422
1

ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ο πόλεμος ανάμεσα στους Σαλούβιαρ και τους Ούρμπιλαχ μαίνεται ασταμάτητα για αιώνες. Οι Σαλούβιαρ θέλουν πίσω την παλιά τους πρωτεύουσα, τη Ραμίνα και όλα τα εδάφη που έχασαν από τους πολεμοχαρείς Ούρμπιλαχ. Ο στρατηγός Μπέριντεμ Ιμπανόγιο φυλάει τα σύνορα για λογαριασμό των Σαλούβιαρ και έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών του. Στην πεδιάδα της Ζιλμάτα, κάτω από την οροσειρά Φουγέτ, θα ανακαλύψει ένα μυστικό υπόγειο κόσμο γεμάτο θαύματα και μαγεία. Εκεί οι Ιβίρφιντ, ο λαός της φύσης, θα τον αντιμετωπίσουν με καχυποψία, εκτός από την πανέμορφη Παφύλια. Εκείνη θα τον βοηθήσει στις περιπέτειές του που θα τον οδηγήσουν στην απόκτηση του διαμαντιού των θεών. Ενός πανάρχαιου και πανίσχυρου μαγικού αντικειμένου που θα του δώσει τη δύναμη που χρειάζεται, για να αφανίσει τις ορδές των Ούρμπιλαχ. Όμως όσο χρησιμοποιεί το διαμάντι, αυτό του κατατρώει σιγά-σιγά τα σωθικά και με τα τεχνάσματά του, παίρνει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τον έλεγχο. Καθώς η μάχη ανάμεσα στους δύο λαούς κλιμακώνεται, ο Μπέριντεμ θα δώσει την υπέρτατη προσωπική του μάχη. Αυτή για την ψυχή του.

Citation preview

Page 1: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

1

Page 2: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

2

Το διαμάντι των θεών

Page 3: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

3

Τίτλος: Το διαμάντι των θεών Συγγραφέας: Στυλιανός Κιλημάντζος © Andy’s Publishers, Αθήνα 2013, ISBN 978-960-565-013-1 Andy’s Publishers Σόλωνος 54 ● 10672 ● Αθήνα ● EU Hellas (GR) ΤΗΛ: (+30) 210 3628288 ● FAX: (+30) 210 3600024 URL: www.andyspublishers.com

Απαγορεύεται η μετάφραση, προσαρμογή, αναπαραγωγή μερική ή συνολική, καθώς και η δημόσια προβολή του παρόντος με κάθε τρόπο ή μέσο και σε οποιαδήποτε χώρα, χωρίς προηγούμενη άδεια των εκδοτών. Η παράβαση των ανωτέρω επιφέρει κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται από την ελληνική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή νομοθεσία που διέπει την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων (Ν. 2121/1993 & κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα).

Page 4: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

4

Στυλιανός Κιλημάντζος

Το διαμάντι των θεών

andy’s publishers 2013

Page 5: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

5

1 Βουνά και σύννεφα σκοτεινά αντίκριζε κανείς όταν έστρεφε

το βλέμμα του στα ανατολικά της Ζιλμάτα, ανατολικότερου συνόρου της χώρας των Σαλούβιαρ. Καταχνιά, κρύο και χαλάζι ήταν οι μόνιμοι σύντροφοι όποιου είχε την ατυχία να βρεθεί σε αυτά τα μέρη. Μια γη πραγματικά καταραμένη. Ήταν λες και το αίμα που είχε ποτίσει το χώμα της να την είχε μιάνει για πάντα, απαγορεύοντας σε οτιδήποτε όμορφο να δημιουργηθεί ποτέ εκεί πέρα. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι άνθρωποι που συνηθίζουν να κοιτάζουν οπουδήποτε αλλού για τις αιτίες των προβλημάτων, εκτός φυσικά από τους ίδιους τους τους εαυτούς. Έτσι λοιπόν είχαν προτιμήσει να φτιάξουν αμέτρητους θρύλους για την περιοχή αντί να κοιτάξουν την αλήθεια κατάματα. Πώς είναι δυνατόν να δημιουργηθεί οτιδήποτε όμορφο σε μια περιοχή, που τους τελευταίους τέσσερις αιώνες ρημαζόταν από πόλεμο; Πίσω από την οροσειρά Φουγέτ κρυβόταν μια πόλη που στις μεγάλες δόξες της είχε χαρακτηριστεί το Σμαράγδι του Κόσμου. Η Ραμίνα πρώην πρωτεύουσα των καταδιωγμένων Σαλούβιαρ και νυν πρωτεύουσα της μεγάλης δύναμης που ήρθε από την ανατολή και τα σάρωσε όλα, των Ούρμπιλαχ.

Φυσικά οι Ούρμπιλαχ δεν είχαν αρκεστεί στη Ραμίνα. Όλη η χώρα των Σαλούβιαρ, η μια επαρχία μετά την άλλη, έπεσε στα χέρια του αδυσώπητου νέου αφέντη της. Πολλοί είπαν τότε ότι οι Σαλούβιαρ έσβησαν για πάντα από την ιστορία και ότι το όνομά τους δε θα ξανακουγόταν ποτέ. Τα πρώτα χρόνια της κατοχής επιβεβαίωσαν τα λόγια τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Σαλούβιαρ δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Δεν μπορούσαν ακόμα να πιστέψουν ότι εκείνοι που ήταν κάποτε η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, πλέον σέρνονταν αλυσοδεμένοι σαν τα σκυλιά, στα κάτεργα και στις φυλακές. Τα σπίτια τους και οι περιουσίες τους είχαν χαθεί και οι οικογένειες είχαν διαλυθεί, πολλές φορές χωρίς να γνωρίζει ο ένας την τύχη του άλλου. Έτσι

Page 6: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

6

συνέχισαν να ζουν τον πρώτο καιρό, αποχαυνωμένοι και απαθείς. Αλλά κάποια στιγμή αναπόδραστα αυτό θα άλλαζε. Η επανάσταση ξεκίνησε ξαφνικά χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση, αλλά οδηγούμενη από την αγανάκτηση, το εθνικό συναίσθημα και την απελπισία των Σαλούβιαρ, απέκτησε μια ορμή που έφερε σε αμηχανία τους Ούρμπιλαχ. Η μια νίκη ακολούθησε την άλλη και ξαφνικά έγινε το ακατόρθωτο. Οι Σαλούβιαρ είχαν και πάλι ένα κράτος δικό τους.

Δεν είχε καμία σχέση με τα μεγαλεία του παρελθόντος. Ήταν μια μικρή αλλά υπολογίσιμη χώρα στα δυτικά της τεράστιας επικράτειας των Ούρμπιλαχ. Ήταν όμως το αγκάθι που τσιμπούσε ασταμάτητα το γίγαντα και αργά αλλά σταθερά του έπινε το αίμα. Οι Σαλούβιαρ αν και είχαν γλιτώσει από τον κίνδυνο ο πολιτισμός τους να χαθεί για πάντα από την ιστορία, δεν ήταν ικανοποιημένοι. Ήξεραν ότι δεν ήταν ακόμα δυνατόν να ξαναγίνουν αυτοκρατορία. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα έπρεπε να περάσουν αιώνες. Έτσι δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις. Όμως ήταν κάτι που μπορούσαν να το κατορθώσουν ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν και όσο αποτύγχαναν σε αυτήν τους την επιδίωξη, η καρδιά τους γέμιζε πίκρα. Η ανάκτηση της Ραμίνα, το καύχημα των Σαλούβιαρ, αποτελούσε πρωταρχικό τους στόχο. Ήταν η ευχή που έκαναν πριν πάνε για ύπνο κάθε βράδυ και ο τρόπος με τον οποίον τελείωναν κάθε τους πρόποση στα γλέντια και στις γιορτές. «Του χρόνου θα πίνουμε κρασί στη Ραμίνα» έλεγαν. Το όνειρο όμως ακόμα δεν είχε πραγματοποιηθεί.

Η επιθετική ορμή των Σαλούβιαρ στη μεγάλη επανάσταση σταμάτησε στη Ζιλμάτα. Οι Ούρμπιλαχ υποχώρησαν στα βουνά της Φουγέτ και εκεί αποφάσισαν ότι δε θα υποχωρούσαν άλλο. Θα πολεμούσαν και θα παρέμεναν εκεί όποιο και αν ήταν το τίμημα. Η Ραμίνα δε θα έπεφτε αμαχητί. Η επιλογή των Ούρμπιλαχ δεν ήταν τυχαία. Τα τείχη της Ραμίνα δεν ήταν τόσο γερά όσο στην εποχή των Σαλούβιαρ. Οι Ούρμπιλαχ είχαν γκρεμίσει τα πρώτα τείχη τον καιρό της κατάκτησης της πόλης και είχαν υψώσει αργότερα τα δικά τους. Δεν ήταν όμως τόσο

Page 7: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

7

καλοί χτίστες όσο οι Σαλούβιαρ και το γνώριζαν. Έτρεμαν λοιπόν στην ιδέα μιας ενδεχόμενης πολιορκίας της δικής τους πλέον πρωτεύουσας. Αντίθετα όμως ήταν καλύτεροι από τους Σαλούβιαρ στη μάχη στα βουνά, τις χαράδρες και τις απότομες πλαγιές. Για αυτό το λόγο είχαν χτιστεί στα βουνά Φουγέτ αμέτρητα μικρά φυλάκια, που έκαναν το πέρασμα των βουνών χωρίς την άδειά τους αδύνατο. Έτσι οι Σαλούβιαρ πλήρωναν κάθε χρόνο υψηλό φόρο αίματος στην προσπάθειά τους να διαπεράσουν αυτό το κιγκλίδωμα, που είχαν δημιουργήσει οι αντίπαλοί τους για να προστατεύσουν το έπαθλό τους.

Η Ζιλμάτα αποτελούσε το πεδίο αυτής της προαιώνιας διαμάχης. Κάποιες φορές οι Σαλούβιαρ έφταναν μέχρι τα βουνά και κατέστρεφαν μερικά φυλάκια, μόνο και μόνο για να πέσουν τελικά σε κάποια παγίδα των Ούρμπιλαχ, που ξετρύπωναν από κάθε γωνιά των βράχων. Άλλες φορές οι τελευταίοι άφηναν τις κρυψώνες τους στα βουνά και τολμούσαν κάποια επιδρομή στην πεδιάδα της Ζιλμάτα, όπου είχαν οι Σαλούβιαρ τα στρατόπεδά τους. Συνήθως όμως μετάνιωναν για τις παράτολμες ενέργειές τους, γυρίζοντας πίσω με περισσότερες απώλειες απ’ ό,τι λάφυρα. Έτσι είχε υπάρξει μια ισορροπία. Κανένας δεν υποχωρούσε και κανένας δεν έκανε το πρώτο βήμα για ειρήνη. Το μίσος που υπήρχε δεν άφηνε περιθώρια για κάτι τέτοιο. Πολλές ξένες προσπάθειες για παρέμβαση στο ζήτημα είχαν γίνει. Όμως οι δύο πλευρές δε δέχονταν καμία λύση, πέρα από την καταστροφή της μιας ή της άλλης. Έτσι η προσοχή τους παρέμενε πάντα στραμμένη στη Ζιλμάτα. Οι δυνάμεις τους ήταν πάντα σε επιφυλακή και δεν παρέλειπαν να θυμίζουν η μια χώρα την ύπαρξη της άλλης με κάποια ξαφνική επίθεση. Ακόμα και αν δεν ήλπιζαν να επιτύχουν κάτι, αποτελούσε παράδοση και καθήκον να συγκρούονται πεισματικά.

Ο διοικητής της στρατιάς των Σαλούβιαρ στα σύνορα ήταν ο Μπέριντεμ Ιμπανόγιο. Έμπειρος στρατιωτικός και πατριώτης, είχε απαρνηθεί το σπίτι του και την οικογένειά του για να διαφυλάττει τη χώρα του από τη μόνιμη απειλή. Πέρα από το

Page 8: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

8

γεγονός ότι ήταν ικανότατος μαχητής, είχε και ένα άλλο μοναδικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Είχε τη μόνιμη συντροφιά του πατέρα του, που τον συμβούλευε και τον προειδοποιούσε για κάθε κίνδυνο. Η ιδιαιτερότητα της σχέσης τους όμως ήταν ότι ο Καριντάμ Ιμπανόγιο, ο πατέρας του, ήταν νεκρός εδώ και χρόνια. Όπως και ο γιος του εκείνη την εποχή έτσι και εκείνος κάποτε, ήταν ικανός αξιωματικός και σημαντικό εργαλείο στον πόλεμο κατά των Ούρμπιλαχ. Όπως και χιλιάδες άλλοι όμως έτσι και εκείνος είχε πέσει στη μάχη, χτυπημένος από ένα ρόπαλο με καρφιά που τον είχε βρει στο αριστερό μάτι, ξεσκίζοντας το μισό του πρόσωπο. Ο Μπέριντεμ δεν προσπάθησε να κρύψει τον πόνο του για το χαμό του πατέρα του και πέρασε πολλές ώρες θρηνώντας πάνω από τον τάφο του. Ένα βράδυ ξύπνησε από έναν παράξενο ψίθυρο και ανάβοντας ένα κερί, ανακάλυψε έντρομος τη μορφή του πατέρα του να τον κοιτάζει από την άλλη άκρη του δωματίου.

Κανείς από τους δύο τους δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά το φάντασμα του Καριντάμ είχε επιστρέψει φανερό μόνο στα μάτια του γιού του. Έκτοτε ήταν πάντα μαζί και ο Μπέριντεμ είχε πάντα ένα φύλακα άγγελο να τον προσέχει, με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να τον ξαφνιάσει στη μάχη ή να συρθεί από πίσω του απροειδοποίητα. Πέρα από αυτό η εμπειρία χρόνων του πατέρα του ήταν πλέον και δική του και μαζί με τη δική του νεανική ορμή, είχαν δημιουργήσει ένα αχτύπητο δίδυμο. Ο διοικητής συνήθιζε τα βραδιά να περιδιαβαίνει το στρατόπεδο και να βγαίνει ακόμα και έξω από τα όριά του, όπου οι στρατιώτες του θα μπορούσαν να του παρέχουν ασφάλεια. Χανόταν στην καταχνιά και εξερευνούσε τις παρυφές των βουνών, που είχαν σταθεί το μισητό εμπόδιο σε αυτό που τόσο πολύ λαχταρούσαν οι καρδιές τους. Δεν ένιωθε φόβο αφού ο πατέρας του ξεπερνώντας πλέον τους περιορισμούς της σάρκας, μπορούσε να δει και να ακούσει οτιδήποτε σε απόσταση χιλιομέτρων, προειδοποιώντας έτσι το γιο του για κάποιο σκοπό των Ούρμπιλαχ που ίσως τον αντιλαμβανόταν.

Page 9: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

9

Έτσι και εκείνο το βράδυ βγήκε για τη νυχτερινή του βόλτα και απομακρύνθηκε αρκετά. Με τα αυτιά του πατέρα του άκουγε τους ήχους των πλασμάτων της νύχτας, που κυνηγούσαν ή έτρεχαν τα ίδια να σωθούν από κάποιον κυνηγό. Μύρισε τον αέρα και αναστέναξε ικανοποιημένος. Του φαινόταν απίστευτο αλλά είχε συνηθίσει αυτήν την άγονη γη και είχε φτάσει και στο σημείο να την αγαπήσει. Άλλωστε η Ζιλμάτα ήταν πια πιο πολύ πατρίδα για αυτόν, αφού εκεί περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, έχοντας πολύ λίγες ευκαιρίες για επισκέψεις στη γενέτειρά του. Εκεί είχε έρθει πολύ πιο κοντά στη φύση απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού στη ζωή του και αυτός ήταν και ο δεύτερος λόγος που αρεσκόταν σε αυτές τις προσωπικές περιπολίες. Ο άλλος ήταν μια αδιόρατη αίσθηση ότι κάτι θα μπορούσε να ανακαλύψει. Ίσως μια κίνηση του εχθρού που θα μπορούσε να προειδοποιήσει τους άντρες του εγκαίρως. Ίσως μια ευκαιρία να αιφνιδιάσουν τους Ούρμπιλαχ. Ίσως κάτι ακόμα σπουδαιότερο. Ο Μπέριντεμ δεν ήξερε τι, αλλά επέμενε να σαρώνει με το βλέμμα του τις πλαγιές για κάτι, κάθε βράδυ.

«Κάποιος κινδυνεύει» του είπε ξαφνικά ο πατέρας του. Αυτόματα μέσω του πατέρα του στο μυαλό του Μπέριντεμ δημιουργήθηκε μια εικόνα, όπου τρεις στρατιώτες Ούρμπιλαχ κυνηγούσαν μια κοπέλα με σκισμένα ρούχα. Το πρόσωπο της και το σώμα της ήταν λερωμένα με χώμα, ενώ ο τρόμος και η φρίκη ήταν ζωγραφισμένα στο πρόσωπό της. Έτρεχε με όλες της τις δυνάμεις αλλά δε θα κατάφερνε να ξεφύγει. Η πρώτη σκέψη του Μπέριντεμ ήταν να σπεύσει σε βοήθεια του άτυχου κοριτσιού. Με το σπαθί ξεθηκαρωμένο λοιπόν, όρμησε προς το μέρος όπου διαδραματιζόταν το συμβάν, καθοδηγούμενος από τον πατέρα του. Δεν άργησε να βρει τους τρεις αχρείους να έχουν περικυκλώσει το θύμα τους σαν αγέλη από ύαινες. Επιτέθηκε χωρίς δισταγμό κόβοντας το κεφάλι του πρώτου στα δύο, καθώς ήταν εντελώς ανυποψίαστος. Οι άλλοι δύο όμως πρόλαβαν και αντεπιτέθηκαν. Ήταν εξοργισμένοι. Όχι μόνο ο αναιδής Σαλούβιαρ είχε τολμήσει να μπει στην περιοχή τους και να

Page 10: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

10

σκοτώσει ένα δικό τους. Τους είχε χαλάσει και τη διασκέδαση που θα είχαν με την κοπέλα. Του επιτέθηκαν λοιπόν ταυτόχρονα χωρίς να έχουν καμία διάθεση να τον αντιμετωπίσουν ένας-ένας, όπως επέβαλλαν οι κανόνες τιμής. Κανείς δεν είχε λάβει υπόψη του τους ηθικούς κανόνες σε αυτόν τον πόλεμο. Ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά.

Τον στρίμωξαν αναγκάζοντάς τον να περάσει στην άμυνα, παρόλο που εκείνος είχε επιτεθεί πρώτος. Με ένα ξαφνικό τίναγμα του σπαθιού του έκοψε το αυτί του ενός, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει ουρλιάζοντας. Με αυτήν την εξισορρόπηση δυνάμεων μπορούσε πλέον να κοιτάξει στα μάτια τον τρίτο πολεμιστή, χωρίς άλλους περισπασμούς. Στόχευσε στα πόδια και όταν ο άλλος πήδηξε, έστρεψε το σπαθί προς τα πάνω σουβλίζοντάς τον στην κυριολεξία. Είχε ξεχάσει όμως τον τραυματισμένο άντρα με το κομμένο αυτί. Παρά τον πόνο του βρήκε τη δύναμη να ορμήσει στον Σαλούβιαρ με σκοπό να τον καρφώσει στην καρδιά. Ο Μπέριντεμ προσπάθησε απελπισμένα να απελευθερώσει το όπλο του από τις σάρκες στις οποίες ήταν χωμένο, αλλά μάταια. Είδε το θάνατο να έρχεται και άκουσε τον πατέρα του μέσα στο μυαλό του να ουρλιάζει απελπισμένα. Όμως ο Ούρμπιλαχ σταμάτησε την ορμητική του επίθεση. Κοντοστάθηκε καθώς ένα ρυάκι αίμα άρχισε να κυλάει από το στόμα του. Τότε μόνο ο Μπέριντεμ διέκρινε το παλούκι που εξείχε από το στήθος του παρ’ ολίγον δολοφόνου του. Όμως η έκπληξη του ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν διαπίστωσε ότι το παλούκι αποτελούσε προέκταση του χεριού της κοπέλας, που είχε σώσει και που πολύ γρήγορα του είχε ανταποδώσει τη χάρη.

Το ξύλινο στέλεχος υποχώρησε από το πτώμα και άρχισε να παίρνει και πάλι σχήμα χεριού. Στο τέλος ακόμα και ο ξύλινος φλοιός είχε αντικατασταθεί από δέρμα. «Μείνε μακριά της» άκουσε τον πατέρα του να του λέει. Δεν είχε σκοπό όμως να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Η κοπέλα τον κοίταξε φευγαλέα και άρχισε να τρέχει μακριά του. Εκείνος την ακολούθησε φωνάζοντάς της να τον περιμένει. Η κοπέλα δε σταματούσε και

Page 11: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

11

ήταν και πολύ γρήγορη. Ο Μπέριντεμ έβαλε και άλλη δύναμη στα πόδια του για να τη φτάσει. Οι προειδοποιήσεις του πατέρα του μεγάλωναν σε ένταση και συχνότητα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η κοπέλα έφτασε μπροστά από ένα μεγάλο βράχο και με ένα καταπληκτικό άλμα πέρασε από πάνω του και χάθηκε από τα μάτια του. Μην μπορώντας να μιμηθεί το καταπληκτικό εκείνο άλμα, σκαρφάλωσε πάνω στο βράχο αλλά φτάνοντας στην κορυφή ανακάλυψε ότι η κοπέλα είχε εξαφανιστεί. Ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και να την είχε καταπιεί. Απογοητευμένος αποφάσισε να πηδήξει κάτω και να ψάξει για κάποιο στοιχείο. Εκεί όμως που ακούμπησαν τα πόδια του κατά την προσγείωσή του, το έδαφος υποχώρησε και άρχισε να πέφτει. Μπορούσε να καταλάβει ότι βρισκόταν σε κάποια υπόγεια σήραγγα που δε φαινόταν να έχει τέλος, γιατί η πτώση του συνεχιζόταν για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι κατευθυνόταν με ταχύτητα προς ένα σημείο που φέγγιζε. Ίσως το ταξίδι του να πλησίαζε στο τέλος, χωρίς να ξέρει αν αυτό προμήνυε κάτι καλό ή κακό για αυτόν.

Βρέθηκε ξαφνικά λουσμένος από φως, ενώ η πτώση του συνεχιζόταν με αμείωτη ταχύτητα. Έβλεπε το έδαφος να πλησιάζει και μαζί με αυτό, το θάνατό του. Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε για το μοιραίο, όταν ένιωσε κάτι να τον αρπάζει και να διακόπτει τη μοιραία πτώση του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε κλαδιά να τον έχουν τυλίξει και να τον αφήνουν απαλά στο έδαφος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ζούσε. Ακόμα και ο πατέρας του που είχε πάντα τις απαντήσεις, είχε μείνει άφωνος. Είδε ότι η κοπέλα που είχε σώσει στεκόταν και τον κοίταζε. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι ήταν ασφαλής, άρχισε και πάλι να τρέχει μακριά του. Εκείνος την ακολούθησε πεισματικά. Η κοπέλα όδευε κατευθείαν προς ένα δέντρο και με την ταχύτητα που έτρεχε, σίγουρα θα τραυματιζόταν σοβαρά αν έπεφτε πάνω του. Ο Μπέριντεμ της φώναξε να προσέξει, αλλά η κοπέλα τον αγνόησε. Μόλις συγκρούστηκε με το δέντρο αντί να πέσει προς τα πίσω

Page 12: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

12

χτυπημένη, έγινε ένα με το δέντρο και εξαφανίστηκε για άλλη μια φορά από τα μάτια του. Εκείνος πήγε προς το δέντρο απορημένος, ψάχνοντας κάθε σπιθαμή του. Αδυνατούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Το μόνο που ήξερε με σιγουριά ήταν ότι επρόκειτο για κάποιο μαγικό πλάσμα. Ο τρόπος που είχε σκοτώσει τον Ούρμπιλαχ αλλά και το κόλπο με το δέντρο, δεν άφηναν καμία αμφιβολία.

Ο πατέρας του μετά από ώρα ακούστηκε και πάλι μέσα στο κεφάλι του. «Αυτή η κοπέλα σου έχει γίνει τόσο έμμονη ιδέα, που ακόμα και κατά τη διάρκεια της μάχης, δεν άκουγες τις προειδοποιήσεις μου και παραλίγο να σκοτωθείς».

«Η κοπέλα όμως με έσωσε. Της χρωστώ ένα «ευχαριστώ» και θέλω επίσης να μάθω τι δουλειά είχε στην ερημιά. Πώς βρέθηκε στα χέρια των Ούρμπιλαχ και το πιο σημαντικό ακόμα, τι είναι αυτό το μέρος;»

«Αυτή είναι η πιο σημαντική ερώτηση που έκανες μέχρι τώρα. Αν είναι κάποιο υπόγειο δίχτυο από σήραγγες, τότε πρέπει να ανακαλύψουμε αν οδηγεί στους Ούρμπιλαχ. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να τους αιφνιδιάσουμε και να διασπάσουμε επιτέλους την άμυνα των βουνών. Είναι μια μοναδική ευκαιρία».

«Είδες λοιπόν που έχω δίκιο που ακολουθώ την κοπέλα; Μπορεί να μας πει τι είναι αυτό το μέρος».

«Δε με πείθεις ότι τα κίνητρά σου είναι τόσο πατριωτικά, αλλά τέλος πάντων. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ είμαι περίεργος για το πώς είναι δυνατόν να έχουμε τέτοιο φως ενώ βρισκόμαστε κάτω από τη γη». Ο Μπέριντεμ ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο δίκιο είχε ο πατέρας του. Δεν είχε σταματήσει για να σκεφτεί από πού προερχόταν αυτό το φως, αφού το βέβαιο ήταν ότι δεν προερχόταν από τον ήλιο. Στην επιφάνεια εκείνη την ώρα ήταν νύχτα και ακόμα και αν ήταν μέρα, δεν ήταν δυνατόν οι ακτίνες να έφταναν μέχρι εκείνο το σημείο, τόσο βαθιά στη γη. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Αυτός ο τόπος ήταν μαγικός και το ίδιο και η κοπέλα. Το θέμα πλέον ήταν ποια θα ήταν η επόμενή του

Page 13: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

13

κίνηση. Σύντομα έμαθε ότι αυτή η απόφαση δεν εξαρτάτο από τον ίδιο. «Πρόσεξε» του είπε ο πατέρας του και αυτή η έγκαιρη προειδοποίηση ήταν που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, καθώς μια τεράστια ξύλινη μπάλα με καρφιά προσγειώθηκε με πάταγο εκεί που βρισκόταν, λίγο πριν πηδήξει μακριά για να σωθεί. Ο Μπέριντεμ έκανε μια περιστροφή στο χώμα και ξαναστάθηκε όρθιος, προλαβαίνοντας να δει φευγαλέα, τρεις άντρες να τον κυνηγούν.

Είχε σταθεί στα πόδια του και έτρεχε να σωθεί ήδη, όταν ο πατέρας του του μετέφερε νοητά την εντολή να εξαφανιστεί από εκείνη την περιοχή. Κατάφερε να βρει μέσα του τη δύναμη να τρέξει και πάλι, ήδη εξαντλημένος από την προηγουμένη καταδίωξη. Πίσω του μπορούσε να ακούσει τους τρεις άντρες να φιλονικούν καθώς τον κυνηγούσαν. Η γλώσσα τους όμως του ήταν άγνωστη και μόνο από τον τόνο της φωνής τους, κατάλαβε ότι διαφωνούσαν για κάτι που πιθανότατα είχε να κάνει με τον ίδιο. Και δεν είχε άδικο στην πρόβλεψή του. Εκείνη την ημέρα ο βασιλιάς και πατέρας του Ίζιντελ, του αρχηγού της ομάδας, του είχε ζητήσει να βγει περιπολία με το μικρό του αδερφό και τον εξάδελφό τους τον Σίκαταρ. Ο Ίζιντελ είχε διαφωνήσει έντονα με τον άρχοντά του, αλλά αναγκάστηκε να υποκύψει στη θέλησή του. Ο λόγος της διαφωνίας του ήταν ότι ο Σίκαταρ ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, έχοντας καταφερθεί πολλές φορές εναντίον του βασιλιά του. Ο Ίζιντελ απορούσε που ο πατέρας του ανεχόταν ακόμα τον ξάδερφό του, παρόλο που ο Σίκαταρ ήταν ο μοναχογιός του μακαρίτη του αδερφού του βασιλιά και έτσι ένιωθε υποχρέωση να τον μεγαλώσει σαν παιδί του. Ο Ίζιντελ αν ήταν βασιλιάς θα είχε εκτελέσει από καιρό αυτό το σκουλήκι.

Προς το παρόν πάντως έπρεπε να ανέχεται τις προσπάθειες που έκανε ο πατέρας του για να συμφιλιώσει τα δύο ξαδέρφια, μέρος των οποίων ήταν και εκείνη η περιπολία. Γύρισε στάζοντας δηλητήριο προς τον ξάδερφό του.

«Αν τολμήσεις να ξαναεπιτεθείς σε κάποιον χωρίς την άδειά μου, θα φροντίσω να καείς ζωντανός στην κεντρική πλατεία. Εγώ

Page 14: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

14

είμαι περιπολάρχης και δεν έδωσα εντολή να σκοτωθεί ο άγνωστος».

«Αγαπητέ ξάδερφε αυτό που θα έπρεπε να σε ανησυχεί πιο πολύ είναι το πώς κατάφερε ο άγνωστος να αποφύγει το χτύπημά μου. Δεν μπορεί να μας άκουσε να ερχόμαστε, αφού κινούμαστε εντελώς αθόρυβα μέσα από τα δέντρα και το χώμα».

«Αυτό θα το μάθουμε μόλις τον συλλάβουμε, ζωντανό όμως!» Την τελευταία φράση την τόνισε κάνοντας τις προθέσεις του ξεκάθαρες. Με μια κίνηση του χεριού του οι τρεις χωρίστηκαν. Ο Ίζιντελ διαλύθηκε σε χιλιάδες κόκκους χώματος και χάθηκε στη γη, ο Σίκαταρ μεταμορφώθηκε σε φύλλα και ανακατεύτηκε με τις φυλλωσιές των δέντρων και ο Κάραχτ, ο μικρός της παρέας, έγινε ένα με τους κορμούς. Ο Μπέριντεμ μην έχοντας άλλες δυνάμεις και βλέποντας τους διώκτες του εξαφανισμένους, σταμάτησε.

«Μάλλον τους ξεφύγαμε». «Πολύ αμφιβάλλω. Έχε το σπαθί σου έτοιμο». Ο Μπέριντεμ

κράτησε το σπαθί του και άρχισε να προχωράει προσεκτικά, κρατώντας αμυντική στάση. Αυτό όμως που επρόκειτο να του συμβεί, δε θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει με κανέναν τρόπο. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του υποχώρησε ρίχνοντάς τον κάτω. Μέσα από το χώμα σχηματίστηκε μπροστά του ένας από τους διώκτες του. Σήκωσε το σπαθί του για να τον καρφώσει, αλλά τότε ένα σύννεφο από φύλλα δέντρων όρμησαν εναντίον του, τυφλώνοντάς τον καθώς τον μαστίγωναν στο πρόσωπο. Αν και δεν μπορούσε να δει τους στόχους του είχε τον πατέρα του να τον καθοδηγεί. Έτσι τρύπησε τον Ίζιντελ στον ώμο, αφού εκείνος είχε κάνει το λάθος να ξαναπάρει ανθρώπινη μορφή, εγκαταλείποντας το στοιχείο της γης το οποίο είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα. Ούρλιαξε περισσότερο από οργή παρά από πόνο. Ο μισητός Σίκαταρ σίγουρα θα κοκορευόταν ότι είχε βγει αλώβητος από μια μάχη, στην οποία ο χαζός ξάδερφός του είχε πληγωθεί και μάλιστα από έναν αντίπαλο κατώτερο.

Page 15: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

15

Καθώς το σπαθί του Μπέριντεμ μπηγόταν στη σάρκα του πρίγκιπα, μια κραυγή ακούστηκε από τους κορμούς των δέντρων. Ένα σώμα ξύλινο εκτοξεύθηκε και κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι του Μπέριντεμ. Ο στρατηγός των Σαλούβιαρ έπεσε αναίσθητος. Ο Κάραχτ μετέτρεψε το σώμα του και πάλι σε σάρκινο και έτρεξε όλο ανησυχία κοντά στο μεγάλο του αδερφό.

«Είσαι καλά; Αιμορραγείς. Γιατί δεν έμεινες στο χώμα;» «Παράτα με Κάραχτ. Δεν είναι κάτι σοβαρό. Ο Κίνιαχ θα με

γιατρέψει με κάποιο από τα βότανά του αμέσως. Δεν είναι ανάγκη να υπερβάλεις». Ο Κάραχτ πληγωμένος από τα σκληρά λόγια του αδερφού του σώπασε. Δε θα κράταγε όμως κακία στον Ίζιντελ. Λάτρευε και θαύμαζε τον αδερφό του πιο πολύ και από θεό. Μπορούσε επίσης να φανταστεί το λόγο του εκνευρισμού του, κοιτάζοντας το ενοχλητικό μειδίαμα του Σίκαταρ.

«Σίκαταρ πάρε τον αιχμάλωτο. Θα τον πάμε στο κάστρο για ανάκριση. Πρέπει να μάθουμε τι δουλειά έχει ένα πλάσμα της επιφάνειας στον κόσμο μας. Και το πιο σημαντικό, πώς μας βρήκε. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους ομοίους του να γεμίσουν τον κόσμο μας. Είναι όλοι τους ξυλοκόποι και εχθροί της φύσης» είπε ο Ίζιντελ. Ο Σίκαταρ χαιρέτησε στρατιωτικά το διάδοχο του θρόνου με μια γερή δόση ειρωνείας και διέταξε τα κλαδιά των δέντρων να πάρουν τον Μπέριντεμ και τον ίδιο μακριά. Μόνο αφού χάθηκαν από το οπτικό του πεδίο, τόλμησε ο Ίζιντελ να αγγίξει τον πονεμένο του ώμο. Ο Κάραχτ τον πλησίασε για να τον εξετάσει. Άγγιξε την πληγή και από την παλάμη του ξεχύθηκε ευεργετικός χυμός από καρπούς δέντρων.

«Θα καταπραΰνει προσωρινά την πληγή, αλλά πρέπει να το δει οπωσδήποτε ο Κίνιαχ». Ο Ίζιντελ συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Η ανήσυχη έκφρασή του όμως δεν οφειλόταν στον πόνο που ένιωθε.

«Κάραχτ κάτι δεν πάει καθόλου καλά σε αυτήν την ιστορία. Αυτό το πλάσμα της επιφάνειας δεν είναι ένας απλός στρατιώτης. Είδες πώς απέφυγε την μπάλα με καρφιά του Σίκαταρ. Και την ώρα που με πέτυχε με το σπαθί του, είμαι σίγουρος ότι δε με

Page 16: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

16

κοίταζε καν. Τον είχαν τυφλώσει τα φύλλα του Σίκαταρ. Πώς είναι δυνατόν να με πέτυχε όντας ουσιαστικά τυφλός;»

«Απλά στάθηκε τυχερός. Μη βασανίζεις το μυαλό σου για ένα κατώτερο πλάσμα. Θα τον ανακρίνουμε και μετά θα τον εκτελέσουμε, για να μην πει σε κανέναν άλλον από την επιφάνεια για τον κόσμο μας».

«Κατώτερο πλάσμα ε; Κάραχτ υπάρχει κάποιος λόγος που ο πατέρας επιμένει να μελετούμε την ιστορία του τόπου μας. Ξέχασες τη Χρονιά της Μεγάλης Πυρκαγιάς; Και τότε κατώτερα πλάσματα τους θεωρούσαμε, αλλά παραλίγο να αφανίσουν τον κόσμο μας».

«Ξέρω ιστορία αδερφέ. Τότε δεν τους ξέραμε και τους εμπιστευτήκαμε. Τώρα όμως δεν πρόκειται να κάνουμε το ίδιο λάθος ξανά. Έλα πάμε στο κάστρο. Πρέπει να αναφέρουμε και στον πατέρα». Καθώς έφευγαν δύο κοριτσίστικα μάτια εμφανιστήκαν σε μια πέτρα παρακολουθώντας τους. Υπήρχε ένα χρέος που είχε δημιουργηθεί εκείνο το βράδυ και η κάτοχος των ματιών σκόπευε να το ξεπληρώσει.

Ο Μπέριντεμ συνήλθε, έχοντας τρομερό πονοκέφαλο, την ώρα που ο Σίκαταρ έμπαινε στην πόλη. Ο Μπέριντεμ στην αρχή νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις από το χτύπημα, σύντομα όμως συνειδητοποίησε ότι αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικότητα. Σε αυτόν τον κόσμο που τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα είχε βρεθεί, τα κτίρια δεν ήταν φτιαγμένα από πέτρα, ούτε μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει άψυχα αντικείμενα. Έμοιαζαν με τεράστια δέντρα που είχαν ανοίγματα, τα οποία φανταζόταν ότι εξυπηρετούσαν ως παράθυρα και πόρτες. Δεν ήταν ακίνητα. Πάλλονταν από ζωή και όπως αργότερα θα μάθαινε ο Μπέριντεμ, αυτές οι δέντρινες οικίες αντανακλούσαν τα συναισθήματα των κατοίκων τους. Έτσι αν οι κάτοικοι ένιωθαν χαρά το δέντρο στεκόταν στητό και περήφανο, με τα κλαδιά του ανθισμένα με φύλλα και καρπούς. Όταν όμως οι κάτοικοι ήταν δυστυχισμένοι, τότε το δέντρο μαράζωνε και αυτό και έγερνε, αφήνοντας τα φύλλα του να πέσουν, μένοντας έτσι γυμνό.

Page 17: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

17

Οι δρόμοι ήταν επίσης ζωντανοί και λειτουργούσαν σε τέλεια αρμονία με τους διαβάτες. Το χώμα και οι πέτρες εναλλάσσονταν συνεχώς. Όταν κάποιος κάτοικος διέσχιζε το δρόμο, πλατιές πέτρες στρώνονταν μπροστά του για να τον βοηθήσουν να περάσει πιο εύκολα. Αφού πέρναγε οι πέτρες έδιναν τη θέση τους στο χώμα, μέσα από το οποίο έβγαιναν πανέμορφα άνθη. Τα πάντα βρίσκονταν σε μια διαρκή κίνηση, κάνοντας το ανεκπαίδευτο μάτι να κουράζεται. Ο Μπέριντεμ μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του, ρουφούσε τις εικόνες άπληστα. Αυτό το μαγικό μέρος τον γοήτευε όλο και περισσότερο, κάθε στιγμή που περνούσε κάνοντάς τον να ξεχάσει τη δυσχερή θέση στην οποία βρισκόταν. Τα πλάσματα αυτά τα οποία επιφανειακά έμοιαζαν με ανθρώπους, αλλά που μπορούσαν να αλλάξουν το σώμα τους σε οποιαδήποτε φυσική ύλη επιθυμούσαν, χρησιμοποιούσαν τα κλαδιά των δέντρων για να μετακινηθούν, αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος τρόπος μετακίνησης. Όπως οι τρεις διώκτες του, έτσι και τα υπόλοιπα πλάσματα αυτής της φανταστικής δεντρούπολης, ενώνονταν με τα δέντρα, τα φύλλα, το χώμα, τις πέτρες και από μέσα τους διένυαν μεγάλες αποστάσεις, φτάνοντας ανενόχλητοι στον προορισμό τους.

Τα κλαδιά που είχε υπό τον έλεγχό του ο Σίκαταρ παρέδιδαν τον Μπέριντεμ από το ένα δέντρο στο άλλο, συνεχίζοντας έτσι την πορεία του προς κάποια φυλακή, απ’ όσο μπορούσε τουλάχιστον να μαντέψει. Μια απόπειρα που έκανε για να ξεφύγει είχε σαν αποτέλεσμα τη σκληρή τιμωρία από τα ίδια τα κλαδιά. Δύο ισχυρά χτυπήματα στα πλευρά και του έκοψαν κάθε όρεξη για απόδραση. Κατάλαβε ότι προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τη σωτηρία του. «Μείνε ήρεμος σε πρώτη φάση. Θα πρέπει να περιμένουμε για να βρούμε την κατάλληλη ευκαιρία για να αποδράσουμε. Τώρα που έχουν όλη τους την προσοχή στραμμένη πάνω μας δε γίνεται τίποτα. Λογικά θα σε πάνε κάπου και θα σε κρατήσουν εκεί, μέχρι να αποφασίσουν τι θα κάνουν μαζί σου. Τότε θα ψάξω να βρω έναν τρόπο να σε ελευθερώσω, αφού εμένα δεν μπορούν να με περιορίσουν όπως

Page 18: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

18

εσένα». Ο πατέρας του ακουγόταν καθησυχαστικός. Ο Μπέριντεμ όμως ήξερε ότι όσο χρήσιμη και αν ήταν η άυλη και αόρατη υπόσταση του πατέρα του στην παρατήρηση των χώρων, είχε ένα σημαντικό μειονέκτημα, δεν μπορούσε να αγγίξει τίποτα. Απλά περνούσε μέσα από τα αντικείμενα αφήνοντάς τα ανεπηρέαστα. Αυτό μείωνε τις επιλογές τους σημαντικά.

Καθώς προχωρούσαν είδαν να ορθώνεται μπροστά τους ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα δέντρων, που όλο μαζί δημιουργούσε ένα τεράστιο δέντρινο κάστρο. Ο Μπέριντεμ παρατήρησε φρουρούς σε διάφορα σημεία αν και ήταν άοπλοι. Δεν του προκάλεσε απορία το γεγονός, αφού είχε δει με τα ίδια του τα μάτια πόσο επικίνδυνοι μπορούσαν να γίνουν οι κάτοικοι αυτής της χώρας αν το ήθελαν. Με τις ικανότητες που διέθεταν, τα όπλα ήταν για αυτούς πραγματικά άχρηστα. Ο Σίκαταρ με τον κρατούμενό του, έφτασαν μπροστά από την τάφρο του κάστρου. Μια τεράστια ξύλινη γέφυρα άρχισε να σχηματίζεται από το πουθενά και προσγειώθηκε με πάταγο μπροστά στα πόδια του πρίγκιπα. Εκείνος άρχισε να τη διασχίζει με τα κλαδιά που κρατούσαν δέσμιο τον Μπέριντεμ να τον ακολουθούν πιστά. Με κάθε βήμα που έκανε προς την είσοδο του κάστρου, η γέφυρα διαλυόταν στα σημεία από τα οποία είχαν ήδη περάσει. Με την είσοδο του στο γιγάντιο κτίσμα, η γέφυρα εξαφανίστηκε ολότελα. Μέχρι κάποιος άλλος να της έδινε τη νοερή εντολή να ξαναεμφανιστεί.

Ο εσωτερικός διάκοσμος του παλατιού φανέρωνε πολυτέλεια που το έκανε να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πόλη. Όχι όμως πολυτέλεια όπως την εννοούν οι άνθρωποι. Εδώ δεν υπήρχαν αγάλματα, χρυσαφικά, πολυτελή ανάκλιντρα, πορτρέτα από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες, κίονες. Η φύση είχε δωρίσει απλόχερα τα ομορφότερα άνθη της. Μια πανδαισία χρωμάτων πλημμύριζε το χώρο, κάνοντας ακόμα και την πιο σκληρή καρδιά να μαλακώσει και να σταθεί γοητευμένη από αυτό το ανεπανάληπτο θέαμα. Δεν ήταν όμως τα λουλούδια οι μοναδικοί πρωταγωνιστές σε αυτήν την παράσταση ομορφιάς. Οι κορμοί και

Page 19: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

19

τα κλαδιά των δέντρων μπλέκονταν μεταξύ τους δημιουργώντας πολύπλοκα σχέδια, μέσα στα οποία με την κατάλληλη προσοχή, μπορούσε κανείς να διακρίνει παραστάσεις από την ιστορία του λαού. Ο Μπέριντεμ παρατηρούσε τα έργα τέχνης και όσο πιο προσεκτικά κοιτούσε, όλο και πιο πολλές εικόνες του αποκαλύπτονταν, δίνοντάς του την εντύπωση ότι το βάθος των παραστάσεων ήταν απύθμενο. Εκεί που με την πρώτη ματιά νόμιζε ότι έβλεπε απλά ένα κουνέλι, ανακάλυπτε έναν ολόκληρο κόσμο κρυμμένο μέσα στη γούνα του ζώου, με τις τρίχες να μεταμορφώνονται σε δίποδα πλάσματα, μισά δέντρα μισά ανθρώπους.

Ο Σίκαταρ στάθηκε μπροστά από έναν ξύλινο τοίχο ο οποίος άνοιξε μπροστά του και αποκάλυψε μια στριφογυριστή σκάλα. Την κατέβηκαν και έφτασαν σε ένα μέρος που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει σαν μπουντρούμια. Δεν υπήρχαν κάγκελα ούτε πέτρινοι τοίχοι. Υπήρχαν μόνο ξύλινα κάθετα διαχωριστικά και με αυτόν τον τρόπο σχηματίζονταν τα υποτιθέμενα κελιά. Ο φρουρός παραμέρισε με σεβασμό μπροστά στον Σίκαταρ. Εκείνος διάλεξε ένα κελί και διέταξε τα κλαδιά να πετάξουν τον Μπέριντεμ μέσα με δύναμη. Μερικοί μώλωπες ακόμα ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο του Σίκαταρ. Όταν ο Μπέριντεμ σηκώθηκε από την απότομη προσγείωσή του και πλησίασε το διάδρομο, δέκα ξύλινα δοκάρια πετάχτηκαν από το έδαφος και καρφώθηκαν αποφασιστικά στο ταβάνι, φράζοντάς του το δρόμο. Άγγιξε τα δοκάρια και τα ταρακούνησε λίγο για να διαπιστώσει πόσο ανθεκτικά ήταν. Η ανταμοιβή του ήταν ένα τρύπημα από ένα αγκάθι που ξεφύτρωσε ξαφνικά, μέσα από το δοκάρι που κρατούσε με το δεξί χέρι.

Απογοητευμένος έκατσε στο πάτωμα ρουφώντας το αίμα από την πληγή του χεριού του. Δεν υπήρχε λόγος για την ύπαρξη του φύλακα σκέφτηκε με πίκρα. Το ίδιο του το κελί ήταν ζωντανό και φρόντιζε να τον κρατάει φρόνιμο. Ξαφνικά ένιωσε απίστευτα αδύναμος σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο όπου άθελά του είχε βρεθεί. Σε αυτόν τον κόσμο ήταν ένας αδύναμος άνθρωπος που

Page 20: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

20

το μόνο όπλο που είχε, ήταν το σπαθί του. Κάτι άχρηστο μπροστά στις δυνατότητες με τις οποίες ήταν προικισμένα εκείνα τα πλάσματα. Ακόμα και αντικείμενα που τα νόμιζε άψυχα, ζωντάνευαν ξαφνικά για να τον τιμωρήσουν για την άγνοιά του. Ένιωσε στο μυαλό του την αποδοκιμασία του πατέρα του για αυτήν την κρίση μεμψιμοιρίας. Ήταν από τις λίγες στιγμές που μετάνιωνε, για αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που είχε να ζήσει μαζί με τον πατέρα του. Αυτός ο νοητικός δεσμός είχε πολλά θετικά, αλλά τέτοιες στιγμές είχε ανάγκη να μείνει μόνος και όχι να έχει τον πατέρα του μέσα στο κεφάλι του να τον κριτικάρει. Το φάντασμα πάντως δε σεβάστηκε την επιθυμία του γιού του για απομόνωση, αφού είχαν με πιο σοβαρά ζητήματα να ασχοληθούν. «Δεν είναι το σπαθί σου το μόνο όπλο σου, έχεις και το μυαλό σου. Και ειδικά εσύ έχεις την τύχη να έχεις και δεύτερο μυαλό να σε βοηθάει. Σταμάτα λοιπόν την κλάψα και έλα να σκεφτούμε μαζί τι θα κάνουμε».

Ο πατέρας του, πάντα πρακτικός, έδωσε ώθηση στον Μπέριντεμ να βγει από το βούρκο της απελπισίας και να ζυγίσει τις δυνατότητές του. Όσο γινόταν αυτό, ένας πολύ εκνευρισμένος βασιλιάς, επέπληττε τους δύο γιούς του και τον ανιψιό του, για την απερισκεψία τους, αφού μόνο εκεί μπορούσε να αποδώσει το γεγονός ότι τρεις Ιβίρφιντ δεν μπορούσαν να συλλάβουν έναν κοινό θνητό, χωρίς ο ένας τους να τραυματιστεί. Ο Ίζιντελ ήταν έξαλλος με τον πατέρα του, γιατί με την κατηγορία του αυτήν, τον εξευτέλιζε από τη στιγμή που εκείνος είχε τραυματιστεί και επομένως σε εκείνον αναφερόταν έστω και πλαγίως. Δε θα τον συγχωρούσε ποτέ που τον είχε μειώσει έτσι μπροστά στο μισητό του αντίπαλο τον Σίκαταρ. Ο ξάδερφός του από την άλλη δε θα μπορούσε να είναι πιο ικανοποιημένος. Είχε κατεβάσει το κεφάλι μπροστά στο βασιλιά του, προσποιούμενος ντροπή για το όλο συμβάν, ενώ μέσα του ταυτόχρονα πανηγύριζε για τη νίκη του αυτή στη μάχη των εντυπώσεων, που έδινε συνεχώς κόντρα στο διάδοχο του θρόνου. Ο Ίζιντελ εκείνη τη μέρα είχε γίνει περίγελος και το ήξεραν και οι δύο πολύ καλά.

Page 21: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

21

Ο διάδοχος δεν είχε κάποια εξήγηση να δώσει στον πατέρα του για το σφάλμα του. Έτσι στεκόταν ακίνητος υπομένοντας τις οξείς παρατηρήσεις του βασιλιά του, ελπίζοντας το μαρτύριο να τέλειωνε σύντομα. Ήξερε ήδη που θα διοχέτευε την οργή του. Θα πήγαινε κατευθείαν στο κελί του κρατουμένου και θα τον ανέκρινε όσο πιο βίαια γινόταν. Θα πλήρωνε πολύ ακριβά το πλάσμα της επιφάνειας για το τραύμα που του είχε προκαλέσει. Άλλη μια οργισμένη κραυγή του πατέρα του τον ξύπνησε από την ονειροπόληση του.

«Σου μιλάω που να σε πάρει! Που το έχεις το μυαλό σου; Έτσι αφηρημένος ήσουν και όταν το πλάσμα της επιφάνειας σε κάρφωσε με το σπαθί του;» είπε ο βασιλιάς Μπούμελ. Ο Σίκαταρ έπνιξε ένα γέλιο, όχι αρκετά καλά όμως ώστε να μην το αντιληφθεί ο ξάδερφος του. Συγκρατώντας με αυξανόμενη δυσκολία την οργή του ο Ίζιντελ απάντησε.

«Με συγχωρείτε Μεγαλειότατε. Θα μπορούσατε να επαναλάβετε την ερώτηση;»

«Λέω, τι σκοπεύεις να κάνεις με το θνητό; Γιατί τον έφερες στο παλάτι; Τώρα που ξέρει πώς να έρθει στον κόσμο μας πρέπει να θανατωθεί. Γιατί είναι ακόμα ζωντανός;»

«Σκοπεύουμε να τον ανακρίνουμε για να μάθουμε πόσα ξέρει. Να μας πει πώς βρέθηκε εδώ και αν υπάρχουν άλλοι οι οποίοι γνωρίζουν το δρόμο για τη χώρα μας. Όταν σιγουρευτούμε ότι είμαστε ασφαλείς από κάποια εισβολή της επιφάνειας, τότε θα τον εκτελέσουμε».

«Και νομίζεις ότι θα σου πει την αλήθεια; Πολύ αμφιβάλλω. Άλλωστε τα πλάσματα της επιφάνειας είναι πολύ απασχολημένα να σκοτώνονται μεταξύ τους, για να ασχοληθούν μαζί μας. Ακόμα και αν βρουν τρόπο να φτάσουν ως εδώ. Τέλος πάντων δεν είναι κακό να παίρνει κανείς τα μέτρα του. Ανάκρινε τον και έλα να μου αναφέρεις. Μόλις μάθεις ό,τι χρειάζεται ξεφορτώσου τον αμέσως. Μιαίνει το παλάτι μου με την παρουσία του». Οι τρεις νεαροί υποκλίθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα. Ο Σίκαταρ έσπευσε να βρει τους φίλους του σε κάποιο καπηλειό, όπου θα

Page 22: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

22

έπινε μέχρι τελικής πτώσεως, όπως συνήθιζε. Ο Ίζιντελ και ο Κάραχτ πήγαν στα μπουντρούμια για να ανακρίνουν τον Μπέριντεμ, μονάχα για να βρουν το φρουρό να κοιμάται του καλού καιρού και το κελί να είναι άδειο. Ο Κάραχτ βιάστηκε να σημάνει συναγερμό, αλλά ο μεγάλος του αδερφός τον σταμάτησε.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να κοίμισε το φρουρό και να δραπέτευσε. Ακόμα και αν ο φρουρός έπεφτε αναίσθητος, το ίδιο το κελί θα είχε σταματήσει τον κρατούμενο. Κάποιος άλλος τον έβγαλε έξω. Κάποιος που το κελί δε θα τολμούσε να πειράξει και που θα χανόταν ως διά μαγείας, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση».

«Μόνο ένας θα μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά. Ο Κίνιαχ» είπε ο Κάραχτ. Ο Ίζιντελ ένευσε καταφατικά. «Και τώρα τι κάνουμε Ίζιντελ;»

«Αν ο γέρος δε θέλει να βρεθεί, τότε σίγουρα δεν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να τον ξετρυπώσει. Η μαγεία του είναι ισχυρότερη από όλους μας. Φαντάζομαι θα θέλει να ανακρίνει τον κρατούμενο πριν από εμάς, για να συλλέξει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορεί. Όταν έχει ικανοποιήσει την περιέργεια του, θα μας τον φέρει πίσω. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Ξύπνα τον άχρηστο το φύλακα. Δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι, εκνευρίζομαι».

Page 23: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

23

2 Οι υποθέσεις των δύο αδερφών δεν ήταν λανθασμένες. Ο

Μπέριντεμ άκουσε το φύλακά του να πέφτει αναίσθητος και είδε μια σκόνη να πλανάται πάνω από το κεφάλι του. Υπέθεσε ότι σε αυτήν οφειλόταν η νάρκωση. Περίμενε να δει από πού ερχόταν αυτή η απρόσμενη βοήθεια, αλλά μπόρεσε να διακρίνει μονάχα μια σκιά. Αυτό που του έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν ότι όταν η σκιά έπεσε στα δοκάρια που τον κρατούσαν αιχμάλωτο, αυτά λύγισαν σαν να προσπαθούσαν φοβισμένα να απομακρυνθούν από το άγγιγμά της. Η αρκετά δυσοίωνη αυτή σκηνή δεν πρόλαβε να ανησυχήσει πολύ τον Μπέριντεμ, αφού για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, το έδαφος άνοιξε κάτω από τα πόδια του και χάθηκε από το κελί, σαν να μην είχε μπει ποτέ. Όταν προσγειώθηκε στο τέλος αυτής της σήραγγας στην οποία αιφνιδίως είχε βρεθεί, ήταν ακόμα πιο βαθιά μέσα στη γη σε σχέση με νωρίτερα. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάποιο τέλος στο βάθος αυτής της μαγικής χώρας ή αν εκτεινόταν απύθμενα. Και αυτή τη φορά τα πανταχού παρόντα κλαδιά τον έπιασαν, πριν τραυματιστεί από τη σφοδρότητα της πτώσης. Βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και μπορούσε να μυρίσει κρασί, χαρτί και διάφορες άλλες οσμές που χαρακτηρίζουν ένα δωμάτιο που κατοικείται. Επίσης το μέρος ήταν ζεστό. Από αυτά συμπέρανε ότι δε βρισκόταν σε κάποιο κελί πλέον.

Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να ψηλαφίζει αντικείμενα γύρω του προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο. Ένα φως εμφανίστηκε ξαφνικά φανερώνοντας ένα μέρος του χώρου καθώς και έναν γέροντα. Κράταγε στο χέρι του ένα λουλούδι από το οποίο έβγαινε το φως. Η λάμψη του άνθους ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τον Μπέριντεμ. Δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη, αλλά του χάριζε μια αγαλλίαση που είχε να νιώσει από τα παιδικά του χρόνια. Ένα ακατανίκητο αίσθημα χαλάρωσης τον κατέκλυσε και ένιωσε σαν να βυθίζεται σε μια λίμνη με ζεστό νερό. Τα μάτια του

Page 24: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

24

άρχισαν να κλείνουν και ο ύπνος να τον παίρνει στην αγκαλιά του. «Ξύπνα» του φώναξε ο πατέρας του και ο Μπέριντεμ τινάχτηκε διώχνοντας το λήθαργο. Το τίναγμά του ξάφνιασε το γέροντα ο οποίος είχε αρχίσει να τον πλησιάζει. Μόλις όμως ο πολεμιστής ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, εκείνος πισωπάτησε θορυβημένος. Ήταν φανερό ότι δεν ήταν μια εξέλιξη που περίμενε. «Σε ναρκώνει με αυτό το φως. Μην το κοιτάς απευθείας και αν χρειαστεί άρπαξε του το από τα χέρια. Σε θέλει κοιμισμένο» συμβούλευσε ο Καριντάμ το γιο του.

«Πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε ο γέροντας γεμάτος περιέργεια. «Πώς αντιστάθηκες στον υπνωτισμό της λάμψης. Είναι κάτι που ούτε καν οι Ιβίρφιντ δεν μπορούν να καταφέρουν». Ο άντρας μιλούσε τη γλώσσα των Σαλούβιαρ. Ο Μπέριντεμ υπέθεσε ότι είχε δει το εθνόσημο στη στολή του και έτσι είχε αναγνωρίσει την καταγωγή του. Και πάλι όμως του έκανε εντύπωση, γιατί ήταν το πρώτο που συναντούσε από αυτά τα πλάσματα, που μπορούσε να μιλήσει στη γλώσσα του.

«Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός γέροντα. Στην παρούσα φάση δεν έχω καμία διάθεση να απαντήσω στις δικές σου ερωτήσεις, αφού έχω δικά μου ερωτήματα πολύ πιο σημαντικά. Και καλά θα κάνεις να μου απαντήσεις, γιατί αλλιώς δε σε βλέπω καθόλου καλά. Ας ξεκινήσουμε με το τι σημαίνει Ιβίρφιντ». Ο γέροντας δε βιάστηκε να απαντήσει, ούτε έδειχνε να πτοείται από την απειλή του Μπέριντεμ. Έκανε όμως το δωμάτιο πολύ πιο ευχάριστο, αφού με μια κίνηση του χεριού του εκατοντάδες λουλούδια όμοια με αυτό που κρατούσε, γέμισαν το δωμάτιο με εκτυφλωτικό φως. Μετά από την αρχική λάμψη η δύναμη τους υποχώρησε λίγο, ώστε να μπορεί κάποιος να κοιτάζει χωρίς να τυφλώνεται. Ο Μπέριντεμ ανησύχησε διαπιστώνοντας πόσα από αυτά τα επικίνδυνα φυτά υπήρχαν γύρω του. Ο άγνωστος όμως τον καθησύχασε.

«Για να σε ναρκώσω θα πρέπει να χρησιμοποιώ ένα λουλούδι μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Τώρα που όλα είναι φωτισμένα δε διατρέχεις κανέναν κίνδυνο να αποκοιμηθείς.

Page 25: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

25

Σχετικά με την απορία σου, Ιβίρφιντ είμαστε όλοι εμείς, οι κάτοικοι αυτής της χώρας, που σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες, έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση».

«Το φως που είδα έξω από το κάστρο είναι από αυτά τα λουλούδια;»

«Από λουλούδια με παρόμοιες ιδιότητες αλλά πολύ μεγαλύτερα από αυτά. Έτσι μπορούν και καλύπτουν όλη την πόλη».

«Πόσα χρόνια βρίσκεστε εδώ και πώς έχετε αποκτήσει αυτές τις καταπληκτικές δυνάμεις; Πώς είναι δυνατόν να συνδέεστε με το φυσικό κόσμο;» Ο γέροντας γέλασε με τις ερωτήσεις αυτές.

«Βρισκόμαστε εδώ από την αρχή του κόσμου. Πολύ πριν εμφανιστείτε εσείς και μάλλον θα υπάρχουμε και αφού εσείς θα έχετε εξαφανιστεί. Το γεγονός ότι εσύ τώρα έμαθες για μας, δε σημαίνει ότι μόλις εμφανιστήκαμε στον κόσμο. Σχετικά με τις δυνάμεις μας δεν οφείλονται κάπου συγκεκριμένα. Είναι απλά αυτό που είμαστε, ο τρόπος που γεννιόμαστε ζούμε και πεθαίνουμε. Όλα είναι συνδεδεμένα με τη φύση. Γι' αυτό και εμείς την αγαπάμε και τη φροντίζουμε αντί να την καταστρέφουμε όπως το είδος σου. Είμαι σίγουρος ότι και εσείς θα είχατε βρει τον τρόπο να επικοινωνήσετε με τη φύση και να εκμεταλλευτείτε όσα έχει να προσφέρει, αν δε σας έβλεπε σαν εχθρούς. Σαν μια μόνιμη απειλή».

«Αυτός είναι ο λόγος που με κυνηγήσατε και με φυλακίσατε έτσι; Επειδή οι όμοιοί μου δε φροντίζουν τη φύση όπως εσείς;»

«Αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετός λόγος, αλλά όχι δε φταίει αυτό. Πριν από αιώνες κάποιοι άνθρωποι, συμπτωματικά όπως εσύ, είχαν βρεθεί στη χώρα μας. Τους είχαμε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο και τους είχαμε φιλοξενήσει με όλες τις τιμές. Για ένα διάστημα έμειναν εδώ και απόλαυσαν τις ομορφιές της φύσης. Οι περισσότεροι έμαθαν να την αγαπούν και να τη σέβονται. Ανάμεσα τους όμως βρισκόταν ένας πολέμαρχος. Αντί για τις ομορφιές της χώρας είχε εντυπωσιαστεί από τα όπλα μας. Ζήτησε λοιπόν από τον τότε βασιλιά των Ιβίρφιντ, να τον

Page 26: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

26

ακολουθήσει με το στρατό μας στην επιφάνεια και εκεί να κατακτήσουν όλον τον κόσμο, αφανίζοντας τη μια φυλή μετά την άλλη. Ο φιλόδοξος αυτός άνθρωπος δε θα δίσταζε να σκοτώσει μέχρι και το τελευταίο πλάσμα της επιφάνειας, προκειμένου να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος. Ο βασιλιάς αηδίασε με την πρόταση αυτήν και έτσι διέταξε τον πολέμαρχο να φύγει και να μην επιστρέψει ποτέ στη χώρα μας. Ο πολέμαρχος υπάκουσε, πριν φύγει όμως μας έκανε ένα αποχαιρετιστήριο δώρο. Η μοναδική πυρκαγιά στην ιστορία του λαού μου έκαιγε για μέρες. Όταν καταφέραμε τελικά να τη σβήσουμε αμέτρητα δέντρα, βλάστηση και Ιβίρφιντ είχαν γίνει στάχτη. Είναι η μεγαλύτερη καταστροφή που γνωρίσαμε ποτέ. Από τότε τρέμουμε την παρουσία των ανθρώπων και έχουμε ορκιστεί να μη βγαίνουμε ποτέ στην επιφάνεια και να σκοτώνουμε όποιον δικό σας βρίσκει τρόπο να κατέβει ως εδώ. Μια ειδική αποστολή εστάλη στην επιφάνεια, για να βρει και να σκοτώσει τον εγκληματία που μας προκάλεσε τόση δυστυχία. Ήταν επιτυχημένη και έτσι το μυστικό του υπόγειου κόσμου μας πέθανε μαζί του. Οι υπόλοιποι άνθρωποι της επιφάνειας που έμεναν μαζί μας, αν και αθώοι είχαν παρόμοια μοίρα. Δεν ήμασταν διατεθειμένοι να ρισκάρουμε το παραμικρό πλέον». Τέλειωσε την αφήγηση του με έναν αναστεναγμό.

«Οπότε δε χρειάζεται να αναρωτιέμαι για τη δική μου μοίρα. Εσύ θα αναλάβεις την εκτέλεση μου; Γι' αυτό με έφερες εδώ;» Το γέλιο του άντρα ήρθε ως απάντηση εκνευρίζοντας τον Μπέριντεμ.

«Όχι. Με λένε Κίνιαχ και έχω πολλούς ρόλους στο παλάτι, αλλά ο ρόλος του εκτελεστή δεν είναι ένας από αυτούς. Είμαι σύμβουλος του βασιλιά, θεραπευτής, μάγος και αντικείμενο μίσους για την αριστοκρατία των Ιβίρφιντ. Δε νιώθουν άνετα ξέροντας ότι υπάρχει κάποιος, που δεν μπορούν να υποτάξουν στη θέλησή τους».

«Ωραία αν δεν είμαι εδώ για να πεθάνω τότε τι με θες;» Ο Κίνιαχ δίστασε για λίγο.

Page 27: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

27

«Ήθελα να σε εξετάσω προσωπικά και να διαπιστώσω αν μας είσαι πιο χρήσιμος ζωντανός αντί για νεκρός. Θέλω να μου πεις πώς βρέθηκες στον κόσμο μας». Ο Μπέριντεμ σκέφτηκε ότι αν ανέφερε την κοπέλα που είχε δει, μπορεί να την έβαζε σε μπελάδες. Έτσι είπε τη μισή αλήθεια.

«Πολεμούσα μια ομάδα Ούρμπιλαχ. Είναι μια φυλή με την οποία ο δικός μου λαός πολεμάει πολλά χρόνια. Μέσα στη μάχη έπεσα από έναν βράχο και εκεί που προσγειώθηκα το έδαφος δεν ήταν σταθερό. Υποχώρησε κάτω από τα πόδια μου και άρχισα να πέφτω μέσα σε μια σήραγγα. Κατέληξα εδώ και μετά με βρήκαν τρεις Ιβίρφιντ οι οποίοι με κυνήγησαν χωρίς να έχω κάνει τίποτα κακό. Ακολούθησε μάχη και πλήγωσα τον έναν αλλά όχι σοβαρά. Τελικά αιχμαλωτίσθηκα και με έριξαν στα μπουντρούμια. Παρεμπιπτόντως φαίνεται πως έχεις μεγάλη επιρροή στη φύση. Η σκιά σου δεν ήταν που έκανε τα δοκάρια να υποχωρήσουν από το φόβο τους;»

Ο Κίνιαχ δε φάνηκε καθόλου ευχαριστημένος με αυτήν την παρατήρηση. Ο Μπέριντεμ τον είχε ψυχολογήσει για άνθρωπο τρομερά κρυψίνου και με δικούς του κρυφούς σκοπούς. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αλλιώς το γεγονός, ότι είχε ρίξει το φύλακα αναίσθητο και τον είχε απαγάγει, αντί να τον ανακρίνει κανονικά στο κελί του όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος. Ο μάγος αγνόησε το σχόλιο και συνέχισε με τις δικές του ερωτήσεις.

«Δηλαδή βρήκες εντελώς συμπωματικά την είσοδο; Δεν είδες κάποιον Ιβίρφιντ να μπαίνει ή να βγαίνει από εκεί;» Ο Μπέριντεμ κατάλαβε ότι ο μάγος κάτι είχε υποψιαστεί. Δεν πίστευε ότι είχε βρει μόνος του την είσοδο και τον ανέκρινε για να ανακαλύψει ποιος ευθυνόταν για την παρουσία του στη χώρα των Ιβίρφιντ. Ήταν πια σίγουρος ότι για το καλό της κοπέλας, έπρεπε να συνεχίσει να λέει ψέματα.

«Ναι ήταν απλά μια σύμπτωση. Τίποτα παραπάνω. Θα μου πεις τώρα τι με θες; Πώς μπορώ να σου χρησιμεύσω ζωντανός; Δε νομίζω ότι εγώ ένα ταπεινό πλάσμα της επιφάνειας, μπορώ να

Page 28: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

28

προσφέρω οτιδήποτε στους παντοδύναμους Ιβίρφιντ». Ο Κίνιαχ δε φάνηκε να ενοχλείται από την ειρωνεία.

«Όπως σου είπα η μεγαλύτερη καταστροφή που γνωρίσαμε ποτέ, συντελέστηκε τη Χρονιά της Μεγάλης Πυρκαγιάς. Τα τελευταία χρόνια όμως έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια νέα απειλή, η οποία δε μας καταστρέφει τόσο γρήγορα όσο η φωτιά, όμως αργά αλλά σταθερά κατατρώει το οικοδόμημα της κοινωνίας μας, προκαλώντας συνεχείς καταστροφές και θανάτους. Είναι κάποια πλάσματα αδηφάγα και ανελέητα, που προκαλούν κακό όχι από ανάγκη να τραφούν, αλλά για χάρη μιας διεστραμμένης ικανοποίησης των ίδιων ή αυτού που τα ελέγχει. Τα έχουμε ονομάσει Νέγκαρ που στη γλώσσα μας σημαίνει «Φορείς του Ολέθρου» και είναι ένα όνομα που τους ταιριάζει απόλυτα. Είναι φτιαγμένα από ξύλο, πέτρα και χορτάρι. Είναι ογκώδη τετράποδα με νύχια και δόντια που ξεσκίζουν τα πάντα. Παρά τη βοήθεια της φύσης, δεν έχουμε καταφέρει να τα βγάλουμε πέρα μαζί τους. Αν δε γίνει κάτι σύντομα δεν ξέρω αν ο λαός μου έχει μέλλον».

«Λυπάμαι που το ακούω αλλά εγώ δεν μπόρεσα να σταθώ πέντε λεπτά εναντίον τριών Ιβίρφιντ. Πώς νομίζεις ότι θα μπορούσα να αντιμετωπίσω πλάσματα πιο ισχυρά και από εσάς;»

«Δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις, αυτό είναι ξεκάθαρο. Ίσως όμως μπορείς να βρεις τον τρόπο να τα αντιμετωπίσουμε εμείς. Θέλω να δοκιμάσω κάτι μαζί σου. Δεν έχω αποδείξεις ότι μπορεί να πετύχει, αλλά σίγουρα αξίζει την προσπάθεια. Αυτά τα πλάσματα εμφανίζονται μέσα από μια σπηλιά. Αν μπορούσαμε να μπούμε μέσα ίσως ανακαλύπταμε την προέλευση των Νέγκαρ και αυτόν που κρύβεται πίσω από τις επιθέσεις τους».

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι κρύβεται κάποιος πίσω από τις επιθέσεις;»

«Η είσοδος της σπηλιάς είναι φραγμένη από ένα αόρατο τείχος. Ένα τείχος απροσπέλαστο από τους Ιβίρφιντ. Τα Νέγκαρ όμως δεν τα επηρεάζει καθόλου. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μαγεία και δε νομίζω ότι τα Νέγκαρ έχουν την απαραίτητη

Page 29: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

29

νοημοσύνη να ασκήσουν αυτήν την τέχνη. Κάποιο πλάσμα τρομερής μαγικής δύναμης τα καθοδηγεί και σχεδιάζει την ολοκληρωτική καταστροφή μας. Κάτι υπάρχει μέσα σε αυτή τη σπηλιά, αλλιώς δε θα μας εμπόδιζε να μπούμε». Ο Κίνιαχ ξαφνικά έμεινε ακίνητος, κλείνοντας τα μάτια σαν να προσπαθούσε να αφουγκραστεί κάτι. Τότε ακούστηκε και η φωνή του Καριντάμ στο μυαλό του γιού του. Το φάντασμα ακουγόταν ανήσυχο.

«Κάτι κακό συμβαίνει έξω από το παλάτι και μάλλον το κατάλαβε και ο μάγος».

«Τα Νέγκαρ επιτίθενται στην πόλη. Πρέπει να βγούμε αμέσως στην επιφάνεια και να βοηθήσουμε όσο μπορούμε» είπε ο Κίνιαχ και ταυτόχρονα δύο τρύπες αρκετά μεγάλες για να χωρέσει άνθρωπος, άνοιξαν στο ταβάνι του δωματίου. Δεκάδες κλαδιά εμφανίστηκαν και τους άρπαξαν από τη μέση. Με απίστευτη ταχύτητα τους μετέφεραν σε ένα μπαλκόνι, από το οποίο είχαν θέα όλης της πόλης. Ο Μπέριντεμ αντίκρισε ένα φρικαλέο θέαμα. Τα θηρία που οι Ιβίρφιντ αποκαλούσαν Νέγκαρ, έτρεχαν ασταμάτητα μέσα στην πόλη ξεσκίζοντας τους άτυχους κατοίκους και τα δέντρα, καταπατώντας τα λουλούδια και κόβοντας με νύχια και με δόντια τα κλαδιά, που μάταια στέλνονταν από τους αμυνόμενους για να τα αντιμετωπίσουν. Ο Κίνιαχ κατέβηκε με τη βοήθεια των κλαδιών στο πεδίο της μάχης και έδειξε από την πρώτη στιγμή τις τρομερές του ικανότητες, που υπερέβαιναν εκείνες όλων των άλλων Ιβίρφιντ. Μπορούσε να ελέγξει ταυτόχρονα πληθώρα κλαδιών, να κάνει το έδαφος να σείεται και να ανοίγει κάτω από τα πόδια των Νέγκαρ, να εκσφενδονίζει εκατοντάδες σκλήθρες από τα δέντρα, σκοτεινιάζοντας τον ουρανό γύρω από τα Νέγκαρ. Το πιο εκπληκτικό από όλα ήταν ότι όταν οι υπόλοιποι Ιβίρφιντ απασχολούσαν αρκετή ώρα τα υπόλοιπα κτήνη, μπορούσε να επικεντρωθεί σε ένα από αυτά και να του αλλάξει την σωματική του δομή, παραμορφώνοντας το σε σημείο που να είναι πλέον άχρηστο και ακίνδυνο. Ήταν κάτι που ο Μπέριντεμ είδε να

Page 30: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

30

γίνεται δύο φορές. Όμως χρειαζόταν πολλή ώρα και τρομερή αυτοσυγκέντρωση. Στοιχεία που και τα δύο αποτελούσαν πολυτέλεια σε συνθήκες μάχης σώμα με σώμα.

Ο Μπέριντεμ παρατηρούσε έκπληκτος τα Νέγκαρ και διαπίστωνε ότι ήταν όντως όπως τα είχε περιγράψει ο Κίνιαχ. Το σώμα τους ήταν ένα συνονθύλευμα από πέτρα, ξύλο και χορτάρι. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αναλογία αυτών των υλικών. Βρίσκονταν τυχαία διασκορπισμένα πάνω στα σώματα των θηρίων σαν μπαλώματα. Τα νύχια τους και τα δόντια τους ήταν σαν μικρά σπαθιά, το ίδιο κοφτερά και θανατηφόρα. Τα Νέγκαρ δε φαίνονταν να νιώθουν πόνο. Ακόμα και αυτά που ο Κίνιαχ πλήγωνε θανάσιμα, πέθαιναν αθόρυβα και αδιαμαρτύρητα, σαν να μην τους ένοιαζε η μοίρα τους. Επίσης δε δίσταζαν να προσποιούνται ότι πέθαιναν, προκειμένου να πάρουν μερικά θύματα ακόμα μαζί τους στον τάφο. Ένας Ιβίρφιντ περνώντας δίπλα από ένα πεσμένο και ακίνητο Νέγκαρ, κόπηκε στα δύο από τα δόντια του πλάσματος, το οποίο τινάχτηκε με όση δύναμη του είχε απομείνει, για να καταφέρει το μοιραίο χτύπημα. Όσο σκληραγωγημένος και αν ήταν ο Μπέριντεμ, η καρδιά του σφίχτηκε στο θέαμα και στο άκουσμα των κραυγών του άμοιρου πλάσματος. Πολλοί Ιβίρφιντ πέθαναν εκείνην την ημέρα με παρόμοια φριχτό τρόπο. Τα μέλη τους κείτονταν κομμένα από όπου είχαν περάσει τα θανατηφόρα Νέγκαρ. Οι θαυμαστές ικανότητες τους φαίνονταν ανίσχυρες μπροστά στα βάναυσα θηρία. Η δύναμη τους ήταν τρομακτική. Αν κάποιος τα διαφέντευε όπως υποπτευόταν ο Κίνιαχ, θα έπρεπε να είχε τρομερή δύναμη για να μπορεί να τα ελέγχει. Ο Μπέριντεμ διαπίστωσε ότι μάλλον θα τον περίμενε ο θάνατος, ακόμα και αν δεχόταν να κυνηγήσει τον εχθρό των Ιβίρφιντ. Αν όμως το έκανε τουλάχιστον θα κέρδιζε λίγο χρόνο.

Είδε μέσα στο πλήθος των υπερασπιστών της πόλης και τους τρεις νεαρούς που τον είχαν συλλάβει νωρίτερα. Έδιναν διαταγές στους υπόλοιπους και ρίχνονταν και οι ίδιοι γενναία στη μάχη. Πέρα όμως από το γεγονός ότι κατάφερναν να μένουν

Page 31: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

31

ζωντανοί, δεν επιτύγχαναν τίποτα άλλο σπουδαίο. Ο Κίνιαχ παρέμενε η αιχμή του δόρατος, αλλά ήταν απελπιστικά μόνος. Ο στρατηγός των Σαλούβιαρ μην μπορώντας να αντέξει άλλο αυτή τη σφαγή, άρχισε να ψάχνει τρόπο για να κατέβει από εκείνο το μπαλκόνι και να προσφέρει βοήθεια όπου και όπως μπορούσε. Παρόλο που αυτά τα πλάσματα τον είχαν αιχμαλωτίσει, ένιωθε οίκτο για τη συμφορά που τους είχε χτυπήσει. Τότε παρατήρησε μια αλλοίωση στον αέρα, σαν διαφανή κύματα που ξετυλίγονταν μπροστά του, για να φτάσουν σε κάποια μακρινή ακτή. Κράτησε μονάχα για μερικά δευτερόλεπτά αλλά το αποτέλεσμα τους ήταν σημαντικότατο. Τα Νέγκαρ άφησαν τη μάχη και υποχώρησαν τρέχοντας μακριά από την πόλη. Αν είχαν αφέντη σίγουρα εκείνος ήταν που τα είχε καλέσει πίσω, χορτασμένος από τη σφαγή που είχε προκαλέσει εκείνην την ημέρα. Οι Ιβίρφιντ δεν τα καταδίωξαν. Δεν είχε νόημα. Απλά θα σκοτώνονταν μερικοί ακόμα. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα εναντίον τους. Αναστέναξαν με ανακούφιση, προσωρινή βέβαια, αφού η διαπίστωση της καταστροφής θα τους έφερνε ακόμα μεγαλύτερο πόνο. Η πόλη άρχισε σιγά-σιγά να μαζεύει τα κομμάτια της. Ο Κίνιαχ περιφερόταν περίλυπος καταγράφοντας στο μυαλό του τις απώλειες.

Τα δέντρα άφηναν ένα περίλυπο θρόισμα να φύγει από τα φύλλα τους. Έκλαιγαν για τους χαμένους Ιβίρφιντ αλλά και για τα άλλα δέντρα που είχαν χαθεί. Για τα λουλούδια που είχαν τσαλαπατηθεί και ξεριζωθεί, για τους καρπούς που δε θα ξαναέβγαιναν ποτέ. Ο Μπέριντεμ εξακολουθούσε να στέκεται ανήμπορος στο μπαλκόνι, περιμένοντας τον Κίνιαχ να επιστρέψει. Ο μάγος πήγε σύντομα κοντά του. «Είδες με τα μάτια σου τι αντιμετωπίζουμε. Αυτό το κακό είναι ανώτερο των δυνάμεων μας. Δε μου είναι εύκολο να ζητάω τη βοήθεια ενός πλάσματος της επιφάνειας, μετά από αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, όμως τη ζητάω. Δεν έχω άλλη επιλογή. Δέχεσαι να πάμε μαζί στη σπηλιά και να προσπαθήσεις να μπεις μέσα; Αν δεν τα καταφέρεις σου εγγυώμαι επιστροφή στην

Page 32: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

32

πατρίδα σου. Μπορώ να σε φυγαδεύσω ασφαλή. Αν όμως περάσεις τότε πρέπει να μου υποσχεθείς, ότι θα μάθεις όσα περισσότερα μπορείς για αυτόν που ελέγχει τα Νέγκαρ, αν όντως υπάρχει. Σου ζητάω απλά να κατασκοπεύσεις τίποτα άλλο. Αν μας δώσεις επαρκείς πληροφορίες για τον εχθρό, τότε θα έχεις ό,τι θέλεις από μας. Ακόμα και στρατό από Ιβίρφιντ εναντίον των Ούρμπιλαχ». Ο Μπέριντεμ ανατρίχιασε με αυτήν την προσφορά του Κίνιαχ. Δεν περίμενε να ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Αντίβαινε κάθε αρχή των Ιβίρφιντ σε σχέση με τους ανθρώπους. Είχαν ορκιστεί να κρύψουν την ύπαρξη τους από οποιοδήποτε πλάσμα της επιφάνειας και να μην έχουν ποτέ την παραμικρή ανάμειξη στις ακατάπαυστες διαμάχες τους. Και όμως ο μάγος προσέφερε στον Μπέριντεμ στρατό εναντίον των εχθρών του, χωρίς ο Σαλούβιαρ να έχει κάνει την παραμικρή νύξη για κάτι τέτοιο. Ήταν λοιπόν τόσο απελπισμένος; Βέβαια υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο ο μάγος να έλεγε ψέματα. Να του υποσχόταν στρατό και όταν ερχόταν η ώρα και έπαιρνε αυτό που ήθελε, να τον ξεφορτωνόταν. Η αλήθεια ήταν ότι ο Μπέριντεμ δεν είχε κανέναν τρόπο να εξασφαλίσει την τήρηση της υπόσχεσης του Κίνιαχ. Δεν ήξερε καν αν ο γέροντας είχε τη δυνατότητα να του προσφέρει στρατό. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν βασιλιάς των Ιβίρφιντ, όσο ισχυρός και αν ήταν. Όμως δεν είχε και πολλές άλλες επιλογές. Αν ηρνείτο να βοηθήσει, ο Κίνιαχ θα τον άφηνε πάλι πίσω στο κελί του, να περιμένει για τη μέρα της εκτέλεσής του, ή θα τον σκότωνε επί τόπου, αφού θα του ήταν άχρηστος. «Εντάξει, η συμφωνία που μου προτείνεις είναι πολύ δελεαστική. Θα μπω σε αυτή τη σπηλιά, αν μπορέσω, και θα προσπαθήσω να ανακαλύψω ποιος κρύβεται πίσω από τις συμφορές σας. Και αν γυρίσω πίσω ζωντανός, καλά θα κάνεις να έχεις πείσει το βασιλιά σου, να μου έχει έτοιμο στρατό για να κατατροπώσω τους Ούρμπιλαχ. Συνεννοηθήκαμε;» «Σύμφωνοι. Θα είναι δύσκολο να πείσω αυτόν τον ξεροκέφαλο, αλλά έχω αρκετή επιρροή και τρόπους να τον πιέσω

Page 33: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

33

να κάνει αυτό που θεωρώ σωστό». Ο Μπέριντεμ είδε ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση, να διαγράφεται στο πρόσωπο του Κίνιαχ. Ένα χαμόγελο που έστειλε ένα κύμα ανατριχίλας σε όλο του το σώμα και τον έκανε να αναρωτηθεί, μήπως διαπραγματευόταν με τον πραγματικό άρχοντα της χώρας. Για να οσμιστεί ακόμα καλύτερα αν αυτή του ή αίσθηση ήταν σωστή, έκανε άλλη μια ερώτηση στον άντρα απέναντί του. «Φαντάζομαι θα πρέπει να παρουσιαστώ στο βασιλιά σας και να ζητήσω επισήμως την άδειά του». «Όχι δε θα ήταν σοφό κάτι τέτοιο. Είναι σίγουρο ότι θα αρνηθεί και μετά θα πρέπει να τον μεταπείσω, κάτι που μπορεί να πάρει αρκετό χρόνο. Και χρόνο δεν έχουμε. Είναι πολύ κρίσιμη η κατάσταση, για να χάνουμε τον καιρό μας με επισημότητες. Εσύ όταν επιτίθενται οι Ούρμπιλαχ, ζητάς άδεια από το βασιλιά των Σαλούβιαρ για να οργανώσεις την άμυνά σου και να αντεπιτεθείς αν μπορέσεις;» «Όχι βέβαια, σε εμπόλεμη κατάσταση έχω τον έλεγχο του στρατεύματός μου». «Θεώρησε λοιπόν ότι και εμείς είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση. Δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια όπως είδες. Αφού θα έχεις φύγει και δε θα μπορούν να σε εμποδίσουν, τότε θα το ανακοινώσω στο συμβούλιο και θα τους φέρω προ τετελεσμένου γεγονότος». «Δε φοβάσαι αντίποινα από το συμβούλιο, τις αρχές της χώρας;» Αντί απάντησης ο Μπέριντεμ έλαβε άλλο ένα χαμόγελο το ίδιο ψυχρό με το προηγούμενο. Υπέθεσε ότι δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα που φοβόταν ο μάγος. «Ωραία λοιπόν πότε ξεκινάω;»

«Πάμε πρώτα στο εργαστήριό μου για να σου δώσω κάποια αντικείμενα, που θα σε βοηθήσουν στην αποστολή σου. Είσαι από τη φύση σου απελπιστικά αδύναμος, για να ανταπεξέλθεις στις δυσκολίες του κόσμου μας. Χρειάζεσαι τον κατάλληλο εξοπλισμό». Μεταφέρθηκαν πίσω στο εργαστήριο με εκείνον τον αφύσικο τρόπο, που ο Μπέριντεμ είχε αρχίσει να συνηθίζει. Εκεί ο

Page 34: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

34

μάγος άρχισε να ψάχνει στα ράφια του και στα μπαούλα του, πετώντας διάφορα αντικείμενα από δω και από κει. Τα αντικείμενα ποίκιλαν. Υπήρχαν από καθημερινά αντικείμενα όπως σκεύη και ρούχα, μέχρι αντικείμενα τόσο αλλοπρόσαλλα στη μορφή τους, που ο Μπέριντεμ δεν μπορούσε να τα παρομοιάσει, με τίποτα που να είχε δει στη ζωή του. Μέχρι πού να έφταναν άραγε, οι δυνάμεις αυτού του πλάσματος, με το οποίο μόλις είχε συνάψει συμφωνία; Ήξερε ότι σε κάποιον τόσο επικίνδυνο, δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη. Αλλά για άλλη μια φορά θύμισε στον εαυτό του, ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Κίνιαχ με φανερή ικανοποίηση κατέληξε στα τρία αντικείμενα, τα οποία θα έπαιρνε ο Μπέριντεμ μαζί στην αποστολή του. Το πρώτο το αναγνώριζε. Ήταν εκείνο το λουλούδι με το οποίο είχε προσπαθήσει ο Κίνιαχ να τον υπνωτίσει. Το δεύτερο ήταν ένα ζευγάρι γάντια και το τρίτο μια στολή που με την πρώτη ματιά φαινόταν φυσιολογική.

«Το λουλούδι το έχεις ξαναδεί. Θα φωτίζει ακόμα και μέσα στο πιο πυκνό σκοτάδι, όταν του δώσεις την εντολή και μπορείς και να υπνωτίσεις τον αντίπαλό σου. Πέρα όμως από το ξόρκι, ο υπνωτισμός απαιτεί και χαμηλό φωτισμό στο χώρο όπου θα βρίσκεστε. Τα γάντια θα σε βοηθήσουν σε μάχη σώμα με σώμα. Ελπίζω να είσαι δεξιόχειρας, γιατί το δεξί γάντι απελευθερώνει ένα ενεργειακό σπαθί, που μπορεί να κόψει σχεδόν τα πάντα. Το αριστερό δημιουργεί μια ενεργειακή ασπίδα, η οποία μπορεί να αντέξει ακόμα και την πιο ισχυρή επίθεση. Όσο φοράς τα γάντια κανείς δε θα μπορεί να σε αφοπλίσει. Τα όπλα θα μένουν κολλημένα στα χέρια σου, μέχρι να τους δώσεις εσύ εντολή να εξαφανιστούν. Φυσικά από τη στιγμή που δεν ξέρουμε τι θα συναντήσεις εκεί μέσα, δεν μπορώ να σου εγγυηθώ για την αποτελεσματικότητά τους. Είναι όμως ό,τι καλύτερο μπορώ να σου προσφέρω. Αν όλα αυτά αποτύχουν και αναγκαστείς να κρυφτείς από κάποιον αντίπαλο, που δε θα μπορείς να αντιμετωπίσεις, θα έχεις στη διάθεσή σου και τη στολή». Ο Κίνιαχ σήκωσε τη στολή και μόνο τότε ο Μπέριντεμ παρατήρησε, ότι το

Page 35: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

35

μαγικό αυτό ρούχο είχε την ιδιότητα, να παίρνει τη μορφή οποιουδήποτε αντικειμένου μπροστά από το οποίο στεκόταν. Ήταν κάτι σαν χαμαιλέοντας σε μορφή ενδύματος.

«Από όπου περνάς φορώντας αυτή τη στολή οι άλλοι θα βλέπουν μόνο ό,τι βρίσκεται πίσω σου αντί για εσένα. Να θυμάσαι όμως ότι οι αισθητήρες της στολής βρίσκονται στην πλάτη. Για να κρυφτείς λοιπόν θα πρέπει εσύ να είσαι στραμμένος προς τον αντίπαλό σου και η πλάτη σου να βρίσκεται προς την αντίθετη μεριά. Έτσι θα παίρνεις τη μορφή του χώρου που βρίσκεται μπροστά από τον αντίπαλό σου και ουσιαστικά θα γίνεσαι αόρατος. Πρέπει όμως να είναι όλο σου το σώμα καλυμμένο. Γι' αυτό η στολή έχει καλύμματα για τα χέρια, τα πόδια και κουκούλα για το κεφάλι. Ξόρκι δε χρειάζεται γιατί δουλεύει συνεχώς. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να γυρνάς την πλάτη σου στο χώρο του οποίου τη μορφή θες να πάρεις. Σε αυτό το χαρτί σου έχω γράψει όλα τα ξόρκια που θα χρειαστείς, για τα γάντια και το λουλούδι του φωτός. Πριν μπεις στη σπηλιά θα εξασκηθείς, γιατί η γλώσσα μας θα σου φανεί αρκετά δύσκολη. Αυτά τα αντικείμενα με εξαίρεση το λουλούδι του φωτός, είναι μοναδικά στο είδος τους. Δε γνωρίζω ποιος τα κατασκεύασε, αλλά εκεί που τα βρήκα δεν υπάρχουν παρόμοια. Καταλαβαίνεις λοιπόν πόσο μεγάλη ευθύνη έχεις να τα επιστρέψεις σώα. Τα φύλαγα ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα μου δινόταν η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσω, για κάτι πραγματικά σημαντικό. Και η ευκαιρία μου δόθηκε. Αν μπεις στη σπηλιά η μοίρα των Ιβίρφιντ θα κρέμεται από τα χέρια σου».

Ο Μπέριντεμ συνειδητοποιούσε πόσο μεγάλη ευθύνη επωμιζόταν, αλλά δεν πτοήθηκε. Εδώ και πολλά χρόνια ήταν υπεύθυνος για τη μοίρα του δικού του λαού και τα είχε καταφέρει όσο καλυτέρα του επέτρεπαν οι περιστάσεις. Το να γνωρίζει πως κάθε του ενέργεια σήμαινε καταστροφή ή σωτηρία για έναν ολόκληρο λαό, δεν ήταν κάτι καινούργιο για εκείνον. Άρχισε αμέσως να εξασκείται στα ξόρκια. Ο Κίνιαχ ήταν σκληρός δάσκαλος και τον πίεζε όλο και περισσότερο, λέγοντάς του ότι αν

Page 36: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

36

δεν έλεγε την κάθε λέξη ολοκάθαρα και το ξόρκι δεν έβγαινε σωστά, μπορεί να του κόστιζε ακόμα και τη ζωή του. Μετά από μια ολόκληρη μέρα εξάσκησης, ο Κίνιαχ έκρινε ότι ο Μπέριντεμ ήταν έτοιμος πλέον να χρησιμοποιήσει τα μαγικά αντικείμενα. Του έδωσε το λουλούδι του φωτός και του είπε να δοκιμάσει πρώτα το ξόρκι του φωτισμού. Ο Μπέριντεμ βοηθούμενος από τον πατέρα του, είπε σωστά το ξόρκι και μια πανέμορφη λαμπερή ακτίνα φωτός ξεχύθηκε από το μαγικό άνθος. Ο Σαλούβιαρ ένιωσε μια απίστευτη αγαλλίαση και ένα ευχάριστο γαργάλημα στο χέρι με το οποίο κρατούσε το λουλούδι. Ακολούθησε με τα μάτια του τη γραμμή φωτός που σχηματιζόταν στον τοίχο και απλωνόταν σιγά-σιγά σε όλο το χώρο, νιώθοντας τις ευεργετικές επιδράσεις του όλο και περισσότερο. Ο Κίνιαχ του φώναξε να πει το ξόρκι συσκότισης. Με βαριά καρδιά εκείνος υπάκουσε και είδε την υπέροχη λάμψη να χάνεται.

«Ένα από τα πλεονεκτήματα του μαγικού φωτός που βγαίνει από το λουλούδι, είναι ότι ο χρήστης νιώθει μια ανεξήγητη ευχαρίστηση και αισιοδοξία. Είναι μια ψευδαίσθηση όμως και πρέπει να προσέχεις εκεί που θα πας να μην παρασυρθείς και ξεχάσεις τους κινδύνους που θα παραμονεύουν. Τώρα δοκίμασε το ξόρκι του υπνωτισμού».

«Σε ποιον;» Με την ερώτηση του Μπέριντεμ άνοιξε ξαφνικά ένας τοίχος και τα κλαδιά έφεραν μέσα έναν κατατρομαγμένο Ιβίρφιντ. Το άμοιρο πλάσμα μόλις είδε τον Κίνιαχ, άρχισε να χτυπιέται προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τα κλαδιά που τον κρατούσαν δέσμιο, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Παρόλο που ο μάγος μαχόταν για τη σωτηρία της χώρας, οι κάτοικοι δε φαίνονταν να τον εμπιστεύονται και αντίθετα τον έτρεμαν. Ποιοί να ήταν άραγε οι λόγοι για αυτό; Σίγουρα πάντως το γεγονός ότι είχε απαγάγει χωρίς δισταγμό έναν της φυλής του, για να τον χρησιμοποιήσει ως πειραματόζωο, δε συνηγορούσε υπέρ του. Ο Μπέριντεμ είδε το ανυπόμονο νεύμα του Κίνιαχ και στράφηκε προς το νεοφερμένο. Ήθελε να τον καθησυχάσει αλλά δε γνώριζε τη γλώσσα του. Έτσι είπε το ξόρκι για να τελειώνει μια ώρα

Page 37: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

37

αρχύτερα. Είδε με ικανοποίηση τον Ιβίρφιντ να σταματάει να συσπάται και να μένει αποχαυνωμένος να κοιτάζει το λουλούδι του φωτός. Είχε πετύχει. Έδωσε τη μαγική εντολή να σταματήσει ο υπνωτισμός και είδε το θύμα του να συνέρχεται από την αποχαύνωση. Μόλις ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, ο τρόμος επανήλθε.

«Τελειώσαμε, άφησε τον κακομοίρη ελεύθερο» είπε ο Μπέριντεμ ενοχλημένος.

«Όχι ακόμα. Τον χρειαζόμαστε για να δοκιμάσουμε και κάτι άλλο. Βάλε τα γάντια».

«Γιατί, τι άλλο θες να δοκιμάσεις;» «Θέλω να δω πώς χειρίζεσαι τα γάντια εναντίον ενός

αντιπάλου. Φόρεσέ τα!» «Όχι, δε θα κάνω κακό σε κάποιο ανυπεράσπιστο ον που δε

με έχει βλάψει ποτέ. Το σπαθί από το γάντι μπορεί να τον κόψει στα δύο, αν η δύναμη του είναι όση ισχυρίζεσαι».

«Δεν αμφιβάλλω για τα γάντια αλλά για το πώς εσύ μπορείς να τα χειριστείς. Θέλω να σε δω σε μια αληθινή μάχη».

«Αυτό δεν είναι μάχη είναι στυγνή δολοφονία. Αυτός ο Ιβίρφιντ ακόμα και αν δεν ήταν δεμένος, δε θα μπορούσε να μου κάνει κανένα κακό. Τρέμει σύγκορμος». Ο Κίνιαχ ξεστομίζοντας μια βλαστήμια, έδωσε εντολή στα κλαδιά να αφήσουν ελεύθερο τον κρατούμενο και ύστερα άρπαξε το λουλούδι του φωτός. Το έστρεψε προς το μέρος του και άρχισε να τον υπνωτίζει. Όμως δεν έμεινε στο σημείο αποχαύνωσης του θύματος του. Συνέχισε ακόμα πιο πέρα. Ο Μπέριντεμ δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι ωφελούσε αυτός ο υπνωτισμός, μέχρι που ο Κίνιαχ γύρισε και μίλησε στον υπνωτισμένο Ιβίρφιντ.

«Σκότωσε τον ξένο τώρα. Σε διατάζω». Ο Σαλούβιαρ δεν κατάλαβε την εντολή του μάγου, αλλά προαισθάνθηκε πως δεν ήταν κάτι καλό. Ο Ιβίρφιντ σαν άβουλο πλάσμα υπάκουσε, ενώ ήταν εμφανές ότι δεν είχε συναίσθηση του τι έκανε. Όρμησε στον Μπέριντεμ με γυμνά χέρια, προσπαθώντας να τον αρπάξει από το λαιμό. Εκείνος έριξε στον επιτιθέμενο μια αγκωνιά στη μύτη,

Page 38: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

38

για να κερδίσει χρόνο μέχρι να βάλει τα γάντια. Ο Ιβίρφιντ μεταμόρφωσε το δεξί του χέρι σε έναν ξύλινο πέλεκυ και επιτέθηκε με μανία. Ο Μπέριντεμ λέγοντας βιαστικά το ξόρκι που είχε μάθει, ενεργοποίησε σπαθί και ασπίδα. Απέκρουσε την επίθεση και έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του αντιπάλου του. Εκείνος αγνοώντας τον πόνο ξαναεπιτέθηκε. Ο πέλεκυς πέρασε ξυστά από την κορυφή της κεφαλής του Μπέριντεμ. Καθοδηγούμενος από τον πατέρα του, ο Σαλούβιαρ χτύπησε τα πλευρά του αντιπάλου του για δεύτερη φορά, αλλά με την ασπίδα. Τον είδε να τινάζεται στην άλλη άκρη του δωματίου, ενώ κομμάτια ξύλου από το σώμα του διασκορπίζονταν παντού. Κοίταξε την ασπίδα με δέος και φώναξε στον Κίνιαχ να ανακαλέσει την επίθεση. Ο μάγος τον αγνόησε, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον την έκβαση της μονομαχίας.

Το ανδρείκελο επιτέθηκε ξανά, έχοντας μετατρέψει το δεύτερο χέρι του σε δόρυ. Όρμησε και με τα δύο όπλα. Ο Μπέριντεμ τα απέφυγε και κατέβασε το ενεργειακό σπαθί του καταπάνω τους. Κόπηκαν και τα δύο από τη ρίζα, στέλνοντας τον Ιβίρφιντ να κυλιστεί στο έδαφος ουρλιάζοντας. Από τα κομμένα του χέρια έτρεχε χυμός δέντρων. Ο υπνωτισμός όμως ήταν ισχυρότερος ακόμα και από τον τρομερό αυτόν πόνο. Με κομμένα πλέον τα χέρια του, κατέφυγε στη βοήθεια των κλαδιών. Τα ίδια κλαδιά που λίγο πριν τον κρατούσαν δέσμιο, ξαφνικά με τις ευλογίες του Κίνιαχ φυσικά, υπάκουαν στις εντολές του. Προσπάθησαν να τυλίξουν τον Μπέριντεμ. Εκείνος δε δίστασε να χρησιμοποιήσει και πάλι το πανίσχυρο σπαθί. Τα κλαδιά έπεσαν κομμένα σπαρταρώντας. Ο κύριός τους βλέποντάς τα να αποτυγχάνουν, μετέτρεψε όλο του το σώμα σε πέτρα, με το κεφάλι του να γίνεται μια αιχμηρή πέτρινη λόγχη. Όρμησε προτάσσοντας το κεφάλι του. Ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε στη ζωή του, καθώς το κεφάλι του αποχωρίστηκε για πάντα από τους ώμους του και το άψυχο σώμα έπεσε στα πόδια του φονιά του. Του Μπέριντεμ. Εκείνος συνειδητοποιώντας τι είχε

Page 39: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

39

κάνει, ένιωσε την οργή του να ξεχειλίζει και όρμησε στον Κίνιαχ με λύσσα.

«Κοίτα τι με ανάγκασες να κάνω! Σκότωσα έναν αθώο! Θα πεθάνεις για αυτό».

«Ήθελα να δω αν είσαι κατάλληλος. Τώρα που το διαπίστωσα δεν έχω κανέναν ενδοιασμό για σένα».

«Και αν δεν μπορώ να μπω στη σπηλιά θα έχει πεθάνει για το τίποτα;»

«Αν δεν μπορείς να μπεις στη σπηλιά, έτσι και αλλιώς ο θάνατός του δε θα αργούσε. Θα έπεφτε σύντομα στα δόντια κάποιου Νέγκαρ. Τώρα τουλάχιστον πέθανε για έναν ιερό σκοπό. Προσέφερε κάτι στο λαό του».

«Το ότι έγινε πειραματόζωο για τα διεστραμμένα παιχνίδια σου εσύ το λες προσφορά; Θα σε σκοτώσω! Υποκριτή! Με είχες πείσει ότι νοιαζόσουν για το λαό σου. Το μόνο που σε νοιάζει όμως είναι ο εαυτός σου».

«Ακόμα και έτσι να είναι δεν μπορείς να με σκοτώσεις. Είμαι ο μόνος ο οποίος μπορεί να αξιοποιήσει τις πληροφορίες που ίσως φέρεις από το ταξίδι σου. Αν με σκοτώσεις δε θα μπορεί να σώσει κανείς τους Ιβίρφιντ. Μη γελιέσαι. Επειδή σου έδωσα μερικά μαγικά όπλα, δε σημαίνει ότι είσαι ακόμα αρκετά ισχυρός. Με χρειάζεσαι. Πνίξε λοιπόν την οργή σου και κάνε το σωστό. Αλλιώς όλοι είναι χαμένοι». Ο Μπέριντεμ συνειδητοποίησε πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του μάγου. Έτσι έδωσε εντολή στο σπαθί του να αποτραβηχτεί μέσα στο γάντι. Δεν μπορούσε όμως να συγκρατήσει αρκετά την οργή του, ώστε να μην πάρει έστω και μια μικρή εκδίκηση από το ραδιούργο Ιβίρφιντ. Η μπουνιά του έστειλε τον Κίνιαχ να κατρακυλήσει στο πάτωμα, δίπλα στο ακέφαλο πτώμα. Ο μάγος με δυσκολία συγκράτησε τα νεύρα του και δεν αντεπιτέθηκε. Ο Μπέριντεμ κατάλαβε πόσο τον είχε εξοργίσει, από το τρεμούλιασμα των κλαδιών, τα οποία επιθυμούσαν να επιτεθούν για να ξεπλύνουν την προσβολή με αίμα. Δεν ανησυχούσε όμως. Ήξερε πλέον ότι δε χρειαζόταν να φοβάται τον Κίνιαχ. Όσο πίστευε ότι τον είχε ανάγκη, τότε θα

Page 40: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

40

κρατούσε τα κλαδιά του ήσυχα, καθώς και όλα τα υπόλοιπα ανίερα κόλπα που περιλάμβανε το οπλοστάσιό του. Το τι θα γινόταν όμως αν δεν μπορούσε να μπει στη σπηλιά, ήταν μια άλλη ιστορία.

Ο Κίνιαχ με πληγωμένο τον εγωισμό του κυρίως, σηκώθηκε και ξεσκόνισε τα ρούχα του. Σκούπισε το φρουτώδη χυμό που έβγαινε από την πληγή στα χείλη του, στο σημείο που είχε δεχθεί το χτύπημα και κοίταξε τον άνθρωπο στον οποίο είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες. Του απηύθυνε το λόγο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αφήνοντας το περιστατικό πίσω τους.

«Όλα όσα έπρεπε να ξέρεις τα έμαθες. Μπορούμε να πάμε στη σπηλιά. Όση βοήθεια ήταν δυνατόν να σου δώσω, στην έδωσα. Από εκεί και πέρα θα πρέπει με ό,τι εφόδια έχεις να προσπαθήσεις να επιβιώσεις και να γυρίσεις πίσω, έχοντας μάθει όσα περισσότερα μπορείς».

«Ας πάμε. Είμαι περίεργος να δω επιτέλους αυτήν την περιβόητη σπηλιά».

Page 41: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

41

3 Η σπηλιά αποτελούσε ένα απογοητευτικό θέαμα. Περίμενε

να δει κάτι φρικτό, απόκοσμο και τρομακτικό. Αλλά είχε να κάνει με μια σπηλιά συνηθισμένη, που δε φαινόταν να κρύβει τίποτα δυσοίωνο. Ο πατέρας του όμως έκανε την εύστοχη παρατήρηση, ότι ακόμα δεν είχε δει τη σπηλιά από μέσα. Ο Μπέριντεμ θεώρησε ότι ο Καριντάμ είχε δίκιο. Επίσης είχε μάθει μετά από τόσα χρόνια στο πεδίο της μάχης, ότι πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν και ότι τα μέρη τα οποία δείχνουν ασφαλή και γαλήνια, κρύβουν συνήθως τις χειρότερες παγίδες. Κοίταξε με ερωτηματικό ύφος τον Κίνιαχ ο οποίος του έκανε νόημα να προχωρήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε μέχρι την είσοδο. Όταν έφτασε δε σταμάτησε αλλά συνέχισε με αποφασιστικότητα. Ξαφνικά ένιωσε τον αέρα γύρω του να γίνεται πιο πυκνός. Οι κινήσεις του έγιναν πιο αργές και δύσκολες. Το βήμα του επιβραδυνόταν. Κάτι τον έσπρωχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ήθελε να ακολουθήσει. Ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο σώμα του από την προσπάθεια που κατέβαλλε. Έβλεπε το χώρο γύρω του παραμορφωμένο. Άκουγε τη φωνή του Κίνιαχ ο οποίος κάτι του φώναζε. Ακόμα και τα λόγια όμως παραμορφώνονταν και δεν μπορούσε να βγάλει νόημα από τους ήχους που έφταναν στα αυτιά του. Έσπρωξε με όλη του τη δύναμη, με αποφασιστικότητα οδηγούμενη από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Την επόμενη στιγμή ένιωσε κάτι να υποχωρεί και βρέθηκε πεσμένος με το πρόσωπο στο έδαφος. Είχε μπει στη σπηλιά. Μπορούσε πια να κινηθεί, να δει και να ακούσει φυσιολογικά. Ό,τι και αν υπήρχε στην είσοδο είχε πια εξαφανιστεί. Και αυτή η μικρή νίκη οφειλόταν σε εκείνον. Άκουσε τον Κίνιαχ να πανηγυρίζει σαν μικρό παιδί και να τρέχει προς το μέρος του. Πέρασε και αυτός την είσοδο ανενόχλητος, αφού ο φραγμός

Page 42: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

42

πλέον είχε χαθεί. Βοήθησε τον Μπέριντεμ να σηκωθεί και τον ταρακούνησε από τους ώμους ενθουσιασμένος.

«Τα κατάφερες! Έσπασες το μαγικό εμπόδιο! Το ήξερα ότι εσύ ήσουν η απάντηση. Δε θα μπορούσε να είναι τυχαία η εμφάνιση σου εδώ, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή στην ιστορία μας». Ο Μπέριντεμ ακόμα αηδιασμένος από τον τρόπο με τον οποίο ο μάγος είχε καταδικάσει έναν του είδους του σε θάνατο, έβγαλε τα χέρια του από τους ώμους του και έδειξε ότι δε συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Κίνιαχ.

«Τώρα τι κάνουμε; Προχωράω μόνος;» «Όχι, μπορούμε πλέον να μπούμε πανστρατιά στη σπηλιά.

Αρχικά είχα υποθέσει ότι ίσως κατάφερνες να περάσεις μέσα από το φραγμό, οπότε και θα έπρεπε να συνεχίσεις μόνος. Εσύ όμως ξεπερνώντας κάθε προσδοκία μου, διέλυσες τελείως το ξόρκι. Τώρα μπορούμε να μπούμε και εμείς μαζί σου μέσα και να μεταφέρουμε τον πόλεμο στη δική τους περιοχή».

«Η αλλαγή του πεδίου μάχης δε νομίζω να αλλάξει τίποτα. Και πάλι τα Νέγκαρ θα σας σφάξουν μέχρι τον τελευταίο. Ενώ αν πάω μόνος, ίσως να μη με αντιληφθούν και έτσι να έχω καλύτερα αποτελέσματα».

«Ο συλλογισμός σου είναι σωστός, αλλά θα έχεις περισσότερες πιθανότητες να περάσεις απαρατήρητος, αν τα Νέγκαρ είναι απασχολημένα πολεμώντας ένα στρατό από Ιβίρφιντ. Θα έχεις περισσότερες πιθανότητες να μην πέσεις πάνω τους».

«Είναι ένα σωστό σχέδιο αλλά θα έχετε πολλές απώλειες. Θα προχωρήσω πρώτος. Εσύ εν τω μεταξύ μάζεψε στρατό και έλα εδώ να προκαλέσεις τα Νέγκαρ σε μάχη. Προσπαθήστε όμως να μην παραμείνετε πολλή ώρα, γιατί θα καταστραφείτε ολοσχερώς. Απασχολήστε τα για λίγη ώρα και μετά υποχωρήστε».

«Σύμφωνοι. Πάω αμέσως στο παλάτι να μιλήσω στο βασιλιά. Θα έρθουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε». Ο Κίνιαχ έφυγε βιαστικά πάνω στα κλαδιά του και ο Μπέριντεμ έμεινε

Page 43: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

43

μόνος του στο χείλος της σπηλιάς, προσπαθώντας να τρυπήσει με το βλέμμα του το πυκνό σκοτάδι χωρίς επιτυχία.

«Έλα παλικάρι μου. Συνήθως όταν μαθαίνεις με τι έχεις να κάνεις, ο φόβος λιγοστεύει. Η φαντασία πολλές φορές παρουσιάζει τα πράγματα χειρότερα απ’ ό,τι είναι. Ας προχωρήσουμε». Ο Μπέριντεμ ευχήθηκε ο πατέρας του να είχε δίκιο. Αν και ποτέ στη ζωή του δεν είχε φανταστεί κάτι χειρότερο, από αυτά τα αδηφάγα πλάσματα. Τουλάχιστον όταν διοικούσε ακόμα τα στρατεύματα στη Ζιλμάτα, ήξερε ότι είχε να κάνει με ανθρώπους. Μπορούσε να διαγνώσει τις αδυναμίες των Ούρμπιλαχ και να προβλέψει κάποιες από τις κινήσεις τους. Στον υπόγειο εκείνον κόσμο όμως, προχωρούσε σε μονοπάτια άγνωστα και επικίνδυνα. Μάζεψε το κουράγιο του και προχώρησε βαθύτερα στη σπηλιά. Λίγο αργότερα μια θηλυκή παρουσία που τον παρακολουθούσε από ώρα, μπήκε και αυτή στη σπηλιά. Η κοπέλα θα ήταν και η τελευταία Ιβίρφιντ που θα έμπαινε στη σπηλιά εκείνη την ημέρα, αφού μετά την είσοδο της, το θρυμματισμένο μαγικό φράγμα που είχε ξεπεράσει ο Μπέριντεμ, άρχισε να σχηματίζεται και πάλι εμποδίζοντας την είσοδο. Μια ώρα αργότερα, όταν οι πρώτοι Ιβίρφιντ θα έφταναν εκεί για να πολεμήσουν, θα γνώριζαν άλλη μια απογοήτευση και θα έχαναν την εμπιστοσύνη που συνήθως έδειχναν στον Κίνιαχ. Όταν τα γεμάτα απορία και οργή βλέμματα τους γύρισαν σε αυτόν για απαντήσεις, εκείνος δεν είχε να τους δώσει καμία, ούτε μπόρεσε να τους πείσει ότι δεν ήταν τρελός και ότι όσα τους είχε διηγηθεί ήταν αληθινά.

Ο Μπέριντεμ έβγαλε το λουλούδι του φωτός και λέγοντας το ξόρκι, φώτισε το πετρώδες περιβάλλον νικώντας κατά κράτος το σκοτάδι. Κοίταξε γύρω του και δε διέκρινε κάποια απειλή. Έτσι συνέχισε μπροστά, στη μοναδική κατεύθυνση προς την οποία θα μπορούσε να πάει. Μέχρι εκείνο το σημείο οι βράχοι δεν είχαν κάποιο άνοιγμα που να φανερώνει κάποιο άλλο μονοπάτι. Το έδαφος ήταν κακοτράχαλο, αναγκάζοντάς τον να προσέχει το βήμα του, για να μη σκοντάψει σε καμία πέτρα. Πολλά βράχια

Page 44: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

44

εξείχαν από τα πλαϊνά τοιχώματα, τα οποία επίσης έπρεπε να προσέχει για να μην τραυματιστεί στο κεφάλι ή κάπου αλλού. Δεν ήταν ευχάριστη διαδρομή, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερο εμπόδιο για αυτόν. Οι πλαγιές της οροσειράς Φουγέτ, όπου τόσα χρόνια μαχόταν καθημερινά, δεν ήταν λιγότερο απότομες και επικίνδυνες. Είχε μάθει να κρατάει την ισορροπία του με ευκολία και να αποφεύγει ταυτόχρονα τα κυρτά σπαθιά των Ούρμπιλαχ. Πατούσε στις άκρες των δακτύλων του, θέλοντας να αποφύγει να κάνει οποιονδήποτε θόρυβο. Ήξερε βέβαια ότι κατά πάσα πιθανότητα τα Νέγκαρ, όπως και τα περισσότερα ζώα, θα είχαν αυξημένη την αίσθηση της όσφρησης, μέσω της οποίας θα τον αντιλαμβάνονταν. Αλλά αυτό δε σήμαινε ότι έπρεπε να κάνει τη δουλειά τους ευκολότερη, με το να κινείται θορυβωδώς. Είχε ρυθμίσει το λουλούδι του φωτός έτσι ώστε να φωτίζει μόνο τόσο όσο χρειαζόταν, για να βλέπει λίγα εκατοστά μπροστά του και όχι παραπάνω. Έτσι ήλπιζε ότι η μικρή αυτή λάμψη δε θα τραβούσε πολλή προσοχή.

«Μην προσέχεις μόνο για τους κινδύνους που μπορεί να έρθουν από μπροστά μας αλλά και από πίσω μας» είπε ο Καριντάμ.

«Τι εννοείς; Αφού τα Νέγκαρ βρίσκονται μπροστά μας. Ποιος μπορεί να έρθει από την είσοδο;»

«Έχω την εντύπωση ότι μια παλιά σου γνωστή μας ακολουθεί. Κρύψου καλύτερα κάπου και όταν περάσει αιφνιδίασέ την». Ο Μπέριντεμ ακολούθησε τη συμβουλή και πραγματικά μετά από λίγο, άκουσε ελαφρά βήματα να έρχονται προς το μέρος του. Περίμενε να περάσει από μπροστά του το άτομο που τον παρακολουθούσε και διαπίστωσε ότι ήταν η κοπέλα που είχε σώσει από τους Ούρμπιλαχ και που μετά είχε χάσει όταν είχε πέσει στον κόσμο των Ιβίρφιντ. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να είχε βρεθεί εκεί και σκοπεύοντας να τη ρωτήσει, πετάχτηκε από την κρυψώνα του και την άρπαξε από τη μέση. Ήταν κάτι που μετάνιωσε αμέσως, γιατί ένα ξύλινο έμβολο πετάχτηκε από την πλάτη της κοπέλας και τον πέτυχε στο πρόσωπο, στέλνοντάς

Page 45: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

45

τον μερικά μέτρα μακριά. Κάποτε θα έπρεπε να μάθει να λύνει πιο ειρηνικά τις διαφορές του με τους Ιβίρφιντ. Η μύτη του έτρεχε αίμα και ήταν ζαλισμένος, αλλά δεν είχε πάθει τίποτα το σοβαρό. Η κοπέλα τον πλησίασε και έσκυψε κοντά του. Έπιασε το πρόσωπό του με τα χέρια της και κοίταξε το τραύμα του.

«Αυτό που έκανες ήταν πολύ ηλίθιο. Δεν υπήρχε λόγος να με αιφνιδιάσεις έτσι. Τώρα κοίτα τι με ανάγκασες να κάνω». Ο Μπέριντεμ διαπίστωσε ότι υπήρχε και άλλος σε αυτόν τον κόσμο, που μίλαγε τη γλώσσα των Σαλούβιαρ εκτός από τον Κίνιαχ. Επίσης αυτό που διέκρινε στη φωνή της, ήταν αληθινό ενδιαφέρον για εκείνον και λύπη για τον τρόπο με τον οποίον τον είχε χτυπήσει. Απόμεινε να την κοιτάζει θαυμάζοντας την ομορφιά της. Αυτήν την ομορφιά που τον είχε οδηγήσει σε έναν άλλον κόσμο. Μια σουβλιά στη μύτη του όμως, τον έκανε να επανέλθει στην πραγματικότητα. «Γιατί με ακολουθείς; Εδώ μέσα είναι πολύ επικίνδυνα για σένα. Πρέπει να φύγεις. Εγώ έχω να ολοκληρώσω μια αποστολή πολύ σημαντική για σένα και το λαό σου. Μπορεί να βρω τρόπο να εξοντωθούν τα Νέγκαρ».

«Αν είναι έτσι, ένας ακόμα λόγος να σε ακολουθήσω. Μπορώ να σε βοηθήσω ενάντια σε όποιους κινδύνους παραμονεύουν εδώ μέσα. Και βοηθώντας εσένα θα βοηθήσω και όλους τους Ιβίρφιντ».

«Πώς έμαθες να μιλάς τη γλώσσα μου; Ο Κίνιαχ σε δίδαξε;» Η κοπέλα φάνηκε ενοχλημένη από τη δεύτερη ερώτηση.

«Όχι δε με δίδαξε αυτός. Δεν έχω καμία σχέση με αυτό το άτομο. Σας παρακολουθώ χρόνια εσάς και τους άλλους. Η επιφάνεια και τα πλάσματά της πάντοτε παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα. Βέβαια αυτή η ατέλειωτη διαμάχη είναι κουραστική. Αλλά παρόλα αυτά, ποτέ δεν έχασα το ενδιαφέρον μου για τον κόσμο σου. Έτσι έμαθα τη γλώσσα τη δική σας και τη γλώσσα των άλλων. Αυτών που αποκαλείς Ούρμπιλαχ. Ειδικά η δική τους παρακολούθηση ήταν πολύ εύκολη για μένα. Ζουν μέσα στα βουνά και έχουν σκάψει αμέτρητες σήραγγες που συγκοινωνούν. Έτσι ήταν πολύ εύκολο για μένα να αλλάζω

Page 46: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

46

μορφές και να περνάω απαρατήρητη ανάμεσά τους, χρησιμοποιώντας αυτό το υπόγειο δίκτυο. Εσείς ζείτε στην πεδιάδα και έπρεπε να είμαι λίγο πιο προσεκτική. Αλλά ποτέ δε με είχε αντιληφθεί κανείς δικός σας. Τελικά μια μέρα φάνηκα απρόσεκτη και με ανακάλυψαν οι Ούρμπιλαχ. Τη μέρα που με είδες και εσύ για πρώτη φορά».

«Γιατί δε χρησιμοποίησες τις δυνάμεις σου για να αποκρούσεις τους Ούρμπιλαχ τότε. Απ' ό,τι έχω δει για έναν Ιβίρφιντ, τρεις απλοί άνθρωποι δεν αποτελούν σοβαρό κίνδυνο».

«Αν αποκάλυπτα τις δυνάμεις μου τότε, θα έπρεπε να τους σκοτώσω όλους για να μη γίνει γνωστή στην επιφάνεια η ύπαρξη μας. Και εκτός από αυτούς, θα έπρεπε να σκοτώσω και εσένα. Η αιματοχυσία είναι κάτι που απεχθάνομαι. Έτσι προτίμησα να τρέξω, παρά να πολεμήσω για τη ζωή μου».

«Τελικά όμως χρησιμοποίησες τις δυνάμεις σου, για να με σώσεις από έναν από τους Ούρμπιλαχ. Θα σε συνέφερε να με αφήσεις να πεθάνω και να έχεις φύγει όσο ο Ούρμπιλαχ ήταν απασχολημένος μαζί μου. Δεν το έκανες όμως».

«Καλύτερα να προχωρήσουμε. Δεν έχει νόημα να χάνουμε το χρόνο μας εδώ πέρα. Μπορούμε να μιλάμε και περπατώντας» είπε η κοπέλα αλλάζοντας θέμα, το ίδιο ενοχλημένη με τη στιγμή που την είχε ρωτήσει για τον Κίνιαχ.

«Επιμένω ότι δεν είναι μέρος αυτό για μια γυναίκα. Καλύτερα να γυρίσεις πίσω όπου θα είσαι ασφαλής».

«Ξέρω ότι στο δικό σου κόσμο οι γυναίκες δεν πολεμούν στο πλευρό σας. Σε εμάς όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πολεμάμε μαζί με τους άντρες και πολλές φορές τους ξεπερνάμε στα κατορθώματα. Γι' αυτό λοιπόν ας την αφήσουμε αυτή τη συζήτηση, γιατί δεν πρόκειται να με μεταπείσεις».

«Ζόρικο το κοριτσάκι έ;» ακούστηκε η φωνή του Καριντάμ μέσα στο κεφάλι του Μπέριντεμ. Ο τελευταίος έκρυψε το χαμόγελό του, μη θέλοντας να εκνευρίσει περισσότερο τη νέα του σύντροφο σε αυτήν την περιπέτεια. «Μπορώ να μάθω το όνομά σου τότε; Εμένα με λένε Μπέριντεμ».

Page 47: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

47

«Παφύλια» απάντησε μονολεκτικά εκείνη και προχώρησε μπροστά. Την ακολούθησε βιαστικά, μη θέλοντας να την αφήσει να προχωράει μόνη. Είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει από το να έρθει μαζί του, αλλά στην πραγματικότητα χαιρόταν. Ήταν ευχάριστο να έχει κάποια συντροφιά και μάλιστα με τόσο σπουδαίες δυνάμεις. Φαινόταν γενναία κοπέλα και σίγουρα θα του φαινόταν χρήσιμη. Άλλωστε είχε φτάσει μέχρι εκεί για χάρη της. Επομένως ένιωθε κάπως δικαιωμένος που την είχε ξαναβρεί, μετά την τόσο επεισοδιακή γνωριμία τους. Δεν είχε ξεχάσει την αντίδρασή της όταν είχε αναφέρει τον Κίνιαχ. Η εμπιστοσύνη του απέναντι στο μάγο είχε σχεδόν εξαφανιστεί και βλέποντας ότι και η Παφύλια συμμεριζόταν τα αισθήματά του για τον επικίνδυνο γέροντα, τον έκανε να αμφιβάλλει και για την αποστολή που είχε αναλάβει. Θα μπορούσε να είναι και αυτό ένα σχέδιο του Κίνιαχ, για να επιτύχει δικούς του στόχους, χρησιμοποιώντας το καλό των Ιβίρφιντ ως πρόφαση. Δυστυχώς, υπενθύμισε για μια ακόμα φορά στον εαυτό του, δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Κίνιαχ ήταν ο μόνος που του είχε δώσει μια ευκαιρία να ξεφύγει ζωντανός, σε αντίθεση με τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.

Περιπλανήθηκαν βαθύτερα στη σπηλιά με το φως από το μαγικό λουλούδι να τους συντροφεύει και να τους βοηθάει να αποφεύγουν τις προεξοχές των βράχων. Στην αρχή περπατούσαν σιωπηλά, κάτι που ήταν και το πιο συνετό, αφού έτσι δε θα τους αντιλαμβανόταν κανείς. Αλλά ο Μπέριντεμ έβρισκε ενοχλητική αυτήν την αμήχανη σιωπή που επικρατούσε και έτσι αποφάσισε να ξανανοίξει την κουβέντα, έστω και ψιθυριστά. «Είπες πως σε ενδιαφέρουν τα πλάσματα της επιφάνειας. Απ' ό,τι κατάλαβα οι Ιβίρφιντ νιώθουν τρομερή απέχθεια για τους ανθρώπους. Εσύ πώς και δε συμμερίζεσαι αυτά τα συναισθήματα και μάλιστα διακινδυνεύεις να φανερωθεί ο κόσμος σου, με το να εξερευνάς την επιφάνεια;»

«Πιστεύω ότι οι πράξεις ενός μοχθηρού ανθρώπου πριν από πολλά χρόνια, δε θα πρέπει να χαρακτηρίζουν ένα ολόκληρο

Page 48: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

48

είδος. Υπάρχουν άνθρωποι που θα μας έκαιγαν ζωντανούς, επειδή θα φοβούνταν την ανωτερότητά μας. Υπάρχουν άλλοι που θα προσπαθούσαν να μας προσοικειωθούν, μόνο και μόνο για να αποκομίσουν κάποια οφέλη. Και τέλος υπάρχουν και άνθρωποι καλοί σαν εσένα, που κινδύνεψες για να με σώσεις, αν και σου ήμουν παντελώς άγνωστη. Με τέτοιους ανθρώπους θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε και να καταφέρουμε πολλά. Πιστεύω πως έχουμε πολλά να μάθουμε και εμείς από εσάς και εσείς από μας. Πρώτα απ' όλα, θα μπορούσαν και τα δύο είδη να ταξιδεύουν ανεμπόδιστα και στους δύο κόσμους. Δε θα ήταν καταπληκτικό κάτι τέτοιο; Να μπορεί ο κάθε Ιβίρφιντ να ταξιδεύσει στην επιφάνεια, χωρίς να φοβάται μήπως τον κάψουν σαν ένα έκτρωμα της φύσης. Και αντίστοιχα, ένας άνθρωπος να μπορεί να κατεβαίνει στον υπόγειο κόσμο μας, χωρίς να κατηγορείται ότι είναι εμπρηστής ή δόλιος κλέφτης της μαγείας μας».

«Θα ήταν όντως καταπληκτικό. Όμως δε ζούμε σε έναν τέλειο κόσμο και έτσι το όνειρό σου δεν μπορεί να γίνει εύκολα πραγματικότητα. Ίσως μάλιστα να είναι και αδύνατον. Στην επιφάνεια δε θα μπορούσαμε ποτέ να διανοηθούμε, πως δεν πρέπει να κόβουμε τα δέντρα για τις κατασκευές μας. Πως δεν πρέπει να λαξεύουμε την πέτρα και να σκάβουμε τη γη, για να παίρνει τη μορφή που επιθυμούμε και να φτιάχνουμε κάστρα και οχυρά. Ακόμα και προϊστορικά ο άνθρωπος έκαιγε ξύλα για να ζεσταίνεται και να ψήνει την τροφή του. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε άλλην επιλογή. Εσείς γεννηθήκατε με αυτό το χάρισμα, να επικοινωνείτε με τη φύση. Εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Έτσι πρέπει να παίρνουμε ό,τι έχει να μας προσφέρει η φύση με τη βία».

«Το καταλαβαίνω αυτό και δεν είμαι παράλογη. Έχετε ανάγκη από στέγη και τροφή, καθώς και από εργαλεία για τις καθημερινές σας δουλειές. Έχεις υπολογίσει όμως πόσα δέντρα έχουν κοπεί τους τελευταίους αιώνες και από εσάς και από τους Ούρμπιλαχ, για καταπέλτες, πολιορκητικές μηχανές, δόρατα,

Page 49: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

49

ασπίδες και τα λοιπά; Ήταν πραγματικά αυτή η θυσία τόσο απαραίτητη, για να ικανοποιήσετε τον εγωισμό σας με κάθε νίκη στο πεδίο της μάχης;»

Ο Μπέριντεμ ήξερε ότι η κοπή των δέντρων ήταν αναμφισβήτητο γεγονός. Αυτό που τον πόνεσε όμως με αυτά τα λόγια, ήταν ότι ποτέ του μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αναλογιστεί τη θυσία των δασών. Ήταν κάτι που το θεωρούσε δεδομένο και δεν έδινε δεύτερη σκέψη στο θέμα. Ήξερε ότι δεν είχε επιλογή. Όταν τα στίφη των αντιπάλων κατέβαιναν από τα βουνά, δεν μπορούσε να τους ευαισθητοποιήσει για τέτοιου είδους θέματα. Οι Ούρμπιλαχ άλλωστε δε φημίζονταν ούτε για τις ευαισθησίες τους, ούτε για την ικανότητά τους στο διάλογο. Θα μπορούσε όμως να το είχε σκεφτεί έστω και μια φορά. Να διστάσει έστω και για ένα δευτερόλεπτο, πριν δώσει τη διαταγή να κοπούν εκατοντάδες δέντρα. Κατέληξε πως οι ανάγκες των ανθρώπων υπερτερούσαν των αναγκών της φύσης. Είχε καθήκον απέναντι στην πατρίδα του και αυτό ήταν το πιο σημαντικό απ’ όλα. Το συμπέρασμα αυτό δεν τον έκανε να νιώσει καλυτέρα, ούτε φυσικά θέλησε να μοιραστεί αυτή του τη σκέψη με την Παφύλια. Ήξερε ότι η αντίδρασή της θα ήταν το λιγότερο αρνητική. Για πρώτη φορά στη ζωή του, σκεφτόταν τόσο πολύ αυτά τα θέματα. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι είχε διαπιστώσει πως τα στοιχεία της φύσης κινούνταν και αντιδρούσαν σαν ζωντανά πλάσματα. Ίσως έφταιγαν τα λόγια της συνοδού του. Όπως και να είχε όμως, ένιωθε βάρβαρος και απολίτιστος, μπροστά στα ιδεώδη των Ιβίρφιντ.

Δε χωρούσε αμφιβολία ότι η χώρα τους ήταν πανέμορφη. Πραγματικά μαγική. Ήταν λογικό λοιπόν να μη θέλουν να έχουν μέσα στα πόδια τους πλάσματα από την επιφάνεια, που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να τα καταστρέψουν όλα με την απληστία τους και την ανοησία τους. Συνειδητοποίησε ότι με χαρά του θα έβρισκε τρόπο να εξολοθρευτούν τα Νέγκαρ, για να επιζήσει αυτή η ομορφιά και ότι δεν το έκανε μόνο για λόγους αυτοσυντήρησης. Αναγκάστηκαν να διακόψουν την πορεία τους,

Page 50: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

50

γιατί το μονοπάτι τους έβγαλε μπροστά σε έναν συμπαγή βράχο, με μια τρύπα στη μέση. Το άνοιγμα ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσει ένας άνθρωπος, αλλά ο Μπέριντεμ ήταν σίγουρος, ότι δεν ήταν εκείνο το σημείο από το οποίο έβγαιναν τα θηρία. Ο όγκος τους ήταν απαγορευτικός για κάτι τέτοιο.

«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε την Παφύλια. «Δε βλέπω άλλη λύση. Θα συρθούμε μέσα από την τρύπα

και όπου μας βγάλει. Εκτός αν φοβάσαι τους στενούς χώρους». Ο Μπέριντεμ δέχθηκε το πείραγμα με ένα μειδίαμα και προχώρησε για να χωθεί πρώτος, σε αυτό που ήλπιζε ότι ήταν η είσοδος κάποια σήραγγας, που θα οδηγούσε κάπου και όχι σε αδιέξοδο. Η επιφάνεια του βράχου γλίστραγε από τη γλίτσα και ένιωσε αηδία από την πρώτη στιγμή. Δεν μπορούσε να στηριχθεί πουθενά και χάνοντας συνεχώς την ισορροπία του, χτύπησε αρκετές φορές το κεφάλι του. «Παφύλια πρόσεχε όταν μπεις. Γλιστράει πολύυυυ………». Η απότομη κλίση που έπαιρνε η σήραγγα, τον οδήγησε ουσιαστικά σε μια ελεύθερη πτώση. Χτυπώντας συνέχεια στα πλευρά του τοιχώματος και αδυνατώντας να σταματήσει, έπεσε σε μια λίμνη από γλίτσα. Όταν επέπλευσε διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε μια τεράστια κοιλότητα, στο κέντρο της οποίας βρισκόταν η λίμνη. Κολύμπησε μέχρι την άκρη και βγήκε έξω, φτύνοντας αηδιασμένος. Η φωνή του πατέρα του ήρθε να του τεντώσει τα νεύρα ακόμα περισσότερο.

«Πολύ έξυπνη η μικρή. Σου έκανε ένα ηλίθιο πείραγμα για να σε πείσει να πας πρώτος και εσύ χωρίς δεύτερη σκέψη έπεσες στην παγίδα της. Ίσως θα ήταν καλύτερο για τους Ούρμπιλαχ, να έβαζαν τις γυναίκες τους να πολεμούν αντί για αυτούς. Θα μας είχαν πάρει τη Ζιλμάτα προ πολλού».

«Οι εξυπνάδες σου δε μου χρειάζονται αυτή τη στιγμή. Άλλωστε έχω εσένα να με προειδοποιείς για αυτά τα πράγματα. Γιατί δε μου είπες ότι κατηφόριζε τόσο απότομα η σήραγγα;»

«Πρέπει να έχω το νου μου, μήπως εμφανιστεί κάποιο από αυτά τα κτήνη και σε κάνει μια χαψιά. Δε φαντάστηκα ότι ο γιος μου ο στρατηγός θα είχε ανάγκη να του λέω και πού να πατάει

Page 51: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

51

κάθε φορά. Η παρουσία μου δε σημαίνει ότι μπορείς να ξεχάσεις την εκπαίδευσή σου τελείως και να μη βλέπεις πού πηγαίνεις. Όσον αφορά τις δικές μου προειδοποιήσεις, υπάρχει κάτι στη λίμνη και είναι μεγάλο».

Ο Μπέριντεμ έβαλε αμέσως τα γάντια και την κουκούλα της μαγικής στολής του και στράφηκε προς τη λίμνη για να γίνει αόρατος. Θυμήθηκε τις οδηγίες του Κίνιαχ πως για να είναι αόρατος σε κάποιον, θα έπρεπε να είναι στραμμένος προς αυτόν. Έτσι κοίταξε τη λίμνη, η επιφάνεια της οποίας αναδευόταν ανησυχητικά, περιμένοντας κάτι μεγάλο και φρικτό να βγει από μέσα. Στην αρχή εμφανίστηκε ένα κεφάλι που είχε το μέγεθος ενός αχυρώνα. Ήταν πράσινο με δέρμα γυαλιστερό και τρία μοχθηρά μάτια, ένα κόκκινο και δύο κίτρινα. Το κόκκινο βρισκόταν πιο ψηλά από τα άλλα δύο, στο ύψος του μετώπου και λαμπύριζε πιο έντονα από τα άλλα. Καθώς το τέρας σηκωνόταν όλο και περισσότερο, τεράστιες μάζες γλίτσας έπεφταν από το θεόρατο κορμί του. Ο Μπέριντεμ αν και ήξερε ότι ήταν αθέατος, δεν μπορούσε να μη νιώθει ανείπωτο τρόμο, μπροστά σε αυτό το θέαμα. Το τέρας δεν έβλεπε τον εισβολέα, αλλά μπορούσε να νιώσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο βασίλειό του. Και αυτό το εξόργιζε.

Το σώμα του τέρατος φαινόταν να μην έχει τελειωμό, αφού συνέχιζε να υψώνεται και να πλησιάζει την οροφή της σπηλιάς, όλο και περισσότερο. Σάρωνε με το βλέμμα του όλη την περιοχή γύρω από τη λίμνη, προσπαθώντας να βρει τι είχε πέσει μέσα στη γλίτσα και είχε διαταράξει την ησυχία του. Δεν μπορούσε να δει κάτι, αλλά το ένστικτό του το ωθούσε να συνεχίσει να ψάχνει. Ο Μπέριντεμ σκέφτηκε ότι αν καθόταν εντελώς ακίνητος και δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο, τότε δε θα είχε κανένα πρόβλημα. Αργά ή γρήγορα το τεράστιο ερπετό θα βαριόταν και θα επέστρεφε στον πάτο της λίμνης, να κουλουριαστεί και να συνεχίσει τον ύπνο του. Ο πατέρας του συμφώνησε. Είχαν ξεχάσει όμως και οι δύο την Παφύλια. Η κοπέλα πετάχτηκε και αυτή μέσα από την τρύπα και βούτηξε με μεγαλοπρέπεια μέσα

Page 52: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

52

στη σιχαμερή μάζα. Το τέρας την κάρφωσε με το βλέμμα του και ο Μπέριντεμ είδε με τρόμο μια λαμπερή ακτίνα, να εκτοξεύεται εναντίον της από το κόκκινο μάτι. Με αξιοζήλευτη ταχύτητα εκείνη, διέταξε μια ρίζα δέντρου να την αρπάξει και να τη μεταφέρει έξω από τη λίμνη και μακριά από την ακτίνα του ζώου. Εκεί όπου πριν από μερικά δευτερόλεπτα ήταν η Παφύλια, βρισκόταν πλέον μια καμένη μάζα γλίτσας που κάπνιζε.

Το έκτρωμα όμως δεν έχασε καιρό. Συνέχιζε να στέλνει τις ακτίνες του κατά της νεαρής Ιβίρφιντ, η οποία με τη βοήθεια διαφόρων ριζών, απέφευγε με ευκολία τα χτυπήματα. Ο Μπέριντεμ όμως ήξερε ότι δε θα μπορούσε να αποφεύγει τις ακτίνες για πάντα, ειδικά μέσα σε κλειστό χώρο και έτσι αποφάσισε να επέμβει. Έβγαλε τα γάντια της αόρατης στολής και έβαλε τα γάντια με τα μαγικά όπλα. Είπε το ξόρκι και η ενεργειακή ασπίδα με το επίσης ενεργειακό σπαθί, εμφανίστηκαν φωτίζοντας το χώρο. Το εκνευρισμένο θηρίο γύρισε για να δει ένα αλλόκοτο θέαμα. Δύο χέρια αιωρούνταν στον αέρα κρατώντας σπαθί και ασπίδα. Ο υπόλοιπος Μπέριντεμ ήταν ακόμα αόρατος λόγω της στολής. Δίστασε όμως μόνο για μια στιγμή, πριν επιστρατεύσει και πάλι το κόκκινο θανατηφόρο μάτι του. Ο Σαλούβιαρ απέφυγε την επίθεση, ακούγοντας το βράχο που ήταν πίσω του, να τσιτσιρίζει καθώς καιγόταν. Όρμησε μπροστά και έχωσε το σπαθί του στο τεράστιο γλιστερό σώμα, μέχρι τη λαβή.

Ένα απαίσιο καυτό κίτρινο υγρό σαν πύον ξεπετάχτηκε μέσα από την πληγή. Ένιωσε το χέρι του να ζεματιέται και το τράβηξε αμέσως. Το τέρας βρυχήθηκε από τον πόνο και τίναξε την ουρά του, η οποία πέτυχε το μικροσκοπικό του αντίπαλο. Ο Μπέριντεμ προσγειώθηκε αρκετά μέτρα πιο πέρα και προσπάθησε μάταια να σταθεί στα πόδια του. Το χτύπημα τον είχε ζαλίσει. Το ερπετό πλησίασε για το τελικό χτύπημα. Ήταν όμως η σειρά της Παφύλια να δράσει. Με μια γερή ώθηση από τις ρίζες, πετάχτηκε στο κεφάλι του τέρατος και μεταμόρφωσε το χέρι της σε ξύλινο τσεκούρι. Το έχωσε με όλη της τη δύναμη στο κόκκινο μάτι. Το τέρας ούρλιαξε για άλλη μια φορά και

Page 53: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

53

προσπάθησε με την ουρά του, να διώξει την Παφύλια από το κεφάλι του. Εκείνη κατάφερε άλλα δύο χτυπήματα στο μάτι, με αποτέλεσμα να το βγάλει τελείως από την κόγχη του. Το είδε να πέφτει στο έδαφος, ενώ το κίτρινο υγρό έλουσε εκείνη αλλά και το τεράστιο κεφάλι. Η γενναία κοπέλα ούρλιαξε, καθώς το αηδιαστικό υγρό έκαιγε το δέρμα της και έχασε από τον πόνο και από τους κραδασμούς του πλάσματος, την ισορροπία της. Οι ρίζες την έσωσαν για άλλη μια φορά από τη θανατηφόρα πτώση. Το πλάσμα μέσα στην αγωνία του, άρχισε να χτυπάει με την ουρά του ανεξέλεγκτα τα πάντα γύρω του. Από τους κραδασμούς που δημιουργούσε, μεγάλα κομμάτια βράχων άρχισαν να πέφτουν από την οροφή. Ο Μπέριντεμ και η Παφύλια έτρεχαν για να αποφύγουν να καταπλακωθούν από τις πέτρες ή τη γιγάντια ουρά. Το ερπετό εξακολουθούσε να είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί δε χτυπούσε στα τυφλά. Είχε άλλα δύο μάτια για να βλέπει και ήταν αποφασισμένο να εκδικηθεί τους παρείσακτους, για την απώλεια του κόκκινου ματιού του. Οι ακτίνες και η ουρά δεν ήταν το μόνο του όπλο. Όρμησε με τα δόντια του, για να τους κατασπαράξει. Οι ρίζες τους σήκωσαν και τους δύο ψηλά, την τελευταία στιγμή. Τα τεράστια σαγόνια όμως συνέχισαν την καταδίωξη στον αέρα. Μπορούσαν να ακούσουν τον ήχο των δοντιών που χτυπούσαν μεταξύ τους, ανατριχιαστικά κοντά. Όταν το στόμα είχε φτάσει τόσο κοντά που δεν υπήρχε ελπίδα διαφυγής, ο Μπέριντεμ πήδηξε μέσα. Η Παφύλια προσπάθησε να τον πιάσει, αλλά χωρίς επιτυχία. Νόμισε ότι είχε χάσει την ισορροπία του. Ο στρατιώτης όμως είχε ένα σχέδιο. Έπεσε μέσα στο ορθάνοιχτο στόμα, πριν οι θανατηφόρες σειρές δοντιών τον πετσοκόψουν. Τότε άρχισε να προχωράει προς το λαιμό, κόβοντας με το σπαθί του ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του. Το θηρίο άρχισε να βήχει και να φτύνει αίμα, προσπαθώντας να ξεκολλήσει τον Μπέριντεμ από το λαιμό του. Μάταια όμως. Ο πολεμιστής κάρφωνε το σπαθί του βαθιά στη σάρκα και το χρησιμοποιούσε σαν στήριγμα για να συνεχίσει. Δεν μπορούσε να μείνει όμως για πολύ ακόμα εκεί, γιατί η αποφορά ήταν

Page 54: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

54

αποπνικτική. Ευχήθηκε να είχε κάνει αρκετή ζημιά, άνοιξε μια τρύπα στο φάρυγγα και πήδηξε έξω, ελπίζοντας ότι η Παφύλια θα τον έβλεπε και θα έστελνε τις ρίζες της να τον πιάσουν. Έτσι και έγινε. Η νεαρή Ιβίρφιντ τον έπιασε στον αέρα με τα πιστά της εργαλεία και τον έφερε κοντά της. Εκείνος κοίταξε πίσω του και είδε ότι το πλάσμα κυλιόταν στο έδαφος, σφαδάζοντας από τους πόνους. Οι σπασμοί που έπλητταν το σώμα του, δεν άφηναν αμφιβολία για το τι θα ακολουθούσε. Θα πέθαινε σύντομα. Το στόμα του, ο λαιμός του και η άδεια κόγχη του τρίτου του ματιού, αιμορραγούσαν ακατάπαυστα. Αναστέναξαν και οι δύο με ανακούφιση. Τα είχαν καταφέρει. Ξάπλωσαν στο έδαφος σε απόσταση ασφαλείας από τον ετοιμοθάνατο εχθρό τους και ρούφηξαν αχόρταγα τον αέρα που τόσο είχαν ανάγκη. Μόνο εκείνη τη στιγμή που μπόρεσαν να χαλαρώσουν, κατάλαβαν πόσο είχαν πιέσει τους εαυτούς τους, στη μάχη τους για επιβίωση. Ένιωθαν εξαντλημένοι. Έτσι χρειάστηκαν αρκετή ώρα, μέχρι να μαζέψουν αρκετές δυνάμεις και να ξανασηκωθούν. Ο Μπέριντεμ κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να βρει ένα άνοιγμα, μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να προχωρήσουν ακόμα πιο βαθιά στη σπηλιά. Τελικά βρήκε ένα αρκετά μεγάλο και φώναξε την Παφύλια για να συνεχίσουν από εκεί το ταξίδι τους. Ενώ όμως ετοιμάζονταν να χωθούν μέσα στο άνοιγμα, ο Καριντάμ τους σταμάτησε στέλνοντας ένα μήνυμα στο μυαλό του γιού του.

«Πιστεύω πως πριν φύγετε, πρέπει να κοιτάξετε το κόκκινο μάτι του τέρατος. Νιώθω ένα παράξενο είδος ενέργειας να εκπέμπεται από μέσα του». Ο Μπέριντεμ άκουσε τον πατέρα του με κάποια δυσπιστία. Αλλά αφού το φάντασμα δεν είχε κάνει ποτέ λάθος στο παρελθόν, ένιωσε υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη συμβουλή του.

«Παφύλια πιστεύω ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω και να ψάξουμε για το μάτι του τέρατος. Εκείνο που έβγαλες από την κόγχη του».

Page 55: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

55

«Τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο; Πιστεύεις ότι αν το βρούμε θα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ρίχνουμε ακτίνες, όπως έκανε το ίδιο το πλάσμα;» Ο Μπέριντεμ ομολογουμένως δεν είχε σκεφτεί αυτήν την πιθανότητα, αλλά αφού του δόθηκε αυτή η έτοιμη δικαιολογία, αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει. Η άλλη λύση θα ήταν να της αποκαλύψει την ύπαρξη του πατέρα του στο μυαλό του, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του.

«Ναι, ίσως να μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και εμείς. Αν τα καταφέρουμε φαντάζεσαι την καταστροφή που θα σκορπίσουμε στα Νέγκαρ; Είδα τη δύναμη αυτού του ματιού και πραγματικά πιστεύω ότι ακόμα και τα Νέγκαρ, παρά την ανθεκτικότητά τους, θα γίνονταν κομμάτια αν τα άγγιζε η ακτίνα. Αξίζει να προσπαθήσουμε. Ίσως αυτό να είναι το πιο σημαντικό μας εύρημα εδώ κάτω».

«Ίσως έχεις δίκιο. Πάμε να το βρούμε. Μου φαίνεται ότι θυμάμαι που περίπου έπεσε όταν το ξερίζωσα από το θηρίο». Δεν άργησαν να το βρουν. Το κόκκινο μάτι ακόμα και μετά τη βίαιη αφαίρεσή του από το κεφάλι του γιγάντιου κατοίκου της σπηλιάς, έλαμπε φωτεινό, καλώντας με την κόκκινη λάμψη του τους καινούργιους του ιδιοκτήτες, υποσχόμενο ανυπολόγιστη δύναμη. Έδινε την εντύπωση ότι αφού είχε πεθάνει ο προηγούμενος κάτοχός του, ήθελε και το ίδιο να βρεθεί από κάποιον άλλον και να έχει έτσι την ευκαιρία να προκαλέσει νέες καταστροφές και θανάτους. Όταν ο Μπέριντεμ το σήκωσε ψηλά λαμπύρισε χαρούμενο, σαν να δήλωνε ότι ο νέος πολεμιστής το χέρι του οποίου θα όπλιζε, ήταν της αρεσκείας του. Περίμεναν να δουν ένα φυσιολογικό μάτι, τεραστίων βέβαια διαστάσεων. Το αντικείμενο το οποίο βρήκαν όμως δεν είχε καμία σχέση με αυτό που φαντάζονταν. Είχε τη μορφή ενός πολυεδρικού διαμαντιού. Ήταν σκληρό σαν διαμάντι και είχε και το αντίστοιχο βάρος. Η ανακάλυψη αυτή, τους δημιούργησε μεγάλη απορία.

«Τι πλάσμα είναι αυτό που γεννιέται με ένα διαμάντι στο μέτωπο και μάλιστα μαγικό;» αναρωτήθηκε ο Μπέριντεμ. Η Παφύλια αντί απάντησης έφυγε από δίπλα του και κατευθύνθηκε

Page 56: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

56

προς το πτώμα, μην μπορώντας να συγκρατήσει την περιέργειά της. Πλησίασε πολύ προσεκτικά, από φόβο μήπως το πλάσμα είχε ακόμα μια τελευταία ανάσα μέσα του και μπορούσε έστω και στις τελευταίες του στιγμές να βλάψει τους φονιάδες του. Ήταν εντελώς ακίνητο και φαινόταν νεκρό. Αναθάρρησε και πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Ήθελε να κοιτάξει τα μάτια του, αλλά τα βλέφαρά του ήταν κλειστά. Μην έχοντας άλλη λύση, έπιασε το ένα βλέφαρο και το τράβηξε με δύναμη για να ανοίξει. Το μάτι που αποκαλύφθηκε ήταν κίτρινο, σάρκινο και μαλακό. Καμία σχέση με διαμάντι. Και όπως είχαν διαπιστώσει νωρίτερα από τη μάχη, το κόκκινο ήταν το μόνο το οποίο έριχνε ακτίνες. Μην έχοντας ικανοποιήσει την περιέργειά της πλήρως, άνοιξε και το άλλο βλέφαρο. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ξαφνικά το πελώριο κεφάλι τινάχτηκε με δύναμη, στέλνοντας την Παφύλια να κατρακυλήσει άτσαλα για αρκετά μέρα. Ο Μπέριντεμ ενεργοποίησε αμέσως το σπαθί του, για να τη σώσει από τη νέα αυτή επίθεση. Το πλάσμα όμως ξανάπεσε στο χώμα για τελευταία φορά. Ήταν απλά ένας σπασμός. Αναστέναξαν και οι δύο ανακουφισμένοι και εκείνος έτρεξε κοντά της.

«Χτύπησες;» «Όχι εντάξει είμαι. Απλά ξαφνιάστηκα λίγο. Τα άλλα δύο

ματιά δεν είναι διαμαντένια. Μόνο αυτό στο μέτωπό του ήταν. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ούτε Νέγκαρ είχαμε δει ποτέ, πριν την πρώτη τους επίθεση».

«Αυτή η σατανική σπηλιά γεννάει μοχθηρά και αιμοβόρα πλάσματα. Ποιος θεός έχει καταραστεί αυτό το μέρος;»

«Μπορεί να φταίει το γεγονός ότι είμαι Ιβίρφιντ, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι η φύση φταίει για την ύπαρξη αυτών των πλασμάτων. Αυτή η σπηλιά όσο δυσάρεστη και αν μας φαίνεται, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέρος του φυσικού συνόλου. Δεν είμαι σίγουρη αλλά νομίζω ότι δεν έχουν γεννηθεί τυχαία αυτά τα τέρατα».

«Υπονοείς ότι κάποιος τα δημιουργεί για να βλάψει τους Ιβίρφιντ; Ποιος θα είχε τη δύναμη για κάτι τέτοιο;»

Page 57: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

57

«Μόνο ένα όνομα μου έρχεται στο νου» είπε η Παφύλια συνοφρυωμένη.

«Ο Κίνιαχ; Πραγματικά πιστεύεις ότι θα έκανε κάτι τέτοιο;» Το βλέμμα που του έριξε έκανε κάθε άλλη απάντηση περιττή. Και βέβαια τον είχε ικανό. Είχε ξαναφήσει την απέχθεια και τη δυσπιστία της για το μάγο, να φανεί παλιότερα.

«Τι λόγο έχει όμως να το κάνει; Λες να εποφθαλμιά το θρόνο; Εμένα μου φαίνεται μάλλον απίθανο κάτι τέτοιο. Ήδη έχει πολλή δύναμη στα χέρια του και αδιαφορεί για τις εντολές και επιθυμίες της Αυλής. Επιπλέον απ' ό,τι κατάλαβα του αρέσει πάρα πολύ να κινείται παρασκηνιακά μέσα από τις σκιές, ώστε να τα αφήσει όλα αυτά για να καθίσει στη θέση του βασιλιά».

«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά είναι τόσο πονηρός και απρόβλεπτος, που πιστεύω ότι δεν μπορεί κανείς να τον ψυχολογήσει τόσο εύκολα. Μη νομίζεις ότι τον έχεις καταλάβει. Να τον φοβάσαι και να τον προσέχεις. Ειδικά αν τελειώσεις την αποστολή σου και δε σε χρειάζεται πια».

«Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ τον έχω συμπαθήσει, αλλά η δική σου απέχθεια και δυσπιστία από πού πηγάζει;»

«Αρκετά χασομερήσαμε. Ας προχωρήσουμε». Για δεύτερη φορά είχε αλλάξει θέμα ενώ μίλαγαν για τον Κίνιαχ και ο Μπέριντεμ ήταν σίγουρος ότι ανάμεσα στο μάγο και την κοπέλα, υπήρχε κάποια προσωπική διαφορά. Υπήρχε κάτι άλλο όμως που τον απασχολούσε ακόμα πιο πολύ. Το διαμάντι. Το ένιωθε να πάλλεται στα χέρια του σαν ζωντανό πλάσμα. Σαν να είχε φλέβες που μέσα τους έρρεε ζεστό αίμα. Όσο περισσότερο το κοιτούσε, τόσο πιο πολύ είχε την αίσθηση, ότι το αντικείμενο προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Ήταν πραγματικά πολύ περίεργο. Ο πατέρας του του απέσπασε την προσοχή από το φωτεινό αντικείμενο. Ο Μπέριντεμ ένιωσε κάτι παραπάνω από ενόχληση. Ένιωσε σχεδόν οργή που κάποιος τον ενοχλούσε, την ώρα που θαύμαζε το διαμάντι του.

«Κάλυψε αυτό το πράγμα με ένα κουρέλι ή ό,τι άλλο βρεις. Εκπέμπει μια μαγεία παρόμοια με εκείνη του λουλουδιού του

Page 58: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

58

φωτός. Σε υπνωτίζει και σε κάνει υποχείριό του. Δεν πρέπει να κοιτάς βαθιά μέσα του. Είναι πολύ ισχυρό όπλο». Για πολλοστή φορά τα οφέλη από τις πληροφορίες του κόσμου των νεκρών ήταν μεγάλα. Ο Μπέριντεμ ακολουθώντας τη συμβουλή του Καριντάμ, κουκούλωσε το διαμάντι και ένιωσε την επικίνδυνη επιρροή του να υποχωρεί, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τις παράξενες σκέψεις που έκανε. Η Παφύλια τον παρατηρούσε παραξενεμένη την ώρα που το σκέπαζε, αλλά δε ρώτησε τίποτα. Μπήκαν σκυφτοί στο άνοιγμα που είχε βρει νωρίτερα ο Μπέριντεμ. Προχώρησαν στα τέσσερα για αρκετή ώρα, πριν η οροφή ψηλώσει αρκετά ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να σταθούν όρθιοι. Προχώρησαν χωρίς να συναντήσουν κάποιον κίνδυνο. Το τοπίο παρέμενε σκοτεινό και βραχώδες. Καμία αλλαγή. Ήταν και οι δύο αποκαμωμένοι από το ταξίδι, αλλά και από τη μάχη που έδωσαν νωρίτερα. Έτσι αποφάσισαν κάποια στιγμή ότι θα έπρεπε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν. Χρειάζονταν και οι δύο ύπνο. Ο Μπέριντεμ φύλαξε την πρώτη σκοπιά. Παρακολουθούσε την Παφύλια την ώρα που διέταζε τις ρίζες να συγκεντρωθούν, για να δημιουργήσουν ένα μαλακό στρώμα για να ξαπλώσει.

Είχε απομείνει να θαυμάζει το κορμί της, μέχρι που ο πατέρας του σαν σωστός στρατιωτικός, παρατήρησε ότι ένας σκοπός πρέπει να κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις, για να δει εγκαίρως τον κίνδυνο. Αναστενάζοντας δυσαρεστημένα ο Μπέριντεμ έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Ο εγωισμός του πληγώθηκε μετά από μερικές ώρες, όταν ένιωσε το χέρι της Παφύλια στον ώμο του, που είχε έρθει για να τον απαλλάξει από τη σκοπιά. Κανείς δε θα έπρεπε να μπορεί να τον προσεγγίσει τόσο αθόρυβα από πίσω. Η κοπέλα όμως το έκανε με ευκολία. Όταν ρώτησε τον πατέρα του γιατί δεν τον είχε ειδοποιήσει, έλαβε την απάντηση ότι το είχε κάνει επίτηδες για να του δείξει πόσο απρόσεκτος ήταν. Νύσταζε και ήταν κουρασμένος όποτε απέφυγε τον καβγά. Τα τερτίπια του πατέρα του όμως τον είχαν εκνευρίσει πάρα πολύ. Υπέθετε πως οφείλονταν στο γεγονός, ότι ήθελε το γιο του στον αγώνα κατά των Ούρμπιλαχ και όχι σε έναν υπόγειο

Page 59: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

59

κόσμο να πολεμάει έναν πόλεμο για χάρη ενός μάγου. Η κατάσταση όμως είχε πλέον διαμορφωθεί και η μόνη επιλογή ήταν να βοηθήσει τους Ιβίρφιντ και να μπορέσει εν συνεχεία να επιστρέψει στο στρατό των Σαλούβιαρ.

Page 60: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

60

4 Ο ύπνος τον πηρέ με το που ακούμπησε στο μαλακό στρώμα

από ρίζες, που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα η Παφύλια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί. Η εξάντληση τον έκανε να χαθεί αμέσως στα μονοπάτια των ονείρων. Ήταν όνειρα όμως ανήσυχα. Είδε τον Κίνιαχ να γελάει σατανικά, βλέποντας τη χώρα των Ιβίρφιντ να φλέγεται. Είδε την Παφύλια να χάνεται στις φλόγες και εκείνον να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να τη σώσει. Είδε τους Ούρμπιλαχ να κατακλύζουν τη χώρα των Σαλούβιαρ για δεύτερη φορά. Είδε όλα όσα είχε χτίσει τα τελευταία χρόνια να χάνονται. Ήταν λες και όλοι του οι φόβοι, είχαν βγει στην επιφάνεια για να τον κατατρέξουν, μέσα από αυτόν τον εφιάλτη. Ξύπνησε μόνο και μόνο για να βρεθεί σε έναν άλλον εφιάλτη, πολύ πιο άμεσο και αληθινό. Το έδαφος έτρεμε και βράχια έπεφταν με πάταγο στο χώμα. Στην αρχή υπέθεσαν ότι ήταν σεισμός, μέχρι που παρατήρησαν το τεράστιο άνοιγμα που ανοιγόταν στον πέτρινο τοίχο. Από μέσα πετάχτηκε ένα Νέγκαρ.

Πάγωσαν και οι δύο στη θέση τους και προσευχήθηκε ο καθένας στους θεούς του να μην τους δει. Το Νέγκαρ τους προσπέρασε χωρίς να τους δει ή να τους δώσει την παραμικρή σημασία. Δεν μπορούσαν όμως να το ρισκάρουν. Ακούγοντας λοιπόν τα βροντερά βήματα του υπόλοιπου κοπαδιού, ο Μπέριντεμ κάλυψε τα χέρια του και το κεφάλι του με τη μαγική στολή και έγινε αόρατος, την ίδια ώρα που η Παφύλια γινόταν ένα με τα βράχια, έτσι ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή από κανέναν. Όλο το μέρος σείστηκε από το πέρασμα των θανατηφόρων ζώων. Η Παφύλια ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται, σκεπτόμενη την καταστροφή και το θάνατο που θα έσπερναν πάλι αυτά τα πλάσματα. Ο Μπέριντεμ από την άλλη, σκεφτόταν ότι λύθηκε και η απορία σχετικά με το μέρος από το οποίο έβγαιναν τα Νέγκαρ. Νωρίτερα είχε διαπιστώσει ότι δεν

Page 61: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

61

υπήρχε αρκετά μεγάλο πέρασμα, για να περάσουν τα ογκώδη θηρία. Όμως εκείνη τη στιγμή έβλεπε, ότι όποιος τα έστελνε είχε και τον απόλυτο έλεγχο της σπηλιάς, την οποία μπορούσε να συρρικνώνει ή να μεγεθύνει όποτε επιθυμούσε. Τα στοιχεία αυτά τον έκαναν να πιστεύει, ότι όποιος κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά ήταν Ιβίρφιντ. Εκτός αν σε εκείνον τον παράξενο κόσμο, υπήρχαν πλάσματα πιο ισχυρά και ικανά στον έλεγχο της γης από εκείνους.

Το κοπάδι των Νέγκαρ πέρασε όλο μέσα από το άνοιγμα και οι βράχοι έκλεισαν πίσω τους, επανερχόμενοι στην προηγούμενή τους θέση. Η Παφύλια πήρε και πάλι την κανονική της μορφή, αποκόβοντας τον εαυτό της από τα βράχια με τα οποία είχε ενωθεί. Ο Μπέριντεμ έβγαλε και αυτός την κουκούλα και τα καλύμματα των χεριών, παρουσιάζοντας και πάλι το παράδοξο θέαμα ενός ιπτάμενου κεφαλιού με δύο χέρια να το συνοδεύουν, αφού το υπόλοιπο σώμα του παρέμενε αόρατο λόγω της στολής. Αποφάσισε να μοιραστεί με την Παφύλια τις υποψίες του.

«Αν τα Νέγκαρ έχουν όντως αφέντη, είναι κάποιος που προφανώς ελέγχει με μαεστρία τη γη. Πιστεύω ότι είναι κάποιος Ιβίρφιντ, εκτός αν υπάρχουν και άλλα πλάσματα εδώ για τα οποία δε με έχεις ενημερώσει. Πλάσματα πιο ισχυρά στον έλεγχο της φύσης από το λαό σου».

«Πέρα από τους Ιβίρφιντ και τα ζώα του δάσους, το μόνο άλλο είδος που έχει βρεθεί ποτέ στον κόσμο μας είναι οι άνθρωποι. Όσο κακό και αν προξένησαν στο παρελθόν με τη φωτιά τους, η δημιουργία των Νέγκαρ και ο έλεγχος της γης είναι κάτι που ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Το ίδιο πιστεύω και για τους Ιβίρφιντ. Μπορεί να μπορούμε να ελέγχουμε τη φύση, αλλά απλά συνεργαζόμαστε με κάτι που έχει ήδη ζωή. Δεν μπορούμε να πλάσουμε ζωή από το τίποτα. Μου φαίνεται απίθανο τα Νέγκαρ και αυτό το γιγάντιο ερπετό να είναι δημιούργημα Ιβίρφιντ. Απ’ όσο ξέρω τίποτα άλλο δεν έχει βρεθεί ποτέ εδώ και μάλιστα τόσο σατανικό. Είναι πολύ πιθανόν στο τέλος του ταξιδιού μας, να αντιμετωπίσουμε κάτι πρωτόγνωρο και τόσο

Page 62: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

62

ισχυρό, που κανένα από τα συμβατικά μέσα να μην μπορεί να το αντιμετωπίσει».

Παρά την τραγικότητα της κατάστασης, ο Μπέριντεμ δεν μπόρεσε να μη γελάσει με την έκφραση «συμβατικά μέσα». Ήταν ένα ζευγάρι το οποίο μπορούσε να γίνει αόρατο, να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε από το πλούσιο οπλοστάσιο της φύσης, να δημιουργήσει φως χωρίς φωτιά, να σκοτώσει με όπλα φτιαγμένα από καθαρή ενέργεια και πρόσφατα είχαν αποκτήσει και ένα διαμάντι, τις καταστροφικές ιδιότητες του οποίου είχαν ζήσει. Όλα αυτά ήταν για την Παφύλια συμβατικά μέσα, ενώ μερικές μέρες πριν ο Μπέριντεμ δεν μπορούσε να φανταστεί καν ότι υπήρχαν. Οι επιθέσεις των Νέγκαρ δε διαρκούσαν πολύ. Επιτίθεντο αιφνιδιαστικά καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα τους και επέστρεφαν στη φωλιά τους. Επομένως καθώς προχωρούσαν οι δύο εξερευνητές, είχαν υπ’ όψιν τους ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί οι βράχοι να ξανάνοιγαν και να επέτρεπαν στο κοπάδι την είσοδο. Έτσι έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και έτοιμοι για εκείνη τη στιγμή. Εντελώς αναπάντεχα ο Μπέριντεμ ένιωσε ένα κάψιμο στη μέση του. Κατάλαβε ότι προερχόταν από το διαμάντι, που είχε κρυμμένο στο σάκο του. Το έβγαλε έξω και η θερμότητα που εξέπεμπε, διαπερνούσε ακόμα και τα γάντια με τα οποία ήλεγχε τα ενεργειακά του όπλα. Μην αντέχοντας άλλο τον πόνο, άφησε το παντοδύναμο αντικείμενο στο έδαφος.

Τότε μια ακτίνα ξεπετάχτηκε από μέσα του και διαπερνώντας τα πάντα, κατέληξε σε ένα σημείο στον τοίχο της σπηλιάς. Έμεινε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, ένα μικρό κόκκινο σημάδι, σαν να ήθελε να τους δείξει την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουν. Μετά ο τοίχος εξερράγη, εκσφενδονίζοντας αμέτρητα μικρά θραύσματα, που μετά βίας απέφυγαν και αφήνοντας στη θέση του, μια τεράστια τρύπα που αποκάλυπτε ένα κρυμμένο πέρασμα. Δεν ήξεραν που οδηγούσε, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι το διαμάντι ήθελε να το ακολουθήσουν. Ο Μπέριντεμ το άγγιξε διστακτικά και διαπίστωσε ότι ήταν κρύο

Page 63: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

63

σαν πάγος. Σαν να μην είχε μόλις καταστρέψει έναν συμπαγή βράχο, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Το έβαλε στο σάκο του και προχώρησε προς το πέρασμα. Η Παφύλια τον σταμάτησε.

«Αυτό το πράγμα δρα από μόνο του. Έχει δική του βούληση. Δε νομίζω ότι μπορούμε να το εμπιστευτούμε και να ακολουθήσουμε το δρόμο που μας δείχνει. Ίσως είναι παγίδα».

«Ακόμα και αν είναι παγίδα, δε νομίζω ότι κινδυνεύουμε περισσότερο, απ’ ό,τι αν ακολουθήσουμε έναν οποιονδήποτε άλλον δρόμο. Μέχρι στιγμής προχωράμε στα τυφλά και έχουμε κινδυνεύσει να γίνουμε το γεύμα ενός ερπετού και να ποδοπατηθούμε από ένα κοπάδι Νέγκαρ. Τουλάχιστον αν πάρουμε αυτό το μονοπάτι, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να βρούμε κάποιο στοιχείο, αντί να ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα». Της γύρισε την πλάτη και έφυγε. Η Παφύλια δεν προσβλήθηκε από τον απότομο τρόπο του, αλλά πρόσεξε την ξαφνική αλλαγή συμπεριφοράς και δεν μπορούσε να μην τη συνδέσει με το γεγονός, ότι ο στρατηγός των Σαλούβιαρ είχε έρθει μερικά λεπτά πριν και πάλι σε επαφή με το διαμάντι. Ένιωθε ότι το διαμάντι τους οδηγούσε κατευθείαν στο θάνατο. Ήταν άλλωστε και αυτό κομμάτι εκείνου του φριχτού κόσμου, στον οποίον είχαν αναγκαστεί να βρεθούν για χάρη όλων των Ιβίρφιντ. Τον ακολούθησε αφού δεν είχε νόημα να χωριστούν. Αν είχαν κάποια ελπίδα να επιβιώσουν, θα την είχαν αν πολεμούσαν ο ένας στο πλευρό του άλλου. Μπήκε στη σήραγγα ρίχνοντας στον Μπέριντεμ κλεφτές ματιές, προσπαθώντας να καταλάβει τη διάθεσή του. Είχε βάλει το διαμάντι στο σάκο του και φαινόταν πιο ήρεμος. Αλλά παρέμενε σιωπηλός.

Η κοπέλα δεν μπορούσε να ξέρει, ότι εκείνην την ώρα ο φίλος της είχε μια κρυφή αλλά έντονη συζήτηση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν εξίσου ανήσυχος για την επιρροή που είχε το διαμάντι πάνω του. Ο Μπέριντεμ όμως είχε βρει μια ανέλπιστη βοήθεια, σε ένα μέρος που εγκυμονούσε μόνο κινδύνους. Δεν είχε την πολυτέλεια να πετάξει ένα τέτοιο όπλο, όταν μάλιστα είχε απέναντί του τόσο υπέρτερες δυνάμεις. Αγνόησε λοιπόν τις

Page 64: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

64

φωνές στο κεφάλι του και ένιωσε ευγνώμων για τη σιωπή της Παφύλια. Μπορούσε να συνεχίσει έτσι απερίσπαστος την πορεία του. Σε αυτό το βαρύ κλίμα, προχώρησαν όλο και πιο βαθιά στη σήραγγα, μέχρι που έφτασαν σε αδιέξοδο. Ο Μπέριντεμ μην πιστεύοντας ότι το διαμάντι τους είχε οδηγήσει εκεί, μόνο και μόνο για να κοιτάξουν έναν πέτρινο τοίχο, το έβγαλε και πάλι από το σάκο του, περιμένοντας κάτι να συμβεί. Το διαμάντι φώτισε με την ακτίνα του μια πέτρα, που βρισκόταν λίγα εκατοστά πιο πάνω από εκείνον. Προφυλάχτηκε περιμένοντας την πέτρα να εκραγεί, αλλά το κόκκινο σημαδάκι ήταν ακίνδυνο και απλά του έδειχνε ότι αυτή η πέτρα είχε κάποια σημασία. Την κούνησε λίγο δοκιμάζοντας διάφορες κινήσεις και τελικά ανακάλυψε ότι ήταν ένας μοχλός. Ο μοχλός άνοιξε την πέτρινη πύλη μπροστά στην οποία στέκονταν, επιτρέποντάς τους να μπουν σε μια αίθουσα, που τους έκανε να κρατήσουν την ανάσα τους από την έκπληξη.

Έβλεπαν μπροστά τους άπειρα κλουβιά με ζώα, πολλά από τα οποία δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Κάποια ήταν φυσιολογικά ζώα του δάσους, με τον τρόμο όμως ζωγραφισμένο στα μάτια τους. Αλλά ήταν τερατώδη εκτρώματα σαν τα Νέγκαρ, με την οργή να ξεχειλίζει από μέσα τους. Και τέλος υπήρχαν και κάποια εξαθλιωμένα πλάσματα, τα οποία είχαν παραμορφωθεί σε τέτοιο σημείο που δεν άξιζε πλέον να ζουν. Κοίταζαν γεμάτα δυστυχία τριγύρω, περιμένοντας για το τέλος. Παρακολουθούσαν βουβοί αυτό το αποτρόπαιο θέαμα, καθώς έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στην αίθουσα. Δεν έδωσαν σημασία στην πέτρινη πύλη που έκλεισε πίσω τους. Ήξεραν ότι είχαν βρει αυτό που έψαχναν. Εκείνο το σημαντικό στοιχείο που θα έλυνε το μυστήριο, βρισκόταν σε εκείνο το χώρο. Είχαν ανακαλύψει τη βάση εκείνου που ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία των φονικών πλασμάτων και για τη δολοφονία πολλών ακόμα, εξαιτίας των ανίερων πειραμάτων του. Το μόνο που έλειπε ήταν να δουν τον ίδιο τον κάτοικο του εργαστηρίου. Η ευχή τους δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Βγήκε μέσα από τις σκιές στις οποίες ζούσε

Page 65: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

65

όλη του τη ζωή. Ένα όν που ντρεπόταν για την ίδια του την ύπαρξη και που μισώντας τη δική του ζωή, είχε μισήσει και κάθε άλλο είδος ζωής. Θα τα κατέστρεφε όλα λοιπόν, ώστε να μην είναι κανείς πιο ευτυχισμένος από εκείνο.

Και μόνο στη θέα του και οι δύο τους ανατρίχιασαν. Αν κάποιος επιχειρούσε να το περιγράψει, θα μπορούσε να το παρομοιάσει με ένα γέρικο δέντρο, καταβεβλημένο από αιώνες ύπαρξης. Λυγισμένο και ετοιμόρροπο, προχωρούσε με κόπο προς τα πειραματόζωά του. Το δέρμα του ήταν φλοιός δέντρου ξεραμένος και γεμάτος σχισμές. Τα μάτια του ήταν ανομοιόμορφα, καθώς το ένα ήταν μεγαλύτερο από το άλλο και βρίσκονταν σε διαφορετικό ύψος. Το στόμα του ήταν στρεβλωμένο, με τέτοιον τρόπο που το δεξί άκρο ήταν μονίμως ανοιχτό και ένας πηχτός χυμός έτρεχε συνεχώς από μέσα. Φορούσε έναν μαύρο χιτώνα, κατατρυπημένο από τα μυτερά κλαδιά που εξείχαν από το σώμα του. Δε γύρισε να τους κοιτάξει και είχαν την εντύπωση πως είχαν διαφύγει της προσοχής του, μέχρι που μίλησε.

«Λοιπόν αυτό δεν το περίμενα ποτέ. Εκπλήσσει ακόμα και εμένα το γεγονός ότι ο Κίνιαχ έπεσε τόσο χαμηλά, ώστε να στείλει έναν άνθρωπο της επιφάνειας να κάνει τη βρομοδουλειά του. Πέφτει στην εκτίμησή μου ακόμα περισσότερο. Και σαν να μην έφτανε η ατυχής επιλογή του ιππότη του, έστειλε μαζί και τη μονάκριβη κόρη του. Ο γέρος πραγματικά είναι απερίγραπτος». Ο Μπέριντεμ ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται ολόρθες. Η Παφύλια ήταν κόρη του Κίνιαχ, γι’ αυτό άλλαζε θέμα κάθε φορά που της μιλούσε για εκείνον. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να του αποκαλύψει την συγγένεια αυτή. Ένιωθε προδομένος. Αν δεν είχαν μπροστά τους το επικίνδυνο εκείνο πλάσμα, θα την είχε αρπάξει και θα αποσπούσε κάποιες απαντήσεις, ακόμα και διά της βίας. Δεν τολμούσε όμως να κουνηθεί, περιμένοντας την επόμενη κίνηση του αντιπάλου τους. Το απαίσιο εκείνο πλάσμα όμως, δε φαινόταν να βιάζεται για οτιδήποτε. Με αργές κινήσεις, πήρε μερικά φιαλίδια από ένα

Page 66: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

66

τραπέζι και άρχισε να αναμιγνύει κάποια άγνωστα υγρά. Εκείνο ήταν που συνέχισε την κουβέντα, καθώς το ζευγάρι έμενε αποσβολωμένο.

«Πάντως πρέπει να παραδεχθώ ότι για άνθρωπος, τα πήγες αρκετά καλά μέχρι στιγμής. Μπορεί να είχες τα μαγικά οπλάκια του Κίνιαχ και τη βοήθεια της Παφύλια, αλλά και πάλι έκανες πολύ περισσότερα, από όσα θα περίμενε κανείς από ένα κατώτερο είδος όπως είναι το δικό σου. Σχεδόν λυπάμαι που θα σε σκοτώσω. Ίσως όμως δε χρειάζεται. Μπορείς αν θες να αποτελέσεις και εσύ μέρος του στρατού τεράτων μου. Σίγουρα αν το ψάξω αρκετά, θα μπορέσω να βρω έναν τρόπο, να σε μεταλλάξω σε κάτι πιο τρομακτικό από ένα δίποδο όν χωρίς νύχια και δόντια. Τι λες;» Το στρεβλωμένο στόμα παραμορφώθηκε ακόμα περισσότερο, σε κάτι που υπέθεσαν ότι ήταν χαμόγελο. Ο Μπέριντεμ τρομοκρατήθηκε στην ιδέα ότι θα γινόταν ένα παραμορφωμένο πλάσμα, που θα εκτελούσε τις εντολές αυτού του παράφρονα. Αν έφτανε μέχρι εκεί η κατάσταση, θα έδινε απλά τέλος στη ζωή του.

«Πριν αποφασίσω για το ποια θα είναι η μοίρα σας, θα σας λύσω μερικές εύλογες απορίες. Είμαι σίγουρος ότι θα αναρωτιέστε, πώς ένα φρικαλέο πλάσμα όπως εγώ, βρέθηκε εδώ κάτω και πού βρήκα τη δύναμη να τρομοκρατώ με τα δημιουργήματά μου τους άμοιρους Ιβίρφιντ. Η Παφύλια πρέπει να έχει κάποιαν ιδέα έτσι δεν είναι; Μήπως θα σε ενδιέφερε να βοηθήσεις τον ανίδεο επισκέπτη μας από τον επάνω κόσμο;» Η Παφύλια με σφιγμένα τα χαρακτηριστικά, κοιτούσε το πλάσμα. Ο Μπέριντεμ δεν περίμενε ότι θα έδινε κάποια απάντηση, αλλά τελικά η κοπέλα στράφηκε προς το μέρος του και του αποκάλυψε τις υποψίες της.

«Ο Κίνιαχ κάνει πειράματα σε Ιβίρφιντ, ενίοτε και σε ανθρώπους που απαγάγει από την επιφάνεια. Ασκεί τη μαγεία του πάνω τους με διάφορους τρόπους και περιμένει να δει τα αποτελέσματα. Συνήθως η κατάληξη των πειραματόζωων, είναι κάτι παρόμοιο με τα παραμορφωμένα πλάσματα που υπάρχουν

Page 67: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

67

σε αυτά τα κλουβιά. Κάποιες φορές όμως δημιουργούσε πλάσματα ισχυρά, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν όπλα. Αν μπορούσε να τα ελέγξει τα κρατούσε. Κάποια όμως μπορούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχό του και τα θανάτωνε για να μη διατρέξει κάποιον κίνδυνο. Αυτό που βλέπουμε μπροστά μας, μάλλον είναι ένα πείραμα που ξέφυγε εντελώς από τον έλεγχό του, πριν προλάβει να του τερματίσει τη ζωή». Το πλάσμα χειροκρότησε ειρωνικά, ακούγοντας αυτά τα λόγια.

«Συγχαρητήρια. Καλύτερη ανάλυση δε θα μπορούσα να είχα κάνει ούτε εγώ ο ίδιος. Η μικρή έπεσε μέσα σε όλα. Είμαι ένα από τα αποτρόπαια δημιουργήματα του μπαμπάκα. Μόνο που σε αντίθεση με τους περισσότερους κακομοίρηδες που καταστράφηκαν στα χέρια αυτού του τρελού, εγώ βρήκα τη δύναμη να αποδράσω. Δεν ήταν εύκολο. Έπρεπε να υπομείνω για μήνες τα βασανιστήριά του και να μετατραπώ από ένας φυσιολογικός Ιβίρφιντ, σε αυτό το έκτρωμα που βλέπετε μπροστά σας. Αυτό που δε γνώριζε όμως αυτός ο αχρείος, είναι ότι παρακολουθούσα κάθε του κίνηση. Άκουγα τα ξόρκια του, απομνημόνευα τις συνταγές για τα φίλτρα του. Μέσα στην αλαζονεία του, είχε αμελήσει πολλές φορές να με δέσει μέσα στο εργαστήριό του, δίνοντάς μου έτσι την ελευθερία, να διαβάσω τα βιβλία του και να πειραματιστώ με τα μαγικά του φίλτρα. Η αλήθεια είναι ότι είχα κάποιο φυσικό χάρισμα σε όλα αυτά. Έτσι όταν οι σκληρές μου προσπάθειες άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, αντιμετώπισα το δημιουργό μου και τον νίκησα, μέσα στο ίδιο του το εργαστήριο, το οποίο και οικειοποιήθηκα». Τελειώνοντας τη φράση του, έδειξε το χώρο γύρω του.

«Αυτό ήταν το εργαστήριο του Κίνιαχ;» είπε η Παφύλια έκπληκτη.

«Βέβαια. Δεν το είχε πει ούτε καν σε εσένα έτσι; Μερικοί από τους κρατούμενούς μου, δεν είναι καν δικά μου δημιουργήματα, αλλά του προκατόχου μου. Όταν τον νίκησα, αναγκάστηκε να αφήσει τα πολυτιμότερα αντικείμενα της μελέτης του πίσω και να αρκεστεί σε ό,τι είχε φυλάξει στο κάστρο. Όταν έφτασε

Page 68: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

68

εξουθενωμένος και καταπτοημένος στην έξοδο της σπηλιάς, βγήκε έξω και έριξε ένα μαγικό ξόρκι, με το οποίο πίστευε ότι θα μπορούσε να με κρατήσει φυλακισμένο. Με λύπη του διαπίστωσε ότι μπορούσα άνετα να ακυρώσω το ξόρκι και να περάσω εγώ ή τα πλάσματά μου από το στόμιο της σπηλιάς ανά πάσα στιγμή. Ο μόνος λόγος που δεν τον ακολούθησα, ήταν γιατί δεν άντεχα στη σκέψη, ότι οι συμπατριώτες μου θα με έβλεπαν σε αυτήν την τραγική κατάσταση. Αποφάσισα να στέλνω όμως τα Νέγκαρ για να με εκπροσωπούν στον έξω κόσμο και το κάνουν όσο πιο καταστροφικά γίνεται. Ο Κίνιαχ βέβαια δεν παραδέχτηκε ποτέ σε κανέναν, ότι έχει μερίδιο ευθύνης στην καταστροφή των Ιβίρφιντ. Συνέχισε να υψώνει το αόρατο τείχος του έξω από τη σπηλιά, όχι για να κρατήσει εμένα μέσα, αλλά όλους τους άλλους έξω. Έτσι ήλπιζε ότι δε θα αποκαλυπτόταν ποτέ το μυστικό του. Τι δικαιολογία χρησιμοποίησε όταν κατάφερες εσύ να περάσεις; Σου είπε ότι είσαι ξεχωριστός και κατάφερες να καταπολεμήσεις την ανίερη μαγεία;»

Ο Μπέριντεμ ένιωθε όλο και πιο εξαπατημένος. Ήταν απλά ένα πιόνι στα χέρια κάποιου, που ήθελε να ξεφορτωθεί έναν αντίπαλο, μυστικά χωρίς πολλές φασαρίες. Είχε πιστέψει πως το πέρασμά του μέσα από το αόρατο τείχος, οφειλόταν στην ανθρώπινη υπόστασή του, ενώ στην πραγματικότητα ο Κίνιαχ του είχε επιτρέψει την είσοδο, ξεγελώντας τον. Ένιωθε την οργή να φλέγεται όλο και περισσότερο μέσα του και μαζί με την οργή, φλεγόταν και το διαμάντι στο σάκο. Μπορούσε να το νιώσει να του καίει τα πλευρά. Το κάψιμο όμως δεν τον πονούσε. Αντίθετα τον γέμιζε περισσότερη ενέργεια και ορμή. Φούντωνε την οργή του και τον έκανε να αποζητά το φόνο και την καταστροφή. Τυφλωμένος από αυτήν την επίδραση και μην μπορώντας να ακούσει τις φωνές του πατέρα του, έβγαλε ασυναίσθητα το διαμάντι έξω και εξαπέστειλε την ακτίνα του κατά του πλάσματος. Η ακτίνα πέτυχε το φρικιαστικό μάγο της σπηλιάς στον ώμο, κόβοντάς του το χέρι σύριζα. Το ουρλιαχτό του έκανε την Παφύλια να ανατριχιάσει. Ο Μπέριντεμ από την άλλη, δεν

Page 69: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

69

είχε επαφή με την πραγματικότητα. Βρισκόταν χαμένος σε μια δίνη καταστροφικής μανίας. Αδιαφορώντας για τον κυρίως εχθρό του, που ήταν πληγωμένος αλλά όχι νεκρός, άρχισε να κατακαίει τα πάντα στο διάβα του.

Τα κλουβιά με τα εκτρώματα των δύο μάγων, τα μαγικά βιβλία, τα φιαλίδια με τα φίλτρα, τα πάντα. Το πλάσμα ούρλιαξε με μανία, βλέποντας το έργο του να καταστρέφεται. Ύψωσε λοιπόν το εναπομείναν χέρι του και αφού το μεταμόρφωσε σε ένα τεράστιο μυτερό κοντάρι, το εξαπέλυσε εναντίον του Μπέριντεμ. Το όπλο θα τον είχε σίγουρα σουβλίσει, αν η Παφύλια δεν είχε παρεμβληθεί, μετατρέποντας το σώμα της σε πέτρα και αποκρούοντας το χτύπημα. Ο Μπέριντεμ συνέχισε τη δουλειά του, δείχνοντας να μην έχει αντιληφθεί τίποτα. Η Παφύλια όμως συνέχιζε τη μάχη εναντίον του μάγου, ο οποίος είχε λυσσάξει από την οργή του και ήθελε να τους δει και τους δύο διαμελισμένους, να κείτονται στα πόδια του. Παρά τις αυξημένες μαγικές του ικανότητες, συνάντησε μεγάλη δυσκολία απέναντι στην Παφύλια, η οποία αποδείχτηκε άξια αντίπαλος, χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία τις ικανότητες της φυλής της. Ο πόνος από το κομμένο μέλος του, τον εμπόδιζε ακόμα περισσότερο. Παρά τα δεδομένα αυτά όμως, είχε πολύ περισσότερα όπλα στη διάθεσή του, από μια απλή Ιβίρφιντ. Έτσι ήταν θέμα χρόνου, η μάχη να καταλήξει υπέρ του και μετά να αναλάβει το ανθρωπάριο εκείνο, που τόλμησε να καταστρέψει τους καρπούς ατελείωτων ωρών κόπου και μελέτης. Η Παφύλια το γνώριζε αυτό και φώναζε μάταια στον Μπέριντεμ, να στρέψει το διαμάντι κατά του δημιουργήματος του Κίνιαχ. Οι φωνές της δεν εισακούονταν.

Ο Καριντάμ προσπαθούσε να συνετίσει και εκείνος το γιο του, αλλά οι προσπάθειές του ήταν εξίσου μάταιες με της Παφύλια. Ο άντρας είχε γίνει ανδρείκελο του διαμαντιού, το οποίο δεν είχε αφέντη και δε δεχόταν να παίρνει εντολές από κανέναν. Ήταν ένα αντικείμενο με δίκη του βούληση, το οποίο είχε αρκετή δύναμη, ώστε να ελέγχει νοήμονα πλάσματα και να τα χρησιμοποιεί, για να πραγματοποιεί τις διεστραμμένες

Page 70: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

70

καταστροφικές επιθυμίες του. Η Παφύλια φτάνοντας στο σημείο της απελπισίας, αφού έβλεπε το θάνατο να πλησιάζει όλο και περισσότερο, τα έπαιξε όλα για όλα. Γυρνώντας για ένα δευτερόλεπτο την πλάτη της στον εχθρό, εκσφενδόνισε μια ρίζα προς τον Μπέριντεμ. Το μαστίγωμα που ένιωσε στο πρόσωπο, του χάρισε ένα αρκετά μεγάλο σχίσιμο, αλλά ταυτόχρονα τον αφύπνισε. Συνειδητοποιώντας τι συνέβαινε, είδε την Παφύλια να πέφτει χτυπημένη από το μάγο και αμέσως έστρεψε εναντίον του το διαμάντι. Αυτή τη φορά το χτύπημα ήταν στοχευμένο πιο κεντρικά. Πέτυχε το πλάσμα στον κορμό και το έκοψε στη μέση. Ο Μπέριντεμ πέταξε μακριά το διαμάντι φοβούμενος την επιρροή του και έτρεξε γεμάτος ανησυχία στην Παφύλια. Η κοπέλα είχε πληγωθεί άσχημα στην πλάτη, αλλά ζούσε.

Ήθελε να μείνει κοντά της, αλλά έπρεπε να σιγουρευτεί ότι η απειλή είχε εξαφανιστεί για πάντα. Πλησίασε τον θανάσιμα πληγωμένο αντίπαλό του. Ήταν ασάλευτος. Ο πατέρας του όμως τον προειδοποίησε, ότι υπήρχε ακόμα ζωή μέσα στο κατεστραμμένο σώμα. Διατήρησε κάποια απόσταση και είχε το ενεργειακό του σπαθί και την ασπίδα έτοιμα. Ο μάγος άνοιξε το ένα του μάτι και κοίταξε με μίσος τον άνθρωπο που τον είχε νικήσει. Φαινόταν να μην μπορεί ακόμα να το πιστέψει, ότι ένα πλάσμα της επιφάνειας, μια κατώτερη μορφή ζωής, τον είχε νικήσει μέσα στο ίδιο του το εργαστήριο. Τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε αποκομμένος από τον κόσμο, μέσα στα σκοτάδια της σπηλιάς του, ονειρευόταν ότι μια μέρα θα είχε αρκετά πλάσματα, ώστε να καταστρέψει ολοκληρωτικά τους Ιβίρφιντ και να βασιλεύσει πάνω στα συντρίμμια της πόλης τους. Τα βάσανά του στα χέρια του Κίνιαχ, τον είχαν κάνει να μισεί τους πάντες. Αυτή η παράλογη κακία τον έτρεφε και του έδινε κίνητρο να συνεχίζει αγόγγυστα τα πειράματά του, ταυτόχρονα όμως του προκαλούσε ψευδαισθήσεις μεγαλείου.

Υπήρχαν στιγμές που δε δίσταζε να πιστέψει, ότι ήταν το πιο ισχυρό πλάσμα στον κόσμο όλο. Μετά από τόσες ονειροπολήσεις, η απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα,

Page 71: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

71

ήταν πολύ οδυνηρή για να την αντέξει. Δάκρυσε από οργή που δε θα κατέστρεφε ποτέ τους Ιβίρφιντ και δε θα ηγούταν ποτέ της στρατιάς των τεράτων του. Η κακία όμως δεν είχε πεθάνει μέσα του, όπως πέθαινε το σώμα. Σκέφτηκε λοιπόν ότι μπορούσε να κάνει ένα τελευταίο δώρο στους εχθρούς του, πριν πει το τελευταίο αντίο. Άρχισε να απαγγέλλει το ξόρκι και η σκέψη της καταστροφικής δύναμης που θα εξαπέλυε στον κόσμο, τον έκανε να ξεσπάσει σε γέλια, παρά τον αφόρητο πόνο που ξέσκιζε όλο του το είναι. Ο Μπέριντεμ νόμιζε ότι τρελάθηκε και ετοιμάστηκε να του κόψει το κεφάλι και να απαλλάξει τον κόσμο από την θλιβερή του ύπαρξη. Τότε όμως άρχισε όλη η σπηλιά να σείεται. Τεράστια κομμάτια βράχου άρχισαν να πέφτουν και κινδύνευαν να τους πλακώσουν, συνθλίβοντάς τους κάτω από το βάρος τους. Παράτησε το μάγο στη μοίρα του, που έτσι και αλλιώς ήταν προδιαγεγραμμένη και έτρεξε στην Παφύλια. Η Ιβίρφιντ είχε χάσει τις αισθήσεις της, από τον πόνο στην πλάτη της. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και προσπάθησε να βρει μέρος να καλυφθεί.

Τότε με τρόμο είδε όλα τα κλουβιά που δεν είχε προλάβει να καταστρέψει, να ξεκλειδώνουν και όλα τα αηδιαστικά όντα που φυλάσσονταν μέσα, να βγαίνουν έξω και να ψάχνουν για διέξοδο από εκείνο το χαμό. Τεράστιες ρωγμές είχαν δημιουργηθεί σε όλο το εργαστήριο, αφήνοντας χώρο για τα πλάσματα να ξεφύγουν. Κάποιες ρωγμές φανέρωσαν και άλλες αίθουσες με ανοιγμένα κλουβιά, από τα οποία ξέφευγαν ζώα που δε θα μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους. Ο Μπέριντεμ είδε να περνάνε μπροστά από τα ματιά του κοπάδια ολόκληρα από Νέγκαρ και άλλα πλάσματα που δεν μπορούσε να ονομάσει. Το απόλυτο χάος είχε ξεσπάσει μπροστά του και ένιωθε εντελώς ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε. Ήξερε ότι όλα αυτά τα αιμοβόρα πλάσματα, θα ξεχύνονταν σαν σμήνος από ακρίδες στη χώρα των Ιβίρφιντ, για να τη στείλουν για πάντα στη λήθη, αφού δε θα απόμενε τίποτα όρθιο, που να θυμίζει πως κάποτε εκεί είχε ζήσει ένας λαός, που αγαπούσε τη φύση και ζούσε αρμονικά μαζί της.

Page 72: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

72

Ήθελε να κάνει κάτι. Να επέμβει με κάποιον τρόπο. Αλλά ένιωθε εντελώς ασήμαντος, μπροστά σε αυτή τη δύναμη που ξετυλιγόταν μπροστά του. Ακόμα όμως και αν μπορούσε να κάνει κάτι, αμφέβαλλε ότι θα έβρισκε τη δύναμη να αφήσει την Παφύλια μόνη και πληγωμένη, για να κυνηγήσει τα τέρατα. Καταλάβαινε πόσο πολύ νοιαζόταν για εκείνην, έχοντάς την αναίσθητη στην αγκαλιά του.

Κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο, χρησιμοποιώντας τη στολή του για να γίνει αόρατος. Έσφιξε την κοπέλα κοντά του, προσπαθώντας να την καλύψει όσο περισσότερο μπορούσε, ώστε να μη φαίνεται ούτε εκείνη. Το καμουφλάρισμά τους ήταν αποτελεσματικό. Τα ζώα βέβαια μπορούσαν να τους ανακαλύψουν με την όσφρηση, αλλά μέσα στη φρενίτιδα της απελευθέρωσης, κανένα από τα πλάσματα δεν είχε την αυτοσυγκέντρωση, για να ανακαλύψει το κρυμμένο ζευγάρι. Υπήρχε μια πόλη εκεί έξω, γεμάτη θύματα με τα οποία θα μπορούσαν να κορέσουν τη δίψα τους για αίμα. Δύο άτομα μέσα στη σπηλιά ήταν ασήμαντα. Κάποια στιγμή το ποδοβολητό σταμάτησε. Επικράτησε ησυχία. Ο Μπέριντεμ σήκωσε διστακτικά το κεφάλι του και διαπίστωσε ότι είχαν απομείνει μόνοι. Τα τείχη της σπηλιάς είχαν ανοίξει διάπλατα και ο δρόμος ξανοιγόταν μπροστά τους. Δεν τους εμπόδιζε τίποτα να γυρίσουν πίσω στην πόλη, αν και ήξερε ότι το μόνο που θα αντίκριζε θα ήταν ο όλεθρος. Συνειδητοποιούσε σιγά-σιγά, πόσο παταγώδης ήταν η αποτυχία του. Μπορεί να είχε σκοτώσει τον ενορχηστρωτή όλης αυτής της καταστροφής, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ο χαμός των Ιβίρφιντ. Και αν αυτή η παρέλαση φρικιών έβρισκε το δρόμο για την επιφάνεια, ο χαμός των πάντων.

«Υπάρχει ακόμα ελπίδα» είπε ο πατέρας του. «Το διαμάντι μπορεί να αποτεφρώσει ολόκληρη στρατιά. Αν το βρεις μέσα στα χαλάσματα της σπηλιάς, ίσως να μπορέσεις να σώσεις τους Ιβίρφιντ και το ακόμα πιο σημαντικό, να εμποδίσεις την άνοδο των πλασμάτων στην επιφάνεια. Πολεμάμε πολλά χρόνια τους

Page 73: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

73

Ούρμπιλαχ, για να καταστραφούμε τώρα εξαιτίας της μανίας ενός τρελού».

«Ξεχνάς πως όταν χρησιμοποιώ το διαμάντι χάνω τα λογικά μου και γίνομαι υποχείριό του. Την πρώτη φορά η Παφύλια κατάφερε να με σώσει. Μπορεί την επόμενη φορά να μη σταθώ τόσο τυχερός».

«Αν γίνει αυτό θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όταν έρθει εκείνη η ώρα. Προς το παρόν αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι ότι αυτά τα κοπάδια της καταστροφής προελαύνουν ασταμάτητα. Ο μόνος που μπορεί να κάνει κάτι είσαι εσύ. Πάρε τη μοίρα στα χέρια σου και κάνε αυτό που πρέπει». Ο Μπέριντεμ συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Άφησε την Παφύλια ακουμπισμένη στο βράχο και άρχισε να ψάχνει για το διαμάντι. Ο όγκος των πεσμένων βράχων ήταν τεράστιος και στην αρχή η αναζήτηση του φαινόταν μια πράξη απελπισίας. Δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί το μαγικό αντικείμενο, μέσα σε εκείνο το σκηνικό καταστροφής. Ο πατέρας του όμως μπορούσε να αισθανθεί τη μαγεία που εξέπεμπε. Αμυδρά βέβαια, αλλά και πάλι ήταν ένα στοιχείο σημαντικό, που μπορούσε να τους βοηθήσει να επιτύχουν, στην ανεύρεση του ισχυρού εκείνου όπλου, που αποτελούσε ταυτόχρονα την τελευταία τους ελπίδα, αλλά και το μεγαλύτερο κίνδυνο για την ύπαρξή τους. Ο Μπέριντεμ ήξερε ότι ίσως να θυσίαζε την ψυχή του σε εκείνο το τολμηρό εγχείρημα. Παρά τους δισταγμούς του όμως, συνέχιζε να σκάβει στα συντρίμμια και να μετακινεί πέτρες. Πίσω από κάθε πέτρα που πέταγε μακριά, ίσως κρυβόταν η σωτηρία τους. Έσκαβε με μανία και αυξανόμενη αγωνία, σε ένα σημείο που του είχε υποδείξει ο Καριντάμ, όταν ξαφνικά λίγα μέτρα πιο πέρα, είδε ένα αχνό στην αρχή κόκκινο φως, που δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο. Έβγαινε μέσα από τα βράχια και οι ακτίνες του έφταναν ψηλά μέχρι τον ουρανό. Δεν υπήρχε αμφιβολία για την πηγή του. Ο Μπέριντεμ ξεκίνησε να τρέχει προς το σημείο εκείνο. «Σταμάτα» του είπε ο πατέρας του. «Κάτι θα συμβεί». Μετά από ένα δευτερόλεπτο το φάντασμα

Page 74: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

74

επαληθεύθηκε, αφού μια έκρηξη ξέσπασε, στέλνοντας μυτερά πέτρινα θραύσματα ολόγυρα. Μερικά πέτυχαν τον Μπέριντεμ στο στήθος και τους ώμους. Από θαύμα δεν έχασε τα μάτια του, καθώς μερικά πέρασαν ξυστά από το πρόσωπό του. Έπεσε κάτω νιώθοντας το αίμα να μουσκεύει τα ρούχα του. Αν δεν είχε σταματήσει την πορεία του εγκαίρως, θα είχε γίνει σίγουρα κομμάτια από την έκρηξη. Παρά τη σωτηρία του όμως, ήταν και πάλι πολύ σοβαρά τραυματισμένος. Δυσκολευόταν να ανασάνει και δεν μπορούσε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του.

Ήξερε ότι η Παφύλια ήταν αναίσθητη και δε θα μπορούσε να τον βοηθήσει, λόγω του δικού της σοβαρού τραυματισμού. Άρχισε να αναρωτιέται αν ήταν αυτό το τέλος. Βυθισμένος σε αυτές τις μαύρες σκέψεις, ένιωσε ξαφνικά μια γνώριμη ζεστασιά στο κορμί του. Άνοιξε τα μάτια του, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο από τις πληγές του. Ήταν εκεί από πάνω του. Ίπτατο πάνω από τον πεσμένο πολεμιστή, μέσω του οποίου είχε καταστρέψει εκείνη τη σπηλιά και είχε σκοτώσει το μάγο που κατοικούσε σε αυτή. Η ακτινοβολία του διαμαντιού τον ζέσταινε και του απάλυνε τον πόνο. Ένιωθε πως το μαγικό αντικείμενο αναζητούσε και πάλι να συνδεθεί μαζί του, όπως είχε γίνει νωρίτερα, όταν είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο και είχε επιδοθεί σε εκείνην την καταστροφική επίθεση κατά πάντων. Προσπάθησε να αντισταθεί. Δεν ήθελε να ξαναγίνει υποχείριό του. Τότε με έκπληξη ανακάλυψε πόσο ανεπτυγμένη νοημοσύνη, είχε αυτή η εξωπραγματική μορφή ζωής.

Προσπαθούσε να καθησυχάσει τον Μπέριντεμ. Του εξηγούσε ότι θα έπρεπε να νιώθει κολακευμένος, που είχε επιλέξει εκείνον για φορέα της αμέτρητης δύναμής του. Άρχισαν να εμφανίζονται στο μυαλό του εικόνες του εαυτού του, να προχωράει μόνος του ανάμεσα σε στρατιές Ούρμπιλαχ και να σπέρνει παντού το θάνατο, μόνο με τη σκέψη του. Του υποσχέθηκε δύναμη που δεν είχε ονειρευτεί ποτέ του και την οποία, θα μπορούσε να διαχειριστεί όπως επιθυμούσε εκείνος. Ορκίστηκε πως δε θα ήταν υπό τον έλεγχο κανενός. Εκείνος θα

Page 75: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

75

ήταν ο απόλυτος κύριος του εαυτού του και της τεράστιας δύναμης που θα του προσέφερε. Όταν ένιωσε δυσπιστία στο μυαλό του, του έστειλε ακόμα πιο ελκυστικές εικόνες. Είδε και πάλι τον εαυτό του, αυτή τη φορά όμως όχι στο πεδίο της μάχης. Καθόταν στο χρυσό βασιλικό θρόνο της Ραμίνα, της χαμένης πρωτεύουσας των Σαλούβιαρ. Στο κεφάλι του ήταν το στέμμα των Σαλούβιαρ, ένα μοναδικό κειμήλιο που είχε σωθεί από την επιδρομή των Ούρμπιλαχ. Είδε τον εαυτό του να σηκώνεται από το θρόνο και να βγαίνει στο μπαλκόνι του παλατιού. Από κάτω εκατομμύρια άνθρωποι των επευφημούσαν. Οι Σαλούβιαρ τον ευγνωμονούσαν που είχε ξαναχτίσει τη δοξασμένη αυτοκρατορία τους και οι Ούρμπιλαχ δήλωναν υποταγή στο νέο τους αφέντη. Η εξουσία του ήταν αδιαμφισβήτητη. Ένιωθε όλο του το σώμα να ριγεί από συγκίνηση. Οι εικόνες ήταν τόσο αληθινές, σαν όλα του τα όνειρα να είχαν μονομιάς πραγματοποιηθεί. Και έτσι θα γινόταν του υποσχέθηκε το διαμάντι. Ό,τι είχε ποθήσει στη ζωή του θα το είχε, αρκεί να ενωνόταν μαζί του.

Μάταια ο Καριντάμ φώναζε και προσπαθούσε να απωθήσει τις σκέψεις που διοχέτευε το διαμάντι στο γιο του. Εκείνο ήταν ισχυρότερο και δεν μπορούσε να πτοηθεί από ένα ταπεινό φάντασμα. Χλεύασε τον Καριντάμ. Τον αποκάλεσε ένα πλάσμα που δεν μπορούσε να αποφασίσει, αν θα έμενε στον κόσμο των ζωντανών ή των νεκρών. Ο γέροντας Σαλούβιαρ έβρισε το αντικείμενο και το καταράστηκε. Αλλά ό,τι και αν έλεγε ή έκανε, η επαφή με το γιο του είχε χαθεί. Έτρεμε πως ίσως αυτή η απώλεια να ήταν παντοτινή. Ο Μπέριντεμ άφηνε τις αντιστάσεις του να χαλαρώνουν, όλο και πιο πολύ. Το διαμάντι μπορούσε να αισθανθεί την άμυνά του να λυγίζει. Οι απατηλές του υποσχέσεις έπιαναν τόπο. Θα ρίζωνε βαθιά στην καρδιά και το μυαλό του άντρα, σαν μοιραία ερωμένη και θα καθοδηγούσε παρασκηνιακά τη ζωή του μέχρι το τέλος. Πλησίασε στο στήθος του πεσμένου άντρα και έγινε ένα με τη σάρκα του. Εξαφανίστηκε μέσα στο ανθρώπινο σώμα και γέμισε με τη μαγική του ενέργεια, ολοκληρωτικά τον πληγωμένο πολεμιστή. Η αγαλλίαση που

Page 76: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

76

ένιωσε ο Μπέριντεμ ήταν τέτοια, που ξέσπασε σε λυγμούς και μετά σε τρανταχτά γέλια.

Οι πληγές του άρχισαν να κλείνουν και τα κομμάτια βράχου που είχαν καρφωθεί μέσα του, εκσφενδονίστηκαν μακριά. Όλο του το σώμα έλαμπε κόκκινο. Ένιωθε να κινείται, αλλά τα πόδια του δεν κουνιόντουσαν. Τότε συνειδητοποίησε ότι πετούσε. Η δύναμη διέγειρε όλες του τις αισθήσεις και το σώμα του είχε ανατριχιάσει από την αίσθηση ολοκλήρωσης που τον διακατείχε. Έχοντας γίνει ένα με το διαμάντι, μοιραζόταν πλέον όλες τις αναμνήσεις του αντικειμένου. Είδε πράγματα που θα τον είχαν τρελάνει, αν δεν τον κράταγε σε ψυχολογική ισορροπία η μαγεία που έρεε μέσα του. Ταξίδεψε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ακόμα δεν υπήρχαν και οι θεοί περπατούσαν στη γη και ζούσαν ανέμελα χωρίς καμία έγνοια. Πριν βαρεθούν και αποφασίσουν να δημιουργήσουν εκείνα τα αδύναμα δίποδα πλάσματα, για να μπορούν να τα παρακολουθούν και να γελούν με τα παθήματά τους. Από εκείνην την πανάρχαια εποχή υπήρχε το μαγικό ορυκτό. Φτιαγμένο από τους πανίσχυρους θεούς, στην αρχή ένα απλό κόσμημα για κάποια ματαιόδοξη θεά, αργότερα σύμβολο δύναμης και τελευταία συνώνυμο της καταστροφής και της δυστυχίας. Έτσι οι θεοί το είχαν θάψει βαθιά στη γη, αφού η δύναμή του ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να καταστραφεί πια.

Είδε μέσα στο μυαλό του πως ο μάγος που είχε σκοτώσει, είχε βρει στα έγκατα της σπηλιάς το διαμάντι και το είχε τοποθετήσει σαν τρίτο μάτι, σε ένα από τα τερατουργήματά του. Φυσικά δεν ήταν μια απλή σύμπτωση η ανεύρεσή του. Αιώνες ολόκληρους καλούσε, μέχρι κάποιος να έρθει και να το βρει. Πλέον δεν είχε τη δυνατότητα να διαφθείρει θεούς, αλλά και οι Ιβίρφιντ του έφταναν. Και επιτέλους είχε την ευκαιρία να εξουσιάσει μέσα από αυτό το δυνατό και νεαρό σώμα και τον υπόγειο κόσμο και την επιφάνεια. Αφού μοιράστηκε με τον Μπέριντεμ αυτές τις αναμνήσεις, αποφάσισε να αφήσει τον άντρα να πάρει τον έλεγχο, όπως άλλωστε του είχε υποσχεθεί. Από τότε και στο εξής θα λειτουργούσε υπόγεια, μένοντας στην

Page 77: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

77

αφάνεια. Η επιρροή του όμως πάντοτε θα ήταν παρούσα, στη ζωή του πολεμιστή. Άνοιξε τα μάτια του ζαλισμένος ακόμα, από την ένωσή του με το διαμάντι. Αιωρείτο ασυνείδητα πάνω από την γκρεμισμένη σπηλιά. Μόλις καθάρισε λίγο το μυαλό του, θυμήθηκε την Παφύλια και αμέσως έσπευσε κοντά της.

Για πρώτη φορά κοίταξε με προσοχή την πληγή στην πλάτη της, από το χτύπημα του μάγου. Ένα χτύπημα που είχε δεχτεί προκειμένου να τον επαναφέρει από τη λήθη, στην οποία είχε παγιδευτεί εξαιτίας του διαμαντιού. Της χρωστούσε πολλά και πλέον είχε τη δύναμη να της ξεπληρώσει το χρέος. Ακούμπησε το χέρι του πάνω στην ανοιχτή πληγή. Η αναίσθητη κοπέλα βόγκηξε αδύναμα από τον πόνο, αλλά δεν επανέκτησε τις αισθήσεις της. Η κόκκινη λάμψη χρωμάτισε έντονα το χώρο και μπροστά στα μάτια του, άρχισε να συντελείται το θαύμα. Με μια απλή του κίνηση, το θανατηφόρο τραύμα είχε εξαφανιστεί και η επούλωση, είχε γίνει χωρίς να έχει μείνει ούτε καν η παραμικρή γρατζουνιά. Η Παφύλια άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε, σαν να είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο. Η ανακούφιση που ένιωσε μέσα του, δε συγκρινόταν με τίποτα που είχε ζήσει στο παρελθόν. Την άρπαξε και την αγκάλιασε σφιχτά και όταν ένωσε τα χείλη του με τα δικά της εκείνη δεν τραβήχτηκε, αλλά δέχτηκε το φιλί με ευχαρίστηση. Φιλήθηκαν αχόρταγα σαν κάτι που ανέμεναν από καιρό. Σαν μια υπόσχεση που επιτέλους είχε εκπληρωθεί.

Εκείνη ήταν που διέκοψε το φιλί, συνειδητοποιώντας ότι οι κίνδυνοι δεν είχαν τελειώσει. «Η πόλη» είπε και αυτό από μόνο του ήταν αρκετό. Ο Μπέριντεμ ένιωθε πως ήταν καθήκον του να σώσει τους Ιβίρφιντ. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πήγαζε αυτή η ηθική υποχρέωση, αλλά ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Στην πόλη οι κάτοικοι ήταν ανάστατοι, καθώς τα δέντρα είχαν σημάνει συναγερμό για τον ερχομό των τεράτων. Οι υπερασπιστές της πόλης περίμεναν να δουν τα Νέγκαρ με τη γνώριμη λύσσα τους, να εμφανίζονται στον ορίζοντα. Αυτό που είδαν όμως ήταν τόσο απροσδόκητο, που έχασαν εντελώς το κουράγιο τους. Κάποιοι σκέφτηκαν να τρέξουν μακριά,

Page 78: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

78

θεωρώντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Τους συγκράτησε η ντροπή. Άλλους τους συγκράτησαν οι στρατιώτες της βασιλικής φρουράς. Και υπήρχαν και εκείνοι που αποφάσισαν ότι εκείνην την ημέρα θα πέθαιναν. Το μόνο που έμενε λοιπόν, ήταν να δοξαστούν στο πεδίο της μάχης, όσο το δυνατόν πιο πολύ. Η στρατιά των φρικαλέων πλασμάτων είχε κερδίσει τη μάχη μόνο και μόνο με την όψη της.

Page 79: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

79

5 Πολλά από τα πλάσματα ήταν ανέτοιμα για μάχη. Ο

θάνατος του δημιουργού τους τα είχε αφήσει λειψά. Πολλά ήταν χωρίς πόδια και σέρνονταν σαν ερπετά. Άλλα ήταν τυφλά και χρησιμοποιούσαν την όσφρηση και την ακοή για να προσανατολιστούν. Ακόμα και έτσι όμως, ήταν τεράστια, αιμοβόρα και επικίνδυνα. Και το χειρότερο απ’ όλα, ήταν αμέτρητα. Ο βασιλιάς Μπούμελ μαζί με τους δύο γιούς του και τον ανηψιό του, στέκονταν στην πρώτη γραμμή, όπως έκαναν πάντα οι βασιλικές οικογένειες των Ιβίρφιντ. Μαζί τους σιωπηλός και βλοσυρός ο μυστηριώδης μάγος Κίνιαχ, σκεφτόταν την καταστροφή που είχε φέρει η μεγαλομανία του στη χώρα του και οι τύψεις κόντευαν να τον καταπιούν. Ο βασιλιάς Μπούμελ κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. Ήξερε ότι μόνο ένα θαύμα θα τους έσωζε και δεν ήταν αρκετά αισιόδοξος για να ελπίσει σε κάτι τέτοιο. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά παρά την απελπισία του. Είχε υποχρέωση ως ηγέτης να εμψυχώσει τους άντρες του.

«Δε θέλω να βλέπω φόβο στα μάτια σας. Κοιτάξτε αυτά τα εκτρώματα κατάματα και εξοντώστε τα. Δεν είναι παρά ζώα ενώ εμείς είμαστε Ιβίρφιντ, ένας λαός που έχει αντέξει πολλά ανά τους αιώνες. Έχουμε βγει ζωντανοί μέσα από φωτιά και ατσάλι. Έχουμε ανταπεξέλθει στους κινδύνους της επιφάνειας, αλλά και του δικού μας κόσμου. Έχουμε αποκρούσει τα Νέγκαρ πολλές φορές στο παρελθόν. Το ίδιο θα γίνει και σήμερα. Θάρρος λοιπόν και ορμήστε προς τη νίκη». Με το χέρι του μεταμορφωμένο σε ένα πέτρινο σπαθί και την πολεμική ιαχή στα χείλη, όρμησε πρώτος. Όλοι ακολούθησαν χωρίς να μείνει κανένας πίσω. Οι ρίζες των δέντρων και το ίδιο το έδαφος, ήταν με το μέρος τους. Όλη η φύση τασσόταν στο πλευρό των πιστών της συντρόφων, εναντίον μιας ανίερης μορφής ζωής όπως ήταν τα Νέγκαρ. Ο Μπούμελ και ο

Page 80: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

80

Ίζιντελ όρμησαν μαζί σε ένα τεράστιο ερπετό, το οποίο πρωτοστατούσε από την τερατώδη στρατιά.

Πατέρας και γιος το κάρφωσαν με δύναμη και έστειλαν δεκάδες ρίζες εναντίον του, για να το δέσουν και να περιορίσουν τις κινήσεις του. Εξαπέστειλαν εναντίον του πέτρες και βράχια κοφτερά σαν μαχαίρια. Διέταξαν τεράστιες μάζες χώματος να το χτυπήσουν σαν γιγάντιες γροθιές. Το ζώο σάστισε, αλλά μετά από μερικά δευτερόλεπτα, αγνόησε τις πληγές του και επιτέθηκε. Με ένα από τα δεκάδες πλοκάμια που είχε στην πλάτη του, άρπαξε τον Ίζιντελ και τον εκσφενδόνισε μακριά. Τα δέντρα που βρίσκονταν στο σημείο προσγείωσής του, ένωσαν τα κλαδιά τους και τον υποδέχτηκαν στην αγκαλιά τους, σώζοντάς τον από μια θανατηφόρα πρόσκρουση στο έδαφος. Ο Μπούμελ απόμεινε μόνος με το θεριό. Δεν έχασε το θάρρος του και συνέχισε με την ίδια ορμή να μάχεται, παρόλο που άκουγε τις κραυγές αγωνίας των στρατιωτών του, την ώρα που κομματιάζονταν από τον εχθρό. Το ερπετό του άρπαξε το δεξί χέρι και του το ξερίζωσε από τον αγκώνα. Μεταμόρφωσε το αριστερό του χέρι σε πέλεκυ και επιτέθηκε ξανά. Ο πόνος όμως τον επιβράδυνε. Ο φρικαλέος γίγαντας τον άρπαξε όλον με τα κοφτερά σαν λεπίδες δόντια του και τον έκοψε στα δύο. Το τέρας πανηγύρισε τη νίκη του με ένα εκκωφαντικό βρυχηθμό που έκοβε το αίμα. Τα υπόλοιπα ζώα κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Ήξεραν ότι νικούσαν.

Ο Σίκαταρ και ο Κάραχτ μάχονταν και αυτοί απεγνωσμένα για τη ζωή τους, αγνοώντας την τύχη του βασιλιά τους. Ο Ίζιντελ μην έχοντας δει ούτε αυτός το θάνατο του πατέρα του, ρίχτηκε και πάλι στη μάχη βοηθώντας όπου μπορούσε. Χρειάζονταν τρεις με τέσσερις Ιβίρφιντ για κάθε τέρας. Ακόμα και όμως όταν υπήρχαν τόσοι απέναντι σε κάθε τερατώδη αντίπαλο, το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα υπέρ τους. Ο Κάραχτ έχοντας κληρονομήσει τις ηγετικές ικανότητες του πατέρα του και του αδερφού του, διηύθυνε μια μικρή ομάδα εναντίον ενός αβυσσαλέου Νέγκαρ. Διέταξε τον Σίκαταρ και τα άλλα δύο μέλη της ομάδας, να τυλίξουν με ρίζες και περικοκλάδες το λαιμό του

Page 81: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

81

Νέγκαρ. Μπόρεσαν να το συγκρατήσουν για δύο μόνο δευτερόλεπτα, ήταν αρκετά όμως για τον πρίγκιπα, για να συρθεί κάτω από το θηρίο και να το καρφώσει στον ευαίσθητο λαιμό του. Έχωσε τη λεπίδα βαθιά και την κούνησε βίαια μέσα στο σώμα του πλάσματος. Τα σωματικά υγρά χύθηκαν πάνω του και η δυσοσμία τον πλημμύρησε. Εκείνη τη στιγμή όμως για το νεαρό, ήταν η πιο γλυκιά μυρωδιά που είχε μυρίσει στη ζωή του. Ήταν η μυρωδιά μιας μικρής νίκης, μέσα στη γενικότερη απελπισία που σκέπαζε το στράτευμα των Ιβίρφιντ.

Ο Ίζιντελ είδε δύο συμπολεμιστές του ριγμένους στο έδαφος, από ένα γιγάντιο αιλουροειδές με τρία κέρατα στο κεφάλι. Είχε ανοίξει το θεόρατο στόμα του και ετοιμαζόταν να τους καταπιεί και τους δύο. Το τρυπούσαν με τα χέρια τους που ήταν μεταμορφωμένα σε δόρατα, καταφέρνοντας όμως μονάχα μικρές αμυχές. Το σκληρόπετσο κτήνος άντεχε και ήδη με τα νύχια του και τα κέρατά του, είχε καταφέρει σοβαρές πληγές και στους δύο πολεμιστές. Ο Ίζιντελ έτρεξε και πηδώντας με όλη του τη δύναμη, βρέθηκε στη ράχη του ζώου και άρχισε να το χτυπάει με τον πέλεκύ του. Το δέρμα του ήταν τρομερά ανθεκτικό, αλλά με επιμονή κατάφερε να ανοίξει μια πληγή, την οποία προσπαθούσε να μεγαλώσει όσο περισσότερο του επέτρεπε το κτήνος. Το αιλουροειδές είχε αρχίσει να χτυπιέται και να χοροπηδάει, προσπαθώντας να αποτινάξει τον ενοχλητικό Ιβίρφιντ από τη ράχη του. Ήταν εξοργισμένο που κάποιος είχε παρεμβληθεί ανάμεσα σε εκείνο και την τροφή του και ο πόνος που ένιωθε το εξόργιζε ακόμα περισσότερο. Λύγιζε το κεφάλι του προς τα πίσω, προσπαθώντας με τα κέρατά του να πετύχει τον Ίζιντελ. Εκείνος όμως με περίσσια ευλυγισία τα απέφευγε, βοηθούμενος από τις περικοκλάδες του, οι οποίες είχαν τυλιχτεί γύρω από το ζώο και τον συγκρατούσαν για να μην πέσει.

Η πληγή είχε ανοίξει πολύ, αλλά δε χανόταν αρκετό αίμα ώστε να οδηγηθεί το θηρίο στο θάνατο. Τότε ο Ίζιντελ έχωσε το χέρι του βαθιά στην πληγή και μέσα από τους πόρους του δέρματός του, εξαπέλυσε θανατηφόρους χυμούς από

Page 82: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

82

δηλητηριώδη μανιτάρια. Το όν άρχισε να ζαλίζεται και να παραπατάει. Οι δύο Ιβίρφιντ που χρώσταγαν τη ζωή τους στον Ίζιντελ, έτρεξαν να το αποτελειώσουν. Ζαλισμένο όπως ήταν γινόταν όλο και πιο δυσκίνητο, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν πολύ πιο εύκολο στόχο. Αιμορραγούσε από ολοένα και περισσότερα σημεία στο κορμί του και έχανε συνεχώς δυνάμεις. Ταυτόχρονα το δηλητήριο το έπληττε εσωτερικά, καίγοντάς του τα σωθικά. Όταν επιτέλους έπεσε στο έδαφος βογκώντας θρηνητικά, όρμησαν και οι τρεις τους με μανία και το κατακρεούργησαν. Κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους όταν είχε κατασιγάσει πια η μανία τους. Ήταν λουσμένοι στο αίμα του νεκρού τους αντιπάλου. Δεν είχαν χρόνο να πανηγυρίσουν. Αυτό που κατάφεραν με τόσον κόπο, έπρεπε να το επαναλάβουν εκατοντάδες ακόμα φορές. Γύρισαν την πλάτη τους στο πτώμα και αναζήτησαν νέο θήραμα.

Ο Κίνιαχ έδινε και αυτός άγριες μάχες κόντρα στα κτήνη. Είχε ζητήσει από την ομάδα του να απασχολεί απλά τα τέρατα, χωρίς όμως να προσπαθεί να τα σκοτώσει. Αυτό ήταν δική του δουλειά. Δεν υπήρχε λόγος να διακινδυνεύσουν οι ζωές τους, αφού μπορούσε να αναλάβει εκείνος το τελικό χτύπημα, όντας ο ισχυρότερος των Ιβίρφιντ. Είχε καταφέρει ήδη πολλά με τη μαγεία του στη μάχη. Σκότωνε τα κτήνη στο μισό χρόνο απ' ό,τι οι συμπατριώτες του και ακόμα δεν είχε πάνω του ούτε μια γρατζουνιά. Κάτι που δεν μπορούσαν να ισχυριστούν οι υπόλοιποι, που μέτραγαν ήδη πολλές απώλειες. Ήξερε ότι η μόνη του ελπίδα, ήταν να σκοτώνει το γρηγορότερο δυνατόν, ώστε να προχωράει στον επόμενο αντίπαλο. Πολλές φορές ακινητοποιούσε κάποιο ζώο και αφού σιγουρευόταν ότι ήταν ακίνδυνο, άφηνε τους άλλους να το αποτελειώσουν. Όσο όμως και αν βιαζόταν, τα θηρία έμοιαζαν να μην τελειώνουν ποτέ και τα άψυχα πεσμένα κορμιά των Ιβίρφιντ αυξάνονταν ασταμάτητα. Έκαιγε ζωντανό ένα Νέγκαρ, όταν ένιωσε δύο τεράστια χέρια να τον αρπάζουν από τη μέση, προκαλώντας του ασφυξία.

Page 83: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

83

Ήταν ένας πράσινος γίγαντας που το πρόσωπο του άνοιγε στα δύο, για να αποκαλύψει ένα τεράστιο στόμα με αμέτρητες σειρές μυτερών δοντιών. Μια αηδιαστική γλώσσα πετάχτηκε από μέσα και τύλιξε το μάγο. Ο Κίνιαχ μετατρέποντας τα χέρια του σε σπαθιά, έκοψε τη γλώσσα και άρχισε να χτυπάει τα χέρια για να απελευθερωθεί. Ο γίγαντας ούρλιαξε από πόνο και τον άφησε. Αλλά δεν τα παράτησε. Με τις τεράστιες γροθιές του και τα πόδια του, προσπαθούσε να τον συντρίψει. Ο Κίνιαχ απέφευγε τα χτυπήματα και ταυτόχρονα εξαπέλυε ακτίνες και φλόγες κατά του τεράστιου αντιπάλου του, οι οποίες όμως δεν είχαν αρκετή ισχύ για να τον σκοτώσουν και έτσι απλά τον καθυστερούσαν. Διέταξε τις ρίζες να μπλεχτούν στα πόδια του. Ο γίγαντας έπεσε προλαβαίνοντας όμως να δώσει στον Κίνιαχ μια γροθιά, που αν δεν πέρναγε ξυστά θα κόστιζε στον Ιβίρφιντ τη ζωή του. Και πάλι όμως ήταν αρκετά δυνατή, για να τον στείλει να κατρακυλήσει μακριά και να χάσει για μερικά δευτερόλεπτα τον προσανατολισμό του. Το κολοσσιαίο πλάσμα ξέμπλεξε με ευκολία τα πόδια του από τις ρίζες και σηκώθηκε όρθιο. Άρχισε να κατευθύνεται προς το θύμα του, με σκοπό να αποτελειώσει αυτό το ενοχλητικό δίποδο, που αν και δεν είχε ούτε το ένα τρίτο του μεγέθους του, είχε προβάλλει τόσο σθεναρή αντίσταση. Ο Κίνιαχ ζαλιζόταν ακόμα αλλά αισθάνθηκε την απειλή και κατάφερε να σηκωθεί όρθιος, αν και το βήμα του ήταν ασταθές.

Μια τεράστια σκιά έπεσε πάνω του και κατάλαβε ότι θα δεχόταν το τελειωτικό χτύπημα. Τότε μια κατακόκκινη λάμψη κάλυψε τα πάντα και τον τύφλωσε προσωρινά. Άκουσε έναν δυνατό γδούπο και όταν μπόρεσε να ανακτήσει λίγη από την όρασή του, είδε το τεράστιο πράσινο πτώμα πεσμένο μπροστά του. Στο στήθος του διέκρινε μια τρύπα που ακόμα κάπνιζε. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάποια ακτίνα, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί από πού είχε έρθει αυτή. Τότε κοίταξε ψηλά και είδε τον Μπέριντεμ να ίπταται κρατώντας αγκαλιά την Παφύλια. Όλο του το σώμα έλαμπε και ο μάγος μπορούσε να νιώσει τη μαγική δύναμη, που κρυβόταν μέσα στο Σαλούβιαρ. Το μέγεθος της

Page 84: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

84

ενέργειας έκανε το μάγο να ριγήσει από δέος, ενώ ταυτόχρονα ο φθόνος γέμισε όλο του το είναι. Ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι είχε χάσει την πρωτοκαθεδρία στη χώρα των Ιβίρφιντ.

«Μάγε σου έφερα πίσω την κόρη σου σώα και αβλαβή. Σου έσωσα και τη ζωή. Μη με κάνεις να μετανιώσω για αυτή μου την πράξη. Και μην απομακρυνθείς πολύ. Μόλις εξοντώσω αυτήν την παρέλαση φρικιών, έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δύο. Θα λογοδοτήσεις σε εμένα αλλά και σε όλους τους Ιβίρφιντ για τις πράξεις σου». Πέταξε μακριά αφήνοντας πίσω του αμέτρητα ερωτηματικά για τον Κίνιαχ, ο οποίος μόνο να φανταστεί μπορούσε πόσα γνώριζε πλέον ο Μπέριντεμ, για το αμαρτωλό παρελθόν του. Ο Σαλούβιαρ δεν έχασε χρόνο. Άφησε την Παφύλια στο έδαφος και ετοιμάστηκε να ριχτεί στη μάχη. Εκείνη τον σταμάτησε. Του έδωσε ένα τελευταίο φιλί και του είπε να προσέχει. Εκείνος γέλασε. Ένιωθε τόσο ισχυρός που δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιον λόγο ανησυχούσε εκείνη. Παρόλα αυτά την καθησύχασε και της υποσχέθηκε ότι θα γυρνούσε σύντομα κοντά της αρτιμελής. Η Παφύλια δεν είχε αρκετό χρόνο εκείνη τη στιγμή για να του εξηγήσει τους λόγους της ανησυχίας της. Το διαμάντι βρισκόταν πολύ λίγο χρόνο μέσα του. Και όμως ήδη έβλεπε αλλαγή πάνω του. Αδιόρατη προς το παρόν, αλλά ήταν εκεί.

Ο πανίσχυρος πολεμιστής πέταξε μια φορά πάνω από το πεδίο της μάχης, για να εκτιμήσει την κατάσταση. Τόσα χρόνια στρατηγός δεν μπορούσε να αποτινάξει κάποιες από τις πιο βασικές του συνήθειες. Ύστερα βούτηξε και έπεσε πάνω στα τέρατα σαν θεϊκή τιμωρία από τον ουρανό, σταλμένη να φέρει δικαιοσύνη και ισορροπία σε μια χώρα βουτηγμένη στο χάος. Οι ακτίνες του διαπερνούσαν όλες τις φυσικές θωρακίσεις των πλασμάτων. Πέτρα, ξύλο, φολίδες και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να βρει κανείς σε αυτόν τον ποικιλόμορφο συρφετό. Με συγκρατημένη ορμή από φόβο μήπως πληγώσει κάποιον Ιβίρφιντ, έστελνε με μια κίνηση του χεριού του τα εξαμβλώματα να συναντήσουν το δημιουργό τους, στον κόσμο των νεκρών. Η

Page 85: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

85

αντίδρασή τους ήταν άμεση. Όσα είχαν φτερά σηκώθηκαν και επιχείρησαν καταδίωξη στον αέρα. Έχασαν το θάρρος τους αμέσως, όταν είδαν τον Μπέριντεμ να στέκεται αγέρωχα περιμένοντάς τα. Δεν έκανε ούτε μια κίνηση για να ξεφύγει μακριά τους.

Ακόμα και για ένα ζώο, είναι ό,τι χειρότερο να διαπιστώνει ότι ο αντίπαλός του δεν έχει μέσα του ίχνος φόβου. Με μια του νοητική εντολή, όλοι οι φτερωτοί διώκτες έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον και άρχισαν να συμπιέζονται, από μια αόρατη δύναμη που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Τα κόκαλά τους άρχισαν να σπάνε και η αναπνοή τους ήταν αδύνατη. Μετά από λίγη ώρα, είχε μείνει μόνο μια μάζα από εντόσθια και αίμα, τα οποία ο Μπέριντεμ έστειλε να πέσουν πάνω στα υπόλοιπα τέρατα, για να ξέρουν από πριν ποια θα ήταν η μοίρα τους. Ένα φτερωτό σκουλήκι έστειλε εναντίον του μια μπάλα φωτιάς, που ξέρασε από το στόμα του. Τη σταμάτησε στα μέσα της διαδρομής και την έστειλε πίσω στο φλογοβόλο πλάσμα, αφήνοντάς το να το καταπιούν οι ίδιες του οι φλόγες. Κάποιοι από τους γίγαντες του πέταξαν βράχους, με ταχύτητα που θα διέλυε οποιονδήποτε κοινό θνητό. Τους μετέτρεπε σε σκόνη πολύ πριν τον φτάσουν και έδινε εντολή στο έδαφος να ανοίγει και να καταπίνει τους ατίθασους ρίπτες. Η φύση πλέον τον υπάκουε σαν να ήταν γεννημένος Ιβίρφιντ. Επιπλέον μπορούσε με τη δύναμη του διαμαντιού, να ενισχύει ακόμα περισσότερο τα όπλα που χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά, οι σύμμαχοι των φυτών και της γης. Έτσι οι ρίζες και τα δέντρα ενδυναμωμένα από τον Μπέριντεμ, διέλυαν με ευκολία τους ίδιους εχθρούς, που νωρίτερα μπορούσαν μόνο να καθυστερήσουν προσωρινά.

Οι Ιβίρφιντ έβλεπαν με δέος τον παντοδύναμο αυτό άνθρωπο, να τρέπει σε φυγή την τερατώδη στρατιά, ουσιαστικά σώζοντάς τους από βέβαιο αφανισμό. Οι περισσότεροι από αυτούς αγνοούσαν την ύπαρξη του Μπέριντεμ και τον ερχομό του στον κόσμο τους. Έτσι θεώρησαν ότι είναι κάποιο θεϊκό πλάσμα, που κατέβηκε μέχρι τα έγκατα της γης για να τους σώσει,

Page 86: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

86

επιβραβεύοντάς τους έτσι για την προστασία της φύσης, τόσους αιώνες. Μετά λοιπόν την αρχική τους έκπληξη, άρχισαν να τον επευφημούν και να ζητωκραυγάζουν για την διαφαινόμενη νίκη. Μέσα στη γενικότερη χαρά όμως, υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι δε συμμερίζονταν τα συναισθήματα των συμπολιτών τους. Πέρα από τον Κίνιαχ που είχε πολύ σοβαρούς λόγους να ανησυχεί για τη μοίρα του, οι τρεις γόνοι της βασιλικής οικογένειας Ίζιντελ, Σίκαταρ και Κάραχτ, ήταν και αυτοί ιδιαίτερα ανήσυχοι, αφού δεν είχαν υποδεχτεί καθόλου φιλικά τον απρόσμενο επισκέπτη, όταν τον βρήκαν ουρανοκατέβατο. Σκόπευαν μάλιστα να τον εκτελέσουν και δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να έχει διαφύγει της προσοχής του. Έτσι σκέφτονταν ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επόμενες κινήσεις τους, από τη στιγμή που έβλεπαν ότι ο ένας μεγάλος κίνδυνος εξαλειφόταν, αλλά παρουσιαζόταν για τους τρεις τους, ένας άλλος που ίσως αποδεικνυόταν μοιραίος.

Ο Σίκαταρ ήταν ο πρώτος που μίλησε. «Μάλλον θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη χώρα και να ευχόμαστε ότι δεν είναι αρκετά δυνατός ώστε να μας βρει, όπου και αν κρυβόμαστε. Δεν έχουμε καμία ελπίδα εναντίον του, ακόμα και αν είχαμε το στρατό με το μέρος μας. Και αν κρίνω από τις ζητωκραυγές τους, κανένας δε θα σηκώσει χέρι εναντίον του. Τους χάρισε τη σωτηρία, κάτι που εμείς αποτύχαμε να κάνουμε».

«Μπορεί να μην είναι εχθρικός μαζί μας. Αν διαπραγματευτούμε μαζί του, μπορεί να βρούμε κάποια λύση συμφέρουσα για όλους. Δε χρειάζεται να παρατήσουμε την πατρογονική μας εστία, χωρίς καν να ξέρουμε ποιες είναι οι προθέσεις του» είπε ο Κάραχτ.

«Τον πετάξαμε πληγωμένο μέσα σε ένα κελί, όπου σκοπεύαμε να τον αφήσουμε να σαπίσει ή να τον εκτελέσουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Αν δεν είχε παρεμβληθεί αυτός ο ξεμωραμένος ο Κίνιαχ, θα το είχαμε κάνει. Λες ο άνθρωπος να έχει καμία όρεξη να διαπραγματευτεί το οτιδήποτε; Δεν έχουμε να του προσφέρουμε κάτι που δεν μπορεί έτσι και αλλιώς να το πάρει διά της βίας» απάντησε οργισμένος ο Σίκαταρ.

Page 87: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

87

«Σκασμός και οι δύο. Ντρέπομαι που σας έχω συγγενείς μου. Πρίγκιπες της ένδοξης φυλής των Ιβίρφιντ και σκέφτεστε να τρέξετε για να σώσετε τις ζωούλες σας ή να διαπραγματευτείτε; Από πότε οι Ιβίρφιντ διαπραγματεύονται; Εγώ μια φορά, δεν έχω σκοπό να αποδεχτώ καμία απαίτηση του πλάσματος της επιφάνειας. Θα τον ευχαριστήσουμε για την υπηρεσία που μας προσέφερε και μετά θα του ζητήσουμε να γυρίσει πίσω από εκεί που ήρθε. Αν διαφωνήσει, θα νιώσει την οργή μου» είπε ο Ίζιντελ.

«Ίζιντελ μην είσαι ηλίθιος. Κάτι τέτοιο θα το περίμενα από τον αφελή αδερφό σου, αλλά όχι από εσένα. Ήσουν τουλάχιστον πάντα πιο ρεαλιστής και από τον Κάραχτ και από τον πατέρα σου. Θα μας κάνει σκόνη. Πρέπει να φύγουμε για να σωθούμε και αν αφού τελειώσει με τα τέρατα θελήσει να φύγει, τότε έχει καλώς. Αν όμως θελήσει να μείνει και να βασιλεύσει, τότε θα πρέπει να βρούμε κάποιο όπλο που να μπορεί να τον σκοτώσει. Κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή δεν έχουμε στα χέρια μας. Μην είσαι πεισματάρης και σκέψου λογικά». Ο Σίκαταρ προσπάθησε να πείσει τον Ίζιντελ πιάνοντάς τον από το μπράτσο, για να τον αναγκάσει να ακούσει. Ο διάδοχος του θρόνου όμως είχε πάρει την απόφασή του και ήταν αμετάκλητη. Χτύπησε το χέρι του Σίκαταρ και στράφηκε να φύγει.

«Δεν έχει νόημα να συζητάμε. Βασιλιάς είναι ο πατέρας ακόμα και αυτός θα πάρει την τελική απόφαση. Και είμαι σίγουρος ότι θα συμμερίζεται τις απόψεις μου. Μπορεί να διαφωνούμε σε πολλά, αλλά ξέρω ότι δειλός δεν υπήρξε ποτέ. Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για εσάς».

«Δυστυχώς βασιλιά Ίζιντελ τα πράγματα δεν έχουν ακριβώς όπως πιστεύεις. Εσύ θα πρέπει να πάρεις την απόφαση και το βάρος των αποτελεσμάτων, θα το κουβαλάς στους δικούς σου ώμους». Γύρισαν και οι τρεις τους να κοιτάξουν τον Κίνιαχ, που είχε μιλήσει. Δεν είχε πει ευθέως αυτό που εννοούσε, αλλά το νόημα ήταν αρκετά ξεκάθαρο σε όλους. Είχε αποκαλέσει τον Ίζιντελ «βασιλιά», κάτι που ο νεαρός περίμενε σε όλη του τη ζωή,

Page 88: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

88

αλλά ακούγοντας την απρόσμενη είδηση, δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο.

«Ο πατέρας είναι νεκρός;» «Δυστυχώς. Πρέπει να πολέμησε γενναία πριν πέσει. Το

σώμα του βρέθηκε κομματιασμένο από κάποιο θεριό. Έπεσε σαν βασιλιάς. Το όνομά του θα μείνει στην ιστορία. Τώρα εσύ θα πάρεις τα ηνία και θα μας καθοδηγήσεις».

Ο Σίκαταρ πετάχτηκε και πάλι αντιλαμβανόμενος την αλλαγή των δεδομένων. «Ίζιντελ σαν βασιλιάς που είσαι τώρα, πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Πρέπει να ηγηθείς της αποστολής, που θα αναζητήσει μια μαγεία τόσο ισχυρή, που θα μπορεί να αντιμετωπίσει το πανίσχυρο όν της επιφάνειας. Πρέπει να βρούμε από πού πηγάζει αυτή η δύναμη, που από ένα αδύναμο ανθρωπάριο τον έκανε αυτό που βλέπουμε μπροστά μας. Και αν δεν μπορούμε να βρούμε κάτι για να αντισταθμίσουμε αυτή τη δύναμη, τότε πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να την κάνουμε δική μας». Ο Ίζιντελ τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απέχθεια και καχυποψία. Μισούσε τον Σίκαταρ και τον ανεχόταν τόσα χρόνια μόνο για χάρη του πατέρα του. Πλέον όμως, δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τα συναισθήματά του για το συνωμότη ξάδερφό του, που ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να σπιλώνει το όνομα της βασιλικής οικογένειας.

«Δική μας ή δική σου δύναμη Σίκαταρ; Θες να με κάνεις να πιστέψω ότι νοιάζεσαι τόσο πολύ για τους Ιβίρφιντ, ειδικά τώρα που βασιλεύω εγώ, ώστε θες να βρεις το μυστικό της δύναμης του πλάσματος της επιφάνειας, για το καλό του λαού; Μήπως είναι τέτοια η επιμονή σου, επειδή θες εσύ να οικειοποιηθείς τη δύναμη αυτή, για να γίνεις πανίσχυρος και να μας καταστρέψεις όλους;»

«Η βλακεία σου δεν έχει όρια. Τόσην ώρα δε λέω να φύγουμε όλοι μαζί; Θέλω να σωθείτε και εσείς μαζί μου. Αλλιώς θα είχα ήδη φύγει μόνος και θα σας άφηνα στο έλεος του ανθρώπου, ο οποίος σίγουρα θα σας κάνει στάχτη με ένα χτύπημα των δακτύλων του».

Page 89: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

89

«Είμαι σίγουρος ότι και εσύ κάτι αντίστοιχο σχεδίαζες και γι' αυτό ήθελες διακαώς να κρυφτούμε μαζί, αν και δεν ταιριάζει καθόλου μια τέτοια τακτική σε έναν Ιβίρφιντ. Εσύ βέβαια δεν είχες ποτέ σου ενστερνιστεί τις ηθικές αξίες μας και αυτό φαίνεται και στην τωρινή σου επίδειξη δειλίας». Ο Σίκαταρ μην ελέγχοντας άλλο τα νεύρα του, μετέτρεψε το χέρι του σε πέτρινη λόγχη και επιτέθηκε. Ο Ίζιντελ πήρε αμυντική στάση, αλλά δε χρειάστηκε ποτέ να αποκρούσει τον αφηνιασμένο ξάδερφό του. Μια ακτίνα πέτυχε τον Σίκαταρ στη μέση της επίθεσής του και τον έριξε αναίσθητο στο έδαφος. Ο Ίζιντελ διαπίστωσε ότι σωτήρας του ήταν ο Κίνιαχ. Ο μάγος διέταξε τις ρίζες να μεταφέρουν τον αναίσθητο πρίγκιπα, στα μπουντρούμια του παλατιού. Ο Ίζιντελ γέλασε με αυτήν την απρόσμενη βοήθεια.

«Βλέπω μάγε ότι τώρα που η τράπουλα ξαναμοιράζεται, διαλέγεις σωστά τους συμμάχους σου. Αναρωτιέμαι βέβαια ποιο θα είναι το αντάλλαγμα που θα πρέπει να πληρώσω, για τη μικρή σου παρέμβαση». Ο Κίνιαχ έκλινε το κεφάλι του προς το βασιλιά, υποκρινόμενος σεβασμό.

«Άρχοντά μου το βασίλειο διανύει μια περίοδο κρίσης. Θα χρειαστούμε όλες μας τις δυνάμεις για να ξαναχτίσουμε ό,τι έχει καταστραφεί και να προφυλαχτούμε από νέους κινδύνους. Οι εσωτερικές έριδες πρέπει να παραμεριστούν, ώστε να μπορείς να βασιλεύσεις μέσα σε γαλήνη».

Ο Ίζιντελ γύρισε προς τον αδερφό του. «Έλα μαζί μου Κάραχτ. Τώρα πια θα είσαι το δεξί μου χέρι και θα έχεις και εσύ πολύ μεγάλες ευθύνες. Πρέπει να κάνουμε έναν απολογισμό των απωλειών μας και μετά να επιθεωρήσουμε και την πόλη. Επίσης θα πρέπει να συζητήσουμε με το πλάσμα της επιφάνειας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υποχωρήσουμε σε οποιαδήποτε παράλογη απαίτησή του. Και ούτε θα κρυφτούμε σαν τα ποντίκια, όπως πρότεινε ο άθλιος ο Σίκαταρ». Ο Ίζιντελ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο Κίνιαχ είχε απομακρυνθεί είπε: «Επίσης πρέπει να έχουμε το νου μας στο μάγο. Δε με πείθει αυτή η ένδειξη αφοσίωσης. Ποτέ του δεν υπάκουε στον πατέρα

Page 90: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

90

και δρούσε ανεξέλεγκτα. Για να κάνει τώρα το αντίθετο πάει να πει, ότι βρίσκεται σε αδύναμη θέση και πρέπει να ανακαλύψουμε από πού πηγάζει αυτή η αδυναμία». Ο Κάραχτ συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού και ακολούθησε το βασιλιά αδερφό του.

Ο Μπέριντεμ πετούσε πάνω από τις δασώδεις εκτάσεις στις οποίες είχαν βρει καταφύγιο τα τέρατα, μετά την υποχώρησή τους από την ανοιχτή πεδιάδα. Τα μεγαλύτερα πλάσματα δεν μπορούσαν να κρυφτούν και ήταν τα πρώτα που είχαν εξοντωθεί. Τα μικρότερα όμως βρήκαν προσωρινή ασφάλεια στη βλάστηση και έτσι ο Μπέριντεμ, χρειάστηκε να επικοινωνήσει με τα δέντρα και να τους ζητήσει να κάνουν τα τέρατα να φανερωθούν από τις κρυψώνες τους. Τα δέντρα υπάκουσαν και επιτέθηκαν στα τέρατα. Έτσι όπου εκείνος έβλεπε αναταραχή, πλησίαζε και αποτελείωνε τα θηρία, πριν πάθουν τα δέντρα κάποιο κακό. Ήταν επίπονη η έρευνα και ήθελε υπομονή μέχρι να ανακαλύψει το κάθε κρυμμένο ζώο. Αλλά η ευχαρίστηση που αντλούσε στο τέλος τον αποζημίωνε. Υπήρχαν στιγμές που απορούσε με τον εαυτό του. Στο παρελθόν ακόμα και όταν σκότωνε Ούρμπιλαχ, ποτέ του δεν ένιωθε ευχαρίστηση. Απλά ένιωθε ότι έκανε το καθήκον του. Πλέον αντλούσε χαρά από το θάνατο που σκορπούσε απλόχερα. Πριν όμως τον ανησυχήσει αυτό, η αδρεναλίνη της μάχης τον πλημμύριζε και τον έκανε να τα ξεχνάει όλα.

Κάποια στιγμή όμως ακόμα και αυτή η υπεράνθρωπη δίψα για νίκες και εξόντωση κορέστηκε. Προσγειώθηκε στο έδαφος, αφήνοντας τα υπόλοιπα θηρία να ξεφύγουν. Τους έστειλε ένα νοερό μήνυμα, να μην ξαναπατήσουν το πόδι τους κοντά στη χώρα των Ιβίρφιντ, γιατί δε σκόπευε να δείξει καθόλου έλεος. Τα ζώα, ακόμα και εκείνα που είχαν πολύ περιορισμένη νοημοσύνη, κατάλαβαν τι έπρεπε να κάνουν και χάθηκαν σε σπηλιές και κουφάλες δέντρων, στην ασφάλεια του σκοταδιού όπου γεννήθηκαν. Έκατσε στο έδαφος και προσπάθησε να ηρεμήσει λίγο τους χτύπους της καρδιάς του. Προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά και να σκεφτεί την επόμενή του κίνηση.

Page 91: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

91

Είχε πια τη δύναμη να πετύχει την παλινόρθωση την αυτοκρατορίας της φυλής του. Να υποδουλώσει τους άπιστους Ούρμπιλαχ και να δοξαστεί αιώνια. Πριν το κάνει όμως αυτό, ένιωθε μια ανεξήγητη υποχρέωση να τακτοποιήσει την κατάσταση στη χώρα των Ιβίρφιντ. Κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα υπήρχε τάξη και ασφάλεια στον υπόγειο αυτό κόσμο, πριν ξεκινήσει για τη μεγάλη του εκστρατεία.

Καταρχήν ο Κίνιαχ έπρεπε να πληρώσει για όλα όσα είχε προκαλέσει, μέσα στη μανία του για αναζήτηση ακόμα μεγαλύτερης μαγικής δύναμης. Επίσης είχε να σκεφτεί τι θα έκανε με την Παφύλια. Ίσως αυτό που είχαν μοιραστεί να ήταν κάτι επιπόλαιο και στιγμιαίο, αλλά εκείνος δεν το πίστευε. Ο πατέρας του σίγουρα θα τον επέπληττε που παραμελούσε το μέλλον των Σαλούβιαρ, μόνο και μόνο για να ερωτοτροπήσει με ένα πλάσμα του υπόγειου κόσμου. Και με αυτή τη σκέψη συνειδητοποίησε επιτέλους, αυτό που η φλόγα της μάχης δεν τον είχε αφήσει να συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν άκουγε πια τον πατέρα του. Και δεν ήταν απλά ότι δεν τον άκουγε. Δεν ένιωθε καν την παρουσία του. Από τότε που το φάντασμα είχε εμφανιστεί μπροστά στον έντρομο πολεμιστή και είχαν συνδεθεί άρρηκτα οι δύο τους, ένιωθε μέσα του την παρουσία του, ακόμα και όταν ο πατέρας σώπαινε. Πλέον δεν ένιωθε τον πατέρα του. Αντίθετα αυτό το κενό είχε αναπληρωθεί από κάτι άλλο, διαφορετικό και τρομερά δυνατό. Ήταν το διαμάντι και κάτι είχε κάνει στον πατέρα του. Ο Μπέριντεμ δεν μπορούσε να ανεχτεί κάτι τέτοιο. Αυτοσυγκεντρώθηκε και αναζήτησε νοερά τον Καριντάμ, τον πολύτιμο σύμβουλό του. Έψαξε μέχρι τα μύχια της ψυχής του για να βρει έστω και ένα στοιχείο, ένα σημάδι της ύπαρξής του. Δε βρήκε τίποτα. Είχε χαθεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν να ήταν ένα όνειρο που είχε τελειώσει.

Οργή τον κατέπνιξε. Ένιωσε ένα αβάσταχτο βάρος στο στήθος του, που του έκοβε την ανάσα. Έχανε τον πατέρα του για

Page 92: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

92

δεύτερη φορά. Κανένας άνθρωπος δε θα έπρεπε να υποβάλλεται σε ένα τέτοιο μαρτύριο δύο φορές. Μίσησε το διαμάντι, ήθελε να το βγάλει από μέσα του. Ούρλιαξε νιώθοντας ανήμπορος και ακτίνες πετάχτηκαν από όλο του το σώμα, ψηλά στον ουρανό. Η γη άνοιξε κάτω από τα πόδια του, δημιουργώντας ένα τεράστιο ρήγμα. Υψώθηκε ψηλά στον αέρα χωρίς να το συνειδητοποιεί μέσα στην οδύνη του. Οι δονήσεις έγιναν αισθητές και στη χώρα των Ιβίρφιντ και οι ακτίνες έβαψαν τον ουρανό κόκκινο. Μάτια γεμάτα απορία και φόβο αντάλλασαν βλέμματα, διερωτώμενα τι άλλο τους επιφύλασσε εκείνη η ημέρα. Όταν ο Μπέριντεμ ανέκτησε τον αυτοέλεγχό του, προσγειώθηκε και κοίταξε τα αποτελέσματα του ξεσπάσματός του. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε τη μεγάλη ευθύνη που κουβαλούσε πια στους ώμους του. Διέθετε μια δύναμη που έπρεπε να χρησιμοποιεί με φειδώ και σύνεση. Όχι για να ξεσπάει όποτε ήταν θλιμμένος ή εκνευρισμένος για κάτι. Πέρα από το ρήγμα που είχε ανοίξει, η γη γύρω του είχε καψαλιστεί και μερικά δέντρα είχαν αρπάξει φωτιά. Χρησιμοποίησε τη μαγεία του για να σβήσει τη φωτιά στη στιγμή και να θεραπεύσει τα πληγωμένα δέντρα. Τα δύο κομμάτια γης που είχαν χωριστεί, ενώθηκαν και πάλι κλείνοντας το χάσμα.

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα προς το παρόν. Ίσως με το πέρασμα του χρόνου να αποκτούσε μεγαλύτερο έλεγχο της μαγείας που του είχε δοθεί και να είχε περισσότερες πιθανότητες να ξαναβρεί τον πατέρα του. Επικεντρώθηκε σε θέματα που μπορούσε να αντιμετωπίσει άμεσα. Πέταξε αποφασισμένος προς την πόλη. Ο Ίζιντελ και ο Κάραχτ τον είδαν να έρχεται από μακριά. Είχε έρθει η στιγμή που περίμεναν με αγωνία. Είχε έρθει η ώρα να μάθουν τις προθέσεις του. Κατέβηκε σείοντας τη γη γύρω του. Ήταν φανερά μια κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά πέτυχε το στόχο της. Οι Ιβίρφιντ συγκεντρώθηκαν σιωπηλά και διστακτικά γύρω του, γεμάτοι αγωνία για το τι θα ακολουθούσε. Τα δύο αδέρφια τον κοίταξαν αγέρωχα, κρύβοντας καλά το φόβο που φώλιαζε στις καρδιές τους. Το βασιλικό τους αίμα δε θα τους

Page 93: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

93

επέτρεπε τίποτα λιγότερο. Ο Κίνιαχ είχε λουφάξει, ξέροντας ότι σύντομα θα ερχόταν η ώρα, να αντιμετωπίσει τις ευθύνες του. Ο Σαλούβιαρ μίλησε πρώτος.

«Θέλω να μιλήσω στο βασιλιά σας. Απλά θα του δώσω μερικές σημαντικές πληροφορίες και μετά θα φύγω για την επιφάνεια. Δεν έχω όμως πολύ χρόνο, για αυτό πείτε του να βιαστεί». Ο Ίζιντελ πήρε θάρρος από τα λόγια αυτά. Φαινόταν ότι δεν είχε καμία εχθρική διάθεση, ούτε σκεφτόταν κάποια αντίποινα για την αιχμαλωσία του πριν από μερικές μέρες.

«Βασιλιάς πλέον είμαι εγώ. Ο βασιλιάς Μπούμελ έπεσε ένδοξα στο πεδίο της μάχης. Ό,τι έχεις να πεις πες το σε μένα. Όπως και εσύ έτσι και εμείς, βιαζόμαστε να φύγεις από τη χώρα μας. Παρά τα όσα προσέφερες στους Ιβίρφιντ, δεν παύεις να είσαι ένα πλάσμα της επιφάνειας». Ο Μπέριντεμ αδιαφορώντας για αυτήν την επίδειξη αχαριστίας, μπήκε κατευθείαν στο θέμα.

«Ήρθα να σας πω ότι γνωρίζω ποιος είναι ο ένοχος για τις καταστροφές και τους θανάτους που έχετε υποστεί τόσον καιρό. Ξέρω τον Ιβίρφιντ που πρέπει να θεωρείτε υπεύθυνο και που πρέπει να τιμωρήσετε, γιατί μέσα στη μεγαλομανία του, επιδόθηκε σε αρρωστημένα πειράματα, μην έχοντας κανέναν ηθικό ενδοιασμό. Δε δίστασε ούτε καν να χρησιμοποιήσει άτομα της φυλής σας για πειραματόζωα και να τα μετατρέψει σε δυστυχισμένα παραμορφωμένα πλάσματα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια Ιβίρφιντ. Τα τέρατα που αντιμετωπίσατε σήμερα δεν ήταν όλα ζώα. Πολλά προέρχονταν από Ιβίρφιντ. Ίσως ήταν συγγενείς σας, που είχατε χάσει για χρόνια και τους θεωρούσατε πια νεκρούς. Ίσως σας αντίκρισαν σήμερα στη μάχη, αλλά με το μυαλό θολωμένο από τη μαγεία, να μην μπόρεσαν να σας αναγνωρίσουν. Μπορεί σήμερα με τα ίδια σας τα χέρια, να σκοτώσατε κάποιον αδερφό ή κάποιον φίλο και εν αγνοία σας, να τον βγάλατε από τη μιζέρια στην οποία αυτός ο εγκληματίας τους είχε καταδικάσει. Το άτομο αυτό είναι κάποιος, που χρόνια του εμπιστευόσαστε την ασφάλειά σας. Όμως αυτός πρόδωσε την

Page 94: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

94

εμπιστοσύνη σας και έριξε στα κεφάλια σας τις χειρότερες συμφορές. Και δεν είναι άλλος από τον Κίνιαχ».

Όλοι οι παρευρισκόμενοι γύρισαν και κοίταξαν το μάγο, ο οποίος δεν έχασε καιρό και πήγε να σταθεί στο πλευρό του Ίζιντελ, ζητώντας έτσι σιωπηλά την υποστήριξη του βασιλιά του. «Ψέματα! Εγώ δεν μπορούσα να μπω καν μέσα στη σπηλιά. Πώς είναι δυνατόν να έχω δημιουργήσει εγώ αυτά τα πλάσματα, όταν η μαγεία που μας εμπόδιζε να μπούμε στη σπηλιά, ήταν άγνωστη ακόμα και σε εμένα;»

«Έτσι τους έκανες όλους να πιστεύουν μάγε. Αλλά η αλήθεια είναι ότι κάνεις δεν μπορούσε να διαπιστώσει αν αδυνατούσες όντως να περάσεις την είσοδο ή αν απλά προσποιούσουν. Ήταν πολύ εύκολο για σένα να τους ξεγελάσεις όλους, αφού κανείς άλλος δε διέθετε μαγικές δυνάμεις που να φτάνουν το δικό σου επίπεδο. Έπλασες μια αλήθεια όπως σε βόλευε, για να κρύψεις τα αμέτρητά σου ψέματα και λάθη. Η τιμωρία σου όμως μεγάλωνε μέσα στη σπηλιά και ετοιμαζόταν να πάρει εκδίκηση. Τον βρήκαμε τον αιχμάλωτό σου. Εκείνον που έγινε πιο δυνατός από όσο είχες υπολογίσει. Εκείνον που σε έδιωξε από το εργαστήριό σου, όπου ικανοποιούσες τη διεστραμμένη σου φαντασία. Συνέχισε το έργο σου επάξια. Εκείνος όμως είχε τη δικαιολογία της τρέλας. Μια τρέλα που του προκάλεσαν τα πειράματά σου. Εσύ τι δικαιολογία είχες μάγε που έπαιρνες ζωή και τη σπίλωνες, μέχρι να δημιουργήσεις ό,τι πιο απαίσιο έχει δει ποτέ ο κόσμος;» Ο Κίνιαχ κοίταξε με μίσος τον άνθρωπο που κάποτε ήθελε να χρησιμοποιήσει σαν πιόνι και ο οποίος είχε καταλήξει, από κάποιο τερτίπι της τύχης, να είναι πανίσχυρος και να κρατάει τη μοίρα του μάγου Ιβίρφιντ στα χέρια του.

«Η ανθρώπινη αχαριστία δεν είναι άγνωστη σε εμάς. Ομολογώ ότι έκανα ένα έγκλημα που οι συμπατριώτες μου δεν πρέπει να μου συγχωρήσουν και θα δεχθώ την καταδίκη τους ευλαβικά. Το έγκλημά μου είναι ότι εμπιστεύθηκα έναν άνθρωπο, μια κατώτερη μορφή ζωής, για μια δουλειά που μόνο Ιβίρφιντ θα

Page 95: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

95

έπρεπε να αναλάβει. Σε έσωσα, σε μάζεψα από το μπουντρούμι όπου περίμενες το θάνατο χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής και σου έδωσα την ευκαιρία να ζήσεις και να δοξαστείς. Σου έδωσα όπλα που δεν είχες καν φανταστεί ότι υπάρχουν και που κανονικά δε θα έπρεπε να αγγίζουν τα βρωμερά σου χέρια. Και όλα αυτά τα έκανα για να σώσω όλους αυτούς που σήμερα καλείς να με τιμωρήσουν. Δεν υπολόγισα όμως την ανθρώπινη αχαριστία. Αυτή που σας τρέφει σαν είδος, όπως τα ξύλα έθρεψαν τη φωτιά που ένας όμοιός σου προκάλεσε τον καιρό της Μεγάλης Πυρκαγιάς!» Ο Κίνιαχ είδε το τέχνασμά του να δουλεύει, αφού με τη θύμηση εκείνης της τραγικής εποχής, τα χαρακτηριστικά στα πρόσωπα των Ιβίρφιντ σκλήρυναν και κοίταξαν τον Μπέριντεμ με αντιπάθεια. Γύρναγε την πλάστιγγα υπέρ του. Ήξερε την ψυχολογία των Ιβίρφιντ πολύ καλύτερα από τον αντίπαλό του και ενώ ο Μπέριντεμ διακρινόταν στα πεδία των μαχών, ο Κίνιαχ ήταν κυρίαρχος στο στίβο της πολιτικής και της χειραγώγησης της μάζας, εδώ και δεκαετίες.

Το διαμάντι που τροφοδοτούσε με απεριόριστη δύναμη τον υπεράνθρωπο που λεγόταν Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, ανυπομονούσε να τελειώνει αυτή η χαζή αντιπαράθεση. Προσπάθησε υπόγεια και ύπουλα να πείσει τον πολεμιστή, να κάνει στάχτη τον αυθάδη γέροντα και να φύγει από εκείνο το μέρος. Τους περίμεναν αμέτρητες συγκινήσεις στην επιφάνεια. Ο άντρας ένιωσε το κορμί του να ριγεί από απόλαυση, στη σκέψη των αποδεκατισμένων Ούρμπιλαχ. Προς μεγάλη απογοήτευση του διαμαντιού όμως, παραμέρισε τη δίψα του για μάχη και πέρασε στην αντεπίθεση λεκτικά.

«Πες μας μάγε για τη μέρα που με έσωσες. Όντως μου έδειξες πράγματα θαυμαστά, τα οποία έκρυβες τόσον καιρό από τους συμπατριώτες σου. Γιατί άραγε; Γιατί κανένας στο παλάτι δεν ξέρει που βρίσκονται τα προσωπικά σου διαμερίσματα; Γιατί για να φτάσει κάποιος εκεί, πρέπει να περάσει μέσα από μυστικές σήραγγες που ανοίγουν μόνο με δική σου διαταγή; Τι έχεις να κρύψεις από τους συμπατριώτες σου, που διατείνεσαι ότι τόσο

Page 96: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

96

αγαπάς και θες να προστατεύσεις; Είναι ψέμα ότι με ανάγκασες να σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια έναν κακομοίρη, τον οποίον εσύ ανάγκασες να μου επιτεθεί; Έναν Ιβίρφιντ! Και ο λόγος; Απλά για να δοκιμάσεις αν είμαι άξιος να φέρω τα όπλα που μου εμπιστεύθηκες! Αλλά δεν ήταν ο μόνος έτσι δεν είναι; Μέσα στη σπηλιά, πριν τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχό σου, υπήρχαν δεκάδες αθώοι που έχασαν την πραγματική τους υπόσταση και έγιναν άβουλα όντα. Ποτέ δε μας είπες για ποιο λόγο ετοίμαζες έναν τέτοιο στρατό. Πριν εμφανιστούν τα Νέγκαρ δεν είχατε να φοβηθείτε τίποτα. Για να αντιμετωπίσετε εμάς τους ανθρώπους, δεν είχατε ανάγκη έναν στρατό τεράτων. Οι δυνάμεις σας είναι αρκετές για να καταβάλλετε οποιονδήποτε ανθρώπινο στρατό. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω λοιπόν είναι ότι, όπως ο διάδοχός σου στη σπηλιά, έτσι και εσύ ετοίμαζες την καταστροφή των Ιβίρφιντ. Μάλλον επειδή δεν ανεχόσουν το γεγονός, ότι υπήρχε κάποιος άλλος στο θρόνο και όχι εσύ». «Αρκετά πια με αυτές τις αηδίες! Δεν έχουμε κανέναν λόγο να σε ακούμε άλλο. Αυτά που λες είναι ανυπόστατα και δεν έχεις και καμία απόδειξη. Γύρνα πίσω από εκεί που ήρθες και άφησε μας στην ησυχία μας. Ο μόνος εγκληματίας που υπάρχει ανάμεσά μας είσαι εσύ. Ο ίδιος παραδέχθηκες δίχως ίχνος ντροπής, ότι σκότωσες έναν δικό μας. Κανονικά θα έπρεπε να σε εκτελέσουμε εδώ και τώρα. Φύγε λοιπόν πριν νιώσεις την οργή μας». Μια φωνή διέκοψε το μάγο και όλοι γύρισαν προς το μέρος της. «Πατέρα άσε τις κούφιες απειλές. Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορείς να βλάψεις ούτε στο ελάχιστο τον Μπέριντεμ. Μπορεί να σε εξολοθρεύσει μέσα σε μια στιγμή. Και κανονικά αυτό θα έπρεπε να κάνει, γιατί όλα όσα είπε είναι αλήθεια. Το πλάσμα που κατοικούσε στη σπηλιά, μας αποκάλυψε τα πάντα. Τα διαβολικά σου σχέδια έχουν βγει στο φως και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πλέον για να σταματήσεις την τιμωρία που σου αξίζει. Αν ο λαός μας είναι τόσο σοφός όσο αξιώνει ότι είναι, τότε θα πρέπει να σε κλείσουν στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι και να

Page 97: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

97

μην ξαναέρθεις σε επαφή με ζωντανό πλάσμα ποτέ ξανά, όσα χρόνια μένουν ακόμα στην άθλια ζωή σου». Η οργή της Παφύλια εξέπληξε τους πάντες. Ποτέ ξανά δεν είχε βγει δημόσια να εκδηλώσει το μίσος της τόσο ανοιχτά. Οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα της και το βλέμμα με το οποίο κάρφωνε τον πατέρα της, δεν άφηναν σε κανέναν την παραμικρή αμφιβολία. Τον μισούσε με όλη της την καρδιά και ήταν ένα μίσος το οποίο έτρεφε εδώ και χρόνια. Δεν ήξεραν το λόγο, αλλά ήταν σίγουροι ότι εκτός από την προδοσία του Κίνιαχ, ήταν και κάτι άλλο που είχε δημιουργήσει αυτό το χάσμα, ανάμεσα σε πατέρα και κόρη. Το βλέμμα του Κίνιαχ προς την Παφύλια, ήταν εξίσου φορτισμένο με τα χειρότερα συναισθήματα. Ήταν ο τρόπος που θα κοιτούσε κάποιος έναν εχθρό, όχι το ίδιο του το σπλάχνο. «Ώστε είσαι και εσύ μέρος όλης αυτής της σκευωρίας. Δε μου κάνει εντύπωση. Έψαχνες χρόνια την ευκαιρία για να με εκδικηθείς, για πράγματα που δεν έφταιξα ποτέ. Και τώρα που ήρθε αυτός ο ψεύτης από τον επάνω κόσμο, βρήκες την ευκαιρία σου. Τι τραγική μέρα για έναν Ιβίρφιντ, να βλέπει το παιδί του να συμμαχεί με έναν άνθρωπο! Με κάποιον που κόβει δέντρα και βιάζει τη γη, ανάλογα με τις ανάγκες του. Που δε φοβάται να ανάψει φωτιά και μάλιστα να νιώθει θαλπωρή και ευχαρίστηση δίπλα στις φλόγες. Όλες μου οι διδαχές πήγαν χαμένες πάνω σου κορίτσι μου. Είσαι ένα πλάσμα που κινείται από την ατιμία. Πώς έπεισες αυτόν τον απαίσιο να πει τα ψέματά σου; Δε θα μου έκανε εντύπωση αν του δόθηκες κιόλας!»

Η Παφύλια δεν μπόρεσε να ανεχτεί την προσβολή. Όρμησε κατά πάνω του, με τα δάχτυλά της να έχουν μετατραπεί σε θανατηφόρα πέτρινα μαχαίρια. Ο Κίνιαχ την είχε φέρει ακριβώς εκεί που ήθελε. Δεν έκανε το παραμικρό για να αμυνθεί. Αντίθετα έκατσε ακίνητος, καθώς δέκα λεπίδες ξέσκιζαν το σώμα του. Ήξερε ότι τα φίλτρα του θα τον γιάτρευαν στη στιγμή. Εντωμεταξύ όμως, αυτό το ξέσπασμα οργής εναντίον του ανήμπορου πατέρα, θα του κέρδιζε τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Ο Ίζιντελ νιώθοντας ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από

Page 98: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

98

τον έλεγχό του, διέταξε τους άντρες του να συγκρατήσουν την εξοργισμένη κόρη. Ο Μπέριντεμ είχε ήδη συσσωρεύσει ενέργεια στα ακροδάχτυλά του. Αν κάποιος τολμούσε να την πειράξει, θα τον έκανε στάχτη. Όμως οι στρατιώτες ήξεραν την Παφύλια και σέβονταν την κοπέλα, γιατί ήταν πάντα υπόδειγμα Ιβίρφιντ. Έτσι τη συγκράτησαν χωρίς να της κάνουν κακό. Ο Ίζιντελ πήρε την κατάσταση στα χέρια του. «Η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί, κατά πόσον είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του πλάσματος από την επιφάνεια. Μέχρι τότε ο Κίνιαχ θα φυλάσσεται στο ιατρείο του παλατιού, περιμένοντας την απόφασή μου. Είναι όμως μια υπόθεση που αφορά μόνο τους Ιβίρφιντ. Αν δεν έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο, θα σου ζητήσω για άλλη μια φορά να αποχωρήσεις από τη χώρα μας και να μην ξαναρθείς ποτέ. Επίσης πρέπει να ορκιστείς ότι δε θα αποκαλύψεις σε κανέναν από τους ομοίους σου, την είσοδο για τον τόπο μας». Ο Μπέριντεμ συγκατάνευσε, είχε ακόμα όμως και κάτι τελευταίο να κάνει πριν φύγει. «Θα ήθελα να μιλήσω ιδιαιτέρως στην Παφύλια και μετά θα φύγω αμέσως. Ο λαός μου με χρειάζεται». Ο Ίζιντελ διέταξε τους άντρες του να απομακρυνθούν και έτσι το ζευγάρι έμεινε μόνο του. Εκείνος μίλησε πρώτος. «Πρέπει να φύγω και να επιστρέψω στην επιφάνεια. Έχω επιτέλους τη δύναμη να ξανακάνω την πατρίδα μου σπουδαία και να την γλυτώσω από το ρόλο του κομπάρσου στις παγκόσμιες εξελίξεις. Όλο μου το είναι με ωθεί να τρέξω στην επιφάνεια, κοντά στους συμπολεμιστές μου. Όμως είναι και κάτι που με κρατάει πίσω. Ένα και μοναδικό πράγμα. Εσύ. Έλα μαζί μου και άσε με να σε κάνω και πάλι ευτυχισμένη. Θα σε κάνω να ξεχάσεις τον πατέρα σου και όλη τη δυστυχία που σου έχει προκαλέσει. Θα σε εκτιμώ και θα σε σέβομαι πάντα. Σε αντίθεση με αυτά τα πλάσματα τα γεμάτα αχαριστία και μίσος, για οτιδήποτε διαφέρει από εκείνους». Η Παφύλια γέλασε και πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του.

Page 99: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

99

«Τους έχεις παρεξηγήσει τους Ιβίρφιντ. Δεν είναι τόσο αχάριστοι και γεμάτοι μίσος όπως πιστεύεις. Απλά μας πέτυχες σε μια από τις χειρότερες στιγμές της ιστορίας μας. Και άλλωστε μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά, φυσικό δεν είναι να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε οποιονδήποτε άνθρωπο;» «Ίσως να έχεις δίκιο. Όπως και να έχει εγώ σε θέλω διπλά μου. Και θα νιώθω πολύ πιο ήσυχος, αν ξέρω ότι είσαι μακριά από όλες αυτές τις μηχανορραφίες. Από τη μια ο Σίκαταρ και ο Κίνιαχ που εποφθαλμιούν το θρόνο, από την άλλη ο Ίζιντελ που δεν έχει δείξει και τον καλύτερο χαρακτήρα. Είμαι βέβαιος ότι στο μέλλον θα υπάρξει σύγκρουση και εσύ μπορεί να βρεθείς στη μέση. Δε θέλω να σκέφτομαι ποιες θα είναι οι συνέπειες για εσένα, αν οι προβλέψεις μου βγουν αληθινές». «Πραγματικά θα ήθελα να σε ακολουθήσω, αλλά όπως εσύ νιώθεις υποχρέωση απέναντι στους Σαλούβιαρ, έτσι και εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω τους δικούς μου, σε μια εποχή τέτοιας αναταραχής. Ο Κίνιαχ πολύ φοβάμαι ότι θα καταφέρει να γλυτώσει με την πονηριά του και δε θα τιμωρηθεί για τίποτα. Από την άλλη ο Σίκαταρ έχει πολλούς φίλους στην αριστοκρατία, που δε θα δεχθούν έτσι εύκολα την φυλάκισή του. Θα προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν με ό,τι μέσα διαθέτουν. Ο Ίζιντελ από την άλλη είναι γενναίος και πατριώτης, αλλά επίσης αδιάλλακτος και κοντόφθαλμος. Και εγώ πιστεύω ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε έναν εμφύλιο. Σε μια τόσο κρίσιμη καμπή, εγώ δεν μπορώ να λείπω. Δυστυχώς πρέπει ο καθένας μας να δώσει τους αγώνες του μόνος του». Ο Μπέριντεμ ευχόταν να μπορούσε να της αλλάξει γνώμη, αλλά έβλεπε στο βλέμμα της την αποφασιστικότητά της. Ήξερε πως ό,τι και αν έλεγε δε θα είχε σημασία. Και δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν την καταλάβαινε ή ότι η απόφασή της του φαινόταν παράλογη. Και εκείνος ετοιμαζόταν να την αφήσει μόνη, για να πολεμήσει για τη χώρα του. Παρόλο που υπήρχε ένα κομμάτι μέσα του που ούρλιαζε να μείνει, εκείνος το αγνοούσε και έκανε εκείνο που του υπαγόρευε η συνείδησή του. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε τρυφερά. Δε

Page 100: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

100

βιάστηκαν να τελειώσουν το φιλί, καθώς δεν ήξεραν πότε και αν θα είχαν ξανά την ευκαιρία να νιώσουν ο ένας το κορμί του άλλου. Όταν ο Μπέριντεμ το πήρε απόφαση, της γύρισε την πλάτη και έφυγε. Γέλασε με την τύχη του. Είχε ζήσει τόσα χρόνια στην επιφάνεια, για να βρει μια κοπέλα που να τον ενδιαφέρει τόσο πολύ, κάτω από τη γη. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι αν ζούσε μετά τον πόλεμο με τους Ούρμπιλαχ, θα γυρνούσε πίσω και θα την έπαιρνε μαζί του. Αν χρειαζόταν θα τα έβαζε και με όσους Ιβίρφιντ επιβουλεύονταν το θρόνο, ώστε νικώντας τους να φέρει την ειρήνη στη χώρα αυτή αλλά και στην καρδιά της Παφύλια. Οι φύλακες του βασιλιά Ίζιντελ τον συνόδευσαν μέχρι τη σήραγγα, από την οποία είχε πέσει κυνηγώντας την Παφύλια, ανακαλύπτοντας ένα νέο απίστευτο κόσμο. Γύρισε να κοιτάξει την πόλη για μια τελευταία φορά και πέταξε μέσα από τη σήραγγα προς την επιφάνεια. Είχε έρθει ο καιρός να κάνει τον πατέρα του υπερήφανο. Μπορεί να είχε χάσει την επαφή με το φάντασμα, αλλά ο Μπέριντεμ ένιωθε μέσα του μια σιγουριά, ότι ο πατέρας του ήταν κάπου και τον έβλεπε. Το διαμάντι ενοχλήθηκε από αυτές τις σκέψεις και αμέσως έστειλε στο μυαλό του Μπέριντεμ εικόνες νίκης και δόξας. Ο στρατηγός τάχυνε ακόμα περισσότερο την πτήση του, ανυπομονώντας να φτάσει στο μεγαλείο.

Page 101: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

101

6

Όταν βγήκε στην επιφάνεια ήταν βράδυ. Όπως τότε που είχε ακολουθήσει την Παφύλια και είχε πολεμήσει με εκείνους τους Ούρμπιλαχ που την κυνηγούσαν. Κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο περπατώντας. Δεν ήθελε να κατατρομάξει τους στρατιώτες του, πετώντας πάνω από τα κεφάλια τους. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τους εξηγήσει για τις νέες του δυνάμεις, χωρίς να τους κάνει να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του. Ήταν ένα θέμα που έπρεπε να χειριστεί πολύ λεπτά, διότι οι Σαλούβιαρ δεν ήταν συνηθισμένοι στη μαγεία και ό,τι δε γνώριζαν το φοβούνταν κιόλας. Όσο πιο κοντά πήγαινε τόσο μεγαλύτερη ανυπομονησία τον καταλάμβανε. Έφτασαν μέχρι τα ρουθούνια του οι γνώριμες μυρωδιές του στρατοπέδου, οι ήχοι από τους άντρες και τα ζώα, διέκρινε ήδη τις φωτιές που άναβαν για να ζεσταθούν και ήξερε ότι γύρω τους θα έβρισκε παρέες που θα έπιναν και θα αντάλλασαν αστεία και ιστορίες, ώστε το μυαλό να ξεφεύγει λίγο και να μη σκέφτεται συνεχώς τον πόλεμο. Η ζωή στο στρατό δεν ήταν εύκολη. Τους έλειπαν πολλές ανέσεις και πάνω απ’ όλα τα φιλικά και συγγενικά πρόσωπα. Όμως είχαν αναπτύξει μεταξύ τους συντροφικότητα και φιλία πραγματική. Οι άντρες του θα πέθαιναν για να τον προστατεύσουν και το ίδιο θα έκανε και αυτός για εκείνους. Ήξερε ότι μπορούσε να τους γυρίσει την πλάτη και να νιώθει ασφάλεια. Δεν ήθελε να χαθεί αυτή η πολύτιμη εμπιστοσύνη για λόγους δεισιδαιμονίας. Αλλά και από την άλλη, δεν μπορούσε να μην αποκαλύψει πόσο αλλαγμένος είχε επιστρέψει. Οι δυνάμεις του έτσι και αλλιώς, θα φαίνονταν στη μάχη και οι Σαλούβιαρ θα έπρεπε να προετοιμαστούν για αυτό που θα έβλεπαν. «Ακίνητος!» Γύρισε προς τη φωνή και είδε ότι ένας σκοπός τον είχε αντιληφθεί. Ικανοποιημένος που το στρατόπεδο ήταν σε ετοιμότητα παρά την απουσία του, πλησίασε πιο κοντά ώστε να τον αναγνωρίσει ο στρατιώτης.

Page 102: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

102

«Πολύ φοβάμαι ότι δεν ξέρω το σύνθημα. Θα πρέπει να πας να φωνάξεις τον Σάντιακ». Ο στρατιώτης γούρλωσε τα μάτια και στάθηκε προσοχή μπροστά στο στρατηγό του. Παρόλο που προσπάθησε να διατηρήσει το πρωτόκολλο, δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο, για την επιστροφή του αρχηγού τους, που τον θεωρούσαν πια νεκρό. «Ο Σάντιακ είναι στη σκηνή σας. Ανέλαβε τη διοίκηση όταν χαθήκατε και χρειαζόταν τους χάρτες και τα σχέδια μάχης. Αποκρούσαμε δύο εφόδους των Ούρμπιλαχ κατά την απουσία σας. Ήταν λίγοι βέβαια και γύρισαν πίσω στα βουνά ακόμα λιγότεροι». Τα τελευταία λόγια ο στρατιώτης τα είπε με φανερή την ικανοποίηση και την υπερηφάνεια που αισθανόταν. Οι Σαλούβιαρ αν και λιγότεροι σε σχέση με τους αντιπάλους τους, κατάφερναν πεισματωδώς να κρατούν τόσα χρόνια τα σύνορα. Ο Μπέριντεμ ευχαρίστησε το στρατιώτη για τις πληροφορίες και προχώρησε προς τη σκηνή του για να βρει τον Σάντιακ. Ο Σάντιακ και εκείνος ήταν παιδικοί φίλοι, αν και ο Μπέριντεμ ήταν πέντε χρόνια μικρότερος. Έτσι ο πρώτος πάντοτε τον προστάτευε από τις κακοτοπιές και τον βοηθούσε όποτε έμπλεκε σε καυγάδες. Τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ όταν μεγάλωσαν. Ήταν πάντα στο πλευρό του και οι ζωές τους ήταν σχεδόν παράλληλες. Το ίδιο και η στρατιωτική τους καριέρα. Το ότι ο Μπέριντεμ είχε φτάσει πιο ψηλά, δεν είχε δημιουργήσει καμία αντιζηλία μεταξύ τους. Αντίθετα ο Σάντιακ συνέχιζε πάντα να είναι δίπλα του, συμβουλεύοντάς τον και αποτελούσε το νούμερο δύο του στρατιωτικού σχηματισμού, που φρουρούσε τη Ζιλμάτα και τα σύνορα από τις επιδρομές των Ούρμπιλαχ. Τη συγκεκριμένη περίοδο είχαν το πιο σημαντικό πόστο σε όλη την επικράτεια των Σαλούβιαρ και είχαν συναίσθηση της ευθύνης. Μπήκε στη σκηνή και βρήκε το φίλο του να κοιμάται. Στο γραφείο του είδε το ημερολόγιό του, όπου έγραφε όλα τα συμβάντα και ιδιαίτερα τις συμπλοκές με τον εχθρό. Οι τελευταίες σελίδες είχαν το γραφικό χαρακτήρα του ανθρώπου, που κοιμόταν στο κρεβάτι του. Ένιωσε ανακούφιση βλέποντας

Page 103: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

103

πως όλα λειτουργούσαν κανονικά και ότι η άμυαλη απόφασή του να κυνηγάει άγνωστα κορίτσια μέσα στη νύχτα και να πέφτει μέσα σε σήραγγες δίχως τέλος, δεν είχαν επηρεάσει τη στρατιωτική του δύναμη. Θα ένιωθε αβάσταχτη ντροπή αν η ανωριμότητα που είχε επιδείξει, είχε κάποια καταστροφική συνέπεια. Έριξε μια ματιά στις σημειώσεις. Ο φίλος του είχε στήσει το στράτευμα απέναντι στην εχθρική επίθεση αριστοτεχνικά. Οι Ούρμπιλαχ είχαν μάθει πλέον, ότι η στρατιά της Ζιλμάτα ισοδυναμούσε με ένα ανυπέρβλητο τείχος. Και με τις νέες του δυνάμεις, θα ξέφευγαν από το ρόλο του αμυνόμενου και μετά από τόση επώδυνη αναμονή, θα πέρναγαν επιτέλους στην επίθεση, κερνώντας σίδερο και φωτιά εκείνους που τους είχαν προκαλέσει τόση ατίμωση και δυστυχία. Μέσα στο ονειροπόλημά του δε συνειδητοποίησε ότι τα μάτια του άρχισαν να αστράφτουν, εκπέμποντας μια απόκοσμη κόκκινη λάμψη. Οι σκέψεις του για θάνατο ενεργοποίησαν άθελά του τις δυνάμεις του. Τότε άκουσε μια κραυγή και είδε έναν κατατρομαγμένο Σάντιακ να τον κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. «Ηρέμησε, εγώ είμαι. Δε βλέπεις φάντασμα. Γύρισα πίσω». «Τι συμβαίνει με τα μάτια σου;» Ο Μπέριντεμ πήρε ένα γυαλί και κοίταξε την αντανάκλασή του. Το θέαμα ήταν όντως αποκρουστικό και κατάλαβε αμέσως την ταραχή του φίλου του. Προσπάθησε να χαλαρώσει και να διώξει την ένταση που του έφερναν οι φαντασιώσεις του, για ολοκληρωτική καταστροφή της φυλής που παραμόνευε στα βουνά. «Μη φοβάσαι δεν είναι κάτι κακό». Ακόμα και την ώρα που προσπαθούσε να καθησυχάσει τον Σάντιακ, ένιωθε και ο ίδιος πόσο ψεύτικη ήταν αυτή η δήλωση. Αυτό που βρισκόταν μέσα του ήταν σατανικό και μπορούσε να επιφέρει μόνο την καταστροφή. Ξαφνικά η σιγουριά του για την εκστρατεία που ήθελε να ξεκινήσει, άρχισε να κλονίζεται. Τι θα γινόταν αν η μαγεία ξέφευγε από τον έλεγχό του και στρεφόταν εναντίον των δικών του ανθρώπων. Το διαμάντι αμέσως διόρθωσε την κατάσταση καθησυχάζοντας τον πολεμιστή, όπως η μάνα που ψιθυρίζει στο

Page 104: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

104

μωρό της ένα νανούρισμα. Ο Μπέριντεμ χαλάρωσε εντελώς και η λάμψη χάθηκε από τα μάτια του. Προσωρινά. Ο Σάντιακ σηκώθηκε από το κρεβάτι και τον πλησίασε διστακτικά. Τον έπιασε από τα χέρια για να σιγουρευτεί ότι ήταν αληθινός και όχι μια οπτασία. Όταν κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν και ούτε παραισθήσεις είχε, αγκάλιασε σφιχτά το φίλο του που θεωρούσε χαμένο. Ο Μπέριντεμ μπορούσε να νιώσει την ανακούφισή του και μπορούσε να υποθέσει μονάχα την αγωνία που πέρασε ο αντικαταστάτης του, όσο εκείνος πάλευε με μάγους και τέρατα στον κάτω κόσμο. Ο Σάντιακ έχοντας συνέλθει πλέον από την έκπληξη, έθεσε το εύλογο ερώτημα: «Μα πού στο καλό ήσουν;» «Αυτά που θα σου πω θα δυσκολευθείς πολύ να τα πιστέψεις. Ίσως μάλιστα να νομίσεις ότι τρελάθηκα τελείως. Όμως όλα όσα θα σου πω είναι αλήθεια. Γνώρισα φανταστικά πράγματα. Κόσμους και πλάσματα που την ύπαρξή τους αγνοούσα, αν και υπήρχαν πολύ πριν τη γέννηση του ανθρώπου. Κάτω από τη γη που πατάμε, υπάρχει ένας ολόκληρος πολιτισμός εναρμονισμένος με τη φύση, με δυνάμεις πολύ ανώτερες από τις δικές μας. Για καλή μας τύχη όμως ο κόσμος μας δεν τους ενδιαφέρει. Προτιμούν να ζουν κάτω από τη γη λουσμένοι στο μαγικό τους φως, αντί για τον ήλιο. Δεν είναι τέλειοι σε όλα. Έχουν και αυτοί όπως και εμείς έριδες και διχόνοιες. Επίσης η άποψή τους για τους ανθρώπους της επιφάνειας είναι πολύ αρνητική. Μας θεωρούν κατώτερους, σχεδόν βάρβαρους. Και δε θέλουν ούτε καν να γνωρίζουμε την ύπαρξή τους. Όμως αν δεις την πόλη που ζουν, φτιαγμένη από δέντρα που κινούνται και εκφράζουν συναισθήματα, ζώντας παράλληλα με εκείνον που τα κατοικεί, θα μαγευτείς». «Είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις καπνίσει τίποτα περίεργο;» «Σάντιακ μην κάνεις πλάκα. Μιλάω σοβαρά». «Τότε πες τα μου όλα από την αρχή για να καταλάβω πώς βρέθηκες εκεί και πάνω από όλα, γιατί έκατσες τόσον καιρό χωρίς να στείλεις ούτε ένα μήνυμα, ότι είσαι καλά». Ο Μπέριντεμ ξεκίνησε την εξιστόρηση όλων των γεγονότων, από τη στιγμή που

Page 105: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

105

είχε δει την Παφύλια. Παρέβλεψε μόνο τα σημεία που αφορούσαν το φάντασμα του πατέρα του, αφού ούτε καν σε εκείνον δεν είχε τολμήσει να παραδεχτεί, ότι είχε το νεκρό πατέρα του οδηγό τόσα χρόνια. Βέβαια αυτά που αποκάλυπτε εκείνο το βραδύ φάνταζαν πολύ πιο απίστευτα, αλλά ο νοητικός δεσμός με τον πατέρα του ήταν για εκείνον κάτι πολύ πιο προσωπικό, από τις νέες δυνάμεις που είχε αποκτήσει. Όταν τέλειωσε την αφήγησή του, ο Σάντιακ καθόταν άφωνος να τον κοιτάζει. Δεν ήξερε τι να πει και αν και είχε αμέριστη εμπιστοσύνη στον Μπέριντεμ μετά από τόσα χρόνια φιλίας, του ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει όσα είχε ακούσει. Ήξερε όμως τον άνθρωπο που ήταν απέναντί του και δεν υπήρχε περίπτωση να του έλεγε ψέματα. «Και τώρα που επέστρεψες τι θα κάνουμε;» «Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε αύριο το πρωί, θα είναι να μαζέψουμε όλους τους στρατιώτες και να τους κάνω μια επίδειξη των δυνάμεών μου. Μετά θα ξεκινήσουμε τις ετοιμασίες για τη μεγάλη μας εκστρατεία. Θα φτάσουμε μέχρι τα πέρατα της αυτοκρατορίας των Ούρμπιλαχ και θα καταστρέψουμε κομμάτι-κομμάτι αυτό το τεράστιο οικοδόμημα, μέχρι να μην έχει μείνει τίποτα άλλο παρά σκόνη. Η αυτοκρατορία των Σαλούβιαρ θα αναγεννηθεί και θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη από παλιά». Ο Μπέριντεμ πρόσφερε στο Σάντιακ το μεγάλο όνειρο. Κανένας Σαλούβιαρ δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από αυτά τα λόγια. Ήταν η φιλοδοξία με την οποία τους είχαν γαλουχήσει από μικρά παιδιά. Ήταν ο κοινός καημός που κρυβόταν στις καρδιές όλων. Όσο όμως και αν τον παρέσερναν τα αισθήματα, ο Σάντιακ παρέμενε προσγειωμένος, καθώς αναλογιζόταν πόσο απίθανο ήταν να αλλάξουν τα πράγματα από τη μια μέρα στην άλλη, ενώ αποτύγχαναν τόσα χρόνια. Ουσιαστικά ο Μπέριντεμ υποσχόταν ένα θαύμα και ο Σάντιακ είχε μάθει με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι στη ζωή συνήθως θαύματα δε γίνονται. «Έλα Σάντιακ μην είσαι συνοφρυωμένος. Νόμιζα ότι θα χαιρόσουν μόλις μάθαινες για τις δυνατότητες που ανοίγονται πλέον μπροστά μας. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Θα

Page 106: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

106

ξαναπατήσουμε στη Ραμίνα και θα δούμε στην ακρόπολή της να ξανακυματίζει η σημαία του έθνους. Οι Ούρμπιλαχ ούτε που θα καταλάβουν τι τους χτύπησε. Καταλαβαίνω βέβαια τη δυσπιστία σου τώρα. Αλλά περίμενε να συγκεντρωθούμε αύριο το πρωί και τότε θα δεις τι μπορώ πλέον να κάνω. Τότε θα αναθαρρήσεις και θα πιστέψεις ότι το όνειρο είναι πραγματοποιήσιμο. Ο θρίαμβος είναι δυνατός». Ο Σάντιακ χαμογέλασε συγκαταβατικά, μη θέλοντας να προσβάλλει τον κατενθουσιασμένο στρατηγό. Μέχρι το άλλο πρωί όλο το στρατόπεδο είχε βουίξει από τα νέα, για την επιστροφή του Μπέριντεμ. Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε στους στρατιώτες ότι στην πρωινή αναφορά θα τους μιλούσε ο αρχηγός τους, δεν τους προκάλεσε έκπληξη. Ανυπομονούσαν όμως να ακούσουν γιατί είχε εξαφανιστεί τόσον καιρό και τι περιπέτειες είχε ζήσει. Όταν εμφανίστηκε μετά από λίγα λεπτά αναμονής ο Μπέριντεμ, το στράτευμα σώπασε. Στάθηκε μπροστά τους αγέρωχος και τους παρατήρησε, νιώθοντας υπερήφανος για τη στρατιωτική δύναμη που είχε δημιουργήσει. Σκέφτηκε ότι θα γινόταν πολύ πιο μεγάλη και η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη τον έκανε να ριγήσει από συγκίνηση. «Σαλούβιαρ! Σήμερα είναι μια μέρα σπουδαία. Όχι μόνο γιατί γύρισα κοντά σας μετά από απουσία ημερών, αλλά και επειδή η σημερινή μέρα θα σηματοδοτήσει το ξεκίνημα μιας νέας εποχής για μας. Από σήμερα ανακοινώνω επίσημα την έναρξη της εκστρατείας μας, για να ανακτήσουμε τα εδάφη που χάσαμε από τους Ούρμπιλαχ. Θα περάσουμε αυτά τα βουνά που δίνουν τόσα χρόνια άσυλο στους εχθρούς μας και θα παρελάσουμε προς τη Ραμίνα. Η κάποτε ένδοξη πρωτεύουσά μας θα είναι μόνο η αρχή. Θα προχωρήσουμε στα βάθη της ανατολής και θα αφανίσουμε από το πρόσωπο της γης οτιδήποτε έχει σχέση με Ούρμπιλαχ. Είτε είναι ζωντανό είτε άψυχο». Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί έριχναν κλεφτές ματιές μεταξύ τους, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πει κουβέντα. Η σκέψη που περνούσε μέσα από το μυαλό όλων ήταν η ίδια. Ότι ο στρατηγός είχε τρελαθεί. Κάτι του είχε συμβεί εκεί που είχε πάει, όπου και αν ήταν αυτό, που

Page 107: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

107

τον είχε οδηγήσει στην τρέλα. Ο Σάντιακ μαντεύοντας τις σκέψεις τους, δάγκωσε τα χείλια του νιώθοντας ντροπή και αμηχανία. Ο Μπέριντεμ όμως δε φάνηκε να πτοείται. Είχε δει την αμφιβολία στα μάτια τους, αλλά το θεώρησε κάτι λογικό. Αυτό που είχε στο μυαλό του όμως να κάνει, θα διέλυε κάθε αμφιβολία. «Σάντιακ σε μια ώρα να είναι όλοι έτοιμοι για επίθεση. Θα ηγηθώ του εγχειρήματος προσωπικά». Ο Σάντιακ έκλινε το κεφάλι του σε ένδειξη υπακοής και έκρυψε καλά τον προβληματισμό του. Υποτίθεται ότι εκείνη τη μέρα, θα τους έκανε απλά μια επίδειξη των μυστηριωδών νέων του δυνάμεων. Δεν είχε πει τίποτα για επίθεση. Αυτή η τόσο ξαφνική εξέλιξη του φαινόταν πολύ άσχημη. Ήταν υπερβολικά παράτολμη και αυθόρμητη η απόφαση για επίθεση. Άλλωστε ο εχθρός ήταν καλά κρυμμένος στα λαγούμια του στο βουνό, μέσα στις ατέλειωτες σήραγγες. Έβγαινε μόνο όταν το αποφάσιζε εκείνος. Αν οι Σαλούβιαρ ανέβαιναν το βουνό ψάχνοντας στα τυφλά, θα αποδεκατίζονταν αφού θα δέχονταν χτυπήματα από κάθε κατεύθυνση. Χτυπήματα που δε θα μπορούσαν να ανταποδώσουν, γιατί οι Ούρμπιλαχ θα εξαφανίζονταν στη στιγμή. Ο αρχηγός τους είχε επιστρέψει λοιπόν, για να τους οδηγήσει στην καταστροφή; Αυτό που είχαν καταφέρει τόσα χρόνια με κόπο και θυσίες, μια στρατιωτική δύναμη ακλόνητη στα σύνορα με τους Ούρμπιλαχ, θα το κατέστρεφαν μέσα σε μια μέρα; Ο Σάντιακ δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν έβρισκε τη δύναμη να αναλάβει αυτός την αρχηγία και να απαλλάξει το φίλο του από τα καθήκοντά του. Ο σεβασμός και η αγάπη που ένιωθε για εκείνον, δεν του επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Όμως από την άλλη, η φωνή της λογικής τον παρακινούσε να αντιδράσει με κάποιον τρόπο σε αυτήν την παράνοια. Μπήκε στη σκηνή του Μπέριντεμ αποφασισμένος να τον λογικεύσει. «Αυτό που πας να κάνεις είναι μια καθαρή αυτοκτονία. Και δε θα χαθείς μόνο εσύ, δυστυχώς θα μας πάρεις όλους μαζί στο λαιμό σου. Υπάρχει λόγος που δεν επιτιθέμεθα τόσα χρόνια.

Page 108: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

108

Όταν πρωτοέφτασαν τα στρατεύματα εδώ στη Ζιλμάτα μετά την επανάσταση, το χώμα βάφτηκε κόκκινο από το αίμα μας. Πολεμήσαμε σκληρά και γενναία. Αλλά αυτοί έχουν τη φύση με το μέρος τους. Είναι προστατευμένοι από τα βράχια και τους φυσικούς σχηματισμούς του βουνού. Έχουν σκάψει και το έχουν φέρει στα μέτρα τους. Η νίκη είναι αδύνατη. Μην τα καταστρέψεις όλα. Κάτι σου συνέβη όσο έλειπες που σε έχει επηρεάσει αρνητικά, αυτό είναι ολοφάνερο. Πρέπει όμως να το παλέψεις και να αφήσεις τη λογική σου να βγει στην επιφάνεια. Η επιπολαιότητα και η βιασύνη με την οποία αποφάσισες την επίθεση, αποδεικνύει αυτό που φοβάμαι». «Δεν ήταν βιαστική, ούτε επιπόλαια η απόφασή μου. Το σκέφτομαι μέρες τώρα και ξέρω με σιγουριά ότι τίποτα δεν μπορεί να μας σταματήσει. Σε λίγη ώρα θα διαπιστώσεις πόσο λάθος κάνεις, όταν λες ότι η φύση είναι με το μέρος των Ούρμπιλαχ». «Τι θα κάνεις δηλαδή, θα γκρεμίσεις το βουνό με τις δυνάμεις σου; Είσαι λοιπόν ένας επίγειος θεός;» «Αν θες να με ονομάσεις κάπως κάνε το. Όσο για το βουνό δε θα χρειαστεί να το γκρεμίσω. Θα γίνει φίλος μας και θα ξεράσει από τα έγκατά του, τα αποβράσματα που λυμαίνονται το χώρο του». Αν ο Σάντιακ είχε αμφιβολίες εκείνη τη στιγμή σιγουρεύτηκε. Ο παλιός του φίλος είχε τρελαθεί τελείως. Μόλις είχε ισχυριστεί ότι ένα βουνό θα τους βοηθούσε να εξοντώσουν τους Ούρμπιλαχ. Θα γινόταν μάλιστα και φίλος τους. Ο Σάντιακ θυμήθηκε τη συνεργασία φύσης και Ιβίρφιντ που του είχε περιγράψει το προηγούμενο βράδυ, αλλά και πάλι δυσκολευόταν να χωνέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Φοβήθηκε ότι πριν καν προλάβει να θέσει το στρατό σε κίνδυνο, ο Μπέριντεμ θα γινόταν ρεζίλι μπροστά σε όλο το στράτευμα. Θα ήταν πραγματικά κρίμα να χάσει το σεβασμό και τη συμπάθειά τους. Γιατί αν συνέβαινε αυτό, μετά η διοίκηση θα ήταν ένα έργο απίστευτα δυσχερές. Διχασμένος και πάλι ανάμεσα στο καθήκον και τη φιλία, παρέμενε αναποφάσιστος σε αντίθεση με το στρατηγό, ο οποίος βάδισε έξω από τη σκηνή προς την παράταξη χωρίς δισταγμό.

Page 109: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

109

Έριξε μια σύντομη ματιά στους στρατιώτες. Δε χρειαζόταν να τους επιθεωρήσει. Ήξερε ότι θα ήταν όπως έπρεπε. Τέλειοι. Μετά την κατάκτηση από τους Ούρμπιλαχ, οι Σαλούβιαρ είχαν αφυπνιστεί. Είχαν αφήσει την τριφηλή ζωή που τους χαρακτήριζε και είχαν πιάσει και πάλι το ξίφος και το δόρυ, ενθυμούμενοι τους προγόνους τους, που κάποτε πριν από αιώνες, ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές στον κόσμο. Έδωσε εντολή να στρέψουν μέτωπο προς το βραχώδες σύνορο που όριζε την επικράτειά τους και να προχωρήσουν. Εκείνος πήγαινε πρώτος με βήμα ταχύ. Η ανυπομονησία και ο ενθουσιασμός που ένιωθε του θύμισαν μια εποχή μακρινή, όταν μικρό αγοράκι ακόμα, ξέφευγε από τη μητέρα του και έτρεχε στους δρόμους για να δει τους πολεμιστές που έφευγαν για άλλη μια μάχη. Τις περισσότερες φορές πρωτοστάτης ήταν ο πατέρας του, που όσο και αν τον πονούσε που άφηνε τον αγαπημένο του γιο και τη λατρεμένη του γυναίκα, ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να δείξει το θάρρος του στο πεδίο της μάχης. Ακόμα και όταν ο βασιλιάς των Σαλούβιαρ του πρότεινε μια τιμητική θέση στο συμβούλιο του παλατιού, μακριά από τα πεδία των μαχών, ο Καριντάμ είχε ευχαριστήσει το μονάρχη για τη μεγαλοψυχία του και είχε αρνηθεί ευγενικά. Δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι δε θα μπορούσε ποτέ να αποχωρισθεί τον παλιό του φίλο. Ακουμπώντας το χέρι στη ζώνη του, έδωσε στο βασιλιά να καταλάβει ότι εννοούσε το σπαθί του. Ο Μπέριντεμ θυμάται την αντίδραση της μητέρας του, όταν ο Καριντάμ της ανακοίνωσε την άρνησή του. Κάθε άλλο παρά ψύχραιμη ήταν. Όμως έτσι ήταν πάντα ο πατέρας. Δεν του άλλαζες γνώμη με τίποτα. Και οι δύο τους είχαν τσακωθεί πολλές φορές εξαιτίας της ισχυρογνωμοσύνης του, αλλά κρυφά μέσα του ο Μπέριντεμ τον θαύμαζε για αυτό του το χαρακτηριστικό. Άλλωστε και ο ίδιος δε διέφερε πολύ στο χαρακτήρα. Όταν πλησίασαν αρκετά κοντά στο βουνό, σταμάτησε και έδωσε εντολή να κάνουν και οι υπόλοιποι το ίδιο. Μέσα στα έγκατα του βουνού η δραστηριότητα ήταν έντονη. Η γη έστελνε

Page 110: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

110

μηνύματα στον Μπέριντεμ, ενημερώνοντάς τον για τις κινήσεις των Ούρμπιλαχ. Οι ανατολίτες είχαν αντιληφθεί τις κινήσεις των Σαλούβιαρ και έπαιρναν θέσεις μάχης. Ετοίμαζαν τις παγίδες τους, με τις οποίες είχαν αιχμαλωτίσει και σκοτώσει χιλιάδες από τους συμπατριώτες του. Παγίδες αποτελεσματικές λόγω του βραχώδους εδάφους. Πλέον μπορούσε με τη βοήθεια της γης, να δει ξεκάθαρα τις κρυψώνες και τις στοές των Ούρμπιλαχ. Οι εικόνες που εμφανίζονταν στο μυαλό του, τον βοηθούσαν να δει πράγματα, που χωρίς τη μαγεία δε θα μπορούσε να δει, ακόμα και αν περνούσε από διπλά τους. Ένιωθε μια πρωτόγνωρη διαύγεια που του προκαλούσε ευφορία. Ήταν σίγουρος πλέον για το τι έπρεπε να κάνει. Ήταν βέβαιος για την επιτυχία. Δεν μπορούσε να τον σταματήσει κανείς. Γονάτισε στη γη και έχωσε το δεξί του χέρι μέσα στο χώμα. Οι δονήσεις του εδάφους που επικοινωνούσε μαζί του, άρχισαν να διατρέχουν το κορμί του. Ανατρίχιασε και η γνώριμη κόκκινη λάμψη επέστρεψε στα μάτια του. Το έδαφος άρχισε να τρέμει. Στην αρχή λίγο αλλά με αυξανόμενη ένταση, ώστε σύντομα οι στρατιώτες δυσκολεύονταν να κρατήσουν την ισορροπία τους. Τότε ακουστήκαν τα πρώτα ουρλιαχτά. Τα τοιχώματα των σπηλαίων όπου κρύβονταν οι Ούρμπιλαχ, άρχισαν να συγκλίνουν πολτοποιώντας οποιονδήποτε είχε την ατυχία να βρεθεί ανάμεσά τους. Οι κάτοικοι του βουνού άρχισαν να πετάγονται στην επιφάνεια κακήν κακώς για να γλυτώσουν. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν προλάβει καν να φορέσουν τους θώρακές τους ή να πάρουν τα όπλα τους. Οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να επιβάλλουν μια τάξη, αλλά ήταν αδύνατον με το μακελειό στα βάθη των βράχων να συνεχίζεται. Οι Σαλούβιαρ κοίταζαν τον αρχηγό τους με δέος. Έκανε κάτι που μόνο ένας θεός θα μπορούσε. Άλλαξε τη δομή ενός ολόκληρου βουνού. Μέσα στην έκστασή του το ίδιο ένιωθε και εκείνος. Ότι ήταν ένας επίγειος θεός. Σαν όμως οι ζηλόφθονοι θεοί να θέλησαν να τιμωρήσουν τον άντρα για την ύβρη του, ένας έντονος πόνος ήρθε να του θυμίσει ότι ήταν ακόμα άνθρωπος. Το

Page 111: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

111

κορμί του συσπάστηκε και οδυνηρές σουβλιές άρχισαν να τον διαπερνούν, από την κορφή ως τα νύχια. Έκανε εμετό και είδε σταγόνες αίματος να τρέχουν από τη μύτη και τα μάτια του. Είχε οδηγήσει το εύθραυστο αδύναμο σώμα του στα όριά του; Αυτό ήταν το τίμημα για τις υπηρεσίες του διαμαντιού; Ο Σάντιακ έτρεξε δίπλα του. «Τι συμβαίνει; Να φωνάξω το γιατρό;» «Ξέχνα το γιατρό. Διάταξε την επίθεση τώρα που είναι ακόμα ζαλισμένοι. Δεν έχουν πια πού να κρυφτούν. Σήμανε την επίθεση και να μη δείξει κανείς οίκτο». Η τελευταία εντολή ήταν περιττή. Όταν ο στρατός των Σαλούβιαρ ξεχύθηκε στο βουνό, μετά από αναμονή ατέλειωτων χρόνων, η λύσσα που έκρυβαν μέσα τους, τους μετέτρεψε σε αιμοβόρα κτήνη. Εκείνη τη μέρα έμοιαζαν με τα Νέγκαρ που είχε αντιμετωπίσει στον κάτω κόσμο ο Μπέριντεμ. Οι πολεμικές τους ιαχές αντήχησαν σε όλη την περιοχή, σαν την κραυγή ενός γίγαντα την ώρα που ρίχνεται στη μάχη. Οδηγημένοι από οργισμένη αγανάκτηση, ξέσκιζαν με τα όπλα τους ή ακόμα και με γυμνά χέρια, τις σάρκες των αντιπάλων τους. Μην αφήνοντας κανέναν να διαφύγει, συνέχιζαν τη σφαγή ακούραστα, μέχρι που ολόκληρο το βουνό είχε γεμίσει πτώματα. Ο Σάντιακ έσπευσε να αναδιοργανώσει τους εκστασιασμένους πολεμιστές του. Έργο δύσκολο αφού πολλοί δεν είχαν κορέσει ακόμα τη δίψα τους για αίμα. Άρχισε να ουρλιάζει για να τους επαναφέρει στην τάξη. Σταμάτησε με τα ίδια του τα χέρια ένα στρατιώτη, ο οποίος έλιωνε το κεφάλι ενός Ούρμπιλαχ με μια κοτρόνα, αν και ήταν ήδη νεκρός. Ο Μπέριντεμ είχε ξαπλώσει στο έδαφος και άκουγε τις κραυγές χαράς των Σαλούβιαρ για τη μεγάλη νίκη. Πονούσε παντού και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ήταν όμως η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής του. Μάζεψε όσες δυνάμεις του απέμεναν και έστειλε μια νοερή ευχαριστία στη γη για τη βοήθειά της. Μετά λιποθύμησε.

Page 112: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

112

********* Η αίθουσα του θρόνου στο παλάτι των Ιβίρφιντ ήταν κατάμεστη. Όλη η αριστοκρατία είχε συγκεντρωθεί για να δει τις δύο δίκες, που θα καθόριζαν πολλά για το μέλλον της χώρας. Ο ένας κατηγορούμενος ήταν ο Σίκαταρ, γόνος της βασιλικής οικογένειας. Ο δεύτερος ήταν ο μάγος Κίνιαχ, που αν και δεν ήταν γαλαζοαίματος, είχε μεγάλο μερίδιο της εξουσίας. Η κατηγορία ήταν η ίδια. Εσχάτη προδοσία. Όταν τέλειωσε όμως η δίκη, η Παφύλια διαπίστωσε ότι δεν ήταν ίδια και η αντιμετώπιση. Οι κατηγορίες της εναντίον του πατέρα της έπεσαν στο βρόντο, αφού οι δικαστές κατευθυνόμενοι φυσικά από τον βασιλιά Ίζιντελ, είχαν απαλλάξει τον Κίνιαχ λόγω έλλειψης αποδείξεων. Ο νέος μονάρχης ήθελε τον Κίνιαχ με το μέρος του, για να αντιμετωπίσει με τη μαγεία του οποιονδήποτε εσωτερικό εχθρό. Οι μισές σχεδόν οικογένειες των αριστοκρατών, ήθελαν τον Σίκαταρ βασιλιά. Ο ξάδερφός του ήταν πάντα πιο κοινωνικός και με τους τρόπους του, γοήτευε τους γύρω του και ιδιαιτέρα τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας, οι οποίες έψαχναν μονίμως για μια συγκίνηση, που θα τις απάλλασσε από τη μονότονη ζωή τους. Ο Σίκαταρ προσέφερε απλόχερα τέτοιες συγκινήσεις. Τους άντρες τους είχε προσεγγίσει με υποσχέσεις για παραχωρήσεις γαιών, υψηλά αξιώματα και άλλα πολλά. Ο Ίζιντελ από την άλλη, θεωρώντας πατρογονικό του δικαίωμα τη βασιλεία, δεν έδινε τέτοιες ποταπές υποσχέσεις. Είχαν υποχρέωση να τον υπακούουν έτσι και αλλιώς. Δεν άρμοζε σε ένα βασιλιά να καλοπιάνει τους υπηκόους του. Αφού λοιπόν βεβαιώθηκε ότι ο Κίνιαχ ξέφυγε από κάποια καταδικαστική απόφαση, προχώρησε στο δεύτερο μέρος του σχεδίου. Έχοντας αρκετούς μάρτυρες που ήταν παρόντες στη σκηνή της επίθεσης που δέχτηκε από τον Σίκαταρ, απέδειξε περίτρανα την ενοχή του και ζήτησε από τους δικαστές επιβολή της ανώτατης ποινής. Οι δικαστές δέχτηκαν φυσικά την πρόταση και καταδίκασαν τον Σίκαταρ σε θάνατο στην πυρά. Η Παφύλια δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον ξάδερφο του βασιλιά,

Page 113: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

113

αλλά ποτέ της δεν πίστεψε ότι ο Σίκαταρ ήθελε όντως να σκοτώσει τον Ίζιντελ. Η επίθεσή του ήταν αποτέλεσμα της οργής του, εξαιτίας της προσβολής του βασιλιά. Θεωρούσε ότι η ποινή ήταν υπερβολική και ήταν σίγουρη ότι οι δικαστές δεν ήταν αμερόληπτοι, ούτε στη μια ούτε στην άλλη δίκη. Συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυα που της έφερνε η οργή της, βγήκε από την αίθουσα και προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο του παλατιού. Ένα χέρι την άρπαξε από το μπράτσο και γυρίζοντας ένιωσε το μίσος της να θεριεύει. Ήταν ο πατέρας της. «Η ανοησία που έχεις επιδείξει τον τελευταίο καιρό δεν έχει όρια. Ο θάνατος της μητέρας σου, συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Ήρθε επιτελούς η στιγμή να ξεχάσεις αυτό το ατύχημα και να με συγχωρέσεις». «Δεν ήταν ατύχημα, τη σκότωσες με τα πειράματά σου και δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ. Μόνο όταν σε δω να καίγεσαι, όπως σύντομα θα συμβεί με τον Σίκαταρ, θα ησυχάσει η ψυχή μου». «Πρόσεχε κόρη. Είμαι και πάλι το δεξί χέρι του βασιλιά. Οι μονάρχες πάνε και έρχονται. Εγώ όμως παραμένω πραγματικός ηγέτης της χώρας, έστω και μέσα από τις σκιές. Πρόσεχε γιατί μπορεί και εσύ να ακολουθήσεις τον Σίκαταρ εκεί που θα πάει». «Το θάνατο δε τον φοβάμαι. Και αν εσύ κρύβεσαι μέσα στις σκιές, θα φροντίσω να πέσει άπλετο φως, ώστε να μην έχεις πια πού να κρυφτείς». Τον έσπρωξε και έφυγε μακριά του, συγκρατώντας την επιθυμία της να τον ξεσκίσει και πάλι, με τα ίδια της τα χέρια. Είχε καταφέρει και πάλι να γύρει την πλάστιγγα υπέρ του. Η πονηριά του ήταν ανεπανάληπτη. Όμως και εκείνη ήταν αποφασισμένη. Και θα έβρισκε τρόπο να τον καταστρέψει. Μέσα στο παλάτι διαδραματιζόταν άλλη μια έντονη συζήτηση. Τα δύο αδέρφια της βασιλικής οικογένειας, φιλονικούσαν σχετικά με τις εξελίξεις της ημέρας. «Κάραχτ σταμάτα να με ενοχλείς. Το θέμα αυτό έχει λήξει. Ακόμα και αν ήθελα να αλλάξω την απόφαση, δε θα μπορούσα από τη στιγμή που έχει ανακοινωθεί μπροστά σε τόσα άτομα. Θα

Page 114: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

114

έχαναν την εμπιστοσύνη τους σε εμένα, αν άλλαζα έτσι εύκολα αποφάσεις από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι δικαστές τον καταδίκασαν σε θάνατο και αυτό είναι τελικό». «Οι δικαστές απλά χορεύουν στο ρυθμό που τους υπαγόρευσε ο βασιλιάς τους. Μην πας να πουλήσεις σε εμένα παραμύθια για αυτοτέλεια του δικαστικού σώματος. Έχω δει και τον πατέρα να ξεφορτώνεται πολιτικούς του αντιπάλους, με τις ευλογίες της δικαιοσύνης. Εδώ όμως πρόκειται για ένα συγγενή μας που στέλνεις στην πυρά. Αυτό το πρόσωπο θες να δείξεις προς τα έξω; Του ανηλεούς εκτελεστή, που χρησιμοποιεί ακόμα και για τους συγγενείς του, τον πιο ανίερο τρόπο εκτέλεσης;» «Θέλω να δείξω το πρόσωπο κάποιου, που δε θα ανεχτεί καμία αμφισβήτηση για την εξουσία του. Είμαι δικαιωματικά ο απόλυτος άρχων των Ιβίρφιντ. Ο Σίκαταρ το αμφισβητούσε αυτό, όπως έκανε και στο παρελθόν με τον πατέρα μας. Και αν εκείνος δεν είχε τη δύναμη να κάνει το σωστό, εγώ την έχω. Δε θα σημαδευτεί η βασιλεία μου από ένα μέθυσο συγγενή, που γυρνάει στα καπηλειά και αμαυρώνει το όνομά μου. Τα ανέχτηκα όλα αυτά πάρα πολύν καιρό. Έως εδώ ήταν». «Οι ευγενείς θα ξεσηκωθούν. Οι πράξεις σου θα μας οδηγήσουν σε πόλεμο. Έναν πόλεμο που δε θα αντέξουμε, μετά τις πρόσφατες καταστροφές. Θα μπορούσες απλά να τον φυλακίσεις. Αλλά η θανάτωσή του είναι πράξη άκαρδη που μια μέρα θα μετανιώσεις». «Κάραχτ πραγματικά ελπίζω να βασιλεύσω πολλά χρόνια. Γιατί αν πάθω εγώ κάτι και χρειαστεί να αναλάβεις εσύ τα ηνία, φοβάμαι ότι με τους ηλίθιους συναισθηματισμούς σου, θα μας οδηγήσεις όλους στην καταστροφή. Είσαι αδύναμος μικρέ και δεν ξέρω πώς θα μπορέσω αυτό να το διορθώσω». Με αυτά τα λόγια ο Ίζιντελ γύρισε την πλάτη και έφυγε, δίνοντας τέλος στη συζήτηση. Ο Κάραχτ απόμεινε μόνος και ταπεινωμένος για πολλοστή φορά από τον αδερφό του. Οι φωτιστές της πόλης των Ιβίρφιντ, υπεύθυνοι για τη λειτουργία των φωτολούλουδων που έλουζαν τη χώρα με το

Page 115: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

115

μαγικό τους φως, έδωσαν τη μαγική εντολή για συσκότιση. Η εντολή δόθηκε την προκαθορισμένη ώρα, όπως γινόταν κάθε μέρα και έτσι ξεκινούσε η τεχνητή νύχτα του λαού των δέντρων. Ήταν η ώρα κατά την οποία όπως και στον κόσμο των ανθρώπων, λάμβαναν χώρα συναντήσεις μυστικές, μακριά από περίεργα βλέμματα και το σημαντικότερο, κρυφά από το νέο βασιλιά. Σε ένα από τα αρχοντικότερα δεντρόσπιτα της πόλης, άρχισαν να μπαίνουν από μυστικές εισόδους που μόνο εκείνα γνώριζαν, τα μέλη μιας σέκτας Ιβίρφιντ που είχαν διαφορετικά σχέδια για τη μοίρα του τόπου και διαφωνούσαν κάθετα με την πορεία που είχαν πάρει οι εξελίξεις. Ήταν μαυροφορεμένοι με χιτώνες και κουκούλες, που κάλυπταν εντελώς το σώμα τους και τα πρόσωπά τους. Δε γνωρίζονταν ούτε καν μεταξύ τους και ο μόνος ο οποίος γνώριζε την ταυτότητα όλων των μελών, ήταν ο αρχηγός και ιδρυτής αυτής της μυστικής ομάδας.

Συγκεντρώθηκαν στη σκοτεινή αίθουσα όπου γίνονταν πάντα οι συναντήσεις τους και σχημάτισαν έναν κύκλο. Μετά από λίγο εμφανίστηκε και ο αρχηγός τους. Όποτε μιλούσε κάποιο μέλος της σέκτας, χρησιμοποιούσε ένα ξόρκι στρέβλωσης της φωνής, έτσι ώστε οι υπόλοιποι να μην τον αναγνωρίσουν. Ο μόνος, η ταυτότητα του οποίου ήταν γνωστή σε όλους και δεν άλλαζε τη φωνή του, ήταν ο αρχηγός τους. Δεν φοβόταν μήπως τον αποκαλύψουν. Όλα τα μέλη βρίσκονταν υπό στενή επιτήρηση από τους κατασκόπους του. Άλλωστε ήξερε ότι τον έτρεμαν τόσο πολύ, που δε θα τολμούσαν ποτέ να τον προδώσουν. Ο τελευταίος που είχε επιχειρήσει κάτι τέτοιο, είδε πρώτα τη γυναίκα του και τα παιδιά του να καίγονται ζωντανά και ο ίδιος καιγόταν και θεραπευόταν από τον αρχηγό του για μέρες, πριν ο τελευταίος αποφασίσει ότι το μαρτύριο είχε κρατήσει αρκετά και αφήσει τις φλόγες να αποτελειώσουν τον άτυχο Ιβίρφιντ. «Σύντροφοι ξέρετε όλοι γιατί συγκεντρωθήκαμε εδώ απόψε. Ο διάδοχος του θρόνου Σίκαταρ κινδυνεύει. Και δεν μπορούμε να αφήσουμε την εκτέλεσή του να πραγματοποιηθεί. Ήρθε η ώρα να

Page 116: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

116

πάρουμε τα ηνία και να επιλέξουμε εμείς, ποιος θα κάθεται στο θρόνο». Η μέρα της εκτέλεσης δεν άργησε να έρθει. Ο Ίζιντελ βιαζόταν να ξεφορτωθεί μια για πάντα τον ξάδερφό του, ώστε να μπορέσει να επικεντρωθεί στα υπόλοιπα ζητήματα που τον απασχολούσαν και που ήταν εξίσου επείγοντα. Η χώρα ασθενούσε μετά από τα τελευταία γεγονότα και είχε αναλάβει να γιατρέψει τις πληγές της. Η προσέλευση του κόσμου ήταν αθρόα. Ήταν πολλοί εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να ικανοποιήσουν τη νοσηρή τους φαντασία, βλέποντας κάποιον να κατατρώγεται από τις φλόγες. Άλλωστε δεν ήταν καθημερινό φαινόμενο. Αντίθετα για πολλά χρόνια οι βασιλιάδες των Ιβίρφιντ απέφευγαν τις εκτελέσεις και ιδίως τις εκτελέσεις στην πυρά. Το θεωρούσαν πλέον ένα ιδιαίτερα βάρβαρο έθιμο. Για αυτό το λόγο οι προβλέψεις του Κάραχτ είχαν επαληθευθεί. Πολλοί είχαν σχηματίσει ήδη αρνητική γνώμη για τον Ίζιντελ, εξαιτίας της σκληρότητας που είχε επιδείξει από τις πρώτες κιόλας μέρες του στην εξουσία. Ο βασιλιάς όμως δε νοιαζόταν. Είχε τέτοια εμπάθεια με το συγκεκριμένο άτομο, που η φωνή της λογικής χανόταν μπροστά της. Ο λάκκος μέσα στον οποίον ο καταδικασμένος θα συναντούσε το τέλος του, είχε σκαφτεί. Ένας πάσσαλος είχε στερεωθεί στο κέντρο, όπου το θύμα θα δενόταν με μαγικά δεσμά, προσφορά του Κίνιαχ, από τα οποία δε θα μπορούσε να διαφύγει με κανέναν τρόπο. Αφού δενόταν στον πάσσαλο, πέντε τοξότες θα έριχναν τα φλεγόμενα βέλη τους πάνω του και θα τον παρακολουθούσαν να μετατρέπεται σε κάρβουνο. Ήταν η μόνη φορά που οι Ιβίρφιντ χρησιμοποιούσαν τόξα, αφού λόγω των δυνάμεών τους δεν τα είχαν ανάγκη. Άλλωστε το θεωρούσαν υποτιμητικό να μεταχειρίζονται όργανα, που χρησιμοποιούσαν και τα πλάσματα της επιφάνειας. Τα συνηθισμένα τους όπλα όμως ήταν προέκταση του εαυτού τους και για αυτό το λόγο δεν μπορούσαν να αγγίξουν με αυτά, εκείνο που έτρεμαν πιο πολύ στον κόσμο, τη φωτιά. Ο Κίνιαχ είχε προσπαθήσει να σπάσει αυτήν την

Page 117: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

117

παράδοση με τους τοξότες, πειραματιζόμενος με διάφορα φίλτρα, που θα έδιναν προσωρινή προστασία από το κάψιμο στους εκτελεστές. Έτσι θα μπορούσαν να πυρακτώσουν τα μέλη του σώματός τους, που θα είχαν μετατρέψει σε λόγχες ή οτιδήποτε άλλο, κάνοντας έτσι δυνατή την εκτέλεση χωρίς τη χρήση των γήινων όπλων. Μόνο όμως στο άκουσμα της ιδέας, οι συμπατριώτες του ένιωσαν φρίκη και τον ξόρκισαν να σταματήσει αμέσως τα πειράματά του. Ακόμα και προσωρινά άτρωτος, κανένας Ιβίρφιντ δε θα έβρισκε ποτέ το θάρρος να αφήσει τις φλόγες να τον ακουμπήσουν. Η Παφύλια βρισκόταν και κείνη εκεί. Όχι γιατί θεωρούσε το θέαμα ελκυστικό. Κάθε άλλο. Είχε ορκιστεί όμως ότι θα ήταν παρούσα σε κάθε εξέλιξη. Και κάτι μέσα της της έλεγε, ότι αυτή η εκτέλεση θα επιφύλασσε εκπλήξεις. Ακόμα όμως και σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν η πρώτη σημαντική πράξη του Ίζιντελ στο νέο του αξίωμα. Μια πράξη που ήταν βέβαιο, ότι θα είχε πολιτικές επιπτώσεις. Ήδη η μουρμούρα είχε ξεκινήσει. Υπήρχαν εκείνοι που ήταν εντελώς αντίθετοι με την ιδέα της εκτέλεσης. Ακόμα και εκείνοι όμως που ήταν υπέρ του θανάτου του Σίκαταρ, ένιωθαν αποτροπιασμό εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον θα πλήρωνε για την ασέβειά του. Η Παφύλια δεν ήξερε αν θα έπρεπε να χαίρεται με τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης. Αντιπαθούσε τον Ίζιντελ αλλά και από την άλλη, τι λύση υπήρχε πλέον; Ποιος άλλος θα ήταν ικανός να ηγηθεί των Ιβίρφιντ. Ο Σίκαταρ ακόμα και αν γλίτωνε από την εκτέλεση, ήταν ένας μέθυσος γλεντζές, που δεν απέπνεε καμία απολύτως εμπιστοσύνη. Ο Κάραχτ ήταν ο αδύναμος μικρότερος αδερφός. Πάντοτε στη σκιά του δεσποτικού πρωτότοκου. Και τέλος η χειρότερη επιλογή από όλες. Ο Κίνιαχ! Με κανένα κληρονομικό δικαίωμα, αλλά με αρκετή εξουσία και πονηριά καθώς και άσβεστη δίψα για δόξα. Μια δίψα που τον τύφλωσε ήδη μια φορά, ώστε να στραφεί κατά του λαού του. Έτριψε τα ματιά της προσπαθώντας να κάνει την ένταση να φύγει από μέσα της. Δεν είχε νόημα να αγχώνεται για όλα αυτά. Προς το παρόν υπήρχε κεφάλι για το στέμμα. Αν κάποιος άλλος

Page 118: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

118

φανέρωνε αξιώσεις για τον υπέρτατο τίτλο, τότε θα τον αξιολογούσε και θα δρούσε ανάλογα. Άκουσε φασαρία και σηκώνοντας το βλέμμα αντίκρισε τον Ίζιντελ, που ακολουθούμενος από τη φρουρά του και φυσικά τον Κίνιαχ, βγήκε στο μπαλκόνι του παλατιού, για να παρακολουθήσει το θέαμα που με τόσην επιμέλεια είχε οργανώσει. Μετά από λίγο οι δεσμοφύλακες έβγαλαν έξω και τον πρωταγωνιστή της ημέρας. Το μελλοθάνατο Σίκαταρ. Η Παφύλια παρατήρησε ότι ήταν αναπάντεχα ήρεμος. Σαν να είχε δεχθεί στωικά τη μοίρα του. Ίσως απλά δεν ήθελε να δώσει στον ξάδερφό του την ικανοποίηση, να τον δει να παλεύει για τη ζωή του, αφού όλα είχαν χαθεί. Ή ίσως και να ήξερε κάτι που καθησύχαζε τους φόβους του. Η Παφύλια γεμάτη υποψίες κοίταξε τριγύρω προς το συγκεντρωμένο πλήθος. Δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι ύποπτο. Κατέβασαν τον Σίκαταρ στο λάκκο και τον άφησαν εκεί μόνο του. Τότε ο Κίνιαχ προχώρησε μπροστά και με τα χέρια υψωμένα, έδωσε εντολή στα μαγικά δεσμά να ζωντανέψουν και να τυλιχτούν γύρω από το θύμα τους. Δεν ήταν απλές ρίζες ή κληματσίδες, όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Ιβίρφιντ, αλλά νήματα φτιαγμένα από ένα άγνωστο στους πολλούς, λεπτό και ανθεκτικό υλικό. Γράπωσαν το μελλοθάνατο και τον χτύπησαν πάνω στον πάσαλο. Εκεί τον έσφιξαν σε τέτοιο σημείο, ώστε ένιωσε το δέρμα του να κόβεται. Ο Κίνιαχ χαμογέλασε βλέποντας την αποτελεσματικότητα του καινούργιου του παιχνιδιού. Πάντα του άρεσε να δοκιμάζει σε ζωντανά πλάσματα, τις εφευρέσεις που έπλαθε η νοσηρή του φαντασία. Έκανε ένα νεύμα στο βασιλιά του, ότι ο αιχμάλωτος ήταν ασφαλισμένος. Ο Ίζιντελ νιώθοντας ότι ζούσε μια στιγμή θριάμβου και θέλοντας να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, είχε αποφασίσει να βγάλει λόγο. «Χαιρετώ όσους παρευρίσκονται εδώ σήμερα. Τους αγαθούς πολίτες που θέλουν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια, τη δικαιοσύνη να απονέμεται. Μπορεί να νικήσαμε τα στίφη των τεράτων, που ήρθαν για να μας καταστρέψουν, αλλά δεν πρέπει

Page 119: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

119

να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και άλλα τέρατα, τα οποία κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσά μας. Αυτά τα τέρατα δεν έχουν νύχια και δόντια, ούτε πυκνό τρίχωμα ή φολίδες. Δε μουγκρίζουν ούτε βρυχώνται. Και δεν είναι τεράστια και φοβερά στην όψη, όπως τα πλάσματα που αντιμετωπίσαμε. Τα τέρατα για τα οποία μιλάω είναι όμορφα και φέρονται με γοητευτικούς τρόπους. Όταν ανοίγουν το στόμα τους βγαίνει από μέσα κάθε λογής κολακεία και ψέμα. Δε δείχνουν τις προθέσεις τους από την αρχή, δε φοβερίζουν ούτε απειλούν. Όταν όμως τα έχεις εμπιστευθεί και τα έχεις αφήσει να ζήσουν για καιρό δίπλα σου, τότε χτυπούνε από εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτά τα τέρατα Ιβίρφιντ, είναι πολύ πιο επικίνδυνα και πρέπει να τα σκοτώνουμε όταν είναι ακόμα αρχή, όπως το ζιζάνιο από τη ρίζα. Πριν δυναμώσουν και συγκεντρώσουν εξουσία με τα ψέματά τους. Ένα τέτοιο τέρας κληθήκαμε και σήμερα να διώξουμε για πάντα, από αυτόν τον κόσμο και να το εξαγνίσουμε μέσα από τη φωτιά. Οι φλόγες, ο πανάρχαιος και φοβερότερος εχθρός μας, αποτελούν τον πιο ταιριαστό θάνατο, για έναν προδότη και επίδοξο σφετεριστή του θρόνου. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν καθώς θα χάνονται τα τελευταία κατάλοιπα των λαθών του παρελθόντος και θα μπαίνουμε σε μια νέα λαμπρή εποχή». Έδωσε την εντολή και οι τοξότες βύθισαν τα βέλη τους στη θράκα και τα ύψωσαν και πάλι φλεγόμενα. Τα έστρεψαν προς το λάκκο και ο Σίκαταρ σήκωσε το βλέμμα του και τους κοίταξε ατρόμητα. Τα βέλη ήταν έτοιμα να σχηματίσουν τη θανατηφόρα τους τροχιά. Ο πρώτος μαυροντυμένος Ιβίρφιντ ξεπετάχτηκε μέσα από το έδαφος, όπου είχε γίνει ένα με το χώμα. Με το δεξί του χέρι να είναι μια πέτρινη λόγχη, διαπέρασε τον πρώτο τοξότη και τον έριξε στο λάκκο νεκρό. Ρίζες ξεπετάχτηκαν από παντού και τύλιξαν και τους υπόλοιπους της ομάδας. Μαυροντυμένοι Ιβίρφιντ εμφανίζονταν από όλες τις μεριές, κομματιάζοντας με ταχύτητα τους εκτελεστές. Η συμπλοκή ήταν σύντομη και κατέληξε στη νίκη της μυστηριώδους ομάδας, που μόλις είχε εμφανιστεί. Σύντομα όμως θα ξεκινούσε μια νέα μάχη, αφού ο

Page 120: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

120

Κίνιαχ μαζί με τη βασιλική φρουρά, κατευθυνόταν απειλητικά προς το μέρος τους. Τότε ένας από τους κουκουλοφόρους άρπαξε ένα τόξο με βέλος που ακόμα φλεγόταν και το εκτόξευσε στο μπαλκόνι του παλατιού. Το φλεγόμενο βλήμα πέρασε ξυστά από τον Ίζιντελ και καρφώθηκε στο ξύλινο τοίχωμα. Ο Ίζιντελ ένιωσε τον πόνο και το παράπονο του παλατιού του, για την πληγή που μόλις είχε δημιουργηθεί και η οργή φούντωσε μέσα του. «Με τέτοιο σημάδι δεν έχεις πολλές ελπίδες να νικήσεις». «Ήταν απλά μια προειδοποιητική βολή. Δε θέλουμε το θάνατό σου. Ακόμα... Αν όμως δεν κάνεις ότι σου πω, δε θα διστάσω να σου δείξω τις ικανότητές μου στο στόχο» είπε ο άντρας, ο οποίος είχε ήδη περάσει και δεύτερο φλεγόμενο βέλος στη χορδή του τόξου. Οι στρατιώτες της βασιλικής φρουράς είχαν παγώσει στη θέση τους. Ο Ίζιντελ δεν ήθελε να υποκύψει, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Βλέποντας το βασιλιά του αναποφάσιστο, ο Κίνιαχ πήρε πρωτοβουλία. «Λέγε τι θες». «Θέλω να ελευθερώσεις τον Σίκαταρ μάγε. Και αφού γίνει αυτό θα φύγουμε εγώ και οι σύντροφοι μου από εδώ ήσυχα και δε θα μας ακολουθήσει κανείς. Εκτός βέβαια αν κάποιος έχει περιέργεια να διαπιστώσει την αίσθηση της φλόγας». Ο Κίνιαχ ένιωθε τον τρόμο των στρατιωτών που βρίσκονταν πίσω του και δεν αμφέβαλλε ότι ο κουκουλοφόρος, μπορούσε όντως να ευστοχήσει και να σκοτώσει τον Ίζιντελ. Ο μάγος έκρινε ότι ήταν ακόμα πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Ο Ίζιντελ θα πέθαινε όταν θα το αποφάσιζε εκείνος, όχι νωρίτερα. Ο άγνωστος άντρας λοιπόν τους είχε όλους στο χέρι και αναγκαστικά έπρεπε να δεχθούν τις απαιτήσεις του. Με μια κίνηση του χεριού του, χαλάρωσε τα δεσμά τα οποία έπεσαν άχρηστα στα πόδια του Σίκαταρ. Εκείνος χωρίς να χάνει χρόνο, μετατράπηκε σε χώμα και άφησε τον άνεμο να τον μεταφέρει μακριά. Σιγά –σιγά, ένας- ένας οι Ιβίρφιντ με τους μαύρους χιτώνες εξαφανίστηκαν, αφήνοντας όλο το πλήθος άναυδο, με τη δραματική τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα.

Page 121: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

121

Η Παφύλια όσο και αν είχε εκπλαγεί με τις εξελίξεις, δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι περίμενε κάποια αντίδραση από τους υποστηρικτές του Σίκαταρ. Ήταν μάλιστα σχεδόν σίγουρη. Αυτό που την εξέπληξε πιο πολύ, ήταν η αποτελεσματικότητα της επίθεσης και της απόδρασης. Το όλο εγχείρημα ήταν τόσο αποτελεσματικό, ώστε ακόμα και η ζωή του βασιλιά για μερικές στιγμές, ήταν στα χέρια των κουκουλοφόρων. Ήταν καθαρή τύχη το ότι δεν είχαν αποφασίσει να τον βγάλουν από τη μέση επί τόπου. Ήθελαν να έχουν ένα πάτημα για να μπορέσουν να ξεφύγουν. Αλλά αυτό δεν ακύρωνε το γεγονός, ότι ο Ίζιντελ είχε διατρέξει τον έσχατο κίνδυνο. Στο μεταξύ ο βασιλιάς ούρλιαζε στους άντρες του για την ανικανότητά τους και κυρίως στον Κίνιαχ που είχε επιτρέψει στην ομάδα διάσωσης του Σίκαταρ, να ξεφύγει μαζί με το πολύτιμο τρόπαιο. Η Παφύλια μπορούσε να φανταστεί πώς ένιωθε ο Ίζιντελ εκείνη τη στιγμή. Είχε φτάσει λίγες μόλις στιγμές από την ολοκλήρωση μιας σκηνής, που πρόβαρε ξανά και ξανά στο μυαλό του για χρόνια. Αυτός απόλυτος άρχων και ο Σίκαταρ να οδηγείται σαν πρόβατο στη σφαγή. Είχε σχεδόν γευτεί το θρίαμβο. Και ξαφνικά από το πουθενά, εμφανίστηκαν μερικοί Ιβίρφιντ με μανδύες και κατέστρεψαν το όνειρό του. Η Παφύλια ένιωθε και μια μικρή ικανοποίηση, γιατί ήταν από τις λίγες φορές που έβλεπε τον πατέρα της να βρίσκεται σε αμηχανία. Και ο Μπέριντεμ είχε καταφέρει να φέρει τον Κίνιαχ σε παρόμοια θέση, σκέφτηκε με νοσταλγία. Στη σκέψη του, ένα σωρό έντονα συναισθήματα ξεπήδησαν για να την κατακλύσουν. Εκείνη όμως τα έθαψε βαθιά μέσα της και θυμήθηκε ότι είχε ένα στόχο, στον οποίο έπρεπε να είναι μονίμως επικεντρωμένη.

Το πλήθος διαλύθηκε αφού πλέον δεν υπήρχε άλλο ενδιαφέρον στο σημείο. Η εκτέλεση είχε αναβληθεί επ’ αόριστον. Παρόλα αυτά, τα νέα ήταν εξίσου ενδιαφέροντα και έπρεπε να διαδοθούν σύντομα σε όλη την πόλη. Υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι να αναλάβουν το έργο. Και δε θα ήταν οι μόνοι απασχολημένοι εκείνη τη μέρα. Σχεδόν όλοι οι στρατιώτες της Βασιλικής φρουράς,

Page 122: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

122

άρχισαν να οργώνουν τη δεντρούπολη αλλά και τα δάση, για να βρουν το δραπέτη και τους συνεργούς του. Στο παλάτι έμεινε μονάχα μια στοιχειώδης δύναμη για την ασφάλεια του Ίζιντελ. Οι ομάδες αναζήτησης είχαν ρητή εντολή, να μην ξαναγυρνούσαν στο παλάτι αν δεν είχαν βρει τον Σίκαταρ, του οποίου η εκτέλεση θα ήταν άμεση, χωρίς να ακολουθηθούν άλλα χρονοβόρα τελετουργικά. Και ενώ στην πόλη επικρατούσε αναβρασμός, μια ομάδα Ιβίρφιντ συγκεντρωνόταν στα βάθη των δασών, ανάμεσα στα αδέρφια τους τα δέντρα. Εκεί που ακόμα και το λεπτό και φιλικό άγγιγμα των Ιβίρφιντ δεν ήταν ορατό, αλλά η φύση είχε πάρει ένα δρόμο εντελώς δικό της. Μέσα στην πυκνή άγρια βλάστηση, οι συνωμότες συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν τη μεγάλη τους επιτυχία και να θέσουν σε κίνηση το επόμενο μέρος του σχεδίου τους.

Ο Σίκαταρ καθόταν στο κέντρο περιτριγυρισμένος από την ομάδα των μαυροντυμένων σωτήρων του. Φόραγαν τις κουκούλες τους και έτσι δεν μπορούσε ακόμα να δει τα πρόσωπά τους. Είχε υποψίες για τις ταυτότητες των περισσότερων. Ήξερε ποιος τον υποστήριζε και ποιος όχι στην Αυλή. Αλλά ποτέ του δεν είχε διαπιστώσει ποιοι θα έφταναν στο σημείο, να βαδίσουν στο μονοπάτι του πολέμου για χάρη του. Έτσι ανυπομονούσε να τους δει να αποκαλύπτονται, ώστε να επαληθευθούν ή όχι οι αρχικοί του υπολογισμοί. Στέκονταν όλοι ακίνητοι και σιωπηλοί. Δεν ήξερε αν περίμεναν από εκείνον να πει κάτι. Ίσως έπρεπε να τους συγχαρεί για την εξαιρετική οργάνωση και εκτέλεση της απόδρασης και να δείξει την ευγνωμοσύνη του. Ή ίσως περίμεναν από εκείνον να τους πει ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση. Τον έβγαλε από το δίλλημα ο τελευταίος κουκουλοφόρος, που μόλις είχε προστεθεί στην παρέα τους. Προχώρησε προς τον πρίγκιπα, τον έπιασε από τους ώμους και τον αγκάλιασε σφιχτά. Μετά σήκωσε το δεξί χέρι του Σίκαταρ και αναφώνησε: «Ιδού ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιβίρφιντ!!»

Στο άκουσμα αυτών των λόγων, όλοι οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Ο Σίκαταρ αν και ένιωσε μια μικρή

Page 123: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

123

ανατριχίλα με αυτήν την εκδήλωση λατρείας, συγκράτησε τον εαυτό του ώστε να μην παρασυρθεί, μέσα στον χείμαρρο του ενθουσιασμού. Πρώτον δεν ήταν ακόμα βασιλιάς, ούτε πίστευε ότι θα ήταν εύκολος αντίπαλος ο Ίζιντελ. Δεύτερον όλοι αυτοί οι πιστοί οπαδοί σε περίπτωση αναγορεύσεώς του, θα ζητούσαν άμεσα πολλά και σημαντικά ανταλλάγματα. Ανταλλάγματα τα οποία είχε υποσχεθεί τα προηγούμενα χρόνια αφειδώς. Τότε που ο θρόνος ήταν ακόμα μια μακρινή ιδέα. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις όμως, φαινόταν να είναι αρκετά πιο κοντά στο στόχο του και αυτό τον τρόμαζε λίγο. Είχε πολλές αμφιβολίες και για τον αν θα τα κατάφερνε στη διακυβέρνηση και για τον αν θα μπορούσε να κρατήσει ικανοποιημένους, όλους αυτούς του πάμπλουτους και παντοδύναμους Ιβίρφιντ, που ο καθένας είχε από πίσω του και ένα μικρό στρατό. Ο άντρας που τον είχε αγκαλιάσει έσπασε και πάλι τη σιωπή, βλέποντας τον Σίκαταρ προβληματισμένο. Ο άγνωστος δεν ήθελε να παρουσιάζει μια τέτοια εικόνα αβεβαιότητας, ο πρίγκιπας που είχε επιλέξει για νέο άρχοντα της χώρας. Έτσι προσπάθησε να αποσπάσει την προσοχή των υπολοίπων από τον ανήσυχο νεαρό. Και αυτό που είπε τους απέσπασε την προσοχή πολύ αποτελεσματικά, γιατί τους ζήτησε να κάνουν κάτι που δεν είχαν προ-συμφωνήσει και που όλοι φοβούνταν.

«Πιστεύω ότι δεν έχει νόημα πλέον να κρατάμε τις ταυτότητές μας μυστικές. Οφείλουμε στον Ιβίρφιντ που θα κρατήσει στα χέρια του τη μοίρα όλων μας, απεριόριστη εμπιστοσύνη. Έτσι λοιπόν θα ζητήσω από όλους να βγάλετε τις κουκούλες σας, ώστε ο βασιλιάς μας να δει ποιοι είναι οι φίλοι του, που τον υποστήριζαν τόσα χρόνια και ας μην το ήξερε». Θέλοντας να δώσει το καλό παράδειγμα ώστε να πάρουν θάρρος και οι άλλοι, έβγαλε πρώτος την κουκούλα του. Ο Σίκαταρ είχε υποψιαστεί από τη φωνή την ταυτότητά του αλλά δεν ήταν σίγουρος, γιατί επρόκειτο για κάποιον ο οποίος δεν είχε δείξει ποτέ τις προτιμήσεις του για τη διαδοχή στο θρόνο. Οι υποψίες του όμως αποδείχθηκαν σωστές. Ήταν ο Γκλερόν ένας

Page 124: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

124

πανίσχυρος ευγενής, μέλος μιας από τις αρχαιότερες και αρχοντικότερες οικογένειες Ιβίρφιντ. Όλον αυτόν τον καιρό δεν είχε δείξει καμία εύνοια προς τον Σίκαταρ και δεν είχε αποσπάσει καμία υπόσχεση όπως τόσοι άλλοι. Και όμως είχε κινηθεί υπόγεια και αποτελεσματικά, έχοντας οργανώσει αυτή τη μυστική ομάδα, η οποία στην πρώτη της τουλάχιστον αποστολή, είχε βγει νικήτρια. Ακολουθώντας το παράδειγμα του αρχηγού τους, ένας-ένας οι συνωμότες αποκάλυψαν τα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν γνωστοί υποστηρικτές του Σίκαταρ, αλλά υπήρχαν και αρκετοί που σαν τον Γκλερόν, είχαν αποφασίσει να κρατήσουν τις προθέσεις τους μυστικές, μέχρι την τελευταία στιγμή. Μια πολιτική που ίσως ήταν πιο σοφή. Αλλά αυτό θα φαινόταν στο μέλλον.

Ο Γκλερόν άφησε λίγη ώρα στον Σίκαταρ να καταγράψει με το νου του όλους του τους συμμάχους και μετά στράφηκε σε πιο πρακτικά θέματα. «Όπως θα φαντάζεσαι έχουμε στρατό έτοιμο, που περιμένει τη διαταγή μας για να καταλάβει το παλάτι. Απλά δε θέλαμε να οδηγηθούμε σε γενική σύρραξη, πριν βεβαιωθούμε ότι είσαι ασφαλής. Ο στρατός μας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη Βασιλική Φρουρά. Είναι πολεμιστές άρτια εκπαιδευμένοι και οι περισσότεροι έμπειροι στον πόλεμο. Παρά τις απώλειές μας από τα Νέγκαρ, παραμένουμε δυνατοί. Ο Ίζιντελ μπορεί να είναι καλά διδαγμένος την τέχνη του πολέμου από τον Μπούμελ, αλλά δεν μπορεί να ξεπεράσει εμένα σε πείρα. Όλα λοιπόν είναι ευνοϊκά για το σκοπό μας. Υπάρχει όμως ένα αγκάθι. Κάποιος που με τη δύναμή του, μπορεί να γύρει την πλάστιγγα υπέρ του Ίζιντελ».

«Ο Κίνιαχ» είπε ο Σίκαταρ και η λέξη έσταζε μίσος καθώς την πρόφερε. Ο μάγος ποτέ δε συγκαταλεγόταν στις συμπάθειές του. Ούτε τον είχε αφήσει ποτέ να ελπίζει, ότι θα τον βοηθούσε εναντίον της οικογένειάς του, που κυβερνούσε. Αλλά δεν περίμενε ότι θα ήταν και τόσο πιστός στον ξάδερφό του, ώστε να στραφεί εναντίον του ίδιου και να είναι ο κύριος υπαίτιος του παρ’ ολίγον θανάτου του. Τις μέρες που πέρασε στο κελί ανήμπορος,

Page 125: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

125

περιμένοντας την εκτέλεσή του, σκεφτόταν πόσο διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν δεν είχε αναμειχθεί ο μάγος. Δε σκόπευε να κάνει κακό στον Ίζιντελ όταν του είχε επιτεθεί. Θα ήταν χαζό από μέρους του, αφού δεν ήξερε ακόμα ποιοι θα τον υποστήριζαν. Όταν όμως θα έφευγε ο Μπέριντεμ και θα τους άφηνε ήσυχους, θα μπορούσε να εκβιάσει τον Ίζιντελ, ώστε να του δώσει κάποια σημαντική διοικητική θέση. Αν αρνιόταν θα τον απειλούσε με εμφύλιο πόλεμο και ίσως ο νέος βασιλιάς να το ξανασκεφτόταν καλύτερα. Όμως με την ανάμειξη του Κίνιαχ, φάνηκε σαν ο μάγος να έσωσε το βασιλιά από βέβαιο θάνατο και μπόρεσαν έτσι να διαχειριστούν την κοινή γνώμη και να την στρέψουν εναντίον του, δικαιολογώντας και την εκτέλεσή του, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά στυγνή δολοφονία. Και ήταν βέβαιο ότι ο Κίνιαχ θα έμπαινε πάλι εμπόδιο στα σχέδιά του. Ο Γκλερόν είχε δίκιο. Ο δαιμόνιος γέροντας έπρεπε να φύγει από τη μέση.

«Και πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να καταφέρουμε κάτι τέτοιο; Η μαγεία του είναι πανίσχυρη. Δε διαθέτουμε τα μέσα να τον αντιμετωπίσουμε. Εκτός αν κρύβεις κάποιο μάγο για τον οποίο θα έπρεπε να μου πεις».

«Δυστυχώς μάγο δεν έχω. Εκεί όμως που η ωμή δύναμη αποτυγχάνει, νικάει η πονηριά και ο σωστός και προσεγμένος σχεδιασμός. Υπάρχει ένα άτομο το οποίο μπορεί να μας βοηθήσει να σκοτώσουμε τον Κίνιαχ, ή τουλάχιστον να τον βγάλουμε από τη μέση αρκετή ώρα, ώστε να μην παρεμβληθεί ανάμεσα σε εμάς και την επίτευξη του σχεδίου». Αυτή η δήλωση είχε εξάψει το ενδιαφέρον του Σίκαταρ, ο οποίος χαμογέλασε ενθαρρυμένος.

«Είμαι όλος αυτιά».

Page 126: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

126

7 Τον καιρό που η αυτοκρατορία των Σαλούβιαρ έφτανε μέχρι

τα πέρατα του κόσμου, η Απίοριλ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια ασήμαντη πόλη, που ζούσε κυρίως από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Όμορφη και γραφική μεν, αλλά χωρίς την κατάλληλη υποδομή, ώστε να αποτελέσει ένα σημαντικό αστικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που οι Ούρμπιλαχ την προσπέρασαν αδιάφορα και βιάστηκαν να ολοκληρώσουν την κατάκτηση άλλων πιο σημαντικών πόλεων, που ήταν πιο οχυρές αλλά και πιο πλούσιες. Η Απίοριλ θα έπεφτε εύκολα στα χέρια τους αλλά τα λάφυρα θα ήταν ελάχιστα. Έτσι το εγχείρημα δεν άξιζε τον κόπο. Αναγκαστικά όταν το κράτος κατέρρευσε κάτω από τη δύναμη των ανατολιτών, οι κάτοικοι της μικρής αυτής πόλης αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Έτσι εντάχθηκαν και αυτοί στην αυτοκρατορία των Ούρμπιλαχ, χωρίς να έχει σπάσει ούτε τούβλο στην περιοχή. Όταν μετά τον πόλεμο άρχισε και πάλι η ανάπτυξη στη χώρα, η Απίοριλ είχε ένα προβάδισμα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιοχές, που είχαν σχεδόν ισοπεδωθεί. Άρχισε να μεγαλώνει καθώς όλο και περισσότερα καινούργια κτίρια ξεφύτρωναν στην περιοχή, όλο και περισσότεροι έμποροι κατέφθαναν για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, όλο και περισσότεροι άστεγοι επιζώντες από άλλες πόλεις, έβρισκαν καταφύγιο εκεί.

Κάποια στιγμή έγινε φανερό ότι εκεί ήταν το μόνο μέρος όπου οι σκλαβωμένοι Σαλούβιαρ, θα μπορούσαν να έχουν συγκεντρωμένη κάποια μορφή διοίκησης της μικρής τους κοινωνίας. Αργότερα τα καθήκοντα έγιναν σπουδαιότερα, αφού από την Απίοριλ ξεπήδησαν οι πρώτες σπίθες της επανάστασης. Εκεί έγιναν οι πρώτες σκέψεις για ξεσηκωμό και άρχισαν να φαίνονται δειλά-δειλά κάποιες ελπίδες για ελευθερία. Όταν λοιπόν οι Σαλούβιαρ έφτιαξαν το ανεξάρτητο κράτος τους και

Page 127: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

127

όταν δέχθηκαν το γεγονός ότι η Ραμίνα θα αργούσε να γίνει δικιά τους, η Απίοριλ έγινε επάξια η νέα τους πρωτεύουσα, μέχρι τη στιγμή τουλάχιστον που τα όνειρα και οι ευχές τους για ανάκτηση της Ραμίνα θα πραγματοποιούνταν. Εκεί στη νέα ηγέτιδα πόλη, ξεκίνησαν το νέο τους ταξίδι στην ιστορία, βγαίνοντας μετά από σκοτάδι αιώνων και πάλι στο φως. Ήταν εκεί που μόλις είχαν φτάσει τα νέα για τη νίκη στη Ζιλμάτα και την κατάληψη των βουνών στην οροσειρά Φουγέτ. Επικρατούσε αναβρασμός. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν. Κάποιοι μίλαγαν για ένα σεισμό που είχε ισοπεδώσει όλο το βουνό και είχε καταπλακώσει τους Ούρμπιλαχ. Κάποιοι άλλοι δε δέχονταν τέτοιες υπερφυσικές εξηγήσεις και δήλωναν τη σιγουριά τους, πως η ρώμη των Σαλούβιαρ στρατιωτών ήταν αρκετή για τη μεγάλη επιτυχία. Μερικοί είχαν ακούσει ότι όλα οφείλονταν στο στρατηγό Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, που με κάποιο καταπληκτικό τέχνασμα είχε ξετρυπώσει τους Ούρμπιλαχ από τις φωλιές τους. Πολλοί ανησυχούσαν για τους πεσόντες στη μάχη, αφού πολλοί είχαν συγγενείς στη στρατιά της Ζιλμάτα. Ό,τι και αν ένιωθαν, ό,τι και αν πίστευαν, στο πίσω μέρος του μυαλού τους υπήρχε μια κοινή σκέψη. Ο δρόμος για τη Ραμίνα ήταν ανοιχτός!

Ο αγγελιοφόρος που είχε σταλεί από τον Σάντιακ, βρισκόταν στην αίθουσα του θρόνου μπροστά από τον βασιλιά και έδινε λεπτομερή αναφορά των όσων είχαν διαδραματιστεί στα σύνορα. Τελείωσε την αφήγησή του με ένα πλατύ χαμόγελο, πιστεύοντας ότι ο βασιλιάς θα χαιρόταν ιδιαίτερα από αυτά που μόλις είχε ακούσει. Οι προσδοκίες του όμως δεν επαληθεύθηκαν, αφού ο Στιγκάριτ, ανώτατος άρχων των Σαλούβιαρ, έτριβε το ξανθό του μουσάκι εμφανώς προβληματισμένος. Άνθρωπος μεγαλωμένος στα παλάτια, ακόμα και για τα δεδομένα της ξεπεσμένης Αυλής της χώρας του, πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του, διατηρώντας κοντά μαλλιά χτενισμένα επιμελώς προς τα πίσω και πάντοτε ενδεδυμένος με γούνινους χιτώνες από τα καλύτερα δέρματα του βασιλείου. Μπορούσε να περηφανεύεται, ότι στο αίμα του έτρεχε το ίδιο αίμα με εκείνο της δυναστείας, που

Page 128: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

128

κυβερνούσε πριν την κατάκτηση. Ήταν μακρινός απόγονος του τελευταίου οίκου που βασίλευσε στη Ραμίνα. Τα φουντωτά του φρύδια είχαν σχεδόν ενωθεί από την έκφραση του προσώπου του, που πρόδιδε έντονη ανησυχία ή ακόμα και αποδοκιμασία. Στο παρελθόν είχε επιδείξει αρκετή σοφία, ώστε να αφήσει τα πολεμικά πράγματα, σε ανθρώπους που γνώριζαν πολύ περισσότερα από τον ίδιο. Αυτή η απροσδόκητη εξέλιξη όμως, τον ωθούσε να αναθεωρήσει αυτήν του την τακτική. Οι σύμβουλοί του που άκουγαν με προσοχή τον αγγελιοφόρο, έκρυψαν και εκείνοι επιμελώς τη χαρά τους, όταν διαπίστωσαν ότι εκείνος δε συμμεριζόταν τα συναισθήματά τους.

Ο αγγελιοφόρος είχε αρχίσει να νιώθει αβάσταχτη αμηχανία και μερικές σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνισή τους στο μέτωπό του. Ο Στιγκάριτ τον λύτρωσε δίνοντάς του την άδεια να αποχωρήσει. Με το που έκλεισε η πόρτα οι σύμβουλοι συγκεντρώθηκαν γύρω από το θρόνο και άρχισαν να εκφράζουν τις απόψεις τους, σχετικά με το πώς θα έπρεπε να κινηθούν για την κατάκτηση της Ραμίνα. Παρόλο που είχαν απέναντί τους, ένα συνοφρυωμένο και αμίλητο άντρα, δεν τους πέρασε στιγμή από το μυαλό ότι δεν ήθελε και εκείνος το ίδιο ακριβώς πράγμα. Έτσι όταν άνοιξε το στόμα για να μιλήσει, όλοι βουβάθηκαν από την έκπληξη που προκάλεσαν τα λόγια του. «Δε θα βαδίσουμε εναντίον της Ραμίνα». Την αρχική έκπληξη διαδέχθηκε θυμός. Οι σύμβουλοι ξεχνώντας ότι μιλούσαν στο βασιλιά τους, μίλησαν με πάθος και αγανάκτηση κατά αυτής της απόφασης.

«Δεν μπορείτε να αποφασίσετε κάτι τέτοιο Μεγαλειότατε. Θα προκληθεί λαϊκή κατακραυγή. Όλος ο κόσμος περίμενε αυτήν την ευχάριστη αναγγελία εδώ και αιώνες. Τη στιγμή που θα νικούσαμε στη Ζιλμάτα και θα άνοιγε ο δρόμος για την πραγματοποίηση του αρχαίου ονείρου όλων των Σαλούβιαρ. Δεν μπορείτε να μας το στερήσετε αυτό. Η ιστορία δε θα σας το επιτρέψει».

Ο Στιγκάριτ διατήρησε την ψυχραιμία του και απάντησε σε πιο ήρεμο τόνο. «Την ιστορία τη γράφουν οι άνθρωποι. Οι

Page 129: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

129

περισσότεροι Σαλούβιαρ μέσα στην αφέλειά τους και με περίσσιο ρομαντισμό, νομίζουν ότι το σύμπαν μας χρωστάει την κατάκτηση της Ραμίνα και ότι θα έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε ο δίκαιος σκοπός μας θα ευοδωθεί. Η πραγματικότητα δυστυχώς είναι διαφορετική. Δε μας χρωστάει ούτε η μοίρα ούτε οι θεοί τίποτα. Οι Ούρμπιλαχ αποδείχθηκαν πιο ισχυροί, καλύτεροι πολεμιστές και πιο παθιασμένοι. Έτσι κατάφεραν να μας αντικαταστήσουν στην κορυφή του κόσμου. Δεν είναι θέμα ιστορικής αδικίας, αλλά ποιος είναι ο ισχυρότερος. Και προς το παρόν ισχυρότερη είναι η άλλη πλευρά. Μια απλή νίκη στη Ζιλμάτα δεν προδικάζει και την επιτυχία ανατολικότερα. Έχετε την εντύπωση ότι θα αφήσουν έτσι αφύλαχτη την πρωτεύουσά τους οι εχθροί μας; Ή μήπως θα μας φοβηθούν επειδή πήραμε πίσω ένα σωρό από βράχια στη Φουγέτ; Εκείνοι παραμένουν η υπερδύναμη. Και αν κινηθούμε προς την πρωτεύουσά τους, θα παρατήσουν στη στιγμή ό,τι άλλο μέτωπο έχουν ανοιχτό αυτόν τον καιρό και θα συγκεντρωθούν εκεί για να υπερασπιστούν τον Αυτοκράτορά τους και τον πυρήνα δύναμης του τεράστιου οικοδομήματός τους. Τους πιάσαμε στον ύπνο στη Φουγέτ, γιατί δε μας είχαν ικανούς να πάρουμε την οροσειρά. Δεν είναι χαζοί να κάνουν πάλι το ίδιο λάθος».

Ο βασιλιάς είχε μιλήσει λογικά και ακόμα και αν όλο τους το είναι τους έλεγε να διαφωνήσουν, οι σύμβουλοι δεν μπορούσαν να αρνηθούν την αλήθεια των λόγων του, όσο σκληρή και αν ήταν. Τους είχε παρασύρει ο ενθουσιασμός, αλλά με αυτά τα λόγια έβλεπαν την πραγματικότητα κατάματα.

«Κύριοι λυπάμαι αν σας απογοητεύω, αλλά θα διατάξω το στρατάρχη Μπέριντεμ Ιμπανόγιο να οχυρώσει τα βουνά της Φουγέτ, έτσι ώστε να ασφαλιστούμε ακόμα περισσότερο από τα ανατολικά. Έχουμε λίγα εδάφη και καλό είναι να μη ρισκάρουμε να τα χάσουμε. Θα μείνει εκεί φύλακας των συνόρων μας. Και κάποια στιγμή που θα επιστρέψει στην Απίοριλ, θα τον περιμένουμε με όλες τις τιμές. Επίθεση δε θα γίνει ούτε θα σταλούν ενισχύσεις. Δυστυχώς οι Ούρμπιλαχ δεν είναι οι μόνοι

Page 130: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

130

που εποφθαλμιούν ό,τι με κόπο έχουμε χτίσει. Πρέπει να έχουμε και σε άλλα σημεία αρκετό στρατό. Είμαστε ακόμα ένα μικρό κράτος. Ας περιοριστούμε σε όσα μπορούμε να έχουμε. Να σταλεί αύριο κιόλας ο αγγελιοφόρος πίσω στη Ζιλμάτα με τις διαταγές μου». Σηκώθηκε από το θρόνο του και αποχώρησε από την αίθουσα, δίνοντάς τους έτσι να καταλάβουν ότι το θέμα είχε λήξει. Με το κλείσιμο της πόρτας πίσω του έπεσε και η ταφόπλακα σε ό,τι ελπίδες έτρεφαν. Έμειναν περίλυποι να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και να αναρωτιούνται πώς θα το ανακοίνωναν στο πλήθος.

**********

Ο Μπέριντεμ άνοιξε τα μάτια του και για πρώτη φορά μετά

από μέρες, δεν ένιωσε το κεφάλι του να κόβεται στα δύο από τον πόνο, σαν κάποιος να τον χτύπαγε με τσεκούρι. Το διαμάντι είχε κάνει και πάλι το θαύμα του. Παρόλο που είχε σπρώξει τον εαυτό του πέρα από τα ανθρώπινα όρια, όχι μόνο είχε επιζήσει αλλά είχε σχεδόν ολοκληρωτικά θεραπευθεί. Σηκώθηκε με κάποια δυσκολία και έκανε τα πρώτα του αβέβαια βήματα μέσα στη σκηνή του. Αναρωτήθηκε πόσες μέρες να είχαν περάσει. Τις προηγούμενες φορές που είχε ξυπνήσει, ο πόνος στο κεφάλι του και στο σώμα του ήταν ανυπόφορος και ο γιατρός τον νάρκωνε κατευθείαν. Έπρεπε να ετοιμάσει το στρατό για την προέλαση προς τη Ραμίνα. Βγήκε από τη σκηνή του και διέταξε το σκοπό που βρισκόταν απ’ έξω να φωνάξει τον Σάντιακ. Μετά το βλέμμα του περιπλανήθηκε στα βουνά της Φουγέτ. Είδε τα φυλάκια των Σαλούβιαρ που ξεφύτρωναν σιγά-σιγά κατά μήκος της οροσειράς και γέμισε περηφάνια. Το θέαμα ήταν πραγματικά υπέροχο. Ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος και κατάλαβε ότι το διαμάντι ανυπομονούσε να γευτεί νέες νίκες. Ο Σάντιακ δεν άργησε να έρθει. Τον είδε να πλησιάζει τρέχοντας.

«Γιατί σηκώθηκες; Είσαι ακόμα αδύναμος. Χρειάζεσαι ξεκούραση για να προλάβει το σώμα σου να γιατρευτεί».

Page 131: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

131

«Είμαι μια χαρά. Το διαμάντι με θεράπευσε πλήρως. Άλλωστε αν δεν κάνω λάθος, ήμουν στο κρεβάτι πολλές μέρες και ξεκουράστηκα αρκετά». Ο Σάντιακ δε διέψευσε αυτή τη διαπίστωση, αλλά η ανησυχία του δεν τον εγκατέλειψε.

«Ο συγχρονισμός σου πάντως είναι πολύ καλός». «Τι εννοείς;» «Ξύπνησες μόλις ήρθε ο αγγελιοφόρος. Ετοιμαζόμουν να

ακούσω τα νέα από την Απίοριλ, όταν ήρθε ο σκοπός σου και με ειδοποίησε ότι είχες ξυπνήσει».

«Τέλεια. Πάμε να δούμε τι έχει να μας πει. Σίγουρα ο Στιγκάριτ θα είναι ενθουσιασμένος και θα ανυπομονεί για την κατάκτηση της Ραμίνα». Έσπευσαν και οι δύο να βρουν τον αγγελιοφόρο. Εκείνος καθόταν περίλυπος, σβήνοντας τη δίψα του από το μακρύ ταξίδι. Άφησε το φλασκί με το νερό και στάθηκε προσοχή μπροστά στον Μπέριντεμ.

«Πες μας τι είπε ο βασιλιάς. Στην Απίοριλ πώς πήραν τα νέα;» ρώτησε ο Μπέριντεμ. Ο αγγελιοφόρος καθάρισε το λαιμό του και παρέδωσε το δυσάρεστο μήνυμα.

«Ο κόσμος έχει κατενθουσιαστεί. Έχουν βγει όλοι στους δρόμους και πανηγυρίζουν. Σας έχουν εμπιστοσύνη στρατηγέ και πιστεύουν ότι η επανάκτηση της Ραμίνα είναι σίγουρη με εσάς αρχηγό. Δυστυχώς όμως δε θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε αν έχουν δίκιο. Ο βασιλιάς Στιγκάριτ δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για επίθεση στη Ραμίνα. Αντίθετα διατάζει να οχυρωθούμε στη Φουγέτ και να συντηρήσουμε τις δυνάμεις μας, γιατί αυτή τη χρονική περίοδο δεν μπορεί να στείλει ενισχύσεις. Ο στρατός απασχολείται σε άλλα εξίσου σημαντικά μέτωπα».

«Σε εξίσου σημαντικά μέτωπα; Πού στη δύση; Οι δυτικοί δε θα μας επιτεθούν γιατί θέλουν να έχουν κάποιον ανάμεσα σε αυτούς και τους Ούρμπιλαχ. Μια χαρά έχουν βολευτεί που τους απασχολούμε εμείς τόσους αιώνες και έτσι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και να στρέφουν την προσοχή τους σε άλλα ζητήματα».

Page 132: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

132

«Η Μεγαλειότητά του πιστεύει ότι δεν έχουμε τις δυνάμεις να πάρουμε την παλιά πρωτεύουσα και θεωρεί ότι πρέπει να αρκεστούμε σε αυτά που έχουμε. Αν απλώσουμε πολύ τις δυνάμεις μας, τότε το μέτωπο θα αδυνατίσει και ο εχθρός θα διασπάσει τις αμυντικές μας γραμμές». Ο Μπέριντεμ οργισμένος θέλησε να σχολιάσει καυστικά την άποψη του βασιλιά, αλλά τον έκοψε ο Σάντιακ που είχε και αυτός μια ερώτηση να κάνει.

«Ο βασιλιάς έμαθε για τις ιδιαίτερες ικανότητες του Μπέριντεμ; Του έδωσες λεπτομέρειες σχετικά με τη μάχη;»

«Όχι, ακολούθησα τις οδηγίες σας κατά γράμμα. Δεν ανέφερα τίποτα τέτοιο. Φήμες βέβαια κυκλοφορούν στην πόλη, αλλά δεν επιβεβαίωσα τίποτα».

«Εντάξει σε ευχαριστούμε. Μπορείς να πηγαίνεις» είπε ο Σάντιακ και τράβηξε τον εξοργισμένο Μπέριντεμ παράμερα».

«Σάντιακ μου φαίνεται πρέπει να πούμε στον Στιγκάριτ για τις δυνάμεις μου. Αν ήξερε για το τι είμαι ικανός, τότε θα μπορούσε να καταπολεμήσει τη δειλία του και να μας αφήσει να ξεχυθούμε στην ανατολή».

«Δε γίνεται αυτό. Η δεισιδαιμονία θα στρέψει το κοινό εναντίον μας. Ακόμα και εγώ με δυσκολία δέχομαι το γεγονός, ότι μπόρεσες να αναπλάσεις ολόκληρα βουνά. Οι στρατιώτες σου που σου είναι τόσα χρόνια πιστοί και θα πέθαιναν για χάρη σου, σε κοιτάζουν με φόβο και δυσπιστία. Δε γίνεται να το διαδώσουμε παντού».

«Τότε η λύση είναι μια. Θα προχωρήσουμε χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά. Όταν η σημαία μας θα κυματίζει στην ακρόπολη της Ραμίνα, τότε ο Στιγκάριτ θα αλλάξει γνώμη. Θα καταλάβει ότι τίποτα δεν μπορεί να μας σταματήσει και θα δεχθεί αναγκαστικά τη ροή των γεγονότων».

«Αυτό που λες ισοδυναμεί με προδοσία. Όταν ο βασιλιάς δίνει μια εντολή έχεις υποχρέωση να υπακούσεις. Δεν είσαι παρά ένας στρατηγός».

Page 133: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

133

«Δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε στρατηγός. Είμαι ο Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, κατακτητής της Φουγέτ, όλεθρος των Ούρμπιλαχ!!»

«Η υπεροψία δεν ταιριάζει σε έναν Ιμπανόγιο. Τι θα έλεγε ο πατέρας σου αν σε άκουγε;» Το σχόλιο του Σάντιακ άναψε μια σπίθα μέσα στο στρατηγό και φίλο του. Οργή ανάμεικτη με πίκρα για τον πατέρα που είχε χαθεί και η φωνή του οποίου δεν ακουγόταν πια μέσα του να τον συμβουλεύει. Τα μάτια του λαμπύρισαν κόκκινα και πλησίασε το δεξί του χέρι απειλητικά.

«Ο πατέρας μου δεν είναι εδώ πια και δεν έχει σημασία τι θα έλεγε. Αύριο ξεκινάμε. Αν θες ακολουθείς, αλλιώς μπορείς να κάτσεις πίσω με μια μικρή δύναμη να φυλάς τα νώτα μας. Έτσι δε θα φοβάσαι μην κατηγορηθείς και για προδοσία από το βασιλιά σου». Έφυγε αφήνοντας τον Σάντιακ άναυδο με την οργή που έκρυβε μέσα του. Ο άνθρωπος που ήξερε από μικρό παιδί, δε θα μιλούσε ποτέ με τόσην αναίδεια ούτε για το βασιλιά αλλά ούτε και για τον πατέρα του. Ειδικά για εκείνον. Ο άνθρωπος εκείνος άλλαζε σιγά-σιγά σε κάτι στρεβλό, εκ διαμέτρου αντίθετο με το τι ήταν κάποτε. Ίσως, σκέφτηκε ο Σάντιακ με λύπη, αυτό να ήταν το τίμημα της νίκης.

Την επόμενη μέρα η επιθυμία του στρατηγού έγινε πραγματικότητα. Ο στρατός της Ζιλμάτα κινήθηκε με περίσσιο ενθουσιασμό από την τελευταία νίκη, για να διασχίσει τα βουνά και να βρεθεί στην επικράτεια των Ούρμπιλαχ, ύστερα από αιώνες. Ο Σάντιακ παρά τον τρόπο που του είχε μιλήσει ο Μπέριντεμ, στάθηκε στο πλευρό του. Παραδέχθηκε στον εαυτό του ότι αν και θεωρούσε λάθος το γεγονός ότι είχαν αψηφήσει τις εντολές του βασιλιά τους, η καρδιά του χτυπούσε λίγο πιο δυνατά όταν σκεφτόταν προς τα πού βάδιζαν. Αν όλα πήγαιναν όπως ήλπιζαν, οι άνθρωποι θα μιλούσαν για τον άθλο τους για αιώνες. Του φαινόταν τόσο δύσκολο να το πιστέψει, αλλά όταν σκεφτόταν το θαύμα που είχε συντελεστεί πριν μερικές μέρες στη Φουγέτ, τότε η πίστη του γινόταν δυνατότερη. Στις κακουχίες του ταξιδιού συχνά οι Σαλούβιαρ έστρεφαν το βλέμμα τους προς τον αρχηγό

Page 134: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

134

τους και βλέποντάς τον σταθερό και απτόητο, έπαιρναν δύναμη για να αντέξουν τους πόνους, την πείνα και την κούραση και να συνεχίσουν. Ήταν μια φωτεινή ηλιαχτίδα έμπνευσης για όλους. Πάντοτε παρούσα να ενθαρρύνει ακόμα και τον πιο απογοητευμένο και αποκαμωμένο. Τους προστάτευε από κινδύνους και κάνοντας αναγνωριστικές πτήσεις, τους υποδείκνυε το λιγότερο κακοτράχαλο δρόμο, ώστε να συνεχίσουν την πορεία τους με την περισσότερη δυνατή ασφάλεια.

Κάπου στη μακρινή ανατολή όμως, υπήρχαν και άλλες δυνάμεις οι οποίες κινούνταν και έκαναν τις δικές τους προετοιμασίες, για να χαλάσουν τα σχέδια των Σαλούβιαρ. Στη Μάγκρισαζ, ένα βασίλειο υποταγμένο στους Ούρμπιλαχ, είχε ξεσπάσει επανάσταση. Ήταν από τις αιματηρότερες εξεγέρσεις κατά της αυτοκρατορίας, καθώς και οι δύο μεριές δε δίστασαν να φτάσουν σε ακρότητες εναντίον άμαχου πληθυσμού, προκειμένου να πτοήσουν τους αντιπάλους τους. Μετά από χρόνια αυτή η ιστορία που είχε κοστίσει πολλά στην αυτοκρατορία σε έμψυχο και όχι μόνο δυναμικό, φαινόταν να φτάνει στο τέλος της. Ο Βανιρφάντατ, ένας από τους πιο άριστους πολεμιστές της φυλής του, είχε λάβει ως αμοιβή τον ανώτατο στρατιωτικό βαθμό στις τάξεις των Ούρμπιλαχ. Αυτόν του χερμιτσέτ των στρατευμάτων. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να ζητήσει όσο στρατό θα μπορούσε η αυτοκρατορία να του διαθέσει και να τον χρησιμοποιήσει όπως εκείνος έκρινε σωστό. Η εμπιστοσύνη που έδειξε ο θρόνος στον Βανιρφάντατ απέδωσε καρπούς. Ο νέος χερμιτσέτ αντικατέστησε τον προκάτοχό του, ο οποίος διαμελίστηκε για την αποτυχία του και ανέλαβε να κατασιγάσει την επανάσταση στη Μάγκρισαζ. Μετά από χρόνια ατσάλινης αντίστασης, οι επαναστάτες άρχισαν να υποχωρούν κάτω από την πίεση των Ούρμπιλαχ, χάρη στη στρατιωτική ιδιοφυία του Βανιρφάντατ.

Ο ήλιος ήταν στο ζενίθ του και έστελνε τις ακτίνες του με λύσσα, πυρακτώνοντας τα πάντα. Οι Ούρμπιλαχ όμως ζούσαν όλη τους τη ζωή στη ζέστη και στην ξηρασία. Δεν τους επηρέαζε

Page 135: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

135

λοιπόν. Ειδικά τους στρατιώτες του Βανιρφάντατ, που ήταν από τους πιο σκληραγωγημένους της αυτοκρατορίας. Οι υπερασπιστές της Μάγκρισαζ είχαν ταμπουρωθεί πίσω από τα τείχη της πόλης τους και πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση, αφού ήξεραν πως αν έχαναν εκείνην την ημέρα, θα χάνονταν τα πάντα. Είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν όλα τα οχυρά που κέρδισαν με την αιφνιδιαστική τους επανάσταση. Από τότε που ήρθε ο καινούργιος χερμιτσέτ, η μια ήττα διαδεχόταν την άλλη και έχασαν μέσα σε ελάχιστο διάστημα, όλα όσα κέρδισαν με αίμα μέσα σε διάστημα ετών. Δεν είχαν πλέον πού αλλού να πάνε. Δεν υπήρχε πια η επιλογή της υποχώρησης. Μέσα σε εκείνα τα τείχη βρισκόταν η τελευταία γραμμή άμυνας. Είτε θα απωθούσαν τους Ούρμπιλαχ, είτε θα πέθαιναν όλοι μέχρι ενός.

Ο Βανιρφάντατ καθόταν σε ένα λόφο αντικριστά από την κεντρική πύλη της πολιορκημένης πόλης. Φορούσε την κόκκινη πανοπλία του και κρατούσε το κράνος του στο δεξί του χέρι. Το τεράστιο κυρτό σπαθί του γυάλιζε στη θήκη του, αντανακλώντας τις ακτίνες του ήλιου. Η λαβή ήταν στολισμένη με πολύτιμα πετράδια, δώρο του ίδιου του Αυτοκράτορα στον πιστό του πολεμιστή. Τα μαλλιά του πιασμένα σε πλεξούδα, έφταναν μέχρι τη μέση του. Το πρόσωπο του βλοσυρό, απορροφημένος καθώς ήταν στις σκέψεις του. Το μακρύ του μουστάκι ξεπερνούσε το σαγόνι του, διατηρημένο με τον παλιομοδίτικο τρόπο του λαού του και το δεξί του φρύδι ήταν στολισμένο με δύο χρυσά σκουλαρίκια. Το αριστερό του μάτι ήταν λευκό και άχρηστο, συνέπεια ενός σοβαρού τραύματος από τα πολλά που είχε υποστεί στη στρατιωτική του καριέρα. Κανένας όμως δεν έκανε ποτέ το λάθος να πιστέψει, ότι με ένα μάτι ήταν λιγότερο ικανός στο σπαθί ή στην ηγεσία. Ενέπνεε τον τρόμο στο στρατό του και δε δίσταζε να εκτελεί υφισταμένους του για ασέβεια ή ανικανότητα. Όσοι ελάχιστοι είχαν κάνει το λάθος να του αντιμιλήσουν, δεν είχαν την ευκαιρία να ξανακάνουν λάθος στη ζωή τους.

Page 136: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

136

Το άλογό του στεκόταν στο πλάι του και χρεμέτισε ανυπόμονα. Ήξερε ότι ο κύριός του κάτι περίμενε και μπορούσε να νιώσει την έντασή του. Αλλεπάλληλα κύματα στρατιωτών του έπεφταν πάνω στα τείχη της Μάγκρισαζ, με τις πολιορκητικές τους μηχανές. Με το βλέμμα καρφωμένο περίμενε να δει κάποιο άνοιγμα να δημιουργείται στα τείχη. Κρατούσαν όμως ακόμα καλά. Δεν τον ένοιαζε. Φώλιαζε στο στήθος του η σιγουριά κάποιου, που είχε κερδίσει πολλές μάχες και ήξερε ήδη πως η αντίσταση ήταν μάταια. Αργά ή γρήγορα θα δημιουργούσαν κάποιο άνοιγμα και τότε θα έπεφταν σαν τις ακρίδες στην πόλη, λεηλατώντας και σφάζοντας. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ ακόμα. Σε ένα σημείο η οχύρωση χαλάρωσε και υποχώρησε. Μια ιαχή θριάμβου ακούστηκε από τους δαιμονισμένους επιτιθέμενους. Ο Βανιρφάντατ φόρεσε το κράνος του. Ήταν το πιο επιβλητικό κομμάτι της στολής του, καθώς ήταν στολισμένο με δύο τεράστια μαύρα κέρατα, φόρος τιμής στον Ιγκούβιπ, θεό του ολέθρου και προστάτη των Ούρμπιλαχ. Ανέβηκε στο άλογό του και ξεθηκάρωσε το σπαθί του. Τινάχθηκε μπροστά κατεβαίνοντας το λόφο σαν σίφουνας, ακολουθούμενος από τις εφεδρείες του, που είχε κρατήσει πίσω για εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

Το υπόλοιπο στράτευμα άνοιξε δρόμο για τον αρχηγό του και εκείνος χώθηκε σαν αιχμή δόρατος στο άνοιγμα της οχύρωσης μαζί με τους άντρες του, παραλύοντας τις αμυντικές γραμμές του αντιπάλου με τη δυναμική του. Αψηφώντας τον κίνδυνο και ενάντια σε κάθε λογική, μπήκε πρώτος στη Μάγκρισαζ, ξέροντας πως ενδεχόμενος θάνατός του ίσως σήμαινε και ήττα για το στρατό του. Η πίστη όμως που είχε στις ικανότητές του και η λύσσα του για νίκη και αίμα, δεν τον άφηναν να κάνει τόσο ποταπές σκέψεις. Θεωρούσε ότι έπρεπε να έχει πάντα το βλέμμα του στραμμένο προς την επιτυχία και να μην αφήνει στον εαυτό του κανένα περιθώριο για αποτυχία. Στα τόσα χρόνια στρατιωτικής του πορείας, η τακτική αυτή είχε φέρει

Page 137: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

137

εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και εκείνη η μέρα ερχόταν να προστεθεί στο μακρύ κατάλογο των νικών του.

Σύντομα το μικρό άνοιγμα μεγάλωσε αρκετά, ώστε να συρρεύσουν κατά χιλιάδες οι επιτιθέμενοι. Οι υπερασπιστές της Μάγκρισαζ ένιωσαν την απελπισία να τους κυριεύει. Τα χέρια τους έγιναν πιο βαριά και η καρδιά τους βυθίστηκε, καθώς έβλεπαν το τέλος να διαγράφεται μπροστά τους. Δεν υπήρχε διαφυγή. Ήταν εγκλωβισμένοι μέσα στην ίδια τους την πόλη. Κάποιοι πέταξαν τα όπλα και έτρεξαν να σωθούν. Οι ιππείς τους πρόλαβαν και τους αποτελείωσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Μερικοί παραδόθηκαν και έπεσαν στα γόνατα ζητώντας έλεος. Κανενός το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε. Αντίθετα τα κεφάλια τους κατρακύλησαν στους ματωμένους δρόμους. Υπήρξαν και εκείνοι που αποφάσισαν να πεθάνουν με αξιοπρέπεια, πολεμώντας ως το τέλος. Όποια και αν ήταν η επιλογή του καθενός, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Θάνατος. Ο άμαχος πληθυσμός έμαθε σύντομα ότι όταν επρόκειτο για σφαγή, οι Ούρμπιλαχ δεν έκαναν εξαιρέσεις. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι έπεσαν από τα ξίφη των νικητών. Η εντολή που είχε δοθεί ήταν να μην υπάρξουν αιχμάλωτοι. Όσο χρήσιμος και αν ήταν ένας δούλος, η αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να πληρώσει αυτό το μικρό τίμημα, ώστε να περάσει το μήνυμα και στους υπόλοιπους υποδουλωμένους λαούς. Όποιος ξεσηκώνεται κατά της αρχής, αφανίζεται.

Ο Βανιρφάντατ προχώρησε προς το κέντρο της πόλης, κάμπτοντας κάθε αντίσταση που έβρισκε στο δρόμο του. Το πρόσωπο του δεν ξεχώριζε από την υπόλοιπη πανοπλία του, αφού ήταν και αυτό κατακόκκινο από το αίμα των θυμάτων του. Μπήκε με το άλογο του στο δημαρχείο της πόλης. Εκεί περίμεναν οι διοικούντες της Μάγκρισαζ, ανήμποροι να κάνουν το οτιδήποτε για να εμποδίσουν την καταστροφή της. Οι αδύναμοι γέροι ήταν συγκεντρωμένοι σε μια μεγάλη αίθουσα. Ο πολέμαρχος μπορούσε να δει με ικανοποίηση τη φρίκη στα πρόσωπά τους. Είχαν δει το λαό τους να σφάζεται και ήξεραν ότι ήταν δικό τους

Page 138: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

138

το λάθος, αφού αυτοί είχαν προκαλέσει την εξέγερση. Είχε έρθει και η δική τους ώρα να πληρώσουν ακριβά για την απερισκεψία τους. Κατέβηκε από το άλογο κραδαίνοντας το σπαθί του και πλησίασε αποφασισμένος προς το μέρος τους. Δίχως ίχνος δισταγμού άρχισε να σφάζει τους ηλικιωμένους, που χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν, απλά δέχονταν τη μοίρα τους στωικά, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο στην αντίπερα όχθη που θα πέρναγαν σύντομα. Τα σώματα έπεφταν το ένα μετά το άλλο και ο Βανιρφάντατ ένιωθε μια ηδονική ανατριχίλα να διατρέχει το κορμί του, με κάθε θανατηφόρα σπαθιά. Διασχίζοντας μια λίμνη αίματος έφτασε και στον τελευταίο γέροντα.

Σταμάτησε για λίγο προσπαθώντας να παρατείνει την εκτέλεση, καθαρά για την δική του διεστραμμένη ικανοποίηση. Ο γέρος ήταν τυφλός και στο στήθος του ήταν χαραγμένος με πυρακτωμένο σίδερο ένας κύκλος. Αυτός ο κύκλος συμβόλιζε τον αέναο κύκλο της ζωής. Μαζί με το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν τυφλός, καταλάβαινε κανείς ότι επρόκειτο για ένα λουνσέκ, ένα είδος σαμάνου που συναντούσε συχνά κανείς στους λαούς της ανατολής. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες να δουν το μέλλον. Έτσι αν και τυφλοί μπορούσαν να δουν πολύ περισσότερα από έναν κοινό θνητό. Ο Βανιρφάντατ έσκυψε πάνω από το λουνσέκ με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

«Πες μου σοφέ μάντη. Τι βλέπεις στο μέλλον; Βλέπεις το σπαθί μου να διαπερνάει τα εντόσθια σου και να τα σκορπίζει στο πάτωμα; Βλέπεις την πατρίδα σου να γίνεται παρανάλωμα, αφού ο στρατός μου αποχωρήσει από αυτήν; Αν όχι σε διαβεβαιώνω ότι αυτά θα γίνουν. Και ξέρεις γιατί μάντη; Γιατί ένας Ούρμπιλαχ δεν περιμένει κάποιον τυφλό γέρο να μαστουρώσει από τα θυμιάματα για να του πει το μέλλον. Ένας Ούρμπιλαχ το φτιάχνει μόνος του το μέλλον». Σήκωσε το σπαθί του για να πραγματοποιήσει την προφητεία του. Ο λουνσέκ όμως γέλασε φαινομενικά ευτυχισμένος, γεγονός που εξόργισε το στρατηγό.

Page 139: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

139

«Γέρο τρελάθηκες από το φόβο σου και γελάς σαν ξεμωραμένος;»

«Τα λογικά μου δεν τα έχασα, ούτε τη δυνατότητα να βλέπω το μέλλον. Εμείς οι λουνσέκ έχουμε ένα χάρισμα που είναι ευλογία και κατάρα μαζί. Γιατί ενώ όλοι έρχονται να μας συμβουλευτούν για το τι να κάνουν, όταν η προφητεία είναι άσχημη κανείς δε θέλει να την πιστέψει. Έτσι μας αγνοούν προκαλώντας την ίδια τους την καταστροφή. Έτσι έκαναν οι συμπολίτες μου, που δε με άκουσαν όταν τους είπα ότι η σημερινή μέρα θα ερχόταν, όταν αποφάσιζαν να εξεγερθούν, έτσι θα συμβεί και με σένα που μέσα στην αλαζονεία σου, θα με αγνοήσεις και θα χάσεις έτσι γυναίκα και παιδιά!» Τα λόγια εξόργισαν τον Βανιρφάντατ που άρπαξε το λουνσέκ από το λαιμό και τον ταρακούνησε βίαια.

«Τι εννοείς; Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου είναι ασφαλείς στη Ραμίνα. Είναι το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο. Τίποτα δεν μπορεί να τους συμβεί».

«Θα σκοτωθούν όταν εσύ θα πολεμάς εναντίον των Σαλούβιαρ στα τείχη της πρωτεύουσας. Μια μάχη που θα χάσεις. Για αυτό καλυτέρα τρέξε στην οικογένειά σου και πάρε τους μακριά. Πριν η λαίλαπα σου χτυπήσει την πόρτα. Η Ραμίνα θα χαθεί. Προσπάθησε να σώσεις ό,τι μπορείς». Ο Ούρμπιλαχ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Απηυδισμένος από το παραλήρημα του γέροντα, έπιασε το κεφάλι του και το κοπάνησε στον τοίχο θρυμματίζοντας το αδύναμο κρανίο. Ο λουνσέκ έφυγε από τον κόσμο των ζωντανών με μια μικρή ικανοποίηση. Είχε ταράξει τον ακλόνητο βράχο των φονιάδων του λαού του. Ο Βανιρφάντατ έφυγε από το κτίριο με το άλογό του και κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδό του. Η δουλειά του εκεί είχε τελειώσει. Ήξερε ότι οι άντρες του μπορούσαν να κανονίσουν τα υπόλοιπα. Η προφητεία που μόλις είχε ακούσει κλωθογύριζε συνέχεια μέσα στο νου του. Η ρεαλιστική πλευρά του εαυτού του όμως υπερίσχυσε. Κατάλαβε ότι μια επίθεση των Σαλούβιαρ στη Ραμίνα ήταν απλά αδύνατη. Έτσι απόδιωξε τον εκνευρισμό του

Page 140: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

140

και μπήκε στη σκηνή του. Εκεί είδε ότι τον περίμενε ένας αγγελιοφόρος. Ο άντρας υποκλίθηκε και του έδωσε ένα χαρτί με την αυτοκρατορική σφραγίδα. Με ένα δυσοίωνο προαίσθημα να τον καταλαμβάνει, έσπασε τη βούλα και διάβασε το μήνυμα:

«Η Αυτού Μεγαλειότητα και Ένδοξος Άρχων της Χρυσής Αυτοκρατορίας Αυτοκράτωρ Χεντίκιουα χαιρετά τον πιστό του υπήκοο και λαμπρό πολεμιστή Βανιρφάντατ. Λόγω απρόβλεπτων εξελίξεων, η παρουσία σου καθώς και αυτή του στρατού σου κρίνεται απαραίτητη στην υπέρλαμπρη πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η εκστρατεία στη Μάγκρισαζ κρίνεται δευτερευούσης σημασίας και επομένως πρέπει να διακοπεί άμεσα. Καλείσαι να επιστρέψεις το συντομότερο δυνατόν για να διασφαλίσεις τα συμφέροντα της χώρας, όπως έχεις κάνει επιτυχημένα τόσες φορές στο παρελθόν. Έχοντας το αξίωμα του χερμιτσέτ θα αναλάβεις τη διοίκηση όλων των δυνάμεων που θα συρρεύσουν από κάθε μεριά της τεράστιας Αυτοκρατορίας μας. Θα είσαι ο διοικητής ενός στρατού που ο κόσμος έχει αιώνες να δει. Με σιγουριά ότι θα σταθείς στο ύψος των περιστάσεων, συναισθανόμενος την τιμή που σου γίνεται, σε περιμένω στο πλάι μου την ώρα της νίκης. Στο όνομα του Ιγκούβιπ θεού του ολέθρου θα νικήσουμε». Ο Βανιρφάντατ άφησε το χαρτί να πέσει από τα τρεμάμενα χέρια του και το μυαλό του ταξίδεψε στη θύμηση ενός γέροντα λουνσέκ, που πέθανε γελώντας και γνωρίζοντας ίσως περισσότερα από τον ίδιο.

Page 141: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

141

8 Στη χώρα των Ιβίρφιντ τα φωτολούλουδα είχαν σβήσει και

το δροσερό αεράκι χαλάρωνε τις αισθήσεις και οδηγούσε τους δεντρανθρώπους πιο γρήγορα σε ονειρικά μονοπάτια. Οι επιθυμίες που τη μέρα έμεναν βαθιά κρυμμένες, το βράδυ σεργιάνιζαν ελεύθερες, βγαλμένες από το υποσυνείδητο. Κάποιοι ονειρεύονταν βασίλεια και θρόνους. Άλλοι την κατάκτηση της υπέρτατης γνώσης και κατανόηση της πιο διεστραμμένης μαγείας. Υπήρχαν και εκείνοι που αποζητούσαν τη νίκη σε μια μάχη που ήξεραν ότι πλησίαζε. Υπήρχαν όμως και επιθυμίες πιο απλές. Πιο ταπεινές. Όπως η καρδιά μιας όμορφης κοπέλας ή η ευχή μιας μάνας να γυρίσει το παιδί της ασφαλές από ένα μακρινό ταξίδι. Ποιος να κρίνει ποιες ήταν σημαντικότερες; Όποιες και αν ήταν αυτές οι ονειρογέννες επιθυμίες, πολλές φορές τις διαδέχονταν οι φόβοι, προκαλώντας εφιάλτες που τάραζαν την ηρεμία του νυχτερινού ταξιδιού. Τέλος υπήρχε και μια μοναχική ψυχή στη χώρα των Ιβίρφιντ, που δεν απολάμβανε τη γαλήνη του ύπνου. Οι σκέψεις και η αβεβαιότητα του μέλλοντος την κρατούσαν ξύπνια, ωθώντας την σε ένα βασανιστικό στριφογύρισμα στο κρεβάτι. Αποκαμωμένη από την αϋπνία και κυριευμένη από τον εκνευρισμό, παραιτήθηκε από την ανώφελη προσπάθεια.

Γύρισε ανάσκελα κοιτάζοντας το ξύλινο ταβάνι. Οι αυλακιές στον κορμό του δεντρόσπιτου άλλαζαν μορφές προσπαθώντας να τη νανουρίσουν. Έστειλε τη σκέψη στο δέντρο ότι ήταν μάταιος κόπος. Το κυμάτισμα σταμάτησε αμέσως. Άναψε ένα μικρό φωτολούλουδο και η λάμψη έπεσε αδύναμη πάνω στο γυμνό της κορμί. Έπαιξε για λίγο με τα ξέπλεκα μαλλιά της που χύνονταν σαν μαύρος χείμαρρος στους ώμους της. Το μυαλό της ήταν διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Αγάπη για κάποιον που ήταν μακριά και μίσος για εκείνον που δεν μπορούσε να βγάλει από τη ζωή της με τίποτα. Πόσο άδικη ήταν η ζωή μερικές

Page 142: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

142

φορές! Σκέφτηκε πάλι πόσο ανήμπορη ήταν να αλλάξει την κατάσταση και η οργή της φούντωσε. Και τι δε θα έδινε για μια ευκαιρία, να μπει δυναμικά στο παιχνίδι που παιζόταν στα κεφάλια όλων των Ιβίρφιντ. Και τότε έμαθε ότι οι επιθυμίες καμιά φορά δε μένουν μόνο στα όνειρα. Γίνονται πραγματικότητα την πιο απρόσμενη στιγμή. Το δεντρόσπιτο την προειδοποιήστε ότι κάποιος ήταν στην εξώπορτα. Έριξε βιαστικά κάτι πάνω της και επιμήκυνε τα θανατηφόρα νύχια της για να υποδεχθεί τον ακάλεστο νυχτερινό επισκέπτη. Άνοιξε την πόρτα απότομα και τον τράβηξε μέσα. Ήταν μαυροντυμένος με μια κουκούλα τραβηγμένη πάνω από το κεφάλι του. Η αμφίεση δε βοηθούσε και πολύ στο να καθησυχαστεί η ανησυχία της Παφύλια.

Με τα νύχια της στο λαιμό του τον κόλλησε στον τοίχο, θέλοντας να τον ανακρίνει. «Ποιος είσαι;» Ο άντρας φάνηκε ήρεμος και απτόητος από την επίθεσή της. Της απάντησε με φωνή σταθερή.

«Είμαι κάποιος που έχει έναν κοινό εχθρό μαζί σου και μπορεί να σου προσφέρει βοήθεια για να τον ξεφορτωθείς, αρκεί και εσύ να συμφωνήσεις να συνεργαστείς βέβαια».

«Βγάλε την κουκούλα σου!» Ο άντρας υπάκουσε και η Παφύλια αναγνώρισε αμέσως το πρόσωπο του Γκλερόν. Ήταν κάποιος που η Παφύλια δεν περίμενε ποτέ της να δει από κοντά και μάλιστα αργά τη νύχτα, στο σπίτι της και με τέτοια μυστικότητα. Αβέβαιη ακόμα για το τι έπρεπε να κάνει και για το αν ήταν ασφαλής, εξαφάνισε τις λεπίδες των δαχτύλων της και υποχώρησε λίγο, δίνοντας στον ευγενή χώρο να κινηθεί. Ανυπομονούσε να πάρει κάποιες απαντήσεις.

«Από πότε η αριστοκρατία έρχεται απρόσκλητη στα σπίτια των απλών Ιβίρφιντ και μάλιστα στη μέση της νύχτας; Έχετε χάσει τους τρόπους σας;»

«Οι καιροί είναι χαλεποί και μας αναγκάζουν να καταφεύγουμε σε συμπεριφορές, που σίγουρα δεν αρμόζουν στη φύση μας. Αλλά πρέπει να ξεπεράσουμε όποιους ηθικούς

Page 143: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

143

φραγμούς μπορεί να έχουμε, προκειμένου να σώσουμε τον τόπο από την καταστροφή».

«Ποια καταστροφή; Η χώρα έχει νέο βασιλιά έτοιμο να συνεχίσει επάξια το έργο του Μπούμελ. Τα τέρατα ηττήθηκαν και οδεύουμε μπροστά σε καιρό ειρήνης. Τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την ηρεμία μας και να αμφισβητήσει την κυριαρχία μας στον υπόγειο κόσμο».

«Παφύλια δεν υπάρχει λόγος να μου κάνεις τη χαζή. Σε παρακολουθώ καιρό τώρα. Δεν έχεις μείνει ποτέ πίσω από τις εξελίξεις. Είσαι μια γυναίκα δυναμική που πάντα παρακολουθεί από κοντά τα τεκταινόμενα. Είδα την ανησυχία στο πρόσωπό σου όταν καταδικαζόταν ο Σίκαταρ και αθωωνόταν ο Κίνιαχ πανηγυρικά. Είχες την ίδια έκφραση και τη μέρα της εκτέλεσης του πρίγκιπα. Σε είδα λίγο πριν επιτεθούμε και τον ελευθερώσουμε!» Η Παφύλια έμεινε άφωνη από αυτήν την ξαφνική αποκάλυψη και την άνεση με την οποία ο άντρας της αποκάλυψε κάτι, που αν μαθευόταν θα τον οδηγούσε κατευθείαν στην πυρά.

«Για ποιον λόγο μου τα λες αυτά. Αν ήρθες εδώ για να με ανακατέψεις σε κάποια συνομωσία κατά του βασιλιά, χτύπησες λάθος πόρτα. Δεν έχω κανένα λόγο να στραφώ εναντίον του Ίζιντελ και να ριψοκινδυνεύσω τη ζωή μου για κάποιον σαν τον Σίκαταρ. Ο ξάδερφος του βασιλιά δε μου εμπνέει καμία απολύτως εμπιστοσύνη και δεν έχει να επιδείξει περισσότερες αρετές από τον Ίζιντελ. Το αντίθετο μάλιστα. Άλλωστε είμαι σίγουρη ότι η πίστη σου στον Σίκαταρ δεν είναι ανιδιοτελής. Θα περιμένεις κάποια ανταλλάγματα που δε θα μπορείς να αποσπάσεις από τον Ίζιντελ, αφού έτσι και αλλιώς ο θρόνος είναι ήδη δικός του. Έτσι απλά στράφηκες σε εκείνον που ήξερες ότι σε έχει ανάγκη και προκειμένου να σώσει το τομάρι του από τη φωτιά, σου έταξε ό,τι και αν του ζήτησες. Εμένα δε με ενδιαφέρουν ούτε τα αξιώματα ούτε η εξουσία. Χάρισμά σας. Μπορείς να φύγεις τώρα και εγώ θα ξεχάσω ότι κάναμε αυτή τη συζήτηση».

Page 144: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

144

«Παφύλια γνωρίζω πολύ καλά ότι όλοι επιζητούν πράγματα στη ζωή τους και όλων η αντίσταση μπορεί να καμφθεί με το σωστό αντάλλαγμα. Όπως σου είπα σε παρακολουθώ εδώ και καιρό και γνωρίζω ότι δε σε ενδιαφέρει η εξουσία και τα αξιώματα ή οτιδήποτε άλλο θα σου προσέφερε ο Σίκαταρ αν γινόταν βασιλιάς. Όμως εγώ θα σου ζητήσω μια εξυπηρέτηση που πιστεύω θα εκτελέσεις με μεγάλη χαρά. Έτσι θα εκπληρώσεις μια επιθυμία που σου βασανίζει την καρδιά εδώ και χρόνια και παράλληλα θα ανοίξει για μένα ο δρόμος για να πραγματοποιήσω τα σχέδιά μου. Σχέδια που πιστεύω όχι μόνο δε θα μας ζημιώσουν σαν χώρα, αλλά αντίθετα θα ωφελήσουν τους Ιβίρφιντ. Ο Σίκαταρ δε θα είναι μόνος του στο θρόνο. Θα κρύβεται από πίσω του μια ομάδα που θα του δίνει πολύτιμες συμβουλές και θα φροντίζει η ανωριμότητά του να μην τον ωθεί σε απερίσκεπτες αποφάσεις. Αντίθετα ο Ίζιντελ αυτή τη στιγμή είναι μόνος και ανεξέλεγκτος. Γι’ αυτό πρέπει να μας βοηθήσεις να αποδυναμώσουμε το βασιλιά, αφαιρώντας από το σκηνικό το πιο ισχυρό του όπλο. Πρέπει να μας βοηθήσεις να σκοτώσουμε τον πατέρα σου Παφύλια! Τον Κίνιαχ!»

Η πρόταση ξάφνιασε την Παφύλια και χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι της είχαν μόλις ζητήσει. Το ξέσπασμά της κατά του πατέρα της μπροστά σε τόσους αυτόπτες μάρτυρες, είχε κάνει γνωστό το μίσος της στους πάντες. Μπορεί να μην ήξεραν το λόγο, ούτε το πόσο δίκιο έκρυβαν οι πράξεις της, αλλά ήξεραν ότι στο πρόσωπό της ο Κίνιαχ έβλεπε ένα μισητό εχθρό και όχι την πολυαγαπημένη του κόρη. Αυτό δεν ήταν αρνητικό μόνο για την ίδια αλλά και για το μάγο. Πολλοί μπορεί να αναρωτήθηκαν τι είχε προκαλέσει αυτήν την οργή, στην κατά τα άλλα ήρεμη και ευγενική κοπέλα. Όπως και αν είχαν τα πράγματα είχε να δώσει μια απάντηση και ενώ έψαχνε απεγνωσμένα για κάποιο σύμμαχο εναντίον του πατέρα της, από την άλλη δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον Ιβίρφιντ που είχε απέναντί της. Φοβόταν ότι μπορεί να προσποιείτο ότι ήθελε να δολοφονήσει τον Κίνιαχ και στην πραγματικότητα να ήταν

Page 145: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

145

βαλτός από εκείνον και τον Ίζιντελ, για να την κατηγορήσουν και αυτή για προδοσία και να έχει την τύχη από την οποία τελευταία στιγμή γλίτωσε ο Σίκαταρ. Αν πίστευε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να προφυλαχθεί, διώχνοντας το νυχτερινό επισκέπτη από το σπίτι της και πηγαίνοντας στο παλάτι για να τον καταδώσει. Η αλήθεια όμως ήταν ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η κοινή λογική, δεν υπερνικούσαν το μίσος της. Δεν μπορούσαν να την κάνουν να παρεκκλίνει, από την πορεία που είχε ορκιστεί να ακολουθήσει ως το τέλος.

«Πώς μπορείς να μου ζητάς κάτι τέτοιο; Είναι ο ίδιος μου ο πατέρας. Μπορεί να έχουμε κάποιες διαφορές, αλλά δε θα έφτανα στο σημείο να τον σκοτώσω. Έκανες μεγάλο λάθος που ήρθες απόψε εδώ. Καλυτέρα να φύγεις».

«Δεν έκανα κανένα λάθος. Ξέρω πολύ καλά πώς νιώθεις για τον πατέρα σου. Δεν είναι απλά μερικές διαφορές που σας χωρίζουν, αλλά μίσος πραγματικό. Σου είπα ότι σε έχω παρακολουθήσει καιρό. Ξέρω πολλά και για τους δύο σας. Έχω καταλάβει επίσης από τις πράξεις σου, ότι θες να αποτελείς μέρος των εξελίξεων. Αλλιώς πες μου γιατί δεν έφυγες μαζί με τον άνθρωπο για την επιφάνεια; Όλοι είδαν τον αποχαιρετισμό σας. Είναι φανερό ότι κάτι συμβαίνει μεταξύ σας. Δε νομίζω ότι εκείνος ήθελε να σε αφήσει μόνη. Ο τρόπος που σε κοίταζε φανέρωνε το ακριβώς αντίθετο. Και εσύ μάλλον συμμερίζεσαι τα συναισθήματά του. Είχες λοιπόν έναν πολύ καλό λόγο να φύγεις από μια χώρα, όπου δε σε κρατάει άλλο τίποτα. Άλλος άντρας δεν υπάρχει, ο πατέρας σου μόνο οργή σου προκαλεί και δεν υπάρχει άλλος συγγενής, ούτε καν μητέρα». Στην τελευταία αυτή λέξη η Παφύλια σφίχτηκε, μια αντίδραση που δεν πέρασε απαρατήρητη από το συνομιλητή της. Ήταν ένα σημαντικό κομμάτι στην προσπάθειά του να ενώσει τα κομμάτια του πάζλ που λεγόταν Παφύλια.

«Προτίμησες να μείνεις εδώ χωρίς φίλους ή οικογένεια, ζώντας μέσα στη μοναξιά. Η μόνη εξήγηση λοιπόν είναι ότι κάτι επιζητάς. Περιμένεις να δεις πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

Page 146: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

146

Ποιο θα είναι το επόμενο κεφάλαιο αυτού του δράματος, που παίζεται τον τελευταίο καιρό ανάμεσα σε πρίγκιπες, πολεμιστές και μάγους. Σου λέω λοιπόν ότι τώρα μπορείς να πάρεις εσύ την πένα και να δώσεις ό,τι τέλος επιθυμείς. Θα απολέσεις μια τέτοια ευκαιρία;»

Το ίδιο ερώτημα έθετε και η Παφύλια στον εαυτό της. Αν ο Γκλερόν είχε και άλλους Ιβίρφιντ στο πλευρό του, τόσο ισχυρούς όσο και ο ίδιος, τότε αν έλεγε ναι, θα γινόταν μέλος μιας πολύ ισχυρής ομάδας. Μιας ομάδας που ίσως να της έδινε τα εφόδια να νικήσει τον Κίνιαχ. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ο Γκλερόν είδε ότι είχε κάμψει τις αντιστάσεις της. Απλά χρειαζόταν λίγη ακόμα ώθηση, ώστε να πέσει σαν ώριμο φρούτο στα χέρια του.

«Υπάρχουν και κάποιες άλλες παράμετροι που δεν έχεις υπολογίσει Παφύλια. Ο πατέρας σου είναι υπερβολικά φιλόδοξος. Δε θα αρκεστεί στο ρόλο του συμβούλου του βασιλιά. Θα επιχειρήσει κάποια στιγμή, όταν οι συνθήκες θα είναι κατάλληλες, να σφετεριστεί το θρόνο. Και είναι τόσο πονηρός και αδίστακτος, που θα το κάνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ξεσηκωθεί κανείς για την αδικία που θα έχει γίνει στον Ίζιντελ. Θα καταφέρει και πάλι να πάρει τη μεγαλύτερη μερίδα των Ιβίρφιντ με το μέρος του. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να κάνει όσο ζούσε ο Μπούμελ. Αλλά κακά τα ψέματα. Ο Ίζιντελ είναι άξιος νέος, αλλά δε θα φτάσει ποτέ τον πατέρα του. Αν δεν κάνεις κάτι δραστικό και αφήσεις τα πράγματα να εξελιχθούν έτσι, τότε σε μερικά χρόνια θα έχουμε τον Κίνιαχ βασιλιά. Πώς σου φαίνεται η εικόνα αυτή Παφύλια; Θα άντεχες να τον δεις να στρογγυλοκάθεται στο θρόνο;»

Στη σκέψη και μόνο την έπιανε σύγκρυο. Ο παμπόνηρος ευγενής είχε πατήσει όλα τα σωστά κουμπιά, ώστε να κάνει την κοπέλα να χορεύει στους δικούς του ρυθμούς. Δεν το ήξερε ακόμα η ίδια αλλά θα συμφωνούσε να βοηθήσει αυτόν και τον Σίκαταρ, γιατί οτιδήποτε ήταν προτιμότερο από εκείνο το εφιαλτικό σενάριο που της είχε μόλις περιγράψει.

Page 147: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

147

«Δεν μπορώ να σου απαντήσω τώρα. Θέλω λίγο χρόνο να το σκεφτώ».

«Εντάξει το καταλαβαίνω ότι σου είναι δύσκολο. Σκέψου όμως γρήγορα. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Πρέπει να χτυπήσουμε όσο είναι ακόμα συγχυσμένοι από την απόδραση του Σίκαταρ. Οι στρατιώτες του βασιλιά χτενίζουν όλα τα δάση για να μας βρουν. Δε θα τους διαφεύγουμε για πάντα». Έβγαλε μέσα από το χιτώνα του ένα ξύλινο κουτί και της το έδωσε.

«Μην το ανοίξεις αν δεν έχεις πάρει την απόφασή σου. Όταν γίνει αυτό απλά ελευθέρωσε το πλάσμα που βρίσκεται μέσα. Τότε θα ξέρω ότι είσαι έτοιμη και θα έρθω να μου ανακοινώσεις την απόφασή σου. Καληνύχτα και ελπίζω το φως των φωτολούλουδων να σου δώσει έμπνευση, ώστε να πάρεις τη σωστή απόφαση». Έβαλε την κουκούλα του και βγήκε έξω. Η Παφύλια άκουσε τον ήχο του χώματος, καθώς η γη άνοιγε για να τον δεχτεί στην αγκαλιά της και να του επιτρέψει να ταξιδέψει μέσα από υπόγειες διαβάσεις, μέχρι την ασφάλεια των δασών που είχαν γίνει σπίτι του τον τελευταίο καιρό. Η Παφύλια απέμεινε μόνη να κοιτάζει το παράξενο ξύλινο κουτί. Το άφησε όμως στην άκρη, αφού την απασχολούσαν σοβαρότερα θέματα. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Χρειαζόταν όμως καθαρό μυαλό για κάτι τέτοιο. Έσβησε το φωτολούλουδο και ξάπλωσε για δεύτερη φορά, ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί. Και πάλι όμως ήταν μάταιος κόπος.

Στο κρησφύγετο της ομάδας του Γκλερόν, επικρατούσε μεγάλη ανησυχία. Όλοι περίμεναν ανυπόμονα την έλευση του αρχηγού τους, για να μάθουν αν θα είχαν με το μέρος τους αυτήν την πολύτιμη σύμμαχο, ώστε να εξουδετέρωναν την απειλή του μάγου, ανοίγοντας έτσι διάπλατα το δρόμο προς τον κύριο στόχο τους. Ο πιο αγχωμένος από όλους ήταν φυσικά ο Σίκαταρ. Βημάτιζε νευρικά πέρα δώθε στη σπηλιά, μεταδίδοντας τον εκνευρισμό του και στους υπόλοιπους. Κάποιος από τους συνωμότες ευγενείς ήταν έτοιμος να του κάνει παρατήρηση ώστε να ηρεμήσει. Τον διέκοψε όμως ένα ξαφνικό άνοιγμα στο έδαφος

Page 148: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

148

και η αναμενόμενη επιστροφή του Γκλερόν. Έτρεξαν όλοι κοντά του για να ακούσουν τι κατάληξη είχε η νυχτερινή του εξόρμηση στην πόλη, στο στόμα του λύκου. Ο Γκλερόν, Ιβίρφιντ που του άρεσε να βασανίζει τους γύρω του, δε βιάστηκε να μιλήσει και ξεκίνησε να ξεσκονίζει τα ρούχα του από τα κατάλοιπα του εδάφους. Ο Σίκαταρ αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά ο πιο ανυπόμονος και έτσι μίλησε πρώτος.

«Λοιπόν θα μας πεις τι συνέβη; Δέχτηκε η μικρή να μας βοηθήσει;» Ο Γκλερόν τον κοίταξε με κάπως ενοχλημένο ύφος, αφού υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να χτυπούσε κάποιον, ο οποίος του είχε μιλήσει με τέτοια αυθάδεια. Σε αυτήν την περίπτωση όμως έδειξε αυτοσυγκράτηση, αφού επρόκειτο για το μελλοντικό βασιλιά του. Ένα βασιλιά που εκείνος είχε επιλέξει και έπρεπε να προσποιείται τουλάχιστον ότι τον σέβεται. «Η Παφύλια είναι καχύποπτη και με το δίκιο της. Δε μου έδωσε ακόμα οριστική απάντηση. Όμως από τη στάση της κατάλαβα ότι μάλλον θα δεχτεί. Φοβάται ότι είμαστε με το μέρος του Ίζιντελ και προσπαθούμε να την παγιδεύσουμε. Δεν το παραδέχτηκε ανοιχτά, αλλά μπόρεσα να καταλάβω το συλλογισμό της. Δε θα περίμενα κάτι λιγότερο από εκείνη. Όμως πιστεύω ότι δε θα ησυχάσει αν δε δει τον Κίνιαχ νεκρό ή τουλάχιστον φυλακισμένο. Γι’ αυτό το λόγο είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα ξεπεράσει τους ενδοιασμούς της και θα έρθει με το μέρος μας. Ουσιαστικά είναι η μόνη της επιλογή. Αλλιώς θα κάτσει στο περιθώριο βλέποντας τις αποφάσεις να λαμβάνονται από άλλους και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το αντέξει». «Αυτά είναι υποθέσεις. Γεγονός είναι ότι δεν έχουμε τίποτα απτό στα χέρια μας και πρέπει να περιμένουμε πότε θα αποφασίσει εκείνη για να κάνουμε την επόμενη κίνηση. Ολόκληρο το πραξικόπημα κρέμεται από την απόφαση μιας γυναίκας. Αυτό ήταν το ιδιοφυές σχέδιο για την κατάληψη του θρόνου Γκλερόν;» Η ειρωνεία του Σίκαταρ δοκίμασε τα όρια της υπομονής του άρχοντα, που δεν είχε συνηθίσει να του μιλούν έτσι. Ακόμα και ο Μπούμελ ήξερε τι αντιπροσώπευε και τι

Page 149: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

149

δύναμη έκρυβε πίσω του. Και ξαφνικά ερχόταν αυτό το παιδαρέλι να του υποδείξει πώς να κάνει τη δουλειά του. Αυτό πήγαινε πολύ. «Ίσως πρίγκιπα θα πρέπει να θυμάσαι, ότι χάρη στο δικό μου σχέδιο είσαι αυτή τη στιγμή ανάμεσα μας ζωντανός και όχι ένας σωρός από αποκαΐδια. Ό,τι έχω σχεδιάσει μέχρι στιγμής έχει διεκπεραιωθεί όπως ακριβώς το προέβλεψα. Έχω αποδείξει λοιπόν ότι ξέρω τι κάνω πολύ περισσότερο από ό,τι εσύ. Καλά θα κάνεις λοιπόν να μην κρίνεις τις ιδέες των άλλων, ειδικά αν εσύ ο ίδιος δεν έχεις τίποτα καλύτερο να προτείνεις!» Οι δύο Ιβίρφιντ κοίταζαν με ένταση ο ένας τον άλλον και κανείς δεν ήξερε σε τι θα οδηγούσε αυτή η διαμάχη. Αν εμπλέκονταν σε μάχη σώμα με σώμα τότε όλη η προσπάθεια της σέκτας θα πήγαινε στράφι. Θα είχαν θυσιάσει τα πάντα για το τίποτα. Πλέον δεν μπορούσαν να κρυφτούν. Δεν ήθελε πολλή εξυπνάδα κανείς για να διαπιστώσει, ότι αυτοί οι ευγενείς που έλειπαν από την πόλη ήταν και οι συνωμότες. Ουσιαστικά είχαν ξεσκεπαστεί. Δεν μπορούσαν πια να κάνουν πίσω. Αν αυτή η ανόητη φιλονικία ανάμεσα στον Σίκαταρ και τον Γκλερόν τα τίναζε όλα στον αέρα, τότε η εμπλοκή τους σε αυτή τη συνομωσία θα αποδεικνυόταν η μεγαλύτερή τους ανοησία και ταυτόχρονα η καταδίκη τους. Όμως έμελε ένας εξωτερικός κίνδυνος να τους ενώσει και πάλι και να τους αναγκάσει να σταθούν ο ένας στο πλευρό του άλλου. Οι φωνές των φρουρών διέκοψαν την τεταμένη συζήτηση και τους ανάγκασαν να αναβάλλουν για άλλη φορά την επίλυση των διαφορών τους.

Έσπευσαν έξω από τη σπηλιά για να δουν τι είχε συμβεί. Ένας από τους σκοπούς υποκλίθηκε στον Γκλερόν και ανέφερε: «Μια ομάδα από τη Βασιλική Φρουρά. Είναι αρκετά κοντά και κατευθύνονται προς τα εδώ. Με την πορεία που ακολουθούν θα πέσουν κατευθείαν πάνω μας. Δεν υπάρχει ελπίδα να μας προσπεράσουν».

Page 150: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

150

«Ο στρατός μας δεν έχει φτάσει ακόμα. Είμαστε ανυπεράσπιστοι. Τι θα κάνουμε;» είπε ένας ανήσυχος ευγενής. Ο Γκλερόν τον κοίταξε με αηδία μην αντέχοντας τη δειλία του.

«Είμαστε Ιβίρφιντ, επομένως δεν είμαστε ποτέ ανυπεράσπιστοι. Θα χρησιμοποιήσουμε τα όπλα που απλόχερα μας χαρίζει η φύση και θα υπερκεράσουμε για άλλη μια φορά τις δυσκολίες. Όλοι έξω. Πάμε να συναντήσουμε τα τσιράκια του Ίζιντελ με θάρρος. Και όποιος σκεφτεί καν την υποχώρηση, να ξέρει ότι αν ζήσω θα τον βρω και τότε θα μιλήσουν οι φλόγες». Προτιμώντας το θάνατο που τους επεφύλασσαν οι Βασιλικοί Φρουροί παρά ένα μαρτυρικό τέλος στα χέρια του Γκλερόν, όλοι βγήκαν από τη σπηλιά αποφασισμένοι να πολεμήσουν γενναία. Οι Βασιλικοί Φρουροί προχωρούσαν μέσα στο δάσος βαριεστημένα, αφού έψαχναν για μέρες τον Σίκαταρ χωρίς αποτέλεσμα και ήταν σχεδόν σίγουροι ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα. Πολλοί έλεγαν ότι ήταν τόσο φοβισμένος, ώστε είχε φτάσει στο σημείο να βγει στην επιφάνεια και να ζήσει κρυφά ανάμεσα στα υπόλοιπα πλάσματα που ζούσαν κάτω από τον ήλιο. Ακόμα και αυτό θα ήταν προτιμότερο, από το να αντιμετωπίσει την οργή του Ίζιντελ και την πονηριά του Κίνιαχ.

Όταν η πρώτη περικοκλάδα ήρθε να τυλιχτεί στο λαιμό του προπορευμένου Φρουρού, σπάζοντάς του τον αυχένα και πετώντας το σώμα του σαν σακί στην άκρη, τότε κατάλαβαν το λάθος των εκτιμήσεών τους. Κλαδιά, ρίζες, πέτρες και χώμα ξεσηκώθηκαν παντού γύρω τους. Στην πρώτη επίθεση έπεσαν τρεις σύντροφοί τους. Μετά την αρχική τους έκπληξη όμως, ανέκαμψαν χάρη στην άρτια εκπαίδευσή τους και πέρασαν στην αντεπίθεση. Όταν είδαν τα πρόσωπα των ευγενών και αναγνώρισαν τους επιτιθέμενους, δίστασαν μόνο για μια στιγμή. Τότε η μάχη άναψε για τα καλά. Ο Γκλερόν όρμησε μπροστά, έχοντας μετατρέψει τα χέρια του σε δύο τεράστια πέτρινα δρεπάνια. Με ένα χτύπημα έκοψε στα δύο, δύο από τους εχθρούς του, ενώ ταυτόχρονα έστειλε μια βροχή από πέτρες σε πέντε άλλους. Τα πέτρινα βλήματα κατατρύπησαν τους στρατιώτες οι

Page 151: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

151

οποίοι έπεσαν στο έδαφος, με τους ζωτικούς χυμούς των Ιβίρφιντ να φεύγουν μέσα από τα τεράστια ανοίγματα, που είχαν δημιουργηθεί βίαια στα κορμιά τους. Ο Σίκαταρ δεν ήταν ποτέ του πολεμικός τύπος. Όμως βλέποντας το θάρρος των υπολοίπων, δεν μπορούσε να λιγοψυχήσει μπροστά τους. Έστειλε λοιπόν μια βροχή χώματος σε ένα στρατιώτη που τον πλησίαζε. Ο στρατιώτης απτόητος καλύφθηκε, έχοντας μετατρέψει το ένα του χέρι σε ξύλινη ασπίδα και το άλλο σε πέτρινο ρόπαλο με καρφιά. Ζύγωνε τον Σίκαταρ ο οποίος είχε αρχίσει να αγχώνεται, βλέποντας την αναποτελεσματικότητα της επίθεσής του.

Ο πρίγκιπας αποφάσισε να αλλάξει μέθοδο επίθεσης και να χρησιμοποιήσει ρίζες και περικοκλάδες. Ο στρατιώτης άλλες τις απέφυγε και άλλες τις χτύπησε με δύναμη με το ρόπαλό του, αφήνοντάς τις τσακισμένες και άχρηστες για επίθεση. Είχε πλησιάσει πλέον πολύ κοντά και το κεφάλι του Σίκαταρ ήταν ο επόμενός του στόχος. Θα έλιωνε το κεφάλι του με δύο γερά χτυπήματα και με τα μυαλά του πρίγκιπα να χρωματίζουν το όπλο του, θα μπορούσαν επιτέλους όλοι να γυρίσουν πίσω στο παλάτι, δίνοντας τέλος σε αυτή τη γελοία εξόρμηση. Τα σχέδια του γενναίου προστάτη του παλατιού όμως διακόπηκαν απότομα, όταν μια σειρά από μυτερά κλαδιά βγήκαν μέσα από το στόμα, τη μύτη και τα μάτια του. Σύντομα απ’ όλο του το σώμα ξεπρόβαλλαν παρόμοια ξύλινα σώματα. Ούρλιαζε από τον πόνο καθώς ένιωθε το κορμί του να ξεσκίζεται και τα εσωτερικά του όργανα να κομματιάζονται. Ο Σίκαταρ είδε με φρίκη τον αντίπαλό του να ανατινάζεται σε χιλιάδες κομματάκια, πολλά από τα οποία έπεσαν πάνω του. Έχοντας καταληφθεί από τρόμο μπροστά στο φρικαλέο θέαμα, δυσκολεύτηκε να ακούσει κάποιον που του απηύθυνε το λόγο. Ήταν ο Γκλερόν, σωτήρας του για άλλη μια φορά. Τον ταρακούνησε για να συνέλθει και του φώναξε: «Μείνε κοντά μου. Μόνος σου δεν έχεις ελπίδα να επιβιώσεις».

Ο Σίκαταρ συμφωνώντας απόλυτα με τη διαπίστωση αυτή, έτρεξε πίσω από τον Γκλερόν, καθώς ο πρώτος ορμούσε σε νέους

Page 152: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

152

αντιπάλους, που πρόβαλλαν λίγη αντίσταση μπροστά στο μανιασμένο αυτόν τυφώνα. Ο άρχοντας μετέτρεψε το κορμί του σε έναν τεράστιο ξύλινο κορμό και έπεσε με δύναμη πάνω σε τρεις στρατιώτες, πολτοποιώντας τους. Σε έναν άλλον έριξε μέσα από τους πόρους του το δηλητήριο του δηλητηριώδους κισσού, πετυχαίνοντάς τον στα μάτια. Το τσούξιμο κατέστησε τον Ιβίρφιντ προσωρινά τυφλό, δίνοντας στον Γκλερόν υπεραρκετό χρόνο για να του θρυμματίσει το κεφάλι με ένα ξύλινο ρόπαλο. Συνέχισε το μακελειό, στέλνοντας στους αντιπάλους του μια βροχή από τεράστια αγκάθια. Έπεφταν στο έδαφος κατατρυπημένοι και μετά τους αποτελείωνε κόβοντάς τους με γρήγορα χτυπήματα τα κεφάλια. Ο Σίκαταρ κοίταζε με δέος τον έμπειρο πολεμιστή και σκεφτόταν ότι ακόμα και αν έκανε καθημερινή εξάσκηση, ίσως να μην έφτανε ποτέ σε τέτοιο μαχητικό επίπεδο. Ο απόλυτος έλεγχος που είχε ο Γκλερόν στις δυνάμεις του ήταν αξιοζήλευτος και λίγοι Ιβίρφιντ θα μπορούσαν να καυχηθούν για κάτι παρόμοιο.

Σκέφθηκε πόσο ανόητος είχε αποδειχθεί νωρίτερα, που είχε αυθαδιάσει έτσι απέναντί του. Εκείνη τη στιγμή έβλεπε καθαρά ότι η μοναδική του ελπίδα για νίκη ήταν αυτός ο ευγενής. Όχι απλά λοιπόν δεν έπρεπε να προκαλεί τη δυσμένειά του, αλλά αντίθετα έπρεπε να τον καλοπιάνει και να του προσφέρει τα μεγαλύτερα ανταλλάγματα, ώστε να τον έχει πάντοτε κοντά του, σύμβουλό του και δεξί του χέρι, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τις παρούσες αλλά και οποιεσδήποτε άλλες ενδεχόμενες απειλές. Όσο τα σκεφτόταν αυτά, οι επαναστάτες αναθαρρώντας από την εκπληκτική παρουσία του Γκλερόν στο πεδίο της μάχης, έγερναν την πλάστιγγα υπέρ τους. Οι στρατιώτες του Ίζιντελ δίσταζαν να επιτεθούν στον αρχηγό των επαναστατών και εκείνος σε εκείνο το δισταγμό, έβρισκε πρόσφορο έδαφος για να εξαπολύει τις ανηλεείς επιθέσεις του. Με την ψυχολογία υπέρ τους και ωθούμενοι από την ορμή του αρχηγού τους, οι συνωμότες πέτυχαν τη σπουδαία νίκη, δίνοντας έτσι παράταση στην

Page 153: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

153

προσπάθειά τους, που θα είχε χαθεί στα σκοτάδια της αποτυχίας αν εκείνη την ημέρα γνώριζαν την ήττα.

Ο στρατός τους σύντομα θα συγκεντρωνόταν και το μόνο που θα έμενε ήταν μια οριστική απάντηση από την Παφύλια. Αν ήταν θετική θα μπορούσαν επιτέλους να προχωρήσουν και να σταματήσουν να κρύβονται στις σπηλιές σαν φοβισμένα ζώα. Η νίκη αυτή ακόμα και εναντίον μιας μικρής βασιλικής δύναμης, ανύψωσε το ηθικό τους και τους έκανε να αισιοδοξούν για το μέλλον και την εκπλήρωση των στόχων τους. Ακόμα περισσότερο όμως είχε εδραιωθεί στη συνείδηση όλων ο Γκλερόν, ως ο φυσικός αρχηγός της ομάδας. Ο ηρωισμός και η μαχητικότητά του, των οποίων ήταν όλοι μάρτυρες, δεν άφηναν περιθώρια για αντιρρήσεις ή αμφισβήτηση της υπεροχής του. Όταν και ο τελευταίος στρατιώτης του Ίζιντελ ήταν νεκρός, ο μεγάλος μαχητής τους μάζεψε όλους γύρω του. Αποκαμωμένοι από τη μάχη αλλά χαρούμενοι για τη νίκη και ανακουφισμένοι που είχαν βγει από αυτήν την περιπέτεια με ελάχιστες απώλειες, στάθηκαν μπροστά του με σεβασμό για να ακούσουν τι είχε να τους πει. Παρά την επιτυχία δε βγήκαν από το στόμα του λόγια θριαμβευτικά ή λόγια συγχαρητηρίων. Αντίθετα τους μίλησε σκληρά, επιθυμώντας να μην τους αφήσει να εφησυχάσουν, αλλά να αποκομίσουν από την εμπειρία αυτή, που παραλίγο να αποβεί μοιραία, το πιο θετικό και σημαντικό στοιχείο. Εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους και συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον.

«Τη σημερινή μάχη την κερδίσαμε. Σε μεγάλο ποσοστό μας βοήθησε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και οι μεμονωμένες προσπάθειες μερικών από εμάς. Σαν σύνολο όμως το επίπεδο ήταν τραγικό. Βγήκατε στη μάχη φοβισμένοι και χωρίς να πιστεύετε ότι μπορείτε να νικήσετε. Είναι θαύμα το γεγονός ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί και δεν έχουν πάει όλα όσα σχεδιάζαμε τόσα χρόνια στο βρόντο. Τόσο τυχεροί όμως δε θα ξανασταθούμε. Με τέτοια ψυχολογία που ταιριάζει περισσότερο σε πλάσματα της επιφάνειας και όχι σε Ιβίρφιντ, δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα. Ο εχθρός έχει πίστη στη νίκη και θεωρεί ότι έχει και το

Page 154: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

154

δίκιο με το μέρος του. Δε σκέφτεται καν την ήττα και αυτό του δίνει πλεονέκτημα. Έτσι πρέπει να σκέφτεστε και όλοι εσείς. Αν σήμερα κερδίσαμε, απροετοίμαστοι και φοβισμένοι όπως ήταν μερικοί από εσάς, φανταστείτε όταν θα διαλέγουμε εμείς την ώρα και τον τόπο της μάχης και θα είμαστε ετοιμοπόλεμοι από κάθε άποψη, πόσο υπέρ μας θα είναι η κατάσταση. Γι’ αυτό λοιπόν δε θέλω γκρίνιες, μεμψιμοιρίες και φοβισμένα βλέμματα. Αλλιώς, αν δε μάθατε τίποτα από όσα έγιναν εδώ σήμερα, τότε καλύτερα να σκοτωνόμασταν όλοι και να τελείωνε αυτή η χαμένη υπόθεση μια ώρα αρχύτερα!!»

Το βλέμμα του πέρασε από όλους επικριτικό. Στον Σίκαταρ όμως στάθηκε για ένα δευτερόλεπτο παραπάνω, πριν τους γυρίσει την πλάτη και χαθεί με γρήγορο βήμα στο δάσος, συγκρατώντας μετά βίας την οργή του. Από τον επίδοξο σφετεριστή του θρόνου δεν πέρασε απαρατήρητη αυτή η ματιά. Ήταν μια σιωπηρή υπενθύμιση ότι είχε υπερβεί τα όρια. Όρια που ο Γκλερόν είχε κάθε δικαίωμα να θέσει ως ηγέτης της όλης προσπάθειας, σωτήρας του Σίκαταρ δύο φορές και αιχμή του δόρατος στην τελευταία τους νίκη. Ο Σίκαταρ δεν ήταν ικανός πολεμιστής ούτε ικανός ηγέτης. Δεν μπορούσε να ισχυριστεί καν ότι ήταν ικανός πολιτικός. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι δεν ήταν και βλάκας, έτσι αποφάσισε πως ότι και να γινόταν στο μέλλον, αυτά τα όρια δε θα τα περνούσε ξανά. Αλλιώς τις συνέπειες δεν ήθελε ούτε να τις σκέφτεται.

Πίσω στην πόλη η Παφύλια έδινε τη δική της μάχη. Μια μάχη κόντρα στην ίδια της τη συνείδηση. Ήξερε ότι όποια απόφαση και αν έπαιρνε, κάποιο κομμάτι του εαυτού της θα έμενε και πάλι ανικανοποίητο. Οι δύο επιλογές που είχε ήταν τόσο τρομερές, που δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι υπήρχε σωστό ή λάθος. Θα αποδεικνυόταν καλή κόρη συγχωρώντας τον πατέρα της και μαρτυρώντας μια συνομωσία κατά της ζωής του; Εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη νίκη του Ίζιντελ και τη μετέπειτα ανάρρηση στην εξουσία του πατέρα της; Μια ανάρρηση που θα γινόταν σίγουρα με δόλια μέσα. Ή θα τασσόταν εναντίον του,

Page 155: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

155

διαπράττοντας ό,τι χειρότερο μπορεί να κάνει ένα παιδί, δηλαδή πατροκτονία, προσφέροντας έτσι το στέμμα στον Σίκαταρ, χωρίς καμία εγγύηση ότι θα αποδεικνυόταν καλύτερος από τους ηγέτες της αντίπαλης μερίδας; Ήταν ένα δίλλημα από το οποίο ήξερε ότι δεν μπορούσε να βγει κερδισμένη. Όποιο μονοπάτι και αν ακολουθούσε, οι τύψεις θα την κατέτρεχαν σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Όταν τελικά πήρε στα χέρια της το ξύλινο κουτί του Γκλερόν, ακόμα δεν ήταν εντελώς σίγουρη για την απόφασή της. Όμως ο χρόνος περνά και οι εξελίξεις τρέχουν. Οι επαναστάτες σύντομα θα έκαναν την κίνησή τους και δε θα την περίμεναν για πάντα. Ωθούμενη λοιπόν από αυτό το δεδομένο, άνοιξε το μυστηριώδες αντικείμενο.

Αμέσως το δωμάτιο λαμπύρισε από μια λάμψη πιο γλυκιά και από τις ακτίνες των φωτολούλουδων. Άκουσε ένα φτερούγισμα και μέσα από το φως, κατάφερε να διακρίνει ένα λιλιπούτειο πλάσμα να ίπταται μπροστά της. Είχε φτερά όμοια με της πεταλούδας, λεπτοκαμωμένο σώμα και δέρμα στο χρώμα του δαμάσκηνου. Το κεφάλι του ήταν μακρόστενο και διέθετε δύο στριφογυριστά κίτρινα κέρατα. Τα μάτια του ήταν δύο γαλάζιες κάθετες γραμμές και για στόμα είχε μια μικροσκοπική προβοσκίδα, που το στόμιό της ανοιγόκλεινε νευρικά. Κοίταξε την Παφύλια για μια στιγμή και μετά έκανε το γύρο του δωματίου αναζητώντας διέξοδο. Η Παφύλια καταλαβαίνοντας την πρόθεσή του, έδωσε εντολή στο δεντρόσπιτο να δημιουργήσει ένα άνοιγμα για το μικρό της αγγελιοφόρο. Το φτερωτό πλασματάκι πετάχτηκε έξω από την τρύπα. Στάθηκε για να κοιτάξει και πάλι την κοπέλα που το είχε ελευθερώσει, μόνο όμως για μια στιγμή. Μετά χάθηκε μακριά, αναζητώντας αναμφίβολα τον Γκλερόν. Μόλις ηρέμησε λίγο από το αναπάντεχο αυτό γεγονός, μπόρεσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που μόλις είχε δει. Αυτό το πλάσμα ήταν ένα τζιντιπέτλ. Αυτά τα φτερωτά πλάσματα χρησιμοποιούνταν για χρόνια από τους Ιβίρφιντ, για να μεταφέρουν μηνύματα και ήταν πάντα γρήγορα και αξιόπιστα στη δουλειά τους. Δυστυχώς όμως ήταν και πολύ ευαίσθητα και κάποια μεταδοτική ασθένεια

Page 156: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

156

εξαφάνισε ολόκληρα σμήνη από αυτό το σπάνιο πια είδος. Πλέον υπήρχαν τόσο λίγα, που η Παφύλια δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της από κοντά, αλλά απλά είχε διαβάσει για αυτά.

Έχοντας κάνει την πρώτη κίνηση για να ξαναρχίσουν οι επαφές με τον Γκλερόν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πια από το να περιμένει. Να περιμένει και να συνεχίσει να αναρωτιέται, αν τελικά έκανε το σωστό. Το τζιντιπέτλ φτερούγιζε νευρικά ακολουθώντας την πορεία, που με ξόρκι είχε εντυπωθεί στη μνήμη του. Δε θα μπορούσε να ξεχάσει με τίποτα τον προορισμό του και επειδή η φυσική του λειτουργία ήταν αυτή του αγγελιοφόρου, το ένστικτό του θα το ωθούσε να παραδώσει το μήνυμά του με κάθε κόστος. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο σήμαινε το θάνατό του. Πέρασε πάνω από τα δεντρόσπιτα της πόλης και κατευθύνθηκε προς την άγρια φύση των απείραχτων από τους Ιβίρφιντ δασών. Εκεί που μέσα στα βάθη της βλάστησης, παρέμεναν κρυμμένοι οι επαναστάτες, που πλέον όμως δεν ήταν μόνοι, αφού ο στρατός τους είχε επιτέλους συγκεντρωθεί και περίμενε έτοιμος να χτυπήσει με την πρώτη εντολή. Το τζιντιπέτλ μπήκε στη σπηλιά των ευγενών και πετάρισε ανάμεσά τους. Οι περισσότεροι το κοίταξαν με περιέργεια και κάποιοι το ακολούθησαν για να μάθουν τι σκοπό είχε. Ο μικροσκοπικός αγγελιοφόρος βρήκε τον αφέντη του και ο Γκλερόν άνοιξε την παλάμη του για να ξαποστάσει ο υπηρέτης του, μετά από το κουραστικό ταξίδι. Το χάιδεψε με στοργή και εκείνο πρόβαλε μέσα στο μυαλό του άρχοντα την εικόνα της Παφύλια, μαρτυρώντας έτσι το άτομο από το οποίο είχε σταλεί. Ο Γκλερόν έβγαλε ένα ξύλινο κουτί όμοιο με εκείνο που είχε δώσει στην Παφύλια και έκρυψε μέσα το τζιντιπέτλ, το οποίο ανάσανε ανακουφισμένο που είχε εκπληρώσει την αποστολή του.

Όλοι οι παρευρισκόμενοι πλησίασαν, έχοντας υποπτευθεί ότι κάτι σημαντικό είχε συμβεί. «Η Παφύλια πήρε την απόφασή της. Πρέπει να πάω και πάλι στην πόλη για να μου ανακοινώσει, αν θα είναι με το μέρος μας ή όχι. Όποια και αν είναι η απάντησή της, εσείς θα έχετε το στρατό έτοιμο. Με ή χωρίς την κόρη του

Page 157: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

157

μάγου εμείς θα χτυπήσουμε!» Ύψωσε τη γροθιά του και σε αυτά τα λόγια οι υπόλοιποι ξέσπασαν σε επευφημίες για την επερχόμενη νίκη. Είχε καταφέρει να βελτιώσει αρκετά την ψυχολογία τους τον τελευταίο καιρό και έτσι να τους έχει πείσει ότι η νίκη τους ήταν σχεδόν βέβαιη. Αν μάλιστα η Παφύλια συνεργαζόταν, τότε τα λόγια του δε θα ήταν απλά τρόπος εμψύχωσης, αλλά θα αντικατόπτριζαν την αλήθεια. Με αυτές τις σκέψεις έφυγε βιαστικά από τη σπηλιά, ξεκινώντας για άλλη μια φορά το ριψοκίνδυνο ταξίδι προς την πόλη. Η Παφύλια ήταν ξαπλωμένη και απορροφημένη στις σκέψεις της, όταν το δεντρόσπιτο την ειδοποίησε ότι είχε και πάλι επισκέψεις. Ξαφνιάστηκε κάπως, αφού δεν περίμενε τόσο άμεση αντίδραση από τους επαναστάτες. Όμως θυμήθηκε αυτό που της είχε πει ο Γκλερόν για τα στενά χρονικά περιθώρια.

Μετά από εντολή της άνοιξε η κεντρική είσοδος του δεντρόσπιτου και μπήκε μέσα ο Γκλερόν, φορώντας τη συνηθισμένη του κουκούλα και το χιτώνα. Την κοίταξε και η ανυπομονησία ήταν φανερή στο βλέμμα του.

«Είσαι έτοιμη να μου δώσεις μιαν απάντηση;» «Ναι. Αποφάσισα να σε βοηθήσω να σκοτώσεις τον πατέρα

μου. Είθε η μητέρα φύση να συγχωρήσει την ανομία μου».

Page 158: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

158

9 Το θέαμα που αντίκρισε ο Βανιρφάντατ όταν έφτασε έξω

από τα τείχη της Ραμίνα, ήταν τέτοιο που θα κατέκλυζε με δέος, πολύ πιο αδύναμες ψυχές από αυτήν του στρατηγού. Η κοιλάδα που οδηγούσε στις πύλες της πρωτεύουσας, ήταν πλημμυρισμένη από το στρατό της αυτοκρατορίας. Όταν ο Αυτοκράτορας του διεμήνυσε ότι θα ήταν ο χερμιτσέτ του ενδοξότερου και μεγαλύτερου στρατού που είχε δει ο κόσμος, δεν υπερέβαλλε. Πραγματικά είχε συγκεντρώσει στρατό, από όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας των Ούρμπιλαχ. Κάτι που γινόταν για πρώτη φορά στην ιστορία του λαού του. Αυτό όμως δε γέμιζε την καρδιά του με περηφάνια, όπως θα πίστευε κανείς, αλλά με φόβο. Αν ο Αυτοκράτορας, ένας σοφός και προσεκτικός ηγέτης, αποφάσισε να αφήσει αφύλακτες όλες τις επαρχίες για να αντιμετωπίσει τους Σαλούβιαρ, τότε ο κίνδυνος για τη Ραμίνα ήταν πολύ μεγάλος. Δε θα έθετε διαφορετικά σε κίνδυνο τις επαρχίες, ρισκάροντας έτσι να οδηγήσει όλο το αυτοκρατορικό οικοδόμημα σε κατάρρευση. Ο Βανιρφάντατ ένιωθε το βάρος της ευθύνης, να πέφτει στους ώμους του αβάσταχτο. Έτσι μόλις άφησε το στρατό του μαζί με τα υπόλοιπα στρατεύματα έξω από την πόλη, πέρασε τις πύλες και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το παλάτι, για να ενημερωθεί από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Η καρδιά του πρόσταζε να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς τη συνοικία των στρατιωτικών, για να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αλλά ένας ανώτερος αξιωματικός των Ούρμπιλαχ, δεν έβαζε ποτέ τις προσωπικές υποθέσεις πάνω από το καθήκον.

Έτσι αγνόησε την έντονη επιθυμία και άρχισε να ανεβαίνει τα χίλια χρυσά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στην πύλη του παλατιού. Από τα δεξιά και αριστερά της σκάλας, στέκονταν οι φρουροί του ίδιου του Αυτοκράτορα, διαλεγμένοι ένας-ένας μέσα από τους καλύτερους πολεμιστές του κόσμου, αφού στις τάξεις

Page 159: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

159

τους δεν υπήρχαν μόνο Ούρμπιλαχ, αλλά και ξένοι μισθοφόροι από όλα τα μήκη και τα πλάτη των γνωστών χωρών. Κρατούσαν δόρυ και ασπίδα και φορούσαν κατάμαυρη πανοπλία, η οποία γυάλιζε εκτυφλωτικά στο φως του ήλιου, που σπάνια κρυβόταν από τα σύννεφα σε εκείνη τη μεριά του κόσμου. Το δόρυ τους ήταν διπλάσιο σε μήκος από αυτό των συνηθισμένων στρατιωτών και η πανοπλία τους, σε αντίθεση με την κόκκινη των υπόλοιπων Ούρμπιλαχ, διέθετε πολύ ισχυρότερη και βαριά θωράκιση, που μόνο ένας θηριώδης πολεμιστής θα μπορούσε να σηκώσει με το σώμα του. Στο θώρακά τους ήταν χαραγμένος στη γλώσσα των Ούρμπιλαχ, ο όρκος τους να πεθάνουν προστατεύοντας τον Αυτοκράτορα και να καίγονται αιώνια στο λάκκο των αχρείων του θεού Ιγκούβιπ, αν τρέπονταν ποτέ σε φυγή και δεν πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Αυτοί οι θεόρατοι άντρες έκλιναν την κεφαλή με σεβασμό, καθώς ο στρατηγός περνούσε από μπροστά τους. Δεν ήταν μόνο το αξίωμα του Βανιρφάντατ ως νέου χερμιτσέτ, αλλά και η φήμη του που προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό όλων. Και αυτό αποδεικνυόταν από την αναγνώριση από τους συνήθως αλαζόνες σωματοφύλακες, που είχαν γίνει γνωστοί με το όνομα Γκβνστάικ, δηλαδή απεσταλμένοι του θεού.

Έφτασε στην πύλη του παλατιού και οι πόρτες άνοιξαν χάρη στην προσπάθεια δέκα δούλων, αφού ξεπερνούσαν σε ύψος τα είκοσι μέτρα. Μετά έπρεπε να υπομείνει ένα πολύπλοκο τελετουργικό, σύμφωνα με το οποίο διάφοροι υπάλληλοι του παλατιού, θα έπρεπε να ανακοινώσουν ο ένας στον άλλον την παρουσία του. Η είδηση τελικά θα έφτανε στα αυτιά του γραμματέα του Αυτοκράτορα, ο οποίος θα ενημέρωνε προσωπικά τον Χεντίκιουα, ότι κάποιος είχε έρθει να δει τη Μεγαλειότητά του. Μετά θα άφηνε τα όπλα του και την πανοπλία του στον προθάλαμο και θα έμπαινε στην αίθουσα του θρόνου, συνοδευόμενος από τουλάχιστον δύο Γκβνστάικ. Το γεγονός ότι ήταν ο χερμιτσέτ, δεν αύξανε απαραίτητα την εμπιστοσύνη του άρχοντά του, ο οποίος ήταν φυσικά στόχος για διαφόρους που

Page 160: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

160

εποφθαλμιούσαν την εξουσία του. Όταν έφτασε επιτέλους μπροστά από το θρόνο, περίμενε υπομονετικά τον Χεντίκιουα, ο οποίος δε βιάστηκε να έρθει, παρόλο που η χώρα διέτρεχε τέτοιον κίνδυνο. Ο Αυτοκράτορας δεν μπορούσε να φανεί ότι ανησυχεί και βιάζεται να ακούσει τη συμβουλή του υπηκόου του, ακόμα και αν αυτός ήταν ο Βανιρφάντατ. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι είχε γράψει προσωπικά την επιστολή ανάκλησής του στη Ραμίνα, αποτελούσε μια άνευ προηγουμένου παραβίαση του πρωτοκόλλου. Τελικά ο γραμματέας ανήγγειλε τον ερχομό του και όλοι στην αίθουσα έπεσαν στα γόνατα και ακούμπησαν το μέτωπό τους στο πάτωμα. Αν κάποιος τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα πριν πάρει άδεια, θα έχανε το κεφάλι του με συνοπτικές διαδικασίες.

Ο Βανιρφάντατ άκουσε τα βήματα του Αυτοκράτορα, καθώς μπήκε στην αίθουσα και πήρε τη θέση του στο χρυσοποίκιλτο θρόνο. Αφού ο Μεγαλειότατος είχε βολευτεί πήραν άδεια να σηκωθούν. Οι Ούρμπιλαχ αν και πριν από αιώνες ήταν ένας σκληροτράχηλος νομαδικός λαός, ζώντας μέσα στις στερήσεις και τους συνεχείς αγώνες, είχαν απορροφήσει πολλά στοιχεία από την πολυτελή ζωή των Σαλούβιαρ και είχαν εγκαταλείψει τους λιτούς τους τρόπους και συνήθειες. Πλέον η πολυτέλεια ήταν μέσα στο αίμα τους, ειδικά στη Ραμίνα και την Αυλή του Αυτοκράτορα. Τρανταχτό παράδειγμα για αυτήν την αλλαγή φιλοσοφίας αποτελούσε ο ίδιος ο Χεντίκιουα, που έμοιαζε πιο πολύ με μέλος της δυτικής αριστοκρατίας, παρά με άρχοντα ενός φιλοπόλεμου έθνους, βγαλμένου από τις φλόγες των μαχών. Σε αντίθεση με τον Βανιρφάντατ, το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο και δε διατηρούσε τα τεράστια μουστάκια των προγόνων του. Το ίδιο ίσχυε και για τα μαλλιά του που ήταν κοντοκουρεμένα, κάτι που σε άλλες εποχές θα θεωρείτο αίσχος. Η πλούσια και πυκνή κοτσίδα άλλωστε, αποτελούσε για τους Ούρμπιλαχ του παρελθόντος, σημάδι δύναμης και ανδρισμού. Ο Βανιρφάντατ ήταν από τους λίγους που συμμερίζονταν πλέον αυτές τις απόψεις. Μετά λύπης έβλεπε τον άρχοντά του να είναι

Page 161: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

161

ενδεδυμένος με έναν πολυτελή κόκκινο χιτώνα, με περίπλοκα χρυσαφένια σχέδια, ενώ το κεφάλι του στόλιζε ένα στέμμα γεμάτο ρουμπίνια και σμαράγδια. Το μέγεθός του ήταν τέτοιο, που ο στρατηγός απορούσε πώς ο Χεντίκιουα μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του όρθιο.

Αυτό που αποδοκίμαζε πάνω από όλα όμως, ήταν η έλλειψη άσκησης που χαρακτήριζε τη ζωή του Αυτοκράτορα. Ο λαός του γεννιόταν και πέθαινε με το σπαθί και για αιώνες περηφανεύονταν, ότι ήταν από τους πιο σκληροτράχηλους πολεμιστές. Τα κορμιά τους άγγιζαν την τελειότητα των αγαλμάτων, που απεικόνιζαν τους πανέμορφους ανθρωπόμορφους θεούς των Σαλούβιαρ και μπορούσαν να σκοτώσουν με γυμνά χέρια, με χαρακτηριστική ευκολία. Όλα αυτά είχαν χαθεί πια. Η εξουσία και η πολυτέλεια, είχε διαφθείρει ακόμα και αυτούς τους λάτρεις της ερήμου. Το μόνο που θύμιζε ακόμα στον Βανιρφάντατ ότι ο άνθρωπος μπροστά του, ήταν απόγονος εκείνων των άγριων πολεμιστών, ήταν εκείνο το βλέμμα που ήταν χαρακτηριστικό τους. Ο Χεντίκιουα, όπως και ο στρατηγός υπήκοός του, είχε μια άσβεστη δίψα για αίμα μέσα στα μάτια του. Δίψα για νίκες, καταστροφές και όλεθρο, όλα στο όνομα του Ιγκούβιπ. Οι Ούρμπιλαχ δεν πολεμούσαν μόνο για τα λάφυρα και τις κατακτήσεις. Ήταν κάτι που τους πρόσφερε ευτυχία. Και αυτό τους έκανε ατρόμητους. Αυτό το βλέμμα που έδινε στον πολεμοχαρή άνδρα ελπίδα για το μέλλον του άρχοντά του, είχε στυλωθεί πάνω του σαν κάτι να περίμενε. Ο Βανιρφάντατ δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει και κοίταξε αμήχανα το γραμματέα, αλλά εκείνος δεν έκανε κανένα νόημα.

«Χαιρετώ το χερμιτσέτ των στρατευμάτων μας. Τον άνθρωπο που θα θυμίσει στους Σαλούβιαρ ότι είναι μόνο σκλάβοι και ότι οι σκλάβοι δεν πρέπει να σηκώνουν κεφάλι» είπε ο ενθρονισμένος εξουσιαστής. Ο Βανιρφάντατ υποκλίθηκε βαθιά, νιώθοντας μεγάλη τιμή με αυτά τα λόγια.

«Ήθελα να σε δω για να σου τονίσω κάποιες ιδιαιτερότητες που έχει η συγκεκριμένη μάχη. Δυστυχώς τα στρατεύματά μας

Page 162: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

162

στα βουνά της Φουγέτ κατατροπώθηκαν ολοσχερώς». Ο Βανιρφάντατ τινάχθηκε έκπληκτος στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Ήξερε ότι οι Σαλούβιαρ είχαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους στη Ζιλμάτα, κάτω από τις βουνοκορφές των Φουγέτ, αλλά το πολύπλοκο και ιδιοφυές σύμπλεγμα των σηράγγων που είχαν δημιουργήσει εκεί οι Ούρμπιλαχ, τους επέτρεπε να κρατούν την περιοχή, με στρατό που δεν υπερέβαινε σε αριθμό αυτόν των αντιπάλων τους. Τι είχε γίνει και η αμυντική τους γραμμή είχε αποτύχει ξαφνικά, μετά από τόσα χρόνια;

«Διακρίνω την απορία στο πρόσωπό σου, κάτι που είναι απόλυτα κατανοητό. Οι Σαλούβιαρ όντας κατώτεροι στον πόλεμο, κατέφυγαν στη μαγεία για να μας αντιμετωπίσουν. Ποιος θα το περίμενε ότι θα έπεφταν ποτέ τόσο χαμηλά;» Ο Βανιρφάντατ συμφωνούσε ότι η χρήση της μαγείας ήταν κάτι το απεχθές και θηλυπρεπές. Ο πολεμιστής όφειλε να βασίζεται στα όπλα του και στο συμπολεμιστή του, πουθενά αλλού. Σκέφτηκε όμως και ότι οι Σαλούβιαρ είχαν αντισταθεί για αιώνες χωρίς μαγεία. Και δεν ήταν τόσο κατώτεροι στην τέχνη του πολέμου, όσο ο Χεντίκιουα ήθελε να πιστεύει.

«Δε γνωρίζουμε πώς το κατάφεραν, αλλά ένας από τους ηγήτορές τους έχει αποκτήσει υπερφυσικές δυνάμεις, που του δίνουν τη δυνατότητα να αποδεκατίζει ολόκληρους στρατούς. Αφού πέρασαν τα βουνά της Φουγέτ, εκπόρθησαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση, οποιοδήποτε οχυρό μας βρήκαν μπροστά τους και ενισχυμένοι από χιλιάδες Σαλούβιαρ που ήταν υπήκοοί μας, έρχονται για να καταλάβουν τη Ραμίνα, το «σμαράγδι» τους όπως το αποκαλούσαν. Έχουν πλέον έναν αρκετά υπολογίσιμο στρατό, αλλά και πάλι ωχριούν μπροστά στη λάμψη των συγκεντρωμένων δυνάμεών μας. Το μόνο που έχουμε να φοβηθούμε είναι οι δυνάμεις αυτού του ψευτοπολεμιστή, που μπορεί να κάνει τους άντρες μου στάχτη με μια του ματιά. Ίσως οι κατάσκοποί μου υπερβάλλουν για τις ικανότητές του, δεν ξέρω. Αλλά ήμουν υποχρεωμένος να λάβω τα μέτρα μου. Έπεσα και εγώ στο επίπεδό τους. Ελπίζω να μη χάσω την εκτίμηση ενός

Page 163: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

163

σπουδαίου πολεμιστή όπως είσαι εσύ». Ο Βανιρφάντατ ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Πώς μπορούσε ο Αυτοκράτορας να ταπεινώνεται έτσι μπροστά του;

«Είμαι πολύ ασήμαντος για να κρίνω τον κύριο της Χρυσής Αυτοκρατορίας. Αν ξεστόμιζα ποτέ το παραμικρό για τη Μεγαλειότητά σας, θα ξερίζωνα την ίδια μου τη γλώσσα με πυρωμένο σίδερο!» Ο Χεντίκιουα χαμογέλασε ευχαριστημένος με αυτήν την ένδειξη απόλυτης αφοσίωσης. Είχε διαλέξει το χερμιτσέτ του συνετά. «Ελπίζω ότι θα λες το ίδιο και αφού σου δείξω αυτό για το οποίο σε κάλεσα εδώ σήμερα. Έλα μαζί μου». Σηκώθηκε από το θρόνο και κατευθύνθηκε προς τη διπλανή αίθουσα. Ο στρατηγός τον ακολούθησε βιαστικά και τότε, ένιωσε για άλλη μια φορά εκείνη την ημέρα μια μεγάλη έκπληξη. Ο Χεντίκιουα έκανε νόημα στους δύο Γκβνστάικ, να μείνουν στην αίθουσα του θρόνου μαζί με το γραμματέα. Έδειχνε έτσι την εμπιστοσύνη του στον Βανιρφάντατ. Για έναν Ούρμπιλαχ ήταν η ύψιστη τιμή.

Μόνοι τους πλέον στο χώρο που γειτόνευε με την αίθουσα του θρόνου, κινήθηκαν προς μια μαύρη κουρτίνα. Ο Χεντίκιουα διστακτικά έπιασε το ύφασμα και το παραμέρισε. Αυτό που είδε ο Βανιρφάντατ έκανε το αίμα να παγώσει στις φλέβες του. Μπροστά στα μάτια του είχε τρία πλάσματα, που αιωρούνταν μερικά εκατοστά από το έδαφος. Το κεφάλι τους ήταν ολοστρόγγυλο και την κορυφή του δεν τη στόλιζαν μαλλιά. Το δέρμα τους ήταν μια κατάμαυρη λεία επιφάνεια. Το σώμα τους ήταν λιπόσαρκο με τα κόκαλα να εξέχουν αηδιαστικά. Ο λαιμός τους ήταν διπλάσιος σε μήκος από αυτόν ενός φυσιολογικού ανθρώπου και ήταν απόλυτα ευθυτενής. Το μόνο που φορούσαν ήταν μια μπέρτα στις πλάτες τους, την οποία στόλιζαν αποκρυφιστικά σύμβολα. Κατά τα άλλα ήταν ολόγυμνα, αλλά δε φαίνονταν πουθενά γεννητικά όργανα. Το πιο φρικτό από όλα όμως, ήταν ότι εκεί που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό τους, υπήρχε μια σκοτεινή τρύπα. Το απόλυτο κενό. Έκανε ένα βήμα πίσω, νιώθοντας κάτι που σπάνια στοίχειωνε την

Page 164: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

164

ψυχή του. Τρόμο. Τα πλάσματα φαίνονταν να μην προσέχουν τους δύο άντρες, ή να αδιαφορούν πλήρως για την παρουσία τους. Συνέχισαν να αιωρούνται στο ίδιο σημείο, χωρίς να κάνουν καμία άλλη κίνηση. Ακόμα και έτσι όμως μετέδιδαν μια σιωπηλή απειλή, προκαλώντας δέος ακόμα και με την ακινησία τους. Τελικά ο Χεντίκιουα έκλεισε την κουρτίνα, καλύπτοντας το αποτρόπαιο θέαμα. Ο Βανιρφάντατ ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του να επιβραδύνονται. Αλλά ακόμα δεν ένιωθε τελείως άνετα, ξέροντας τι υπήρχε κρυμμένο πίσω από το ύφασμα.

«Λέγονται ξιφέθις και είναι πλάσματα απίστευτης μαγικής δύναμης. Οι άνθρωποί μου έφτασαν μέχρι τα σύνορα της αυτοκρατορίας και ακόμα πιο πέρα για να τα βρουν. Ξέρεις ότι η μαγεία αποδοκιμάζεται γενικώς. Οπότε όσοι την ασκούν πρέπει να κρύβονται και να εργάζονται μακριά από το φως της μέρας και τα αδιάκριτα βλέμματα. Όμως τελικά βρέθηκαν και αποτελούν τη μοναδική μας ελπίδα ενάντια στο μάγο Σαλούβιαρ. Το ξέρω ότι νιώθεις φρίκη και μόνο που τα βλέπεις, αλλά δεν πρέπει να ανησυχείς. Ο άνθρωπος από τον οποίο τα προμηθεύτηκα, μου έχει δώσει όλα τα ξόρκια που είναι αναγκαία για το χειρισμό τους. Είναι πλάσματα χωρίς βούληση, που απλά ακολουθούν τις οδηγίες εκείνου που τα ελέγχει. Επομένως δεν κινδυνεύουμε». Ο Βανιρφάντατ δεν ήταν σίγουρος, αλλά διέκρινε έναν τόνο αβεβαιότητας στα λόγια του Αυτοκράτορα.

«Με όλο το σεβασμό, δεν πιστεύετε ότι ο στρατός μας που έχει υποτάξει αμέτρητες χώρες, είναι ικανός να αντιμετωπίσει το στρατό των Σαλούβιαρ; Ένα στρατό μικρότερο, που κατά ένα μεγάλο μέρος αποτελείται από πολίτες και όχι εκπαιδευμένους πολεμιστές;»

«Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο στρατός μας θα σκορπίσει στους πέντε ανέμους το συρφετό των επαναστατών. Όπως σου εξήγησα όμως έχουμε να κάνουμε με ένα ανίερο πλάσμα, που ξεπερνάει τις ανθρώπινες δυνατότητες. Μην ανησυχείς όμως. Όταν τον στείλουμε στον άλλον κόσμο, ο Ιγκούβιπ θα τον τιμωρεί αιώνια για τη βλασφημία του, τσουρουφλίζοντας τις σάρκες του

Page 165: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

165

μέχρι το τέλος του κόσμου!» Ο Βανιρφάντατ έγνεψε ικανοποιημένος που είχε πάρει τη διαβεβαίωση, ότι εκείνα τα εκτρώματα δε θα μπλέκονταν στα πόδια του. Ας αναλώνονταν σε μια μάχη με μαγείες και ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τον αρχηγό των Σαλούβιαρ. Εκείνος θα πολεμούσε τίμια, με σπαθί και μπάλα με καρφιά. Θα ένιωθε το αίμα τον εχθρών του ζεστό στο πρόσωπό του και θα το γευόταν στα χείλη και τη γλώσσα του. Ο Χεντίκιουα άρχισε να κατευθύνεται πάλι προς την αίθουσα του θρόνου.

«Αυτό ήθελα να σου δείξω. Δεν έχω αμφιβολία ότι καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης. Χρόνια τώρα θέλαμε να απαλλαγούμε από τους Σαλούβιαρ και να μπορέσουμε επιτέλους να επεκταθούμε και προς τη δύση. Αντί για αυτό, οι Σαλούβιαρ έρχονται και μας χτυπούνε την πόρτα. Αν χαθεί η Ραμίνα, το γόητρο της αυτοκρατορίας θα πληγεί ανεπανόρθωτα. Κρατάς στα χέρια σου την τιμή του Αυτοκράτορά σου αλλά και της χώρας ολόκληρης. Έχοντας αυτό στο νου, πήγαινε ξεκουράσου. Δες την οικογένειά σου και από αύριο οργάνωσε τα στρατεύματα, έτσι όπως μόνο εσύ ξέρεις. Έχεις την πλήρη εμπιστοσύνη μου και σε διαβεβαιώνω ότι κανείς δε θα αμφισβητήσει τις κινήσεις σου. Είθε ο Ιγκούβιπ να σε μεταμορφώσει σε ταύρο μαινόμενο, που θα σκορπίσει σαν εύθραυστες καλαμιές τους στρατιώτες του εχθρού». Ο Βανιρφάντατ νιώθοντας πως του γινόταν τιμή πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο άξιζε, υποκλίθηκε βαθιά και έφυγε από το παλάτι. Μετά την αναχώρηση του χερμιτσέτ του στρατού, ο Χεντίκιουα κλείστηκε στα δώματά του. Έβγαλε τη βασιλική του περιβολή και στήθηκε γυμνός μπροστά από τον καθρέφτη του. Πήρε το μαστίγιό του και άρχισε να αυτομαστιγώνεται με όλη του τη δύναμη. Τις τελευταίες μέρες ένιωθε φόβο, πως θα έχανε το βασίλειό του και θα ρεζιλευόταν αιώνια στις σελίδες της ιστορίας. Αυτή η αμαρτία έπρεπε να τιμωρηθεί, αφού οι Ούρμπιλαχ απαγορευόταν να νιώθουν φόβο.

Page 166: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

166

Ο αρχιστράτηγος των Ούρμπιλαχ έτρεξε με όλη του τη δύναμη στο σπίτι του. Θα έβλεπε επιτέλους την οικογένειά του ξανά μετά από μήνες. Καθώς το άλογό του πλησίαζε, είδε στην αυλή τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά να παίζουν. Μπορούσε από μακριά να ακούσει τα γέλια τους και η καρδιά του αμέσως αλάφρυνε από τις σκοτούρες της διοίκησης, την αγωνία για την επερχομένη μάχη, τις άπειρες σκηνές θανάτου και σφαγής και το χειρότερο, την υποψία ότι τα λόγια ενός τρελού γέρου στη φλεγόμενη Μάγκρισαζ, ίσως έβγαιναν αληθινά. Ξέχασε τα πάντα όταν η κόρη του, το μικρότερο από τα παιδιά του, τύλιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του. Τότε ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να ηττηθεί από φωτιά και ατσάλι, λύγισε και ξέσπασε σε δάκρυα χαράς.

**********

Ο στρατός των Σαλούβιαρ βρισκόταν στρατοπεδευμένος,

μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά από τα τείχη της Ραμίνα. Η αισιοδοξία για τη νίκη ήταν διάχυτη και η ατμόσφαιρα πανηγυρική. Το ηθικό των αντρών ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να ζητήσει ένας διοικητής και ο Μπέριντεμ έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Καθημερινά συνέρρεαν και καινούργιοι εθελοντές, που έρχονταν από τα κατεχόμενα μέρη της αυτοκρατορίας, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον απελευθερωτή της Φουγέτ. Όλα φάνταζαν τέλεια και θα συνέχιζαν να είναι έτσι, αν δεν ερχόταν κάτι να χαλάσει αυτή τη γενική εικόνα ευδαιμονίας. Ο Μπέριντεμ βρισκόταν στη σκηνή του με τον Σάντιακ και συζητούσαν το πλάνο της επίθεσης, όταν ειδοποιηθήκαν ότι είχε έρθει μια ομάδα από την Απίοριλ που ήθελε να τους δει. Ήξεραν και οι δύο ότι δε θα άκουγαν καλά νέα, αφού γνώριζαν τη γνώμη του βασιλιά τους για την εκστρατεία στα εδάφη των Ούρμπιλαχ. Ο Μπέριντεμ είχε αψηφήσει τη θέληση του Στιγκάριτ και ο αγέρωχος μονάρχης, δε θα μπορούσε να ανεχτεί μια τέτοια ενέργεια ελαφρά τη καρδία. Υποδέχτηκαν

Page 167: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

167

τον επικεφαλής της αντιπροσωπείας σκυθρωποί, θέλοντας να δείξουν εξαρχής ότι καμία παρέμβαση από την Απίοριλ δε θα γινόταν δεκτή. Ο αγγελιοφόρος διέγνωσε αμέσως ποια θα ήταν η απάντησή τους, από τα πρόσωπά τους. Παρέδωσε το μήνυμά του όμως έτσι και αλλιώς, όπως είχε υποχρέωση να κάνει.

«Ο βασιλιάς Στιγκάριτ θεωρεί πράξη προδοσίας την αγνόηση της θέλησής του και καλεί το στρατηγό Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, να επανέλθει αμέσως με τα στρατεύματά του στα σύνορα της χώρας και αφού αφήσει το στρατό του στη Ζιλμάτα, ο ίδιος να επιστρέψει στην Απίοριλ για να δικαστεί για το έγκλημά του κατά του θρόνου». Ο Μπέριντεμ γέλασε ακούγοντας αυτά τα λόγια και δεν μπόρεσε να κρατήσει την ειρωνεία από την απάντησή του.

«Ο βασιλιάς πρέπει να μάθει ότι ο στρατός μου βρίσκεται μέσα στα σύνορα της χώρας. Τα νέα σύνορα. Αυτά που μάχη με μάχη θα μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο, μέχρι που θα φτάσουν στα πέρατα του κόσμου. Πες του ότι αν φοβάται πως θα τον ρίξω από το θρόνο του, μπορεί να ηρεμήσει. Δεν έχω καμία διάθεση να κλειστώ στο παλάτι της Απίοριλ και να απολαμβάνω την εξουσία που έχω κερδίσει, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκα από τη σωστή οικογένεια. Η δική μου εξουσία δεν πηγάζει από το γαλάζιο μου αίμα, αλλά από το αίμα των αντιπάλων μου στο πεδίο της μάχης. Θρόνος μου είναι η σέλα του αλόγου μου και σκήπτρο μου το ξίφος. Αντί για βασιλικό χιτώνα προτιμώ τον αλυσιδωτό θώρακα και αντί για υπηρέτες προτιμώ να με προσκυνούν οι καταρρακωμένοι στρατηγοί των Ούρμπιλαχ. Σύντομα θα κατακτήσουμε τη Ραμίνα και τότε θα μπορεί αν θέλει να αφήσει την Απίοριλ και να έρθει εδώ, στην πραγματική πρωτεύουσα των Σαλούβιαρ. Έχω ακούσει ότι οι Ούρμπιλαχ έχουν διατηρήσει το μεγαλείο του παλατιού, οπότε η ζωή εδώ θα είναι του γούστου του. Από ένα μικρό κράτος θα του δώσω να κυβερνήσει μια απέραντη αυτοκρατορία. Αν αυτό λοιπόν είναι προδοσία, τότε ας μας πει εκείνος τι είναι πατριωτισμός». Ο αγγελιοφόρος έμεινε

Page 168: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

168

σιωπηλός περιμένοντας να τελειώσει ο Μπέριντεμ την αγανακτισμένη απάντησή του.

«Ο βασιλιάς με διέταξε, σε περίπτωση που αρνηθείτε, να σας συλλάβω και να σας συνοδεύσω έστω και διά της βίας, στην Απίοριλ».

«Αγγελιοφόρε δεν ξέρω πόσο στρατό έχεις μαζί σου, αλλά πιστεύεις πραγματικά ότι όλοι αυτοί οι άντρες που είδες έξω, θα σε αφήσουν να εκτελέσεις τη διαταγή του κυρίου σου;»

«Κύριός «μας» στρατηγέ. Δεν έχει παύσει να είναι βασιλιάς των Σαλούβιαρ».

«Σέβομαι και το αξίωμά του και τον ίδιο σαν προσωπικότητα, αλλά το μεγαλείο που θα δημιουργήσω θα δικαιολογήσει την ανυπακοή μου. Κύριός μου πλέον είναι το λάβαρο της χώρας». Ο αγγελιοφόρος θεωρώντας ότι έχει κάνει το καθήκον του, δε δοκίμασε φυσικά κάτι τόσο ανόητο, όπως να συλλάβει τον Μπέριντεμ. Έκανε μεταβολή για να φύγει. Σταματώντας όμως στην είσοδο της σκηνής, γύρισε και είπε στον Μπέριντεμ κάτι που ούτε ο στρατηγός δεν περίμενε να ακούσει: «Ήρθα εδώ συνοδευόμενος από μια στρατιωτική ακολουθία. Είναι μια μικρή δύναμη αλλά έχουν ζητήσει οι ίδιοι, να μείνουν εδώ μαζί σας σε περίπτωση που αποφασίζατε να συνεχίσετε τον πόλεμο. Είναι πλέον δικοί σας να τους τοποθετήσετε όπου νομίζετε χρηστότερο. Καλή επιτυχία στον αγώνα σας και εύχομαι την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε να πιούμε κρασί στη Ραμίνα». Με αυτήν την κλασσική ευχή των Σαλούβιαρ που χρησιμοποιούσαν στην αρχή κάθε χρόνου, ο αγγελιοφόρος έφυγε. Αντί όμως να έχει αποθαρρύνει τον Μπέριντεμ, είχε αντίθετα αυξήσει την πεποίθηση του πολεμιστή ότι έκανε το σωστό. Πως ακόμα και αν είχε αψηφήσει τη θέληση του Στιγκάριτ, ο αγώνας του ήταν δίκαιος και αυτό το πίστευαν και οι χιλιάδες Σαλούβιαρ που είχαν ακούσει για τα κατορθώματά του. Έμενε την επόμενη ημέρα να φαινόταν αντάξιος των προσδοκιών τους και του καθήκοντος που είχε αναλάβει. Αυτές οι σκέψεις του έφεραν ένα κάψιμο στο στήθος, από το μόνιμο σύντροφό του το διαμάντι. Το

Page 169: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

169

αντικείμενο πάντα φούντωνε όποτε ο Μπέριντεμ έκανε τέτοιες σκέψεις. Σαν μικρό παιδί που ανυπομονεί να βγει να παίξει, έτσι και το ανίερο αντικείμενο, παλλόταν ηδονικά όταν πλησίαζε η ώρα της καταστροφής και του ολέθρου.

Η μέρα της επίθεσης ξημέρωσε. Πριν ακόμα ο ήλιος φτάσει στο ύψιστο σημείο, για να καταλάβει το θρόνο του στο ουράνιο στερέωμα, οι δύο πλευρές είχαν επιδοθεί σε πυρετώδεις ετοιμασίες που θα ολοκλήρωναν το γενικότερο στήσιμο των στρατευμάτων τους, το οποίο είχε ξεκινήσει εδώ και μέρες. Ο Βανιρφάντατ μην αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο στους Ούρμπιλαχ για χαλάρωση και εφησυχασμό, έκανε αμέτρητες βόλτες μπροστά από τις ατελείωτες σειρές των στρατιωτών του, για να βεβαιωθεί ότι όλα είχαν φροντιστεί δεόντως. Φοβόταν πως η αριθμητική υπεροχή του στρατού του, θα προκαλούσε υπερβολική αισιοδοξία και έλλειψη συγκέντρωσης, που δε θα επέτρεπε στους πολεμιστές του να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. Έτσι αναγκαζόταν να είναι πιο αυστηρός από ό,τι συνήθως, για να πείσει τους υφιστάμενούς του, ότι δεν είχαν να κάνουν με έναν απλό συρφετό, αλλά με στρατό ο οποίος κρατούσε για αιώνες τη Ζιλμάτα στην κατοχή των Σαλούβιαρ και είχε κάνει το επόμενο βήμα, περνώντας επιτυχημένα από την άμυνα στην επίθεση. Η αγωνία του πολλαπλασιαζόταν από τους δικούς του δαίμονες, αφού ακόμα δεν είχε ξεπεράσει το φόβο του για την προφητεία της καταστροφής της Ραμίνα και του χαμού της οικογένειάς του. Είχε θελήσει να πει στη γυναίκα του να πάρει τα παιδιά τους και να φύγουν μακριά, μέχρι το τέλος της μάχης. Όμως η στρατιωτική του υπερηφάνεια είχε υπερνικήσει. Δεν μπορούσε να παραδεχθεί στη γυναίκα του και στα παιδιά του, που τον θαύμαζαν και τον εμπιστεύονταν, ότι υπήρχε πιθανότητα ήττας.

Εκείνη τη στιγμή, βλέποντας τη σκόνη που σηκωνόταν από την προέλαση των Σαλούβιαρ, με τα μπλε και κίτρινα λάβαρα να κυματίζουν κινούμενα από το πρωινό αεράκι, μετάνιωνε για την απόφασή του και κάκιζε τον εαυτό του που είχε αφήσει ένα τόσο

Page 170: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

170

ταπεινό συναίσθημα όπως η έπαρση, να θέσει σε δεύτερη μοίρα την ασφάλεια ό,τι πιο πολύτιμου είχε στον κόσμο. Προσευχήθηκε στον Ιγκούβιπ για μια τελευταία φορά και πήγε να σταθεί στην κεφαλή της πελώριας στρατιάς του. Και τότε ήταν που τον είδε για πρώτη φορά και το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Ο Μπέριντεμ πετούσε ψηλά, θέλοντας να δει το μέγεθος του αντιπάλου σε όλο του το τρομακτικό μεγαλείο. Ένας απλός άνθρωπος θα διακατεχόταν από δέος, βλέποντας την τεράστια πολεμική μηχανή που ο Χεντίκιουα είχε θέσει σε κίνηση. Ο Μπέριντεμ όμως ένιωσε μια αρρωστημένη χαρά. Σκέφτηκε πόσοι πολλοί Ούρμπιλαχ θα πέθαιναν εκείνη την ημέρα. Πόσων η σάρκα θα έπεφτε από τα κόκαλά τους τσουρουφλισμένη από τις ακτίνες του. Πόσοι θα πνίγονταν από τη γη που θα έσπευδε να τον βοηθήσει, λούζοντας τους εχθρούς με χώμα και πέτρα. Πόσοι θα ένιωθαν το ατσάλι των στρατιωτών του να μπήγεται βαθιά στο κορμί τους, κόβοντας το νήμα της ζωής. Τα θύματα θα ήταν πολλά εκείνη την ημέρα και ο Μπέριντεμ ένιωσε τέτοια αγαλλίαση, ώστε ξέσπασε σε ένα υστερικό γέλιο που πολλαπλασιαζόταν σε δύναμη, με κάθε σπασμό του κορμιού του. Οι Ούρμπιλαχ σίγουροι για τη νίκη τους μέχρι εκείνη τη στιγμή, έβλεπαν τον ιπτάμενο άντρα και ακούγοντας το ξέσπασμά του, ένιωθαν τις τρίχες τους να σηκώνονται ολόρθες. Κοιτάζονταν αβέβαιοι μεταξύ τους, μην ξέροντας πώς να αντιμετωπίσουν αυτήν την πρωτοφανή απειλή.

Τότε με ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό που ισοδυναμούσε με τις φωνές χιλίων μαινόμενων ελεφάντων, ο στρατηγός των Σαλούβιαρ όρμησε και μαζί του όρμησαν και οι ανυπόμονοι για δόξα πολεμιστές του. Το κέντρο των Ούρμπιλαχ τυλίχθηκε στις φλόγες από τις ακτίνες του, διασπώντας το σχηματισμό σε τέσσερα απείθαρχα τμήματα. Οι υπερασπιστές της Ραμίνα, βλέποντας τους συντρόφους τους να χάνονται μέσα σε μια στιγμή, από φλόγες που έλιωναν μέχρι και τα ατσάλινα μέρη των εξαρτήσεών τους, έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν διασπώντας το συμπαγή σχηματισμό. Αυτό ήταν που περίμενε και ο Σάντιακ,

Page 171: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

171

που οδήγησε αμέσως τους επιτιθεμένους εναντίον των άτακτων σωμάτων. Οι Σαλούβιαρ δεν ήταν απλά γενναίοι εκείνη την ημέρα. Ήταν ένας λαός μεθυσμένος από το νέκταρ της δόξας και το όπιο της νίκης. Δε φοβούνταν το θάνατο γιατί μέσα στη φρενίτιδά τους, δεν καταλάβαιναν την έννοια του θανάτου. Η ήττα δεν περνούσε καν από το μυαλό τους. Είχαν να αντιμετωπίσουν ανθρώπους με κλονισμένη αυτοπεποίθηση και χέρια βαριά, από τον τρόμο που τους προκαλούσε ο ιπτάμενος ηγέτης του εχθρού. Πελέκαγαν με μανία ό,τι μπορούσαν να πετύχουν από τα κορμιά των κατακτητών τους και οι πιτσιλιές από το αίμα στο πρόσωπό τους, γίνονταν το παράσημό τους, προπομπός της ένδοξης πορείας τους προς την πολυπόθητη πατρίδα. Η Ραμίνα τους καλούσε σαν φυλακισμένη ερωμένη, να την ελευθερώσουν από τα γλοιώδη χέρια του ανατολίτη κατακτητή. Οι ιππότες της Ζιλμάτα θα απαντούσαν στο κάλεσμα και εκείνη θα τους συγχωρούσε για την αργοπορία τους, ύστερα από τόσους αιώνες.

Ο Βανιρφάντατ είχε χάσει εντελώς τον έλεγχο της μάχης. Οι άντρες του έτρεχαν πανικόβλητοι να ξεφύγουν από τις φλόγες και κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αντιμετωπίσει την εναέρια απειλή. Διέταξε τους τοξότες να στοχεύσουν όλοι μαζί εναντίον του Μπέριντεμ. Τα βέλη έφυγαν και η πορεία τους ήταν σωστή. Με μια κίνηση του χεριού του όμως ο παντοδύναμος στρατηγός, τα ανάγκασε να αιωρηθούν για λίγο μπροστά του και μετά να επιστρέψουν με τριπλάσια ταχύτητα πίσω στους ανθρώπους που τα είχαν εξαπολύσει, κατατρυπώντας τα κορμιά τους και ξεσκίζοντας τα ζωτικά τους όργανα. Αγνοώντας επιδεικτικά τον Βανιρφάντατ που τον κοιτούσε με δέος, συνέχισε την επίθεσή του στο κέντρο της παράταξης, για να είναι σίγουρος ότι αυτό θα παρέμενε διασπασμένο. Ο χερμιτσέτ των Ούρμπιλαχ αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως εναντίον της υπερφυσικής αυτής απειλής. Ο Χεντίκιουα του είχε υποσχεθεί ότι θα αναλάμβανε εκείνος αυτόν τον τομέα. Έτσι λοιπόν έθεσε τον εαυτό του επικεφαλής του πλησιέστερου τμήματος του

Page 172: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

172

στρατού του και διέταξε την αντεπίθεση, ελπίζοντας ότι η μάχη θα κρινόταν στα όπλα, αφού η προσοχή του Μπέριντεμ ήταν στραμμένη αλλού.

Ο Σαλούβιαρ συνέχισε να κατακαίει τους Ούρμπιλαχ, διασπώντας τους σε όλο και μικρότερα τμήματα, τα οποία αποτελούσαν εύκολη λεία για τα παλικάρια του. Υπό την άξια καθοδήγηση του Σάντιακ, το πεζικό του αποτελείωνε τη λαβωμένη στρατιά του εχθρού και κόντευε η ώρα που θα γκρέμιζαν τα τείχη της Ραμίνα για να πιάσουν τον Αυτοκράτορα, του οποίου το πτώμα θα στόλιζε για μέρες την πύλη της πόλης, θυμίζοντας σε όλους τη νίκη της ημέρας και προσφέροντας τροφή στα κοράκια. Ξαφνικά όμως ένας διαπεραστικός ήχος τρύπησε το κρανίο του. Ζαλίστηκε στιγμιαία και παραλίγο να πέσει. Κοίταξε τριγύρω και διαπίστωσε ότι κανείς άλλος δεν είχε αντιληφθεί τον ήχο αυτόν. Μπορεί να οφειλόταν στο γεγονός ότι πολεμούσαν για τη ζωή τους και έτσι όπως ήταν απορροφημένοι από τη μάχη, δε διέκριναν τον ήχο. Όμως είχε ένα κακό προαίσθημα και κάτι του έλεγε πως αυτό που είχε ακούσει ήταν κακό προμήνυμα. Οι υποψίες του δεν άργησαν να επαληθευθούν. Είδε στις επάλξεις τρία απαίσια μαύρα πλάσματα χωρίς πρόσωπο και δίπλα τους έναν Ούρμπιλαχ ντυμένο με μια χρυσοποίκιλτη φορεσιά. Φαινόταν να βρίσκεται σε έκσταση καθώς απήγγειλε κάτι, με μάτια κλειστά και χέρια υψωμένα στον αέρα. Μόλις τελείωσε την απαγγελία του άνοιξε τα μάτια και έδειξε τον Μπέριντεμ. Ο Σαλούβιαρ σκέφτηκε ότι αυτό δε θα μπορούσε να ήταν καλό. Τότε οι τρύπες που είχαν αντί για πρόσωπο τα απεχθή εκείνα πλάσματα, έλαμψαν πιο φωτεινά και από τον ήλιο. Η λάμψη όλο και μεγάλωνε, μέχρι που τρείς ακτίνες που ενώθηκαν και έγιναν μια, εκτοξεύθηκαν προς τον επίδοξο πορθητή της Ραμίνα.

Το χτύπημα ήταν αναπάντεχο και ο Μπέριντεμ θα είχε σίγουρα αποτεφρωθεί, αν το διαμάντι δεν είχε πάρει ξαφνικά τον έλεγχο, διαβλέποντας τον κίνδυνο και δεν είχε προστατεύσει με την ενέργειά του τον ξενιστή του. Παρά τα αντίμετρα του μαγικού αντικειμένου, ο πολεμιστής εκσφενδονίστηκε χιλιόμετρα μακριά

Page 173: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

173

από το σημείο της μάχης και το κορμί του σφηνώθηκε σαν μετεωρίτης στο έδαφος, κατακαίγοντας τα δέντρα της τριγύρω περιοχής και δημιουργώντας έναν τεράστιο κρατήρα. Το κορμί του άντρα έμεινε ασάλευτο μέσα στον κρατήρα να καπνίζει, λόγω της υψηλότατης θερμοκρασίας που είχε δημιουργηθεί. Αθέατος από τους ανθρώπους έμεινε χωμένος στη γη, τη στιγμή που οι συμπατριώτες του τον χρειάζονταν πιο πολύ. Μέσα σε αυτήν την εικόνα καταστροφής, αόρατο στον κοινό θνητό, το φάντασμα ενός πατέρα αιωρείτο με αγωνία πάνω από τον πεσμένο γιο του.

Τα ξιφέθις είχαν εκτελέσει το καθήκον τους και ο Χεντίκιουα δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του, για την κατατρόπωση του μάγου των Σαλούβιαρ. Ο στρατός του πλέον μπορούσε να αποδεκατίσει με την ησυχία του τους επιτιθεμένους και να τους κυνηγήσει μέχρι τη Ζιλμάτα και ακόμα παραπέρα. Αν μια τόσο μεγάλη δύναμη Σαλούβιαρ χανόταν εκείνη την ημέρα στη Ραμίνα, ο στρατός που είχε απομείνει στο κράτος των Σαλούβιαρ δε θα ήταν αρκετός για να σταματήσει την ορμή των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Οι υποδουλωμένοι είχαν πάρει μεγάλο ρίσκο και τελικά θα έχαναν και αυτά τα λίγα που κατείχαν με θυσίες τόσους αιώνες. Το ονειροπόλημά του έκοψε ένας από τους συμβούλους του, εξίσου ενθουσιασμένος.

«Μεγαλειότατε τώρα είναι ευκαιρία, να δώσετε με αυτά τα φανταστικά πλάσματα, το τελειωτικό χτύπημα στους εχθρούς μας». Ο Χεντίκιουα κοίταξε με αποστροφή τα ξιφέθις. Κάθε άλλο παρά «φανταστικά πλάσματα» τα θεωρούσε.

«Όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν τρέλα. Αυτή η τρομερή δύναμη που πηγάζει από αυτά τα πλάσματα, είναι ακατάλληλη για λεπτούς χειρισμούς. Αυτή τη στιγμή κάτω από τα τείχη, έχει δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα από τους γενναίους πολεμιστές μας και τους άπιστους, που αντιτίθενται στη θέληση του Ιγκούβιπ. Αν εξαπολύσω επίθεση τώρα, θα απανθρακωθούν και οι δύο στρατοί. Εκεί κάτω βρίσκεται ο χερμιτσέτ μας. Ο άνθρωπος που θα κάνει την Αυτοκρατορία ακόμα μεγαλύτερη με τις μελλοντικές νίκες του. Όχι, δε θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι

Page 174: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

174

τέτοιο. Η μαγεία σταματάει εδώ. Από εδώ και πέρα θα μιλήσει η καρδιά του πολεμιστή».

Στο πεδίο της μάχης η ψυχολογία είχε αλλάξει. Οι Ούρμπιλαχ είχαν δει τη θριαμβευτική πτώση του Μπέριντεμ και ήξεραν πλέον ότι μπορούσαν να πολεμήσουν ανενόχλητοι, το στρατό που είχαν απέναντί τους. Θεωρώντας λοιπόν ότι οι Σαλούβιαρ θα λιγοψυχήσουν χωρίς τον αρχηγό τους, όρμησαν στην αντεπίθεση. Όμως βρήκαν μπροστά τους ένα αδιαπέραστο φράγμα από ατσάλι και φλέβες πεταγμένες από την ένταση της μάχης. Οι Σαλούβιαρ ήταν καλά εκπαιδευμένοι και είχαν μάθει από καιρό, ότι η μάχη δε σταματάει όταν πέφτει ο αρχηγός. Αντίθετα όφειλαν στη μνήμη του να συνεχίσουν μέχρι τη νίκη, τιμώντας έτσι το όνομά του. Έτσι λοιπόν αν και περικυκλωμένοι από χιλιάδες Ούρμπιλαχ, συνέχιζαν να πολεμούν πιο άγρια από πριν, αποφασισμένοι να περάσουν τις πύλες της Ραμίνα, ακόμα και με τους Ούρμπιλαχ κρεμασμένους από πάνω τους. Ο Βανιρφάντατ πολεμιστής μέχρι το κόκαλο, δεν μπορούσε να μη θαυμάσει αυτή τη μεγαλοπρεπή ένδειξη γενναιότητας και αυτοθυσίας. Ο θαυμασμός του όμως κράτησε μόνο για μια στιγμή, πριν αντικατασταθεί από τον πραγματισμό. Εκείνη η μάχη έπρεπε να κερδηθεί γρήγορα, ώστε να ξεχάσουν οι κυρίαρχοι της ανατολής το συντομότερο δυνατόν, ότι λίγο έλλειψε να χάσουν την ίδια τους την πρωτεύουσα. Έδωσε λοιπόν το σύνθημα που ώθησε όλον του το στρατό, να προχωρήσει πεισματικά και να συνθλίψει τους γενναίους Σαλούβιαρ.

Ο Καριντάμ Ιμπανόγιο ένιωθε, αν αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ένα φάντασμα, σαν να είχε ξυπνήσει από ένα μακρύ λήθαργο. Από τότε που ο γιος του είχε ενωθεί με αυτό το καταραμένο αντικείμενο, είχε παραγκωνιστεί στα σκοτάδια της ανυπαρξίας, μην έχοντας καμία ανάμνηση από τις τελευταίες εβδομάδες και χωρίς να γνωρίζει όσα είχαν συντελεστεί κατά την απουσία του. Η επικοινωνία με το γιο του είχε χαθεί εντελώς και για πρώτη φορά από τη μέρα που μπήκε στη ζωή τους αυτή η κακόβουλη οντότητα, είχε βρει και πάλι επαφή με τον έξω κόσμο.

Page 175: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

175

Αυτή η απομόνωση ήταν αποτέλεσμα της μαγείας του διαμαντιού, για αυτό ήταν σίγουρος. Αυτό που δεν ήξερε ήταν, τι είχε συμβεί και είχε μπορέσει να βγει και πάλι στην επιφάνεια. Τότε είδε τον Μπέριντεμ καρφωμένο στη γη και χίλιοι φόβοι τον πλημμύρησαν. Ήταν ένα πλάσμα άυλο και η ύπαρξή του ήταν απλά ένα καπρίτσιο του θανάτου. Δεν μπορούσε λοιπόν να συνεφέρει το γιο του με συμβατικά μέσα. Έτσι όπως έκανε τόσα χρόνια, βυθίστηκε στο μυαλό του αναίσθητου πολεμιστή και προσπάθησε να επικοινωνήσει.

Από την πρώτη στιγμή της εισόδου στα άδυτα της ψυχής, ένιωσε την παρουσία του διαμαντιού να κυριαρχεί στο χώρο. Δεν ήταν ορατό αλλά η αρνητική ενέργεια που εξέπεμπε, ήταν πιο έντονη από οποιαδήποτε εικόνα. Η δύναμή του ήταν αναμφισβήτητα μεγάλη και ο Καριντάμ δυσκολευόταν πολύ να περιπλανηθεί, στους νοητικούς διαδρόμους που του ήταν τόσο γνωστοί. Το αντικείμενο ήθελε να τον αποβάλλει και πάλι και ήταν σίγουρος ότι αν δεν ήταν και αυτό χτυπημένο από οτιδήποτε είχε επιτεθεί κατά του γιού του, θα είχε τη δύναμη να το κάνει. Άλλωστε δε συνάντησε καμία δυσκολία να νικήσει κατά κράτος το φάντασμα, στην πρώτη τους αναμέτρηση. Υπολόγισε λοιπόν ότι δεν είχε πολύ χρόνο, γιατί ο εχθρός του θα ξυπνούσε και πάλι. Έτσι έπρεπε να βιαστεί να μιλήσει στο παιδί του και να το προειδοποιήσει για το κακό που είχε επιτρέψει να κυριαρχήσει πάνω του. Βρήκε τον Μπέριντεμ, ή μάλλον μια νοητική του αναπαράσταση, γυμνό σε στάση εμβρύου. Δε φαινόταν να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του. Ο Καριντάμ χρησιμοποιώντας όση τηλεπαθητική δύναμη διέθετε, αγωνίστηκε για να τον συνεφέρει και να του μιλήσει. Γύρω του ένιωθε τη μαγική οντότητα του διαμαντιού να σαλεύει, σαν δράκος που ξυπνάει σείοντας τα πάντα, για να βρει έναν κλέφτη που εποφθαλμιά το θησαυρό του. Ο θησαυρός για το διαμάντι ήταν ο ξενιστής του, που τον είχε ανάγκη για να ολοκληρώσει το καταστροφικό του έργο στη γη. Και εκείνο το χαζό φάντασμα στεκόταν στη μέση. Ο Καριντάμ άρχισε να κάνει όλο και πιο αγωνιώδεις προσπάθειες, μέχρι που ο

Page 176: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

176

διπλωμένος άντρας μπροστά του κινήθηκε και τον κοίταξε με βλέμμα κενό.

Η έλλειψη αναγνώρισης πλήγωσε τον πατέρα, ακόμα και αν διήρκησε μόλις μια στιγμή. Μετά ο Μπέριντεμ συνειδητοποίησε τι συνέβαινε και ο ενθουσιασμός χρωμάτισε τη φωνή του.

«Πατέρα γύρισες;» «Προσωρινά μονάχα. Δεν ξέρω τι σου συνέβη, αλλά είσαι

πληγωμένος. Πρέπει να ξυπνήσεις για να φροντίσεις τις πληγές σου».

«Μην ανησυχείς πατέρα. Το διαμάντι με φροντίζει. Όσες πληγές και αν έχω, όσο σοβαρές και αν είναι, θα ιαθούν με τις θαυματουργές του δυνάμεις».

«Δεν πρέπει να στηρίζεσαι σε αυτό το καταραμένο πράγμα. Αντιπροσωπεύει ό,τι πιο κακό έχει υπάρξει ποτέ σε αυτόν τον κόσμο. Εσύ μπορεί να μην το νιώθεις, αλλά για κάποιον ο οποίος είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, η δαιμονική του φύση είναι ορατή».

«Το αισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή ότι επιδιώκει να φέρει συμφορά στον κόσμο. Αλλά έχω μάθει να το ελέγχω. Μπορώ να καταπιέσω τη θέλησή του για κακία και να χρησιμοποιήσω τις αμέτρητες δυνατότητές του προς όφελός μου».

«Όχι δεν μπορείς. Έτσι σε έχει κάνει να νομίζεις, γιατί εκτός από τρομερές δυνάμεις διαθέτει και απίστευτη πονηριά. Σε κάνει να νομίζεις ότι αυτά που θέλει τα θες και εσύ. Φυτεύει ύπουλα μέσα σου τις δικές του επιθυμίες και μετά σε αφήνει να δράσεις νομίζοντας, ότι μάχεσαι για τους δικούς σου στόχους. Όση επιτυχία όμως και να σου προσφέρει, στο τέλος όταν θα εκπληρώσει το σκοπό του, τότε θα χαθούν όλα όσα έχεις κατακτήσει και ακόμα περισσότερα. Δεν το ενδιαφέρει η δημιουργία παρά μόνο η καταστροφή. Θα σε κρατήσει όσο σε χρειάζεται και μετά θα σε οδηγήσει στο θάνατο ή σε κάποια ακόμα χειρότερη μοίρα».

«Πατέρα δεν μπορεί να έχεις δίκιο. Σήμερα ξέρεις που βρίσκεται ο στρατός μας; Έξω από τα τείχη της Ραμίνα. Μέχρι το

Page 177: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

177

βράδυ θα έχουμε εκπορθήσει την πόλη και θα περπατήσουμε στους δρόμους που περπατούσαν οι ένδοξοι πρόγονοί μας, πριν από αιώνες. Και η δύναμή μας είναι τέτοια, που θα μπορέσουμε να κυνηγήσουμε τους Ούρμπιλαχ μέχρι τα πέρατα του κόσμου και να παλινορθώσουμε την ξεχασμένη μας αυτοκρατορία. Θα φτιάξω ένα κράτος τόσο μεγαλόπρεπο και τεράστιο, που δε θα συγκρίνεται με κανένα άλλο που έχει παρουσιαστεί ποτέ στην ιστορία των ανθρώπων».

«Πολύ πιθανό να το καταφέρεις αυτό. Όταν όμως δε θα έχει μείνει τίποτα άλλο για τους Σαλούβιαρ να κατακτήσουν, τότε το διαμάντι θα στραφεί εναντίον εσένα και του λαού μας. Έτσι θα ικανοποιήσει το διακαή του πόθο, που δεν είναι άλλος από την πλήρη ερήμωση αυτού του κόσμου». Ο Μπέριντεμ γύρισε την πλάτη στον πατέρα του και προσπάθησε να φύγει. Ο Καριντάμ τον άρπαξε από το μπράτσο και τον κράτησε σταθερά. Τότε ο στρατηγός των Σαλούβιαρ γύρισε και κοίταξε το φάντασμα με εκείνο το απόκοσμο, κατακόκκινο, ακτινοβόλο βλέμμα. Αφού του χάρισε ένα μειδίαμα γεμάτο σατανικές υποσχέσεις, τον έσπρωξε με υπερφυσική δύναμη. Καθώς έπεφτε στο κενό για να χαθεί και πάλι στην απύθμενη άβυσσο, συνειδητοποιούσε ότι έχανε για άλλη μια φορά το γιο του, ο οποίος γινόταν έρμαιο μαγικών δυνάμεων πολύ ισχυρότερων και από τους δύο τους. Ταυτόχρονα με την απώλεια της επικοινωνίας με τον πατέρα του, ο Μπέριντεμ συνήλθε και σηκώθηκε όρθιος, τινάζοντας χώματα από τα ρούχα του. Ένιωθε όλο του το σώμα μουδιασμένο, αλλά ήξερε ότι αν δεν ήταν το διαμάντι, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Κοίταξε τον ουρανό και εκτοξεύθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Είχε μια πόλη να κατακτήσει.

Ο Σάντιακ περικυκλωμένος από εχθρούς, πολεμούσε άφοβα και αποτελεσματικά. Η γενναιότητα ήταν ένα χαρακτηριστικό που πάντα εμπλούτιζε το χαρακτήρα του. Εκείνη τη στιγμή όμως η αιτία της έλλειψης φόβου του, ήταν η συνειδητοποίηση ότι θα πέθαινε. Δεν είχε τίποτα να ρισκάρει πια και έτσι ριχνόταν παράτολμα εναντίον των εχθρών του, ρίχνοντας κάτω τον έναν

Page 178: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

178

μετά τον άλλον. Το ήξεραν όλοι οι Σαλούβιαρ ότι θα πέθαιναν. Είχαν ριχτεί στη φωλιά του λύκου και το όπλο στο οποίο είχαν βασίσει όλες τους τις ελπίδες, είχε γκρεμιστεί από τον ουρανό και είχε τσακιστεί σε κάποια άγνωστη ερημιά. Είχε φτάσει η ώρα να τιμωρηθούν για την τόλμη τους. Το παράδοξο ήταν όμως ότι κανείς δεν ένιωθε ότι είχαν κάνει λάθος. Ακόμα και αν έπεφταν μέχρι ενός, είχαν καταφέρει ένα τέτοιο πλήγμα στην Αυτοκρατορία, που θα έμενε στις μνήμες τους για αιώνες. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να καυχηθεί, ότι είχε φτάσει και πολεμήσει μέχρι τα τείχη της Ραμίνα, νικώντας τους Ούρμπιλαχ ασταμάτητα από τη Ζιλμάτα μέχρι την πρωτεύουσα. Θα έπεφταν λοιπόν, αλλά θα το έκαναν στέλνοντας το μήνυμα πίσω στην πατρίδα αλλά και στις άλλες χώρες, ότι οι δυνάστες δεν ήταν αήττητοι και χρειάστηκαν όλες τους τις δυνάμεις για να πολεμήσουν μια χούφτα Σαλούβιαρ.

Ο Βανιρφάντατ πολεμούσε και εκείνος σαν λιοντάρι. Οι προσπάθειές του έπαιρναν δύναμη, από το αίσθημα υπερηφάνειας και επιτυχίας που ένιωθε. Εξελισσόταν πλέον σε θρύλο για τη χώρα του. Η νίκη που ήταν έτοιμος να αρπάξει μέσα από τα χέρια των επιτιθεμένων, θα ήταν η πιο ιστορική, επισκιάζοντας όλα του τα προηγούμενα λαμπρά κατορθώματα. Θα μιλούσαν για αυτόν μετά από αιώνες και οι νέοι θα διδάσκονταν για το χερμιτσέτ που έσωσε την Αυτοκρατορία από την κατάρρευση. Η δόξα του θα γινόταν εφάμιλλη εκείνων των κατακτητών της Αυτοκρατορίας των Σαλούβιαρ, από τις στάχτες της οποίας είχε γεννηθεί το γιγάντιο πολιτικο-στρατιωτικό οικοδόμημα των Ούρμπιλαχ. Ανέμιζε την αγκαθωτή μπάλα με την αλυσίδα και κάθε κρανίο που θρυμμάτιζε αντιπροσώπευε και ένα ακόμα σκαλί, που ανέβαινε μέχρι να φτάσει στο πάνθεον των ενδοξοτέρων του λαού του. Τα όνειρά του τον ανέβαζαν στο υψηλότερο βάθρο, για να έρθει όμως μια σκιά και να τον καταβαραθρώσει. Κοίταξε ψηλά αν και ήταν σίγουρος για το τι θα έβλεπε.

Page 179: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

179

Ο Μπέριντεμ επέστρεφε σαν μια ολόλαμπρη μπάλα φωτιάς, συνοδευμένη από την πιο τρομακτική πολεμική ιαχή που μπορούσε να βγάλει ανθρώπινο ον. Έπεσε πάνω στην πύλη κομματιάζοντάς την και παίρνοντας μαζί και ένα μέρος από τα τείχη. Οι άτυχοι στρατιώτες που βρίσκονταν στις πολεμίστρες, έπεσαν στο κενό και καταπλακώθηκαν από τα τεράστια κομμάτια πέτρας που απάρτιζαν την οχύρωση. Ο ίδιος ο Χεντίκιουα μόλις που πρόλαβε να απομακρυνθεί και να πάρει μαζί του τα ξιφέθις. Αφού μπόρεσε να ξαναβρεί την ανάσα του, άρχισε να απαγγέλλει το ξόρκι που είχε χρησιμοποιήσει και νωρίτερα, για να επιτεθεί στον αρχηγό των Σαλούβιαρ. Ο Μπέριντεμ όμως κινήθηκε πολύ γρήγορα αυτή τη φορά. Η ακτίνα τους βγήκε πολύ αδύναμη, αφού δεν πρόλαβαν να συσσωρεύσουν αρκετή ενέργεια για το χτύπημα. Κατάφερε να την αποκρούσει με ευκολία, χρησιμοποιώντας μια ενεργειακή ασπίδα και πέρασε αμέσως στην αντεπίθεση. Με την τρομερή φόρα που είχε πάρει, έπεσε πάνω στο μεσαίο από τα τρία πλάσματα, δίνοντάς του ένα χτύπημα που τσάκισε όλα τα κόκαλα στο αδύνατο κορμί του. Το πλάσμα εκτοξεύθηκε σε μεγάλη απόσταση όπως νωρίτερα ο Μπέριντεμ και προσγειώθηκε τελικά σαν ένα σακί γεμάτο πέτρες, με τα μέλη του να έχουν συστραφεί σε μια γκροτέσκα στάση. Έμεινε ακίνητο, ενώ η λάμψη στην ανατριχιαστική τρύπα που είχε για πρόσωπο, έσβησε.

Ο στρατηγός διέγραψε έναν εναέριο κύκλο και επέστρεψε για να αποτελειώσει και τις άλλες δύο απειλές. Για άλλη μια φορά ο Χεντίκιουα επιδίωκε να τα κάνει να εξαπολύσουν την πυρακτωμένη τους επίθεση. Ενώ όμως η ενέργεια συσσωρευόταν στα κεφάλια τους, ο Μπέριντεμ προσγειώθηκε μπροστά τους και σφήνωσε τα χέρια του στα ανοίγματα, από τα οποία θα εκτονωνόταν το ενεργειακό φορτίο. Τα ξιφέθις άρχισαν να χτυπιούνται χάνοντας για πρώτη φορά την απάθεια που τα χαρακτήριζε. Καταλάβαιναν ότι είχε έρθει το τέλος τους. Το ίδιο κατάλαβε και ο Αυτοκράτορας των Ούρμπιλαχ, ο οποίος άρχισε να τρέχει όσο πιο μακριά μπορούσαν να τον πάνε τα πόδια του. Η

Page 180: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

180

ένταση από την παρεμποδισμένη ακτίνα έφτασε στο αποκορύφωμά της και τελικά οδήγησε στην έκρηξη, η οποία κομμάτιασε τα μαγικά πλάσματα εξαφανίζοντάς τα για πάντα. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για το φρικτό τους θάνατο, παραμέρισε μερικούς τόνους χώματος και πέτρας κάτω από τους οποίους είχε θαφτεί, μετά την απότομη απελευθέρωση της μαγικής δύναμης των ξιφέθις και γύρισε το βλέμμα του προς το πεδίο της μάχης. Χαμογέλασε με κακία σκεπτόμενος ότι το γλέντι μόλις ξεκινούσε.

Υψώθηκε στα ουράνια για να δουν όλοι οι εχθροί το πλάσμα, που θα χάριζε τις ψυχές όλων τους απλόχερα στο θάνατο. Με ένα του νεύμα χιλιάδες ρίζες πετάχτηκαν από το έδαφος, στοχεύοντας τους υπερασπιστές της Ραμίνα. Τυλίχτηκαν ασφυκτικά γύρω τους, αναγκάζοντάς τους να αφήσουν πρόωρα την τελευταία τους πνοή. Πολλοί είχαν την τύχη να λυτρωθούν από το σπαθί κάποιου Σαλούβιαρ, που σε αυτήν την περίπτωση είχαν το ρόλο όχι του εκτελεστή, αλλά κάποιου που ανακούφιζε έναν καταδικασμένο. Ο Μπέριντεμ μη θέλοντας να αφήσει όλη τη δουλειά για τις ρίζες, περνούσε αδιάφορα πάνω από τα κεφάλια των στρατιωτών της Αυτοκρατορίας και τους απανθράκωνε με τις ακτίνες του. Ο Βανιρφάντατ ανήμπορος και αυτός να βοηθήσει, υπέμενε το θανατηφόρο αγκάλιασμα περιμένοντας το θάνατο. Βλέποντας όμως τους άντρες του να πεθαίνουν ανήμποροι, χωρίς να τους δίνεται καν η δυνατότητα να πολεμήσουν και να σταθούν μπροστά στον Ιγκούβιπ με το σπαθί στο χέρι, λύγισε ξεχνώντας τη στρατιωτική του υπερηφάνεια.

«Γιατί δεν κατεβαίνεις να πολεμήσεις σαν άντρας; Διάλεξε τα όπλα σου και σκότωσέ μας αν μπορείς, όπως ένας σωστός στρατιώτης! Όχι με ανίερα μέσα και ταχυδακτυλουργικά! Όταν όλα τελειώσουν, θα τολμάς να λες στα παιδιά σου ότι πήρες αυτήν την πόλη με την αξία σου; Ενώ ο μόνος λόγος που νίκησες είναι επειδή πούλησες την ψυχή σου, για να αποκτήσεις δυνάμεις που κανένας άνθρωπος δε θα έπρεπε να κατέχει;» Ο Μπέριντεμ πλησίασε το χερμιτσέτ έχοντας μια απόλυτα γαληνεμένη

Page 181: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

181

έκφραση. Η απελπισία του στρατηγού αντικατόπτριζε το μέγεθος της νίκης των Σαλούβιαρ και της καταστροφής των Ούρμπιλαχ.

«Αυτή η δύναμη που έχω μου χαρίστηκε τυχαία. Ακόμα όμως και αν χρειαζόταν να δώσω την ψυχή μου, τη ζωή μου ή ό,τι άλλο χρειαζόταν για να βρω τον τρόπο να σας αφανίσω από το πρόσωπο της γης, τότε και πάλι θα το έκανα και μάλιστα ο αγώνας μου θα ήταν εξίσου δίκαιος. Η δικαιοσύνη επιβάλλει να εξολοθρεύσω μέχρι και τον τελευταίο της φάρας σας, ώστε να γίνει απόλυτα βέβαιο, ότι δε θα ξαναγεννηθεί Ούρμπιλαχ σε αυτόν τον κόσμο και έτσι να ξεχαστείτε μια για πάντα και εσείς και η εφήμερη αυτοκρατορία σας. Όσο για το τι θα λέω στα παιδιά μου, αυτό δε θα έπρεπε να ανησυχεί κάποιον που οι πρόγονοί του μπήκαν νύχτα σε αυτά εδώ τα τείχη, σπάζοντας προδοτικά την ανακωχή στην οποία είχαν συμφωνήσει, σφάζοντας στο διάβα τους όποιον έβρισκαν, παλουκώνοντας τους άντρες, βιάζοντας και στραγγαλίζοντας τις γυναίκες, αρπάζοντας με μανία τα παιδιά από τα πόδια και χτυπώντας τα στους τοίχους, μέχρι το κλάμα τους να σωπάσει για πάντα. Οι ψυχές τους όμως ακόμα κλαίνε Ούρμπιλαχ. Σήμερα όμως τα δάκρυά τους θα είναι δάκρυα χαράς, γιατί τη χάρη που μας κάνετε πριν τόσους αιώνες, θα σας την ξεπληρώσουμε στο πολλαπλάσιο».

Κράτησε το χέρι του ανοιχτό μπροστά από τον Βανιρφάντατ και οι ρίζες τον ελευθέρωσαν. Ο χερμιτσέτ φίλησε το φυλαχτό του Ιγκούβιπ που είχε πάντα μαζί του και ετοιμάστηκε για το χειρότερο, προσευχόμενος στο θεό του για δύναμη. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι τίποτα δε θα μπορούσε να τον προετοιμάσει αρκετά, για τη δοκιμασία που έπρεπε να περάσει. Ένας τεράστιος λάκκος ανοίχτηκε κάτω από τα πόδια του και έπεσε στο κενό. Όταν έφτασε στον πάτο κοίταξε γύρω του με αγωνία. Ήξερε ότι ο Σαλούβιαρ του επιφύλασσε κάτι ακόμα χειρότερο. Τα χωμάτινα τείχη γύρω του άρχισαν να δονούνται όπως και το έδαφος. Τότε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο χιλιάδες αιχμηρές σαν ξυράφια πέτρες, τινάχτηκαν από τα βάθη της γης με στόχο τον Βανιρφάντατ. Άρχισαν να ξεσκίζουν το κορμί του, παίρνοντας σε

Page 182: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

182

κάθε θανατηφόρα πτήση και ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας. Ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη, αλλά οι φωνές του χάθηκαν μέσα στο βόρβορο του θανατηφόρου έργου που επιτελούσε η γη. Όταν είχε πλέον καταντήσει μια άμορφη μάζα από σάρκες και κόκαλα βουτηγμένα στο αίμα, τότε ο Μπέριντεμ ένιωσε την ικανοποίηση που αποζητούσε και σταμάτησε το μαρτύριο. Άφησε το λάκκο ανοιχτό για να δουν όσοι Ούρμπιλαχ είχαν απομείνει, τι είχε γίνει ο στρατάρχης τους και να καταλάβουν έτσι, ποια θα ήταν η μοίρα όποιου τολμούσε να του αντισταθεί.

Μετά ρίχτηκε στη μάχη. Προσπαθούσε να επεμβαίνει όσο λιγότερο γινόταν, ώστε να απολαύσουν οι στρατιώτες του τη νίκη και να νιώσουν ότι ήταν και αυτοί υπεύθυνοι για το θρίαμβο. Δυσκολευόταν βέβαια, διότι το διαμάντι ήταν αχόρταγο και ήθελε και άλλα θύματα στο ενεργητικό του. Κατάφερε όμως να καταλαγιάσει τα αιμοβόρα ένστικτα που του γεννούσε το μαγικό αντικείμενο και να αφήσει την πρωτοβουλία στο στρατό του. Το έργο άλλωστε ήταν εύκολο. Οι Ούρμπιλαχ μέτραγαν ακόμα μερικές χιλιάδες αντρών. Ήταν όμως διασπασμένοι, ανοργάνωτοι και με το ηθικό τους καταρρακωμένο. Ο χερμιτσέτ τους είχε πεθάνει με τον πιο φρικτό τρόπο. Ο Αυτοκράτορας δε φαινόταν πουθενά στα τείχη για τους εμψυχώσει και οι πύλες της Ραμίνα είχαν θρυμματιστεί, αφήνοντας το δρόμο ελεύθερο για τους εισβολείς. Η σφαγή κράτησε πολύ και δε σταμάτησε έξω από την πόλη. Όταν οι Σαλούβιαρ πέρασαν το κατώφλι της επανακτημένης πρωτεύουσάς τους, στράφηκαν εναντίον του ανυπεράσπιστου άμαχου πληθυσμού, διαπράττοντας κτηνωδίες όμοιες με εκείνες των Ούρμπιλαχ. Όταν κατακάθισε η σκόνη και είδαν τα άπειρα πτώματα και τα ποτάμια αίματος, όταν κρύωσε το αίμα και έσβησε η μανία της μάχης, ντράπηκαν για αυτό που είχαν κάνει. Ήταν όμως πια αργά. Είχαν αμαυρώσει την πιο λαμπρή σελίδα της νεότερης ιστορίας τους. Ήταν κάτι που θα το θυμούνταν με αισχύνη για χρόνια. Αλλά τελικά θα επικρατούσε η χαρά για την τεράστια επιτυχία. Το έναυσμα της αναγέννησης

Page 183: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

183

της Αυτοκρατορίας των Σαλούβιαρ και η αρχή του τέλους για τους Ούρμπιλαχ.

Ο Μπέριντεμ μπορεί να άφησε τους άντρες του να γλεντήσουν με τον αντίπαλο στρατό και να μην έκανε καμία προσπάθεια να τους σταματήσει, όταν ξεκίνησαν να εκτελούν αδιακρίτως όποιον άμαχο πετύχαιναν στους δρόμους της Ραμίνα, κράτησε όμως για τον εαυτό του το πιο σημαντικό έπαθλο. Αντιμετώπισε ολομόναχος τους χιλιάδες Γκβνστάικ, την προσωπική φρουρά του Χεντίκιουα, τους τρομερότερους πολεμιστές του κόσμου. Δε χρησιμοποίησε ούτε ακτίνες ούτε ζήτησε τη βοήθεια της γης. Άτρωτος με τη βοήθεια του διαμαντιού και ενισχύοντας τη μυϊκή του δύναμη στο πολλαπλάσιο, έσφαξε με το σπαθί του όλους τους Γκβνστάικ, διαπερνώντας τις μέχρι εκείνη τη μέρα, αδιαπέραστες πανοπλίες τους και ασπίδες τους. Τα χίλια χρυσά σκαλοπάτια του παλατιού, βάφτηκαν κόκκινα και ήταν αδύνατον να τα ανέβει κανείς μετά τη σφαγή, λόγω των ποταμιών αίματος που έτρεχαν κατά μήκος τους. Οι εναπομείναντες σωματοφύλακες έδωσαν την τελική απέλπιδα μάχη, μπροστά από την αίθουσα του θρόνου. Έπεσαν και αυτοί κομματιασμένοι, όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτούς.

Ο Μπέριντεμ ρίχνοντας με ένα χτύπημα την πόρτα, μπήκε στην πολυτελή αίθουσα, όπου περίμενε να βρει τον Χεντίκιουα ζαρωμένο στη γωνιά του. Τον περίμενε όμως μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο παλιός ένοικος του παλατιού είχε εξαφανιστεί. Ο πορθητής της Ραμίνα έτρεξε για να φωνάξει τους άντρες του. Έπρεπε να οργανώσουν μια ομάδα που θα αναζητούσε και θα κυνηγούσε τον ηγέτη των Ούρμπιλαχ. Δεν πρόλαβε να κάνει όμως δεύτερο βήμα πριν νιώσει τα πόδια του να λυγίζουν, τα σωθικά του να ανακατεύονται και το κεφάλι του να τριβελίζεται από τον οξύτερο πόνο που είχε νιώσει ποτέ του. Έκανε εμετό και λίγο πριν λιποθυμήσει, συνειδητοποίησε ότι και πάλι είχε υπερβεί τα όρια της αντοχής του. Άλλωστε κάθε νίκη έχει και το τίμημά της.

Page 184: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

184

Το πεδίο της μάχης είχε μείνει έρημο. Η δράση είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό της βασιλικής πολιτείας. Είχε αρχίσει ένα νέου είδους μάχη. Η μάχη των πτωματοφάγων. Τη μέρα κυριαρχούσαν τα όρνια και τη νύχτα ερχόταν η σειρά των τρωκτικών της περιοχής, να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει από όσους είχαν πέσει στη μάχη. Μέσα στο σκοτάδι όμως φάνηκαν και δύο ανθρώπινες μορφές. Φορώντας κουκούλες και μαύρα ρούχα, προχωρούσαν ακροπατώντας ανάμεσα από τα πτώματα, ελπίζοντας ότι οι νικητές εκείνης της ημέρας δε θα τους αντιλαμβάνονταν. Κανονικά αυτό που έψαχναν θα ήταν αδύνατον να το εντοπίσουν, μέσα στο σκοτάδι και με τέτοια πληθώρα πεσμένων κορμιών να καλύπτει τα πάντα. Όμως το κορμί που αναζητούσαν βρισκόταν μέσα σε έναν τεράστιο λάκκο και ξεχώριζε από τους υπόλοιπους νεκρούς. Οι δύο άντρες με κόπο και με τη βοήθεια σχοινιών, κατάφεραν να ανεβάσουν τον Βανιρφάντατ από τον ανοιχτό του τάφο. Όταν ο ένας από τους δύο άντρες κράτησε τον κατακρεουργημένο στρατηγό στην αγκαλιά του, ανατρίχιασε ολόκληρος.

«Μα τον Ιγκούβιπ, αναπνέει ακόμα!»

Page 185: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

185

10 Το τεχνητό φως των φωτολούλουδων αργόσβηνε στην πόλη

των Ιβίρφιντ. Ήταν η ώρα που εδώ και αιώνες, ο λαός της φύσης είχε αποφασίσει ότι αντιπροσώπευε τη νύχτα. Μια νύχτα την έλευση της οποίας, οι ίδιοι όριζαν με τη χρήση των φωτολούλουδων, όπως γινόταν άλλωστε και με τον ερχομό της ημέρας. Αυτή όμως δεν ήταν μια οποιαδήποτε νύχτα. Ήταν η νύχτα που η Παφύλια θα έκανε την απόπειρα δολοφονίας του πατέρα της. Από τότε που είχε ανακοινώσει στον Γκλερόν ότι θα τον βοηθούσε στα δολοπλόκα σχέδιά του, είχε αλλάξει γνώμη άπειρες φορές. Δεν μπορούσε να αισθανθεί σίγουρη για την αποστολή που είχε αναλάβει. Παρά τη δεδομένη κακία του πατέρα της και το γεγονός ότι η χώρα θα ήταν καλύτερη με την απουσία του, δεν μπορούσε να βρει το αίσθημα δικαιοσύνης που είχε τόση ανάγκη, ώστε να εκτελέσει το σχέδιο χωρίς τύψεις. Έτσι οι μέρες είχαν περάσει και είχε φτάσει η ώρα που θα συναντούσε και πάλι τον πατέρα της. Δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω. Αν το μετάνιωνε την τελευταία στιγμή και πρόδιδε έτσι τους επαναστάτες, θα έδινε ένα αναμφισβήτητο πλεονέκτημα στην πλευρά του Κίνιαχ και του Ίζιντελ, κάτι που δεν επιθυμούσε καθόλου. Βλαστήμησε για άλλη μια φορά τη στιγμή που έφυγε ο Μπέριντεμ από κοντά της. Είχε ανάγκη από κάποιον να τη στηρίξει. Να της πει ότι έκανε το σωστό. Να νιώσει ότι δεν ήταν ολομόναχη ανάμεσα σε Ιβίρφιντ, που όλοι ήθελαν να την εκμεταλλευθούν για να πετύχουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους.

Ανακάτευε αφηρημένα τη σούπα που προοριζόταν για το τελευταίο γεύμα του Κίνιαχ. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο φιαλίδιο με το διάφανο υγρό, που της είχε δώσει ο Γκλερόν. Περιείχε ένα άκρως αποτελεσματικό δηλητήριο, εντελώς άοσμο και άχρωμο, το οποίο έπρεπε να ρίξει στη σούπα που θα σέρβιρε στο μάγο. Ο αρχηγός των επαναστατών την είχε διαβεβαιώσει, ότι ο θάνατος του πατέρα της θα ήταν ακαριαίος και έτσι δε θα

Page 186: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

186

υπέφερε καθόλου. Η Παφύλια έβρισκε λίγη παρηγοριά σε αυτό το γεγονός, θα έπρεπε όμως να αρκεστεί σε αυτή τη μικρή θετική λεπτομέρεια. Πήρε το δηλητήριο στα χέρια της και με μια βιαστική κίνηση, για να μην προλάβει να το μετανιώσει, έριξε το υγρό στη σούπα. Το σπίτι της την ειδοποίησε ότι ο Κίνιαχ πλησίαζε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα από την αγωνία. Έπρεπε όμως να ηρεμήσει. Αν έβλεπε την ταραχή στο πρόσωπό της, θα τα καταλάβαινε όλα και τότε τα πάντα θα χάνονταν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε εντολή να ανοίξει η είσοδος. Εκείνος μπήκε μέσα. Είχε ύφος καχύποπτο και με την είσοδό του κοίταξε αμέσως προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν να περίμενε να δει κάποιον που του είχε στήσει ενέδρα. Αφού καθησύχασε τους φόβους του, πλησίασε την Παφύλια χαμογελώντας.

«Κόρη μου, χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω. Η πρόσκλησή σου σημαίνει πολλά για μένα». Την αγκάλιασε και εκείνη ένιωσε το δέρμα της να ανατριχιάζει. Της προκαλούσε αηδία, αλλά δεν έπρεπε να το δείξει. Κάνοντας την καρδιά της πέτρα, πέρασε και αυτή τα χέρια της γύρω του και τον αγκάλιασε όσο μπορούσε πιο πειστικά. Μέχρι στιγμής το έργο της φαινόταν πολύ δύσκολο. Το καθήκον της επέβαλλε όμως να επιμείνει στην πιο απαιτητική ερμηνεία της ζωής της.

«Σε κάλεσα γιατί ήθελα να μιλήσουμε. Αυτή η έχθρα ανάμεσά μας πρέπει κάποια στιγμή να λάβει τέλος. Είσαι η μόνη οικογένεια που μου έχει μείνει. Δεν μπορώ να σε χάσω και σένα, γιατί δεν έχω κανέναν άλλον στον κόσμο».

«Χαίρομαι πολύ που τα βλέπεις έτσι τα πράγματα. Άλλωστε ξέρεις ότι εγώ θα είμαι εδώ πάντα για σένα, ενώ κάποιος άλλος πήρε αυτό που ήθελε και έφυγε αμέσως για τη χώρα του, εγκαταλείποντάς σε». Η αναφορά στον Μπέριντεμ την εξόργισε και θέλησε να ανταποδώσει το σχόλιο, όσο πιο καυστικά μπορούσε. Συγκρατήθηκε όμως τρίζοντας τα δόντια της και φορώντας το πιο όμορφο και ψεύτικο ταυτόχρονα χαμόγελο που διέθετε.

Page 187: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

187

«Ας κάτσουμε. Η σούπα είναι έτοιμη και πρέπει να την απολαύσουμε όσο ακόμα είναι ζεστή». Έβγαλε την κατσαρόλα από το θερμολούλουδο που ζέσταινε το μυρωδάτο περιεχόμενο και άρχισε να γεμίζει τις δύο γαβάθες που βρίσκονταν στο τραπέζι. Ο Κίνιαχ έκατσε συνεχίζοντας να χαμογελάει. Δεν έπαυσε όμως να είναι καχύποπτος και ας το έκρυβε καλά. Έτσι παρατηρούσε επιμελώς κάθε κίνηση της οικοδέσποινας, προσπαθώντας να βρει κάτι που θα επιβεβαίωνε τις υποψίες του. Το ενδεχόμενο να θέλει να τον δηλητηριάσει, είχε περάσει φυσικά από το μυαλό του. Έτσι την παρατήρησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, να σερβίρει μπροστά του από την ίδια κατσαρόλα και τη δική της γαβάθα. Αν λοιπόν είχε ρίξει κάτι στην κατσαρόλα θα πέθαινε και η ίδια. Μια άλλη πιθανότητα ήταν να είχε αλείψει με κάποια δηλητηριώδη ουσία τη δική του γαβάθα, οπότε δε θα είχε σημασία από ποια κατσαρόλα θα γινόταν το σερβίρισμα. Για να εξαλείψει και αυτήν την πιθανότητα, περίμενε τη στιγμή που η Παφύλια θα γυρνούσε την πλάτη της, για να αφήσει την κατσαρόλα πίσω στην κουζίνα. Τότε με ένα ξόρκι άλλαξε εν ριπή οφθαλμού τη δικιά του γαβάθα με αυτήν της κόρης του, χωρίς καν να τις αγγίξει. Πίστευε ότι το ενδεχόμενο της δηλητηρίασης το είχε καλύψει. Επίσης σε στρατηγικά σημεία γύρω από το σπίτι της Παφύλια, βρίσκονταν στρατιώτες οι οποίοι θα αντιμετώπιζαν μια ενδεχόμενη επίθεση από επαναστάτες, αν αποδεικνυόταν ότι το δείπνο ήταν μια παγίδα με εκείνον στο ρόλο του θηράματος.

Όταν η Παφύλια γύρισε κράταγε μια νταμιτζάνα κρασί. «Είναι καινούργια παραλαβή από τα αμπέλια. Εξαιρετική σοδειά. Θα ήθελες να δοκιμάσεις;»

«Όχι ευχαριστώ, ξέρεις ότι απεχθάνομαι το κρασί. Κάνει τους Ιβίρφιντ να χάνουν τα λογικά τους και να πέφτουν ξεροί για ύπνο. Με τις ευθύνες που έχω και είχα από παλιά στο παλάτι, δεν έχω περιθώριο να χάνω την ενάργειά μου ούτε λεπτό. Πρέπει να έχω καθαρό μυαλό για να διαβλέπω ποιος είναι ειλικρινής φίλος του βασιλείου και ποιος απλά ένας προδότης που καραδοκεί, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να βλάψει το βασιλιά

Page 188: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

188

μας». Η Παφύλια συγκράτησε το χείμαρρο ειρωνικών σχολίων που γεννήθηκαν αυτόματα στο μυαλό της. Υποτίθεται ότι εκείνη η πρόσκληση ήταν μια ένδειξη φιλίας, συγχώρεσης και εμπιστοσύνης. Ο Κίνιαχ συνέχισε απτόητος το λογύδριό του, μην παραλείποντας να ρίξει τα πυρά του προς την αντίπαλη μερίδα.

«Αφήνω το κρασί και τη μεθυστική του επιρροή σε κατώτερα όντα με ψευδαισθήσεις μεγαλείου, που μέσα στην άγνοιά τους νομίζουν ότι μπορούν να κυβερνήσουν. Όντα όπως ο ξάδερφος του βασιλιά μας ο Σίκαταρ. Αλλά θα το πάρει το μάθημά του σύντομα».

«Ελπίζω να μη θεωρήσεις και εμένα κατώτερο ον πατέρα, αλλά θα δοκιμάσω ένα ποτηράκι. Είναι πραγματικά ό,τι πιο θεσπέσιο έχω γευτεί». Την παρακολούθησε καθώς έπινε το κρασί με αργές γουλιές απόλαυσης, παρατηρώντας ταυτόχρονα ότι δεν είχε αγγίξει τη σούπα της. Σταύρωσε λοιπόν τα χέρια του και περίμενε να κάνει εκείνη την πρώτη κίνηση. Όταν την είδε να αφήνει με ικανοποίηση το ποτήρι στο τραπέζι και να πιάνει το κουτάλι, τότε μόνο χαλάρωσε κάπως την άμυνά του. Όταν η Παφύλια δοκίμασε και την πρώτη κουταλιά χωρίς να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο, τότε οι υποψίες του διαλύθηκαν τελείως και ξεκίνησε και εκείνος να τρώει.

«Δεν μου είπες, πώς άλλαξες γνώμη και αποφάσισες ξαφνικά να μου μιλήσεις; Είχες χρόνια να κάνεις κάτι τέτοιο και μετά από την ημέρα που μου επιτέθηκες μπροστά σε εκείνο το συγκεντρωμένο πλήθος, πίστεψα ότι θα κόβονταν οριστικά οι δεσμοί ανάμεσά μας, κάτι που μου επιβεβαίωσες και την ημέρα της εκτέλεσης του Σίκαταρ».

«Της παρ’ ολίγον εκτέλεσης» θύμισε η Παφύλια με νόημα. Ο Κίνιαχ όμως δεν πτοήθηκε. «Απλά καθυστερεί το αναπόφευκτο. Οι επαναστάτες έχουν κρυφτεί στο ακατοίκητο κομμάτι του δάσους, σε μέρη τραχιά και αφιλόξενα ακόμα και για έναν Ιβίρφιντ. Έχουν περάσει μερικές εβδομάδες από τότε που απελευθέρωσαν τον Σίκαταρ και ακόμα δεν έχουν κάνει τίποτα το δραστικό. Καμία κίνηση εναντίον του παλατιού. Ήταν λες και

Page 189: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

189

το επιστέγασμα των προσπαθειών τους, ήταν να σώσουν τον εκλεκτό τους από τη φωτιά. Ας γίνει λοιπόν ο άρχοντας των βράχων και των άνυδρων τοπίων όπου κρύβεται. Εμείς παραμένουμε ισχυροί και θα τον περιμένουμε, όποτε βρει το κουράγιο να μας επιτεθεί. Και θα είμαστε σίγουροι για τη νίκη μας».

«Είναι αλήθεια ότι έχουν μείνει αδρανείς. Όμως ούτε και οι στρατιώτες της Βασιλικής Φρουράς μπόρεσαν να τους βρουν. Εκτός από μια ομάδα που έφυγε και δε γύρισε ποτέ. Ο κόσμος στην πόλη συζητάει διάφορα. Λέγεται ότι βρήκαν την κρυψώνα των εξεγερμένων ευγενών και ηττήθηκαν κατά κράτος. Το παλάτι αρνείται βέβαια κάτι τέτοιο κατηγορηματικά, αλλά ο Ίζιντελ δεν είναι άντρας που θα παραδεχόταν εύκολα την ήττα των στρατιωτών του».

«Ο κόσμος πάντα διαδίδει φήμες που γεννιούνται από μυαλά πλούσια σε φαντασία, αλλά όχι προικισμένα με εξυπνάδα και κοινή λογική. Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι στα άγρια μέρη του δάσους. Πράγματα που μόνο εγώ και λίγοι ακόμα Ιβίρφιντ είχαν την ατυχία να γνωρίσουν. Δεν πιστεύω ότι οι στρατιώτες θα έχαναν μια μάχη εναντίον των επαναστατών και ότι θα έπεφταν μέχρι ενός. Κάποιοι θα επιζούσαν για να μας πουν πού δέχτηκαν επίθεση. Οι αντίπαλοί μας είναι ανίκανοι για μια τόσο ολοκληρωτική νίκη. Σε διαβεβαιώνω, άλλος είναι ο λόγος της εξαφάνισης εκείνης της ομάδας». Ολοκλήρωσε τη φράση του χωρίς καμία απολύτως δυσκολία, σαν να πίστευε αυτό που έλεγε στα βάθη της καρδιάς του. Ήταν άλλωστε ένας αριστοτέχνης του ψέματος. Μια ικανότητα που πολλές φορές είχε σταθεί πιο χρήσιμη, από οποιοδήποτε μαγικό κόλπο. Απέναντι στην Παφύλια όμως είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Αντιμετώπιζε ένα συνομιλητή που όχι μόνο έκρινε όσα έβγαιναν από το στόμα του με τη μέγιστη καχυποψία, αλλά και που ήξερε την αλήθεια από τον ίδιο τον Γκλερόν. Έτσι συνέχιζε να χαμογελάει αινιγματικά στον πατέρα της και να απολαμβάνει τη σούπα της. Και δεν ήταν η μόνη.

Page 190: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

190

Η όρεξη του Κίνιαχ φαινόταν να έχει ανοίξει από την κουβέντα και έτσι έτρωγε τη σούπα με ευχαρίστηση. Σύντομα οι γαβάθες ήταν άδειες και οι δύο τους είχαν γύρει στις πλάτες των καθισμάτων τους, έχοντας ακόμα τη ζεστασιά του δείπνου στη γλώσσα τους. Ήταν μια στιγμή χαλάρωσης. Ο Κίνιαχ όμως δε χαλάρωνε ποτέ εκατό τοις εκατό. «Μου φαίνεται αποφεύγεις να μου απαντήσεις στην ερώτησή μου. Γιατί άλλαξες γνώμη για μένα;» Το βλέμμα γεμάτο μίσος και αποφασιστικότητα από τα μισόκλειστα μάτια της Παφύλια, τον έκανε να χάσει την ψυχραιμία του, κάτι που συνέβαινε σπάνια. «Δεν άλλαξα γνώμη». Τότε ένιωσε μια ξαφνική επίθεση στο στομάχι του, σαν να τον τρυπούσαν χίλια στιλέτα. Διπλώθηκε στα δύο και έπεσε στο πάτωμα με την τραγική συνειδητοποίηση, ότι είχε φανεί απίστευτα ανόητος. Δεν έπρεπε να είχε δεχτεί ποτέ του να δειπνήσει με αυτό το φίδι που είχε την ατυχία να αποκαλεί κόρη. Ακόμα όμως και ο αιωνίως καχύποπτος μάγος, δεν είχε ικανή την κοπέλα να φτάσει σε τέτοιο σημείο. Να σκοτώσει τον ίδιο της τον πατέρα. Είχε αφήσει ηλίθιους συναισθηματισμούς να θολώσουν την κρίση του. Νόμιζε ότι την είχε ανάγκη επειδή ήταν η μοναδική εν ζωή συγγενής του. Ενώ στην πραγματικότητα, το μόνο που είχε πραγματικά ανάγκη ήταν η εξουσία. Γιατί να τον ενδιαφέρει τόσο πολύ να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της κόρης του και να φτάσουν τα πράγματα σε εκείνο το σημείο;

Μέσα από σφιγμένα από τον πόνο δόντια, προσπάθησε να ικανοποιήσει τουλάχιστον την περιέργειά του. «Πώς τα κατάφερες; Εσύ γιατί δε δηλητηριάστηκες; Πού ήταν το δηλητήριο;»

«Στη σούπα ήταν πατέρα. Εκεί που υποπτεύθηκες από την αρχή. Είμαι σίγουρη ότι θα φρόντισες να αλλάξεις τις γαβάθες μας και ότι θα πρόσεξες πως μας σέρβιρα από την ίδια κατσαρόλα. Όμως εγώ πήρα αντίδοτο για το δηλητήριο και μάλιστα σου προσέφερα και εσένα να το πιείς. Εσύ όμως αρνήθηκες, καταδικάζοντας έτσι τον εαυτό σου σε θάνατο». Ο Κίνιαχ τότε θυμήθηκε το κρασί που είχε πιεί η Παφύλια πριν

Page 191: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

191

αρχίσει να τρώει τη σούπα. Κρασί που είχε προσφέρει και στον ίδιο, γνωρίζοντας βέβαια ότι θα αρνιόταν να το δοκιμάσει. Η μικρή ήξερε καλά τον αντίπαλό της. Ίσως τελικά πατέρας και κόρη να έμοιαζαν πιο πολύ, απ’ όσο εκείνη θα ήθελε να παραδεχθεί. Αποδέχτηκε την ήττα του και άρχισε σιγά-σιγά να βυθίζεται στο σκοτάδι. Το αιώνιο σκοτάδι του θανάτου που δε γνωρίζει καμία αναλαμπή. Ένα πλάσμα όμως που γνώριζε μια ζωή τη νίκη, δεν μπορούσε έτσι εύκολα να πει το τελευταίο αντίο. Όσα άλλωστε και αν του είχαν προσάψει κατά καιρούς, δεν έπαυε ποτέ να είναι πολεμιστής. Και ένας αληθινός πολεμιστής μάχεται μέχρι το τέλος. Και ακόμα και όταν όλα φαίνονται χαμένα, αν επιμείνει ίσως κάνει κάτι απρόσμενο και ευφυές, που θα τον κάνει να ξεχωρίσει από τους κοινούς θνητούς.

Ο Κίνιαχ άφησε με την τελευταία του πνοή και ένα από τα πιο δύσκολα και ριψοκίνδυνα ξόρκια, που θα μπορούσε μάγος να προφέρει. Το ρίσκο δεν τον ένοιαζε διότι έτσι και αλλιώς πέθαινε. Το γεγονός όμως ότι κατάφερε, αδύναμος και ετοιμοθάνατος, κάτι που πολλοί άλλοι δεν είχαν καταφέρει, έχοντας την προσοχή τους πλήρως επικεντρωμένη, αποδείκνυε το μεγαλείο του. Ακόμα και αν αυτό αναλωνόταν σε ευτελείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις. Το σώμα του έμεινε ακίνητο και η ανάσα του κόπηκε μαζί με το νήμα της ζωής του. Η Παφύλια έσκυψε από πάνω του, μη μπορώντας να πιστέψει ότι είχε τελειώσει έτσι. Είχε ολοκληρώσει την αποστολή της, αλλά δεν ένιωθε κανένα αίσθημα επιτυχίας. Δεν ήξερε πώς θα έπρεπε να νιώσει. Τον μισούσε πολύ για να νιώσει λύπη, αλλά ντρεπόταν και πάρα πολύ για την πράξη της, για να αφεθεί στη χαρά. Καθόταν μουδιασμένη να κοιτάζει το άψυχο σώμα, συνειδητοποιώντας με το πέρασμα της ώρας τι είχε κάνει. Χαμένη καθώς ήταν στις σκέψεις, το τράνταγμα του δεντρόσπιτου τη βρήκε εντελώς απροετοίμαστη. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο πάτωμα, αποτυγχάνοντας να κρατηθεί από οπουδήποτε. Προσπαθούσε με το νου της να επικοινωνήσει με τη ζωντανή κατοικία της, για να διαπιστώσει ποιο ήταν το

Page 192: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

192

πρόβλημα. Όμως κάθε επαφή είχε διακοπεί. Το γιγάντιο δέντρο δεν την άκουγε.

Ενώ αγωνιούσε να βρει την ισορροπία της, ένα άνοιγμα άνοιξε στον ξύλινο τοίχο και λόγω ενός ακόμα δυνατού τραντάγματος που ακολούθησε, τινάχθηκε έξω ξεκινώντας μια πτώση από αρκετά μέτρα ψηλά. Τα τραντάγματα ήταν αποτέλεσμα της ξαφνικής απόφασης του δεντρόσπιτου, να βγάλει βίαια τις ρίζες του από το έδαφος και να αρχίσει να κινείται. Η Παφύλια διέταξε μερικούς κοντινούς θάμνους να μετακινηθούν προκειμένου να απαλύνουν την πτώση της. Μόλις προσγειώθηκε με ασφάλεια, κοίταξε με δέος το τεράστιο εκείνο σύνολο από κλαδιά, φύλλα και ένα μαινόμενο πανύψηλο κορμό, να κινείται αυτόβουλα προς άγνωστη κατεύθυνση. Όσο ζούσε δεν είχε ακούσει ποτέ της για κάποιο δεντρόσπιτο να αψηφά τη θέληση του ιδιοκτήτη του και να εγκαταλείπει έτσι τη θέση του, αποβάλλοντας μάλιστα από μέσα του τον κάτοικο. Το παράξενο όσο και εντυπωσιακό θέαμα, αποκάλυψε και όλους τους κρυμμένους στρατιώτες που είχαν συνοδεύσει τον Κίνιαχ και οι οποίοι είχαν ξετρυπώσει από όπου κρύβονταν, για να κυνηγήσουν τον τρόμο που ξεπρόβαλλε από το πουθενά στην πόλη τους. Η εξέγερση των υποστηρικτών του Σίκαταρ, η απόδρασή του και οι φήμες για επίθεση των επαναστατών, κρατούσαν τη Βασιλική Φρουρά σε επαγρύπνηση. Όμως αυτή η απειλή ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για όλους και δεν ήταν σίγουροι για το πώς να την αντιμετωπίσουν.

Η Παφύλια μην μπορώντας να σκεφτεί τι άλλο να κάνει, ακολούθησε το δεντρόσπιτο μαζί με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους. Ήδη στην πόλη των Ιβίρφιντ επικρατούσε πανικός. Το τράνταγμα του εδάφους από τα βαριά βήματα του εξοργισμένου δέντρου, είχε ξυπνήσει τους αμέριμνους κατοίκους, αναγκάζοντάς τους να τρέχουν να ξεφύγουν από τα χτυπήματα των κλαδιών του. Το δεντρόσπιτο στράφηκε όχι μόνο εναντίον των Ιβίρφιντ, αλλά και κατά των άλλων σπιτιών, τα οποία εγκατέλειπαν προσωρινά τη συνηθισμένη τους ακινησία και

Page 193: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

193

προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τον αναπάντεχο αντίπαλο. Οι κινήσεις αυτές οι οποίες γίνονταν χωρίς την άδεια των ιδιοκτητών τους, έπιαναν εξαπίνης τους κοιμισμένους άρχοντες της φύσης, οδηγώντας πολλές φορές σε τραυματισμούς. Οι στρατιώτες πλησίασαν το δεντρόσπιτο και εξαπέλυσαν ρίζες και κληματσίδες εναντίον του. Τα φυσικά αυτά νήματα το τύλιξαν από όλες τις πλευρές και μπλέχτηκαν στα ακανθώδη κλαδιά του. Το δεντρόσπιτο φάνηκε για μια στιγμή να ακινητοποιείται, μόνο για μια στιγμή όμως. Με ένα ξαφνικό και δυνατό τίναγμα, ξερίζωσε τα δεσμά του από το έδαφος, στέλνοντας τεράστιες μάζες χώματος και πέτρας προς πάσα κατεύθυνση, καταπλακώνοντας τους αμυνόμενους.

Οι στρατιώτες απάντησαν με έναν καταιγισμό από πέτρες, που εκσφενδονίζονταν με την κολοσσιαία δύναμη της ίδιας της γης. Τα κλαδιά του ξύλινου γίγαντα άρχισαν να σπάνε και μεγάλες φλοίδες αποκολλούνταν από τον κορμό του. Αν είχε στόμα θα βρυχιόταν από τον πόνο. Αντί για αυτό όμως λύγισε τον κορμό του προς το έδαφος. Όλα του τα κλαδιά καρφώθηκαν στο χώμα και τότε άρχισε να περιστρέφεται με μανία. Τεράστιες ριπές χώματος και πέτρας εκσφενδονίστηκαν και πάλι, αλλά αυτή τη φορά εναντίον των στρατιωτών. Το θέαμα ήταν φρικτό καθώς τα βλήματα διαπερνούσαν τα αδύναμά τους σώματα, δημιουργώντας τεράστια ανοίγματα από τα οποία διέρρεαν οι ζωτικοί φυσικοί χυμοί των Ιβίρφιντ, παίρνοντας μαζί τους και τη ζωή των διάτρητων στρατιωτών. Οι κοτρόνες με ιλιγγιώδη ταχύτητα περνούσαν ανάμεσα από τα στρατεύματα, που είχαν πληθύνει με τις ενισχύσεις από το παλάτι και έκοβαν κεφάλια χέρια και πόδια, σκοτώνοντας ακαριαία ή σακατεύοντας για μια ζωή τα άτυχα θύματά τους. Οι επιζώντες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν φοβούμενοι για τη ζωή τους. Η θηριώδης ξύλινη μάζα ορθώθηκε και πάλι, σταματώντας το σκάψιμο της γης και την εκτόξευση χώματος και πέτρας. Άρχισε και πάλι να προχωράει ανεμπόδιστο. Η πορεία του ήταν ξεκάθαρη. Πήγαινε προς το παλάτι. Η Παφύλια δεν μπορούσε να πιστέψει το μέγεθος

Page 194: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

194

της καταστροφής. Το ίδιο της το δεντρόσπιτο στο οποίο διέμενε τόσα χρόνια, που την πρόσεχε και τη νανούριζε, την ειδοποιούσε και την προστάτευε από κάθε κίνδυνο, ξαφνικά είχε μετατραπεί σε ένα φονικό όργανο. Έτρεξε από πίσω του γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, από το να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Μόνο ο στρατός θα είχε κάποιες μικρές ελπίδες να αποκρούσει την τρομακτική του επίθεση.

Προχωρώντας στους δρόμους της πόλης συνέχισε να σπέρνει τον πανικό. Το μοναδικό ευτύχημα ήταν ότι δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους κατοίκους, πέρα από κάποια περιστασιακά ξεσπάσματα οργής εναντίον τους. Ήταν αποφασισμένο να φτάσει στο παλάτι. Οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στο βασιλικό προαύλιο και εκεί αποφάσισαν να σχηματίσουν την τελευταία γραμμή άμυνας. Μετέτρεψαν τα κορμιά τους σε πέτρα, εξαιρώντας μόνο τους συνδέσμους των μελών του σώματος, που θα έπρεπε να έχουν κάποια ευλυγισία για να κινούνται. Τα χέρια τους είχαν πάρει τη μορφή αιχμηρών και θανατηφόρων αντικειμένων. Θα έδιναν σκληρή μάχη πριν το αφήσουν να πειράξει το βασιλιά τους. Ο Ίζιντελ μαζί με τον αδελφό του τον Κάραχτ, βρίσκονταν στο μπαλκόνι της αίθουσας του θρόνου και παρακολουθούσαν από μακριά την κολοσσιαία μορφή να πλησιάζει. Ο νεαρός βασιλιάς σκεφτόταν ότι η χώρα του δε θα έβρισκε ποτέ την ηρεμία και τη γαλήνη που της άξιζε. Ήταν σαν κάποιος να τους είχε καταραστεί να βασανίζονται αιώνια, από αλλόκοτα και θανατηφόρα πλάσματα, ενώ ταυτόχρονα δεν έλειπαν και οι εσωτερικές έριδες που μάστιζαν το βασίλειό του.

Το δεντρόσπιτο ξαφνικά επιτάχυνε, ορμώντας με καταστροφικά αποτελέσματα κατά των φυλάκων του παλατιού. Πολλοί Ιβίρφιντ κρεμάστηκαν από πάνω του και άρχισαν να πελεκάνε τα κλαδιά του. Εκείνο τους άρπαζε και τους κοπάναγε με οργή στο έδαφος. Τα πέτρινα σώματά τους κομματιάζονταν σε εκατοντάδες μικρά κομματάκια. Οι ρίζες του μπλέκονταν γύρω τους και τους τραβούσαν βαθιά στο έδαφος, θάβοντάς τους κάτω

Page 195: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

195

από τόνους χώματος. Πολλοί προλάβαιναν να μετατρέψουν το κορμί τους σε χώμα και να γλιτώσουν. Μόλις όμως έπαιρναν και πάλι την κανονική τους μορφή, τα κλαδιά τους αποτελείωναν πριν προλάβουν να αντιδράσουν. Σαν τεράστια ξύλινα έμβολα, τσάκιζαν τις ραχοκοκαλιές των γενναίων αλλά καταδικασμένων πολεμιστών. Η μάχη χανόταν μαζί με τις πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις των Ιβίρφιντ, εν όψει του επικείμενου εμφυλίου. Ο Ίζιντελ δεν μπορούσε να επιτρέψει να συνεχιστεί αυτή η σφαγή. Όχι μόνο δεν τον συνέφερε να σπαταλούνται οι δυνάμεις του κατά αυτόν τον τρόπο, αλλά δεν μπορούσε να επιτρέψει και στον εαυτό του να χάνονται οι ζωές των υπηκόων του και εκείνος να στέκεται απλός θεατής στο θέατρο του πολέμου. Γύρισε στον αδελφό του αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα.

«Κάραχτ χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να κάνουμε κάτι που έχει αιώνες να γίνει και χρειάζεται τρομερή αυτοσυγκέντρωση και υψηλό επίπεδο ικανοτήτων».

«Θα κάνω οτιδήποτε χρειαστεί για να νικήσουμε. Πες μου τι σκέφτηκες».

«Θα συνδεθούμε με το παλάτι και θα το οδηγήσουμε εναντίον της απροσδόκητης αυτής απειλής. Το παλάτι είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο δεντρόσπιτο και δε θα έχει πρόβλημα να υπερνικήσει τον επιτιθέμενο. Έχει ξαναχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν με αποτελέσματα καταστροφικά για τους εχθρούς μας». «Όπως είπες όμως ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται υψηλού επιπέδου ικανότητες. Είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να ανταπεξέλθουμε;» «Στο όνομα της φύσης Κάραχτ δεν έχουμε χρόνο για τους δισταγμούς σου τώρα! Είμαστε βασιλικοί απόγονοι με ικανότητες σαφώς ανώτερες από αυτές των απλών Ιβίρφιντ. Ξέχνα το φόβο σου και τόλμησε μαζί μου!»

Ο Κάραχτ μην έχοντας άλλη επιλογή έγνευσε θετικά. Έκλεισαν τα μάτια τους και έστρεψαν τα κεφάλια του προς τον ουρανό. Χιλιάδες φυσικά νήματα πετάχτηκαν από κάθε γωνιά

Page 196: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

196

του παλατιού και καρφώθηκαν στους δύο βασιλικούς γόνους. Σε λίγα δευτερόλεπτα κάθε εκατοστό της επιφάνειας των κορμιών τους, είχε καλυφθεί και θα ήταν αδύνατον για κάποιον να καταλάβει, ότι λίγες στιγμές νωρίτερα, εκεί στέκονταν δύο Ιβίρφιντ, αντί για εκείνο το φυτικό συνονθύλευμα που είχε πάρει τη θέση τους. Το έδαφος άρχισε να σείεται, καθώς το τεράστιο παλάτι άρχισε να κινείται. Το δεντρόσπιτο σταμάτησε να πολεμάει τους στρατιώτες και κοίταξε σαστισμένο το επιβλητικό θέαμα. Τεράστιες ρωγμές άνοιγαν στο έδαφος καθώς το παλάτι μετά από αιώνες ακινησίας, διακήρυσσε την παρουσία του στον κόσμο. Με κάθε του βήμα, μια μικρή σεισμική δόνηση έστελνε τους Ιβίρφιντ να κατρακυλήσουν στο έδαφος. Τα φύλλα από τα δέντρα έπεφταν και ο πάταγος έστελνε μακριά όσα ζώα βρίσκονταν στην περιοχή, ψάχνοντας έντρομα για κάποιο καταφύγιο. Οι στρατιώτες βλέποντας τους δύο ξύλινους γίγαντες να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες οι οποίες προσπαθούσαν απεγνωσμένα, να γλιτώσουν από την οργή του κυκλώνα. Η μάχη είχε ανέβει επίπεδο και δεν ήταν πλέον για λιλιπούτεια πλάσματα όπως εκείνοι.

Το παλάτι με το τίναγμα ενός τεράστιου κλαδιού, αποπειράθηκε να κόψει στα δύο το δεντρόσπιτο, το οποίο πιο ευέλικτο λόγω του μεγέθους του, απέφυγε το χτύπημα που πέρασε ξυστά πάνω από τα ψηλότερά του κλαδιά. Πήρε φόρα και εμβόλισε με το σώμα του τη βάση του παλατιού, ελπίζοντας να το θέσει εκτός ισορροπίας. Το αποτέλεσμα όμως ήταν μια οικτρή αποτυχία, αφού το παλάτι έμεινε ακλόνητο, ενώ η σύγκρουση οδήγησε στο σοβαρό τραυματισμό του δεντρόσπιτου. Τα κλαδιά της κορυφής του τσακίστηκαν και άρχισε να χάνει ζωτικούς χυμούς από αναρίθμητες πληγές. Τα δύο αδέρφια δεν έχασαν χρόνο. Οδήγησαν το νέο τους σώμα να αρπάξει το πληγωμένο δέντρο, να το σηκώσει ψηλά και να το κοπανήσει με τιτάνια δύναμη στο έδαφος. Ο ήχος ξύλου που σπάει ακούστηκε εκκωφαντικός σε όλη την πόλη. Ο κορμός του δεντρόσπιτου ήταν έτοιμος να κοπεί στα δύο. Το πεισματάρικο πλάσμα όμως

Page 197: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

197

ξανασηκώθηκε τρεκλίζοντας για την αντεπίθεση. Ένα νέο σφοδρό χτύπημα ήρθε να το ρίξει κάτω. Δίνοντας τέλος στις όποιες ελπίδες, το παλάτι έπεσε ολόκληρο πάνω στον πεσμένο μονομάχο. Όταν η βασιλική κατοικία σηκώθηκε, το θέαμα που αντίκρισαν οι μάρτυρες της μονομαχίας ήταν ο κομματιασμένος κορμός. Ο πελώριος υπερασπιστής των Ιβίρφιντ σήκωσε τα κλαδιά στον ουρανό διακηρύσσοντας τη νίκη του, σαν παλαιστής στις αρένες των Σαλούβιαρ, που μόλις είχε κερδίσει την εύνοια του βασιλιά του. Ο ηττημένος είχε όμως ακόμα μια στάλα ζωής μέσα του. Με ένα κλαδί χάραξε μια λέξη στο χώμα. Μετά πέθανε.

Στη χώρα εκείνη που η φύση λατρευόταν από τους κατοίκους, όπως οι άνθρωποι λάτρευαν θεούς απρόσιτους και αλαζόνες, ο θάνατος ενός δέντρου αποτελούσε συνήθως αιτία μεγάλης θλίψης και θρήνου. Οι Ιβίρφιντ ένιωθαν σαν να έχαναν κάποιο συγγενή ή φίλο. Εκείνη τη νύχτα όμως οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι, μόνο ανακούφιση θα μπορούσαν να νιώσουν, για έναν κίνδυνο που αποσοβήθηκε από το βασιλιά τους, ο οποίος επιτέλους διέπραξε το πρώτο του ανδραγάθημα, προσδίδοντας στο όνομά του αρκετό κύρος. Έτσι ο λαός μαζεύτηκε γύρω από το παλάτι, το οποίο είχε πάρει και πάλι την πρότερή του θέση και άρχισε να επευφημεί τον Ίζιντελ και τον Κάραχτ που είχαν βγει στο μπαλκόνι. Η Παφύλια γεμάτη δισταγμό αλλά και περιέργεια, πλησίασε το κατεστραμμένο δεντρόσπιτό της, μην μπορώντας να μη νιώθει θλίψη για την καταστροφή του. Με τον Μπέριντεμ μακριά, ήταν ό,τι πιο κοντινό είχε σε φίλο. Ένα φίλο που είχε χάσει, σε μια εποχή που είχε απόλυτη ανάγκη από υποστήριξη. Χάιδεψε τα σπασμένα του κλαδιά και πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από τον τραχύ τσακισμένο του κορμό. Ποια τρέλα είχε καταλάβει τον πάντοτε πειθήνιο υπηρέτη της. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της την υποψία, ότι είχε να κάνει με τον πατέρα της. Ότι κατά κάποιον τρόπο ακόμα και στο θάνατο, κατάφερνε να τη βασανίζει. Περιφερόμενη γύρω από το τσακισμένο σώμα, το βλέμμα της έπεσε σε κάτι που επιβεβαίωσε την υποψία της. Είδε τη λέξη που είχε χαραχτεί από τα κλαδιά, με

Page 198: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

198

την τελευταία πνοή του δεντρόσπιτου. Η λέξη ήταν «Κίνιαχ». Και τότε συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί.

Όταν ήταν μικρή, πριν το θάνατο της μητέρας της, ο Κίνιαχ όποτε έβρισκε λίγο χρόνο να της αφιερώσει, της έκανε μαθήματα μαγείας. Τις περισσότερες πληροφορίες τις είχε διαγράψει πεισματικά από τη μνήμη της, αρνούμενη οτιδήποτε είχε σχέση μαζί του. Όμως ήταν ένα ξόρκι που της είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Ήταν το πιο δύσκολο μαγικό που μπορούσε ένας μάγος να επιχειρήσει και η αποτυχία σήμαινε πολλές φορές θάνατο. Ακόμα και ο αλαζόνας και σίγουρος για τον εαυτό του Κίνιαχ, δεν τολμούσε να το επιχειρήσει. Επρόκειτο για τη μεταβίβαση της ψυχής κάποιου από το σώμα του σε ένα άλλο σώμα. Ο ετοιμοθάνατος μάγος, μην έχοντας τίποτα να χάσει, δε δίστασε να αφήσει το δηλητηριασμένο σώμα του και να μεταφέρει την ψυχή του στο ανύποπτο δέντρο. Η επικίνδυνη διαδικασία ίσως είχε τρελάνει τον επιζώντα πατέρα της και τον είχε οδηγήσει σε αυτή τη φρενίτιδα. Όπως και να είχαν τα πράγματα πάντως, ο ραδιούργος και μοχθηρός Ιβίρφιντ είχε βρει το θάνατο, για δεύτερη φορά. Η κόρη του ήλπιζε ότι το τέλος ήταν οριστικό. Αν και μαζί του ποτέ δεν μπορούσε να ξέρει κανείς. Η αποστολή της λοιπόν έστω και με αυτόν τον αναπάντεχο και επεισοδιακό τρόπο, είχε εκτελεστεί. Από εκεί και πέρα η συνέχεια ανήκε στη μερίδα του Σίκαταρ και του Γκλερόν. Εκείνη είχε διαδραματίσει το ρόλο της σε αυτήν την πλεκτάνη.

Άκουσε ένα σιγανό φτερούγισμα και γύρισε να δει από πού προερχόταν. Διαπίστωσε ότι από πίσω της πετούσε το τζιντιπέτλ, ο μικροσκοπικός αγγελιοφόρος του Γκλερόν, με το γνωστό του νευρικό φτερούγισμα. Η Παφύλια κατάλαβε ότι το πλάσμα είχε σταλεί για να ενημερωθεί ο αφέντης του για τη μοίρα του Κίνιαχ, από την οποία εξαρτιόταν η διεξαγωγή ή μη της επίθεσης των επαναστατών. Άπλωσε την παλάμη της και το τζιντιπέτλ προσγειώθηκε πάνω της, γαργαλώντας την με τα μικροσκοπικά του ποδαράκια. Δεν ήταν σίγουρη πώς ακριβώς λειτουργούσε ο

Page 199: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

199

αγγελιοφόρος, ούτε αν ήταν ικανό να την καταλάβει. Έκανε όμως μια προσπάθεια.

«Πήγαινε στο αφεντικό σου και πες του ότι ο Κίνιαχ είναι νεκρός». Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, εκείνο τίναξε τα φτερά του και πετώντας εξαφανίστηκε με ταχύτητα, έχοντας ως προορισμό το κρησφύγετο των ευγενών. Η Παφύλια βλέποντας τους στρατιώτες του Ίζιντελ να καταφθάνουν, απομακρύνθηκε από την περιοχή, μην έχοντας όρεξη να απαντήσει σε ερωτήσεις ή να κινήσει υποψίες. Άλλωστε είχε να λύσει και το πρόβλημα της στέγασής της, αφού μετά τα γεγονότα των τελευταίων ωρών, μαζί με τον τελευταίο εν ζωή συγγενή της, είχε και χάσει και το σπίτι της. Στο παλάτι τα δύο αδέρφια ένιωθαν τις συνέπειες του τολμηρού εγχειρήματός τους. Ο έλεγχος του παλατιού τους είχε αποστραγγίσει τη δύναμή τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν καν να σταθούν όρθιοι. Ο βασιλιάς Ίζιντελ προχωρούσε υποβοηθούμενος από τους υπηρέτες του, ενώ ο Κάραχτ είχε χάσει τελείως τις αισθήσεις του και μεταφερόταν με φορείο στο δωμάτιό του. Τον Ίζιντελ δεν τον ένοιαζε αυτή η προσωρινή αδυναμία. Ήξερε ότι δεν είχε προκληθεί κάποια μόνιμη βλάβη. Όμως τον προβλημάτιζαν πολύ οι τελευταίες εξελίξεις. Ποιος είχε καταφέρει να μετατρέψει ένα ήπιο και άκακο δεντρόσπιτο, σε αυτή τη μαινόμενη απειλή; Αυτό το περιστατικό ήταν άνευ προηγουμένου. Και πού στο καλό ήταν ο Κίνιαχ σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή; Χωρίς το μάγο του ένιωθε ευάλωτος, αναλογιζόμενος ειδικά το ενδεχόμενο να επιτεθεί ο Σίκαταρ από στιγμή σε στιγμή.

Το τζιντιπέτλ δεν έχασε καιρό. Έκανε συνεχείς ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα και την υπόλοιπη πυκνή βλάστηση του άγριου δάσους, όπου κρύβονταν οι αποδέκτες του μηνύματος που μετέφερε. Η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά από τη σωματική προσπάθεια, αλλά και την αγωνία να παραδώσει το μήνυμά του το συντομότερο δυνατόν. Για κακή του τύχη όμως υπήρχε κάποιος που είχε διαφορετική άποψη. Ένα φύλλο πετάχτηκε από το δέντρο πάνω από το οποίο πετούσε, τυλίγοντάς το και τραβώντας

Page 200: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

200

προς το έδαφος. Το τζιντιπέτλ άρχισε να χτυπιέται πανικόβλητο, αλλά ήταν πολύ αδύναμο για να τρυπήσει έστω και ένα απλό φύλλο. Ξαφνικά το φύλλο άνοιξε και έριξε τον όμηρό του σε μια παλάμη, η οποία έκλεισε ερμητικά γύρω του. Η παλάμη ανήκε στον περιπολάρχη μιας από τις ομάδες, που τις τελευταίες εβδομάδες έψαχναν μάταια για το κρησφύγετο του Σίκαταρ. Ο στρατιώτης περιεργάστηκε το θήραμά του με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού, όπως η Παφύλια, έτσι και εκείνος δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο πλάσμα. Έμοιαζε με πολύ περίεργο έντομο, αν και ήταν πολύ μεγάλο για να είναι μέλισσα ή κάτι αντίστοιχο. Ό,τι και αν ήταν όμως πάλευε με μανία να απελευθερωθεί. Το μαχητικό πνεύμα του μικρού ζωυφίου διασκέδαζε τον Ιβίρφιντ. Το τζιντιπέτλ ένιωθε όμως τη μεγαλύτερη αγωνία που μπορούσε να νιώσει κάποιος του είδους του. Φοβόταν ότι δε θα παρέδιδε το μήνυμά του και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ίδια του την ύπαρξη. Ήταν μια μοίρα χειρότερη και από το θάνατο.

Η ομάδα των Ιβίρφιντ είχε συγκεντρωθεί γύρω από τον επικεφαλής της και επεξεργαζόταν με έντονη περιέργεια το κατατρομαγμένο πλάσμα. Ο ολοένα αυξανόμενος τρόμος του όμως, έθεσε σε λειτουργία ένα μηχανισμό ασφαλείας, που είχαν όλα τα τζιντιπέτλ, από τη μέρα που έρχονταν στον κόσμο. Ήταν μια ικανότητα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά βούληση και πολλά μάλιστα περνούσαν και όλη τους τη ζωή χωρίς να την ανακαλύψουν ποτέ. Χρειαζόταν πολύ έντονη συναισθηματική φόρτιση και κατά προτίμηση φόβος, για να ενεργοποιηθεί αυτός ο μηχανισμός. Ήταν κάτι που γινόταν σπάνια. Εκείνο το βράδυ όμως, ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες φορές που θα εκδηλωνόταν, για καλή τύχη του τζιντιπέτλ και των επαναστατών και κακή τύχη της συγκεκριμένης περιπόλου, που είχε την ατυχή έμπνευση να εμποδίσει τον αγγελιοφόρο. Άρχισε να διογκώνεται ταχύτατα, ώστε σε μερικά δευτερόλεπτα ήταν αδύνατον για τον Ιβίρφιντ να αντέξει το βάρος στο χέρι του και έτσι το πέταξε κάτω. Από το έδαφος συνέχισε την αυξητική του

Page 201: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

201

πορεία. Με τρόμο όμως οι στρατιώτες ανακάλυψαν ότι η αλλαγή στο μέγεθός του, δεν ήταν η μόνη μεταβολή. Σκούρο καφέ τρίχωμα, πυκνό σαν της αρκούδας, άρχισε να ξεφυτρώνει από το σώμα του. Νέα άκρα άρχισαν να ξεπροβάλουν από τα πλευρά του. Άκρα που κατέληγαν σε θανατηφόρα γαμψώνυχα.

Σε λίγα λεπτά αυτό που είχαν μπροστά τους ήταν ένα θηρίο με οχτώ πόδια, οπλισμένα με νύχια του μισού μέτρου. Το κεφάλι τεράστιο και τριχωτό, διέθετε έξι τεράστια κέρατα και μια προβοσκίδα, που στην άκρη της βρισκόταν ένα κεντρί που έσταζε δηλητήριο, ενώ το μακρύ μέλος όταν ανασηκωνόταν, αποκάλυπτε ένα στόμα με δεκάδες σειρές δοντιών κοφτερών σαν ξυράφια. Είχε επίσης τρεις ουρές οι οποίες αποτελούσαν και αυτές θανατηφόρα όπλα, αφού επάνω τους ήταν προσκολλημένες τεράστιες μαύρες δαγκάνες, που μπορούσαν να κόψουν με τη δύναμή τους ολόκληρο κορμό δέντρου. Αμέσως ξύπνησαν στα μυαλά των Ιβίρφιντ αναμνήσεις από τις μάχες ενάντια στα στίφη των τεράτων, που λυμαίνονταν τη χώρα τους. Έκαναν αμέσως τη σύνδεση και φαντάστηκαν ότι κάποια από τα τέρατα είχαν επιστρέψει, για να εκδικηθούν για την προηγούμενή τους ήττα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το θηρίο με το οποίο ήταν αντιμέτωποι, δούλευε για ένα δικό τους, τον Γκλερόν. Ο φόβος τους έκανε διστακτικούς. Το τζιντιπέτλ δεν τους άφησε περιθώρια να σκεφτούν τι να κάνουν. Τους επιτέθηκε ξεσκίζοντας τα κορμιά τους, ό,τι μορφή και αν δανείζονταν από τη φύση για να αμυνθούν, πέτρα ή ξύλο. Κάποιοι μεταμορφώθηκαν σε χώμα και προσπάθησαν να διαφύγουν, ξεγλιστρώντας μέσα από τα νύχια και τα δόντια. Τότε όμως το κτήνος φύσηξε με όλη του τη δύναμη και σκόρπισε τα θύματά του στους πέντε ανέμους, στερώντας τους την ευκαιρία να επανενώσουν τα μόρια του σώματός τους και να ξαναγίνουν κάποτε ολόκληροι. Χάθηκαν σαν τη σκόνη στην ατμόσφαιρα.

Ο αμείλικτος δολοφόνος άφησε για τελευταίο τον περιπολάρχη. Αυτός είχε μεταμορφωθεί σε πέτρα και είχε πάρει εμβρυική στάση, ελπίζοντας έτσι να προστατευθεί από τα

Page 202: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

202

χτυπήματα. Ένιωσε το κεντρί από την προβοσκίδα να του χτυπάει την πλάτη. Το πέτρινο δέρμα του άντεξε το χτύπημα. Μια μικρή ελπίδα γεννήθηκε μέσα του. Το κεντρί ξαναχτύπησε όμως επίμονα μια, δύο, τρεις… Το τέρας δε θα έφευγε αν δεν αποτελείωνε το τελευταίο μέλος της ομάδας. Όπως το τζιντιπέτλ στην κανονική του μορφή, δεν άφηνε παρά μόνο το θάνατο να το εμποδίσει να παραδώσει το μήνυμα, έτσι και η πιο φρικιαστική του εκδοχή, δε σταμάταγε αν ο εχθρός δεν άφηνε την τελευταία του πνοή. Στο ενδέκατο χτύπημα ο Ιβίρφιντ άκουσε με τρόμο το πέτρινο κέλυφος να σπάει και ένιωσε το δηλητήριο να χύνεται αδυσώπητα στα σωθικά του. Άρχισε να τρέμει και να τραντάζεται από οδυνηρούς σπασμούς σε όλο του το κορμί. Ο πόνος τον έκανε να δακρύζει ασταμάτητα. Σύντομα ούρλιαζε νιώθοντας ότι τον έκοβαν σε κομμάτια. Ήταν όμως απλά η επήρεια της τοξικής ουσίας, που έλιωνε τα εσωτερικά του όργανα. Το δέρμα του άρχισε να πέφτει σε κομματάκια στο χώμα. Τελικά έμεινε μονάχα ένα μαλακό και εύπλαστο εσωτερικό, που δεν μπορούσε να φέρει την παραμικρή αντίσταση στα δόντια του αδηφάγου όντος. Τέλειωσε το γεύμα του και η ορμή του καταλάγιασε. Άρχισε να συρρικνώνεται και να παίρνει πάλι την αρχική του μορφή. Ο μικρός φτερωτός αγγελιοφόρος κοίταξε γύρω του με απορία, σαν να είχε προκαλέσει κάποιος άλλος τη σφαγή. Ανοιγόκλεισε με έκπληξη τα κίτρινα ματάκια του, μην έχοντας καμία ανάμνηση του τι είχε συντελεστεί τα προηγούμενα λεπτά. Τότε θυμήθηκε και πάλι την αποστολή του και πετάρισε μακριά, αδιαφορώντας για το τι μπορεί να είχε γίνει. Σημασία άλλωστε για αυτό, είχε μονάχα η παράδοση του μηνύματος.

Έφτασε στο κρησφύγετο του Γκλερόν και εκείνος το δέχτηκε στις παλάμες του με αγωνία. Έκλεισαν και οι δύο τα μάτια τους και ένας τηλεπαθητικός δεσμός γεννήθηκε ανάμεσά τους. Μέσα στο μυαλό του Ιβίρφιντ ξεφύτρωσε ξαφνικά η εικόνα της Παφύλια να στέλνει το μήνυμά της. Αμέσως ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Το πρώτο μέρος του σχεδίου είχε πετύχει. Πλέον έμενε να εκτελεστεί το ίδιο επιτυχημένα και το

Page 203: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

203

δεύτερο σκέλος, δηλαδή ολομέτωπη επίθεση στον Ίζιντελ. Οι εικόνες όμως συνεχίστηκαν. Ο Γκλερόν παρακολούθησε με ενδιαφέρον τη σφαγή των στρατιωτών από το μεταλλαγμένο τζιντιπέτλ και ένιωσε υπερηφάνεια για τον φαινομενικά άκακο, αλλά στην πραγματικότητα πολύ ικανό και επικίνδυνο υπηρέτη του.

«Βλέπω ότι μπόρεσες να συνδυάσεις δουλειά και διασκέδαση. Μπράβο μικρέ, τα κατάφερες πολύ καλά». Το τζιντιπέτλ αντιλαμβανόμενο την ικανοποίηση του αφέντη του, έκανε δύο κύκλους πανηγυρισμού στον αέρα, πριν μπει και πάλι στο κουτί όπου το φύλαγε για ασφάλεια ο ισχυρός επαναστάτης. Ο Σίκαταρ τον πλησίασε με την ανυπομονησία για τα νέα, εμφανή στις νευρικές κινήσεις του.

«Τι νέα από την Παφύλια;» «Πολύ καλά νέα. Ο Κίνιαχ είναι νεκρός. Δεν υπάρχει πια

κανένα εμπόδιο στην πορεία μας προς τη δόξα. Θα επιτεθούμε σήμερα κιόλας. Μέχρι αύριο θα κάθεσαι στο θρόνο των Ιβίρφιντ Βασιλιά Σίκαταρ». Η ομάδα ξέσπασε σε έξαλλους πανηγυρισμούς. Ο Γκλερόν βλέποντας το ηθικό των αντρών του να είναι ακμαίο, ένιωσε την αισιοδοξία να φουσκώνει μέσα του. Ο Σίκαταρ από την άλλη, ένιωσε την αγωνία του να εκτοξεύεται στα ύψη. Τα ψέματα είχαν τελειώσει. Είχε φτάσει η στιγμή να δείξει τι αξίζει.

Η νύχτα κόντευε να φτάσει στο τελείωμά της. Η άγρυπνη ομάδα των διαφωτιστών, που είχαν υποχρέωση να μένουν ξύπνιοι όλη τη νύχτα, ώστε την προκαθορισμένη ώρα που σηματοδοτούσε την άφιξη του πρωινού, να δίνουν την εντολή στα φωτολούλουδα να χύσουν άπλετο το ζωογόνο τους φως, κατευθυνόταν προς τον τεράστιο κεντρικό μίσχο, που στήριζε και συνέδεε όλα τα μεγάλα φωτολούλουδα του υπόγειου θόλου. Με άνετες κινήσεις, όντας συνηθισμένοι να δουλεύουν στο σκοτάδι, ύστερα από χρόνια προϋπηρεσίας στη συγκεκριμένη θέση, κύκλωσαν το πελώριο πράσινο στέλεχος και ένωσαν τα χέρια τους, για να δώσουν σαν μια οντότητα την εντολή διαφωτισμού.

Page 204: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

204

Πριν προλάβουν όμως να φωτίσουν όλη την πόλη και να δώσουν το έναυσμα για τη νέα μέρα, δέχτηκαν τη δόλια επίθεση των επαναστατών και εκεί στα σκοτεινά, όπου είχαν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, πέθαναν δίνοντας σε εκείνη τη νύχτα παράταση. Αυτό ήταν άλλωστε και το σχέδιο των επιτιθεμένων ευγενών, που έκριναν ότι το σκοτάδι βόλευε την αιφνιδιαστική τους επίθεση και ότι οι άμοιροι διαφωτιστές ήταν αναγκαίες παράπλευρες απώλειες. Τα επόμενα θύματα που είχαν την ίδια μαύρη μοίρα, χρώμα που ταίριαζε άλλωστε και στη σκοτεινή περίσταση, ήταν οι φρουροί του παλατιού. Η ομάδα είχε χωριστεί στα δύο. Οι μισοί εξόντωναν τους φύλακες, ενώ οι υπόλοιποι χρησιμοποιούσαν την έμφυτη δύναμή τους για να ασκήσουν έλεγχο στο παλάτι και να το εμποδίσουν να ειδοποιήσει τον Ίζιντελ, για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Ήταν ένα πολύ δύσκολο καθήκον, που απαιτούσε από αυτούς όλα τα αποθέματα ενέργειας που διέθεταν.

Οι πρώτες φρουρές αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά, αλλά κάποια στιγμή η τύχη των επαναστατών τελείωσε. Το παλάτι τον τελευταίο καιρό είχε την τριπλάσια φύλαξη από ό,τι συνήθως. Έτσι δεν άργησε να έρθει η στιγμή, που μια ομάδα φρουρών αντιλήφθηκε τους επαναστάτες γρηγορότερα από ό,τι οι συνάδελφοί τους και έτσι σήμαναν συναγερμό. Μέσα σε μερικά λεπτά είχε ξεσπάσει γενική σύρραξη, σε όλους σχεδόν τους ορόφους του δαιδαλώδους δέντρινου κτιρίου. Ο Ίζιντελ ξύπνησε από τις φωνές και δε χρειάστηκε να τον ενημερώσουν οι υπηρέτες του για το τι είχε συμβεί. Αυτή τη στιγμή την περίμενε πολύν καιρό. Δε φοβόταν όμως. Αντίθετα δεχόταν τον κίνδυνο με ευχαρίστηση και ήταν έτοιμος να στείλει πολλές ψυχές πίσω στην αγκαλιά της μητέρας φύσης. Ο αδερφός του ο Κάραχτ ήταν ακόμα αναίσθητος, από την εξαντλητική εμπειρία ενεργοποίησης του παλατιού. Δεν τον ένοιαζε και ιδιαίτερα. Και τις αισθήσεις του να είχε πολύ αμφέβαλε, ότι ο μαλθακός και άνευρος αδερφός του θα μπορούσε να βοηθήσει στη μάχη. Με αποφασισμένο βήμα και τους σωματοφύλακές του να τον ακολουθούν, έψαξε να βρει τους

Page 205: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

205

επαναστάτες. Η έρευνά του δεν κράτησε πολύ. Μια ομάδα των στρατιωτών του είχε περικυκλωθεί, από τους αντίστοιχους των προδοτών ευγενών και έχαναν τη μάχη. Ο Ίζιντελ χίμηξε με μανία και άρχισε να πετσοκόβει τους εχθρούς. Η λύσσα του ήταν πρωτοφανής. Το γεγονός ότι δεν είχαν σεβαστεί τη βασιλική εστία της δυναστείας του, τον είχε κάνει ταύρο μαινόμενο.

Όταν και ο τελευταίος επαναστάτης έπεσε, διαπίστωσε με απογοήτευση ότι μέσα στα θύματα δε συγκαταλεγόταν ο Σίκαταρ. Έτσι με βιασύνη ξεκίνησε για να βρει την επόμενη ομάδα επιτιθέμενων, ελπίζοντας να πετύχει τον εξάδελφό του και να τον κάνει να πληρώσει, όχι μόνο για την επανάσταση που πολύ αμφέβαλλε ότι είχε οργανώσει ο ίδιος, αλλά και για όσες ταπεινώσεις είχε υποστεί από εκείνον όλα αυτά τα χρόνια, που το ρεμάλι απολάμβανε την προστασία του βασιλιά Μπούμελ. Του ίδιου του του πατέρα. Ακούγοντας ιαχές μάχης από την αίθουσα του θρόνου, οδήγησε τους άντρες του εκεί. Το θέαμα που αντίκρισε, έριξε περισσότερο καύσιμο στην ήδη φλογισμένη οργή του. Ο Σίκαταρ με ένα ύφος απόλυτης αυταρέσκειας καθόταν στο θρόνο, περιτριγυρισμένος από όσους ευγενείς είχαν επιζήσει, για να δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους, όντας φυσικά οι ευνοούμενοι του νέου βασιλιά. Στα δεξιά του αναγνώρισε τον Γκλερόν, έμπειρο πολεμιστή στον οποίον η χώρα χρώσταγε πολλά. Αυτό όμως δε θα τον γλίτωνε από την οργή του νεαρού μονάρχη, που κινδύνευε εκείνη τη νύχτα να χάσει το θρόνο του. Διέταξε επίθεση ορμώντας κατευθείαν εναντίον του Σίκαταρ. Οι σωματοφύλακές του έσπευσαν να τον προστατεύσουν, εν μέσω αυτής της τόσο απερίσκεπτης επίθεσης. Βρέθηκε μόνος μέσα στην ομάδα των εχθρών. Στο στόμα του λύκου. Αν ήταν άλλος θα είχε πεθάνει σε δευτερόλεπτα. Αλλά δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ο νόμιμος βασιλιάς των Ιβίρφιντ και είχε γαλουχηθεί για την ανάληψη αυτής της θέσης, από τη μέρα που γεννήθηκε.

Αποτίναξε από πάνω του τους αντιπάλους, που τόλμησαν να προσπαθήσουν να τον συγκρατήσουν. Ακόμα και ο σπουδαίος Γκλερόν, έχασε την ισορροπία του στο πέρασμά του και έπεσε

Page 206: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

206

κάτω. Ο Σίκαταρ μην πιστεύοντας στη δύναμη του συγγενή του και με μάτια γουρλωμένα, ετοιμάστηκε για μια απέλπιδα προσπάθεια άμυνας. Όταν η τεράστια ξύλινη ακίδα, που αποτελούσε πια το χέρι του Ίζιντελ, προσπάθησε να τον διαπεράσει, όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει. Ο Γκλερόν όμως στραγγίζοντας όση δύναμη του είχε απομείνει, έκανε κάτι το αδιανόητο. Έλεγξε μόνος ένα μικρό κομμάτι του παλατιού. Πράξη για την οποία κανονικά, χρειαζόταν ολόκληρη ομάδα Ιβίρφιντ αν δεν προέρχονταν από βασιλική γενιά, για να το καταφέρουν. Ακόμα και οι δύο βασιλικοί γόνοι, χρειάστηκε να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους, για να μπορέσουν να ελέγξουν το παλάτι. Και όμως ο ηγέτης των επαναστατών κατάφερε να σώσει τον υποψήφιο βασιλιά, ανοίγοντας μια τρύπα κάτω από το θρόνο και ρίχνοντας με ασφάλεια τον Σίκαταρ, στον κάτω όροφο. Ο Ίζιντελ ούρλιαξε από οργή. Θέλησε να πηδήξει μέσα από την τρύπα, για να ακολουθήσει το θήραμά του. Οι ευγενείς όμως τον πρόλαβαν και μαζί με τους στρατιώτες του νόμιμου μονάρχη, έγιναν όλοι ένα συνονθύλευμα ξύλου, πέτρας και φυτικών ινών. Ο Σίκαταρ ήδη περικυκλωμένος από τους μισθοφόρους του ευεργέτη του, ήταν και πάλι ασφαλής. Βλέποντάς τον ο Γκλερόν μακριά από τον κίνδυνο και έχοντας ξοδέψει όλες του τις δυνάμεις στην προηγούμενη υπερπροσπάθεια, έχασε τις αισθήσεις του.

Το παλάτι είχε γεμίσει από τις ιαχές των πολεμιστών, που σε κάθε γωνιά του κτίσματος, έδιναν τη μάχη της επιβίωσης και της τελικής επικράτησης. Οι δύο στρατοί συνέχιζαν να είναι διεσπαρμένοι σε όλους τους ορόφους και οι μικρές ομάδες που είχαν δημιουργηθεί, πολεμούσαν μέχρις εσχάτων, με τις νίκες να είναι μοιρασμένες, μη δίνοντας σε κάποιον τη δυνατότητα να πει με βεβαιότητα, ποιος υπερείχε. Ο Ίζιντελ έχοντας περισσότερη ώθηση λόγω της οργής του, ξεπερνούσε σε δύναμη και ορμή τους εχθρούς του, αλλά ήταν όμως και απρόσεκτος εξαιτίας της κινητήριας αυτής δύναμης και έτσι ήταν πολύ πιθανό να κάνει σύντομα το μοιραίο λάθος. Οι επαναστάτες από την άλλη είχαν χάσει προσωρινά τον Γκλερόν και έτσι πολεμούσαν χωρίς τον

Page 207: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

207

ακρογωνιαίο τους λίθο. Σε αυτήν την τόσο ρευστή κατάσταση, στην οποία το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να προβλεφθεί, οι αντιμαχόμενοι παρατήρησαν ότι το πάτωμα της αίθουσας του θρόνου είχε γίνει γλιστερό, κάτι που είχε οδηγήσει ήδη σε πολλές πτώσεις πολεμιστών, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους αντιπάλους τους για το τελικό χτύπημα. Ο Ίζιντελ ήταν ο πρώτος ο οποίος παρατήρησε, ότι η ουσία που είχε καλύψει την αίθουσα ήταν λάδι. Σηκώνοντας το βλέμμα είδε στην είσοδο τον Κάραχτ τον αδερφό του, δίπλα σε ένα ριγμένο ανοιχτό βαρέλι. Χίλιες υποψίες πέρασαν από το μυαλό του, αλλά οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν όταν ο δεύτερος στη διαδοχή του θρόνου, ύψωσε ένα τόξο με ένα φλεγόμενο βέλος.

Σταδιακά η μάχη σταμάτησε τελείως, αφού ένας-ένας οι Ιβίρφιντ και των δύο πλευρών, έβλεπαν με φρίκη το φλεγόμενο βέλος και συνειδητοποιούσαν ταυτόχρονα ότι ήταν βουτηγμένοι στο λάδι. Ο Ίζιντελ βγήκε μπροστά να ζητήσει εξηγήσεις από τον αδερφό του.

«Κάραχτ τι πας να κάνεις; Ατιμάζεις το βασιλικό οίκο με μια τέτοια ενέργεια. Οι Ιβίρφιντ δε χρησιμοποιούν ένα τόσο ανίερο μέσο, όπως η φωτιά, για να επικρατήσουν. Μπορούμε να βγούμε νικητές από αυτή τη μάχη, με τα παραδοσιακά όπλα που μας χαρίζει από την αρχή του κόσμου η μητέρα φύση. Σβήσε τη φωτιά και πάλεψε σαν άντρας!»

«Λυπάμαι αδερφούλη αλλά δε με νοιάζει απλά να νικήσεις για να συνεχίσεις τη βασιλεία σου, ένδοξος και τρανός, αφήνοντάς με για πάντα στο περιθώριο. Απόψε σε αυτό το δωμάτιο, θα πεθάνουν όλοι οι ευγενείς και μαζί με αυτούς ο βασιλιάς της χώρας. Μετά το δραματικό γεγονός, ο μόνος που θα έχει την εξουσία και το δικαίωμα να ανέβει στο θρόνο θα είμαι εγώ».

«Θα προδώσεις τον ίδιο σου τον αδερφό και μάλιστα όχι αντιμετωπίζοντάς με ευθέως, αλλά παγιδεύοντάς με σε αυτή τη λίμνη από λάδι, ενώ εγώ πολεμούσα για τα δικαιώματά μας!»

Page 208: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

208

«Απ’ ό,τι θυμάμαι εσύ δεν είχες κανένα πρόβλημα να καταδικάσεις στην πυρά τον ίδιο μας τον ξάδερφο. Και μη νομίζεις ότι επειδή είσαι αδερφός μου θα σε λυπηθώ ή θα νιώσω αγάπη ή οίκτο. Τόσα χρόνια ζω στη σκιά σου και παρόλο που ποτέ δε σου εναντιώθηκα και δεν προσπάθησα να διεκδικήσω τίποτα δικό σου, πάντοτε προσπαθούσες να με υπονομεύεις και να με ξεφτιλίζεις στον πατέρα και την υπόλοιπη Αυλή. Ακόμα και όταν ανέβηκες στο θρόνο και είχες πλέον ό,τι ποθούσες, δεν μπορούσες επιτέλους να με αφήσεις ήσυχο, αλλά έπρεπε να συνεχίζεις να με μειώνεις και να τονίζεις συνεχώς πόσο αδύναμος είμαι σε σχέση με σένα. Ε λοιπόν τώρα θα δούμε ποιος είναι πιο δυνατός και γεννημένος νικητής».

Το βέλος έφυγε από τη χορδή του τόξου και καρφώθηκε στο πάτωμα, δημιουργώντας την άμεση ανάφλεξη του λαδιού. Τα θύματα του αδελφοκτόνου παρακολούθησαν βουβοί την τροχιά του βέλους και μόλις αυτό καρφώθηκε στο στόχο του, άρχισαν να ουρλιάζουν έντρομοι και παλεύοντας μέσα στον πανικό τους να βρουν σωτηρία. Οι μόνοι που δεν ακούστηκαν ήταν ο Ίζιντελ, που είχε μείνει άφωνος από το μίσος που είχε δει στα μάτια του μικρού του αδερφού και ο λιπόθυμος Γκλερόν, ο οποίος δε θα ξύπναγε ποτέ για να δει τι κατάληξη είχαν οι τόσων χρόνων μηχανορραφίες του. Ο Κάραχτ έκλεισε την πόρτα αφήνοντας τα ουρλιαχτά τους να χαθούν μαζί με τους ίδιους. Έφυγε νιώθοντας μια άφατη ικανοποίηση και θεωρώντας τον εαυτό του νικητή. Η τελευταία πράξη της τραγωδίας όμως δεν είχε παιχτεί ακόμα. Η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και στους υπόλοιπους ορόφους, στέλνοντας τους πάντες πανικόβλητους έξω στο προαύλιο. Οι συρράξεις σταμάτησαν αμέσως και όλοι μαζί, βασιλικοί και μη, έτρεχαν ενωμένοι σε μια κοινή προσπάθεια επιβίωσης. Ο Κάραχτ πρόλαβε και αυτός να βγει πριν το παλάτι αρχίσει να δονείται. Το τεράστιο οικοδόμημα νιώθοντας αφόρητο πόνο από τη φωτιά, ζωντάνεψε για δεύτερη φορά. Αυτή τη φορά όμως δεν το ήλεγχε κανείς, ούτε έκρυβε κάποιον τρελαμένο μάγο μέσα του, όπως είχε συμβεί νωρίτερα με το δεντρόσπιτο της Παφύλια. Ήταν

Page 209: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

209

ανεξάρτητο και πάρα πολύ οργισμένο. Παρακολουθούσε με αυξανόμενη ενόχληση τις αψιμαχίες των αφεντάδων του και τη μικρότητα για την οποία ήταν ικανοί.

Είχε κουραστεί πια και ήξερε ότι η φύση δεν ενέκρινε τη συμπεριφορά τους. Υπέμενε όμως τόσα χρόνια στωικά την κατάσταση, αφού αυτή ήταν η αποστολή του. Όμως είδε δύο φορές, τα παιδιά της φύσης τους ίδιους τους Ιβίρφιντ, να χρησιμοποιούν τη φωτιά. Το μεγάλο τους και ορκισμένο εχθρό. Οι δύο διάδοχοι της χώρας είχαν επιστρατεύσει την καταραμένη φλόγα, για να προξενήσουν κακό ο ένας στον άλλον, καταλήγοντας τελικά να πυρπολήσουν την ίδια τους πατρογονική εστία. Το ιερό εκείνο οίκημα, που αποτελούσε το σύμβολο της εξουσίας τους. Και πέρα από όλα αυτά, το είχαν αναγκάσει να σκοτώσει έναν αδερφό του. Ένα δεντρόσπιτο το οποίο δεν έφταιγε καν για την τρέλα που το είχε καταλάβει. Έπεσε και αυτό θύμα των παιχνιδιών εξουσίας που έπαιζαν αυτά τα αχάριστα πλάσματα, που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τα δώρα και την ευτυχία που τους είχαν προσφερθεί και ζητούσαν συνεχώς κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, σαν τα πλάσματα της επιφάνειας. Το παλάτι δεν άντεχε άλλο αυτήν την ασωτία. Θα έμπαινε ένα τέλος. Ο φλεγόμενος όγκος προχώρησε μπροστά με αργές κινήσεις. Στην αρχή οι παρευρισκόμενοι δεν αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε. Όταν όμως ποδοπάτησε αδίστακτα τις πρώτες σειρές ατόμων, τότε ξέσπασαν σε τσιρίδες και έτρεξαν έντρομοι για να διαφύγουν από την πολτοποίηση.

Ο τρόμος όμως δεν τελείωνε εκεί. Η οικία της δυναστείας έστειλε μήνυμα σε όλα τα δεντρόσπιτα, να ξεσηκωθούν εναντίον των κατοίκων τους. Ήταν πλέον ανάξιοι της προστασίας τους και δεν όφειλαν να υπηρετούν πλάσματα, που δε δίσταζαν να προκαλέσουν εμπρησμό. Τα υπόλοιπα δεντρόσπιτα δε δίστασαν στιγμή να υπακούσουν τον αρχηγό τους, διαισθανόμενα τον πόνο του και τη δίκαιη αγανάκτησή του. Η χώρα μετατράπηκε σε ένα ατέλειωτο σφαγείο, όπου τεράστια δέντρα τσάκιζαν σαν αδύναμα κλαράκια τα δίποδα θύματά τους. Τα φωτολούλουδα χωρίς να

Page 210: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

210

πάρουν εντολή από κάποιον, άναψαν και φώτισαν όλη την περιοχή, σαν κάποιο αόρατο ουράνιο μάτι να ήθελε να απολαύσει τις εικόνες καταστροφής. Η Παφύλια με τρόμο διαπίστωσε ότι είχε χάσει τις δυνάμεις της. Δεν μπορούσε να ελέγξει πια ούτε τα δέντρα και τα λουλούδια, ούτε να μετατρέψει το σώμα της σε κάποιο φυσικό υλικό. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τρέξει και να ευγνωμονεί την τύχη της, που το δικό της δεντρόσπιτο ήταν νεκρό και έτσι δεν είχε το δικό της προσωπικό φονιά να την κυνηγάει. Δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί, αλλά συνειδητοποιούσε πως τα πάντα είχαν τελειώσει. Η φύση είχε αποφασίσει να ξεσηκωθεί και να τους τιμωρήσει, για τα δεινά που είχαν προκαλέσει. Έτρεχε αλλά δεν ήξερε πού να πάει. Ποιος μπορεί να γλιτώσει από τη φύση; Όταν αποφασίσει να χτυπήσει, πού να βρεθεί καταφύγιο ασφαλές από τη μανία της;

Αποφάσισε να τρέξει και να προσπαθήσει να φτάσει στην επιφάνεια. Αφού η φύση ήταν οργισμένη με τους Ιβίρφιντ, ίσως αν πήγαινε κάπου όπου δεν υπήρχαν άλλοι από τη φυλή της, να ήταν ασφαλής. Της φάνηκε χαζή αρχικά σαν ιδέα, αλλά δεν υπήρχε κάποια καλύτερη λύση εκείνη τη στιγμή. Κατευθύνθηκε προς το βουνό που σκαρφάλωνε όποτε ήθελε να ανέβει στην επιφάνεια, για τις μικρές της εξορμήσεις, στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει την περιέργειά της για τον επάνω κόσμο. Ποτέ της δε φαντάστηκε ότι κάτι που οι όμοιοί της θεωρούσαν παράνομο και καταδικαστέο, θα αποδεικνυόταν κάποτε σωτήριο. Είχε απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη όταν άκουσε τον πάταγο. Γύρισε φοβούμενη για το τι θα αντίκριζε. Η φαντασία της ήταν πολύ λίγη για να προβλέψει την πραγματικότητα. Όλη η πόλη βυθιζόταν στη γη, μέσα σε μια τεράστια χαράδρα που είχε ανοίξει για να την υποδεχθεί. Το θέαμα ήταν πολύ τρομερό για να το αντέξει. Έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε λυγμούς. Παρακολουθούσε το τέλος της φυλής της και ήταν ανήμπορη να κάνει το οτιδήποτε. Μέσα στην απέραντη θλίψη που είχε βυθιστεί, δεν αντιλήφθηκε μια παρουσία που την είχε πλησιάσει.

Page 211: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

211

Ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο και τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Ήταν ο Σίκαταρ.

«Είναι κάποιος άλλος μαζί σου; Υπάρχουν επιζώντες;» Ο Σίκαταρ ανασήκωσε τους ώμους δείχνοντας άγνοια.

«Οι στρατιώτες που υποτίθεται με προστάτευαν, τράπηκαν σε φυγή όταν ξεκίνησε η επίθεση των δεντρόσπιτων. Εγώ είχα την έμπνευση να φύγω όσο πιο μακριά γινόταν από την πόλη. Οι περισσότεροι που συνάντησα ερχόμενος εδώ, δε φάνηκαν να έχουν την ίδια πρόθεση. Φαίνονταν σαστισμένοι, σαν να μην μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που συνέβαινε. Έδιναν εντολές στα δεντρόσπιτα περιμένοντας να υπακούσουν. Δε φαίνονταν να συνειδητοποιούν την πραγματικότητα. Ότι τα δεντρόσπιτα είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν. Ακόμα και αν κάποιοι σώθηκαν από τα κλαδιά και τις ρίζες, σίγουρα θα πέθαναν όταν άνοιξε η γη και ρούφηξε τα πάντα. Και μάλλον δεν έχει κορέσει ακόμα την πείνα της». Έδειξε προς την πόλη και η Παφύλια γυρνώντας το κεφάλι της, εντόπισε μια ρωγμή η οποία ξεκινούσε από την ήδη υπάρχουσα χαράδρα και συνέχισε να επεκτείνεται προς το μέρος τους. Χωρίς να ανταλλάξουν ούτε βλέμμα, άρχισαν να τρέχουν. Ο Σίκαταρ δεν είχε ιδέα πού πήγαιναν, αλλά για κάποιο λόγο εμπιστευόταν την κοπέλα που είχε συναντήσει τυχαία. Σε αυτήν άλλωστε χρώσταγε και την πραγματοποίηση της επανάστασης, αφού τους είχε απαλλάξει από το μεγαλύτερο εμπόδιο, τον Κίνιαχ.

Πρόλαβαν να φτάσουν στο βουνό που είχε θέσει ως προορισμό η Παφύλια και άρχισαν να σκαρφαλώνουν με ταχύτητα. Πολλές φορές ο πρίγκιπας χρειάστηκε βοήθεια από την καινούργια του σύντροφο, αφού δεν ήταν συνηθισμένος σε αναρριχήσεις και δεν είχε και τις δυνάμεις του για να τον βοηθήσουν. Το βουνό δε φαινόταν να θέλει να τους κάνει κακό, αλλά δεν ένιωθαν ασφάλεια πουθενά μετά από όσα είχαν δει τα μάτια τους. Έμοιαζαν με τρομαγμένα ζώα, με οφθαλμούς γουρλωμένους καθώς τινάζονταν στο άκουσμα και του παραμικρού ήχου. Η Παφύλια εξήγησε με κοφτές ανάσες από το

Page 212: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

212

λαχάνιασμα, το σχέδιό της στον Σίκαταρ. Εκείνος ελλείψει καλύτερης λύσης, η οποιασδήποτε άλλης λύσης, ένευσε συμφωνώντας. Έτσι το αταίριαστο ζευγάρι έφτασε μετά από ώρες κοπιώδους ανάβασης, στη σήραγγα που οδηγούσε στην πεδιάδα της Ζιλμάτα. Εκεί όπου είχαν ξεκινήσει όλα. Έπεσαν εξουθενωμένοι στο έδαφος και εκεί αποκοιμήθηκαν, για να βρουν τις απαραίτητες δυνάμεις για την επόμενη αναρρίχηση που θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα, μέσα στη σήραγγα χωρίς μάλιστα φως, αφού δεν είχαν φωτολούλουδα και ακόμα και αν είχαν, αυτά δε θα τους υπάκουαν. Ήταν καταμεσήμερο, όταν δύο μέρες μετά τη μεγάλη καταστροφή στη χώρα των Ιβίρφιντ, βγήκαν από τη σήραγγα στους πρόποδες των βουνών Φουγέτ. Η Παφύλια γνώριζε καλά την περιοχή, για τον Σίκαταρ όμως ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Ο ήλιος έριχνε τις ευεργετικές του ακτίνες με δύναμη στην περιοχή, αναγκάζοντας τον πρίγκιπα να καλύψει τα μάτια του και να προσπαθήσει να καλυφθεί από το έντονο κάψιμο, που ένιωθε στο δέρμα του. Η Παφύλια κατάλαβε το λόγο της αμηχανίας του και γέλασε. «Μην ανησυχείς» τον καθησύχασε, «αυτό το τεράστιο φωτεινό αντικείμενο στον ουρανό είναι ο ήλιος. Θα τον συνηθίσεις. Καλωσόρισες στην επιφάνεια».

Page 213: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

213

11 Ο ήλιος είχε αρχίσει να αγγίζει με τα φωτεινά του

ακροδάχτυλα την ήσυχη πόλη της Απίοριλ. Τα μαγαζιά σιγά-σιγά άνοιγαν και οι έμποροι άπλωναν την πραμάτειά τους στους πάγκους, ενώ οι χωρικοί είχαν πιάσει ήδη δουλειά με τον ιδρώτα τους να ποτίζει τις καλλιέργειές τους, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του χωρικού ως ενός από τα πιο σκληρά επαγγέλματα. Οι μανάδες έτρεχαν να θηλάσουν τα κλαμένα μωρά τους, έχοντας ξεχάσει πολυτέλειες όπως ένα ήρεμο πρωινό ξύπνημα και οι σκοποί στις πύλες της πόλης ανυπομονούσαν για την αλλαγή τους, ώστε να μπορέσουν και αυτοί να ξεκουραστούν μετά τη δοκιμασία της νυχτερινής βάρδιας. Η ηρεμία και οι φυσιολογικοί ρυθμοί ζωής ήταν τέτοιοι, που κανείς δε θα πίστευε ποτέ, ότι η πόλη αυτή ήταν πρωτεύουσα χώρας που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Ήταν λες και οι δραματικές, κοσμοϊστορικές εξελίξεις που συνέβαιναν από την άλλη μεριά των βουνών στην ανατολή, να μην άγγιζαν καθόλου τους φιλήσυχους κατοίκους της πρωτεύουσας. Ίσως είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα. Είχαν περάσει άλλωστε πολλά χρόνια. Εκείνοι που είχαν ζήσει τις ένδοξες ημέρες της Αυτοκρατορίας δε ζούσαν πια. Έτσι οι Σαλούβιαρ είχαν αρκεστεί σε αυτά που μπορούσαν να διατηρήσουν. Θα ερχόταν όμως ένα νέο που θα συντάρασσε την κοινωνία της πόλης μέχρι το μεδούλι.

Τα βαριά βλέφαρα που έστελναν τους στρατιώτες της πύλης, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό στον κόσμο των ονείρων, άνοιξαν διάπλατα όταν άκουσαν τον καλπασμό από μια ομάδα αλόγων. Η ομάδα δεν άργησε να φανεί μέσα από ένα σύννεφο σκόνης. Ήταν καμιά δεκαπενταριά πολεμιστές Σαλούβιαρ, που κάλπαζαν μαζί με το λάβαρο της χώρας να ανεμίζει σε περίοπτη θέση. Σταμάτησαν στην πύλη και ο επικεφαλής τους κατέβηκε για να δείξει στους σκοπούς τα χαρτιά τους. Ο σκοπός αναγνώρισε τη σφραγίδα του Μπέριντεμ και ρώτησε όλος

Page 214: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

214

περιέργεια: «Τι έγινε παιδιά; Ο στρατηγός Ιμπανόγιο κρατάει ακόμα τα βουνά Φουγέτ μετά την τελευταία του μεγάλη νίκη, ή μήπως οι Ούρμπιλαχ μας τα πήραν πίσω;»

Ο επικεφαλής της ομάδας γέλασε καλόκαρδα. «Πατριώτη το μεγαλείο του Μπέριντεμ Ιμπανόγιο δεν μπορεί να περιοριστεί στα βουνά Φουγέτ. Προχωρήσαμε μέχρι τη Ραμίνα».

«Αυτό το γνωρίζω. Ο βασιλιάς Στιγκάριτ όμως είχε δώσει εντολές να μην προχωρήσει άλλο ο στρατός. Άλλωστε θα ήταν αδύνατον να καταληφθεί η Ραμίνα με τόσο λίγο στρατό. Σίγουρα γυρίσατε πίσω να οχυρωθείτε στα βουνά, έτσι δεν είναι;»

Ο επικεφαλής γελώντας και φουσκώνοντας από υπερηφάνεια χτύπησε το σκοπό στον ώμο. «Φίλε μου όχι μόνο δε γυρίσαμε πίσω στην οροσειρά Φουγέτ, αλλά μείναμε στη Ραμίνα, πολεμήσαμε τον εχθρό και πήραμε πίσω την ιερή μας πόλη. Η Ραμίνα είναι και πάλι των Σαλούβιαρ!» Ο σκοπός βουβάθηκε και έμεινε με το στόμα να χάσκει από την έκπληξη. Η ομάδα των αγγελιοφόρων πέρασε μέσα από την ανοιχτή πύλη και μην αντέχοντας να φτάσουν στο παλάτι και να ανακοινώσουν, πριν από όλους στο βασιλιά τα νέα, άρχισαν να φωνάζουν το χαρμόσυνο γεγονός στους δρόμους της Απίοριλ. Ο κόσμος στην αρχή νόμιζε ότι επρόκειτο για φάρσα. Κάποιο κακόγουστο αστείο που είχε έρθει να τους θυμίσει οικεία κακά. Η ανάκτηση της Ραμίνα ήταν ένα παραμύθι που έλεγαν στα παιδιά για να κοιμηθούν το βράδυ. Η επιθυμία υπήρχε πάντα μέσα τους να ξαναβρούν την πρωτεύουσά τους, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι έτσι ξαφνικά οι ευχές τόσων χρόνων, είχαν πραγματοποιηθεί. Ήταν πολύ σημαντικό και πολύ καλό για να το πιστέψουν. Σίγουρα είχε γίνει κάποιο λάθος. Οι στρατιώτες όμως επέμεναν ότι έλεγαν την αλήθεια. Ο στρατηγός Ιμπανόγιο μετά τη νίκη στη Φουγέτ, είχε προχωρήσει ανατολικά, σπέρνοντας τον πανικό στο πέρασμά του. Ο μεγαλύτερος στρατός που είχαν συγκεντρώσει ποτέ οι Ούρμπιλαχ, στάθηκε απέναντί του στη Ραμίνα και εκείνος με τους γενναίους πολεμιστές του, αν και αριθμητικά κατώτεροι, εκπόρθησαν την πόλη και έστειλαν τον

Page 215: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

215

Αυτοκράτορα του εχθρού, να τρέχει να κρυφτεί από τη σπάθα του ένδοξου πορθητή.

Ο κόσμος όσο περνούσε η ώρα και η ιδέα ωρίμαζε στο μυαλό του, άρχισε να το πιστεύει. Σιγά-σιγά σχηματίστηκαν τα πρώτα δειλά χαμόγελα, μετά ακολούθησε ο συγκρατημένος ενθουσιασμός και όταν πλέον ήταν όλοι σίγουροι, τα ξέφρενα πανηγύρια. Η είδηση δεν άργησε να διαδοθεί σε όλες τις γειτονιές. Με αστραπιαία ταχύτητα όλοι μάθαιναν για τα σπουδαία γεγονότα, που εκτυλίσσονταν στην ανατολή και για τη νέα έκταση που είχε πάρει η τόσους αιώνες κουτσουρεμένη χώρα τους. Είχαν βγει όλοι στους δρόμους, αφήνοντας στη μέση δουλειές και υποχρεώσεις. Η καθημερινή ρουτίνα πάγωσε, αφήνοντας προσωρινά τη θέση της στη χαρά και την ονειροπόληση και κάτι που εκείνος ο λαός είχε χάσει από παλιά, ελπίδα. Οι στρατιώτες έχοντας καθυστερήσει αρκετά, αποφάσισαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους και να κοινοποιήσουν την κατάκτηση της Ραμίνα στο βασιλιά Στιγκάριτ. Αφού πέρασαν από πολλούς κουραστικούς ελέγχους και υπέστησαν όλο το παλατιανό τυπικό, που απαιτείται για να δει κανείς τον άρχοντα της χώρας, μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου όπου ήρθαν αντιμέτωποι με ένα παράξενο θέαμα. Οι σύμβουλοι του βασιλιά ανάστατοι να περιδιαβαίνουν, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, την αίθουσα και ο Στιγκάριτ άφαντος. Ο επικεφαλής της ομάδας απευθύνθηκε στους συμβούλους.

«Άρχοντες φέρνω σπουδαία νέα από τη Ραμίνα. Πρέπει να δω το βασιλιά επειγόντως. Τι μπορεί να τον καθυστερεί;» Οι σύμβουλοι τον κοίταξαν σαν χάνοι αλλά απάντηση δεν έδωσαν. Τελικά εκείνος που του απάντησε ήταν ο προσωπικός βοηθός του Στιγκάριτ, με εμφανή στο πρόσωπό του την απέχθεια που ένιωθε για τους στρατιώτες.

«Μπορείς να πεις στο στρατηγό σου ότι ο κύριός μου, δε θα καθόταν να τον σφάξει σαν αρνί ένας βάρβαρος πολεμιστής, ο οποίος τόλμησε να παρακούσει τις εντολές του ίδιου του του βασιλιά. Ο βασιλιάς Στιγκάριτ διέφυγε στη Δύση και δε θα

Page 216: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

216

επιστρέψει, αν η χώρα δεν ελευθερωθεί από την τυραννία του Μπέριντεμ Ιμπανόγιο!» Ο άντρας του Μπέριντεμ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Έπρεπε να φύγει αμέσως, δίχως ξεκούραση, για τη Ραμίνα. Για να ανακοινώσει στο διοικητή του αυτήν την εξίσου σημαντική και απρόοπτη εξέλιξη. Γύρισε να φύγει αλλά μην μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, γύρισε και είπε στον υπερόπτη βοηθό του πρώην βασιλιά: «Η δειλία και η βλακεία του άρχοντά σου, έδωσαν απλόχερα το στέμμα, σε κάποιον σαφώς πιο άξιο και μάλιστα χωρίς εκείνος καν να το ζητήσει».

*************

Ένιωθε μια ευχάριστη ζεστασιά στο πρόσωπό του. Άνοιξε τα

μάτια του με δυσκολία και τα ξαναέκλεισε αμέσως, καθώς το ορμητικό φως πλημμύρισε τα πάντα. Μετά από μερικές προσπάθειες κατάφερε να κοιτάξει γύρω του. Περιεργάστηκε το χώρο με ενδιαφέρον. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα θεόρατο κρεβάτι, με χρυσοποίκιλτες κουρτίνες, πολυτελή σκεπάσματα και χρυσά κάγκελα. Υπέθεσε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του Χεντίκιουα. Το ταβάνι ήταν ζωγραφισμένο απεικονίζοντας τον τερατώδη θεό των Ούρμπιλαχ, Ιγκούβιπ να απλώνει τα πλοκάμια του και να πνίγει τους άπιστους. Ο Μπέριντεμ γέλασε. Ας ερχόταν ο Ιγκούβιπ να πνίξει τους άπιστους αν ήθελε. Ο στρατηγός των Σαλούβιαρ δε φοβόταν πλέον ούτε το θεό του ολέθρου. Κάποιος είχε αφήσει μισάνοιχτη μια από τις κουρτίνες του δωματίου και από εκεί είχε τρυπώσει το φως ξυπνώντας τον. Προσπάθησε να σηκωθεί για να ανοίξει τελείως την κουρτίνα και το παράθυρο, αλλά στην πρώτη του απόπειρα παραλίγο να πέσει. Όλο του το σώμα ήταν πιασμένο. Μάλλον κοιμόταν αρκετόν καιρό. Το στόμα του ήταν εντελώς ξεραμένο. Άρπαξε μια κανάτα που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του και ήπιε λαίμαργα. Μερικές σταγόνες κύλησαν στο στήθος του δροσίζοντάς τον. Έριξε νερό στο πρόσωπό του και ένιωθε να ξυπνά και να αναζωογονείται. Η

Page 217: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

217

δεύτερη και πιο προσεκτική απόπειρα για να σηκωθεί από το κρεβάτι, στέφθηκε με επιτυχία. Στηριζόμενος είτε στο κρεβάτι είτε στον τοίχο, έφτασε στο παράθυρο και το άνοιξε.

Χρειάστηκε και πάλι να κρατηθεί αφού το θέαμα τον συνεπήρε. Η Ραμίνα ήταν πράγματι το Σμαράγδι του Κόσμου. Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Ακόμα και με τα σημάδια της πρόσφατης μάχης εμφανή, το μεγαλείο αυτής της πόλης παρέμενε αναλλοίωτο. Και σύντομα με τις επιδιορθώσεις και ανοικοδομήσεις που θα διέταζε να γίνουν, η πόλη θα άγγιζε την τελειότητα. Με χαρά του διαπίστωνε ότι η ιστορική πρωτεύουσα του λαού του, είχε πολλές ομοιότητες με τις ζωγραφιές που έβλεπε τόσα χρόνια, όταν η κατάκτησή της ήταν μόνο ένα όνειρο. Αυτό σήμαινε ότι οι Ούρμπιλαχ, αν και βάρβαροι, είχαν εκτιμήσει το κάλλος της μητρόπολης, αφήνοντάς την όσο γινόταν απαράλλαχτη. Πίεσε τον εαυτό του να επιστρέψει στο δωμάτιο και να ντυθεί. Υπήρχαν πολλά για τα οποία έπρεπε να φροντίσει και δεν είχε χρόνο να ρεμβάζει. Επιδεικνύοντας τέλειο συγχρονισμό με το φίλο του, ο Σάντιακ μπήκε ξαφνικά μέσα. Έριξε στον Μπέριντεμ ένα ψυχρό βλέμμα και κινήθηκε αμίλητος προς τη ντουλάπα. Πέταξε μερικά ρούχα στο στρατηγό και του έκανε ανυπόμονα νόημα να ντυθεί.

«Λέμε και καμία καλημέρα». «Τους σωστούς τρόπους τους θυμάσαι όποτε σε συμφέρει»

απάντησε ο Σάντιακ. «Δεν κατάλαβα. Σου φέρθηκα ποτέ ανάγωγα και δεν το

θυμάμαι;» «Όχι, έκανες κάτι πολύ χειρότερο. Ήρθες να κατακτήσεις ως

στρατηγός των Σαλούβιαρ και κατέληξες να είσαι ολόιδιος με Ούρμπιλαχ».

«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω». «Τη μέρα της άλωσης, οι άντρες σου κατάσφαξαν

γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, σαν τους χειρότερους βάρβαρους της στέπας! Τέτοια αίσχη δε γίνονταν ούτε στην αρχαιότητα, που οι Σαλούβιαρ πολεμούσαν μεταξύ τους και σκότωναν για ένα

Page 218: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

218

χωράφι!! Θυμάσαι για ποιο πράγμα σου μιλάω ή ήσουν τόσο μεθυσμένος από το αίμα που έχυνες, ώστε τα έχεις διαγράψει όλα από τη μνήμη σου;» Η αλήθεια ήταν ότι μέσα στη μανία του να βρει τον Χεντίκιουα και να σκοτώσει όλους τους Γκβνστάικ, γελοιοποιώντας έτσι τους μυθικούς πολεμιστές του εχθρού, ήταν σαν να ζούσε ένα πολύ έντονο όνειρο, μη συνειδητοποιώντας την καταστροφή γύρω του.

«Εξαντλήθηκα και κατέρρευσα στην αίθουσα του θρόνου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να εμποδίσω όσα συνέβαιναν».

«Είμαι σίγουρος ότι οι νεκροί θα σε δικαιολογήσουν μετά από αυτό που είπες. Είχες χρόνο να οδηγήσεις τους άντρες σου και να τους σταματήσεις τη στιγμή που έπρεπε. Εσύ όμως προτίμησες, σαν μονομάχος σε αρένα, να ορμήσεις σφάζοντας αδιακρίτως, μέχρι να βρεις το πολυπόθητο τρόπαιο. Μην προσπαθείς να βρεις φτηνές δικαιολογίες. Δεν ταιριάζουν σε ένα στρατιωτικό ηγέτη. Το μόνο ελαφρυντικό που έχεις, είναι ότι μάλλον εκείνη την ώρα, άλλος έπαιρνε τις αποφάσεις για εσένα». Ο Μπέριντεμ αγνόησε το ξεκάθαρο υπονοούμενο για το διαμάντι και προσπάθησε να υποχωρήσει, δίνοντας τέλος στη διαμάχη.

«Εντάξει Σάντιακ, έσφαλλα. Θα προσπαθήσω να επανορθώσω φροντίζοντας όσο καλυτέρα μπορώ τους επιζώντες Ούρμπιλαχ. Είναι κάτι που δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι είχαν κάνει οι ίδιοι σε αντίστοιχη περίπτωση. Έχουμε όμως πολλή δουλειά μπροστά μας και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Πόσες ώρες κοιμάμαι;»

«Ώρες; Θες να πεις μέρες. Αυτό το πράγμα που έχεις μέσα σου σε στραγγίζει ολοκληρωτικά. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα απομείνει από εσένα μονάχα ένα σακί από δέρμα».

«Υπερβάλλεις ως συνήθως. Είναι αλήθεια ότι το διαμάντι με εξαντλεί, αλλά παράλληλα με θεραπεύει από οποιαδήποτε πληγή ή αρρώστια. Αν το τίμημα για τη δόξα είναι μερικές μέρες ύπνου παραπάνω, τότε χαλάλι».

«Και αν το τίμημα είναι η ψυχή σου;»

Page 219: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

219

«Τι χαζές δεισιδαιμονίες είναι αυτές; Αντί να τσακωνόμαστε θα έπρεπε να γιορτάζουμε. Έχεις καταλάβει το μέγεθος του θριάμβου; Πήραμε τη Ραμίνα! Και δε θα σταματήσουμε εδώ. Στο εξής οι Ούρμπιλαχ θα μας τρέμουν και θα τρέχουν να κρυφτούν όποτε εμφανιζόμαστε».

«Μην είσαι τόσο σίγουρος. Ο Χεντίκιουα έχει ταμπουρωθεί με μερικές χιλιάδες στρατό στην Πελνυέρα. Και αυτή τη φορά δε θα κάνει το λάθος να βγει έξω από τα τείχη. Θα μας περιμένει με την ησυχία του, ενώ εμείς θα αγκομαχάμε να εκπορθήσουμε την πιο καλά οχυρωμένη πόλη της Αυτοκρατορίας».

«Η Πελνυέρα είναι πραγματικά εξαιρετική επιλογή. Ίσως τελικά δεν είναι τόσο βλάκας όσο νόμιζα. Πάμε να με ενημερώσεις πλήρως ενώ θα τρώω. Πεινάω σαν λύκος». Όντως ο Σάντιακ είχε πολλά να πει στον αρχηγό του στρατού. Τον ενημέρωσε πώς, ενώ εκείνος βρισκόταν ακόμα σε νάρκη, είχε διατάξει και επιβλέψει προσωπικά τις εργασίες για ανοικοδόμηση. Φυσικά είχαν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους, αλλά η αρχή είχε γίνει. Ο στρατός διογκωνόταν μέρα με τη μέρα. Όχι μόνο Σαλούβιαρ αλλά και άλλοι λαοί υποταγμένοι από τους Ούρμπιλαχ, συνέρρεαν από όλα τα μήκη και τα πλάτη του τεράστιου κράτους, για να ενωθούν με τους απελευθερωτές. Από την πατρίδα πίσω στην Απίοριλ ακόμα δεν υπήρχε κανένα νέο, ούτε ενισχύσεις. Ο Μπέριντεμ απόρησε με την κωλυσιεργία του βασιλιά Στιγκάριτ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μετά και τη νέα επιτυχία, ο άρχοντας δίσταζε να ρίξει όλες τις δυνάμεις στον αγώνα. Ενθαρρυμένος όμως από τα υπόλοιπα καλά νέα, άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την πολιορκία της Πελνυέρα, η οποία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας. Ήταν χτισμένη μέσα στην κοιλότητα ενός βουνού, γεγονός που της πρόσφερε μια τέλεια φυσική οχύρωση, η οποία συμπληρωνόταν από πανύψηλα τείχη, που κάλυπταν το μοναδικό άνοιγμα προς την πόλη. Θα έπρεπε να αναλογιστεί τους περιορισμούς που έθετε στις δυνάμεις του διαμαντιού το θνητό του σώμα και να

Page 220: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

220

μπορέσει να βρει τη μέση οδό, που θα του προσέφερε τη νίκη, χωρίς να τον εξαντλήσει μέχρι θανάτου.

Ενώ οι νικητές λοιπόν γεμάτοι αισιοδοξία και θάρρος σχεδίαζαν τις επόμενες επιτυχίες, σε ένα ναΐσκο του Ιγκούβιπ δύο μέρες ταξίδι από τη Ραμίνα, οι ηττημένοι έκαναν και εκείνοι τους δικούς τους υπολογισμούς. Οι ιερείς φρόντιζαν καθημερινά το απομεινάρι του ανθρώπου, που κάποτε έκανε τη γη να τρέμει με τα στρατεύματά του. Πλέον ήταν ένα αλλοιωμένο κομμάτι σάρκας που ίσα που ανέπνεε. Είχαν περάσει μέρες και ακόμα δεν είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του. Οι ιερείς περίμεναν υπομονετικά να πιάσουν οι θεραπείες τους τόπο. Για την επόμενη κίνηση που είχαν σχεδιάσει, θα έπρεπε ο Βανιρφάντατ να συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του, για να μπορέσει να αποδεχτεί την πρόκληση έχοντας γνώση του τιμήματος. Αλλιώς ο θεός δε θα δεχόταν να δώσει τη βοήθειά του. Ο Αυτοκράτορας Χεντίκιουα είχε δώσει σαφείς εντολές, ότι οι ιερείς θα έπρεπε να κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να ζήσει ο χερμιτσέτ του. Αν αποτύγχαναν τα κεφάλια τους θα κατρακυλούσαν στην πλαγιά του απόκρημνου γκρεμού, όπου βρισκόταν το ιερό κτίσμα. Έτσι λοιπόν είχαν χρησιμοποιήσει όλα τα επίγεια και μη μέσα, προκειμένου να συνεχίσει έστω και την αδύναμή του αναπνοή ο στρατηγός. Χρησιμοποιώντας πληθώρα φυσικών ιατρικών αλλά και τελώντας μυστικιστικά τελετουργικά, είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τον ασθενή σε μια σταθερή κατάσταση. Αυτό όμως δεν έφτανε. Η χώρα του τον χρειαζόταν ξανά και έπρεπε να ξυπνήσει σύντομα, πριν την επικείμενη επίθεση των Σαλούβιαρ στην Πελνυέρα.

Ένα πρωινό ο νεαρός μαθητευόμενος που είχε σταλεί να πλύνει τις αμέτρητες πληγές του άντρα τινάχθηκε από την τρομάρα, όταν το χέρι του Βανιρφάντατ τον άρπαξε και εκείνο το βλέμμα, γεμάτο οδύνη και τρόμο καρφώθηκε πάνω του. Έτρεξε να φωνάξει τους πρεσβύτερους. Η ώρα για την τελετή είχε φτάσει. Σύσσωμο το προσωπικό του ναού έσπευσε στην αίθουσα τελετών, όπου και ήταν από την πρώτη στιγμή τοποθετημένο το

Page 221: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

221

σώμα. Δεν ήθελαν να χάσουν ούτε στιγμή, γιατί υπήρχε η πιθανότητα ο τραυματίας να συνερχόταν μόνο μια φορά και να τον έχαναν και πάλι, πριν προλάβουν να εκπληρώσουν το σκοπό τους. Ο αρχιερέας έσκυψε από πάνω του. «Βανιρφάντατ με ακούς;» Το παραμορφωμένο κεφάλι ένευσε θετικά, με τα νεύματα να αποτελούν το μοναδικό τρόπο επικοινωνίας. Όταν η γη τον είχε καταπιεί είχε ακρωτηριαστεί η κάτω γνάθος και η γλώσσα του, κάνοντας την ομιλία αδύνατη. «Θες να πάρεις εκδίκηση από αυτόν που σου το έκανε αυτό, από τον άνθρωπο που σε έφερε σε αυτήν την κατάσταση; Είσαι πλέον ένας ανήμπορος σάκος κρέατος. Δε θα μπορέσεις ποτέ ξανά να πολεμήσεις, να περπατήσεις, να κινηθείς. Θα μείνεις ένα άχρηστο σώμα που θα τα κάνει πάνω του και θα πρέπει να το ταΐζουν και να το φροντίσουν άλλοι μέχρι το οριστικό τέλος. Υπάρχει τρόπος να γλιτώσεις από αυτή τη μοίρα. Πρέπει όμως να περάσεις από μια οδυνηρή δοκιμασία, προκειμένου ο θεός μας να σε κρίνει άξιο για τα δώρα που θα σου προσφέρει. Είσαι έτοιμος;»

Ο αρχιερέας είδε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του ταπεινωμένου και ανήμπορου πολεμιστή. Αυτό τον δυσαρέστησε. Ο Ιγκούβιπ δεν τρεφόταν με κλαψουρίσματα και μεμψιμοιρία. Ο θεός τους τρεφόταν με οργή, μίσος και δίψα για αίμα. Ο καταρρακωμένος ηθικά άντρας δε διέθετε πλέον καμία από αυτές τις προϋποθέσεις. Έπρεπε να ξανανάψει τη φλόγα που κάποτε έκαιγε εκτυφλωτική στο στήθος του στρατηγού τους. Εκείνη τη φλόγα που έκαιγε ολόκληρες πόλεις και τσουρούφλιζε τις σάρκες των καταδικασμένων αντιπάλων. Έπρεπε να εμφυσήσει σε εκείνη την άμοιρη μορφή, λίγο από το μεγαλείο του παρελθόντος. Έτσι έπαιξε το τελευταίο του χαρτί. «Βανιρφάντατ αν δεχτείς την πρότασή μου, δε θα πάρεις εκδίκηση μόνο για τα δικά σου παθήματα. Υπήρχαν και άλλοι που έπεσαν θύματα της καταστροφικής μανίας του αρχηγού των Σαλούβιαρ. Όταν οι στρατιώτες του μπήκαν στη Ραμίνα, διέταξε να σφαγιαστούν όλοι, ακόμα και τα γυναικόπαιδα!» Τα μάτια του Βανιρφάντατ γούρλωσαν και άρχισε να τρέμει από την αγωνία. «Λυπάμαι που

Page 222: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

222

είμαι εγώ αυτός που πρέπει να στο πω, αλλά αυτή ήταν η μοίρα της οικογένειάς σου». Ο αρχιερέας σήκωσε τα χέρια του ψηλά και μια εικόνα αιωρήθηκε πάνω από τον πληγωμένο. Μια εικόνα ανείπωτης φρίκης για τον Βανιρφάντατ, ο οποίος άρχισε να χτυπιέται και να τρέμει σύγκορμος, με την απελπισία του να μεγαλώνει βλέποντας ότι ήταν αδύνατον να ελέγξει το κορμί του. Ήταν η εικόνα της σφαγιασμένης οικογένειάς του.

Η γυναίκα του και τα παιδιά του κείτονταν ακίνητοι μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η πολυαγαπημένη του κόρη, ήταν πεσμένη μπρούμυτα ακίνητη, με τα ξανθά της μαλλιά να είναι κολλημένα από το αίμα στο αθώο της πρόσωπο. Σε ένα πρόσωπο όπου ήταν ζωγραφισμένη η απορία και η κατάπληξη, αφού το μικρό πλάσμα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτοί οι άγνωστοι της είχαν φερθεί με τόση κακία. Τι τους είχε κάνει; Ο αρχιερέας χωρίς ίχνος οίκτου συνέχισε να προβάλει την εικόνα, βλέποντας ότι το τέχνασμά του έπιανε. Έτσι κι αλλιώς δεν έφταιγε εκείνος για τα αίσχη που είχαν διαπράξει οι Σαλούβιαρ. Και αν είχε πει ένα μικρό ψέμα, ότι όλα είχαν γίνει με διαταγή του Μπέριντεμ, δεν είχε και τόση σημασία. Ο ηγέτης με τις υπερφυσικές δυνάμεις έπρεπε να πεθάνει για να ηττηθεί και ο στρατός του. Και βλέποντας το βλέμμα του απελπισμένου πατέρα και συζύγου, άρχισε να αισιοδοξεί ότι είχαν βρει το αντίδοτο για τον αήττητο Μπέριντεμ Ιμπανόγιο. Όταν τον ρώτησε και πάλι αν ήταν έτοιμος για τη δοκιμασία, εκείνος έγνευσε θετικά, με το νεύμα να συνοδεύεται από άναρθρες κραυγές οργής και ένα σπαρτάρισμα μίσους, ολόκληρου του αχρηστεμένου κορμιού του.

Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Μπορούσαν να καλέσουν τον Ιγκούβιπ. Το υποκείμενο ήταν έτοιμο να δεχθεί την ευλογία του Θεού του Ολέθρου. Ένωσαν όλοι οι ιερείς τα χέρια τους, σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω από τον Βανιρφάντατ. Άρχισαν να ψέλνουν το κείμενο της επίκλησης. Τα αποκρυφιστικά σύμβολα στους τοίχους του ναού άρχισαν να λάμπουν κόκκινα σαν το αίμα. Ο χώρος γέμισε με έναν αρρωστημένο φωτισμό που προσέδιδε μια τρομακτική αύρα στους ιερείς και τον

Page 223: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

223

παραμορφωμένο πολεμιστή. Το θέαμα αυτό όμως δε συγκρινόταν με το δέος που θα ένιωθε κάποιος, αν παρακολουθούσε την έλευση του Ιγκούβιπ. Μέσα από ένα κόκκινο σύννεφο άνοιξε η πύλη για τη διάσταση των θεών. Το άνοιγμα βρισκόταν ακριβώς επάνω από τον Βανιρφάντατ. Ο χερμιτσέτ των Ούρμπιλαχ μπορούσε να δει το βασίλειο του θεού του σε όλη του τη φρικιαστική μεγαλοπρέπεια. Τα πάντα φωτίζονταν από μια σκοτεινή κόκκινη λάμψη, εκατό φορές πιο αρρωστημένη από τη λάμψη του ναού. Οι υπηρέτες του Ιγκούβιπ, τέρατα που προκαλούσαν την αλλοφροσύνη μόνο με ένα τους βλέμμα, βασάνιζαν τις κακόμοιρες ψυχές εκείνων, οι οποίοι είχαν επιλεγεί από το θεό, να βασανίζονται αιώνια για δική του διασκέδαση. Τα τέρατα τους ακρωτηρίαζαν, τους κρεμούσαν από τσιγκέλια ή τους πέταγαν σε καυτό λάδι, αντλώντας ευχαρίστηση από τα ουρλιαχτά τους. Το πιο τραγικό ήταν ότι οι άμοιροι καταδικασμένοι δε θα πέθαιναν ποτέ, παρά τα βασανιστήριά τους. Απλά θα συνέχιζαν να νιώθουν την ανείπωτη οδύνη για πάντα.

Ο Βανιρφάντατ προσπέρασε με αηδία το αποτρόπαιο θέαμα των αιχμαλώτων, για να επικεντρωθεί στο βάθος της εικόνας. Εκεί όπου υπήρχε το πιο τρομακτικό θέαμα από όλα. Ο ίδιος ο άρχοντας της κακίας, του φόνου, της καταστροφής και οτιδήποτε άλλου οι λογικοί άνθρωποι θεωρούσαν ανίερο και απάνθρωπο. Η πηγή όλων εκείνων των δεινών που είχαν πέσει στα κεφάλια των εχθρών των Ούρμπιλαχ και είχαν κάνει τη γέννηση της Αυτοκρατορίας τους δυνατή. Ο Ιγκούβιπ. Το κεφάλι του ήταν τεράστιο και το στόλιζαν δύο μαύρα κέρατα τα οποία ήταν τόσο ψηλά, που χάνονταν στα μαύρα σύννεφα που αιωρούνταν πάνω από τον κάτοχό τους. Στο πρόσωπό του δέσποζαν δύο κίτρινα μάτια με μαύρη ίριδα, που είχε το σχήμα μιας λεπτής κάθετης γραμμής. Η βοοειδής μουσούδα του εξείχε και κατέληγε σε ένα στόμα που όταν το άνοιγε, άφηνε να φανεί μια μαύρη γλοιώδης γλώσσα γεμάτη ανοιχτές πληγές που εκσφενδόνιζαν πύον. Τα δόντια του ήταν μυτερά και κίτρινα, ενώ σφηνωμένα ανάμεσα

Page 224: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

224

τους ήταν τα πτώματα των άτυχων θυμάτων με τα οποία τρεφόταν. Η κοιλιά του ήταν τεράστια και παλλόταν, ενώ το δέρμα της παραμορφωνόταν συνεχώς από τις προσπάθειες των άμοιρων πλασμάτων, που προσπαθούσαν μάταια να βγουν από μέσα. Από τον πρησμένο αφαλό του κρεμόταν ένα χρυσό σκουλαρίκι, το οποίο στόλιζαν κομμένα κεφάλια και άλλα ανθρώπινα μέλη. Τα αυτιά του ήταν ολοστρόγγυλα, με την περίμετρό τους να θυμίζει πτερύγιο ψαριού. Τα τεράστια μπράτσα του κατέληγαν σε μακρουλά δάχτυλα, που στην άκρη τους είχαν χιλιάδες μικρές τρύπες, από τις οποίες ρουφούσε το αίμα όποιου τον δυσαρεστούσε.

Όλο αυτό το τεράστιο κόκκινο κορμί στηριζόταν σε είκοσι πλοκάμια αντίστοιχου μεγέθους. Η μυτερή απόληξη των πλοκαμιών μπορούσε με ένα άγγιγμα να λιώσει οτιδήποτε άγγιζε, μετατρέποντάς το σε μια αχνιστή σούπα. Ο Βανιρφάντατ άρχισε να τρέμει. Κανένας άνθρωπος δεν είναι έτοιμος για ένα τέτοιο θέαμα. Ο στρατηγός άρχισε να αναρωτιέται. Τι βοήθεια θα μπορούσε να του προσφέρει αυτή η ενσάρκωση του κακού; Αυτό το πλάσμα ήταν ικανό μόνο για θάνατο.

«Σε αυτόν τον τομέα μοιάζουμε» ακούστηκε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. Ο Βανιρφάντατ συνειδητοποίησε έντρομος ότι ο Ιγκούβιπ διάβαζε τις σκέψεις του και μπορούσε να μιλήσει κατευθείαν στο μυαλό του.

«Μην ανησυχείς υπηρέτη μου. Δε με προσβάλλουν οι σκέψεις σου. Αντίθετα αν δεν ένιωθες φόβο αντικρίζοντάς με, τότε θα με προσέβαλες και θα δοκίμαζες την οργή μου. Σε βλέπω καιρό τώρα από το θρόνο μου. Έβλεπα με περηφάνια το σπαθί σου να βάφεται κόκκινο στο όνομά μου και την περικεφαλαία σου, κόκκινη και κερασφόρα όπως εγώ, να κοιτάει από ψηλά πολλούς απίστους, ενώ αποχαιρετούσαν για πάντα τον κόσμο των ζωντανών. Όταν είχες να κάνεις με κοινούς θνητούς πάντα νίκαγες. Γι’ αυτό είσαι το αγαπημένο μου τέκνο. Την τελευταία φορά όμως δεν αντιμετώπισες έναν κοινό θνητό, έτσι δεν είναι; Πολέμησες με έναν εχθρό που είχε στο πλευρό του μια πολύ

Page 225: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

225

ισχυρή μαγεία. Ηττήθηκες, έχασες την οικογένειά σου, το σπίτι σου και η αυτοκρατορία που βοήθησες και εσύ με τόσο κόπο να χτιστεί, καταρρέει. Σήμερα όμως θα διορθώσουμε αυτήν την αδικία. Θα σε κάνω ισάξιο του άπιστου πολεμιστή που σε έριξε στον πάτο, ενώ ήσουν στην κορυφή. Που από ένδοξο μαχητή σε κατάντησε ένα κουρέλι. Θα νιώσεις πόνο που όμοιός του στον κόσμο δεν υπάρχει, αλλά πίστεψέ με, δε συγκρίνεται με τις απολαύσεις που θα γευτείς αφού τελειώσω μαζί σου. Λοιπόν τέκνο του ολέθρου, είσαι έτοιμος να αναγεννηθείς;»

Ο Βανιρφάντατ έστειλε μια σκέψη στο θεό του. «Ναι». Δε χρειαζόταν τίποτα άλλο. «Πολύ σοφή η απόφασή σου. Όμως οι υπόλοιποι θεοί δε θέλουν να ανακατεύομαι με τις υποθέσεις των ανθρώπων. Θα ζηλέψουν για τη μικρή μου παρατυπία. Πρέπει λοιπόν και εγώ να θυσιάσω κάτι για να κατευνάσω την οργή τους». Τα πλοκάμια πετάχτηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα έξω από την εικόνα. Χτύπησαν τους συγκεντρωμένους ιερείς που ακόμα έψελναν, καθώς και τους τοίχους γύρω τους. Τα κορμιά τους άρχισαν να καπνίζουν και οι τοίχοι άρχισαν να ραγίζουν. Τα ουρλιαχτά τους γέμισαν το χώρο, καθώς το δέρμα τους άρχισε να υγροποιείται και να κυλάει προς τα κάτω. Τα μαλλιά τους παρασύρθηκαν από αυτόν τον καταρράκτη μαζί με τα ρούχα τους, που και αυτά έλιωναν με ραγδαίους ρυθμούς. Φανερώθηκαν οι σκελετοί τους με τα εσωτερικά τους όργανα και τα μάτια τους να είναι ακόμα άθικτα. Όχι όμως για πολύ, αφού έγιναν και αυτά έρμαιο της αποσύνθεσης. Τα μάτια έπεσαν από τις κόγχες τους και κατρακύλησαν στο πάτωμα, πριν λιώσουν και χαθούν για πάντα μέσα στις χαραμάδες του πατώματος. Τα κοκάλα κατέρρευσαν και έγιναν ένα με το υπόλοιπο αχνιστό υγρό, που κάποτε ήταν οι ιερείς του ναού. Τότε με ένα εκκωφαντικό θόρυβο όλος ο ναός κατέρρευσε θάβοντας τα πάντα και εξαφανίζοντας οποιαδήποτε απόδειξη, ότι σε εκείνο το σημείο, υπήρχε κάποτε ένας χώρος λατρείας. Τα πάντα εκτός από τον Βανιρφάντατ. Όσα είχαν συμβεί γύρω του δεν τον είχαν επηρεάσει στο ελάχιστο. Ο θεός προστάτευε τον πρόμαχό του. Ένιωσε τον εαυτό του να

Page 226: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

226

αιωρείται και η γνώριμη φωνή ήχησε και πάλι μέσα του. «Αρχίζουμε». Ένιωσε πόνο αφόρητο που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να κατανοήσει και η ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Και όταν μετά από ώρες νόμιζε ότι το βασανιστήριο είχε τελειώσει, τότε ξεκίνησε η πραγματική οδύνη.

Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν μπορούσε να ξέρει πόση ώρα είχε περάσει. Βρισκόταν μονίμως σε ντελίριο. Για το μόνο πράγμα που ήταν σίγουρος ήταν ο πόνος. Δεν ήταν όμως μόνο σωματικός. Χιλιάδες εικόνες φρίκης διαπερνούσαν το μυαλό του σαν πυρακτωμένες βελόνες. Η εικόνα της σφαγιασμένης του οικογένειας πρωτοστατούσε σε αυτήν την παρέλαση σκοτωμών, βιασμών και πυρπολήσεων. Έβλεπε την πλευρά του πολέμου, που δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει μέχρι εκείνη την ημέρα. Έβλεπε τον πόλεμο από την οπτική γωνία του άμαχου πληθυσμού. Διαπίστωνε πόσο διαφορετικά φαίνονταν τα γεγονότα, όταν δεν κρατούσες σπαθί στο χέρι και δεν ίππευες το πολεμικό σου άτι, αλλά αντίθετα έτρεχες με τα παιδιά σου αγκαλιά να γλιτώσεις, από θωρακισμένους πολεμιστές που σφάζουν αδιακρίτως και αδικαιολογήτως. Δεν παρατηρούσε απλά τις εικόνες. Τις ζούσε. Πότιζαν το είναι του και τσάκιζαν το πνεύμα του. Έκαναν το θάρρος του κομμάτια και παρέλυαν το νου του, καθιστώντας την παραμικρή σκέψη αδύνατη. Αυτό που κυριαρχούσε μέσα του ήταν ο φόβος. Ούρλιαζε αλλά δεν έβγαινε ήχος από το στόμα του. Βυθιζόταν σε ένα ατέλειωτο κενό. Η αέναη πτώση τον οδηγούσε βαθιά στην ατέλειωτη μαυρίλα. Βίωνε το απόλυτο σκότος. Ένα σκότος που δεν μπορούσαν να το διαπεράσουν ούτε οι ακτίνες του ήλιου. Ένα σκότος που τύφλωνε το θύμα του και έπνιγε την παραμικρή υποψία ελπίδας. Που τρύπαγε το δέρμα του και ξερίζωνε τα σωθικά και την ψυχή του. Μέχρι που κάποια στιγμή όλα τελείωσαν. Οι εικόνες έσβησαν, οι ήχοι βουβάθηκαν και η πτώση σταμάτησε. Ένα άλλο είδος σκοταδιού ήρθε να τον καταβάλει. Αυτό του ύπνου.

Άνοιξε τα μάτια χωρίς να ξέρει ούτε που βρίσκεται ούτε πόσος καιρός είχε περάσει. Δεν τον ένοιαζε όμως. Διακατεχόταν

Page 227: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

227

από μια ανεξήγητη ευφορία. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του. Μάλλον βρισκόταν εκεί που ο ναΐσκος των Ούρμπιλαχ έσπαγε την πέτρινη μονοτονία του βουνού. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος αφού όταν τον είχαν πρωτοφέρει ήταν αναίσθητος και δεν είχε δει τη διαδρομή. Τα συντρίμμια του κτιρίου σταδιακά μετατρέπονταν σε σκόνη και παρασέρνονταν από τον αέρα. Τα σωματίδια θα ταξίδευαν σε μέρη μακρινά για να πουν αλλού τη θλιβερή ιστορία τους. Κούνησε λίγο τα μέλη του για να διαπιστώσει σε τι κατάσταση βρισκόταν. Δεν ένιωθε ούτε πόνο ούτε καν πιάσιμο. Αναρωτιόταν αν είχε θεραπευθεί πλήρως. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν κατάμαυρα σαν το κενό της αβύσσου. Για κάποιο λόγο του ήταν οικείο αυτό το χαρακτηριστικό. Περπάτησε μέχρι μια κοντινή λίμνη και κοίταξε στο νερό την αντανάκλασή του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν χαθεί. Όλο του το σώμα ήταν σαν μια κινητή τρύπα. Ήταν σαν κάποιος να είχε κόψει με ψαλίδι ένα κομμάτι από μια ζωγραφιά και να είχε φροντίσει το κενό που θα άφηνε να είχε σχήμα ανθρώπου. Ήταν μια ζωντανή βεβήλωση της φύσης. Άξιο και αντιπροσωπευτικό έργο του Ιγκούβιπ. Ακούμπησε με το χέρι του το στήθος του και το είδε με έκπληξη να χάνεται μέσα στο σώμα του. Το ξαναέβγαλε έξω άθικτο. Δεν ένιωθε το παραμικρό ίχνος φόβου για τις υπερφυσικές αυτές αλλαγές. Αντίθετα μια αυξανόμενη και ευχάριστη περιέργεια. Η φωνή ακούστηκε και πάλι μέσα του.

«Σε κατέστρεψα ψυχικά και σωματικά και σε ξαναέφτιαξα από την αρχή. Είσαι ένα από τα τελειότερα δημιουργήματά μου. Οι ικανότητές σου είναι πολλές και θανατηφόρες. Η γνώση της χρήσης τους είναι φυτεμένη μέσα σου όπως ο σπόρος του κακού και θα ανθίζει μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ. Σε εξαπολύω στον κόσμο για να μου στείλεις πολλές ψυχές να τραφώ. Θα έχεις πάντα την ευλογία και την υποστήριξή μου, αρκεί να μην κάνεις ποτέ το λάθος να δείξεις οίκτο».

«Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό αφέντη» είπε ο αναγεννημένος Ούρμπιλαχ και προσκύνησε το θεό του. Ύστερα

Page 228: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

228

άπλωσε το χέρι του και μια σταγόνα πηχτή και κατάμαυρη άρχισε να ρέει από την παλάμη του. Μόλις ακούμπησε στο έδαφος άρχισε να παίρνει σχήμα και να μεγεθύνεται, μέχρι που κατέληξε σε ένα πλάσμα βγαλμένο από το νοσηρό κόσμο του Ολέθρου. Ήταν κατάμαυρο όπως το πλάσμα από το χέρι του οποίου είχε γεννηθεί. Διέθετε οχτώ αραχνοειδή πόδια, μακρόστενο σώμα που η ράχη του καλυπτόταν από ένα αδιαπέραστο κέλυφος και ένα ολοστρόγγυλο κεφάλι με κατάμαυρη πυκνή χαίτη και αιλουροειδή μουσούδα. Το στόμα στολιζόταν από κατάμαυρα μυτερά δόντια και η καυτή ανάσα του μόλις βγήκε, έλιωσε τα βράχια και έκανε το νερό της λίμνης να τσουρουφλιστεί. Ο Βανιρφάντατ αν είχε στόμα θα χαμογελούσε από ικανοποίηση. Ποτέ στη ζωή του δε φανταζόταν, ότι θα ίππευε τρομερότερο άτι από εκείνο που τον υπηρετούσε όταν ήταν ακόμα άνθρωπος. Να όμως που μπροστά του βρισκόταν ένα πλάσμα αντάξιο της νέας υπόστασής του. Το καβάλησε και κρατήθηκε από την πλούσια χαίτη του. Δύο φτερά φύτρωσαν στα πλευρά του ζώου και με ένα τίναγμα των ποδιών του, βρέθηκε στα ουράνια. Έκανε ένα κύκλο περιμένοντας διαταγές από τον αναβάτη του. Ο πολεμιστής δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε πως έπρεπε να πάει σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Δεν το σκέφτηκε παραπάνω έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο θεό του και όντας αποφασισμένος να ακολουθεί τις οδηγίες του κατά γράμμα.

«Εμπρός ζωάκι μου. Έχουμε μια αποστολή. Φύγαμε για την Πελνυέρα».

**********

Στη Ραμίνα οι δουλειές και οι υποχρεώσεις έδειχναν να μην

έχουν τελειωμό. Οι νεοσύλλεκτοι χρειάζονταν εκπαίδευση, η ανοικοδόμηση συνεχιζόταν, η ανάθεση των σωστών ανθρώπων στα διοικητικά πόστα της πόλης, έπρεπε να γίνει προσεκτικά και με σύνεση και υπήρχε και πληθώρα ανθρώπων που ζητούσαν ακρόαση καθημερινά από τον Μπέριντεμ. Ο Σάντιακ βοηθούσε

Page 229: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

229

όσο μπορούσε αλλά ακόμα και έτσι, ο στρατηγός ένιωθε ότι όλες αυτές οι υποθέσεις, τον κρατούσαν σαν βαρίδια στο έδαφος, ενώ εκείνος ήθελε να πετάξει στην Πελνυέρα και να ξετρυπώσει τον Χεντίκιουα, συνεχίζοντας παράλληλα τις κατακτήσεις. Η Ραμίνα όμως δεν ήταν οποιαδήποτε πόλη. Είχε υπάρξει η πρωτεύουσα δύο αυτοκρατοριών και υπάγονταν σε αυτήν διοικητικά, εκατοντάδες κωμοπόλεις και χωριά της γύρω περιοχής. Είχε λοιπόν απαιτήσεις από τον κύριό της. Έτσι ο πολεμιστής υποχωρούσε προσωρινά και άφηνε τη θέση του στον οργανωτή και πολιτικό διοικητή. Στεκόταν μπροστά από το ναό της θεάς Μεσνεμφίτιαρ, προστάτιδας των Σαλούβιαρ. Όταν έπεσε η Ραμίνα ο λαός του απαρνήθηκε τη λατρεία της, γιατί θεώρησαν ότι τους είχε γυρίσει την πλάτη, αφήνοντάς τους έρμαιο στα νύχια του Ιγκούβιπ. Η αλήθεια ήταν ότι οι θεοί είχαν ελάχιστη σχέση με τα τεκταινόμενα στον κόσμο των ανθρώπων. Ακόμα και ο Ιγκούβιπ δεν τολμούσε να παραβαίνει συχνά τους νόμους των ομολόγων του, περιορίζοντας το ρόλο του σε συμβουλευτικό επίπεδο. Κάπου έπρεπε όμως να ξεσπάσουν την οργή τους και την απογοήτευσή τους οι ηττημένοι. Δεν είχαν λατρέψει από τότε κανέναν άλλο θεό ή θεά τους αιώνες που ακολούθησαν.

Με τις νίκες όμως και το αναπάντεχο δώρο που είχε προσφερθεί στο στρατηγό τους, οι Σαλούβιαρ στρατιώτες ήθελαν να ευχαριστήσουν τη θεά τους, που είχε έρθει και πάλι στο πλευρό τους για να τους βοηθήσει. Την ευγνωμοσύνη τους την έδειχναν έμπρακτα, αναστηλώνοντας το ναό. Κάποτε ήταν ο πιο μεγαλοπρεπής ναός στον κόσμο, ξεπερνώντας σε μέγεθος αλλά και χλιδή, οποιονδήποτε άλλον σε Δύση και Ανατολή. Με την κατάκτηση όμως, ο μισός είχε γκρεμιστεί, όντας άλλη μια παράπλευρη απώλεια των εχθροπραξιών, ενώ το κομμάτι που είχε μείνει, είχε απογυμνωθεί από οποιοδήποτε αντικείμενο αξίας και είχε μετατραπεί σε αρχειοθήκη από τους Ούρμπιλαχ. Ο Μπέριντεμ περπατούσε γύρω από το χτίσμα, βλέποντας με τι όρεξη δούλευαν οι άντρες του, γεμίζοντας έτσι περηφάνια και αισιοδοξία για το μέλλον. Ήξερε ότι κάποια στιγμή θα έφταναν

Page 230: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

230

στο σημείο να είναι πάλι τόσο μεγάλοι και τρανοί, ώστε να μην έχουν ανάγκη από κανένα διαμάντι για να τους βοηθάει. Ένα τσίμπημα στο στήθος υπενθύμισε στον πολεμιστή, ότι το ζηλόφθονο αντικείμενο δε θα έφευγε έτσι εύκολα. Τον πίεζε να καλπάσει προς την Πελνυέρα. Γεννημένο για την καταστροφή, δεν κατανοούσε αυτήν την ανούσια καθυστέρηση σε μια πόλη ήδη κατακτημένη. Οι εικόνες των σφαγμένων γυναικόπαιδων των Ούρμπιλαχ πέρασαν από μπροστά του. Πίεσε τον εαυτό του να νιώσει ντροπή για το απάνθρωπο έγκλημα που είχε συντελεστεί, αλλά αντίθετα η μαγεία τον ωθούσε να νιώθει ικανοποίηση.

Συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στο ναό και άρχισε να φαντάζεται πώς θα γινόταν όταν θα τέλειωναν οι εργασίες. Όταν το μεγαλείο των Σαλούβιαρ θα ξαναζούσε και εκτός του πεδίου της μάχης. Φαντάστηκε το κτίριο να λαμπυρίζει στον ήλιο από τις χρυσαφένιες και σμαραγδένιες κολώνες, που θα στήριζαν τη θεόρατη οροφή. Φαντάστηκε το λαό του να δοξάζει με τελετές τη θεά και οι ιερείς να τους ραίνουν με λουλούδια. Φαντάστηκε την Παφύλια να βρίσκεται στο πλευρό του και να της κρατάει σφιχτά το χέρι. Τι να έκανε άραγε η κοπέλα που για χάρη της τα είχε παρατήσει όλα και είχε ταξιδεύσει σε έναν κόσμο γεμάτο θαυμαστά αλλά και τρομακτικά πλάσματα; Θα την έβλεπε άραγε ξανά; Όταν θα είχε καταστρέψει ολοκληρωτικά τους Ούρμπιλαχ, τα καθήκοντά του θα του επέτρεπαν να γυρίσει πίσω να τη βρει; Ερωτήματα σημαντικά, που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν να απαντηθούν. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αναγκάσει το διαμάντι να υποχωρήσει, σταματώντας τον καταιγισμό εικόνων φρίκης. Ήταν λοιπόν η αγάπη το αντίδοτο στην αρνητική επήρεια του κακόβουλου μαγικού αντικειμένου; Ίσως. Είχε αποφασίσει να κάνει, όταν βρισκόταν μόνος του, μερικές ασκήσεις που θα τον βοηθούσαν να ελέγχει τα απρόοπτα συναισθήματα, που έβγαιναν στην επιφάνεια εξαιτίας του διαμαντιού. Αν η σκέψη της Παφύλια τον βοηθούσε, τότε θα φρόντιζε να τη φέρνει πιο συχνά στο νου του.

Page 231: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

231

«Στρατηγέ σας ζητούν στο παλάτι επειγόντως!» Έδιωξε τις σκέψεις του για να επικεντρωθεί στα λόγια του στρατιώτη. «Ειδοποίησέ τους ότι έρχομαι». Ο άντρας έκανε μεταβολή και έφυγε, σπεύδοντας να αναγγείλει τον ερχομό του στρατηγού του, ενώ ο Μπέριντεμ κάπως εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να βρει ούτε μια στιγμή ησυχίας για να δώσει την εσωτερική του μάχη, άρχισε να αναρωτιέται τι είχε συμβεί πάλι και ήταν η παρουσία του απαραίτητη. Θα ήταν κάτι σημαντικό γιατί τις περισσότερες υποχρεώσεις τις αναλάμβανε κατά την απουσία του ο Σάντιακ και συνήθως χωρίς να ζητάει τη γνώμη του. Δεν τον πείραζε αφού είχε στον επιστήθιο φίλου του απεριόριστη εμπιστοσύνη, παρά τις διαφορές τους, και πίστευε ότι ήταν πολύ πιο κατάλληλος στο να χειρίζεται τα γραφειοκρατικά από τον ίδιο. Το πιο πιθανό ήταν ότι ο Χεντίκιουα είχε κάνει κάποια κίνηση για την οποία έπρεπε να ενημερωθεί. Τάχυνε το βήμα όλο περιέργεια για τις ενέργειες του μεγάλου του αντιπάλου. Στην αίθουσα του θρόνου τον περίμενε ο Σάντιακ κάτωχρος και αναγνώρισε δίπλα του τον επικεφαλής της αποστολής προς το βασιλιά Στιγκάριτ. Από τις εκφράσεις τους κατάλαβε ότι τον περίμεναν άσχημα νέα. Υπέθεσε ότι ο βασιλιάς του είχε πεισμώσει για την ανυπακοή του και είχε αρνηθεί να στείλει ενισχύσεις. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο η ανοησία του ισοδυναμούσε με προδοσία. Σε μια εποχή που η χώρα είχε τη δυνατότητα να καλπάσει προς τη δόξα. Τα νέα όμως ήταν ακόμα πιο απροσδόκητα και τον έπιασαν εξαπίνης.

«Ο Στιγκάριτ έφυγε για τη Δύση; Μα είναι τόσο ηλίθιος; Ποιος του είπε ότι έχω βλέψεις για το θρόνο; Εμένα το μόνο που με νοιάζει είναι η παλινόρθωση της αυτοκρατορίας μας».

«Όταν κάποιος αποκτάει τόση δύναμη, αμέσως τίθεται εκτός του κύκλου εμπιστοσύνης του βασιλιά. Αν είχε τη δυνατότητα θα σε είχε κρεμάσει. Αφού όμως είσαι ο πιο ισχυρός Σαλούβιαρ στη γη αυτή τη στιγμή, επέλεξε να φύγει γλιτώνοντας από τον πρόωρο θάνατο στα χέρια σου. Έτσι το φανταζόταν εκείνος και οποιοσδήποτε και αν ήταν στη θέση του θα είχε παρόμοιο συλλογισμό. Οι μονάρχες δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά

Page 232: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

232

με την ανυπακοή. Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που δεν έχουμε αυτή τη στιγμή εμφύλιο πόλεμο, αλλά απλά ένα θρόνο κενό να περιμένει τον επόμενο εκλεκτό». Ο Σάντιακ μίλησε με προβληματισμό και έκφραση σκοτεινιασμένη. Ανησυχούσε πολύ και διερωτάτο τι σήμαινε για το μέλλον τους, αυτή η τόσο αναπάντεχη εξέλιξη. Όμως ο Μπέριντεμ παρεξήγησε και νόμισε ότι ο φίλος του τον επέπληττε ως συνήθως.

«Μήπως να ζητήσω και συγνώμη που κάνω και πάλι τη χώρα μεγάλη και σπουδαία; Εγώ ο νικητής, που με το θάρρος που επέδειξα κατάφερα ό,τι κάνεις άλλος στην ιστορία; Εγώ είμαι ο κατακριτέος και όχι αυτός που από την αρχή έβαζε σκοπέλους στο δρόμο μας; Αυτός που μας άφησε στη μοίρα μας χωρίς την παραμικρή βοήθεια και μάλιστα έστειλε και τους στρατιώτες του να με συλλάβουν; Ο εγωιστής και φθονερός γαλαζοαίματος, που δεν ανέχτηκε ότι η μεγάλη επιτυχία ανήκε σε κάποιον άλλον και όχι στη μεγαλειότητά του; Εγώ ακόμα και πριν το διαμάντι δεν υποχώρησα ποτέ στη θέα του εχθρού, ενώ εκείνος το έβαλε στα πόδια κατουρημένος από την τρομάρα του, προσπαθώντας να ξεφύγει από έναν ανύπαρκτο κυνηγό. Ένα τέτοιο σκουλήκι δεν αξίζει να λέγεται Βασιλιάς των Σαλούβιαρ και σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανός να διαχειριστεί την Αυτοκρατορία που ετοιμαζόμουν να του προσφέρω. Ίσως είναι καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Είδαμε αρκετά νωρίς με τι άνθρωπο έχουμε να κάνουμε και τώρα μπορούμε ελεύθεροι να προχωρήσουμε στο μέλλον».

«Η χώρα χρειάζεται έναν ηγέτη!» φώναξε εξοργισμένος ο Σάντιακ.

«Η χώρα έχει ηγέτη!» του απάντησε ο Μπέριντεμ εκτός εαυτού, με τις φλέβες στο λαιμό του να έχουν πεταχτεί και τα μάτια του να σπινθηροβολούν κατακόκκινα. Απευθύνθηκε στον αγγελιοφόρο. «Εσύ πήγαινε και δώσε εντολή να συγκεντρωθεί ο στρατός έξω από το παλάτι. Έχω μια σημαντική αναγγελία να κάνω». Ο άντρας τρομαγμένος από την απόκοσμη μορφή του στρατηγού, έτρεξε να υπακούσει.

Page 233: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

233

«Τι θα τους πεις;» ρώτησε εναγωνίως ο Σάντιακ. «Θα το μάθεις μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Μάθε να

είσαι υπομονετικός» ήταν η ψυχρή απάντηση. Ο Σάντιακ με τους ώμους κυρτωμένους από την απογοήτευση και ξέροντας πολύ καλά ποια θα ήταν η αναγγελία, διέσχισε αργά το διάδρομο που οδηγούσε μακριά από την αίθουσα του θρόνου. Την αίθουσα όπου ένας μοναχικός πολεμιστής έτριζε τα δόντια του και κρατούσε τα μάτια του σφαλιστά, πολεμώντας με ένα αρχέγονο κακό, για επικράτηση στο ίδιο του το είναι. Το διαμάντι του φούσκωνε τα μυαλά, ψιθυρίζοντάς του για το μεγαλείο του να είσαι βασιλιάς. Προσπαθούσε να τον καθησυχάσει πως έκανε το σωστό. Εκείνος είχε κατακτήσει τη Ραμίνα και όλη την περιοχή από τη Ζιλμάτα έως εκεί, οπότε εκείνος είχε το αποκλειστικό δικαίωμα της εξουσίας στο τεράστιο βασίλειο που χτιζόταν. Δεν υπήρχε λόγος να χύνει ιδρώτα και αίμα, να κάνει όλη αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια, μόνο και μόνο για να έρθει να στρογγυλοκαθίσει στο θρόνο της Ραμίνα, ένας άχρηστος άντρας, που πάντα στη ζωή του τα έβρισκε όλα έτοιμα. Ακόμα και αν δεν είχε φύγει, τότε ο Μπέριντεμ είχε υποχρέωση να βγάλει από τη μέση αυτό το εμπόδιο προς τη δόξα, πάση θυσία. Ο Μπέριντεμ απέκρουσε αυτές τις σκέψεις. Συμφωνούσε ότι ο Στιγκάριτ είχε απογοητεύσει τη χώρα με τις πράξεις του.

Όμως οι Σαλούβιαρ πίστευαν στην κληρονομική διαδοχή και δε θα έβλεπαν με καλό μάτι το τέλος της δυναστείας. Έπρεπε να ανακηρυχτεί αντιβασιλέας και όχι βασιλιάς. Έτσι θα κυβερνούσε αλλά θα υπήρχε και η δυνατότητα να αποχωρήσει, σε περίπτωση που ο παλιός μονάρχης επέστρεφε από την αυτοεξορία. Το διαμάντι οργίστηκε με αυτά τα λόγια. Πρόβαλλε τη θέλησή του στο μυαλό του ξενιστή του, με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Ο Μπέριντεμ ένιωσε σαν το κεφάλι του να έσπαγε στα δύο. Έπεσε στο πάτωμα και είδε κόκκινες σταγόνες να σχηματίζουν μια λιμνούλα αίματος στο μάρμαρο. Η μύτη του αιμορραγούσε. Η νοητική επίθεση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, μέχρι που ο άντρας δεν άντεξε άλλο και έχασε τις αισθήσεις του. Το διαμάντι

Page 234: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

234

τον συνέφερε μετά από μερικά λεπτά και εκείνος σηκώθηκε και έκατσε για πρώτη φορά στο θρόνο του Χεντίκιουα. Ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση φώτισε το πρόσωπό του. Η ικανοποίηση όμως δεν ανήκε στον ίδιο το στρατηγό. Όταν ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των στρατευμάτων κάτω από το παλάτι, εκείνος βγήκε έξω σίγουρος πλέον για την απόφασή του. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν τόσο πιο πολύ απορούσε με τον εαυτό του, που στην αρχή δίσταζε. Όντας Αυτοκράτορας των Σαλούβιαρ θα είχε τον πλήρη έλεγχο και κανείς δε θα μπορούσε να τον εμποδίσει, να πραγματοποιήσει τις κατακτήσεις που είχε στο μυαλό του. Από το μπαλκόνι ατένισε με υπερηφάνεια τα στρατεύματά του σε τέλειο σχηματισμό.

Όλοι έστρεψαν την προσοχή τους πάνω του. Ορισμένοι είχαν πληροφορηθεί από τον αγγελιοφόρο τη φυγή του Στιγκάριτ και ήταν γεμάτοι περιέργεια, για το πώς θα διαχειριζόταν το θέμα ο στρατηγός τους. Οι υπόλοιποι όμως βρίσκονταν ακόμα στο σκοτάδι και νόμιζαν ότι θα ανακοίνωνε τη συνέχεια της εκστρατείας, γεγονός που τους προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια η νέα πρόκληση τους γέμιζε με ενθουσιασμό αλλά και φόβο για το άγνωστο. Από την άλλη ένιωθαν λίγη θλίψη που θα άφηναν τις ομορφιές και τις ανέσεις της Ραμίνα, στις οποίες είχαν αρχίσει να συνηθίζουν. Αυτό που τελικά ανήγγειλε ο Μπέριντεμ δεν το περίμενε κανείς. «Στρατιώτες Σαλούβιαρ. Διανύουμε μια περίοδο ιστορικής σημασίας για το λαό μας. Είναι μια περίοδος αναγέννησης, κατακτήσεων και υπερηφάνειας. Για εσάς τους φορείς της μεγάλης αλλαγής, θα μιλούν οι μελλοντικές γενιές και θα νιώθουν δέος, ξέροντας ότι είστε οι μοναδικοί που καταφέρατε τη μεγάλη ανατροπή. Μας είχαν όλοι ξεγραμμένους. Πίστευαν ότι σβήσαμε από την ιστορία για πάντα. Ότι η τελευταία μας σελίδα γράφτηκε όταν έπεσε αυτή εδώ η πόλη που στεκόμαστε τώρα. Τι θα έλεγαν άραγε σήμερα αυτοί οι επιτήδειοι, που τόσο βιάστηκαν να μας σβήσουν από το χάρτη;» Οι στρατιώτες ξέσπασαν σε επιδοκιμασίες και ιαχές, συνεπαρμένοι από τα λόγια του αρχηγού

Page 235: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

235

τους. Τους άφησε να εκδηλώσουν τον ενθουσιασμό τους για όσο το είχαν ανάγκη και όταν καταλάγιασε ο θόρυβος συνέχισε.

«Όμως οι μεγάλες ιστορικές στιγμές απαιτούν και μεγάλους άνδρες. Σπουδαίους στην ψυχή με κουράγιο και θέληση για επιτυχία. Άνδρες που δε μένουν στα μετόπισθεν περιμένοντας την τελική έκβαση της μάχης, αλλά εφορμούν μπροστά και αποφασίζουν εκείνοι με τις πράξεις τους, ποιος θα μείνει όρθιος αφού θα έχει κατακαθίσει ο κονιορτός. Άνδρες σαν εσάς!» Νέες ιαχές ακολούθησαν με τον Μπέριντεμ να βεβαιώνεται ότι ο λόγος του πήγαινε καλά και είχε το στρατό εκεί που ήθελε. «Δυστυχώς τέτοιο μεγαλείο δεν μπορούμε να το απαιτούμε από τον οποιονδήποτε. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι γεννημένοι για τέτοια πράγματα. Είναι καλό αυτούς τους ανθρώπους να τους αφήνουμε να παίρνουν το δρόμο τους, ώστε να μη γίνονται βαρίδια στην πρόοδο και την εξέλιξή μας. Με λύπη μου σας ανακοινώνω ότι ο Βασιλιάς Στιγκάριτ, για χάρη του οποίου μοχθήσαμε τόσα χρόνια στη Ζιλμάτα, μας εγκατέλειψε και κατέφυγε στις χώρες της Δύσης. Πήγε με εκείνους που τόσους αιώνες μας έβλεπαν να ρημάζουμε και δεν άπλωσαν ποτέ το χέρι να βοηθήσουν. Μας αφήνει μόνους όπως έκαναν και εκείνοι των οποίων τη συντροφιά τώρα επιλέγει. Μάλλον δεν είναι τυχαίο. Οι άνθρωποι που έχουν παρόμοια ιδεολογία και νοοτροπία, συνήθως τα βρίσκουν μεταξύ τους. Όπως ταιριάζουμε εμείς που πιστεύουμε, ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι περισσότερο από όσα κληρονομήσαμε από τις παλιότερες γενιές και το έχουμε αποδείξει. Γι’ αυτό λοιπόν σας κάλεσα σήμερα εδώ, για να λύσουμε το πρόβλημα της διαδοχής. Ο επόμενος μονάρχης δε θα επιλεγεί από δέκα ανθρώπους σε μια σκοτεινή αίθουσα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του λαού, όπως γίνεται συνήθως. Εγώ ζητάω από εσάς να με εμπιστευθείτε και να μου επιτρέψετε να γίνω Αυτοκράτορας των Σαλούβιαρ!»

Το κοινό από κάτω είχε παγώσει. Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες που χρειάζονταν λίγη ώρα για να τις επεξεργαστούν. Ο Μπέριντεμ δεν ανησύχησε. Ένιωθε μια ανεξήγητη σιγουριά και

Page 236: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

236

ηρεμία. Σαν να ήταν όλοι πιόνια στα χέρια του και εκείνος να αποφάσιζε για τις κινήσεις τους. Ο Σάντιακ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Νόμιζε ότι θα έφερνε το στρατό προ τετελεσμένου. Αντίθετα όμως ο φίλος του είχε πάρει το ρίσκο να ζητήσει την έγκριση του στρατού. Αν επιτύγχανε θα τον ακολουθούσαν από εκεί και πέρα μέχρι την άκρη του κόσμου. Αν αποτύγχανε όμως το φιάσκο θα ήταν απίστευτο. Τα έπαιζε όλα για όλα. Πέρασαν μερικά λεπτά που φάνηκαν σαν αιώνας. Ξαφνικά όμως από κάποια σημεία του στρατεύματος, ξεκίνησε ένα ρυθμικό «Μπέριντεμ, Μπέριντεμ» το οποίο άρχισε να εξαπλώνεται προοδευτικά σε ολόκληρο το σχηματισμό και σύντομα χιλιάδες οπλισμένων ανδρών φώναζαν το όνομα του νέου τους Αυτοκράτορα, χτυπώντας τα ξίφη τους στις ασπίδες τους. Ο ήχος ακουγόταν σε ολόκληρη την πόλη πνίγοντας οτιδήποτε άλλο. Ήταν η πιο ηχηρή απόδειξη ότι είχε την υποστήριξή τους και την εκτίμησή τους και ένιωθε τη βεβαιότητα ότι θα στέκονταν πάντα στο πλευρό του, όσο μακριά και αν τους οδηγούσε. Ο Σάντιακ έσκυψε το κεφάλι προβληματισμένος, μην ξέροντας αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί. Ήξερε ότι ειδικά μετά από αυτήν την εξέλιξη και το αίσθημα ανωτερότητας που θα κυρίευε τον Μπέριντεμ, δε θα άκουγε ποτέ ξανά τις συμβουλές του.

Ο νέος Αυτοκράτορας ανακοίνωσε ότι σε μερικές μέρες θα γινόταν η στέψη και μετά θα ξεκινούσαν για τη νέα τους περιπέτεια στην Πελνυέρα. Αφού οι πολεμιστές επέστρεψαν στους στρατώνες τους ο Σάντιακ πήγε να βρει τον Μπέριντεμ, έχοντας πάρει μια σημαντική απόφαση. Τον βρήκε να κάθεται στο γραφείο του περιστοιχισμένος από στοίβες εγγράφων, που έπρεπε να μελετήσει και υπογράψει. Ήταν ό,τι χειρότερο για το στρατηγό που λάτρευε να κρατάει το σπαθί αντί της πένας, παρά τη φημολογούμενη ανωτερότητα της δεύτερης. Πλησίασε διστακτικά ξέροντας ότι η ένταση ανάμεσά τους δεν είχε ακόμα διαλυθεί. «Μπέριντεμ θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Αν

Page 237: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

237

συμφωνήσεις με αυτό που θα ζητήσω δε θα σε ξαναενοχλήσω, οπότε μάλλον σε συμφέρει και εσένα η πρότασή μου».

«Αν είναι έτσι τότε οπωσδήποτε να την ακούσω». Η ειρωνεία δυστυχώς δεν είχε πάψει να συγκαταλέγεται στα «προτερήματα» του αρχηγού των Σαλούβιαρ. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με την υπομονή του Σάντιακ, που ήταν φαινομενικά ανεξάντλητη. Αγνόησε λοιπόν το ύφος του συνομιλητή του και συνέχισε στο προκείμενο. «Οι σχέσεις μας είναι μάλλον τεταμένες τον τελευταίο καιρό και ίσως χρειαζόμαστε και οι δύο ένα διάλλειμα από τη συνεχή αυτή ένταση. Έχεις πάρει ένα δρόμο που δεν μπορώ να ακολουθήσω και έτσι αποφάσισα να υπηρετήσω την πατρίδα μου σε άλλο πόστο. Η Ραμίνα χρειάζεται κάποιο άτομο εμπιστοσύνης για να επιβλέψει την ανοικοδόμησή της. Πέρα από αυτό υπάρχουν άπειρα θέματα οργάνωσης που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ήρθα λοιπόν να σου ζητήσω να μη σε ακολουθήσω στη συνέχεια της εκστρατείας, αλλά να μείνω εδώ ως διοικητής της πόλης». Ο Μπέριντεμ τον κοίταξε σκεπτικός για μια στιγμή και χωρίς ίχνος συναισθήματος στη φωνή ή στην έκφραση του προσώπου του, έδωσε την απάντησή του. «Πολύ καλά. Από αυτή τη στιγμή είσαι κυβερνήτης της Ραμίνα. Όσο λείπω στην εκστρατεία θα έχεις τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για το οτιδήποτε γίνεται στην πόλη. Θα σου αφήσω και ένα μεγάλο μέρος του στρατού για άμυνα και φύλαξη. Κάτι άλλο;»

«Όχι, αυτό μόνο» είπε ο Σάντιακ. Ο Μπέριντεμ έσκυψε και πάλι πάνω από τα χαρτιά του, δίνοντάς του να καταλάβει ότι η συζήτηση είχε τελειώσει. Έφυγε από το δωμάτιο ακόμα πιο πικραμένος από πριν. Τουλάχιστον είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Ίσως αυτή η απόσταση να έσωζε ό,τι είχε απομείνει από την καταρρακωμένη τους φιλία. Ο εγωισμός του Μπέριντεμ δε θα τον άφηνε ποτέ να το δείξει βέβαια, αλλά στενοχωρήθηκε πολύ με την απόφαση του Σάντιακ. Μπορεί να τον απάλλασσε από μια μεγάλη ευθύνη, τη διοίκηση της πόλης, αλλά τον άφηνε και ολομόναχο στις περιπέτειες που τον περίμεναν. Ο προβληματισμός του γινόταν ακόμα μεγαλύτερος, καθώς

Page 238: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

238

σκεφτόταν ότι κυνηγώντας το μεγάλο του όνειρο, είχε ήδη χάσει τρία αγαπημένα του πρόσωπα. Τον πατέρα του, τον Σάντιακ και την Παφύλια. Αναρωτιόταν τι θα έπρεπε ακόμα να θυσιάσει μέχρι να επιτύχει το σκοπό του. Το διαμάντι είχε την απάντηση. Αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμο να τη μοιραστεί με τον ξενιστή του.

Η μέρα της στέψης του Μπέριντεμ ήταν πολύ πιο λυτή από όσο θα περίμεναν κάποιοι. Παρά τη φθοροποιό επιρροή του διαμαντιού, ο άντρας που καθόταν πια στο θρόνο παρέμενε κατά βάθος στρατιώτης. Δεν του άρεσαν λοιπόν οι υπερβολικές εκδηλώσεις και πολυτέλειες και σε συνδυασμό με τη βιασύνη του για τη συνέχεια της εκστρατείας, η σημαντικότερη ίσως στιγμή στη ζωή του έχασε αρκετά σε λάμψη. Παρόλα αυτά όμως ήταν μια χρονική στιγμή που θα σημάδευε για πάντα την ιστορία των Σαλούβιαρ, αφού θα σηματοδοτούσε την αρχή της δυναστείας των Ιμπανόγιο, αλλά και την επιλογή του ηγέτη της χώρας για πρώτη φορά από το στρατό και όχι από τους ευγενείς. Οι περιστάσεις δε θα μπορούσαν να είναι ευνοϊκότερες για το νέο Αυτοκράτορα. Είχε στεφθεί στον απόηχο της μεγαλύτερης στρατιωτικής επιτυχίας του λαού του τους τελευταίους αιώνες και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί καν να λερώσει τα χέρια του με το βασιλικό αίμα του προκατόχου του. Αντίθετα ο Στιγκάριτ με την πρωτοφανή δειλία του αμαύρωνε το όνομα της οικογένειάς του, που είχε βασιλεύσει για αιώνες. Ο στρατηγός λοιπόν πρόβαλλε ως ο μοναδικός κατάλληλος για τη σωτηρία του ακυβέρνητου κράτους. Το ηθικό ήταν ακμαίο και ο στρατός πολλαπλασιασμένος. Όλα ήταν έτοιμα για την προέλαση προς την Πελνύερα. Δεν είχε ακόμα αποφασίσει πώς θα έλυνε το γρίφο της εκπόρθησης αυτής της τόσο καλά οχυρωμένης πόλης, αλλά δεν ένιωθε κανένα φόβο στην καρδιά του. Τη λύση θα την έβρισκε.

Ξεκίνησαν λοιπόν οι Σαλούβιαρ και οι χρυσές πύλες της Ραμίνα άνοιξαν για να ξεχυθούν οι κατακτητές και να προσθέσουν ένα μικρότερο πετράδι στο Σμαράγδι του Κόσμου. Ένα πετράδι ακατέργαστο που έκρυβε όμως μια άγρια ομορφιά.

Page 239: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

239

Οι σάλπιγγες ανήγγειλαν την αναχώρηση και όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν το μοναδικό θέαμα. Η στρατιά προκαλούσε δέος και αυθόρμητα στο μυαλό των μαχητών της Ζιλμάτα, ερχόταν η αντίθεση με το ξεκίνημά τους μέσα από τα άγρια βουνά, όπου δεν υπήρχε τότε κανείς να τους επευφημήσει και οι αριθμοί τους ήταν σαφώς μικρότεροι και το μέλλον τους πολύ πιο αβέβαιο, παρά τη νίκη που είχαν τότε πετύχει στα σύνορα. Εκείνη την ημέρα έφευγαν από τη Ραμίνα γνωρίζοντας ότι ήταν ικανοί για τα πάντα. Γνωρίζοντας ότι ο εχθρός αυτή τη φορά δε θα τους αντιμετώπιζε υπεροπτικά, αλλά θα κρυβόταν από τρόμο πίσω από κάποια τείχη, ξέροντας ότι δε θα μπορούσε να τους αντισταθεί. Ο Μπέριντεμ έβλεπε πολύ θετικά την άνοδο του ηθικού, αλλά ανησυχούσε μήπως η υπερβολική σιγουριά στεκόταν εμπόδιο στην επιτυχία και ίσως οδηγούσε ακόμα και στην καταστροφή.

Οι Ούρμπιλαχ αποτελούσαν ακόμα ένα πολύ άρτιο στρατιωτικό σύνολο, που θα μπορούσε άνετα να ανατρέψει τα εις βάρος του δεδομένα. Έτσι μίλησε πολύ αυστηρά στους άντρες του, δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι δεν πήγαιναν για να παίξουν, αλλά για να εκτελέσουν μια πολύ δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Άλλωστε πέρα από την οχύρωση της Πελνυέρα θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν μερικές εβδομάδες πορείας, σε πολύ δύσκολες συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας και τις διάφορες φρουρές των Ούρμπιλαχ των μικρότερων πόλεων, που θα έβρισκαν στο δρόμο τους, τις οποίες θα είχαν υποχρέωση να υποτάξουν για να καταστεί ελεύθερος και ο τελευταίος Σαλούβιαρ υπήκοος. Μέσα στη γενικότερη χαρά στεκόταν σε πλήρη αντίθεση, μια μοναχική και θλιμμένη φιγούρα. Ο νέος διοικητής της πόλης που αποχαιρετούσε σιωπηλά τον επιστήθιο φίλο του.

Page 240: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

240

12 Η Παφύλια δεν μπορούσε ποτέ της να φανταστεί ότι θα είχε

σιχαθεί το ανδρικό φύλο τόσο πολύ. Βέβαια ήταν άδικο για τους άντρες όλου του κόσμου να κρίνονται από ένα και μόνο δείγμα, αλλά δυστυχώς ο Σίκαταρ ήταν το μόνο δείγμα στο οποίο μπορούσε να βασιστεί τις τελευταίες μέρες. Ο πρίγκιπας ασυνήθιστος στις κακουχίες της συνεχούς πορείας και της έλλειψης οινοπνευματωδών, αλλά και χωρίς τις δυνάμεις του, γεγονός που τον υποβίβαζε στην κατηγορία του απλού θνητού, είχε επιδοθεί σε ένα ρεσιτάλ γκρίνιας, αυτολύπησης και ανήμπορης οργής, κατευθυνόμενης προς κάθε υπεύθυνο για την κατάντια του. Ποιος ακριβώς ήταν ο υπεύθυνος ακόμα δεν το είχε ανακαλύψει, αλλά δε θα μπορούσε να περιμένει μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να ρίξει τις κατάρες του στον άγνωστο φταίχτη της πτώσης του μελλοντικού βασιλιά των Ιβίρφιντ. Ενός βασιλιά που δεν είχε βασίλειο πια για να βασιλεύσει. Η Παφύλια του εξηγούσε ότι για τη συμφορά που έπεσε στα κεφάλια τους δεν έφταιγε ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά όλη η άρχουσα τάξη των Ιβίρφιντ με τις ασήμαντες διαμάχες τους και την ακόρεστη δίψα για εξουσία.

Ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να πειστεί ότι αποτελούσε και εκείνος μέρος του προβλήματος. Έφταιγαν ο Κίνιαχ, ο Ίζιντελ, ο Κάραχτ και όλοι όσοι του εναντιωθήκαν. Στράφηκε εναντίον ακόμα και εκείνων που τον βοήθησαν να δραπετεύσει από τη βάναυση εκτέλεσή του. Υποστήριξε ότι δεν είχαν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αν είχε σχεδιάσει ο ίδιος την επίθεση εκείνη τη στιγμή θα καθόταν στο θρόνο. Η Παφύλια αναρωτιόταν αν πίστευε και ο ίδιος τις ανοησίες που έλεγε ή αν απλά τον ανακούφιζε με κάποιο διεστραμμένο τρόπο αυτό το παραλήρημα. Σε εκείνη πάντως είχε την ακριβώς αντίθετη επίδραση. Θα τον είχε εγκαταλείψει προ πολλού αν δεν υποπτευόταν ότι ήταν ο τελευταίος της φυλής της και αυτό για εκείνη σήμαινε ακόμα κάτι.

Page 241: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

241

Όταν είχαν βγει στην επιφάνεια είχαν πέσει πάνω σε μια περίπολο των Σαλούβιαρ. Οι στρατιώτες τους είχαν συλλάβει φοβούμενοι ότι είχαν να κάνουν με κατασκόπους. Η Παφύλια αλλά και η ταλαιπωρημένη τους εμφάνιση, τους έπεισαν ότι δεν ήταν κατάσκοποι. Η κοπέλα σκαρφίστηκε μια ιστορία ότι ήταν ταξιδιώτες μιας μακρινής ανατολικής χώρας, που ταξίδευαν προς τη χώρα των Σαλούβιαρ για εμπόριο. Όμως περνώντας τα βουνά Φουγέτ τους είχαν επιτεθεί ληστές και δεν τους είχαν αφήσει ούτε καν τρόφιμα για να επιβιώσουν. Οι Σαλούβιαρ υπέθεσαν ότι επρόκειτο για Ούρμπιλαχ που μετά τη διάλυση του στρατού των Φουγέτ, είχαν επιδοθεί σε ληστείες για να επιβιώσουν. Έτσι λυπήθηκαν το ζευγάρι και τους φιλοξένησαν στο στρατόπεδο της Ζιλμάτα. Φρόντισαν τις πληγές τους και τους έδωσαν τροφή. Η Παφύλια ρώτησε αδιάφορα στη γλώσσα των Σαλούβιαρ από υποτιθέμενα απλή περιέργεια, πώς πήγαινε ο πόλεμος με τους Ούρμπιλαχ. Οι στρατιώτες της απάντησαν με ενθουσιασμό, ότι ο στρατηγός τους είχε κατατροπώσει την τεράστια στρατιά των εχθρών έξω από τα τείχη της Ραμίνα και πως βρισκόταν πλέον μέσα στην πόλη κυρίαρχος. Τα νέα για την αυτοκρατορική του στέψη δεν είχαν φτάσει ακόμα έως τα σύνορα, αλλά έτσι και αλλιώς η Παφύλια είχε πάρει τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Αποφάσισε το ίδιο εκείνο βράδυ ότι θα πήγαινε στη Ραμίνα να βρει τον αγαπημένο της.

Ο Σίκαταρ στην αρχή την αποκάλεσε τρελή και αρνήθηκε, αλλά μόλις εκείνη τον απείλησε ότι θα τον παρατούσε μόνο του και θα έφευγε, άλλαξε αμέσως στάση και υποσχέθηκε να την ακολουθήσει. Έπλεξε ακόμα μια φανταστική ιστορία για τους Σαλούβιαρ στρατιώτες, πως ήθελαν να πορευθούν προς τη Ραμίνα για να την απολαύσουν απελευθερωμένη, αφού και αυτοί ανήκαν σε ένα λαό που καταπιεζόταν αιώνες από τους Ούρμπιλαχ και έτσι χαίρονταν για τις πρόσφατες ήττες τους. Οι στρατιώτες τους συμβούλευσαν να μην επιχειρήσουν πάλι ταξίδι μέσα από τα βουνά Φουγέτ, αλλά αφού αυτός ήταν ο μόνος δρόμος και η Παφύλια ήταν αμετακίνητη, τους έδωσαν χάρτες,

Page 242: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

242

τρόφιμα και νερό για να μπορέσουν να επιβιώσουν στο δύσκολο ταξίδι. Έτσι έχοντας ζήσει όλη τους τη ζωή κάτω από τα βουνά Φουγέτ στον υπόγειο μυστικό κόσμο των Ιβίρφιντ, για πρώτη φορά έβλεπαν την άλλη όψη της οροσειράς, στην επιφάνεια. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και τους πήρε αρκετές μέρες μέχρι να μπορέσουν να βγουν στην κοιλάδα από την άλλη πλευρά. Αντιμετώπισαν άσχημες καιρικές συνθήκες και επιθέσεις από άγρια ζώα, αλλά ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να μη συναντήσουν Ούρμπιλαχ ληστές.

Όταν έφτασαν τελικά και πάλι σε επίπεδο έδαφος, ένιωσαν και οι δύο ανακούφιση. Διέκριναν στο βάθος μια πόλη και η Παφύλια αναρωτήθηκε αν ήταν η Ραμίνα. Ο χάρτης που τους είχαν προμηθεύσει οι Σαλούβιαρ σταματούσε στα βουνά Φουγέτ. Από εκείνο το σημείο και πέρα θα έπρεπε να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις. Όσο πλησίαζαν πάντως η Παφύλια σιγουρευόταν ότι η πόλη δεν ήταν η Ραμίνα. Οι Σαλούβιαρ την είχαν προειδοποιήσει ότι μετά την κατάβαση από το βουνό, θα έπρεπε να ταξιδεύσουν αρκετές μέρες ακόμα μέχρι την πρωτεύουσα. Και εκτός από αυτό της έλειπε το μεγαλείο και η λάμψη η οποία χαρακτήριζε τον προορισμό της, σύμφωνα πάντα με τις περιγραφές που της είχαν κάνει οι στρατιώτες. Πλησίασαν πάντως διστακτικά τα πρώτα κτίσματα, αφού είχαν ανάγκη από προμήθειες. Από ένα από αυτά άκουσαν μουσική και δυνατές φωνές, στοιχεία που μαρτυρούσαν κάποια σύναξη. Υπέθεσαν ότι επρόκειτο για κάποιο καπηλειό και καταπίνοντας το φόβο τους, μπήκαν στο φωτισμένο χώρο. Δύο-τρία κεφάλια γύρισαν να τους κοιτάξουν με περιέργεια, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Παφύλια. Οι περισσότεροι όμως ήταν πολύ απασχολημένοι παρατηρώντας τον πάτο του ποτηριού τους. Ο Σίκαταρ ένιωσε πιο πολύ στο στοιχείο του, αφού σύχναζε σε παρόμοια μέρη πίσω στην πατρίδα.

Η Παφύλια νιώθοντας αμήχανα και επιθυμώντας να φύγει το συντομότερο δυνατόν, πλησίασε τον κάπελα για να τον ρωτήσει για προμήθειες, στη μοναδική ανθρώπινη γλώσσα που

Page 243: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

243

γνώριζε, αυτή των Σαλούβιαρ. Ο κάπελας αν και υπήκοος των Ούρμπιλαχ για όλη του τη ζωή, είχε κάποιον μακρινό πρόγονο Σαλούβιαρ, ή τουλάχιστον έτσι του είχαν πει οι γονείς του. Έτσι μιλούσε τη γλώσσα αρκετά καλά ώστε να συνεννοηθούν.

«Έχουμε νερό, κρασί, μπύρα, παστό κρέας για το ταξίδι, ό,τι επιθυμεί η καρδιά σου κούκλα. Αρκεί να έχεις και τα αντίστοιχα νομίσματα». Η Παφύλια πάγωσε αφού μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε, ότι δεν είχαν πάνω τους τα νομίσματα που χρησιμοποιούνταν στον επάνω κόσμο. Ο κάπελας αντιλαμβανόμενος την αμηχανία της, πέρασε το χοντρόχερό του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε κοντά του.

«Αν δεν έχεις χρήματα και αν δεν έχει και ο φιλαράκος σου αντίρρηση, μπορείς να με ξεπληρώσεις με άλλον τρόπο». Η ξαφνιασμένη κοπέλα αναγούλιασε από την αηδία. Το χνώτο του αηδιαστικού άντρα μύριζε σκόρδο, ήταν τετράπαχος και η ποδιά του έμοιαζε να έχει καθαρίσει όλους τους στάβλους της πόλης. Τον έσπρωξε μακριά και έφυγε τρέχοντας, με τον Σίκαταρ να την ακολουθεί απογοητευμένος αφού μάλλον θα έμεναν νηστικοί.

«Θα μπορούσες να τον εξυπηρετήσεις άμα ήταν να μας δώσει τρόφιμα και νερό. Στην κατάσταση που είμαστε δεν έχουμε περιθώρια για περηφάνιες». Αντί απάντησης ο πρίγκιπας δέχθηκε ένα γερό χαστούκι και κάπως έτσι τελείωσε η συζήτηση. Μετά την τόσο ευγενική συμπεριφορά των στρατιωτών της Ζιλμάτα, η Παφύλια είχε πέσει από τα σύννεφα με το θράσος του άνδρα. Ένιωθε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της, καθώς της έλειπε όσο ποτέ η χαμένη της πατρίδα. Δε θα άφηνε όμως τον εαυτό της να δείξει τέτοια σημάδια αδυναμίας, μπροστά σε αυτόν τον αναίσθητο τον Σίκαταρ. Αναγκάστηκε να συνέλθει και να αποφασίσει ποιο θα ήταν το επόμενό τους βήμα.

«Θα πάμε στο δάσος. Θα ψάξουμε για ένα ποτάμι, μια λίμνη ή έστω μια πηγή για να γεμίσουμε τα φλασκιά μας με νερό. Μετά θα μαζέψουμε φρούτα για να φάμε και να πάρουμε για το δρόμο και μην ακούσω την παραμικρή γκρίνια ή διαμαρτυρία από το στόμα σου, γιατί χάθηκες!» Ο Σίκαταρ καταπιέζοντας την

Page 244: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

244

εκδήλωση της δυστυχίας του, σώπασε και ακολούθησε τη σύντροφό του σε αυτό το παράτολμο ταξίδι. Όταν έφτασαν στο δάσος στάθηκαν τυχεροί στην αναζήτησή τους. Ανακάλυψαν μια μικρή λιμνούλα και δροσίστηκαν, μετριάζοντας κάπως την κούραση από την ταλαιπωρία του ταξιδιού. Φρούτα υπήρχαν άφθονα και έτσι μπόρεσαν να πάρουν δυνάμεις για τη δύσκολη συνέχεια. Η Παφύλια κάποια στιγμή σήκωσε το πρόσωπό της μέσα από το νερό της λίμνης και παρατήρησε ότι ο Σίκαταρ είχε σκύψει μπροστά από ένα δέντρο σαν να αναζητούσε κάτι. Όταν τον πλησίασε είδε ότι το χέρι του ακουμπούσε τρυφερά στον κορμό και ψιθύριζε λόγια που η κοπέλα δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει. Δε χρειαζόταν όμως να ακούσει τα λόγια για να καταλάβει, τι προσπαθούσε να κάνει ο απελπισμένος άντρας. Πάλευε να εκμαιεύσει κάποια απάντηση, να πετύχει την παραμικρή αντίδραση που θα του έδινε την ελπίδα ότι η φύση διατηρούσε ακόμα ένα δεσμό με το λαό της. Δεν κατάφερε όμως τίποτα.

Η Παφύλια νιώθοντας τον πόνο του, ακούμπησε παρηγορητικά το χέρι της στον ώμο του. «Μην προσπαθείς άδικα. Την προδώσαμε και μας έχει πλέον απαρνηθεί. Φανήκαμε όμοιοι των ανθρώπων και αυτό δεν μπορεί να μας το συγχωρήσει. Το χειρότερο είναι ότι δεν αξίζουμε τη συχώρια της. Καλυτέρα να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας σαν πλάσματα της επιφάνειας, ώστε να θυμόμαστε πάντοτε τα δώρα που μας είχαν τόσο απλόχερα δοθεί και που τόσο απερίσκεπτα κατασπαταλήσαμε». Ένιωσε τον Σίκαταρ να τραντάζεται από λυγμούς και τον άφησε μόνο του, ξέροντας ότι για κανέναν άντρα δεν είναι εύκολο να κλαίει μπροστά σε μια γυναίκα. Η θλίψη του ξεπεσμένου Ιβίρφιντ πέρασε, αλλά χρειάστηκε το χρόνο της. Τελικά ο πρίγκιπας ηρέμησε και τη θέση της λύπης του πήρε ένα συναισθηματικό κενό, που τον άφησε μουδιασμένο και αδιάφορο. Η Παφύλια έκρινε ότι ήταν και πάλι σε θέση να ταξιδεύσει και έτσι ξεκίνησαν εκ νέου για τη Ραμίνα, ρωτώντας όποιον έβρισκαν στο δρόμο για οδηγίες. Ήξεραν πλέον ότι θα είχαν αρκετές μέρες

Page 245: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

245

ταξίδι μπροστά τους. Η Παφύλια όμως δεν πτοείτο, διότι ήξερε ότι στο τέλος της διαδρομής θα την περίμενε ο Μπέριντεμ. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη για τον Σίκαταρ, ο οποίος δεν είχε τίποτα να περιμένει από τη ζωή του. Και οι Ιβίρφιντ, όντας σε πολλά όμοιοι με τους ανθρώπους, αν και δεν το παραδέχονταν, είχαν ανάγκη από φιλοδοξία και προσδοκίες ως κινητήριες δυνάμεις, που τους ωθούν να πασχίζουν και να συνεχίζουν την πορεία τους στη ζωή.

Τη συναισθηματική τους φόρτιση ήρθαν να επιβαρύνουν η σκόνη του δρόμου που αναδευόταν συχνά από περαστικά κάρα και το λιοπύρι που εξαντλούσε τις δυνάμεις τους και τσουρούφλιζε τις ευαίσθητες και ασυνήθιστες στον ήλιο επιδερμίδες τους. Κατάκοποι και μουσκεμένοι στον ιδρώτα, αποφάσισαν να ξαποστάσουν μετά από μερικές ώρες πεζοπορίας, κάτω από μια πέτρινη προεξοχή που θα τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη σκιά. Μετά από μερικές αχόρταγες γουλιές από τα φλασκιά τους, ξεφλούδισαν μερικά ζουμερά πορτοκάλια. Τα χυμώδη και γευστικά φρούτα έκαναν τη ζωή να φαίνεται κάπως καλύτερη. Η Παφύλια έκρυβε την ανησυχία της για τις δυσκολίες του ταξιδιού, γιατί ήξερε ότι ο Σίκαταρ δεν είχε τη δική της αποφασιστικότητα και το κουράγιο και έτσι θα τον πτοούσε. Όμως είχαν διασχίσει ένα μεγάλο κομμάτι γης αποτελούμενο από πέτρες και άμμο, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα δέντρο στον ορίζοντα. Ανησυχούσε πως αν δεν έβρισκαν την επόμενη μέρα ένα δάσος για νερό, τροφή και ξεκούραση, η κατάσταση θα γινόταν πολύ δύσκολη.

Στη σκιά της αμφιβολίας που σκοτείνιαζε την ψυχή της, ήρθε να προστεθεί η σκιά από ένα κάρο που σταμάτησε μπροστά από την πέτρα, στην οποία είχαν καταφύγει οι κουρασμένοι ταξιδιώτες. Το οδηγούσε ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με ένα ψάθινο τρυπημένο καπέλο, ρούχα πρόχειρα, σκοροφαγωμένα και σκονισμένα από το δρόμο και ένα ζευγάρι μαύρες μπότες γεμάτες λάσπη. Τους χαμογέλασε φιλικά αφήνοντας να φανεί μια οδοντοστοιχία με αρκετά κενά, ενώ όσα δόντια βρίσκονταν ακόμα

Page 246: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

246

στη θέση τους δεν είχαν και το καλύτερο δυνατό χρώμα. Κατέβηκε από το κάρο και θεωρώντας δεδομένο ότι είναι ευπρόσδεκτος, μπήκε κάτω από την πέτρα και έκατσε κοντά τους.

«Γεια σας με λένε Τουτρέκυ. Σας είδα κάτω από το βράχο και αναρωτήθηκα μήπως χρειάζεστε βοήθεια. Εδώ στην ερημιά μπορεί να συμβούν πολλά δυσάρεστα στον απρόσεκτο ταξιδιώτη, ειδικά αν είναι πεζός. Έτσι πρέπει να σταματάμε και να βοηθάμε το συνάνθρωπό μας, γιατί μια μέρα το καλό που κάνουμε μπορεί να μας ανταποδοθεί».

«Βασικά αν μπορούσατε να μας διαθέσετε λίγο νερό και μερικά φρούτα θα ήμασταν πολύ ευγνώμονες» πετάχτηκε ο Σίκαταρ πριν προλάβει η Παφύλια να τον σταματήσει. Είχε γίνει πολύ επιφυλακτική με τους ανθρώπους της επιφάνειας και προτιμούσε να πεινάσει και να διψάσει παρά να πέσει στην ανάγκη τους και να χρειαστεί να δώσει ανταλλάγματα, που δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει. Ο Τουτρέκυ όμως δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Μα φυσικά και θα σας βοηθήσω με τις προμήθειές σας. Έχω και νερό αρκετό και φρούτα και λαχανικά. Άλλωστε αυτός είναι ο λόγος του ταξιδιού μου. Πηγαίνω στη Ραμίνα για να πουλήσω τη σοδειά από τα κτήματά μου. Στη Ραμίνα το χρυσάφι δε σταματάει ποτέ να ρέει και αν ψάξεις αρκετά καλά, θα βρεις σίγουρα κάποιον που θα ενδιαφέρεται να αγοράσει κάτι από εσένα. Μπορεί εκεί να βρεις τα πιο απίθανα πράγματα. Εξωτικά ζώα και φυτά, χόρτο για κάπνισμα από εκείνο που σε κάνει να νιώθεις χαρούμενος και μπερδεύει τις αισθήσεις σου, κάθε λογής ποτό που με μια γουλιά μουδιάζει όλο σου το πρόσωπο, γυναίκες για όλα τα γούστα και για όλες τις τσέπες και νεαρά αγόρια για τις κυρίες της Αυλής που βαριούνται κλεισμένες στις επαύλεις τους». Με το τελευταίο σχόλιο γέλασε και έκλεισε πονηρά το μάτι στην Παφύλια. Η κοπέλα κατακοκκίνισε από ντροπή και θυμό σε αντίθεση με τον Σίκαταρ, που εμφάνιζε ξαφνικά έναν ανανεωμένο ενθουσιασμό για το ταξίδι τους στη Ραμίνα. Για

Page 247: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

247

άλλη μια φορά μίλησε χωρίς να σκεφτεί, κάνοντας την Παφύλια να θέλει να τον κλωτσήσει.

«Και εμείς στη Ραμίνα πηγαίνουμε καλέ μου κύριε. Ίσως θα μπορούσαμε να ταξιδεύσουμε μαζί σας. Θα είναι πιο ασφαλές για όλους να ταξιδεύουμε ως ομάδα παρά ο καθένας χωριστά. Έτσι δεν είναι;» Το πρόσωπο του Τουτρέκυ φωτίστηκε.

«Μα και βέβαια! Γιατί δεν το λέτε τόσην ώρα. Να σας πω την αλήθεια το ταξίδι από το χωριό μου μέχρι τη Ραμίνα είναι αρκετές μέρες και ο Μουρτζούφλης από εδώ είναι καλό γαϊδουράκι, αλλά δεν είναι και η καλύτερη παρέα που θα μπορούσε να έχει κανείς». Το γαϊδουράκι που έσερνε το κάρο χρεμέτισε επιβεβαιώνοντας τα λόγια του γεωργού και συνέχισε να τσιμπολογάει από τη φτωχή βλάστηση της περιοχής. Η Παφύλια προσπάθησε να αποφύγει τον πρόθυμο μελλοντικό τους συνταξιδιώτη.

«Πραγματικά δε θα θέλαμε να σας γίνουμε βάρος. Άλλωστε σίγουρα το κάρο σας θα είναι γεμάτο από τα προϊόντα που πουλάτε και δε θα έχει χώρο για εμάς. Θα σας ξεβολεύαμε και θα σας προκαλούσαμε μόνο πρόβλημα. Δε θα ήταν κάτι τέτοιο ο καλύτερος τρόπος να ανταποδώσουμε, το καλό που θα μας κάνετε με τις προμήθειες». Ο άντρας όμως ήταν ανένδοτος.

«Ανοησίες! Πού ακούστηκε να βρω στην ερημιά δύο νέους ανθρώπους που έχουν τον ίδιο προορισμό με εμένα και να τους παρατήσω στην τύχη τους; Δεν ακούω κουβέντα. Σηκωθείτε! Θα σας βολέψω μια χαρά πίσω στην καρότσα». Ένας κατενθουσιασμένος Σίκαταρ και μια ανήσυχη Παφύλια σηκώθηκαν λοιπόν, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους με το νέο αυτό σύντροφο. Σύντομα βρίσκονταν ανάμεσα σε αμέτρητα καφάσια με κουνουπίδια, λάχανα και διάφορα αλλά προϊόντα της μάνας γης. Το ταξίδι τους δεν ήταν άνετο, αφού το φορτίο του Τουτρέκυ δεν ήταν καλά στερεωμένο, με αποτέλεσμα να τους έρχονται διάφορα αντικείμενα στο κεφάλι και να πρέπει να στερεώνουν την πραμάτεια του γεωργού συνεχώς στη θέση της. Δεν παραπονιόντουσαν όμως συγκρίνοντας τη νέα τους κατάσταση με την προηγούμενη. Όμως η Παφύλια συνέχιζε να

Page 248: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

248

δυσπιστεί, κρίνοντας ότι ήταν πολύ νωρίς για να εμπιστευθεί το φαινομενικά καλοκάγαθο άνθρωπο. Ίσως η καλοσύνη του να είχε άλλα ελατήρια και σκόπευε να μην τον αφήσει να ξεφύγει από την προσοχή της. Εντελώς αντίθετη ήταν η συμπεριφορά του Σίκαταρ, ο οποίος φαινόταν εντελώς ανέμελος και ευτυχισμένος, σαν να είχαν λυθεί όλα τους τα προβλήματα. Στην καλή του διάθεση είχαν συνεισφέρει και τα λόγια του Τουτρέκυ, για τη συναρπαστική ζωή που τον περίμενε στη Ραμίνα. Αφού δεν μπορούσε να γίνει βασιλιάς, θα έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα, θα διασκέδαζε μέχρι τελικής πτώσεως.

Η συμπεριφορά του εξόργιζε την Παφύλια, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να τον κατσαδιάσει, αφού δεν ήταν πλέον μόνοι. Το μόνο που πρόλαβε να του ψιθυρίσει ήταν να μην ξαναπαντήσει στις ερωτήσεις του ξένου και να αφήσει αυτό το καθήκον καθ’ ολοκληρία σε εκείνη. Εκείνη ήθελε να ελέγχει τι πληροφορίες θα του έδιναν, σχετικά με το ταξίδι τους και τις ζωές τους γενικότερα. Έτσι όταν ρώτησε το σκοπό του ταξιδιού τους στη Ραμίνα, πήρε εκείνη το λόγο λέγοντας πως, αφού πλέον η είσοδος και η έξοδος από την πόλη ήταν ευκολότερη με τη φυγή των Ούρμπιλαχ, αποφάσισαν να επισκεφθούν κάποιους συγγενείς τους οποίους είχαν χρόνια να δουν. Φυσικά η ξενική προφορά με την οποία μίλαγε τη γλώσσα των Σαλούβιαρ η Παφύλια και ακόμα περισσότερο ο Σίκαταρ, έδωσε αμέσως στον Τουτρέκυ να καταλάβει ότι δεν ήταν ομοεθνείς του. Όμως δεν τον παραξένεψε το γεγονός ότι οι δύο ξένοι είχαν συγγενείς στην πρωτεύουσα, αφού ήταν μια πόλη που αποτελούσε πόλο έλξης για πολλούς λαούς, όντας πλέον πολυεθνική.

Παρά την έλλειψη άνεσης το ταξίδι αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα επιμορφωτικό. Ο Τουτρέκυ μιλούσε ακατάπαυστα και προσέφερε έναν καταιγισμό πληροφοριών για τη χώρα και τους δύο αντιμαχόμενους λαούς, τους Ούρμπιλαχ και τους Σαλούβιαρ. Γνώριζε πολλά ιστορικά γεγονότα αλλά και φήμες, που μολονότι δεν είχαν επιβεβαιωθεί, δεν είχαν σταματήσει να ψιθυρίζονται από στόμα σε στόμα. Τους μίλησε

Page 249: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

249

για τις κακουχίες που υπέστησαν οι απλοί πολίτες Σαλούβιαρ, ειδικά τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης, αλλά και πώς πολλοί εκπρόσωποι της ευγενούς τάξης, αρχιερείς ή πλούσιοι αστοί όπως μεγαλέμποροι, είχαν καταφέρει όχι απλά να επιβιώσουν αλλά και να διαπρέψουν στο νέο καθεστώς, προσφέροντας αφειδώς τις υπηρεσίες τους στον εχθρό και προδίδοντας συχνά-πυκνά τους αντάρτες συμπατριώτες τους. Είχαν καταφέρει έτσι να αυξήσουν τον πλούτο τους και να αποκτήσουν εξουσία, με την οποία καταπίεζαν τους υπόλοιπους ανήμπορους Σαλούβιαρ, για λογαριασμό των κατακτητών και λαμβάνοντας πολύτιμα ανταλλάγματα.

Ο ίδιος ο Τουτρέκυ ανήκε κάποτε σε έναν ισχυρότατο Σαλούβιαρ γαιοκτήμονα, ο οποίος είχε πολλές διασυνδέσεις στην κυβέρνηση και ο λόγος του έφτανε μέχρι και το θρόνο. Ο Τουτρέκυ μοχθούσε ολημερίς στο κτήμα του, για να βλέπει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής να πηγαίνει στις αποθήκες του γαιοκτήμονα, ενώ για τον ίδιον έμεναν αρκετά ίσα-ίσα για να θρέψει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Όποιος από τους γεωργούς που δούλευαν στα κτήματα του ισχυρού άντρα τολμούσε να μιλήσει, έχανε το κεφάλι του από στρατιώτες Ούρμπιλαχ, που ήταν ταγμένοι στην υπηρεσία του. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομοιογένεια στην ανάπτυξη της χώρας. Ολόκληρα χωριά ρήμαζαν από την πείνα και τη γενικότερη έλλειψη πόρων, ενώ τα προσωπικά φέουδα των ισχυρών άνθιζαν, με τους κυρίους τους να κρύβονται ασφαλείς πίσω από μεγαλοπρεπή κάστρα, με ιδιωτικούς στρατούς να τους φρουρούν. Πολλοί προσπαθούσαν να διασχίσουν την οροσειρά Φουγέτ και να περάσουν μέσω της Ζιλμάτα στην ελεύθερη χώρα των Σαλούβιαρ, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Οι περισσότεροι έπεφταν πάνω στα άπειρα διασκορπισμένα φυλάκια των Ούρμπιλαχ, που φύλασσαν τα σύνορα και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες.

Κατά καιρούς είχαν σημειωθεί διάφορες εξεγέρσεις από τους ενωμένους καταπιεζόμενους γεωργούς, υποβοηθούμενες

Page 250: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

250

από την αντίσταση που ποτέ δε σταμάτησε να υφίσταται κατά τους αιώνες της υποδούλωσης. Συνήθως όμως καταπνίγονταν στο αίμα και ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις αποδεκατίζονταν για παραδειγματισμό. Όλα αυτά όμως άλλαξαν δραστικά από τη στιγμή που ο Μπέριντεμ Ιμπανόγιο πέρασε νικηφόρα από την οροσειρά Φουγέτ και έπαιρνε το ένα μετά το άλλο τα φυλάκια των Ούρμπιλαχ, στο δρόμο του για τη Ραμίνα. Οι καταπιεσμένοι Σαλούβιαρ πήραν τα όπλα στα χέρια και ξεσηκώθηκαν εναντίον των καταπιεστών τους, είτε ήταν Ούρμπιλαχ διοικητές είτε Σαλούβιαρ προδότες. Η ελευθερία ήρθε σαν κύμα από τα δυτικά και ξέπλυνε όλες τις ανομίες και τις αδικίες που υφίσταντο οι αδύναμοι στο βωμό του κέρδους. Έρευσε και πάλι πολύ αίμα. Αυτή τη φορά όμως πήγαζε απ’ τους λαιμούς όσων είχαν αδικήσει και εκμεταλλευθεί. Όταν η οργή των εξεγερθέντων κατασίγασε και η ανάγκη τους για εκδίκηση είχε ικανοποιηθεί, στράφηκαν προς τη γη η οποία ήταν πια δικιά τους και μπορούσαν επιτέλους να νιώθουν, ότι ο ιδρώτας τους πότιζε τα όνειρά τους αντί να γεμίζει το στομάχι κάποιου δεσποτικού καιροσκόπου.

Έτσι και ο Τουτρέκυ μαζί με τους υπόλοιπους χωρικούς της περιοχής του, ενώθηκαν με το στρατό του νικηφόρου στρατηγού και επιτέθηκαν με λύσσα στον τοπικό δυνάστη. Ο γέρος παραδέχθηκε ότι έφτασαν σε ακρότητες τις οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει. Αλλά η αγανάκτηση που καταπίεζαν μέσα τους τόσον καιρό, έπρεπε να βρει μια διέξοδο. Δεν άφησαν λοιπόν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Όταν ηρέμησαν και πάλι τα πνεύματα, επέστρεψαν στις καθημερινές τους ασχολίες. Αυτόνομα όμως πλέον και φυσικά με μεγαλύτερη δυνατότητα κέρδους. Ο Τουτρέκυ αισιοδοξούσε ότι η κατάσταση στη γεωργική ζωή θα βελτιωνόταν αισθητά με το νέο καθεστώς. Βέβαια δεν υπήρχε ακόμα οργάνωση, αφού δεν είχαν πολύν καιρό που είχαν μπει οι Σαλούβιαρ στη Ραμίνα και αν ο πόλεμος συνεχιζόταν με τους Ούρμπιλαχ, κανείς δε θα είχε καιρό να ασχοληθεί με την περιφέρεια. Αλλά και πάλι σε σύγκριση με τα χρόνια της τυραννίας η διαφορά ήταν ήδη αισθητή. Οι δύο Ιβίρφιντ ένιωθαν

Page 251: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

251

τη χαρά του οδηγού τους, αν και δυσκολεύονταν να κατανοήσουν πόσο σημαντική ήταν για τους ανθρώπους η καλλιέργεια και τι παιχνίδια εξουσίας παίζονταν για αυτήν. Στον κόσμο τους αυτά τα θέματα δεν έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής, αφού η φύση λειτουργούσε από μόνη της χωρίς να χρειάζεται τη βοήθειά τους. Θεωρούσαν δεδομένο ότι θα είχαν πάντα στο τραπέζι τους όλα όσα η γη είχε να τους προσφέρει.

Η Παφύλια ακούγοντας αυτή την ιστορία ένιωθε περηφάνια για τον Μπέριντεμ, που είχε καταφέρει τόσα πολλά και είχε ήδη βοηθήσει μια μεγάλη μερίδα του λαού του. Ο Τουτρέκυ τον περιέγραφε σαν ένα μεγάλο ευεργέτη. Αμέσως όμως ένιωσε ντροπή. Ο Μπέριντεμ πετύχαινε μέσω του πολέμου. Χρησιμοποιούσε δηλαδή ένα μέσο το οποίο είχε σταθεί καταστροφικό για τη χώρα και το λαό της. Τι θα γινόταν αν η φύση αποφάσιζε να ξεσηκωθεί και εναντίον των ανθρώπων; Ίσως να μην το έκανε γιατί από τους ανθρώπους δεν μπορεί να περιμένει κανείς πολλά. Είναι εγωιστές και κοντόφθαλμοι και δε λογαριάζουν τίποτα προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους. Η φύση όμως περίμενε περισσότερα από τους Ιβίρφιντ και επειδή τους προστάτευε και τους χάριζε μοναδικές δυνάμεις για τόσους αιώνες, ίσως να ένιωσε τόσο προδομένη, ώστε δεν μπόρεσε να ελέγξει την οργή της. Ήλπιζε να ίσχυε αυτό το ενδεχόμενο και έτσι ο κόσμος της επιφάνειας να μην είχε την ίδια τραγική μοίρα. Όποτε ανακαλούσε στη μνήμη της το θέαμα της πόλης της να καταπίνεται στα έγκατα της γης, μαζί με οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα και ενώ προηγουμένως τα δέντρα, οι πιστοί τους υπηρέτες είχαν μετατραπεί σε φονικούς διώκτες, ένιωθε δέος και τρόμο. Έσφιξε τα μάτια της και κούνησε το κεφάλι της νευρικά, για να διώξει αυτές τις τραυματικές αναμνήσεις.

Ο Τουτρέκυ πρόσεξε ότι ήταν κάπως ανήσυχη και υπέθεσε ότι ήταν εξαιτίας της κούρασης του ταξιδιού. Σταμάτησε λοιπόν την άμαξά του κοντά σε μια συστάδα δέντρων, γεγονός για το οποίο ένιωσαν ευγνωμοσύνη τόσο οι δύο επιβάτες όσο και το ταλαίπωρο γαϊδουράκι. «Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και είναι

Page 252: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

252

επικίνδυνο για το ζωντανό να περπατάει χωρίς καλή ορατότητα. Μπορεί να πατήσει καμία πέτρα και να κουτσαθεί και μετά θα πρέπει να το θανατώσω. Απ’ ό,τι βλέπω είσαστε και εσείς αρκετά κουνημένοι από το ταξίδι. Ας σταματήσουμε εδώ για απόψε, να τσιμπήσουμε τίποτα και να κοιμηθούμε. Η Ραμίνα έτσι και αλλιώς δε θα φύγει από τη θέση της». Ξεκαρδίστηκε με το αστείο του και οι δύο νέοι γέλασαν και αυτοί νευρικά από ευγένεια. Η αλήθεια ήταν ότι το συνεχόμενο ταρακούνημα της άμαξας τους είχε κουράσει και ειδικά ο αιώνια ευαίσθητος Σίκαταρ, είχε πρασινίσει και ένιωθε το στομάχι του να ανακατεύεται. Η Παφύλια σκεφτόταν με ανησυχία ότι στο νέο κόσμο που ήταν αναγκασμένοι να ζουν, ήταν σαν βρέφη. Έπρεπε να τα ανακαλύψουν όλα σιγά-σιγά από την αρχή, τις αδυναμίες τους και το εύρος των ικανοτήτων τους. Να διαπιστώσουν πόσο μπορούσαν να στηριχθούν στα πενιχρά μέσα που τους είχαν απομείνει, για να ανταπεξέρχονται στις δυσκολίες. Με λίγα λόγια να μάθουν να είναι άνθρωποι.

Άρχισαν να στήνουν την κατασκήνωσή τους ακολουθώντας τις οδηγίες του Τουτρέκυ. Ο Σαλούβιαρ γεωργός είχε αρχίσει να αποκτάει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για τους δύο συνταξιδιώτες του, βλέποντας πόσο άμαθοι ήταν στους τρόπους της εξοχής. Δεν ήξεραν ούτε σκηνή να στήσουν, ούτε φωτιά να ανάψουν. Όταν μάλιστα εκείνος δημιούργησε με δύο πέτρες και μερικά ξερόχορτα μια μικρή φλόγα, τινάχτηκαν και οι δύο μακριά εμφανώς αναστατωμένοι. Χρειάστηκε να τους διαβεβαιώσει αρκετές φορές ότι δεν κινδύνευαν, για να τους πείσει να πλησιάσουν και να τους ενημερώσει για το τσουχτερό κρύο που θα τους περικύκλωνε μόλις έπεφτε τελείως ο ήλιος. Ο Σίκαταρ θυμήθηκε το κρύο στα βουνά Φουγέτ, που παραλίγο να αποβεί μοιραίο για τους δύο τους. Αν η Παφύλια δεν είχε βρει το κουράγιο να σκοτώσει ένα τριχωτό βοοειδές που συνάντησαν τυχαία και μετά να του γδάρει το δέρμα για να καλυφθούν από το κρύο με το πυκνό τρίχωμα, σίγουρα θα είχαν αφήσει εκεί τα κόκαλά τους. Πλησιάζοντας τη φωτιά ένιωσαν άλλη μια έκπληξη,

Page 253: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

253

αφού αντί για τον πόνο που τους προκαλούσε παλιά, εκείνο το βράδυ ένιωθαν για πρώτη φορά στη ζωή τους μια ευχάριστη αίσθηση και ανακούφιση. Η ζεστασιά τους χαλάρωσε και έδιωξε λίγη από την κούρασή τους.

Ο Τουτρέκυ ικανοποιημένος που οι δύο νέοι δε θα ψόφαγαν από το κρύο λόγω μιας ανεξήγητης φοβίας στη φωτιά, αράδιασε σε ένα πανί διάφορες λιχουδιές. Ο Σίκαταρ ξεχνώντας τους τρόπους με τους οποίους μεγάλωσε στην Αυλή των Ιβίρφιντ, έπεσε με τα μούτρα στο φαί, προκαλώντας τη δυσφορία της Παφύλια, η οποία ξεκίνησε να τρώει μονάχα όταν είδε και τον Τουτρέκυ να απολαμβάνει το βραδινό του. Ο γέροντας πρόσεξε ότι έτρωγαν μόνο φρούτα και λαχανικά και προστέθηκε και αυτό στη λίστα των αξιοπερίεργων. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι προέρχονταν από έναν κόσμο όπου η σαρκοφαγία θεωρείτο βαρβαρότητα. Άλλωστε ο οργανισμός τους που έμοιαζε πολύ με εκείνον των φυτών, δεν μπορούσε να δεχθεί μέσα του τέτοιου είδους τροφή. Επομένως ήταν πρακτικά αδύνατον για αυτούς να τραφούν με κρέας. Όταν όμως η φύση τους τιμώρησε απογυμνώνοντάς τους από τις ειδικές ικανότητες που είχαν μια ζωή, άλλαξε και το σώμα τους εσωτερικά και εξωτερικά. Το δέρμα τους δεν ήταν πλέον σαν μίσχος λουλουδιού, ούτε στις φλέβες τους έρρεαν φυσικοί χυμοί. Είχαν πια δέρμα ανθρώπινο και κατακόκκινο από την πρωτόγνωρη έκθεση στον ήλιο. Αν κάποιος τους έκοβε θα χυνόταν αίμα και το στομάχι τους μπορούσε να δεχθεί και άλλες τροφές πέρα από τις φυτικές. Η αλήθεια ήταν ότι πλέον είχαν ανάγκη όπως όλοι οι άνθρωποι, να εμπλουτίσουν τη δίαιτά τους με τροφές από όλες τις ομάδες, ώστε να λαμβάνουν τις απαραίτητες βιταμίνες. Όλα αυτά όμως δεν τα γνώριζαν και πολλές από τις αλλαγές που είχαν υποστεί δεν τις είχαν συνειδητοποιήσει, προσθέτοντας έτσι επιπλέον δυσκολίες στη νέα τους ζωή.

Αφού έφαγαν ο Τουτρέκυ με απελευθερωμένο πλέον το στόμα του από την τροφή, άρχισε πάλι να τους εξιστορεί διάφορα γεγονότα από την πολυτάραχη ζωή του. Η Παφύλια ένιωθε

Page 254: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

254

εξαντλημένη αλλά δεν ήθελε να προσβάλει τον καλοσυνάτο άντρα, πέφτοντας για ύπνο στη μέση της ιστορίας του. Ο Σίκαταρ από την άλλη απροβλημάτιστος από τέτοια ηθικά διλλήματα, είχε ήδη επιδοθεί σε ένα σιγανό ροχαλητό. Η Παφύλια παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, σύντομα έχασε τη μάχη, καθώς τα βλέφαρά της αποδείχτηκαν πολύ βαριά για εκείνη. Κοιμήθηκε λοιπόν και υποσυνείδητα ένιωθε ένα ίχνος ασφάλειας, ξέροντας ότι είχαν κάποιον στο πλευρό τους που μπορούσε να τους βοηθήσει και να τους καθοδηγήσει σε αυτόν τον κόσμο το γεμάτο νέες εμπειρίες και άγνωστα μονοπάτια. Η συνείδησή της της έλεγε ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεται κανέναν απολύτως. Όμως είχε ανάγκη να στραφεί σε κάποιον για βοήθεια και να νιώθει ότι αυτός ο κάποιος θα τη στήριζε στις δύσκολες στιγμές. Έτσι χαλάρωσε έστω και ελάχιστα τις άμυνές της, όντας πρόθυμη να δείξει εμπιστοσύνη. Βυθίστηκε στον ύπνο με τον απόηχο της φωνής του Τουτρέκυ να μιλάει για επαναστατημένους γεωργούς και άκαρδους τυράννους, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα νομίσματα στο σεντούκι τους.

Page 255: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

255

13 Ο ύπνος της ήταν αρχικά γαλήνιος εκείνο το βράδυ,

βοηθώντας την να ξεκουραστεί ακόμα περισσότερο. Ονειρεύτηκε τα δύο πράγματα που επιθυμούσε περισσότερο στον κόσμο. Την πατρίδα της και τον Μπέριντεμ. Είδε τον εαυτό της και εκείνον να κρατιούνται χέρι-χέρι και να περπατούν σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με γρασίδι που τους έφτανε μέχρι τα γόνατα και γεμάτο πανέμορφα λουλούδια όλων των χρωμάτων. Εκείνη μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους και να νιώσει τη χαρά τους και την απόλαυση που έπαιρναν από τις ακτίνες του λαμπρού ήλιου. Εκείνη με τη σειρά της τους μετέδιδε την ολοκλήρωση που ένιωθε, έχοντας δίπλα της τον άνθρωπο που είχε ρισκάρει τη ζωή του για εκείνη, όντας το μοναδικό άτομο που της είχε προσφέρει κάτι ανιδιοτελώς εδώ και πολλά χρόνια. Μέσα στον κόσμο των ονείρων συνειδητοποιούσε το μέγεθος της μοναξιάς της, αφού πριν από τον Μπέριντεμ θα έπρεπε να φτάσει μέχρι την παιδική της ηλικία, για να θυμηθεί πώς ήταν να έχει κάποιον που την νοιαζόταν. Ήταν η μητέρα της που και αυτή όμως δεν μπόρεσε να κρατηθεί κοντά της, εξαιτίας ενός Ιβίρφιντ που δεν υπολόγιζε τίποτα, προκειμένου να γίνει ο πιο ισχυρός μάγος στον κόσμο.

Ξαφνικά το τοπίο στο όνειρό της σκοτείνιασε. Πυκνά σύννεφα γέμισαν τον ουρανό και σηκώθηκε κρύος και ισχυρός άνεμος. Τα ζώα άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα από το λιβάδι και ο Μπέριντεμ σταδιακά μετατράπηκε σε κομματάκια και παρασύρθηκε από τον αέρα. Η Παφύλια προσπαθούσε με αγωνία να κρατήσει τα κομμάτια κοντά της, αλλά χάθηκαν όλα σαν στάχτες νεκρού που οι αγαπημένοι του τον παρέδιδαν στα στοιχεία της φύσης. Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά της ο πατέρας της, με βλέμμα γεμάτο κακία και εκείνο το μοχθηρό χαμόγελο που τόσο σιχαινόταν. Άρχισε να την πλησιάζει και εκείνη γεμάτη τρόμο και απέχθεια προσπάθησε να τρέξει μακριά του. Αηδίαζε με το άγγιγμά του όσο τίποτα άλλο

Page 256: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

256

στον κόσμο. Διαπίστωσε όμως ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ρίζες είχαν πεταχτεί από το χώμα και της είχαν δέσει τα πόδια. Πάλευε με αγωνία αλλά δε διέθετε την απαραίτητη δύναμη για να ξεφύγει από τα δεσμά της. Ο Κίνιαχ την πλησίαζε όλο και περισσότερο, με τα χέρια του απλωμένα να πετούν μικροσκοπικές σπίθες μαγικής ενέργειας. Του φώναξε να μείνει μακριά αλλά το ουρλιαχτό του ανέμου έπνιξε το δικό της. Ένιωσε τα πάντα να γυρίζουν και μέσα στη ζαλάδα της αναγούλιασε.

Αισθάνθηκε το χέρι του να ακουμπάει τον ώμο της και το δέρμα της να τσουρουφλίζεται κάτω από το άγγιγμά του. Τσίριξε μέσα στην απόγνωση και ξύπνησε απότομα από το όνειρο, που είχε τόσο ξαφνικά μετατραπεί σε εφιάλτη. Ήταν μουσκεμένη στον ιδρώτα και οι ανάσες της έβγαιναν κοφτά και δύσκολα. Οι δύο άντρες κοιμούνταν οπότε υπέθεσε ότι δεν έκανε φασαρία στον ύπνο της. Μόλις μπόρεσε να ελέγξει την αναπνοή της, βρήκε ένα φλασκί και ήπιε λαίμαργα νερό. Σκέφτηκε με κατήφεια ότι ο πατέρας της την κυνηγούσε ακόμα και από τον κόσμο των πεθαμένων. Ή μήπως η εξήγηση ήταν πολύ πιο απλή; Είχε διαπράξει πατροκτονία, ένα από τα πιο καταδικαστέα εγκλήματα στον κόσμο και των Ιβίρφιντ και των ανθρώπων. Ήταν λογικό λοιπόν οι τύψεις να την κυνηγούν έστω και με τη μορφή ονείρων. Θα μπορούσε να προσπαθήσει να ξεγελάσει τον εαυτό της, ισχυριζόμενη ότι το δηλητήριο δεν είχε πετύχει το σκοπό του, αφού ο παμπόνηρος μάγος είχε καταφέρει να ξεφύγει από αυτήν την παγίδα. Μέσα της όμως ήξερε ότι με την προδοσία της, είχε δώσει το έναυσμα σε μια σειρά γεγονότων, που τελικά οδήγησαν στο θάνατό του και ήταν κατά μεγάλο βαθμό υπεύθυνη. Το αστείο ήταν ότι οι πράξεις της είχαν γίνει με γνώμονα το μέλλον της πατρίδας της. Αναλογιζόμενη λοιπόν τη ματαιότητα των προσπαθειών της, γέλασε πικρά. Είχε αφήσει τον Μπέριντεμ να φύγει μόνο του, μόνο και μόνο για να καταλήξει τελικά χωρίς πατρίδα, δυνάμεις και με ένα μαμμόθρεφτο πρίγκιπα με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Ξάπλωσε κακόκεφη αποφασίζοντας ότι ούτε οι άνθρωποι ούτε οι Ιβίρφιντ ήταν ικανοί να αλλάξουν τη

Page 257: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

257

μοίρα του κόσμου. Εκείνη τουλάχιστον δε θα το ξαναπροσπαθούσε.

Την επόμενη μέρα ο Τουτρέκυ τους ξύπνησε από νωρίς και μετά από ένα βιαστικό πρωινό, συνέχισαν το γεμάτο ταρακούνημα ταξίδι τους. Η Παφύλια ήταν πολύ κακόκεφη εξαιτίας του ονείρου της και ο Σίκαταρ ζαλιζόταν όπως και τις προηγούμενες μέρες. Έτσι είχαν προτιμήσει και οι δύο να βυθιστούν στη σιωπή και στη δυστυχία τους, παρόλο που μέρα με τη μέρα έφταναν όλο και πιο κοντά στο στόχο τους. Ο γεωργός προσπαθούσε να τους φτιάξει το κέφι με διάφορα καμώματα και αστεία, αλλά το γέλιο τους ήταν βεβιασμένο και ψεύτικο. Κάποια στιγμή ακόμα και αυτός σταμάτησε να μιλάει, διαπιστώνοντας ότι η κακή τους διάθεση δεν έφτιαχνε παρά τις προσπάθειές του. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο τροχασμός του γαϊδουριού και το γύρισμα των τροχών της άμαξας. Έτσι μονότονα πέρασαν οι επόμενες μέρες και νύχτες. Ευτυχώς την Παφύλια δεν την κατέτρεχαν άλλοι εφιάλτες και έτσι μπορούσε να κοιμηθεί καλύτερα. Αυτό βελτίωσε την ξεκούρασή της αλλά όχι και τη διάθεσή της. Μετά από εκείνο το βράδυ είχε ένα κακό προαίσθημα. Φοβόταν ότι δε θα έβρισκε τον Μπέριντεμ στη Ραμίνα. Ίσως να είχε φύγει ή ακόμα χειρότερα κάτι κακό να του είχε συμβεί. Ήξερε ότι ήταν χαζό εκ μέρους της και πως δεν έπρεπε να έχει τέτοιες προλήψεις, αλλά έδινε μεγάλη σημασία στο τι μπορεί να σήμαινε αυτό το όνειρο.

Το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε κανέναν να μοιραστεί την ανησυχία της. Ο Σίκαταρ δεν έδινε δεκάρα για εκείνη και ο Τουτρέκυ ήταν ακόμα ένας άγνωστος στα μάτια της και δε θα του εκμυστηρευόταν κάτι τόσο προσωπικό. Συνέχισε λοιπόν να αντιμετωπίζει μόνη της τη θλίψη και την ανησυχία, χωρίς κανέναν να την καθησυχάζει. Κοίταξε τον πρίγκιπα απέναντί της και ένιωσε την οργή της να ξεχειλίζει. Γιατί από όλους όσους ζούσαν στη χώρα της, ο μοναδικός επιζών έπρεπε να είναι αυτός; Δεν είχε φίλους αλλά υπήρχαν Ιβίρφιντ που ήξερε ότι ήταν αρκετά καλόκαρδοι και ανιδιοτελείς, ώστε να ακούσουν το

Page 258: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

258

πρόβλημά της και να προσπαθήσουν να τη βοηθήσουν, έστω και αν αυτό σήμαινε ένα χαμόγελο ή ένα χτύπημα στον ώμο. Μια ψεύτικη διαβεβαίωση ότι θα έβρισκε αυτόν που έψαχνε και ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Αυτός ο άχρηστος δεν την είχε ρωτήσει τόσες μέρες καν τι της συνέβαινε, έστω και από περιέργεια. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να είναι τόσο εγωκεντρικός, ώστε να μη βλέπει τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτούλη του; Δεν ήξερε τι θα έκανε αν δεν έβρισκε τον Μπέριντεμ στη Ραμίνα, αλλά ένα πράγμα ήταν σίγουρο. Θα ξεφορτωνόταν τον αδιάφορο συνταξιδιώτη της. Δεν είχε τίποτα να της προσφέρει και αντίθετα της γινόταν πολλές φορές και βάρος. Η συμπεριφορά του την είχε κάνει να μην την νοιάζει πια αν ήταν ο μόνος άλλος επιζών από τη φυλή της. Θα προτιμούσε ακόμα και την παρέα των πλασμάτων της επιφάνειας, απ’ το να βλέπει την ενοχλητική έκφραση δυστυχίας στο πρόσωπό του και να ακούει την ατέλειωτη γκρίνια του.

Ας έβρισκε από μόνος του τι θα έκανε από εκεί και πέρα. Η Ραμίνα ακουγόταν μια πόλη γεμάτη ζωή. Σίγουρα θα υπήρχαν πολλές δουλειές και πολλές ασχολίες με τις οποίες θα μπορούσε να καταπιαστεί κανείς. Μόλις περνούσε μια-δύο μέρες νηστικός θα αποφάσιζε ότι αν και πρίγκιπας, θα έπρεπε να προσπαθήσει να επιβιώσει με κάποιον τρόπο. Μπορεί να τον έπαιρνε κάποιος στη δούλεψή του από λύπηση και μόνο. Το ύφος του καταφρονεμένου και του χτυπημένου από τη μοίρα το είχε εμπεδώσει πάντως, οπότε σε αυτόν τον τομέα δε θα είχε πρόβλημα. Είχε ακόμα πολλές κακίες να σκεφτεί για το ζαλισμένο Ιβίρφιντ απέναντί της, αλλά οι σκοτεινές της σκέψεις διεκόπησαν από φωνές που ακουστήκαν απ’ έξω. Έγειρε από το πίσω άνοιγμα της άμαξας, καθώς αυτή επιβράδυνε για να σταματήσει τελικά εντελώς. Η Παφύλια είδε ότι στο δρόμο τους από την αντίθετη κατεύθυνση, ερχόταν ένα καραβάνι από άμαξες εμπόρων οι οποίοι όπως ο Τουτρέκυ, είχαν πάει στην πρωτεύουσα για διάφορες αγοροπωλησίες και για να δουν πώς είχαν τα πράγματα υπό το νέο καθεστώς. Φαίνονταν

Page 259: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

259

ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι. Υπέθεσε ότι οι δουλειές τους είχαν πάει καλά και γύριζαν στις πόλεις τους και στα χωριά τους με το πουγκί γεμάτο. Στήνοντας αυτί για να ακούσει τη συζήτηση που έπιασε ο Τουτρέκυ μαζί τους, επαληθεύθηκε.

Η αγορά της Ραμίνα είχε ανθίσει από τη στιγμή που οι Σαλούβιαρ πήραν τον έλεγχο. Οι άπειροι περιορισμοί που είχαν επιβάλλει οι Ούρμπιλαχ στους Σαλούβιαρ, άλλοι από φόβο διακίνησης όπλων για τους αντάρτες και άλλοι από απλή κακία για τον κατακτημένο λαό, είχαν πλέον αρθεί. Οποιοσδήποτε διέμενε στην αυτοκρατορία είτε Σαλούβιαρ είτε άλλης εθνικότητας, ήταν ευπρόσδεκτος να πραγματοποιήσει εμπορικές συναλλαγές στην πόλη. Θα γίνονταν βέβαια έλεγχοι για τη νομιμότητα των προϊόντων, αλλά όλοι ήξεραν ότι τα παράνομα προϊόντα πάντα έβρισκαν τρόπο να περάσουν τα τείχη και τελικά να κυκλοφορήσουν στα πιο κακόφημα σοκάκια, ακόμα και στην εποχή των Ούρμπιλαχ. Ακόμα και οι Ούρμπιλαχ πολίτες είχαν δικαίωμα διαμονής στην πόλη εφόσον δεν έφεραν όπλα. Ο διοικητής της πόλης μάλιστα, που οι φήμες τον ήθελαν να είναι το δεξί χέρι του Αυτοκράτορα Ιμπανόγιο, είχε διακηρύξει πως οποιαδήποτε αδικαιολόγητη βιαιοπραγία κατά Ούρμπιλαχ θα αντιμετωπιζόταν με τη μέγιστη αυστηρότητα. Στο άκουσμα της φράσης «Αυτοκράτορας Ιμπανόγιο» ο Τουτρέκυ και η Παφύλια τινάχτηκαν ο καθένας για δικούς του λόγους. Η Παφύλια τέντωσε πιο πολύ το λαιμό της για να ακούσει πιο καθαρά κάποιο νέο για τον Μπέριντεμ. Ο Τουτρέκυ απλά είχε πέσει από τα σύννεφα.

«Πώς έγινε αυτοκράτορας πατριώτη; Εκεί στην ελεύθερη Απίοριλ δεν είχαν άλλο βασιλιά; Στιγκάριτ δεν τον έλεγαν;» ρώτησε έναν από τους εμπόρους ο Τουτρέκυ.

«Πάει αυτός. Λένε ότι μόλις άκουσε για την κατάκτηση της Ραμίνα φοβήθηκε ότι ο Ιμπανόγιο, πανίσχυρος πλέον και με το στρατό αλλά και τον κόσμο στο πλευρό του, θα τον εκθρόνιζε για να γίνει ο ίδιος βασιλιάς. Έτσι τον πρόλαβε και έφυγε για τη Δύση. Όλα αυτά εμένα όμως μου φαίνονται λίγο ύποπτα. Ολόκληρος βασιλιάς και να παρατήσει το θρόνο του τρέχοντας με

Page 260: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

260

την ουρά στα σκέλια; Μήπως αυτός ο Ιμπανόγιο έστειλε τους δικούς του να τον βγάλουν από τη μέση και τώρα μας πουλάει παραμύθια;»

«Δεν ξέρω αδερφέ. Αυτοί που είναι εκεί ψηλά είναι συνήθως αδίστακτοι και δε λογαριάζουν τίποτα. Όπως και αν έχει το πράγμα όμως, εγώ ξέρω ότι από την Απίοριλ δεν είδαμε ποτέ προκοπή, ενώ ο στρατηγός ήταν πάντα μαχητής και τελικά κατάφερε αυτό που εδώ και αιώνες ζητούσαμε. Του χρωστάμε λοιπόν ευγνωμοσύνη».

«Και πού 'σαι ακόμα! Τώρα ξεκίνησε νέα εκστρατεία ακόμα πιο ανατολικά. Πάει να πάρει την Πελνυέρα και υποσχέθηκε να φέρει πίσω σιδηροδέσμιο τον Χεντίκιουα που βρίσκεται εκεί με το στρατό του. Δε θα σταματήσει αν δε δει και την τελευταία επαρχία που χάσαμε τότε από τους Ούρμπιλαχ να ξαναγίνεται δική μας». Ο Τουτρέκυ σφύριξε εντυπωσιασμένος από αυτά τα νέα, αλλά η Παφύλια βούλιαξε ακόμα πιο βαθιά στη θλίψη. Όνειρο ήταν και πάει. Ο Μπέριντεμ είχε φύγει από τη Ραμίνα και ίσως να έκανε και μήνες να γυρίσει, αφού είχε τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Η άλλη περίπτωση ήταν να γυρνούσε πιο γρήγορα αλλά μέσα σε ένα φέρετρο. Αυτό το ενδεχόμενο όμως δεν ήθελε να το σκέφτεται καθόλου. Τελικά οι δύο άντρες αφού ανέλυσαν λίγο ακόμα τα κουτσομπολιά της πόλης, αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον και πήρε ο καθένας το δρόμο του. Η Παφύλια έβλεπε μια-μια τις άμαξες του καραβανιού να περνούν από μπροστά της, μεταφέροντας ανθρώπους με πρόσωπα χαμογελαστά, σε πλήρη αντίθεση με τη δική της έκφραση. Τότε ανακάλυψε ότι η δεν ήταν η μόνη που είχε ακούσει τη συζήτηση του Τουτρέκυ με τον έμπορο.

«Και τώρα που ο δικός σου έχει φύγει τι θα κάνεις; Κατάλαβες επιτέλους πόσο μάταιη ήταν όλη αυτή η προσπάθεια; Έχεις την εντύπωση ότι θα σε περιμένει να τον προλάβεις; Το μυαλό του είναι αλλού τώρα. Όπως και εγώ έτσι και εκείνος αναζητά το μεγαλείο και την εξουσία και μια γυναίκα, όσο όμορφη και αν είναι, δε μετράει μπροστά σε τόσο σημαντικές

Page 261: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

261

επιδιώξεις. Θα συνειδητοποιήσεις επιτέλους ότι τον έχεις χάσει για πάντα, ώστε να εγκατασταθούμε μόνιμα κάπου και να μπορέσουμε να βρούμε τι θα κάνουμε στην υπόλοιπη ζωή μας;»

«Μην κρίνεις τον Μπέριντεμ με γνώμονα το δικό σου χαρακτήρα. Μπορεί να θεωρεί τις κατακτήσεις σημαντικές και να θέλει να κάνει την πατρίδα του και πάλι μεγάλη, όμως σε αντίθεση με εσένα ο Μπέριντεμ έχει χώρο στην καρδιά του και για άλλους, πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε αν εμείς οι Ιβίρφιντ μέσα στην απέραντη σοφία μας πέσαμε θύματα του πολέμου, τότε πώς να απαιτούμε από έναν απλό άνθρωπο να μην κάνει το ίδιο; Εκείνος τουλάχιστον επιδιώκει την εξουσία ώστε να μπορεί να δημιουργήσει ένα καλύτερο αύριο για τους Σαλούβιαρ και όχι μόνο και μόνο για να μπεκροπίνει στο θρόνο του αλλάζοντας παλλακίδες, όπως είμαι σίγουρη ότι θα έκανες εσύ αν γινόσουν βασιλιάς, ανίκανος να πάρεις την οποιανδήποτε σοβαρή απόφαση στη ζωή σου. Αλλά βέβαια γιατί θα έπρεπε να το κάνεις αυτό; Αφού έτσι και αλλιώς τις αποφάσεις θα τις έπαιρναν άλλοι για σένα. Αυτοί που σε γλίτωσαν από τη φωτιά και πολέμησαν το δικό σου πόλεμο. Θα ήσουν η μαριονέτα τους και μέσα στην άγνοιά σου θα χαιρόσουν με τον κούφιο τίτλο του βασιλιά. Μην προσπαθείς να καταλάβεις τον Μπέριντεμ γιατί δεν είστε σε τίποτα όμοιοι. Άκου μόνο πώς μιλάνε για αυτόν οι υπήκοοί του. Κυριευμένοι από θαυμασμό και δέος και γεμάτοι ευγνωμοσύνη».

«Δεν τα ξέρεις όλα Παφύλια. Μπορεί να μην έχω ούτε τη δύναμη ούτε τις πολεμικές ικανότητες του εραστή σου, αλλά η φύση με προίκισε με αρκετή πονηριά ώστε να μπορώ να εκμεταλλεύομαι καταστάσεις. Όταν θα ερχόταν η ώρα οι ελευθερωτές μου θα ανακάλυπταν, ότι η μαριονέτα τους δε χόρευε το χορό που επιθυμούσαν, αλλά θα ήταν πολύ αργά για να με σταματήσουν. Με υποτιμήσατε όλοι σας. Και αυτό ήταν το λάθος σας. Απλά δεν προλάβατε να το πληρώσετε, γιατί με πρόλαβε η οργή της φύσης. Αν δεν είχαν εξελιχθεί έτσι τα πράγματα, θα βλέπατε όλοι το πραγματικό μου πρόσωπο, θα

Page 262: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

262

διαπιστώνατε το πόσο ικανός είμαι και τότε όλοι θα υποκλινόσασταν στο μεγαλείο μου». Η Παφύλια γέλασε και έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Είχε συνηθίσει πλέον τα παραληρήματα του Σίκαταρ και τα αγνοούσε με ευκολία. Συνήθως μετά από ένα τέτοιο ξέσπασμα ακολουθούσε ένα διάστημα σιωπής, κατά το οποίο ο πρίγκιπας φαντασιωνόταν τον εαυτό του άρχοντα των Ιβίρφιντ σε κάποιο μπαλκόνι του παλατιού, με το λαό και τα δέντρα να τον προσκυνούν με ευλάβεια και το βλέμμα του να ατενίζει αγέρωχα όλα εκείνα που θεωρούσε δικά του. Θυμήθηκε τότε μια από τις διδαχές του πατέρα της, ο οποίος ήταν τόσο καλός ραδιούργος της πολιτικής ζωής όσο και μάγος.

«Ένα από τα κλασσικά λάθη που κάνουν οι μονάρχες είναι ότι γίνονται υπερόπτες και αντιμετωπίζουν τους υπηκόους σαν να είναι κτήμα τους. Δεν είναι κακό να θες να ελέγχεις ένα λαό και να έχεις την απαίτηση να ενεργεί ανάλογα με το πρόσταγμά σου. Όμως κάτι τέτοιο πρέπει να επιτυγχάνεται με έμμεσο τρόπο. Να δίνεις στο λαό την εντύπωση ότι εκείνος παίρνει τις αποφάσεις, ενώ στην πραγματικότητα εσύ τον κατευθύνεις υπογείως και του φυτεύεις στο υποσυνείδητο την κατεύθυνση την οποία θες να πάρει. Όσοι έχουν προσπαθήσει να επιβάλλουν τη θέλησή τους με τη βία, είχαν συνήθως πρόσκαιρη επιτυχία. Μόλις περάσει ο αρχικός φόβος και φουσκώσει η αγανάκτηση, τότε ο απλός πολίτης που μέχρι πρότινος έσκυβε το κεφάλι, μεταμορφώνεται ξαφνικά σε ήρωα και ακόμα και αν χαθεί στη μάχη, θα γίνει στα μάτια των συντρόφων του μάρτυρας, που θα τους δίνει έμπνευση για να ρίχνονται και εκείνοι με αυτοθυσία στον αγώνα. Κάτι τέτοιο είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης για μια χώρα και αν δεν οδηγήσει στην εκθρόνιση του μονάρχη, τότε σίγουρα θα τον βλάψει οικονομικά αλλά και σε έμψυχο υλικό». Ο Κίνιαχ είχε φτάσει ένα βήμα παραπέρα καθοδηγώντας όχι μόνο το λαό αλλά και το ίδιο το παλάτι. Κυβερνούσε για χρόνια από τις σκιές. Αλλά ακόμα και ο πανούργος αυτός Ιβίρφιντ δεν είχε αντισταθεί στα θέλγητρα της εξουσίας. Ήθελε

Page 263: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

263

να βγει στην επιφάνεια και να προβληθεί και οδήγησε έτσι τον εαυτό του αλλά και μια ολόκληρη χώρα στην καταστροφή.

Διαπίστωσε ότι ο Σίκαταρ είχε σταματήσει επιτέλους να μιλάει. Κατάλαβε ότι είχε μπει στο τρίτο στάδιο της κρίσης που τον έπληττε συχνά-πυκνά. Το στάδιο της αυτολύπησης, όταν δηλαδή διαπίστωνε ότι όλα αυτά που «άξιζε» και που φαντασιωνόταν, δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ και τότε κοιτούσε πάλι το κενό και χανόταν στη σιωπή. Αυτό ήταν το προτιμότερο στάδιο για την Παφύλια αφού η σιωπή του για εκείνη ήταν πραγματική ευλογία. Σε αυτό το μοτίβο συνεχίστηκε το ταξίδι τους και όταν το βράδυ σταμάτησαν, ο Τουτρέκυ τους ανακοίνωσε ενθουσιασμένος ότι την επόμενη μέρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα, θα έφταναν στον προορισμό τους. Κανονικά θα έπρεπε να συμμεριστούν τον ενθουσιασμό του, αλλά ο Σίκαταρ δεν ήθελε να ακολουθήσει σε αυτό το ταξίδι εξ αρχής και η Παφύλια ένιωθε ότι αφού ο στόχος της είχε απομακρυνθεί, η Ραμίνα ήταν απλά άλλος ένας σταθμός στην πορεία της και όχι το τέλος αυτής. Βέβαια δεν είχε ιδέα πώς θα συνέχιζε από εκεί και πέρα και αυτό δε βοηθούσε στο να νιώσει κάποια ανακούφιση για το τέλος του ταξιδιού τους. Το μόνο όφελος θα ήταν ότι θα γλύτωναν το πολύωρο ταρακούνημα της άμαξας. Η φωτιά άναψε όπως και κάθε βράδυ και πλέον έρχονταν όλο και πιο κοντά της, αφού είχαν διαπιστώσει ότι μπορούσαν να πλησιάσουν αρκετά χωρίς να γίνουν παρανάλωμα. Άλλωστε το κρύο ήταν τσουχτερό λόγω της νυχτερινής πτώσης της θερμοκρασίας και ήταν αναγκασμένοι να ζουν πλέον με το μεγαλύτερο εχθρό τους και τον αρχαιότερο φόβο της φυλής τους.

Ο Τουτρέκυ είχε σκύψει πάνω από ένα τσουκάλι και ανακάτευε τη σούπα που ετοίμαζε. Οι μυρωδιές που αναδύονταν έκαναν τα στομάχια τους να γουργουρίζουν και την ανυπομονησία τους να αυξάνει. Όλη μέρα δεν είχαν φάει τίποτα γιατί ο γεωργός ήθελε να καλύψει αρκετό έδαφος και έτσι δεν είχαν κάνει στάσεις. Αδημονούσαν λοιπόν να γεμίσουν τις γαβάθες τους με το αχνιστό υγρό και να διώξουν την πείνα και

Page 264: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

264

την κούραση της ημέρας. Ο γέροντας λόγω της χαράς του που πλησίαζαν στη Ραμίνα, ήταν πιο ομιλητικός από ό,τι συνήθως.

«Όταν δείτε την πόλη θα μείνετε άφωνοι. Είναι ό,τι πιο όμορφο έχει φτιάξει ποτέ ανθρώπινο χέρι. Τα επιβλητικά τείχη, οι χρυσαφένιοι θόλοι, οι τεράστιοι πλακόστρωτοι δρόμοι που απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, με αγάλματα και από τις δύο μεριές από κάτασπρο μάρμαρο, ψηλά όσο η βελανιδιά και χαραγμένα με λεπτομέρεια που σου δίνει την εντύπωση, ότι το πρόσωπο θα ζωντανέψει και θα σου μιλήσει. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες στους ναούς, οι πανύψηλοι κίονες, ο ιππόδρομος όπου λαμβάνουν χώρα οι ιπποδρομίες και άλλα συναρπαστικά αγωνίσματα και έχουν χάσει τη ζωή τους πολλοί μεγάλοι αθλητές, αλλά και έχουν δοξαστεί αφήνοντας το όνομά τους ανεξίτηλο στην ιστορία. Όταν ήμουν δέκα ετών ο πατέρας μου με είχε φέρει για να δούμε τη μονομαχία του Αρμακατάρ του Σφαγέα και του Μαρτζέτ του Θεόρατου. Ήταν το γεγονός της χρονιάς. Ήταν και οι δύο αήττητοι και πολλές μανάδες είχαν κλάψει για τους γιούς τους εξαιτίας τους. Χτυπήθηκαν σκληρά και ανελέητα, γιατί όποιος νικούσε όχι μόνο θα γινόταν ο άρχοντας της αρένας, αλλά θα κέρδιζε και την ελευθερία του και μάλιστα με ένα γερό κομπόδεμα. Χρησιμοποίησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν από το οπλοστάσιό τους και μετά από έξι ώρες ήταν ακόμα και οι δύο όρθιοι. Καταματωμένοι με κομμάτια σάρκας να κρέμονται από πάνω τους, αλλά όρθιοι. Τότε πέταξαν κάτω τα όπλα και πιάστηκαν με γυμνά χέρια. Ο Αρμακατάρ δάγκωσε το αυτί του Μαρτζέτ και του το έφτυσε στο πρόσωπο, πριν χώσει τον αντίχειρά του στο δεξί του μάτι ξεριζώνοντάς το τελείως. Ο Μαρτζέτ όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Έχωσε τα δάχτυλα του στον αφαλό του αντιπάλου του και του έβγαλε έξω τα άντερα. Ήταν το πιο εντυπωσιακό θέαμα που είχα δει στη ζωή μου. Ο Μαρτζέτ έφυγε ακρωτηριασμένος αλλά με χρήματα, δόξα, ελευθερία και όλες τις γυναίκες στο κατόπι του. Τον Αρμακατάρ τον πήραν τέσσερις από την αρένα με τα εντόσθιά του να κρέμονται από πίσω του».

Page 265: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

265

Η Παφύλια και ο Σίκαταρ με μια έκφραση φρίκης παρακολουθούσαν τον Τουτρέκυ, προσπαθώντας να κατανοήσουν την ομορφιά του θεάματος που περιέγραφε. Όταν εκείνος αντιλήφθηκε ότι τους ξένιζαν οι περιγραφές του, έστρεψε τη συζήτηση σε πιο πολιτισμένα και ευχάριστα μονοπάτια.

«Η Ραμίνα διαθέτει επίσης τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου, με τα πολυτιμότερα χειρόγραφα της ιστορίας από τους σημαντικότερους φιλόσοφους όλων των πολιτισμών, αλλά και τα πιο γνωστά λογοτεχνικά έργα των Σαλούβιαρ αλλά και ξένων συγγραφέων και ποιητών. Αυτό όμως που ξεπερνάει σε πολυτέλεια και μεγαλείο οτιδήποτε άλλο είναι το παλάτι. Λαμποκοπάει ολόκληρο από χρυσάφι και για να μπορέσει κάποιος να το διασχίσει ολόκληρο χρειάζεται μέρες, αν δε χαθεί μέσα στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του. Τα αμέτρητα σκαλοπάτια του φυλούν οι Γκβνστάικ, που είναι οι πιο εντυπωσιακοί πολεμιστές που έχετε δει ποτέ. Είναι γιγαντόσωμοι και φορούν μαύρες πανοπλίες οι οποίες είναι αδιαπέραστες και πολύ βαριές. Μόνο ένας άντρας ανάλογου μεγέθους με αυτό των Γκβνστάικ, μπορεί να τις σηκώσει. Λένε ότι κανείς δεν μπορεί να τους νικήσει. Αλλά φαντάζομαι ότι αφού οι Σαλούβιαρ έγιναν κύριοι της πόλης, θα βρήκαν τρόπο να υπερκεράσουν και αυτό το εμπόδιο. Δαιμόνιος αυτός ο Ιμπανόγιο. Είμαστε πολύ τυχεροί που βρέθηκε ένας τόσο σπουδαίος άντρας στο στρατό μας. Είναι αστείο αλλά πολλές φορές, αγώνες που προσπαθούν να κερδίσουν οι λαοί για αιώνες χωρίς επιτυχία, τους κερδίζει ένας άνθρωπος με ευφυΐα και θάρρος που εμφανίζονται μια φορά κάθε χίλια χρόνια. Είναι λες και όλοι οι άλλοι απλά προετοιμάζουν το έδαφος για την έλευση του σπουδαίου εκείνου ήρωα, που θα εμφανιστεί και θα διορθώσει όλες τις αδικίες. Είναι σχεδόν σαν παραμύθι».

Από κάποιο σημείο κι ύστερα οι Ιβίρφιντ δεν του έδιναν και πολλή σημασία. Είχαν ριχτεί στο φαγητό αφού η σούπα ήταν πεντανόστιμη και υπήρχε αρκετή για να γεμίσουν τις γαβάθες τους και δεύτερη φορά. Έτσι καταπίνοντας λαίμαργα σύντομα

Page 266: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

266

φούσκωσαν και νύσταξαν. Τα βλέφαρα βάρυναν και τα λόγια του Τουτρέκυ ακούγονταν όλο και πιο αμυδρά, σαν να έρχονταν μέσα από κάποιο πηγάδι. Η Παφύλια προσπάθησε να κρατηθεί ξύπνια. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να κοιμάται εκείνη πρώτη, αλλά προτιμούσε να περιμένει να κλείσουν τα μάτια τους πρώτα οι άλλοι δύο και αφού σιγουρευόταν ότι ήταν όλα καλά, τότε άφηνε και αύτη τον εαυτό της να χαλαρώσει. Εκείνο το βράδυ όμως η νύστα ήταν ακαταμάχητη. Τελικά το σκοτάδι υπερίσχυσε και δεν άκουγε ούτε ένιωθε πλέον το παραμικρό. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο αφύσικα βαρύ, κάτι που δε συνήθιζε. Συνήθως ακόμα και όταν κοιμόταν ένα μέρος του εαυτού της κρατούσε ένα ελάχιστο σύνδεσμο με την πραγματικότητα. Είχε συναίσθηση του πού βρισκόταν σε περίπτωση που ξυπνούσε απότομα και ποια ήταν η συντροφιά της. Εκείνο το βράδυ όμως παρασύρθηκε τόσο μακριά μέσα στον κόσμο τον ονείρων, που η εμπειρία της ξεπερνούσε ακόμα και εκείνη της νύχτας που είχε δει τον εφιάλτη με τον Μπέριντεμ. Ο ύπνος αυτός όμως αντί να της προσφέρει ξεκούραση και γαλήνη την έκανε να νιώθει μια έντονη δυσφορία και ανησυχία. Μέσα σε εκείνον το νοητό κόσμο πάλευε να απελευθερωθεί από τους μαύρους ιστούς που την κρατούσαν δέσμια και δεν την άφηναν να ξυπνήσει.

Όταν μετά από ώρα τα βλέφαρά της άνοιξαν μια χαραμάδα, τότε ανακάλυψε ότι εκείνη τη φορά ο εφιάλτης δε διαδραματιζόταν στον κόσμο των ονείρων, αλλά στον πραγματικό κόσμο. Προσπάθησε να κινηθεί αλλά ήταν το ίδιο αβοήθητη όπως και όταν κοιμόταν. Μπορεί να είχε συναίσθηση του τι συνέβαινε, αλλά τα μέλη της ήταν σφιχτά δεμένα κάνοντας οποιαδήποτε κίνηση αδύνατη. Δεν ήταν όμως οι μαύροι ιστοί του ύπνου που την κρατούσαν δέσμια, αλλά κομμάτια από χοντρό σχοινί. Και εκείνος ο οποίος την είχε πλακώσει με το σώμα του δεν ήταν κάποιο πλάσμα της φαντασίας της, αλλά ο Τουτρέκυ, ο άνθρωπος που τους είχε μαζέψει από το δρόμο και τους είχε υποσχεθεί ότι θα τους φρόντιζε, εκείνη τη στιγμή επιχειρούσε να ασελγήσει στο κορμί της. Έσκιζε τα ρούχα της αλλά δε φαινόταν

Page 267: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

267

να βιάζεται. Άλλωστε γιατί να βιαστεί. Βρίσκονταν στην ερημιά και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, που θα τον διέκοπτε από τη στιγμή της απόλαυσής του. Δεν της είχε κλείσει καν το στόμα αφού ήξεραν και οι δύο ότι οι στριγκλιές της μάλλον θα ακούγονταν μόνο από τα ζώα του δάσους. Δε θα είχε νόημα λοιπόν να το επιχειρήσει.

Κοίταξε στο πλάι για να εντοπίσει τον Σίκαταρ. Βρισκόταν ξαπλωμένος λίγο πιο πέρα, δεμένος πισθάγκωνα. Η αλήθεια ήταν όμως ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη για κάτι τέτοιο, αφού ήταν αναίσθητος και παρά τους ήχους της πάλης ανάμεσα στην Παφύλια και τον επίδοξο βιαστή, δεν επανέρχονταν οι αισθήσεις του. Η Παφύλια άρχισε να απελπίζεται στη σκέψη ότι ο νεαρός Ιβίρφιντ δε θα ξυπνούσε με τίποτα. Ακόμα και αν ξυπνούσε όμως θα ήταν ανώφελο, αφού τα δεσμά του ήταν απαγορευτικά για οποιαδήποτε παρέμβαση. Ήταν λοιπόν επιτακτική ανάγκη να ανακαλύψει μόνη της τον τρόπο που θα γλύτωνε από τη νέα αυτή απειλή. Ο Τουτρέκυ πρόσεξε το βλέμμα της και γέλασε.

«Αν περιμένεις από αυτόν βοήθεια ξέχνα το. Αυτό που σας έριξα στη σούπα ήταν πολύ ισχυρό και αφού έφαγε περισσότερο από εσένα θα κοιμάται του καλού καιρού για περισσότερη ώρα. Μου προκαλεί έκπληξη που εσύ ξύπνησες τόσο γρήγορα. Σε περίμενα πολύ αργότερα. Αλλά αυτό δε με πειράζει. Θα έχουμε την ευκαιρία να διασκεδάσουμε τα δύο μας». Η Παφύλια καταράστηκε τον εαυτό της που είχε αφήσει την άμυνά της να χαλαρώσει και δεν είχε προσέξει τον άντρα καλύτερα την ώρα που έφτιαχνε τη σούπα. Ίσως αν το έκανε να είχε αντιληφθεί ότι κάποιο από τα συστατικά δεν ταίριαζε και ήταν ύποπτο. Ήταν όμως αργά και επιπλέον ανώφελο να σκέφτεται τι θα έπρεπε να είχε κάνει. Το μυαλό της συνέχισε να εξετάζει πυρετωδώς όλες τις πιθανότητες, ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε γύρω της σπασμωδικά, αναζητώντας κάτι που θα μπορούσε να της προσφέρει τη λύση. Τότε τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στη φωτιά, τον αρχαίο εκείνο εχθρό. Την αιώνια απειλή για τη φυλή της. Μήπως εκείνο το βράδυ θα μπορούσε να αποτελέσει σωτηρία; Αν το σκεφτόταν

Page 268: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

268

πολλή ώρα τελικά ο φόβος της θα υπερίσχυε και δε θα το έκανε ποτέ. Ευτυχώς όμως αντέδρασε αστραπιαία πριν καν το σκεφτεί καλά-καλά.

Έσπρωξε με όλη της τη δύναμη και κατάφερε να γύρει το σώμα της μαζί με τον Τουτρέκυ προς τις φλόγες. Αν δεν ήταν τόσο λιπόσαρκο το σώμα του από τα γεράματα δε θα είχε καταφέρει ποτέ να σηκώσει το βάρος του. Όμως τα κατάφερε και έπεσαν και οι δύο στη φωτιά με τον Τουτρέκυ καταπλακωμένο από το θύμα του. Οι φλόγες άρχισαν να γλύφουν το σώμα της και άρχισε να ουρλιάζει μαζί με τον άντρα που βρισκόταν σε πολύ χειρότερη μοίρα. Τα πυρακτωμένα ξύλα μπήγονταν βαθιά μέσα στην πλάτη του τσουρουφλίζοντας τις σάρκες του, ενώ προσπαθούσε να απαλλαγεί από το βάρος της Παφύλια που τον πίεζε και τον βύθιζε σε αυτό το βασανιστικό θάνατο. Τελικά κατάφεραν, πρώτα η Παφύλια και μετά ο πανούργος γεωργός, να ξεφύγουν από τη θανατηφόρα αγκαλιά της φωτιάς. Ο κίνδυνος όμως δεν είχε περάσει ακόμα. Μπορεί να είχαν ξεφύγει από την εστία, αλλά μερικές φλόγες είχαν γαντζωθεί πάνω τους και δεν τους άφηναν να ανασάνουν ανακουφισμένοι. Άρχισαν να σέρνονται και οι δύο στο χώμα για να τις σβήσουν. Η Παφύλια που είχε καεί πολύ λιγότερο, ένιωθε τα δεσμά της που είχαν φθαρεί από το κάψιμο να χαλαρώνουν. Ενώ έτριβε το σώμα της με μανία στο έδαφος κατάφερε να ελευθερώσει τα πόδια της. Καθώς οι τελευταίες φλόγες εξαφανίζονταν, γύρισε να δει τι συνέβαινε με τον αντίπαλό της. Και εκείνος είχε μετά βίας γλυτώσει την απανθράκωση και παρέμενε πεσμένος στο έδαφος ασθμαίνοντας. Τα εγκαύματά του ήταν πολύ σοβαρά και πονούσε σε κάθε εκατοστό του κορμιού του. Παρά την τραγική του κατάσταση όμως, το μένος του ήταν τέτοιο, ώστε βρήκε τη δύναμη πρώτα να συρθεί και μετά να περπατήσει με απειλητικές διαθέσεις προς την Παφύλια.

Εκείνη με τα ποδιά της πλέον απελευθερωμένα, άρχισε να τρέχει προς την κάλυψη της βλάστησης. Εκεί που πάντα έβρισκε καταφύγιο και προστασία. Τα χέρια της ήταν ακόμα δεμένα και

Page 269: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

269

έτσι δε θα μπορούσε να πολεμήσει αν χρειαζόταν. Μπορούσε να ακούσει το διώκτη της να την πλησιάζει, αλλά φυσικά ήταν πιο γρήγορη και είχε και περισσότερες αντοχές. Θα μπορούσε λοιπόν άνετα να του ξεφύγει αλλά τότε σκέφτηκε ότι ο Σίκαταρ είχε ξεμείνει πίσω. Ήταν ανήμπορος, δεμένος και αναίσθητος και ποιος ήξερε πού θα κατέληγε αν τον άφηνε στα χέρια του μοχθηρού άντρα. Έπρεπε να τον παρασύρει στο δάσος και να βρει έναν τρόπο να τον εξουδετερώσει ή τουλάχιστον να τον κάνει να χαθεί, έχοντας έτσι την ευκαιρία να γυρίσει πίσω στον καταυλισμό και να ελευθερώσει το συμπατριώτη της. Όταν ήταν σίγουρη ότι την είχε χάσει πια, κρύφτηκε πίσω από μερικούς πυκνούς θάμνους για να ξεκλέψει μερικές ανάσες. Λίγο αργότερα άκουσε τα βήματά του και τη σφυριχτή του ανάσα. Δεν την είχε εντοπίσει ακόμα και ήταν προσωρινά ασφαλής. Έπρεπε όμως να σκεφτεί κάτι γρήγορα. Τα μικρά μουγκρητά του Τουτρέκυ με κάθε βήμα που έκανε, πρόδιδαν τον πόνο του. Το δέρμα του τον τράβαγε στα σημεία που είχε καεί. Το τσούξιμο που ένιωθε ήταν ανυπόφορο. Όμως τον ωθούσε τέτοια λύσσα, που ήταν αποφασισμένος να μην παραιτηθεί αν δεν την έβρισκε.

Σταμάτησε και εκείνος λίγο μακρύτερα από το σημείο που είχε κρυφτεί. Έμεινε εντελώς ακίνητη και κράτησε την αναπνοή της. Στο άκουσμα της φωνής του την έπιασε ανατριχίλα. Με το πέσιμο του προσωπείου του φιλάνθρωπου, είχε φανεί η πραγματική διεστραμμένη προσωπικότητά του, μετατρέποντας ακόμα και τη φωνή του από ζεστή, καθησυχαστική και καλοσυνάτη, σε ένα ανατριχιαστικό κρώξιμο, που προσέδιδε στο νέο ρόλο που πλέον είχε αναλάβει, μια ακόμα πιο απειλητική χροιά.

«Είσαι κάπου εκεί έξω, το νιώθω. Μπορεί να μη σε βλέπω αλλά καταλαβαίνω την παρουσία της φοβισμένης σου καρδιάς. Τρέμεις διερωτώμενη για το τι θα συμβεί αν σε πιάσω. Και καλά κάνεις. Σκόπευα να σε πουλήσω στα πορνεία της Ραμίνα. Θα έπιανες καλή τιμή. Μετά όμως από αυτό που μου έκανες, έχω άλλα σχέδια μικρή μου. Αφού πρώτα συνεχίσω αυτό που με τόση

Page 270: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

270

αγένεια διέκοψες και σε γλεντήσω όσο θέλω, μετά θα πάρω το μαχαίρι μου και θα σκαλίσω κάθε σημείο του προσώπου σου και του κορμιού σου, σε τέτοιο βαθμό που κανείς δε θα θελήσει να σε ξαναπλησιάσει. Ούτε η ίδια δε θα αντέχεις να βλέπεις το είδωλό σου στον καθρέφτη. Και έτσι σημαδεμένη θα περιφέρεσαι σε αυτόν τον κόσμο σαν λεπρή και θα θυμάσαι για την υπόλοιπη ζωή σου το φίλο σου τον Τουτρέκυ, που του φέρθηκες τόσο σκληρά. Ο φίλος σου θα είναι καλή αποζημίωση για τα λεφτά που θα χάσω από εσένα. Θα τον πουλήσω για υπηρέτη σε κάποιον άρχοντα. Έτσι και αλλιώς δεν είναι ικανός και για τίποτα άλλο από ό,τι καταλαβαίνω. Θα προτιμήσω κάποιο δύστροπο από αυτούς που όταν δεν είναι ικανοποιημένοι με το προσωπικό τους, δε διστάζουν να προβούν σε ακραία μέτρα για να κάνουν τους εργάτες τους πιο αποτελεσματικούς. Ο μικρός θα νιώσει αρκετές φορές στην τρυφερή του πλάτη το μαστίγιο μέχρι να συνετιστεί και αν δεν τα καταφέρει, τότε υπάρχουν πιο τελικές λύσεις. Ο ανασκολοπισμός είναι πολύ της μόδας. Όμως ο φίλος σου ίσως έχει καλύτερη τύχη αν παραδοθείς τώρα. Θα τον λυπηθώ και θα φροντίσω να καταλήξει κάπου καλά. Αν όμως συνεχίσεις να τρέχεις, δε θες να ξέρεις τι θα του συμβεί…αααγγχχχ!!!!!».

Το μυτερό ξύλο με το οποίο οπλίστηκε η Παφύλια διαπέρασε το δεξί μάτι του Τουτρέκυ καθώς του το έμπηγε στο κεφάλι, κρατώντας το με τα δύο δεμένα της χέρια. Παρά τον πόνο του βρήκε τη δύναμη να την αρπάξει από τα μαλλιά, αλλά εκείνη τον κλώτσησε στην κοιλιά ρίχνοντάς τον στο έδαφος και άρχισε και πάλι να τρέχει. Την καταδίωξε με το αίμα να έχει ποτίσει το πρόσωπο και το στήθος του. Κρατούσε το μάτι του με οδύνη και ταυτόχρονα την έβριζε και την καταριόταν, καθώς η οργή του αύξανε από την ανημποριά του να την πιάσει. Εκείνη είχε καταφέρει να αποκτήσει κάποια απόσταση από το διώκτη της, με τα φύλλα και τα κλαδιά να της μαστιγώνουν το πρόσωπο και να τη ματώνουν καθώς έτρεχε χωρίς να έχει χρόνο να τα αποφύγει. Ήταν και αυτή η λεπτομέρεια μέρος της σκληρής συνειδητοποίησης, ότι η φύση δεν ήταν πια στο πλευρό της.

Page 271: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

271

Κάποτε τα κλαδιά θα είχαν παραμερίσει ευγενικά, για να έχει όλο το χώρο ελεύθερο να κινηθεί. Και αν τυχόν σκόνταφτε, θα έσπευδαν να τη συγκρατήσουν πριν πέσει και πληγωθεί. Έδιωξε αυτές τις ανώφελες σκέψεις από το νου της, θυμίζοντας με αυστηρότητα στον εαυτό της ποια ήταν η νέα πραγματικότητα και ότι την είχε εδώ και καιρό αποδεχθεί. Δεν είχε λοιπόν δικαίωμα για μεμψιμοιρία. Ο αγώνας της να κρατηθεί στη ζωή και να σώσει τον Σίκαταρ, έπρεπε να είναι η μοναδική της έγνοια.

Η τρελή της πορεία την έβγαλε σε έναν παραπόταμο. Στην αρχή ήταν ρηχός αλλά φαινόταν να βαθαίνει πιο μέσα. Έμεινε για λίγο αναποφάσιστη για τον αν θα έπρεπε να τον διασχίσει ή να κρυφτεί και πάλι στους πυκνούς θάμνους. Όταν ο Τουτρέκυ έφτασε με τη σειρά του στο νερό, σάρωσε με το βλέμμα του τη γύρω περιοχή. Εικάζοντας ότι το θήραμά του είχε διασχίσει το ποτάμι, μπήκε μέσα στο κρύο ρεύμα με σκοπό να φτάσει την απέναντι όχθη. Είχε κάνει μόλις δύο βήματα όταν άκουσε την πολεμική της ιαχή. Πήδηξε πάνω του από ένα κοντινό δέντρο, που άπλωνε τα κλαδιά του πάνω από το τρεχούμενο νερό. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τα πλευρά του πιέζοντας με όλη της τη δύναμη, ενώ είχε περάσει το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του προσπαθώντας να τον πνίξει. Προσπάθησε να της αρπάξει το κεφάλι αλλά του δάγκωσε τα δάχτυλα με μανία, σπάζοντας το δείκτη από το αριστερό του χέρι. Τα ταλαιπωρημένα σχοινιά που δέσμευαν τους καρπούς της επιτέλους κόπηκαν από την πίεση. Συνέχισε να του πιέζει με το ένα χέρι το λαιμό και με το άλλο να του καταφέρνει δυνατές μπουνιές στο ματωμένο του μάτι, προκαλώντας του μαρτυρικό πόνο. Μούγκριζε σαν αγρίμι έχοντας αρχίσει να μοιάζει πιο πολύ με τα Νέγκαρ που πολεμούσε κάποτε παρά με Ιβίρφιντ. Η ανάσα του άντρα άρχισε να γίνεται όλο και πιο κοφτή. Έβγαινε με ολοένα περισσότερη δυσκολία. Η καρδιά του χτυπούσε με σπασμωδικό ρυθμό στο στήθος του και ένιωθε τις φλέβες στο πρόσωπο και το λαιμό του να είναι έτοιμες να εκραγούν.

Page 272: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

272

Είχε ανάγκη από αέρα και δεν μπορούσε να αποτινάξει αυτό το θηλυκό αγρίμι από πάνω του. Η αδυναμία του στέρησε την ισορροπία και έπεσε προς τα εμπρός, κάτι που θα αποδεικνυόταν μοιραίο για τον ίδιο. Κάτω από το νερό πλέον και με ελάχιστο αέρα στα πνευμόνια του, μπορούσε να νιώσει το θάνατο να πλησιάζει. Η Παφύλια τον είχε αρπάξει από τα μαλλιά και του πίεζε το κεφάλι κάτω από το νερό. Ολόκληρό του το σώμα χτυπιόταν, αλλά οι κραδασμοί δεν πτοούσαν την αποφασισμένη κοπέλα. Όλα θα τελείωναν εκεί. Δε θα έτρεχε πια από τον κίνδυνο, θα τον αντιμετώπιζε. Ο γέρος δεν άντεξε πια. Άνοιξε το στόμα του και το νερό μπήκε ορμητικό και γέμισε τα πνευμόνια του. Ένιωσε μερικά τελευταία καρδιοχτύπια να αντηχούν στο στήθος του και μετά αφέθηκε στο αναπόφευκτο τέλος. Με μάτια γουρλωμένα και κατακόκκινα από τις μικροσκοπικές σπασμένες φλέβες, ακούμπησε το κεφάλι του στον πυθμένα και πέθανε. Δεκάδες ψυχές των θυμάτων του όλα αυτά τα χρόνια, ένιωσαν αγαλλίαση και δικαίωση που ο κακοποιός βρήκε το τέλος που του άξιζε. Δε θα προκαλούσε ξανά κακό σε κανέναν. Η Παφύλια συνέχισε να πιέζει το κεφάλι του μέσα στη λάσπη, μην μπορώντας να ελέγξει τη μανία της. Γρύλιζε και άσθμαινε χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι η μάχη είχε τελειώσει. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να μπορέσει να ελέγξει και πάλι τον εαυτό της και να σηκωθεί πάνω από το πτώμα. Τον άφησε εκεί στον υγρό του τάφο. Δεν του άξιζε κάτι παραπάνω. Θα φρόντιζαν τα ψάρια να καθαρίσουν το ποτάμι από τη ρυπαρή του παρουσία. Προχώρησε μέσα από το δάσος ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία για να φτάσει στον Σίκαταρ και την άμαξα. Τουλάχιστον έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα δε θα είχαν να ανησυχήσουν ούτε για μεταφορικό μέσο, ούτε για τρόφιμα. Όσο έφευγε η ένταση της μάχης από το κορμί της ένιωθε όλο και πιο καταβεβλημένη. Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα, το κορμί της καταπληγωμένο, οι μύες της την πονούσαν και αρκετές τούφες από τα μαύρα της μαλλιά είχαν ξεριζωθεί. Ένιωθε εξαντλημένη. Το μεγαλύτερο μέρος της κούρασης όμως προερχόταν από το

Page 273: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

273

γεγονός, ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν. Ουσιαστικά ήταν ολομόναχη και το βάρος στους ώμους της ήταν δυσβάσταχτο. Έφτασε στον καταυλισμό και έλυσε τον Σίκαταρ. Κουνήθηκε λίγο στον ύπνο του και άφησε ένα χαμηλόφωνο βογκητό αλλά τίποτα άλλο. Κοιμόταν μακάρια. Δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Ήξερε ότι δεν ήταν δικό του το σφάλμα και πως η νάρκωση οφειλόταν σε ό,τι είχε ρίξει στη σούπα ο Τουτρέκυ. Παρόλα αυτά όμως ένιωσε το θυμό της να θεριεύει για την αιώνια τύχη αυτού του Ιβίρφιντ. Ενώ ήταν τόσο αδιάφορος και ουσιαστικά ανίκανος, κατάφερνε να έχει πάντα στο πλευρό του άτομα που τον έσωζαν από τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αλλά αυτό την εξόργιζε. Σίγουρα δεν ήθελε το κακό του. Αλλά όμως αυτή η ευκολία με την οποία γλύτωνε πάντα από τις δύσκολες καταστάσεις της ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική. Τον σκούντηξε με δύναμη για να εκτονώσει τα νεύρα της. Τίποτα. Δε θα ξυπνούσε για ώρες ακόμα. Αποφάσισε ότι δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να τον μιμηθεί. Το λογικό θα ήταν να φυλούσε σκοπιά. Ο θάνατος του Τουτρέκυ δε σήμαινε απόλυτη ασφάλεια εκεί στην ερημιά. Υπήρχαν πάντα και άλλοι κίνδυνοι. Η εξάντλησή της όμως την έκανε να αδιαφορήσει. Μπορεί η αιώνια τύχη του Σίκαταρ να τη σκέπαζε και εκείνη για μια νύχτα. Έτσι ξάπλωσε και μέσα σε δευτερόλεπτα είχε αποκοιμηθεί. Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του Σίκαταρ να τη σκουντήξει για να ξυπνήσει. Η ανησυχία του ήταν εμφανής, αφού μπορούσε άνετα κάποιος να καταλάβει ότι τη νύχτα είχε γίνει μάχη. Τα ξύλα της φωτιάς ήταν διασκορπισμένα τήδε κακείσε, η Παφύλια ήταν πληγωμένη και με τα ρούχα σκισμένα και ο οδηγός τους άφαντος. Εκνευρισμένη για το απότομο ξύπνημα του εξήγησε εν συντομία τι είχε συμβεί, χωρίς να παραλείψει να του υπενθυμίσει την προειδοποίησή της σχετικά με την εμπιστοσύνη που θα έδειχναν στον καθένα. Εκείνος φάνηκε να μην μπορεί να πιστέψει στα αυτιά του. Εκείνη είδε τη δυσπιστία στα μάτια του και τον παρότρυνε εκνευρισμένα να πάει στο ποτάμι να δει το

Page 274: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

274

άψυχο κουφάρι. Ξεκίνησε για να ακολουθήσει την οδηγία της αλλά κάτι μέσα του τον σταμάτησε. Δε θα κέρδιζε πολλά βλέποντας αυτό το θέαμα και η Παφύλια δε θα του έλεγε ποτέ τέτοιο ψέμα. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνο το μέρος. Η συνειδητοποίηση ότι πέρασε από έναν τέτοιο κίνδυνο και δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό, έστειλε σταγόνες κρύου ιδρώτα στο μέτωπο και την πλάτη του. Έδεσε γρήγορα το γάιδαρο στην άμαξα, μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, άρπαξε την Παφύλια από το μπράτσο, ανέβηκαν στην άμαξα και έφυγαν. Εκείνη έβρισκε λίγη παρηγοριά στην απομάκρυνσή τους. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι στη Ραμίνα θα έβρισκαν βοήθεια, ειδικά μετά τα όσα είχε πληροφορηθεί για την πόλη από τον Τουτρέκυ. Παρά την εξωτερική λάμψη και πολυτέλεια, αποτελούσε καταφύγιο κάθε λογής εγκληματία, στοιχείο που δεν καθησύχαζε την ψυχή της για την επικείμενη άφιξή τους στην πρωτεύουσα. Παρά την ανησυχία της όμως είχε ανάγκη από ένα σκοπό. Ένα λόγο να συνεχίσει να προσπαθεί και να μένει ζωντανή. Αλλιώς τι νόημα είχε η μάχη της προηγούμενης νύχτας; Η Ραμίνα φαινόταν η καλύτερη δυνατή λύση εκείνη τη στιγμή. Αν μη τι άλλο, θα ξέφευγαν από αυτή τη μοναξιά της ερημιάς και του δάσους και θα είχαν τη δυνατότητα να συναναστραφούν με άλλα όντα, ακόμα και αν αυτά ήταν άνθρωποι. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να ζητήσουν μετά την καταστροφή της πατρίδας τους. Ίσως εκεί να έβρισκε πληροφορίες για τον Μπέριντεμ. Άφησε λοιπόν τα ινία στον Σίκαταρ, μη θέλοντας να του κόψει τη φόρα τη στιγμή που είχε πάρει επιτέλους μια πρωτοβουλία. Στήριξε την πλάτη της στην άμαξα και με το ρυθμικό καλπασμό του γαϊδουριού να τη νανουρίζει, έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε σε έναν ήρεμο ύπνο. Δεν είχε πια τίποτα να χάσει και αυτή η συνειδητοποίηση ήταν απίστευτα απελευθερωτική και χαλαρωτική για την ψυχή της. Μετά από μερικές ώρες ένιωσε και πάλι το σκούντημα του Σίκαταρ. Άνοιξε τα μάτια για να αντικρύσει ένα θέαμα που τη συνεπήρε. Ο ήλιος βασίλευε εκείνη

Page 275: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

275

την ώρα, προσδίδοντας στους πανύψηλους πύργους και τα δεσπόζοντα τείχη της πρωτεύουσας μια απόκοσμη ομορφιά. Ήταν ένα θέαμα που τους έκανε και τους δύο να αναθεωρήσουν εν μέρει την άποψή τους για τα πλάσματα της επιφάνειας. Ο δρόμος για την πύλη ήταν δύσκολος, αφού έπρεπε να περιμένουν στην ουρά πίσω από δεκάδες άλλους εμπόρους που είχαν έρθει και αυτοί με τις άμαξές τους, οι οποίοι ελέγχονταν ένας-ένας από τους φρουρούς. Τελικά χρειάστηκαν μια ώρα μέχρι να περάσουν την πύλη, με την αναμονή να γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από το ασταμάτητο μουρμουρητό του Σίκαταρ. Ο φόβος για τα τεκταινόμενα της προηγούμενης νύχτας είχε υποχωρήσει κάπως, αφήνοντας περιθώριο να βγει και πάλι στην επιφάνεια ο γοητευτικός χαρακτήρας του νεαρού. Όταν όμως πέρασαν την πύλη τότε συνειδητοποίησαν το πραγματικό τους πρόβλημα. Δεν είχαν σχεδιάσει τι θα έκαναν από εκεί και πέρα. Περιφέρονταν άσκοπα με την άμαξα στους γεμάτους δρόμους, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν τις σκέψεις τους μέσα στην οχλαγωγία και τα χιλιάδες διαφορετικά οπτικά ερεθίσματα. Οι άνθρωποι στριμώχνονταν για να διασχίσουν το δρόμο, οι πάγκοι με τα εμπορεύματα φαίνονταν σαν να ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, χιλιάδες φωνές και ομιλίες ακούγονταν ταυτόχρονα, κάποιος διαμαρτυρόταν ότι του είχαν κλέψει το πουγκί του, ενώ λίγο παραπέρα δύο άντρες τσακώνονταν γιατί δεν τα έβρισκαν στην τιμή του σιταριού. Επικρατούσε ένα πραγματικό χάος στου οποίου το κέντρο βρίσκονταν, χωρίς να έχουν ιδέα προς τα πού να κινηθούν. Τελικά τη λύση έδωσε ένας φρουρός αν και όχι με τον πιο ευγενικό τρόπο. «Εσείς εκεί!!! Δεν ξέρετε ότι από αυτό το σημείο και μετά επιτρέπονται μόνο πεζοί; Να πάτε την άμαξα αμέσως στο χώρο στάθμευσης!!» και τους έδειξε με μια νευρική κίνηση την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουν, πριν τρέξει να τα ψάλει σε κάποιον άλλον οδηγό που παρακώλυε την κυκλοφορία. Δέχθηκαν στωικά την εντολή και κατευθύνθηκαν προς το χώρο

Page 276: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

276

στάθμευσης, κάτι που αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο από ό,τι ακουγόταν. Όλοι οι δρόμοι είχαν φρακάρει και όταν τελικά έφτασαν εκεί, ξεκινούσε ένα νέο μαρτύριο μέχρι να μπορέσουν να βρουν άδεια θέση για την άμαξά τους. Ο Σίκαταρ ήταν στα όρια της παράνοιας και η Παφύλια απολάμβανε να τον βλέπει να αναψοκοκκινίζει από τα νεύρα του. Ήταν το μοναδικό γεγονός που είχε συμβεί τελευταία και της είχε φτιάξει το κέφι. Όταν τελικά κατάφεραν να βολέψουν κάπου το όχημα, κατέβηκαν πιασμένοι και οι δύο, έχοντας ανάγκη να περπατήσουν. Αυτή φαινόταν και η καλύτερη ιδέα, αφού είχαν μια ολόκληρη πόλη να χαρούν, με άπειρες απολαύσεις που περίμεναν να αποκαλυφθούν. Πεζοί πλέον περιδιάβαιναν τις πολύβουες οδούς, καθώς το βλέμμα τους απορροφούσε λαίμαργα χιλιάδες εικόνες. Η Ραμίνα έδινε την εντύπωση ότι δεν υπήρχαν σε αυτήν ούτε δύο πράγματα όμοια. Κάθε γωνία έκρυβε και κάτι διαφορετικό. Αλλά χρώματα, άλλες φυλές ανθρώπων, άλλα προϊόντα στους πάγκους, κτίρια με διαφορετικές τεχνοτροπίες. Ένας ύμνος στην ποικιλομορφία. Ο Σίκαταρ που ήταν επιρρεπής από τη φύση του είχε ήδη ξεμυαλιστεί. Και η Παφύλια όμως θαμπωμένη από το μεγαλείο, ένιωθε το μυαλό της να ξεστρατίζει από το σκοπό της και να τριγυρνάει σε πιο ξέγνοιαστα μονοπάτια. Ήταν λογική η αντίδρασή τους. Ήταν σαν δύο παιδιά που οι γονείς τους επιτέλους τα άφηναν να βγουν μόνα τους από το σπίτι, για να γνωρίσουν τον κόσμο. Να πάνε σε στέκια κακόφημα και απατηλά. Να κάνουν όλα όσα δεν έπρεπε και να έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους για να μετανιώσουν, κρατώντας όμως βαθιά μέσα τους τη γλυκιά συνειδητοποίηση, ότι είχαν γευτεί το άγνωστο και δεν είχαν μείνει τυφλοί και κουφοί στις εμπειρίες. Να σπάσουν το κέλυφος και να αφήσουν τις ακτίνες του ήλιου να τους χαϊδέψουν για πρώτη φορά, σαν νεογέννητα πουλιά. Ήταν δύο παιδιά που είχαν ζήσει μια ζωή στη λιτή ομορφιά της φύσης και τη μαγεία της συμβίωσης με αυτή. Εκείνη τη μέρα όμως γνώριζαν ένα άλλο είδος μαγείας. Μέσα όμως σε αυτό το συνονθύλευμα μορφών και σχημάτων ένα δεσπόζον κτίσμα

Page 277: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

277

ξεχώρισε, αρπάζοντας βάναυσα την Παφύλια από την ονειροπόλησή της. Είχε χιλιάδες χρυσά σκαλοπάτια και αν και το έβλεπε για πρώτη φορά, ήξερε πολύ καλά για ποιο κτίριο επρόκειτο. Γύρισε στον Σίκαταρ για να του πει να την ακολουθήσει, αλλά εκείνος είχε ήδη πιάσει κουβέντα με τρεις μελαχρινές νεαρές που έβρισκαν πολύ αστεία την προφορά του, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτό τον έκανε ακόμα πιο ελκυστικό στα μάτια τους. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξεκουνήσει από εκεί. Δεν την πείραξε όμως. Φαινόταν ευτυχισμένος. Πού ήταν το κακό; Τον άφησε λοιπόν να συνεχίσει τις δημόσιες σχέσεις με τον τοπικό πληθυσμό, πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφασισμένη ξεκίνησε για το παλάτι.

Page 278: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

278

14

Ο Μπέριντεμ με ένα πλάγιο χτύπημα ξεκοίλιασε δύο αντίπαλους στρατιώτες και αμέσως μετά χτύπησε στο πρόσωπο έναν τρίτο με τη βαριά του ασπίδα, σπάζοντάς του το σαγόνι. Κάρφωσε στο λαιμό το σφαδάζοντα στρατιώτη για να σιγουρευτεί ότι δε θα αποφάσιζε να ξαναμπεί στη μάχη και συνέχισε να πιέζει μαζί με τον υπόλοιπο στρατό τους Ούρμπιλαχ προς τα πίσω. Είχαν καταφέρει να διασπάσουν την οχύρωση του μικρού φρουρίου και να στριμώξουν τη φρουρά μέσα στο ίδιο τους το κάστρο. Την αρχικά υπολογίσιμη δύναμη αποτελούσαν πλέον μια χούφτα άντρες. Οι υπόλοιποι είχαν πάει να σταθούν μπροστά στον Ιγκούβιπ, ο οποίος θα τους έκρινε και ανάλογα θα ρύθμιζε τη μετά θάνατο ζωή τους. Ο διοικητής της μικρής ομάδας ήταν γενναίος και πεισματάρης. Πάνω από όλα όμως ήταν πιστός στον αυτοκράτορά του. Ήξερε ότι έδινε μια μάχη από την αρχή χαμένη. Παρόλα αυτά, έχοντας λάβει εντολή από τον Χεντίκιουα να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη στρατιά του Μπέριντεμ, προκαλώντας ταυτόχρονα τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες, δε δίσταζε να ρίχνει και τους τελευταίους άντρες του στη μάχη και ουσιαστικά στο θάνατο, ξέροντας ότι και εκείνον τον περίμενε η ίδια μοίρα. Ήταν μακράν η πιο αξιόλογη αντίσταση που είχαν συναντήσει στην πορεία τους προς την Πελνυέρα. Οι υπόλοιπες μικρές πόλεις προέβαλλαν ελάχιστη αντίσταση ή και καθόλου, αφού δεν έλειπαν οι περιπτώσεις που οι Ούρμπιλαχ είχαν λιγοψυχήσει και είχαν εγκαταλείψει το πόστο τους, πριν την άφιξη του νέου Αυτοκράτορα. Έτσι η τελευταία εκείνη μάχη αποτελούσε μια ευχάριστη αλλαγή, στη μονοτονία των τελευταίων εβδομάδων. Ο Μπέριντεμ αντί να δυσανασχετεί για αυτήν την καθυστέρηση, απολάμβανε την πρόκληση και ήξερε ότι αποτελούσε ένα καλό ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο. Σε δύο μέρες υπολόγιζαν ότι θα έφταναν στην Πελνυέρα, όπου θα

Page 279: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

279

δοκιμάζονταν οι ικανότητές τους στο έπακρο. Μετά τη μάχη της Ραμίνα δεν είχε ξαναδοκιμάσει τις μαγικές του δυνάμεις, φοβούμενος τις επιπτώσεις που είχαν αυτές στον οργανισμό του. Οι δυνάμεις του μπορεί να ήταν απεριόριστες, αλλά δυστυχώς για να μη χαθεί μέσα τους, θα έπρεπε να τις χαλιναγωγήσει. Το διαμάντι έτρεμε καμιά φορά στο στήθος του από ανυπομονησία και χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα για να τον ωθήσει στη μάχη και την καταστροφή. Εκείνος όμως έχοντας αρχίσει κάπως να το μαθαίνει και να το καταλαβαίνει, διοχέτευε όλα τα συναισθήματα που γεννούσε το διαμάντι, στο σπαθί του και τα υπόλοιπα όπλα του. Μαχόταν με τα παραδοσιακά όπλα όπως όλοι οι υπόλοιποι και η οργή του διαμαντιού τον βοηθούσε να κατασπαράζει τους εχθρούς του, χωρίς όμως κάποια υπερφυσική βοήθεια. Έκανε συντήρηση δυνάμεων για τη βραχώδη οχύρωση της Πελνύερα. Όντας όμως προνοητικός είχε καταστρώσει και μερικά εναλλακτικά σχέδια, σε περίπτωση που το σώμα του τον πρόδιδε. Δε θα άφηνε τίποτα στην τύχη. Η επικείμενη πολιορκία ήταν πολύ κρίσιμη. Ίσως σήμαινε το τέλος του πολέμου και η νίκη ήταν μονόδρομος. Δε θα άφηνε τους Ούρμπιλαχ να αναθαρρήσουν και να νομίσουν ότι η άλωση της Ραμίνα ήταν κάτι το συμπτωματικό. Θα έσβηνε κάθε ελπίδα για επικράτηση από τις καρδιές τους, αφήνοντας μόνο απελπισία. Κατέβασε το σπαθί με δύναμη στην κλείδα του αντιπάλου του και τον έκοψε από τον ώμο μέχρι το στομάχι. Απέφυγε το σπαθί ενός άλλου σκύβοντας και χτυπώντας ταυτόχρονα με την κοφτερή του λεπίδα, το γόνατο του στρατιώτη που του επιτέθηκε. Το άκρο κόπηκε πέρα για πέρα. Ο Ούρμπιλαχ συνέχισε την επίθεσή του κουτσαίνοντας και ουρλιάζοντας από το μαρτύριο. Το αίμα του ράντιζε τις γκρίζες πέτρες του φρουρίου, δίνοντάς τους μια αρρωστημένη απόχρωση. Έχοντας απολέσει την ισορροπία του ήταν εύκολη λεία για τον Μπέριντεμ, ο οποίος του έκοψε και το δεύτερο πόδι και ύστερα τα δύο χέρια και τον άφησε να αργοπεθαίνει από την αιμορραγία. Τα ουρλιαχτά του θα έκαναν τους συντρόφους του, να χάσουν όση στάλα θάρρους τους είχε

Page 280: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

280

ίσως απομείνει. Ο επόμενος αντίπαλος έχασε το μισό του κρανίο από το σπαθί του Αυτοκράτορα των Σαλούβιαρ και έπεσε στο έδαφος με τον εγκέφαλό του να εξέχει. Σύντομα τα κοράκια όρμησαν να κατασπαράξουν το γευστικό μεζέ. Δύο ακόμα εξουδετερώθηκαν από καίρια χτυπήματα στα πλευρά. Διπλώθηκαν στα δύο ανήμποροι να αντέξουν τον πόνο. Χωρίς κάποια εμφανή βιασύνη τους σήκωσε και τους πέταξε από τις επάλξεις. Τους υποδέχτηκαν τα αιχμηρά βράχια πάνω στα οποία γκρεμίστηκαν, μετά τη θανατηφόρα πτώση. Παρατήρησε για λίγο τα στρεβλωμένα τους κορμιά και ένιωσε λίγη από την οργή του να υποχωρεί. Γύρισε και πάλι το βλέμμα στη μάχη και είδε με ικανοποίηση, ότι ο επικεφαλής των Ούρμπιλαχ πάλευε μόνος ανάμεσα στα πτώματα των αντρών του. Διέταξε τους δικούς του να κάνουν πίσω και προχώρησε μπροστά. Ο Ούρμπιλαχ ήταν πολύ καλός μαχητής. Αν και ο θάνατός του ήταν σίγουρος όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα της μονομαχίας, επιτέθηκε άφοβα στερώντας από τον Μπέριντεμ την πρωτοβουλία. Ήρθε με ορμή και τον ώθησε προς τα πίσω, χτυπώντας το σπαθί του και την ασπίδα του με μανία. Ο αρχηγός των Σαλούβιαρ υποχωρούσε αλλά απέκρουε όλα τα χτυπήματα με ευκολία και χωρίς να εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Ο Ούρμπιλαχ είχε κοκκινίσει από την υπερπροσπάθεια και όσο αδυνατούσε να διαπεράσει την άμυνα του αντιπάλου του, τόσο εκνευριζόταν. Η κούραση και ο εκνευρισμός άρχισαν να κάνουν εμφανή τα σημάδια τους. Ο άντρας έγινε απρόσεκτος κάνοντας όλο και πιο παράτολμες επιθέσεις, οι οποίες τον άφηναν περισσότερη ώρα εκτεθειμένο. Πλήρωσε την απροσεξία του με άπειρες αμυχές από το σπαθί του Μπέριντεμ, που περνούσε ξυστά από πάνω του σαν να ήθελε περισσότερο να τον κοροϊδέψει παρά να τον πληγώσει σοβαρά. Ο αντίπαλός του τον ενέπαιζε χωρίς να φοβάται καν για τη ζωή του. Η θιγμένη τιμή του Ούρμπιλαχ του θόλωσε το νου. Ήθελε να κόψει τον καταραμένο Σαλούβιαρ στα δύο. Πέταξε την ασπίδα και χίμηξε κρατώντας το σπαθί με τα δύο του χέρια, τρέχοντας

Page 281: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

281

και ουρλιάζοντας τη λέξη «θάνατος» στη γλώσσα του. Ο Μπέριντεμ έμεινε ακίνητος και απαθής μπροστά στη λυσσαλέα επίθεση, προκαλώντας στους άντρες του ανησυχία και αγανάκτηση, που δεν μπορούσαν να εμπλακούν λόγω της διαταγής που είχε δώσει νωρίτερα. Σκύβοντας απότομα την τελευταία στιγμή, απέφυγε το χτύπημα που θα του είχε διαχωρίσει το κεφάλι από το υπόλοιπό σώμα και πραγματοποίησε μια ανοδική και κυκλική κίνηση με το δικό του όπλο, κόβοντας σύριζα τους δύο καρπούς του αντιπάλου του. Εκείνος έπεσε στα γόνατα γρυλίζοντας από τον πόνο και κοιτάζοντας ανήμπορος τις δύο πληγές, όπου κάποτε βρίσκονταν τα χέρια του. Έκανε μια σύντομη προσευχή στον Ιγκούβιπ, πριν ο Μπέριντεμ τον καρφώσει ανάμεσα στις δύο ωμοπλάτες. Το ξίφος ξεπετάχτηκε από το στήθος του ετοιμοθάνατου, ο οποίος άρχισε να πνίγεται στο ίδιο του το αίμα. Ο νικητής κράτησε το σπαθί καρφωμένο μέχρι να ακούσει και την τελευταία ανάσα πριν το οριστικό τέλος. Μετά προσπάθησε να απελευθερώσει το σπαθί του από το κουφάρι, αλλά εκείνο στομωμένο καθώς ήταν από τη μάχη σκάλωνε στα κόκαλα του θώρακα. Έβαλε το πόδι του στην πλάτη του νεκρού κρατώντας αντίσταση και τράβηξε με μανία, τσακίζοντας κόκαλα και παρασέρνοντας σάρκες. Σήκωσε το φονικό του όπλο ψηλά ραντίζοντας τον εαυτό του και τους άντρες του με αίμα, ξεκινώντας μια ιαχή θριάμβου, που ξεκίνησε από την κορυφή του φρουρίου όπου βρίσκονταν και μεταδόθηκε ραγδαία σε όλη την περιοχή γύρω από το κάστρο. Άλλη μια νίκη για τον αήττητο στρατηγό-βασιλιά και η Πελνυέρα ήταν πλέον κοντά. Θηκάρωσε το σπαθί του και ακουμπώντας το ένα πόδι στις επάλξεις, ατένιζε τον ορίζοντα. Έστρεψε το βλέμμα ανατολικά. Είχε υποχρεώσει τον εαυτό του να κοιτάζει μόνο προς εκείνη την κατεύθυνση, για να μην ξεχνάει ποτέ το σκοπό του. Την κατάλυση όλου του κράτους των Ούρμπιλαχ, μέχρι τα βάθη της ανατολής. Δεν είχε σκοπό να σταματήσει στην Πελνυέρα. Το είχε δηλώσει άλλωστε επανηλλειμένα στους άντρες του. Και εκείνοι

Page 282: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

282

τον επευφημούσαν γιατί με τις συνεχόμενες νίκες, άνοιγε και η δική τους όρεξη για δόξα και κατάκτηση. Άλλωστε και τα λάφυρα δεν ήταν λίγα και ήδη οι περισσότεροι θα είχαν αρκετή περιουσία να κουβαλήσουν πίσω στις γενέτειρές τους. Σκέφτηκε και τη δική του γενέτειρα την Απίοριλ. Θα την ξανάβλεπε άραγε ποτέ; Ή μήπως οι υποχρεώσεις θα τον κρατούσαν για πάντα στη Ραμίνα ή στη ράχη ενός αλόγου και με ένα σπαθί στο χέρι; Το διαμάντι εκνευρισμένο από τους ηλίθιους αυτούς συναισθηματισμούς επενέβη. Τι ανάγκη την είχε την Απίοριλ; Μια μικρή πόλη ταιριαστή σε δειλούς βασιλιάδες όπως ο Στιγκάριτ. Το μεγαλείο του Μπέριντεμ Ιμπανόγιο ήταν πολύ μεγάλο για δευτεροκλασάτες επιλογές. Η Ραμίνα με το χρυσό παλάτι ήταν για εκείνον. Εκεί θα γυρνούσε για να γιορτάσει το θρίαμβό του, να σχεδιάσει τις νέες του εκστρατείες και να λατρευτεί σαν θεός.

Η τελευταία σκέψη ήταν τόσο βέβηλη που τον ταρακούνησε από τις φαντασιώσεις του. Το διαμάντι τον οδηγούσε και πάλι σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η ύβρη δεν ήταν καλοδεχούμενη από του θεούς και δεν έπρεπε να αφήνει τον εαυτό του να παρασέρνεται από το μαγικό του σύντροφο. Μερικές φορές όμως είχε μέσα του μια αμφιβολία. Όλες αυτές οι αλαζονικές σκέψεις ήταν λόγω της επήρειας του διαμαντιού ή μήπως μερικές ανήκαν και στον ίδιο; Δεν του δόθηκε χρόνος να συλλογιστεί το ερώτημα αφού ο Λέκθεν, ο νέος του βοηθός, τον φώναξε για να του θυμίσει κάποια υποχρέωση. Μακάρι ο στρατηγός να μπορούσε μετά τη μάχη να πλυθεί, να πιεί άφθονη μπύρα και να ξεραθεί στο ύπνο. Όμως αυτό το προνόμιο το είχαν μόνο οι στρατιώτες και ήταν ένα προνόμιο που είχαν κερδίσει επάξια. Εκείνος όμως μετά την κάθε μάχη είχε μια πλειάδα οργανωτικών θεμάτων να τον κυνηγούν, απαιτώντας την προσοχή του. «Μην γκρινιάζεις» μάλωσε τον εαυτό του. «Με την τεμπελιά δεν έμεινε ποτέ κανείς στην ιστορία». Ο Λέκθεν ήταν ένας πιστός και υπάκουος αξιωματικός. Ίσως υπερβολικά υπάκουος.

Ο Μπέριντεμ είχε εμμέσως απομακρύνει τον Σάντιακ γιατί συνεχώς διαφωνούσαν και τον είχε αντικαταστήσει με κάποιον ο

Page 283: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

283

οποίος συμφωνούσε με κάθε του λέξη. Αρχικά ήταν αυτό που επιζητούσε, αναμφίβολα λόγω της αυξανόμενης αλαζονείας του, αλλά τελικά είχε αρχίσει να νοσταλγεί τις παραγωγικές συζητήσεις που είχαν με τον Σάντιακ, με ένα ποτήρι κρασί κοντά στη φωτιά. Πάντοτε ο φίλος του έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα και από άλλη οπτική γωνία, η οποία του είχε διαφύγει. Έκαναν ένα φοβερό δίδυμο. Ήξερε ότι είχε κάνει μεγάλο λάθος που τον είχε αφήσει στη Ραμίνα, αλλά ήταν πια αργά. Θα διόρθωνε το σφάλμα όταν γύριζε από την εκστρατεία, ελπίζοντας ότι ο φίλος του θα συγχωρούσε τη συμπεριφορά του. Το διαμάντι προσπάθησε και πάλι να του αλλάξει γνώμη, πείθοντάς τον ότι ο Σάντιακ ήταν φθονερός και ήθελε να τον βλάψει και να χαλάσει τα σχέδιά του. Ο Μπέριντεμ όμως έκλεισε έξω από το νου του με αποφασιστικότητα, οποιαδήποτε συκοφαντία για τον Σάντιακ. Ήταν αποφασισμένος να επανορθώσει και θα το έκανε.

Όταν είχε ολοκληρώσει τον έλεγχο για την εύρυθμη λειτουργία του στρατοπέδου, ο ήλιος είχε πια δύσει. Γύρισε στη σκηνή του αποκαμωμένος, με τη φλόγα της μάχης να τον έχει από ώρα εγκαταλείψει, αφήνοντας την παγωνιά που συχνά συνοδεύει τη σωματική κόπωση, να έχει φωλιάσει μέσα στο κορμί του. Έβγαλε τα ρούχα του και με ένα βρεγμένο σφουγγάρι, προσπάθησε να διώξει από πάνω του όση περισσότερη από τη σκόνη γινόταν. Σκούπισε το ξεραμένο αίμα από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί, για να αποκαλύψει από κάτω ένα απόλυτα υγιές κομμάτι δέρμα. Το διαμάντι είχε φροντίσει και πάλι να τον θεραπεύσει, χωρίς καν να χρειαστεί ο ίδιος να το ζητήσει. Ήξερε ότι ήταν παράλογο, αλλά ακόμα και αυτή η ευεργετική πρωτοβουλία του διαμαντιού τον εκνεύριζε. Είχε συνεχώς την αίσθηση ότι έχανε τον έλεγχο. Ότι συνέβαιναν μεταβολές που τον αφορούσαν χωρίς την άδειά του. Είχε ανοίξει την ψυχή του διάπλατα και είχε αφήσει να μπει μέσα ένας παρεμβατικός φιλοξενούμενος, ο οποίος με την παρουσία του επηρέαζε τη ζωή του, στερώντας του το δικαίωμα να παίρνει μόνος του όλες τις αποφάσεις.

Page 284: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

284

Το διαμάντι παραπονέθηκε δήθεν πληγωμένο. «Τι έκανα που δεν το ήθελες και εσύ; Μήπως δεν ήθελες να γίνεις βασιλιάς; Μήπως δεν ήθελες να νικήσεις το λαό που εξευτέλισε το έθνος σου και σκότωσε τον πατέρα σου; Τι το κακό έχω κάνει και παραπονιέσαι; Αν δε θες να σε θεραπεύω όταν πληγώνεσαι, δεν έχεις παρά να το ζητήσεις».

«Έχεις διώξει το πνεύμα του πατέρα μου και δεν τον έχω πια κοντά μου να με συμβουλεύει. Τι του έχεις κάνει;» Ένιωθε την οργή του να φουντώνει με κάθε λέξη. Το καταραμένο αντικείμενο χρησιμοποιώντας πληθώρα τεχνασμάτων, τον έκανε συνεχώς να ξεχνάει τον πατέρα του. Η συνειδητοποίηση έκανε το θυμό του να θεριεύσει.

«Με κατηγορείς άδικα για προβλήματα που δεν οφείλονται σε εμένα. Είσαι τόσο σίγουρος ότι ο πατέρας σου ήταν όντως μαζί σου όλα αυτά τα χρόνια; Μήπως η θλίψη σου από το χαμό του ήταν τέτοια ώστε έπλασες αυτήν την ιστορία, της επιστροφής του πατέρα σου στον κόσμο ως πνεύμα, για να ανακουφίσεις λίγο την οδύνη σου; Μήπως όλα αυτά είναι ένας ατυχής και απελπισμένος τρόπος, να διατηρήσεις τη μνήμη του ζωντανή και να τον νιώθεις πάντα κοντά σου;»

«Όχι, δε θα με τρελάνεις, αρκετά με τα παιχνίδια σου! Ο πατέρας είχε όντως επιστρέψει από τον κόσμο των νεκρών, για να με βοηθήσει εναντίον των Ούρμπιλαχ. Μου έδινε συμβουλές και μου είχε αποκαλύψει γνώσεις που δεν κατείχα. Δε θα μπορούσα λοιπόν να έχω απλά φανταστεί την ύπαρξή του. Λες ψέματα! Σταμάτα να μου μολύνεις το κεφάλι με τις ιδέες σου!»

«Είσαι σίγουρος ότι αυτές τις γνώσεις δε στις είχε περάσει πριν το θάνατό του; Ίσως κάποιες να είχαν ξεχαστεί και σε κάποιες αναλαμπές που έχεις, φέρνεις στο νου σου πράγματα από καιρό ξεχασμένα. Αυτό το ξύπνημα των αναμνήσεων λοιπόν, το έχεις παρουσιάσει στον εαυτό σου σαν ένα διάλογο με τον πατέρα σου».

«Αρκετά! Πάψε, μην ξαναπείς κουβέντα για τον πατέρα μου! Βγες από το μυαλό μου και άσε με ήσυχο. Δεν πρόκειται ποτέ

Page 285: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

285

να πιστέψω ότι το πνεύμα του ήταν αποκύημα της φαντασίας μου!» Σταμάτησε να φωνάζει νιώθοντας αμηχανία, αφού ξαφνικά όλοι οι ήχοι γύρω από τη σκηνή του είχαν σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν στρέψει τα βλέμματα στη σκηνή του απορώντας. Αναρωτιούνταν με ποιον είχε δυσαρεστηθεί ο στρατηγός και τον επέπληττε τόσο έντονα. Εκείνος που έσπευσε να μπει στη σκηνή για να ξεκαθαρίσει το θέμα, δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Λέκθεν, το νέο έμπιστο του Μπέριντεμ. Άνοιξε το σκέπαστρο και μπήκε μέσα, μένοντας έκπληκτος διαπιστώνοντας ότι ο ανώτερός του ήταν μόνος, πεσμένος στα γόνατα και ασθμαίνων. Τα είχε χαμένα. Το διαμάντι είχε αποτραβηχτεί ξαφνικά στα τρίσβαθα της ψυχής του, αφήνοντας τον εκτός ισορροπίας, με μια ανεξήγητη οργή και ανήμπορο να θυμηθεί την αιτία της αναστάτωσής του. Το διαμάντι δεν είχε ποτέ σκοπό να τον πείσει ασκώντας πίεση με τα δόλια λόγια του, ούτε να πετύχει το σκοπό του μέσα σε ένα βράδυ. Είχε φυτέψει όμως το σπόρο της αμφιβολίας, ο οποίος θα έτρωγε σιγά-σιγά σαν σαράκι τα νοητά τείχη στο μυαλό του Μπέριντεμ, έτσι ώστε να μπορέσει να τον κατακτήσει πλήρως και να θάψει ακόμα πιο βαθιά στο υποσυνείδητο του ξενιστή του, ένα φάντασμα αδιάκοπα αγωνιζόμενο να βγει στην επιφάνεια.

Ο Λέκθεν κάλυψε βιαστικά το άνοιγμα της σκηνής, ώστε να μην τον δει κανείς στην κατάσταση που βρισκόταν. Αργότερα θα έπρεπε να σκαρφιστεί κάποιο ψέμα για τους περίεργους. Σήκωσε τον Μπέριντεμ από το έδαφος και τον εναπόθεσε στο κρεβάτι. Στις επίμονες ερωτήσεις του για το τι είχε συμβεί, δεν κατάφερε να πάρει απάντηση. Ο στρατηγός του παραληρούσε μιλώντας για φαντάσματα και ανίερες μαγείες. Όλοι είχαν δει τι ήταν ικανός να κάνει, χωρίς να γνωρίζουν όμως από πού πήγαζε αυτή η δύναμη. Έτσι λοιπόν ο νεαρός αξιωματικός και βοηθός του Αυτοκράτορα, δεν ήξερε αν θα έπρεπε να δώσει βάση στα λόγια αυτά, ή απλά να τα απορρίψει ως το αποτέλεσμα της υπερβολικής πίεσης που ασκούσε ο διοικητής του στον εαυτό του. Σπάνια ξεκουραζόταν κατά την διάρκεια της μέρας, τη νύχτα κοιμόταν

Page 286: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

286

λίγες μόνο ώρες και όποτε έδιναν μάχη δε σταματούσε ούτε καν για να πάρει ανάσα. Ένας κοινός θνητός δε θα άντεχε σε αυτούς τους ρυθμούς. Ίσως λοιπόν την αυξημένη αντοχή του να την αντάλλασσε με την πνευματική του διαύγεια. Τι άλλο θα μπορούσε να σκεφθεί ο Λέκθεν, βλέποντας το στρατάρχη σε αυτήν την κατάσταση και γνωρίζοντας ότι δεν είχε πιεί ούτε μια σταγόνα κρασί; Αυτό τουλάχιστον θα αποτελούσε μια λογική εξήγηση για την έλλειψη νηφαλιότητας, που είχε προκαλέσει αυτό το ξέσπασμα εναντίον ενός εχθρού αόρατου στα μάτια των υπολοίπων.

Έκατσε κοντά του μέχρι που βυθίστηκε στον ύπνο και όταν ήταν σίγουρος πλέον ότι είχε ηρεμήσει και θα περνούσε μια ήσυχη νύχτα, τότε μόνο τον άφησε και επέστρεψε στη σκηνή του, αφού πρώτα ανέθεσε σε ένα στρατιώτη τη φύλαξή του. Το σώμα του Μπέριντεμ ξεκουραζόταν, αλλά το μυαλό του συνέχιζε να δίνει την ανελέητη μάχη με το διαμάντι. Ήταν δυσαρεστημένο γιατί ένιωθε το υποκείμενο του να ξεγλιστράει από την επιρροή του και κάτι τέτοιο θα του χαλούσε τα σχέδια. Έστειλε για άλλη μια φορά όνειρα με νικηφόρες μάχες και το κυνήγι της δόξας μέσα από τη σφαγή, στο μυαλό του πολεμιστή. Εκείνος όμως το συγκεκριμένο βράδυ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τέτοιου είδους σκηνικά. Είχε ξυπνήσει μέσα του δυνατή η νοσταλγία για όσα είχε στερηθεί εξαιτίας του διαμαντιού. Έτσι μετά τον Σάντιακ και τον πατέρα του, ο νους του αναζητούσε την αγάπη που τόσο σύντομα αποχωρίστηκε, λίγο αφού είχαν καταλάβει τι σήμαιναν ο ένας για τον άλλον. Μα πώς ήταν δυνατόν να την άφησε και να έφυγε τόσο ξαφνικά; Δεν προσπάθησε καν να την πείσει να τον ακολουθήσει, παρά της ζήτησε μόνο μια φορά να τον συνοδεύσει και στην άρνησή της εκείνος πέταξε μακριά. Ήταν και αυτή μια απόφαση που λήφθηκε ύστερα από την ανεπαίσθητη παρότρυνση του διαμαντιού; Είχε κουραστεί να μην ξέρει πλέον πότε τελείωνε η δική του σκέψη και άρχιζε του μαγικού πετραδιού. Αποφάσισε να επικεντρώσει τις σκέψεις του στην Παφύλια. Ήξερε ότι αυτή ήταν ολοκληρωτικά δική του και ότι ο

Page 287: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

287

άσπονδος φίλος που κατοικούσε στο στήθος του, δε θα τον κατηύθυνε ποτέ προς τέτοιες σκέψεις.

Ονειρεύτηκε την παραλία που πήγαιναν με τους γονείς του τα καλοκαίρια. Τότε που βουτούσε με τις ώρες στη θάλασσα αναζητώντας κοχύλια στο βυθό. Στην αρχή ήταν μόνος του καθισμένος στην άμμο και χάζευε το ηλιοβασίλεμα. Ένιωθε σαν ένα τεράστιο βάρος να έχει σηκωθεί από τους ώμους του. Δε θυμόταν εκείνη την ήμερα ούτε καν τα προηγούμενα χρόνια. Όλη αυτή η περίοδος που πέρασε με το σπαθί στο χέρι και ζωσμένος με τον αλυσιδωτό θώρακα, ξαφνικά είχε σβηστεί τελείως. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Το μόνο που κυριαρχούσε στο νου του ήταν το ηλιοβασίλεμα και οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, με τα ατελείωτα παιχνίδια σε αυτήν την παραλία. Η ηρεμία και η γαλήνη στην οποία είχε βυθιστεί, ήταν βάλσαμο για την ταλαιπωρημένη του ψυχή. Ήξερε όμως μέσα του, ότι το όνειρο θα γινόταν ακόμα καλύτερο. Ανέμενε κάτι αλλά όχι με ανυπομονησία. Ήταν μια γλυκιά προσμονή που του έδινε τη δυνατότητα να απολαμβάνει ακόμα περισσότερο το ειδυλλιακό τοπίο. Όταν άκουσε βήματα στην άμμο δε χρειάστηκε να γυρίσει. Ήξερε πολύ καλά ποια ήταν. Έκατσε δίπλα του και όταν τον αγκάλιασε σφιχτά, εκείνος πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και τη φίλησε τρυφερά, δείχνοντάς της πόσο του είχε λείψει.

Έκατσαν εκεί στην παραλία δίχως να μιλούν. Ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων και βλέποντας την πορτοκαλί σφαίρα φωτός, να χάνεται προοδευτικά από τα μάτια τους. Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί και είχαν ξεχαστεί και οι δύο στην απόλαυση της στιγμής. Θα μπορούσε να είχε περάσει ένας χρόνος ή και ένα λεπτό. Τους ήταν αδύνατον να ξέρουν. Όλος ο κόσμος είχε εξοριστεί έξω από εκείνη την παραλία που ήταν το καταφύγιό τους στον κόσμο των ονείρων. Είχε δημιουργηθεί μόνο για εκείνους και οποιαδήποτε άλλη παρουσία εκεί, θα ήταν ιερόσυλη παράβαση της εσκεμμένης τους απομόνωσης. Αποφάσισαν ότι θα έμεναν εκεί για πάντα, αφού οτιδήποτε βρισκόταν έξω από το καταφύγιό τους δεν τους ενδιέφερε και δεν

Page 288: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

288

είχε τίποτα να τους προσφέρει. Η ευτυχία τους για αυτήν την απόφαση κράτησε ελάχιστα. Ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος να τους αφήσει να του ξεφύγουν τόσο εύκολα. Ένιωσαν τη γη να τραντάζεται και είδαν τη θάλασσα να φουρτουνιάζει απότομα και τον άνεμο να σηκώνει μανιασμένα χιλιάδες κόκκους άμμου που τους μαστίγωναν ανηλεώς. Ο Μπέριντεμ ύψωσε το βλέμμα του για να δει το γυάλινο θόλο που αποτελούσε τον ουρανό του μικρόκοσμού του, να τραντάζεται από τα χτυπήματα μιας γιγάντιας μορφής. Μπορούσε να διακρίνει ένα κόκκινο χέρι και ανατρίχιασε γνωρίζοντας καλά, τι σήμαινε αυτό το χρώμα. Συνειδητοποιώντας πόσο λίγο καιρό είχαν άρπαξε την Παφύλια στην αγκαλιά του.

«Ό,τι και αν γίνει θα έρθω να σε βρω. Δε θα το αφήσω να σε σβήσει από τη μνήμη μου. Θα το νικήσω!»

Ο θόλος θρυμματίστηκε σε χιλιάδες κομματάκια. Τα πάντα φωτίστηκαν από τη νοσηρή κόκκινη λάμψη και το τεράστιο χέρι κατέβηκε αμείλικτα και άρπαξε τον Μπέριντεμ. Ένιωσε τον αέρα να φεύγει από τα πνευμόνια του, καθώς η γιγάντια μέγγενη του συνέθλιβε τα πλευρά σε ένα παγερό και θανατηφόρο σφίξιμο. Ένα δεύτερο χέρι γκρέμισε ό,τι είχε απομείνει από το γυάλινο θόλο και τότε αντίκρισε με τρόμο τον εχθρό του, τον καταστροφέα του ονειρικού του κόσμου. Ήταν ο εαυτός του ντυμένος με πλήρη πολεμική περιβολή και λαμποκοπώντας κόκκινος από τη μαγική ενέργεια. Το σφίξιμο έγινε ανυπόφορο ενώ ο γιγάντιος σωσίας του γελούσε με το μαρτύριό του. Ένιωσε τον εαυτό του να λιώνει και σε υγρή μορφή να χύνεται μέσα από τα δάχτυλα του γίγαντα στην αγριεμένη θάλασσα από κάτω. Τότε τα πάντα μαύρισαν. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις του βρήκε τον εαυτό του βυθισμένο στο νερό μέχρι το στήθος. Φορούσε την πολεμική του θωράκιση και ήταν ζωσμένος με το σπαθί του. Τα πάντα γύρω φαίνονταν ήρεμα με την καταιγίδα να έχει καταλαγιάσει και τον ουρανό να έχει επανέλθει στην πρότερή του κατάσταση. Μόνο η κόκκινη λάμψη παρέμενε και μια μελαχρινή κοπέλα στην παραλία να τον περιμένει. Έκανε τα πρώτα αβέβαια

Page 289: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

289

βήματα και μετά με μια σιγουριά που την αντλούσε από κάποια άγνωστη πηγή, βγήκε από το νερό και την πλησίασε. Εκείνη του χαμογέλασε και φαινόταν ανακουφισμένη που τον έβρισκε και πάλι. Έβγαλε το σπαθί του και τη διαπέρασε κρατώντας την στην αγκαλιά του και παίρνοντας ευχαρίστηση από κάθε της σπασμό, μέχρι που έμεινε εντελώς ασάλευτη. Άφησε το κουφάρι να πέσει στην άμμο και σκούπισε το όπλο του στο φόρεμά της. Δεν ήξερε γιατί την είχε σκοτώσει. Ένιωθε ότι έπρεπε και η επιτέλεση της πράξης τον γέμιζε με άφατη ευχαρίστηση. Το πολεμικό του άτι εμφανίστηκε ξαφνικά στο πλευρό του. Το καβάλησε και ξεχύθηκαν μαζί σε αναζήτηση νέου αντιπάλου. Η ψυχή του διψούσε ακόμα για αίμα.

Στον πραγματικό κόσμο συνέχισε να κοιμάται και όλη εκείνη τη νύχτα ονειρευόταν αμέτρητα στίφη εχθρών, να αποδεκατίζονται μαζικά από το χέρι του. Κάλπαζε με το άτι του ακούραστα και από όπου περνούσε άφηνε ένα τοπίο καταστροφής και θανάτου. Δεν ήταν πλέον άνθρωπος αλλά ένας φονικός τυφώνας που παρέσερνε τα πάντα στο διάβα του. Όμως η μαγική του δύναμη που πολλές φορές γινόταν ανεξέλεγκτη, έψαξε αυτόματα να βρει το αντικείμενο του πόθου του που είχε κυριαρχήσει στο προηγούμενό του όνειρο. Η μαγεία εισέβαλλε στο μυαλό της Παφύλια, παρόλο που βρισκόταν πολύ μακριά και την παρέσυρε και αυτή στο όνειρο του Μπέριντεμ στην παραλία. Έτσι μέσα από αυτήν την αλλόκοτη μορφή επικοινωνίας, μοιράστηκαν άθελά τους τις όμορφες στιγμές της απομόνωσης, αλλά μετά εκείνη έζησε τη φρίκη του θανάτου, που προκλήθηκε μάλιστα από το μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν. Όταν το σπαθί χώθηκε βαθιά στη σάρκα της και της κατάσφαξε τα σωθικά, πετάχτηκε από το κρεβάτι ουρλιάζοντας κάθιδρη. Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπε εφιάλτη με τον Μπέριντεμ και είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως αυτή η επανάληψη αποτελούσε κάποιον κακό οιωνό, που την προειδοποιούσε για μελλοντικά δεινά. Θα μπορούσε ποτέ ο Μπέριντεμ να στρεφόταν εναντίον της; Και για ποιο λόγο θα έκανε κάτι τέτοιο; Έμεινε ξάγρυπνη όλη

Page 290: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

290

τη νύχτα προσπαθώντας να ερμηνεύσει τη φριχτή σκηνή που είχε ζήσει στον ύπνο της.

Όταν ο Μπέριντεμ ξύπνησε το επόμενο πρωί ένιωθε καταπληκτικά. Τα όνειρα της προηγούμενης βραδιάς είχαν θρέψει τον εγωισμό του και του είχαν ανοίξει την όρεξη για νέες περιπέτειες. Στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε μια ανησυχία που υποδήλωνε ότι κάτι δεν είχε πάει καλά. Όμως δεν μπορούσε να εντοπίσει την πηγή αυτού του συναισθήματος και τελικά απλά το άφησε να ξεχαστεί. Η Παφύλια, ο πατέρας του και ο Σάντιακ ήταν υποθέσεις που απλά εκείνη την ημέρα δεν τον απασχολούσαν. Οραματιζόταν την πολιορκία της Πελνυέρα και όλα τα υπόλοιπα του φάνταζαν μηδαμινής σημασίας. Ένιωθε το αίμα του να βράζει και η ανυπομονησία έκανε τις κινήσεις του νευρικές και απρόσεκτες. Γελούσε νευρικά χωρίς λόγο και το ίδιο ανεξήγητη ήταν και η αγαλλίαση που ένιωθε. Ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και πετάχτηκε έξω από τη σκηνή, κατατρομάζοντας το σκοπό που είχε ανατεθεί για τη φύλαξή του.

«Τι σου συμβαίνει;» ρώτησε ενοχλημένος. Ο στρατιώτης υποχώρησε τρεμάμενος σαν να προσπαθούσε να αποφύγει κάποιον κίνδυνο. «Τα μάτια σας κύριε. Λάμπουν κατακόκκινα». Καταράστηκε την απροσεξία του και αμέσως έδωσε μια νοητή διαταγή στη μαγεία του να υποχωρήσει, ώστε να μην εκδηλώνεται εξωτερικά. «Μάλλον είσαι κουρασμένος από τη σκοπιά και την έλλειψη ύπνου. Πήγαινε να ξεκουραστείς και φρόντισε να φας κάτι». Ο σκοπός έτρεξε να φύγει διόλου πεπεισμένος ότι αυτό που είχε δει ήταν αποτέλεσμα της κόπωσής του. Ο στρατηγός δεν ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος και το ήξερε καλά. Έσπευσε να ενημερώσει τους συντρόφους του για το συμβάν, ενθουσιασμένος για το κουτσομπολιό που είχε να προσφέρει στο στράτευμα, ενώ ο Μπέριντεμ έψαχνε επιτακτικά τον Λέκθεν. Ήθελε να δώσει την εντολή ώστε να κινηθούν αμέσως για την Πελνυέρα. Η νίκη ήταν τόσο κοντά που μπορούσε σχεδόν να τη γευτεί. Όταν τον εντόπισε και του γνωστοποίησε

Page 291: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

291

την επιθυμία του, ο βοηθός του εξέφρασε κάποιες αμφιβολίες για τη σοφία της απόφασής του.

«Οι άντρες δεν έχουν προλάβει ακόμα να ξεκουραστούν από την τελευταία μάχη. Έχουμε μερικούς τραυματίες που ακόμα δεν μπορούν να μετακινηθούν και ακόμα δεν έχουμε ρυθμίσει το ζήτημα των αιχμαλώτων. Αν δηλαδή θα τους φυλακίσουμε σε αυτήν την πόλη ή θα τους πάρουμε μαζί μας στην Πελνυέρα».

«Πιστεύω ότι μέχρι το βράδυ θα έχεις λύσει όλα αυτά τα ζητήματα και θα είμαστε έτοιμοι αύριο το πρωί να φύγουμε. Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σου. Αύριο φεύγουμε οπωσδήποτε όμως». Η διαταγή συνοδεύτηκε από ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη που σκοπό είχε να αμβλύνει λίγο τις εντυπώσεις. Το μήνυμα όμως ήταν ξεκάθαρο. Ο Λέκθεν έπρεπε πάση θυσία να έχει έτοιμο το στράτευμα για προέλαση το επόμενο πρωί και σε αντίθεη περίπτωση ο Μπέριντεμ θα τον θεωρούσε προσωπικά υπεύθυνο. Ο Λέκθεν έβρισε χαμηλόφωνα αλλά άρχισε αμέσως να κάνει υπολογισμούς με το μυαλό του, σχετικά με το πώς θα επιτάχυνε το πρόγραμμα. Κανείς δεν είπε ότι το να υπηρετείς ένα βασιλιά είναι εύκολη υπόθεση. Ακόμα πιο δύσκολο δε, είναι όταν έχεις να μεταφέρεις κακά μαντάτα σε ένα μονάρχη, ειδικά σε κάποιο χολωμένο λόγω της απώλειας του θρόνου του. Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν ο Ούρμπιλαχ αγγελιοφόρος, που είχε φύγει από το μικρό οχυρό που είχε πέσει στα χέρια των Σαλούβιαρ εκείνη την ημέρα και έσπευδε για την Πελνυέρα. Ο διοικητής του τον είχε στείλει μια μέρα πριν τη μάχη, όταν είχαν εμφανιστεί οι πολυάριθμοι αντίπαλοι, για να ζητήσει ενισχύσεις από την Πελνυέρα και το βασιλιά Χεντίκιουα. Την ώρα που περνούσε τη μεγάλη πύλη αγνοούσε ότι τα πάντα είχαν πλέον κριθεί και ότι οι ενισχύσεις δε θα είχαν κανένα νόημα. Επίσης αγνοούσε ότι ο Χεντίκιουα ακόμα και αν προλάβαινε, δεν είχε σκοπό να στείλει ούτε ένα στρατιώτη έξω από τα τείχη της απόρθητης φωλιάς του. Εκεί θα τα έπαιζε όλα για όλα. Αυτή θα ήταν η τελευταία γραμμή άμυνας. Όσοι Ούρμπιλαχ δε

Page 292: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

292

βρίσκονταν πίσω από τα τείχη της, θα έπρεπε να θυσιαστούν για το καλό της Αυτοκρατορίας.

Ο αγγελιοφόρος ενημέρωσε για τα επείγοντα νέα του τη φρουρά και οδηγήθηκε μπροστά στον έκπτωτο μονάρχη. Η διαδικασία ακρόασης από το βασιλιά ήταν πολύ πιο απλή απ’ ό,τι τη θυμόταν στη Ραμίνα. Το επείγον της κατάστασης είχε καταστήσει αναγκαίες τις πιο γρήγορες διαδικασίες και είχε στερήσει και από τους υπαλλήλους του παλατιού τη δυνατότητα, να βασανίσουν τον αγγελιοφόρο στο βαθμό που θα επιθυμούσαν, ικανοποιώντας έτσι τη μισαλλοδοξία τους. Ουσιαστικά δεν υπήρχε ούτε παλάτι πλέον. Ο Χεντίκιουα διέμενε στην κατοικία του πρώην διοικητή της πόλης, που ήταν και το πιο μεγαλόπρεπο κτίριο της περιοχής. Σε καμία περίπτωση όμως δε μπορούσε να αντικαταστήσει τα πολυτελή δώματα που είχε αφήσει άρον-άρον, όταν δραπέτευσε από τη Ραμίνα. Ακόμα και η ίδια του η εμφάνιση είχε αλλάξει. Ο αγγελιοφόρος πρόσεξε ότι έλειπαν πια τα πολύχρωμα μετάξια και τη θέση τους είχε πάρει μια αυστηρή πολεμική περιβολή, πιο σύμφωνη με τα πρότυπα των προγόνων του λαού του. Κάτι ακόμα που αγνοούσε ο αγγελιαφόρος ήταν ότι ο αξύριστος και βυθισμένος στην ανησυχία άνδρας που στεκόταν μπροστά του, αυτομαστιγωνόταν κάθε βράδυ εκλιπαρώντας τον Ιγκούβιπ για συγχώρεση. Είχε καταλήξει στο ότι για όλα έφταιγε εκείνος. Η πολυτέλεια με την οποία ζούσε αυτός και οι ευγενείς του, αποτελούσε προσβολή για τα ήθη του Θεού του Ολέθρου. Ορκιζόταν πως αν του έδινε τη νίκη, θα επέστρεφε στους παλιούς τρόπους του τιμημένου παρελθόντος. Θα αναβάπτιζε τη δόξα του στο αίμα, όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοί του.

Ο αγγελιοφόρος υποκλίθηκε με σεβασμό μπροστά στο βασιλιά του και περίμενε σε αυτή τη στάση ακίνητος, την άδεια του άρχοντα να μιλήσει. «Πες μας τι συμβαίνει έξω από την Πελνυέρα. Ποιες είναι οι εξελίξεις στον πόλεμο κατά των απίστων;»

«Μεγαλειότατε τα νέα δυστυχώς είναι άσχημα. Όταν έφυγα από την Εβάργια πριν δύο μέρες, το φρούριο ήταν ήδη έτοιμο να

Page 293: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

293

περικυκλωθεί από τους Σαλούβιαρ. Ήταν αμέτρητοι. Ο στρατός τους φαίνεται ιδιαίτερα ενισχυμένος και πιο πολυάριθμος από τον αντίστοιχο στη μάχη της Ραμίνα. Ο διοικητής με έστειλε για να ζητήσω επειγόντως ενισχύσεις. Δεν ξέρω αν έχω έρθει εγκαίρως ή αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η Εβάργια έχει χαθεί και ο εχθρός ετοιμάζεται να προελάσει κατά της Πελνυέρα».

«Αυτό είναι και το πιο πιθανό» απάντησε αδιάφορα ο Χεντίκιουα εκπλήσσοντας τον αγγελιοφόρο με τον κυνισμό του. Φυσικά δε θα τολμούσε ποτέ να σχολιάσει αρνητικά τον Αυτοκράτορα. Μπορεί να είχε χάσει το θρόνο του, αλλά σίγουρα ήταν ακόμα ο πιο ισχυρός Ούρμπιλαχ στον κόσμο και ο αγγελιοφόρος επιθυμούσε το κεφάλι του να μείνει εκεί που βρισκόταν για αρκετά χρόνια ακόμη. «Ποιες είναι οι διαταγές σας;» ρώτησε επιθυμώντας ξαφνικά να φύγει μια ώρα αρχύτερα από την αίθουσα. «Θα ενταχθείς και εσύ στην άμυνα της πόλης όπως όλοι οι άλλοι. Οι δυνάμεις θα μείνουν όλες στην Πελνυέρα, καθώς θα ήταν ανώφελο να σταλούν ενισχύσεις οπουδήποτε. Ας ελπίσουμε μόνο ότι οι υπερασπιστές της Εβάργια έκαναν το καθήκον τους και πήραν μαζί τους στον άλλο κόσμο όσους περισσότερους Σαλούβιαρ ήταν δυνατόν. Ο Ιγκούβιπ δε χορταίνει εύκολα». Ο αγγελιοφόρος υποκλίθηκε ξανά και αναζήτησε την έξοδο. Ήξερε ότι οι σύντροφοι του στην Εβάργια είχαν ελάχιστες ελπίδες και ότι το φρούριο ήταν ουσιαστικά καταδικασμένο από την αρχή. Όμως αυτή η κυνική στρατηγική της θυσίας τόσων ανθρώπων, μόνο και μόνο για να καθυστερηθεί η προέλαση του εχθρικού στρατεύματος τον εξόργιζε. Έτριξε τα δόντια και κατάπιε την οργή του. Δεν μπορούσε ούτε εκείνος ούτε οι όμοιοί του να κάνουν απολύτως τίποτα, όταν τα μεγάλα κεφάλια αποφάσιζαν για τις τύχες τους. Πάντα του έλεγαν ότι όφειλε τυφλή υπακοή στον Αυτοκράτορα, όμως όταν αυτός τρέχει να κρυφτεί σαν ένας κοινός δραπέτης, τότε ο σεβασμός έρχεται όλο και πιο δύσκολα.

Όταν ο Χεντίκιουα έμεινε ολομόναχος κατευθύνθηκε προς το τραπέζι με το κρασί και σερβίροντας τον εαυτό του είπε χωρίς

Page 294: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

294

να φαίνεται ότι απευθυνόταν κάπου συγκεκριμένα: «Μπορείς να εμφανιστείς τώρα. Ξέρω ότι συνήθως κρύβεσαι κάπου εδώ κοντά». Τα κεριά που φώτιζαν το χώρο δημιουργούσαν μια σκιά στον τοίχο, η οποία κυμάτιζε ανάλογα με το φύσημα του ανέμου, που κουνούσε τις φλόγες. Ενώ όμως ο άνεμος που έμπαινε από το παράθυρο δεν ήταν και τόσο δυνατός, το τρεμόπαιγμα της σκιάς άρχισε να γίνεται όλο και πιο βίαιο και ακανόνιστο. Ο τοίχος άρχισε να φουσκώνει και ξαφνικά μια φουσκάλα έσκασε, χύνοντας το κατάμαυρο περιεχόμενό της στο πάτωμα. Το υγρό γέμισε το χώρο σταδιακά και η σκιά επανήλθε στην κανονική της μορφή. Η σκοτεινή λίμνη άρχισε να κοχλάζει και ένα εξόγκωμα παραμόρφωσε τη λεία της επιφάνεια. Ένα κεφάλι άρχισε να βγαίνει από μέσα, χωρίς πρόσωπο και μαλλιά, ένα ολοστρόγγυλο σκοτεινό κομμάτι του κορμιού που το ακολουθούσε. Καθώς το σώμα σχηματιζόταν, το υγρό χανόταν απορροφημένο από τη σχηματισθείσα μορφή. Το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Βανιρφάντατ, στάθηκε ακίνητο στο κέντρο της αίθουσας, περιμένοντας εντολές.

«Συγχώρεσέ με αν σου γυρνάω την πλάτη, αλλά όσο ευλογημένος και αν νιώθω με το δώρο του θεού μου, ακόμα δεν έχω συνηθίσει το θέαμα της υλοποίησής σου μέσα από τις σκιές. Άλλωστε αν δεν ένιωθα δέος για τα δημιουργήματα του Ολέθρου, τότε θα τον προσέβαλλα και η κατάσταση είναι ήδη αρκετά δύσκολη για να προκαλέσουμε επιπλέον και τη θεϊκή μήνη. Δε βρίσκεις;» Απάντηση δεν πήρε και ούτε περίμενε κάτι τέτοιο. Το πλάσμα αυτό δεν είχε δημιουργηθεί για κουβεντούλα. Ήπιε το κρασί του μονορούφι και αντλώντας κουράγιο από τη ζάλη του οινοπνεύματος, στράφηκε απότομα προς τον υπηρέτη του. «Ο Ιμπανόγιο πλησιάζει και εκτός από την πανίσχυρη στρατιά του, κατέχει δυνάμεις που έχεις γνωρίσει από πρώτο χέρι. Για το στρατό του δεν ανησυχώ. Τα τείχη της Πελνυέρα είναι απόρθητα και το φρούριο είναι τόσο καλά χωμένο μέσα στο βουνό, ώστε οποιαδήποτε άλλη είσοδος πέρα από την κεντρική πύλη δεν υπάρχει. Ακόμα και το έδαφος είναι τόσο πετρώδες, που κάνει

Page 295: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

295

αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια εκσκαφής σηράγγων. Βρισκόμαστε στο πιο ασφαλές σημείο της αυτοκρατορίας. Όμως αν έρθει ο Ιμπανόγιο με τη φλογερή ματιά του και πετάξει πάνω από την πόλη, θα γίνουμε παρανάλωμα του πυρός. Η μοναδική ελπίδα που έχουμε να τον νικήσουμε είσαι εσύ. Πιστεύεις πως θα τα καταφέρεις; Θα μπορέσεις να εξαλείψεις αυτή τη μάστιγα, ώστε να καταφέρουν οι Ούρμπιλαχ να ξεχυθούν μπροστά, ανακτώντας τα χαμένα;»

Η απόκοσμη φιγούρα εντελώς ακίνητη μέχρι εκείνη τη στιγμή, έστρεψε το βλέμμα, από τα αφανή μάτια της, προς τον Χεντίκιουα. Η φωνή που βγήκε μέσα από το ανθρώπινο κενό, δεν ήταν η στεντόρεια φωνή που συνόδευε κάποτε τις εντολές του στρατηγού στη μάχη. Ήταν ένα σύριγμα σαν να μιλούσε κάποιος ο οποίος είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη στις φωνητικές χορδές ή κάποιος που περνούσε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, όταν ακόμα και ο ψίθυρος καταναλώνει όλη τη δύναμη του ατόμου. Αυτή η φωνή όμως κάθε άλλο παρά αδυναμία πρόδιδε. Αντίθετα μετέφερε μια απειλή που δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν που την άκουγε, όσο δυνατή θέληση και αν είχε. Έτσι και ο Χεντίκιουα αντί να νιώσει ικανοποίηση και ανακούφιση όταν άκουσε τον υπηρέτη του να του λέει με σιγουριά: «Ο Ιμπανόγιο θα πεθάνει χίλιες φορές πριν τελειώσω μαζί του», ένιωσε αντίθετα μια ανατριχίλα να διατρέχει όλο του το κορμί και ένα δυσοίωνο αίσθημα να τον καταλαμβάνει. Δεν ήταν σίγουρος για αυτό που ετοιμαζόταν να απελευθερώσει στον κόσμο και φοβόταν ότι δε θα μπορούσε να το ελέγξει, αν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει. Αμέσως μετάνιωσε για αυτές του τις σκέψεις. Αποτελούσαν βλασφημία για το θεό-προστάτη τους. Εκείνος είχε τη μεγαλοσύνη να στείλει ένα δικό του υπηρέτη κοντά τους, για να τους σώσει από τη σίγουρη ήττα και εκείνος, σαν να μην είχε ήδη απογοητεύσει το θεό του αρκετά, αμφισβητούσε ξαφνικά και τις επιλογές του Άρχοντα του Ολέθρου. Πραγματικά δεν άξιζε την προσοχή που του είχε δείξει η τρομερή εκείνη δύναμη. Ήταν ένας ανάξιος

Page 296: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

296

υπηρέτης. Αποφάσισε να επιστρέψει στο δωμάτιό του για να προσευχηθεί. «Πολύ σύντομα θα χρειαστεί να αποδείξεις ότι μπορείς και στην πράξη να πραγματοποιήσεις τα τολμηρά αυτά λόγια. Πήγαινε λοιπόν, όπου και αν πηγαίνεις όταν εξαφανίζεσαι μέσα στις σκιές και περίμενε το κάλεσμά μου. Την επόμενη φορά που θα σε φωνάξω, θα είναι για μάχη». Ο Βανιρφάντατ έκανε μια υποψία υπόκλισης, γέρνοντας ελάχιστα το κορμί του προς τα εμπρός. Μετά το σώμα του άρχισε να διαλύεται σαν καπνός, ο οποίος αιωρήθηκε μέχρι τον τοίχο από όπου είχε ξεπεταχτεί ο πολεμιστής εξ αρχής και άρχισε να ενώνεται με τη σκιά, επιστρέφοντας σε εκείνο το διαφορετικό κόσμο όπου έβρισκε ανάπαυση και γαλήνη. Έναν κόσμο πολύ μυστηριώδη, σκοτεινό και ακατανόητο για το ανθρώπινο μυαλό. Ο Χεντίκιουα για άλλη μια φορά απέστρεψε το βλέμμα, νιώθοντας την ντροπή του να αυξάνει κάθε λεπτό. Αν δεν άντεχε το θέαμα, απεδείκνυε για άλλη μια φορά ότι ήταν ανάξιος και πως οι συμφορές που τον κατέτρεχαν, ήταν η δίκαιη τιμωρία του για τη μαλθακότητά του. Έσπευσε να ζητήσει συγχώρεση για τις αμφιβολίες του αλλά και για το φόβο και την αποστροφή που ένιωθε για το δημιούργημα του κυρίου του.

Ενώ ο βασιλιάς κυλιόταν στα πατώματα, μια ομάδα Ούρμπιλαχ με υψηλά αξιώματα στο στράτευμα, συζητούσαν για το αν είχε νόημα πλέον να έχουν για βασιλιά, κάποιον που έτρεμε την καταστροφή και περίμενε τον εχθρό να φτάσει πετώντας από στιγμή σε στιγμή και να τον εξοντώσει. Με τόσο αρνητική ψυχολογία δε θα μπορούσε να ηγηθεί του στρατού και τα τείχη της Πελνυέρα δε θα ήταν αρκετά για να συγκρατήσουν την πανωλεθρία. Ο Βανιρφάντατ κρυμμένος στις σκιές ήταν αδύνατον να γίνει αντιληπτός από ανθρώπινο μάτι. Έτσι παρακολουθούσε την κουβέντα με ενδιαφέρον. Δεν είχε κάποιον πρακτικό λόγο που το έκανε. Δε σκόπευε να σπεύσει και να ενημερώσει το βασιλιά του για αυτές τις προδοτικές σκέψεις. Το έκανε γιατί τον διασκέδαζε να παρακολουθεί τους κοινούς

Page 297: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

297

θνητούς, να κάνουν τα σχέδιά τους και να έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να τα εκπληρώσουν κιόλας. Να νομίζουν ότι έχουν τη δύναμη να ελέγξουν τη μοίρα τους. Πόσο ανόητοι ήταν! Αν εκείνος που ήταν τόσο ισχυρός και απείρως ικανότερος, δεν κατάφερε να διαμορφώσει τη μοίρα του όπως εκείνος ήθελε, αλλά αντίθετα είχε χάσει τα πάντα και είχε ατιμασθεί, τότε πώς εκείνοι ήλπιζαν να επιτύχουν;

Τους θυμόταν όλους αυτούς από την προηγουμένη ζωή του. Είχαν ορκιστεί ισόβια πίστη στον Αυτοκράτορα και μόλις εκείνος έπεσε από το χρυσό του θρόνο, άρχισαν να συνωμοτούν εναντίον του. Θα μπορούσε να τους σκοτώσει μέσα σε μερικά λεπτά. Οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να προβάλλουν αντίσταση στις δυνάμεις του. Όπως οι άντρες που παρακολουθούσε όμως έτσι και εκείνος είχε άλλες προτεραιότητες. Δεν τον ενδιέφερε ποιος θα καθόταν στο θρόνο, ούτε ποιος λαός θα βρισκόταν στην κεφαλή της αυτοκρατορίας. Σαλούβιαρ ή Ούρμπιλαχ για εκείνον ήταν το ίδιο. Άρχοντάς του πλέον ήταν ο Ιγκούβιπ που τον είχε πάρει ένα θλιβερό απομεινάρι ανθρώπου και τον είχε μεταμορφώσει στον πιο θανατηφόρο πολεμιστή. Σε εκείνον χρωστούσε πίστη και υπακοή και τα προσέφερε και τα δύο ολόψυχα. Άλλωστε ο θεός του είχε ζητήσει εκείνη την πράξη που συμφωνούσε απολύτως και με τις δικές του επιθυμίες. Να σκοτώσει τον Μπέριντεμ, αφού τον έχει κάνει πρώτα να υποφέρει τα πάνδεινα. Η μονομαχία ήταν που τον ενδιέφερε, με τον εχθρό που τον είχε αφήσει ανήμπορο να πεθάνει μέσα σε ένα λάκκο και είχε δολοφονήσει άνανδρα την οικογένειά του. Με το μοναδικό που είχε αποδειχθεί ανώτερός του στην πλούσια σε νίκες στρατιωτική του καριέρα. Οι αξιωματικοί αποφάσισαν ότι θα περίμεναν την έκβαση της επερχόμενης μάχης, για να αποφασίσουν για τις επόμενες κινήσεις τους και τη διατήρηση ή μη του βασιλιά στην αρχηγία. Τους άφησε λοιπόν να αποσυρθούν για να συγκεντρωθεί και εκείνος στα δικά του σχέδια.

Χάθηκε στις σκιές για να επανεμφανιστεί στις επάλξεις του τείχους, φροντίζοντας να μη γίνει αντιληπτός από τους σκοπούς.

Page 298: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

298

Πήδηξε προς την εξωτερική πλευρά της οχύρωσης, από ένα ύψος που κάποτε θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ο θάνατος όμως ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε πλέον. Είχε πολεμήσει με το μεγαλύτερο φόβο της ανθρώπινης φυλής και είχε βγει νικητής. Δύο τεράστια φτερά νυχτερίδας ξεφύτρωσαν από την πλάτη του, κατάμαυρα και μυτερά, διακόπτοντας την πτώση του και στέλνοντάς τον με ένα τίναγμα ψηλά στο νυχτερινό ουρανό. Η μαυρίλα της νύχτας του ταίριαζε και έτσι έγινε ένα με το σκοτεινό χρώμα, αόρατος στα μάτια των υπολοίπων. Με την υπεράνθρωπη δύναμη των φτερών του κατάφερε να καλύψει απόσταση δύο ημερών με το άλογο, μέσα σε μερικές ώρες. Έφτασε πάνω από τον καταυλισμό των Σαλούβιαρ και είδε με ικανοποίηση τις ετοιμασίες τους για αναχώρηση. Το επόμενο πρωί θα κινούσαν για την Πελνυέρα και αυτό σήμαινε ότι η υπομονή του σύντομα θα επιβραβευόταν. Ο θεός τον είχε προστάξει να σκοτώσει τον καταραμένο Σαλούβιαρ στρατηγό μπροστά στα μάτια όλων των Ούρμπιλαχ, ώστε να θαμπωθούν από τη δόξα και τη δύναμη του Ολέθρου. Δεν μπορούσε λοιπόν να επιτεθεί εκείνο το βράδυ. Θα έπρεπε να ικανοποιηθεί με τη γνώση ότι ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν, παρόλο που η τελευταία τους μάχη είχε γίνει τόσο σύντομα. Φαίνεται ο εχθρός του ήταν και εκείνος ανυπόμονος. Πίστευε ότι η άλωση της Πελνυέρα θα ήταν για εκείνον παιχνιδάκι. Αλίμονο στον αδαή που δεν ήξερε τι τον περίμενε.

Ένιωσε τη γνωστή δίψα για αίμα που τον διακατείχε και όταν ήταν ακόμα άνθρωπος. Ο Ιγκούβιπ είχε ξεριζώσει από μέσα του μόνο εκείνα τα συναισθήματα που θα τον εμπόδιζαν στην εκπλήρωση της αποστολής του. Ό,τι κακό και ποταπό όμως υπήρχε στην ψυχή του Βανιρφάντατ εξυπηρετούσε και με το παραπάνω τους σκοπούς του, επομένως είχε παραμείνει για να του δίνει την απαραίτητη ώθηση. Αφού δεν μπορούσε να σκοτώσει τον Μπέριντεμ, θα έπρεπε να αρκεστεί σε κάποιο μικρότερο ψάρι. Δεν άργησε να εντοπίσει το στόχο του. Ένας στρατιώτης απομακρύνθηκε από τη φωτιά στο κέντρο του καταυλισμού και κατευθύνθηκε στη χορταριασμένη έκταση που

Page 299: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

299

υπήρχε γύρω από τις σκηνές, για να ανακουφίσει τον εαυτό του. Ήταν σκοτάδι και μετά από λίγη ώρα περπατήματος είχε χαθεί από το οπτικό πεδίο των συντρόφων του, οι οποίοι έτσι και αλλιώς είχαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες απ’ το να παρακολουθούν εκείνον. Απασχολημένος καθώς ήταν και ο ίδιος με την ικανοποίηση των βιολογικών του αναγκών, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως μια φτερωτή φιγούρα να προσγειώνεται πίσω του. Αγγίζοντας το έδαφος ήταν αφύσικα αθόρυβος και δεν έδωσε την παραμικρή ευκαιρία εντοπισμού του σε κανέναν.

Πλησίασε τον ανυποψίαστο στρατιώτη και τον άρπαξε με τα θεόρατα χέρια του. Με το ένα του έκλεισε το στόμα και με το άλλο τον έσφιξε δυνατά επάνω του. Ο άτυχος Σαλούβιαρ άρχισε να χτυπιέται απεγνωσμένα, μην μπορώντας να πιστέψει ότι μπορούσε ένας άνθρωπος να τον ακινητοποιήσει τόσο αποτελεσματικά, ακυρώνοντας τελείως τη σωματική του δύναμη και στρατιωτική εκπαίδευση. Ο πραγματικός τρόμος άρχισε όμως όταν ξεκίνησε αργά αλλά σταθερά, να βυθίζεται μέσα στο σώμα του επιτιθέμενου. Τότε οι υπολογισμένες λαβές που χρησιμοποιούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή για να απελευθερωθεί, μετατράπηκαν σε σπασμωδικές κινήσεις απελπισίας και πανικού. Το σώμα του είχε εξαφανιστεί σχεδόν, αφήνοντας μόνο τα πόδια του ακόμα ορατά να ανεβοκατεβαίνουν με φρενήρη ρυθμό, αντανακλώντας τη φρίκη του θύματος. Τελικά χάθηκαν και αυτά σε ένα κενό πιο μαύρο και από την ίδια τη νύχτα. Ο Βανιρφάντατ έμεινε για λίγο ακίνητος, ώσπου ξαφνικά το σώμα που είχε απορροφήσει πετάχτηκε από μέσα του με δύναμη. Δεν ήταν όμως όπως είχε μπει. Είχε αποστραγγισθεί κάθε σημάδι ζωής από μέσα του, αφήνοντάς το ουσιαστικά απλά ένα σακουλιασμένο δέρμα πάνω σε ένα σκελετό. Ένα δέρμα ζαρωμένο και αρρωστημένα ασπρουλιάρικο, χωρίς σάρκα από μέσα να το στηρίζει. Ήταν η πρώτη φορά που το αγαπημένο παιδί του Ιγκούβιπ δοκίμαζε αυτή τη μέθοδο φόνου. Άλλωστε είχε ενημερωθεί πως οι γνώσεις για τις δυνάμεις του θα του έρχονταν σταδιακά. Ένιωσε ικανοποιημένος με τον εαυτό του και θα χαμογελούσε, αν είχε

Page 300: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

300

πρόσωπο. Σε δύο μέρες θα μπορούσε να εξασκηθεί όσο ήθελε πάνω στις ικανότητές του. Γεμάτος χαρά και ανυπομονησία λοιπόν, άφησε τον τόπο του φονικού και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Μια ανθρωπόμορφη νυχτερίδα στον ουρανό που επέστρεφε στη φωλιά της, μετά το επιτυχημένο νυχτερινό κυνήγι.

Την επόμενη μέρα το στρατόπεδο ξύπνησε από τις κραυγές του στρατιώτη, που έτυχε να βρει το συνάδελφό του σε εκείνη τη θλιβερή κατάσταση. Ο Μπέριντεμ ειδοποιήθηκε αμέσως και έτρεξε μισοντυμένος στο σημείο που είχαν συγκεντρωθεί όλοι και παρατηρούσαν με φρίκη το παραμορφωμένο πτώμα. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί τι θα μπορούσε να είχε καταφέρει μια τέτοια αποτρόπαια πράξη. Ήξεραν ότι οι Ούρμπιλαχ ήταν ικανοί για αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά θα περίμεναν να βρουν ένα νεκρό με κομμένο λαιμό ή ένα βέλος στην πλάτη. Επίσης αν οι Ούρμπιλαχ έκαναν επίθεση δε θα σκότωναν μόνο έναν άντρα, εκτός αν αυτός ήταν ο Μπέριντεμ, ο οποίος όλοι έβλεπαν ότι ήταν σώος και αβλαβής. Δεν είχε καμία λογική αυτό το μεμονωμένο επεισόδιο. Δε θα μπορούσε ούτε καν να αποδοθεί σε κάποιον καυγά μεταξύ συμπολεμιστών, που ξέφυγε από τον έλεγχο. Επρόκειτο για μια ανεξήγητη και υπεράνθρωπη σκληρότητα, για την οποία κανείς απλός Σαλούβιαρ δεν ήταν ικανός. Ο Μπέριντεμ συγχύστηκε ιδιαίτερα. Όχι μόνο είχε χάσει ένα στρατιώτη σε ανύποπτη στιγμή, ενώ όλα το προηγούμενο βράδυ φαίνονταν ήρεμα, αλλά το ηθικό των υπολοίπων θα έπεφτε κατακόρυφα και ο φόβος θα σερνόταν ύπουλα κάτω από το δέρμα τους. Ήταν ένα συμβάν που είχε έρθει σε πολύ άσχημη στιγμή. Διέταξε την ταφή του νεκρού και πραγματοποίησε προσωπικά μια σύντομη τελετή, η οποία θα ελευθέρωνε την ψυχή από αυτόν τον κόσμο, για να ξεκινήσει ελεύθερη το ταξίδι της για τον άλλον.

Ο Λέκθεν είχε ανακαλύψει ότι οι ευγνωμονούντες κάτοικοι της Εβάργια ήταν παραπάνω από πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τους τραυματίες Σαλούβιαρ, ενώ τα κελιά του φρουρίου θα επαρκούσαν για τους λιγοστούς επιζώντες Ούρμπιλαχ. Έτσι όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη της πορείας τους προς την Πελνυέρα.

Page 301: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

301

Κανείς όμως δεν πίστευε ότι θα πραγματοποιείτο εκείνη την ήμερα. Όλοι ήταν αρκετά ταραγμένοι από το θάνατο του κακότυχου οπλίτη. Ο θάνατος μπορεί να ήταν κάτι που όλοι είχαν συνηθίσει, αφού έχαναν συντρόφους καθημερινά. Το να χάνεται όμως κάποιος στη μάχη από ανθρώπινο χέρι είναι τελείως διαφορετικό, από το μυστήριο κακό που χτύπησε τον καταυλισμό και στο οποίο κανείς δεν μπορούσε να δώσει μια εξήγηση ή έστω να τους καθησυχάσει πως δε θα ξαναχτυπούσε. Τελικά ο Μπέριντεμ τους διέψευσε όλους και διέταξε να ξεκινήσουν. Κανείς δεν τόλμησε να πει κάτι, αλλά η δυσφορία ήταν έντονη ακόμα και αν δεν εκφραζόταν με λόγια. Ο Λέκθεν δεν μπήκε στον κόπο να πείσει τον αυτοκράτορα ότι ήταν μια κίνηση λανθασμένη. Ήξερε ότι ήταν ανένδοτος και θα έκανε μάλλον χειρότερα τα πράγματα, κάνοντάς του μια σύσταση να παραμείνουν. Η πιο πιθανή απάντηση ήταν πως το στράτευμα θα ξεπερνούσε πιο εύκολα την ανησυχία του, μέσα από την κόπωση της πορείας. Ήταν τόσο προσηλωμένος στο στόχο του, που αδυνατούσε να δει οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτόν. Ήταν σαν να φορούσε παρωπίδες και να του ήταν αδύνατον να ξεστρατίσει από το μονοπάτι που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει. Δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τον ακολουθήσουν στη μονομανία του. Ήταν ο Πορθητής της Ραμίνα, ο Αυτοκράτορας της νέας Αυτοκρατορίας των Σαλούβιαρ. Είχε προσφέρει τόσα. Ποιος λοιπόν είχε δικαίωμα να του φέρει αντίρρηση;

Παρά την αρνητική ψυχολογία και το ελαφρώς πεσμένο ηθικό, δε συνάντησαν άλλα προβλήματα, πέρα από τις συνηθισμένες δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τη μετακίνηση ενός τόσο μεγάλου όγκου ανθρώπων. Τίποτα αναπάντεχο δεν ήρθε να ταράξει τους Σαλούβιαρ και τις διάφορες φυλές της αυτοκρατορίας που είχαν προσκολληθεί σε αυτούς, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα να φτάσουν στην Πελνυέρα χωρίς ιδιαίτερο κόπο και έτοιμοι να δώσουν ένα πολύ δύσκολο αγώνα. Όταν φάνηκαν μπροστά από τα τείχη της πόλης, σήμανε αμέσως συναγερμός και σε μερικά λεπτά ο Χεντίκιουα στεκόταν δίπλα

Page 302: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

302

στους αξιωματικούς του στις επάλξεις, ατενίζοντας το τεράστιο στράτευμα που σκοτείνιαζε τον ορίζοντα σαν σμήνος από ακρίδες. Ένας από τους αξιωματικούς κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και είπε στο διπλανό του: «Κάποτε ήμασταν εμείς αυτοί εκεί έξω. Πολυάριθμοι και αήττητοι». Ο Χεντίκιουα δεν έδωσε σημασία. Ο αριθμός των εχθρών δεν είχε σημασία. Απλά ένας άντρας έπρεπε να πεθάνει και όλα θα κατακρημνίζονταν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Θα φρόντιζε ο Βανιρφάντατ για αυτό. Εκείνη την πρώτη μέρα δεν υπήρξαν εχθροπραξίες. Οι Σαλούβιαρ έστησαν τον καταυλισμό τους έχοντας δημιουργήσει μια περίμετρο περιφρούρησης, περιμένοντας παρενοχλήσεις από το εχθρικό ιππικό, που με όπλο την ταχύτητα θα μπορούσε να χτυπήσει ταχέως και μετά να υποχωρήσει πάλι πίσω από τα τείχη. Δεν έγινε όμως καμία τέτοια κίνηση.

Ο Μπέριντεμ απορούσε με την αδράνεια του Χεντίκιουα και αναρωτιόταν αν οφειλόταν σε απλή ηλιθιότητα ή αν ο πολιορκημένος ετοίμαζε μια άσχημη έκπληξη για εκείνον. Ταυτόχρονα θαύμαζε την τεχνοτροπία της οχύρωσης της Πελνυέρα. Οι πρόγονοί του πολλούς αιώνες πριν είχαν φτιάξει αυτό το απόρθητο φρούριο, που πραγματικά έδινε την εντύπωση ότι ξεφύτρωνε μέσα από την πέτρα του βουνού. Προφυλαγμένο από βράχια δεξιά, αριστερά και πίσω, ενώ από μπροστά ορθωνόταν το επιβλητικό τριπλό τείχος. Πέταξε πάνω από την πόλη αγνοώντας τα τρομαγμένα βλέμματα των αμυνόμενων και τα βέλη που ρίφθηκαν ανεπιτυχώς εναντίον του. Οι πλαγιές του βουνού ήταν οι πιο κακοτράχαλες και απότομες που είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του. Αυτό θα έκανε μια πιθανή προσπάθεια αναρρίχησης από δύσκολη έως και αδύνατη και χωρίς να υπολογίζεται το γεγονός ότι όποιος επιχειρούσε κάτι τέτοιο θα ήταν έκθετος στις βολές των αντιπάλων. Οι πρόγονοί του είχαν αντέξει ενός χρόνου πολιορκία στο ίδιο σημείο, όταν είχαν επιτεθεί οι κατακτητές Ούρμπιλαχ πριν από αιώνες. Τελικά είχαν υποκύψει στην πείνα και τις αρρώστιες που εμφανίστηκαν μέσα από τα τείχη, αποδεκατίζοντας χιλιάδες. Τα πράγματα όμως

Page 303: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

303

ήταν πλέον διαφορετικά. Οι Ούρμπιλαχ θα είχαν σίγουρα σκάψει σήραγγες σε όλο το μήκος και το πλάτος του βουνού, δίνοντάς τους τη δυνατότητα για συνεχή ανεφοδιασμό από εξωτερικούς συμμάχους. Θα ήταν πολύ δύσκολο να ανακαλύψουν τις κρυφές αυτές διόδους και να συλλάβουν όσους επιχειρούσαν μεταφορά εφοδίων. Ήξερε με λύπη του ότι δεν είχε τη δύναμη να επαναλάβει το κατόρθωμα των βουνών Φουγέτ, όπου είχε κλείσει μέσα σε μερικά λεπτά όλες τις σήραγγες. Το σώμα του δε θα άντεχε κάτι παρόμοιο.

Θα μπορούσε να χτίσει αναχώματα μπροστά από τα τείχη, δίνοντας έτσι στους άντρες του τη δυνατότητα να φτάσουν πιο εύκολα στις επάλξεις. Και πάλι όμως θα χρειαζόταν συντονισμός ώστε να προφυλαχθούν οι εργάτες από το υπόλοιπο στράτευμα. Υπήρχαν αρκετά τεχνάσματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ώστε να απασχολεί τους στρατιώτες στις επάλξεις, για να σκάβουν οι εργάτες με μια σχετική ασφάλεια. Τεχνάσματα που δε θα απαιτούσαν πολλή δύναμη από το διαμάντι, με επακόλουθο τις γνωστές συνέπειες για την υγεία του. Γύρισε στη σκηνή του πιο προβληματισμένος από πριν. Τα σχέδια που είχε κάνει ήταν όλα αβέβαια και με μικρές πιθανότητες επιτυχίας, οι οποίες μπορεί να αυξάνονταν αν άντεχε να χρησιμοποιήσει το διαμάντι όση ώρα επιθυμούσε ή να καταποντίζονταν αν λιποθυμούσε στη μέση της μάχης από την υπερβολική χρήση της μαγείας. Όταν ανέλυσε τα σχέδιά του στον Λέκθεν, τότε εκείνος του έλυσε ένα από τα πολλά προβλήματα. «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους Σουπλικέρι» πρότεινε.

Ο Μπέριντεμ ανασήκωσε το ένα του φρύδι με απορία. «Έχουμε Σουπλικέρι στο στράτευμα; Δε με είχες ενημερώσει». Ο Λέκθεν έκανε στην άκρη μια στοίβα χαρτιά στο γραφείο του στρατηγού και του αποκάλυψε ένα έγγραφο όπου διακρινόταν ο γραφικός χαρακτήρας του νεαρού αξιωματικού. «Σας τον είχα αφήσει πριν από εβδομάδες και είπατε ότι θα τον εξετάζατε. Είναι ένας κατάλογος με όλες τις φυλές που έχουν έρθει οικιοθελώς να πολεμήσουν στο πλευρό μας, με κάποια στοιχεία για τις

Page 304: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

304

δεξιότητές τους που μπορεί να μας φανούν χρήσιμες». Ο Μπέριντεμ αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την απέχθειά του για τη γραφειοκρατία, είχε αγνοήσει εντελώς το σχετικό έγγραφο που εκείνη τη στιγμή ξεφύλλιζε με μεγάλο ενδιαφέρον. Άφησε κάτω τα χαρτιά και στράφηκε στον Λέκθεν.

«Μην προσπαθείς να κρύψεις το χαμόγελό σου γιατί έχεις τόση επιτυχία όση έχω εγώ όταν βρίσκομαι μέσα σε αυτή τη χάρτινη κόλαση. Πήγαινε φέρε μου τον επικεφαλής των Σουπλικέρι. Έχουμε πολλά να πούμε».

Page 305: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

305

15 Οι Σουπλικέρι ήταν ένας λαός της ανατολής,

σκληροτράχηλος σαν τα βράχια στα οποία ζούσαν σχεδόν όλη τους τη ζωή. Έκτιζαν τις οικίες του στα βουνά ή έμεναν σε σπηλιές και μάθαιναν από μικρά παιδιά τα μυστικά της αναρρίχησης. Σε αυτόν τον τομέα ήταν εξαιρετικοί. Ίσως οι καλύτεροι σε όλον τον κόσμο. Μπορούσαν να τιθασεύσουν και τις πιο αιχμηρές και απότομες βραχώδεις προεξοχές, ακόμα και με γυμνά χέρια και πόδια, χωρίς σχοινί αν χρειαζόταν. Ήταν μια δραστηριότητα που είχε γίνει δεύτερή τους φύση και μάλιστα ένιωθαν πολύ πιο άνετα στις κακοτράχαλες ορεινές οδούς, παρά στις απέραντες πεδιάδες. Θεωρούσαν αφύσικο ένα τοπίο το οποίο ήταν όλο επίπεδο και συνεχιζόταν ίδιο χωρίς καμία εναλλαγή. Πίστευαν ότι ταίριαζε πιο πολύ σε χέρι ανθρώπου παρά στο χέρι της φύσης κάτι τέτοιο. Παρά τις αντιλήψεις αυτές όμως είχαν εγκαταλείψει την άνεση των βουνών τους και είχαν κατέβει να ενωθούν και αυτοί με τον προελαύνοντα στρατό των Σαλούβιαρ. Ο αρχηγός τους, ένας μαυριδερός τύπος με πυκνά γένια και μακριά κατσαρά μαλλιά ονόματι Ντιεζάγκιχ, στάθηκε μπροστά από τον Μπέριντεμ με τον Λέκθεν λίγο πιο πίσω. Ήταν εμφανώς αγχωμένος που στεκόταν μπροστά στο νέο Αυτοκράτορα για τον οποίον ήξερε, όπως και όλοι άλλωστε, ότι δεν ήταν ένας κοινός θνητός. Άπειροι αυτοκράτορες στην ανθρώπινη ιστορία διατείνονται ότι έχουν κάποια συγγένεια με τους θεούς, αλλά εκείνος ο άντρας μπορούσε να το αποδείξει και εμπράκτως.

«Κάθισε σε παρακαλώ» είπε χαμογελώντας ο Μπέριντεμ, προσπαθώντας να μειώσει λίγο την ένταση. Ο Ντιεζάγκιχ φάνηκε να διστάζει και να αγχώνεται ακόμα περισσότερο με αυτήν την πρόταση και χρειάστηκε η επιπλέον παραίνεση του Λέκθεν για να υπακούσει. Ο Μπέριντεμ προσπάθησε να ακουστεί όσο πιο φιλικός γινόταν.

Page 306: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

306

«Σε φώναξα εδώ γιατί εσύ και οι άντρες σου είστε ίσως οι μόνοι που μπορείτε να εκτελέσετε μια πολύ επικίνδυνη αποστολή, η οποία ίσως κρίνει την έκβαση της πολιορκίας και συνεπώς το αποτέλεσμα του σκληρού αυτού πολέμου, που δίνουμε όλοι μας εναντίον του κατακτητή. Οι Σουπλικέρι είναι καταπληκτικοί αναρριχητές, αυτό το ξέρουν όλοι. Το βουνό αυτό όμως μέσα στο οποίο φωλιάζει η Πελνυέρα είναι απότομο, απρόβλεπτο και επιπλέον θα φυλάσσεται πολύ επιμελώς από Ούρμπιλαχ στρατιώτες. Αυτό λοιπόν που θέλω να σε ρωτήσω είναι αν εσύ και μια ολιγομελής ομάδα από δικούς σου άντρες, επιλεγμένους φυσικά από εσένα, μπορείτε να ανέβετε αυτό το βουνό και να μας βρείτε τρόπο να μπούμε στην πόλη». Ο Ντιεζάγκιχ χαμογέλασε πλατιά δείχνοντας χαρούμενος τα κιτρινισμένα και φθαρμένα του δόντια (όσα του είχαν μείνει τουλάχιστον), κάνοντας το στρατηγό του αφάνταστα ευτυχισμένο και αισιόδοξο για την πραγματοποίηση των σχεδίων του. Χαμογέλασε και αυτός με τη σειρά του και σερβίροντας κρασί και για τους τρεις τους, ξεκίνησαν την κατάστρωση του σχεδίου.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησε η πολιορκία. Ο Μπέριντεμ αποφάσισε να κρατηθεί αρχικά πίσω και να επέμβει όταν θα έκρινε ότι κάποιο τμήμα του στρατού χρειαζόταν βοήθεια. Ήταν σίγουρος ότι θα χρειαζόταν τις δυνάμεις του και έτσι βρισκόταν σε ετοιμότητα. Η τροπή που πήραν οι εξελίξεις τον δικαίωσαν. Οι καταπέλτες άρχισαν να εκσφενδονίζουν τεράστιους βράχους, σιδερένιες μπάλες και φλεγόμενα βλήματα που περιείχαν εύφλεκτες ύλες και εκσφενδόνιζαν φλόγες κατά την πρόσκρουση, εναντίον της οχυρής πόλης. Όσες από τις επιθέσεις ξεπέρασαν το τείχος, έφτασαν στην πόλη με καταστροφικές συνέπειες, συνθλίβοντας και καίγοντας τις κατοικίες, τις αποθήκες και τους στρατώνες. Αυτό όμως ήταν κάτι αναμενόμενο και δεν απασχολούσε τους Ούρμπιλαχ. Ο άμαχος πληθυσμός ήταν προφυλαγμένος σε υπόγεια καταφύγια και κινδύνευαν μόνο οι στρατιώτες. Ο βασικός στόχος που ήταν να κρατηθούν οι Σαλούβιαρ έξω από την πόλη σε εκείνη την πρώτη φάση

Page 307: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

307

επιτεύχθηκε. Όσα βλήματα χτύπησαν το τείχος δημιούργησαν ελάχιστες ρωγμές άνευ σημασίας και οι πολιορκημένοι ενώ στην αρχή είχαν αγχωθεί από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα και τους κραδασμούς του εδάφους, που θύμιζαν βήματα κάποιου μυθικού γίγαντα, άρχισαν να αναθαρρούν όταν διαπίστωσαν την ανθεκτικότητα του θρυλικού τριπλού τείχους της Πελνυέρα.

Φυσικά οι πολιορκητές δεν παραιτήθηκαν. Αποφάσισαν να ρίξουν στη μάχη τις ελεπόλεις και να αντιμετωπίσουν από κοντά τον εχθρό. Οι ελεπόλεις που ήταν πολιορκητικοί πύργοι εννέα ορόφων με θωρακισμένες τις τρεις πλευρές, κινούνταν πάνω σε οχτώ τροχούς και διέθεταν διαφόρων ειδών καταπέλτες. Οι Σαλούβιαρ μπόρεσαν με τη δύναμη εκατοντάδων ανδρών που έσπρωχναν τα γιγάντια κτίσματα, να πλησιάσουν τα όπλα κοντά στο τείχος και οι στρατιώτες που βρίσκονταν στο εσωτερικό τους καλά καλυμμένοι, έβαλλαν από κοντά κατά των εχθρών τους στις πολεμίστρες, δεχόμενοι και αυτοί με τη σειρά τους καταιγισμό από βέλη, πέτρες, φλεγόμενα βλήματα και καυτό λάδι. Οι Ούρμπιλαχ φάνηκαν να υποχωρούν κάποια στιγμή μπροστά στη νέα επίθεση και τότε οι επιτιθέμενοι βρήκαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν ένα άλλο εξάρτημα των ελεπόλεων, τις κινητές γέφυρες που απόθεσαν με κόπο και αρκετές απώλειες πάνω στο χείλος του τείχους. Στηριγμένοι στις γέφυρες οι επιτιθέμενοι στρατιώτες πήδηξαν στις πολεμίστρες και η μάχη μετατράπηκε σε σώμα με σώμα. Το υπόλοιπο στράτευμα ξέσπασε σε ιαχές θριάμβου, βλέποντας τους συντρόφους τους να πετυχαίνουν τέτοιον άθλο. Σύντομα όμως και πριν προλάβουν να φτάσουν οι ενισχύσεις για όσους μάχονταν ηρωικά μέσα στο στόμα του λύκου, στις επάλξεις του εχθρού, η ροή της μάχης γύρισε.

Οι αξιωματικοί των Ούρμπιλαχ με μαστίγια, ραβδιά και ό,τι άλλο μέσο διέθεταν, εξανάγκαζαν διά της βίας τους στρατιώτες τους να σταθούν και να αποκρούσουν την επίθεση. Οι αμυνόμενοι έρχονταν σε κύματα με ασταμάτητο ρυθμό, πέφτοντας πολλές φορές άβουλα στη σφαγή, πριν προλάβουν

Page 308: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

308

καν να σηκώσουν το ξίφος τους. Ο όγκος τους όμως από μόνος του ήταν αρκετός, ώστε πολλοί Σαλούβιαρ να οδηγηθούν σε πτώση στο κενό, χάνοντας τραγικά τη ζωή τους. Ο Μπέριντεμ δεν καθυστέρησε άλλο. Εκσφενδονίστηκε από το σημείο που βρισκόταν με ορμή προς τις επάλξεις, έτοιμος να σώσει τους άντρες του, να εκμεταλλευτεί το άνοιγμα που το τόσο γενναία του πρόσφεραν και να πάρει την πόλη νωρίτερα από όσο φανταζόταν. Κατεβαίνοντας σαν θεϊκή τιμωρία από τα ουράνια, θέρισε με τη φλογερή ματιά του τους Ούρμπιλαχ, δίνοντας ανάσα στους άντρες του, οι οποίοι άρχισαν να σπρώχνουν και πάλι την αντίπαλη άμυνα προς τα πίσω. Οι ενισχύσεις καταφθάνοντας άρχισαν να ανεβαίνουν μέσω των ελεπόλεων πάνω στις επάλξεις και να ξεχύνονται στην εσωτερική πλευρά του τείχους. Ο Μπέριντεμ ένιωθε το γαργαλιστικό συναίσθημα της νίκης που αχνοφαινόταν. Απανθρακώνοντας δεκάδες εχθρούς άφησε τους στρατιώτες του να αναλάβουν τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκε προς την πύλη.

Εντόπισε το μοχλό που κρατούσε την τροχαλία σταθερή και άπλωσε το χέρι του για να τον κατεβάσει και να ανοίξει την πύλη, δίνοντας ουσιαστικά τέλος στην πολιορκία. Η γροθιά που δέχθηκε στα πλευρά έδιωξε όλον τον αέρα από τα πνευμόνια του. Με κομμένη την ανάσα στράφηκε για να δει ποιος ήταν τόσο τρελός ώστε να τολμήσει κάτι τέτοιο, αλλά το δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι αυτή τη φορά, σχεδόν τον τύφλωσε από τη ζαλάδα που του προκάλεσε. Πεσμένος στο έδαφος γεύτηκε το ίδιο του το αίμα, ανακατεμένο με το χώμα από το σημείο στο οποίο είχε πέσει. Δύο χέρια τον άρπαξαν και με υπεράνθρωπη δύναμη τον εξαπέστειλαν έξω από το φρούριο. Προσγειώθηκε με πάταγο σε μια από τις ελεπόλεις καταστρέφοντάς την και σκοτώνοντας δεκάδες Σαλούβιαρ στρατιώτες που βρίσκονταν μέσα της. Ο Βανιρφάντατ στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, για να στείλει τα πλάσματά του να κανονίσουν τους υπόλοιπους στρατιώτες του εχθρού και μετά πέταξε με τα τερατώδη φτερά του να συνεχίσει τη μονομαχία, απολαμβάνοντας κάθε συντριπτικό χτύπημα

Page 309: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

309

εναντίον του αντιπάλου του. Προσγειώθηκε δίπλα στον πληγωμένο Μπέριντεμ. Ο Σαλούβιαρ τον κοίταξε με ανείπωτο τρόμο να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ο εχθρός του ήταν ένα ανθρώπινο κενό. Μια τρύπα που μέσα της χανόταν το φως και οποιαδήποτε άλλη δύναμη ή ενέργεια. Ο Βανιρφάντατ θυμήθηκε τα ανήμπορα ορφανά και τις χήρες που τον ικέτευαν για έλεος. Δεν τους είχε δείξει έλεος και δε σκόπευε να το κάνει ούτε εκείνη την ήμερα.

Ο Μπέριντεμ σηκώθηκε όρθιος ξεπερνώντας την αρχική έκπληξη και όντας έτοιμος να αντεπιτεθεί. «Από ποια κόλαση ξεπήδησες;»

«Από την κόλαση που δημιούργησες εσύ στη Ραμίνα, όταν ακρωτηρίασες κάθε κομμάτι του κορμιού μου και μετά σκότωσες την οικογένειά μου».

«Σκότωσα πολλούς από τη φάρα σας εκεί στη Ραμίνα, οπότε δε σε θυμάμαι. Μόλις όμως ξεμπερδέψω μαζί σου, θα φροντίσω να δημιουργήσω μια παρόμοια κόλαση και εδώ στην Πελνυέρα σκοτεινέ Ούρμπιλαχ».

Ο Βανιρφάντατ άφησε την οργή του να ξεχειλίσει και όρμησε ουρλιάζοντας με τη λύσσα όλων των βασανισμένων ψυχών από τον κόσμο του Ολέθρου. Ένα ουρλιαχτό που για μια στιγμή παρέλυσε και τα δύο στρατεύματα και έκανε τα πόδια των πολεμιστών να τρέμουν. Μετά όμως ακόμα και το τρομακτικό αυτό ουρλιαχτό καλύφθηκε από έναν κρότο που ισοδυναμούσε με δέκα ηφαιστειακές εκρήξεις, καθώς οι δύο υπεράνθρωποι συγκρούστηκαν, προκαλώντας δονήσεις σε όλη την περιοχή και ρίχνοντας κάτω τα αδύναμα δίποδα πλάσματα που λέγονταν άνθρωποι και μάλλον δεν είχαν καμία σχέση με τους δύο μονομάχους. Υψώθηκαν στον αέρα ενωμένοι στην αγκαλιά του θανάτου, χτυπώντας με ό,τι όπλα διέθεταν ο ένας τον άλλον. Ο Μπέριντεμ ανακάλυψε ότι το ανθρωπινό κενό είχε μάζα και μπορούσε έτσι να το χτυπήσει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα χτυπήματά του είχαν ιδιαίτερο αποτέλεσμα πάνω του. Αντίθετα εκείνος, παρόλο που είχε ενισχύσει στο έπακρο το

Page 310: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

310

δυναμικό του πεδίο, ένιωθε κάθε χτύπημα του εχθρού να φτάνει μέχρι το κόκαλο. Ο Βανιρφάντατ είχε μετατρέψει το ένα του χέρι σε ένα τεράστιο σφυρί και το άλλο σε μια μπάλα με καρφιά αντίστοιχου μεγέθους. Σφυροκοπούσε και με τα δύο όπλα τον Μπέριντεμ, αντλώντας ενέργεια από τον πόνο του πολεμιστή αλλά και από το φόβο του, που μπορεί ο στρατηγός των Σαλούβιαρ να μην έδειχνε, ήταν όμως ορατός στο μαγικό βλέμμα του υπηρέτη του Ολέθρου.

Στο έδαφος η μάχη είχε αρχίσει εκ νέου αφού την αρχική ταραχή, είχε αντικαταστήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, για την οποία πολεμούσαν οι αποκομμένοι μέσα στην πόλη Σαλούβιαρ. Οι Ούρμπιλαχ είχαν υποχωρήσει και είχαν αφήσει τα πλάσματα του Βανιρφάντατ, κατάμαυρα σαν το δημιουργό τους, να κατασφάξουν τους αντιπάλους. Ήταν πλάσματα που περπατούσαν με τέσσερα μακρουλά χέρια και το υπόλοιπο σώμα τους αποτελούσαν έξι άκρα με θανατηφόρα κοφτερές λεπίδες. Αυτά τα έξι άκρα περιστρέφονταν γύρω από τον άξονά τους, δημιουργώντας έτσι ένα στρόβιλο διαμελισμού, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο για αντίδραση σε αυτόν κατά του οποίου στρεφόταν. Η αποδεκατισμένη ομάδα της πρώτης εφόδου των Σαλούβιαρ έψαχνε απελπισμένα ελεύθερο δρόμο προς τις επάλξεις και από εκεί προς τη σωτηρία. Ελάχιστοι τα κατάφεραν και γύρισαν πίσω στους συντρόφους τους, μεταφέροντας σκηνές τρόμου για τους συμπολεμιστές τους που έπεσαν στη μάχη με κομμένα μέλη, με τα άντερά τους να κρέμονται ή με τον κορμό τους χωρισμένο σε τρία-τέσσερα κομμάτια. Ο Λέκθεν κρίνοντας την κατάσταση τουλάχιστον απελπιστική και μη διαβλέποντας οποιαδήποτε ελπίδα για νίκη, διέταξε υποχώρηση. Έτσι όλοι οι άντρες και οι πολιορκητικές μηχανές αποτραβήχτηκαν μακριά από τα τείχη της Πελνυέρα.

Δυστυχώς όμως η υποχώρηση δεν εξασφάλισε την ασφάλειά τους και το τέλος της σφαγής. Οι Ούρμπιλαχ άνοιξαν την πύλη, αφήνοντας να ξεβραστούν από μέσα τα φονικά μαύρα πλάσματα, που είχαν τόσο επιτυχημένα απωθήσει την επίθεσή

Page 311: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

311

τους. Κατευθύνονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος τους, έχοντας σκοπό να τους εξοντώσουν όλους, μέχρι και τον τελευταίο άοπλο βοηθητικό υπηρέτη. Άλλωστε ο Ιγκούβιπ δεν έκανε διακρίσεις σε πολεμιστές και αμάχους. Χόρταινε με ψυχές αδιακρίτως. Ο Λέκθεν διέταξε τους στρατιώτες να συγκεντρωθούν και να δημιουργήσουν αμυντικό σχηματισμό. Όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα καθώς τα στροβιλιζόμενα πλάσματα πλησίαζαν, ξεσηκώνοντας την άμμο και δημιουργώντας μικρούς ανεμοστρόβιλους. Είχαν την εντύπωση ότι έριχναν τους εαυτούς τους εναντίον των στοιχείων της φύσης και δεν μπορούσαν να βρουν μέσα τους την ελπίδα πως θα νικούσαν τέτοιους αντιπάλους. Μπορεί να ήταν φημισμένοι για την πειθαρχία τους, εκείνη τη στιγμή όμως μόνο ένα πράγμα τους συγκρατούσε από το να ρίξουν τα όπλα και να τρέξουν πανικόβλητοι για τις ζωές τους. Η πίστη στον αρχηγό τους και η βεβαιότητα ότι θα έβγαινε νικητής από το δικό του αγώνα και θα ορμούσε σαν σίφουνας να σώσει και εκείνους. Δυστυχώς όμως, μέχρι να ερχόταν εκείνη η στιγμή, ήταν μόνοι τους απέναντι στην πανίσχυρη απειλή. Όταν τα πλάσματα έπεσαν πάνω τους δεν έδειξαν κανένα έλεος.

Ο Μπέριντεμ καταβεβλημένος από την εξάντληση και από τα ουρλιαχτά των δικών του στο έδαφος, δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα διπλό χτύπημα με σφυρί και μπάλα με καρφιά, κατευθείαν στο κεφάλι. Με υπεράνθρωπη ώθηση έφυγε με ταχύτητα και προσέκρουσε στα βράχια της βουνοπλαγιάς, θρυμματίζοντάς τα. Ήταν ακόμα ζωντανός, μπορούσε να το καταλάβει από τον πόνο που ένιωθε σε όλο του το σώμα. Όμως δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είχε χάσει όλη την ενέργεια από μέσα του.

«Λοιπόν διαμάντι, φαίνεται πως ακόμα και για τη δύναμή σου υπάρχει αντάξιος αντίπαλος. Η υπεροψία μου έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να θεωρώ την ήττα κάτι εντελώς απίθανο. Η ανταμοιβή μου που σήκωσα το βλέμμα πιο ψηλά από όσο οφείλει ένας θνητός, θα είναι ο θάνατος». Ένιωσε τη μαγική παρουσία

Page 312: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

312

ενοχλημένη να απλώνει λεπτά δάχτυλα στο μυαλό του. Ήξερε ότι οι σκέψεις που σχηματίστηκαν στο νου του δεν ήταν δικές του αλλά του μαγικού αντικειμένου, που εκτός από τη μαγική του δύναμη, μοιραζόταν μαζί του και την απέραντη σοφία του. Μια σοφία συγκεντρωμένη από την αρχή του χρόνου. «Ο θάνατος σου αξίζει γιατί είσαι έτοιμος να παραιτηθείς τόσο εύκολα, λες και υπήρχε περίπτωση να επέτρεπα ποτέ να συμβεί κάτι τόσο αποτρόπαιο. Αν ένας θεός έφτασε στο σημείο να στείλει τον υπηρέτη του για να μας αντιμετωπίσει, αυτό φανερώνει το μεγαλείο μας. Δεν είναι η αυτή η μέρα του θανάτου σου Ιμπανόγιο. Είναι η μέρα που ακόμα και ένας θεός θα υποκλιθεί μπροστά μας. Και επίσης η μέρα που θα πάρεις ένα μικρό μάθημα. Ό,τι δεν πέφτει με τη δύναμη, πέφτει με το δόλο». Οι εικόνες σχηματίστηκαν στο μυαλό του και το σχέδιο του διαμαντιού έγινε ξεκάθαρο. Το πρησμένο και ματωμένο πρόσωπο του Μπέριντεμ χαμογέλασε και έμεινε ξαπλωμένος να περιμένει την τελική κίνηση του εχθρού του.

Ο Βανιρφάντατ στάθηκε από πάνω του. Ήταν απογοητευμένος. Περίμενε να αναμετρηθεί με έναν αντάξιο αντίπαλο, σε μια μάχη για την οποία οι βάρδοι θα μιλούσαν για αιώνες. Τελικά όμως ο πεσμένος στα πόδια του άντρας είχε αποδειχθεί πολύ μικρός για εκείνον. Τίποτα δεν αντιστεκόταν στη δύναμη του Ιγκούβιπ. Άρχισε να αραιώνει τη μάζα του και να γίνεται μια τρύπα. Μια είσοδος προς τη διάσταση του Ολέθρου. Άρπαξε τον ανήμπορο αντίπαλό του και αφού τον παρατήρησε για λίγο με αηδία, νικημένο και παραιτημένο από τη ζωή, τον πέταξε μέσα του. Εκεί τα οξέα της άλλης διάστασης θα κατάκαιγαν και το τελευταίο ίχνος σάρκας από τα κόκαλά του. Ο αρχηγός του αντίπαλου στρατεύματος όμως ήταν απλά το ορεκτικό. Δεν είχε χορτάσει ακόμα ούτε ο ίδιος ούτε ο κύριός του. Υπήρχε περιθώριο για πολλούς θανάτους ακόμα εκείνη την ημέρα. Άνοιξε τα φτερά του και ετοιμάστηκε για το άλμα που θα του έδινε την κατάλληλη ώθηση για την πτήση του, όταν ένιωσε ένα μικρό πόνο. Ήταν πολύ παράξενο. Δεν είχε ξανανιώσει πόνο

Page 313: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

313

στη νέα του υπόσταση. Αυτή η λέξη ήταν κάτι ξεχασμένο. Μια μακρινή ανάμνηση από την προηγούμενή του ζωή. Ο δεύτερος πόνος ήταν πιο έντονος και αυτή τη φορά η ανησυχία άρχισε να του δηλητηριάζει το μυαλό με αμφιβολίες. Ίσως είχε βιαστεί να θεωρήσει τη μονομαχία λήξασα.

Τότε μια ακτίνα ξεπετάχτηκε από το στήθος του. Άρχισε να καίει την περιοχή γύρω από το σημείο στο οποίο είχε εμφανιστεί. Το μαύρο δέρμα υποχωρούσε όπως το χαρτί που κατατρώγεται από τη φλόγα. Σύντομα δεύτερη και τρίτη και πολλές ακόμα ακτίνες άρχισαν να ξεπετάγονται σε όλο του το σώμα. Και τότε κατάλαβε το λάθος του. Είχε αφήσει τον αντίπαλό του να μπει ζωντανός μέσα του, στο σημείο που ήταν πιο ευάλωτος. Ο Μπέριντεμ σε αντίθεση με το τι είχε αφήσει να φανεί, είχε ακόμα αρκετή δύναμη ώστε να μην απορροφηθεί από την πύλη του Ολέθρου, αλλά να γαντζωθεί στο εσωτερικό του σώματος του Βανιρφάντατ. Από εκεί που ο υπηρέτης του Ιγκούβιπ δεν είχε καμία πλέον άμυνα, εξαπέλυε τη θανατηφόρα αντεπίθεσή του. Ένιωθε το κορμί του να διαλύεται και να διαμελίζεται, καθώς η ακτινοβολία έβγαινε από παντού εξαϋλώνοντάς τον. Έχωσε τα χέρια του στο στήθος του σε μια απόπειρα να αρπάξει τον εκεί φυλακισμένο Μπέριντεμ, αλλά τα δάχτυλα του άρπαξαν φωτιά και έπεσαν στο έδαφος σε στάχτες. Έπεσε στα γόνατα και ικέτεψε το θεό του για βοήθεια. Δε θα την έπαιρνε ποτέ. Ήξερε ότι ο κύριος του είχε ήδη ανακατευτεί περισσότερο από όσο έπρεπε στις υποθέσεις των ανθρώπων. Ο Ιγκούβιπ δεν μπορούσε να δοκιμάσει άλλο την υπομονή των υπόλοιπων θεών. Ήταν μόνος του σε αυτή τη δοκιμασία. Έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε την ήττα με όση αξιοπρέπεια του έμενε. Ανατινάχτηκε σε χίλια κομμάτια και όταν ο κονιορτός κατακάθισε, ένας ταλαιπωρημένος Σαλούβιαρ στρατηγός ξεπρόβαλλε.

Ο Λέκθεν πολέμησε γενναία όπως και όλοι οι σύντροφοί του. Όμως ήταν ένας αγώνας χαμένος και το ήξεραν. Όταν ένα από τα πλάσματα έσπασε το σπαθί του και ετοιμάστηκε να του καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα, κράτησε την ανάσα του και

Page 314: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

314

κοίταξε το θάνατο κατάματα. Η συνάντηση με τους προγόνους του αναβλήθηκε προσωρινά, όταν το πλάσμα μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη μετατράπηκε σε μια άμορφη μάζα από αποκαΐδια, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση που παρέσυρε όλη τη στρατιά των μαύρων λεπιδοφόρων φονιάδων. Χωρίς τον κύριό τους δεν μπορούσαν να υπάρξουν, αφού δεν είχαν άλλη πηγή για να αντλήσουν τη δύναμή τους. Έτσι απλώς πέθαναν, έχοντας προλάβει όμως να προκαλέσουν ανυπολόγιστες απώλειες. Ο Λέκθεν δεν έχασε στιγμή. Πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να οργανώνει και πάλι το στράτευμα για άμυνα. Δεν μπορούσαν να αφήσουν τους Ούρμπιλαχ να εκμεταλλευτούν την προσωρινή τους αδυναμία. Οι αντίπαλοι όμως δεν ήρθαν ποτέ. Βλέποντας με οδύνη τα πλάσματα του Βανιρφάντατ να κομματιάζονται και τον ίδιο να είναι άφαντος, απελπίστηκαν και έκλεισαν άρον-άρον την πύλη για να επιστρέψουν στην ασφάλεια των τειχών. Ο Λέκθεν ανάσανε με ανακούφιση που δε θα χρειαζόταν να πολεμήσει άλλο, εκείνη την ημέρα τουλάχιστον και έγειρε στηριζόμενος πάνω στο σπαθί του, που ήταν καρφωμένο στη γη.

Βρήκαν το σώμα του Μπέριντεμ μερικές ώρες αργότερα, μέσα σε μια μαύρη λίμνη από τα υπολείμματα του Βανιρφάντατ. Ο στρατηγός είχε τις αισθήσεις του αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί, ενώ μετά βίας αντάλλαξαν μερικές κουβέντες με τον υπασπιστή του τον Λέκθεν. Τον μετέφεραν στη σκηνή του όπου οι γιατροί τον περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν, μην μπορώντας να κατανοήσουν πώς ήταν ακόμα ζωντανός ύστερα από τόσο σφοδρά χτυπήματα. Πολλά από τα κόκαλά του ήταν σπασμένα και τα αιχμηρά κομμάτια είχαν τρυπήσει ζωτικά όργανα. Η ανάσα όμως έβγαινε ακόμα από μέσα του. Δύσκολα μεν αλλά έβγαινε. Αψηφούσε το θάνατο για άλλη μια φορά. Όταν οι γιατροί αποσύρθηκαν ένευσε στον Λέκθεν να σκύψει κοντά του.

«Τις επόμενες μέρες θα πέσω σε λήθαργο για να θεραπευθώ. Έχει συμβεί άλλες δύο φορές που είχα πιέσει πολύ τον εαυτό μου. Αυτή τη φορά φοβάμαι ότι θα είναι πολύ

Page 315: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

315

χειρότερα. Όμως όσο ευεργετικός και αν είναι αυτός ο ύπνος, δεν πρέπει να με αφήσεις να κοιμηθώ για μέρες. Πρέπει να πάρουμε την πόλη τώρα που αυτό το φρικιαστικό πλάσμα δεν υπάρχει πια. Πρέπει να πιέσουμε όσο μπορούμε και να ελπίζουμε ταυτόχρονα ότι οι Σουπλικέρι θα βρουν έναν τρόπο να μπούμε λαθραία. Δεν πρέπει όμως να πέσω σε λήθαργο. Σε ξορκίζω. Ξύπνα με κάθε μέρα ακόμα και αν χρειαστεί να μου προκαλείς πόνο για να το καταφέρεις. Αν δεν το κάνεις όλα όσα κερδίσαμε με τόσο αίμα, θα χαθούν μόνο και μόνο για να θεραπευθώ εγώ. Δεν τη θέλω την υγειά μου αν αντιβαίνει στους σκοπούς της εκστρατείας. Ορκίσου ότι θα με αφήνεις να κοιμάμαι μερικές μονάχα ώρες. Ορκίσου!!»

«Ορκίζομαι στρατηγέ. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται για να πάρουμε την Πελνυέρα. Τώρα όμως, έστω και για λίγες ώρες, πρέπει να ξεκουραστείτε». Ο Μπέριντεμ ανακουφισμένος από τα λόγια του υπασπιστή του, άφησε το κεφάλι του να πέσει βαρύ στο μαξιλάρι και αποκοιμήθηκε στιγμιαία. Κάπου άλλου, σε μια γη καμένη και πληγωμένη από τη μάχη δύο υπεράνθρωπων, μια μαύρη λίμνη άρχισε να κοχλάζει, προδίδοντας την πεισματάρικη και ανένδοτη φύση μιας ψυχής, που είχε ακόμα κουράγιο για πόλεμο και εκδίκηση. Ένα χέρι πετάχτηκε από μέσα, μαύρο σαν την καταχνιά της άναστρης νύχτας, με γροθιά σφιγμένη, όλο πίκρα και μένος.

Στις απόκρημνες πλαγιές του βουνού που αγκάλιαζε την Πελνυέρα, όπως η μάνα χήνα τα μικρά της, μια πενταμελής ομάδα Σουπλικέρι αγωνιζόταν να ανέβει ένα βουνό που αποτελούσε ακόμα και για τους ίδιους πρόκληση. Όχι ότι είχαν καμία αμφιβολία πως θα τα κατάφερναν. Όμως ήξεραν ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να έπεφταν πάνω σε περίπολο των Ούρμπιλαχ και τότε κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει την έκβαση της μάχης. Ο Ντιεζάγκιχ, αρχηγός της ομάδας, προχωρούσε μπροστά δείχνοντας το δρόμο, δοκιμάζοντας ο ίδιος κάθε πέτρα για να διαπιστώσει αν ήταν αρκετά σταθερή, πατώντας ο ίδιος κάθε σημείο των βράχων για να είναι σίγουρος ότι δεν ήταν ολισθηρό, κάνοντας γενικώς ό,τι μπορούσε, ώστε οι

Page 316: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

316

άντρες του να τον ακολουθούν ασφαλείς. Για τους Σουπλικέρι αυτό σήμαινε αρχηγός. Εκείνος ο οποίος διακινδύνευε πριν από όλους και πιο πολύ από όλους. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν μαγευτεί από τις αρετές του νέου αυτοκράτορα, την αυταπάρνηση, την αυτοθυσία και τον τρόπο που έθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο ακόμα και όταν οι τρομερές του δυνάμεις τον εγκατέλειπαν. Για έναν τέτοιο άνθρωπο είχαν δεχτεί ευχαρίστως την επικίνδυνη αποστολή. Μάλιστα το θεωρούσαν τιμή τους. Και ήταν αποφασισμένοι να μην τον απογοητεύσουν.

Με πολύ κόπο και διατρέχοντας διαρκή κίνδυνο, κατάφεραν να φτάσουν σε ένα αρκετά ψηλό σημείο, ώστε να έχουν από κάτω τους όλη την πόλη. Μπορούσαν να δουν καθαρά την καταστροφή που είχαν προκαλέσει οι καταπέλτες των Σαλούβιαρ στην πόλη της Πελνυέρα, η οποία σε όποια χέρια και αν κατέληγε μετά το πέρας του πολέμου, θα έκανε καιρό να κατοικηθεί και πάλι σε κανονικές συνθήκες. Οι ήχοι που άκουσαν εκείνη την ημέρα από τη μάχη, ξεπερνούσαν οτιδήποτε είχαν ζήσει στη ζωή τους παλαιότερα. Οι ήχοι από τις πολιορκητικές μηχανές, οι κραυγές αγωνίας, οι κλαγγές των σπαθιών, τους ήταν όλα γνωστά. Όμως εκείνη τη μέρα είχαν ακούσει και εκκωφαντικούς θορύβους που καμία ανθρώπινη μηχανή δεν μπορούσε να προκαλέσει. Ήξεραν ότι ο στρατηγός τους είχε επιστρατεύσει και πάλι τις αφύσικες δυνάμεις του. Εκείνη τη μέρα όμως κάτι ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Ήταν σαν να μην ήταν μόνος του, αλλά δύο τεράστιες δυνάμεις να συγκρούονταν μέχρι την τελική εξόντωση της μιας ή της άλλης. Δεν είχαν παρακολουθήσει τη μάχη, αφού είχαν και εκείνοι το δικό τους άθλο να εκπληρώσουν. Όμως ήξεραν ότι η μάχη εκείνης της μέρας θα έμενε στην ιστορία. Κόντευε να νυχτώσει και ο Ντιεζάγκιχ ήταν έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή το πιο επικίνδυνο μέρος του σχεδίου του. Κάθοδο στην πόλη με την κάλυψη της νύχτας, γεγονός που σήμαινε απόλυτη εμπιστοσύνη στα σχοινιά τους, στην αφή και στην ακοή. Τυφλοί ορειβάτες στην ουσία, σε ένα εγχείρημα που κανείς λογικός

Page 317: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

317

άνθρωπος δε θα αναλάμβανε. Η λογική όμως ήταν κάτι για το οποίο οι Σουπλικέρι ποτέ δεν είχαν κατηγορηθεί.

Η κάθοδός τους θα τους έβγαζε στο πίσω μέρος της πόλης. Εκείνο το σημείο στο οποίο σταματούσε ο τεχνητός δρόμος των ανθρώπων και ξεκινούσε το αδιαπέραστο φυσικό τείχος της φύσης, που αποτελούσε ένα μόνο μέρος του δεσπόζοντος βουνού. Παρόλο που οι Ούρμπιλαχ θεωρούσαν απίθανη την επίθεση από τα νώτα λόγω του δύσβατου βουνού, είχαν τοποθετήσει μερικούς σκοπούς σε εκείνο το απομονωμένο σημείο της πόλης. Οι Σουπλικέρι μπορούσαν να διακρίνουν τους δαυλούς να πηγαινοέρχονται, στο ρυθμικό πήγαινε-έλα των βαριεστημένων σκοπών, που πρόσμεναν την αλλαγή τους και ονειρεύονταν το μαξιλάρι τους. Οι ορειβάτες ξεκίνησαν την κάθοδο ανενόχλητοι, αφού τα φώτα της πόλης ήταν λιγοστά εκείνη την ώρα και πολύ αδύναμα για να φτάσουν τόσο ψηλά στην πλαγιά του βουνού. Έχοντας δέσει τα σχοινιά γύρω τους, έδιναν μικρή ώθηση με τα πόδια και απομακρύνονταν από το βράχο, καλύπτοντας αργά και σταθερά την απόσταση με αυτήν την επαναλαμβανόμενη κίνηση. Έχοντας θέσει ως σημάδι τις φωτιές των σκοπών, που στην αρχή τους φαίνονταν σαν λαμπυρίσματα από πυγολαμπίδες, πλησίαζαν όλο και πιο πολύ, νιώθοντας αυξανόμενη σιγουριά και ασφάλεια με το πέρασμα της ώρας. Τότε όμως χτύπησε η ατυχία. Πρώτα ακούστηκε το σχοινί που έσπασε και μετά ακολούθησε η κραυγή αγωνίας, καθώς ο διπλανός του Ντιεζάγκιχ βούτηξε στο κενό και προσγειώθηκε με έναν ανατριχιαστικό γδούπο, δίπλα στους περιφερόμενους Ούρμπιλαχ.

Εκείνοι δίστασαν για μια στιγμή βλέποντας το τσακισμένο σώμα του άτυχου άντρα, πριν αρχίσουν να καλούν τους κοιμισμένους συντρόφους τους σε συναγερμό. Οι Σουπλικέρι καταλαβαίνοντας ότι είχαν αποτύχει, άρχισαν την αναρρίχηση για να επιστρέψουν στο σημείο από όπου είχαν ξεκινήσει την κατάβαση. Μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε η ψιθυριστή φωνή ενός από την ομάδα.

Page 318: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

318

«Βρήκα μια σπηλιά. Ίσως είναι καλή ιδέα να κρυφτούμε εδώ». Ο Ντιεζάγκιχ σκεφτόταν την πρόταση, όταν τα πρώτα βέλη ακούστηκαν να τσακίζονται πάνω στους βράχους. Οι διώκτες τους έβαλλαν στα τυφλά, αλλά η ατυχία ήδη τους είχε δείξει το φρικτό της πρόσωπο και ο αρχηγός δε θέλησε να ρισκάρει άλλο. Διέταξε να μπουν στη σπηλιά, αποφασισμένος να σκεφτεί εκεί σε στέρεο έδαφος τι θα έκανε από εκεί και πέρα. Όταν μπήκαν μέσα, προσωρινά ασφαλείς, ανακάλυψαν ότι δεν ήταν σπηλιά. Τα τοιχώματα ήταν σχετικά λεία και η κοιλότητα πολύ αυστηρά σχηματισμένη για να είναι δημιούργημα της αναρχικής φαντασίας της φύσης. Ήταν από χέρι ανθρώπου πλασμένο το καταφύγιό τους και το μυαλό του Ντιεζάγκιχ πήγε αμέσως στα λόγια του Μπέριντεμ. Ο Αυτοκράτορας του είχε πει για τις σήραγγες των Ούρμπιλαχ. Του τόνισε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να τις ανακαλύψουν, αλλά αν η τύχη τους οδηγούσε σε κάποια, τότε θα έπρεπε να βρουν την έξοδο και να σημαδέψουν τη διαδρομή, ώστε να μπορούν να οδηγήσουν εκεί τους στρατιώτες Σαλούβιαρ. Ο Ντιεζάγκιχ χαμογέλασε πλατιά και η ελλιπής οδοντοστοιχία του έλαμψε κατακίτρινη στο σκοτάδι.

Σχημάτισαν γραμμή με τον ίδιο επικεφαλής και άρχισαν να διασχίζουν με ταχύτητα αλλά και προσοχή τη σήραγγα. Χρειάστηκε πολλές φορές να αλλάξουν πορεία καθώς οι Ούρμπιλαχ δεν είχαν μπορέσει να δημιουργήσουν μια ευθεία, εφόσον σε ορισμένα σημεία ο βράχος ήταν αδιαπέραστος. Έτσι ανάλογα με το σημείο στο οποίο η εκσκαφή ήταν δυνατή, άλλαζαν πορεία για να ολοκληρώσουν την κατασκευή. Η ομάδα στην πορεία της βρήκε πολλά σημάδια που καταδείκνυαν τη συχνή χρήση της σήραγγας. Πεταμένοι δαυλοί, καλάθια ξεχασμένα που ίσως κάποτε περιείχαν τρόφιμα, παλιά ρούχα, ακόμα και διασκορπισμένοι σπόροι σιταριού. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν μια από τις διόδους ανεφοδιασμού των πολιορκημένων. Αν έβγαιναν ζωντανοί μέχρι την άλλη άκρη, θα μπορούσαν να παρακάμψουν με το στρατό ολόκληρο το βουνό και να βρεθούν ανενόχλητοι μέσα στην πόλη. Ο Ντιεζάγκιχ με

Page 319: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

319

δυσκολία συγκρατούσε τον ενθουσιασμό του. Άλλωστε έπρεπε να φτάσουν στο στρατόπεδό τους ζωντανοί για να γίνουν όλα όσα ονειρεύονταν. Και αυτό κανείς δεν μπορούσε να τους το εγγυηθεί. Συνέχισαν σιωπηλοί την ταχεία περιπλάνησή τους χωμένοι στην καρδιά του βουνού, προσέχοντας να μη σκοντάψουν πάνω σε κάποιο από τα δοκάρια που κρατούσε σταθερά τα τοιχώματα, ρίχνοντάς το και προκαλώντας έτσι κατολίσθηση και βέβαιο θάνατο.

Ο Ντιεζάγκιχ ήταν ο πρώτος που είδε τη λάμψη από το βάθος να πλησιάζει. Έσβησαν βιαστικά τις δικές τους φωτιές και κρύφτηκαν πίσω από μια κοιλότητα καλυμμένοι από το πηχτό σκοτάδι. Άκουσαν τα βήματα και τις φωνές να πλησιάζουν, ενώ η λάμψη από τους δαυλούς γινόταν όλο και πιο δυνατή. Ετοίμασαν τις αξίνες που χρησιμοποιούσαν για να γαντζώνονται στην αναρρίχηση. Είχαν μείνει πέντε μετά το χαμό του συντρόφου τους. Δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσοι ήταν οι Ούρμπιλαχ που πλησίαζαν, αλλά ακούγονταν αρκετοί. Ο ένας από τους ομιλητές φαινόταν εκνευρισμένος. Ο Ντιεζάγκιχ δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν και έτσι περνούσαν διάφορα από το μυαλό του. Μήπως τους είχαν ανακαλύψει; Ίσως έστελναν μερικούς στρατιώτες μπροστά για δόλωμα, ώστε εκείνοι να τους επιτεθούν και να αφήσουν την κρυψώνα τους. Ή μπορεί και να ήταν η ιδέα του και να μην είχαν καταλάβει τίποτα. Όμως έτσι και αλλιώς μόλις περνούσαν την κοιλότητα, το φως των δαυλών θα τους φανέρωνε στα μάτια των εχθρών τους και τότε θα ακολουθούσε αναπόφευκτα μάχη. Αποφασισμένος να χύσει πρώτα εκείνος αίμα αντιπάλου και να στερήσει από την άλλη ομάδα την πρωτοβουλία, ούρλιαξε επίθεση στην τραχιά λαρυγγώδη γλώσσα του και όρμησε πρώτος προς τη μεριά της λάμψης. Δεν κοίταξε πίσω του αλλά ήξερε ότι οι άντρες του θα τον ακολουθούσαν κατά πόδας.

Χτύπησε με μανία το λαιμό του πρώτου άντρα που βρήκε μπροστά του και άκουσε το γαργαριστό ήχο του αίματος που τον έπνιγε. Χωρίς να χάσει στιγμή κάρφωσε στο μάτι το δεύτερο, ενώ

Page 320: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

320

στον τρίτο που του επιτέθηκε έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο διάφραγμα, κόβοντάς του την ανάσα. Πεσμένος όπως ήταν στα γόνατα ένιωσε την αξίνα του Ντιεζάγκιχ να του ξεσκίσει τον αυχένα. Μέσα στο στενό και αποπνικτικό χώρο της σήραγγας, τα μακριά ξίφη των Ούρμπιλαχ δεν είχαν περιθώρια κίνησης και ήταν ουσιαστικά άχρηστα. Αντίθετα οι κοντές αξίνες των Σουπλικέρι δάγκωναν με μανία τη σάρκα του εχθρού, αφαιρώντας μεγάλα ματωμένα κομμάτια και φυσικά ζωές. Ο Ντιεζάγκιχ κάρφωσε ένα στρατιώτη στο θώρακα, αλλά πριν ξεκαρφώσει το όπλο του δέχθηκε την επίθεση κάποιου άλλου, ο οποίος του ρίχθηκε και έπεσαν και οι δύο στο έδαφος κουτρουβαλώντας. Ο άλλος άντρας κρατούσε ένα μικρό εγχειρίδιο και προσπαθούσε να μαχαιρώσει τον αρχηγό των Σουπλικέρι. Ο τελευταίος του κρατούσε το χέρι εμποδίζοντάς τον να πραγματοποιήσει την επίθεσή του. Κοπάνησε με μανία τη μύτη του στρατιώτη που ήταν από πάνω του, με το κούτελό του. Το αίμα του Ούρμπιλαχ άρχισε να ρέει από τα ρουθούνια, ποτίζοντας το πρόσωπό του. Η ζαλάδα που ακολούθησε ήταν αρκετή, ώστε ο έμπειρος ορειβάτης να στρέψει το εγχειρίδιο εναντίον του κατόχου του και να τον καρφώσει στο αυτί.

Μόλις η λεπίδα είχε βρει το στόχο της την άρπαξε και με τα δύο χέρια και άρχισε να πριονίζει το κρανίο του ωρυόμενου πολεμιστή. Όταν το αιχμηρό αντικείμενο έφτασε στο στόμα και απελευθερώθηκε, είχε σχηματίσει ένα φρικιαστικό χαμόγελο μέχρι το σημείο που κάποτε βρισκόταν το αυτί. Άρπαξε ένα δαυλό και κοίταξε γύρω του έτοιμος για ό,τι άλλο σκόπευε εκείνη η νύχτα να πετάξει προς το μέρος του. Δεν υπήρχε λόγος. Στη σήραγγα στέκονταν αυτός και άλλοι δύο ζωντανοί. Ήταν από την ομάδα του. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν ξαπλωμένοι και ακίνητοι μέσα σε αίμα και ακαθαρσίες. Ο ένας από τους συντρόφους του αποτελείωνε έναν Ούρμπιλαχ, στρίβοντάς του το κεφάλι μέχρι που ακούστηκε ο ήχος του αυχένα που έσπαγε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν υπήρχε χρόνος για θρήνους ούτε καν για μια ανθρώπινη ταφή. Ήξεραν που έμπλεκαν όταν ανέλαβαν αυτήν

Page 321: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

321

την αποστολή. Οι μισοί είχαν χαθεί, όμως οι τρεις τους βρίσκονταν πλέον κοντά στην έξοδο και οι πληροφορίες που θα μετέφεραν στον Μπέριντεμ θα του προσέφεραν την άλωση της Πελνυέρα. Έβαλαν το κεφάλι κάτω και κίνησαν για την έξοδο.

**********

Ο Χεντίκιουα ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα μπροστά από το

άγαλμα του Ιγκούβιπ και προσευχόταν με κοφτές ανάσες, μέσα από τις οποίες ακούγονταν αμυδρά οι ικεσίες του προς το θεό. Βρισκόταν ώρες ολόκληρες σε αυτή τη στάση με το πρόσωπό του να έχει μουδιάσει από την επαφή με το κρύο πάτωμα. Δεν τον ένοιαζε όμως. Χρειαζόταν μια απάντηση. Χρειαζόταν καθοδήγηση από την ανώτερη εκείνη δύναμη. Βρισκόταν στο σκοτάδι και αυτό αύξανε την ανησυχία του κατακόρυφα. Δε γνώριζε πού βρισκόταν ο σκοτεινός του υπερασπιστής. Το δώρο που του είχε κάνει ο Όλεθρος. Είχε δει και αυτός όπως και όλοι οι άλλοι, τα πλάσματα να εκρήγνυνται και είχε ακούσει να έρχεται από μακριά εκείνος ο εκκωφαντικός θόρυβος, που σκέπασε ακόμα και τον αχό των φλεγόμενων πλασμάτων. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ο Βανιρφάντατ είχε καταστραφεί; Φαινόταν η πιο λογική εξήγηση. Αλλιώς γιατί δεν είχε εμφανιστεί μετά τη μάχη μπροστά στο βασιλιά του; Ήταν η πιο πιθανή εξήγηση αλλά και η πιο δύσκολη να την αποδεχτεί. Διότι αν ο Βανιρφάντατ ήταν νεκρός, αυτό σήμαινε ότι τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει το βασιλιά των Σαλούβιαρ. Δεν μπορούσε όμως να αποδεχτεί ότι ένας θνητός, όσες δυνάμεις και αν διέθετε, μπορούσε να νικήσει ένα πλάσμα φτιαγμένο από τον ίδιο τον Ιγκούβιπ. Έτσι λοιπόν μετά τη μάχη αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο να εκλιπαρεί το θεό για απαντήσεις. Έστω για ένα σημάδι που θα του επέτρεπε να αισιοδοξεί ότι ο παντοδύναμος πολεμιστής του υπήρχε ακόμα. Κάτι από το οποίο θα μπορούσε να πιαστεί, για να μη βυθιστεί στην άβυσσο της απελπισίας.

Page 322: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

322

Η διπλή ξύλινη πόρτα άνοιξε ξαφνικά επιτρέποντας να εισβάλλουν μέσα στην αίθουσα οι δέκα στρατηγοί του, αριθμός δυσανάλογος με το λιγοστό στρατό που του είχε απομείνει, με βλέμματα βλοσυρά και κινήσεις νευρικές. Σηκώθηκε σαφώς ενοχλημένος. Δεν επέτρεπε σε κανένα να τον διακόπτει όταν μιλούσε με το θεό. Σε άλλες εποχές θα τους είχε αποκεφαλίσει όλους, αντικαθιστώντας τους με πιο πιστούς και υπάκουους αξιωματικούς. Σε άλλες εποχές… Ήξερε ότι αυτή η πρωτοφανής ένδειξη ασέβειας προς το πρόσωπό του δεν προμήνυε τίποτα θετικό. Νόμιζαν ότι ήταν κάποιος ηλίθιος και πως τα ασυνείδητα μηνύματα που του έστελναν είχαν περάσει απαρατήρητα. Είχε αντιληφθεί όμως από καιρό την επικριτική ματιά τους. Την έλλειψη εμπιστοσύνης στις διαταγές του. Φαινόταν στη στάση τους απέναντί του και στην κάθε τους κίνηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν κρατήσει τα προσχήματα και έτσι είχε αποφασίσει να μην κάνει κάτι δραστικό. Η εισβολή όμως αυτή στο χώρο του, αποτελούσε μια άνευ προηγουμένου προσβολή. Δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι. Ο Φέροσταβ, ο γηραιότερος από όλους και με το μεγαλύτερο κύρος, προχώρησε ένα βήμα μπροστά. Οι υπόλοιποι στάθηκαν πιο πίσω καλυμμένοι από την παρουσία του αρχηγού τους, αφήνοντας αυτόν να ξεστομίσει τα ανίερα λόγια. Τους κοίταξε έναν-έναν αγέρωχα, αποφασισμένος να μη δείξει το παραμικρό σημάδι αδυναμίας. Οι περισσότεροι κατέβασαν το βλέμμα μπροστά του. Γέλασε. Ήταν αδύναμοι, ανάξιοι να βρίσκονται μπροστά του. Και όμως είχαν έρθει να τον σκοτώσουν.

«Δε θυμάμαι να σας ζήτησα, ούτε να έδωσα την άδειά μου να μπείτε» είπε ο ξεπεσμένος μονάρχης. Ο Φέροσταβ ήταν εκείνος που απάντησε όπως άλλωστε ανέμενε ότι θα γινόταν.

«Οι καιροί απαιτούν άμεσα μέτρα και δεν έχουμε χρόνο για τήρηση του πρωτοκόλλου. Ήρθαμε να μάθουμε πού είναι η βοήθεια του Ιγκούβιπ. Αυτό το πλάσμα μας έσωσε όταν η άμυνά μας διερράγη αλλά δεν ολοκλήρωσε το έργο του, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τους Σαλούβιαρ. Ποιος ο λόγος για αυτήν την παράλειψη; Πού βρίσκεται; Υπάρχει ακόμα; Τι συνέβη με τον

Page 323: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

323

Ιμπανόγιο; Θέλουμε απαντήσεις και τις θέλουμε τώρα!» Το μειδίαμα παρέμεινε στα χείλη του Χεντίκιουα. Έβρισκε όλη αυτήν την παράσταση πολύ διασκεδαστική. Ακόμα και το γεγονός της πιθανής εκτέλεσής του δεν τον τρόμαζε. Ήταν ένας απογοητευμένος, ανήμπορος άντρας. Ίσως τελικά το τέλος να αποτελούσε λύτρωση, αφού όπως έδειχναν τα πράγματα, δεν τον περίμενε τίποτα καλύτερο στη ζωή, παρά μόνο η ήττα και η σκλαβιά. Ο θάνατος μάλλον ήταν πιο ελκυστική ιδέα. Ατρόμητος λοιπόν όπως είναι κάθε άνθρωπος που παραιτείται από τη ζωή και δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει, αποφάσισε να τραβήξει την παράσταση στα άκρα. Θα πέθαινε, αλλά θα ήταν ο πρωταγωνιστής και όχι ο κομπάρσος.

«Από το ύφος σου καταλαβαίνω ότι απαιτείς. Είναι δυνατόν να εμφανίζεσαι ενώπιον του αυτοκράτορά σου και να προβάλλεις απαιτήσεις; Από πότε οι υπηρέτες απαιτούν από τους άρχοντές τους;» Ο Φέροσταβ έχοντας σχεδόν τα διπλάσια χρόνια από τον αυτοκράτορα και βλέποντάς τον απογυμνωμένο από το κύρος του και απροστάτευτο από οποιαδήποτε μορφή εθιμοτυπίας που ίσχυε τον καιρό της ειρήνης, θεωρούσε ότι είχε να κάνει με ένα κακομαθημένο μαμμόθρεφτο, που κάποιος το είχε ντύσει βασιλιά χωρίς καν να του εξηγήσει τι σήμαινε η λέξη. Ο στρατηγός είχε τις δικές του απόψεις για την κληρονομική διαδοχή στο θρόνο, που φυσικά ποτέ δεν είχε τολμήσει να εκφράσει σε κανέναν. Ο καιρός όμως ήταν γόνιμος για αλλαγές και οι μάσκες έπρεπε να πέσουν. Τα προσχήματα δεν είχαν θέση εκεί που είχε φτάσει η κατάσταση.

«Πολύ απέχω από το να θεωρούμαι υπηρέτης σου. Είναι πολύς καιρός τώρα που κρατάς τα ηνία, μόνο και μόνο επειδή είχες την τύχη να γεννηθείς από βασιλική γενιά. Όμως δυστυχώς μαζί με το θρόνο, ο πατέρας σου απέτυχε να σου κληροδοτήσει και τις απαραίτητες ικανότητες για να ηγηθείς αυτού του τεράστιου κράτους. Το μόνο που έχεις προσφέρει για την άμυνά μας είναι προσευχές στον Ιγκούβιπ. Τα ανεχτήκαμε όλα αυτά περιμένοντας να δούμε αποτελέσματα. Σήμερα πιστεύω έγινε

Page 324: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

324

ξεκάθαρο ότι ακόμα κι ο θεός μας παράτησε στη μοίρα μας. Εγώ δεν έχω πρόβλημα με κάτι τέτοιο. Προτιμώ να πάρω τη μοίρα μου στα χέρια μου, παρά να αναλώνομαι σε προσευχές και λιβάνια. Όμως δεν μπορώ και να ανεχτώ να ηγείται του λαού μας, κάποιος ο οποίος είναι ανίκανος να σηκώσει το ξίφος. Στην ειρήνη ήσουν καλός και προσέδιδες ιδιαίτερη λάμψη στην Αυλή σου. Δυστυχώς όμως τώρα έχουμε πόλεμο. Είμαστε ένα έθνος ετοιμοθάνατο και μόνο αν κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα, ίσως μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τον αφανισμό. Θέλει αγώνες και θάρρος. Όχι κάποιον που μυξοκλαίει κάτω από το άγαλμα ενός αδιάφορου θεού».

«Τι προτείνεις λοιπόν στρατηγέ; Θα πρέπει να δώσεις εσύ λύση, γιατί εγώ δε σκοπεύω να παραιτηθώ του θρόνου μου». Ο Φέροσταβ πήρε μια βαθιά ανάσα προδίδοντας τη θλίψη του για αυτό που έπρεπε να κάνει.

«Ήμουν σίγουρος ότι θα έφταναν ως εκεί τα πράγματα. Για το καλό όλων των Ούρμπιλαχ δε θα βγεις ζωντανός από αυτήν την αίθουσα. Είναι η μοναδική λύση». Ακούμπησε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, χωρίς να το τραβήξει. Περίμενε την αντίδραση του Χεντίκιουα. Εκείνος με ένα ατάραχο ύφος που έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε ακούσει τα τελευταία λόγια του στρατηγού, έβγαλε τον αλυσιδωτό του θώρακα και το χιτώνιο που φορούσε από μέσα. Έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω και τράβηξε το μαχαίρι του. Έσυρε το όπλο πάνω στο στήθος του αφήνοντας πίσω μια κόκκινη γραμμή. Μετά έδειξε τη ματωμένη λεπίδα στη συγκεντρωμένη ομάδα.

«Μια σταγόνα από το αίμα τούτο είναι πιο άξια από όλους τους στρατηγούς της Αυτοκρατορίας. Μπορεί να απέτυχα αποβράσματα, αλλά θα φύγω με το κεφάλι ψηλά, ξέροντας ότι ηττήθηκα από έναν αντίπαλο κατά πολύ ανώτερό μου, που κανείς σας δε θα μπορέσει να νικήσει αφού εγώ θα έχω πεθάνει. Θέλετε να πάρετε τη θέση μου; Ελευθέρα. Σας προσκαλώ να προσπαθήσετε, βέβαιος εκ των προτέρων για την αποτυχία σας. Δε με νοιάζει ο θάνατος. Όταν σταθώ μπροστά από τον Ιγκούβιπ

Page 325: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

325

θα με πάρει στο πλευρό του και όταν έρθει η ώρα σας για τον Κόσμο του Ολέθρου, θα βασανίζεστε αιώνια για την ανόσια πράξη σας. Ελάτε λοιπόν! Ελάτε να δείτε πως πεθαίνει ένας βασιλιάς!» Τράβηξε το σπαθί του και όρμησε εναντίον τους ουρλιάζοντας. Οι δέκα στρατηγοί ακολούθησαν το παράδειγμά του και ρίχτηκαν στην άνιση μάχη. Όταν βγήκαν από την αίθουσα, όλων οι λεπίδες ήταν ματωμένες και μια μακρά δυναστεία είχε μόλις φτάσει στο τέλος της.

**********

Ο Μπέριντεμ βγήκε τρεκλίζοντας από τη σκηνή του και με

μεγάλο κόπο μπόρεσε να φτάσει στη γραμμή που είχαν σχηματίσει οι πολεμιστές του. Ο Λέκθεν του είχε πει ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι παρών, αλλά εκείνος είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να μη δώσει ο ίδιος το σύνθημα για την επίθεση. Δεν ήταν ζήτημα εγωισμού. Πίστευε βαθιά μέσα του πως οι άντρες του θα θεωρούσαν κακό οιωνό να ξεκινήσουν μια τόσο σημαντική μάχη με τον ίδιο άφαντο, ξαπλωμένο στη σκηνή του, αδύναμο και ουσιαστικά άχρηστο. Τέτοια φαινόμενα μπορούσαν να ρίξουν σημαντικά το ηθικό ενός στρατού και να σταθούν αιτία ήττας. Ήταν τόσο κοντά στην επιτυχία που δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Επιστρατεύοντας λοιπόν κάθε ίχνος δύναμης που υπήρχε μέσα του, στάθηκε όσο πιο αγέρωχα του επέτρεπε η κατάστασή του, μπροστά από τους άντρες του. Ο Λέκθεν βρισκόταν δίπλα του, ώστε να τον στηρίξει σε περίπτωση που τα πόδια του τον πρόδιδαν. Είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και διέκοπτε τον τόσο απαραίτητο ύπνο του αρχηγού του, κάθε μερικές ώρες. Ήταν ένα σκληρό καθήκον το οποίο έκανε με βαριά καρδιά. Ο Μπέριντεμ του ήταν ευγνώμων. Έδωσε το σύνθημα και η τεράστια πολεμική του μηχανή κινήθηκε προς το στόχο της. Ήταν ένα στράτευμα λαβωμένο, αλλά οι δυνατότητές του ήταν ακόμα υψηλές.

Page 326: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

326

Εκείνη τη μέρα θα αποδείκνυαν τις ικανότητές τους ακόμα περισσότερο, αφού θα στηρίζονταν εξ ολοκλήρου στις δικές τους δυνάμεις, με τον αρχηγό τους εκτός μάχης. Οι κριοί, οι καταπέλτες και οι ελεπόλεις άρχισαν να σφυροκοπούν ανελέητα τη φημισμένη οχύρωση της Πελνυέρα. Τα βέλη έπεφταν βροχή από τις επάλξεις, ακολουθούμενα από καυτό λάδι και δοχεία με εύφλεκτα υλικά, που πετάγονταν με φόρα και κατά την πρόσκρουση διαλύονταν, ραντίζοντας με φλόγες τους άντρες, τα ζώα και τις μηχανές. Ήταν ένα θέαμα καθηλωτικό, που έκοβε την ανάσα ακόμα και του πιο έμπειρου θεατή. Η επίθεση γινόταν με διπλάσια σφοδρότητα σε σχέση με εκείνη της πρώτης μέρας. Δεν ήταν μόνο το στοιχείο της τελικής μάχης, αλλά και η οργή που πυράκτωνε τις ψυχές τους και τους ωθούσε να αψηφούν κάθε κίνδυνο, ενάντια στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, προκειμένου να υπερπηδήσουν το εμπόδιο που ορθωνόταν μπροστά τους και ύστερα να προβούν ανενόχλητοι στη σφαγή και του τελευταίου Ούρμπιλαχ. Δύσκολα θα πίστευε κανείς, ότι αυτή η τιτάνια προσπάθεια ήταν απλά ένας αντιπερισπασμός. Ήταν η δύναμη που είχε σκοπό να στρέψει το βλέμμα των Ούρμπιλαχ μακριά από τις σήραγγες, ώστε η δεύτερη στρατιά να μπει μέσα από αυτές ανενόχλητη στην πόλη.

Ο Ντιεζάγκιχ ήταν επικεφαλής, οδηγώντας τους Σαλούβιαρ αξιωματικούς και τους στρατιώτες που διοικούσαν, μέσα από τη σήραγγα στην οποία είχε κινδυνεύσει να χάσει τη ζωή του και όπου αντί αυτού είχε εκείνος σκορπίσει το θάνατο. Εκείνη την ημέρα ήξερε ότι χάρη σε εκείνον, ακόμα περισσότεροι άνθρωποι θα έχαναν τη ζωή τους. Δεν μπορούσε όμως να νιώσει κανέναν οίκτο, αφού οι Σουπλικέρι είχαν υποφέρει από τους Ούρμπιλαχ όσο και οι Σαλούβιαρ, με αυτό το κοινό άσβεστο μίσος να τους ενώνει και να έχει σφραγίσει τη συμμαχία τους. Στο τέλος της σήραγγας θα τους περίμενε η δύσκολη κατάβαση, που ειδικά για τους Σαλούβιαρ έκρυβε πολλούς κινδύνους. Το θετικό ήταν ότι είχαν το φως της μέρας στο πλευρό τους. Το καθήκον τους όμως θα ήταν δυσχερές και η επιτυχία αμφίβολη, λόγω της

Page 327: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

327

ενισχυμένης φρουράς στο πίσω μέρος της πόλης, στην πλευρά του βουνού. Δυστυχώς η αποστολή του Ντιεζάγκιχ δεν είχε τελικά εκτελεστεί με άκρα μυστικότητα όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί, δίνοντας στον εχθρό τη δυνατότητα να προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο μιας επίθεσης στα μετόπισθεν. Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Όταν έφτασαν στο χείλος της σήραγγας όρμησαν κρατημένοι από τα σχοινιά τους, επιδιώκοντας γρήγορη κατάβαση. Ταυτόχρονα μια ομάδα Σαλούβιαρ έβαλλε κατά της φρουράς με βέλη και πέτρες.

Το γεγονός ότι η πλειονότητα των Ούρμπιλαχ υπερασπιζόταν τις επάλξεις, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύντομη μάχη που ακολούθησε. Οι Σαλούβιαρ όντας περισσότεροι μπόρεσαν να απωθήσουν τους Ούρμπιλαχ, οι οποίοι ένιωθαν διπλή πίεση, έχοντας την προσοχή τους στραμμένη ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα. Έχοντας ανακαλύψει μόνο μια σήραγγα ο επιτιθέμενος στρατός, χρειάστηκε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρει να περάσει ολόκληρος μέσα στην πόλη. Όταν όμως συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες και εξαπέλυσαν την επίθεσή τους, τότε έγινε αμέσως φανερή η αποδυνάμωση της άμυνας στα τείχη. Οι υπερασπιστές της πόλης βρίσκονταν παγιδευμένοι στα δύο άκρα μιας πανίσχυρης δαγκάνας, που τους πίεζε μέχρι να συνθλιβούν ολοκληρωτικά. Ο αρχιστράτηγος Φέροσταβ, νέος ηγέτης των Ούρμπιλαχ, θυμήθηκε τα λόγια του προκατόχου του για την πιθανή τους ήττα. Ήταν λόγια που ισοδυναμούσαν με κατάρα. Μια κατάρα που είχε επαληθευθεί. Όταν η ροή της μάχης αποδείχθηκε μη αναστρέψιμη, έπρεπε να αποφασίσει αν θα επέλεγε έναν ηρωικό θάνατο ή αν θα συνέχιζε αλλού τον πόλεμο. Ήξερε ότι κάποια από τα λείψανα του Αυτοκρατορικού Στρατού όπως ήταν κάποτε το όνομά του, είχαν αποσυρθεί ακόμα πιο ανατολικά, αγνοώντας το κάλεσμα του Χεντίκιουα για την άμυνα της Πελνυέρα.

Ίσως εκεί να υπήρχε η ελπίδα της δημιουργίας ενός μικρού βασιλείου. Ίσως τόσο μικρού που να μην απασχολούσε καν τους Σαλούβιαρ. Μπορεί επιτέλους να τους άφηναν στην ησυχία τους.

Page 328: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

328

Πενιχρές φιλοδοξίες, το γνώριζε. Ήταν όμως πρακτικός άνθρωπος και χρησιμοποιούσε ό,τι έφερνε προς το μέρος του το ποτάμι της ζωής. Αποσύρθηκε διακριτικά από το καταρρέον μέτωπο των συμπατριωτών του και αναζήτησε διαφυγή από τις σήραγγες που είχαν επιφέρει την πτώση της Πελνυέρα. Ο Μπέριντεμ κοίταζε από μακριά καθώς η μια μετά την άλλη οι διμοιρίες των στρατιωτών του, ανέβαιναν στις επάλξεις και εισέρχονταν στην πόλη. Το τείχος ήταν ακόμα όρθιο αλλά η γραμμή άμυνας είχε καταρρεύσει. Ήταν η αρχή μιας ιστορικής νίκης. Μια νίκη που ανήκε ολοκληρωτικά στο στρατό του και όχι στο διαμάντι. Παρακολουθούσε διχασμένος ανάμεσα στην υπερηφάνεια και τη χαρά από τη μια και την οδύνη από την άλλη, που δε ζούσε από κοντά με το σπαθί στο χέρι την εκπόρθηση αυτού του φοβερού οχυρού. Η Αυτοκρατορία του επεκτεινόταν ακόμα περισσότερο και πλέον δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο το οποίο να μπορεί να σταθεί στο δρόμο του. Η επιτυχία ήταν σχεδόν ολοκληρωμένη. Έμεναν πια μερικές μονάχα εστίες αντίστασης στη μακρινή ανατολή και το κράτος του θα γινόταν μεγαλύτερο από την παλαιά αυτοκρατορία των Σαλούβιαρ ή την πιο πρόσφατη των Ούρμπιλαχ.

Θα έπρεπε να πανηγυρίζει, να νιώθει χαρά και να κατακλύζεται όλο του το είναι από το αίσθημα του θριάμβου. Αντίθετα όμως ένιωθε ένα τρέμουλο να διατρέχει όλο του το κορμί και τα πόδια του να υποχωρούν κάτω από το βάρος του κορμιού του. Κρατήθηκε από το πλαϊνό στήριγμα του παρατηρητηρίου και μετά από μερικές ανάσες στυλώθηκε και περπάτησε αδύναμα μέχρι τη σκηνή του. Ένιωθε το λήθαργο να τον περικυκλώνει και ήξερε ότι θα βυθιζόταν για πολλές μέρες στην αγκαλιά του. Δεν είχε σημασία πλέον. Ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Μπορούσε να κλείσει τα μάτια του και να αναπαυθεί.

Page 329: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

329

16 Η παλαίστρα του παλατιού της Ραμίνα είχε γεμίσει από

ανυπόμονους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί για να απολαύσουν το θέαμα. Συνήθως η παλαίστρα ήταν ένα μέρος όπου προπονούνταν άντρες, κυρίως στρατιωτικοί, το οποίο δεν είχε να προσφέρει τίποτα περισσότερο σε κάποιο θεατή, πέρα από μερικές ωραίες λαβές και τη μυρωδιά των ιδρωμένων κορμιών. Σίγουρα τίποτα που να δικαιολογεί την προσέλευση τέτοιου πλήθους φανατικών θαυμαστών. Η παλαίστρα όμως τις τελευταίες εβδομάδες είχε αποκτήσει μια άγρια ομορφιά. Από τότε που ο Σάντιακ, διοικητής της πόλης, είχε αποφασίσει πως η μυστηριώδης φιλοξενούμενή του στο παλάτι έπρεπε να εκπαιδευθεί σε μάχη σώμα με σώμα, ώστε να είναι προετοιμασμένη για κάποιο επικίνδυνο ταξίδι. Οι στρατιώτες και οι λοιποί κουτσομπόληδες του παλατιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν ποια ακριβώς ήταν και ποιος ήταν ο προορισμός της ή από πού είχε έρθει. Η μόνη πληροφορία ήταν ότι το όνομα της ήταν Παφύλια και έχαιρε της προστασίας και της φροντίδας του διοικητή. Πολλοί υπέθεσαν ότι ήταν ερωμένη του, αλλά οι υπηρέτες είχαν διαβεβαιώσει τους στρατιώτες ότι τις νύχτες κοιμόντουσαν σε ξεχωριστά δωμάτια και κανείς από τους δύο δεν εγκατέλειπε το κρεβάτι του για νυχτερινές επισκέψεις.

Το μυστήριο μεγάλωνε μαζί με το σούσουρο στους διαδρόμους του παλαιού αλλά και στους στρατώνες. Όποια και αν ήταν πάντως ήταν πανέμορφη. Και σαν να μην έφτανε αυτό για να εξάψει τους στρατιώτες, ο Σάντιακ είχε αναθέσει σε μια δασκάλα των πολεμικών τεχνών από την Απίοριλ ονόματι Τσβεριντέ, να εκπαιδεύσει τη φιλοξενούμενή του. Κάθε απόγευμα λοιπόν οι δύο γυναίκες φορώντας μια στολή η οποία κάλυπτε μόνο τον κορμό τους, ρίχνονταν με μανία η μια στην άλλη με την Παφύλια να βελτιώνεται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο. Οι άντρες που κάθονταν στις κερκίδες κρατούσαν φυσικά τις

Page 330: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

330

αποστάσεις τους. Η Παφύλια βρισκόταν υπό την προστασία του διοικητή και οποιοσδήποτε την άγγιζε θα έπρεπε να είναι έτοιμος για αυστηρή τιμωρία. Η Τσβεριντέ είχαν την εντύπωση ότι θα ήταν πιο προσιτός στόχος. Μάλιστα σε ένα καπηλειό όπου τα έπινε μονή της ένα βράδυ κάποιος έφτασε στο σημείο να την πλησιάσει κιόλας, με ξεκάθαρα πονηρούς σκοπούς. Θα έτρωγε μόνο σούπες για αρκετό καιρό, μέχρι τουλάχιστον να θεραπευόταν το σαγόνι του που είχε βγει από τη θέση του από το χτύπημα της δασκάλας των πολεμικών τεχνών. Αυτή ήταν και η τελευταία προσπάθεια προσέγγισης από πλευράς ανδρικού πληθυσμού. Κανείς όμως δεν μπορούσε να τους πει κάτι αν επιθυμούσαν να παρακολουθούν την προπόνηση. Έτσι εκείνες συνέχιζαν αγόγγυστα χωρίς να δίνουν σημασία στα αδιάκριτα βλέμματα.

Τη μέρα που η Παφύλια είχε φτάσει στη Ραμίνα και είχε αφήσει τον Σίκαταρ στην αγορά να ερωτοτροπεί με δύο νεαρές, είχε κατευθυνθεί κατευθείαν προς το παλάτι. Είχε ζητήσει να δει κάποιον υπεύθυνο χωρίς να είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρη. Αφού πέρασε από μια σειρά υπαλλήλων του παλατιού με την υπομονή της να εξαντλείται και την απελπισία της να μεγαλώνει, κάποιος έκρινε ότι θα έπρεπε να δει τον ίδιο το διοικητή της πόλης, αφού ήταν και ο μόνος που μπορούσε να τη φέρει σε επαφή με τον Μπέριντεμ, που ήταν άλλωστε και το αίτημά της εξαρχής. Ο Σάντιακ της έκανε καλή εντύπωση από την πρώτη στιγμή λόγω της ευγενικής και καλοσυνάτης φυσιογνωμίας του. Δυσκολευόταν όμως να πει την απίθανη ιστορία της σε έναν άγνωστο. Αφού συζήτησαν όμως λίγο αποκαλύφθηκε ότι εκείνος τα ήξερε ήδη όλα από τον Μπέριντεμ. Η Παφύλια τον ρώτησε αν είχαν στενή σχέση και τότε είδε μια σκιά να περνάει από τα μάτια του διοικητή. Της απάντησε ότι κάποτε ήταν πολύ κοντά οι δύο τους και δεν ανέλυσε άλλο. Όταν του ζήτησε βοήθεια για να αναζητήσει τον Μπέριντεμ της εξήγησε ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν πολύ επικίνδυνο για μια γυναίκα μόνη, στους ταραγμένους καιρούς που ζούσαν. Επίσης είχε ανάγκη από όλες τους τις

Page 331: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

331

δυνάμεις, επομένως δεν είχε τη δυνατότητα να της παραχωρήσει μια ομάδα στρατιωτών για ακολουθία.

Εκείνη επέμεινε ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένας χάρτης, ένα άλογο, τρόφιμα και νερό. Ο Σάντιακ ήταν όμως ανένδοτος. Τη συμβούλευσε να ξεκουραστεί και εν τω μεταξύ εκείνος θα έβρισκε κάποια λύση. Τη φιλοξένησε με όλες τις ανέσεις σε ένα από τα ανακτορικά δωμάτια. Πέρασε μια ανήσυχη νύχτα διερωτώμενη τι θα της συνέβαινε από εκεί και πέρα. Θα αναζητούσε τον Μπέριντεμ ό,τι και αν γινόταν. Ακόμα και αν χρειαζόταν να κλέψει αυτά που είχε ανάγκη για το ταξίδι. Το επόμενο πρωί ο Σάντιακ την κάλεσε για να της μιλήσει. Είχε αποφασίσει πως θα έπρεπε για ένα διάστημα να εκπαιδευθεί στα βασικά της αυτοάμυνας. Μόλις έφτανε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, τότε θα μπορούσε να ξεκινήσει την αναζήτησή της μαζί με ένα ή δύο στρατιώτες. Εκείνη αν και κάτι τέτοιο έβαζε τα σχέδια της αρκετές βδομάδες πίσω, δέχτηκε με χαρά. Μετά τα όσα είχε περάσει καταλάβαινε ότι χωρίς δυνάμεις δεν μπορούσε να σταθεί σε αυτό το σκληρό κόσμο της επιφάνειας. Αφού λοιπόν οι δυνάμεις της δε θα επέστρεφαν, θα μάθαινε τον τρόπο πόλεμου των ανθρώπων. Ήταν η μόνη της επιλογή. Κάθε πρωί λοιπόν η Τσβεριντέ την έπαιρνε για γυμναστική στις πεδιάδες έξω από την πόλη, ωθώντας τις δυνάμεις και αντοχές της στα άκρα, ενώ τα απογεύματα τις δίδασκε λαβές με γυμνά χέρια αλλά και πώς να χειρίζεται το σπαθί.

Η Παφύλια ένιωθε την αυτοπεποίθησή της να εκτινάσσεται στα ύψη όποτε εκτελούσε επιτυχώς κάποια από τις λαβές που της έδειχνε η δασκάλα της. Ένιωθε τον εαυτό της ικανό για περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι πριν και ήταν έτοιμη να ριχτεί στο ταξίδι της με ανανεωμένο θάρρος. Η Τσβεριντέ χαιρόταν για την αλλαγή της ψυχολογίας της, αλλά δεν παρέλειπε να της θυμίζει ότι οι λίγες εβδομάδες εκπαίδευσης ήταν απλά επαρκείς, για να τη βοηθήσουν εναντίον κάποιου ληστή ή αλήτη των δρόμων, που το μόνο που ήξερε ήταν να καρφώνει με ένα μαχαίρι. Όμως εναντίον ενός έμπειρου εκπαιδευμένου πολεμιστή

Page 332: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

332

δεν είχε καμία ελπίδα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να βρει ένα τρόπο διαφυγής και να αναζητήσει βοήθεια από όποιον θα τη συνόδευε. Η Τσβεριντέ συνδύαζε αυτές τις διδαχές με μια σειρά από γροθιές και λακτίσματα. Υποστήριζε ότι ένας πολεμιστής έπρεπε να είναι ικανός να σκέφτεται και να αντιδρά σε μια επίθεση ταυτόχρονα. Αν η Παφύλια μπορούσε να συνομιλεί με την Τσβεριντέ και ταυτόχρονα να μάχεται, τότε θα ανέπτυσσε τις κατάλληλες ικανότητες ώστε σε μια πραγματική μάχη, να μπορεί να αντιλαμβάνεται τον περιβάλλοντα χώρο, αναζητώντας για αντικείμενα τα οποία πιθανώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν όπλα ή να αντιληφθεί εγκαίρως κάποιον ο οποίος την πλησιάζει αθόρυβα, προσπαθώντας να τη χτυπήσει πριν γίνει αντιληπτός.

Ήταν πολύ δύσκολο για τη νεαρή κοπέλα να επιτύχει τέτοιο επίπεδο συγχρονισμού. Όταν δεν απαντούσε στις ερωτήσεις της Τσβεριντέ η δασκάλα παρέκαμπτε με ευκολία την άμυνά της και την τιμωρούσε με ένα από τα «ελαφρά της χτυπήματα», που μόνο ως τέτοια δεν τα ένιωθε η Παφύλια. Όταν αναγκαζόταν να συμμετέχει στις ερωταποκρίσεις της Τσβεριντέ, τότε υπόπιπτε σε λάθη που την οδηγούσαν συνήθως σε σύντομες πτήσεις και προσγειώσεις στο δάπεδο της αρένας, από τις ακαταμάχητες λαβές της αντιπάλου. Σε μια τέτοια πτήση και ανώμαλη προσγείωση, ήταν που είδε με την άκρη του ματιού της τα ειρωνικά χαμόγελα μερικών από τους στρατιώτες που παρακολουθούσαν από τις κερκίδες. Αισθάνθηκε το αίμα της να βράζει από οργή, το οποίο ήταν και το επόμενό της λάθος. Η δασκάλα της της είχε τονίσει επανειλημμένα τη σημασία διατήρησης της ψυχραιμίας. Είχε επίσης μια εκπληκτική ικανότητα να αντιλαμβάνεται από την παραμικρή της κίνηση, πότε ήταν νευριασμένη και να την τιμωρεί καταλλήλως. Όταν η Παφύλια όρμησε με φόρα έχοντας στο νου της τα ειρωνικά χαμόγελα των στρατιωτών, αστόχησε απελπιστικά στην προσπάθειά της για ένα πλάγιο χτύπημα στο κεφάλι της Τσβεριντέ, με την τελευταία να σκύβει επιδέξια και να

Page 333: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

333

καταφέρνει ένα χτύπημα στα πλευρά της Παφύλια, διπλώνοντάς τη στα δύο με την ανάσα κομμένη.

Ψίθυροι σχολίων κάλυψαν την κερκίδα μετά την τελευταία σκηνή.

«Αυτό το τελευταίο ήταν λίγο πιο δυνατό απ’ ό,τι συνήθως» παρατήρησε με μια χροιά κατηγορίας στη φωνή της η Παφύλια.

«Είναι υπενθύμιση του τι μπορεί να σου συμβεί όταν χάνεις την αυτοσυγκέντρωσή σου. Αντίπαλός σου είμαι εγώ, όχι κάποιος χασομέρης στρατιώτης. Θα επικεντρώνεσαι λοιπόν σε εμένα και οτιδήποτε άλλο αποτελεί απειλή. Αισθάνθηκες απειλούμενη από κάποιον από τους θεατές;»

«Όχι» είπε η Παφύλια δείχνοντας με το ύφος της ότι δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα την ειρωνεία. Η Τσβεριντέ αγνόησε το προσβεβλημένο ύφος της μαθήτριάς της και συνέχισε.

«Στην αληθινή μάχη το μυαλό σου θα κατακλύζεται από δεκάδες εικόνες. Πρέπει να μάθεις από αυτές, να απομονώνεις εκείνες που έχουν πραγματική σημασία. Που μπορούν με αυτό που σου παρουσιάζουν να αλλάξουν τη ροή της μάχης. Αν αποσπάται η προσοχή σου με το παραμικρό, τότε η ήττα είναι βέβαιη και ο θάνατος ή η αιχμαλωσία τα φυσικά επακόλουθα». Τα τελευταία λόγια συνοδεύτηκαν από ένα χαστούκι στο αριστερό μάγουλο της Παφύλια. Άλλη μια υπενθύμιση ότι η εκπαίδευση δε σταματούσε στιγμή. Η Παφύλια γρύλισε και επιτέθηκε εκτός εαυτού στην έμπειρη πολεμίστρια που της είχε γυρισμένη την πλάτη. Δοκίμασε ένα λάκτισμα αλλά το πόδι της έπεσε στο κενό, λόγω του ελιγμού της Τσβεριντέ, που με μια περιστροφική χαμηλή κλωτσιά, της λύγισε το πόδι στο οποίο στηριζόταν, ρίχνοντάς την εκ νέου στο δάπεδο. Η Παφύλια έμεινε πεσμένη στο έδαφος αρνούμενη να ξανασηκωθεί. Ήταν μάταιο να προσπαθεί να νικήσει τη δασκάλα της. Απλά χρειαζόταν να καταλαγιάσει η οργή της για να το συνειδητοποιήσει. Μείωσαν ρυθμούς και στο υπόλοιπο της προπόνησης εξασκήθηκαν σε κάποιες κινήσεις, σε ταχύτητες στις οποίες θα μπορούσε να ανταπεξέλθει η μαθητευόμενη. Οι προπονήσεις αυτές ήταν

Page 334: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

334

ευεργετικές για τη νεαρή Ιβίρφιντ, παρά τη σωματική κόπωση και τον πόνο.

Τη βοηθούσαν να ξεχαστεί από την ανησυχία της για τον Μπέριντεμ η οποία είχε αυξηθεί κατακόρυφα, μετά από το νυχτερινό εφιάλτη που είχε δει πριν από λίγο καιρό. Ενώ αφενός της φαινόταν ανόητο να δίνει βάση σε ένα όνειρο, αφετέρου δεν μπορούσε να απαγκιστρώσει από μέσα της την αίσθηση, ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό όνειρο. Ότι ο «θάνατός» της στον κόσμο των ονείρων και μάλιστα από το χέρι του ίδιου του αγαπημένου της, συμβόλιζε μια βαθιά ρήξη στη σχέση τους, η οποία θα λάμβανε χώρα κατά την επανένωσή τους. Αυτές τις σκέψεις προσπαθούσε να αποκλείσει όποτε ριχνόταν με πάθος στην προπόνηση, ανυπομονώντας για τη μέρα που θα ξεκινούσε το ταξίδι της, όσο επικίνδυνο και αν ήταν, όπως όλοι τις υπενθύμιζαν με επιμονή. Μετά την προπόνηση πήγαν στα λουτρά για να ανακουφίσουν τις πληγές τους στο ζεστό νερό. Εκεί η Τσβεριντέ έσπασε πρώτη τη σιωπή, ενημερώνοντας την Παφύλια ότι αργότερα θα πήγαιναν στον Σάντιακ που τις είχε ζητήσει.

«Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που μας ζήτησε; Μήπως έχει κανένα νέο από το μέτωπο;»

«Δε γνωρίζω. Το μήνυμα απλά έλεγε να παρουσιαστούμε στο γραφείο του μετά την προπόνηση. Ίσως απλά να θέλει να τον ενημερώσουμε για την πρόοδό σου». Η Παφύλια από εκείνη τη στιγμή έχασε οποιαδήποτε ελπίδα για χαλάρωση, αφού για κάποιο λόγο της σφηνώθηκε στο μυαλό ότι ο Σάντιακ θα τους ανακοίνωνε κάτι σημαντικό. Παρακάλεσε την Τσβεριντέ να φύγουν νωρίτερα από τα λουτρά και σύντομα βρίσκονταν στο γραφείο του Σάντιακ, ο οποίος τις υποδέχτηκε με το συνηθισμένο του πρόσχαρο τρόπο.

«Καθίστε. Σας κάλεσα εδώ γιατί ύστερα από πολλή σκέψη πήρα κάποιες αποφάσεις, σχετικά με το θέμα σου» είπε κοιτάζοντας την Παφύλια που ένιωθε όλο της το σώμα να σφίγγεται. Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα που περίμενε;

Page 335: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

335

«Υπολογίζω ότι ο στρατός θα έχει φτάσει πια στην Πελνυέρα και η πολιορκία θα έχει ήδη ξεκινήσει. Δυστυχώς αυτό είναι μόνο μια υπόθεση, αφού οι αγγελιοφόροι αργούν να φτάσουν, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τις εξελίξεις. Οι ειδήσεις που παίρνουμε είναι συνήθως μερικών εβδομάδων. Όμως ξέρουμε ότι το εκστρατευτικό σώμα είχε μόνο νίκες και πως βρισκόταν πολύ κοντά στο στόχο του. Όταν φτάσουν στην Πελνυέρα, αν δεν έχουν φτάσει ήδη, θα μείνουν αρκετό καιρό οποιαδήποτε και αν είναι η έκβαση της πολιορκίας. Αν συναντήσουν δυσκολίες, θα παραμείνουν εκεί ώσπου να εκπορθήσουν την πόλη. Γνωρίζω καλά ότι ο Μπέριντεμ δεν πρόκειται να παραιτηθεί, μέχρι ένας από τους δύο στρατούς να έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά. Αν επιτύχουν θα παραμείνουν στην πόλη περιμένοντας για ανεφοδιασμό και για να ξεκουραστούν οι στρατιώτες οι οποίοι ήδη έχουν φτάσει στα όρια τους. Αυτός λοιπόν ο σταθμός στην πορεία του Μπέριντεμ, αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον προλάβεις. Ξέρω ότι σε έχω καθυστερήσει αρκετά, η Τσβεριντέ όμως μου αναφέρει ότι η πρόοδός σου είναι αλματώδης και πως πλαισιωμένη από κάνα-δύο έμπειρους πολεμιστές, είσαι σε θέση να ταξιδεύσεις προς την Πελνυέρα. Μπορείς λοιπόν να ξεκινήσεις μόλις έχεις ετοιμαστεί και τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές σου».

Η Παφύλια τους κοίταξε και τους δύο χαμογελώντας και συγκρατώντας με δυσκολία τη χαρά της. Ο Σάντιακ της ανταπέδωσε το χαμόγελο, αλλά η Τσβεριντέ ήταν συνοφρυωμένη. «Δε θέλω να ανακόψω την πορεία της Παφύλια, αλλά πιστεύω ότι είναι ακόμα νωρίς. Η εκπαίδευσή της είναι ακόμα πολύ ελλιπής. Θα πρέπει να συνοδευτεί από άτομα απολύτου εμπιστοσύνης και αποτελεσματικούς μαχητές. Άλλωστε δεδομένης της σημασίας που έχει για τον Αυτοκράτορα η μεταφορά της στην Πελνυέρα, είναι κάτι που πρέπει να συλλογιστούμε με ιδιαίτερη προσοχή» είπε η δασκάλα καλύπτοντας με το τελευταίο σχόλιο για τον Αυτοκράτορα, τη δική της ανησυχία για τη μαθήτριά της.

Page 336: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

336

«Επέλεξα άτομο που είναι και εμπιστοσύνης και άξιος μαχητής και θα μπορέσει να συνεχίσει την εκπαίδευση της Παφύλια στα όπλα και στη μάχη σώμα με σώμα». Το πρόσωπο της Τσβεριντέ έχασε κάθε έκφραση και χρώμα σαν να ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο, ενώ η θερμοκρασία στο δωμάτιο έπεσε αισθητά. Ήταν γνωστή η κτητικότητά της προς τους μαθητές της. Δεν ανεχόταν την παραμικρή παρέμβαση από άλλο δάσκαλο στους δικούς της στρατιώτες και αυτό ήταν κάτι που ο Σάντιακ γνώριζε πολύ καλά. Άλλωστε με την Τσβεριντέ γνωρίζονταν από την Απίοριλ για πολλά χρόνια. Η Παφύλια κοιτούσε μια τον έναν και μια τον άλλον, περιμένοντας την έκρηξη που ήταν σίγουρη πως θα ακολουθούσε. Ο Σάντιακ φαινόταν εντελώς ανύποπτος έχοντας στηριχθεί στην πλάτη της καρέκλας του, εντελώς χαλαρωμένος και με ένα μόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπό του. Η Παφύλια αναρωτιόταν αν ο διοικητής της Ραμίνα είχε βαρεθεί τη ζωή του. Τελικά η Τσβεριντέ επιδεικνύοντας αναπάντεχη αυτοσυγκράτηση, σηκώθηκε από την καρέκλα της ισιώνοντας σε μερικά σημεία τη ζαρωμένη στολή της, περισσότερο μάλλον από νευρικότητα παρά γιατί την ένοιαζε η εμφάνισή της.

«Πολύ καλά λοιπόν. Αφού ο σοφός διοικητής μας τα έχει σκεφτεί όλα, εμένα δε με χρειάζεστε πλέον. Παφύλια σου εύχομαι ό,τι καλύτερο και κάθε επιτυχία στο ταξίδι και στη ζωή σου γενικότερα». Έριξε ένα βλέμμα που θα μπορούσε να τρυπήσει το κεφάλι του Σάντιακ και γύρισε να φύγει. Ενώ είχε ανοίξει ήδη την πόρτα και ήταν έτοιμη να βγει έξω, ο Σάντιακ τη σταμάτησε.

«Σε παρακαλώ να ετοιμάσεις γρήγορα τα πράγματά σου Τσβεριντέ. Η Παφύλια δεν μπορεί να σε περιμένει πολλή ώρα, γιατί ανυπομονεί να ξεκινήσει. Και καλό θα ήταν να συντονιστείτε και να ρυθμίσετε τις διάφορες λεπτομέρειες του ταξιδιού. Οι στρατιωτικές προμήθειες είναι φυσικά στη διάθεσή σας». Ο Σάντιακ και η Παφύλια δεν μπορούσαν να τη δουν καθώς ήταν κρυμμένη πίσω από την πόρτα, όμως στο πρόσωπο της δασκάλας εμφανίστηκε ένα από τα σπάνια χαμόγελά της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της χωρίς να πει τίποτα και αποχώρησε,

Page 337: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

337

σχεδιάζοντας ήδη στο μυαλό της την εκδίκηση εναντίον του Σάντιακ για το κακόγουστο αστείο του.

Την επόμενη μέρα η Παφύλια φρόντισε να της μείνει λίγος χρόνος από τις ετοιμασίες, για να κατέβει στην πόλη και να συναντήσει τον Σίκαταρ. Παρόλο που τον απεχθανόταν και τον θεωρούσε μια μορφή ζωής κατώτερη και από τα σκουλήκια, ένιωθε μέσα της την ανεξήγητη επιθυμία να τον αποχαιρετίσει, σχεδόν βέβαιη ότι δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Τις τελευταίες εβδομάδες τον είχε συναντήσει μόνο μια φορά και αυτή τυχαία στην αγορά. Της είχε αποκαλύψει ότι είχε γνωρίσει μια κοπέλα με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος. Εκείνη συμμεριζόταν τα συναισθήματά του και έτσι είχαν αρραβωνιαστεί. Ο πατέρας της στην αρχή διαφωνούσε με το ενδεχόμενο η κόρη του να παντρευτεί έναν ξένο, από μια παντελώς άγνωστη χώρα, που δεν είχε άλλη περιουσία πέρα από τα ρούχα που φορούσε. Η κοπέλα όμως με αρκετό κλάμα και επιμονή, κατάφερε να μεταπείσει τον πατέρα της και έτσι ο δαιμόνιος Σίκαταρ είχε εξασφαλίσει στέγη και τροφή για την υπόλοιπη ζωή του. Η τύχη του μάλιστα δεν είχε σταματήσει εκεί. Ο πεθερός του ήταν μεγαλέμπορος κρασιού. Ο Σίκαταρ λοιπόν ανίκανος για οτιδήποτε άλλο, είχε αναλάβει τη μοναδική δουλειά στην οποία έδειχνε κάποια κλίση. Τη δοκιμή κρασιού. Η Παφύλια γέλασε με την ψυχή της όταν της είπε αυτά τα νέα και χάρηκε που δύο από τις χειρότερες εκφάνσεις του εαυτού του, ο αθεράπευτος ερωτύλος και ο αμετανόητος μέθυσος, είχαν εξασφαλίσει για τον πρώην πρίγκιπα ένα μέλλον. Φαινόταν ευτυχισμένος και παρά τις διαφορές τους, την είχε αγκαλιάσει με ειλικρινή τρυφερότητα όταν την αποχαιρέτησε εκείνη την ημέρα.

Ενθυμούμενη αυτήν την αλλαγή η Παφύλια κατευθυνόταν εκείνη την ημέρα, την τελευταία της στη Ραμίνα, προς την αγορά και στον πάγκο όπου πουλούσε τα προϊόντα της η νέα οικογένεια του άντρα με τον οποίον είχαν περάσει τόσα μαζί. Τον βρήκε να ακούει κατσάδες από έναν ευτραφή πενηντάρη με πλούσια γκρίζα χαίτη και γενειάδα, που υπέθεσε ότι ήταν ο πεθερός του. Έμεινε για λίγο κρυμμένη απολαμβάνοντας το θέαμα του

Page 338: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

338

Σίκαταρ να ακούει τα εξ αμάξης και να μην τολμάει να αντιμιλήσει. Η πείνα, η δίψα και ο παρ' ολίγον θάνατος σε κάποια ερημιά, είχαν αλλάξει το νεαρό Ιβίρφιντ, όπως θα άλλαζαν και οποιονδήποτε άλλον στη θέση του, άνθρωπο ή μέλος της εξαφανισμένης φυλής της Παφύλια. Όταν εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από το δυνάστη του τότε τον πλησίασε διακριτικά, προσπαθώντας να αποφύγει τα βλέμματα των μελών της οικογενείας του, φοβούμενη μήπως του προκαλούσε και άλλα προβλήματα. Όταν τον άγγιξε στον ώμο και γύρισε να την κοιτάξει, φάνηκε πολύ ενθουσιασμένος που την ξανάβλεπε. Η Παφύλια υπέθεσε ότι στις καθημερινές δυσκολίες, ένας παλιός γνωστός αποτελεί συνήθως ανακούφιση για οποιονδήποτε.

«Επιτέλους αποφάσισες να βγεις από το παλάτι; Πρέπει να καλοπερνάς εκεί μέσα για να μην έρχεσαι ποτέ στην πόλη».

«Δεν είναι αυτό. Απλά ήμουν πολύ απασχολημένη με την εκπαίδευσή μου και έτσι δεν είχα χρόνο να σε επισκεφθώ. Σήμερα όμως έπρεπε να σε δω οπωσδήποτε».

«Γιατί τι συνέβη;» «Τίποτα μην ανησυχείς. Απλά ήρθε η ώρα να φύγω. Θα

ξεκινήσω ένα δύσκολο ταξίδι και δεν ξέρω αν θα ξαναγυρίσω ποτέ. Δεν μπορώ να προβλέψω καθόλου τι κρύβει το μέλλον για μένα».

«Ώστε θα πας να τον βρεις έτσι; Δε σου ξεκόλλησε αυτή η ιδέα από το μυαλό;» Η Παφύλια τον κοίταξε με ένα βλέμμα που του ξεκαθάριζε, ότι η ιδέα βρισκόταν ακόμα βαθιά ριζωμένη μέσα της.

«Δε θα ήταν πιο εύκολο να τον περιμένεις να γυρίσει; Κάποια στιγμή θα βαρεθεί τον πόλεμο και τότε σίγουρα θα σε αναζητήσει. Φαντάσου την έκπληξή του όταν θα επέστρεφε στην πρωτεύουσα του βασιλείου του και θα εμφανιζόσουν ξαφνικά μπροστά του».

«Οι άντρες δε γυρίζουν πάντα ζωντανοί από τον πόλεμο. Ακόμα και εκείνοι που εξολοθρεύουν ολομόναχοι μια στρατιά από τέρατα, για ένα λαό που μετά δεν τους λέει ούτε ευχαριστώ».

Page 339: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

339

«Ο λαός αυτός πλήρωσε για τα ανομήματά του και με το παραπάνω. Υπάρχουν βράδια που είμαι ξαπλωμένος και αναρωτιέμαι γιατί εγώ επέζησα. Σίγουρα υπήρχαν άλλοι πολύ πιο άξιοι. Δεν ξέρω αν έχουν νόημα τέτοιες σκέψεις». Η Παφύλια έμεινε σιωπηλή σε αυτά τα λόγια. Δεν είχε να δώσει κάποια απάντηση και άλλωστε τη βασάνιζαν και την ίδια πολλά ερωτήματα για το λαό της και τον αφανισμό του, που θα έμεναν για πάντα αναπάντητα. «Πάντως καλά που ήρθες σήμερα, γιατί και εγώ αύριο φεύγω από τη Ραμίνα. Θα πάμε στο κτήμα του χοντρού εκεί πίσω για το μάζεμα του σταφυλιού και τον τρύγο. Του εξήγησα ότι εγώ σαν δοκιμαστής δεν έχω καμία δουλειά με τις εργασίες αυτές, αλλά αρνείται να με αφήσει μόνο μου στην πόλη και η αρραβωνιαστικιά μου συμφωνεί μαζί του. Μάλλον δε με εμπιστεύονται και πάρα πολύ». Η Παφύλια του χαμογέλασε και τον αποχαιρέτισε για να γυρίσει πίσω στο παλάτι. Είχε κάνει μόλις μερικά βήματα όταν τη φώναξε.

«Παφύλια! Σε ευχαριστώ για όλα. Αν δεν ήσουν εσύ δε θα είχα τολμήσει ποτέ να κάνω αυτό το ταξίδι στον κόσμο της επιφάνειας. Σου χρωστάω τη ζωή μου». Η κοπέλα γύρισε στο παλάτι και στις ετοιμασίες της με ανανεωμένη αισιοδοξία εκείνο το μεσημέρι. Αν ένας κακομαθημένος ευγενής Ιβίρφιντ είχε διδαχτεί λίγη ταπεινοφροσύνη και ευγένεια, τότε ίσως υπήρχε ελπίδα για αυτόν τον κόσμο.

Η μέρα της αναχώρησης ξημέρωσε και οι τρεις ταξιδιώτες καβάλησαν τα άλογά τους, τα οποία συνοδεύονταν από άλλα τρία υποζύγια για μεταφορά προμηθειών. Το δίδυμο Τσβεριντέ-Παφύλια συμπλήρωνε ο Σκρίτου, ένας Σαλούβιαρ στρατιώτης που έμοιαζε με αρκούδα, όχι μόνο επειδή ήταν θεόρατος και αφύσικα τριχωτός, αλλά και επειδή αντί να μιλάει αρεσκόταν στο να μουγκρίζει, ελαχιστοποιώντας έτσι τις πιθανότητες για συζήτηση μαζί του. Πέρα όμως από τον όχι και τόσο γοητευτικό χαρακτήρα του, ο Σάντιακ την είχε διαβεβαιώσει ότι ήταν ένας εξαιρετικά σκληροτράχηλος πολεμιστής και ιχνηλάτης, ικανός να

Page 340: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

340

αντιμετωπίσει όποια δυσκολία συναντούσαν στην πορεία τους. Η Παφύλια έσφιξε γεμάτη ευγνωμοσύνη το χέρι του Σάντιακ.

«Σε ευχαριστώ για όλα. Δε θα περίμενα ποτέ τόση καλοσύνη από έναν ξένο».

«Μη με ευχαριστείς. Φροντίζοντας εσένα φροντίζω ταυτόχρονα και για το φίλο μου. Θα χαρεί πολύ όταν σε δει». Αφήνοντας το χέρι της Παφύλια στράφηκε στη συνοδό της η οποία ήδη είχε ανέβει στο άλογό της.

«Τσβεριντέ βιάσου να γυρίσεις πίσω! Οι νεοσύλλεκτοι έχουν ανάγκη από τη δασκάλα τους». Η Τσβεριντέ γύρισε και κοίταξε τον Σάντιακ με ένα αχνό χαμόγελο. «Μόνο οι νεοσύλλεκτοι με έχουν ανάγκη; Γνωρίζω ότι είναι και μερικοί πιο έμπειροι που μπορούν να μάθουν ακόμα μερικά κόλπα από έμενα». Η Παφύλια είδε τον Σάντιακ να γίνεται κατακόκκινος και είχε την υποψία ότι η Τσβεριντέ δεν εννοούσε πολεμικά κόλπα. Καθώς όμως η έμπειρη πολεμίστρια ήταν τάφος όταν επρόκειτο για τα προσωπικά της, αμφέβαλλε ότι θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια. Ο Σκρίτου κάτι μούγκρισε και η Τσβεριντέ που είχε αναλάβει χρέη διερμηνέα, πληροφόρησε την Παφύλια πως έπρεπε να ξεκινήσουν. Η Παφύλια ένιωσε μέσα της να αντιπαλεύουν ο ενθουσιασμός για το νέο αυτό ταξίδι, που ίσως την οδηγούσε σε αυτό που επιθυμούσε πιο πολύ και τη λύπη της που έφευγε από την πανέμορφη Ραμίνα, ενώ ταυτόχρονα αποχωριζόταν για πάντα τον τελευταίο σύνδεσμο που είχε με την προηγούμενη ζωή της, τον Σίκαταρ. Ζούσε πλέον στον κόσμο των ανθρώπων, με συντρόφους ανθρώπους και ανθρώπινες αδυναμίες. Αποστερημένη από την επικοινωνία με τη φύση, ήταν και αυτή απλά ένας άνθρωπος. Αυτό που της έκανε τρομερή εντύπωση, ήταν ότι αυτό δεν τη στενοχωρούσε τόσο πλέον, αλλά αντίθετα την έκανε να αισθάνεται όμορφα. Η ζωή στην επιφάνεια δεν ήταν τόσο άσχημη και δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι του επάνω κόσμου πυρομανείς, όπως τους παρουσίαζαν οι δικοί της. Έκανε μια σιωπηλή προσευχή προς τη φύση και ας ήξερε ότι η Μεγάλη

Page 341: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

341

Μητέρα είχε γυρίσει την πλάτη σε αυτήν και τους ομοίους της. Οι ελπίδες της είχαν ανάγκη από ένα στήριγμα.

Ο Σάντιακ άφησε την πύλη της πόλης όπου είχε αποχαιρετίσει τη συντροφιά των τριών και παρακάμπτοντας το κέντρο της πόλης, όπου υπήρχε η συνηθισμένη συμφόρηση, κατευθύνθηκε μέσω κάποιων λιγότερο χρησιμοποιημένων δρόμων προς το παλάτι. Είχε αρχίσει να μαθαίνει καλά την πόλη του ανακαλύπτοντας καθημερινά ομορφιές που δεν ήταν τόσο φανερές, όσο ο ιππόδρομος ή τα αλλά μεγαλοπρεπή κτίρια. Ομορφιές καλά κρυμμένες που περίμεναν να τις ανακαλύψει ο επίμονος αναζητητής, που δεν του αρκούσε μια πρώτη επιφανειακή ματιά στη γεμάτη μυστικά πόλη. Αριθμούσε με το νου του τις δουλειές της ημέρας και τις έβαζε σε μια σειρά ανάλογα με τη σημασία τους και το χρόνο που είχε στη διάθεσή του για να τις ολοκληρώσει. Ήταν ικανός στη διευθέτηση των γραφειοκρατικών ζητημάτων. Χρησιμοποιούσε σύστημα και μέθοδο και έφερνε συνήθως τα καθήκοντά του εις πέρας εγκαίρως. Ήταν άλλη μια διαφορά ανάμεσα σε εκείνον και τον Μπέριντεμ, που υπέφερε πάνω από τα χαρτιά με την πένα στο χέρι. Ήταν όμως η πιο ασήμαντη διαφορά, αφού άλλες εντονότερες είχαν σταθεί εμπόδιο στη φιλία τους. Εδίωξε τη στενοχώρια που συνόδευε αυτές τις σκέψεις και επικεντρώθηκε και πάλι στα καθήκοντά του. Πίστευε ότι μόλις θα έφτανε στο παλάτι, θα είχε όλη τη μέρα μπροστά του να ασχοληθεί με διάφορα επείγοντα θέματα. Ειδικά αφού η Παφύλια είχε ξεκινήσει για την Πελνυέρα και είχε πλέον ένα άγχος λιγότερο. Όταν έφτασε όμως στο παλάτι ανακάλυψε το λάθος του, αφού στην είσοδο τον περίμενε ο διοικητής της παλατιανής φρουράς γεμάτος ανησυχία.

«Προέκυψε κάτι πολύ σημαντικό» είπε στον Σάντιακ. Εκείνος κοίταξε γύρω του τον κόσμο που πηγαινοερχόταν, καθώς το παλάτι έσφυζε μονίμως από ζωή.

«Πάμε στο γραφείο μου. Εδώ ο χώρος δεν είναι ο κατάλληλος». Κατευθύνθηκαν βιαστικά στο χώρο εργασίας του

Page 342: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

342

Σάντιακ και εκεί έκλεισε ερμητικά την πόρτα και στράφηκε προς το διοικητή της φρουράς. Πριν ο άντρας αρχίσει να μιλάει είχε ήδη προσέξει μια αναστάτωση στο γραφείο του, που δεν οφειλόταν στον ίδιο. Κάποια έγγραφα βρίσκονταν ακόμα και στο πάτωμα. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι θα του έλεγε ο υφιστάμενός του.

«Λοιπόν;» «Ένας από τους υπηρέτες του παλατιού συνελήφθη σε αυτό

το δωμάτιο. Οι φρουροί ανέφεραν ότι έψαχνε τα έγραφα που βρίσκονταν στο γραφείο σας, αλλά τον αντελήφθησαν εγκαίρως και τον συνέλαβαν, υστέρα από σύντομη πάλη στην οποία οφείλεται και η ακαταστασία που βλέπετε. Πιθανολογούμε ότι είναι κατάσκοπος των Ούρμπιλαχ, αλλά ακόμα δεν έχουμε κάποια βάσιμα στοιχεία για αυτήν την κατηγορία. Ανακρίνεται αυτή τη στιγμή και πιστεύω πως θα μπορώ να σας πω περισσότερα σύντομα».

«Εντάξει πήγαινε και μόλις έχεις νέα ενημέρωσέ με αμέσως». Μόλις ο Σάντιακ έμεινε μόνος του άρχισε να εξετάζει ένα-ένα τα έγγραφα που είχε στο γραφείο του. Δε θα ήταν ποτέ τόσο απρόσεκτος ώστε να αφήσει κάποιο απόρρητο έγγραφο σε κοινή θέα. Όλα τα χαρτιά που ήταν αφημένα στο γραφείο του αφορούσαν απλά καθημερινά θέματα, που δε θα χρησίμευαν καθόλου σε έναν κατάσκοπο. Για να είναι σίγουρος όμως κοίταξε προσεκτικά όλο το υλικό που είχε αφήσει ξεκλείδωτο, όταν έφυγε το πρωί για την πύλη. Όπως θυμόταν δεν υπήρχε τίποτα μεγάλης σημασίας. Ύστερα έλεγξε τη μυστική κρύπτη στον τοίχο όπου φυλούσε τα απόρρητα έγγραφα, στρατιωτικού κυρίως περιεχομένου. Δεν είχε παραβιαστεί. Κατά τα φαινόμενα λοιπόν ο κατάσκοπος είχε κάνει μια τρύπα στο νερό και είχε συλληφθεί για ένα σκοπό χαμένο. Το ερώτημα όμως παρέμενε, τι ακριβώς έψαχνε. Θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το τέλος της ανάκρισης για να μάθει, ενώ στο μυαλό του γεννιόντουσαν αναρίθμητα σενάρια και η ανησυχία του αυξανόταν.

Page 343: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

343

Όταν τελικά παρουσιάστηκε ο διοικητής της φρουράς για να του αναφέρει, τότε η αλήθεια ήταν κάτι που ούτε καν του είχε περάσει από το μυαλό.

«Ο συλληφθείς μας αποκάλυψε τα πάντα. Δουλεύει για τους Ούρμπιλαχ. Τον πλήρωναν εδώ και καιρό για να τους δίνει χρήσιμες πληροφορίες. Δεν είχε καταφέρει να μάθει κάτι σημαντικό, μέχρι που άκουσε πως η φιλοξενούμενή σας θα ξεκινούσε για κάποιο ταξίδι. Όταν το ανέφερε αυτό στους Ούρμπιλαχ, φάνηκαν να δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θέλησαν να μάθουν περισσότερα. Ο σκοπός της διάρρηξης του γραφείου σας ήταν λοιπόν, να βρει πληροφορίες για τον προορισμό της. Ξέρει το όνομά της και ότι τη συνδέει προσωπικός δεσμός με τον Αυτοκράτορα». Ο Σάντιακ χλόμιασε ακούγοντας αυτά τα νέα.

«Αυτό είναι αδύνατον. Η σχέση της με τον Αυτοκράτορα ήταν γνωστή μόνο σε εμένα και σε άλλο ένα άτομο απολύτου εμπιστοσύνης. Πώς είναι δυνατόν να το ξέρει ο κατάσκοπος αυτό;»

«Δεν το ανακάλυψε μόνος του. Τον πληροφόρησαν οι Ούρμπιλαχ σχετικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον πίεσαν να κάνει τα αδύνατα δυνατά, ώστε να μάθει τον προορισμό της κοπέλας και να τους τον αποκαλύψει. Όμως δεν κατάφερε να μάθει τίποτα. Πάνω στην απελπισία του διέρρηξε το γραφείο σας, ελπίζοντας να βρει απαντήσεις και τότε ήταν που συνελήφθη».

«Έδωσε τα ονόματα των Ούρμπιλαχ που ήρθαν σε επαφή μαζί του ή τουλάχιστον σας είπε πού τους συναντούσε για να τους δώσει τις πληροφορίες;»

«Ονόματα είπε ότι δε γνώριζε και τον πιστεύω, γιατί δε θα μπορούσε ποτέ να αντέξει τις τεχνικές που χρησιμοποιήσαμε, για να τον πείσουμε να μιλήσει. Επιμείναμε πολύ σε αυτό, αλλά ορκίστηκε ότι δε γνώριζε ονόματα. Οι συναντήσεις γίνονταν σε ένα καπηλειό πίσω από τον ιππόδρομο».

«Θέλω να μιλήσω και εγώ στον αιχμάλωτο. Πάμε στο ανακριτήριο».

Page 344: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

344

«Πολύ φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατον. Ο κρατούμενος δεν επιβίωσε από την ανάκριση. Πιστέψτε με, ό,τι είχε να πει το είπε. Δε θα μπορούσε να μας κρύψει κάτι».

«Κάλεσε έναν αγγελιοφόρο να έρθει στο γραφείο μου. Θα τον στείλω κάπου με ένα μήνυμα. Εσύ μην πεις σε κανέναν τίποτα από όσα συζητήσαμε. Ειδικά για το όνομα της κοπέλας και τη σχέση της με τον Αυτοκράτορα». Ο διοικητής της φρουράς έκλινε την κεφαλή και αποχώρησε από το γραφείο. Μετά από λίγη ώρα ένας αγγελιοφόρος έφευγε από μια από τις λιγότερο πολυσύχναστες πύλες της Ραμίνα, με αποστολή να προλάβει την Παφύλια στο δρόμο για την Πελνυέρα και να της δώσει το μήνυμα ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω, διότι η ζωή της κινδύνευε. Είχε λάβει οδηγίες να μην αναφέρει σε κανέναν την αποστολή του ή τον προορισμό του και επίσης να πιέσει το άλογο του στα άκρα μέχρι να τους προλάβει. Ο Σάντιακ ήταν αισιόδοξος ότι δε θα αργούσε να τους εντοπίσει, αφού είχε περάσει λίγη ώρα από την αναχώρησή τους. Παράλληλα μια ομάδα στρατιωτών με επικεφαλής τον ίδιο τον Σάντιακ, εισέβαλλε σε ένα καπηλειό πίσω από τον ιππόδρομο, όπου συνελήφθησαν όλοι οι παρόντες Ούρμπιλαχ για ανάκριση. Ο ιδιοκτήτης ήταν ένας γέροντας Ούρμπιλαχ, ο οποίος κατά την εισβολή των Σαλούβιαρ ήταν και ο μόνος ο οποίος παρέμεινε εντελώς ατάραχος. Έδινε την εντύπωση ότι περίμενε την άφιξή τους. Αυτό τράβηξε την προσοχή του Σάντιακ, που τον πλησίασε και τον ζύγισε με το βλέμμα.

Ο γέροντας τον κοίταξε υποτιμητικά και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. «Άργησες Σαλούβιαρ. Τα ξέρουμε όλα για την πόρνη του ψευτο-αυτοκράτορά σας. Μπορεί να μη μάθαμε πού πηγαίνει, αλλά την εντοπίσαμε και έχουμε ανθρώπους που την ακολουθούν. Σύντομα θα την έχουμε στα χέρια μας και τότε ο αρχηγός σας θα χορεύει στο ρυθμό που θα του υποδείξουμε εμείς. Νομίζατε ότι είχαμε τελειώσει έτσι δεν είναι; Άσε τον να ρίχνει τα κάστρα το ένα μετά το άλλο, με τις αφύσικες δυνάμεις του. Όταν δει την κουκλίτσα του με ένα μαχαίρι να ακουμπάει το όμορφο λαιμουδάκι της, τότε θα του

Page 345: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

345

φύγει η σκληράδα και όλες οι μάχες που δώσατε θα αποδειχτούν μάταιες». Ο Σάντιακ είχε καταλάβει πως αυτός θα ήταν ο σκοπός τους. Όμως ήθελε να σιγουρευτεί ότι η Τσβεριντέ, την οποία είχε εμπιστευτεί απολύτως, δεν τον είχε προδώσει. Έπρεπε λοιπόν να μάθει κάτι ακόμα από το γέροντα.

«Πώς τα μάθατε όλα αυτά;» Ο γέροντας γέλασε δυνατά αυτή τη φορά, δείχνοντας να απολαμβάνει πραγματικά την αμηχανία του εχθρού του. Έκανε πως σκεφτόταν την απάντηση, μόνο και μόνο για να παρατείνει την αγωνία και τον εκνευρισμό του ανακριτή του. Η απάντηση που έδωσε ήταν τόσο απρόσμενη όσο και ειρωνική.

«Είχαμε πληρώσει τον υπηρέτη εδώ και καιρό, αλλά αυτός ο άχρηστος δεν είχε καταφέρει να μάθει τίποτα. Και πάνω που λέγαμε να τον βγάλουμε από τη μέση και να ψάξουμε για άλλη πηγή πληροφοριών, τότε πετύχαμε διάνα. Ένας αφελής νεαρός, γαμπρός ενός οινοπαραγωγού, έπιανε κάθε μέρα την κουβέντα με τον κόσμο της αγοράς και μιλούσε για χαμένες πολιτείες κάτω από τη γη και για τις περιπέτειες που έζησε με τη νεαρή σύντροφό του, μέχρι να φτάσουν στη Ραμίνα. Ο κόσμος γελούσε με τις ιστορίες του και τις θεωρούσε απλά παραμύθια. Εμείς όμως ακούγαμε προσεκτικά και κρατήσαμε ό,τι μας ενδιέφερε. Η κοπέλα ήρθε εδώ να βρει το βασιλιά της. Σύμφωνα με τις ιστορίες του νεαρού, ο αρχηγός σας πολέμησε με ολόκληρες στρατιές τεράτων για χάρη της. Το ένα δέκατο να είναι αλήθεια από αυτά που έλεγε, όλα δείχνουν πως έχουμε ένα μεγάλο έρωτα στα χέρια μας. Πώς θα νιώσει λοιπόν όταν τη δει δεμένη πισθάγκωνα και πεσμένη στα γόνατα, να ικετεύει για τη ζωή της;» Ο Ούρμπιλαχ ξέσπασε σε γέλια νιώθοντας πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Τα γέλια του κόπηκαν όταν ο Σάντιακ τον χτύπησε με λύσσα στο πρόσωπο. Η γροθιά του έσπασε τη μύτη και τον έστειλε αιμόφυρτο στο πάτωμα. Ο Σάντιακ δε σκέφτηκε καθόλου τα χρόνια του γέροντα ύστερα από το κακό που είχε σχεδιάσει και ενώ βρισκόταν στο πάτωμα τον αντάμειψε για τις πληροφορίες του με μια κλωτσιά.

Page 346: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

346

Οι στρατιώτες τον πήραν σηκωτό από το πανδοχείο, για να τον μεταφέρουν στη νέα του κατοικία, κάποιο υγρό και ανήλιαγο μπουντρούμι. Παρόλο που είχε σταματήσει να γελάει, δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι φόβου ή μετάνοιας και ας ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα πέθαινε. Κοίταξε τον Σάντιακ αγέρωχα πριν παρασυρθεί από τους στρατιώτες έξω από την πόρτα. Ο διοικητής της πόλης έμεινε ολομόναχος στο άδειο καπηλειό. Πεσμένες καρέκλες, αναποδογυρισμένα τραπέζια και χυμένο κρασί, μαρτυρούσαν τα γεγονότα που είχαν εκτυλιχθεί πριν από λίγη ώρα. Εκείνος καθόταν θλιμμένος πολεμώντας με τις σκέψεις του. Η πρώτη του παρόρμηση ήταν να εξαπολύσει μια γενική επίθεση των στρατιωτών του, εναντίον των Ούρμπιλαχ που ζούσαν ακόμα στη Ραμίνα. Μετά από λίγο όμως μετάνιωσε και ντράπηκε για αυτές του τις σκέψεις. Το γεγονός ότι μερικοί Ούρμπιλαχ ακόμα πολεμούσαν, δε σήμαινε ότι έπρεπε να τιμωρηθεί και ο άμαχος πληθυσμός. Αυτό θα αντίβαινε στις αρχές του και είχε αποφασίσει ότι δε θα έκανε τα ίδια λάθη που είχε κάνει ο Μπέριντεμ.

Θα έκανε υπομονή να μάθει τα αποτελέσματα της ανάκρισης των συνδαιτυμόνων του καπηλειού και του γέροντα ιδιοκτήτη. Συνήθως τα βασανιστήρια ήταν αρκετά για να λύσουν τη γλώσσα κάποιου. Πολλές φορές δε χρειάζονταν ούτε καν αυτά. Μια απλή παρουσίαση των βασανιστικών οργάνων, συνήθως αρκούσε για να αρχίσει ο ανακριθείς να απαντάει στις ερωτήσεις. Θα μάθαινε πού ακριβώς μέσα στην πόλη θα έπρεπε να στοχεύσει και θα άφηνε τους υπόλοιπους φιλήσυχους Ούρμπιλαχ στην ησυχία τους. Ο αγγελιοφόρος του θα προλάβαινε την Παφύλια και θα την ειδοποιούσε να γυρίσει στην ασφάλεια του παλατιού. Όλα θα έβαιναν καλώς. Έτσι έλεγε στον εαυτό του, προσπαθώντας να αγνοήσει τη μικρή φωνή ανησυχίας, που του ψιθύριζε στο πίσω μέρος του μυαλού του.

Ο αγγελιοφόρος έφυγε σαν κεραυνός και είχε ήδη διασχίσει αρκετή απόσταση, έχοντας χάσει πλέον τα τείχη της Ραμίνα από το οπτικό του πεδίο. Ήξερε ότι δε θα είχε την ευκαιρία να

Page 347: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

347

ξεκουραστεί μέχρι να βρει την ομάδα των τριών και να δώσει το μήνυμά του. Δεν είχε καμία ανησυχία για την επιτυχία της αποστολής του. Τον χώριζε μικρό χρονικό διάστημα από τους προηγηθέντες ταξιδιώτες και γνώριζε ότι με το φορτίο που κουβαλούσαν, θα ταξίδευαν με πολύ μικρότερη ταχύτητα από εκείνον. Είχε λοιπόν συγκεντρώσει το βλέμμα του εμπρός και κάλπαζε απολαμβάνοντας την υπερδιέγερση της ταχύτητας. Όλα είχαν γίνει πολύ βιαστικά. Ο διοικητής της παλατιανής φρουράς άρπαξε τον πρώτο αγγελιαφόρο που βρήκε μπροστά του και τον ενημέρωσε με λίγες και κοφτές κουβέντες για την αποστολή του. Ο αγγελιοφόρος έσπευσε στο γραφείο του Σάντιακ και παρέλαβε το χαρτί με τη σφραγίδα του διοικητή της Ραμίνα, το οποίο θα αποδείκνυε στην Παφύλια πως ήταν όντως δικός του απεσταλμένος. Κανείς δε σκέφτηκε να του πει πως αφού υπήρχαν κάποιοι συνωμότες μέσα στην πόλη, μπορεί να παρακολουθούσαν τις κινήσεις των αγγελιοφόρων, κάτι που σήμαινε ότι θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Μπορεί ακόμα και αν του το είχαν πει να μην προκαλούσε καμία μεταβολή στην εξέλιξη των γεγονότων. Ούτως ή άλλως οι αγγελιοφόροι αποτελούν συχνά στόχο και το ξέρουν και οι ίδιοι καλύτερα από όλους.

Όταν όμως πέφτεις από το άλογό σου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σπάζοντας την κλείδα σου και μερικά πλευρά, η έκπληξη είναι αναπόφευκτα ένα από τα συναισθήματα που νιώθεις, ακολουθούμενη από αφόρητο πόνο. Δεν είδε από πού εκσφενδονίστηκαν οι δύο δεμένες μεταξύ τους μπάλες, που στριφογυρίζοντας στον αέρα πέτυχαν τα μπροστινά πόδια του αλόγου, μπλέκοντάς τα και στέλνοντας αυτό και τον αναβάτη του στο έδαφος με καταστροφικά και για τους δύο αποτελέσματα. Με τη γεύση χώματος και αίματος ανάμεικτη στο στόμα του, καθόταν ξαπλωμένος βογκώντας κάτω από τον καυτό ήλιο. Οι ακτίνες του τον τύφλωναν και έτσι αντιλήφθηκε την παρουσία κάποιων αντρών με την ακοή και όχι με την όραση. Όταν στάθηκαν από πάνω του, το ύφος τους πρόδιδε τις άγριες διαθέσεις τους. Προσπάθησε να πιάσει το σπαθί του

Page 348: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

348

παραιτούμενος αμέσως, αφού ο πόνος ήταν αφόρητος σε όλο του το κορμί. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε στο ελάχιστο. Πλέον μπορούσε να δει καλά τους τρεις άντρες που στέκονταν από πάνω του. Και κατάλαβε και το λάθος του. Ήταν δύο άντρες και μια γυναίκα. Ήταν μελαχρινή και ψιλόλιγνη και τα μακριά της μαλλιά ήταν πιασμένα σε κοτσίδα που έφτανε μέχρι τη μέση της. Το πρόσωπό της θα μπορούσε να είναι κάποιου αριστοτεχνικά σμιλευμένου αγάλματος, αφού η παγωμένη έκφρασή της δεν πρόδιδε το παραμικρό συναίσθημα.

Ο ένας από τους δύο άντρες, ο πιο γεροδεμένος, ήταν καραφλός με αραιωμένα δόντια και αξύριστο πηγούνι. Ο όγκος του ήταν πραγματικά εκφοβιστικός, με τους μύες του να πετάγονται καθώς ανοιγόκλεινε ανυπόμονα τις γροθιές του. Ο αγγελιοφόρος δεν ήθελε να ξέρει για τι πράγμα ανυπομονούσε τόσο, καθώς ο γίγαντας τον παρατηρούσε με ένα αποχαυνωμένο χαμόγελο, με ένα ρυάκι σάλιου να σχηματίζεται στην άκρη του στόματός του. Ο τρίτος της παρέας δεν είχε την απειλητική κορμοστασιά του συντρόφου του, αλλά το βλέμμα του θα μπορούσε να παγώσει κάποιον εκεί που στεκόταν. Χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση, όλη του η παρουσία εξέπεμπε μια σιωπηλή απειλή. Το βλέμμα του μετέδιδε ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Όποιος βρισκόταν στο δρόμο του θα το μετάνιωνε πικρά. Ήταν αδύνατος με λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου και ντελικάτες, μετρημένες κινήσεις. Έψαχνε το σακίδιο του αγγελιοφόρου που βρισκόταν πεταμένο λίγο πιο πέρα από τον ίδιο. Βρήκε σύντομα το τυλιγμένο χαρτί, το άνοιξε και του έριξε μια σύντομη ματιά. Ικανοποιημένος αφού είχε βρει αυτό που αναζητούσε, το έκρυψε σε μια από τις πτυχές της στολής του, με σκοπό να το κάψει αργότερα.

«Αυτό το μήνυμα αποδεικνύει ότι ξέρουν τα πάντα. Ο υπηρέτης λογικά απέτυχε και μόλις τον ζόρισαν λίγο τα ξέρασε όλα» είπε στη γυναίκα στη γλώσσα των Ούρμπιλαχ. Εκείνη τον κοίταξε με το ίδιο ανέκφραστο ύφος, σαν απλά να της είχε σχολιάσει τον καιρό.

Page 349: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

349

«Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε στην πόλη. Θα μας περιμένουν. Επίσης ο γέρος μάλλον θα έχει συλληφθεί».

«Ήξερε το ρίσκο» απάντησε εκείνος αδυνατώντας να νιώσει συμπόνια. «Όλοι το τομάρι μας παίζουμε σε αυτήν την υπόθεση και ξέρουμε ότι ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε γωνιά. Ο γέρος δε με ανησυχεί. Θα αντέξει πιο πολύ από όλους. Οι άλλοι όμως θα μιλήσουν και ανάλογα με το πόσα ξέρει ο καθένας, θα γίνει και μεγαλύτερη ζημιά».

«Δε θα προλάβει να γίνει καμία ζημιά αν δράσουμε εγκαίρως και απαγάγουμε την κοπέλα. Εξαρτάται από εμάς τους τρεις πλέον και την ταχύτητα με την οποία θα κινηθούμε» απάντησε η γυναίκα αυστηρά.

«Έχεις δίκιο. Ας τελειώνουμε λοιπόν από εδώ αφού έχουμε ταξίδι μπροστά μας. Λιέοντιχ βγάλε αυτόν τον κακομοίρη από τη μιζέρια του» είπε στο μυώδη συνεργάτη του. Ο αγγελιοφόρος δε γνώριζε τη γλώσσα των εχθρών του, αλλά το νεύμα που έκανε ο άντρας με το κεφάλι του, έδειχνε ξεκάθαρα εκείνον και οι φόβοι του επαληθεύθηκαν, όταν ο Λιέοντιχ πλησίασε ρίχνοντας τη σκιά του δυσοίωνα πάνω στο τσακισμένο του σώμα. Ο αγγελιοφόρος ήταν υπερήφανος άντρας, όπως οι περισσότεροι Σαλούβιαρ στρατιώτες. Ορκίστηκε πως δε θα ουρλιάξει. Όταν όμως τα δύο μυώδη χέρια έπιασαν το κεφάλι του και άρχισαν να το στρίβουν προς τα αριστερά, αργά και βασανιστικά, ο πόνος που τον ταλάνιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή του φάνηκε αστείος. Ένιωθε τον αυχένα του να σπάει κομμάτι-κομμάτι και το κεφάλι του να αποκολλάται από το υπόλοιπο σώμα.

Τα ουρλιαχτά απόγνωσης και πόνου γέμισαν την ερημιά, ενώ οι δύο θεατές απολάμβαναν το μακάβριο θέαμα με μια πρωτοφανή, για τέτοια σκηνή, απάθεια. Ο Λιέοντιχ δε βιάστηκε, επιθυμώντας να κρατήσει το θύμα του ζωντανό όσο περισσότερο γινόταν, ώστε να μη γλιτώσει ούτε μια στιγμή του μαρτυρίου. Το σώμα του τσακισμένου καβαλάρη σπαρταρούσε από την αγωνία, ενώ τα ούρα που ξέφευγαν ανεξέλεγκτα από την κύστη του, λέρωναν τα ρούχα του και πότιζαν το καυτό χώμα. Στο τέλος

Page 350: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

350

λυτρώνοντας τον ετοιμοθάνατο, τράβηξε απότομα το κεφάλι και αυτό ξεκόλλησε με έναν ανατριχιαστικό ήχο πιτσιλώντας τον με άφθονο αίμα, το οποίο έγλυψε από τα χέρια του με απόλαυση. Ύστερα άνοιξε το σακίδιό του και παραέχωσε μέσα το κεφάλι, σαν ενθύμιο για αυτήν την ευχάριστη ημέρα. Καβάλησαν τα άλογά τους και χάθηκαν μέσα στη σκόνη. Τρεις ανύποπτοι κυνηγημένοι, τρεις διώκτες. Ένα θανατηφόρο παιχνίδι κυνηγιού είχε μόλις ξεκινήσει.

Page 351: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

351

17 Το βράδυ εκείνης της ημέρας ύστερα από εξαντλητική

πορεία ωρών, αποφάσισαν να σταματήσουν στην πλησιέστερη πόλη. Το ταξίδι τους αν και ήταν κουραστικό, δεν του έλειπε το ενδιαφέρον. Ταξίδευαν σε μια χώρα που άλλαζε και αυτή η μεταβατική περίοδος σε άλλες περιπτώσεις τους τρόμαζε και τους έθλιβε και σε άλλες τους γέμιζε χαρά. Χονδρικά ακολουθούσαν την ίδια πορεία που είχε ακολουθήσει ο στρατός του Μπέριντεμ και έτσι έβλεπαν τα αποτελέσματα του περάσματός του. Από τη μια καταστραμμένες πόλεις, τραυματίες πολέμου σε ατέλειωτες σειρές φορείων, παραπεταμένοι όπου υπήρχε χώρος, τεράστιοι ομαδικοί τάφοι και από την άλλη η προσπάθεια της ανοικοδόμησης που είχε ήδη ξεκινήσει, Σαλούβιαρ και άλλοι λαοί ενωμένοι με ελπίδα στα πρόσωπά τους να εργάζονται ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο, από το πικρό παρελθόν που πρόσφατα τους είχε αποχαιρετίσει για πάντα. Σποραδικά έβλεπαν και κάποια φρουρά στρατιωτών που είχε αφήσει πίσω του ο Μπέριντεμ, για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα, αλλά οι στρατιώτες ήταν πολύ απασχολημένοι για να ασχοληθούν μαζί τους, αφού ο κάθε πολίτης πήγαινε σε αυτούς για να του λύσουν το οποιοδήποτε πρόβλημα, με τα κυριότερα να είναι η στέγη και η τροφή. Η Τσβεριντέ και η Παφύλια αποφάσισαν ότι δεν είχε νόημα να μιλήσουν σε κανένα στρατιώτη. Μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι οι τρεις τους.

Σταμάτησαν σε ένα πανδοχείο που φαινόταν να είναι το λιγότερο, επηρεασμένο από τον πόλεμο, κτίριο της πόλης και οι δύο γυναίκες μπήκαν μέσα για να κανονίσουν για τη διανυκτέρευση και το βραδινό, ενώ ο Σκρίτου οδήγησε σιωπηλός τα άλογα στον παρακείμενο στάβλο. Το δείπνο τους ήταν φτωχικό και το κρασί με το οποίο το συνόδευσαν αρκετά ξινό. Όμως με μερικές γουλιές από το κόκκινο υγρό η διάθεσή τους βελτιώθηκε αισθητά και ένιωσαν τους ώμους τους πιο

Page 352: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

352

ανάλαφρους, παρά την κούρασή τους. Ακόμα και ο Σκρίτου είχε να συνεισφέρει μια δύο κουβέντες στη συζήτηση. Χωρίς να το αντιληφθούν πέρασαν στο εστιατόριο του πανδοχείου μερικές ώρες και οι περισσότεροι θαμώνες είχαν εγκαταλείψει τα τραπέζια τους. Οι λιγοστοί που είχαν απομείνει είχαν από ώρα αποκοιμηθεί, αναγκάζοντας τον πανδοχέα να τους αρπάζει από τα ρούχα και να τους πετάει έξω στο δρόμο, χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα για την τύχη τους από εκεί και πέρα. Όταν και ο τελευταίος πότης είχε πεταχτεί σαν σακί με πατάτες έξω από το μαγαζί, οι τρεις ταξιδιώτες αποφάσισαν να αναζητήσουν και αυτοί την παρέα των μαξιλαριών τους. Η μέρα που είχε περάσει ήταν σκληρή και οι επόμενες δε θα ήταν καλύτερες. Έπρεπε λοιπόν να ξεκουράζονται όσο περισσότερο τους επέτρεπε ο χρόνος. Έτσι το εστιατόριο ερημώθηκε τελείως και μόνο τα βήματα του πανδοχέα, με το κροτάλισμα των ποτηριών και των πιάτων που κρατούσε στα χέρια του ακούγονταν.

Οι δουλειές του είχαν σχεδόν τελειώσει και έτσι ο πανδοχέας ετοιμαζόταν και αυτός να αποσυρθεί, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα και αντίκρισε δύο άντρες και μια γυναίκα. Τους γύρισε την πλάτη και συνέχισε να ταχτοποιεί τα σκεύη μιλώντας τους κοφτά.

«Φαγητό δεν έχει μείνει οπότε ελπίζω να μην ήρθατε πεινασμένοι. Αν θέλετε δωμάτιο έχω άλλο ένα ελεύθερο, οπότε θα πρέπει να το μοιραστείτε. Εκτός αν η κυρία έχει πρόβλημα» τους είπε με ένα μειδίαμα. Ο ένας από τους δύο άντρες, ο αδύνατος, αγνόησε την αναίδεια του πανδοχέα, που άλλωστε δεν ήταν κάτι πρωτότυπο για το επάγγελμά του και πλησίασε για να μάθει αυτό που τον ενδιέφερε.

«Δε θέλουμε δωμάτιο» είπε μιλώντας σπαστά τη γλώσσα των Σαλούβιαρ. «Ψάχνουμε τρία άτομα, δύο γυναίκες και ένα μεγαλόσωμο στρατιώτη. Μήπως μένουν εδώ;» Ο πανδοχέας τον κοίταξε δυσαρεστημένος.

«Φίλε εδώ πέρα προσφέρουμε φαγητό, κρασί και κρεβάτια. Δε δίνουμε πληροφορίες ούτε προσέχουμε ποιος μπαίνει και ποιος

Page 353: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

353

βγαίνει από το πανδοχείο. Το μόνο που μας νοιάζει είναι αν έχουν πληρώσει. Αν θέλετε δωμάτιο έχει καλώς, αλλιώς μπορείτε να πατέ από εκεί που ήρθατε, όπου και αν είναι αυτό». Ο πανδοχέας υποψιαζόταν από την προφορά του άντρα ότι είχε να κάνει με Ούρμπιλαχ. Αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος για την απότομη συμπεριφορά του, αν και ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος από τη φύση του, ώστε δε χρειαζόταν συγκριμένο λόγο προκειμένου να φερθεί ανάγωγα. Συνέχισε να έχει την πλάτη του γυρισμένη στο νυχτερινό επισκέπτη και προετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει πιο πειστικά επιχειρήματα για να τον πείσει να φύγει. Επιχειρήματα που περιλάμβαναν ένα μεγάλο τηγάνι που κρατούσε στα χέρια του. Γύρισε να τον αντικρύσει, αλλά πριν προλάβει να πει ή να κάνει το παραμικρό, βρισκόταν κολλημένος στον τοίχο με ένα μαχαίρι στο λαιμό του.

«Φαίνεται ότι εσείς οι Σαλούβιαρ δεν καταλαβαίνετε από ευγένεια. Ίσως λοιπόν καταλάβεις με αυτό» είπε πιέζοντας το μαχαίρι λίγο περισσότερο στο λαιμό του πανδοχέα. Μια μικροσκοπική κόκκινη σταγόνα κύλησε στην κρύα λεπίδα.

«Μένουν στο πανδοχείο δύο γυναίκες με ένα στρατιώτη ναι ή όχι;»

«Ήρθαν απόψε. Οι γυναίκες μένουν στο τρίτο από το κεφαλόσκαλο δωμάτιο και ο στρατιώτης στο τέταρτο».

«Είδες πόσο ευγενικός είσαι αν προσπαθήσεις λίγο;» είπε ο Ούρμπιλαχ και με μια ξαφνική κίνηση έκοψε το λαιμό του πανδοχέα από το ένα αυτί έως το άλλο. Άφησε το πτώμα να πέσει αργά και αθόρυβα στο δάπεδο, πάνω στη λίμνη αίματος που είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Σκούπισε το όπλο από το αίμα στην ποδιά του θύματός του και στράφηκε προς τους δύο συντρόφους του.

«Λιέοντιχ εσύ αναλαμβάνεις το στρατιώτη. Κίρμλι, εσύ και εγώ πάμε για τις δύο γυναίκες. Θυμηθείτε, τη μια τη θέλουμε ζωντανή. Οι άλλοι καλύτερα να πεθάνουν». Κινήθηκαν αθόρυβα στη σκάλα και πήραν τις θέσεις τους, ο καθένας έξω από το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο στόχος του. Ο αρχηγός της ομάδας

Page 354: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

354

έδωσε το σύνθημα και κλώτσησαν ταυτόχρονα τις δύο πόρτες, εισβάλοντας στα δωμάτια. Η Τσβεριντέ πριν καν η πόρτα πέσει στο πάτωμα, είχε πηδήσει από το κρεβάτι και κάνοντας μια διπλή περιστροφή στον αέρα, πέτυχε με το δεξί της πόδι τον άντρα στο στήθος, στέλνοντάς τον πάνω στα κάγκελα του διαδρόμου. Αυτά υποχώρησαν από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, στέλνοντας τον Ούρμπιλαχ στο ισόγειο. Η Παφύλια μόλις πρόλαβε να πεταχτεί από το δικό της κρεβάτι, πριν δύο τεράστιοι όγκοι διαπερνώντας τον τοίχο, προσγειωθούν εκεί που πριν λίγο βρισκόταν ξαπλωμένη, καταστρέφοντας τα πάντα στη φρενίτιδά τους. Η Τσβεριντέ και η Κίρμλι είχαν ήδη εμπλακεί σε μια θανάσιμη μονομαχία. Η εκπαιδεύτρια των πολεμικών τεχνών κρατούσε ένα μακρύ μαχαίρι που έπαιρνε μαζί της παντού, ακόμα και στον ύπνο της, ενώ η δολοφόνος φορούσε ένα ζευγάρι γάντια με ατσάλινα νύχια, που είχαν κόψει σε λωρίδες πολλά θύματά της. Η Παφύλια προσπάθησε να βοηθήσει την εκπαιδεύτριά της, αλλά οι κινήσεις των δύο μονομάχων ήταν τόσο γρήγορες, που της ήταν αδύνατον να σημαδεύσει τον εχθρό.

Ο Σκρίτου με τον Λιέοντιχ ήταν επίσης ένα ζευγάρι, που ο όγκος του έκανε οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση, θανατηφόρα επικίνδυνη. Έτσι η Παφύλια πήρε το σπαθί της και βγήκε στο διάδρομο, για να εντοπίσει τον τρίτο επιτιθέμενο. Εντόπισε το σημείο όπου είχε προσγειωθεί. Ήταν ένα σπασμένο πλέον τραπέζι, ο ίδιος όμως ήταν άφαντος. Άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά με προσοχή, με κάθε τριγμό της σκάλας να την κάνει να μορφάζει και να εύχεται ο θόρυβος από τη μάχη στο επάνω πάτωμα, να κάλυπτε τα βήματά της. Όταν έφτασε στο ισόγειο είδε τη λίμνη αίματος και μετά από λίγο, εντόπισε το πτώμα του πανδοχέα στην είσοδο που οδηγούσε στην κουζίνα. Ο Ούρμπιλαχ εμφανίστηκε από πίσω της αθόρυβα, σαν τα πόδια του να ήταν από βαμβάκι. Πίεσε το μαχαίρι του στο λαιμό της και της ψιθύρισε απειλητικά στο αυτί να μην κουνηθεί. Εκείνη τον παράκουσε και με μια οπίσθια κλωτσιά, πέτυχε τον επίδοξο απαγωγέα ανάμεσα στα πόδια, κάνοντάς τον να λυγίσει από τον

Page 355: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

355

πόνο. Ήταν μια αναμενόμενη άμυνα, αλλά δεν την είχε ικανή ούτε αρκετά θαρραλέα για κάτι τέτοιο. Ο πόνος ήταν αρκετό μάθημα ώστε να μην την υποτιμήσει ξανά. Η Παφύλια πέρασε στην αντεπίθεση και προσπάθησε να τον καρφώσει με το σπαθί της. Η λεπίδα τρύπησε το ξύλο του πατώματος μετακινώντας μερικές σανίδες, καθώς ο Ούρμπιλαχ κινήθηκε εγκαίρως αποφεύγοντας το χτύπημά της.

Η Ιβίρφιντ συνέχισε απτόητη τα χτυπήματά της, όμως αποκρούονταν όλα με άνεση από τον Ούρμπιλαχ, που χρησιμοποιούσε το μαχαίρι του και τη μεγαλύτερη σωματική του δύναμη για άμυνα, ενώ ταυτόχρονα περίμενε το λάθος που σίγουρα θα έκανε η άπειρη αντίπαλός του. Στον επάνω όροφο η μάχη συνεχιζόταν, με τον Σκρίτου να παραδίδει δύο πανίσχυρα χτυπήματα στο πρόσωπο και το στομάχι του Λιέοντιχ. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε τουλάχιστον λιποθυμήσει, αλλά ο μαχητικότατος Ούρμπιλαχ απλά χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να συνέλθει και να χτυπήσει με τη σειρά του τον αντίπαλό του. Έδωσε δύο γρήγορες γροθιές στον Σκρίτου και ζαλίζοντάς τον προσωρινά, όρμησε κατά πάνω του και αγκαλιάζοντάς τον τον παρέσυρε έξω από το δωμάτιο, στο διάδρομο. Οι δύο ογκόλιθοι παρασέρνοντας ό,τι είχε απομείνει από τα κάγκελα του διαδρόμου, ξεκίνησαν μια θανατηφόρα πτώση. Ο Σκρίτου ενώ οι δύο τους βρίσκονταν ακόμα στον αέρα, έκανε κεφαλοκλείδωμα στον Λιέοντιχ, στρέφοντας το κεφάλι του κάτω από τα δύο υπέρβαρα σώματα. Όταν άγγιξαν το πάτωμα με σφοδρότητα, προκάλεσαν δόνηση σε όλο το ισόγειο και δεκάδες ξύλινα κομμάτια να πεταχτούν προς κάθε κατεύθυνση. Η Παφύλια με τον αντίπαλό της έχασαν την ισορροπία τους και βρέθηκαν και οι δύο πεσμένοι κάτω.

Μέσα από τον κονιορτό σηκώθηκε μόνο ένας άντρας. Ο Ούρμπιλαχ που μονομαχούσε με την Παφύλια, είδε με χαρά τον Λιέοντιχ να ξεπροβάλλει μέσα από τη σκόνη. Αμέσως όμως το χαμόγελό του σβήστηκε, όταν διαπίστωσε ότι το σώμα ήταν άψυχο και πως το κρατούσε όρθιο ο Σκρίτου, με σκοπό να το ρίξει

Page 356: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

356

πάνω του. Ο Σαλούβιαρ εκσφενδόνισε το πτώμα του αντιπάλου του, αλλά ο Ούρμπιλαχ γρήγορος σαν αίλουρος, το απέφυγε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Παφύλια και Σκρίτου ξεκίνησαν μαζί την καταδίωξη ακούγοντας μια πόρτα να σπάει. Ο δολοφόνος είχε βγει παραβιάζοντας την πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή του πανδοχείου, γνωρίζοντας ότι δεν είχε ελπίδα εναντίον δύο αντιπάλων. Ήταν έτοιμοι να τον καταδιώξουν, όταν άκουσαν ένα ουρλιαχτό από τον επάνω όροφο. Φοβούμενοι για το χειρότερο, έτρεξαν να δουν αν η Τσβεριντέ ήταν σώα. Η πάλη ανάμεσα στις δύο γυναίκες παρουσίαζε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από άποψη τεχνικής και σίγουρα αν υπήρχε κάποιος ψυχρός παρατηρητής εκείνο το βράδυ, θα απολάμβανε τη μονομαχία. Οι δύο μαχήτριες όμως μάχονταν για τη ζωή τους και κάθε τους χτύπημα είχε σκοπό το θάνατο της άλλης. Μπλεγμένες σε ένα μοιραίο χορό υπεροχής, δοκίμαζαν τις αντοχές τους και τις ικανότητές τους, χωρίς κανένα σημάδι υποχωρητικότητας ή ελέους.

Η Τσβεριντέ όμως είχε εντοπίσει ήδη το λάθος της αντιπάλου της. Η Κίρμλι διατηρούσε μια μακριά και πλούσια κοτσίδα, η οποία κινείτο ανεξέλεγκτα κατά τη διάρκεια της μάχης, σε αντίθεση με την Τσβεριντέ που κρατούσε πάντοτε τα μαλλιά της σφιχτοδεμένα σε κρωβύλο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Η Κίρμλι θα πλήρωνε για αυτή της τη ματαιοδοξία, αρκεί τα μαλλιά της να έφταναν αρκετά κοντά στην Τσβεριντέ ώστε να τα αρπάξει. Όταν είδε την ευκαιρία της την άρπαξε, γραπώνοντας την κοτσίδα και τραβώντας τη με δύναμη προς το μέρος της. Η Κίρμλι έχασε την ισορροπία της και βρέθηκε μετέωρη με την πλάτη στην αντίπαλο. Ένιωσε το μαχαίρι της Τσβεριντέ να χώνεται οδυνηρά στα πλευρά της και μετά να στρίβεται με βία από το χέρι της αμείλικτης Σαλούβιαρ. Το ουρλιαχτό θανάτου που είχε ξεφύγει από τα χείλη της είχε σώσει ουσιαστικά τον τρίτο της συμμορίας, καθώς οι σύντροφοι της Τσβεριντέ ανέβηκαν βιαστικά τη σκάλα, για να δουν με

Page 357: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

357

ανακούφιση τη φίλη τους να στέκεται νικήτρια πάνω από ένα ματωμένο σώμα.

«Είστε και οι δύο καλά;» ρώτησε κοφτά. Ένευσαν θετικά και εκείνη προχώρησε στην επόμενη λογική ερώτηση.

«Οι άλλοι δύο τι έγιναν;» «Ο μεγαλόσωμος βρίσκεται κάτω με σπασμένο αυχένα. Δε

θα μας ξαναενοχλήσει. Ο άλλος ο μελαχρινός όμως κατάφερε να ξεφύγει» είπε ο Σκρίτου βλέποντας την Παφύλια κατάχλωμη και επομένως όχι σε θέση να μιλήσει. Η Τσβεριντέ φάνηκε σκεπτική.

«Επομένως η μόνη που μας έχει απομείνει για ανάκριση είναι αυτή εδώ» είπε δείχνοντας την Κίρμλι που αργοπέθαινε στο πάτωμα. Ξεκάρφωσε το μαχαίρι από την πληγή, προκαλώντας ακόμα περισσότερο πόνο στο θύμα της και της το ακούμπησε δίπλα στο μάτι.

«Ώσπου να αιμορραγήσεις μέχρι θανάτου θα περάσει ώρα. Προλαβαίνω να σε κάνω να υποφέρεις πάρα πολύ αν το επιθυμώ. Μη μου δώσεις τη δικαιολογία και τη χαρά να το κάνω. Απλά απάντησε σε μερικές ερωτήσεις και ο θάνατός σου θα είναι γρήγορος και ανώδυνος». Η Κίρμλι εντελώς παραιτημένη και με κάθε ανάσα να γίνεται όλο και πιο δύσκολη, ένευσε θετικά.

«Πώς λένε το μελαχρινό λεπτό άντρα με τον οποίο εισβάλατε μαζί στο δωμάτιό μου; Πού μπορούμε να τον βρούμε; Ποιος σας έστειλε;»

«Τον φωνάζαμε Μάντσεντ αλλά αμφιβάλλω αν είναι αυτό το αληθινό του όνομα. Κανείς δεν ξέρει από πού είναι ή πόσον καιρό κάνει αυτή τη δουλειά. Αν κρίνω όμως από τις ικανότητές του, την κάνει καιρό. Δεν ξέρω πού θα τον βρείτε ούτε είχε αναφέρει ποτέ την πόλη καταγωγής του. Μας πλήρωσε και τους τρεις ένας πυρήνας αντιστασιακών Ούρμπιλαχ στη Ραμίνα. Υποθέτω ότι αυτή τη στιγμή θα είναι όλοι νεκροί ή στη φυλακή. Στόχος μας ήταν η μικρή. Εσείς απλά αποτελούσατε εμπόδιο». Ένας παροξυσμός βήχα διέκοψε την αναφορά της και πνίγηκε στο αίμα της, αδυνατώντας να ανασάνει. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει και ακόμα και η Τσβεριντέ, δεν είχε όρεξη

Page 358: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

358

να βασανίσει άλλο την αδύναμη και νικημένη γυναίκα. Ακούμπησε την άκρη του μαχαιριού της στο μάτι της Κίρμλι και κρατώντας τη λαβή με τα δύο χέρια, το κατέβασε με δύναμη. Η λεπίδα διαπέρασε τον εγκέφαλο και το πίσω μέρος του κρανίου, καταλήγοντας στο πάτωμα. Ο θάνατός της ήταν ακαριαίος όπως της υποσχέθηκε ο δήμιός της. Το υπόλοιπο βράδυ το πέρασαν δίνοντας εξηγήσεις στη φρουρά της πόλης, για το μακελειό που είχε εκτυλιχθεί στο πανδοχείο. Η Παφύλια ήταν σίγουρη ότι χωρίς τα σφραγισμένα από τον Σάντιακ χαρτιά, που πιστοποιούσαν τις ταυτότητές τους, θα περνούσαν εκείνο το βράδυ και ίσως πολλά ακόμα, στη φυλακή. Όμως ο φρούραρχος τους άφησε να φύγουν με τις ευλογίες του διοικητή της Ραμίνα. Έτσι το επόμενο πρωινό, με ελάχιστη ξεκούραση συνέχισαν το ταξίδι τους, γνωρίζοντας ότι κάπου στις σκιές ένας δολοφόνος παραμόνευε.

Το ταξίδι τους συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό τις επόμενες μέρες και κάλυπταν ικανοποιητική απόσταση, παραδίνοντας τους εαυτούς τους κάθε βράδυ στον ύπνο εξουθενωμένους. Εκτός από τις σκοπιές που είχαν αναλάβει ο καθένας για μερικές ώρες, ο Σκρίτου πολλές φορές έμενε πίσω από τις δύο γυναίκες και χανόταν με το άλογό του στην πυκνή βλάστηση των δασών. Αυτή η τακτική είχε σαν σκοπό να προσελκύσει τον εναπομείναντα δολοφόνο με το όνομα Μάντσεντ, ή οποιονδήποτε άλλο θα έβλεπε δύο γυναίκες μόνες και θα τις θεωρούσε εύκολο στόχο. Σε μια τέτοια περίπτωση ο Σκρίτου θα είχε τη δυνατότητα να αιφνιδιάσει τον ανύποπτο επιτιθέμενο. Τα πράγματα όμως παρέμειναν ήσυχα και το ταξίδι τους συνέχιζε απροβλημάτιστο. Κανένας δεν τους απείλησε και ούτε καν τους έδιναν σημασία ενώ περνούσαν από τις διάφορες πόλεις, καθώς όλοι ήταν απασχολημένοι με τις πυρετώδεις εργασίες ανοικοδόμησης, που ήταν απαραίτητες μετά το πέρασμα του πολέμου από κάθε τόπο. Η Παφύλια παρά την ανησυχία της για την τύχη του Μπέριντεμ αλλά και για μια πιθανή δεύτερη επίθεση από τον πληρωμένο εκτελεστή, απολάμβανε το ταξίδι και ανακάλυπτε πως ήταν μια

Page 359: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

359

χώρα που έκρυβε πολλές ομορφιές και που σύντομα θα γινόταν ακόμα πιο όμορφη, όταν θα επικρατούσε επιτέλους η ειρήνη. Αυτό που αποτελούσε ακόμα ένα τεράστιο ερωτηματικό, ήταν πότε θα γινόταν ακριβώς αυτό. Ο πόλεμος μαινόταν ακόμα ανατολικότερα και κανείς δεν ήξερε με σιγουριά πότε θα τελείωνε.

Παρά την αβεβαιότητα πάντως και η Τσβεριντέ με τον Σκρίτου απολάμβαναν το ταξίδι, ταξιδεύοντας στη χώρα που είχαν διαβάσει μόνο σε βιβλία και που πριν από πολλούς αιώνες, ήταν η γη των προγόνων τους. Διακατέχονταν από ένα περίεργο συναίσθημα, αφού αφενός ένιωθαν σαν να περπατούν σε μια νέα χώρα που τη γνώριζαν από την αρχή μέρα με τη μέρα και αφετέρου ένιωθαν σαν να επέστρεφαν κάπου μετά από πολλά χρόνια, σε περιοχές ξεχασμένες που αποτελούσαν μια θολή ανάμνηση. Καθώς το βράδυ πλησίαζε συνάντησαν στο δρόμο τους έναν παλιό ανεμόμυλο. Ήταν εγκαταλελειμμένος και ένα μέρος από το τοίχωμά του είχε καταρρεύσει. Κανείς δεν είχε όρεξη να ταξιδεύσει λίγο ακόμα μέχρι την επόμενη πόλη. Έτσι αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ στο μοναχικό εκείνο κτίσμα που, παρά το κενό στο τοίχωμα, τους παρείχε αρκετή προστασία από το κρύο. Η Παφύλια και ο Σκρίτου έψηναν στη φωτιά δύο κουνέλια που είχε πιάσει ο στρατιώτης χρησιμοποιώντας το τόξο του και η Τσβεριντέ περιπολούσε τη γύρω περιοχή όντας άγρυπνος φρουρός, για οποιονδήποτε κίνδυνο μπορεί να παραμόνευε. Ίσως τελικά ο Ούρμπιλαχ να είχε κρίνει πως ήταν μάταιο να τα βάλει μόνος του μαζί τους και να είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια. Πολύ θα ήθελε να το πιστέψει αυτό η Τσβεριντέ, αλλά της ήταν αδύνατον. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει μερικούς ακόμα αντεροβγάλτες, ειδικά στην αναρχία που επικρατούσε εκείνες τις μέρες, που θα τον βοηθούσαν να ολοκληρώσει την αποστολή του.

Σχημάτιζε λοιπόν κύκλους γύρω από τον ανεμόμυλο, έχοντας τον πυρσό στο ένα χέρι και σφίγγοντας τη λαβή του θηκαρωμένου της σπαθιού με το άλλο. Προσπαθούσε να

Page 360: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

360

διακρίνει κάποια σκοτεινή φιγούρα μέσα στις σκιές και κάποιο βήμα μέσα στο θρόισμα των φύλλων και τις κινήσεις των ζώων της νύχτας. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Το φύσημα του ανέμου ήταν η απάντηση του σκοταδιού στο διαπεραστικό της βλέμμα και τα τεντωμένα αυτιά της. Ήταν τόσο απορροφημένη από τη σκοπιά της που όταν η Παφύλια τη φώναξε για βραδινό, πετάχτηκε από τη θέση της ξαφνιασμένη. Έριξε μια τελευταία ματιά στη μαυρίλα της ερημιάς και μπήκε στον ανεμόμυλο, όπου την περίμενε ένα ζεστό πιάτο. Έκατσε κοντά στη μικρή φωτιά δίπλα από την τρύπα στον τοίχο και ζέστανε τα άκρα της, πριν ξεκινήσει να γεμίζει το στομάχι της που γουργούριζε έντονα. Ο Σκρίτου που είχε τελειώσει τη δική του μερίδα, πήρε το σπαθί του για να ξεκινήσει την επόμενη βάρδια. Όταν έμειναν οι δύο τους η Παφύλια μίλησε στην Τσβεριντέ.

«Δεν είχαμε χρόνο να συζητήσουμε λίγο αυτές τις μέρες, αλλά είμαι σίγουρη πως έχουν περάσει και από το δικό σου μυαλό κάποιες σκέψεις». Η Τσβεριντέ την κοίταξε ερωτηματικά αν και υποψιαζόταν για ποιο θέμα μιλούσε.

«Αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν τη σχέση μου με τον Μπέριντεμ και σκόπευαν να με απαγάγουν και να τον απειλήσουν, έτσι δεν είναι; Δεν μπορώ να σκεφτώ για ποιον άλλο λόγο να με ήθελαν. Σίγουρα δεν είμαι αρκετά σημαντική για να θέλουν να με σκοτώσουν, οπότε ο μόνος λόγος που μπορώ να σκεφτώ είναι αυτός».

«Αυτή είναι η πιο πιθανή εξήγηση. Φαίνεται πως από τη στιγμή που ο Μπέριντεμ είναι παντοδύναμος, το μοναδικό του αδύναμο σημείο είσαι εσύ και έτσι αποφάσισαν να τον πλήξουν ακολουθώντας αυτήν την οδό». Η Τσβεριντέ μετάνιωσε για τα απερίσκεπτά της λόγια, από την πρώτη στιγμή που τα ξεστόμισε. Βλέποντας τα βουρκωμένα μάτια της Παφύλια, κατάλαβε πόσο πλήγωνε την κοπέλα η ιδέα, ότι θα μπορούσε να αποτελέσει το μέσο, με το οποίο οι εχθροί του θα έβλαπταν τον αγαπημένο της. Ήταν κάτι που δεν είχε σκεφτεί σαν πιθανότητα, αλλά που δυστυχώς άλλοι, άνθρωποι που δε δίσταζαν σε τίποτα, το είχαν

Page 361: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

361

θεωρήσει την καλύτερη και μάλλον μοναδική λύση, για να λυγίσουν τον αήττητο στρατηγό. Πήγε κοντά στη θλιμμένη κοπέλα και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Μην κλαίς. Δε φταις εσύ αν κάτι τόσο όμορφο όπως αυτό που έχετε με τον Μπέριντεμ, προσπαθούν κάποιοι να το σπιλώσουν και να το θυσιάσουν στο βωμό της σκοπιμότητας. Έχεις φανεί πολύ γενναία και έχεις επιτύχει ήδη κατορθώματα, για τα οποία λίγοι μπορούν να περηφανεύονται. Ακόμα και στο πανδοχείο όταν εγώ και ο Σκρίτου ήμασταν πολύ απασχολημένοι για να σε σώσουμε, κατάφερες να μείνεις ζωντανή απέναντι σε έναν άνθρωπο, που και η ίδια του η συνεργάτιδα περιέγραψε ως πολύ επικίνδυνο. Πέρασες τόσα και είσαι ακόμα ζωντανή. Αυτό δεν είναι λόγος για δάκρυα αλλά για χαρά. Και η άφιξή μας στην Πελνυέρα θα είναι το επιστέγασμα των προσπαθειών σου». Η Παφύλια σκούπισε τα δάκρυά της νιώθοντας αμήχανη για αυτό το συναισθηματικό ξέσπασμα, μπροστά στη δασκάλα της και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από ένα ανειλικρινές χαμόγελο. Η Τσβεριντέ χαμογέλασε και εκείνη με τη σειρά της και επέστρεψε στη θέση της. Μόλις που πρόλαβε να δει με την άκρη του ματιού της, το σακουλάκι να πέφτει μέσα στη φωτιά που είχαν ανάψει. Η σκόνη που βρισκόταν μέσα από τη στιγμή που ήρθε σε επαφή με τη φωτιά εξερράγη, δημιουργώντας ένα πυκνό σύννεφο καπνού που κάλυψε μέσα σε δευτερόλεπτα όλο το εσωτερικό του ανεμόμυλου.

Οι δύο γυναίκες άρχισαν να βήχουν έντονα, καθώς ο καπνός τις έπνιγε και τις ανάγκασε να αναζητήσουν απεγνωσμένα αέρα. Ο Σκρίτου καταλαβαίνοντας ότι κάτι είχε συμβεί, άρχισε να τρέχει ανήσυχος προς τον ανεμόμυλο, όταν δύο μπάλες δεμένες με σχοινί και εκσφενδονισμένες μέσα από το σκοτάδι, μπλέχτηκαν στα πόδια του και τον έστειλαν να σωριαστεί στο έδαφος, χτυπώντας το κεφάλι του σε μια πέτρα και χάνοντας τις αισθήσεις του. Η πρώτη που βγήκε μέσα από τον ανεμόμυλο ήταν η Τσβεριντέ, η οποία μόλις πήρε μερικές ανάσες, ετοιμάστηκε να ξαναριχτεί στο σύννεφο καπνού για να τραβήξει

Page 362: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

362

έξω και την εκπαιδευόμενή της. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει τίποτα, αφού ένα μαχαίρι καρφώθηκε με δύναμη στο δεξί της πλευρό, κόβοντάς της την ανάσα. Ένα γαντοφορεμένο χέρι κάλυψε το στόμα της και ένιωσε την καυτή ανάσα του Μάντσεντ στο αυτί της.

«Κυρία μου συναντιόμαστε και πάλι. Αυτή τη φορά όμως δε θα σας αφήσω να ξαναδιακόψετε το χορό μου με τη νεαρή δεσποινίδα». Άφησε το θύμα του να πέσει αιμόφυρτο στο έδαφος και έλαβε θέση δίπλα από το μεγάλο άνοιγμα στον τοίχο του ανεμόμυλου, απ’ όπου ήξερε ότι θα έβγαινε η Παφύλια για να σωθεί από την ασφυξία. Η ώρα περνούσε όμως και η κοπέλα ήταν άφαντη. Ο δολοφόνος άρχισε να ανυπομονεί, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να μπει στο κτίσμα, αν πρώτα δεν καθάριζε ο καπνός. Η νευρικότητά του διακόπηκε, όταν ένιωσε έναν ισχυρό πόνο στο πίσω μέρος του κρανίου του. Έναν πόνο που τον έστειλε στο έδαφος, να προσπαθεί να κρατήσει τις αισθήσεις του. Σύρθηκε για λίγο στο χώμα και κατάφερε να γυρίσει το βλέμμα του ψηλά, για να δει την Παφύλια να κατεβαίνει από ένα ψηλό παράθυρο, με τη βοήθεια ενός σχοινιού. Είχε καταλάβει το κόλπο του και είχε καταφέρει να τον ξεγελάσει εκείνη αντί να γίνει το αντίθετο. Μπορούσε δίπλα στο άνοιγμα του τοίχου, όπου πριν από λίγο στεκόταν, να δει και το μικρό βαρέλι με νερό που του είχε πετάξει από ψηλά, προκαλώντας του ένα μεγάλο σχίσιμο στο πίσω μέρος της κεφαλής, το οποίο πότιζε τα μαλλιά του και τα ρούχα του. Η κοπέλα είχε φτάσει πλέον στο έδαφος και κινείτο εναντίον του με το σπαθί της στο χέρι, αποφασισμένη να τον σκοτώσει, όπως έκρινε από το βλέμμα της.

Και εκείνος όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις προκειμένου να σηκωθεί όρθιος και άρχισε να εκτοξεύει εναντίον της μια στρατιά από στιλέτα. Η Παφύλια αρχικά εξεπλάγη με την ταχύτητα με την οποία μπορούσε να στείλει τις λεπίδες εναντίον της, αλλά ξεπερνώντας την έκπληξή της γρήγορα, άρχισε να αμύνεται αποκρούοντάς τα. Πολλά πέρασαν ξυστά δημιουργώντας

Page 363: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

363

κοψίματα στο δέρμα της. Το κόκκινο πλέον αίμα που είχε αντικαταστήσει το πράσινο που είχε κάποτε, ήταν άλλη μια τρανή απόδειξη πως δεν είχε πλέον καμία σχέση με την παλιά της υπόσταση και ότι ήταν πια άνθρωπος. Παρά τον πόνο από τις πληγές της, συνέχισε να πλησιάζει τον Μάντσεντ, αποκρούοντας με μανία ό,τι και αν εκσφενδόνιζε εναντίον της. Ο Ούρμπιλαχ αποφάσισε πως είχε φανεί πολύ ελαστικός με την κοπέλα και αποφάσισε, αρκετά εκνευρισμένος, να τελειώσει το παιχνίδι μια και καλή. Παραμέρισε την μπέρτα του και φανέρωσε στο πλευρό του έναν κρεμασμένο κεφαλοθραύστη. Ξεθηκάρωσε το επιβλητικό όπλο και γυρίζοντάς το μια φορά στα χέρια του, όρμησε με μια πολεμική ιαχή εναντίον του ενοχλητικού θύματός του. Στα κομμάτια η αποστολή του. Είχε γίνει πλέον ζήτημα τιμής. Δε θα την απήγαγε αλλά θα τη σκότωνε. Θα έκανε το όμορφο και μικρό κεφαλάκι της, χίλια κομμάτια.

Στην πρώτη του επίθεση δοκίμασε ένα κυκλικό ψηλό χτύπημα από τα αριστερά προς τα δεξιά, το οποίο η Παφύλια απέφυγε σκύβοντας εγκαίρως. Ένα μόνο από τα καρφιά του κεφαλοθραύστη, ακούμπησε μερικές τρίχες από τα μαλλιά της. Η Παφύλια όντας σκυφτή, δοκίμασε να καρφώσει τον Μάντσεντ στην κοιλιά, αλλά εκείνος με μια γρήγορη περιστροφή, κατάφερε να αποφύγει το θανατηφόρο δάγκωμα του σπαθιού και να κατεβάσει το δικό του όπλο κάτω και αριστερά. Ο κεφαλοθραύστης καρφώθηκε στο χώμα, αφού η Παφύλια κουτρουβαλώντας ξέφυγε από εκείνο το σημείο και μπόρεσε να ξανασηκωθεί στα πόδια της, με την καρδιά της να είναι έτοιμη να σπάσει από την ένταση της μάχης. Ο Μάντσεντ δοκίμασε ένα κατακόρυφο χτύπημα και εκείνη το απέκρουσε κρατώντας το σπαθί της οριζόντια. Προσπάθησε να τον σπρώξει προς τα πίσω, αλλά η ανώτερη μυϊκή του δύναμη κέρδισε τη μάχη και άρχισε να την πιέζει προς τα κάτω με σκοπό να τη γονατίσει. Η Παφύλια καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να τον απωθήσει, έριξε το κορμί της προς τα πίσω και στηριζόμενη στο αριστερό της χέρι, κλώτσησε και με τα δύο της πόδια τον αντίπαλο στην κοιλιά. Ο

Page 364: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

364

άντρας έπεσε στο έδαφος διπλωμένος στα δύο και η Παφύλια σηκώθηκε βιαστικά και επιτέθηκε για το τελικό χτύπημα. Ο Μάντσεντ όμως αντέδρασε και πάλι. Πετάχτηκε και με τον ώμο του πέτυχε την Παφύλια στο στομάχι, τη στιγμή που εκείνη ερχόταν με φόρα εναντίον του.

Η κοπέλα ένιωσε την αναπνοή της να χάνεται και άρχισε να παίρνει κοφτές απελπισμένες ανάσες. Την έριξε κάτω και της άρπαξε το σπαθί από τα χέρια. Ο κεφαλοθραύστης του βρισκόταν πεταμένος λίγο πιο πέρα και έτσι έχοντας πρόχειρο το σπαθί, ετοιμάστηκε να την αποτελειώσει ενώ ήταν ακόμα ανήμπορη. Η κοπέλα τον είδε να σηκώνει το σπαθί με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και κακίας στο πρόσωπό του. Τότε χαμογέλασε και η ίδια. Ο δολοφόνος δίστασε, μην μπορώντας να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να χαμογελάει μπροστά στο πρόσωπο του θανάτου. Τότε ο κεφαλοθραύστης, επιβεβαιώνοντας το όνομά του, μετέτρεψε το κεφάλι του δολοφόνου σε μια άμορφη μάζα, ραντίζοντας με αίμα και μυαλά την Παφύλια. Το ακέφαλο σώμα του Ούρμπιλαχ έπεσε στο χώμα και ο Σκρίτου έσκυψε με ανησυχία πάνω από την Παφύλια.

«Ποιος θα το περίμενε ότι ένας άντρας τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να κινηθεί τόσο αθόρυβα;»

«Αν δεν τον είχες απασχολήσει εσύ, δε θα είχα καταφέρει ποτέ να τον πλησιάσω. Πρέπει να τον έκανες να χάσει την ψυχραιμία του και τη συγκέντρωσή του για να μη με αντιληφθεί» απάντησε ο γιγαντόσωμος φίλος της, τη στιγμή που τη βοηθούσε να σηκωθεί.

«Η Τσβεριντέ;» ρώτησε η Παφύλια. Ο Σκρίτου ανασήκωσε τους ώμους δηλώνοντας άγνοια. Έτρεξαν και οι δύο κοντά στον ανεμόμυλο και εκεί εντόπισαν το πεσμένο σώμα της σκληροτράχηλης εκπαιδεύτριας. Ήταν ξαπλωμένη στο αίμα της, το οποίο εκτός από την πληγή στα πλευρά της, έρρεε και από το στόμα της. Παρά την κατάστασή της, το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση χαράς και ανακούφισης, βλέποντας τους δύο συντρόφους της να σκύβουν από πάνω της, πληγωμένοι μεν

Page 365: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

365

ζωντανοί δε. Η Παφύλια πήρε το χέρι της και το έσφιξε στα δικά της. Ήθελε κάτι να της πει, αλλά τα λόγια δεν μπορούσαν να βγουν από το στόμα της. Ο φόβος για τη ζωή της δασκάλας της την είχε παραλύσει. Η Τσβεριντέ χάιδεψε το μάγουλο της κοπέλας, που είχε αρχίσει να ξεσπάει σε αναφιλητά.

«Μην κλαίς. Φεύγω υπερήφανη…» ήταν η τελευταία της κουβέντα. Μετά το χέρι της έπεσε στο χώμα και το κενό της βλέμμα καρφώθηκε όχι μόνο στο πρόσωπο της Παφύλια, αλλά και στη μνήμη της. Δε θυμόταν πόσην ώρα τα δάκρυά της πέφτοντας από τα μάτια της πότιζαν το δέρμα της νεκρής της φίλης. Κάποια στιγμή ο Σκρίτου κατάφερε να ελευθερώσει το πτώμα από την αγκαλιά της και να του κάνει μια κατάλληλη ταφή. Ύστερα προσευχήθηκαν για ένα καλό ταξίδι στον άλλο κόσμο, εκείνος στους θεούς του, εκείνη στη φύση και ας μην την άκουγε πια. Ο ήλιος είχε φτάσει ψηλά στον ουρανό, διατυμπανίζοντας το ξεκίνημα της νέας μέρας, όταν καβάλησαν τα άλογά τους κατευθυνόμενοι προς την Πελνυέρα. Μοναδική τους σύντροφος πλέον, η θλίψη.

Page 366: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

366

18 Στην αρχή ήταν μόνο δύο μάτια στην άμμο. Σιγά-σιγά όμως

η άμμος άρχισε να στερεοποιείται και να παίρνει σχήμα. Πρώτα το κεφάλι, ο λαιμός, οι ώμοι και σταδιακά οι κόκκοι συγκεντρώνονταν για να σχηματίσουν ένα πλήρες ανθρώπινο σώμα. Όταν η γέννησή του από την ίδια τη γη είχε ολοκληρωθεί, έκανε τα πρώτα διστακτικά βήματα, σαν νεογέννητο ελάφι που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του. Κοίταξε το σώμα του και παρατήρησε ότι ήταν γυμνός, αν και ακόμα η μνήμη του ήταν πολύ αδύναμη για να θυμηθεί τι ακριβώς θα έπρεπε να φοράει. Άγγιξε το πρόσωπό του και το κεφάλι του, ψηλαφίζοντας τα γένια του και τα μακριά μαλλιά του. Προσπαθούσε να θυμηθεί ένα όνομα, ένα σκοπό ή να κάνει οποιαδήποτε σύνδεση με το παρελθόν. Το μυαλό του όμως δε βοηθούσε καθόλου. Ενώ είχε την αδιόρατη αίσθηση πως δεν ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή τη ζωή του, όλες οι ενδείξεις αποδείκνυαν το αντίθετο. Αδυνατώντας να βρει τις απαντήσεις μέσα του, έστρεψε την προσοχή του στο τοπίο που τον περιέβαλλε. Η ερημιά ήταν ατέλειωτη και το μόνο που αντίκριζε όπου και αν κοιτούσε ήταν αμμόλοφοι. Το μονότονο τοπίο ήταν όλο βυθισμένο στο κόκκινο. Ένα κόκκινο που προερχόταν από τις ακτίνες ενός φωτεινού σώματος, που δέσποζε στον ουρανό. Οι ακτίνες δεν τον έκαιγαν, ούτε ανέβαζαν τη θερμοκρασία κάνοντας την έρημο αβάσταχτη.

Του ήταν οικία αυτή η κόκκινη λάμψη, αλλά όπως και όλες οι υπόλοιπες αναμνήσεις του, έτσι και αυτή του διέφευγε αφήνοντάς τον έρμαιο της άγνοιας και της λήθης. Παρόλο που ένιωθε ανήμπορος και δεν ήξερε πού βρισκόταν ή ποιος ήταν, δεν τον κυρίευε η αγωνία ή ο θυμός. Η κόκκινη λάμψη είχε μια καταπραϋντική επήρεια πάνω του, που τον άφηνε ήρεμο και ασφαλή. Αποφάσισε να εξερευνήσει την περιοχή, με την ελπίδα πίσω από τους αμμόλοφους να υπάρχουν απαντήσεις. Δεν ήξερε πόσην ώρα διήρκησε η πορεία του, γιατί δεν ένιωθε ούτε κούραση,

Page 367: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

367

ούτε δίψα, ούτε πείνα. Το φωτεινό ουράνιο σώμα έμενε αμετακίνητο στη θέση του και όλη η έρημος φαινόταν να βρίσκεται έξω από την επίδραση του χρόνου. Τα πάντα ήταν ακίνητα και απαράλλαχτα. Ακόμα και οι αμμόλοφοι φαίνονταν να έχουν την ίδια διάταξη όσην ώρα και αν περπατούσε, δίνοντάς του την εντύπωση πως απλά έκανε κύκλους και επέστρεφε πάντα στο ίδιο σημείο. Τότε αποφάσισε να σκάψει. Ελλείψει άλλου εργαλείου χρησιμοποίησε τα γυμνά του χέρια. Και πάλι η κούραση ή ο πόνος ήταν απόντες από την προσπάθεια. Μια προσπάθεια που σύντομα έφερε τους πρώτους καρπούς, αφού βρήκε ένα μεγάλο δίστομο σπαθί με τη θήκη του. Συνέχισε το σκάψιμο και σύντομα βρήκε ένα κράνος και μια πανοπλία. Τα φόρεσε και κράτησε το σπαθί ψηλά, παρατηρώντας την αντανάκλαση των ακτινών στη λεία λεπίδα. Ήταν ένα όπλο τέλειο και κοφτερό. Φαινόταν ολοκαίνουργιο αλλά οικείο στο χέρι του.

Δοκίμασε μερικά χτυπήματα στον αέρα με το εύρημά του, νιώθοντας μια περίεργη αίσθηση να γεμίζει το είναι του. Μια πείνα άρχισε να γεννιέται μέσα του, αναταράσσοντας τα σωθικά του. Δεν ήταν όμως πείνα για τροφή. Κάτι τον ωθούσε να δοκιμάσει το όπλο του σε στέρεο στόχο. Άκουσε ένα χλιμίντρισμα και γύρισε προς την πηγή του ήχου. Ένα θεσπέσιο πολεμικό άτι, θωρακισμένο με μεταλλικές πλάκες που κάλυπταν τα πλευρά του και μέρος του κεφαλιού του, τον πλησίασε. Ακούμπησε τη μουσούδα του στο στήθος του και εκείνος του χάιδεψε τρυφερά το λαιμό. Το περήφανο ζώο χρεμέτισε ευχαριστημένο από τα χάδια του πολεμιστή. Έβαλε το αριστερό του πόδι στον αναβολέα και με μια αριστοτεχνική κίνηση, που καταδείκνυε έμπειρο ιππέα, κάθισε στη σέλα. Το άλογο σηκώθηκε στα δύο του πόδια και χλιμίντρισε θριαμβευτικά, πριν αρχίσει να καλπάζει μπροστά χωρίς να χρειαστεί εντολή από τον αναβάτη του. Το τοπίο άρχισε να αλλάζει αφήνοντας πίσω την προηγούμενη μονοτονία του. Ο πολεμιστής μπορούσε να διακρίνει από μακριά μια κοιλάδα, την οποία προσέγγιζαν με γοργό ρυθμό. Όσο πλησίαζαν οι ήχοι που

Page 368: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

368

πήγαζαν από την κοιλάδα γίνονταν όλο και πιο ευδιάκριτοι. Μπορούσε να ακούσει πολεμικές ιαχές, ουρλιαχτά οργής και πόνου, κλαγγές μεταλλικών όπλων και τον ήχο του ξύλου που καταβροχθίζεται αχόρταγα από τη φωτιά. Όταν έφτασε στην άκρη ενός υψώματος, διέκρινε καθαρά το σκηνικό από κάτω του. Το θέαμα επιβεβαίωσε αυτό που άκουγε νωρίτερα. Στη ματωμένη κοιλάδα από κάτω του διεξαγόταν μια ανελέητη μάχη.

Οι δύο πλευρές συγκρούονταν χωρίς οίκτο ή δισταγμό. Καμία δεν έδειχνε να έχει την πρόθεση να υποχωρήσει, παρόλο που ο αριθμός των νεκρών είχε ήδη φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη και συνέχιζε να αυξάνεται. Πλέον οι ζωντανοί δεν πατούσαν στο έδαφος, αλλά στα πτώματα συντρόφων και εχθρών, τα οποία είχαν καλύψει όλο το έδαφος της περιοχής. Οι δύο δυνάμεις ήταν ισοδύναμες και παρά την αγριότητα της μάχης, υπήρχε απόλυτη ισορροπία στο αποτέλεσμα, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα νίκης για κάποια από τις δύο. Το πείσμα όμως υπερίσχυε της λογικής και έτσι η σφαγή συνεχιζόταν εκατέρωθεν, με τους μαχητές να μην αρκούνται στο θάνατο του αντιπάλου, αλλά στην παραμόρφωσή του, μέχρι που το μόνο που έμενε πλέον ήταν μια άμορφη μάζα από σάρκα και αίμα. Ο πολεμιστής στο ύψωμα κατεβλήθη από μια πρωτοφανή υπερδιέγερση. Το για άλλους αποτρόπαιο θέαμα, τον ενθουσίαζε και τον ωθούσε να καλπάσει στην κοιλάδα και να λάβει μέρος στη σφαγή. Ήθελε να δοκιμάσει επιτέλους το καταπληκτικό σπαθί του εναντίον ζωντανών στόχων. Χωρίς να διστάζει άλλο πίεσε με τα πόδια του τα πλευρά του αλόγου, δίνοντάς του το σύνθημα για την επίθεση. Το άτι, πολεμοχαρές όσο και ο αναβάτης του, άρχισε να καταβαίνει με ορμή το ύψωμα αφρισμένο. Έπεσε πάνω στις δύο στρατιές σαν τυφώνας, σκορπίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του.

Κομμένα ανθρώπινα μέλη και όπλα υψώθηκαν στο μουντό κόκκινο ουρανό, καθώς ο υπέρτατος πολεμιστής φόνευε μετά μανίας και αδιακρίτως, όποιον και ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Οι ζωές έφευγαν κατά δεκάδες και τα πτώματα με ένα μόνο χτύπημά του, σωριάζονταν σε τεράστιες ματωμένες στοίβες. Το

Page 369: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

369

πολεμικό άτι έπαιρνε και αυτό μέρος σε αυτή τη γιορτή θανάτου, κλωτσώντας με τις οπλές του και δαγκώνοντας με τα δυνατά του σαγόνια. Οι στρατιώτες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, βρίσκοντας νέο στόχο πλέον για την πολεμική τους δίψα, έπεφταν κατά κύματα πάνω του, αδιαφορώντας για τη ζωή τους. Ο πολεμιστής συνέχισε το μακελειό ακούραστος και χωρίς να χάνει την όρεξή του για φόνο. Ήταν σαν να είχε γεννηθεί μέσα από την άμμο της ερήμου, μόνο και μόνο για αυτό το σκοπό. Κάτι όμως του κίνησε την προσοχή, αφού μέσα από τις ατέλειωτες σειρές κατακρεουργημένων σωμάτων, είδε μια μορφή αποστασιοποιημένη από τη μάχη. Ο άντρας φορούσε και εκείνος πανοπλία, αλλά δεν έφερε όπλα και φαινόταν να μη γίνεται αντιληπτός από κανέναν άλλον στο πεδίο της μάχης, εκτός από τον ίδιο. Δεν ήταν νέος αλλά διατηρείτο ακμαίος, με τα μαλλιά του και τα γένια του να μην έχουν ασπρίσει τελείως, αλλά να είναι γκρίζα σε κάποια σημεία. Ο πολεμιστής ήταν σίγουρος πως ήξερε αυτόν τον άντρα. Ήταν κάποιος που γνώριζε στην προηγούμενή του ζωή, πριν αναγεννηθεί από την άμμο, με μοναδικό σκοπό τη μάχη και το φόνο.

Όσην ώρα χρειάστηκε ο πολεμιστής για να ολοκληρώσει το μακάβριο έργο του, ο άντρας έστεκε ακίνητος παρακολουθώντας τον. Όταν επιτέλους και ο τελευταίος εχθρός έπεσε νεκρός από το σπαθί του, πλησίασε το μυστηριώδη άντρα για να βάλει τέλος στην περιέργειά του.

«Ποιος είσαι; Γιατί δε με πολεμάς όπως οι υπόλοιποι;» «Ξέρεις ποιος είμαι. Μια αόρατη δύναμη όμως σε εμποδίζει

να θυμηθείς. Είναι η ίδια δύναμη που σε οδηγεί σε αυτόν τον ανούσιο πόλεμο. Δεν μπορεί να επηρεάσει και έμενα όμως. Γι’ αυτό δεν πολεμώ». Η κόκκινη λάμψη στον ουρανό τρεμούλιασε και έγινε πιο έντονη, αποδοκιμάζοντας τα λόγια του αγνώστου. Ο πολεμιστής ήταν συγχυσμένος, γιατί ήξερε πως θα έπρεπε να θυμάται τον άνθρωπο αυτό, αλλά δεν μπορούσε.

«Πες μου ποιος είσαι!!» φώναξε εκνευρισμένος υψώνοντας απειλητικά το σπαθί του. Ο άγνωστος δεν κουνήθηκε καν,

Page 370: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

370

αδιαφορώντας για την απειλή. Αν και ήταν άοπλος, δε φοβόταν τον πολεμιστή. Εκείνον που μόλις είχε εξολοθρεύσει ολομόναχος μερικές χιλιάδες εχθρούς. Και αυτός ο άντρας ούτε καν που ανοιγόκλεισε τα μάτια μπροστά στο υψωμένο του όπλο. Η οργή του άρχισε να θεριεύει και να τον κατακλύζει. Ουρλιάζοντας κατέβασε με δύναμη το σπαθί του. Έμεινε άφωνος όταν η λεπίδα πέρασε από μέσα από τον άγνωστο, χωρίς να του προκαλέσει την παραμικρή πληγή.

«Τόσο πολύ σε έχει διαφθείρει το διαμάντι γιε μου, που προσπαθείς να σκοτώσεις τον ήδη νεκρό πατέρα σου. Μην προσπαθείς άδικα. Τα κατάφεραν άλλοι πριν από σένα, εδώ και χρόνια». Τα λόγια του αγνώστου μπέρδεψαν τον πολεμιστή. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.

«Είσαι ο πατέρας μου; Αν είναι έτσι τότε ξέρεις και ποιος είμαι εγώ και μπορείς να μου πεις και πώς βρέθηκα εδώ. Έτσι δεν είναι;» Ο πατέρας του έγνευσε θετικά.

«Είσαι ο Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, Αυτοκράτορας των Σαλούβιαρ. Έχεις καταφέρει άθλους για τους οποίους θα μιλάνε για αιώνες, αλλά εν τω μεταξύ χάνεις την ψυχή σου, κομμάτι - κομμάτι. Εγώ είμαι το φάντασμα του πατέρα σου του Καριντάμ. Το διαμάντι στο οποίο χρωστάς τις δυνάμεις σου, με κρατάει μακριά σου όσο περισσότερο μπορεί. Όμως μερικές φορές καταφέρνω να του ξεφεύγω και να επικοινωνώ μαζί σου. Δε θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά;» Ο πολεμιστής κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, ενώ προσπαθούσε να χωνέψει τις νέες πληροφορίες. Τα είχε ξεχάσει όλα λοιπόν;

«Πού βρισκόμαστε; Τι είναι αυτό το μέρος;» «Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο. Κάθε φορά

που ξαπλώνεις αποκαμωμένος από την υπερπροσπάθεια και το σώμα σου ξεκινάει να αυτοθεραπεύεται, το διαμάντι βρίσκει την ευκαιρία να ριζώσει όλο και πιο βαθιά στην ψυχή και το μυαλό σου, κάνοντάς σε όλο και πιο πολύ κτήμα του. Δε θα σταματήσει μέχρι τη στιγμή που θα είσαι πλήρως υπό τον έλεγχό του. Πρέπει να αντισταθείς και να βρεις έναν τρόπο να το βγάλεις από μέσα

Page 371: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

371

σου. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει να απαρνηθείς τα υπέροχα δώρα που σου προσφέρει». Η κόκκινη ακτινοβολία έγινε ακόμα πιο έντονη κάνοντας το τοπίο εφιαλτικό. Το φως άρχισε να τους τυφλώνει και ο Καριντάμ κατάλαβε ότι είχε λίγες ακόμα στιγμές κοντά στο γιο του, πριν η ανώτερη μαγική δύναμη τον εξορίσει και πάλι.

«Δεν έχουμε άλλο χρόνο. Το διαμάντι δε θέλει να μάθεις την αλήθεια και θα με αποκλείσει ξανά από κάθε επικοινωνία μαζί σου. Κρατήσου από όποιο κομμάτι ανθρωπιάς έχεις ακόμα μέσα σου. Μη διώχνεις τους ανθρώπους από κοντά σου αλλά αναζήτησε τη συντροφιά τους και την αγάπη τους. Μόνο έτσι θα σωθείς και θα μπορέσεις να αποβάλλεις το διαμάντι από μέσα σου». Ένας πανίσχυρος άνεμος ξεσήκωσε τα πάντα γύρω τους, με τους κόκκους της άμμου να τους μαστιγώνουν ασταμάτητα. Μια δίνη άρχισε να δημιουργείται κάτω από τα πόδια του Καριντάμ και άρχισε να τον ρουφάει μέσα της. Ο Μπέριντεμ προσπάθησε να αρπάξει τα χέρια του πατέρα του, αλλά πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε, η άμμος ρούφηξε το φάντασμα εξαφανίζοντάς το από τα μάτια του αποσβολωμένου πολεμιστή. Ξαφνικά το τοπίο καθάρισε και ο άνεμος καταλάγιασε. Η γη ηρέμησε και έγινε πάλι επίπεδη σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και δίνοντας την εντύπωση ότι δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ μπροστά του ο ποτέρας του, αλλά ήταν όλα αποκύημα της φαντασίας του. Αν όλα αυτά ήταν ένα όνειρο ήθελε να ξυπνήσει. Έπρεπε να μάθει την αλήθεια και για να γίνει αυτό χρειαζόταν να εγκαταλείψει αυτήν την ατελείωτη ονειρική έρημο με το κόκκινο άστρο, όπου ένιωθε ότι εμπαιζόταν από κάποια ανώτερη δύναμη, όπως τα μικρά παιδιά παίζουν με τα έντομα στις αυλές των σπιτιών τους.

Άρχισε να χαστουκίζει τον εαυτό του και να φωνάζει εκνευρισμένος. Ξαφνικά ένιωθε παγιδευμένος και ήθελε να ξεφύγει απεγνωσμένα. Δεν τα κατάφερνε όμως και παρέμενε στην κόκκινη έρημο σαν ναυαγός σε απομακρυσμένο νησί. Έπεσε στα γόνατα και παραδόθηκε στην απελπισία. Δάκρυα άρχισαν να

Page 372: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

372

αυλακώνουν το πρόσωπό του και να ποτίζουν τα γένια του. Έπεσαν στο έδαφος δημιουργώντας μια μικρή λιμνούλα. Ξαφνικά μέσα από τη λίμνη ξεπετάχτηκε ένα κοτσάνι, το οποίο ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της λιμνούλας, άρχισε να εξερευνά το χώρο γύρω του. Σύντομα ακολούθησαν και άλλα, τα οποία μέσα σε μερικές στιγμές είχαν κατακλύσει όλη την περιοχή, δημιουργώντας μια πράσινη έκταση με κάθε λογής βλάστηση, η οποία επεκτεινόταν με ραγδαίους ρυθμούς. Σύντομα ο γονατισμένος πολεμιστής δεν μπορούσε να διακρίνει πουθενά άμμο, αλλά βρισκόταν στο μέσον ενός πανέμορφου κήπου. Ακόμα και το εφιαλτικό κόκκινο φως υποχώρησε από τον ουρανό, δίνοντας τη θέση του στην πιο συνηθισμένη λάμψη του ήλιου. Ο Μπέριντεμ κοίταζε αποχαυνωμένος τριγύρω του, τη γέννηση της απίστευτης αυτής ομορφιάς. Άκουσε τον ήχο τρεχούμενου νερού και προσπάθησε να εντοπίσει την προέλευση του ήχου. Η έρευνά του τον οδήγησε σε ένα καταρράκτη ο οποίος κατέληγε σε μια πανέμορφη λίμνη, με καταγάλανα νερά και πλούσια βλάστηση να την περιβάλλει.

Μέσα στη λίμνη τρεις καλλονές κολυμπούσαν πλατσουρίζοντας παιχνιδιάρικα στα δροσερά νερά. Ήταν ξανθές με γαλάζια μάτια και λυγερή κορμοστασιά και φαίνονταν πανευτυχείς μέσα στο μικρό τους παράδεισο, αφού δε σταματούσαν τα γέλια και τα παιχνίδια. Ο Μπέριντεμ μαγεμένος από το θέαμα, μπήκε στη λίμνη χωρίς καν να βγάλει τα ρούχα του. Το νερό τον δρόσισε και τον χαλάρωσε, κάνοντάς τον να ξεχάσει την προηγούμενη σύγχυσή του. Οι τρεις κοπέλες τον πλησίασαν κολυμπώντας κυκλικά γύρω του. Προσπάθησε να τις αγγίξει αλλά εκείνες απομακρύνονταν από το άγγιγμά του ξεσπώντας σε γέλια, μόνο και μόνο για να επιστρέψουν και πάλι κοντά του και να συνεχίσουν το ίδιο παιχνίδι. Ο Μπέριντεμ άρχισε να τις κυνηγάει γελώντας και αυτός με τη σειρά του, αφού έβρισκε το παιχνίδι διασκεδαστικό και το τρόπαιο της νίκης ιδιαίτερα ελκυστικό. Πάνω στο κυνηγητό όμως ξαφνικά σταμάτησε, αδιαφορώντας για τις κοπέλες που τον καλούσαν

Page 373: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

373

κοντά τους. Μέσα από τις φυλλωσιές στην όχθη της λίμνης, μπορούσε να διακρίνει μια κοπέλα. Ήταν και εκείνη πανέμορφη. Σε αντίθεση όμως με τις άλλες τρεις, εκείνη ήταν μελαχρινή, αλλά η πιο σημαντική διαφορά ήταν πως δε συμμεριζόταν τη χαρά και το κέφι τους. Είχε καρφώσει το σκοτεινό της βλέμμα στον Μπέριντεμ και η λύπη που ξεχείλιζε από τα μάτια της επηρέασε και εκείνον.

Η μελαχρινή κοπέλα παρέμενε ακίνητη και δεν έκανε καμία προσπάθεια να μπει στη λίμνη για να τον πλησιάσει. Τότε παρακινημένος από την περιέργεια αλλά και από μια μυστήρια διαίσθηση πως η κοπέλα ήταν σημαντική για εκείνον, προσπάθησε να την πλησιάσει. Αμέσως τρία ζευγάρια λεπτά χέρια τον κράτησαν στη θέση του και ένιωσε σαρκώδη χείλη να διατρέχουν το λαιμό του. Αδιαφορώντας για την αναστάτωση που ένιωθε το κορμί του, προσπάθησε να παραμερίσει τις τρεις καλλονές για να πάει κοντά στην κοπέλα στην όχθη της λίμνης. Το άγγιγμά τους όμως έγινε πιο δυνατό και πιο επίμονο. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από την αγκαλιά τους, ενώ τα δαγκώματά τους του προκαλούσαν όλο και περισσότερο πόνο αντί για ευχαρίστηση. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως αντί για τις τρεις καλλονές, γύρω του είχε τρία απεχθή γκριζωπά πλάσματα με λέπια αντί για δέρμα. Τα χέρια που πριν από λίγο τον χάιδευαν, τώρα του ξέσκιζαν τη σάρκα με μακριά μαύρα νύχια, ενώ τα σαρκώδη ροζ χείλη είχαν τραβηχτεί σε λεπτές μαύρες γραμμές, που αποκάλυπταν τερατώδη κοφτερά δόντια. Τα πανέμορφα πρόσωπα είχαν αντικατασταθεί από μακρουλές μουσούδες με τρία μαύρα μάτια και τα ξανθά μαλλιά ήταν πλέον πράσινες γλοιώδεις τρίχες. Τα καλλίγραμμα πόδια είχαν μεταμορφωθεί σε ουρές, που κατέληγαν σε μια θανατηφόρα τρίαινα.

Νύχια, δόντια και τρίαινες τον κατατρυπούσαν τραυματίζοντας το κορμί του και βάφοντας την καθάρια λίμνη κόκκινη. Διέκρινε τα δάκρυα της μελαχρινής κοπέλας, που παρέμενε ακίνητη στην όχθη περιμένοντάς τον, παρόλο που

Page 374: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

374

εκείνος δε θα ερχόταν ποτέ. Παραδομένος στα τέρατα άρχισε να βουλιάζει μέσα στο νερό, καθώς κομμάτια ολόκληρα έφευγαν από το σώμα του. Βασανισμένος από τον ανυπόφορο πόνο δέχθηκε ευχάριστα το νερό στα ρουθούνια του και στο στόμα του και ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, καθώς τα πνευμόνια του πλημμύριζαν νερό. Μετά τα πάντα σκοτείνιασαν και σταμάτησε να έχει συνείδηση του εαυτού του. Ήταν σαν όλα να είχαν τελειώσει… Άνοιξε τα μάτια του και πετάχτηκε όρθιος γεμάτος ανησυχία. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και λαχανιασμένος. Επιθεώρησε βιαστικά το χώρο και κατάλαβε ότι ήταν στη σκηνή του. Στο τραπέζι δίπλα από το κρεβάτι του υπήρχε μια κανάτα με νερό. Γέμισε μια κούπα και ήπιε λαίμαργα, επαναλαμβάνοντας την πράξη άλλες δύο φορές. Αφού έσβησε τη δίψα του, αναρωτήθηκε πόσον καιρό είχε κοιμηθεί αυτή τη φορά και βγήκε από τη σκηνή του με σκοπό να βρει τον Λέκθεν και μαζί με αυτόν κάποιες απαντήσεις. Τον είχε κατακλύσει μια ανεξήγητη ανησυχία και υπέθεσε ότι θα είχε σχέση με κάποιο όνειρο που είχε δει ενώ κοιμόταν, παρόλο που δε θυμόταν καθόλου τον εφιάλτη που τον ταλάνιζε λίγο πριν ξυπνήσει. Το υποσυνείδητό του όμως θυμόταν καλά.

Διέκρινε από μακριά τις σκαλωσιές στα τείχη της Πελνυέρα. Η ανοικοδόμηση της κατακτημένης πόλης είχε λοιπόν αρχίσει. Έμεινε ικανοποιημένος που οι γραπτές οδηγίες που είχε αφήσει στον Λέκθεν, για τις εργασίες που θα έπρεπε να γίνουν τον καιρό της ανάρρωσής του, είχαν αποδειχθεί αρκετές. Ένα από τα πρώτα του καθήκοντα ήταν η επιθεώρηση της πόλης, την οποία είχε δει εσωτερικά μόνο φευγαλέα την ώρα της μάχης. Σκόπευε να αναλάβει άμεσα τη σημαντική αυτή υποχρέωση, μόλις τελείωνε η ενημέρωσή του από τον Λέκθεν. Όλα πάντως φαίνονταν ήρεμα και παρατηρούσε πως η ζωή στο στρατόπεδο δεν είχε δυσκολίες, ούτε υπήρχαν απρόοπτα περιστατικά. Αυτό ήταν θετικό και η αρμονία στον καταυλισμό ήταν πολύ σημαντική, αφού η Πελνυέρα δε θα ήταν κατοικήσιμη για πολλούς μήνες ακόμα, καθιστώντας τις σκηνές και τα πρόχειρα παραπήγματα, τη

Page 375: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

375

μοναδική άλλη λύση. Μετά από αρκετή ώρα αναζήτησης αναγνώρισε την πλάτη του βοηθού του, ο οποίος συζητούσε με έναν πανύψηλο άντρα που φορούσε τη στρατιωτική στολή των Σαλούβιαρ και μια μικρότερη μορφή που δεν μπορούσε να διακρίνει, αφού την κάλυπτε ο Λέκθεν. Όταν πλησίασε και είδε καλύτερα, ξαφνικά έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Δεν είχε ξυπνήσει λοιπόν; Ακόμα και τώρα βρισκόταν μέσα σε ένα όνειρο, ενώ το πραγματικό του σώμα ήταν κάπου ακινητοποιημένο από τη νάρκη;

Η μορφή που συνομιλούσε με τον Λέκθεν ήταν η Παφύλια. Όμως ήταν αδύνατον να βρισκόταν εκεί. Την είχε αφήσει πριν από μήνες στον υπόγειο κόσμο των Ιβίρφιντ. Πώς ήταν δυνατόν να την έβλεπε μπροστά του αν δεν ονειρευόταν;

«Μεγαλειότατε, η κυρία ισχυρίζεται ότι σας γνωρίζει προσωπικά και ήθελε να σας μιλήσει. Είναι αλήθεια;» Έμειναν και οι δύο αμίλητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, με μια πληθώρα συναισθημάτων να συγκρούονται μέσα τους. Ήθελαν να πουν τόσα πολλά, αλλά ξαφνικά καμία λέξη δε φαινόταν κατάλληλη για εκείνη τη στιγμή. Τότε η Παφύλια υπερνικώντας την αβεβαιότητά της, κινήθηκε διστακτικά πλησιάζοντάς τον. Τότε και εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την κράτησε σφιχτά. Όχι, αυτό δεν μπορούσε να είναι όνειρο. Τίποτα δεν ήταν τόσο αληθινό όσο η αίσθηση αυτής της αγκαλιάς. Το άρωμά της στα ρουθούνια του και η ρυθμική της αναπνοή στο στήθος του. Ο Σκρίτου και ο Λέκθεν αντιλαμβανόμενοι ότι δεν είχαν καμία θέση στη σκηνή, αποχώρησαν διακριτικά, με το στρατιώτη να ζητάει από το νεαρό αξιωματικό οδηγίες για να πάει στα μαγειρεία, αφού το ταξίδι του είχε ανοίξει την όρεξη. Ο Λέκθεν σκεφτόταν πόσες μερίδες θα χρειαζόταν για να χορτάσει όλος αυτός ο όγκος και συνόδευσε τον Σκρίτου, κάνοντάς του συνεχώς ερωτήσεις για το ταξίδι τους μέχρι την Πελνυέρα. Λίγο πριν χάσει το ζευγάρι εντελώς από το οπτικό του πεδίο, τους έριξε μια τελευταία ματιά. Ήταν ακόμα αγκαλιασμένοι.

Page 376: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

376

Την υπόλοιπη μέρα ο Μπέριντεμ Ιμπανόγιο για πρώτη φορά στην καριέρα του, αδιαφόρησε τελείως για τα καθήκοντά του και πέρασε όλη την ημέρα με την Παφύλια, μην μπορώντας ακόμα να πιστέψει πως την είχε κοντά του. Είχαν βέβαια προηγηθεί διάφορες διαβεβαιώσεις από τον Λέκθεν, πως όλα ήταν υπό έλεγχο και πως η παρουσία του δεν ήταν απολύτως απαραίτητη. Έτσι δεν την άφησε στιγμή από κοντά του και περπατώντας στη γύρω περιοχή, διηγήθηκε ο καθένας τις περιπέτειές του και όλα τα δραματικά γεγονότα, που είχαν συμβεί από τη στιγμή του αποχωρισμού τους. Ο Μπέριντεμ άκουσε με ειλικρινή λύπη την αγαπημένη του, να του αφηγείται την καταστροφή του κόσμου των Ιβίρφιντ. Ίσως του πιο μαγευτικού μέρους σε όλον τον κόσμο. Τέτοια ομορφιά μπορούσε να εκτιμηθεί ακόμα και από έναν άνθρωπο και να καταλάβει στα τρίσβαθα της ψυχής του την απώλεια αυτή. Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη ένιωσε όταν του αποκάλυψε ότι το ταξίδι από τη χώρα της μέχρι την Πελνυέρα, το είχε κάνει χωρίς τις δυνάμεις της, αφού η φύση την είχε απαρνηθεί πλέον και πως χρωστούσε τη ζωή της σε ορισμένους πολύ καλούς ανθρώπους που τη βοήθησαν στο δρόμο, όπως οι στρατιώτες στη Ζιλμάτα, ο Σάντιακ, ο Σκρίτου και φυσικά η αδικοχαμένη Τσβεριντέ. Ο Μπέριντεμ γνώριζε την Τσβεριντέ, αφού είχαν υπηρετήσει μαζί για μερικά χρόνια. Τον έθλιψε πολύ ο χαμός της και ένιωσε ευγνωμοσύνη, που η δασκάλα των πολεμικών τεχνών ήταν κοντά στην Παφύλια για να την προστατεύσει.

Κοντά της ζούσε μια πρωτόγνωρη ευτυχία, η οποία ενισχυόταν από το γεγονός ότι ο ερχομός της αποτελούσε μια φοβερή έκπληξη. Είχε συγκινηθεί απίστευτα από την προσπάθεια που κατέβαλε και τους κινδύνους που πέρασε, μόνο και μόνο για να είναι κοντά του. Αποτελούσε μια αναμφισβήτητη απόδειξη της αγάπης και της αφοσίωσής της και τον έκανε να συνειδητοποιεί πόσο σημαντική ήταν η συνάντησή τους, πριν από τόσους μήνες στα βουνά Φουγέτ. Την επόμενη μέρα ανακοινώθηκε στους στρατιώτες πως θα διέμεναν για κάποιους μήνες έξω από την

Page 377: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

377

Πελνυέρα, για να μπορέσει να αναδιοργανωθεί το ταλαιπωρημένο στράτευμα και ταυτόχρονα να ανοικοδομηθεί η πόλη. Τα τελευταία ψήγματα της στρατιωτικής δύναμης των Ούρμπιλαχ στην ανατολή, θα μπορούσαν να περιμένουν. Ο Μπέριντεμ ήταν σίγουρος πως δεν αποτελούσαν πια απειλή και ότι θα ήταν πολύ εύκολο για το στρατό του, να κάνει μερικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα τελευταία ανατολικά προπύργια. Δε θα χρειαζόταν καν το διαμάντι. Και αυτός ήταν άλλος ένας λόγος για αγαλλίαση. Το επόμενο στάδιο θα ήταν η οριστική αφαίρεση του καταραμένου αντικειμένου, που πλέον δε θα είχε ανάγκη. Για όσα δώρα του προσέφερε του ρουφούσε ταυτόχρονα την ψυχή και τη ζωή. Δε θα επιβίωνε για πολύ ακόμα με αυτό το βάρος μέσα στο στήθος του. Αυτή όμως ήταν μια ανησυχία για αργότερα.

Το διαμάντι ήταν πολύ εκνευρισμένο με την κατάσταση. Γινόταν ολοένα και δυσκολότερο να κατευθύνει τον ξενιστή του εκεί που ήθελε και ακόμα και στα όνειρα που ήταν εντελώς ευάλωτος, προέβαλλε σθεναρή αντίσταση με τη βοήθεια του φαντάσματος του πατέρα του. Η εισβολή της εικόνας της Παφύλια, σε αυτά τα όνειρα που δημιουργούσε το διαμάντι, ήταν αρνητική για τους σκοπούς του μοχθηρού αντικειμένου, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποφύγει, αφού τα όνειρα δυστυχώς δεν ελέγχονταν πλήρως από αυτό. Η εμφάνισή της τόσο αναπάντεχα και στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που θα δυσχέραινε τα σχέδιά του ακόμα περισσότερο, αφού ήξερε πως ο Μπέριντεμ θα έστρεφε την προσοχή του στην κοπέλα και η δίψα του για πόλεμο και κατακτήσεις, θα αμβλυνόταν σημαντικά. Έπρεπε να δράσει άμεσα και να θέσει σε εφαρμογή το τελευταίο μέρος του σχεδίου του. Έστειλε μέρος της ενέργειας και της νοημοσύνης του, έξω από το σώμα του ανύποπτου ξενιστή του και πέταξε στα ουράνια. Κατευθύνθηκε ανατολικά, εκεί που μερικούς μήνες αργότερα θα έφτανε και ο στρατός των Σαλούβιαρ, στις εσχατιές της ανατολής. Σε μέρη που ο πολιτισμός ακόμα δεν είχε φτάσει και που ο τόπος κυριαρχείτο από βάρβαρες

Page 378: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

378

συμμορίες πολέμαρχων διαφόρων φυλών, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους πιο αδύναμους που δεν είχαν μάθει ποτέ να πολεμούν.

Εκεί σε αυτές τις αφιλόξενες περιοχές, είχαν καταφύγει ορισμένοι απείθαρχοι Ούρμπιλαχ αξιωματικοί, που προτίμησαν τη φυγή από τη μάχη και δικαιώθηκαν για τη στάση τους, όταν έπεσε και η Πελνυέρα. Ήξεραν ότι αν είχαν πολεμήσει στην Πελνυέρα, θα είχαν παγιδευτεί σαν τα ποντίκια ανάμεσα στο βουνό και τα τείχη της πανίσχυρης οχύρωσης. Όμως εκεί στην άκρη του κόσμου, παρόλο που είχαν επιβιώσει, δεν ένιωθαν και ιδιαίτερα τυχεροί, αφού η ζωή ήταν δύσκολη και είχαν στερηθεί πλέον τις χαρές των πόλεων όπου ζούσαν κάποτε. Η ενεργειακή μορφή του διαμαντιού χτένισε την περιοχή των ατελείωτων καταυλισμών, στους οποίους ζούσαν οι λιποτάκτες από τις διάφορες περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Έψαχνε για ένα συγκεκριμένο άντρα, θεωρώντας τον πιο ικανό για να ηγηθεί της τελευταίας προσπάθειας των Ούρμπιλαχ, να αντισταθούν στη λαίλαπα των Σαλούβιαρ. Αυτή η αντίσταση και η επακόλουθη μάχη, θα ολοκλήρωνε το σχέδιό του. Ένα σχέδιο το οποίο δε βολευόταν με μια εύκολη νίκη του Μπέριντεμ στη μακρινή ανατολή. Εντόπισε τον Φέροσταβ, τον αρχιστράτηγο των Ούρμπιλαχ στην Πελνυέρα, που είχε σκοτώσει μαζί με άλλους τον Αυτοκράτορα Χεντίκιουα και είχε ξεφύγει μετά την άλωση της Πελνυέρα, από την αρπάγη του εχθρού. Στεκόταν σε έναν κύκλο αντιμέτωπος με άλλους πέντε άντρες. Συζητούσαν, αλλά οι κουβέντες τους έβγαιναν κοφτές και με ένταση. Το διαμάντι μπορούσε να νιώσει την πίεση που ένιωθαν μέσα τους και ήξερε ότι σύντομα θα ξεσπούσαν.

«Φέροσταβ δεν έχεις καμία δουλειά να έρχεσαι εδώ πέρα και να μας μιλάς για ιεραρχία. Ο Αυτοκρατορικός Στρατός έχει διαλυθεί και οι κανονισμοί πλέον δεν ισχύουν. Τώρα κουμάντο κάνουν οι Σαλούβιαρ και εμείς δεν είμαστε παρά πρόσφυγες. Ο καθένας μπορεί από εδώ και πέρα να πάρει όσους πολεμιστές διαθέτει και να προσπαθήσει να επιβιώσει με επιδρομές στα

Page 379: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

379

χωριά. Δεν έχουμε κανένα λόγο να ενωθούμε μαζί σου, πόσο μάλλον να σε θέσουμε και επικεφαλής μας. Βρες μια γωνιά, κρύψου και προσευχήσου στον Ιγκούβιπ να μη σε βρουν οι εχθροί. Αν και ο θεός μας έχει ξεχάσει εδώ και καιρό ως φαίνεται» έλεγε ένας από τους άντρες. Οι υπόλοιποι τέσσερις επιδοκίμασαν τα λόγια του με σιγανά μουγκρητά. Ο Φέροσταβ τους κοίταξε με αυστηρό βλέμμα, αψηφώντας τους, παρόλο που ήταν ολομόναχος εναντίον τους.

«Και τι σας κάνει όλους σας να πιστεύετε, ότι αυτοί οι άντρες θα σας ακολουθήσουν σε μια ζωή κλεψιάς και παρανομίας. Είναι άντρες ταπεινωμένοι και ο λόγος της ταπείνωσής τους, κάποια στιγμή θα έρθει και από αυτά τα μέρη. Και τότε είναι που θα θελήσουν να πάρουν εκδίκηση» τους απάντησε.

«Ποια εκδίκηση; Από το στρατό που οδηγείται από τον πανίσχυρο στρατηγό, που μπορεί με ένα του βλέμμα να κάνει στάχτες ολόκληρα τάγματα; Το στρατό που διέλυσε τους Ούρμπιλαχ στη μεγάλη τους ακμή; Αν οι Ούρμπιλαχ κατατροπώθηκαν τότε, τι τύχη έχουμε τώρα που είμαστε διαλυμένοι και φοβισμένοι. Αυτό που βλέπεις στα πρόσωπα των στρατιωτών δεν είναι η δίψα για εκδίκηση, αλλά φόβος. Ο φόβος για ένα αβέβαιο μέλλον και η επίγνωση της ανωτερότητας του εχθρού. Έχουμε τελειώσει Φέροσταβ. Οι Ούρμπιλαχ από εδώ και πέρα θα είναι παρίες και θα περιφέρονται σε τούτον τον κόσμο, περιμένοντας απλά το αναπόφευκτο τέλος» είπε ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν, με το θυμό μέσα του να υποχωρεί και τη φωνή του πλέον να χρωματίζει η απελπισία.

«Δεν έχουμε ελπίδα εναντίον των Σαλούβιαρ προς το παρόν. Μπορούμε όμως να δημιουργήσουμε μια αξιόλογη δύναμη, που θα διεξάγει ανταρτοπόλεμο και θα έχει βάση τα απόκρημνα βουνά. Αφού δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο, θα διεξάγουμε πόλεμο φθοράς με αιφνιδιαστικές επιθέσεις και θα αποσυρόμαστε πριν να συγκεντρωθούν μεγάλες μονάδες εναντίον μας. Δε λέω ότι όσο ζούμε θα δούμε ξανά το

Page 380: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

380

λαό μας ελεύθερο, αλλά μπορούμε να θέσουμε τις βάσεις, ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον, οι επόμενες γενιές να βρουν τους Σαλούβιαρ αδύναμους και να μπορέσουν να αδράξουν την ευκαιρία. Μην ξεχνάτε ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τους Σαλούβιαρ» απάντησε ο Φέροσταβ με πείσμα, αλλά μπορούσε να διαβάσει στα πρόσωπα των πέντε αντρών την αδυναμία του να τους πείσει.

«Όνειρα Φέροσταβ και τίποτα παραπάνω. Έχεις γεράσει και τα βλέπεις πιο ρομαντικά και ίσως δε σε νοιάζει και αν πεθάνεις, άλλωστε ο καιρός σου ζυγώνει. Εγώ όμως είμαι ακόμα αρκετά νέος και δεν έχω σκοπό να χάσω τη ζωή μου σε αυτόν τον καταραμένο τόπο, τον ξεχασμένο από τους πάντες. Θα πάρω τους άντρες μου και θα πάμε σε πιο εύφορες περιοχές, μόλις καταλαγιάσουν λίγο τα πράγματα και ο πόλεμος δεν κρατάει τους Σαλούβιαρ τόσο σε επιφυλακή». Ο Ούρμπιλαχ αξιωματικός γύρισε για να φύγει, αλλά σταμάτησε όταν άκουσε τον ήχο σπαθιού να βγαίνει από τη θήκη του. Γύρισε για να αντιμετωπίσει τον Φέροσταβ, ο οποίος τον κοιτούσε με βλέμμα ψυχρό και μετρημένο, παρόλο που ετοιμαζόταν να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.

«Ώστε μέχρι εκεί σε οδηγεί η τρέλα σου έτσι; Εντάξει λοιπόν, δε μου αρέσει αυτό αλλά δε μου αφήνεις άλλη επιλογή». Κάνοντας νόημα και στους άλλους τέσσερις, έβγαλε το σπαθί του και όλοι μαζί περικύκλωσαν τον Φέροσταβ. Ο βετεράνος στρατηγός βρήκε την όλη κατάσταση αρκετά ειρωνική. Του θύμιζε εκείνη τη νύχτα που μια ομάδα στρατηγών είχαν περικυκλώσει έναν αυτοκράτορα και τον είχαν τρυπήσει όλοι με τα σπαθιά τους, δολοφονώντας τον και καταπατώντας τους όρκους πίστης που είχαν δώσει την ημέρα της στέψης του. Εκείνη τη μέρα όμως ο Φέροσταβ από θύτης γινόταν θύμα και ίσως και να του άξιζε ένας τέτοιος θάνατος, μετά από το έγκλημα που είχε διαπράξει. Αποδιώχνοντας το φόβο λοιπόν ρίχθηκε στη μάχη, αφήνοντας τους θεούς να κρίνουν αν θα έπρεπε να πεθάνει ή να νικήσει. Το διαμάντι όντας μια άυλη μορφή ενέργειας, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την αναμέτρηση, αθέατο από

Page 381: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

381

τους ανθρώπους. Θα αποδεικνυόταν αν η επιλογή που είχε κάνει ήταν η σωστή, από το αποτέλεσμα αυτής της μάχης, που αν και την έκρινε άνιση, δεν είχε κανένα σκοπό να εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της σύγκρουσης, οι πέντε άντρες κατάλαβαν ότι η υπόθεση αυτή δε θα τελείωνε τόσο εύκολα όσο νόμιζαν στην αρχή.

Ο Φέροσταβ απέκρουσε με ευκολία τα χτυπήματα του πρώτου επιτιθέμενου και ανταπέδωσε με ταχύτητα που δεν περίμεναν να διαθέτει ακόμα. Όταν ένας δεύτερος άντρας αποφάσισε να βοηθήσει το σύντροφό του, ο Φέροσταβ τους απέφυγε και τους δύο, ρίχνοντάς τους τον έναν πάνω στον άλλον. Με έκπληξη οι τρεις εναπομείναντες είδαν τους δύο συντρόφους τους να αλληλοσκοτώνονται, με χτυπήματα που στόχο είχαν τον γκριζομάλλη στρατηγό. Εκμεταλλευόμενος την έκπληξή τους επιτέθηκε πρώτος, κόβοντας το κεφάλι του τρίτου θύματός του, αφήνοντας μόνο δύο ακόμα αντιπάλους. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα τα συναισθήματα υπεροχής και σιγουριάς των νεώτερων αξιωματικών, είχαν μετατραπεί σε φόβο και αβεβαιότητα. Ο Φέροσταβ χτύπησε και πάλι, ενώ οι δύο αντίπαλοί του συνεργάστηκαν στην άμυνά τους και μετά στην αντεπίθεση. Ο ένας προσπάθησε να καρφώσει τον Φέροσταβ βρίσκοντας άνοιγμα, όμως δεν ήταν παρά μια παγίδα. Ο Φέροσταβ πήδηξε προς τα πίσω αφήνοντας τον άλλον ξιφομάχο μετέωρο και εκτός ισορροπίας. Κατέβασε το σπαθί του κόβοντας το οπλισμένο χέρι σύριζα. Ο τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος ουρλιάζοντας από τον πόνο και η αγωνία του ήταν ένα ακόμα όπλο του στρατηγού εναντίον του τελευταίου της παρέας. Ήταν ο άντρας που είχε μιλήσει πριν εναντίον του, ειρωνευόμενος την ηλικία του και τα σχέδιά του.

Μετά από μια σύντομη ανταλλαγή χτυπημάτων, τα δύο σπαθιά κλειδώθηκαν στον αέρα και κανείς από τους δύο άντρες δεν υποχωρούσε στον αγώνα δύναμης και αντοχής. Ο άντρας προσπάθησε να πιάσει με το ελεύθερό του χέρι το μαστίγιό του, αλλά αποδείχτηκε πολύ αργός, αφού ο Φέροσταβ με μια

Page 382: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

382

αστραπιαία κίνηση, έβγαλε το μαχαίρι του και το κάρφωσε στην εκτεθειμένη κοιλιά του αντιπάλου του. Ο ετοιμοθάνατος έφτυσε αίμα και βόγκηξε με απελπισία, όταν ο στρατηγός με δυνατά τινάγματα διεύρυνε την πληγή του, αφήνοντας τα άντερά του να ξεχυθούν στο ήδη κατακόκκινο χώμα. Έβγαλε ένα τελευταίο γαργαριστό ήχο καθώς το αίμα του τον έπνιγε και έπεσε πάνω στα ίδια του τα εντόσθια. Ο Φέροσταβ βούτηξε τα δάχτυλά του στο ματωμένο σώμα και έβαψε το πρόσωπό του με το αίμα του νεκρού εχθρού του. Το τρόπαιο της νίκης που θα σταθεροποιούσε την εξουσία του, στο λιγοστό στρατό που είχε στη διάθεσή του. Έστρεψε το βλέμμα του στους παριστάμενους και τους κάρφωσε με μια ερωτηματική ματιά. Κανείς άλλος δε φαινόταν να αμφισβητεί την αρχηγία του. Άλλωστε οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι χαμένοι, που είχαν ανάγκη κάποιον να τους πει ποια θα ήταν η επόμενή τους κίνηση. Είχαν ανάγκη από έναν καθοδηγητή και αυτόν ακριβώς το ρόλο θα αναλάμβανε. Το διαμάντι ικανοποιημένο από την έκβαση, κατέβηκε κοντά στο νικηφόρο πολεμιστή. Εκείνος ένιωσε μια ανεξήγητη ανησυχία από κάποια αόρατη απειλή, καθώς η διαβολική οντότητα εισχωρούσε στα μύχια του μυαλού του.

Η φωνή όταν του μίλησε ήταν καθησυχαστική και γαλήνια. Παρόλα αυτά ο Ούρμπιλαχ με δυσκολία κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, νομίζοντας ότι είχε τρελαθεί και άκουγε φωνές που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα.

«Μην ανησυχείς γενναίε πολεμιστή. Δε θα σε απασχολήσω για πολύ. Έχω έρθει για να σε βοηθήσω στη μάχη σου εναντίον των Σαλούβιαρ».

«Ποιος είσαι;» είπε ο Φέροσταβ με τρεμάμενα χείλη. «Αυτό δεν έχει σημασία και άλλωστε η αλήθεια θα ήταν

πολύ δύσκολη για να την κατανοήσεις και το πιο σημαντικό να την πιστέψεις. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι έχω τη λύση στο πρόβλημά σου. Ξέρω πώς μπορείς να νικήσεις τους Σαλούβιαρ». Αμέσως το ενδιαφέρον του Φέροσταβ κεντρίστηκε και ο

Page 383: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

383

στρατιωτικός μέσα του υπερίσχυσε του χλωμού φοβισμένου ανθρώπου.

«Σε ακούω». «Όταν φτάσουν οι Σαλούβιαρ εδώ, μήνες από τη σημερινή

ημέρα, ο στρατός σου θα διαλυθεί με την πρώτη τους επίθεση. Δεν έχετε την παραμικρή ελπίδα να νικήσετε και το ξέρεις καλά. Αν όμως διατάξεις το στρατό σου σε μια τακτική υποχώρηση και παρασύρεις τους Σαλούβιαρ προς τη θάλασσα, τότε η νίκη θα είναι δική σου». Ο Φέροσταβ κοίταξε προς το πέλαγος γεμάτος απορία.

«Τι μπορεί να κερδίσουμε από μια τέτοια τακτική; Αν εγκλωβιστούμε ανάμεσα στο νερό και τους Σαλούβιαρ, αυτό θα ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Αυτό είναι το σπουδαίο σχέδιό σου για να ηττηθούν οι Σαλούβιαρ;» είπε ειρωνευόμενος ο Ούρμπιλαχ. Το διαμάντι όμως δεν πτοήθηκε.

«Στο νερό θα βρεις αναπάντεχους συμμάχους στρατηγέ των Ούρμπιλαχ». Πριν προλάβει ο Φέροσταβ να ρωτήσει περισσότερα για τους συμμάχους που ανέφερε η φωνή μέσα του, το μυαλό του κατακλύστηκε από εικόνες τρόμου και φρίκης που τον έκαναν να γονατίσει ανήμπορος και με την καρδιά του να είναι έτοιμη να σταματήσει από το φόβο που ένιωσε.

«Κάνε αυτό που σου λέω και αυτά που είδες μόλις τώρα, θα συμβούν στους εχθρούς σου όταν εξαπολύσουν την επίθεσή τους. Θα βγεις από τη μάχη θριαμβευτής και τότε, με τον Ιμπανόγιο νεκρό, ακόμα και ο θρόνος της Ραμίνα δε θα είναι πια άπιαστο όνειρο». Η φωνή στο κεφάλι του ξαφνικά χάθηκε, αφήνοντάς τον τρεμουλιασμένο και γονατισμένο στο καυτό χώμα. Γύρισε και πάλι προς τη θάλασσα, κοιτάζοντας τις ακτίνες του ήλιου που στραφτάλιζαν πάνω στο νερό και απορώντας πως μια τέτοια ομορφιά θα μπορούσε να γεννήσει τον τρόμο που είχε παρακολουθήσει. Μπροστά του απλωνόταν σε όλο της το μεγαλείο η Άγνωστη Θάλασσα. Ένας ωκεανός που είχε πάρει το όνομά του από το γεγονός, ότι κανείς δεν ήξερε πόσο μεγάλος είναι ή που οδηγεί αν τον διασχίσεις. Κατέληγε σε κάποια

Page 384: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

384

άγνωστη χώρα ή συνέχιζε αιώνια χωρίς να προσφέρει λιμάνι, στον άτυχο ναυτικό που θα αποφάσιζε να τον διασχίσει; Αυτά τα ερωτήματα είχαν μείνει αναπάντητα, όχι γιατί δεν είχαν υπάρξει αρκετά γενναίοι εξερευνητές, οι οποίοι να επιχείρησαν να διασχίσουν τον γεμάτο μυστήριο αυτόν ωκεανό, αλλά γιατί απλούστατα κανένας δεν είχε γυρίσει ποτέ πίσω, για να μοιραστεί με τους υπόλοιπους τα ευρήματά του. Ή λοιπόν η Άγνωστη Θάλασσα οδηγούσε σε κάποιον τόπο τόσο μαγικό, που κανείς δεν άντεχε να τον αφήσει και να γυρίσει πίσω, ή όλοι όσοι προσπάθησαν να τη διασχίσουν είχαν βρει τραγικό θάνατο.

Από τις εικόνες που είχαν ξεπηδήσει μέσα στο μυαλό του, ο Φέροσταβ συμπέραινε ότι μάλλον ίσχυε το δεύτερο. Τα συλλογιζόταν αυτά, ενώ ακόμα δεν είχε καταφέρει να κατανικήσει το τρέμουλο που τον είχε καταλάβει τα τελευταία λεπτά. Τότε σκέφτηκε και την ειρωνεία της όλης υπόθεσης. Αφού η Άγνωστη Θάλασσα ήταν ουσιαστικά απροσπέλαστη, σε εκείνη την παραλία βρισκόταν το τέλος του κόσμου των ανθρώπων. Ήταν το τελευταίο σημείο μέχρι το οποίο μπορούσαν να ταξιδεύσουν οι φιλόδοξες και άπληστες ψυχές τους. Ήταν ένα σημείο ταιριαστό λοιπόν, για να χαθεί για πάντα ένας λαός, όποιος και αν ήταν αυτός τελικά.

Page 385: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

385

19 Οι μήνες πέρασαν χωρίς κανένα απρόοπτο και το μόνο που

απασχολούσε κατά καιρούς τους Σαλούβιαρ, ήταν η εμφάνιση συμμοριών Ούρμπιλαχ που τολμούσαν μερικές φορές να κατέβουν μέχρι τις κατοικημένες πόλεις, να κλέψουν ό,τι μπορούσαν και να λήξουν βιαστικά την επιδρομή τους, πριν χρειαστεί να εμπλακούν σε μάχη με τον Αυτοκρατορικό Στρατό. Οι πρώην στρατιώτες έκλεβαν και σκότωναν αδιακρίτως, αδιαφορώντας αν τα θύματά τους ήταν Σαλούβιαρ, Ούρμπιλαχ ή αν ανήκαν σε κάποια άλλη φυλή. Τις περισσότερες φορές όμως περικυκλώνονταν από τις φρουρές των πόλεων και των χωριών και εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες. Οπότε ακόμα και οι επιδρομές δεν αποτελούσαν σοβαρό λόγο ανησυχίας. Οι εποχές έκαναν το πέρασμά τους και όταν ο καιρός είχε και πάλι ζεστάνει, όλοι ήξεραν πως η τεράστια πολεμική μηχανή του Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, θα κινείτο και πάλι για νέες κατακτήσεις. Όχι τόσο ένδοξες όσο οι προηγούμενες, αλλά σίγουρα απαραίτητες για να παγιωθεί η εξουσία των Σαλούβιαρ σε όλον τον ανατολικό κόσμο. Οι εργασίες στην Πελνυέρα συνεχίζονταν και είχαν ήδη φτάσει σε πολύ καλό σημείο. Σύντομα θα μπορούσε να περηφανεύεται ότι ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη στην Αυτοκρατορία. Οι σκηνές στην πεδιάδα είχαν εγκαταλειφθεί και οι στρατιώτες πλέον διέμεναν στους νεόκτιστους στρατώνες. Επίσης είχε δημιουργηθεί και ένα κτίριο, περισσότερο στρατηγείο παρά παλάτι, όπου διέμενε ο Μπέριντεμ με την Παφύλια και τους βοηθούς τους.

Εκεί ο Αυτοκράτορας με τον Λέκθεν στο πλευρό του, εργαζόταν αγόγγυστα και ασταμάτητα για το σχεδιασμό της νέας εκστρατείας. Πίστευε ότι οι αριθμητικά κατώτεροι Ούρμπιλαχ, θα επιδίδονταν σε έναν κουραστικό κλεφτοπόλεμο με σκοπό να φθείρουν όσο περισσότερο μπορούσαν τους Σαλούβιαρ, ενώ από την πλευρά τους θα επιδίωκαν λίγες απώλειες. Δεν μπορούσε να

Page 386: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

386

πιστέψει ότι όποιος και αν ήταν πλέον ο αρχηγός τους, θα ήταν αρκετά τρελός ώστε να τους αντιμετωπίσει σε μάχη κατά μέτωπο. Αναζητούσε λοιπόν τρόπους να προλάβει αυτό το ενδεχόμενο. Μια λύση θα ήταν μια πληθώρα ανιχνευτών στα διάφορα βουνίσια περάσματα και στενά, που ήταν μέρη πρόσφορα για αυτό το είδος του πολέμου και ήδη συζητούσαν τη συμβολή του Ντιεζάγκιχ, που για ακόμα μια φορά θα αποδεικνυόταν καθοριστική. Ο διοικητής πλέον του λόχου ορειβατών, θα μπορούσε με τους υπόλοιπους Σουπλικέρι να χτενίζουν με ευκολία αυτές τις περιοχές, εντοπίζοντας πιθανούς εχθρούς και διασφαλίζοντας το ακίνδυνο πέρασμα για το υπόλοιπο στράτευμα. Ο Μπέριντεμ κουρασμένος σήκωσε το βλέμμα από τα χαρτιά στο γραφείο του και κοίταξε τον ήλιο έξω από το παράθυρο. Είχε φτάσει απόγευμα και θεώρησε ότι είχαν δουλέψει αρκετά εκείνη την ημέρα.

«Λέκθεν θα συνεχίσουμε αύριο. Στο συγκεκριμένο θέμα θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Ντιεζάγκιχ. Η γνώμη του μετράει ιδιαίτερα λόγω της πείρας του στο συγκεκριμένο τομέα».

«Σίγουρα. Πάντως θα ενθουσιαστεί μόλις του πούμε ότι έχουμε μια νέα αποστολή για την ομάδα του. Τους τελευταίους μήνες έχει πλήξει στην ηρεμία που επικρατεί στην πόλη».

«Ένας τρελός σαν αυτόν δεν είναι περίεργο που αποζητά τον πόλεμο. Πριν καταλάβουμε την Πελνυέρα και εγώ έτσι ήμουν. Τώρα όμως τα πράγματα ξαφνικά έχουν αλλάξει. Πλέον έχω πολλά να χάσω σε περίπτωση που σκοτωθώ». Ο Λέκθεν δε συνέχισε την κουβέντα γιατί ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε ο Αυτοκράτορας. Από την ημέρα που είχε έρθει η Παφύλια στην πόλη, είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Πλέον το κίνητρό του δεν ήταν η δίψα για σφαγή και κατακτήσεις, αλλά η αίσθηση καθήκοντος που ερχόταν μαζί με το αξίωμά του, ως του πιο σημαντικού άντρα του κράτους. Όμως η αγάπη του για την Παφύλια, του είχε στερήσει την πλήρη προσήλωση στο στόχο που είχε παλαιότερα. Ο Λέκθεν δεν τον κατηγορούσε για αυτό, γιατί εξακολουθούσε να εργάζεται πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλον, σε αντίθεση με

Page 387: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

387

άλλους μονάρχες που επαναπαύονται στις δάφνες τους. Άλλωστε πέρα από την Παφύλια, υπήρχε και άλλος λόγος που έκανε τον Μπέριντεμ να μην αποζητά με μανία τον πόλεμο όπως κάποτε. Ο κουρασμένος στρατηγός πήγε στον κήπο που είχε φτιάξει με τόση αγάπη η Παφύλια, με γνώσεις και ταλέντο που μόνο κάποια της φυλής της θα μπορούσε να διαθέτει. Ήταν σκυμμένη τακτοποιώντας το χώμα γύρω από μερικά καινούργια βλαστάρια, όταν την πλησίασε. Εκείνη ακούγοντας τα βήματά του σηκώθηκε αργά, με την κοιλιά της πλέον εμφανώς φουσκωμένη και τις κινήσεις αναγκαστικά προσεκτικές.

Ο Μπέριντεμ τη φίλησε και μετά γονάτισε για να ακουμπήσει το κεφάλι του στην κοιλιά της, χαμογελώντας ευτυχισμένος. Ύστερα την αγκάλιασε σφιχτά, ρουφώντας με απόλαυση το άρωμά της και απολαμβάνοντας την ομορφιά και τη γαλήνη του κήπου. Μια αγκαλιά, η ομορφιά της φύσης και η αναμονή για μια νέα ζωή, ήταν αρκετά για να καταπολεμήσουν την κακοβουλία του διαμαντιού και να καταλαγιάσουν τη θύελλα που μαινόταν στην ψυχή του πολεμιστή. Αυτή η γαλήνη που ένιωθε μέσα του, έκανε αυτό που έπρεπε να πει ακόμα πιο δύσκολο.

«Σύντομα θα φύγω» της είπε. Εκείνη τον έσπρωξε απαλά από κοντά της, βάζοντας το χέρι της στο στήθος του.

«Ξανασκέφτηκες αυτό που σου ζήτησα;» «Ναι και η απάντησή μου παραμένει η ίδια. Δεν μπορώ να

σου επιτρέψω να έρθεις μαζί μου. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και αν δεν ήσουν τόσο πεισματάρα και σκεφτόσουν πιο λογικά, θα το καταλάβαινες και εσύ. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι πια μόνο τον εαυτό σου. Πρέπει να προσέχεις αρκετά και για τους δύο σας».

«Εγώ πρέπει να προσέχω αλλά εσύ έχεις το δικαίωμα να πας να σκοτωθείς σε καμιά ερημιά, όπου ίσως να μην μπορέσουν ούτε το πτώμα σου να βρουν!»

«Αυτή είναι η δουλειά μου. Γεννήθηκα για να πολεμάω. Είναι το καθήκον που επιτελώ από νεαρός και δεν μπορώ να τα παρατήσω όλα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Αυτός θα είναι ο

Page 388: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

388

πόλεμος, που θα εξαφανίσει οποιαδήποτε πιθανότητα, για μελλοντική διαμάχη με τους Ούρμπιλαχ. Αφανίζοντάς τους θα κυριαρχήσει ειρήνη σε όλη την Αυτοκρατορία. Άλλωστε εγώ δεν κινδυνεύω να πεθάνω. Έχεις δει τι είμαι ικανός να πετύχω αν χρειαστεί».

«Μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις! Νομίζεις ότι δε σε έχω δει όσες φορές έχεις προσπαθήσει κρυφά τους τελευταίους μήνες, να καλέσεις τις δυνάμεις σου στην επιφάνεια; Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Πέφτεις στο έδαφος φτύνοντας αίμα και τρέμοντας σαν να έχεις πυρετό. Η μαγεία που σε προστάτευε σε έχει εγκαταλείψει ή το σώμα σου απλά δεν αντέχει άλλο να κρατάει μέσα του, κάτι τόσο αφύσικο και ανώτερο από την αδύναμη ανθρώπινη σάρκα. Στις επερχόμενες μάχες θα είσαι ένας απλός θνητός, τρωτός στο ατσάλι και τη φωτιά». Στην τελευταία λέξη ένιωσε ένα σύγκρυο, πιστή στην αρχέγονη φοβία των Ιβίρφιντ για το δώρο εκείνο των θεών στον άνθρωπο, που μπορούσε να ζεστάνει και να σώσει από το κρύο, αλλά σε περίπτωση αμέλειας, να καταστρέψει αδηφάγα ολόκληρες εκτάσεις γης και να πάρει ζωές.

«Δεν έχω ανάγκη το διαμάντι. Διοικούσα στρατεύματα πολύ πριν ενωθώ μαζί του και στη μάχη επιβίωνα πάντα, αναγκάζοντας τους εχθρούς μου να δοκιμάζουν το ατσάλι μου παρά το αντίθετο. Επίσης ξεχνάς ότι ο στρατός μου είναι πολυάριθμος και άρτια εκπαιδευμένος, διαθέτοντας τον καλύτερο εξοπλισμό. Οι Ούρμπιλαχ είναι διαλυμένοι και αποκαρδιωμένοι, χωρίς τρόφιμα, άλογα ή κατάλληλο οπλισμό. Όλα θα πάνε καλά. Δεν έχεις κανένα λόγο να ανησυχείς». Τον κοίταξε ανήσυχη δείχνοντας ότι δεν είχε πειστεί ούτε στο ελάχιστο και απογοητευμένη από την αδυναμία της να του αλλάξει γνώμη, τον άφησε μόνο του και αναζήτησε παρηγοριά εκεί που την έβρισκε πάντα από τη μέρα που γεννήθηκε. Στα φυτά. Στις σκιές του κήπου μια μορφή ενωμένη με τις γωνίες όπου το φως δεν έφτανε, παίρνοντας μορφή μέσα από το ίδιο το σκοτάδι, παρακολουθούσε με μάτια αχόρταγα το ζευγάρι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το

Page 389: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

389

αδιάκριτο βλέμμα του έπεφτε πάνω τους, αντλώντας πληροφορίες για τη ζωή τους και τα σχέδιά τους. Του άρεσε να τους ακούει να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Του άρεσε να γνωρίζει πως αυτός θα ήταν εκεί, για να τους καταστρέψει αυτά τα σχέδια και την ευτυχία. Ήταν ακόμα πολύ αδύναμος για να τους βλάψει. Ένιωθε όμως την ύπαρξή του να αναδομείται προοδευτικά και ήξερε ότι όταν ο καιρός θα ήταν κατάλληλος, στην πιο ευτυχισμένη τους στιγμή, τότε θα εξαπέλυε την επίθεσή του και θα στερούσε από τον Μπέριντεμ, όλα όσα είχε στερηθεί και εκείνος. Ο Βανιρφάντατ κοίταξε για άλλη μια φορά την εγκυμονούσα κοπέλα και ζωγραφίζοντας με τη φαντασία του τα πιο μοχθηρά σχέδια, βυθίστηκε εκεί που ανήκε. Στις σκιές.

Με το πέρασμα των ημερών και με τη στιγμή του αποχωρισμού να πλησιάζει, η οργή της Παφύλια μαλάκωσε. Δε θα άντεχε άλλωστε κανένας από τους δύο τους να αποχαιρετιστούν πικραμένοι. Έτσι συμφιλιώθηκαν και απόλαυσαν μαζί όσον καιρό τους απέμενε. Ο καιρός όμως, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, φάνηκε να έχει βγάλει φτερά και πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσουν, ήρθε η μέρα της έναρξης της εκστρατείας. Με λαμπρότητα ακόμα μεγαλύτερη από τις προηγούμενες φορές, το στράτευμα ξεκίνησε την προέλασή του, με στρατιώτες και αξιωματικούς βέβαιους για τη νίκη, να προχωρούν με το χαμόγελο στο στόμα. Ο Μπέριντεμ δέχθηκε το θερμό χειροκρότημα και τις ζητωκραυγές όσων έμεναν πίσω, καθώς διάβαινε την πύλη της πόλης έφιππος, στην κεφαλή του εκστρατευτικού σώματος. Η Παφύλια πριν τον αφήσει να φύγει, είχε πάρει το χέρι του και ακουμπώντας το στην κοιλιά της του είχε πει: «Να θυμάσαι αυτό». Φυσικά δεν ήταν απαραίτητο κάτι τέτοιο, αφού ο Αυτοκράτορας ήξερε ότι δε θα σταματούσε να σκέφτεται την αγαπημένη του και το αγέννητο παιδί τους ούτε στιγμή. Ήταν μια μέρα μεγάλης χαράς για τους θνητούς αλλά και για ένα πλάσμα αθάνατο, που είχε ζήσει ήδη μια αιωνιότητα. Το διαμάντι έβλεπε την Παφύλια, το μεγαλύτερό του πρόβλημα στην προσπάθειά του για έλεγχο του Μπέριντεμ,

Page 390: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

390

να μένει πίσω και τον άντρα που αποτελούσε το στόχο του, να κατευθύνεται με γοργά βήματα προς τη μοίρα που εκείνο είχε προδιαγράψει.

Οι Σαλούβιαρ τις προσεχείς εβδομάδες κάλυψαν πολύ έδαφος σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού η αντίσταση, όποτε υπήρχε, ήταν αμελητέα. Ο Ντιεζάγκιχ με τους άντρες του σκαρφάλωναν στις κακοτράχαλες πλαγιές και ξετρύπωναν συμμορίες Ούρμπιλαχ, που μάλλον να κρυφτούν προσπαθούσαν παρά να αιφνιδιάσουν τον περαστικό Αυτοκράτορα. Ο Μπέριντεμ είχε αρχίσει να αναρωτιέται, αν τελικά οι αναφορές για ένα μεγάλο συγκεντρωμένο στρατό του εχθρού ανατολικά, ήταν αληθινές. Όταν έφτασαν μιας μέρας απόσταση από την παραλία της Άγνωστης Θάλασσας, οι ανιχνευτές του Ντιεζάγκιχ ανέφεραν πως ένας σχετικά μικρός στρατός, τους περίμενε κοντά στο νερό. Δεν ήταν μια απειλή η οποία τους φόβιζε, αλλά ήταν ό,τι σημαντικότερο είχαν συναντήσει από τη μέρα που άφησαν την Πελνυέρα. Ο Μπέριντεμ είχε μελετήσει τους χάρτες της περιοχής και ήξερε πως οι Ούρμπιλαχ δεν είχαν πού να διαφύγουν. Πέρα από τη θάλασσα δεν ήξερε κανείς τι υπήρχε. Απ’ όσο γνώριζαν το τέλος του κόσμου βρισκόταν εκεί. Εκεί λοιπόν θα δινόταν και η τελική μάχη. Μετά από αυτή, δε θα υπήρχε ούτε η παραμικρή υπόνοια αμφισβήτησης της εξουσίας του και του μεγαλείου των Σαλούβιαρ. Πατούσε πλέον σε μέρη που η παλαιά Αυτοκρατορία των Σαλούβιαρ δεν είχε φτάσει ποτέ, κάνοντας το όνειρό του να ξεπεράσει σε μεγαλείο ακόμα και τους προγόνους του πραγματικότητα. Η καταραμένη εκείνη δίψα είχε ξαναρχίσει, λίγο καιρό αφού ο Μπέριντεμ είχε γυρίσει και πάλι την πλάτη στην Παφύλια, παραμερίζοντας το ρόλο του συντρόφου και πατέρα, για αυτόν του πολεμιστή. Ένιωθε ρίγη συγκίνησης με αυτά που έπλαθε η φαντασία του για το μέλλον. Μια φαντασία υποβοηθούμενη από μια άλλη κρυφή δύναμη.

Ύστερα από μια μέρα βρίσκονταν πλέον απέναντι από τους εχθρούς τους. Η δύναμη του Φέροσταβ με τις λιγοστές δυνατότητες, βρισκόταν ήδη σε σχηματισμό μάχης. Όταν ο

Page 391: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

391

Μπέριντεμ τους αντίκρισε, ένα γέλιο του ξέφυγε. Γύρισε ευτυχισμένος προς τον Λέκθεν.

«Θα είναι μια εύκολη μέρα. Δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Θα το ξέρουν άλλωστε και οι ίδιοι. Αναρωτιέμαι πώς και δεν έχουν στείλει ακόμα κάποιον να μας ανακοινώσει την παράδοσή τους».

«Γιατί όμως έχουν αποκλείσει έτσι τους εαυτούς τους στην παραλία; Είναι το χειρότερο σημείο το οποίο θα μπορούσαν να διαλέξουν. Δεν έχουν καμία οδό διαφυγής. Με μια πρόχειρη ματιά μπορώ να διακρίνω καμιά δεκαριά άλλες τοποθεσίες, όπου θα μπορούσαν να σταθούν και να μας δυσκολεύσουν αρκετά. Δεν είναι λογικό αυτό. Φοβάμαι πως πρόκειται για παγίδα» είπε ο Λέκθεν προβληματισμένος.

«Παγίδα; Τους υπερεκτιμάς. Είναι τελειωμένοι. Όσο για το μέρος που επέλεξαν να πολεμήσουν είναι όντως το χειρότερο δυνατό. Αλλά η απελπισία στρέφει τους ανθρώπους σε περίεργες λύσεις. Θα επιτεθούμε χωρίς δισταγμό και θα τους λιώσουμε. Σήμερα τελειώνει επιτέλους ο πόλεμος». Ο Μπέριντεμ απομακρύνθηκε για να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες στους αξιωματικούς του, αφήνοντας πίσω τον ιδιαίτερα προβληματισμένο υπασπιστή του.

Ο Φέροσταβ ήταν επίσης προβληματισμένος. Είχε το βλέμμα του προσηλωμένο στον προσεγγίζοντα εχθρό, αλλά έριχνε και κλεφτές ματιές στους άντρες του. Ούτε ο ίδιος δεν είχε πείσει τον εαυτό του για τη λογική της απόφασης που είχε πάρει. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να πειστούν οι πολεμιστές του; Είχε στηρίξει την τελευταία ελπίδα επιβίωσης του λαού του, σε μια φωνή που είχε ακούσει στο κεφάλι του και σε εικόνες που είχαν σταλεί στη νοερή ματιά του από κάποιαν αόρατη δύναμη. Βλέποντας πλέον το στρατό του εγκλωβισμένο σε εκείνη την παραλία, είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως η φωνή και οι εικόνες, ήταν σύμπτωμα κάποια τρέλας που τον είχε καταλάβει. Ίσως κάποια προσωρινή παράνοια, να είχε οδηγήσει έναν παρασημοφορημένο στρατηγό να κάνει ένα τόσο ολέθριο λάθος.

Page 392: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

392

Δεν μπορούσε να δώσει άλλη εξήγηση για τα όσα συνέβαιναν εκείνη την ήμερα. Και ήξερε ότι οι στρατιώτες του θα έκαναν τις ίδιες ακριβώς σκέψεις και πως η ιδέα της αποστασίας φαινόταν πια πολύ ελκυστική. Η συνοχή της στρατιωτικής του δύναμης κρεμόταν από μια κλωστή και το μόνο που θα τον έσωζε, ήταν μια γρήγορη επίθεση από τους Σαλούβιαρ, ώστε να αναγκαστούν και οι Ούρμπιλαχ να πολεμήσουν, όχι για την πατρίδα πλέον, αλλά για τη ζωή τους.

Με τις δύο πλευρές να αντιπαρατάσσονται, το διαμάντι έθετε σε κίνηση το τελευταίο μέρος του διαβολικού του σχεδίου. Άρχισε να στέλνει μια έκκληση στα βάθη του ωκεανού, καλώντας τους τρομακτικούς κατοίκους των θαλασσών κοντά του. Πλάσματα άβουλα και άμυαλα, αλλά τρομακτικά στην όψη και δολοφονικά. Τεράστια σε μέγεθος και με δεκάδες φυσικά όπλα στη διάθεσή τους, τα πλάσματα αυτά άκουσαν το μήνυμα του διαμαντιού και αποχαυνωμένα, κίνησαν για τη στεριά όπου τους περίμενε άφθονη λεία. Το διαμάντι πλέον ήταν σίγουρο ότι με την τροπή που θα έπαιρναν τα γεγονότα, ο θριαμβευτικός νικητής σε εκείνη τη μάχη θελήσεων με τον Μπέριντεμ, θα ήταν το ίδιο. Ο Μπέριντεμ ανύποπτος για την επικείμενη συμφορά, έδωσε το τελικό έναυσμα για να ξεκινήσει η τελική σύγκρουση. Οι Σαλούβιαρ με περίσσιο θάρρος και όρεξη, έπεσαν πάνω στους αδύναμους αντιπάλους τους, οι οποίοι μην έχοντας άλλη επιλογή, άρχισαν να υποχωρούν στο νερό. Όσοι τουλάχιστον έμειναν ζωντανοί από το πρώτο κύμα της επίθεσης. Πολύ σύντομα πέρα από την άσπρη άμμο της παραλίας και το γαλάζιο νερό είχε βαφτεί κόκκινο, καθώς ανθρώπινες ζωές χάνονταν σε μεγάλους αριθμούς μέσα σε μερικές στιγμές. Ο Φέροσταβ νιώθοντας ότι είχε προδώσει τους άντρες του, αλλά θεωρώντας και τον εαυτό του προδομένο, ριχνόταν αλλόφρων εναντίον των αντιπάλων, επιθυμώντας διακαώς το θάνατο. Ακόμα όμως δεν είχε βρεθεί σπαθί αντάξιό του και έτσι συνέχιζε τη μάχη όντας ο τρομερότερος των Ούρμπιλαχ.

Page 393: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

393

Ξαφνικά στη μάχη εισήλθε κάτι ακόμα πιο τρομερό. Ένα τεράστιο πλοκάμι με χιλιάδες μυτερά νύχια, ξεπρόβαλλε από το νερό και άρπαξε δεκάδες Σαλούβιαρ και Ούρμπιλαχ μαζί. Ήταν το πρώτο μόνο σημάδι της σφαγής που σύντομα θα ακολουθούσε, με κυνηγούς που ζητούσαν αδιακρίτως για θήραμα, οποιασδήποτε από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Ο τρόμος πολλαπλασιάστηκε αμέσως, καθώς το πλοκάμι ακολούθησαν ολόκληρα τερατώδη σώματα με λέπια, νύχια, δόντια και κίτρινα φρικιαστικά μάτια γεμάτα πείνα για ανθρώπινη σάρκα. Ο Μπέριντεμ ένιωσε ένα σύγκρυο να διαπερνά το κορμί του, καθώς οι αναμνήσεις από τις μάχες του στον υπόγειο κόσμο των Ιβίρφιντ, του χτυπούσαν και πάλι την πόρτα. Νόμιζε ότι είχε ξεφύγει για πάντα από αυτόν τον εφιάλτη, αλλά διαπίστωνε εκείνη τη στιγμή πόσο λάθος είχε κάνει. Η παραλία είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο σφαγείο και εκείνος προσπαθούσε απελπισμένα να καλέσει τις μαγικές του δυνάμεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η προσπάθεια του έφερνε τη συνηθισμένη αδυναμία και ο βήχας συντάραζε όλο του το κορμί. Στο μεγαλύτερο κίνδυνο που είχαν αντιμετωπίσει ποτέ οι στρατιώτες του, εκείνος ήταν ανήμπορος να βοηθήσει. Θα κατακρεουργούνταν όλοι, Σαλούβιαρ και Ούρμπιλαχ μαζί. Αποδεικνύοντας πως όλα όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο χρόνο ήταν μάταια. Τότε όντας παραδομένος μέσα στην απόλυτη απελπισία, άκουσε τη γνωστή φωνή μέσα του. Μια φωνή που είχε πολύ καιρό να ακούσει, αλλά που δε θα μπορούσε να την ξεχάσει ούτε αν περνούσαν χίλια χρόνια.

«Μήπως χρειάζεσαι τη βοήθειά μου;» «Το ξέρεις πολύ καλά πως σε χρειάζομαι, αλλά επίτηδες με

αφήνεις ανήμπορο για να με εκδικηθείς!» γρύλισε ο Μπέριντεμ. «Να σε εκδικηθώ για ποιο πράγμα; Εγώ και εσύ είμαστε ένα.

Δεν μπορώ να κάνω κακό στον ίδιο μου τον εαυτό» απάντησε με προσποιητή απορία η φωνή.

«Ξέρεις πολύ καλά για τι πράγμα μιλάω. Με εκδικείσαι επειδή ξέρεις ότι θέλω να σε βγάλω από μέσα μου και παλεύω

Page 394: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

394

εναντίον του ελέγχου σου. Επειδή έχεις αποτύχει να με κάνεις υποχείριό σου, με άφησες χωρίς δυνάμεις στην πιο κρίσιμη στιγμή. Είσαι μια κατάρα παρά ευλογία. Μακάρι να μη σε είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Τα κατέστρεψες όλα».

«Πόσο άδικος είσαι. Εγώ πάντοτε σε βοηθούσα. Αν δεν ήμουν εγώ κατά πάσα πιθανότητα θα είχες πεθάνει προ πολλού και φυσικά ποτέ δε θα είχες στεφθεί Αυτοκράτορας. Σου χάρισα τόσα. Σε έκανα έναν άνδρα που όλοι οι υπόλοιποι φθονούν και οι γυναίκες ποθούν. Σε μένα χρωστάς τη δόξα, τα πλούτη, την εξουσία και παρόλα αυτά μου μιλάς σαν να σου έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό. Πόση αχαριστία να αντέξω πια;»

«Σταμάτα την ειρωνεία και τον εμπαιγμό σου! Αν μου παρουσιάστηκες για να με βοηθήσεις κάντο, αλλιώς παράτα με ήσυχο, να πεθάνω τουλάχιστον γαληνεμένος».

«Δε χρειάζεται να πεθάνεις. Αν το θες μπορείς να τελειώσεις τη ζωή σου με γκρίζα μαλλιά, μέσα στις ανέσεις και την ευτυχία, σε πολλά χρόνια από τώρα. Το μόνο που ζητάω είναι μια μικρή παραχώρηση».

«Λέγε τι θες!» «Η σάρκα σου είναι πολύ αδύναμη πλέον για να ελέγξει την

τεράστια μαγική μου δύναμη. Θα πρέπει να μου δώσεις πλήρως τον έλεγχο και στην ψυχή και στο σώμα σου. Αν το κάνεις θα γίνουμε μαζί το πιο τρομερό και ζηλευτό πλάσμα, που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Θα είμαστε πανίσχυροι και αυτά τα απαίσια πλάσματα που έχουν περάσει τους στρατιώτες σου για γεύμα, θα είναι μονάχα μια μικρή ενόχληση που εύκολα θα ξεφορτωθούμε. Λοιπόν, τι λες;» Ο Μπέριντεμ ήξερε πως αν υπέκυπτε στον εκβιασμό του διαμαντιού, θα έχανε την ύπαρξή του για πάντα. Θα ήταν πλήρως ελεγχόμενος από το μαγικό αντικείμενο και δε θα ανακτούσε την ανεξαρτησία του ποτέ. Μπορούσε να ακούσει τις φωνές του πατέρα του του Καριντάμ, να του φωνάζουν από τα βάθη της ψυχής του να μην το κάνει. Όμως βλέποντας το μακελειό στην παραλία, η καρδιά του σπάραζε. Έτσι πήρε την απόφασή του, διαλέγοντας την αυτοθυσία για το κοινό καλό.

Page 395: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

395

«Πάρε τον έλεγχο λοιπόν. Δεν πρόκειται να σου αντισταθώ». Η κραυγή του Καριντάμ για την απόφαση του γιού του, αναμείχθηκε με την ιαχή θριάμβου που ξεχύθηκε από το διαμάντι, γεμίζοντας και τα δύο μαζί τις σκέψεις του Αυτοκράτορα, αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλον ήχο από τον έξω κόσμο. Οι δύο φωνές άρχισαν να δυναμώνουν σε ένταση και να μετατρέπονται σε έναν τυφώνα που διέλυε εκ των έσω το κεφάλι του Μπέριντεμ, κάνοντάς τον να πέσει στα γόνατα από τον πόνο. Μπορούσε να νιώσει έναν άνεμο που στην πραγματικότητα δε βρισκόταν εκεί, να του σπάει τα τύμπανα και να του παγώνει το κρανίο. Και τότε η πιο εκτυφλωτική λάμψη που είχε δει ποτέ στη ζωή του, εξερράγη μπροστά στα μάτια του, κάνοντάς τον να χάσει και την όρασή του. Προσωρινά κουφός και τυφλός, ένιωσε το κορμί του να πέφτει στο κενό. Σε μιαν ατελείωτη πτώση χωρίς πάτο, κατά την οποία κάθε κομμάτι του διαλυόταν και χανόταν στον αέρα. Μετά σταμάτησαν ξαφνικά όλα και δεν είχε συνείδηση ούτε καν του εαυτού του. Ο Λέκθεν γύρισε κάποια στιγμή το βλέμμα στο βασιλιά του, ελπίζοντας σε κάποια λύση. Αυτό που είδε όμως τον έκανε να χάσει το κουράγιο του και να ρίξει τα όπλα του στο έδαφος. Εκεί που κάποτε στεκόταν ο Μπέριντεμ, τώρα βρισκόταν ένα όν πλασμένο από φωτιά. Είχε το σχήμα του ανθρώπου, με χέρια και πόδια να φαίνονται ξεκάθαρα, όμως όλα του τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά χάνονταν μέσα στην κόκκινη λάμψη. Με εξαίρεση δύο φωτεινά σημάδια στο πρόσωπο, που ίσως εξυπηρετούσαν σαν μάτια και που καρφώθηκαν απειλητικά στους στρατιώτες και τα τέρατα που ακόμα μάχονταν στην παραλία.

Αιωρήθηκε ψηλά στον ουρανό φτάνοντας πάνω από τη σκηνή του μακελειού και έμεινε ακίνητος, μην προδίδοντας κανένα σημάδι για τις προθέσεις του. Τότε ξαφνικά τα τέρατα έμειναν και αυτά ακίνητα, σηκώνοντας ψηλά στον ουρανό τις κτηνώδεις μουσούδες τους και έμειναν προσηλωμένα στη φλογερή μορφή, σαν να έπαιρναν οδηγίες. Οι άνθρωποι βρήκαν την ευκαιρία να βγουν στην ακτή για να γλυτώσουν, μακριά από

Page 396: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

396

το υγρό στοιχείο που εκείνη τη στιγμή φάνταζε τόσο εφιαλτικό. Ο εφιάλτης όμως δεν είχε τελειώσει. Τα τέρατα έχοντας λάβει τις οδηγίες τους από τον αφέντη τους επιτέθηκαν ξανά, κατευθύνοντας αυτή τη φορά όμως τις επιθέσεις τους μόνο εναντίον των Ούρμπιλαχ. Ήταν ο αδύναμος κρίκος. Ο παράγοντας που είχε εξυπηρετήσει το σκοπό του και έπρεπε να αποχωρήσει από το χώρο της τραγωδίας, για να αφήσει χώρο για τους πρωταγωνιστές, που θα λάξευαν το μέλλον που το διαμάντι οραματιζόταν. Τους Σαλούβιαρ. Ο Φέροσταβ είχε δεχτεί ότι το τέλος είχε φτάσει πια και πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Πέταξε το σπαθί του μέσα στο νερό, γονάτισε με τη θάλασσα να τον καλύπτει μέχρι τη μέση και ευχήθηκε να ήταν ικανοποιημένος ο Ιγκούβιπ μαζί του, ώστε να είναι ένας από τους ευνοούμενούς του και όχι από τα αιωνίως βασανιζόμενα θύματά του. Ένα τεράστιο χέρι με γαμψώνυχα τον άρπαξε καρφώνοντάς τον και κάνοντάς τον να γευτεί το ίδιο του το αίμα.

Τέσσερα κεφάλια που κατέληγαν όλα στο ίδιο σώμα τον πλησίασαν λαίμαργα. Το σχήμα τους ήταν κυλινδρικό και κατέληγε σε μια τρύπα από την οποία πετάριζε μια γλοιώδης γλώσσα. Με μια εναρμονισμένη κίνηση καρφώθηκαν και τα τέσσερα στο κορμί του και άρχισαν να ρουφάνε τα σωθικά του, με δύναμη που τσάκισε ακόμα και τα κόκαλά του. Ό,τι έμεινε το ξέσκισαν με ευκολία και το μοιράστηκαν, αφήνοντας το στομάχι τους γεμάτο και ικανοποιημένο. Οι Σαλούβιαρ στέκονταν στην ακτή σε απόσταση ασφαλείας, βλέποντας και τον τελευταίο Ούρμπιλαχ να σφαγιάζεται από τα θαλάσσια κτήνη και για πρώτη φορά ένιωσαν οίκτο για τους άτυχους εχθρούς τους, ενώ ταυτόχρονα απορούσαν με την καλή τους τύχη, που είχαν αφεθεί να ζήσουν. Κοιτούσαν νευρικά ο ένας τον άλλον και μερικοί έφτασαν και στο σημείο να ρωτήσουν πού ήταν ο στρατηγός τους. Μόνο ο Λέκθεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτό, αλλά και εκείνος δεν ήταν σίγουρος αν η φλογερή μορφή στον ουρανό ήταν ο Μπέριντεμ ή κάτι τελείως ξένο. Αν είχε μείνει τίποτα από τον πραγματικό Μπέριντεμ Ιμπανόγιο, δεν το γνώριζε. Τα θαλάσσια

Page 397: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

397

κοίτη τελειώνοντας το φαγοπότι τους, έλαβαν εντολή να αποχωρήσουν και να κρυφτούν και πάλι στα βάθη της θάλασσας όπου και ανήκαν. Κολύμπησαν υπάκουα μακριά από την ακτή, για βάθη και υποθαλάσσιες περιοχές ανεξερεύνητες από τον άνθρωπο. Το διαμάντι κοίταξε την ανατολή πέρα από την Άγνωστη Θάλασσα. Γνώριζε ότι στην άλλη πλευρά του φαινομενικά ατέλειωτου υδάτινου όγκου, υπήρχε μια γη γεμάτη θαύματα που περίμενε κάποιον να την ανακαλύψει. Θα έπρεπε να περιμένει. Ο γνωστός κόσμος των ανθρώπων, είχε προτεραιότητα στα κατακτητικά σχέδια του διαμαντιού. Με όπλο τους Σαλούβιαρ και τις δικές του δυνάμεις, όχι απλά θα κατακτούσε όλον τον κόσμο τον κατοικημένο από ανθρώπους, αλλά και θα τον διαστρέβλωνε τελείως μέχρι να τον διαμορφώσει σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα.

Έστειλε τη μαγική του αύρα στους στρατιώτες που ανέμεναν αβέβαιοι στην παραλία. Όλοι τεντώθηκαν στο κάλεσμα της ανώτερη δύναμης. Χωρίς καμία κυριαρχία στους εαυτούς τους πλέον και όντας τυφλοί υπηρέτες, σχημάτισαν παράταξη και στράφηκαν προς τη δύση. Η κατάκτηση του κόσμου των ανθρώπων ξεκινούσε.

Page 398: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

398

20 Ο Μπέριντεμ ανέκτησε τις αισθήσεις του, αλλά πριν καν

ανοίξει τα μάτια του, μπορούσε να καταλάβει πως δε βρισκόταν στο φυσικό κόσμο. Δεν ένιωθε στο κορμί του την κούραση, τον πόνο και όλα τα άλλα συμπτώματα της σωματικής καταπόνησης. Στην πραγματικότητα δεν αισθανόταν τίποτα απολύτως. Μπορούσε να δει τα χέρια του και το κορμί του από το στήθος και κάτω, αλλά αυτά μπορεί να ήταν απλά μια προβολή του μυαλού του και ο ίδιος να ήταν μια άυλη πλέον οντότητα, που είχε χάσει την ίδια του τη σαρκική υπόσταση, από ένα ανώτερο μαγικό αντικείμενο. Τα πάντα γύρω του ήταν λευκά, μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει το βλέμμα του. Ήξερε από προηγούμενες εμπειρίες που είχε ζήσει, πως μάλλον βρισκόταν σε κάποια απομακρυσμένη γωνιά του μυαλού του, όπως όταν ονειρευόταν και έδινε τις μάχες του εναντίον του διαμαντιού, για την κυριαρχία στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή τη φορά όμως ήταν μόνος του και το διαμάντι δεν είχε διαμορφώσει την ψευδαίσθηση με τέτοιον τρόπο, ώστε να διευκολύνει το σκοπό του. Δε χρειαζόταν κάτι τέτοιο αφού πλέον είχε νικήσει. Δε χρειαζόταν να μεθάει τον Μπέριντεμ με εικόνες σφαγής και μεγαλείου στα πεδία της μάχης, ούτε να του στέλνει καλλίγραμμες κοπέλες που διψούσαν για την εξουσία του και τα κάλλη του. Είχε κατακτήσει όλα όσα ονειρευόταν ίσως και για αιώνες και είχε απλά παραχώσει τη συνείδηση του θύματός του μέσα σε ένα λευκό κελί χωρίς τέλος ή αρχή. Ήταν χαμένος μέσα σε ένα απέραντο κενό που σιγά-σιγά θα τον τρέλαινε, αναγκάζοντάς τον να απολέσει και το τελευταίο κομμάτι του εαυτού του που ήταν ο νους του.

Ούρλιαξε αλλά δε βγήκε φωνή. Ξέσκισε το πρόσωπό του με τα νύχια του, αλλά δεν ένιωσε πόνο και τα νύχια του δε γέμισαν κομμάτια σάρκας ή αίμα. Δε βρισκόταν απλά μέσα στο τίποτα, ήταν και ο ίδιος τίποτα. Ήθελε να εκφράσει την απελπισία του και να εκτονωθεί, αλλά δεν έβρισκε τρόπο. Έκλαψε αλλά δεν

Page 399: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

399

υπήρχαν δάκρυα να βρέξουν το πρόσωπό του. Έκατσε οκλαδόν και κοιτούσε μπροστά του με βλέμμα κενό, τελείως παραδομένος. Συνειδητοποιούσε ότι θα γνώριζε μια μοίρα χειρότερη και από το θάνατο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως από την κορυφή είχε πέσει στον πάτο, μέσα σε μερικές στιγμές. Δε θα πίστευε ποτέ πως οι εξελίξεις θα έπαιρναν μια τέτοια τροπή, ακόμα και αν κάποιος τον είχε προειδοποιήσει. Η αλήθεια ήταν όμως πως κάποιος τον είχε προειδοποιήσει. Το φάντασμα του πατέρα του, παγιδευμένο ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, ήταν το μόνο που μπορούσε να δει την πραγματική φύση του διαμαντιού και να προβλέψει τις αληθινές του προθέσεις. Όμως ο Μπέριντεμ που παλαιότερα θεωρούσε τον πατέρα του τον πιο χρήσιμο σύμβουλο, μετά την ένωσή του με το διαμάντι, αρνιόταν να τον ακούσει ακόμα και τις ελάχιστες φορές που είχε εμφανιστεί μπροστά του, νικώντας προσωρινά το μαγικό αποκλεισμό του υποχθόνιου αντικειμένου. Από την πρώτη στιγμή που σκέφτηκε τον πατέρα του ένιωσε για πρώτη φορά κάτι, σε εκείνον τον κενό κόσμο που βρισκόταν παρατημένος.

Κάτι έλκυε το εσωτερικό του κρανίου του προς μιαν κατεύθυνση, σαν ένα αόρατο σχοινί που κάποιος το χρησιμοποιούσε, προσπαθώντας να φέρει τον Μπέριντεμ κοντά του. Η σκέψη του είχε αποκτήσει υλική υπόσταση και τον συνέδεε με κάποια άλλη μορφή ζωής, η οποία προσπαθούσε να τον οδηγήσει κοντά της. Αναρωτήθηκε μήπως το φάντασμα του Καριντάμ είχε βρει και πάλι τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του. Αμέσως ένιωσε το τράβηγμα στο κρανίο του να γίνεται πιο έντονο. Ήταν σαν όποτε έφερνε στο μυαλό του τον Καριντάμ, η σύνδεση να γινόταν πιο ισχυρή κάνοντας και την έλξη πιο επιτακτική. Όσο προχωρούσε βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο πως στο τέλος της πορείας, θα έβρισκε τον πατέρα του σε αυτήν την τόσο κρίσιμη στιγμή. Η αναζήτησή του τον έφερε μπροστά από ένα μικροσκοπικό μαύρο κόκκο, που βρισκόταν στο ύψος των ματιών του και έσπαγε την ατέλειωτη άσπρη μονοτονία. Άρχισε να τραβάει με τα δύο του χέρια το αόρατο σχοινί, που είχε

Page 400: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

400

δημιουργήσει η σκέψη του και είδε το άχρωμο κενό γύρω από τον κόκκο, να κινείται σαν ένα άσπρο πανί που έχει τυλίξει μια μορφή που προσπαθεί να ελευθερωθεί. Ο κόκκος άρχισε να διευρύνεται και σύντομα μπορούσε να διακρίνει ένα κεφάλι, στην προσπάθειά του να χωρέσει μέσα από το μικροσκοπικό αυτό άνοιγμα και να εισχωρήσει στο χώρο που βρισκόταν και ο ίδιος. Τράβηξε με όλη του τη δύναμη, με αποτέλεσμα να φανεί το κεφάλι του Καριντάμ και ύστερα από ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια, οι ώμοι και τελικά το υπόλοιπο σώμα. Όταν είχε περάσει όλος μέσα από το άνοιγμα, αυτό έκλεισε τελείως χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος, που θα μαρτυρούσε πως κάποτε είχε υπάρξει σε εκείνο το σημείο.

Ο Μπέριντεμ βοήθησε τον πατέρα του να σταθεί στα πόδια του.

«Πώς κατάφερες να με βρεις;» «Όσο δυνατό και αν είναι το διαμάντι, μέσα στο μυαλό σου η

σκέψη σου αντηχεί σαν τον πάταγο από χίλιες καταιγίδες. Μόλις με σκέφτηκες ήταν σαν μια αόρατη δύναμη να με τράβηξε κοντά σου. Δε θα μπορούσα με τίποτα να χάσω το δρόμο».

«Δεν ξέρω αν έχει νόημα που με βρήκες. Είμαι εγκλωβισμένος μέσα στο ίδιο μου το σώμα που το ελέγχει πλήρως το διαμάντι. Ποιος ξέρει σε τι φρικαλεότητες θα έχει επιδοθεί αυτό το πολεμοχαρές και διψασμένο για αίμα πλάσμα; Τη στιγμή της μεγαλύτερης δόξας μας ηττηθήκαμε». Ο Καριντάμ φαινόταν προβληματισμένος, αλλά ο Μπέριντεμ αισθανόταν ότι δεν ήταν λόγω της ήττας για την οποία του μιλούσε.

«Τι σκέφτεσαι;» «Υπάρχει ένας τρόπος να νικήσουμε ακόμα το διαμάντι,

αλλά το κόστος για αυτή τη νίκη, θα είναι πολύ μεγάλο». «Κανένα κόστος δεν μπορεί να είναι αρκετά μεγάλο για τη

σωτηρία της ανθρωπότητας. Αυτό το πράγμα δε θα σταματήσει αν δε δει και τον τελευταίο άνθρωπο αυτού του κόσμου κομμένο κομματάκια. Παίρνει δύναμη από τη δυστυχία και το μακελειό. Ποια είναι η λύση;» Ο Καριντάμ δίστασε λίγο ακόμα, αλλά το

Page 401: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

401

γεμάτο απελπισία βλέμμα του γιού του, τον έπεισε να αποκαλύψει τις σκέψεις του.

«Από τη στιγμή που άφησες το διαμάντι να πάρει τον έλεγχο, ξαφνικά μια πόρτα άνοιξε. Ήταν μια πόρτα στην οποία μου αρνιόντουσαν εδώ και χρόνια την είσοδο, αλλά τώρα επιτέλους είναι ορθάνοικτη και με καλεί να τη διαβώ». Ο Μπέριντεμ έμεινε εμβρόντητος, αδυνατώντας να πιστέψει τη συγκυρία.

«Ο Κόσμος των Νεκρών σε περιμένει. Δε χρειάζεται πλέον να σέρνεσαι σε αυτόν τον κόσμο σαν μια ψυχή καταραμένη. Ήρθε η ώρα να λυτρωθείς, να βρεις τη γαλήνη». Ο Καριντάμ έγνευσε καταφατικά.

«Δυστυχώς όμως αν θέλουμε να σώσουμε τον κόσμο, δεν μπορώ να πάω μόνος μου εκεί».

«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Μπέριντεμ όντας μπερδεμένος από τα περίεργα λόγια του πατέρα του.

«Το διαμάντι όπως διαπίστωσες, χρειάζεται μια ανθρώπινη ψυχή και ένα ανθρώπινο σώμα για να εξαπολύει τις τρομερές του δυνάμεις. Δεν είναι ουσιαστικά τίποτα παραπάνω από ένα παράσιτο. Χωρίς ψυχή όμως το σώμα καταρρέει και δεν είναι πια χρήσιμο στο διαμάντι. Αν σβήσει η ζωή μέσα στο σώμα, το διαμάντι θα ξαναγίνει πάλι ένα ανήμπορο απλό αντικείμενο. Για να νικήσουμε παιδί μου, πρέπει να πεθάνεις». Ήταν μια κουβέντα που θα συντάρασσε μέχρι κατάρρευσης τον οποιονδήποτε θνητό. Ο Μπέριντεμ όμως είχε αποφασίσει, πως το να μείνει για πάντα αιχμάλωτος του διαμαντιού στο ίδιο του το σώμα, θα ήταν πολύ χειρότερο από το θάνατο. Έτσι αποφάσισε πως θα ήταν πολύ προτιμότερο, να κάνει αυτό το τελευταίο ταξίδι με τον πατέρα του. Χαμογέλασε πικραμένος. Είχε δώσει μια υπόσχεση στην Παφύλια πως θα επέστρεφε σώος. Τώρα έβλεπε πως η τήρηση αυτής της υπόσχεσης ήταν αδύνατη. Παρηγορούταν όμως στην ιδέα ότι θα την έσωζε από μια φρικτή μοίρα και πως το παιδί του θα μεγάλωνε στην ειρήνη. Κοίταξε τον πατέρα του.

Page 402: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

402

«Είσαι νεκρός περισσότερο καιρό από εμένα, οπότε μάλλον θα πρέπει να μου δείξεις το δρόμο». Ο Καριντάμ με μια καλοσυνάτη χαμογελαστή έκφραση, την οποία έπαιρνε για πρώτη φορά το πρόσωπό του στο θάνατο, αφού στη ζωή ήταν πάντοτε βλοσυρός, ένευσε με το κεφάλι δείχνοντας το δρόμο που έπρεπε να πάρουν. Στην αρχή ο Μπέριντεμ νόμιζε πως περπατούσαν στο απέραντο κενό, χωρίς να παρατηρεί την οποιανδήποτε αλλαγή γύρω του. Ανεπαίσθητα όμως το σκηνικό άλλαζε, ενώ οι αμβλυμμένες αισθήσεις του τον πρόδιδαν και δεν τον άφηναν να καταλάβει τη διαφορά. Όμως όταν ο χώρος γύρω του είχε αλλάξει τόσο πολύ, που θα ήταν αδύνατον να μην το παρατηρήσει, του φάνηκε τόσο ξαφνικό που ανοιγόκλεισε τα μάτια του με έκπληξη. Κατέβαιναν μια σειρά από στριφογυριστά πέτρινα σκαλιά, με ένα βραχώδη θόλο να τους σκεπάζει από ψηλά. Ο θόλος δεν ήταν γυμνός αλλά γεμάτος από βλάστηση, η οποία χαμήλωνε και τους χάιδευε τα πρόσωπα καλωσορίζοντάς τους. Πέτρινα πρόσωπα τους χαμογελούσαν για μια μόνο στιγμή, για να χαθούν ύστερα και πάλι στην παγωμένη πέτρα. Μια δόνηση ερχόταν από το έδαφος που ανέβαινε από τα δάχτυλα των ποδιών σε όλο το υπόλοιπο σώμα, χαλαρώνοντάς τους και προσφέροντάς τους μιαν ανεξήγητη αγαλλίαση. Ο θόλος άρχισε να εμφανίζει ρωγμές μέσα από τις οποίες εισέβαλαν ηλιακές ακτίνες και σύντομα τα πάντα ήταν τόσο λαμπερά, που τους ήταν αδύνατον να διακρίνουν το παραμικρό. Όταν το φως υποχώρησε αντίκρισαν το πιο ωραίο θέαμα που θα μπορούσε ποτέ να δει θνητός.

Μια κρυμμένη όαση τους περίμενε, γεμάτη από κάθε λογής δέντρα, φυτά, λιμνούλες και ρυάκια. Μια πανδαισία χρωμάτων και οσμών. Ένα μέρος που αν κάποιος ήξερε πως θα τον περίμενε μετά θάνατον, θα δεχόταν το τελευταίο αυτό ταξίδι πολύ πιο εύκολα. Αυτός ο θαυμαστός κήπος κατοικείτο από ανθρώπους από όλες τις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας, όπως μπορούσαν να καταλάβουν από τις φορεσιές τους. Φαίνονταν όλοι ευτυχισμένοι και γαλήνιοι, απαλλαγμένοι από τις συνηθισμένες

Page 403: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

403

ανησυχίες που ταλάνιζαν τις προηγούμενες ζωές τους. Οι δύο άντρες δεν το είχαν συνειδητοποιήσει αλλά γελούσαν και οι δύο, καθώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα πότιζε σιγά-σιγά μέσα τους. Είχαν έρθει σε έναν κόσμο όπου ο πόνος, η δυστυχία και το άγχος ήταν έννοιες ξεχασμένες. Από το ονειροπόλημά τους τους έβγαλε μια λεπτή μορφή που τους πλησίασε και ήταν ό,τι πιο περίεργο είχαν δει σε εκείνον τον παραδεισένιο τόπο. Ένα πλάσμα με καφέ επιδερμίδα, μακρύ λαιμό, χέρια και πόδια λεπτά σαν νεροκάλαμα, τεράστια στρογγυλά μάτια σαν γυάλινες μπάλες, που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, με το κεφάλι του να ολοκληρώνεται από μια ημισέληνο με τα δύο άκρα να έχουν κατεύθυνση προς το έδαφος και ανάμεσα στα οποία κρυβόταν το μικροσκοπικό του στόμα. Με μια ζεστή και ήρεμη φωνή τους είπε: «Καλωσορίσατε. Οι θεοί σας περιμένουν».

Όσο ένας νέος κόσμος ανοιγόταν μπροστά σε πατέρα και γιό, πίσω στη γη το διαμάντι καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Σταμάτησε την πτήση του πάνω από τον προελαύνοντα στρατό, νιώθοντας πως δεν είχε τον απόλυτο έλεγχο του σώματος όπως μερικές στιγμές νωρίτερα. Αμέσως όρμησε στον ψυχικό κόσμο του Μπέριντεμ, αναζητώντας την ψυχή του με λύσσα. Όμως δεν την έβρισκε πουθενά. Το αδιανόητο είχε συμβεί. Η ψυχή του Μπέριντεμ είχε καταφέρει να δραπετεύσει από το σώμα του. Αλλά πού είχε πάει; Το διαμάντι σκέφτηκε ψύχραιμα και συνειδητοποίησε πως υπήρχε μόνο μια λύση στο αίνιγμα. Οι ψυχές των ανθρώπων όταν αφήνουν το σώμα τους πηγαίνουν είτε στον κόσμο των αγαθών θεών, είτε στην κολασμένη αγκαλιά του Ιγκούβιπ. Όποιος και αν ήταν ο προορισμός του Μπέριντεμ δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Οι θεοί είχαν φροντίσει να του κλείσουν τις πύλες προς τους κόσμους τους από αιώνες πριν. Η ενέργειά του εξαντλείτο με γοργούς ρυθμούς, καθώς το σώμα διαχωριζόταν προοδευτικά από τον υπερφυσικό ξενιστή του. Η ύπαρξή του μίκραινε και γινόταν και πάλι ασήμαντη, καθώς εξοριζόταν από το κορμί στη ζεστασιά του οποίου είχε βρει καταφύγιο για τόσους μήνες. Η αγωνία του

Page 404: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

404

το έκανε να ξεσπάσει σε ένα νοητικό ουρλιαχτό, το οποίο δεν ακουγόταν με τα αυτιά αλλά τριβέλιζε τα μυαλά όλων των στρατιωτών, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του, υποχρεώνοντάς τους να σφαδάζουν, συμμεριζόμενοι την αγωνία του. Η αιώρηση πλέον ήταν αδύνατη και έτσι το σώμα είχε προσγειωθεί στο χώμα ετοιμόρροπο, με κάθε σύνδεσμο με την κινητήρια μαγική δύναμη να κόβεται ανεπανόρθωτα. Μια λάμψη ξεπετάχτηκε από μέσα του, στο γνώριμο κόκκινο χρώμα και μετά το άψυχο κουφάρι έπεσε στη σκόνη και εκεί έμεινε ακίνητο. Δίπλα του βρισκόταν ένα διαμάντι του οποίου το εσωτερικό φως είχε σβήσει και η σαγηνευτική γυαλάδα είχε θαμπώσει.

Οι χιλιάδες άντρες που αποτελούσαν τον Αυτοκρατορικό Στρατό των Σαλούβιαρ άρχισαν αργά και διστακτικά να σηκώνονται από το έδαφος, αφού το ουρλιαχτό που τους είχε καθηλώσει σταμάτησε ξαφνικά, αφήνοντας στη θέση του την απόλυτη ησυχία. Κοιτάζονταν απορημένοι μεταξύ τους μην καταλαβαίνοντας τι τους είχε συμβεί και χωρίς να έχουν καμία ανάμνηση της σύντομης προέλασης, που είχαν κάνει κάτω από την κυριαρχία του διαμαντιού. Δε γνώριζαν την τραγική μοίρα από την οποία είχαν γλυτώσει, αυτήν των άβουλων όντων, έτοιμων να εκτελέσουν χωρίς δισταγμό την κάθε επιθυμία του κυρίου τους. Ούτε είχαν ιδέα πως ολόκληρος ο κόσμος είχε ξεφύγει από την υποδούλωση και την καταστροφή. Ήταν άντρες μπερδεμένοι και φοβισμένοι μέσα στην άγνοιά τους και ο αρχηγός τους που συνήθως ήταν κοντά τους για να τους καθοδηγεί στις πιο κρίσιμες στιγμές, ήταν άφαντος. Ή τουλάχιστον έμεινε άφαντος μέχρι που κάποιος πρόσεξε το πτώμα. Συγκεντρώθηκαν γύρω του αποσβολωμένοι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ακόμα περισσότερο δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Τον είχαν θεωρήσει ανίκητο, σε τέτοιο σημείο που ακόμα και ο θάνατος τους φαινόταν πολύ μικρός αντίπαλος για εκείνον. Και όμως μπροστά τους αντίκριζαν το πτώμα του Μπέριντεμ Ιμπανόγιο και μάλιστα όχι με τη μορφή του αντρειωμένου στρατηγού που είχαν τόσο θαυμάσει, αλλά με

Page 405: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

405

αυτή ενός κοκαλιάρη ηλικιωμένου, με άσπρα μαλλιά και γένια, ενός αδύναμου και εύθραυστου πλάσματος.

Ένας από τους στρατιώτες πρόσεξε το διαμάντι που βρισκόταν κοντά και θέλησε να το αγγίξει. Ο Λέκθεν πετάχτηκε μέσα από τις σειρές των συγκεντρωμένων στρατιωτών και του τίναξε το χέρι μακριά. Έδωσε εντολή να μην το αγγίξει κανείς και να το αφήσουν να κείτεται εκεί. Δε γνώριζε πολλά για τις δυνάμεις του Αυτοκράτορά του, αλλά υποπτευόταν πως αυτό το διαμάντι τον είχε οδηγήσει στην τελική του καταστροφή. Και δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει κανέναν άλλον να έχει την ίδια μοίρα. Έστρεψε το βλέμμα του μακριά από το πεσμένο σώμα, αφού του ήταν πολύ δύσκολο να το έχει απέναντί του και ταυτόχρονα να συγκρατεί τα δάκρυά του. Καταφέρνοντας τελικά να βρει την αυτοκυριαρχία του, έδωσε τη θλιβερή εντολή για τη δημιουργία μιας πυράς, η οποία θα μετέτρεπε το πτώμα του Μπέριντεμ σε στάχτες. Η ψυχή του Μπέριντεμ αγνοώντας τη μοίρα που περίμενε το σώμα του, ακολουθούσε το περίεργο πλάσμα, που τους οδηγούσε στην τοποθεσία όπου θα τους υποδέχονταν οι θεοί. Κατευθύνονταν μαζί με τον πατέρα του προς ένα κατάλευκο κτήριο με κίονες, το οποίο εξέπεμπε κύματα φωτός που δημιουργούσαν ένα εκτυφλωτικό στραφτάλισμα σε όλη τη γύρω περιοχή. Φαινόταν να είναι όλο χτισμένο από ένα υλικό που έμοιαζε με μάρμαρο, αλλά που το ξεπερνούσε σε λευκότητα και ομορφιά, δίχως να έχει πάνω στις διάφορες επιφάνειές του, το παραμικρό ψεγάδι που θα προκαλούσε σε ένα κοινό κτίσμα, η φθορά από τα φυσικά φαινόμενα ή από τις συνήθεις δραστηριότητες των ανθρώπων.

Όσο πλησίαζαν περισσότερο το επιβλητικό δημιούργημα, ένιωθαν όλο και πιο μικροί, όχι από το μέγεθός του, αλλά από το μεγαλείο του. Κατά την προσέγγισή τους στην είσοδο οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα για να τους υποδεχτούν, ωθούμενες από κάποια αόρατη φαινομενικά δύναμη. Αόρατη στα μάτια τους τουλάχιστον. Εισήλθαν στο κτίριο και ακολούθησαν τον οδηγό τους σε έναν τεράστιο απαστράπτοντα διάδρομο, στολισμένο με

Page 406: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

406

αγάλματα μυθολογικών ηρώων και θεών. Σταμάτησαν μπροστά σε μια τεράστια διπλή πόρτα, χρυσοποίκιλτη και ανάγλυφη με κάθε λογής μορφή. Κάθε εικόνα διηγιόταν και τη δική της ιστορία, συνθέτοντας όλες μαζί ένα συναρπαστικό μωσαϊκό άθλων και ηρωισμού. Θα ήθελαν να μείνουν εκεί να τις μελετήσουν, αλλά ένα νεύμα του οδηγού τους, τους έδωσε να καταλάβουν πως έπρεπε να προχωρήσουν στην αίθουσα που ανοιγόταν μπροστά τους, καθώς η διπλή πόρτα άνοιγε αφήνοντας το δρόμο ελεύθερο. Προχώρησαν γεμάτοι δέος, έτοιμοι να δουν τους θεούς, αλλά το μόνο που βρήκαν απέναντι τους ήταν μερικές λάμψεις. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους με ένα γδούπο που αντήχησε στην άδεια αίθουσα. Για μια στιγμή νόμιζαν ότι ήταν μόνοι τους, όμως μια φωνή ήρθε να τους διαψεύσει. Προερχόταν από τις λάμψεις, οι οποίες ξαφνικά αποκτούσαν ζωή μπροστά στα μάτια τους. Η φωνή ήταν θηλυκή και περιείχε έναν τόνο επιβλητικό και σαγηνευτικό ταυτόχρονα. Ήταν και οι δύο συνεπαρμένοι από τη δύναμή της.

«Καλωσορίσατε Καριντάμ και Μπέριντεμ Ιμπανόγιο στην Αίθουσα των Θεών. Σας γίνεται πολύ μεγάλη τιμή, αφού ελάχιστοι θνητοί μετά το θάνατό τους, έχουν αφεθεί να σταθούν μπροστά μας και να μας μιλήσουν. Μην έχετε λοιπόν αυτό το απογοητευμένο ύφος που δε μας βλέπετε στην πραγματική μας μορφή, παρά μόνο σε αυτή τη φωτεινή μεταμφίεση. Δε θα φτάναμε ποτέ στο σημείο να σας φανερωθούμε κανονικά, όσο μεγάλοι ήρωες και αν είστε. Είμαι η Μεσνεμφίτιαρ, η θεά που τόσο πολύ βιαστήκατε να ξεχάσετε εσείς οι Σαλούβιαρ, όταν κατακτηθήκατε από τους Ούρμπιλαχ. Σας συγχωρώ όμως γιατί ξέρω πως ήδη στη Ραμίνα, ο κάποτε μεγαλοπρεπής ναός μου αναστυλώνεται, ύστερα από δική σου εντολή Μπέριντεμ. Σώσατε τον κόσμο από μια μεγάλη και βέβαιη καταστροφή. Το διαμάντι για να λειτουργήσει πρέπει πρώτα να δαμάσει το πιο ισχυρό πνεύμα ανάμεσα στους θνητούς και μόλις το κάνει κτήμα του, μετά κανείς δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του. Το κατάφερε εν μέρει κυριεύοντας εσένα Μπέριντεμ. Όμως με τη

Page 407: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

407

βοήθεια του φαντάσματος του πατέρα σου, κατάφερες να το ξεγελάσεις και να το μετατρέψεις και πάλι σε ένα άχρηστο μπιχλιμπίδι. Για αυτή τη βοήθεια πρέπει να ευχαριστήσεις εμάς». Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν απορημένοι.

«Το μυστήριο της μετά θάνατον ζωής σου καθώς και της παραμονής σου στον κόσμο των ζωντανών Καριντάμ, ήταν δική μας ιδέα. Γνωρίζαμε πως από όλους τους σπουδαίους πολεμιστές του κόσμου, ο γιος σου ήταν ο πρώτος και καταλληλότερος υποψήφιος. Αργά ή γρήγορα το διαμάντι θα τον έβρισκε και θα προσπαθούσε να τον σαγηνεύσει με δόξα και δύναμη και τελικά να τον κάνει υποχείριό του. Έτσι αποφασίσαμε να σε στείλουμε ως βοηθό του, καθυστερώντας την είσοδό σου στον κόσμο των νεκρών. Μόλις κατάλαβες πως ο μόνος τρόπος να νικηθεί το διαμάντι ήταν να ταξιδεύσετε και οι δύο μαζί στον τόπο ετούτο, τότε σου επιτρέψαμε την είσοδο και οι προσπάθειες όλων μας στέφθηκαν με επιτυχία». Ο Μπέριντεμ δεν είχε μείνει καθόλου ικανοποιημένος από αυτές τις εξηγήσεις και νιώθοντας την οργή και το άδικο να τον πνίγουν ξέσπασε, χωρίς καλά-καλά να σκεφτεί σε ποιον μιλούσε.

«Και γιατί όλη αυτή η μυστικοπάθεια; Γιατί να στείλετε ένα φάντασμα να με βοηθήσει, χωρίς ούτε το ίδιο να γνωρίζει το λόγο που έμενε κοντά μου; Γιατί να μην παρέμβετε εσείς άμεσα και να καταστρέψετε το διαμάντι ή τουλάχιστον να το εμποδίσετε από το να περάσει στην κατοχή μου; Γιατί να χαθούν στο μεταξύ τόσες ζωές συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου;» Η θεά δε φάνηκε να οργίζεται από την αναίδεια του θνητού. Απάντησε ήρεμα ανεχόμενη στωικά τις ερωτήσεις του.

«Οι θεοί έχουμε συμφωνήσει πως ποτέ ξανά δε θα παρέμβουμε οι ίδιοι σε υποθέσεις των ανθρώπων. Πίστεψέ με είναι κάτι που δεν το θέλεις. Στο παρελθόν τέτοιες παρεμβάσεις και αψιμαχίες μεταξύ των θεών και των θνητών υποστηρικτών τους, είχαν οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή της ανθρωπότητας. Η γνωστή σε εσάς ιστορία των ανθρωπίνων εθνών που καταγράφετε και μελετάτε στα βιβλία σας, δεν είναι μονάχα

Page 408: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

408

παρά η τελευταία σελίδα στην ιστορία αυτού του κόσμου, ο οποίος έχει καταστραφεί και έχει αναγεννηθεί πολλές φορές. Πρέπει λοιπόν να περιορίζουμε τις παρεμβάσεις μας στο ελάχιστο και αν κάποιος θεός παραβεί αυτή τη συμφωνία, τιμωρείται σκληρά από τους υπόλοιπους. Αυτό που εσύ θεωρείς ελάχιστη βοήθεια ήταν για εμάς μια μεγάλη παρέκκλιση από τα συμφωνημένα και έγινε μόνο και μόνο γιατί η καταστροφή θα ήταν καθολική και μπορεί να επηρέαζε ακόμα και εμάς τους ίδιους. Ας ελπίσουμε πως δε θα χρειαστεί ποτέ ξανά στο μέλλον, να αναμειχθούμε έστω και λίγο στις υποθέσεις σας. Πρέπει να μάθετε να είστε αυτόνομοι και να λύνετε μόνοι σας τα προβλήματα, όσο δύσκολα και αν είναι». Ο Μπέριντεμ, εκτός εαυτού, ήταν έτοιμος να απαντήσει με όχι και τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά το χέρι του πατέρα του τον σταμάτησε πριν υπερβεί τα όρια.

«Και ποια θα είναι η μοίρα μας από εδώ και πέρα; Τι άλλο έχετε σχεδιάσει για εμάς;» ρώτησε ο Καριντάμ τη θεά.

«Όσοι έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους και έχουν φτάσει στον κόσμο των νεκρών από την προβλεπόμενη οδό, μπορούν να μείνουν για πάντα εδώ, περιπλανώμενοι ευτυχισμένα στους πανέμορφους κήπους που περιβάλουν αυτόν τον οίκο. Όσοι έχουν μπει πρόωρα, χωρίς να έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους, δυστυχώς πρέπει να αποβάλλονται». Ο Μπέριντεμ μέσα στην οργή του δεν έδωσε σημασία στα λόγια της θεάς, αλλά ο Καριντάμ αντιλαμβανόμενος το νόημα των λόγων της, χαμογέλασε ικανοποιημένος. Έσφιξε τον ώμο του γιού του τρυφερά αποχαιρετώντας τον.

«Έχε γεια και μη βιαστείς να γυρίσεις». Ο Μπέριντεμ συνειδητοποιώντας ξαφνικά τι συνέβαινε, προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα του. Νόμιζε πως θα περνούσαν μαζί μια αιωνιότητα και ξαφνικά διαπίστωνε πως είχε μερικές μόνο στιγμές για να του πει όλα όσα ήθελε. Όσα δεν του είχε πει ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο. Πλημμυρισμένος από τόσα αντιφατικά συναισθήματα και μην ξέροντας από πού να αρχίσει, έμεινε βουβός καθώς το κορμί του διαλυόταν σε εκατοντάδες

Page 409: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

409

πολύχρωμες χάντρες, οι οποίες έπεφταν στο πάτωμα του Οίκου των Θέων, για να διαλυθούν και αυτές με τη σειρά τους σε μικροσκοπικούς κόκκους, που εξαϋλώθηκαν και αυτοί για να μη μείνει στο τέλος τίποτα. Ο Μπέριντεμ έκανε το αστραπιαίο ταξίδι από τον κόσμο των νεκρών σε αυτόν των ζωντανών, παρέα με την ανάμνηση από το χαμόγελο του πατέρα του. Αυτή η εικόνα τον καθησύχασε και του έδωσε δύναμη για το ξεκίνημα της δεύτερης ζωής του. Όταν άνοιξε τα μάτια του, ο πόνος και η κούραση ήρθαν αμέσως να εισβάλλουν, δοκιμάζοντας τις αισθήσεις και τις αντοχές του. Μαζί με την αναγέννησή του είχε χαθεί και η ασυλία στη δυστυχία που απολαμβάνουν οι νεκροί. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά ήταν αδύνατον. Τότε με τρόμο πρόσεξε τα χέρια του. Ήταν κοκαλιάρικα και γερασμένα. Οι τρίχες στο στήθος του ήταν άσπρες. Ψηλάφισε το πρόσωπο του και ανακάλυψε ένα δέρμα ζαρωμένο, γεμάτο αυλακιές. Έλυσε τα μαλλιά του για να τα εξετάσει και διαπίστωσε πως ήταν και αυτά κατάλευκα. Το διαμάντι δεν είχε αφήσει ειρηνικά το σώμα του. Τον συντηρούσε και τον προστάτευε τόσον καιρό, οπότε εγκαταλείποντάς τον, τον άφησε αδύναμο και ανυπεράσπιστο, στραγγισμένο από ζωή.

Ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στο χώμα και αναστέναξε. Είχε γλυτώσει από χειρότερο τέλος εκείνη την ημέρα. Ένα γερασμένο κορμί δε θα τον σταματούσε από το να γευτεί όση ζωή του έμενε ως το μεδούλι. Έφερε στο μυαλό του την εικόνα των γονιών του να περπατούν χέρι-χέρι σε εκείνον τον υπέροχο κήπο, την ομορφιά του οποίου και εκείνος είχε για λίγο απολαύσει. Σκέφτηκε την Παφύλια που θα τον περίμενε πίσω στην Πελνυέρα. Σκέφτηκε το πόσο θα άλλαζε η ζωή τους σε μερικούς μήνες, όταν δε θα ήταν πια μόνο οι δύο τους. Λιάστηκε στον καυτό ήλιο και έχωσε τα δάχτυλά του βαθιά μέσα στο χώμα. Μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί. Να νιώσει την πραγματική ευτυχία. Ένα λαμπύρισμα διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών του. Ήταν κάτι το γνώριμο. Κάτι το δυσάρεστο, που έριξε μια σκιά στην καλή του διάθεση. Σήκωσε το κεφάλι και είδε το διαμάντι παραπεταμένο λίγο πιο πέρα από τον ίδιο. Οι ακτίνες του ήλιου

Page 410: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

410

έπαιζαν με την πολυεδρική επιφάνεια, προκαλώντας το λαμπύρισμα. Δεν ήταν η εσωτερική μαγική λάμψη του αντικειμένου. Αυτή που τόσο είχε αγαπήσει και μισήσει ταυτόχρονα. Το κοίταξε γεμάτος περιέργεια. Αν δεν το είχε πρωτοδεί στην ακμή της δύναμής του, δε θα μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά, αλλά εκείνη τη στιγμή μπορούσε να τη δει καθαρά. Φαινόταν και αυτό γερασμένο όπως ο ίδιος. Αποχωρισμένο από το άλλο του μισό, είχε μαραθεί και αποτραβηχτεί από αυτόν τον κόσμο. Ο Μπέριντεμ δεν είχε καμία αμφιβολία πως κάπου εκεί μέσα, η δύναμη καραδοκούσε για να ξαναβγεί κάποια στιγμή στην επιφάνεια και να ρίξει δίχτυα για το επόμενο θύμα. Έτσι πήρε την απόφασή του, ώστε να διασφαλίσει πως ποτέ κανένας άνθρωπος, δε θα είχε την ευκαιρία να το πάρει στα χέρια του και να μετατραπεί ο ίδιος σε ένα τυφλό όργανο καταστροφής.

Ένιωσε θλίψη με αυτή του την απόφαση. Αντί να είναι πλημμυρισμένος από ένα αίσθημα θριάμβου, τον κυρίευε μελαγχολία που θα το αποχωριζόταν για πάντα, σαν να πέθαινε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Η ενοχή για αυτά του τα αισθήματα τον τσίμπησε στο στήθος και η ντροπή τον εξόργισε. Δεν επρόκειτο για φίλο, ούτε καν για άνθρωπο. Ήταν ένα αντικείμενο και τίποτα παραπάνω. Δεν πίστευε όμως ούτε ο ίδιος τα λόγια του. Δεν ήταν ένα απλό άψυχο αντικείμενο. Είχε αισθήματα και φιλοδοξίες όπως και ο ίδιος ο Μπέριντεμ άλλωστε. Και λόγω αυτών των φιλοδοξιών, έπρεπε να διαφυλαχθεί η ανθρωπότητα από τη σατανική επιρροή του. Με ατσάλινη θέληση το άρπαξε με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο δοκίμασε να σηκωθεί. Έγινε αντιληπτός από τους στρατιώτες και ξαφνικά η περιοχή γέμισε φωνές έκπληξης και χαράς, καθώς οι Σαλούβιαρ ανακάλυπταν πως ο αρχηγός τους ήταν ζωντανός. Τον βοήθησαν να σηκωθεί, αφού τα γέρικα πόδια του δεν ήταν ικανά να τον στηρίξουν. Ο Λέκθεν έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε, αποτραβήχτηκε όμως σχεδόν αμέσως, συνειδητοποιώντας πως είχε παραβιάσει οποιαδήποτε έννοια πρωτοκόλλου.

Page 411: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

411

«Στρατηγέ με συγχωρείτε. Παρασύρθηκα». Ο Μπέριντεμ γέλασε διασκεδάζοντας με την αμηχανία του υπασπιστή του.

«Είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω να παρασύρεσαι Λέκθεν και να αφήνεις τους τύπους. Χαίρομαι γιατί είχα αρχίσει να ανησυχώ πως δεν είσαι άνθρωπος».

«Ποιες είναι οι διαταγές σας;» «Θέλω να τακτοποιήσουμε πρώτα ένα μικρό ζήτημα και

μετά φεύγουμε κατευθείαν για Πελνυέρα και από εκεί για Ραμίνα. Αρκετά με τις μάχες και τους θανάτους. Πλέον μονάχα θα δημιουργούμε». Με τη διαταγή του Αυτοκράτορά τους οι Σαλούβιαρ όπλισαν τον πιο δυνατό καταπέλτη που διέθεταν και τον τοποθέτησαν στην παραλία αντίκρυ από την Άγνωστη Θάλασσα, που έστελνε απειλητικά τα κύματά της στην ακτή, προκαλώντας τους πιο τολμηρούς ή τους πιο χαζούς, να τη διασχίσουν. Ο ίδιος τοποθέτησε το διαμάντι στον καταπέλτη και έδωσε την εντολή για την εκτόξευσή του στα βάθη του ωκεανού. Ας προσπαθούσε το διαμάντι να τιθασεύσει τα ψάρια και τα φρικιαστικά όντα που ζούσαν στο βυθό. Ήξερε πως τέτοια πλάσματα χωρίς νοημοσύνη του ήταν άχρηστα και πως κανένας άνθρωπος δε θα έφτανε ποτέ ζωντανός στο σημείο όπου θα κειτόταν το διαμάντι, ώστε να μπορέσει να ενωθεί μαζί του. Όταν ο εχθρός του Σαλούβιαρ πολεμιστή άγγιξε το νερό για να βυθιστεί για πάντα μέσα του, ο αδύναμος άντρας δεν άντεξε και δάκρυσε. Είχε χάσει πολύ περισσότερα από τη νιότη του, όταν χωρίστηκαν ο ένας από το άλλο. Ήταν αποφασισμένος όμως να βρει αλλού δύναμη, πιο δημιουργική και καθόλου επικίνδυνη. Ξεκίνησαν λοιπόν για την Πελνυέρα. Ο κάποτε αγέρωχος στρατηγός πέρασε το ταξίδι μέσα σε μια άμαξα, ξαπλωμένος και με τον πόνο να καρφώνει το κορμί του με κάθε κραδασμό από λακκούβα ή πέτρα του δρόμου. Το πολεμικό του άτι προχωρούσε χωρίς αναβάτη, δεμένο στην άμαξα. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και τον ταλαιπώρησε αρκετά. Ποτέ όμως δε δέχθηκε τις παραινέσεις του Λέκθεν να διακόψουν την πορεία τους συντομότερα από όσο σχεδίαζαν.

Page 412: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

412

Έτσι έφτασαν στην Πελνυέρα και επιτέλους συναντήθηκε πάλι με την Παφύλια. Οι φόβοι του πως εκείνη θα ένιωθε φρίκη και απέχθεια μόλις έβλεπε την κατάστασή του, καταλάγιασαν αμέσως από το θερμό τρόπο που τον υποδέχτηκε, πνίγοντας τη θλίψη της για το κακό που του είχε συμβεί. Θα τον δεχόταν πίσω σε ό,τι κατάσταση και αν επέστρεφε και θα τον αγαπούσε με την ίδια θέρμη για πάντα. Έμειναν ένα διάστημα στην Πελνυέρα για να μπορέσει να ανακτήσει κάπως τις δυνάμεις του και μετά κίνησαν για τη Ραμίνα. Ο θρόνος είχε μείνει κενός για πολύν καιρό και ο Μπέριντεμ ήταν σίγουρος πως ο Σάντιακ ανυπομονούσε να του φορτώσει όλες τις ευθύνες, που βάραιναν εκείνον κατά την απουσία του. Οι αγγελιοφόροι έφτασαν στη Ραμίνα και ενημέρωσαν το διοικητή της πόλης, πως ο Αυτοκράτορας και παιδικός του φίλος επιτέλους γύριζε πίσω, έχοντας διεξάγει μια νικηφόρα εκστρατεία και έχοντας εξαφανίσει τους Ούρμπιλαχ από προσώπου γης. Πλέον δεν υπήρχε πουθενά επαναστατικός πυρήνας και ακόμα και μερικές μικρές ομάδες με σχέδια κατά της νέας Αυτοκρατορίας, είχαν παραιτηθεί πριν καν ξεκινήσουν. Ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν σαν πολίτες του νέου κράτους και να φτιάξουν τις ζωές τους όσο καλύτερα μπορούσαν κάτω από τις νέες συνθήκες. Άλλωστε δεν ήταν οι μόνοι. Δεκάδες άλλα έθνη βρίσκονταν πλέον μέσα στα σύνορα της χώρας των Σαλούβιαρ, περιμένοντας να δουν αν οι νέοι επικυρίαρχοι θα ήταν καλύτεροι από τους προηγούμενους, ή αν θα αποδεικνύονταν φτιαγμένοι από το ίδιο σκάρτο υλικό.

Για εβδομάδες λοιπόν η πρωτεύουσα μπήκε σε κατάσταση πυρετωδών προετοιμασιών για την υποδοχή του βασιλικού ζεύγους. Όταν έφτασε η τεράστια στρατιωτική πομπή, το πλήθος που παραληρούσε προσπαθούσε μάταια να δει τον Αυτοκράτορα και τη σύντροφό του, όμως εκείνος είχε φροντίσει να βρίσκεται καλά κρυμμένος μέσα στην άμαξά του. Δεν ήθελε ο κόσμος να τον δει στην κατάσταση που βρισκόταν και να καταστρέψει έτσι το ηθικό τους. Προτιμούσε να τον θυμούνται όπως είχε φύγει από τη Ραμίνα κάποτε, γεμάτος αισιοδοξία για τη νίκη. Η συνάντηση

Page 413: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

413

με τον Σάντιακ έγινε στο παλάτι μέσα σε έντονα συγκινησιακό κλίμα. Είχαν χωρίσει χολωμένοι αλλά για χάρη της φιλίας τους, ξέχασαν και οι δύο μονομιάς όσα τους είχαν χωρίσει, αποδεικνύοντας πως η σχέση τους δεν ήταν επιφανειακή, αλλά είχε σταθερές και γνήσιες βάσεις. Η χαρά για την επανένωσή τους αναμειγνυόταν με τη θλίψη για το θάνατο της Τσβεριντέ, που βάρυνε ιδιαίτερα την Παφύλια και τον Σάντιακ, αλλά και το προσωπικό τίμημα που είχε πληρώσει ο Μπέριντεμ. Γρήγορα όμως συμβιβάστηκαν με τη νέα πραγματικότητα και έπιασαν δουλειά, για να διαμορφώσουν τη χώρα όπως την ονειρεύονταν. Ξεκίνησε η περίοδος της ειρήνης και της ανοικοδόμησης. Ο Μπέριντεμ είχε πάντα στο πλευρό του τον Σάντιακ για τα πολιτικά θέματα και τον Λέκθεν για τα στρατιωτικά.

Οι πρέσβεις από τα διάφορα βασίλεια κατέφθαναν στο παλάτι της Ραμίνα, για να μεταφέρουν μηνύματα φιλίας και προτάσεις συνεργασίας στο νέο Αυτοκράτορα. Ήταν οι ίδιοι που πριν από αιώνες, είχαν γυρίσει την πλάτη στους Σαλούβιαρ όταν καταστρέφονταν ολοκληρωτικά, δείχνοντας αδιαφορία ή ακόμα και χαρά για τη συμφορά τους. Ο Μπέριντεμ όμως ήξερε πως στη διπλωματία δε χωρούν συναισθηματισμοί και τους δέχθηκε στην Αυλή του με τιμές που αρμόζουν σε έναν επίσημο επισκέπτη. Παρουσιάζονταν επίσης εκπρόσωποι των εθνών που απάρτιζαν την Αυτοκρατορία, με ευχές αλλά και απαιτήσεις. Κανένας λαός δεν έδειχνε διάθεση για απόσχιση μέχρι εκείνη τη στιγμή, αρκεί βέβαια τα συμφέροντά τους να εξυπηρετούνταν έως ένα βαθμό, από την παραμονή τους στην αγκαλιά των Σαλούβιαρ. Η ικανοποίησή τους δεν ήταν πάντα ένα εύκολο καθήκον, αφού πολλές φορές τα αιτήματα ενός πληθυσμού έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με αυτά κάποιου γειτονικού. Αυτές οι μικροδιαφορές ήταν ένας μεγάλος μπελάς για τον Μπέριντεμ, που συχνά-πυκνά αναπολούσε τις μέρες που ήταν ένας απλός στρατιωτικός διοικητής στη Ζιλμάτα. Πέρα από τα νέα εδάφη που είχαν πρόσφατα προσαρτηθεί, δεν αμέλησε και την παλιά μικρή χώρα των Σαλούβιαρ, πίσω από την οροσειρά Φουγέτ, με πρωτεύουσα

Page 414: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

414

την Απίοριλ, που είχε και αυτή τις ανάγκες της και δεν έπρεπε να μείνει στο παρασκήνιο της ιστορίας, αφού είχε υπάρξει η βάση των επαναστατών Σαλούβιαρ για τόσους αιώνες. Η ζωή του όμως δεν ήταν αποκλειστικά μια ατέλειωτη σειρά υποχρεώσεων. Τα απογεύματα φρόντιζε πάντα να βρίσκει χρόνο για την Παφύλια και το νεογέννητο γιό τους. Το διάδοχό του.

Τον ονόμασαν Αρούντιε που στη γλώσσα των Ιβίρφιντ σήμαινε «ελπιδοφόρος» και γέμιζε με την παρουσία του χαρά, ζωντάνια και ελπίδα το παλάτι, συμβαδίζοντας με τη διάθεση των ανθρώπων, που τον καιρό της ειρήνης έβλεπαν το μέλλον πιο αισιόδοξα. Ένα τέτοιο απόγευμα η τριμελής οικογένεια βρισκόταν στον υπέροχο κήπο, που με τόση αγάπη είχε δημιουργήσει η Παφύλια και που αποτελούσε ένα από τα στολίδια της βασιλικής οικίας. Ο Μπέριντεμ στηριζόμενος σε μαγκούρα πλέον και η Παφύλια με τον Αρούντιε αγκαλιά, προχωρούσαν πλημμυρισμένοι από την ευωδία και την πανδαισία χρωμάτων των λουλουδιών. Η Παφύλια περιτριγυρισμένη από τους συντρόφους που την είχαν συνοδέψει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, έμπαινε πολλές φορές στον πειρασμό να δοκιμάσει και πάλι τις δυνάμεις της, μόνο για να απογοητευτεί και να διαπιστώσει για άλλη μια φορά, πως η φύση δεν ξεχνούσε την προδοσία της φυλής της. Δε μιλούσε ποτέ για αυτήν την αδυναμία της στον Μπέριντεμ, μη θέλοντας να τον επιβαρύνει με τα δικά της προβλήματα, ενώ ήξερε πως ήδη τον βάραιναν πολλά. Σε εύλογη απόσταση από το βασιλικό ζεύγος, ακολουθούσαν διακριτικά δύο φρουροί υπεύθυνοι για την προστασία τους. Ο ένας από τους δύο παρατήρησε κάτι να κουνιέται στις φυλλωσιές και θέλησε να διαπιστώσει τι ήταν. Χάθηκε μέσα στις σκιές και όταν πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να έχει επιστρέψει, ο συνάδελφός του πήγε με τη σειρά του στο σημείο προς αναζήτησή του. Ο Μπέριντεμ αν και αφύσικα γερασμένος, είχε διατηρήσει την οξύτητα των αισθήσεών του και τη στρατιωτική του ετοιμότητα. Έτσι παρατήρησε αμέσως πως ο ήχος από το ρυθμικό βηματισμό των φρουρών δεν ακουγόταν πια.

Page 415: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

415

Κοίταξε προς την κατεύθυνσή τους και είδε μέσα από τις φυλλωσιές να πετάγονται ξαφνικά δύο σκελετοί, με υπολείμματα σάρκας να κρέμονται από τα κόκαλά τους. Ο ήλιος σουρούπωνε και έτσι οι σκιές κυριαρχούσαν στο τοπίο. Ήταν η τέλεια ώρα για να χτυπήσει ο θανατηφόρος εχθρός. Κάποιος που τον νόμιζε νικημένο και νεκρό από τη μαγεία του διαμαντιού, που όμως σχηματιζόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια του, με τις σκιές να χύνονται στον αέρα όπως η μπογιά στο νερό. Ορθώθηκε μπροστά τους αυτό το έκτρωμα της φύσης. Η ζωντανή σκιά, το ανθρώπινο κενό, ο υπηρέτης του Ολέθρου είχε έρθει να πάρει την εκδίκησή του. Και απέναντί του είχε μια Ιβίρφιντ απογυμνωμένη από τις φυσικές της ικανότητες και ένα γερασμένο και ανήμπορο πολεμιστή. Εύκολη λεία. Δε θα τελείωνε όμως γρήγορα μαζί τους. Θα το απολάμβανε.

«Τρέξε!» φώναξε ο Μπέριντεμ στην Παφύλια. Εκείνη δίστασε διχασμένη ανάμεσα στην ασφάλεια του παιδιού της και του άντρα της.

«Φύγε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα εναντίον του!» της ξαναείπε και την έσπρωξε μακριά. Εκείνη άρχισε να τρέχει για να κρύψει τον Αρούντιε και να βρει και βοήθεια από τους δεκάδες στρατιώτες που κυκλοφορούσαν στο παλάτι. Δεν πρόλαβε όμως να πάει μακριά. Από όπου και αν περνούσε υπήρχαν σκιές. Ο Βανιρφάντατ έκρυψε το χέρι του σε μια από αυτές και αυτό ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά από την Παφύλια, διανύοντας με υπερφυσικό τρόπο την απόσταση που τους χώριζε μέσα σε μια στιγμή. Την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιξε μέχρι που της κόπηκε η αναπνοή και έχασε τις αισθήσεις της. Ο Αρούντιε έπεσε από τη χαλαρωμένη αγκαλιά της αλλά πριν προσκρούσει στο έδαφος, συγκρατήθηκε από το χέρι του πλάσματος των σκιών, που άφησε τη μητέρα για να πιάσει το βρέφος. Ο Μπέριντεμ ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν από τον τρόμο. Ούρλιαξε από την απελπισία βλέποντας το παιδί του στο έλεος εκείνου του αδίστακτου δολοφόνου. Ο Βανιρφάντατ επιμήκυνε το ελεύθερό του χέρι και τον άρπαξε και αυτόν, φέρνοντάς τον κοντά του. Ο

Page 416: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

416

Αυτοκράτορας κάρφωσε το βλέμμα του στην τρύπα όπου κανονικά ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα είχε πρόσωπο. Έτρεμε από την αγωνία και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ήλπιζε μόνο να σκότωνε πρώτα τον ίδιο για να μη γίνει μάρτυρας του χαμού του γιού του. Ο Βανιρφάντατ του μίλησε στη γλώσσα των Ούρμπιλαχ που ο Μπέριντεμ γνώριζε πολύ καλά.

«Κάποτε ήσουν ισχυρός και αδίστακτος. Όπως εγώ. Έστειλες την ημέρα του μεγάλου σου θριάμβου, εμένα κομματιασμένο σε ένα λάκκο και την οικογένειά μου στον άλλο κόσμο. Ήταν αθώοι, αλλά αυτό δε σε ένοιαξε. Το μόνο που σε ενδιέφερε ήταν να κατακτήσεις το τρόπαιό σου με οποιοδήποτε κόστος και έτσι αυτοί πέθαναν».

«Και σε τι διαφέρεις εσύ από εμένα; Πόσα παιδιά και πόσες μανάδες έχουν πεθάνει από το χέρι σου αρχιστράτηγε των Ούρμπιλαχ; Από πού αντλείς το δίκιο σου;»

«Η διαφορά μας είναι πως εγώ πλήρωσα πανάκριβα το τίμημα. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις και εσύ. Είσαι τυχερός όμως. Θα ζήσεις λίγα χρόνια ακόμα, με την εικόνα της γυναίκας σου και του παιδιού σου κατακρεουργημένους και με εσένα να μην μπορείς να κάνεις το παραμικρό. Παρηγορήσου στη σκέψη πως εγώ δεν μπορώ πια να πεθάνω και θα ζήσω με την οδύνη μου για μια αιωνιότητα». Τον πέταξε μακριά σαν να ήταν φτιαγμένος από άχυρο και επικεντρώθηκε στον άλλο του όμηρο, τον Αρούντιε. Ο μικρός παρακολουθούσε όσα διαδραματίζονταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μην όντας αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο για τη σύντομη ζωή του, δεν είχε κλάψει καθόλου. Αντίθετα παρατηρούσε με έντονη περιέργεια τον Βανιρφάντατ και άπλωνε τα χεράκια του προσπαθώντας να παίξει με την περίεργη μαύρη μορφή. Εκείνος ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την εκδίκησή του. Μετέτρεψε το χέρι του σε αξίνα και ετοιμάστηκε να κομματιάσει το μωρό. Μετά σειρά θα είχε η Παφύλια. Το τεράστιο μπράτσο υψώθηκε ψηλά για το μοιραίο χτύπημα. Κάτι περίεργο συνέβαινε όμως. Το όπλο δεν κατέβαινε για το τελειωτικό χτύπημα. Κάτι τον εμπόδιζε να ολοκληρώσει την εκδίκηση που τόσον καιρό

Page 417: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

417

λαχταρούσε να πάρει. Κοιτάζοντας το μικροσκοπικό του θύμα η δίψα του για εκδίκηση μετριαζόταν.

Αυτό το παιδί του θύμιζε κάποια άλλα μωρά, που σε μια προηγούμενη ζωή είχε κρατήσει στην αγκαλιά του και τον είχαν κάνει να νιώθει πιο ολοκληρωμένος από ποτέ. Εκείνα όμως είχαν χαθεί άδικα και για να διορθωθεί εκείνη η αδικία, θα έπρεπε να θυσιαστεί και ο γιος του μισητού εχθρού του. Όσο περισσότερο όμως κοίταζε το μικρό Αρούντιε τόσο πιο έντονη γινόταν η επίθεση των εικόνων των δικών του παιδιών, με τα χαμογελαστά κοκκινωπά τους πρόσωπα. Τελικά όλα του φάνηκαν μάταια. Δε θα ένιωθε καλύτερα από το θάνατο άλλης μιας αθώας ψυχής και ούτε θα διόρθωνε κάτι. Άφησε το βρέφος στο έδαφος και κατευθύνθηκε προς έναν άνθρωπο, που δεν είχε ίχνος αθωότητας μέσα του και που ήταν υπεύθυνος για τις συμφορές του. Σε εκείνον δεν υπήρχε περίπτωση να δείξει οίκτο. Ο Ιγκούβιπ όμως είναι απαιτητικός άρχοντας και δεν ανέχεται την ανυπακοή. Κάποτε ο Βανιρφάντατ είχε ορκιστεί στο Θεό του Ολέθρου πως δε θα έδειχνε ποτέ οίκτο. Μόλις είχε αποτύχει να κρατήσει την υπόσχεσή του. Κάτι αναδεύτηκε μέσα του και αμέσως θυμήθηκε την υποχρέωσή του και την τιμωρία που θα επέσυρε η μη τήρησή της. Κοντοστάθηκε λίγα βήματα πριν τον Μπέριντεμ.

«Λοιπόν Σαλούβιαρ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τυχερός είσαι. Η πρώτη φορά στη ζωή μου που αποφάσισα να λυπηθώ κάποιον, θα είναι και η τελευταία μου σε αυτόν τον κόσμο. Και μάλιστα λίγο πριν σε κομματιάσω με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν πειράζει και τόσο όμως. Είμαι σίγουρος πως εκεί που πάω, σύντομα θα με ακολουθήσεις και θα σε περιμένω με ανοιχτές αγκάλες». Ο Μπέριντεμ είδε στο κατάμαυρο σώμα του Βανιρφάντατ να εμφανίζονται χιλιάδες βασανισμένες ψυχές, που υποβάλλονταν σε ατέλειωτα μαρτύρια και στο βάθος η πιο φρικτή μορφή που είχε δει ποτέ στη ζωή του, να καλεί τον Βανιρφάντατ κοντά του. Ήταν ο Ιγκούβιπ, αμείλικτος και τρομακτικός στην όψη, που τραβούσε τον Βανιρφάντατ προς την καταδίκη του. Στο στήθος του Ούρμπιλαχ δημιουργήθηκε μια

Page 418: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

418

δίνη, η οποία άρχισε να ρουφάει μέσα της όλο το υπόλοιπο σώμα, σπάζοντας και στρεβλώνοντάς το, προκειμένου να χωρέσει μέσα από το μικρό άνοιγμα. Το αφύσικο πλάσμα χάθηκε χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο πόνου ή τρόμου. Δέχθηκε το θάνατο απλά και άφοβα, ίσως επειδή ουσιαστικά τον είχε ξαναζήσει και δεν έκρυβε για αυτόν εκπλήξεις.

Μετά από λίγη ώρα η Παφύλια συνήλθε και σύρθηκε μέχρι τον άντρα της. Εκείνος κρατούσε τον Αρούντιε αγκαλιά και μονολογούσε. Πέρα από την ταραχή εξαιτίας των όσων τόσο γρήγορα και αναπάντεχα συνέβησαν, ήταν και κάτι άλλο που τον είχε κλονίσει. Ανέκαθεν οι Σαλούβιαρ θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιο πολιτισμένους από τους Ούρμπιλαχ, οι οποίοι στα μάτια τους ήταν οι χειρότεροι των βαρβάρων. Αν όμως ο πιο στυγνός της φυλής αυτής είχε λυπηθεί το παιδί του, τότε αυτό τι σήμαινε για τον ίδιο και όσα είχε πράξει, έστω και μέσω των στρατιωτών του στη Ραμίνα; Όσα είχε κάνει τα είχε κάνει για το λαό του ή απλά για να ικανοποιήσει τη δική του μεγαλομανία; Το διαμάντι του είχε πει πως μέσα του είχε βρει εύφορο έδαφος για να πετύχει όσα ήθελε. Ίσως έλεγε για μια φορά την αλήθεια. Ήταν αμφιβολίες που τον στιγμάτισαν για την υπόλοιπη ζωή του και βασανιστικά ερωτήματα που πάντοτε τον κατέτρεχαν σαν εκδικητικά δαιμόνια, γεμίζοντάς τον τύψεις. Εκείνη την ημέρα δε θα την ξεχνούσαν ποτέ, αφού κινδύνευσαν να χάσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν. Ο Αρούντιε πάντως αγνοώντας τον κίνδυνο από τον οποίο είχε επιζήσει, διασκέδαζε και απολάμβανε την τόση προσοχή που του έδειχναν όλοι, ελέγχοντας αν είχε χτυπήσει πουθενά κατά τη συμπλοκή με τον Βανιρφάντατ. Οι γονείς μαζί με τον Σάντιακ και τις τροφούς του μωρού που κατέφθασαν μετά από λίγο, είχαν σκύψει από πάνω από το μικροσκοπικό κορμάκι με αγωνία, πασπατεύοντάς το σε αναζήτηση κάποιας πληγής. Όλα αυτά τα μεγάλα κεφάλια με τα χοντρά πρόσωπα του φαίνονταν πολύ αστεία, ενώ τα διερευνητικά δάχτυλά τους τον γαργαλούσαν, κάνοντάς τον να ξεφωνίζει από τα γέλια. Έτσι κατάφερε να φτιάξει και των υπολοίπων τη διάθεση, αφού τα

Page 419: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

419

γέλια του αλάφρυναν την ανησυχία από τις καρδιές των υπολοίπων.

Η ζωή επανήλθε στους κανονικούς ρυθμούς αλλά με περισσότερα μέτρα ασφαλείας, αφού αποδείχτηκε περίτρανα πως το τέλος του πολέμου, δε σήμαινε απαραίτητα και έλλειψη εχθρών που επιθυμούσαν να τους προκαλέσουν κακό. Μια μέρα ο Μπέριντεμ επέστρεψε στο υπνοδωμάτιό τους και βρήκε την Παφύλια στη βεράντα, με το βλέμμα και την προσοχή της επικεντρωμένα σε ένα λουλούδι. Ήταν ένα λευκό τριαντάφυλλο και παρά την ομορφιά του, φαινόταν να προκαλεί τον εκνευρισμό της κοπέλας, κρίνοντας από την έκφραση του προσώπου της. Ο Μπέριντεμ κατάλαβε τι προσπαθούσε να κάνει και την πλησίασε ακουμπώντας την απαλά στον ώμο.

«Μην προσπαθείς άδικα. Δεν έχει νόημα άλλωστε. Δε χρειάζεσαι πλέον τις δυνάμεις σου. Είσαι ασφαλής εδώ μαζί μου».

«Δεν μπορείς να καταλάβεις. Μόνο ένας Ιβίρφιντ θα μπορούσε νιώσει όπως νιώθω εγώ. Η επικοινωνία μας με τη φύση δε γινόταν μόνο για λόγους άμυνας και επίθεσης. Ήταν κάτι που μας έδινε χαρά και την κινητήρια δύναμη για να συνεχίζουμε να μοχθούμε στην καθημερινή μας ζωή. Ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι μας. Χωρίς το σύνδεσμο με τη φύση νιώθω λειψή σαν να έχανα εσένα ή τον Αρούντιε. Τόσο μεγάλη είναι η απώλειά μου. Και επίσης με θλίβει το γεγονός πως όταν θα έχουμε πεθάνει εγώ και ο Σίκαταρ, θα έχει σημάνει και το τέλος της φυλής μας και δε θα υπάρξει ποτέ κανένας, που να μπορέσει να καλλιεργήσει τα ταλέντα που έκαναν τους Ιβίρφιντ τόσο ξεχωριστούς». Είδε τη θλίψη της να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του Μπέριντεμ και αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να επιβαρύνει άλλο την οικογένειά της με αυτό το θέμα. Δε θα επιχειρούσε να επικοινωνήσει με τα φυτά και τη γη ποτέ ξανά. Ξεχνώντας το παρελθόν της τελείως θα γινόταν και η ζωή της πιο εύκολη. Του χαμογέλασε διώχνοντας την πίκρα της.

«Έλα πάμε μέσα. Θα είσαι κουρασμένος φαντάζομαι». Μπήκαν στο υπνοδωμάτιο αφήνοντας για λίγο τον Αρούντιε μόνο

Page 420: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

420

του. Το βρέφος περίμενε υπομονετικά στην κούνια του για τη μητέρα του, που θα ερχόταν σε λίγο για να τον πάρει μέσα. Ξαφνικά όμως μια φωνή τράβηξε την προσοχή του. Δεν υπήρχε όμως κανένας στη βεράντα. Ήταν ολομόναχος. Σούφρωσε τα φρύδια του πεισματάρικα, προσπαθώντας να καταλάβει από πού ερχόταν αυτή η περίεργη φωνή. Τότε όμως η προέλευση της φωνής του αποκαλύφθηκε από μόνη της. Τον κάλεσε να τη φέρει κοντά του χρησιμοποιώντας τη σκέψη του. Δεν του μιλούσε με λόγια αλλά με εικόνες, έτσι ώστε το μικρό παιδικό μυαλό να μπορεί να καταλαβαίνει. Ακολούθησε λοιπόν πιστά τις οδηγίες της φωνής, θέλοντας να λύσει το μυστήριο. Άπλωσε τα χέρια του προς το λευκό τριαντάφυλλο, τεντώνοντας τα παχουλά μπρατσάκια του. Βρισκόταν πολύ μακριά για να το πιάσει, αλλά η φωνή του έλεγε να επιμείνει. Τότε το λευκό τριαντάφυλλο κουνήθηκε από μόνο του και τέντωσε το κοτσάνι του, για να φτάσει μέχρι την κούνια του διαδόχου. Τα πέταλα του χάιδεψαν τρυφερά τα κοκκινωπά του μάγουλα και οι δροσοσταλίδες που είχε μαζέψει από την πρωινή υγρασία του δρόσισαν το δέρμα. Έτσι ο «ελπιδοφόρος» επιβεβαιώνοντας το όνομά του, έδωσε ελπίδα στον κόσμο για τα χαμένα ταλέντα μια σπουδαίας εξαφανισμένης φυλής.

ΤΕΛΟΣ

Page 421: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

421

Page 422: ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

422