Upload
dionysis-stelios-pap
View
97
Download
5
Embed Size (px)
Citation preview
Σ Π Υ Ρ Ο Σ I. Α Σ Δ Ρ Α Χ ΑΣ
Σ χ ό λ ι α
ΌΣπύρος Ί . Άσδραχάς γεννήθηκε τό 1933, σπούδασε στή Λευκάδα (Δημοτικό καί Γυμνάσιο), στήν ’Αθήνα (Φιλοσοφική Σχολή) καί στό Παρίσι (Ecole Pratique des Hautes Etudes, Vie Section). Είναι Διευθυντής έρευνών στό ΚΝΕ/ΕΙΕ καί Professeur associe στό Πανεπιστήμιο Paris I, Pantheon-Sorbonne. Αυτοτελή δημοσιεύματα: Μ ακρυγιάν- νης, ’Α πομνημονεύματα, 1957- Μ ηχανισμο ί τής άγροτικής ο ικ ο νομίας σ τή ν Τουρκοκρατία, 1976· Ή οικονομ ική δομή τών βαλκανικών χωρών (εισαγωγή καί έπιλογή κειμένων), 1979' Ή έλλην ική ο ικονομ ία κα ί κοινωνία, ιη ' - ιθ ' αΐ., 1982- Γεώργιος Τυπάλδος, Ισ τορ ία τής Ίόνιας ’Ακαδημίας, 1982· Ζητήματα ιστορ ίας , 1983· Ο ικονομία κα ί νοοτροπίες, 1988.
— .ΝΕΟΤΕΡΗ Κ Α Ι ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣ Τ Ο ΡΙΑ -' Υπεύθυνοι σειράς: Κώστας Κωστής, Σωκράτης Πετμεζάς
ΣΠΤΡΟΣ I. ΑΣΔΡΑΧΑΣ
ΣΧΟΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
© ’ Εκδόσεις ’ΑλεξάνδρειαΣόλωνος 133, 106 77 ’Αθήνα, τηλ. 3606305, fax 3638173 καίΣπόρος Άσδραχάς
Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 1993
Εικόνα τοΰ έξωφύλλου: Jean-Baptiste-Simeon Chardin (1699-1779), Ή σαπουνόφουσκα (μάλλον 1731-1734). National Gallery of Art, Ούάσιγκτων.
ISBN: 960-221-072-9
Διορθώσεις: ’Αρετή Μπουκάλα Στοιχειοθεσία: Line Art Φίλμ-Μοντάζ: Γιώργος καί Εΰη Κώτσου
’Εκτύπωση: Φωτοδότης Α.Ε.Βιβλιοδεσία: Κ. Δελής
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
I. ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ1. Άπό τήν ανάγκη της ιστορίας στήν ανάγκη διαμόρφωσης ιστορικών, 15-24 2. Ένα ερευνητικό πρόγραμμα, 25-29 3. Άπό τά όρια της 'Ιστορίας, I, 31-38 4. Άπό τά δρια της 'Ι στορίας, II, 39-43 5. Άπό τά δρια της ' Ιστορίας, III, 45-48 6. 'Η φυσιογνωμία τοΰ άρ- χειακοΰ, 49-54 7. Μακριά καί γύρω άπό τόν Fernand Braudel, 55-67
II. ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ8. Φυσιογνωμία καί πολιτισμική πολιτική τοΰ ’ Ιονίου Πανεπιστημίου, 71-86 9. Μερικές σκέψεις γιά τό Ίόνιο Πανεπιστήμιο, 87-92 10. Οί μεταπτυχιακές σπουδές: κάποια αυτονόητα, 93-97 11. Τό 'Ιστορικό τμήμα τοΰ Ίονίου Πανεπιστημίου, 99-104 12. Τά άργαϊα έλλη- νικά, 105 107
III. ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 109 13. Πολιτισμική αύτάρκεια ή πολιτική πολιτισμικής έπικοινωνίας; 111-116 14. Κοινοτικοί θεσμοί καί πολιτισμική παρέμβαση: ή έλληνική περίπτωση, 117-125 15. Τά πραγματικά αγάλματα είναι στό Μουσείο, 127-133
IV. ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 135 16. Θέματα οικονομικής ιστορίας τών χρόνωντης οθωμανικής κυριαρχίας, 137-152 17. Οί απολογισμοί τής Εθνικής Τράπεζας, 1842- 1848, 153-166 18. Τοπωνύμια, άνθρωπωνύ- μια καί ιστορία, 167-172 19. Οί «πρωτόγονοι τής έξέγερσης», 173-186 20. Μακρυγιάννης: άπό τόν ένα στόν άλλο κόσμο, 187-191
V. ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 193 21. Σέ προσωπικότερο τόνο, 195-211
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 213
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Ι Κ Α
Τά κείμενα, όσα συγκεντρώνονται σ ’ αύτό έδώ τό τομίδιο, έχουν παρουσιαστεί, με μιά μόνο εξαίρεση, μέσα στά έτη 1983-1993: προφορικές ή γραπτές συνεντεύξεις, σημειώματα καί σύντομα μελε- τήματα, εισηγήσεις σέ λόγιες συναντήσεις, έχουν όλα τους ένα κοινό χαρακτηριστικό, σχολιάζουν, δέν άναπτόσσουν μέ τρόπο μεθοδικό τά αντικείμενά τους. ’Ολα τους σχεδόν τά έχει προκαλέσει μιά εξωτερική αφορμή, άνταποκρίνονται αλλιώς σέ μιά πρόσκληση γιά διάλογο, ή θεματική τοΰ οποίου δέν ανήκει πάντοτε στά ειδικά ένδιαφέροντα αύτοϋ πού τά υπογράφει: ανήκει στή συνάφεια τών ενδιαφερόντων αυτών, στά έπίκοινα δηλαδή σημεία πού άναζητα κάθε δοκιμή γιά επικοινωνία· συναντιόμαστε σ ’ αύτά φέρνοντας ό καθένας τή δική του σκευή, σύνθετη ή στοιχειώδη, φερμένη άπό τό έργαστήρι τοΰ ιστορικού, ελπίζω, στή δική μου περίπτωση.
Τά κείμενα αύτά μοιάζει νά ύττηρετοϋν τήν έπικαιρότητα: άν ύ- πηρετοΰν κάτι είναι τά πάγια ανικανοποίητα αιτήματα, αιτήματα πολιτισμικά, πού κάθε τόσο χάρη στήν πολιτική κυρίως συγκυρία αναδύονται άπό τή σιωπή τους γιά νά εμφανιστούν στήν αγορά τών ιδεών καί νά ακολουθήσουν συνήθως τήν τύχη κάθε πραμάτειας, νά πάρουν αλλιώς τό σχήμα πού έχει ζήτηση, θολό άπείκασμα της πρώτης τους μορφής. Πραμάτειες, λοιπόν, στά χέρια όσων έχουν μάθει δτι ό καιρός είναι φτερωτός καί ξέρουν έτσι ευκαιρία τί σημαίνει τά αντίθετα. τά λέμε άντιστάσεις ή χρεοκοπίες. Πάγια ερωτήματα, παραπέμπουν σέ πάγιες ερμηνείες: κάποτε τίς υπαινίσσονται, άλλοτε τίς ιχνογραφούν τά σχόλια αύτά, προσπαθώντας νά μην άνατρέ- πουν τίς βαθμίδες της ερμηνευτικής κλίμακας καί νά ύποκαθιστοΰν τό ύστερο στό πρώτο’ εϊναι συνεπώς σχόλια έκτός συρμοϋ. Είναι έ-
10 ΣΧΟΛΙΑ
πίσης χρονολογημένα: θά μπορούσαν ωστόσο νά είχαν γραφεί πριν καί ύστερα άπό τή χρονολογία τους' μπορεϊ γι ’ αύτό νά τά ανασύρω άπό τά διαβατικά έντυπα, τή φυσική τους, ίσως, θέση.
Δέν τούς άποδίδω άλλη σημασία άπό εκείνη της μαρτυρίας, θά έλεγα μαρτυρίας συλλογικής, γιατί, πέρα άπό τόν προσωπικό τόνο, εκφράζουν κοινές έγνοιες, τόσο στοιχειώδεις ώστε νά φαντάζουν γιά κοινότυπες: παραμένουν σταθερές μέ εναλλασσόμενους όμως φορείς, καλούν ίσως σέ νέες συναντήσεις. Οΐ εγνοιες αυτές είχαν περάσει στό στάδιο της δοκιμής, άπό σχέδια γίνονταν πραγματικότητες: έγνοιες γιά τίς ιστορικές σπουδές, την ιστορική παιδεία. Σέ κάποια άπό τά σχέδια καί τίς δοκιμές αυτός πού υπογράφει είχε μιά λίγο-πολύ άμεση συμμετοχή: τήν οφείλει στό γεγονός ότι ή πολίτικη συγκυρία επίτρεπε σέ ορισμένα άπό τά άτομα πού έχουν ώς αρμοδιότητα, νά παίρνουν αποφάσεις νά συγκαταλέξουν στίς αποφάσεις αύτές καί τη φροντίδα γιά τήν ιστορική παιδεία. Γιά 6, τι τόν αφορά, καί μαζί μ ’ αυτόν καί άλλους πολλούς, μπορεϊ νά χρονολογήσει μέ ακρίβεια: 1977-1989. Πρόκειται γιά μιά στιγμή όπου δοκιμάζονται νέες ιστοριογραφικές δυνάμεις συσσωματούμενες σέ ελαστικά καί πολυθεμα- τικά έρευνητικά προγράμματα: μετά τήν καταληκτήρια χρονολογία άλλοι άνθρωποι, άπό εκείνους πάλι πού έχουν ώς αρμοδιότητα νά παίρνουν αποφάσεις, κατέστρεφαν τά έρευνητικά δίκτυα, οχι όμως καί τήν ανάγκη της ιστορίας' τόν τελευταίο ρόλο τόν επωμίστηκαν άλλες, ισχυρότερες, δυνάμεις. Τά κείμενα αΰτοΰ τοΰ βιβλίου γιά λόγους τελείως τυχαίους δέν μιλούν γιά όλα τά καθέκαστα εκείνης της στιγμής, διαπνέονται άπό τή στιγμή αύτή, σχεδόν δλα.
“Ελεγα ότι θά μπορούσαν νά είχαν γραφεί πρίν καί ύστερα άπό τή χρονολογία πού φέρουν: θά πρόσθετα ότι άν ίσχυαν τά εξωτερικά κίνητρα πού τά προκάλεσαν, θά έρχονταν νά συνοδοιπορήσουν μαζί τους κι άλλα καί στό ίδιο ττνεϋμα μέ μεγαλύτερο όμως θεματικό εύρος, τό εύρος πού κατακτά ή ιστοριογραφία μας. Θά μπορούσαν έπίσης νά έπισημάνουν τούς μηχανισμούς αΰτοαναίρεσης τών ιστορικών σπουδών καί όλης της ανθρωπιστικής παιδείοις μέσα άπό τήν έσωτε- ρίκευαη της μεταβατικής στιγμής πού όλοι ζοΰμε, γενεσιουργό αλλοτριώσεων καί οχι αυτογνωσίας: καί πάλι ό λόγος θά ήταν εκτός συρμοΰ, καθώς μάλιστα θά επικαλούνταν τίς συνειδητές φευδαισθη-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 11
σείς, άλλιώς τίς αντιστάσεις, ή γιά τούς άλλους χρεοκοπίες, μέσα άπό τίς όποιες είναι αναγκασμένη νά πέρνα ή πρόσληψη της ιστορίας, όταν τό υποκείμενό της άρνεϊται νά έσωτεριχεύσει έναν μόνο άπό τούς χρόνους της, εκείνον στόν όποιο ζεϊ.
’Άν άπό τά κείμενα προκύπτει μιά εικόνα της ιστορίας πού καλούμαστε νά την παραστήσουμε, τά θέματα της εικόνας αύτης δέν αντιστοιχούν στίς πραγματικότητες μέσα άπό τίς όποιες βιώνουν τήν ιστορία κοινωνικές συλλογικότητες, δπως ή δική μας, γιά τίς όποιες ή πρόσληψη τοΰ παρελθόντος είχε ώς μέγιστο αποτέλεσμα ιδεολογικούς φεναοασμούς: οί διαιώνιοι έθνισμοί καί οί κούφιες οίκου- μενικότητες, τά αμήχανα ορθόδοξα τόξα, ιδεολογήματα μέ άλλα λόγια καί άκαιρες αναβιώσεις πού τρέφουν τίς συλλογικές ευαισθησίες, δλα τοΰτα δέν άποτελοΰν, γιά τήν αίσθηση της ιστορίας πού θέλησαν νά μεταδώσουν αύτά τά κείμενα, οντότητες σταθερές άλλά μεταβαλλόμενα σημαινόμενα πού ζητοΰν νά καταίδειχθεΐ ή διαφορικότητα τών λειτουργιών τους· οντότητες, άλλιώς, ιστορικές δχι καί τόσο εΰδηλες.
Τό είδος πολλών άπό τά κείμενα αύτά δέν επιδέχεται δεύτερες φροντίδες πέρα άπό τίς τεχνικές, αποκαταστάσεις παραναγνώσεων καί παραλείψεων, ελάχιστες φραστικές βελτιώσειζ. Σέ μιά περίπτωση ενσωμάτωσα στό αρχικό κείμενο ορισμένες προσθήκες' δηλώνονται στην οικεία θέση. Επικεντρωμένα τά περισσότερα στο ίδιο θέμα καί γραμμένα ανεξάρτητα τό ένα άπό τό άλλο, είναι επόμενο νά παρουσιάζουν πολλές επικαλύψεις: θά έλεγα δτι εικονογραφούν μέ τόν τρόπο τους έμμονες έγνοιες γιά τά ίδια πράγματα, τη μονότονη διαδρομή τών ίδιων αναγκών. Καί πάλι δέν έκρινα δτι υπήρχαν περιθώρια γιά ύστερες φροντίδες: θά οδηγούσαν σέ μιά νέα γραφή, γιά τήν οποία ώστόσο θά έλειπαν, γιά μένα, οί άμεσες αφορμές. Τέλος, κλείνοντας τίς γραμμές αυτές οφείλω νά έκφράσω κι άπό εδώ τίς ευχαριστίες μου στίς εκδόσεις ’Αλεξάνδρεια, στούς φίλους και ομότεχνους Κώστα Κωστή καί Σωκράτη Πετμεζά πού σκέφτηκαν νά μέ φιλοξενήσουν στη σειρά πού διευθύνουν, τή Νεότερη καί Σύγχρονη 'Ιστορία.
’Ιούλιος 1993 Σ. I. Άσδραχάς
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟ ϊ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤ
είσ ί St νηεςπολλοιί έν άμφιάλω Ίθάκ^ νεχι ήδέ παλαιοά
( ’08. β', 292-293)
1
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ
"Ας αρχίσουμε μέ κάποιες γενικές διαπιστώσεις: είναι γεγονός δτι κατά τήν τελευταία δεκαπενταετία ή ελληνική ιστοριογραφία, έκείνη πού εχει ώς αντικείμενο τόν νέο ελληνισμό, παρουσίασε μιά θεματολογική διεύρυνση, οίκειώθηκε μέ τεχνικές καί μεθόδους πού δέν της ήταν συνήθεις, υιοθέτησε προβληματικές πού παλαιότερα άποτελοΰσαν τήν έξαίρεση στό ιστοριογραφικό σώμα, άποκατέστησε ένα σύστημα εισροών καί έκροών μέ τίς άλλες κοινωνικές έπιστημες καί βρήκε θεσμικές ή λίγο-πολύ άτυπες υποδοχές πού της έπέτρεψαν νά πειραματιστεί. Όλα τούτα εϊναι γνωστά άλλά καί ΰπομνήσι- μα. Γνωστό, άλλά λιγότερο συνειδητό είναι τό αποτέλεσμα αύ- της της άνθησης πού δέν φαίνεται νά είναι, ή άνθηση αύτή, ά- ποκλειστικώς έπικαιρική: έννοώ τήν αλλαγή της συλλογικής φυσιογνωμίας του ιστορικού.
Τό ενδιαφέρον γιά τίς ιστορικές σπουδές ήταν σύνδρομο δυό φαινομένων: τών πολιτικών άπογοητεύσεων καί της ίστο- ρικοποίησης τών κοινωνικών έπιστημών. Οΐ πολιτικές άπο- γοητεύσεις ώς βίωμα ήταν έγγενές, έθνικό, φαινόμενο- ή ίστο- ρικοποίηση τών κοινωνικών έπιστημών ήταν φαινόμενο έξω-
Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37 ( Ά&ήνα, 1988), σ. 94-97.
16 ΣΧΟΛΙΑ
γενές μέ τό όποιο άργήσαμε νά έρθουμε σέ έπαφή καί τό όποιο βρήκε θετική δεξίωση σ ’ έμας, έτοιμασμένους συνειδησιακώς άπό τήν πολιτική διάψευση. Κοντολογίς, ή στροφή πρός τήν ιστορία έξέφραζε κοινωνικές ανάγκες, έξ ού καί ή αλλαγή της φυσιογνωμίας τοϋ συλλογικοϋ ίστορικοΰ· έξέφραζε καί έκφρά- ζει συνάμα επιστημολογικά κατηγορήματα, οριζόταν καί ορίζεται, δηλαδή, άπό τήν ϊδια τή λογική τών άλλων κοινωνικών έπιστημών: έξ ου, πάλι, ή αλλαγή της φυσιογνωμίας τοΰ συλλογικού ιστορικού. 'Ιστορικός σήμερα δέν είναι μόνο αύτός πού εκαμε συστηματικές ιστορικές σπουδές, άλλά καί έκεϊνος πού μεταχειρίζεται τίς τεχνικές καί τίς μεθόδους της ιστορίας, γιατί θέλει νά ΐστορικοποιήσει τά άντικείμενα της δικής του επιστήμης, νά περάσει άλλιώς άπό τή συγχρονία στή διαχρονία, γιατί άποκτα συνείδηση της ιστορικότητας τοΰ αντικειμένου του, συνεπώς καί της έλλειμματικότητας τών προτάσεών του.
' Η στροφή πρός τήν ιστορία ή ή έπίκληση της ιστορίας γιά νά έδρασθοΰν σύγχρονες ανάγκες ή έπιδιώξεις δέν χαρακτηρίζεται άπό κανένα νεωτερισμό: άν στή σημερινή στροφή υπάρχει κάτι τό νέο, τοΰτο συνίσταται στό γεγονός δτι ή άνα- φορά στήν ιστορία δέν γίνεται γιά νά στηριχθοΰν κάποιες βεβαιότητες, έρχόμενες συνήθως άπό τό χώρο τοΰ πολίτικου, άλλά γιά νά άμφισβητηθοΰν αύτές οί βεβαιότητες· βεβαιότητες πού εϊχαν ήδη αποκτήσει τήν ιστοριογραφική τους άπο- κρυστάλλωση καί καθορίσει τήν άξιολογία καί, κατ ’ άκολου- θία, τή θεματολογία της ιστοριογραφίας. Σύμπτωμα αύτης της άμφισβήτησης είναι καί οί ερευνες πού γίνονται γύρω άπό τήν ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Χαρακτηριστικό τών «έπιχειρησιακοΰ» τύπου έναυσμά- των της στροφής πρός τήν ιστορία εϊναι ή έμφαση πού δίδεται στήν ιστορία τοΰ ελληνικού Κράτους, μάλιστα κατά τόν ιθ ' αιώνα: κι έδώ ή ανάγκη αυτογνωσίας έχει τήν άφετηρία της σέ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 17
άνερωτήματα μέ επίκεντρο τόν «άνολοκλήρωτο» έλληνικό καπιταλισμό καί, κατά συνέπεια, τήν «άνολοκλήρωτη» αστική τάξη, άρα τήν «άνολοκλήρωτη» άστική έπανάσταση. Τά άνερωτήματα αύτά, διαμορφωμένα πιά σέ υποθέσεις έρευνας, οδήγησαν σέ έπί μέρους ιστοριογραφικά άποτελέσματα πού, δλα τους μαζί, τείνουν νά ένορχηστρωθοΰν σέ μιά πολυφωνία συνολικής ιστορίας: μεγαλύτερη έμφαση στό ρόλο τών θεσμών καί στά παράγωγά τους (λ.χ. πελατειακά συστήματα στήν πολιτική, σχετική αύτοδυναμία τοΰ Κράτους) άπό τήν πλευρά, κυρίως, τών νέων κοινωνικών επιστημόνων πού σπούδασαν στήν ’Αγγλία- μεγαλύτερη έμφαση στίς κοινωνικές καί οικονομικές δομές, άλλά καί ιστορική προσέγγιση στό πολιτισμικό άπό δσους σπούδασαν στή Γαλλία- ένδιαφέροντα γιά τή σύγχρονη ιστορία άπό δσους σπούδασαν στις ' Ηνωμένες Πολιτείες, γιά νά μείνω σέ ορισμένες άπό τίς έκπρεπεϊς έκδηλώ- σεις αύτης της ιστοριογραφικής παραγωγής. Θά πρέπει, ώστό- σο, νά τονιστεί δτι ό σημερινός προσανατολισμός τών ιστορικών σπουδών δέν είναι δυνατό νά άναχθεΐ άποκλειστικά σέ μιά «μετακένωση» γνώσεων ή, δπως μερικοί θά ήθελαν νά συμβαίνει, σέ μιά μίμηση μιας γαλλικής ή άγγλικής ιστοριογραφικής άντίληψης: μολονότι καί ή «μετακένωση» καί ή μίμηση (εύ- λόγως καί ευτυχώς) ύπάρχουν, έκεϊνο πού έχει σημασία είναι ή έτοιμότητα γιά τή δεξίωσή τους, δηλαδή ή κοινωνική άπαίτη- ση γιά ιστορική παιδεία.
Αύτή τήν κοινωνική άνάγκη τήν έξέφρασαν κατά κύριο λόγο εκείνοι πού έφταναν άπό άλλους γνωστικούς χώρους στήν ιστορία, άκόμη κι έκεΐνοι πού τούς έξωθοΰσαν βιωματικές άνάγκες- οΐ ΐδιοι συνέβαλαν σέ υψηλό βαθμό στή διαφοροποίηση τοΰ ιστοριογραφικού καθεστώτος. Αύτό δέν σημαίνει δτι οΐ «θέσει» ιστορικοί δέν είχαν τίς ίδιες έγνοιες ή δέν εϊχαν διαφοροποιήσει ήδη σέ συγκεκριμένα πεδία τήν έπιστήμη τους: σημαίνει άπλούστατα δτι στό σύνολό του τό σώμα τών «έπαγ-
18 ΣΧΟΛΙΑ
γελματιών» ιστορικών κυριαρχούνταν άπό τίς αδράνειες πού είναι άπότοκες της έλλειψης θεωρητικών έναυσμάτων καί, μέ τή σειρά τους, αιτίες της έλλειψης αύτης. Σήμερα βρισκόμαστε στη φάση της διαφοροποίησης της φυσιογνωμίας τοΰ θέσει, του έπαγγελματία, ιστορικού.
Γιατί, ή ιστοριογραφική πολυφωνία δέν άρκει άπό μόνη της νά θεμελιώσει οΰτε ιστορικές σπουδές ούτε ιστορική παιδεία- άρκεϊ (κι αύτό δέν είναι λίγο) γιά νά προκαλέσει ιστορικές εύαισθησίες στό συλλογικό σώμα: οΐ ιστορικές σπουδές έχουν ώς προϋπόθεση τήν κατάκτηση τοΰ επαγγέλματος τοΰ ιστορικού, οφείλουν νά διανύσουν τό στάδιο της οργάνωσης τών γνώσεων καί νά άναχθοϋν σέ μιά διαφοροποίηση έκ τών ένδον στήν παραγωγή, άλλιώς, ιστορικών μέσω της ιστορίας ώς επιστήμης. Μέ τούς δρους αύτούς θά είναι δυνατή ή κάθετη διαφοροποίηση τών ιστορικών σπουδών, σέ δλο τό βάθος πού επιβάλλει ή διαχρονία της καί σέ δλο τό εύρος πού έπιβάλλει ή θεματολογία της. Γ ιατί έδώ συνέβησαν πολλά παράδοξα υποφορά σέ ιδεολογήματα άπό τό ενα μέρος, στήν άπουσία κάποιων γνωστικών προϋποθέσεων καί στήν άδυναμία οργάνωσης της γνώσης στό θεσμικό πλέον επίπεδο άπό τό άλλο.
Γ ιατί είναι βέβαια παράδοξο ή ιστοριογραφική πραγμάτωση της έννοιας της μεγάλης διάρκειας νά προσκρούει σέ ιδεολογήματα πού άντιτίθενται στό ιδεολόγημα της «εθνικής» συνέχειας· νά μήν άνακύπτει άπό τή λογική μιας άλλης επιστήμης, κατ ’ έξοχήν της Γεωγραφίας, γιατί ή έπιστήμη αυτή στά καθ ’ ήμας είχε παραιτηθεί άπό τήν άνθρώπινη, δηλαδή τήν ιστορική της, διάσταση. Γ ιατί είναι παράδοξο ή περιοδολόγη- ση της οικονομικής ιστορίας νά είναι ύπόφορη της άντίστοιχης της πολιτικής ιστορίας κι αύτό γιατί οί μόνες «ειδικεύσεις» στίς όποιες είσάγεται ο σπουδαστής της έλληνικης ιστορίας είναι έκεϊνες τοΰ «τρίπτυχου». Γ ιατί είναι επίσης παράδοξο νά παραμένει ή Λαογραφία εγκλωβισμένη στήν Εθνογραφία
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 19
παρά τήν άνθρωπολογική οπτική πού έχει άποκτήσει ή ιστορία καί νά μήν έχει άκόμη μεταμοσχεύσει τούς δικούς της χρόνους σ ’ αύτήν τήν τελευταία, συμβάλλοντας έτσι στήν ιστοριογραφική πραγμάτωση αυτής της έγνοιας της μεγάλης διάρκειας πού όψίμως μπήκε στά ήθη μας.
Μένω σ ’ αύτά τά λίγα άλλά ένδεικτικά παραδείγματα γιά νά έπισημάνω τήν άποσπασματικότητα τόσο στό εμπειρικό δσο καί στό θεωρητικό έπίπεδο τών ιστορικών μας σπουδών, άποσπασματικότητα όφειλόμενη κατά πρώτιστο λόγο στόν έλλειμματικό (καί έν πολλοϊς μικρόψυχο) τρόπο μέ τόν όποιο έχει οργανωθεί ή μετάδοση καί ή παραγωγή της ιστορικής γνώσης, στόν έλλειμματικό τρόπο μέ τόν όποιο άπαντοΰν οΐ θεσμοί στήν κοινωνική άνάγκη γιά ιστορική παιδεία. Πρόκειται γιά μιά άπό τίς μορφές της πανεπιστημιακής κρίσης, γιά μιά άπό τίς άβελτηρίες τοΰ νομικού της πλαισίου, γιά μιά άπό τίς έπιπτώσεις της εξουθένωσης τοΰ πολίτικου λόγου καί της πολιτικής πράξης στό πεδίο της εκπαίδευσης. Πρόκειται, μέ άλλα λόγια, γιά μιά πολιτισμική κρίση δπως μερικεύεται στό έπίπεδο της ιστορικής παιδείας.
Γιά νά συνοψίσουμε: Βρισκόμαστε μπροστά στό φαινόμενο παραγωγής ιστορικών κατά μεγάλο βαθμό έκτός θεσμικοΰ πλαισίου- βρισκόμαστε μπροστά στό φαινόμενο της διεύρυνσης τής ιστορικής θεματολογίας χάρη, κατά κύριο λόγο, αύ- τών τών ιστορικών- βρισκόμαστε έπίσης μπροστά στό φαινόμενο της διαφοροποίησης τών «σπουδαγμένων» ιστορικών, χωρίς δμως ή διαφοροποίηση αύτή νά έχει έπίπτωση στά πανεπιστήμια ή στά έρευνητικά κέντρα. Κι αύτό παρά τό γεγονός δτι περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά οΐ κρατικοί θεσμοί, τά πιστωτικά ιδρύματα, οί ιδιώτες ένίσχυσαν οικονομικά, ήθι- κά καί άκόμη «άκαδημαϊκά» τήν ιστορική έρευνα. Παρ ’ δλα αύτά: Τό Κράτος ιδρύει μιά πανεπιστημιακή σχολή ιστορίας, δέν διαφοροποιεί δμως τή φυσιογνωμία τών διδασκόντων τά
20 ΣΧΟΛΙΑ
ανθρωπιστικά μαθήματα στή δευτεροβάθμια έκπαίδευση· είναι άρα έπόμενο ή σχολή αύτή νά είναι ύπόφορη τών φιλοσοφικών σχολών. Ένας υπουργός φαντάζεται κάποια στιγμή ότι είναι δυνατό νά άποκατασταθεΐ ένα είδος έπικοινωνίας άνάμεσα στά έρευνητικά κέντρα καί στά πανεπιστήμια, νά συνδυάσει στά έρευνητικά κέντρα τήν παραγωγή καί τή μετάδοση γνώσης: κάποιες πανίσχυρες κοινωνικές άδράνειες κόβουν τά σχετικά άρθρα τοΰ νόμου, ίσως στό μάρμαρο τοΰ ’Εθνικού Τυπογραφείου. Καταργειται ο θεσμός της «έδρας» στά πανεπιστήμια: άντί αύτό νά οδηγήσει (σέ δ,τι άφορά τίς ιστορικές, τουλάχιστον, σπουδές) σέ πολυφωνία, οδηγεί σέ ψευτοϊεραρ- χίες μέσω τοΰ μηχανισμού τών ύποχρεωτικών μαθημάτων καί μαθημάτων έπιλογης. Ό κατάλογος τών άντιφάσεων θά πήγαινε μακριά- δέν συζητάμε δμως γι ’ αύτό. Ό λόγος είναι γιά τήν άκαδημαϊκη δεξίωση τοΰ ΐστορικοΰ, γιά τήν κοινωνική χρήση τοΰ ΐστορικοΰ, γιά τούς δρους της παραγωγής του. Όταν ύπάρξει μιά δημιουργική άκαδημαϊκή δεξίωση, δταν υπάρξει μιά έπιχειρησιακή κοινωνική χρήση τοΰ ΐστορικοΰ, δταν υπάρξουν οί σωστοί (δηλαδή οΐ άνταποκρινόμενοι στή λογική της ιστορίας ώς έπιστήμης) δροι της παραγωγής του, τότε θά είναι δυνατό νά δημιουργήσουμε ιστορική παιδεία καί νά θέσουμε μέσω αύτης σέ κίνηση άντιαλλοτριωτικούς μηχανισμούς στά συλλογικά σώματα, στίς άτομικές συνειδήσεις, τότε τό παλιό άλλά έπίκαιρο αίτημα, νά πέρνα τό άποτέλεσμα μιας ιστορικής έρευνας σέ μιά φράση ένός βιβλίου της πρωτοβάθμιας έκπαίδευσης, θά γίνει πραγματικότητα.
Χρεία, λοιπόν, ό ιστορικός νά άνταποκριθεϊ στήν άνάγκη πού τόν γέννησε, στήν κοινωνική δηλαδή άνάγκη, έπωμιζόμε- νος ρόλους κοινωνικούς. Μιλήσαμε γιά δημιουργική ακαδημαϊκή δεξίωση: αύτό σημαίνει κάτι πέρα άπό τήν έπαγγελμα- τικη σταδιοδρομία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δπου, παρά τήν ειδίκευσή του, δέν θά έχει παρά νά διαιωνίζει τή φυσιο
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 21
γνωμία τών αποφοίτων τών παλαιών φιλοσοφικών σχολών. Αύτό σημαίνει δτι θά έξυπηρετεϊται (καί οχι μόνο αύτός) άπό ενα θεσμικό σύστημα πού θά έπιτρέπει τήν κινητικότητα άπό τό σχολείο στήν άρχαιολογική ύπηρεσία, άπό τό σχολείο στό πανεπιστήμιο καί στό έρευνητικό κέντρο καί τάνάπαλιν, χωρίς ή κινητικότητα αύτή νά μπορεϊ πιά νά προσκρούει σέ χαυνω- τικούς ίσοπεδωτισμούς πού καλύπτουν τήν άντιδραστικότητά τους μέ τό δνομα της δημοκρατίας καί της ισότητας. Μιλήσαμε γιά κοινωνική χρήση τοΰ ίστορικοΰ: αύτό σημαίνει δτι ό ιστορικός, τοΰ οποίου σήμερα διαμορφώνεται ή συλλογική φυσιογνωμία, θά εχει στό άτομικό έπίπεδο τή φυσιογνωμία αύτή ώς γνωστικό δίκτυο στό όποιο θά εδράζεται ή προσωπική του αρμοδιότητα- δτι ό ιστορικός τοΰ τύπου αύτοΰ είναι κοινωνικά χρήσιμος καί χρησιμοποιήσιμος πέρα άπό τό σχολικό κύκλωμα. Χρησιμοποιήσιμος στίς πολιτισμικές στρατηγικές, δπως αύτές διαμορφώνονται στά διάφορα έπίπεδα διαμόρφωσης γνώμης καί λήψης άποφάσεων: στίς στρατηγικές πού έχουν ώς άντικείμενο τή χρήση τοΰ χώρου, τών πολιτισμικών άγαθών, τίς σχέσεις μέ τίς πολιτισμικές καί άλλες ετερότητες πού είναι φυσικό νά υπάρχουν σέ ένα έθνικό πλέγμα, τή συγκρότηση της ιστορικής μνήμης μέ ένα λόγο- πρόκειται γιά έναν ιστορικό πού δέν εϊναι χρήσιμος μόνο στίς ύπηρεσίες τοΰ ύπουργείου έ- ξωτερικών. Γιά έναν ιστορικό πού μέσω της ιστορίας γίνεται συντελεστής της πολιτικής σκέψης καί πράξης. Μιλήσαμε γιά τούς σωστούς δρους της παραγωγής τοΰ ίστορικοΰ: μάς παραπέμπουν στό πανεπιστήμιο.
Δέν έχω τήν πρόθεση μ’ αύτή τήν ευκαιρία νά προσθέσω τίποτε, δμοιο ή διαφορετικό, στή φιλολογία πού έχει συσσωρευτεί γιά τήν πανεπιστημιακή κρίση: θά σημειώσω απλώς ορισμένα αύτονόητα, άλλά δχι καί συνήθη στή διδακτική πρακτική, πράγματα. Άναφερόμενος πάντα στή διδασκαλία της ιστορίας, έχω νά παρατηρήσω δτι εϊναι καιρός νά άπαλλαγοΰ-
22 ΣΧΟΛΙΑ
με άπό τήν παθητική άρχή σύμφωνα μέ τήν οποία ή ιστορία είναι, ένα σώμα γνώσεων πού πρέπει νά μεταδοθεί μέσω της διδασκαλίας: είναι ή λογική πού οδηγεί, μέ τή βοήθεια της δωρεάν παιδείας, στό ένα καί μοναδικό «σύγγραμμα» πού έχει ταυτιστεί, έν πολλοϊς, μέ τίς «πανεπιστημιακές παραδόσεις», δηλαδή μέ ένα προϊόν βιβλιογραφικώς άχρηστο. Ή παθητική αύτή άρχή θά πρέπει νά άντικατασταθεΐ άπό έκείνη πού θεωρεί τό διδασκόμενο ώς ένεργητικό δέκτη καί σύμφωνα μέ τήν οποία ή διδασκαλία έχει ώς σκοπό τή δημιουργία έναυσμάτων γιά τήν άνακάλυψη τών γνώσεων άπ ’ αύτόν τόν ’ίδιο- τοΰτο σημαίνει δτι ή διδασκαλία κινείται ανάμεσα στή σύνθεση καί τήν άνάλυση, άνάμεσα στή συνολική καί τήν κατά κλάδους ιστορία, άνάμεσα στή θεωρία καί τίς τεχνικές. Στήν οπτική αύτή καταλαβαίνει κανείς ποιός θά ήταν ο χαρακτήρας τών «έγ- χειριδίων» άπό τά όποια θά επωφελούνταν ό σπουδαστής: είναι τά εγχειρίδια έκεϊνα πού διδάσκουν τίς τεχνικές της ιστορίας (παλαιογραφία, νομισματική, χρονολογικά συστήματα, έ- πιγραφική, σιγιλλογραφία, έφαρμογές τών μαθηματικών, γιά νά μνημονεύσω λίγα άπ ’ αυτά)- είναι τά κατά ιστορικές περιόδους ή κατά ιστοριογραφικούς κλάδους εγχειρίδια δπου, χωρίς υπέρμετρη φακτολογία, δίνεται μέ συνθετικό τρόπο ή κεκτημέ- νη γνώση ώς πρός τό αντικείμενο, μνημονεύονται ξεχωριστά μέ κριτικό τρόπο οί πηγές καί ή βιβλιογραφία καί τέλος άνα- γράφονται μέ τρόπο έπίσης συνθετικό τά πρός διερεύνηση θέματα, οί νέοι προβληματισμοί, μέ ένα λόγο ή σημερινή κατάσταση της ιστορικής έρευνας ώς πρός τό αντικείμενο καί οΐ προοπτικές της. Αύτοϋ τοΰ τύπου τά έγχειρίδια, ναί, άς τά έ- πιβάλει τό Κράτος, ναί, άς τά διεκδικήσουν οί διδασκόμενοι μέ τήν ίδια ζέση πού διεκδικουν τίς «σημειώσεις» κι άς τά γράψουν (ή άς τά μεταφράσουν) οί διδάσκοντες.
Στήν ΐδια οπτική καταλαβαίνει κανείς δτι διακρίσεις του είδους «υποχρεωτικά» καί «έπιλεγόμενα» μαθήματα δέν είναι
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 23
καθόλου έπιχειρησιακές καί δτι οί μόνες έπιλογές πού μπορεϊ νά γίνουν είναι άνάμεσα σέ διδακτικούς σχηματισμούς θεμα- τολογικούς, δπου ή ίδια διδασκαλία είναι συγχρόνως «ύπο- χρεωτική» καί «έπιλεγόμενη». Αύτά τά πράγματα είναι δοκιμασμένα, άπλά καί αυτονόητα: άν προσκρούουν σέ κάτι τοΰτο είναι, περισσότερο άπό τούς άσφϋκτικούς νόμους, τό άκαταμάχητο χάρμα της αύθεντίας πού άναδύθηκε ξανά ύστερα άπό τό «κίνημα» έκεϊνο πού άπό άνανεωτικό κατέληξε νά είναι μόνο καί μόνο εικονοκλαστικό, αύτό τό άκαταμάχητο χάρμα πού θέλησε νά έξαλείψει ή νέα μας ιστοριογραφία.
' Η δεύτερη παρατήρηση μου εχει νά κάμει μέ τίς σπουδές έκεΐνες κατά τίς όποιες παράγεται ή διασταυρώνεται ή γνώση: πρόκειται γιά τίς πολυσυζητούμενες μεταπτυχιακές σπουδές, γιά τίς όποιες παρουσιάστηκε ενα νομοσχέδιο βασισμένο σέ μιά σωστή άρχή πού τή στραγγάλιζαν περιοριστικές διατάξεις. Ή σωστή άρχή ήταν άκριβώς εκείνη πού διαχώριζε τίς μεταπτυχιακές σπουδές σ ’ έκεΐνες πού έξυπηρετοΰσαν διεπι- στημονικοΰ τύπου άπαιτήσεις καί σ ’ έκεΐνες πού όδηγοΰσαν στήν παραγωγή γνώσης μέσω της διδακτορικής διατριβής. Γιά τίς περιοριστικές διατάξεις, άς μοΰ έπιτραπεΐ νά μήν πώ τίποτε, άχαρο έκ τών πραγμάτων καί σέ «άπειρον έκβάλλον». Ποιές θετικές άπολήξεις θά είχε ή έφαρμογή της άρχής αύτης γιά τή διαμόρφωση ιστορικών, καθένας μπορεϊ νά τό κατανοήσει άνετα: δέν εχω παρά νά έπισημάνω τήν εύεργετική έπί- πτωση τών διεπιστημονικοΰ τύπου σπουδών στήν κοινωνική χρήση τοΰ ΐστορικοΰ μέσω της διεύρυνσης της φυσιογνωμίας του, στή δημιουργία γενικώς ιστορικής παιδείας' σπουδών, φυσικά, πού θά είχαν ώς συνέπεια τήν άνάδυση νέων ιστορικών λογικών μέσω τής ίστορικοποίησης τών άλλων έπιστημών. "Ολα αύτά δμως δέν εγιναν κι άν άρχίζουν νά δοκιμάζονται κάπου, τά πρώτα δείγματα προγραμματισμού μάλλον δείχνουν δτι άντί γιά σπουδές ένόψει παραγωγής γνώσεων εχου-
24 ΣΧΟΛΙΑ
με σπουδές ένόψει μετάδοσης γνώσεων καί μάλιστα ελεγχόμενων μέ έξετάσεις καί τά συναφή. Τό πεδίο λοιπόν εϊναι ανοιχτό καί περιμένει τήν παρέμβαση τών ιστορικών, κατ ’ έ- ξοχήν τών πανεπιστημιακών, κουρασμένων βέβαια άπό τό άγονο ταξίδι άνάμεσα στή θεωρία καί τήν πράξη καί μέ έλεύθε- ρους δλους τούς άνέμους τών διαψεύσεων.
2
ΕΝΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Προσπαθώ νά άπαντήσω στά έρωτήματά σας μέ δσο γίνεται πιό εύσύνοπτο τρόπο. Ρωτάτε πρώτα άπ’ δλα γιά τή θεματολογία τών έρευνών: ό πίνακας πού δημοσιεύετε στό τεύχος σας αύτό δίνει άπό μόνος του τήν άπάντηση. Δείχνει ένα θεματολογικό πολύπλεγμα πού, ωστόσο, έχει μιά καίρια άναφορά, δηλαδή τήν Εθνική Τράπεζα: γενικεύοντας, θά έλεγε κανείς δτι πρόκειται γιά τή συμπεριφορά τών κεφαλαίων, δχι άποκλειστικά του πιστωτικού αύτοΰ ιδρύματος- δτι πρόκειται άκόμη γιά τήν δλη οικονομία τοΰ έλληνικοΰ Κράτους κατά τόν ιθ ' καί τόν κ ' άκόμη αιώνα. Μέ λίγα λόγια, οί έρευνες αύτές, έχοντας ώς άφετηρία τήν Εθνική Τράπεζα, έπε- κτείνονται σέ δλα τά θέματα της οικονομικής μας ιστορίας. "Οπως βλέπετε, κάποιοι τομείς της οικονομίας είναι ιδιαιτέρως εύνοημένοι άπό τό πρόγραμμα: ό άγροτικός, δπως εϊναι
Έμεϊς, τχ. 14 ( ’Αθήνα, 1987), σ. 14-15. ’Απάντηση, σχετική μέ τίς ερευνες οικονομικής ιστορίας της Επιτροπής 'Ιστορίας τής Εθνικής Τράπεζας (1977-1990), στίς ακόλουθες έρωτήσεις τοΰ περιοδικού: «Ζητήσαμε άπό τό διευθυντή τοΰ Έρευνητιχοΰ Προγράμματος της ’Επιτροπής 'Ιστορίας της ΕΤΕ νά μας απαντήσει στά ακόλουθα έρωτήματα: Ποιά εϊναι η θεματολογία των έρευνών τοΰ προγράμματος αύτοΰ; Ποιά εϊναι ή έπ ιστη- μονιχη φυσιογνωμία των ερευνητών πού πραγματοποιοΰν τό πρόγραμμα αύτό; Ποιά είναι ή ΰλοτεχνιχή 8ομή πού προσφέρει ή Τράπεζα στίς ερευνες αύτές;»
26 ΣΧΟΛΙΑ
φυσικό, πού γίνεται αντικείμενο μελετών περιφερειακής ιστορίας, μελετών δμως πού αποβλέπουν στήν αποδέσμευση οικονομικών μηχανισμών γενικής έμβέλειας. 'Η βιομηχανία είναι ένας άλλος πόλος έλξης γιά τούς συνεργάτες μας: καθένας μέ τόν τρόπο του έπιχειρεϊ νά δει πώς μεταφράζεται στην έλληνική περίπτωση τό πολυσυζητημένο πρόβλημα της συμπεριφοράς του τραπεζικού κεφαλαίου σέ σχέση μέ τήν έκβιομηχά- νιση. Διαβλέπει κανείς τίς τωρινές έγνοιες πού τροφοδοτούν τόν ιστορικό προβληματισμό. Πώς τώρα οργανώνεται αύτό τό πρόγραμμα πού ύποκινεϊ τά ιστοριογραφικά ένδιαφέροντα, δσα είκονίζονται στόν πίνακα τών έρευνών καί οσα άλλα θά ακολουθήσουν;
’ Από τήν πρώτη στιγμή άποφύγαμε νά διατυπώσουμε ένα δήθεν «συστηματικό» πρόγραμμα έρευνών, στό όποιο, δίκην περιεχομένων ένός έγχειριδίου οικονομικής ιστορίας, θά παρήλαυναν κατά σειρά προτεραιότητας τά πρός έρευνα θέματα. Προτιμήσαμε, άντίθετα, νά διατυπώσουμε μέ γενικό τρόπο τά προβλήματα έκεϊνα στά όποια θά πρέπει νά δώσει λύσεις, ένόψει τών οποίων θά πρέπει νά διατυπώσει υποθέσεις, ό ιστορικός τής έλληνικής οικονομίας: προτιμήσαμε, δηλαδή, νά υποκινήσουμε ιστοριογραφικά ένδιαφέροντα στό πεδίο τής οικονομικής ιστορίας. Επιπρόσθετα, φροντίσαμε νά άποκατασταθεΐ ένας διάλογος ανάμεσα στούς έρευνητές μας· γι ’ αύτό καί οργανώσαμε συναντήσεις πού, άλλοτε μέ περισσότερη, άλλοτε μέ λιγότερη έπιτυχία, έδωσαν τήν ευκαιρία νά διασταυρωθούν διαφορετικές ερευνητικές έμπειρίες, διαφορετικές ή συμπληρωματικές μέθοδοι καί, κυρίως, διαφορετικές άλλά συμπληρωματικές λογικές. Μ* αύτή τήν τελευταία διατύπωση έρχόμαστε στό άλλο έρώτημά σας, στή φυσιογνωμία τών έρευνητών.
Θά φανεί λογικό καί εύνόητο δτι ένα πρόγραμμα ιστορικών έρευνών θά πρέπει νά άπευθύνεται σέ ιστορικούς, σέ δια-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤ 27
νοητές άλλιώς πού έχουν, άν μή τι άλλο, τά τεχνικά έφόδια τοϋ ιστορικού. Στή δική μας περίπτωση τά πράγματα δέν έχουν ακριβώς έτσι: άν άκολουθούσαμε τό δρόμο αύτό, θά είχαμε οπωσδήποτε έρευνες, δχι δμως έρευνες κατά κύριο λόγο οικονομικής ιστορίας. Μέ τό πρόγραμμά μας κάναμε έκκληση σέ δλους τούς κοινωνικούς έπιστήμονες πού ή λογική της έπι- στήμης τους, οί άνάγκες τών έπί μέρους ένασχολήσεών τους τούς όδηγοΰσαν στήν οικονομική ιστορία, στήν ανάγκη νά δώσουν χρονικό βάθος στή σημερινή οικονομία, δταν έπρόκειτο γιά οικονομολόγους, στήν άνάγκη νά ίδοΰν τό οικονομικό μέσα άπό τή δική τους έπιστημονική λογική, δταν έπρόκειτο γιά άλλους κοινωνικούς έπιστήμονες. Επιζητήσαμε, μέ άλλα λόγια, νά δημιουργήσουμε εναν συλλογικό οικονομικό ιστορικό. Αύτό δέν σημαίνει δτι κατ ’ έξοχήν ιστορικοί δέν πήραν μέρος άπό τήν πρώτη στιγμή στήν εύόδωση τοΰ προγράμματος: οί ιστορικοί, ώστόσο, αύτοί δέν άποτελοΰν παρά ένα άπό τά συστατικά στοιχεία τοΰ συλλογικοΰ ίστορικοΰ, τοΰ οποίου τή φυσιογνωμία άποδίδει έκτυπα ή θεματολογία καί ή μεθοδολογία τών έρευνών. Αύτόν τό συλλογικό ιστορικό τόν συντρέχουν στή δουλειά του άλλα πρόσωπα πού κύριο έργο τους, στό πλαίσιο τοΰ προγράμματος, εϊναι ή τεκμηρίωση: έννοώ τούς συνεργάτες μας τοΰ ίστορικοΰ ’Αρχείου. Μαζί τους περνώ στό τελευταίο σας έρώτημα, τό σχετικό μέ τήν «ύλοτεχνική» δομή τών έρευνών μας.
Θά πρέπει νά ύπομνήσω δτι σημαντικό τμήμα της τεκμηρίωσης τών έρευνών προέρχεται άπό τό ιστορικό ’Αρχείο της ’ Εθνικής Τράπεζας· σημαντικό τμήμα της τεκμηρίωσης καί δχι δλη ή τεκμηρίωση, έξυπακούεται, γιατί οί έρευνες αυτές δέν άποβλέπουν στή συγγραφή της «έσωτερικής» ιστορίας της Τράπεζας. Τό πρόγραμμα δέν μποροΰσε, δίπλα σέ άλλες εύ- νόητες έρευνητικές διευκολύνσεις, νά προσφέρει παρά μία μόνο συστηματικά οργανωμένη ύποδομή, τό ιστορικό ’Αρχείο της
28 ΣΧΟΛΙΑ
ί'διας της Τράπεζας. Στην οπτική αύτή ζήτησε τή συνεργασία ανθρώπων πού άνέλαβαν καί έφεραν ή φέρουν σέ πέρας μιά σειρά τεκμηριωτικών έργασιών πού άρχίζουν άπό τήν ταξινόμηση καί εύρετηρίαση του ύλικου πού άπόκειται στό ’Αρχείο (τμήμα τοΰ όποιου ύλικοΰ άποτελεϊται άπό άλλες, μή τραπεζικής προέλευσης, προσκτήσεις) ώς τήν έπεξεργασία μεγεθών, ένόψει μιας συγκεκριμένης συλλογικής ή ατομικής έρευνας. Έξυπακούεται, συνεπώς, δτι τό 'Ιστορικό ’Αρχείο έχει στελεχωθεί μέ ένα πολύμορφο προσωπικό, δπου οΐ ιστορικοί έχουν ισχυρή έκπροσώπηση καί έχουν έπωμιστεΐ αντίστοιχα έργα, τεκμηριωτικής άλλά καί ιστοριογραφικής έμβέλειας. Προγράμματα ήλεκτρονικής έπεξεργασίας ποσοτικών δεδομένων, έξυπηρετικά ιστοριογραφικών σχεδίων έχουν ήδη καταρ- τισθεΐ καί τεθεί σέ έφαρμογή στό ήλεκτρονικό τμήμα τοΰ ’ Αρχείου.
Μέ τίς σύντομες αύτές απαντήσεις θεωρώ δτι άνταποκρί- νομαι στίς ζητήσεις σας. Κλείνοντας, θά ήθελα νά μοΰ έπι- τραπεϊ νά διατυπώσω μερικά προσωπικά σχόλια.
Πρώτα, θά ήθελα νά έπαναλάβω, καί μ’ αύτήν έδώ τήν ευκαιρία, δτι σκοπός μας δέν ήταν οΰτε είναι ή δημιουργία έ- νός κέντρου έρευνών: ήταν καί είναι ή προσπάθεια δημιουργίας ιστοριογραφικών έναυσμάτων στόν τομέα τής οικονομικής ιστορίας μέ σημείο άναφορας τήν ’Εθνική Τράπεζα' πρόκειται, δηλαδή, γιά ένα πρόγραμμα έρευνών οικονομικής ιστορίας μέ μεγάλη μερίκευση θεματολογική. Ά ν ή μερίκευση αύτή δέν έπιτρέπει (παρά, κάποτε, κατά παρέκβαση) νά άντιμετω- πιστοΰν δλα τά θέματα καί σέ δλο τό ένδεικνυόμενο χρονολογικό άνάπτυγμα μιας σύγχρονης οικονομικής ιστορίας, έπιτρέ- πει, άντίθετα, νά πραγματοποιείται μιά θεματολογική «πύ- κνωση» μέσω τής σύγκλισης τών έρευνών, μιας σύγκλισης πού δέν ύπαγορεύεται άποκλειστικά άπό τήν κοινή άναφορά στούς ρόλους τής ’Εθνικής Τράπεζας. Δεύτερο, θά ήθελα νά θυμίσω
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 29
δτι οΐ συνεργάτες μας, δίπλα στή μεθοδολογική καί επιστημονική τους πολυμορφία, έχουν καί μιάν άλλη έξίσου χαρακτηριστική: άνήκουν σέ μιά κλίμακα πού άρχίζει άπό διαμορφούμε- νους ιστορικούς καί καταλήγει σέ ιστορικούς πού σημαδεύουν πιά τήν κατάσταση της ιστοριογραφίας μας· έκεϊνο ωστόσο πού θέλω νά έπισημάνω είναι ή κινητικότητα τών συνεργατών μας αύτών, κινητικότητα πού φαίνεται τόσο στήν ποιότητα της δουλειάς τους δσο καί στήν άκαδημαϊκή δεξίωση πού τυχαίνει αύτή ή τελευταία. Γιατί πάγια έπιδίωξή μας ήταν καί παραμένει δλες οί έργασίες τών διαμορφούμενων ιστορικών μας νά μεταφράζονται σέ έναν άκαδημαϊκό τίτλο. Τέλος θά ήθελα νά σημειώσω δτι οί έκδομένες έργασίες άποτελοΰν μικρό μόνο τμήμα τών έρευνών πού πραγματοποιούνται ή πού έχουν φτάσει στή φάση της τελικής τους διατύπωσης. Μέ Ινα λόγο, ή δλη μας προσπάθεια χαρακτηρίζεται άπό μιά συνέχεια καί άπό μιά διαρκή άνανέωση τοΰ προσωπικού πού τή φέρει σέ πέρας· άνανέωση, πάντως, πού πηγαίνει μαζί μέ εύδόκιμες ά- τομικές συνέχειες πού συνιστοΰν ένα είδος διαδοχικών άναλή- ψεων ερευνητικών ρόλων, τόσο άπαραίτητων στήν προσωπική άρτίωση τοΰ κάθε έρευνητη.
L
3
ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, I
Ή διαπλάτυνση τών ιστορικών πεδίων
Είναι γνωστό δτι ή μεγάλη τομή στό χώρο της ιστορικής ερευνάς που οδήγησε στή σύγχρονη μορφή της ιστοριογραφίας όφείλεται, κατά ενα ποσοστό κα ί στήν επαφή της, στό «άνοιγμά» της θά μπορούσαμε νά που με, στίς άλλες επιστήμες τοΰ ανθρώπου άλλά κα ί σέ διάφορες ((τεχνικές» πού προσφέρουν άλλες επιστήμες. Είναι επίσης γνωστό δτι ((ενοφθαλμίζοντας» ή ιστορική ερευνά τά δάνεια αυτά στή δική της προβληματική προτείνει ταυτόχρονα στίς άλλες επιστήμες μ ία νέα, (άστορικότερη» ας ποΰμε, οπτική γιά τά δικά τους άντικείμενα. Υπάρχουν δμως ορισμένοι έπιστήμονες —ιδιαίτερα τών θετικών επιστημών— πού δέν βλέπουν κα ί μέ τόσο καλό μάτι την τάση αύτή. Μερικοί μάλιστα φθάνουν νά κατηγορούν τή σύγχρονη ιστοριογραφία γιά ενα είδος επιστημονικού ((ιμπεριαλισμού».
Μιλάς γιά τόν «ιμπεριαλισμό» της ιστοριογραφίας: εϊναι τό συνέκδρομο της άνάγκης της νά εϊναι μιά επίκαιρη γνώση,
Ή Αυγή, 18.9.1983. Συνέντευξη στόν Τέλη Σαμαντα μέ τήν εύκαιρία τοΰ Διεθνούς Συνεδρίου Economies mediterraneennes: Equilibres e t intercommunications, Xllle-XIXe siecles (KNE/EIE, ’Αθήνα, 18-25 Σεπτεμβρίου 1983). Οί έσώτιτλοι ανήκουν στήν εφημερίδα.
32 ΣΧΟΛΙΑ
νά δίνει δηλαδή τήν ιστορική διάσταση τών γνώσεων καί, μάλιστα, τήν ιστορική διάσταση τών βιωμάτων. Καί ή μιά καί τά άλλα δέν άναδύονται πάντα στή συνείδηση τοΰ ΐστορικοΰ άπό μιά λογής έσωτερική έπιταγή τής λογικής τής ιστορίας ώς διανοητικής πράξης: είναι κατά κανόνα άπαντήσεις τοΰ ί- στορικοΰ σέ έρωτήματα καί σέ δοκιμές, σέ στάσεις ζωής καί συνειδητοποιήσεις πού έρχονται άπό άλλους χώρους τής σκέψης καί τής πράξης- στό τέλος δμως έγγράφονται καί ύπα- κούουν στούς διάνοητικούς μηχανισμούς μέ τούς οποίους προκόβει ή ιστορία ώς γνωστική διαδικασία, ώς γραφή. Πρόκειται γιά έναν «ιμπεριαλισμό» πού υποδεικνύεται άπό τό ιδιο τό ά- ντικείμενο τής ιστοριογραφίας, δηλαδή άπό τήν ιστορία στήν όντολογική της υπόσταση: στήν οπτική αύτή θά μπορούσε νά φανταστεί κανείς ένα εϊδος παρθενογένεσης τής ιστορικής θεματολογίας, πού θά προέκυπτε άπό τήν απλή συμφωνία δτι ή ιστορία είναι, ώς επιστήμη, ή άνασυγκρότηση τής άνθρώπινης μνήμης καί δτι τό υλικό τής μνήμης αύτής είναι οΐ άνθρώπινες πράξεις καί τά άνθρώπινα πάθη καί παθήματα μέσα στό χρόνο καί, έξυπακούεται, μέσα στό χώρο- μέσα στόν άντικειμενι- κό καί μέσα στόν υποκειμενικό χρόνο καί χώρο. 'Ωστόσο, οί μηχανές υποδεικνύουν τή λειτουργία τους μέ τήν προϋπόθεση μόνο δτι υπάρχουν στό μυαλό εκείνου πού τίς παρατηρεί κά- ποιες δεκτικότητες, κάποιες έννοιες δηλαδή οΐ όποιες στή μηχανή φανερώνονται ώς πράξεις- μέ τήν προϋπόθεση έπίσης δτι οΐ «πράξεις» αύτές έχουν τό ομόλογό τους σέ κάποιες έτοιμό- τητες σωματικές έκείνου πού παρατηρεί τίς μηχανές: τό ιδιο συμβαίνει καί μέ τόν ιστορικό πού παρατηρεί τήν ιστορία ώς οντολογία. Οΐ έτοιμότητες καί οί δεκτικότητές του έρχονται άπό μιά γνώση, άπό μιά γνωστική άπαίτηση πού τίς έχει ά- πορροφήσει ζώντας τήν ιστορία ώς παρόν, δηλαδή δεχόμενος έρεθίσματα καί δίνοντας άπαντήσεις σ ’ αύτό πού άπό μιά στιγμή καί ύστερα γίνεται τό όντολογικό σώμα τής ιστορίας.
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ
’Έτσι είναι έπόμενο νά τροφοδοτείται ή ιστορία άπό τίς έγνοιες τών άλλων έπιστημών: συνήθως γίνεται ή ιστορία τών έπιστημών αύτών. Στή χειρότερη περίπτωση ξεσηκώνει τό γλωσσάρι τους καί ξαναλέει τά πράγματα πού έλεγε μέ άλλα λόγια- κάποτε έτσι μπορεϊ νά διαστρέφει τό άντικείμενό της προσφέροντας άχρηστες άπαντήσεις ή μή έντάσσοντας τίς προτάσεις της σέ μιά συνάφεια ιστορικής γνωστικής εμβέλειας. Γιατί, δουλειά τοΰ ΐστορικοΰ μέσα στήν προσπάθειά του νά άνασυγκροτεΐ τήν ιστορική μνήμη είναι νά δείχνει γιά ποιούς λόγους, άρα μέσα άπό ποιές πράξεις, ορισμένα άπό τά ύλικά της μνήμης αύτης έξαφανίστηκαν ή άνασηματοδοτήθη- καν- αύτή είναι ή συνάφεια μέσα στήν όποια οί γνώσεις γίνονται έπιχειρησιακές.
"Ολα τοΰτα είναι χρήσιμα καί πλαταίνουν τά ιστοριογραφικά πεδία, άποκατασταίνουν άκόμη καί τήν έπικοινωνία άνάμεσα στούς τομείς της γνώσης: τό αίτούμενο ώστόσο είναι διαφορετικό, συνίσταται στή μεταγραφή σέ ιστορικό λόγο τοΰ δλου όντολογικοΰ σώματος της ιστορίας, μεταγραφή πού θά ύπακούει σέ μιά λογική, ή οποία θά είναι ή συναίρεση τών καθέκαστα λογικών τών έπιστημών. Τότε ή ιστοριογραφία άπο- κτα καί θεματολογική καί μεθοδολογική διαφοροποίηση- δέν περιορίζεται νά μεταφέρει στό χώρο της μεθόδους, τεχνικές, άντικείμενα, άλλά άνασυνθέτει τή λογική της, άναδιαρθρώνει τίς πηγές της καί δίνει φωνή σέ άλλες.
Διαφοροποίηση τών νοοτροπιών μας
Νομίζω πώς μπορούμε νά ποΰμε δτι σύγχρονη ιστοριογραφία σημαίνει πριν άπ ’ δλα ενα νέο τρόπο άντίληφης τοΰ παρελθόντος, διαφορετικό άπ ’ αυτόν πού έχουμε συνηθίσει. ’Αντί, έτσι, γ ιά την έμμονη στην περιγραφή τών αιτίων
κα ί τών επιπτώσεων τών μεγάλων ιστορικών γεγονότων ή
34 ΣΧΟΛΙΑ
την ανάλυση τών δραστηριοτήτων τών ((ιστορικών προσώπων» προτείνεται ή στροφή στήν έρευνα τών άνθρώπινων (χοντρικά) δραστηριοτήτων, τών συμπεριφορών, τών γρα- πτών η καί προφορικών τεκμηρίων, τών μικρών η καί μεγάλων έκείνων γεγονότων που συνιστοϋν αύτό πού θά λέγαμε συνολικό ιστορικό σώμα. Πρόκειται μ ’ άλλα λόγια γιά μ ιά νέα «ιστορική όραση». Σέ ποιό βαθμό, τώρα, μπορούμε νά υποστηρίζουμε δτι ή νέα αύτή ((δράση» δέν ισχύει μόνο γιά τό παρελθόν άλλά προτείνει κα ί ένα νέο τρόπο γιά νά βλέπουμε τό παρόν μας;
Ά ν ισχύουν δσα λέμε, βέβαια ή καινούργια ιστορική δράση εισάγει στήν ιστορική παρατήρηση στοιχεία πού κατασταί- νουν ένεργότερη τήν ιστορική γνώση· κυρίως, θά ελεγα, ένο- φθαλμίζουν στή διανοητική πράξη μιά γνωστική διαδικασία μέ πολιτισμική εμβέλεια, άρα ή ιστοριογραφία ανάγεται σέ πολιτισμική παρέμβαση. Στό βαθμό δπου κάνει εναργή στή συλλογική συνείδηση τή διαφορικότητα τών δρων στούς οποίους υπακούει ή ανθρώπινη πράξη, συμβάλλει στή συνειδη- τοποίηση τών δρων της σημερινής μας ύπαρξης, στή διαμόρφωση πρώτιστα τών έργαλείων μέ τά όποια μπορεϊ νά συντε- λεστεϊ ή συνειδητοποίηση αύτή. Φτάνει, φυσικά, νά υπάρχει ή άνάγκη γιά συνειδητοποίηση, ή ανάγκη γιά τή γνώση της ιστορικότητας, δηλαδή της έτερόχρονης μεταβλητότητας τών δρων πού κατευθύνουν τίς πράξεις ή τίς παθητικές αποδοχές μας. Γέννημα της πολιτισμικής μας στιγμής, ή ιστοριογραφία παρέχει τουλάχιστον τή δυνατότητα κάποιων διαφοροποιήσεων στό επίπεδο τών νοοτροπιών μας.
Ή ιστορική διάσταση τών διανοητικών έργαλείωνΌ Μάρξ στήν Εισαγωγή της κριτικής της πολιτικής
οικονομίας τονίζει τόν ιστορικό χαριχκτήρα τών διχνοητι-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 35
κών εργαλείων, τών ένοικων δηλαδή πού διαμορφώνονται σ ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό έπιμένοντας στην άνάγκη τά έργαλεϊα αύτά νά εντάσσονται μέσα σέ μ ιά ευρύτερη ιστορική άντίληφη. Γιά μ ιά δογματική αντίληψη αύτό σημαίνει απλά τή δυνατότητα νά επιβάλεις τίς γενικές ((ιστορικές» άπόψεις σου πάνω στήν ίδια τήν ιστορία. Εΐναι προφανές ωστόσο ότι μέσα στήν ιστορία λειτουργοΰν δυνάμεις πού δρουν μέ διαφορετικούς όρους, μέ διαφορετικές διάρκειες, μέ διαφορετικές ποιότητες·. Πού ξεφεύγουν, μ ’ άλλα λόγια, άπό κάθε ε ί δ ο υ ς προκατασκευασμένα «καλούπια». Μέ ποιούς τρόπους εκδηλώνεται, γιά τή σύγχρονη ιστοριογραφία αύτή ή διαφορικότητα τών ιστορικών δρων;
' Η διαφορικότητα τών δρων, στήν οποία εμμένεις, έκδη- λώνεται σέ δυό έπίπεδα: Πρώτα στό όντολογικό έπίπεδο, στή βιωμένη αλλιώς ιστορία. Είτε πρόκειται γιά τό χρόνο, τόν ιστορικό χρόνο, είτε πρόκειται γιά μερικότερες λειτουργίες, είναι προφανές δτι δέν έχουμε νά κάμουμε μέ τίς ίδιες πάντα ποιότητες καί τίς ΐδιες σχέσεις. Ή ποιότητα, λόγου χάρη, της μακρας καί τής μικρής διάρκειας, οί σχέσεις πού ορίζουν τή διαμόρφωση τών τιμών σέ διαφορετικού τύπου οικονομικά συστήματα: ό χρόνος μέσα στόν όποιο βεβαιώνονται τά μεγάλης σταθερότητας φαινόμενα είναι ποιοτικώς διάφορος άπό τόν άντίστοιχο δπου βεβαιώνονται τά φαινόμενα της μικρής διάρκειας, λόγου χάρη ή λήψη μιας άπόφασης- οί σχέσεις, συνακόλουθα, πού ορίζουν, καθώς λέγαμε, τή διαμόρφωση τών τιμών σέ μιά οικονομία δπου ή παροχή έργασίας είναι κοινωνική υποχρέωση καί οχι μορφή οικονομικής έξάρτησης, είναι διάφορες άπό τίς άντίστοιχες πού ισχύουν σέ μιά οικονομία δπου λειτουργεί ή άγορά έργασίας. Όλα αύτά στοιχειοθετούν τή διαφορικότητα τών δρων της ζωής, συνεπώς τών δρων της
36 ΣΧΟΛΙΑ
ιστορίας καί είναι, φυσικά, έπόμενο ή διαφορικότητα αύτή νά άντανακλαται καί στό έννοιολογικό έπίπεδο, αύτό πού ζητα ό Μάρξ στήν εισαγωγή της Κριτικής της πολίτικης οικονομίας καί πού συνίσταται στήν ίστορικοποίηση τών διανοητικών έρ- γαλείων, τών εννοιών πού έχουν κρυσταλλωθεί σέ ένα δεδομένο, καπιταλιστικό στήν περίπτωση, οικονομικό καί κοινωνικό μόρφωμα. Θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά ίστορικοποίηση τών συμπεριφορών, τών κινήσεων τοϋ σώματος, γιά άναση- ματοδότηση πού γίνεται κατά τή διάρκεια της ροής της ιστορικής πράξης, νά ξαναδοΰμε μέ καινούργιο φώς τά «έπιβιώμα- τα», τά λείψανα, μέσα στή διαδικασία της επαναλειτουργίας τους, της άνασηματοδότησής τους. Άνασηματοδότηση, λοιπόν, καί διαφορικότητα σέ δυό έπίπεδα: στό όντολογικό ιστορικό έπίπεδο καί στό έπίπεδο της ιστορικής γραφής.
’Άγνοια τοΰ έθνικοΰ μας 8υναμικοϋ
"Ας ερθουμε τώρα στην αφορμή της συζήτησής μας. Σέποιά ανάγκη υπακούει τό κΒ ' διεθνές συνέδριο ιστορίας»;Τί είδους έγνοια έκφράζει δηλαδή;
Τί έχει νά κάμει τώρα τό συνέδριο ιστορίας πού οργανώνει τό Κέντρο Νεοελληνικών Έρευνών μέ δλα τοΰτα. Δυό λόγια πρώτ ’ άπ’ δλα γιά τό συνέδριο αύτό. Βγήκε άπό τή διασταύρωση μιας διάχυτης έγνοιας γιά τή διαφοροποίηση τών ιστορικών μας σπουδών. Τήν έγνοια αύτή τή μοιραζόμαστε πολλοί: έρευνητές πού έργάζονται στό Κέντρο αύτό, άλλοι πού δουλεύουμε έξω άπό «θεσμοθετημένα πλαίσια», κυρίως μιά ομάδα νέων ιστορικών πού πραγματώνουν δυό ερευνητικά προγράμματα ύποκινημένα άπό τήν Επιτροπή 'Ιστορίας της Εθνικής καί άπό τήν άντίστοιχη της ’Εμπορικής Τράπεζας. Γιατί, άς μοΰ έπιτραπεϊ μιά παρένθεση (μιά κάπως βίαιη παρένθεση), δλες αύτές οί ιστορίες πού άκοΰμε δτι τάχα δέν ύ-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 37
πάρχουν νέοι άνθρωποι παθιασμένοι γιά τήν ιστορική σπουδή, δτι δέν υπάρχουν δυνατότητες χρηματοδότησης της ιστορικής ερευνάς καί τά ρέστα, δλες αύτές οΐ ιστορίες εϊναι έκ τοΰ πο- νηροΰ, άπορρέουν άπό ένδόμυχες άνάγκες συντήρησης τών ά- δρανειών, άπό μιά λογης περιφρόνηση άπέναντι στούς νέους άνθρώπους, άπό μιά ραστώνη πού άποκλείει τό ρίσκο άπό τήν πνευματική πράξη, άν δέν μεταφράζει, στήν καλύτερη περίπτωση, μιάν άγνοια τοΰ έθνικοΰ μας δυναμικοΰ, μιά παραίτηση, σέ τελευταία ανάλυση, άπό κάθε εθνικό παιχνίδι. Ά ς είναι.
' Ο διεθνής χαρακτήρας τοΰ συνεδρίου κα ί το αντικείμενό του: ή ιστορική διάσωση τών οικονομιών τής Μεσογείου άπό τόν 13ο ώς τόν 19ο αιώνα, συνυπολογίζοντας κα ί όσα άναφέραμε παραπάνω τ ί ελπίζει δτι θά έχει ώς αποτέλεσμα;
Λέγαμε δτι πολλοί άπό μας μοιραζόμαστε τήν έγνοια γιά τή διαφοροποίηση τών ιστορικών μας έρευνών, στήν οπτική πού υπαγορεύει δσα εΐπαμε πιό πρίν. Ζητήσαμε άπό δικούς μας καί άλλοδαπούς ιστορικούς πού, οί τελευταίοι, μεταφέρουν στό έπίπεδο της ιστορικής γραφής αύτές τίς έγνοιες, νά μιλήσουν γιά κάποια ζητήματα πού εϊναι ισάριθμα κλειδιά της ιστορίας τών μεσογειακών οικονομιών καί κοινωνιών: πραγματοποίηση καί άνακατανομή τοΰ πλεονάσματος, έμπορικές διασυνδέσεις, δεξίωση τοΰ οίκονομικοΰ στό έπίπεδο τών νοοτροπιών, μορφές μέσα άπό τίς όποιες λειτουργεί ή οικονομία (νόμισμα καί άλλες μορφές πληρωμών, ναυτικός κίνδυνος), ά- κόμη μηχανισμοί της κατάκτησης, άναντιστοιχίες άνάμεσα στίς κοινωνικές δομές καί συμπεριφορές καί στίς ομόλογες οικονομικές- λειτουργία της βιοτεχνικής παραγωγής στήν προ- καπιταλιστική οικονομία, παραδοσιακές δομές τών πόλεων καί καπιταλιστική εισβολή. Επιπρόσθετα, προβλήματα της
38 ΣΧΟΛΙΑ
έλληνικής οικονομίας στόν ιθ ' καί στόν άρχόμενο κ ' αιώνα, αντικείμενα τών έρευνών τών ομάδων πού ύπαινίχθηκα προηγουμένως. Στό τέλος μιά Στρογγυλή Τράπεζα επιστημολογικού ένδιαφέροντος: ή ' Ιστορία άνάμεσα στήν ’Ανθρωπολογία καί τό Φολκλόρ. ’Απευθυνθήκαμε οχι άποκλειστικά σέ «ειδικούς» της νεοελληνικής ιστορίας, γιατί πρόθεσή μας δέν ήταν νά ίδοΰμε άπό τήν έλληνική καί μόνο κλειδαρότρυπα τά ζητήματα αύτά- άπευθυνθήκαμε σέ άνθρώπους πού σημαδεύουν μέ τό ονομά τους τό σημερινό στίγμα της διεθνούς ιστοριογραφίας καί βρήκαμε οχι απλώς κατανόηση ή συμπάθεια, άλλά έ- νεργητική συμμετοχή. Ζητήσαμε άπό ιδιωτικούς καί δημόσιους φορείς νά μας καλύψουν τίς δαπάνες τής έπιστημονικής αύτης συνάντησης καί βρήκαμε γοργή καί άποτελεσματική συμπαράσταση. ’Από κεϊ καί πέρα μένει ο καθένας μας μέ τό βάρος καί τήν εύθύνη τής προσωπικής του μαρτυρίας, τής ά- τομικής του κατάθεσης: δλοι μας θά θέλαμε οί έπί μέρους καταθέσεις νά ένορχηστρωθοΰν στή μεγάλη συμφωνία άπόηχος τής όποίας είναι τούτη ή δοκιμή- αύτό θά φανεί αργότερα, στό βαθμό δπου τό συνέδριο θά ένισχύσει τίς ιστοριογραφικές βουλήσεις πού υπάρχουν, ένήλικοι πιά, καί ζητούν νά κερδίσουν τόν χαμένο χρόνο, τό χαμένο τραίνο τής πολιτισμικής μάχης πού θά έπρεπε νά έχει δοθεί άπό πολύν καιρό μέ φορέα καί μάρτυρα τόν ιστορικό λόγο.
4
ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, II
Δέν υπάρχουν προβλήματα, υπάρχει ενα καίριο πρόβλημα, τονίζει 6 κ. Άσδραχάς απαντώντας στήν ερώτησή μας: ή έλ- ληνική ιστοριογραφία πρέπει νά άποκτήσει μιά ταυτότητα. Καί χρειάζεται νά άποκτήσει μιά ταυτότητα, γιατί παρουσιάζει τρομερή καθυστέρηση σέ σχέση μέ τίς ιστοριογραφίες πού άξίζει νά φέρουν τό δνομα αύτό.
Σέ τί όφείλεται ή καθυστέρηση; Νομίζω στό γεγονός δτι ή ιστοριογραφία δέν εϊχε άναχθεϊ ποτέ σέ πολιτισμική πράξη. ’ Από τή μιά δέν ύπήρχαν πολιτισμικά αιτήματα, κάθετα, καί άπό τήν άλλη ή ιστορία ήταν, καί κατά τή γνώμη μου συνεχίζει νά είναι, χρησιμοθηρική. Δηλαδή στό έπίπεδο της μεγάλης έπικοινωνίας λειτουργούσε ώς χρησιμοθηρική, ώς ψυχοκινητική, ένώ στό έπίπεδο της έπιστημονικής έπιταγης οί άνθρωποι βολεύονταν στό δεδομένο σχήμα μιας μορφής θετικισμού, στήν
’Ελευθεροτυπία, 20.9.1983. Συνέντευξη στόν Νίκο Μπακουνάκη. Τά έρωτήματα δπως τά διατυπώνει ο ίδιος: «Ποιά εϊναι τά προβλήματα της έλληνικης ιστοριογραφίας κ α ί τοΰ "Ελληνα ίστορικοΰ σήμερα; Τί σκέφτεστε γιά την οργάνωση τών ιστορικών σπουδών; Παρατηρεϊται διεθνώς μ ιά ΰπο- βάθμιση τών ιστορικών σπουδών. Ποιά είναι ή ελληνική εμπειρία; Τελικά ποιά είναι ή λειτουργία, ή χρησιμότητα της ιστορίας σέ μ ιά κοινωνία σάν την ελληνική; Ποιά είναι ή θεματολογία της ελληνικής ιστοριογραφίας; Υ πάρχουν κάποιες προτεραιότητες; Πρέπει νά υπάρξουν;»
40 ΣΧΟΛΙΑ
πιό άποναρκωτική του μορφή. Αύτό όφείλεται στό δτι οί χώροι δπου θά μπορούσε νά αναπτυχθεί ένας ιστορικός στοχασμός, κατ ’ έξοχήν τά πανεπιστήμια, είχαν σάν σκοπό τήν παραγωγή λειτουργικών λογίων, δασκάλων, οί όποιοι επρεπε νά διαιωνίζουν τά εθνικά στερεότυπα. Βέβαια δέν σταματούσε ποτέ ή ιστορική έρευνα, προορισμένη σ ’ ένα είδος έπικοινω- νίας μεταξύ τών ειδικών, έπομένως χωρίς κοινωνική άπήχηση. ' Υ π’ αυτούς τούς δρους γιατί ν ’ ανανεωθεί ή ιστορία θεμα- τολογικά; Γιατί ν ’ ανανεωθεί μεθοδολογικά; Γιατί, τελικώς, νά έκσυγχρονιστεΐ;
'Ο ιστορικός προβληματισμός είναι επείσακτος. Υπάρχει κάποια ιστοριογραφική συνέχεια, άλλά τήν έχουμε στό έπίπεδο της ιδεολογίας καί οχι στό έπίπεδο της άτομικης γραφής, τής μεθόδου, τής θεματολογίας. Θά μοΰ πείτε άν υπάρχει σήμερα μιά άντίδραση σ ’ αύτήν τήν «κεκτημένη συνείδηση». 'Υπάρχει, άλλά δέν προέρχεται άπό τούς θεσμοθετημένους χώρους τής έρευνας καί τής διδασκαλίας. Είναι μιά άντίδραση πού προέρχεται, κυρίως, άπό ιστορικούς πού είναι έξω άπό τό άκαδημαικό κατεστημένο καί άπό άνθρώπους πού θέλουν νά γίνουν ιστορικοί - φοιτητές πού πηγαίνουν στό έξωτερικό μ ’ ένα άδιαμόρφωτο έπιστημονικό αίτημα, άλλά μέ μιά φιλοσοφική προδιάθεση.
Τό αίτούμενο είναι δτι αύτά πρέπει νά βρουν στή χώρα μας μιά υποδοχή. Πολλοί μιλοΰν γιά νά ποΰν δτι πρέπει νά μεριμνήσει τό κράτος. Έγώ δέν πιστεύω σ ’ αύτην τήν ιστορία τοΰ κράτους πού μέριμνα. Πιστεύω στήν ιστορία τών ά- ντισυστημάτων. Τί σημαίνει αύτό; Άντισύστημα στό πεδίο τής έρευνας σημαίνει τή δημιουργία ομάδων, έστω πρόσκαιρων, οί όποιες θά άξιοποιοΰν τίς δυνατότητες, δσες ύπάρχουν, γιά χρηματοδότηση τής έρευνας καί γιά έναν στοιχειώδη προγραμματισμό. Νομίζω δτι οί δυνατότητες αύτές ύπάρχουν γιά δυό λόγους: α) 'Η οικονομία μας είναι αναγκασμένη νά έκ-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 41
συγχρονιστώ, επομένως νά εκσυγχρονίσει τό χαρακτήρα τοΰ εύεργετισμοϋ πού εϊχε. 'Ορισμένοι οικονομικοί φορείς ασκούσαν ένα ρόλο μαικήνα. Μπορούν κάλλιστα μερικοί μαικήνες νά χρηματοδοτήσουν ιστορικά προγράμματα, β) 'Υπάρχει τό αίτημα της κινητικότητας τών ερευνητών, πού σημαίνει δτι μπορούν πολλοί άνθρωποι νά δοκιμάζονται, νά φιλοξενούνται σέ κέντρα, γιά τήν ολοκλήρωση ένός προγράμματος καί μετά νά φεύγουν (χωρίς αύτά νά έχουν επίπτωση στήν έξασφάλισή τους ώς εργαζομένων) καί νά έρχονται άλλοι. Νά δημιουργη- θεϊ, έτσι, μιά πολυμορφία.
Τελικώς, πιστεύω δτι ύπάρχει ή δυνατότητα δημιουργίας ένός κλίματος κοινωνικής πίεσης γιά τήν παραγωγή ιστοριογραφίας, μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στόν ιστορικό καί τούς θεσμούς, στόν ιστορικό καί τούς φορείς της χρηματοδότησης, εϊτε ιδιωτικοί ειτε δημόσιοι.
Γιά νά επιτευχθεί ή χρηματοδότηση δέν άρκεϊ ή καλή βούληση της πολιτείας, άλλά ή πολιτισμική παρέμβαση του ιστορικού.
’Απαντώντας στην ερώτηση, αν υπάρχει ύποβάθμιση τών ιστορικών σπουδών, ό κ. Άσδραχάς τονίζει.
Δέν μπορώ νά μιλήσω γιά υποτίμηση ή ύποβάθμιση, γιατί δέν ΰπηρχε ποτέ ή γνωστική άπαίτηση γιά τήν ιστορία. Όσο γιά τή χρησιμότητά της: ή δουλειά της ιστορίας εϊναι ή άνα- συγκρότηση της μνήμης. Πολιτισμός χωρίς μνήμη δέν γίνεται. Καί ένεργητική στάση άπέναντι στά λείψανα της μνήμης -τά έξω άπό τά υποκείμενα λείψανα της μνήμης— δέν μπορεϊ νά ύπάρξει παρά μέσω της ιστορικής γραφής. Ειδεμή ή μνήμη παραμένει άδρανής, έξω άπό τά υποκείμενα, είναι μιά μαρτυρία βουβή.
Δέν πιστεύω στίς προτεραιότητες, λέει άχόμα ό κ. Άσδραχάς, γιατί πιστεύω δτι ή ιστορία είναι μιά γνωστική άπαίτηση μέ στόχο τήν άλλαγή τών νοοτροπιών καί οχι άπαίτηση
42 ΣΧΟΛΙΑ
τοΰ νά μάθουμε κάτι πού έχει μείνει στή σκιά. Γιά παράδειγμα, τό αΐτούμενο δέν είναι νά μάθουμε, τόσο, σέ χρονογραφικό έπίπεδο τήν ιστορία τής ’Αντίστασης. Τό αίτούμενο είναι νά μάθουμε τί ήταν έκεϊνο πού έπέτρεψε αύτή καί οχι μιά άλλη μορφή άντίστασης. Πράγμα πού σημαίνει οτι έχουμε ξεφύγει άπό τόν τύπο της ιστορίας πού σοΰ λέει δτι τό Α καί τό Ω τοΰ ΐστορικοΰ είναι νά εχει έπιστασία τών γεγονότων. Θά ’λεγα πώς τό Α καί τό Ω είναι νά άποδεσμεύει κάθε φορά τή λογική της ιστορίας.
Μέ τό συνέδριο θέλουμε νά δοθεϊ ή ευκαιρία νά συζητηθοΰν στή χώρα μας μερικά καίρια προβλήματα της ιστορίας τών μεσογειακών οικονομιών καί κοινωνιών: δέν πρόκειται γιά ενα έλληνοκεντρικό συνέδριο, άλλά γιά μιά προσπάθεια ενοφθαλμισμού, μέσω της κινητοποίησης έρευνητικών ένδιαφερόντων, ορισμένων ζητημάτων θεματολογικής καί μεθοδολογικής τάξης στήν έλληνική ιστοριογραφία. Σέ τί θά πετύχουμε ή σέ τί θά δικαιώσουμε τίς υφιστάμενες ιστοριογραφικές αδράνειες, αύτό θά φανεί άργότερα, δέν είναι τής τωρινής στιγμής· τής τωρινής στιγμής εϊναι νά λεχθεί δτι τό συνέδριο αύτό, καθώς κι άλλες ομόλογες προσπάθειες, δέν έχουν νόημα παρά στό βαθμό δπου μπορούν νά ένορχηστρωθοΰν σέ ένα εύρύ σχέδιο ιστορικών έρευνών, άρα σέ ένα σχέδιο πολιτισμικής έμβέλειας. Λέγαμε προηγουμένως δτι στό τέλος τέλος ή παρέμβαση τοΰ ΐστορικοΰ είναι παρέμβαση πολιτισμική: κάθε φορά ορίζεται άπό τόν τύπο τών προβλημάτων πού συνιστοΰν τό άντικείμενο τών ένδιαφερόντων του — θά έπρεπε νά ποΰμε: τών ένδιαφερόντων τής εποχής του.
Κάποια άπό τά προβλήματα αύτά αναγγέλλονται στή θεματική τοΰ συνεδρίου: μένω σ ’ ένα άπ ’ αύτά, τή θέση τής ιστορίας άνάμεσα στήν άνθρωπολογία καί τό φολκλόρ, άντι- κείμενο τής Στρογγυλής Τράπεζας πού οργανώνει ό Ruggiero Romano καί στήν οποία μιά χώρα, δπως ή δική μας, πού
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 43
έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στίς λαογραφικές σπουδές, θά είχε πολλά νά δώσει καί νά πάρει- ακόμη μιά ιστοριογραφία πού ή γένεσή της συνδέεται μέ τήν αναζήτηση της έθνικης ταυτότητας, θά εϊχε νά δεχθεί έρεθίσματα άπό τίς δοκιμές ιστορικής σύνθεσης καί καθορισμού τοΰ άντικειμένου της εθνικής ιστορίας πού έγιναν στήν ’Ιταλία καί γιά τίς όποιες θά γίνει λόγος στή Στρογγυλή αύτή Τράπεζα.
Μέ δυό λόγια, οργανώνοντας τό συνέδριο, θέλαμε καί θέλουμε νά ποικίλλουμε τόν ιστορικό λόγο πού άκούεται στή χώρα μας, ιδίως μέσα στίς θεσμοθετημένες του υποδοχές. Στήν έγνοια μας αύτή βρήκαμε μιά ειλικρινή ανταπόκριση άπό δλους δσους καλέσαμε νά συμμετάσχουν σ ’ αύτό, δηλαδή άπό ιστορικούς πού φτιάχνουν τή σημερινή μορφή της διεθνοΰς ιστοριογραφίας.
ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, III
5
Τί ρόλο μπορεϊ νά παίξει ή ιστοριογραφία στίς πολιτισμικές σχέσεις μεταξύ τοΰ μεσογειακοΰ Νότου κα ί τοΰ Βορρά;’ Εδώ υπάρχει, ένα γενικό πρόβλημα, μιά διάσταση ανάμε
σα στό Βορρά καί τό Νότο. Μιά διάσταση πού πρέπει νά έπι- λυθεΐ στό πλαίσιο της διευρυμένης Ευρώπης. Καί τό παιχνίδι παίζεται σέ πολλά έπίπεδα — κυρίως στό οικονομικό. ’Αλλά, φυσικά, τό παιχνίδι αύτό παίζεται καί στό πολιτισμικό έπίπεδο.
Σέ τ ί συνίσταται τό όλο πρόβλημα;Συνίσταται στό έξης: ήγεμονεύει κάποιος κάποιον; 'Ηγε
μονεύει ό Βορράς τό Νότο καί τόν ήγεμονεύει σ ’ δλα τά έπίπεδα: στό οικονομικό, στό πολιτικό, στό πολιτισμικό; 'Υπάρχουν αντιστάσεις άπό τήν πλευρά τοΰ Νότου; Στό βαθμό δπου μιλάμε γιά ένα πολιτισμικό πρόβλημα, έπιτρέπεται νά θεω- ροΰμε ώς πολιτισμικό αύτό τό όποιο υπάρχει σήμερα καί έμ- πίπτει στήν άντίληψή μας ή πρέπει νά τό δοΰμε κάθετα, στήν ιστορική του διάσταση; ’Άντό πρόβλημα τοποθετηθεί μ’ αύτό τόν τρόπο, τότε ή ιστοριογραφία μπορεϊ νά γίνει ή μεταγραφή τοΰ πολιτισμικοΰ προβλήματος τοΰ Νότου σέ σχέση μέ
’Εξόρμηση, 1.10.1983. Συνέντευξη στόν Νίκο Λαγκαδινό, δημοσιευμένη μέ τόν τίτλο Πολιτισμικός είναι ό ρόλος τοΰ ιστορικού.
46 ΣΧΟΛΙΑ
τό Βορρά. ’Ακόμα, παραπέρα, ή διάσταση Βορρά καί Νότου μπορεϊ νά μεταγραφεϊ σέ ιστοριογραφικό λόγο. Σ’ αύτή τήν έκδοχή, νομίζω ότι ό ιστορικός έχει νά διαδραματίσει εναν πολιτικό ρόλο —πολιτικό στό δικό του πλαίσιο—πού, οπωσδήποτε, αύτός ο πολιτικός ρόλος τοΰ ίστορικοΰ είναι ρόλος πολιτισμικός. Ά π ’ αύτή τήν άποψη ταυτίζω τήν πολιτισμική μέ τήν πολιτική δράση.
Ή ελληνική ιστοριογραφία τ ί ρόλο μπορεϊ νά παίξει η τ ί ρόλο εχει παίξει μέχρι σήμερα;Είλικρινά, δέν νομίζω πώς έχει παίξει ενα ρόλο. Ά ν ε-
χουμε νά καταγράψουμε στό ένεργητικό της κάτι, εϊναι ό βαθμός ένσωμάτωσής της μέσα στή διεθνή ιστοριογραφία. Έ χουμε μερικές μορφές ιστοριογραφίας, κυρίως αύτές πού ά- σχολοΰνται μέ τήν ιστορία τών ιδεών, πού είναι αντίστοιχες μέ τίς ιστορικές μορφές της διεθνούς έπιστήμης. Τό αίτημα πού τίθεται εϊναι μή τυχόν έχουμε πολιτισμικά καί ιστορικά στοιχεία μέ τά όποια, ξαναβλέποντάς τα, φτιάχνουμε μιά ιστοριογραφία πού θά εϊναι σέ θέση νά απαντήσει σ ’ αύτό τό μέγιστο αίτημα — δηλαδή, τή μεταγραφή σέ ιστορικό λόγο τοΰ σημερινοΰ προβλήματος μεταξύ Βορρά καί Νότου.
Τί γίνεται δμως στην πραγματικότητα;Γίνονται χίλιες δυό προσπάθειες. Πρέπει νά ομολογήσου
με δτι καμιά δέν εϊναι οργανωμένη άπό τήν πλευρά τών θεσμοθετημένων φορέων. Δέν υπάρχει ένα πρόγραμμα έθνικοΰ έπιπέδου πού νά εμπεδώνει τό θέμα σ ’ αύτή τή βάση. 'Υπάρχει μιά έγνοια γιά τά πολιτισμικά άγαθά, πολύ σοβαρή, σύμφωνοι, άλλά δλα αύτά δέν μπαίνουν μέσα σ ’ ενα εύρύ πρόγραμμα ίστορικοΰ προβληματισμού, άρα ιστορικών σπουδών, ιστορικών έρευνών. Εϊναι κάτι πού άπομένει νά γίνει. Δέν έχουμε σέ εθνικό έπίπεδο ένα πρόγραμμα ιστορικού προβληματισμού καί ιστορικών έρευνών. Καί δέν έχουμε καί χρηματοδότηση ένός τέτοιου προγράμματος. 'Ωστόσο, δλα αύτά τά
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 47
πράγματα μπορούν νά γίνουν. Ένας άπό τούς τομείς, δπου οί δικές μας έπιστήμες, οί άνθρωπιστικές, οί κοινωνικές έπιστή- μες, θά μπορούσαν νά συνεισφέρουν, είναι ό ιδεατός έκεϊνος τομέας, στόν όποιο θά είχαμε μιά έπικοινωνία τών κοινωνικών έπιστημών. Δηλαδή, τό ιστορικό πρόβλημα ιδωμένο άπό τούς άνθρωπολόγους, τούς κοινωνικούς ψυχολόγους, άπό τούς βιολόγους πού άσχολοΰνται μέ τήν ιστορία, άπ’ αυτούς πού κάνουν δημογραφική ιστορία κι οχι ιστορία της δημογραφίας... Αύτά τά πράγματα δέν τά έχουμε στό σκεπτικό μας. Μέ τήν ευκαιρία τοΰ Συμποσίου προσπαθήσαμε νά είσαχθεϊ αύτή ή προβληματική. Διαλέξαμε έναν έπίκοινο χώρο: είναι ή ιστορία, ή άνθρωπολογία, τό φολκλόρ...
Τί προσδοκάτε άπό τό Συμπόσιο;Ν’ άποκτήσουμε κάποιες τύψεις συνείδησης γιά τίς καθυ
στερήσεις της έλληνικής ιστοριογραφίας. Καί οί τύψεις αύτές νά υποκινήσουν πιέσεις πρός δλες τίς κατευθύνσεις ώστε νά έ- νισχυθεΐ ή ιστορική έρευνα.
Τί χρειάζεται γιά νά ένισχυθεϊ ή ιστορική ερευνά;Χρειάζεται νά πιστεύει κάποιος στήν άποτελεσματικότη-
τα τής ιστορίας.Ποιό είναι τό ζητούμενο;
Είναι τό έξής: Οί υπεύθυνοι φορείς τής οργάνωσης τής επιστήμης καί τής έρευνας πιστεύουν, ναί ή οχι, στήν άποτελε- σματικότητα τής ' Ιστορίας; Έάν πιστεύουν, τότε κα ί χρηματοδότηση τών έρευνών θά γίνει, γιατί δέν είναι θέμα έλλει- ψης χρημάτων. Τό πρόβλημα είναι: ή κυβέρνηση καταλαβαίνει τή χρησιμότητα τής ιστορίας; Δέν νομίζω δτι γιά νά γίνει κάτι, χρειάζεται νά μας παίρνει τό κράτος άπό τό χέρι καί νά μας όδηγεϊ. Όχι! Τό κράτος πρέπει νά δίνει μιά οπτική. Όταν λέω «πρόγραμμα έρευνών σέ έθνικό έπίπεδο», αύτό ακριβώς έννοώ: μιά οπτική.
Σέ τ ί θά βασίζεται αύτή ή οπτική;
48 ΣΧΟΛΙΑ
Θά βασίζεται α) στήν πεποίθηση δτι ή ιστορία έχει μιά λειτουργικότητα, δτι ή ιστορία είναι δράση καί β) σ ’ ενα εύρύ επιστημονικό consensus — δυναμικό καί δχι παθητικό. Κι αύτό τί σημαίνει; Ότι τό γνωστικό κεφάλαιο, τό όποιο έχουμε, μπορούμε νά τό άνασηματοδοτήσουμε. Επιπρόσθετα, δυναμικό consensus σημαίνει δτι οΐ άνθρωποι πού ήταν στό περιθώριο, γιατί είχαν διαφορετικό μάτι άπό τό μάτι τοΰ άνθρώπου πού ήταν στό κέντρο, δτι οΐ άνθρωποι αύτοί θά βρουν τό δρόμο τους καί θά έχουν τή θέση τους στούς χώρους έκείνους δπου πραγματοποιείται ή έρευνα. Ά ν υπήρχε βούληση της πολιτείας πρός τήν κατεύθυνση αύτή, έγώ είμαι σίγουρος δτι μέσα σέ δυό ή τρία χρόνια θά είχαμε μιά ιστοριογραφία διεθνοΰς έ- πιπέδου, γιατί δυνάμεις υπάρχουν παρά τά άντιθέτως λεγάμενα. Κατ ’ έμέ, οί δυνάμεις υπάρχουν κι δσοι τό άρνοΰνται, τό λένε επίτηδες, γιατί θέλουν νά διαιωνίσουν τίς άδράνειες. Είναι εκείνοι πού δέν θέλουν νά έχει χρησιμότητα ή ιστορία.
Ποιά είναι ή θέση της έλληνικης ίστοριογραφίαις στά ευρωπαϊκά δεδομένα;’Εγώ βλέπω δτι ή ιστορία μας, ώς πράξη, ένδιαφέρει ο
πωσδήποτε τή διεθνή ιστοριογραφία. Γιατί ή έλληνική ιστορία άνήκει σέ πολλαπλά σύνολα καί επίπεδα. Είναι ιστορία πού έχει νά κάμει μέ τούς μεγάλους σχηματισμούς, μέ τά έ- θνικά κράτη, μέ τίς ιδιαιτερότητες, μέ τίς τρομερές άντιστά- σεις ή δεκτικότητες στό έπίπεδο της γλώσσας, της νοοτροπίας... Αύτό πού λέμε «έλληνισμός» είχε μιά δεκτικότητα πρώτου επιπέδου καί δέν άπαλλοτριώθηκε. Τό φαινόμενο της έλληνικης ιστορίας είναι κάτι πού ένδιαφέρει: καί καθώς έχουμε τή δυνατότητα νά έμβολιάσουμε τόν προβληματισμό μας μέ πράγματα πού ξεφεύγουν άπό τήν καθιερωμένη τελετουργία τής ιστοριογραφίας, τότε καί στό ιστοριογραφικό έπίπεδο θά μπορούσαμε νά έχουμε μιά υποδοχή μέσα στή διεθνή ιστοριογραφία.
6
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΑΚΟΥ
Μιλάμε γιά τή φυσιογνωμία τοΰ αρχειακού: προσδιορίζεται άπό τά αρχεία, καί γι ’ αύτά τά τελευταία είπαμε δτι είναι ένας ιστός, δέν καθορίζονται δηλαδή άπό δ,τι καθένα άπ’ αύτά περικλείει, άλλά καί άπό έκεϊνο στό όποιο καθένα άπ ’ αύτά παραπέμπει. Κατά κανόνα τά άρχεϊα διαιωνίζουν μιάν άρ- γή μνήμη πού τήν ξυπνά μέ τρόπο έπιλεκτικό ή ιστοριογραφία καί, μέ τρόπο έπίσης έπιλεκτικό καί κυρίως χρηστικό, ή μή ιστοριογραφική πράξη, μιά πράξη πού γιά νά υπάρξει χρειάζεται κάποια άναφορά στόν παρωχημένο χρόνο. Ή μνήμη αύτή, έπίσης κατά κανόνα, είναι ή μνήμη τών έξουσιών, στή συντριπτική πλειοψηφία έξουσιών κρατικών μέ δλες τίς μερικεύ- σεις πού συνεπάγεται αύτή ή έννοια κι αύτή ή πρακτική. Δέν πρόκειται συνεπώς γιά μιά καθολική μνήμη. 'Ωστόσο, ή άνά- γκη γιά μιά καθολικότερη μνήμη καί γιά μιά διάσωση άνθρω- πίνων πεπραγμένων ή νοουμένων οδηγεί στή συγκρότηση άρ- χείων πέρα άπό έκεϊνα πού συγκροτοΰν οί εξουσιαστικές, κατ ’ έξοχήν διοικητικές, βουλήσεις. Καί οί δύο τύποι άρχείων συνθέτουν τό ιδεατό καί συγχρόνως άφηρημένο άρχεΐο, τό όποιο έ-
Τό κείμενο αύτό είναι άνάπλαση μιας ανεπαρκούς μαγνητοφώνησης πού δέν έπιτρέπει τήν αύτόματη άναπαραγωγή μιας προφορικής εισήγησης. Διασώζει συνεπώς μόνο τά νοούμενα καί δχι τή διατύπωση αύτης της εισήγησης. Άνατυπώνεται άπό τόν τόμο: Ελληνική ’Αρχειακή 'Εταιρεία, Συμπόσιο Άρχειονομίας. Αρχεία κ α ί αρχειακοί: ένας Ιστός. Κέρκυρα, 11- 13 ’Οκτωβρίου 1991, ’Αθήνα 1992, σ. 167-170.
50 ΣΧΟΛΙΑ
πιβάλλει καί τή φυσιογνωμία τοΰ διαχειριστή του —τοΰ αρχειακού—, ένός διαχειριστή δηλαδή τής μνήμης.
Διαχείριση τής μνήμης είναι μιά εύκολη καί ΐσως γοητευτική έκφραση, άλλά οχι καί έπιχειρησιακή· είναι έπίσης μιά έννοια παγιδευτική γιατί παραπέμπει στόν κατ ’ έξοχήν διαχειριστή της μνήμης, τόν ιστορικό. Ωστόσο, οί έννοιες ιστορικός καί αρχειακός μπορεϊ νά είναι συνάλληλες, άλλά δέν είναι ταυτόσημες: τό αίτούμενο είναι νά διαγραφοΰν τά δρια τής δεύτερης. Οΐ ιστορικοί είναι ύπόφοροι μιας πανάρχαιης άνάγκης, δτι δηλαδή άπό τά ανθρώπινα πεπραγμένα κάποια είναι δια- σώσιμα, συνήθως δσα είναι συγχρόνως καί «θωμαστά». Ό αρχειακός καλούνταν νά οργανώσει μιά μνήμη, γιά τή διάσωση τής όποίας άποφάσιζαν άλλοι, κυρίως οί διοικητικές πρακτικές. Σήμερα ό άρχειακός δέν είναι μόνο ό οργανωτής μιας παραδομένης μνήμης, άλλά καί έκεΐνος πού χρειάζεται νά προβλέψει τί είναι τό διασώσιμο άπό δ,τι ή διοικητική πρακτική θεωρεί πώς είναι πλέον νεκρό, καί συνεπώς γι ’ αύτή μή διασώσιμο. Πρέπει ετσι νά είναι ενα είδος προβλητικοΰ ιστορικού, πρόσωπο αλλιώς πρακτικώς αδύνατο.
Μετέχει, αλλιώς, στήν ιστορική έγνοια, άρα είναι κοινωνός μιας ιστορικής παιδείας. Διαχειρίζεται, ώστόσο, μιά μάζα πληροφοριών πού είναι άπότοκη ένός μηχανισμού καί τής λογικής του: μετέχει έτσι καί στή λογική τοΰ μηχανισμού αύτοΰ, στήν κυριολεξία ένός πλήθους μηχανισμών πού ΰπακούουν σέ έπί μέρους διακριτικά συστήματα, άναγώγιμα σέ μιά ένιαία λογική, παραστήσιμα μέ οργανογράμματα πού έκφράζουν τό μηχανισμό παραγωγής τής πληροφορίας. Τοΰτο ισχύει καί γιά τά έν τώ γίγνεσθαι καί γιά τά συντελεσμένα άρχεϊα, οχι δμως γιά δλα τά άρχεϊα. Τά δεύτερα εϊθισται νά τά καλοΰν ιστορικά, δηλαδή έξω άπό τίς πρακτικές εκείνες πού οργανώνουν ή ρυθμίζουν τίς ανθρώπινες σχέσεις καί οΐ όποιες πρακτικές έ- ξυπηρετοΰνται άπό άλλα, ζωντανά, οργανικά άρχεϊα: είναι εΰ-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤ 51
δηλο δτι καί τά δυό είναι ιστορικά. Τά πρώτα πάντως έχουν μεγαλύτερο χρονικό βάθος, ανήκουν σέ μηχανισμούς παραγωγής πληροφοριών πού οΐ περισσότεροί τους δέν ισχύουν πιά, άνήκουν σέ παρωχημένους πολιτισμούς, σέ παρωχημένες γλώσσες έν πολλοις, ύπακούουν σέ τελετουργικά πού δέν είναι πάντα δικά μας: γιά νά καταστούν διαχειρίσιμα χρειάζονται έναν τεκμηριολόγο μέ ιδιαίτερο πρόσωπο, χρειάζονται ακόμη ιδιαίτερους τρόπους διαχείρισης. Άπό κοντά, ή «φέρουσα δομή» της πληροφορίας άν συνήθως είναι ακόμη χάρτινη, δέν είναι άποκλειστικώς χάρτινη, δερμάτινη ή πέτρινη, μεταλλική ή ξύλινη. Κι άν άκόμη στήν ώς τώρα πλειοψηφία τών πληροφοριακών, τών αρχειακών, τεκμηρίων δέν έξαρτώνταν ή πρόσληψή τους άπό τή διάσωση της μηχανικής της μετάδοσης, της άνακοίνωσής τους, τώρα ή πρόσληψη πηγαίνει γιά μιά σειρά τεκμηρίων μαζί μέ τή διάσωση της μηχανικής αύτης ή μέ τή μεταποίηση της φέρουσας δομής. Έτσι, ή ύλοτεχνική δομή τοΰ αρχείου δέν μπορεϊ πλέον νά είναι ή παλιά.
Μιλάμε έν όλίγοις γιά δυό τύπους άρχειακών καί γιά δυό τύπους αρχείων: καί τοΰτοι καί κείνα έχουν τά έπίκοινα σημεία τους πού ένδέχεται σέ ένα έπίπεδο αρχειακής οργάνωσης νά ύποτονίζουν τίς διαφορές, δέν καταργούν δμως τίς ιδιαίτερες δυνατότητες πρόσληψης τοΰ τεκμηρίου- καί τοΰτοι καί κείνα διαμορφώνονται, παράγονται, γιά νά εξυπηρετήσουν ένα σχέδιο πού δέν είναι άποκλειστικώς άρχειακό, άλλά κατ ’ εξοχήν ιστορικό, δηλαδή ιστοριογραφικό, συνεπώς έν πολλοις απρόβλεπτο. Λέγαμε, δμως, πιό πρίν δτι ό προβλητικός ιστορικός είναι είδος πρακτικώς άνύπαρκτο στό πεδίο τοΰ τεκμη- ριολόγου, δηλαδή τοΰ άρχειακοΰ γιά τόν όποιο μιλάμε. 'Ωστόσο, ό άρχειακός είναι έκεϊνος πού καλείται νά διασώσει καί νά οργανώσει τήν παραγόμενη καί μελλοντικώς ΐστορικώς χρησιμοποιήσιμη πληροφορία, γραπτή, φωνητική, οπτική. Δεν καλείται νά προβεΐ συγχρόνως σέ μιά διακριτική διαχείριση
52 ΣΧΟΛΙΑ
της μνήμης τοΰ μέλλοντος: καλείται, μετριότερα, νά ελέγξει τό σύστημα παραγωγής πληροφοριών, τά συστήματα παραγωγής πληροφοριών, καί στό έσωτερικό τοΰ καθενός νά άπο- καταστήσει τόν τρόπο της διάσωσης της πληροφορίας, μιας διάσωσης πού θά άνταποκρίνεται στήν ανάγκη της διάσωσης της ΐδιας της πληροφορίας άλλά καί της στατιστικής της βαρύτητας. Τοΰτο σημαίνει δτι ό άρχειακός εϊναι ένα πρόσωπο παρόν κατά τή φάση της παραγωγής της πληροφορίας, πρίν άκό- μη ή πληροφορία αύτή «μπει στό άρχεΐο» έπί τη βάσει μιας λογικής οπωσδήποτε θεσμολογικής άλλά οχι ιστορικής. ’Αλλιώς, ό αρχειακός, κατ ’ έξοχήν φορέας ιστορικής συνείδησης, προλαβαίνει τήν καταστροφή της μνήμης. Τοΰτο τό αύτονόη- το χρειάζεται νά τό έχουν ΰπόψη δσοι άναλαβαίνουν νά διαμορφώσουν μέσω της μάθησης άρχειακούς.
"Οταν μιλάμε γιά διαμόρφωση άρχειακών ό νοΰς συνήθως πηγαίνει στά λεγάμενα ιστορικά άρχεϊα πού τό περιεχόμενό τους ζητα παλαιογράφους, κωδικολόγους, όσμανολόγους, γνώστες της ιταλικής καί λίγο της λατινικής, της γαλλικής καί της άγγλικής οπωσδήποτε- κι δταν μιλάμε γιά αρχειακό δίκτυο πού δέν περιορίζεται μόνο στά έθνικά άρχεϊα, δλες έτοΰτες οί μορφωτικές προϋποθέσεις αύγαταίνουν κι άπό κοντά αύγαταί- νουν καί οί μαθήσεις πού θά πρέπει νά προσφέρει τό σχολείο, μάλιστα σχολείο πανεπιστημιακό, πού θά φτιάχνει τούς μελλοντικούς μας άρχειακούς πού θά διασώσουν τήν εθνική μας κληρονομιά καί τά ρέστα. Έ , λοιπόν ό άρχειακός πού θά κάνει ευρετήρια οθωμανικών ή άλλων κωδίκων, πού θά ξέρει νά διαβάζει πρακτικά καί άργυρόβουλλα, νά καταλαβαίνει καί νά εύ- ρετηριάζει τούς νοδάρους, τά δεκρέτα καί νά άποκρυπτογρα- φεϊ τίς πατριαρχικές καί μητροπολιτικές μονοκοντυλιές καί πού γιά νά φτιαχτεί θέλει ορισμένου είδους εκπαίδευση, αύτός λέγω ό άρχειακός άποτελεϊ μιά άναγκαία άλλά μικρή μειοψηφία μέσα στό σώμα τών άρχειακών πού χρειάζεται ή διάσωση
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 53
της συλλογικής μνήμης. Καί σπεύδω νά πώ δτι οί κείμενοι, δπως λένε, νόμοι άπαγορεύουν τή διαμόρφωση αύτοΰ τοΰ μεγάλου σώματος τών άρχειακών — λέγω γιά τούς διέποντες τά πανεπιστημιακά πράγματα νόμους.
' Ωστόσο, αύτοί οί άρχειακοί παλαιας σχολής, πού τίποτε δέν τούς έμποδίζει νά άξιοποιήσουν τίς σύγχρονες τεχνικές, είναι τό αλάτι τής ιστορίας καί καλούνται νά έπιτελέσουν έργα πού δέν είναι πιά τής αρμοδιότητας τών μεμονωμένων ιστορικών: καλοΰνται μέσω τών κωδικοποιήσεων τών μεγάλων συνόλων, μέσω τών εύρετηριάσεων, μέσω τών πινακοθετήσεων τών ομοιογενών σειραϊκών τεκμηρίων νά οπλίσουν τήν ιστοριογραφία μέ μιά δομή πού άνταποκρίνεται στό δικό της, τό σύγχρονο, σκεπτικό- καλοΰνται νά συνεχίσουν τήν έκδοτική στήν οποία είναι έθισμένοι κι άκόμη νά άποκαταστήσουν τό άρχειακό δίκτυο, γιά τό όποιο έδώ γίνεται λόγος, τή συνέχεια τών τεκμηρίων άπό τό ενα άρχεΐο στό άλλο, νά άποκαταστήσουν άλλιώς τό δίκτυο πού εχει έπιβάλει ή ιστορική πράξη, μέσα άπό κατακτήσεις, μέσα άπό άνακτήσεις, μέσα άπό νέα καί δχι σταθερά θεσμικά μορφώματα. Πρόκειται γιά έναν τεκμηριολόγο πού μετέχει πλήρως στό σφυγμό τής ιστορίας ώς πράξης καί ώς έπιστήμης.
Αύτός ό άρχειακός πρέπει νά διαμορφωθεί μέσα άπό ενα σύστημα μαθήσεων καί πρακτικών, δπως καί ό άλλος, ό έπι- κρατέστερος, πού ξεκινάει άπό τόν οργανωτή γραφείου, γιά νά καταλήξει στόν οργανωτή τοΰ χρηστικοΰ καί μή άμέσως χρη- στικοΰ τεκμηρίου πού παράγουν οί διοικητικές μηχανές, καθεμιά άπό τίς όποιες υπακούει, καθώς λέγαμε, σέ μιά ένιαία λογική άλλά καί διαφορίζεται ώς πρός τά προϊόντα της καί ώς πρός τά σημαινόμενα τών προϊόντων αύτών ή μιά άπό τήν άλλη. Δέν είναι τής στιγμής νά διατυπώσουμε γνώμες γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο θά πρέπει νά όργανωθοΰνε οί σπουδές πού αποβλέπουν στή διαμόρφωση άρχειακών καί τοΰ συνδρόμου
54 ΣΧΟΛΙΑ
τους πού εϊναι ή ιστορική συνείδηση· γιά τή διαφοροποίηση πού θά πρέπει νά έχουν οί σπουδές αύτές ένόψει τών αίτουμέ- νων στά όποια θά έπρόκειτο νά άνταποκριθοϋν γιά τίς προβλέψεις καί τίς έγγενεϊς μετρήσεις πού θά πρέπει νά γίνουν ώστε ή παραγωγή αρχειακών νά μή γίνεται συνώνυμη της παραγωγής ανέργων γιά τίς νομοθετικές ρυθμίσεις πού εϊναι απαραίτητο νά γίνουν, ώστε ό αρχειακός νά έχει έπαγγελματικές υποδοχές, οχι φυσικά γιά νά αύξηθεϊ ή συκοφαντημένη γενιά τών δημοσίων υπαλλήλων (είρήσθω έν παρόδω οί δημόσιες θέσεις δέν είναι «παραγωγικές», οχι οί άνθρωποι), άλλά γιά νά εξυπηρετηθεί ένα πολιτισμικό σχέδιο, δηλαδή ή συντήρηση, ή ένεργαποίηση, της συλλογικής μνήμης. Όλα τοϋτα πού υπαινίσσομαι έδώ εϊναι αύτονόητα καί εύκολα γιά κοινωνίες πού έχουν ανάγκη αυτογνωσίας καί δέν αφήνουν τίς υποθέσεις τους σέ κακούς δικηγόρους, σέ άνεπαρκές μ’ άλλα λόγια πολιτικό, στήν εύρεία του έννοια, προσωπικό. Δέν θά έλεγα δτι ή στιγμή της κοινωνίας μας εϊναι ή ένδεικνυόμενη γιά τά πράγματα πού μας άπασχολουν: μέ χαμένες σχεδόν δλες της τίς υποθέσεις, χρειάζεται περισσότερο νά ξεχάσει παρά νά θυμηθεί, χρειάζεται νά φτιάξει μιά ψευδή μνήμη (γιά τήν όποία δέν χρειάζεται κανείς άρχειακός καί κανένας ιστορικός) καί μιά έξ ισοο ψευδή ένατένιση πρός ένα μέλλον πού τό διαψεύδει τό παρελθόν χρειάζεται επίσης νά μήν έχει συνείδηση τών αντιφάσεων της καί έτσι νά διασώζει τά ώραϊα κούφια λόγια. Ό ρόλος τών μειοψηφιών, τών έπιλέκτων πού λένε, εϊναι νά θυ- μοϋνται μέ εγκαρτέρηση καί άδυσώπητη αισιοδοξία: οί άρ- χειακοί, οί ιστορικοί, ή κοινή συνείδηση πού τούς ενώνει, εϊναι υποχρεωμένοι νά εμμένουν σ ’ αύτό τό συντηρητικό, δηλαδή πάγιο καί άνικανοποίητο, άρα ζωντανό, δραμα, τό δραμα της ένεργητικής διατήρησης της μνήμης, δραμα πού τούς έπιτρέ- πει νά υπερασπίζονται τόν ίδιάζοντα κοινωνικό τους ρόλο, ένα ρόλο ταυτόσημο μέ τή λογική τής ιστορίας, μέ τή λογική τών άνθρωπίνων πράξεων.
7
ΜΑΚΡΙΑ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ TON FERNAND BRAUDEL
Ή Μεσόγειος είναι τό πρώτο μεγάλο εργο τοΰ Μπρωντέλ που μεταφράζεται στά ελληνικά. Πόσο άγνωστος εϊναι όμως ό Μπρωντέλ, καί κατ ’ επέκταση ή σχολή τών Annales, στην 'Ελλάδα; Πόσο έχουν έττηρεαστεΐ οί 'Έλληνες ιστορικοί άπό τή γαλλική ιστοριογραφική παράδοση; Νομίζετε δτι τά Annales άποτέλεσαν απλώς ενα πρότυπο πρός μίμηση γιά τούς Ελληνες ιστορικούς ή δτι ή προβληματική τους έντάχθηκε λειτουργικά στή διαδικασία της ιστοριογραφικής παραγωγής στόν ελληνικό χώρο;
Γιά πρώτη φορά τά Annales έφτασαν σέ έλληνική βιβλιοθήκη γύρω στά 1961-62, στή Βιβλιοθήκη τοΰ Έθνικοΰ 'Ιδρύματος Έρευνών, καί μας πρωτομίλησε γι ’ αύτά ο Μιχαήλ Λάσκαρις, πού είχε μάλιστα καί τίς πρώτες Tables τοΰ περιοδικού. Στόν Μπρωντέλ δέν είχα συναντήσει καμιά ουσιαστική παραπομπή στά προϊόντα της έθνικής μας βιβλιογραφίας, άν- τιθέτως άπό τόν Labrousse πού τόν ειχα συναντήσει στόν Μάξιμο καί, αργότερα, στή Θεσσαλονίκη τοΰ Σβορώνου. Σέ μιά κάπως ειδικότερη αναφορά, τόν Μπρωντέλ τόν είδα ώς άν- θρωπογεωγράφο: τοΰτο σημαίνει δτι γιά τά εΐωθότα μας ό ί-
"Ιστωρ, τχ. 4 ( ’Αθήνα, 1992), σ. 35-43. Ό τίτλος προστίθεται έδώ.
56 ΣΧΟΛΙΑ
στορικός ήταν άλλο είδος. Κατά τά έτη 1961-1967, δταν διεύ- θυνε τό Κέντρο Νεοελληνικών Έρευνών ό Κ.Θ. Δημαρας, κυκλοφορούσαμε πολυγραφημένες τίς « ’ Επιτομές»: ήταν ενα δελτίο δπου μέ συνοπτικότατο τρόπο παραπέμπαμε σέ δσα δημοσιεύματα ξένων περιοδικών θεωρούσαμε δτι ένδιαφέρουν τόν "Ελληνα ιστορικό σέ μεθοδολογικό, θεματολογικό ή απλώς πραγματολογικό έπίπεδο. Άνάμεσα στά πολλά περιοδικά πού προμηθευόταν τότε ή βιβλιοθήκη τοΰ 'Ιδρύματος, καί άπό τά όποια δσα άναφέρονταν στή νεότερη ιστορία καί στήν ιστορία της γραμματείας ήταν τά πιό ποικίλα, καί γιά άρκετούς άχρηστα, καί πού τήν γκάμα τους τήν είχε ύποδείξει τό πνευματικό άνάπτυγμα του Δημαρά, άνάμεσα λοιπόν σ ’ αύτά τά πολλά περιοδικά ήταν καί τά Annales: Οί « ’ Επιτομές» άποτελοΰν Ιναν καλό δείκτη γιά τή δεξίωσή τους άπό μιά μικρή ομάδα ιστορικών πού, πώς νά τό κάνουμε, ούτε μέ τόν Henri Berr είχε καμιά οικειότητα, οΰτε μέ τόν Henri Pi- renne, παρά τό γεγονός δτι τούτον τόν συναντοΰσε στά γραφτά του Δ. ΖακυθηνοΟ, καί, πολύ περισσότερο, καμιά σχέση μέ τόν Marc Bloch κι άκόμη τόν Lucien Febvre. Βεβαίως ή ϊδια ομάδα μπορεϊ νά ήξερε άπό κάποια μετάφραση τόν Durkheim κι άργότερα έμαθε γιά τόν Marcel Mauss, άλλά δέν ειχε τήν παραμικρή ιδέα γιά τή σχέση πού ύπηρχε άνάμεσα στά πρόσωπα αύτά καί τόσα άλλα μέ τό καινοτόμο περιοδικό πού τό γνώρισε στήν άπολύτως μπρωντελική φάση του. ’ Εν όλίγοις ε’ίμαστε άκρως άπροετοίμαστοι γιά τά Annales, ψυχικά δμως καί διανοητικά δυνάμει οπαδοί τους γιά τόν ά- πλούστατο λόγο δτι είμαστε (ή θέλαμε νά αισθανόμαστε δτι είμαστε) αιρετικοί, δηλαδή έπαξίως περιθωριακοί. Αύτά γιά τήν ιστορία τών πρώτων έπαφών μέ τά Annales κι άς μου συγχωρεθεϊ 6 προσωπικός τόνος.
Γιά τή συνέχεια αύτης της ιστορίας, θά πρέπει νά θυμίσω δτι τό σύνηθες κύμα τών ' Ελλήνων πού σπουδάζουν κοινωνι
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 57
κές έπιστημες στό Παρίσι ήρθε νά τό διευρύνει ή ιδέα τοΰ Γεωργίου Παπαδοπούλου νά έπιβάλει δικτατορία, επιστέφοντας Ιτσι τή μετριότητα τών πολιτικών μας ήγεσιών κι ακόμη δτι οί Περίεργες αντοχές τών οικογενειακών εισοδημάτων καί τά αμετακίνητα οικογενειακά φίλτρα ήρθαν νά διατηρήσουν τό ήδη διευρυμένο σπουδαστικό κύμα κι έκεϊ δπου, πρίν άπό τή δικτατορία, άρχικώς ενας καί μετά τρεις μόνο ιστορικοί παρακολουθούσαν μαθήματα στό τότε έκτο Τμήμα της Ecole Pratique des Hautes Etudes, μετά άπ ’ αύτήν ό πληθυσμός μεγάλωσε κι άκόμη ήρθε σέ έπαφή μέ ιστορικούς πού, άν καί δέν άνη- καν στό έκτο Τμήμα, ειτε προέρχονταν απ’ αύτό εϊτε είχαν διαποτιστεΐ άπό τό πνεΰμα του. Ήταν έπόμενο, στό βαθμό δπου ξεκινούσαν ή εφεραν σέ πέρας διδακτορικές διατριβές, όλοι αυτοί οί σπουδαστές νά συναντηθοΰν τουλάχιστον μέ τή θεματολογία τών Annales (πράγμα πού δέν είναι ταυτόσημο μέ τήν ούσία της διανοητικής πρόβασης πού οδηγούσε στή θεματολογία αύτή). Τά Annales στήν μπρωντελική περίοδο ήταν κάτω άπό τόν αστερισμό της οικονομικής ιστορίας: στήν οικονομική δμως ιστορία οδηγούσε καί ένα άλλο μονοπάτι, τό μαρξιστικό, κι αύτό τό μονοπάτι είχε πάρει, κυρίως μέσω τής άμφισβήτησης της μαρξιστικής ορθοδοξίας, ή πλειοψηφία τών ' Ελλήνων πού άσχολήθηκαν μέ τήν οικονομική ιστορία. Ποιά δμως οικονομική ιστορία; Φυσικά τήν έλληνική καί δχι βέβαια γιατί γι ’ αύτήν είχαν τίς μεγαλύτερες τεκμηριωτικές προϋποθέσεις, άλλά γιατί φαντάζονταν δτι μέσω αύτής θά έφταναν σέ συμπεράσματα πολιτικής έμβέλειας. Μ αύτόν τόν τρόπο δμως, μ’ αύτή τήν άντίληψη γιά τήν ιστορία, είμαστε κοντύτε- ρα στόν Monod παρά στόν Μπρωντέλ. Έπιπροσθέτως, οί ιστορικοί πού υπαινίσσομαι άναζητοΰσαν κυρίως τομές, δχι συνέχειες: οί δομές έδιναν καί έπαιρναν μέσα σ ’ αύτόν τόν προβληματισμό, αμφιβάλλω ώστόσο άν τοΰτο γινόταν στήν μπρωντελική έννοια, άν δηλαδή υπήρχε ή αίσθηση τής μακρας
58 ΣΧΟΛΙΑ
διάρκειας. Μαρξογενεϊς οΐ ιστορικοί αύτοί, άναζητοΰσαν τίς επαναστατικές άλλαγές πού δικαίωναν τό όνειρο γιά τήν έπι- κείμενη σοσιαλιστικού τύπου έπανάσταση. Ή πολυκεντρική πρόβαση τών Annales, οχι κάποια σχολή τών Annales, καί ιδίως οί διδασκαλίες στό έκτο Τμήμα τής Ecole Pratique έπηρέ- ασαν τούς ιστορικούς αύτούς άπό τήν άποψη τής θεματολογι- κής άπελευθέρωσης: τοΰτο δέν σημαίνει υποχρεωτικά ένστερ- νισμό τής μπρωντελικής έρμηνείας- τοΰτο έπίσης δέν σημαίνει δτι δέν έγιναν ώσμώσεις, δτι δέν υπήρχαν οί δίοδοι έπικοινω- νίας άνάμεσα στή μαρξιστική καί τήν μπρωντελική ιστοριογραφική έκδοχή, άλλά σέ πόσους; Πόσοι πραγματικά ακουσαν τόν Μπρωντέλ καί πόσοι τόν διάβασαν; Πόσοι είναι οί συστηματικοί άναγνώστες τών Annales στήν Ελλάδα; Νομίζω δτι γιά νά τούς μετρήσετε φτάνουν τά δάχτυλα τών δυό χεριών.
' Υ π’ αύτούς τούς δρους θά ήταν προτιμότερο νά μιλάμε γιά μιά μπρωντελική Vulgata, άποτέλεσμα τής μεγάλης διάχυσης τοΰ μπρωντελισμοΰ, τής ομαδικής άλλιώς ιστορικής άν- θοφορίας πού ειχε ώς κέντρο, οργανωτή καί κινητήρα τόν Φερ- νάν Μπρωντέλ: κάτι άπ’ δλα αύτά έφτασε ώς έμάς, περισσότερο σάν πρόθεση, σάν διανοητική στάση, παρά ώς ιστοριογραφική πραγμάτωση· δέν βλέπω, άλλιώς, ποΰ τά Annales έγιναν πρότυπο πρός μίμηση. "Υστερα δέν είναι περιττό νά ύπομνησθοΰν ορισμένα πράγματα: δτι τά Annales είναι άποτέλεσμα ένός σχεδίου γιά τήν άνανέωση τής γαλλικής ιστοριογραφίας- δτι τό σχέδιο αύτό πού τό ΰφανε κατά κύριο λόγο ό Lucien Febvre, τό εμπλούτισε καί κυρίως τό οργάνωσε ό Μπρωντέλ- δτι ή οργάνωση έγινε μέσω τοΰ έκτου Τμήματος τής Ecole Pratique, μέσω τής Maison des Sciences de l’Homme- δτι τό κύριο χαρακτηριστικό τής οργάνωσης αύτής ήταν ό πολυμορφισμός της, πολυμορφισμός προσώπων, θεμάτων, τεχνικών, έπιστημονικών κλάδων. Αύτό τό βαθύτερο χαρακτηριστικό τοΰ μπρωντελισμοΰ, πού έχει ώς σύνδρομο τόν ά-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 59
ντ(.κομφορμισμό, τήν άντιτυπολατρία, έγώ δέν τό βλέπω σέ καμιά άπό τίς περιορισμένες ώς στενόκαρδες καί χωρίς έμπνευση προσπάθειες γιά τήν οργάνωση της ιστορικής έρευνας στήν ' Ελλάδα, κλεισμένης σέ άσφυκτικά γεωγραφικά καί χρονολογικά δρια, ύπόφορης τοΰ τριαδικού σχήματος, τό όποιο έχει μπερδέψει τούς χρόνους του, κατ ’ έξοχήν χρόνους πολιτισμικούς, γιά νά τούς καταστήσει κορσέδες πού καμιά σχέση δέν έχουν μέ τίς μπρωντελικές διάρκειες.
Ό αντίκτυπος της «σχολής» τών Annales φτάνει στην ’Ελλάδα μέ υπερβολική καθυστέρηση, στη δεκαετία τοΰ ’70. Ποΰ όφείλεται ή καθυστέρηση αύτή; Ποιές ήταν, κατά τή γνώμη σας, ο ί πολιτικές κα ί κοινωνικές προτεραιότητες της έποχης πού υποβοήθησαν ή κα ί επέβαλαν τόν νέο αύτό προσανατολισμό της ιστοριογραφίας στήν 'Ελλάδα;
"Οσα προηγήθηκαν έξηγοΰν τήν καθυστέρηση μέ τήν οποία έφτασε τό κλίμα Μπρωντέλ στήν Ελλάδα, γιατί φυσικά δέν ύπηρχε καμιά, άπολύτως καμιά, προϋπόθεση νά έχει έμ- φανιστεΐ προηγουμένως. Σέ μιά χώρα μέ τίς κοινωνικές έπι- στημες άν οχι πάντα ΰπό διωγμό, τουλάχιστον περιορισμένες σέ κάποιες άτομικές ένασχολήσεις μέ τήν Κοινωνιολογία, τήν ’Ανθρωπολογία (συρρικνωμένη σέ έναν λαογραφισμό περιγραφικού τύπου παρά τά άνοίγματα στά όποια καλοΰσε ό Νικόλαος Πολίτης καί ό Στίλπων Κυριακίδης) καί όμαδικότερες σέ μιά έθνοκεντρική συμβαντολογική ιστορία (πού προσπαθούσε νά τή διηθήσει τό αιρετικό κλίμα τοΰ Κ.Θ. Δημαρα), μέ άποΰσα τήν κύρια συνισταμένη της γαλλικής σχολής, τή Γεω- γραφία, καί μέ μιά οικονομική ιστορία κι αύτή συρρικνωμένη στήν ιστορία τών δημοσίων οικονομικών, σέ μιά χώρα χωρίς έρευνητικά κέντρα, άστυνομοκρατούμενη καί τρομοκρατούμενη άπό μέτριες πανεπιστημιακές προσωπικότητες, σέ μιά χώρα τέλος δπου τή σχεδόν μοναδική διέξοδο τήν πρόσφερε ή
60 ΣΧΟΛΙΑ
μαρξιστική Vulgata καί τό μοναδικό απελευθερωτικό δραμα είχε σαφή σταλινικά έδράσματα, σέ μιά τέτοια χώρα θά ήταν περίεργο νά υπάρξουν άνάγκες γιά μιά άνανέωση τών ιστορικών σπουδών μπρωντελικοΰ τύπου. Άπόμενε ή Φιλοσοφία γιά άποκούμπι δλων τών ανησυχιών. Στή διάρκεια της δικτατορίας άνακαλύφθηκε ή έπιχειρησιακότητα της ιστορίας.
Αύτή τήν έπιχειρησιακή ιστορία τήν άνακάλυψαν καί τή μετέφεραν στήν ' Ελλάδα μετά τήν άποκατάσταση της Δημοκρατίας άνθρωποι πού δέν έρχονταν άπό τό χώρο της ' Ιστορίας, άλλά έφταναν σ ’ αύτόν: κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, πολιτειολόγοι, ολοι τους πρόσωπα μέ αύξημένη πολιτική συνείδηση, έμφορούμενα άπό τήν άνάγκη νά έρμηνεύσουν καί νά άλλάξουν τό έλληνικό παρόν. Ή ιστορία φάνηκε δτι άνταπο- κρίνεται έτσι σέ μιά κοινωνική ζήτηση πού ξεπερνουσε τό άρ- χικό της έναυσμα, τήν άναζήτηση δηλαδή τών λόγων της άπο- τυχίας τής άριστερας- δημιουργήθηκε κοντολογίς ή γενική αίσθηση δτι ή πολιτική θεωρία έχει ώς προϋπόθεση τήν ίστοριο- γνωσία. Αύτός ό κοινός τόπος δέν έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη στούς χειριστές της πολιτικής, μάλιστα στούς χειριστές μιας άνανεωτικής άριστερής πολιτικής, εΰρισκαν δμως στήν προ- βληματιζόμενη ιστορία ενα φυσικό σύμμαχο, έπικαιρικό δπως έδειξαν τά πράγματα, μέ άκραία περίπτωση της προσωρινότητας αύτης τήν περίφημη υπόθεση τών φακέλων. Καθώς δμως ή προβληματιζόμενη ιστορία είχε αριστερή προέλευση, ή ιστορική έρευνα βρήκε κάποιες ύποδοχές στίς άριστερές πολιτικές παρατάξεις, ισχνή πάντως θεσμική κάλυψη. Δεξίωση, ώ- στόσο, της ιστορικής καλλιέργειας δέν σημαίνει δεξίωση του μπρωντελισμοΰ.
’ Εξυπακούεται δτι οί «έπαγγελματίες» ιστορικοί δέν ήταν απόντες άπό τήν ιστοριογραφική κίνηση καί άμέτοχοι τών ίδιων ή ομόλογων πνευματικών άγωνιών: έπωφελήθηκαν άπό τήν περιρρέουσα άτμόσφαιρα καί προσπάθησαν, έπιτυχώς ή ά-
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 61
νεπιτυχώς, νά άρθρώσουν τόν δικό τους λόγο, πιστοί πάντα στά κατηγορήματα της τέχνης τους, αιχμάλωτοι δμως τών κεκτημένων έρευνητικών καί ιστοριογραφικών τρόπων, δηλαδή τοΰ έλληνοκεντρισμοΰ καί της χρονολογικής καί θεματικής μερίκευσης- αιχμάλωτοι έπίσης τοΰ άσυνεχοΰς χαρακτήρα τών πηγών τους. Όλα τοΰτα δέν συνηγορούν γιά μιά μεταφύτευ- ση της άντίληψης τοΰ Μπρωντέλ γιά τήν ιστοριογραφική πράξη: ή σύζευξη θά έπρεπε νά έπιχειρηθεΐ άπό έναν άλλο δρόμο, δηλαδή μέ τήν άνάδειξη δλων τών ιστορικών διαρκειών μέσω της μικροχρονικής ή καί μικροτοπικής άνάλυσης τών δομών, της άνάδειξης μηχανισμών άνεξαρτήτως τοΰ γεωγραφικού καί χρονολογικού ευρους τοΰ πεδίου παρατήρησης. Ά ν είσήγαγαν κάτι οί ιστορικοί είναι άκριβώς ή προσπάθεια νά φτάσουν σέ ιστοριογραφικές κατασκευές παραδειγματικής έμβέλειας.
Είναι έπόμενο δτι στό σκεπτικό τών νέών ιστορικών ένο- φθαλμίστηκαν μπρωντελικές έννοιες- δέν θεωρώ ώστόσο δτι ισχύει ή άποψη δτι οΐ σημερινοί προσανατολισμοί της ιστοριογραφίας μας είναι άποτέλεσμα μιας άπήχησης τών Annales, γιά νά ξανάρθω στό προηγούμενο έρώτημα. Έκεϊνο πού έχω νά παρατηρήσω είναι δτι διευρύνθηκε ή θεματολογία: ιστορία τών γυναικών (πού κι αύτή άπό φεμινισμό μεταλλάσσεται σέ γυναικεία ιστορία γιά νά γίνει ιστορία τών γυναικών μέ έντονη τή σφραγίδα της κυρίας Perrot), ιστορία της διατροφής (καί πάλι δχι μέσα άπό τίς πρώτες προσεγγίσεις τών Annales), άνάλυση περιεχομένου ένόψει μιας ιστορίας τών νοοτροπιών, ιστορική άνθρωπολογία καί κοντά σ ’ αύτά οί παλιότερες θεματικές, δηλαδή ή οικονομική ιστορία κινούμενη άνάμεσα στόν Kula, τόν Wallerstein, κάπως τόν Abel, περισσότερο τόν La- brousse (μέσω Σβορώνου), μέ μάλλον άπόντα τόν Vilar, χωρίς σύνδεση μέ τόν Gourevitch (πού βέβαια δέν είναι άνθρωπος τών Annales, άλλά τά Annales συναντιώνται μ’ αύτόν), ή τοπική ιστορία πού ξαναβρίσκει τή Γεωγραφία, ή ιστορική δη
62 ΣΧΟΛΙΑ
μογραφία κτλ., κτλ., θεματικές κοντολογίς καί συνακόλουθες τεχνικές καί μέθοδοι πού διεύρυναν τή συλλογική φυσιογνωμία τοΰ ίστορικοΰ, χωρίς δμως στήν κάθε άτομική περίπτωση νά άποτελοΰν πάντα τό κοινό ύφάδι πάνω στό όποιο πλέκεται ή ιστοριογραφική μερίκευση. Ή διεύρυνση τών ένδιαφερόντων τοΰ ίστορικοΰ έκφράζει, περισσότερο άπό μιά μίμηση, τήν ού- σιωδέστερη άνάγκη της ένσωμάτωσης σέ έναν εύρύτερο ιστορικό προβληματισμό μέσω της διανοητικής αύτονόμησης τοΰ ίστορικοΰ πού, χωρίς νά πολυκάνει θεωρία, εφτασε νά άντα- ποκρίνεται στά κατηγορήματα της ιστορικής θεωρίας: μποροΰ- με, νομίζω, νά μιλάμε πιά γιά μιά καλώς έννοούμενη εθνική ιστορία.
Ποιά είναι ή συμβολή τοΰ Μπρωντέλ στην οικονομική ιστορία; Σήμερα πολλοί μιλάνε γιά τήν «κρίση» της οικονομικής ιστορίας' νομίζετε δτι, στον ελληνικό χώρο, ένας έ- παναπροσανατολισμός τοΰ κλάδου αΰτοΰ είναι αναγκαίος;
Θά άφήσω στήν άκρη τά σχετικά μέ τή συμβολή τοΰ Μπρωντέλ στήν άνάπτυξη τής οικονομικής ιστορίας, γιατί θά πηγαίναμε μακριά- θά υπενθυμίσω ένδεικτικώς δτι μιά έννοια, καί συνάμα έρμηνευτικό έργαλεϊο, πού έχει υιοθετηθεί άπό ολόκληρο άστερισμό ιστορικών, ή «κοσμο-οικονομία» τοΰ Wal- lerstein είναι σαφώς μπρωντελικής προέλευσης. Θά άφήσω στήν άκρη έπίσης τά σχετικά μέ τήν κρίση της οικονομικής ιστορίας. ’Ίσως έπειδή μοΰ έχουν διαφύγει κάποια σημαντικά γραφτά, δέν έχω δει διατυπωμένη καμιά άποψη γιά τήν άνάγκη «έπαναπροσανατολισμοΰ» της οικονομικής μας ιστορίας. Μπορεϊ καί νά γίνονται τίποτα συζητήσεις, έπ’ αύτοΰ πού δέν έχουν έρθει στ ’ αύτιά μου. Άλλά γιά ποιά οικονομική ιστορία πρόκειται; Πόσοι τίτλοι καί πόσα θέματα, γιά ποιές εποχές καί γιά ποιά οικονομία; 'Η οικονομική μας ιστορία βρίσκεται σέ νηπιώδη κατάσταση, μόλις άρθρώνει κάποια φωνή:
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟ Ϊ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 63
λίγη ιστορία τοΰ έμπορίου (μόνο κίνηση τών λιμανιών, άρα έ- ξωτερικό εμπόριο), λίγα πράγματα γιά τή συμπεριφορά τοΰ τραπεζικού κεφαλαίου, κάτι γιά τήν έμπορική ναυτιλία, κάτι γιά τά δημόσια οικονομικά, κάτι περισσότερο γιά τήν άγροτι- κή οικονομία (μέ έλάχιστες συνδέσεις μέ τήν άνθρωπολογία καί λιγότερες μέ τήν τεχνολογία). Κάπου οί θεματικές παρουσιάζουν μιά πύκνωση, γιά τόν άπλούστατο λόγο δτι χρηματο- δοτήθηκαν ορισμένα προγράμματα μέ θεματικό ή χρονολογικό περιορισμό: τραπεζικό κεφάλαιο, οικονομικά τοΰ έλληνικοΰ Κράτους, προγράμματα πού ήρθε νά τινάξει στόν άέρα μιά νεοφιλελεύθερη, δήθεν, Realpolitik πού όζει έμφυλιακών φοβιών. Πρόκειται, μέ δύο λόγια, γιά έξειδικευμένες μελέτες μέ διαφορετικές κάθε μιά τους θεωρητικές άφετηρίες, μελέτες πού δλες μαζί δέν στοιχειοθετοΰν σχολή ή σχολές οικονομικής ιστορίας καί, ακόμη περισσότερο, σοβαρό κεκτημένο κεφάλαιο στό πεδίο της οικονομικής ιστορίας.
"Οταν ακούω γιά «άναπροσανατολισμό», καταλαβαίνω τό βαθύτερο αίτούμενο: τήν κατάργηση της οικονομικής ιστορίας, τήν κατάργηση κάθε ιστορίας πού δέν εϊναι ο συνήθης μορμυ- ρισμός της αφηγούμενης, έθνοκεντρικής, φρονιματίζουσας (έ- θνικώς ή κομματικώς), έξυπηρετούσης (διπλωματικώς), ά- πάνθρωπης έν όλίγοις ιστορίας- τήν κατάργηση κάθε ιστορίας πού δέν διακρίνει τόν έξηνταβελόνη της τεκμηρίωσης άπό τόν ιστορικό. Γιατί, γιά νά γίνουμε ολίγο μπρωντελικοί, ή μακρό- τερη τών διαρκειών είναι οί νοοτροπίες, φυλακές της ελευθερίας: αύτές οί φυλακές ζητοΰν καταδίκους καί σ ’ αύτές τίς φυλακές εϊναι ύποψήφιοι δεσμοφύλακες (στήν ούσία δέσμιοι) δ- λοι έκεϊνοι πού άπωθοΰν τό φαΐ πού άκόμη δέν έχουν δοκιμάσει, τήν οικονομική καί δποιαν άλλη ιστορία.
Εϊναι βέβαιο δτι οί θεματικές μερικεύσεις, άλλιώς ή έμφαση σέ κάποιες άπό τίς δομές, σέ κάποια τελικώς άπό τά άν- θρώπινα πεπραγμένα, σκοπεύουν σέ μιά συνολική ιστορία, δέν
64 ΣΧΟΛΙΑ
τήν πραγματώνουν: μιά οικονομική ιστορία πρέπει νά είναι ά- νοιχτή, νά έκβάλλει σέ μιάν άλλη ιστορία, γιά νά ένταχθεϊ σέ τελευταία άνάλυση στήν οπτική μιας συνολικής ιστορίας. Τό ’ίδιο ισχύει γιά κάθε ιστοριογραφικό κλάδο: οί μερικεύσεις οφείλουν νά ύπακούουν στή «μηχανική» τοΰ όντολογικοΰ μέρους της ιστορίας, τό όποιο είναι άδιάσπαστο καί πάντα πολύμορφο καί βεβαιούμενο σέ πολλαπλά καί διαφορετικά έπίπεδα άφαίρεσης. Μιά σοβαρή κριτική της σύγχρονης έλληνικής οικονομικής ιστορίας θά είχε νά υποδείξει τίς άνεπάρκειές της καί τίς ερμηνευτικές της άδυναμίες. Γιά τόν έπαναπροσανα- τολισμό δμως χρειάζεται προηγουμένως νά δειχθεϊ δτι αύτή ή οικονομική ιστορία ξεκινά άπό έσφαλμένες υποθέσεις· δτι οί πηγές της δίνουν διαφορετικές ή κοά διαφορετικές άπαντήσεις άπό έκεΐνες πού ζήτησαν καί πήραν οί καθέκαστα ιστορικοί- δτι παραλείφθηκαν κάποιοι άπό τούς παράγοντες πού διέπουν τούς οικονομικούς μηχανισμούς, μέ άποτέλεσμα νά αιχμαλωτίζεται ό ιστορικός σέ ενα πεδίο παρατήρησης πού δέν περιέχει τό σύνολο της οικονομίας καί δέν συνεκτιμα τά έπάλληλα πεδία, τά συστήματα έπικοινωνιών. Όλα τοΰτα δμως προϋποθέτουν έσωτερική κριτική της ιστοριογραφικής παραγωγής καί δυνατότητα άντιπροτάσεων πού θά προκύπτουν άπό τήν ιστορική ύλη, άπό τόν διαφορετικό τρόπο χρήσης της ιστορικής ύλης. Δέν βλέπω δτι εχουμε φτάσει σ ’ αύτό τό σημείο ιστορικής εύφορίας- φοβοΰμαι δτι άπλώς μεταφέρουμε τά κατηγορήματα μιας συνολικής -δυνατής ή άδύνατης άλλη ύπό- θεση— ιστορίας στήν κατασκευαστική τών μερικευμένων, μάλιστα έξειδικευμένων, έρευνών.
Μιλοΰσα πιό πρίν γιά τό ύφάδι πού συνθέτει τό σκεπτικό τοΰ ΐστορικοΰ, υφάδι πού συνεχώς πλέκεται: ή ιστοριογραφία, μερικευμένη καί μακριά άκόμη άπό τή σύνθεση, στήν οποία ά- ναφερόμαστε, άν χρειάζεται κάτι είναι νά μή φεύγει άπό τό υφάδι της· χρειάζεται δηλαδή νά ξέρουμε τά προβλήματα, νά
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤ 65
δημιουργούμε προβλήματα μέσω της ιστοριογραφικής πράξης καί δχι θύραθεν.
Παρ ’ όλη τήν «αποστροφή» τοΰ Μπρωντέλ γιά τήν ιστορία τών γεγονότων κα ί τήν αφηγηματική ιστορία, έδώ κα ί αρκετά χρόνια, μέσα στά πλαίσια της ίδιας της «σχολής» τών Annales, παρατηρούμε μ ία επιστροφή στό γεγονός. Νομίζετε δτι αύτό σημαίνει επιστροφή σέ παλαιότερους τρόπους θεώρησης της ιστορίας ή μ ία επανεξέταση τοΰ ζητήματος μέ νέους δρους; 'Άν ναι, ποιοι είναι οι δροι αύτοί;
Δέν θά έλεγα δτι ό Μπρωντέλ άποστρέφεται τά γεγονότα: τά οργανώνει σέ δομές. ’Ήδη στή δεκαετία τοΰ ’60 τοΰ καταλογίσθηκε δτι δέν οργανώνει σέ δομές τά γεγονότα της πολιτικής ιστορίας (κι αύτό καί άπό τόν κόσμο τών Annales). Τό αΐτούμενο ήταν νά δειχθοΰν τά σημεία τομής τών συγκυριών (οικονομικών καί πολιτικών), νά άποκατασταθοΰν δλες οί δομές, νά όργανωθοΰν σέ δομές δλα τά γεγονότα. Ά ς υπενθυμίσει κανείς δτι ό ’ίδιος ό Μπρωντέλ άνοιξε τίς σελίδες τών Annales στούς πολιτειολόγους γι ’ αύτήν άκριβώς τή συζήτηση. Αύτό δμως πού ρωτάτε είναι διαφορετικό: πρόκειται γιά τήν επάνοδο τής άφηγηματικής ιστορίας, μιας ιστορίας πού διαβάζεται εύκολα, γιατί περί αύτοΰ πρόκειται. Μιά ιστορία εϊναι πάντα άφηγηματική: έκεϊνο πού έχει σημασία εϊναι τί ά- φηγούμαστε καί πώς τό άφηγούμαστε. 'Τποτίθεται δτι μέ τήν ίστορία-πρόβλημα έχουμε ξεμπλέξει άπό τή διδάσκουσα καί αύταρχική ιστορία πού κακώς τήν ονομάζουμε άφηγηματική ιστορία- υποτίθεται δτι μέ τήν άνάπτυξη τοΰ πεδίου παρατήρησης τοΰ ίστορικοΰ είμαστε πιά σέ θέση νά δίνουμε άλλη διάσταση στά άγαπητά θέματα τής άφηγούμενης ιστορίας, στή βιογραφία, λόγου χάρη, στή γενεαλογία. Τοΰτο, φυσικά, δέν σημαίνει έπιστροφή στούς παλαιούς τρόπους θεώρησης.
66 ΣΧΟΛΙΑ
Τά Annales αναγκάστηκαν νά πάρουν ώς πρός αύτό έπισήμωςθέση (1988,1989).
' Η γαλλική ιστοριογραφία δπως έκφράζεται άπό τά Annales, άλλά δχι άποκλειστικά άπ ’ αύτά, θεωρήθηκε δτι μέ τήν πολυθεματικότητά της έχανε τά σαφή περιγράμματα πού πρέπει νά έχει μιά επιστήμη. Τ ά ιστοριογραφικά σχέδια, δπως είναι επόμενο, έχουν έρμηνευτικές άξιώσεις καί στηρίζονται έτσι σέ κάποιες βεβαιότητες πού έχουν, ώστόσο, ώς άφετηρία τίς ύποθέσεις έρευνας πού κι αύτές κατ ’ άνάγκην στηρίζονται σέ ενα έλάχιστο βεβαιοτήτων. Μέ τήν κρίση τοΰ σοβιετικού συστήματος εξουσίας πού ταυτιζόταν μέ τή μαρξιστική άντί- ληψη καί ερμηνεία τοΰ κόσμου, άλλιώς μιά ιδεολογία, θεωρήθηκε δτι φτάσαμε στό τέλος τών ιδεολογιών. Δέν έξετάζω έ- δώ σέ ποιό βαθμό συνάδει τό τέλος τών ιδεολογιών μέ τήν άνά- δυση άλλων, πού μάλιστα θεωρούνταν ώς τελεσιδίκως έξαφα- νισμένες: καταγράφω απλώς τό συμβάν, κυριολεκτικώς τό λε- χθέν. Στό βαθμό πάλι δπου οί θεωρητικές καί περαιτέρω έρμηνευτικές βεβαιότητες, έκεϊνες πού έμπεριέχονται στήν υπόθεση έρευνας καί πραγματώνονται στό ιστοριογραφικό πεδίο, θεωρήθηκαν ώς ύπόφορες τών ιδεολογιών, ήταν επόμενο νά τεθοΰν ύπό άμφισβήτηση. Χοντρικά αύτή είναι ή ούσία της πρόσφατης κρίσης της ιστορίας καί εύρύτερα τών κοινωνικών επιστημών. Ή απάντηση τών Annales άνήκει στήν ΐδια τους τήν παράδοση: ζητοΰν νέες μεθοδολογίες καί νέες «συμμα- χίες», νέους δηλαδή διεπιστημονικούς χώρους, έπαναλειτουρ- γία κάποιων τομέων της ίστοριογνωσίας πού είχαν μείνει στή σκιά, λόγου χάρη ή πολιτική ιστορία. Σέ μιά δεύτερη καί πιό συγκεκριμένη προσέγγιση τίθενται ύπό έλεγχο τά ’ίδια έρμη- νευτικά σχήματα, π.χ. τό λαμπρουσιανό: πρόκειται γιά μιά κριτική έκ τών ένδον, στοιχειώδης προϋπόθεση μιας ιστορίας πού θέτει προβλήματα, χωρίς νά περιμένει (θεωρητικώς, δυ- νητικώς) τήν πίεση της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας. Στήν
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΤ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ 67
πραγματικότητα (καί άκριβώς γιατί ή ιστορία είναι μιά άπό τίς έκφράσεις τών άγωνιών κάθε ιστορικής στιγμής), ή άνανέωση της ιστορικής προβληματικής είναι ΰπόφορη τής κάθε πολιτισμικής, ψυχολογικής, οικονομικής, κοινωνικής έν γένει στιγμής, κατά κανόνα κρίσιμης. Στίς στιγμές τής κρίσης οί άν* τιδράσεις δέν είναι πάντα πρός τήν κατεύθυνση τοΰ μείζονος άγαθοΰ: τό παρελθόν δέν άναδύεται πάντα μέσω τής άνικανο- ποίητης προσδοκίας του, μέσω τής δυναμικής του, άναδύεται έπίσης μέσω τών άδρανειών του. Ειτε πρόκειται γιά άνάδυση τοΰ παλαιοΰ τύπου συμβαντολογικής ιστορίας ειτε πρόκειται γιά τήν άνάδυση έθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών μύθων, στό βάθος πρόκειται γιά τό ϊδιο παιχνίδι. Ό ιστορικός καλείται ξανά νά δώσει έρμηνεϊες. Γιά νά τό κάμει, θά πρέπει προηγουμένως νά έλέγξει ποιά άπό τά διανοητικά έργαλεΐα πού διαθέτει είναι πράγματι άκατάλληλα, άλλιώς ποιά κοσμοαντίληψη, ποιά θεωρία γιά τήν ιστορία χωλαίνει καί ποΰ, χωρίς δμως νά ξεκίνα μέ εσφαλμένες ταυτίσεις τής πραγματικότητας τής ιστορίας μέ τήν πρόσληψη τής ιστορίας. Ά ν τά Annales, μέ τή διαδικασία τής δοκιμής καί τοΰ λάθους, δίδαξαν κάτι είναι, νομίζω, άκριβώς αύτό, πού, σέ τελευταία πάλι άνάλυση, είναι ή άληθινή άπολογία τής ιστορίας.
!
ίL J
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
II
πέρι δε δολόεντα τέτυχτο(Ό8. θ', 281)
8
ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ
Τό κείμενο πού ακολουθεί γράφηκε τό Νοέμβριο τοΰ 1982 ώς εισαγωγή σέ κάποιες προτάσεις μιας επιτροπής εξουσιοδοτημένης άπό τό Α' Πανελλήνιο Συνέδριο Έ- πτανησιακοΰ Πολιτισμού (Λευκάδα, 15-19 Σεπτεμβρίου 1982) νά συντάξει ένα υπόμνημα σχετικό μέ τη φυσιογνωμ ία τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Ίονίου, τοΰ οποίου συζητοΰ- νταν τότε ή ίδρυση. Σήμερα έχει πιά εξαγγελθεί ή ίδρυση τοΰ πανεπιστημίου αύτοΰ, τό όποιο σέ μ ιά πρώτη φάση θά θέσει σέ λειτουργία ένα τμήμα ξένων γλωσσών, ένα άλλο ιστορίας, ένα τρίτο μουσικής κα ί μουσικολογίας καί ένα τέταρτο κοινωνικών λειτουργών. Αυτός πού γράφει δέν ξέρει τίποτε γιά τόν προσανατολισμό, τό περιεχόμενο τών διδασκαλιών κα ί γιά τίς προβλέψεις πού ενδεχομένως έχουν γίνει ώς πρός τή διασύνδεση τών γνωστικών αντικειμένων τών τριών πρώτων τμημάτων καί, συνεπώς, της άνασημα- τοδότησης τών γνωστικών άντικειμένων μέσω τών διεπιστημονικών προσεγγίσεων: τό κείμενο πού παρουσιάζει θέλει νά δώσει τή φυσιογνωμία ένός πανεπιστημίου πού ξε-
Άντί, τχ. 231 (13.2.1983), σ. 24-27.
72 ΣΧΟΛΙΑ
φεύγει άπό τόν τύπο τών άνωτάτων μας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τίποτε δέν έγγυάται δτι τό Πανεπιστήμιο τοΰ Ίονίου Θά έχει τήν έμβέλεια πού τοΰ δίνει ό συντάκτης τοΰ
κειμένου, δπως τίποτε δέν προδικάζει δτι δέν μπορεϊ νά ά- ποκτήσει τήν έμβέλεια αύτή. Τό ζητούμενο εϊναι νά ξέρουμε τ ί θέλουμε: ενα έπαρχιακό πανεπιστήμιο ή ενα πανεπιστήμιο διεθνοΰς βεληνεκοΰς, τό όποιο θά πρέπει νά άντα- ποκρίνεται σέ ενα έθνικό πολιτισμικό σχέδιο καθορισμένο άπό τίς απαιτήσεις τοΰ καιροΰ μας, άρα κα ί σέ μ ιά έθνική πολίτικη.
Μερικές παράγραφοι τοΰ κειμένου δημοσιεύθηκαν στά «Νέα» (22.11.1983).
Διατυπώνονται μέ αξιωματικό τρόπο ορισμένες προτάσεις αναφορικά μέ τή φυσιογνωμία καί τήν πολιτισμική πολιτική τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ ’ Ιονίου, προτάσεις προσαρμοσμένες στήν ήδη ειλημμένη άπόφαση δτι τό άντικείμενο τοΰ Πανεπιστημίου αύτοΰ ανήκει άποκλειστικά στό πεδίο τών κοινωνικών έπιστημών, άπό τίς όποιες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στήν ιστορία, νοούμενη στή σύγχρονη θεματολική καί μεθολο- γική της διάσταση. Οί γενικές σκέψεις πού άκολουθοΰν βρίσκουν συστηματικότερη μερίκευση σέ άλλο κείμενο πού ενσωματώνεται σ ’ αύτό τό υπόμνημα καί στό όποιο γίνεται καί λόγος γιά τή γεωγραφική κατανομή τοΰ Πανεπιστημίου.
Τό Πανεπιστήμιο τοΰ Ίονίου καθορίζεται μερικώς άπό τίς πολιτισμικές καί ερευνητικές έτομότητες καί δυνατότητες τοΰ χώρου στόν όποιο πρόκειται νά ιδρυθεί: έξυπακούεται έτσι δτι εϊναι αύτονόητη ή ένταξή του σέ ένα σύστημα διασυνδέσεων μέ τή Δυτική Εύρώπη καί ό ένοφθαλμισμός του στό διπολικό σχήμα Βορράς-Νότος, μέ δλα τά πολιτισμικά καί ά- ναπτυξιακά ζητήματα πού συνέλκει τό σχήμα αύτό’ στήν οπτική μιας εύρωπαϊκής «κλίσης», εϊναι έπόμενο τό πανεπιστή
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 73
μιο νά αναζητήσει ελληνικές η έλληνο-ευρωπαϊκές προσβάσεις (έρευνητικά κέντρα, διαπανεπιστημιακές συνεργασίες) έξω άπό τόν έθνικό χώρο. Fιά νά άσκήσει, ώστόσο, τό Πανεπιστήμιο μιά πολιτισμική πολιτική διεθνούς εμβέλειας, θά χρειαστεί νά συνθέσει ενα σύνολο έρευνητικών προγραμμάτων έν- σωματώσιμων στά ένδιαφέροντα της διεθνούς ερευνάς στόν τομέα τών κοινωνικών έπιστημών, προγράμματα στά όποια θά βασίζεται καί ή μεταπτυχιακή του διδασκαλία. Τό μεταπτυχιακό συνεπώς πρόγραμμα τοΰ Πανεπιστημίου άρθρώνε- ται σέ άντίστοιχα έρευνητικά, φορέας τών οποίων είναι ένα πολυκεντρικό θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή ή μεταπτυχιακή Σχολή τοΰ Πανεπιστημίου καί, επάλληλα, έπίσης τό "Ιδρυμα Έ ρευνών μέ έξεργο επιτελικό χαρακτήρα· πολυκεντρικό ώς πρός τή διάρθρωσή του τό "Ιδρυμα, εδρεύει (δπως καί ή Σχολή) στόν ϊδιο τόπο, ώστε νά είναι σέ θέση νά άνταποκρίνεται στίς άπαιτήσεις τών διεπιστημονικού τύπου έρευνών, ένώ παράλληλα συμμετέχει στή διεκπεραίωση προγραμμάτων πού έ- κτελοΰνται σέ άλλα ημεδαπά ή άλλοδαπά κέντρα καί μέσω τών οποίων έξασφαλίζει τίς άπαιτήσεις έξειδίκευσης καί έ- ρευνητικής ώσμωσης πού θά πρέπει νά διακρίνουν τίς μεταπτυχιακές σπουδές.
' Η διεθνής συνεργασία στό έπίπεδο τών μεταπτυχιακών σπουδών πού στηρίζονται στήν έρευνα καί δχι άπο- κλειστικά στήν έγκύκλια διδασκαλία προϋποθέτει άνάλογες ρυθμίσεις τόσο πρός τήν κατεύθυνση της άπονομής τών διδακτορικών διπλωμάτων δσο καί πρός τήν κατεύθυνση τών διακρατικών έπιστημονικών άνταλλαγών καί τήν παροχή υποτροφιών. Ενδεικτικά ώς πρός τήν κατανομή διδακτορικών διπλωμάτων θά μπορούσε νά προβλεφθεϊ ένα σχήμα, σύμφωνα μέ τό όποιο συμβαλλόμενα εύρωπαϊκά πανεπιστήμια θά μποροΰσαν νά άπονέμουν άπό κοινού διδακτορικά
74 ΣΧΟΛΙΑ
διπλώματα, στίς περιπτώσεις έκεϊνες δπου οΐ ύποψήφιοι διδάκτορες θά είχαν προετοιμάσει μερικώς τή διατριβή τους στό πλαίσιο της μεταπτυχιακής διδασκαλίας ή της εκτέλεσης έρευνητικοϋ προγράμματος ένός άπό τά συμβαλλόμενα πανεπιστήμια.
Τέλος ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο οφείλει νά έχει πολιτισμική έπίπτωση στόν πληθυσμό πού τό δεξιώνεται: θά πρέπει έτσι νά γίνεται φορέας εκδηλώσεων «υψηλής παιδείας» κατά τούς θερινούς μάλιστα μήνες, οί όποιες θά ικανοποιούν τόσο τίς πολιτισμικές άπαιτήσεις τοΰ πληθυσμού δσο καί τίς άνάγκες του ’ίδιου τοΰ πανεπιστημίου γιά άκτινοβολία σέ μεγαλύτερα άνθρώπινα σύνολα.
Οί έκδηλώσεις υψηλής παιδείας θά μπορούσαν νά συν- δυαστοΰν μέ πολιτισμικά προγράμματα υποκινούμενα άπό άλλους φορείς (π.χ., δήμοι, τουρισμός) καί νά θεραπεύουν, άνάμεσα στ ’ άλλα καί άνάγκες διεθνούς πολιτισμικής πολιτικής: έτσι, προγράμματα, λόγου χάρη, πού θά άποσκο- ποΰσαν στή διερεύνηση πολιτισμικών ζωνών, θά μπορούσαν νά οδηγήσουν στό συνδυασμό συγκροτημένων παραδόσεων, μέ κέντρο ένα θέμα γενικής έμβέλειας, μέ τήν παρουσίαση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, οί όποιες θά άποτελοΰ- σαν τό έμπειρικό υλικό τής θεματολογίας αύτών τών παραδόσεων, ένώ συγχρόνως θά είχαν καί τήν αύτοδύναμη πολιτισμική τους άξία.
’ Από τίς προεισαγωγικές γραμμές πού προηγήθηκαν γίνεται σαφές δτι τό Πανεπιστήμιο τοΰ Ίονίου νοείται ώς μιά πολιτισμική έστία μέ έντονη εύρωπαϊκή «κλίση»· συνεπώς ώς ένα πανεπιστήμιο πού πρόκειται νά δώσει ξεχωριστή έμφαση σέ γνωστικά άντικείμενα πού μποροΰν νά θεμελιώσουν ένα σύστημα σπουδών πού θά έγγράφεται στίς άπαιτήσεις μιας εύ- ρωπαϊκής πολιτικής πού, μέσω τής άνάδειξης τών καθέκαστα
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 75
πολιτισμικών ταυτοτήτων τών χωρών της εύρωπαϊκης κοινότητας, θά κατατείνει σέ ενα πλουραλιστικό καί άντι-ηγεμονι- κό σχήμα δυναμικής άναφορας στίς ιστορικές καί σημερινές ιδιαιτερότητες τοΰ εύρωπαϊκοΰ νότου- αύτό σημαίνει δτι τόσο στό διδακτικό δσο καί στό ερευνητικό έπίπεδο τό πανεπιστήμιο ένεργοποιεϊ τά γνωστικά του αντικείμενα καί τά άνάγει σέ έρμηνευτικά έργαλεΐα μέσω της άνάδειξης τών λογικών έπι- ταγών τών κοινωνικών επιστημών καί τοΰ άποφενακισμοΰ τους άπό τίς χρησιμοθηρικές ιδεολογικές σταθερές.
I. Γνωστικά αντικείμενα τοΰ Πανεπιστημίου
Στό κείμενο πού ακολουθεί παρουσιάζεται μιά ένδεικτική έπιλογή τών κοινωνικών έπιστημών πού θά πρέπει νά συνθέτουν τόν γνωστικό χώρο τοΰ Πανεπιστημίου* εδώ άρκούμαστε νά σημειώσουμε:
α) δτι τά γνωστικά άντικείμενα θά πρέπει νά καλύπτουν ενδεχόμενες ελλείψεις άλλων όμοειδών πανεπιστημιακών σχολών β) δτι τά άντικείμενα αύτά, στό βαθμό δπου άποτε- λοΰν κοινούς διδακτικούς τόπους, θά πρέπει νά άνασηματοδο- τηθοΰν τόσο μέσω της έσωτερικης τους διαφοροποίησης, δσο καί μέσω της διαφοροποίησης πού είναι άπότοκος τών συνδυαστικών δυνατοτήτων τών σχηματισμών διδασκαλίας· καί, τέλος γ) δτι ή διάρθρωση τών σχηματισμών διδασκαλίας καί, συνεπώς, τών γνωστικών άντικειμένων θά έπιτρέπει στούς απόφοιτους νά εϊναι κάτοχοι πολλών «προτιμήσεων» (ο- ptions), ικανών νά άνταποκρίνονται στήν άπορροφητικότητα της οικονομίας.
' Η τελευταία παρατήρηση οδηγεί σέ μιά αναθεώρηση της μονοδρομικότητας πού ισχύει ώς πρός τίς έπαγγελμα- τικές σταδιοδρομίες τών άποφοίτων σχολών δπως αύτές πού θά στεγάζει τό Πανεπιστήμιο τοΰ Ίονίου: οΐ άπόφοι-
76 ΣΧΟΛΙΑ
τοί του θά πρέπει νά έχουν τή δυνατότητα έπιλογης έπαγ- γελματικών ειδικοτήτων περισσότερων άπό έκεϊνες πού προβλέπονται άπό τή μέση έκπαίδευση, κύριο άπορροφητή- ρα δσων κάνουν άνθρωπιστικές σπουδές. Ή πολυδρομικό- τητα τών έπαγγελματικών σταδιοδρομιών κατορθώνεται μέσω της έξειδίκευσης πού οδηγεί μερικώς στήν έπαναξιο- ποίηση ορισμένων έπαγγελμάτων, στήν πρόβλεψη άλλων, στήν έξοικονόμηση διδακτικού χρόνου μετά τήν αποπεράτωση τών πτυχιακών σπουδών. Αύτονόητα παραδείγματα: έπαναξιοποίηση έπαγγελμάτων, π.χ. πρός τήν κατεύθυνση της μουσειολογίας, της άρχειονομίας καί της βιβλιοθηκονομίας μέσω της ένσωμάτωσης τών σχετικών μαθήσεων στόν κύκλο τών μαθημάτων ιστορίας της τέχνης καί μνη- μειολογίας, βιβλιογνωσίας καί τεκμηρίωσης· πρόβλεψη έπαγγελμάτων, π.χ. οικονομική ανθρωπολογία μέσω της έμφασης στήν άνθρωπολογική διδασκαλία καί έρευνα- έξοι- κονόμηση διδακτικού χρόνου, π.χ. τεχνική κατάρτιση πού θά καταργεί τήν ανάγκη στοιχειώδους μαθητείας τών άρ- χαιολόγων κτλ.
Οι δύο πρώτες παρατηρήσεις υποδεικνύουν δτι ή διδασκαλία καί ή έρευνα στό Πανεπιστήμιο τοΰ Ίονίου προσανατολίζονται στή συγκρότηση διεπιστημονικού τύπου πνευματικών ένδιαφερόντων καί στήν παροχή άντίστοιχης παιδείας· έπιπρό- σθετα προσανατολίζονται στήν έπαναξιοποίηση καί άναση- ματοδότηση τοΰ υφιστάμενου γνωστικοΰ κεφαλαίου, ένώ παράλληλα έπιζητοΰν τήν εισαγωγή νέων μαθήσεων: δλα αύτά σέ ένα σύστημα διαπλοκών μέσω τών οποίων μπορεϊ νά έπι- τευχθεϊ ή έπαναξιοποίηση τοΰ γνωστικοΰ κεφαλαίου καί ή διαφοροποίηση τών σπουδών. Μιά πολιτισμική άπαίτηση αύ- τοΰ τοΰ είδους προϋποθέτει, μέ τή σειρά της, ένα έλαστικό σύστημα συνδυασμών.
Κεντρικό γνωστικό άντικείμενο τοΰ Πανεπιστημίου εϊναι
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 77
ή ιστορία, νοούμενη στή σύγχρονή της θεματολογική εύρύτη- τα- ή παρουσία της έδραιώνεται σέ δυό έπίπεδα: στό έπίπεδο τών καθαρών ιστορικών σπουδών καί στό έπίπεδο της διαχρονικής αντίληψης πού θά πρέπει νά διέπει τή διδασκαλία καί τήν έρευνα τών άλλων κοινωνικών έπιστημών. Κύριος χώρος αναφοράς είναι ό έλληνικός, ένσωματωμένος δμως σέ ένα εύρύ πλαίσιο πού τμήματά του διαρθρώνονται καί σέ αύτόνομη διδασκαλία καί έρευνα- έξυπακούεται συνεπώς δτι οί σπουδές έχουν συγκριτικό χαρακτήρα. Γενικό πολιτισμικό αίτούμενο τών σπουδών είναι ή έγγραφή τοΰ «όντολογικοΰ» μέρους τής έλληνικής ιστορίας, σέ δλη τή διαχρονία της, στό αντίστοιχο τής γενικής ιστορίας καί ή γνωστική του «αναβίωση» μέσω τής πολλαπλότητας τών τρόπων προσέγγισής του- πόρισμα αύτης τής τοποθέτησης άπέναντι στήν ιστορία καί στήν ιστοριογραφία είναι ή υιοθέτηση τών διεπιστημονικών προσπελάσεων, θεωρούμενων δμως πλέον σέ ένα «μετεπιστημονικό» έπίπεδο: στήν οπτική αύτή τό ζητούμενο δέν είναι απλώς ή σύγκλιση τών πολλαπλών τρόπων προσέγγισης, άλλά ή «έπι- χειρησιακή» χρήση τής λογικής κάθε έπιστήμης άπό τήν άλλη. Πρακτικά, ή προβληματική τοΰ τύπου αύτοΰ άνάγεται σέ μιά θεματολογία στήν οποία άρθρώνεται ή διδασκαλία καί ή έρευνα στό πεδίο κάθε γνωστικής ένότητας.
’ Εξυπακούεται δτι οί προσανατολισμοί αυτοί γίνονται άντιληπτοί σέ μιά δυναμική οπτική: τό πανεπιστήμιο επιζητεί τήν πραγματοποίησή τους ιδίως στόν τομέα τής έρευνας καί τούς προβλέπει ώς πιθανούς στόν τομέα τής διδασκαλίας, στή φάση δηλαδή τής οργάνωσης τής γνώσης. Στή φάση αύτή ή «θεσμική» υποδοχή τοΰ μέγιστου πολιτι- σμικοΰ αιτήματος καί τών έρευνητικών κατευθύνσεων τίς όποιες ένέχει έξασφαλίζεται άπό τό σύστημα συνδυασμοΰ γνώσεων καί μεθόδων πού, τελικώς, συνθέτουν μιά «δυνα- τολογία» γιά τήν έπίτευξη τών μέγιστων αιτημάτων.
78 ΣΧΟΛΙΑ
Χωρίς πρόθεση τών σελίδων αύτών νά εϊναι ή ύπόδειξη τών συγκεκριμένων γνωστικών άντικειμένων, ώστόσο γιά παράδειγμα άναφέρεται ό τομέας της αρχαιογνωσίας, τομέας ά- κρως ένδεικτικός στήν οπτική της άνανέωσης τοΰ γνωστικοΰ κεφαλαίου: οί άνθρωπολογικές σπουδές θά μποροΰσαν νά άνα- προσανατολίσουν τόν ύφιστάμενο τύπο τών ανθρωπιστικών καί νά άνανεώσουν συνεπώς καί τή μεθοδολογία τους· κι αύτό πλέον στό έπίπεδο της οργάνωσης τών γνώσεων, δηλαδή της έγκύκλιας διδασκαλίας. ’Αντίστοιχοι άναπροσανατολισμοί θά μποροΰν νά γίνουν σέ δλα τά «παραδοσιακά» άντικείμενα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας.
' Ωστόσο, αιτία ύπαρξης ένός νέου πανεπιστημίου εϊναι ή άναπαραγωγή της έπιστήμης μέσω της ερευνάς καί της διαμόρφωσης έρευνητών, χάρη στίς όποιες θά γίνεται δυνατή ή κινητική οργάνωση τών γνώσεων στό έπίπεδο της έγκύκλιας διδασκαλίας.
II. 'Η ερευνά
' Η έρευνα θά πρέπει νά έχει τή δική της θεσμική υποδοχή ένσωματωμένη στό Πανεπιστήμιο, άλλά μέ οικονομική, προγραμματική καί στελεχωτική αυτονομία: πρόκειται δηλαδή γιά ένα πολυκεντρικό έρευνητικό ίδρυμα, τό Ερευνητικό "Ιδρυμα τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Ίονίου, πού έχει τόν δικό του προϋπολογισμό, τό δικό του προσωπικό καί τόν δικό του προγραμματισμό.
’ Ο τελευταίος ύλοποιεϊ τούς μείζονες στόχους τοΰ Πανεπιστημίου καθιστώντας τή δυνατολογία πού άποδεσμεύεται άπό τήν οργάνωση της γνώσης πείραμα καί διαδικασία γνωστικής άναζήτησης· άναπαράγει συνεπώς τήν έπιστήμη καί διαμορφώνει έρευνητικές συνειδήσεις. Τό προσωπικό, ιεραρχημένο, εϊναι μόνιμο καί έκτακτο- καί στίς δύο περιπτώσεις έχει
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 79
διδακτικά καθήκοντα, ιδίως στό έπίπεδο τών μεταπτυχιακών σπουδών χρηματοδοτείται άπό τό "Ιδρυμα ή έξασφαλίζει τίς άποδοχές του άποκλειστικά μέσω της ένταξής του στό διδακτικό προσωπικό τοΰ Πανεπιστημίου, ή ίεραρχική του δμως θέση στό ίδρυμα δέν ορίζεται, στήν περίπτωση αύτή, άπό τήν άντίστοιχη πού κατέχει στό διδακτικό προσωπικό τοΰ Πανεπιστημίου. Τά άντικείμενατών έρευνών τοΰ 'Ιδρύματος άνήκουν στούς γνωστικούς χώρους πού καλλιεργεί τό Πανεπιστήμιο, δέν καθορίζονται δμως άπό τίς παιδαγωγικοΰ χαρακτήρα ιεραρχήσεις τοΰ τελευταίου. Τό "Ιδρυμα άσκεΐ καί έπιτελικοΰ τύπου ερευνητική πολιτική, δηλαδή υποκινεί έρευνες έξω άπό τό πλαίσιό του ή δεξιώνεται άλλες πού μπορεϊ νά έχουν προ- γραμματισθεϊ άλλοΰ κι άκόμη συνδέει έρευνες πού, μερικευμέ- νες, φέρονται σέ πέρας άπό διαφορετικούς έρευνητικούς φορείς- άσκεΐ μέ ένα λόγο έρευνητική πολιτική σέ έθνικό έπίπεδο καί γίνεται φορέας διεθνοΰς έρευνητικης συνεργασίας στή βάση συγκεκριμένων προγραμμάτων, άποσκοπώντας μέ τόν τρόπο αύτό νά διεθνοποιήσει τήν έλληνική έρευνα καί νά καταστήσει τό έθνικό άντικείμενο έρευνητικης άναφορας, άντικείμενο της διεθνοΰς έρευνας.
Τό έρευνητικά ίδρυμα έδρεύει σέ ένα άπό τά νησιά, μπορεϊ ώστόσο νά έχει τίς «άντένες» του καί στά άλλα δπου ύπάρχουν σχολές, τά άντικείμενα τών οποίων ένσωματώνονται στόν έ- ρευνητικό προγραμματισμό. Ή δομή τοΰ ιδρύματος στηρίζεται στήν πολυκεντρικότητα: τήν άνώτατη βαθμίδα του άπο- τελοΰν οί διευθυντές έρευνών πού είναι καί διευθυντές σπουδών στή μεταπτυχιακή διδασκαλία- άπ’ αύτούς διαλέγονται οί υποψήφιοι γιά τήν προεδρία τοΰ ' Ιδρύματος πού έκλέγονται άπό τό σύνολο τοΰ προσωπικοΰ, τό όποιο εκπροσωπείται κατά βαθμίδες καί ποσοστά. Οί διευθυντές έρευνών άνήκουν στήν ίδια τάξη μέ τούς καθηγητές Α τοΰ Πανεπιστημίου- καθώς δμως σημειώθηκε, ένας καθηγητής Α τοΰ Πανεπιστημίου μπαί
80 ΣΧΟΛΙΑ
νοντας στό "Ιδρυμα δέν γίνεται αύτοδικαίως διευθυντής έρευνών. Στό "Ιδρυμα ανήκουν μόνο δσοι έχουν τήν ευθύνη εκτέλεσης ένός έρευνητικοϋ προγράμματος ή παίρνουν μέρος σ ’ αύ- τό' δέν ύπάρχουν δηλαδή άνενεργά μέλη τοϋ ' Ιδρύματος, έστω καί άμισθα. Τά προγράμματα ύπακούουν σέ χρονοδιαγράμματα, έγκρίνονται ή άπορρίπτονται σέ πρώτη φάση άπό τή διοικητική έπιτροπή τοΰ Κέντρου τοΰ 'Ιδρύματος στό πλαίσιο τοΰ οποίου πρόκειται νά πραγματοποιηθεί καί σέ δεύτερη, έφό- σον τό έπιθυμήσει ό ένδιαφερόμενος μετά άπό μιά άπόρριψη, άπό έπιτροπή ειδικών πού συγκροτείται ad hoc άπό τήν προεδρία τοΰ 'Ιδρύματος. Κάθε Κέντρο εχει διευθυντή του πού διαλέγεται άνάμεσα στούς διευθυντές έρευνών καί εκλέγεται άπό τό σύνολο τοΰ προσωπικού τό όποιο, άνάλογα μέ τή βαθμίδα του, έχει ορισμένο ποσοστό έκλεκτορικης δύναμης.
Οΐ παράγραφοι πού προηγήθηκαν άποσκοποΰν απλώς νά υποδείξουν τή διάρθρωση τοΰ ' Ιδρύματος καί τών Κέντρων του, χωρίς νά τήν καθορίζουν μέ άκρίβεια. Προφανώς, ή διάρθρωση αύτή θέλει νά έξυπηρετήσει μιά πολιτική έπιστημονικοΰ πλουραλισμού, τόν όποιο τείνει νά έξασφα- λίσει ή μή άπόλυτη ταύτιση τών φορέων της έγκύκλιας πανεπιστημιακής διδασκαλίας μέ τούς άντίστοιχους, ατομικούς καί στίς δύο περιπτώσεις, της έρευνας.
Τά έρευνητικά προγράμματα είναι συλλογικά καί άτομι- κά. ’Ατομικοί φορείς τών πρώτων είναι οί διευθυντές έρευνών. Τά άτομικά προγράμματα τά φέρουν κυρίως σέ πέρας έ- ρευνητές τών βαθμιδών πού ίεραρχικά βρίσκονται κάτω άπό τίς διευθύνσεις έρευνών. 'Ωστόσο: ενα συλλογικό πρόγραμμα μπορεϊ νά παραγάγει ένα ατομικό έργο, τό έργο τοΰ διευθυντή έρευνών, μέ τήν προϋπόθεση όμως δτι τό πρόγραμμα τοΰ όποιου έχει τήν εύθύνη θά είναι σέ θέση νά παραγάγει προσωπικά ή συλλογικά έργα τών συνερευνητών του καί δτι τό πρό
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 81
γραμμα καί ό άτομικός του φορέας θά εϊναι σέ θέση νά παράσχουν τίς τεκμηριολογικές, μεθοδολογικές καί τεχνικές προϋποθέσεις γιά τήν πραγματοποίηση τών προσωπικών ή συλλογικών έρευνών καί έργων τών συνερευνητών.
Οΐ σκοπιμότητες αύτών τών προδιαγραφών γίνονται κατανοητές έφόσον ένταχθουν σέ ένα σχέδιο πού άποβλέπει στήν έδραίωση της μεταπτυχιακής διδασκαλίας στήν έρευνα καί έφόσον συναρτηθοΰν μέ μιά άπό τίς πρώτιστες λειτουργίες ένός έρευνητικοΰ κέντρου, δηλαδή μέ τή διαμόρφωση έρευνητών. Άπό τήν άποψη αύτή εϊναι έπόμενο νά δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στίς ύποχρεώσεις τών διευθυντών έρευνών νά δημιουργοΰν τίς υποδοχές οχι μόνο της συλλογικής έρευνας άλλά καί της προαγωγής τών έπιστημόνων.
Σημειώθηκε δτι τά άντικείμενα τών έρευνών ορίζονται άπό τά άντίστοιχα τών πανεπιστημιακών διδασκαλιών καθώς τά τελευταία έπιδέχονται σέ μεγάλο βαθμό γεωγραφικές καί χρονικές έφαρμογές, είναι έπόμενο ή έρευνα νά ορίζεται κατά πολύ άπό τίς τεκμηριολογικές διαθεσιμότητες τών νησιών: αύτό σημαίνει δτι ή έρευνητική πολιτική τοΰ 'Ιδρύματος διασταυρώνεται μέ τήν πολιτισμική καί έρευνητική πολιτική τοΰ κράτους, δπως αύτή έκφράζεται άπό τά οικεία ύπουργεϊα καί υπηρεσίες. Πόρισμα αύτης της διαπίστωσης είναι δτι θά πρέπει νά καθοριστοΰν οί έπίκοινοι χώροι, πού άπό τήν πλευρά τοΰ ' Ιδρύματος γίνονται άντικείμενο έρευνητικής άναφορας, ώστε νά έξασφαλιστεΐ τό μέγιστο δυνατό δριο άνθρώπινων καί ύλικών οικονομιών καί σύγκλισης σέ ένα εύρύ πρόγραμμα τών μορφών μέσω τών οποίων έξειδικεύεται ή έξωπανεπιστημια- κή πολιτισμική καί έρευνητική πολιτική της Πολιτείας στό γεωγραφικό πλαίσιο τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Ίονίου.
’ Ενδεικτικά θά μποροΰσε νά άναφερθεΐ πρός τήν κατεύθυνση αύτή ή κρατική πολιτική ώς πρός τά άρχεΐα, τίς βι
82 ΣΧΟΛΙΑ
βλιοθήκες, τόν Ιστορικό οίκισμένο χώρο, τά εθνογραφικά μουσεία, τό φολκλόρ κτλ. Στό "Ιδρυμα θά μπορούσαν νά συγκλίνουν έπί μέρους προγράμματα υποκινούμενα άπό άλλους φορείς (π.χ. διαμόρφωση τοΰ ΐστορικοΰ οίκισμένου καί καλλιεργούμενου χώρου) καί νά άνασυντίθενται σέ γενικότερα προγράμματα καθορισμένα άπό τό σύνολο τών ά- ναφορών της ιστορικής έρευνας: στίς άμεσότερες επιπτώσεις της μεθόδευσης της έρευνας μέ τόν περιγραφόμενο τρόπο συγκαταλέγονται ή προώθηση τών διεπιστημονικών προσεγγίσεων, ή κινητικότητα καί συνεπώς ή άνανέωση καί πολυλειτουργία τών έρευνητών, ή συνθετική δικτύωση σέ έθνικό έπίπεδο τής έρευνας, ή διακίνηση καί δεξίωση τών πληροφοριών. Τό γεγονός δτι τό "Ιδρυμα θά έχει, Si- πλα στό μόνιμο, ενα έκτακτο προσωπικό, έξασφαλίζει μιά άπό τίς άπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν εύόδωση πολυπρόσωπων καί διεπιστημονικού τύπου έρευνών μέγιστη φυσικά προϋπόθεση είναι ή υιοθέτηση άπό τήν Πολιτεία τής άρχής της κινητικότητας τών έρευνητών.
*0 δ(.ευρωπαϊκός χαρακτήρας τοΰ Πανεπιστημίου, ό όποιος έπιβάλλει καί τόν συγκριτικό προσανατολισμό τών σπουδών του, έξυπηρετεΐται στό πεδίο της ιστορικής κυρίως έρευνας άπό τίς πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τών Επτανήσων, ιδιαιτερότητες πού άντανακλώνται στή φύση καί στή δομή τών ιστορικών τεκμηρίων. Στήν οπτική αύτή τό "Ιδρυμα τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ ’ Ιονίου θά άποτελοΰσε ουσιώδη κρίκο γιά τήν κινητοποίηση διεθνών ένδιαφερόντων γιά τό έλληνικό ιστορικό γεγονός καί γιά τήν ένσωμάτωση τών ελληνικών ιστορικών σπουδών στό διεθνές, ευρωπαϊκό μάλιστα, κλίμα- θά υποκινούσε συγχρόνως ενδιαφέροντα γιά τόν προσανατολισμό τών έθνικών έρευνών σέ διεθνή αντικείμενα καί θά καλλιεργούσε καί πρός τήν κατεύθυνση αυτή τή διευρωπαϊκή ώσμωση, ένισχύοντας παράλληλα τίς άντιστάσεις έναντι τών διαδικα
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 83
σιών άποδιαρθρωτικοΰ έκπολιτισμοΰ. Ή έρευνα πού θά διε- ξαγόταν στό πλαίσιο τοΰ προγράμματος του θά άποτελοΰσε τόν κορμό τών μεταπτυχιακών σπουδών τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Ίονίου.
III. Οί μεταπτυχιακές σπουδές
Τό καθεστώς τών μεταπτυχιακών σπουδών τό καθορίζει ό σχετικός νόμος· στήν περίπτωση τοΰ Πανεπιστημίου πού σκιαγραφοΰμε δίνεται μεγάλη έμφαση στή σύνδεση της έρευνας μέ τίς σπουδές αύτές: τό ’Ερευνητικό Ίδρυμα τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ ’ Ιονίου θέλει νά διασφαλίσει τή συνέχεια της έρευνας καί νά δημιουργήσει μιά άπό τίς καίριες υποδοχές τών κοινωνικών έπιστημών στήν 'Ελλάδα. Τό προσωπικό του, μόνιμο καί έκτακτο, επιφορτίζεται μέ διδακτικά καθήκοντα στό πλαίσιο τών μεταπτυχιακών σπουδών τοΰ Πανεπιστημίου- τά καθήκοντα αύτά δέν συνίστανται στήν παροχή έγκύκλιου τύπου γνώσεων άλλά στήν ανακοίνωση μιας έρευνας ώς διαδικασίας γνωστικής καί ώς άποτελέσματος έμπειρικοΰ. Ή φύση άκριβώς της διδασκαλίας αύτης ορίζει καί τήν έμβέλεια τών έρευνητικών προγραμμάτων γιά τά όποια έγινε λόγος στήν προηγούμενη ένότητα. Στήν παροχή έγκύκλιου τύπου διδασκαλίας τό "Ιδρυμα συμμετέχει μόνο στό βαθμό δπου διαθέτει ερευνητές ή ειδικότητα τών οποίων δέν άποτελεϊ γνωστικό ά- ντικείμενο τών πανεπιστημιακών διδασκαλιών της πτυχιακής φάσης καί έφόσον ή ειδικότητα αύτή συνιστα προϋπόθεση γιά τήν εύόδωση ορισμένων ένοτήτων σπουδών τοΰ μεταπτυχια- κοΰ επιπέδου. Στό σχήμα αύτό τό σύνολο τοΰ επιστημονικού προσωπικού τοΰ Ιδρύματος ένσωματώνεται στό διδακτικό προσωπικό τών μεταπτυχιακών σπουδών καί άποτελεϊ τήν αιχμή του.
Στήν πράξη αύτό σημαίνει δτι τό προσωπικό τών με-
84 ΣΧΟΛΙΑ
ταπτυχιακών σπουδών άποτελεϊται α) άπό τό προσωπικό τοΰ Πανεπιστημίου πού έχει επωμιστεί τά διδακτικά καθήκοντα της πτυχιακής φάσης, σύμφωνα μέ τίς έπιλογές πού ορίζει ό νόμος- β) άπό τό συνολικό προσωπικό τοΰ Έρευ- νητικοΰ ' Ιδρύματος πού αναλαμβάνει διδακτικά καθήκοντα στή βάση τών παράλληλων ιεραρχιών πού ισχύουν γιά τό Πανεπιστήμιο καί γιά τό "Ιδρυμα- οί διευθυντές έρευνών είναι συγχρόνως καί διευθυντές σπουδών καί άντιστοιχοΰν στην άνώτατη πανεπιστημιακή βαθμίδα. Ή έπίπτωση της ένσωμάτωσης της ερευνάς στίς μεταπτυχιακές σπουδές είναι έπόμενο νά έπιφέρει διαφοροποιήσεις τόσο στή διδασκαλία δσο καί στήν ερευνά. Ώς πρός τή δεύτερη, καθώς τά προγράμματα έρευνών θά άποτελοΰν τόν κορμό της μεταπτυχιακής διδασκαλίας, είναι έπόμενο αύτά τά τελευ-
. ταϊα νά έπιδιώκουν νά έχουν θεματολογική έμβέλεια καί μεθοδολογική άξία, ώστε νά μποροΰν νά άνταποκρίνονται στίς άπαιτήσεις μιας παιδείας πού άποβλέπει στην παραγωγή επιστημόνων γιά τό λόγο αύτό δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στήν προηγούμενη ένότητα στό γεγονός δτι οί διευθυντές έρευνών θά πρέπει νά προτείνουν προγράμματα ικανά νά όδηγοΰν μέσω τών μερικεύσεων στή συγκρότηση πολλών προσωπικών έργασιών πού, σέ πολλές περιπτώσεις, θά εϊναι οί διδακτορικές έργασίες τών φοιτητών τοΰ Πανεπιστημίου.
Καθώς τό Πανεπιστήμιο τοΰ ’ Ιονίου έχει ιδιαίτερο έρευ- νητικό προσανατολισμό, έξυπακούεται δτι αΰτός ο τελευταίος θά ορίζει κατά κύριο λόγο καί τή θεματολογία πού θά προωθείται μέ τίς μεταπτυχιακές σπουδές· τά ευρωπαϊκά ένδιαφέροντα τοΰ Πανεπιστημίου θά ορίσουν καί τίς μορφές συνεργασίας μέ αλλοδαπά πανεπιστήμια καί έρευνητικά ιδρύματα στή φάση της ετοιμασίας τών διδακτορικών διπλωμάτων: επιστημονικές ανταλλαγές, πολιτική έκπαιδευτικών καί έρευνητικών αδειών καί υποτροφιών θά πρέπει νά έξυπηρετοΰν καί νά έξυ-
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 85
πηρετουνται άπό τούς διεθνείς στόχους τοΰ Πανεπιστημίου. Γιά νά έπιτευχθοΰν δλα αύτά, θά πρέπει οί φορείς της πανεπιστημιακής διδασκαλίας καί της έρευνας νά μήν υπάγονται σέ ενα δύσκαμπτο θεσμικό μόρφωμα πού άναστέλλει την κινητικότητα, θά πρέπει άντίθετα νά υπάγονται σέ ένα σύστημα πού νά εύνοεϊ την κινητικότητα καί μέ ενα αρμονικό σύστημα εισροών καί εκροών νά μήν άφήνει άκάλυπτες διδακτικές ή έρευ- νητικές θέσεις. Επιπρόσθετα, ή κινητικότητα θά πρέπει νά υπηρετεί τά συλλογικά προγράμματα τοΰ Πανεπιστημίου καί τοΰ ' Ιδρύματος καί οχι τίς προσωπικές επιλογές καί σταδιοδρομίες.
Κλείνοντας αύτή τή σύντομη σκιαγραφία τής φυσιογνωμίας καί τής πολιτικής τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Ίονίου θά πρέπει νά τονίσουμε δτι τό Πανεπιστήμιο θά πρέπει νά άρχίσει τή λειτουργία του σέ δλα συγχρόνως τά έπίπεδα: πτυχιακή φάση, έρευνητικά προγράμματα καί έφαρμογη τους, μεταπτυχιακές σπουδές. Γιά τή σημασία τής έναρξης τής λειτουργίας τοΰ έρευνητικοΰ ιδρύματος μαζί μέ τή διδασκαλία τής πτυχιακής φάσης δέν χρειάζεται νά δοθοΰν ιδιαίτερες εξηγήσεις· χρειάζεται άντίθετα νά αιτιολογηθεί ή λογική σύμφωνα μέ την όποία ύποστηρίζεται δτι οί μεταπτυχιακές σπουδές δέν θά πρέπει νά περιμένουν τήν έτοιμασία πτυχιούχων άπό τό ϊδιο τό Πανεπιστήμιο.
Οί μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, στόν τομέα τουλάχιστον τών κοινωνικών έπιστημών, δέν έχουν καμιά σοβαρή παράδοση· προγραμματίζονται σήμερα. Τή στιγμή αύτή ύπάρχουν πολλές «διαθεσιμότητες» άπό την πλευρά τών πτυχιούχων τών ελληνικών πανεπιστημίων νά είδικευθοΰν καί νά λάβουν τά διδακτορικά διπλώματα μέσω τών οποίων θά «βεβαιωθούν» καί θεσμικώς ώς έρευνητές. Στίς διαθεσιμότητες αύτές θά πρέπει νά δοθοΰν πολλαπλές δυνατότητες έπιλογής, ανεξάρτητες άπό τό είδος τών σχολών άπό τίς όποιες προέρ
86 ΣΧΟΛΙΑ
χονται. Ένα πανεπιστήμιο πού θέλει νά καλλιεργήσει τίς διεπιστημονικές προσεγγίσεις, θά έπρεπε νά γίνει σημείο υποδοχής τών νέων επιστημόνων πού έχουν ανάλογους προσανατολισμούς. ’Ακόμη, ενα πανεπιστήμιο πού θέλει νά δώσει μεγάλη έμφαση στήν ερευνά, εϊναι λογικό άπό τήν πρώτη στιγμή νά ζητεί νά έχει τή δυνατότητα της άκαδημαίκης δεξίωσης της έρευνας αύτης, νά προσελκύει τίς ερευνητικές διαθεσιμότητες ετοιμάζοντας τες παράλληλα γιά τήν έκτέλεση τών μελλοντικών τους ακαδημαϊκών καθηκόντων. Κυρίως όμως, οί μεταπτυχιακές σπουδές δέν θά πρέπει νά καταμερίζονται σέ έσω- τερικά κυκλώματα, δηλαδή ή θητεία κατά τήν πτυχιακή φάση σέ ένα πανεπιστήμιο νά μήν καθορίζει που θά γίνουν οί μεταπτυχιακές σπουδές τών ένδιαφερομένων: στήν οπτική αύτή τό Ίόνιο Πανεπιστήμιο θά θέλει νά ασκήσει άπό τήν πρώτη στιγμή της λειτουργίας του δλο τό εύρος τών καθηκόντων πού τοΰ άνήκουν καί νά δοκιμάσει νά εφαρμόσει τή συνολική του ερευνητική καί πολιτισμική πολιτική, πολιτική πού, στό βαθμό όπου εχει διευρωπαϊκή έμβέλεια, δέν μπορεϊ νά εύοδωθεΐ παρά έφόσον άνταποκρίνεται στή στοιχειώδη του απαίτηση, στήν απαίτηση παραγωγής επιστήμης καί επιστημόνων. Ή παραγωγή αύτή πραγματοποιείται μέ έναν καί μόνο τρόπο: τήν ακαδημαϊκή δεξίωση της έρευνας μέσω τών μεταπτυχιακών σπουδών.
9
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
"Ας μου έπιτραπεΐ, πρίν προχωρήσουμε, νά κάμω δύο προκαταρκτικές διευκρινίσεις. Πρώτη: τό κείμενο στό όποιο άναφέρεστε γράφηκε σέ ανύποπτο χρόνο, πρίν δημοσιευτεί τό Διάταγμα μέ τό όποιο ορίζονταν τά Τμήματα τοΰ Ίονίου Πανεπιστημίου· στό νοΰ μου τότε ειχα μιά Σχολή Επιστημών τοΰ ’Ανθρώπου, Κοινωνικών Επιστημών, μέ μιά κοινή άναφορά: τή διαχρονία καί ενα κοινό αΐτούμενο, τήν επικοινωνία τών έπιστημών αύτών. Τό Πανεπιστήμιο πού θά ιδρυθεί, θά εϊναι κάπως διαφορετικό, δέν θά στεγάζει, δηλαδή, μεγάλο άριθμό Κοινωνικών Έπιστημών: αύτό δέν σημαίνει δτι δέν θά υπάρχει ή άναφορά στή διαχρονία, μέ επίκεντρο τό Τμήμα ' Ιστορίας, καί τό κοινό αΐτούμενο, ή έπικοινωνία άνάμεσα στίς διδασκόμενες επιστήμες ή μαθήσεις. Δεύτερη διευκρίνιση: ή Διοικούσα ’Επιτροπή τοΰ Πανεπιστημίου συζητά (καί σύντομα θά καταλήξει σέ άποφάσεις) τήν δλη φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου. Ό ,τι πρόκειται νά διατυπωθεί παρακάτω δέν δεσμεύει ουτε τήν Επιτροπή οΰτε, πολύ περισσότερο, τό υπουργείο: πρόκειται γιά άπόψεις πού τίς μοιράζονται πολλοί,
Τό Πανεπιστήμιο. Λόγος, αντίλογος, διάλογος, τχ. 3 ( ’Αθήνα, 1985), α. 26-27. Ή σύνταξη τοΰ περιοδικού ζήτησε νά σχολιάσω ορισμένα άπό τά περιεχόμενα στό αμέσως προηγούμενο κείμενο.
88 ΣΧΟΛΙΑ
βέβαια ό καθένας μέ τίς δικές του σταθμίσεις, άλλά πού τή στιγμή αύτή δέν γίνεται παρά νά εύθύνουν αύτόν πού τίς εκφράζει έδώ, ανεπίσημα καί δχι ώς ένας άπό τούς συντελεστές της Δ. Επιτροπής τοΰ Πανεπιστημίου. Ά ς μοΰ δοθεί τώρα ή δυνατότητα νά θυμίσω τό σκεπτικό πού διέπει τό κείμενο γιά τό όποιο ό λόγος.
Τό κείμενο αύτό λέει κάτι τό αύτονόητο, πού δέν βλέπω γιατί θά μπορούσε νά δημιουργήσει κανενός είδους άμφιλογία: δτι, δηλαδή, ή πανεπιστημιακή έκπαίδευση θά πρέπει νά λειτουργεί σέ δύο επίπεδα, στό έπίπεδο της οργάνωσης της γνώσης καί στό έπίπεδο της παραγωγής της γνώσης- τό πρώτο συμπίπτει μέ τόν κύκλο σπουδών πού όδηγοΰν στήν άπόκτηση τοΰ πτυχίου, ενιαίου άλλά μέ κατευθύνσεις (ένα είδος προει- σαγωγης στήν ειδίκευση), ένώ τό δεύτερο έπίπεδο συμπίπτει μέ τίς μεταπτυχιακές σπουδές, πού, έχοντας ώς σκοπό τήν παραγωγή της γνώσης, είναι έπόμενο νά στηρίζονται στήν ερευνά. Πρόκειται γιά κοινούς τόπους πού δέν προσφέρονται σέ συζητήσεις. Ένας άκόμη κοινός τόπος: οί μαθήσεις είναι παραπληρωματικές άλλά καί κατανεμημένες, γιά συστηματικούς καί παιδαγωγικούς λόγους, σέ περισσότερα διδακτικά συγκροτήματα, Τμήματα δπως λέμε σήμερα- είναι αυτονόητο δ- τι, έφόσον υπάρχουν έπίκοινοι γνωστικοί χώροι, θά πρέπει νά υπάρχει έπικοινωνία, ανταλλαγή υπηρεσιών άνάμεσα στά Τμήματα, έλαστικότητα συνεπώς στά προγράμματα σπουδών. Ή ανταλλαγή υπηρεσιών δέν είναι μόνο οριζόντια, δηλαδή Τμήμα μέ Τμήμα, άλλά καί κάθετη, έπίπεδο μέ έπίπεδο- άς μείνουμε λίγο σ ’ αύτοΰ τοΰ είδους τήν έπικοινωνία.
Λέγαμε δτι οί μεταπτυχιακές σπουδές στηρίζονται στήν έρευνα. Αύτό σημαίνει δτι ό πυρήνας τους είναι μιά διεκπε- ραιούμενη ερευνά συλλογικου τύπου, άνακοινώσιμη καί κατα- νεμήσιμη. Πρόκειται μ’ άλλα λόγια γιά εναν τύπο ερευνάς μέ τέτοια θεματική ή μεθοδολογική (κατά κανόνα αύτά τά δυό
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 89
πανε μαζί) εμβέλεια, πού τήν κάνει ικανή πρώτο νά κινητοποιεί πολλαπλά έρευνητικά ένδιαφέροντα, δεύτερο νά μερικεύεται σέ έπί μέρους προσωπικές έρευνες- αύτές οί τελευταίες άποτελοΰν τόν άστερισμό τών διδακτορικών διατριβών, πού γίνονται στό πλαίσιο καί στίς παρυφές ένός έρευνητικοΰ καί διδακτικού συνάμα προγράμματος. Έξυπακούεται δτι μιά διδασκαλία στηριζόμενη σέ μιά διεκπεραιούμενη έρευνα δέν έ- παρκεϊ γιά νά συστήσει μιά πραγματική μεταπτυχιακή εκπαίδευση· χρειάζεται νά συνοδεύεται κι άπό άλλες μαθήσεις, έγκύ- κλιου μάλιστα χαρακτήρα, νά διασταυρώνεται καί μέ άλλες έρευνες. Όλα αύτά οδηγούν σέ διδακτικούς σχηματισμούς, πού έπικοινωνοΰν οριζόντια καί κάθετα μεταξύ τους καί προσφέρουν, έτσι, πολλαπλές δυνατότητες έπιλογών: έξυπηρετοΰν μιά διεπιστημονικού τύπου παιδεία, πού προσφέρει τή δυνατότητα να μεταλλαγεΐ σέ παιδεία μετεπιστημονική, δπου τό αίτούμενο δέν είναι ό ένοφθαλμισμός σέ μιά επιστήμη τών ά- ποτελεσμάτων άλλά της λογικής τών άλλων έπιστημών.
Γιά νά έχουμε τέτοιου είδους ερευνά στίς κοινωνικές έπι- στημες, σημαίνει δτι έχουμε μιά πολιτική έρευνητικών προγραμμάτων καί ένα χώρο θεσμικής δεξίωσης τών προγραμμάτων αύτών, δηλαδή ένα κέντρο έρευνας: τό κέντρο αύτό θά είναι ή καρδιά τών μεταπτυχιακών σπουδών τοΰ Πανεπιστημίου, σ ’ αύτό θά διεκπεραιώνονται τά έρευνητικά προγράμματα δσων έχουν έπωμιστεΐ τή διδασκαλία τοΰ πρώτου επιπέδου, άρα καί οί μεταπτυχιακές σπουδές πού αύτοί θά άναλαμ- βάνουν τά προγράμματα τοΰ είδικοΰ προσωπικού τοΰ κέντρου αύτοΰ θά συνιστοΰν τούς πόλους γύρω άπό τούς οποίους θά στρέφονται οί μεταπτυχιακές σπουδές τοΰ Πανεπιστημίου' έ- πιπρόσθετα, τό προσωπικό τοΰ κέντρου αύτοΰ, τοΰ μεταπτυχιακού δηλαδή συγκροτήματος τοΰ Πανεπιστημίου, θά έπω- μίζεται τήν ύποχρέωση νά προσφέρει έγκύκλιου τύπου διδασκαλίες στό πρώτο διδακτικό έπίπεδο. Αύτές είναι άδρομερώς
90 ΣΧΟΛΙΑ
οί οριζόντιες καί κάθετες έπικοινωνίες, πού θά πραγματοποιούνται, έξυπακούεται, μέσα σέ ένα ιεραρχημένο σύνολο, στό εσωτερικό του οποίου κάθε έπίπεδο θά εχει ισοδύναμες μέ τό άλλο ιεραρχίες αρα καί κατανομές υποχρεώσεων καί δικαιωμάτων. Όλα αύτά θά έπρεπε νά ισχύουν γιά κάθε πανεπιστήμιο καί νά άνταποκρίνονται σέ έναν έθνικοΰ έπιπέδου έκ- παιδευτικό καί έρευνητικό προγραμματισμό.
Ποιες είναι τώρα οί ιδιαιτερότητες του Πανεπιστημίου τοΰ Ίονίου. Πρόκειται γιά ένα Πανεπιστήμιο πού θά έχει τέσσερα Τμήματα: Γλωσσών, Μετάφρασης καί Διερμηνείας* ' Ιστορίας· Βιβλιοθηκονομίας καί Άρχειονομίας (άς ελπίσουμε ότι θά γίνει Τεκμηρίωσης)· Μουσικών Σπουδών. "Οτι πρόκειται γιά μαθήσεις παραπληρωματικές είναι ευνόητο, όπως έπίσης είναι εύνόητο ότι τό Πανεπιστήμιο, ώς περιφερειακό, θά πρέπει νά δώσει έμφαση στίς πολιτισμικές ιδιαιτερότητες τοΰ εύρύτερου χώρου του, μάλιστα στό βαθμό όπου πρόκειται νά εύοδωθεϊ τό σχήμα σπουδών πού περιγράψαμε λίγο πριν. ' Ο χώρος δέν έπαρκεΐ γιά νά γίνει λόγος γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο θά μπορούσε νά φανταστεί κανείς τήν οργάνωση τών μαθήσεων (λόγου χάρη ποιό πρακτικό καί πολιτισμικό άντί- κρισμα θά μπορούσε νά έχει τό Τμήμα Γλωσσών, Μετάφρασης καί Διερμηνείας) ούτε γιά τή θέση πού θά μποροΰσε νά πάρει στό Πανεπιστήμιο ή Πληροφορική ώς στοιχειώδης μάθηση καί ώς εφαρμογή στό πεδίο της έρευνας καί της τεκμηρίωσης, οΰτε, τέλος, γιά τούς τρόπους πού, μέσω της κινητικότητας ερευνητών καί διδασκάλων καί της περιοδικότητας τών διδακτικών προγραμμάτων, θά γινόταν δυνατό νά ύπερκερα- στοΰν οί άνελαστικότητες πού υπάρχουν τόσο ώς πρός τήν απορρόφηση τών αποφοίτων όσο καί ώς πρός την πρόσληψη προσωπικού. “Ας μείνουμε στήν πολιτισμική πολιτική τοΰ Πανεπιστημίου.
"Ενα περιφερειακό πανεπιστήμιο είναι έπόμενο νά καθο
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 91
ρίζεται μερικώς άπό τίς τοπικές έτοιμότητες καί δεκτικότητες, δημογραφικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, καί νά άπαντα ένεργητικά σ ’ αύτές, άναγόμενο σέ συντελεστή ένός περιφερειακού προγράμματος άνάπτυξης. Αύτό δέν σημαίνει δτι άποσκοπεΐ νά διαδραματίσει ενα ρόλο δημογραφι- κής καθήλωσης (μολονότι είναι φυσικό νά άναμένεται ή απορρόφηση άπ’ αύτό ένός τμήματος του τοπικού σπουδαστικοΰ πληθυσμού) άλλά κυρίως Ινα ρόλο μέσα σέ μιά διαδικασία αποκέντρωσης, δπου, δμως, τουλάχιστον ώς πρός τό πανεπιστήμιο, οί πόλοι έλξης θά ορίζονται έπίσης άπό ιδιαιτερότητες (στην περίπτωση μας άπό ιδιαιτερότητες μαθήσεων) καί τό ζητούμενο θά είναι ή δημιουργία πολιτισμικών ώσμώσεων. Γιά νά γίνουν δλα αύτά, ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο θά πρέπει νά μπορεϊ νά άναχθεΐ σέ οργανωτή πολιτισμικών σχεδίων, πού υπερακοντίζουν τόν στενά διδακτικό του προορισμό· άκόμη, ένα πανεπιστήμιο θά πρέπει νά μεταφράζει μέ τόν τρόπο του ένα έθνικοϋ έπιπέδου πολιτισμικό σχέδιο.
Γιά τό ’ Ιόνιο Πανεπιστήμιο τό σχέδιο αύτό θά εξειδικευόταν σέ μιά εύρωπαϊκή «κλίση», δπως αύτή θά μπορούσε νά νοηθεί μέσα στή διχοτομία Βορρά καί Νότου. Αίτούμενο ή δημιουργία πολιτισμικών ώσμώσεων, μέσω της άνάδειξης τών ιδιαιτεροτήτων, δηλαδή μέσω της κατάφασης άπέναντι στή διαφορετικότητα. Πρόκειται γιά ενα άντι-ηγεμονικό σχήμα, πού δέν εκφυλίζεται σέ άρνητισμούς έθνοκεντρικου τύπου καί στούς συνακόλουθους ιδεολογικούς φενακισμούς λαϊκιστι- κης χροιάς, άλλά πού, άντίθετα, άντιστρατεύεται στίς άπο- διαρθρωτικές εκπολιτιστικές διαδικασίες μέσω μιας συνεχώς έκσυγχρονιζόμενης συλλογικής αυτογνωσίας. Ένα σχέδιο του βεληνεκοΰς αύτοΰ υποτίθεται δτι μεταγράφεται τόσο στό επίπεδο της οργάνωσης της γνώσης δσο καί στό έπίπεδο της παραγωγής της καί δτι εύοδώνεται μέ ένα σύστημα διασυνδέ
92 ΣΧΟΛΙΑ
σεων, συνεργασιών, κοινών προγραμμάτων μέ ομόλογους χώρους παιδείας καί έρευνας της υπόλοιπης Ευρώπης.
Έ να επτανησιακό πανεπιστήμιο μέ έντονη ιστορική «κλίση» είναι σέ θέση νά προχωρήσει στήν πραγματοποίηση αύτοΰ τοΰ σχεδίου, ανάγοντας σέ ιστοριογραφικό «κατόρθωμα» τήν ιστορικότητα τοΰ χώρου του καί δίνοντας, ετσι, αφορμές γιά «παραδειγματικές» κατασκευές, μέ τίς όποιες θά μερικεύεται τό συνολικό πολιτισμικό σχέδιο: εν ας πρόσθετος λόγος γιά τήν έμφαση πού θά πρέπει νά δώσει στήν ερευνά, μέ τήν οποία καί μόνο μπορεϊ νά γίνει ένεργητικός συντελεστής μιας έθνικής πολιτισμικής πολιτικής. Μέ ποιές ανθρώπινες δυνάμεις, μέ ποιά θεσμικά πλαίσια, μέ ποιές αντισταθμιστικές ρυθμίσεις θά γίνουν δλα αύτά, είναι ενα πρόβλημα, πού, άν τό ψηλαφούσαμε, θά πήγαινε μακριά τή συζήτησή μας. Ώστόσο, άπό τή στιγμή δπου μποροΰμε νά ξέρουμε μέ κάποια σαφήνεια τί ζητάμε καί ώς πρός τί, τότε οί δυσκολίες, πού είναι περισσότερο άπότοκες μιας έλλιποΰς συνείδησης γιά τά ζητούμενα παρά τής άνελαστικότητας αύτών τών τελευταίων, άρχίζουν νά υποδεικνύουν καί τούς τρόπους γιά τό ξεπέρασμά τους- μνημονεύσαμε, ήδη, κάποιους άπ’ αύτούς: κινητικότητα τοΰ διδακτικού καί έρευνητικοΰ προσωπικοΰ, άρα δχι άποκλειστικά μόνιμο προσωπικό στό πανεπιστήμιο· έπικοινωνία άνάμεσα σέ Τμήματα καί άνάμεσα σέ επίπεδα σπουδών, άρα πολλαπλή προσφορά διδασκαλιών περιοδικά πλήρη προγράμματα σπουδών, άρα ύπέρβαση τών άνελαστικοτήτων τής άγορας άλλά καί τοΰ ϊδιου τοΰ περιεχομένου τών μαθήσεων. Τά παραδείγματα θά μποροΰσαν νά συνεχιστοΰν. Όλα θά συγκλίνανε στήν έξυπηρέτηση μιας πάγιας απαίτησης: συνέχεια στή διδασκαλία καί στήν ερευνά, σφαιρικότητα τών μαθήσεων, δυνατότητα πολλών διδακτικών καί έρευνητικών συνδυασμών μέ ενα λόγο σύγχρονη ανθρωπιστική παιδεία.
1 0
ΟΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ: ΚΑΠΟΙΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ
Κατά καιρούς αναζωπυρώνεται τό ένδιαφέρον γιά τήν έ- πίλυση μιας άπό τίς εκκρεμότητες της ’Ανώτατης Παιδείας, έννοώ τίς λεγάμενες μεταπτυχιακές σπουδές: σχετικώς πρόσφατες υπουργικές πρωτοβουλίες έφεραν ξανά τό θέμα αύτό στό προσκήνιο καί έδειξαν μέ ρητό τρόπο ότι ή πολιτεία έχει τή βούληση νά προχωρήσει σέ όλες έκεϊνες τίς ρυθμίσεις πού θά έπιτρέψουν νά καταστεί πλέον θεσμός αύτός ό κύκλος τών σπουδών πού δέν είχε ποτέ θεσμική δεξίωση στά πανεπιστημιακά μας πράγματα. Ή σκέψη πού πρυτανεύει ώς πρός τίς μεταπτυχιακές σπουδές εϊναι ότι εϊναι συνάρτηση δύο απαιτήσεων: μιας απαίτησης διεπιστημονικής καί μιας άπαίτησης έ- ρευνητικής. Ή πρώτη παραπέμπει κατά κύριο λόγο σ ’ αύτό πού άποκαλοΰμε μετάδοση καί οργάνωση της γνώσης· ή δεύτερη παραπέμπει σ ’ αύτό πού άποκαλοΰμε παραγωγή γνώσης πού, μέ τή σειρά της, μπορεΐ νά σημαίνει τόσο πολλαπλασιασμό (άρα καί έπαλήθευση) δοσμένων τύπων γνώσεων οσο καί παραγωγή γνώσεων άλλου, μή δοσμένου, τύπου. Είναι εμφανές ότι ή δεύτερη περίπτωση συνδέεται μέ τή διεπιστημονική απαίτηση, γιά νά άπολήξει σέ μιά απαίτηση μετε-
Ή Αύγή, 15.3.1987, σ. 12.
94 ΣΧΟΛΙΑ
πιστημονική. Ό λόγος δμως σήμερα σ ’ αύτό τό σημείωμα δέν είναι γιά τίς διεπιστημονικού τύπου σπουδές, άλλά γιά τή σύζευξη έρευνας καί διδασκαλίας ένόψει κάποιων σπουδών πού έχουν ώς απόληξη τήν παραγωγή γνώσης: πρόκειται γιά τίς σπουδές έκεΐνες πού άκαδημαϊκώς μεταφράζονται σέ ένα διδακτορικό δίπλωμα. Αλλιώς, πού άπολήγουν στή σύνταξη ένός κειμένου τό όποιο δείχνει δτι ό συντάκτης του έχει εξοικείωση μέ τήν έρευνα, συνεπώς μέ τίς μεθόδους καί τό ύλικό έκεϊνο πάνω στό όποιο έφαρμόζονται καί δοκιμάζονται οί μέθοδοι (καί μαζί μ’ αύτές οί τεχνικές) καί δτι ή έξοικείωση αύτή μεταφράζεται σέ μιά παραγωγή γνώσης πραγματολογικής ή θεωρητικής ή πραγματολογικής καί θεωρητικής εμβέλειας.
’ Ακόμη περισσότερο, τό σημείωμα αύτό δέν έχει τήν πρόθεση νά άναλωθεΐ στήν άνάπτυξη αύτών τών κοινών τόπων: ή μοναδική του φιλοδοξία είναι νά έπισημάνει μιά ορατή άπειλή πού είναι δυνατό νά «υλοποιηθεί» σέ θεσμικό δεδομένο πού θά άφαιρέσει δ,τι γενναίο μπορεϊ νά υπάρχει στή βούληση γιά τή δημιουργία μεταπτυχιακών σπουδών στά πανεπιστήμια. 'Υ ποχρέωσή μου νά δηλώσω οτι δσα προηγήθηκαν καί δσα πρόκειται νά άκολουθήσουν παίρνουν τήν άφορμή τους άποκλει- στικά καί μόνο άπό τό πεδίο τών κοινωνικών επιστημών.
"Οταν μιλάμε γιά έρευνα, μάλιστα θεσμοθετημένη, ο νους ορισμένων πηγαίνει σέ έρευνητικά προγράμματα έγκρινόμενα καί χρηματοδοτούμενα. Όταν μιλάμε έπίσης γιά μεταπτυχιακές σπουδές, συνδυασμένες μέ τήν έρευνα, σχεδόν όλοι άνα- ρωτιοΰνται γιά τούς άτομικούς φορείς αύτών τών σπουδών: πρόκειται γιά τό περίφημο ζήτημα τοΰ ποιοί θά άναλάβουν αυτές τίς διδασκαλίες. Θεωρώ δτι τά ζητήματα αύτά είναι, τουλάχιστον, άστεΐα. Ά ς άρχίσουμε άπό τούς άτομικούς φορείς.
"Οσοι εκλέγονται στά πανεπιστήμια γιά νά διδάξουν στόν κύκλο έκεϊνο τών σπουδών πού οδηγεί στήν άπόκτηση τοΰ πτυχίου είναι άτομα πού έχουν κριθεϊ μέ βάση, κατά πρώτιστο
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 95
λόγο, τό λεγόμενο έπιστημονικό τους έργο, δηλαδή τό αποτέλεσμα τών έρευνών τους- επιπρόσθετα εϊναι άτομα πού συνεχίζουν νά παράγουν εργο αύτοϋ τοϋ τύπου, εϊναι δηλαδή έρευ- νητές καί δάσκαλοι: αλλιώς παραγωγοί καί οργανωτές γνώσεων. ’Εκτός άπ ’ αύτά τά άτομα υπάρχουν άλλα πού τό έργο τους συνίσταται στήν παραγωγή γνώσεων μέσα σέ θεσμικό (λ.χ. έρευνητικά κέντρα) ή έξω άπό θεσμικό πλαίσιο. Όλα αύτά τά πρόσωπα εϊναι οί ατομικοί φορείς τών μεταπτυχιακών σπουδών.
Τώρα ή έρευνα πού γίνεται αντικείμενο διδασκαλίας. Μιά στοιχειώδης προεισαγωγική παρατήρηση: συνδυασμός διδασκαλίας καί έρευνας δέν σημαίνει δτι πρόκειται γιά μιά ομάδα πού φέρει σέ πέρας ενα ερευνητικό πρόγραμμα, άλλά σημαίνει δτι πρόκειται γιά ένα σύστημα διδασκαλιών στό έπίκεντρο τοΰ οποίου είναι ή λογική της έρευνας καί ή έρευνητική πρακτική, ή διαπραγμάτευση δηλαδή ένός έρευνητικου αιτήματος, άρα ένός προβλήματος τοΰ χώρου στόν όποιο ανήκει αύτή ή διδασκαλία- σημαίνει, έπίσης, δτι πρόκειται γιά ένα σύστημα διδασκαλιών δπου έκεϊνες πού άφοροΰν τήν οργάνωση τής γνώσης, έχουν τή θέση πού κάθε. φορά άξίζει νά έχουν.
Στήν οπτική αύτή, ή έρευνα δέν πρέπει σώνει καί καλά νά είναι θεσμοθετημένη, νά έχει δηλαδή έγκριθεϊ άπό κάποιο δρ- γανο καί μάλιστα χρηματοδοτηθεί: ή έρευνα τοΰ τύπου αύτοΰ εϊναι μιά άπό τίς μορφές πού παίρνει καθ ’ δλου έρευνα καί δέν είναι σέ καμιά περίπτωση άποκλειστική. Γιατί δίπλα σ ’ αυτόν τόν τύπο έρευνας, υπάρχουν άλλες, οί περισσότερες ατομικές, πού μαζί μέ τίς πρώτες, θά πρέπει νά συνθέτουν τό πλέγμα τών γνωστικών διαδικασιών, στίς όποιες θά πρέπει νά στηρίζονται οί μεταπτυχιακές σπουδές. Μέ δυό λόγια, ή ταύτιση τής γνωστικής άπαίτησης γιά έρευνα μέ τή θεσμοθετημένη ένδοπανεπιστημιακή έρευνα, θά οδηγήσει σέ δύο προφανή άποτελέσματα: πρώτο, στή συρρίκνωση τών ερευνητικών
96 ΣΧΟΛΙΑ
προγραμμάτων (μέ δλα τά «διεκδικητικά» παρεπόμενα) καί, κατά συνέπεια, στή συρρίκνωση του άριθμοΰ τών σπουδαστών πού θά γίνονται δεκτοί στά μεταπτυχιακά. Αύτή είναι ή ορατή άπειλή, γιά τήν οποία έκανα πιό πρίν λόγο. ’Έχει τό συνακόλουθό της, δηλαδή τήν ταύτιση του μεταπτυχιακού σπουδαστή μέ τόν ύπότροφο σπουδαστή, δηλαδή μέ ενα μηχανισμό πού μοιραία οδηγεί σέ πραγματικά άντιδημοκρατικούς έκλε- κτισμούς.
Τό πολυσυζητούμενο πρόβλημα τών μεταπτυχιακών σπουδών είναι άπλό καί αύτονόητο, τόσο ώς πρός τή φυσιογνωμία τών διδασκόντων δσο καί ώς πρός τή φυσιογνωμία τών διδασκομένων. Ή φυσιογνωμία τοΰ διδάσκοντος είναι δεδομένη: πρόκειται γιά τόν πανεπιστημιακό διδάσκαλο, δουλειά τοΰ οποίου είναι νά οργανώνει τή γνώση καί νά τήν παράγει. Όλο, συνεπώς, τό διδακτικό προσωπικό τοΰ Πανεπιστημίου θά έχει υποχρέωση νά διδάσκει καί στό μεταπτυχιακό επίπεδο, σύμφωνα μέ τό ίεραρχικό σχήμα πού ήδη ισχύει γιά τήν πτυχιακή φάση τών σπουδών οί μεταπτυχιακές αλλιώς σπουδές άποτελοΰν τμήμα τών καθηκόντων ένός πανεπιστη- μιακοΰ δασκάλου. Πρόκειται έπίσης γιά τόν έρευνητή πού δέν άνήκει οργανικά στό Πανεπιστήμιο καί δ όποιος καλείται, άν τό έπιθυμεΐ, νά άναλάβει μιά μεταπτυχιακή διδασκαλία- θά έλεγα, μάλιστα, δτι ύποχρεώνεται στήν περίπτωση δπου άνή- κει σέ δημόσιο έρευνητικό κέντρο. Ή φυσιογνωμία τοΰ διδα- σκομένου είναι κι αύτή έπίσης δεδομένη: πρόκειται γιά κάθε πτυχιοΰχο, μέ τήν προϋπόθεση, έξυπακούεται, δτι τό πρόγραμμα τοΰ τμήματος στό όποιο θέλει νά έγγραφεϊ εξασφαλίζει διδασκαλίες συναφείς μέ τό άντικείμενο της ειδίκευσής του.
"Ολοι δσοι μιλάνε γιά περιορισμένο άριθμό μεταπτυχιακών σπουδών, σκεφτόμενοι τά εγκεκριμένα άπό κάποιο όργανό καί χρηματοδοτούμενα προγράμματα καί τήν ανθρώπινη «χωρητικότητα» τών προγραμμάτων αύτών, θά έπρεπε νά
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 97
διαφοροποιήσουν τό σκεπτικό τους, λαβαίνοντας ύπόψη τήν πολυτυπία τών έρευνών, πολυτυπία πού έπιτρέπει πολυφωνία καί κυρίως έλαστικότητα στίς σπουδές αύτές. Ά ν κάτι δμως είναι άπό τά sine qua non τών μεταπτυχιακών σπουδών είναι ή αποκατάσταση ένός συστήματος ατομικής εύθύνης άνάμεσα στόν (συγκεκριμένο) διδάσκοντα καί τό σπουδαστή: αύτό σημαίνει δτι τό Πανεπιστήμιο προσφέρει πολλαπλές έξατομι- κευμένες διδασκαλίες πού άρθρώνονται σέ επάλληλους καί έ- ναλλασσόμενους διδακτικούς σχηματισμούς μέσα στούς οποίους θά εύοδώνεται τό κάθε άτομικό έργο, θά πραγματοποιείται ή διδακτορική διατριβή. Σέ μιά τέτοια οπτική έναν- τιώνεται, φυσικά, κάθε δήθεν ορθολογική άλλά στήν ούσία ά- νελαστική διάταξη τής «διδακτέας ΰλης», διάταξη στήν οποία είναι επόμενο νά φτάσει κανείς, δταν δίνει άποκλειστική έμφαση στά θεσμοθετημένα σχήματα τών ένδοπανεπιστημιακών έρευνών.
1 1
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ TOT ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
[ 'Οταν συζητά κανείς μέ τόν 'Ιστορικό Σττύρο Άσδραχά γιά τά οικονομικά καί διοικητικά προβλήματα τοΰ Πανεπιστημίου, εκείνος δηλώνει αναρμοδιότητα γιά νά δικαιολογηθεί αμέσως μετά «ότι αύτά τόν μπερδεύουν».
“Ετσι, επιστρέφουμε σέ γνώριμο περιβάλλον του, πού είναι ο χώρος των Ιστορικών Σπουδών.
°Ενα τμήμα, πού ύττηρετεϊ άποκλειστικά τις Ιστορικές Σπουδές —στό πλαίσιο ενός περιφερειακού Πανεπιστημίου-κάνει ήδη τά πρώτα του βήματα. ’Υλοποιώντας τις σύγχρονες άντιλήφεις πού κατανοούν την Ιστορία ώς επιστήμη σέ αντίθεση μέ τήν αντίληψη της Ιστορίας πού καθορίζεται από πολιτικές προτεραιότητες.
Ή πρώτη απόπειρα, μέ τά Τμήμα Ιστορίας στην Κέρκυρα χρειάζεται νά προχωρήσει. Μοναδική φιλοδοξία τών διδασκόντων—νέοι άξιολογότατοι επιστήμονες στην πλειοφηφία τους— είναι νά μυήσουν τούς νέους φοιτητές στις τεχνικές πού όδηγοϋν στήν ίδια τήν παραγωγή της γνώσης, κάνοντας χρηστικές τις ίδιες τις πηγές.
Ή συζήτηση μέ τόν Σπύρο Άσδραχά, αντιπρόεδρο τής Διοικούσας ΈπιτροΊτης τοΰ Ίονίου, απέδειξε ότι ενα «νέο» Τμήμα, ενα «νέο» Πανεπιστήμιο μπορεϊ νά υπάρξει καί νά λειτουργήσει καί «μέσα στό σύστημα τών διοικητικών αδρανειών»].
"Ενα νέο Πανεπιστήμιο γεννιέται σέ μ ιά επαρχιακή πό-
Ή Αύγή, 9.2.1986. Συνέντευξη στόν Κώστα Τσαούση. *0 τίτλος της εφημερίδας: Το Ιστορ ικό Τμήμα τοΰ α Ίονίου» θά ύπερβεϊ τις αδράνειες τών θεσμών.
100 ΣΧΟΛΙΑ
λη. Τήν Κέρκυρα, πού κάθε χώρος της, εχει έντονα άποτυ- πωμένα τά σημάδια τοΰ ιστορικού χρόνου. Θά θέλατε νά μας σκιαγραφήσετε τίς βασικές προτεραιότητες τοΰ Ίο- νίου κα ί ιδιαίτερα τοΰ πρώτου Τμήματός του πού έχει σάν στόχο νά υπηρετήσει τίς 'Ιστορικές Σπουδές;
Μου ζητάτε νά σας σκιαγραφήσω μέ όλη τή δυνατή συντομία τή φυσιογνωμία τοΰ ’ Ιονίου Πανεπιστημίου πού μόλις τή χρονιά αύτή άρχισε τή ζωή του. Θά ήθελα δμως νά σας μιλήσω γιά ένα, ’ίσως τό μεΐζον, στοιχείο της φυσιογνωμίας του, δηλαδή τίς ιστορικές σπουδές. Πρίν άπ ’ δλα δμως άς μοΰ έπι- τραπεϊ νά σας πώ δτι τό όλιγοπρόσωπο αύτό Πανεπιστήμιο μπορεΐ σήμερα νά κάνει τά πρώτα του βήματα χάρη σέ μιά πλειάδα ιστορικών, αντιπροσωπευτικό δείγμα ήλικιών καί ιστοριογραφικών προσανατολισμών, πού δέχθηκαν, δχι χωρίς θυσίες, νά μποΰν στό παιχνίδι μιας δοκιμής: της δημιουργίας ιστορικής παιδείας μέσα σέ ένα χώρο δπου ή ιστορία έχει μιά έκρηκτική παρουσία. Μιλάω γιά τήν Κέρκυρα μέ τίς μεγάλες ιστορικές της πηγές, άκόμα καί πρώτιστα γιά τήν Κέρκυρα μέ τή λειτουργούσα ιστορική μνήμη.
Ή ίδρυση τοΰ Ίονίου Πανεπιστημίου πήγαινε άπό τήν πρώτη στιγμή μαζί μέ τήν αξιοποίηση τοΰ ίστορικοΰ χώρου: απόφαση της Πολιτείας ήταν νά στεγαστεί μέσα στό Κάστρο, μαζί μέ τά τοπικά άρχεϊα πού τώρα στεγάζονται κάτω άπό τίς πιό άκατάλληλες συνθήκες πού μπορεΐ νά φανταστεί κανείς. Βέβαια, τό παλιό Κάστρο δέν εϊναι πιά ή παλιά πόλη πού ήδη στήν έποχή της Βενετοκρατίας ζητούσε καί εύρισκε διέξοδο έξω άπό τά τείχη· είναι μόνο κάποια κτίρια της έποχής της Άγγλοκρατίας. Άπό αύτά τά λίγα πού σάς έκθέτω γίνεται έμφανές τό πρόβλημα: ποιά είναι ή σωστά έννοούμενη χρήση αύτοΰ τοΰ χώρου, τοΰ οποίου τά έμφανή άρχαιότερα στοιχεία είναι τά τείχη; Νά λοιπόν πού τό Ίόνιο Πανεπιστή
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 101
μιο θέτει κιόλας άπό τήν ίδρυσή του προβλήματα του τύπου έκείνου πού μας άναγκάζουν νά δείχνουμε αν πίσω άπό τίς εύκολες λέξεις (άξιοποίηση τοΰ ΐστορικοΰ χώρου) ύπάρχουν καί έπιστημονικές καί πολιτισμικές ετοιμότητες, ικανές νά δώσουν στίς λέξεις τό περιεχόμενό τους. 'Ιστορική πρόκληση λοιπόν.
Γιατί ή ίδρυση ένός Τμήματος 'Ιστορίας σέ ενα Πανεπιστήμιο δέν άποβλέπει άποκλειστικά στό νά παράγει καθηγητές της ' Ιστορίας γιά τή Μέση ’ Εκπαίδευση: άποβλέπει στή δημιουργία ιστορικής παιδείας, συνεπώς στήν ένεργοποίηση τής ιστορίας κα ί μέσω τής αποκατάστασης μιας δυναμικής σχέσης τοΰ άτόμου, τών ομάδων, μέ τόν ιστορικό χώρο.
' Ωστόσο ή χρήση τοΰ ΐστορικοΰ χώρου άπό τό Πανεπιστήμιο δέν είναι γιά σήμερα, άλλά γιά τό κοντινό μέλλον.
Νά μιλήσουμε λίγο περισσότερο γιά τό Τμήμα 'Ιστορίας, καθώς είναι κα ί τό πρώτο αυτόνομο τμήμα πού δψ μιουργεϊται σέ έλλψ ικό πανεπιστήμιο.Ά ς έρθουμε στή φυσιογνωμία τοΰ Πανεπιστημίου ώς
πρός τίς ιστορικές σπουδές. Καλλιεργοΰνται σήμερα στό Τμήμα ' Ιστορίας μέ τό όποιο άρχισε τή ζωή του τό Ίόνιο Πανεπιστήμιο- θά άποκτήσουν έπιπρόσθετη διάσταση μέ τήν ίδρυση άλλων τμημάτων μέ άντικείμενο τά πολιτισμικά άγαθά, ά- νάμεσά τους τό έντυπο καί ή άρχειακή ύλη. Ά ν όλα πανε καλά, τό σχολικό έτος 1987-88 θά έχουμε μιά Σχολή 'Ιστορικών Σπουδών καί Τεκμηρίωσης, τμήμα τής όποίας θά είναι καί τό σημερινό 'Ιστορικό Τμήμα. Είναι προφανές ότι πρόκειται γιά ενα σχέδιο όπου ή ' Ιστορία δέν είναι μόνο ' Ιστοριογραφία, άλλά ένα σύνολο μαθήσεων καί τεχνικών πού άπο- σκοποΰν στή διαμόρφωση ειδικοτήτων πού έχουν ώς αντικείμενο τά τεκμήρια τής ιστορίας. Αύτά τά τελευταία δέν είναι άποκλειστικά δσα άποτελοΰν εργο τών άρχειονόμων καί τών
102 ΣΧΟΛΙΑ
βιβλιοθηκονόμων εϊναι καί όσα μαρτυρουν τήν παρέμβαση τοΰ ανθρώπου στό χώρο μέσα στή μεγάλη διάρκεια, παρέμβαση πού παρουσιάζεται σέ μιά μεγάλη κλίμακα, άπό τή διαμόρφωση τοΰ τοπίου καί τοΰ οίκισμένου χώρου ώς τήν παραγωγή χρηστικών καί καλλιτεχνικών άγαθών. Αύτά εϊναι γιά αύριο- σήμερα ή ιστορία καλλιεργείται στό ’ Ιόνιο Πανεπιστήμιο ώς ιστοριογραφία. Κάνω τή διάκριση γιά τόν ευνόητο λόγο ότι ή ιστορία ώς πράξη, ή ιστορική οντολογία, δέν ταυτίζεται μέ τήν ιστορία ώς έπιστήμη, μέ τήν ιστοριογραφία.
Θά ήταν ενδιαφέρον νά μαθαίναμε τήν αντίληψη γιά τήν'Ιστορία πού διαθέτουν ο ί «οργανωτές» τοΰ Τμήματος καθώς κα ί γιά τίς μεθόδους διδασκαλίας πού άκολουθοΰνται.
Δυό λόγια γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο διδάσκεται ή ιστορία στό Τμήμα της. Επιδιώκεται νά υπάρχει μιά διαπλοκή ιστορικών κλάδων ικανών νά υπηρετήσουν τήν άπαίτηση γιά συνολική ιστορία. Γιά τήν ώρα εχουμε ιστορία τοΰ Πολιτι- σμοΰ, 'Ιστορία τών Τεχνικών, 'Ιστορία τών Θεσμών, 'Ιστορία της Τέχνης, 'Ιστορική Γεωγραφία, Οικονομική 'Ιστορία, ' Ιστορία της Παιδείας, δίπλα στίς συνολικότερες διακρίσεις, όπως Βυζαντινή 'Ιστορία, Νεοελληνική 'Ιστορία, ’Αρχαιογνωσία. Κάθε μάθημα είναι τρίωρο κατά έβδομάδα: ή πρώτη ώρα άφιερώνεται στή συνοπτική παρουσίαση μιας ιστορικής περιόδου ή τοΰ άντικειμένου ένός ιστορικού κλάδου μερικευμέ- νου· οί υπόλοιπες δύο ώρες άφιερώνονται σέ σεμιναριακά μαθήματα μέ διπλό σκοπό, άπό τό ένα δηλαδή μέρος μύηση στίς τεχνικές καί άπό τό άλλο έμβάθυνση (μέ τίς πηγές στό χέρι) σέ ένα θέμα πού ανήκει στό εύρύ γνωστικό άντικείμενο τοΰ κάθε μαθήματος. Πρόκειται μέ άλλα λόγια γιά !να σύστημα πού θέλει ή οργάνωση της γνώσης (έγκύκλια παιδεία) νά συμβαδίζει μέ τή μύηση στόν τρόπο μέ τόν όποιο παράγεται ή γνώση,
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 103
δηλαδή στήν ερευνά. Πεδίο της τελευταίας είναι οί μεταπτυχιακές σπουδές: δέν υπάρχουν άκόμη στό Ίόνιο Πανεπιστήμιο, θά ύπάρξουν δμως, έλπίζω, σύντομα.
Οί μεταπτυχιακές σπουδές κα ί ή ερευνά είναι στά χείλη όλων σήμερα. Γι ’ αύτό τό επίκαιρο Θέμα, θά θέλαμε την άποψή σας, ιδιαίτερα δέ γιά τόν Τομέα τών 'Ιστορικών Σπουδών.
Γι ’ αύτές γίνεται πολύς λόγος τά τελευταία χρόνια. Ά ς μοΰ επιτρέψετε, άφοΰ προηγουμένως διασαφηνίσω δτι μιλώ ά- ποκλειστικά γιά τίς Κοινωνικές Επιστήμες, νά πώ δτι τά πράγματα είναι πολύ άπλούστερα άπό δσο παρουσιάζονται καί τό οικονομικό τους κόστος άντιμετωπίσιμο, έστω καί σέ έποχη λιτότητας δπως τή λένε. Σέ τί συνίστανται οί περίφημες μεταπτυχιακές σπουδές; Συνίστανται σέ ενα σύστημα διδασκαλιών, ένα μέρος άπό τίς όποιες, τό κύριο, στηρίζεται στή διαδικασία παραγωγής της γνώσης καί ένα μέρος στήν ά- πόκτηση κάποιων μαθήσεων καί τεχνικών άπαραίτητων γιά τήν παραγωγή αύτή. Παραγωγή γνώσης σημαίνει έρευνα: δουλειά ένός πανεπιστημιακοΰ δασκάλου είναι νά έρευνα, δχι άποκλειστικά νά μεταδίδει έτοιμες γνώσεις. Δέν έχει παρά τήν έρευνά του νά τήν καταστήσει άντικείμενο διδασκαλίας, νά τήν άνακοινώσει έν τώ γίγνεσθαι, νά τή μερικεύσει σέ έρευνες πού θά τίς φέρουν σέ πέρας οί μαθητές του, νά τήν κάμει έναυ- σμα γιά άλλες έρευνες. Άπό κεϊ καί πέρα δουλειά του νά υποδείξει ποιές είναι οί έγκύκλιου τύπου γνώσεις πού ενδεχομένως είναι άπαραίτητες γιά τή διαμόρφωση τών συγκεκριμένων έρευνητών πού άποτελοΰν τό σεμινάριό του καί άπό ποιούς, μέσα στό ϊδιο τό Πανεπιστήμιο ή κι έξω άπ ’ αύτό, παρέχονται οί γνώσεις αύτές. Μέ δύο λόγια πρόκειται γιά τή δημιουργία έλαστικών διδακτικών σχηματισμών άπό τό ϊδιο τό προσωπικό τοΰ Πανεπιστημίου, οργανικό καί μή, ένα προσωπικό
104 ΣΧΟΛΙΑ
πού θά θεωρεί ώς αυτονόητη τήν προσφορά υπηρεσιών στά δυό έπίπεδα, σέ κείνο δηλαδή της οργάνωσης της γνώσης (πτυχιακό έπίπεδο) καί σέ κείνο της παραγωγής της γνώσης (μεταπτυχιακό έπίπεδο): δλα αύτά μέ τις ίδιες αποδοχές πού έχει τό πανεπιστημιακό διδακτικό προσωπικό σήμερα καί μέσα στόν έργάσιμο χρόνο πού τοΰ έπιβάλλει ό νόμος.
Οΐ σπουδές αύτές θά έπρεπε νά ήταν τό πολύ τεσσάρων χρόνων καί θά οδηγούσαν στήν άπόκτηση τοΰ διδακτορικού διπλώματος. Όσοι κάνουν τίς σπουδές αύτές θά πρέπει νά έχουν καί νομικά κατοχυρωμένο τό προσόν της ερευνητικής εμπειρίας πού ζητα ό νόμος γιά ορισμένες ακαδημαϊκές σταδιοδρομίες. Αύτά εϊναι απλά πράγματα καί μπορεϊ νά γίνουν άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη, έστω καί μέσα στό σύστημα τών διοικητικών άδρανειών.
Έν καταχλείδι θά επιθυμούσαμε άπό σας νά μας προ- διαγράφατε τό «μέλλον» τοΰ Ίονίου Πανεπιστημίου.Τό Ίόνιο Πανεπιστήμιο φτιάχνεται τή στιγμή αύτή: κυ
ριολεκτικότερα, τό φτιάχνουν, μέσα σέ έναν ανθρώπινο χώρο μέ πολιτισμικές υποδοχές, οί φοιτητές του, οΐ δάσκαλοί του, ή διοίκησή του: γιά νά άνταποκριθεΐ στή φυσιογνωμία πού προσπάθησα νά διαγράψω, χρειάζεται πρωτίστως νά άσκοΰν οι δάσκαλοί του τό ρόλο τοΰ οργανωτή καί τοΰ παραγωγού τών γνώσεων άπό κεϊ καί πέρα οΐ άδράνειες τών θεσμών είναι δυνατό νά περιοριστοΰν, έστω κι αν κάποια στιγμή μάς άποκαρ- διώνουν. Στό τέλος τέλος τό Ίόνιο Πανεπιστήμιο δέν έχει συσσωρευμένα προβλήματα άλυτα άπό χρόνια πού, μέ τή σειρά τους, θά ένίσχυαν τήν άδράνεια τών θεσμών, της διοικητικής μηχανής. Μέ δλα αύτά δέν θέλω νά πώ δτι τά πράγματα είναι τά καλύτερα δυνατά γιά τό ’ Ιόνιο: θέλω άπλούστατα νά πώ οτι δταν ξέρουμε τί ζητάμε έχουμε καί τή δυνατότητα νά δείξουμε μέ ποιόν τρόπο γίνεται έκεϊνο πού ζητάμε.
1 2
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Πρώτα, θά ήθελα νά μοΰ συγχωρεθεϊ ό αξιωματικός τρόπος μέ τόν όποιο άπαντώ στά έρωτήματά σας. Δεύτερο, θά ήθελα νά παρατηρήσω δτι άντί γιά έπαναφορά τών άρχαίων έλληνικών στή μέση έκπαίδευση θά έπρεπε νά μιλάμε γιά ενα γενικότερο πρόβλημα παιδείας, τό πρόβλημα της άρχαιογνω- σίας, τμήμα τοΰ όποιου άποτελεϊ ή δυνατότητα της άμεσης πρόσβασης στά αρχαία έλληνικά κείμενα. Αύτό σημαίνει δτι όποιαδήποτε απόφαση γιά γλωσσική διδασκαλία τών άρχαίων έλληνικών θά πρέπει νά έγγράφεται σέ ενα συνολικό σκεπτικό γιά τίς κατά παράδοση ούμανιστικές σπουδές, νοούμενες, φυσικά, μέσα στήν ιστορική τους «τύχη»: σκεπτικό γιά τήν άρ- χαιογνωσία, χωρίς νά διασταυρώνεται μέ ένα σκεπτικό γιά τήν τύχη της άρχαιότητας μέσα στά έπόμενα πολιτισμικά μορφώματα, θά εϊναι ένα λειψό καί εύκολοπολέμητο διανοητικό κατασκεύασμα.
"Ας μοΰ έπιτραπεΐ, κοντά στίς παραπάνω, νά προσθέσω καί μερικές άλλες κοινοτοπίες: ή γλωσσική πρόσβαση στά άρ-
Ό Πολίτης, τεϋχος 74(2) (1986), σ. 58-59. Τό σύντομο αύτό κείμενο εϊναι απάντηση σέ μιά ερευνά τοΰ περιοδικού γιά τή συζητούμενη τότε εισαγωγή τών άρχαίων έλληνικών στό Γυμνάσιο' είναι ευκρινές δτι ή άπάντη- ση δέν περιορίζεται άποκλειστικώς στήν άρχαιογνωστική διδασκαλία στή γυμνασιακή μόνο φάση της μέσης εκπαίδευσης.
106 ΣΧΟΛΙΑ
χαϊα ελληνικά κείμενα θά πρέπει νά γίνεται σέ.οπτική ιστορική, πράγμα πού σημαίνει δτι διδάσκεται ιστορική γραμματική καί ιστορικό συντοικτικό- ή πρόσβαση αύτή δέν γίνεται έν δψει της παραγωγής αρχαιομαθών, άλλά έν δψει της διαμόρφωσης άνθρώπων ικανών νά χειρίζονται τά έργαλεϊα πρόσβασης, στή γλώσσα, άφοΰ προηγουμένως (κι αύτό στήν πράξη σημαίνει: παράλληλα) έχουν κατανοήσει τή λογική της γλώσσας. Εϊναι αύτονόητο δτι ή κατανόηση της λογικής αύτής δέν γίνεται ά- ποκλειστικά μέ τήν άνάλυση τής άρχαίας ελληνικής, άλλά καί κατά κύριο λόγο μέ τήν άνάλυση τής σημερινής έλληνικής γλώσσας. Ή δουλειά αύτή άρχίζει πολύ πρίν άπό τή «μύηση» στή γραμματική καί στό συντακτικό της άρχαίας έλληνικής: άρχίζει μέ τό νεοελληνικό κείμενο, μέ τή γραμματική καί τό συντοικτικό τής νέας έλληνικής.
Συνεχίζοντας μέ τίς κοινοτοπίες, φτάνουμε στήν κοινοτοπία τής συνέχειοις: κοντά στό νου, μιλάμε γιά γλωσσική συνέχεια ή, άλλιώς, γιά μιά διαδικασία άπορρίψεων, καταναγκασμών, άπορροφήσεων, ένοποιητικών λειτουργιών, παράλληλων μ’ αύτές διαλεκτικών (άπό τή «διάλεκτο», οχι τή «διαλεκτική») εξελίξεων πού οδήγησε σέ ένα γλωσσικό μόρφωμα, τό δικό μας, έγγραφόμενο σέ μιά συνέχεια πού δέν είναι, φυσικά, απλά καί μόνο γλωσσική συνέχεια, άλλά γλωσσική συνέχεια σύν διαδικασία έκπολιτισμοΰ.
Καθώς δέν φαίνεται εύκολο νά εΐσαχθοΰν μέσω του παιχνιδιού τά άρχαϊα στήν κατώτατη έκπαίδευση, άς δοΰμε τί θά πρέπει χοντρικά νά γίνει στή μέση καί γιατί.
’Ά ν άρχίζαμε άπό τό γιατί, τά επιχειρήματα λιγοστεύουν: ισχύουν μόνο γιά οσους έχουν άνάγκη της αίσθησης τοΰ χρόνου. 'Υποτίθεται δτι είναι πολλοί. Θά ήταν περισσότεροι άν ό άέρας είχε φυσήξει περισσότερο γιά τόν Γιούγκ κι άν δίπλα στόν Σεφέρη ήταν κι ό Σικελιανός ό ποιητής μας κι άν πήγαινε συχνότερα 6 νοΰς μας άπό τά αίγινίτικα κανάτια στά άρχαϊα
ΔΟΚΙΜΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ 107
τους πάρισα. Κοντολογίς, άν πέρα άπό τά σημαίνοντα μας έν- διαφέρουν καί τά σημαινόμενα.
’ Επειδή δλος ό κόσμος θά πεϊ γιατί πρέπει ή γιατί δέν πρέπει νά ξανάρθουν τά άρχαϊα έλληνικά, άς λείψει ή συνηγορία τοΰ ύποφαινομένου. Ά ς δοΰμε πώς θά έπρεπε νά έρθουν.
Θά έπρεπε νά έρθουν μέσω της άρχαιογνωσίας, ή οποία σέ μεγάλο βαθμό θά έξυπηρετοΰνταν άπό τίς μεταφράσεις. Μιά άρχαιογνωσία όμως πολλαπλής έμβέλειας, μιά άρχαιογνωσία πού θά περνούσε άπό όλους τούς άγωγούς αύτοΰ πού λέμε ότι εϊναι ή ιστοριογραφία της έποχής μας. 'Η έπαφή μέ τό άρχαϊο κείμενο θά άποσκοποΰσε νά άναγάγει τό κείμενο αύτό σέ πεδίο παραδειγματικής άναφορας γιά ό,τι ήδη έχει άναχθεϊ σέ έννοια, σέ γνώση, σέ συγκίνηση μέσω άλλων παράλληλων καί διαπλεκόμενων διδασκαλιών. Τό κείμενο, ή γραμματική, τό συντακτικό, τό λεξικό θά έδειχναν έπιπρόσθετα πώς μέσα στήν ΐδια γλωσσική δομή δημιουργοΰνται οί τομές έκεϊνες πού σπάνε τήν ομοιομορφία τής γλώσσας στό σημασιολογικό, στό μορφολογικό καί στό φωνητικό έπίπεδο, πώς δηλαδή σταματα ή δυνατότητα τής έπικοινωνίας μέ τίς καθέκαστα έκφάνσεις αύτής τής γλώσσας χωρίς τήν παρέμβαση τής παιδείας.
Άπό κεΐ καί πέρα, δουλειά τών ειδικών νά ποΰνε μέ ποιόν τρόπο διδάσκεται ταχύρρυθμα μιά γλώσσα, μέ ποιόν δηλαδή τρόπο μπαίνει κανείς στά γρήγορα στή λογική τής γλώσσας· μέ ποιόν τρόπο ή πολυσημία τών λέξεων άπό δυσκολία μετα- τρέπεται σέ πνευματικό κεφάλαιο. Όλα αύτά όμως σημαίνουν ότι έγκαταλείπουμε τήν ιδέα πώς τό ζητούμενο εϊναι νά περάσει ή άρχαιογνωσία μέσα άπό τήν άποστήθιση τοΰ συ- ντακτικοΰ καί τής γραμματικής καί ότι ή «τεχνολογία» άπο- τελεΐ τό άλφα καί τό ώμέγα τής ούμανιστικής σπουδής. Μέ άλλα λόγια, τό ζήτημα τών άρχαίων έλληνικών στά σχολεία εϊναι ζήτημα παιδείας στά σχολεία καί όχι μόνο διδακτικής· άλλά καί ή διδακτική θέλει τούς μαστόρους της.
I l l
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ
Εν 8 ’ Ίθάκτ] οΰτ ’ άρ δρόμοι εΰρέες οΰτε τι λειμών( ' 08 . 8 ' , 605)
1 3
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΤΤΑΡΚΕΙΛ ’Ή ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ;
' Υπάρχει κάποια έλληνική πολιτισμική αύτάρκεια κι ακόμη κάποια έλληνική πολιτισμική ιδιαιτερότητα πού θά αντιμετώπιζαν ενδεχόμενα αλλοίωσης στό πλαίσιο της Εύ- ρωπαϊκης Κοινότητας, ή όποια θά άποσκοπουσε στην εξάσκηση μιας ενιαίας πολιτισμικής πολίτικης;
Πολιτισμική αύτάρκεια θά μπορούσε νά άναζητήσει κανείς σέ κλειστά συστήματα τής αρμοδιότητας τών άνθρωπολό- γων. Νομίζω δτι δποιος χρησιμοποιούσε τόν δρο «αύτάρκεια» θά έννοουσε μάλλον ένα πολιτισμικό σύστημα του οποίου οί επαφές μέ άλλα πολιτισμικά συστήματα δέν όδηγοΰν σέ φαινόμενα άποδιαρθρωτικοΰ έκπολιτισμοΰ. Τό δικό μας πολιτισμικό σύστημα, δπως καί κάθε άλλο, είναι καί ήταν ανοιχτό, μέ τούς μοιραίους έτεροχρονισμούς, στά υπόλοιπα συστήματα, χωρίς νά ύπαχθεϊ σέ βίαιες άποδιαρθρώσεις: δ,τι δέχθηκε, τό δέχθηκε άφοΰ προηγουμένως είχε άναπτύξει στό εσωτερικό του τίς άντίστοιχες δεκτικότητες· οι άποδιαρθρώσεις έγιναν σέ ορισμένους κοινωνικούς καί οικονομικούς (άρα καί πολιτισμικούς) σχηματισμούς, πού δέν άνταποκρίνονταν στίς άπαιτή- σεις τής κυρίαρχης, στό έσωτερικό τής χώρας, οικονομίας καί
Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 17 (13.6.1984), σ. 18-19.
112 ΣΧΟΛΙΑ
κοινωνικής διάρθρωσης· άλλοτε ήταν έμφανής ή έλλειψη δεκτικοτήτων.
Άναφέρεσαι σέ πολιτισμικές αλλαγές η αποδιαρθρώσεις πού συντελέστηκαν καθώς ό παραδοσιακός ελληνικός-χώρος ερχόταν σέ επαφή μέ τόν δυτικό πολιτισμό;
Άναφέρομαι στίς άποδιαρθρώσεις τών χωριών καί στήν έλλειψη δεκτικοτήτων τών αγροτικών πληθυσμών πού μετα- φυτεύθηκαν στήν πρωτεύουσα- δλα αύτά δμως δέν έχουν νά κάμουν μέ έκπολιτισμικές διαδικασίες πού προέρχονται άπό τή σύγκρουση ένός «εθνικού» πολιτισμικού συγκροτήματος μέ κάποιους άλλους «εξωτερικούς» πολιτισμούς. Αύτάρκεια δμως ώς πρός τήν παραγωγή πολιτισμικών άγαθών μέσω τοΰ μη- χανισμοΰ τών δεκτικοτήτων στόν όποιο άναφέρθηκα, δέν θά είχαμε παρά στήν περίπτωση δπου μηδενίζαμε τίς άνάγκες μας καί αύτοαποκλειόμαστε άπό κάθε μορφής έξωτερική άγο- ρά. Μέ δυό λόγια, έρωτήματα τοΰ τύπου αύτοΰ είναι έξω άπό κάθε πιθανή πραγματικότητα καί τά διλήμματα στά όποια ά- ντιστοιχοΰν δέν είναι άλλο άπό ιδεολογικές παγίδες, στίς όποιες πέφτει κανείς, δταν καταφέρνει νά χρησιμοποιεί τίς λέξεις ώς έννοιολογικά έργαλεϊα άποχωρίζοντάς τες άπό τά πράγματα.
"Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι ή πολιτισμική αύτάρκεια αντιστοιχεί σέ κλειστές, ξεπερασμένες, κοινωνίες, ωστόσο κα ί παρά τά συστήματα της άνοιχτης επικοινωνίας δέν ό- δηγούμαστε σέ καταστάσεις πολιτισμικής ομοιομορφίας. Οί ιδιαιτερότητες παραμένουν πάντοτε. Μήπως ο ί ιδιαιτερότητες ισοπεδώνονται καθώς κα ί ο ί δυνατότητες έπικοι- νωνίας πολλαπλασιάζοντας
’ Ιδιαιτερότητα θεωρώ δτι υπάρχει, γιά μόνο τουλάχιστον τό λόγο δτι υπάρχει σέ ιστορική διάσταση μιά «έθνική» πραγ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 113
ματικότητα ή οποία μεταφράζεται στά πολιτισμικά αγαθά- ύ- πάρχει μιά γλώσσα πού ή χρήση των πολυσημιών της -γιά νά μείνουμε σέ ενα άκρογωνιαΐο παράδειγμα— μπορεϊ νά οδηγήσει σέ κρυσταλλώματα μέσα στά όποια νά αναγνωρίζεται τό ύποκείμενο πού ζεΐ.αύτή τή φορτισμένη ιστορικά πραγματικότητα. Στή φράση τοΰ Σολωμοΰ, ετσι εγώ εφθασα στό κελί τοΰ Άγιου Λόπιου παρηγορημένος άπό τές μυρωδιές τοΰ κάμπου, άπό τά γλυκότρεχχ νερά κα ί άπό τον άστρόβολον ούρανό, ό όποιος έφαινότουνα άπό πάνου άπό τό κεφάλι μου μία. Ανάσταση υπάρχουν δλα τά έπί μέρους βιωματικά προηγούμενα πού γίνεται νά συντεθοΰν σέ μιά έτερότητα· έξυπακούεται δτι τό ’ίδιο συμβαίνει σέ πολιτισμικές κατασκευές πού ξεπερνούν τό εύρος μιας φράσης, έστω ποιητικής. Τό αΐτούμενο δμως είναι νά υπάρχει συνείδηση, συλλογική μάλιστα συνείδηση, των διαδικασιών μέσω τών όποιων φτάνουμε στήν έτερότητα.
Πώς συναρθρώνονται δμως ο ί πολιτισμικές ετερότητες, οί «εθνικοί πολιτισμοί)), στό πλαίσιο μιας ευρύτατης πολιτισμικής ενότητας, της ευρωπαϊκής;
Θά ήταν ενας ακόμη κοινός τόπος ή ύπενθύμιση δτι οΐοδή- ποτε πολιτισμικό μόρφωμα έπιδεχόμενο τό χαρακτηρισμό τοΰ «έθνικοΰ» είναι προϊόν έκπολιτιστικών διαδικασιών αρμονικού τύπου —μιλώ γιά τά κυρίαρχα συλλογικά φαινόμενα καί οχι γιά τίς έκτροπές, μεταφράσιμες άλλωστε διά τοΰ γελοίου— δεκτικοτήτων, αλλιώς, στίς όποιες ενοφθαλμίζονται οχι «δάνεια πολιτισμικά» άλλά άπαντήσεις σέ ανάγκες πού κι αύτές ολοκληρώθηκαν μέσω της σύγκλισης δύο διαλεκτικών: της έ- σωτερικης (πού καθορίζει τίς δεκτικότητες καί συνάμα καθορίζεται άπ’ αύτές) καί της έξωτερικής (έκείνης πού ερχεται άπό άλλους πολιτισμούς μέ τούς όποιους βρισκόμαστε σέ έ- παφή). Εκείνο ωστόσο πού θά πρέπει νά έπισημανθεΐ, δσο κι άν πρόκειται γιά κοινό έπίσης τόπο, είναι δτι οί άλλοι πολιτι
114 ΣΧΟΛΙΑ
σμοί καί, μαζί μ’ αυτούς, οί άλλες κοινωνίες καί οικονομίες, δηλαδή ή Εύρώπη ένωμένη ή μή, είναι ταυτόχρονα ήγεμονίες στίς όποιες ύπόκεινται, παρά τή λειτουργία τοΰ μηχανισμοΰ τοΰ άρμονικοΰ έκπολιτισμοΰ, οί άσθενέστεροι πολιτισμοί, οί ά- σθενεϊς οικονομίες, οί μή παγιωμένες κοινωνίες, μέ ενα λόγο έμεϊς καί άλλοι δμοιοί μας. Ή ήγεμονία υπάρχει σέ πολλαπλά έπίπεδα: άπό τά πρότυπα άναφορας ώς τήν κατασκευή διανοητικών έργαλείων ή μετρίαση της ήγεμόνευσης είναι συνάρτηση της πλαστικότητας τοΰ δεξιούμενου πολιτισμικοΰ σώματος πού κι αύτή μέ τή σειρά της είναι συνάρτηση τών έσωτερικών του ισορροπιών. Αύτές οί τελευταίες δέν βολεύουν μέ τόν ίδιο τρόπο τά κοινωνικά συγκροτήματα πού συνιστοΰν τό έθνικό συλλογικό σώμα: ή άναφορά στίς κοινωνικές τάξεις καί στήν άντιθετικότητά τους είναι μεθοδολογική καί ιστορική προϋπόθεση της έπίκλησης τών κοινωνικών ισορροπιών οί ίδιες τους είναι είτε υπό άνασύνθεση είτε ύπό άναπροσαρμογή. Καί στίς δυό τελευταίες εκδοχές ή άναφορά στό ήγεμονικό πολιτισμικό πρότυπο είναι κοινή- στίς άκραϊες μόνο περιπτώσεις πού δέχονται τήν παγιότητα καί τή διαιώνιση τών ισορροπιών χάνεται (καί δχι πάντα: λόγου χάρη, δταν πρόκειται γιά συντηρητικές πολιτικές επιλογές) ή άναφορά στό ήγεμονικό σχήμα, γιά νά άντικατασταθεΐ μέ ένα ιστορικά χαμένο κέντρο, προϊόν κι αύτό στόν καιρό του μεγάλων ώσμώσεων, τών «συγκρητισμών», πού στεγάζεται κάτω άπό τό γενικό καί γε- νικευτικό δνομα της λαϊκής παράδοσης. Μέσα ή έξω άπό τή «θεσμοθετημένη» Εύρώπη, ή σχέση ήγεμονίας θά συνεχίζεται.
Μιλούμε δμως γιά μιάν Εύρώττη πού θά ασκούσε πολιτισμική παρέμβαση.Δηλαδή θά άσκοΰσε μιά πολιτική ώς πρός τήν κυκλοφορία
τών πολιτισμικών άγαθών- σέ μεγάλο βαθμό θά άντιστοιχοΰ- σε στίς ρυθμίσεις πού ισχύουν γιά τήν κυκλοφορία καί τήν πα
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 115
ραγωγή κάθε άγαθοΰ. Τό ζητούμενο εϊναι αν ή παρέμβαση στό επίπεδο της παραγωγής πολιτισμικών αγαθών θά λάβαινε ύπόψη τήν έτερότητα δλων τών ένδιαφερομένων. Έξυπακού- εται δτι έδώ πρόκειται γιά ενα πολιτικό καί πολιτισμικό σχέδιο (κυριολεκτικά: δτι θά έπρόκειτο γιά ενα τέτοιο σχέδιο, γιατί τίποτε δέν τό προδικάζει) πού θά άφοροΰσε πρώτιστα τούς ίδιους τούς ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς πολιτισμούς καί θά συνίστατο στή δημιουργία πολιτισμικών άναγκών τέτοιων ώστε νά προκαλοΰν διεύρυνση τών συλλογικών συνειδήσεων, απαιτήσεις έγγραφης στή συλλογική πολιτισμική ταυτότητα τών έπί μέρους «έθνικών» έτεροτήτων. Στήν άριστη αύτή οπτική θά είχαμε μιά παρέμβαση δλων τών ένδιαφερομένων στή συγκρότηση τών διανοητικών έργαλείων μέσω τών οποίων θά συγκροτούνταν ή συλλογική ταυτότητα καί οχι μόνο μιά πολιτική πού θά έδινε κάποιες αύξημένες τύχες στούς άσθενέ- στερους νά συμμετέχουν σέ μιά άγορά καί σέ μιά παραγωγή πνευματικών άγαθών της όποίας τούς μηχανισμούς θά έλεγχαν αποκλειστικά οί κυρίαρχες οικονομίες καί κοινωνίες.
Στήν προοπτική πού περιγράφεις πώς νομίζεις οτι θά έγγραφόταν ή ελληνική περίπτωση, πώς Θά έντασσόταν στό ηγεμονικό εύρωπχϊκό σύστημα χωρίς νά κχτχστρχφεΐ ώς έτερότητα;' Η έλληνική έτερότητα, στό βαθμό δπου υπάρχει, θά ύπέ-
κειτο στή δοκιμασία μιας πολιτισμικής ανασύνθεσης καί έκεϊ θά μετριόνταν καί οί άντιστάσεις της καί ή πλαστικότητά της· τό μεγάλο δμως παιχνίδι θά παιζόταν στό έσωτερικό τών κυρίαρχων πολιτισμών πού θά έπρεπε (ή σωστή διατύπωση θά ήταν: θά ήταν άναγκασμένες άπό τήν πίεση ένός πολίτικου σχεδίου μεταγραμμένου στό πολιτισμικό έπίπεδο) νά διαμορφώσουν μηχανισμούς δεξίωσης τών τρόπων μέ τούς οποίους οί «άλλοι» διαμορφώνουν τό πρόσωπό τους. Ή έπικοινωνία δη
116 ΣΧΟΛΙΑ
λαδή των πολιτισμικών ζωνών, είτε εύρωπαϊκές εϊναι αύτές ε’ίτε άλλες, αρχίζει άπό την ώρα δπου ύφίσταται ή άπαίτηση γιά τήν ένεργητική κατανόηση της ιδιαιτερότητας, μάλιστα έ- κείνης πού τείνει μέσα στόν ιστορικό χρόνο νά άναπλασθεΐ σέ συγγενές πολιτισμικό μόρφωμα πρός τά άντίστοιχα κυρίαρχα: γιατί τό ζητούμενο δέν είναι νά άναπτυχθουν περιέργειες ικανές νά δεξιωθοϋν μόνο (καί σχετικώς ακίνδυνα) τίς «άλλες» λογικές, τούς «άλλης» τάξης πολιτισμούς πού έξ ορισμού μπορούν νά τεθοϋυ στούς άντίποδες έκείνων πού έπικρατοϋν, άλλά τό ζητούμενο είναι νά δημιουργηθουν ανάγκες κατανόησης καί ένδεχομένως άξιοποίησης τών μηχανισμών τών πολιτισμών έκείνων πού θέλουν νά είναι όμοιοι, χωρίς νά είναι ταυτόσημοι, μέ τούς κυρίαρχους.
' Η άπαίτηση γιά ένεργητική κατανόηση της «μετριασμένης» ιδιαιτερότητας, όπως εϊναι ή έλληνική μέσα στήν ιστορική της διάσταση, θά έγγραφόταν σέ μιά διαδικασία εύρωπαι- κής καί γενικότερα παγκόσμιας όμοιογενοποίησης: θά έπρό- κειτο γιά μιά άνθρωπολογική άπαίτηση Ιστορικού τύπου καί οχι γιά τήν άνίχνευση κάποιων άνθρωπολογικών «ίδεότυπων» - έπιχειρησιακών, ϊσως, ώς ερμηνευτικών κλειδιών γιά τήν κατανόηση αύτοΰ πού εϊναι πραγματικό, δηλαδή ιστορικό. Είναι προφανές δτι τό πολιτισμικό σχέδιο πού θά άποσκοποΰσε στήν άποκατάσταση μηχανισμών έπικοινωνίας άνάμεσα σέ πολιτισμικές ζώνες, πού κι αύτές θά πρέπει νά όρισθοΰν, θά έδινε ιδιαίτερη έμφαση στό ιστορικό — κι αύτό σέ μιά έποχή δπου ή τεχνολογική έπανάσταση φαίνεται δτι μπορεϊ νά άρκε- στεΐ σέ άφετηριακά σημεία άποσπάσιμα άπό τό χρονικό τους βάθος, άπό τήν ιστορική ποιότητα. Μέ μιά λέξη, πρόκειται γιά τήν πολιτισμική μεταγραφή της διχοτομίας Βορρα-Νό- του.
14
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
Ά ς μοΰ έπιτραπεϊ νά αρχίσω αύτό τό σημείωμα θυμίζοντας ορισμένους κοινούς τόπους: πρόκειται γιά μιά Εύρώπη πού καλείται νά συγκροτήσει μιά πολιτισμική ταυτότητα, στήν οποία ταυτότητα νά εϊναι έγγράψιμα πολιτισμικά στοιχεία «άλλα», ιδιότυπα πού δέν ανήκουν στό πεδίο τών μεγάλων ώσμώσεων, δσες έχουν ώς τώρα έπιτελεσθεΐ· στοιχεία πού ανήκουν στό έσωτερικό της συμβατικής Εύρώπης, στοιχεία πού άνήκουν σέ άλλους γεωγραφικούς καί πολιτισμικούς χώρους, διαφορετικοΰ βαθμοΰ ένσωμάτωσης στόν ένιαΐο έκεϊνο πολι- τισμό,πού καλούμε ευρωπαϊκό, τόν ήγεμονικό δηλαδή πολιτισμό. Γιατί έδώ ακριβώς βρίσκεται τό πρόβλημα: οχι μόνο υπάρχουν ηγεμονικές οικονομίες, άλλά υπάρχουν καί ήγεμονι- κοί πολιτισμοί, μέσα καί έξω άπό τήν Εύρώπη· μάλιστα πολιτισμοί έν τώ γίγνεσθαι, ή δυνατή έπικοινωνία μέ τούς οποίους δέν γίνεται πιά νά στηριχθεΐ στίς ιστορικές πολιτισμικές διαθεσιμότητες. Άναφέρομαι στήν τεχνολογική έπανά- σταση καί στίς συνακόλουθες πολιτισμικές της έπιπτώσεις, έ- πανάσταση πού έρχεται νά άναβαθμίσει τίς ηγεμονίες στό ϊδιο
Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 38 (19.4.1985), σ. 30-31.
118 ΣΧΟΛΙΑ
τό έσωτερικό της Εύρώπης, νά μεγεθύνει τίς άποστάσεις άνάμεσα στίς έθνικές ή περιφερειακές οικονομίες καί νά ανακατατάξει τίς έπιχειρησιακές δυνατότητες τοΰ άποκτημένου, ίστο- ρικοΰ, πολιτισμοΰ.
Περνώντας άπό τούς πασίδηλους κοινούς τόπους σέ κάποιους άλλους, «εθνικούς», θά ήθελα νά σημειώσω δτι τό παράδειγμα στό όποιο άναφέρομαι, ή 'Ελλάδα, έχει διαμορφώσει τη σημερινή πολιτισμική της ταυτότητα μετέχοντας σέ μιά διαδικασία άρμονικοΰ έκπολιτισμοΰ, σέ μιά έξισορροπητικοΰ τρόπου δεξίωση τοΰ ήγεμονικοΰ πολιτισμοΰ. Αύτό δέν σημαίνει δτι οί αφομοιώσεις ή οί υιοθετήσεις πολιτισμικών στοιχείων πού έρχονται άπό τή Δύση δέν επιφέρουν άσυνέχειες στίς δεξιούμενες «έθνικές» πολιτισμικές συλλογικότητες: ώστόσο, οί προσλήψεις άντιστοιχοΰν σέ μιά έσωτερική δεκτικότητα, σέ μιά έτοιμότητα πού έχουν διαμορφώσει ορισμένα συλλογικά σώματα κατά τή σύγκρουσή τους μέ παραδοσιακές μακραίωνες κοινωνικές καί πολιτισμικές ισορροπίες- τό ζήτημα είναι ώς ποιό βαθμό οί καταστάσεις μέσα στίς όποιες άνέκυψαν άνά- γκες πολιτισμικής άσυνέχειας ήταν καί είναι καθ ’ έαυτές με- ταλλάξιμες καί οχι απλώς δεκτικές ένός πολιτισμικοΰ δανείου, άφομοιώσιμου άλλ ’ οπωσδήποτε καί ήγεμονικά άφομοιωτι- κοΰ.
’ Ανάμεσα στούς κοινούς τόπους πού θά πρέπει νά βρίσκονται σέ έγρήγορση άνήκει καί τό γεγονός δτι ή σύγχρονη ' Ελλάδα άνέκυψε άπό αύτοκρατορικούς σχηματισμούς, δπου οί συγκρητισμοί κατέληξαν στή διαμόρφωση οικουμενικών ιδεολογιών, οί όποιες άναπροσαρμόσθηκαν στήν έθνική της παιδεία καί ιδεολογία. Άπό τίς οίκουμενικότητες αύτές ή ισχυρότερη ήταν ή Εκκλησία πού μεταλλασσόμενη, μέ τή δημιουργία τοΰ έλληνικοΰ Κράτους, σέ έθνική δέν έπαυσε γι ’ αύτό νά συ- νιστά τόν άγωγό πού άποκαθιστοΰσε τήν έπικοινωνία μέ τήν οίκουμενικότητα της ορθοδοξίας: οί βαλκανικές έθνικές έκ-
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 119
κλησίες δέν μορφώθηκαν μέσα άπό αιρετικά κινήματα, άλλά διατηρώντας καί μερικεύοντας τήν οικουμενική άναφορά. Ή εθνική ταυτότητα τών Ελλήνων τοΰ ιθ' αιώνα συγκροτήθηκε καά ένόψει αύτης της άναφορας, άλλά κυρίως μέσω της μέγι- στης άναφορας στήν κλασική άρχαιότητα· τό εθνικό κράτος ήταν ή άπόληξη μιας μακραίωνης συνέχειας, κατά κύριο λόγο πολιτισμικής, καί συγχρόνως μιά μεταβατική περίοδος κατά τήν οποία θά έθνικοποιοΰνταν τό οικουμενικό σχήμα, ό κρίκος πού ένωνε τήν άρχαία μέ τή σύγχρονη ' Ελλάδα, άλλά καί ό όποιος προσέδιδε στήν τελευταία τή δυνατή γεωγραφική της έμβέλεια. Μέ τή Μικρασιατική Καταστροφή ή έθνικοποίηση τοΰ οΐκουμενικοΰ σχήματος πήρε, ώς ιδεολόγημα, τέλος: έκεΐ- νο πού παρέμεινε ώς σταθερά στήν εθνική καί πολιτισμική ταυτότητα τών 'Ελλήνων ήταν ή πολιτισμική συνέχεια, κύριο όχημα τής όποίας ήταν ή γλώσσα πού κι αύτή άπό οικουμενική μεταλλάσσεται σέ έθνική. Ή ρωμαντική ιστοριογραφική κατασκευή, προϊόν ευρύτερης πολιτισμικής ώσμωσης μέ τή Δύση, στηρίζεται σέ ένα όντολογικό ιστορικό στοιχείο πού συντείνει μέ ισχυρό τρόπο στήν υιοθέτηση τοΰ ιδεολογήματος άπό τμήματα τής ελληνικής κοινωνίας άντιτιθέμενα σέ άλλα επίπεδα.
"Ολα αύτά σημαίνουν ότι ό σημερινός "Ελληνας έρχεται νά γίνει μέλος μιας εύρωπαϊκής κοινότητας μέ τήν όποία έχει άπό αιώνες κοινούς πολιτισμικούς χώρους καί άπό τήν όποία ηγεμονεύεται ώς πρός τά έπίπεδα έκεϊνα πού γι ’ αύτόν άποτελοΰν σημεία έκκίνησης: ήγεμονεύεται άπό τή Δύση, όταν συγκροτεί τά διανοητικά του εργαλεία μέ τά όποια θά δημιουργήσει τήν έθνική καί τήν πολιτισμική του ταυτότητα, γιά νά αύ- τονομήσει κατόπιν τό σχήμα στό όποιο καταλήγει χρησιμοποιώντας τά εργαλεία αύτά* γιά νά μορφώσει κατόπιν τίς πολιτισμικές του κατασκευές σέ μιά γλώσσα ελάχιστης διάδοσης καί νά τίς άπομονώσει στό εσωτερικό του. 'Ως ιστορικό μόρ
120 ΣΧΟΛΙΑ
φωμα έχει γίνει άντικείμενο ένδιαφέροντος άπό τίς ήγεμονικές παιδείες μόνον ώς πρός τίς διάρκειες έκεϊνες πού ό ίδιος θεωρεί ώς συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής του φυσιογνωμίας, άλλά πού δλος ό κόσμος δέν εϊναι υποχρεωμένος νά εϊναι σύμφωνος ώς πρός αύτό- ό σύγχρονος "Ελληνας, ή σύγχρονη έλληνική παιδεία μένουν έξω άπό τίς γνωστικές άνάγκες της εύρωπαϊκης παιδείας καί χρειάζεται ό ίδιος ό φορέας της πρώτης μέσω τών ισχυρών προσωπικών κατορθωμάτων νά εισβάλει στή δεύτερη: μπορεϊ, βέβαια, ή σύγχρονη έλληνική παιδεία νά βρίσκει δεξίωση μέσω τοΰ Καβάφη, μέσω δηλαδή τοΰ έκτός τοΰ μέσου δρου αίσθητικοΰ άποκρυσταλλώματος, ο Καβάφης ωστόσο ώς ιστορικό καί πολιτισμικό πρόβλημα εθνικής εμβέλειας εϊναι έξω άπό τά ενδιαφέροντα της δεξιωνό- μενης κοινωνίας, όπως εϊναι έξω άπό τίς έγνοιές της οχι ή «τύχη» τοΰ Νίτσε άλλά ή μεταλλαγή του στό «Δωδεκάλογο τοΰ Γύφτου», δπως εϊναι έξω άπό τίς γνωστικές άνάγκες τών εύ- ρωπαϊκών βυζαντινών σπουδών ή πρόσληψη τοΰ Βυζαντίου άπό τόν Παλαμά, δηλαδή ό νέος έλληνισμός. Όλα τοΰτα δείχνουν δτι κάποια στιγμή θά πρέπει νά λεχθεί μέ σαφήνεια αν τό πολιτισμικό σχέδιο της Εύρώπης θά διαιωνίζει τό μηχανισμό τών ωσμώσεων μέσω τών ήγεμονιών ή μέσω της δημιουργίας, στό εσωτερικό τών κυρίαρχων παιδειών, άναγκών δεξίωσης τοΰ «άλλου» βάσει τών τρόπων μέ τούς οποίους οί άλλοι διαμορφώνουν τό πρόσωπό τους. Ή έπικοινωνία τών πολιτισμικών ζωνών άρχίζει άπό τή στιγμή δπου ύφίσταται ή άπαίτηση γιά τήν ένεργητική κατανόηση της έτερότητας. Πρόκειται δηλαδή γιά μιά άνθρωπολογική άπαίτηση, άντικείμενο της όποίας δέν εϊναι πολιτισμικές έτερότητες ικανές νά άνα- χθοΰν σέ ερμηνευτικούς «ίδεότυπους» ή νά ένσωματωθοΰν ώς αισθητικές μόδες στούς υποδεχόμενους πολιτισμούς, άλλά έτερότητες ((μετριασμένες» πού μετέχουν, μέ τόν δικό τους τρόπο, στόν κοινό πολιτισμό.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 121
Σέ ποιό βαθμό οί ιστορικές αύτές έτερότητες ανάγονται σέ αντίστοιχα πολιτισμικά μορφώματα αύτοδύναμης άξίας είναι υπόθεση τών ίδιων τών φορέων τους· υπόθεση τών ήγεμο- νικών κοινωνιών καί πολιτισμών είναι ή διεύρυνση τών συλλογικών συνειδήσεων, ώστε ή δεξίωση τών ετεροτήτων νά γίνεται έπί τη βάσει μιας λογικής πού τή μοιράζονται δλοι καί οχι έπί τη βάσει αποκλειστικά της λογικής του κυρίαρχου πολιτισμού. Αύτό στό έλληνικό, άλλά οχι μόνο στό έλληνικό, παράδειγμα μεταφράζεται στήν άνάγκη δημιουργίας μηχανισμών υποδοχής του ιστορικού μορφώματος πού ονομάζεται σύγχρονος "Ελληνας οχι άποκλειστικά καί μόνο μέσω τών πολιτισμικών άγαθών πού παράγει αύτός ό «σύγχρονος» "Ελληνας άλλά κυρίως μέσω τής διανοητικής άνάγκης νά κατανοηθεϊ ό λόγος γιά τόν όποιο αύτός ό "Ελληνας προτάσσει, προκειμέ- νου νά ορίσει τήν ίστορικότητά του, τό έπίθετο «σύγχρονος» στό ονομά του. Κοινός τόπος γιά τήν ιστοριογραφία, ή άπαί- τηση αύτή δέν είναι υποχρεωτικά κοινός τόπος γιά τήν τρέ- χουσα πολιτισμική συμπεριφορά: ή παρέμβαση ώστόσο χρειάζεται νά γίνει ένόψει άκριβώς αύτης της συμπεριφοράς.
’ Εδώ άνοίγει ό δρόμος γιά τή δημιουργία διευρωπαϊκών θεσμών ικανών νά μετριάσουν, δέν λέγω νά καταργήσουν, τούς ήγεμονικούς μηχανισμούς καί νά άνασηματοδοτήσουν καί καταστήσουν επιχειρησιακές διανοητικές προβάσεις πού άκούουν στό δνομα άνθρωπολογία, συγκριτισμός, συνολική ιστορία- νά συντείνουν στό νά θεμελιώσουν μιά άγωγή ικανή νά έθίζει στήν κατανόηση, οχι απλώς στό χειρισμό, τών νέων τεχνικών, δηλαδή νά άπελευθερώνει. Πρόκειται γιά ένα πολιτισμικό σχέδιο στό όποιο άναγκαστικά ή ιστορία ώς διανοητική στάση έχει νά διαδραματίσει οδηγητικό ρόλο: μέσω αύτης θά μπορέσει νά γίνει εφικτή ή ένεργητική πρόσληψη τών έτεροτήτων καί νά άνασηματοδοτηθεΐ ή ουμανιστική παιδεία. Στήν οικονομία οί προδιαγραφές τοΰ εί'δους αύτοΰ μοιάζουν εύκολότερες
122 ΣΧΟΛΙΑ
στή διατύπωσή τους, άκριβώς γιατί ύπακούουν σέ μιά οικονομική λογική πού τήν παραδεχόμαστε περισσότερο άπό τό σύστημα τοΰ οποίου είναι άπόρροια: όλος ό κόσμος είναι έτοιμος νά αύτονομήσει τήν έννοια της παραγωγικότητας καί νά θεμελιώσει τίς οικονομικές του σχέσεις σέ άναφορά πρός αύτό το οικονομικό κατηγόρημα- τό ζήτημα είναι άν θέλουμε κι άν μας χρειάζεται μιά παιδεία πού νά μήν ύπηρετεϊ τούς αυτοματισμούς αύτούς, μιά ένοποιό παιδεία πού νά ένισχύει τήν άντιθε- τική σχέση τοΰ άνθρώπου μέ τά μορφώματά του. ’Άν ναί, τότε ή ύπό δοκιμή Εύρώπη θά εβρισκε τούς τρόπους μέ τούς οποίους εϊναι δεξιώσιμες οί ετερότητες. 'Ωστόσο, δέν είμαστε έκεϊ.
' Η κυκλοφορία τών πολιτισμικών άγαθών εϊναι καί θά συνεχίζει νά εϊναι έτεροβαρής: τά έλληνικά άγαθά γιά νά ξεπερά- σουν τά έθνικά τους σύνορα θά πρέπει νά εϊναι μιας ποιότητας υπέρτερης άπό έκείνη πού έχουν τά άντίστοιχα άλλοδαπά μέ τά όποια κατακλύζεται ή έλληνική άγορά. Στό βαθμό όπου υπάρχει διακίνηση τών παραγωγών τών άγαθών αυτών, τά ά- φομοιωτικά φαινόμενα δροΰν κυρίως πρός τήν κατεύθυνση τών κυρίαρχων άγορών καί μέ τήν προϋπόθεση πάντα ότι οί παραγωγοί αύτοί έκφράζονται σέ οικουμενικές γλώσσες, στή γλώσσα της μουσικής, τοΰ κινηματογράφου καί τών καλών τεχνών. Ή γονιμοποιός αύτή διακίνηση εχει σχεδόν μηδενική έπίπτωση στίς χώρες προέλευσης: δική τους ύπόθεση νά βροΰν τούς τρόπους νά παύσουν κάποια στιγμή τούς μηχανισμούς πολιτισμικής άπόρριψης, άλλά εϊναι κοινή υπόθεση νά βρεθοΰν οί τρόποι πού νά άποκαθιστοΰν τήν πολυδρομική διακίνηση. Εϊναι έπόμενο ότι τό παιχνίδι αύτό θά άρχιζε νά παίζεται στούς μικρούς άριθμούς, γιατί διακίνηση άμφίδρομη πνευματικών προϊόντων καί πνευματικών παραγωγών προϋποθέτει καί άντίστοιχη δεκτικότητα τής άγοράς- άπό τή στιγμή δμως δπου ή λογική πού θά διεΐπε αύτή τή διακίνηση ένοφθαλμιζόταν
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 123
στη λογική πού διέπει τή θεσμοθετημένη παιδεία, οι πιθανότητες νά μπει στό παιχνίδι ό μεγάλος άριθμός θά ήταν έξαιρε- τικά αύξημένες. Σέ μιά τέτοια οπτική πολλές μορφές κοινής πολιτισμικής πολιτικής εϊναι πραγματοποιήσιμες, ιδίως στόν τομέα της πανεπιστημιακής έκπαίδευσης καί της έρευνας, της καλλιτεχνικής παραγωγής, μάλιστα έκείνης πού θά μετέγραφε στή δική της γλώσσα τή λογική καί τά αντικείμενα τοϋ γενικού πολιτισμικού σχεδίου- σέ μιά τέτοια οπτική θά βοηθοΰν- ταν αποφασιστικά οΐ οικονομικά άσθενέστερες χώρες νά δημιουργήσουν στό έσωτερικό τους τίς προϋποθέσεις γιά τή δική τους διαφοροποίηση, έξουδετερώνοντας τίς άντιστάσεις έκεΐ- νες πού καθιστούν τούς θεσμούς μέσα γιά τήν άναπαραγωγή τών κοινωνικών αδρανειών. ’Αλλιώς οΐ έπιλεκτικές σχέσεις μέ τόν υπόλοιπο κόσμο εϊναι γιά χώρες, δπως ή ' Ελλάδα, ένα παιχνίδι έξισορροπήσεων πρός δφελος πάντα της έξάρτησης: σέ αύτοΰ τοΰ τύπου τίς έπιλεκτικές σχέσεις προσφέρεται τό έδαφος γιά πολιτισμικά αιτήματα πού εύκολα άπολήγουν σέ μυστικοποιήσεις, όπως, άνάμεσα στά άλλα, «έθνικές» διεκδικήσεις σέ πολιτισμούς, καθώς ό άρχαϊος ελληνικός ή ό μεσαιωνικός, διεκδικήσεις πού διαιωνίζουν τά ιδεολογήματα σέ βάρος της ιστορικής συνείδησης.
’ Ανάγκη, λοιπόν, γιά μεγάλα πολιτισμικά σχέδια πού θά άπολήγουν οχι μόνο στήν παροχή εύκολιών γιά τήν κυκλοφορία τών πολιτισμικών αγαθών, γιά νά βγοΰν ώφελημένα έκεΐ- να τών έπικρατέστερων πολιτισμών, άλλά σχέδια πού θά άπολήγουν στήν παραγωγή άγαθών άπορροφήσιμων άπό τή διευρυμένη κοινοτική συνείδηση. Προϋπόθεση καί άρχικό στάδιο εϊναι ή γνώση τών έτεροτήτων μέσω κοινών έρευνητικών προσπελάσεων, οχι άπλώς μέσω μιας ούδέτερης ένημέρωσης- οΐ προσπελάσεις αύτές θα δώσουν τή βάση γιά μελλοντικές συνθέσεις: άλλες ρυθμίσεις θά μποροΰσαν νά άντιμετωπιστοΰν γιά νά δημιουργηθοΰν ή νά ένισχυθοΰν οΐ ετοιμότητες καί οί
124 ΣΧΟΛΙΑ
ευαισθησίες τών συλλογικών σωμάτων πρός τήν ίδια κατεύθυνση. Άνάμεσα στά πράγματα πού θά μπορούσε νά φανταστεί κανείς (καί πού δέν είναι καθόλου καινούργια) συγκαταλέγεται καί δλη ή δυναμική πού θά μπορούσε νά προκύψει άπό τήν άναδιάρθρωση της θεματολογίας τών μαζικών μέσων πληροφόρησης, άπό τήν ύποκίνηση ένδιαφερόντων πρός τήν κατεύθυνση τοΰ πολιτισμικοΰ τουρισμοΰ (μάλιστα τοΰ σχολι- κοΰ), άπό ενα είδος «διεθνοποίησης» τών μεταφράσεων, άπό τήν ένίσχυση τών μικρών γλωσσών... Άλλά ή πρόθεση τών γραμμών αύτών δέν είναι νά διατυπώσει προτάσεις.
Στήν ' Ελλάδα, οχι γιά πρώτη φορά, συζητιέται τό θέμα της βιωσιμότητας μιας έθνικής παιδείας στό κοινοτικό πλαίσιο. Αύτοΰ τοΰ είδους ή τοποθέτηση τοΰ προβλήματος είναι έπόμενο νά οδηγεί απλά καί μόνο σέ ιδεολογικές κατασκευές καί μυστικοποιήσεις. Είναι προφανές δτι μιά έθνική παιδεία είναι έξαγώγιμη στό βαθμό δπου άνταποκρίνεται σέ κάποιες άνάγκες· άν άνταποκρίνεται, θά έξαχθεϊ άνεξάρτητα άπό τή θεσμική σχέση τής χώρας στήν οποία εχει παραχθεϊ μέ τίς άλλες, δπως έξάγεται ό Καβάφης ή κάποιος πολωνικός κινηματογράφος. Άν δέν έξαχθεϊ, θά μείνει πρός έσωτερική κατανάλωση καί θά συνεχίζει νά υποδέχεται τήν παγκόσμια παιδεία, δπως έκανε ώς τώρα καί νά άνασυντίθεται σύμφωνα μέ τίς άνάγκες πού ισχύουν στό έσωτερικό της χώρας: ή διακίνηση τών ιδεών δέν ήταν οΰτε είναι συνάρτηση ένός πολυεθνικοΰ θε- σμικοΰ πλαισίου. Έκεϊνο πού ζητιέται είναι τό πλαίσιο αύτό νά προσφέρει τή δυνατότητα γιά πολιτισμικές παρεμβάσεις ικανές νά διαφοροποιοΰν τό είδος τών πολιτισμικών άναγκών, άρα καί τό είδος τών πολιτισμικών άγαθών- ή εύρωπαϊκή κοινότητα θά μποροΰσε νά καταστήσει έπιχειρησιακό τό θεσμικό πλαίσιο πρός τήν κατεύθυνση της διαφοροποίησης αύτης κα- λώντας τό κάθε μέλος της νά συμβάλει, ορίζοντας τήν πολιτισμική του ιδιαιτερότητα, στήν κατασκευή τοΰ οργάνου της
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 125
διαφοροποίησης. Πρόκειται γιά μιά ευκαιρία ελευθερίας, στήν αξιοποίηση της όποίας τό μισό βάρος πέφτει στίς χώρες πού ΰφίστανται τήν ήγεμονία τών έπικρατέστερων πολιτισμών: θά ήταν δυνατό νά κληθούν νά ΰποκαταστήσουν στό παιχνίδι τοΰ έκπολιτισμοΰ, αρμονικού ή άποδιαρθρωτικοΰ, μιά παρέμβαση στό έπίπεδο της κατασκευής διανοητικών εργαλείων πρόκειται γιά μιά δοκιμή τής όποίας θά ήταν ώφέλιμες καί οί άποτυ- χίες.
Τέλος, ενα σχόλιο ώς πρός τήν ελληνική ιδιαιτερότητα. Δέν πρόκειται φυσικά νά άναζητηθεΐ στό φολκλόρ καί σέ δ,τι φέρεται μέ τό όνομα «ελληνική λαϊκή παράδοση»: οχι μόνο γιατί ή άναφορά σ ’ αύτό τό ιδεολόγημα συνέλκει τήν έπιβίω- ση όλων τών συντηρητικών καί εθνικιστικών στάσεων ή γιατί ξανανοίγει τό δρόμο πρός τό μύθο τοΰ «καλοΰ αγρίου»· άλλά κυρίως γιατί σ ’ αυτόν άκριβώς τόν άσαφή χώρο τοΰ «λαϊκοΰ πολιτισμοΰ» καλλιεργοΰνται όλες οί μυστικοποιήσεις πού κα- ταργοΰν τόν ’ίδιο τόν λαϊκό πολιτισμό ώς όντολογικό στοιχείο τής ιστορίας καί τόν ’ίδιο τόν έλληνικό πολιτισμό στήν ιστορική του διάσταση.
'kf
ί!
;.ι| ■ htft
I
1 5
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Τά τελευταία δραματικά γεγονότα στη Σοβιετική Ένωση σχολιάστηκαν άπό πολλούς — πολιτικούς καί πολιτικούς σχολιαστές, διεθνολόγους, οικονομικούς άναλυτές. Τί σημαίνουν γιά εναν ιστορικό;
Δέν βλέπω νά σημαίνουν γιά εναν ιστορικό κάτι διαφορετικό άπό δ,τι σημαίνουν γιά δλο τόν κόσμο: γιά λόγους, ωστόσο, πού όφείλονται στή λογική της δουλειάς του είναι, τουλάχιστον, υποχρεωμένος νά εχει λιγότερες έρμηνευτικές βεβαιότητες καί νά κάνει ρητότερες διακρίσεις άνάμεσα στίς λέξεις καί τά πράγματα· καί πρίν άπ’ δλα νά ένοχλεϊται άπό τίς κατάφωρες λογικές άντιφάσεις. Γιά τούς ’ίδιους λόγους χρειάζεται νά έπιστρατεύει τή μνήμη του καί νά μήν άγνοεΐ τή μαρξιστική κριτική γιά τό σοβιετικό μοντέλο έξουσίας καί κοντά σ ’ αυτή δλες τίς ίδιάζουσες συμβολές, άπό τόν Μπερντιάγεφ ώς τόν Βιτφόγκελ. Δέν άρκουν άπό μόνες τους νά έρμηνεύσουν τόν τρόπο μέ τόν όποιο ή έλλειψη κάθετων κοινωνικών καί έν συνεχεία κομματικών σχέσεων προσδιόρισε ή στήριξε τό αύ- τοκαταργημένο έξουσιαστικό σύστημα, είναι δμως ικανές νά
Ή Αυγή, 8.9.1991, σ. 15. Συνέντευξη στόν Άλέξη Οίκονομίδη. Ό τίτλος άνήκει στήν εφημερίδα.
128 ΣΧΟΛΙΑ
προσφέρουν μιά άπό τίς άναζητούμενες έρμηνευτικές άφετη- ρίες καί κυρίως νά δείξουν τό μηχανισμό κοινωνικής, διανοητικής καί ήθικής άλλοίωσης μέσω τής όποίας συγκροτήθηκε αύτό τό εξουσιαστικό σύστημα καί, ώς ένα βαθμό, άνταποκρίθη- κε στούς σκοπούς του άναιρώντας βεβαίως τό γενεσιουργό του αίτιο. Τούτο έγινε ιδεολογική φενάκη, μηχανισμός διαιώνισης τής άρνησής του, καί σήμερα λόγος γενικευμένης άμηχανίας τουλάχιστον σέ μιά βαθμιαίως άποφενακιζόμενη κομμουνι- στικογενή άριστερά. Βρίσκεται, λοιπόν, ό ιστορικός, ό κ ά θ ε ιστορικός, μπροστά σέ ένα φαινόμενο πού ήδη τό έχουν άναλύ- σει κι άκόμη ζητεί άνάλυση, φαινόμενο πού καί τό ίδιο τόν έχει προσδιορίσει καί τό όποιο έχει ένα μέγιστο άλλά οχι καί πρωτόφαντο χαρακτηριστικό: τή μετάσταση τών ομάδων πού διεύ- θυναν τήν οικονομία σέ δυνάμει κυρίους τής οικονομίας μέσω τής άποξένωσης τών υποκειμένων τής οικονομίας άπό τά υπαρκτά καί δυνητικά προϊόντα της, δηλαδή μέσω τής άρσης του πρωταρχικού σοσιαλιστικού αίτουμένου. Καθένας, σύμφωνα μέ τά θεωρητικά καί ιδεολογικά του κατηγορήματα, θά χαιρετήσει τή σοσιαλδημοκρατική (δηλαδή μετριασμένα καπιταλιστική) ή τήν άμιγώς καπιταλιστική έκδοχή πού καί οί δύο άναδύονται άπό τό σπασμένο «δυσοίωνο αύγό» τοΰ σοβιετικοΰ συστήματος εξουσίας. Μικρή λεπτομέρεια: ή άπώθηση στό υποσυνείδητο τοΰ τραγικού, τοΰ διαλεκτικού, στοιχείου της ιστορίας. Άπό κεϊ καί πέρα υπάρχει τό πολύπλεγμα τών άνα- σηματοδοτήσεων: εθνικά ζητήματα, θρησκευτικές ιδεολογίες, οικονομικοί καί έθνικοί ήγεμονισμοί, παλαιές καί νέες οικονομικές ήγεσίες άναδυμένες άπό τό ίδιο έξουσιαστικό σύστημα, προβλήματα πού φαίνεται δτι έχουν τή ρίζα τους στή διευθυντική, μή καπιταλιστική, έκβιομηχάνιση τής Σοβιετικής "Ενωσης κι αύτό στό πλαίσιο ένός σοσιαλιστικοΰ σχεδίου. Μόνο πού ή ιστορία δέν πραγματώνεται μέ σχέδια. Άν έχει κάτι νά πει ό ιστορικός είναι άκριβώς ή ιστορία ένός έπαναάτατικοΰ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 129
σχεδίου πού αύτοαναιρεϊται συνεχώς μέσω της κατάργησης τοΰ τελικοΰ του σκοποΰ, δηλαδή της έλευθερίας. Το ϊδιο ισχύει καί γιά τόν προβλητικό ιστορικό, τόν φουτουρολόγο.
Ή Σοβιετική "Ενωση υπήρξε μ ιά χώρα δπου ή ιστορία γράφηκε κατ ’ εξοχήν άπό την έξουσία — μ ιά έξουσία έξαιρετικά συγκεντρωτική κα ί ολιγαρχική. Πώς «γράφεται.» σήμερα, έκεϊ, ή ιστορία έν τώ γεννασθαι;
Πραγματικά δέν ξέρω πώς πραγματώνεται ή ιστορία σήμερα ώς ιστοριογραφία, άλλιώς ώς σύστημα σκέψης. Ά ν πάντως βιώνεται, βιώνεται μέ παμπάλαια «υλικά», μέ δικαιολογημένο μίσος, μέ συμπαθητικές έλπίδες, μέ άνασηματοδοτημέ- να σύμβολα- άν πραγματώνεται, πραγματώνεται γιά άλλη μιά φορά έκ τών άνω μέσα σέ μιά γενική εύφορία δμοια μ ’ εκείνη τοΰ 191V* καί μέ όμοιάζουσες αντιφάσεις.
Μιά άπό τίς σχετικά πρώιμες εκδηλώσεις της περεστρόικα ήταν ή άπόπειρα αποκατάστασης τών «λευκών σελίδων» τοΰ παρελθόντος. Ποιά λογική, πιστεύετε, συνέδεε τήν προσπάθεια αύτή μέ τό συνολικό έγχείρημα πού είχε άναλάβει ό Γκορμπατσώφ;
Οί «λευκές σελίδες» ήταν δυό λογιών: λευκές ώς πρός τό σκεπτικό μέσα άπό τή θεολογική άντίληψη τοΰ μαρξισμοΰ καί λευκές ώς πρός τήν πραγματολογία μέσα άπό τό μηχανισμό μιας ύποδουλωτικης δεοντολογίας, άπότοκου τοΰ ίδεολογικοΰ φενακισμοΰ καί της βίας. Χωρίς νά έχω άποδείξεις, θεωρώ δτι ό Γκορμπατσώφ θέλει νά γεμίσει τίς λευκές σελίδες γιά δυό λόγους: πρώτο γιά νά ριζοτομήσει τό εξουσιαστικό σύστημα, δηλαδή τό Κόμμα, μέσα άπό ένα σχέδιο κάθαρσης, μέ τήν άνά- δειξη συνεπώς της ιστορικής άλήθειας, καί δεύτερο γιά νά υπάρξει σοσιαλιστική έλπίδα- γιατί άκριβώς οί λευκές σελίδες άπέκρυβαν τή μέθοδο μέ τήν οποία καταργοΰνταν ή έλπίδα αύ-
130 ΣΧΟΛΙΑ
τή. Καί γιατί ακριβώς τό σχέδιο τοΰ Γκορμπατσώφ δέν ήταν εφικτό παρά μέσω μιας οπτικής σοσιαλδημοκρατικού τύπου, προϋπόθεση της όποίας ήταν ή συνέχιση τοΰ διευθυντικού ρόλου ένός μεταλλαγμένου σέ σοσιαλδημοκρατικό κομμουνιστικού κόμματος. (Λέγω σε σοσιαλδημοκρατικό, γιατί δέν πολυξέ- ρω τί —πέρα άπό τήν πολιτική συγκυρία—είναι ενα δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα.) Κάπως άργά, ένα τέταρτο τοΰ αιώνα περίπου άργά. Οί ελευθερίες συνεπέφεραν τη δημιουργία νέων συλλογικών σωμάτων, έπανδρωμένων κατά κύριο λόγο άπό τούς άνθρώπους τοΰ έξουσιαστικοΰ συστήματος, πού είχαν πλέον άλλες δυνατότητες έπιλογών, πέρα άπό έκεϊνες, έξω άπό έκεϊνες, πού προσέφερε τό ένιαΐο, πρώην μονολιθικό, πολυ- μιγές δμως έξουσιαστικό σύστημα. Όπως λέει, δμως, τό τραγουδάκι, δλοι οΐ γιατροί τοΰ βασιλια δέν μποροΰν νά γιατρέψουν ένα σπασμένο αύγό.
Σήμερα, μαζί μέ τούς «ανθρώπους άπό μάρμαρο», γκρεμίζονται καί τά μαρμάρινα άγάλματα κα ί τό κοινό α ίσθημα μοιάζει νά άντιμετωπίζει τήν ιστορία τών τελευταίων 74 ετών σάν μ ιά παρένθεση πού πρέπει νά κλείσει καί, ίσως, νά ξεχαστεΐ. Βρισκόμαστε, μήπως, μπροστά σέ μ ιά νέα διαδικασία διαγραφής της ιστορίας, άπό εκείνους, αυτή τή φορά, πού άντιστοιχοΰσαν στις «λευκές σελίδες» τοΰ παρελθόντος;
Βέβαια υπάρχει κάτι στήν ιστορία πού έπαναλαμβάνεται μέ τελετουργικό ρυθμό, μέ τήν ίδια συγκινησιακή φόρτιση καί μέ τήν ίδια ήθική άξιολογία. Τά σύμβολα άνήκουν σ ’ αύτό τό «κάτι» καί τά άγάλματα βγαίνουν άκρωτηριασμένα κατά τίς μεγάλες άναμετρήσεις. Στήν ιστορία υπάρχει έπίσης πάντα μιά συγκέντρωση καί μιά έκρηξη μίσους: ή καταστροφή τών μνημείων είναι ή πιό άνώδυνη αποδέσμευσή του, ή πιό ενστικτώδης, ή πιό άλογη- ποτέ τά μνημεία δέν άντιστάθηκαν μέ τό
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 131
κάλλος τους. Τά μνημεία πού καταστράφηκαν τό 1917 κι αύτά πού καταστρέφονται σήμερα δέν τά θρήνησε κανείς ούτε θά τά θρηνήσει γιά τήν ομορφιά τους. Γιά νά συμβεΐ αύτό θά πρέπει προηγουμένως νά έχουν χάσει τόν έξουσιαστικό τους συμβολισμό, όπως έκεϊνα τά πληγωμένα άγάλματα της άρχαιό- τητας. Όχι, δέν εϊναι οΐ άνθρωποι τών λευκών σελίδων πού γκρεμίζουν σήμερα τούς επιβλητικούς όγκους τών συμβόλων, άπελπιστικά μονοσήμαντων: είναι άντιθέτως οί έκτός σελίδων άνθρωποι, οί έκτός τοΰ έξουσιαστικοΰ συστήματος, όλοι όσοι έξαπατήθηκαν, αύταπατήθηκαν, καταπιέστηκαν, άλλοτριώ- θηκαν- είναι καί οί φευγάτοι τοΰ συστήματος, άλλοι τους δυνάμει άνθρωποι άπό μάρμαρο, άλλοι τους άναγκασμένοι νά είναι καθέτως άντίθετοι στό σύστημα άπό τό όποιο προέρχονταν, αύτοί πού δημιούργησαν τά νέα συλλογικά σώματα, όλοι τους χωρίς πιά τή δυνατότητα μιας «έπιστροφής στίς πηγές». Προϊόντα της εύτέλειας τοΰ συστήματος, τό πληρώνουν μέ τό ΐδιο νόμισμα μέ τό όποιο αύτό ήθελε νά τούς έξαργυρώνει.
’ Αλλά τό ζήτημα βρίσκεται άλλοΰ, στήν Ϊδια τήν άνάγκη παραγωγής συμβόλων, διαφορετικών, υποτίθεται, τών προηγουμένων άλλά ύπόφορων της ’ίδιας λογικής πού καθόριζε τά προηγούμενα καί προορισμένων νά ύπηρετήσουν τά ΐδια έπι- διωκόμενα, τόν έλεγχο τών συνειδήσεων, μέσω τής καθυποβο- λής καί τής λατρείας. Όλα τοΰτα τίποτε δέν έχουν νά κάμουν μέ τήν κυριαρχία τοΰ λόγου καί τό βασίλειο τής έλευθερίας. ’Άς ποΰμε, παραφράζοντας τόν ποιητή, ότι τά πραγματικά άγάλματα είναι στό Μουσείο.
Κάθε ιστορία είναι ή δική μας ιστορία. Όταν όμως όλοι οί άνθρωποι έχουν φωνή, υπάρχουν βεβαιότητες ότι θά γράψουν τίς πολλές δικές μας ιστορίες κι αύτό θά συμβεΐ στίς χώρες τής πρώην Σοβιετικής "Ενωσης, γιατί ή ιστορία δέν γίνεται νά «διαγραφεΐ». Ή πράξη άφήνει πάντα σημάδια διακρίσιμα. Καί πάλι όχι, όσοι άνήκουν στίς λευκές σελίδες δέν πρόκειται
132 ΣΧΟΛΙΑ
νά δώσουν τό διάγραμμα μιας νέας ιστορίας. Δυνάμει «άνθρωποι άπό μάρμαρο» άλλά καί δυνάμει άπελευθερωτές, δέν άνήκουν πιά στά νέα συλλογικά σώματα τών χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης: άνήκουν σέ μιά εύρύτερη κληρονομιά πού ενδέχεται νά ένσωματωθεΐ σέ μιά σύγχρονη σκέψη καί πρακτική πού θά άνακύψει άπό τό σημερινό πρόσωπο τοΰ κόσμου, τόσο δμοιου μέ τό πρόσωπο τοΰ παλιοΰ σέ τόσο διαφορετικές συνθήκες.
Σέ κάθε περίτττωση, οί τελευταίες εξελίξεις στή Σοβιετική Ένωση, ολοκληρώνοντας τόν κύκλο τοΰ 1989, φαίνονται νά άντιστοιχοΰν σέ ένα τέλος. Είναι τό τέλος της ιστορίας, δπως ειπώθηκε τότε; Τι, κατά τή γνώμη σας, τελειώνει, τ ι συνεχίζεται κα ί τ ί άρχίζει ή, ισως, ξαναρχίζει;Μέ τό τέρμα τοΰ σοσιαλιστικής άφετηρίας έξουσιαστικοΰ
συστήματος πού ονομάστηκε σοβιετικός σοσιαλισμός καί μέ τήν επικράτηση τοΰ καπιταλισμοΰ, μάλιστα στήν άκρως φιλελεύθερη οικονομική έκδοχή του, θεώρησαν κάποιοι δτι έπέρ- χεται καί τό τέλος της ιστορίας καί τό βασίλειο μιας πληκτικής εύδαιμονίας πού δέν γέννα συγκρούσεις ή δυνατότητες συγκρούσεων καί δπου οί δποιες μεταβολές θά κυλοΰν ήσυχα σάν οί βάρκες στή λίμνη. Πάλι καλά πού ορισμένοι θυμοΰνται δτι τά 15% τοΰ πληθυσμοΰ έλέγχουν τά 80% τοΰ παγκοσμίου εισοδήματος, δτι ή φτώχεια άγκαλιάζει τά 5 άπό τά 6 δισεκατομμύρια κατοίκων τοΰ πλανήτη, δτι οί θύλακες τοΰ πλούτου μέσα στίς φτωχές χώρες έχουν τό πάρισό τους στούς θύλακες της φτώχειας μέσα στίς πλούσιες, δτι τά προγράμματα δομικής έναρμόνισης τών οικονομιών είναι φτωχογόνα καί άπο- διαρθρωτικά. Τό τέλος της ιστορίας μετατίθεται σέ άλλους καιρούς καί σέ άλλους παραδείσους. Κι αύτοί οί παράδεισοι είναι έκεϊνοι πού θά καταφέρουν νά άρουν δύο συνακόλουθες ιδιότητες τοΰ άνθρώπου: τό πράττειν καί τό σκέπτεσθαι. Ώς τή
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ 133
στιγμή τό έχει καταφέρει μόνο ό θάνατος. Χρειάζεται νά γίνει καθολικός. Ώσπου νά φτάσουμε ώς έκεϊ, τά ίδια πάντα αιτήματα, οί ’ίδιες πάντα άλλά συνεχώς έπεκτεινόμενες άνάγκες θά ζητουν τήν ικανοποίησή τους μέσα στίς νέες συνθήκες πού δέν μοιάζουν μέ κανένα άκύμαντα παραδείσιο πέλαγος. Καί οί έν- διαφερόμενοι, ώσπου νά άνακαλυφθοΰν νέα ερμηνευτικά έργα- λεϊα γιά τήν κατανόηση τοΰ κόσμου, θά χρησιμοποιοΰν άπο- κλειστικώς ή έκλεκτικώς κάποια άπό τά παλαιά, δοκιμασμένα, μερικώς καταδικασμένα καί πάντα χρησιμοποιήσιμα καί άνανεώσιμα.
’Άν τελειώνει κάτι άμετακλήτως εϊναι ό σοβιετικός ήγε- μονισμός καί ή χθεσινή παγκόσμια διπολικότητα καί μαζί του δ,τι εϊχε άπομείνει άπό τόν ιδεολογικό σοβιετικό ήγεμονισμό. Τελειώνει μέ άλλα λόγια ή άντίληψη γιά τό νέου τύπου κόμμα πού άντί νά γίνει συλλογικός ήγεμόνας έγινε έκτροφεϊο συμφερόντων αύτόχρημα ταξικών καπιταλιστικοΰ τύπου, ή διαχείριση άλλιώς της οικονομίας καί της κοινωνίας μέσω της λειτουργίας. Τοΰτο έχει ξανασυμβεΐ στήν ιστορία. Λογικά μαζί μέ τό σοβιετικό έξουσιαστικό σύστημα θά έπρεπε νά έχουν τελειώσει καί οί μηχανισμοί ίδεολογικοΰ φενακισμοΰ τούς οποίους τόσο εύστόχως είχε θέσει σέ κίνηση. Είμαστε μακριά άπ ’ αύτό. Λναπαράγονται στό έσωτερικό τοΰ πρώην άνατο- λικοΰ συγκροτήματος πρός τήν άντίθετη πλέον κατεύθυνση καί σέ αρμονική καί ταυτόχρονα δυσαρμονική σχέση μέ τόν κυρίαρχο καπιταλιστικό λόγο καί τήν κυρίαρχη καπιταλιστική πράξη. Ώσπου νά ξαναπειστοΰν οί άνθρωποι δτι ή οικονομία δέν είναι ταυτόσημη μέ τόν καπιταλισμό, έκεϊνο πού θά έχουν νά ύποστηρίξουν, μέσα στόν σημερινό πολιτικό, οικονομικό καί κοινωνικό χάρτη τοΰ κόσμου, εϊναι δ,τι ήδη είχαν κατακτήσει: τόν μετριασμένο λόγω τών σοσιαλιστικών διηθήσεων καπιταλισμό. Έργο δύσκολο γιά τούς φτωχούς τών πλούσιων χωρών κι άκόμη δυσκολότερο γιά τίς φτωχές χώρες.
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
IV
Τάων οΰποτε καρπός άπόλλυτα ι ού§ ’ απολείπει χε ίματος ού8έ Θέρευς, έπετήσιος
( ’08. η ', 117-118)
1 6
ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
1. Τά πρώτα, ενδιαφέροντα
Τό ένδιαφέρον γιά τήν οικονομική ιστορία τών έλληνικών περιοχών της οθωμανικής Αύτοκρατορίας τό ύποκίνησαν λόγοι πού δέν άνήκουν στήν ίδια τήν οικονομική ιστορία: άλλιώς, τό ένδιαφέρον αύτό δέν ήταν άποτέλεσμα ιστοριογραφικών έ- νασχολήσεων πού είχαν ώς επίκεντρο τήν οικονομία- ή τελευταία δίπλα στίς δειλές άναφορές τοΰ φιλοσοφικοΰ στοχασμοΰ τών οπαδών τών Φώτων στόν άρχόμενο ιθ.' αιώνα, σύμφυτες μέ τό γενικό καί έγκυκλοπαιδικό περιεχόμενο τοΰ Διαφωτι- σμοΰ, έξειδικεύεται περισσότερο στήν εμπορική πρακτική καί κάποτε στήν οικιακή οικονομία καί έλάχιστα σέ μιά πολιτική οικονομία πού άνάγεται, προκειμένου νά έρμηνευθεϊ, στήν ιστορία. Θά χρειαστεί νά υπάρξουν οί πολιτικές προϋποθέσεις, δηλαδή ή δημιουργία τοΰ έλληνικοΰ Κράτους, γιά νά συγκαταλέγει στό κύκλωμα τών πνευματικών ένδιαφερόντων ώς έπι- στήμη καί στό κύκλωμα της διοικητικής πράξης ώς τεχνική, τών δημοσίων κατά κύριο λόγο οικονομικών.
' Η νεοελληνική ιστοριογραφία στράφηκε στή μελέτη τών
’Επιλογή ( ’Αθήνα, 1993), σ. 371-376.
138 ΣΧΟΛΙΑ
οικονομικών δραστηριοτήτων τών Ελλήνων κατά τούς αιώνες της τουρκοκρατίας γιά λόγους διαφορετικούς. Άρχικώς, γιά λόγους πού είχαν νά κάμουν μέ τήν υπεράσπιση τοΰ νέου έλληνισμοΰ: ανάμεσα στά σημάδια της προκοπής του, της «προόδου» του, ήταν καί ή έπίδοση στό εμπόριο καί στή ναυτιλία, έπίδοση πού συνιστοΰσε συστατικό στοιχείο τοΰ πολι- τισμοΰ, πνευματικοΰ καί ύλικοΰ. ’Αντιπροσωπευτικό δείγμα αύτης της στάσης, τό 'Υπόμνημα τοΰ Κοραή (1803). Έπι- προσθέτως, καί κυρίως, ο ίδιος ό χαρακτήρας της Επανάστασης τοΰ ’21: άνάμεσα στούς συντελεστές της, οχι κάποιοι καθορίζοντες οικονομικοί νόμοι, άλλά οί κοινωνικές αύθεντίες πού είχαν άνακύψει άπό τόν κόσμο τοΰ έμπορίου καί τοΰ πλούτου- άποτελοΰν συστατικό στοιχείο τών έπιλέκτων της ελληνικής κοινωνίας καί έναν άπό τούς άξονες της κοινωνικής αξιολογίας. «"Εντιμοι πραγματευταί» πρίν άπό τόν ’Αγώνα, εύεργέτες καί μάλιστα έθνικοί πρίν καί μετά, θά πάρουν τή θέση τους σέ ένα έργο πού είναι συνάμα καί μιά τοιχογραφία τών έπιλέκτων τοΰ έθνους: πρόκειται γιά τούς Βίους Παραλλήλους τοΰ Γούδα (1869-1876), άρθρωμένο σέ θεματικές διακρίσεις πού αντανακλούν μιά κοινωνική μορφολογία: κλήρος, παιδεία, τοπικές διοικητικές αύθεντίες, στρατιωτικοί, πλοΰτος· δλοι τους συντελεστές τοΰ έθνικου ιδεώδους, κινητήριες δυνάμεις της έθνικής έπανάστασης.
' Η σύνδεση βέβαια τής έπανάστασης μέ τόν κόσμο τοΰ πλούτου δέν έγκαινιάζεται άπό τόν Γούδα, αύτός δμως μέ τόν τρόπο του δίνει μέσω τοΰ βιογραφικοΰ του πανοράματος μιά άξιολογία πού έκφράζει τήν κοινή πρόσληψη τοΰ οικονομικού: μόνο πού αύτό τό τελευταίο δέν άποσπαται άπό τήν ήθική άξιολογία καί έκφράζεται μέσα άπ’ αύτή. Τό οικονομικό καθ ’ εαυτό στήν ιστορική του διάσταση θά εϊναι ύπόφορο δύο διαφορετικών ιστορικών συγκυριών: ή μία εϊναι πολιτικοκοινωνική καί ή άλλη δημοσιοοικονομική. ’Αρχίζοντας άπό τή δεύτε
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 139
ρη, θυμίζουμε τό έκπρεπές παράδειγμα τοϋ ’ Ανδρέα ’ Ανδρεά- δη μέ τό όποιο έδραιώνεται ή ιστορία των δημοσίων οικονομικών δχι μόνο τοϋ έλληνικοΰ Κράτους άλλά δλης της έλληνικης ιστορικής διαχρονίας· ώς πρός τό πεδίο της τελευταίας, έξυ- πακούεται δτι ή έδραίωση άναφέρεται άποκλειστικώς στην έλληνική καί δχι στη διεθνή Ιστοριογραφία. Οΐ κοινωνικοπολι- τικοί λόγοι, πού παραπέμπουν μέ τή σειρά τους σέ γενικότερες κοσμοαντιλήψεις, έξειδικεύονται στήν περίπτωσή μας στή μαρξιστική έρμηνεία της έπανάστασης του ’21: άστική έπανά- σταση (Σκληρός, Κόρδάτος), αγροτική έπανάσταση ή «άστο- τσιφλικάδικη» —δπως τήν ήθελε ή έπικρατοΰσα κακοφωνία- καλοΰσε στήν υπόδειξη των οικονομικών ρόλων τών τάξεων πού φέρονταν μέ τά ονόματα αΰτά: τών αγροτών, τών «τσιφλικάδων», τών αστών. ’Ανοιγόταν ετσι έμμέσως ό δρόμος γιά τήν οικονομική ιστορία, πού δέν θά ήταν μόνο μιά ιστορία τών δημοσίων οικονομικών (κι άνάμεσά τους μιά ιστορία του έξωτερικοΰ χρέους).
Μέ εξαίρεση τίς άναλύσεις τοϋ Κορδάτου ώς πρός τούς οικονομικούς ρόλους της άστικής τάξης στό ελληνικό Κράτος (1930), οί οικονομικοί ρόλοι αύτης της τάξης κι ακόμη περισσότερο οΐ μηχανισμοί της δλης οικονομίας κατά τήν τουρκοκρατία δέν γίνονται αντικείμενο ερευνάς παρά άπό τόν Σεραφείμ Μάξιμο (1940, 1945): πρόκειται γιά μιά προσπάθεια κατάδειξης τών μηχανισμών πού διέπουν δύο κατ ’ έξοχήν τομείς της έλληνικης οικονομίας τοϋ ιη' αιώνα, τοϋ έμπορίου καί τοϋ συνεκδρόμου του, δηλαδή της έμπορικής ναυτιλίας· προσπάθεια στηριγμένη σέ ένα περιγραφικό υλικό, τίς γαλλικές προξενικές έκθέσεις, πού γιά πρώτη φορά χρησιμοποιούνται ένόψει ένός έρμηνευτικοΰ σχεδίου. ’Ανάμεσα στόν Κορδά- το καί τόν Μάξιμο καί σέ σχέση πάντα μέ τίς οικονομικές προϋποθέσεις της έπανάστασης τοϋ ’21, ό Μ. Σακελλαρίου (1939) δίνει έμφαση κυρίως σέ θέματα αγροτικής οικονομίας.
140 ΣΧΟΛΙΑ
"Ολα αύτά δέν σημαίνουν δτι ή οικονομία δέν είχε έλκύσει άπό νωρίτερα τό ένδιαφέρον τών ιστορικών: η περίπτωση του Σπυρίδωνος Λάμπρου είναι άκρως ένδεικτική πρός δύο κατευθύνσεις. Πρώτο πρός τό θεματολογικό άνάπτυγμα τοΰ θετικι- σμοΰ; τόν όποιο καλλιεργεί, καί δεύτερο πρός τίς έρμηνευτικές του άτέλειες: τό ένδιαφέρον γιά τό οικονομικό υπακουει στη λογική της ολοκλήρωσης τών γνώσεων πού συνθέτουν τό υφάδι της ιστορίας καί οχι στή λογική της έρμηνείας της ιστορίας κ α ίμέσω τοΰ οίκονομικοΰ, δπως συμβαίνει μέ τούς ιστορικούς πού πιό πρίν μνημόνευσα.
Μιά άλλη συγκυρία πού στρέφει τά ένδιαφέροντα πρός τήν οικονομική ιστορία, τήν άγροτική τή φορά αύτή, εϊναι τό ά- γροτικό ζήτημα: ή πρώτη στροφή σημειώνεται μέ τήν "Ενωση της Έπτανήσου καί τά συναφή ζητήματα πού δημιούργησε ή κατάργηση τών φεουδαλικών γαιών η δεύτερη εμφανίζεται μέ τό πρόβλημα της έξαγορας τών μεγάλων γεωκτησιών στήν ’Ήπειρο καί στή Θεσσαλία. Καί στίς δύο περιπτώσεις ό τόνος δίνεται στή θεσμική άποψη τοΰ ζητήματος, στή νομική άλλιώς θεμελίωση τών έπιχειρημάτων τών ιδιοκτητών καί τών καλλιεργητών, ζήτημα πού ήδη είχε άπασχολήσει τή δικαστική πρακτική. Στήν περίπτωση τών φεουδαλικών γαιών της ' Επτανήσου, κατ ’ έξοχήν της Κέρκυρας, έπρεπε νά δει- χθεΐ σέ ποιό βαθμό ή καταβολή φεουδαλικής προσόδου καί γεωπροσόδου συνεπαγόταν δικαιώματα ιδιοκτησίας στή γη- στήν περίπτωση τών ήπειρωτικών καί θεσσαλικών γαιών έπρεπε έπίσης νά φανεί σέ ποιό βαθμό ή μεγάλη ιδιοκτησία ήταν ή οχι άποτέλεσμα καταναγκασμού καί σέ ποιό έπίσης βαθμό, στήν περιοχή της ’Άρτας, ή καταβολή γεωμόρου ήταν δηλωτική ή οχι δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, τοΰ έπωφελούμενου άπό τήν καταβολή αύτή, έπάνω στίς γαϊες. Άπό τήν προβληματική αύτή προέκυψε ένα βιβλίο πραγματικής άγροτικής ιστορίας, ή Γη κα ί γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκο-
ΣΤΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 141
κρατίαντου Δημητρίου Τσοποτοΰ (1912), στό όποιο θά προστεθεί άργότερα ή 'Ιστορία της 'Ελληνικής Γεωργίας τοΰ Δημητρίου Ζωγράφου (1921-1924), ικανό μέρος της όποίας άναφέρεται στήν εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Γιά διαφορετικούς λόγους ή τοπική ιστορία μέ προεξάρχοντα τόν ’Ιωάννη Λαμπρίδη έστρεψε τήν προσοχή της στό καίριο ζήτημα της ιδιοποίησης τών χωριών μέσω τοΰ δανεισμοΰ καί της πα- ροχής προστασίας. Ή απαρίθμηση εϊναι έπιλεκτική καί δέν άποβλέπει στήν υποτύπωση μιας στοιχειώδους έστω ιστορίας της έλληνικής οικονομικής ιστοριογραφίας, πού δοκίμασε, άλλωστε, νά δώσει καί ευρύτερες συνθέσεις (Κ.Π. Ραπτάρχης, 1934’ X. Εύελπίδης, 1950).
Γιά νά ξανάρθουμε στούς άστούς: οί οικονομικοί τους ρόλοι εξειδικεύονται στό εμπόριο καί στίς χρηματιστικές επιχειρήσεις· καί οί δύο συνδέονται μέ τή ναυτιλία, ή όποία πάλι έρχεται στο ιστοριογραφικό προσκήνιο μέσω της ιστορίας τοΰ ’21. Δίπλα στούς οικονομικούς άσκοΰν καί άλλους ρόλους, πολιτισμικούς καί φιλανθρωπικούς: εϊναι οί ρόλοι τούς οποίους θά έξάρει ό Γούδας καί τούς όποιους θά συναντήσουμε σέ άλλο επίπεδο της ιστορικής ανάλυσης, στήν ιστορία τών φαινομένων της παιδείας. Τό αΐτούμενο ήταν, καί σέ μεγάλο βαθμό παραμένει, νά δειχθεΐ ή συνολική τους ταυτότητα, οικονομική καί κοινωνική, ή ταξική τους υπόσταση. Τόν κόσμο τών ανθρώπων τοΰ έμπορίου, στόν όποιο συναιρείται ή αστική τάξη άντί νά συναιρείται αύτός σ’ αύτή μέσα στό νεοελληνικό ιστοριογραφικό μόρφωμα, τόν προσέλαβαν μέσα σέ μιά διπλή δυναμική: τό ίδιο τό έμπόριο θεωρήθηκε ώς ρήξη στίς παραδοσιακές ισορροπίες, κοινωνικές καί οικονομικές καί συγχρόνως ώς φορέας μιας έπαναστατικής δυναμικής, έθνικής ή κοινωνικής. Δηλαδή ή οικονομική ιστορία τοΰ ιη' αιώνα θεωρήθηκε άπό τό πρίσμα της έπανάστασης τοΰ ’21 καί οί συντελεστές της κατανοήθηκαν ώς προϋποθέσεις καί προάγγελοί της. Ή
142 ΣΧΟΛΙΑ
μονογραμμική αύτή αντίληψη, πού παραγνώριζε τό κύριο δίδαγμα της ιστορίας τών πνευματικών φαινομένων, δτι δηλαδή ό ιη' αιώνας ήταν κατά κύριο λόγο μεταρρυθμιστικός, δικαιολογούνταν έκ τών ύστέρων άπό τήν ϊδια τήν επανάσταση, χωρίς ωστόσο τοΰτο νά προδικάζει καί τήν ορθότητα της έρευνη- τικής πρόβασης. Έκέΐνο πάντως πού πρέπει νά έπισημάνου- με είναι δτι μέ τόν τρόπο αύτόν ή οικονομική ιστορία τοϋ έλ- ληνικοϋ ιη' αιώνα ξεκίνησε μέ μιά έρμηνευτική απαίτηση.
Σ’ αύτή τήν τελευταία άνταποκρίθηκε τό έργο τοϋ Νίκου Σβορώνου γιά τό έμπόριο της Θεσσαλονίκης τόν ιη' αιώνα (1956): πρόκέιται γιά μιά συστηματική έργασία πού προσεγγίζει στό έρμηνευτικό έπίπεδο τήν αντίστοιχη τοϋ Μάξιμου, άλλά εχει μεγαλύτερη θεματική έμβέλεια, άσυγκρίτως πλουσιότερη τεκμηρίωση, μεθοδικότερη οργάνωση καί συστηματικότερη χρήση τών τεκμηρίων, ποιοτικών καί ποσοτικών. Έ χοντας ώς έπίκεντρο τό έξωτερικό έμπόριο, δέν είναι γι ’ αύτό αποκλειστικά ή κίνηση ένός λιμανιού άλλά μιά συνολικότερη παρουσίαση της οικονομίας καί τών δρων πού διέπουν τήν καθ ’ δλου έμπορευματοποίηση στό έπίπεδο της έσωτερικής καί, κυρίως, της έξωτερικής άγορας. Ένα συνθετικό κεφάλαιο με τό όποιο κλείνει τό βιβλίο είναι αφετηρία γιά μιά συνολικοΰ τύπου απάντηση στό αΐτούμενο γιά τό όποιο μιλοΰσα πιό πρίν. Μέ τό έργο αύτό, πού εικονογραφεί τούς δρους της άνι- σης άνταλλαγης ανάμεσα στήν ’Ανατολική Μεσόγειο καί τή Δυτική Εύρώπη, ή έλληνική οικονομική ιστορία ένηλικιώνεται καί ή μελέτη τοϋ ιη' αιώνα μπορεϊ πλέον νά γίνεται μέ τή σφαιρικότητα πού χρειάζεται. ’Από τή στιγμή αύτή καί ύστερα ένας αστερισμός συστηματικών έρευνών έρχεται νά στερεώσει τήν οικονομική ιστορία τών χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας σέ ενα χρονολογικό καί θεματικό ανάπτυγμα ικανοποιητικής έμβέλειας μέ δλες, έξυπακούεται, τίς ανισότητες πού προκύπτουν άπό τίς τεκμηριωτικές διαθεσιμότητες
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 143
καί τίς χρονολογικές, γεωγραφικές ή θεματικές μερικεύσεις μέσα άπό τίς όποιες είναι υποχρεωμένη νά προχωρα ή ερευνά.
2. Ή λογική τών ττηγών
Άπό τούς λόγους πού υπαγορεύουν τίς άνισότητες της οικονομικής μας ιστορίας θά σχολιάσω μέ συντομία τή διαθεσιμότητα πηγών, 8χι γιά νά έπαναλάβω τίς γνωστές καί έν πολλοΐς άδικαιολόγητες αιτιάσεις ώς πρός τήν έλλειψη πηγών στόν τομέα αύτόν, άλλά γιά νά ύποδείξω ενα συγκεκριμένο τύπο έξάρτησης άπό τις πηγές αύτές. Ά ς μου έπιτραπεϊ νά θυμίσω δτι τά οικονομικά φαινόμενα, δπως ισχύει καί γιά τά άλλα πού έμπίπτουν στό πεδίο τοΰ ΐστορικοΰ, άναλύονται σέ ενα συγχρονικό καί σέ ένα διαχρονικό έπίπεδο· τό πρώτο προσφέ- ρεται κατά κύριο λόγο σέ δομικοΰ τύπου προσεγγίσεις καί τό δεύτερο σέ προσεγγίσεις δυναμικοΰ τύπου, γιά τήν εύόδωση τών οποίων χρειάζεται τά τεκμήρια νά συγκροτοΰνται σέ σειρές. Τέτοιου είδους τεκμήρια προσφέρονται συνήθως γιά τά μεγέθη τοΰ έξωτερικοΰ έμπορίου καί μάλιστα γιά τόν ιη ' αιώνα: πρόκειται γιά τίς στατιστικές τοΰ έμπορίου πού τίς έπε- ξεργάζονται οί δυτικές προξενικές καί άλλες υπηρεσίες. Α ντίστοιχα αριθμητικά μεγέθη δέν διαθέτουμε γιά άλλους, πιό καίριους, τομείς της οικονομίας: τήν παραγωγή, τήν έσωτερι- κή αγορά, τήν απασχόληση. Άντιθέτως διαθέτουμε μεγάλου γεωγραφικοΰ ευρους φορολογικές πηγές πού έπιτρέπουν νά ί- δοΰμε μέ έμμεσο τρόπο τό μέσο έπίπεδο της άγροτικης παραγωγής, τή σύνθεσή της, τή σχέση της μέ τό δημογραφικό δυναμικό, τή φορολογική της επιβάρυνση. Πρόκειται γιά τίς οθωμανικές φορολογικές καταστιχώσεις πού καλύπτουν τόν προχωρημένο ιε ' καί τόν ις ' αιώνα- πρόκειται άκόμη γιά τίς κοινοτικές καταστιχώσεις πού κι αύτές έξυπηρετοΰν φορολογικές σκοπιμότητες άλλά προσφέρονται έμμέσως σέ διερευνή-
144 ΣΧΟΛΙΑ
σεις σχετικές μέ τήν κοινωνική καί οικονομική διαστρωμάτωση, γιά τή μορφολογία του καλλιεργούμενου χώρου, άκόμη γιά τήν καταχρέωση. Οΐ τελευταίες άπό τίς πηγές αυτές έχουν μικρή γεωγραφική έμβέλεια καί άφοροϋν κυρίως τό νησιωτικό χώρο. Άπό τά λίγα αύτά παραδείγματα γίνεται φανερό δτι ή οικονομική ιστορία δέν μπορεϊ νά άνταποκριθεΐ σέ ένα ιδεατό σκεπτικό, άποτέλεσμα μιας θεωρίας γιά τήν ΰπό έρευνα ιστορία: τά δεδομένα πού διαθέτουμε δέν εϊναι μόνο χρονολογικώς καί γεωγραφικώς διάσπαρτα, άλλά εϊναι καί άνομοιογενή μέ ά- σθενή βαθμό σύγκλισης.
Κατ ’ άνάγκην λοιπόν ή ιστορική άνάλυση είναι ύπόφορη της λογικής τών πηγών της καί αύτή ή τελευταία υπαγορεύει τήν κατασκευαστική της οικονομικής ιστορίας, μιά κατασκευαστική πού ούσιωδώς προσανατολίζεται στήν άποδέ- σμευση μηχανισμών μέσω της άνάλυσης όμοειδών καί συνεχών δεδομένων, στή στατική άλλά καί σταθερή, μακροχρονική, εικόνα της οικονομίας- πού προσανατολίζεται έπίσης στή διαχρονική έξέταση της κίνησης ορισμένων άγαθών πού περνούν στό κύκλωμα του έξαγωγικοΰ έμπορίου, της κίνησης τών τιμών, στήν έρευνα της συγκυρίας, δπως αύτή φανερώνεται μέσα άπό τήν κίνηση τών ϊδιων μεγεθών. 'Η σύνδεση τών έπί μέρους άναλύσεων πού οδηγούν σέ ιστοριογραφικές κατασκευές, δχι χωρίς παραδειγματική έμβέλεια, είναι επόμενο νά γίνεται μέ τή μεσολάβηση άλλων άναλύσεων, στηριγμένων σέ άλλου τύπου υλικό, ικανών δμως νά άναχθοΰν σέ έννοιολογή- σεις, άλλιώς σέ ιστορικές έμπειρικές σταθερές. 'Ορισμένες άπό τίς τελευταίες έχουν ήδη διατυπωθεί άπό τά ϊδια τά τεκμήρια, λόγου χάρη ό ρόλος τών ένδιαμέσων στό εισαγωγικό έμπο- ριο, δπως τόν άναλύει ό Φελίξ Μπωζούρ· ρόλος πού δέν είναι άνιχνεύσιμος μέσω της μαρτυρίας τών ϊδιων τών ένδιαμέσων. Κι αύτό γιατί είναι άπελπιστικά μικρός ό άριθμός τών δικών τους μαρτυριών, άπελπιστικά πενιχρή ή ύπαρξη λογιστικών
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 145
βιβλίων της έποχής. Ό,τι εϊναι δυνατό νά συναχθεΐ άπό τά λιγοστά τεκμήρια αύτοΰ τοΰ είδους χρειάζεται νά άναχθεϊ σέ υπόθεση έρευνας καί νά διασταυρωθεί μέ τίς γενικότερες έκτι- μήσεις, δπως αύτή τοΰ Μπωζούρ, ό όποιος πρώτος έδωσε ένα συνεκτικό σχήμα τοΰ έμπορίου της ’Ανατολής (1800) καί υπέδειξε τούς μηχανισμούς του.
’Άλλες άπό τίς σταθερές αύτές ύποδεικνύονται άπό τά κανονιστικά κείμενα, λόγου χάρη τά καταστατικά τών συντεχνιών, οί τύποι τών εμπορικών έταιρειών, τά κωδικοποιημένα έθιμα, ε’ίτε άναφέρονται στίς άγοραπωλησίες είτε άναφέρονται στούς δρους δόμησης ή στό θεσμό τής προίκας· είτε άναφέρον- ται στή ρύθμιση τών τιμών στήν καθημερινή άγορά εϊτε άναφέ- ρονται στίς οικονομικές άλληλεγγυότητες. Ό κατάλογος θά ήταν μακρός, χωρίς ώστόσο νά έχει καί τό έπιθυμητό γεωγραφικό καί χρονικό εύρος: τό ζητούμενο εϊναι σέ ποιό βαθμό αύτές οί διάσπαρτες πληροφορίες εϊναι ικανές νά συγκροτηθούν σέ μιά τυπολογία οικονομικών συμπεριφορών πού θά μποροΰσαν νά ένταχθοΰν σέ ένα συνολικό οικονομικό μοντέλο καί σέ ποιό βαθμό, αύτές καί άλλες, θά μποροΰσαν νά ύποδεί- ξουν τήν έσωτερίκευση τών οικονομικών σχέσεων, τή βίωση τοΰ οίκονομικοΰ, φθάνοντας έτσι στήν άποδέσμευση τών οικονομικών νοοτροπιών. Γιατί τά «εύρετικά πλάσματα» μέ τά όποια άρθρώνεται ή οικονομική ιστορία δέν μπορεϊ νά περιορίζονται μόνο στήν άνάδειξη τών οικονομικών μηχανισμών καί στήν έπίπτωσή τους σέ κάθε κατηγορία τοΰ πληθυσμοΰ- χρειάζεται νά έπεκταθοΰν καί στήν άνάδειξη τών διανοητικών πλαισίων μέσα στά όποια βεβαιώνονται οί μηχανισμοί αύτοί, στήν άνάδειξη συνεπώς τοΰ κοινοΰ διανοητικοΰ καί ήθικοΰ συστήματος στό όποιο άνήκουν.
146 ΣΧΟΛΙΑ
3. Ά πό τά μείζονα Θέματα
Δέν προτίθεμαι νά σκιαγραφήσω τήν οικονομία τών ελληνικών περιοχών της οθωμανικής Αύτοκρατορίας συνοψίζοντας τά συμπεράσματα στά όποια έχουν καταλήξει οί έρευνες, δσες έχουν γίνει ώς τά τώρα καί έχουν δει ή δέν έχουν δει τό φώς της δημοσιότητας· θά έπιχειρήσω μόνο νά παρουσιάσω μερικά άπό τά θέματα πού άνήκουν στήν οικονομική ιστορία τοΰ ά- γροτικοΰ χώρου καί τά όποια άποτελοΰν καίρια πεδία έρευνας της μόλις ένηλικιούμενης οικονομικής μας ιστορίας.
Πρόκειται, λοιπόν, έδώ γιά μιά οικονομία κατά κύριο λόγο άγροτική. Τά τεκμήρια γιά τά όποια έκαμα στήν άρχή λόγο, οί φορολογικές καταστιχώσεις, μας επιτρέπουν νά ίδοΰμε τούς κύριους χαρακτήρες της. Θυμίζω δτι ή ιδιοποίηση μεγίστου μέρους της παραγωγής γίνεται άπό τό Κράτος μέσω της φορολογίας, χρηματικής καί φυσικής- δτι ή φορολογία αύτή δέν θίγει άποκλειστικώς καί άμέσως μόνο τήν παραγωγή, άλλά καί τά ΐδια τά πρόσωπα- δτι τό χρηματικό κλάσμα της φορολογίας τών τιμαριωτικών γαιών, χωρίς δηλαδή τόν χρηματικό φόρο πού πηγαίνει στό δημόσιο, άντιστοιχεΐ χονδρικώς στό ή- μισυ της συνολικής φορολογικής προσόδου: γίνεται έμφανές δ- τι ό παραγωγός καλείται νά συμμετάσχει σέ κάποια άγορά μέσω της όποίας θά πρέπει νά αποκτήσει· τά χρήματα τουλάχιστον πού προορίζονται γιά τήν έξυπηρέτηση της χρηματικής φορολογίας. 'Η λογική συνεπώς της οικονομίας έπιβάλλει ένα βαθμό έμπορευματοποίησης τών φυσικών άξιών καί ένα βαθμό έκχρηματισμοΰ της άγροτικης οικονομίας- προϋποθέτει συνεπώς πλεονασματικές συγκομιδές, άνελαστικό δριο τών όποιων είναι ή αύτοκατανάλωση καί ή άναπαραγωγή.
' Η ιδανική καλλιεργητική μονάδα, τό «ζευγάρι», πού τήν άξιοποιεϊ μιά οικογένεια καί είναι άφιερωμένη στήν κυρίαρχη καλλιέργεια, δηλαδή στά σιτηρά, είναι σέ θέση νά ίκανοποιή-
ΣΪΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 147
σει τήν αύτοκατανάλωση, τή συνολική φορολογία καί νά άφή- σει περισσεύματα της τάξης του 30% της συγκομιδής πού είναι 7 φορές περίπου άνώτερα άπό τό κατά κεφαλή ζωτικό έλάχιστο. Αύτά ισχύουν στήν ύπόθεση δτι τό ζευγάρι αύτο- καλλιεργειται· στήν περίπτωση δπου ό καλλιεργητής ύπόκει- ται στήν καταβολή γεωπροσόδου στόν κύριο της γης, τά περισσεύματα μηδενίζονται ή εϊναι πραγματοποιήσιμα σέ γαϊες πού έξασφαλίζουν ύψηλές αποδόσεις. Τό παράδειγμα εϊναι ιδεατό καί δέν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα: ή ιδανική καλλιεργητική μονάδα δέν εϊναι κτήμα δλων τών καλλιεργητών καί έκεϊ δπου μπορούμε νά τήν άνιχνεύσουμε ώς ονομαστική πραγματικότητα φαίνεται δτι άνταποκρίνεται στίς προβλέψεις της νόρμας κατά ένα ποσοστό της τάξης τοΰ 50%: στήν πράξη ή παραγωγή πραγματοποιείται σέ γαϊες πού υπολείπονται της νόρμας καί άποτελεϊται άπό πολλαπλές καλλιέργειες καί μάλιστα έμπορευματοποιήσιμες μέ προεξάρ- χουσα τήν άμπελουργία* σέ μικρότερη έκταση καί χωρίς γεωγραφική συνέχεια, άλλες, επίσης έμπορευματοποιήσιμες, δ- πως οΐ βαφικές ύλες καί ή σκωληκοτροφία, έρχονται νά ύπο- δείξουν μέ ποιό τρόπο γινόταν εφικτή ή άπόκτηση χρηματικών εισοδημάτων. Τό ’ίδιο ισχύει καί μέ τόν άλλο μεγάλο τομέα της οικονομίας, τήν κτηνοτροφία, άγωγό χρήματος στίς κοινωνίες τών χωριών καί τών πόλεων. Πρόκειται συνεπώς γιά συμπληρωματικές καλλιέργειες οχι μόνο ώς πρός τήν αύ- τάρκεια, άλλά καί ώς πρός τή δυνατότητα άπόκτησης χρηματικών εισοδημάτων. Έτσι, κρίνοντας σύμφωνα μέ τίς φορολογικές προσόδους, πού άντανακλοΰν τήν παραγωγή καί τήν τεκμαρτή της χρηματική άξία, μποροΰμε άπό μερικά παραδείγματα νά ίδοΰμε πώς διαμορφώνεται ή συμπληρωματικότατα αύτή καί νά σκιαγραφήσουμε τήν τυπολογία τών καλλιεργειών συγκεκριμένα: οί χαμηλές πρόσοδοι τών δημητριακών άντιστοιχοΰν σέ ύψηλές άλλων καλλιεργειών καί άντιστρό-
148 ΣΧΟΛΙΑ
φως· χαμηλές πρόσοδοι τών δημητριακών αντιστοιχούν έπί- σης σέ χαμηλές προσόδους προερχόμενες άπό άλλες καλλιέργειες. Καί στίς τρεις περιπτώσεις οΐ πρόσοδοι τών δημητριακών άντιστοιχοΰν σέ μιά παραγωγή δημητριακών άπό όρια- κώς αύτάρκη εως ύψηλή. Κρίνοντας βάσει του πληθυσμοί», τό μεγαλύτερο μέρος του (64,59%) συνδυάζει χαμηλή παραγωγή δημητριακών μέ ύψηλή παραγωγή προερχόμενη άπό άλλες καλλιέργειες· ενα μικρότερο μέρος τοϋ πληθυσμοΰ (15,74%) συνδυάζει άμοιβαίως ύψηλή παραγωγή δημητριακών καί άλλων προϊόντων, Ινώ τό ύπόλοιπο (19,67%) διαμορφώνει τό εισόδημά του κατ ’ εξοχήν άπό τήν καλλιέργεια τών δημητριακών. Βεβαίως πρόκειται γιά παραδείγματα προερχόμενα άπό τή βόρεια ' Ελλάδα καί δμορες περιοχές πού λόγω δμως της διασπορας τους φαίνονται άντιπροσωπευτικά. Ένα άλλο παράδειγμα άπό τή βόρεια Πελοπόννησο στό β ' ήμισυ του ιε ' αιώνα.εϊν ενδεικτικό γιά τό βαθμό έπάρκειας σέ σιτηρά- ώς κριτήρια παίρνουμε τή δυνατότητα παραγωγής του ζωτικού έλαχίστου καί άναπαραγωγης του: τά 8,17% τοϋ πληθυσμοΰ πού πραγματοποιούν τά 19,78 τής συνολικής παραγωγής πετυχαίνουν νά φτάσουν τό έλάχιστο αύτό- τά 69,83% τοϋ πληθυσμοΰ πραγματοποιοΰν τά 53,41% της παραγωγής καί ύ- περβαίνουν κατά τό ήμισυ τό ζωτικό έλάχιστο- τά 21,46% τοΰ πληθυσμοΰ πραγματοποιοΰν τά 26,13 της παραγωγής καί φτάνουν σέ μιά κατά κεφαλήν παραγωγή ύπερδιπλάσια τοΰ ζωτικού έλαχίστου. Πρόκειται φυσικά γιά μέσους δρους κατά χωριό, γιατί άγνοοΰμε τήν παραγωγή κάθε καλλιεργητή χωριστά: ή τεκμηρίωση επιβάλλει κι έδώ τόν τύπο καί τά δρια της δικής μας άνάλυσης· όρια, ωστόσο, πού υποβάλλονται άπό τήν άνάλυση της πρώτης περίπτωσης. Άπό αύτά τά 8,17% τοΰ πληθυσμοΰ, τά 3,27 ύπερβαίνουν λίγο τό ζωτικό έλάχιστο, ένώ μόνο τά 5,45% τοΰ συνολικοΰ πληθυσμοΰ δέν πραγματοποιεί κατά μέσον δρο τό ζωτικό έλάχιστο καί έξασφαλί-
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 149
ζει τά 2,36% της συνολικής παραγωγής. Άπό περιοχή σέ περιοχή είναι έπόμενο νά άλλάζουν οΐ ποσοστιαίες άναλογίες, στό σύνολό τους δμως τά δεδομένα πού έχουμε τείνουν νά δείξουν δτι ή παραγωγή τών δημητριακών είναι ρυθμισμένη σέ ένα αύτοκαταναλωτικό πρότυπο πού γενικώς κατορθώνεται.
' Η παραγωγή εϊναι συνάρτηση της κίνησης τοϋ πληθυσμοΰ καί τών έναυσμάτων της άγορας. Θά συνεχίσω μέ κά- ποιες παρατηρήσεις ώς πρός τήν κίνηση τοΰ πληθυσμοΰ.
Στό βαθμό δπου τά δεδομένα, δσα πρός τό παρόν διαθέτουμε, μας επιτρέπουν νά παρακολουθήσουμε σέ δύο διαφορετικές στιγμές τήν κίνηση τοΰ πληθυσμοΰ καί, έμμέσως, της παραγωγής, καταλήγουμε στίς άκόλουθες διαπιστώσεις.
Κατά κανόνα ή υψηλότερη παραγωγή πραγματοποιείται στίς άσθενέστερες δημογραφικώς άνθρώπινες συγκεντρώσεις. Τοΰτο ύποδεικνύει δτι στίς περιπτώσεις αυτές δέν άπασχολοΰ- νται οΐ περιθωριακές γαϊες. Έκεΐ, κατόπιν, δπου έχουμε ύψηλή κατά κεφαλή παραγωγή, ή αύξηση τοΰ πληθυσμοΰ συνεπάγεται τή μείωσή της, αλλιώς ό πληθυσμός αυξάνει ταχύτερα άπό τά εισοδήματα- έκεϊ δπου έχουμε χαμηλή παραγωγή, ή αύξηση τού πληθυσμοΰ συνέλκει αύξηση της παραγωγής καί άπολύτως καί κατά κεφαλή. Ή πρώτη περίπτωση άπαντα σέ χωριά μέ σχετικώς ισχυρό δημογραφικό δυναμικό- ή δεύτερη περίπτωση συναντιέται έκεϊ δπου ό πληθυσμός τοΰ χωριού εϊναι δημογραφικώς άσθενής.
"Οσα προηγήθηκαν συνιστοΰν ένα άπό τά πολλά δείγματα ιστορικής άνάλυσης τήν οποία μας έπιβάλλει μιά άπό τίς κατηγορίες τών πηγών πού διαθέτουμε: είναι ικανές μέσω της δίκης τους λογικής νά μας οδηγήσουν στήν άποδέσμευση μηχανισμών γενικής ισχύος καί συγχρόνως νά μας δείξουν πώς ή λογική τοΰ συνολικού συστήματος μεταφράζεται στήν πραγματικότητα- γιατί τά τεκμήρια αυτά άποτυπώνουν μιά πραγματικότητα μέσα δμως άπό διαμεσολαβήσεις. Έτσι, ή άνα-
150 ΣΧΟΛΙΑ
γραφόμενη φορολογία δέν άναφέρεται σέ μιά συγκεκριμένη παραγωγή, άλλά στόν μέσο δρο τριών διαδοχικών συγκομιδών δ καταμετρούμενος πληθυσμός δέν είναι ό συνολικός πληθυσμός, άλλά έκεϊνος πού έχει φοροδοτική ικανότητα, θά λέγαμε ό ενεργός πληθυσμός- οί τιμές δέν εϊναι οί πραγματικές άλλά οί φορολογικές. Όλα αύτά τά στοιχεία μπορεϊ νά μήν είναι άξιοποιήσιμα σέ μιά ιστοριογραφία πού άναζητα τά πράγματα «δπως άκριβώς έγιναν», είναι δμως άκρως πολύτιμα σέ μιά ιστοριογραφία πού άναζητα τόν τρόπο μέ τόν όποιο γίνονται τά πράγματα.
' Ο τρόπος λοιπόν αύτός έχουμε λόγους νά πιστεύουμε δτι άνήκει στή μεγάλη διάρκεια- τό ίδιο ισχύει καί γιά ορισμένους συντελεστές της παραγωγής, δπως οί τεχνικές, οί άποδόσεις.’ Ακόμα ισχύει τό ϊδιο γιά τή σύνθεση τών καλλιεργειών, χωρίς τοΰτο νά άποκλείει τίς άναδιαρθρώσεις: διάδοση, κυρίως κατά τόν φθίνοντα ιη' αιώνα, τοΰ καλαμποκιοΰ μέ εΰδηλες εύ- εργετικές έπιπτώσεις στή δίαιτα τών άγροτικών πληθυσμών διάδοση της σταφιδοκαλλιέργειας καί της βαμβακοκαλλιέργειας μέ εΰδηλες έπιπτώσεις στόν έκχρηματισμό τών άγροτικών οικονομιών. Οί συναφείς μαρτυρίες θά μας έρθουν άπό άλλες κατηγορίες πηγών, τά δρια δμως της παραγωγής, οί τρόποι καί ό βαθμός ιδιοποίησης τοΰ πλεονάσματος έχει ήδη ύποδειχθεΐ- έχει συνάμα υποδειχθεί καί ή όριακότητα της έπέ- κτασης ένός συστήματος πού δέν στηρίζεται στήν αύτοκαλ- λιέργεια άλλά στήν άγροδοσία.
* Η τελευταία παραπέμπει στή μεγάλη γεωκτησία, χωρίς νά ταυτίζεται μ’ αύτή. Κλείνω τά παραδείγματα μέ τά όποια άρχισα διατυπώνοντας ορισμένες παρατηρήσεις ώς πρός τά προβλήματα πού θέτει ή δημιουργία μεγάλης γεωκτησίας στόν έλληνικό χώρο.
Καί πρώτα θά πρέπει νά έπισημανθεΐ δτι ή συζήτηση γιά τήν ύπαρξη ή οχι Ελλήνων μεγάλων γεωκτημόνων έχει
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 151
στρεβλή αφετηρία: ή ύπαρξη μεγάλης γεωκτησίας εϊναι ύπό- φορη τών μορφών κοινωνικής κυριαρχίας πού έπέφερε ή οθωμανική κατάκτηση. Ή συγκέντρωση γαιών γίνεται στό έσω- τερικό της κυρίαρχης κοινωνίας, της ίσλαμικής: τό μέγεθος της εϊναι περίπου ίσο μέ τό μέγεθος τών έθνικών γαιών πού δημιουργήθηκαν μέ τήν Επανάσταση τοΰ ’21 καί μέ τό μέγεθος τών γαιών πού έξαγοράστηκαν άπό τούς όθωμανούς της Εύβοιας καί της Αττικής. Ή έλληνική μεγάλη γεωκτησία στήν ’Ήπειρο καί στή Θεσσαλία εϊναι πρόσφατο γεγονός, προϊόν καί στίς δύο περιπτώσεις άγορών γης ή δικαιωμάτων πάνω στή γη. Χωρίς δλα αύτά νά άποκλείουν τήν ύπαρξη μιας άξιόλογης έλληνικής γεωκτησίας πρίν άπό τήν ’Επανάσταση, γεωκτησίας τό μέτριο μέγεθος της όποίας μπορούμε νά γνωρίζουμε, δείχνουν ώστόσο πρός ποιά κατεύθυνση θά πρέπει νά τεθεί τό πρόβλημα μέ δ,τι τοΰτο συνέλκει, λόγου χάρη τήν οικογενειακή συνέχεια.
' Η δεύτερη παρατήρηση έχει νά κάμει μέ τούς τρόπους δημιουργίας της ίσλαμικής μεγάλης γεωκτησίας. Τά περισσότερα παραδείγματα μας έρχονται άπό τόν φθίνοντα ιη' καί τόν άρχόμενο ιθ ' αιώνα: ή συγκέντρωση τών γαιών γίνεται σέ ύψηλό βαθμό μέσω της κοινοτικής καταχρέωσης καί μέσω της παροχής προστασίας- κι άπό τίς δύο έπωφελοΰνται έκεϊνοι πού μποροΰν νά άσκοΰν κοινωνική κυριαρχία, οί τοπικές φυλετικές καί διοικητικές αύθεντίες, οί έκπρόσωποι δηλαδή της κατακτητικής κοινωνίας, κάτοχοι «κεφαλαίων» πού δέν προέρχονται άπό τήν άγορά άλλά άπό τίς κοινωνικές τους λειτουργίες. Όλα αύτά δέν σημαίνουν δτι δέν υπάρχουν άγορα- πωλησίες κτημάτων πού θά μποροΰσαν νά έγγραφοΰν στίς λειτουργίες τής άγορας μέ δσους περιορισμούς συνεπάγεται, γιά τήν έποχή, αύτή ή έννοια: οί άγοραπωλησίες δμως αύτές δέν εϊναι ικανές νά έξηγήσουν τή διαμόρφωση της μεγάλης γεωκτησίας. ’Ακόμη, ή μεγάλη ΐσλαμική γεωκτησία δέν μπο-
152 ΣΧΟΛΙΑ
ρεϊ νά συναφθεϊ άποκλειστικά μέ τή δημιουργία, στόν ις ' αιώνα, άγροτικών εκμεταλλεύσεων άπό τούς «δούλους» της Πύλης μέσω τών χρηματικών τους έπενδύσεων στήν ύπαιθρο.
Τέλος, θά πρέπει νά θυμίσω τούς δρους μέ τούς οποίους γίνονται οί άγορές, έλεύθερες ή προϊόντα καταναγκασμού: μολονότι ο πωλητής συμβαίνει νά αποξενώνεται τελείως τών δικαιωμάτων του στή γη, ωστόσο ό κανόνας είναι νά συνεχίζει νά καλλιεργεί αύτός καί οί διάδοχοί του τό κτήμα έναντι της καταβολής μεριδίου άπό τή συγκομιδή· δέν μπορεϊ νά έκδιω- χθεϊ άπό τή γη του. Κάποτε τό συμβόλαιο είναι ρητό: 6 πωλητής άποξενώνεται τμήματος μόνο τοΰ κτήματος καί υποχρεώνεται νά καλλιεργεί τό σύνολο έναντι παροχής μεριδίου στόν αγοραστή. Τά διανεμητικά συστήματα, πού δέν είναι ομοιόμορφα, στηρίζονται προφανώς σέ αύτοΰ τοΰ είδους τίς ά- γοραπωλησίες, τών οποίων ή μέθοδος μας παραπέμπει μακριά, δπα̂ ς κατ ’ άναλογία συμβαίνει μέ τή δεκάτη πού είναι φόρος στήν οθωμανική δημοσιονομική πρακτική καί γεωπρό- σοδος άλλοΰ. Ή μελέτη της γεωγραφίας τών διανεμητικών συστημάτων θά ήταν άποκαλυπτική γιά τήν έκταση καί τό είδος της γεωκτησίας έκείνης πού συνεπαγόταν καταβολή γεω- προσόδων, γεωκτησίας μεγάλης ή μικρής. Άν υπάρχει ένα διανεμητικό σύστημα πού δηλώνει τήν άπόλυτη ιδιοκτησία τοΰ γεωκτήτη είναι τό μισακάρικο σύστημα, κλειδί γιά τήν έρμηνεία τοΰ εΐδους γεωκτησίας πού κρύβεται πίσω άπό τά άλλα διανεμητικά συστήματα: σύστημοί γιά τήν έφαρμογή τοΰ όποιου οί σουλτάνοι κατέφευγαν στή χρησιμοποίηση δουλικής έργατικής δύναμης καί οχι «ραγιάδικης».Τά λίγα παραδείγματα πού έπικαλέστηκα άποτελοΰν ισάριθμα προβλήματα της άγροτικής ιστορίας στήν έποχή της οθωμανικής κυριαρχίας: παραπέμπουν σέ καταστάσεις προοθω- μανικές καί εκβάλλουν σέ άντίστοιχες μεταοθωμανικές- άποτελοΰν συγχρόνως ένα εύρύ πεδίο έρευνας.
1 7
01 ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, 1842-1848
Οί οργανωτές ορισμένων άπό τίς εκδηλώσεις πού έχουν προγραμματιστεί γιά τά 150 χρόνια της ’Εθνικής Τράπεζας έκριναν ότι ή άναστατική έκδοση τών επτά πρώτων ετήσιων άπολογισμών τοΰ ιδρύματος (1842-1848) άνταπο- κρίνεται εύλόγως στό m/εϋμα ένός εορτασμού, του όποιου ή ιστορική διάσταση εϊναι έμφανής κα ί αύτονόητη' ιστορική διάσταση πού βρίσκει τή σύγχρονη ιστοριογραφική της έκφραση σέ μ ιά σειρά έργασιών πού έχει υποκινήσει τό έρευ- νητικό πρόγραμμα της Έπιτροττης 'Ιστορίας της ΕΤΕ, πού βρίσκει άκόμη τήν τεκμηριωτική της θεμελίωση στό ιστορικό της άρχεΐο κα ί στά όργανα εργασίας πού έχει συγκροτήσει τό προσωπικό του. "Οπως οί άπολογισμοί, έτσι κα ί οί έργασίες αύτές έρχονται, μαζί μέ άλλα τεκμήρια, νά τονίσουν τήν ιστορικότητα πού θέλει νά έχει ό εορτασμός.
' Η μικρή συλλογή τών απολογισμών Ιχει συγκροτηθεί μέ ένα καί μόνο κριτήριο, άπολύτως ιστορικό: δέν άποβλέπει, συνεπώς, οΰτε στήν κάλυψη κάποιος τεκμηριακής σπανιότητας, οΰτε στήν παρουσίαση κάποιων δειγμάτων άντιπροσωπευτι-
Οΰτε ή έκδοση οΰτε οί συναφείς εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν (1992). Τό κείμενο πρωτοδημοσιεύεται έδώ.
154 ΣΧΟΛΙΑ
κών τής έξωτερικής μορφής καί τοϋ περιεχομένου μιας μακρας σειράς όμοειδών έντύπων τεκμηρίων άκόμη περισσότερο δέν αποβλέπει στή θεραπεία συλλεκτικοΰ τύπου αναγκών, δσο αυτές μπορούν νά ικανοποιηθούν από τό άπείκασμα πού προσφέρει μιά άναστατική έκδοση. Ή μικρή συλλογή των έπτά πρώτων απολογισμών θέλει νά μεταφέρει στό χρήστη της μιά μαρτυρία γιά ένα χρονικό διάστημα άναδείξιμο σέ ιστορική έ- νότητα, μιά μαρτυρία συνειδητή πού υπακούει στή λογική του τραπεζικού μηχανισμού καί μεταφέρει τή βούληση, τή στρατηγική τών συντελεστών του- πρόκειται γιά μιά ιστορική πηγή πού μιλα ρητά καί περιέχει συγχρόνως υπαινιγμούς καί ύ- ποδηλωτικές σιωπές, μιά πηγή συνεπώς σημαντικής εμβέλειας.
Τά χρονολογικά δρια τής συλλογής είναι εύγλωττα: αρχίζουν μέ τήν ίδρυση τής Εθνικής Τράπεζας καί τελειώνουν μέ τήν κρίση του 1848' δπως θά ίδουμε, γιά τήν Τράπεζα πρόκειται κατ ’ έξοχήν γιά κρίση οικονομική, κυριολεκτικότερα ή ϊδια ή λογική πού διέπει τή θεματολογία τών άπολογισμών υπαγορεύει τήν πρόσληψη του 1848 στό έπίπεδο τής οικονομικής κρίσης. Ή «άνοιξη τών λαών» υποδηλώνεται συνοπτι- κώς, άλλά ή σύντομη καί λιτή αναφορά, άν δέν προδικάζει μέ τρόπο ρητό καμιά βούληση γιά τοποθέτηση άπέναντι στά κοινωνικά καί πολιτικά γεγονότα, δέν άποκρύπτει τίποτε άπό τή σημασία τους καί τήν πολλαπλότητα τών προοπτικών τους: τό 1848 εϊναι «έτος μεταπλάσεως κοινωνιών, μεγάλων κλονισμών καί παντοδαπών περιπετειών». 'Ως πρός τό έναρκτήριο έτος τής χρονικής στιγμής ό απολογισμός τοϋ 1842 δέν προβαίνει σέ κανενός είδους ιδιαίτερη αναφορά: ή λιτότητα, ή επαγγελματικότητα ορθότερα, του κειμένου άποτρέπει τήν έκφραση καί αύτής άκόμη τής οικονομικής συνείδησης πού, οχι χωρίς συγκρούσεις, καθόριζε τίς λειτουργίες τοϋ ιδρύματος, διέγραφε τό πλαίσιο τών δραστηριοτήτων του, στήριζε τήν οΐ-
ΣΪΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 155
κονομική του ιδεολογία. Ό,τι σπερματικώς υπάρχει μέ περισσότερο ή λιγότερο εμφανή τρόπο στούς επόμενους απολογισμούς καί είναι δυνατό νά άποδεσμεύσει δίπλα στή χρηματι- στική στρατηγική τό κύτταρο μιας οικονομικής ήθικής κι άκό- μη μιας οικονομικής πολιτικής, σ ’ αύτό τό έναρκτήριο, τεχνικό καί ψυχρό κείμενο άπουσιάζει μέ τρόπο έντυπωσιακό: εϊναι σαφής ή βούληση τοΰ συντάκτη του νά διαχωρίσει τήν οικονομική πράξη άπό τό σκεπτικό της καί νά εξαλείψει κάθε άνα- φορά στη συγκυρία.
Οί άπολογισμοί, λοιπόν, πού συνθέτουν τή συλλογή αύτή άναφέρονται σέ μιά περίοδο πού ώς πρός τή λήξη της είναι μιά στιγμή τομής στην ευρωπαϊκή ιστορία καί ώς πρός τήν έναρξή της είναι επίσης μιά καίρια στιγμή γιά τήν καθ ’ δλου οικονομία του έλληνικοΰ Κράτους· συμπίπτει έπίσης μέ μιά άλλη σημαντική στιγμή της έλληνικης πολιτικής ιστορίας, τό πραξικόπημα τής 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Άπό τήν πλευρά τής ιστορίας τής Εθνικής Τράπεζας ή περίοδος αύτή είναι πλούσια σέ γεγονότα πού σημαδεύουν τή μέστωση τοΰ πιστωτικού αύτοΰ ιδρύματος.
Δέν ανήκει στίς γραμμές αύτές ή αφήγηση των γεγονότων πού άφοροΰν τήν ίδια τήν ιστορία της Τράπεζας, τά όποϊα ήδη έχουν έκτεθεϊ μέ άκρίβεια στό θεμελιώδες έργο τοΰ ’Ιωάννη Βαλαωρίτη, τόσο ύπόφορο στούς ετήσιους άπολογισμούς: θυμίζουμε απλώς τήν αναμόρφωση τοΰ Καταστατικού τής Τράπεζας (1843), τήν αύξηση τοΰ κεφαλαίου της (1847), τήν έναρξη τής έπέκτασης τοΰ δικτύου της μέ τή δύσκολη προσπάθεια γιά τήν ίδρυση πρακτορείου στή Σύρο (1844) καί τήν τε- λέσφορη παρόμοια ενέργεια στήν Πάτρα (1846), ακόμη τίς βελτιώσεις τοΰ διοικητικοΰ μηχανισμού τοΰ ιδρύματος μέ τήν έπέκταση της θητείας τοΰ Διοικητή του (1845) καί τή συγκρότηση τριμελοΰς έπιτροπης, γιά νά τόν άναπληρώνει δταν συνέ
156 ΣΧΟΛΙΑ
τρεχε λόγος (1847)- στην ΐδια περίοδο όλα τά οικονομικά μεγέθη της Τράπεζας γνωρίζουν σταθερή άνοδο.
Λέγαμε πιό πρίν ότι οί ετήσιοι άπολογισμοί άνήκουν στίς πηγές της ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας, κυριολεκτικότερα στίς πηγές τής οικονομικής ιστορίας του έλληνικοΰ Κράτους· ή σημασία τους αυξάνει δσο αυξάνει καί ή σημασία του πιστωτικού αύτοϋ ιδρύματος γιά τήν οικονομία τής χώρας. Καταγράφουν, αύτοί πού μας απασχολούν, δ,τι εχει νά κάμει μέ τίς έρ- γασίες τής Τράπεζας καί δέν άποτελοΰν συστηματικές αναλύσεις τής οικονομικής συγκυρίας: αύτή ή τελευταία ωστόσο υποδηλώνεται, σχολιάζεται μέ φευγαλέο περισσότερο παρά μεθοδικό τρόπο, είναι παρούσα. Έπιπροσθέτως, είναι γραμμένοι μέ εναν τρόπο πού δίπλα στήν εξυπηρέτηση τοΰ κυρίου προορισμού τους, τήν παρουσίαση δηλαδή των εργασιών τοΰ ιδρύματος καί τήν υπεράσπιση τής πολιτικής του, θέλει νά έκ- πέμψει, δπως λέμε σήμερα, καί άλλα μηνύματα: θέλει νά πείσει μέ εναν καθησυχαστικό λόγο, άντιρητορικό, μέ μετριασμέ- νη χρήση έπιθέτων, διαφανή άλλά καί έρμητικό γιά τούς αμύητους, δεκτικό αξιωματικών διατυπώσεων, μέσα άπό τόν όποιο μορφώνεται ή αυθεντία εκείνου πού τόν εκπέμπει. Εϊναι λόγος «σοβαρός», πάρισο τοΰ περιεχομένου του.
Ό πρώτος απολογισμός δέν είναι χάν έντυπος: είναι ενα χειρόγραφο μέ αριθμό διεκπεραίωσης 1503, τιτλοφορούμενο Έκθεσις περί της έννεαμήνου διαχειρίσεως της Τραπέζης ήτοι άπ’ αρχής της συστάσεώς της μέχρι της 30 Σεπτεμβρίου 1842, άποτελούμενο άπό 31 γραμμένες σελίδες καί άπό 9 χωρίς σελι- δαρίθμηση πίνακες■ προτάσσονται, πάλι χωρίς σελιδαρίθμηση δύο γαλλόφωνα κείμενα, ενα τρισέλιδο Avis a Messrs les action- naires καί ενα δισέλιδο Appel du troisieme versement, συνο- δευόμενο άπό μιά επίσης γαλλικά συνταγμένη κατάσταση των λογαριασμών, Le 7/19 Juin 1842 le matin. Καί τά δύο κείμενα
ΣΤΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 157
φέρουν τήν ίδια χρονολογία· ή « "Εκθεσις» φέρει τή χρονολογία 10 Οκτωβρίου 1842. Όλα τά κείμενα υπογράφονται από τόν Γζώργιο Σταΰρο. Δέν υπάρχει έκθεση της ελεγκτικής επιτροπής. Το εξώφυλλο εχει απλώς την ενδειξη: Εθνική Τράπεζα τής ' Ελλάδος 1842 μέ γράμματα πού μιμούνται τούς χαραχνηρες της τυπογραφίας. 0 δεύτερος απολογισμός είναι έντυπος, μικρού σχήματος· ή λέξη «εκθεσις» αντικαθίσταται από τη λέξη «ά- πολογισμος» και οι πίνακες τυπώνονται σέ συνημμένα αναπτυσσόμενα φύλλα, χωρίς σελιδαρίθμηση· τόν απολογισμό συνοδεύει «αναφοράη της ελεγκτικής επιτροπής μέ ’ιδιαίτερη σελιδαρίθμη- ση. Τό κείμενο του απολογισμού δέν φέρει υπογραφή. ’Από τόν τρίτο απολογισμό (1844) καί έξης τό σχήμα γίνεται μεγαλύτερο καί επιβλητικό, τά τυπογραφικά στοιχεία, της ίδιας οικογένειας μέ τά αντίστοιχα τοϋ προηγούμενου έτους, μεγαλώνουν κι αύτά αντιστοιχώντας ετσι στό εύρος της σελίδας■ τά τυπογραφικά κοσμήματα είναι λιτά καί λιγοστά καί από τό τέταρτο τεύχος γίνονται άκόμη λιγότερα. ’Από τό τρίτο τεύχος καί έξης τούς απολογισμούς υπογράφουν οι Γεώργιος Σταύρος καί Θεόφραστος Χαι- ρε-της: ό πρώτος ώς Διευθυντής (ό τίτλος του Διοικητή καθιερώνεται τό 1849) καί ό δεύτερος ώς Γραμματεύς (ώς καί τό 1846) καί ώς Γενικός Γραμματεύς άπό τό 1847. Εκθέσεις της έλε- γκτικής έπιτρο7της υπάρχουν στούς άπολογισμούς τών ετών 1846, 1847 καί 1848. Οί τίτλοι πού προτάσσονται στούς απολογισμούς κάτω άπό τή σταθερή ένδειξη ’Εθνική Τράπεζα της ' Ελλάδος παρουσιάζουν κάποια αστάθεια. Οί πίνακες είναι κατά κανόνα έντυποι, συμβαίνει δμως οί άριθμοί νά γράφονται μέ τό χέρι στό έτοιμο έντυπο φύλλο.
'Ως πρός τή διάρθρωσή τους οΐ άπολογισμοί απαρτίζονται, δπως είναι έπόμενο, άπό τά ί'δια κεφάλαια, χωρίς τοΰτο νά σημαίνει δτι δέν έπιφέρονται κάποιες τροποποιήσεις ώς πρός τή διάρθρωσή τους ή τήν ένταξη μερικών τους στοιχείων σέ ιδιαίτερες ένότητες. Μέ τήν πρόοδο τών έργασιών προστίθενται καί νέα συναφή κεφάλαια («Περί πρακτορείου», «Περί
158 ΣΧΟΛΙΑ
ταμιευτηρίου», 1845). Οΐ απολογισμοί των ετών 1842-1845 αρχίζουν μέ μιά συντομότατη εισαγωγή, στήν οποία δέν λέγεται τίποτε τό ούσιαστικό, γιά νά προχωρήσουν αμέσως στό πρώτο κεφάλαιο, στίς «Μετοχές». Άπό τό 1846 καί ύστερα ή εισαγωγή γίνεται ούσιαστική, προβαίνει σέ γενικές έκτιμή- σεις, σχολιάζει τή συγκυρία ή άναφέρεται σ ’ αύτή, διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις σχετικά μέ τήν πορεία της οικονομίας καί τή συμπεριφορά τών συναλλασσομένων- έπιπροσθέτως γίνονται σύντομες άναφορές στήν πολιτική της Τράπεζας πού θέλουν νά προβάλουν τή φυσιογνωμία της. Δέν λείπουν έπίσης οί εύφημες μνείες, κάποτε ονομαστικές. Μέ τόν τρόπο αυτό οΐ άπολογισμοί αποκτούν μιά πρόσθετη πληροφοριοδοτική ικανότητα γιά μας, γιατί ακριβώς δίπλα στίς ακριβείς πληροφορίες γιά τήν κίνηση τών τραπεζικών οικονομικών μεγεθών παρέχουν καί άλλες πού άφοροΰν τό γενικότερο οικονομικό κλίμα καί ιδίως τόν τρόπο μέ τόν όποιο ή ί'δια ή Τράπεζα βλέπει τό κλίμα αύτό.
Πρόκειται γιά μιά βελτίωση πού έμπλουτίζει τό «λόγο» της Τράπεζας. Τοΰτο δμως δέν σημαίνει δτι πρίν άπό τό 1846 λείπουν άπό τούς έτήσιους άπολογισμούς άναφορές στή γενικότερη οικονομική κατάσταση ή στίς συμπεριφορές τών συναλλασσομένων. Γιά παράδειγμα, στόν άπολογισμό τοΰ 1843 έ- ξηγεΐται ο περιορισμός τών δανειακών χορηγήσεων άπό τόν .«ύπερβολικόν έσχάτως έπισυμβάντα ξεπεσμόν τών κτημάτων»· στόν ΐδιο άπολογισμό γίνεται συγκεκριμένος λόγος γιά τίς πτωχεύσεις μεγάλων πελατών της Τράπεζας ή γίνεται ά- ναφορά στή «μή άρκοΰσαν είσέτι άνάπτυξιν της κοινής πί- στεως», χωρίς τοΰτο νά άποκλείει δτι υπάρχουν καί τά άντί- θετα φαινόμενα, ή «άναντίρρητος έκ μέρους τοΰ κοινοΰ καθεκά- στην έκτίμησις της πίστεως καί άσφαλείας τών γραμματίων», γιά τήν έδραίωση δμως τής όποίας χρειάζεται, τί άλλο;, «ή συνδρομή της Κυβερνήσεως διά της έτοιμης έξαργυρώσεως
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 159
παρά των Ταμείων της των έξ 25 καί 50 Δραχμών (: γραμματίων) μόνον τούλάχιστον». Ή «αναφορά» ή «έκθεσις» της έλεγκτικης έπιτροπης έρχεται νά εγκρίνει τις ένέργειες της Διεύθυνσης καί νά υιοθετήσει τό σκεπτικό της, κάποτε μάλιστα νά υπερθεματίσει: «ή ’ Επιτροπή σας έγκρίνει τό μέτρον της εις Σύρον καί Ναυπλίαν αποστολής πρός αλλαγήν Τραπεζικών Γραμματίων, άλλ ’ έκεϊνο τό όποιον θεωρεί ώς συντε- λεστικώτατον της ταχείας κυκλοφορίας των Γ ραμματίων, είναι ή ανταλλαγή αύτών εις τά Ταμεία τοΰ Κράτους» (1843). Στήν ΐδια αναφορά ή ελεγκτική έπιτροπή κατανοεί τήν τακτική της Τράπεζας νά μήν προβεϊ σέ δίωξη δσων καθυστεροΰ- σαν τίς οφειλές τους, «ώς έκ τών παρουσών περιστάσεων», άλλά έπισείει τήν απειλή πού ή Διεύθυνση δέν ειχε θεωρήσει σκόπιμο δτι θά έπρεπε νά έχει διατυπώσει: «μόλα ταΰτα ή Συνέλευσις θέλει συστήσει άναμφιβόλως εις αυτήν τήν δσον ού- πω καταδίωξιν τών οφειλετών, ώστε νά μήν προβαίνη εις τό έπάπειρον ή καθυστέρησις αύτη». Είναι ένδεικτικό τό γεγονός δτι τά σεπτεμβριανά δέν μνημονεύονται πουθενά στόν απολογισμό τοΰ έτους 1843 καί στή συναφή έκθεση της έλεγκτικης έπιτροπης: τά υπαινίσσεται ωστόσο κάποια καλυμμένη διατύπωση τοΰ τύπου «μέ δλας τάς έμπεσούσας δυσχερείας τών περιστάσεων», ή «χρηματική» κατάσταση καί οΐ υπόλοιπες «περιστάσεις τοΰ τόπου». Στόν απολογισμό τοΰ έτους 1845, δταν γίνεται λόγος γιά τήν ίδρυση πρακτορείου στήν Πάτρα, μέ τό «ένεργητικόν τοΰ τόπου έμπόριον», έπισημαίνεται «ή έκτακτος έν τώ μεταξύ έπελθοΰσα κίνησις τών σιτηρών» πού προσανατόλισε τά διαθέσιμα της Τράπεζας στό έμπόριο καί άνέστειλε τήν 'ίδρυση τοΰ πρακτορείου. Ή αναφορά στή διεθνή συγκυρία ( ’Αγγλία, 1845-1847- Γαλλία, τά ’ίδια χρόνια), χαρακτηριστικό τής όποίας ήταν οΐ κακές συγκομιδές μέ αποτέλεσμα τήν άνοδο τών τιμών τών σιτηρών καί τή συρρίκνωση της κατανάλωσης, γίνεται τελείως άφηρημένα, δπως συμβαί
160 ΣΧΟΛΙΑ
νει όταν τά γεγονότα είναι γνωστά στούς ένδιαφερομένους· δέν παραλείπεται, ωστόσο, ή επισήμανση του ένδεχομένου της μεταφοράς της κρίσης καί στό έλληνικό έμπόριο: ή Τράπεζα προσφέρει σ ’ αύτό τή «συνδρομή» της «κατά τό ένόν, άνευ κινδύνου εμπορικής κρίσεως, καθ ’ δσον τοιαύτη έπαπειλεΐτο καί αλλαχού της Εύρώπης, καί της όποίας τά άποτελέσματα άλλως ήδύναντο ν ’ άπηχήσωσι καί πρός τάς σχέσεις τοΰ έ- μπορίου μετά της Τραπέζης». Οΐ δύο έπόμενοι άπολογισμοί (1846 καί 1847) δέν άναφέρονται στή διεθνή συγκυρία- τό ϊδιο συμβαίνει καί μέ τίς άναφορές της έλεγκτικής έπιτροπης, μολονότι ή δεύτερη άπ’ αύτές (μέ εισηγητή τόν ’Ιωάννη Σοΰ- τσο) δέν εϊναι φειδωλή σέ γενικότερες άναπτύξεις.
Στίς εισαγωγικές παραγράφους τών άπολογισμών γιά τά ετη 1846 καί 1847, δίπλα στή συνοπτική παρουσίαση τών εργασιών της Τράπεζας, δέν λείπουν οΐ γενικότερες παρατηρήσεις γιά τήν κατάσταση της οικονομίας (1846) καί οΐ εύφημες μνείες γιά τό προσωπικό τοΰ ιδρύματος, μάλιστα γιά τόν Εύ- θύμιο Κεχαγιά, τοΰ οποίου έξαίρεται ή «δεξιότης τοΰ νοός, περί τά λογιστικά ιδίως καί τήν τραπεζιτικήν έργασίαν» καί ό όποιος στέλλεται στή Γαλλία, γιά νά σπουδάσει «έκ τοΰ πλησίον τόν μεγάλον μηχανισμόν της Γαλλικής Τραπέζης» (1847). Δέν λείπουν άκόμη οΐ έξυμνητικές έκφράσεις: ή «εύ- γνωμοσύνη» πού δικαιοΰνται οί θεμελιωτές τοΰ ιδρύματος, ή «ίδιάζουσα υπέρ αύτοΰ προστασία τοΰ Σεβαστού Βασιλέως μας», άλλά καί ή «τιμώσα τόν "Ελληνα φιλεργία, ή άγάπη του πρός τήν εύταξίαν καί ή φιλότιμος αύτοΰ φροντίς καί προσπάθεια περί τήν πιστήν έκπλήρωσιν τών υποχρεώσεων του» (1847). Ή άναφορά στό βασιλιά καί στήν κυβέρνηση γίνεται μέ άφορμή τήν άποζημίωση της Τράπεζας άπό τό Δημόσιο, ύστερα άπό τή ληστεία τοΰ Καταστήματος Πατρών κατά τή στάση τοΰ λοχαγοΰ Μερεντίτη (Νοέμβριος 1847). ’Αξίζει να προσεχτεί ό συγκρατημένος, άλλά γι ’ αύτό οχι μή καταδικα
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 161
στικός, τόνος: άπό τό ένα μέρος οί « "Ελληνος δνομα, ώς μή ώφειλε; φέροντες», οί στασιαστές, καί άπό τό άλλο "Ελληνες «τιμώντες τό δνομα αύτό»- καμιά νύξη γιά τό ρόλο του ’Ά γγλου προξένου.
Γιά νά ξανάρθουμε στίς οικονομικές παρατηρήσεις, ή πρόοδος τών έργασιών της Τράπεζας κατά τό 1846 όφείλεται «εις τήν σημαντικήν άνάπτυξιν, τήν όποίαν έλαβε τό έμπόριον, ή ναυτιλία καί ή καλλιέργεια τών κτημάτων»· σ ’ αυτήν τήν άνάπτυξη ή ΐ'δια συμβάλλει «μέ τά ένόντα μέσα της»: «δέν δι- στάζομεν νά τό είπωμεν». Ή Πάτρα είναι τόπος διακρινόμε- νος «διά τό πνεύμα της τάξεως καί προόδου τών κατοίκων του περί τε τό ένεργητικόν του έμπόριον καί τήν καλλιέργειαν τών πλουσίων κτημάτων του»: δλα αύτά άποτελοϋν θετικές προϋποθέσεις γιά τή γρήγορη εύόδωση τών έργασιών του πρακτορείου, δχι άπροσδόκητη. Στή θετική εικόνα της Πάτρας θά μπορούσε νά άντιπαταχθεΐ ή Σύρος, οί δυσκολίες δηλαδή πού συναντα έκεϊ τό πρακτορείο- γιά τίς δυσκολίες αύτές γίνεται ήδη λόγος στόν άπολογισμό του 1845: «άπαντήθησαν ικανά προσκόμματα καί πρός έξομάλυνσιν τούτων έδέησε νά γίνωσι παραχωρήσεις τινές». Οί δυσκολίες συνεχίζονται άλλά οί επόμενοι άπολογισμοί δέν επιμένουν σ ’ αύτές.
Στόν άπολογισμό του 1846 δίνεται έμφαση στόν περιορισμό του τόκου άπό 8% σέ 7 V5% στίς προεξοφλήσεις, «διά τόν λόγον δτι αυτή κυρίως ή έργασία δίδει τροφήν εις τήν γόνιμον κυκλοφορίαν τών τραπεζικών γραμματίων». Στήν αιτιολόγηση του μέτρου υπεισέρχονται καί λόγοι μή στενώς οικονομικοί: «αν καί έν γένει ή έπιζήτησις χρηματικών κεφαλαίων θε- ωρήται ώς μέτρον πρός αΰξησιν του τόκου τών χρημάτων», ωστόσο ή ’Εθνική Τράπεζα, «διάφορον προορισμόν εχουσα καί σκοπόν κύριον προτεθειμένη τήν ωφέλειαν του τόπου», προβαίνει άκριβώς στήν άντίθετη ένέργεια. Βεβαίως ή οικονομική θεμελίωση τής ένέργειας δέν παραλείπεται: «έχομεν
162 ΣΧΟΛΙΑ
τήν πεποίθησιν δτι αύτη θέλει έπενεργήσει κατά λόγον αντίθετον πρός τάς ώφελείας έκ της μεγαλητέρας ώθήσεως τήν ό- ποίαν έπεται νά λάβη ή κίνησις τών έργασιών της Τραπέζης». Στήν προσπάθεια της Τράπεζας νά αυξήσει τήν κυκλοφορία τών γραμματίων της ή « Έκθεσις της έλεγκτικης έπιτροπης» γιά τό έτος 1847, άφοϋ παρατηρήσει δτι «δσον άναπτύσσο- νται αΐ έμπορικαί πράξεις καί παγιοΰται ή δημοσία πίστις, τόσον έμψυχοΰνται καί της Τραπέζης αΐ έργασίαι καί τά κέρδη αύτης έπαυξάνουσι, πολυπλασιαζομένων τών προεξοφλήσεων καί χορηγήσεων καί διευκολυνομένης τής κυκλοφορίας τών γραμματίων», καταλήγει στή διαπίστωση δτι ή κυκλοφορία τών γραμματίων «δέν έλαβεν είσέτι παρ ’ ήμϊν τήν νόμιμον ά- νάπτυξιν»- αν πολλαπλασιάζονταν οΐ έμπορικές έπιχειρήσεις, τά τραπεζογραμμάτια πού κατά μέσο δρο είχαν άνέλθει σέ2.300.000 δραχμές, θά μπορούσαν νά αύξηθοΰν περισσότερο, στό πλαίσιο ένός παθητικού πού ήταν δυνατό νά άνεβεϊ σέ2.900.000 δραχμές. Ύστερα άπ’ αύτό ή έπιτροπή, άφοϋ παρατηρήσει δτι «ή κυριωτέρα άνάγκη της ήμετέρας κοινωνίας δέν εΐναι ό πολυπλασιασμός τών χρηματικών της Τραπέζης κεφαλαίων, δσον ή παγίωσις της δημοσίας πίστεως καί ή άνά- πτυξις τών παραγωγικών καί κερδαλέων έργασιών», διατυπώνει χωρίς νά τήν άποδέχεται ρητά τήν άποψη δτι ή κυκλοφορία τών γραμματίων μπορει νά μεγαλώσει πρίν ακόμη δοθεί «νέα ώθησις καί ένίσχυσις εις τάς έμπορικάς πράξεις καί τάς παραγωγικάς τοΰ τόπου έπιχειρήσεις». Συνηγορώντας εμμέσως ύπέρ τής άποψης αύτης, ή έκθεσις κάνει μιά διαπίστωση πού έχει τή σημασία της γιά τήν ιστορία τών οικονομικών νοοτροπιών: «μικρόν κατά μικρόν έκλείπουσιν αΐ έλεειναί προλήψεις τών δουλικών έκείνων χρόνων, καθ ’ οΰς οΐ οίκογενειάρχαι ένόμιζον δτι θησαυρίζοντες μέταλλα καί θάπτοντες αύτά εις τά έγκατα της γης έξασφαλίζουσι τό μέλλον αύτών». Στήν ίδια οπτική, της διεύρυνσης δηλαδή τών τραπεζικών λειτουρ-
ΣΤΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 163
γιων σέ τρόπο ώστε νά ένισχύεται τό εμπόριο, ή επιτροπή, «μ ’ δχι μικράν αύτης εύχαρίστησιν», επισημαίνει τήν αύξηση τοΰ καταλόγου τών πιστούχων μέ τή συμπερίληψη σ ’ αύτόν «ονομάτων μή επισήμων έμπορων, δυναμένων επομένως νά διαπραγματευθώσιν άπ’ εύθείας μέ τήν Τράπεζαν καί μέ τόκους μέτριους». Τή θετική κρίση έρχεται νά τή χρωματίσει ή πάγια σχεδόν άναφορά στό «κοινωφελές πνεΰμα τό όποιον καθοδηγεί τήν Διεύθυνσιν είς τάς πράξεις της».
' Ο συνδυασμός τοΰ οικονομικού μέ τό ανθρωπιστικό σκεπτικό είναι εμφανής στόν τραπεζικό «λόγο», δπως αύτός έκφέ- ρεται στούς απολογισμούς. Ενδεικτική περίπτωση ή άποφυ- γή διώξεων σέ δσους καθυστερούν τήν έξόφληση τών ύποχρε- ώσεών τους. Γίνεται έπίκληση σέ πολλούς λόγους, άνάμεσα στούς οποίους καί οΐ άποστάσεις· ή πείρα δείχνει δτι ή πλειο- ψηφία αυτών πού καθυστεροΰν άνταποκρίνονται στίς ύποχρε- ώσεις τους καί ή Τράπεζα έπωφελεϊται άπό τούς τόκους υπερημερίας: «αί πληρωμαί αύται πραγματοποιούνται καί πολυ- πλασιάζονται· έπειδή ή μέν άξία τών ένυποθήκων κτημάτων αυξάνει διά της βελτιώσεως καί καλλιεργείας αύτών, διά δέ της πληρωμης τοΰ χρεωλύτρου τό ποσόν τοΰ χρέους έλαττοΰ- ται» (« Έκθεσις» γιά τό έτος 1847). Ή έπίκληση σκοπιμοτήτων εύρύτερων άπό μιά στενή τραπεζική λογική είναι έντονη στά κείμενα τών απολογισμών: ή Τράπεζα συστήθηκε «πρός βοήθειαν του τόπου»· υΐοθετεϊ τά «ήπια καί προτρεπτικά μέτρα», έφόσον φυσικά δέν θίγουν τούς μετόχους, καί τά μέτρα αύτά άποδίδουν- άντίθετα, «ή άνεξαίρετος χρήσις τών κατα- ναγκαστικών μέτρων ήδύνατο ν ’ άποβη πρόξενος της έξο- ντώσεως ολοκλήρων οικογενειών», χωρίς τοΰτο νά σημαίνει δ- τ ι ή Τράπεζα δέν καταδιώκει «αύστηρώς δσους άδικαιολογή- τως καθυστεροΰσι». Λόγος καθησυχαστικός πρός δλες τίς κατευθύνσεις: θέλει νά διδάξει δτι ή σωστή οικονομική λογική
164 ΣΧΟΛΙΑ
καί τό έργαλεΐο της, ή σωστή διαχείριση, συμπίπτουν μέ τό δίκαιο.
' Η κρίση του 1848 δίνει τό έναυσμα γιά τήν άρθρωση ενός λόγου πού δέν είναι συνήθης στούς ετήσιους άπολογισμούς ώς τή στιγμή αυτή. Δέν πρόκειται έδώ νά έξιστορήσουμε τούς τρόπους μέ τούς οποίους ή ’ Εθνική αντιμετώπισε τήν κρίση, μέ σαφήνεια διατυπωμένους στόν άπολογισμό γιά τό έτος 1848 καί στό έργο του ’Ιωάννη Βαλαωρίτη· θά έπιμείνουμε απλώς σέ κάποιες άπό τίς έκφάνσεις αύτοϋ του λόγου.
"Οπως ήδη σημειώσαμε, ή κρίση φέρεται άποκλειστικώς ώς οικονομική- ή ούσία του 1848 διολισθαίνει απλώς μεσα σ αύτά τά τεχνικά κείμενα, στόν άπολογισμό δηλαδή καί στήν έκθεση. Καί πρώτα ή περιγραφή της κρίσης: «μεγάλαι καί έκ- πληκτικαί μεταβολαί, άπροσδοκήτως έπελθοΰσαι, έκλόνισαν καθ ’ δλην τήν έσπερίαν Εύρώπην τήν δημοσίαν πίστιν καί πρόξενοι έγένοντο σημαντικών ζημιών εις τούς κεφαλαιούχους»· τά σημάδια βεβαίως ήταν παλαιότερα, ώστε νά δεχθεί κανείς τό «άπροσδοκήτως» του απολογισμού, άλλά δέν είναι αύτό εκείνο στό όποιο θά έπρεπε νά έπιμείνει κανείς. Τό έλληνικό εμπόριο εχει άνάγκη μεταλλικού γιά νά έξοφλήσει τίς υποχρεώσεις του στό έξωτερικό, συνεπώς «στενοχώρια μεγάλη είς τάς συναλλαγάς, σπάνις μεταλλικού όσημέραι έπαισθητώς αύξάνουσα καί δυσπιστία άπανταχοϋ»’ οί ληξιπρόθεσμες πιστώσεις της Τράπεζας δέν πληρώνονται. Είναι ή ώρα της κερδοσκοπίας.
Τά τουρκικά νομίσματα, απαγορευμένα μέ νόμο του 1833 άλλά πάντα σέ κυκλοφορία καί μάλιστα υπερτιμημένα, χρησιμεύουν γιά τήν άγορά τραπεζογραμματίων, τών οποίων οί κάτοχοι τά φέρνουν στά ταμεία της Τράπεζας γιά έξαργύρωση: «παρ ’ ολίγον έδέησε τωόντι νά έξαντληθη τό έναποταμίευ- μα». Θύμα της κρίσης ή Τράπεζα, δχι μόνο άπό τή χρηματική στενότητα καθ ’ έαυτή, άλλά καί άπό τό «κερδοσκοπικό πνεΟ-
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 165
μα» πού μέ τήν εξάντληση του έναποταμιεύματός της θέλει νά πλήξει την ί'δια, γιατί ήταν «πρόσκομμα» σέ «πλεονεκτικάς καί έπιβλαβεΐς εις τόν τόπον επιχειρήσεις». Ή καταγγελία, σοβαρή, έκφράζεται μέ κάποιον ένδοιασμό: στό κερδοσκοπικό πνεύμα «έμφιλοχώρει ίσως καί ή ιδέα τοΰ νά έπενεχθή (...) καιρία πληγή είς τήν πίστιν»· στήν έκθεσή της ή έλεγκτική επιτροπή είναι ρητότερη: «ό ορθός κοινός νους τοΰ * Ελληνικού λαοΰ έματαίωσεν δλας τάς ασυνεπείς καί έχθρικάς ένεργείας».
Περιγράφοντας τά μέτρα πού πήρε γιά τήν αντιμετώπιση της κρίσης ή Τράπεζα καί τό Κράτος, δ απολογισμός δίνει πάλι έμφαση στήν «έπιείκεια» πού έδειξε ή πρώτη πρός τούς οφειλέτες της, σύμφωνη μέ «τόν εύεργετικόν σκοπόν της συστά- σεώς της»: μέ τήν παράταση της άναστολής γιά τήν έξαργύ- ρωση τών γραμματίων (άπό τίς 4 Σεπτεμβρίου 1848 ώς τίς 4 ’Απριλίου 1849) καί μέ τά άλλα μέτρα πού εϊχαν ληφθεϊ μπόρεσε ή Τράπεζα «νά έξακολουθήση τήν έξ άρχής έπιεική διαγωγήν της πρός τούς όφειλέτας της, τόσω μάλλον άναγκαίαν καθισταμένην, δσον ή συμπεσοΰσα άζητησία τών προϊόντων καί ή μεγάλη έκπτωσις της τιμής της σταφίδος συνετέλεσεν δχι ολίγον νά διατηρήται μέχρι σήμερον ή κατάστασις τών πραγμάτων δυσχερής καί πολλής έκ μέρους της Τραπέζης χρή- ζουσα ανοχής πρός τούς όφειλέτας της». Τήν ανταπόκριση της Τράπεζας στίς ανάγκες τοΰ έμπορίου άλλά καί τοΰ έμπορίου πρός τήν Τράπεζα έρχεται νά έξάρει καί ή έκθεση της ελεγκτικής έπιτροπης γιά τό έτος 1848: «δταν ή ήμετέρα Τράπεζα εύρέθη άπέναντι τών δύσκολων εκείνων περιστάσεων καί έδέησε νά άνακαλέση μετά σπουδής μέρος τουλάχιστον τών κεφαλαίων της, τό έμπόριον διά τοΰ χαρτοφυλακίου καί τών ανοικτών λογαριασμών άνταπεκρίθη έξαισίως είς τήν πρό- σκλησιν της Τραπέζης καί συνέδραμεν αύτήν έπιτυχέστατα, μολονότι τό έμπόριον έπασχε καιρίως». Είναι φανερό δτι με- στώνεται ή άντίληψη δτι ή ’Εθνική Τράπεζα πρέπει νά είναι
166 ΣΧΟΛΙΑ
κυρίως εμπορική, δτι παγιώνεται ή μορφή του έμποροτραπε- ζικοΰ κόσμου. Τό αντίθετο συμβαίνει ώς πρός τίς σχέσεις της Τράπεζας μέ τή μή έμπορική πελατεία της πού δανείζεται ή άνοίγει λογαριασμούς μέ υποθήκη: «Τά επί υποθήκη δάνεια καί οί επί υποθήκη κτημάτων ανοικτοί λογαριασμοί εις μή έμπορους οχι μόνον δέν συνέδραμον τήν Τράπεζαν, άλλ’ άπε- ναντίας τότε παρά ποτέ αί καθυστερήσεις έπολλαπλασιάσθη- σαν». Ή έπιτροπή συνιστα σαφώς τήν προτίμηση πρός τόν κόσμο του εμπορίου, αύτόν ακριβώς πού μέ τήν οικονομική του λογική καί πρακτική έπιτρέπει στήν Τράπεζα νά άνταπο- κριθεϊ στό «προεδρευσαν πνεύμα εις τήν σύστασίν» της, «δτι δηλαδή έγένετο πρός ένίσχυσιν της ακινήτου ιδιοκτησίας καί ιδίως πρός άνάπτυξιν της γεωργίας». Μέ τρόπο έμμεσο άλλά δχι άσαφή, οί παρατηρήσεις αύτές παρουσιάζουν τίς άντιφά- σεις της έλληνικής κοινωνίας καί οικονομίας στά μέσα του ιθ ' αιώνα, τή διάσταση ανάμεσα στίς προθέσεις καί τήν πραγματικότητα. Οί μάρτυρες είναι καλά τοποθετημένοι ώστε αύτό πού θέλουν νά πουν νά έχει ιδιαίτερη τονικότητα. Τά κείμενα πού μας άφησαν, ύποταγμένα στήν τεχνική της τραπεζικής οργάνωσης και στή σωφροσύνη, τόν πατερναλισμό καί τή σιγουριά πού θέλει νά προβάλλει ο κόσμος τοΰ χρήματος, εϊναι πηγές πού καλούν τόν ιστορικό νά κατανοήσει καί νά μεταφράσει δλες τους τίς γλώσσες.
1 8
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η θεματολογία της συνεδρίας αύτης ειχε ευρύτητα: έπρό- κειτο νά παρουσιαστεί μέσα άπό περιπτώσεις παραδειγματικής άξίας ή συμβολή της γλωσσολογίας πρώτο στήν ιστοριογραφική άνασυγκρότηση τοΰ ίστορικοΰ τοπίου καί δεύτερο στήν έρευνα πού θέλει νά καθορίσει τούς πολιτισμικούς προσδιορισμούς της διαμόρφωσης μιας γλώσσας, μάλιστα της λόγιας ελληνικής στόν ιθ ' αιώνα. Ό πρώτος άξονας αύτης της θεματολογίας παρέπεμπε στό τοπονομαστικό άλλά καί γενικώς στίς όνοματοθετικές συμπεριφορές· άνάμεσα στίς τελευταίες, εκείνες πού άφοροΰν τό σχηματισμό τών οικογενειακών ονομάτων έχουν γιά τή συνάντησή μας προφανές ένδιαφέρον, τουλάχιστον γιατί ή έπίπτωση τών συγγενικών συστημάτων στήν ονοματοθεσία τοΰ τοπίου έχει ιδιαίτερη σημασία γιά μιά Γε- ωγραφία κατ ’ έξοχήν ιστορική. Ό δεύτερος άξονας παραπέμπει σέ μιά πολιτισμική συνάφεια, ή οποία, στήν περίπτωσή μας, έξατομικεύεται α) στή συμβολή της έλληνικής άρχαιότη- τας στή διαμόρφωση της έθνικής καί πολιτισμικής ταυτότητας τών Νεοελλήνων καί β) στόν τρόπο μέ τόν όποιο ή άναφο-
Societe Internationale de Linguistique fonctionnelle, Actes du 13e Colloque international de Linguistique fonctionnelle - Corfou, 24-29 AoOt 1986, Athenes, 1988, σ. 91-92. Ή έλληνική διατύπωση ανήκει στό συγγραφέα.
168 ΣΧΟΛΙΑ
ρά στήν αρχαιότητα συγκεκριμενοποιείται στή διάπλαση μιας ποιητικής έκφρασης καί στήν πραγματοποίηση ένός λεξιλογίου ίκανοΰ νά άνταποκριθεϊ σέ πολιτισμικές, ιδεολογικές καί υλικές απαιτήσεις, αισθητές στήν έλληνική κοινωνία του ιθ ' αιώνα- πρόκειται, σ ’ αυτή τήν περίπτωση, γιά τούς νεολογισμούς.
Οί συγγραφείς τών ανακοινώσεων έδειξαν μέ ποιό τρόπο αύτά τά γενικά προβλήματα έντοπίζονται στά συγκεκριμένα παραδείγματα πού έχουν μελετήσει. Ά ς μοΰ έπιτραπεϊ νά διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις, άναφερόμενες σέ μερικές άπό τίς δψεις της θεματολογίας μας.
' Η σχέση του άνθρώπου μέ τό τοπίο πρόκειται νά άνι- χνευθεΐ μέσω της σημασιολογικής άξίας τών τοπωνυμίων καί τών συνηθισμένων ταξινομήσεων: είναι μιά μέθοδος γνωστή πού προσφέρεται ωστόσο σέ τομογραφίες πού έπιτρέπουν νά δώσουμε άπαντήσεις σέ ιστοριογραφικά αιτήματα καί νά έπαν- αξιοποιήσουμε έτσι ένα ήδη άποκτημένο γνωστικό κεφάλαιο. Μέ τόν τρόπο αυτόν ή ομαδοποίηση τών κατηγοριών τών τοπωνυμίων σύμφωνα μέ κριτήρια άναφερόμενα στήν παρέμβαση τοΰ άνθρώπου στό τοπίο, θά έπιτρέψει νά τό διακρίνουμε σέ άγριο καί σέ καλλιεργημένο, γιά νά έξετάσουμε στή συνέχεια σέ ποιό βαθμό τό πραγματικό τοπίο συμπίπτει μέ τήν εικόνα πού προκύπτει άπό τή γλωσσική άνάλυση. Τό ’ίδιο ισχύει καί ώς πρός άλλα κριτήρια ταξινόμησης, λόγου χάρη τό ιερό σέ σχέση μέ τούς τρόπους οροθέτησης, τίς μορφές κατοχής τοϋ έδάφους σέ συνάρτηση μέ τό σύστημα συγγενειών καί τίς έξ αδιαιρέτου κτήσεις πού μπορούν νά προέλθουν άπ’ αύτό τό σύστημα, τή συνέχεια τοΰ καλλιεργούμενου χώρου σέ σχέση μέ τά διακριτικά σημεία της οροθέτησης, τούς τρόπους έξοι- κισμοΰ σέ συνάρτηση μέ τά τοπωνύμια πού προέρχονται άπό ονόματα προσώπων ή οικογενειών.
Σκέφτομαι τά οικογενειακά ονόματα, μάλιστα τά όνόμα-
ΣΤΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 169
τα τών σογιών, μέ τά όποια σημαίνεται μεγάλος αριθμός αγροτικών οικισμών έδώ στήν Κέρκυρα, καί δχι μόνο στήν Κέρκυρα, τίς άνθρωπωνυμίες μέ τίς όποιες σημαίνεται ό οίκι- σμένος χώρος στήν Πελοπόννησο καί στή Θράκη καί οΐ όποιες συγχρόνως μαρτυρουν τόν άλβανικό καί οθωμανικό έποικισμό καί τήν κοινωνική του μορφολογία- αλλά σκέφτομαι έπίσης τά ιστορικά προβλήματα πού θέτει ή τυπολογία πού προκύπτει άπό τή γλωσσολογική προσέγγιση, κάθε φορά δπου ό χρόνος της γλωσσολογίας δέν είναι ό χρόνος της ιστορίας.
Γιά νά μείνουμε στά παραδείγματα πού επικαλεστήκαμε, ή συνέχεια τών σημαινόντων δέν βεβαιώνει φυσικά δτι ύπηρχε καί συνέχεια τών σημαινομένων: έτσι οΐ συνεμφάσεις τών κερ- κυραϊκών τοπωνυμίων πού παραπέμπουν σέ γένη, καθώς καί ή διαιώνιση ονομάτων σογιών δέν μαρτυρουν τή διαιώνιση τών οικογενειακών δομών στίς όποιες μας άνάγουν ή γλωσσολογική προσέγγιση οφείλει νά είναι γιά τόν ιστορικό ένα ερέθισμα γιά νά αναζητήσει άλλες επαληθεύσεις βάσει άλλων μαρτυριών καί άλλων συσχετισμών, όπως ό συσχετισμός τών τοπωνυμιών πού προέρχονται άπό οικογενειακό ονομα μέ τά οικογενειακά ονόματα πού άνευρίσκονται στόν ϊδιο οικισμό σέ τούτη ή σ ’ εκείνη τή στιγμή, γιά νά μείνουμε σέ ένα μόνο παράδειγμα.
Τό ’ίδιο συμβαίνει καί μέ άλλους ονοματικούς σχηματισμούς πού κι αύτοί παραπέμπουν στίς οικογενειακές δομές: άπό τά παραδείγματα μνημονεύουμε τίς μητρωνυμίες πού σέ ορισμένες περιοχές, κυρίως τίς νησιωτικές, συμπορεύονται μέ τίς πατρωνυμίες στό σχηματισμό τών οικογενειακών ονομάτων, πρόσκαιρων ή σταθεροποιημένων, 'ΐπόφορα διαφορετικών καταστάσεων, αύτά τά οικογενειακά ονόματα γυναικείας προέλευσης μπορούν νά αποδοθούν, άνάλογα μέ τήν περίπτωση, είτε σέ γυναικείους ρόλους πού προσιδιάζουν σέ κοινωνίες μέ ισχυρή μεταναστευτική κίνηση καί σέ κοινωνίες δπου οΐ γυ-
170 ΣΧΟΛΙΑ
ναΐκες απολαμβάνουν τά δικαιώματα της πρωτοτοκίας, είτε σέ συνήθειες πού καταστρατηγούν εύκολα τόν κοινωνικό κώδικα καί τούς θρησκευτικούς κανόνες. Ωστόσο, θά μπορούσε κανείς, χωρίς νά προσφύγει σέ άλλες μαρτυρίες, νά δείξει τό μερίδιο τών νόθων σ ’ αυτούς τούς μητρωνυμικούς πληθυσμούς, τό μερίδιο τών ειδικών γυναικείων ρόλων ή τίς ωσμώσεις πού έκδηλώνονται στό διανοητικό επίπεδο; Λίγο ένδιαφε- ρει. Εκείνο πού πρέπει νά συγκρατήσουμε εϊναι τό γεγονός δτι ή γλωσσολογική έρευνα μας όδηγεϊ νά θέσουμε ένα ιστορικό πρόβλημα, τό πρόβλημα της διαφορικής λειτουργίας τών γυναικών στή μιά ή στήν άλλη κοινωνία.
Είναι προφανές δτι πρόκειται γιά ονομαστικές έρευνες πού έχουν νοηθεί στήν οπτική μιας ιστορικής Γεωγραφίας ή μάλιστα μιας Γεωγραφίας γιά τήν * Ιστορία καί γιά έρευνες πού έχουν νοηθεί στήν οπτική μιας Δημογραφικής ιστορίας πού καί οί δύο συγκλίνουν σέ μιά ιστορία τών νοοτροπιών. Συγχρονικός ή διαχρονικός ή καί τά δυό μαζί, αυτός ό τύπος έρευνας οφείλει νά στηρίζεται σέ μιά ποσοτικώς έπαρκή τεκμηρίωση πού έπιτρέπει νά άποδεσμεύσουμε τίς συχνότητες μέ τίς όποιες έκδηλώνονται τά παρατηρούμενα φαινόμενα. Επικαλούμαι αύτούς τούς κοινούς τόπους, γιά νά έπιστήσω τήν προσοχή στήν άποδεικτική αξία μιας πληθώρας τεκμηρίων πού ένα νέο Πανεπιστήμιο, τοποθετημένο στό κύκλωμα τής ' Ιστορίας, τό Ίόνιο Πανεπιστήμιο, θά έπρεπε νά δοκιμάσει νά έκ- μεταλλευτεϊ: άναφέρομαι στά κτηματολόγια καί στά φορολογικά κατάστιχα, στίς άπογραφές καί στίς ληξιαρχικές πράξεις, στίς νοταριακές πράξεις καί στούς χάρτες, σέ ολα αύτά τά τεκμήρια, γραμμένα στά έλληνικά, στά ιταλικά, στά τουρκικά, πού άντανακλοΰν τή μορφολογία τοΰ τοπίου καί τό ονοματίζουν, πού προσφέρουν τή μαρτυρία τους γιά τίς οίκογενειακες δομές καί γιά τίς νοοτροπίες πού φανερώνονται σέ δσες συ
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 171
μπεριφορές ισχύουν γιά τήν ονοματοθεσία στούς τόπους καί στούς άνθρώπους.
' Ο άλλος άξονας της θεματολογίας της συνεδρίας μας έχει έμπνεύσει δύο ανακοινώσεις πού κι αύτές έπίσης έχουν νοηθεί στήν οπτική μιας ιστορίας, της παιδείας καί τών νοοτροπιών: καί ή μιά καί ή άλλη άπό τίς άνακοινώσεις άναφέρονται σέ μιά σταθερή τής έλληνικής παιδείας τοΰ ιθ ' αιώνα, τήν άρχαιότη- τα καί ειδικότερα τή «διαχείριση» της άρχαίας έλληνικής γλώσσας. Βεβαίως, δέν πρόκειται παρά γιά κάποιες όψεις αύ- τοΰ τοΰ ευρύτατου προβλήματος: πώς ένας ποιητής, ό Κάλ- βος, δημιούργησε μιά γλώσσα καί έναν κόσμο εικόνων καί έν- νοιών άντλώντας άπό τά άρχαϊα κείμενα καί τά λεξικά" πώς μιά κοινωνία έπλασε τίς λέξεις πού αντιστοιχούσαν σέ πράγματα, έννοιες, συνήθειες καί συμπεριφορές πού είχαν προσφά- τως έμφανισθεΐ ή άξιοποιηθεΐ.
Μολονότι στηρίζονται στίς ίδιες διανοητικές στάσεις καί στήν ΐδια ιδεολογία, οΐ δύο άναφορές στήν άρχαιότητα, ή ποιητική καί ή όρολογική άναφορά, άποκλίνουν αίσθητώς: άμεσό- τερη καί έγγύτερη στίς καθημερινές πραγματικότητες, ή δεύτερη προσφέρεται καλύτερα στήν έρευνα τών συλλογικών φαινομένων πού φέρονται άπό τούς νεολογισμούς, μεγάλο μέρος άπό τούς οποίους άπορροφήθηκε άπό τό καθημερινό λεξιλόγιο, ένώ άλλοι τους άπορρίφθηκαν άνήκοντας σέ μιά διαδικασία έκπολιτισμοΰ, όχι άμοιρης άποδιαρθρωτικών άποτελεσμά- των, αύτή ή δημιουργικότητα συνιστα έπίσης μιά ένδειξη τών συλλογικών δεκτικοτήτων πού ή γλωσσολογική έρευνα μπορεϊ νά φέρει σέ φώς.
Τελειώνοντας, θά έλεγα οτι ή συνεδρία αύτή, πού θά τροφοδοτηθεί, έλπίζω, κι άπό άλλες παρεμβάσεις, έδωσε τήν εύ- καιρία νά συζητηθοΰν παλιά πράγματα κάτω άπό ένα φώς, αν όχι νέο, τουλάχιστον αποκαλυπτικό: οί ανακοινώσεις γιά τίς όποιες έγινε λόγος υπέδειξαν ότι τό γνωστικό κεφάλαιο πού
172 ΣΧΟΛΙΑ
διαθέτουμε στό πεδίο τοΰ όνομαστικοΰ προσφέρεται σέ μιά νέα διάταξη τών συστατικών του στοιχείων τό ϊδιο ισχύει γιά τό τμήμα έκεϊνο της ιστορίας τών ιδεών πού είναι τό λεξικό τών νεολογισμών, σήματα κι αύτοί γιά μιά ιστορία τών νοοτροπιών.
01 «ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ»
1 9
aΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΗΜΑ
Κύρια έκφραση της πρωτόγονης έξέγερσης, οΐ κλέφτες στούς χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας άποτελοΰν συγχρόνως τη διαρκή έκδήλωση της έξέγερσης αύτης: άλλες μορφές άρνησης της καταστημένης κοινωνικής τάξης άνευρίσκονται έ- πίσης στά παραδοσιακά αντιστασιακά κινήματα καί στήν έ- σχατολογία πού, ή τελευταία, δέν ανάγεται σέ έναυσμα μιας ένεργητικής έξέγερσης, αναδύεται, θά προσθέταμε, μέσα άπ’ αύτή. Οΐ κλέφτες άνήκουν σέ ένα πλέγμα πιέσεων καί άμοι- βαιοτήτων τοΰ οποίου άποτελοΰν άκραϊο παράδειγμα: οΐ πιέσεις πού άσκοΰν οΐ πολεμικές κοινότητες καί ομάδες άνήκουν περισσότερο σέ θεσμοθετημένες κοινωνικές πραγματικότητες παρά σέ παράνομες, άποκλειστικώς, συσσωματώσεις· στηρίζονται σέ μιά οικογενειακή καί κοινοτική δομή πού σέβεται τό νομικό πλαίσιο της οθωμανικής Αύτοκρατορίας.
Οΐ ληστές, οΐ κλέφτες, συγκροτημένοι σέ όμαδώσεις πού
(α) Questions & Debats sur VEurope centrale e t orientale, άρ. 4 (Παρίσι, EHESS, 1985), σ. 85-88: εισήγηση σέ μιά συζήτηση γιά τήν πρωτόγονη έξέγερση στήν Κεντρική καί ’Ανατολική Ευρώπη (5.6.1981). Στην ελληνική παραλλαγή πού παρουσιάζεται έδώ έχουν ένταχθεϊ ορισμένες προσθήκες.
174 ΣΧΟΛΙΑ
έχουν ώς έπίκεντρο έναν άρχηγό καί διαθέσουν στοιχειώδη ιεραρχία, άντιτίθενται στούς εκπροσώπους της κρατικής καί κοινοτικής εξουσίας: σέ δ,τι τούς άφορα, ή έξουσία αύτή ασκείται άπό έντόπια στρατιωτικά σώματα, τούς αρματολούς, πού συνήθως συγκροτούνται άπό άτομα τών κατακτημένων χριστιανικών πληθυσμών μέ τίς ένέργειές τους, υποκινούμενες συχνά άπό τούς άνταγωνισμούς καί τίς βλέψεις τών φορέων τής τοπικής εξουσίας, οί κλέφτες προσπαθούν νά υποκατασταθούν στούς άρματολούς πού, μέ τή σειρά τους, μετατρέπον- ται σέ κλέφτες καί ξαναρχίζουν τόν ίδιο τύπο πιέσεων, διαιω- νίζοντας έτσι τό μηχανισμό μετακένωσης άνάμεσα στούς εκτός νόμους καί τήν έξουσία. Μέ τόν τρόπο αύτόν καί οΐ δυό συνιστουν δυό λειτουργίες πού άνήκουν στό ίδιο πλέγμα, στό πλέγμα δηλαδή τής πρωτόγονης έξέγερσης πού κι αύτή υπακούει στό μηχανισμό ένσωμάτωσης στίς κοινωνικές δομές μέσω τοΰ άρματολικοΰ θεσμοΰ. 'Η δυνατότητα ένσωμάτωσης έχει επίσης τήν άπήχησή της στό ιδεολογικό έπίπεδο: ή άνταρ- σία βρίσκει τή δικαίωσή της στή δυνατότητα προαγωγής σέ έναν τύπο κοινωνικής αύθεντίας, τόν άρματολό, δυνατότητα πού σημαδεύει έπίσης τά όρια τής έξέγερσης καί τήν άδυναμία της νά μεταμορφωθεί σέ επανάσταση μέ εσωτερική δυναμική. Οΐ γνωστότεροι έκπρόσωποι τής πρωτόγονης έξέγερσης έχουν δράσει σέ δλη τήν κλίμακα πού έκφράζει τήν έπικοινωνία άνάμεσα στήν άνταρσία καί τήν ένσωμάτωση: ή πίεση μέσω τής ληστείας πού θέλει νά καταλήξει στήν κατάκτηση τής άρ- ματολικής αρμοδιότητας καί πού εξατομικεύεται στή σύγκρουση άνάμεσα στόν κλέφτη καί τίς κρατικές καί κοινοτικές αύθεντίες, ό άγώνας γιά τή διατήρηση τής θέσης τοΰ άρματο- λοΰ συνθέτουν τό κλίμα μέσα στό όποιο ή βία άνάγεται σέ άξια καί δσοι τήν άσκοΰν γίνονται σύμβολο πού ένεργεϊ έπίσης ώς συντελεστής μεταρσίωσης στό άνθρώπινο κύκλωμα άπ’ όπου προκύπτει ή πρωτόγονη έξέγερση. Ή έξιδανίκευση πού
ΣΤΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 175
χαρακτηρίζει τά κλέφτικα τραγούδια δέν είναι παρά ή άντανά- κλαση της μεταρσιωτικής λειτουργίας της εξέγερσης, έξιδανί- κευση πού άντιτίθεται στίς πράξεις μέ τίς όποιες εκδηλώνεται, ή ληστεία.
' Η ληστεία ανακύπτει, άπό διαφορετικά άνθρώπινα καί γεωγραφικά περιβάλλοντα: είναι άλήθεια δτι τό βουνό άποτε- λεϊ τήν κύρια πηγή της καί δτι οί νομάδες τήν έχουν ένισχύσει σημαντικά- ώστόσο δέν φαίνεται δτι είναι δυνατό νά ταυτισθεϊ ή ληστεία μέ μιά μόνο άπό τίς συνιστώσες τών άγροτικών καί κτηνοτροφικών κοινωνιών, άπό τίς όποιες έχει άναπηδήσει. ' Ο βασικός μηχανισμός τών όμαδώσεων στηρίζεται στό σύστημα τών συγγενειών, έμφανέστερος στήν περίπτωση τών άρματολικών ομάδων, καί στίς άδελφοποιήσεις πού άντισταθ- μίζουν τήν άπουσία ή τήν άνεπάρκεια τών δεσμών αίματος. Οί θρησκευτικές διακρίσεις ύπεισέρχονται στίς συγκρούσεις τών ομάδων πού διεκδικοΰν τό άρματολίκι μιας περιοχής, άλλά τοΰτο δέν έμποδίζει τίς συμμαχίες χριστιανών καί μουσουλμάνων: ώστόσο, οί δυνατότητες προαγωγής στίς στρατιωτικές ιεραρχίες εϊναι περισσότερο περιορισμένες γιά τούς χριστιανούς, οί όποιοι δέν μπορούν νά προσδοκούν κάτι πέρα άπό τήν άπόκτηση της άρματολικής ιδιότητας, ένώ ό μουσουλμάνος άν- τίπαλός τους, ένας ’Αλβανός στήν περίπτωσή μας, μπορεϊ νά άποσκοπεΐ στήν ένσωμάτωσή του στό στρατιωτικό καί διοικητικό σύστημα της Αύτοκρατορίας. Θά πρέπει ώστόσο νά προσθέσουμε δτι οί θρησκευτικές διακρίσεις παραπέμπουν περισσότερο σέ διαφορετικά συστήματα κοινωνικού ελέγχου μέσω της ένοπλης βίας, δπως αύτά μορφώνονται στίς πολεμικές κοινότητες κι άκόμη δτι οί τελευταίες συναντιώνται, σέ μικρότερο βαθμό, καί στίς χριστιανικές κοινωνίες- κι άκόμη δτι παρουσιάζεται μερική σύγκλιση ανάμεσα στίς κοινότητες αύτές σέ δ,τι άφορα τή βασική τους λειτουργία, τήν προσφορά δηλαδή προστασίας μέ τή μέθοδο της βίαιης έπιβολής.
176 ΣΧΟΛΙΑ
' Ωστόσο ή ληστεία δέν είναι σέ θέση νά καταλήγει πάντοτε σέ ένσωμάτωση χάρη στήν έπικοινωνία πού υπάρχει άνά- μεσα στήν παρανομία καί τήν έξουσία: σέ μερικές περιοχές, στήν Πελοπόννησο μάλιστα, ό θεσμός τών άρματολών απουσιάζει καί, άπό τό άλλο μέρος, συμβαίνει νά είναι πολύ ισχυρές οΐ άντιστάσεις της έπίσημης εξουσίας· πάντως, υπάρχουν άλλες διέξοδοι, άνάμεσα στίς όποιες ή ένταξη σέ ξένους στρατούς κι άκόμη ή μετανάστευση, διέξοδοι πού δίνουν άξία στόν πολεμιστή καί συμβάλλουν στόν προσανατολισμό τών έκπρο- σώπων της πρωτόγονης έξέγερσης σέ ενα πεδίο δραστηριοτήτων μεγαλύτερης έμβέλειας, μάλιστα έθνικής. Έτσι, ή έπανά- σταση τοΰ 1821 τροφοδοτήθηκε, δπως άλλωστε οΐ προηγούμενες έπαναστατικές κινητοποιήσεις, άπό τούς πρωτόγονους της έξέγερσης πού είχαν διατρέξει δλες τίς φάσεις μιας πολεμικής σταδιοδρομίας: ληστεία, συνδυασμένη κάποτε μέ τήν πειρατία, άρματολική άρμοδιότητα, στρατιωτική υπηρεσία σέ έναν ξένο ή στόν οθωμανικό στρατό.
Οΐ κλέφτικες ομάδες κατάφερναν κάποτε νά κινητοποιούν έκατοντάδες οπαδών καί νά διατρέχουν μακρές άποστάσεις πού υπερέβαλλαν τά συνήθη δρια τοΰ πεδίου τής δράσης τους: πρόκειται έδώ γιά τίς μεγάλες πολεμικές οικογένειες πού διεκδικοΰν μιά ή περισσότερες θέσεις άρματολών ή γιά εύρύ- τερες ομάδες πού συμμετέχουν σέ μιά έξέγερση ικανής έμβέ- λειας καί σέ έπιδρομές καί λεηλασίες.στούς μεγάλους δρόμους. Θύματα τής δράσης τών κλεφτών είναι δλοι οΐ πληθυσμοί τών περιοχών στίς όποιες θέλουν νά έπιβάλουν τήν έξουσία τους άναγκάζοντας τίς οθωμανικές αύθεντίες καί τούς κοινοτικούς άρχοντες νά τούς παραχωρήσουν τή θέση τοΰ άρματολοΰ- ωστόσο, ή δράση τοΰ κλέφτη δέν άποβλέπει μόνο στήν κατά- κτηση αυτής τής θέσης: ή λεία γίνεται αύτοσκοπός καί μοναδικός τρόπος επιβίωσης τών παράνομων κι άκόμη, σέ ορισμένο βαθμό, τοΰ πλουτισμοΰ τους. Έτσι, οΐ έμποροι πού κύκλο-
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 177
φορούν όμαδικώς ελκύουν τήν προσοχή τους, έπίσης καί οί εί- σπράκτορες τοΰ φόρου, άκόμη καί ό πλανόδιος δουλευτής: ωστόσο, ή πηγή άνεφοδιασμοΰ τοΰ κλέφτη είναι κατά κύριο λόγο ό χωρικός καί ό κτηνοτρόφος, τά μοναστήρια μέ τά όποια πλέκει δεσμούς συνενοχής καί αλληλοβοήθειας. Τά πλούτη πού άποκτιώνται μέ τή λεηλασία κυκλοφοροΰν μέ τή βοήθεια ένδιαμέσων, άποθησαυρίζονται καί γίνονται αντικείμενο έπί- δειξης έκφραζόμενης μέ τίς ένδυματολογικές συνήθειες πού άν- ταποκρίνονται κι αυτές σέ ένα σύστημα άξιων.
' Ο κλέφτης άφησε λίγες άμεσες γραπτές μαρτυρίες: στό βαθμό δπου εκφράζεται, δέν άναφέρεται σέ καμιά έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, μολονότι συμβαίνει νά αισθάνεται καί νά δρα ώς θύμα μιας άδικίας· δταν έκθέτει τίς διεκδικήσεις του, δέν έπιχειρηματολογεΐ παρά ώς φορέας μιας κυριαρχικής ικανότητας. Συνακόλουθα, έχει τήν αίσθηση δτι άνήκει σέ έναν κόσμο δπου οί ρόλοι εϊναι μοιρασμένοι καί ό κάθε ρόλος ύπακού- ει στόν κώδικά του: ή κοινωνία έχει τούς νόμους καί τούς κανόνες της· τό ίδιο ισχύει καί γιά τό δικό του περιβάλλον. Όταν ό κλέφτης ένσωματώνεται στήν κοινωνία ώς αρματολός, δέν άλλάζει τόν ήθικό του κώδικα καί τό σύστημα τών άξιών του- τό άντίθετο θεωρείται ώς δείγμα έκφυλισμοΰ. Ή έννοια τής δικαιοσύνης, τό δίκαιο τοΰ φτωχοΰ, ή εύσπλαγχνία δέν παρουσιάζονται παρά στίς μαρτυρίες πού έχουν αφήσει οΐ έκπρόσω- ποι τής νόμιμης έξουσίας: άλλωστε αύτοί μιλούν συνήθως· ωστόσο, ή συλλογική εύαισθησία άντιδρα μέ θετικό τρόπο άπέ- ναντι στούς πρωτόγονους τής έξέγερσης προσχωρώντας στό σύστημα τών άξιών τους. Γίνεται άντικείμενο θαυμασμοΰ έ- κεϊνο πού δέν είναι στίς δυνατότητες τοΰ καθενός, δηλαδή ή άρνηση τής καθιερωμένης τάξης, καθώς καί ή προνομιακή ένταξη μέσω τής βίας στή μισητή αύτή τάξη: πρόκειται γιά μιά μεταρσίωση πού έκδηλώνεται μέσα σέ μιά άντίληψη τοΰ κόσμου στηριγμένη περισσότερο στήν έσωτερίκευση ένός συστη-
178 ΣΧΟΛΙΑ
ματος αμοιβαιοτήτων παρά ένός συνόλου αντιθετικών καί χωρίς άλληλοδιείσδυση δυνάμεων.
' Η διάρθρωση τών άρματολικών ομάδων υπακούει στήν οικογενειακή διάρθρωση καί ή διαδοχή προσλαμβάνει κληρονομικό χαρακτήρα: ώστόσο, οί συγγενικοί δεσμοί δέν άντιστέ- κονται πάντα στήν έσωτερική δυναμική της ομάδας πού κάποτε διασπάται σέ άνταγωνιζόμενες μερίδες παρά τούς δεσμούς αΐματος· οΐ συγκρούσεις ανάμεσα στούς συγγενείς διαι- ωνίζονται μέ τή μορφή της βεντέτας πού χαρακτηρίζει έπίσης τούς έξωτερικούς άνταγωνισμούς. Γιά τό λόγο αύτό οί μεγάλες άρματολικές οικογένειες υποχρεώνονται νά έπεκτείνουν τίς επιγαμίες καί τίς πνευματικές συγγένειες, γιά νά άντιμε- τωπίσουν τίς πιέσεις τών αντίπαλων οικογενειών καί τών κοινοτικών αύθεντιών πού κι αύτές θέλουν νά διαιωνίζουν τήν κληρονομική διαδοχή. Οί συγκρούσεις ανάμεσα στίς τελευταίες καί τούς άρματολούς έξειδικεύονται κυρίως στίς κερδοσκοπίες γύρω άπό τήν είσπραξη τών φόρων, ή οποία άποτε- λοΰσε τήν κύρια λειτουργία τών έκπροσώπων της κοινοτικής έξουσίας: τοΰτο δέν σημαίνει δτι οί αρματολοί μπόρεσαν παν- ντου νά περιορίσουν τήν εξουσία τών κοινοτικών αρχόντων καί νά έλαττώσουν τήν κοινωνική τους ακτινοβολία. Οί σχέσεις άρματολών καί κοινοτικών άρχόντων διακρίνονται σέ μιά κλίμακα πού άρχίζει άπό τήν υποταγή τοϋ ένός στόν άλλο, γιά νά καταλήξει σέ περισσότερο ΐσομερεΐς κατανομές. 'Ωστόσο, δ,τι συγκράτησε ή συλλογική μνήμη είναι ή συγκρουσιακή σχέση: τά κλέφτικα τραγούδια χαράσσουν μιά σαφή διχοτόμηση άνάμεσα στόν κόσμο της πρωτόγονης έξέγερσης, άπό τόν όποιο ερχεται ό αρματολός, καί τόν κόσμο της νομιμότητας πού αντιπροσωπεύουν οί οθωμανικές αύθεντίες καί οί κοινοτικοί άρχοντες· ή διχοτομία αύτή άνταποκρίνεται σέ μιά πραγματικότητα πού δέν μπορούν νά τήν εξαλείψουν οί προσαρμογές, δσες έπιτρέπουν τήν άποκατάσταση μιας συμβιωτικής
ΣΤΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 179
σχέσης ανάμεσα στούς έκπροσώπους τών δύο κόσμων.Σημειώσαμε δτι οΐ νομάδες άποτελοΰν κύρια πηγή της
ληστείας: μαρτυρίες, κυρίως μεταγενέστερες, έξηγοΰν τό μηχανισμό τών άλληλεγγυοτήτων πού ισχύουν ανάμεσα στήν κτηνοτροφική έκμετάλλευση, τή στηριζόμενη στό σύστημα τών συγγενειών, καί τούς κλέφτες πού προέρχονται άπό τό ίδιο περιβάλλον πρόκειται πάντα γιά ενα πλέγμα αλληλοβοήθειας καί προστασίας πού έπιτρέπει έπίσης τήν ένταξη στόν κύκλο τών οικογενειακών οικονομιών δποιου πλούτου έρχεται άπό τή λεηλασία. Οΐ άλληλεγγυότητες αύτές ισχύουν έπίσης καί στό πεδίο της άγροτικής κοινότητας, παρά τή σύγκρουση πού άντιπαραθέτει τίς αύθεντίες της τελευταίας στούς κλέφτες: κι έδώ έπίσης βρισκόμαστε μπροστά σέ ένα σύνολο ισορροπιών πού εδράζεται στήν κατανομή τών ρόλων, στήν ύπαρξη συστημάτων καί άντισυστημάτων πού συγκρούονται καί έπικοινωνοΰν, σέ ενα σύνολο, άκόμη, άξιών, κύριο συστατικό τών οποίων είναι ή κυριαρχική ικανότητα μέσω της βίας.
Σέ δσα προηγήθηκαν θά ήθελα νά προσθέσω τώρα ενα σχόλιο: ή εικόνα, δπως τήν παρουσιάσαμε, τοΰ κόσμου της πρωτόγονης έξέγερσης άνακύπτει άπό μαρτυρίες κυρίως τοΰ ιη ' καί τοΰ άρχόμενου ιθ ' αιώνα. Βέβαια ό άρματολισμός καί ή ληστεία δέν έγκλείονται σ ’ αύτά τά χρονολογικά όρια, ούτε ή πρακτική καί ή τονικότητά τους φαίνεται νά άναδύονται μέ τρόπο διαφορετικό άπό τίς παλαιότερες μαρτυρίες. Ωστόσο, ή πύκνωση τών μαρτυριών, αλλιώς ή ένεργότερη συνείδηση γιά τά φαινόμενα αύτά στόν ιη ' καί στόν ιθ ' αιώνα, ϊσως νά μήν όφείλεται πρωτίστως στήν τύχη πού διέπει τή διάσωση τών μαρτυριών καί σέ άλλαγές πού άφοροΰν τή θρησκευτική καί φυλετική ταυτότητα τών άρματολών: κοντά σέ δλα αύτά καί στούς ιδιαίτερους δρους μέ τούς οποίους διαδραματίζεται τό παιχνίδι της εύταξίας καί της παράβασής της θά πρέπει νά συνυπολογισθεΐ καί ένας άκόμη, οΐ κοινωνικές προϋποθέσεις
180 ΣΧΟΛΙΑ
τής συλλογικής μνήμης. Πρόκειται γιά τή μνήμη εκείνη πού ζεϊ μέσα στήν προφορικότητα, άπό τά κύρια οχήματα τής ό- ποίας είναι τό τραγούδι: έπιλεκτικό, παραπέμπει στίς διάρκειες μέσα στίς όποιες μορφώνουν τή συνέχειά τους οί ήρωές του, συνέχεια προϋπόθεση τής όποίας είναι ή διάρκεια τών κοινωνικών μορφωμάτων στά όποια ανήκουν. Τά τελευταία έ- ξειδικεύονται σέ μορφώματα οικογενειακά μέ δσες συμπληρωματικότατες συνεπάγεται ό όρος αύτός: ΰπόκεινται στο μηχανισμό τής εναλλαγής τών ρόλων πού περιορίζει την ανα- γκη τής καταβύθισης τής μνήμης στόν μεγάλο χρόνο· τό χρονολογικό εύρος τής έπώνυμης συλλογικής μνήμης τοΰ κόσμου τής πρωτόγονης έξέγερσης είναι συνάρτηση τής μικρής διάρκειας τών όμαδώσεων άπό τίς όποιες άναδεικνύονται οί πρωταγωνιστές της. Άλλωστε ή πρόσληψη τής άνταρσίας είναι άτομοκεντρική: ή κλεφτουριά εκφράζεται μέ τόν έπώνυμο κλέφτη, μέ τή δράση τοϋ όποιου μετριώνται τά δικά της δρια· έ- ξυμνητικό, τό κλέφτικο τραγούδι κρατα δυό στιγμές απο τη δράση αύτή, τή σύγκρουση καί τό θάνατο, καί οί δυό άτομοκεν- τρικές. Γιά νά διαιωνιστεΐ δμως ή άτομική, ή ήρωική μνήμη, χρειάζεται οί ήρωες νά μήν άποσπώνται άπό τή μερικευμένη συλλογικότητα στήν όποία άνήκουν, τά οικογενειακά δηλαδη μορφώματα, κι αύτά τά τελευταία νά διατηρούν τή χρονική τους συνέχεια καί νά συντηροΰν, μέ τόν τρόπο αύτόν, τή δεξίωση τής μνήμης. 'Ωστόσο, όπως συμβαίνει και σε αλλα πεδία, τά συλλογικά μορφώματα πού άποτελοΰν τήν κοινωνική προϋπόθεση τής μνήμης έχουν μικρή διάρκεια μέσα στό χρόνο, άντικαθίστανται άπό άλλα, έξαντλοΰνται μεσα σε λίγες γενεές: δέν γίνονται άριστοκρατικά, ούτε άργότερα δταν κάποιοι έπίγονοι θά διαπρέψουν στούς νέους ορούς κοινωνικής άνάδει- ξης πού δημιουργοΰνται μαζί μέ τό ελληνικό Κράτος καί θα θελήσουν νά αίστανθουν άριστοκρατικά μέ τόν τρόπο τους, χωρίς δμως νά μπορέσουν ή νά διανοηθοϋν νά φτιάξουν μιά ά-
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 181
ριστοκρατία. Ή συναίσθηση δτι άνήκαν σέ ξεχωριστά σόγια δέν άρκοϋσε άπό μόνη της γιά τό σχηματισμό ένός άριστοκρα- τικοΰ σώματος, βαρυμένου ήδη άπό τήν πολιτισμική ετερότητα τών κοινωνιών στίς όποιες είχε πράγματι διαμορφωθεί.
βΔΤΟ ΜΑΡΤΎΡΙΕΣ
Στη νεοελληνική επιστολογραφία εντάσσεται καί μιά κατηγορία επιστολών πού ώς σήμερα δέν προσέχτηκε σέ ικανοποιητικό βαθμό. Είναι γραφτά πού έξωτερικά επιδέχονται τό χαρακτηρισμό «ύπηρεσιακά», άλλά στήν ούσία πρόκειται γιά πραγματώσεις έκφραστικές, κατά τίς όποιες έπιτελεΐται ολη ή διεργασία τοϋ λαϊκοΰ λόγου: πρόκειται γιά γράμματα πού έχουν υπαγορεύσει ή καί συντάξει άρματολοί καί κάποτε κλέφτες, όθωμανοί άξιωματοϋχοι ή προεστοί. Παράλληλα διατηρούν απόλυτα τήν άξία της άμεσης μαρτυρίας καί καθίστανται βασικές πηγές της νεοελληνικής ιστορίας στό κεφάλαιο τοϋ άρματολισμοϋ καί της κλε- φτουριας, πού, εξω άπό τόν πολύτιμο πληροφοριακό τους χαρακτήρα, παρέχουν τή δυνατότητα γιά τή διάγνωση της ψυχολογίας καί τοϋ ήθι- κοΰ κώδικα τών κλεφτών καί τών άρματολών κατά τρόπο αύθεντικότερο πολλές φορές άπό τά κλέφτικα τραγούδια. Τά κείμενα τοϋτα άποτελοϋν τό πρώτο υλικό γιά τήν αισθητική άποτίμηση συνθετικότερων έπιτεύ- ξεων τοϋ λαϊκοΰ λόγου καί γιά τή διερεύνηση τών έπί μέρους στοιχείων τους, πού λόγοι άγωγης ή καί χρονικής απόστασης δέν έπιτρέπουν στόν σύγχρονο δέκτη νά εχει μιά όσο γίνεται άκριβέστερη πρόσληψη. Πρόχειρα σημειώνουμε πώς τό φαινόμενο τοΰ Μακρυγιάννη είναι άνεπίδεκτο όρθης ερμηνείας χωρίς τη γνώση τέτοιων κειμένων.
Τά δύο κείμενα πού παρουσιάζουμε σήμερα, άπό τίς καλύτερες περιπτώσεις δημοτικού λόγου, διατηρούν δλη τήν εκφραστική αμεσότητα, ενώ σύγχρονα άποτελοϋν αυθεντικά τεκμήρια γιά τη διάγνωση της νοοτροπίας τοΰ κλέφτη (γράμμα Ραφτογιάννη) ή τά κίνητρα πού όδηγοϋν στήν κλεφτουριά (γράμμα Παραβόλα). ’Επί μέρους πληροφοριακά
(β) ’Επιθεώρηση Τέχνης, 5 (1957), σ. 216-217. ’Αναδημοσιεύεται εδώ μέ προσθήκες καί επανορθώσεις στό δεύτερο άπό τά έκδιδόμενα κείμενα.
182 ΣΧΟΛΙΑ
στοιχεία (Παροφόλας, στ. 17 κ. έ.), χαρακτηριστικά γιά τίς σχέσεις αρματολού καί κλέφτη ή τοΰ κλέφτη μέ τό λαό (Ραφτογιάννης 14 κ. έ., Παραβόλας 7, 29, κ. έ.), βαρύνουν αποφασιστικά στήν αξιολόγησή τους. Βασανισμένη σύγκριση πλήθους τέτοιων μαρτυριών επιτρέπει αντικειμενική έξεικόνιση τοΰ βίου τών κλεφτών, άπαλλαγμένη άπό έθισμούς καί σκοπιμότητες. Ή μαρτυρία ένός πού ήξερε τά πράγματα (Κούμας, Ισ τορ ία τών ανθρωπίνων πράξεων, τ. IB ', 543 κ. έ.), ότι «οΐ άνδρες
ούτοι, τών οποίων έπηνέθη παρά πολλών δικαίως ή άνδρία, παρά ταύτην δέν έγνώριζον άλλον ηρωισμόν», δέν άπομακρύνεται καθόλου άπό τήν πραγματικότητα, αντίθετα έπαληθεύεται ολοένα άπό αυθεντικές πηγές.
Καί τά δύο έγγραφα βρίσκονται στό 'Ιστορικό ’Αρχεία της Λευκάδας στό φάκελλο Amministrazione del Governo Provisorio Settin- sulare di Santa Maura. Filza lettere confinarie dal 9 Febbraro 1799 al 4 Ottobre 1802. Τό γράμμα τοΰ Παραβόλα, αχρονολόγητο, εχει ά- ριθμό πρωτοκόλλου 1 καί χρονολογία λήψης «9 Feb(brar)o 1799, S(tile) V(echio)»· έκεϊνο τοΰ Ραφτογιάννη εχει άριθμό πρωτοκόλλου 11 καί χρονολογία λήψης «2 Ag(ost)o 1799», τήν έπόμενη δηλαδή της σύνταξής του (1 Αύγούστου 1799). Καί τά δύο είναι γραμμένα σέ δίφυλλα. Τά εχει πρωτοδημοσιεύσει ό Ν. Γ. Σβορώνος,« "Εγγραφα άναφερόμενα είς τούς έν Λευκάδι κλεφτάς καί αρματολούς», Έπετηρίς τοΰ Μεσαιωνικού ’Αρχείου, I (1939), σ. 105-123 (σ. 111-113) μέ διαφορετικές άναγνώ-
σεις, κυρίως στό δεύτερο. Τά αναδημοσιεύει, μερικώς, άπό τήν έκδοση Σβορώνου ό Γ. Κοντογιώργης, «Προύχοντες καί παρακοινωνικά στοιχεία στή Λευκάδα τοΰ 18ου καί τοΰ 19ου αιώνα», Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών καί Πολιτικών ’Επιστημών, 'Αφιέρωμα στή μνήμη τοΰ Ν. Σβορώνου, ’Αθήνα 1992, σ. 139-156 (σ. 154-155). Σ’ αυτήν έδώ τήν έκδοση άποκαθιστοΰμε τήν ορθογραφία καί τή στίξη, διατηρούμε τούς στίχους τοΰ πρωτοτύπου, διακρίνουμε τά προσθετέα μέ όρθές άγκύλες, καί τις αναπτύξεις μέ παρενθέσεις. Παρέχω δείγμα τοΰ τρόπου της γραφής τοΰ Ραφτογιάννη, στ. 25: οπουνχηνεμερα χε η ττηστηκη τροηρου άμμου βασταν τα ποΒαρηα οχη τη νηχτα...
1
(Φ. 1Γ) Έκλα[μ]πρότχτοι άφε[ν]τά8ες της Άγι[ο]μαυρας τήν έκλχ[μ]πρ/2ότη σας δουλιχώς προσκυνώ καί μέ τό τχπεινό μου' γράμμα σχς φανερώνω: τ ί μεγάλα κάζα ίκα'̂ μα. είς τούς τόπους σας
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 183
καί μέ κυνηγάτε; Έγώ δέν έ^ιτηρα χανενός μίγια κότα στανικώς, δξου α μέΛ φίλεφε κανένας. Μέ τη[ν] Τουρκιά όπού έχω νά κά/7μω,
~ > / ^ ~ / f Τ Λ * /8 / ~ / /μου εττηρανε ουο-τρεις φορές το γείοος μου και με κυνηγάνε και με- νανε καί τούς πειράζω καί γώ '. Τώρα έγώ μέ τούς τόπου[ς] σ<χς δένV / / / 1 0 / ~ 1/ f t / Λ / / / / / ~εχω να καμω, μουνε μου ερχεται παραπονο, οπού όιχως να . σας πειράζω νά μέ κυνηγάτε, όπού μ ’ έχετε πα τριώτη καί θενά μέ κάμετε νά την άφήκω/ι'1 τή[ν] πατρίδα μου. Καί λέτε όπώς σας στενεύει ό κα/1'πετάν Χρίστος καί σας λέγει νά τοΰ δώκετε Θέ/Ι5λημα νά μέ κυνηγήσει μέ Τούρκους μέσα στούς τόπου[ς] σας. Δότε του νά φέρει καί Τούρκους μέσα/ι*> εύτοϋ, νά σάς προδώκει τη χώρα ώσά[ν] καί πρώτα./ ' Καί σάς λέγει όπώς μέ φυλάτε εύτοϋ μέσα καί δέ[ν]/ί$ τοΰ λέτε όπώς μέ φυλάγει ό γιδιος, ώσά[ν] καί πέρσι/19 όπού μ ’ εβανε νά χαλάσω τά τζεφτουλίκια τοΰ πα σά. Καί τώρα αΰτηνοι μέ φυλάνε, διατί άνί μέ κυνηγήσουνε, τούς σκοτώνω τά βόδια του[ς] καί τού[ς] άνθρώπους του[ς] καί τά γεννήματά τους τά καίγο/23 καί δ,τι μπορέσω θενά τούς κάμω. Καί 8ώ (φ. 1ν) γει μαι καί άς μέ κυνηγήσει. Νά κάμει ζάπι τόν έδικό του τό[ν] τόπο, όχι χαλεύει νά ζαπίσε ι καί της έ κλα[μ]πρότη[ς] σας τούς τόπους. Δέ[ν] τοΰ λέτε νά πάγει^' στό[ν] τόπο του ό καθένας; Τίσας έφορτώθηκε καίπολεμά- γει νά ορίσει τό[ν] τόπο σας καί σάς λέ γει όπώς όποιος μοΰ δίνειI / / / ~ >Τ“Ι / 2 9 / ~ Λ/ #·> t / I /ψωμι να τονε κυνηγάτε; Ε γω, μου οινει ολος ο κοσμος ψωμι.
Διατί ά δέμοΰ δώ/30κει, τοΰ σκοτώνω τό βόδι του γη τό μουλάρι τουV ♦ V I / 3 ί / V / / */Λ 1 / / / Γ Ί / /32γη τ <χλο γο του γη και τον ιόιο φυλάγω μες στη [ν] πόρτα του
καί τόνε σκοτώνω. Τώρα γη Έκλα[μ]πρότη σας33 τό γνωρίζετε, μούνε Θέλετε νά παίδευετε/34 τούς ραγιάδε [ς] σας καί σάς περικαλώ νά μήν άκοΰ/35τε τά μονοφι[λί]κικα ψέματα καί παιδεύετε/36 τούς γειτόνου[ς] σχς, διατί έγώ θενά κάμω δ,τι 37 νά μπορέσω έκει όπού μοΰ έ-πήρανε τό γεΐδος μου. Καί γή Έχλα[μ]πρότη σας κάμετεtt t / / 39 ι / · / » / / ~ / / / f / 40 / νοπωζ όρισε τε. Και ανισως και σας γράφω και κανένα ενα ντιο, ας εχω καί συμπάθεια, διατί γεΐμαι γίδιώτης. Καί τό γράμμα μου νά τό διαβάσετε δλοι γοί άφε[ν]τά/42δες σάς περικαλώ καί άνίσως έκα-
/ V /43 / e* / ef ~ / / / 4 4μα κακο, ας το ευρω και οποιονε έβλαψα να μου το φανερώσετε/ / f / / / / / r / /'45και κεινονε οπου με κυνηγαγει να τονε ςερω.
Γ ιά ν ν η ς Παραβόλας/46 έδικό[ς] σας πά[ν]τα.
184 ΣΧΟΛΙΑ
(Φ. 2ν] Τοϋν έκλα[μ]προτάτω[ν] κ ’ έξουσιαστά^δων άφε[ν]τά- δων σιόρ δετόρον Ρό/3χχο χχί σιόρ "Ατζουλου Γκίλη καί έπιΑλοί- πωνΛ προσκυνητώς δοθήτω/β [ύ]γειώς
* Α /7 /Αγιομ αυρα.
2
(Φ. 1Γ) Αίντεσιμώτατε καί εΰγενέστατε/2 χόριο κύρ κουμαντάν- τε της Ρωσίας/3 χχί επίλοιποι άρχοντες της χώρας Άγιχμχύρχς/4
1799 Αύγουστου π(ρώτη)/5σχς προσκυνώ κχί μέ τό δουλικό μου γράμμχ/β σοϋ [διόρθ. s.lin.:
ας] φχνερώνω: με τό νά ήμουν κχκός άνθρω πος εις την χώρχ σχς,t t f f f / * / 8 t # / λ / t t / t f /για οπου ερηκα ως και εις τα αγρια τα ρουνα* οπου με όρισες να
' * ~ Λ/ f * * * < » / / / 9 t / t ·. /πάγου, ετνηγα. Μα οπως εχεις ή εντιμοτη σου νομο οπου ο κλε-/ / » ~ //10 / λ / ν y ν / > ~φτης να προσκύναγες ο,τι πήρε να το οωσει, ετζι εχομε και εμείς
/ t / » / / / / f rf ~ */ / « / / i2νομο, οπου οποι ον πιασομε τα ο,τι μ<χς εκαμε να πλερωσει.'Ομως ενχ τουφέκι όρισες κχί τόδωκα· μ ’ ά ' ς είνχι καλά οπού θά μοϋ τό φτιάσουν άση μένιο κχί χ δε μου άξίζει, τό φιλεύω. Όμως ας άφησομε τή[ν] πολυλογία: έγώ/1β είμαι όπούμχι ένά[ν]τιος της Ρουσίχς, ώς κχθώς/Ι7 τό έβεβχιώσετεμχνχχοί σας'μά νά ξέρετε τό/ ν οχτρό σας ήτχν καλύτερα. Όμως σας μιλώ/19 νά μή ντέσω χχνένχν άπό χΰτοϋθε μέσχ, δχι φτωχός νά είπεϊ, όχι φίλος νά εί- πεϊ, κχί τόν/2/ πάρει ό θάρρος, διχτί μά τοΰ Θεοΰ τό ονομα/22 είναι γελχσμένος κχί πολύ βχσχνισμέ [φ. 2 ν] νος. Α ιατί αν ξαγορά- ζεται, [μ]παίνει σέ ξαγορά, είδέ κχί δέ[ν] ξα^γοράζεται κχί είναι
/ f > / /26 / / / / t f J7· rφτωχός, σε λ α πάρει την ευχαρίστηση τη μυτη και τα αυτια. Και όποιος τά βαστάγει χυτά, χς έβγει/2? οΰθε θέλει νά περπχτεϊ, θέλεις εις τό πέλχγο, θέλεις εις τη στερ/28γιά. Δ ιχτί έγώ θέλω νά πάρω τό
/ » / t r 7 //29 f / / r / / < f λσφαχτό απο τη[ν]κοττη , οπου να είναι μερα και οι πιστικοί τρου- ρου, χ μοΰβχσταν/3° τά ποδάριχ, οχι τη νύχτα κχί νχνχι χχίμχνχχά, δίχως/31 πιστικό. Έτζι τδχω σιασμένο. Διά νά μέ καταλάβετε/32 ή [μ]πχ[μ]πέσης εϊμχι ή [ν]τουρούσικος είμαι. Έγώ ελεγχ νά κάμ ω 33 τό[ν] πχλιογγαλχντόμο, μά σά μέ γνωρίσετε γιά ζαβό, έγώ/34 γιά όπου σας αδέιασα τό[ν] τόπο μέ γειά σας, μέ χαρά σας. Μα-
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 185
ναχά νά διαβάσετε τό χαρτί νά τ ’ άγκούσει ή φτωχολογιά/36 νά μη μέ λένε άπιστον. Ά ν δέ φτιαστεΐτό τουφέκι άσημέ/3?νιο, δέ[ν] τραβώ άπ’ αυτό τό ίσμέτι. Καί α δέ [ν] τό διαβάσετεm πού [μ]πλικα, 6,τι ζαράρι έλθει, ας είναι τό κρίμα είς τό λαιμό του739 (φ. 21) εκείνου όπου νά κρύψει τό χαρτί. Βλάχος είμαι καί ατζαμής καί ’ληνικά/4° δέν ήξέρω καί βλάχικα άποκρίθηκα, μά ναχω τό συμπάθεια./4<
Ρ α ψ τ ο γ ιά ν ν η ς βιωγμένος.
(Φ. 2Γ) Είς τούς αίντεσιμώτατους/2 καί εύγενέστατους κυρίου[ς] κύρ κουμαντά[ν]τε/1 της Ρωσίας καί έπίλοιπο/4 άρχο[ν]τες της “Αγιας Μαύρος.
ΣΧΟΛΙΟ
Τά πρόσωπα πού στέλνουν τά γράμματα αύτά δέν είναι άπό τά γνωστά τοΰ κόσμου τών κλεφτών πού δρα στό Ξηρόμερα καί στό Βάλτο της ’Ακαρνανίας: ό Παραβόλας πέρνα στίς ειδήσεις πού θησαυρίζει ό Α. Βαλαωρίτης ( Έργα, Γ ', ’Αθήνα 1908, σ. 140) καί γιά τόν Ραφτογιάννη ξέρουμε δτι τήν έπόμενη χρονιά (1800) βρίσκεται στό οθωμανικό έδαφος, προστατευό- μενος, καθώς καταγγέλλουν οί άρχές της Λευκάδας, τοΰ Ά λή Πασα (Π.Γ. Ροντογιάννης, Ιστορ ία της νήσου Λευκάδας, Β ', ’Αθήνα 1982, σ. 121)· άνήκει στούς βλαχικούς πληθυσμούς πού τροφοδοτούν στίς παραπάνω περιοχές, δπως καί άλλου, τή ληστεία, δέν είμαι δμως σέ θέση νά προσδιορίσω τή γενεαλογία του. Όταν διώχνονται άπό τή Λευκάδα, ή τελευταία βρίσκεται μαζί μέ άλλα άπό τά έπτά νησιά κάτω άπό τή Ρωσσοτουρκική Προστασία (1798-1800), γιά νά περάσει, μαζί μέ δλα τά άλλα, άμέσως σέ νέο καθεστώς, στήν Επτάνησο Πολιτεία (1800-1807). Οί άποδέκτες τών επιστολών άνήκουν στά όργανα πού είχαν θέση τοπικής κυβέρνησης: τό πρώτο άπ’ αύτά ήταν ή Commissione al Pubblico Bene πού τή συνέστησαν οί Ρωσσοτοϋρκοι στίς 17 Νοεμβρίου 1798* τό δεύτερο ήταν τό Conclave, όργανό πού προέκυψε άπό τήν πρώτη στίς 28 Φεβρουάριου 1799. Γιά τά ζητήματα αύτά άς προστρέξει κανείς στά άκόλουθα, κυρίως, έργα: Κωνστ. Γ. Μαχαιρας, Πολιτική κ α ί Δ ιπλωματική 'Ιστορία της Λευκάδος (1797-
186 ΣΧΟΛΙΑ
1810), A ', ’Αθήνα 1954, σ. 117Ί37 καί Π. Γ. Ροντογιάννης, δ.π., Β ', σ. 48 κ.έ' συνοπτικότερα, Ermanno Lunzi, Della Repuhblica Settinsulare, Bologna 1863, σ. 1-9. ’Από τούς αποδέκτες τοΰ γράμματος τοΰ Παραβό- λα, όσοι άναφέρονται ονομαστικά, ό Ρόκκος Δέ Τζώρτζης είναι αντιπρόσωπος (Prefetto) του Διοικητή (Comandante) της Λευκάδας καί ’Ιθάκης Angelo Orio, Βενετοϋ άξιωματούχου έγκαταστημένου στή Λευκάδα, τόν όποιο είχε διορίσει στή θέση αύτή ό Ναύαρχος Ούσακώφ στίς 28 Φεβρουάριου 1798, θέση πού κράτησε ώς τίς 28 Φεβρουάριου 1799, δηλαδή ώς τήν έκλογή τών πρώτων Προέδρων (Presidi) τοΰ Conclave. Ό Δέ Τζώρτζης άνήκε έπίσης στήν Commissione al Pubblico Bene, ένώ ο Άγγελος Μαρία Γκίλης άνήκε σέ ενα άπό τά όργανα πού εκλέχθηκαν μαζί μέ τήν Commissione, τούς Giudici Criminali. Οΐ άποδέκτες τοΰ γράμματος του Ρα- φτογιάννη δέν μνημονεύονται όνομαστικώς: ό «κουμαντάντες της Ρωσσίας» δέν νομίζω ότι είναι ό διοικητής τών εύάριθμων ρωσσικων στρατιωτικών δυνάμεων της Λευκάδας Κωνσταντίνος Σάλτης πού κι αύτός φέρεται ώς «κομαντάντε» στά ελληνόγλωσσα έγγραφα της έποχης, γιατί ή ύπόθεση τοΰ άποστολέα δέν έμπίπτει στίς δικές του αρμοδιότητες άλλά σέ έκεϊνες της τοπικής κυβέρνησης· όταν έπίσης γράφει ό Ραφτσγιάννης, ό Orio δέν άσκεΐ πλέον τις αρμοδιότητες τοΰ Διοικητη Λευκάδας καί ’Ιθάκης οΰτε ό Δέ Τζώρτζης έκεϊνες τοΰ αντιπροσώπου του: «διωγμένος», ό Ραφτογιάννης ίσως δέν γνώριζε τίς μεταβολές πού είχαν συμβεΐ στή διοίκηση τοΰ νησιοΰ. ' Η καταδίωξη τοΰ Παραβόλα εγινε πρίν άπό τήν προκήρυξη τοΰ Ούσακώφ (17 Μαίου 1799) μέ την οποία, υστέρα άπό παρέμβαση τοΰ ’Αλή πασα, ζητοϋσε νά έκκαθαρισθοΰν τά νησιά άπό τούς παράνομους πού άφηναν τό οθωμανικό έδαφος γιά νά βροΰν καταφύγιο σ ’ αύτά· ή καταδίωξη τοΰ Ρα- φτογιάννη θά πρέπει νά εγινε μετά τήν προκήρυξη αύτή. Ό καπετάν Χρίστος πού μνημονεύεται στό γράμμα τοΰ Παραβόλα είναι ό Χρίστος Κατσι- κογιάννης, γιός τοΰ άρματολοΰ Κατσικογιάννη ή αλλιώς Γιάννη Μπαμπά- τσικου- έξοντώνεται άργότερα μαζί μέ τόν άδελφό του ’Αποστόλη άπο τούς άνθρώπους τοΰ ’Αλή πασα.
Γιά τήν κατανόηση, τέλος, τών κειμένων σημειώνω τήν έρμηνεία ορισμένων λέξεων: ζάπι (κάνω -), ζαπίζω (τουρκ. zapt etmek), κυριεύω' ζαράρι (τουρκ. zarar), ζημιά- Ισμέτι (άντί χισμέτι, τουρκ. hizmet), υπηρεσία, υποχρέωση- μονοφιλίχιχχ, μεροληπτικά" ντουρούσιχος (τουρκ. duriist), εύθύς, μέ σωστή συμπεριφορά- τζεφτουλίκια, τσιφλίκια (ζευγάρια).
2 0
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ
"Ενα νέο μακρυγιαννικό κείμενο, τά « ' Οράματα καί Θάματα», δπως τό έπέγραψε ό έκδοτης, ήρθε νά άναθερμάνει τό ενδιαφέρον γιά τό εργο τοΰ Μακρυγιάννη καί νά θέσει σέ ορισμένους ενα δίλημμα: κατά πόσο καί τί είδους συνέχεια μπορεϊ νά υπάρχει άνάμεσα στό « Άπομνημόνευμα» καί σ ’ αύτό τό άλλο (αν πραγματικά είναι άλλο) κείμενο, τοΰ οποίου τό περιεχόμενο είναι «οράματα» καί «ονειροι», στή σημασία πού έχουν οί λέξεις αύτές στήν αρχαία ταξινόμηση τών ονείρων, δηλαδή όνειρα προεξαγγελτικά καί συμβολικά. Είτε προσανατολιστεί κανείς πρός τήν άσυνέχεια ή τή συνέχεια (καθώς ό υποφαινόμενος πιστεύει) τών δύο κειμένων, είναι άναγκασμένος νά άναφερθεϊ στήν παθολογία τοΰ Μακρυγιάννη, δπως μάλιστα αύτή μπορεϊ νά έξειδικευτεΐ άπό τήν ώρα δπου ύπάρχουν καί έξωτερικά τεκμήρια, ικανά νά τήν περιγράφουν μέ τρόπο περισσότερο ή λιγότερο «αντικειμενικό»: ύπανίσσομαι τίς γνωματεύσεις τών γιατρών πού τόν έξέτασαν κι άκόμη μαρτυρίες τρίτων, οΐ όποιες άναφέρονται άκριβώς στίς καταστάσεις πού ό ίδιος ό Μακρυγιάννης περιγράφει, σέ άλλη διάσταση, σ’ αύτό τό έπίδικο κείμενο. Δείξουν δέν δείξουν οί άναλύ-
Ή Αύγή, 27.5.1984, σ. 23.
188 ΣΧΟΛΙΑ
σεις αύτοΰ τοΰ είδους δτι τά «οράματα» καί οί «δνειροι» άπο- δεσμεύτηκαν άπό διαταραχές όφειλόμενες σέ κρανιακά ή άλλα τραύματα, ένα είναι σίγουρο, δτι τά οράματα καί οί δνειροι αναπαράγουν συλλογικά πολιτισμικά σύμβολα: άπό τήν άποψη αύτή, τά όνειρα τοΰ Μακρυγιάννη, ώς εμπειρικό πλέον υλικό, έρχονται νά προστεθοΰν στίς πηγές της ιστορίας, στίς πηγές έκεϊνες πού προσφέρονται γιά τήν ιστορική ερευνά τοΰ υποσυνειδήτου - μέ δλες, φυσικά, τίς ατέλειες στήν ανάλυση, δσες συνεπάγεται τό καταγραμμένο όνειρο πού αφήνει μέ τήν απουσία. τοΰ υποκειμένου του στή σκιά τό λανθάνον τμήμα του καί δέν επιτρέπει τή διαδοχική διόρθωση τοΰ συνόλου τής άφή- γησης.
’Έχουμε, λοιπόν, νά κάνουμε μέ μία νέα ιστορική πηγή, πού μας καλεϊ σέ ιστοριογραφικές δοκιμές, στίς όποιες δέν είμαστε έθισμένοι: πρόκειται γιά τά νοητικά συστήματα έπικοι- νωνίας, πού άποκαθίστανται άνάμεσα στό φυσικό καί τόν ύπερφυσικό κόσμο, συστήματα πού έχουν οδηγήσει σέ συλλογικά φαινόμενα πού έξειδικεύτηκαν σέ μορφές ύποκατάστασης τών θεσμοθετημένων συστημάτων τής επικοινωνίας αύτης άπό άλλα, παράλληλα ή αντιθετικά. Στήν περίπτωση τοΰ Μα- κρυγιάννη, δέν είμαστε εδώ- πρόκειται γιά μία προσωπική «λειτουργία», χωρίς κοινωνική δεξίωση: συνομιλώντας μέ τό θείο, ό Μακρυγιάννης δέν γίνεται μάγος, άντίκειται άντίθετα στή λογική τής κοινωνίας του, μπορεϊ τήν κάθε στιγμή νά μπαρκάρει στό καράβι τών τρελών, ώστόσο, τίποτε δέν λέγει δτι συγχρόνως δέν άνήκει σέ μιά πολιτισμική διάρκεια δπου, σταθμισμένη τουλάχιστον, ή λειτουργία πού έπιτελεϊ συνιστά έναν άπό τούς τροχίσκους τοΰ συνολικοΰ της μηχανισμοΰ. Σ’ αύτή τήν οπτική, τό ζήτημα της συνέχειας καί της ασυνέχειας δέν τίθεται ώς πρός τήν προσωπική ταυτότητα τοΰ Μακρυ- γιάννη, άλλά, δπως ώραΐα είπε ενας νέος ερευνητής σέ κάποια συζήτηση, ό Νίκος Θεοτοκάς, ώς πρός τήν κοινωνική καί δια
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 189
νοητική διάρκεια, στήν οποία ό ϊδιος ανήκει, τήν παραδοσιακή δηλαδή κοινωνία, πού συνιστα μία άπό τίς άναφορές τοΰ νεοΐ- δρυτου ελληνικού κράτους: ακριβώς, ή κοινωνία αύτή δέν εϊναι μεταλλάξιμη παρά μέσω κα ί άποδιαρθρωτικών διαδικασιών πού συμβαδίζουν μέ παραμορφωτικές έπίσης προσαρμογές.
Τό Άπομνημόνευμα διέπεται, στό βαθμό οπου ενέχει έ- ξηγητικές άπαιτήσεις, άπό μία προνοιακοΰ τύπου άντίληψη της ιστορίας: οί Τοΰρκοι έκαμαν άδικίες, ύπερέβησαν δηλαδή τήν τάξη τοΰ κόσμου, δπως τή θέλει ή πρόνοια, γι ’ αυτό καί προκαλοΰν άπό μόνοι τους τήν καταστροφή τους. Τήν άντίληψη αύτή τή μοιράζονται πολλοί, Τοΰρκοι καί Έλληνες: γι ’ αύτό κι ό θεός «ύπογράφει» τήν έλευθερίατών Ελλήνων. Τή θέληση της πρόνοιας ό Μακρυγιάννης τήν εκφράζει καί μέ τό λόγο καί εικαστικά, τή γνωρίζει μέσω της έπαφής μέ τό θείο, της άμεσης έπαφής μέ τό δνειρο, πού γιά τόν κόσμο του δέν είναι άλλο άπό τό μήνυμα πού έκπέμπει τό θείο, ρητά ή συμβολικά. Βρισκόμαστε μπροστά σέ έναν πανάρχαιο οικουμενικό διανοητικό τρόπο, μπροστά στά έργαλεΐα μιας διανοητικής καί πολιτισμικής διάρκειας. Τό ξένισμα δέν αρχίζει άπό τή στιγμή δπου διαπιστώνουμε δτι ό Μακρυγιάννης «πιστεύει» στά όνειρα καί στά μηνύματα πού αύτά εκπέμπουν — αύτό τό ξέραμε έξ άρχης: τό ξένισμα άρχίζει άπό τή στιγμή δπου ο τύπος τοΰ ονείρου εικονογραφεί τήν ακραία λογική τοΰ δια- νοητικοΰ συστήματος, στό όποιο ό Μακρυγιάννης άνήκει, λογική πού μπορεϊ νά άναγάγει σέ «ίδεότυπο» τόν παραδοσιακό κόσμο, «άποκαθαρμένο» άπό τή διαδικασία τών προσαρμογών πού καθιστοΰν ίδεολογικώς άπορροφήσιμο αύτόν τόν κόσμο. "Ενα δικό μας, δμως, ξένισμα, άπέναντι στήν άποκάλυψη τοΰ σκληρού πυρήνα της λογικής ένός συστήματος, δέν θέτει προβλήματα στό σύστημα καί στό μάρτυρά του, άλλά στή δική μας ιστοριογραφική συνείδηση πού κάποια στιγμή είναι υποχρεωμένη νά παραδεχτεί δτι ο καιρός της μακαριότητας εχει
190 ΣΧΟΛΙΑ
κι αυτός τά δριά του. Εννοώ τήν Ιδεολογική μακαριότητα πού, παρά τίς «διαλεκτικές» σταθμίσεις, κατασκεύασε σέ ιστοριογραφικό επίπεδο ενα άπείκασμα αύτοϋ του παραδοσιακού κόσμου, άναπορρόφητου πιά δταν ό μάρτυράς του τόν δείχνει σέ δλο του τό βάθος. Όταν δηλαδή ό μάρτυρας καταθέτει έφ’ δλης της ύπόθεσης.
' Ο Μακρυγιάννης τών δπλων καί τών στοχασμών γιά κά- ποια μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης, ό Μακρυγιάννης τών μονοσήμαντα διαβασμένων ’Απομνημονευμάτων βρίσκεται στό κατώφλι πού οδηγεί στή σωματική του έπικοινωνία μέ τόν εξωπραγματικό κόσμο: εναν κόσμο πού κάποτε μπορεϊ νά διαπιστώσει δτι είναι ό κόσμος τοΰ νοΰ του (καταθέτει καί πρός αύτή τήν κατεύθυνση τή μαρτυρία του αύτοαναλυόμενος), αλλά πού γιά τά διανοητικά εργαλεία τοΰ πολιτισμικού του συστήματος δέν γίνεται παρά νά είναι ένας άλλος κόσμος, τοΰ οποίου θά πρέπει νά ανοίξει τήν πύλη, δίνοντας συγχρόνως μία εξήγηση γιά τό λογικώς δυνατό τοΰ έγχειρήματός του (ανακαλύπτοντας, είρήσθω έν παρόδω, τό πλατωνικό σπήλαιο). Νά διαχωρίσουμε τόν Μακρυγιάννη πού ενσωματώσαμε στή δική μας ιδεολογία άπό έναν Μακρυγιάννη πού βρίσκεται στούς αντίποδες της ιδεολογίας αύτης, θά σήμαινε απλώς δτι συνεχίζουμε νά διαιωνίζουμε τή χρησιμοθηρική άντίληψη της ιστορίας, καταστρέφοντας τήν ΐδια τήν ιστορία ώς πράξη. ' Υπάρχουν, ωστόσο, άλλοι δρόμοι γιά τήν ιστοριογραφία, παλιοί άλλά δχι γι ’ αύτό άνεπίκαιροι. Οί απελευθερωτικοί δρόμοι πού μέ τήν ενεργητική κατανόηση τών ορίων, τά όποια ύ~ πάρχουν στή σχέση τοΰ άνθρώπου μέ τά μορφώματά του, οδηγούν στή συνολική κατανόηση στάσεων, πού άλλιώς μοιάζουν άντιφατικές, στήν κατανόηση τών στοιχείων ενός συνόλου σέ σχέση μέ τό σύνολο αύτό καί δχι σέ σχέση μέ τή δική μας δεκτικότητα. Άπό κεϊ καί πέρα, άπομένει νά σηματοδοτήσουμε ιστορικά τόν «άνθρωπο», τά «μορφώματά» του, τα
ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 191
«όρια», νά δοκιμαστούμε δηλαδή ιστοριογραφικά. Σ’ αύτήν τήν εκδοχή, δέν θά είχαμε νά έπιλύσουμε προβλήματα διχασμού της ταυτότητας του Μακρυγιάννη: μία άκόμη πηγή της ιστορίας μας, άρα καί μία πηγή γιά τή βίωσή της, θά προσφε- ρόταν σέ διερευνήσεις χώρων πού μένουν στή σκιά, άνάμεσά τους κι αύτή ή αίσθηση τοΰ σώματος πού διατρέχει τίς σελίδες τών γραφτών του.
1
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ
V
Δύσετό τ ’ ήέλιος σκιόωντό τε πχσχ ί άγυιαι
2 1
ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΕΡΟ ΤΟΝΟ
Κουβεντιάζουμε πολύ κοντά στήν ώρα που κυκλοφόρησαν δύο βιβλία μέ τό ονομά σας: Ελληνική κοινωνία καί οικονομία κα ί 'Ιστορία της Ίόνιας ’Ακαδημίας τοΰ Γεωργίου Τυπάλδου- Ίακωβάτου. Τό πρώτο άπό τά βιβλία είναι συναγωγή μελετών σας, πού, χωρίς νά είναι «αναδρομική έκθεση» της έρευνητικης έργασίας σας, περιέχει μαζί μέ τελευταίες κα ί παλαιότερες μελέτες σας ξανακοιταγμένες: ’Έχουμε τώρα στά χέρια μοις μεγάλο μέρος τοΰ «κατορθωμένου σώματος» πολύχρονων ερευνών πού αρθρώνουν ενα πλέγμα πολλαπλών υποθέσεων κα ί προσεγγίσεων τοΰ ιστορικού φαινομένου. Θά θέλατε, μέ την ευκαιρία αυτή, νά θυμηθείτε τίς άνάγκες καί τίς πραματικότητες που διαμόρφωσαν τίς ευαισθησίες καί τίς έπιλογές σας κα ί σας οδήγησαν στούς δρόμους της ιστορικής ερευνάς;
Γιά τά γραφτά, άς ποΰμε ήπιότερα οτι θά θέλανε νά συμβάλουν στήν άρθρωση αύτοΰ τοΰ πλέγματος τών ύποθέσεων καί τών προσεγγίσεων γιά τίς πρώτες αφορμές πού μέ στρέψανε πρός τήν ιστορία (δπως, άλλωστε, θά μποροΰσαν νά μέ στρέψουν άλλοΰ) θά κάμω λόγο στό βαθμό δπου συνιστοΰν
Διαβάζω, τχ. 61 (26.1.1983), σ. 80-88. Συνέντευξη στόν Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη. Ό τίτλος προστίθεται έδώ.
196 ΣΧΟΛΙΑ
στοιχεία δχι της αύτοβιογραφίας μου, άλλά μιας συλλογικής βιογραφίας δπου πολλοί συνηλικιώτες θ ’ άναγνώριζαν τίς προσωπικές τους εμπειρίες, μάλιστα δσοι ζούσαμε τότε στή Λευκάδα - άπό τήν Κατοχή ώς χοντρικά τά ’ 50.
Λέγω Λευκάδα, άρα ή άναφορά στόν Βαλαωρίτη είναι αύ- τόματη: ό πρώτος μου ποιητής άνασηματοδοτημένος άπό τήν ’Αντίσταση, άπ’ αύτό πού θά ονομάζαμε κυριολεκτικότερα «μυθολογία της ’Αντίστασης». Γιατί δέν ήτανε μόνο ή προτομή του στό «Μποσκέτο», τά γεωγραφικά του σήματα πού τά άναγνωρίζαμε κοιτώντας τ ’ άντικρινά βουνά καί που καί που περπατώντας, οΰτε μόνο κάτι κόρα μέ τήν « ’Αγράμπελη» καί τό «Σάν φύλλο κίτρινο καί μαραμένο»· ήταν κυρίως εκείνα τά ονόματα πού βγαϊναν άπό τό ποίημα γιά νά περπατήσουν στά βουνά, οί ’Αστραπόγιαννοι, οί Κατσαντωναΐοι, οί Βλαχαβαΐοι, οί Τζαβελαΐοι, τά ονόματα δηλαδή καί τά πρόσωπα της ’Αντίστασης· ήταν άκόμη ό Φωτεινός, άλλο τοπικό σύμβολο, τό «βόδι τό μανό», ό λαός πού τόν ξυπνούσαν τά κοινωνικά μηνύματα πού σκόρπιζε τό ΕΑΜ' νά μας λοιπόν σέ πλήρη κοινωνική λειτουργία τοΰ παρελθόντος, σέ πλήρη διαδικασία έξιδεολογισμοΰ, διαμόρφωσης ψευδοΰς συνείδησης. Ά πό δώ ώς τούς κλέφτες δέν εχει πολύ δρόμο. Ό δρόμος ήταν πολύς άπό τή διάψευση ως τή συγκρότηση άμυντικών μηχανισμών, άναπληρώσεων της διάψευσης.
Τά πρώτα της μηνύματα ήρθαν μέ τήν άλλαγή φρουράς, μέ τήν παράδοση τών δπλων, δπως λέγανε τότε- ύστερα τά τρόπαια, τά κομμένα κεφάλια πού κι αύτά τά ήξερες άπό τό τραγούδι καί σέ ξαναπήγαιναν σ ’ αύτό, οί δίκες σκοπιμότητας, δπως τίς λέγανε: καί πάλι τά ονόματα πού βγαϊναν άπό τό ποίημα καί πήγαιναν τώρα δχι στά βουνά άλλά στίς φυλακές καί στό άπόσπασμα. Άπό κοντά ήρθε ή πειθαρχία μέ τό γυμνάσιο, μέ τούς προσκόπους, μέ τά κατηχητικά, μέ τίς έθνι- κές τελετές, κάποτε μέ τήν καθαρεύουσα: ετσι φτιάχνονταν οί
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 197
άμυντικοί μηχανισμοί πού σέ βοηθούσαν νά μείνεις έξω άπό δλα τοΰτα, νά άνακαλύψεις τήν «άντικουλτούρα», δπως θά λέγαμε σήμερα, τίς άντι-συμπεριφορές. Καί πάλι οί δρόμοι, μέ τή βοήθεια μιας αναγκαστικής μοναξιας, μπορούσαν νά οδηγήσουν στήν ιστορία. Καί πρώτα ή άντικουλτούρα.
Τήν καθόριζε, καθώς καί τίς άντισυμπεριφορές, τό περιεχόμενο τής σχολικής άγωγης- ήθελε νά είναι ό άντίποδάς της. Καί καθώς ή τελευταία ήταν αύτή πού ξέρουμε ολοι, ή άντι- κουλτούρα δέν ήταν άλλο άπό τή συλλήβδην παιδεία πού άνα- πηδοΰσε άπό τίς τυχαίες άναγνώσεις, μερικές τους άπαγορευ- μένες, καί πού δέν οργανωνόταν ποτέ σέ συστηματική σπουδή. Οΐ άντισυμπεριφορές πάλι ορίζονταν άρνητικά άπό τίς εθιμοτυπικές συμπεριφορές πού ΐσχυαν στό σχολείο (άπαγόρευση νά κυκλοφορείς τό βράδυ, κούρεμα τών μαλλιών, τό πηλήκιο μέ τήν κουκουβάγια, υποχρεωτικός έκκλησιασμός, τά σχεδόν υποχρεωτικά κατηχητικά). Κοντολογίς ή μή προσαρμογή στήν έπίσημη πρακτική καί άξιολογία δέν ήταν στό βάθος άλλο άπό μιά προσαρμογή σέ έπίσης καθιερωμένες άξιολογίες καί πρακτικές, τίς όποιες έξυμνοΰσε στό έπίπεδο τών κενών λόγων ή σχολική άγωγή: έτσι μαθαίναμε νά ξεχωρίζουμε τήν πραγματικότητα άπό τό ιδεολογικό της άπείκασμα καί νά ά- ποκτουμε συνείδηση του έθνικοΰ ψεύδους- καί σ ’ αύτό βοηθούσαν θετικά μέ τόν υπαινικτικό τους λόγο ή μέ τήν προσωπική τους συμπεριφορά κάποιοι άπό τούς άδιόρθωτους άνατροπεϊς, ή τυραννισμένη γενιά τών δασκάλων της εποχής έκείνης.
Στή μικρή μας πόλη έβρισκες νά διαβάσεις (οχι βέβαια στή σχολική βιβλιοθήκη, μή «χρηστική», ούτε στήν κλειστή τότε δημοτική): τά δυό βιβλιοπωλεία τροφοδοτούνταν έπαρκώς άπό τίς εκδόσεις Γκοβόστη, Άετοΰ, Ίκαρου, άπό τά Νέα Βιβλία, Κολλάρο καί τά δμοια- τά Νέα Βιβλία σταμάτησαν φυσικά γρήγορα, υπήρχαν όμως στίς άλλες φλέβες, στά λιγοστά, περισσότερα ή πολλά βιβλία πού βρίσκονταν στά σπίτια
198 ΣΧΟΛΙΑ
(μαζί μέ κάτι άποκόμματα άπό τό λαϊκό πανεπιστήμιο της ’Ελεύθερης 'Ελλάδας ή τή μετάφραση τοΰ Επιταφίου ά
πό τόν Παναγή Λεκατσά, ολόκληρη σελίδα στό Ριζοσπάστη). "Ολα τοΰτα κυκλοφορούσαν άπό χέρι σέ χέρι καί, στήν παρέα μου, ενα-δυό είχαν γίνει καί σχολικά έγχειρίδια στίς μεγάλες τάξεις: τό Μικρό Φιλοσοφικό Λεξικό, ή 'Ιστορία τοΰ Γιάννη Ζεύγου, ή Διπλωματική 'Ιστορία τοΰ Ποτέμκιν. Καί ετσι ή πρόκληση πήγαινε μαζί μέ τήν άνάγκη νά φτιάχνουμε μιά έρ- μητική γλώσσα πού νά άποκρύβει μερικές άπό τίς πηγές της παιδείας μας. Υπήρχε δμως καί ή νόμιμη πρόκληση: νά έτοι- μάζεσαι στή γραμματολογία άπό τόν Μυλλέρο καί δχι άπό τόν Γαρδίκα, νά έμφανίζεσαι στήν τάξη μέ εναν Μιστριώτη καί δχι μέ τό σχολικό κείμενο* προκλήσεις βέβαια άχρείαστες, δταν είχες τήν τύχη, δπως τήν είχα, νά μαθαίνεις στήν τετάρ- τη τοΰ γυμνασίου άπό τόν ιδιο σου τόν καθηγητή τών μαθηματικών, τόν Γ ιάννη Παπαδάτο, τή γεωμετρία τοΰ Έ . Γ ιαν- νίδη, άντίποδα τοΰ Μπαρμπαστάθη.
Μέσα στίς ποικίλες αναγνώσεις, στίς όποιες πρυτάνευαν φυσικά οί λογοτεχνικές, τά περιοδικά δίναν κάποιο στίγμα έ- πικαιρότητας καί άπλωναν τό consensus σέ άπίθανα δρια: άπό τή μιά μεριά οί ’Αχτίνες κι αργότερα ή 'Ελληνική Δημιουργία κι άπό τήν άλλη έκεϊνα πού έμπαιναν στό άπέραντο κύκλωμα της άντικουλτούρας καί δπου δίπλα στά ’Ελεύθερα Γράμματα συγκατοικούσαν ή Νέα 'Εστία, ό Αιώνας μας, ή Άγγλοελληνική ’Επιθεώρηση' ακόμη, οί έπιφυλ- λίδες της Μάχης (δπου καί πρωτοεϊδα τό δνομα Άπόκαυ- κος — σέ κείμενο τοΰ Βέη, έξυπακούεται) καί, αύτονόητο, τοΰ Βήματος (δπου οί προτιμήσεις μου άρχιζαν άπό τόν Βενέζη καί κατέληγαν στόν Δημαρα, γιά νά άποκρυσταλλωθοΰν σύντομα σ ’ αύτόν). Μαζί μέ τίς ’Ακτίνες (διακηρύξεις χριστιανών έπιστημόνων καί τά ρέστα), τά κατηχητικά, τούς πανηγυριώτικους λόγους, ήταν έπόμενο νά απορρίπτεται καί ό
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 199
Παπαδιαμάντης, ένώ (έλέω ’ Ελευθέρων Γραμμάτων) διασωζόταν ό Κόντογλου καί άναγόταν σέ αξία ό Βλαχογιάννης, γιατί οΐ ταπεινωμένοι καί καταφρονεμένοι τοΰ ένός (αντάμα μ’ έκείνους τοΰ Ντοστογιέφσκη) καί τά παλικάρια τά καλά τοΰ άλλουνοΰ ταυτίζονταν μέ άλλα πρόσωπα πού ολοκληρώνονταν θετικά στόν Διγενή τοΰ Σικελιανοΰ (άλλος προγραμμέ- νος) ή στή Φωτιά τοΰ Δημήτρη Χατζή καί (σέ «πανανθρώπινη» διάσταση) στόν Ζάν Κριστόφ καί στό Χωρίς άνάσα (μέ πολύ καλή θέληση πού δέν έφτασε γιά τό Πώς δενότανε τ ’ ατσάλι καί δέν χρειαζόταν γιά τήν Πείνα—'ίσως γιατί δέν ήξερα τότε δτι ο Χάμψουν ήταν δοσίλογος). Μέσα, λοιπόν, στίς ποικίλες άναγνώσεις έπεφταν άταχτα κάτι ονόματα δπως Σά- θας, Άμαντος, Λουνατσάρσκι, Κορδάτος, Παπαρρηγόπουλος (άπό νωρίς λόγω Βουλγάρων), Βέης, Καμπάνης, Μαχαιράς, Βλαντής (τοπικοί ιστοριογράφοι) καί πάει λέγοντας, πού μέ τά γραφτά τους, 6σα πέφτανε στά χέρια μου, μοΰ υπέβαλλαν τήν ιδέα ένός ιστοριογραφικού συνόρου πού ξεχώριζε τούς μέν άπό τούς δέ καί άφηνε γενικώς εκτός συνόρου κάποιο άπό τά βιβλία πού μέ εϊχαν έντυπωσιάσει (ειτε ήταν ή Ιστορ ία της Γαλλικης ’Επανάστασης τοΰ ’Αλμπέρ Ματιέ ειτε ήταν ή Καταγωγή της οικογένειας) ή άπό άλλα πού είχα αγαπήσει. Κάποιο σούρουπο τό φθινόπωρο τοΰ 1949 έλαβα τήν Ισ τ ο ρία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τοΰ Κ.Θ. Δημαρα: νομίζω δτι άπό κείνη τή στιγμή καί υστέρα τό σύνορο άρχιζε νά παίρνει άλλη κατεύθυνση, πράγμα πού τό συνειδητοποίησα λίγα χρόνια άργότερα, δταν στό αθηναϊκό πανεπιστήμιο ξανάρχιζε ή ϊδια διαδικασία «άποστασιοποίησης» πού τήν πρώτη της γλύκα τήν ειχα πάρει στό γυμνάσιο τής Λευκάδας.
* Η Λευκάδα μαζί μέ τίς φλέβες τών βιβλίων καί τό παιχνίδι της άρνησης μοΰ έδωσε ένα δάσκαλο πού ζοΰσε τήν παιδεία του ώς συγκίνηση: τόν ιστορικό Παναγιώτη Ροντογιάννη, έναν άπό τούς τελευταίους Έπτανήσιους· τοΰ χρωστώ, άνά-
200 ΣΧΟΛΙΑ
μεσα στά άλλα, τή γνωριμία μου μέ τήν άρχειακή ύλη. Αύτά, ώς πρός τά στοιχεία της συλλογικής βιογραφίας: ψυχολογικές προϋποθέσεις πού μπορούσαν νά οδηγήσουν καί πρός τήν ιστορία, ψυχολογικές έτοιμότητες πού, μαζί μέ τήν έπενέργεια τών ιδεολογημάτων, μπορούσαν νά οδηγήσουν πρός τή νεοελληνική ιστορία- άπό κοντά οί διαθεσιμότητες τοΰ τόπου, τό αρχειοφυλακείο του μέ τόν άφοσιωμένο του διευθυντή, τόν Γιώργο Παρίση, οί τυχαίες συναντήσεις μέ κάποια βιβλία, ή ακτινοβολία ένός δασκάλου καί, περισσότερο, οί δεκτικότητες μιας κοινωνίας, κριτικής, διαλυτικής μέσω τοΰ σατιρικού της πνεύματος, δίκαιης.
Στήν ’Αθήνα συνάντησα κι άλλους πού άπό ομόλογους ή διαφορετικούς δρόμους φτάνανε στήν ιστορία. Φτιάξαμε «πρόσκαιρες» συναθροίσεις, τό Νέον Άθήνααον, ένα τυπικά άχρωμο «περιοδικόν σύγγραμμα», ή στήσαμε φιλίες πού κρατοΰν καί πήραμε τήν ’ίδια πορεία πλεύσης· οί τελευταίοι έπιχειροΰμε σήμερα, άργά, νά βγάλουμε ένα άλλο καί διαφορετικό, τά 'Ιστορικά, ό Φίλιππος Ήλιού, ό Βασίλης Παναγιωτόπουλος κι ό υποφαινόμενος στίς έκδόσεις «Μέλισσα». Κάποια στιγμή, στά 1960, ύστερα άπό μιά περιπλάνηση στόν «λόγιο» έπαγγελμα- τισμό, φάνηκε οτι άράζω στήν έρευνα, στό Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, μέ τό όποιο ό Κ.Θ. Δημαρας μας άνοιγε ένα παράθυρο στόν κόσμο. Τό ’65 φύγαμε μέ τή γυναίκα μου γιά σπουδές στό Παρίσι- προγραμματίζαμε τρία χρόνια καί γίνανε μιά ζωή. Έκεΐ ειδα κι άκουσα άνθρώπους πού τούς είχα γνωρίσει άπό τό παράθυρο πού μας άνοιξε ό Δημαρας- είδα καί τί σημαίνει νά μή λησμονείς τήν ’ Ιθάκη πού σου έδωσε τό ώραϊο ταξίδι — γι ’ αύτή μιλούσαμε ώρες καί ώρες μέ τόν Νίκο Σβο- ρώνο. Κάνοντας τό «τραγέτο» Παρίσι- ’Αθήνα, δέν έχω τήν αίσθηση πώς φέρνω καμιά πραμάτεια: τό μάθημα πού πήρα άπό τήν δποια οικειότητα έχω μέ τήν έπιστήμη μου συνίστα- ται στή βεβαιότητα ότι ή πραμάτεια του ίστορικοΰ, αύτή πού
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 201
μπορεϊ νά περάσει στήν άγορά, είναι φευγαλέα, δέν σοϋ ανήκει ’ πρόκειται γιά τή μετάδοση της αίσθησης δτι ζοΰμε σέ πολλούς χρόνους καί βιώνουμε διαφορετικές χρονικές ποιότητες τήν ίδια στιγμή. Αύτό σημαίνει δτι ή ιστορία ώς έπιστήμη είναι δράση· κι έγώ ξέρω πολύ καλά ποιά είναι τά δρια τοΰ περιθωρίου στό όποιο, μαζί μέ άλλους, είμαι ταγμένος: απομένουν οί έπίμονες ψευδαισθήσεις, τό αλάτι της ζωής, δηλαδή ή διαλεκτική μας σχέση μέ τήν κοινωνική άδράνεια — θά έλεγα τήν «έθνική» μας αδράνεια.
Μιά έρώτηση, πού θά μπορούσε νά είναι έκκληση γιά «λόγο περί της μεθόδου»: τί θεωρήσατε δτι πρέπει νά συνετίσετε άπό τά κατορθωμένα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας καί ποιους άλλους δρόμους ήταν ανάγκη νά αναζητήσετε;Δέν είχα ποτέ τή φιλοδοξία νά σημαδέψω μέ τό κόκκινο
μολύβι δ,τι έτυχε νά γνωρίσω άπό τήν έθνική μας ιστοριογραφία. Όπως κάθε γνωστικό κεφάλαιο, είναι έπαναξιοποίηση είτε ώς καταγραφή τοΰ όντολογικοΰ τμήματος τής ιστορίας είτε ώς άντικείμενό της. 'Οπωσδήποτε δέν είχε στό σύνολό της τήν έπιθυμητή έμβέλεια, υποδείκνυε συνεπώς τά πεδία στά όποια θά έπρεπε νά δοκιμαστεί ό ιστορικός, χωρίς ή ίδια νά τά έχει πάντοτε υποψιαστεί, τά υποδείκνυε μέ τίς σιωπές της· άλλοτε καλλιεργοΰσε τό έδαφος καί δριζε τά έπί μέρους πεδία όργανώνοντάς τα σέ γνωστικές άλληλουχίες καί φορτί- ζοντάς τα μέ θεωρητικό στοχασμό. Θήτεψα σέ αποφασιστικές χρονικές στιγμές σέ ένα κλίμα πού έμψύχωνε ό Κ.Θ. Δημαρας καί τό κατεύθυνε πρός τήν τελευταία έκδοχή: δέν έγινα ιστορικός τής παιδείας μας, άλλά αύτό είναι λεπτομέρεια. Κάποια στιγμή θεώρησα δτι ή μελέτη τοΰ εμπορίου τόν ιη ' αιώνα θά πρόσφερε ένα κλειδί γιά τήν κατανόηση τοΰ «καπιταλισμού» μας: ήμουν καί πάλι μέσα στήν κατορθωμένη ιστοριογραφία
202 ΣΧΟΛΙΑ
μας - δηλαδή στή Θεσσαλονίκη τοΰ Σβορώνου καί στήν Αυγή τοΰ Μάξιμου. Θά μποροΰσα νά εΐδικευθώ στήν ιστορία τοΰ έ- μπορίου: κάποια στιγμή θέλησα νά μάθω τί σημαίνει έμπορος· μελέτησα ένα προσωπικό παράδειγμα, έναν τύπο έμπορου καί basta. Γιατί τά λέγω αύτά: γιά νά πω δτι ή ιστοριογραφία μας, ένα μέρος της ιστοριογραφίας μας, προσφέρεται σέ έργα- σίες «συνέχειας» πού όδηγοΰν σέ αποκρυσταλλώσεις, σέ τελειότερες άκόμη αποδεσμεύσεις τών μηχανισμών πού οί ’ίδιες άποκάλυψαν αν έγώ προσωπικά δέν πολυαι,σθάνομαι άνετα σ ’ αύτό πού λέμε «περαιτέρω έρευνα» τών ίδιων πραγμάτων, τοΰτο είναι άλλη ιστορία πού δέν υποχρεώνει κανένα. Είτε όμως δίνει είτε δέν δίνει άφορμές ή ιστοριογραφία μας γιά τήν άνίχνευση παρθένων (γιά μας) πεδίων, αύτά υπάρχουν: ένα τους, ή λογική τών μηχανισμών καί ή πραγματικότητα της ιστορίας- προσπάθησα νά 8ώ μιά έκφανση τών πρώτων σέ ένα βιβλιαράκι γιά τούς μηχανισμούς της άγροτικής οικονομίας στήν τουρκοκρατία καί θά ήθελα νά φτάσω κάποτε στή σύζευ-ξη·
Κ αί γιά νά συμπληρώσουμε την ερώτηση: πέστε μας δυό λόγια γιά τό τυχαίο καί τό έπιλεγμενο στη θεματολογία τών ερευνών σας.
”Αν άφήσουμε στήν άκρη τίς «λεηλατικές» συνήθειες πού μας κάνουν νά διαλέγουμε τό «άγνωστο» άπό ένα σύστημα πληροφοριών —όπως είναι ένα άρχεϊο—, δέν πολυκαταλαβαίνω τή διάκριση άνάμεσα στό τυχαίο καί τό ηθελημένο: καθένας μας έχει στό κεφάλι του ένα πλέγμα υποθέσεων (αν υπάρχει κάτι τό ήθελημένο εϊναι ακριβώς ή οργάνωση καί ή άνάγκη γιά έλεγχο αύτών τών ύποθέσεων)· ή ιστορική μαρτυρία δίνει τήν άναγκαστική της απάντηση σέ κάποια άπό τά τμήματα αύτοΰ τοΰ πλέγματος, οργανώνει, δέν υποβάλλει, τή θεματολογία - ή θεματολογία προϋπάρχει ώς γνωστική απαίτηση.
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 203
Τυχαία είναι κάποτε ή εύρεση της μαρτυρίας: Τό χειρόγραφο της 'Ιστορίας της Ίόνιας ’Ακαδημίας τό βρήκαμε τυχαία μέ τόν Βασίλη Παναγιωτόπουλο ψάχνοντας ενα άρχεϊο. ’Άν δέν τό βρίσκαμε δέν θά τό παρουσίαζα. Τό εύρημα όμως δέν μέ έκαμε νά γράψω μιά ιστορία τοΰ ίονικοΰ πανεπιστημίου ούτε νά ασχοληθώ μέ τή βιογραφία του συγγραφέα τοΰ χειρογράφου — τό ένα καί τό άλλο δέν άποτελοΰσαν γιά μένα γνωστική άπαίτηση. Χρησιμοποίησα τό μήνυμα τοΰ χειρογράφου στό βαθμό δπου έδινε άπαντήσεις σέ ένα πλέγμα ύποθέσεων πού είχα στό κεφάλι μου, δέν τό έκαμα άφορμή γιά νά καταλήξω σέ μιά θεματολογία τοΰ τύπου «βίος καί έργα τοΰ Γεωργίου Τυπάλδου».
"Ολα αύτά τάχρόνιχ τών τριών δεκαετιών που δουλεύετε στήν ιστορική ερευνά κχ ί στήν ιστορική πχι8είχ, θά θέλατε νά μας πείτε που ή προσπάθεια χυτή συναντιέται μέ τά μεγάλα ή τά μικρότερα προβλήματα που εζησε κχ ί ζε ϊ ή κοινωνία μας; Γενικότερα, κα ί ανεξάρτητα άπό τίς κοινωνικές συνειδητοποιήσεις, ποιες είναι οί δυνατότητες άλλά κα ί ο ί πραγματικότητες παρέμβασης τών ιστορικών στό κοινωνικό γεγονός;
Παρεμβαίνει ό ιστορικός στό κοινωνικό γεγονός στό βαθμό δπου τό γεγονός αύτό είναι καί πολιτισμικό- στό βαθμό όπου τό γεγονός αύτό έννοιολογεΐται. Παρεμβαίνει εϊτε τροφοδοτώντας τήν ιδεολογία εϊτε συμπεριφερόμενος ώς ιστορικός, έχοντας δηλαδή συνείδηση τοΰ φαινομένου καί της λειτουργίας της ιδεολογίας καί έχοντας συνείδηση οτι καί ό ίδιος είναι φορτισμένος άπ’ αύτή: προσπαθεί δηλαδή νά λειτουργήσει άπο-ι- δεολογοποιητικά — άς μοΰ έπιτραπεϊ ή λέξη. Μέσα στά όρια της άπήχησής του, εισάγει έρμηνευτικές προτάσεις πού μπο- ροΰν νά χρησιμοποιηθοΰν στήν κατανόηση τοΰ «κοινωνικοΰ γεγονότος», συνεπώς καί στή στάση πού παίρνουμε άπέναντί
204 ΣΧΟΛΙΑ
του- κυρίως, είσάγοντας τίς προτάσεις αύτές διαφοροποιεί τούς νοητικούς μηχανισμούς τών οποίων είμαστε φορείς (γιά νά μήν παραπαίρνουμε φόρα: είναι δυνατό νά διαφοροποιήσει τούς νοητικούς μηχανισμούς — καί πάλι ή διάσταση άνάμεσα στή λογική καί την πραγματικότητα)- είσάγοντας αύτές τίς προτάσεις μπορεϊ νά συμβάλει στή διεύρυνση τών συνειδότων μας. Όλα τοΰτα, στήν ιδανική τους διάσταση, έκφράζουν τή λογική τής ιστορίας ώς γνώσης, ώς διαδικασίας τής γνώσης καί βρίσκονται φυσικά σέ εμμεση συνάρτηση μέ τά μικρά ή μεγάλα προβλήματα τής κοινωνίας μας. Άλλά τό ζήτημα δέν είναι νά άποκατασταθεϊ ή σχέση, πού έτσι κι αλλιώς υπάρχει, άνάμεσα στά ένδιαφέροντα τοΰ ίστορικοΰ καί τά προβλήματα τής κοινωνίας του, άλλά νά άναζητήσουμε σέ ποιό βαθμό ό ιστορικός άσκεΐ, τοΰ έπιτρέπεται νά άσκήσει, μιά συνειδητή παρέμβαση στήν κοινωνία του- κι αν έπιχειρεΐ τήν παρέμβαση αύτή, σέ ποιά οπτική τήν επιχειρεί: στην οπτική τής ιδεολογικής ή τής γνωστικής χρήσης τής ιστορίας; Γ ιά νά γίνεται τό δεύτερο προϋποτίθεται δτι υπάρχει κοινωνική ανάγκη τής ιστορίας ώς επιστήμης καί δχι κοινωνική άνάγκη τής ιστορίας ώς ιδεολογήματος. Ή παρέμβαση αύτή, ή συνειδητή, θετική παρέμβαση δέν έγινε μέ τρόπο ώστε οί πολλές προσωπικές παρεμβάσεις νά ένορχηστρωθοΰν σέ μιά συμφωνία, προφανώς γιατί δέν υπάρχει ή κοινωνική άνάγκη γιά ιστορία.
’ Αλλά έδώ πρόκειται γιά ένα εύκολο άλλοθι: ή άνάγκη δέν ύπάρχει στό έπίπεδο δσων έλέγχουν τούς μηχανισμούς μέσω τών οποίων διαμορφώνεται ή κοινωνική συνείδηση, άπό τούς φορείς δηλαδή τής εξουσίας, δπως αύτή κεντρώνεται καί δπως καταμερίζεται- αύτό δέν σημαίνει δτι ή άνάγκη δέν υπάρχει «άντικειμενικά», δτι δηλαδή ή κοινωνία μας ώς πραγματολογικό δεδομένο δέν ένέχει τίς δυνάμεις, τίς άνάγκες πού οδηγούν σέ πολιτισμικά αιτήματα, άνάμεσα στά όποια καί ή βίωση τής ιστορίας ώς γνωστικής διαδικασίας. Απομένει στούς
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 205
ιστορικούς, σέ δλους τούς κοινωνικούς έπιστήμονες, νά καταστήσουν συνείδηση τήν ανάγκη αύτή, νά μεταγράψουν, σέ τελευταία άνάλυση, σέ πολιτικό στοχασμό, άρα σέ δράση, δχι απλώς δποιες «βεβαιότητες» αναδύονται άπό τήν ερευνά τους, δσο τή λογική πού ορίζει τόν τρόπο μέ τόν όποιο προσεγγίζουν τό άντικείμενό τους: τίθεται δηλαδή τό αίτημα της διαφοροποίησης τών νοοτροπιών. Γι ’ αύτό είναι χαμένο τό παιχνίδι της παρέμβασης τοΰ ίστορικοΰ, κάθε φορά πού αύτή ορίζεται άπό αντιλήψεις τοΰ τύπου: «νά μάθουμε τή σύγχρονη ιστορία μας πού, σάν πιό κοντινή μας, μάς βοήθα νά έπιλύσου- με προβλήματα τοΰ παρόντος»- τό έρμο τό παρόν τρέχει γρηγορότερα άπό τίς έρευνες· έκεϊνο πού τρέχει άργότερα είναι τό μάγμα τών άντιλήψεων μέσω τών όποιων άντιμετωπίζουμε τό παρόν, δηλαδή μέσω τών οποίων προσαρμοζόμαστε στό παρόν καί ζοΰμε τήν ώραία σχιζοφρένεια της άναντιστοιχίας άνάμεσα σέ οικονομικές, κοινωνικές καί ιδεολογικές δομές, ά- ναντιστοιχία γιά τήν όποία θά μας μιλήσει ό Φίλιππος Ήλιού τό Σεπτέμβρη τοΰ ’83 στό συνέδριο ιστορίας πού οργανώνει τό Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, θέλοντας κι αύτό νά συμ- βάλει στήν παρέμβαση τών ιστορικών στήν κοινωνία τους καί στά προβλήματά της.
Έχετε μιλήσει γ ιά δύο άξονες πού πρέπει νά άκολου- θοΰν ή στρατηγική κα ί ο ί πραγματώσεις της νεοελληνικής ιστοριογραφίας: έγγραφη τοΰ ελληνικού ιστοριογραφικού φαινομένου στην ευρυχωρία τοϋ εΰρωπαϊκοΰ κα ί τοΰ παγκόσμιου ομολόγου του, κα ί άπό την άλλη μεριά σύνδεση, έν- σωμάτωση της ιστορικής ερευνάς, μ έ την άμεση κα ί πολύ- τροπη ανακοίνωση τών αποτελεσμάτων της, στό πολιτισμικό φαινόμενο, στην προσπάθεια γιά τόν προσδιορισμό κα ί τη βίωση μιας πολιτισμικής ταυτότητας. Έδώ ΐσως χρειάζεται νά μάς μιλήσετε γιά την «εγρήγορση ττνευμα-
206 ΣΧΟΛΙΑ
τος» πού φέρνει ή ερευνητική διαδικασία κα ί την «αίσθηση της ίδιάζουσας λειτουργίας τοΰ χρόνου» πού φέρνει ή ιστορική παιδεία μέσα κι εζω άπό τη σχολική διαδικασία. Νομίζετε δτι τά βήματα της ιστορικής ερευνάς κα ί της ιστορικής παιδείας στόν τόπο μχς, άλλά κχ ί τά αίτούμενα της κοινωνίας μας είναι πρός τήν κατεύθυνση αύτή;' Ως πρός τά αίτούμενα τής κοινωνίας μας δέν εχω παρά
νά παραπέμψω στά προηγούμενα: τό ζήτημα δέν είναι νά γραδάρουμε τίς άδράνειες, άλλά νά ποντάρουμε στίς κινητικότητες μέσω της αισιοδοξίας πού υποβάλλουν οί έπίμονες ψευδαισθήσεις, δηλαδή ή βίωση της λογικής της ιστορίας πού σου λέει δτι ετσι κι άλλιώς οί Μήδοι θά περάσουν, άλλά έκεϊνο πού, δσοι Μήδοι κι άν περάσουν, θά φυλάνε οί άνθρωποι είναι οί Θερμοπύλες. Κι δλα τοΰτα οχι γιατί τάχα, στίς έρχόμενες γενιές, δέν θά ύπάρχουν Μήδοι καί θά πουν τά παιδιά τών έγ- γονιών μας, δπως λέγανε γιά μάς οί τρίσαβοί μας δτι θά πούμε: «καί τώρα ησυχάσαμε»· άλλά γιατί άκριβώς δέν θά πρέπει ποτέ νά ήσυχάσουμε, οΰτε νά εύχηθοΰμε σέ κανέναν ησυχία (ά- ρα τάξη καί ασφάλεια), γιατί θά ξέρουμε (κι εϊναι δουλειά της ιστορίας νά τό πει μέ χίλιες γλώσσες) δτι ή σύνθεση πού προκύπτει άπό τήν άρνηση της άρνησης ανήκει στή λογική, όχι στήν πραγματικότητα της ιστορίας· στήν τελευταία ανήκει η τραγική σχέση τοΰ ανθρώπου μέ τά κοινωνικά του μορφώματα, καί ή ιστορία ώς γνωστική πράξη εχει νά μεταφέρει αύτή άκριβώς τή συνείδηση ή μιά αίσθηση της ίδιάζουσας λειτουργίας τοΰ χρόνου, τοΰ ίστορικοΰ χρόνου «κατηγορημένου» στίς ποιότητές του —τίς διάρκειες—καί διαμορφωμένου σε πνευματική κατάσταση, σέ έννοιολογικό έργαλεϊο. Είναι δουλειά της ιστορίας νά τό κάμει, τουλάχιστον κι αύτη, μέ τόν δικό της τρόπο προσέγγισης στά αντικείμενά της. Τής χρειάζεται φυσικά έγρήγορση (λέγω της ιστορίας ώς έπιστήμης), δηλαδή συμμετοχή σέ δλες τίς ομόλογες γνωστικές διαδικασίες σέ μια
a n t i γ ια ς τ ν ο ψ η 207
μετεπιστημονική οπτική: στήν οπτική αύτή γίνονται «έπι- χειρησιακές» οί λογικές τών άλλων έπιστημών διευρύνοντας την ιστορική «θεματολογία» καί άποκαθιστώντας την έπικοι- νωνία άνάμεσα σέ δλες τίς επιστήμες.
Δουλειά της ιστορίας νά τό κάμει, λέγαμε, μέ τά δικά της εργαλεία, διανοητικά καί πραγματικά’ τά τελευταία είναι οί πηγές της. Θεωρήστε, άνάμεσα στά χίλια παραδείγματα, τήν έπίπτωση πού έχει καί στά πρώτα καί στά δεύτερα ή άνατρο- πή τών σχημάτων τοΰ τύπου «πολιτισμένος - άπολίτιστος», «ορθολογικό - μή ορθολογικό», άνατροπή πού έφερε ή άνθρω- πολογική έρευνα, γιά νά φανεί τόσο ή άέναη δυνατότητα «έ- πανανάγνωσης» της ιστορίας δσο καί ή πολιτισμική της συνέπεια, ή ένσωμάτωση δηλαδή στήν πολιτισμική μας ταυτότητα της αίσθησης τοΰ ιστορικού χρόνου. Όλα τοΰτα βέβαια εξειδικεύονται, πρέπει νά έξειδικεύονται, σέ έπί μέρους προσεγγίσεις πού έχουν τήν άξια παραδείγματος· άπό τή στιγμή αύτή καί ύστερα μπορεϊ τό παράδειγμα νά ένοφθαλμίζεται στίς μορφές μέ τίς όποιες «κατορθώνεται» ή παιδεία, άρα καί στούς τρόπους μέ τούς οποίους διαμορφώνεται ή συνείδησή μας γιά τό «είναι» καί τό «έγώ».
Τά βήματα της έρευνας στό σύνολό τους δέν νομίζω δτι πηγαίνουν πρός τήν κατεύθυνση πού υποδηλώνω· άλλά καί πάλι, σημασία δέν έχουν τόσο τά οργανωμένα βήματα δσο τά παραστρατήματα- υπάρχουν τουλάχιστον ώς πρόθεση σέ πολλούς και ώς πορεία σέ αρκετούς. Ώς πορεία σέ δλους έκείνους πού ή δουλειά τους έπιτρέπει τή «συνέχεια», γιά τήν οποία μιλούσαμε παραπάνω: είναι τά γενναία έργα πού ενέχουν τό σπέρμα τής μεταλλαγής τους. Πάρτε γιά παράδειγμα τή Θεσσαλονίκη τοΰ Νίκου Σβορώνου καί φανταστείτε την μαζί μέ τήν ένδοχώρα, μαζί μέ τήν οικονομική λογική της ένδοχώ- ρας, πού καί ή μιά κι ή άλλη υπάρχουν σπερματικά στό βιβλίο αύτό, πού δέν είναι άποκλειστικά ή μελέτη ένός λιμανιοΰ, δ-
208 ΣΧΟΛΙΑ
πως συνήθως λένε- θά γίνει τότε φανερό τί σημασία έχουν τά παραστρατήματα, τί δυνατότητες «δεξίωσης» παρέχουν στίς προθέσεις γιά άλλα παραστρατήματα. Τό αίτούμενο είναι πώς θά περάσουμε τό σύνορο ανάμεσα στούς διαφορετικούς βηματισμούς, πώς δηλαδή θά δημιουργήσουμε τό ιστοριογραφικό consensus, πέρα άπό τό βηματισμό της χήνας ή τό ση- μειωτόν (τό όποιο, ώς γνωστόν, δέν χρειάζεται καί πολύ χώρο).
' Η ιστορική ερευνά προϋποθέτει ένα έργαστηριακό καθεστώς καί ενα καθεστώς τοΰ έρευνητη: άπό μόνα τους καί τά δύο δέν άρκοΰν γιά νά μεταλλάξουν τήν έρευνα —μιλώ γιά τήν ιστορική έρευνα, γιά τήν έρευνα στό πεδίο τών κοινωνικών έ- πιστημών—σέ κοινωνική παρέμβαση· γιά νά γίνει ή παρέμβασή της, χρειάζεται οί φορείς της νά μετέχουν στίς έγνοιες γιά τίς όποιες μιλούμε, ώς συλλογικά σώματα μάλιστα. Έ συμμετοχή ωστόσο σ ’ αύτές τίς έγνοιες δέν μεταφράζεται στίς συνδικαλιστικές πιέσεις, στούς συνδικαλιστικούς άγώνες, άν θέλετε, πού κάθε τόσο ξεσποΰν στό χώρο της έρευνας καί ιδίως της έκπαίδευσης. Κατά τά άλλα μιλούμε γιά «ποιοτικά» αιτήματα καί τά όμοια, ένώ απλώς διαιωνίζουμε τούς μηχανισμούς τών κοινωνικών άδρανειών. Πάρτε γιά παράδειγμα τήν κινητοποίηση πού έγινε μέ τή μεταρρύθμιση τών πανεπιστημιακών καθεστώτων καί τήν άντίστοιχη πού γίνεται ένόψει τοΰ καθεστώτος πού θά δοθεί στήν έρευνα καί κοιτάξτε σέ ποιό βαθμό οΐ άμεσα ένδιαφερόμενοι συμμετέχουν εμφορούμενοι άπό, πολιτισμικά σέ τελευταία άνάλυση, αιτήματα του τύπου πού περιγράφουμε: θά δείτε ότι ή κοινωνική παρέμβαση τών έρευνητών είναι γύρω στό μηδέν — ή διαλεκτική σχέση του έρευνητη μέ τήν κοινωνία δέν έχει άποκατασταθεΐ στό χώρο τών συλλογικών έκδηλώσεων. ’Εκείνο πού έπείγει είναι ή λήψη συνείδησης γιά τήν άνάγκη άποκατάστασης αύτης της σχέσης, άνάγκη πού σήμερα ή πολιτική έξουσία θά έπρεπε νά τήν
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 209
υποκινεί, έτοιμάζοντας τίς θεσμικές ύποδοχές γιά τό ενεργητικό consensus πού υπάρχει δυνάμει παντού καί, φυσικά, καί στό χώρο τών κοινωνικών επιστημών.
Κοντολογίς, θέλω νά πιστεύω ή νά έχω τήν έπίμονη ψευδαίσθηση δτι τά παραστρατήματα πού φεύγουν άπό τή γραμμή καί τήν πεπατημένη μπορεϊ νά συγκλίνουν πρός μιά διαφορετική κατεύθυνση: αύτό στήν πράξη σημαίνει δτι οί ιστορικοί πρέπει νά ύποδείξουν, χωρίς νά περιμένουν νά τούς δοθεί τό καθεστώς τους, τή στρατηγική τών ιστορικών σπουδών, συ- μπεριφερόμενοι καί σ ’ αύτό τό έπίπεδο ώς πολιτικά άτομα, άσκώντας δηλαδή πολιτισμική πολιτική. Ά ν μείνουμε μόνο στήν καταγραφή τών δεδομένων, άν θεωρήσουμε δτι πραγματικότητα είναι μόνο έκεϊνο πού φανερώνεται στό έπίπεδο τοΰ θεσμοθετημένου λόγου, της θεσμοθετημένης λιτανείας τών κοινωνικών διεκδικήσεων, τότε βέβαια «τά βήματα της ιστορικής έρευνας καί τής ιστορικής παιδείας στόν τόπο μας, άλλά καί τά αΐτούμενα τής κοινωνίας μας, δέν είναι πρός τήν κατεύθυνση αύτή» — γιά νά διατυπώσω χωρίς ερωτηματικό τή φράση σας. Τό αΐτούμενο δμως εϊναι νά άλλάξουμε τόν θεσμοθετημένο λόγο καί τή θεσμοθετημένη λιτανεία, γιά νά δώσουμε στήν πραγματικότητα τή δυναμική της.
Ή θητεία, σας στήν ιστορική παιδεία, κάτω άπό τίς συνθήκες πού γίνεται στό Παρίσι, καί ο ί μεταπτυχιακές σπουδές τών 'Ελλήνων στή Γχλλία καί σέ άλλες χώρες, νομίζετε ότι μπορούν νά συντελέσουν στήν προσπάθεια, πού γίνεται ή δέν γίνεται στόν τόπο μας, γιά νά ζεφύγουμε άπό λογης αγκυλώσεις κα ί στήν έρευνα, κα ί στην παιδεία κα ί νά βρούμε δρόμους πρός τήν παραγωγή μιας ανεξάρτητης —όχι φυσικά ξεκομμένης— έπιστήμης στή χώρα μας;
Εϊναι έπόμενο δτι δσοι σπουδάζουν στή Γαλλία έχουν τή δυνατότητα νά έρθουν σέ επαφή μέ μιά ιστοριογραφία πού ά-
210 ΣΧΟΛΙΑ
νανεώνεται συνεχώς καί μπορούν 'έτσι νά μεταμοσχεύσουν τήν προβληματική της στήν έθνική μας ιστοριογραφία καί νά συμβάλουν, συνεπώς, στήν άπαγκύλωσή της- ακόμη περισσότερο, νά συμβάλουν στήν παραγωγή μιας ανεξάρτητης έπιστήμης. Δυνατότητα δμως δέν σημαίνει καί πραγματικότητα: ειδικά ώς πρός τή Γαλλία τό πρόβλημα της έπιστημονικης ένσωμάτωσης τών Ελλήνων μεταπτυχιακών σπουδαστών είναι τεράστιο, γιατί στίς συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις δέν έχουν αποκτήσει στό έλληνικό πανεπιστήμιο μιά ιστορική ευαισθησία ικανή νά τούς κάμει δέκτες τών έρεθισμάτων πού έκπέμπει ή γαλλική ιστοριογραφία, άς ποΰμε εκείνη πού βγαίνει άπό τό κλίμα τών Annales. Αρχίζει μιά προσωπική πάλη τών σπουδαστών, άπό τήν οποία έχω τήν έντύπωση δτι πολλοί θά βγουν κερδισμένοι" μιά πάλη πού έχει ώς σκοπό τή συγκρότηση ένός σκεπτικού τελείως διαφορετικού άπ’ αύτό πού τούς έδωσε ή άγωγή τους, μιά πάλη πού τήν υποβοήθα μιά κεκτημένη άπαίτηση, νά δώσουν δηλαδή ιστορική διάσταση στά σημερινά προβλήματα της ζωής τους καί τών άντικειμέ- νων τών επιστημών στίς όποιες έχουν θητεύσει. Γιατί είναι ένδεικτικό τό γεγονός δτι υπάρχει έντονη ιστορική ζήτηση άπό τήν πλευρά σπουδαστών πού δέν έχουν βγάλει φιλοσοφικές σχολές, πράγμα πού ύποδηλώνει καί τήν άνάγκη γιά ιστορική παιδεία πού υπάρχει στή χώρα μας. Στό βαθμό δπου μπορώ νά ξέρω τά ενδιαφέροντα νέων πού σπουδάζουν ιστορία στό Παρίσι, είμαι σέ θέση νά μαρτυρήσω δτι πραγματικά τά έν- διαφέροντα αύτά τείνουν νά συμβάλουν, στό θεματολογικό τουλάχιστον έπίπεδο, στή διαφοροποίηση τών ιστορικών σπουδών μας. Άλλά τό παιχνίδι δέν πρόκειται νά παιχτεί σέ κανένα Παρίσι άλλά στήν ’ίδια μας τή χώρα. ’Επανερχόμαστε σ ’ αύτά πού λέγαμε πιό πρίν γιά τήν παρέμβαση τών ιστορικών. Τώρα πρόκειται νά δημιουργηθοΰν μεταπτυχιακές σπουδές στήν ' Ελλάδα: είναι ή μεγάλη εύκαιρία νά προσανατολι-
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΥΝΟΨΗ 211
στοΰν στήν ερευνά, νά χρησιμοποιήσουν τήν Ιρευνα καί τούς ερευνητές, τά ερευνητικά κέντρα καί νά φτάσουν στήν ώσμωση ερευνάς καί διδασκαλίας. Οί μεταπτυχιακές σπουδές, γιά νά μήν καταντήσουν προέκταση της εγκύκλιας διδασκαλίας, γιά νά μή γίνουν ένας τρόπος έμμεσης έπιλογης στό πανεπιστήμιο, θά πρέπει νά στηρίζονται στήν ερευνά καί νά προάγονται μέσω ένός έλαστικοϋ συστήματος διδακτικών σχηματισμών πού θά επιτρέπουν καί θά ύποκινοΰν τήν έπικοινωνία όλων τών επιστημών μιά έπικοινωνία δπου ή ιστορία θά είχε νά δώσει καί νά πάρει: ενας άκόμη χώρος γιά επίμονες ψευδαισθήσεις.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
άγαθά, πολιτισμικά, 21 Άγγλοελληνιχή ’Επιθεώρηση, 198 ' Αγία Μαύρα, βλ. Λευκάδα άγορά, 146, 151, 152 αγροτική οικονομία, 25
'Ακαρνανία, 185 'Αχτίνες, 198 Άλή πασάς, 186 άλληλεγγυότητες, 179
Άμαντος, Κ., 199 Άνδρεάδης, Άνδρ., 139 ' Ανθρωπολογία, 38, 59, 63,116,120,
121, 207 άνϋρωπωνύμια, 167-172
’ Αντίσταση, 42, 196 άπο&<)σαΰριση, 162, 177 Απολογισμοί ( Εθνικής Τράπεζας-),
153-166’Απομνημονεύματα (Μακρυγιάννη),
187,189 αριστερά, 60άρματολοί, 174,175,176,177,178,
179 'Αρτα, 140άρχαϊα ελληνικά, 171' βλ. καί αρχαιο
γνωσία αρχαιογνωσία, 78, 105-107 αρχαιότητα, 119, 167-168,171 άρχεϊα, 49-54, 81
’Αττική, 151
αυθεντίες (κοινωνικές-), 151, 174
Βαλαωρίτης, ’Αρ., 185, 196 ΒβλαωρΙτης, ’Ιωάννης, 155, 164 Βάλτος, 185βαμβακοκαλλιέργεια, 150 Βέης, Ν.Α., 198,199 Βενέζης, Η., 198 Βήμα, 198 βιβλιοθήκες, 82 βιογραφία, 63Βίοι παράλληλοί (Γούδα), 138 βιομηχανία, 26Βλαντής, Α., 199 Βλαχογιάννης, Γ., 199 Βορράς-Νότος, 45-46, 72, 91,116 Βυζάντιο, 119
γαϊες (φεουδαλικές-), 140 Γ αλλία, 209-210 Γαρδίκας, Γ., 198 Γενεαλογία, 63Γεωγραφία, 18, 59, 61, 167, 170 γεωκτησία (μεγάλη-), 140, 150-151 γεώμορο, 140 γεωπρόσοδος, 147, 152 Γιαννίδης, ’Ελισσαΐος, 198 Γκίλης, Άγγελος, 184, 186 Γκορμπατσώφ, Μιχαήλ, 129-130 γλώσσα, 106, 107, 113, 119 Γλωσσολογία, 167, 169
214 ΣΧΟΛΙΑ
Γούδας, ’Αν., 138,141 γυναίκες 169-170
Δέ Τζώρτζης, Ρόκκος, 184, 186 δεκάτη, 152Δημαρας, Κ.Θ., 56, 59, 198, 199,
200, 201 δημητριακά, 146-149 διάρκεια μεγάλη, 18, 35, 61, 150 Διαφωτισμός, 137διδακτικοί σχηματισμοί, 23, 75, 89,
103διδακτορικές διατριβές, 73,84,94,97 διεπιστημονικότητα, 77, 89 διοίκηση, 50δοϋλοι (-της Πύλης), 152 Αωδεχάλογος τοΰ Γύφτοι), 119
ΕΑΜ, 196 έγχειρίδια, 22 έθιμο, 145
Έθνική Τράπεζα της 'Ελλάδος, 153- 166· ’Αρχείο, 27-28· ’Επιτροπή 'Ιστορίας, 36, 153· ’Ερευνητικό πρόγραμμα, 25-29,103-104,153
εκπολιτισμός, 111, 112, 113, 114, 118, 171
έκχρηματισμός, 146, 147, 150 έλάχιστο (ζωτικό-), 148 ’Ελεύθερα Γράμματα, 198 'Ελεύθερη 'Ελλάδα, 198 'Ελλάδα (βόρεια-), 148 έλληνικά (αρχαία-), 171· βλ. καί άρ-
χαιογνωσία ελληνοκεντρισμός, 61
’Εμπορική Τράπεζα ( ’Επιτροπή Ι στορίας-), 36,153
έμπόριο, έμποροι, 63, 141,143, 176 ένδυματολογία, 177 έξέγερση, βλ. έπανάσταση έξουσίες, 49, 174
επαγγελματική σταδιοδρομία, 75, 76 ’Επανάσταση (-1821), 138, 176·
(-1848), 154,164· (πρωτόγονη-), 173-181
επίδειξη, 177 επιστολογραφία, 181 ’Επίτομες, 56 έποικισμός, 169
'Επτάνησος, 140' -Πολιτεία, 185 ερευνά (πανεπιστημιακή-), 78-83,88,
89 ερευνητές (κινητικότητα τών-), 82, 85, 90, 92' έρευνητικά προγράμματα, 47-48,80,84, 95· βλ. και Έθνική Τράπεζα, ’Εμπορική Τράπεζα
εσχατολογία, 173 Εύβοια, 151 Εύελπίδης X., 141 Ευρώπη, 72, 74-75, 111-125,160
Ζακυθηνός, Δ., 56 Ζάν Κριστόφ, 199 ζευγάρι, 146-147 Ζεύγος, Γιάννης, 198 Ζωγράφος, Δ., 141
ηθική (οικονομική-), 155, 163-164 ’ Ηλιου, Φίλιππος, 200, 203 "Ηπειρος, 140, 151Θεοτοκάς, Νίκος, 188 Θεσσαλία, 140, 151 Θεσσαλονίκη, 142 Θράκη, 169
Ιδεολογία, 66,118-119,123, 171 ιερό, 168
Ίόνιο Πανεπιστήμιο, 71-92, 99-104, 170
ιστορία, passim' αφηγηματική-, 65' οικονομική-, 22-26, 28, 57, 59, 62, 63, 64, 137-152· -πρόβλημα, 63
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 215
'Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης (A. Mathiez), 199
'Ιστορία της Ίόνιας 'Ακαδημίας (Γ.Τυπάλδου- Ίακωβάτου), 203
'Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Κ.Θ. Δημοφα), 199
Καβάφης, Κ., 120 καλαμπόκι, 150 Κάλβος, Α., 171καλλιέργειες, 147, 150' διανεμητικά
συστήματα 152 Καμπάνης, Άρ., 199 Καταγωγή της οικογένειας (Fr. En
gels), 199 κατάχτηση (μηχανισμοί της-), 37 καταχρέωση, 144, 151 Κατσικογιανναΐοι (αρματολοί): Ά-
ποστόλης, 186· Γιάννης (Μπα- μπάτσικος), 186· Χρίστος, 183, 186
Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 36, 56
Κέρκυρα, 140,160, 169 κεφάλαια, 151* κεφάλαιο Τραπεζικό,
26Κεχαγιάς, Ευθύμιος, 160κλέφτες, 173-186κοινότητες, 173, 175, 176, 178Κοινωνιολαγία, 59Κοντογιώργης, Γ., 182Κόντογλου, Φ., 199Κοραης, Άδ., 138Κορδάτος, Γιάννης, 139, 199κοσμο-οΐκονομία, 62Κούμας, Κ., 182κράτος (έθΛκό-), 119Κριτική της πολίτικης οικονομίας, 36κτηνοτροφία, 147Κυριακίδης, Στίλπων, 59
Λαγκαδινός, Νίκος, 45 Λαμπρ®ης, I., 141 Λάμπρος, Σπ., 140 Λαογραφία, 18 Λάσκαρις, Μιχαήλ, 55 Λεκατσάς, Παναγής, 198 Λευκάδα, 182, 184, 185-186, 196,
199ληστεία, 175-176 λιμάνια, 63, 142 Λουνατσάρσκι, Α.Β., 199
Μακρυγιάννης, I., 181, 187-191 Μάξιμος, Σεραφείμ, 55, 139, 142,
201Μαχαιράς, Κ., 199 Μάχη, 198 Μεσόγειος, 37, 142 μετεπιστημονικότητα, 77, 89 μητρωνυμίες, 169 Μικρασιατική Καταστροφή, 119 Μιχρό Φιλοσοφικό Λεξικό (Ρόζενταλ
καί Γιούντιν), 198 μνήμη, 180 μουσεία, 82Μπακουνάκης, Νίκος, 39
Ναύπλιο, 159 ναυτικός κίνδυνος, 37 ναυτιλία, 63, 141 Νέα 'Εστία, 198 νεολογισμοί, 168, 171 Νέον Άθήναιον, 200 νομάδες, 175,179 νόμισμα, 37 νοοτροπίες, 37 Ντοστογιέφσκη, Θ., 199
Ξηρόμερο, 185
οικογένειες, 168-170, 176, 178, 180 οικονομία (άγροτικη-), 63, 144, 145
216 ΣΧΟΛΙΑ
οικονομία (δημόσια-), 63, 139 οικονομία (οικιακή-), 137 οικονομία (πολιτική-), 137 Ό Αιώνας μας, 198 Οίκονομίδης, Άλέξης, 127 όνειρο, 187-191'Οράματα καί θάματα, 137-191 Ούσακώφ, 186
Παλαμάς, Κ., 119 Παναγιωτόπουλος, Β., 200, 203 Πανεπιστήμιο, 21 Παπαδάτος, Γιάννης, 198 Παπαδιαμάντης, ’Αλ., 199 Παπαδοπούλας, Γεώργιος, 57 Παπαρρηγόπουλος, Κ., 198
• Παραβόλας, Γιάννης (κλέφτης), 181, 182-183
παράδοση (λαϊκή-), 114 παρελθόν, 67 Παρίσης, Γιώργος, 200 Παρίσι, 57Πάτρα, 155, 158, 160,161 πατρωνυμίες, 169 πειρατία, 176Πελοπόννησος, 148, 169, 176 πηγές (οικονομικής ιστορίας), 143 πλεόνασμα, 37, 146 πληθυσμός (κίνηση-), 149 πληροφορίες, 50, 51, 52 πόλεις, 37Πολίτης, Νικόλαος, 59 πολιτισμική αύτάρκεια, 112· -έτερό-
τητα, 113,115' -πολιτική, 73,74, 90, 92,116, 123, 124-125
πολιτισμός (λα'&ός-), 125· βλ. καί παράδοση
Ποτέμκιν, Β.Π., 198 προστασία, 175 πτωχεύσεις, 158
Ραπτάρχης, Κ.Π., 141 Ραφτογιάννης (κλέφτης), 181, 182,
184-185, 186 Ριζοσπάστης, 198 Ροντογιάννης, Π., 199Σακελλαρίου, Μιχ., 139 Σάλτης, Κωνστ., 186 Σαμαντάς, Τέλης, 31 Σβορώνος, Ν., 55, 142, 182, 200,
201, 207 Σικελιανός, Α., 199 σιτηρά, βλ. δημητριακά Σκλαβενίτης, Τριαντάφυλλος, 195 Σκληρός, Γ., 139 Σοβιετική Ένωση, 127-133 σόγια, 160, 180 Σολωμός, Δ., 113 Σοϋτσος, ’Ιωάννης, 160 σπουδές ιστορικές, 17, 19, 99-104,
207-209" -μεταπτυχιακές 3, 7, 23-24, 73, 83-86, 89, 93-97, 103-104, 209-211.
Σταύρος, Γ., 157 σταφιδοκαλλιέργεια, 150 συγγένειες, 168, 175, 178 συγκρητισμός, 118 συγκρητισμός, 121συγκυρία (οικονομική-), 156, 159-160 συμπεριφορές, 36 Σύρος, 155, 159,161 σώμα, 36, 191Τά 'Ιστορικά, 200 τεχνολογία, 63 τιμές, 35, 144, 145 τοπωνύμια, 167-172 τραγούδια (κλέφτικα-), 175 τραπεζογραμμάτια, 159, 162 Τσαούσης, Κώστας, 99 τσιφλίκια, 183' βλ. καί γεωκτησία,
ζευγάρι
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 217
Τσοποτός, Δημ., 141
'Υπόμνημα (Κοραη), 138 υποσυνείδητο, 188
Φολκλόρ, 38, 82,125 φορολογία, 143, 146-147, 150, 178
Χαιρέτης, Θεόφραστος, 157Χατζής, Δ , 199χρόνος, 35Χωρίς άνάσα, 199χώρος, 82, 92,102,144,167-171
Abel, W., 61acculturation, βλ. εκπολιτισμός Annales, 55, 56, 57, 58, 59, 61, 65,
66, 67, 210
Beaujour, Felix, 144-145 Berdiaev, Ν., 127 Berr, Henri, 56 Bloch, Marc, 56Braudel, Fernand, 55, 57, 58, 61,
62,65
Durkheim, E., 56
Ecole Pratique des Hautes Etudes, 57, 58
Febvre, Lucien, 56, 58
Gourevitch, A J., 61
Hamsun, Knut, 199
Kula, W., 61
Labrousse, C.E., 55, 61
Maison des Sciences de I’Homme, 58
Marx, Κ., 34-35 Mathiez, Albert, 199 Mauss, Marcel, 156 Monod, G., 57 Mtiller, Karl Otfried, 198
Nietzsche, Fr., 120
Orio, Angelo, 186
Perrot, Michelle, 61 Pirenne, Henri, 56
Romano, Ruggiero, 42
Vilar, P., 61
Wallerstein, Em., 61, 62 Wittfogel, Karl, 127
Τά κείμενα πού παρουσιάζονται έδώ ταξινομημένα σέ θεματικές ένότητες παρουσιάστηκαν άνάμεσα στά έτη 1983-1993 καί άναφέρονται κατά κύριο λόγο σέ θέματα ιστορικής έ'ρευνας καί ιστορικής παιδείας. Ό συγγραφέας τους τά χαρακτηρίζει ώς σχόλια, θέλοντας έτσι νά τονίσει τόν τρόπο τής γραφής τους: «σχολιάζουν, δέν άναπτύσσουν μέ τρόπο συστηματικό τά άντι- κείμενά τους». Συνεντεύξεις, άρθρα, άνακοινώσεις, με- λετήματα, άνταποκρίθηκαν πάντα σέ μιά έξωτερική ζήτηση, σέ ανάγκες επικοινωνίας. Ό ϊδιος τά θεωρεί ώς μαρτυρίες, μάλιστα συλλογικές: «άν ύπηρετοΰν κάτι είναι τά πάγια άνικανοποίητα αιτήματα, αιτήματα πολιτισμικά», πού ό ϊδιος θέλει νά τά βλέπει μέσα άπό τό καλειδοσκόπιο τής ιστορίας.
ISBN: 960-221-072-9