27
http://alampasis.blogspot.gr Ληξιπρόθεσμα Δάνεια του Ταμείου Νομικών που χορηγήθηκαν σε δικηγόρους ως βοήθημα πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης Ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Η δικαιοδοσία για την ένδικη διαφορά ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. δ' του ν. 3655/2008, αποτελεί ανεπίτρεπτη αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης φορολογητέας ύλης Κεφάλαια 1. Νόμιμος τίτλος στον οποίο στηρίζονται οι απαιτήσεις του Ταμείου στην υπό κρίση έννομη σχέση, είναι το έγγραφο της σύμβασης του δανείου και διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η δικαιοδοσία για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται εξαιτίας της μη απόδοσης του δανείου ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν τη δικαιοδοσία να εξετάσουν στην ουσία τη διαφορά με υποκείμενη την ιδιωτικού δικαίου έννομη σχέση του δανείου, η οποία δεν μετατάσσεται στο δημόσιο δίκαιο επειδή για την εκτέλεση μεσολαβεί ο Κ.Ε.Δ.Ε., ακόμη και στην περίπτωση που το δάνειο, είχε ενδεχομένως συναφθεί για δημόσιο σκοπό. 2. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών εναντίον δικηγόρου εκ δανείου πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης που του χορηγήθηκε ως ασφαλισμένου του Τομέα του, αναφορικά με τις οφειλόμενες δόσεις, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, μόνον όμως όταν η αίρεση της καταγγελίας του δανείου πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, οπότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή.

Ληξιπρόθεσμα δάνεια του Ταμείου Νομικών

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Η δικαιοδοσία για την εν λόγω διαφορά ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. δ' του ν. 3655/2008, αποτελεί ανεπίτρεπτη αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης φορολογητέας ύλης.

Citation preview

http://alampasis.blogspot.gr

Ληξιπρόθεσμα Δάνεια του Ταμείου Νομικών που χορηγήθηκαν σε

δικηγόρους ως βοήθημα πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης

Ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και

αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και ήταν

δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Η δικαιοδοσία για την ένδικη διαφορά

ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. δ' του

ν. 3655/2008, αποτελεί ανεπίτρεπτη αναδρομική μεταβολή του τρόπου

εξεύρεσης φορολογητέας ύλης

Κεφάλαια

1. Νόμιμος τίτλος στον οποίο στηρίζονται οι απαιτήσεις του Ταμείου στην

υπό κρίση έννομη σχέση, είναι το έγγραφο της σύμβασης του δανείου και

διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η δικαιοδοσία για την επίλυση

των διαφορών που αναφύονται εξαιτίας της μη απόδοσης του δανείου

ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν τη δικαιοδοσία να

εξετάσουν στην ουσία τη διαφορά με υποκείμενη την ιδιωτικού δικαίου

έννομη σχέση του δανείου, η οποία δεν μετατάσσεται στο δημόσιο δίκαιο

επειδή για την εκτέλεση μεσολαβεί ο Κ.Ε.Δ.Ε., ακόμη και στην περίπτωση

που το δάνειο, είχε ενδεχομένως συναφθεί για δημόσιο σκοπό.

2. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών εναντίον δικηγόρου εκ δανείου πρώτης

επαγγελματικής εγκατάστασης που του χορηγήθηκε ως ασφαλισμένου

του Τομέα του, αναφορικά με τις οφειλόμενες δόσεις, υπόκειται στη

συνήθη εικοσαετή παραγραφή, μόνον όμως όταν η αίρεση της

καταγγελίας του δανείου πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, οπότε δεν

οφείλονται πλέον δόσεις αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο

κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου, ενώ αν

δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές

διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή.

3. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών εναντίον δικηγόρου για τόκους

υπερημερίας από δάνειο πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης που του

χορηγήθηκε ως ασφαλισμένου του Τομέα του, αναφορικά με τις

οφειλόμενες δόσεις, υπόκειται στην κατά το άρθρο 250 αρ. 15 ΑΚ

πενταετή παραγραφή, η οποία κατά το άρθρο 253 ΑΚ συμπληρώνεται

μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της

παραγραφής. Σε κάθε δε περίπτωση, κι αν η παρέλευση της πενταετίας

υποτεθεί ότι δεν συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχής για τους τόκους,

όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 272 και 277 του Αστ.

Κωδικός, η ενοχή αυτή μετατρέπεται σε ατελή, εφόσον και από τη στιγμή

που ο οφειλέτης θα την επικαλεστεί.

4. Στην έννοια της περιουσίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, υπάγονται

και τα οικονομικού περιεχομένου δικαιώματα στην περίπτωση της

παραγραφής των κύριων αξιώσεων από σύμβαση, για το λόγο ότι η

παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού. Η διάταξη του άρθρου

137 παρ. 1 εδ. Δ' του ν. 3655/2008 (ιδρυτικού νόμου του Ενιαίου Ταμείου

Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), με την οποία επιχειρείται ανεπίτρεπτη

αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης φορολογητέας ύλης, με

νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής φορολογικών δήθεν

αξιώσεων που στην πραγματικότητα είναι αξιώσεις που διέπονται από το

ιδιωτικό δίκαιο και έχουν κατά τον Αστικό Κώδικα ήδη παραγραφεί,

θεσπίστηκε με σκοπό την αναγκαστική απαλλοτρίωση περιουσίας, άλλως

απόλυτης καρπώσεως της ιδιοκτησίας, κατά τρόπο που αχρηστεύεται

ουσιαστικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατά το μέρος εκείνο των

αξιώσεων που έχουν ήδη παραγραφεί.

----------------------------------------

Νόμιμος τίτλος στον οποίο στηρίζονται οι απαιτήσεις του Ταμείου στην

υπό κρίση έννομη σχέση, είναι το έγγραφο της σύμβασης του δανείου και

διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η δικαιοδοσία για την επίλυση

των διαφορών που αναφύονται εξαιτίας της μη απόδοσης του δανείου

ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν τη δικαιοδοσία να

εξεταστούν στην ουσία τη διαφορά με υποκείμενη την ιδιωτικού δικαίου

έννομη σχέση του δανείου, η οποία δεν μετατάσσεται στο δημόσιο δίκαιο

επειδή για την εκτέλεση μεσολαβεί ο Κ.Ε.Δ.Ε., ακόμη και στην περίπτωση

που το δάνειο, είχε ενδεχομένως συναφθεί για δημόσιο σκοπό (343/2000

ΔΕΦ ΑΘ [1] , πβ. Α.Ε.Δ. 18/1993,5,8, 10/1989, Σ.τ.Ε. 177/1996, 3349,

322, 1986, 1080/1995, 1875, 3212/1994).

Σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 94 του Συντάγματος, η εκδίκαση των

διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά

δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμη υπαχθεί στα

δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους

μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος, η προθεσμία δε αυτή

μπορεί να παρατείνεται με νόμο. Περαιτέρω, σύμφωνα με την § 3 του ίδιου

άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές,

καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθενται με

νόμο. Κατ` εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 94 § 1 του

Συντάγματος, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών

δικαστηρίων με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 1406/1983 όλες οι διοικητικές

διαφορές ουσίας που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σ` αυτήν, μεταξύ δε των

διαφορών αυτών, οι οποίες μνημονεύονται ενδεικτικά στην § 2 του εν λόγω

άρθρου 1, περιλαμβάνονται (και αναφέρονται ειδικά υπό στοιχείο ια`) και οι

αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη

των δημοσίων εσόδων (ΝΔ 356/1954). Όλες όμως οι διαφορές που

ανακύπτουν κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων δεν αποτελούν

διοικητικές διαφορές ουσίας, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από

έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του Δημοσίου ή των λοιπών

προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, και του οφειλέτη τους.

Κριτήριο, προκειμένου μιά τέτοια διαφορά να θεωρηθεί ως διοικητική ή

ιδιωτική, αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον

τίτλο του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της

διοικητικής εκτέλεσης. Αν η απαίτηση αυτή είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε

και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής

είσπραξης της είναι ιδιωτική και η φύση της δεν μεταβάλλεται από την

παρεμβολή της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της

διοίκησης και την είσπραξη της από το δημόσιο ταμείο (βλ. ΑΕΔ 8/1989

ΕλΔνη 30.1148). Έτσι, στην περίπτωση που επισπεύδεται αναγκαστική

εκτέλεση προς ικανοποίηση απαίτησης του Δημοσίου, όταν αυτή

(απαίτηση) προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ αυτού

και του οφειλέτη του, τότε ο τίτλος του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ, που

αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης, αποδεικνύει ιδιωτική

απαίτηση του Δημοσίου και η διαφορά που δημιουργείται φέρει τα

χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδιωτικής διαφοράς, για την εκδίκαση της

οποίας έχουν δικαιοδοσία και μετά την ισχύ του ν. 1406/1983 τα

πολιτικά δικαστήρια.

Αυτό συμβαίνει όταν π.χ. η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται

αναγκαστική εκτέλεση στηρίζεται σε φερόμενη παραβίαση εκ μέρους του

οφειλέτη συμβατικής υποχρέωσής του, προερχόμενης από σύμβαση

εγγύησης δανείου που χορήγησε τράπεζα σ` αυτόν (πρωτοφειλέτη),

εγγυητής της οποίας υπήρξε το Δημόσιο (ΑΕΔ 5/1989 ΑρχΝ 1990, 326 και

Δνη 1989.654). Δηλαδή, σε ορισμένες περιπτώσεις το Ελληνικό Δημόσιο

συμβάλλεται ως εγγυητής για χορηγήσεις δανείων σε φυσικά ή νομικά

πρόσωπα, τα οποία (δάνεια) προβλέπονται από το νόμο μέσα στις

αρμοδιότητας της οικείας Δ/νσης του ΓΛΚ (βιοτεχνικά, ναυτιλιακά,

τουριστικά κλπ.). Οι εγγυήσεις αυτές ρυθμίζονται από το άρθρο 65 του ν.

2362/1995 και από ειδικότερες διατάξεις. Το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητής

προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεών του, που απορρέουν από την

κατάπτωση της εγγύησής του, μετά από προηγούμενη βεβαίωση, ως εσόδων

του, των σχετικών ποσών στην αρμόδια ΔΟΥ, και με βάση τα δικαιολογητικά

που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση, τα εν λόγω ποσά εισπράττονται από τη

ΔΟΥ κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΔΕ, υποκαθισταμένου έτσι του

Δημοσίου στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή, τόσο κατά του

πρωτοφειλέτη όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυποχρέων. Έτσι,

το Δημόσιο, μπορεί να κινήσει τη διοικητική εκτέλεση εναντίον

πρωτοφειλέτη και εγγυητή ή κατευθείαν εναντίον του εγγυητή,

παρακάμπτοντας τον πρωτοφειλέτη. Η διαφορά δε που προκύπτει από την

κατάπτωση εγγυήσεων που είχε δώσει το Δημόσιο υπέρ του ήδη οφειλέτη

του για τη δανειοδότησή του από εμπορική Τράπεζα είναι ιδιωτική και

αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ,

έχουν, δοθέντος ότι η υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου κατά τα

προεκτεθέντα, τα πολιτικά δικαστήριο (ΣτΕ 322/1995 ΔΦΝ 1996, 750 επ).

Ομοίως και για αχρεώστητη καταβολή ενίσχυσης για ελαιόλαδο που δεν

πληρούσε τις προβλεπόμενες προδιαγραφές και μή καταβολή του ποσού

ούτε από την εταιρεία που την είχε εισπράξει ούτε από την τράπεζα που είχε

εκδόσει εγγυητική επιστολή. Η διαφορά που ανεφύη από την άσκηση

ανακοπής κατά της πράξης καταλογισμού του ποσού στην τράπεζα είναι

ιδιωτική και υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων

(4080/2005 ΣΤΕ). Το ίδιο και για αναπροσαρμογή μισθώματος στις

ρυθμιζόμενες με το ν. 813/78 μισθώσεις (1482/2013 ΜΠΡ ΠΕΙΡ).

Άρα σύμφωνα με τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 94, 95 του

Συντάγματος και 1 (παρ. 2, περ. ια), 2, 4, 8, 31 του Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ,

182), στις διαφορές του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (Κ.Ε.ΔΕ.,

ΝΔ. 356/1994, ΦΕΚ 90), κριτήριο για τη δικαιοδοσία των πολιτικών ή των

τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αποτελεί η έννομη σχέση στην οποία

στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης.

Έτσι, αν η έννομη σχέση αυτή ρυθμίζεται από το δημόσιο δίκαιο, η

δικαιοδοσία ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ αν ρυθμίζεται

από διατάξεις ιδιωτικού δικαίου, δικαιοδοτούν τα πολιτικά δικαστήρια. Για

τον εντοπισμό της υποκείμενης αυτής έννομης σχέσης, κατά τον

αυτεπάγγελτο έλεγχο της δικαιοδοσίας του, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη

του, ως καθοριστικό της δικαιοδοσίας κριτήριο, αποκλειστικά την κύρια

(αρχική) έννομη σχέση, η οποία διέπει το θεμελιακό τίτλο της διοικητικής

εκτέλεσης και όχι τις προηγούμενες σχέσεις που εντάσσονται στα

παραγωγικά της βουλήσεως αίτια για τη σύναψη της κύριας έννομης σχέσης

ή τις τυχόν παρεπόμενες εμπλεκόμενες άλλες σχέσεις, όπως είναι εκείνες

του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της εγγύησης (πβ. Α.Ε.Δ. 18/1993, 5, 8,

10/ 1989, Σ.τ.Ε. 177/1996, 3349, 322, 1986, 1080/1995, 1875,3212/1994).

Συνεπώς, στην περίπτωση του δανείου, το οποίο έχει δοθεί από το

Ελληνικό Δημόσιο ή ν.π.δ.δ για την ασφάλεια είσπραξης οφειλής που

απορρέει από σχέση ιδιωτικού δικαίου, η αναφυόμενη αμφισβήτηση,

κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., μεταξύ του ανακόπτοντος/ενάγοντος οφειλέτη και του

Ελληνικού Δημοσίου υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών

δικαστηρίων (πβ. Σ.τ.Ε. 322/1995, 612/1992 ΔιΔικ 1992 σελ. 1046, ΔΦΝ

1996 σελ. 750, Δ.Εφ.Πειρ. 638/1995, 457/1994, Δ.Εφ.Αθ. 129/1998,

684/1993, 2347/1991).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, "Με τη σύμβαση του

δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά

κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει

υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας".

Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι για τη σύναψη της σύμβασης του

δανείου απαιτείται να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση, κατά τους όρους των

άρθρων 185-195 ΑΚ και μεταβίβαση της κυριότητας του δανειζομένου

πράγματος από το δανειστή στον οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1484/2004, ΑΠ

1598/2003). Η σύμβαση δανείου στεγαστικής πιστώσεως είναι σύμβαση

δανείου, η οποία υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλομένους

υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση (δάνειο) και

ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει,

έχει δε υποχρέωση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό κατά τους όρους που

συμφωνήθηκαν ως προς τον χρόνο και τρόπο εξόφλησης, ύψος επιτοκίου

κλπ. Η άνω σύμβαση διέπεται από τους όρους, τους οποίους τα μέρη

συμφώνησαν, τις διατάξεις περί δανείου (άρθρα 806 επ. ΑΚ), οι οποίες έχουν

ευθεία εφαρμογή, σε συνδυασμό συνήθως, με εκείνες των άρθρων 35 εδ.

α`, 47, 48 εδ. δ`, 64, 65 και 66 του ΝΔ 17.7/13-8-1923."Περί ειδικών

διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" και 112 του ΕΙΣΝΑΚ.

Εξάλλου στον Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., Ν.Δ.

356/1974, ΦΕΚ 90) προβλέπονται και τα εξής: Η είσπραξη των δημόσιων

εσόδων ενεργείται με βάση το νόμιμο τίτλο (άρθρο 2, παρ. 1). Νόμιμος

τίτλος είναι: η βεβαίωση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και ο

προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές του εισπρακτέου ποσού,

του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται, καθώς και η

οφειλή που αποδεικνύεται με δημοτικά έγγραφα (άρθρο 2, παρ. 2, περίπτ.

α, β). Στις περιπτώσεις αυτές η βεβαίωση στο δημόσιο ταμείο ενεργείται

ύστερα από έγγραφο της αρχής που κατέχει τα έγγραφα ή οικόθεν, εφόσον

αυτά βρίσκονται στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 2, παρ. 3). Η ανακοπή του

οφειλέτη ασκείται κατά των πράξεων της διαδικασίας είσπραξης των

δημόσιων εσόδων, υπό τους όρους του άρθρου 73 (παρ. 1).

Από το συνδυασμό των εκτιθέμενων στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις

συνάγονται τα έξης: Οι μνημονευόμενες στη σκέψη αυτή διατάξεις του

Α.Κ. είναι διατάξεις κοινού (ιδιωτικού) δικαίου, δεν ανήκουν στην ύλη

του διοικητικού δικαίου και μόνο συμπληρωματική εφαρμογή μπορούν να

έχουν, κατά περίπτωση, στις έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου.

Πράγματι, στη σχέση του δανείου μεταξύ ιδιωτών ή μεταξύ Δημοσίου και

ιδιώτη δεν υπάρχει, κατά τις διατάξεις αυτές, υπερκείμενη εξουσιαστική

βούληση από την πλευρά του πρώτου. Το ίδιο ισχύει και στη σχέση

εγγύησης, έστω και αν εγγυητής είναι το Δημόσιο. Αν το δάνειο δεν

εξοφληθεί από τον πρωτοφειλέτη ιδιώτη, το Δημόσιο, που εγγυήθηκε,

αναλαμβάνει ως ισότιμο και μη υπερκείμενο υποκείμενο της έννομης σχέσης

αυτής, την ευθύνη να καταβάλει το χρέος του πρωτοφειλέτη στο δανειστή.

Στην περίπτωση αυτήν ο νόμιμος τίτλος στον οποίο στηρίζεται η απαίτηση

του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη είναι η σύμβαση του δανείου. Η

τελευταία αυτή σύμβαση, σε συνδυασμό με την εγγύηση, η οποία

καταρτίζεται ύστερα από αποφάσεις των αρμοδίων κρατικών οργάνων,

αποτελεί τον κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. νόμιμο τίτλο που στηρίζει την απαίτηση

του Δημοσίου, ως εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος

δεν αποδώσει το δάνειο για το οποίο έχει εγγυηθεί το Δημόσιο. Στην

τελευταία περίπτωση, από τη μη απόδοση του δανείου και την αποστολή

σχετικού εγγράφου του δανειστή προς το δημόσιο ταμείο συνιστάται

αυτομάτως λόγω της εγγυήσεως και τίτλος βεβαιώσεως του χρέους του

πρωτοφειλέτη προς το Δημόσιο, με βάση τον οποίο συντάσσεται και ο τίτλος

εισπράξεως (χρηματικός κατάλογος) που συναποστέλλεται στην αρμόδια

ΔΟΥ μαζί με το έγγραφο του δανειστή (πβ. Αθ. Καραμιχαλέλη "Τίτλος

εισπράξεως - Ζητήματα από την εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε. ΔΦΝ 1991 σελ.

1665). Νόμιμος τίτλος λοιπόν, στον οποίο στηρίζονται οι απαιτήσεις των

εμπλεκομένων στην προεκτιθέμενη έννομη σχέση, είναι το έγγραφο της

σύμβασης του δανείου και διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνεπώς, η

δικαιοδοσία για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται εξαιτίας της

μη απόδοσης του δανείου και της κατάπτωσης της εγγύησης του

Δημοσίου ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία έχουν τη δικαιοδοσία

να εξεταστούν στην ουσία τη διαφορά με υποκείμενη την ιδιωτικού

δικαίου έννομη σχέση του δανείου, η οποία δεν μετατάσσεται στο

δημόσιο δίκαιο ούτε επειδή για την εκτέλεση μεσολαβεί ο Κ.Ε.Δ.Ε. ούτε

επειδή ενδεχομένως το δάνειο έχει συναφθεί για δημόσιο σκοπό (πβ.

Α.Ε.Δ. 18/1993,5,8, 10/1989, Σ.τ.Ε. 177/1996, 3349, 322, 1986, 1080/1995,

1875, 3212/1994).

Mε βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις

ανωτέρω σκέψεις της παρούσας, ισχύουν τα εξής: Η υποκείμενη κύρια

έννομη σχέση, στην οποία στηρίζονται οι πιο πάνω ένδικοι νόμιμοι τίτλοι

είναι η ιδιωτικού δικαίου έννομη σχέση του δανείου. Η σχέση αυτή δεν

μπορεί να αλλάξει από το γεγονός ότι ο μεσολαβεί ο Κ.Ε.Δ.Ε. για τη

διοικητική εκτέλεση. Επομένως, η δικαιοδοσία για την ένδικη διαφορά

ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η εν

λόγω αγωγή που είναι αρνητική αναγνωριστική αγωγή [70 ΚπολΔ] διότι με

αυτήν επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι η αξίωση του Ταμείου προς

είσπραξη των τόκων και των χρεωλύτρων μπορεί (ανάλογα με την

περίπτωση) να έχει υποπέσει (εν μέρει) σε παραγραφή, πρόσθετα δε ότι

ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής

και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση

και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, δηλαδή δικαιωμάτων ή

υποχρεώσεων υπό στενή έννοια (βλ. Νίκα σε Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα,

Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., τόμος Ι, υπό άρθρο 70, παρατ. 1, σελ. 152) και εν

προκειμένω ότι δεν οφείλεται από τους δικηγόρους, ως ενάγοντες, στην

εναγόμενο συγκεκριμένο ανά περιπτωση ποσό που αντιστοιχεί στους

τόκους και χρεώλυτρα που τυχόν έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Η

αγωγή (όπως εξάλλου και η ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 του ν.δ.

356/1974 περί «ΚΕΔΕ» ήτοι η ανακοπή κατά της εκτελεστής διοικητικής

πράξης στο στάδιο της είσπραξης του εσόδου πριν από την έναρξη της

εκτέλεσης), απευθύνεται στα πολιτικά δικαστήρια και όχι στα διοικητικά,

όπως εσφαλμένη αναγράφεται στη σχετική σημείωση του Ε.Τ.Α.Α, στο κάτω

μέρος του εγγραφου με το οποίο γίνεται ο καταλογισμός της οφειλής για να

εισπραχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, στην οποία (σημείωση)

αναφέρεται ότι «η παραπάνω απόφαση μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή

στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών…». Τούτο διότι τυχόν άσκηση

προσφυγής (αντί αγωγής), θα έχει ως συνέπεια την απόρριψή της, με το

σκεπτικό ότι η δικαιοδοσία για την ένδικη διαφορά ανήκει στα πολιτικά

δικαστήρια. Οποιοσδήποτε δε αντίθετος ισχυρισμός, μέλλεται να κριθεί

απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.

2. Οι αξιώσεις εκ δανείου υπόκεινται στη γενική εικοσαετή παραγραφή

του άρθρου 249 ΑΚ. Ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των

χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του

οποίου εγεννήθη η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη.

Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της

δανειακής συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως, αν δεν πληρωθούν

οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις,

αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές.

Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν

οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο

κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου

υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει

καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν

την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή [ΑΠ

1455/2007] [3]. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών εναντίον δικηγόρου εκ

δανείου πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης που του χορηγήθηκε ως

ασφαλισμένου του Τομέα του, αναφορικά με τις οφειλόμενες δόσεις,

υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, μόνον όμως όταν η αίρεση

πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, οπότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις

αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του

δανειστή προς απόδοση του δανείου, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η

αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία

τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή.

Οι αξιώσεις εκ δανείου υπόκεινται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του

άρθρου 249 ΑΚ. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 15 και

253 ΑΚ, ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι

πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η

αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεώλυτρο κατά την

έννοια του δεύτερου των άρθρων τούτων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του

οφειλομένου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε

κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο.

Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής

συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις,

τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες

χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία

η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός

όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή

από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους

τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι

τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφληση του δια

καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων

τοκοχρεολύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας

καταβολής των δόσεων. Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και

καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το

μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς

απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ

αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές

διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή

[ΑΠ 1455/2007] [3].

Εν προκειμένω, από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων

αποδείξεως και ανταποδείξεως που θα εξετασθούν στο ακροατήριο, όλων

των εγγράφων που, μετά νομίμου επικλήσεως θα προσκομίσω, είτε για να

χρησιμεύσουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή

δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά

περιστατικά:

Ότι ……………. Αντιγραφή από την σύμβαση

Ότι το συνομολογηθέν στις 15 Μαΐου 2006 ένδικο δάνειο, κατά τη συμφωνία

των μερών, ήταν εξοφλητέο δια δέκα ισόποσων εξαμηνιαίων

τοκοχρεωλυτικών δόσεων, της πρώτης καταβλητέας την 15η Νοεμβρίου

2007 και της τελευταίας την 15η Μαΐου 2012, καλυπτουσών την απόδοση του

κεφαλαίου, οι δε τόκοι του θα κατεβάλλοντο ανά εξάμηνο και β) δεν υπήρξε

καταγγελία του εν λόγω δανείου από το εναγόμενο (δανειστής) και συνεπώς

η αξίωση του, που ασκήθηκε την υπ’ αριθμ. 2370/05.11.2013 απόφαση περί

καταλογισμού της οφειλής προς είσπραξη σύμφωνα με τις διατάξεις του

ΚΕΔΕ, προς απόδοση αυτού, έχει εν μέρει παραγραφεί, ένεκα παρόδου

πενταετίας από το τέλος του έτους γεννήσεως εκάστης επί μέρους αξιώσεως,

ήτοι το τέλος του έτους καταβολής της οικείας δόσεως, ως εξής: -----!!!!!!!

ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΙ…!!!!!!...------

Για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής θα πρέπει να αναφέρεται: α) ο

χρόνος γέννησης κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής β) το ύψος κάθε μιας

περιοδικής παροχής ανά έτος, και γ) ο χρόνος έναρξης της παραγραφής

κάθε επιμέρους παροχής για να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου

συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές. ( Α.Π

1355/1998,Δικ/νη 1999, σελ. 287).

3. Η αξίωση του Ταμείου Νομικών εναντίον δικηγόρου για τόκους

υπερημερίας από δάνειο πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης που του

χορηγήθηκε ως ασφαλισμένου του Τομέα του, αναφορικά με τις

οφειλόμενες δόσεις, υπόκειται στην κατά το άρθρο 250 αρ. 15 ΑΚ

πενταετή παραγραφή, η οποία κατά το άρθρο 253 ΑΚ συμπληρώνεται

μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της

παραγραφής. Σε κάθε δε περίπτωση, κι αν η παρέλευση της πενταετίας

υποτεθεί ότι δεν συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχής για τους τόκους,

όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 272 και 277 του Αστ.

Κωδικός, η ενοχή αυτή μετατρέπεται σε ατελή, εφόσον και από τη στιγμή

που ο οφειλέτης θα την επικαλεστεί.

Κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις

των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που

γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της, ενώ κατά το

άρθρο 253 ΑΚ η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250

ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της

παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Από τις παραπάνω

διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της

υπερημερίας η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει

να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου

έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να

εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει. Για το ορισμένο της ένστασης

παραγραφής θα πρέπει να αναφέρεται: α) ο χρόνος γέννησης κάθε

επιμέρους περιοδικής παροχής β) το ύψος κάθε μιας περιοδικής παροχής

ανά έτος, και γ) ο χρόνος έναρξης της παραγραφής κάθε επιμέρους παροχής

για να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου συμπλήρωσης της

πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές. ( Α.Π 1355/1998,Δικ/νη

1999, σελ. 287).

Περαιτέρω, τυχόν προβαλλόμενος από το εναγόμενο ισχυρισμός ότι η

παραγραφή της αξιώσεως του Ταμείου να επιβάλει τόκους υπερημερίας για

καθυστέρηση αποδόσεως οφειλομένων σ' αυτό δόσεων δεν είναι πενταετής,

κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 250 του Αστικού Κώδικος, αλλά η παραγραφή

της αξιώσεως αυτής είναι εικοσαετής και αρχίζει από την λήξη του

οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν τα δικαιώματα, είναι

απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κι αν ακόμη δεν υπήρχε άλλη διάταξη που

να ρυθμίζει στην συγκεκριμένη περίπτωση την παραγραφή της αξιώσεως

προς επιβολή τόκων, εφαρμοστέα θα ήταν, ως προς μεν τον χρόνο της

παραγραφής, εκείνη του άρθρου 250 του Αστικού Κώδικος, η οποία ορίζει

ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις, μεταξύ άλλων, των τόκων

(περ. 15), ως προς δε την έναρξη της παραγραφής, εκείνη του άρθρου 253

του Αστικού Κώδικος, η οποία ορίζει ότι «η παραγραφή των αξιώσεων που

αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο

συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δυο προηγούμενα

άρθρα», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 251 του ίδιου Κώδικος, η οποία

ορίζει ότι «η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι

δυνατή η δικαστική επιδίωξη της». Εξάλλου, τυχόν ειδικότερος

ισχυρισμός, ότι η παραγραφή της αξιώσεως προς επιβολή τόκων

υπερημερίας αρχίζει από την λήξη του οικονομικού έτους εντός του

οποίου βεβαιώθηκαν, δέον όπως κριθεί απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο

χρόνος βεβαιώσεως μπορεί να έχει σημασία μόνον ως προς την αξίωση

προς είσπραξη ήδη βεβαιωθέντων τόκων και όχι ως προς την αξίωση για

την κατ' αρχήν επιβολή αυτών, περί της οποίας πρόκειται στην κρινόμενη

υπόθεση [βλ. ΣτΕ 3138/2002 με την οποια κρίθηκε ότι η αξίωση του

Ταμείου Νομικών εναντίον συμβολαιογράφου για τόκους υπερημερίας,

αναφορικά με τα οφειλόμενα δικαιώματα του Ταμείου, υπόκειται στην

κατά το άρθρο 250 αρ. 15 ΑΚ πενταετή παραγραφή, η οποία κατά το

άρθρο 253 ΑΚ συμπληρώνεται μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο

συμπίπτει η αφετηρία της παραγραφής (Συμβούλιο της Επικρατείας

3138/2002)] [5] . Έχει επίσης κριθεί ότι σε περίπτωση που παραγραφεί

η κύρια αξίωση, δηλαδή εκείνη της εισπράξεως του κεφαλαίου (βλ

νομικές σκέψεις στο προηγούμενο κεφάλαιο), συμπαραγράφεται και η

παρεπόμενη αξίωση τους προς είσπραξη τόκων, ακόμη και αν δεν

συμπληρώθηκε η παραγραφή που ισχύει γι` αυτήν την παρεπόμενη

αξίωση (πρβλ. ΑΠ 50/2009 [2], ΑΠ 2123/2009, ΑΠ 844/2006, ΑΠ 739/2004,

Εφθεσ 690/2006, ΕφΑΘ 2452/2006 δημ. Νόμος).

Σε κάθε δε περίπτωση, κι αν η παρέλευση της πενταετίας υποτεθεί ότι

δεν συνεπάγεται την απόσβεση της ενοχής για τους τόκους, συνάγεται

από τις διατάξεις των άρθρων 272 και 277 του Αστ. Κωδικός, ότι η ενοχή

αυτή μετατρέπεται σε ατελή, εφόσον και από τη στιγμή που ο οφειλέτης

θα την επικαλεστεί [βλ. γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 4/2013 της Εισαγγελίας

του Αρείου Πάγου] [4]. Η επίκληση συνεπώς της παραγραφής (κατά το

επικουρικό αυτό σκέλος της αγωγής), η οποια προβάλλεται στο στάδιο

αυτό της ανοιγείσης δίκης, αναπτύσσει τα αποτελέσματά της αμέσως και

δη από την άσκηση της αυτής αγωγής, η οποια συνιστά έγγραφο, που

απευθύνει ο οφειλέτης δικηγόρος προς το δικαιούχο εναγόμενο Ταμείο.

Τούτο διότι το άρθρο 272 εδ.1 ΑΚ ορίζει «όταν συμπληρωθεί η

παραγραφή, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή», και

μάλιστα χωρίς να θέτει σαν προϋπόθεση ότι ο ισχυρισμός περί

παραγραφής πρέπει να προβληθεί στο πλαίσιο πολιτικής δίκης (βλ. και

Αστ. Κ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Ι, β' έκδοση, σελ. 38).

Επομένως, στο ερώτημα αν η Διεύθυνση Οικονομικού του τμήματος

Περιουσίας και Δανείων του Ε.Τ.Α.Α. πρέπει να καταλογίζει και τόκους

πέραν της πενταετίας, η απάντηση (κατά το επικουρικό σκεπτικό της

αγωγής) θα μπορούσε να είναι καταφατική, υπό την έννοια ότι, και μετά την

παραγραφή της αξίωσης των τόκων, αυτή διατηρείται ως ατελής ή φυσική

ενοχή, με αποτέλεσμα η από άγνοια της παραγραφής αυτόβουλη και όχι

εξαναγκασμένη καταβολή της παροχής από τον οφειλέτη δικηγόρο να

έχει νομική ενέργεια σαν να υπήρχε η οφειλή, η δε εκπληρωθείσα

παροχή δεν αναζητείται κατά τον νόμο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ,

τόμος Α', σελ. 1103). Αν όμως ο υπόχρεος δικηγόρος προβάλλει ενώπιον

του εναγόμενου την παραγραφή της αξίωσης των τόκων, λόγω

παρέλευσης πενταετίας, το εναγόμενο δεν δύναται να του καταλογίσει

παραγεγραμμένους τόκους [βλ. γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 4/2013 της

Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, σχετικά με το χρόνο παραγραφής των τόκων

υπερημερίας, που γεννώνται από την καθυστέρηση καταβολής των

δικαιωμάτων από κρατικά συμβόλαια στον οικείο Συμβολαιογραφικό

Σύλλογο] [4].

Τέλος, προς επίρρωση των προηγούμενων ισχυρισμών περί πενταετούς

παραγραφής για το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας από δάνειο

πρώτης επαγγελματικής εγκατάστασης που χορηγήθηκε από το

εναγόμενο σε ασφαλισμένο του Τομέα του, που συμπληρώνεται μόλις

λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της παραγραφής,

παραθέτω το σκεπτικό της 50/2009 ΑΠ, με την οποια κρίθηκαν οι

προϋποθέσεις με τις οποίες το Δημόσιο αποκτά καταθέσεις οι οποίες δεν

αναζητούνται. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε

περίπτωση που έχει συσταθεί τραπεζική κατάθεση η αξίωση των καταθετών

προς είσπραξη του κεφαλαίου και των τόκων, υπόκειται σε παραγραφή

υπέρ της τράπεζας, με χρόνο παραγραφής είκοσι ετών για το κεφάλαιο και

πέντε ετών για τους τόκους, που αρχίζει, αντίστοιχα, από τότε που έγινε η

αρχική κατάθεση, οπότε και απέβη το κεφάλαιο διαθέσιμο γι` αυτούς, και

αφότου κατέστησαν οι τόκοι απαιτητοί γι` αυτούς. Σε περίπτωση δε που

παραγραφεί η κύρια αξίωση των καταθετών, δηλαδή εκείνη της εισπράξεως

του κεφαλαίου, συμπαραγράφεται και η παρεπόμενη αξίωσή τους προς

είσπραξη των τόκων, ακόμα και αν δεν συμπληρώθηκε η παραγραφή που

ισχύει γι` αυτήν την παρεπόμενη αξίωση. Ενόψει δε του ότι η

προμνημονευόμενη παραγραφή, όπως και κάθε παραγραφή, επιβάλλεται

από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο απαιτεί εκκαθάριση των αναγόμενων

στο παρελθόν και γι` αυτό περιερχόμενων συνήθως σε αβεβαιότητα

σχέσεων, η οποία εκκαθάριση υπαγορεύεται και εκ λόγων κοινωνικής

οικονομίας, οι προεκτιθέμενες περί της εν λόγω παραγραφής διατάξεις δεν

αντίκεινται σ` αυτές τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρο 1 του

Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ή και σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του ίδιου

Πρωτοκόλλου και 1, 17 και 35 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Ωσαύτως, η θέσπιση

διατάξεων περί παραγραφής, ως οι προαναφερόμενες, επιβαλλόμενες από

το δημόσιο συμφέρον κατά τα ανωτέρω, δεν κωλύεται, από την διάταξη του

άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία καθένας έχει δικαίωμα να

αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην

κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.

Για το ορισμένο δε της ένστασης παραγραφής θα πρέπει να αναφέρεται: α) ο

χρόνος γέννησης κάθε επιμέρους περιοδικής παροχής β) το ύψος κάθε μιας

περιοδικής παροχής ανά έτος, και γ) ο χρόνος έναρξης της παραγραφής

κάθε επιμέρους παροχής για να είναι ευχερής ο προσδιορισμός του χρόνου

συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής για κάθε μια από αυτές. ( Α.Π

1355/1998,Δικ/νη 1999, σελ. 287).

4. Στην έννοια της περιουσίας κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, υπάγονται

και τα οικονομικού περιεχομένου δικαιώματα στην περίπτωση της

παραγραφής των κύριων αξιώσεων από σύμβαση, για το λόγο ότι η

παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού. Η διάταξη του άρθρου

137 παρ. 1 εδ. Δ' του ν. 3655/2008 (ιδρυτικού νόμου του Ενιαίου Ταμείου

Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), με την οποία επιχειρείται ανεπίτρεπτη

αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης φορολογητέας ύλης, με

νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής φορολογικών δήθεν

αξιώσεων που στην πραγματικότητα είναι αξιώσεις που διέπονται από το

ιδιωτικό δίκαιο και έχουν κατά τον Αστικό Κώδικα ήδη παραγραφεί,

θεσπίστηκε με σκοπό την αναγκαστική απαλλοτρίωση περιουσίας, άλλως

απόλυτης καρπώσεως της ιδιοκτησίας, κατά τρόπο που αχρηστεύεται

ουσιαστικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατά το μέρος εκείνο των

αξιώσεων που έχουν ήδη παραγραφεί.

Η παραγραφή των κύριων αξιώσεων από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία

αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού (Βλ. ΑΠ 1613/1984 ΕΕΝ 52.676, ΑΠ

818/1983 ΕΕΝ 51. 278), ότι δηλ. ο ωφελούμενος από την παραγραφή

συμβαλλόμενος - οφειλέτης της απαιτήσεως που παραγράφηκε - στηρίζει

την ωφέλειά του αυτή στο νόμο - τις διατάξεις για την παραγραφή (ΑΠ

54/65, ΝοΒ 13, 811.502/66, Νοβ 15, 410, 68/76, ΝοΒ 24, 606, 49/80, Νοβ

28, 1154, ΕΦΑθ 1846/71, Νοβ 19, 1443, Γεωργιάδης - Σταθόπουλος 904,

110, 113 και 114). Επιπλέον, οι προθεσμίες παραγραφής έχουν, εν γένει,

ως λειτουργία να κατοχυρώνουν την ασφάλεια δικαίου, η οποία (και) στο

πεδίο του φορολογικού δικαίου προστατεύει τόσο τον φορολογούμενο όσο

και την περί ης πρόκειται φορολογική αρχή (βλ., στο ίδιο πνεύμα,

προαναφερθείσα απόφαση Edis, σκέψη 35, και απόφαση της 28ης

Οκτωβρίου 2010, C-367/09, SGS Belgium κ.λπ., δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί

στη Συλλογή, σκέψη 68, και σκέψη 42 Q-Beef NV κατά Belgische Staat και

Frans Bosschaert κατά Belgische Staat).

Περαιτέρω, έχει νομολογηθεί ότι (βλ. ΣτΕ 2828/1980, ΣτΕ 207/1988)

αναδρομική φορολόγηση συνιστά μεταξύ άλλων (και) η αναδρομική

μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης της φορολογητέας ύλης (ΣτΕ

2958/1981, ΣτΕ 49/1984, ΣτΕ 2380/1984, ΣτΕ 3700/1985).Αντίθετα έχει

κριθεί ότι δεν αποτελεί αναδρομική επιβολή φόρου η νομοθετική

επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων υπό την

προϋπόθεση ότι οι αξιώσεις αυτές δεν έχουν ήδη παραγραφεί (ΣτΕ

5460/1996).

Εξάλλου, στο άρθρο 78 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Κανένας φόρος

δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το

υποκείμενο της φορολογίας, και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις

δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο

φόρος. 2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να

επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το

οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε. Το

Συμβούλιο της Επικρατείας επισημαίνει πως η παράγραφος 2 του άρθρου 78

ως σκοπό έχει την ασφάλεια των συναλλαγών και την σταθερότητα των

σχέσεων του κράτους και του πολίτη καθώς και την αποτροπή σώρευσης

φορολογικών επιβαρύνσεων, γεγονός που μπορεί να έχει δυσμενείς

επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση των φορολογουμένων [ΣτΕ 2018/84].

Η ίδια, όμως, η διάταξη του άρθρου 78 παράγραφος 2 καθιερώνει μία

εξαίρεση από την καταρχήν απαγόρευση της αναδρομικότητας των

φορολογικών νόμων. Συγκεκριμένα επιτρέπει η φορολογική ρύθμιση να

αποκτά αναδρομικότητα που δεν μπορεί όμως να εκτείνεται πέρα από το

προηγούμενο της επιβολής του φόρου οικονομικό έτος. Με τη διάταξη

αυτή ο συνταγματικός νομοθέτης εξοπλίζει το Κράτος με την δυνατότητα να

εξασφαλίζει πόρους σε περιπτώσεις ανάγκης χρησιμοποιώντας την

αναδρομική φορολόγηση. Άξιο μνείας είναι το ότι από την γραμματική

διατύπωση του άρθρου 78 παράγραφος 2 (Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε

οικονομικό βάρος…) προκύπτει ότι η αρχή της μη αναδρομικότητας έχει

εφαρμογή όχι μόνο στους φόρους αλλά και σε άλλα οικονομικά βάρη

(ανταποδοτικά τέλη, δασμούς κ.α ) [ΣτΕ 2041 και 2044 /1990]. Όσον δε

αφορά τις φορολογικές και ποινικές κυρώσεις γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται

η αναδρομική ρύθμιση τους όταν είναι ευνοϊκές για τον φορολογούμενο [ΣτΕ

2433/89].

Περαιτέρω, το άρθρο 2 ΑΚ εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη

αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό

βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας

δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι

η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως, ο νομοθέτης δεν

εμποδίζεται, κατ’ αρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο

περιορισμό τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευομένων

δικαιωμάτων. Στον νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή

σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του

συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να

ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις

από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο

Σύνταγμα από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 78 παρ. 2. Από την

απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που

ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η

αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια

που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι

υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος) διατάξεις

των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου

Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου

Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το Ν.Δ.

53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,

αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων «παν φυσικόν ή νομικόν

πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να

στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό

τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς

δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα

παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους ήθελε κρίνη αναγκαίους

προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον

συμφέρον, ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή

προστίμων». Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία

περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος

προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής

φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα

και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού

χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική

απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει

νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο

νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά.

Φραγμός, από την περιεχόμενη στο άρθρο 2 ΑΚ αρχή της μη

αναδρομικότητας του νόμου, δεν υπάρχει, διότι η αρχή αυτή, περιεχόμενη

σε διάταξη τυπικού νόμου και μάλιστα ουσιαστικού δικαίου, όπως ο ΑΚ,

αφορά προεχόντως δικαιώματα ουσιαστικού δικαίου, τα οποία ο κοινός

νομοθέτης δεν εμποδίζεται να τα ρυθμίσει διαφορετικά, υπό τους τιθέμενους

από το Σύνταγμα περιορισμούς δηλ. α) της μη αναδρομικής εφαρμογής του

Ποινικού Νόμου (αρθρ. 7§1 Συντ.), β) της μη αναδρομικής εφαρμογής του

ψευδερμηνευτικού νόμου (αρθρ. 77§2 Συντ.) και γ) της μη αναδρομικής,

πέρα από το προηγούμενο της επιβολής οικονομικό έτος, φορολογικού

νόμου (αρθρ. 78§2 Συντ.), δ) της μη παραβίασης των αρχών των άρθρων 4

και 17 του Συντάγματος καθώς και ε) της υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28

παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου

Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1939/09 ΔΕΕ 2010. 688, ΧρΙΔ 2010. 646, ΟλΑΠ

1067/79 ΝοΒ 1980. 487, ΟλΑΠ 4/1990, Ελ.Δνη 1990, 548, ΝοΒ 1990.1316,

ΑρχΝ 1990. 224 και 7/90 Δνη 1990. 556, ΑρχΝ 1990. 524, Δ1990. 988, ΑΠ

541/11 Νόμος, ΕΠολΔ2011. 665, ΕΕμττΔ20Ί1. 877, Απ. Γεωργιάδης Γενικές

Αρχές §3 αριθ. 6 επ., Ν. Παπαντωνίου Γενικές Αρχές §4 III σελ. 26).

Έτσι, σύμφωνα, με τη ρύθμιση της ως άνω διεθνούς συνθήκης, μέσω της

αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή

κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνο

εφόσον, η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου

κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος ή ωφέλειας, η συνδρομή των οποίων

υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, αφού διαφορετικά η έναντι του

κοινού νομοθέτη προστασία των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων θα έμενε

χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα (βλ. για τα προαναφερόμενα και ολΑΠ 6/2007,

ΕΕμπΔ (2007), 715, Δ (2008), 29, ολΑΠ 40/1998, ΝοΒ (1999), 752, Αρμ

(1999), 46, Δ (1999), 230, ΕΕμπΔ (1999), 28).

Επίσης, κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος ("κανένας

δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά για δημόσια ωφέλεια ... και πάντοτε

αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση"). Στέρηση της ιδιοκτησίας, κατά την

έννοια της διατάξεως αυτής, αποτελεί όχι μόνο η αφαίρεση της κυριότητας

αλλά και ο ουσιώδης περιορισμός των εξουσιών του ιδιοκτήτη που

απορρέουν από αυτή, αφού χωρίς αυτές η ιδιοκτησία καθίσταται αδρανής

και κενή ουσιαστικού περιεχομένου (ΟλΑΠ 21/2005, Δ/νη 2005/714).

Ορίζεται, όμως στο άρθρο 18 παρ. 5 του ίδιου Συντάγματος ότι "μπορεί να

προβλεφθεί με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσεως και

καρπώσεως της ιδιοκτησίας, που απαιτείται από τις

περιστάσεις". Τοιουτοτρόπως, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη

περιορισμών, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και για λόγους

εξυπηρετήσεως του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, αναγόμενους ιδίως

στο δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσεως ή απόλυτης καρπώσεως της

ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι με αυτούς τους περιορισμούς

δεν αχρηστεύεται ουσιαστικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (ΟλΑΠ 226/1999,

ΟλΑΠ 37/1988).

Ανάλογες ρυθμίσεις περιλαμβάνει όμως και το άρθρο 1 του Πρώτου

Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την

προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε, μαζί με

τη σύμβαση, αρχικά με το νόμο2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ 53/1974 και

έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έναντι των

κοινών νόμων, στο οποίο ορίζεται ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο

δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και κανένας δεν μπορεί να στερηθεί

της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Από τη

διάταξη αυτή προκύπτει ότι θεσπίζεται κατ΄ αρχήν γενικός και απόλυτος

κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της εν γένει

ακίνητης ή άλλης φύσεως περιουσίας και ότι δεν αποκλείεται μεν για λόγους

δημόσιου συμφέροντος η παρέμβαση του κράτους στο δικαίωμα αυτό του

προσώπου με την έννοια της αφαίρεσης της ιδιοκτησίας ή άλλου

εμπραγμάτου δικαιώματος με τη διαδικασία της αναγκαστικής

απαλλοτριώσεως [Βλ. αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ κατά της Ελλάδος, από

19.2.2002 ( υπόθεση Αζά ),1.3.2002 (Μάλαμα ), 9.12.1994 (Ιερών Μονών)],

πάντοτε όμως με την προϋπόθεση ότι υπάρχει λογική αναλογική σχέση

μεταξύ της ενέργειας αυτής και του επιδιωκόμενου σκοπού, προϋπόθεση

που δεν υφίσταται, όταν με αυτό τον τρόπο το άτομο στερείται της

ιδιοκτησίας του χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση, αντίστοιχη προς την

αξία της περιουσίας του κατά το χρόνο της καταβολής της [ΑΠ 257/2004].

Η έννοια της περιουσίας σύμφωνα με τη νομολογία των Οργάνων της

ΕΣΔΑ είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει κάθε ιδιωτικό δικαίωμα το οποίο

αναλύεται σε μια κληρονομήσιμη αξία, ή ακόμα και απλά οικονομικά

συμφέροντα και συνεπώς στην έννοια της περιουσίας, υπάγονται και τα

οικονομικού περιεχομένου δικαιώματα στην περίπτωση της παραγραφής

των κύριων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, για το λόγο ότι η

παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού.

Ενόψει δε του ότι η προμνημονευόμενη παραγραφή, όπως και κάθε

παραγραφή, επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο απαιτεί

εκκαθάριση των αναγόμενων στο παρελθόν και γι` αυτό περιερχόμενων

συνήθως σε αβεβαιότητα σχέσεων, η οποία εκκαθάριση υπαγορεύεται και εκ

λόγων κοινωνικής οικονομίας, οι προεκτιθέμενες περί της εν λόγω

παραγραφής διατάξεις δεν αντίκεινται σ` αυτές τις υπερνομοθετικής ισχύος

διατάξεις του άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ή και σε

συνδυασμό με το άρθρο 5 του ίδιου Πρωτοκόλλου και 1, 17 και 35 παρ. 1

της ΕΣΔΑ [50/2009 ΑΠ].

Περαιτέρω, σύμφωνα με το Π.Δ. 437 της 30.4/18.5.1977 “Περί εξαιρέσεως

των Ασφαλιστικών Οργανισμών των υπαγομένων εις την εποπτείαν του

Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών της εφαρμογής του Ν.Δ/τος 496/1974

"περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου", εξαιρέθηκαν

από τις διατάξεις για τις παραγραφές που διέπουν τα νομικά πρόσωπα

δημοσίου δικαίου οι ασφαλιστικοί οργανισμοί και συνεπώς ισχύουν οι

διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Ωστόσο, με το άρθρο 137 παρ. 1 εδ. δ' του ν. 3655/2008 (ιδρυτικού νόμου

του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων), με την οποία

επιχειρείται αναδρομική μεταβολή του τρόπου εξεύρεσης της φορολογητέας

ύλης με νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής φορολογικών

δήθεν αξιώσεων που έχουν κατά τον Α.Κ ήδη παραγραφεί, με σκοπό

απόλυτης καρπώσεως της ιδιοκτησίας κατά τρόπο που αχρηστεύεται

ουσιαστικά το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ορίζεται μεταξύ άλλων, ότι

«1. Κάθε απαίτηση των ΦΚΑ παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά

από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μετά πέντε (5) έτη από τη λήξη του

οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη.

Εάν η βεβαίωση του χρέους έγινε πριν αυτό καταστεί ληξιπρόθεσμο, ολικά ή

μερικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το

οποίο αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο.

Για τα παρακάτω χρέη προς τους ΦΚΑ ισχύει η εικοσαετής παραγραφή, που

αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν,

εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις που αφορούν τους ΦΚΑ

και τους εντασσόμενους σε αυτούς φορείς, κλάδους ή λογαριασμούς.

α. Απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.

β. Απαιτήσεις από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, εκτός αυτών που

προέρχονται από πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, καθώς και από έξοδα και

τέλη που επιβάλλονται με την ίδια απόφαση με την οποία επιβλήθηκαν τα

πρόστιμα ή οι χρηματικές ποινές, που υπάγονται στην ως άνω πενταετή

παραγραφή.

γ. Απαιτήσεις από άπιστη διαχείριση που δημιουργούνται από τη διαπίστωση

ελλειμμάτων στις διαχειρίσεις των υπολόγων κατά τους ορισμούς και τη

διαδικασία των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.

δ. Απαιτήσεις από χρηματικές αξιώσεις του Φορέα που προέρχονται από

συναφθείσα σύμβαση…».

Προκύπτει από τα ανωτέρω, ότι στην περίπτωση δ΄ του άρθρου 137 παρ. 1

ορίζεται μεταξύ άλλων και ότι η ρύθμιση της παραγράφου αυτής

καταλαμβάνει τις ήδη γεννημένες αξιώσεις των δικηγόρων κατά του

εναγόμενου Ταμείου, από την παραγραφή των κύριων αξιώσεων από

συμβάσεις δανείου που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, που αποτελεί

νόμιμη αιτία πλουτισμού των δικηγόρων (Βλ. ΑΠ 1613/1984 ΕΕΝ 52.676, ΑΠ

818/1983 ΕΕΝ 51. 278). Επομένως, η επιχειρούμενη με την ως άνω διάταξη

αναγκαστική απαλλοτρίωση περιουσίας από παραγεγραμμένες αξιώσεις

κατά των δικηγόρων (ζημιωθέντων), εμπίπτουν στην έννοια του όρου

«περιουσία» του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της

ΕΣΔΑ, καθώς και στην έννοια του όρου «ιδιοκτησία» του άρθρου 17 του

Συντάγματος.

Και ναι μεν σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ δεν αποτελεί

αναδρομική επιβολή φόρου η νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου

παραγραφής φορολογικών αξιώσεων υπό την προϋπόθεση ότι οι

αξιώσεις αυτές έχουν ήδη παραγραφεί (ΣτΕ 5460/1996), στην ένδικη ωστόσο

περιπτωση, η νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής δεν αφορά

φορολογικές αξιώσεις, αλλά αξιώσεις εκ δανείου, ήτοι αξιώσεις

στις οποίες νόμιμος τίτλος στον οποίο στηρίζονται οι απαιτήσεις του

Ταμείου, είναι το έγγραφο της σύμβασης του δανείου που διέπεται από το

ιδιωτικό δίκαιο, που υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή που αρχίζει με

τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και ήταν δυνατή η

δικαστική της επιδίωξη. Συνεπώς η επιχειρούμενη με την περίπτωση δ΄ του

άρθρου 137 παρ. 1 νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής αστικών

αξιώσεων του Ταμείου, αποτελεί αναμφίβολα, προφανή περιπτωση

αναδρομικής φορολόγησης και συγκεκριμένα αναδρομική μεταβολή του

τρόπου εξεύρεσης της φορολογητέας ύλης (πρβλ ΣτΕ 2958/1981, ΣτΕ

49/1984, ΣτΕ 2380/1984, ΣτΕ 3700/1985, ΣτΕ 2828/1980, ΣτΕ 207/1988).

Συνεπώς, η επιχειρούμενη αναδρομική κατάργηση των πιο πάνω

παραγεγραμμένων αξιώσεων είναι αντίθετη στα άρθρα 4 και 17 του

Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Μάλιστα, η

προαναφερόμενη νομοθετική μεταβολή δεν φαίνεται να επιβάλλεται από

λόγους δημόσιας ωφέλειας. Συγκεκριμένα, με την πιο πάνω διάταξη γίνεται

προσπάθεια να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία Ενιαίου Ταμείου

Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, επιχειρώντας να σταθμιστούν οι απαιτήσεις

του χωρίς να διακινδυνεύει η οικονομική του θέση, λόγω ακριβώς του

ιδιαίτερου σκοπού του. Πλην, όμως, στην προκείμενη περίπτωση, η δημόσια

ωφέλεια δεν μπορεί να εκτείνεται ως την αναδρομική μεταβολή του τρόπου

εξεύρεσης φορολογητέας ύλης, με νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου

παραγραφής φορολογικών δήθεν αξιώσεων, που στην πραγματικότητα είναι

ιδιωτικές και έχουν κατά τον ΑΚ ήδη παραγραφεί, με σκοπό απόλυτης

καρπώσεως της ιδιοκτησίας κατά τρόπο που αχρηστεύεται ουσιαστικά το

δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καταργώντας με τον τρόπο αυτό τα άρθρα 4 και

17 του Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με

αποτέλεσμα να καταργούνται δικαιώματα των δικηγόρων, που στο ξεκίνημα

της καριέρας τους το Ταμείο θέλησε να βοηθήσει.

Εξάλλου, οι προαναφερόμενη διάταξη του το άρθρου 137 παρ. 1 εδ. δ' του

ν. 3655/2008, με την οποία επιχειρείται αναδρομική μεταβολή του τρόπου

εξεύρεσης φορολογητέας ύλης, με νομοθετική επιμήκυνση του χρόνου

παραγραφής φορολογικών δήθεν αξιώσεων, που όμως είναι ιδιωτικές και

έχουν κατά τον Α.Κ ήδη παραγραφεί, προσβάλλουν και την συνταγματικά

κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθώς προβλέπονται μέτρα που

δεν είναι αναγκαία ούτε πρόσφορα για την προστασία των δικαιωμάτων του

δανειστή, αφού το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί αν

η διοίκηση και οι ελεγκτικές υπηρεσίες του Ταμείου είχαν έγκαιρα ασκήσει

χρηστή διοίκηση και διαχείριση. Αντί αυτού, η διοίκηση και οι ελεγκτικές

υπηρεσίες του Ταμείου Νομικών, για λόγους που αφορούν τη δική τους

κακοδιοίκηση, επί μία σχεδόν δεκαετία παρέλειψαν να αξιώσουν τις

απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να προβαίνουν στον έλεγχο των συμβάσεων

και τον υπολογισμό των οφειλόμενων κεφαλαίων και τόκων προς το Ταμείο

σε χρόνο μετά από τη συμπλήρωση της πενταετίας, με την προκλητική

αντίληψη ότι ο χρόνος παραγραφής είναι εικοσαετής, έτσι που τίποτε να μήν

εμπόδιζε αυτόν τον τόσο υπερβολικά καθυστερημένο καταλογισμό. Επίσης,

οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 137 παρ. 1 εδ. δ' του ν. 3655/2008,

θίγουν τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος των ζημιωθέντων δικηγόρων,

κατά το μέρος της περιουσίας τους που επαυξήθηκε από την παραγραφή των

κύριων αξιώσεων από την ένδικη σύμβαση - επαύξηση που στην προκείμενη

περίπτωση αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού (ΑΠ 1613/1984 ΕΕΝ 52.676, ΑΠ

818/1983 ΕΕΝ 51. 278), δεδομένου ότι οι ωφελούμενοι από την παραγραφή

συμβαλλόμενοι – οφειλέτες δικηγόροι της απαιτήσεως που παραγράφηκε -

στηρίζουν την ωφέλειά τους αυτή στο νόμο - τις διατάξεις για την

παραγραφή (ΑΠ 54/65, ΝοΒ 13, 811.502/66, Νοβ 15, 410, 68/76, ΝοΒ 24,

606, 49/80, Νοβ 28, 1154, ΕΦΑθ 1846/71, Νοβ 19, 1443, Γεωργιάδης -

Σταθόπουλος 904, 110, 113 και 114).

Σχετική νομολογία

[1] 34/2000 ΔΕΦ ΑΘ

----------------------------------------------------------------------------------------------

[2] 50/2009 ΑΠ

---------------------------------------------------------------------------------------------- [3] 1455/2007 ΑΠ

--------------------------------------------------------------------------------------------- [4] ΓΝΩΜ ΕΙΣ ΑΠ 4/2013

---------------------------------------------------------------------------------------------- [5] 3138/2002 ΣτΕ

Αθήνα 03/12/2013 Θανάσης Αλαμπάσης, δικηγόρος