87
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ 1 Ψυχολογία & Διατροφή Πανταζής Α. Ιορδανίδης Ψυχίατρος Διδάκτωρ Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Α. Π.Θ. ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΠΡΟΣΕΞΕΤΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ

Ψυχολογία & Διατροφή

Embed Size (px)

DESCRIPTION

diatrofi

Citation preview

Page 1: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 1

Ψυχολογία & ∆ιατροφή

Πανταζής Α. Ιορδανίδης

Ψυχίατρος

∆ιδάκτωρ Ψυχιατρικής Πανεπιστηµίου Α.Π.Θ.

ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΡΟΣΟΧΗ!!!

ΠΡΟΣΕΞΕΤΕ ΤΙΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ

ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ

Page 2: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ∆ΙΑΤΡΟΦΗ 7

Εισαγωγή 7

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ 8

ΕΙ∆ΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ 9

1. Κλινική Ψυχολογία 9

2. Παιδοψυχολογία 10

3. Ψυχολογία της Εκπαίδευσης 10

4. Κοινωνική Ψυχολογία 10

5. Ψυχοφυσιολογία (Φυσιολογική Ψυχολογία) 10

6. Ψυχολογία της Εργασίας 10

7. Πειραµατική Ψυχολογία 11

8. Ψυχολογία της Άθλησης 11

9. Ψυχολογία της Υγείας 11

10. Νευροψυχολογία 12

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 12

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ/ΛΑΘΟΥΣ ΚΑΙ

ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ 12

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 13

2. ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 15

1. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 15

2. ΛΗΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 15

3. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΘΟ∆ΟΣ 15

4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ∆ΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 16

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 17

Page 3: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 3

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 17

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ 18

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 19

ΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ 21

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ 21

ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ 22

ΜΝΗΜΗ 22

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΜΝΗΜΗΣ 22

ΣΚΕΨΗ 24

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΚΕΨΗΣ 24

Α. ∆ιαταραχές του ειρµού της σκέψης 24

Β. ∆ιαταραχές κατοχής της σκέψης 25

Γ. ∆ιαταραχές του περιεχοµένου της σκέψης 26

∆. ∆ιαταραχές της µορφής της σκέψης 27

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 27

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 28

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ 29

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ 29

Page 4: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 4

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ

ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ 29

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ 30

ΣΤΑ∆ΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ 30

Α. ΣΤΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ 30

ΠΡΩΤΟΙ 12-18 ΜΗΝΕΣ 31

Β. ∆ΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟ ΕΤΟΣ ΖΩΗΣ 32

Γ. ΗΛΙΚΙΑ ΑΠΟ 3 ΕΩΣ 6 ΕΤΩΝ 34

∆. ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ 35

Ε. ΕΦΗΒΕΙΑ 36

ΣΤ. ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ 38

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

(BEHAVIORISM) (J. WATSON 1924, B.F.SKINNER, 1930) 39

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ-ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

(A. BANDURA, 1986) 40

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

(SELF THEORY) (C. ROGERS) 40

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 41

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 42

ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΡΟΦΩΝ 43

Μάθηση µιας γεύσης όταν συνδυάζεται

µε άλλη γεύση (flavor-flavor learning) 43

Page 5: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 5

∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙ∆ΙΩΝ:

ΕΠΙΛΌΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΡΟΦΩΝ 44

Πρώτες Γευστικές Εµπειρίες των Παιδιών

και Έλεγχος του Χρονικού ∆ιαστήµατος

Μεταξύ των Γευµάτων 44

Όταν τα βρέφη γίνονται παιδιά... 45

Μάθηση, Εµπειρία και Έλεγχος του Μεγέθους

του Γεύµατος 45

Επίδραση των Πρώτων Εµπειριών του Παιδιού

στη Σίτιση 46

∆ιατροφική Προτίµηση Παιδιών:

Μάθηση και Κοινωνικό Πλαίσιο 47

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 49

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 49

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΡΟΦΗΣ:

ΒΙΟΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 52

ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ 52

Επιδηµιολογία 52

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ 53

Γενετικές Θεωρίες 53

Η όρεξη και ο ρόλος της λεπτίνης 54

Περιβάλλον που προάγει την παχυσαρκία 54

Σωµατικές επιπτώσεις παχυσαρκίας 54

Ψυχολογικά προβλήµατα και παχυσαρκία 55

Page 6: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 6

Ψυχαναλυτική ερµηνεία της παχυσαρκίας 56

∆ιαταραχή υποτίµησης εικόνας σώµατος

ατόµων µε σοβαρή παχυσαρκία 56

Κατανάλωση τροφής για

συναισθηµατικούς λόγους 57

Κοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας 57

Ψυχοκοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας 58

Οικονοµικοκοινωνικοπολιτιστικά

αίτια της παχυσαρκίας 59

∆ΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΑΚΗΣ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑΣ 61

Επιδηµιολογία 62

Ψυχολογικά προβλήµατα και

∆ιαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας 62

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ 64

Συνδυασµός ∆ιαιτολογικής και Ψυχολογικής

(Γνωσιακής/Συµπεριφορικής Αντιµετώπισης

της Παχυσαρκίας 66

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ 67

∆ιαγνωστικά κριτήρια 67

Επιδηµιολογία 68

Page 7: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 7

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα

στην Ψυχογενή Ανορεξία 68

∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Ανορεξίας 69

Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα)

και Ψυχογενής \Ανορεξία (ΨΑ) 69

Ψυχοκοινωνικά Αίτια Ψυχογενούς Ανορεξίας 70

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑ 72

Επιδηµιολογία 72

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα

Ψυχογενούς Βουλιµίας 73

∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Βουλιµίας 73

Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα)

και Ψυχογενής Βουλιµία 73

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ

ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ 74

Α. Η Συµβολική σηµασία των συµπτωµάτων 74

Β. Ο ρόλος της παιδικής ηλικίας 75

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ (ΨΑ) 75

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ (ΨΒ) 75

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 77

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 77

Page 8: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 8

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ

Εισαγωγή

Ο στόχος του βιβλίου αυτού είναι να περιγράψει το αντικείµενο της Ψυχολογίας και τη

σχέση της επιστήµης αυτής µε τη ∆ιατροφή.

Η σίτιση είναι η πιο βασική ανθρώπινη δραστηριότητα. Αν δε φαµε θα

πεθάνουµε. Πρέπει µάλιστα να φαµε πολλές φορές την ηµέρα. Αν και σήµερα η εύρεση

τροφής δεν αποτελεί σηµαντικό πρόβληµα για τους περισσότερους ανθρώπους της

∆υτικής κοινωνίας, το φαγητό, η σίτιση και οι επιπτώσεις της διατροφής στο σώµα µας

αποτελούν σηµαντικά γεγονότα γύρω από τα οποία κινείται η ζωή µας. Η εικόνα

σώµατος ενδιαφέρει τους περισσότερους ανθρώπους. Η εικόνα αυτή εξαρτάται άµεσα

από την ποσότητα και ποιότητα φαγητού που καταναλώνουµε, και είναι αποτέλεσµα της

αλληλεπίδρασης βιολογικών, µαθησιακών και γνωσιακών παραγόντων που µελετά η

ψυχολογία.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις διατροφικές µας συνήθειες, την προτίµησή

µας για κάποιο είδος τροφής ή την αποστροφή µας για κάποιο άλλο είναι βιολογικοί

(γενετικοί, εσωτερικά βιολογικά ερεθίσµατα), αναπτυξιακοί ( επίδραση των διατροφικών

επιλογών της εγκύου στις µετέπειτα διατροφικές προτιµήσεις του παιδιού) και

πολιτιστικοί (επίδραση των διατροφικών συνηθειών της οικογένειας και της κοινωνίας).

Η ψυχολογική κατάσταση του ατόµου επηρεάζει τη διατροφική του

συµπεριφορά. Πολλά άτοµα τρωνε υπερβολικά για συναισθηµατικούς λόγους. Η

κατάθλιψη σχετίζεται µε την απώλεια όρεξης και µείωση της λήψης τροφής, της

ενεργητικότητας και των ενδιαφερόντων του ατόµου (Koenig, 1993). Οι διαταραχές της

διατροφικής συµπεριφοράς, η ψυχογενής ανορεξία, η βουλιµία και η διαταραχή

επεισοδιακής υπερφαγίας έχουν σχέση µε ψυχολογικά αίτια.

Η διατροφή επηρεάζει τη συναισθηµατική κατάσταση του ατόµου. Η σωστή

διατροφή συµβάλλει στην καλή ψυχική υγεία, ενώ η ελλιπής διατροφή µπορεί να

προκαλέσει σωµατικές και ψυχολογικές διαταραχές. Τα βρέφη που τρέφονται µε το

Page 9: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 9

γάλα της µητέρας τους για τουλάχιστον 6 µήνες γίνονται εξυπνότερα παιδιά όταν

µεγαλώσουν (Logan, 2002). Τα παιδιά που τρώνε πρωινό έχουν καλύτερη γνωστική

ικανότητα λόγω της παροχής γλυκόζης στον εγκέφαλο (Logan, 2002). Οι αγχώδεις

διαταραχές συχνά σχετίζονται µε υποσιτισµό, ιδιαίτερα στα υπερήλικα άτοµα, (Clark

και συν. 2002). Η άνοια σχετίζεται στενά µε τον υποσιτισµό, ιδιαίτερα όσο αυξάνει η

ηλικία (Bucht, 1990)(Singh, 1988).

Η Ψυχολογία και η Ψυχιατρική έχουν πολλά να προσφέρουν στην επιστήµη της

∆ιατροφής. Η αντιµετώπιση της παχυσαρκίας γίνεται καλύτερα όταν η διαιτητική

φροντίδα συνδυάζεται µε την ψυχολογική στήριξη και την αντιµετώπιση ψυχολογικών

παραγόντων που µπορεί να συµβάλλουν στην υπερφαγία. Η ψυχιατρική αντιµετώπιση

της κατάθλιψης βοηθάει στην ανάκτηση της όρεξης του ατόµου και την καλύτερη

διατροφή του. Οι διαταραχές της διατροφής όπως η ψυχογενής ανορεξία, βουλιµία και

διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας χρειάζονται ψυχιατρική και ψυχολογική

αντιµετώπιση. Οι Επιστήµες της Συµπεριφοράς βοηθούν τα άτοµα να βελτιώσουν τη

διατροφική τους συµπεριφορά τροποποιώντας τους παράγοντες που την επηρεάζουν

(Baranowski, 1999).

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ

Η ψυχολογία είναι η επιστήµη που ασχολείται µε τη µελέτη των διεργασιών της σκέψης

και της συµπεριφοράς των ανθρώπων και άλλων ζώων στην αλληλεπίδρασή τους µε το

περιβάλλον. Ο ψυχολόγος µελετά την αντίληψη, τη µάθηση, τη σκέψη, τη γνωστική

ικανότητα, τα συναισθήµατα, την προσωπικότητα, την παθολογική συµπεριφορά και την

αλληλεπίδραση των ανθρώπων µεταξύ τους και µε το περιβάλλον.

Η Ψυχιατρική είναι ειδικότητα της Ιατρικής που ασχολείται µε τη µελέτη, διάγνωση,

αντιµετώπιση και πρόληψη των ψυχικών διαταραχών. Ο Ψυχίατρος είναι ιατρός ο

οποίος, µετά από µια εξαετή εκπαίδευση στην ιατρική και την ενός έτους υπηρεσία

Page 10: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 10

υπαίθρου ως γενικός ιατρός σε αγροτικές περιοχές ή κέντρα υγείας, εξειδικεύεται για 5

χρόνια στην Ψυχιατρική µετά από µετεκπαίδευση στην Παθολογία και την Νευρολογία.

Μπορεί να εκπαιδευτεί επίσης και στην Ψυχοθεραπεία ώστε να µπορεί να αντιµετωπίζει

τα ψυχολογικά προβλήµατα ψυχοθεραπευτικά αν δεν απαιτείται φαρµακευτική αγωγή ή

σε συνδυασµό µε τη φαρµακευτική αγωγή.

Υποειδικότητες της Ψυχιατρικής είναι η Παιδοψυχιατρική, η Ψυχιατρική

των Εφήβων και η Ψυχογηριατρική.

ΕΙ∆ΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Η ψυχολογία είναι µια πολύ εκτεταµένη επιστήµη µε πολλούς επιµέρους κλάδους ή

ειδικότητες. ∆ιακρίνεται στους εξής κλάδους:

1. Κλινική Ψυχολογία

Η Κλινική Ψυχολογία µελετάει τα ψυχικά προβλήµατα του ανθρώπου, τις ψυχονοητικές

του λειτουργίες και την παθολογικά αποκλίνουσα συµπεριφορά.

Ο κλινικός ψυχολόγος κάνει βασικές σπουδές στην Ψυχολογία, µετεκπαιδεύεται

µέχρι επιπέδου διδακτορικού και κάνει πρακτική άσκηση σε ψυχιατρικές κλινικές ή άλλα

ιδρύµατα ψυχικής υγείας. Όταν εκπαιδευτεί στην ψυχοθεραπεία, αναλαµβάνει µόνος του

ή σε συνεργασία µε το ψυχίατρο την ατοµική ή οµαδική ψυχοθεραπεία ατόµων µε

ψυχικά προβλήµατα. ∆ιαφέρει από τον ψυχίατρο που επίσης µπορεί να κάνει

ψυχοθεραπεία στο ότι αυτός έχει ιατρική εκπαίδευση και, µαζί µε την ψυχοθεραπευτική

αντιµετώπιση, µπορεί να χορηγήσει, αν χρειασθεί, και φαρµακευτική αγωγή. Στην

κλινική πράξη, ο κλινικός ψυχολόγος µπορεί επίσης να κάνει και να ερµηνεύει

ψυχολογικές δοκιµασίες που βοηθούν στη διάγνωση και αντιµετώπιση ψυχολογικών ή

ψυχιατρικών διαταραχών.

Page 11: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 11

2. Παιδοψυχολογία

Η Παιδοψυχολογία είναι κλάδος της κλινικής ψυχολογίας που ασχολείται µε τα

ψυχολογικά προβλήµατα των παιδιών. Ειδικότερα , ασχολείται µε την ψυχονοητική

εξέλιξη του παιδιού, την ανάπτυξή του και ψυχολογικές διαταραχές όπως η διαταραχή

ελλειµµατικής προσοχής, ο αυτισµός, οι διαταραχές της µάθησης και η δυσλεξία.

3. Ψυχολογία της Εκπαίδευσης

Η Ψυχολογία της Εκπαίδευσης ασχολείται µε την ψυχολογική προσέγγιση της

διδασκαλίας και της µάθησης. Ειδικότερα, ασχολείται µε τα ψυχολογικά προβλήµατα

του εκπαιδευοµένου και συµβουλεύει τους εκπαιδευτικούς στη βελτίωση ή τροποποίηση

του εκπαιδευτικού προγράµµατος και των µεθόδων διδασκαλίας.

4. Κοινωνική Ψυχολογία

Η Κοινωνική Ψυχολογία ασχολείται µε τη µελέτη της συµπεριφοράς του ατόµου ή της

οµάδας ατόµων σε σχέση µε το κοινωνικό περιβάλλον. Ειδικότερα, µελετά τη

διαµόρφωση ή τη µεταβολή των ιδεών και πεποιθήσεων του ατόµου στην κοινωνία και

την επίδραση που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στον χαρακτήρα του ατόµου.

5. Ψυχοφυσιολογία (Φυσιολογική Ψυχολογία)

Η Ψυχοφυσιολογία ασχολείται µε τη µελέτη της ανατοµικής, της φυσιολογίας και της

βιοχηµείας των οργάνων του σώµατος που έχουν σχέση µε τη δόµηση και έκφραση των

ανωτέρων ψυχικών λειτουργιών και των συναισθηµάτων που συµβάλλουν στη

συµπεριφορά του ατόµου. Μελετάει τον τρόπο µε το οποίο ο άνθρωπος επεξεργάζεται

τις πληροφορίες χρησιµοποιώντας τη µνήµη, την προσοχή και τη γλώσσα και πως οι

ψυχολογικές διαταραχές επηρεάζουν το σώµα.

6. Ψυχολογία της Εργασίας

Η Ψυχολογία της Εργασίας µελετάει τα ιδιαίτερα ψυχικά προβλήµατα του ατόµου που

έχουν σχέση µε την εργασία του, τη επιλογή των καταλλήλων προσώπων, την

εξοικείωσή τους µε το αντικείµενο της εργασίας τους, τα οργανωτικά προβλήµατα των

Page 12: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 12

επιχειρήσεων, τις σχέσεις προσωπικού και διοίκησης, και την βελτίωσης της ποιότητας

ζωής των εργαζοµένων στη δουλειά τους. Η Βιοµηχανική Ψυχολογία µελετάει τις

σχέσεις µεταξύ ανθρώπων και εργασίας. Η Οργανωτική Ψυχολογία µελετάει τη

συµπεριφορά των ανθρώπων σε οργανισµούς όπως οι επιχειρήσεις.

7. Πειραµατική Ψυχολογία

Η Πειραµατική Ψυχολογία µελετάει τη συµπεριφορά των ανθρώπων και των ζώων

χρησιµοποιώντας επιστηµονικές ερευνητικές µεθόδους και πειραµατικά µοντέλα.

8. Ψυχολογία της Άθλησης

Η Ψυχολογία της Άθλησης µελετάει τις επιδράσεις των ψυχολογικών παραγόντων στη

συµπεριφορά και επίδοση του αθλητή ή τις ψυχολογικές επιδράσεις της συµµετοχής του

ατόµου στον αθλητισµό. Μέθοδοι που χρησιµοποιούνται σήµερα στη συµβολή της

ψυχολογίας στον αθλητισµό είναι αυτές όπως η νοερή απεικόνιση µέσω της οποίας ο

αθλητής χρησιµοποιεί την φαντασία του για να προπονηθεί στην επίτευξη του στόχου

του, τεχνικές χαλάρωσης, µέθοδοι ενίσχυσης των κινήτρων των αθλητών και της

αυτοπεποίθησής των, συµβουλευτική και αντιµετώπιση ψυχολογικών τραυµάτων που

µπορεί να οφείλονται σε σωµατικούς τραυµατισµούς.

9. Ψυχολογία της Υγείας

Η Ψυχολογία της Υγείας µελετάει την ψυχολογική και συµπεριφοριστική προσέγγιση της

αιτιολογίας, πρόληψης και αντιµετώπισης της σωµατικής και της ψυχικής νόσου.

Μελετάει τους ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που συµβάλλουν στην

σωµατική και ψυχική νόσο. Η Ψυχολογία της Υγείας ασχολείται µε τοµείς όπως η

συµβολή του στρες σε προβλήµατα υγείας όπως οι κεφαλαλγίες, τα καρδιαγγειακά

νοσήµατα και ο καρκίνος και η ψυχολογική προσέγγιση των διαταραχών της διατροφής.

Page 13: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 13

10. Νευροψυχολογία

Η Νευροψυχολογία µελετάει τη σχέση µεταξύ εγκεφάλου και ανθρώπινης

συµπεριφοράς. Ο Νευροψυχολόγος ασχολείται µε την νευροψυχολογική εξέταση και

διάγνωση ατόµων για τα οποία υπάρχει υποψία ότι µπορούν να έχουν υποστεί µια

διαταραχή της γνωστικής τους λειτουργίας, όπως σε περιπτώσεις ατυχηµάτων µε πιθανή

εγκεφαλική βλάβη, εγκεφαλικό επεισόδιο, αναπτυξιακές µαθησιακές διαταραχές,

διαταραχή ελλειµµατικής προσοχής, νευροψυχιατρικές διαταραχές και άνοια. Η

νευροψυχολογική εκτίµηση και παρακολούθηση είναι ιδιαίτερα πολύτιµη σε περιπτώσεις

όπου χρειάζεται η παρακολούθηση της αποκατάστασης από µια εγκεφαλική βλάβη και

βοηθάει σηµαντικά στον προγραµµατισµό του θεραπευτικού προγράµµατος

αποκατάστασης του ασθενούς. Η νευροψυχολογική διάγνωση χρησιµοποιείται για την

αποζηµίωση του ασθενούς σε περιπτώσεις ατυχηµάτων και είναι χρήσιµη για την

απόφαση των δικαστηρίων.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

1. Οµοιότητες και διαφορές µεταξύ ψυχιάτρων και ψυχολόγων (εκπαίδευση,

καθήκοντα).

2. Η συµβολή της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας στη συνεργασία µε τον/την

διαιτολόγο στην αντιµετώπιση των διαταραχών της διατροφής;

3. Ειδικότητες της Ψυχολογίας µε τις οποίες µπορεί συνήθως να συνεργάζεται ο/η

διαιτολόγος.

4. Τι γνωρίζετε για τις ειδικότητες της Κλινικής Ψυχολογίας, Παιδοψυχολογίας και

Ψυχολογίας της Υγείας και πως µπορούν αυτές οι ειδικότητες να συνεργαστούν µε

τον/την διαιτολόγο;

Page 14: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 14

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ/ΛΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Ο ψυχολόγος µπορεί να χορηγήσει φάρµακα στις περιπτώσεις ατόµων µε διαταραχή της

διατροφής: ΣΩΣΤΟ [ ] ΛΑΘΟΣ [ ]

Ο Νευροψυχολόγος ασχολείται µε την εξέταση και διάγνωση ατόµων για τα οποία υπάρχει υποψία ότι µπορούν να έχουν υποστεί µια διαταραχή της γνωστικής τους

λειτουργίας, όπως σε περιπτώσεις ατυχηµάτων µε πιθανή εγκεφαλική βλάβη, εγκεφαλικό επεισόδιο, αναπτυξιακές µαθησιακές διαταραχές, διαταραχή ελλειµµατικής προσοχής,

και άνοια. ΣΩΣΤΟ [ ] ΛΑΘΟΣ [ ]

Ψυχοθεραπεία µπορούν να κάνουν όταν εκπαιδευτούν στην ψυχοθεραπεία και οι

ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι: ΣΩΣΤΟ [ ] ΛΑΘΟΣ [ ]

Η ειδικότητα της Ψυχολογίας που ασχολείται µε τη µελέτη της ανατοµικής, της

φυσιολογίας και της βιοχηµείας των οργάνων του σώµατος που έχουν σχέση µε τη

δόµηση και έκφραση των ανωτέρων ψυχικών λειτουργιών και των συναισθηµάτων που

συµβάλλουν στη συµπεριφορά του ατόµου είναι:

Α Η Κοινωνική Ψυχολογία

Β. Η Ψυχοφυσιολογία

Γ. Καµία από τις παραπάνω

∆. Α και Β

Με την ψυχολογική προσέγγιση της διδασκαλίας και της µάθησης ασχολείται:

Α. Η Κλινική Ψυχολογία

Β. Η Κοινωνική Ψυχολογία

Γ. Καµία από τις παραπάνω

∆. Α και Β

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Baranowski T, Cullen KW, Baranowski J. (1999) Psychosocial Correlates of Dietary

intake: Advancing Intervention. Annual Review of Public Health, 19:17-40.

Bucht G, Sandman PO. (1990) Nutritional aspects of dementia, especially Alzheimer's

disease. Age Ageing 19: S32-6.

Page 15: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 15

Clarke DM, Wahlqvist ML, Rassias C et al. (2002) Psychological factors in nutritional

disorders of the elderly: part of the spectrum of eating disorders. Int J Eating Disorders.

Koenig HG, Cohen HJ, Blazer DG et al. (1993) Profiles of depressive symptoms in

younger and older medical inpatients with major depression. J Am Geriatr Soc 41: 1169-

76.

Logan JJ (2002) Diet details: who’s choosing cigarettes? Junk food? Exercise?

(Nutrition). (Brief notes and research). Psychology Today, Jan-Feb.

Μπαλλογιάννης Σ. Ι. (1984) Ψυχολογία. Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη

Rathus S. A. (2001) Essentials of Psychology, Sixth Edition, Orlando, Florida, USA

Singh S, Mulley GP, Losowsky MS. (1988) Why are Alzheimer patients thin? Age

Ageing 17: 21-8.

Page 16: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 16

ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

1. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η παρατήρηση αποσκοπεί στη µελέτη της συµπεριφοράς και της έκφρασης των ψυχικών

λειτουργιών ατόµων ή οµάδων στη ζώσα πραγµατικότητα. Οι µέθοδοι παρατήρησης που

χρησιµοποιεί η ψυχολογία είναι η µελέτη ενός περιστατικού (case study), η ψυχολογική έρευνα µε

υποβολή ερωτηµατολογίου (survey), και η φυσική παρατήρηση (naturalistic observation) στο

περιβάλλον όπου ζει το άτοµο ή η οµάδα.

2. ΛΗΨΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ

Με τη λήψη του ιστορικού συγκεντρώνονται πολύτιµες πληροφορίες για ένα άτοµο

σχετικά µε τη ζωή του και τη συµπεριφορά του από την ηµέρα που γεννήθηκε µέχρι την

ηµέρα της εξέτασης. Ειδικότερα, λαµβάνονται πληροφορίες για τις οικογενειακές

συνθήκες ανάπτυξης, τις σχέσεις του ατόµου προς τους γονείς και τα άλλα µέλη της

οικογένειας, τη σχολική περίοδο, την εφηβεία, τις σπουδές του ατόµου, την εργασία του,

τις σχέσεις του µε το άλλο φύλο και την παρούσα κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό

γίνεται καλύτερα κατανοητή η δοµή της προσωπικότητας και η ερµηνεία των ψυχικών

φαινοµένων και της συµπεριφοράς του ατόµου.

3. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΘΟ∆ΟΣ

Η πειραµατική µέθοδος βασίζεται στην έκλυση ενός φαινοµένου µε συγκεκριµένη

επιστηµονική τεχνική υπό ελεγχόµενες συνθήκες για την παρατήρηση και συλλογή

Page 17: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 17

συµπερασµάτων. ∆ιακρίνεται στο εργαστηριακό πείραµα και στο φυσικό πείραµα. Στο

εργαστηριακό πείραµα υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες ελέγχου συγκεκριµένων

παραµέτρων και καταγραφή των επιπτώσεων συγκεκριµένων ερεθισµάτων στη

συµπεριφορά του ατόµου. Στο φυσικό πείραµα µπορεί να µη είναι εύκολο να ελεγχθούν

όλες οι παράµετροι αλλά µελετάται το άτοµο στο φυσικό του περιβάλλον.

4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ∆ΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Οι ψυχολογικές δοκιµασίες που χρησιµοποιούνται στην ψυχολογία ελέγχουν την

προσωπικότητα, την ευφυία, την κριτική ικανότητα, την ικανότητα για µάθηση, το

συναίσθηµα και την συµπεριφορά του ατόµου. Τα πιο συνηθισµένα τεστ που

χρησιµοποιούνται στην ψυχολογία σήµερα είναι το τεστ προσωπικότητας MMPI

(Minnesota Multiphasic Personality Inventory), το προβλητικό τεστ προσωπικότητας

Rorschach και η ∆οκιµασία Θεµατικής Αντίληψη ΤΑΤ (Thematic Apperception Test).

To MMPI περιέχει 560 φράσεις που αναφέρονται σε προβλήµατα υγείας,

σωµατικά συµπτώµατα, οικογενειακές σχέσεις κλπ. σε µορφή σωστό/λάθος.

Χρησιµοποιείται για τη διάγνωση ψυχολογικών διαταραχών όπως η υποχονδρία, η

κατάθλιψη, η υστερία, η σχιζοφρένεια,

Οι προβλητικές δοκιµασίες βασίζονται στο ότι αν παρουσιάσουµε σε ένα άτοµο

µια ασαφή παράσταση, όπως µια κηλίδα µελάνης ή µια αόριστη εικόνα, το άτοµο

προβάλλει στην περιγραφή της εικόνας αυτής τις δικές του σκέψεις, φόβους, ανησυχίες,

συγκρούσεις κλπ. Το προβλητικό τεστ προσωπικότητας Rorschach περιέχει 10 κάρτες

µε κηλίδες µελάνης που ερµηνεύονται από τον εξεταζόµενο ώστε ο έµπειρος ψυχολόγος

να µπορεί να βγάλει συµπεράσµατα για την εξυπνάδα, ενδιαφέροντα, πολιτιστικό

υπόβαθρο, βαθµό εσωστρέφειας (introversion) και εξωστρέφειας (extraversion), βαθµό

άγχους και το πως το άτοµο ελέγχει την πραγµατικότητα γύρω του.

Το ΤΑΤ περιέχει 19 κάρτες µε ασαφείς εικόνες και 1 λευκή κάρτα. Το άτοµο

ζητείται να πει µια ιστορία για τις εικόνες που βλέπει σε 10 κάρτες. Η αξιολόγηση των

Page 18: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 18

απαντήσεων γίνεται αναφορικά µε το είδος της ιστορίας, τον ήρωα (µε τον οποίο

ταυτίζεται το άτοµο), τις επιθυµίες που εκφράζει και τους αµυντικούς µηχανισµούς που

χρησιµοποιεί. Η ερµηνεία του τεστ από ένα έµπειρο ψυχολόγο παρέχει πληροφορίες για

την προσωπικότητα του ατόµου και για τη στάση του προς άλλα άτοµα όπως γονείς και

συντρόφους. Τα αποτελέσµατα των ψυχολογικών δοκιµασιών βοηθούν την κλινική

εκτίµηση που κάνει ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος στη διάγνωση και αντιµετώπιση του

προβλήµατος του ανθρώπου. ∆εν αντικαθιστούν την προσωπική επαφή και κλινική

διάγνωση του επιστήµονα ψυχικής υγείας (Rathus, 2001)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

1..Η χρησιµότητα των ψυχολογικών δοκιµασιών που µπορεί να χρησιµοποιήσει ένας

ψυχολόγος.

Οι µέθοδοι παρατήρησης που χρησιµοποιεί η ψυχολογία είναι:

Α. η µελέτη ενός περιστατικού (case study),

Β. η ψυχολογική έρευνα µε υποβολή ερωτηµατολογίου (survey),

Γ. η φυσική παρατήρηση (naturalistic observation) στο περιβάλλον

όπου ζει το άτοµο ή η οµάδα.

∆. Α και Β.

Ε. Όλες από τις παραπάνω

Οι παράµετροι ενός πειράµατος ελέγχονται καλύτερα:

Α. Στο εργαστηριακό πείραµα Β. Στο φυσικό πείραµα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μπαλλογιάννης Σ. Ι. (1984) Ψυχολογία. Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη

Rathus S. A. (2001) Essentials of Psychology, Sixth Edition, Orlando, Florida, USA

Page 19: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 19

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Υπάρχουν έξι προσεγγίσεις της ψυχολογίας: η βιολογική, η γνωστική, η ουµανιστική-

υπαρξιακή, η ψυχοδυναµική, η µαθησιακή και η κοινωνικοπολιτιστική.

Η βιολογική προσέγγιση της ψυχολογίας συνδέει την συµπεριφορά του ατόµου µε τον

εγκέφαλο και το νευρικό σύστηµα και τον τρόπο µε τον οποίο διάφορα κέντρα του

εγκεφάλου είναι υπεύθυνα για την γλώσσα, τη µάθηση, την αντίληψη, τη µαθηµατική

σκέψη, τη µουσική, την επιθετική συµπεριφορά, την πείνα ή το αίσθηµα κορεσµού.

Η γνωστική προσέγγιση της ψυχολογίας ερευνά τον τρόπο µε τον οποίο

αντιλαµβανόµαστε τον κόσµο, πως µαθαίνουµε, θυµόµαστε το παρελθόν, σχεδιάζουµε

για το µέλλον, παίρνουµε αποφάσεις και χρησιµοποιούµε τη γλώσσα.

Η ουµανιστική-υπαρξιακή προσέγγιση της ψυχολογίας θεωρεί την προσωπική ή

υποκειµενική εµπειρία σαν την πιο σηµαντική στην ψυχολογία και θεωρεί ότι οι

άνθρωποι είναι ελεύθεροι να διαλέξουν και είναι υπεύθυνοι για τις επιλογές τους.

H ψυχοδυναµική προσέγγιση της ψυχολογίας τονίζει τη σηµασία των υποσυνείδητων

κινήτρων και συγκρούσεων στις σκέψεις, συναισθήµατα και συµπεριφορά του ατόµου.

Η ψυχοδυναµική θεωρία αναπτύχθηκε αρχικά από τον Freud την δεκαετία του 1940 και

1950 .

Η µαθησιακή προσέγγιση της ψυχολογίας θεωρεί ότι η µάθηση είναι ο βασικός

παράγοντας στην περιγραφή, εξήγηση, πρόβλεψη και έλεγχο της συµπεριφοράς του

ατόµου. Η Συµπεριφοριστική Ψυχολογία (Behavioral Psychology) θεωρεί ότι η

συµπεριφορά είναι αποτέλεσµα περιβαλλοντολογικών παραγόντων και µάθησης

συνηθειών που επαναλαµβάνονται και ενισχύονται.

Page 20: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 20

Η κοινωνικοπολιτιστική προσέγγιση της ψυχολογίας δίνει έµφαση στο ρόλο των

πολιτιστικών πεποιθήσεων, αξιών και στάσεων στη συµπεριφορά του ατόµου και τις

πνευµατικές του διεργασίες. Μελετάει τον ρόλο της εθνικότητας, φύλου, κουλτούρας

και κοινωνικοοικονοµικής κατάστασης στη συµπεριφορά και πνευµατικές διεργασίες του

ατόµου.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

1, Βασικές προσεγγίσεις τις ψυχολογίας (αναλυτικά τι πρεσβεύει η κάθε προσέγγιση)

2. Βασική θεώρηση της Συµπεριφορικής Ψυχολογίας (Behavioral Psychology)

Η ψυχοδυναµική θεωρία αναπτύχθηκε αρχικά

Α. από τον Freud

Β. από τον B. F. Skinner

Γ. Από τον Bandura

Η προσέγγιση της ψυχολογίας που ερευνά τον τρόπο µε τον οποίο αντιλαµβανόµαστε

τον κόσµο, πως µαθαίνουµε, θυµόµαστε το παρελθόν, σχεδιάζουµε για το µέλλον,

παίρνουµε αποφάσεις και χρησιµοποιούµε τη γλώσσα είναι.

Α, Η υπαρξιακή προσέγγιση

Β. Η γνωστική προσέγγιση

Γ. Η ψυχοδυναµική προσέγγιση

H ψυχοδυναµική προσέγγιση της ψυχολογίας τονίζει τη σηµασία των .....................

κινήτρων και ......................... στις σκέψεις, συναισθήµατα και συµπεριφορά του ατόµου.

Page 21: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 21

Η προσέγγιση της ψυχολογίας που δίνει έµφαση στο ρόλο των πολιτιστικών

πεποιθήσεων, αξιών και στάσεων στη συµπεριφορά του ατόµου και τις πνευµατικές του

διεργασίες είναι:

Α. Η ουµανιστική προσέγγιση

Β. Η κοινωνικοπολιτιστική προσέγγιση

Γ. Η γνωστική προσέγγιση

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Rathus S. A. (2001) Essentials of Psychology, Sixth Edition, Orlando, Florida, USA

Page 22: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 22

ΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

ΑΙΣΘΗΣΗ

Αίσθηση είναι η διέγερση των αισθητικών υποδοχέων και η µετάδοση των αισθητικών

πληροφοριών στο κεντρικό νευρικό σύστηµα.

ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Αντίληψη είναι µια ενεργός διεργασία δια της οποίας οι αισθήσεις οργανώνονται και

ερµηνεύονται ώστε να σχηµατιστεί µια εσωτερική αντιπροσώπευση του κόσµου στον

άνθρωπο. Η αντίληψη αντανακλά και επηρεάζεται από τις εµπειρίες και προσδοκίες του

ατόµου.

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ

Παραίσθηση είναι η παραποιηµένη αντίληψη ενός υπαρκτού αντικειµένου (π.χ. το άτοµο

νοιώθε ότι κάτι µπορεί να κινείται ενώ δεν κινείται).

Ψευδαίσθηση είναι η κάθε αντίληψη χωρίς την παρουσία αντικειµένου. Η ψευδαίσθηση

είναι µια ψευδής αντίληψη. ∆ιακρίνονται σε οπτικές ψευδαισθήσεις, ψευδαισθήσεις της

αφής, οσφρητικές, γευστικές και ψευδαισθήσεις του σώµατος. Οι κοιναισθητικές

ψευδαισθήσεις βιώνονται σαν µεταµορφώσεις του φύλου ή της σύστασης του σώµατος.

Το άτοµο µπορεί να αισθάνεται ότι είναι «µισός άνδρας, µισός γυναίκα».

Page 23: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 23

ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

Προσοχή είναι η κατεύθυνση της αντίληψης µε την βοήθεια των αισθητηρίων οργάνων.

Συγκέντρωση είναι η ικανότητα εστιασµού και η διατήρηση της προσοχής. ∆ιαταραχές

που µπορεί να επηρεάσουν τη συγκέντρωση είναι η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές

και η σχιζοφρένεια

ΜΝΗΜΗ

Μνήµη είναι η δυνατότητα καταγραφής, διατήρησης και ανάκλησης των

αισθητικοαισθητηριακών εµπειριών.

Η µνήµη διακρίνεται στην άµεση µνήµη, πρόσφατη µνήµη (βραχύχρονη µνήµη)

και στην απώτερη µνήµη (µακρόχρονη µνήµη). Η άµεση µνήµη είναι η ικανότητα

αναπαραγωγής, αναγνώρισης και ανάκλησης µνηµονικού υλικού µέσα 5 δευτερόλεπτα.

Η πρόσφατη µνήµη είναι η ικανότητα αναπαραγωγής, αναγνώρισης και ανάκλησης

µνηµονικού υλικού µέσα σε 10 λεπτά. Η απώτερη µνήµη είναι η ικανότητα

αναπαραγωγής, αναγνώρισης και ανάκλησης µνηµονικού υλικού από το απώτερο

παρελθόν. Η µάθηση γίνεται εφικτή όταν υπάρχει καλή µνηµονική λειτουργία.

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΜΝΗΜΗΣ

Αµνησία είναι η διαταραχή της µνήµης στην οποία µια ορισµένη οµάδα εµπειριών

γίνεται απρόσιτη στη συνειδητή ανάκληση.

Page 24: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 24

Πρόδροµη αµνησία είναι η απώλεια της µνήµης για γεγονότα που συνέβησαν µετά από

ένα σηµαντικό γεγονός.

Παλίνδροµη αµνησία είναι η απώλεια της µνήµης για γεγονότα που συνέβησαν πριν από

ένα σηµαντικό γεγονός.

Οι διαταραχές της µνήµης µπορεί να οφείλονται σε οργανικές βλάβες (όγκοι, κατάχρηση

αλκοόλ, άνοια), τραύµατα και ψυχικές διαταραχές (κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές,

ψυχώσεις).

Page 25: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 25

ΣΚΕΨΗ

Η σκέψη είναι αποτέλεσµα της δόµησης του συστήµατος συµβόλων και συµβολικών

εννοιών και αποτελεί τον εσωτερικό λόγο του ατόµου. Γίνεται αντιληπτή όταν

εξωτερικευτεί από το ίδιο το άτοµο µε την προφορική, γραπτή ή µιµική έκφραση ή µε τη

συµπεριφορά του.

Ο ειρµός της σκέψης είναι ο τρόπος που το άτοµο τοποθετεί µαζί τις ιδέες του, πως οι

ιδέες του συνδέονται µεταξύ τους και πως παρουσιάζονται και ρέουν κατά τη συζήτηση.

Περιεχόµενο της σκέψης είναι οι ιδέες που επικοινωνεί το άτοµο.

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Οι διαταραχές της σκέψης είναι:

Α. ∆ιαταραχές του ειρµού της σκέψης:

1. Επιτάχυνση της σκέψης. Το άτοµο είναι κατακλυσµένο από ιδέες που δεν

µπορεί να ακολουθήσει. Παρατηρείται στις αγχώδεις διαταραχές και στις

ψυχώσεις (µανία, σχιζοφρένεια).

2. Επιβράδυνση της σκέψης. Το άτοµο νοιώθει ότι η σκέψη του επιβραδύνεται

(λίµναση ιδεών) και ότι το µυαλό του είναι άδειο. Παρατηρείται στη

µελαγχολία.

3. Καταπίεση της σκέψης. Το άτοµο σκέφτεται το ίδιο πράγµα συνεχώς.

Παρατηρείται στις αγχώδεις και ψυχαναγκαστικές διαταραχές

4. Φυγή των ιδεών. Η σκέψη διαδέχεται η µία την άλλη σε διαφορετικά

θέµατα. Παρατηρείται στη µανία και στη σχιζοφρένεια

Page 26: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 26

5. Υπερλεπτοµερειακός λόγος. Η σκέψη χαρακτηρίζεται από έναν έµµεσο

τρόπο να φθάσει κανείς στην κεντρική ιδέα µε καθυστέρηση. Το άτοµο

αδυνατεί να διακρίνει το ουσιώδες από το επουσιώδες και χρησιµοποιεί

λεπτοµερείς περιγραφές (σχοινιοτένεια της σκέψης) που αργούν να φθάσουν

στον στόχο της διήγησης. Παρατηρείται στη σχιζοφρένεια και στους

καταναγκαστικούς ασθενείς.

6. Κατ’ εφαπτοµένη λόγος. Το άτοµο µιλάει για ένα θέµα µε πλάγιο ή άσχετο

τρόπο ώστε να µην επικοινωνείται η κεντρική ιδέα. ∆ιαφέρει από τον

υπερλεπτοµερειακό λόγο στο ότι στον κατ’ εφαπτοµένη λόγο η κεντρική ιδέα

δεν επικοινωνείται ποτέ.

7. ∆ιακοπή της σκέψης. Η σκέψη διακόπτεται ξαφνικά και µετά συνεχίζει να

µιλάει το άτοµο για άσχετο θέµα. Παρατηρείται στη σχιζοφρένεια

8. Ασυνέχεια της σκέψης. Η µία σκέψη διαδέχεται την άλλη χωρίς λογική

συνέχεια. Το άτοµο µπορεί να φθάσει στην ασυναρτησία και στην

«γλωσσική σαλάτα». Παρατηρείται στη σχιζοφρένεια

9. Εµµονή της σκέψης. Η σκέψη επαναλαµβάνεται και εκφράζεται πολλές

φορές µε την ίδια λεκτική απάντηση σε διαφορετικά ερεθίσµατα.

Εµφανίζεται µε τη µορφή στερεοτυπίας του λόγου (συνεχή επανάληψη µιας

φράσης όπως «βράδυ-πρωί, πρωί-βράδυ» ή µέχρι και αδυναµία αλλαγής της

εστίασης της

συζήτησης σε άλλο θέµα. Παρατηρείται κυρίως στις ψυχώσεις από οργανικά

αίτια και σπάνια στη σχιζοφρένεια.

Β. ∆ιαταραχές της κατοχής της σκέψης

1. Απόσπαση της σκέψης. Το άτοµο αισθάνεται ότι η άλλα άτοµα αποσπούν τη

σκέψη του. Παρατηρείται στη σχιζοφρένεια.

2. Επιβολή ή εισαγωγή της σκέψης. Το άτοµο αισθάνεται ότι σκέψεις

επιβάλλονται ή εισάγονται από άλλα άτοµα και δεν ανήκουν στο ίδιο.

Παρατηρείται στη σχιζοφρένεια.

3. Εκποµπή της σκέψης. Το άτοµο αισθάνεται ότι οι άλλα άτοµα µπορούν να

διαβάσουν τη σκέψη του.

Page 27: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 27

Γ. ∆ιαταραχές του περιεχοµένου της σκέψης

Ι. Παραληρητικές ιδέες. Σκέψεις των οποίων το περιεχόµενο είναι ασύµβατο µε

την πραγµατικότητα, το πολιτιστικό ή το γνωσιολογικό υπόβαθρο του ατόµου.

Οι παραληρητικές ιδέες είναι εξωπραγµατικές. Παρατηρούνται στις ψυχώσεις.

1. Παραληρητικές ιδέες δίωξης. Το άτοµο νοιώθει ότι το κυνηγούν

(π.χ. αστυνοµία).

2. Παραληρητικές ιδέες ελέγχου (επίδρασης). Το άτοµο νοιώθει ότι οι

σκέψεις, οι πράξεις και τα συναισθήµατά του επιβάλλονται από

κάποια εξωτερική δύναµη (κοµπιούτερ).

3. Παραληρητικές ιδέες συσχέτισης. Το άτοµο κάνει λανθασµένες

ερµηνείες ότι τυχαία γεγονότα έχουν σχέση µε αυτό (π.χ. βλέπει

κάποιους να µιλούν και να γελούν στο δρόµο και νοµίζει ότι συζητούν

για αυτό. Μπορεί να βλέπει κάτι στην τηλεόραση και να νοµίζει ότι

αυτό έχει σχέση µε αυτόν.

Οι παραληρητικές ιδέες δίωξης, ελέγχου και συσχέτισης ονοµάζονται

παρανοϊκές παραληρητικές ιδέες.

4. Σωµατικές παραληρητικές ιδέες. Το άτοµο έχει λανθασµένες

πεποιθήσεις για τη σωµατική του εικόνα (π.χ. πιστεύει ότι έχει AIDS).

5. Παραληρητικές ιδέες µεγαλείου. Το άτοµο νοιώθει ότι είναι

σπουδαίο, παντοδύναµο και ότι έχει ιδιαίτερες ικανότητες.

ΙΙ. Ψυχαναγκαστικές ιδέες. Ιδέες που κατακλύζουν τη σκέψη του ατόµου και

επιβάλλονται σ’αυτή ενώ το άτοµο αναγνωρίζει ότι είναι παράλογες. Το άτοµο

µπορεί να νοιώθει ότι πρέπει να επαναλαµβάνει λέξεις ή αριθµούς. Προσπαθεί

να τις αποφύγει µε άγχος χωρίς επιτυχία. Μπορεί να συνοδεύονται από πράξεις

που δεν µπορεί να αποφύγει το άτοµο και έχουν τελετουργικό χαρακτήρα.

Παρατηρούνται στην καταναγκαστική νεύρωση.

ΙΙΙ. Φοβικές ιδέες. Ιδέες που εκφράζουν το φόβο όταν το άτοµο έρθει σε επαφή

µε άτοµα, αντικείµενα ή καταστάσεις (ζωοφοβία, µικροβιοφοβία).

Page 28: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 28

IV. Υποχονδριακές ιδέες. Υποχονδριακή ενασχόληση µε το σώµα.

Παρατηρείται στην µελαγχολία των υπερηλίκων, σε νευρώσεις και στη

σχιζοφρένεια.

∆. ∆ιαταραχές της µορφής της σκέψης

1. Έλλειψη αφηρηµένης σκέψης. Αφαιρετική ικανότητα είναι η

ικανότητα του ατόµου για µετάβαση από το ειδικό ή συγκεκριµένο

στο γενικό και ικανότητα της σύλληψης του όλου καθώς και των

συγκεκριµένων µερών µιας κατάστασης.

2. Ασύνδετη σκέψη. ∆εν υπάρχει λογικός δεσµός µεταξύ των επιµέρους

στοιχείων της σκέψης.

3. Σκέψη µε προσωπικά ιδιώµατα. Η σκέψη παρουσιάζει ιδιόµορφα

εκφραστικά σχήµατα που απέχουν από την µητρική γλώσσα του

ατόµου. Νεολεξίες είναι η σύνθεση λέξεων µε καθαρά ιδική για το

άτοµο σηµασία. Νεολογισµοί είναι σκεπτικά σχήµατα µε προσωπικό

χαρακτήρα και ιδιότυπη για το άτοµο διαµόρφωση.

4. Χαώδη σκέψη. Παρατηρείται υπέρµετρη διεύρυνση του πεδίου της

σκέψης µε έλλειψη οργάνωσης του σκεπτικού υλικού και διακίνηση

εν µέσω θεµάτων και υποθέσεων χωρίς ενότητα. Έτσι το τελικό

νόηµα γίνεται ακατάληπτο. Παρατηρείται στη σχιζοφρένεια.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

1. Προσοχή, Συγκέντρωση, Μνήµη

2. Μορφές µνήµης

3. Μορφές ∆ιαταραχών της Μνήµης

4. Σκέψη, Τέσσερις κατηγορίες διαταραχών σκέψης και ένα παράδειγµα για κάθε

κατηγορία

5. Παραληρητικές ιδέες

Page 29: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 29

Η επιτάχυνση της σκέψης είναι µια διαταραχή

Α. Του περιεχοµένου της σκέψης

Β. Του ειρµού της σκέψης

Γ. Της µορφής της σκέψης

∆. Της κατοχής της σκέψης

Οι παραληρητικές ιδέες δίωξης είναι µια διαταραχή

Α. Του περιεχοµένου της σκέψης

Β. Του ειρµού της σκέψης

Γ. Της µορφής της σκέψης

∆. Της κατοχής της σκέψης

Η διακοπή της σκέψης (η σκέψη διακόπτεται ξαφνικά και µετά το άτοµο συνεχίζει να

µιλάει για άσχετο θέµα.) παρατηρείται συνήθως στην ..................................

Οι υποχονδριακές ιδέες αφορούν την συνεχή ενασχόληση του ατόµου µε ..................

Στις παραληρητικές ιδέες συσχέτισης το άτοµο κάνει ............... ......................... ότι

τυχαία γεγονότα έχουν σχέση µε αυτό

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιεροδιακόνου Χ, Φωτιάδη Χ, ∆ηµητρίου Ε. (1988) Ψυχιατρική. Εκδόσεις Μαστορίδη,

Θεσσαλονίκη.

Μάνος Ν. (1988) Βασικά Στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. University Studio Press,

Θεσσαλονίκη

Μπαλλογιάννης Σ. Ι. (1984) Ψυχολογία. Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη

Page 30: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 30

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Με τον όρο προσωπικότητα ορίζεται το σύνολο των ψυχολογικών και φυσικών

χαρακτηριστικών ενός ατόµου που το διακρίνουν από τα άλλα άτοµα. Είναι το σύνολο

των ψυχονοητικών ιδιοτήτων, των συναισθηµατικών διαθέσεων και των σχηµάτων

συµπεριφοράς τα οποία διακρίνουν το άτοµο από τα άλλα άτοµα (Μπαλογιάννης, 1984).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Οι παράγοντες που επηρεάζουν την προσωπικότητα είναι δύο (Μπαλογιάννης, 1984):

Α. Ο ενδογενής παράγοντας

Β. Το περιβάλλον

Ο ενδογενής παράγοντας αναλύεται σε τρεις επιµέρους παράγοντες:

Α. κληρονοµικότητα

Β. την ενδοκρινολογική κατάσταση του ατόµου (λειτουργία θυρεοειδούς,

επινεφριδίων, υπόφυσης και άλλων αδένων) και

Γ. την ιδιοσυστασία του ατόµου

Με τον όρο ιδιοσυστασία του ατόµου εννοούµε τις συνθήκες και τον βαθµό της

φυσικής και διανοητικής ανάπτυξης του ατόµου.

Ως επιδράσεις από το περιβάλλον θεωρούνται οι επιδράσεις της οικογένειας, της

κοινωνίας, της εκπαίδευσης, των εµπειριών της ζωής, και των τυχόν εξωγενών

βλαπτικών παραγόντων και ψυχικών τραυµάτων που µπορεί να έχει υποστεί το άτοµο.

Page 31: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 31

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ

Στοιχεία της προσωπικότητας είναι οι σταθεροί και µόνιµοι τύποι θεώρησης,

αντιµετώπισης και σχέσης ενός ατόµου µε το περιβάλλον ή µε τον εαυτό του

(Γκιουζέπας, 1988). Τα χαρακτηριστικά αυτά της προσωπικότητας εκδηλώνονται στις

προσωπικές και κοινωνικές του σχέσεις.

ΣΤΑ∆ΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ

Τα σηµαντικά στάδια ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι α) Το Στάδιο προσχολικής

ηλικίας ( από τη γέννηση µέχρι την ηλικία των 5-6 ετών), β) Η Λανθάνουσα περίοδος

(ηλικία 6-11 ετών), γ) Η Εφηβεία ( ηλικία 11-21 ετών) και δ) Η Ενήλικη ζωή (µετά την

ηλικία των 21 ετών) (Κοκάντζης, 1988).

Α. ΣΤΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Το στάδιο της προσχολικής περιόδου χωρίστηκε από τον Freud τρία στάδια: α)

Στοµατική Φάση (12-18 µήνες) β) Πρωκτική Φάση (µέχρι τα 3 χρόνια), γ) Φαλλική

Φάση (µέχρι τα 5-6 χρόνια). Σε κάθε φάση διαφορετικό µέρος του σώµατος χρησιµεύει

σαν κανάλι εκφόρτισης της σεξουαλικότητας και της επιθετικότητας.

Page 32: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 32

ΠΡΩΤΟΙ 12-18 ΜΗΝΕΣ

Σύµφωνα µε την Ψυχαναλυτική Θεωρία της Ψυχοσεξουαλικής Ανάπτυξης του

Freud, το στοµατικό στάδιο χαρακτηρίζεται από επικέντρωση του παιδιού στο στόµα,

χείλη, γλώσσα. Οι στοµατικές αισθήσεις του παιδιού είναι η πείνα, η δίψα, ευχάριστα

απτικά ερεθίσµατα από θηλή µαστού ή υποκατάστατά της και τις αισθήσεις που έχουν

σχέση µε κατάποση και χορτασµό. Οι στοµατικές ενορµήσεις του παιδιού

περιλαµβάνουν α) το σεξουαλικό στοιχείο: στοµατική ένταση που οδηγεί στην

αναζήτηση στοµατικής ικανοποίησης που επέρχεται µε την ηρεµία µετά από θηλασµό ή

τάισµα και β) το επιθετικό στοιχείο: δάγκωµα, µάσηµα, φτύσιµο, κλάµα.

Σύµφωνα µε τη Θεωρία των Αντικειµενοτρόπων Σχέσεων (θεωρία σχέσης µε

τα αντικείµενα) που αναπτύχθηκε από τους Klein, Balint, Winnicot και Fairbairn, η

περίοδος των πρώτων 12-18 µηνών χαρακτηρίζεται αρχικά από µια Αδιαφοροποίητη

Φάση µε αδυναµία του µωρού να διαχωρίσει ποια ερεθίσµατα προέρχονται από το ίδιο

και ποια από εξωτερικά αντικείµενα, όπου η µητέρα δεν γίνεται αντιληπτή σαν µητέρα,

αλλά άλλοτε σαν χέρι, στήθος, χάδι ή χαµόγελο. Ακολουθεί Φάση ∆ιαφοροποίησης

µε βαθµιαία αναγνώριση της µητέρας σαν πηγή τροφής και σαν πηγή ερωτογενούς

ευχαρίστησης που παίρνει το παιδί από τον θηλασµό. Η µητέρα αποτελεί το πρώτο

αντικείµενο αγάπης. Μια ζεστή, γεµάτη τρυφερότητα και καλόπιστη σχέση µε την

µητέρα κατά την διάρκεια της πρώτης περιόδου της ζωής του παιδιού αποτελεί τη βάση

για ανάπτυξη τρυφερών και αξιόπιστων σχέσεων µε άλλα ανθρώπινα αντικείµενα στην

υπόλοιπη ζωή του παιδιού (Κοκάντζης, 1988).

Σύµφωνα µε την Ψυχοκοινωνική Θεωρία του Erikson, οι πρώτοι 12 µε 18

µήνες της ζωής του παιδιού αποτελούν µια Φάση Κρίσης Ανάµεσα στην Εµπιστοσύνη

και µη Εµπιστοσύνη. Χαρακτηριστικά στοιχεία της φάσης αυτής είναι η εµπειρία

θηλασµού και µητρικής φροντίδας, η µάθηση του παιδιού να αποδέχεται ότι του δίνεται

από µια καλή µητέρα και η προσδοκία πως ότι θα του δώσει θα είναι για ικανοποίησή

του. Έτσι, µακροπρόθεσµα, εµπιστεύεται τους άλλους και τον εαυτό του, δέχεται από

τους άλλους και βασίζεται σε αυτούς και αποκτά αίσθηση αυτοπεποίθησης.

Σύµφωνα µε τη Θεωρία της Mahler οι πρώτοι δύο µήνες της ζωής του παιδιού

αποτελούν τη Φάση Φυσιολογικού Αυτισµού όπου το παιδί δεν ασχολείται µε τίποτε

Page 33: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 33

άλλο και δεν αναγνωρίζει τίποτα έξω από τον εαυτό του. Οι επόµενοι 2-6 µήνες

αποτελούν τη Φυσιολογική Συµβιωτική Φάση όπου το παιδί συµπεριφέρεται σαν να

είναι αυτό και η µητέρα του ένα παντοδύναµο σύστηµα. Το στοιχειώδες Εγώ του

βρέφους πρέπει να συµπληρωθεί από τη συναισθηµατική υποστήριξη της µητέρας.

Ακολουθεί η Φάση Αποχωρισµού-Εξατοµίκευσης (6 µε 18 µήνες της ζωής του

παιδιού). Η προσοχή του παιδιού κατευθύνεται προς το περιβάλλον. Το παιδί αποκτά

φυσική ικανότητα µετακίνησης µακριά από τη µητέρα και εξερευνά το περιβάλλον του.

Γύρω τους 8 µήνες, ο φόβος να χάσει τη µητέρα του στην προσπάθεια αποχωρισµού από

αυτή δηµιουργεί το φόβο των ξένων σε ένα παιδί που µέχρι τότε πήγαινε εύκολα στην

αγκαλιά άλλων (Μάνος, 1988).

Σύµφωνα µε τη Θεωρία του Piaget η περίοδος των πρώτων δύο ετών της ζωής

του παιδιού αποτελεί το Προγλωσσικό-Αισθητικο-Κινητικό Στάδιο όπου το νήπιο,

ενώ κατά τον πρώτο µήνα της ζωής του έχει αντανακλαστικές αποκλειστικά κινήσεις,

βαθµιαία ανακαλύπτει σχήµατα συµπεριφοράς που το βοηθούν να εξερευνήσει τον

κόσµο γύρω του και αρχίζει να αναπτύσσει την ικανότητά του για οµιλία (Rathus, 2001).

B. ∆ΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟ ΕΤΟΣ ΖΩΗΣ

Σύµφωνα µε την Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud, η περίοδος αυτή αποτελεί την

Πρωκτική Φάση όπου βασικοί τρόποι συναλλαγής του παιδιού µε το περιβάλλον είναι

ο πρωκτός, η ουρήθρα και το κράτηµα και άφηµα των ούρων και κοπράνων. Οι γονείς

ασχολούνται µε την εκπαίδευση του παιδιού στην ούρηση και αφόδευση. Η απόκτηση

εκούσιου ελέγχου σφιγκτήρων αποτελεί το πέρασµα από παθητικότητα στην

ενεργητικότητα και ένα αγώνα του παιδιού για αποχωρισµό, εξατοµίκευση, ανεξαρτησία

Οι απεκκρίσεις έχουν σεξουαλικό χαρακτήρα. Η λειτουργία των απεκκρίσεων γίνεται

πηγή ευχαρίστησης µε το κράτηµα των πολύτιµων απεκκρίσεων και την παρουσίασή

τους σαν δώρο προς γονείς (Κοκάντζης, 1988).

Κατά την Θεωρία των Αντικειµενοτρόπων Σχέσεων, οι σχέσεις µέσα από

έλεγχο σφιγκτήρων γίνονται από παθητικές ενεργητικές. Η ελευθερία του παιδιού

µειώνεται γιατί πρέπει να υπακούσει στις απαιτήσεις για τις συνήθειες της τουαλέτας.

Page 34: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 34

Παρ’όλο που το κράτηµα και το άφηµα των κοπράνων του παρέχουν ευχαρίστηση, αυτή

πρέπει να τη ρυθµίσει σύµφωνα µε τις επιταγές των γονιών. Το παιδί, όµως, αποκτά

έλεγχο πάνω στους γονείς ανάλογα µε το αν θα συγκρατήσει ή όχι τις απεκκρίσεις του.

Αυτό του δίνει µια αίσθηση δύναµης που µπορεί όµως εύκολα να απειληθεί αν οι

προσπάθειές του να µη πάει τουαλέτα τιµωρούνται υπερβολικά ή αν η απώλεια ελέγχου

επικρίνεται έντονα. Τότε, το παιδί µπορεί να παλινδροµήσει σε περισσότερο

πρωτογενείς και στοµατικούς τρόπους επικοινωνίας µε µητέρα (Κοκάντζης, 1988).

Κατά την Θεωρία του Erikson αυτή η περίοδος είναι η Φάση µεταξύ

Αυτονοµίας και Συναισθήµατος Ντροπής και Αµφιβολίας. Χαρακτηριστικά του

σταδίου αυτού είναι ο αυξανόµενος µυϊκός έλεγχος σφιγκτήρων, η αυξανόµενη

ικανότητα για αυτόνοµη έκφραση και αυτοκυριαρχία . Η λύση της κρίσης αυτής

αποτελεί βάση για ώριµη ικανότητα για αυτοέκφραση και αυτοεκτίµηση, σεβασµού

αυτονοµίας των άλλων και για αµοιβαία και αποδοτική συνεργασία µε άλλους. Αν δεν

αποκτηθεί η βασική αυτονοµία του παιδιού τότε διακατέχεται από έλλειψη

αυτοεκτίµησης και αµφιβολία που εκδηλώνονται µε συναισθήµατα ντροπής και απώλεια

εµπιστοσύνης προς τον εαυτό του (Κοκάντζης, 1988)

Σύµφωνα µε την Θεωρία της Mahler, το παιδί συνεχίζει την προσπάθεια

αποχωρισµού-εξατοµίκευσης και µπαίνει σε µια καινούργια φάση επαναπροσέγγισης προς

την µητέρα. Το παιδί ξαναενδιαφέρεται για την παρουσία της µητέρας και στον φόβο µη

χάσει την παρουσία του αντικειµένου της αγάπης προστίθεται ο φόβος µη χάσει την

αγάπη του αντικειµένου του. Σηµαντική η συµπαράσταση της µητέρας και η

επιβεβαίωση από µεριάς της, της συνεχιζόµενης αγάπης και φροντίδας (Κοκάντζης,

1988). Κατά το δεύτερο έτος ζωής του παιδιού αναπτύσσεται σηµαντικά η δοµή και

ολοκλήρωση του Εγώ (πως αντιλαµβάνεται το άτοµο τον εαυτό του) και

εσωτερικοποιούνται οι γονεϊκές απαιτήσεις. ‘Έτσι µπαίνουν οι πρώτες βάσεις της

δηµιουργίας του Υπερεγώ (αρχές, πεποιθήσεις) Στην περίοδο των 24 µε 36 µηνών της

ζωής του παιδιού αναπτύσσεται η σταθερότητα του συναισθηµατικού αντικειµένου.

Αυτή βασίζεται στην βαθµιαία εσωτερικοποίηση µιας σταθερής, ολοκληρωµένης και

θετικής εικόνας της µητέρας.

Κατά τον Piaget, από τον δεύτερο χρόνο της ζωής του παιδιού αρχίζει και

συνεχίζεται µέχρι τον έβδοµο το αναπαραστασιακό ή προ των λογικών διεργασιών στάδιο

Page 35: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 35

όπου το παιδί, µε τη βοήθεια της µνήµης, αποκτά την ικανότητα εσωτερικής

αναπαράστασης των εξωτερικών αντικειµένων που δίνει µια εσωτερική µονιµότητα στον

εξωτερικό κόσµο. Η εσωτερική αυτή µονιµότητα δίνει την δυνατότητα στο παιδί να

υπολογίσει µελλοντικές πράξεις µε εσωτερικές διασυνδέσεις ιδεών και συναισθηµάτων

που τις αναπαριστούν (Μάνος, 1988)

Γ. ΗΛΙΚΙΑ ΑΠΟ 3 ΕΩΣ 6 ΕΤΩΝ

Σύµφωνα µε την Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud, η περίοδος αυτή αποτελεί την

Φαλλική Φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού. Χαρακτηρίζεται από

επικέντρωση του παιδιού σε σεξουαλικά ενδιαφέροντα και ερεθισµού και διέγερσης των

γεννητικών οργάνων. Φυσιολογική είναι η ανάπτυξη του «Οιδιπόδειου Συµπλέγµατος»

στο αγόρι και του «Συµπλέγµατος της Ηλέκτρας» στο κορίτσι. Το παιδί επιθυµεί το γονιό

του άλλου φύλου και φοβάται την εκδίκηση του γονιού του ίδιου φύλου. Aναπτύσσονται

επίσης επιθυµίες αποµάκρυνσης και θανάτου του γονιού του ίδιου φύλου. Το Οιδιπόδειο

λύεται µε την αγάπη των γονέων µεταξύ τους και προς το παιδί, την αγάπη του παιδιού

προς τους γονείς, την ανάγκη του παιδιού να εξαρτιέται από τους γονείς που προϋποθέτει

οι γονείς να είναι ζωντανοί και τον µηχανισµός της ταυτοποίησης του παιδιού µε το ίδιο

φύλλο για να γίνει «σαν τον πατέρα» για το αγόρι ή «σαν την µητέρα για το κορίτσι

όταν µεγαλώσει». Η ταύτιση αυτή µε το ίδιο φύλο εσωτερικεύει τις γονεϊκές απαιτήσεις,

απαγορεύσεις και περιορισµούς και έτσι δηµιουργείται ο πυρήνας του Υπερεγώ.

Σύµφωνα µε τη Θεωρία των Αντικειµενοτρόπων Σχέσεων, κατά την περίοδο

αυτή της ζωής του παιδιού, αναπτύσσει την ικανότητα να δέχεται ως ανεκτά τόσο θετικά

όσο και αρνητικά συναισθήµατα προς το ίδιο το αντικείµενο και να εκτιµά το

αντικείµενο για τις ποιότητες που έχει αυτό, να σέβεται τη µοναδικότητα, την

ατοµικότητα και την αυθύπαρκτη παρουσία του (Κοκάντζης, 1988)

Κατά τη Θεωρία του Erikson, η ηλικία αυτή είναι ηλικία παιγνιδιού και

χαρακτηρίζεται σαν περίοδος πρωτοβουλίας αλλά και ενοχών. Το παιδί πλέον µιλάει και

κινείται, είναι περίεργο και θέλει να ασχολείται µε πολλά πράγµατα. Αν στην περίοδο

Page 36: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 36

αυτή υπάρξει υπερβολική αυστηρότητα από τη πλευρά των γονέων τότε µπορεί να

µειωθεί η φαντασία και η ανάπτυξη πρωτοβουλίας του παιδιού. Η φάση αυτή είναι πολύ

σηµαντική για την ανάπτυξη του Υπερεγώ (αρχές, πεποιθήσεις). Αν η εξέλιξή της δεν

είναι ικανοποιητική, τότε µπορεί να οδηγήσει σε ένα αυστηρό, σκληρό, άκαµπτο και

αυτοτιµωρητικό Υπερεγώ που θα αποτελέσει την πηγή της βασικής αίσθησης της

ντροπής (Κοκάντζης, 1988).

Κατά τον Piaget, στην περίοδο αυτή ολοκληρώνεται το αναπαραστασιακό ή προ

των λογικών διεργασιών στάδιο όπου το παιδί, µε τη βοήθεια της µνήµης, αποκτά την

ικανότητα εσωτερικής αναπαράστασης των εξωτερικών αντικειµένων που δίνει µια

εσωτερική µονιµότητα στον εξωτερικό κόσµο.

∆. ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ

Η Λανθάνουσα περίοδος είναι αυτή µεταξύ έξι και έντεκα ετών. Ονοµάσθηκε

λανθάνουσα για υποδηλώσει την απώθηση στο ασυνείδητο των αιµοµικτικών και

γονεοκτονικών τάσεων που είχε το παιδί στην προηγούµενη περίοδο της ζωής του. Είναι

µια περίοδος που η σεξουαλικότητα φαίνεται να υποχωρεί και τα ενδιαφέροντα του

παιδιού κατευθύνονται προς άλλα θέµατα όπως η ανάπτυξη δεξιοτήτων,

κοινωνικοποίησης και η ταυτοποίηση µε συνοµήλικους του ίδιου φύλου. Το παιδί αντλεί

ευχαρίστηση από την εργασία, ικανοποίηση από τη δουλειά που ολοκληρώνεται και

αποκτά την αίσθηση δηµιουργικότητας.

Έλλειψη επιτυχίας στις σχολικές απαιτήσεις µπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογική

κρίση που αν δεν λυθεί επιτυχώς µπορεί να προκαλέσει αισθήµατα ανεπάρκειας και

κατωτερότητας. Η κρίση αυτή αποτελεί κατά τον Erikson την Ψυχοκοινωνική κρίση

µια κρίση ανάµεσα στην δηµιουργικότητα και την κατωτερότητα. Μια υπερβολική

εξάρτηση από την συναισθηµατική υποστήριξη του οικογενειακού περιβάλλοντος µπορεί

να επηρεάσει δυσµενώς την ικανότητα του παιδιού να συναγωνίζεται και να

συνεργάζεται µε συνοµηλίκους (Κοκάντζης, 1988)

Αν και τα παιδιά στην περίοδο αυτή αρνούνται ότι έχουν ενδιαφέρον για το άλλο

φύλο, το ενδιαφέρον τους αυτό υπάρχει και εκφράζεται συµβολικά µε πειράγµατα ή

Page 37: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 37

παιγνίδια όπου το κοριτσάκι τρέχει µακριά από το αγοράκι σίγουρο πως αυτός θα την

κυνηγήσει και το αγοράκι µπορεί να πειράζει το κοριτσάκι µε τέτοιο τρόπο ώστε να

παραµείνει κοντά της (Μάνος, 1988).

Κατά την τον Piaget, στην ηλικία των 7 ετών αρχίζει για το παιδί το στάδιο των

συγκεκριµένων λογικών διεργασιών όπου το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει ικανότητες για

απλές λογικές διεργασίες που αφορούν την ταξινόµηση και συσχέτιση νοητικών

στοιχείων. Η ικανότητα αυτή εξελίσσεται βαθµιαία ώστε να µπορεί το παιδί να κάνει

πολύπλοκες λογικές διεργασίες για να φθάσει να κάνει λογικές υποθέσεις και εκτίµηση

πιθανοτήτων στο τελικό στάδιο εξέλιξης της ευφυίας µετά τα δώδεκα χρόνια στο στάδιο

των τυπικών λογικών διεργασιών.

Στην ηλικία των εννέα ετών αρχίζει το παιδί να αναζητάει ένα στενό φίλο ή φίλη.

Στην ηλικία αυτή αρχίζει η σεξουαλική διερεύνηση του άλλου φύλου, αλλά και του ίδιου

και το παιδί θέλει εξηγήσεις για τη σύλληψη, τη σεξουαλική ζωή και τον αυνανισµό.

Ε. ΕΦΗΒΕΙΑ

Η εφηβεία αρχίζει γύρω στα ένδεκα µε 13 χρόνια της ζωής του παιδιού και είναι η

περίοδος που αρχίζει να αποµακρύνεται από την οικογένεια. Η εφηβεία τελειώνει όταν

το άτοµο πετύχει να νιώθει ψυχολογικά ανεξάρτητο αλλά µπορεί να δει τους γονείς σε

µια νέα σχέση βασισµένη στην ισότητα και τον αυτοσεβασµό, όταν αποκτήσει την

προσωπική του ταυτότητα µε ηθικές αξίες και αφοσίωση στην εργασία και όταν

αποκτήσει την ικανότητα να έχει διαρκείς, σηµαντικές και αµοιβαίες διαπροσωπικές

σχέσεις (Μάνος 1988)

Η εφηβεία µπορεί να διαιρεθεί στην Πρώιµη Εφηβεία, στην Μέση Εφηβεία και

στην Όψιµη Εφηβεία.

Η πρώιµη εφηβεία (11-14 έτη) χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα, ιδεαλισµό

και αντίθεση στις καταστηµένες αξίες και από τη συνύπαρξη αποµόνωσης και

ανεπιφύλακτης αποδοχής συνοµηλίκων, εγωκεντρισµό και αλτρουισµός, αγένεια και ιδιαίτερη

ευαισθησία, αισιοδοξία και µαταιότητα. Σωµατικές αλλαγές που παρατηρούνται είναι η

Page 38: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 38

έντονη σωµατική ανάπτυξη και στα δύο φύλα αλλά νωρίτερα στα κορίτσια, η αυξηµένη

δραστηριότητα σµηγµατογόνων αδένων και η εµφάνιση ακµής, η αλλαγή φωνής, η

εµφάνιση του τριχωτού της ήβης, η αύξηση µεγέθους στήθους στα κορίτσια, η έµµηνος

ρύση, η αύξηση µεγέθους γεννητικών οργάνων στα αγόρια , στύσεις, αυνανισµός.

Παρατηρείται επίσης στα αγόρια αυξηµένη συµµετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες

και στον αθλητισµό και στα κορίτσια σχολαστική ενασχόληση µε το σώµα,

αποµάκρυνση από µητέρα και φλερτ µε µεγαλύτερα αγόρια. Τα αγόρια έχουν µια τάση

υποτίµησης των κοριτσιών

Η σχέση των παιδιών µε τους γονείς δοκιµάζεται γιατί η περίοδος της εφηβείας

είναι µια δεύτερη περίοδος αποχωρισµού και εξατοµίκευσης (Κοκάντζης, 1988). Οι νέοι

βρίσκονται σε µια πάλη για εξατοµίκευση, ελευθερία που δεν θα πρέπει όµως να δίνεται

ανεπιφύλακτα γιατί εκλαµβάνεται σαν αδιαφορία των γονέων. Ο έφηβος έχει ανάγκη για

επανάσταση. Οι γονείς µπορεί να βιώνουν το πέρασµα του παιδιού στην εφηβεία σαν

δικό τους πέρασµα στα γεράµατα. Οι γονείς πρέπει να µπορούν να αντέξουν τον θυµός

και κριτική παιδιών τους αλλά µαζί µε την παρεχόµενη ελευθερία πρέπει να θεσπίσουν

όρια για το επίπεδο λειτουργικότητας του εφήβου.

Η µέση εφηβεία χαρακτηρίζεται από προσπάθεια χειραφέτησης των γονέων από

τα παιδιά. Ο έφηβος γίνεται απόµακρος και εχθρικός απέναντι στους γονείς διότι γίνεται

από µέρους του προσπάθεια προφύλαξης του εαυτού του από απειλητικά αισθήµατα

προσκόλλησης προς τους γονείς. ∆ηµιουργούνται καινούργια αντικείµενα

υπερεξιδανίκευσης και ταύτισης του νεαρού ατόµου στην προσπάθειά του να

ολοκληρώσει την προσωπικότητά του. Άλλα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής είναι η

ναρκισσιστική ενασχόληση, ο ασκητισµός, η επιδίωξη διανοητικών στόχων. Η

διανοητικοποίηση και η χρήση των πνευµατικών λειτουργιών και της αφηρηµένης

σκέψης του εφήβου γίνονται εργαλεία που τα χρησιµοποιεί ασυνείδητα στην προσπάθεια

του να αντιµετωπίσει προβλήµατα που έχουν σχέση µε τους δεσµούς και την οργάνωση

της οικογένειας (Κοκάντζης, 1988).

Στη µέση εφηβεία υπάρχει µεγαλύτερο ενδιαφέρον για σχέσεις µε το άλλο φύλο

στο οποίο βρίσκουν παρηγοριά από τον αποχωρισµό από τους γονείς και αρχίζουν οι

πρώτες αδέξιες σεξουαλικές σχέσεις. Ο σύντροφος δεν εκτιµάται ακόµη σαν ιδιαίτερη

οντότητα αλλά αποτελεί ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού του έφηβου (Μάνος,

Page 39: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 39

1988). Η αγάπη του άλλου ατόµου σαν ξεχωριστό από αυτό θα γίνει αργότερα στην

όψιµη εφηβεία. Το άτοµο στη φάση αυτή της εφηβεία αποκτά την δική του αίσθηση της

ταυτότητα µέσα από τις διάφορες κοινωνικές, πολιτισµικές και οικογενειακές επιδράσεις.

Η όψιµη εφηβεία χαρακτηρίζεται από ανεξαρτητοποίηση από γονεϊκούς

δεσµούς, ικανότητα λειτουργίας σε ένα γεννητικό σεξουαλικό επίπεδο που επιτρέπει την

ολοκλήρωση των σεξουαλικών συναισθηµάτων µε τρυφερότητα, συµπάθεια και ώριµη

αγάπη και διαµόρφωση µιας σταθερής ταυτότητας τόσο προσωπικής όσο και της

αναγνώρισης ότι το άτοµο «ανήκει» σε µια οµάδα (Κοκάντζης, 1988).

Η περίοδος της όψιµης εφηβείας είναι ο χρόνος που το άτοµο ασχολείται µε το

µέλλον του. Είναι επίσης η περίοδος που το άτοµο που ο έφηβος αγαπάει γίνεται

αντιληπτό σαν ξεχωριστό άτοµο και ο έρωτας χαρακτηρίζεται από αφοσίωση και

εκτίµηση (Μάνος, 1988). Ο έφηβος µεταβαίνει από ένα στάδιο που επικρατεί η

φαντασία και ο άκρατος ιδεαλισµός στο στάδιο της υπευθυνότητας της ώριµης ηλικίας.

ΣΤ. ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ

Η ενήλικη ζωή (ώριµη ηλικία) χαρακτηρίζεται από την ικανότητα του ατόµου να ανήκει σε µια

κοινωνική οµάδα χωρίς να νιώθει ότι χάνει την προσωπική του ταυτότητα, να µπορεί να

µοιράζεται µε τους άλλους και να έχει τον δικό του ξεκάθαρο ρόλο σαν άτοµο (Μάνος, 1988).

Χαρακτηριστικά του εγώ του ατόµου στην ενήλικη ζωή είναι ικανότητα για αναβολή της

εκτέλεσης µια πράξης µέχρι να σχηµατίσει «µια ολοκληρωµένη εσωτερική αναπαράσταση της

εκτέλεσης και των συνεπειών της πράξης», η πλήρη και σταθερή προσωπική ταυτότητα, η

σταθερή αίσθηση της πραγµατικότητας, η αντοχή στο άγχος και στις απογοητεύσεις, η ικανότητα

να αγαπάει, να έχει σεξουαλική ζωή, να εργάζεται και να διασκεδάζει, να ονειροπολεί και να

δηµιουργεί ανακαλύπτοντας καινούργια πράγµατα (Μάνος, 1988).

Κατά τον Erikson, η ενήλικη ζωή χαρακτηρίζεται από τη δηµιουργία θεσµών

διαπροσωπικών σχέσεων ή τάση για αποµόνωση, παραγωγή του έργου ζωής του

ενήλικου (δουλειά, ιδέες, τοποθετήσεις πολιτικές, θρησκευτικές). Η επιτυχία αυτού του

σταδίου ζωής του ατόµου οδηγεί σε ένα συναίσθηµα ικανοποίησης και αυτο-

Page 40: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 40

επιβεβαίωσης ενώ η αποτυχία οδηγεί σε ατοµική και κοινωνική αποτελµάτωση. Τελικά

η περίοδος αυτή οδηγεί σε µια ήρεµη αυτοπαραδοχή, ολοκλήρωση της προσωπικότητας

ή απόγνωση και απελπισία, αυτοπεριφρόνηση και φόβο θανάτου (Κοκάντζης, 1988).

ΑΝΑΠΤΥΞΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠIΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ (BEHAVIORISM)

(J. Watson 1924, B.F. SKINNER 1930)

Το 1924 ο J. B. Watson στο Πανεπιστήµιο John Hopkins (Η.Π.Α.) υποστήριξε ότι

περιβαλλοντολογικοί παράγοντες παίζουν τον σηµαντικότερο ρόλο στην ανάπτυξη της

προσωπικότητας και όχι εσωτερικοί ή κληρονοµικοί παράγοντες (Rathus, 2001). Αν και

η Συµπεριφοριστική Θεωρία ήταν ακραία και αντίθετη µε τις γνώσεις που έχουµε

σήµερα σχετικά µε την κληρονοµικότητα των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας,

τόνισε τη σηµασία των περιβαλλοντολογικών επιδράσεων στη διαµόρφωση των

ανθρώπινων προτιµήσεων και συµπεριφορών. Ο Watson και αργότερα, την δεκαετία του

1930, ο διάδοχός του ο B. F. Skinner στο Πανεπιστήµιο του Harvard (Η.Π.Α.)

υποστήριξε ότι η ανάπτυξη της προσωπικότητας οφείλεται στην ενίσχυση και

επιβράβευση της συµπεριφοράς του ατόµου. Περιβαλλοντολογικές επιδράσεις, όπως η

έγκριση και επιβράβευση των γονέων και οι κοινωνικές αποδεκτές συνήθειες µας κάνουν

να επιθυµούµε µερικά πράγµατα και να µη επιθυµούµε άλλα. Πολλοί επιστήµονες

ψυχικής υγείας αρνούνται σήµερα τις απόψεις των συµπεριφοριστών γιατί θεωρούν ότι

οι απόψεις αυτές δεν λαµβάνουν υπ’όψη την έννοια της συνείδησης και την ελευθερία

του ατόµου να επιλέξει.

Page 41: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 41

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ-ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ (SOCIAL-CONGITIVE

THEORY) (ALBERT BANDURA, 1986)

O Albert Bandura (Η.Π.Α) το 1986 πρότεινε µια νέα άποψη που αποτελούσε εξέλιξη της

συµπεριφοριστικής προσέγγισης ανάπτυξης της προσωπικότητας, την Κοινωνική-

Γνωστική Θεωρία. Η άποψη αυτή έδωσε έµφαση στην σηµασία της µάθησης µε την

παρατήρηση και στις γνωστικές διεργασίες που δηµιουργούν τις διαφορές στους

ανθρώπους. Η διαφορά της προσέγγισης αυτής ανάπτυξης της προσωπικότητας από την

Συµπεριφοριστική προσέγγιση είναι ότι οι άνθρωποι επηρεάζουν το περιβάλλον όπως το

περιβάλλον επηρεάζει τους ανθρώπους. Ο Bandura ονόµασε αυτή την αµοιβαία

αλληλοεπίδραση περιβάλλοντος και ανθρώπου αµοιβαίο ντετερµινισµός (reciprocal

determinism) (Rathus, 2001). Εσωτερικοί παράγοντες του ατόµου παίζουν επίσης ρόλο

στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η συµπεριφορά του ατόµου εξαρτάται και από τις

προσδοκίες του για το αποτέλεσµα της συµπεριφοράς του και πως αντιλαµβάνεται τις

υποκειµενικές αξίες αυτού του αποτελέσµατος.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ (SELF THEORY)

(CARL ROGERS, 1902-1987)

«Εαυτός» κατά τον Carl Rogers είναι το κέντρο της εµπειρίας µας. Είναι η αίσθηση του

ποιοι είµαστε και τι κάνουµε, του πως και γιατί αντιδρούµε στο περιβάλλον µας και πως

διαλέγουµε να ενεργήσουµε σε µια συγκεκριµένη περίπτωση. Οι επιλογές µας γίνονται

µε βάση τις αξίες µας και οι αξίες µας είναι µέρος του «εαυτού» µας. (Rathus, 2001)

Κύρια χαρακτηριστικά του «εαυτού» µας είναι:

Page 42: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 42

α. Η εικόνα που έχουµε για εµάς και το πόσο επαρκείς νιώθουµε (self-

concept)

β. Η αυτοεκτίµησή µας (self-esteem) κτίζεται αρχικά από το πόσο

πιστεύουν οι γονείς ότι έχουµε αξία ανεξάρτητα µε τη συµπεριφορά

µας σαν παιδιά και ανεξάρτητα µε το αν συµπεριφερόµαστε όπως

θέλουν οι γονείς µας γιατί είµαστε ξεχωριστά άτοµα.

Κατά τον Rogers, όταν οι γονείς και οι σηµαντικοί άνθρωποι µας αγαπούν και

είναι ανεκτικοί ακόµη και για τις διαφορές που έχουµε από αυτούς, τότε αγαπούµε και ς,

ακόµη και αν οι προτιµήσεις µας, οι ικανότητές µας και οι αξίες µας διαφέρουν από

αυτές των γονέων µας (Rathus, 2001).

Σύµφωνα µε τον Rogers, ο δρόµος για αυτοπραγµάτωση απαιτεί να είµαστε σε

επαφή µε τα γνήσια συναισθήµατά µας, να τα αποδεχτούµε και να δράσουµε βάσει

αυτών. Όλοι µας έχουµε νοητικές ιδεώδεις εικόνες (self-ideals) για το τι είµαστε

ικανοί να κάνουµε στη ζωή µας. Ο στόχος στη ζωή µας είναι να µειώσουµε τη διαφορά

µεταξύ της εικόνας που έχουµε για εµάς και το πόσο επαρκείς νιώθουµε (self-concept)

και της ιδεώδους εικόνας που έχουµε για τον εαυτό µας (self-ideal) (Rathus, 2001)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

1. Ψυχοκοινωνική Θεωρία του Erikson, οι πρώτοι 12 µε 18 µήνες της ζωής του παιδιού.

2. ∆εύτερο και τρίτο έτος του παιδιού σύµφωνα µε τη Θεωρία της Mahler

3. Ηλικία 3-6 ετών σύµφωνα µε την Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud.

4. Ηλικία 3-6 ετών σύµφωνα µε την Θεωρία των Αντικειµενοτρόπων Σχέσεων

5. Ηλικία 3-6 ετών σύµφωνα µε την Θεωρία του Erikson

6. Ηλικία 3-6 ετών σύµφωνα µε την Θεωρία του Piaget.

7. Στάδια της εφηβεία και χαρακτηριστικά κάθε σταδίου

8. Χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της ενήλικης ζωής

9. Οµοιότητες και διαφορές µεταξύ της Συµπεριφοριστικής Θεωρίας Ανάπτυξης της

Προσωπικότητας των Watson και Skinner και της Κοινωνικής-Γνωστικής Θεωρίας

Προσωπικότητας του Bandura.

10. Ανθρωπιστική Θεωρία του «Εαυτού» του Carl Rogers

Page 43: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 43

Η αµοιβαία αλληλοεπίδραση περιβάλλοντος και ανθρώπου, ο αµοιβαίος

ντετερµινισµός (reciprocal determinism) είναι χαρακτηριστικό:

Α. Της Συµπεριφοριστικής Θεωρίας Προσωπικότητας Watson-Skinner

Β. Της Κοινωνικής-Γνωστικής Θεωρίας Προσωπικότητας του Bandura

Γ. Ανθρωπιστική Θεωρία του «Εαυτού» του Carl Rogers

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γκιουζέπας Ι (1988). ∆ιαταραχές της Προσωπικότητας. Στο ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ (Χ.

Ιεροδιακόνου, Χ. Φωτιάδης, Ε. ∆ηµητρίου) Εκδόσεις Μαστορίδη, Θεσσαλονίκη (σελ.

251-268).

Κοκάντζης ΝΑ (1988) Ψυχολογική Θεώρηση της Ανάπτυξης της Προσωπικότητας. Στο

ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ (Χ. Ιεροδιακόνου, Χ. Φωτιάδης, Ε. ∆ηµητρίου) Εκδόσεις Μαστορίδη,

Θεσσαλονίκη (σελ. 54-62)

Μάνος Ν. (1988) Ανάπτυξη της Προσωπικότητας-Κύκλος της Ζωής. Βασικά Στοιχεία

Κλινικής Ψυχιατρικής. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (σελ. 71-85)

Μπαλογιάννης Σταύρος (1984) Προσωπικότης. Ψυχολογία. Εκδόσεις Πουρνάρα,

Θεσσαλονίκη (σελ. 309-408)

Rathus S. A. (2001) A. Developmental Psychology. B. Personality In Essentials of

Psychology, Sixth Edition, Orlando, Florida, USA (σελ.101-155) (σελ. 459-495).

Page 44: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 44

ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΡΟΦΩΝ

Ατοµικές διαφορές στην προτίµηση τροφής έχουν σχέση µε την εµπειρία που είχαν τα

άτοµα µε τις συγκεκριµένες τροφές. Άτοµα που διαφέρουν σε βάρος διαφέρουν στην

προτίµησή τους για συγκεκριµένες τροφές όπως αυτές που περιέχουν λίπη. Παχύσαρκα

άτοµα έχουν µεγαλύτερη προτίµηση για τροφές που περιέχουν λίπη από τα φυσιολογικά

άτοµα ενώ άτοµα που έχουν ανορεξία έχουν µικρότερη προτίµηση για τροφές που

περιέχουν λίπη (Drewnowski, 1988).

Η έκθεση σε ιδιαίτερη ένταση της γεύσης επηρεάζει την προτίµηση της τροφής. Η

προτίµηση σε αυξηµένες ποσότητες αλατιού είναι αποτέλεσµα µαθηµένης

συµπεριφοράς. Η αλλαγή προτίµησης σε µεγαλύτερη ή µικρότερη ποσότητα αλατιού

χρειάζεται 2-4 µήνες (Capaldi, 1997 ). Παίζει ρόλο η αυξηµένη γεύση του αλατιού και

όχι η ποσότητα του αλατιού που θα µπορούσε να προσληφθεί µε χάπι (Beauchamp,

1987)

Μάθηση µιας γεύσης όταν συνδυάζεται µε άλλη γεύση (flavor-flavor

learning)

Οι περισσότερες τροφές είναι συνδυασµός γλυκού-λιπώδους (π.χ. παγωτό, µπισκότα)

(Drewnowski, 1991). Κάθε φορά που τρωµε παγωτό ή µπισκότα µαθαίνουµε να

συνδυάζουµε το λιπώδες µε το γλυκό και έτσι να προτιµούµε και να συνηθίζουµε το

λιπώδες (flavor-flavor learning) (Capaldi, 1977). Κάθε φορά που τρωµε αλµυρές

πατάτες ή κρέας µαθαίνουµε να συνδυάζουµε τα λιπώδη και άλλα συστατικά των

τροφών αυτών µε το αλµυρό και να προτιµούµε τελικά τα λιπώδη αυτά συστατικά.

Τρώγοντας ένα επιδόρπιο στο τέλος του γεύµατος µαθαίνουµε να συνδυάζουµε τα

λιπώδη συστατικά του επιδορπίου µε το γλυκό και να προτιµούµε αυτά τα λιπώδη

συστατικά

Page 45: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 45

∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙ∆ΙΩΝ: ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ

ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΡΟΦΩΝ

Η µάθηση της προτίµησης και της απόρριψης ορισµένων τροφών στα παιδιά οφείλεται

στην α) επαναλαµβανόµενη έκθεσή τους σε συγκεκριµένες τροφές και την β) σύνδεση

αυτής της έκθεσης µε: αισθητικά ερεθίσµατα και συναισθήµατα που είναι αποτέλεσµα

του κοινωνικού περιβάλλοντος και των φυσιολογικών συνεπειών της διατροφής

Πρώτες Γευστικές Εµπειρίες των Παιδιών και Έλεγχος του Χρονικού

∆ιαστήµατος Μεταξύ των Γευµάτων

Η σίτιση του βρέφους «όταν το ζητήσει» δείχνοντας σηµάδια (κλάµα, ανησυχία) βοηθάει

το βρέφος να αποκτήσεις εκούσιο έλεγχο του χρόνου και του µεγέθους του γεύµατος.

Θα πρέπει τα σηµάδια αυτά να αναγνωρίζονται σωστά από τους γονείς και να µην είναι

σηµεία απλής δυσφορίας . Το βρέφος έτσι µαθαίνει να τρώγει µε σύνεση και να

συσχετίζει την έναρξη του γεύµατος µε την πείνα και το τέλος µε φυσιολογικό κορεσµό

(Fommon, 1993).

Στα βρέφη που θηλάζονται και τρέφονται «όταν το ζητήσουν», υπάρχει θετική

συσχέτιση µεταξύ µεγέθους γεύµατος και χρονικού διαστήµατος µεταξύ γευµάτων

(Matheny et al, 1990). Στα βρέφη που τρέφονται µε εξανθρωποποιηµένο γάλα σκόνη

(formula) το µέγεθος το γεύµατος δεν επηρεάζει το χρονικό διάστηµα µεταξύ γευµάτων

γιατί τα βρέφη αυτά δεν τρέφονται «όταν το ζητήσουν» αλλά όταν θέλουν οι γονείς

(συγκεκριµένες φορές την ηµέρα) (Wright et al, 1980)

Page 46: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 46

Όταν τα Βρέφη Γίνονται Παιδιά...

Η κοινωνικοποίηση και µάθηση σίτισης σε σταθερά χρονικά διαστήµατα έχει σχέση µε

την κουλτούρα στην οποία ζει (π.χ. τρεις φορές την ηµέρα). Όταν τα χρονικά

διαστήµατα σίτισης είναι σταθερά, οι επιλογές του παιδιού περιορίζονται στο µέγεθος

των γευµάτων και στο είδος του φαγητού.

Η «επιθυµητή σίτιση µικρογευµάτων» (snacking on demand) το παιδιού, στα

µεσοδιαστήµατα των προγραµµατισµένων γευµάτων είναι συνήθης. Ο χρόνος

«επιθυµητής σίτισης µικρογευµάτων» δεν ελέγχεται αποκλειστικά από ερεθίσµατα

πείνας. Περιβαλλοντολογικά και κοινωνικά ερεθίσµατα αρχίζουν να παίζουν ρόλο στην

επιθυµία για φαγητό (Birch, McPhee, Sullivan & Johnson, 1989).

Μάθηση, Εµπειρία και Έλεγχος του Μεγέθους του Γεύµατος

Αν και οι γονείς έχουν την ευθύνη να παρέχουν στα παιδιά υγιεινές τροφές, τα παιδιά θα

πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της ποσότητας του φαγητού που θα φάνε (ή το αν θα

φάνε καθόλου) (Satter, 1986, 1987, 1990). Αν τα παιδιά αφεθούν µόνα τους, µπορούν να

ρυθµίσουν πόσο θα φάνε για να διατηρήσουν θετικό ενεργειακό ισοζύγιο για ανάπτυξη

και υγεία (Davis, 1939)

Τα παιδιά µπορούν να φάνε ένα συγκεκριµένο φαγητό ή µερικά φαγητά για

πολλές ηµέρες και να το αφήσουν για να το αντικαταστήσουν µε κάποιο άλλο. Οι

ενήλικες όµως επηρεάζονται περισσότερο από την ποικιλία των διαθέσιµων φαγητών. Η

µεγαλύτερη ποικιλία προκαλεί µεγαλύτερη λήψη τροφής (Rolls, 1986). Στους ενήλικες η

προτίµηση για φαγητό που τρώγουν µειώνεται κατά την διάρκεια της σίτισης, αλλά η

προτίµηση για φαγητό που δεν έχουν φάγει ακόµη παραµένει αρκετά υψηλή. Όταν

υπάρξει κορεσµός για ένα φαγητό µπορεί να συνεχίσει να τρώγει ένα άλλο φαγητό. Έτσι

αυξάνει το µέγεθος του γεύµατος.

Τα παιδιά µαθαίνουν να συσχετίζουν τα γευστικά ερεθίσµατα των τροφών µε τις

συνέπειες που έχουν οι τροφές µετά τη λήψη τους. Μαθαίνουν να προσαρµόζουν

Page 47: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 47

ανάλογα την πρόσληψη τροφής όταν αυτή είναι υψηλής ενεργειακής πυκνότητας

(Johnson et al 1991, Kern at al 1993).

Ο κορεσµός επηρεάζεται από τη µάθηση (Booth 1985). Μαθαίνουµε την αξία

κορεσµού (satiety value) γνωστών τροφών και αυτό εξηγεί πως σταµατάµε να τρωµε

γνωστές τροφές πριν δηµιουργηθούν µηνύµατα κορεσµού από την εισαγωγή τροφών στο

στοµάχι. Μαθαίνουµε την «ικανότητα κορεσµού και πάχυνσης» των τροφών και

ανάλογα προσαρµόζουµε την ποσότητα της τροφής (Stunkard, 1975)

Το µέγεθος του γεύµατος επηρεάζεται έντονα από την ενεργειακή πυκνότητα του

γεύµατος. Τα βρέφη και τα παιδιά απαντούν σε ερεθίσµατα που προέρχονται από την

ενεργειακή πυκνότητα του γεύµατος στον προσδιορισµό του µεγέθους του γεύµατος

(Birch et al, 1991).

Σε µελέτη της Davis (1928, 1939) τα παιδιά που διάλεγαν την διατροφή τους

µόνα τους αναπτύσσονταν καλά, ήταν υγειά, και είχαν φυσιολογική ενεργειακή

πρόσληψη αλλά η λήψη των γευµάτων δεν ήταν τακτική και µπορεί να ήταν ακανόνιστη

και απρόβλεπτη. Αν και υπήρχε ποικιλία στα διάφορα γεύµατα όσον αφορά το µέγεθος

και τη συχνότητα των γευµάτων η τελική ενεργειακή πρόσληψη ήταν σταθερή για κάθε

παιδί. Η προσαρµογή της ενεργειακής πρόσληψης γίνονταν µε εναλλαγές λήψης τροφών

υψηλής ενεργειακής πρόσληψης µε τροφές χαµηλής ενεργειακής πρόσληψης µε

αποτέλεσµα η συνολική 24ωρη ενεργειακή πρόσληψη να είναι σταθερή.

Συµπερασµατικά, ένας µηχανισµός ελέγχου πρόσληψης τροφής στα παιδιά είναι ο

έλεγχος του µεγέθους του γεύµατος ανάλογα µε την ενεργειακή πρόσληψη.

Επίδραση των Πρώτων Εµπειριών του Παιδιού στη Σίτιση

Οι πρώτες εµπειρίες του παιδιού µέσα από τις διατροφικές συνήθειες της οικογένειας

µπορεί να επηρεάσουν το βαθµό στο οποίο το παιδί επηρεάζεται από το ενεργειακό

περιεχόµενο του φαγητού. Οι πρώτες διατροφικές συνήθειες της οικογένειας µπορούν να

επηρεάσουν την απαντητικότητα του παιδιού στην ενεργειακή πυκνότητα και µέγεθος

του γεύµατος. Τα παιδιά που εστιάζονται σε εσωτερικά ερεθίσµατα πείνας και κορεσµού

παρουσιάζουν προσαρµογή της ενεργειακής πρόσληψης σε ανταπόκριση της ενεργειακής

Page 48: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 48

περιεκτικότητας των τροφών. Τα παιδιά που εστιάζονται σε εξωτερικούς παράγοντες

(π.χ. πόσο φαγητό παραµένει στο πιάτο, επιβράβευση όταν το παιδί φάγει όλο το

φαγητό) δεν παρουσιάζουν απαντητικότητα στην ενεργειακή πυκνότητα των τροφών

(Birch, McPhee, Shoba, Steinberg and Krehbiel, 1987).

Η ρύθµιση της ενεργειακής πρόσληψης µέσω της διατροφής από το παιδί

συσχετίζεται αρνητικά µε τον «απολυταρχικό τρόπο» ελέγχου της διατροφής του παιδιού

από τους γονείς και µε την ποσότητα λίπους (adiposity) του σώµατος (Johnson and

Birch, 1994). Η ρύθµιση της ενεργειακής πρόσληψης των κοριτσιών συσχετίζονταν

αρνητικά µε την ποσότητα λίπους του σώµατος. ∆υσκολίες ελέγχου της πρόσληψης

τροφής των γονέων συσχετίζονταν άµεσα µε την ικανότητα των παιδιών τους να

ρυθµίζουν την δική τους πρόσληψη τροφή.

Τα παιδιά απαντούν στην ενεργειακή πυκνότητα των τροφών. Η ενεργειακή

πυκνότητα µπορεί να λειτουργήσει σαν έλεγχος του µεγέθους του γεύµατος. Η

ενεργειακή πυκνότητα επηρεάζει την επιλογή των τροφών µε δύο τρόπους: α) Η

ενεργειακή πυκνότητα των τροφών που καταναλώνονται σαν πρώτο πιάτο του γεύµατος

µπορεί να επηρεάσει τις επιλογές τροφής στα επόµενα πιάτα του γεύµατος (Birch,

McPhee & Sullivan, 1989), β) Η προτίµηση τροφών µε υψηλή ενεργειακή πυκνότητα

επηρεάζεται και από την εξαρτηµένη µάθηση (associative conditioning/associative

learning) και τη δηµιουργία συσχετίσεων µεταξύ αισθητικών ερεθισµάτων

(γευστικών, οπτικών των τροφών και του περιεχοµένου και των

γαστρεντερικών συνεπειών (θετικών ή αρνητικών) των τροφών (Birch, 1992).

∆ιατροφική Προτίµηση Παιδιών: Μάθηση και Κοινωνικό Πλαίσιο

Το φαγητό είναι µια κοινωνική εκδήλωση για τα παιδιά. Τα αδέλφια, οι συνοµήλικοι,

και οι ενήλικες λειτουργούν σαν µοντέλα ρόλου. Η µάθηση συµβάλλει στη δηµιουργία

προτιµήσεων τροφών µε τη συσχέτιση αισθητικών ερεθισµάτων των τροφών µε το

κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γίνεται η λήψη τροφών.

Τα παιδιά προτιµούν τροφές που σχετίζονται µε θετικό κοινωνικό πλαίσιο και να

µη αρέσουν τροφές που παρουσιάζονται σε αρνητικό κοινωνικό πλαίσιο. Τροφές που

Page 49: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 49

δεν είναι «εύγευστες» (χωρίς ζάχαρη, λίπος, αλάτι) παρουσιάζονται σε αρνητικό

κοινωνικό πλαίσιο και τα παιδιά µαθαίνουν να µη τις προτιµούν (π.χ. «φάγε τα λαχανικά

σου!»). Τροφές που είναι «εύγευστες» (µε πολύ ζάχαρη, λίπος και αλάτι)

παρουσιάζονται σε θετικό κοινωνικό πλαίσιο και πολλές φορές σαν επιβράβευση και τα

παιδιά µαθαίνουν να τις προτιµούν (γλυκά στις γιορτές, «διάβασε και θα σου δώσω

σοκολάτα» (Birch, Zimmerman, Hind, 1980)

Τα παιδιά δεν δέχονται εύκολα καινούργιες τροφές εκτός από αυτές που είναι

γλυκές γιατί δεν χρειάζεται να µάθουν να αρέσουν γλυκές τροφές. Η επανειληµµένη

έκθεση καινούργιων τροφών στα παιδιά επηρεάζει θετικά την προτίµησή τους. Μια

καινούργια τροφή για να επηρεάσει θετικά πρέπει να δοκιµαστεί από τα παιδιά 8-10

φορές (Birch & Marlin, 1982) (Birch, McPhee. Shoba, Pirok & Steinberg 1987).

Η αρχική άρνηση προτίµησης νέου είδους τροφής είναι α) φυσιολογική, β) είναι

αποτέλεσµα µιας προσαρµοστικής διεργασίας και γ) µπορεί να ακολουθηθεί από

αυξηµένη αποδοχή της τροφής αν το παιδί έχει επανειληµµένες ευκαιρίες να δοκιµάσει

το φαγητό (Capaldi 1996)

Συµπερασµατικά...

Τα παιδιά πρέπει να µαθαίνουν να ελέγχουν την λήψη τροφής και ιδιαίτερα το µέγεθος

του γεύµατος.

Οι γονείς

α. πρέπει να ρυθµίζουν σιγά-σιγά την ώρα λήψης τροφής σύµφωνα µε τις ώρες

που τρώγουν οι ενήλικες («η οικογένεια τρώγει µαζί στο τραπέζι»

β. πρέπει να παρέχουν µια ποικιλία από τροφές στο παιδί

γ. ∆εν πρέπει να βάζουν περιορισµούς στο φαγητό µε αυταρχικό τρόπο και να

επιβραβεύουν συµπεριφορές µε τροφές που δεν είναι υγιείς (γλυκά)

δ. Πρέπει να περιορίσουν τον έλεγχο στην διατροφή των παιδιών στον τύπο

τροφών που παρέχουν στα παιδιά

Page 50: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 50

ε. Πρέπει να επιτρέπουν στα παιδιά να αποφασίζουν αν θα φάνε και πόσο θα

φάνε γιατί έχουν την ικανότητα να ελέγχουν την ενεργειακή πρόσληψη και µπορούν να

µάθουν να παίρνουν από την τροφή επαρκή θρεπτικά συστατικά και να ρυθµίζουν το

µέγεθος του γεύµατος

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

1. Μάθηση γεύσης συνδυαζόµενη µε άλλη γνωστή γεύσης (flavor-to-flavor learning

2. Πρώτες Γευστικές Εµπειρίες των Παιδιών και Έλεγχος του Χρονικού

∆ιαστήµατος Μεταξύ των Γευµάτων

3. Μάθηση, Εµπειρία και Έλεγχος του Μεγέθους του Γεύµατος

4 . Επίδραση των Πρώτων Εµπειριών του Παιδιού στη Σίτιση

5. ∆ιατροφική Προτίµηση Παιδιών: Μάθηση και Κοινωνικό Πλαίσιο

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beauchamp GK (1987) The human preference for excess salt. American Scientist, 75,

27-33.

Birch LL, Zimmerman S, Hind H (1980) The influence of social-affective context on

preschool children’s food preferences. Child Development, 51, 856-861

Birch LL, Marlin DW (1982). I don’t like it; I never tried it: Effects of exposure to food

on two-year-old children’s energy intake. New England Journal of Medicine, 324, 232-

235.

Birch LL, McPhee L, Shoba BC, Pirok E, Steinberg L (1987). What kind of exposure

reduces children’s food neophobia? Appetite, 9, 171-178.

Birch LL, McPhee L, Shoba BC, Steinberg L, Krebbiel R (1987) Clean up your plate:

Effects of child feeding practices on the conditioning of meal size. Learning and

Motivation, 18, 301-317.

Page 51: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 51

Birch LL, McPhee L, Sullivan S, Johnson S (1989) Conditioned meal initiation in young

children. Appetite, 13, 105-113.

Birch LL, Johnson SL, Andresen G, Petersen JC, Schulte MC (1991). The variability of

young children’s energy intake. New England Journal of Medicine, 324, 232-235

Birch LL (1992) Children’s preferences for high-fat foods. Nutritional Reviews, 50, 249-

255.

Booth DA (1985) Food conditioned eating preferences and aversions with interoceptive

elements: Conditioned appetites and satieties. Annals of the New York Academy of

Sciences, 443, 22-41.

Capaldi ED (1997) Why we eat what we eat. American Psychological Association,

Washington, DC.

Davis CM (1928) Self-selection of diet by newly weaned infants. American Journal of

Diseases of Children, 36, 651-679.

Davis CM (1939) Results if self-selection of diets by young children. Canadian Medical

Association Journal, 41, 257-261

Drewnowski A (1988) Obesity and taste preferences for sweetness and fat. In H.A. Bray,

J. LeBlanc, S. Inoue and M. Suzuki (Eds.), Diet and Obesity (pp. 153-161).

Tokyo/Basel: Japan Scientific Societies Press/S. Karger

Drewnowski A (1991) Obesity and eating disorders. Cognitive aspects of food

preference and food aversion. Bulleting of the Psychonomic Society, 29, 261-264.

Fommon, SJ (1993) Nutrition of normal infants St.Louis, MO:Mosby-Year Book (p. 114)

Page 52: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 52

Johnson SL, McPhee L, Birch LL (1991) Conditioned preference: Young children prefer

flavors associated with high dietary fat. Physiology & Behavior, 50, 1245-1251.

Johnson SL, Birch LL (1994) Parent’s and children’s adiposity and eating style.

Pediatrics, 94, 653-661.

Kern DL, McPhee L, Fisher J, Johnson S, Birch LL (1993) The postingestive

consequences of fat condition preferences for flavors associated with high dietary fat.

Physiology & Behavior 54, 71-76.

Matheny R, Birch LL, Picciano MF (1990) Control of intake by human milk fed infants:

Relationships between feeding size and interval. Developmental Psychobiology, 23, 511-

518.

Rolls BJ (1986) Sensory-specific satiety. Nutrition Reviews, 44, 93-101

Satter E (1986) Child of mine. Palo Alto, California: Bull Publishing

Satter E (1987) How to get your kid to eat…but not too much. Palo Alto, California:

Bull Publishing

Satter E (1990) The feeding relationship: Problems and interventions. The Journal of

Pediatrics, 117, S181-S189.

Stunkard A (1975) Satiety is a conditioned reflex. Psychosomatic Medicine, 37, 383-

389.

Wirght P, Fawcett J, Crow R (1980). The development of differences in the feeding

behavior of bottle and breast fed human infants from birth to two months. Behavior

Process, 5, -20.

Page 53: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 53

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ∆ΙΑΤΡΟΦΗΣ:

ΒΙΟΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Οι πιο συχνές διαταραχές διατροφικής συµπεριφοράς είναι η Παχυσαρκία, η ∆ιαταραχή

Επεισοδιακής Υπερφαγίας, η Ψυχογενής Ανορεξία και η Ψυχογενής Βουλιµία. Οι

έρευνες της τελευταίας δεκαετίας έχουν βοηθήσει σηµαντικά στην ψυχολογική

κατανόηση, την διαγνωστική διερεύνηση και αντιµετώπιση των διαταραχών αυτών.

ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

Παχυσαρκία είναι η διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σωµατικού

λίπους. Σύµφωνα µε την Παγκόσµιο Οργάνωση Υγείας, στην παχυσαρκία ο ∆είκτης

Μάζας Σώµατος (∆ΜΣ) που εκφράζεται µε τον λόγο βάρος σε κιλά προς ύψος2 σε

µέτρα2 είναι >30.

Επιδηµιολογία

Η παχυσαρκία γίνεται ολοένα και πιο συχνότερη σε όλο τον κόσµο. Θεωρώντας

παχύσαρκα τα άτοµα που έχουν ∆ΜΣ >30, στο Ηνωµένο Βασίλειο 6% των ανδρών και

8% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι το 1980, ενώ το ποσοστό ανήλθε σε 13% για τους

άνδρες και 16% για τις γυναίκες το 1993 και σε 16% για τους άνδρες και 18% για τις

γυναίκες το 1996 (Department of Health1995, Prescott-Clarke and Primastera 1998.

Προβλέπεται ότι, µέχρι το 2005, 18% των ανδρών και 24% των γυναικών στο Ηνωµένο

Βασίλειο θα είναι παχύσαρκοι (Ogden 2003).

Page 54: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 54

Όσον αφορά τα παιδιά της Αγγλίας, το 1994, 9% των αγοριών και 13.5% των

κοριτσιών ήσαν υπέρβαρα και 1.7% των αγοριών και 2.7% των κοριτσιών ήταν

παχύσαρκα, συχνότητες που ήταν 50% µικρότερες πριν δέκα χρόνια (Chinn and Rona,

2001)

Έρευνα που έκαναν οι Bertsias, Mammas, Linardakis and Kafatos (2003) σε

τριτοετείς φοιτητές της Ιατρικής του Πανεπιστηµίου της Κρήτης ηλικίας 22±2 ετών

έδειξε ότι 40% των ανδρών και 23% των γυναικών είχαν ∆ΜΣ >25.

Πρόσφατες µελέτες στην Ελλάδα έδειξαν µια αυξανόµενη τάση της παχυσαρκίας

σε παιδιά και εφήβους (Mamalakis and Kafatos 1996, Krassas, Tzotzas, Tsametis and

Kostantinidis 2001). Σε ένα πληθυσµό 2,500 παιδιών ηλικίας 7-17 ετών που

εξετάστηκαν στο Νοσοκοµείο Παναγία της Θεσσαλονίκης 25,9% των αγοριών ήταν

υπέρβαρα και 5,1% παχύσαρκα και 19.1% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα και 3.2%

παχύσαρκα.

Η παχυσαρκία των ενηλίκων στην Ελλάδα είναι η δεύτερη συχνότερη σε ποσοστό

στην Ευρώπη και υπερβαίνει το 25% για στους άνδρες και 35% στις γυναίκες (James

2001)

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Γενετικές Θεωρίες

Η ύπαρξη ενός παχύσαρκου ατόµου στην οικογένεια έχει σαν αποτέλεσµα 40%

πιθανότητα να γίνει ένα παιδί παχύσαρκο ενώ η πιθανότητα αυξάνει σε 80% όταν και οι

δύο γονείς είναι παχύσαρκοι. Η πιθανότητα αδύνατοι γονείς να παράγουν ένα υπέρβαρο

παιδί είναι πολύ µικρή, περίπου 7% (Garn et al 1981)

Μελέτες διδύµων έδειξαν ότι γενετικοί παράγοντες είναι σηµαντικά υπεύθυνοι

για την εκδήλωση της παχυσαρκίας (Stunkard et al 1990, Allison et al 1996). Όσον

αφορούσε το βάρος τους, υιοθετηµένα παιδιά έµοιαζαν µε τους βιολογικούς τους γονείς

Page 55: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 55

και κυρίως µε τη βιολογική τους µητέρα, παρά µε τους γονείς που τα υιοθέτησαν

(Stunkard , Sorensen and Schulsinger 1983).

Η κύρια κατανοµή του βάρους στο άνω ή κάτω µέρος του σώµατος

κληρονοµείται (Bouchard et al 1990).

Σε µερικά άτοµα η παχυσαρκία φαίνεται να επηρεάζεται από ένα γονίδιο ενώ σε

άλλα µπορεί να οφείλεται σε ένα πολύπλοκο συνδυασµό πολλών γονιδίων (Kopelman

1999)

Η όρεξη και ο ρόλος της λεπτίνης

Η λεπτίνη πιστεύεται ότι αναστέλλει τη λήψη τροφής και ρυθµίζει την

κατανάλωση ενέργειας. Τα επίπεδα της λεπτίνης σχετίζονται θετικά µε τον ∆ΜΣ και το

ποσοστό λίπους του σώµατος και είναι υψηλά σε παχύσαρκα άτοµα και µειώνονται σε

εκείνα που πάσχουν από ανορεξία.

Τα επίπεδα της λεπτίνης πέφτουν στους παχύσαρκους όταν χάνουν βάρος (

Ferron et al 1997). Πιστεύεται ότι η παχυσαρκία µπορεί να είναι αποτέλεσµα της

αντίστασης στη λεπτίνη. Φαίνεται ότι υψηλά επίπεδα λεπτίνης στο αίµα αγνοούνται από

τους µηχανισµούς κορεσµού (Ogden 2003).

Περιβάλλον που προάγει την παχυσαρκία

Το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει την λήψη τροφής. Η

παρακολούθηση της τηλεόρασης και οι διαφηµίσεις αυξάνουν την κατανάλωση τροφών

χαµηλής θρεπτικής αξίας.

Page 56: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 56

Σωµατικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας

Η παχυσαρκία σχετίζεται µε τον σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακή νόσο,

υπέρταση και αυξηµένη θνησιµότητα (Bray 1986, Chan et al 1994, World Health

Organization 1998)

Υπάρχει άµεση σχέση µεταξύ αύξησης του ∆ΜΣ και υπέρτασης (National

Institute of Health 1998), σακχαρώδη διαβήτη (Ford, Williamson and Liu, 1997) και

καρδιακής προσβολής (Willet et al., 1995).

Ψυχολογικά προβλήµατα και παχυσαρκία

Τα παχύσαρκα άτοµα, γενικά, δεν έχουν περισσότερα ψυχιατρικά ή ψυχολογικά

προβλήµατα από τον γενικό πληθυσµό (Stunkard and Wadden 1992). Ερευνητικές

εργασίες συνηγορούν υπέρ µιας σχέσης µεταξύ παχυσαρκίας και κατάθλιψης (Roberts et

al 2000). Καταθλιπτικοί έφηβοι έχουν αυξηµένο κίνδυνο ανάπτυξης και διατήρησης της

παχυσαρκίας κατά την εφηβεία (Goodman and Whitaker 2002),

Σε µελέτη των Stunkard, Faith and Allison (2003) η κατάθλιψη µεταξύ των

εφήβων ήταν παράγοντας πρόβλεψης µεγαλύτερου ∆ΜΣ στην ενήλικη ζωή από ότι σε

άτοµα που δεν είχαν κατάθλιψη. Στις γυναίκες, η παχυσαρκία σχετίζεται µε την µείζονα

κατάθλιψη και η σχέση αυτή αυξάνει σε γυναίκες µε υψηλότερο κοινωνικοοικονοµική

θέση. Στους άνδρες υπάρχει µια αρνητική σχέση µεταξύ κατάθλιψης και παχυσαρκίας

και δεν υπάρχει σχέση µε την κοινωνικοοικονοµική θέση. Μια γενετική ευαισθησία

τόσο στην κατάθλιψη όσο και στην παχυσαρκία µπορεί να εκφραστεί λόγω

περιβαλλοντολογικών επιδράσεων. ∆υσµενή γεγονότα στη ζωή του παιδιού µπορεί να

προάγουν την εξέλιξη και της κατάθλιψης και της παχυσαρκίας και την συνύπαρξή τους.

Η κατάθλιψη µπορεί να ακολουθήσει χρονικά την παχυσαρκία όπως

διαπιστώθηκε σε προοπτική µελέτη των Roberts et al (2003) σε 2123 άτοµα ηλικίας >50

ετών που µελετήθηκαν από το 1994 µέχρι το 1999 στις ΗΠΑ.

Page 57: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 57

Μεγαλύτερες πιθανότητες για κατάθλιψη διαπιστώθηκαν σε παχύσαρκα άτοµα,

γυναίκες, ανύπαντρα, µε περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, χρόνιες σωµατικές

διαταραχές και ήταν παιδιά παχύσαρκων γονέων (Dong, Sanchez and Price 2004).

Η παχυσαρκία σχετίζεται µε υψηλότερο βαθµό άγχους, κατάθλιψης και

χαµηλότερης ποιότητας ζωής σε γυναίκες αλλά όχι σε άνδρες (Jorm et al 2003).

Ψυχαναλυτική ερµηνεία της παχυσαρκίας

Σύµφωνα µε την ψυχαναλυτική θεώρηση της παχυσαρκίας, υποσυνείδητες συγκρούσεις

οδηγούν στην υπερφαγία. Το παχύσαρκο άτοµο χαρακτηρίζεται από παθητική

εξάρτηση, συναισθηµατική απογοήτευση, έντονη επιθυµία να αγαπηθεί, και ελλιπείς

ικανότητες αντιµετώπισης προβληµάτων (McReynolds 1982, Brownell and Foreyt 1986).

Η υπερφαγία είναι αποτέλεσµα συναισθηµατικής δυσφορίας, άγχους και κατάθλιψης

(Abramson and Wunderlich 1972).

∆ιαταραχή υποτίµησης εικόνας σώµατος ατόµων µε σοβαρή

παχυσαρκία

Μερικά παχύσαρκα άτοµα πιστεύουν ότι το σώµα τους είναι άσχηµο και

σιχαµερό και ότι οι άλλοι το βλέπουν µε εχθρικότητα και περιφρόνηση. Τα άτοµα αυτά

πάσχουν από ∆ιαταραχή Υποτίµησης της Εικόνας του Σώµατος (Body Image

Disparagement) (Stunkard and Mendelson, 1961). Παρατηρείται κυρίως σε νεαρά

λευκά κορίτσια ανωτέρας κοινωνικοοικονοµικής τάξης και είναι πιο σοβαρή σε άτοµα

που ήταν παχύσαρκα από την παιδική τους ηλικία και των οποίων το σώµα υποτιµούσαν

οι γονείς όταν ήταν παιδιά. Χρήσιµες ερωτήσεις κατά τη λήψη του ιστορικού του/της

ασθενούς για να διευκρινισθεί αν υπάρχει ∆ιαταραχή Εικόνας Σώµατος είναι: α) πως

Page 58: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 58

βλέπει το άτοµο τον εαυτό του στον καθρέπτη, β) πως νοµίζει ότι το βλέπουν οι άλλοι, γ)

πως αισθάνεται ότι είναι, δ) πως θα ήθελε ιδανικά να είναι.

Κατανάλωση τροφής για συναισθηµατικούς λόγους

Το φαγητό, πολλές φορές, γίνεται υποκατάστατο άλλων συναισθηµατικών

ικανοποιήσεων που δεν έχει το άτοµο οδηγώντας το άτοµο να τρώγει όχι για να

ικανοποιηθούν οι σωµατικές αλλά οι ψυχικές του ανάγκες. Μπορεί κανείς να

καταφεύγει στο φαγητό όχι λόγω πείνας αλλά λόγω ανίας ή δυσφορίας για τις δυσκολίες

της ζωής. Το φαγητό γίνεται σύντροφος, µια εύκολη λύση στη µοναξιά. Το φαγητό

γίνεται µια µορφή διασκέδασης και η ευχαρίστηση της πρόσληψης τροφής µπορεί να

υποκαθιστά την απουσία της ευχαρίστησης ενεργού σεξουαλικής ζωής.

Το φαγητό γίνεται υποκατάστατο της αγάπης και της προστασίας. Η

προετοιµασία του γεύµατος αποτελεί µια µοναδική εµπειρία αγάπης και φροντίδας του

εαυτού. Η παχυσαρκία αποτελεί δικαιολογία απουσίας σηµαντικών ανθρώπων στη ζωή

του ατόµου. Η αύξηση του βάρους µπορεί να αποτελεί ένα τρόπο προστασίας και

αποµάκρυνσης άλλων ανθρώπων γιατί το άτοµο µπορεί να νιώθει αδύναµο και

εύθραυστο στο να κάνει µια σχέση. Η αύξηση του βάρους µπορεί να αποτελεί τρόπο

προστασίας από σεξουαλική κακοποίηση. Άτοµα που έχουν υποστεί σεξουαλική

κακοποίηση γίνονται µη ελκυστικά για να αποφύγουν επανάληψη της κακοποίησης.

(McFarland & Baker-Baumann 1996)

Κοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας

Σηµαντικά κοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας είναι:

• η µεγάλη ανάπτυξη της βιοµηχανίας τροφίµων,

• ή αύξηση της ποικιλίας τροφίµων που διατίθεται στο κοινό,

• το γεγονός ότι το φαγητό έγινε µια συνηθισµένη µορφή διασκέδασης,

• η τιµή του καλού φαγητού που είναι πιο ακριβή από το παχυντικό,

Page 59: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 59

• η µεγάλη διαφήµιση για τρόφιµα που οδηγεί τον κόσµο να τρώγει

περισσότερο,

• η αλλαγή τρόπου ζωής µε τους ανθρώπους να µαγειρεύουν λιγότερο και να

τρώγουν έξω,

• η έλλειψη χρόνου για µαγείρεµα υγιών γευµάτων στο σπίτι,

• η διαφήµιση για αγορά περισσότερων προπαρασκευασµένων τροφών,

• η έλλειψη άσκησης

• η χρησιµοποίηση της τηλεόρασης σαν το κύριο µέσο διασκέδασης που

αποτελεί µια παθητική µορφή διασκέδασης που έχει συνοδεύεται από

φαγητό.

Ψυχοκοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας

Αύξηση του αριθµού των ανθρώπων που τρώγουν για συναισθηµατικούς λόγους

λόγω:

o Αύξησης του αριθµού των διαζυγίων

o Αύξησης αριθµού διαλυµένων οικογενειών

o Αύξησης της µοναξιάς

o Έλλειψης φίλων και στενών σχέσεων µε ανθρώπους

o Αύξησης του στρες στο σπίτι και στον εργασιακό χώρο

o Αύξησης του αριθµού ανύπανδρων γονέων

o Αύξησης της ανασφάλειας στην εργασία

Page 60: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 60

Οικονοµικοκοινωνικοπολιτιστικά αίτια της παχυσαρκίας

• Το φαγητό έχει µια κοινωνικοπολιτιστική ιδιότητα

o Το φαγητό αποτελεί µια µορφή ένδειξης προσωπικής και

οικογενειακής ευτυχίας

o Το φαγητό γίνεται τρόπος να βρεθούν άνθρωποι σε ένα χώρο

o Σηµαντικά πολιτιστικά γεγονότα συνοδεύονται από φαγητό

o Οι κοινωνικές επαφές και εορτασµοί έχουν γίνει συνώνυµα µε φαγητό

• Η παχυσαρκία αποτελεί πολιτισµικό/κοινωνικοοικονοµικό φαινόµενο

o Το αυξηµένο βάρος µπορεί να έχει σχέση µε κοινωνικές

αλληλοεπιδράσεις των ανθρώπων: Η παχυσαρκία µπορεί να

θεωρείται φυσιολογική σε παιδιά που ζουν σε περιβάλλον όπου οι

γονείς, συγγενείς ή γείτονες είναι παχύσαρκοι (Goblatt, Moore and

Stunkard, 1973)

o Υπάρχει µια αντίστροφη σχέση µεταξύ κοινωνικοοικονοµικής

κατάστασης και παχυσαρκίας

o Για του πλουσιότερο οικονοµικά µέρος του γυναικείου πληθυσµού η

παχυσαρκία µπορεί να αποτελεί «σοβαρό κοινωνικό µειονέκτηµα»

o Η παχυσαρκία µπορεί να µη θεωρείται πρόβληµα σε µεγάλο µέρος του

χαµηλότερου οικονοµικά τµήµατος του πληθυσµού (Goblatt, Moore

and Stunkard, 1973)

o Άτοµα υψηλότερου εισοδήµατος φαίνεται να αποδέχονται

περισσότερο τα πολιτιστικά πρότυπα ενός αδύνατου σώµατος

o οι πλουσιότεροι ξοδεύουν περισσότερα χρήµατα για να προσέχουν το

βάρος τους

o τα χαµηλού εισοδήµατος άτοµα προτιµούν φαγητό µεγάλης

ενεργειακής δύναµης στις χαµηλότερες τιµές

Page 61: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 61

o η έλλειψη εκπαίδευσης των χαµηλού εισοδήµατος ατόµων τους

εµποδίζει να γνωρίζουν τους κινδύνους της παχυσαρκίας

o τα χαµηλότερου εισοδήµατος άτοµα έχουν λιγότερες ευκαιρίες για

άσκηση

o οι πλουσιότεροι ξοδεύουν περισσότερα χρήµατα για να προσέχουν το

βάρος τους

o τα χαµηλού εισοδήµατος άτοµα προτιµούν φαγητό µεγάλης

ενεργειακής δύναµης στις χαµηλότερες τιµές

o η έλλειψη εκπαίδευσης των χαµηλού εισοδήµατος ατόµων τους

εµποδίζει να γνωρίζουν τους κινδύνους της παχυσαρκίας

o τα χαµηλότερου εισοδήµατος άτοµα έχουν λιγότερες ευκαιρίες για

άσκηση

Page 62: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 62

∆ΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΑΚΗΣ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑΣ

Η ∆ιαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας (Binge Eating Disorder) (∆ΕΥ)

κατά την Ταξινόµηση των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Αµερικανικής Ψυχιατρικής

Εταιρίας (DSM-IV, 1994) παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:

Α. Επαναλαµβανόµενα επεισόδια υπερφαγίας. Ένα επεισόδιο υπερφαγίας

χαρακτηρίζεται και

από τα δύο ακόλουθα:

(1) η κατανάλωση µέσα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο (π.χ. µέσα σε δύο

ώρες) µιας ποσότητας τροφής που είναι σαφώς µεγαλύτερη από ότι οι

περισσότεροι άνθρωποι θα µπορούσαν να φάνε µέσα σε µια παρόµοια χρονική

περίοδο κάτω από τις ίδιες συνθήκες,

(2) ύπαρξη µιας αίσθησης απώλειας του ελέγχου στην πρόσληψη τροφής στη

διάρκεια του επεισοδίου (π.χ. αίσθηµα ότι το άτοµο δεν µπορεί να σταµατήσει να

τρώει ή να ελέγξει το τι ή το πόσο πολύ τρώει)

Β. Τα επεισόδια υπερφαγίας συνδέονται µε τρία (ή περισσότερα) από τα

ακόλουθα:

(1) ο ρυθµός πρόσληψης τροφής είναι πολύ πιο ταχύς από το φυσιολογικό,

(2) η πρόσληψη τροφής συνεχίζεται µέχρι του σηµείου δυσάρεστης αίσθησης

κορεσµού

(3) η πρόσληψη µεγάλων ποσοτήτων τροφής γίνεται ενώ απουσιάζει η σωµατική

αίσθηση της πείνας

(4) το άτοµο τρώει µόνο του επειδή ντρέπεται για το πόσο πολύ τρώει

(5) το άτοµο αισθάνεται απέχθεια για τον εαυτό του, κατάθλιψη ή έντονη ενοχή

µετά το επεισόδιο υπερφαγίας.

Γ. Υπάρχει µεγάλη δυσφορία και ενόχληση για τα επεισόδια υπερφαγίας

∆. Το επεισόδιο υπερφαγίας συµβαίνει, κατά µέσο όρο, σε τουλάχιστον δύο

µέρες την εβδοµάδα για 6 µήνες.

Ε. Η επεισοδιακή υπερφαγία δεν συνδέεται µε τακτική χρήση ακατάλληλων

αντιρροπηστικών συµπεριφορών (π.χ. χρήση υπακτικών, νηστεία, υπερβολική

Page 63: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 63

άσκηση) και δεν συµβαίνει κατά την διαδροµή της ψυχογενούς ανορεξίας ή

της ψυχογενούς βουλιµίας.

Επιδηµιολογία

Ο Spitzer και συνεργάτες (1993) διαπίστωσαν ότι ο επιπολασµός της ∆ΕΥ σε

δείγµατα οµάδων που συµµετείχαν σε προγράµµατα αντιµετώπισης του αυξηµένου

βάρους ήταν 30%, µε υψηλότερη συχνότητα στον γυναικείο πληθυσµό. Οι ίδιοι

ερευνητές ανέφεραν ότι ο επιπολασµός της ∆ΕΥ στον γενικό πληθυσµό ήταν 3.3-4.6%

(5.3% στις γυναίκες και 3.1% στους άνδρες).

Οι παχύσαρκοι ασθενείς µε ∆ΕΥ που παρακολουθούν προγράµµατα

αντιµετώπισης της παχυσαρκίας έχουν µεγαλύτερη δυσκολία να παραµείνουν στα

προγράµµατα και να χάσουν βάρος (Keefe et al 1984, Marcus and Wing 1987). Οι Ho

και συν (1995) σε µια ελεγχόµενη µε µάρτυρες µελέτη που σύγκρινε παχύσαρκα άτοµα

µε ∆ΕΥ και χωρίς ∆ΕΥ παρατήρησαν ότι η παρουσία ∆ΕΥ δεν επηρέαζε το αποτέλεσµα

της απώλειας βάρους και τη διακοπή από τα προγράµµατα αντιµετώπισης. Οι Ferguson

and Spitzer (1995) παρατήρησαν ότι άτοµα που έκαναν δίαιτα χωρίς επιτυχία είχαν

µεγαλύτερες πιθανότητες να πληρούν τα κριτήρια της ∆ΕΥ από ότι εκείνα που είχαν

επιτυχία.

Ψυχολογικά προβλήµατα και ∆ιαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας

(∆ΕΥ)

Άτοµα µε ∆ΕΥ έχουν µεγαλύτερη τάση να τρώγουν για συναισθηµατικούς

λόγους από ότι τα άλλα παχύσαρκα άτοµα (Ganley 1989, Terch and Agras 1994,

Eldredge and Agras 1996) και µεγαλύτερο ποσοστό συναισθηµατικών, αγχωδών

διαταραχών και διαταραχών της προσωπικότητας (de Zwan et al 1994, Marcus et al

1990, Fichter et al 1993, Yanovski et al 1993, Antony et al 1994, Kuehnel and Wadden

1995).

Page 64: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 64

Οι Dansky και συν (1996) παρατήρησαν ότι ο επιπολασµός κατά την διάρκεια της

ζωής (lifetime prevalence) της µείζονος κατάθλιψης σε άτοµα µε ∆ΕΥ ήταν 31% και σε

άτοµα µε ψυχογενή βουλιµία ήταν 36%, συχνότητες πολύ υψηλότερες από την

συχνότητα του 15% κατάθλιψης που παρατηρήθηκε σε άτοµα που δεν έπασχαν από

∆ΕΥ.

Το ποσοστό Συνδρόµου Μετατραυµατικού Στρες είναι 21% στην ∆ΕΥ σε

σύγκριση µε 9% στην παχυσαρκία (Dansky και συν 1996).

Άτοµα µε ∆ΕΥ έχουν συχνά ιστορικό σηµαντικής οικογενειακής δυσλειτουργίας

υπό την µορφή των συγκρούσεων µέσα στην οικογένεια (Hodges, Cohrane, Brewerton

1998)

Σύµφωνα µε τους Wadden and Stunkard (1993) άτοµα µε ∆ΕΥ αποτελούν 25-

45% των ατόµων που συµµετέχουν σε προγράµµατα αντιµετώπισης της παχυσαρκίας,

έχουν σηµαντικά υψηλότερο ποσοστό ψυχολογικών προβληµάτων, µεγαλύτερη

συχνότητα άρσης διαιτητικών αναστολών, χαµηλότερου βαθµού αίσθησης της

αυτοπραγµάτωσης σχετικά µε την ικανότητά τους να κάνουν δίαιτα, σηµαντικά

µεγαλύτερη συχνότητα διακοπής των προγραµµάτων αντιµετώπισης της παχυσαρκίας

και χάνουν σηµαντικά λιγότερο βάρος.

Page 65: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 65

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Η Γνωσιακή/Συµπεριφοριστική αντιµετώπιση της παχυσαρκίας συνίσταται σε:

• Καταγραφή των διαιτητικών συνηθειών του ατόµου από το ίδιο το άτοµο

• Ανάλυση των συναισθηµάτων που προηγούνται ή έπονται της υπερφαγίας

• Μάθηση τεχνικών ελέγχου της υπερφαγίας

• Αυτοενίσχυση του ατόµου για την απώλεια του βάρους και διατήρηση της

απώλειας αυτής

Η Λειτουργική ανάλυση της διατροφικής συµπεριφοράς περιλαµβάνει καταγραφή και

ανάλυση:

• του είδους και ποσότητα τροφής για απόκτηση επίγνωσης της ποσότητας, της

ποιότητας και της θερµιδικής αξίας της τροφής που καταναλώνεται

• του χώρου κατανάλωσης και της ώρα της ηµέρας

• της συναισθηµατικής κατάστασης του ατόµου πριν και µετά την λήψη τροφής

ώστε να µπορούν να αναγνωρίζονται παρόµοιες συναισθηµατικές καταστάσεις

στο µέλλον και να προλαµβάνεται η αντίδραση της υπερφαγίας

• την εκτίµηση του αν η λήψη τροφής ήταν δικαιολογηµένη ή ήταν επεισόδιο

υπερφαγίας, αν ένιωσε πείνα ή όχι πριν φάγει

Στόχος της λειτουργικής ανάλυσης της διατροφικής συµπεριφοράς είναι:

• Απόκτηση επίγνωσης της ποσότητας, της ποιότητας και της θερµιδικής της αξίας

της τροφής που καταναλώνεται

• Αναγνώριση συναισθηµατικής κατάστασης που έχει σχέση µε την υπερβολική

λήψη τροφής

Η µάθηση τεχνικών ελέγχου της υπερφαγίας συνίσταται

Page 66: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 66

• στον έλεγχο εξωτερικών ερεθισµάτων

-αποµάκρυνση περιττών τροφίµων από το σπίτι

-λήψη τροφής σε καθορισµένες µόνο ώρες, στον ίδιο χώρο, στο τραπέζι

-χρήση µικρών πιάτων

-αποκλεισµός άλλης ενασχόλησης την ώρα του φαγητού (τηλεόραση, διάβασµα

εφηµερίδας)

• στη µείωση της ταχύτητας λήψης τροφής

Η ενίσχυση (επιβράβευση) του ατόµου γίνεται

• Από το ίδιο το άτοµο (αγορά καινούργιων ρούχων όταν χάσει βάρος)

• Από σηµαντικά για αυτό άτοµα (σύντροφο, φίλους, µέλη της οικογένειας)

Η Γνωστική αντιµετώπιση (Cognitive therapy) συνίσταται

• Στην γνωστική αναδόµηση σκεπτικών λαθών του τύπου:

«χρειάζεται µεγάλη προσπάθεια για να χάσει κανείς βάρος, δεν θα

µπορέσω να τα καταφέρω...», «τώρα που έβαλα βάρος δεν πειράζει αν

τρώγω πολύ» (Collins 1986)

• Στον προγραµµατισµό εφικτών στόχων απώλειας βάρους

• διερεύνηση του ατόµου για υπερβολικούς, γρήγορους και

ανέφικτους στόχους

• καθησυχασµό και ενθάρρυνση όταν αισθάνονται αποτυχηµένα,

λόγω των προηγούµενων ανέφικτων στόχων

• αύξηση της αυτοπεποίθησης του ατόµου που θα διαπιστώσει ότι

είναι ικανό να χάσει βάρος όταν οι στόχοι είναι εφικτοί

• ∆ιόρθωση αντιθεραπευτικού διαλόγου του ατόµου:

• «όλα εξαρτώνται από την δίαιτα, όταν κάνω χάνω, όταν δεν κάνω

βάζω» µε τη σκέψη:

«αναγνωρίζω ότι χρειάζοµαι προσωπική προσπάθεια και µόνιµη

τροποποίηση της διατροφικής συµπεριφοράς µου»

• «πρέπει να έχω ταχύτατα αποτελέσµατα»

Page 67: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 67

µε τη σκέψη:

«αναγνωρίζω ότι χρειάζεται υποµονή και κουράγιο»

• «έχω κάνει τόσες δίαιτες και απέτυχα, και αυτή παρόµοια θα

είναι»

µε τη σκέψη:

«ας δώσω στον εαυτό µου την ευκαιρία να πειθαρχήσει σε ένα

πρόγραµµα»

• ∆ιόρθωση αρνητικών σκέψεων που είναι αποτέλεσµα:

o τελειοµανίας («όταν κάνω δίαιτα δεν πρέπει να κάνω καµία

απολύτως παρεκτροπή και την σταµατάω αν κάνω κάποια

παρεκτροπή»

o σκέψης του «όλα ή τίποτα» (υψηλά πρότυπα, απογοήτευση

και επιστροφή στην υπερφαγία όταν γίνει και το παραµικρό

λάθος)

• Γνωστική αναδόµηση µε σκοπό την ελάττωση των υποτροπών

λόγω της τελειοµανίας:

o εκµάθηση στο να µη βιώνουν ως καταστρεπτικές τις

οποιεσδήποτε παρεκτροπές στην δίαιτα ή στην τυχόν µη

άµεση επίτευξη του αποτελέσµατος

o προετοιµασία αντιµετώπισης «καταστάσεων υψηλού

κινδύνου» ή συναισθηµάτων ενοχής όταν συµβεί κάποια

αποτυχία.

Συνδυασµός ∆ιαιτολογικής και Ψυχολογικής (Γνωσιακής/Συµπεριφορικής

Αντιµετώπισης της Παχυσαρκίας

Ενισχύεται:

• Η επιθυµία και τα κίνητρα του ατόµου να χάσει βάρος

• Ο ενεργητικός ρόλος που λαµβάνει το ίδιο το άτοµο στην τροποποίηση της

διατροφικής του συµπεριφοράς ακολουθώντας τις συµβουλές της θεραπευτικής

οµάδας

Page 68: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 68

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ

∆ιαγνωστικά κριτήρια

Η Ψυχογενής Ανορεξία (Anorexia Nervosa) σύµφωνα µε τα κριτήρια της

Ταξινόµησης των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Παγκοσµίου Οργάνωσης Υγείας (ICD-10,

Απόδοση-Επιµέλεια: Στεφανής, Σολδάτος και Μαυρέας, 1993) χαρακτηρίζεται από τα

ακόλουθα:

“(α) Το σωµατικό βάρος παραµένει τουλάχιστον 15% κάτω από το αναµενόµενο

(είτε λόγω απώλειας είτε επειδή ποτέ δεν επιτεύχθηκε) ή ο δείκτης της σωµατικής µάζας

κατά Quatelet [∆είκτης σωµατικής µάζας Quatelet=Βάρος (Kg)/΄Υψος (m2),

χρησιµοποιούµενος µόνο µετά την ηλικία των 16 ετών] είναι 17,5 ή λιγότερο. Σε

ασθενείς προεφηβικής ηλικίας, µπορεί να παρατηρείται αδυναµία να επιτευχθεί η

προσδοκώµενη για την ηλικία αύξηση του σωµατικού βάρους.

(β) Η απώλεια βάρους αυτοπροκαλείται µε την αποφυγή «παχυντικών τροφών».

Είναι δυνατόν επίσης να υπάρχουν ένα ή περισσότερα από τα επόµενα:

αυτοπροκαλούµενοι έµετοι, αυτοπροκαλούµενες κενώσεις µε καθαρτικές ουσίες,

υπερβολική σωµατική άσκηση, χρήση φαρµάκων κατασταλτικών της όρεξης ή/και

διουρητικών.

(γ) Υπάρχει παραµόρφωση της εικόνας του σωµατικού εγώ υπό τη µορφή

ειδικής ψυχοπαθολογίας, κατά την οποία ο φόβος του πάχους επιδιαρκεί ως παρέµβλητη,

υπεραξιολογούµενη ιδέα και ο ασθενής επιβάλλει στον εαυτό του χαµηλό επίπεδο

σωµατικού βάρους.

(δ) Υπάρχει εκτεταµένη ενδοκρινική διαταραχή, του

υποθαλαµουποφυσιογοναδικού άξονα εκδηλούµενη στις γυναίκες ως αµηνόρροια και

στους άνδρες ως απώλεια του σεξουαλικού ενδιαφέροντος και της ικανότητάς των

(Προφανή εξαίρεση αποτελεί η επίµονη κολπική αιµορραγία σε ανορεκτικές γυναίκες, οι

οποίες λαµβάνουν ορµονική θεραπεία υποκατάστασης, συνηθέστερα υπό τη µορφή του

Page 69: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 69

αντισυλληπτικού χαπιού). ∆υνατόν επίσης να υπάρχουν αυξηµένα τα επίπεδα της

αυξητικής ορµόνης και κορτιζόλης, µεταβολές στον περιφερικό µεταβολισµό των

θυρεοειδικών ορµονών και ανωµαλίες στην έκκριση ινσουλίνης.

(ε) Αν η έναρξη της ψυχογενούς ανορεξίας τοποθετείται στην προεφηβική

ηλικία, η διαδοχή των διαφόρων γεγονότων της ήβης καθυστερεί ή αναστέλλεται (η

ανάπτυξη του ατόµου σταµατά, στα κορίτσια οι µαστοί δεν αναπτύσσονται και υπάρχει

πρωτογενής αµηνόρροια, στα αγόρια τα γεννητικά όργανα παραµένουν παιδικά). Μετά

την ανάρρωση, η ήβη συχνά συµπληρώνεται φυσιολογικά, αλλά η εµµηναρχή

καθυστερεί”.

Επιδηµιολογία

Η Ψυχογενής Ανορεξία είναι 10 φορές πιο συχνή σε συγγενείς ασθενών µε ΨΑ

(Strober et al 1990). Ο επιπολασµός (prevalence) (ο ολικός αριθµός των περιστατικών

σε µια δεδοµένη στιγµή ή σε µια χρονική περίοδο) της ψυχογενούς ανορεξίας

υπολογίζεται ότι είναι 0,5% στους εφήβους και νεαρές γυναίκες στις ΗΠΑ (American

Academy of Pediatrics Committee on Adolescence, 2003)

Όσον αφορά την Ελληνική πραγµατικότητα, ο Σίµος (1996) διαπίστωσε ότι ο

επιπολασµός της Ψυχογενούς Ανορεξίας για κορίτσια ηλικίας 17 ετών στην Ελλάδα είναι

1,7% και για κορίτσια 18 ετών είναι 2,2%.

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα στην Ψυχογενή Ανορεξία

• Αµηνόρροια

• Οστεοπόρωση (έλλειψη οιστρογόνων & ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου)

• Άποιος ∆ιαβήτης (διαταραχή έκκρισης βασοπρεσσίνης)

• Υποθερµία (λόγω απώλειας λίπους)

• Έλλειψη ψευδαργύρου και µαγνησίου (απώλεια βάρους, αµηνόρροια, γαστρική

διάταση, κατάθλιψη)

Page 70: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 70

• Καρδιοαγγειακές διαταραχές (µείωση όγκου αριστεράς κοιλίας, βραδυκαρδία,

υπόταση, αρρυθµίες)

• Αύξηση ουρίας, µείωση της σπειραµατικής διήθησης, οίδηµα

• Αύξηση ηπατικών ενζύµων, αναιµία, λευκοπενία, θροµβοκυτταροπενία

• «Μείωση» του όγκου του στοµάχου, καθυστέρηση της κένωσης του στοµάχου

και πρώϊµη αίσθηση κορεσµού

∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Ανορεξίας

Η διαφορική διάγνωση γίνεται από τις παρακάτω ψυχολικές και σωµατικές διαταραχές:

• Ψυχολογικές ∆ιαταραχές

o Κατάθλιψη, ∆ιπολική ∆ιαταραχή (Μανιοκατάθλιψη),

o ∆ιαταραχές Προσωπικότητας (έντονη ενασχόληση µε την εικόνα του

σώµατος µε την οποία µετρούν την αυτοεκτίµησή τους)

o Σχιζοφρένεια, Αγχώδεις διαταραχές, Ψυχαναγκαστική διαταραχή

o Κατάχρηση ουσιών (κοκαΐνη, αµφεταµίνη)

• Σωµατικές διαταραχές

o AIDS, Υπερθυρεοειδισµός, Σακχαρώδης ∆ιαβήτης, Καρκίνος,

Υποσιτισµός

Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα) και Ψυχογενής Ανορεξία

(ΨΑ)

Παρατηρήθηκε αυξηµένο ποσοστό κατάθλιψης σε άτοµα µε ΨΑ (41-68%) και η

συχνότητα κατάθλιψης υψηλότερη σε άτοµα που έκαναν εµετούς ή είχαν επεισοδιακή

υπερφαγία. (Cantwell et al 1977, Toner et al 1988, Halmi et al 1991). To ποσοστό

άγχους είναι αυξηµένο σε άτοµα µε ΨΑ σε ποσοστό 60-65% (Toner et al 1988, Halmi et

al 1991).

Page 71: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 71

Σύµφωνα µε τη «Θεωρία Μείωσης του Άγχους» της Ψυχογενούς Ανορεξίας,

θεωρείται ότι το φαγητό προκαλεί άγχος στο ανορεκτικό άτοµο που και η αποφυγή της

τροφής µειώνει το άγχος. Η αποφυγή της τροφής και οι εµετοί ενισχύονται µε τη µείωση

του άγχους (Brady and Rieger, 1972)

Το άγχος και η κατάθλιψη στη ΨΑ µπορούν να προδιαθέσουν ένα άτοµο για τη

διατροφική διαταραχή και µπορούν να διαιωνίσουν το πρόβληµα αλλά δεν το προκαλούν

απαραίτητα (Strober and Katz 1987)

Ψυχοκοινωνικά Αίτια Ψυχογενούς Ανορεξίας

Τα άτοµα που πάσχουν από Ψυχογενή Ανορεξία χαρακτηρίζονται από¨

• Τελειοµανία (αισθάνονται άτοµα ανεπαρκή και χωρίς αυτοεκτίµηση γενικά και

ειδικά για το σώµα τους)

• Μεγάλη ανάγκη για επιτυχία µέσα από µια τελειοµανιακή συµπεριφορά

• Ανάγκη για απόκτηση ελέγχου στη ζωή τους. «Το µόνο πράγµα που µπορούν να

ελέγξουν είναι το σώµα τους»

• Αποφυγή της σεξουαλικότητάς τους

• Προβλήµατα στον σχηµατισµό ταυτότητας

• Προβλήµατα προσαρµογής στην εφηβεία

Η οικογένεια των ατόµων που πάσχουν από Ψυχογενή Ανορεξία παρουσιάζει τα εξής

χαρακτηριστικά:

• Οικογένεια υπερπροστατευτική, αυστηρή, µη αποτελεσµατική στη λύση

προβληµάτων

• Οικογενειακό περιβάλλον ψυχρό και τελειοµανικό

• Τα παιδιά αισθάνονται ότι δεν πρόκειται να φθάσουν τις υψηλές προσδοκίες των

γονέων τους

Page 72: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 72

• Αισθάνονται ότι δεν µπορούν να µιλήσουν µε τους γονείς τους για τους

προβληµατισµούς τους, φόβους τους και ατέλειές τους

• Οι γονείς κρίνουν δυσµενών το σώµα των παιδιών τους και ασχολούνται µε αυτό

• Η στροφή προς την ενασχόληση µε το βάρος του σώµατος και τον έλεγχο της

ποσότητας της τροφής είναι πολλές φορές ένας τρόπος λύσης συγκρούσεων στην

οικογένεια και προσπάθειας ικανοποίησης των γονέων

Οι κοινωνικοί παράγοντες που συµβάλλουν στην αιτιοπαθογένεια της Ψυχογενούς

Ανορεξίας είναι:

• Κοινωνικοί παράγοντες πιέζουν τις γυναίκες να είναι πολύ αδύνατες

• Τα µηνύµατα των µέσων ενηµέρωσης είναι ότι «τα πλεονεκτήµατα» του να είσαι

αδύνατος είναι η επιτυχία, δύναµη, δηµοτικότητα, ροµαντικές σχέσεις, φίλοι ενώ

άνθρωποι που δεν είναι αδύνατοι παρουσιάζονται σαν τεµπέληδες, αδύναµοι και

όχι έξυπνοι

Page 73: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 73

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑ

Η Ψυχογενής Βουλιµία (Bulimia Nervosa) (ΨΒ), σύµφωνα µε τα κριτήρια της

Ταξινόµησης των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Παγκοσµίου Οργάνωσης Υγείας (ICD-10,

Απόδοση-Επιµέλεια: Στεφανής, Σολδάτος και Μαυρέας, 1993) χαρακτηρίζεται από τα

ακόλουθα:

«(α) Επιµένουσα υπεραπασχόληση µε τη διατροφή και ακατανίκητη επιθυµία για

λήψη τροφής. Ο ασθενής υποκύπτει στην επιθυµία του να τρώει υπερβολικά, µε

επεισόδια υπερφαγίας κατά τα οποία πολύ µεγάλες ποσότητες τροφής καταναλίσκονται

σε βραχείς χρονικές περιόδους.

(β) Ο ασθενής προσπαθεί να αντιρροπήσει την «παχυντική» επίδραση της

τροφής µε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: αυτοπροκαλούµενοι έµετοι, κατάχρηση

καθαρτικών ουσιών, εναλλασσόµενες περίοδοι αποχής από τη λήψη τροφής, χρήση

φαρµάκων, όπως ανορεκτικών, θυρεοειδικών σκευασµάτων ή διουρητικών. ∆ιαβητικοί

ασθενείς µε βουλιµία δυνατόν να παραµελήσουν τη θεραπεία τους µε ινσουλίνη.

(γ) Η ψυχοπαθολογία εκφράζεται ως νοσηρός φόβος πάχυνσης. Ο ασθενής

επιβάλλει στον εαυτό του ένα αυστηρά καθορισµένο όριο σωµατικού βάρους, πολύ κάτω

από το προνοσηρό επίπεδο, το οποίο και αποτελεί το άριστο ή κατά τη γνώµη του

γιατρού συµβατό µε την υγεία σωµατικό βάρος. Συχνά, αλλά όχι πάντοτε, αναφέρονται

στο ιστορικό επεισόδια ψυχογενούς ανορεξίας. Τυχόν προηγούµενο επεισόδιο µπορεί να

είχε πλήρη κλινική έκφραση ή να είχε προσλάβει ελάσσονα λανθάνουσα µορφή µε

µέτρια µόνο απώλεια βάρους ή/και παροδική φάση αµηνόρροιας. Το µεσοδιάστηµα

µεταξύ ενός επεισοδίου ψυχογενούς ανορεξίας και ενός ψυχογενούς βουλιµίας µπορεί να

κυµαίνεται από λίγους µήνες µέχρι µερικά χρόνια».

Επιδηµιολογία

Page 74: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 74

Ο επιπολασµός της ψυχογενούς βουλιµίας υπολογίζεται ότι είναι 1-5% στους

εφήβους και νεαρές γυναίκες στις ΗΠΑ (American Academy of Pediatrics Committee

on Adolescence, 2003).

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα Ψυχογενούς Βουλιµίας

Τα κυριότερα σωµατικά και εργαστηριακά ευρήµατα σε άτοµα που πάσχουν από

Ψυχογενή Βουλιµία είναι:

• Ηλεκτρολυτικές διαταραχές και βλάβες λόγω των εµετών

-Υποκαλιαιµία, υποχλωραιµία, µεταβολική αλκάλωση

-∆ιαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας λόγω των καθαρτικών (υποκαλιαιµική,

υποχλωραιµική µεταβολική οξέωση)

• Οισοφαγικές βλάβες λόγω των εµετών

• ∆ιόγκωση των παρωτίδων και µερικές φορές των υπογναθίων αδένων

• ∆ιάβρωση των οδόντων

∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Βουλιµίας

Οι Ψυχολογικές διαταραχές που θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθούν µε την Ψυχογενή

Βουλιµία είναι παρόµοιες µε αυτές που αναφέρθηκαν στην διαφορική διάγνωση της

Ψυχογενούς Ανορεξίας

Η Ψυχογενής Βουλιµία θα πρέπει επίσης να διαφοροδιαγνωστεί µε οργανικές

διαταραχές που προκαλούν εµετούς όπως λοιµώξεις, υποθυρεοειδισµό, και Σακχαρώδη

∆ιαβήτη. Άλλες διαταραχές είναι όγκοι του εγκεφάλου, γατροεντερολογικές παθήσεις

και η χρήση της χηµειοθεραπείας

Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα) και Ψυχογενής Βουλιµία

Page 75: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 75

Σε 80% των ασθενών µε ΨΒ έχουν παρατηρηθεί ενοχές, άγχος, υπερένταση και

ψυχαναγκαστικές ιδέες, ενώ σε 60% των ασθενών µε ΨΒ παρατηρήθηκε απελπισία και

δυσκολίες στη σκέψη (Fairburnand Cooper 1984). Η κατάθλιψη διαπιστώθηκε σε

ποσοστό 36-70% (Piran et al 1985, Laessle et al 1987). Παρατηρείται επίσης υψηλότερο

ποσοστό κατάχρησης οινοπνεύµατος και ουσιών (Bulik 1987).

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ

(ΨΑ) ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ (ΨΒ)

Α. Η Συµβολική σηµασία των συµπτωµάτων

Σύµφωνα µε την Ψυχαναλυτική προσέγγιση, ο εµετός αποτελεί µια «προσπάθεια

εξολόθρευσης του ανεπιθύµητου πέους µιας τραυµατικής σεξουαλικής εµπειρίας.», ο

φόβος πάχυνσης θεωρείται σαν µια συµβολική απόρριψη της ιδέας της εγκυµοσύνης και

το υπερβολικό αδυνάτισµα: αντιπροσωπεύει τον πραγµατικό φόβο θανάτου (Ogden

2003)

Η πείνα για το άτοµο µε ψυχογενή ανορεξία είναι µια «αόρατη ενοχλητική δύναµη»

που πρέπει να αντισταθεί κανείς αλλά, όσο την αντιστέκεται τόσο γίνεται πιο επιθυµητή

και εποµένως πιο επίφοβη (Sandler and Dare 1970, Dare and Crowther 1995)

Ο υπερβολικός περιορισµός της λήψης τροφής δίνει στο άτοµο µε ΨΑ µια «αίσθηση

ελέγχου», επειδή αυξάνει την αίσθηση της «προσωπικής αποτελεσµατικότητας» ή

«αυτοπραγµάτωσης» µέσω της επιτυχίας του στον να κατορθώσει να αποφύγει τη λήψη

τροφής. Η απώλεια βάρους λειτουργεί έτσι ώστε να αποφεύγεται η έναρξη της

σεξουαλικής ζωής προκαλώντας απίσχνανση στα σηµεία εκείνα του σώµατος που

σχετίζονται µε τη σεξουαλικότητα (Bruch 1965, Bruch 1974)

Κεντρικά σηµεία της ψυχαναλυτικής προσέγγισης της αποφυγής τροφής είναι ότι το

άτοµο λέγει «Αυτό είναι ένα κοµµάτι της ζωής µου που ελέγχω» και «Είµαι απλώς ένα

Page 76: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 76

µικρό παιδί, δεν µπορώ να ζήσω µόνη µου, πρέπει να µε φροντίζουν» (Dare and

Crowther, 1995)

Β. Ο ρόλος της παιδικής ηλικίας

Παιδιά που µεγαλώνουν αισθανόµενα ανεπαρκή µπορεί να αναπτύξουν ψυχογενή

ανορεξία σαν τρόπο επαναπόκτησης ισχύος στην οικογένεια. Είναι παιδιά των οποίων η

«τέλειες» µητέρες προέβλεπαν και φρόντιζαν για κάθε ανάγκη των παιδιών και

«καταλάβαιναν εκείνες» πότε τα παιδιά πεινούσαν, διψούσαν ή ήταν κουρασµένα. Τα

παιδιά αυτά δεν µπορούν να κατανοήσουν τις δικές τους εσωτερικές καταστάσεις.

(Bruch 1985)

Η ερµηνεία της χρήσης καθαρτικών και εµετού από βουλιµικά και µερικά

ανορεκτικά άτοµα συµβολίζει τη συγκρουσιακή σχέση µεταξύ της ασθενούς και της

µητέρας. Η υπερφαγία συµβολίζει την επιθυµία να είναι κοντά στη µητέρα και ο εµετός

αντανακλά την επιθυµία να την απορρίψει. (Goodsitt 1977)

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ

ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ (ΨΑ)

Ο de Silva (1995) περιέγραψε τις ακόλουθες γνωσιακές δυσλειτουργίες που ερµηνεύουν

την εµφάνιση της Ψυχογενούς ανορεξίας:

• Εκλεκτική αφαίρεση

«Είµαι ξεχωριστή αν είµαι αδύνατη»

«Ο µόνος τρόπος που µπορώ να έχω τον έλεγχο των πραγµάτων είναι µέσα από

το φαγητό»

• ∆ιχότοµη λογική (σκέψη στα δύο άκρα)

«Αν δεν έχω τον απόλυτο έλεγχο θα χάσω κάθε έλεγχο»

«Αν βάλω ένα κιλό θα παχύνω»

Page 77: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 77

• Υπεργενίκευση

«Απέτυχα χθές, σίγουρα θα αποτύχω σήµερα»

• Υπεµεγύνθυση

«Αν κερδίσω ένα κιλό θα µε κάνει να πέσω στο χείλος της παχυσαρκίας»

• ∆εισιδαιµονική σκέψη

«Αν το φάω θα µετατραπεί σε πάχος αµέσως»

• Προσωποποίηση

«Γελούσαν, για εµένα θα γελούσαν»

Η µεγάλη έµφαση που δίνεται στο λεπτό σώµα και ο φόβος της πάχυνσης εδραιώνεται

και διαιωνίζεται µε τα ανωτέρω «γνωσιακά σφάλµατα» των ανορεξικών ασθενών.

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ

ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ (ΨΒ)

Σύµφωνα µε το «Γνωσιακο/κοινωνικό» µοντέλο της Ψυχογενούς Βουλιµίας του Wilson

(1989) η ΨΒ οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες:

• Γνωσιακά σφάλµατα για το βάρος, σχήµα σώµατος και φαγητό µε δυσλειτουργική

σκέψη

• Φόβος παχυσαρκίας

• Επεισοδιακή Υπερφαγία που ακολουθείται από περιόδους περιορισµού της λήψης

τροφής που προκαλούνται από κακή διάθεση, θυµό και στρες

• Εµετοί και χρήση υπακτικών και ψυχολογικές επιπτώσεις που ακολουθούν

Α. Αρχική ανακούφιση (σωµατική και ψυχολογική)

Β. Ανησυχία για τις ψυχολογικές επιπτώσεις, υποσχέσεις να µη το ξανακάνουν,

περιορισµός

της διατροφής

Page 78: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 78

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

∆ιαταραχή εικόνας σώµατος και πως µπορούµε να τη διαγνώσουµε

Ψυχολογικά προβλήµατα και παχυσαρκία

∆ιαγνωστικά κριτήρια Επεισοδιακής Υπερφαγίας

Ψυχολογικά προβλήµατα και Επεισοδιακή Υπερφαγία

Γνωστική/Συµπεριφοριστική Αντιµετώπιση της παχυσαρκίας

Ψυχολογικά προβλήµατα (συνοσηρότητα) και Ψυχογενής Ανορεξία

Ψυχοκοινωνικά αίτια της Ψυχογενούς Ανορεξίας

Ψυχολογικά προβλήµατα και Ψυχογενής Βουλιµία

Ψυχαναλυτική ερµηνεία της Ψυχογενούς Ανορεξίας και Ψυχογενούς Βουλιµίας

(Η συµβολική σηµασία των συµπτωµάτων, ο ρόλος της παιδικής ηλικίας)

Γνωστική/Συµπεριφοριστική Ερµηνεία της Ψυχογενούς Ανορεξίας και της Ψυχογενούς

Βουλιµίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Abramson EE and Wunderlich RA (1972) Anxiety, fear and eating: A test of the

psychosomatic concept of obesity. Journal of Abnormal Psychology 70:317-321

Allison DB, Kaprio J, Korkeila M, Neale MC, Hayakawa K (1996). The heritability of

body mass index among an international sample of monozygotic twins reared apart.

International Journal of Obesity, 20, 501-6

American Academy of Pediatrics Committee on Adolescence: Identifying and treating

eating disorders (2003). Pediatrics, 111:204-211

Antony MM, Johnson WG, Carr-Nangle RE, et all (1994) Psychopathology correlates of

binge eating and binge eating disorder. Comp Psychiatry 35:386-392.

Page 79: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 79

Bertsias G, Mammas I, Linardakis M and Kafatos A (2003) Overweight and obesity in

relation to cardiovascular disease risk factors among medical students in Crete, Greece.

BMC Public Health, 3:3. In www.biomedcentral.com/1471-2458/3/3.

Bouchard C, Trembley A, Despres JP, Nadeu A, Dupien PJ and Formet G (1990). The

response to long term overfeeding in identical twins. New England Journal of Medicine,

322:1477-82,

Brady JP and Rieger W (1972). Behaviour treatment of anorexia nervosa. In Proceedings

of the International Symposium of Behaviour Modification, New York: Appleton

Century Croft, p. 57)

Bray GA (1986) Effects of obesity on health and happiness. In K.D. Brownell and J.P.

Foreyt (eds), Handbook of Eating Disorders: Physiology, Psychology and Treatment of

Obesity, Anorexia and Bulimia, New York: Basic Books.

Brownell KD and Foreyt JP (1986) Handbook of Eating Disorders.Physiology,

Psychology and Treatment of Obesity, Anorexia, and Bulimia. Basic Books, New York

Bruch H (1965) Anorexia nervosa and its differential diagnosis. Journal of Nervous and

Mental Disorders, 141, 556-66

Bruch H (1974) Eating Disorders: Obesity, Anorexia and the Person within. New York:

Basic Books

Bruch H (1985) Four decades of eating disorders. In Dm Garner and PE Garfinkel (eds)

Handbook of Psychotherapy for Anorexia Nervosa and Bulimia. New York: Guilford

Press)

Bulik C (1987) Drug and alcohol abuse by bulimic women and their families. American

Journal of Psychiatry, 144, 1604-6.)

Page 80: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 80

Cantwell DP et al (1977) Anorexia nervosa: an affective disorder? Archives of General

Psychiatry, 34, 1087-93)

Chan JM, Rimm EB, Colditz GA, Stampfer MJ and Willet WC (1994). Obesity, fat

distribution and weight gain as risk factors for clinical diabetes in men. Diabetes Care,

17, 961-9.

Chinn S and Rona RJ (2001). Prevalence and trends in overweight and obesity in three

cross-sectional studies of British children, 1974-94. British Medical Journal, 322, 24-6.

Collins RL, et al 1986) The comparative efficacy of cognitive and behavioral approaches

in the treatment of obesity. Cognitive Ther Res 10:299-317

Dansky BS, Brewerton TD, Kilpatrick DG et al (1996) The nature and prevalence of

binge eating disorder in a national sample of women. In Widiger TA, Frances AJ, Pincus

HA et al (eds): DSM-IV Sourcebook, Washington, DC, APA Press, Inc.

Dare C, Crowther C (1995) Psychodynamic models of eating disorders. In G. Szmukler,

C. Dare and J. Treasure (eds) Handbook of Eating Disorders: Theory, Treatment and

Research. London: Wiley, 125-39

Department of Health (1995) Obesity: Reversing and Increasing Problem of Obesity in

England. A report from the Nutrition and Physical Activity Task Forces. London:

HMSO.

de Silva P (1995) Cognitive-behavioral models of eating disorders. In G. Szmukler, C

Dare and J Treaure (eds) Handbook of Eating Disorders: Theory, Treatment and

Research, London: Wiley, 141-53

Page 81: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 81

De Zwaan MD, Mitchell JE, Seim HC et al (1994) Eating related and general

psychopathology in obese females with binge eating disorder. Int J Eat Disord 15:43-52

Dong C, Sanchez LE, Price RA (2004) Int J Obes Relat Metab Disord, March 16

(DSM-IV, 1994) Diagnostic and Statistical Manual, 4th edition, American Psychiatric

Association

Eldredge KL, Agras WS (1996) Weight and shape concern and emotional eating in binge

eating disorder. Int J Eat Disord 19:73-82.

Fairburn CG and Cooper PJ (1984) The clinical features of bulimia nervosa. British

Journal of Psychiatry, 144, 238-46

Ferguson DJ, Spitzer RL (1995) Binge eating disorder in a community-based sample of

successful and unsuccessful dieters. Int J Eat Disord 18:167-172

Ferron F, Considine RV, Peino R, Lado IG, Dieguez C and Casanueva FF (1997) Serum

leptin concentrations in patients with anorexia nervosa, bulimian nervosa and non

specific eating disorders correlate with body mass index but are independent of the

respective disease. Clinical Endocrinology, 46, 289-93.

Fichter MM, Quadflied N, Brandl B (1993) An empirical comparison of binge eating

disorder, bulimia nervosa, and obesity. Int J Eat Disord 14:1-16.

Ford E, Williamson D and Liu S (1997). Weight change and diabetes incidence:

Findings from a national cohort of US adults. American Journal of Epidemiology, 146:

214-22.

Ganley RM (1989) Emotions and Eating in Obesity: A review of the literature. Int J Eat

Disord 8:343-361.

Page 82: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 82

Garn SM, Bailey SM, Solomon MA, Hopkins PJ (1981) Effects of remaining family

members on fatness prediction. American Journal of Clinical Nutrition 34:148-53

Goblatt PB, Moore ME, Stunkard AJ (1973) Social Factors in Obesity. In Kiell N (ed)

The Psychology of Obesity, Charles C. Thomas: Springfield, Ill, pp. 57-66

Goodman E, Whitaker RC (2002). A prospective study of the role of depression in the

development and persistence of adolescent obesity. Pediatrics Sep: 110 (3):497-504.

(Goodsitt A (1977) Eating Disorders: A self psychological perspective. In DM Garner

and PE Garfinkel (eds) Handbook of Treatment for Eating Disorders, New York:

Blackwell)

(ICD-10) Ταξινόµηση των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Παγκοσµίου Οργάνωσης Υγείας,

Απόδοση-Επιµέλεια: Στεφανής, Σολδάτος και Μαυρέας, 1993)

Halmi KA, Eckert E, Marchi PA, et al (1991). Comorbidity of psychiatric diagnoses in

anorexia nervosa. Archives of General Psychiatry, 48, 712-718

Ho KSA, Nichman MZ, Taylor WC et al (1995). Binge eating disorder, retention, and

dropout in adult obesity program. Int J Eat Disord 18:291-294.

Hodges EL, Cohrane CE, Brewerton TD (1998) Family characteristics of binge eating

disorder. Int J Eat Disord March 23(2): 145-151

James P (2001) The dietary challenge for the European Union. Public Health Nutr 4:341-

351.

Page 83: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 83

Jorm AF, Korten AE, Christensen H, Jacomb PA, Rodgers B, Parslo RA (2003).

Association of obesity with anxiety, depression and emotional well-being: a community

survey. Aust N Z J Public Health, 27 (4): 434-40.

Keefe PH, Wychogrod D, Weinberger E et al (1984) Binge eating and outcome of

behavioral treatment in obesity: a preliminary report Behav Res Ther 22:319-321

Kuehnel RH, Wadden TA (1995) Binge eating disorder, weight cycling, and

psychopathology. Int J Eat Disord 15:321-329.

Kopelman P (199) Aetiology of obesity II: Genetics. In Obesity: The Report of the

British National Foundation Task Force, Oxford: Blackwell Science, 39-44.

Krassas G, Tzotzas T, Tsametis C, Konstantinidis T (2001) Prevalence and trends in

overweight and obesity among children and adolescents in Thessaloniki, Greece. J

Paediatr Endocrinol Metab 14:1319-1326.

Laessle R, Kittl S, Fichter M et al (1987) Major affective disorder in anorexic nervosa

and bulimia. British Journal of Psychiatry, 152, 73-9.

Marcus MD, Wing RR (1987) Binge eating among the obese. Ann Behav Med 9:23-27.

Marcus MD, Wing RR, Ewing L et al (1990) Psychiatric disorders among obese binge

eaters. Int J Eat Disord 9:69-77.

Mamalakis G, Kafatos A (1996). Prevalence of obesity in Greece. Int K Obes Relat

Metab Disord 20:488-492.

McFarland B & Baker-Baumann T (1996) From Shame to Body Image: Culture and the

Compulsive Eater. In Donley, C & Buckley, S eds. The Tyranny of the Normal: An

Page 84: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 84

Anthology. Kent, Ohio and London, England. The Kent State University Press, pp. 89-

110

McReynolds WT (1982) Toward a psychology of obesity: Review of research on the role

of personality and level of adjustments. International Journal of Eating Disorders 2:37-

57.

National Institute of Health (1998). Clinical guidelines on the identification, evaluation

and treatment of overweight and obesity in adults-the evidence report. Obesity Research,

6 (Suppl, 2), 51-209S

Ogden J (2003) The Psychology of Eating. Oxford: Blackwell Publishing

Piran N, Kennedy S, Garfinkel PE and Owens M (1985) Affective disturbance in eating

disorders. Journal of Nervous Mental Disorders, 173, 395-400)

Prescott-Clarke P and Primatesta P (1998) Health Survey for England 1996. London:

HMSO

Roberts RE, Kaplan GA, Shema SJ, Strawbridge WJ (2000) Are the obese at greater risk

for depression? Am J Epidemiol Jul 15; 15(2):163-70.

Roberts RE, Deleger S, Strawbridge WJ, Kaplan GA (2003) Prospective association

between obesity and depression: evidence from the Alameda County Study. Int J Obes

Relat Metab Disord Apr; 27 (4): 514-21.

Sandler and Dare (1970) The psychoanalytic concept of orality. Journal of

Psychosomatic Research, 14, 211-22.

Σίµος Γρηγόρης (1996) ∆ιερεύνηση των ψυχογενών διαταραχών στην πρόσληψη τροφής

και των δυνατοτήτων πρόσληψης. ∆ιδακτ. ∆ιατριβή ΑΠΘ.

Page 85: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 85

Spitzer RL, Yanovski S, Wadden T, et al (1993) Binge eating disorder: Its further

validation in a multisite study. Int J Eating Disord 13:137-153

Strober M and Katz J (1987) Depression in the eating disorders. A review of descriptive,

family and biological findings. In DM Garner and PE Garfinkel (eds), Diagnostic Issues

in Anorexia Nervosa and Bulimian Nervosa. New York: Brunner Mazel.)

Strober M, Lampert C, Morrell W, Burroughs J and Jacobs C (1990) A controlled family

study of anorexia nervosa: Evidence of familial aggregation and lack of shared

transmission with affective disorders. International Journal of Eating Disorders, 9, 239-

53)

Stunkard AJ, Mendelson M (1961) Disturbances in body image of some obese persons. J

Am Diet Assoc, 38:328-31

Stunkard AJ, Sorensen T, Schulsinger F (1983). Use of the Danish adoption register fort

he study of obesity and thinness. In S. Kety (ed.) The Genetics of Neurological and

Psychiatric Disorders, New York: Raven Press.

Stunkard AJ, Harris JR, Pedersen NL, McClearn GE (1990) A separated twin study of

body mass index. New England Journal of Medicine, 322:1483-7.

Stunkard AJ, Wadden TA (1992) Psychological aspects of severe obesity. Am J Clin

Nutr 55

(2 Suppl) 524S-532S

Stunkard AJ, Faith MS, Allison KC. (2003) Depression and obesity. Biol Psychiatry,

Aug 1, 54(3):330-7.

Telch CF and Agras WS (1994) Obesity, binge eating and psychopathology: Are they

related? Int J Eat Disord 15:53-61

Page 86: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 86

Toner BB, Garfinkel P, Garner D (1988) Affective and anxiety disorders in the longterm

follow-up of anorexia nervosa. International Journal of Psychiatric Medicine, 18, 357-

64)

Wadden TA & Stunkard AJ Psychological consequences of obesity and dieting In

Obesity: Theory and Therapy, Second Edition, edited by AJ Stunkard and TA Wadden,

Raven Press, NY, 1993

Willett WC, Manson JE, Stampfer MJ, Colditz GA, Rosner B, Speitzer FE et al (1995).

Weight, weight change, and coronary heart disease in women: Risk within the “normal”

weight range. Journal of the American Medical Association, 273, 461-5.

World Health Organization (1998) Obesity: Prevention and managing the global

epidemic. In Geneva: World Health Organization, Report of WHO Consultation on

Obesity, Geneva, June 3-5, 1997.

Yanovski SZ, Nelson JE, Dubbet BK et al (1993) Association of binge eating disorder

and psychiatric comorbidity in obese subjects. Am J Psychiatry 150:1472-1479.

Page 87: Ψυχολογία & Διατροφή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 87