνσταντοπούλου). Αθήνα. Εκδ. Δίαυλος.

Παναγιωτοπούλου, Ρ. (1997). Η επικοινωνία στις οργανώσεις. Κριτική.

Ahrne, G. & Nils, B. (2010). How much do meta-organizations affect their members?

Paper presented at SGIR 7th Pan-European International Relations Conference,

Stockholm 9–11 September 2010. Session 38: Rediscovering International

Organisations.

Baron, J. (2001). Thinking and Deciding. Cambridge University Press.

Chu, P.C. & Spires, E.E. (2002). Perceptions of accuracy and effort of decision

strategies. Organizational Behaviour and Human Decision Processes. Volume

91, Issue 2, pp.203-214 (http://www.sciencedirect.com/)

Clampitt, P.G., DeKoch, R.J., Cashman, T. (2000). A strategy for communicating

about uncertainty. Academy of Management Executive, Vol. 14, No. 4, pp. 41–

57.

Cohen, M.D., March, J.G. & Olsen, J.P. (1972). A Garbage Can Model of

Organizational Choice. Administrative Science Quarterly, Vol. 17, No 1, pp. 1–

25. (JSTORS)

Cyert, R. & March, J.G. (1963). A Behavioral Theory of the Firm. Second edition

(1992). Oxford: Blackwell.

Daft, R.L. (2000). Organization Theory and Design. South-Western Educational

Publishing/Thomson.

Page 46: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

46

Day, R. & Sunder, S. (1996). Ideas and Work of Richard M. Cyert. Journal of

Economic Behavior and Organization. 31, pp.139-148.

Earl, P. (ed.) (1988). Behavioral Economics. Aldershot: Edward Elgar.

Feldman, M.S. (1989). Order without Design: Information Production and Policy

Making. Stanford, CA: Stanford University Press.

Forlani, D. (2002). Risk and Rationality: The Influence of Decision Domain and

Perceived Outcome Control Managers’ High – Risk Decisions. Journal of

Behavioral Decision Making, Vol. 15, pp.125–140.

Gigerenzer, G. & Selten, R. (2002). Bounded Rationality: The Adaptive Toolbox.

Human Nature Review 2003. Volume 3: 163-165 (Α Book Review) (URL of

this document http://human-nature.com/nibbs/03/selten.html).

Goldstein, W.M. & Hogarth, R.M. (1997). Research on Judgment and Decision

Making. Currents, connections, and controversies. Cambridge Series on

Judgment and Decision Making, Cambridge University Press.

Gortner, H.F., Mahler, J. & Nicolson, J.B. (1990). Organization Theory. A Public

Perspective. The Dorsey Press, Chicago.

Hastie, R. & Dawes, R.M. (2001). Rational Choice in an Uncertain World: The

Psychology of Judgment and Decision Making. Sage Publications.

Henderson, J. & McAdam, R. (2001). Decision making in the fragmented

organisation: a utility perspective. Management Decision, Vol. 39, pp.461 469.

Huber, J., Ariely, D. & Fisher, G. (2002). Expressing Preferences in a Principal –

Agent Task: A Comparison of Choice, Rating, and Matching. Organizational

Behaviour and Human Decision Processes, Vol. 87, No. 1, January, pp.66–90.

Lee, D., Price, R. & Newman, P. (1999). Decision Making in Organizations.

Financial Times – Prentice Halls.

March, J.G. (1994). A Primer on Decision Making: How Decisions Happen. New

York, NY: Free Press.

March, J.G., Schultz, M. & Zhou, X. (2000). The Dynamics of Rules: Change in

Written Organizational Codes. Stanford University Press

(books.google.gr/books?isbn=080473996X)

Page 47: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

47

March, J.G. & Simon, H.A. (1958). Organizations, Second edition (1993). Oxford:

Blackwell στο

http://organizationsandmarkets.files.wordpress.com/2009/09/augier-m-cyert-

march-and-the-carnegie-school.pdf).

March. J.G. & Shapira, Z. 1982. Behavioral decision theory and organizational

decision theory. In G. Ungson and D. Braunstein (Eds.), New Directions in

Decision Making. Boston, Mass.: Kent Publishing Co. Reprinted in M. Zey

(1992) Decision Making: Alternatives to rational choice models, Newbury Park,

CA: Sage Publications.

Perrow, C. (1986). Complex Organizations: A Critical Essay. 3rd ed. New York, NY:

McGraw – Hill.

Rettinger, D.A. & Hastie, R. (2001). Content Effects on Decision Making.

Organizational Behaviour and Human Decision Processes. Vol. 85, No. 2, July,

pp.336–359.

Stanovich, K.E. & West, R.F. (1999). Discrepancies between Normative and

Descriptive Models of Decision Making and the Understanding/Acceptance

Principle. Cognitive Psychology, Vol. 38, pp.349–385.

Schul, Y. & Mayo, R. (2003). Searching for Certainty in an Uncertain World: The

Difficulty of Giving Up the Experiential for the Rational Model of Thinking.

Journal of Behavioral Decision Making, No. 16, pp.93–106.

Schulz – Hardt, S., Jochims, M. & Frey, D. (2002). Productive conflict in group

decision making: genuine and contrived dissent as strategies to counteract

biased information seeking. Organizational Behaviour and Human Decision

Processes. Vol.88. pp.563–586.

Shapira, Z. (1997). Strategic risk: A longitudinal-ordinal analysis. Journal of

Behavioral Decision Making, 10, 361-363. (A book review).

Williamson, O. (1996b). Transaction cost economics and the Carnegie Connection.

Journal of Economic Behaviour and Organization. 31. pp.149-155.

Page 48: Συστημική Σκέψη Στην Οργάνωση Και Διοίκηση Της Εκπαίδευσης

48

5.2. Ιστοσελίδες

http://www.stanford.edu/~krollag/org_site/encyclop/garbage_can.html

http://jasss.soc.surrey.ac.uk/11/1/1.html