Upload
crimesofparis
View
394
Download
19
Embed Size (px)
DESCRIPTION
Ευτυχισμένος Που Έκανε Το Ταξίδι Του Οδυσσέα
Citation preview
Τό βιβλίο αυτό είναι ενα ταξίδι καί μιά βιο
γραφία.
Ό χώρος είναι ό κόσμος πού ανοίγεται πέρα
από τό Βόσπορο καί τίς Συμπληγάδες ό κό
σμος της Μαύρης Θάλασσας.
Ό ηρωας ανήκει στήν τελευταία γενιά τών
Έλλήνων του Εύξεινου Πόντου.
Γεννήθηκε τό 1899 σ' ενα θρακικό χωριό της
'Οθωμανικης Αυτοκρατορίας. Οί περιπέτειές
του αρχίζουν τό' 14, μετά τούς Βαλκανικούς,
δταν, μαθητής ακόμα, δίχως πατρίδα καί πε
ριουσία, πηγε στή Ρουμανία νά δουλέψει. Ό
Πρώτος Πόλεμος τόν βρηκε στήν Κωνστάν
τζα. 'Έφυγε γιά τό Γαλάτσι. Τό μέτωπο εσπα
σε. 'Από τόν Δούναβη βρέθηκε στόν Δόν.
Μπερντιάνσκα στήν 'Αζοφική. Ξέσπασε ή
'Οκτωβριανή Έπανάσταση. Νοβορωσίσκ.
Οί Λευκορώσοι ύποχωρουν, οί 'Άγγλοι απο
χωρουν. 'Από τόν Καύκασο βρέθηκε στήν Πό
λη λίγο πρίν από τήν Καταστροφή. Κωνστάν
τζα ως τό ' 44. Βουκουρέστι μετά τόν Δεύτερο
Πόλεμο. 'Ώσπου, τό 1950, εγκαταλείποντας
πιά τή Μαύρη Θάλασσα, εφτασε μέ τή γυναί
κα του καί δυό μικρά παιδιά στόν ρουμανο
προσφυγικό καταυλισμό του Λαυρίου. 'Η με
ταπολεμική 'Ελλάδα: εν ας νέος κι αγνωστος
κόσμος. Στά πενήντα ενα του χρόνια, ό πολυ
ταξιδεμένος μεγαλέμπορος, αρχίζει γιά εβδο
μη'φορά τή ζωή του από τήν αρχή. 'Αγρότης
στό Κορωπί.
Ή ίστορία είναι πέρα γιά πέρα αληθινή καί
βασίζεται στήν αυτοβιογραφία του Γιάνκου
Δανιηλόπουλου.
'Η φωτογραφία στό εξώφυλλο είναι του
Νίκου Τσούχλου,
Γεννήθηκα στήν 'Αθήνα, τό 1949.
, Ανήκω στή γενιά της αναδίπλωσης μετά τήν
επικράτηση τών κρατικών εθνικισμών καί τό
κλείσιμο τών συνόρων. Στή γενιά πού στερή
θηκε τά μεγάλα ταξίδια κι εχασε τή συνείδη
ση της ανοιχτοσύνης του παλιου έλληνικου
όρίζοντα. Ή αντικατάστασή του από τό στεί
ρο έλληνοκεντρισμό, πού μάς φουσκώνει τά
μυαλά, μέ απωθουσε πάντα. Ή βαθύτατη
άγνοια κι ό αθεράπευτος νεοελληνικός επαρ
χιωτισμός μέ εξόργιζαν. � Αρχισα νά ταξι
δεύω καί νά διαβάζω προσπαθώντας νά βρώ
μιάν ακρη, γιά ν' αποκαταστήσω αυτό πού
ενιωθα χαμένο.
'Ά ν ζουσα τόν καιρό τών Σουλ τάνων θά γι νό
μουν περιπλανώμενος παραμυθάς νά διηγου
μαι στούς καφενέδες αυτά πού είδα κι εμαθα.
Μά κανείς δέν ξεφεύγει εύκολα από τόν περί
γυρο καί τά πατροπαράδοτα. 'Έτσι τό πρώτο
μου κείμενο δημοσιεύτηκε στή «Μεσημβρι
νή» στίς 23/11/63. 'Όμως ή δύναμη καί ή
γοητεία του προφορικου λόγου καί ή δυνατό
τητα της προσωπικης επαφης μέ τραβουσαν
αλλου. 'Από τό 1970 άρχισα νά ξεναγώ, ξέ
νους πρώτα κι αργότερα μόνον 'Έλληνες, κι
από τό '75 καί πέρα διοχέτευσα ενα μέρος της
δουλειάς μου σέ ραδιοφωνικές παραγωγές,
ωσπου πιά κατάλαβα πώς βρηκα τήν άκρη: θά
μιλώ καί θά γράφω ταξιδεύοντας τούς ακροα
τές καί τούς αναγνώστες στόν κόσμο πού
γνώρισα κι αγάπησα.
'Υπάρχει, λοιπόν, ακόμα κάποιος χώρος γιά
τούς περιπλανώμενους παραμυθάδες.
Γιά τά υπόλοιπα ας φροντίζουν αλλοι.
Μαριάννα Κορομηλα
ΒιβΛία riiς Μαριάννας ΚορομπΛιΊ
«'Αθπναίκή ΠεΡιπέrεια», 'Αθήνα 1980 'ΕπιμέΛεια, συμπΛήρωσπ �ι εκδοσπ [ών σπμειώσεων Γεωργίου καί Λάμπρου KopoμπΛa (έξαvrΛπμέvο).
«Εύrυχισμέvος πού εκανε [ό [αξίδι [ού 'Οδυσσέα», έκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» 1988 9π εκδοσπ ΣεmέμβΡιος 1995
«Πόvrος - 'ΑναroΛία», έκδόσεις Λ. ΜΠΡαrzιώm 1989 Κείμενα καί ΛεΖάvrες σrζ) φωrογΡαφικό όδοιπορικό [ών Λ. ΈβεΡr, Ν. Μπναίδπ, Μ. Φακίδπ. Έκδόθπκε άγγΛικά [ό 1990
«Τέσσερεις 'Iσropίες γιά μιά χαμένπ πανσέΛπνο», εκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» 1989 β' άvαrύπωσn, Νοέμβριος 1994
«The Greeks ίπ the Black Sea, from the Bronze Age to the Early 20th Century», έκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ» 'ΑπρίΛιος 1991 ΈΛΛπνική εκδοσπ «Οί 'ΈΛΛπνες σrή Μαύρπ ΘάΛασσα, άπό rnν έποχή [ού ΧαΛκού ως [ίς άρχές [ού 200ύ αίώνα», ΣεmέμβΡιος 1991, ε' άvαrύπωσn Δεκέμβριος 1993
«1453, ri Ύσrαrn 'Αγωνία riiς ΒυΖαvπviiς ΠΡωrεύουσας» Σειρά: Τ αξιδεύοvrας σrό χώρο καί σrό χρόνο - ΔιαΛέξεις 1π έκδοσπ ΠoΛιπσrιKή ΈrαιΡεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ. 1992 α' άvαrύπωσπ 1993
Ό τίτλος του βιβλίου ε[νaι δάνειο από τό ποίπμα του Γ. ΣεΦέρπ
«Πάνω σ' εναν ξένο στίχο» (κι ό ξένος στίχος πού χρπσιμοποιεΤ
ό Γ.Σ. ε!νaι του Joachim du BeIlay «Les Regrets», 1558
«Heureux qui, comme Ulysse, a fait υπ beau voyage»).
Έκδοπκή Φpovτίδα καί έπιμέllεια: Ήβπ ΝανοπούΙΙου
Χάρτες: Viorica Dergan-Παπαδούδn
ΦωτογραΦίες καί έπεξεΡγασία ύιιικου: Νίκος Τσoυxlιoς
Νίκος Δανιπλίδπς
Διόρθωσn κειμένων: Ρπνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου
Οί ΦωτογραΦίες μέ τήν ενδειξπ Γ.Δ. ανήκουν στό αρχείο
riiς οίκογένειας Γ. ΔανιπΙΙοπούΙΙου.
1π καί 2π εκδοσπ 1988, ΠoΙΙιπσnKή Έταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ»
«'Ομάδα Με?ιέmς γιά τόν Έλλπνισμό στή Μαύρπ ΘάΙΙασσα»
ΆΙΙεξάνδρου Σούτσου 4, Άθήνα 106-71, mIι. 3623098
3π, 4π, 5π, 6π καί 7π εKδoσn, ΙΙΒΗΟ 1989-1993
8π εκδοσπ 1994, ΠoΙΙιπσnKή Έταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ»
9π εKδoσn 1995, ΠoΙΙιπσnKή Έταιρεία «ΠΑΝΟΡΑΜΑ»
© Μαριάννα Kopoμπ?ιa 1994
Μαριάvvα Κορομηλα
Εύτυχlσμένος πού εκανε τό ταξίδι του 'Οδυσσέα
9n έκδoσn
ΑΘΗΝΑ 1995
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γιάνκος Δανιηλόπουλος
Βασιλικό, Άνατολικής Θράκης 1899 Κορωπί, Μεσογαίας Άττικής 1987
Στά σύνορα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορ ίας μέ τή Βουλγαρία, στό
μαυροδαλασσίτικο χωριό Βασιλικό, τήν τελευταία χρονιά τού περασμένου αΙώνα, γεννήδηκε τό δέκατο παιδί τού προύχοντα Χρήστου Δανιηλόπου
λου, ό Γιάνκος .
. Ο τόπος καί ό χρόνος, 11 ή μοίρα κι ό καιρός - δηλαδή οί ίστορικές
άνακατατάξεις πού αλλαξαν τή γεωπολιτική μορφή τής Νοτιοανατολικής Εύρώπης τό πρώτο μισό τού 200ύ αΙώνα, άλλά καί ή εμμονή του στούς
πατροπαράδοτους χώρους τής έλληνικής δραστηριότητας στή Μαύρη Θά
λασσα - είναι τά στοιχεία πού Όρισαν τήν ίστορία τής ζωής του: ό Βαλκα
νικός καί ό Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ή Σοβιετική Έπανάσταση καί ή
δημιουργία τού νέου Τουρκικού εδνικού Κράτους, ό Δεύτερος Μεγάλος
Πόλεμος καί ό μεταπολεμικός κόσμος μετά τήν ύπογραφή τής Συνδήκης
τής Γιάλτας .. . Όδωμανική Αύτοκρατορία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία,
Τουρκία, Ρουμανία, ' Ελλάδα. Μιά ζωή πού, κάδε φορά, ξανάρχιζε άπό τήν
άρχή σττl νέι- πατρ ίδα πού, κάδε φορά, τού επέβαλλαν ό πόλεμος καί οί
νέες σ1νδήκεζ, Όπως διαμορφώνονταν άπό τή μιά μέρα στήν αλλη, καδώς εσβηνε όρισιικά ό παλαιός κόσμος άνατρέποντας τήν τάξη τών πραγμά
των. Θρακιώτης ως τό κόκαλο καί Μαυροδαλασσίτης ως τό μεδούλι, ό Γιάν
κος Δανιηλόπουλος, μαζί μέ αλλα τρία εκατομμύρια Εύξεινοποντίους, άνή
κει στήν τελευταία γενιά τών . Ελλήνων τής Μαύρης Θάλασσας .
. Η προσωπική του ίστορία, μιά πενηντάχρονη περιπλάνηση στή Μαύ
ρη Θάλασσα ( 1 899- 1950), δέν είναι παρά ενα επεισόδιο άπό τόν επίλογο
τού ταξιδιωτικού επους πού αρχισε κάποτε νά πλέκεται στίς μυκηνα'ίκές
άκροπόλεις καί τούς Ιωνικούς λιμένες γι' αύτούς πού πέρασαν πρώτοι τά
7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στενά, καί τέλειωσε στούς προσφυγικούς καταυλισμούς μέ αύτούς πού τά
διαβήκαν τελευταίοι, πρίν κλείσουν ξανά πίσω τους οί Συμπληγάδες.
Καί παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καί πάλι, τό φάν
τασμα τού 'Οδυσσέα, μέ μάτια κοκκινισμένα άπό τού
κυμάτου τήν άρμύρα
κι άπό τό μεστωμένο πό{)ο νά ξαναδεί τόν καπνό πού
βγαίνει άπό τή ζεστασιά τού σπιτιού του καί τό σκυλί
του πού γέρασε προσμένοντας στή fJύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιfJvρίζοντας άνάμεσα στ' άσπρισμένα
του γένια, λόγια τής γλώσσας μας, δπως τή μιλούσαν
πρίν τρείς χιλιάδες χρόνια. Άπλώνει μιά παλάμη ροζιασμένη άπό τά σκοινιά καί τό
δοιάκι, μέ δέρμα δουλεμένο άπό τό ξεροβόρι άπό τήν
κάψα κι άπό τά χιόνια ... Γιώργος Σεφέρης «Πάνω σ' εναν ξένο στίχο»
Γνωρίζοντας καλά πώς αύτό τό μακρύ, γεμάτο περιπέτειες, ταξίδι τής
ζωής του ήταν τό τέλος ενός πολύ μεγάλου ταξιδιού σ' εν αν κόσμο οριστι
κά χαμένο, ο Δανιηλόπουλος δέλησε νά τό καταγράψει, νά τ' άφήσει κλη
ρονομιά στά παιδιά καί στόν εγγονό του. Μόνο πού δέν εβρισκε ποτέ τόν
καιρό. Στά όγδόντα του χρόνια εξακολουδούσε νά δουλεύει δλη μέρα τή
γή πού ξεχέρσωσε μοναχός του σέ μιά πετρώδη πλαγιά τού ' Υμηττού, εξω
άπό τό Κορωπί. Φυστικιές, άμυγδαλιές, ροδιές καί μουσμουλιές, δυό λε
μονιές, δυό πορτοκαλιές καί δυό μανταρινιές μπροστά στό σπίτι, άγκινά
ρες, μελιτζάνες καί αμπέλια. Μ' αύτά καταγίνονταν ο πολυταξιδεμένος
μαυροδαλασσίτης εμπορος πού αλλαξε δεκατρία επαγγέλματα ωσπου νά
καταλήξει, στήν εβδομη προσφυγιά, αγρότης στήν Άττική.
Κάποτε δμως, στά όγδόντα ενα του χρόνια πιά, μιά βρογχίτιδα τόν ανάγκασε νά μείνει μερικές μέρες στό κρεβάτι καί, καδώς ήταν ασυνήδι
στος στό καδισιό, βρήκε τήν εύκαιρία νά γράψει τό ίστορικό τής ζωής του.
' Η μικρή του κόρη, Ντέπη Άδανασίου, «εκλεψε» τά τετράδια, δούλεψε τό
ακατάστατο ύλικό καί δημοσίευσε σέ διακόσια αντίτυπα τήν <,Οδύσσεια»
8
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τού πατέρα της γιά νά κυκλοφορήσει άνάμεσα σέ συγγενείς καί φίλους. Έκείνος εστειλε σέ μένα ενα άντίτυπο. ' Ετοίμαζα τότε ενα βιβλίο γιά
τή Θράκη, εψαχνα πληροφορίες γιά τόν ' Ελληνισμό άπό τόν Θρακικό ως τόν Κιμμέριο Βόσπορο κι ημουν βουτηγμένη μέσα σέ μαυροδαλασσίτικα
δέματα. Ξεφύλλισα πολύ βιαστικά τό βιβλίο. Μά ξαφνικά, τά όνόματα πού
πηδούσαν μπροστά μου μέ εκ αν αν νά σταδώ. Βασιλικό, Σαράντα Έκκλη
σιές, 'Αγχίαλος, Κωνσταντινούπολη, Κωνστάντζα, Γαλάτσι, Νοβορωσίσκ.
Διάβασα σέ μιά νύχτα τό κείμενο. 'Ύστερα ολα εγιναν πολύ γρήγορα η 'ίσως πολύ άργά. Πήγα στό Κορω
πί, γνώρισα τόν Δανιηλόπουλο καί τά παιδιά του κι έκείνοι μού έμπιστεύ
τηκαν τό ξαναγράψιμο τού βιβλίου. Δούλεψα τέσσερα χρόνια. Δίχως τό ξεκαδάρισμα καί τήν πρώτη γραφή
πού είχε έπιμεληδεί ή κυρία ' Αδανασίου δέν δά μπορούσα νά προχωρήσω.
Ίό ύλικό ήταν ετοιμο. Χρειαζόταν δμως ελεγχος γιά κάδε πληροφορία, κάδε όνομα καί τοπωνύμιο, κάδε χρονολογία. Χρειαζόταν ενα άλλος τρόπος άφήγησης. Καί περισσότερο άπ' δλα χρειαζόταν μιά παράλληλη διή
γηση πού νά φωτίζει αύτόν τόν άγνωστο, γιά μάς τούς νεότερους, μαυροδαλασσίτικο κόσμο. Γιατί ολοι έμείς πού γεννηδήκαμε μετά τήν έπικράτη
ση τών κρατικών έδνικισμών καί στερηδήκαμε τά μεγάλα ταξίδια, χάσαμε
τή συνείδηση τής άνοιχτοσύνης τού έλληνικού όρίζοντα στίς ξένες, άξενες
κι εϋξεινες δάλασσες.
Αύτό τό βιβλίο, λοιπόν, είναι ενα ταξίδι καί μία βιογραφία. 'Αρχίζει μέ
τήν περιγραφή τού χώρου μέσα στόν όποίο κινήδηκε ό ηρωας τής ίστορί
ας μας καί, παρακολουδώντας τή ζωή του, περιγράφει τό τέλος τού ταξιδιού στόν δυτικό, τόν βόρειο καί τόν άνατολικό Εϋξεινο Πόντο. " Ομως, δπως κάδε βιβλίο, ετσι κι αύτό εχει τή δική του ίστορία πού έξελίσσεται
μαζί του. , Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος δέν πρόλαβε νά δεί ετοιμο τό βιβλίο. 'Έφυ
γε ενα άττικό άπομεσήμερο τού περασμένου 'Οκτωβρίου, ησυχος πού
εβλεπε πάλι φορτωμένες τίς φυστικιές τού κήπου του κι εύτυχισμένος
πού εκανε τό ταξίδι τού 'Οδυσσέα.
9
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Αντί προλόγου
Σ' αύτούς πού γύρισαν σ' αύτούς πού ΙμΕιναν σ' αύτούς πού δέν θά γυρίσουν πιά
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Είναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς τή Μαύρη Θάλασσα σέ κάποιον πού γεννή{}ηκε στή Μεσόγειο, καί μάλιστα στήν 'Ανατολική. 'Ακόμα δυσκολότερο Όμως είναι νά μιλήσει γιά τούτη τήν άπέραντη κλειστή δάλασσα σέ κάποιον " Ελληνα συνηδισμένο στήν άκτοπλοία. Θάλασσα γι αύτόν σημαίνει φώς, διάφανα νερά, φιλόξενοι Όρμοι, καλοί λιμένες, απειρα νησιά καί νησίδες, σύντομα περάσματα, κοντινές άποστάσεις.
Μόνο μιά λέξη μπορεί 'ίσως νά χαρακτηρίσει τά αΙσ{)ήματα πού νιώδουμε έμείς οί 'Έλληνες άντικρύζοντας τόν Πόντο: δέος. Δέος γιά τόν 'Ωκεανό πού άνοίγεται σιωπηλός, βαδύχρωμος, άτελεύτητος' δίχως ηλιο, δίχως νησιά, δίχως σημείο όρατό στόν όρίζοντα. Έδώ τά μεγέδη καί οί άποστάσεις, οί φυσικοί νόμοι κι ό χαρακτήρας τού τόπου δέν εχουν καμιάν άντιστοιχία μέ τόν δικό μας κόσμο' ξεπερνούν κατά πολύ τό μέτρο πού χαρακτηρίζει τή φυσιογνωμία τού έλληνικού γεωγραφικού χώρου. Έδώ, πέρα άπό τίς Συμπληγάδες, άνοίγεται ενας αλλος κόσμος, στούς άντίποδες τού δικού μας κόσμου, τής δικής μας σκέψης, τής δικής μας άντίληψης γιά τά πράγματα.
Βρισκόμαστε σέ μιά έσωτερική δάλασσα πού καταλήγει σέ δυό πορδμούς τόσο στενούς ωστε άκόμα καί βόδια νά μπορούν νά τούς διαβούν, καδώς τό μαρτυράει καί τό όνομά τους. Στά βορειοανατολικά της ό Κιμμέριος Βόσπορος -τό στενό τού Κέρτς- όδηγεί στή Θάλασσα τού ' Αζόφ, μιά μικρή καί ρηχή δάλασσα πού οί 'Έλληνες όνόμασαν Μαιώτιδα λίμνη καί μητέρα τού Πόντου. Στά νοτιοδυτικά της ό Θρακικός Βόσπορος όδηγεί στήν Προποντίδα η Θάλασσα τού Μαρμαρά. Αύτή, μέ τή σειρά της, περνώντας τόν ' Ελλήσποντο -η στενά τών Δαρδανελλίων- χύνεται στό ΑΙγαίο.
Βοός-πόρος, δηλαδή τό στενό άπ' Όπου πέρασαν κάποτε τά βόδια άπό τήν 'Ασία στήν Εύρώπη , η 'ίσως καί τό άνάποδο, όνομάζεται ό πορδμός πού χωρίζει δραματικά τίς δυό ήπείρους - ενα άπό τά πιό δαυμάσια Όσο καί ατιμα δαλασσινά περάσματα τού κόσμου.
Στενόν, Ρεύμα καί Κατάστενον τόν άποκαλούσαν οί άρχαίοι " Ελληνες καί οί Βυζαντινοί. Σταμπούλ-Μπογάζιτσι καί Καραντενίζ-Μπογάζιτσι τόν λένε οί Τούρκοι.
13
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γιά Όσους δέν ετυχε νά τόν διαβούν πρέπει νά δώσουμε, όχι μόνο τά στοιχεία του, άλλά καί τήν εντύπωση πού εχει κανείς διαπλέοντάς τον άκόμα καί σήμερα, πού ερχεται ή πλοηγίδα καί παραλαμβάνει τό καράβι γιά νά τό περάσει άνάμεσα στά «στοιχειά» καί νά τό όδηγήσει άπό τό νότιο στόμιο στό βορινό, άπό τή φιλική άγκαλιά τής Προποντίδας στή σκοτεινή άπεραντοσύνη τού Εϋξεινου Πόντου .
. Ο Βόσπορος λοιπόν είναι ενα �αλασσινό φίδι μήκους τριάντα ενός περίπου χιλιομέτρων . . Απλώνεται άνάμεσα σέ κατάφυτες άκτές, δασωμένους χαμηλούς λόφους, ά�ισμένα άκρωτήρια, βα�είς κόλπους καί μικρούς Όρμους. Μέσα σ' αύτή τήν παράλια ομορφιά τό φίδι ελίσσεται άκολoυ�ώντας τό άνάγλυφο τού εδάφους. Στενεύει καί φαρδαίνει, στρίβει δυτικά κι ϋστερα βόρεια, νοτιοδυτικά καί άνατολικά, ϋστερα πάλι βορειοδυτικά, αλλοτε προχωρώντας μέσα στή �ρακική η τή μικρασιατική γή κι αλλοτε άφήνοντάς τες νά είσχωρήσουν αύτές στόν φαρμακερό του κόρφο. Στά τριάντα ενα αύτά χιλιόμετρα εφτά φορές άναδιπλώνεται κι άλλάζει κατεύ�νση τό Κατάστενον.
Τό όρμητικό ρεύμα πού κατεβαίνει πρός τήν Προποντίδα, σαρώνοντας τήν επιφάνεια τού πoρ�μoύ, οφείλεται στά μεγάλα ρωσικά καί βαλκανικά ποτάμια πού εκβάλλουν στή Μαύρη Θάλασσα -τεράστιες ποσότητες ύδάτων διοχετεύονται πρός τή Μεσόγειο- καί στούς συχνούς βόρειους-βορειοανατολικούς άνέμους πού, κα�ώς μπουκάρουν σέ τούτον τόν δαλάσσιο διάδρομο, δέν εχουν διαφυγή . Χτυπούν στά βράχια τών βορινών άκτών, πέφτουν στίς λοφοσειρές τού Κάτω Βοσπόρου, άνακυκλώνονται, λυσσομανούν καί σπρώχνουν μέ βία τά νερά πρός τό νότιο στόμιο. 'Έτσι, ή ταχύτητα μέ τήν όποία τρέχει τό νερό στήν επιφάνεια είναι τρία μέ πέντε χιλιόμετρα τήν <δρα.
Τρέχουν καί κqτεβαίνουν τά νερά τής επιφάνειας άπό τόν Εϋξεινο στήν Προποντίδα, τρέχουν Όμως άντίστροφα καί τά ύπόγεια ρεύματα, πού άνεβαίνουν άπό τήν Προποντίδα πρός τόν Εϋξεινο, σ' ενα βάδος σαράντα περίπου μέτρων. Αύτό τό ϋπουλο ύπόγειο ρεύμα οί τούρκοι πλοηγοί καί οί ψαράδες τό όνομάζουν «κανάλ». Είναι τόσο ίσχυρό πού μπορεί, αν συναντήσει δίχτυα στό διάβα του, νά ξεσύρει όλόκληρο τό καίκι καί νά τό κάνει νά πηγαίνει βόρεια, κόντρα στά επιφανειακά ρεύματα πού κατεβαίνουν μέ άντί�ετη κατεύ�νση.
Τρέχει λοιπόν μέ ορμή μεγάλη τό «κανάλ», μά στό βόρειο στόμιο τού Στενού συναντά τό «κατώφλι» τού Βοσπόρου, μιά προεξοχή στό βυδό τής δάλασσας ή όποία άνακόπτει τή ροή του. Έδώ τό «κανάλ» άναμιγνύεται μέ τά επιφανειακά ρεύματα καί στρέφεται ξανά πρός τό νότο.
14 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
/ " -- ///( , '
<- ( ι, / /,'// ,,/ cHλMiW.I�� CΙ�)r'I·S ':"λJΙ(,]�ΙI�CIPJ.Ε
__ - 1,,,,,,)_ TIIt: SJ-;\''';;o.; Τι)\\ΈΗ,S τ"ΤΙΙΙ; 111_\(")';: SE.\ .
• -;.-::- ,",π,,,·,I;-' "'"ι,,�ι _ TII/�' ΤΙΖιι,Iι,'I,Ι.Υ ΙΙο.\#·nο/ιιι.· ...
-�=-- -q
S Ε Α 1\1 Α Η r.l Α ι!
Ό Βόσπορος. Άπό βυθομετρικό χάρτη τής
Μαύρης Θάλασσας. Βρετανική Ύδρογραφική Ύπηρεσία, 1845.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μά αν ή βασική κατεύ�νση τών δύο Ισχυρών ρευμάτων είναι ενας γνωστός κι άρκετά σταθερός παράγοντας μέσα στήν άέναη άστά'δειά του, ενας άπό τούς σημαντικότερους άστα'δείς παράγοντες -'ίσως ή χειρότερη άπό τίς παγίδες τού Στενού - είναι ή αυξομείωση τής ταχύτητας τών υδάτων, πού μέσα σέ ελάχιστη ωρα μπορεί νά άνέβει άπό τό κατώτατο στό άνώτατο δριο καί πολύ σύντομα νά ξαναπέσει σ' εν αν μέσο ρυ'δμό. Συχνά μάλιστα, ετσι δπως ελίσσεται ό Βόσπορος, τά νερά φτάνουν μέ μεγάλη όρμή στίς άκτές, χτυπούν καί ξαναγυρνούν πίσω-μπρός τόν ιδιο πάλι δρόμο.
'Έτσι, διαπλέοντας κανείς τό Κατάστενον βλέπει εντρομος τό ρεύμα στό κέντρο νά κυλάει όρμητικά πρός τά κάτω, ενώ παράλληλα πλαϊνά ρεύματα τρέχουν πρός τά πάνω. Κι αν πιάσει κανένας γερός ανέμος, καμιά άπό τίς ξαφνικές τρέλες τού καιρού, μιά 'δύελλα ij μιά τοπική μπουκαδούρα πού κατεβαίνει σάν ριπή άπό τά ήμιορεινά παράλια, τότε τό 'δαλασσινό φίδι γίνεται ρουφήχτρα, Χάρυβδη «πού τήν ήμέρα τρεϊς φορές ξερνά καί τρεϊς ξαναρουφάει». Ίά ρεύματα στρίβουν καί ξαναστρίβουν σάν παλαβά. Τίποτα πιά δέν μπορεί νά σέ σώσει.
. Η ταχύτητα τών υδάτων καί οί ξαφνικές αυξομειώσεις της, οί άντί'δετες πορείες τών ρευμάτων καί ή τοπική κυκλική κίνησή τους, τά εφτά τσακίσματα τού πορ'δμού πού δέν σού επιτρέπουν νά δείς καί νά υπολογίσεις τήν πορεία σου, οί βόρειοι-βορειοανατολικοί ανεμοι πού κατεβαίνουν άπό τή Θράκη, ή υγρασία καί οί συχνές όμίχλες πού άχνίζουν καί 'δολώνουν τήν άτμόσφαιρα, οί άνεμοστρόβιλοι καί οί καταιγίδες πού ταράζουν τά άνήσυχα νερά, τά κοπάδια τών ψαριών πού μαυρίζουν τόπους τόπους τή 'δάλασσα, αυτά είναι τά «στοιχειά» τού Στενού πού βαστάει ενα καί μόνο κλειδί. Μέ αυτό κλειδώνει καί ξεκλειδώνει δυό κόσμους καί δυό 'δάλασσες.
16
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί τερπνές παραλίες τού Βοσπόρου διατηρούν τήν όμορφιά καί τήν πλούσια βλάστησή τους σ' ενα μήκος είκοσιπέντε περίπου χιλιομέτρων. Λίγο μετά τά χαλκωρυχεία τού Χρυσορρόα ποταμού, στό σημερινό Ρούμελι Καβάκ, τό τοπίο άλλάζει έντυπωσιακά.
Γυμνά καί άπόκρυμνα βράχια φαγωμένα άπό τά «παφλάζοντα κύματα». 'Έρημες κι άξενες οί «πετρώες» άκτές, κατοικημένες άπό κοράκια καί ψαροπούλια. Τό «μνήμα τού 'Έλληνα» κι άλλα πολλά μνήματα καί μνήμες άφησαν έδώ οί ποντοπόροι πού διάβηκαν πρώτοι τόν πορδμό. Οί «χαμένες ψυχές» τού στενού τριγυρνούν άκόμα στό βόρειο στόμιό του.
Έδώ, στή δρακική άκτή, στή μυδική Γυπόπολη, ζούσε ό γέροντας βασιλιάς Φινέας. Μέ τίς προφητικές του ίκανότητες συμβούλεψε τούς Άργοναύτες πώς νά περάσουν τό τελευταίο έμπόδιο γιά νά βγούνε στόν Πόντο. Οί Κυανές ij Συμπληγάδες, οί δυό φοβεροί σκόπελοι πού δέν ήταν στερεωμένοι στό βυδό τής δάλασσας, πήγαιναν κι ερχονταν, συμπλέκονταν μέ μεγάλη ταχύτητα καί τό νερό γύρω τους εβραζε.
«Κανείς μέχρι τώρα δέν κατάφερε νά περάσει άνάμεσά τους. 'Όταν φτάσετε έκεί άφήστε ενα περιστέρι νά πετάξει. "Α ν βρεί τό δρόμο του καί προλάβει νά βγεί στόν Πόντο, άκολουΟήστε τήν πορεία του. Ή σωτηρία σας Οά έξαρταται άπό τή δύναμη τών χεριών σας καί τήν ταχύτητα τών κουπιών σας ... » Αύτά είπε ό Φινέας.
Οί Άργοναύτες, μέ τή βοήδεια τής δεάς , Αδηνάς, πέρασαν άνάμεσα άπό τίς Συμπληγάδες κι αύτές ρίζωσαν έκεί όπως τίς κράτησε άνοιχτές ή δεά γιά νά διαβεί ή 'Αργώ. Δέν ξανάσμιξαν ποτέ, γιατί ήταν άπόφαση τών δεών νά μείνουν άνοιχτές, άν κάποτε τίς νικούσε κάποιος άνδρωπος διαπλέοντάς τες.
«Μαύρη Θάλασσα κλειστή, μακρινές μου πεδιάδες πίσω άπό τίς Συμπληγάδες»
'Ένας καινούριος κόσμος άνοιγε τώρα γιά τούς 'Έλληνες. Θά τόν έξερευνήσουνε βή μα-βήμα. Θά τόν άποικίσουνε μέχρι τά άκρώτατά του όρια. Καί δά ζήσουν έκεί, στά παράλια καί στά ένδότερα, μέχρι τίς πρώτες δεκαετίες τού αίώνα μας.
«Στά μάγια καί στά όνειρα καμπάνα καί καντήλα Πόλη Βάρνα ' Οδησσός Κωνστάντζα καί Μπραίλα καί σέ χρόνο μυστικό σάν ήφαίστειο τού Αίμου λεγεώνες τού πολέμου»
1 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Πολλοί τοποδετούν τόν γεωγραφικό χώρο τής « 'Οδύσσειας» στή δυτική καί νότια Μεσόγειο. Γνωρίζουμε δμως δτι τήν έποχή πού διαμορφώδηκε τό όμηρικό επος είχαν ηδη ξεκινήσει οί δαρραλέες προσπάδειες τών , Ελλήνων γιά τήν προσπέλαση τού βορειοανατολικού δαλασσινού δρόμου πού όδηγεί στή Μαύρη Θάλασσα. Γνωρίζουμε άκόμα δτι οί άναγνωριστικές αύτές άποστολές προηγήδηκαν τών ταξιδιών πού εφεραν τούς" Ελληνες στή Δύση. Συμπεραίνουμε λοιπόν δτι ή « 'Οδύσσεια» άπηχεί πολλές άπό τίς έμπειρίες τών πρώτων 'Ιώνων ναυτικών καί τών έμπόρων πού τόλμησαν νά άκολουδήσουν τόν πλού τής ' Αργώς καί νά έξερευνήσουν τά μακρινά καί πλούσια μέρη πέρα όπό τό Αίγαίο.
'Έτσι, ή πρώτη μορφή τής « 'Οδύσσειας» άντανακλά τό έξερευνητικό κύμα στό δρόμο τού ' Ιάσονα. " Οταν δμως ξεκίνησε τό έπόμενο ρεύμα γιά τήν άποίκιση τής Δύσης, οί νέες γεωγραφικές πληροφορίες καί οί καινούριες περιπέτειες μπλέχτηκαν μέ τίς παλιές καί τό επος προσαρμόστηκε στίς σύγχρονες άνάγκες εκφρασης τών ναυτικών καί τών άποίκων.
Διαβάζοντας λοιπόν «μέσα άπό τίς γραμμές», καί συχνά παίρνοντας άτόφια κομμάτια, μπορεί κανείς νά παρακολουδήσει τό δαυμάσιο ταξίδι τού 'Οδυσσέα, τοποδετώντας το στόν κόσμο πού άνοίγεται πέρα άπό τή Λήμνο, τήν 'Ίμβρο καί τή Σαμοδράκη.
Θά περάσει τόν ' Ελλήσποντο, δά διασχίσει τήν Προποντίδα ξεγλυστρώντας άπό τίς Σειρήνες, πού συμβολίζουν τίς όμορφιές τής Θάλασσας τού Μαρμαρά, δά ξεφύγει άπό τήν Καλυψώ, πού κατοικεί στά Πριγκηπόνησα καί δά φτάσει στόν Θρακικό Βόσπορο. "Αν καταφέρει νά γλυτώσει άπό τίς ρουφήχτρες Σκύλλα καί Χάρυβδη, τά ρεύματα καί τίς Συμπληγάδες, δά άντικρύσει τόν " Αξενο Πόντο, πού οί άρχαίοι τόν είπαν «Ευξεινο» καί «Εύσεβή)) οί Βυζαντινοί, δταν αρχισαν νά έκχριστιανίζουν τούς νομάδες τής στέππας γύρω άπό τήν Άζοφική. Κι αν οί δεοί τό δώσουν καί οί ανεμοι �ό έπιτρέψουν, διασχίζοντας τήν αξενη δάλασσα, δά φτάσει στόν Κιμμέριο Βόσπορο, στά πόδια τού Καυκάσου. «Στά πέρατα τού τρίσβα(}ου 'Ωκεανού πού τόν σκεπάζουν σύγνεφα κι ενα πηχτό σκοτάδι ... )) έκεί πού εφτασε ό 'Οδυσσέας γιά νά μάδει πού τελειώνει ό κόσμος -ποιό είναι δηλαδή τό δριο τού έλληνικού χώρου έξάπλωσης- καί νά κατέβει άκόμα καί στόν αλλο κόσμο, τόν " Αδη , δπως τόν είχε όρμηνέψει ή Κίρκη.
Ίά στοιχεία πού ένισχύουν αύτ:ή τήν αλλη άνάγνωση τής « 'Οδύσσειαρ) είναι πολλά. ' Η Κίρκη είναι έγγονή τού 'Ωκεανού ό όποίος καδορίζει μέχρι σήμερα τήν πολιτικοοικονομική πορεία τών χωρών πού άπλώνονται γύρω του. Πατέρας της είναι ό άκριβοδώρητος 'Ήλιος, καί τά γελάδια, τά ίερά του ζώα, άποτελούν τή βάση τής οίκονομίας τών κατεξοχήν κτηνοτροφικών αύτών τόπων. 'Αδελφός της είναι ό Αίήτης, βασιλιάς τής χρυσοφόρας
18
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Κολχίδας καί κάτοχος τού χρυσόμαλλου δέρατος. 'Ή 'ίδια ή Κίρκη κατοικεί μέσα σέ δάση άπό ίτιές καί λεύκες οπου φωλιάζουν έλάφια, λύκοι καί λιοντάρια. Ξέρει άπό βότανα καί μάγια, σάν αύτά πού γνωρίζει καί ή ανηψιά της ή Μήδεια. "Αλλωστε, καί οί απειρες γνώσεις πού δείχνει νά κατέχει, συμβουλεύοντας τόν 'Οδυσσέα πώς νά περάσει τά στενά καί νά διασχίσει τή δάλασσα τού τόπου της, φανερώνουν Ότι ή δυναμική δεά, μάγισσα καί πλανεύτρα, συμβολίζει τόν αξενο, παράξενο, έπικίνδυνο καί μακρινό κόσμο πού δέλησαν οί 'Ίωνες νά γνωρίσουν καί νά έκμεταλλευτούν.
' Ο 'Οδυσσέας λοιπόν καί οί σύντροφοί του, η οί τολμηροί ναυτικοί τής Γεωμετρικής Έποχής, εκαναν τό 'ίδιο τρομερό ταξίδι πού είχε αποτολμήσει παλιότερα ό ' Ιάσονας, συντροφιά μέ τούς βασιλείς τών κρατιδίων τής Μυκηναϊκής Έποχής. Οί περιπέτειες τών δύο αύτών όμάδων, οπως καί τών μοναχικών ήρώων, Προμηδέα, 'Ορέστη καί ' Ηρακλή, πού κατάφεραν νά φτάσουν στά άκρότατα σημεία τού βορειοανατολικού δαλάσσιου κόσμου αντιμετωπίζοντας τούς Κύκλωπες βοσκούς στό βόρειο Αίγαίο, τούς τερατόμορφους νάνους γηγενείς στά Δαρδανέλλια, τίς Σειρήνες, τόν Κέρβερο καί τήν Καλυψώ στήν Προποντίδα, τή Σκύλλα, τή Χάρυβδη, τίς " Αρπυιες καί τίς Συμπληγάδες στόν Βόσπορο, τόν «δεινό δφι» καί τόν δράκο στήν Κολχίδα, τόν " Αδη στόν Κιμμέριο Βόσπορο, τά κοράκια στά δρη τού Καυκάσου, τίς 'Αμαζόνες στήν εύφορη κοιλάδα τού Λ1:Jκου, στόν δυτικό Πόντο, τίς ίερές αγελάδες κατά μήκος τής εύρωπα'ίκής καί τής ασιατικής ακτής, τούς ανδρωποφάγους τής Ταυρικής στήν Κριμαία' ολοι αύτοί οί μύδοι, πού εδρεψαν καί γοήτευσαν τόν αρχαίο κόσμο, δέν είναι παρά τά ύπεράνδρωπα έμπόδια καί οί ανδρώπινοι πειρασμοί πού επρεπε νά ύπερνικήσουν οσοι ποντοπορούσαν στίς αγνωστες αύτές δάλασσες γιά νά βάλουν πόδι στίς πλουτοφόρες παράλιες κι έσωτερικές γαίες πού ομοιές τους δέν είχαν ξανασυναντήσει οί 'Έλληνες.
19
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί λαοί πού κατοικούσαν γύρω άπό τόν Πόντο -Θράκες, Σκύ'δες, Κιμμέριοι καί Καυκάσιοι- δέν είχαν ποτέ καμιά σχέση μέ τή 'δάλασσα. Καί πώς νά εχουν; Στά 435 .000 τετραγωνικά χιλιόμετρα τής εκτασής της δέν ύπάρχει ουτε ενα νησί, μόνο κάτι προσχωσιγενείς νησίδες κολλημένες στά παράλια μπροστά στίς εκβολές τών μεγάλων ποταμών. " Αλλωστε καί ή μικρή περιεκτικότητα τού νερού σέ άλάτι δημιουργεί πρόσ'δετα προβλήματα πλεύσης ή 'δάλασσα δέν σέ κρατά, σέ άποδιώχνει. Μουντά καί σκοτεινά τά πάντα γύρω. " Αγρια κι επικίνδυνα. Ποιός, άλή'δεια, 'δά τολμούσε νά διασχίσει μιά 'δάλασσα τόσο εχ'δρική; Καί νά τή διασχίσει νά πάει πού;
<<'Ένα καράβι γιά νά διανύσει τήν άπόσταση άπό τό Στόμιο τού Πόντου ως τόν ποταμό Φάσι κάνει έννιά μέρες καί όκτώ νύχτες», μάς λέει ό ' Ηρόδοτος. Γιά νά καλύψει λοιπόν ενα άρχαίο πλοίο «τό μεγαλύτερο πλάτος τού Πόντου» χρειαζότανε διακόσιες τόσες ώρες μεσοπέλαγα, αν δλα πήγαιναν εύνο·ίκά. Ποιός 'δά ξεκινούσε γιά τό φοβερό αύτό ταξίδι μέσα στή μαύρη ερημιά τής άνήλιαγης μέρας καί τής αναστρης νύχτας; Ποιός αλλος! Κάποιοι " Ελληνες, βέβαια, πού γνώριζαν δτι στίς δχ'δες τού Φάσι βρισκόταν τό χρυσάφι τής Κολχίδας. " Ως τόν Φάσι λοιπόν εφτασαν οί 'Αργοναύτες, δηλαδή ως τόν σημερινό ποταμό Ριόνι. ' Ο Ριόνι, πού ήταν πλωτός παλιότερα, κατεβαίνει άπό τήν Κασπία, διασχίζει τή Γεωργία καί χύνεται στό γεωργιανό λιμάνι Πότι, άνάμεσα στά λιμάνια Μπατούμι (τό άρχαίο Βα'δύ) καί Σουκούμι.
Στίς εκβολές τού Φάσι, δίπλα στά μεγάλα άργυρωρυχεία τής Κολχίδας, εχτισαν στά πρώιμα άρχα'ίκά χρόνια οί Μιλήσιοι εμποροι τή μικρή καί πλούσια πόλη Φάσι. Χρυσάφι, άσήμι, λινάρι καί λινά ύφάσματα ήταν τά κερδοφόρα προ'ίόντα της, ενώ τό νόμισμά της, οί περίφημες «Κολχίδες», κυκλοφορούσε σ' δλο τόν Καύκασο σάν διε'δνές νόμισμα άνάμεσα στούς γηγενείς.
'Από τόν Φάσι οί μυκηναίοι εξερευνητές προχώρησαν βόρεια, κι άκολου'δώντας τά παράλια εφτασαν στό Σουκούμι. Κι ό μύ'δος λέει πώς τό Σουκούμι, τήν άρχαία Διοσκουριάδα, τήν ϊδρυσαν οί Διόσκουροι Κάστωρ καί Πολυδεύκης, οί δίδυμοι άδελφοί τής ώραίας , Ελένης, πού μετείχαν κι αύτοί στήν Άργοναυτική εκστρατεία. Άπό τή Διοσκουριάδα μπορούσαν ευκολα νά εκμεταλλεύονται τό πλούσιο σέ μέταλλα καί δάση εσωτερικό τού Καυκάσου. 'Έτσι, κοντά στούς Γεωργιανούς, πού 'δεωρούνται οί δάσκαλοι τών χαλκουργών καί τών σιδηρουργών όλόκληρου τού άρχαίου κόσμου, οί 'Έλληνες εμα'δαν νά χρησιμοποιούν πολλά μέταλλα, κυρίως τόν σίδηρο καί τόν κασίτερο. 'Όσο γιά τό σιδηρομετάλλευμα καί τόν χάλυβα πού ερχονταν άπό τήν 'Αρμενία καί τόν Πόντο - τή χώρα τών Χαλύβων καί τών Άμαζόνων πού γνώρισαν πρώτα ό ' Ηρακλής κι άργότερα ό Θησέ-
20
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ας- ύπήρχαν δυό λιμανόσκαλες. Στά άνατολικά ή Τραπεζούντα καί στά δυτικά ή Άμισσός, δηλαδή ή σημερινή Σαμσούντα. Δυτικότερα άκόμα, ή Σινώπη προμήδευε τήν μητροπολιτική ' Ελλάδα, τή Μικρασία κι άργότερα τήν Κωνσταντινούπολη μέ άλίπαστα, ξυλεία καί μίλτο, μιά βαφική ούσία πού εβγαινε άπό τό κοκκινωπό πέτρωμα τής περιοχής.
Άκολουδώντας πάντα τόν δρόμο πού ανοιξαν ό 'Οδυσσέας καί ό ' Ηρακλής, οί 'Ίωνες εφτασαν στίς «πύλες τού 'Άδη», στόν Κιμμέριο Βόσπορο. Τίς διάβηκαν, πέρασαν δηλαδή τά στενά τού Κέρτς, διέσχισαν τή δάλασσα τού 'Αζόφ, εφτασαν στίς έκβολές τού Δόν, πού τόν όνόμασαν Τάναϊ, κι έκεί, σαράντα χιλιόμετρα νοτιότερα άπό τό σημερινό Ροστόβ, εχτισαν τήν πόλη Τάναϊ. Στήν Τάναϊ συγκεντρώνονταν τά δημητριακά τής ρωσικής πεδιάδας γιά νά φορτωδούν στά ποντοπόρα πλοία.
Τά μυδικά ταξίδια δέν σταματούν έδώ. Γιατί ως τά βοσκοτόπια τής Κριμαίας, τήν άρχαία χώρα τών Ταύρων καί τών Σκυδών, εφτασε ό 'Ορέστης ψάχνοντας τάχα τήν ' Ιφιγένεια, κι ως έκεί κι άκόμα πιό βόρεια, στή σημερινή Ούκρανία, στίς όχδες τού Δνείπερου, εφτιαξαν έμπορεία πρώτοι οί Χιώτες καί οί Ρόδιοι, άργότερα οί Μιλήσιοι.
21
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέταλλα, μέταλλα, μέταλλα: ό δρόμος πού εδειξε ό Προμη{}έας. Πολύτιμες πρώτες ϋλες -δάση, σιτοβολώνες, αγρια πανίδα, πλούσια άλιεία-οί κύριες έκμεταλλεύσιμες πηγές: ό κόσμος τής Κίρκης, πού άνακάλυψε ό 'Οδυσσέας. Τό ανοιγμα τού έλληνικού ζωτικού καί παραγωγικού χώρου, ή δημιουργία νέων άγορών: ό στόχος τού μεγάλου έλληνικού μεταναστευτικού ρεύματος στίς αγριες {}ρακοσκυ{}ικές χώρες κι ό λόγος ϋπαρξης τού παροικιακού . Ελληνισμού τής Ρωσίας καί τής Ρουμανίας μέχρι πρίν μερικές δεκαετίες.
22
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"Αν είναι δύσκολο νά περιγράψει κανείς τή Μαύρη Θάλασσα σέ κάποιον 'Έλληνα πού δέν διάβηκε ποτέ τόν Βόσπορο, άκόμα δυσκολότερο είναι νά μιλήσει γιά τούς σαράηα ποταμούς πού χύνονται σ' αύτήν τή δάλασσα. Θά άναφερδώ μόνο στούς ποταμούς πού εκβάλλουν στά δυτικά καί βόρεια τού Ευξεινου Πόντου, καί μόνο στούς μεγαλύτερους καί πλωτούς.
Δούναβης (Donau, Duna, καί Dunarea), Προύδος (Prout καί Prutul), Δνείστερος (Dnestr), Μπάγκ (Boug), Δνείπερος (Dniepr), Δόν (Don).
Ποτάμια μεγάλα, πλατιά, ησυχα. 'Όχδες λασπερές, βαλτότοποι, διαβατάρικα πουλιά, ποταμόψαρα, Ιλύς πού άπλώνεται άργά καί σίγουρα, άργιλόχωμα νοτερό, άτέλειωτες πεδινές εκτάσεις, γαίες ευφορες. Ποτάμια πού ενώνουν καί χωρίζουν γειτονικούς πληδυσμούς. Πλωτοί δρόμοι πού διευκόλυναν τήν επικοινωνία, τίς μεταφορές, τίς μετακινήσεις, τήν οΙκονομική άνάπτυξη, τίς πολιτιστικές άνταλλαγές. Πλωτοί δρόμοι, οΙ μοναδικοί δρόμοι άπό τή δάλασσα στήν ενδοχώρα. Παγωμένα περάσματα πού επέτρεψαν στά νομαδικά φύλα καί τούς άσιατικούς λαούς νά φτάσουν στή νοτιοανατολική Ευρώπη. Παγωμένες παγίδες πού άναχαίτισαν όρδές καί στρατούς άποφασισμένους νά περάσουν. Θεριά μανιασμένα πού κατεβαίνουν φουσκωμένα άπό τίς άσταμάτητες βροχές καί τά βουνίσια χιόνια.
' Η ύδάτινη δυναμική πού ενυπάρχει στήν άρχαία μονοσύλλαβη λέξη «ντόν» - ρίζα τών περισσότερων ποταμωνυμίων πού άναφέραμε-άπουσιάζει τελείως σάν εννοια άπό τήν κοσμολογία ενός νοτιοελλαδίτη . Τό ερώτημα είναι πώς κατάφεραν οΙ 'Έλληνες, πού δέν είχαν δεί ποτέ στή ζωή τους πλωτά ποτάμια, νά εξοικειωδούν μ' αυτό τό νέο κι ολότελα αγνωστο στοιχείο τής φύσης, νά άναπτύξουν ουσιαστικά πρώτοι αυτοί τήν τέχνη τής ποταμοπλοίας καί νά κυριαρχήσουν στά ποτάμια σέ τέτοιο βαδμό, ωστε σήμερα άκόμα ο Παναγής Μελισσαρατος, γιός κάποιου εμπορα άπό τή Βρα'ίλα, νά δεωρείται άπό τούς Ρουμάνους ο σπουδαιότερος ναυτικός μηχανικός στόν Κάτω Δούναβη.
'Ίσως αυτοί οΙ τρομεροί Κεφαλλονίτες -περίεργοι καί παράτολμοι σάν εκείνον τόν μακρινό πρόγονο άπό τό γειτονικό Θιάκι- νά κρατούν μαζί μέ τούς 'Ανδριώτες καλά τό μυστικό τού ποταμού. "Αλλωστε, δέν είναι τυχαίο τό παρατσούκλι μιας όλόκληρης φάρας κεφαλλήνων ναυτικών πού, δουλεύοντας χρόνια τόν Δούναβη, εγιναν γνωστοί μέ τό ονομα Ποταμιάνοι.
Σαράντα ποταμοί λοιπόν χύνονται στή Μαύρη Θάλασσα. Πρώτος, άπό τά δυτικά, ό μεγάλος Δούναβης πού οΙ 'Έλληνες όνόμασαν 'Ίστρο. 'Έχει μήκος 2.850 χιλιόμετρα. Κατεβαίνει άπό τόν Μέλανα Δρυμό, διασχίζει
23
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
όκτώ κράτη, δέχεται τά νερά δεκάδων αλλων ποταμών, σχηματίζει ενα δέλτα πού καλύπτει μιά επιφάνεια 5.640 τετραγωνικών χιλιομέτρων καί καταλήγει στή δάλασσα μέσα άπό τρείς διακλαδώσεις, τρία φυσικά κανάλια, πού όνομάζονται βραχίονες -«bratu!» στά ρουμανικά.
Στά βορινά τού Δέλτα ό βραχίονας της Κίλια άποτελεί τό ρουμανοσοβιετικό σύνορο της Μολδαβίας. Ίό δνομά του είναι παραφδορά τού άρχαιοελληνικού ' Αχίλλεια. Στό κέντρο ό βραχίονας τού Σουλινά, άναφέρεται γιά πρώτη φορά μ' αύτό τό δνομα άπό τόν Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο στά μέσα τού 1Ο0υ αίώνα. Στά νότια ό βραχίονας τού Άγίου Γεωργίου, μήκους 1 1 3 χιλιομέτρων, ήταν ό πλατύτερος καί βαttύτερoς άπό τούς τρείς, γι αύτό καί τόν χρησιμοποιούσαν πάντα περισσότερο. Δίχως τίς βαδιές αύτές διεξόδους τού νερού ή πλωτή επικοινωνία άνάμεσα στό ποτάμι καί στή δάλασσα δά ήταν άδύνατη, εξ αίτίας τών εκτεταμένων βάλτων καί της λιμνοδάλασσας.
' Ο παραποτάμιος καί παράκτιος κόσμος είναι τόσο πλούσιος, ωστε πέρα άπό τά εκατοντάδες ε'ίδη πουλιά, πού φωλιάζουν εποχιακά η μόνιμα στούς γύρω ύγρότοπους, εδώ καταλήγουν μεγάλα κοπάδια ψάρια πού έρχονται άπό τά ακρα τού Πόντου καί της Μεσογείου γιά νά γεννήσουν στίς εκβολές τού Δούναβη. ' Η ετήσια άλιευτική συγκομιδή της Ρου μανίας φτάνει τούς 40.000 τόννους ψάρι καί τά μαυροδαλασσίτικα παστά ήταν περιζήτητα στήν άγορά της άρχαίας 'Attήνας. «Κι αχ, νόστιμη πού είναι ή παλαμίδα ή Οαλασσινή, μά αν γίνει καί μέ σκορδαλιά, ξέγραψε τ' αλλα ψάρια», μάς λέει ό Άνάνιος στούς « ' Ιάμβους» του.
Γιά νά ελέγχουν αμεσα τήν άλιεία, τήν ποταμοπλοία καί τή διακίνηση τών προ'ίόντων στόν Κάτω Δούναβη, έμποροι άπό τήν Μίλητο 'ίδρυσαν στά νότια της λιμνοδάλασσας τήν " Ιστρια, γύρω στό 650 Π.Χ. ' Από τότε κι ως τήν εμφάνιση τών γενοβέζων εμπόρων, πού κατέπλευσαν στή Μαύρη Θάλασσα τόν 1 30 αίώνα, οί βραχίονες τού Σουλινά καί τού ' Αγίου Γεωργίου παρέμειναν στόν άπόλυτο έλεγχο τών ελλήνων ναυτικών άκόμα καί στά διαστήματα πού τό Βυζάντιο έχανε τό «Παρίστριον δέμα».
Οί 'Ίστριοι άναπλέοντας τόν Δούναβη έφταναν ως τό Γαλάζιον, δηλαδή τό Γαλάτσι, χτισμένο στή συμβολή τών ποταμών Προύδου καί Σερέτη μέ τόν Δούναβη. 'Από κεί μπορούσαν νά άκολουδήσουν δυό διαφορετικές κατευttύνσεις. Άναπλέοντας τόν Σερέτη, σημερινό Siretu!, η τόν Πυρετό, γνωστό άργότερα ώς Προύδο καί σήμερα Prutu!, έφταναν ως τά 'Ανατολικά καί Βόρεια Καρπάδια. Αύτή ή βορειοδυτική διαδρομή όδηγούσε στίς μεταλλοφόρες περιοχές της Ίρανσυλβανίας, στά άπέραντα δάση της Μολδαβίας, στή γη τών «μελισσοτρόφων καί μελισσοφάγων λαών»,
24
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καδώς μάς λέει ό ' Ηρόδοτος, πού κατοικούσαν στά σύνορα τής ' Ανατολι
κής μέ τήν Κεντρική Εύρώπη . . Ο αλλος ποταμόδρομος συνέχιζε νότια άπό τό Γαλάτσι καί, άκολου
δώντας τόν Δούναβη, περνούσε άπό τή Βραίλα καί κατέβαινε πρός τά
σημερινά ρουμανοβουλγαρικά σύνορα. Σ ' ενα μεγάλο μήκος αύτής τής
νότιας διαδρομής οί 'Ίστριοι εχτισαν ποταμόσκαλες στίς όποίες συγκέν
τρωναν τά σιτηρά τής εϋφορης πεδιάδας τού ποταμού Ίαλομίτσα.
Ίά σημαντικότερα άπό αύτά τά εμπορεία ήταν ή 'Αξιούπολις, ή σημε
ρινή Ίσερναβόντα, καί ή Προχείλια -πού δέν είναι αλλη άπό τή Βραίλα
ενα άπό τά μεγαλύτερα κέντρα τού παραδουνάβιου ' Ελληνισμού μέχρι τό
τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
6po�lων Κιλιο
Τό Λέλτα του Λούναβη καί
οί τΡείς βραχίονές του.
Γεννημένος στή Βραίλα τόν Σεπτέμβριο τού 1901 , ό Άνδρέας Έμπειρίκος, πρωτότοκος γιός τού πιό διάσημου άπό τούς άπογόνους τών παλιών «Μπιρίκων» τής " Ανδρου, πού εκαμαν βιός πολύ στή Ρουμανία, συσσωρεύοντας τά όράματα καί τίς άναμνήσεις άπό τόν Δούναβη τών παιδικών του χρόνων, γράφει:
« ... Πλοία λογής-λογής κινούνται στό ποτάμι. Ά νήκουν δέ σέ τόσα κράτη, πού πιό πολύ διατηρώ στή μνήμη μου τά χρώματα, παρά τά σχήματα τών σημαιών ένός έκάστου. Τά σιλό γιά τά σιτηρά καί οί κρουνοί τού πετρελαίου, δουλεύουν κα{}ημερινώς σέ πόλεις δπως τό Γαλάτσι καί ή Κωνστάντζα. ΠλήΟος βαπόρια πάνε καί ερχονται. Σέ ενα άπό αύτά, στέκομαι στό κατάστρωμα καί άκουμπιστός στήν κουπαστή, βλέπω τόν Δούναβι καί τούς άχανείς όρίζοντές του, εκΟαμβος πάλι σάν τότε πουμουνα παιδί καί άντίκρυζα πρώτη φορά τόν ποταμό καί τίς άγαπητές, τίς πανε.λεύΟερές του πεδιάδες».
25
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μετά τήν παραδουνάβια καί παράλια 'Ίστρια, πού ήταν ή άρχαιότερη καί σπουδαιότερη έλληνική άποικία τού δυτικού Πόντου, άκολουδούν πρός νότο μεγάλες καί μικρές παραδαλάσσιες άποικίες, οί όποίες δημιούργησαν τό έλληνικό παράκτιο μέτωπο άπό τό στόμιο τού Δούναβη ως τό στόμιο τού Βοσπόρου. Τ Ηταν ή Τόμις, σημερινή Κωνστάντζα. ' Η Κάλλατις, βυζαντινή Παγκάλια -σήμερα Μαγκάλια. Οί Κρουνοί. ' Η Διονυσούπολις, σημερινό Μπάλτσικ. ' Η Όδυσσός, σημερινή Βάρνα. ' Η Μεσημβρία ή Ποντική, σημερινό Νέσεμπαρ. Ή Άγχίαλος, βυζαντινή Άχελώ -σήμερα Πομόριε . Ή Άπολλωνία ή Ποντική, βυζαντινή Σωζόπολις -
'σή μερα Σωζοπόλ. ' Η 'Αγαδούπολις, σήμερα ' Αχτοπόλ. ' Η Μήδεια, σήμερα Μίντε η Κιγίκιο'ί.
26
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Σέ όλη αύτή τήν περιοχή πού περιγράψαμε, στά άρχαία χρόνια, κατο ικούσαν διάφορες δρακικές φυλές, όπως οί Γέτες στίς παραδουνάβιες πεδιάδες καί οί Δακοί στά ρουμανικά βουνά. Κατά τόν ' Ηρόδοτο, ό βόρειος Δούναβης άποτελούσε τό σύνορο άνάμεσα στούς Θράκες καί τούς Σκύδες. " Ομως τά όρια τών δύο αύτών γειτονικών λαών ήταν πάντα άρκετά άσαφή καί μεταβλητά. 'Έτσι μέ βάση τίς νεότερες αρχαίες πηγές, κυρίως τόν Στράβωνα, αλλά καί τίς αρχαιολογικές ερευνες πού εγιναν, τό δρακικό σύνορο πρέπει νά μεταφερδεί λίγο βορειότερα, στόν ποταμό Δνείστερο, τόν αρχαιοελληνικό Τύρα.
'Όπως καί νά εχει ακριβώς τό δέμα τών δρακοσκυδικών όρίων, τά σύνορα αύτά δέν απασχόλησαν ποτέ τούς" Ελληνες οϋτε κι έμπόδισαν ποτέ τό έλληνικό πήγαινε-ελα πού δέν σταμάτησε από τήν αρχαιότητα ώς τά νεότερα χρόνια, γιατί οί Ρωμιοί είχαν πάντα τόν τρόπο νά συνεργάζονται μέ όλους τούς λαούς, αρχαίους καί νεότερους, πού κατά καιρούς έγκαταστάδηκαν στά πλούσια έκείνα μέρη. Καί μόνον όταν τέδηκε τό άκανδώδες έδνικό δέμα τής Βεσσαραβίας μεταξύ Ρουμανίας καί Ρωσίας, πού διεκδικούσαν ή κάδε μιά γιά λογαριασμό της τήν περιοχή ανάμεσα στόν Δούναβη καί τόν Δνείστερο, μόνον τότε οί ελληνες εμποροι αντιμετώπισαν γιά πρώτη φορά δυσκολίες καί απαγορεύσεις στήν έλεύδερη διακίνηση προ'ίόντων καί στίς έξαγωγές. Τό 1 9 1 9 μάλιστα, ό ' Ελληνικός Στρατός μέ 20.000 ανδρες, μετά τήν ατυχή έκστρατεία κατά τών Μπολσεβίκων στήν Κριμαία, βρέδηκε στίς οχδες τού Δνείστερου νά ύπερασπίζεται τή Βεσσαραβία ύπέρ τής Ρουμανίας. Σήμερα ή περιοχή αύτή αποτελεί τή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μολδαβίας.
' Ο Δνείστερος λοιπόν πηγάζει στά Καρπάδια, κοντά στά σύνορα τής Πολωνίας, διασχίζει ενα τμήμα τής Ούκρανίας, όλόκληρη τή Μολδαβία, κι έκβάλλει στόν βαδύ καί καλά προφυλαγμένο κόλπο τής Τύρας, τό σημερινό Ντνεστρόφσκι Λιμάν. 'Από τά 1 .362 χιλιόμετρα τού ποταμού τά 800 είναι πλεύσιμα, αρχίζοντας από τή δάλασσα πρός τά Καρπάδια. Αύτός ήταν βασικός δρόμος γιά τή μεταφορά μετάλλων, δούλων, γουναρικών, δερμάτων κι αλλων πολλών έμπορευμάτων πού οί ελληνες κάτοικοι τής Τύρας καί τής Ν ικόνιας αγόραζαν από τούς Θράκες καί τούς Σκύδες τής Μολδαβίας καί τής Ούκρανίας.
Λίγα, έλάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γιά τίς δυό μακρινές κι απομονωμένες έλληνικές άποικίες. Δυό σύγχρονες αντικρυστές πόλεις μέσα στόν μεγάλο κόλπο όπου έκβάλλει ό Δνείστερος, ή πόλη ΜπέλγκοροντΝτνεστρόφσκι καί ή πόλη Ροξολάνυ, ταυτίζονται, 'ίσως ή
' πρώτη μέ τήν
Τύρα καί ή δεύτερη μέ τή Νικόνια. Μά, ίδίως γιά τή Νικόνια, ακόμα καί ή δέση της αμφισβητείται.
27
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τρίτος πλωτός ποταμός, άνατολικά τού Δνείστερου, είναι ό Μπάγκ, ό άρχαίος 'Ύπανις, μήκους 856 χιλιομέτρων. «Πηγάζει άπό μιά μεγάλη λίμνη», λέει ό ' Ηρόδοτος, «πού στίς σχfJες της ζούν άγρια άσπρα άλογα». Ποτίζει τεράστιες καλλιεργήσιμες έκτάσεις, «τή γή τών γεωργών ΣκυfJών», καί έκβάλλει μαζί μέ τόν Δνείπερο στόν μυχό τού κόλπου τής Ούκρανίας, στό Μπάγκ Λιμάν. Έκεί 'ίδρυσαν οί Μιλήσιοι τήν ' Ολβία, τήν άρχαιότερη άποικία τού βορ ινού Πόντου.
' Η 'Ολβία δέν χρωστά τό όνομά της στήν όμορφιά τού τοπίου - άντίδετα μάλιστα, ή πόλη βρισκόταν κοντά σέ άλυκές, μέσα σέ μιάν αξενη χώρα πού συνόρευε μέ τή μεγάλη στέππα καί περ ιβαλλόταν άπό άπέραντα μαύρα δάση - μά στόν πλούτο καί τήν εύδαιμονία τών πολιτών της.
Τόσο νευραλγικός γιά τή μεταφορά τών προ'ίόντων είναι ό κόλπος δπου χύνονται τά δυό ούκρανικά ποτάμια, Μπάγκ καί Δνείπερος, ωστε, άρκετές δεκαετίες πρίν άπό τήν 'ίδρυση τής Όλβίας, μερικοί Χιώτες καί Ροδίτες εμποροι είχαν τολμήσει νά έγκατασταδούν στό Μπερεζάν, μιά νησίδα στήν έίσοδο τού κόλπου.
Βορυσδενίτιδα ονόμασαν αύτή τή νησίδα οί αίγαιοπελαγίτες εμποροι καί Βορυσδένη τόν Δνείπερο «τόν πιό ώφέλιμο άπ' δλους τούς ποταμούς πού γνωρίζω, μετά τόν Νείλο», δπως γράφει ό ' Ηρόδοτος. «Δίνει πλούσια καί ευκολα λιβάδια γιά βοσκή, δίνει πολλά καί έξαιρετικά ψάρια. Στίς σχfJες του ή σπορά είναι πλούσια κι δπου δέν σπέρνουν, φυτρώνει μόνο του τό πυκνό χορτάρι. Τό νερό του είναι καfJαρό καί πόσιμο, ένώ τά άλλα ποτάμια είναι λασπερά. Στίς έκβολές του μαζεύεται μόνο του σέ μεγάλους σωρούς τό άλάτι. Δίνει καί κάτι ψάρια τεράστια, χωρίς άγκάfJια, πού τά κάνουν παστά. 'Έως τήν περιοχή Γέρρος, δηλαδή σαράντα μέρες ταξίδι, ξέρουμε δτι ρέει άπό βορρά πρός νότο. Παραπέρα δμως κανείς δέν ηξερε νά μού πεί άπό ποιές χώρες περνάει. Μόνον γιά τίς πηγές τού ΒορυσfJένη καί τού Νείλου δέν ξέρω νά άναφέρω τίποτε, ουτε καί νομίζω δτι κανένας άλλος 'Έλληνας ξέρει». Αύτά γράφει τόν 50 Π.Χ. αίώνα ό πατέρας τής
28
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ιστορικής γεωγραφίας γιά τό τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι τής Εύρώπης, μετά τό Βόλγα καί τό Δούναβη .
. Ο Δνείπερος λοιπόν εχει μήκος 2 .285 χιλιόμετρα καί οΙ πηγές του βρίσκονται στό όροπέδιο τού ΒαλντάΙ Τό 'δαυμάσιο αύτό ποτάμι, πηγή ζωής γιά τήν Ούκρανία, είναι πλωτό σέ μήκος 2 .000 χιλιομέτρων. ' Αναπλέοντάς το, μάς πληροφορεί πάντα ό . Ηρόδοτος, «οί Όλβιοπολίτες κι δσοι Σκύ�ες πήγαιναν σ' έκείνα τά μέρη, έπρεπε νά έχουν μαζί τους έπτά διερμηνείς γιά νά μπορούν νά διαπραγματευτούν σέ έπτά διαφορετικές γλώσσες» .
. Ο ποταμόδρομος τού Δνείπερου, ij «δρόμος τού κεχριμπαριού», μέσω ενός δικτύου πλωτών ποταμών, όδηγεί στή Βαλτική. 'Από κεί κατέβαινε τό κεχριμπάρι πού χρησιμοποιούσαν οΙ μυκηναίοι κοσμηματοτεχνίτες κι αύτή τήν 'ίδια όδό άκολου'δούσε ό ' Απόλλωνας στό ετήσιο ταξίδι πού εκανε στή «χώρα τών ' Υπερβορείων Παρ'δένων». Στό άρχα"ίκό άέτωμα τού πρώτου δελφικού ναού ό 'δεός, πού επιστρέφει άπό τόν μακρινό βορρά, άπεικονίζεται πάνω σ ' ενα αρμα πού τό σέρνουν τέσσερεις κύκνοι στό ποτάμι. Δεκατρείς χιλιάδες ζευγάρια κύκνοι ζούνε σήμερα στόν προστατευμένο βιότοπο τού Μπερεζάν.
Μά γιά νά μήν στα'δούμε μόνον στίς σχέσεις τών άρχαίων . Ελλήνων μέ τόν Δνείπερο, 'δά πρέπει άκόμα νά πούμε δτι άπό δώ μεταφέρονταν τά δέρματα, οΙ γούνες καί κυρίως τά καστόρια πού χρησιμοποιούσαν οΙ «γουνάριοι» καί οΙ «καλλιγάριοι», δηλαδή οΙ γουναράδες καί οί ύποδημα-
29
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τοποιοί, τής Κωνσταντινούπολης. Στά μεσοβυζαντινά χρόνια ό άξονας Νιέμεν-Πρίπετ-Ντνίπρ όνομάστηκε «ό δρόμος άπό τούς Βαράγκους στούς " Ελληνες», γιατί μέσω αύτού κατέβαιναν μέ τά μονό ξυλά τους οί Σκανδιναυοί στή Μαύρη Θάλασσα, άναζητώντας τόν ηλιο τού νότου καί μισftοφορική δουλειά στήν προσωπική φρουρά τού βυζαντινού Αύτοκράτορα. "Ετσι κάποτε ό "Ολεγκ ό Βάραγκος 'ίδρυσε τό Κίεβο, τή «μητέρα τών ρωσικών πόλεων», στή δεξιά οχ{}η τού μεγάλου ποταμού. Στά νερά του βαφτίστηκαν χριστιανοί οί ύπήκοοι τού Βλαδίμηρου μετά τό 988, δταν ό «Ισαπόστολος τών Ρώσων» εκχριστιανίστηκε γιά νά παντρευτεί τήν πορφυρογέννητη "Αννα, τήν άδελφή τού Βασιλείου τού Β' τού Βουλγαροκτόνου .
. Εκατοντάδες βυζαντινοί, άνftρωπoι τών γραμμάτων, εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ζωγράφοι, μαρμαροτεχνίτες καί άρχιμάστοροι, άνέβηκαν μετά τήν " Αννα τόν Δνείπερο γιά νά εγκατασταftούν στό Κίεβο, τήν «χρυσή πρωτεύουσα» πού όνομάστηκε καί «Ν έα Κωνσταντινούπολιρ>.
Πρίν εγκαταλείψουμε τόν άρχαίο Βορυσftένη πού εκανε εύτυχείς τούς Όλβιοπολίτες, πρέπει νά διευκρινήσουμε δτι ή σημερινή πόλη Χερσών -σπουδαίο ναυπηγικό καί λιμενικό κέντρο στίς εκβολές τού Δνείπερου, κοντά στίς μεγάλες άλυκές τού κόλπου τής Όλβίας- δέν εχει άμεση σχέση μέ τήν παλαιά Χερσώνα . . Η άρχαιοελληνική άποικία Χερσόνησος, μεσαιωνική Χερσών, πού ύπήρξε ή άκριτική εύξεινοποντιακή μητρόπολη τής βυζαντινής επικράτειας μέχρι τήν κυριαρχία τών Ταταρομογγόλων στή Νότια Ρωσία τόν 1 30 αΙώνα, βρισκόταν άρκετά χιλιόμετρα νοτιοανατολικότερα, δηλαδή στά παράλια τής Κριμαίας κοντά στή σημερινή Σεβαστοπόλ.
. Η σύγχρονη Χερσώνα, ή σύγχρονη 'Οδησσός, δπως καί ή σύγχρονη Σεβαστούπολις, ίδρύftηκαν άπό τήν Μεγάλη ΑΙκατερίνη στά τέλη τού 1 80υ αΙώνα, άμέσως μετά τήν άνακατάληψη τών περιοχών πού βρίσκονταν γιά αΙώνες κάτω άπό όftωμανική κυριαρχία . . Η Τσαρίνα τότε εχτισε μιά σειρά μοντέρνες πόλεις, μέ βάση τά πρότυπα τού εύρωπα'ίκού νεοκλασικισμού, δίνοντάς τους όνόματα άρχαιοελληνικών καί βυζαντινών πόλεων τού Εύξεινου Πόντου. 'Έτσι, μαζί μέ τόν μαυροftαλασσίτικο στόλο πού ναυπήγησε ό ναύαρχός της Ποτέμκιν, ή ΑΙκατερίνη πραγματοποίησε ενα μεγάλο μέρος τού περίφημου «ελληνικού σχεδίου» γιά τήν επανασύσταση τής βυζαντινής βορειοποντιακής ftαλασσοκρατορίας πού όραματιζόταν ή Ρωσία. Βέβαια οί καινούριες αύτές πόλεις, κι άνάμεσά τους πρώτη ή ' Οδησσός, εγιναν κέντρα τού νεότερου παροικιακού ' Ελληνισμού. Μά γι' αύτόν ftά μιλήσουμε άργότερα.
30
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Τό βαπόρι πού μέ μεταφέρει στήν Ρωσσία, άγκυροβολεί aτή Σεβαστούπολι», γράφει πάλι ό ' Ανδρέας ' Εμπειρίκος. «'Ύστερα άπό μιά διαμονή όλίγων ήμερων σέ αύτή τήν ώραία πόλι τής Κριμαίας, άναχωρω γιά τά κτήματα πού άνήκαν πρό τής ' Επαναστάσεως τού 191 7 στούς Οείους μου. Τό Τσόργκουν, ενα χωριό κατοικημένο κατά τό ενα ημισυ άπό Τατάρους καί κατά τό άλλο άπό Ρώσσους, είναι συνυφασμένο, μέσα στή μνήμη μου, μέ πλήΟος άναμνήσεων τής παιδικής μου ήλικίας. 'Ακόμη καί σήμερα, δταν άκούω ποδοβολητό άλόγων σέ γέφυρα ξύλινη, if τόν Οόρυβο πού κάνουν τά σιδερένια στεφάνια μιας άμάξης έπί ένός σανιδώματος γεφύρας, βλέπω μπροστά μου τήν παλαιά ξύλινη γέφυρα, ή όποία έζευε τόν μικρό ποταμό Τσορνάγια, σέ έλάχιστη άπόστασι άπό τό σπίτι τού Οείου μου Δημήτρη, πού μέ Οερμή άγάπη καί άπειρη καλωσύνη μέ φιλοξενούσε, όσάκις πήγαινα ώς παιδί στά κτήματά του».
Ή χερσόνησος τής Κριμαίας, Ταυρική ή Σκυθική. Στά νοτιοδυτικά ή άρχαία πόλη
Χερσόνησος, βυζαντινή Χερσών, ή σύγχρονη Σεβαστοπόλ καί ή Μπαλακλάβα.
Α νατολικότερα ή Θεοδοσία ή Καφά. Τά στενά τού Κέρτς, Κιμμέριος Βόσπορος,
καί ή άρχαιοελληνική πόλη Παντικάπαιον, ό Βόσπορος τών Βυζαντινών, σήμερα Κέρτς.
Χάρτης τού 1813. Γαλλική Γεωγραφική Έταιρεία, έκδοση τών
Γεωγραφικών τού Στράβωνος, Παρίσι 1814.
31
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Βρισκόμαστε πιά στόν Κιμμέριο Βόσπορο, τόν πορδμό πού ένώνει τή Μαύρη Θάλασσα μέ τήν . Αζοφική, Τά στενά του σχηματίζονται άπό τή Χερσόνησο τής Κριμαίας, δυτικά, καί τήν άπόληξη τού δεόρατου όρους τού Καυκάσου, νοτιοανατολικά,
Στόν μυχό τής Θάλασσας τού ' Αζόφ έκβάλλει ό πλωτός ποταμός Δόν, ό Τάνα'ίς τών άρχαίων, μήκους 1 ,970 χιλιομέτρων, ' Εδώ οί έμποροι τής Μιλήτου είχαν χτίσει, πέρα άπό τήν παραδαλάσσια ποταμόσκαλα Τάνα'ί, πολλά παράλια έμπορεία τά όποία συγκέντρωναν τά πολύτιμα προ'ίόντα τής περιοχής καί έλεγχαν τά στενά τού Κέρτς, δηλαδή τήν έίσοδο τού Πόντου,
Πλούσια καί ση μαντική άποικία τού Κιμμέριου Βοσπόρου, πρωτεύουσα τού έλληνιστικού βασιλείου τού Βοσπόρου άργότερα, εδρα βυζαντινής μητροπόλεως μέχρι τά τέλη τού 60υ αίώνα, τό Παντικάπαιον, χτισμένο στή δέση τού σημερινού Κέρτς, ύπήρξε άνέκαδεν πόλη-κλειδί γιά τίς έμπορικές, τίς διπλωματικές καί τίς πολιτιστικές άνταλλαγές άνάμεσα στούς 'Έλληνες καί τούς «βαρβάρους»,
. Ακόμα κι δταν οί Βυζαντινοί έχασαν τόν έλεγχο τής ' Αζοφικής, δέν έπαψαν ποτέ νά στέλνουν διπλωματικές καί έκκλησιαστικές αποστολές γιά νά καλλιεργούνε φιλικές σχέσεις μέ τούς λαούς πού κατά καιρούς κυριάρχησαν στίς εύρωασιατικές στέππες γύρω, Γιατί οί ανοιχτοί όρίζοντες, αύτές οί απέραντες στέππες, αποτελούν τόν μοιραίο διάδρομο, δηλαδή τόν μοναδικό δρόμο, πού όδηγεί από τήν Κεντρική Άσία στή Νοτιοανατολική Εύρώπη , Έκεί πάνω λοιπόν, στά κάστρα τού Δόν, έπρεπε τό Βυζάντιο νά αναχαιτίσει τά στίφη καί τίς έφιππες όρδές τών . Ασιατών, Προσπαδώντας νά έκχριστιανίσει τούς Πρωτοβούλγαρους κι αργότερα τούς Χάζαρους, μαδαίνοντάς τους πώς νά καλλιεργούνε τή γή, πουλώντας κι αγοράζοντας προ'ίόντα κι έδίζοντάς τους έτσι στίς αρχές μιας έμπορευματικής-πελατιακής κοινωνίας, στέλνοντας τεχνίτες καί λεφτά γιά νά ένισχυδεί τό αμυντικό δίκτυο τών κάστρων πάνω στό ποτάμι, ή βυζαντινή αύτοκρατορία χρησιμοποίησε κάδε μέσο γιά νά διασφαλίσει τίς στέππες, νά αποκλείσει τόν μοιραίο διάδρομο πού όδηγεί στόν Δούναβη κι από κεί στήν Κωνσταντινούπολη, καί νά έξασφαλίσει τήν παρουσία της στήν . Αζοφική, "Αλλωστε ακόμα καί τή νάφδα γιά τό «ύγρόν πύρ» από τίς αγορές τής ' Αζοφικής τήν προμηδεύονταν οί Βυζαντινοί. καί δίχως αύτήν οί δρόμωνες τού αύτοκρατορικού στόλου δά έχαναν ενα πολύ αποτελεσματικό έπιδετικό δπλο,
Στόν στρατηγικό αύτό χώρο, δπου συναντιούνται δύο ήπειροι κι δπου κατέληγαν οί όρδές τών . Ασιατών καί τά καραβάνια μέ τό κινέζικο μετάξι, καταλήγει καί ό μεγάλος πλωτός δρόμος τού Βόλγα-Δόν πού έρχεται από τή Βόρεια Θάλασσα μέσω Μοσχοβίας στόν «ζεστό νότο»,
32
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή θεά Δήμητρα. Τοιχογραφία τού Ιου π.Χ. αΙώνα σέ έλληνιστικό τάφο.
Παντικάπαιον (Κέρτς).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Σέ δλη αύτή τή χώρα πού περιέγραψα», λέει ό . Ηρόδοτος γιά τά μέρη γύρω άπ' τήν ' Αζοφική, «ό χειμώνας είναι πολύ βαρύς. ' Οκτώ μήνες στούς δώδεκα τό κρύο είναι άφόρητο . . Η Οάλασσα κι όλόκληρος ό Κιμμέ(ηος Βόσπορος παγώνουν κι έτσι οί ΣκύΟες περνούν τόν πάγο μέ τά άμάξια τους».
, Από αύτά τά στοιχεία καταλαβαίνει κανείς γιατί οί άρχαίοι λαοί πού κατοικούσαν τά παράλια τού Εϋξεινου Πόντου δέν μπήκαν ποτέ στόν πειρασμό νά γνωρ ίσουν τήν αξενη δάλασσα τού τόπου τους . . Η ένδοχώρα ήταν τόσο πλούσια κι αύτοί τόσο αύτάρκεις, ωστε οϋτε μέ τό έμπόριο καταπιάστηκαν οϋτε κάν μέ τή δαλασσινή άλιεία καταδέχτηκαν ποτέ νά άσχοληδούν. Ίήν αφησαν κι αύτήν, δπως κι δλες τίς αλλες ένάλιες, παράκτιες καί έμπορικές δραστηριότητες, στούς " Ελληνες.
. Κατεξοχήν κτηνοτρόφοι καί γεωργοί, άλογοτρόφοι καί κυνηγοί, άλλά καί ληστές πού ζούσαν πλιατσικολογώντας τούς γείτονες, οί Σκύδες δπως καί οί Θράκες, άλλά καί οί διάφοροι άσιατικοί καί σλαβικοί λαοί πού έγκαταστάδηκαν σ' αύτά τά μέρη άργότερα, δέν είχαν οϋτε τήν έπιδυμία οϋτε καί τίς ναυτικές γνώσεις γιά νά άνοιχτούνε στή δάλασσα. Οί μόνοι πλωτοί δρόμοι γι αύτούς ήταν τά ποτάμια. «Αύτά είναι οί σύμμαχοί τους», δπως εϋστοχα παρατηρεί ό . Ηρόδοτος. Αύτά ποτίζουν τίς εϋφορες πεδιάδες τους, τά άπέραντα δάση. ' Από αύτά ζούν. Μ' αύτά έπικοινωνούν, όχι μέ τόν έξω κόσμο άλλά μέ τό έσωτερικό τής χώρας τους. Ίά ποτάμια λοιπόν χαρακτηρίζουν τόν πολιτισμό τών λαών πού βρίσκονταν άκόμα σέ προ'ίστορικό στάδιο άνάπτυξης, δταν έφτασαν οί πρώτοι ελληνες αποικοι καί κατοίκησαν ενα γύρω τά παράλια, στερώντας τούς γηγενείς όριστικά άπό κάδε δυνατότητα έπαφής μέ τή δάλασσα.
</Άπλουν γάρ είναι τότε τήν Οάλατταν ταύτην καί καλείσΟαι 'Άξενον, διά τό δυσχείμερον καί τήν άγριότητα τών περιοικούντων έΟνών καί μάλιστα τών ΣκυΟών ξενοΟυτούντων καί σαρκοφαγούντων εν τοίς κρανίοις έκπώμασι χρωμένων- υστερον δ' Εύξεινον κεκλήσΟαι, τών 'Ιώνων εν rfj παραλί<;t πόλεις κτησάντων», γράφει ό Στράβων, κι είναι άλήδεια δτι, μέχρι νά τολμήσουν οί 'Άβαροι καί οί Ρώς νά παραπλεύσουν τίς άκτές μέ τά μονό ξυλά τους καί νά χτυπήσουν τήν Κωνσταντινούπολη, κανείς αλλος ποτέ δέν είχε βάλει τό πόδι του στόν Πόντο. Κι δπως χαρακτηριστικά λέει ό Άππιανός :«τών Θρακών ούτε Οαλάσσπ χρωμένων ούτε είς τά παράλια κατιόντων ύπό δέους τών έπιπλεόντων».
35 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Πρώτο
'Οθωμανική Αύτοκρατορία
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ποιός μαυραι'}αλασσίτικος σορόκος εφερε κάποτε τόν Χρήστο Δανιηλόπουλο άπό τήν πρωτεύουσα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορίας στό λιμανάκι τού Βασιλικού, στά βορειοανατολικά της σύνορα, καί πότε, δέν είναι γνωστό. Μετρώντας άπ' τά γεννητούρια τών παιδιών του φτάνουμε στά πρώτα δύσκολα χρόνια τής δεσποτικής εξουσίας τού σουλτάνου , Αβδούλ Χαμίτ τού Β' , δταν άρκετοί " Ελληνες άναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τήν Κωνσταντινούπολη. "Αλλοι βρήκαν τότε καταφύγιο στή Ρωσία, αλλοι πήγαν σέ συγγενείς στή Ρουμανία κι αλλοι χώδηκαν στίς συμπαγείς ελληνικές κοινότητες τής όδωμανικής περιφέρειας δπου ή ζωή κυλούσε ησυχα .
. Η άπροκάλυπτη άχρήστευση τού πρώτου όδωμανικού συντάγματος -πού δέν πρόλαβε νά μπεί σέ εφαρμογή- δέν επηρέασε Ιδιαίτερα τόν ελληνισμό τών επαρχιών, γιατί εκεί λειτουργούσαν άκόμα οί πατροπαράδοτοι καί άπαραβίαστοι κοινοτικοί δεσμοί. " Αλλωστε σέ πολλά μέρη, δπως καί στήν επαρχία Άγαδουπόλεως δπου ήρδε νά εγκατασταδεί ο Δανιηλόπουλος, ή παρουσία τής όδωμανικής εξουσίας περιοριζόταν σέ μερικές δεκάδες κρατικούς ύπαλλήλους κι αλλους τόσους «ζαπτιέδες» οί οποίοι τούς συνόδευαν άπό δώ κι άπό κεί. Μιλούσαν μάλιστα κι ελληνικά οί περισσότεροι. Ποιός δά επέβαλλε λοιπόν τήν τήρηση τού νέου συντάγματος καί ποιός δά τό παραβίαζε σέ βάρος τών ρωμιών ύπηκόων τού Σουλτάνου, κυρίως εδώ, στήν 'Ανατολική Θράκη, δπου άποτελούσαν τή συντριπτική πλειοψηφία τού πληδυσμού;
" Ομως, βάζοντας κάτω τούς άριδμούς, τίς χρονολογίες καί τά γεγονότα κι ορίζοντας κάπου γύρω στό 1876-78 τήν εγκατάσταση τού Δανιηλόπουλου στόν καινούριο του τόπο, βρισκόμαστε σέ μιά άπό τίς σοβαρότερες βαλκανικές κρίσεις μέ διεδνείς επιπλοκές καί μπλεκόμαστε σέ μεγάλους μπελάδες, δπως σέ μεγάλους μπελάδες μπλέχτηκαν καί οί Θρακιώτες εκείνη τήν εποχή.
Πρώτον, γιατί άμέσως μετά τήν άνάρρηση τού Άβδούλ Χαμίτ στόν σουλτανικό δρόνο, ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος τού ' 77 . Τό άποτέλεσμα ήταν ή ύπογραφή τής περίφημης εκείνης συνδήκης τού Άγίου
39
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στεφάνου, τόν Μάρτιο τού ' 78, μέ τήν όποία οί Ρωσοι ύποχρέωσαν τόν νικημένο Σουλτάνο νά χαρίσει στό νέο κράτος τής Βουλγαρίας τή μισή Θράκη καί πάνω άπό τή μισή Μακεδονία.
Δεύτερον, γιατί οί εύρωπα'ίκές δυνάμεις, δέλοντας νά έμποδίσουν τή Ρωσία νά γίνει ρυδμιστής τής Βαλκανικής, εσπευσαν τό καλοκαίρι τής 'ίδιας χρονιάς, στό συνέδριο τού Βερολίνου, νά συμμαζέψουν τή « μεγάλη Βουλγαρία» τού < Αγίου Στεφάνου. Τήν περιόρισαν σ' ενα Πριγκιπάτο, άνάμεσα στόν Δούναβη καί στά βορινά τής πλούσιας δρακικής πεδιάδας, καί άνακήρυξαν όλόκληρη τή βόρεια Θράκη ήμιαυτόνομη όδωμανική έπαρχία μέ χριστιανό διοικητή διορισμένο άπό τόν Σουλτάνο. 'Έτσι τότε, τό καλοκαίρι τού 1 878, δη μιουργή{)ηκε ή έπαρχία τής 'Ανατολικής Ρωμυλίας μέ πρωτεύουσα τή Φιλιππούπολη.
Τρίτον, γιατί καδώς ήταν έξ άρχής φανερό, αύτή ή ήμιαυτόνομη δρακική έπαρχία, πολύ σύντομα καί πολύ βίαια, προσαρτήδηκε πραξικοπηματικά στό κράτος τής Βουλγαρίας τό Σεπτέμβριο τού 1 885. 'Έτσι ξαφνικά μπήκαν σύνορα σ' εν αν ένιαίο χωρο, οίκογένειες άποκόπηκαν, κτηματίες έχασαν τίς ίδιοκτησίες τους κι έμποροι τίς δουλειές τους. Τότε άρχισε κι ό άναγκαστικός έκβουλγαρισμός των < Ελλήνων πού βρέ{)ηκαν μέσα στό νέο κράτος, οί διώξεις, οί άπαγορεύσεις, οί είδικοί νόμοι, τό κλείσιμο των έκκλησιων καί των σχολείων.
Τέταρτον, γιατί καδώς ή Βουλγαρία δέν είχε παραιτηδεί άπό τά έδάφη πού τής χάριζε ή συνδήκη τού < Αγίου Στεφάνου καί τής στέρησε ή συνfJήκη τού Βερολίνου, έβαλε πρόγραμμα τήν κατάκτηση νέων έδαφων όργανώνοντας τήν έπεκτατική πολιτική της σέ βάρος των έλληνικων πληfJυσμων πού ζούσαν άκόμα κάτω άπό όδωμανική κυριαρχία. Μέ τό καλό καί μέ τό ζόρι λοιπόν, τό νεαρό βουλγαρικό κράτος χρησιμοποίησε κάδε μέσο γιά τήν πραγματοποίηση των σχεδίων του στήν ύπόδουλη Μακεδονία καί Θράκη.
Καταλαβαίνει κανείς τί σήμαιναν ολα αύτά γιά τούς Θρακιωτες τής ύπαίδρου, άλλά καί γιά τούς κατοίκους των άστικων κέντρων, άκόμα καί γιά τούς πολυταξιδεμένους έμπόρους η τούς καραβοκύρηδες πού, παρόλη τήν κινητικότητά τους, λίγα, έλάχιστα καταλάβαιναν άπό τή διεfJνή πολιτική στά Βαλκάνια κι άκόμα λιγότερα άπό ίστορικές συγκυρίες καί διπλωματικά παιχνίδια.
πως χωρίστηκαν καί πως αύτονομή{)ηκαν ένιαία έδάφη, πως μπήκαν σύνορα-τελωνεία-διαβατήρια έκεί πού μέχρι χδές έβοσκαν οί άγελάδες τού γείτονα, πως βρέδηκαν οί « Εξαρχικοί» παπάδες μέ τά κλειδιά των έκκλησιων στό χέρι κι άπό πού ξεφύτρωσαν ολοι αύτοί οί τσαρικοί άξιω-
40
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ματικοί καί διοικητικοί ύπάλληλοι σέ όδωμανική έπαρχία -εστω καί «ήμιαυτόνομψ- κανείς δέν μπορούσε νά τό έξηγήσει.
Πάντως γιά τήν ωρα, ό «καζάς» τής Άγαδουπόλεως, μέ τούς 8.050 'Έλληνες, τούς 1 .700 Βουλγάρους καί τούς 1 .250 Τούρκους κατοίκους, εμεινε εξω άπό αύτή τήν αύδαίρετη διευδέτηση τών συνόρων. Έξακολούδησε ν' άνήκει στό «σαντζάκι» τών Σαράντα Έκκλησιών μέχρι τό καλοκαίρι τού 1 9 1 3, δταν, μετά τό τέλος τών Βαλκανικών πολέμων, άποσπάστηκε άπό τά Μωμανικά έδάφη καί προσαρτή{}ηκε στή Βουλγαρία. Τότε πιά ή άρχαιοελληνική Άγαδούπολις όνομάστηκε Άχτοπόλ καί τό μικρό βυζαντινό λιμάνι τού Βασιλικού μετονομάστηκε σέ Τσάροβο Γκράντ. Κι δταν άργότερα εσβησαν οί τσάροι καί οί βασιλιάδες, τό χωριό όνομάστηκε Μιτσούριν, πρός τιμήν ένός σοβιετικού γεωπόνου, κι ώς Μιτσούριν δά τό βρεί κανείς σήμερα στόν χάρτη.
" Οταν εφτασε λοιπόν ό Χρήστος Δανιηλόπουλος στό Βασιλικό, τά σύνορα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορίας άπείχαν έκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα. Σύνορο άκόμα τότε ήταν ό Δούναβης. 'Όμως μέσα σέ μικρό διάστημα τό Βασιλικό βρέδηκε νά συνορεύει μέ τήν ήμιαυτόνομη έπαρχία τής Άνατολικής Ρωμυλίας (τό 1 878), κι έφτά χρόνια άργότερα (τό 1885) μέ τό κράτος τής Βουλγαρίας.
Ποιός ανεμος τόν εφερε ως έδώ ε'ίπαμε πώς δέν είναι έξακριβωμένο. Οί διώξεις καί οί χίλιες δυσκολίες πού άντιμετώπισαν οί Κωνσταντινοπολίτες τά πρώτα χρόνια τής δεσποτικής έξουσίας τού Άβδούλ Χαμίτ 'ίσως νά ήταν ή αΙτία τής φυγής του άπό τήν πρωτεύουσα. Δέν άποκλείεται δμως νά είχε άπό παλιά δουλειές μέ τό μικρό έπίνειο πού έξυπηρετούσε τήν πλούσια άγροτοδασική περιφέρεια γύρω. Μπορεί μάλιστα νά είχε ηδη κάποια κτηματική περιουσία στήν εϋφορη δρακική πεδιάδα. 'Ή άκόμα, μπορεί ή έγκατάστασή του στό Βασιλικό, δπως καί οί τεράστιες έκτάσεις πού άπέκτησε, νά όφείλονται στόν γάμο πού εκανε γύρω στά 1 878, δταν παντρεύτηκε τήν Άναστασία Ευλογημένου.
Ή Άναστασία καταγόταν άπό τή Βουλγαρική πιά Άγχίαλο (έκατό χιλιόμετρα βόρεια τού Βασιλικού, δηλαδή μιά μέρα άπόσταση μέ τό καίκι η μιά γεμάτη μέρα δρόμο μέ τό αλογο). Οί Θρακιώτες τών παραλίων, εχοντας πάντα δουλειές σ' δλο τό μήκος τής δρακικής άκτής, έξακολουδούσαν νά πηγαινοέρχονται άπό τό ενα κράτος στό αλλο παρά τίς διάφορες συνοριακές διατυπώσεις πού προέκυψαν μετά τό '78. Είχαν παντού συγγενείς κι έπαγγελματικά Ιντερέσα, συγχωριανούς καί συνεργάτες σ' δλα τά μαυροδαλασσίτικα λιμάνια, μεγάλα καί μικρά. Ταξίδευαν κι αυτοί σάν τούς γλάρους πού άνεβοκατέβαιναν τίς άκτές παρακολουδώντας τά
41
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κοπάδια τών ψαριών. Διόλου άπίδανο λοιπόν, οί Εύλογημένοι νά είχαν άπλωδεί καί στό Βα
σιλικό. Πάντως, στόν κατάλογο τών προσφυγικών οίκογενειών τού Βασιλικού, στούς «εκκαδαριστικούς φακέλλους» τής ' Ελληνοβουλγαρικής Έπιτροπής, ύπάρχουν καταγραμμένοι δυό Εύλογημένοι. Πήγαν άραγε μετά τόν πρώτο διωγμό τού 1878, ij μετά τά φοβερά γεγονότα τής Άγχιάλου τό 1 906, ij μήπως βρίσκονταν εκεί πολύ πρίν φτάσει ό νεαρός έμπορος άπό τήν Κωνσταντινούπολη ;
'Όπως καί νά 'χει τό ζήτημα, γεγονός είναι δτι κάποτε, λίγο πρίν άπό τό 1 880, ό κωνσταντινοπολίτης Χρήστος Δανιηλόπουλος καί ή άγχιαλίτισσα Άναστασία Εύλογημένου έφτιαξαν τό σπιτικό τους στό Βασιλικό. Έκεί έζησαν, εκεί πρόκοψαν, εκεί μεγάλωσαν τά δώδεκα παιδιά τους, εφτά άγόρια καί τέσσερα κορίτσια μαζί μέ τήν ' Ελένη, τήν κόρη τού άρχιεργάτη πού όρφάνεψε μωρό άκόμα άπό μάνα, τήν υίοδέτησε ή δρακιώτισσα κυρά καί τήν άνάδρεψε μαζί μέ τά άλλα εντεκα παιδιά της. Πάντως, νά τό πούμε κι αύτό, ή μεγάλη άδυναμία τής Άναστασίας ήταν τό τελευταίο άπό τά εφτά της άγόρια, ό Γιάνκος, πού γεννήδηκε μιά ύγρή καλοκαιρινή ήμέρα τού 1 899 λίγο πρίν άρχίσει ή άπογευματινή καταιγίδα πού ερχόταν μέ τή νοτιά.
42
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί ξένο ιαστες μέρες
'Από τά άνατολικά παράthJρα τού σπιτιού μας εβλεπα κατάρτια, πανιά καί πολύχρωμες σημαίες ν' άνεμίζουν πάνω άπ' τήν κληματαριά. " Οταν ασπριζε ή κάμαρα κι εφεγγαν οί τοίχοι, τά ίστιοφόρα είχαν πιά καβατζάρει τούς πελώριους βράχους στήν ακρη τού κόλπου κι ερχονταν νά φορτώσουν ξυλεία καί ξυλοκάρβουνα. 'Έστεκαν νά μαζέψουν τά πανιά μπροστά στό παρά�υρo καί χάνονταν κάτω από τίς φουντωτές κρεβατίνες τής πλατείας.
Στίς μύτες τών ποδιών έγώ, τέντωνα τό λαιμό μου γιά νά τά δώ νά πλευρίζουνε, μά τό περβάζι ήταν ψηλό. Δέν εφτανα. Κουβέντες δυνατές, φωναχτά παραγγέλματα, ό δόρυβος τού κάβου, τρεχάματα, ζωηρές χαιρετούρες περνούσαν μέσα από τά κληματόφυλλα. Κι ετρεχα τότε στό γωνιακό ύπνοδωμάτιο, εσπρωχνα ενα σκαμνί στό παράthJρο, μά μονάχα τή βάρκα μας κατάφερνα νά δώ, δεμένη στήν ακρo�αλασσιά, στό τέλος τού κήπου.
Στρωμένος ψιλό-ψιλό βότσαλο ό γιαλός γυάλιζε κι ελαμπε τίς ήλιόλουστες ήμέρες, σκούραινε κι ασήμιζε μετά τίς βροχές. Τό Βασιλικό ήταν μιά όμορφη �αλασσινή αγκαλιά πού δέν τήν εφταναν τά πελαγίσια κύματα. Τά βράχια στήν ε'ίσοδο τού κόλπου εσπαζαν τήν όρμή τού πόντου. " Ενα μικρό φυσικό λιμάνι στό μεγάλο ναυτικό δρόμο από τήν Κωνσταντινούπολη γιά Πύργο, Βάρνα, Κωνστάντζα, 'Οδησσό.
Άπό τά δυτικά παράthJρα τού σπιτιού, πάνω από τίς μουσμουλιές καί τίς συκιές τού κήπου, εβλεπα αμπέλια, μπαχτσέδες, στάρια, κριδάρια καί δασωμένες πλαγιές. Μαύριζε ό Παππιάς απ' τά ψηλά βαΜσκιωτα δέντρα, μαύριζαν τά χωράφια μετά τόν �ερισμό, πλούσια τά χώματα, πηχτά σάν τόν πηλό. Βούλιαζαν οί ρόδες τών κάρρων πού κουβαλούσαν από τήν ανοιξη τούς μεγάλους κορμούς στίς απo�κες τού πατέρα. Βούλιαζαν οί βο'ίδάμαξες κι ετρεχαν απ' τά χωράφια οί συγχωριανοί νά βoη�σoυν. Τό καλοκαίρι πάλι, πού στέριωνε τό χώμα, κατέβαιναν βιαστικά και τριζάτα. Τρίζαν οί ρόδες στούς αξονες, τρίζανε σιδερικά καί ξύλα.
43
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στητοί καί μέ τό όπλο στόν ώμο περπατούσαν δίπλα στά ζώα οί ύλοτόμαι. τ Ηταν βουνίσιοι αV'δρωπOΙ, περήφανοι καί λιγομίλητοι. Κάποτε, γιά νά μέ φοβερίσει ή μάνα μου είπε πώς tJά μέ δώσει στόν Κωνσταντή, νά μέ πάει νά μ' άφήσει στό ξέφωτο μέ τά ελάφια. Κι εγώ ijtJελα νά κατέβω στό στάβλο νά βρώ τόν Κωνσταντή νά τόν ρωτήσω γιά τά ελάφια πού ζούνε κοντά στό χωριό του. Μά τό αφηνα πάντα γιά αλλη φορά. Κανείς δέν μιλούσε πολλά μέ τούς ύλοτόμους. ου τε κι αύτός ό μπαχτσεβάνης μας, πού είχε ευκολα τά λόγια και τ' άστεία καί τόν ακουγες άπό μακριά νά
πειράζει τούς γεωργούς καί τούς ξωμάχους, ουτε κι αύτός τολμούσε νά
πεί δεύτερο λόγο πέρα άπό μιά καλημέρα στούς Μπροντιβιώτες καί τούς Κωστιανούς, τίς σπάνιες φορές πού κατέβαιναν άπό τά δάση τού Παππιά μέ τά κάρρα φορτωμένα ξυλεία.
" Οταν ελειπε ό πατέρας κι εβλεπα κάποιο πρωί τή μάνα μου νά τριγυρνάει ασκοπα στό σπίτι, μιά ψάχνοντας τό πλεκτό της, πού τ' αφηνε πάντα δίπλα στή μεγάλη σόμπα, μιά συγυρίζοντας τά βάζα μέ τίς μαρμελάδες, τά παστοκύδωνα καί τούς μπελτέδες, καταλάβαινα άπό τήν άνησυχία της ότι ό πατέρας ητανε στό δρόμο γιά τό σπίτι. Σκαρφάλωνα τότε στό νεροχύτη της κουζίνας κι άπό κεί στό παρά{]υρο, καβαλούσα τό περβάζι καί κοιτούσα πέρα, πάνω άπό τά ήλιοτρόπια πού χρύσιζαν στή δύση. 'Έβλεπα τόν ηλιο νά κατεβαίνει άργά σάν τά βουβάλια πού γύριζαν στούς στάβλους, ακουγα τίς τελευταίες κουβέντες τών χωρικών πού ερχονταν άπό τούς άγρούς, κοκκίνιζαν τά μάτια μου, μούδιαζαν τά ποδάρια μου, μά πού νά φανεί ό πατέρας.
«"Αν εφυγε πρωί χτές άπό τίς Σαράντα Έκκλησιές, tJά φτάσει όπου νά 'ναι» ελεγε ό άδελφός μου στή μάνα μας, «μά αν είχε άκόμα δουλειές κι εφυγε μεσημέρι, καλά μεσάνυχτα tJά ερtJει.»
'Έπεφτε γρήγορα τό φώς καί βγαίναν οί μαυροντυμένες γυναίκες νά άνάψουν τά καντήλια στά εξοχικά προσκυνητάρια. Μιά μουρμουριστή προσευχή ερχόταν άπό τόν κάμπο. Μέσα στό πρώτο σκοτάδι της νύχτας ακουγα τά βότσαλα πού τά ξέσερνε τό κύμα ... ωσπου ... μέ επαιρνε σηκωτό ό πατέρας άπό τό παρά{]υρο, νά μ' άκουμπήσει κοιμισμένο στό κρεβάτι.
Οί ήχοι της tJάλασσας, ήχοι τού εξω κόσμου. Οί ήχοι τού κάμπου, ήχοι τού χωριού μου.
Ίόν εξω κόσμο τόν γνώρισα, τόν εφαγα μέ τό κουτάλι. Ίό χωριό μου όμως τό εχασα, μά τό φυλάω καλά στά βλέφαρα τού νού μου.
44
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τό Βασιλικό. 'Ένα μαυροδαλασσίτικο χωριό, μέ διακόσια πενήντα καλοασπρισμένα σπίτια χτισμένα στή μιά μεριά τού μικρού κόλπου, άπέναντι στούς δεόρατους βράχους. Διακόσιες πενήντα ελληνικές οίκογένειες πού ζούσαν άρμονικά καί ησυχα. ' Η δικιά μας ήταν ή πιό πλούσια στό χωριό. ' Ο πατέρας είχε άμπέλια, κάμπους, δάση, αλογα, πρόβατα, γελάδια καί βουβάλια. 'Έκαμε εξαγωγές ξυλείας καί ξυλοκάρβουνου. τ Ηταν ό προύχοντας εκείνης τής εποχής κι είχε διατελέσει πολλά χρόνια κα"ίμακάμης -δήμαρχος πού δά λέγαμε σήμερα.
Τά άδέλφια μου μέ τή σειρά ήταν, πρώτη ή Μάρδα, μετά ό Δανιήλ, ό Παναγιώτης, ό Σπύρος, ό Γιώργος, ό Θόδωρος, ό Άριστοκλής, ή υίοδετημένη ' Ελένη, ή Αίκατερίνη, εγώ, ή Δέσποινα καί ή Κατίνα. Μιά παραδοσιακή δρακιώτικη πατριαρχική οίκογένεια.
Τό σπίτι όπου μεγάλωσα βρισκόταν στήν άρχή τού δρόμου κοντά στήν παραλία. Ήταν διώροφο. Πάνω είχε πέντε ύπνοδωμάτια, τρία ύποδοχής, μιά τραπεζαρία καί τήν κουζίνα. Τά μπροστινά έβλεπαν τήν πλατεία, τό λιμάνι καί τό πέλαγο. Τά πίσω, τά δέντρα τού κήπου καί τόν κάμπο. Στό βοριά δέν ύπήρχαν άνοίγματα γιά νά μήν μπαίνει ό δρακιάς τό χειμώνα.
Τό ίσόγειο τού σπιτιού, παρτέρι τό λέγαμε, ήταν χωρισμένο στά δύο. Τό άνατολικό δωμάτιο ήταν τό καφενείο όπου έρχονταν νά ξεκουραστούν οί εργάτες πού δά έκαναν ξυλοκάρβουνα στά βουνά, οί καραβοκύρηδες πού φέρναν τά νέα άπό τόν έξω κόσμο, οί καπεταναίοι, τά πληρώματα καί οί ψαράδες. Σωζόπολη καί Μεσημβρία, Σεβαστούπολη, Άγχίαλος, Κέρτς, Σοκούμι, Μπατούμι, Τραπεζούντα καί Χιλή, όλη ή Μαύρη Θάλασσα περνούσε άπό τό καφενείο." Ησυχες κουβέντες, χαμηλόφωνες, έσβηναν πάνω στά σκούρα τσόχινα άμπέχωνα τών ναυτικών.
Πίσω άπό τό καφενείο, τό μέσα δωμάτιο ήταν τό γραφείο τού πατέρα. Τά βιβλία τής επιχείρησης, τό άρχείο τών προμηδευτών κι άγοραστών, τό χρηματοκιβώτιο. Έδώ γίνονταν οί πληρωμές τών εργατών καί τών ύλοτόμων.
Μπροστά στό σπίτι ήταν ή πλατεία τού χωριού πού ήταν όλη ίδιοκτησία τού πατέρα μου. Τή μιά πλευρά της τήν έκλειναν τά παράσπιτα τού νοικοκυριού μας. 'Απ' τή δεξιά μεριά, δίπλα στό καφενείο, ήταν τό σουμοκάζανο όπου κάναμε ρακί καί οί άποδήκες μέ τά κρασοβάρελα. Στή συνέχεια, οί άποδήκες μέ τά γεννή ματα, οί άποδήκες μέ τά εμπορεύματα πού φέρναμε άπ' τήν Πόλη, καί τελευταίος ό στάβλος.
Οί δυό κρεβατίνες στήν πρόσοψη απλωναν τά κλαδιά τους ως τή μέση τής πλατείας. Τό καλοκαίρι, καδώς ήταν φορτωμένες μέ σταφύλια, βάζαμε στή σκιά τους τά τραπέζια τού καφενείου. Έκεί καδόταν ό πατέρας μέ τούς φίλους του νά πιούνε τόν άπογευματινό καφέ κι ϋστερα ν' άρχίσου-
45
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
νε νά σιγοπίνουνε ρακί, πάντα μέ ψαρομεζέδες. Στά κάρβουνα ij στό τηγάνι, στό φούρνο ij στήν κατσαρόλα, μέ ντομάτα ij γεμιστά, σαλάτα μέ λεμόνι ij ζωντανά καμιά φορά, ξεραμένα στόν ηλιο ij διατηρημένα στήν αρμη, τά ψάρια καί τά 'δαλασσινά ήταν ό βασικός, ό μόνος μπορώ νά πώ, μεζές τους.
Άχώριστος φ ίλος τού πατέρα, ό καπετάν Άνέστης ταξίδευε μέ τό τρικάταρτο καράβι του στή Ρουμανία, στήν Κριμαία, στήν 'Αζοφική, στόν Καύκασο καί στόν Πόντο. " Οταν έπέστρεφε, αρχιζε ή ίεροτελεστία τού αύγοτάραχου. Ποτέ δέν ψώνιζε ό καπετάνιος άπό τήν άγορά. Γνώριζε Όλους τούς ψαράδες κι έκείνοι τού προμή'δευαν σπιτικό αύγοτάραχο τής έκλεκτότερης ποιότητας. Μιλούσε γιά τούς Λιποβένους πού ζούνε στό Δέλτα τού Δούναβη, γιά τά νταλιάνια στίς έκβολές τού Δνείπερου , γιά τό χαβιάρι πού τού έφερε πεσκέσι ενα ναυτόπουλο άπό τό Μπακού κι έτσι περνούσε ή νύχτα καί φεύγανε άξημέρωτα μέ τόν πατέρα γιά ψάρεμα. Πολλές φορές παίρνανε καί μένα μαζί στή βάρκα, βγαίναμε τό χάραμα στό πέλαγος, άγκυροβολούσαμε στίς ξέρες καί σέ λιγότερο άπό μιά ωρα έπιστρέφαμε μέ τά δίχτυα γεμάτα.
'Ένα μέρος τής ψαριάς έμπαινε άμέσως στή σχάρα γιά νά συνοδέψει τό ρακί τών ψαράδων. 'Ύστερα βάραινε ή κουβέντα, βάραιναν οί κινήσεις, ήταν ή ωρα τής γλυκειάς κούρασης. 'Εγώ παρακολου'δούσα μαγεμένος τό νερό μέσα στούς ναργιλέδες τους. 'Έκανε φούσκες, χοροπηδούσε, κιτρίνιζε Όσο περνούσε ή ωρα. Τού καπετάν Άνέστη πιό γρήγορα, τού πατέρα πιό άργά.
Μιά μέρα πού τέλειωσαν τόν άργιλέ κι έφυγαν άφήνοντας τά μαρκούτσια στίς καρέκλες, βρήκα τήν εύκαιρία νά δοκιμάσω καί γώ τούτο τό 'δαύμα πού ζέσταινε τό δωμάτιο σκορπώντας μιά γλυκόξινη, ίδιότυπη εύωδιά. Παίρνω τό μαρκούτσι, ρουφάω, ξαναρουφάω, βλέπω περήφανος τίς φούσκες -κίτρινες άπό τή νικοτίνη- ρουφάω μιά γερή καί πέφτω άπ' τήν καρέκλα κάτω λιπό'δυμος. Είδε κι έπα'δε ή μάνα μου νά μέ συνεφέρει άπ' τή ζαλάδα καί τόν κεφαλόπονο.
-Πά! Πά! Γιανκούλη λωλόπαιδο, τί πήγες πάλι κι έκαμες, έλεγε κά'δε φορά πού μού αλλαζε κομπρέσα, καλά πού 'δά φύγει αύριο ό πατέρας σου καί 'δά ξεχαστεί τό πράγμα, είπε μ' εν αν τόνο χα'ίδευτικό στή φωνή της μόλις ανοιξα τά μάτια μου. Μ' άγαπούσε πολύ. 'Ήμουν τό τελευταίο άγόρι της καί μού είχε άδυναμία.
-Μά πού 'δά πάει πάλι ό πατέρας, μουρμούρισα, δίχως νά είμαι σίγουρος αν πρέπει νά χαρώ πού 'δά φύγει ij νά στενοχωρη'δώ πού 'δά 'πεφτε πάλι στό σπίτι έκείνη ή νευρικότητα ωσπου νά τόν δούμε νά φανεί πίσω άπ ' τίς φτέρες στήν πέρα στροφή τού δρόμου. 'Ήτανε δύσκολο, λένε, τό
46
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δάσος ωσπου ν' άρχίσει ό κάμπος τών Σαραντα Έκκλησιών. Είχε ληστοσυμμορίες καί ρέμπελους πού κρύβονταν σέ πυκνές τούφες, άπάτητες. Είχε καί κάτι παράξενους βράχους στό ξάνοιγμα, κάτι μικρά φαράγγια, κάτι σπηλιές - σωστές παγίδες. ' Ηταν καί τά βουλγαροχώρια πού είχαν ξεσηκωδεί καί φώναζαν δτι τά μέρη μας είναι δικά τους κι έπρεπε γι αύτό νά πάμε μέ τή Βουλγαρία. Κι έπιαναν ταξιδιώτες καί τούς έβαζαν μέ τό ζόρι νά ύπογράψουνε πώς είναι τάχα έλληνόφωνοι Βούλγαροι κι ϋστερα τούς παίρναν τό πουγγί γιά τόν άγώνα καί τήν ενωση. Τέτοια περιστατικά ειχανε γίνει τρία-τέσσερα. Ε'ίχανε δυσκολέψει οί δρόμοι.
-Θά πάει στήν 'Αδριανούπολη, Γιάνκο μου, δά λείψει δυό έβδομάδες. Μά δά γυρίσει πρίν άρχίσει ό δερισμός. Λείπει βλέπεις κι ό Δανιήλ».
"Α! ό Δανιήλ. Πόσο τόν δαύμαζα. Τόν δυμάμαι νά φεύγει γιά κυνήγι καβάλα στόν Τζαπόν, ενα ασπρο πανέμορφο αλογο πού τό περιποιότανε μόνος του. Κανείς δέν έπρεπε νά τό πλησιάσει. Χλιμίντριζε αύτό, τίναζε τή χαίτη του καί, μόλις έκλεινε ό Δανιήλ τήν πίσω πόρτα τού κήπου καί πηδούσε στήν πλάτη του, χόπ ξεκίναγε κορδωτό-κορδωτό, στητό σάν τ' αφεντικό του πού άνεβοκατέβαινε ρυδμικά στή σέλα.
Βυσσινί φέσι φορούσε ό Δανιήλ κι έβαζε τριγύρω ενα ασπρο κολλαριστό πανί σάν σκιάδι, δπως αυτά πού φορούν στήν έρημο. Τρέχανε μπροστά τά σκυλιά, γυρνούσαν ε πίσω, τρέχανε πάνω-κάτω δίπλα στ ' αλογο κι ϋστερα χάνονταν δλοι μαζί στήν αρχή τού δάσους.
Ήταν ό μεγάλος μου αδελφός. Δέν πήγε στήν Πόλη νά σπουδάσει, δπως ό Παναγιώτης, γιά νά μείνει στό Βασιλικό νά βοηδάει τόν πατέρα. Μά τού αρεζε περισσότερο ή καλή ζωή παρά ή έργασία. Άγαπούσε πολύ τήν έπίδειξη, τό καλό ντύσιμο, τό κυνήγι, τ' ακριβά δπλα. Τελευταία σύχναζε στήν Άγαδούπολη, γιατί είχε βάλει στό μάτι τήν κόρη τού καπετάν Στέλιου Μακρίδη πού σπούδαζε ακόμα στό Ζάππειο, στήν Κωνσταντινούπολη, αλλά καλοκαίρι τώρα καί τό κορίτσι ητανε πίσω στό χωριό. Πού μυαλό γιά δουλειά ό Δανιήλ.
Μετά τών ' Αγίων Άποστόλων αρχιζε ό δερισμός. 'Άντρες, γυναίκες, μαντηλοδεμένοι δλοι, δούλευαν από τά ξημερώματα στά χωράφια. 'Έπρεπε νά δερίσουν καί νά κουβαλήσουν τήν παραγωγή στό αλώνι, νά κάνουν μεγάλες δημωνιές, νά βάλουν αλλού τό σιτάρι, αλλού τό κριδάρι, τά ρεβύδια, τή φακή, τά κουκιά. 'Αφού αποδήκευαν δλα τά αγαδά, καδάριζαν εναν κυκλικό χώρο, τόν αλειφαν μέ λάσπη γιά νά μήν σκορπίζεται τό χώμα, αφηναν νά στεγνώσει καλά ή λάσπη κι αρχιζαν τό αλώνισμα μέ τίς δουκάνες.
4 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Δουκάνες ήταν κάτι χοντρά καί μακριά σανίδια, φαρδιά ως μισό μέτρο. 'Από κάτω είχαν τσακμακόπετρες μυτερές καί κοφτερές. Μπροστά έδεναν τά χάμουρα καί τά περνούσαν στό ζυγό τών ζώων. Τά ζευγάρια έφερναν βόλτα τ' άλώνι. 'Έσερναν τή δουκάνα πάνω στά δεμάτια τά στάχυα. 'Έπεφτε ό βαρύς καρπός κι έμενε τό έλαφρό αχυρο άπάνω. Αύτό προοριζόταν γιά χειμωνιάτικη ζωοτροφή. Κατόπιν έβγαζαν ζώα καί δουκάνες άπό τ ' άλώνι, μάζευαν τά κομμένα σπαρτά στό κέντρο τού κύκλου, τραβούσαν στήν ακρη τίς άχυροκαλαμιές καί περίμεναν.
Μόλις έπεφτε ό ηλιος αρχιζε ό σορόκος καί μέ τόν σορόκο αρχιζε τό λίχνισμα πού ξεχώριζε τόν καρπό άπό τό ψιλό αχυρο .
. Ο πατέρας έκανε πάντα τρία άλώνια γιατί είχε πολλά χωράφια. Στό ενα έβαζαν αλογα νά τραβούνε τή δουκάνα. 'Ήτανε ζώα της δουλειάς, γερά, καί πηγαίνανε γρήγορα. Έγώ, τόσος δά, καδόμουνα πάνω στή δουκάνα καί στριφογύριζα μαζί μέ τ' αλογα τσιρίζοντας άπό φόβο καί χαρά. Στό αλλο άλώνι βάζανε βουβάλια, πελώρια, βαριά καί δυνατά. Στό τρίτο ζεύανε τίς άγελάδες. Αύτές όμως πήγαιναν πολύ άργά καί δέν κοβότανε τό αχυρο. Μάς βάζανε λοιπόν πάνω στίς δουκάνες γιά νά βαρύνουνε καί νά πηγαίνει γρηγορότερα ή δουλειά. Μέ παιδικά γέλια καί φωνές δούλευε τό τρίτο άλώνι. Κι όταν τέλειωνε κι αύτό, πηδούσαμε στούς άραμπάδες πού πηγαινοέρχονταν γεμάτοι-αδειοι μεταφέροντας τά γεννήματα στίς άποδηκες καί τούς άχυρώνες.
Τού Σταυρού αρχιζε ό τρυγητός. Τίς δύο βδομάδες πού διαρκούσε όλος ό κόσμος βρισκόταν σέ κίνηση. Σωστή γιορτή στά κτήματα, βλέπεις, ή δουλειά δέν είναι τόσο βαριά σάν τό δέρος.
Μικροί, μεγάλοι τρυγούσαν τραγουδώντας. Γέμιζαν τά καλάδια τους καί τά πήγαιναν σ' ενα μεγάλο βαρέλι. Τό κάδε άμπέλι είχε κι άπό ενα τέτοιο βαρέλι. Μέσα σ' αύτό έμπαιναν οί πατητάδες κι έτσι γινόταν μούστος άνακατωμένος μέ σταφύλι. "Αδειαζαν τά βαρέλια σ' εναν κάδο μέ ρόδες πού τόν έσερναν αλογα η βόδια, τόν πήγαιναν στίς άπο{}ηκες τού χωριού καί τόν αδειαζαν στίς βαρέλες έκεΙ
Στό δρόμο άπ' τόν κάμπο στό χωριό, πάνω σ' ενα ϋψωμα άπ' όπου μπορούσες να έλέγξεις όλους τούς δρόμους, έστηναν οί κρατικοί φοροεισπράκτορες ενα τσαρδάκι μέ ξύλα καί κλαδιά. " Ολοι οί κάδοι έπρεπε νά περάσουν άπό κεί. Καλαδούνες καί καλάδια ζυγίζονταν στό καντάρι. Κι ου τε ό " Αγιος Τρύφωνας, ό προστάτης τών άμπελουργών, ουτε ό " Αγιος Μόδεστος, προστάτης τών γεωργών, μπορούσε νά φυλάξει τούς φτωχούς άπό τήν καταγραφή στά τούρκικα τεφτέρια. Μά τό γλέντι, γλέντι.
Μέ φωνές καί πειράγματα ύποδέχονταν οί έργάτες τού πατέρα τά
48
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στολισμένα ζώα πού έφδαναν μέ τούς άδειους κάδους στ' άμπέλια. Φούντες κόκκινες καί χρωματιστές κορδέλλες τά βουβάλια, κουδουνάκια καί χάντρες γιά τό μάτι τά βόδια, μπιχλιμπίδια καί λουλούδια τ' αλογα. Κέφι τρελό.
«' Ο Διόνυσος ήτο Θράξ», έλεγε ό πατέρας γελώντας κάτω άπό τίς μουστάκες του, Όταν έβλεπε τόν μπαχτσεβάνη μας νά χορεύει ξυπόλυτος μέσα στό βαρέλι.
" Ωσπου νά τελειώσει ό τρύγος νά μπεϊ ό 'Οκτώβριος, καί ν' άνοίξει τό σχολείο, ό μούστος είχε πάρει τή βράση του. Ίόν τραβούσαν άπ' τίς βαρέλες, τόν άποδήκευαν στά κρασοβάρελα καί τόν αφηναν γιά νά γίνει κρασί. 'Έμεναν τά τσίπουρα. Ίότε δούλευε τό σουμοκάζανο δυό-τρεϊς μέρες καί τό ρακί τής χρονιάς ήταν ετοιμο.
Οί μέρες μίκραιναν, μεγάλωναν οί νύχτες, τρίζαν τά ξύλα στίς σόμπες τού σπιτιού, τέλειωναν οί κυριακάτικοι χοροί στήν πλατεία, τέρμα τά κολύμπια κι οί βουτιές άπ' τά μεγάλα βράχια, οί γλάροι έφευγαν γιά πιό ζεστά μέρη, φούντωνε τό πέλαγος καί σκέπαζε τό γλαρονήσι.
«'Ύπουλες είναι οί πέτρες στ' άνοιχτά τού κόλπου», έλεγε βρεγμένος ως τό κόκκαλο ενας καπετάνιος άπ' τόν Καύκασο, ρουφώντας τό ρακί άπό τό μπουκάλι. «'Ύφαλοι, σωστοί πνίχτες», έλεγε καί ξανάλεγε κατεβάζοντας τό δυνατό ποτό. «Θά κάρφωνα τό καράβι στή μέση τής δάλασσας - κι αν έχω γυρίσει δάλασσες καί νερά. Ε'ίκοσι χρόνια στό τιμόνι, πλήν τέτοια ταραχή δέν έχω τύχει άλλού. Βάλτε, χριστιανοί, εναν φάρο, ενα σήμα, κάτι, νά μήν πηγαίνουν ακλαφτα τά παιδιά τού κόσμου».
Ίό γλαρονήσι βρισκόταν άπέναντι άπό τό στόμιο τού λιμανιού, πεντακόσια μέτρα άνοιχτά στό πέλαγος. 'Όταν είχε φουρτούνα τά κύματα τό σκέπαζαν τελείως, μά Όταν ανοιγε ό καιρός καί γυρίζαν οί γλάροι, τό ξανάβρισκαν γυμνό νά βγαίνει μόλις ενα μέτρο πάνω άπό τή δάλασσα. Κάδονταν κοπαδιαστά λοιπόν στή ράχη του κι ασπριζε πάλι ό τόπος. Στίς πέτρες γύρω στή νησίδα κι ως τόν βυδό φύτρωναν αύριά - χόρτα τής δάλασσας-κι εκεί έβρισκες τά ώραιότερα δαλασσινά. Μύδια, στρείδια, λουπάδες καί προπάντων τσαγανούς καί παγούρια. 'Όταν είχε δαλασσοταραχή, τά κύματα παρασέρναν μικρά ψαράκια πού έμεναν στίς σχισμές τών βράχων. 'Έτσι οί γλάροι είχαν εϋκολο κι εκλεκτό ψάρι. Άπό κεί ξεχύνονταν στίς πόχες.
Πόχες ήταν τά δίχτυα πού έβαζαν οί ψαράδες μεσοπέλαγα πάνω στά περάσματα τών τσίρων πού έρχονταν άπό τό στόμα τού Βοσπόρου κι άκολουδώντας τά ρεύματα άνέβαιναν ως τίς εκβολές τού Δούναβη, στίς ρηχαδιές άνάμεσα στούς βραχίονες τού ' Αγίου Γεωργίου καί τού Σουλινά.
49
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Από τ' άνοιχτά τής Λαφίνας καί τού Συριγιώτη, δέκα μίλια νοτιανατολικά τού Βασιλικού, ως τήν Πορτοβιζώ, δέκα-δώδεκα μίλια στά βορινά, δλες οί πόχες ήταν Βασιλικιώτικες. 'Έβγαιναν τά άλιευτικά, εριχναν τίς παγίδες τους στά περάσματα, τίς αφηναν κι εφευγαν . .. Οταν επέστρεφαν τήν επομένη, εβρισκαν τίς πόχες γεμάτες τσίρους. Τό κα'δάρισμα γινόταν στήν άκρογιαλιά. 'Ύστερα γέμιζε ή παραλία τσίρους. Δέκα-δέκα τούς εδεναν καί τούς απλωναν σέ κάτι μακριά ξύλα γιά νά μείνουν νά ξερα'δούν στόν ηλιο.
Μετά αρχιζε τό ψάρεμα τής παλαμίδας. Δυό-δυό βγαίναν τό σούρουπο οί άλαμάνες μέ τούς φανούς στήν πλώρη σβηστούς. Κωπηλατούσαν ως τά βα'διά νερά κι αραζαν άρόδο, μιά άλαμάνα άπ' εξω-μιά άπό μέσα, αναβαν τά πυροφάνια καί περίμεναν. Πανιά δέν είχαν, άλλά στό μέσο τής ψαρόβαρκας ύπήρχε ενα κοντό κατάρτι δπου άνέβαινε ό καπετάνιος γιά νά δεί τά κοπάδια νά ερχονται.
Οί ψαράδες καιροφυλακτούσαν. Μόλις ακουγαν τό πρόσταγμα καλάρανε τά πλεμάτια τους καί, κα'δώς πέφτανε τά δίχτυα άπό τίς άντικρυστές βάρκες, κύκλωναν τό κοπάδι.
Τά χαράματα δλο τό χωριό βρισκόταν στό γιαλό. 'Έπρεπε νά κα'δαριστεί τό ψάρι, νά γίνουν οί γάροι πού ήταν ό πιό άκριβός ψαρομεζές, νά ύπολογιστούν τά μερτικά τής ψαριάς, νά πάρει τά μισά ό καραβοκύρης, τρία μερίδια ό καπετάνιος, άπό ενα οί κωπηλάτες καί νά χωριστεί τό μέρισμα γιά τό ταμείο τής Έκκλησιαστικής Έπιτροπής πού συντηρούσε τό δημοτικό σχολείο.
, Η ψαρική ετρεφε δλα τά παράλια τής Μαύρης Θάλασσας μά στά μέρη μας ητανε σωστή εύλογία. 'Από τό άκρωτήριο τής Μήδειας μέχρι τήν 'Α γα'δούπολη καί τό Βασιλικό, κι άπό τό Βασιλικό ως τή Σωζόπολη, τή Μεσημβρία καί τή Βάρνα, μαύριζε ή 'δάλασσα άπό τούς τσίρους, τήν ά'δερίνα, τό χαψί, τά συάκια, τίς σαρδέλες, τά σαφρίδια καί τήν παλαμίδα. 'Ανέβαιναν γιά τόν Δούναβη, γεννούσαν στίς εκβολές του καί παίρναν ξανά τό δρόμο τής επιστροφής. Τότε αρχιζε τό δεύτερο ψάρεμα, πολύ μικρότερο σέ ποσότητα άλλά πολύ άνώτερο σέ ποιότητα. Οί τσίροι έίχανε γίνει .σκουμπριά καί οί παλαμίδες λακέρδες.
'Ένα καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, πού εβρεχε κά'δε άπόγευμα νωρίς, μόλις πέφταμε γιά ϋπνο, μιά βροχή βαριά μέ στάλες χοντρές κι άραιές -είχα τελειώσει τή δευτέρα δημοτικού ; ναί, ήταν τό καλοκαίρι τού 1906-εγινε ενα παράξενο πράγμα. τ Ηρ'δαν φτεροκοπώντας μέ Μρυβο δυό γλάροι σπίτι μας καί φώλιασαν στά κεραμίδια.
50
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Παναγία μου βοήδει μας», είπε ή μάνα μου οταν ετρεξα χαρούμενος νά τής τό πώ, «μήν είναι τίποτε κακό σημάδι τά πουλιά, είδα κι ενα ασκη μο όνειρο άπόψε». Πήγε στό μπροστινό παράδυρο, κάρφωσε τά μάτια της στό πέλαγος καί περίμενε. "Οταν σκοτείνιασε πιά, τράβηξε τά παραδυρόφυλλα κι είπε σάν νά συνέχιζε τήν κουβέντα μας : «Γιατί δέν πάνε στό νησί τους άπέναντι, τί ζήλεψαν στά κεραμίδια μας;»
Το μπρίκι πού στάδηκε στό εμπα τού λιμανιού, τό μεσημέρι τής έπόμενης ήμέρας, ερχόταν άπό τήν Άγχίαλο.
Συννεφιασμένος μπήκε ό πατέρας στήν τραπεζαρία. Τόν άκολουδούσε ενας αντρας ψηλός, άναμαλλιασμένος κι άνταριασμένος. Μόλις τόν είδε ή μάνα, ετρεξε πρός τό μέρος του μέ τήν πιατέλα στά χέρια. «Θόδωρε, πότε ήρδες Θόδωρε, τί εχεις, τί εγινε», φώναζε, προσπαδώντας νά βρεί κάπου ν' άκουμπήσει τό φαγητό, μά φαινόταν σάν νά είχε χάσει τό τραπέζι άπό μπροστά της. " Οταν τής πήρε ό πατέρας τήν πιατέλα, επεσε στήν άγκαλιά τού ξένου καί αρχισε νά κλαίει μέ άναφυλλητά. 'Ύστερα κλείστηκαν κι οί τρείς στήν κρεβατοκάμαρα καί μείς μείναμε βουβοί στό τραπέζι.
«Είναι ό μικρός άδελφός τής μαμάς» είπε ή Μάρδα καί σηκώδηκε. 'Έβαλε φαγητό σέ δυό πιάτα κι εστειλε τά κορίτσια στό δωμάτιό τους. Κατόπιν γύρισε σέ μένα. «Γιάνκο ή σειρά σου» είπε. Μέ σήκωσε μέ τό ζόρι καί μ ' εσυρε ως τό κρεβάτι μου. «Δέν δά κουνηδείς αν δέν ερδω» φώναξε κλείνοντας τήν πόρτα.
'Ύ στερα εγινε ήσυχία. Οϋτε εβρεξε εκείνο τό άπόγευμα. Μέτρησα ως τό χίλια. Μία, δύο, τρείς, πέντε φορές. Κάδε χιλιάδα πήγαινα στήν πόρτα, εβαζα τό αύτί μου στό ξύλο, εκλεινα τά μάτια μου γιά να συγκεντρωδώ, μά δέν άκουγόταν τίποτα. Θά είχα φτάσει πιά στίς τριάντα χιλιάδες, οταν ξαφνικά ακουσα βήματα στό σαλόνι. Κάποιοι ήρδαν, πόρτες ανοιξαν κι εκλεισαν, ό πατέρας μιλούσε χαμηλόφωνα, ϋστερα ϋψωσε κάποιος τή φωνή του, «σφαγή» είπε, «πρόκειται περί εγκλήματος». Βήματα καί μπερδεμένες φωνές, «σφαγή» μόνον ξεχώριζα, κι ϋστερα εφυγαν κι εγινε πάλι ήσυχία.
Νύχτωνε οταν ακουσα τούς γλάρους νά 'ρχονται. ' Ο κρωγμός τους μέ εκανε νά πεταχτώ εξαλλος άπό φόβο. " Ανοιξα τήν πόρτα, διέσχισα βολίδα τό χώλ καί τήν τραπεζαρία κι επεσα πάνω στή μάνα μου πού στεκόταν άκίνητη μπροστά στό είκονοστάσι.
«Μάνα οί γλάροι», φώναξα, «οί γλάροι». Χώδηκα στή φούστα της κι οσην ωρα μού μιλούσε δέν σήκωσα τό κεφάλι νά τή δώ.
«Μήν φοβάσαι τά πουλιά Γιανκούλη μου, δέν κάμουν αύτά κακό. Στήν πατρίδα μου ζούνε κοντά στούς άνδρώπους, στά σπίτια μας. Καδώς γυρνούνε τήν ανοιξη ερχονται κατευδείαν στίς στέγες καί χώνονται στά κερα-
51
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μίδια. Κά{}ε ζευγάρι γυρνά πάντα στό ϊδιο σπίτι, ξαναχτίζει τή φωλιά του καί κάνει δυό γλαρόπλα. Γλαρούπολη τή λένε οί ξένοι τήν Άχελώ, τόσα πολλά γλαρόνια εχει.
»Είναι οί ψυχές τών συντρόφων τού Άχιλλέα πού φρουρούν τό μνήμα του σέ μιά {}αλασσινή ράχη στό στόμα τού Δούναβη, μάς ελεγαν στό σχολείο. Πλη{}αίνοντας μέ τόν καιρό, άπλώ{}ηκαν στά γειτονικά παράλια καί σέ Όλο τόν Εϋξεινο Πόντο. Βλέπεις έδώ εχουνε τό γλαρονήσι γιά όρμητήριο. Στό γλαρονήσι φωλιάζουνε, στό γλαρονήσι γεννιούνται τά γλαρόπλα. Δέν φτιάχνουνε φωλιές στίς στέγες τού χωριού Όπως κάνουνε στήν πατρίδα μου. Γι αύτό έχτές πού ήρ{}ε τό ζευγάρι στά κεραμίδια μας μού φάνηκε σά νά ' ρ{}ε άπ' τήν Άγχίαλο. Μά 'Ιούλιο μήνα γιατί ν' άφήσουνε τή φωλιά τους καί νά ' ρ{}ούν σέ ξένο τόπο. 'Έβαλα κακό μέ τό νού μου κι άνησύχησα. Στόν ϋπνο μου εβλεπα τή βάβω σου νά φτιάχνει λαλάγκια καί μείς, παιδιά, νά τ' άρπάζουμε από τό τηγάνι καί νά τά βουτούμε στό πετμέζι' εβλεπα τόν πατέρα μου νά τρέχει κατά τούς μύλους βαστώντας τό κουπί τής βάρκας μας στό χέρι κι ετρεχα κι έγώ από κοντά νά πάω στό μοναστήρι τού ' Αγίου Γεωργίου πού καιγότανε, μά δέν μπορούσα νά κουνήσω από τή {}έση μου, οϋτε νά φωνάξω οϋτε νά μιλήσω. 'Έβλεπα στρατιώτες στά αμπέλια μας, αγριεμένους καβαλάρηδες νά φεύγουν κατά τό μοναστήρι κι ήταν, λέει, τό σπίτι αδειανό, τά λαλάγκια καμένα στό τηγάνι .. .
» Κι ήρ{}ε ό Θόδωρος καί βγήκανε τά Όνειρα αλή{}εια. Κακό μεγάλο εγινε, κακό μεγάλο. τ Ηρ{}ε στρατός κι έχάλασε τά σπίτια μας κι εφυγαν πρώτα οί γλάροι. Πάει ή Άχελώ Γιανκούλη μου, πάνε τά σπιτικά μας ...
» Μήν τά φοβάσαι τά πουλιά. 'Απ' τά κεραμίδια τού παππού σου ηρ{}ανε. Δέν είναι ξένα».
' Ο {}είος Θεόδωρος εφυγε ξημερώματα γιά τήν Άδριανούπολη. Θά πήγαινε στό ' Ελληνικό Προξενείο νά ζητήσει νά μπεί έ{}ελοντής σέ αντάρτικο σώμα Μακεδονομάχων, μού είπε ό Άριστοκλής πού κρυφάκουγε Όλη νύχτα πίσω από τήν πόρτα τής μεγάλης σάλας.
Δέν τόλμησα νά ρωτήσω τίποτα αλλο. 'Ένιω{}α πώς πρέπει νά φροντίσω τούς γλάρους πού μάς είχε στείλει ό παππούς απ' τήν Άγχίαλο. Τούς βάφτισα κιόλας. Ήταν ό Άχιλλέας καί ή Άχελώ. Τούς εβαζα κά{}ε μέρα ψωμί, τούς μιλούσα, κι ετσι, μ' αύτόν τόν τρόπο, βοη{}ούσα κι έγώ.
Τήν αλλη ανοιξη δέν γύρισαν οί γλάροι κι έγώ τούς ξέχασα. Μέσα στήν εξαψη τού ταξιδιού πού μού είχε ύποσχε{}εί ό πατέρα κι είχε φτάσει πιά ή ωρα, τίποτα αλλο δέν μ' απασχολούσε. Θά πηγαίναμε στό Κωστί, στούς , Αναστενάρηδες.
, Η αναμονή ήταν ανυπόφορη. Παιχνίδια όργάνωνα, αταξίες εκανα μπόλικες, ήσυχία δέν είχα, μά ό ηλιος εμοιαζε σάν νά είχε ξεχάσει νά δύσει.
52
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Ατέλειωτες οί μαγιάτικες μέρες.
Παραμονή Κωνσταντίνου καί ' Ελένης ξεκινήσαμε. Στήν πρώτη άμαξα ήταν ή μάνα μας μέ τά κορίτσια. 'Ακολου1'10ύσαν οί άμαξες τού Δανιηλίδη, τού Κωνσταντινίδη καί τού Γερακόπουλου. Κατόπιν ερχονταν οί άραμπάδες φορτωμένοι μέ τίς πολυμελείς οίκογένειες αλλων συγχωριανών. Μπροστά πήγαινε ό πατέρας. Μέ είχε πάρει μαζί του στ ' αλογο νά μού δείξει τά δάση τού Παππιά. Σέ λίγο άφήσαμε πίσω τό καραβάνι καί χω{}ήκαμε στά κρυφά μονοπάτια.
Ψηλές λευκόκορμες όξυές, καστανιές καί σημύδες, πυκνά φυλλώματα, λαγοί κρυμμένοι στίς μισοφωτισμένες λόχμες, σκίουροι στά σύδεντρα, νυφίτσες μέσα στούς 1'1άμνους, πηγές, ρυάκια, τρεχούμενα νερά παντού.
τ Ηχοι μακρινοί, Μρυβοι παράξενοι, κρότοι άνεπαίσ{}ήτοι. Σ' ενα ξέφωτο τό αλογο τινάχτηκε. 'Ακούστηκε μιά τουφεκιά κι ϋστε
ρα αλλη κι αλλη. « ' Ησυχα ' Ηρακλή», είπε ό πατέρας χα'ίδεύοντας τόν λαιμό τού ζώου. Μά κα1'1ώς έσκυψε, ακουσε τούς χτύπους τής καρδιάς μου καί γέλασε μέ τήν ψυχή του. «Είναι οί ύλοτόμοι μας Γιάνκο, οί Κωστιανοί καί οί Μπροντιβιώτες, ούδείς φόβος. Ξυλεύουν τάς δρύς».
Διασχίσαμε τό δάσος πού άντιλαλούσε άπό τόν ξερό κρότο τών τσεκουριών καί στα{}ήκαμε νά έπι1'1εωρήσουμε τό έργοτάξιο." Οσην ωρα μιλούσε ό πατέρας μέ τόν άρχιεργάτη μας μάζευα μανιτάρια' όταν ήρ1'1ε ή ωρα γιά νά ξεκινήσουμε, τά εχωσα στίς τσέπες μου καί φύγαμε καλπάζοντας γιά νά προλάβουμε τήν πομπή έξω άπό τό Κωστί. Έλάφια πού μού ' λεγε ή μάνα μου δέν είδα, μά 1'1ά ρωτούσα τώρα στό χωριό.
Οί Κωστιανοί, είδοποιημένοι ότι καταφ1'1άνει ή οίκογένεια τού μεγάλου άφεντικού άπό τό Βασιλικό, είχαν βγεί όλοι στήν έίσοδο τού χωριού γιά τήν ύποδοχή. Μόλις φάνηκε ή πρώτη άμαξα αρχισε ή γκά'ίντα καί τό τουμπελέκι. 'Ύστερα μάς πήρανε στά σπίτια τους νά ξαποστάσουμε άπό τόν δρόμο, κι άπό κονάκι σέ κονάκι γυρίσαμε όλο τό χωριό.
Μετά τήν έκκλησία ξεκινήσαμε γιά τό ' Αγίασμα τού ' Αγίου Παντελεήμονα. Έκεί 1'1ά γινότανε τό πανηγύρι. ' Ο πατέρας είχε στείλει πεσκέσι εξι άρνιά, οί Μπροντιβιώτες είχαν βάλει τά κατσίκια, οί Κωστιανοί τό κουρμπάνι - ενα ασπρο μοσχάρι - τό κρασί, τό ρακί καί τή φιλοξενία.
Μόλις ροδοκοκκίνισαν τά σφαχτά στίς σούβλες, αρχισε τό φαγοπότι. Τό τουμπελέκι δυνάμωσε. Οί νέοι τού χωριού σηκώ1'1ηκαν, χαλάσανε τίς 1'1ράκες, φέρανε φτιαριές άναμμένα κάρβουνα κι άρχίσανε νά στρώνουν μ' αύτά εναν πυρακτωμένο δρόμο. Μιά γερόντισσα πετάχτηκε πάνω. 'Έβγαλε μιά κραυγή σάν άγριεμένο αλογο καί χτυπώντας χέρια-πόδια, άργά καί
53
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ρυδμικά, εφερε βόλτα γύρω-γύρω τή φωτιά. Ίήν άκολούδησαν πέντε-εξι γυναίκες. Σήκωναν τό κεφάλι τους στόν ούρανό, εσερναν τήν κραυγή σάν δυνατό χλιμίντρισμα καί τραγουδούσαν «6 Κωνσταντίνος 6 μικρός, 6 μικροκωνσταντίνος». Ίό τουμπελέκι δυνάμωνε. Κάδε τόσο τιναζόταν κι ενας ξυλοκόπος από τήν παρέα μας κι εμπαινε στόν κύκλο. «Δώδεκα δίπλες 6 χορός, δεκαοκτώ παλαίστρες».
Σέ μιά στιγμή τά πάντα σταμάτησαν. Άπό τή σπηλιά τού < Αγίου Παντελεήμονα βγήκε 6 μεγάλος Άναστενάρης μέ τήν είκόνα τού < Αγίου Κωνσταντίνου στά χέρια. Ίόν ακολουδούσαν καμιά είκοσαριά αντρες πού βαστούσαν τίς είκόνες ψηλά σάν έξαπτέρυγα. < Η συνοδεία εφτασε στόν πυρωμένο δρόμο κι 6 κύκλος ανοιξε. < Η γερόντισσα εσυρε πάλι τήν αλογίσια κραυγή της. < Η γκά'ίντα καί τό τουμπελέκι ξανάρχισαν. Μέ τό δπλο στήν πλάτη καί τήν είκόνα ψηλά πάτησε τά αναμμένα κάρβουνα 6 μεγάλος Άναστενάρης. Χορεύοντας ξυπόλυτος πάνω στή φωτιά εφτασε ως τό τέλος, βγήκε καί ξαναπήρε τό δρόμο τρείς φορές.
«Πήρεν 6 λύκος τό παιδί, πήρεν τόν Κωνσταντή μας» τραγουδούσαν γύρω οί όρεσίβιοι !<αί κάδε τόσο εσερναν μιά φωνή σάν αγέλη αλόγων. Μόλις τρίτωσε τόν δρόμο 6 Κωνσταντής, πήρε ή γερόντισσα τήν είκόνα. Πέταξε τά ύποδήματά της καί μπήκε στή φωτιά. «Νύχτα σελλώνει τ' αλογο, νύχτα τό καλιγώνει» κι ενας-ενας εμπαιναν οί πυροβάτες στά κάρβουνα. Κάδε τόσο, δυό χωριανοί αδειάζανε μ' ενα φτιάρι κόκκινο κάρβουνο καφτό και φούντωνε πάλι 6 δρόμος. «Κλαίαν τά δάση κλαίγαν ' το, κλαίαν το κι οί βρυσούλες». " Οσοι δέν κρατούσαν είκόνες είχαν ψηλά τό δεξί χέρι καί τό κουνούσαν αργά σάν νά χαιρετούσανε τόν "Αγιο πού βλέπανε μπροστά τους.
Ίρείς νύχτες κράτησε τό αναστενάρικο πανηγύρι. 'Ανήμερα τού < Αγιού ήρδε κόσμος πολύς απ' τά γύρω χωριά. Ίήν έπομένη πήγαμε δλοι στή σπηλιά τού < Αγίου Παντελεήμονα. 'Έγινε λειτουργία, σφαλίσανε τίς είκόνες καί φύγαμε. Γιά τά ελάφια δέν μπόρεσα νά μάδω πολλά πράγματα. Μόνον πώς παλιά, οί Άναστενάρηδες, αντί μοσχάρι, δυσιάζανε έλάφι. Κατέβαινε αύτό μόνο του από τό δάσος, επινε νερό καί περίμενε. Μά μιά χρονιά βιαστήκανε. Ίό αρπαξαν πρίν ξαποστάσει' τό σταυρώσανε καί τό εβαλαν στό μαχαίρι. Άπό τότε λάφι δέν ξαναφάνηκε. 'Έτσι οί Κωστιανοί κάδε χρόνο όνο ματίζουν ενα μοσχάρι τού γάλακτος, τό αφήνουνε λέφτερο νά βοσκήσει καί τόν αλλο χρόνο τό βάνουνε κουρμπάνι, δυσία δηλαδή.
'Έμαδα ακόμα δτι πατούνε κάρβουνα καί τό καταχείμωνο, τού < Αγίου , Αδανασίου, μέσα στό χωριό μπροστά στό κονάκι τού μεγάλου ' Αναστενάρη. Μά κείνον τόν καιρό είναι οί δρόμοι κλειστοί από τό χιόνι. Κανείς δέν μπορεί νά περάσει τό δάσος. Ίά αγριογούρουνα ανοίγουν τρύπες ως εξω
54
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
άπό τό χωριό καί οί λύκοι παραφυλάνε τά πρώτα σπίτια. Τό Κωστί καί τό Μπρόντιβο άπομονώνονται γιά μήνες.
"Οταν τέλειωναν τό φδινόπωρο οί γεωργικές έργασίες, άφήναμε έλεύδερα τ' άλογα τής δουλειάς νά γυρίσουνε στά δάση τού πατέρα. 'Έφτιαχναν τότε αύτά ενα «χαργκελέ», μιάν άγέλη, μέ άρχηγό τό πιό δυνατό κι εξυπνο άλογο καί ζούσαν στόν Παππιά δλο τό χειμώνα. Μά ό χειμώνας τού ' 9 ή τού ' 1 0, δέν δυμούμαι, επεσε βαρύς στά μέρη μας . . Η Στράντζα όλόκληρη άποκόπηκε άπό τόν ύπόλοιπο κόσμο κι εγιναν ναυάγια πολλά στά νερά μας. Ξένος δέν φάνηκε στό Βασιλικό, ούτε άπό στεριά ούτε άπό δάλασσα. Βγήκανε λύκοι τότε στό βουνό καί κατεβαίνανε πεινασμένοι ως τά καμποχώραφά μας. Μιά παγερή νύχτα επεσαν νά κατασπαράξουνε τά άλογα. Αύτά πήραν δρόμο. Οί λύκοι στό κατόπι τους. "Αφησαν τό βουνό καί κατηφόρισαν στό χωριό. " Οταν εφτασαν στήν παραλία σχημάτισαν ενα μεγάλο κύκλο. Τά κεφάλια πρός τά μέσα καί τά πισινά πόδια πρός τά εξω. 'Όταν οί λύκοι πλησίαζαν, τ' άλογα κλωτσούσαν στόν άέρα. Κανείς δέν μπόρεσε νά σπάσει τόν κλοιό. ' Η άμυνα κράτησε ως τό πρωί πού τό χωριό μαζεύτηκε στήν άμμουδιά νά δαυμάσει τή λογική τών ζώων.
«' Η ίσχύς έν τη ένώσει» ελεγε καί ξανάλεγε δλη τήν ήμέρα ό πατέρας. «Τό τέχνασμα τών τετραπόδων έπέτυχεν διά νά μάς ένδυμίσει τό σοφόν ρητόν» είπε, δταν καδίσαμε νά δειπνήσουμε, καί μάς κοιτούσε εναν-εναν στά μάτια.
Ε'ίχαμε μείνει έννιά παιδιά, οί άλλοι τρείς σπουδάζανε στήν Πόλη. ' Ο τέταρτος πού είχε σειρά ήμουν έγώ. Κρυφοστενοχωριόταν ή μάνα μά δέν τό όμολογούσε σέ κανέναν. Μόνον δταν άνοιγε τά σαράντα φύλλα γιά τόν πασχαλινό μπακλαβά τή χρονιά πού δά τελείωνα τό δημοτικό, σκούπισε τά χέρια της στήν άσπρη της ποδιά, πέρασε τά δάχτυλά της στά μαλλιά μου καί είπε: «Θά γράφεις, άγόρι μου, στή μάνα σου κανένα γραμματάκι; Θά μού λείψεις καί σύ καί οί άταξίες σου, λωλόπαιδο».
55
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή Έλληνική Έκκλησία στό Βουκουρέστι, «Ιωνικού ρυθμού»,
δωρεά Παναγή Χαροκόπου (φωτ. Φεβρ. 1987).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Όλη ή Μαύρη Θάλασσα εστελνε τά παιδιά της νά σπουδάσουν ε στήν Πόλη. Κι σχι μόνο μεγαλέμποροι, βιομήχανοι, εφοπλιστές καί κτηματίες, μά καί μικροεισοδηματίες, τεχνίτες καί ύπάλληλοι, άκόμα κι αν{}ρωποι πού δούλευαν τή γη καί τή δάλασσα, οίκογένειες πού δέν είχαν μεγάλο περίσσευμα, εκαναν ό,τι μπορούσαν γιά νά στείλουν ενα τουλάχιστο παιδί στήν πρωτεύουσα. Ν ά μάδει γράμματα -λογιστικά, δεολογία, ξένες γλώσσεςκυρίως όμως νά μάδει καλά τά ελληνικά, «νά γίνει αν{}ρωπος». Φάροι της ελληνικης παιδείας γιά τόν ύπόδουλο καί τόν άπόδημο ελληνισμό ήταν ή Μεγάλη τού Γένους Σχολή καί ή Θεολογική Σχολή της Χάλκης γιά τά άγόρια, τό Ζάππειο γιά τά κορίτσια. Σ' αύτά τά λαμπρά εκπαιδευτικά ίδρύματα ήδελαν όλοι νά στείλουν τά παιδιά τους. " Αν δέν τά κατάφερναν, ύπηρχαν δεκάδες αλλα καλά σχολεία. Συγγενείς, συνέταιροι, εμπορικοί άντιπρόσωποι καί συντοπίτες εγκατεστημένοι στήν Πόλη άναλάμβαναν νά φιλοξενήσουν τούς μαδητές, νά φροντίσουν τήν άγωγή τους, νά παρακολουδήσουν τήν πρόοδό τους, ενώ οί οίκότροφοι στίς σχολές είχαν πάντα κάποιον κηδεμόνα Πολίτη, ό όποίος είχε τήν εύδύνη τού παιδιού άπέναντι στό σχολείο καί στούς γονείς.
Κάδε Σεπτέμβριο, στά μεγάλα μαυροδαλασσίτικα λιμάνια, ή συνηδισμένη κίνηση αλλαζε γιά λίγο σψη κι άποκτούσε ενα τελείως ίδιαίτερο χρώμα. Γέμιζαν παιδομάνι οί άποβάδρες. Συνοφρυωμένα κοριτσάκια καδισμένα πάνω σέ πελώρια μπαούλα, χοντρές νταντάδες μέ μούρες κόκκινες άπό τό κλάμα, καπελίνα, βέλα κι όμπρελίνα, παρισινά φορέματα κι άρώματα, κυρίες της ύψηλης κοινωνίας, άμούστακοι εφηβοι, αμαξες φορτωμένες κομψές άποσκευές, νεαρές δεσποινίδες άκουμπούν τίς καπελιέρες δίπλα στούς σάκκους καί τρέχουν νά συναντήσουν παλιές φιλενάδες, ατεγκτοι πατεράδες μέ ύφος βλοσυρό επαναλαμβάνουν τίς τελευταίες όδηγίες παραδίδοντας χαρτιά , διαβατήρια κι άτμοπλο·ίκά είσιτήρια, φτωχοί αν{}ρωποι συνοδεύουν τόν γιό ώς τή σκόλα βουβοί κι άμήχανοι, γέλια, κλάματα, άγκαλιές, φιλιά, ύποσχέσεις, καινούριες γνωριμίες -δειλές οί πρώτες κουβέντες- φόβοι πού μεγαλώνουν όσο πλησιάζει ή ώρα της άναχώρησης, δαντελλένια μαντηλάκια, εύχές, κρεμασμένα τά παιδιά στήν κουπα-
57
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στή, οί συγγενείς στήν άποβάδρα γίνονται μιά σκουρόχρωμη μάζα, ή «σκάλα τού Ποτέμκιν» μαυρίζει κι οί φυλλωσιές δέν ξεχωρίζουν πιά, ή προκυμαία μικραίνει, οί τρούλλοι χάνονται, μιά κουκίδα μένει πίσω. 'Οδησσός, Σεβαστούπολις, Κωνστάντζα, Βάρνα. Ροστόβ, Κέρτς, Ν οβορωσίσκ, Σοκού
μι, Μπατούμι, Τραπεζούντα, Βόσπορος. Τά σχολιαρούδια, πού μόλις είχαν τελειώσει τό δημοτικό σχολειό τής κοινότητας, πρωτογνωρίζουν τώρα τόν κόσμο πού τά περιβάλλει.
Ροστάβ. Στάν κήπο τού 'Αλέξανδρου Σκαναβή, τά παιδιά του: Κάλιας, Βέρα, Λ ίζα, Βάνιας, Κώστια,
'Όλγα, Μίσα καί Τερέζα.
Άνδούσαν οί ελληνικές κοινότητες τών παραλίων. Μά καί στήν ενδοχώρα ύπήρχαν πλήδος όμογενείς. Τούς βυζαντινούς πρόσφυγες στίς Παραδουνάβιες . Ηγεμονίες καί στήν . Αγία Ρωσία άκολούδησαν κατά καιρούς μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα: 1453, 1 774, 1 828, 1878 ... Φαναριώτες, Μακεδόνες, Ήπειρώτες καί Μωραίτες στή Βλαχομπογδανιά' Κυκλαδίτες φυγάδες στήν Κριμαία καί στήν Άζοφική ' Χιώτες, Πόντιοι κι Άνατολίτες στόν Καύκασο, στή Γεωργία, στό Άτζερπα"ίτζάν ' Έπτανήσιοι στόν Δούναβη ' κι Όσο πιό μέσα στήν ενδοχώρα ζούσανε τόσο πιό έντονα ένιωδαν τήν άνάγκη νά φέρουν τά παιδιά τους σ ' επαφή μέ τό μητροπολιτικό κέντρο, τήν Κωνσταντινούπολη.
Μέ τραίνο άπό τά παράλια τής Κασπίας κατέφδαναν στό Μπατούμ τά παιδιά. ' Εφτά χρόνων αφησε τό Μπακού ή Ναστάζια Γεννάδη. Ό είσοδηματίας πατέρα της - φερμένος τό 1 870 άπό τόν Σκοπό τής Άνατολικής Θράκης στή χαβιαρούπολη τής Κασπίας- είχε ηδη στείλει οίκότροφες στό Ζάππειο τίς δύο fJεγαλύτερες κόρες του. Τώρα έφδασε κι ή ωρα τής εφτάχρονης μικρής νά κάμει τό μακρύ ταξίδι μαζί μέ τίς άδελφές της. Μά
58
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
έκείνες ήταν κοπέλες πιά, βρήκαν καί δυό συμμα{)ήτριες στό τραίνο καί ξέχασαν τό μικρό. Καδισμένη απέναντι στόν πατέρα της ή Ν αστάζια κοιτούσε τά δέντρα πού εφευγαν ανάποδα, τά καπνοχώραφα καί τούς σιτοβολώνες καί δέν τολμούσε οϋτε νά μιλήσει οϋτε να κλάψει.
Στήν Τιφλίδα ή συντροφιά μεγάλωσε. Έπιβιβάστηκαν άλλες δυό νεαρές δεσποινίδες, Ζαππίδες κι αύτές, ή Εύδοξώ καί ή Μαρουσώ, κόρες τού ρωσοπόντιου βαμβακέμπορα Θεόφιλου Γραμματικίδη. ' Ο πατέρας τους είχε συνεννοηδεί μέ τόν Γεννάδη νά συνοδεύσει αύτός τίς μα{)ήτριες ως τό Μπατούμ, κι από κεί δα τίς αναλαμβανε ό δειός τους ό Γρηγόρης Τηλικίδης ό όποίος δά ταξίδευε μαζί τους ως τήν Πόλη. Βαδύπλουτος ήταν αύτός ό Γραμματικίδης. Άγαπητός καί πασίγνωστος σ' όλόκληρη τή Γεωργία. Βοηδούσε Όλο τόν αγροτικό πληδυσμό τών ξεριζωμένων Ποντίων, εδινε ύποτροφίες, εκανε δωρεές γιά νά χτιστούν τετρατάξια δημοτικά σχολεία σέ χωριά καί σέ κωμοπόλεις, ένίσχυε τήν εκδοση διδακτικών βιβλίων στά έλληνικά, προσκαλούσε ίερείς καί μοναχούς από τόν Πόντο γιά να έπισκεφδούνε τίς απομακρυσμένες ρωσοποντιακές κοινότητες τού 'Αντικαυκάσου. ' Ο 'ίδιος δέν είχε γνωρίσει ποτέ τήν πατρίδα του. ' Η οίκογένειά του εφυγε από τήν Σινώπη στό διωγμό τού 1 829.
Διακόσιες χιλιαδες " Ελληνες ζούσαν στή Γεωργία, πρίν ακόμα φδάσουν τά τελευταία προσφυγικά κύματα τών Ποντίων πού έγκατέλειψαν τόν Πόντο μετ α τό 1 9 14. Οί πιό εϋποροι από αύτούς προσέφεραν πολύ χρήμα γιά νά μήν ξεχάσουν τά παιδιά τή μητρική τους γλώσσα. ' Ο Τηλικίδης, μέ τή βοήδεια τού Γραμματικίδη, 'ίδρυσε καί μονοτάξια διδασκαλεία Όπου μπορούσαν νά μετεκπαιδευτούν οί ρωσομαδείς ελληνες δάσκαλοι πού δά έπάνδρωναν τά 192 σχολεία τού Καυκάσου. 'Έλειπαν Όμως τά γυμνάσια' γι αύτό κι Όποιος μπορούσε εστελνε τα παιδιά του στήν 'Οδησσό, στήν Τραπεζούντα, στήν Πόλη.
Σάν τα σαράντα ποτάμια πού χύνονται στή Μαύρη Θάλασσα κατέφδαναν τά ' Ελληνόπουλα τής ένδοχώρας στά λιμάνια γιά νά έπιβιβαστούν στά ατμόπλοια. Οί Καυκάσιοι τά κατέβαζαν στό Ν οβορωσίσκ. Οί Μαριοπολίτες τά πήγαιναν μέ καίκια ως τό Κέρτς Βραίλα, Γαλάτσι, Ίσμαηλία κατέβαιναν μέ σλέπια καί μέ ρυμουλκά τόν Δούναβη.
Έκείνον τόν Σεπτέμβριο τού 1 9 1 0 ή απόδημη αριστοκρατία βρήκε τήν εύκαιρία, συνοδεύοντας τούς γόνους της πού δά εφευγαν μέ τά βαπόρια, νά έπισκεφδεί τή Διεδνή 'Έκδεση Ζωγραφικής στήν 'Οδησσό. ' Η συμμετοχή τού Kandinsky μέ πενήντα τρία εργα στήν 'Έκδεση, αλλά καί ό πρώτος έλληνικός γερανός στον Δούναβη (τό « ' Ανδρος» πού είχε ναυπηγηδεί στήν Άγγλία τήν 'ίδια χρονιά καί ανήκε στούς Έμπειρίκους τής Βραίλας),
59
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καδώς καί τό καπέλο μέ τό όποίο έμφανίστηκε ή κυρία Χρυσοβελόνη στήν 'Όπερα - αλλοι τό βρήκαν προκλητικό κι αλλοι άπλώς κακού γού,στου -ήταν τά κύρια δέματα τών συζητήσεων στίς άπογευματινές βόλτες στό βουλεβάρτο τής 'Οδησσού καί στό C1ub Anglais τά βράδυα.
'Ένα πουγγί χρυσές λίρες εδωσε ό σιτηρέμπορος Καλαντζής άπό τή Χερσώνα στόν καπετάνιο τού «Εύγένιος Όνέγιν» κι αύτός δά τό παρέδιδε, μαζί μέ τά πέντε Καλαντζάκια, στόν δείο τών παιδιών γιά τά εξοδα τής διαμονής τους στήν Πόλη στή διάρκεια τής σχολικής χρονιάς. ' Ο καπετάνιος κρατούσε λογαριασμό στό ήμερολόγιό του: Μιά βαλίτσα ρούβλια άπό τόν Πάτροκλο Ίωαννίδη γιά τόν Χρυσόστομο Ποιμενίδη. Δέκα χρυσές λίρες άπό τόν 'Ανδρέα Ζαχάρωφ γιά τόν Θεμιστοκλή Δέρβο. Δέκα χρυσές λίρες καί μιά άσημένια καντήλα άπό τή χήρα Καντακουζηνού γιά τόν άδελφό της, τόν μητροπολίτη Δέρκων. Ίό καράβι ήταν πιά ετοιμο νά ξεκινήσει. - Ίρείς σειρές δέντρα στή μεγάλη άλέα τής προκυμαίας τής Όντέσσα, αύτό είναι τό μόνο πού δυμούμαι άπό έκείνες τίς δρυλικές άναχωρήσεις, λέει ή Καλλιρόη Γκρίνκωφ άπό τό Νικολά'ίεφ. -Μόλις φτάναμε στό μεγάλο μπουλβάρ κι άκούγαμε τά αλογα νά τρέχουν πάνω στόν σανιδένιο δρόμο, ήταν ή στιγμή γιά τό έτήσιο λογίδριο τού πατέρα, δυμάται ό Κόλιας Κατσώνης άπό τήν Μπαλακλάβα. Ίό λογίδριο άφορούσε τούς προγόνους μας, πού είχαν βρεί καταφύγιο στήν Ρωσία έπί Αίκατερίνης τής Μεγάλης, μετά τά Όρλωφικά. Βλέπεις, φέραμε τό τιμημένο δνομα τού Κατσώνη κι επρεπε νά τού μοιάσουμε. ' Ο μεγάλος μου άδελφός ήταν ό Λάμπρος ό τέταρτος.
Στό μικρό λιμάνι τού Βασιλικού, στά σύνορα τής Όδωμανικής Αύτοκρατορίας μέ τή Βουλγαρία, ό Γιάνκος Δανιηλόπουλος μπαρκάρισε σέ ενα ίστιοφόρο πού φόρτωσε μιά παρτίδα ξυλοκάρβουνο τού πατέρα του κι εφυγε γιά τή Μεγάλη τού Γένους Σχολή. 'Ήτανε τό τέταρτο άγόρι τού προύχοντα πού πήγαινε νά σπουδάΟ'ει στήν πρωτεύουσα. Μέ τό 'ίδιο καίκι εφυγαν ό Θόδωρος κι ό Άριστοκλής, πού φοιτούσαν ηδη στή Μεγάλη τού Γένους Σχολή, κι ό Παναγιώτης, πρωτοετής τής Νομικής στό Όδωμανικό Πανεπιστή μιο.
Πανσπερμία μαυροδαλασσίτικη λοιπόν στήν πόλη τού Βοσπόρου. Νά μάδουν τά πα(διά γράμματα, νά γίνουν ανδρωποι.
Ίόν Σεπτέμβριο τού 1 9 10 ό Γιάνκος είχε μόλις κλείσει τά εντεκά του χρόνια.
60
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ή Μεγάλη τού Γένους Σχολή στό Φανάρι (φωτ. Μάϊος 1985) .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στό Φανάρι
Φτάνοντας στήν Κωνσταντινούπολη δλα μού φανήκανε μεγάλα, πιό μεγάλα άπ' δτι μού τά είχε περιγράΨει ό ' Αριστοκλής. Μά δταν μπήκαμε στή βάρκα γιά νά άνεβούμε τόν Κεράτιο καί φάνηκε άριστερά στό λόφο ό τρούλλος τού άστεροσκοπείου τής Σχολής μας, νόμιζα πώς είδα τήν Άγιά Σοφιά. «Σάν άετός μ' άνοιγμένα τά φτερά πάνω άπό τό Φανάρι», έλεγε ό , Αριστοκλής πώς είναι ή Σχολή. «Κόκκινο τούβλο κι ασπρες μαρμάρινες διακοσμήσεις, σά βυζαντινό παλάτι.» Μά τέτοια όμορφιά δέν μπορούσα νά βάλω μέ τό νού μου. Σφίχτηκα γιά νά μήν κλάψω καί μέ δούνε τά άδέλφια μου:Ένιωσα ύπερηφάνεια κι εναν άκαΜριστο φόβο. Θυμήδηκα τή μάνα μου. 'Ύστερα ύποσχέδηκα στόν έαυτό μου δτι δά βάλω δλα μου τά δυνατά γιά νά τά καταφέρω.
Τέσσερεις όρόφους είχε ή Σχολή. Τά γυμναστήρια καί οί α'ίδουσες μουσικής στό ίσόγειο. Τά γραφεία, ή αϊδουσα τελετών κι έκδέσεων, καί οί τελευταίες τάξεις στόν πρώτο δροφο. Οί πιό μικροί ε'ίμαστε στόν δεύτερο.
, Η κάδε τάξη είχε πέντε-εξι φαρδιά σκαλοπάτια. Κάδε σκαλοπάτι είχε εξι διπλά δρανία. Τό άμφιδέατρο τής φυσικής, τά έργαστήρια, τό άνδρωπολογικό μουσείο, ή βοτανική συλλογή καί ή βιβλιοδήκη ητανε στόν τρίτο δροφο. Στόν 'ίδιο δροφο βρισκόταν τό Διδασκαλείο καί ή πρώτη Πανεπιστημιακή. Μέ μιά στενή σκάλα άνέβαινες άπό κεί στό άστεροσκοπείο.
, Η δεία Μαρία ή Σγουρδαίου πού μας φιλοξενούσε έμενε κοντά στή Σχολή, στή γειτονιά τού Χριστού Άντιφωνήτη. 'Ήτανε χήρα μέ τρία παιδιά. ' Ο Φραγκίσκος άκολούδησε τό έπάγγελμα τού πατέρα του κι έγινε καπετάνιος. 'Ερχόταν σπάνια στήν Πόλη. ' Ο Νίκος ητανε συμμαδητής τού άδελφού μου τού Θόδωρου, στήν 'ίδια τάξη, στό 'ίδιο δρανίο. ' Η 'Αδηνά πήγαινε στό Ίωακείμειο Παρδεναγωγείο δίπλα στή Σχολή μας. Δυό τά δικά της καί τέσσερα τ' άνήψια, εξι παιδιά έφερνε βόλτα ή δεία Μαρία. Δέν έβγαινε ποτέ άπό τό σπίτι. Δηλαδή έβγαινε, άφού πήγαινε γιά ψώνια, μά ποτέ δέν γυρίσαμε νά βρούμε τό Σγουρδέ'ίκο άδειανό. Τά γεμιστά καί
οί καψαλιασμένες μελιτζάνες μάς πιάνανε άπό τή στροφή τού δρόμου. Τρία-τρία άνέβαινα τά σκαλιά. 'Όταν έρχόταν ή σειρά μου γιά τήν προσευχή, τήν έλεγα μέ μιάν άνάσα.
63
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"Αγια γυναίκα ήταν ή δεία Μαρία. Στό σπίτι της πέρασα δυό δμορφα χρόνια. Μέ βοηδούσε καί στά μαδήματα, Ιδίως στά άρχαία καί στά γαλλικά, μιά κι ηξερε όλους τούς κανόνες τής γραμματικής άπ ' εξω καί μού τούς ελεγε τραγουδιστά γιά νά μού εντυπωδούν καλύτερα. Μά μέσα στά πολλά καλά της είχε κι ενα ελάττωμα. 'Ήτανε πολύ δρήσκα κι άπό τότε πού εχασε τόν άντρα της μοναδική της εξοδος εγινε ή εκκλησία. Τίς Κυριακές μάς επαιρνε μέ τό στανιό. Ούτε ό Παναγιώτης δέν τής γλύτωνε. 'Έχω διάβασμα, τής ελεγε, διαγώνισμα στό Άστικό, άσε με δειά μου νά χαρείς. Μά ή καλή Φαναριώτισσα ήταν άνυποχώρητη. Θά ξαλεγράρει τό μυαλό σου, Παναγιώτη μου, στήν εκκλησία. Θά σέ φωτίσει ή χάρη Του. Κανείς δέν μπορούσε νά τής χαλάσει τό χατήρι. Μόνον ό κουνιάδος της -ό ξακουστός γιατρός Σγουρδαίος - τής εβαζε τίς φωνές, όταν ερχόταν, άραιά καί πού, γιά τό κυριακάτικο τσάι. Τήν παρότρυνε νά βγαίνει, κι εκείνη, σιάζοντας τά φλιτζάνια στό δίσκο, άπαντούσε χαμηλόφωνα μέ ύφος άπολογητικό: «μέ εξι παιδιά παλεύω καλέ μου, γιά βεγγέρες καί κοζερί δέν μού μένει καιρός».
Έκείνο τό πρώτο φδινόπωρο στήν Πόλη, ενα βράδυ, κατά τή μία, ξύπνησα άπό κάτι άγριους δορύβους στό δρόμο. Σάν νά πέφτανε πέτρες πάνω σέ σίδερα. «Μπαλαταντά γιανκίν βάρ», άκουσα μιά βροντερή φωνή, «Μπαλαταντά γιανκίν βάρ», μά εγώ δέν είχα άκόμα μάδει τουρκικά καί δέν μπορούσα νά καταλάβω. Σκουντώ τόν Άριστοκλή πού κοιμόταν πλάι μου. Μή φοβάσαι, μού λέει, δέν είναι τίποτα. 'Έπιασε φωτιά στή συνοικία τού Μπαλατά κι ό ντελάλης εΙδοποιεί τόν κόσμο, άν εχει κανείς μαγαζί εκεί, νά πάει νά βοηδήσει τούς τουλουμπατζήδες νά σβήσουνε τή φωτιά. Κοιμήσου δέν είναι φόβος. Θά άκούς συχνά τέτοια. Έδώ τά περισσότερα σπίτια είναι ξύλινα καί καίγονται όλόκληρα τετράγωνα.
Τήν άλλη μέρα ξεκινήσαμε μέ τή δεία Μαρία γιά τό Μπαλατά. Έκείνη ηδελε νά παρακολουδήσει τόν έσπερινό στό < Αγίασμα τής Παναγίας τών Βλαχερνών, εγώ ηδελα νά δώ τά καμένα.
Πήραμε τό δρόμο κατά μήκος τού Κεράτιου κόλπου. Κάδε λίγο καί λιγάκι ή δειά μου σταυροκοπιότανε μά εγώ δέν εβλεπα πουδενά εκκλησία. Μόνο κάτι πελώρια παλιά σπίτια εβλεπα, σπίτια πού φράζανε τή δέα τού δρόμου πρός τή δάλασσα. « Εδώ Γιάνκο είναι τό Μετόχι τού Παναγίου Τάφου - ή διαμονή τού Πατριάρχη < Ιεροσολύμων - κι εδώ είναι τό Μετόχι τής < Αγίας ΑΙκατερίνης τού Σινά - ή διαμονή τού Πατριάρχη Άλεξανδρείας. Αύτή είναι ή εκκλησία τής Βουλγαρικής Έξαρχίας τήν εφτιαξαν οί Βούλγαροι, όταν άποσκίρτησαν άπό τό Πατριαρχείο μας. Νά τά καμένα. Γιά δές ζημιά. Πάνε τά ξυλουργεία. < Αμαρτία, φτωχοί άνδρωποι. Έδώ είναι τού Μπαλατά. Τό είπαν ετσι οί Τούρκοι, γιατί μέχρι εδώ
64
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
εφταναν τά παλάτια τών Παλαιολόγων». "Αφησα τή δεία μου στήν ε'ίσοδο τής Βλαχερνίτισσας καί πέρασα άπέ
ναντι τό δρόμο νά δώ τό καμένο ναυπηγείο. Είχε άρπάξει τό ροκανίδι καί λαμπάδιασε ό τόπος ωσπου νά φτάσουν οί τουλουμπατζήδες. Δυό μεγάλες βάρκες, άπ' αύτές πού εκαμαν τή συγκοινωνία στόν Κεράτιο, στέκονταν καψαλιασμένες στό κέντρο τής αύλής.
-Εύτυχώς πού δέν ε'ίχαμε προλάβει νά βάλουμε στά σκαριά τή βάρκα τού Χρηστάκη-εφέντη, κυρά Μαρία, είπε ό Ιδιοκτήτης στή δεία μου πού ήρδε νά μέ γυρέψει μετά τή λειτουργία. Χρυσή δά τήν πληρώναμε.
-' Η χάρη Της σέ φύλαξε μάστρο-Νικολή, τά ΕΙσόδια είναι σήμερα, νά άνάψεις λαμπάδα στό Άγίασμα, τόν προέτρεψε εκείνη.
Μόλις κλείσανε τά σχολεία γιά Χρ ιστούγεννα φύγαμε γιά τό Βασιλικό. Μόνον ό Παναγιώτης εμεινε στήν Πόλη, γιατί ήταν άδύνατον, Ισχυριζόταν, νά διαβάσει στό χωριό. Τού ξεσήκωναν τό μυαλό τά ψαρέματα. « 'Ο Παναγιώτης εχει άναγάγει τήν ψαρικήν εΙς επιστήμην» ελεγε ό πατέρας. Ψαρέματα δίχως τόν Παναγιώτη λοιπόν, βόλτες μέ τ' άλογα στά κτήματα κι άτέλειωτες ώρες μέ τόν Δανιήλ στήν τραπεζαρία νά βρίσκουμε ρίζες καί παράγωγα λέξεων - σ' αύτά ήταν άσυναγώνιστος ό μεγάλος μου άδελφός. " Οταν ήρδε ή μέρα τού γυρισμού, συνειδητοποίησα δτι δέν είχα άνοίξει βιβλίο.
Μ ' ενα σφίξιμο στό στομάχι μπήκα στήν τάξη. Θά 'δελα νά είμαι άόρατος μά καδώς φαίνεται είχα ψηλώσει κι άλλο κι εβγαινε τό κεφάλι μου πάνω άπ' δλα τά κεφάλια. 'Αλλιώς δέν εξηγείται πώς, μόλις κάδισε στήν εδρα, ό κύριος 'Αφεντόπουλος κάρφωσε τά μάτια του πάνω μου κι είπε χαμογελώντας : «Σή μερα δά άρχίσουμε μέ εσάς, κύριε Δανιηλόπουλε. Πάρτε τό βιβλίο σας παρακαλώ κι ελάτε».
Παίρνω τό άνοιχτό βιβλίο πού μού σπρώχνει στό 'δρανίο ό Γρηγόρης. Είμαι τελείως άπροετοίμαστος. Τρέμουν τά γόνατά μου, τό φυλλοκάρδι μου, ή φωνή μου.
-Στρά ... βωνος Γεω ... γρα .. . φικών, Βιβλίον Ε ... εβδομον, κεφφφάλαιον εκτον. «'Έστιν ούν άπό τού ίερού στόματος τού 'Ίστρου εν δεξι� εχοντι τήν συνεχή παραλίαν, 'Ίστρος πολίχνιον ... είτα Κάλλατις . Ηρακλεωτών άποικος είτ' Άπολλωνία άποικος Μιλησίων ... είτ' Άγχιάλη, πολίχνιον Άπολλωνιατών ... Αί δέ Κυ ... Κυανέαι πρός τφ στόματι τού Πόντου εΙσί "δύο νησίδια, τό μέν τη Εύρώπη προσεχές, τό δέ τη 'Ασίςι πο . . . πορδμφ ... »
-Πιό δυνατά παρακαλώ, κύριε Δανιηλόπουλε, οί συμμα'δηταί σας στό βάδος δέν σάς άκούν.
65
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
-Μάλιστα κύριε ... «είς οϋς έμπίπτουσα ή πηλαμύς, άλίσκεται ραδίως, διά τε τό πλήδος αύτής καί τήν βίαν τού συνελαύνοντος (ιού . .. Γεννάται μέν ούν τό ζώον έν τοίς ελεσι τής Μαιώτιδος . .. έκπίπτει διά τού στόματος άγεληδόν, καί φέρεται παρά τήν Άσιανήν μέχρι Τραπεζούντος καί Φαρνακίας . .. είς δέ Σινώπην προ'ίούσα, ώραιοτέρα πρός τε τήν {)ήραν καί τήν ταριχείαν έστίν».
- ' Αρκετά κύριε Δανιηλόπουλε, εύχαριστώ. Θά δέλατε τώρα νά προχωρήσετε στή μετάφραση τού κειμένου ; Έλπίζω ότι δέν τό βλέπετε γιά πρώτη φορά - διότι περί παλαμίδος πρόκειται - λέει μέ διαολεμένο κέφι ό 'Αφεντόπουλος, ένώ έγώ προσπαδώ νά ψελλίσω κάποια δικαιολογία.
-Πού περάσατε τά Χριστούγεννα, κύριε Δανιηλόπουλε; -Στήν πατρίδα μου, κύρ,ιε κα{)ηγητά. -' Η όποία βρίσκεται στήν δρακικήν παραλίαν κοντά στήν 'Απολλω-
νία, νομίζω, κύριε Δανιηλόπουλε, τήν άποικία τών Μιλησίων, όπως μάς πληροφορεί τό κείμενο πού μόλις διαβάσατε.
-Μάλιστα, μουρμουρίζω, χωρίς νά άντιλαμβάνομαι τόν λόγο γιά τόν όποίο οί συμμα{)ητές μου κρυφογελούν.
-Καί είμαι σίγουρος ότι άσχοληδήκατε μέ τό ψάρεμα στή διάρκεια τών έορτών. ' Η παλαμίδα τής πατρίδας σας είναι φημισμένη.
' Η τάξη ξεσπάει σέ γέλια. -Καί μέ τί μέσον γυρίσατε στήν Κωνσταντινούπολη; -Μ' ενα ίταλικό μπάρκο, κύριε. -Θά ξέρετε τότε νά μάς πείτε ποιές είναι οί Κυανές, τά νησίδια αύτά
πού άναφέρει ό Στράβων. -Κύριε κα{)ηγητά, δέν εχω μελετήσει τό μά{)ημα. -Δέν πειράζει άγαπητέ, σείς ξεύρετε καλύτερα άπό τόν καδένα τό
δέμα, δέν χρειαζότανε μελέτη, μιά άνάγνωση μόνο. Κύριε ' Ηρακλείδη, μπορείτε νά μάς βοη{)ήσετε;
-Οί Κυανές είναι οί Συμπληγάδες στήν έίσοδο τής Μαύρης Θάλασσας, κύριε κα{)ηγητά.
-Τίς εχετε δεί ποτέ τίς Συπληγάδες έσείς; -Μάλιστα κύριε, είναι έκεί πού κόβει ταχύτητα τό πλοίο γιά νά ερδει
τό ρυμουλκό μέ τόν πλοηγό νά τό περάσει άπό τόν Βόσπορο. - ' Από πού κατάγεσδε, κύριε ' Ηρακλείδη; - ' Από τήν Κωνστάντζα, κύριε, τήν άρχαία Τόμι. -Καί μήπως γνωρίζετε πώς όνομάστηκε Κωνστάντζα ή Τόμις; - ' Από τήν άδελφή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, κύριε, τήν Κωνσταν-
τιάνα. -Ποιές αλλες έλληνικές άποικίες στή Ρουμανία άναφέρει τό κείμενό
66
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μας, κύριε ' Ηρακλείδη; -Τήν 'Ίστρια, κύριε, στό δέλτα τού Δούναβη, καί τήν Κάλλατι, τά
σημερινά Μαγκάλια, στά σύνορα τής Ρουμανίας μέ τή Βουλγαρία, στή Ντομπρουτζά.
-Εύχαριστώ κύριε ' Ηρακλείδη. Κύριε Ζαχάρωφ άπό πού κατάγεσδε; - ' Από τό φάλασσα τού ' Αζόφ, κύριε, άπό τό Κέρτς - λέει ό Πολύβιος
μέ τή βαριά ρούσικη προφορά του πού έκνευρίζει τούς δασκάλους μας. -Θαυμάσια κύριε Ζαχάρωφ. Θά μάς πείτε πώς όνομαζόταν ή 'Αζοφι
κή άπό τούς προγόνους μας; -Μαιώτις, κύριε. -Θαυμάσια Πολύβιε, δαυμάσια. Μαιώτις καί μητέρα τού Πόντου. Καί
τό Κέρτς πώς λεγόταν Πολύβιε; -Παντικάπιο, κύριε. Άποικία τών Μ ιλησίων στά βόρεια τού στενού
πού κλείνει τό φάλασσα τού 'Αζόφ. 'Απέναντι ήταν τό Φαναγορία. - ' Ιωνικές άποικίες καί οί δύο. 'Ήλεγχαν τόν Κιμμέριο Βόσπορο, δη
λαδή τήν είσοδο τής Μαιώτιδος. Θαυμάσια. Έκεί γεννάται ή πηλαμύς, άγαπητέ Δανιηλόπουλε. Περιμένουμε λοιπόν νά μάς πείτε τί κάνει ή πηλαμίς άπό τήν ωρα πού γεννάται στήν πατρίδα τού συμμαδητού σας μέχρι τήν στιγμή πού παγιδεύεται στά δικά σας δίχτυα. 'Από τό κείμενο βέβαια .. .
-' Η παλαμίδα, λέει ό Στράβων κύριε, γεννιέται στά έλη τής Άζοφικής. Καδώς είναι μικρό τό ψάρι κατεβαίνει κοπαδιαστά πρός τόν Εύξεινο Πόντο, περνάει άπό τά στενά τού Κιμμέριου Βοσπόρου καί συνεχίζει νοτιοδυτικά πρός τήν Τραπεζούντα. Μά δέν εχει άκόμα μεγαλώσει άρκετά κι ετσι οί Πόντιοι ψαρεύουν λίγο πράγμα.
-« .. . ού γάρ πω τό προσήκον εχει μέγεδος» κύριε Γιάνκο, μάς έξηγεί ό Στράβων.
-Μάλιστα κύριε καδηγητά. Φτάνοντας στά μέρη τής Σινώπης είναι πιά κατάλληλη γιά ψάρεμα άλλά τήν παρασύρουν τά ρεύματα πρός τίς άκτές τής Χιλής. Έκεί, καδώς μού εχει πεί ό πατέρας μου, έπειδή άσπρίζουν τά βράχια, τό ψάρι φοβάται καί στρέφεται πρός τίς Συπληγάδες, στό στόμα τού Βοσπόρου.
-Τό λέει καί ό Στράβων, κύριε Γιάνκο, «λευκή τις πέτρα φοβεί τό ζώον, ωστ' εύδύς είς τήν περαίαν τρέπεσδαι' παραλαβών δ' ό ένταύδα ρούς ... »
-Παρασύρονται τά κοπάδια, κύριε. " Αλλα τά πάει ό Βόσπορος κατά τήν Πόλη κι αλλα άκολουδούν τά ρεύματα κι άνεβαίνουν ως τά μέρη μας.
-Καί μέ τί βάρκες ψαρεύετε τήν άζοφική παλαμίδα; -Με άλαμάνες, κύριε.
6 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
-Μήπως ξέρει ό κύριος Άποστολίδης τί σημαίνει ά-λά-μαίν στά γαλ-λικά;
-Στό χέρι, νομίζω, κύριε. -Είναι λοιπόν κωπήλατες οί άλαμάνες Γιάνκο; -Μάλιστα. -Μπορείτε νά καδίσετε. Εύχαριστούμε γιά τό σημερινό μάδημα. Είστε
αξιο τέκνο τής Άγαδουπόλεως. Βλέπετε ή ψαρική ύπήρξε άνέκαδεν ή κύρια άσχολία τών ' Ελλήνων τών δυτικών παραλίων τού Εύξείνου Πόντου σέ τέτοιο βαδμό , ωστε ό άτυχής 'Οβίδιος, ό όποίος εζησε έξόριστος στήν Κωνστάντζα, νά γράψει τά « ' Αλιευτικά», ενα όλόκληρο εργο άφιερωμένο στήν ψαρική. Κύριε Καλαντζή, τά στρογγυλά ψάρια τής πατρίδος σας ήσαν περίζητητα παρά τοίς Ρωμαίοις. Γεννώνται στό δέλτα τού Δνειπέρου, στόν κόλπο τής 'Οδησσού καί κατεβαίνουν τά ρουμανοβουλγαρικά παράλια. Κύριε Καλαντζή, πώς όνομάζονται τά συάκια στή Χερσώνα;
-Δέν ξέρω, κύριε καδηγητά. -Μήν βιάζεσδε Πάτροκλε, σκεφτείτε λίγο. Άπό τό δηλυκό φτιάχνουν
οί συντοπίτες σας τό μαύρο χαβιάρι. .. -Καμπαλά τό λέμε στή Ρωσία, κύριε. -Κι έδώ στήν Πόλη; -Καλκάνι, κύριε.
'Έκτοτε άναγορεύσαμε <<{)εό» τόν φιλόλογό μας καί άγαπήσαμε Ιδιαίτερα τά άρχαία. Μετέφερα μάλιστα καί στό Βασιλικό τό «γεννάται εΙς τά ελη τής Μαιώτιδος» πού εγινε τό σύνδημά μας πρίν άπό κάδε ψάρεμα. Πού νά φανταστώ δτι πολύ σύντομα δά βρισκόμουνα κοντά στά ελη αύτά. 'Όταν, χρόνια άργότερα, γύρισα στήν Πόλη καί πήγα στή Μεγάλη τού Γένους Σχολή νά βρώ τόν κύριο Άφεντόπουλο, εμαδα πώς οί Κεμαλικοί είχαν άπαιτήσει'νά έγκαταλείψει ό «δεός» μας τήν Τουρκία.
Μπήκα σέ μιά αδεια τάξη καί κάδισα στήν εδρα. Πώς τά κατάφερνε ό Άφεντόπουλος νά κάμει τό μαδημα παιχνίδι; 'Όταν παρέδιδε «Κάδοδο», εβαζε μπροστά τούς Πόντιους καί τούς Άνατολικοδρακιώτες.
-Είχε τόσο κρύο στήν πατρίδα σας κύριε Άποστολίδη, ωστε οί στρατιώται τού Ξενοφώντος έφοβούντο μήν τούς πέσουνε τ' αύτιά. Δύσκολος τόπος ή Θράκη ' δυσχείμερος, Ιδίως γιά τούς λεπτοφυείς Άδηναίους.
" Οταν ήρδε ή ωρα τού ' Ηροδότου, μάς χώρισε σέ όμάδες μέ βάση τήν καταγωγή μας πάντα.
-Οί 'Ίωνες καί οί νησιώτες δα άναλάβουν τό πρώτο καί τό τρίτο βιβλίο. Οί Θράκες καί οί Σκύδες τό τέταρτο καί τό πέμπτο. Γιά τό δεύτερο βιβλίο, περί τής ΑΙγύπτου, ποιός δά βοη{)ήσει τόν κύριο Τσανακλή;
68
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ι m! ><><;ς><;ς>6<Ξ'6<� �><'7,Ρ<;<>';><;<>Ο<Χ:i"<>6Ξ:ij.'Χ><><;ο<χ:><><>οςχ;ο<>-,,�iΧ�iχ'::;=>
I :�� ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ 19 10,19 1 1 ΑΡlθ, 3g I�)jl
Γ\ εΝ ΚΩΝ ΣΤΑΝΤι Ν ΟΥn ΟΛει 11 .() ΟΙ ΜΑΤΡΙ ΑΡΧΙΚΗ ΟΙ
ΣΧΟΛΗ �! Μ Ε Γ Α Λ Η τον Γ ΕΝ ΟΥΣ χ! � --._ . _ . �! Ι�! Ε Λ Ε Γ Χ ΟΣ ΤΩ Ν Δ Η Μ ΟΣ ΙΩΝ Ε Ξ ΕΤΑΣΕΩΝ ,Υ-! ι ,/:' c::t VI ΎJ�OJ"DJhO V Illt τσϋ μαΗ'l: ()ίι τη; Α' τάςεως 1 )ωt:Qιvο lι ΧΙ
Ι οι 11 ΙΙ ΙΠΟΡΙΑ n, ΓPAMMATIK� ΠΡ, ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΠΟΛ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ! ΕλλΗΝIΚΑ
)(1 Ι Β.ΛΘΜΟΣ Β .. \.ΘΜΟΣ Ι χ! Β.ΛθΜΟΣ ΒΑΘΜΟΣ ΒΑΘΜΟ:!
Ι
χ!
I � �� ,..--.. ?y4t h"1 X�
I� .<'A� 7T:-L<. � "-") ΧΙ �,
r Ι ��I- Ι Ι χί
, ιιι Ι
[�I . =---==-----=-� = �
ΦΥ!ΙΟΓΝΩ!ΙΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΣΥΝΘΠΕΙΙ ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΛΙΓΡΑΦΙΑ
� �
ΒΑ.ΘΜΟΣ ΒΑΘΜΟΣ: ΒΑ.ΘΜΟΣ ΒΑΘΜυ'= ΒΑ.ΘΜΟΣ �
χι � /�oΓ' 1�_ �� BrJ }{!
�1 \Ι t\ \Ι Ι Ι 1\
ιχ ·11
Ι � �Iηνί Ίου\·ίφ Ι91 1
ΣχΟΛλΡΧΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕ\Ι:
t υ Σιίρδεων Μ. ΚΛΕΟΒΟΥ Α( � al, Η. c!c MaΓI1I Icro \Ι 1 1\
00 -: ><>O<><�<>O<>;;<X,CX>�>O<�O<�?<><,><><>o,><><><"';�><>��<>�'�>�>�Ξ': Ι,<?:;<><><;
Διπλωμένος, χιλιοδιπλωμένος, ό έλεγχος τής πρώτης γυμνασιακής τάξης 1910-1911
ε[ναι τό μοναδικό ένθύμημα τών παιδικών χρόνων τού Γιάνκου .
ml �'* I ι" I� �I 11 t\ " t\ ' 11 t\ ' V t\ V " 11 t\
, ΙΙ t\ Χ ' 11 t\ " t\ " t\ 11 t\ V " )( " t\
Ι
11 t\ " 1\ " t\ \(
�i V t\ 11 t\ 11 t\ 11 t\ V t\
51 '1
� ι t\ \Ι 1\ ΧΙ \Ι RiJ (� , , )( i�
Ι Ι
Ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μιά αλλη φορά ήρδε μέ υφος μυστηριώδες. Ξεχώρισε τούς Πολίτες κι δσους κατάγονταν άπό τόν Μαρμαρά, τά παράλια τής Βιδυνίας καί τά Δαρδανέλλια, παρέδωσε ενα βιβλίο στόν Γρηγόρη τόν Δέρβο καί τού ψιδύρισε: « Άπολλώνιος ό Ρόδιος, " Άργοναυτικά", παρουσίαση μετά τίς διακοπές τού Πάσχα' ζητήστε καί τή βοήδεια τού Ζαχάρωφ».
Ποτέ δέν μπορούσες νά καταλάβεις αν μιλούσε σοβαρά ij άστεία. Καδώς, λοιπόν, συνήδιζε νά μάς μιλάει μέ υφος συνωμοτικό, μιά μέρα πού μπήκε άναστατωμένος στήν τάξη καί μάς είπε νά μαζέψουμε τίς τσάντες μας, γιατί δά φεύγαμε άπό τό σχολείο, δέν άντιληφδήκαμε άμέσως δτι σοβαρολογούσε. Τρέχαμε στό δρόμο, δίχως νά τολμούμε νά μιλήσουμε, γιατί μάς παραξένεψε ή άλλοπαρμένη μορφή του. Φτάσαμε στά τείχη, περάσαμε τήν πύλη τής 'Αδριανουπόλεως καί βγήκαμε στά χωράφια. Σέ ενα υψωμα σταδήκαμε . . Ο κύριος ' Αφεντόπουλος μάς κοίταξε εναν-εναν καί μέ τρεμάμενη φωνή είπε:
- Έχτές τό άπόγευμα ό Ταξίν Πασάς ύπέγραψε τήν παράδοση τής Θεσσαλονίκης . . Ο έλληνικός στρατός προελαύνει στήν πρωτεύουσα τής Μακεδονίας. Βάλτε αύτί στό χώμα νά άκούσετε τό ποδοβολητό τών άλόγων μας.
Τ Ηταν 'Οκτώβριος τού 1 9 1 2. Οί δύο πρώτες γυμνασιακές τάξεις είχαν περάσει γρήγορα καί ησυχα. " Ομως έκείνη ή χρονιά μάς έπιφύλαξε μιά άλλαγή, σχι καί πολύ εύχάριστη . . Ο ξάδελφός μου ό Νίκος είχε τελειώσει μαζί μέ τόν Θόδωρο τή Σχολή κι έφυγε γιά τό Μονπελιέ νά σπουδάσει ' Ιατρική . . Η δεία Μαρία έστειλε τήν Άδηνά στόν κουνιάδο της, έκλεισε τό σπίτι κι άκολούδησε τόν Νίκο στή Γαλλία. Έμείς άναγκαστήκαμε νά νοικιάσουμε δωμάτια σ' ενα φαναριώτικο σπίτι κοντά στή Σχολή. Τό είχαν δυό γλωσσούδες γεροντοκόρες, άνοικοκύρευτες κι άνυπόφορες . . Η μιά έραβε σέ σπίτια κι ηξερε τής κάδε κοκόνας τά στραβά . . Η αλλη περνούσε δλη μέρα στό καφασωτό παράδυρο γιά νά έλέγχει τήν κίνηση στό Πατριαρχείο. Τής μιάς τής έίχανε κάνει, λέει, προξενιό στό 'Ιάσι, μά ωσπου νά φτάσει ή Φεβρωνία μας έκεί, ό γαμπρός είχε πεδάνει. Τής αλλης, πάλι, τής έίχανε προξενέψει κάποιον καπνέμπορο στή Φιλιππούπολη, «μά έγώ μέσα στή Βουργαριά δέν πάω» ελεγε καί ξανάλεγε ή Σμαράγδα, γιά ύποδέσεις τού περασμένου αΙώνα.
Στό ξένο σπίτι αλλαξε κι ό τρόπος τής ζωής μας. Χωρίς τή δεία Μαρ ία ξαφνικά μεγαλώσαμε. Φροντίζαμε μόνοι μας τά πάντα κι έίμαστε ύποχρεωμένοι μεσημέρι-βράδυ νά τρώμε σέ έστιατόριο. Κάδε τέλος τού μηνός έρχόταν ό πατέρας ij έστελνε κάποιον συνεργάτη του κι έξοφλούσε τούς λογαριασμούς .
. Η μονοτονία τής αχαρης έβδομάδας έσπαζε τά Σαββατοκύριακα. Πή-
70
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαινα στό Πέραν, στής fiειάς μου τής Κατίνας Eυfiυμιάδη κι εκανα τρελή παρέα μέ τά ξαδέλφια μου. Ίόν Γιάννη, τόν Νεοκλή καί τήν ' Ιφιγένεια. Μέ αυτους γνώρισα τήν ευρωπα"ίκή άτμόσφαιρα τής Πόλης. Ζαχαροπλαστεία, σινεμά, fiέατρο, χοροί, βεγγέρες . . Η κοτοπουλη καί ό Λεπενιώτης μεσουρανούσαν. " Ανfiρωπος δέν εμεινε που νά μήν ξέρει ολο τό ρεπερτόριο τών «Παναfiηναίων» άπ' εξω. Ίά « 'βζουνάκια» καί οί ελληνικές σημαιούλες διακοσμούσαν πάστες, τούρτες καί γλυκίσματα. Θαρρείς πώς δέν ζουσαμε στήν πρωτευουσα τής Όfiωμανικής Αυτοκρατορίας .
. Ο Γιάννης τελείωνε τό Ζωγράφειο κι ήταν χωμένος ως τ' άφτιά στά πατριωτικά fiέματα. Είχε άπό μικρός τή μανία τής δημοσιογραφίας, περνούσε ώρες στό γραφείο μιάς εφημερίδας, βοηfiούσε εν αν τυπογράφο στόν Γαλατά κι ijfiελε νά μέ εΙσαγάγει στίς πνευματικές δραστηριότητες τής κωνσταντινουπολίτικης κοινωνίας . . Ο Νεοκλής προτιμούσε ν' άσχολείται μέ χαρταετους παρά νά διαβάζει. τ Ηταν τεμπέλης καί ατακτος. Μαζί του εκανα πολλές τσαχπινιές κι ή μάνα του φώναζε οτι μέ παρασυρει. Μιά φορά, fiυ μού μαι, που μάς εστειλε σέ μιά ταβέρνα στό Σταυροδρόμι νά άγοράσουμε ούζο, κάτσαμε, τά κουτσοήπιαμε κι έπιστρέφοντας άποφασίσαμε νά κάνω εγώ τόν μεfiυσμένo γιά νά πειράξουμε τή fiειά μου. Ίό άστείο παραλίγο νά εξελιχfiεί σέ ξυλοδαρμό, γιατί ξαφνικά παρουσιάστηκε ό fiείος Γιώργος ό όποίος μάλωσε αγρια τόν Νεοκλή . . Ωστόσο τά μαλώματα τού fiείου Γιώργου δέν τόν εφεραν σέ fiεογνωσία.
Ίά Χριστουγεννα τού ' 1 2 μπήκαμε σ' ενα καράβι, που πήγαινε νά φορτώσει ξυλεία στόν πατέρα μου καί φυγαμε γιά τό Βασιλικό, δεκατρείς ολοι κι ολοι, πλήρωμα, μαfiητές καί εμποροι. . Ο καπετάνιος ητανε γνωστός, οί ναύτες ολοι πατριώτες μας, οί εμποροι φίλοι τού πατέρα άπό τίς
71
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Σαράντα Έκκλησιές καί τήν Άδριανούπολη. Είχαν ερδει μέ τό πλοίο γιά περισσότερη άσφάλεια, γιατί οί Βούλγαροι είχαν καταλάβει τή σιδηροδρομική γραμμή 'Αδριανουπόλεως - Κωνσταντινουπόλεως ως τή λοφογραμμή τής Τσατάλτζας καί ή κανονική συγκοινωνία γινόταν μέ πολλές δυσκολίες.
Έκείνα τά χρόνια τά μικρά φορτηγά δέν είχαν καμπίνες. Συγυρίσαμε λοιπόν τό άμπάρι γιά νά περάσουμε τή νύχτα στρωματσάδα κι άνεβήκαμε νά παρακολουδήσουμε τό βαποράκι πού μάς ρυμούλκησε μέχρι τό στόμιο τού Βοσπόρου. Μόλις ε'ίδαμε τίς Συμπληγάδες δυμη{tήκαμε πάλι τόν Στράβωνα καί γελάσαμε.
Στή Μαύρη Θάλασσα επικρατούσε νηνεμία. Τά πανιά μάς ήταν αχρηστα. Τό καράβι πήγαινε Όπου τό πήγαιναν τά ρεύματα. Καί τά ρεύματα ετυχε νά πηγαίνουν άνατολικά κείνο τό μεσημέρι, δηλαδή μάς τραβούσαν κατά τή Χιλή, στήν άντίδετη άκριβώς κατεύδυνση άπό τή δική μας. Περιμένοντας τόν εύεργετικό σορόκο πιάσαμε τό τραγούδι. ' Ο Θόδωρος είχε μαζί τήν κιδάρα του. Δειλά-δειλά πλησίασε ό Σέργιος. 'Ήτανε ναυτόπαιδο, αβγαλτο άκόμα, γιός ψαρά άπό τήν Άγαδούπολη . «Θαλασσινά τραγούδια ξέρεις Θοδωρή;» ρώτησε ό Σέργιος. «" Αρχισε εσύ κι εγώ σ' άκομπανιάρω» τού λέει ό Θόδωρος. Μά μόλις επιασε τό τραγούδι μείναμε αφωνοι. Γλυστρούσε στή δάλασσα σάν τίς σπηλιάδες κι άνέβαινε ως τόν καταγάλανο ούρανό, ταξίδευε, δίχως πανιά, ή φωνή τού Σέργιου, γλυκειά κι άψεγάδιαστη, παδιάρα καί νοσταλγική.
'Όταν σηκώδηκε ό άέρας, σηκώδηκε μέ βοή. 'Ώσπου νά όρτσάρουμε μαύρισε ό τόπος σά νά 'τανε μεσάνυχτα. Πλησίαζε σούρουπο. «Πουνέντης είναι», είπε ό καπετάνιος, «φρεσκαδούρα. " Αν πιάσουμε τό άκρωτήριο τής Μήδειας μέ τήν πρώτη κατεβασιά, δά τή γλυτώσουμε. Διαφορετικά δά χορέψουμε καλά».
" Οσο πήγαινε άγρίευε ό άέρας καί δέριευε τό πέλαγο. Δέν χορεύαμε. Βουλιάζαμε στήν αβυσσο. Ε'ίχαμε τόν καιρό στό πλά'ί καί μάς εσπρωχνε πρός τ' άνοιχτά. 'Έξαφνα μιά δάλασσα μάς εσπασε τά παραπέτα κι εσάρωσε Ό,τι έίχαμε στήν κουβέρτα. Πρίν φανεί ή πούντα τής Μήδειας, ό καπετάνιος εδωσε εντολή νά κατεβάσουν τά πανιά κι εφερε πρύμα-πλώρα τό καράβι γιά νά σκάνε άπάνω στά βελόνια τού τιμονιού τά κύματα. 'Από τή μπούκα τού άμπαριού είδα τούς δυό ναύτες νά άνεβαίνουν στό κατάρτι. Μέσα στό χαλασμό άκούστηκε ενας φοβερός δόρυβος, μιά κραυγή καί φωνές πού τίς επαιρνε ό ανεμος. Είχε σπάσει τό κατάρτι κι ή δάλασσα αρπαξε τόν Σέργιο . Μέσα σ' εκείνη τή συντέλεια ήταν άδύνατον νά τόν βρούμε.
Τό ξημέρωμα σιγοντάρησε ό καιρός. Τραβούσαμε γαρμπή, δστρια
72
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαρμπή, ωσπου φάνηκε τό φανάρι τής Σβέρκους κοντά στό μπάσιμο τού Βοσπόρου. Σέ μιά ωρα έίδαμε τό καραβοφάναρο τού ' Αγίου Γεωργίου. ' Ο καπετάνιος σταυροκοπή{)ηκε.
Ξυλάρμενο στά{)ηκε τό καράβι στήν έίσοδο τού Μπουγαζιού. Μόλις ε'ίδαμε τό ρυμουλκό, ύψώσαμε σημαία κι έπλησίασε. Ζήτησε κάβο, άλλά δέν έίχαμε οϋτε κάβο. Μάς πέταξε τόν δικό του καί μάς τράβηξε ως τά Στένια οπου ήταν τά ναυπηγεία. «Θαύμα σάς εσωσε» μάς είπε ό πλοηγός. « Άπό τό Άρναούτκιο'ί εως τόν Τοπχανά {]ά ιδείτε καράβια μέ μεγάλες άβαρίες. 'Έφαγε κόσμο πάλε τό {]εριό».
Μετά άπό μιά σύντομη άνάκριση πού μάς εκαναν οί λιμενικές άρχές, ψάξαμε γιά καράβι νά πάμε πίσω στόν προορισμό μας. Στό Βασιλικό μάς περίμεναν ολοι στό λιμάνι. Ε'ίκοσι γκαγκαλήδες έναυάγησαν στ' άνοιχτά τής Άγχιάλου, ενας μικρός ποντιακός στόλος πού άνέβαινε γιά ψάρεμα Χριστουγεννιάτικο, καί οί Βασιλικιώτες μάς εκλαιαν ζωντανούς δυό μερόνυχτα.
Τό καραβάκι πό 'ρχεται 'πο μέσα από τήν Πόλη εχει πανιά μεταξωτά καί πράσινες κορδέλες ...
τραγουδούσε ό Θόδωρος ολη μέρα, κα{]ισμένος στό κρεβάτι του μέ τήν κι{]άρα. Είχε ταραχτεί πάρα πολύ μέ τό χαμό τού Σέργιου κι έπαναλάμβανε σάν ξόδι τό τραγούδι τού ναύτη. «Μαύρη, κατάμαυρη κατάρα είναι τούτη ή {]άλασσα' ρουφήχτρα, λάμια, τό 'φαγε τό παιδί» ελεγε καί ξανάλεγε.
" Ομως στό σπίτι ε'ίχαμε χαρές καί ετοιμασίες . . Ο Γιάνκος Βασιλείου, χρόνια άρραβωνιασμένος μέ τήν άδελφή μου τή Μάρ{]α, είχε στείλει ειδοποίηση άπό τή Ρουμανία πώς μέσα στίς γιορτές {]ά γυρίσει γιά τό γάμο. Περίμενε νά πάει μπροστά τό ξυλουργικό έργοστάσιο πού είχε φτιάξει στήν Κωνστάντζα κι υστερα νά βάλει πλώρη γιά νά φτιάξει οικογένεια . . Η Μάρ{]α, εχοντας άπό καιρό ετοιμα τά προικιά της, είχε τόσο άπογοητευτεί νά περιμένει πού τώρα τής ήρ{]ε σάν ξαφνικό. Τής κακοφαινότανε νά πάει μοναχή σέ ξένο μέρος μ' εν αν αντρα πού δέν γνώριζε πιά - δέκα χρόνια ελειπε ό Γιάνκος άπό τό Βασιλικό - μά δέν τολμούσε νά βγάλει αχνα γιατί ό πατέρας εδειχνε πολύ ίκανοποιημένος μέ τόν γαμπρό. "Αλλωστε κι ό άδελφός μου ό Σπύρος, εχοντας άποφασίσει οτι επρεπε νά άναπτυχ{]εί τό έμπόριο τού πατέρα γιά νά μπορέσουμε ολοι νά άπασχολη{]ούμε τώρα πού τέλειωνε ενας-ενας τίς σπουδές του, αρχισε νά σχεδιάζει ενα ταξίδι στήν Κωνστάντζα γιά νά μελετήσει τίς δυνατότητες έπέκτασης τής δουλειάς. Μεγαλώναμε βλέπεις κι έίμαστε πολλά άγόρια. Βέβαια συνεργασία μέ τόν γαμπρό μου δέν προβλέπαμε γιατί εμοιαζε δύσκολος καί μονόχνω-
73
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τος, μά έπιτέλους, ό Σπύρος ύποσχέftηκε στή Μάρftα πώς σύντομα ftCt πήγαινε νά τή δεί έγκατεστημένη στό καινούριο της νοικοκυριό.
Φούριες λοιπόν στό σπίτι. ' Ο Δανιήλ ανέλαβε νά φέρει τούς μουσικούς. Βιολιά, νταούλια, γκά"ίντες καί ουτι. Οί ψαρομεζέδες ήταν δουλειά τού Παναγιώτη. Τά κρασιά, τά τυριά, τά παστά καί τά τουρσιά, τού Σπύρου. "Ανοιξαν οί κάβες, οί απο&ηκες, τό σουμοκάζανο καί τό καφενείο, απλώσαμε παντού τάβλες, στρώσαμε ρούχα καί σοφράδες, φέραμε μαγκάλια, στήσαμε σούβλες στήν πλατεία - ό καιρός είχε γλυκάνει πάρα πολύ. ' Ο Γιώργος μέ τόν Θόδωρο καί τόν 'Αριστοκλή είχαν αναλάβει τά κρεατικά καί τά λουκάνικα. Τά κορίτσια τίς πίτες. Έγώ βοηftούσα τή μάνα μας γιά τά τσουρέκια, τίς τάρτες μέ τά βατόμουρα, τούς κουραμπιέδες, τούς μπακλαβάδες καί τά γαμήλια γλυκίσματα. Οί γυναίκες τών έργατών μας ζήμωναν καί φούρνιζαν ψωμιά δυό μέρες. Οί ύλοτόμοι εστειλαν δώρο καπνιστό κρέας κι ενα βαρελάκι παλιό κρασί.
Οί χαρές τής πρωτοκόρης τού προύχοντα εμειναν στήν ίστορία τού Βασιλικού. Τέτοιο γλέντι δέν είχε ξαναγίνει.
Αύτή ήταν ή τελευταία φορά πού είδα τήν πατρίδα μου.
Τόν ' Ιούνιο τού 1 9 1 3 μας εΙδοποίησε ό πατέρας πώς ήταν καλύτερα νά μήν γυρίσουμε στό χωριό μέχρι νά ήσυχάσουν τά πράγματα. Είχε ξεσπάσει ό Δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος - ανάμεσα στούς χριστιανούς συμμάχους αύτή τή φορά - καί τό χωριό μας βρέftηκε ξαφνικά στό στόχο τών βουλγαρικών Όπλων πού τό διεκδικούσαν μέν άπό τούς Τούρκους, αλλά τά είχαν βάλει κυρ ίως μέ τούς Βασιλικιώτες, έπειδή ήταν Όλοι ανεξαιρέτως 'Έλληνες.
Περιμένοντας έντολή τού πατέρα, ό 'Αριστοκλής κι έγώ περάσαμε Όλο τό καλοκαίρι στήν Πόλη, βουτηγμένοι στήν ύγρή ζέστη καί τήν ανησυχία πού κάftε μέρα αύξανόταν. ' Ο Γιάννης Eύftυμιάδης μας είχε μιλήσει γιά τίς βουλγαρικές βιαιότητες στή Θράκη κι ε'ίμασταν άναστατωμένοι. Οί στρατιωτικές νίκες στό μέτωπο δέν είχαν μεγάλη σημασία, ελεγε. 'Αλλού κρινόταν ό πόλεμος. ( Η Ρωσία, λέει, καί ή Αύστρία είχαν σαφή φιλοβουλγαρική ftέση, ένώ ή παρέμβαση τού αύτοκράτορα τής Γερμανίας - μά τί ζητούσαν Όλοι αύτοί στά μέρη μας; ' Ο Γιάννης δέν είχε ουτε χρόνο ουτε ύπομονή γιά πολλές έξηγήσεις.)
Γιά νά περνάει ό καιρός πηγαίναμε καί ψέλναμε στήν έκκλησία τής Παναγίας τής Κυρίας τών Ούρανών, κοντά στό σπίτι μας στό Φανάρι. Στή Σχολή μας τό μά{}ημα τής Βυζαντινής μουσικής ήταν ύποχρεωτικό κι ό
74
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καδηγητής μας, ό Κύρ 'Ιάκωβος, είχε τόν τίτλο τού " Αρχοντα Πρωτοψάλτη στό Πατριαρχείο. Πολλοί δικοί μας άπόφοιτοι επαιρναν μαζί μέ τό άπολυτήριο καί τό δίπλωμα τού ίεροψάλτη γιά νά βρούνε δουλειά πίσω στόν τόπο τους. ' Ο 'Αριστοκλής λοιπόν, χρημάτισε άρκετόν καιρό δεμέστιχος στήν Παναγία κι έγώ κανονάρχης στό δεξιό ψαλτήρι. Βγάζαμε καί χαρτζηλίκι.
' Ο Θόδωρος δέν ήταν πιά στήν Πόλη. Μόλις τέλειωσε τή Σχολή εφυγε γιά τή Ρουμανία δπου έν τφ μεταξύ είχαν πάει τ' αλλα άδέλφια μου. ' Ο Σπύρος μπήκε ύπάλληλος στό γραφείο έξαγωγών τού Μακρή στήν Κωνστάντζα. 'Ήδελε νά μάδει τή γλώσσα καί τόν τρόπο πού γίνονταν οί έξαγωγές. ' Ο Γιώργος πήγε στό Βουκουρέστι ύπάλληλος στό μεγάλο παντοπωλείο τού Ν ίκου Εύλογημένου, πού ήταν δειός μας άπό τή μεριά τής μάνας μας. Κι ό Θόδωρος έργάστηκε γιά λίγο διάστημα στόν μεγαλέμπορα Σάπαρη στό Βουκουρέστι, πού ελεγχε τίς είσαγωγές τών άποικιακών. Είχαν άποφασίσει μετά τήν άπαραίτητη αύτή μαδητεία νά ξεκινήσουνε μιά δική τους δουλειά. Θά τούς βοηδούσε κι ό 'Αριστοκλής, ό όποίος είχε ηδη γραφτεί στή Σχολή Γλωσσών καί Έμπορίου στό Πέραν.
Τ Ηταν παραμονές τής Παναγίας. Δεκαπενταύγουστο τού 1 9 1 3. «Ολίψις γάρ εχει με, σκέπην ού κέκτημαι, ούδέ πού προσφύγω ... », ψέλναμε τόν Μικρό Παρακλητικό Κανόνα, «πάντοΟεν πολεμούμενος καί παραμυΟίαν ούκ εχω πλήν σου, Δέσποινα τού κόσμου», δταν είδα ξαφνικά άπέναντί μου τό Γιάννη τόν Εύδυμιάδη. Τ Ηταν ώχρός καί κάδιδρος. Γύριζε ό πολυέλαιος πάνω άπό τό κεφάλια μας, καί μιά τόν εβλεπα μέσα στό φώς μιά τόν εχανα μέσα στό σκοτάδι. Τό ασπρο του πουκάμισο μού φάνηκε ματωμένο, μά δά 'ταν ή μεγάλη καντήλα πού τό σκίαζε.
« ... σώζε πόλιν καί λαόν, τών πολεμουμένων ή είρήνη, τών χειμαζομένων ή γαλήνη, ή μόνη προστασία τών πιστών». "Οταν παρουσίαστηκε ό ίερέας στήν ' Ωραία Πύλη, τραβήχτηκα στό στασίδι. ' Ο Γιάννης εκανε τό γύρο τής έκκλησίας - είχε πολύ κόσμο καί πολλή ζέστη - καί ήρδε πλά'ί μου. «Τέλειωσε ό πόλεμος. Ύπέγραψαν στό Βουκουρέστι χτές. Ή έπαρχία Άγαδουπόλεως παραχωρήδηκε στή Βουλγαρία. Οί Τούρκοι πήραν πίσω τήν 'Αδριανούπολη. ' Η Ντομπρουντζά καταχωρήδηκε στή Ρουμανία ... »,
μά έγώ δέν ακουγα πιά τόν Γιάννη. "Ακουγα τά γλαρόνια νά βουτάνε στό πέλαγος κι εβλεπα τή μάνα μου μπροστά στό είκονοστάσι, ακουγα τά αλογα νά χλιμιντρίζουν κι εβλεπα φορτωμένες τίς συκιές στόν κήπο, ακουγα τά βότσαλα νά γλυστρούν μέ τό κύμα, νά τραβιούνται - νά 'ρχονται, κι εβλεπα τή βάρκα μου στήν άκροδαλασσιά, σέ μιά πατρίδα πού δέν ήταν πιά δική μας. Οϋτε δική τους.
75
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Δεύτερο
'Από τόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο
ώς τόν Πρώτο Παγκόσμιο
καί άπό τόν Δούναβη aτόν Δ όν
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέ τό πρώτο καίκι πού εφυγε άπ' τό Βασιλικό ό Χρήστος Δανιηλόπουλος εστειλε χρήματα στά παιδιά καί τούς μήνυσε νά μείνουν στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά συνεχίσουν τίς σπουδές τους. τ Ηταν «ολοι καλά ' ούδείς φόβος ύπήρχε. ' Η ζωή δά ξανάβρισκε πολύ σύντομα τόν ρυ{}μό της», διαβεβαίωνε ό προύχοντας τούς νεαρούς γιούς του.
Θύμα ό 'ίδιος τών έξελίξεων πού μετέβαλαν ριζικά τή μορφή τής Βαλκανικής, δέν μπορούσε άκόμα νά άντιληφ{}εί οϋτε τίς οίκονομικές συνέπειες πού {}ά είχε, σέ πρώτη φάση, ή άποκοπή τής έπαρχίας Άγα{}ουπόλεως άπό τήν παραγωγική ένδοχώρα τής Άνατολικής Θράκης κι άπό τήν ό{}ωμανική άγορά, οϋτε καί τίς πολιτικές συνέπειες πού {}ά είχε ή προσάρτηση μιάς, κατεξοχήν έλληνικής, έπαρχίας στόν κορμό ένός σύγχρονου έ{}νικού κράτους, πού τριάντα χρόνια τώρα προσπα{}ούσε νά άπαλλαγεί άπό ότιδήποτε μή-βουλγαρικό.
'Από τή μιά μέρα στήν αλλη τό Βασιλικό άποξενώ{}ηκε βίαια άπό τόν φυσικό του χώρο. 'Έπαψε νά είναι τό έπίνειο τών Σαράντα Έκκλησιών κι εχασε γιά πάντα τήν έπαφή του μέ τήν κοντινή μεγαλούπολη, τό σημαντικό διοικητικό, έμποροβιοτεχνικό κέντρο, πού ύπήρξε μέχρι τό 1922 ή , Αδριανούπολη.
Γιά ενα {}ρακικό χωριό πού άνέκα{}εν άνήκε στήν αμεση κωνσταντινοπολίτικη περιφέρεια - μιά μέρα μέ τό καίκι άπό τήν πρωτεύουσα ήταν μηδαμινή άπόσταση γιά τίς μεταφορικές συν{}ήκες τής έποχής- ή αύ{}αίρετη συνοριακή διευ{}έτηση σήμαινε καταδίκη σέ άπομόνωση καί μαρασμό. ' Η νέα πρωτεύουσα ήταν στήν αλλη ακρη τής Βουλγαρίας κι αλλωστε τί δουλειά είχαν οί Βασιλικιώτες μέ τή Σόφια; Άκόμα καί ή Φιλιππούπολη -τό Πλόβντιβ Όπως λεγόταν τώρα πιά ή βορειο{}ρακική πολιτεία- άπείχε μέρες άπό τά παράλια, καί δρόμοι έπικοινωνίας δέν ύπήρχαν.
Τελείως άναπάντεχα ήρ{}αν τά πάνω-κάτω. Μιά γραμμή στό χάρτη πού κύρτωσε έλαφρά, 'ίσα-'ίσα γιά νά συμπεριλάβει μιά μικρή άκριτική έπαρχία, μετέβαλε διά μιάς τόν χαρακτήρα ένός τόπου. Μά αύτοί πού τραβούν τίς
79
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γραμμές πάνω στούς χάρτες οϋτε τό κρώξιμο τών γλάρων άκούν οϋτε τά γέλια τών παιδιών πού κολυμπούν κοντά στά βράχια οϋτε καί νοιάζονται γιά τήν πολιτιστική όντότητα καί τήν εδνική φυσιογνωμία αύτών πού ύπάγονται στίς νέες όριοδετήσεις.
Δεκαέξι αΙώνες τώρα τό Βασιλικό προσέβλεπε στήν Κωνσταντινούπολη καί τίποτα τελεσίδικο δέν είχε άνατρέψει τόν παλαιότατο κώδικα τών σχέσεων πού άπέρρεε άπ' αύτό τό γεγονός. Άκόμα καί ή μετάβαση άπό τούς βυζαντινούς αύτοκράτορες στούς όδωμανούς σουλτάνους ύ πηρξε μιά νέα κατάσταση πού δέν κατέλυσε τό παρελΜν, δέν τίναξε στόν άέρα τίς Ισχύουσες δομές κι οϋτε άνέτρεψε τήν κοσμογραφία της κοινωνίας πού ζούσε στήν αύτοκρατορική επικράτεια.
Βέβαια μετά τό 1 800, μέ τήν άνάπτυξη τών εδνικών κινημάτων καί τήν παράλληλη άποσύνδεση της όδωμανικης εξουσίας, δλα εδειχναν τήν τροπή πού δά επαιρναν τά πράγματα στή Βαλκανική. " Αλλωστε ή δημιουργία τών δμορων εδνικών κρατών καί τά διεδνη συμφέροντα στό χώρο συνεπάγονταν τήν καλλιέργεια καί τήν όξυνση τών εδνικών άνταγωνισμών, σέ βάρος πάντα τών αμοιρων πληδυσμών πού, μέχρι τότε, ελάχιστα πράγματα είχαν νά χωρίσουν μεταξύ τους, ενώ είχαν πάντα πολλά νά συμμεριστούν.
Τό ήφαίστειο είχε άπό καιρό ενεργοποιηδεί. Κι δπως συμβαίνει συνήδως, οί τελευταϊοι πού άντιλαμβάνονται τόν κίνδυνο είναι οί πρώτοι πού δέχονται τήν πυρακτωμένη λάβα. Μά δέν είναι δυνατόν μιά κοινωνία νά προβλέψει τό όριστικό κι άμετάκλητο τέλος της ίστορίας της. 'Ακόμα κι δταν αρχισαν οί πιέσεις - τά πρώτα μέτρα εκβουλγαρισμού - άκόμα κι δταν διώχτηκαν ό παπα-Θανάσης κι ό δημοδιδάσκαλος Χριστοδουλίδης, άκόμα καί τότε πού φάνηκε καδαρά δτι δέν ύπηρχαν δυνατότητες όμαλης ενταξης στόν νέο περίγυρο, οί Βασιλικιώτες δέν άποφάσιζαν νά φύγουν. Πώς νά ξεριζωδεϊ ό άγρότης άπό τόν τόπο του καί πώς ν ' άφήσει ό κτηματίας τήν περιουσία του ; Μά κι ό καραβοκύρης άκόμα εϋκολο τό 'χει νά βγεϊ άπό τό σπίτι του ;
Είδαν κι άπόειδαν οί Βούλγαροι πώς μέσα σ ' ενα χρόνο τίποτα δέν εγινε, κάδε τους προσπάδεια συναντούσε τήν άντίδραση τού πληδυσμού, κι άποφάσισαν ν ' άλλάξουν τακτική . 'Όμως δσο σκλήραιναν τά μέτρα κι άγρίευε ή τρομοκρατία τόσο άντιστέκονταν οί Θρακιώτες. " Ωσπου, στά μέσα τού δερισμού, κάποιο άπόγευμα ήρδε τακτικός στρατός. Τό 'ίδιο βράδυ φάνηκαν δυό βουλγαρικά άτμόπλοια στ' άνοιχτά τού Βασιλικού. Μέ ενα μπόγο ρούχα στό χέρι οί Βασιλικιώτες φορτώt)ηκαν στά βαπόρια. ' Ο σορόκος πού φύσηξε άπό τή δάλασσα βρηκε μόνο τά στάρια στ' άλώνια.
80
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ήταν 14 ' Ιουλίου τού 19 14. Τά βαπόρια μέ τούς πρόσφυγες κατευWνδηκαν πρός τό Μπάλτσικ
τής Ρουμανίας. " Ομως τό λιμεναρχείο δέν έπέτρεψε στόν κόσμο νά άποβιβαστεί. Τά πλοία εφυγαν γιά τήν Κωνστάντζα μά καί κεί οί έντολές ήταν ρητές . . Η Ρουμανία δέν δεχότανε πρόσφυγες. Είδοποιημένοι οί Δανιηλόπουλοι εκαναν διάφορα διαβήματα γιά νά παραλάβουν τουλάχιστον τούς δικούς τους, μά ή κά{}ε οίκογένεια είχε κι άπό εναν συγγενή έγκατεστημένο στή Ρουμανία κι ετσι ολοι {}ά εβρισκαν κάποιον τρόπο νά γίνουνε δεκτοί στή χώρα.
Άρόδο ε'ίχανε μείνει τά βουλγαρικά βαπόρια. Μετέωρα οπως καί οί έπιβάτες τους. Τέλος ξεκίνησαν γιά τήν Κωνσταντινούπολη. 'Από κεί, μέ τή φροντίδα τού Πατριαρχείου, οί Θρακιώτες έπιβιβάστηκαν σέ έλληνικά άτμόπλοια καί μεταφέρ{}ηκαν στή Θεσσαλονίκη .
. Ο Γιάνκος ητανε πιά όλόκληρος αντρας. Δεκαπέντε χρόνων. 'Έχοντας μεγαλώσει σέ μιά παραδοσιακή οίκογένεια πατούσε γερά στά πόδια του. Είχε ρίζες, άνατροφή, όργάνωση καί τάξη. Είχε ζήσει κάμποσο καιρό μακριά άπό τή μητρική φροντίδα, είχε γνωρίσει τήν πρωτεύουσα μιας αύτοκρατορίας, είχε φοιτήσει σ' ενα άπό τά καλύτερα σχολεία τής Εύρώπης, είχε πάρει τό δίπλωμα τής τετάρτης γυμνασίου. Ήταν άπό κείνα τά παλαιά {}ρακιώτικα κόκαλα, τά άνδεκτικά, τά μα{}η μένα αίώνες τώρα στή σκληραγωγία καί τή δουλειά. Είχε πείσμα, {}έληση, ύπομονή, έπιμονή καί {}άρρος σάν τά περήφανα αλογα τής πατρίδας του.
Μ ' αύτά τά έφόδια ό νεαρός πρόσφυγας έγκατέλειψε τίς σπουδές καί τήν Κωνσταντινούπολη άφήνοντας πίσω τίς ξένοιαστες παιδικές μέρες στό Βασιλικό καί τήν ησυχη σχολική ζωή στό Φανάρι. Κι εφυγε, βέβαια, γιά τή Ρουμανία. " Οχι μόνον γιατί έκεί βρίσκονταν τά άδέλφια του, άλλά γιατί στήν κοσμολογία ένός μαυρο{}αλασσίτη, χώρος δράσης καί άνάπτυξης ητανε τό Καρά Ντενίζ - ή Μαύρη Θάλασσα δηλαδή- ό κόσμος πέρα άπό τίς Συμπληγάδες. Τό μητροπολιτικό " Ακ Ντενίζ - ή " Ασπρη Θάλασσα άπό οπου είχαν κάποτε ξεκινήσει οί ποντοπόροι πρόγονοι - ητανε χώρος άδούλευτος γι αύτούς, αγνωστος, αγονος, ύπερφωτισμένος. Δέν τό ηξεραν τό Αίγαίο καί δέν είχαν άναγκαστεί άκόμα νά τό μά{}ουν. "Αλλωστε ή ανυδρη καί πτωχή ' Ελλάς δέν μπορούσε νά {}ρέψει ούτε τόν κόσμο της (τά κύματα τών νησιωτών πού κατέπλεαν στόν Εύξεινο Πόντο άπό τό Αίγαίο καί τό ' Ιόνιο έξακολου{}ούσαν νά 'ρχονται), ένώ τίποτα δέν σκίαζε άκόμα τούς «άχανείς όρίζοντες» Ρωσίας καί Βλαχίας.
Συνομήλικος περ ίπου τού Γιάνκου Δανιηλόπουλου ό Άνδρέας Έμπει-
81
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τό σπίτι τού 'Α νδρέα 'ΕμπειΡίκου στή Βραίλα (φωτ. 'Απρίλιος 1987).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ρίκος tJυμαται τούς «άχανείς όρίζοντες» τού Δούναβη καί «τίς άγαπητές, τίς πανελεύ{)ερές του πεδιάδες».
« .. . "Ω, τό ώραίο Μπαραγκάν! Μπραίλα, Ίσμαίλι καί Πικέτο! Οί μυρωδάτοι κάμποι τής Βλαχιάς τήν έποχή τού {)έρους! Οί {)ημωνιές ύψώνονται σάν κάστρα χρυσά, πού περιβάλλονται άπό τήν {)άλασσα τού σίτου, καί τά δρεπάνια άστράφτουν μέ τέτοια όρμή καί τέτοια ρώμη, πού αν είταν νύχτα καί όχι μέρα, {)ά {)έριζαν άκόμη καί αστρα. Οί μηχανές άλωνίζουν καί κοσκινίζουν τό σιτάρι, καί ό χρόνος, ρευστός, τρέχει καί φεύγει, μά δέν χάνεται. Τουναντίον, ζή καί συσσωρεύεται μέσα στά όράματα, μέσα στίς άναμνήσεις. Μιά γυναίκα άφίνει τήν δουλειά της βιαστικά, γιά νά γεννήσυ σέ ενα αύλάκι. Τό τραίνο διασχίζει τήν πεδιάδα. 'Ένα πουλί ξαφνιάζεται καί φεύγει. 'Ένας κέλης ίππεύει μιά φοράδα. Γύρω τους άλαλάζουν άγόρια καί κορίτσια τών τσιγγάνων καί οί φωνές τους πάλλονται μαζύ μέ τά τσιρίσματα τών τζιτζικιών πού πλημμυρίζουν τόν άέρα. Τό φώς είναι {)ερμό καί ή πεδιάδα άχνίζει μέσ ' στόν ηλιο ... >;
Ά νδρέας 'Εμπειρίκος « Άμούρ- Άμούρ»
Τ Ηταν τήν εποχή τού {}έρους, λοιπόν, Όταν εφτασε ό Γιάνκος στή Ρουμανία, μά δέν πρόλαβε νά χαρεί τίς μεγάλες πεδιάδες πού άχνίζαν μέσα στόν ηλιο, γιατί επεσε μέ τά μούτρα στή δουλειά. 'Από τούς μισ{}ούς τού Σπύρου, πού εργαζόταν ύπάλληλος σέ μιά μεγάλη άπο{}ήκη, τά πέντε άδέλφια νοίκιασαν ενα μαγαζί στό έμπορικό κέντρο τής Κωνστάντζας, άγόρασαν λιγοστό εμπόρευμα, κρέμασαν τήν έπιγραφή «Fratii Danielopol» στήν πρόσοψη καί ξεκίνησαν.
Οίκογενειακή όμοψυχία, καταμερισμός εργασίας, φαντασία, τόλμη καί τό δαιμόνιο τής φυλής μέσα στόν έμπορικό κώδικα μιας άλλης εποχής, Όταν άκόμα ή Βαλκανική διατηρο.ύσε τήν παλιά γεωπολιτική της μορφή, αύτά ήταν πού άπέδωσαν σύντομα τούς πρώτους καρπούς.
83
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
FRATII DANIELOPOL
, Η άρχή ήταν πολύ δύσκολη. 'Έπρεπε κάτι νά κάνουμε γιά νά φανεί δτι ύπάρχει δουλειά στό μαγαζί. ' Η δουλειά φέρνει τή δουλειά καί ή κίνηση τήν κίνηση. Πήραμε λοιπόν τρία άδεια σακκιά τού καφέ, τά γεμίσαμε σχεδόν μέ κριδάρι κι άπό πάνω βάλαμε στό καδένα πέντε κιλά καφέ άπό τίς τρείς καλύτερες ποιότητες : Santos, Lave, Role. Τό 'ίδιο κάναμε μέ τό ρύζι καί μέ κάδε είδος πού εμπαινε σέ σακκί. Τό κόλπο επιασε. ' Ο κόσμος εβλεπε τήν άφδονία καί τήν ποικιλία κι ετρεχε νά ψωνίσει. Οί χονδρέμποροι δέν ηξεραν ποιός νά δώσει πρώτος τίς μεγαλύτερες πιστώσεις. Σέ λίγο καιρό γεμίσαμε τά σακκιά όλόκληρα.
' Ο Σπύρος εξακολουδούσε νά εργάζεται όλη μέρα σάν άποδηκάριος. Τό βράδυ πού κλείναμε ερχόταν γιά νά κάνει τούς λογαριασμούς καί νά άποφασίσει τίς παραγγελίες μέ τόν Γιώργο καί τόν Άριστοκλή, νά δούνε τά βιβλία, τά εσοδα-εξοδα. ' Εμένα μ' εστειλαν στό γραφείο τών Θεοδωρίδη-Γιακουμάτου γιά νά μάδω τά ρουμάνικα, μαζί μέ τήν τέχνη καί τά μυστικά τών είσαγωγών. Τά άφεντικά πολύ σύντομα μού εμπιστεύτηκαν τά κλειδιά γιά ν' άνοίγω καί νά κλείνω τό γραφείο, τό κατάστημα καί τήν άποδήκη. 'Έτσι μπορούσα νά μένω ως άργά γιά νά εξασκούμαι στή γραφομηχανή καί τήν εμπορική άλληλογραφία. ' Ο Terchel Aron, ενας στεγνός έβραίος γραμματέας, ελεγε πώς είχα γίνει εν ας άπ' τούς πιό γρήγορους δακτυλογράφους πού είχε ποτέ συναντήσει. Θαύμαζε τήν ταχύτητά μου καί τόν τρόπο μέ τόν όποίο εγραφα στούς πελάτες γιά νά προωδώ τίς δουλειές τού γραφείου.
Στό άναμεταξύ τό παντοπωλείο μας πήγαινε πολύ καλά. ' Εγώ χωνόμουνα τά βράδυα μέσα καί συγύριζα δσην ωρα οί μεγάλοι ελεγχαν τά βιβλία. τ Ηταν ενας μακρόστενος χώρος στό ίσόγειο τού Ξενοδοχείου Bulgaria, δ ίπλα στή Hala -ενα εμπορικό κτίριο μέ πολλά καταστήματακαί κοντά στά κρεοπωλεία. Ε'ίμαστε στό κέντρο τής άγοράς, στήν Piata Unirii. ' Η τοποδεσία τού μαγαζιού βοήδησε πολύ στό νά δουλέψουμε καλά, τόσο καλά, ωστε γρήγορα άποφασίσαμε νά φωνάξουμε τόν Θόδωρο άπό τό Βουκουρέστι καί ν' άνοίξουμε άκόμα ενα κατάστημα. Ν οικιαζότανε κοντά μας ενας χώρος, {jαυμάσια εύκαιρία, γωνιακός μέ τρείς όψεις.
85
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Έβλεπε στήν πλατεία, στή μεγάλη άγορά καί στόν κεντρικό δρόμο, τήν όδό Bnltianu. ' Ο Σπύρος παραιτή{]ηκε άπ' τή δουλειά του καί πήρε τήν άντιπροσωπεία ένός γνωστού έργοστασίου πού εφτιαχνε κονσέρβες, χαλβάδες καί σοκολάτες.
' Ο Γιώργος κι ό 'Αριστοκλής εμειναν στό πρώτο μαγαζί. ' Ο Σπύρος καί ό Θόδωρος, τά δυό όμορφόπαιδα, άνέλαβαν τό δεύτερο. Έκεί 1'Jά πουλούσαμε άποκλειστικά τά προ"ίόντα πού άντιπροσωπεύαμε. Έγώ εφυγα άπό τήν ξένη δουλειά καί βοη1'Jούσα δπου ύπήρχε άνάγκη.
Μέναμε στό Hotel Bulgaria, πάνω άπό τό μαγαζί μας. Κά1'Jε μέρα άναλάμβανε ό κα1'Jένας μέ τή σειρά τό μαγείρεμα, κι ό κα1'Jένας βέβαια είχε τίς σπεσιαλιτέ του. ' Ο Γιώργος είχε τρελάνει τή φουρνάρισσα μέ τό γκιουβέτσι του καί κάτι γεμιστά ψωμιά πού τά πήγαινε άργά τό βράδυ στόν άπέναντι φούρνο. 'Απ' δλους δμως ό Σπύρος άφησε έποχή μέ τίς ταραμοσαλάτες του. 'Αγόραζε ρώσικους ταραμάδες, τούς χτυπούσε μέ χαβιάρι μέχρι νά γίνει μιά πηχτή κρέμα καί τούς σερβίριζε μέ «τσού"ίκα», κάτι σάν τσίπουρο. 'Ώσπου μιά μέρα καταφ1'Jάνει στό μαγαζί μας ό Ναύαρχος τού Ρουμανικού Ναυτικού μέ τή γυναίκα του. Βγάζει ό Σπύρος καί τούς κερνάει ταραμοσαλάτα, πίνουν καί τά δέοντα, ξεκολλημό δέν είχαν. ' Ο ναύαρχος έν1'Jουσιάστηκε άπό τά προ"ίόντα μας, τή δουλειά μας καί τή φιλόξενη ύποδοχή κι ετσι, οϋτε λίγο οϋτε πολύ, μάς άνέ1'Jεσε τήν τροφοδοσία τής Σχολής τού Πολεμικού Ναυτικού. ' Η κυρία δμως έρωτεύτηκε σφόδρα τόν Σπύρο μας. Κι ό Σπύρος άνέλαβε νά διατηρήσει τήν ύπόληψη τού Ναυάρχου χωρίς νά κακοκαρδίσει τήν σύζυγό του. Τό 1'Jέμα άπαιτούσε λεπτούς χειρισμούς κι ό άδελφός μου ήταν πρώτος σέ κάτι τέτοια.
�(Tή δουλειά μας 1'Jά κοιτάξουμε Γιάνκο, αύτή μάς καίει, δέν έίμαστε γιά ερωτες τώρα», μού ελεγε δένοντας τή γραβάτα του ενα άπόγευμα πού έτοιμαζόταν βιαστικά γιά νά συνοδεύσει τήν κυρία ναυάρχου σέ μιά βόλτα στήν παραλία. Τί όμορφος πού ήταν. Κομψότατος μέ τό τίποτα. Γεροδεμένος, καλοφτιαγμένος, εύ1'Jυτενής, μελαχροινός στό δέρμα μέ μάτια πράσινα-μελιά. Πολλές φορές παραλίγο νά βρεί άσκημα τόν μπελά του μέ τίς πελάτισσες, μά είχε εν αν τρόπο τόσο εύγενικό καί γλυκό νά τίς σταματάει, χωρίς νά τίς άποπαίρνει, πού δέν εγινε ποτέ κανένα παρατράγουδο.
«Τώρα Γιάνκο 1'Jά στείλουμε χρή ματα στή Θεσσαλονίκη γιά νά ερ1'Jουν δλοι έδώ. Θά νοικιάσουμε σπίτι στήν παραλία - νά 1'Jυμίζει στή μάνα μας τήν ' Αγχίαλο καί τό Βασιλικό - 1'Jά ξαναφτιάξουμε τήν οίκογένειά μας κι ϋστερα εχουμε καιρ ό γιά ερωτες. 'Όλη ή Ρουμανία 1'Jά είναι δικιά μας». 'Έκανε μιά 1'Jεατρ ική ύπόκλιση κι εφυγε γιά τή βόλτα.
Marcu Aurel λεγόταν ό παραλιακός δρόμος δπου βρήκαμε σπίτι. Ε'ίχα-
86
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
με τή μάνα τώρα, κόψαμε τίς μαγειρικές καί τά σούρτα-φέρτα στούς φούρνους καί στά καδαριστήρια ρούχων, γιορτάσαμε τήν πρωτοχρονιά τού 1 9 1 6 όπως παλιά, όλοι μαζί γύρω στό τραπέζι μέ τά γλυκίσματα, τούς ξηρούς καρπούς, τούς μεζέδες, τό τσά'ί καί τή σαμπάνια. Ήταν ώραία στήν καινούρια μας πατρίδα. Άρχίσαμε καί τίς είσαγωγές από τήν Πόλη -ελιές καί εσπεριδοειδή- μεγαλώσαμε τήν επιχείρηση, γεμίσαμε εμπόρευμα τίς αποδήκες, κάναμε νέες παραγγελίες κι ετοιμαζόμαστε γιά επέκταση τών εργασιών μας. ' Ο Πρώτος Πόλεμος δέν είχε ακόμα αγγίξει τή Ρουμανία. ' Αντίδετα μάλιστα' μέ τήν ούδετερότητά της είχε αποκτήσει ίσχυρότερους οίκονομικούς δεσμούς μέ τή Γερμανία, ή 6ποία έτσι εξασφάλιζε τόν ανεφοδιασμό τού δυτικού μετώπου.
Τά νέα από τό Εύρωπα'ίκό, τό Βαλκανικό καί τό" Ασιατικό μέτωπο μάς τά έλεγε κάδε Κυριακή 6 πατέρας. Ε'ίχαμε αποφασίσει νά τόν ξεκουράσουμε πιά, 6 ξεριζωμός καί ή προσφυγιά τόν γέρασαν, είχε έρδει τσακισμένος στήν Κωνστάντζα. Περνούσε τά πρω'ίνά του στό καφενείο όπου μαζεύονταν οί 'Έλληνες κι εκεί μάδαινε όλα τά νέα. Τά απογεύματα καδόταν στή σκεπαστή βεράντα τού σπιτιού καί παρακολουδούσε τό πήγαινε-έλα τών πλοίων. Είχε γίνει «γενικός λιμενάρχης» τού ελληνικού στόλου. «ΜΑΡΙΚΑ», «ΦΙΣΚΑΡΔΟ», «ΚΑΔΙΩ», «ΑΙΓΑΙΟ», «ΑΡΓΩ», «ΛΕΩΝΙΔΙΟΝ». Κρατούσε σημειώσεις σ ' ενα τεφτέρι. Τήν επομένη πήγαινε στό caf6 κι εδινε αναφορά γιά τή δαλασσοπλοία, μαζεύοντας πληροφορίες γιά τήν ποταμοπλοία μας στόν Δούναβη καί στόν Προύδο. Ήταν ενδουσιασμένος. 'Από τά 754 «σλέπια» πού μετέφεραν στάρια, τά 364 είναι ρουμανικής ίδιοκτησίας καί τά 332 ελληνικής. Βαλεριάνος, Σταδάτος, Δενδρινός, Έμπειρίκος, Πόρτολος, Βαλλιανάτος, Καλαντζής, Βαλλιάνος, Καββαδίας, Τρω'ίάνος, Άντύπας, Γαλιατσάτος, Άδανασούλης, Θεοφυλάτος, Βάρναλης, Δερνίκος, Κουτα βάς ... «6 'Ίστρος ρέει διά τούς ' Επτανησίους καί τούς Άνδριώτας», κατέληγε 6 πατέρας τήν κυριακάτικη αναφορά στό σπίτι. 'Άνοιγε τό σημειωματάριό του καί μάς διάβαζε τά όνόματα τών πλοίων, τών φορτηγών, τών ρυμουλκών καί τών γερανών. Κατέγραφε ίδιοκτήτες, καπετάνιους, ση μαία, δνομα, χωρητικότητα καί προορισμό. Αύτά τά μάδαινε όταν κατέβαινε στό λιμάνι κι έπι
'ανε κουβέντα μέ τά πληρώματα. Τή
δάλασσα τήν ήξερε καλά, τήν αγαπούσε, μά όνειρευόταν νά πάει κάποτε στό ποτάμι, νά δεί από κοντά τήν κίνηση, τά ποταμόπλοια, τίς πλοηγίδες. 'Από τούς 88 πλοιάρχους-πλοηγούς ρυμουλκών στόν Δούναβη, οί 73 ήταν 'Έλληνες, μάς έλεγε.
'Έτσι μ' αύτά, σιγά-σιγά, 6 πατέρας συνήλδε. Είχε πάρει πάνω του, φαινόταν ξεκούραστος, κεφάτος. Είχε κάνει παντού φίλους. Μιά καλή μέρα λοιπόν αποφάσισε νά ξεκινήσει τή διαδικασία γιά τήν αλλαγή τής
8 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
υπηκοότητάς μας. Δίχως κανέναν δισταγμό δήλωσε έμάς τούς νεότερους εξι χρόνια μεγαλύτερους -τά χαρτιά μας είχαν μείνει πίσω, στά όδωμανικά γραφεία- κι έτσι χάρη στήν προνοητικότητά του γλυτώσαμε καί τό στρατιωτικό καί τό μέτωπο.
Μόλις πήραμε στά χέρια μας τά έλληνικά διαβατήρια ή Ρουμανία κήρυξε τόν πόλεμο στίς Κεντρικές Δυνάμεις, στίς οποίες είχε ηδη προσχωρήσει ή Βουλγαρία πού διεκδικούσε τή ρουμανική Ντομπρουτζά.
Ίά τερτίπια τού Δούναβη βλέπεις, πού σ' ενα μεγάλο μήκος του άποτελεί τό σύνορο τής Ρουμανίας μέ τή Βουλγαρία, αφηναν κάποια περιδώρια στή βουλγαρ ική έπιχειρηματολογία γιά έπέκταση τού υδάτινου ορίου καί μέσα στή ρουμανική γή. Ίό ποτάμι, καδώς κυλάει μέ κατεύδυνση άνατολική χωρίζοντας τά δύο κράτη, έκατό χιλιόμετρα πρίν φτάσει στή Μαύρη Θάλασσα στρίβει ξαφνικά πρός τόν βορρά. Διασχίζει κάδετα τή Ρουμανία κι άνεβαίνει ως τά σύνορά της μέ τή Βεσσαραβία δπου δημιουργεί τό ευρύτατο δέλτα του. Οί Βούλγαροι δεωρούν δτι ή πεδινή έκταση άνάμεσα στήν άνατολική δχδη τού ποταμού καί τή δάλασσα τούς άνήκει. 'Ισχυρίζονται δτι, δπως Ο οριζόντιος ρούς άποτελεί κρατικό σύνορο έτσι καί ο κάδετος πρέπει νά άποτελέσει σύνορο καί ή βουλγαρική έπικράτεια νά έπιμηκυνδεί πρός τά βορειοανατολικά, μέσα σ' αυτήν τήν πολύτιμη λουρίδα γής πού ονομάζεται Ντομπρουτζά.
'Αρχές Σεπτεμβρ ίου ή Ρουμανία δέχτηκε τήν έπίδεση τής Βουλγαρίας. Οί Ρουμάνοι δέν μπόρεσαν νά κρατήσουν τό νότιο μέτωπο. ' Ο βουλγαρικός στρατός πέρασε τά σύνορα καί προχώρησε άκάδεκτος μέσα στήν άμφισβητούμενη περιοχή. Στρατηγικός στόχος ήταν ή κατάληψη τής Κωνστάντζας.
' Ο κόσμος αρχισε νά φεύγει. Μέ βο'ίδάμαξες, μέ λαντώ, μέ άραμπάδες, μέ φορτηγά βαγόνια, μέ δ,ΤΙ μέσο μπορούσε νά βρεδεί. "Ολα συνέβησαν έντελως άπροσδόκητα. 'Από τήν ουδετερότητα στήν έμπόλεμη κατάσταση κι άπό τήν άρχή των έχδροπραξιων μέχρι τήν υποχώρηση, μεσολάβησαν μόνο δέκα-δώδεκα μέρες. Κανείς δέν πρόλαβε νά προετοιμαστεί. Ρουμάνοι κι 'Έλληνες, 'Αρμένιοι, ' Εβραίοι καί Μωαμεδανοί έγκατέλειπαν σπίτια καί μαγαζιά φορτωμένα, περιουσίες καί υπάρχοντα, κι έφευγαν γιά νά περάσουν τόν Δούναβη νά σώσουν τή ζωή τους. ' Η Κωνστάντζα αδειαζε.
'Όπως δλοι έτσι καί έμείς μαζεύουμε λίγα ρούχα, παίρνουμε δσα χρήματα υπήρχαν στά ταμεία των καταστημάτων μας καί μπαίνουμε στό τραίνο. Οί νεότεροι παστωδήκαμε στ' άνοιχτά βαγόνια, πάνω στά έμπορεύματα πού κανείς δέν είχε βρεδεί νά ξεφορτώσει. ' Η διαδρομή ήταν
88
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πολύ επικίνδυνη , γιατί τά εχδρικά άεροπλάνα μυδραλλιοβολούσαν τούς συρμούς πού μετέφεραν τόν αμαχο πληδυσμό.
Μέ τήν ευχή τού Θεού φτάσαμε κάποτε στό Γαλάτσι.
Πέρασαν τόσα χρόνια άπό τότε, μά δέν μπορώ νά βγάλω άπό τό νού μου αυτή τήν παραποτάμια πολιτεία όπως τήν πρωτοείδα τόν Σεπτέμβριο τού 1 9 1 6. τ Η ταν 'ίσως ή κούραση, ή άυπνία, ή πρωινή όμίχλη πού σκέπαζε τήν πόλη. 'Έβλεπα μόνον πυργίσκους νά βγαίνουν μέσα άπό τήν υγρασία, μυτερές άπολήξεις πού σημάδευαν τόν ουρανό, κι ακουγα ελληνικές λέξεις πού εφδαναν άπό μιάν άκαΜριστη άπόσταση. Νόμιζα πώς γυρίσαμε στό Βασιλικό ij ότι φτάσαμε 'ίσως στή Θεσσαλονίκη. Ε'ίμαστε πάντως σίγουρα σέ λιμάνι. Κρατούσα μέ κόπο τά μάτια μου άνοιχτά. Τίναζα κάδε τόσο τό κεφάλι μου - μέ βάραινε ό ϋπνος. Πονούσαν τά κόκαλά μου. Οί γνώριμες ναυτικές κουβέντες μέ ξυπνούσαν καί μέ κοίμιζαν. Μά πού βρε{}ήκανε τόσοι δικοί μας ναύτες στή Μολδαβία;
Θυμούμαι μέσα σέ όνειρο τήν πόλη νά ξυπνάει ... τούς κάδους μέ τό γάλα πάνω σέ μακριά ξύλινα κάρρα ... τούς μπόγους μας φορτωμένους σέ ενα άμάξι πού τό εσερναν δυό βαριά κοντοπόδαρα αλογα ... τήν ύποδοχή πού μας εκαναν οί συνεργάτες τού Σπύρου ... τό πελώριο σαμοβάρι στή γωνιά τού γραφείου τους ... Εϊμασταν πάλι πρόσφυγες λοιπόν. Λοξοκοίταξα τόν πατέρα. Δέν δά τά εβγαζε πέρα. Δέν μπορούσε νά άντέξει κι αλλο ξεσπίτωμα. Συνήλδα. Ε'ίχαμε πολλά τρεχάματα νά κάνουμε ωσπου νά τακτοποιήσουμε τούς δικούς μας.
Δέν ήταν εϋκολο νά βρεδεί σπίτι, γιατί είχαν ερδει πολλοί πρόσφυγες σάν κι εμας άπ' τήν Κωνστάντζα κι όλοι ψάχνανε κάπου νά βολευτούνε προσωρινά. "Αλλωστε ε'ίμαστε κι ενας όλόκληρος λόχος, δεκαπέντε ανδρωποι. Γονείς, άδελφές, εμείς τά πέντε άγόρια (ό Δανιήλ κι ό Παναγιώτης βρίσκονταν άκόμα στήν ' Ελλάδα), ή Μάρδα μέ τόν κουνιάδο μας τόν Βασιλείου καί δυό μωρά. Ε'ίχαμε φύγει όλοι μαζί, γιά νά μήν σκορπίσουμε όπως τήν προηγούμενη φορά.
Πόρτα-πόρτα γυρίσαμε όλο τό Γαλάτσι. 'Έτσι μάδαμε τούς δρόμους, τίς άγορές, τίς πλατείες, τά δυό λιμάνια στόν Δούναβη καί τό άλλο στή λίμνη Brate�. ' Ο 'Αριστοκλής κι εγώ άναλάβαμε τόν βορειοδυτικό τομέα τής πόλης καί κατεβήκαμε στά ναυπηγεία γιά νά πάρουμε πληροφορίες άπό τούς συμπατριώτες μας πού δούλευαν εκεί. Μας είχαν πεί ότι στό «FΕRΝισ> όλοι οί μηχανικοί, οί καραβομαραγκοί καί οί εΙδικευμένοι τεχνίτες ήταν 'Έλληνες. Προδυμσποιή{}ηκαν οί αν{}ρωποι νά μας εξυπηρετήσουν, άλλά μόλις άκούγανε ότι έίμαστε δεκαπέντε άτομα σταματούσαν.
89
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Ενας μάλιστα κεφαλλονίτης βαρκάρης μάς πρότεινε γελώντας νά βρούμε καμιά φορτηγίδα ν' άγοράσουμε. - Είναι μιά παλιά καραβάνα, τά 'χει φάει τά ψωμιά της καί πουλιέται γιά μετασκευή. Πάρτηνε μέ τό τίποτα. Θά σάς τήν φτιάσουνε εδώ τά παιδιά πλωτό σπίτι. Άπίκο δά τό 'χετε. Είναι κι ενα παγοδραυστικό πού εξώκειλε. Δικό μας, Κεφαλλονίτικο. Τί άλλο νά σάς πώ, βρέ παιδιά;
Ευτυχώς, μέ τά πολλά, ό Γιώργος μέ τόν Θόδωρο βρήκαν τέσσερα δωμάτια σ' ενα σπίτι. Ίό 'χε μιά ρούσικη οΙκογένεια όνόματι Σπαρπέτσους. Μαζεύτηκαν αυτοί στά δυό πίσω δωμάτια καί μάς νοίκιασαν τή σάλα, δυό κρεβατοκάμαρες, μιά άποδήκη καί τήν κουζίνα. " Ετσι βρε{)ήκαμε νά συγκατοικούμε μέ Ρώσους. Άνήκαν σέ μιά μικρή παροικία - μιά όρΜδοξη α'ίρεση, νομίζω - κι ήταν δλοι φυγάδες άπό τά πολύ παλιά χρόνια. Διατηρούσαν μέ προσήλωση τά εδιμα καί μόλις άποκτούσαν τό πρώτο τους παιδί, τούς ευνούχιζαν γιά νά μείνει ή περιουσία σ' εναν καί νά μή σκορπιστεί. ' Η κύρια άσχολία τους ήταν ή μελισσοκομία καί τά άλογα. ' Ο Ιδιοκτήτης μας, ενας πολύ ψηλός κι εϋσωμος άντρας, εντυπωσιακός μέσα στό βελούδινο παλτό του, ήταν άμαξάς.
Γιά καλή μας τύχη, στό Γαλάτσι βρήκαμε πενήντα κιβώτια μακαρόνια, τά όποία ειχαμε προπληρώσει καί δέν είχαν άκόμα προλάβει νά μάς τά στείλουν οί συνεργάτες μας. Πήγαμε λοιπόν ενα πρωί μέ τόν Κώστια, τά φορτώσαμε στήν αμαξα καί τά πήγαμε στό σπίτι. 'Έτσι ε'ίχαμε τουλάχιστον τί νά τρώμε, γιατί τά χρήματά μας τελείωναν. ' Ο Σπύρος εκλαιγε άκόμα τά λεφτά τών δασμών πού είχε προκαταβάλει στό τελωνείο τής Κωνστάντζας γιά τά εξήντα βαρέλια ελιές πού εφτασαν στό λιμάνι δυό μέρες πρίν φύγουμε. 'Έτρεξε τότε νά σώσει τό εμπόρευμα τουλάχιστον, μά δέν υπήρχε ψυχή στό τελωνείο. Νόμιζε κι αυτός δτι δλα δά τελείωναν γρήγορα καί άνώδυνα. Δέν είχε ξαναζήσει πόλεμο καί λυπότανε τίς ελιές καί τά τελωνειακά.
«Ρούσκι ντούχ», ρούσικη μυρουδιά, δέν είχαμε μόνο στό σπίτι άλλά σέ όλόκληρη τήν πόλη, καί μάλιστα «καζάκ ντούχ», γιατί οί Ρώσοι είχανε στείλει ενα τάγμα Κοζάκων νά ενισχύσει τή ρουμάνικη άμυνα στό Γαλάτσι. ' Ο Κώστια δύμωνε μαζί τους, γιατί δέν πρόσεχαν τ' άλογά τους κι είχαν γεμίσει δλες τίς πλατείες μέ καβαλίνες, κάτουρα κι άχυρο' μά στήν πραγματικότητα ζήλευε. 'Αλογατάρης αυτός, μέ τ' άλογα μεγαλωμένος, ηξερε νά ξεχωρίζει τήν καδαρόαιμη ράτσα καί νά εκτιμά τήν τέλεια εκπαίδευση. Κι οί Κοζάκοι, βέβαια, ευκαιρία δέν εχαναν γιά νά επιδεικνύουν τήν ίππευτική δεινότητά τους.
«Πού νά πέσει κεραυνός νά κάψει τίς κόκκινες κορδέλες σαρ) μουρμού-
90
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ριζε φτύνοντας τόν καπνό πού μασουλούσε, Όταν, άργά τ' άπόγευμα, περνούσαν εξω άπό τό σπίτι μας οί καβαλάρηδες. «Κρίμα τά ζωντανά. Αύτοί δέν είναι αντρες, είναι στουπιά. Κάτσε τό βράδυ νά τούς δείς πώς γυρνούνε. ' Ολομέδυστοι. 'Ίσα πού βαστιούνται στή σέλα. Καί τ' αλογα τό νιώ1'Jουν αύτό. πανε άργά καί προσεκτικά μήν τύχει καί κουτρουβαλιστεί τ' άφεντικό τους. Ρεζίλεψαν τά ζώα τους, ρεζιλεύουν καί μας. Κύριε τών Δυνάμεων».
Καί πράγματι είχε δίκιο ό ρώσος άμαξάς. Τό κακό είχε παραγίνει. Στή Ρωσία ήταν άπαγορευμένο τό ποτό, λόγω τού πολέμου, κι εδώ οί Κοζάκοι βρέ1'Jηκαν στόν παράδεισο. Ποιός νά τούς ελέγξει; 'Ένα βράδυ κατέβηκαν καμιά δεκαριά στό κελλάρι μιας ταβέρνας. " Ολα τά βαρέλια ήταν σφραγισμένα. Σημάδεψε ό κα1'Jένας άπό ενα βαρέλι, τό τρύπησε μέ τό περ ίστροφό του, γονάτισε κι αρχισε νά πίνει άπό τήν τρύπα. Τό πρωί τούς βρήκαν πνιγμένους μέσα στό κρασί πού είχε πλημμυρίσει τό ύπόγειο. Τότε δό1'Jηκε διαταγή νά χυ1'Jούν Όλα τά κρασιά πού ύπήρχαν άπο1'Jηκευμένα στήν πόλη. Μέ τήν επίβλεψη τής άστυνομίας Όσοι είχαν βαρέλια τά κου βάλησαν στό δρόμο, ανοιξαν τίς κάνουλες κι ετρεχε τό κρασί σάν τό νερό τής βροχής. Πλημμύρισε τό Γαλάτσι. Οί Κοζάκοι ξάπλωναν καταγής, επιναν κρασί άπό τό δρόμο, καί κυλιόντουσαν χάμω. Δυό μέρες εκαναν νά ξαναφανούν καβάλα στ' αλογά τους.
Μέ τήν παρουσία τών ρώσων στρατιωτών κυκλοφόρησαν πολλά ρούβλια στήν άγορά. «Κατερίνες» τά λέγαμε κι ήταν περιζήτητα. Στό Γαλάτσι Όμως, ό κόσμος φοβότανε νά εχει πάρε-δώσε μέ τούς Κοζάκους. Έμείς ψάχναμε νά βρούμε κάποια δουλειά νά κάνουμε, γιατί τά μετρητά μας είχαν τελειώσει καί ζούσαμε πουλώντας κανένα κιβώτιο μακαρόνια, μά κι αύτό δέν εφτανε. Σκεφτήκαμε τό 'να, κουβεντιάσαμε τ' αλλο, καί κάποια μέρα τ' άποφασίσαμε. Θά γίνουμε άργυραμοιβοί, σαράφηδες. "Αλλη λύση δέν ε'ίχαμε.
Πουλήσαμε τά τελευταία μακαρόνια καί νοικιάσαμε δυό παράδυρα στόν κεντρικό δρό μο, δίπλα σ' ενα μεγάλο καφενείο. ' Αγοράζαμε καί πουλούσαμε ρούβλια. Τό διάφορο ήταν καλό. Κάναμε μάλιστα δυό βάρδιες, πρωί-βράδυ, καί πιάσαμε γερή πελατεία. Βγάζαμε τά εξοδά μας καί μα-1'Jαίναμε καί ρούσικα. Πού νά φανταστούμε Ότι σέ λίγο καιρό 1'Jά μας είναι άπαραίτητα !
Κάναμε φιλίες μέ τούς Κοζάκους . . Ο 'Αριστοκλής μά1'Jαινε μπαλαλάικα κι εγώ προσπα1'Jούσα, μάταια, νά άντιγράψω τόν τρόπο μέ τόν όποίο καβαλούσαν τ' αλογά τους. τ Ηταν άνυπέρβλητοι σέ ϋφος στήσιμο, κορμοστασιά, άλαφράδα, ταχύτητα, ήταν σέ Όλα τους ύπέροχοι. 'Έμοιαζαν αγριοι, σκληροί καί ατεγκτοι, μά κατά βά1'Jος ήταν παιδιά.
91
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"Ολο τό τάγμα σ' εμάς εξαργύρωνε τίς κατερίνες του καί ή δουλειά πήγαινε τόσο καλά, ωστε ξεπεράσαμε άκόμα καί τούς εβραίους σαράφηδες. Άπό τά παρά{)υρά μας πέρασε ολο τό Γαλάτσι.
'Αρχίσαμε λοιπόν νά κερδίζουμε λεφτά . . Ο Σπύρος φρόντισε νά κάνει προμήδειες ξυλοκάρβουνο, πού είχε άκριβύνει φοβερά, καί, οπου έβρισκε, άγόραζε μεγάλες ποσότητες τροφίμων. Κρύψαμε τά τρόφιμα στό δωματιάκι τού σπιτιού, βάλαμε καί μιά τρίφυλλη ντουλάπα γιά νά καλύψουμε τελείως τήν πόρτα - ή άστυνομία έκανε έρευνες γιά άποδηκευμένα τρόφιμα - κι ε'ίμασταν ετοιμοι νά άντιμετωπίσουμε τόν χειμώνα. Μά δέν προλάβαμε.
'Ένα πρωί πού χιόνιζε - είχε άντριώσει νωρίς τό κρύο - στάδηκε στό παράδυρο τού σαράφικου ενα μαύρο αλογο. 'Έγειρε στή σέλα ό Άντρέϊ, μού πέταξε εν αν γούνινο σκούφο σάν τόν δικό του -χωρίς τήν κόκκινη κορδέλα πού φορούσαν αύτοί λοξά στήν «παπάχα» πάνω- καί φώναξε: «Αύτό άπό μένα. Θά σού χρειαστεί. Φεύγουμε γιά τό μέτωπο . . Ο Θεός μαζί σου». Σπιρούνισε τ' αλογο, ξεκαβαλίκεψε τό ενα πόδι, τό πέρασε στή σέλα, έγειρε ολόκληρος άπό τή μεριά μου κι έφυγε καλπάζοντας στόν κεντρικό δρόμο.
Τό μέτωπο έσπασε. Κι εκεί πού ολοι περιμέναμε τή νίκη, παρουσιάστηκαν οί Βούλγαροι άπέναντι άπό τό Γαλάτσι κι αρχισε ο βομβαρδισμός. Τρέχαμε ολη μέρα νά βοηδήσουμε στήν κατάσβεση τών πυρκαγιών, οί όβίδες σφύριζαν πάνω άπό τά κεφάλια μας, Ο κόσμος ήταν πανικόβλητος. ' Η γειτονιά μας ήταν άπό τά πιό επικίνδυνα σημεία τής πόλης γιατί βρισκόταν κοντά στό στρατώνα πού βομβαρδιζόταν άνηλεώς. Βγάζαμε τούς δικούς μας τό πρωί στό δρόμο, άνάβαμε μιά φωτιά, τούς κουκουλώναμε μέ κουβέρτες καί τούς άφήναμε παρέα μέ τούς γείτονες νά μαγειρεύουν ζωμούς γιά νά ζεσταδούν. Κάποια μέρα έπεσε τελικά καί στό σπίτι μας μιά βόμβα. Προλάβαμε τή φωτιά καί σώδηκε τό μισό . . Η παραμονή μας στό Γαλάτσι ήταν πλέον άδύνατη.
Άποφασίζουμε λοιπόν τήν τρίτη προσφυγιά. Αύτή τή φορά γιά τή Ρωσία. Κατά κεί ήταν τό ρεύμα κι εκεί πήγαιναν ολοι γιά νά σωδούν. Τό μεγαλύτερό μας πρόβλημα ήταν ή τύχη τής οίκογένειας τής άδελφής μας τής Μάρδας. ' Ο Βασιλείου είχε ρουμανική ύπηκοότητα καί, παρόλο πού είχε περάσει τά σαράντα, οταν έσφιξαν τά πράγματα επιστράτευσαν τήν κλάση του. Δέν μπορούσαμε ν' άφήσουμε πίσω τή Μάρδα μέ δυό μωρά. Πείσαμε λοιπόν τόν αντρα της νά λιποτακτήσει, τόν κρύψαμε στά χαλάσματα τού σπιτιού, έφυγε Ο Σπύρος, πέρασε τά σύνορα κι έστειλε πίσω τό ελληνικό του διαβατήριο . . Ο Βασιλείου είχε άφήσει μούσι, είχε άδυνατίσει κι ήταν άγνώριστος. " Αλλωστε τότε δέν ύπήρχαν φωτογραφίες στά διαβα-
92
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τήρια. Ξεπουλούμε στά γρήγορα τά εμπορεύματα, μαζεύουμε τίς κατερίνες
μας, κάνουμε μπόγους τά ρουχαλάκια μας καί ξεκινούμε . . Ο Κώστια μάς είχε βρεί δυό μεγάλες αμαξες. Τά σύνορα ήταν πολύ κοντά, μά κάναμε κάμποσες ώρες στό δρόμο. Τό χιόνι είχε λασπουριάσει άπό τήν κίνηση, κόσμος πολύς βάδιζε πρός τόν Προύδο. Στή γέφυρα οί συνοριακές διαδικασίες καδυστερούσαν. Περιμέναμε στήν ούρά ως τό βράδυ κι Όσο περνούσε ή ωρα, μεγάλωνε ή άγωνία μας μήπως κι άναγνωρίσουνε οί στρατιώτες τόν Βασιλείου. Άπό άπέναντι ερχόταν ενα τάγμα Κοζάκων. Τά ρούσικα τραίνα τούς μετέφεραν ως τή συνοριακή πόλη Ρένη, Όπου καί τούς ξεφόρτωναν, κι άπό κεί, περνούσαν τή γέφυρα τού Προύδου καί τραβούσαν κατά τό Γαλάτσι. Τά δικά τους βαγόνια ήταν φαρδιά κι οί ρουμάνικες σιδηροδρομικές γραμμές στενές, γι' αύτό καί οί Κοζάκοι δέν μπορούσαν νά μπούν μέ τό τραίνο στή Ρουμανία. Μέχρι τότε, τά φορτηγά βαγόνια επέστρεφαν <'iδεια άπό τή Ρένη στήν Κριμαία. " Αμα αρχισε Όμως ή φυγή, φόρτωναν οί Ρώσοι τόν κόσμο στά τραίνα καί τόν εστελναν στήν εύχή τού Θεού. Προγραμματισμένες διαδρομές γιά επιβάτες δέν ύπήρχαν. Θά κατέβαινες εκεί πού δά σ' αφηνε τό στρατιωτικό φορτηγό.
Φτάσαμε χωρίς άπρόοπτα στή βεσσαραβική πόλη Ρένη. Κοσμοπλημμύρα στό σταδμό. " Εχανε ή μάνα τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα. Μιά όλόκληρη λεγεώνα ελλήνων προσφύγων εφευγε μέ κατεύδυνση τήν 'Οδησσό. 'Αφήσαμε στήν ακρη τά μισά μπογαλάκια μας, πιαστήκαμε χέρι-χέρι γιά νά μήν χαδούμε, βάλαμε στή μέση τούς Βασιλείου μέ τά μωρά καί τούς γονείς μας, κάναμε εναν κλοιό γύρω τους κι άκολουδήσαμε τό ρεύμα πού εσπρωχνε πρός τά βαγόνια. Ποτέ δέν κατάλαβα πώς, ενώ τό τραίνο πήγαινε γιά 'Οδησσό, εμείς βρεδήκαμε στά φορτηγά πού φεύγανε γιά τό Ροστόβ. Θά ήταν μάλλον δυό συρμοί στό σταδμό άλλά πού νά τούς δούμε. Τό μόνο πού μάς ενοιαζε ητανε νά χωδούμε σ' ενα βαγόνι. Τό δικό μας δά είχε μεταφέρει τό κοζάκικο τάγμα πού συναντήσαμε στή γέφυρα τού Προύδου. " Αν ξέραμε Ότι ήταν Κοζάκοι τού Ντόν, δά 'χαμε 'ίσως προσπαδήσει νά μήν μπούμε στό τραίνο τους. Τώρα Όμως πού κουρνιάσαμε εδώ, νιώδαμε εύτυχισμένοι. "Ας ήταν τό Ροστόβ στήν αλλη ακρη τού κόσμου. Θέλαμε άπλώς κάπου νά φτάσουμε. Τίποτα αλλο.
Λιγοδυμιά σού ερχόταν άπό τό «καζάκ ντούχ», μά δέν τολμούσαμε νά κουνηδούμε άπό τίς δέσεις μας. Διασχίσαμε ετσι τή Βεσσαραβία, άφήσαμε πίσω τόν Δνείστερο, διασχίσαμε τήν Ούκρανία, άφήσαμε πίσω τόν Μπάγκ καί τόν Δνείπερο, μπήκαμε στίς ρωσικές στέππες, διασχίσαμε δάση κι άκόμα πηγαίναμε. Τό ταξίδι κράτησε τόσες μέρες πού εχασα τόν λογαρια-
93
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
σμό. Περάσαμε άτέλειωτες χιονισμένες πεδιάδες, παγωμένα ποτάμια, γέφυρες, μικρούς σταδμούς. Στούς μεγάλους σταδμούς μέναμε πολλές ώρες. Έκεί άγάπησα τόν ρούσικο λαό. Τέτοιος πονόψυχος κι όμορφος κόσμος ήταν. Είχε διαδοδεί δτι περνούσαν πρόσφυγες άπό τή Ρουμανία κι ερχονταν αντρες καί γυναίκες στήν αποβάδρα, πλησίαζαν στά παρά{]υρα καί μας προσέφεραν «σάκαρου» γιά νά αντέξουμε τό κρύο, ψωμί, γάλα καί τσάι. «Bezinski, bezinski» λέγανε, πρόσφυγες δηλαδή, κι ερχονταν μέ τό τσαγερό στό χέρι. Σέ κάδε σταδμό ύπήρχε ενα μεγάλο καζάνι μέ βραστό νερό. ' Ο κάδε Ρώσος κυκλοφορούσε μέ τό τσαγερό του καί συμπλήρωνε νερό απ' τό καζάνι.
Θελήσαμε καί μείς νά αγοράσουμε δυό μεγάλα τσαγερά γιά τό ταξίδι, μά στά{]ηκε αδύνατον νά τά πληρώσουμε. Κανείς δέν ήδελε νά πάρει τά λεφτά μας. «Bezinski ortodox)) λέγανε κι απλωναν τά δυό τους χέρια νά μας προσφέρουνε γεμάτο τό τσαγερό πού εκαιγε κι αχνιζε. Τί είχε συμβεί;
Μιά μπαμπουλωμένη γυναίκα είχε δώσει «χλιέμπα», ψωμί, στή μάνα μου καί τήν είδε νά κάνει τό σταυρό της - ή μάνα δέν ήξερε πώς αλλιώς νά τήν εύχαριστήσει. Τότε ή ρωσίδα εβαλε μιά φωνή «όρτοντόξ, όρτοντόξ)), εχωσε τό κεφάλι της μέσα στό παρά{]υρο καί γέμισε τή μάνα μου φιλιά. Κάτι αντρες δηρία ως έκεί πάνω εκλαιγαν. Ποιός νά δεχτεί νά πληρωδεί γιά τά τσαγερά;
Πέρασαν, ούτε {]υμαμαι, πόσα μερόνυχτα, πόσα ποτάμια, πόσα δάση, ωσπου κάποτε φάνηκε ή μεγάλη γέφυρα τού ποταμού Ντόν.
Στόν σταδμό μας περίμεναν οί έκπρόσωποι τής Έπιτροπής τών ' Ελληνικών Κοινοτήτων τής βόρειας Άζοφικής. Δέν πιστεύαμε στά μάτια μας. ' Εκατόν όγδόντα πέντε χιλιάδες " Ελληνες ζούσαν, λέει, στήν περιοχή. 'Απ' αύτούς, οί έκατόν σαράντα χιλιάδες τής ένδοχώρας ήτανε ρωσόφωνοι. Οί έλληνόφωνοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω από τή Μαριούπολη, τό Τα'ίγάν καί τό Ροστόβ. Τό έμπόριο, ή καπνοκαλλιέργεια, οί δουλειές τής δάλασσας καί ή ποταμοπλοία ήταν οί κύριες ασχολίες τους.
' Η κοινότητα τού Ροστόβ δέν ήταν από τίς πιό μεγάλες - αριδμούσε όκτώ χιλιάδες 'Έλληνες - ήταν δμως από τίς πιό πλούσιες. Μόνο μέ τίς κοινότητες τής 'Οδησσού καί τής Χερσώνας μπορούσε νά συγκρι{]εί. Πολλοί ροστοβίτες εμποροι γεννημάτων είχαν αντιπροσώπους καί ύποκαταστήματα σ' δλες τίς πόλεις κατά μήκος τού Ντόν ως τόν Βόλγα. 'Έτσι κι έδώ, τό έλληνικό δίκτυο - αδέλφια, συγγενείς, γαμπροί καί κουμπάροι -είχε παντού διακλαδώσεις.
Έμείς δέν γνωρ ίζαμε κανέναν, μας συμπαραστάδηκαν δμως σάν αδέλφια. Μοίρασαν τήν οΙκογένεια σέ τρία σπίτια, φρόντισαν τά μωρά, παρηγόρησαν τούς γέροντες, μας φιλοξένησαν μέ τό παραπάνω ωσπου νά
94
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δούμε τί δά κάνουμε. ' Ο μεγάλος εχδρός τής Ρωσίας είναι τό κρύο καί στό Ροστόβ εκανε
διαολεμένο κρύο. Μας ελειπε ή δάλασσα, μας ελειπαν οί δικοί μας κι ετσι, τέλος, άποφασίσαμε νά φύγουμε μέ προορισμό τήν παράλια πόλη Μπερντιάνσκα, ενα δέρετρο τής Άζοφικής. Έκεί ήταν άποκαταστημένος ενας ξάδελφός μας, Δανιηλόπουλος κι αύτός, πού εργαζόταν άπό χρόνια σ' ενα εργοστάσιο ύποδη μάτων. Έπίσης κάποιος δειός μας, όνόματι Κωσταρίδης, διευδυντής ενός μεγάλου ξυλεμπορικού γραφείου εξαγωγών. Αύτή ήταν καί ή αίτία πού προτιμήσαμε τή Μπερντιάνσκα. Θά βρισκόμαστε κοντά στή Μαύρη Θάλασσα, πού τήν άγαπούσαμε τόσο, καί δά 'χαμε κοντά μας δυό συγγενείς. Δέν μπορεί κανείς νά φανταστεί τί είναι νά βρεδείς σ' ενα ξένο μέρος - χωρίς γνωστούς, χωρίς νά ξέρεις τή γλώσσα - νά κάνεις ξανά «χωριό» καί νά βρείς κάποια δουλειά γιά νά ζήσεις.
Τό κατορδώσαμε, ομως, ολοι μαζί ενωμένοι κι άγαπημένοι οί πέντε άδελφοί: ό Σπύρος, ό Γιώργος, ό Θόδωρος, ό 'Αριστοκλής κι εγώ. «Fratii Danie!opo! απαντες παρόντες», ελεγε συχνά ό 'Αριστοκλής γιά νά μας δώσει κουράγιο τίς δύσκολες ώρες. Αύτό άρκούσε.
Ροστόβ. Τό δωμάτιο τής μουσικής στό σπίτι τού Σκαναβή. Ή μαμά Άλεξανδρίνα στό πιάνο μέ τόν Κώστια, βιολί, τόν Βάνια, βιολοντσέλλο.
95
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ά Ζ Ο φ , κ π Θ ά λ α α α α ( Μ α , ω ι ι ς Ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στήν 'Αζοφ ική
Δυό δωμάτια σέ μιά μικρή αύλή ήταν τό σπίτι μας στή νέα πατρίδα. ' α Ιδιοκτήτης μας, εν ας έβραίος βιομήχανος, είχε δυό γιούς, διαμάντια. ' α ενας φοιτητής, ό αλλος γυμνασιόπαιδο. Ίήν ήμέρα πού μπήκαμε στό σπίτι εμφανίστηκαν κουβαλώντας ενα μαγκάλι, δώρο γιά τή <<μπάμπουσκα» καί σέ λίγο επέστρεψαν γιά νά φέρουν ξύλα κι εναν τενεκέ λαρδί γιά τό μαγείρεμα.
Ίό 'ίδιο εκείνο άπόγευμα βρήκαμε τόν δείο Γρηγόρη. Δέν εϊχαμε περιδώρια γιά καδισιό ' επρεπε τό ταχύτερο νά πιάσουμε δουλειά. ' α Κωσταρίδης, πού γνώριζε καλά τήν πόλη του, ήρδε μέ μιάν ετοιμη πρόταση. Στό κεντρικό βουλεβάρτο, μάς είπε, στό Ισόγειο τού ξενοδοχείου «Μετροπόλ», ύπήρχε ενα καφενείο πού μαράζωνε. ' Η Ιδιοκτήτρια, μέ τά πέντε ρούβλια πού εβγαζε τήν ή μέρα, δέν κατάφερνε νά καλύψει ούτε τά εξοδά της κι ήταν ετοιμη νά τό άφήσει. Τ Ηταν καλή εύκαιρία. Ίό ξενοδοχείο «Μετροπόλ» ήταν τό καλύτερο τής Μπερντιάνσκα καί τό καλοκαίρι γέμιζε άσφυκτικά άπό παραδεριστές. ' Η τοποδεσία προσέφερε μεγάλες δυνατότητες εκμετάλλευσης.
Πήγαμε λοιπόν στό Cafe Metropol νά πάρουμε τό τσάι μας. 'Άνετο σαλόνι, άναπαυτικά καδίσματα, δυό πελώριοι καδρέφτες, ξυλόγλυπτες κρεμάστρες - λίγο ζαβλακωμένες βέβαια - κάπως σκοροφαγωμένες οί κουρτίνες, μά ό χώρος μάς αρεσε. " αλος μαζί είχε κάτι τό άριστοκρατικό. Χρειαζόταν ενα γερό καδάρισμα, μερικές μικροαλλαγές καί, κυρίως, ηδελε ζωντάνεμα.
«Fratii Danielopol απαντες παρόντες;» είπε ό Άριστοκλής περιμένοντας νά πεί ό καδένας τή γνώμη του. Εϊμαστε ολοι σύμφωνοι.
«Γεννάται εΙς τά ελη τής Μαιώτιδος, λοιπόν;» είπε τότε κατενδουσιασμένος ό ' Αριστοκλής καί μείς σκάσαμε ολοι στά γέλια ενώ, εμβρόντητος ό Κωσταρίδης, άδυνατούσε νά άντιληφδεί πού βρίσκανε τό κέφι τά περιπλανώμενα άνήψια του τά όποία ό 'ίδιος προσπαδούσε νά βοηδήσει.
, Από τήν έπομένη κιόλας τό πρωί άνασκουμπωδήκαμε. Δουλέψαμε νύχτα-μέρα, καδαρίσαμε, ψωνίσαμε τά άπαραίτητα καί κάναμε τήν κατανομή τών εργασιών. ' α Σπύρος άνέλαβε τή διεύδυνση. ' α Γιώργος τόν
97
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μπουφέ. ' Ο Θόδωρος κι ό 'Αριστοκλής τό σερβίρισμα. Έγώ τό ψήσιμο τών καφέδων καί τά τσάγια.
Άνήμερα τής γιορτής τού Τσάρου άνοίξαμε: Ηταν 6 Δεκεμβρίου τού 19 16 . Τά εξι ρούβλια πού μπήκαν στό ταμείο μας τήν πρώτη μέρα ήταν καλό σημάδι. «Νά ζήσει ό Πατερούλης παιδιά, είπε ό Σπύρος, κι αυριο μέ εφτά ρούβλια στό ταμείο!» Δέν ξέρω πώς τά καταφέραμε, άλλά τό επόμενο βράδυ στό ταμείο ύπήρχαν, όντως, εφτά όλόκληρα ρούβλια. 'Ίσως ό λόγος τού 1'1είου, «είναι πρόσφυγες φοιτητές άπό τή Ρουμανία», νά συνετέλεσε στήν προώ1'1ηση τής δουλειάς. 'Όλοι έρχονταν γιά νά μάς δούνε, σάν κάτι άξιοπερίεργο, κι εμείς γεμίζαμε τό ταμείο μας.
" Ο,τι σερβίραμε τό άγοράζαμε άπό τά εργαστήρια ζαχαροπλαστικής. Πολύ σύντομα τετραπλασιάσαμε τίς ποσότητες. Σκεφτήκαμε δμως πώς τελικά τό νά τά άγοράζουμε δλα ετοιμα ήτανε ζημιά. Βάλ1'1ηκε λοιπόν ή μάνα μας νά φτιάξει μερικά γλυκίσματα. "Αλλο πού δέν ή1'1ελαν καί οί άδελφές μας γιά νά περνούν τήν ωρα τους, μικρά κορίτσια, βλέπεις, τί αλλο νά κάνουνε, μετέτρεψαν τό σπίτι σέ εργαστήριο. Μπακλαβάδες, κατα'ιφια, σουρωτά, τάρτες, δ,ΤΙ μπορείς νά φανταστείς. ΟΙ Ρώσοι έγλυφαν τά δάχτυλά τους.
Γάλα καί γιαούρτι άγόραζα εγώ. Πήγαινα χαράματα στό παζάρι γιά νά προλάβω νά κουβαλήσω τά δοχεία πρίν άνοίξουμε. Τό γάλα άπό πάνω είχε κίτρινους σβώλους. τ Ηταν τό βούτυρο πού άνέβαινε στήν επιφάνεια άπό τό κούνημα κα1'1ώς τό 'φερναν άπό τό χωριό στήν πόλη. Παρατηρώντας τούς σβώλους πρόσεξα δτι ύπήρχαν ασπροι καί κίτρινοι' αύτοί οί κίτρινοι έκαμαν τό κα'ίμάκι τού γιαουρτιού κίτρινο καί παχύ. "Αρχισα λοιπόν τά πειράματα γιά νά φτιάξω μόνος μου γιαούρτι, νά βελτιώσω καί τήν ποιότητα άλλά καί νά μήν παίρνουμε πιά ετοιμο. Στήν άρχή τοπο1'1έτησα τά φλυτζάνια σέ ράφια κι έχυνα άπό ψηλά τό γάλα γιά νά γίνεται άφρός. Μόλις έπεφτε ή 1'1ερμοκρασία, έπαιρνα μιά σύριγγα και έβαζα τή μαγιά άπό τό πλά'ί, μέ προσοχή, νά μήν σπάσει τό κα·ίμάκι. " Οταν κάποτε κατάλαβα σέ τί 1'1ερμοκρασία πήζει, έβαλα ενα μαγκάλι άπό κάτω γιά νά μήν κρυώνει άμέσως. «' Η πενία τέχνας κατεργάζεται», κι εγώ, μετά άπό πολλά, κατόρ1'1ωσα νά φτιάχνω γιαούρτι καλύτερο άπ' δτι μπορούσα νά φανταστώ. Μέ κα'ίμάκι κίτρινο σάν τό φλουρί.
"Αρχισα τότε τίς δοκιμές γιά νά κάνω τά «κεφίρια» πού τόσο άγαπούσαν οί Ρώσοι. 'Έπαιρνα ενα μπουκάλι, τό γέμιζα ως τή μέση μέ γάλα βρασμένο, τό αφηνα νά κρυώσει καί τό συμπλήρωνα μέ γάλα αβραστο. 'Έπηζε δίχως νά ξυνίζει κι έμοιαζε πολύ μέ τό πραγματικό κεφίρι. Μέ δλα αύτά φτάναμε νά άγοράζουμε δεκαπέντε μέ ε'ίκοσι κάδους γάλα τήν ήμέρα. Έπειδή μεγάλωσε πολύ ή δουλειά πήρα μιά βοηΜ καί δυό ύπαλλή-
98
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λους, πρόσφυγες άπό τόν Πόντο. 'Έτσι, μαζί τους εμα{]α καί τά ποντιακά.
Στή Μπερντιάνσκα τότε είχαν ερ{]ει πολλοί Πόντιοι. Έμείς τούς βρήκαμε έγκατεστημένους έκεί. Είχαν ύποστεί φοβερούς διωγμούς τά τελευταία χρόνια (είχαν τραβήξει τά μαρτύρια τού Χριστού στή διάρκεια τού πολέμου ωσπου νά καταλάβουν τά ρωσικά στρατεύματα ενα μέρος τού Πόντου), κι ερχονταν κατά χιλιάδες στή Ρωσία γιά νά σω{]ούν. Οί περισσότεροι δούλευαν μέ ζήλο γιά τήν 'ίδρυση τής Κεντρικής " Ενωσης τών Εύξεινοποντίων' πάνω άπό όγδόντα σύλλογοι {]ά μετείχαν στό ίδρυτικό συνέδριο πού {]ά γινόταν τό φ{]ινόπωρο στό ΑΙκατερινοντάρ, μιά πόλη τού Κουμπάν, στόν Άντικαύκασο.
Αύτές οί συζητήσεις γίνονταν άργά τό άπόγευμα στό καφενείο. Είχα τελειώσει μέ τή φούρια τής ήμέρας καί μ' αρεζε νά κά{]ομαι μαζί τους, νά παρακολου{]ώ τήν κουβέντα τους. 'Έπιαναν δυό-τρία τραπέζια στή γωνιά κι άρχίζαν.
Στό Κουρ μπάν, λέγανε, ζούν έκατό χιλιάδες " Ελληνες. 'Απ' αύτούς, οί μισοί καί παραπάνω ήταν πατριώτες τους, πόντιοι πρόσφυγες, καπνοκαλλιεργητές, άμπελουργοί, βιοτέχνες κι εμποροι. Άπελευ{]έρωση καί άνεξαρτησία {]έλανε γιά τόν Πόντο καί πίστευαν δτι τώρα, πού επεσε ό Τσάρος, ή Ρωσία δέν {]ά είχε άντίρρηση. Θά άπέσυρε τό στρατό κατοχής καί οί Μεγάλες Δυνάμεις {]ά βοη{]ούσαν η, τουλάχιστον, {]ά κρατούσαν εύνο'ίκή στάση. Πάνω σ' αυτά αναβε ή συζήτηση. "Αλλοι ελεγαν πώς ή Ρωσία άποκλείεται νά παραχωρήσει σπι{]αμή άπό τά ό{]ωμανικά έδάφη πού είχε κατακτήσει κι δτι μόνο μέ άγγλική έπέμβαση {]ά μπορούσε νά προχωρήσει ή ύπό{]εση. "Αλλοι φ ώναζαν πώς γιά τίποτα στόν κόσμο δέν πρέπει νά στηριχτούμε στούς συμμάχους άλλά στίς δραστήριες ποντιακές όργανώσεις πού υπήρχαν παντού: 'Αμερική, Μεγάλη Βρετανία, ' Ελβετία, Γαλλία. Στή Μασσαλία, μάλιστα, ό Κωνσταντινίδης είχε κινήσει γή καί ουρανό. Θά πήγαινε νά πιέσει καί τόν 'ίδιο τόν Βενιζέλο, ελεγαν.
Φυγόστρατοι, άντάρτικο, τάγματα έργασίας, συμβούλια, άποστολές δπλων, τουρκικές {]ηριωδίες, γερμανική διπλωματία, σφαγές Άρμενίων, πετρέλαια, άγγλικά συμφέρΌντα, έλληνική πολιτική, γιά μένα δλα αυτά ήταν πρωτάκουστα. Δέν καταλάβαινα πολλά πράγματα, μά τούς {]αύμαζα καί τούς ακουγα μέ τίς ώρες. Καμιά φορά μέναμε καί μετά τό κλείσιμο. Τό σαμοβάρι εσβηνε μεσάνυχτα. Μιλούσαν μέ τόση πεποί{]ηση πού ημουνα πιά σίγουρος πώς σύντομα, πολύ σύντομα, {]ά πετύχουν. ' Η Δημοκρατία τού Πόντου εμοιαζε μέ φεγγάρι κρυμμένο πίσω άπό τίς λεύκες τού παραλιακού βουλεβάρτου.
99
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί Λανιηλόπουλοι μέ τόν Μοσκώφ (καθιστός δεύτερος δεξιά), Φωτ. Γ. Λ. 1917.
Άνάμεσα στούς Πόντιους πού σύχναζαν στό μαγαζί μας ήταν καί οί δύο καπνέμποροι Μοσκώφ. " Ο Νίκος καί ό Κώστας. Πιάσαμε φιλία μαζί τους, συνδέδηκαν οί οΙκογένειές μας, κάναμε πολύ παρέα καί στό τέλος άναπτύχδηκε κι αίσδημα μεταξύ τού Σπύρου καί τής Θελξινόης. 'Αρραβωνιάστηκαν λοιπόν στά τέλη τής ανοιξης τού ' 1 7 .
"Α! ή ανοιξη. Θυμούμαι ενα πρωινό στόν κάμπο. Πήγαινα σέ μιά φάρμα γιά νά ερευνήσω τίς δυνατότητες νά προμηδευόμαστε άπευδείας καί άποκλειστικά τό γάλα άπ' αύτούς, καί κεί πού πήγαινα, μέσα στό πούσι τής αύγής - δέν εβλεπες τίποτα, μόνο καμπανάκια ακουγες καί τό τρίξιμο τών κάρρων πού μετέφεραν τό γάλα στήν πόλη - εξαφνα διαλύδηκε ή όμίχλη. Φώτισε ό κάμπος αλος. Χιλιάδες κορυδαλλοί κελαηδούσαν μέσα στίς άνδισμένες μηλιές. Μήνες είχε νά φανεί ό ηλιος, σάν νά ξεχάστηκε πίσω στή Ρουμανία.
Στό μαγαζί εγιναν χαρές μεγάλες. Θά ζεσταδεί επιτέλους τό κοκαλάκι μας. Θά 'ρδούν οί παραδεριστές, δά δουλεύουμε ως άργά τό βράδυ. Τί μας ενοιαζε ή τύχη τού Τσάρου; "Ας πάει στήν Κριμαία νά καλλιεργήσει τά άνακτορικά του τριαντάφυλλα. " Ασκημα είναι;
100
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μόνον ό Θόδωρος διατύπωνε κάποιες άνησυχίες. Κουβέντιαζε συχνά μέ τόν Δαυίδ, τόν γιό τού ίδιοκτήτη μας πού, ώς φοιτητής, παρακολουδούσε τίς εξελίξεις. ' Ο Σπύρος δμως είχε άπαγορεύσει κάδε πολιτική συζήτηση. Έμείς ε'ίμαστε πρόσφυγες, ελεγε. Μέσα σέ τρία χρόνια άλλάξαμε τρείς πατρίδες. Κυνηγημένοι ειμαστε, μέ τά μπογαλάκια στό χέρι. Μέ τίς πολιτικές δέν εχουμε καμιά δουλειά. Σουλτάνους ε'ίδαμε, βασιλιάδες ε'ίδαμε, τσάρους ε'ίδαμε. Μόνον ό πόλεμος νά τελειώσει νά ήσυχάσουμε. Έδώ φιλοξενούμενοι εΙμαστε. Ξέρουν οΙ Ρώσοι καλύτερα άπό μάς τί δά κάνουν. Έμείς τό μαγαζί μας νά φροντίσουμε. Πρέπει νά επεκτείνουμε τήν επιχείρηση. Ύπάρχουν πολλά περιfJώρια.
Καί πράγματι. "Αμα ήρδαν οΙ πρώτοι παραδεριστές καί ε'ίδαμε πώς πήγαινε ή κίνηση, σκεφτήκαμε δτι επρεπε νά άνοίξουμε κι αλλο μαγαζί, μέ ξηρούς καρπούς αύτό. ΟΙ Ρώσοι κατανάλωναν τεράστιες ποσότητες. 'Έβαζαν μιά χούφτα σπόρους στό στόμα καί μετά εβγαζαν μιά-μιά τίς φλούδες. Δεξιοτεχνία καί ταχύτητα μοναδική. Κάδε πρωί οΙ όδοκαδαριστές σκουπίζανε τό βουλεβάρτο πού ήταν σκεπασμένο άπό φλούδες ήλιόσπορου καί φυστικιού. Στόν κινη ματογράφο, δίπλα στό καφενείο μας, γινότανε δραύση. Σακκιά όλόκληρα γεμάτα φλούδες διακοσμούσαν τήν κοινή αύλή μας. Μιά καί δυό, βρίσκει ό Σπύρος ενα μαγαζί κοντά στό καφενείο, τά παιδιά τό βάψανε, εγώ ξαμολύδηκα νά βρώ καλό εμπόρευμα σέ συμφερτικές τιμές, καί πολύ σύντομα άνοίξαμε. 'Έπρεπε νά μή χάσουμε τή δερινή περίοδο.
«' Ο καινούριος πρω{]υπουργός είναι συνονόματός μου» μάς άνήγγειλε κάποτε ό Θόδωρος. «Λέγεται Alexander Fyodorovich Kerensky κι είναι εξαιρετικός. Ό Δαυίδ λέει δτι ή Ρωσία δά ξεπεράσει τήν κρίση. 'Όλα δά πάνε καλά άπό δώ καί πέρα». Τό τί ακουσε άπό τόν Σπύρο δέν λέγεται. Πρώτη φορά είδα τόν άδελφό μου ετσι. «Ν ά κόψεις τήν παρέα μέ τόν φοιτητή, αύτός είναι στά σύννεφα, τί άνάγκη εχει; Στό κάτω-κάτω Ρώσος είναι καί νοιάζεται. ' Εμείς ε'ίμαστε" Ελληνες, μέ διαβατήρια, μέ χαρτιά. Θές καμιά ωρα νά βρείς μπελάδες;» Φώναζε εξαλλος ό Σπύρος, ωσπου, άφού τά είπε καί είδε τόν Θόδωρο νά μαζεύεται, συνήλδε. Πήρε ξανά τό άκαταμάχη το ϋφος του καί μέ κείνο τό γοητευτικότατο χαμόγελο είπε: «Φιοντόροβιτς, μού ύπόσχεσαι πώς δά άφήσεις ησυχο τόν συνονόματό σου νά κυβερνήσει τήν καινούρια μας πατρίδα ;» Άπό τότε μάς κόλλησε κι δλες τίς λέξεις πού ε'ίχανε δήτα εμείς τίς προφέραμε μέ φί, δπως οΙ Ρώσοι. Θυμήδηκα καί τόν συμμα{]ητή μου τόν Ζαχάρωφ πού μάς ελεγε γιά τή Μαύρη .. . Φάλασσα καί τήν 'Αζοφική.
Οί δουλειές μας πήγαιναν πολύ καλά. " Οταν εκοψε ή καλοκαιρινή κίνηση άποφασίσαμε νά επεκτείνουμε τίς δραστηριότητές μας καί ν' άσχο-
101
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λφ'tούμε μέ τό εμπόριο τών δερμάτων. Μαζεύουμε δλα τά λεφτά μας, τά δίνουμε στόν Σπύρο καί φεύγει γιά τό Βλαδιβοστόκ.
Μόλις εφυγε ο Σπύρος, αρχισε ή Έπανάσταση. ' Η κατάσταση ήταν τόσο συγκεχυμένη πού ήταν άδύνατον νά καταλάβει κανείς τίποτα. Τό μόνο πού δυμάμαι γιά κείνες τίς πρώτες μέρες είναι τό δριμύτατο ψύχος καί τή μάνα πού άνησυχούσε γιά τόν Σπύρο, Ο οποίος δά διέσχιζε τήν 'Ασία μέ τέτοιον καιρό. Πού νά τολμήσουμε νά της μιλήσουμε γιά τήν άναταραχή πού ξέσπασε. " Αλλωστε, στή μικρή μας πόλη δέν είχαν φτάσει άκόμα παρά μόνο τά μηνύματα της επανάστασης πού δονούσε τά μεγάλα κέντρα καί συγκλόνιζε τήν ' Αγία Πετρούπολη. ' Ο Δαυίδ πίστευε δτι οί Μπολσεβίκοι δέν δά κατάφερναν νά επικρατήσουν. Είναι δέμα λίγων ήμερών. Οί χωρικοί καί οί εργάτες είναι εναντίον τους. Στήν περιφέρειά μας κανείς δέν είναι μαζί τους. ' Η Ούκρανία κήρυξε αύτονομία. Μόνο γιά τούς Κοζάκους άνησυχούσε, τούς Κόκκινους Κοζάκους τού Ντόν. " Ωσπου κάποια μέρα ήρδαν οί Κερενσκικοί κι ε'ίδαμε κι αύτονών τή γλύκα.
Στρατιώτες δυμούμαι καί κάτι εξαγριωμένους οπλοφόρους πού μιλούσαν εν όνόματι τού λαού, τών σοβιέτ, τών άγροτών, τών σοσιαλεπαναστατών, τών διεt]νιστών μενσεβίκων της άριστεράς, τών κοζάκων τού στρατηγού Καλέντιν. Τό ενα κόμμα διαδέχονταν τό αλλο, τό ενα καδεστώς τό αλλο κι ήταν δλοι 'ίδιοι. Διαταγές τοιχοκολλημένες, άψιμαχίες, οδομαχίες, συλλήψεις, νυχτερινές συμπλοκές. Πολλές φορές μέναμε τό βράδυ στό καφενείο, γιατί είχαν άρχίσει οί επιδέσεις σέ μαγαζιά. "Αλλες νύχτες πάλι μέναμε, επειδή δέν τολμούσαμε νά διασχίσουμε τήν πόλη. Έμάς τούς " Ελληνες δέν μάς πειράζανε, μόνο άπό καμιάν άδέσποτη ij τίποτα εξαδλιωμένους ρέμπελους φοβόμασταν. Στόχος τους ήταν οί ' Εβραίοι.
'Όταν ήρδαν οί Μπολσεβίκοι αρχισε τό μακελειό. Έμφανίστηκε στά άνοιχτά της Μπερντιάνσκα ενα πολεμικό πλοίο - Γερμανικό ij Γαλλικό δέν δυμούμαι. Οί Έρυδροί, παρόλο πού δέν είχαν μεγάλα κανόνια, φόρτωσαν ενα τηλεβόλο σ' ενα μικρό ρυμουλκό καί βγηκαν άπό τό λιμάνι γιά νά χτυπήσουν τό ξένο πλοίο. Ξαφνικά αρχισε νά βάλλεται καί ή πόλη. Τό κανονίδι γενικεύτηκε. Μαζεύτηκε ή γειτονιά καί κατεβήκαμε στό ύπόγειο της αύλης πού μοιραζόμασταν μέ τόν κινηματογράφο. Σπρώξαμε κάτι σκηνικά κι ενα παλκοσένικο, πού είχαν ξεμείνει άπό μιά δεατρική παράσταση, στήν ε'ίσοδο της αύλης κι ετσι νιώδαμε πιό προφυλαγμένοι. Βρισκόμαστε στήν πρώτη γραμμή τού πυρός. ' Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν άκατάπαυστα. Στό ύπόγειο τά παιδάκια εκλαιγαν, ηδελαν νά φάνε. Άποφασίζω λοιπόν νά πάω στό καφενείο νά φέρω γιαούρτι καί ψωμί γιά τά
102 Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
παιδιά. Τήν ωρα πού γύριζα, σκάζει μιά όβίδα δίπλα μου καί μέ πετάει στό ύπόγειο μπρούμυτα περιχυμένο μέ γιαούρτι. Μέ γλύτωσε ή σκηνή τού δεάτρου καί κάτι στρώματα στήν αύλή. ' Η βόμβα είχε σκάσει στά μαλακά καί δέν εκανε μεγάλη ζημιά.
Τό βράδυ οί άρχές παραδόδηκαν ένώ οί Μπολσεβίκοι έγκατέλειπαν τήν πόλη. Κατέβηκα στό λιμάνι γιά νά μάδω νέα. Δυό δικά μας φορτηγά, άποκλεισμένα άπό καιρό στό Novorossiisk, είχαν άκολουδήσει τό ξένο πολεμικό πού ήρδε άπό τή Μαύρη Θάλασσα κι εφτασαν σώα στή βάση τους. ' Ο καπετάν Παρασκευάς, ενας γέρος δαλασσόλυκος άπό τό Βασιλικό, μόλις μέ είδε, κατασυγκινήδηκε.
«" Αχ, πατρίδα Γιάνκο μου, καλά εκανες καί ήρδες. Είχα σκοπό νά περάσω άπό τό καφενείο νά σάς δώ, νά τά πούμε, οπως τότε στό μαγαζί τού πατέρα σου. Γιάνκο, Γιάνκο. Μά έσύ κάδε φορά πού σέ βλέπω ψηλώνεις. Άκόμα ρίχνεις μπόι παιδί μου, πού δά φτάσεις ;» Τέτοια μού 'λεγε καί μέ κάλεσε νά μπούμε στό ρυμουλκό. «Κάτι δέλω νά σού πώ, παιδί μου, κάτι νά έξομολογηδώ» είπε καί μέ εβαλε νά κάτσω δίπλα του, πάνω σέ κάτι στοίβες βρεγμένα σκοινιά.
«" Ο ,τι καί νά πούμε Γιάνκο είναι πραγματικά παλικάρια οί Ρώσοι. Στό Νοβορωσίσκι τούς παραδέχτηκα τούς κόκκινους, τή λέω τήν άμαρτία μου. Ήταν Ο ρούσικος στόλος τής Μαύρης Θάλασσας έκεί άγκυροβολημένος, είχε ερδει, λέει, άπό τή Σεβαστούπολη. Οί Γερμανοί πάτησαν τή συνδήκη είρήνης μέ τούς Σοβιετικούς, μπήκαν μέ στρατό στήν Ούκρανία καί μέ πλοία στή δάλασσά μας. τ Ηρδαν εξω άπό τό Ν οβορωσίσκι νά χτυπήσουνε τούς κόκκινους. 'Έκαναν δαλάσσιο άποκλεισμό καί παράγγειλαν στά σοβιέτ νά τούς παραδώσουν τά ρούσικα πολεμικά. Οί Ρώσοι δέν μπορούσαν νά βγούν άπό τό λιμάνι. 'Ήτανε καί πολλά δικά μας έκεί. Καίκια, φορτηγά, ο,ΤΙ δές. Πιάσαμε φιλίες μέ τά πληρώματα, ήτανε ολοι μπολσεβίκοι, λέει, κοινωνιστές έπαναστάτες. Τέλος ελαβαν έντολή άπό τήν κυβέρνησή τους νά βυδίσουνε τά πλοία τους. Γιάνκο, τό τί εγινε δέν περιγράφεται. Κλαίγαμε ολοι στό λιμάνι. Έμείς κάναμε τό σταυρό μας, αύτοί σήκωναν τή γροδιά, αλλοι χαιρετούσαν στρατιωτικά. Βούλιαζαν τά πολεμικά, βουνά ολόκληρα, καί μέ τούς σηματωρούς μάς βροντοφώναζαν «βυδίζομαι - δέν παραδίδομαι». Τραγουδούσαν τά πληρώματα' έμείς βγάλαμε τούς σκούφους καί σταδήκαμε οπως μπροστά σέ μνήμα.
Σειρά είχε τώρα τό καταδρομικό Κέρτς. Αύτό έξέπεμψε τό τελευταίο σήμα: "Καλώ ολα τά πλοία! Βυδίζομαι εχοντας καταστρέψει μέρος τού Στόλου τής Μαύρης Θάλασσας, πού διάλεξε τόν δάνατο άπό τήν παράδοση". Στή λέω τήν άμαρτία μου Γιάνκο, ο Θεός νά μάς λυπηδεί καί νά μάς σώσει, άλλά τέτοια παλικάρια δέν ξανάδα στή ζωή μου».
1 03
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μείναμε άμίλητοι ως άργά τό βράδυ. ' Ο καπετάνιος ήταν πολύ ταραγμένος κι εγώ δέν ήξερα τί νά πώ. Αύτό πού μέ τρόμαζε ήταν δτι ό πόλεμος είχε ξαναρχίσει. Άνησυχούσα πολύ γιά τόν Σπύρο. Δέν ε'ίχαμε λάβει καδόλου εΙδήσεις του άπό τότε πού εφυγε. Γιά νά σπάσω τή σιωπή είπα τίς σκέψεις μου στόν γέρο ναυτικό. Τότε εμαδα δτι τό Βλαδιβοστόκ είχε καταληφδεί άπό τούς Βρετανούς καί τούς 'Ιάπωνες. Καλό ήταν αύτό ή κακό γιά τόν Σπύρο, αντε νά βγάλεις ακρη.
Οί επόμενες μέρες κύλησαν ησυχα, δίχως επεισόδια, τοιχοκολλήσεις, ποδοβολητά καί άγωνίες. Νέα δέν μαδαίναμε άλλά τά πράγματα εδειχναν πώς είχαν πάρει καλό δρόμο. Πήγα κι ως τή φάρμα πού μάς προμήδευε τό γάλα, άνανέωσα τή συμφωνία μας καί γύρισα λιγότερο άνήσυχος, εύδιάδετος μπορώ νά πώ, γιατί ή άνοιξιάτικη εξοχή μού είχε φτιάξει τό κέφι. Πού νά φανταστώ :rί μάς περίμενε. 'Από τήν άνάπαυλα πέσαμε στήν κόλαση τών Άναρχικών.
Μάς περικύκλωσε ή Μαύρη Φρουρά τών Ούκρανών Άναρχικών πού είχαν σηκώσει παντιέρα πρώτα στήν πατρίδα τους καί μετά πήραν σβάρνα τούς δρόμους κι εφτασαν λυσσασμένοι ως εμάς. ' Οδοφράγματα στή{)ηκαν και οί όδομαχίες στίς παρυφές τής πόλης κράτησαν μέρες, ωσπου νίκησαν οί μαύροι τρομοκράτες. 'Αρχηγός τους ήταν ό Batka Makhno, ενας κοντούλης Ούκρανός, όπλισμένος σάν άστακός. Είχε εναν ύπασπιστή Τάταρο όπλισμένο μέχρι τ' αύτιά καί μέ χειροβομβίδες περασμένες στή ζώνη. ' Ο Μαχνό είχε τήν τέχνη νά ξεσηκώνει τά πλήδη. 'Έμπαινε εφιππος στά εργοστάσια καί προκαλούσε τούς εργάτες φωνάζοντας: «Δουλεύετε σάν τά ζώα καί οί ' Εβραίοι δησαυρίζουν μέ τούς κόπους σας. Έλάτε μαζί μας. Θά σπάσουμε τά μαγαζιά τους γιά νά πάρετε δλοι τό μερίδιο πού σάς άνήκει». Πολλοί τόν άκολούδησαν. Κατέλαβαν πρώτα τήν άστυνομία, δπλισαν τούς νέους όπαδούς τους καί ξεχύ{)ηκαν στό κέντρο τής πόλης. 'Έσπαζαν βιτρίνες, λεηλατούσαν κι εκλεβαν δ,ΤΙ εβρισκαν. 'Ύ στερα όργάνωσαν ενοπλες συμμορίες κατέλαβαν τά γύρω χωριά κι όλόκληρη τήν περιφέρεια.
'Έστησαν τό άρχηγείο τους στό ξενοδοχείο «Μετροπόλ», πάνω άπό τό μαγαζί μας. Πέταξαν εξω πελάτες καί Ιδιοκτήτες δίχως καμιά εξήγηση καί καμιά άποζημίωση , φυσικά. Έμάς όχι μόνο δέν μάς πείραξαν άλλά ό Μαχνό έδωσε εντολή νά πληρώνουν γιά δ,τι τούς σερβίραμε. ' Ο Τάταρος μάς μισούσε καί δέν τό εκρυβε, ε'ίχανε λέει παλιά εχδρα οί δικοί του μέ τούς 'Έλληνες τής Κριμαίας, ήταν καί μωαμεδανοί βλέπεις αύτοΙ ' Ο Μαχνό δμως, όχι μόνο μάς συμπαδούσε, άλλά είχε κάνει καί φιλία μέ τόν Θόδωρο τόν όποίο πολύ άγαπούσε. ' Η φιλική διάδεση τού άναρχικού άρχηγού άποδείχτηκε βέβαια πολύτιμη. Μάς έλεγε «σαλιόνε Γκριέκοι», δηλαδή
1 04
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«άλμυρούς" Ελληνες», έπειδή δέν ε'ίπαμε ποτέ δτι ε'ίμαστε σύντροφοι, «ταβαρίτσκο».
'Όλοι τους εκαναν τέρατα καί σημεία. 'Έπιαναν πλούσιους ' Εβραίους τσαρικούς, τούς φυλάκιζαν στό ύπόγειο τού ξενοδοχείου καί τούς σκότωναν χωρίς δίκη. Τούς εδεναν πόδια-χέρια μέ μιά πέτρα καί τούς εριχναν στή �άλασσα η τούς πυροβολούσαν στό ύπόγειο, στό δρόμο, δπου τούς έρχόταν ή δρεξη. Μιά Κυριακή , τήν ωρα τής βόλτας, δυό παλικαράδες εβγαλαν στό βουλεβάρτο ενα νέο παιδί μέ δεμένα χέρια. Μέ φωνές καί άπειλές σκόρπισαν τόν κόσμο πού μαζεύτηκε, εστησαν τόν νέο στή μέση τού δρόμου καί τόν σκότωσαν μέ δυό σφαίρες.
'Όταν μάς έπέτρεψαν νά πλησιάσουμε, ε'ίδαμε τόν Δαυίδ νεκρό, σάν τόν Έσταυρωμένο.
, Η κατάσταση είχε γίνει άνυπόφορη. ' Ο Θόδωρος χά�ηκε άπ' τό μαγαζί γιατί δέν άντεχε πιά νά βλέπει τόν Μαχνό. «Πρέπει νά φύγουμε» ελεγε, «δέν μάς σηκώνει ό τόπος, χτές ό Δαυίδ, αυριο έμείς, �ά μάς σφάξουν αύτοί». Έμείς εϊχαμε άρχίσει νά σκεφτόμαστε ξανά τήν προσφυγιά άλλά μάς άπασχολούσε ή άπουσία τού Σπύρου. Φοβόμαστε μήπως πρoσπα�ήσει νά έπικοινωνήσει μαζί μας καί δέν μάς βρεΙ Δέν ήταν ευκολο νά φύγουμε χωρίς τόν Σπύρο. Αύτός μάς κα�oδηγoύσε, αύτός άναλάμβανε πρωτοβουλίες καί εύδύνες. " Ωσπου κάποια μέρα βλέπω καί φέρνουν δεμένο στό ύπόγειο τού ξενοδοχείου τόν γαμπρό μας, τόν Βασιλείου. Τρέχουμε στή Mάρ�α καί μα�αίνoυμε δτι τόν είχαν πιάσει στό παντοπωλείο του νά πουλάει ποτά μαύρη άγορά. Ε'ίχανε μεγάλο κέρδος, λέει, καί γι' αύτό επεσε μέ τά μούτρα ό Γιάνκος στό λα�ρεμπόριo. ' Η ποινή ήταν �άνατoς. Βρίσκει ό Θόδωρος τόν Μαχνό, ό όποίος εύτυχώς είχε μόλις γυρίσει άπό περιοδεία, καί τόν �ερμoπαρακαλεί νά δώσει χάρη στόν Βασιλείου πού εχει μικρά παιδιά. «Τό χατήρι σου μεγάλο σαλιόνε Γκριέκ φεντέα, άλλά γιά πρώτη καί τελευταία φορά» είπε ό Μαχνό. «Τήν έπομένη τόν περιμένει ό βυΜς τής �άλασσας».
Τό ποτήρι ξεχείλισε. Ψάχνουμε τρόπο νά διώξουμε τούς δικούς μας, στέλνουμε καί τούς Βασιλείου μαζί, καί συμφωνούμε δτι �ά βρε�oύμε κάποτε - δποτε - στήν Κωνσταντινούπολη. ' Ο Θόδωρος κι έγώ μείναμε πίσω γιά νά μαζέψουμε κάτι χρέη καί νά ξεκάνουμε δ,τι μπορούσαμε νά ξεπουλήσουμε. Άλλάξαμε καί τά χρήματα πού είχαμε - κυκλοφορούσε ενα προσωρινό νόμισμα έκείνη τήν έποχή, δίχως καμιά Ισχύ - τά κάναμε «κατερίνες», ράψαμε καί ζώνες εΙδικές γιά νά χωρέσουν άκριβώς τά χαρτονομίσματα καί περιμέναμε τήν πρώτη εύκαιρία γιά νά φύγουμε.
Κάποτε ερχεται ό καπετάν Παρασκευάς καί μάς εΙδοποιεί πώς εχει σκοπό νά πάρει τό ρυμουλκό καί νά τό σκάσει.
105
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
- Πότε φεύγουμε; - Αϋριο βράδυ, μεσάνυχτα. Θά φύγουμε μέ σβηστά φανάρια, δ' άνοιχτού-με στό πέλαγος καί χαμπάρι δέν δά πάρει κανείς.
'Έτσι κι εγινε. Φύγαμε μέ καλό καιρό κι ε'ίχαμε καλό ταξίδι. Κατά τά ξημερώματα δμως άρχισε ή Άζοφική τά δικά της. Είναι ρηχή δάλασσα καί τά κύματά της δέν μοιάζουν μέ τά κύματα τών άνοιχτών δαλασσών. Σπάζουν εδώ κι εκεί κι είναι τρομερά επικίνδυνα. 'Έμπαιναν άπό τή μιά μεριά τού ρυμουλκού κι εβγαιναν άπό τήν άλλη. Ίό πλοίο πήγαινε σάν άκυβέρνητο . . Ο Παρασκευάς μας εδεσε μέ σχοινιά στήν κουπαστή γιά νά μήν μας πάρουν τά κύματα. «Σειρήνες δέν άκούω Θόδωρε» είπα γιά νά διασκεδάσω κάπως τήν κατάσταση, μά ό Θόδωρος ήταν άσπρος σάν τό πανί.
Βρεγμένοι ως τό κόκαλο φτάσαμε δαλασσοδαρμένοι στό Κέρτς. Είχα ύπ' Όψη μου νά ψάξω γιά τόν συμμαδητή μου τόν Πολύβιο Ζαχάρωφ, άλλά στό λιμάνι βρήκαμε ενα βαπόρι πού εφευγε γιά Νοβορωσίσκ. Μπήκαμε λοιπόν καί φύγαμε άφήνοντας γιά πάντα τήν 'Αζοφική «Φάλασσα» πού οί άρχαίοι πρόγονοι όνόμαζαν «Μαιώτιδα λίμνη καί μητέρα τού Πόντου».
« Άκολουδούμε τή διαδρομή τής παλαμίδας» είπε ό Θόδωρος, μόλις ξαναβρήκε τό χρώμα του. «Νά δούμε τώρα πού δά μας ρίξουν τά ρεύματα: Πόλη, Βασιλικό, Κωνστάντζα η Δούναβη ... »
Φτάνοντας στό Νοβορωσίσκ πήγαμε στό πρώτο ξενοδοχείο πού βρέδηκε μπροστά μας. Κλειδωνόμαστε σ' ενα δωμάτιο, βγάζουμε τά βρεγμένα ρούχα, τίς ζώνες πού φορούσαμε κατάσαρκα, καί διαπιστώνουμε αύτό πού φοβόμαστε. Ίά ρούβλια ήταν μούσκεμα. Ίά άπλώσαμε στά κρεβάτια καί μείναμε κλειδωμένοι μέχρι νά στεγνώσουν. Εύτυχώς ήταν καλής ποιότητας καί δέν επαδαν τίποτα.
'Αφού τακτοποιήσαμε ξανά τίς χάρτινες κατερίνες στίς ζώνες μας, βγήκαμε στό λιμάνι γιά νά δούμε τί άκούγεται καί πώς φεύγουν γιά Κωνσταντινούπολη . . Η επικοινωνία είχε πιά άποκατασταδεί, οί Λευκορώσοι τού στρατηγού Ντενίκιν ελέγχαν τά παράλια, τά πράγματα εδειχναν ηρεμα. Στήν άγορά επικρατούσε ζωηρή κίνηση. Ούρές στά παντοπωλεία, κόσμος - καί πολλοί πρόσφυγες - ψώνιζαν σέ ποσότητες δ,ΤΙ εβρισκαν. Διαπιστώσαμε μάλιστα δτι γινόταν εμπόριο μέ τήν Πόλη, κυρίως σέ ύφάσματα καί ρούχα. Δέν δά 'ταν άσκημα νά δοκιμάζαμε τήν τύχη μας . . Η ζήτηση τής μανιφατούρας ήταν τόση πού δέν μπορούσαμε νά άντισταδούμε στόν πειρασμό.
1 06
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γράφουμε στά παιδιά στήν Πόλη, δίνουμε μιά παραγγελία ύφασμάτων καί, μόλις φέρνει ό Άριστοκλής τήν πρώτη παρτίδα, νοικιάζουμε ενα κατάστημα κι αρχίζουμε νά πουλάμε. Πρίν προλάβει νά γυρίσει ό 'Αριστοκλής μέ τό νέο στόκ, τό κατάστημα άδειασε. Οϋτε δείγμα δέν εμεινε. Μέ τή νέα παραλαβή δίνουμε δ,ΤΙ ε'ίχαμε μαζέψει στόν αδελφό μου γιά ν' αγοράσει μεγάλες ποσότητες. Ποτέ ως τότε δέν ε'ίχαμε κερδίσει τόσο πολύ χρήμα σέ τόσο λίγο χρόνο.
ΕΙσαγωγές τροφίμων, παντοπωλείο, σαράφικο, καφενείο, ζαχαροπλαστική, καί τώρα ύφάσματα. «Καί παπάς εγινες Γιάνκο; 'Έτσι τά 'φερε ή κατάρα» . . Υ φασματεμπόριο λοιπόν.
107
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μπερ ντιάνσκα 1919. Ή πρώτη φωτογραφία τού Γιάνκου Λανιηλόπουλου μέ ίδιόχειρη άφιέρωση στήν άδερφή τού Α ίκατερίνη (πίσω όψη).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στό Μπρέστ-Λιτόφσκ ό Τρότσκι καί γερμανοί άξιωματικοί. 1918
Ό εμφύλιος στήν πόλη: Όδησσός
Τουρκική Έπανάσταση: ό Κεμάλ
Γερμανοί παραδίδουν σέ Ρώσους τό ταχυδρομείο γιά τούς αίχμαλώτους.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Τρίτο
Οί συμπληγάδες
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέσα σ' εν αν κόσμο πού μεταμορφωνόταν μέ καταπληκτική ταχύτητα ό δεκαεννιάχρονος πρόσφυγας ζούσε παρακολουδώντας τήν άνάγκη τής στιγμής, καδώς αύτή μεταβαλλόταν άπό μέρα σέ μέρα, άπό τόπο σέ τόπο. Οί μεγάλες συντεταγμένες τού μέλλοντος τού διέφευγαν. Πορευόταν έχοντας γιά σταδερές τά σημάδια ενός γεωπολιτικού χάρτη πού δέν 'ίσχυε πιά· ενός χάρτη πού σύντομα δά πήγαινε στό μουσείο τής ' Ιστορίας.
Δέν ήταν ό μόνος. 'Όλοι δσοι ζούσαν μέσα στά γεγονότα - άκόμα κι αύτοί πού έχουν συνήδως κάποιο λόγο στή διαμόρφωση τών γεγονότων -ήταν άδύνατον νά συλλάβουν τίς συγκλονιστικές άλλαγές πού εξελίσσονταν ραγδαία.
Δεκαεφτά κράτη άναμίχ{]ηκαν στόν ρωσικό εμφύλιο πού ξέσπασε μετά τήν κήρυξη τής 'Οκτωβριανής Έπανάστασης. " Ως καί ή , Ελλάδα έστειλε εκστρατευτική δύναμη στήν Κριμαία, δηλώνοντας εμπρακτα τή συμμετοχή της στά σχέδια τών Συμμάχων πού προσπά{]ησαν νά διαλύσουν τούς Μπολσεβίκους. Στό 'ίδιο διάστημα, άμέσως μετά τή λήξη τού Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, τό 1 9 1 8, Μεγάλοι καί Μικροί μετείχαν συνεχώς σέ διε{]νείς συναντήσεις κορυφής μέ άντικείμενο τήν κατανομή τών εδαφών τών αύτοκρατοριών, πού δέν ύπήρχαν πιά, καί τήν άνακατανομή περιοχών πού είχαν περ ιέλδει κατά τή διάρκεια τού πολέμου σέ άντιμαχόμενα κράτη. Άπό τό Κίελο ως τό Βλαδιβοστόκ κι άπό τό Άρχαγγέλσκ ως τή Βαγδάτη ό κόσμος μοιραζόταν σέ σφαίρες επιρροής, αύτόνομα κρατίδια, νέα ε{]νικά κράτη, άπαιτητικούς νικητές άλλά καί άπαιτητικούς ήττημένους, ενώ παράλληλα μεγάλα κοινωνικά κινήματα, δπως τών Μπολσεβίκων, καί μεγάλα στρατιωτικά κινήματα, δπως τού Κεμάλ, τραβούσαν τόν δικό τους δρόμο άδιαφορώντας γιά τίς διε{]νείς άποφάσεις, οί όποίες, ετσι κι άλλιώς, άνατρέπονταν συνέχεια.
, Η δυναμική τών γεγονότων είχε ξεπεράσει κατά πολύ τή δύναμη τών εξουσιών. Μάταια οί κυβερνήσεις χάραζαν μακροχρόνια πολιτική, μεσοπρόδεσμη στρατηγική καί βραχυπρόδεσμη τακτική . Τίποτα πιά δέν χωρούσε στά παλιά καλούπια. "Ολοι κι δλα πίεζαν άπό παντού.
1 1 3
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
· Η . Ελλάδα, πού εμοιαζε νά άγγίζει τό δραμα τών πέντε {}αλασσών, βρέ{}ηκε ξαφνικά μέ τόν έλληνισμό στούς πέντε δρόμους.
Μέχρι τότε ό Εύξεινος Πόντος καί τά ποτάμια του ήταν χώρος εντονης έλληνικής παρουσίας. Ίό έλληνικό στοιχείο, πού άνανεώνονταν άδιάκοπα άπό τήν έποχή τών άρχαίων άποικιών μέχρι καί τίς άρχές τού αίώνα μας, άλλού ώς πλειοψηφία κι άλλού ώς μειοψηφία, κατείχε δυό μεγάλες τέχνες: τή ναυσιπλοία καί τό έμπόριο. " Οπου ηλεγχε καί τήν άγροτική παραγωγή - δπως στόν Πόντο καί στήν 'Ανατολική Θράκη - έκεί διεκδικούσε τήν έλληνικότητα τών έδαφών αύτών. Στά ύπόλοιπα παράλια καί στούς ποταμόδρομους {}εωρούσε δτι ή παρουσία του ητανε δεδομένη καί άναμφισβήτητη.
Ίό πρώτο πλήγμα πού ύπέστη ό μαυρο{}αλασσίτικος κόσμος άφορούσε τό τμήμα έκείνο τών δυτικών παραλίων πού τό 1 878 άποτέλεσε τό {}αλάσσιο μέτωπο τής Βουλγαρίας. Έκεί γιά πρώτη φορά διασαλεύτηκε ή πατροπαράδοτη τάξη τών πραγμάτων καί άμφισβητή{}ηκε τό δικαίωμα εκφρασης τού έλληνικού πληttυσμoύ σέ δ,τι άφορούσε τή {}ρησκεία, τήν παιδεία, τή γλώσσα καί τήν οίκονομική ζωή.
'Έτσι ξεκίνησε ή έttνική άναδίπλωση τών κρατών πού περιβάλλουν τή Μαύρη Θάλασσα. Λένε μάλιστα δτι, μέ τή δημιουργία τών βουλγαρικών συνόρων καί τών συνακόλου{}ων τελωνειακών καί αλλων διατυπώσεων, αρχισε νά γίνεται προβληματική καί ή έτήσιά μετακίνηση τών Σαρακατσανα ίων, οί όποίοι κά{}ε ανοιξη διέσχιζαν διαγώνια τή Θράκη γιά νά ξεκαλοκαιριάσουν μέ τά κοπάδια τους στά λιβάδια τής βόρειας Ροδόπης. " Οταν εφτανε ό μπροστάρης κριός στίς χιονισμένες κορυφές, τό τελευταίο πρόβατο βρισκόταν άκόμα στά παράλια τής Μήδειας - τόσες χιλιάδες ζωντανά άνέβαιναν.
Αύτή ή μοναδική άλλοτινή άπλοχωριά είχε άρχίσει ηδη νά τεμαχίζεται. Πέρασαν δμως άρκετές δεκαετίες μέχρι νά όλοκληρω{}εί ή κρατική περιχαράκωση στό σύνολο τής παράλιας περιφέρειας. Στό μεταξύ, στήν ύπόλοιπη έλληνική άκτίνα δράσης πού περιοριζόταν τμηματικά, έξακολου{}ούσε νά ύφίσταται τόσο ή συνοχή τού ζωτικού {}αλάσσιου χώρου δσο καί ή άπρόσκοπτη ασκηση τού έμπορίου, μαζί μέ τήν έλευ{}ερία τής κοινοτικά όργανωμένης ζωής. Ίά πράγματα εδειχναν νά κυλούν δπως κυλούσαν πάντα καί ό . Ελληνισμός προόδευε. Ίά συγκυριακά σκαμπανεβάσματα δέν τρόμαζαν κανέναν.
"Οσον καιρό, λοιπόν, οί συν{}ήκες παρέμεναν οί 'ίδιες καί ό παλιός χάρτης έξακολου{}ούσε νά ίσχύει, οί συμπατριώτες μας ζούσαν στή Μαύρη Θάλασσα δπως ή παλαμίδα' τόσο αύτονόητη ήταν ή ϋπαρξή τους σέ αύτόν τόν χώρο. Οί άγα{}ές σχέσεις μέ τούς κυρίαρχους λαούς, μέσα σ' ενα
1 14
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κλίμα {}εμιτού έπαγγελματικού ανταγωνισμού κι έργατικότητας, αποτελούσαν τόν βασικό δρο τής μακρόχρονης έπιβίωσής τους. Σοφός αποδείχτηκε Ο απαραβατος κανόνας πού τηρή{}ηκε μέ εύλάβεια άπ' δλες τίς κοινότητες τού παροικιακού έλληνισμού : ούδεμία άνάμειξη στά πολιτικά τών χωρών πού τούς φιλοξενούσαν . . Ο κοινοτικός τρόπος διαβίωσης - έκκλησιαστικές έπιτροπές, σχολικά συμβούλια, φιλαν{}ρωπικοί, φιλεκπαιδευτικοί, α{}λητικοί σύλλογοι, πατριωτικά σωματεία καί λέσχες - απορροφούσε τό σύνολο τής έλληνικής κοινωνικής δραστηριότητας. 'Έτσι, τά πολιτικά πά{}η καί τίς φατρίες, τήν ανάγκη γιά έπίδειξη, τό άρχηγιλίκι καί τά λοιπά γνωστά χαρακτηριστικά, {}ετικά καί αρνητικά, οί ομογενείς τά περιόριζαν στόν περίγυρό τους. Δίχως τήν κοινοτική όργάνωση οί 'Έλληνες δέν {}ά μπορούσαν νά έπιζήσουν στό έξωτερικό. Μά χάρη σ' αύτήν έξασφάλιζαν καί τήν απόλυτη άνοχή τών ξένων κρατών, πού ποτέ δέν ενιωσαν νά απειλούνται από τό πόλιτικό δαιμόνιο τών ζωηρών κι «άλμυρών ' Ελλήνων». Κι ας μήν ξεχνούμε δτι οί έφτακόσιες χιλιάδες ομογενείς, πού κατοικούσαν στή Νότια Ρωσία στίς αρχές τού αΙώνα, εφτασαν τό έκατομμύριο μέ τήν αφιξη τών νέων προσφύγων άπό τόν Πόντο, μετά τό 19 14.
1 1 5
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Η εξοικείωση τών ' Ελλήνων τής Ρωσίας καί τής Ρουμανίας μέ τόν τόπο καί τίς ίδιομορφίες του, ή ανεση μέ τήν όποία κινούνταν στόν χώρο, ή αίσδηση τής μακρόχρονης ϋπαρξής τους εκεί, τό δέσιμό τους μέ αύτήν πού δέν ήταν ή μητροπολιτική άλλά ή μητρική τους πατρίδα, δη μιουργούσαν μιάν άπίστευτη σχέση παραδοχής τού ελληνικού στοιχείου εκ μέρους τών κυρίαρχων λαών. Τούς εβλεπαν σάν συγγενείς αύτούς τούς παλαιότατους κατοίκους τής γής τους. Τούς ενιωδαν σάν μέρος άναπόσπαστο τής ζωής τού τόπου , τμήμα τού ίστορικού καί τού φυσικού τοπίου κι ως εκ τούτου συνδικαιούχους τών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Κι άκόμα, τούς άπέδιδαν τήν πατρότητα βασικών πολιτιστικών άξιών, ενταγμένων στόν δικό τους πολιτισμό, άπό τήν εποχή πού τό Βυζάντιο άκ-τ.ινοβολούσε.
' Η Κωνσταντινούπολη, άπ' όπου είχε εκπορευδεί ή όρδόδοξη πίστη, άποτελούσε άνέκαδεν τόν άκρογωνιαίο λίδο τής δρησκευτικής ζωής τών Όρδοδόξων. «Τσάρογκραντ» όνομαζόταν ή βυζαντινή πρωτεύουσα στά ρωσικά, όπως καί στά βουλγαρικά αλλωστε. ' Η λέξη ξεπερνάει τήν άναφορά σέ μιά πόλη, η εστω σέ μιά πρωτεύουσα. " Ως τά τέλη τού 140υ αίώνα ή Έκκλησία τής Ρωσίας μνημόνευε πρώτους τούς βυζαντινούς «τσάρους» - Μακεδόνες, Κομνηνούς καί Παλαιολόγους - κι ως τά τέλη τού 160υ αίώνα παρέμεινε πιστή στήν ποιμαντορία τού Οίκουμενικού Πατριαρχείου. Καί μόνο μέ τήν συγκατάδεση καί τήν εύχή τού ελληνα Πατριάρχη ίδρύδηκε τό μοσχοβίτικο Πατριαρχείο, τιμώντας πάντα τήν πνευματική πρωτοκαδεδρία τής λαμπρής μητρόπολης τών Όρδοδόξων. Τά βυζαντινά σύμβολα, ό δικέφαλος άετός, ή δύναμη τής όρδόδοξης μονοκρατορίας, ή , Αγία Σοφία, ή οίκουμενικότητα τού Πατριαρχείου, ή 'ίδια ή Πόλη, άσκούσαν πάντα τήν 'ίδια άκαταμάχητη ελξη καί, καδώς ήταν συνυφασμένα μέ τήν πολιτική όντότητα τής ' Αγίας Ρωσίας, εξακολουδούσαν νά επηρεάζουν καί τήν πολιτική της εκφραση κι όλόκληρο τόν πολιτισμό της.
Δεσμοί πολύμορφοι λοιπόν, παλαιοί καί ίσχυρότατοι. Δεσμοί εδραιωμένοι στή συλλογική μνήμη τών λαών, στήν κοινή ίστορική α'ίσδηση τών άνδρώπων πού μόνον ετσι μπορούσαν νά συλλάβουν τόν κόσμο μέσα στόν όποίο ζούσαν.
Τήν α'ίσδηση αύτή, πού λειτουργεί στό επίπεδο τής άκαδόριστης μνήμης, είναι δύσκολο νά τή συμμεριστεί εν ας νεοέλληνας πού δέν εζησε στήν εποχή τής άπλοχωριάς τού ' Ελληνισμού, πρίν άπό τίς μεγάλες άνακατατάξεις πού εγιναν στή Νοτιοανατολική Εύρώπη. 'Όμως κι ό πιό φτωχός ρουμάνος χωρικός ηξερε πώς ό,τι ήταν γι' αύτόν τό χωράφι του ητανε γιά τόν ελληνα ναύτη τό πλωτό ποτάμι. Κι ό πιό νεαρός λιμενεργάτης γνώριζε ότι τά πρώτα παγοδραυστικά στόν Κάτω Δούναβη 'Έλληνες τά είχαν φέρει - ηξεραν, βλέπεις, οί Κεφαλλονίτες, οί Τσάκωνες καί οί Αίγιοπελαγί-
116
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τες άπό πάγους, βάλτους καί ποταμίσια ρεύματα' σίγουρα δά είχαν μεγάλα ποτάμια στόν τόπο τους! Μά κι ό πιό άγράμματος μουζίκος της Κριμαίας κάπου δά είχε τύχει ν' άκούσει πως μέσα στή γη πού πάλευε όλημέρα βρέδηκε χρυσάφι έλληνικό, κιούπια όλόκληρα μέ νομίσματα. "Αλλωστε καί οί άνασκαφές πού ξεκίνησαν στά τέλη τού περασμένου αΙώνα στόν Καύκασο, φέρνοντας στό φώς τείχη πόλεων καί δεμέλια ναών, άγάλματα καί κιονόκρανα, τάφους μέ ζωγραφιές καί πολύτιμα κτερίσματα, φούσκωναν τή φαντασία τού κόσμου πώς δά σωνόταν, 'ίσως, αν εβρισκε δησαυρούς δαμμένους άπό " Ελληνες.
«Δαπάνη πλοιάρχων ποταμοπλοίων»
άγιογραφία στήν Έλληνlκή Έκκλησία τής Βραίλας (1863-1871).
117
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Ολα λοιπόν ενίσχυαν τή διάχυτη αϊσδηση δτι τά μέρη αύτά είναι δουλεμένα άπό Γκραικούς. Άκόμα καί τά τοπωνύμια σ' δλο τό μήκος τών άκτών - κάβοι κι άκρωτήρια, δαλάσσιες δίοδοι καί ποταμίσιες διαβάσεις, λιμάνια, άραξοβόλια, ξέρες καί ϋφαλοι - μιλούσαν γι' αύτούς πού συμφιλιώδηκαν κάποτε μέ τόν " Αξενο Πόντο καί τόν εκαναν Εϋξεινο. Γι' αύτούς πού εκχριστιάνισαν κάποτε τόν Εϋξεινο Πόντο καί τόν εκαναν Εύσεβή, δπως τόν χαρακτηρίζει τόν 90 αΙώνα ό Πατριάρχης Φώτιος σέ μιάν επιστολή του πρός τόν μητροπολίτη τής 'Αζοφικής.
Δέν είναι διόλου τυχαίο λοιπόν δτι οί Μπολσεβίκοι, μέσα στόν στρόβιλο τής Έπανάστασης καί τού Έμφύλιου, φέρδηκαν μέ κατανόηση καί σεβασμό στούς 'Έλληνες, άκόμα καί μετά τήν άτυχή εμπνευση τής ' Ελλάδας νά εκστρατεύσει εναντίον τους τόν Δεκέμβριο τού 1 9 1 8. Οί συμφωνίες άνάμεσα στούς εκπροσώπους τών Σοβιέτ καί τόν εμπιστο τού Βενιζέλου, κυβερνητικό εκπρόσωπο τής Έλλάδας, Ι . Σταυριδάκη - ό όποίος μόλις εφτασε στή Ρωσία άντιλήφδηκε άμέσως τό διασυμμαχικό φιάσκο καί τήν άπαράδεκτη άνευδυνότητα τής Γαλλίας κι εσπευσε νά συναντήσει τούς «άντιπάλους» - συμφωνίες, πού άφορούσαν τήν τύχη τών ' Ελλήνων τής Κριμαίας καί τής Ούκρανίας, δείχνουν σαφώς τίς φιλικές διαδέσεις τού ρωσικού λαού άπέναντι στόν ' Ελληνισμό. "Αλλο αν τελικά τό σύστη μα πού επιβλήδηκε σέ όλόκληρη τή Σοβιετική " Ενωση όδήγησε μεγάλες όμάδες όμογενών νά εγκαταλείψουν όριστικά τόν τόπο, κυρίως μετά τό 1924. Οί μεταφορές, τό εμπόριο, ή βιομηχανία, ή Ιδιοκτησία είχαν πιά κρατικοποιηδεί καί ή πολιτική πού χάραξε ό νέος ήγέτης, ό γεωργιανός Στάλιν, δέν αφηνε κανένα περιδώριο οϋτε στήν ασκηση τών πατροπαράδοτων ελληνικών δραστηριοτήτων οϋτε στίς βασικές εκφράσεις τού κοινοτικού βίου, δπως τό άναφαίρετο δικαίωμα τής δρησκευτικής ελευδερίας. 'Έτσι, τό μεγαλύτερο μέρος τού Εϋξεινου καί Εύσεβούς Πόντου εγινε καί πάλι "Αξενο γι' αύτούς πού είχαν κάποτε τολμήσει νά διαβούν τίς Συμπληγάδες.
'Από τήν εκδεση πού εστειλε ό διπλωματικός εκπρόσωπος τής ελληνικής Κυβερνήσεως ' Ιωάννης Σταυριδάκης στόν ' Υπουργό τών Έξωτερικών Ν . Πολίτη, σχετικά μέ τήν κατάσταση στή Μεσημβρινή Ρωσία τήν ανοιξη τού ' 1 9, άντιγράφω:
118
« . . . 'Η άναίμακτος κατάληψις τής 'Οδησσού μέ έπεισε κάπως περί τής άκριβείας των δσων διέδιδε ν έν Κριμαίςι ή Μπολσεβική προπαγάνδα: δη ούδεμία βιαιοπραγία γίνεται ύπό τής έρυ{)ράς φρουράς καί δη ή ζωή των ' Ελλήνων δέν κινδυνεύει. .. 'Ο Ναύαρχος κ. Κακου-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λίδης έξήγησεν είλικρινώς είς τούς συναδέλφους του τής Γαλλίας καί Ά γγλίας τήν αναγκην ην ε'ίχομεν νά πληρoφoρη�ώμεν περί τών πρo�έσεων τού έχ�ρoύ, ούτοι δέ, στηριχ�έντες είς τήν νομιμοφροσύνην ην πάντοτε έδειξεν είς αύτούς ό ήμέτερος Ναύαρχος, συνεφώνησαν ανεπιφυλάκτως είς τό δτι ή έπαφή έπιβάλλεται. 'Ο Γάλλος Ναύαρχος έφρόντισεν ό 'ίδιος νά μάς αποστείλη έπί τής ναυαρχίδος τούς αντιπροσώπους τών Σοβιέτ, ο'ίτινες είχον μεταβή παρ' αύτφ πρός έπίσκεψιν.
» .. . 'Η μετά τού αντιπροσώπου τής Ούκρανικής Κυβερνήσεως Πετρόφσκι έπαφή ύπήρξε κατ' αρχάς τραχεία σχεδόν. Ούτος ήρχισεν έκ�έτων τας σκέψεις τών Μπολσεβίκων κατά τρόπον αδιαλλακτον έντελώς, διαδηλών τήν απόφασιν ην είχον να έπιβαλουν τό πρόγραμμα των δια παντός μέσου, ήπείλησε δ' δτι άν ό 'Ελληνικός στρατός συμπράξη, δπως λέγεται, μετα τών Αγγλων, πρός ανακαταληψιν τής Κριμαίας, "άλλα" μέτρα �ά ληφ�ώσιν δσον αφορξΊ τούς 'Έλληνας. Τόν μετετόπισα είς άλλον τόνον καταδείξας δτι .. . μέχρις ωρας ή 'Ελλάς δέν κάμνει πολιτικήν έν Pωσσίςt, ή δέ συμμετοχή της είς τήν έκστρατείαν είχε λόγους κα�αρώς συμμαχικής ύποχρεώσεως. Ή καλυτέρα πολιτική τής Σοβιετικής Κυβερνήσεως είνε λοιπόν τό νά έξακoλoυ� δεικνύουσα δτι αντιλαμβάνεται τό γεγονός δτι οί 'Έλληνες τής Ρωσσίας δέν έχουσιν εύ�νην διά τήν ένέργειαν τού Έλληνικού Στρατού, δστις πρέπει άλλωστε μόνον τόν σεβασμόν νά κινήση διότι έπραξε τό κα�κόν του. 'Η συνομιλία έκτοτε ύπήρξεν όμαλωτέρα καί κατέληξεν είς τό νά μού ζητήση ό «σύντροφος» Πετρόφσκι να διατυπώσω κατ' άρ�ρα είς τί ακριβώς ένόμιζα δτι πρέπει να συνίσταται ή τοιαύτη πολιτική τών Σοβιέτ απέναντι τών 'Ελλήνων.
»Τό έν τφ μεταξύ συγκρoτη�έν Σοβιέτ τής Κριμαίας, ύπό τήν προεδρείαν τού αδελφού τού Λένιν "συντρόφου " Ούλιάνωφ, έζήτησε νά λάβη γνώσιν τού σημειώματος δπερ έδωκα είς τόν αντιπρόσωπον τής Ούκρανικής Κυβερνήσεως. Οί πάντες μετέβησαν είς Συμφερούπολιν ινα συζητήσωσιν έν συνεδριασει καί έν τηλεγραφικΤί έπαφΤί μετά τού Κιέβου καί τής Μόσχας τούς δρους τής συμπεριφοράς τών Σοβιέτ πρός τούς 'Έλληνας... 'Εν Σεβαστουπόλει έσχον έπανειλημμένας συνεντεύξεις μετά τού "έπιτρόπου τού λαού έπί τών Οίκο νομικών, συντρόφου Βουλφόν", μετά τού αρχιστρατήγου τού μετώπου Κριμαίας "συντρόφου" Πετρένκο καί μετά διαφόρων άλλων Μπολσεβικών προσωπικοτήτων τών όποίων ή μόρφωσις καί τό έπαγγελμα έποίκιλλον μεταξύ τής έπιστήμης καί τής ραπτικής.
1 1 9
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Σχεδόν παρά πάσιν εύρον άνfJρώπoυς λογικούς, μέ έντονον τήν {}έλησιν τής νίκης, ύποστηρίζοντας ένfJoυσιωδώς τάς άρχάς των, άλλά καί έτοίμους, κατά τήν έντύπωσίν μου, νά έγκαταλείψωσιν αύτάς μερικώς πρός έξασφάλισιν τής έπικρατήσεως.
»Τήν 19ην Μαίου εlχoμεν όρίσει ώς ήμέραν συνεντεύξεως έν Γιάλψ, δπου μεταβάς εύρον άναμένοντάς με τόν Άρχιστράτηγον τών έν Νοτίφ Ρωσσίςι Μπολσεβικών στρατευμάτων Μπιμπένκο καί τούς "συντρόφους" Πετρόφσκι καί Βουλφόν ... Κατά τήν αφιξίν μας ό Άρχιστράτηγος είχε παρατάξει τμήμα Έρυ{}ράς Φρουράς μετά
μουσικής, ητις άνέκρουσεν τόν Έ{}vικόν 'Ύμνον. » ... 'Η στάσις ην έτήρησα διατυπούται είς τά έξής: Ούδεμίαν είχον
έντολήν έκ μέρους τής Κυβερνήσεως πρός διαπραγμάτευσιν μετά τών Σοβιετικών Κυβερνήσεων. Άναγνωρίζων έν τούτοις δτι έξασκούσι πραγματικώς τήν άρχήν έν Κριμαίςι καί Ούκρανίςι είμαι εύτυχής έρχόμενος μετ' αύτών είς έπαφήν ινα γνωρίσω τάς σκέψεις καί τά συστήματά των, ίδίως δέ τήν συμπεριφοράν ην έσκόπουν νά τηρήσωσιν άπέναντι τών 'Ελλήνων.
» ... ' Ο Άρχιστράτηγος Μπιμπένκο έλαβε τόν λόγον ϊνα μοί δηλώσυ δτι έλπίζει είς τήν έπιρροήν τού κ. Βενιζέλου έν Εύρώπυ διά τήν άλλαγήν τής έπικρατούσης περί Μπολ σεβισμο ύ ίδέας, άλλ' δτι ίδίως έπι{}υμεί νά μή λάβυ είς τό μέλλον ό 'Ελληνικός Στρατός μέρος οίονδήποτε είς τάς έναντίον των έπιχειρήσεις.
» ... 'Η έλευ{}ερία καί άσφάλεια πάντων τών 'Ελλήνων, άδιαφόρως κοινωνικής τάξεως, έγινε δεκτή κατ' άρχήν. Έπίσης ή άπαλλαγή των άπό πάσης στρατιωτικής ύποχρεώσεως. Μετά μακράν συζήτησιν έγινεν έπίσης δεκτή ή μή έφαρμογή έπ' αύτών τής άρχής τής ύποχρεωτικής έργασίας, χωρίς δμως νά δυνη{}ώ ν' άποσπάσω καί τήν άπαλλαγήν των άπό πάσης άγγαρείας. Άλλά μόνον είς περιστάσεις άνάγκης γενικής καί έπειγούσης {}ά καλούνται οί 'Έλληνες νά έργάζωνται μετά τών αλλων.
»Τό ζήτημα τής ίδιοκτησίας ύπήρξε τό άκανfJωδέστερoν δλων. Τελειωτικώς μοί έδό{}η ύπόσχεσις πλήρως ίκανοποιητική δσον άφορf7 τήν κινητήν ίδιοκτησίαν, έγένετο δ' έπιφύλαξις ώς πρός τήν άκίνητον. Προφορικώς μοί έδό{}η ή έξήγησις δτι μέχρις ωρας μόνον αί έγκαταστάσεις δημοσίας χρήσεως, οίον σιδηρόδρομοι, έργοστάσια ήλεκτρικά κτλ. έχουσι δημευ{}εί, μέχρις δτου δέ ληφ{}ώσι μέτρα γενικώτερα ύπάρχει καιρός νέας μελέτης τού ζητήματος.
»Τά αύτά καί δσον άφορf7 τάς κοινοτικάς περιουσίας αϊτινες μένουσι πρός τό παρόν είς χείρας τών έκλεγμένων άρχόντων.
120
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
»'Όσον άφορ(j τάς περιουσίας ... τών φυγόντων πρό τού Μπολσεβικού στρατού, είχεν ηδη νομοΟετηΟfj ή δήμευσις αύτών έν fί περιπτώσει οί ίδιοκτήται δέν Οά έπανήρχοντο έντός δεκαπεν{}ημέρου. Οί Μπολσεβίκοι άντιπρόσωποι έδέχ{}ησαν νά αρωσι τόν νόμον τούτον καΟόσον άφορ(j τάς 'Ελληνικάς περιουσίας ...
» ... Τέλος έκανονίσ{}η εύνοίκώς, μετά σφοδράν συζήτησιν τό ζήτημα τής έλευΟέρας λατρείας καί τό τής διδασκαλίας έν τοίς 'Ελληνικοίς σχολείοις καί ταίς έκκλησίαις ώς καί τό τής διοικήσεως τών Έλληνικών συλλόγων, Κοινοτήτων, σωματείων κτλ. ύπό τόν δρον νά μή γίνωνται ταύτα έστίαι άντιδραστικής προπαγάνδας.
»Καί ταύτα μέν πάντα ήννοή{}ησαν εύΟύς έξ άρχής ... ώς άφορώντα μόνον τούς ύπηκόους τού Βασιλείου, ούχί δέ καί τούς Ρώσσους ύπηκόους 'Έλληνας τήν καταγωγήν. Ληξάσης δέ τής συζητήσεως έπί τού περιεχομένου τού σημειώματός μου, έΟεσα καΟαρά τό ζήτημα τής προστασίας άπάντων τών Έλλήνων... Έπί τού σημείου τούτου συνεννοηΟέντες άπεφάσισαν νά μή ύποχωρήσωσι μέν έκ τής άρχής ην έΟεσαν, νά έπιτρέψωσιν δμως είς πάντα 'Έλληνα ν' άποκτ(j τήν Έλληνικήν ίΟαγένειαν δι' άπλής μόνον δηλώσεώς του ' δύνανται λοιπόν τά Έλληνικά Προξενεία ... νά χορηγώσι πιστοποιητικά ίΟαγενείας είς οίονδήποτε "Ελληνα τήν καταγωγήν.
» ... Κατά τήν έν Γιάλτg παραμονήν μου, έδέχ{}ην ... έπιτροπήν τών Έλλήνων τής πόλεως καί τής ύπαίΟρου χώρας ο'ίτινες μοί ύπέβαλον αιτησιν νά μεταναστεύσωσιν απαντες (σ.σ: νά πάνε στόν Πόντο). Έκ τούτων οί πλείστοι είναι Ποντικής καταγωγής.
»' Υ πεσχέ{}ην νά διαβιβάσω τό ταχύτερον τήν αι τησιν αύτών πρός τήν Β. Κυβέρνησιν, κα{}ησύχασα δέ αύτούς κατά τό δυνατόν, έξηγήσας τήν έλπίδα μου δτι αί γενόμεναι μετά τών Μπολσεβίκων συνομιλίαι Οά καλυτερεύσουν τήν κατάστασιν. Άλλά καί έάν άκόμη ή ύποτιΟέμενη καλή Οέλησις τών Μπολσεβίκων Άρχηγών έκδηλω{}fj καί μέχρι τών όργάνων των, αί έξ αύτής ταύτης τής καταστάσεως άπορρέουσαι δυσκολίαι τής ζωής είνε δυσκολώτατον, εί μή άδύνατον, νά ύπερνικηΟώσιν. 'Ιδίως ή πείνα άπειλεί τούς κατοίκους δλους, ή δέ έπιτροπή μ' έβεβαίωσε δτι είχον σημειωΟή ηδη κρούσματα Οανάτου έκ πείνης μεταξύ τών 'Ελλήνων.
»Τάς αύτάς έντυπώσεις άπεκόμισα έκ Νοβορρωσίσκης, πρός έπιβεβαίωσιν τών δσων μάς είπεν ό Ναύαρχος ΚάλΟροπ, συστήσας αμεσον άναχώρησιν τών Έλλήνων έκ Καυκάσου διά τόν λόγον τούτον.
» ... Τί δύναται νά έπιζητήση ό 'Ελληνισμός είς τό μέλλον έν τfj
121
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
xώρςr ταύτπ; Μόνον τόπον ζωής, έάν δέν έχη αλλον τόπον. Ή μέχρι σήμερον ύπεροχή του άπέναντι τών έγχωρίων, ητις έδημιούργησε τόν πλούτον καί τήν εύημερίαν του, Οά μειω()ή κατ' άνάγκην. Τό νέον καΟεστώς δέν Οά εύκολύνη τήν συγκέντρωσιν τού έμπορίου είς χείρας μιάς ξενικής μειονότητος. Μοιραίως ή έναντίον τών 'Εβραίων καταφορά Οά έπεκτα()ή Οάττον είς τούς 'Έλληνας, πλήν αν έκείνοι έγκαίρως παραιτηΟώσι τών πλεονεκτημάτων τών όποίων άπολαμβάνουσιν, δπερ σημαίνει τήν παρακμήν τών κοινοτήτων καί τήν άπώλειαν τού έfJνικoύ χαρακτήρος τών άτόμων .. . »
Μέ εκπληκτική όξυδέρκεια καί δαυμαστή εύρύτητα πνεύματος ό Σταυριδάκης άντιμετώπιζε μιά πολυπλοκότατη κατάσταση, σέ μιά ίδιαίτερα κρίσιμη φάση, ενός ξένου καί ίδιότυπου εμφυλίου πολέμου πού εμοιαζε νά κλείνει ύπέρ αύτών πού εκπροσωπούσαν πρωτοφανείς ίδέες καί επέβαλαν ενα αγνωστο ως τότε κοινωνικοπολιτικό σύστημα.
Σύστησε μάλιστα στήν ' Ελληνική Κυβέρνηση, «έάν εύνοήσυ τήν συστηματικήν έξοδον τών Ποντίων τής Ρωσσίας είς Πόντο ν», νά εξακολουδήσει τίς συνομιλίες μέ τούς Μπολσεβίκους. Προτού όμως ξεκινήσει ή επιστροφή τών Ποντίων δά επρεπε ή , Ελλάδα νά εξασφαλίσει δυό βασικούς όρους : τήν άποκατάσταση τών προσφύγων στό Βιλαέτι τής Τραπεζούντας, μέ τήν ύποστήριξη τού ελληνικού στρατού, καί τήν όργάνωση περιδάλψεως. Οί Σύμμαχοι δμως «δέν έφαίνοντο πρόfJυμoι νά έπιτρέψωσι τήν άποστολήν 'Ελληνικού στρατού».
Οί προτάσεις τού διπλωματικού εκπροσώπου, μέσα στό συγκεκριμένο κλίμα τής εποχή ς, δέν ήταν άνεδαφικές. Άπό τόν Μά"ίο τού ' 19 , δταν ή ' Ελλάδα παρέλαβε τήν περιφέρεια τής Σμύρνης, μέχρι τόν Αϋγουστο τού ' 20 δταν ό Κεμάλ ύπέγραψε σύμφωνο φιλίας μέ τόν Λένιν, δλα φαίνονταν πιδανά, άκόμα καί ή πιό άπίδανη πραγματικότητα. 'Από κεί καί πέρα δμως δλα φαίνονταν άπίδανα, άκόμα καί ή 'ίδια ή πραγματικότητα -κυρίως μάλιστα αύτή.
Έν τό μεταξύ στό Ν οβορωσίσκ δεκαπέντε χιλιάδες Πόντιοι περίμεναν νά γυρίσουν στήν πατρίδα τους, ενώ αλλοι πέντε χιλιάδες Μαυροδαλασσίτες πρόσφυγες είχαν ηδη λάβει τό μήνυμα δτι ή εγκατάλειψη τής Ρωσίας ήταν ή μοναδική λύση. Νά φύγουν δμως καί νά πάνε πού; ' Η Ρουμανία δέν δεχότανε πρόσφυγες.
'Ύ στερα άπό είκοσιεφτά αίώνες οί Συμπληγάδες είχαν άρχίσει νά μετατοπίζονται ξανά κλείνοντας όριστικά πιά τό στόμα τού Βοσπόρου καί τό μεγαλύτερο μέρος τής Μαύρης Θάλασσας.
122
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Παρόλο δτι ό πόλεμος εύνοεί συνήδως τό εμπόριο καί μάλιστα τό μεταπρατικό, οί δυό Δανιηλόπουλοι αποφάσισαν νά φύγουν από τό Νοβορωσίσκ, γιατί ήταν φανερό πιά, δτι οί Λευκορώσοι έχαναν καί οί " Αγγλοι δέν δά μπορούσαν νά κρατήσουν οϋτε τά λιμάνια τού Καυκάσου οϋτε τά πετρέλαια της Γεωργίας.
Τώρα πού έλειπε ό μεγάλος αδελφός, τήν αρχηγία ανέλαβε ό μικρότερος απ' δλους, ό Γιάνκος. Δέν είχε ακόμα κλείσει τά είκοσί του χρόνια δταν εγκατέλειψε, μαζί μέ τόν Θόδωρο, τό ρωσικό έδαφος.
123
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Έπιστροφή
Φύγαμε μέ καλές αναμνήσεις γιατί καί τό ύφασματεμπόριο είχε παει καλό, κι αρκετα λεφτα κερδίσαμε, κι ό πόλεμος δέν εμοιαζε να 'χει αγγίξει τό Νοβορωσίσκ. Άντίδετα μαλιστα ή πόλη εύημερούσε. Δέν ε'ίχαμε δμως τήν προνοητικότητα να αγορασουμε πολύτιμα αγαδα πού ήταν ακόμα παμφδηνα. Θυ μάμαι δταν πήγαμε σ' ενα μεγάλο κοσμηματοπωλείο νά αγοράσουμε μαλαματένιους σταυρούς γιά δώρα, ό μαγαζάτορας μάς παρότρυνε νά πάρουμε διαμάντια καί ρουμπίνια. Μά εμείς δεωρούσαμε δτι ή καλύτερη επένδυση ήταν οί «κατερίνες». Ποιός μπορούσε νά φανταστεί πώς μέ τήν επικράτηση τού κομμουνισμού δά μέναμε μέ τά τσαρικά ρούβλια στό χέρι ;
Οϋτε διαμάντια πήραμε οϋτε περσικά χαλιά, πού ήταν πραγματικά αριστουργήματα.
"Α! τά χαλιά. Τί δαυμάσια τέχνη, τί όμορφιά. Τίς Κυριακές καί τίς γιορτές, πού δλος ό κόσμος εκανε βόλτα στό βουλεβάρτο, εστρωναν όλοκαίνουρια χαλιά στό δρόμο καί στό πάρκο γιά νά τά πατούν οί περιπατητές, νά τριφτούν καί νά γυαλίσουν. ' Η πόλη τότε φάνταζε σά μυδικό παλάτι.
Μ' άρεσαν τά χαλιά. Μ' εντυπωσίαζαν, μέ συγκινούσαν, μά τό μυαλό μας, βλέπεις, τό 'χαμε στίς κατερίνες. Εύτυχώς πού τελευταία ωρα ε'ίχαμε τήν εμπνευση νά αγοράσουμε ε'ίκοσι βαρελάκια μαύρο χαβιάρι. Αύτό μάς εμεινε. Οί χιλιάδες κατερίνες πήγαν χαμένες.
Φορτώσαμε λοιπόν τά βαρελάκια μας στό γαλλικό βαπόρι Doche πού εφευγε γιά τήν Πόλη, επιβιβαστήκαμε καί μείς, καί δρόμο.
' Ο καιρός ήταν εύχάριστος καί ή συντροφιά δαυμάσια. Συνταξιδεύαμε μέ τόν ' Ηλία τόν ' Ηλιόπουλο καί τόν καπετάν Παρασκευά, ό όποίος στό μεταξύ είχε πουλήσει τό ρυμουλκό του κι εφευγε μέ βαριά καρδιά από τόν τόπο του. Πέρασε τή νύχτα δλη ακουμπισμένος στήν κουπαστή. Είχε φεγγαράδα μά δέν μπορούσες νά διακρίνεις τίς ακτές. Μόνον ό Παρασκευάς τίς εβλεπε. «Δέκα χρονών μ' εβαλε ό πατέρας μου στό καίκι. Στά δώδεκα πρωτόρδα στό Σοκούμι. Λένε πώς τό 'χτισαν οί 'Αργοναύτες, οί δίδυμοι αδελφοί πού είναι προστάτες δλων τών ναυτικών, οί Διόσκουροι. Διοσκουριάδα τό λέγανε οί δικοί μας τό Σοκούμι, μά καί «σοκούμ» δά πεί
125
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δίδυμοι στά ρούσικα. Δές πώς φέγγουν στό στερέωμα. Άπό τόν άστερισμό τους παίρνουμε συχνά εμείς οί παλαιοί τή νυχτερινή μας πορεία. Οί Δίδυμοι μάς συντροφεύουνε καί μάς καδοδηγούνε. 'Όμορφη βραδιά άπόψε. 'Αλίμονο σ' εκείνους καί σέ μάς».
Ναί, ήταν μιά καδαρή καί ησυχη νύχτα. Οί ναύτες, Ίνδοκινέζοι οί περισσότεροι, παίζαν σιωπηλοί χαρτιά. ' Η δεξιοτεχνία τους στό άνακάτεμα ήταν άπίστευτη.
Ίό πρωί τούς βρήκα καδισμένους στήν 'ίδια δέση. Ίό παιχνίδι φαίνεται είχε άγριέψει πολύ κι ήταν άδύνατον νά σηκωδεί κανένας. ' Ο καπετάν Παρασκευάς είχε ξενυχτίσει στό κατάστρωμα τυλιγμένος μέσα σέ μιά κουβέρτα. Μόλις μέ είδε, «Γιάνκο», μού είπε, «ό καπετάνιος μας εχασε τόν προσανατολισμό του. 'Αντί γιά τά μπογάζια τής Πόλης δά μάς πάει στή Χιλή. Καλά δά κάνετε νά τόν είδοποιήσετε ν' άλλάξει πορεία». Ίό λέω στόν ' Ηλιόπουλο, πού ήταν φίλος τού καπετάνιου, μά ό ' Ηλίας δύμωσε. «Τί ξέρει, Γιάνκο, αύτός; ' Ο Γάλλος μέ πυξίδα, χάρτες καί κιάλια δέν ξέρει καί δά τού πεί αύτός;» Δέν επέμεινα περισσότερο. Σέ μισή ωρα φάνηκε στεριά.
«Ίό βλέπεις εκείνο τό βουνό; Είναι τής Χιλής» μού λέει ό Παρασκευάς. Προχωρήσαμε άκόμα λίγο όπότε άκούμε ξαφνικά τίς μηχανές νά χτυπούν καί τό πλοίο νά κάνει κράτει. Μετράνε τό βάδος, κάνουμε δπισδεν, στρίβουμε 90 μοίρες καί συνεχίζουμε.
« Άλίμονο σ' εκείνους καί σ' εμάς»' ό Παρασκευάς σωστά !::λεγε.
Μέ σχετική καδυστέρηση φτάσαμε σώοι κι άβλαβείς στήν Πόλη. Βρήκαμε τούς δικούς μας εγκατεστημένους στό Φανάρι, κοντά στής δείας Μαρίας τής Σγουρδαίου, ό Νίκος πιά τέλειωνε γιατρός. 'Όλα δύμιζαν τά σχολικά μας χρόνια, μά ή Πόλη είχε άλλάξει υφος, μέσα σέ ελάχιστο διάστημα. Ίό Φανάρι, βέβαια, εμοιαζε ξεχασμένο στόν περασμένο αίώνα, μέ πρόδηλο πιά τόν ελληνικό του χαρακτήρα. Ζωγραφιές τού Βενιζέλου νά μπαίνει στήν ' Αγία Σοφία καί τέτοια πολλά διακοσμούσαν Όλα τά καφενεία, τά φαρμακεία, τά παντοπωλεία καί κάδε αλλο ρωμέ'ίκο στέκι.
"Οταν ξεκίνησα νά πάω στό Πέραν, γιά νά επισκεφδώ τούς Εύδυμιάδηδες, τά 'χασα. Ίού σκοτωμού τρέχανε τά αύτοκίνητα στά σοκάκια. Αύτοκίνητα λοιπόν στήν Πόλη, άλλά καί στρατιωτικά καμιόνια καί Ό,τι μπορεί νά βάλει ό νούς σου παρδαλό, μέσα σέ μιάν άλλοτινή τρανή πρωτεύουσα πού δέν ήξερε πιά σέ ποιόν άνήκει. Ίά γαλλοαγγλικά στρατεύματα κατοχής μαζί μέ τούς λευκορώσους πρόσφυγες δημιουργούσαν εναν άλλόκοτο πανζουρλισμό. Δούκισσες, Στρατηγοί, Άρμένισσες, Σκωτσέζοι, Σενεγαλέζοι καί κάδε καρυδιάς καρύδι περιφερόταν άπό τή γέφυρα τού Γαλατά ως
1 26
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τό Ίαξίμι. «Καί πού νά δείς τί γίνεται» είπε ό ξάδελφός μου ό Γιάννης, δταν είπα
στούς Εύ{]υμιάδηδες τίς εντυπώσεις μου. «'Έλα νά πάμε στό γωνιακό bar νά δείς άπό κοντά λαδρέμπορους, μαστροπούς, λωποδύτες, μαυραγορίτες, κατασκόπους, νεόπλουτους, δ,ΤΙ δές κι δπως δές. Οί γκαρσόνες δλες είναι εξαδέλφες τού συγχωρεμένου τού τσάρου Νικολάου».
«Ίά παραλές Γιάννη» επενέβηκε ό Νεοκλής. « 'Άσε τόν Γιάνκο νά μάς , πεί τίς περιπέτειές του στή Ρωσία. 'Εκεί σίγουρα δά γνώρισε αύδεντικές συγγένισσες τής τσαρικής οίκογένειαρ>.
"Αρχισα νά διηγού μαι λοιπόν κι εφτασα κάποτε στά ε'ίκοσι βαρελάκια χαβιάρι πού δά εκτελώνιζα τήν επομένη. Μόλις τ' ακουσε αύτό ό Νεοκλής, τινάχτηκε. - Μέ ποιό βαπόρι ήρδες; - Μέ τό Doche, τού άπαντώ καί τόν βλέπω νά χάνει τό χρώμα του. -:- Τί εγραφαν πάνω τά βαρελάκια, είχαν καμιά μάρκα; μέ ξαναρωτάει. 'Εγώ άπόρησα καί τόν ρώτησα μήπως είχε κανέναν ενδιαφερόμενο άγοραστή. - Πιδανόν, ψέλλισε, δά σού πώ άργότερα.
Μόλις σηκωδήκαμε άπ' τό τραπέζι μέ πήρε ίδιαιτέρως καί μού λέει: - Μιά παρέα δική μου εκλεψε χτές βράδυ 30 βαρελάκια μαύρο χαβιάρι άπό τό Doche. "Αν είναι δικά σου δά φροντίσω νά άποζημιωδείς.
Είχε μπλέξει μέ μιά σπείρα λωποδύτες καί μέ τή συνεργασία άστυνομικών εκλεβαν φορτία όλόκληρα. Αύτά ό ξάδελφός μου ό Νεοκλής, ενα καλομαδημένο πλουσιόπαιδο τής Κωνσταντινούπολης ! 'Ώστε πράγματι είχαν άγριέψει πολύ τά ηδη. Δίκιο είχε ό Γιάννης πού μέ συμβούλεψε νά βρώ τρόπο νά γυρίσω μέ τούς δικούς μου στή Ρουμανία. ' Η Πόλη δέν μάς χωρούσε πιά.
Μάς τραβούσε βέβαια ή Κωνστάντζα. Οί άναμνήσεις, τά φορτωμένα μαγαζιά, τό παραλιακό σπίτι. Θέλαμε νά γυρίσουμε μά χρειάζονταν άρκετές διατυπώσεις. Εύτυχώς πού δταν πήγαμε στό τελωνείο βρήκαμε τό χαβιάρι μας εκεΙ "Αλλων φουκαράδων τό εμπόρευμα είχαν ληστέψει τά καλόπαιδα τού Νεοκλή. Πουλήσαμε λοιπόν τό μαύρο χρυσάφι μας, τρέξαμε γιά χαρτιά καί αδειες, άγοράζουμε καί μερικά βαρέλια μυτιληνιές ελιές, ά'ίβαλιώτικο λάδι καί σαπούνι ασπρο, τά φορτώνουμε στό ρουμάνικο βαπόρι τής γραμμής καί φεύγουμε ξανά οί τέσσερείς μας γιά τήν Κωνστάντζα. ' Ο Γιώργος, ό Θόδωρος, ό Άριστοκλής κι εγώ.
Πέρασα δλη τή μέρα κι δλη τή νύχτα στό κατάστρωμα σάν τό γέρο Παρασκευά πού δέν ηδελε νά άποκοιμηδεί στό τελευταίο ταξίδι τής ζωής
127
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
του. Καδώς άναπλέαμε τόν Βόσπορο καί ρουφούσα μέ τήν ψυχή μου όμορφιά, δέν ξέρω γιατί, είχα ενα προαίσδημα δτι σύντομα δά χάνονταν δλα αύτά γιά πάντα. ' Ο Κεμάλ, άπ' δτι μού ελεγε ό Γιάννης, μετά τήν άπόβαση στή Σαμψούντα είχε τραβήξει γιά τήν Άνατολία . . Η επανάσταση φούντωνε . . Ο ξάδελφός μου ήταν πολύ άνήσυχος, παρόλο πού στήν Πόλη επικρατούσε άπίστευτος ενδουσιασμός γιά τήν έλληνική προέλαση στή Μικρασία.
'Έβλεπα τά ξύλινα άρχοντόσπιτα μέ τίς [διωτικές άποβάδρες, τά ψαροχώρια, τίς βάρκες, κι ενιωδα μιά δλίψη νά μέ κυριεύει δίχως λόγο. Μπεμπέκι, Θεραπειά, Βαδυρύαξ, Ρούμελη Καβάκ ' δταν πιά περάσαμε τίς Συμπληγάδες καί μέ φύσηξε ό μαυροδαλασσίτικος άέρας συνήλδα κάπως.
'Ύστερα αρχισα νά μετρώ τούς κάβους, τίς ασπρες παραλίες καί τούς βράχους, πού σκοτείνιαζαν καδώς εγερνε ή μέρα, γιά νά μή χάσω τό Βασιλικό μέσα στήν άφέγγαρη νύχτα.
1 28
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Τέταρτο
t: Ο Μεσοπόλεμος
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Κωνστάντζα
Φτάνοντας στήν Κωνστάντζα νιώσαμε νά γυρίζουμε στό σπίτι μας. Στό λιμάνι, κα'ftώς εκτελωνίζαμε τά εμπορεύματα, όσοι μάς άναγνώριζαν μάς καλωσόριζαν μ' εγκαρδιότητα. Θέλαν κουβέντα, ζητούσαν πληροφορίες γιά τή Ρωσία, εμείς όμως βιαζόμαστε, γιατί επρεπε τό ταχύτερο νά βρούμε άπo{tηκευτικό χώρο γιά νά μεταφέρουμε κιβώτια καί βαρέλια.
Άρχίσαμε τήν άναζήτηση λοιπόν άπό τά γνωστά μας λημέρια στό κέντρο τής πόλης. Ψάχνοντας καί ρωτώντας άνακαλύψαμε ότι ή παλιά μας άπo{tήκη ήταν αδεια κι ότι δίπλα της τό πρώτο μας μαγαζί εμενε άκόμα ξενοίκιαστο. Στό ύπόγειο, οί στοιβαγμένες σακκούλες πού βρήκαμε είχαν τυπωμένο φαρδιά-πλατιά τό Fratii Danielopol. ' Η χαρά μας δέν περιγράφεται. Θαρρείς πώς όλα περίμεναν στή 'ftέση τους ωσπου νά περάσει ή μπόρα καί νά επιστρέψουμε.
Τήν επομένη κιόλας, άνανεώσαμε τή φίρμα μας στό Έμπορικό Έπιμελητήριο καί βαλ{tήκαμε νά όργανώσουμε τή δουλειά μοιράζοντας μεταξύ μας τίς άρμοδιότητες. ' Ο Άριστοκλής κι ό Γιώργος άνέλαβαν τό κατάστημα καί τίς πωλήσεις. ' Ο Άριστοκλής τούς χονδρέμπορους, ό Γιώργος τούς άγοραστές τής ήμιχονδρικής. ' Ο Θόδωρος άνέλαβε διευ'ftυντής τού γραφείου. Είχε τίς επαφές μέ τίς τράπεζες, κανόνιζε τούς λογαριασμούς τών πελατών, κρατούσε τήν άλληλογραφία εσωτερικού κι εξωτερικού. Έγώ άνέλαβα προμη'ftευτής εμπορευμάτων καί περιοδεύων άντιπρόσωπος. 'Έπρεπε τώρα νά μαζέψω όσες γνώσεις είχα άποκτήσει στά δεκαπέντε μου, όταν μα{tήτευα στό είσαγωγικό γραφείο, επρεπε νά παρακολου'ftώ καί νά μα'ftαίνω τήν άγορά, νά προλαβαίνω τή ζήτηση κλείνοντας εγκαίρως τίς μεγάλες παρτίδες, επρεπε νά καταφέρω νά άνταποκρι'ftώ στίς άπαιτήσεις τής επιχείρησης πού συνεχώς μεγάλωνε.
Πρώτη μου φροντίδα ήταν νά γνωριστώ μέ τούς συνεργάτες μας. " Αρχισα τίς περιοδείες στά χωριά τής κοντινής περιφέρειας, στή Ντομπρουτζά καί τήν Ίαλομίτσα, γύρισα όλη τή Ρουμανία γιά νά δώ τούς πελάτες μας στά μαγαζιά τους καί νά συζητήσω τά προβλήματάς τους επί τόπου, κι ετσι, πολύ γρήγορα, γίναμε παντού γνωστοί κι άγαπητοί.
131
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
" Οταν αύξή{)ηκε ή δουλειά πήραμε τρείς γραμματείς, εναν λογιστή Γερμανό, εν αν εκτελωνιστή, ενα βοηδό γιά τίς άποστολές εμπορευμάτων κι εν αν μικρό γιά τό ταχυδρομείο καί τά δελήματα. Ποτέ δμως δέν άφήσαμε τήν επίβλεψη η καμιά εύδύνη σέ αλλους. Τά πρώτα χρόνια άπαρνηδήκαμε τά πάντα. Μοναδικό μας μέλημα ήταν ή έδραίωση καί ή επέκταση τής επιχείρησης.
Είχαμε άνταποκριτές σ' δλα τά μεγάλα λιμάνια τής Μεσογείου. Στήν Κατάνια καί τή Μεσσήνη, στή Μασσαλία, στήν Άλεξάνδρεια, στή Βηρυττό. Δουλεύαμε κυρίως μέ " Ελληνες. Οί 'Αδελφοί Τζαβούρη καί οί 'Aσκ�τόπουλοι ήταν οί συνεργάτες μας στήν Πόλη. Στή Μυτιλήνη, οί Άδελφοί Κατσακούλη καί οί Χατζηβασιλείου. Στή Χίο, ό Ν ίκος Μαυριδόγλου καί ό Γούναρης.
Στήν Κωνστάντζα, οί τραπεζίτες ήταν γοητευμένοι μέ τό Θόδωρο καί οί χονδρέμποροι εμπιστεύονταν άπόλυτα τόν Άριστοκλή καί τόν Γιώργο. " Ολα δούλευαν ρολόϊ. Ποιότητες, ποσότητες, πιστώσεις, εκτελωνισμοί, προδεσμίες, ήμερομηνίες παράδοσης, εξοφλήσεις, τά πάντα. Άνιχνεύοντας τήν άγορά είδα δτι μπορούσαμε νά άνοίξουμε ύποκατάστημα στό Γαλάτσι δπου άνδούσε τό είσαγωγικό εμπόριο. Πήρα τόν Θόδωρο μαζί, μελετήσαμε άπό κοντά τά πράγματα, βολιδοσκοπήσαμε τήν άγορά, βρήκαμε ενα ώραίο μαγαζί στήν προκυμαία πάνω στό Δούναβη, στόν άριδμό 1 1 3 τής Strada Portolui, καί τό νοικιάσαμε. Άπό κεί μπορούσαμε ευκολα νά επεκταδούμε στή Μολδαβία, στή Βεσσαραβία καί στήν Τρανσυλβανία. Πηγαιονερχόμουνα κι εφερνα τόσες παραγγελίες πού δέν προλαβαίναμε καλά καλά νά τίς εκτελούμε.
Ήρδαν τότε οί Άσκητόπουλοι, ό Γιάννης κι ό 'Ιάκωβος, νά μας προτείνουν συνεταιρισμό μέ καλούς δρους. Δεχτήκαμε δοκιμαστικά γιά ενα χρόνο . . Ο 'Ιάκωβος μάλιστα μέ παρακάλεσε νά παίρνω μαζί στά ταξίδια μου τόν άδελφό τους τόν 'Ιωσήφ γιά νά τόν ξυπνήσω λίγο. « Έσύ πιάνεις πουλιά στόν άέρα Γιάνκο», μού ελεγε, «κάτι δά μάδει κοντά σου ό μικρόρ). Δέν είχα καμιά άντίρρηση. Πήρα μαζί μου τόν άδελφό τών συνεταίρων μας, τόν βαρέ{)ηκα δμως πολύ γρήγορα, γιατί ήταν κουτός, καί τόν εστειλα πίσω στήν Πόλη.
'Άλλωστε" κι ό συνεταιρισμός μας μέ τούς Άσκητόπουλους κράτησε μόνον ενα χρόνο, γιατί δέν μας συνέφερε νά εργαζόμαστε εμείς καί νά μοιραζόμαστε μαζί τους τά κέρδη. Έν τ<!> μεταξύ είχαμε στείλει πρόσκληση στά άδέλφια μας πού είχαν βρεδεί μετά τό 1 9 1 4 πρόσφυγες στήν . Ελλάδα -ό Δανιήλ μέ τή γυναίκα του στή Θεσσαλονίκη κι ό Παναγιώτης μέ τή γυναίκα του καί τά τρία τους παιδιά στήν Κατερίνη- κι δταν ήρδαν τούς κάναμε άδελφικά συνεταίρους. Έγκαταστήσαμε οίκογενειακώς τόν
1 32
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Παναγιώτη στό Γαλάτσι γιά να φροντίζει τό ύποκατάστημα καί νά μπορώ έγώ νά ταξιδεύω έλεύ'δερος καί νά τροφοδοτώ μέ έμπορεύματα τά μαγαζιά μας.
Μιά καλή άνοιξιάτικη μέρα τού 1 922, τό «Printessa Maria», ενα μεγάλο ρουμάνικο καράβι μέ ασπρα πανιά, έφερε τούς γονείς μας άπό τήν Πόλη. Μόνον ό Σπύρος έλειπε άκόμα.
Τόν σκεφτόμουν πάντα. Συχνά, μέσα στά τραίνα πού βρισκόμουνα μόνος νά ταξιδεύω μέ τίς ώρες, ένιω'δα νά συνταξιδεύουμε . . Ο ' Υ περσιβηρικός ΠQύ τόν μετέφερε στό Βλαδιβοστόκ δταν ξέσπασε ή Έπανάσταση είχε μείνει ή τελευταία είκόνα τού μεγάλου μου άδελφού.
'Έτσι καί κείνο τό άπόγευμα πού έφευγα γιά τή Βεσσαραβία δπου 'δά άγόραζα ενα βαγόνι λάδι, τό μυαλό μου ήταν στόν Σπύρο. Ξεκινήσαμε μέ καλό καιρό κι άποκοιμή{)ηκα στό τραίνο μέ τή σκέψη του. Κά'δε τόσο μισάνοιγα τά μάτια μου κι έβλεπα τό χιόνι νά πέφτει σέ πυκνές τουλούπες κι έλεγα πώς συνεχίζω τό δνειρο μέ τόν Σπύρο στήν χιονισμένη Ρωσία. Ξύπνησα γιά τά καλά δταν ξαφνικά σταμάτησε τό τραίνο σέ μιά έρημιά. Κοιτάζω άπό τό παρά'δυρο, είμαστε βουλιαγμένο ι στό χιόνι.
'Έμεινα εξι ώρες στό βαγόνι τουρτουρίζοντας μέσα στό έλαφρύ πανωφόρι μου. " Οταν έφτασα πιά στό Bel'cy, διηγή'δηκα τίς ταλαιπωρίες καί τό κρύο πού τράβηξα στόν διευ'δυντή τού έργοστασίου πού μέ πότιζε συνέχεια καυτό τσάι. Πάνω στό τρίτο τσάι μπαίνει ενας έβραίος έμπορος μέ μιά γούνα ώραιότατη . . Ο γιακάς της ήταν άπό βίδρα, φουντωτός-φουντωτός, κι άπό μέσα γύρω-γύρω κρέμονταν καμιά είκοσαριά γουνίτσες ζώων. 'Έμεινε ή ματιά μου πάνω της καί μετά τό κρύο πού έφαγα μού φάνηκε παράδεισος τό γουναρικό . . Ο . Εβραίος· τό κατάλαβε. «Στήν πουλάω αν τή 'δέλεις, είναι όλοκαίνουρια» μού λέει. Τή ζητούσε τριάντα χιλιάδες λέι, συμφωνήσαμε στίς είκοσι καί τήν πήρα.
'Αντί λάδι άγόρασα γούνα, μά τά αξιζε τά λεφτά της. " Οπου κι αν πήγα μού πρόσφεραν πολύ περισσότερα γιά νά τήν πουλήσω μά έγώ δέν μπορούσα νά τήν άποχωριστώ. τ Ηταν τό πρώτο δώρο πού είχα κάνει στόν έαυτό μου, σημάδι πώς οί δουλειές πήγαιναν πάρα πολύ καλά. Μού ήταν άπαραίτητη στά ταξίδια μου. Καί οί διαδρομές μέ τό τραίνο, πού μ' έφερναν πάντα κοντά στό Σπύρο, περνούσαν πιό εϋκολα μέσα στή ζεστασιά τού άκριβού παλτού μου.
Λίγο άργότερα βρέ'δηκα στά βορειοανατολικά σύνορα, στήν ακρη τής Τρανσυλβανίας, γιά νά άγοράσω ζάχαρη άπό τό έργοστάσιο πού ύπήρχε έκεί. . Η ζήτηση ήταν μεγάλη καί ή έλλειψή της είχε ηδη άνησυχήσει τόν κόσμο τής άγοράς. Μά οϋτε έδώ μπορούσαν νά καλύψουν τήν παραγγελία μου. 'Έπρεπε νά βρώ τρόπο νά προμηδευτώ άπό άλλού ζάχαρη . . Η περιο-
133
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
χή μού ήταν αγνωστη. Οί ανδρωποι μετά τόν πόλεμο κουμπωμένοι καί άνήσυχοι. Οί Σλοβάκοι, οί Ούκρανοί, οί Πολωνοί τής Γαλικίας μαζεύονταν σέ χωριστά καφενεία. Μοναδικό δέμα συζήτησης ήταν οί πρόσφατες διευδετήσεις τών συνόρων, έ{tνικά έδάφη πού φαγώ{tηκαν άπό τή μιά η τήν αλλη χώρα. Τότε άκόμα ή Ρουμανία είχε σύνορα μέ τήν Πολωνία καί ύπήρχε κάποια έμπορική κίνηση ' γιά ζάχαρη δμως δέν μιλούσε κανείς.
Είχα άποφασίσει πιά νά φύγω, δταν ακουσα τυχαία στό μαγαζί ένός χονδρέμπορα εναν ξενόφερτο πού μιλούσε γιά πολωνέζικη ζάχαρη. Δέν άνακατεύτηκα στήν κουβέντα μά καδώς βγήκε ό ξένος τόν άκoλoύ{tησα. Μπήκα πίσω του σΎό καφενείο πού χώδηκε, τόν πλησίασα, τού συστή{tηκα κι αρχισα νά τού κάνω έρωτήσεις. Μού είπε λοιπόν δτι σκεφτόταν νά κάνει είσαγωγή ζάχαρης άπό τήν Πολωνία κι εψαχνε γι' άγοραστές πού δά προπλήρωναν όλόκληρη τήν παραγγελία. τ Ηταν άπό τήν Άνατολική Γαλικία, αγνωστος έδώ, καί οί Ρουμάνοι τόν κοίταζαν μέ δυσπιστία. " Οσην ωρα μού έξέδετε τό ζήτημα τόν μετρούσα. Μού αρεσε. Είχε φωτεινά μάτια, ήταν λιγομίλητος κι άκριβολόγος. Τό ρισκάρισα. Τρέχω στήν Τράπεζα καί ζητώ πίστωση. Μά τό ποσό ήταν μεγάλο κι έγώ πολύ νέος γιά να μέ έμπιστευτεί ό διευ{tυντής. Μέ τά πολλά τόν κατάφερα. Γίναμε πρώτοι φίλοι. Παράγγειλα λο ιπόν τρία βαγόνια ζάχαρη κι εμεινα νά τά περιμένω.
Μόλις εφτασε ό συρμός φόρτωσα δυό βαγόνια γιά τό Γαλάτσι κι ενα γιά τήν Κωνστάντζα. Αύτό μάλιστα τής Κωνστάντζας τό εστειλα στό ονομα « Άδελφοί Άσκητόπουλοι» γιά νά περάσει άπαρατήρητο καί νά μήν μας πάρουν μυρωδιά οί άνταγωνιστές μας.
'Ήμουν ένδουσιασμένος. Παράγγειλα αλλα δυό βαγόνια άπό τόν πολωνό μεσάζοντα κι εμεινα νά τά περιμένω. " Αν δέν είχα τό γουναρικό σίγουρα δέν δά αντεχα τήν παγωνιά, δσο κι αν ή σπιτική βότκα πού μέ πότιζε ό τραπεζικός μπορούσε νά κάψει τά σωδικά καί τού 'ίδιου τού Δράκουλα.
, Ο καινούριος μου φίλος ήταν μέγας δαυμαστής τών ' Ελλήνων, δπως οί περισσότεροι συμπατριώτες του αλλωστε. Είχε σκοπό νά βαφτίσει τόν γιό του Άχιλλέα καί μού πρότεινε νά γυρίσω τό καλοκαίρι καί νά βαφτίσω έγώ τό μωρό. «Θά εχει πνευματικό πατέρα εναν 'Έλληνα» ξεφώνιζε, δακρύζοντας άπό τό δυνατό άλκοόλ πού κατέβαζε δλο τό άπόγευμα ως τήν ωρα τού δείπνου.
Θά 'χε περάσει κοντά μιά βδομάδα, δταν κατέφδασε άπό τήν Κωνστάντζα ό Πηλίδης, διευ{tυντής τής μεγαλύτερης φίρμας είσαγωγών τής Κωνστάντζας πού είχε κάποιος Γεωργίου. Τί είχε συμβεί; Μόλις εφτασε τό βαγόνι πού εστειλα πήγαν δλοι στό σταδμό νά μάδουν άπό πού προερχόταν. Βούρ λοιπόν ό Γεωργίου στέλνει τόν Πηλίδη στά Ρουμανοπολωνικά σύνορα. Μέ βρίσκει αύτός στό καφενείο, μού άνακοινώνει τά συμβάν-
1 34
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τα -εγώ παρίστανα τόν άνίδεο- καί μού λέει μέ ϋφος επιτιμητικό: - Έσύ κοιμάσαι δρδιος, παιδί μου ! Έδώ πουλιέται πολωνική ζάχαρη καί σύ κάδεσαι στό καφενείο. Δέν εχεις άκούσει τίποτα;
Μιλιά εγώ. Ψάχνει ό Πηλίδης, βρίσκει τόν εισαγωγέα, τόν κουβεντιάζει, τού βάζει μιά επιταγή κάτω άπό τή μύτη. Ψύχραιμος ό αλλος δέν άντιδρά. -Πόσα δέλεις ; τού λέει ό Πηλίδης. -Τώρα πιά δέν γίνεται τίποτα, άπαντά ό Πολωνός. Τρία βαγόνια πήρε ό Δανιηλόπουλος καί τά αλλα δύο πού ερχονται είναι σ' αύτόν πουλημένα. Δέν ξέρω αν ύπάρχει αλλη διαδέσιμη ποσότητα. Μπορώ νά σού παραγγείλω, αν δέλεις, άλλά δά άργήσει νά εκτελεστεί ή εντολή καί οί τιμές άνεβαίνουν.
'Έρχεται άγανακτισμένος ό Πηλίδης καί μού βάζει τίς φωνές επειδή τού εκρυψα τήν άλήδεια κι εκανα τόν άνήξερο. «Τί περίμενες άπό ενα παιδί πού κοιμάται δρδιο;» τού άπαντώ γελώντας. Κόκαλο αύτός. " Ετρωγε τά σίδερα. Ν ά τήν πάδει άπό ενα νιάνιαρο δέν μπορούσε νά τό χωνέψει. Τέλος εφυγε απρακτος.
Άπό τά πέντε βαγόνια κερδίσαμε πολλά λεφτά καί βαλδήκαμε νά άγοράσουμε κανένα κτήμα, νά άποκτήσουμε άκίνητη περιουσία. Βρήκαμε κάποιον Βούλγαρο μέ δυό μαγαζιά σέ συμφερτική τιμή. 'Ένα κεντρικό διώροφο μέ δυό μαγαζιά στό ισόγειο -ήταν μικρό γιά μάς καί δέν είχε χώρους γιά να σταδμεύουν τά άμάξια πού ξεφόρτωναν τά εμπορεύματαμά τό πήραμε, γιατί ό Βούλγαρος βιαζόταν νά φύγει καί κατέβασε πολύ τήν τιμή, τό κρατήσαμε γιά τό εισόδημα πού εφερνε κι άρχίσαμε νά ψάχνουμε γιά καταλληλότερο οικόπεδο. Θέλαμε νά φτιάξουμε ενα δικό μας κτίριο, νά στεγάσουμε σπίτι καί επιχείρηση, γραφεία, λογιστήρια, μαγαζιά κι άποδήκες.
Τέλος, κάποτε, βρέδηκε τό κατάλληλο οικόπεδο. Γωνιακό, μέ πρόσοψη στό βουλεβάρτο τού Βασιλέως Φερδινάνδου καί πενήντα μέτρα βάδος επί τής όδού Μίron Costin, άπέναντι άπό τό Στρατηγείο καί δυό βήματα άπό τόν Σιδηροδρομικό Σταδμό, ήταν δτι επρεπε. Άναδέσαμε στόν Δανιήλ τήν εύδύνη τής οικοδομής καί μείς άναλάβαμε τήν οικονομική κάλυψη τού εργου. Πάντα μεγαλοσχήμων ό Δανιήλ, άδιόρδωτος φιγουρατζής κι άδεράπευτος λάτρης τής πολυτέλείας, όνειρευόταν μέγαρο τετραόροφο. Κάλεσε λοιπόν εν αν ρουμάνο άρχιτέκτονα καί δυό άρμένιους μηχανικούς. Φτιάξαν τά σχέδια κι εβαλαν μπρός τή δεμελίωση.
Πέρασα μήνες ταξιδεύοντας μέ τά φορτηγά τραίνα πού κουβαλούσαν τά εμπορεύματά μας σ ' δλη τή Ρουμανία. Τό κρύο πού εφαγα δέν λέγεται. Ξύλιαζαν τά πόδια μου στό φορτηγό βαγόνι καί πήγαινα νά ζεσταδώ στήν
1 35
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ατμομηχανή. Δέν ύπήρχαν ύδραυλικα φρένα τότε, ό όδηγός φρεναριζε μέ τό χέρι, ό {tεός κι ή ψυχή μας πώς σταματούσαμε.
Νύχτες ατέλειωτες στούς ερημους έπαρχιακούς στα{tμούς, πέντε πήχες τό χιόνι στήν Τρανσυλβανία, όμίχλη στή Μολδαβία να μήν βλέπεις τή μύτη σου. Δωροδοκώντας τούς αρμόδιους καί χαρτζηλικώνοντας τούς αχ{tοφόρους είχα μειώσει στό έλόχιστο τόν χρόνο έκφόρτωσης τών έμπορευματων. 'Από τρείς μέρες πού χρειαζότανε κα{tε βαγόνι τό φτασαμε στή μία. Τό κέρδος ήταν τεραστιο. Μέσα σέ μια βδομαδα ξεφόρτωνα, παρέδιδα καί ξαναφευγα.
Στήν Κωνσταντζα ή οίκοδομή προχωρούσε. Πέντε μέτρα βα{tος τό ύπόγειο για τίς απο{tfjκες. Τετρακόσια τετραγωνικα τό καταστημα στό ίσόγειο κι άλλα τόσα τα γραφεία δίπλα. ' Ο Δανιήλ ξόδευε αφειδώς τό χρήμα πού μαζεύαμε στήν τραπεζα καί οί έργασίες προχωρούσαν γρήγορα. Μια μαρμαρινη σκαλα μέ ένενήντα σκαλοπατια συνέδεε τήν ε'ίσοδο τού μεγαρου μέ τούς τρείς όρόφους τών κατοικιών. Στόν πρώτο όροφο {ta μέναμε έμείς, εξι ανύπαντρα παιδια, μέ τούς γονείς μας. Στό δεύτερο καί τόν τρίτο, τα παντρεμένα αδέλφια μας μέ τίς οίκογένειές του. Άλη{tινό μεγα{tήριo τό κτίσμα.
" Οταν τελείωσε ήταν τό πιό έπιβλητικό μέγαρο στήν πόλη. Βαλαμε μια μαρμαρινη πλόκα στή γωνια μέ τα αρχικα τής έταιρείας μας, «F.D», καί καμαρώναμε, γιατί ήταν δλο δικό μας δημιούργημα, εργο τών χεριών μας.
1 36
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί άδελφοί Λανιηλόπουλοι μπροστά
στό μέγαρο. Τρίτος δεξιά ό Γιάνκος.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Σφενδόνα»
Καδώς ή Κωνστάντζα άναπτυσσόταν συνέχεια -ήταν τό μόνο λιμάνι στή Μαύρη Θάλασσα, κι δταν πάγωνε ό Δούναβης κι εκλεινε γιά μήνες τό Γαλάτσι, δλα τά βαπόρια εδώ φόρτωναν καί ξεφόρτωναν- ό πληf}υσμός αϋξανε άλματωδώς καί τό χρήμα ερεε μαζί μέ τά στάρια καί τά πετρέλαια.
, Η παροικία μας, δίχως ύπερβολή, ήταν ή πιό άνδηρή έλληνική παροικία τής μεταπολεμικής Ρουμανίας. Ε'ίχαμε μιά ώραία εκκλησία, χτισμένη τό 1868, ε'ίχαμε δυό σχολεία κι ενα δέατρο, τό μοναδικό στήν πόλη, πού άνήκε στόν φιλολογικό σύλλογο « Έλπίς». "Ολοι οί ρουμανικοί δίασοι πού ερχονταν νά δώσουν παραστάσεις νοίκιαζαν τό δικό μας δέατρο κι ετσι ό σύλλογος είχε ενα καλό εσοδο άπό κεΙ
Στο σαλόνι τού δεάτρου, τό τμήμα Φιλοπτώχων Κυριών όργάνωνε συχνά τσάγια καί, κάδε Σάββατο παρά Σάββατο, χορευτικές εσπερίδες, δπου συγκεντρωνόταν τό ανδος τής επαρχιακής κοινωνίας μέ τόν κοσμοπολίτικο άέρα τού διεδνούς λιμανιού. Οί όμογενείς μεγαλέμποροι καί οί εφοπλιστές, ανδρωποι πολυταξιδεμένοι κι εκλεπτισμένοι στό επακρο, ή <<χρυσή» νεολαία τού ' 20 μέ τίς τρέλες καί τό άστείρευτο κέφι της, τά κομψά πλουσιοκόριτσα καί οί ρουμάνοι άξιωματικοί πού φλέρταραν μέ πάδος τίς ' Ελληνοπούλες. Έκείνο τόν καιρό οί άξιωματικοί άποτελούσαν τήν άφρόκρεμα τής ρουμανικής κοινωνίας. Φορούσαν πάντα πούδρες καί άρώματα, εσφιγγαν τή μέση τους μέ κορσέδες καί κυκλοφορούσαν μέ ϋφος τουλάχιστον αύτοκρατορικό. 'Επεδίωκαν μέ κάδε τρόπο νά συγγενέψουν .. μέ τούς 'Έλληνες, γι αύτό καί γίνονταν πολλές κουμπαριές. Κολακεύονταν μέ τήν παρέα μας, κυνηγούσαν τά κορίτσια μας κι ηδελαν τά παιδιά τους νά πάρουν ελληνική μόρφωση . Συχνά ακουγες λοιπόν όνόματα δπως Σωκράτης Ποπέσκου, Άχιλλέας Βασιλέσκου, Πλάτων Μαριανέσκου.
Μόλις άνακατεύτηκα μέ τίς δραστηριότητες τού συλλόγου άποφάσισα νά ίδρύσω κι ενα άδλητικό τμήμα, γιατί άγαπούσα πολύ τόν άδλητισμό. Μέ τόν Γιάννη Μακρή, λοιπόν, καί τόν Γεράσιμο Δραγώνα εξοπλίσαμε τό νέο τμήμα μέ δλα τά άπαραίτητα, τοποδετήσαμε στό προαύλιο τής εκκλησίας μονόζυγα καί δίζυγα, διαμορφώσαμε κάπως τό χώρο καί συστήσαμε τήν ποδοσφαιρική όμάδα « Ελπίς» ή όποία εγινε σπουδαία. Δίναμε άγώνες μέ
139
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τή Βραίλα, τό Γαλάτσι, τό Βουκουρέστι, καί σχεδόν παντού βγαίναμε νικητές, χάρη στόν Σουπίλα, εναν πολύ καλό προπονητή πού ε'ίχαμε. Μά καί στούς άγώνες στίβου πού έγιναν στό Γαλάτσι ή «Έλπίς» σάρωσε δλα τά βραβεία. Στή σφαίρα καί στό δίσκο τά δύο πρώτα βραβεία τά πήρα εγώ.
Παράλληλα μέ τά άδλητικά φροντίζαμε καί τό ερασιτεχνικό τμήμα τού δεάτρου. Τίς περισσότερες φορές πρωταγωνιστής ήταν ό Γιάννης Μακρής. Περιοδεύαμε σ' δλες τίς ελληνικές παροικίες τής Ρουμανίας καί είσπράτταμε έτσι κάμποσα χρήματα. Μ' αύτά ενισχύαμε τό ταμείο τής Κοινότητας .
. Η . Ελληνική Κοινότητα είχε νά καλύψει μεγάλα κονδύλια καί κυρίως τά έξοδα καί τίς άμοιβές τών δασκάλων, γιατί άπό τήν ' Ελλάδα δέν είχαμε καμιά βοήδεια. Μόνο δασκάλους μας έστελναν δταν ζητούσαμε. Τά χρειαζούμενα έπρεπε νά βγούν άπό τά κεριά τής εκκλησίας, τίς χοροεσπερίδες, τίς δεατρικές παραστάσεις καί τίς δωρεές τών όμογενών οί όποίοι, όμολογουμένως, ήταν σέ πολύ καλή οίκονομική κατάσταση. Ταμίας χρημάτισε γιά χρόνια καί μέ μεγάλη επιτυχία ή κυρία Μπέζη. Μόλις άδειαζε τό ταμείο ή κυρία Μπέζη κήρυττε σταυροφορία. 'Έβγαινε μέ τίς άλλες κυρίες τής επιτροπής κι έφερναν βόλτα δλα τά ελληνικά γραφεία καί καταστήματα. Συνήδως άρχιζαν άπό τό γραφείο μας, γιατί ήξεραν δτι δά πάρουν ενα γενναίο ποσό κι ήδελαν αύτό νά φαίνεται πρώτο-πρώτο γιά νά παραδειγματίζονται οί ύπόλοιποι καί νά προσφέρουν πλουσιοπάροχα στό κοινό ταμείο.
Γιά νά ενισχυδεί μάλιστα άκόμα πιό δραστικά ή Κοινότητα, κάποτε πού είχαν εκλογές, χωρίς νά είδοποιήσουν κανέναν, εξέλεξαν τόν Θόδωρο σύμβουλο τής οίκονομικής επιτροπής, μετά τόν έκαναν γραμματέα κι άργότερα ταμία. " Οταν λοιπόν χρειαζόταν χρήματα τό ταμείο, ό Θόδωρος έπαιρνε δανεικά άπό τό ταμείο τών άδελφών του καί χρέωνε τό λογαριασμό τής Κοινότητας. Έγώ είχα άναλάβει τό ταμείο τού άδλητικού μας συλλόγου .
. Η Έκκλησία καί τό δέατρο ήταν χτισμένα πάνω σ' ενα ϋψωμα κοντά στήν άκροδαλασσιά. Μόλις τελειώναμε τή γυμναστική , τήν προπόνηση ή τίς πρόβες, κατεβαίναμε στή δάλασσα καί κάναμε κωπηλασία. Μιά μέρα ήρδε καί μέ βρήκε ενας πασάς, πού είχε εγκαταλείψει τήν Τουρκία μετά τήν επικράτηση τού Κεμάλ, καί μού πρότεινε νά άγοράσω τή βάρκα του. Πήγα νά τή δώ. τ Ηταν στενή, μέ δυό κουπιά άπό μαόνι, μακριά σάν πιρόγα. Κιμπάρικη. Μιά πασαλίδικη βάρκα άπ' αύτές πού συνήδιζαν νά χρησιμοποιούν οί πασάδες στήν Πόλη γιά νά βγάζουν βόλτα τίς χανούμισσες στόν Κεράτιο Κόλπο καί τίς στόλιζαν μέ κορδέλες στήν γιορτή τού ' Αγίου Γεωργίου. Δέν έκανε γιά δάλασσα μά μού άρεσε πολύ καί τήν πήρα.
140
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ίήν όνόμασα « Σφενδόνα» καί, όταν δέν είχε κύμα, επαιρνα τόν Μακρή η τόν Δραγώνα, τραβούσαμε καί οί δυό κουπί καί τήν κάναμε νά πετάει.
τ Ηταν δυμάμαι Κυριακή κι όλος ό κόσμος σουλατσάριζε στό βουλεβάρτο τού Καζίνου. Ίά άνοιξιάτικα μοντέλα, τά πρώτα ψάδινα καπέλα τής χρονιάς, τά άνοιχτόχρωμα λινά μαντό, πήγαιναν κι ερχονταν. 'Όλη ή Κωνστάντζα ρουφούσε ηλιο καί καλοκαιρία. ' Η δάλασσα ήταν ησυχη. Γυάλιζε. Ρίχνω λοιπόν μέ τόν Μακρή τή « Σφενδόνα» κι άρχίζουμε τήν έπίδειξη. ' Ανεβαίνουμε κατά μήκος τού βουλεβάρτου ως τό Καζίνο, κατεβαίνουμε ως τό λιμάνι, γυρνούμε ξανά ως τόν γενοβέζικο φάρο, δημιουργήσαμε άρκετή αίσδηση καί πολλά ψάδινα καπέλα μέ λουλούδια καί φρούτα μάς χαιρέτισαν. Κωπηλατούσαμε μέ καταπληκτικό στύλ, ωσπου ενα ξαφνικό μπουρίνι σήκωσε κύμα. ' Η «Σφενδόνα» δέν αντεξε. Άναποδογύρισε, καί μεϊς βρεδήκαμε νά κολυμπάμε σέρνοντας τό πλεούμενο πού μάς πρόδωσε καί μάς εκανε ρεντίκολο στούς κυριακάτικους περιπατητές, πού είχαν ξεσπάσει σέ τρανταχτά γέλια.
Δέν πέρασαν δυό μήνες καί μιά μεγάλη δαλασσοταραχή αρπαξε άπό τό γιαλό τή βάρκα, τή χτύπησε όλη νύχτα στά βράχια καί τό πρωί βρήκα συντρίμμια τή « Σφενδόνα» μου -κάτι κομμάτια άπό σανίδια, τίποτα αλλο. 'Έτσι χάδηκε κι ή τελευταία έπαφή μέ τά μαδητικά μου χρόνια στήν Πόλη, ή βάρκα, πού μού δύμιζε τή βάρκα πού αφησα στήν άκροδαλασσιά τού χωριού μου, τά παιδικά μου χρόνια καί τίς τρέλες, πού εκαναν τή μάνα μας νά με φωνάζει λωλόπαιδο.
1 4 1
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Τρέλες βέβαια συνέχιζα νά κάνω. Δούλευα πάρα πολύ, ταξίδευα συνέχεια, ρισκάριζα συχνά μεγάλα ποσά πού πάντα μάς άπέδιδαν μέ τό παραπάνω, άλλά στίς ελεύδερες ώρες δέν σταματούσα οϋτε λεπτό γιά νά ξεκουραστώ. Καδώς περιμέναμε μάλιστα νά άποκαταστήσουμε πρώτα τίς άδελφές μας γιά νά πάρουμε μετά σειρά εμείς, ζούσαμε μιά ζωή γεμάτη γλέντια καί διασκεδάσεις. ' Ο πιό γλεντζές ημουν εγώ. 'Έ, στά είκοσιτρία του κανείς είναι άκόμα παιδί.
'Έτσι εντελώς ξαφνικά εφτασε κάποτε ή μέρα πού ή φοβερή άρρώστια τής εποχής μέ χτύπησε ασχημα καί κατακέφαλα. 'Όταν μέ πήγε ό Θόδωρος στόν καδηγητή στό Βουκουρέστι, ό ανδρωπος δέν κατάλαβε ότι εγώ η μουν ό άσδενής πού επρεπε νά εξετάσει. " Ενας νέος αντρας, εκατό κιλά, ψηλός ως εκεί πάνω, νευρώδης καί γυμνασμένος, αύτός ημουν. Δέν μού είπαν τίποτα. «Μιά ελαφριά ύπερκόπωση, λίγη ξεκούρασψ> είπε δήδεν ό γιατρός στόν Θόδωρο, εγραψε κάτι φ.άρμακα καί φύγαμε. 'Έγινε ϋστερα οίκογενειακό συμβούλιο κι εστειλαν τόν Δανιήλ νά μού πεί δτι άποφάσισαν νά μέ στείλουν στήν ' Ελβετία γιά νά ξεκουραστώ, νά τελειοποιήσω τά γαλλικά μου, πού χρειαζόταν γιά τή δουλειά, καί νά κάνω σπόρ, πού τόσο μού αρεσαν. "Αλλο πού δέν ηδελα.
'Όταν εφτασα στό Daνos μού είπαν τάχα πώς επρεπε νά δώ τόν γιατρό τής πανσιόν γιά νά μέ εξετάσει πρίν άρχίσω τό σκί. Τό βρήκα λογικό, δέν ύποπτεύδηκα τίποτα καί πήγα. ' Ο δόκτωρ Biland μού άνέλυσε τήν πραγματικότητα. Είχα φυματίωση.
'Έμεινα αφωνος άπό τή σαστισμάρα. ' Ο Έλβετός όμως αρχισε νά μού εξηγεί τίς δυνατότητες πού ύπήρχαν πιά, μού είπε ότι δά επρεπε νά άκολουδήσω τό πρόγραμμα τής δεραπείας καταλεπτώς, μού εδωσε πολύ δάρρος καί κατέληξε λέγοντας δτι τά πάντα εξαρτώνται άπό τή δέλησή μου κι δτι πολύ γρήγορα μπορώ νά γίνω καλά, γιατί πρόλαβα τήν άρρώστια στή γένεσή της.
Έπί τρείς μήνες άκολούδησα κατά γράμμα τό πρόγραμμα. Πρωινό μασάζ, ήλιοδεραπεία στό μπαλκόνι τού δωματίου μου, περίπατο στό χιονισμένο δάσος, ύγιεινή τροφή κι άνάπαυση, ϋπνο πολύ νωρίς τό βράδυ. Κάδε φορά πού εκανα εξετάσεις εβλεπα δτι ή ύγεία μου διαρκώς βελτιωνόταν κι αύτό μού εδινε κουράγιο. Στά είκοσιτέσσερά μου χρόνια ήταν άδύνατον νά κάτσω σε μιά πολυδρόνα πάνω άπό μιά ωρα κι δμως εκεί πέρασα τρείς μήνες άνάπαυσης. τ Ηταν ή πιό τραγική εποχή τής ζωής μου, τό εξομολογούμαι τώρα, πού πέρασαν εξήντα τόσα χρόνια άπό τότε. Κανείς δέν εμαδε τό μυστικό, εκτός άπό τόν οίκογενειακό μας γιατρό καί τά άδέλφια μου. Είχα φαίνεται κολλήσει τό μικρόβιο άπό τή γούνα πού είχα
142
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
αγορασει τότε στή Βεσσαραβία, γιατί, όπως μού είπε ό έλβετός γιατρός, ή γούνα είναι ό μεγαλύτερος φορέας μικροβίων, κι εγώ, καtJώς είχα παγώσει, τή φόρεσα χωρίς νά τήν απολυμάνω.
"Οταν πέρασε κι ό τρίτος μήνας μέ κάλεσε ξανά ό δόκτωρ Biland καί μού ανήγγειλε ότι στήν τελευταία εξέταση δέν ύπήρχε 'ίχνος μικροβίου. Μέ συμβούλεψε νά καtJήσω ακόμα εναν μήνα γιά νά αναρρώσω πλήρως κι όταν πιά επιστρέψω tJCt μπορώ νά κάνω ό,τι tJέλω, αλλά αποφεύγοντας πάντα τίς ύπερβολές. «παν μέτρον αριστον» είπε έλληνικά μέ τή βαριά γερμανική προφορά του ό δόκτορας. «Θά ζήσετε όπως ζούσαν οί αρχαίοι " Ελληνες. Μέ μέτρο. " Αλλωστε ύπήρξατε ό καλύτερος ασtJενής πού είχα. Χάρη στή tJέληση καί στήν αντοχή σας γίνατε εντελώς καλά. 'Έχετε πολύ γερή κράση».
Μάρτιο τού 1924 επέστρεψα στήν Κωνστάντζα. 'Έκοψα τίς πολλές περιοδείες κι εμεινα στό γραφείο συνδιευtJυντής μέ τόν Δανιήλ. 'Ήτανε πάντα όνειροπόλος κι είχε μεγαλεπίβολα σχέδια. 'Έκανε παράτολμα ανοίγματα χωρίς λογική κι εμενε ϋστερα σέ μας νά πληρώνουμε τίς ζημιές. Στενοχωριόμουνα, μά δέν μπορούσα νά αντιδράσω, γιατί ήταν ό μεγαλύτερος καί ή ίεραρχία στήν οΙκογένεια δέν σήκωνε τέτοια.
Μπήκε λοιπόν στό «μπούρσι» τών γεννημάτων όπου γίνονταν μεγάλες δημοπρασίες. 'Αγόραζε καί πουλούσε αέρα κοπανιστό πρίν από τήν συγκομιδή καί ij κέρδιζε ij εχανε. Ποτέ δέν σκέφτηκε αν tJCt μπορούσε νά καλύψει τό παtJητικό του. Πουλούσε βαγόνια στάρι καί κρι1'Jάρι, χωρίς νά εχει οϋτε σπυρί σίγουρο, καί τό ρίσκο ήταν πολύ σοβαρό.
143
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
, Η συγκομιδή τού '25 δέν μάς επέτρεψε νά καλύψουμε τό ανοιγμα τού Δανιήλ. Ή διαφορά ήταν μεγάλη. Άναγκάστηκα λοιπόν νά εγκαταλείψω τό γραφείο καί νά πάω στό κέντρο τής παραγωγής, νά όργανώσω τήν άγορά επί τόπου, ωστε νά άγοράσουμε κατευδείαν άπό τούς παραγωγούς, νά τά φορτώσουμε εμείς στά τραίνα, γιά νά ρίξουμε κάπως τό κόστος καί νά μειώσουμε τή ζημιά. Πήρα μαζί κι εναν συγγενή τής μάνας μου, καί δίχως νά τό δέλω, εγινα γεννηματέμπορος στόν σιδηροδρομικό σταδμό τής Gara Biora.
Μετά, Ο Δανιήλ άποφάσισε νά φτιάξουμε δυό τυροκομεία. 'Αγοράζαμε γάλα άπό κτηνοτρόφους τής περιφέρειας καί φτιάχναμε κασέρι στή μιά μονάδα καί διάφορα αλλα τυριά στήν αλλη. Αύτή ή δουλειά πήγαινε καλά, κάναμε μάλιστα κι εξαγωγές στήν ' Ελλάδα καί στήν Α'ίγυπτο, ως τή μέρα πού Ο Δανιήλ δέλησε νά κάνει δική του κτηνοτροφία. Μ' αύτή τήν ίστορία μπήκαμε σέ τόσους μπελάδες πού άναγκάστηκα πιά νά προτείνω νά χωρίσουμε τά τσανάκια μας. Νά πάρει τό ποσό πού τού άνήκε καί νά κάνει δουλειές χωρίς νά επιβαρύνει τήν επιχείρηση.
Τότε μπλέχτηκε σέ μιάν άφάνταστη περιπέτεια στήν οποία δμως, γιά νά πούμε τού στραβού τό δίκιο, δά μπορούσε ο καδένας μας νά μπλεχτεί. ' Η ίστορία ξεκίνησε άπό μιά πρόταση τού φίλου μας τού Hepern, διευδυντή τής Banca de Credit Romana. Είχε εμφανιστεί, μάς είπε, κάποιος μεγαλοεπιχειρηματίας Εύρωπαίος κι ηδελε άπό τόν τραπεζίτη νά τού συστήσει εμπιστους άνδρώπους γιά νά συνεργαστεί μαζί τους. Ένδιαφερόταν κυρίως γιά γεννήματα καί ξυλεία. Γιά νά άποκτήσει μάλιστα πίστη στήν άγορά, είχε καταδέσει καί μιάν επιταγή 2.500 λιρών πληρωτέα στήν Τράπεζα τού Λονδίνου. Ό Χά'ίπερν ενδουσιάστηκε. Ύποσχέδηκε άπεριόριστη βοήδεια καί πρότεινε στόν Δανιήλ νά μπούμε δλοι μαζί μέσα. Έγώ εναντιώδηκα στό σχέδιο. Πρότεινα νά συστήσουμε μίά χωριστή Άνώνυμη ' Εταιρεία, νά βάλουμε κεφάλαιο 400.000 λέι καί νά άναλάβει ο Δανιήλ τή δουλειά. 'Έτσι κι εγινε.
Τό τί άκολούδησε δέν περιγράφεται. Κύλησε ο τέντζερης καί βρήκε τό καπάκι. Γραφεία στό κτίριο τής Banca Romaneasca, δακτυλογράφοι, άλληλογράφοι, μηχανές, τηλέφωνα, γράμματα μέ δλη τήν Εύρώπη, ταξίδια στό Γαλάτσι καί στό Βουκουρέστι, επαφές μέ ξυλέμπορους καί τραπεζίτες, διαπραγματεύσεις μέ ύπουργούς γιά προνομιακές άποκλειστικότητες φόρτωσης εμπορευμάτων σέ επιβατικά βαπόρια κι αλλα τέτοια πολλά πού ου τε μπορούσαμε νά φανταστούμε. " Ολα αύτά βέβαια μέ τά δικά μας τά λεφτά, 'ίσως καί μέ τά λεφτά αλλων, πού ο ξένος μάζευε βάζοντας στό χέρι δλον τόν εμπορικό κόσμο, άκόμα καί τράπεζες, σ' ολόκληρη τή Ρουμανία.
1 44
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέ τά πολλά καί μετά άπό δική μου επιμονή, πείδεται ό Δανιήλ νά στείλει ενα τσέκ 500 λιρών, πού τού είχε δώσει ό συνέταιρός μας, στό Λονδίνο γιά ε'ίσπραξη. " Οταν εσκασε τό λονδρέζικο κανόνι, ό κύριος αύτός είχε ηδη εξαφανιστεί. 'Έφυγε γρήγορα καί γλυτώσαμε τό μισό μας κεφάλαιο μαζί μέ πολλά καί χειρότερα μπλεξίματα.
'Έκτοτε ό Δανιήλ άποτραβήχτηκε τελείως. Άγόρασε μιάν άποδήκη στό Obor, χωρητικότητας 350 βαγονιών, κι εκανε εκφόρτωση γεννημάτων άπό τά τραίνα κατευδείαν στίς άποδήκες.
Έγώ εξακολουδούσα νά πηγαίνω στή Biora Όπου είχα φτιάξει ενα μικρό γραφείο-κέντρο άγορας τών γεννημάτων πού μεταπουλούσαμε. 'Ένα βράδυ, λοιπόν, ξεκινώ άπό τό χωριουδάκι γιά νά πάω στή Gara, στό σταδμό, μέ τά πόδια." Ηταν ενας σύντομος περίπατος στήν ερημιά πού μέ ξεκούραζε. Τό τραίνο περνούσε άργά κι εγώ περ ίμενα χρήματα γιά νά κάνω πληρωμές. Έκείνο τό βράδυ είχε άστροφεγγιά. Τό χιόνι γυάλιζε κι άντιφέγγιζε ή νύχτα. Στά μισά τού δρόμου βλέπω ενα λύκο νά κατευδύνεται πάνω μου. Βγάζω τό πιστόλι μου -είχα πάντα ενα μικρό Browning μαζί, Όταν πήγαινα στήν ϋπαιδρο- καί στέκομαι γιά νά άντιμετωπίσω τό λύκο. "Ομως, ω τού δαύματος, αύτός σταμάτησε σέ άπόσταση πενήντα μέτρων, μέ κοίταξε καλά-καλά, κι εφυγε πρός τόν κάμπο. Στάδηκα πραγματικά τυχερός γιατί μέ τό πιστόλι μου δέν δά μπορούσα νά κάνω τίποτα.
Κατέβηκα γρήγορα στή Gara, πήρα τόν σταδμάρχη καί δυό χωρικούς, βγήκαμε μέ κυνηγετικά τουφέκια στόν κάμπο, μά στάδηκε άδύνατο νά τόν βρούμε.
Τό επόμενο βράδυ τού στήσαμε παγάνα καμιά δεκαριά αντρες άπό τό χωριό. Πιάσαμε τά περάσματα πρός τό παγωμένο ελος, ξεπαγιάσαμε Όλη νύχτα πίνοντας καφτερή τσού·ίκα άμίλητοι, μά τό πεινασμένο άγρίμι μας ενιωσε φαίνεται καί δέν πλησίασε. Γυρίσαμε απρακτοι καί άνήσυχοι.
Τά ξημερώματα τής μεδεπομένης οί όλοφυρμοί τού Ντιμιτρού μας εκαναν νά πεταχτούμε άπό τά στρώματα. Είχε βρεί τό αλογό του κατασπαραγμένο άπό τό λύκο. ' Ο χωρικός εκλαιγε καί ξεφώνιζε γιά τό χαμένο βιός του. Δίπλα του, ό μεγάλος του γιός δέν μιλούσε καδόλου. Σκεφτόταν τήν αδικη μοίρα πού τού Όριζε νά ζευτεί αύτός τό κάρρο τού πατέρα του καί νά μπεί ως τά γόνατα σχεδόν μέσα στόν βαλτώδη κάμπο, γιά να μεταφέρει τή συγκομιδή ως τόν σταδμό.
Τέτοια πολλά συνέβαιναν. Οί συνδήκες τής ζωής ήταν πολύ σκληρές καί οί άγρότες -μιλώ γιά τή Ντομπρουτζά καί τή Βλαχία πού γνώρισα άπό κοντά εγώ- περνούσαν δύσκολες, πολύ δύσκολες μέρες.
1 45
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ίό Κράχ
Καδώς περνούσε ό καιρός καί οί δουλειές πήγαιναν δαυμάσια, όλο καί μάς τριγύριζαν οί πολύφερνες νύφες. "Αδικα όμως. Έμείς ψάχναμε γαμπρούς γιά τίς άδερφάδες μας. Ήταν πολύ εκλεκτικές, Ιδίως ή Κατίνα, καί κανένας δέν τούς ταίριαζε. Τέλος μέ τά πολλά, παντρεύτηκε πρώτη ή ΑΙκατερίνη. Πήρε μέ προξενιό τόν γεννηματέμπορο Πάνο Γεωργίου. Τήν προικίσαμε πλουσιοπάροχα, βοηδήσαμε τόν αντρα της νά μεγαλώσει τή δουλειά του, άλλά σέ δυό χρόνια τό χρήμα εξανεμίστηκε κι αρχισαν οί γκρίνιες. Άτύχησε πολύ αύτό τό κορίτσι, μαράζωσε καί χάδηκε αδικα.
Μόλις άποκαταστήσαμε τή μιά μας άδελφή, πήρε σειρά ό Θόδωρος. 'Αρραβωνιάστηκε λοιπόν τήν κόρη τού Γιάννη Μιχαλάκη, ενός μεγαλοεισαγωγέα μέ μαγαζί στή Βραίλα καί ύποκατάστημα στό Γαλάτσι, καί ή παρέα μας μεγάλωσε.
'Ήτανε καλοκαίρι τού '26 ij τού '27 , δέν δυμούμαι, δέν δά ξεχάσω όμως τίς επισκέψεις μας στή Sinaia όπου παραδέριζε ή μνηστή τού Θόδωρου οΙκογενειακώς. «Μαργαριτάρι τών Καρπαδίων» όνομάζουν οί Ρουμάνοι αύτό τό δαυμάσιο όρεινό κέντρο μέ τίς Ιαματικές πηγές δίπλα στό δάσος. Τό χειμώνα, τά ξενοδοχεία καί οί πολυτελείς πανσιόν γεμίζουν άπό χιονοδρόμους. Τό καλοκαίρι, πάλι, ό κόσμος πάει γιά τά λουτρά καί γιά τό εξαιρετικό κλίμα. Χειμώνα-καλοκαίρι, όμως, ή κίνηση περιστρέφεται κυρίως γύρω άπό τό ύπερπολυτελές Καζίνο πού χτίστηκε τό ' 1 2 πάνω στά σχέδια τού Καζίνου τού Μόντε Κάρλο. Άτμόσφαιρα κοσμοπολίτικη, όμογενείς άπό τή Βιέννη καί τή Βουδαπέστη, έντονη κοσμική ζωή κι άπανωτές προσκλήσεις, χοροί τρικούβερτοι, χαρτοπαιξία, μακρινοί περίπατοι καί όλοήμερες εκδρομές στό δάσος - περάσαμε άξέχαστα.
Πρίν φύγουμε εκείνο τό καλοκαίρι ξεσηκώσαμε όλη τήν παρέα," Ελληνες καί Ρουμάνους, νά πάμε στό μεγάλο μοναστήρι πού είχε ίδρύσει τό 1695 ό Μιχαήλ Κατακουζηνός εΙς άνάμνησιν τού προσκυνήματός του στό Σινά. Παραμονή τής Παναγίας, λοιπόν, άργά τό άπόγευμα ξεκινούμε.
Είχε μόλις τελειώσει ό εσπερινός μέ τούς επισήμους στήν πελώρια εκκλησία τής ' Αγίας Τριάδος καί οί μοναχοί είχαν άποτραβηχτεί στήν εσωτερική αύλή, στό παλιό τμήμα τής μονής, όπου βρίσκεται ή μονόχωρη ' Αγία ΑΙκατερίνη τού Κατακουζηνού.
1 4 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ε'ίμαστε μόνοι μέσα στήν όλόφωτη εκκλησιά, μέ τούς γέροντες δρf1ιους στά στασίδια καί τούς ψαλτάδες κύκλο στά δυό ψαλτήρια . . Η Σινάια άκολουf10ύσε πλήρως τό βυζαντινό τυπικό μέ μοναδική λαμπρότητα καί f1εία ψαλτική . . Η κοσμική συντροφιά συγκινήf1ηκε. Λούφαξαν οί κοπέλες δεξιά, σταf1ήκαμε εμείς άριστερά, δέν κούνησε κανείς.
Το μυαλό μου ετρεχε στό Φανάρι τών μαf1ητικών μου χρόνων, στόν καλό μου δάσκαλο τόν Κύρ 'Ιάκωβο, τόν " Αρχοντα Πρωτοψάλτη τού Πατριαρχείου. "Αρχιζε ή όλονυκτία.
Δέν κρατήf1ηκα. Προχώρησα πέντε βήματα, χώf1ηκα άνάμεσα στούς ψάλτες τού δεξιού χορού κι αρχισα στήν άρχή χαμηλόφωνα, δυνατότερα δσο περνούσε ή ωρα, νά ψέλνω μέ τήν ψυχή μου. Δέν ξέρω πώς πέρασαν οί ώρες, βρισκόμουν σέ αλλους κόσμους, ως τή στιγμή πού χτύπησαν τά σήμαντρα τού Όρf1ρου.
«Γιάνκο, αύτό ήταν τό καλύτερο δώρο πού f1ά μπορούσες νά μάς χαρίσεις γιά τό γάμο μας», μού είπε ό Θόδωρος βγαίνοντας άπό τό μοναστήρι.
Μετά τόν Θόδωρο, ήρf1ε ή σειρά τής Δέσποινας. Τήν παντρέψαμε μέ τόν Stroe Driigulanescu καί τής δώσαμε γιά προίκα ενα σπίτι στό Βουκουρέστι . . Ο Stroe ήταν μεγαλοκτηματίας μέ 3.500 στρέμματα εϋφορης γής . . Ο πατέρας του ήταν Ρουμάνος καί ή μητέρα του ' Ελληνίδα άπό τή Μυτιλήνη. 'Έτσι ή Δέσποινα δέν βρέf1ηκε σέ τελείως ξένο περιβάλλον.
Οί ύπόλοιποι περιμέναμε τήν Κατίνα, μά ή Κατίνα δέν τό άποφάσιζε. Πρόβαλε χιλιάδες δικαιολογίες, τό παράδειγμα τής Αίκατερίνης πού κακόπεσε τή βόλευε, εκανε σκληρή κριτική γιά xaf1tvav πού προτείναμε καί τό χειρότερο, δέν εβρισκε καμιά νύφη κατάλληλη οϋτε γιά τό Γιώργο οϋτε γιά τόν 'Αριστοκλή. Είχαν συνδεf1εί τά τρία παιδιά σέ τέτοιο βαf1μό, ωστε πήγαιναν παντού μαζί. Θέατρα, προσκλήσεις, διακοπές, πάντα μαζί. . Ο Άριστοκλής ηf1ελε ό αμοιρος νά παντρευτεί άλλά πού νά τολμήσει. Κέρβερος ή Κατίνα δίπλα του. " Ωσπου μιά χρονιά πάτησε πόδι, πήγε μόνος του διακοπές στό Biiile Herculane -ενα άπό τά πιό κοσμικά κέντρα γιά ίαματικά λουτρά- κι εκεί γνώρισε τήν 'Όλγα Σάπαρη. 'Έκαναν πολύ παρέα καί ή παρέα εξελίχ{}ηκε σέ είδύλλιο.
" Οταν επέστρεψαν ο ί Σαπαραίοι στό Βουκουρέστι ό 'Αριστοκλής πήγε νά τούς δεί. Έκεί δμως γνώρισε τή μικρή άδελφή τής 'Όλγας, τήν ερωτεύτηκε σφόδρα κι άντί νά ζητήσει τήν " Ολγα σέ γάμο, ζήτησε τή Μπέμπα . . Ο Σάπαρης άρνήf1ηκε καί ή ίστορία ναυάγησε. Σ' ενα γλέντι πάλι, στού Πόρτολου, γνωρίστηκε μέ μιά πολύ Όμορφη κοπέλα. Τή χόρεψε δλο τό βράδυ, άναπτύχf1ηκε κάποιο αίσ{}ημα μεταξύ τους καί δώσανε ραντεβού στήν Κωνστάντζα, γιά νά ερf1ει εκείνη μέ τούς δικούς της λίγες μέρες, νά τή
1 48
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γνωρίσουμε καί νά μας γνωρίσει. . Ο χειρισμός άποδείχτηκε λαν{)ασμένος, γιατί στήν Κωνστάντζα ύπήρχε ή Κατίνα. «Είναι πολύ ζωηρή», είπε στόν Άριστοκλή, «δέν σού άρμόζει». 'Έτσι ναυάγησε κι αύτή ή ίστορία.
Έγώ είχα ξεφύγει τελείως άπό τόν οίκογενειακό κλοιό. 'Έκανα ό,τι ηδελα χωρίς νά δίνω λογαριασμό σέ κανέναν. "Αν καί μικρότερος άπό όλα τά άγόρια, ημουν τελείως άνεξάρτητος. Τά ταξίδια καί οί διασκεδάσεις ήταν ή ζωή μου. Δέν αφηνα γλέντι γιά γλέντι, άκόμα κι αν έπρεπε νά πάρω τό τραίνο άπό τό Γαλάτσι γιά νά πάω στό Βουκουρέστι, νά παραβρεδώ σέ κάποιο χορό καί νά γυρίσω τήν έπομένη. Κοιμόμουν στή διαδρομή καί τό πρωί φρέσκος καί κεφάτος βρισκόμουν στό γραφείο.
Κάδε χρόνο μέ τήν αδειά μου ξεσπάδωνα. Πήγαινα στά βουνά έκανα σπόρ, καινούριες γνωριμίες, τρελές παρέες - περνούσα όνειρεμένα. Τήν έποχή έκείνη πήγαινα πάντα στό Borsec. Μόλις έφτανα, αφηνα τίς βαλίτσες μου στό ξενοδοχείο κι έβγαινα γιά μιά μεγάλη βόλτα στό δάσος. "Οταν έπέστρεφα, οί άποσκευές μου είχαν μεταφερδεί στό chalet τού ύπουργού τής Παιδείας, τού καλού μου φίλου Hazigan. Μ' αύτό τόν τρόπο οί Χαζιγκάν μέ άνάγκαζαν νά πάω νά μείνω σπίτι τους όπου μέ φιλοξενούσαν όλο τό διάστημα τών διακοπών μου. Μέχρι καί σέ ' Υπουργικά Συμβούλια παραβρέδηκα, τόσο πολύ μ' άγαπούσε καί μέ έμπιστευόταν ό ύπουργός.
Στό σπίτι τού Χαζιγκάν στό Μπόρσεκ, ό Γιάνκο, μέ τόν Βαλντούκ. (1930; φ. Γ.Δ.).
149
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ήταν καλός όμιλητής, ενδιαφέρον ανδρωπος, δεινός όδοιπόρος καί φανατικός λάτρης τού ελληνικού πολιτισμού. 'Έμαδα πάρα πολλά πράγματα άπό αύτόν. Μού μιλούσε μέ τίς ώρες γιά τή σημασία τής έλληνικής παρουσίας στή Βλαχία καί τή Μολδαβία, γιά τούς Φαναριώτες αρχοντες καί τήν ελληνική παιδεία, μού άνέφερε τίς εκατοντάδες ελληνικές λέξεις πού πλουτίσανε τό ρουμανικό λεξιλόγιο, μού έλεγε γιά τούς ελληνες επιστήμονες πού δούλευαν στό Πανεπιστήμιο καί στά κρατικά ερευνητικά κέντρα.
Έγώ γνώριζα μόνον εμπόρους καί εφοπλιστές, μερικούς γιατρούς καί δυό-τρείς κα{)ηγητές. 'Ήμουνα βέβαια δαυμαστής τού Κωνσταντίνου Νοτταρά πού ήταν ενας άπό τούς μεγαλύτερους ήδοποιούς στό Βουκουρέστι -ήλικιωμένος πιά - καί καμιά φορά ψωροϋπερηφανευόμουνα γιά κάποιον Danielopolu, πού εδεωρείτο αύδεντία στή φυσιοπαδολογία, πώς είμαστε τάχα συγγενείς, μά ό Χαζιγκάν μού άποκάλυπτε τόν αγνωστο ελληνικό κόσμο τής Ρουμανίας. 'Ένιωδα σά μα{)ητούδι μπροστά του. Μετάνιωνα πού δέν είχα προλάβει νά τελειώσω τό σχολειό, πρώτη φορά αίσδάνδηκα έντονα τήν έλλειψή μου αύτή. Γιά τούς άρχαίους μάς είχαν πεί πολλά στό σχολείο. Τώρα εδώ πρωτοάκουγα άπό τό στόμα τού ρουμάνου ύπουργού Παιδείας γιά νεότερους " Ελληνες, τούς Μαυροκορδάτους καί τούς Κατακουζηνούς, τούς Καλλιμάχηδες, τούς Σούτζους και τούς Καρατζάδες, γιά επιστήμονες σπουδαίους, όπως ό Προκοπίου καί ό Άντύπας, γιά μουσικούς, όπως ό γιός τού ήδοποιού Νοτταρά.
" Οταν αρχιζε νά μιλά ό Χαζιγκάν ξεχνούσε νά σταματήσει. Μέ στρίμωχνε στό καπνιστήριο δίπλα στό γραφείο του, μέ πήγαινε στή βιβλιο{)ήκη νά μού δείξει τούς πρώτους χάρτες τής Βλαχιάς πού είχε φτιάξει ό Κωνσταντίνος Κατακουζηνός, ό 'ίδιος αύτός πού έβαλε τά δεμέλια γιά τήν 'ίδρυση τής 'Ακαδημίας στό Βουκουρέστι, ϋστερα βγαίναμε στό μπαλκόνι καί τό μά{)ημα συνεχιζόταν. Είχε βρεί καλό συνομιλητή. Δέν μιλούσα κα{)όλου. Μόνον ακουγα. Γι' αύτό 'ίσως μού είχε τέτοια άδυναμία.
Τού καλοάρεζα καί γιά γαμπρός, είχε δυό κόρες τής παντρειάς, δαυμάσια κορίτσια, μά εγώ προτιμούσα τήν παρέα τού πατέρα - παίζαμε καί σκάκι μαζί - καί τού γιού, πού ήταν συνομήλικός μου καί άνύπαντρος όπως εγώ. ' Η ύπουργίνα όλο καί πετούσε κάτι άδώες σπόντες περί γάμου καί τά τοιαύτα, δήδεν πρός τόν γιό, άλλά τά σκάγια έπαιρναν καί μένα πού μέ είχαν σάν γιό τους μά δέν 'ίδρωνε τό αύτί μου.
Τό μυαλό μου ήταν στίς διασκεδάσεις καί στά σπόρο Γέμιζα τά πλεμόνια μου καδαρόν άέρα, άνανέωνα τίς μπαταρίες γιά νά μπορέσω νά ξαναρχίσω τή δουλειά μέ καινούριες δυνάμεις καί διασκέδαζα μέ τήν ψυχή μου.
1 50
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στή συντροφιά μας ήταν πάντα καί οί Πόρτολοι πού παρα{}έριζαν οΙκογενειακώς στό βουνό. Οί χοροί πού όργανώναμε στό chalet τού Hazigan αφησαν εποχή. Γλέντια μέχρι πρωίας, πού κατέληγαν πάντα σέ εξοδο στό δάσος, γιά νά συνέλ{}ουμε λίγο καί νά γυρίσουμε πιά νά κοιμη{}ούμε κατά τίς δέκα.
Les annees folles, λοιπόν. ' Η τρελή δεκαετία τού '20 πού εκλεινε στό χρυσωμένο ' 30, ωσπου, μετά τό άποκορύφωμα, νά μάς ερ{}ει ή κατραπακιά κατακέφαλα κι άπό τό ζενί{} νά κατρακυλήσουν δλα στό ναδίρ άπό τή μιά μέρα στήν αλλη. Βέβαια τό κακό ξεκίνησε άπό τήν 'Αμερική τόν 'Οκτώβριο τού 1929, δταν ή χρηματιστηριακή κρίση τίναξε τήν άμερικανική οΙκονομία στόν άέρα. Σέ μάς οί επιπτώσεις τού «κράχ» εφτασαν πολύ άργότερα, δταν ξαφνικά ή τιμή τού βραζιλιάνικου καφέ επεσε στό ενα τέταρτο τής τιμής άγοράς.
Έμείς συμφωνούσαμε προκαταβολικά τήν τιμή τού καφέ δλης τής χρονιάς, κλείναμε τήν ετήσια παραγγελία καί παραλαμβάναμε 200 σακκιά τό μήνα, δσα δηλαδή ξοδεύαμε στά δυό μαγαζιά, Κωνστάντζα καί Γαλάτσι. Προμη{}ευτής μας ήταν ενας άπό τούς μεγαλύτερους ο'ίκους καφέ στόν κόσμο, μέ εδρα τήν Πράγα καί παραρτήματα σέ δλη τήν Εύρώπη. Διευ{}υντής ήταν ενας ' Εβραίος, όνόματι Smircofski, αν{}ρωπος συνεπής στίς
151
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
συναλλαγές του, εντιμος καί καδόλα εντάξει. Σ' αύτόν έίχαμε κλείσει τήν παραγγελία, 1 .200 σακκιά πρός 92 σελίνια τό σακκί, μέ διάφορες ήμερομηνίες φόρτωσης άπό τή Βραζιλία. Στή Βραζιλία δμως εκαιγαν τόν καφέ γιατί δέν μπορούσαν νά τόν εξαγάγουν. Τόσο πεσμένες ήταν οί τιμές . . Η . Ελλάδα μάλιστα άπαγόρευσε τότε τήν εΙσαγωγή, γιά νά προστατεύσει τούς εΙσαγωγείς . . Η κρίση είχε χτυπήσει τό εμπόριο σέ παγκόσμια κλίμακα καί τώρα εφτανε στή νοτιοανατολική Εύρώπη .
. Η τιμή τού καφέ είχε πέσει στά 24 σελίνια καί μείς χάναμε 68 σελίνια σέ κάδε σακκί. Θά μπορούσαμε νά μήν τά παραλάβουμε, νά τά επιστρέ-1l!ουμε 11 νά τά άφήσουμε νά σαπίσουν στό τελωνείο. Δέν δέλαμε δμως ή φίρμα μας νά περάσει στόν μαυροπίνακα τών Έμπορικών Έπιμελητηρίων τής Πράγας, τού ' Αμβούργου καί τής Μασσαλίας, γιατί μ' αύτά συνεργαζόμαστε χρόνια εΙσάγοντας δλα τά άποικιακά ε'ίδη, άπό καφέ, τσάι καί κακάο μέχρι σοκολάτες καί πιπέρι. Παραλάβαμε τήν παραγγελία καί καλύψαμε τό ύπόλοιπο ποσό ως τήν εξόφληση, ύπογράφοντας γραμμάτια .
. Η ζημιά τής εταιρείας ήταν τεράστια. Μά δέν ε'ίμαστε εμείς οί μόνοι ζημιωμένοι. Οί συνέπειες τού Κράχ χτύπησαν ξαφνικά δλη τή Ρουμανία. Οί τράπεζες κηρύσσουν πτώχευση καί άναστέλλουν τίς πληρωμές. Πρώτη καί καλύτερη ή Banca Blania, τράπεζα μέ ύποκαταστήματα στό Λονδίνο, στό . Αμβούργο καί στή Νέα ' Υόρκη, δηλώνει άδυναμία νά άντεπεξέλδει στίς ύποχρεώσεις της. Μ' αύτή συνεργαζόμαστε τόσο εμείς δσο κι ό Μιχαλάκης, ό πεδερός τού Θόδωρου.
'Αμέσως μετά, στήν προσπάδειά της νά διευκολύνει τόν επιχειρη ματικό κόσμο, ή κυβέρνηση ψήφισε τό περίφημο Moratorium, ενα νόμο πού επέτρεπε νά κάνεις στάση πληρωμών γιά πέντε χρόνια. Κατέδετες στό δικαστήριο τά λογιστικά σου βιβλία καί ζητούσες πενταετή άναστολή πληρωμών . . Ο νόμος αύτός άποδείχτηκε όλέδριος. Τίναξε στόν άέρα μεγάλες καί παλιές επιχειρήσεις ενώ σ' αλλους εδωσε άφάνταστες δυνατότητες νά εκμεταλλευτούν τήν κατάσταση. 'Έτσι επωφελήδηκαν κυρίως οί . Εβραίοι πού ελεγχαν τό εμπόριο τής Μολδαβίας, τής Τρανσυλβανίας καί τής Βεσσαραβίας.
Στήν άρχή τής μαύρης κρίσης, μού ερχεται ενας παλιός καλός πελάτης άπό τό Boto�ani γιά νά εξοφλήσει τά χρέη του καί νά πάρει νέο εμπόρευμα, άξίας 200.000 λέι, ύπογράφοντας γραμμάτια. Άπό μηχανής δεός μού φάνηκε εκείνη τήν ωρα ό ανδρωπος, Zumer Braitu τόν ελεγαν. Θά παίρναμε μιάν άνάσα καί δά βοηδούσαμε κάπως τόν πεδερό τού Θόδωρου πού είχε πνιγεί στά χρέη. Μόλις δμως επέστρεψε ό πελάτης μας στό Μποτοτσάνι, ζήτησε μορατόριουμ κι άνέστειλε δλες τίς πληρωμές.
Ξεκινώ γιά τή Μολδαβία νά πάω νά τόν βρώ. τ Ηταν πολύ πλούσιος
1 52
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
αν1'1ρωπος. Δέν επρεπε νά εκμεταλλευτεί μέ τέτοιον τρόπο τήν κρίση, ουτε νά μας βάλει ετσι απροκάλυπτα στό χέρι. Μού εκανε τό τραπέζι μέ ψάρια τού Πρού1'10υ ψημένα στό κεραμίδι. Τού εκ1'1έτω τά προβλήματά μας, τού εξηγώ τήν ταμιακή μας αδυναμία καί καταλήγω λέγοντας δτι αν δέν εξοφλη1'10ύν τά γραμμάτια 1'1ά φαλίρουμε. « Έγώ είμαι νομοταγής πολίτης καί κάνω μορατόριουμ, σύμφωνα μέ τόν νόμο», μού απάντησε.
Τό ρεύμα παρέσυρε δλον τόν εμπορικό κόσμο. Έμείς ύπογράφαμε εν λευκφ γραμμάτια στόν Μιχαλάκη, οί καμπάνες χτυπούσαν απ' δλες τίς πλευρές, ωσπου αναγκαστήκαμε νά βάλουμε ενέχυρο δλο μας τό εμπόρευμα καί νά ύπο1'1ηκεύσουμε δλη τήν ακίνητη περιουσία μας στήν Τράπεζα τής Ρουμανίας. 'Αλλά τό ϋψος τών χρεών ήταν τεράστιο. Βρισκόμαστε πιά σέ πλήρες αδιέξοδο, δταν μετά από απειρες προσπά1'1ειες ζητήσαμε καί μείς μορατόριουμ.
Κοντά δυό χρόνια περάσαμε νύχτα-μέρα στό γραφείο, στό μαγαζί, στό λογιστήριο, στά τελωνεία, στά γραφεία τών πελατών μας, στίς τράπεζες. 'Έτρεχα καί δέν εφτανα. Καμιά φορά πού περνούσα από τό σπίτι γιά νά βάλω 'ίσα-'ίσα μιά μπουκιά στό στόμα μου, ή μάνα μας μού ζητούσε τό πουκάμισό μου γιά νά τό στύψει - τέτοιος ίδρώτας μέ ελουζε. ' Η αγωνία τών προ1'1εσμιών καί τό αγχος τών γραμματίων τού Μιχαλάκη πού εληγαν δίχως αντίκρισμα μέ κατέβαλαν κυριολεκτικά. τ Η ταν αδύνατο νά κοιμη1'1ώ. Λαγοκοιμόμουν στήν καρέκλα τού λογιστηρίου πάνω στό ήμερολόγιο πού είχα φτιάξει μέ τίς λήξεις δλων τών γραμματίων πού διαχειριζόμουν. Τά δικά μας, τών πελατών μας, τού Μιχαλάκη. Λυπόμουνα τόν Θόδωρο πού είχε τήν εύWνη δύο επιχειρήσεων κι εβλεπε δτι ό πε1'1ερός του δέν 1'1ά τά καταφέρει μέχρι τέλους. Καί πράγματι. ' Ο Μιχαλάκης κήρυξε πτώχευση, τού εβγαλαν στό σφυρί δλη του τήν περιουσία κι εκλεισαν τά καταστήματά του.
Έμείς, παρόλες τίς δυσκολίες, κατορ1'1ώσαμε νά ξελασπώσουμε. Όρ-1'10ποδίζαμε σιγά-σιγά κυνηγώντας συνέχεια τούς καλούς μας πελάτες πού αγόραζαν μόνο τοίς μετρητοίς. Μόλις μπορέσαμε κάναμε αρση τού Μορατόριουμ, απελευ1'1ερώσαμε εμπορεύματα καί ακίνητα, κλείσαμε τό ύποκατάστημα στό Γαλάτσι καί μαζευτήκαμε δλοι στήν Κωνστάντζα.
, Ο Παναγιώτης εφυγε οίκογενειακώς γιά τόν Πειραιά. " Ανοιξε εκεί ενα ύποκατάστη μα γιά νά προω{)η1'10ύν καλύτερα τά εγχώρια προ·ίόντα. 'Αρχίζουμε ξανά τήν αλληλογραφία, ανανεώνουμε τίς σχέσεις μας μέ τούς προμη1'1ευτές μας στή Μεσόγειο καί μπαίνουμε ξανά στή ρουμανική αγορά μέ νέο εμπόρευμα καί νέο πνεύμα. ' Η κρίση μας εριξε πολύ χαμηλά, μας διέλυσε. Τό γεγονός δμως δτι καταφέραμε νά τήν ξεπεράσουμε καί βγή-
1 53
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
καμε πάλι πάνω, μάς εδινε κουράγιο. Νιώδαμε αύτοπεποίδηση κι ύπερηφάνεια. Οί Ρουμάνοι δαύμαζαν τήν όμοψυχία μας. Δουλεύαμε πάλι ολοι μαζί κι άντιμετωπίσαμε ολοι άπό κοινού τίς δυσκολότερες συνδήκες. Ήταν μιά ύπέροχη αίσδηση ή χειροπιαστή άπόδειξη τής οΙκογενειακής ενότητας καί τού δυναμικού πού δέν είχε ποτέ εξαντληδεί.
Ν έο πνεύμα λοιπόν, πολύ κέφι, πολλές Ιδέες. 'Από τήν . Ελλάδα εΙσάγαμε λάδι, εσπεριδοειδή καί σταφίδες. 'Από τήν ' Ιταλία κυρίως εσπεριδοειδή κι άπό τήν Α'ίγυπτο ρύζι. Μάς άνακάλυψαν ομως κάτι Σύριοι, πού τότε άκόμα εκμεταλλεύονταν τούς πορτοκαλεώνες τής Χάιφα, κι ετσι καλύψαν αύτοί τίς άνάγκες μας σέ εσπεριδοειδή. Οί τιμές συνέφεραν.
'Έπρεπε τώρα νά βρούμε τρόπους νά διαφημίσουμε τό ελληνικό λάδι. Φτιάξαμε κουτιά τής μιάς όκάς στό ύποκατάστημα τού Πειραιά, μπήκε καί ή άπαραίτητη 'Ακρόπολη ζωγραφιά επάνω, γράψαμε δική μας επωνυμία «Ν έκταρ», καί ξεκινήσαμε νά πιάσουμε τήν λιανική πώληση . . Ο 'Αριστοκλής παράγγειλε ενα καρότσι μέ μιά τεράστια ' Ακρόπολη. 'Έντυσε τόν πωλητή άρχαίο " Ελληνα κι εστειλε τό καρότσι νά κάνει τόν γύρο τής Κωνστάντζας καί τής Μαμάια οπου παραδέριζε πολύς κόσμος . . Η περιοδεία συνεχίστηκε στό Βουκουρέστι καί στά κοντινά δέρετρα τής Σινάια καί τού Μπρασόβ. Σκαρώσαμε κι ενα διαφημιστικό τραγούδι καί ή άπήχηση ήταν πραγματικά μεγάλη. Τό Νέκταρ εγινε πασίγνωστο . . Ο Παναγιώτης δέν πρόφταινε νά συσκευάζει καί νά στέλνει κουτιά άπό τόν Πειραιά.
Μετά σκεφτήκαμε νά εκσυγχρονίσουμε τό σύστημα επικοινωνίας μέ τούς πελάτες μας. Ε'ίχαμε περίπου 1 .800 πελάτες σ' ολη τή Ρουμανία. Δυό φορές τό μήνα τούς στέλναμε τιμοκαταλόγους μέ τά νέα ε'ίδη καί τίς τιμές. Τό κάδε γραμματόσημο κόστιζε ενα λέι, σύνολο 1 .800 λέι τό δεκαπενδήμερο. 'Έπρεπε νά βρεδεί τρόπος νά κερδίζουμε αύτό τό ποσό δείχνοντας συγχρόνως καί τό νέο πνεύμα πού επικρατούσε στήν επιχείρηση. Ζητήσαμε αδεια γιά νά εκδίδουμε μιά μηνιαία εμπορική εφημερίδα μέ τίς νόμιμες άπαλλαγές. Τήν όνομάσαμε «TOMIS» , τό άρχαίο ελληνικό ονομα τής Κωνστάντζας, καί τήν άνέλαβε ό Άριστοκλής μ' εναν φίλο του δημοσιογράφο πού εγραφε τό κύριο αρδρο. Στίς πρώτες σελίδες ύπήρχαν πληροφορίες σχετικές μέ άφίξεις βαποριών καί τραίνων, εμπορικές εΙδήσεις καί τά σχετικά. Στήν τελευταία σελίδα ύπήρχε ό τιμοκατάλογός μας καί τά προ'ίόντα πού ε'ίχαμε γιά διάδεση. Γιά νά σταλεί ή εφημερίδα χρειαζόταν 80 βακιά γραμματόσημο. Ε'ίχαμε λοιπόν κέρδος άπό τήν άποστολή άλλά καί κέρδος άπό τή ρεκλάμα πού κάναμε, γιατί ή εφημεριδούλα μας προκάλεσε εξαιρετική εντύπωση.
154
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
λniversare
t SPIRU ΟΑΝlειοροι
ΟΑΝΙΕΙ DΑΝΙΕΙΟΡΟΙ
TEODOR DANIELOPOL ,
::'I� � FONDATORI\
,fIRMEI . FΊlATII DA!iIELPPCL
QUEORGI1E DJlNIELOPOL
I1AGAZINELE FRATII DANIELOPOL
ι. SerhiriJe Aniven1l'ei
[ANCU DANIELOPOL
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Άρχές τού 1 93 7 γιορτάσαμε τά εΙκοσιπεντάχρονα άπό τήν 'ίδρυση τής επιχείρησής μας. 'Όλος ό εμπορικός κόσμος παρών, δήμαρχοι, στρατηγοί, δημοσιογράφοι, τραπεζίτες, ποιόν i)1'Jελες νά βρείς καί δέν τόν εβρισκες! ' Ο πρόεδρος τού Έμπορικού Έπιμελητηρίου εκφώνησε τόν πανηγυρικό, άναφέρδηκε στά επιτεύγματα τής εταιρείας «πού εφδασε νά είναι ή πρώτη εΙσαγωγική-εξαγωγική φίρμα στήν Κωνστάντζα» καί μάς επλεξε τό εγκώμιο. Τήν επομένη, ή φωτογραφία μας μπήκε πρωτοσέλιδο σ ' Όλες τίς τοπικές εφημερίδες. ' Ο εκδότης μάλιστα τής «DOBROGEA JUNA», ό όποίο ς ήταν ελληνικής καταγωγής, δημοσίευσε κατεβατό όλόκληρο γιά τήν αφεντιά μας. Θρίαμβος.
' Ο μεγάλος απών ήταν ό Σπύρος πού μαζί μέ τόν Γιώργο είχε ίδρύσει τότε, αρχές τού ' 1 3, τήν εταιρεία. ' Ο Σπύρος πού συμπλήρωνε τώρα είκοσι χρόνια απουσίας καί σιωπής. Μά Όλα εχουν κάποτε ενα τέλος. 'Έτσι μέ τά δημοσιεύματα καί τή διαφήμιση στόν τύπο, κάποιος όμογενής από τή Mangalia ανακάλυψε τήν ϋπαρξή μας. τ Ηρδε λοιπόν στό γραφείο, ζήτησε νά μάς δεί ιδιαιτέρως γιά μιά παλιά οΙκογενειακή μας ύπόδεση, τόν ανεβάσαμε στό σπίτι, κλείσαμε τήν πόρτα τού σαλονιού κι ό αγνωστος ανοιξε τό δέμα πού κουβαλούσε. 'Έβγαλε μιά μικρή πάνινη βαλίτσα, παλιοκαιρ ινή καί χιλιοτριμμένη. τ Ηταν ή βαλίτσα τού Σπύρου. ' Ο ξένος αρχισε τή διήγηση. Μιλούσε μέ δυσκολία ελληνικά.
1 56
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
«Γνώρισα τόν άδελφό σας τό 1 9 1 8 στό Βλαδιβοστόκ. Είχε προσπαδήσει δυό φορές νά έπιστρέψει στή Μπερντιάνσκα, άλλά στάδηκε άδύνατον. Τήν πρώτη δοκίμασε μέ τόν Ύπερσιβηρικό, δέν είχε άρχίσει άκόμα ή άντεπίttεση των Λευκορώσων στή Σιβηρία. Φόρτωσε σ' εν αν συρμό τά δέρματα πού είχε άγοράσει κι επέστρεφε συνοδεύοντας τό εμπόρευμα. 'Όταν αρχισαν οί άψιμαχίες βρέδηκαν σέ εμπόλεμη ζώνη. Κανείς δέν ήξερε νά τούς δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες και όδηγίες. Τούς έζωσε ό πόλεμος, χάδηκαν τά βαγόνια, χάδηκαν τά εμπορεύματα. ' Ο Σπύρος δωροδόκησε εναν μηχανικό άτμομηχανής κι αυτός τόν εκρυψε σέ μιά μικρή καρβουναπο{}ήκη. 'Έτσι γύρισε πίσω στό Βλαδιβοστόκ.
Τή δεύτερη φορά δέλησε νά διαφύγει μέσω Κίνας. Πέρασε ευκολα τά σύνορα, εφτασε στό Harbin, στή βόρεια Μαντζουρία, βρήκε εν αν εξάδελφό σας, κάποιον Σπύρο Βερβερόπουλο καί άπ' αυτόν εμαδε δτι οί σύμμαχοι είχαν καταλάβει τό Βλαδιβοστόκ. Σκέφτηκε νά γυρίσει στό Βλαδιβοστόκ γιά νά περάσει άπό εκεί άπέναντι στήν ' Ιαπωνία. � Hταν άτρόμητος. Δέν τόν ένοιαζε τίποτα αλλο παρά νά βρεδεί κοντά σας. 'Αγόρασε ξανά δέρματα στό Χαρμπίν, πήρε κι αλλα πράγματα, δέν ξέρω, καί προσπάδησε νά πείσει τούς Κινέζους νά τόν άφήσουν νά τά περάσει άπό τό τελωνείο. Δέν τά κατάφερε. Τά άποδήκευσε λοιπόν σ' ενα χωριό πάνω στά σύνορα, κοντά στό Suiyang, πέρασε άπέναντι στή συνοριακή πόλη Pogranichnyy καί κεί ζήτησε φιλοξενία άπό κάποιον Παύλο Μαρινέλλη.
Γελούσε ό Σπύρος άπό τό πάδημα τού Μαρινέλλη. Δέν τόν εφτανε, λέει, τό χονδρεμπόριο καί τά λαδραία πού έφερνε άπό τή Μαντζουρία, εκανε καί τοκογλυφίες σέ βάρος τού κοσμάκη. " Ωσπου ηρδαν οί σύμμαχοι, ήσύχασαν τά πράγματα κι εχασε 40.000 ρούβλια σ' ενα μήνα ό κύριος. Τόσο τού κόστισε ή εΙρήνη. 'Αλλά κι ό Σπύρος είχε χάσει πολλά λεφτά καί γι' αυτό προσπαδούσε νά βρεί τρόπο νά φέρει κρυφά τό κινέζικο εμπόρευμα καί νά τό στείλει άπό τό Πογκρανίτσνυ στή Μπερντιάνσκα.
" Οταν εφτασαν τά νέα γιά τήν κατάσταση στή Μαύρη Θάλασσα άνησύχησε πάρα πολύ. Φοβήδηκε δτι οί ουκρανοί δά καταλάβουν τήν 'Αζοφική καί δά άποκοπείτε πιά τελείως. Παράτησε τότε τά εμπορεύματα καί κατέβηκε στό Βλαδιβοστόκ.
Τόν γνώρισα αρρωστο, άδυνατισμένο, μέ φοβερούς πόνους καί διαολεμένο κέφι. Τρεφόταν μόνο μέ γάλα. Τραγουδούσε ελληνικά, ρωσικά καί ρουμανικά τραγούδια, διηγόταν ίστορίες, μού μιλούσε γιά τή μάνα του, γιά σας. Περιμέναμε τό πλοίο πού δά μας πήγαινε στό Kobe, στήν ' Ιαπωνία. 'Από κεί ό Σπύρος σκόπευε νά βρεί πλοίο γιά τήν Έλλάδα, νά κάνει εγχείρηση στήν 'Αδήνα καί νά επιστρέψει υγιής κοντά σας. Δέν ήδελε νά μάδετε τίποτα γιά τά προβλήματά του.
1 57
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Όταν φτάσαμε πιά στό Κόμπε, ήταν άδύνατο νά πάρει τά πόδια του. 'Ήftελα νά μείνω κοντά του μά βρήκα δουλειά σ' ενα ναυπηγείο στόν βορρά καί δέν μπορούσα νά χάσω τήν εύκαιρία. Τόν εβαλα σέ μιά πανσιόν, τού αφησα λίγα χρήματα πού μού περίσσευαν κι εφυγα μέ βαριά καρδιά. Τ Ηταν ό μόνος πραγματικός φίλος πού είχα στή ζωή μου.
Τόν Νοέμβριο τού 1 920 ελαβα ενα γράμμα πού προμηνούσε τό τέλος του. Ζήτησα μερικές μέρες αδεια, μού φέρανε δυσκολίες, περίμενα." Οταν πήγα τελικά στό Κόμπε, ήταν άργά. ' Ο άδελφός σας πέftανε άπό εξανftηματικό τύφο. Τόν είχε άγαπήσει μιά γκέισσα, τόν περιποιήftηκε πολύ, τού παραστάftηκε ως τά τελευταία του. Μού παρέδωσε αύτή τήν πάνινη βαλίτσα, κάτι γράμματα, μερικούς λογαριασμούς καί τά ρούχα του. Κράτησε μόνο μιά φωτογραφία τού Σπύρου, στό Βουκουρέστι ftαρρω. Δέν μπορούσα νά τής τήν άρνηftω, τόν άγαπούσε άληftινά αύτό τό κορίτσι».
, Ο αγνωστος εφυγε. Φύλαξα στό δωμάτιό μου τή βαλίτσα τού Σπύρου μέ τίς άναμνήσεις άπό τή Σοβιετική Έπανάσταση καί μέχρι τώρα τή σέρνω παντού μαζί μου, ετσι μέ τά χαρτιά, τούς λογαριασμούς καί τά γράμματα τού μεγάλου μου άδελφού, πού γνώρισα τόσο λίγο.
Τό ιδιο εκείνο καλοκαίρι άποφάσισα νά επισκεφftω τήν ' Ελλάδα. Δέν ξέρω πιά τί νά πρωτοftυμηftω καί νά διηγηftω άπ' αύτό τό ταξίδι. ΤΗταν ή πρώτη επαφή μέ τήν πατρίδα κι εμεινα ενftoυσιασμένoς.
Στόν Πειραιά οί Άνδριανόπουλοι μέ καταπεριποιήftηκαν. 'Έπαιζαν τότε όλα τ' άδέλφια στόν 'Ολυμπιακό. Παρακολού{}ησα μερικές προπονήσεις, ελαβα μέρος καί σ' ενα φιλικό άγώνα, (οί Άνδριανόπουλοι μέ σύστησαν παντού σάν βετεράνο τού ρουμανικού ποδοσφαίρου καί δέν μέ αφηναν νά φύγω).
'Ύ στερα πήγα στή Χίο, στόν Σιδερή Μαυριδόγλου. Τ Ηταν ό μόνος πού είχε αύτοκίνητο σ' όλο τό νησί καί μέ τριγύρισε παντού. Πήγαμε γιά κυνήγι στά 'Αρμόλια καί στήν Καλαμωτή, κάναμε ώραία γλέντια, συνάντησα όλους τούς συνεργάτες τού γραφείου μας, εκλεισα καλές δουλειές κι εφυγα μέ τόν ναυτικό μας πράκτορα, τόν Σπύρο Γούναρη γιά τή Μυτιλήνη.
Στή Μυτιλήνη γνώρισα τόν Γρηγόρη Πιταρά πού μάς προμήftευε ελιές. Τ Ηταν πολύ πλούσιος ανftρωπoς. Είχε γερό επιχειρηματικό μυαλό, ήταν όμως τόσο άμόρφωτος ωστε εβαζε παντού τήν ύπογραφή του μέ κεφαλαία. ' Ο Π ιταράς μέ πήγε στά ελαιοτριβεία του καί μού πρότεινε νά πάω νά δω τά κέντρα επιλογής ελιάς πού είχε στή Στυλίδα, στήν " Αμφισσα καί στήν ' Ιτέα. Εύκαιρία λοιπόν νά ξεναγηftω καί στούς Δελφούς.
1 58
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Στό λιμάνι τής Χίου (1937, φωτογραφία Γ.Λ.).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Άπό τήν ' Ιτέα συνέχισα τό ταξίδι μου γιά Πάτρα άπ' δπου προμψ')ευόμασταν σταφίδα. Κύριος συνεργάτης μας εκεί ήταν ό 'Αντωνόπουλος πού είχε τήν « Αχαία Κλάους». Τό εργοστάσιο, μιά μεγάλη μονάδα ποτοποιίας, βρισκόταν έξω άπό τήν Πάτρα, σέ μιά ώραιότατη τοποδεσία μέ δέα στό λιμάνι καί τήν πόλη.
Έπισκεφδήκαμε δλες τίς εγκαταστάσεις καί καταλήξαμε στό μουσείο τής ποτοποιίας δπου ύπήρχαν τρία πελώρια καρυδένια βαρέλια. Στό πρώτο έγραφε «Bismarck», στό δεύτερο «Kaiser», στό τρίτο «Βασιλεύς Γεώργιος». Ζήτησα νά μάδω τί ήταν αύτά τά βαρέλια άλλά ό γιός τού 'Αντωνόπουλου, πού μέ ξεναγούσε, μού είπε νά κάνω ύπομονή. Νά δοκιμάσουμε πρώτα ενα καλό κονιάκ στό μπάρ καί νά τά πούμε μέ τήν ήσυχία μας.
Στό μπάρ καδίσματα καί καρέκλες ήταν φτιαγμένα άπό ξύλο καρυδιάς κι είχαν τό σχήμα βαρελιού. Μού βάζει λοιπόν ό Άντωνόπουλος μισή μερίδα κονιάκ, ενα δάχτυλο 'ίσα-'ίσα, καί καδόμαστε. Πολύ τσιγκούνικα πράγματα αύτά, σκέφτηκα, μά μέ τήν πρώτη γουλιά αλλαξα γνώμη. Πιάστηκε ή άναπνοή μου από τή μυρωδιά καί τή σπιρτάδα. τ Ηταν τόσο δυνατό πού τό αίσδάνδηκα μέχρι τήν ακρη τών δαχτύλων μου. ' Ο οίκοδεσπότης μέ παρακολοδούσε χαμογελαστός.
«Είναι πενήντα ετών κονιάκ» μού είπε. «Τήν εποχή τού Μπίσμαρκ ό παππούς μου μέ εναν γερμανό πρόξενο βγήκαν κυνήγι στήν 'Αχαία, κι έφτασαν ως εδώ πού είναι σήμερα τό εργοστάσιο. Τότε ύπήρχε ενα ύποστατικό εδώ, μέσα στούς αμπελώνες τού παππού μου. Μπήκαν γιά νά κοιμηδούν, ό παππούς κέρασε τόν πρόξενο κρασί, ό Γερμανός ενδουσιάστηκε καί τού ζήτησε ενα βαρελάκι γιά νά τό στείλει στόν Μπίσμαρκ πού ήταν γερό ποτήρι. ' Ο Μπίσμαρκ δμως παράγγειλε μιά βαρέλα. 'Έτσι ό πρόξενος, πού τόν έλεγαν Claus, μαζί μέ τόν παππού μου 'ίδρυσαν τήν Άχαία Κλάους. Τό πρώτο βαρέλι τό όνόμασαν «Μπίσμαρκ». Τό δεύτερο «Γουλιέλμος». Τό τρίτο «βασιλεύς Γεώργιος». 'Ακολούδησαν τά όνόματα δλων τών φημισμένων πελατών κι ό παππούς από κάδε παρτίδα έβαζε στό πλά'ί ενα βαρελάκι. Αυτά τά βαρελάκια βλέπεις στά ράφια γύρω».
Έπιστρέφοντας στήν 'Αδήνα μέ τό τραίνο, στό σταδμό, βλέπω ξαφνικά τόν ρουμάνο στρατηγό Giuperca νά χειρονομεί έξαλλος μπροστά στό εκδοτήριο τών είσιτηρίων. Πλησιάζω, τόν χαιρετώ - γνωριζόμασταν καλά γιατί τό σπίτι μας ήταν απέναντι από τό Στρατηγείο στήν Κωνστάντζα -τόν ρωτώ τί συμβαίνει καί μού εξηγεί δτι βρισκόταν μέ μιά όμάδα εκδρομέων στήν ' Ελλάδα κι είχε μόλις χάσει τό τραίνο. Οί αλλοι έφυγαν κι αυτός έμεινε στό σταδμό χωρίς είσιτήρια καί χωρίς χρήματα.
Τού ζήτησα νά μού επιτρέψει νά τόν φιλοξενήσω μέχρι νά τακτοποιη -
1 60
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δεί τό δέμα. Είδοποίησα καί τόν Γιώργο τόν Πόρτολο, πού σπούδαζε τότε στήν 'Αδήνα, νά έρδει νά άναλάβουμε μαζί τόν στρατηγό.
Στού «Γιαννάκη» πού βρεδήκαμε νά πίνουμε τόν καφέ μας νά σου κι ό Κώστας ό Μοσκώφ. Χαρές μεγάλες. Μάς κάλεσε ό Μοσκώφ γιά γεύμα στή «Dianita» στήν Κηφισιά, μάς ξενάγησε στ' άνάκτορα στό Τατό'ί, μάς πήγε βόλτα στή Γλυφάδα καί καταλήξαμε γιά δείπνο στή «Μεγάλη Βρετανία» . . Ο στρατηγός ενδουσιάστηκε. Προσκάλεσε μάλιστα τόν Μοσκώφ στή Ρουμανία γιά νά τού άνταποδώσει τή φιλοξενία κι δταν γύρισε δέν αφησε άξιωματικό γιά άξιωματικό πού νά μήν τού διηγηδεί τά καδέκαστα. «Μάγια κάνατε, Γιάνκο, τού Τσιουπέρκαj» μέ ρωτούσαν οί επιτελείς του.
Φαίνεται δμως δτι τά μάγια έπιασαν. Γιατί δταν ήρδε ό Μοσκώφ στή Ρουμανία, ό στρατηγός είχε γίνει ' Υπουργός Στρατιωτικών, κι εδωσε στόν Κώστα μιά τεράστια παραγγελία καπνών γιά τό ρουμάνικο μονοπώλιο.
1 6 1
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Φυλακή Ντοφτάνα: στά 397 κελιά της φυλακίστηκαν οί ήγέτες τής
άγροτικής έξέγερσης τού 1907 καί τής έργατικής τού 1933. Έδώ, κομβόϊ
καταδίκων στά άλατωρυχεία Τουργκόκνα τής Ντοφτάνα (φ. Γ. Λ. 1918).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
· Η Ρουμανία -χώρα πλούσια, μέ τεράστιες δυνατότητες άνάπτυξης τόσο στόν βιομηχανικό όσο καί στόν άγροτικό τομέα- εχοντας διπλασιάσει τά εδάφη της καί τόν πληδυσμό της μετά τό 1 9 1 8, σ' όλο τό διάστημα τού μεσοπολέμου άντιμετώπιζε πολλαπλά εσωτερικά καί εξωτερικά προβλήματα.
Οί τεταμένες σχέσεις μέ τά όμορα κράτη καί ή γειτνίασή της μέ τήν Σοβιετική " Ενωση τήν καταδίκαζαν σέ άπομόνωση. Οί εδαφικές διεκδικήσεις τών Μπολσεβίκων στόν βορρά, πού ζητούσαν πίσω τή Βεσσαραβία καί τή Μπουκοβίνα, οί συνεχείς προσπάδειες τών Οϋγγρων στά δυτικά, πού ηδελαν νά πάρουν πίσω τήν Τρανσυλβανία, οί Σέρβοι στά νοτιοδυτικά, πού διεκδικούσαν τό Μπανάτ, καί οί Βούλγαροι στό νότο, πού άπαιτούσαν τή Ντομπρουτζά, ήταν φλέγοντα δέματα, μέ αμεσο εσωτερικό άντίκτυπο στίς άντίστοιχες μειονότητες, πού άποτελούσαν μέρος τού ρουμανικού πολυεδνικού ψηφιδωτού καί άντιπροσώπευαν τά πέντε εκατομμύρια τού πληδυσμού μιάς χώρας δεκαοκτώ εκατομμυρίων κατοίκων.
Οί Ούκρανοί, οί Μαγιάροι, οί Σλοβάκοι, οί Σέρβοι καί οί Βούλγαροι, μαζί μέ τίς όλιγομελείς, άλλά συμπαγείς κοινότητες τών γερμανόφωνων Εύαγγελιστών τών Καρπαδίων, ήταν οί πιό άνήσυχες όμάδες. γίοδετώντας τίς διεκδικήσεις ij τήν πολιτική Ιδεολογία τών εδνικών τους κρατών, άσκούσαν εντονες πιέσεις καί ύπονόμευαν τήν κρατική πολιτική τής άνεξαρτησίας, σέ μιά εποχή σημαδεμένη άπό τήν ανοδο τού φασισμου σέ όλη τήν Εύρώπη καί σέ μιά χώρα πού γειτόνευε μέ φιλογερμανικά κράτη.
Σέ άντιστάδμισμα, ύπήρχε τό πολυπληδές καί οΙκονομικά Ισχυρό εβρα'ίκό στοιχείο, τό όποίο ζούσε πάντα κάτω άπό τήν άπειλή νέων διωγμών. Οί κοινότητες τών . Ελλήνων καί τών 'Αρμενίων -όμάδες παραδοσιακά ενταγμένες στόν κοινωνικό κορμό άπό τήν εποχή τών Πριγκιπάτων καί τών ' Ηγεμονιών- κοιτούσαν μόνο τή δουλειά τους. Τό εμπόριο καί τή ναυσιπλοία οί" Ελληνες, τό εμπόριο, τίς τέχνες καί τίς επιστήμες οί 'Αρμένιοι. . Η φιλήσυχη μειονότητα τών Μωαμεδανών πρόσ{)ετε άπλώς γραφικότητα σ' αύτό τό εκρηκτικό πολυεδνικό καί άνόμοιο άνδρώπινο ύλικό πού επρεπε νά άποδεχτεί τήν ενσωμάτωσή του, ωστε νά μπορέσει ή Ρουμανία νά πάει μπροστά.
1 63
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Από τήν άλλη μεριά καί οί Ρουμάνοι μεταξύ τους άντιμετώπιζαν σοβαρά ενδογενη προβλήματα, πολιτικης κυρίως φύσεως. Γιατί, ενώ είχαν διανύσει αίώνες ήμιανεξάρτητου βίου, μέσα άπό ήρω'ίκούς άγώνες εναντίον τών Όδωμανών, τών Μαγιάρων, τών Άψβούργων καί τών Αύστροουγγαρέζων, κι είχαν κληρονομήσει μιά πλούσια πατριωτική παράδοση καί μιά γερά ριζωμένη ε{]νική άριστοκρατία μέ παλαιά ίστορία, καί ενώ οί χωρικοί είχαν επανειλλημμένα ξεσηκωδεί εναντίον τών φεουδαρχών πού δυνάστευαν τόν άγροτικό κόσμο, είδαν ξαφνικά τό πολλά ύποσχόμενο νεοσύστατο κράτος τους νά εξελίσσεται σέ συνταγματική μοναρχία μέ ξένο βασιλιά.
' Η βασιλική δυναστεία της Ρουμανίας άνηκε στόν καδολικό κλάδο τού γερμανικού ο'ίκου τών Χοχεντζόλλερν-Ιιγγμαρίγγεν. Κυβερνούσε, ερήμην της πλειοψηφίας, εναν λαό, πού διακατέχονταν άπό ζωηρά πατριωτικά αίσδήματα, καί μιά κατεξοχήν όρδόδοξη χώρα, οπου τό ποσοστό τών Καδολικών άντιπροσώπευε μόνο τό 1 2% τού πλη-δυσμού.
Οί μεσαιωνικές συν{]ηκες διαβίωσης της άγροτικης τάξης, πού όφείλονταν στήν άδιαλλαξία τών μεγάλων γαιοκτημόνων, δέν συγκινούσαν τήν άστική τάξη. ' Η κοινωνική άδικία καί ή οίκονομική άνισότητα, οί τεχνικές ελλείψεις καί ή άνάγκη εκσυγχρονισμού τών μέσων παραγωγης σέ καίριους τομείς της ε{]νικης οίκονομίας, άφηναν άδιάφορους τούς κρατικούς λειτουργούς. 'Έτσι ή πετρελαιοπαραγωγός Ρουμανία είχε βολευτεί μέ τούς είδικούς πού της εστελνε ή Μεγάλη Βρετανία, ή όποία, εφόσον διατηρούσε τόν τεχνικό έλεγχο τών ρουμανικών πετρελαιοπηγών, είχε άνεχδεί καί τήν παρουσία τών Χοχεντζόλλερν καί τά φιλορουμανικά άνοίγματα της Γαλλίας. "Αλλωστε ενα μεγάλο μέρος της εκμετάλλευσης τών ρουμανικών πετρελαίων άνηκε άπ' εύδείας σέ ξένες εταιρείες.
, Η συντηρητική μειοψηφία πού στήριζε τό δρόνο φοβόταν τίς άγροτικές μεταρρυδμίσεις πού ύποστήριζαν οί φιλελεύδεροι, ενώ οί φιλελεύδεροι φοβούνταν τίς άκρότητες τού ε{]νικού άγροτικού κόμματος κι ολοι μαζί άνησυχούσαν γιά τίς διεκδικήσεις τού εργατικού κινήματος πού, κατά καιρούς, επαιρναν τή μορφή δυναμικών άναμετρήσεων.
Τό 1 933, στήν καρδιά της οίκονομικης κρίσης, ό ξεσηκωμός τών βιομηχανικών εργατών καί τών σιδηροδρομικών όδήγησε σέ σκλήρυνση τών άντικοινωνικών μέτρων. "Αρχισαν οί όργανωμένες διώξεις τών συνδικαλιστών σέ ολα τά μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της χώρας, οί φυλακές γέμισαν καί τό εργατικό κίνημα άποκεφαλίστηκε. 'Έτσι τό πεδίο εμεινε ελεύδερο σ' αύτούς πού εκπροσωπούσαν τή «νέα τάξη πραγμάτων». Κι επειδή οί οίκονομικές επιπτώσεις τού κράχ είχαν σοβαρό κοινωνικό άντίκτυπο, τά επιχειρήματα τών ε{]νικιστών εναντίον τών εβραίων εμπόρων καί γενι-
164
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κά τής αρχουσας τάξης, «πού εύδύνεται γιά κάδε συμφορά», βρήκαν πρόσφορο εδαφος.
' Η έντυπωσιακή ανοδος τής Σιδηράς Φρουράς, πού μέ τόν εντονο άντισημιτισμό καί τίς άπροκάλυπτες φιλοναζιστικές διαδέσεις κέρδισε τίς έκλογές τού '37 , καί τό άπολυταρχικό καδεστώς τού βασιλιά Καρόλου τού Β' , πού κατάργησε τό Σύνταγμα καί άπαγόρευσε τή λειτουργία τών πολιτικών κομμάτων τό '38, ήταν ή άναπόφευκτη κατάληξη δλων αύτών τών έντάσεων καί τών άντιδέσεων.
1 65
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Βάρνα 1938: τό κιόσκι στό κτημα τού Τσουκάτου (φωτ. Γ.Δ.)·
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Βάρνα
Άρχές Αυγουστου τού 1938 έφυγα γιά διακοπές στή Βουλγαρία. Είχα μόλις φτάσει στή Βάρνα, στό ξενοδοχείο τού Μουσαλά, κι έπαιρνα τόν καφέ μου στό μπάρ παρακολουδώντας τήν κίνηση τού δρόμου. Τί πόλη κι αυτή! Νεοκλασικά κτίρια μέ αετώματα, κιονόκρανα, αγαλματα καί μπρουντζινες σφίγγες, μπαρόκ αρχοντόσπιτα μέ γύψινες ροκοκό γιρλάντες καί στρογγυλά τοσοδούλικα μπαλκόνια, κόσμος κομψός μέ ύφος παριζιάνικο, εγγλέζικα καί γερμανικά αυτοκίνητα γυάλιζαν στόν ηλιο - δέν χόρταινα νά κοιτάζω.
Έκεί πού χάζευα, βλέπω νά μπαίνει στό μπάρ ενας εύσωμος αντρας, γύρω στά πενήντα, μέ παχύ κοκκινωπό μουστάκι. Μόλις τόν αντίκρυσα χτύπησε ή καρδιά μου. 'Αρχίζω νά τόν περιεργάζομαι επισταμένως ωσπου αυτός τό κατάλαβε καί ήρδε μέ ύφος αγριο νά μού ζητήσει τόν λόγο στά Βουλγαρικά.
.
- Έσύ μοιάζεις τό σό"ί μου, τού λέω έλληνικά, αλλά ποιός είσαι δέν ξέρω.
Αυτός κοντοστάδηκε. Μέ κοίταξε καλά-καλά, μά πώς νά μέ γνωρίσει. Ε'ίχαμε νά εΙδωδούμε από τό ' 1 2. Ήταν ό Θόδωρος ό Ευλογημένος, πρωτο ξάδελφος τής μάνας μου από τήν Άγχίαλο. Άγκαλιαστήκαμε, ε'ίπαμε κι οί δυό «βουνό μέ βουνό δέν σμίγει» καί κάδισε στό τραπέζι μου. Περίμενε κάποιον μεγαλοεργοστασιάρχη συνεργάτη του, από τόν όποίο προμηδευόταν κρασιά, μπράντυ καί λικέρ. Δέν προλάβαμε νά αρχίσουμε τά δικά μας καί πλησιάζει στό τραπέζι ενας σεβάσμιος κύριος, ψηλός καί στητός, πραγματικός αρχοντάνδρωπος. Ήταν ό ' Ιωάννης Τσουκάτος. 'Ένας από τούς μεγαλύτερους επιχειρηματίες τής Βάρνας. 'Έγιναν οί συστάσεις κι ό Τσουκάτος πρότεινε νά πάμε στό γραφείο του γιά καφέ.
Θά μπορούσε νά κρατήσει ώρες από δώ καί πέρα ή διήγηση, γιατί δυμάμαι μέ τήν παραμικρή λεπτομέρεια δ,τι συνέβη στή Βάρνα άπό εκείνο τό πρωί πού γνώρισα τόν Τσουκάτο ως εκείνο τό βράδυ, δέκα μέρες μετά, πού τού ζήτησα τή μοναχοκόρη του σέ γάμο.
1 67
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Δέν ξέρω πώς γίνεται καί γράφονται τόσο ζωντανά μερικές στιγμές στή μνήμη μας, άλλά δυμούμαι άκόμα έκείνο τό εύχάριστο 'δρό"ίσμα τού ταφτά πού μ' εκανε νά στραφώ πρός τήν πόρτα τού γραφείου τού Τσουκάτου, τό πρώτο βράδυ πού μέ κάλεσε σπίτι του, τό πρώτο βράδυ πού γνώρισα τήν ' Ελένη.
" Οποιος εχει έρωτευτεί, ετσι ξαφνικά, νομίζω πώς μπορεί νά καταλάβει. Μιλώ γιά τό 'δρό"ίσμα τού φουστανιού μιάς λιγερής κοπέλας, ή όποία, εχοντας διασχίσει τρία σαλόνια μ' έκείνον τόν νεανικό βηματισμό τής σιγουριάς καί τής φρεσκάδας, άνακόβει τόν ζωηρό ρυ'δμό της φτάνοντας στήν πόρτα τού πατρικού γραφείου' κα'δώς τό κορίτσι κοντοστέκεται στό κατώφλι, τά φάρδη τής φούστας πού άκολου'δούσαν πεταχτά τήν κίνηση τού κορμιού, μαζεύονται. " Ενας ήχος άπαλός καί γλυκός. "Ενα άνεπαίσ'δητο φουρφούλισμα, ήδονικό κι ά'δώο. 'Ένα σκίρτημα. Γύρισα τή στιγμή πού είχε δρασκελίσει τό κατώφλι κι εκανε δυό άποφασιστικά βήματα, πρίν ξαναστα'δεί γιά νά ρωτήσει τί δροσιστικά 'δά πάρουμε.
'Ώστε αύτό λοιπόν είναι ό ερωτας. 'Ένα 'δρό"ίσμα, ενα σκίρτημα, μιά ματιά πού συναντιέται μέ μιάν άλλη. Περάσαμε μαζί κοντά πενήντα χρόνια.
'Όλα τά άλλα, τό δεκαήμερο πού άφήνεις νά κυλήσει γιά νά 'δεωρη'δεί εϋλογος ό χρόνος πρίν μιλήσεις στόν πατέρα, τά κολύμπια, οί βαρκάδες, τά νυκτερινά κέντρα, οί άμήχανες στιγμές, τά λουλούδια, τά άγγίγματα καί τά καλυμμένα έρωτόλογα, οί χορευτικές άποκλειστικότητες, όλα αύτά, καί πολλά άλλα, δέν είναι τίποτα παραπάνω άπό τίς άναμνήσεις ένός ώριμου άντρα πού άνακάλυψε τή γυναίκα τών όνείρων του.
168
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Η ' Ελένη Τσουκάτου έλαμπε άπό ομορφιά. Τά πλούτη τού πατέρα της καί ή άδυναμία πού τής είχε δέν τήν είχαν χαλάσει. 'Αντίδετα. ' Η άνατροφή καί ή μόρφωσή της, ό εύπροσήγορος χαρακτήρας της καί ή άπεριόριστη εύγένειά της, τήν είχαν βοηδήσει νά γίνει αν{}ρωπος όλοκληρωμένος, μέ ήδος καί βαδιά καλλιέργεια. Τό κάλλος καί τά νιάτα της, τό παράστημά της, ή εμφυτη κομψότητα καί ή δροσεράδα της δέν αφηναν ασυγκίνητο κανένα. Μέ τό γλυκό της χαμόγελο γοήτευε τούς πάντες. Ήταν ή πιό περιζήτητη νύφη τής Βάρνας. Μά ό Τσουκατος δέν βιαζόταν νά δώσει τήν κόρη του. Περίμενε νά βρεδεί αύτός πού δά μετρήσει περισσότερο τήν ' Ελένη καί λιγότερο τήν προίκα της.
Έγώ ζήτησα μόνο τήν ' Ελένη. ' Η οίκονομική μου κατάσταση δά τής έπέτρεπε νά ζήσει μαζί μου δπως ζούσε σπίτι της. Γούνες, αύτοκίνητα, ύπηρέτριες καί τά σχετικά δέν δά τής ελειπαν στήν Κωνστάντζα. Κι αν ή πόλη μας δέν είχε τήν κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα καί τήν α'ίγλη τής Βάρνας, τά ταξίδια μας καί οί διακοπές στά μεγάλα παραδεριστικά κέντρα δά μπορούσαν ευκολα νά αναπληρώσουν τό κενό. Γιατί, δπως καί νά τό κάνουμε, ή Βάρνα ήταν ακόμα τότε ενας πυρήνας δυτικοευρωπα·ίκού πολιτισμού στή Μαύρη Θάλασσα ένώ στήν Κωνστάντζα ημαστε περισσότερο εμποροι καί λιγότερο φινετσάτοι, περισσότερο Μεσοευρωπαίοι καί Βαλκάνιοι. Διεδνή λιμάνια καί τά δυό, κοντά-κοντά μάλιστα, μέ μεγάλες ξένες κοινότητες κι έκεί κι έδώ, μέ προξενικές αρχές κι έκεί κι έδώ, αλλά έμείς φέρναμε κάπως πρός τό έπαρχιώτικο, οί αλλοι ήταν σαφώς πρωτευουσιάνοι.
Μόλις ό Τσουκατος είπε τό ναί κι όρίσαμε τήν ήμέρα τών αρραβώνων, αρχισα νά ψάχνω στά κοσμηματοπωλεία γιά τό δώρο πού δά ταίριαζε στήν , Ελένη. 'Ήδελα κάτι πολύ έκλεκτό καί τίποτα δέν μού αρεσε. Μίλησα τότε στόν δειό μου, τόν Θόδωρο τόν Εύλογημένο, γιά τά χρυσαφικά καί τά διαμάντια πού μας είχαν προτείνει οί εμποροι στό Νοβορωσίσκ -τί κουταμάρα πού κάναμε, τί αγνοια πού ε'ίχαμε στά ε'ίκοσί μας χρόνια- καί ό Εύλογημένος μού είπε δτι ύπήρχαν μερικοί 'Έλληνες πού πουλούσαν παλιά καί πολύτιμα κομμάτια. Πήγαμε σέ μιας γερόντισσας τό σπίτι, ενα έτοιμόρροπο έλληνικό αρχοντικό, σωστό μουσείο. Βενετσιάνικοι πολυέλαιοι καί κάτι πελώριοι χρυσοί καδρέφτες, βιβλιοδήκες μέχρι τό ταβάνι, χρυσοκέντητα αμφια καί είκόνες μέσα σέ βιτρίνες, φορτωμένο επιπλα, χαλιά καί κουρτίνες τό σπίτι, κλειστά παραδυρόφυλλα, σ ' επιανε ή ψυχή σου. ' Η γερόντισσα εμοιαζε πορσελάνινη κούκλα. ' Ετοιμόρροπη κι αύτή, έκατό χρονών. 'Ήδελε νά μας περιποιηδεί, νά μας τρατάρει κάτι, έγώ ντράπηκα. Ζούσε όλομόναχη. Μπήκαμε κατευδείαν στό δέμα καί μας είπε δτι είχε βάλει ένέχυρο στήν Τράπεζα ενα δαυμάσιο περιδέραιο.
169
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Πεταχτήκαμε ως τήν Τράπεζα μέ τόν fJειό μου, μιλήσαμε στό διευfJυντή. «Είναι ενα πανάκριβο κόσμημα», μάς λέει αυτός, «ή άξία του είναι ανυπολόγιστη» . . Ανοίγει τό βελούδινο κουτί καί τί νά δούμε; τ Ηταν ενα πραγματικό αριστούργημα. 'Ένα εργο τέχνης Κωνσταντινοπολίτικο ij Ρώσικο.
Σέ μιά ωρα είχα τακτοποιήσει τό οΙκονομικό κι έπέστρεφα στήν γερόντισσα. Τή στιγμή πού της εδινα τά 1 5 .000 λέβα τά χέρια της ετρεμαν. Σηκώνω τό κεφάλι μου. Δάκρυα κυλούσαν στά μάγουλά της. -Χαίρομαι πού fJά τό φορέσει ή δεσποινίς Τσουκάτου, μού λέει. Δέν fJά ijfJελα δμως νά μάfJει τήν προέλευσή του. Είναι της μάμμης μου, από τό σό'ί τού ' Υψηλάντη.
Τήν έπομένη τό βράδυ, 18 Αυγούστου, εγινε ή δεξίωση τών αρραβώνων. Σέ κάποια στιγμή ό πρόξενος της Ρουμανίας λέει κάτι στή γυναίκα τού γάλλου προξένου κι αυτή πάει φουριόζα στόν Πετρίδη, τόν ελληνα πρόξενο, ό όποίος πιάνει κατά μέρος τήν πεfJερά καί τόν μέλλοντα κουνιάδο μου κι αρχίζουν νά μιλούν χαμηλόφωνα αλλά σέ εντονο ϋφος . . Ανίδεος έγώ στροβιλιζόμουν στήν πίστα. Πετούσα από χαρά. 'Ένα σούσουρο απλώfJηκε γύρω. Οί Γαλλίδες είχαν πιάσει τίς , Ελληνίδες, κόλλησαν καί οί Γερμανίδες από δίπλα καί πήγαινε κι έρχόταν τό κουτσομπολιό. ' Η ' Ελένη ανησύχησε. «Κάτι συμβαίνει Γιάνκο» μού ψιfJυρίζει. Χαμπάρι έγώ. " Ωσπου κάποτε είπα νά πάρουμε μιά ανάσα, νά δούμε λίγο καί τούς καλεσμένους μας. Μέ αρπάζει τότε ό αδελφός της ' Ελένης, μέ στριμώχνει σέ μιά γωνιά καί μέ ρωτάει πόσο χρονών είμαι. Τί είχε συμβεί ; ' Ο ρουμάνος πρόξενος είδε στό διαβατήριό μου τήν ήλικία πού είχε δηλώσει ό πατέρας μου τό 1 9 1 6 γιά νά γλιτώσω τό στρατιωτικό. Μέ είχε βάλει εξι χρόνια μεγαλύτερο τότε κι εβγαινα τώρα σαρανταπεντάρης. Διευκρινίστηκε λοιπόν τό fJέμα, οί έξηγήσεις εκαναν τό γύρο της dίfJουσας καί ή παρεξήγηση ξεχάστηκε μέ τόν καμπανίτη οίνο, πού ερρεε χρυσός ως τό ξημέρωμα.
1 70
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Αγχίαλος 1939: στό σπίτι του Θόδωρου Εύλογημένου (φ. ΓΔ.).
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Προσκύνημα
'Όλο τό διάστημα τής μνηστείας μου πηγαινοερχόμουνα Κωνστάντζα Βάρνα. Είχα ενα D.K.W. τότε. Κάδε Σάββατο άπόγευμα επαιρνα άπό τά βουλγαρικά σύνορα τόν αστυνομικό διευδυντή μαζί μέ δυό-τρείς τελωνειακούς καί κατεβαίναμε στή Βάρνα. Αύτοί διασκέδαζαν μέ τίς δικές μας παρέες -τούς είχαν αναλάβει οί Τσουκάτοι κι ό Θόδωρος ό Νιάρχος- κι εγώ διασκέδαζα μέ τήν ' Ελένη. 'Έτσι γλίτωνα τίς πολλές διατυπώσεις καί τήν καδυστέρηση, αλλιώς δά περνούσα τό Σαββατοκύριακο στά σύνορα.
'Όταν εφτασε πιά ή ωρα νά παντρευτούμε αρρώστησε βαριά ή αδελφή μου ή ΑΙκατερίνη . Πέδανε σέ λίγες μέρες κι ό γάμος αναβλήδηκε. Τό D. Κ. W. είχε μάδει μόνο του τό δρόμο. Πού μ' εχανες, πού μ' εβρισκες, δλες τίς ελεύδερες ώρες μου στή Βάρνα τίς περνούσα.
Τό Πάσχα ήρδε καλεσμένη τών Τσουκάτων ή Κατίνα κι ετσι βρήκαμε ευκαιρία νά φύγουμε λίγες μέρες οί τρείς μας εκδρομή. Προγραμματίσαμε νά περάσουμε κι από τήν Άγχίαλο γιά νά επισκεφτούμε τούς συγγενείς μας καί νά κάνουμε ' Ανάσταση μαζί. Τόσο αφελής ημουνα λοιπόν, η τόσο τυφλωμένος από ερωτα, πού δέν εβλεπα τήν πραγματικότητα γύρω μου. Καλομαδημένος από τίς ανέσεις τής Βάρνας δέν είχα αντιληφδεί δτι οί συνδήκες ζωής γιά τούς 'Έλληνες στήν υπόλοιπη Βουλγαρία ήταν τραγικές. Δέν είχα κάν λάβει υπ' δψη μου δτι ή ελληνική 'Εκκλησία τής Βάρνας είχε κλείσει εδώ καί χρόνια. Οί κοσμικές παραλίες, τά χορευτικά κέντρα, ή ανδούσα επιχείρηση τού πεδερού μου, ή πλούσια ελληνική παροικία μέ τόν παριζιάνικο αέρα καί τά ανοιχτά σαλόνια, αυτό ήταν δ,ΤΙ είχα δεί τόσους μήνες. " Ομως ή Βάρνα, λόγω τού διεf}νoύς εμπορίου καί τού λιμανιού, αποτελούσε εξαίρεση. Παντού αλλού, Μεσημβρία, Άγχίαλο, Πύργο, Σωζούπολη, τά πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.
«Pomorie» όνομαζόταν τώρα ή 'Αγχίαλος κι απαγορευόταν νά τήν πείς μέ τό ελληνικό της δνομα. ' Ελληνικά δέν μπορούσες νά μιλήσεις σέ δη μόσιους χώρους. Οί δυσκολίες πού φέρναν οί βουλγαρικές αρχές στούς δικούς μας ήταν πάρα πολλές. Γιά τό παραμικρό χρειαζόταν νά πάρεις αδεια καί ή ι'iδεια εκανε πολλούς μήνες νά βγεί. "Υ στερα σού λέγανε δτι τά χαρτιά σου δέν εγκρίf}ηκαν από τή Σόφια η δτι χάδηκε ή αίτησή σου, καί τέτοια πολλά.
1 73
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Άρκετοί δικοί μας, γιά νά διευκολύνουν κάπως τή ζωή τους, αλλαξαν τό όνομά τους. "Αλλοι παντρεύτηκαν Βουλγάρες. Μά οί περισσότεροι μόλις έβρισκαν εύκαιρία έφευγαν. ' Η Φιλιππούπολη είχε άδειάσει. Τό Μαράσλειο έγινε βουλγαρικό νοσοκομείο καί τό Ζαρίφειο Διδασκαλείο ρήμαζε. Στήν Άγία Μαρίνα καί τήν Άγία Κυριακή είχαν σβήσει τίς ελληνικές επιγραφές άπό τίς εΙκόνες καί τίς τοιχογραφίες κι είχαν γράψει άπό πάνω τά δικά τους. " Ελληνες ίερείς δέν ύπήρχαν πουδενά. ου τε σχολεία ου τε σύλλογοι. Μόνο δάσκαλο στό σπίτι μπορούσες νά πάρεις γιά νά μάδουν ελληνικά τά παιδιά σου, κι αύτό μέ φόβο Θεού.
Στά δάχτυλα μετρούσες πιά τούς 'Έλληνες. Άπό τή Στενήμαχο δσοι είχαν συγγενείς στήν ' Ελλάδα προσπάδησαν νά βολευτούνε κοντά τους. Πολλοί δμως πήγαν κατευδείαν στήν Άμερική. Άπό τή Μαύρη Θάλασσα πάλι, αλλοι βρέδηκαν στήν Α'ίγυπτο, αλλοι στήν Αί{)ιοπία κι αλλοι στή Νότιο ' Αφρική. ' Ο άδελφός τού δείου μου τού Θόδωρου είχε πιαστεί καλά στό Χαρτούμ κι έστελνε συνέχεια προσκλήσεις στόν Θόδωρο νά κατέβει οΙκογενειακώς στό Σουδάν. Μά ό Θόδωρος σκεφτόταν τήν περιουσία τού παππού πού δά αφηνε πίσω, τά σπίτια δηλαδή, γιατί τά κτήματα ε'ίχανε πρό πολλού χαδεί, καί δέν τό άποφάσιζε. Παρόλο πού τά πράγματα δλο καί χειροτέρευαν.
-Μήν κοιτας τί γίνεται στή Βάρνα, Γιάνκο, μού εξηγούσε ό δείος Θόδωρος. ' Η Βάρνα είναι ελεύδερη ζώνη γιά μας. Μιά νησίδα ελεύδερη, άλλά κι εκεί άκόμα η κατάσταση δέν είναι καί τόσο ρόδινη. Πιέσεις ύπάρχουν μόνον πού είναι συγκαλυμμένες. Μείναμε μιά χούφτα ανδρωποι άλλά οί Βούλγαροι εδνικιστές έχουν αγριες διαδέσεις. Δέν δά μας άφήσουν σέ χλωρό κλαρί. Έδώ στό μαγαζί έχω κάδε δυό μήνες αΙφνιδιαστικούς ελέγχους. Τήν τελευταία φορά ήρδαν νύχτα. Θά έσπαγαν τήν πόρτα, αν δέν τούς πρόφταινα. Ε'ίχανε λέει πληροφορίες δτι παρέλαβα λαδραίο εμπόρευμα κι ήρδαν νά μέ πιάσουν στά πράσα. 'Έκαναν ανω-κάτω τήν άποδήκη, έψαξαν δλο τό μαγαζί, ζήτησαν συγνώμη κι έφυγαν. Άπό παιδί μεγάλωσα μέσα στήν τρομοκρατία. Έγώ άντέχω. Σκέφτομαι δμως τά παιδιά μου, κυρίως τίς κόρες μου.
Φύγαμε μέ βαριά καρδιά άπό τήν Άγχίαλο. ουτε λόγος γιά νά παμε στήν Άνάσταση. Στό σπίτι δλοι τηρούσαν τή νηστεία, έβαφαν αύγά, έψηναν κουλούρες, έφτιαχναν μαγειρίτσα καί τά μεσάνυχτα έψελναν τήν Άνάσταση στήν τραπεζαρία. ουτε οί Βούλγαροι τούς δέχονταν στίς εκκλησίες τους ουτε αύτοί δέλαν νά λειτουργηδοϋνε μέ τούς Έξαρχικούς.
, Η εκδρομή μας εξελίχδηκε σέ προσκύνημα. Πύργος, Ίάμπολη, Καβα-
1 74
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κλί; Φιλιππούπολη. Τέλος, γιά νά άλλάξουμε κάπως εντυπώσεις καί νά διασκεδάσουμε λίγο, καταλήξαμε στή Σόφια. Είχε δυό φίλες ή . Ελενίτσα εκεί, κάναμε καλή παρέα καί τίς καλέσαμε στήν Κωνστάντζα, νά ερ{]ουν
γιά τόν γάμο μας.
Πλησίαζε ό καιρός κι άνυπομονούσα. Είχα περιγράψει στή μάνα μου τή νύφη της, τής είχα διηγη{]εί μέ κά{]ε λεπτομέρεια πώς ήταν τό κορίτσι, άπό τί οίκογένεια εβγαινε, τί ζωή περνούσε κοντά στούς δικούς της κι εκείνη εδειχνε πολύ εύχαριστημένη. « 'Εμένα δέν μού πέφτει λόγος Γιανκούλη μου», -Γιανκούλη μ' ελεγε άκόμα- <<δά τήν άγαπήσω δπως άγαπώ εσένα». Μά δέν πρόλαβε ή καλοκάγα{]η γυναίκα . .. Ενα άπόγευμα πού μιλούσαμε, αφησε τήν τελευταία της πνοή ηρεμα, γαλήνια, χωρίς πόνους, χωρίς άγων ία.
1 75
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ύπήρξε τέλεια μάνα. Στά�ηκε δίπλα μας στά δύσκολα χρόνια, βoή�ησε άγόγγυστα, εκανε ο,ΤΙ περνούσε από τό χέρι της γιά νά μας συμπαραστα�εί, είχε ύπέρμετρη αντοχή καί �άρρoς, ξεχείλιζε από καλοσύνη καί αγάπη. Τό πέννος μας ήταν βαρύ, γιά μένα τό πλήγμα ακόμα βαρύτερο.
τ Ηταν τό αποκούμπι μου, ή μόνη παρηγοριά μου. Καί μόνο τό «Γιανκούλη μου» πού ελεγε μέ εφτανε κι ας τής εβαζα τίς φωνές, πώς τάχα μεγάλωσα καί νά πάψει τά χα"ίδέματα. Γι' αύτήν εμεινα πάντα τό μικρό της αγόρι καί κατά βάδος μ' αρεζε πολύ αύτή της ή αδυναμία.
Τώρα ενιω�α ακόμα περισσότερο τήν ανάγκη νά ζήσω μέ τήν . Ελένη, νά κάνουμε δικό μας σπίτι, δική μας οΙκογένεια.
Συμφωνήσαμε μέ τούς Τσουκάτους νά γίνουν οί γάμοι σέ στενό οΙκογενειακό κύκλο τά Χριστούγεννα τού '39. Οί ελληνικές εκκλησίες στή Βάρνα είχαν κρατικoπoιη�εί κι ετσι, αναγκαστικά, επρεπε νά παμε στήν πρεσβεία τής ' Ελλάδος στή Σόφια. ουτε ή νύφη εβαλε τό νυφικό της, πού τόσον καιρό ετοίμαζαν οί μοδίστρες καί οί κεντήστρες, ουτε εγώ φόρεσα τό μεταξωτό φράκο μου, πού είχα παραγγείλει στήν Ά�να, στού Άηδονόπουλου .
. Η στέψη εγινε απλά κι ώραία. Κουμπάρος ήταν ό πρόξενος Πετρίδης καί παράνυμφοι οί δυό φιλενάδες τής ' Ελένης. Στό δείπνο πού δώσαμε στό Hoι�l Bulgaria ερχεται ό πε�ερός μου καί μού λέει: -Γιάνκο, μού ζήτησες μόνον τήν κόρη μου δέν �έλησες προίκα καί τό εκτιμώ πολύ αύτό . . Η . Ελένη εχει στίς Σέρρες τρακόσια στρέμματα στό όνομά της. Τά διαχειρίζεται ενας εξάδελφός μου, αξιωματικός τού ίππικού, αλλά είναι προίκα τής γυναίκας σου. Τώρα πού �ά πατε στήν ' Ελλάδα κανόνισε νά δείτε τόν εξάδελφό μου. Τό κτήμα είναι δικό σας. �Ό,τι �έλεις �ά τό δώσεις στήν . Ελενίτσα, τού απαντώ. Έμένα δέν μ' ενδιαφέρει τίποτα. Σ' εύχαριστώ πού μού εμπιστεύτηκες τήν κόρη σου.
Τά λόγια μου χαροπο ίησαν Ιδιαίτερα καί τόν Τσουκατο καί τήν ' Ελένη, πού παρακoλoυ�oύσε τή συζήτηση. Πού νά ξέραμε τί μας περίμενε καί πόσο διαφορετική �ά ήταν ή κατάσταση γιά μας, οταν γύρισε ό τροχός, αν είχα τότε φροντίσει νά ασχoλη�ώ μέ τούς τίτλους καί τή διαχείριση τού κτήματος.
Φύγαμε λοιπόν γιά μήνα τού μέλιτος στήν . Ελλάδα κι ολοι οί φίλοι βάλ�καν νά μας περιπoιη�oύνε καί νά μας διασκεδάσουνε. Είχα προτείνει στήν . Ελένη νά μήν εΙδοποιήσουμε κανένα, γιατί δέν �ά μέναμε ουτε μιάν ωρα μόνοι μας, αλλά εκείνη τηλεφώνησε στήν Πάτρα, στή φίλη της τή Χαρίκλεια Γεροκωστοπούλου κι ήρ�ε ή Χαρίκλεια στό King George νά μας βρεΙ Αύτό ήταν. Άπό κεί καί πέρα βομβαρδιστήκαμε από τηλεφωνήματα, επισκέψεις, προσκλήσεις καί λουλούδια. " Ολοι �έλανε νά γνωρίσουν τήν
1 76
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
, Ελένη κι δταν τήν γνώριζαν εμεναν γοητευμένοι. Οί ρενάρ καί τά νούρκια της, τά κοσμήματα καί τά φορέματά της, τά καπέλα της, εκαναν πάταγο στήν Άδήνα. Οί καλοί της τρόποι καί ή φινέτσα της εντυπωσίασαν τούς πάντες.
Κα-ι'1όμαστε μέ τόν Μοσκώφ στό σαλόνι τού ξενοδοχείου ενα άπόγευ-μα δταν εμφανίστηκαν στό κεφαλόσκαλο ή ' Ελένη μέ τή Χαρίκλεια. Κομψότατες κι ώραιότατες οί δυό φιλενάδες. «Οί δυό χάριτες», λέω τού Μοσκώφ. «Πάνε αύτά Γιάνκο», μού λέει, «τώρα εσύ παντρεύτηκες». " Οταν τού είπα δτι αύτή ήταν ή , Ελενίτσα, εμεινε ό Μοσκώφ. Μάς κάλεσε μετά στή βίλλα του στόν Πλαταμώνα, δπου γνωρίσαμε καί τόν δημοσιογράφο Πώλ Ν όρ, πήγαμε κυνήγι στόν "Ολυμπο, διασκεδάσαμε μέ τήν ψυχή μας.
" Ολα τά ώραία πράγματα κάποτε τελειώνουν καί μείς περάσαμε άξέχαστες μέρες. Στό γυρισμό σταδήκαμε στή Βάρνα νά πάρουμε τά προικιά τής ' Ελένης, χαιρετήσαμε τούς Τσουκάτους καί φύγαμε. Αύτή ήταν ή τελευταία φορά πού εβλεπε ή ' Ελένη τό πατρικό της. ' Η τελευταία φορά πού είδε τόν πατέρα της.
1 77
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
.. .. ..... : ..... '
; ....
/' /
.....
Ο
./
-f-Ο
'"" "7
\:{ Ε Λ
'-. ..... . )
) / .. γ l .
Ρ Ο Υ Μ Α Ν Ι Α
Β λ ο Χ ί α
ΒΟ Υ Λ Γ Α Ρ Ι Α
0 (1
Ε . Σ . Σ . Δ .
Υ Ρ Κ Ι Α
ο ν
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Πέμπτο
�H Δεκαετία του ' 40
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Χειμώνα καιρό, μ' ενα διάφανο στρώμα πάγου, πού κάλυπτε τούς βαλτότοπους τής Ντομπρουτζάς κι έκανε επικίνδυνους τούς δρόμους, έφτασε τό νιόπαντρο ζευγάρι στήν Κωνστάντζα. τ Ηταν άρχές Φεβρουαρίου τού ' 40 καί τίποτα δέν προμηνούσε αύτό πού επρόκειτο νά άκολουδήσει. Κύριο μέλη μα τού Δανιηλόπουλου ήταν ή εγκατάσταση στό νέο σπίτι πού δά ανοιγε τώρα μέ τή γυναίκα του, καί βασική του φροντίδα ή καλοπέραση τής νεαρής νύφης καί ή προσαρμογή της στόν καινούριο τόπο.
Σ' Όλα αύτά ή , Ελένη ανταποκρίδηκε μέ τό παραπάνω. Βάλδηκε μάλιστα νά μάδει καί ρουμάνικα, ακούγοντας συνέχεια ραδιόφωνο, κι έπεισε τίς κυρίες τού καλού κόσμου νά μήν μιλούν μεταξύ τους γαλλικά, πού ήταν πολύ τής μόδας τότε, αλλά ρουμάνικα, γιά νά αρχίσει κάπως νά εξοικειώνεται. Μιλούσε ήδη τέσσερεις γλώσσες απταίστως κι έτσι μπήκε γρήγορα στό νόημα τής λατινογενούς ρουμανικής γλώσσας μέ τίς πολλές σλαβικές καί τίς πολλές ελληνικές λέξεις.
Νέα ζωή λοιπόν, νέο σπίτι, νέες γνωριμίες καί παρέες, συναναστροφές μέ τήν ύψηλή κοινωνία, λούσα καί πολυτέλειες. Τά προικιά πού έφερε μαζί ή κόρη τού Τσουκάτου έκαναν πάταγο. "Ολη ή πόλη συζητούσε γιά τίς δαντέλλες καί τά κεντητά τραπεζομάντηλα, τά λιμόζ σερβίτσια καί τά ασημικά, τά χαλιά, τά φορέματα, τά γουναρικά καί τά καπέλα. 'Όποιος έμπαινε στό καινούριο σπιτικό έμενε μ' ανοιχτό τό στόμα κι Όλοι είχαν νά λένε γιά τήν όμορφιά καί τίς χάρες τής ξενοφερμένης οίκοδέσποινας.
Μέσα στήν αγρια δύελλα τού πολέμου ή Ρουμανία εξακολουδούσε νά λικνίζεται στούς ήχους τού ταγκό καί τού φόξ-τρότ. Κανείς δέν ανησυχούσε γιά τά μελλούμενα, γιατί κανείς δέν ύποπτευόταν τίς εξελίξεις. 'Ακόμα καί οί ' Εβραίοι εφησύχαζαν, γιατί δέν μπορούσαν νά παραδεχτούν πώς ο ί ξένοιαστες μέρες είχαν πιά τελειώσει.
Άσφυκτικά πιεσμένη από τίς φιλογερμανικές κυβερνήσεις τής Ούγγαρίας καί τής Βουλγαρίας, αλλά καί από τή Σοβιετική 'Ένωση πού είχε ήδη ύπογράψει σύ μφωνο είρήνης, φιλίας καί οίκονομοτεχνικής βοήδειας μέ τή Γερμανία τού Χίτλερ, ή Ρουμανία ήταν αναγκαστικά στραμμένη
181
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πρός τή Δύση. Κι επειδή ή 'Αγγλία είχε παραχωρήσει άρκετές βαλκανικές πρωτοβουλίες στή Γαλλία, ενώ ή 'ίδια εξακολουδούσε νά ερωτοτροπεί μέ τό Τρίτο Ράϊχ, ή Ρουμανία άνήκε στίς χώρες τής γαλλικής επιρροής. " Αλλωστε ή Γαλλία, άπό τό 1934, είχε παίξει ενεργό ρόλο στή δημιουργία τής «Βαλκανικής 'Αντάντ», δηλαδή τού συνασπισμού Γιουγκοσλαβίας, ' Ελλάδος, Ρουμανίας καί Τουρκίας, οί όποίες δά άντιμετώπιζαν άπό κοινού τούς κινδύνους πού άπειλούσαν τή νιοτιοανατολική Εύρώπη.
Τά γεγονότα δμως εξελίχδηκαν εντελώς διαφορετικά. 'Έτσι, δταν πιά τό 1939 ή Μεγάλη Βρετανία άποφάσισε νά δημιουργήσει μέτωπο εναντίον τού Χίτλερ, μέ τη Γαλλία άπό τή μιά μεριά καί τή Σοβιετική " Ενωση άπό τήν άλλη, τόσο οί Ρουμάνοι δσο καί οί Πολωνοί άρνήδηκαν τό σχέδιο, φοβούμενοι τήν ελεύδερη διέλευση τών Σοβιετικών άπό τά εδάφη τους. ' Η πρόταση ναυάγησε. ' Η δέση τής Ρουμανίας γινόταν δλο καί πιό επισφαλής.
Τόν Αύγουστο τού 1 939 ό Στάλιν δέχτηκε στή Μόσχα τόν ' Υπουργό τών Έξωτερικών τής Γερμανίας Ρίμπεντροπ. Τό περίφημο Σύμφωνο πού ύπογράφηκε τότε άνάμεσα στούς Σοβιετικούς καί τούς Ναζί περιλάμβανε δύο μέρη : τή δη μοσιευμένη συμφωνία τής μή-έπέμβασης τού ενός κράτους στίς ύποδέσεις τού άλλου - άκόμα καί σέ περίπτωση πολεμικής σύρραξης - καί τή μυστική σμμφωνία τών εδαφικών «άνακατατάξεων» σέ βάρος άλλων κρατών. Τά δύο πρώτα άρδρα τής μυστικής συμφωνίας άφορούσαν τά κράτη τής Βαλτικής, πού δά τά μοιράζονταν μεταξύ τους οί δυό δυνάμεις, καί εδεταν τό δέμα τού διαμελισμού τής Πολωνίας, άφήνοντας τίς λεπτομέρειες σέ επόμενη διευδέτηση. Μέ τό τρίτο άρδρο ή Γερμανία άναγνώριζε τό ενδιαφέρον τής Σοβιετικής'Ένωσης γιά τή Βεσσαραβία καί δήλωνε παντελή ελλειψη ενδιαφέροντος, άπό τή δική της πλευρά, γιά τήν περιοχή.
'Όταν, μιά βδομάδα άργότερα, οί Γερμανοί είσέβαλαν στήν Πολωνία, ή Ρουμανία εχανε τό μοναδικό συμμαχικό γειτονικό της κράτος.
, Η Μεγάλη Βρετανία, τότε, μαζί μέ τήν Γαλλία κήρυξαν τόν πόλεμο στή Γερμανία. " Ομως ή Ρουμανία ήταν ήδη εντελώς άποκλεισμένη.
Τόν 'Ιούνιο τού 1940, μόλις μπήκαν οί Γερμανοί στό Παρίσι καί χάδηκε ή μόνη μεγάλη δύναμη πού στήριζε τή Ρουμανία, οί Σοβιετικοί ύποχρέωσαν τόν βασιλιά Κάρολο νά τούς «επιστρέψει» τή Βεσσαραβία καί τή βόρεια Μπουκοβίνα' εφτασαν ετσι ως τόν ποταμό Προύδο.
Δυό μήνες μετά ό ρουμάνος ' Υπουργός τών Έξωτερικών Μανο'ίλέσκου πήγαινε στή Βιέννη γιά νά συζητήσει μέ τούς εκπροσώπους τού γερμανικού συνασπισμού τήν παραχώρηση τής Τρανσυλβανίας στήν Ούγ-
1 82
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαρ ία. Μά οϋτε πού πρόλαβε νά ξεστομίσει κουβέντα ύπέρ τών ρουμανικών 'δέσεων . . Ο Ρίμπεντροπ τού παρουσίασε ετοιμο τόν χάρτη, τόν διαβεβαίωσε δτι χάρη στίς διπλωματικές ενέργειες τής Γερμανίας μειώ'δηκαν τά παραχωρούμενα εδάφη στό ενα τρίτο τών ούγγρικών άπαιτήσεων κι εκανε σαφές δτι μιά άρνηση 'δά είχε δυσάρεστες επιπτώσεις.
Στίς 30 Αύγούστου ό Μανο·ίλέσκου ύπέγραψε. Μιά βδομάδα άργότερα ή Βουλγαρία, μέ τήν ύποστήριξη τών Σοβιετικών, άνάγκασε τούς Ρουμάνους νά εγκαταλείψουν τό νότιο τμήμα τής Ντομπρουτζάς .
. Η Σιδηρά Φρουρά εκμεταλλεύτηκε δραστήρια τήν ε'δνική καταστροφή προκαλώντας τό πατριωτικό φρόνημα τών Ρουμάνων καί προπαγανδίζοντας τή συμμαχία μέ τίς χιτλερικές δυνάμεις. τ Ηταν άναπόφευκτο γιά τή Ρουμανία νά δεχτεί τό σφιχταγκάλιασμα τού W Αξονα.
Οί Λεγεωνάριο ι τής Σιδηράς Φρουράς άρχισαν τίς καταλήψεις δη μοσίων κτιρίων καί τίς διώξεις τών . Εβραίων . . Ο Κάρολος παραιτή'δηκε . . Ο δεκαεννιάχρονος Μιχαήλ, πού τόν διαδέχτηκε στόν 'δρόνο, δέν είχε πιά καμιά εξουσία. «Conducatof» τών πεπρωμένων τού ρουμανικού λαού άνέλαβε ό στρατηγός Ιοn Antonescu.
Τά πρώτα τμήματα γερμανικού στρατού μεταφέρ'δηκαν στή Ρουμανία τόν 'Οκτώβριο τού 1 940 καί, στίς 23 Νοεμβρίου, ή χώρα εγινε μέλος τού γερμανικού συνασπισμού προσφέροντας στό Τρίτο Ρά·ίχ δλα τά άπαραίτητα εφόδια, πετρέλαια καί τροφοδοσία, γιά τήν εκστρατεία στή Ρωσία. 'Έπρεπε άκόμα να εξασφαλιστούν οί πετρελαιοπηγές στό Πλοέστι, τά διϋλιστήρια στήν Κωνστάντζα καί οί εγκαταστάσεις άνεφοδιασμού άπό ενδεχόμενο εγγλέζικο άεροβομβαρδισμό . . Η Βουλγαρία ήταν σύμμαχος χώρα. 'Έμενε δμως ή . Ελλάδα, πού είχε άναχαιτίσει τούς 'Ιταλούς στό μέτωπο τής Ήπείρου, καί είχε δεχτεί τίς Βρετανικές Συμμαχικές Δυνάμεις στό εδαφός της τόν Φεβρουάριο τού '4 1 .
Μετά τήν κατάληψη τής ' Ελλάδας, τή μάχη τής Κρήτης καί τήν άποχώρηση τών βρετανικών στρατευμάτων άποκλείστηκε όποιαδήποτε δυνατότητα τών Συμμάχων νά χτυπήσουν τούς ρουμανικούς στόχους . . Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει τά νώτα του. Δίχως νά κηρύξει τόν πόλεμο στή «φίλψ χώρα, κήρυξε τήν «σταυροφορία εναντίον τού Μπολσεβικισμού)) καί πέρασε τά ρουμανοσοβιετικά σύνορα .
. Η προέλαση τού γερμανικού στρατού άρχισε στίς 22 'Ιουνίου τού 194 1 . Ή ρουμανική στρατιά, πού άκολού'δησε άπό κοντά, πήρε πίσω τή Βεσσαραβία καί κατέλαβε τά εδάφη άνάμεσα στόν ποταμό Δνείστερο καί τόν Μπάγκ.
Οί προσδοκίες τών Ρουμάνων εκπληρώ'δηκαν καί μέ τό παραπάνω,
183
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
μόνο πού τό κόστος ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο άπό τό έφήμερο κέρδος.
'Ακολουδώντας τήν πάγια τακτική τών . Ελλήνων τού έξωτερικού, ό Γιάνκος Δανιηλόπουλος -παρά τίς στενές σχέσεις πού είχε άποκτήσει μέ τή Ρουμανία καί τούς Ρουμάνους, παρόλους τούς δεσμούς, φιλικούς καί οίκογενειακούς, καί παρά τό γεγονός δτι αύτός ούσιαστικά διοικούσε μιά εύρωστη έπιχείρηση πού άνδησε σέ ρουμανικό έδαφος παρακολουδώντας άπό κοντά τίς διακυμάνσεις τής ρουμανικής οίκονομίας- τήρησε τόν άπαράβατο νόμο τής μή-άνάμιξης στήν πολιτική ζωή τού τόπου.
Οί φιλίες μέ τούς ύπουργούς καί τούς στρατηγούς, οί έπαφές μέ τά ύπουργεία, τίς τράπεζες, τό έμπορικό έπιμελητήριο, τίς τελωνειακές κι δλες τίς άλλες κρατικές άρχές, ήταν αύστηρά περιορισμένες έκτός πολιτικής. Αύτό, άλλωστε, ήταν καί τό μυστικό τής ϋπαρξης τών έλληνικών έμπορικών κοινοτήτων σ' όλόκληρο τόν κόσμο. Στή Ρουμανία μάλιστα, παρόλο πού διατηρούνταν πάντα ή μνήμη τών έλλήνων όσποδάρων (οί όποίοι διοίκησαν τή Μολδαβία καί τή Βλαχιά έν όνόματι τού Σουλτάνου, ήγεμονεύοντας μέ σκληρότητα στά ήμιανεξάρτητα κρατίδια), αύτό δέν έπηρέασε ούτε τίς «έκκαδαριστικές» διαδέσεις τών έδνικιστών τής Σιδηράς Φρουράς ούτε τήν πολιτική ίδεολογία τών φιλελεΟΟερων καί προοδευτικών στοιχείων .
. Η «μεγάλη Ρουμανίω> τού Βπitίanu ( 19 18- 1927), άλλά καί ή βασιλική δικτατορία τού Καρόλου Β' ( 1930- 1940), δέν είχαν άπλώς άνεχδεί άλλά είχαν μέ χαρά άποδεχτεί τίς οίκονομικές δραστηριότητες τών . Ελλήνων, έφόσον αύτοί τηρούσαν τόν' μοναδικό δρο γιά τήν συνύπαρξη.
Χωρίς έδνικές, έδαφικές, δρησκευτικές ij πολιτικές διεκδικήσεις καί άνταγωνισμούς τό έλληνικό στοιχείο έπιβίωνε καί εύημερούσε, άναπτύσσοντας δσες πρωτοβουλίες δέν συγκρούονταν μέ τά συμφέροντα τού κράτους πού τό φιλοξενούσε καί τίς κοινωνικές όμάδες πού τό συγκροτούσαν.
'Ίσως αύτό νά ύπήρξε κι ενας άπό τούς κύριους λόγους πού οί όμογενείς δέν μπόρεσαν νά παρακολουδήσουν ποτέ τίς ίστορ ικοπολιτικές έξελίξεις πού συνέβαιναν γύρω τους - άκόμη κι δταν αύτές τούς άφορούσαν άμεσα. Ξεκομμένοι καδώς ήταν άπό τήν πολιτική πραγματικότητα, τά διεδνή ρεύματα, τίς έσωτερικές τάσεις καί τίς συγκυρίες πού διαμορφώδηκαν άνατρέποντας τίς προηγούμενες συν{}ήκες, κάποια στιγμή εχασαν τό εδαφος κάτω άπό τά πόδια τους, δίχως νά μπορούν νά καταλάβουν τί άκριβώς συμβαίνει καί, κυρίως, δίχως ποτέ νά μπορούν νά προβλέψουν τί πρόκειται νά άκολουδήσει στό μέλλον.
184
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' ο " Αντολφ Τσίμμερμαν
'Ένα βραδάκι, άρχές Σεπτεμβρίου τού ' 40 - ε'ίχαμε μόλις επιστρέψει άπό τίς καλοκαιρινές μας διακοπές στή Σινάια - γύρισα άργά άπό τό γραφείο γιά νά πάρω τήν ' Ελένη νά βγούμε. Κα'fJώς παρκάριζα άκούω τόν φρουρό τού Στρατηγείου άπέναντι νά μού φωνάζει: «Βάλε τό αύτοκίνητο στό γκαράζ, κύριε, καί πήγαινε σπίτι σου' περιμένουμε επεισόδια άπόψε».
Κοντοστά'fJηκα. «Πήγαινε σπίτι σου, κύριε, μή στέκεσαι στό δρόμο» επέμενε ό φρουρός. Μπήκα σκεφτικός στό σπίτι, γιατί δέν η'fJελα ν' άνησυχήσει ή , Ελένη, μά πρίν καλοσκεφτω τί δικαιολογία 'fJά τής ελεγα, αρχισαν οί εκπυρσοκροτήσεις. 'Έφεξε δλη ή γειτονιά κι άπό τό Στρατηγείο ερχονταν εκκωφαντικοί Μρυβοι. Σέ λίγο δλα ήσύχασαν καί μόνο ποδοβολητά καί διαταγές άκούγαμε άπό άπέναντι. Οί κανονιοβολισμοί συνεχίστηκαν ως τά μεσάνυχτα, πέρα, άπό τήν πλευρά των διϋλιστηρίων.
' Η Σιδηρά Φρουρά είχε καταλάβει σέ λίγες ώρες τήν Κωνστάντζα. Θυμή'fJηκα πάλι τίς όδομαχίες στή Ρωσία, μά είχα εγνοια τήν ' Ελένη, νά μήν άγριευτεί σέ ξένο τόπο. ΠρoσπάiJησα νά διασκεδάσω κάπως τήν κατάσταση ωσπου νά ήσυχάσουν τά πνεύματα καί νά δούμε τί συμβαίνει. Καί πράγματι, σέ δυό μέρες, ή τάξη είχε άποκαταστα'fJεί. Φαινομενικά τουλάχιστον. Οί στρατηγίνες άπό άπέναντι διαβεβαίωναν τή φιλενάδα τους δτι δέν ύπήρχε πρόβλημα. Γιά «λόγους άσφαλείας» ό στρατός είχε άναλάβει τήν διακυβέρνηση τής χώρας μέ πρωτοβουλία τής Σιδηράς Φρουράς.
Άμέσως μετά αρχισε τό κυνηγητό των ' Εβραίων. Μάζεψαν γιατρούς, δικηγόρους, άρχιτέκτονες καί τούς εκαμαν εργάτες, όδοκα'fJαριστές, σκουπιδιάρηδες. Μόλις επεσε τό πρωτο χιόνι τούς εβγαλαν στό δρόμο, γιά νά κα'fJαρίζουν τά χιόνια καί τίς λάσπες. Ήταν δλοι γνωστοί καί φίλοι μας κι ήταν φοβερό νά τούς βλέπεις δίχως νά μπορείς νά τούς βοη'fJήσεις. ' Η , Ελένη άπέφευγε νά βγαίνει γιά νά μήν τούς συναντά σ' αύτή τήν τραγική κατάσταση.
'Ένα βράδυ, γύρω στίς εντεκα, χτύπησε ή πόρτα τής ύπηρεσίας. "Ασπρος ό κύριος Σολομών, ό Ιδιοκτήτης τού σπιτιού μας, στεκόταν στό κατώφλι. Ζήτησε νά μέ δεί καί τόν πέρασα στό σαλόνι. Μόλις εφυγε ή ύπηρεσία, βγάζει ενα δέμα τυλιγμένο μέ μαντήλι καί πέφτει στά πόδια τής
185
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γυναίκας μου κλαίγοντας : Κυρία ' Ελενίτσα μου νά χαρείς Ό,τι άγαπας, κρύψε αύτό τό δέμα. Κάποιος μας εΙδοποίησε Ότι άπόψε δά κάνει έρευνα ή Σιδηρά Φρουρά στό σπίτι μας. " Αν τά βρούν δά μας τά πάρουν. Είναι Όλα τά χρυσαφικά μας καί τά κοσμήματα. " Ο,τι έχω καί δέν έχω», είπε ό ανδρωπος. Καί δέν έλεγε ψέματα, γιατί οί ' Εβραίοι Όλα τους τά χρήματα τά μετέτρεπαν σέ χρυσαφικά.
Σέ δυό μέρες ήρδε ξανά ό κύριος Σολομών μέ τή γυναίκα του . Φιλούσαν τά χέρια τής ' Ελένης πού τούς έσωσε τόν δησαυρό, μας έδωσαν χίλιες εύχές καί φύγανε. Λίγο άργότερα μάδαμε δτι εγκατέλειψαν κρυφά τή Ρουμανία κι δτι τό πλοίο πού τούς πήγαινε στήν Παλαιστίνη βούλιαξε. Στό σπίτι τους εγκαταστά{]ηκε ενας ύποναύαρχος ό όποίος ήταν καδηγητής στή Ναυτική Σχολή.
Στό μεταξύ εφτασε καί γερμανικός στρατός στή Ρουμανία, φιλικά βέβαια, άλλά άναγκαστήκαμε εμείς νά τόν τροφοδοτούμε. Πέρα άπό δλα τά αλλα, οί Γερμανοί επέτρεψαν σέ δλους τούς στρατιώτες νά στέλνουν μιά φορά τήν εβδο μάδα ενα δέμα, ως πέντε κιλά τρόφιμα, στό σπίτι τους. Μ' αύτό τόν τρόπο αρχισε νά άδειάζει ή χώρα άπό προμήδειες. «Στάρια,
καλαμπόκια καί πετρέλαιο, αύτά ζητούμε άπό σας» μού έλεγε γελώντας ενας νεαρός άξιωματικός.
Μιλούσα απταιστα γερμανικά καί είχα πιάσει πολλές φιλίες μέ δλους τούς άξιωματικούς τού Στρατηγείου άπέναντι. ' Ιδιαίτερα συνδέ{]ηκα μέ κάποιον ταγματάρχη πού άνέλαβε τήν τροφοδοσία Όλων τών γερμανικών στρατευμάτων. Μ' αύτόν συνεργαζόμουν άποκλειστικά. Τόν έλεγαν Adolf Zimmerman. Ήταν Βιεννέζος κι είχε εργοστάσιο άδλητικών εΙδών. Τόν εξανάγκασαν νά έρδει στή Ρουμανία κι ήταν φανερό Ότι δέν ήταν καΜλου εύτυχής μέ δλα αύτά πού συνέβαιναν. Κάποτε Όμως, πού έκανε μιά μεγάλη άγορά καί σκέφτηκα νά τού δώσω προμήδεια, άγρίεψε ό "Αντολφ. 'Έβγαλε τό περίστροφό του καί μέ βροντερή φωνή μού λέει: «Πρόσεξε καλά, εμείς ε'ίμαστε Γερμανο'ι δέν ε'ίμαστε Ρουμάνοι». 'Όταν άργότερα συνδε{]ήκαμε περισσότερο καί γίναμε φίλοι, μού ζητούσε μόνος του προμήδεια καί μάλιστα τήν άπαιτούσε σέ χρυσές λίρες. Έ)'ώ εύχαρίστως τού τίς έδινα, γιατί έκανε πολύ μεγάλες παραγγελίες καί ή δουλειά πήγαινε πολύ καλά.
'Όταν αρχισε ό ρουμανικός στρατός τίς επιτάξεις, πήραν μιά μέρα τό αύτοκίνητό μου, τό χάλασαν καί τό εγκατέλειψαν στόν κάμπο. ' Ο " Αντολφ βρήκε δυό στρατιώτες πού εργάζονταν παλιά στό εργοστάσιο τής DKW, τούς παράγγειλε νά μού επισκευάσουν τό αύτοκίνητο καί νά μού τό φέρουν στό σπίτι. Μόλις Όμως είδαν οί Ρουμάνοι Ότι κυκλοφορώ ξανά, έρχονται καί μού τό παίρνουν δεύτερη φορά. Τρέχω ξανά στόν " Αντολφ. Σέ
186
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τρείς μέρες ήρ1'Jε πίσω τό αύτοκίνητο, μέ μιά τρίγωνη γερμανική σημαία μπροστά, κι ετσι μπορούσα νά κυκλοφορώ παντού ελεύ1'Jερα, άκόμα καί μέσα στήν πόλη .
'Όσο περνούσε ό χειμώνας καί καταλάβαιναν οί Σοβιετικοί δτι κάτι μαγειρεύεται σέ βάρος τους, τόσο πύκνωναν τίς άνιχνεύσεις μέ τά ύδροπλάνα καί τά άεροπλάνα. Ε'ίχαμε συνεχώς συναγερμούς καί συσκοτίσεις. ' Η άτμόσφαιρα εγινε πιά φανερά πολεμική καί ή γερμανική προπαγάνδα φούντωσε. " Ιδρυσαν μάλιστα καί Γερμανική 'Ακαδη μία στήν όποία γράφτηκα άπό τούς πρώτους καί φοιτούσα τ' άπογεύματα. Έκεί εβρισκα τήν αλλη Γερμανία, αύτήν πού 1'Jαύμαζα καί άγαπούσα.
' Η κινητοποίηση συνεχιζόταν καί κανείς δέν μπορούσε νά εξηγήσει τά εντατικά γυμνάσια καί τίς προετοιμασίες, τόσο τών Γερμανών δσο καί τών Ρουμάνων. " Ωσπου ενα μεσημέρι ερχεται ό " Αντολφ στό γραφείο μου καί μού λέει εμπιστευτικά νά πάρω τήν ' Ελένη καί νά πάμε λίγες μέρες στήν εξοχή. « Άπόψε 1'Jά κηρύξουμε τόν πόλεμο στή Ρωσία καί οί Ρώσοι 1'Jά βομβαρδίσουν όπωσδήποτε τήν Κωνστάντζα. Φύγε».
Είδοποιώ τόν φίλο μου τόν Ήλία τόν 'Αράπη, πού είχε παντρευτεί τήν άνεψιά μου τήν Τασούλα, νά μπούμε στό αύτοκίνητό του νά φύγουμε. 'Από τούς ύπόλοιπους κανείς δέν δέχτηκε νά ερ1'Jει. Μέ κορό"ίδευαν κιόλας.
Άποφασίσαμε νά πάμε στή «μοσία», στό κτήμα τής άδελφής μου τής Δέσποινας στό Πλοπένι. Ξεκινήσαμε λοιπόν καί στό δρόμο συναντούσαμε συνέχεια στρατό. Κάναμε τούς άνήξερους, ρωτήσαμε άξιωματικούς καί στρατιώτες, μά κανείς δέν ηξερε νά μάς πεί τί συμβαίνει. Φτάσαμε μέ τό καλό στό Πλοπένι, διηγη1'Jήκαμε στή Δέσποινα τά κα1'Jέκαστα μά οϋτε κι αύτή μάς πίστεψε. " Οταν σέ λίγο αρχισε ό βομβαρδισμός ό ούρανός τής Κωνστάντζας εφεγγε σάν μέρα μεσημέρι. Μείναμε ξάγρυπνοι κι άνήσυχοι, γεμάτοι άγων ία γιά τούς δικούς μας.
Πρωί-πρωί καταφ1'Jάνουν δυό γερμανικά φορτηγά εξω άπό τή μοσία. Τρέχουμε καί τί νά δούμε; Φορτωμένοι πάνω δλοι οί Δανιηλόπουλοι. Είχε φροντίσει ό φίλος μου ό " Αντολφ νά τούς διώξει άπό τήν πόλη, γιά νά μήν διατρέξουν κανένα κίνδυνο, καί μού τούς εστελνε μαζί μέ τούς χαιρετισμούς του. Τόν εκτίμησα πολύ αύτόν τόν αν{}ρωπο, ήταν πραγματικός φίλος καί στίς πιό δύσκολες στιγμές φάνηκε τί ψυχή είχε. Δέν συμπα1'Jούσε δμως καΜλου τόν Χίτλερ, ήταν φιλειρηνικός αν{}ρωπος, καί συνέχεια μού ελεγε γιά τήν τρέλα τών Γερμανών οί όποίοι, δταν ακουγαν καί στό ραδιόφωνο άκόμα τόν Φύρερ, σηκώνονταν σρ1'Jιοι καί χαιρετούσαν φωνάζοντας «Hai! Hit!er». Τό κακό είναι δτι αύτά τά επαναλάμβανε συνέχεια καί σέ αλλους «φίλους» του. Έγώ τόν συμβούλευα νά προσέχει άλλά αύτός η1'Jελε
187
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
νά εκφράζεται ελεύδερα. «Είμαι αν1'Jρωπoς» μού ελεγε, «κι εχω ακόμη τά λογικά μου» .
. Η ζωή στήν Κωνστάντζα εγινε επικίνδυνη. Οί βομβαρδισμοί καί οί συναγερμοί ήταν καδημερινοί. . Η Δέσποινα κι ό κουνιάδος της, ό Ν ικολάκης Ντραγκουλανέσκου, πρότειναν νά φιλοξενήσουν τά γυναικόπαιδα στή μοσία μέχρι νά δούμε τί δά γίνει. Τό Πλοπένι βρίσκεται νοτιοδυτικά τής Κωνστάντζας, μιά ωρα δρόμο μέ τό αύτοκίνητο, καί δά μπορούσαμε εμείς νά πηγαίνου με τά Σαββατοκύριακα νά τούς βλέπουμε.
Τούς εγκαταστήσαμε λοιπόν στό κτήμα κι επιστρέψαμε στίς δουλειές μας. Μετατρέψαμε τό ύπόγειο τού μεγάρου σέ καταφύγιο, βάλαμε δυόδυό τά κρεβάτια τό ενα πάνω στό αλλο, όπως οί κουκέτες τού βαποριού, γιά νά χωρέσουμε όλοι, εφερα κι εναν φούρνο τού γκαζιού μέ σχάρα κι όλα τά χρειώδη, κι ετσι τρώγαμε καί κοιμόμαστε στό καταφύγιο. Μάγειρας είχε αναλάβει ό πατέρας τού γιατρού Γιάνκου Σταυρίδη. Τό τί εγινε μέσα σ' αύτό τό ύπόγειο δέν περιγράφεται. " Οσο διαρκούσε ό συναγερμός τρώγαμε, πίναμε καί διασκεδάζαμε. Σημασία δέν δίναμε στά εξ ούρανού παρατράγουδα. Θά ημασταν καμιά δεκαπενταριά συγγενείς καί φίλοι. Ε'ίχαμε καί τήν κάβα στό ύπόγειο, γεμάτη καλό κρασί, σόδες καί Μπόρσεκ -ε'ί χαμε τήν άντιπροσωπεία τότε - καί πίναμε συνέχεια. Πολλές φορές κατέβαινε κι ό " Αντολφ μέ τήν παρέα του. Τούς αρεσε πολύ τό κρασί, ήταν από τό κτήμα τού φίλου μου τού Νεντέλκου κι είχα αγοράσει όλη τήν παραγωγή γιά νά τροφοδοτώ τούς Γερμανούς.
Στό μεταξύ οί Γερμανοί είχαν διαπιστώσει ότι τό μέγαρο είχε γερά δε μέλια. Ένίσχυσαν λοιπόν τό ύπόγειο μέ ξύλινα ύποστηλώματα, κουβάλησαν στήν ταράτσα σάκκους μέ αμμο καί τοποδέτησαν ενα αντιαεροπορικό κανόνι κι ενα μυδραλλιοβόλο. " Οταν ε'ίχαμε συναγερμό, όλο τό σπίτι σειόταν συδέμελα σάν νά γινόταν φοβερός σεισμός.
Πώς μού ήρδε μιά μέρα ή εμπνευση - 1'Jυμήδηκα τά νιάτα μου φαίνεται η είχα πιεί μπόλικο κρασί - καί προτείνω στόν 'Αριστοκλή νά πάμε στήν ταράτσα νά δούμε πώς πολυβολούν οί Γερμανοί. "Αλλο πού δέν ηδελε κι αύτός. Μιά καί δυό άνεβαίνουμε στήν ταράτσα, μά καδώς ανοίγαμε τήν πόρτα, άκούμε μιά βόμβα νά σκάει δίπλα μας. Δ ίχως νά τό καταλάβουμε βρεδήκαμε κατρακυλώντας πίσω στό ύπόγειο, ξεμέ1'Jυστoι καί εντρομοι.
Μέσα σέ λίγες μέρες τά γερμανικά στρατεύματα είχαν προω{]ηδεί πολύ πιό πέρα άπό τά σύνορα, βαδιά μέσα στήν Ούκρανία καί τή Λευκορωσία, ενώ ό ρουμανικός στρατός εφτασε ως τήν 'Οδησσό. Οί βομβαρδισμοί σταμάτησαν, ό πόλεμος μεταφέρ{]ηκε άλλού κι όλα εμοιαζαν ησυχα καί ηρεμα. Φέραμε τίς οίκογένειες μας πίσω, νοικοκυρέψαμε τό σπίτι, αλλά-
188
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ξαμε τά σπασμένα τζάμια καί συμμαζέψαμε τίς ζημιές. Νέα από τό ρωσικό μέτωπο μαδαίναμε από τό ραδιόφωνο κι ό " Αν
τολφ μού επιβεβαίωνε τίς επίσημες ανακοινώσεις. Οί Γερμανοί μπήκαν στό Κίεβο στίς 27 Σεπτεμβρίου τού '4 1 . Ή πόλη αντιστάδηκε τριάντα επτά όλόκληρες ή μέρες. Τώρα σειρά είχε ή Μόσχα. ' Εγώ όμως ανησυχούσα πολύ γιά τόν αδελφό μου τόν Παναγιώτη πού βρισκόταν οΙκογενειακώς στόν Πειραιά. Νέα από τήν ' Ελλάδα δέν έίχαμε, μαδαίναμε μόνον ότι ό κόσμος ύπέφερε πολύ από έλλειψη τροφίμων.
'Ένα βράδυ ό " Αντολφ μού χτύπησε τό παράδυρο τού γραφείου. «Έλα γρήγορα στό μαγαζί, Γιάνκο, είναι βιαστικό» μού λέει. Βγαίνω στόν δρόμο καί τόν βλέπω μ' εναν αεροπόρο παρέα. «' Ο φίλος μου φεύγει τά μεσάνυχτα μέ τό αεροπλάνο του γιά τήν Άδήνα», μού εξηγεί ό 'Άντολφ, «στόν εφερα λοιπόν γιά νά τού δώσεις κανένα δέμα μέ τρόφιμα γιά τόν αδελφό σου». 'Έμεινα κυρ ιολεκτικά αναυδος. Πήρα ενα μικρό κιβώτιο γιά νά βάλω μερικά πράγματα, όπότε ακούω τόν φίλο μου νά λέει: «Τόσα λίγα εχεις νά στείλεις στόν αδελφό σου; Junkers είναι τό αεροπλάνο, σηκώνει όσο βάρος δέλεις. Μιά πού πάει, ας πάει κάτι πού νά αξίζει τόν κόπο».
Πήρα τό κιβώτιο πού μού ύπέδειξε. 'Έβαλα δυό δοχεία λάδι, ζάχαρη κι ότι αλλο βρήκα στό μαγαζί, τά φορτώδηκαν κι εφυγαν. Πολύ αργότερα εμαδα ότι πήγε ενα γερμανικό τζίπ στό σπίτι τού Παναγιώτη γιά νά παραδώσει τό κιβώτιο καί ή μακαρίτισσα ή γυναίκα του, μιά δρησκόληπτη Εύαγγελική, νόμισε ότι ό Χριστός τούς τά εστειλε. Πώς νά τής εξηγούσα γιά τόν " Αντολφ;
"Αλλη μιά φορά μού εφερε εν αν λοχαγό πού δά πήγαινε σιδηροδρομικώς στήν Άδήνα μέ αποστολή. Δέματα δέν μπορούσε νά πάρει, μπορούσε όμως νά μεταφέρει χρήματα. Τού εδωσα πέντε λίρες γιά τόν Παναγιώτη καί δυό γιά κεΙνον. 'Αρνήδηκε νά τίς κρατήσει. Θά τίς εδινε στόν αδελφό μου κι αύτές. Σέ μιά βδομάδα ξαναγύρισε καί μού εφερε πίσω τίς επτά λίρες. 'Έφτασαν, μού είπε, ως τό Βελιγράδι καί κει πήραν εντολή νά γυρίσουν πίσω στήν Κωνστάντζα. Τήν επομένη δά ' φευγε γιά τή Γερμανία καί βιάστηκε νά μέ βρεί νά μού επιστρέψει τά λεφτά. ' Η τιμιότητά του μού εκανε μεγάλη εντύπωση. Μίλησα στόν 'Άντολφ σχετικά, μά αύτός τό βιολί του. «Δέν είναι όλοι τρελοί στό στράτευμα» διακήρυσσε μέ πάδος, «ύπάρχει ακόμα ανt)ρωπιά, ό καδένας αντιστέκεται μέ τόν τρόπο του».
Μιά μέρα εμφανίστηκε μέ δυό πλοιάρχους ' Ιταλούς πού εφευγαν μέ γερμανική αποστολή στόν Πειραιά. Φτιάξαμε πάλι ενα κιβώτιο, τό πήραν κι εφυγαν. " Οταν επέστρεψαν μέ διαβεβαίωσαν ότι τό κιβώτιο παραδόδηκε κι ότι, γιά λόγους ασφαλείας, δέν Μλησαν νά πάρουν μαζί τό γράμμα τού αδελφού μου. Θά ξαναφεύγανε όμως γιά τόν Πειραιά κι εύχαρίστως
189
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
1'Jά ξαναπαίρνανε μαζί δτι αλλο 1'Jέλαμε. Κατέβηκαν τέσσερεις φορές, δ μως ποτέ οί δικοί μου δέν παρέλαβαν κανένα άπό τά κιβώτια πού τούς εστειλα. Τά κράτησαν φαίνεται ή τά μοσχοπούλησαν οί ' Ιταλοί. . Ο "Αντολφ εγινε κόκκινος από {]υμό δταν τό διαπιστώσαμε. Θεωρούσε τόν έαυτό του ύπεύ{]υνο καί γιά τούς 'Ιταλούς πού μού σύστησε. Καί νά πώς εγινε ή διαπίστωση.
Χειμώνα πιά τού ' 42, μ' ενα κρύο πρωτοφανές, ή μουν φοβερά άνήσυχος γιατί είχα μά1'Jει δτι στήν . Ελλάδα τό ψύχος είχε χτυπήσει ασχημα τόν πεινασμένο κόσμο. Στήν 'Α1'Jήνα καί τόν Πειραιά πέ1'Jαιναν οί αν1'Jρωποι στό δρόμο. Μέ εβλεπε νευρικό ό 'Άντολφ καί κάποτε μέ ρώτησε αν ό αδελφός μου εχει τηλέφωνο. Ό αδελφός μου δέν είχε, αλλά 1'Jυ μή{]ηκα πώς είχε ό αδελφός τού 'Ηλία Άράπη. «Φώναξε τόν 'Ηλία», λέει ό " Αντολφ, «κι ελάτε στό γραφείο μου αργά τό απόγευμα».
Μέσω Κομαντατούρ ζήτησε ό φίλος μας ό ταγματάρχης Βελιγράδι, μέσω Βελιγραδίου ζήτησε Πειραιά, καί τέλος, μίλησε ό 'Ηλίας μέ τόν αδελφό του . . Ιστορική επικοινωνία. Μά1'Jαμε δλα τά νέα, μάς εύχαρίστησαν καί γιά τό πρώτο κιβώτιο πού είχε πάει τό φ1'Jινόπωρο στόν Παναγιώτη, μοιράστηκε σ' δλους τό λάδι καί ή ζάχαρη μάς είπαν, μά τίποτα αλλο δέν είχε πάει από τότε. Χιόνια, κρύο καί πείνα, αλλά ήταν δλοι τους καλά.
Σέ δύο μέρες ερχονται δυό γερμανοί στρατιώτες κι ενας λοχίας στό σπίτι γιά νά μέ πάνε συνοδεία στό Στρατηγείο. Μέ πήγαν ως τό γραφείο τού ανακριτή δπου μέ παρέλαβε κάποιος πού φορούσε πολιτικά. Τό μυαλό μου πήγε στό τηλεφώνημα πού ε'ί χαμε κάνει από τό Στρατηγείο κι εψαχνα νά βρώ τρόπο νά μήν εκ1'Jέσω τόν " Αντολφ, μά τά πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Μοναδικό 1'Jέμα τής ανάκρισης ήταν οί ίδέες τού Τσίμμερμαν καί οί απόψεις του γιά τόν Φύρερ. Διαβεβαίωσα τόν ανακριτή δτι ποτέ δέν είχαμε συζητήσει τέτοια πράγματα μέ τόν " Αντολφ κι δτι αντί1'Jετα, ό 'ίδιος, δπως καί γώ αλλωστε, πιστεύαμε στά γερμανικά ίδεώδη κι αλλα πολλά τέτοια, αλλά εβλεπα δτι τά λόγια μου δέν επιαναν τόπο. «Είναι πρός τιμήν σας ή αγάπη πού εχετε γιά τη Γερμανία» κατέληξε ό ανακριτής. «Γνωρίζουμε δτι είστε ό πρώτος εγγεγρεμμένος φοιτητής στήν Γερμανική Άκαδη μία κι δτι εκτελείτε ανελλιπώς τίς παραγγελίες τού στρατού από τόν 'Οκτώβριο τού 1940. Σάς ζητώ συγγνώμη γιά τήν ενόχλησψ.
Τόν "Αντολφ δέν τόν ξαναείδα. 'Έλαβα μόνο μιά κάρτα του από τό Narvik τής Νορ βηγίας. Τόν είχαν στείλει στήν πιό επικίνδυνη ζώνη τού πολέμου. Μού εστελνε χαιρετίσματα καί μού εγραφε νά μήν ξεχνώ εκείνα πού μού ελεγε. τ Ηταν αμετανόητος.
1 90
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Δέν ξέρω αν πρόλαβε ό " Αντολφ νά δεί τό τέλος τού πολέμου - ήρ'θ'αν δλα τόσο άνάποδα πού δέν κατάφερα ποτέ νά πάω στή Βιέννη νά τόν βρώ - δέν ξέρω κάν αν πρόφτασε νά δεί τήν πρώτη γερμανική άναδίπλωση καί τό αστρο τού Φύρερ νά δύει σιγά-σιγά, δταν οί Σοβιετικοί κι ό ρούσικος χειμώνας τσάκισαν τούς Γερμανούς στό μέτωπο. Τούς 'θ'υμαμαι νά φεύγουν μέ τίς ώραίες στολές καί τίς μακριές γούνες, στητοί καί κορδωμένοι, καί νά γυρίζουν πίσω ρακένδυτοι καί πεινασμένοι, μέ άγριεμένα πρόσωπα καί μέ τόν 'θ'άνατο στά μάτια. Τό Στάλινγκραντ τούς τσάκισε. Έκείνα τά Χριστούγεννα τού '42, πού κατέβηκε τό 'θ'ερμόμετρο στούς είκοσι βα'θ'μούς ύπό τό μηδέν μέσα στήν Κωνστάντζα καί πάγωσαν γιά μήνες λίμνες καί ποτάμια, στόν Βόλγα, λέει, τό 'θ'ερμόμετρο επεσε στούς πενήντα βα'θ'μούς. Μέσα στούς πάγους εσκαβαν χαρακώματα καί σήραγγες οί Ρώσοι. Πολεμούσαν νύχτα-μέρα. Καί πολεμούσαν δλοι: στρατός, γυναίκες, γέροι καί παιδιά.
Γονάτισαν οί Γερμανοί στό Στάλινγκραντ. Οί Σύμμαχοι τώρα πήραν τό πάνω χέρι. Κι ετσι ό πόλεμος εφτασε ως έμας. Τά συμμαχικά βομβαρδιστικά χτύπησαν πρώτα τίς πετρελαιοπηγές στό Πλοέστι, κι ϋστερα τό Βουκουρέστι.
" Ως τά τέλη τού '43 πάντως, παρ όλες τίς δυσκολίες, τό ρουμανικό έμπόριο έξακολου'θ'ούσε νά άν'θ'εϊ. Βέβαια γιά νά κάνεις εΙσαγωγές τώρα επρεπε νά πάρεις εΙδική αδεια άπό τό ' Υπουργείο Έμπορίου κι αύτό σήμαινε κά'θ'ε φορά πολλές δυσκολίες, μεγάλες δωροδοκίες καί συνεχή ταξίδια στό Βουκουρέστι. Τά ψυγεία τής Κωνστάντζας ητανε μικρής χωρητικότητας κι ετσι άναγκαστικά άπο'θ'ηκεύαμε πολλά προ·ίόντα, κυρίως τά τυριά, στά ψυγεία τού Βουκουρεστίου. Πηγαινοερχόμαστε λοιπόν ό Θόδωρος κι έγώ, μιά γιά τίς αδειες, μιά γιά τά ψυγεία καί τίς μεταφορές, συνέχεια. Έκείνη τήν έποχή ε'ίχαμε τή μεγαλύτερη κατανάλωση σε γλυκίσματα καί ζαχαρωτά. Τά φέρναμε κυρίως άπό τήν Πόλη - ή Τουρκία ήταν ούδέτερη χώρα καί τό έμπόριο δέν σταμάτησε. Σκεφτήκαμε δμως νά έν'θ'αρρύνουμε καί τήν έγχώρια παραγωγή δίνοντας δέκα σακκιά ζάχαρη κι ενα βαρέλι γλυκόζη στούς άδελφούς Κωνσταντινίδη γιά νά φτιάχνουν λουκούμια καί καραμέλες, ωστε νά μειώσουμε κάπως τίς εΙσαγωγές. Τούς πληρώναμε μόνο τά εργατικά κι ε'ίχαμε εξαιρετικά λουκούμια. Στούς χαλβάδες δμως άποτύχαμε. Θελήσαμε νά κάνουμε δικό μας έργαστήριο, συνεταιριστήκαμε μέ κάποιον 'Αρμένη πού μας ελεγε δτι ήταν εΙδικός στό χαλβά, κι δταν άποδείχτηκε δτι ήταν εΙδικός μόνο στά μεγάλα λόγια, τού παραχωρήσαμε δλη τήν έπιχείρηση γιά νά μήν ζημιω'θ'ούμε περισσότερο.
Έν τφ μεταξύ χαρές καί πανηγύρια στό σπίτι. Στίς 31 'Οκτωβρίου τού
191
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'43 άποκτήσαμε τό πρώτο μας παιδί. Τό 'χα τάξει στό ονομα τού πατέρα μου κι ετσι, παρόλο πού εγινε κορίτσι, ετρεξα τήν επομένη καί τό δήλωσα μέ τό ονομα Χρ ιστίνα - Χρήστος ήταν ό πατέρας μου.
Μετά άπό λίγες μέρες ερχεται ό ταχυδρόμος καί φέρνει ενα συστημένο γράμμα γιά τή δεσποινίδα Χριστίνα Δανιηλοπούλου. «Μά είναι μόνον δέκα ήμερών» τού ε'ίπαμε κατάπληκτοι. «Αύτό τό μωρό ζητάω» είπε σκασμένος στά γέλια ό ταχυδρόμος. «Είχε τήν τύχη νά γεννηi7εί τήν ήμέρα τής Παγκόσμιας 'Αποταμίευσης καί ή Κυβέρνηση στέλνει σ' δλα τά μωρά πού γεννήi7ηκαν στίς 3 1 'Οκτωβρίου ενα βιβλιάριο μέ 500 λέι».
Γεννήi7ηκε πλούσια λοιπόν ή Κρίστυ μας κι εγινε άκόμη πλουσιότερη, γιατί καταi7έταμε συνέχεια στό βιβλιάριό της χρήματα σέ κάi7ε εύκαιρία. Πόσο άνυποψίαστοι έίμαστε άκόμη τότε. Κάναμε καί μιά μεγαλοπρεπέστατη βάφτιση στό σπίτι, ηρi7ανε δυό παπάδες, εν ας " Ελληνας γιά μάς κι ενας Ρουμάνος γιά τόν νουνό, τόν Νικολάκη Ντραγκουλανέσκου, πού είχε ξετρελαi7εί μέ τό μωρό κι είχε ζητήσει αύτός νά τό βαφτίσει. Πού νά ηξερε δτι σέ λίγες μέρες i7ά μάς είχε δλους μαζί πάλι πρόσφυγες στό κτήμα του.
Άρχές καλοκαιριού τού 1944 ποιός είδε τόν Θεό καί δέν τόν φοβήi7ηκεΙ Συμμαχικά βομβαρδιστικά χτυπούν άπό τόν 'Απρίλιο ρουμανικούς στόχους. Πρώτα τίς πετρελαιοπηγές στό Πλοέστι. Μετά τίς λιμενικές εγκαταστάσεις καί τά διϋλιστήρια τής Κωνστάντζας. Τέλος τό Γαλάτσι. Οί βομβαρδισμοί είναι άνελέητοι καί ή ζωή στήν πόλη άνυπόφορη.
Παίρνουμε τό μωρό καί φεύγουμε γιά τό Πλοπένι. Αύτή τή φορά δέν
1 92
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γύρισα πίσω στή δουλειά. Τά αφησα δλα στήν τύχη κι εμεινα μέ τούς δικούς μου στή μοσία νά βοηδώ τήν ' Ελένη καί τόν Ν ικολάκη πού είχε νά φροντίσει τόσον κόσμο. 'Έκανα καί πρακτική στά ρωσικά μου, γιατί στή μοσία βρισκόντουσαν δεκαπέντε ρώσοι αίχμάλωτοι πολέμου. Είχαν συλλάβει χιλιάδες αίχμάλωτους οί Γερμανοί κι άπό αύτούς είχαν στείλει μερικούς στή Ρουμανία - σέ άγροκτήματα μακριά άπό τά σύνορα - γιά νά εργαστούν σέ βαριές άγροτικές δουλειές. Πιάσαμε κουβέντα λοιπόν μέ τούς άνδρώπους, ξεσκόνισα λίγο καί τίς γνώσεις μου, εμαδα καί κάμποσα πράγματα γιά τήν Ρωσία τού Στάλιν, μά γιά τά δικά μου μέρη δέν ηξεραν τίποτε, ήταν δλοι τους άπό τό Smolensk.
'Όσον καιρό διαρκούσαν οί βομβαρδισμοί προσπαδούσαμε νά περνούμε καλά. ' Η μοσία ήταν πραγματικό καταφύγιο κι ό Ν ικολάκης ήταν πολύ κεφάτος τύπος. Μέγας καλοφαγάς καί σπουδαίος μάγειρας διοργάνωνε ίστορικά τραπέζια. ' Η μεγάλη του είδικότητα ητανε τό χοιρινό στό φούρνο. ' Η προετοιμασία διαρκούσε ώρες άλλά τό άποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Είχε κοντά του μιά ούγγαρέζα μαγείρισσα τήν όποία καταπίεζε συνέχεια, λέγοντας δτι οί γυναίκες δέν άξίζουν τίποτα μπροστά στούς αντρες μαγείρους, κι δτι η τό γουρουνόπουλο δά άφήσει αψητο η τά μήλα δά διαλύσει άπό τό πολύ ψήσιμο, κι αλλα τέτοια. 'Αλλά ή καλοκάγαδη Ούγγαρέζα γελούσε, γιατί δλα αύτά τά 'λεγε ό Ν ικολάκης μέ πολύ γούστο. Διασκέδαζε κατά βάδος κι ήταν κι αύτό μέρος τής τελετής.
Σ' �να άπ' αύτά τά δρυλικά τσιμπούσια καλέσαμε διάφορους επίσημους φίλους μας. τ Ηρδε ό στρατηγός ' Αργκυροπόλ, ελληνικής καταγωγής, ό νομάρχης, ό δή μαρχος τής Κωνστάντζας, οί Νεντέλκου κι αλλοι καμπόσοι. Πέντε γουρουνάκια δυσιάστηκαν, ετοιμάστηκε παστουρμάς άπό κατσίκι, άλλαντικά καί λουκάνικα, σπιτικά βέβαια, καί χίλια δυό αλλα. ' Ο παστουρμάς τραβούσε πολύ κρασί. 'Άρχισε τό γλέντι Σαββατόβραδο καί τελείωσε τή νύχτα τής Κυριακής. Ξημερώματα Δευτέρας πιά, πρίν ξεκινή σουν οί καλεσμένοι μας γιά τήν Κωνστάντζα, φάγαμε «τσόρμπα ντέ πατρότσε» -είδος πατσά μέ σκορδοστούμπι, εντόσδια καί ακρα πουλιών σβυσμένα μέ μπόρς- κι εξακολουδήσαμε τήν οίνοποσία. ' Εκατόν πενήντα μπουκάλια κρασί τού κιλού καταναλώδηκαν άπό τούς εκλεκτούς συνδαιτημόνες μέσα στό Σαββατοκύριακο κι ό πόλεμος ξεχάστηκε. 'Όχι δμως γιά πολύ.
Οί Γερμανοί ύποχωρούσαν καί μαζί τους εφευγαν καί Ρουμάνοι τής Σιδηράς Φρουράς καί Ρώσοι πού είχαν συνεργαστεί μέ τόν έχδρό. Τά συμμαχικά βομβαρδιστικά χτυπούσαν συνέχεια σταδερούς καί κινητούς στόχους. 'Ένα πρωινό πού βρισκόμουν στό γραφείο εγινε μεγάλος συναγερμός. 'Ώσπου νά βγώ στόν δρόμο μαύρισε ό ούρανός. 'Ένα σμήνος 20
1 93
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
βομβαρδιστικών καί 10 καταδιωκτικών κατευ1'1υνόταν πρός τίς πετρελαιοεγκαταστάσεις. Οί Γερμανοί κρατούσαν άκόμα τήν Κωνστάντζα. " Αρχισε Ο βομβαρδισμός κι έγώ έμεινα στόν δρόμο νά χαζεύω. 'Έριξαν ομαδικά τίς βόμβες τους δίπλα στόν στόχο, έστριψαν, πέρασαν χαμηλά πάνω άπό τήν πόλη κι έφυγαν πρός τή δάλασσα. " Οταν πέρασα άργότερα άπό τό σημείο πού είχαν άδειάσει τίς βόμβες, ο κάμπος έμοιαζε δλος βαδιά όργωμένος. Έπίτηδες άστόχησαν βέβαια. 'Ήδελαν μόνο νά πανικοβάλουν τούς Γερμανούς, δέν ηδελαν νά καταστρέψουν τίς έγκαταστάσεις, γιατί ηξεραν δτι ο πόλεμος τελείωνε κι δλα αύτά δά τά χρησιμοποιούσαν έκείνοι σέ λίγο.
Χρύσιζαν τά στάρια τής Ντομπρουτζάς, ωρ ιμα γιά τό δερισμό, σέ τύφλωνε τό λιοπύρι, έβραζαν κι οί πέτρες, μιά βαριά ύγρασία κρεμόταν παντού, άνάσα δέν μπορούσες νά πάρεις, μά τελείωνε ο πόλεμος κι αύτό ήταν μιά άνάσα. Ρακένδυτοι κι άξιολύπητοι ήταν οί νικη μένοι. Βαδίζανε συντεταγμένοι, διασχίζοντας σέ μακριές σειρές τόν κάμπο. Στεκόμαστε στήν ε'ίσοδο τής μοσίας, τούς προσφέραμε νερό, κανένα τσιγάρο. Τό μυαλό μου πήγαινε στόν "Αντολφ Τζίμμερμαν. Τώρα πού Όλα τέλειωσαν δά πάω στή Βιέννη νά τόν βρώ, έλεγα.
1 94
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
'Όταν στίς 23 Αυγουστου τού 1944 ό σοβιετικός στρατός περνούσε τόν Δουναβη, μερ ικά χιλιόμετρα άνατολικά άπό τό Γαλάτσι, εμπαινε στή Ρουμανία ώς εκτελεστής τού συμμαχικού σχεδίου, πού είχε προταδεί άπό τούς Βρετανούς τόν Μάιο τής 'ίδιας χρονιάς.
Τήν 'ίδια ήμέρα ό Μιχαήλ δέχτηκε στό παλάτι τόν στρατηγό Άντονέσκου, ό όποίος είχε μόλις επιστρέψει άπό τή Γερμανία. ' Ο Μιχαήλ άπήλλαξε τόν «Conducator» άπό τά καδήκοντά του, διέταξε νά τόν άφοπλίσουν καί τόν εστειλε, ύπόδικο, στή φυλακή. ' Η εδνική κυβέρνηση, πού συγκρότησε άμέσως μετά ό βασιλιάς, ήταν άντιπροσωπευτική δλων τών κομμάτων καί τών πολιτικών τάσεων. Τό καίριο ύπουργείο Δικαιοσύνης δόδηκε στόν Λουκρέτσιο Πατρασκάνου, φυσιογνωμία τού κομμουνιστικού κινήματος. ' Ο Μιχαήλ δέλησε μέ τήν πράξη αύτή νά κάνει τό πρώτο άνοιγμα πρός τούς Σοβιετικούς, άναγνωρίζοντας ετσι δτι άνήκαν κι αύτοί στό συμμαχικό στρατόπεδο μέ τό όποίο ή Ρουμανία ηδελε άπό καιρό νά συνδεδεί. Στήν πραγματικότητα δμως τό κομμουνιστικό κόμμα τής Ρουμανίας δέν εκπροσωπούσε παρά ενα ελάχιστο ποσοστό τού πληδυσμού καί πολλά άπό τά δύο χιλιάδες μέλη του βρίσκονταν η στή φυλακή, από τό '33 καί τό '38, η στή Σοβιετική 'Ένωση. Αύτοί ήταν οί περίφημοι «Μοσχοβίτες» πού άνέλαβαν άργότερα τήν εξουσία.
Στίς 24 Αύγούστου ή Ρουμανία κήρυξε τόν πόλεμο στή Γερμανία καί οί ρουμανικές στρατιές μεταφέρδηκαν πρώτα στήν Τρανσυλβανία κι άργότερα στό άγριο μέτωπο τής Κεντρικής Εύρώπης, δπου καί πολέμησαν επί μήνες. Άπολογισμός: 1 70.000 νεκροί καί τραυματίες.
Ή διασυμμαχική είρήνη, πού ύπογράφηκε στή Μόσχα στίς 1 2 Σεπτεμβρίου, προέβλεπε τό ποσό τών 300 εκατομμυρίων δολλαρίων ώς πολεμική άποζημίωση στή Σοβιετική 'Ένωση εκ μέρους τής Ρουμανίας καί πέρα άπό αύτά, τήν πλήρη κάλυψη τών εξόδων τής σοβιετικής κατοχής. Θεωρητικά ή χώρα βρισκόταν κάτω από τόν ελεγχο μιάς Συμμαχικής Έπιτροπής Έλέγχου στήν όποία μετείχαν ' Αμερικανοί, Βρετανοί καί Σο-
1 95
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
βιετικοί, άλλά στήν πράξη οί Δυτικές Δυνάμεις είχαν ηδη άποφασίσει δτι ή . Ρουμανία δά περνούσε στή σοβιετική σφαίρα επιρροής. Μόνον πού δέν είχαν ενημερώσει ουτε τούς Ρουμάνους πολιτικούς ήγέτες ουτε τόν Μιχαήλ.
Τόν 'Οκτώβρ ιο τού '44, δταν ό Τσώρτσιλ καί ό Τ Ηντεν βρέδηκαν στή Μόσχα χωρίς τόν Ρούσβελτ, ό βρετανός πρωδυπουργός προώδησε άκόμα περισσότερο τίς προτάσεις του. Το μόνο δέμα πού έμενε πιά νά συζητηδεϊ ήταν τό λεγόμενο «παζάρεμα τών ποσοστών».
Άπό τά « Άπομνημονεύματα» τού Winston S. Churchill τής 9ης 'Οκτωβρίου τού '44 άντιγράφω: 'Η στιγμή ήταν κατάλληλη γιά business κι έτσι είπα «ας ρυ{}μίσουμε τώρα τίς βαλκανικές μας ύπο{}έσεις. 'Ο στρατός σας βρίσκεται στή Ρουμανία καί στή Βουλγαρία. "Ε χουμε ένδιαφέροντα, άποστολές καί άv{}ρώπους μας έκεϊ. Μήν μας άφήνετε νά διασταυρω{}ούμε σέ μικρούς δρόμους. Σέ δ, τι άφορα τή Ρωσία καί τήν Βρετανία {}ά δεχόσαστε ένα 90% δικής σας κυριαρχίας στή Ρουμανία, ένα 90% δικής μας στήν 'Ελλάδα καί πενήντα-πενήντα τή Γιουγκοσλαβία;»
Μετά, έγραψε ό Τσώρτσιλ σ' ενα κομμάτι χαρτί τά ποσοστά πού είχε προτείνει, προσδέτοντας κι ενα 75% τής Βουλγαρίας γιά τήν Σοβιετική 'Ένωση κι άκόμα κάποιο μοίρασμα τής Ούγγαρίας. «"Εσπρωξα», γράφει, «τό χαρτί πρός τή μεριά τού Στάλιν ό όποίος είχε μόλις άκούσει τή μετάφραση τών λόγων μου. "Εγινε μιά μικρή παύση. 'Ύστερα πήρε τό στυλό του, έκανε έναν μπλέ κύκλο στό χαρτί καί μας τό έπέστρεψε. Τά πάντα είχαν κανονιστεί σέ λιγότερο χρόνο άπ' δ, τι χρειάζεται γιά νά κα{}ίσεις σέ μιά καρέκλα.»
Πίσω στή Ρουμανία, ό παραδοσιακός πολιτικός κόσμος, οί ήγέτες τής άριστεράς, ό βασιλιάς, οί κομμουνιστές καί οί εκπρόσωποι τών εδνικών μειονοτήτων προσπαδούσαν νά όργανώσουν τή ζωή τής χώρας, πού έβγαινε άπό μεγάλες πολιτικές περιπέτειες κι είχε άκόμα νά άντιμετωπίσει τεράστια χρέη καί σοβαρά κοινωνικά και εδνικά προβλήματα. Πολύ σύντομα αρχισε νά γίνεται φανερό δτι ή παρουσία τών συμμαχικών δυνάμεων, δηλαδή τών Σοβιετικών, άποσκοπούσε στήν εγκαδίδρυση ενός νέου καδεστώτος, φιλοσοβιετικού. " Ομως τό ρουμανικό κομμουνιστικό κόμμα είχε ελάχιστη δύναμη κι άκόμα λιγότερα μέλη. 'Έπρεπε νά κυλήσει κάποιος χρόνος ωσπου νά βρεδούν οί λύσεις. Πρός τό παρόν ενα εδνικό μέτωπο ήτάν άπαραίτητο γιά νά κυβερνηδεϊ ή Ρουμανία.
1 96
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μεσοδιάστημα
Μόλις ακούσαμε τό διάγγελμα τού βασιλια από τό ραδιόφωνο καί μάδαμε πώς οί Ρώσοι βρίσκονταν απέναντι στό Γαλάτσι, τά χάσαμε. " Ολοι δέλαμε νά φύγουν οί Γερμανοί καί νά τελειώσει ό πόλεμος. Μά αλλιώς ε'ίχαμε φανταστεί τίς εξελίξεις. Έμένα μ' ελουσε κρύος ίδρώτας μά δέν ελεγα τίποτα. ' Η ' Ελένη περίμενε τούς 'Αμερικανούς κι απογοητεύτηκε . . Ο Ν ικολάκης διασκέδαζε δπως πάντα. « Έχω καί τήν προσωπική μου φρουρά» ελεγε, «δεκαπέντε ρώσους αίχμαλώτους φιλοξένησα, μπορεί νά γίνω καί ύπουργός τώρα». Μά σέ λίγες μέρες τά μάζεψε κι αύτός καί ήρδε μαζί μας στήν Κωνστάντζα, γιατί ακούστηκαν κάτι ληστείες σέ αγροκτήματα καί φοβη{)ήκαμε νά τόν αφήσουμε στήν ερημιά τής μοσίας του.
Στήν Κωνστάντζα ό κόσμος ητανε μουδιασμένος. "Αλλοι δέλαν τούς Ρώσους, μά φοβόντουσαν δτι δά επαιρναν πίσω τή Βεσσαραβία, αλλοι τρέμαν γιά τά αντίποινα καί τό κομμουνιστικό καδεστώς, οί λίγοι ' Εβραίοι πού διασώδηκαν εψαχναν ξανά μέρος νά κρυφτούνε καί μόνον ό δήμαρχός μας ήταν αναφανδόν φιλοσοβιετικός.
Έμείς, μόλις εφτασε τό πρώτο κλιμάκιο, ανοίξαμε τό σπίτι στούς συμμάχους καί δώσαμε μιά μεγάλη δεξίωση πρός τιμήν τού σοβιετικού Ναυάρχου, ό όποίος ήταν ελληνικής καταγωγής. τ Ηρδε μέ τό επιτελείο του , εφεραν μαζί κι ενα συγκρότημα μέ μπαλαλάικες, εφαγαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, μέδυσαν κι αρχισαν οί αξιωματικοί νά πειράζουν τίς ύπηρέτριες. Εύτυχώς επενέβη ό Ναύαρχος καί ή δεξίωση έληξε χωρίς επεισόδια.
Μά οί Ρώσοι ήρδαν σάν κατακτητές στή Ρουμανία. Φάνηκε αύτό από τίς πρώτες μέρες. Οί στρατιώτες επιδόδηκαν σέ δηριωδίες, κλοπές, καταστροφές. Τριγυρνούσαν μεδυσμένοι καί χλεύαζαν αγρια δποιον εϋρισκαν στό δρόμο τους. Άκόμα καί τόν φιλοσοβιετικό μας δήμαρχο επιασαν ενα βράδυ, τόν ξεγύμνωσαν καί τόν αφησαν νά πάει μέ τό σώβρακο στό σπίτι του. Κλεινόμαστε νωρίς τό βράδυ μέσα, αμπαρώναμε καί τραβούσαμε τίς ντουλάπες πίσω από τίς εξώπορτες καί τά παράδυρα γιά ασφάλεια. Σέ λίγο δμως ανέλαβε ή Στρατιωτική Άστυνομία τήν τάξη κι δλα ήσύχασαν διά μιας.
'Ύστερα μάδα με δτι είχε φτάσει ό στρατηγός Tolbuchin στήν πόλη κι δτι ετοίμαζε από δώ τήν πολεμική επιχείρηση γιά τήν κατάληψη τής Βουλ-
197
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
γαρίας . . Ο στρατηγός έπι{}εώρησε δλα τά σπίτια τής Κωνστάντζας καί διάλεξε τό δικό μας ώς πιό κατάλληλο γιά άρχηγείο. 'Έρχεται, λοιπόν, πρωί-πρωί ή ρουμανική άστυνομία μέ δυό ρώσους στρατιώτες καί μας λένε δτι πρέπει νά άφήσουμε τό σπίτι, έπιπλωμένο δπως ήταν, καί νά φύγουμε ως τίς εντεκα τό πρωί. "Αφησαν τούς δυό στρατιώτες νά φρουρούν τήν ε'ί σοδο, μήπως βγάλουμε κανένα επιπλο εξω, κι εφυγαν.
Μάνι-μάνι έμείς σηκώσαμε μερικά χαλιά, τά πετάξαμε άπό τό παράftυρο στήν αύλή ένός γείτονα Τούρκου, βάλαμε δ,τι μπορέσαμε σέ βαλίτσες κι έγκαταλείψαμε τό μέγαρο πού χτίσαμε μέ κόπο κι άγωνίες. Έγώ είχα μετακομίσει άπό καιρό στό σπιτικό πού φτιάξαμε νιόπαντροι μέ τήν ' Ελένη . "Ομως τό γραφείο μου ήταν πάντα στό οίκογενειακό μέγαρο.
Στήν παράδοση πού εγινε στίς εντεκα κάποιος ρουμάνος άστυνομικός εκανε μιά ύποτυπώδη καταγραφή τών άντικειμένων. Μας εβαλαν μετά καί ύπογράψαμε τόν κατάλογο -άντίγραφο δέν ύπήρχε- καί κράτησαν οί Ρώσοι τό χαρτί. Έκείνη τήν ωρα βέβαια δέν σκέφτεσαι τά επιπλα, μόνο τή ζωή σου κοιτας νά σώσεις. Καί ή περιπέτεια αρχιζε.
Λίγες μέρες άργότερα, ό σοβιετικός στρατός εμπαινε στήν Βάρνα κι ό πε{}ερός μου καλωσόριζε τόν στρατηγό Τολμπιούκιν μ' ενα κιβώτιο άπό τά έκλεκτότερα ποτά του . . Ο στρατηγός έν{}ουσιάστηκε κι εστειλε εναν ταγματάρχη νά εύχαριστήσει τόν Τσουκατο. Τόν ρώτησε αν έπιftυμoύσε τίποτα κι ό Τσουκατος ζήτησε τήν αδεια νά έλ{}ει στήν Κωνστάντζα νά έπισκεφ{}εί τήν κόρη του. Είχε κοντά πέντε χρόνια νά τή δεί. . Ο ταγματάρχης διαβίβασε τήν έπιftυμία τού πε{}ερού μου καί σέ δυό μέρες έπέστρεψε στό σπίτι λέγοντας δτι ενα άμφίβιο αύτοκίνητο περιμένει εξω γιά νά πάει τόν κύριο Τσουκατο στήν Κωνστάντζα . . Ο πε{}ερός μου ελειπε δμως. 'Έτσι ό ταγματάρχης πήρε τή μητέρα τής ' Ελένης καί τόν άδελφό της.
'Έφτασαν βράδυ μέ συσκότιση, ψυχή στούς δρόμους κι είδαν κι επα{}αν γιά νά βρούν τό σπίτι. Μέ τά πολλά μας βρήκαν. " Αρχισαν νά χτυπούν τήν πόρτα μά πού ν' άνοίξουμε. Είχαν ερ{}ει άπό νωρίς δυό ρώσοι στρατιωτικοί γιά νά έπιτάξουν ενα δωμάτιο καί ή . Ελένη τούς είπε δτι έλειπα έγώ, δέν τούς ανοιξε, κι είπαν δτι {}ά γύριζαν τό βράδυ. Άκούγαμε φωνές λοιπόν καί ρώσικα, κα{}όμασταν στό σκοτάδι καί κάναμε δτι κοιμόμαστε ωσπου νά φύγουν. Κάποια στιγμή πιά, πού παράγινε τό κακό, παίρνω μιά σφυρίχτρα κι άρχίζω νά σφυρίζω γιά νά μας άκούσει ή ρωσική άστυνομία καί νά ' ρ{}εί νά βοη{}ήσει. . Η ' Ελένη μάζεψε σ' ενα μπόγο τά κοσμήματά της καί τά έδωσε στόν Ν ικολάκη πού τά κρέμασε μ' ενα σκοινί στό παρά{}υρο τού φωταγωγού γιά νά μήν τά βρούνε. 'Από τίς φωνές καί τά χτυπήματα σηκώ{}ηκε ή γειτονιά στό πόδι. Τέλος, μέ τά πολλά, μέσα στή φασαρία, άναγνώρισε ή . Ελένη τή φωνή τής μητέρας της. 'Έ, φαντάζεστε τί
1 98
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
εγινε. 'Όλη νύχτα κλαίγαμε κι δλη μέρα μιλούσαμε. Γνώρισε καί τήν εγγόνα
της ή γιαγιά, νέες χαρές, νέες συγκινήσεις, δέν ξέραμε τί νά κάνουμε γιά νά τούς περιποιηδούμε. 'Ήτανε τόσο άναπάντεχο. Φιλέψαμε καί τόν ταγματάρχη μέ τόν όδηγό του, οί άποδήκες μας ήταν πάντα γεμάτες, τούς στρώσαμε νά κοιμηδούνε, εκανε μπάνιο ό ταγματάρχης -ητανε κατάκοπος- καί νωρίς τό αλλο βράδυ τούς άποχαιρετήσαμε. Πετούσε ή , Ελένη άπ' τή χαρά της, περίμενε πιά πώς καί πώς νά φέρει ό ταγματάρχης καμιά φορά καί τόν πατέρα της, μά ό Τσουκατος δέν κατάφερε νά ερδει. 'Έγινε φίλος δμως μέ τόν ταγματάρχη κι δταν επρόκειτο νά φύγει κανένας άξιωματικός μέ άποστολή γιά τήν Κωνστάντζα, δλο καί μας εστελνε άπό κείνα τά εξαιρετικά του ποτά, κονιάκ, λικέρ καί τέτοια.
Μερικούς μήνες άργότερα, επειδή εμπορευόμαστε εσπεριδοειδή καί τό κέντρο ήταν τό Βουκουρέστι, άποφασίσαμε νά άνοίξουμε ύποκατάστημα στήν πρωτεύουσα τό όποίο δά άναλάμβανα εγώ. Βρήκαμε κι άγοράσαμε ενα πελώριο οΙκόπεδο κοντά στήν άγορά τής χονδρικής πώλησης, στό Obor, μετατρέψαμε τά κτίσματα πού ύπήρχαν σέ καταστήματα, σπίτι, ξενώνα κι άποδήκες, είχε καί μιά μεγάλη αύλή μέ δέντρα στή μέση, βάλαμε μπόλικα λουλούδια καί μετακομίσαμε στό Βουκουρέστι. Δέν είμαστε βέβαια στ,ό κέντρο, μά μιά μέ τόν ξενώνα, αλλοτε μέ τά ξακουστά τραπέζια τής ' Ελένης, ε'ί χαμε πάντα καλή συντροφιά καί πολλούς νέους άνδρώπους κοντά μας. Τά τραπεζώματα κατέληγαν συνήδως σέ χορό κι ό χορός τελείωνε συνήδως τά ξημερώματα. 'Έτσι κάποιο πρωί βλέπουμε τρείς μαστόρους στήν αύλή μας. Ήταν εφοδιασμένοι μέ ύλικά κι ήταν ετοιμοι νά άρχίσουνε δουλειά. Τρέχω λοιπόν καί τούς ρωτώ τί συμβαίνει. «Ήρδαμε γιά τήν πίστα τού χορού πού παραγγείλατε» μού άπαντούν. " Οταν ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις μού δώσανε ενα σημείωμα κάποιου πολιτικού μηχανικού άπ' τήν παρέα. «Γιάνκο, νομίζω δτι μιά πίστα στήν αύλή είναι άπαραίτητη» . ' Υπογραφή, «Κονταξής».
Μετά αρχισαν καί οί άνταποδόσεις. Άπό τά πολλά καλέσματα δέν δά ξεχάσω τήν δεξίωση πού εδωσε ό πεδερός τού φίλου μας τού Λιούη, ό εβραίος τραπεζίτης Πρεζέντης, πρός τιμήν τού Γεχούντιν Μενουχίν. 'Έμεινα αφωνος μέ τόν πλούτο τών ' Εβραίων. Τό σπίτι ήταν σωστό άνάκτορο. Οί κυρίες φορούσαν κάτι κοσμήματα καταπληκτικά, κάτι γούνες πανάκριβες. Τό Βουκουρέστι ζούσε άκόμα τίς παλιές του δόξες.
Παρά τά προβλήματα καί τίς μεταπολεμικές οΙκονομικές δυσχέρειες τό εμπόριο πήγαινε καλά. ' Η δική μου δουλειά ήταν Ιδιαίτερα κουραστική γιατί είχα συνέχεια πρωινές παραλαβές, μεταφορές, φορτώσεις καί άπο-
199
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στολές. 'Από τόν σταδμό στήν κεντρική άγορά η στίς άποδήκες πού βάζαμε τά τυροκομικά κι ϋστερα πάλι στόν σταδμό καί μετά στό μαγαζί, δλη μέρα αύτή ή δουλειά γινόταν. Τόν ενάμιση μήνα μάλιστα πού παραλαμβάναμε τά άρνιά, ετρεχα δίχως σταματημό. "Αφηναν δμως καλό κέρδος κι ετσι αξιζε ή ταλαιπωρία μου. Κάδε μέρα στίς εξι τό πρωί παραλάμβανα ε'ί κοσι καλάδια σκεπασμένα καί ραμμένα. Κάδε καλάδι είχε δέκα άρνιά. 'Έπρεπε νά άνοιχτούν τά καλάδια, νά κρεμαστούν τά άρνιά καί νά επιστραφούν τά αδεια καλάδια γιά τήν καινούρια άποστολή. Μετά προωδούσα τά άρνιά στήν Άγορά. Αυτό γινόταν καδημερινά. Άργότερα προσέλαβα γραμματέα στό γραφείο τόν Χαρίλαο τόν Σαμαρτζίδη καί πήρα μιάν άνάσα, τουλάχιστον σέ δτι άφορούσε τή γραφική δουλειά.
, Ο Σαμαρτζίδης εγκαταστάδηκε οΙκογενειακώς στόν ξενώνα μας, πού είχε γίνει κέντρο διερχομένων συγγενών, φίλων καί φοιτητών. Καταδιωκόμενοι, αρρωστοι, άνήμποροι, άναξιοπαδούντες καί περαστικοί, δικοί μας καί ξένοι, δλοι φιλοξενήδηκαν εκεί. ' Ο άδελφός μου ό Δανιήλ ήταν τακτικός επισκέπτης. ' Ο Γιάννης ό Γεωργίου πού τόν κυνηγούσαν οί κομμουνιστές εμεινε πολλούς μήνες εκεΙ 'Ύστερα ήρδε αρρωστη βαριά ή Πόπη Μιχαλάκη. ' Ο άνηψιός μου ό Στελλάκης, φοιτητής στό Πανεπιστήμιο καί ή Ρίκα, φοιτήτρια κι αυτή. Κόσμος καί ντουνιάς πέρασε άπό τό στέκι μας.
' Η κατάσταση δμως δλο καί χειροτέρευε. ' Ο κόσμος εστελνε χρήματα εξω, παρά τίς ρητές άπαγορεύσεις καί τή διαταγή δσοι εχουν λίρες η καταδέσεις στό εξωτερικό νά τίς δηλώσουν τό ταχύτερο. Βλέποντας κι εγώ νά σφίγγουν τά πράγματα άποφασίζω νά διαπραγματευτώ τήν άποστολή 30.000 ελβετικών φράγκων μέ τόν Πρεζέντη που τού είχα άπόλυτη εμπιστοσύνη. Ε'ίχαμε πολλά χρήματα στό ταμείο εκείνη τήν εποχή καί τό ηξερε τό κεντρικό μας κατάστημα, γιατί τούς εστελνα κάδε μέρα ραπόρτο τού ταμείου μου. Δέν είπα δμως τίποτα. Βάζω λοιπόν τά χρήματα στόν χαρτοφύλακά μου καί πάω στήν τράπεζα νά συναντήσω τόν Πρεζέντη. Ευτυχώς η δυστυχώς, μέχρι σήμερα δέν ξέρω, ό Πρεζέντης ελειπε καί κάδισα νά τόν περ ιμένω. Στό διάστημα αυτό ερχόμουν σέ επικοινωνία μέ τό γραφείο μου γιά νά μαδαίνω νέα. Κάποια φορά σηκώνει ό Δανιήλ τό τηλέφωνο' είχε μόλις ερδει άπό τήν Κωνστάντζα καί μ' εψαχνε. Τού λέω δτι περιμένω τόν Πρεζέντη καί τού εξηγώ, άπ' εξω-άπ' εξω, περί τίνος πρόκειται. Μού λέει νά επιστρέψω άμέσως στό γραφείο μέ τόν χαρτοφύλακα. Έπέστρεψα άρκετά εκνευρισμένος. 'Όταν μού άνακοίνωσε δτι είχε παραγγείλει δυό βαγόνια ρύζι πού ερχονταν άπό τή Βουλγαρία κι επρεπε νά τά πληρώσω, μού άνέβηκε τό αίμα στό κεφάλι. Θυμήδηκα καί τόν γέρο Πόρτολο πού είδε τό κατάστημα γεμάτο εμπορεύ ματα καί εβαλε τίς φωνές: « είστε στά καλά σας! άντί νά στέλνετε τά λεφτά σας εξω, μέ δποιο
200
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τρόπο μπορείτε, τά κάνετε εμπορεύματα εσείςj» κι αρχισα καί γώ νά φωνάζω. Έξήγησα στόν Δανιήλ δτι τό έλβετικό φράγκο άπό 9 λέι εφτασε 1 5 λέι καί κάf1ε μέρα άνεβαίνει, άλλά εκείνος ήταν άνένδοτος. « Έμείς έίμαστε εμποροι κι σχι τραπεζίτες» μού άπάντησε.
'Έτσι πληρώσαμε τά δυό βαγόνια ρύζι πού ήρf1αν άπό τή Βουλγαρία καί γλυτώσαμε άπό σίγουρο ξύλο καί φυλάκιση . Γιατί οί Ρουμάνοι συνέλαβαν πολλούς άπ' αύτούς πού είχαν στείλει χρήματα στήν . Ελβετία καί τούς άνάγκασαν, μέ αγριες μεf1όδους, νά στείλουν κάποιον δικό τους νά είσπράξει τά χρή ματα καί νά τά φέρει πίσω. Γι' αύτό τό f1έμα δημιουργήf1ηκε πολιτικό επεισόδιο μέ τήν . Ελβετία. Πώς εμαf1ε ή Ρουμανία τά όνόματα τών καταf1ετών καί ποιός παραβίασε τό τραπεζικό άπόρρητο; Έμείς χάσαμε μόνον χρήματα κι εμπορεύματα, γιατί σέ λίγο καιρό μας κρατικοποίησαν. Οί αλλο ι δμως καί τά λεφτά τους εχασαν καί ξύλο εφαγαν καί φυλακίστηκαν.
"Αρχισαν λοιπόν οί κρατικοποιήσεις, οί άπαγορεύσεις, οί διώξεις. ' Από τή μιά μέρα στήν αλλη χάνονταν διάφοροι πολιτικοί' αλλος ύπέβαλλε παραίτηση, αλλος βρισκόταν φυλακή. Άπό τίς εφη μερίδες δέν μπορούσε κανείς νά καταλάβει τίποτα μά τά νέα άπό τό σταf1μό τού τραίνου καί τήν άγορά, τίς τράπεζες καί τά ύπουργεία εκαναν τόν γύρο τής πόλης κι ό καf1ένας εδινε τή δική του εκδοχή καί προσέf1ετε η άφαιρούσε κάποια πληροφορία κατά τήν κρίση του. Ε'ίμαστε εντελώς άποκομμένοι. Δίχως είδήσεις, δίχως εξηγήσεις. Τό μόνο σίγουρο ήταν δτι οί κομμουνιστές καί οί λεγόμενοι «μοσχοβίτες» είχαν άναλάβει δλα τά πόστα.
"Ανοιξη τού ' 48, αν f1υμούμαι καλά, Μάιο η ' Ιούνιο, κρατικοποιήf1ηκαν οί τράπεζες, οί μεγάλες βιομηχανίες καί οί άλευρόμυλοι, οί άσφαλιστικές εταιρείες, τά όρυχεία κι δλα τά μεταφορικά μέσα. Κάf1ε μέρα άκούγαμε κι άπό κάτι. Έργοστάσια, επιχειρήσεις, εργολαβικά γραφεία καί «τράβα κορδέλα», ή κατάσταση εγινε άπελπιστική.
Οί δικοί μου μάζευαν λίρες καί δολλάρια. 'Αποφασίσαμε κάποτε μέ τόν Δανιήλ, πού είχε βάλει πιά μυαλό, νά κρύψουμε τίς λίρες στήν άποf1ήκη πού βάζαμε τά καυσόξυλα, δίπλα στόν ξενώνα. Τίς βάλαμε σ' ενα τενεκεδένιο κουτί, τό κλείσαμε καλά, σκάψαμε στά f1εμέλια τής άπο{}ήκης, βγάλαμε μιά μεγάλη πέτρα, χώσαμε τό κουτί στό χώμα, ξαναβάλαμε τήν πέτρα άπό πάνω, κλείσαμε καλά τήν κρυψώνα μέ χώμα καί ήσυχάσαμε. Μετά άπό λίγο διάστημα, επίταξαν τόν ξενώνα κι εστειλαν μάλιστα κι ενοικιαστή. Αύτός παράγγειλε μισό βαγόνι καυσόξυλα καί τά τοποf1έτησε στήν άποf1ήκη, στό ση μείο πού κρύψαμε τό κουτί μέ τίς λίρες. Τί άπέγινε εκτοτε ό f1ησαυρός, αγνωστο. Έμείς πάντως δέν καταφέραμε ποτέ νά ξαναμ-
201
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πούμε ουτε στόν ξενώνα ουτε στήν άπο{}ήκη μας. Στό μεταξύ, ή . Ελένη, πού περίμενε παιδί, μεταφέρ{}ηκε στήν κλινική
τού Gerota, μιά άπό τίς καλύτερες κλινικές στό Βουκουρέστι . . Η δεύτερη κόρη μας γεννή{}ηκε στίς 5 Νοεμβρίου τού 1948, τήν ήμέρα πού κρατικοποιή{}ηκαν δλες οί ίδιωτικές κλινικές τής χώρας. 'Έτσι καί τά δυό παιδιά μας γεννή{}ηκαν σέ σημαδιακές μέρες, μόνον πού μέσα σέ πέντε χρόνια τά σημάδια καί οί καιροί είχαν άλλάξει τελείως.
Βιαστήκαμε νά κάνουμε τή βάφτιση πρίν πέσει καμιά γερή παγωνιά καί κρυώσει τό κοριτσάκι μας. Ν ουνός ζήτησε νά γίνει ό Βασίλης Βασιλείου, ό γιός τής άδελφής μου τής Μάρ{}ας. τ Ηταν έξαιρετικό παιδί, σπουδαίος έπιστήμονας, άριστούχος τής Ecole Centrale στό Παρίσι κι είχε λαμπρή σταδιοδρομία μπροστά του. 'Ήτανε διευ{}υντής στό έργοστάσιο άεροπλάνων στό Μπρασόβ, στά τριάντα του χρόνια, κι αν δλα πήγαιναν καλά {}ά μπορούσε καί ύπουργείο νά άναλάβει. Μας άγαπούσε πολύ κι η{}ελε νά βαφτίσει αύτός τή Ντέπη γιατί ό 'ί διος δέν είχε άκόμα φτιάξει οίκογένεια.
Τήν ήμέρα τής βάφτισης μας τηλεφώνησε ή άδελφή του νά μά{}ει μή πως ό νουνός είχε ερ{}ει άπό νωρίς στό σπίτι. Έκείνη τόν εψαχνε άπό τήν παραμονή. Τό πρωί ήρ{}ε, λέει, ή 'Αστυνομία καί τόν ζητούσε . . Η <.δρα τού μυστηρίου πλησίαζε, ό κόσμος κατέφ{}ανε, ήρ{}ε κι ό παπάς, άλλά μάταια περιμέναμε τόν νουνό. Τέλος, τό Δεσποινάκι μας, τή Ντέπη, τό βάφτισε ή Άνζέλ Μυλωνιάδη, κόρη τού οίκογενειακού μας φίλου Σάπαρη. Τά 'ίχνη τού Βασίλη χά{}ηκαν γιά τρείς μήνες. ουτε ή άδελφή του μπόρεσε νά βρεί ακρη ουτε καί κανείς δεχόταν νά μιλήσει γιά τό {}έμα αύτό . . Ο Βασίλης Βασιλείου ήταν πρόσωπο άνύπαρκτο.
Λίγες μέρες μετά τή βάφτιση κατέφ{}ασαν τρείς κρατικοί ύπάλληλοι στό μαγαζί. Ό ενας ήταν τού Ύπουργείου Οίκονομικών, ό αλλος τής Οίκονομικής Έφορίας, ό τρίτος τής Άστυνομίας. Είχε ερ{}ει ή σειρά μας γιά κρατικοποίηση. Μέ διέταξαν νά κλείσω τό κατάστημα καί τό γραφείο, νά παραδώσω τά κλειδιά τού ταμείου, κι εβαλαν εν αν φρουρό νά φυλάει άπ' εξω. Κατέγραψαν δλα τά έμπορεύματα, κατέγραψαν τά μετρητά τού ταμείου, πήραν δλα τά εγγραφα καί τίς άποδείξεις τών έμπορευμάτων πού ε'ίχαμε φυλαγμένα στά ψυγεία τής Άγορας, ύπέγραψαν καί οί τρείς δλα τά χαρτιά, μ' εβαλαν κι έμένα νά ύπογράψω κι έτοιμάστηκαν νά φύγουν. Τούς ζήτησα τότε ενα άντίγραφο τής καταγραφής. Μού είπαν δτι είναι τελείως περιττό. Μέ αφησαν σύξυλο κι εφυγαν.
Δυό ώρες μετά ήρ{}αν φορτηγά δικά τους. Φόρτωσαν δ,τι είχαν καί δέν είχαν μέσα οί άπο{}ήκες, δλο τό έμπόρευμα τού μαγαζιού, άκόμα καί τίς βιτρίνες αδειασαν, κι εμεινα έγώ νά κοιτώ τούς τέσσερεις τοίχους.
Τήν 'ίδια μέρα άκύρωσαν καί τήν άξία τού λέι. 'Έκοψαν καινούριο νόμι-
202
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
σμα, πλήρωσαν μ' αυτό τους κρατικους υπαλλήλους δεκαπενδήμερο κι αφησαν έκατομμυρια αwρώπους δίχως δεκάρα στήν τσέπη.
, Η ' Ελένη έπέστρεψε έκείνη τήν ωρα από τήν Κωνστάντζα καί βρέttηκε στό σταttμό φορτωμένη, δίχως κανείς νά δεχτεί νά τή βοηδήσει. Οί αχttοφόροι δέν επαιρναν πιά λέι. Μόλις αντιλήφttηκε ή , Ελένη τί είχε συμβεί, ανοιξε τήν τσάντα μέ τά τρόφιμα, εδωσε ψωμί καί κασέρι στόν αχttοφόρο, τά υπόλοιπα στόν όδηγό, που κατεwουσιασμένος τήν εφερε στό σπίτι.
Μπήκε μέ τό χαμόγελο στό στόμα ή ttαρραλέα γυναίκα. «Γιάνκο, μείναμε χωρίς έμπόρευμα καί χρήματα, δέν μας αφησαν τίποτα, βλέπω. Πόσες φορές ξανάρχισες από τήν αρχή στή ζωή σου; " Αλλη μιά τώρα. Τώρα είμαι κι έγώ κοντά σου».
Δέν αφησα πολλές μέρες νά περάσουν, γιατί ttά τρελαινόμουνα. Αυτά που αντίκρυ σα έκείνον τόν καιρό στό Βουκουρέστι μέ συντάραξαν. Άναστατώttηκα. Συχνά ενιωttα βαttιά απελπισμένος. Δέν ημουν δεκάξι καί ε'ίκοσι χρόνων πιά. Κόντευα τά πενήντα. Είχα δυό μικρά παιδιά, εβλεπα αλλιώς τίς συμφορές τού κόσμου.
Κανείς πλούσιος δέν έπιτρεπόταν νά δουλέψει. Μόνον έργάτες καί τεχνίτες-βιοτέχνες είχαν δικαίωμα νά κρατούν ενα μικρό μαγαζάκι μ' εν αν έργάτη τό πολύ. Τά μόνα έλεύttερα έπαγγέλματα ήταν τσαγγάρης, υδραυλικός, ζαχαροπλάστης, μικρο μπακάλης. Πολλοί γνωστοί καί φίλοι πήγαιναν σέ έργοστάσια νά βρούνε δουλειά μά μόλις βλέπανε τόν φάκελό τους τούς πετούσαν εξω. ου τε έργάτες τού δήμου τούς παίρνανε, ουτε γαλατάδες, ουτε μεταφορείς. Δέν είχαν πιά τρόπο γιά νά ζήσουν. Πουλούσαν δ,ΤΙ είχαν καί δέν είχαν. 'Έβλεπες καttημερινά στούς δρόμους νά γίνονται αγοραπωλησίες -κοσμήματα, ασημικά, {}ησαυροί όλόκληροι- γιά λίγο ρύζι, μακαρόνια ij ζάχαρη. Τό παζάρι γινόταν στήν ακρη τού Βουκουρεστίου. Έκεί μαζεύονταν πλούσιοι καί φτωχοί. Άγόραζαν οί φτωχοί σέ έξευτελιστικές τιμές ij καί μέ πληρωμή σέ είδος, χαλιά, σερβίτσια, χρυσαφικά, μακριά φορέματα, φράκ, κουρτίνες κι δ,ΤΙ μπορεί νά βάλει κανείς μέ τό νού του. ' Η ανttρώπινη αξιοπρέπεια καί ό έξευτελισμός, ή αρχοντιά καί ή ανάγκη, ή στέρηση, ή πείνα, ή τιμή καί ή υπόληψη, δλα πουλιόνταν έκεί, σέ έκείνο τό φοβερό παζάρι, μαζί μέ τά κινέζικα βάζα καί τίς μπουχάρες, τά ζαφείρια, τά σμαράγδια καί τά «γκαλέ», τά καπέλα, τά φτερά καί τά πούπουλα. Θησαυροί αλλαξαν χέρι μέσα σέ λίγες μέρες.
Πολλοί πλούσιοι πού είχαν φυλαγμένα δολλάρια καί χρυσές λίρες τά πουλούσαν στή μαύρη αγορά καί ζούσαν. " Ομως τό πήραν είδηση κι αυτό οί αρχές κι αρχισαν τίς συλλήψεις καί τίς ανακρίσεις. Πού εβρισκαν τά
203
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
χρήματα αύτοί αφού δέν είχαν δουλεια ; Πώς ζούσαν; 'Άνοιξε τότε μιά κρατική λα·ίκή άγορά μέ πολλά μαγαζιά δπου μπορούσε ό καfJένας νά πουλήσει τά πράγματά του έπίσημα. Πήγαινες δηλαδή τό έμπόρευμα πού είχες, κανόνιζες τήν τιμή καί τό αφηνες παρακατα{]ήκη. "Οταν τό μαγαζί πουλούσε τό αντικείμενο, κρατούσε μιά προμήfJεια, σού έδινε τό ύπόλοιπο, η δ,τι τέλος πάντων είχε συμφωνηfJεί, κι επαιρνες μαζί μιά σχετική βεβαίωση, τήν όποία fJa εδειχνες αν σέ φωνάζαν στήν αστυνομία γιά άνάκριση. Βέβαια τό λαfJρεμπόριο καί ή μαύρη αγορά δέν σταμάτησαν, γιατί αρκετοί προσπάfJησαν νά πουλήσουν τά ύπάρχοντά τους έκτός κρατικών μαγαζιών γιά νά κερδίσουν κάτι παραπάνω. Μά τό Βουκουρέστι είχε γεμίσει άπό συνεργάτες τής άστυνομίας, πράκτορες καί πληροφοριοδότες. Γίνονταν συνέχεια συλλήψεις. "Αν δέν γνώριζες καλά κάποιον ανfJρωπο δέν τολμούσες ου τε καλημέρα νά πείς.
Δρακόντεια μέτρα καί σατανικοί τρόποι τσάκισαν εν αν όλόκληρο κόσμο. Χά{]ηκε κάfJε ανfJρωπιά καί καταντήσαμε δλοι αν{]ρωπάκια. Καχύποπτοι, ύπολογιστές, άδύναμοι καί τρομαγμένοι.
'Ένα πρωί, βγαίνοντας άπό τό σπίτι, καfJώς εκλεινα τήν πόρτα τής αύλής, διέκρινα μιά σκιά πού παραφύλαγε στή γωνία. Μαντάλωσα καλά καί προχώρησα στή μέση τού δρόμου γιά νά φαίνομαι άπό παντού. Φοβόμασταν τότε καί τό στρίμωγμα στίς γωνιές η στίς είσόδους τών σπιτιών, αλλά καί τίς «έξαφανίσεις» πού όργάνωνε μέ κουκουλώματα ή μυστική αστυνομία. Διασχίζω τόν δρόμο κι ό αγνωστος διασχίζει μαζί μου, σέ μικρή απόσταση πιά. Κοντοστέκομαι, τόν κοιτώ, ήταν ενας πρώην ύπάλληλός μου πού εκανε τή fJητεία του στό στρατό.
«' Ο Βασίλης ζεί» μού λέει. «Είναι καλά. Τόν εφεραν πρώτα στίς στρατιωτικές φυλακές πού ύπηρετώ έγώ. Τόν είδα στό κελί του. Προχτές τούς πήραν γιά αλλού. Μήν άνησυχείτε. " Ακουσα δτι δέν εχει καμιά κατηγορία σέ βάρος του. Κάποιος φίλος του τόν κάρφωσε. Νομίζω ενας ρουμάνος μουσικός».
Δέν είπα τίποτα σέ κανέναν γιά νά μήν έκfJέσω τόν νεαρό. Μέ ζώσαν δμως μαύρα φίδια. ' Ο Βασίλης είχε, πράγματι, εναν όδελφικό φίλο μουσικό. τ Ηταν μαζί στό σχολείο, μαζί σπούδασαν στό Παρίσι, μαζί πήγαιναν διακοπές, μαζί διασκέδαζαν. Δέν μπορούσα νά τό πιστέψω. " Ως έκεί λοιπόν εφτασε ή ανfJρώπινη όδυναμία; Τίποτα δέν fJa απομείνει δρδιο μέσα σ' αύτήν τήν καταιγίδα;
Σέ δλα αύτά fJέλησα νά αντιδράσω μέ τόν δικό μου τρόπο. Είχα οίκογένεια νά fJρέψω, μικρά παιδιά. Κι αν δέν είχα πιά έμπόρευμα καί χρήματα, είχα χέρια, μυαλό καί πείρα. Μού αφησαν ενα μαγαζί μέ τέσσερεις τοίχους κι ενα μεγάλο παράδυρο. Τό παράδυρο λοιπόν. Αύτό fJa έκμεταλλευτώ
204
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
τώρα. 'Έκανα μιά μικρή ερευνα. Βρήκα μιά γυάλινη κατασκευή μέ τρία μεγά
λα δοχεία, δπου παλιά εβαζαν σιρόπι άπό λεμόνι, πορτοκάλι καί βύσσινο, άγόρασα κι ενα βαρέλι μέ νερό ανδρακικό κι αρχισα νά φτιάχνω καί νά πουλώ λεμονάδες πορτοκαλάδες μέ τό ποτήρι. Κόσμος μπόλικος περνούσε από τό παρά{}υρο, γιατί τό μαγαζί ήταν κοντά στήν αγορά, κι ετσι είχα αρκετή κίνηση. 'Έπιασαν καί κάτι πρώιμες ζέστες, δούλεψε τό παρά{}υρο.
Πάνω πού στριφογύριζα μιάν ίδέα γιά σωστότερη εκμετάλλευση τού σωτήριου παραWρου μου, ακούω τήν αύλόπορτα νά ανοίγει μαλακά καί βλέπω εναν σκυφτό ασπρομάλλη αν{}ρωπο, ρακένδυτο καί ξεδοντιάρη νά στέκει στό κατώφλι καί νά κοιτάζει τά λουλούδια. Κατάλαβε δτι τόν πήρα ε'ίδηση. Γύρισε καί μέ κοίταξε 'ίσια στά μάτια.
τ Ηταν ό Βασίλης. Θεέ μου, ό Βασίλης ό Βασιλείου, ό ανηψιός μου. 'Έκλεισα τό παρά{}υρο κι ετρεξα στήν αύλή φωνάζοντας στήν ' Ελένη πώς γύρισε ό Βασίλης, γιά νά κάνει τουλάχιστον αύτή δτι τόν γνώρισε. τ Ηταν αγνώριστος. Σακατεμένος, μέ σπασμένα δόντια, μέ αλλαγμένο πρόσωπο, ενα ερείπιο. Μόνον τά μάτια του ελαμπαν δπως παλιά. Τά χέρια του καί ή φωνή του ετρεμαν.
Δέν ηδελε νά μάς εξηγήσει τίποτα. Τόν εβαλαν νά ύπογράψει δτι δέν δά μιλήσει πουδενά, αλλιώς δά ύπέγραφε μόνος του τήν καταδίκη του, καί τό μόνο πού μάς είπε είναι δτι κάποιο λάδος είχε γίνει καί χρειάστηκαν πολύμηνες διατυπώσεις καί ερευνες γιά νά εξακριβωδούν οί εσφαλμένες πληροφορίες καί ή καταγγελία πού ύπήρχε σέ βάρος του. Ζήτησε νά δεί τά κορίτσια, είχε επι{}υμήσει τό κλάμα τής βαφτισιμιάς του, μάς είπε, κι δταν πήγε ή ' Ελένη νά κοιμήσει τό παιδιά μού εξήγησε τί ήταν ακριβώς αύτές οί πολύμηνες «διατυπώσεις».
«Τήν παραμονή τής βάφτισης, κάποιοι μού χτύπησαν τήν πόρτα. Ήταν βράδυ καί δέν ανοιξα. Σέ δυό λεπτά ξαναχτύπησε ή πόρτα κι ακουσα τόν γαμπρό μου τόν Μιχαήλο νά μέ φωνάζει. Μόλις ανοιξα πέσαν πάνω μου τρείς-τέσσερεις, μ' εριξαν κάτω, μ' εδεσαν, μού εδεσαν καί τά μάτια καί μέ πέταξαν σ' ενα τζίπ. Φτάσαμε σέ κάποιο στρατιωτικό κτίριο. Μέ ανέβασαν σκάλες, μέ κατέβασαν σκάλες κι δταν τελικά μού ελυσαν τά μάτια βρέδηκα σ' ενα ύπόγειο κελί. Δέν είχε οϋτε φώς, οϋτε παράδυρο, οϋτε καρέκλα. Στάδηκα ώρες δρδιος, οί τοίχοι ήταν ύγροί δέν μπορούσα νά ακουμπήσω. Μετά κοιμήδηκα στό δάπεδο, στίς πλάκες.
Ξύπνησα μέ κλωτσιές. " Ενα εκτυφλωτικό φώς επεφτε στά μάτια μου. Δέν εβλεπα τίποτα καί ήταν αδύνατον νά καταλάβω πού βρισκόμουν. Μού εδεσαν ξανά τά μάτια. Πάλι σκάλες ανέβα κατέβα ωσπου βρέδηκα στό γραφείο κάποιου ανακριτή.
205
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Αύτή ή ίστορία κράτησε μέρες. ΚάiJε φορά μέ άνέκρινε καινούριος άνακριτής, κάδε φορά μέ ρωτούσε τά 'ίδια καί τά 'ίδια καί κάiJε φορά, δταν μέ γυρνούσαν στό κελί μου, μέ χτυπούσαν βάναυσα πρίν μού λύσουνε τά μάτια. Κλωτσιές, μπουνιές στό σώμα καί στό πρόσωπο, αγριο ξύλο, πολύ αγριο. Μ' αφηναν λιπόiJυμo μέσα στά α'ίματα κι εφευγαν. Νηστικός καί στά σκοτεινά καδώς ημουν, τραυματισμένος βαριά καί πρησμένος άπό τά χτυπήματα, είχα χάσει τίς ώρες καί τίς μέρες. Στό ανακριτικό γραφείο τά παραiJυρόφυλλα ήταν κλειστά, μόνον φώτα μεγάλης εντασης ύπήρχαν, κι ήταν αδύνατον νά καταλάβω αν ητανε μέρα η νύχτα. Μόνον τά χέρια μου εβλεπα, καί τρόμαζα. Αύτά ετρωγαν τίς πρώτες κλωτσιές, γιατί τά εβαζα στό πρόσωπό μου μπροστά νά προστατευτώ δσο μπορούσα.
Κάποτε πείστηκαν φαίνεται δτι ή ανάκριση δέν όδηγούσε πουδενά. Δέν είχα τίποτα νά κρύψω, δέν είχα μυστικά, δέν εκανα παρέα μέ ύπόπτους. Μέ ρώτησαν εκατοντάδες φορές γιά καδένα από τά τηλέφωνα καί τίς διευWνσεις πού είχα στήν ατζέντα μου. Πού τούς ξέρω, τί σχέση εχω μ' αύτόν, μ' εκείνον, μέ τόν αλλον. Κατηγορία δέν ύπήρχε καμιά εναντίον μου.
, Ο ξυλοδαρμός καί οί κλωτσιές σταμάτησαν μόνον τήν παραμονή πού δά μέ στέλνανε φυλακή. Πού μέ πήγαν δέν ξέρω γιατί καί πάλι μού εδεσαν τά μάτια καί μέ πέταξαν σάν τσουβάλι μέσα σ' ενα τζίπ. " Ενα τσου βάλι τσακισμένα κόκαλα καί σάρκες ματωμένες. Θά πρέπει νά μέ πήγαν σέ στρατιωτική φυλακή, γιατί εφταναν πού καί πού παραγγέλματα καί τέτοιοι ήχοι ως τό κελί μου. 'Ύστερα πάλι μέ μετακόμισαν αλλού κι ϋστερα μέ φώναξαν μιά μέρα νά μού αναγγείλουν δτι οί διατυπώσεις τελείωσαν. Θά επέστρεφα στό Βουκουρέστι αφού πρώτα ύπέγραφα ενα χαρτί, κάτι σάν εγγύηση, δτι δά τηρούσα μυστική τήν διαδικασία τών διατυπώσεων, τήν όποία καί εκριναν απαραίτητη, λόγω τής φύσεως τής δουλειάς μου στή βιομηχανία αεροπλάνων. Γιά λόγους ασφαλείας δέν δά μπορούσα νά γυρίσω στή iJέση μου».
Αύτά είπε ό Βασίλης, συμβουλεύοντάς με νά κάψω τήν ατζέντα μου πρίν βρεiJώ κι εγώ καμένος, μέ εξόρκισε νά μήν μιλήσω σέ κανέναν, «ουτε σέ συγγενή ουτε σέ φίλο» μού τόνισε, καί μέ αποχαιρέτησε.
Είχε ύποπτευδεί αραγε τίποτα γιά τόν παιδικό του φίλο ; Μήπως κανείς τού τό σφύριξε δπως μού τό πρόλαβαν καί μένα ; Δέν τόλμησα ποτέ νά ρωτήσω. Μού εμεινε πάντως εκείνη ή κουβέντα τού στρατιώτη γιά κάποιον Ρουμάνο, πού κάρφωσε τόν Βασίλη, καί τή συνδύασα τώρα μ' εκείνο τό εντονο «σέ κανέναν, ουτε σέ συγγενή ουτε σέ φίλο» πού μού είπε τό παιδί. Μά δέν είναι εϋκολο νά κατηγορήσεις ετσι, αβασάνιστα, κανέναν.
206
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
' Η ίδέα πού στριφογύριζα στό μυαλό μου ήταν άπλή. Μιά καί δυό βρίσκω τόν παλιό μου εργάτη στό ζαχαροπλαστικό εργαστήριο πού έίχαμε, τόν Ν ικολάε Μπόνκα, καί τού εξηγώ τό σχέδιο. Αύτός ώς εργάτης είχε δικαίωμα νά πάρει αδεια γιά μικρομάγαζο καί νά προσλάβει εναν εργάτη. Θά βάζαμε λοιπόν μπροστά ενα τυροπιτάδικο. Έγώ δά φτιάξω δυό μικρούς φούρνους στήν αποδήκη καί δά πουλάμε τίς τυρόπιτες στό παράδυρο. " Ολα τά εξοδα δικά μου, τά κέρδη μισά μισά. Αύτός δά παρουσιαστεί ώς ίδιοκτήτης κι εμένα δά μέ δήλωνε στά βιβλία του ώς εργάτη.
Αυτός ενδουσιάστηκε μέ τήν ίδέα. Καί μέ τή σκέψη μόνον δτι δά γινόταν ίδιοκτήτης καταστήματος, ετρεξε αμέσως γιά τήν αδεια. Άπό τήν πρώτη κιόλας μέρα κερδίσαμε τόσα λεφτά πού οϋτε στ' όνειρό μας δέν τό φανταζόμασταν. Οί λεμονάδες συμπλήρωναν τίς τυρόπιτες καί τό παράδυρο μάς απέδιδε μιά χαρά.
'Ένα άπόγευμα πού ζύμωνα βλέπω νά μπαίνει στήν αποδήκη ό Franche Herda, ενας από τούς πιό μεγάλους βιομηχάνους άλευροποιίας στή Ρουμανία. Ήταν Άλσατός στήν καταγωγή, μορφωμένος καί τετραπέρατος. 'Άνοιξε μέ τόν πατέρα του εναν φούρνο στήν άρχή κι εφτασε νά γίνει βιομήχανος μέ δικούς του αλευρόμυλους καί μηχανοκίνητους φούρνους. Πρίν από τήν κρατικοποίηση τροφοδοτούσε μέ ψωμί τό μισό Βουκουρέστι. Μετά εμειναν στούς πέντε δρόμους κι ό πατέρας του πέδανε από τή στενοχώρια.
«Είμαι απένταρος» μού λέει. «Δέν εχω δουλειά καί κανείς δέν μέ παίρνει οϋτε γιά εργάτη. Έσένα δέν σέ γνώριζαν καλά στό Βουκουρέστι κι εγινες ύπάλληλος. Έμένα μού λένε δτι δέν ύπάρχει δουλειά γιά τούς εκμεταλλευτές τών εργατών καί μέ χλευάζουνε. 'Έχω μιά πρόταση πού αν τή δεχτείς δά μέ σώσεις. Τά φουρνάκια γιά τίς τυρόπιτες τά χρειάζεσαι λίγες ώρες καί τόν ύπόλοιπο καιρό μένουν άνεκμετάλλευτα. Μπορώ νά τά χρησιμοποιώ εγώ καί νά μοιραζόμαστε συνεταιρικά τά κέρδη. Θά ερχομαι αφού τελειώνετε εσείς, δά φτιάχνω «κίφλες», δά τίς ψήνω καί δά τίς πουλώ στά πρατήρια. Σέ δλα τά πρατήρια εχουν τοποδετήσει πρώην ύπαλλήλους μου κι αυτοί μέ αγαπούνε. Θά μέ βοηδήσουνε χάρη στήν παλιά μας σχέση, αναπολούνε πάντα τόν παλιό καιρό, είναι καλοί ανδρωποι καί είλικρ ινείς» .
Συμφωνούμε λοιπόν, ερχεται τήν επομένη ό Φράνκε, βάζει τήν ποδιά κι αρχίζει τό ζύμωμα. Τέτοια τέχνη δέν εχω ξαναδεί. Ό Νικολάε κι εγώ μείναμε. 'Έπαιρνε όκτώ κιλά άλεύρι, πίεζε τή ζύμη στά χέρια του καί τή δούλευε μέ τέτοια επιδεξιότητα, τόσο εϋκολα κι ώραία, πού δέν λέγεται. Μέ ταχύτητα καταπληκτική καί δαυμαστή ακρίβεια εκοβε τή ζύμη σέ κομμάτια τών δέκα καί τών έίκοσι γραμμαρίων. Χωρίς ζυγαριά κανόνιζε τό βάρος τής ζύμης μέ τά δάχτυλά του. Δούλευε σάν νά ήταν μηχανή. Πολλές
207
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
φορές ζυγίσαμε τίς μερίδες πού εκοβε κι ήταν άκριβώς τά δέκα ij τά είκοσι γραμμάρια πού επρεπε.
'Έτσι ζούσε κι ό Φράνκε. 'Έφτιαχνε τά γλυκίσματά του, τά εβαζε σέ μεγάλες σακκούλες καί τά πήγαινε στά πρατήρια . . Η συνεργασία μας άπέδωσε καλά καί τά φουρνάκια μου μέ τό παραπάνω. " Ωσπου εφτασε ή ωρα νά κρατικοποιηδούνε κι αύτά καί τό παράδυρο καί ή ζύμη καί οί κίφλες καί οί τυρόπιτες, κι ό Νικολάε βρέδηκε έργάτης σέ έργοστάσιο, έγώ διευδυντής σε κρατικό ζαχαροπλαστείο κι ό Φράνκε ανεργος στήν ψάδα.
208
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Ίό κρατικό ζαχαροπλαστείο Νο 1 8
«Arta Bufetari!or» ονομάστηκε Ο συνεταιρισμός πού συγκρότησε τό κα1'tεστώς μόλις κρατικοποίησε τούς ζαχαροπλάστες κι δλοι οι πρώην ιδιοκτήτες, μεγάλοι, μέτριοι καί μικροί, εγιναν έργάτες στό κρατικό έργοστάσιο ζαχαροπλαστικής, ένώ οι πρώην έργάτες καί ύπάλληλοι εγιναν διευδυντές στά ζαχαροπλαστεία τής πρωτεύουσας. 'Έτσι ή τύχη τά 'φερε κι Ο Νικολάε Μπόνκα, ώς άφεντικό τού μαγαζιού μας, βρέ1'tηκε ξανά πίσω στό έργοστάσιο κι έγώ -πού ημουν δηλωμένος στά χαρτιά έργάτης- βρέ1'tηκα διορισμένος ώς «σύντρoφo� ύπεύ1'tυνoς» τού ζαχαροπλαστείου Νο 1 8,
. στήν πλατεία Roseti, πάνω στή στάση τών τρόλλεϋ. Πρίν αναλάβω ευWνες ένημερώ1'tηκα σχετικά μέ τό πρόγραμμα καί
τήν οργάνωση τής δουλειάς. Μέ κάλεσαν στήν Κοπερατίβα, μού εδωσαν τό πλάνο έργασίας μέ τίς νόρμες τής απόδοσης καί μέ κατατόπισαν γύρω από τόν νέο σύστημα πού είχαν σχεδιάσει. ' Ο αρι1'tμός πού εδιναν στά διάφορα ζαχαροπλαστεία αντιστοιχούσε μέ τή δυνατότητα τού κά1'tε μαγαζιού. Τό δικό μου λοιπόν βρισκόταν 180 στόν κατάλογο.
Τρείς μήνες αργότερα εγινε ή πρώτη Γενική Συνέλευση τού Συνεταιρισμού καί κατα1'tέσαμε τούς απολογισμός τού τριμήνου. Στή συνέχεια ό σύντροφος Κομισάριος εβγαλε λόγο. «Σύντροφοι», είπε, «κοιτάξτε στό σχεδιάγραμμά σας τόν αρωμό 1 8. Έκεί βρισκόταν τό ζαχαροπλαστείο δταν τό ανέλαβε ή Κοπερατίβα μας. Σήμερα εφτασε στόν αρι1'tμό 5. Κοιτάξτε τό ϋψος τής παλιάς κατανάλωσης καί τό ϋψος τής σημερινής. Γιατί νομίζετε δτι ανέβηκε τόσο ψηλά; Χάρη στήν έπιμέλεια καί στό καλό σερβίρισμα τού συντρόφου Denie!opo! τόν οποίο, μπροστά σέ δλους έσάς, συγχαίρουμε καί τού ευχόμαστε εις ανώτερα».
'Έτσι στά πενήντα μου χρόνια πήρα κι επαινο, τόν πρώτο μάλιστα, πού μού απένειμε ο πρόεδρός μας μαζί μέ τόν Κομισάριο. Άπό κείνη τήν ήμέρα απέκτησα τή συμπά1'tεια καί τήν έμπιστοσύνη τού προέδρου μας. Τόν ελεγαν Bruno Tuavazul καί ήταν Ούγγρος στήν καταγωγή. Περνούσε κα1'tημερινά από τό ζαχαροπλαστείο καί συζητούσαμε, πάντα γιά 1'tέματα τής δουλειάς.
209
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μιά μέρα ετυχε νά περάσω άπό τά γραφεία τήν ωρα πού δοκίμαζαν μιά παρτίδα άλεύρι. Καftένας δοκίμαζε μέ τόν τρόπο του. Παίρνω κι έγώ ενα σανιδάκι, τό καftαρίζω καλά, τό βάζω μέσα στό άλεύρι καί τό πατάω μέ ενα χαρτί. Τό βούτηξα μετά στό νερό καί μέ τόν άντίχειρα πήρα άπό τήν ακρη τού ξύλου λίγο άλεύρι καί τό τράβηξα προσεκτικά. "Αν ήταν καλής ποιότητας ftά τέντωνε σάν χορδή, αν ήταν δεύτερης ftά εσπαζε. "Ολοι παρακολουftούσαν μέ άπορία. Πετάγεται λοιπόν ό άντιπρόεδρος καί λέει: «Ν ά ποιός ξέρει άπό άλεύρι καί ποιότητα, δχι έσείς πού δοκιμάζετε μέ τή γλώσσα καί τά δάχτυλα».
Τώρα ftά διερωτηftείτε 'ίσως πού εμαftα δοκιμαστής άλεύρων. ' Απλούστατα, όταν πήγαινα παλιά στόν άλευρόμυλο τών Δαμαδιάν γιά νά παραγγείλω τά αλευρα, παρακολουftούσα πώς εκαναν τίς δοκιμές ποιότητας. 'Ήμουν άπό μικρό παιδί περίεργος. 'Ήftελα νά μαftαίνω τά πάντα καί πάρα πολλές φορές στή ζωή μου οί γνώσεις πού είχα άποκτήσει παρατηρώντας καί ρωτώντας, άποδείχτηκαν χρήσιμες καί συχνά σωτήριες: «Μάftε τέχνη κι αστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε». Λοιπόν εκτοτε μέ φώναζαν ώς εΙδικό στά γραφεία κάftε φορά πού έπρόκειτο ν' άγοράσουν άλεύρι.
'Απέκτησα μεγάλες συμπάftειες στή διοίκηση τής Κοπερατίβας, ό δέ γραμματέας δέν κοίταζε ποτέ τά ραπόρτα τού ταμείου μου. 'Έβαζε τή στάμπα «ελεγχος» καί μού τά έπέστρεφε. Γιά όλους τούς αλλους ή διαδικασία αύτή επαιρνε μιά όλόκληρη μέρα. " Οταν κάποτε είπα στόν γραμματέα ότι ftά επρεπε νά δεί μιά φορά καί τά δικά μου ραπόρτα, μέ κοίταξε καλά-καλά καί μού άπάντησε: « ' Εσύ πρέπει νά ερftεις μιά φορά έδώ καί νά μέ έλέγξεις, δχι έγώ νά έλέγξω έσένα».
Στή δεύτερη γενική συνέλευση τό ζαχαροπλαστείο μου άπό τήν πέμπτη ftέση είχε φτάσει στή δεύτερη κι όλοι εμειναν κατάπληκτοι. Αύτό όμως ήταν φυσικό, γιατί τά αλλα ζαχαροπλαστεία είχαν διευ{}υντές έργάτες, πού δέν είχαν Ιδέα άπό έμπόριο καί συνεπώς δέν μπορούσαν νά προοοδεύσουν. Τότε μού εδωσαν τήν αδεια νά έπισκέπτομαι τό έργοστάσιο άριftμός 1 γιά νά βοηftώ λίγο τούς διευ{}υντές, μά στά γραφεία έπικρατού σε άκαταστασία καί χάος. 'Ήδη δυό άπό τούς διευ{}υντές είχαν πάει φυλακή γιά κάποιο ελλειμμα πού δέν μπόρεσαν νά δικαιολογήσουν. 'Όμως τό φταίξιμο δέν ήταν δικό τους. ' Απλούστατα, δέν ηξεραν άπό διεύ{}υνση έπιχειρήσεων κι αύτή ή αγνοια όδήγησε πολλούς στή φυλακή.
'Όταν κι ό τρίτος διευftυντής τά εκανε ftάλασσα, ή Κεντρική Έπιτροπή τής Κοπερατίβας άποφάσισε νά μού άναftέσει τή διεύftυνση τού έργοστασίου. 'Έρχεται λοιπόν μιά μέρα στό ζαχαροπλαστείο πού δούλευα ό πρόεδρος καί μού άνακοινώνει τήν άπόφαση. Δέν μπορούσα βέβαια νά φέρω
2 1 0
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
άντίρρηση, μά δέν ήδελα μέ κανέναν τρόπο νά άναλάβω τέτοια εύδύνη, τήν ωρα πού γνώρ ιζα τήν τύχη τών προηγουμένων διευδυντών καί τό πλήρες χάος πού βασίλευε στό εργοστάσιο. Γιά νά άποφύγω τή δέση δέχτηκα μέ πολλές εύχαριστίες τήν τιμή πού μού κάνανε, μά προσποιήδηκα τόν αρρωστο κι είπα δτι πρέπει νά μπώ σε νοσομείο γιατί εχω σοβαρά προβλήματα ύγείας. «Δέν πειράζει» μού άπαντάει ό πρόεδρος. «' Η δέση σου δά παραμείνει κενή μέχρις δτου τελειώσει ή δεραπεία καί βγείς άπό τό νοσοκομείο».
Τό 'ίδιο βράδυ πήγα σ' εναν φίλο μου γιατρό, τού διηγήδηκα τά καδέκαστα καί τόν παρακάλεσα νά μέ βάλει στό νοσοκομείο γιά καμιά δεκαπενταριά μέρες. 'Έτσι βρέδηκα μέ πιτζάμες νά παριστάνω τόν αρρωστο, νά πηγαίνω γιά εξετάσεις καί νά δέχομαι επισκέψεις στό δωμάτιο τού νοσοκομείου άπό φίλους, συγγενείς καί «συντρόφους», πού εδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον γιά τήν ύγεία μου. Κινδύνεψα μάλιστα άπό σοβαρή μόλυνση, κάποια σύριγγα, ϊσως σέ μιά άπό τίς πολλές εξετάσεις πού εκανα, δέν δά ήταν άποστειρωμένη, καί γλύτωσα παρατρίχα.
" Οταν κάποτε τέλειωσε ή κωμωδία, ή δέση τού διευδυντή εξακολουδούσε νά μέ περιμένει. Μή μπορώντας νά κάνω διαφορετικά δήλωσα δτι δά άναλάβω τή δέση άλλά μέ όρισμένους δρους. Δέν ξέρω πού βρήκα τόσο κουράγιο -κανείς δέν τολμούσε νά μιλήσει- άλλά εγώ τά είπα ξεκάδαρα καί τελικά βγήκε σέ καλό. Τό μόνο πού δέν δέχτηκαν άπ' αύτά πού ζήτησα ήταν νά ύπάρχει ύπεύδυνος άποδηκάριος. Μού διέδεταν άποδηκάριο άλλά τήν εύδύνη τής άποδήκης δά τήν είχα εγώ. Ύποσχέδηκαν δτι δά κάνουν δ,τι τούς ύποδείξω κι εκαναν σαφές δτι μπορούσα νά όργανώσω δλα τά τμήματα δπως εκρινα εγώ σκοπιμότερο σάν «tovara�ul Directon>.
Άναλαμβάνοντας τό εργοστάσιο κατέγραψα τά ύλικά τής άποδήκης πού παρέλαβα, εκλεισα τήν κεντρική πόρτα κι ανοιξα ενα παράδυρο άπ' δπου δά γινόταν ή παράδοση δσων ύλικών δά ζητούσε, εγγράφως πιά, ό κάδε τμηματάρχης. " Ετσι' μπορούσα εϋκολα νά ελέγχω τί πήρε ό καδένας καί τί εχω στήν άποδήκη. Μετά άσχολήδηκα μέ τό δέμα τής διανομής στά ζαχαροπλαστεία. Ε'ίχαμε εξι αύτοκίνητα πού δέν εφταναν γιά νά καλύψουν τό Βουκουρέστι καί ή Έπιτροπή σκεφτόταν νά ζητήσει αλλα τέσσερα. Έγώ εβρισκα περιττά τά εξι αύτοκίνητα. Δύο άρκούσαν γιά τή δουλειά αν όργανώναμε καλύτερα τίς παραγγελίες άποβραδίς, αν καδορίζαμε συγκεκριμένη διαδρομή γιά τ' άμάξια, τά όποία δά παραδίδουν τίς γεμάτες λαμαρίνες καί δά παίρνουν πίσω τίς αδειες δίχως νά πηγαινοέρχονται ασκοπα, κι αν φτιάχναμε ράφια στ' αύτοκίνητα ετσι ωστε νά μπορούν νά τοποδετηδούνε πολύ περισσότερα ταψιά. 'Έγινε κι αύτό κι ή δουλειά αρχισε νά παίρνει σιγά-σιγά τ' άπάνω της. Έγώ δούλευα άπό τίς 6 τό πρωί
2 1 1
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ως τό μεσημέρι κι άπό τίς 3 τό άπόγευμα ως τίς 9 τό βράδυ. Εύτυχώς είχα εν αν έξαιρετικό βοηδό στόν όποίο μπορούσα νά βασιστώ, κι δλα έδειχναν νά μπαίνουν σέ μιά τάξη. τ Ηταν δμως τόσο χαώδης ή κατάσταση ωστε, παρά τά δρακόντεια μέτρα έλέγχου πού έπέβαλα, καί τά βιβλία τών ύλικών πού συμπληρώναμε κα{)ημερινά σημειώνοντας τό κάδε τι, βγήκαμε μέ έλλειμμα στό γάλα τόν πρώτο μήνα.
Δέν ένημέρωσα κανένα γιατί ήδελα μόνος μου νά βρώ πώς βγαίνει λειψό τό γάλα. Ίό πρωί πού έτοιμαζόμασταν γιά τήν παραλαβή φώναξα τόν άρχιεργάτη καί τού είπα μόλις φτάσουν τά δοχεία νά τά κρατήσει γιά έλεγχο, πρίν τ' άδειάσουν στήν άπο{)ήκη, καί νά στείλει άμέσως νά μέ ζητήσουν στό γραφείο. Πράγματι λοιπόν ήρδε τό φορτηγό, κατέβασε τά δοχεία τών 1 5 κιλών κι αρχισε ό έλεγχος. 'Έτσι άνακαλύψαμε δτι πολλά άπ' αύτά ήταν ως τή μέση γεμάτα. Στήν άνάκριση πού έκανε ό Κομισάριος ό όδηγός κι ό βοηδός του όμολόγησαν δτι ή δουλειά ήτανε στημένη άπό τόν προμηδευτή τού γάλακτος κι δτι αύτοί κερδίζανε μόνον ενα δοχείο γάλα σέ κάδε παράδοση.
'Ανάλογη κομπίνα γινόταν καί μέ τή βενζίνη. Έμείς κρατούσαμε σχολαστικά λογαριασμό γιά τίς ώρες πού δούλευαν οί φούρνοι καί τή βενζίνη πού κατανάλωναν, μά ε'ίχαμε συνέχεια έλλειμμα. Πρίν άδειάσουν λοιπόν κάποια μέρα τά δοχεία στό ντεπό, έκανα εναν αΙφνιδιαστικό έλεγχο καί τά βρήκα δλα λειψά. Πρατηριούχοι, όδηγοί καί ύπάλληλοι κερδίζανε καλά άπ' αύτή τή δουλειά, ένώ οί σύντροφοί τους, πού έτυχε νά είναι διευδυντές, πλήρωναν μέ φυλάκιση τίς κλεψιές τών αλλων. Μά ό καδένας πιά προσπαδούσε νά έπιβιώσει καί νά κερδίσει κάτι με όποιονδήποτε τρόπο' κανείς δέν νοιαζόταν γιά τήν τύχη τού αλλου. ' Η νέα κατάσταση δέν αφηνε περιδώρια οϋτε γιά έντιμότητα οϋτε γιά άνδρωπιά. Μέσα σέ λίγα χρόνια δλα είχαν άνατραπεί.
Οί «Μοσχοβίτες» είχαν έπιβάλει τόν δικό τους τρόπο κι είχαν καταφέρει νά διαλύσουν όλόκληρη τήν κοινωνία. Πρώτα άπ' δλα έκαναν μαζικές μεταδέσεις ύπαλλήλων κι έτσι σέ μιά δουλειά ήταν δλοι αγνωστοι μεταξύ τους. Φοβόσουν νά μιλήσεις στόν συνεργάτη σου, μά φοβόσουν νά μιλήσεις καί στόν γείτονά σου γιατί δέν ήξερες ποιός είναι, άπό πού κρατά ή σκούφια του, γιά ποιόν δουλεύει. Οί παλιοί φίλοι σκόρπισαν. Βρέ{)ηκαν μόνοι καί ξένοι σέ μέρη αγνωστα κι δλοι κλείστηκαν στόν έαυτό τους ή παραδόδηκαν ανευ δρων στίς έπιταγές τών καιρών. Μά καί οί οΙκογένειες σκόρπισαν, γιατί οί μισδοί ήταν τόσο μικροί, πού άναγκαστήκανε νά βγούνε καί οί γυναίκες στή δουλειά. " Ομως τά ώράρια πού κανόνιζαν οί κομισάριοι, ήταν έτσι φτιαγμένα ωστε ό ενας νά έργάζεται τό πρωί, ό αλλος τό άπόγευμα. Ίά άντρόγυνα δέν μπορούσαν πιά οϋτε δυό λόγια νά άνταλλά-
212
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ξουν. Αυτός ήταν αλλωστε κι ό σκοπός αυτής τής όργανωμένης άπομόνωσης. Πού νά μιλήσεις καί σέ ποιόν νά άνοίξεις τήν καρδιά σου;
Βλέπαμε στίς έφημερίδες τίς φωτογραφίες τών βαγονιών μέ τό άλεύρι πού «μάς έστελνε δώρο ή μητέρα Ρωσία», δταν τέλειωναν τά δικά μας γεννήματα καί δέν τολμούσαμε νά πούμε κίχ. Πού νά πείς δτι ή ρουμανική συγκομιδή ήταν αυτή πού έφευγε γιά τήν Όντέσσα καί τό Νοβορωσίσκ μέ τά σοβιετικά καράβια κι δτι τά δώρα πού δημοσίευαν στά πρωτοσέλιδα δλες οί έφημερίδες ήτ:αν καμιά εΙκοσαριά βαγόνια, πού έφερναν πίσω λίγο άπό τό δικό μας στάρι γιά λόγους προπαγάνδας. 'Έπρεπε ό καδένας, στό γραφείο, στό έργοστάσιο, στήν άποδήκη, νά έκφράσει ευχαριστίες καί νά βρεί τήν ευκαιρ ία γιά νά τονίσει τήν πολύτιμη βοήδεια τών Σοβιετικών καί τά φιλοσοβιετικά του αΙσδήματα. "Αν όχι, ή καταγγελία γιά συνομωσία, άντίδραση η δτι αλλο, ήταν ετοιμη.
Τό χειρότερο ήταν δτι προσπαδούσαν νά έμπλέξουν δλο τόν κόσμο στήν καδεστωτική πλεκτάνη. Μιά μέρα μού τηλεφωνεί ό «σύντροφος» Κομισάριος δτι αϋριο είναι τά γενέδλια τού «πατερούλη» Στάλιν καί δά κάνουμε άργία γ ιά νά τόν ΤJ,μήσουμε. Σέ λίγο έρχεται σήμα μέ νέα έντολή: αϋριο δά δουλέψουμε έντατικά κι δποιος έργάτης σπάσει τή «νόρμα» κι άποδώσει περισσότερο δά παρασημοφορηδεί καί δά πάρει έπαδλο ενα χρηματικό ποσό. Έγώ έπρεπε νά σημειώσω τήν άπόδοση τού κάδε έργάτη καί νά στείλω τά άποτελέσματα τή μεδεπομένη στόν Κομισάριο.
Τήν Κυριακή, στή Γενική Συνέλευση, έγιναν οί παρασημοφορίες καί δόδηκαν οί έπαινοι καί τά χρήματα. Μετά άπό λίγο καιρό έρχεται νέο σήμα πού έλεγε δτί τήν έπομένη ήταν τά γενέδλια τής υπουργίνας μας, τής "Αννας Πάουκερ, κι δτι τώρα έπρεπε νά ξεπεραστούν οί νέες «νόρμες» καί νά άποδώσουν δλοι άκόμα περισσότερο.
Τήν Κυριακή, στή Γενική Συνέλευση, παρασημοφορήδηκε ό άρχιεργάτης καί φίλος μου Ποπέσκου. Στά γενέδλια τού Στάλιν είχε κάνει 125 πάστες καί τώρα έκανε 150. Πήρε τά λεφτά καί τόν έπαινο καί περηφανευόταν ευτυχισμένος σάν παιδί γιά τό κατόρδωμά του, ωσπου ήρδε ή πανταχούσα καί τότε άντιληφδήκαμε σέ τί παγίδα πέσαμε . . Ο Κομισάριος, λέει, μελέτησε προσεκτικά τά άποτελέσματα κι έβγαλε, μέ λύπη του, τό συμπέρασμα δτι οί έργάτες δέν δούλευαν έντατικά . . Η «νόρμα» ήταν 100 πάστες ένώ ό Ποπέσκου τήν άνέβασε στίς 1 50. Γι αυτό δά πάμε τή «νόρμα» στίς 125 κι δποιος άποδίδει λιγότερο δά παίρνει λιγότερο μισδό .
. Ο κακομοίρης ό Ποπέσκου δέν ηξερε πού νά κρυφτεί. Κανένας δέν είπε βέβαια τίποτα, μά δλοι τόν κοιτούσαν πιά μέ μισό μάτι κάί τόν άπέφευγαν, σάν νά έφταιγε αυτός γιά τήν παγίδα πού μάς είχαν στήσει.
Δέν περνάει μήνας κι έρχεται ενα Σάββατο ό Κομισάριος νά μού ζητή-
2 1 3
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
σει νά συγκεντρώσω κυριακάτικα όλους τούς συντρόφους γιατί εχει κάτι νά μάς πεί. Άρχίζει λοιπόν κανονικά ή Συνέλευση μέ διάφορες ανακοινώσεις καί κάποια στιγμή παίρνει ξανά τό λόγο ό Κομισάριος καί λέει:
«Σύντροφοι, έδώ πιό κάτω ύπάρχει εναό,{τίριο κατεστραμένο από το'ύς βομβαρδισμούς. Θέλετε νά πάμε όλοι μαζί οίκειο11ελώς νά τό κα11αρίσουμε γιά τό καλό τού συνόλου; Δέν σάς αναγκάζω. " Οποιος 11έλει νά ερ11ει ας ερ11ει, όποιος δέν 11έλει νά μήν ερ11ει.»
Τρέχουν λοιπόν όλοι, βγάζουν τά καλά τους ρούχα, φορούν τά ρούχα τής δουλειάς καί ξεκινούν." Ομως ό Ποπέσκου είχε πάρει στό σπίτι του γιά πλύσιμο τά κα11ημερινά κι ήταν μέ τά κυριακάτικα. Τού είπα νά μήν ερ11ει καί 11ά τόν δικαιολογούσα έγώ στόν Κομισάριο, μά αύτός φοβή{}ηκε. 'Έβγαλε τό κουστούμι του καί πήγε γυμνός, μόνο μέ τό σώβρακο, νά πιάσει δουλειά δίπλα στούς αλλους.
Τόν αγάπησα πολύ αύτόντόν έργάτη. " Ενας αντρας {}ηρίο, καλός καλότατος, εντιμος καί πονετικός. Είχε χρυσή καρδιά. Δέν 11ά ξεχάσω ποτέ τί τού εκ αν αν σ' έκείνες τίς έκλογές τού προεδρείου τής Κοπερατίβας. Μού είχε ζητήσει ό Κομισάριος νά τού στείλω στό γραφείο χωριστά τόν Ποπέσκου καί τόν Βασιλέσκου. Περνούν δυό ώρες καί βλέπω τόν Ποπέσκου μαζεμένο σάν τή βρεγμένη γάτα. Τόν ρωτώ τί επα11ε κι εχει τέτοια μούτρα καί μού λέει χαμηλόφωνα ότι τόν δασκάλεψαν νά σηκω11εί με11αύριο στίς έκλογές καί νά μιλήσει. «Μέ ανάγκασαν νά κατηγορήσω τόν Πρόεδρό μας ότι δέν είναι αξιος κι ίκανός γιά τήν προεδρία. Πώς νά τό κάνω αύτό Δανιηλόπουλε έγώ πού συμπα11ώ κι έκτιμώ τόν Μπρούνο; Είναι μάλαμα αν11ρωπος. Τί νά κάνω; Βρίσκομαι σέ άπόγνωση». Τόν ρωτώ τί σκοπεύει νά πεί καί μού δείχνει ενα χαρτί. « Εδώ γράφει τί πρέπει νά πώ κατά γράμμα χωρίς νά αλλάξω μιά λέξη. Πώς 11ά μπορέσω νά πώ έγώ αύτές τίς κατηγορίες, πώς 11ά πάει ή γλώσσα μου;»
Πλησιάζω μετά τόν Βασιλέσκου καί τόν ρωτώ ίδιαιτέρως τί τόν η11ελε ό ΚομΙσ'άριος. «Μόλις ακούσω στή Συνέλευση με11αύριο τόν Κομισάριο νά λέει αν εχει κανένας νά ύποδείξει κάποιον αξιο καί ίκανό πρόεδρο, νά πάρω τόν λόγο καί νά πώ δτι ό σύντροφος Γκεοργκέσκου είναι ό πιό κατάλληλος, γιατί είναι έργατικός καί αξιος.» Γι' αύτό τόν η11ελαν. ' Η αποστολή του ήταν πιό έλαφριά καί δέν τού κόστιζε πολύ, μόνο πού δέν συμπα110ύσε κα11όλου τόν Γκεοργκέσκου. Δέν τόν έκτιμούσε καί τόν απέφευγε συστηματικά.
'Έφτασε ή Κυρ ιακή, αρχισε ή συνεδρίαση, μίλησε πρώτος ό Κομισάριος, κατηγορώντας τόν πρόεδρό μας, κι ϋστερα εδωσε τόν λόγο στόν Ποπέσκου. Σηκώ11ηκε τότε ό φουκαράς κι αρχισε μέ τρεμάμενη φωνή νά λέει κάτι μπερδεμένα, δλο ασυναρτησίες, όπότε ακούγεται ή φωνή τού Κομισά-
214
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ριου «εχει κανένας σύντροφος νά προτείνει κάποιον αξιο καί Ικανό γιά πρόεδρο;». Πετάγεται άμέσως ό Βασιλέσκου καί λέει δ,τι τόν είχαν δασκαλέψει νά πεί, κι ό Κομισάριος καλεί τόν Γκεοργκέσκου ν' άνέβει στό προεδρείο. Προχωρεί ό Γκεοργκέσκου μέ τό χέρι σηκωμένο σέ γραδιά, άρχίζει ό Κομισάριος νά χειροκροτεί τόν εκλεκτό τής Συνέλευσης. Τόν άκολουδούν οΙ ύπόλοιποι - δύελλα χειροκροτημάτων. Κι ετσι εγινε ή εκλογή, χωρίς ψηφοφορ ία καί δίχως πολλές διατυπώσεις.
Έγώ περίμενα άπό εβδομάδα σέ εβδομάδα νά βγούνε οΙ αδειες πού είχα ζητήσει γιά νά φύγουμε οΙκογενειακώς στήν . Ελλάδα. Είχα κάνει τήν αίτηση τό 1947 , πρίν γεννηδεί ή Ντέπη, καί τώρα περπατούσε πιά τό κοριτσάκι, μά τά χαρτιά άκόμα νά βγούνε.
Τότε οΙ αδειες δίνονταν μέ πολύ μεγάλη δυσκολία καί μέ μεγάλες δωροδοκίες, μά δσοι κατάφεραν νά φύγουν ητανε τυχεροί γιατί μπόρεσαν νά πάρουν δλα τά ύπάρχοντά τους μαζί, άκόμα καί τά επιπλά τους. 'Έτσι εφυγε κι ό φίλος μου ό Ήλίας ό Άράπης παίρνοντας δλο τό νοικοκυριό του στήν ' Ελλάδα. " Εχτισε μάλιστα πρίν φύγει κι ενα καμπαναριό στό πλάι τής ' Ελληνικής Έκκλησίας τής Κωνστάντζας. Τό είχε τάξει γιά τό παιδί του, μά ηδελε καί νά μείνει κάτι άπό τό πέρασμά του εκεΙ Βλέπεις κι ό Ήλίας ήταν διπλοπρόσφυγας, ξεριζωμένος άπό τή Σμύρνη αυτός. 'Έχτισε λοιπόν ενα μεγάλο κωδωνοστάσιο στή Μεταμόρφωση τού Σωτήρος, μάζεψε τά υπάρχοντά του κι εφυγε τό 1948. Μετά δμως ψηφίστηκε εν ας νόμος πού άπαγόρευε νά πάρεις τά πράγματά σου. Μέχρι έίκοσι κιλά επέτρεπαν στούς ξένους υπηκόους πού εγκατέλειπαν τή Ρουμανία, κι αυτό, γιατί άνακάλυψαν δτι πολύς κόσμος εκρυβε λίρες καί τιμαλφή μέσα στά επιπλα, στά παλτά, στά γουναρικά κι δπου άλλού μπορούσες νά φανταστείς. " Ολοι προσπαδούσαν νά σώσουν κάτι άπό τήν περιουσία τους καί σκαρφίζονταν τούς πιό πρωτότυπους τρόπους. 'Έτσι καί οΙ Καλπατσόγλου μόλις ελαβαν τήν αδεια καί τελειώσαν τίς ετοιμασίες γιά νά φυγουν, εβρασαν μιά κότα, τήν παραγέμισαν μέ χρυσαφικά, τήν εβαλαν σ' ενα καλαδάκι μέ διάφορα αλλα τρόφιμα καί πέρασαν ανετα τόν έλεγχο. "Ομως ή μεγάλη φροντίδα πού εδειχναν γιά τό καλάδι - πιό πολυ νοιάζονταν γι' αυτό παρά γιά τό παιδί τους καί μιά τό κρατούσε ό κύριος, μιά ή κυρία -εβαλε σέ υποψία κάποιον τελωνειακό.
ΟΙ Καλπατσόγλου άνέβαιναν πιά τή σκάλα τού βαποριού δταν δό{}ηκε ή διαταγή νά κατέβουν δλοι γιά νέο ελεγχο. 'Έτσι χάδηκαν, όχι μόνο τά κοσμήματα, μά καί ή αδεια πού τούς είχε δοδεί άνακλήδηκε καί δέν τούς αφησαν νά φύγουν. «ΟΙ κότες τών ξένων γεννάνε κοσμήματα» εγραψαν τήν επομένη οί εφημερίδες κι ό ελεγχος εγινε άκόμα αυστηρότερος. Συγ-
215
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κροτήδηκε τότε καί μιά εΙδική ύπηρεσία άπό γυναίκες, οί όποίες εκαναν αγρια σωματική ερευνα στίς γυναίκες πού επρόκειτο νά φύγουν άπό τή ΡΌυμανία.
Άργότερα επενέβησαν οί Μεγάλες Δυνάμεις καί ζήτησαν νά εκδίδονται όμαδικές αδειες, ωστε νά μπορέσουν δλοι οί ξένοι νά φύγουν. ' Η ' Ελληνική Κυβέρνηση μάλιστα εδωσε διαταγή σέ δλα τα φορτηγά πλοία πού ερχονταν στήν Ρουμανία γιά νά φορτώσουν εμπορεύματα, νά παίρνουν μαζί τους καί πρόσφυγες. 'Όλες οί πόλεις τής Ρουμανίας, δπου ύπήρχαν ελληνικές κοινότητες, αδειαζαν. Πήγαιναν δλοι στήν Κωνστάντζα. ': Εβλεπες λοιπόν χιλιάδες άνδρώπους νά περιμένουν στήν προβλήτα νά φανεί κανένα πλοίο γιά νά τούς πάρει.
Έμείς δέν βιαζόμασταν. 'Έβγαινε τό μεροκάματο κι ε'ίχαμε κάτι γιά νά ζήσουμε. Οϋτε κι άνησυχούσα Ιδιαίτερα γιά τό μέλλον μας στήν ' Ελλάδα γιατί είχα τρία εκατομμύρια δραχμές στήν Έδνική Τράπεζα κι είχα στείλει δυό φορές χρή ματα στή διάρκεια τών τελευταίων αύτών χρόνων. Παρόλα δσα είδα κι εζησα στή ζωή μου, πενήντα χρόνων περιπέτειες δέν μέ είχαν κάνει οϋτε πονηρό οϋτε καχύποπτο. Δυό άποστολές χρημάτων στήν ' Ελλάδα, ή μία μέ τόν Βουτσά, πέντε χιλιάδες ελβετικά φράγκα, καί ή αλλη μέ τόν Ν ικολακόπουλο, όκτώ χιλιάδες ελβετικά, χρυσοπληρωμένα μάλιστα, μάς είχαν εξασφαλίσει τήν κάδοδο. Θά μπορούσα εϋκολα νά βάλω μπροστά μιά δουλειά δίχως άγωνία γιά τό ψωμί τών παιδιών μου. Τό τί γίνανε τά λεφτά πού παρέλαβαν δίχως άποδείξεις οί δυό αύτοί κύριοι καί τί εγιναν οί καταδέσεις τής Έδνικής είναι μιά αλλη ίστορία πού δά τήν πούμε δταν φτάσει ή ωρα της, γιατί πρός τό παρόν ή Ρουμανία μάς εβγαλε νέες ίστορίες στή φόρα, κι εγώ παραλίγο νά χάσω τή δουλειά μου εκεί πού δλα εμοιαζαν νά πηγαίνουν ησυχα καί καλά.
Μετά άπό ενα πολιτικό σκάνδαλο μέ τήν ' Ελβετία γιά κάτι χρηματικές διαφορές, ό νέος νό μος πού ψηφίστηκε ελεγε δτι κανείς ξένος 11 κάτοικος Ρουμανίας μέ ξένη ύπηκοότητα δέν εχει τό δικαίωμα νά κατέχει ύπεύδυνη δέση σέ κρατική επιχείρηση. Μόλις δημοσιεύτηκε ό νόμος πήγα στόν πρόεδρο τής εργοστασιακής επιτροπής καί τού δήλωσα δτι σύμφωνα μέ τόν νόμο πρέπει νά παραιτηδώ. Αύτός εμεινε αναυδος. «Δέν είναι δυνατόν νά γίνει αύτό» μού λέει, «δά πάω νά βρώ τόν Κομισάριο νά δούμε τί δά κάνουμε.» Σέ δυό μέρες μού άνακοίνωσε δτι συγκαλέσαν συμβούλιο κι άποφασίσαν νά μέ παρουσιάσουν στά βιβλία τής Κοπερατίβας σάν δυρωρό ενώ δά εξακολουδώ νά βρίσκομαι στή δέση μου καί νά πληρώνομαι κανονικά. Έγώ φοβήδηκα νά δεχτώ κάτι τέτοιο. Τό εβρισκα παρακινδυ νευμένο. τ Ηρδε τότε ό Κομισάριος νά μέ διαβεβαιώσει δτι άναλαμβάνουν
216
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
οί 'ίδιοι δλη τήν εύδύνη καί νά μήν άνησυχώ. Συνέχισα νά εργάζομαι λοιπόν, μού έδιναν τώρα καί γάλα γιά τό σπίτι, μά ζούσα διαρκώς μέ τήν άγωνία δτι άργά ή γρήγορα δά έβρισκα ασκημα τό μπελά μου, δταν δά άνακάλυπταν πώς ήμουν " Ελληνας ύπήκοος.
Τό 'ίδιο εκείνο βράδυ πού μέ καταχώρησαν στά βιβλία σάν δυρωρό γύρισα πολύ σκεπτικός στό σπίτι. Κουβαλούσα γάλα, αύγά, βούτυρο καί κάτι γλυκίσματα, μά μέ κατάτρωγε ή παρανομία στήν όποία ήμουν συνεργός. " Αν γινόταν έλεγχος δά έμενα τελείως άκάλυπτος. Καιρός ήταν πιά νά τά μαζεύουμε τό συντομότερο δυνατόν.
Στό σπίτι μέ περ ίμεναν δλοι γελαστοί. ' Η ' Ελένη είχε στρώσει λινό τραπεζομάντηλο, είχε βάλει τό καλό σερβίτσιο καί μπαινόβγαινε στήν κουζίνα μ' ενα πολύ επίσημο ϋφος. Ρώτησα νά μάδω τί συμβαίνει μά κανείς δέν δέλησε νά μού εξηγήσει. Γέλια, άστεία, πειράγματα καί μισόλογα ωσπου κάτσαμε στό τραπέζι καί βγήκε ενας άσημένιος δίσκος στολισμένος μέ λεμόνια, μέ μιά κούπα πορσελάνινη στή μέση άκουμπισμένη πάνω σέ πάγο, γεμάτη μαύρο χαβιάρι.
Τί είχε συμβεί; Ψάχνοντας ό Άριστοκλής νά βρεί κανένα ξύλο γιά τή σόμπα στό ύπόγειο τού αδειου μαγαζιού μας, άνάμεσα σέ κάτι κοφίνια πού είχαν ξεμείνει καί σάπιζαν, βρήκε ενα τόσο δά βαρελάκι μαύρο χαβιάρι άπό τά παλιά μας άποδέματα, παραχωμένο καί ξεχασμένο. ' Ο κόσμος δέν είχε νά φάει κι εμείς χορταίναμε μέ χαβιάρι, βούτυρο, αύγά καί γλυκά. Δόξα τφ Θεφ νά λέμε πού διατηρούσαμε άκόμα τό κέφι μας.
Τό διασκεδάσαμε μέ τήν ψυχή μας εκείνο τό δείπνο, στείλαμε και σέ δλους τούς φίλους άπό μιά κούπα, καί σέ τρείς μέρες τρώγαμε πιά τά τελευταία ύπολείμματα, δταν έφτασε ή ωρα νά χωδούμε κάτω άπό τίς κουβέρτες γιά νά άκούσουμε τά νέα άπό τό B.B .C. τ Ηταν ό μόνος τρόπος νά μαδαίνουμε τί συνέβαινε στόν κόσμο' δέν ε'ίχαμε άπό πουδενά είδήσεις. Τό Λονδίνο έλεγε συνέχεια γιά τα Βαλκάνια, έκανε προπαγάνδα μέ τίς σχετικές κρίσεις κι επικρίσεις, γι αύτό ή άκρόασή του είχε άπαγορευτεί. Παίρναμε λοιπόν τό ραδιόφωνο καί κουκουλωνόμαστε μέ τίς κουβέρτες γιά νά μή μάς άντιληφδεί κανείς. Μά εκείνο τό βράδυ ε'ίχαμε τό τελευταίο δείπνο μέ χαβιάρι, κανείς δέν ήδελε νά παραιτηδεί άπό τήν σπάνια αύτή άπόλαυση. Κανείς, εκτός άπό τήν ' Ελένη πού πήρε τό ραδιόφωνο καί μπήκε κάτω άπό τά στρωσίδια.
Πέρασε κάμποση ωρα, μαζέψαμε τό τραπέζι, ε'ίμαστε ετοιμοι πιά νά πάμε γιά ϋπνο, μά ή Έλένη ήταν αφαντη. 'Όταν είδα τίς κουβέρτες νά κουνιούνται, χα μογέλασα, γιατί σκέφτηκα πώς τήν πήρε ό ϋπνος εκεί στά ζεστά. Σήκωσα μιά ακρη, αδειο τό κρεβάτι. Τραβώ τίς κουβέρτες καί τή βλέπω ενα κουβαράκι, νά 'χει άγκαλιάσει τό ραδιόφωνο καί νά κλαίει
21 7
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
βουβά, άσταμάτητα. Πήγαινε κι ερχόταν τό κουβαράκι, έτρεμε. Μέσα στ' άναφιλητά της, προσπαδούσε κάτι νά μού πεί μά ήταν άδύνατον νά αρδρώσει λέξη. Τά χρειάστηκα. Νόμιζα δτι πονούσε κάπου, έτσι διπλωμένη πού ήταν, ϋστερα δμως κατάλαβα δτι κάτι άλλο τής είχε συμβεί. Τήν ένιωσα ξαφνικά μονάχη, σ' εν αν τόπο ξένο, μέ πολλά βάσανα, μεγάλες δυσκολίες. Αυτή , ενα κορίτσι που έφυγε από τό σπίτι του ε'ίκοσι χρόνων καί δέν ξαναγύρισε ποτέ. Δέν είχε καμιά επικοινωνία μέ τους δικους της, δέν ηξερε τίποτα εδώ καί χρόνια. Αυτό δά ήταν. Τήν έφαγε ή μοναξιά καί τό παράπονο.
"Αρχισα νά τής μιλώ γιά νά τήν συνεφέρω. Τή διαβεβαίωσα δτι σύντομα δά έχουμε τίς άδειες, δά φύγουμε γιά τήν ' Ελλάδα, δά καλέσουμε καί τους γονείς της νά 'ρδούνε νά μέίνουμε πιά ολοι μαζί. «Γιάνκο» μού είπε, οταν μπόρεσε νά μιλήσει, «πέδανε ό πατέρας μου, τό είπε τό Λονδίνο : Στή Βάρνα τής Βουλγαρίας απεβίωσε ό βιομήχανος 'Ιωάννης Τσουκάτος σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως».
Μέ κοίταζε μέ τά μεγάλα μάτια της μέχρι πού χαμήλωσα τό κεφάλι κι ϋστερα είπε ξανά, ψιδυριστά: «Πάρε μας Γιάνκο από δώ' νά πάρουμε τά παιδιά νά φύγουμε, νά φυγουμε».
Οί μόνοι πού Ι!μειναν νά φροντίζουν τόν τάφο τού 'Ιωάννη καί τήι; Λέσποιναι; ΤσΟΌκάτου.
Ή νταντά Εύσεβεία, άπό τήν Άρετσού, κι ό αντραι; τηι; Γιάνεφ, Βαρναίοι; «γκαγκαούζηι;ιι.
Βάρνα 1970 (φωτ. Γ.Λ.)
218
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μέρος Ι/Εκ το
«Μά τί γυρεύουv οί ψυχές μας ταξιδεύοvτας
πάvω σέ καταστρώματα κατελυμέvωv KapaPltiJV στριμωγμέvες μέ γυvαίκες κίτριvες καί μωρά πού κλαίvε . . . »
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"Ασπρο φιόγκο στά μαλλιά φορούσε τό έφτάχρονο Χριστινάκι, μωρό τό Δεσποινάκι, δέν είχε κλείσει οϋτε τά δυό του χρόνια, δταν βρέδηκαν οί Δανιηλόπουλοι στριμωγμένοι στό κατάστρωμα τού έλληνικού φορτηγού πού μετέφερε, μαζί μέ τή ρουμανική ξυλεία, τούς έκατόν έξήντα πρόσφυγες πού εφευγαν γιά τήν ' Ελλάδα.
Ήταν 'Οκτώβριος τού 1950. Μόλις εφτασε ή αδεια έξόδου, αρχισε τό ξεπούλημα καί τά δώρα σέ συγγενείς καί φίλους. Δυό μπαούλα είχαν δικαίωμα νά πάρουν μαζί, τέσσερεις αν{)ρωποι ήταν, καί τί νά πρωτοχωρέσει έκεί μέσα; Τά δυό μπαούλα εγιναν τρία, γιατί ό Δανιηλόπουλος πήρε μιά βεβαίωση άπό τό έργοστάσιο δτι ήταν έργάτης έκεί. Είχε δηλώσει πώς εφευγε γιά δεραπεία καί οί έργαζόμενοι μπορούσαν νά πάρουν περισσότερα πράγματα μαζί τους. Μά τί νά πάρεις καί τί νά άφήσεις. Τέλος, μιά βδομάδα άργότερα έγκατέλειψαν τό Βουκουρέστι, πήγαν στήν Κωνστάντζα καί περίμεναν στό λιμάνι νά φανεί κάποιο έλληνικο πλοίο.
Χιώτικο ήταν τό φορτηγό. Πεντακόσια βαγόνια ξυλεία φόρτωσε μέ προορισμό τήν Αύστραλία, γέμισαν τά άμπάρια, γέμισε τό κατάστρωμα, σπιδαμή δέν εμεινε, μά οί αν{)ρωποι ηδελαν νά φύγουν. Κι εφυγαν.
Οί αδλιες συνδήκες τού ταξιδιού δέν ενοιαζαν κανέναν. Σέ δυό μέρες δά εφταναν στή Χίο, ύποχρεωτικό σταδμό δλων τών χιώτικων καραβιών, γιά νά δούνε τά πληρώματα τούς δικούς τους καί νά συμπληρώσουν η νά άφήσουν ναύτες τά ποντοπόρα βαπόρια. ' Εκεί δά ξεμπαρκάρανε καί οί πρόσφυγες γιά νά μεταφερδούνε, μέ πλοίο τής γραμμής πιά, στό Λαύριο.
«Τό βίντσι, πού ξεφόρτωνε τά σεντούκια μας, εριξε άπό ψηλά τό μπαούλο στή μαούνα πού φόρτωνε τίς άποσκευές. Κόπηκε τό σκοινί, εσπασε τό καπάκι, χύδηκαν τά πράγματα κι ετρεξα νά τά μαζέψω. Μά δέν είχα λεφτά οϋτε μπαούλο νά άγοράσω οϋτε σκοινί νά πάρω. Είδε τό Χριστινάκι τά μανταρίνια πού πουλούσαν στό λιμάνι. Μού ζήτησε νά τής πάρω μερικά. 'Ήμουν τελείως άπένταρος. Τί νά πώ στό παιδί.»
Ξαφνικά, μέσα στό συνωστισμό τού λιμανιού, ό πράκτορας τού πλοίου άναγνώρισε τόν Δανιηλόπουλο. τ Η ταν ό Σιδερής Μαυριδόγλου, ό άντιπρόσωπος καί φίλος τών Danielopol. 'Έτσι ή τετραμελής οΙκογένεια φιλοξενή-
221
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
δηκε στό χιώτικο σπίτι. Οί αλλοι εγκαταστάδηκαν δπως-δπως σέ διάφορα σχολικά κτίρια μέ τή φροντίδα τού Συνδέσμου ' Ελλήνων Ρουμανίας πού είχε όργανώσει καί τό προσφυγικό συσσίτιο.
Θά ήταν σίγουρα μιά άνάσα γιά τήν οΙκογένεια ή ζεστή χιώτικη φιλοξενία. Θά ήταν σίγουρα μιά ανάσα, αν δέν είχαν συμβεί δυό περιστατικά πού κατατρόμαξαν τούς νεοφερμένους.
' Ο Μαυριδόγλου έδωσε στόν Γιάνκο μερικά χρήματα γιά νά καλύψει τά έξοδα τών πρώτων ήμερών. ' Ο Γιάνκος τά μέτρησε. 'Ήτανε τρία εκατομμύρια. «Τί νά τά κάνω τόσα λεφτά;» διαμαρτυρήδηκε στό φίλο του. «' Αν δέν σού φτάσουν, πές μου νά σού δώσω κι αλλα», απάντησε ό Μαυριδόγλου, κι ό Γιάνκος έμεινε νά τόν κοιτάζει. 'Έτσι πληροφορήδηκε τόν πληδωρισμό κι αλλα πολλά πού, μέ πολύ ύπομονή καί κατανόηση, κάδισε νά τού εξηγήσει ό χιώτης ναυτικός πράκτορας.
' Ο πρόσφυγας δέν καταλάβαινε. Κι δταν αρχισε νά καταλαβαίνει, δέν ηδελε νά πιστέψει τόν πρώην συνεργάτη του. «Πρόσεξε καλά Γιάνκο. Μήν ασχοληδείς μέ εμπορικές δουλειές, γιατί δά βρεδείς μπλεγμένος. ουτε ή πείρα, ου τε ή εύδύτητα, ουτε ή εντιμότητά σου δά σέ σώσουν. Έμείς έδώ ουτε λόγο κρατάμε, ουτε νόμους σεβόμαστε, ουτε δεό φοβόμαστε. Δέν μπορείτε εσείς νά δουλέψετε δπως δουλεύατε στό εξωτερικό. Πρόσεξε. Οί καιροί έχουν αλλάξει».
Αύτά έλεγε i) Μαυριδόγλου καί, κρύβοντας τήν ανησυχία του, προσπαδούσε νά μάδει αν ό Δανιηλόπουλος είχε μεγάλες καταδέσεις στήν ' Ελλάδα κι αν είχε τουλάχιστον φροντίσει νά στείλει πουδενά αλλού λεφτά.
Στά πενήντα ενα του χρόνια, πρόσφυγας γιά εβδομη φορά, ό δεληματικός δρακιώτης έμπορος δέν μπορούσε νά συμμεριστεί τίς ανησυχίες τού φίλου του. Είχε χάσει, παιδί ακόμα, τήν πατρίδα του καί τήν περιουσία του. Είχε αλλάξει δυό ύπηκοότητες καί δεκατρία επαγγέλματα. Είχε ζήσει τή δύελλα τής ρωσικής Έπανάστασης, είχε επιζήσει δύο αύτοκρατοριών πού κατέρρευσαν, δύο παγκοσμίων πολέμων κι ενός κομμουνιστικού καδεστώτος. Οί δυσκολίες δέν τόν τρόμαζαν. Δέν τόν τρόμαξαν ποτέ. Είχε εμπιστοσύνη στά χέρια του, στό μυαλό του, στήν πείρα του. Μόνο γιά τά παιδιά καί τή γυναίκα του ανησυχούσε, γι αύτό καί δέν είπε τίποτα στήν ' Ελένη.
' Η ' Ελένη δμως είχε λάβει τό σχετικό μήνυμα. Κάποιος καλοδελητής έσπευσε νά τής εξηγήσει πώς ήρδε ή ωρα νά ξεχάσει τίς γούνες καί τά λούσα. «Προσφυγιά σέ περιμένει εδώ κυρία ' Ελενίτσα μου. Προσφυγιά, κατάλαβες; Νά βγάλεις τό καπελάκι, τό βέλο καί τά μαργαριτάρια πού φοράς», ήταν ή πικρόχολη συμβουλή. ' Η γυναίκα τρόμαξε. Δέν είχε καμιά
222
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πρόδεση νά ενοχλήσει κανέναν καί καμιά δυνατότητα νά καταλάβει τί σήμαινε αύτή ή προειδοποίηση. Μά δέν είπε τίποτα στόν αντρα της. " Αλλωστε δυό μέρες άργότερα αρχισε νά καταλαβαίνει.
' Η μεταπολεμική ' Ελλάδα ύποδέχτηκε στό Λαύριο τούς ρουμανοπρόσφυγες. ' Ο καταυλισμός είχε μόλις ετοιμαστεί. Μιά σκηνή μέ τρία στρατιωτικά ράντζα περίμενε τήν τετραμελή οΙκογένεια. Τό φρεσκοσκαμμένο χώμα ήταν γεμάτο ζωύφια. Μέ τίς πρώτες φδινοπωρινές μπόρες ό τόπος μετατράπηκε σέ βάλτο. ' Ο καταυλισμός ήταν στρατόπεδο. Χώροι ύγιεινής δέν ύπήρχαν. Χιλιάδες ανδρωποι, αγνωστοι μεταξύ άγνώστων, ζούσαν στίς τέντες. Βρώμα, σκουπίδια, λασπουριά, φτώχεια, συσσίτιο, κρύο καί ελλειψη όποιασδήποτε άσφάλειας γιά τά ύπάρχοντα πού είχε κουβαλήσει ό καδένας. Τά σεντούκια μπήκαν άνάμεσα στά ράντζα κι ήταν άδύνατον νά σταδείς μέσα στή σκηνή παρά μόνον καδιστός η ξαπλωμένος. Οί αντρες δέν είχαν όδεια εργασίας ούτε καί μπορούσαν νά εγκαταλείψουν τούς δικούς τους στό στρατόπεδο. Μόνο καμιά χειρωνακτική δουλειά στό λιμάνι μπορούσαν νά κάνουν, κι αν τήν εβρισκαν, η νά συμπληρώσουνε λίγες ώρες στή βάρδια ενός εργοστασίου πιάτων πού ήταν κοντά.
'Από τή μυρωδιά όδηγήδηκε κάποια μέρα ό Δανιηλόπουλος σ' εν αν περιφραγμένο χώρο στήν ακρη τού λιμανιού. Έκεί μαντρώναν τίς όλλανδέζικες άγελάδες ωσπου νά τελειώσουν οί διαδικασίες τού εκτελωνισμού τους. Τά ζώα δέλαν αρμεγμα, κι ετσι κερδήδηκαν τά πρώτα ελληνικά χρήματα άπό τό αρμεγμα τών άγελάδων. «Είχα παρακολουδήσει τούς ρώσους αΙχμαλώτους στό Πλοπένι, στό κτήμα τού Νικολάκη, κι ηξερα πώς γίνεται αύτή ή δουλειά».
, Ο κόσμος στίς σκηνές εκανε κουράγιο, γιατί τό κράτος τούς εφτιαχνε σπίτια καί πολύ σύντομα ολοι δά ε'ίχανε μιά σκεπή πάνω άπό τό κεφάλι τους. Πήγαιναν καί παρακολουδούσαν άπό μακρυά τό χτίσιμο. Τ Ηταν ή μόνη παρηγοριά τους κι ή μοναδική τους διασκέδαση. Δυό μικρά δωμάτια, μιά κουζινίτσα, ενα ύποτυπώδες λουτρό, ενας διάδρομος. 'Όλα 'ίδια, κοντά-κοντά, ολα σέ σειρές, σάν στρατώνας. Δίχως δέρμανση, δίχως κεντρική παροχή νερού, μά κανείς δέν είχε μεγάλες άπαιτήσεις.
Μόλις εβαλε ό Γιάνκος τήν οΙκογένεια στό σπίτι, άρχές τού ' 5 1 , εφυγε γιά τήν ' Αδήνα νά βρεί δουλειά. Είχε φίλους, συγγενείς καί συνεργάτες πού μπορούσαν νά βοηδήσουν. Μόνον πού ήταν άδύνατο νά άνεβοκατεβαίνει στό Λαύριο, γιατί οί συγκοινωνίες ήταν σχεδόν άνύπαρκτες καί τά ναύλα ήταν μεγάλο εξοδο.
Στό Λαύριο άνέλαβε ή ' Ελένη . 'Έπρεπε νά φροντίζει κάδε μέρα γιά τό
223
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
νερό τού σπιτιού κάνοντας ούρά στή βρύση, γιά τό φαγητό τής οίκογένειας κάνοντας ούρά στή διανομή τού συσσιτίου, επρεπε νά πηγαίνει τή Χριστίνα στό σχολείο καί νά παρακολου{]εί τό Δεσποινάκι. Δυσκολίες, παιδικές άρρώστιες καί κρύο. Πολύ κρύο. Πρώτη φορά εμενε μόνη της ή . Ελένη κι άποφάσισε νά άντιδράσει στή μιζέρια μέ δλες τίς δυνάμεις της.
"Οταν γύρισε ό Γιάνκος βρήκε ενα νοικοκυριό άπίστευτο. Μέ ψευτοπράγματα ή . Ελένη είχε ξαναστήσει τό σπίτι. Μιά {]ειά της είχε φέρει μιά καρέκλα. Κάτι φίλοι μιά σόμπα. "Αλλος ενα κομοδίνο. Τά ρούχα τών παιδιών ελαμπαν καί οί πελώριοι φιόγκοι πού στόλιζαν τά παιδικά κεφάλια ήταν ρόζ φρέσκοι-φρέσκοι, ασπροι κολλαριστοί καί πλούσιοι. Μεταποιημένα παλτουδάκια, ραμένα μέ γούστο καί κέφι, ενα όμορφο φτερό στό τσόχινο καπέλο τής μικρής, πού ψήλωνε συνέχεια, καί κοντά σ' αύτά, μιά μικρή οίκοτεχνία όργανωμένη άπό τήν . Ελένη πού σκέφτηκε νά κατασκευάζει ψεύτικα λουλούδια γιά μπουτονιέρες, ήταν πολύ τής μόδας τότε, κι είχε βρεί τρόπο νά τά διοχετεύει σέ μαγαζιά καί φίλους.
Τά νέα πού εφερνε ό Γιάνκος άπό τήν 'Α{]ήνα ήταν τραγικά. Οί κατα{]έσεις στήν Έ{]νική είχαν «σβωλιστεί» μέ τό νόμο 18/ 1944 τού Σβώλου κι είχαν εξανεμιστεί μέ τόν πλη{]ωρισμό. Τά πέντε χιλιάδες έλβετικά φράγκα, πού είχε χρυσοπληρώσει τότε στούς δυό χρηματιστές, δέν εφτασαν ποτέ στήν . Ελβετία. 'Αργότερα οί δυό λα{]ρέμποροι ίσχυρίστηκαν στό δικαστήριο δτι τά οίκιοποιή{]ηκε ό έλβετός πρόξενος καί προφασίστηκαν τό γνω-
224
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
στό σκάνδαλο μεταξύ Ρουμανίας καί ' Ελβετίας. Τήν 'ίδια τύχη είχαν καί οί τρείς χιλιάδες λίρες. 'Από διαφορετικό κανάλι ,εφυγαν άλλά στό δρόμο πέταξαν. Στό μεταξύ τό έλληνικό κράτος είχε δημεύσει τήν περιουσία τού ύποκαταστήματος τής βερολινέζικης άσφαλιστικής έταιρείας, στήν οποία ήταν άσφαλισμένος ο Δανιηλόπουλος, καί ή Ρουμανία είχε κρατικοποιήσει τό έκεί ύποκατάστημα. Δέν ύπήρχε δραχμή.
' Η έταιρεία τών άδελφών 'Αράπη, πού τού είχαν προσφέρει δουλειά, δέν μπόρεσε νά έκτελέσει μιά μεγάλη παραγγελία, εχασε τήν έγγύηση πού είχε καταδέσει καί βρέδηκε ξαφνικά μέ ενα τεράστιο χρέος. Δέν ύπήρχε δουλειά.
Κάποιος καλός κύριος, ο ίδιοκτήτης τού σπιτιού τών συγγενών πού φιλοξενούσαν τόν Γιάνκο στά Πατήσια, προσπάδησε νά τόν άνακατέψει σέ μιά βρωμοδουλειά. 'Όταν άντιλήφδηκε δτι δέν είναι άφελής, άποπειράδηκε νά έξαγοράσει τήν ύπογραφή του. Χρειαζόταν μιά βεβαίωση δτι ο Δανιηλόπουλος πλήρωνε τάχα ένοίκιο γιά νά μένει στούς συγγενείς του. Μόνον ετσι μπορούσε νά τούς πάει δικαστικά, γιατί τό σπίτι ήταν μέ ένοικιοστάσιο κι άλλος τρόπος νά τούς διώξει δέν ύπήρχε. ' Ο Γιάνκος άγριεύτηκε. Οί άνδρωποι τού παρείχαν φιλοξενία καί τόν περιποιήδηκαν πάνω άπό δυό μήνες. ' Αρκετά τούς είχε έκδέσει. 'Έπρεπε νά φύγει. Χάδηκε λοιπόν τό στέκι στήν ' Αδήνα καί δέν είχε πού άλλού νά μείνει γιά νά τρέξει νά βρεί καμιά δουλειά καί νά παρακολουδεί άπό κοντά τίς ύποδέσεις του.
Στό Λαύριο χιλιάδες πρόσφυγες, Βούλγαροι, ' Αλβανοί καί Ρουμάνοι, σύχναζαν στό Κέντρο ' Αλλοδαπών γιά νά μάδουν τά στοιχειώδη άγγλικά πού άπαιτούσαν άπό τούς μετανάστες οί νέες άγορές έργασίας. Μ ιά παρέα άπό τή Ρουμανία άποφάσισε νά καταδέσει τά χαρτιά της γιά τή Νέα Ζηλανδία. ' Η έπιτροπή δεχόταν αίτήσεις μόνο γιά έργάτες. ' Ο Δανιηλόπουλος δήλωσε τυροκόμος καί φωτογράφος. Δέν ήταν άπλός έρασιτέχνης, ήταν παδιασμένος μέ τή φωτογραφία καί τόν σκοτεινό δάλαμο. Πέρασε τίς έξετάσεις γιά τυροκόμος στόν Βοτανικό μέ άριστα καί ή α'ίτησή του εγινε δεκτή. ' Η γυναίκα του επρεπε νά ύπογράψει δτι δά δεχόταν οποιαδήποτε δουλειά τής εδιναν, άλλά ή ' Ελένη άρνήδηκε νά ύπογράψει. Δήλωσε δτι κατέχει πέντε γλώσσες άπταίστως κι δτι δά μπορούσε νά δεχτεί κάποια άνάλογη έργασία . . Η έπιτροπή άπέρριψε τήν α'ίτηση .
. Ο Δανιηλόπουλος άρχισε τίς διαδρομές Λαύριο- 'Αδήνα. " Εκανε έπαφές, όργανώδηκε, εβαλε μπρός μέ τά άδέλφια του τήν έπανασύσταση τού έμπορικού ύποκαταστήματος, πού κρατούσε προπολεμικά ό Παναγιώτης στόν Πειραιά, καί ξεκίνησε μέ τόν Άριστοκλή τήν ήμιχονδρική πώληση,
225
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πέφτοντας στά χέρια τών άδυσώπητων χονδρεμπόρων. Λαδάδες καί είσαγωγείς, μαυραγορίτες κι άνυπόληπτοι παζαρίτες, ανδρωποι δίχως φιλότιμο καί μπέσα πού εκαναν δουλειές τού ποδαριού, νέα άστέρια πού ελαμπαν σέ μιά κοινωνία διαλυμένη άπό τόν πόλεμο, τήν κατοχή, τόν εμφύλιο . . Ο μεταπρατισμός στό φόρτε του. Οί μεγαλοαπατεώνες, οί καρχαρ ίες καί οί ποντικοί τής πιάτσας στίς δόξες τους .
. Ο Δανιηλόπουλος δέν μπόρεσε, η δέν δέλησε, νά προσαρμοστεί στούς νέους κώδικες. Πρώτη φορά στή ζωή του εκανε πίσω, κι εγκαταλείποντας γιά πάντα το εμπόριο, πού άσκούσε άπό τό 1 9 1 4, στράφηκε στό μόνο πράγμα πού μπορούσε νά τού εξασφαλίσει μιά «γλυκειά καί εντιμη» φτωχική ζωή.
«Σκεφτόμουν συνέχεια πώς τό μόνο πού επιδυμούν οί Κινέζοι είναι νά άποσυρδούν σ' ενα ησυχο μέρος καί νά καλλιεργούν τή γή. Κάτι επρεπε καί γώ νά βρώ. 'Ήμουν άπελπισμένος. Μιά Κυριακή πού διηγόμουν τά εμπορικά μου παδή ματα στόν Χαρίλαο τόν ΟΙκονόμου καί τού ελεγα τό όνειρό μου, γυρνάει ό Χαρίλαος καί μού λέει: -Γιάνκο, αν μιλάς σοβαρά, εχω ενα κτήμα στό Κορωπί, δέκα στρέμματα, πού χρειάζεται φροντίδα. 'Έχει δυό άγελάδες, μερικές κότες κι άρκετή εκταση γιά νά καλλιεργήσεις καί νά μάς άποδώσει. " Ως τώρα πληρώνω εξοδα καί ζημιές. "Αν τό άναλάβεις, δέν δά ζημιώνω τουλάχιστον.
'Έτσι άπλά ύπέγραψα τήν πιό σπουδαία συναλλαγματική τής ζωής μου, μέ λήξη μακρ ινή».
226
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Μιά λα'ίκή παράδοση λέει δτι κάποτε ό 'Άγιος Νικόλαος άποφάσισε νά εγκαταλείψει τή tlάλασσα καί νά περάσει τό ύπόλοιπο τής ζωής του σέ τόπο μεσόγειο, εκεί πού οί ανtlρωποι δέν γνώριζαν τί είναι τό κουπί. Ξεκίνησε ό 'Άγιος μέ ενα κουπί στό χέρι καί, προχωρώντας, δλο ρωτούσε νά τού πού ν τί κρατούσε, 'Έστησε τή σκήτη του στόν πρώτο τόπο πού συνάντησε άνtlρώπους πού τού είπαν πώς τό κουπί του ήταν «ξύλο», Τά 'ίδια λένε καί γιά τόν προφήτη ' Ηλία, " Ετσι βρέtlηκε κι αύτός στά κορφοβούνια,
, Η καταγωγή τού μύtlου ξεκινάει άπό τόν «εξιλασμό» τού 'Οδυσσέα. ' Ο μάντης Τειρεσίας συμβούλευσε τόν ηρωα, άφού εκδικηtlεί τούς μνηστή ρες νά πάρει ενα κουπί καί νά πορευτεί στήν ενδοχώρα. Κι δπου βρεί όδοιπόρο πού tlά τού πεί πώς τό κουπί είναι «φτυάρι», νά χώσει τό κουπί στή γή, νά tlυσιάσει στόν Ποσειδώνα καί να συμφιλιωtlεί μαζί του.
Στά Μεσόγεια ρ ίζeι:ισε, λοιπόν ό πολυμήχανος μαυροtlαλασσίτης μέ τήν οίκογένειά του. Σέ ενα ύποστατικό στό Κορωπί. Κι έκανε φτυάρι τό κουπί, δανείστηκε γεωπονικά βιβλία, διάβασε, δούλεψε, έμαtlε γιά τίς πατάτες, τίς άγελάδες, τά όρνίtlια. Ζήτησε δάνειο άπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο , Εκκλησιών γιά νά άγοράσει δυό δικές του άγελάδες, έπεισε τόν ζωέμπορο νά τού πουλήσει τέσσερεις, δύο πληρωμένες μετρητοίς μέ τό δάνειο καί δύο πού tlά εξωφλούσε μέ μακροπρόtlεσμα γραμμάτια, καί μέ τίς αλλες δυό άγελάδες τού Οίκονόμου έφτιαξε ενα μικρό βουστάσιο μέ εξι άγελάδες.
"Οταν γέννησαν οί άγελάδες, έχτισε δίπλα στίς ταγίστρες εν αν πρόχειρο στάβλο γιά τά tlηλυκά πού κράτησε γιά άναπαραγωγή. 'Έφτιαξε ενα μητρώο γιά τό κάtlε ζωντανό κι έβαλε μιά πρωτοφανή τάξη στό στάβλο. Κι έτσι, δταν ήρtlαν τά μέλη τής επιτροπής άποκαταστάσεως προσφύγων τού Ο.Η.Ε., τόν βρήκαν τόσο καλά άποκατεστημένο στό Κορωπί, ωστε άποφάσισαν δτι δέν είχε άνάγκη κατοικίας. Πείστηκαν δμως γιά τήν παροχή ενός μικρού δανείου μέ το όποίο tlά άγόραζε ό Δανιηλόπουλος δυό όλλανδέζικες άγελάδες. Κι εκείνος έπεισε πάλι τόν ζωέμπορο νά τού πουλήσει τέσσερεις. Δυό τοίς μετρητοίς, δυό μέ μακροπρόtlεσμα γραμμάτια.
Στό Κορωπί, τότε, δέν ύπήρχε οϋτε κτηνίατρος οϋτε γεωπόνος. Τό μεγαλοχώρι τών Μεσογείων, 24 χιλιόμετρα άπό τήν Ά{}ήνα, ζούσε άκόμη στόν περασμένο αίώνα. Τό κάtlε σπιτικό είχε τή σούστα μέ τό γα'ίδουράκι στή μεγάλη αύλή μέ τήν «πορτάρα» κι δλη ή οίκογένεια περνούσε τήν ήμέρα της στό «χαγιάτι», ενα μεγάλο ίσόγειο ύπόστεγο, δίπλα στά συνεχόμενα δωμάτια τού σπιτιού, κοντά στό φούρνο καί στό πατητήρι. Οί αντρες έβγαιναν μέ τίς γυναίκες τους στήν πλατεία μιά φορά τό χρόνο, τής Άναλήψεως, πού γιόρταζε τό χωριό.
227
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Οί Κορωπιώτες πήγαν πολλές φορές νά ζητήσουν τή συμβουλή τού «Ρουμάνου» γιά διάφορα προβλήματα. Τόν νόμιζαν γεωπόνο ij κτηνίατρο κι αυτός, που είχε μά'δει στό μεταξύ μερικά πράγματα, προσπα'δούσε νά βοη'δήσει μέ κά'δε τρόπο, δπως αλλωστε τόν βοη'δούσε κι ό γείτονάς του ό Χριστοδούλου. Κάποτε μάλιστα, πού άρρώστησε μιά άγελάδα, ό Χρ ιστοδούλου τού έφερε εναν δικό του φίλο κτηνίατρο. τ Ηταν ό Ζαχαριάδης, ρουμανοπρόσφυγας κι αυτός, άπό τή Μικρασία στή Ρουμανία καί τώρα στήν . Ελλάδα. Θυ μόταν τόν Γιάνκο άπό τήν ποδοσφαιρική όμάδα τής Κωνστάντζας, ηξερε τό μέγαρο Danielopol, μά'δαινε γιά τήν ανοδο τής έπιχείρησης καί βρήκε τόν Γιάνκο μέ τήν ' Ελένη στό στάβλο, τά παιδιά νά διαβάζουν στήν αυλή μέ τίς κότες.
Οί Δανιηλόπουλο ι δμως δέν τό βάλαν κάτω. Τό πρώτο αρμεγμα αρχιζε στίς τέσσερεις τό πρωί καί τό τελευταίο τέλειωνε στίς έννιά τό βράδυ. Κι δλη μέρα, κα'δάρισμα κι άπολύμανση τών στάβλων, συσσίτιο γιά τούς έργάτες πού σπέρναν πατάτες καί μαρούλια, τά'ίσμα οί κότες. Καί τήν Κυριακή, μαζί μέ δλα αύτά, ή ύποδοχή τών καλών παλιών φίλων πού πήγαιναν στό Κορωπί έπίσκεψη καί περνούσαν δλη τήν ήμέρα στό Δανιηλοπουλέ'ίκο ύποστατικό. Αυτή ή κυριακάτικη συντροφιά καί τά παιδικά πάρτυ πού όργάνωνε ή . Ελένη ήταν οί μοναδικές διασκεδάσεις τής οΙκογένειας γιά χρόνια.
228
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
, Ο τελευταίος σταθμός
'Έσπερνα εξι στρέμματα πατάτες πού τίς πουλούσα στόν Στάμο Γκίκα. τ Ηταν τίμιος ανδρωπος. Μπεσαλής καί καλοπληρωτής. Μόλις εβγαζα τίς πατάτες, λίπαινα τό χωράφι μέ τήν κοπριά τού στάβλου καί τό καλλιεργούσα ξανά. Λάχανα, κουνουπίδια, μαρούλια. Μιά χρονιά εσπειρα μόνο μαρούλια, 1 5 .000 κο μμάτια. Τά περιποιήδηκα πολύ κι εγιναν μιά χαρά. τ ΗρfJε ενας, Κουτρουλές όνόματι, είχε ενα μεγάλο φορτηγό κι άγόραζε χονδρικά. Συμφωνούμε τήν τιμή, ερχεται τήν πρώτη μέρα, βγάζει τά καλύτερα μαρούλια, τά φορτώνει καί φεύγει. 'Έρχεται τήν επομένη, μού λέει πώς στή Λαχαναγορά ό εμπορος δέν είχε λεφτά μά fJά τά πληρώσει δλα μαζί σέ δυό μέρες, διαλέγει πάλι τά καλύτερα κομμάτια καί φεύγει. Τή μεfJεπομένη τά 'ίδια. Τέταρτη μέρα δέν ξαναφάνηκε. Είχε άφήσει μόνο τά σκάρτα μαρούλια, τά εδωσα στίς άγελάδες. Καιρό είχα νά {]υμηfJώ τίς συμβουλές τού Μαυριδόγλου κα ί τώρα ήταν πάλι πολύ άργά . . Η παραγωγή είχε κάνει φτερά. "Αφαντος κι ό Κουτρουλές. Τόν βρήκε κάποτε στό δρόμο ό Γιώργης ό Πρόφης, προσπάδησε νά τόν φέρει στό φιλότιμο, αδικα δμως.
Τόν αλλο χρόνο φύτεψα 20.000 μαρούλια κι όρκίστηκα νά είμαι πολύ επιφυλακτικός μέ τούς άγοραστές. Μιά νύχτα, πρίν τά μαζέψουμε, ξέσπασε αγρια Wελλα. Τόσο χοντρό επεφτε τό χαλάζι πού φοβήfJηκα μήν ύποχωρήσει ή στέγη τού στάβλου. Τά ξημερώματα βρήκα στό περιβόλι χιλιάδες καρδιές μαρουλιών . . Ο ανεμος καί τό χαλάζι δέν αφησαν ούτε ενα φύλλο όρfJιο. Δ ίπλα μας, σέ πενήντα μέτρα άπόσταση, τά μαρούλια τού Βασιλείου δέν είχαν πάfJει τίποτα . . Η Wελλα σάρωσε μόνο τή δική μου παραγωγή.
'Έτσι εφευγαν άπό δώ κι άπό κεί τά χρήματα κι ετρεχα δλη μέρα γιά νά προλάβω. 'Έτρεχα παντού μέ τόν «Τζώνψ, τό περίφημο ποδήλατο πού είχε σκανδαλίσει δλο τό Κορωπί, γιατί μ' αύτό κυκλοφορούσαν καί τά κορίτσια, «τά άγοροκόριτσα» καfJ{iις τά είχαν βαφτίσει στό χωριό. Μέχρι κι ό καfJηγητής , Αδάμ μού εκανε παρατήρηση γι αύτόν τόν «φιλελευfJερισμό» μου. Τού εξήγησα δτι καΜμαστε μακριά άπό τό Γυμνάσιο καί ή Κρίστη δέν εχει αλλο τρόπο νά πηγαίνει. Δέν τόν επεισα άλλά σέ λίγο καιρό ξεπεράστηκε τό πρόβλημα. 'Έγινε μόδα τό ποδήλατο καί ή κόρη τού , Αδάμ πήγαινε κι αύτή στό σχολείο μέ τό ποδήλατό της.
229
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Έκείνη τήν εποχη επαιρνα τριών είδών δάνειο: Άγελαδοτροφικό, Καλλιεργητικό καί Πτηνοτροφικό. Είχα μάfJει τή δουλειά κι έκανα συστηματική εκτροφή νεοσσών, ξεμπέρδεψα κι άπό τούς μεσάζοντες πού άγόραζαν γιά πενταροδεκάρες τά αύγά μου κι έτρεχα δλο τό πρωί μέ τόν «Τζώνη» νά κάνω μόνος μου τή διανομή τών αύγών στά μαγαζιά. Είχα σηκώσει κεφάλι. Δέν μπορούσα πιά νά άνεχfJώ τήν εκμετάλλευση. Τό γάλα τό δίναμε τζάμπα στούς μεσάζοντες. Τά αυγά τζάμπα. Τά μαρούλια, τίς πατάτες, τζάμπα. ΌργανώfJηκα διαφορετικά λοιπόν. 'Έπαιρνα τό άγελαδοτροφικό δάνειο καί, πρίν τή λήξη τής πληρωμής του, ζητούσα τό Καλλιεργητικό. Τό έπαιρνα καί πλήρωνα μέ αυτό τό Άγελαδοτροφικό. Μετά ζητούσα τό Πτηνοτροφικό καί πλήρωνα μέ αυτό τό Καλλιεργητικό. Κανείς δέν τό άντιλήφ{}ηκε. Ούτε ή Τράπεζα.
'Έτσι κατόρfJωσα νά είμαι πάντα συνεπής μέ τίς υποχρεώσεις μου γιά αυτό καί τόλμησα τό επόμενο μεγάλο βήμα. Θά ζητούσα δάνειο γιά νά άγοράσω λίγη γή. Είχα βρεί πέντε στρέμματα σέ μιά πλαγιά τού ' Υμηττού, στήν τοποfJεσία «Γκομορόβα Πλιάκα», πού σημαίνει στά άρβανίτικα «σωρός άπό παλιές πέτρες».
'Έτρεξα, παρακάλεσα, έκανα πολλές ενέργειες γιά νά πετύχω τό δάνειο, μού συμπαραστά{}ηκε κι ό διευfJυντής τής Τράπεζας, ό Σταυρόπουλος, κι έφτασε κάποτε ή ίστορική μέρα τής άγοράς τού κτήματος. Τό ύπο{}ήκευσα ώς εγγύηση στήν Τράπεζα, έσβησαν εκείνο τό «άκτήμων» άπό τήν καρτέλα μου κι έγινα γαιοκτήμονας. ΝαΙ Άπέκτησα ενα άγονο χωράφι δλο πέτρα στή Γκομορόβα Πλιάκα, μά αυτό δέν είχε καμιά ση μασία.
Φώναξα άμέσως εναν ζευγά νά τό όργώσει. Έκείνος μόλις τό είδε κούνησε λυπημένα τό κεφάλι του. « Όλη τήν πέτρα τού Ύμηττού εδώ τή μάζεψε ό Θεός, καη μένε. Τί νά όργώσω άπό δαύτο;» είπε καί γύρισε νά φύγει.
"Αρχισα τότε μοναχός μου τή δουλειά. Μόλις είχα λίγο καιρό ελεύfJερο έπαιρνα τό γα'ίδουράκι, γιατί ό «Τζώνη» δέν άνέβαινε στά κατσάβραχα, καί πήγαινα νά καfJαρ ίσω τό χωράφι άπό τίς πέτρες. Τίς μεγάλες τίς κουβάλησα γιά νά φτιάξω τό παρτέρι καί τή μάντρα. Μία πρός μία τίς τοποfJετούσα καί τίς έχτιζα ωσπου νά κλείσει ενα γύρο δλο τό κτήμα. Τίς μικρές τίς μάζευα μέ τήν τσουγκράνα καί τίς πετούσα στό βουνό. 'Έβαλα πασσάλους, έφτιαξα τόν φράχτη, καfJάρισα τό πηγάδι.
'Ύ στερα πήγα στόν Θανάση τόν Παπαμιχάλη νά τόν ρωτήσω τί δέντρα νά φυτέψω κι εκείνος μού είπε πώς fJά ξερίζωνε εξι καλά δέντρα άπό τήν αύλή του γιά νά χτίσει σπίτι στήν κόρη του. Ξερ ιζώσαμε προσεκτικά τά δέντρα μέ τίς ρίζες, ηρfJε ό Θανάσης μαζί στό κτήμα, μού έδειξε πώς νά
232
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
κάνω τούς λάκκους, ίδέα δέν είχα από αύτά, καί μέ βοήδησε νά τά φυτέψω. Δυό λεμονιές, δυό πορτοκαλιές, δυό μανταρ ιν�ές. Ίό καμάρι μου. Οί κόποι καί ή χαρά μου. 'Έπρεπε νά τά ποτίζω συχνά αλλά τό νερό στό πηγάδι ήταν σέ δεκαπέντε μέτρα βάδος. Μοτέρ δέν μπορούσα νά αγοράσω. ' Ανέβαζα μέ σκοινί τούς κουβάδες. Έρχόταν καί ή ' Ελένη μέ τό γα'ίδουράκι καί βοηδούσε." Ωσπου μιά φορά πού ήρδε ό Στέφος ό Ζαφείρωφ από τό Βερολίνο νά μας δεί, βλέπει τήν ' Ελένη στό γα"ίδούρι καί μέ πιάνει ίδιαιτέρως νά μού κάνει παρατήρηση. Μέ κόπο συγκρατούσε τό δυμό του.
Άναγκάστηκα νά τού εξηγήσω πώς ζούσαμε, γιατί στήν πραγματικότητα κανείς δέν μπορούσε νά ύποπτευδεί τά βάσανά μας. 'Έβλεπαν τά παιδιά ντυμένα στήν εντέλεια, μέ τά βιβλία τους καί τά αγγλικά τους, εβλεπαν τό σπίτι νά λάμπει, τόν κήπο ανδισμένο, τούς στάβλους καί τά όρνιδοτροφεία αψογα καί μόνον εγώ ηξερα πώς τά κατόρδωνε δλα αύτά ή ' Ελένη. Είχε επιστρατεύσει δλη τήν εξυπνάδα, τίς γνώσεις καί τό κουράγιο της γιά νά κρατα ενα σπίτι ζεστό καί φιλόξενο. Νά μή λείψει τίποτα. Νά μή χαδεί τό κέφι, τό καλό γούστο, ή αρχοντιά καί κυρίως ή αγάπη πού μας δέρμαινε τή ζωή καί μας εκανε νά ξεχνούμε τούς κόπους. Σ' αύτό τό ύποστατικό δέν ακούστηκε ποτέ ενας βαρύς λόγος. 'Ένα παράπονο. Μιά
233
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
πικρή κουβέντα. Κι ας άρρώστησαν οί άγελάδες μας. Κι ας ψόφησαν μιάμιά άπό τόν «προληπτικό» έμβολιασμό πού εκανε ή Κτηνιατρική ' Υπηρεσία τού ' Υπουργείου Γεωργίας μεταδίδοντας τόν άφδώδη πυρετό στά ζωντανά μας, 24 χάσαμε, κι ας ετρεχαν τά χρέη, κι ας εκαιγε τό χαλάζι τά μαρούλια μας.
Άναγκάστηκα νά μιλήσω στόν Ιαφείρωφ κι αυτός μ' ακουγε μέ άνοιχτό τό στόμα. «Θά σάς στείλω δώρο ενα αυτοκίνητο άπό τή Γερμανία» μού είπε. «Στή φιλία μας Γιάνκο, κάνε μου τή χάρη νά τό δεχτείρ>.
Πετούσα άπό τή χαρά μου έγώ, χαιρόμουν πιό πολύ γιά τήν ' Ελένη, γιά μιά στιγμή μάς γέλασε ή τύχη. Γιά μιά στιγμή μονάχα, γιατί μπλέξαμε στίς διατυπώσεις καί, παρόλο πού έρχόταν δώρο τό αυτοκίνητο, επρεπε νά καταδέσουμε τήν άξία του στήν Τράπεζα γιά νά πάρουμε αδεια ε ίσαγωγης. Έπιστροφή στό γα'ίδουράκι λοιπόν. Στό γα'ίδουράκι καί στόν «Τζώνη». Χίλια πεντακόσια αυγά τήν ήμέρα μοίραζα στά μπακάλικα κι ό «Τζώνη» μέ εβγαζε άσπροπρόσωπο.
Στό μεταξύ εκανα βαδιά αροση στό κτήμα, πήρα δάνειο γιά νά φυτέψω φυστικιές, εβαλα κι άμπέλια, παράγγειλα στή Ρουμανία σπόρους άπό κόκκινο λάχανο καί κόκκινες πιπεριές καί πουλούσα τά «γκαγκoσάριCι» στή «ρουμανική γωνιά» πού δέν τά εβρισκε πουδενά άλλού στήν 'Αδήνα. Μέ τό νέο δάνειο οί ύποχρεώσεις μου μεγάλωσαν και τό ξυπνητήρι έξακολουδούσε νά χτυπάει στίς τέσσερεις τό πρωί. 'Αλλά ή άγροτική ζωή εχει καί τίς χαρές της. Τά δέντρα μου μεγάλωναν καί γώ, στά έβδομήντα μου, χαιρόμουν σάν παιδί.
'Ένα μεσημεράκι δμως ήρδε ενας γείτονας στό ρπίτι καί μού λέει νά τρέξω πίσω στό κτήμα, γιατί γκρεμίστηκε τό όρνιδοτροφείο πού είχα χτίσει. Τρέχω καί τί νά δώ! Είχε πέσει ή στέγη καί πλάκωσε τίς κότες. 'Έχασα ετσι ξαφνικά 600 κότες καί ή παραγωγή τών αυγών μειώδηκε αίσδητά. Μά οί φυστικιές εδεναν τόν πρώτο τους καρπό. Θά ε'ίχαμε άπό κεί ενα καλό είσόδημα. Τό πρώτο είσόδημα άπό τό κτήμα μας.
Σκέφτηκα τότε πώς ήρδε ή ωρα γιά τό έπόμενο μεγάλο βήμα. Νά βάλουμε μπροστά νά χτίσουμε ενα δικό μας σπίτι έκεΙ Τέλειωνε ή Κρίστη μέ υποτροφία τό Πανεπιστήμιο, ήταν αριστη μαδήτρια καί αριστη φοιτήτρια. Σύντομα δά επιανε δουλειά κι ετσι δά μπορούσαμε νά άρχίσουμε τό κτίσιμο.
Οί άρραβώνες τής μικρής μας κόρης εγιναν στό σπίτι τού μπάρμπα Γιάννη, πού νοικιάσαμε στό μεταξύ. Οί γάμοι της εγιναν στό καινούριο μας σπίτι, στό κτήμα. Τά άμπέλια ήταν γεμάτα σταφύλια. Καιρός ν' άρχίσει ό τρυγος. Οί μεγάλες περιπέτειες είχαν τελειώσει.
234
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
· Ο τελευταϊος σταδμός όνομάζεται Γκομορόβα Πλιάκα καί
βρίσκεται στίς πλαγιές τού Ύμηττού, εξω άπό τό Κορωπί. τί
ποτα έδω δέν μο ιάζει μέ τό Βασιλικό τής Άνατολικής Θράκης. Μά όταν ήρδα νά βρω τόν Δανιηλόπουλο, τήν Πρωτομαγιά τού
1983, καί τόν είδα νά στέκει στό κεφαλόσκαλο γιά νά μέ ύπο
δεχτεϊ, όλη ή Θράκη κι δλη ή Μαύρη Θάλασσα στεκότανε
μπροστά μου.
235
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑ ΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Φωτογραφίες του Γιάνκου Δανι ηλόπουλου στίς σελίδες: 69, 100, 108, 109, 130, 136, 137, 138, 141, 143, 146, 149, 151, 155, 156, 159, 1 62, 1 66, 168, 1 71, 1 72, 1 75, 1 77, 192, 194, 218, 220, 224, 226, 228, 230, 231, 233 Φωτογραφίες της 'Ήβης Νανοπούλου στίς σελίδες: 12, 16, 26, 36, 61, 62, 180 Φωτογραφίες της Μαρίας Πρωτονοταρίου στίς σελίδες: 34, 82, 1 1 7 Φωτογραφίες του Νίκου Τσούχλου στίς σελίδες: 56, 76 Στή σελίδα 71: άπό τό άρχε ίο του Ε.Λ.Ι.Α. Στή σελίδα 22: άπό τό βιβλίο ((Great Rivers ο[ Europe» εκδοση Weiden[eld - Nicolson, 1 966 Στίς σελίδες 5, 28, 33: άπό τό βιβλίο ((Antique Art οπ the Northern Black
Sea Coast» εκδοση A urora Art Publishers, Leningrad 1974.
Στίς σελίδες 58, 95: άπό τό βιβλίο του Γιώργου Κανδύλ η ((Batir La Vie» εκδοση Stock, 1 977. Κυκλοφορεί καί στίς έκδόσεις Έρμης. Στή σελίδα 1 10: άπό τό βιβλίο (/ Ιστορία τών Έπαναστάσεων» τόμος 30ς, εκδοση Ά κμή, 1973. Στίς σελίδες 1 15, 123, 124: άπό τό βιβλίο της Χλόης Όμπολένσκυ ((Russie, Images d' υπ Empire» εκδοση Albin Michel, 1 981
ΤΟ ΧΑ ΡΤΟΓΡΑ ΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
'Ένα μεγάλο μέρος τών χαρτών πού χρησιμοποι ήθηκαν σάν ύπόβαθρο γιά τήν έπεξεργασία τών χαρτών στό έξώφυλλο καί στό κείμενο προέρχεται άπό τό Χαρτογραφικό Τμημα της Πανεπιστημιακης Βιβλ ιοθήκης του Καίμπριτζ καί άπό τό βιβλίο του Μητροπολίτη Χρύσανθου ((Ή 'Εκκλ ησία Τραπεζουντος»
έκδ. Άρχείον Πόντου, 1933. Ό χάρτης της Κριμαίας είναι άπό τό βιβλίο ((Geographie de la Chersonese Taurique - Scythique» έκδοση Le Philologue, τόμος 160ς, 1824. Ό χάρτης της Βαλκανικης είναι άπό τό βιβλίο του J. Vidalenc ((L ' Europe Danubien et Balkanique» έκδ. Masson, 1973.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΒΑΣΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΑ
Γιά τόν άρχαίο θρακικό πολιτι σμό, τούς Σκύθες, τίς έλληνικές άποικίες καί τά άνασκαφικά-ίστορικά δεδομένα:
Rulph Hoddjnott «The ThracjanS» εκδ. Thames and Hudson, 1981 «Black Sea», άνακοι νώσεις στό 120 Συμπόσιο Βυζαντι νών Σπουδών, Μπέρμι νχαμ
1978, έκδοση 'Αρχείον Πόντου τόμος 350ς, 1979 (οί άνακοι νώσεις καλύπτουν θέματα άπό τήν άρχαιότητα ως τήν πρώιμη όθωμανική περίοδο) «Thracja PontjCa», άνακοι νώσεις στό 10 Δ ιεθνές Συμπόσιο, Σωζοπόλ 1 9 79, έκδοση τής όΡΥανωτικής έπι τροπής, Σόφια 1 982 Vladjmjr Rybjne «La Route des Ancjens de la Baltjque a la Mer Noίrιι έκδόσεις Progres, Μόσχα 1 9 75 Ion Mjclea «Dobrogea» έκδ. Sport-Turjsm, 1978
Γιά τή Νοτιοανατολική Εύρώπη καί τή Μαύρη Θάλασσα στά βυζαντινά χρόνια: Djmjtrj Obolensky «The Byzantjne Commonwea1th - Eastern Europe 500-1453» έκδοση Wejdenfeld and Njcolson, 1971
Γιά τά νεότερα χρόνια: Σπυρίδωνος Γ. Φωκα «Οί 'Έλλη νες είς τήν Ποταμοπλοίαν του Κάτω Δουνάβεως» έκδοση Ι.Μ. χ.Α. άριθμός 144, 1975
Νίκου Πετσάλ η-Διομήδη «HelJenjsm ίπ Southern Russja and the Ukrajnjan
Campajn» έκδοση Balkan Studjes τ. 130ς, 1972
'Ελευθερίου Παυλίδη (/ 0 Έλλ η νι σμός τής Ρωσίας» εκδ. του Σωματείου τών έκ
Ρωσίας Έλλ ή νων, 1 953 Γιά τό Βασιλικό ύπάρχει ή μικρή μελέτη του Δανι ήλ Δανιηλίδη «Ό Βασιλικός Ά νατ. Θράκης» έκδ. Έταιρείας Θρακικών Μελετών άρ. 48, 1 956.
Γιά τήν έπαρχία τής Στράντζας βρήκα άρκετές πλ ηροφορίες στό βιβλίο τής Kostadjnka Paskaleva «Icones de la Regjon de Strandja», Σόφια 1977
-'
Μερι κά άκόμα βιβλία: Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου. «Οί Βαλκανικοί Λαοί» 'Ιωάννι να, 1 9 78, «L ' Epoque ΡhanaπΌte», άνακοι νώσεις στό Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 1 9 70, έκδ. Ι. Μ. χ.Α . άρ. 145, 1974. «Ή Οίκονομική Δομή τών Βαλκανικών Χωρών» έκδ. Μέλι σσα, 1 9 78. Β. Je1a vjch «Hjstory of the Ba1kans» 2 τόμοι, έκδ. Cambrjdge Unjversjty Press, 1983 (μέ τήν έπιφύλαξη δτι οί πληροφορίες πού άφορουν τήν έλλ η νική παρουσία στό χώρο είναι τουλάχιστον έλλιπείς). Amedee le Faure «La Guerre d ' Orjent» έκδ. Garnjer 1878. J. ElJenstejn «Hjstojre de Ι ' U. R.S.S.» 3 τόμοι, έκδ. Socja1es, 1974 (στά έλλ η νικά έκδόσεις Θεμέλιο). « 'Εκστρατεία στή Μεσημβρι νή Ρωσία, 1 9 1 9» Άρχείο π.Σ. Δέλτα, έκδ. Έρμής 1 982.
Ή άναφορά του Ι. Σταυριδάκη είναι άπό τό άρχείο Βενιζέλου, στό Ε.Λ . Ι.Α. Εύχαρι στώ τόν Δ ημήτρ η Πόρτολο πού μου ύπέδειξε τό έΥΥραφο.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑ «ΕΥ7ΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔ ΥΣΣΕΑ»
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΣΕ 3.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΣΕ ΧΑΡΤΙ VELVET 1 1 5 [Ρ. ΚΑΙ ΧΑΡΤΙ ΕΞΩΦΥΜΟΥ VELVET 260 [Ρ. ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1995 - ΤΥΠΟ[ΡΑΦΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ -
ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Γ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΕ ΤΗΛ 23 12317 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ "ΠΑΝΟΡΑΜΑ"
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΗΒΗ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
((Δεξάμενος έποίε Χίος»: Χρυσό δαχτυλίδι μέ σφραγιδόλιθο του 50υ Π.Χ αl. άπό τίς άνασκαφές στό Παντικάπαιον (Κέρτς). Κοσμ ηματοποιός είναι δ Χιώτης Δεξάμενος
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009