253

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Citation preview

ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Τίτλος: Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς ΜυθολογίαςΛεωνίδας Γεωργιάδης

Σελιδοποίηση: Ἀλέξιος Δ. ΜάστορηςἘκδόσεις: ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ - «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

Ὑπεύθυνος Ἐκδόσεως: Λεωνίδας Ἀθ. ΓεωργιάδηςCopyright© ἐκδόσεις Λ. Γεωργιάδης 2014

ΙSΒΝ: 978-960-316-012-0

Βιβλιοπωλεῖα:Κηφισίας 236, Κηφισιά Τ.Κ. 145 62, Τηλ. 210 80 15 113

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευσις ὁλόκληρης ἢ μέρους τῆς παρούσης μελέτης, μὲ ὁποιοδήποτε μέσον, χωρὶς τὴν γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότου. Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναφορὰ στὸ παρὸν βιβλίο ἢ στὸ περιεχόμενό του μόνον σὲ περίπτωσι ποὺ παρουσιάζονται ρητῶς τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ.

ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΛΕΞ ΙΚΟΝ ΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣΜΥΘΟΛΟΓ ΙΑΣ

ΕIΣΑΓΩΓH ΣΤHΝ MΥΘΟΛΟΓIΑ

Ἐξετάζοντας τόν ὅρο μυθολογία, ἀμέσως ἔρχεται στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ὁρισθῆ ἡ ἀφε-τηρία τῆς προσεγγίσεως, ψηλαφίσεως καί ἀναζητήσεως τοῦ πλέγματος πού περιγράφει ἤ σκιαγραφεῖ τήν μυθο-λογία.

Εἶναι λοιπόν πρώτιστο καθῆκον γιά κάθε μελετητή ἤ ἐρευνητή ἤ τέλος πάντων κάθε ἐνδιαφερόμενου γιά τό θέμα αὐτό, νά ξεκινήσει καί νά ὁρίσει τί εἶναι μῦθος, πῶς ξετυλίγεται ἤ συμπλέκεται αὐτός μέ τήν διερεύνησι ἤ ἀξιολόγησι τοῦ τρόπου γεννήσεως καί ἐξελίξεώς του σέ συγκεκριμένη μυθοπλασία καί σέ ποῖο σκοπό ἀποβλέπει ἡ γεννεσιουργός αἰτία καί ἀφορμή ἱστορήσεως τῆς μυθο-λογίας.

Κατά τήν πλέον διαδεδομένη ἐκδοχή, πού ἐρείδεται στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία, μυθολογία ἀποτελεῖ τό σύνολο ἤ τουλάχιστον τό μέγιστο μέρος τῶν μύθων καί τῶν παραδόσεων ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ. Οἱ μῦθοι καί οἱ παραδόσεις πού ἀπαρτίζουν τήν μυθολογία ἑνός λαοῦ, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀναφέρονται ἰδί÷α στήν θρησκεία του, ἀκόμη δέ καί στήν μελέτη καί στήν θεωρία τῆς μυθολο-γίας.

Ἀπό τήν φύσι του ὁ μῦθος, δηλαδή ἡ παραδοσιακή ἀφήγησις ἑνός λαοῦ, στήν ὁποία ἀποδίδουν ἰδιαίτερες

6 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἀξίες ἱεροῦ χαρακτήρα, εἶναι κοσμογονικός, θεμελιακός καί κατά συνέπεια ἀναδημιουργικός.

Οἱ ἀναφορές στούς μύθους, ὅπως αὐτές γίνονται σκέ-ψις, βίωμα, προβληματισμός στόν ἄνθρωπο, εἶναι πολύ βαθειά ριζωμένες ἐκφράσεις στό ὑποσυνείδητο τῆς σύγ-χρονης κοινωνίας. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά ἐξεταζόμενο τό θέμα, ἄν κάποιος ἐπιθυμοῦσε νά δώσει τήν οὐσία τοῦ μύθου, θά βρισκόταν ἐνώπιον τῆς ἀδήριτης ἀνάγκης νά ἀντιμετωπίσει τήν συνυφασμένη μέ τήν μυ-θοπλασία πραγματικότητα.

Ὁ Σαράντος Ι. Καργάκος στό μνημειῶδες ἔργο του Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν γράφει ὅτι «μῦθος εἶναι ἡ ἐπιστήμη τοῦ προεπιστημονικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μῦθος εἶναι ἡ μήτρα τῆς ἐπιστήμης. Καί τά δύο γεννῶνται ἀπό τήν ἀναζήτηση τῆς αἰτίας».

Ἡ πολυμορφία τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο «κοινός τόπος» καί δέν παύει νά ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπανατοποθετήσεως τοῦ μύθου μέσα στόν χρόνο, ἀπό τόν ὁποῖο καί κρίνεται ἡ ἄνευ ἀμφιβολιῶν καί ἀμφισβητήσεων καταλυτική ἀπόδειξις τῆς μακροζωίας του. Ἡ Κερυνίτις ἔλαφος, ἡ θυσία τῆς Ἰφιγένειας, ἡ ἁρπα-γή τῆς Περσεφόνης, ὁ μῖτος τῆς Ἀριάδνης, τό χτύπημα τῶν ἀσπίδων ἀπό τούς Κουρῆτες στό Ἰδαῖο ὄρος γιά νά ξεγε-λάσουν τόν Κρόνο, ὡς καί ἀναρίθμητα ἄλλα παραδείγμα-τα, ἀποδεικνύουν τά ἀνωτέρω γιά τίς βαθειές ρίζες τοῦ μύθου στήν καθημερινή πραγματικότητα καί τήν ἐπιβολή του στήν σκέψι καί στήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία γενικότερα.

Παρά τό ἀναντίρρητο γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστημονική πρό-οδος καί ἡ ἐξέλιξις τῆς τεχνολογίας ἀναπτύχθηκαν μέ ἐξαιρετικά ἔντονους ρυθμούς, ἡ ἁλματώδης ἀνάπτυξίς

7 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τους δέν πυροδότησε στήν ἀνθρώπινη δημιουργική σκέψι τόν προβληματισμό εὐαισθησιῶν καί κυρίως συνειδήσε-ων, ὅπως ἡ μυθολογική παράδοσις.

Ἀξιοσημείωτο πάντως εἶναι ὅτι ἡ μυθολογική παράδο-σις ἀποτέλεσε καί ἀποτελεῖ πηγή ἐμπνεύσεως μέ τό νά ἀναπτύσσει καί νά τροφοδοτεῖ τίς ἀναζητήσεις τῆς σύγ-χρονης καλλιτεχνικῆς, ἀλλά καί ἐπιστημονικῆς σκέψεως.

Μυθολογία-Μυθομανία ἤ Μυθοπλασία Ὅπως ἐξηγήσαμε ἀνωτέρω, ἄλλο πράγμα ὁ μῦθος καί ἄλλο ὁ παράμυθος. Ὁ μῦθος εἶναι μία προφορική παρά-δοσις πού ἀναμιγνύει ἕνα πραγματικό γεγονός μέ ἕνα σύμβολο καί μία ἀλληγορία. Γιά παράδειγμα, τά ὁμηρικά ἔπη περιλαμβάνουν πραγματικά γεγονότα διατυπωμένα μέ ἀλληγορίες. Οἱ στωϊκοί φιλόσοφοι ἦταν ἐκεῖνοι πού ἀνέπτυξαν τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία τῆς ὁμηρικῆς θεολο-γίας, θεωρώντας ὅτι πίσω ἀπό τήν ἀνθρωπομορφική ἔκφρασι τῶν θεῶν κρύβονται ἐπιστημονικές ἀλήθειες. Ὅταν ὁ μῦθος λέει ὅτι ὁ Ζεύς ἔδεσε τήν Ἥρα, τό ἐπεισό-διο σημαίνει ὅτι ὁ αἰθέρας εἶναι τό ὅριο τοῦ ἀέρα κ.ο.κ. Συνεπῶς οἱ ἑλληνικοί μῦθοι δέν εἶναι μυθοπλασίες.

Μυθολογία-ΜυθογραφίαΣύμφωνα πάλι μέ τήν ἐκδοχή τοῦ Εὐήμερου, ἑνός μυθι-στοριογράφου τοῦ 3ου αἰῶνος π.Χ., οἱ θεοί ἦταν ἀρχαῖοι βασιλεῖς πού εἶχαν θεοποιηθῆ ἀνταποκρίνονταν δηλαδή σε μία προιστορική πραγματικότητα. Οἱ μῦθοι ἀντιπρο-σώπευαν τήν συγκεχυμένη μνήμη ἤ μία φανταστική μετα-μόρφωσι τῶν ἀνδραγαθημάτων τῶν πρωτόγονων βασιλέ-ων. Ὁ μῦθος θεωρεῖται μία ἱερή, καί γι’ αὐτό ἀληθινή

8 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἱστορία, γιατί ἀσχολεῖται πάντα μέ πραγματικότητες. Ὁ κοσμογονικός μῦθος εἶναι ἀληθινός γιατί τόν ἀποδεικνύει ἡ ὕπαρξις τοῦ κόσμου, τό ἴδιο καί οἱ μῦθοι γιά τήν προέ-λευσι τοῦ θανάτου. Σέ κάθε περιοχή ἡ φυσική ἀλήθεια ἀναμιγνυόταν μέ τά ἱστορικά γεγονότα καί στό μυαλό τῶν ἀνθρώπων δημιουργοῦνταν οἱ διάφορες ἐκδοχές. Ἡ ἀνά-γκη ὅμως γιά τήν συγκέντρωσι τῶν διαφόρων ἐκδοχῶν αὐτῶν τῶν ἱστοριῶν γέννησε τήν μυθογραφία.

Ἡ μυθογραφία εἶναι ἕνα ἀρχαῖο γραμματειακό εἶδος μέ ἀντικείμενο ἐνασχολήσεως τούς μύθους, πού ἀναπτύ-χθηκε στήν ἑλληνιστική ἐποχή γιά φιλολογικούς σκοπούς. Ἡ μυθογραφία διακρίνεται σημαντικά ἀπό τήν λογοτεχνία καί τήν ποίησι μυθολογικοῦ περιεχομένου, οἱ ὁποῖες βασί-ζονται στούς μύθους, καθώς καί ἀπό τήν ἱστοριογραφία, ἀπό τά φιλοσοφικά καί θεολογικά ἔργα, πού εἰδικά στήν περίπτωσι τῆς ἱστορίας μεμονωμένων πόλεων περιλαμβά-νουν συχνά μυθολογικές παραδόσεις καί ἀναφέρονται στούς πρώτους καιρούς.

Ἡ μυθογραφία εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἀποτέλεσε βοήθημα ἐξηγήσεως τῆς ἀρχαίας ποιήσεως καί τό πρῶτο δεῖγμα εἶναι τό ἔργο Τραγωδούμενα τοῦ μαθητῆ τοῦ Ἰσοκρά-τους ἀπό τόν Τράγιλο, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε τούς μύ-θους πού ἐπεξεργάσθηκαν οἱ τραγικοί ποιητές. Τήν ἴδια ἐργασία ἔκανε καί ὁ Δικαίαρχος γιά τούς μύθους πού πε-ριλαμβάνονται στά ἔργα τοῦ Σοφοκλέους καί τοῦ Εὐρι-πίδου μέ τόν τίτλο Ὑποθέσεις Εὐριπίδου καί Σοφοκλέ-ους μῦθοι καί στήν συνέχεια καί ὁ Γλαῦκος γιά τούς χρη-σιμοποιηθέντες ἀπό τόν Αἰσχύλο μύθους.

Πέραν τῆς ἀνωτέρω σημαντικῆς διαφορᾶς μεταξύ τῆς μυθολογίας καί τῆς μυθογραφίας, ἡ μεγάλη σπουδαιότης

9 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τῆς μυθογραφίας ἔγκειται στό ὅτι τά ἔργα αὐτά ἀπόκτη-σαν ἐγκυκλοπαιδική μορφή καί ἐπιζητοῦσαν νά ἐκθέσουν σύμπασα τήν ἑλληνική μυθολογική κληρονομία.

Ἀνάλογης σπουδαιότητος μέ τήν μυθογραφία εἶναι καί τό σημαντικό ἔργο τοῦ Ἀπολλοδώρου τοῦ Ἀθηναίου Πε-ρί θεῶν, τοῦ ὁποίου σώζονται ἀποσπάσματα, καθώς καί τό μετέπειτα ἔργο τοῦ Διονυσίου τοῦ Σαμίου Κύκλος Ἱστορικός. Αὐτή ἡ παράδοσις συνεχίζεται καί ἀργότερα ἀπό τόν Θεόπομπο τόν Κνίδιο, τόν ἀποκαλούμενο καί ψευδο-Ἀπολλόδωρο.

Οἱ σπουδαιότεροι μυθογράφοι τῆς ἀρχαιότητος, πού ὡς ἔργο εἶχαν τήν καταγραφή, τήν ἑρμηνεία καί τήν με-λέτη τῶν μύθων, ἦταν ἐκτός ἀπό τόν προαναφερθέντα Εὐήμερο τόν Μιλήσιο ὁ Παλαίφατος, ὁ Ἀπολλόδωρος, ὁ γραμματικός Κόνων, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ στωϊκός Λούκιος, ὁ Ἀντωνίνος Λιβεράνων, ὁ Διονύσιος ὁ Σκυτοβραχίων καί ἄλλοι.

Ἀντικείμενο τῆς μυθολογίας Ὅπως ἤδη σημειώθηκε, ἡ ἑλληνική μυθολογία ἔχει ὡς θέ-μα ὅλες τίς παραδόσεις καί τίς διηγήσεις γύρω ἀπό τούς θεούς, τούς ἡμιθέους, τούς ἥρωες καί τά τέρατα, θαλάσ-σια καί μή, κατά τούς προϊστορικούς χρόνους μέχρι πε-ρίπου καί τήν ἐπάνοδο τῶν Ἡρακλειδῶν. Ἔτι περαιτέρω ἡ μυθολογία περιλαμβάνει τήν ἐπιστημονική, ψυχολογική καί συγχρόνως τήν ἱστορική ἔρευνα τῶν μύθων, δηλαδή τῶν παραδόσεων, πού ἀναφέρονται στήν ἱστορία, τόν βίο καί τίς πράξεις τῶν θεῶν, τῶν ἡμιθέων καί ἡρώων.

Ἡ ἀρχαιότατη μορφή τῶν μύθων προῆλθε, πιθανόν, ἀπό τίς γεμάτες θαυμασμοῦ ἀφηγήσεις γιά τίς δυνάμεις

10 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

πού ἐκδηλώνονται ἀπό τίς ποικίλες ἐνέργειες τῆς φύσε-ως, πίσω ἀπό τίς ὁποῖες ἡ ἀνθρώπινη φαντασία διέβλεπε τήν ὕπαρξι καί δρᾶσι θεϊκῶν ὄντων.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἄρχισαν ἀπό πολύ νωρίς νά ἀσχο-λοῦνται μέ τήν μυθολογία καί οἱ παραδοσιακές ἀφηγή-σεις γιά τούς θεούς καί τούς ἥρωες ἀναφέρονται στά ποιήματα τοῦ Ὁμήρου καί τοῦ Ἡσιόδου. Τό μεγάλο κύ-ρος τῶν συγκεκριμένων ἐπῶν ὁδήγησε τούς ἀρχαίους Ἕλληνες νά ἀναζητοῦν μία ἐξήγησι τῶν μύθων αὐτῶν, πού φαινομενικά ἐφαίνοντο παράλογοι.

Ἔτσι ὅταν τόν 4ο μέ 3ο π.Χ. αἰώνα ὁ Εὐήμερος ἀνέ-πτυξε τίς θεωρίες του, ὅτι οἱ θεοί δέν ἦταν τίποτα ἄλλοι, παρά σπουδαῖοι καί σημαντικοί ἄνθρωποι, πού ἔζησαν σέ μία μακρινή ἐποχή, στούς ὁποίους οἱ μεταγενέστεροι ἀπέδωσαν θεϊκό χαρακτήρα καί ὑπεράνθρωπα κατορθώ-ματα, οἱ μῦθοι αὐτοί γιά τίς μεγάλες λαϊκές μάζες ἐθεω-ροῦντο ὡς πραγματικότητα μέχρι τῆς καταλύσεως τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Παρά ταῦτα δέν ἔλειπαν καί ἐκεῖνοι πού ἐπεδίωκαν τήν διασάφησι καί τήν ἑρμηνεία τῶν μύ-θων, ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχαν ἀλληγορική σημασία, δηλα-δή θρησκευτική ἤ φυσική ἔννοια.

Κύριοι ἐκπρόσωποι τῆς ἐν λόγῳ ἑρμηνείας ἦταν οἱ στωϊκοί φιλόσοφοι, ἐνῶ οἱ εὐδαιμονιστές θεωροῦσαν ὅτι οἱ μῦθοι ἐκπηγάζουν ἀπό ἱστορικά γεγονότα. Ἀντίθετη γνώμη στήν ἀλληγορική ἔκφρασι ἠθικῶν καί θρησκευ-τικῶν ἰδεῶν εἶχε, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὁ Μύλλερ, πού ἀνα-ζητοῦσε τίς ἱστορικές καί τοπικές σχέσεις τῆς διαμορφώ-σεως τῶν μύθων στήν φιλολογική καί καλλιτεχνική παρά-δοσι καί φρονοῦσε ὅτι οἱ χωριστοί μῦθοι εἰσήχθησαν ἀπό τίς διάφορες ἑλληνικές φυλές.

11 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἀκόμη εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειωθεῖ καί δέν πρέπει νά ὑποτιμηθεῖ τό γεγονός ὅτι μερικές φορές οἱ κωμικοί ὄχι μόνο δέν ἀπέφευγαν, ἀλλά καί ἐπεδίωκαν νά εἰσαγάγουν στά ἔργα τους διαφόρους μύθους, πού ἦταν παραλλαγ-μένοι πρός τό κωμικότερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διακωμωδήσεως τῶν μύθων εἶναι ὁ Λουκιανός.

Σημαντική ἐπιρροή εἶχε μέχρι καί τόν 18ο μ.Χ. αἰώνα, ἀλλά καί τήν ἐποχή τῶν Ρομαντικῶν καί σήμερα ἀκόμη, ἡ ἀντίληψις ὅτι μέ τήν μορφή μύθων ἐνεφανίζοντο ἀνέ-καθεν ἱστορικές ἀλήθειες, πού σκόπιμα ἤ τυχαῖα περιε-βλήθησαν ἀπό σκοτεινές πτυχές.

Τό 2002 ἡ διακεκριμμένη φιλόλογος Ἄννα Τζιροπού-λου-Εὐσταθίου ὑποστήριξε ὅτι ὁ μῦθος τοῦ Προμηθέως, ὅπως αὐτός παρουσιάστηκε στήν τραγωδία τοῦ Αἰσχύ-λου Προμηθεύς Δεσμώτης, περιλαμβάνει πολιτικά μηνύ-ματα καί συμβολισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μάλιστα τόσο δι-αχρονικοί, ὥστε μοιάζουν νά περιγράφουν τήν ἐξέλιξι τοῦ Ἕλληνος. «Στήν τραγωδία αὐτή ὁ Ζεύς δέν εἶναι ὁ Ζεύς. Εἶναι ὁ συμβολισμός ἑνός τυράννου ἐπηρμέ-νου, ἀλαζόνος, ὑπερφίαλου, κομπαστοῦ, κενόδοξου, ὑπέροπλου, δεσποτικοῦ μέχρι ὕβρεως, ἑνός νέου τυ-ράννου». (Προμηθεύς Δεσμώτης, εἰσαγωγή, σελ. 45)

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στήν μνημειώδη ἔκδοσι Ἄρρητοι Λόγοι, ἡ Ἀλτάνη ἀπέδειξε τήν στενή σχέσι τῆς μυθολογί-ας, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς ψυχολογίας. Ἔτσι τά τέρατα, ὅπως ἡ Χίμαιρα, ἡ Μέδουσα κ.ἄ., ἀντικατοπτρί-ζουν τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τήν προσπάθεια πού κάνει αὐτή γιά νά ἀποκαθαρθεῖ. Ἡ ἴδια ἐπιστήμων ὑποστήριξε ὅτι οἱ παράλογες καί συχνά ἀποτρόπαιες πράξεις τῶν θεῶν (φόνοι, μοιχεῖαι κι άλλα.) ὑπάρχουν γιά νά φωτι-

12 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

στοῦν διά τῆς προβολῆς τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀνθρώπι-νου ψυχισμοῦ. «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν παθῶν, ὡς αἰτίας τῶν ἀσθενειῶν τῆς ψυχῆς καί ἡ καθοδήγησίς της ὑπό τοῦ Ἡνιόχου, εἶναι μία νέα σύλληψις, ἐπαναφέρουσα ὁμαλῶς τήν ψυχήν, σθεναράν, εἰς τήν μελλοντικήν της πορείαν» (Ἄρρητοι Λόγοι, τομ. 3, σελ. 16)

Σχέσεις τῆς μυθολογίας μέ τήν θρησκεία Στό πεδίο τῆς ἔρευνας γιά τήν σχέσι τῆς μυθολογίας μέ τήν θρησκεία ὑπάρχει καί ἱστορικοθρησκευτικός κύκλος τῆς μυθολογίας, πού ἤ περιορίζεται στόν τομέα μόνο τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, ἤ καί ἐπεκτείνεται καί στήν μυθο-λογία ἄλλων λαῶν, δημιουργώντας ἔτσι τήν συγκριτική μυθολογία.

Ἀπό τήν συγκριτική μυθολογία ἀναπτύχθηκε ἡ ἐτυμο-λογική σχολή, τῆς ὁποίας κύριος ἱδρυτής εἶναι ὁ Ἀδ. Κούν καί κυριότερος ἀντιπρόσωπος ὁ Μύλλερ, ἀλλ’ ὅμως δέν κατόρθωσε νά ἐπιτύχει τόν σκοπό της, πού ἦταν ἡ λεπτο-μερής καταγραφή καί ἡ συστηματοποίησις τῶν πληροφο-ριῶν περί τῆς ἀρχαιότατης θρησκείας τῶν ἰνδοευρωπα-ϊκῶν λαῶν. Σήμερα, πρωτεύουσα θέσι κατέχει ἡ ἐθνολο-γική σχολή, πού ἐργάζεται μέ βάσι τά πορίσματα τῆς ἐθνολογίας καί τῆς λαογραφίας, τά ὁποῖα καί συγκρίνο-νται μέ τίς θρησκευτικές παραδόσεις. Κατά συνέπεια, χρησιμοποιεῖ γιά τήν ἑρμηνεία τῆς γεννήσεως τῶν μύθων τίς ἀντιλήψεις τῶν λαῶν, πού καί σήμερα εὑρίσκονται σέ πρωτόγονη κατάστασι, ὡς καί τῶν κατώτερων στρωμά-των ἀπό τά πιό πολιτισμένα ἔθνη.

Ἀκόμη ὑπάρχουν καί εἰδικοί μυθολογικοί κύκλοι τῶν διαφόρων λαῶν, ὡς π.χ. ἡ Αἴγυπτος γιά τήν θρησκεία καί

13 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν μυθολογία, ἡ Γερμανία, ἡ Σκανδιναυία γιά τήν μυθο-λογία καί ἡ Ἑλλάδα γιά τήν θρησκεία περί τῶν ἡρώων καί τά περί θεῶν.

Γενικά πάντως δέν πρέπει νά ἀναζητηθεῖ ἡ προέλευ-σις τῆς θρησκείας σέ μυθολογικές ἀντιλήψεις, οὔτε καί τό ἀντίστροφο. Ἁπλῶς θρησκεία καί μῦθος ἔχουν γονιμο-ποιήσει τό ἕνα τό ἄλλο σέ συνέχεια καί σέ διασταύρωσι.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, σέ καμία ἄλλη περιοχή τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ δέν παρέχεται στήν ἀνθρώπινη φαντασία τόση ἐλευθερία, ὅση ἀπό τήν θρησκευτική ἰδέα ὅτι ὁ ἐξωτερικός κόσμος εἶναι ἔμψυχος καί ὅτι ὁ ἄνθρω-πος μπορεῖ νά τόν ἐπηρεάσει μέ εὐεργετικά ἀποτελέσμα-τα γιά τόν ἑαυτό του. Καί ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό θρησκευτι-κό ἔδαφος ἀναπτύχθηκαν ἡ κοσμολογία καί ἡ ὑπερφυσική γνῶσις σέ διαφορετικό βέβαια βαθμό σέ κάθε πολιτισμό.

Πρίν ἀπό μερικά χρόνια, ὁ Νικόλαος Μαργιωρής στό ἀξιομνημόνευτο ἔργο του Ἀποσυμβολισμός τῆς Ἑλλη-νικῆς Μυθολογίας ἀπέδειξε τή σχέσι μεταξύ μυθολογίας καί θρησκείας καί ὑποστήριξε ὅτι οἱ ἑλληνικοί μῦθοι ἔχουν ἑπτά ἐπίπεδα ἀποσυμβολισμοῦ, πού ξεκινοῦν ἀπό τήν ἁπλή ἀλληγορία καί φθάνουν σέ πραγματικά γεγο-νότα ἤ ἐπιστημονικές ἀλήθειες ἑνός παλαιότερου, χαμέ-νου πολιτισμοῦ. Μέ ἄλλα λόγια οἱ μῦθοι ἦταν ἱερές πα-ρακαταθῆκες μιᾶς ἀρχέγονης γνώσεως, ἀπό δασκάλους πού σάν ἄλλοι Δευκαλίωνες κατάφεραν νά τήν διαφυλά-ξουν μέσα σέ αὐτούς.

Μελέτη τῆς μυθολογίας Ἡ ἐπιστημονική μελέτη τῆς μυθολογίας εἰσῆλθε σέ νέα φάσι μέ τήν ἐπέκτασι τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας πέρα ἀπό

14 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν κλασική παράδοσι. Οἱ ταξιδιῶτες καί οἱ ἐπιστήμονες ἐπεσήμαναν ὁμοιότητες μεταξύ τῶν κλασικῶν μύθων καί τῶν ἀφηγήσεων διάφορων πρωτόγονων λαῶν, π.χ. τῶν Ἰνδιάνων τῆς Ἀμερικῆς. Αὐτό μπορεῖ νά συμβαίνει γιά δύο λόγους. Εἴτε ἀπό ἀπευθείας ἐπαφή τῶν δύο κόσμων, ἄποψι ἀρχικά ἀπίστευτη ἀλλά πού κερδίζει συνεχῶς νέ-ους ἐπιστήμονες, εἴτε λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι κάτω ἀπό κάθε μῦθο κρύβεται ἕνα φυσικό φαινόμενο, ὅπως ἡλιακό, μετεωρολογικό κ.ἄ., ὅμοιο σέ κάθε περιοχή. Ἡ ὕπαρξις ὅμως ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων (π.χ. ἡ πίθος τοῦ Μπί-μινι κ.ἄ.) πού συνδέουν τά μυθολογικά-λατρευτικά σύμ-βολα στίς δύο ἄκρες τοῦ Ἀτλαντικοῦ, ἀποδεικνύουν ὅτι τά ὑπερατλαντικά ταξίδια στήν ἀρχαιότητα ἴσως νά μήν εἶναι τελικῶς φαντασία. Σέ αὐτήν τήν ἄποψι ἔχουν κα-ταλήξει σημαντικοί ἐπιστήμονες, ὅπως ἡ Ἀμερικανίδα Ἐνριέττα Μέρτζ, ἡ ὁποία ὑποστήριξε ὅτι ὁ Ὀδυσσεύς δι-έσχισε τόν Ἀτλαντικό ὠκεανό (βλέπε τό ἔργο της Οἴνωψ Πόντος), καί ὁ Βρετανός Γκάβιν Μένζις, ὁ ὁποῖος μάλι-στα ἰσχυρίστηκε ὅτι «οἱ Μινωίτες ἀνακάλυψαν τήν Ἀμερική 3.700 χρόνια πρίν ἀπό τόν Κολόμβο». Ἐπί-σης ὁ Ἰταλός Ἐνρίκο Ματτίεβιτς στό κλασσικό ἔργο του Ταξίδι στήν μυθολογική κόλαση ὑποστήριξε ὅτι ὁ κῆπος τῶν Ἑσπερίδων εἶναι ὁ ναός Κορικάνζα τοῦ Περοῦ.

Στήν ἐντελῶς ἀντίθετη πλευρά βρίσκονται οἱ ἀπόψεις ἄλλων σύγχρονων μελετητῶν, ὅτι ἡ μυθολογία δέν εἶναι οὔτε μία ὑποτυπώδης μορφή ἐπιστήμης οὔτε μία ἑκού-σια ἀλληγορική ἀλλοίωσις τῆς γλώσσας, ἀλλά ἕνα «sui generis», ἕνα ἰδιότυπο προϊόν τοῦ θρησκευτικοῦ πνεύμα-τος. Οἱ μῦθοι δέν ἀσχολοῦνται μέ ὁποιαδήποτε ἀσήμαντη ἤ ὀλιγώτερο σημαντική ὑπόθεσι, ἀλλά μόνο μέ ὑποθέσεις

15 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

πού ἔχουν κεφαλαιώδη, θεμελειακή σημασία γιά τήν ὕπαρξι τῆς κοινότητος. Ἀφηγοῦνται τίς ἀρχές τοῦ κό-σμου, τοῦ λαοῦ, τῶν θεσμῶν του, ἐπικυρώνοντας ὄντως τούς θεσμούς. Γιά αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ μῦθος βρί-σκεται σέ λειτουργική σχέσι πρός τίς μορφές τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος.

Διαίρεσις τῆς μυθολογίας Στήν λαογραφία οἱ παροιμιώδεις διδακτικές διηγήσεις καλοῦνται μύθοι καί σκοπός τους εἶναι ὁ χαρακτηρισμός ἀτόπων πράξεων καί λόγων πρός τήν κατεύθυνσι τῆς ἀποδόσεως ἠθικῆς ἔννοιας σ’ αὐτούς καί τήν χρησιμοποί-ησί τους σέ πρακτική διδασκαλία. Οἱ μῦθοι, ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα τους, δηλαδή ἄν εἶναι περισσότερο σκω-πτικοί καί παροιμιώδεις ἤ ἔχουν πιό φανερό τόν διδακτι-κό σκοπό, δύνανται νά διακριθοῦν σέ δύο κατηγορίες, δηλαδή σέ ἁπλούς παροιμιώδεις μύθους καί σέ κυρίως διδακτικούς.

Οἱ πρῶτοι εἶναι διηγήσεις πού προῆλθαν ἀπό σκωπτι-κές καί εὐτράπελες καταστάσεις καί χρησιμοποιοῦνται ὡς παραδειγματικοί, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, οἱ κυρίως διδακτι-κοί μῦθοι, διακρίνονται ἀπό τούς πρώτους γιατί σ αὐτούς εἶναι καταφανής ἡ γνωμολογία. Οἱ διδακτικοί μῦθοι προῆλθαν ἀπό τούς παροιμιώδεις, πού τροποποιήθηκαν καταλλήλως καί πλάστηκαν ὡς διδακτικοί στήν συνέχεια καί εἶναι δύσκολο νά ἀποφανθεῖ κάποιος ἐάν ἕνας μῦθος ἦταν ἐξ ἀρχῆς παροιμιώδης ἤ ἐπλάσθη ἐξ ὑπαρχῆς ὡς δι-δακτικός.

Ἐκτός ἀπό τήν ἀνωτέρω σαφῆ καί ἁπλή διαίρεσι, ὁ ὅρος μυθολογία ἔχει διττή ἔννοια καί σημαίνει ἀφ’ ἑνός

16 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μέν τό σύνολον τῶν μύθων ἑνός λαοῦ (ἤ ὁμάδας λαῶν ἤ γενικά τῆς ἀνθρωπότητος), ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἐπιστημο-νική καί ἱστορική ἔρευνα τῶν παραδόσεων στήν ἱστορία.

Ὁ ἀείμνηστος μελετητής τοῦ ἀρχαίου κόσμου Γιάννης Λάμψας χωρίζει τούς μύθους στίς ἑξῆς κατηγορίες:

α) μῦθοι τῶν θεῶν καί τῶν ἄλλων θείων ὄντων, β) μῦθοι τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, γ) μῦθοι γιά τίς ἐπακόλουθες ἀλλαγές τοῦ κόσμου καί τῆς ἀνθρώπινης καταστάσεως, δ) μῦθοι πού σχετίζονται μέ τά οὐράνια σώματα καί τήν ζωή τῆς φύσεως καί ε) μῦθοι πού σχετί-ζονται μέ τούς ἥρωες.

Εὐεργετήματα ἀπό τήν μυθολογία Ἀπό τήν μυθολογία γενικά καί εἰδικότερα χωριστά ἀπό τόν κάθε μῦθο, συνάγονται ἀρκετά καί σημαντικά διδάγματα. Ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς τάξεως ἡ ἀπήχησίς τους ἔχει τε-ράστια ἐκπαιδευτική, φρονηματική, διαπλαστική καί εὐερ-γετική ἐπίδρασι στήν διαμόρφωσι καί τήν πνευματική ἀνά-πτυξι τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο ὡς μεμονω-μένου ἀτόμου, ἀλλά καί ὡς μέλους τῆς κοινωνίας. Ἡ ἀπο-νομή τῆς δικαιοσύνης, τό πολίτευμα τῆς τυραννίας, ἡ συλ-λογική ἤ ἡ ἀτομική ἐλευθερία, ἡ ὁδός τῆς νομιμότητος ἤ τῆς παρανομίας, ἡ ἄσκησις τῆς ἐξουσίας, ἡ ἐπιβολή τῆς τιμω-ρίας, ἀλλά καί ἡ θεώρησις τῆς ἀχαριστίας ὡς ἰδιώνυμου ἀδικήματος, πού ἐτιμωρεῖτο ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή μέ αὐστηρότητα ἀπό τούς θεούς, ἐξετάζονται καί ἀντιμετωπί-ζονται κατά μείζονα λόγο ἀπό τήν μυθολογία, πού τίς θε-ωρεῖ ἔννοιες ἠθικοπλαστικοῦ χαρακτήρα.

Ἡ τεράστια ἀναμορφωτική καί διαπλαστική ἱκανότη-τα, λόγῳ τῆς σταθερότητος τοῦ θεμελιακοῦ μηχανισμοῦ

17 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

καί τῆς μακροζωΐας τῆς παραδόσεως, προσδίδει στόν μῦθο τήν ἰδιαιτερότητα ἐκείνη πού στεροῦνται ἐνδεχομέ-νως οἱ «σύγχρονες» ψευδο-μυθολογίες. Πρός ἀπόδειξι τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ, χωρίς πρόθεσι μειώσεως τῶν μύ-θων πού ἀναφέρονται σέ ἄλλες χῶρες, ἀρκεῖ καί μόνο ἡ ἀναφορά ἑνός, ἀπό τά πάμπολλα, γνωμικοῦ γύρω ἀπό τήν μυθολογία, «πρίν ἄν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς, οὐκ ἄν δικάσῃς».

Ἡ ἐπίδρασις τῆς μυθολογίας, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ τίς εἰκαστικές τέχνες, τήν μουσική καί τήν λογοτεχνία εἶναι μεγάλη καί ἀρκούντως σημαντική, καθώς οἱ παρα-στάσεις καί τά ἀγάλματα, οἱ ἀναρίθμητοι πίνακες, οἱ τραγωδίες, τά λυρικά καί ἐπικά ἔργα ἀρχική ἀφετηρία καί ἀντικείμενο ἔχουν τήν μυθολογία.

Τό λογοτεχνικό εἶδος, πού οἱ ἀρχαῖοι ἀποκαλοῦσαν καί «αἶνον» ἤ καί ἁπλά «λόγον», παραμύθι, παροιμία κ.λπ., ἔχει τήν προέλευσι ἀπό τήν μυθολογία, ἀρκετοί δέ μῦθοι εἶναι δημιουργήματα τοπικά, ἰδίως δέ οι ἀναφερό-μενοι στά ζῶα. Ἡ κληρονομία τῶν μύθων εἶναι πολύ πα-λιά.

Ὁ ἀκαδημαϊκός Κ. Δεσποτόπουλος στό ἔργο του Ἑλληνικά θέματα ἱστορίας καί πολιτισμοῦ ἀναδεικνύει μέ σαφήνεια καί βαρύνοντα λόγο, κατ’ ἔμμεσο τρόπο, τή μεγάλη σπουδαιότητα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας καί τίς εὐεργετικές ἐπιδράσεις της... «ἡ ἵδρυσις τῶν Ὀλυμπι-ακῶν ἀγώνων ἀποδίδεται στόν πρωτοήρωα τῶν Ἑλλή-νων Ἡρακλῆ, σύμβολο ὑψηλό καρτερίας, ἀνδρείας καί ρώμης, προστάτη καί σωτήρα τῶν ἀνθρώπων ἀπό τά ἄγρια θηρία καί ἀπό τούς ὅποιους κακούργους».

18 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Σύντομη ἀναφορά στήν ξένη μυθολογίαὉ περιορισμένος χῶρος τοῦ ἡμερολογίου δέν ἀφήνει καί πολλά περιθώρια γιά μία ἐκτενῆ ἀναφορά στήν ξένη μυ-θολογία. Παρά ταῦτα ὅμως καί γιά τήν πληρότητα τοῦ θέματος θά σημειωθοῦν καί ὀλίγα γιά τήν ξένη μυθολο-γία, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά ἔχει, τρόπο τινά, μία σφαιρι-κή εἰκόνα τοῦ θέματος.

– Οἱ Σκανδιναυοί ἀκόμα ἔχουν στίς παραδόσεις τους τόν θεό τῆς ἀστραπῆς, πού ζεῖ στό παγωμένο βασίλειο.

– Οἱ ἰθαγενεῖς τῆς Ἀφρικῆς θεωροῦν τόν οὐρανό ὡς τόν μεγαλύτερο θεό, πού μέ τήν βροχή του συντελεῖ στήν ἀνάπτυξι τῆς γεωργίας, αὐξάνει τήν βλάστησι τῶν δέν-δρων καί ὡριμάζει τούς καρπούς. Ἄλλος λαός μαύρων θεωρεῖ τόν ἥλιο ἄνδρα καί τήν σελήνη γυναίκα.

– Οἱ αὐτόχθονες τῆς Αὐστραλίας θεωροῦν τόν οὐρανό θεό, πού γέννησε ὅλα τά ὄντα καί μέ ἕνα φύσημα δημι-ούργησε τήν γῆ.

– Οἱ κάτοικοι τῆς Νέας Γουϊνέας θεωροῦν τόν ἥλιο σύ-ζυγο τοῦ οὐρανοῦ, πού γονιμοποίησε τή γῆ.

– Οἱ κάτοικοι τῆς Μικρονησίας πιστεύουν ὅτι πρίν ἀπό τήν ὕπαρξι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ὁ Ἄνεμος τῆς νύχτας, πού λέγεται καί Πουντάν, εἶχε ἀνθρώπινη μορφή καί κατοικοῦσε στό κενό διάστημα. Μετά τόν θάνατό του τό σῶμα του χρησίμευσε γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου.

– Κατά τούς κοσμογονικούς μύθους τῆς Νέας Ζηλαν-δίας, ὅλα τά ὄντα γεννήθηκαν ἀπό τήν ἕνωσι τοῦ οὐρα-νοῦ καί τῆς γῆς μέσα στό σκοτάδι. Κατ’ ἄλλο μῦθο ὁ θε-ός τῶν θαλασσῶν βρισκόταν μέσα σέ αὐγό καί ἀπό τά θραύσματα τοῦ κελύφους του δημιουργήθηκαν τά νησιά τῆς Πολυνησίας.

19 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

– Οἱ κάτοικοι τῆς Βραζιλίας θεωροῦσαν τήν σελήνη κυρία τοῦ οὐρανοῦ καί τό παιδί της ἔκανε θαυμάσιους ἄθλους ἐπάνω στήν γῆ.

Οἱ Ἐσκιμῶοι εἶχαν τήν πίστι ὅτι ὁ οὐρανός εἶναι ὁ θε-ός τοῦ καλοῦ, ἀλλά ἡ γῆ, πού εἶναι μητέρα του ἤ γιαγιά του, εἶναι γριά, σκληρή, φιλάργυρη καί κακή. Ὁ οὐρανός στηρίζεται ἐπί τῶν πλέον ἀπομακρυσμένων βουνῶν καί ἡ γῆ ὁμοίως ἐπάνω σέ στύλους, τά δέ ἀστέρια εἶναι οἱ ψυ-χές τῶν ἀνθρώπων πού ἔζησαν δίκαιη ἐπί τῆς γῆς ζωή, ἐνῶ οἱ ψυχές τῶν ὑπολοίπων πηγαίνουν στά ἔγκατα τῆς γῆς.

Εἶναι σαφές ἀπό τά παραπάνω ὅτι ἡ ἑλληνική μυθο-λογία ἔχει ἐπηρεάσει σημαντικά τίς παραδόσεις ὅλων τῶν λαῶν τοῦ κόσμου. Εἶναι τό πιό ὀργανωμένο σύστη-μα προφορικῶν καί γραπτῶν παραδόσεων στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί ὡς σύνολο καλύπτει τό 95% τῆς μυθολογίας τοῦ κόσμου. Οὐσιαστικά ὅλες οἱ ἄλλες μυθο-λογίες ἀποτελοῦν μικρή ἤ μεγάλη ἀντιγραφή τῆς ἑλλη-νικῆς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´

Kοσμογονία – Γιγαντομαχία – Tιτανομαχία

Κοσμογονία: Τό σύνολο τῶν μύθων καί παραδόσεων πού ἑρμη-νεύουν τήν προέλευσι τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἔννοια τῆς κοσμογονίας δέν ἀντιστοιχεῖ πάντοτε σέ αὐτή τῆς δημιουρ-γίας. Ἀπό τήν μελέτη τοῦ ἄφθονου ὑλικοῦ διαπιστώνεται στήν ἀρχή τῶν κοσμογονικῶν μύθων ἕνα ὑπέρτατο ὄν, πού ἄλλοτε εἶναι ὁ δημιουργός καί ἄλλοτε χρησιμεύει ὡς ὑλικό. Στήν ἑλλη-νική μυθολογία ὑπάρχουν δύο βασικές κοσμογονικές δοξασίες. Πρώτη τοῦ Ὀρφέως, ὅπου ὁ κόσμος ἐδημιουργήθη ἀπό τήν Νύ-κτα, ἡ ὁποία γέννησε τόν Χρόνο καί τόν Αἰθέρα, καί ἀπό τόν Αἰθέρα ὁ Χρόνος δημιούργησε τό κοσμικό ὠό, ἀπ’ ὅπου ἐκκο-λάφθηκε ὁ Φάνης, ὁ φωτεινός δημιουργός τῶν πάντων. Στήν ἐκδοχή τοῦ Ἡσιόδου, ἀπό τό Χάος γεννήθηκε τό Ἔρεβος, ἡ Νύξ, ὁ Ἔρως καί ἡ Γαῖα.

Γιγαντομαχία: Ἡ μάχη μεταξύ θεῶν καί Γιγάντων γιά τήν κυριαρχία τοῦ Ὀλύμπου. Φέρεται ὅτι διεξήχθη στό πεδίο τῆς Φλέγρας ἤ στήν χερσόνησο τῆς Παλλήνης καί τελικά ἐπικράτη-σαν σ’ αὐτήν οἱ Ὀλύμπιοι θεοί μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἡρακλέους. Οἱ Γίγαντες στήν ἀρχαία μυθολογία παρίστανται ὡς ἀτίθασα ὄντα, ὡς ρωμαλέοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι, κατεχόμενοι ἀπό ζηλο-τυπία πρός τούς θεούς, ἐπιδιώκουν τήν ἐξόντωσί τους. Ἐπικε-φαλῆς τοῦ ἀγώνα ἐναντίον τους ἦταν ὁ Ζεύς καί ἡ Ἀθηνᾶ (ἀπο-καλούμενη καί Γιγαντολέτωρ καί Γιγαντολέτειρα). Σύμφωνα ὅμως μέ παλαιό χρησμό, οἱ θεοί δέν θά μποροῦσαν νά καταβά-λουν τούς Γίγαντες χωρίς τήν βοήθεια ἑνός τουλάχιστον θνητοῦ.

22 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἡ Ἀθηνᾶ ὑπέδειξε ὡς βοηθό τῶν θεῶν τόν Ἡρακλῆ καί ἀργότε-ρα ἦλθε ὁ Διόνυσος, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξασφαλίσουν καί οἱ δύο τήν ἀθανασία. Λόγῳ τῆς καίριας συμμετοχῆς τῆς θεᾶς, οἱ Ἀθη-ναῖοι ἔδιναν μεγάλη σημασία στήν Γιγαντομαχία. Ὁ Φειδίας μά-λιστα τήν ἀπεικόνισε στήν ἐσωτερική πλευρά τῆς ἀσπίδος τῆς Ἀθηνᾶς. Γνωστότεροι Γίγαντες ἦταν ὁ Ἐγκέλαδος καί ὁ Πάλλας, πού φονεύθηκαν ἀπό τήν Ἀθηνᾶ, καί ὁ Πολυβώτης, πού ἀναχαι-τίστηκε ἀπό τόν Ποσειδώνα μέ τήν ρίψι ἑνός μέρους ἀπό τήν νῆσο Κῶ, τό ὁποῖο τότε σχημάτισε τήν Νίσυρο.

Τιτανομαχία: Ἡ ἐπική μάχη μεταξύ θεῶν καί Τιτάνων γιά τήν κυριαρχία τοῦ κόσμου. Ὅταν ὁ Κρόνος ἀνέτρεψε τόν Οὐρα-νό, γιά νά ξεφύγη ἀπό τήν κατάρα τοῦ πατέρα του κατάπινε ὅλα τά παιδιά πού γεννοῦσε ἡ γυναίκα του. Μέ ἕνα τέχνασμα ὅμως τῆς Ρέας, ὁ Ζεύς, τό μικρότερο ἀπό τά παιδιά του, ἐπέζη-σε καί ὅταν μεγάλωσε, ἀκολουθώντας συμβουλή τῆς Γαίας, ἐλευθέρωσε ἀπό τόν Τάρταρο τούς Κύκλωπες, πού ἀπό εὐγνω-μοσύνη τοῦ χάρισαν ὑπερφυσικές δυνάμεις. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Ὠκεανοῦ, τοῦ Προμηθέως, υἱοῦ τοῦ Ἰαπετοῦ, καί τῶν Ἑκατόγ-χειρων, νίκησε τόν Κρόνο καί τούς ὑπόλοιπους Τιτάνες καί τούς φυλάκισαν στά Τάρταρα, ὑποχρέωσε δέ τόν πατέρα του νά ἐμέ-σει τά ἀδέλφια του. Ἔτσι ξεκινᾶ ἡ παντοδυναμία τῶν Ὀλύμπι-ων Θεῶν. Πιθανότατα ὁ πόλεμος αὐτός νά ἀντικατοπτρίζη με-γάλες γεωλογικές μεταβολές πού στούς ἀρχαίους χρόνους ἀνα-στάτωσαν τό ἔδαφος τῆς Ἑλλάδος. Μερικοί ἑρμηνεύουν τούς Τιτάνες ὡς θεούς μιᾶς ἀρχαιότερης λατρείας πού ἐκτοπίστηκε ἀπό τό πάνθεον τοῦ Ὀλύμπου.

23 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΧAOΣ(ἐκ τοῦ Χ+ ἄος = πνεῦμα)

Ἡ πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου πρωτογενής κατάστασις, ἀπό τό ὁποῖο γεννήθηκε τό Ἕρεβος καί ἡ Νύκτα, πού γέννησαν κατό-πιν τόν Αἰθέρα καί τήν Ἡμέρα. Μαζί μέ τόν Ἔρωτα καί τήν Γαῖα εἶναι ἕνα ἀπό τά τρία ἀρχέγονα στοιχεῖα. Συμβολίζει τόν ἄπειρο χῶρο πού περιέχει «ἐν σπέρματι» ὅλα ὅσα θά ἀποτελέσουν τό Σύ-μπαν. Ὁ Ἀναξαγόρας ἔλεγε ὅτι ὁ Νοῦς διακόσμησε τό Χάος. Συμ-βολίζει ἐπίσης, τόν ἀρχέγονο χῶρο στόν ὁποῖο κινεῖται ἡ ψυχή πρίν ἀπό τήν ἐνσάρκωσί της. Λανθασμένα, κατέληξε νά σημαίνει τό με-γάλο κενό, τήν ἄβυσσο καί μεταφορικά τήν σύγχυσι, τήν ἀταξία.

ΓAIA(= Γῆ, παρά τό γῶ, τό χωρῶ, Ἡ τά πάντα χωροῦσα)

Θεά τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας, ἡ θεοποίησις τῆς γῆς. Σύμ-φωνα μέ τήν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου δημιουργήθηκε εὐθύς ἀμέσως μετά τό Χάος καί ταυτόχρονα μέ τόν Οὐρανό, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ἀδελφή καί σύζυγος καί ἀπέκτησε μαζί του τούς ἕξι Τιτάνες καί τίς ἕξι Τιτανίδες, τούς Γίγαντες, τούς τρεῖς Ἑκατόγχειρες καί τούς τρεῖς Κύκλωπες. Σύμφωνα μέ τήν παράδοσι, ὁ Οὐρανός καί ἡ Γῆ ἦταν κάποτε πολύ κοντά, ἐπειδή ὅμως ὁ Οὐρανός ἔκανε πολλές ἀπιστίες κι ἀπέκτησε παιδιά καί μέ ἄλλες συζύγους, ἡ Γαῖα ἀπο-μακρύνθηκε καί δεχόταν νά συναντιέται μαζί του ὁρισμένες μόνο ἐποχές. Ἐπειδή ὁ Οὐρανός θέλησε νά σκοτώσει τά παιδιά πού ἀπέκτησε μέ αὐτήν, ἡ Γῆ παρεκίνησε τόν γιό της Κρόνο στήν κο-σμογονική ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ πατέρα του. Ἡ Γαῖα ἐλατρεύε-το σχεδόν σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς Ἑλλάδος.

24 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

EPΩΣ(ἐκ τοῦ εἴρειν = τό δεσμεῖν, ἤ ἀπό ὁρῶ)

Ὁ θεός τῆς ἀγάπης, υἱός τῆς Ἀφροδίτης καί τοῦ Ἄρεως. Ἦταν θε-ός πού ἐκπροσωποῦσε τήν ἀμοιβαία ἕλξι καί ἕνωσι τῶν δυό φύλων καί δέν ἀναφέρεται στά ὁμηρικά ποιήματα. Κατά τήν Θεογονία τοῦ Ἡσίοδου, πρῶτα ἔγινε τό Χάος, ἔπειτα ἡ Γαῖα καί συγχρόνως ἐμφανίσθηκε ὁ κάλλιστος μεταξύ τῶν ἀθανάτων θεῶν «Ἔρως λυ-σιμελής», ὁ ὁποῖος δαμάζει στά στήθη ὅλων τῶν θεῶν καί τῶν ἀνθρώπων τόν νοῦ καί τήν σωφροσύνη. Ὁ Ἔρως οὐδέν παράγει μόνος του, ἀλλά εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμις, πού ἑνώνει τά πάντα καί ἔτσι παράγεται ἡ ζωή. Παρίσταται ὡς πτεροφόρος.

ΤITANEΣ(ἐκ τοῦ τιτῶ = ἡ Σμέρα καί ὁ ἥλιος).

Ἦσαν παιδιά τοῦ ἀρχέγονου ζεύγους Οὐρανοῦ καί τῆς Γαίας. Ἦσαν ἕξι τόν ἀριθμό καί ὀνομάζοντο, Ὠκεανός, Κάος, Κρίος, Ὑπε-ρίων, Ἰαπετός, καί Κρόνος. Οἱ Τιτάνες εἶχαν ἕξι ἀδελφές μέ τά ὀνόματα Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Τηθύς καί Φοίβη, οἱ ὁποῖες ἦσαν ταυτόχρονα καί σύζυγοι τῶν Τιτάνων, οἱ ὁποῖες ἐλέγοντο καί Τιτανίδες ἤ Οὐρανίδες. Πρωταγωνίστησαν στήν ἐπική Τιτανομαχία καί τελικά καταπλακώθηκαν ἀπό τούς βράχους καί ὁδηγήθηκαν δεμένοι στόν Τάρταρο, ὅπου τούς φρουροῦσαν οἱ Ἑκατόγχειρες. Τόν Δία, βοήθησαν μερικοί ἀπό τούς Τιτάνες, ὅπως ὁ Ὠκεανός, ὁ Προμηθεύς, ὁ γιός τοῦ Ἰαπετοῦ, ἡ Θέμις καί ἡ Μνημοσύνη.

25 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚYKΛΩΠEΣ(οἱ παρά τό κύκλος καί τό ὤψ = ὁ κυκλικός ὀφθαλμός)

Οἱ Κύκλωπες ἦσαν παιδιά τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γαίας καί εἶχαν ὡς χαρακτηριστικά τήν τεράστια σωματική ἰσχύ, τήν δυσμορφία καί ἕνα μοναδικό κυκλοτερῆ ὀφθαλμό ἐπί τοῦ μετώπου. Σύμφωνα μέ τόν Ἡσίοδο οἱ Κύκλωπες ἦσαν τρεῖς, ὁ Βρόντης, ὁ Στερόπης καί ὁ Ἄργης. Εἶχαν ἐλευθερωθεῖ μέ τήν βοήθεια τοῦ Διός ἀπό τόν Τάρ-ταρο κατά τήν τιτανομαχία ἐναντίον τοῦ Κρόνου καί μετά ἀπό αὐτήν ἔγιναν βοηθοί τοῦ Ἡφαίστου. Χάρισαν δέ, ἀπό εὐγνωμοσύνη στόν Δία τήν βροντή, τήν ἀστραπή καί τόν κεραυνό. Σύμφωνα ὅμως μέ μία ἄλλη ἐκδοχή, οἱ Κύκλωπες τοῦ Ὁμήρου ἦσαν ὅμοιοι στή σω-ματική διάπλασι, ἀλλά ἄγριοι καί ἄνομοι καί ζοῦσαν μέσα σέ σπη-λιές, ὅπως ὁ Πολύφημος.

ATΛAΣ(ἐκ τοῦ ἀ+τλά-ω, ὁ τά πάντα ὑπομένων)

Ἦταν υἱός τοῦ Ἰαπετοῦ καί τῆς Κλυμένης καί ἀδελφός τοῦ Προμη-θέως, τοῦ Ἐπιμηθέως καί τοῦ Μενοιτίου. Κατά τήν τιτανομαχία ἡττήθηκε καί ἀπό τόν Δία τιμωρήθηκε νά βαστάζει στούς ὤμους του τόν οὐρανό, ἱστάμενος ἐπί τοῦ ὁμωνύμου ὄρους τῆς Ἀφρικῆς. Στό ὄρος αὐτό τόν βρῆκε ὁ Ἡρακλῆς καί τόν ἀντικατέστησε προ-σωρινά σ’ αὐτή τήν τιμωρία μέχρις ὅτου τοῦ φέρει τά μῆλα τῶν Ἑσπερίδων. Στήν συνέχεια ὁ Ἄτλας ἀρνήθηκε νά ἀναλάβει καί πά-λι τόν οὐρανό στούς ὤμους του, πλήν ὅμως ὁ Ἡρακλῆς μέ τέχνα-σμα τόν ξεγέλασε καί ἀφοῦ πῆρε τά μῆλα ἀναχώρησε. Κόρες τοῦ Ἄτλαντος καί τῆς Ἑσπερίδος ἦταν οἱ Ἀτλαντίδες, οἱ ὁποῖες κατα-διώχθηκαν ἀπό τόν Ὠρίωνα καί κατέφυγαν στόν Δία, πού τίς μετα-μόρφωσε σέ ἀστέρια καί ἔτσι ἔγινε ὁ ἀστερισμός τῶν Πλειάδων.

26 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΑIΘHP(ἐκ τοῦ αἴθω = καίω)

Ἡ ἔκτασις καί ἡ περιοχή πού βρίσκεται πέρα ἀπό τήν ἀτμόσφαι-ρα τῆς γῆς καί θεωρεῖται φωτεινή, στήν ὁποία ἐπιστεύετο ὅτι κα-τοικοῦσε ὁ Ζεύς. Γιά τούς Ὀρφικούς ὁ αἰθήρ εἶναι ἡ ψυχή τοῦ πα-ντός, ἀπ’ ὅπου πηγάζει κάθε ζωή. Ἦταν γιός τοῦ Ἐρέβους καί τῆς Νυκτός. Αἰθήρ ἑρμηνευτικά σημαίνει τό λεπτότατο, τό θερμό, τό πρῶτο φῶς, πού γίνεται ἀπό μόνο του, χωρίς τήν συμμετοχή ἄλλου. Ὁ Ἀριστοφάνης τόν παρουσιάζει ὡς πατέρα τῶν νεφελῶν. Ὁ Ἀρι-στοτέλης ἔδωσε ἐπιστημονική ὕπαρξι στόν αἰθέρα, ἀποδίδοντας σέ αὐτόν τήν κίνησι τῶν ἄστρων. Τόν θεωροῦσε τό πέμπτο στοιχεῖο, μαζί μέ τήν γῆ, τόν ἀέρα, τό νερό καί τήν φωτιά. Ὁ Πλάτων θεω-ροῦσε τόν αἰθέρα μιά ἐξέλιξι τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τήν πηγή κινήσεως στό σύμπαν.

ΓIΓANTEΣ

Οἱ Γίγαντες στήν ἀρχαία μυθολογία παρίστανται ὡς ἀτίθασα ὄντα, ὡς ρωμαλέοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ζηλεύουν τούς θεούς καί ἐπιδι-ώκουν μέ κάθε τρόπο τήν ἐξόντωσί των. Στήν Ὀδύσσεια ἀναφέρο-νται ὡς λαός πρωτογενής, ἔχουν ἀνάστημα μεγάλο, εἶναι ἄγριοι στό ἦθος, κακοποιοί καί ἀρνητές τῶν ὁσίων. Στόν Σοφοκλῆ οἱ Γί-γαντες ἀποκαλοῦνται «γηγενής στρατός», ὡς τέκνα τῆς Γῆς καί τοῦ Οὐρανοῦ. Ἦσαν φοβεροί στήν ὄψι, ἀνυπέρβλητοι στήν δύναμι καί τεράστιοι στόν ὄγκο, ἐνῶ μποροῦσαν νά ἐκσφενδονίσουν τερά-στιους βράχους. Παρόλο πού ἡ καταγωγή τους ἦταν θεϊκή δέν ἦταν ἀθάνατοι παρά μόνον στόν τόπο πού εἶχαν γεννηθεῖ. Φαίνεται ὅτι εἶναι προσωποποίησις τῶν Σφαιστειωδῶν ταραχῶν καί τῶν κατα-στροφικῶν γενικά δυνάμεων τῆς φύσεως, πού ἐξουδετερώνονται μόνο μέ τήν θεία παρουσία.

27 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΓIΓANTOMAXIA

Γενικά ἡ Γιγαντομαχία φέρεται ὅτι διεξήχθη στό πεδίο τῆς Φλέ-γρας ἤ στήν χερσόνησο τῆς Παλλήνης. Ἡ περίφημη γιγαντομαχία ἔγινε μεταξύ τῶν Ὀλυμπίων θεῶν καί τῶν Γιγάντων, ὅπου τελικά ἐπικράτησαν οἱ Ὀλύμπιοι θεοί μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἡρακλέως. Κύ-ριοι διῶκτες τῶν Γιγάντων ἦσαν ὁ Ζεύς καί ἡ Ἀθηνᾶ, ἀποκαλού-μενη καί Γιγαντολέτωρ καί Γιγαντολέτειρα.

ΕKATOΓXEIPEΣ

Κατά τόν Ἡσίοδο εἶναι οἱ τρεῖς υἱοί τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γαίας ἤτοι ὁ Βριάρεως (δυνατός), ὁ Κόττος (θυμώδης) καί ὁ Γύης (γί-γας). Ὁ καθένας ἀπό αὐτούς εἶχε πενήντα κεφάλια καί ἑκατό χέ-ρια, ὅπως καί τό ὄνομά τους φανερώνει. Ὁ πατέρας τους, μόλις γεννήθηκαν, τούς ἔκλεισε στό ἐσωτερικό τῆς γῆς, ἀλλά ἀργότερα τούς ἐλευθέρωσε ὁ Ζεύς, γιά νά τόν βοηθήσουν στόν ἀγώνα τῶν θεῶν κατά τῶν Τιτάνων. Μετά τήν κατατρόπωσι τῶν Τιτάνων οἱ Ἑκατόγχειρες ἐτέθησαν ἀπό τόν Δία φύλακες τοῦ σκοτεινοῦ Τάρ-ταρου στόν ὁποῖο ἐγκλείστηκαν οἱ Τιτάνες.

OYPANOΣ(ἐκ τοῦ οὖρος, ὧρος = φύλαξ + ἄνω).

Ἦταν ἡ προσωποποίησις τῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τῶν θεῶν. Προῆλθε καί αὐτός ἀπό τό Ἕρεβος τοῦ ὁποίου ἐθεωρεῖτο υἱός. Ἀπό αὐτόν καί τήν Γαῖα γεννήθηκαν οἱ Οὐρανίδες, οἱ λεγόμενοι Τιτάνες, ἀκόμη δέ καί τρεῖς Κύκλωπες, οἱ Βρόντης, Στερόπης καί Ἄργης καί οἱ τρεῖς Ἑκατόγχειρες, ὁ Κόττος, ὁ Βρυάρεως καί ὁ Γύης. Ἡ βασι-λεία ὅμως τοῦ Οὐρανοῦ ὑπῆρξε καταθλιπτική, γιατί δέν ἐπέτρεπε

28 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

στά τέκνα του νά βλέπουν τό φῶς τῆς Σμέρας. Ἡ Γαία ὀργισμένη ξεσήκωσε τούς Τιτάνες ἐναντίον του, καί ὁ Κρόνος, ὁ μικρότερος ἀπό αὐτούς, τοῦ ἔκοψε τά γεννητικά ὄργανα καί τά πέταξε στήν θάλασσα. Ἀπό τόν θαλάσσιο ἀφρό πού δημιουργήθηκε, γεννήθηκε ἡ Ἀφροδίτη. Ἀπό τό αἷμα τοῦ Οὐρανοῦ πού ἔπεσε πάνω στήν γῆ γεννήθηκαν οἱ Ἐρινύες καί οἱ Γίγαντες.

ΠPOMHΘEYΣ(ἐκ τοῦ πρό + μήτις = σοφία, σκέψις)

Ἕνας ἀπό τούς Τιτάνες καί κατά τήν ἑλληνική μυθολογία υἱός τοῦ Ἰα-πετοῦ καί τῆς Κλυμένης, ἤ τῆς Θέτιδος ἤ τῆς Ἀσίας, ἀδελφός δέ τοῦ Ἄτλαντος, τοῦ Μενοιτίου καί τοῦ Ἐπιμηθέως καί πατέρας τοῦ Δευ-καλίωνος ἀπό τήν Πανδώρα καί τοῦ Ἕλληνος. Κυριότερες πηγές γιά τούς περί αὐτόν μύθους εἶναι ὁ Ἡσίοδος καί ὁ Αἰσχύλος, ὁ ὁποῖος καί ἔγραψε μία τριλογία ἀπό τήν ὁποία σώζεται ἡ τραγωδία «Προμηθεύς δεσμώτης». Ἦταν αὐτός πού ἔκλεψε τήν φωτιά ἀπό τόν Ὄλυμπο καί τήν ἔφερε στούς ἀνθρώπους. Ὁ Ζεύς τόν ἐκδικήθηκε ἀργότερα καί τόν παρέδωσε στόν Ἥφαιστο γιά νά τόν καθηλώσει στούς γκρεμούς τοῦ Καύκασου, ὅπου ἕνας ἀετός ὅλη τήν Σμέρα τοῦ ἔτρωγε τό συκώτι, τό ὁποῖο ὅμως ξαναγινόταν κάθε βράδυ. Τελικά ὁ Ἡρακλῆς, μετά ἀπό χρόνια, μέ τήν συγκατάθεση τοῦ Διός, σκότωσε τόν ἀετό καί ἀπελευ-θέρωσε τόν Προμηθέα. Ὁ Προμηθεύς συμβολίζει τό αἰθερικό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τήν οὐσία πού προμηθεύει τό πῦρ μέσα μας.

EΠIMHΘEYΣ(ἐκ τοῦ ἐπί + μήτις = φροντίς, σοφία)

Ἕνας ἀπό τούς τέσσερις υἱούς τοῦ Ἰαπετοῦ καί τῆς Κλυμένης, σύ-ζυγος τῆς Πανδώρας (Ἡ πρώτη γυναίκα πού ἐπλάστηκε πού ἀπό

29 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τούς θεούς) τήν ὁποία πῆρε ὡς σύζυγο, παρά τίς ἀντίθετες συμ-βουλές τοῦ ἀδελφοῦ του Προμηθέως. Ἔτσι ἔγινε ἡ αἰτία καί ἡ ἀφορμή τῆς δυστυχίας τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἐπιμηθέως ἡ περίεργη Πανδώρα ἄνοιξε τήν πυξίδα (κιβώτιο) πού τῆς προσέφεραν μαζί μέ τά ἄλλα γαμήλια δῶρα, καί ἔγινε αἰτία νά διασκορπιστεῖ κάθε συμφορά στή Γῆ. Ἀπό τόν γάμο αὐτό γεν-νήθηκε ἡ Πύρρα, πού ἔγινε κατόπιν σύζυγος τοῦ Δευκαλίωνος καί ἀπό τήν ὁποία παρήχθη ὁλόκληρο τό νέο γένος τῶν γυναικῶν, με-τά τόν ἐπισυμβάντα κατακλυσμό. Ἦταν ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τόν ἀδελφό του, σκεφτόταν πάντα ἔπειτα ἀπό τά γεγονότα, ἐξ οὗ καί τό προσωνύμιο ὀψίνους.

ΚATAKΛYΣMOΣ(ἐκ τοῦ κατά + κλύζω = ὁρμῶ)

Ἡ Ἑλληνική Μυθολογία ἀναφέρει τρεῖς κύριες παραδόσεις κατα-κλυσμῶν. Τήν θηβαϊκή γιά τόν Κατακλυσμό τοῦ Ὠγύγου, τήν ἀρκαδική περί τοῦ Δάρδανου καθώς καί τήν περί τοῦ Δευκαλίω-νος, υἱοῦ τοῦ Προμηθέως. Κατά αὐτήν τήν παράδοσι ὁ Ζεύς ἀπο-φάσισε νά ἐξολοθρεύσει τούς ἀπογόνους τῶν Τιτάνων γιά ἀσέβεια, καί μέ τήν ἀπόφασι αὐτή συμφώνησαν ὅλοι οἱ θεοί. Ἀπό τήν κα-ταστροφή γλίτωσε μόνον ὁ Δευκαλίων καί ἡ σύζυγός του Πύρρα πού κατασκεύασαν, κατά συμβουλή τοῦ Προμηθέως ἕνα πλοῖο. Ὅταν τά νερά κατέκλυσαν τήν Γῆ, τό πλοῖο αὐτό, πού ἔπλεε γιά ἐννέα μερόνυχτα, στάθμευσε στόν Ἄθω. Κατά συμβουλή τοῦ Διός, ἄρχισαν νά ρίχνουν πέτρες πίσω ἀπό τήν πλάτη τους. Οἱ πέτρες πού ἔριχνε ὁ Δευκαλίων γίνονταν ἄνδρες, ἐνῶ οἱ πέτρες τῆς Πύρ-ρας γίνονταν γυναῖκες.

30 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔEYKAΛIΩN(ἐκ τοῦ δεύω = βρέχω + καλύπτω)

Ὁ μυθικός πατέρας τοῦ Ἕλληνος καί γενάρχης τῶν Ἑλλήνων, υἱός τοῦ Προμηθέως, ἐγγονός τοῦ Ἰαπετοῦ καί βασιλιάς τῆς Φθίας στή Θεσσαλία. Ἀπό τόν κατακλυσμό πού ἔκανε ὁ Ζεύς καί διήρκεσε ἐννιά Σμέρες, προκειμένου νά ἐξαφανίσει τό ἀνθρώπινο γένος, ἐσώθη ὁ Δευκαλίων μετά τῆς συζύγου του Πύρρας, πού ἦταν θυ-γατέρα τοῦ Ἐπιμηθέως. Ἡ διάσωσις τοῦ Δευκαλίωνος ἔγινε μέσα σέ μία κιβωτό, τήν ὁποία προκατασκεύασε μέ τήν συμβουλή καί τήν βοήθεια τοῦ Προμηθέως καί ἡ ὁποία ἐκάθησε, ὅταν τά νερά ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν, ἐπί τοῦ ὅρους Παρνασσοῦ (κατά τήν ἐκδο-χή δέ τοῦ Σέρβιου στό ὄρος Ἄθω, ἤ στήν Αἴτνα κατά τόν Ὑγίνο).

ΠYPPA(ἐκ τοῦ πῦρ)

Θυγατέρα τοῦ Ἐπιμηθέως καί τῆς Πανδώρας, σύζυγος τοῦ Δευκα-λίωνος, μητέρα τοῦ Ἕλληνος, τοῦ Ἀμφικτύονος καί τῆς Πρωτογέ-νειας. Αὐτή καί ὁ σύζυγός της ἦταν οἱ μόνοι πού ἐπέζησαν ἀπό τόν μεγάλο κατακλυσμό ἀλλά ἐπειδή ἦταν μόνοι τους ρώτησαν τό μα-ντεῖο τῆς Θέμιδος τί νά κάνουν καί ὁ χρησμός ἦταν νά ρίχνουν πί-σω τά κόκαλα τῆς Μητέρας, δηλ. πέτρες τῆς μάνας Γῆς. Αὐτές πού ἔριχνε ὁ Δευκαλίων μεταμορφώνονταν σέ ἄνδρες, ἐνῶ αὐτές πού ἔριχνε ἡ Πύρρα σέ γυναῖκες. Ἀπό αὐτό τό περιστατικό προῆλθε ἡ λέξη (λαός ἀπό τό λαάς = πέτρα).

31 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

EΛΛHN(ἐκ τοῦ σέλ = φωτεινός)

Ὁ υἱός τοῦ Δευκαλίωνος, ἐξ οὗ ἡ μετονομασία τῶν Πελασγῶν καί τῶν Γραικῶν εἰς Ἕλληνας. Ἐθεωρεῖτο γόνος τοῦ Διός, καί τό ὄνομά του σημαίνει φωτεινή πέτρα (Σέλ + λάας), ἀφοῦ γεννήθηκε ὅταν κατ’ ἐντολήν τοῦ Διός, ὁ Δευκαλίων καί ἡ Πύρρα ἔσπειραν ἐκ νέου τό ἀνθώπινο γένος, χρησιμοποιώντας πέτρες τίς ὁποῖες ἔριχναν πί-σω τους. Ὅσες πέτρες ἔριχνε ὁ Δευκαλίων ἐγίνοντο ἄνδρες καί ὅσες ἡ Πύρρα γυναῖκες. Ἀπό τήν Νύμφη Ὀρσηίδα ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τόν Δῶρο, πού βασίλεψε στήν Μακεδονία, τόν ὑοῦθο, πού βασίλεψε στήν Πελοπόννησο καί τόν Αἴολο, πού βασίλεψε στήν Θεσσαλία, καί ἔτσι ὅλοι μετονομάστηκαν σέ Ἕλληνες. Ὁ Θουκυδίδης πάντως, δέ-χεται τόν Ἕλληνα καί τούς γιούς του, καθώς καί τόν Δευκαλίωνα ὡς ἱστορικά πρόσωπα πού ἄκμασαν μετά τόν Τρωϊκό πόλεμο.

KPONOΣ(ἐκ τοῦ χρόνος, δι ἐναλλαγῆς τῶν οὐρανικῶν χ, κ)

Ὁ νεότερος ἀπό τούς Τιτάνες, υἱός τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γαίας καί πατέρας τοῦ Διός. Σύμφωνα μέ τήν Θεογονία τοῦ Ἡσίοδου, κατά προτροπή τῆς Γαίας, ἔκοψε μέ ἕνα δρεπάνι τά γεννητικά ὄργανα τοῦ πατέρα του καί ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τήν διακυβέρνησι τοῦ σύμπα-ντος. Ἐπειδή ὅμως ὁ πατέρας του εἶχε προφητεύσει ὅτι ὁ Κρόνος θά ἐκθρονιζόταν ἀπό κάποιο παιδί του, κατάπινε ὅλα τά παιδιά πού γεννοῦσε ἡ ἀδελφή καί γυναίκα του Ρέα. Ὅμως αὐτή, κάπο-τε, κατόρθωσε νά σώσει ἕνα καί αὐτό ἦταν ὁ Ζεύς, πού ὅταν με-γάλωσε ἅρπαξε ἀπό τόν πατέρα του τόν θρόνο, στήν περίφημη Τι-τανομαχία. Κατόπιν τόν ἀνάγκασε νά ἐμέσει ὅλα τά ἀδέλφια του. Συμβολίζει τόν χρόνο πού καταπίνει ὅ,τι δημιουργεῖ, ἀλλά καί τά ἐπαναφέρει, σέ νέα μορφή.

32 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΤITANOMAXIA(ἐκ τοῦ τιτάν -άνος = ἰσχυρός)

Κατά τήν μυθολογική παράδοσι οἱ Τιτάνες, πού προηγήθηκαν τῶν θεῶν, παρουσιάζονται σάν πρωτόγονα καί βίαια ὄντα, σέ ἀντίθεσι μέ τούς θεούς καί ἔτσι αὐτή ἡ ἀντίθεσις ἐκφράστηκε μυθολογικά στήν ἀφήγησι τῆς Τιτανομαχίας, τοῦ πόλεμου, δηλαδή, τῶν Τιτά-νων ἐναντίον τῶν θεῶν. Ἡ πάλη αὐτή, κατά τόν Ἡσίοδο, κρίθηκε μέ τήν ἐπέμβασι τῶν Ἑκατογχείρων, ὄντων ὅμοιων μέ τούς Τιτά-νες πού πῆραν ὅμως τό μέρος τῶν θεῶν. Οἱ νικημένοι Τιτάνες γκρεμίστηκαν ἀπό τόν Δία στά Tάρταρα.

PEA(ἐκ τοῦ ροή, Κυβέλη ἐκ τοῦ κύβη = κεφαλή)

Πανάρχαια θεά, θυγατέρα τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γῆς, σύζυγος τοῦ Κρόνου, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπέκτησε τούς Ὀλυμπίους θεούς, Δία, Ἅδη, Ποσειδώνα, Ἥρα, Ἑστία καί Δήμητρα. Γιά αὐτόν τόν λόγο ὀνομά-στηκε Μητέρα τῶν Θεῶν. Ὅταν ὁ Κρόνος ἔφαγε τά παιδιά του Ἑστία, Δήμητρα, Ἥρα, Ἅδη καί Ποσειδώνα ἀμέσως μετά τήν γέν-νησί τους, ἡ Ρέα κατόρθωσε νά κρύψει τό τελευταῖο της παιδί, τόν Δία σέ μιά σπηλιά στό ὄρος Ἴδη, ἐνῶ οἱ Κουρῆτες κάλυπταν τά κλάματα τοῦ μωροῦ μέ τόν πολεμικό τους χορό. Ἔδωσε δέ στόν ἄνδρα της μία πέτρα τυλιγμένη σέ βρεφικά σπάργανα τήν ὁποία ἐκεῖνος καταβρόχθισε. Ἔτσι ἐσώθη ὁ Δίας, πού ἀργότερα νίκησε τόν Κρόνο καί τόν ἀνάγκασε νά ξεράσει τά παιδιά του. Λατρεύτη-κε σέ ὅλο τόν Ἑλληνικό κόσμο, ἰδιαίτερα δέ στήν Ἀρκαδία καί τήν Κρήτη. Συχνά ὀνομάζεται Κυβέλη, συνήθως στήν Ρωμαϊκή περίοδο.

33 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

IAΠETOΣ(ἐκ τοῦ ρ. ἰάπτω = στέλνω, ἤ ἐκ τοῦ ἴημι + πέμπω)

Κατά τήν μυθολογία ἦταν υἱός τῆς Γαίας καί τοῦ Οὐρανοῦ, βασι-λιάς τῶν Τιτάνων καί πρόγονος τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Σύζυγο εἶχε τήν Κλυμένη, θυγατέρα τοῦ Ὠκεανοῦ, ἤ τήν Ἀσία. Ὡς υἱοί του ἀναφέρονται ὁ Ἄτλας, ὁ Ἐπιμηθέας, ὁ Μενοίτιος, ὁ Προμηθέας καί ἄλλοι ἀκόμη. Ἰδιαίτερα δέ φημίζονται καί ὀνομάζονται Ἰαπετίδες ὁ Ἄτλας καί ὁ Προμηθέας. Μαζί μέ τόν Κρόνο, ἦταν ὁ ἰσχυρότερος ἀπό τούς Τιτάνες γι’ αὐτό καί ἡ ἐχθρότητα τοῦ Διός ἐκδηλώθηκε σφοδρότερη ἐναντίον τους. Ἀναγνωρίστηκε ὅμως ὡς δημιουργός τῶν ἀνθρώπων καί μετά τήν κυριαρχία τοῦ Διός καί ὡς γενάρχης τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης καί τῆς ΒΔ Ἀσίας, παρ’ ὅλο πού μετά τήν νίκη τοῦ Διός, ἀκολούθησε τούς ὑπόλοιπους Τιτάνες στά Τάρταρα.

ΕΓKEΛAΔOΣ(ἐν + κέλαδος = θόρυβος, βοή)

Υἱός τοῦ Ταρτάρου καί τῆς Γαίας. Ἀρχηγός τῶν Γιγάντων, πρωτο-στάτησε στήν Γιγαντομαχία. Συνδέθηκε μέ τήν Ἔχιδνα ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε πολλά περίφημα παιδιά-μυθικά τέρατα: τίς Γορ-γόνες, τήν Σφίγγα, τήν Λερναία Ὕδρα, τόν Κέρβερο, τόν Γηρυόνη κ.ἄ. Σκοτώθηκε κατά τήν Γιγαντομαχία ἀπό τήν θεά Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία ἀφοῦ τόν ἔτρεψε σέ φυγή, ἔριξε ἐπάνω του τό νησί Αἴτνα πού τόν καταπλάκωσε. Ὁ Ἐγκέλαδος στενάζοντας μέσα σέ αὐτόν τόν τάφο προκαλεῖ τίς ἐκρήξεις τῶν Σφαιστείων καί τούς σει-σμούς. Ἡ ἔκφρασις «Ἡ ὀργή τοῦ Ἐγκέλαδου» χρησιμοποιεῖται ἀκόμα καί σήμερα γιά τούς σεισμούς. Ὁ ἄθλος αὐτός τῆς Ἀθηνᾶς ἀποτέλεσε ἕνα ἀπό τά πιό ἀγαπημένα θέματα πολλῶν καλλι-τεχνῶν τῆς ἀρχαιότητος.

34 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

EPEBOΣ(ἐκ τοῦ ἐρέφω = καλύπτω δι’ ὀροφῆς)

Τό κάτω ἀπό τή γῆ ἀπόλυτο σκοτάδι, ὅπου κατά τήν ἀρχαία μυθο-λογία περνοῦσαν οἱ νεκροί πρίν μεταβοῦν στόν Ἅδη. Εἶναι παιδί τοῦ Χάους καί τῆς Γαίας μέ τήν μεσολάβησι τοῦ Ἔρωτος καί ἀδελφός τῆς Νύκτας. Τό Ἔρεβος εἶναι τό εἰς τά βάθη τῆς γῆς σκοτάδι, ὅπου ἔχει τήν κατοικία της ἡ Περσεφόνη, βασίλισσα τοῦ Ἅδη, καί εἶναι τό μέρος ὅπου καταλήγουν οἱ νεκροί. Μέσα στό Ἔρεβος κατοικοῦν οἱ Ἐρινύες, ἀπό ἐκεῖ ἅρπαξε τόν Κέρβερο ὁ Ἡρακλῆς καί σέ αὐτό ὁ Ζεύς ἔριξε τούς Ἑκατόγχειρες. Ἀπό τό Ἔρεβος, κατά τίς ἀρχαῖες δοξασίες, προέρχεται ἡ νύχτα καί σ’ αὐτό μεταβαίνουν τά ὄνειρα. Ἐπίσης τό Ἔρεβος καί τό Χάος θεωροῦνται ἀπό τούς ἀρχαίους ὡς ὁ χῶρος τῶν ἀσεβῶν καί γιά κάποιο χρόνο καί τῶν εὐσεβῶν, ἕως ὅτου ἀποκαθαρθοῦν καί στήν συνέχεια νά μεταβοῦν στά Ἠλύσια Πε-δία. Ἐν γένει Ἔρεβος εἶναι ὁ κοινῶς λεγόμενος ἀπό τούς νεώτερους Ἕλληνες «Κάτω Κόσμος».

ΗMEPA(ἐκ τοῦ μαρμαίρω = λάμπω, Σμέρα ἡ μαρμαίρουσα)

Ἦταν ἡ προσωποποίησις τοῦ φωτεινοῦ τμήματος τοῦ εἰκοσιτετρα-ώρου. Ἐθεωρεῖτο ἀπό τόν Ἡσίοδο θυγατέρα τοῦ Ἐρέβους καί τῆς Νύκτας, ἀδελφή τοῦ Αἰθέρος καί ἀκόμη ἀπό τούς Ὀρφικούς θυγα-τέρα τοῦ Ἥλιου, μέ τόν ὁποῖο ἐλατρεύετο στήν Κῶ. Ὁ Εὐριπίδης ὀνομάζει τήν Ἡμέρα «λευκόπτερον». Παραστάσεις αὐτῆς ἀναφέ-ρονται στήν Γιγαντομαχία τοῦ βωμοῦ τοῦ Διός στήν Πέργαμο, ὅπου βοηθοῦσε τόν Αἰθέρα.

35 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

NYΞ(ἐκ τοῦ νύσσω ἤ νύττω = τρυπῶ, κεντῶ)

Μεγάλη θεά τήν ὁποία, ὁ Ὅμηρος ἀποκαλεῖ «δμήτειρα» καί «ἀμβρο-σίη» δηλ. αὐτή πού δαμάζει καί ἀναζοωγονεῖ τούς ἀνθρώπους. Κό-ρη τοῦ Χάους, ἀδελφή τοῦ Ἐρέβους (Ἡσίοδος) ἀλλά καί πρώτη αἰτία ὅλων (Ὀρφικά). Γέννησε, μεταξύ ἄλλων, τόν Αἰθέρα, τήν Ἡμέ-ρα, τόν Ὕπνο, τά Ὄνειρα, τόν Μόχθο, τίς Ἑσπερίδες, τίς Μοῖρες, τήν Νέμεσι, τά ἀστέρια, ἐνῶ μέ τόν Φάνητα γέννησε τόν Οὐρανό καί τήν Γῆ. Παριστάνεται μέ φτερά, πάνω σέ ἕνα ἅρμα καί φοράει μαῦρο χιτώνα μέ χρυσά ἄστρα, τό δέ φεγγάρι εἶναι τό μάτι της. Πιστεύεται ὅτι εἶναι ἡ πεπλοφόρος γυναικεία μορφή στόν βωμό τῆς Περγάμου ἀλλά καί στό ἀνατολικό ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος.

ΦANHΣ(ἐκ τοῦ φαίνω = φέρνω στό φῶς)

Ὀρφική θεότητα πού ξεπήδησε (ἐφάνθη) ἀπό ἕνα ἀσημένιο αὐγό πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Χρόνο. Εἶχε χρυσά φτερά καί πολλά κε-φάλια. Κυβερνοῦσε τόν κόσμο μέ τούς θεϊκούς ἀπογόνους του, τήν Γαῖα καί τόν Οὐρανό πού ἀπέκτησε ἀπό τήν κόρη του, τήν Νύχτα. Ὅταν γεννήθηκε ὁ Ζεύς, κατάπιε τόν Φάνητα καί μαζί του ὅλη τήν δημιουργία. Στήν ἐποχή τοῦ Φάνητος ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι τῆς Χρυσῆς Ἐποχῆς.

AXAIOΣ(ἐκ τοῦ ἄχα = ὕδωρ, ἀχερόν κῦμα)

Μυθικός γενάρχης τῶν Ἀχαιῶν. Ἐθεωρεῖτο υἱός τοῦ ὑούθου πού ἦταν υἱός τοῦ Ἕλληνος καί τῆς Κρέουσας, ἀδελφοῦ τοῦ Ἴωνος, ἤ

36 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

κατ’ ἄλλη ἐκδοχή υἱός τοῦ Διός καί τῆς Φθίας. Οἱ γιοί του Ἄρχαν-δρος καί Ἀρχιτέλης, πού ἔγιναν γαμπροί τοῦ Δαναοῦ, ἐπικράτησαν στήν Ἀργολίδα καί τήν Λακωνία καί ἐπέβαλαν τό ὄνομα Ἀχαιοί. Ἡ νίκη τους ἐναντίον τῶν Τρώων, τῶν Φρυγῶν καί τῶν λαῶν τῆς Προ-ποντίδος ἦταν ἡ τελευταία περίοδος τῆς ἀκμῆς τους.

IΩN(ἐκ τοῦ εἴμι + πορεύομαι, μετ. ἴων)

Εἶναι ὁ ἀρχηγέτης τῆς φυλῆς τῶν Ἰώνων, γιός τοῦ ὑούθου, ἀδελφοῦ του Δώρου, τοῦ Αἰόλου καί τοῦ Ἀχαιοῦ, παιδιῶν τοῦ Ἕλληνος. Μη-τέρα του ἦταν ἡ Κρέουσα, κόρη τοῦ Ἐρεχθέως. Ὁ Ἴων ἐξεστράτευ-σε ἐναντίον τῶν Ἐλευσινίων ἐνέπνευσε δέ, στούς Ἀθηναίους μεγάλο θάρρος καί τόλμη καί ἔτσι τό στράτευμα αὐτῶν ὅρμησε «μετά βοῆς» ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν καί κατανίκησε αὐτούς. Ἔκτοτε καί πρός ἀνάμνησι τῆς σπουδαίας αὐτῆς νίκης ἱδρύθηκε ἑορτή, τά λεγό-μενα Βοηδρόμια, καί ἀπεκλήθη ὁ Ἀπόλλων Βοηδρόμιος. Ἔτσι ὁ Ἴων λογίσθηκε υἱός τοῦ θεοῦ αὐτοῦ καί ἀπέκτησε τήν δύναμι νά ἐπιβάλει τήν πρώτη μορφή πολιτείας στήν χώρα. Παλαιότατοι ἄποι-κοι ἀπό τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα ἔκαναν ἀποικία, κατά τήν προϊστο-ρική περίοδο, στήν Μ. Ἀσία, πού ὀνομάσθηκε Ἰωνία. Ἐπειδή ὑπῆρχε ἡ φήμη ὅτι ὁ Ἴων προερχότανε ἰδίως, ἀπό τήν Ἀθήνα κατά τόν Ἡσί-οδο, ὅλοι οἱ γνήσιοι Ἴωνες, προέρχονται ἀπό αὐτήν.

AIOΛOΣ(= αὐτός πού κινεῖται μέ ταχύτητα, ὁ ὁρμητικός)

Υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Ἄρνης. Εἶχε ἕξι υἱούς, τούς δυνατούς ἀνέμους καί ἕξι κόρες, τούς ἤπιους ἀνέμους, ἤ αὖρες, πού παντρεύ-τηκαν μεταξύ τους. Ὁ Ζεύς τόν διόρισε κυβερνήτη τοῦ μυθικοῦ νη-

37 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σιοῦ Αἰολία, τό ὁποῖο ἔπλεε ἐλεύθερο στά κύματα, ὅπου ζοῦσε μέ τήν γυναίκα του Ἀμφιθέα καί τά 12 παιδιά τους, κλεισμένοι μέσα σέ πανύψηλα τείχη. Σέ μία στιγμή εὐφορίας ὅμως ὁ Αἴολος παρέ-δωσε στόν Ὀδυσσέα τούς ἀντίξοους ἀνέμους, κλεισμένους σέ ἕνα σάκο, κάτι πού κλόνισε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ Διός. Αἴολος λεγόταν καί ὁ υἱός τοῦ Ἕλληνος καί τῆς νύμφης Ὀρσηίδος, ἐγγονός τοῦ Δευ-καλίωνος, ἀδελφός τοῦ Δώρου καί τοῦ ὑούθου, γενάρχης τῶν Αἰο-λέων.

ΔANAOΣ(ἐκ τοῦ δᾶν = ὕδωρ)

Ὁ μυθολογούμενος ἐπώνυμος ἥρωας τοῦ λαοῦ τῶν Δαναῶν, υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτιου Βήλου καί τῆς Ἀγχινόης (ἤ Ἀρχιρρόης καί τό πιθανότερο θυγατέρα τοῦ Νείλου), πού ἦταν ἀδελφός τοῦ Κηφέως, τοῦ Φινέως, τοῦ Φοίνικος καί τοῦ Ἀγήνορος, πού ἦσαν παιδιά τοῦ Βήλου ἐπίσης. Ὡς σύζυγοι αὐτοῦ ἀναφέρονται ἡ Ἐλε-φαντίς, ἡ Αἰθιοπίς, ἡ Μέμφις, ἡ Πιέρεια, ἡ Ἔρση, ἡ Κρινώ, ἡ Με-λία, ἀκόμη δέ οἱ Ἀμαδρυάδες Ἀτλάντεια καί Φοίβη, ὡς καί ἡ Να-ϊάς Πολυξώ, ἀπό τίς ὁποῖες ἀπέκτησε πενήντα θυγατέρες, τίς πε-ρίφημες Δαναῖδες.

ΔANAΪΔEΣ

Ἦσαν πενήντα θυγατέρες τοῦ Δαναοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή φοβόταν τά πενήντα παιδιά τοῦ ἀδελφοῦ του Αἰγύπτου, ἔφυγε ἀπό τήν Αἴγυ-πτο καί μετέβη τό πρῶτον στή Ρόδο, (ὅπου κατά κάποιο μύθο πα-ρέμειναν ἐκεῖ τρεῖς ἀπό τίς θυγατέρες του) καί ἀργότερα μετέβη στό Ἄργος. Κατά τόν Αἰσχύλο, στό Ἄργος, ὁ βασιλιάς τῆς πόλεως καί υἱός τοῦ αὐτόχθονος Πελασγού εὐμενῶς ἐδέχθη τόν Δαναό καί

38 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τίς Δαναΐδες καί παρεῖχε σ’ αὐτούς προστασία, ἐπειδή καταδιώκο-νταν ἀπό τούς Αἰγυπτιάδες. Ὅταν αὐτοί ἔφθασαν στό Ἄργος, ζήτη-σαν ἀπό τόν Δαναό νά συμφιλιωθοῦν καί νά λάβουν σέ γάμο τίς θυ-γατέρες του. Αὐτός ὅμως συμβούλεψε τίς θυγατέρες του νά τούς δολοφονήσουν τήν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου τους. Κάτι πού ἔπραξαν ὅλες, ἐκτός τῆς Ὑπερμνήστρας, ἡ ὁποία ἦταν ἐρωτευμένη μέ τόν ἄνδρα της Λυγκέα καί δέν τόν σκότωσε. Ἀργότερα ὁ Λυγκεύς πῆρε ἐκδίκησι γιά τόν φόνο τῶν ἀδελφῶν του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´

Oἱ Ὀλύμπιοι θεοί

Mετά τήν ἐπικράτησί τους, οἱ δώδεκα Θεοί ἐγκαταστάσθηκαν στήν κορυφή τοῦ ὑψηλότερου ὄρους τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ὀλύ-μπου, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τόν Ὅμηρο, δέν ταραζόταν ποτέ ἀπό τούς ἀνέμους οὔτε ἀπό τήν βροχή, ἀλλά ἔλαμπε πάντα μέ ἀνέφελη λαμπρότητα. Ἐκεῖ ἔχει τόν θρόνο του ὁ Ζεύς, συγκα-λεῖ τά συμβούλια τῶν θεῶν καί ἀπό ἐκεῖ ἔχει τήν παντεπο-πτεία τοῦ κόσμου, ἐνῶ παράλληλα τά δύο ἀδέλφια του, ὁ Πο-σειδῶν καί ὁ Πλούτων, κυριαρχοῦν, ὁ πρῶτος στήν θάλασσα καί ὁ δεύτερος κάτω ἀπό τήν Γῆ. Δίπλα του πάντα βρισκόταν ἡ Ἥρα μέ τήν ἀγγελιοφόρο της τήν Ἴριδα, ὁ Ἑρμῆς, ὁ δικός του ἀγγελιοφόρος, καί ὁ προσωπικός του οἰνοχόος, ὁ Γανυμή-δης. Οἱ ἄλλοι Ὀλύμπιοι θεοί εἶχαν τήν κατοικία τους σέ κατώ-τερα σημεῖα καί ἀνέβαιναν στήν κορυφή ὅταν συγκαλοῦνταν τό συμβούλιο τῶν θεῶν. Ὁ Ὄλυμπος καθιερώθηκε ὡς κατοικία τῶν θεῶν ἀπό τίς πελασγικές φυλές τῆς Θεσσαλίας καί ἀπό αὐτές προέκυψαν τά ἔπη τοῦ Ὁμήρου καί τοῦ Ἡσιόδου. Τό με-γάλο ἐτυμολογικό λεξικό ἐτυμολογεῖ τόν Ὄλυμπο ἀπό τό «ὁλολαμπῆς εἶναι τοῖς ἄστροις» ἤ παρά τό «ὀλλύειν τούς ὤπας διά τοῦ κρύεος».

Οἱ θεότητες πού κατά τήν παράδοσι ἀποτελοῦσαν τό δωδε-κάθεο εἶναι: ὁ Ζεύς, ἡ Ἥρα, ἡ Ἀθηνᾶ, ὁ Ἀπόλλων, ἡ Ἄρτεμις, ὁ Ἑρμῆς, ὁ Ἄρης, ὁ Ἥφαιστος, ὁ Ποσειδῶν, ἡ Ἀφροδίτη, ἡ Δή-μητρα καί ἡ Ἑστία. Ὁ Πλούτων δέν διέμενε στόν Ὄλυμπο ἀλλά τόν ἐπισκεπτόταν συχνά, ὅπως καί ὁ Διόνυσος.

40 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ZEYΣ

Ὁ ὕπατος τοῦ ἑλληνικοῦ πανθέου, ὁ μεγαλύτερος θεός τῆς Ἑλλη-νικῆς Μυθολογίας. Υἱός τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας. Τό ὄνομα αὐτοῦ ἐτυμολογικά προέρχεται ἀπό τήν λέξι ζεύγνυμι, διότι ἔζευξε τά πάντα. Ὀνομάζεται καί Δίας, «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο». Ἀπό πο-λύ παλιά ἡ λατρεία του εἶχε προσλάβει ἠθική ἔννοια καί ἐθεωρεῖτο ἐκεῖνος πού τά πάντα ἔβλεπε καί γνώριζε καί κατευθυντήριος νοῦς τῆς δικαιοσύνης, διατήρησε ὅμως καί πολλούς χαρακτῆρες τῆς πρώτης φυσικῆς ἔννοιας. Ὁ Ζεύς ἦταν θεός τοῦ οὐρανοῦ, αὐτός πού κατοικοῦσε στόν αἰθέρα, πάνω ἀπό τόν ὁρατό οὐρανό. Συμ-βολίζει τήν ἀρχική αἰτία τῶν πραγμάτων. Διδάσκει πώς ἡ τάξις εἶναι ἀπαραίτητη καί ἀντιπροσωπεύει τήν συνείδησι, τόν συμπα-ντικό νοῦ καί τά αἰώνια, τά μέλλοντα νά συμβοῦν. Εἶχε πάνω ἀπό 400 προσωνύμια, καί σύμβολά του ἦταν ὁ ἀετός καί ὁ κεραυνός.

HPA(ἐκ τοῦ ἀήρ, κατά τόν Ἐμπεδοκλῆ)

Μία ἀπό τίς μέγιστες θεότητες τοῦ ἑλληνικοῦ πανθέου, ἀδελφή καί σύζυγος τοῦ Διός, πού ταυτίζεται ἀπό τούς Ρωμαίους μέ τή Juno, ἡ ὁποία καί αὐτή εἶναι σύζυγος τοῦ ὕπατου θεοῦ Jupiter. Ἡ ἐτυμολο-γία τοῦ ὀνόματος δέν ἀποδείχτηκε μέ πειστικότητα, ἀναμφίβολα ὅμως εἶναι καθαρῶς ἑλληνική θεότητα, ἡ δέ λατρεία της δέν ἦλθε ἀπό τήν Ἀνατολή, ὅπως ἀρχικά ἐπιστεύετο. Κατά τόν ἐπικρατέστε-ρο μῦθο ἦταν ἡ μεγαλύτερη θυγατέρα τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας. Ἀντιπροσώπευε τόν ἀέρα, τήν ἀτμόσφαιρα, τό εὐκίνητο καί τό εὐμε-τάβλητο στοιχεῖο τῆς οὐράνιας δυνάμεως. Οἱ ἑορτές πού γίνονταν πρός τιμήν της ὀνομάζονταν Ἡραῖα. Τέτοιες ἑορτές ἐτελοῦντο πρό πάντων στό Ἄργος κάθε τέσσερα χρόνια, στό μέσο τοῦ δεύτερου ἔτους κάθε Ὀλυμπιάδος καί χρησίμευαν ὡς βάσις τῆς χρονολογικῆς

41 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἀριθμήσεως τῶν Ἀργείων. Οἱ ἑορτές συνίσταντο σέ ἀγῶνες τῶν το-ξοβόλων «περί χαλκῆς ἀσπίδος» (χάλκεια κατά τόν Πίνδαρο) καί στεφάνου ἀπό μυρτιά, καθώς καί σέ πομπή, κατά τήν ὁποία, ἡ πρώ-τη ἱέρεια ἦταν ἐπάνω σέ ἅρμα πού τό ἔσυρε ζευγάρι λευκῶν βοδιῶν καί πήγαινε στό Ἡραῖο. Ἡραῖα ἐτελοῦντο μέ μεγαλοπρέπεια καί στήν Σάμο, στήν Ἥλιδα, κατά τό δεύτερο ἔτος τῆς Ὀλυμπιάδος μέ ἀγῶνες παρθένων, καθώς καί σέ ἄλλα μέρη. Ἡ Ἥρα συμβολίζει τήν ὑποσυνείδησι. Ὅταν ὁ νοῦς (Ζεύς) καί ἡ ὑποσυνείδησις συνεργάζο-νται, δημιουργεῖται ἡ ἁρμονία. Ναοί τῆς θεᾶς Ἥρας ὑπῆρχαν κατά τήν παλαιά ἐποχή σέ πολλές πόλεις τῆς Ἑλλάδος, ἀπό αὐτά τά πλέ-ον γνωστά ἦσαν τά Ἡραῖα τῆς Ἀργολίδος καί τῆς Σάμου. Ὡς προ-στάτιδα ἡ Ἥρα ἐκαλεῖτο «τελεία». Συνήθως ἡ νύμφη πού ὀνομάζε-το καί «γαμηλεία» ἤ «ζυγία» θυσίαζε στήν Ἥρα πρίν ἀπό τόν γάμο τήν κόμη της. Τήν προστασία της ἡ Ἥρα ἐπεκτείνει καί ἐπί τῶν καρπῶν τοῦ γάμου καί ἔρχεται ἀρωγός στίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, πού καταλαμβάνουν τίς μητέρες, πού εἶχε θυγατέρα τήν Εἰλείθυια. Εἶναι ὑπόδειγμα γυναικός καί συζύγου, εὐγενής καί διαπρέπει στήν ὀμορ-φιά, ὥστε νά συναγωνίζεται τήν Ἀθηνᾶ καί τήν Ἀφροδίτη στό κάλ-λος καί διεκδικεῖ ἀπό αὐτές τό μῆλο τοῦ Πάριδος. Δίκαια κρατεῖ στά χέρια της τίς Σειρῆνες σύμβολα τῶν θελγήτρων καί τοῦ γάμου. Εἶναι ἁγνή, πιστή, οὐδέποτε γνώρισε ἄλλο ἄνδρα, ἀλλά καί γιά τόν λόγο αὐτό λίαν ζηλότυπη καί καταδιώκει μέ μανία τίς ἄλλες ἐρωμένες τοῦ Διός ὡς καί τά παιδιά τοῦ ἀπίστου συζύγου της ἀπό αὐτές.

AΠOΛΛΩN(πιθανόν ἐκ τοῦ ρ. πολέω: ἀ+πόλησις = καθιστῶ τί ἁρμονικόν).

Ἀπεκαλεῖτο καί Φοῖβος Ἀπόλλων καί συμβόλιζε τόν ἥλιο. Ἦταν ὁ πανελλήνιος θεός τοῦ φωτός καί τῆς μουσικῆς, ἕνας ἐκ τῶν δώδε-κα Ὀλυμπίων θεῶν. Γονεῖς του ἦταν ὁ Ζεύς καί ἡ Λητώ καί ἀδελ-φή του ἡ Ἄρτεμις. Γεννήθηκε στήν Δῆλο καί ὡς βρέφος φόνευσε

42 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τόν δράκοντα Πύθωνα, πού κατεδίωκε τήν μητέρα του, καί ἀπο-κλήθηκε Πύθιος. Ἔγινε τιμωρός τῆς Νιόβης γιά τήν αὐθάδειά της. Στόν πόλεμο τῆς Τροίας βοήθησε τόν Πάρι νά σκοτώσει τόν μεγα-λύτερο ἥρωα τῶν Ἀχαιῶν, τόν Ἀχιλλέα. ≠πδρυσε τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν καί ἀπεκλήθη Λοξίας, καθ’ ὅσον οἱ χρησμοί τοῦ μαντείου ἦσαν λοξοί, δηλαδή ἀσαφεῖς. Εἶχε ἐξαιρετικούς γιούς, ὅπως ὁ Ὀρφεύς, ὁ Ἀσκληπιός, ὁ Ἀρισταῖος κ.ἀ.

Ἡ λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνος: Λατρευόταν σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα ὡς τιμωρός τῶν ἀδικούντων, ὡς θεός τῆς ναυτιλίας, ὡς γενάρχης πατέρας ἡρώων, ὡς προστάτης τῆς γεωργίας κλπ. καί ἀναλόγως τῆς προστασίας πού παρεῖχε, τοῦ προσέδιδαν καί ἀντίστοιχο προ-σωνύμιο, ἤτοι τοῦ Ἑκηβόλου, τοῦ Δελφινίου, τοῦ Πατρώου κλπ. Τό μέρος ὅπου σκοτώθηκε ὁ Πύθων ἐθεωρεῖτο τό κέντρο τῆς οἰκουμέ-νης (γῆς ὀμφαλός), γι’ αὐτό καί ὁ Ζεύς ἔστειλε δύο αετούς ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, μέ ἐντολή νά σταθοῦν ἀκριβῶς στό κέντρο της. Τά ἱερά πτηνά στάθμευσαν στό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, καί τότε κοντά στήν θέσι τῆς ἱέρειας εὑρίσκονταν τά χρυσά ὁμοιώματά τους. Στούς μεγάλους ἀθλητικούς ἀγῶνες πού γίνονταν στούς Δελφούς, τά Πύθια, ἐθεωρεῖτο ὅτι προέδρευε ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων καί εἶχαν ἀνάλογο κύρος μέ τούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες.

AΘHNA(= θεοῦ νόησιν)

Ἡ θεά τῆς Σοφίας. Ἐτιμᾶτο ἀπό ὅλον τόν ἑλληνικό κόσμο ἀμέσως μετά τόν Δία καί ἰδιαίτερα στήν πόλι τῶν Ἀθηνῶν ἀπό τήν ὁποία καί ἔλαβαν τό ὄνομά τους. Ἀρκετοί μῦθοι ἔχουν πλασθεῖ γιά τήν γέννη-σί της. Ἀπό ὅλους αὐτούς, ἐπικρατεῖ ὁ μῦθος ὅτι γεννήθηκε πάνοπλος ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Διός, πού τήν ἔσκισε μέ πέλεκυ (τσεκούρι) ὁ Ἥφαιστος. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ὅτι θεωρεῖται ἡ κατ’ ἐξοχήν θεά τῆς Σοφίας καί τῆς Φρονήσεως. Περαιτέρω θεωρεῖται καί ἐμφανίζε-

43 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ται ὡς θεά τοῦ πολεμικοῦ θάρρους, ὡς θεά τῶν εἰρηνικῶν ἔργων, τῆς παρθενίας καί τῶν οἰκιακῶν τεχνῶν. Συμβολίζει τήν ὑπερσυνείδησι καί συνδέεται μέ τήν νοητική ἐξέλιξι τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ λατρεία τῆς Ἀθηνᾶς· Ἐλατρεύετο ὄχι μόνον εἰς τήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί στίς ἀποικίες πού εἶχαν ἱδρύσει οἱ Ἕλληνες. Στήν θεά οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔχουν προσδώσει πολλές προσωνυμίες. Ἔτσι πολλές πόλεις ἐλάτρευαν τήν Ἀθηνᾶ, ὡς Πολιοῦχον, Πολιάτιδα καί πολλές φορές Πρόμαχος. Στήν Σπάρτη ἐκτός ἀπό τό ὄνομα Πολι-άχος ἔφερε καί τό ὄνομα Χαλκίοικος, στήν Τεγέα, ἐκτός τοῦ Πολι-άτιςἔφερε καί τό ὄνομα Ἀσύοχος. Λεγόταν καί Παλλάδα, διότι εἶχε νικήσει στήν Γιγαντομαχία τόν Πάλλαντα, ἀλλά καί γλαυκῶπις δι-ότι εἶχε γαλανά μάτια. Ἱερά σύμβολά της ἦταν ἡ κουκουβάγια πού σήμαινε σοφία, ἡ ἐλιά (εἰρήνη), ἡ ροδιά (εὐφορία), κ.ἄ. Γύρω ἀπό τόν τράχηλο φέρει τήν αἰγίδα μέ τήν κεφαλή τῆς Μέδουσας καί ὄφεων (φιδιῶν), κρατεῖ δέ στό ἀριστερό χέρι ἀσπίδα καί στό δεξιό τό δόρυ, παλλόμενο ἀπό αὐτήν συνεχῶς.

APHΣ(ἐκ τοῦ αἵρειν καί ἀναιρεῖν)

Θεωρεῖται γιά τούς Ἕλληνες ὁ θεός τοῦ πολέμου. Ἦταν υἱός τοῦ Δι-ός καί τῆς θεᾶς Ἥρας. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή ἦταν υἱός μόνο τῆς Ἥρας, ἡ ὁποία ἔμεινε ἔγκυος ἀπό τήν Ἀνθοῦσα, ἕνα λουλούδι τό ὁποῖο μύ-ρισε καί συνέλαβε τόν Ἄρη χωρίς ἄνδρα. Στήν μάχη τόν συνόδευαν ἡ ἀδελφή του Ἔρις καί οἱ γιοί του Δεῖμος καί Φόβος. Στήν Ἰλιάδα ἡ Ἀθηνᾶ τόν νικάει, ἐνῶ τραυματίζεται ἀπό τόν Διομήδη, τόν γιό τοῦ Τυδέως. Σύμβολά του τό δόρυ καί οἱ δάδες. Κατά τούς ἀρχαίους ὁ θεός Ἄρης ἐτιμᾶτο πολύ ἀπό τούς Θρᾶκες καί τούς Σκύθες, στά ὁποῖα ἔθνη ἡ πολεμική ἄσκησις καί τέχνη εὐδοκιμοῦσε πολύ καί ἦταν συνηθέστατη. Συμβολίζει τήν αἰώνια μάχη τῆς ὕλης. Ἄλλα τέκνα του ἦταν ὁ Ἐνυάλιος, ὁ Ἔρως καί ὁ Ἀντέρως, ἡ Ἁρμονία, ἡ Ἀλκίππη κ.ἄ.

44 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

APEIOΣ ΠAΓOΣ

Ἐλέγετο Πάγος ἐκ τοῦ ρήματος πήγνυμι, δηλαδή ὁ πετρώδης, ἀπόκρημνος λόφος καί Ἄρειος ὀνομάσθηκε ἔτσι ἀπό τόν θεό Ἄρη πού ἐλατρεύετο ἐκεῖ, ἔνθα ὑπῆρχε σημαντικός ναός αὐτοῦ. Λέγε-ται ὅτι ὁ Παυσανίας βρῆκε ἐκεῖ δυό ἀγάλματα τῆς Ἀφροδίτης, ἕνα τοῦ Ἄρεως, ἕνα της Ἀθηνᾶς καί ἕνα τῆς Ἐνυοῦς, ἐνῶ ἔξωθεν τοῦ ναοῦ εὑρίσκοντο ἀνδριάντες τοῦ Ἡρακλέους, τοῦ Θησέως, τοῦ Ἀπόλλωνος, τοῦ νομοθέτου Καλάδου καί τοῦ ποιητοῦ Πινδάρου. Κατά τήν παράδοσι, στόν Ἄρειο Πάγο ἔγινε ἡ πρώτη δίκη μετα-ξύ τοῦ Ἄρεως καί τοῦ Ποσειδῶνος, γιά τόν φόνο τοῦ Ἀλιρροθίου, γιοῦ τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος ἐπιχείρησε νά βιάσει τήν θυγατέ-ρα τοῦ Ἄρη Ἀλκίππη. Ὁ Ἄρης δικάστηκε ἐκεῖ γιά αὐτόν τόν φό-νο καί ἀθωώθηκε. Ὁ Ἄρειος Πάγος κεῖται πλησίον καί δυτικά τῆς Ἀκροπόλεως.

HΦAIΣTOΣ(ἐκ τοῦ ἄπτω + ἑστία = ἄπαιστος = Ἥφαιστος)

Ὁ θεός τοῦ πυρός, ὡς στοιχεῖο πού ἁπλώνεται σέ ὅλη τήν γῆ καί τόν οὐρανό, τῆς σιδηρουργίας καί τῆς τεχνικῆς. Σύμφωνα μέ τήν Ἰλιάδα εἶναι υἱός τοῦ Διός καί τῆς Ἥρας, ἀλλά κατά τόν Ἡσίοδο τόν γέν-νησε ἡ Ἥρα μόνη της, ἀφοῦ φιλονίκησε μέ τόν Δία. Ὡς προσωπο-ποίησις τῆς ἀστραπῆς ἀφορᾶ καί ὁ διωγμός του ἀπό τόν Ὄλυμπο. Κατ’ ἄλλη ὅμως ἐκδοχή, ἡ μητέρα του, τό ἔφερε βαριά πού ἦταν κουτσός (χωλός) ἀπό τήν γέννησί του καί τόν ἔριξε στήν θάλασσα, ὅπου τόν ὑποδέχτηκαν ἡ Θέτιδα καί ἡ Εὐρυνόμη καί τόν ἀνέθρεψαν στά βάθη τοῦ Ὠκεανοῦ. Τό ἐργαστήριό του βρισκόταν στήν Λῆμνο, μέσα στό ἡφαίστειο Μόσυχλον. Zοῦσε ἐκεῖ καί ἀνέβαινε στόν Ὄλυ-μπο, μόνον ὅταν τόν καλοῦσαν (π.χ. γέννησις Ἀθηνᾶς) σέ ἐξαιρετι-κές περιπτώσεις γιά νά ἐξυπηρετήσει μέ τήν τέχνη του ὅλους τούς

45 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θεούς. Παρά τό ὅτι ἦταν κουτσός ὑπῆρξε σύζυγος τῆς Ἀφροδίτης, γιά τήν ὁποία φιλονικοῦσε συνεχῶς μέ τόν Ἄρη.

APTEMIΣ(ἐκ τοῦ ἀρτεμής ἡ ἀρταμής = ἄρτιος, ἀκέραιος)

Θυγατέρα τοῦ Διός καί τῆς Λητοῦς καί δίδυμος ἀδελφή τοῦ Ἀπόλ-λωνος. Θεά τῆς Σελήνης, (Ἀπόλλων-Ἥλιος, Ἄρτεμις-Σελήνη), εἶχε τό βασίλειό της στά ὄρη, τά φαράγγια καί τά δάση, ὅπου διέτρεχε καί θήρευε μέ τήν φαρέτρα της στόν tμο καί τό τόξο στά χέρια της. Παρ-θένος σεμνή, σύμβολο τῆς ἁγνότητος, ἦταν προστάτιδα τῆς νεότητος καί ἰδιαιτέρως τῶν νέων κοριτσιῶν μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ γάμου τους. Ἐθεωρεῖτο καί θεά τῶν τοκετῶν, οἱ δέ Ρωμαῖοι τήν ταύτισαν μέ τήν δική τους θεά τήν Διάνα. Κατά τήν παράδοσι, τό πλήρωνε ἀκριβά ἐκεῖνος πού τυχαίως τήν ἔβλεπε γυμνή, ὅπως συνέβη μέ τόν Ἀκταί-ονα, πού τόν μεταμόρφωσε σέ ἐλάφι. Οἱ ἱέρειες τῆς Ἀρτέμιδος ἦταν παρθένες, καί ἡ θεά τιμώρησε μέ θάνατο τήν Καλλιστώ, πού ἔμεινε ἔγκυος ἄθελά της. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Ἱππολύτου πού ὁρκίζεται αἰώνια ἁγνότητα, ἀφιερώνοντας τόν ἑαυτό του στήν θεά. Προστατεύει τά ἔγκυα καί τά νεαρά ζῶα καί περιμένει ἀπό τόν κυνηγό νά κάνει τό ἴδιο. Ἡ Ἄρτεμις συμβολίζει τό σημεῖο συνδέσε-ως τῶν ἀντιθέτων.

EPMHΣ(ἐκ τοῦ εἱρμός = σύνδεσι).

Σύμφωνα μέ ἄλλους τύπους τό ὄνομά του ἀπαντάει καί ὡς Ἑρμεί-ας, Ἑρμάος κλπ. Ἦταν Ὀλύμπιος θεός, υἱός τοῦ Διός καί τῆς νύμ-φης Μαίας, πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς Πλειάδες καί ἡ ὡραι-ότερη κόρη τοῦ Ἄτλαντος. Ὁ Ἑρμῆς γεννήθηκε στό ἄντρο τοῦ

46 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ὄρους Κυλλήνη τῆς Ἀρκαδίας. Βρέφος ἀκόμη, σηκώθηκε ἀπό τό λί-κνο του καί πῆγε στήν Πιερία, ἀπό ὅπου ἔκλεψε τά βόδια πού βο-σκοῦσε ὁ Ἀπόλλων καί γιά νά μήν προδοθεῖ ἀπό τά ἴχνη τῶν ζώων φόρεσε στά πόδια τους παπούτσια, τά ἔφερε στήν Πύλο καί τά ἔκρυψε σέ σπηλιά, κατόπιν δέ ἐπανῆλθε στήν Κυλλήνη. Ἦταν πα-τέρας τοῦ Κήρυκος, ἀπό τόν ὁποῖο καταγόταν τό ἀττικό γένος τῶν θεῶν. Κρατοῦσε πάντα τό κηρύκειον, τό ὁποῖο πῆρε ἀπό τόν Ἥφαιστο καί κάποτε χώρισε μέ αὐτό δύο φίδια πού πάλευαν, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνει τό ραβδί σύμβολο τῆς εἰρήνης. Ἡ λατρεία του γινόταν σχεδόν σέ ὅλες τίς ἑλληνικές πόλεις. Κυριώτερες δέ ἕδρες αὐτῆς ἦσαν πολλές ἀρκαδικές πόλεις, μάλιστα δέ τό ὄρος Κυλλή-νη, ἡ Ἀττική, ὡς καί τά θρακικά νησιά Λῆμνος, ≠πμβρος καί Σαμο-θράκη. Κατά τόν Ἡρόδοτο ἡ λατρεία τοῦ Ἑρμοῦ ἦταν πελασγική, καί ἀπό αὐτούς οἱ Ἀθηναῖοι ἔμαθαν πρῶτοι ἀπό τούς Ἕλληνες καί ἔφτιαχναν ἀγάλματα τοῦ θεοῦ. Στούς Πελασγούς ἀναφέρεται ἀκό-μη ἀπό αὐτόν καί ἡ ἵδρυσις τῶν Σαμοθρακίων μυστηρίων. Ὁ χα-ρακτήρας τοῦ Ἑρμοῦ ὡς ἀγροτικοῦ θεοῦ, προστάτη τῶν ποιμνίων, ἐμφαίνεται σέ πολλά μέρη καί στούς μύθους καί στούς τόπους τῆς λατρείας του. Ἀπό τήν νύμφη Πολυμήλη («τήν ἔχουσαν πολλά ποί-μνια») γεννᾶ τόν Εὔδωρο, σύμφωνα μέ τήν Ἰλιάδα, ἀπό δέ τήν Ρή-νη, τήν θεότητα τῶν προβάτων γεννᾶ τόν ἐπώνυμο τῆς Σαμοθρά-κης ἥρωα Σάμωνα ἤ Σάον. Προσέτι υἱός του μυθολογεῖται καί ὁ τῆς Κορίνθου βασιλεύς καί τοῦ Οἰδίποδος θετός πατήρ Πόλυβος, «ὁ πολλάς βοῦς ἔχων» καί κατ’ ἄλλους μύθους καί αὐτοί οἱ ποι-μενικοί θεοί Πᾶν καί Πρίαπος ἦσαν παιδιά του.

AΦPOΔITH (διά τήν τοῦ ἀφροῦ γένεσιν)

Θεά τοῦ ἔρωτος καί τοῦ κάλλους, ἡ προσωποποίησις τῆς ὀμορφιᾶς, θεά τῆς γονιμότητας. Ἐλατρεύετο κυρίως στήν Κύπρο καί τά Κύ-

47 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θηρα καί ἔτσι ὀνομάζετο καί Κυπρία ἤ Κυθήρεια. Γεννήθηκε μέσα στόν ἀφρό τῶν κυμάτων πού δημιούργησαν τά γεννητικά ὄργανα τοῦ Οὐρανοῦ πού ἔπεσαν στήν θάλασσα ὅταν τόν ἀκρωτηρίασε ὁ Κρόνος. Οἱ Ὧρες τήν ἔντυσαν τότε μέ πολυτελῆ ἐνδύματα, τήν στόλισαν καί τήν ὁδήγησαν μέ τούς ἀκολούθους της, τόν Πόθο καί τόν ≠πμερο, στούς ἀθανάτους. Κατά τήν Ἰλιάδα ἦταν κόρη τοῦ Δι-ός καί τῆς Διώνης. Ἡ Οὐράνια Ἀφροδίτη ἦταν θεά τοῦ νόμιμου ἔρωτος καί τοῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ, ἐνῶ ἡ Πάνδημος προστάτιδα τῶν ἐλεύθερων ἐρώτων καί τῶν ἑταιρῶν. Ἀπό τήν σχέσι της μέ τόν Ἄρη ἀπέκτησε τόν Δεῖμο, τόν Φόβο, τόν Ἔρωτα, τόν Ἀντέρωτα καί τήν Ἁρμονία, ἐνῶ ὑπῆρξε καί σύζυγος τοῦ Ἡφαίστου.

ΠOΣEIΔΩN(ἐκ τοῦ πόσις = + δᾶν = κύριος τῶν ὑδάτων)

Ἀρχαῖος θεός τῆς θάλασσας καί γενικότερα τῶν ποταμῶν, λιμνῶν, πηγῶν καί ἐν γένει τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, κύριος τῶν σεισμῶν καί τῶν ἀλόγων. Υἱός τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας καί ἀδελφός τοῦ Διός καί τοῦ Πλούτωνος. Κατοικεῖ, κατά τίς παραδόσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, σέ χρυσαφένιο ἀνάκτορο, στόν βυθό τῆς θάλασσας κοντά στίς Αἰγές τῆς Εὔβοιας, μέ τήν σύζυγό του Ἀμφιτρίτη, φέρεται ἐπά-νω σέ ἅρμα πού τό σύρουν θυμοειδῆ ἄλογα, τά ὁποῖα ἔχουν χρυσές χαῖτες, καί περιστοιχίζεται ἀπό ἄλλες δευτερεύουσες θεότητες. Ἐθεωρεῖτο ἄγριος καί ὀργίλος, πού συντάραζε τήν θάλασσα μέ φο-βερές καί σφοδρές τρικυμίες, ἀλλά καί ταυτόχρονα καί θεός τῆς «εὐπλοίας», καλούμενος καί Σωτήρας. Στό πέρασμά του τά τα-ραγμένα κύματα ἡσυχάζουν καί ὅλα τά ὄντα τῆς θάλασσας ἀνα-γνωρίζουν τήν παντοδυναμία του. Κρατοῦσε πάντοτε τήν τρίαινα καί ἄλλο σύμβολό του εἶναι τό δελφίνι.

48 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔHMHTPA(ἐκ τοῦ Γῆ Μήτηρ-Δημήτηρ)

Θεά τῆς γεωργίας, κόρη τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας καί ἀδελφή τοῦ Διός, ὁ ὁποῖος μέ αὐτή γέννησε τήν Περσεφόνη. Ἡ Δήμητρα ἦταν ἀπαρηγόρητη, ὅταν τήν Περσεφόνη τήν ἀπήγαγε ὁ Πλούτων στόν Ἅδη καί ἀναζητοῦσε παντοῦ τήν κόρη της, ἀφοῦ εἶχε πάρει τήν μορ-φή γριᾶς. Κατά τήν ἔλευσί της στήν Ἐλευσίνα, ἀπέστειλε τόν Τρι-πτόλεμο, υἱό τοῦ βασιλέως τῆς Ἐλευσίνος Κελεοῦ, σέ ὅλη τήν Γῆ, γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν σποράν. Δίδαξε δέ ἐκεῖ τά Ἐλευσίνια Μυστήρια. Ἡ πέτρα στήν ὁποία κάθισε ἐκεῖ ὀνομάστηκε ἀγέλαστος πέτρα, ζωντανή εἰκόνα τοῦ μητρικοῦ σπαραγμοῦ. Ἐπει-δή ἡ γεωργία συμβάλλει στόν ἐκπολιτισμό, ὀνομάστηκε καί Θεσμο-φόρος ἐνῶ στίς ἑορτές πού τελοῦνταν πρός τιμήν της, τά Θεσμοφό-ρεια, μετεῖχαν κυρίως οἱ παντρεμένες γυναῖκες τόν μήνα τῆς σπορᾶς (Πυανεψίωνα-Ὀκτώβριο), διότι ἡ Δήμητρα ἐκπροσωποῦσε τόν θε-σμό τοῦ νόμιμου γάμου καί τῆς μητρότητος.

EΣTIA(ἐκ τοῦ ρ. ἔζομαι = κάθομαι)

Ἦταν ἡ θεά τῆς ἑστίας κατά τούς ἀρχαίους, ἀδελφή τοῦ Διός καί τῆς Ἥρας, τῆς Δήμητρος, τοῦ Ἅδου καί τοῦ Ποσειδῶνος καί ἐπειδή ἦταν πρωτότοκη, κατεῖχε ὑψηλότερη θέση μεταξύ τῶν θεῶν αὐτῶν καί πάντοτε ἐτιμᾶτο ὡς πρώτη θεά σέ ὅλες τίς θυσίες καί τίς σπον-δές, ὅπου καί ἡ παροιμιώδης ἔκφρασις «ἀφ’ Ἑστίας». Στίς ἀρχέγο-νες κατοικίες τῶν Ἑλλήνων ἡ ἑστία δέν ἦταν μόνο χρήσιμη στίς κα-θημερινές ἀνάγκες τῆς ζωῆς, ἀλλά καί βωμός καί κατεῖχε θέσι ἀκριβῶς στό κέντρο τῆς οἰκίας, τῆς ὁποίας ἡ ὀροφή ἦταν διάτρητη γιά νά ἐξέρχεται ὁ καπνός. Στόν ναό ὑπῆρχε ἰδιαίτερος χῶρος γιά

49 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τίς Ἑστιάδες, πού ἦταν προσιτός μόνο γιά αὐτές καί στόν χῶρο αὐτό ἐφυλάσσετο τό Παλλάδιο, ὡς καί ἄλλα ἱερά κειμήλια.

IPIΣ(ἐκ τοῦ εἴρω = ὁμιλῶ, συνδέω)

Θεότητα τοῦ Ὀλύμπου, πού ἀνῆκε στήν ἀκολουθία τῶν μεγάλων Θεῶν. Στήν Ἰλιάδα ἀναφέρεται ἀρκετά συχνά καί ἐμφανίζεται ὡς ἀγγελιοφόρος τῶν θεῶν καί ἰδιαίτερα τοῦ Διός καί τῆς Ἥρας καί τρέχει ἀμέσως πρός ἐκτέλεσι τῶν παραγγελιῶν. Μεταβαίνει, κατά παράκλησι τοῦ Ἀχιλλέως, στήν κατοικία τοῦ Ζέφυρου καί τοῦ Βο-ρέως καί τούς προτρέπει νά δυναμώσουν περισσότερο τήν φωτιά τοῦ Πατρόκλου. Ἦταν πάντα νέα, μέ πολύχρωμο βραχύ χιτώνα, μέ μεγάλα φτερά στούς ὤμους ἐνῶ κρατοῦσε, ὅπως καί ὁ Ἑρμῆς, κη-ρύκειον. Ὁ δρόμος πού χάραζε στόν οὐρανό ἦταν ἑπτάχρωμος, ὅταν πετοῦσε γιά νά φέρει ἀπό τήν Στύγα τό νερό γιά τόν ὅρκο τῶν θεῶν. Στήν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου παρουσιάζεται ὡς ἀδελφή τῶν Ἁρπυιῶν καί κόρη τοῦ Θαύναντος καί τῆς ὠκεανίδος Ἠλέ-κτρας.

HBH(= νεότητα, νεανική δύναμη)

Κόρη τῆς Ἥρας, ἡ ὁποία θύμωσε ἐπειδή ὁ Ζεύς εἶχε γεννήσει τήν Ἀθηνᾶ ἀπό τό κεφάλι του, χωρίς γυναίκα καί γέννησε τήν Ἥβη χω-ρίς ἄνδρα. Εἶναι ἡ προστάτις καί προσωποποίησι τῆς νεότητος, στήν ἄνθησι καί τήν ἀκμή της. Λόγῳ τῆς ἀστραφτερῆς ὀμορφιᾶς της, ἀλλά καί τῆς σεμνότητός της, ὁ Ζεύς τήν ἔκανε οἰνοχόο τῶν θεῶν. Μιά μέ-ρα ὅμως πού ὁ πατέρας τῶν θεῶν ἔλειπε, ἔπεσε ἀπό ἀπροσεξία καί ἀποκαλύφθηκαν τά κρυφά μέρη τοῦ σώματός της. Ὅταν τό πληρο-

50 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

φορήθηκε αὐτό ὁ Δίας, ἔχρισε τόν Γανυμήδη στό ἀξίωμα τοῦ οἰνο-χόου. Παρέμεινε στόν Ὄλυμπο, οἱ ἀσχολίες της ὅμως περιορίστηκαν στήν προετοιμασία τοῦ ἅρματος καί τοῦ λουτροῦ τοῦ ἀδελφοῦ της Ἀπόλλωνος. Λόγῳ τῶν θαυμάσιων ἀστραγάλων της, ὁ Ὅμηρος τήν ὀνομάζει καλλίσφυρον. Ἄλλα προσωνύμιά της: ἄμβροτος, καλλιέθει-ρα, χρυσιπέδιλος, χρυσοστέφανος. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς, ἀποθεωμένος, ἀνέβηκε στόν Ὄλυμπο, ὁ Ζεύς τόν νύμφευσε μέ τήν Ἥβη καί μαζί ἀπέκτησαν δυό γιούς, τόν Ἀλεξιάρη καί τόν Ἀνίκητον.

ΓANYMHΔHΣ(ἐκ τοῦ γάνος = λαμπρότης + μῆδος = φροντίς)

Ἦταν υἱός τοῦ Τρώα καί τῆς Καλλιρρόης, θυγατέρας τοῦ Σκαμάν-δρου. Ἀπό τόν Ὅμηρο χαρακτηρίζεται ὡς ἰσόθεος καί ὡς ὁ ὡραι-ότερος ὅλων τῶν θνητῶν, τόν ὁποῖο οἱ θεοί ἀνήρπασαν ἀπό τήν γῆ καί τόν ἀνέβασαν στόν οὐρανό, ἕνεκα ἀκριβῶς τοῦ κάλλους του, προκειμένου νά συναναστρέφεται τούς θεούς καί νά χρησιμεύει ὡς οἰνοχόος τοῦ Διός. Ἐπίσης ὁ Ὅμηρος στήν Ἰλιάδα ἀναφέρει ὅτι ὁ Ζεύς ἔδωσε στόν Τρῶα ὡς ἀντίτιμο γιά τήν ἁρπαγή τοῦ Γανυμή-δη δυό ἵππους ἀπό τούς καλλίτερους στόν κόσμο, ὅπως ἀκριβῶς ἦσαν καί οἱ ἵπποι τοῦ ἅρματος τοῦ Αἰνεία.

ΛHTΩ(ἐκ τοῦ λήτω = λανθάνω)

Θεά, θυγατέρα τῶν Τιτάνων Κοίου καί τῆς Φοίβης. Μητέρα τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς Ἀρτέμιδος. Ὁ Ζεύς τήν ἐρωτεύτηκε καί συνέλα-βε ἀπ’ αὐτόν τά δίδυμα παιδιά, ἀλλά κανένα μέρος δέν τήν δεχόταν ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς γέννας, ἀπό φόβο γιά τήν ὀργή τῆς Ἥρας. Ἡ Λητώ περιπλανήθηκε σέ πολλούς τόπους καί κατέληξε στήν Δῆλο,

51 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ὅπου εἶδαν τό φῶς οἱ δυό θεοί. Λέγεται ὅτι ἡ Δῆλος (πού τότε λεγό-ταν Ὀρτυγία) ἀναδύθηκε μαζί τους ἀπό τήν θάλασσα καί ἀπό τότε ἔγινε τό ἱερό νησί θεῶν καί ἀνθρώπων. Γιά τόν Ἀπόλλωνα καί τήν Ἀρτέμιδα δέν ὑπῆρχε τίποτα πιό ἱερό ἀπό τήν μητέρα τους. Γι’ αὐτό τιμωροῦν τόν μεγάλο δράκοντα Πύθωνα πού τήν εἶχε καταδιώξει σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀλλά καί τήν Νιόβη, πού εἶχε τολμήσει νά παραβάλει τόν ἑαυτό της μέ τήν θεά, ἐνῶ καί ὁ γίγα-ντας Τιτυός, πού καταδίωκε τήν Λητώ ἐρωτικά, σκοτώθηκε ἀπό τά βέλη τους, στά Τέμπη, στόν δρόμο πρός τούς Δελφούς, ὅπου ἱδρύθη-κε τό ἱερό μαντεῖο πρός τιμήν τοῦ Ἀπόλλωνος.

HΛIOΣ(ἀπό τό ἅλς, ἁλός, ἅλιος καί ἥλιος)

Θεός, υἱός τοῦ Τιτάνος Ὑπερίωνος καί τῆς Θείας ἤ τῆς Εὐρυφάεσ-σας. Ὁδηγεῖ κατά τήν ἡμέρα τό συρόμενο ἀπό ἵππους «τέθριππο» ἅρμα μέχρις ὅτου καταδύεται στόν Ὠκεανό. Κατά τούς μεταγενέ-στερους τοῦ Ὁμήρου καί τοῦ Ἡσιόδου ποιητές ἐπιστρέφει τήν νύχτα ἐπάνω σέ χρυσό κέλητα (ἄλογο) ἀπό τή Δύση μέσα ἀπό τά Ὑπερβό-ρεια τῆς γῆς πρός τήν Ἠώ (ἀνατολή), ὅπου ἔχει λαμπρό μέγαρο. Τά ἱερά κοπάδια του ἔβοσκαν στήν Σικελια καί τά φύλαγαν οἱ κόρες του, ἡ Φαέθουσα καί ἡ Λαμπετία. Ἀποτελοῦνταν ἀπό βόδια καί πρό-βατα καί τό κάθε κοπάδι εἶχε ἀπό πενήντα ζῶα, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθ-μός παρέμεινε πάντοτε ὁ ἴδιος (ὁ μῦθος ἐννοεῖ τίς πενήντα ἑβδομά-δες τοῦ ἀρχαιότατου ἔτους). Ἄλλα τέκνα του ἦταν ὁ Αἰγείας, ὁ Αἴθων καί ἀπό τή ναϊάδα Αἴγλη οἱ Χάριτες. Ἀπό τήν Κλυμένη ἀπέ-κτησε τήν Αἴγλη καί τόν Φαέθοντα, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τόν πατέρα του νά τοῦ παραχωρήσει γιά μία ἡμέρα τό ἅρμα του, ἀλλά δέν κατάφε-ρε νά τό συγκρατήσει, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Ζεύς νά τόν κεραυνοβολή-σει γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους.

52 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΦAEΘΩN(ἐκ τοῦ φάος = φῶς)

Υἱός τοῦ Ἥλιου καί τῆς ὠκεανίδος Κλυμένης. Ὁ Φαέθων, καίτοι ἦταν ἄπειρος, προσπάθησε νά ὁδηγήσει τό ἡλιακό ἅρμα τοῦ πατέ-ρα του, παρά τίς προτροπές τοῦ Ἡλίου νά μήν τό ἐπιχειρήσει, ἀλλά πλησίασε πάρα πολύ τήν γῆ καί οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά πυ-ρακτώνονται καί νά προξενοῦνται μεγάλες πυρκαγιές. Ὁ Ζεύς τό-τε τόν κεραυνοβόλησε, γιά νά μήν κάψει τήν γῆ καί νά ἐξαφανίσει τήν ἀνθρωπότητα. Τό ἅρμα κατέπεσε κοντά στήν ὄχθη τοῦ ποτα-μοῦ Ἠριδανοῦ καί ὁ Φαέθων βρῆκε οἰκτρό θάνατο. Οἱ ἀδελφές του τόν θρηνοῦσαν ἀδιάκοπα. Φαέθων λεγόταν καί ὁ γιός τῆς Ἠοῦς καί τοῦ Κεφάλου, τόν ὁποῖο λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ κάλλους του, ἀπή-γαγε ἡ Ἀφροδίτη καί τόν ἔκανε φύλακα τοῦ ναοῦ της.

EPΩΣ(παρά τό εἴρειν = συνδέειν)

Θεότητα πού προσωποποιεῖ τήν ἀμοιβαία ἕλξι καί τήν ἕνωσι τῶν δυό φύλων, καθώς καί τήν φυσική δύναμι πού συνενώνει τά μόρια καί δημιουργεῖ τά διάφορα σώματα. Ἦταν υἱός τῆς Ἀφροδίτης ἀπό τόν Ἄρη καί ἀδελφός τοῦ Ἀντέρωνος. Τόν ὀνόμαζαν καί Πόθο ἤ ≠πμερο. Παρίστατο ὡς ὡραῖος νέος ἤ ὡς παιδί μέ τόξο καί φαρέτρα γεμάτη μέ βέλη, μέ τά ὁποῖα ἔπληττε τίς καρδιές. Ἦταν σκανδαλοποιός καί προκαλοῦσε διαφωνίες μεταξύ τῶν Ἀθανάτων, γι’ αὐτό οἱ θεοί τοῦ ψαλίδισαν τά φτερά γιά νά μήν ἀνεβαίνει στόν Ὄλυμπο. Ἐρωτεύ-τηκε παράφορα τήν Ψυχή, τήν ὁποία τοποθέτησε σέ ἕνα παλάτι ἀλλά τήν ἐπισκεπτόταν μόνο στό σκοτάδι. Τό ἄγαλμά του εὑρίσκε-το εἰς τίς Θεσπιές καί ἦταν ἔργο τοῦ Πραξιτέλους.

53 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΨYXH(Παρά τό ψύχω)

Πανέμορφη κόρη τήν ὁποία ζήλεψε ἡ Ἀφροδίτη καί τῆς ἔστειλε τόν γιό της τόν Ἔρωτα νά τῆς παρακινήσει τήν ἕλξι γιά κάποιον δύ-σμορφο. Ὅμως τήν ἐρωτεύτηκε ἐκεῖνος, καί τήν ἔκρυψε σέ ἕνα πα-λάτι, ὅπου τήν ἐπισκεπτόταν μόνο στό σκοτάδι, ἐνῶ τῆς εἶχε ἀπα-γορεύσει νά τόν δεῖ στό φῶς. Οἱ ἀδελφές της, ἀπό ζήλεια, τήν ἔπει-σαν νά ἀνάψει ἕνα φῶς ὅταν ἐκεῖνος κοιμόταν δίπλα της, καί θα-μπωμένη ἀπό τήν ὀμορφιά του τόν ξύπνησε. Τότε ὁ θεός θύμωσε γιά τήν ἀνυπακοή της, τήν ἄφησε, καί ἐκείνη ἄρχισε νά τόν ἀναζητεῖ παντοῦ στήν Γῆ. Τότε ἡ Ἀφροδίτη τῆς ἀνέθεσε νά πραγματοποιήσει ὑπεράνθρωπες πράξεις, τίς ὁποῖες ἔφερε σέ πέρας, στήν τελευταία ὅμως σκοτώθηκε. Τότε ὁ Ζεύς, ἔπειτα ἀπό παρακάλια τοῦ Ἔρωτος, συμφώνησε νά παντρευτοῦν, κι ἐκεῖνος τήν ἔφερε στόν Οὐρανό. Ἕνας μῦθος πού ἐνέπενευσε ἑκατοντάδες καλλιτέχνες, σέ ὅλον τόν κόσμο.

ΑMBPOΣIA(ἀ στερητικό + βροτός = θνητός)

Ἡ τροφή τῶν ἀθανάτων, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά γευθοῦν οἱ θνη-τοί ἄν καί ἦταν ἐννιά φορές πιό γλυκιά κι ἀπό τό μέλι. Τήν χρησι-μοποιοῦσαν ἐπίσης, ὡς καλλυντικό γιά νά διατηροῦν τό σῶμα τους νέο, γιά φάρμακο γιά τίς πληγές τους, ἐνῶ ἐμπόδιζε καί τήν ἀπο-σύνθεσι τῶν νεκρῶν. Στόν Ὅμηρο διαχωρίζεται ἀπό τό νέκταρ, τό ὁποῖο ἦταν τό ποτό τῶν θεῶν, ἄν καί τά δυό ἀποτελοῦσαν δυό δι-αφορετικές μορφές τῆς ἴδιας οὐσίας, μᾶλλον τοῦ μελιοῦ. Ἄμβροτα ἤ ἀμβρόσια λέγονταν τά ἀντικείμενα τῶν θεῶν πού εἶχαν ἀλειφθεῖ μέ ἀμβροσία καί παρέμεναν ἄφθαρτα. Μόνον μέ εἰδική εὔνοια κά-ποιος θνητός μποροῦσε νά τήν δοκιμάσει, ὅπως συνέβη μέ τόν Τά-

54 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

νταλο, ἐνῶ ἡ Ἠώς ἄλειψε μέ ἀμβροσία τόν σύζυγό της Τιθωνό γιά νά σταματήσει τήν γήρανσί του.

ΝEΦEΛH(ἐκ τοῦ νέφος + ἐλύω = τυλίγω)

Γυναίκα τοῦ Ἰξίωνος, στόν ὁποῖο ὅταν ἐρωτεύτηκε παράφορα τήν Ἥρα, ὁ Ζεύς ἔδωσε μιά νεφέλη (σύννεφο) μέ τήν μορφή τῆς ὑπερ-τάτης θεᾶς γιά νά τόν ξεγελάσει. Ἀπό τήν ἕνωσι τοῦ Ἰξίωνος μέ αὐτήν τήν Νεφέλη γεννήθηκε ὁ Κένταυρος, ἀρχηγός τοῦ γένους τῶν Κενταύρων, πού κατοικοῦσε γύρω ἀπό τό Πήλιο. Νεφέλη λεγόταν καί ἡ γυναίκα τοῦ Ἀθάμαντος, τοῦ βασιλέως τῶν Μινυῶν, στόν Ὀρχομενό τῆς Βοιωτίας, μητέρα τοῦ Φρίξου καί τῆς Ἕλλης.

AMAΛΘEIA(ἐκ τοῦ ἀ ἐπιτακτικό + μαλάσσω

μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀμέλγω =τρέφω)

Ἡ Αἴξ (γίδα) πού θήλασε τόν Δία βρέφος ἐπί τοῦ Κρητικοῦ ὄρους Ἴδη. Ὅμως κατ’ ἄλλη παράδοσι, οἱ Νύμφες Ἀδράστεια καί Ἴδη ἔθρεψαν τόν Δία μέ γάλα πού τό προσέφεραν μέ τό κέρας τῆς Ἀμάλθειας καί ἔγινε τό σύμβολο τῆς ἀφθονίας ἀγαθῶν καί κάθε ἐπιθυμητοῦ πράγματος. Ὁ Ζεύς, ἀπό εὐγνωμοσύνη, ἔκανε τήν Ἀμάλθεια ἀστερισμό καί τό δέρμα της τό χρησιμοποίησε γιά τήν αἰγίδα του, ἡ ὁποία ἦταν ἕνα ἐπιθετικό καί ἀμυντικό ὅπλο τοῦ Δι-ός πού συμπύκνωνε τά σύννεφα καί προκαλοῦσε τίς καταιγίδες (ἀπό ἐκεῖ προέρχεται καί ἡ λέξι).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

Θαλάσσιες θεότητες – Tέρατα

Ἡ σχέσις τῶν Ἑλλήνων μέ τήν θάλασσα ἦταν ἰδιαίτερη ἀπό τά προομηρικά χρόνια μέχρι καί σήμερα. Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στήν μελέτη της Ὁ Ἐν τῇ λέξει λόγος σημειώνει πά-νω ἀπό 1.000 λέξεις στήν Ἑλληνική πού ἔχουν σχέσι μέ τό ὑγρό στοιχεῖο. Ἄλλωστε «ἡ θάλασσα ἦταν θυγατέρα τῆς Ἡμέρας καί τοῦ Αἰθέρος, τήν ὁποίαν ἔλεγαν καί πέλαγος. Ταύτην λοι-πόν λαβών γυναίκα ὁ Πόντος ἐγέννησε τίς Ὠκεανίδες» (Ἀθα-νασίου Σταγειρίτου: Ὠγυγία τ.Β).

Κυρίαρχος τῶν θαλασσῶν ἦταν ὁ γαιήοχος κυανοχαίτας Πο-σειδῶν (Ὀρφεύς, Ὕμνος στόν Ποσειδώνα), πατέρας θαλασσί-ων καί χθονίων ὀντοτήτων. Κατά τήν Ἀλτάνη (Θεοί, σύμβολα καί ἀρχέτυπα τῶν Ἑλλήνων) «ἡ θάλασσα συμβολίζει τό συ-ναίσθημα, ἔτσι τά τέκνα τοῦ Ποσειδῶνος ἔχουν τήν ἀκατανί-κητον τάσιν νά ὁδηγοῦνται ἀπό συναισθηματικά κίνητρα. Μάλιστα τά τέκνα τοῦ Ποσειδῶνος εἶναι κατά πολύ περισσό-τερα καί συνήθως ἀντιμάχονται τά τέκνα τοῦ Διός» κι αὐτό, ὅπως ἐξηγεῖ ἡ Ἀλτάνη, «εἶναι ἡ ἐπί τῆς οὐσίας,διηνεκής διένε-ξις τῆς ψυχῆς διά τήν ἐπικράτησιν λογικῆς (Ζεύς) ἤ συναισθή-ματος (Ποσειδῶν)». Γι’ αυτό καί τά περισσότερα εἶναι θηλυ-κοῦ γένους, ἀφοῦ ἡ γυναίκα ἔχει μία ἔφυτη ροπή πρός τό συ-ναίσθημα, ὅμως καί τά ἄρρενα τέκνα τοῦ Ποσειδῶνος παρασύ-ρονται ἔντονα ἀπό αὐτό. Δέν μπορεῖ νά περάσει ἀπαρατήρητο ὅτι τά περισσότερα τέρατα καί ὑπερφυσικά φαινόμενα τῆς μυ-

56 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θολογίας ἔχουν θαλάσσια προέλευσι (Γοργόνες, Κύκλωπες, Μέ-δουσα, Συμπληγάδες κ.ἄ.). Αὐτό συμβαίνει γιατί τά πάθη τῆς ψυχῆς δημιουργοῦνται ἀπό τά ἀρνητικά συναισθήματα. Ἡ τι-θάσευσις τῆς θάλασσας στόν Ἕλληνα συνδέεται μέ τήν ἐκρίζω-σι τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων τῆς ψυχῆς.

57 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΑMΦITPITH(ἀμφί + τρέω = ἀποφεύγω, φοβοῦμαι)

Θυγατέρα τοῦ Νηρέως καί τῆς Δωρίδος, ἦταν μία ἀπό τίς Νηρηί-δες καί σύζυγος τοῦ Ποσειδῶνος. Ἐπειδή ἀπέφευγε τόν γάμο κρύ-φτηκε στόν Ἄτλαντα καί ὁ Ποσειδῶν ἔστειλε ἐκεῖ δελφίνι, γιά νά τοῦ τήν φέρει. Γιά ἀμοιβή ὁ Ποσειδώνας ἔταξε στούς ἀστερισμούς τό δελφίνι. Ἐμφανίζεται δίπλα στόν σύζυγό της, στό δυτικό ἀέτω-μα τοῦ Παρθενῶνος. Περίφημα ἀνάγλυφα ἀπό τόν γάμο τους ὑπάρχουν στό Λοῦβρο καί στό μουσεῖο τοῦ Μονάχου.

ΩKEANOΣ(ὠκύς = γρήγορος + νάω = ταξιδεύω)

Ἀπό τούς ἀρχαίους ποιητές ὠκεανός ὀνομάσθηκε ὁ μέγιστος πο-ταμός «ὁ τήν γῆν κύκλῳ περινοστῶν». Σύμφωνα μέ τήν ἐκδοχή αὐτή παρίσταται στήν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα καί τοῦ Ἡρακλῆ, καί ἦταν ἕνας τεράστιος ποταμός πού περιέβαλλε τήν Γῆ ἀπό παντοῦ. Πρῶτος ὁ Ἡρόδοτος θεώρησε τόν ὠκεανό ὡς θάλασσα. Ἀπό τότε παρέμεινε ἡ λέξις, πού σημαίνει τά ἁλμυρά ὕδατα τῶν μεγαλύτε-ρων ἐκτάσεων ἀπό νερά. Ὁ Ὠκεανός ἦταν τό ἀρχικό στοιχεῖο τοῦ κόσμου, ὁ πατέρας τῶν θεῶν καί ὅλων τῶν πραγμάτων. Ἀπό τήν ἕνωσι αὐτοῦ καί τῆς Τιθύος γεννήθηκαν τρεῖς χιλιάδες ποτάμιοι θεοί καί τρεῖς χιλιάδες Νύμφες, οἱ Ὠκεανίδες, ἀπό τούς ὁποίους προῆλθαν πολλά ἀνθρώπινα γένη.

58 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΑNTAIOΣ(ἐκ τοῦ ἀντί + αἴα = γαῖα)

Μυθολογικός γίγαντας, υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Γῆς. Ἀπό τή μητέρα του ἄντλησε τό ψυχικό σθένος καί ἐνίσχυσε τίς δυνάμεις του, ὥστε νά προκαλεῖ καί νά καταπαλεύει κάθε ξένο. Ὁ Ἡρακλῆς, ἀφοῦ τόν κράτησε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα μετέωρο καί μα-κρυά ἀπό τό ἔδαφος, τόν ἔπνιξε. Παράλληλα πρός τήν ἑλληνική παράδοσι καί ἡ αἰγυπτιακή μνημονεύει ἀντίστοιχο γίγαντα μέ τό ἴδιο ἑλληνικό ὄνομα, ὁ ὁποῖος ὡς διοικητής τῆς Αἰθιοπίας καί τῆς Λιβύης διακρίθηκε γιά τήν βιαιότητά του. Ἀργότερα θεοποιήθηκε καί ἐλατρεύετο στήν Ἀνταιόπολι, πλησίον τῆς Ἀβύδου.

ΒOYΣIPIΣ(ἐκ τοῦ βούς + ἴρις)

Βασιλεύς τῆς Αἰγύπτου, υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Λιβύης, πού ἦταν ἐγγονή τοῦ Νείλου. Κατά τόν μύθο ἡ Αἴγυπτος μαστιζόταν κά-ποτε καί ἐπί ἐννέα ἔτη ἀπό ἀκαρπία, ὅταν ἦλθε ἀπό τήν Κύπρο κά-ποιος μάντις μέ τό ὄνομα Φράσιος, ὁ ὁποῖος εἶπε στόν Βούσιρι, ὅτι ἡ ἀκαρπία θά ἔληγε ἐάν αὐτός θυσίαζε κάθε χρόνο ἕναν ξένο στόν Δία. Ὁ Βούσιρις ἀμέσως θυσίασε ὅλους τούς ξένους πού ἦλθαν στήν Αἴγυπτο, πλήν ὅμως ὁ Ἡρακλῆς ἔθεσε τέρμα στήν βάρβαρη αὐτή σκληρότητα. Ὅταν ἦλθε στήν Αἴγυπτο γιά τά μῆλα τῶν Ἑσπερίδων ἤ τά βόδια τοῦ Γηρυόνη συνελήφθη γιά νά θανατωθεῖ, πλήν ὅμως δι-έρρηξε τά δεσμά καί φόνευσε τόν Βούσιρι

59 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AMYKOΣ

Υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Βιθυνίδος ἤ τῆς Μελίας νύμφης, βασι-λιάς τῶν Βεβρύκων τῆς Βιθυνίας. Περίφημος πυγμάχος, προκαλοῦσε τούς ναυτιλόμενους πρός τόν Πόντο νά παλέψουν μέ αὐτόν, πρίν πλησιάσουν μέ τά πλοῖα τους τήν χώρα του γιά προμήθεια νεροῦ. Ὅλους τούς ἐξολόθρευε, ἀλλ’ ὅμως ὅταν διήρχοντο ἀπό ἐκεῖ οἱ Ἀργοναῦτες, ὁ Πολυδεύκης τόν νίκησε καί τόν ἔδεσε σέ ἕνα δέν-δρο. Τόν ὑποχρέωσε δέ, νά ὁρκισθεῖ πώς στό μέλλον θά ἄφηνε τούς ξένους νά πλησιάσουν τίς πηγές του. Σώθηκαν πολλές παραστά-σεις αὐτοῦ ἐπί διαφόρων μνημείων, ἀλλά ἡ καλλίτερη ἀπό ὅλες ἦταν στό μουσεῖο τοῦ Κιρχερίου στήν Ρώμη.

AXEΛΩOΣ(ἐκ τοῦ ἄχα = νερό)

Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ποταμούς τῆς Ἑλλάδος καί κατά τόν μῦθο υἱός τοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Γῆς καί πατέρας τῶν Σειρή-νων, τίς ὁποῖες γέννησε ἀπό μία τῶν Μουσῶν, (Καλλιόπη, Καλλιρ-ρόη, ἤ Τερψιχόρη) ἤ ἀπό τήν Στερόπη, θυγατέρα τοῦ Παρθάονος. Ἀπεικονίζετο μέ τήν μορφή τοῦ ταύρου καί μέ κεφαλή ἀνθρώπου. Στά νομίσματα τῶν Ἀκαρνάνων ἔφερε γένια («πωγωνοφόρος») ἤ ἦταν ἀγένειος, ἐνῶ στά νομίσματα τῶν Μεταποντίων ἐνεφανίζετο ὡς γέροντας μέ κέρατα (κερασφόρος γέρων). Τό ἀρχικό ὄνομα τοῦ Ἀχελώου ἦταν Θόας, ἕνεκα τῆς μεγάλης ταχύτητός του.

ΑIΓINA

Ἡ ὡραιότερη ἀπό της εἴκοσι κόρες τοῦ ποταμοῦ Ἀσωποῦ, τήν ὁποία ἅρπαξε ὁ Δίας, μεταμορφωμένος σέ ἀετό, ἐπειδή ὅμως φο-

60 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

βόταν τήν ζήλια τῆς Ἥρας τήν ἔκρυψε σέ ἕνα ἐρημονήσι, τήν Οἰνώ-νη, πού ἀπό τότε ὀνομάστηκε Αἴγινα. Ἐκεῖ γέννησε τόν γιό της τόν Αἰακό. Ἡ Ἥρα ὅμως τήν βρῆκε καί ἔστειλε τόν θάνατο σέ ὅλους τούς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Τότε ὁ Αἰακός ζήτησε ἀπό τόν πατέρα του νά ἐπανδρώσει τήν ἔρημη χώρα μεταμορφώνοντας σέ ἀνθρώ-πους ὅλα τά μυρμήγκια πού ὑπῆρχαν στήν ἱερή βελανιδιά τοῦ Δι-ός στό νησί. Ὁ Ζεύς τοῦ ἔδωσε ἕναν νέο λαό, τούς περίφημους Μυρμιδόνες πού πολέμησαν στόν Τρωϊκό πόλεμο.

ΑIAKOΣ(ἐκ τοῦ ἀΐσσω = ὁρμῶ)

Λίαν διαπρεπές πρόσωπο τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς τοῦ Ἑλληνι-σμοῦ. Ἦταν κατά τόν μύθο υἱός τοῦ Διός καί τῆς Αἴγινας, κόρης τοῦ ποταμοῦ Ἀσωποῦ, τήν ὁποία ὁ Ζεύς, μεταμορφωθείς σέ ἀετό, ἅρπαξε καί μετέφερε στήν Οἰνοπία, πού μετονομάσθηκε κατόπιν ἀπό τήν ἴδια σέ Αἴγινα, ἔνθα καί γεννήθηκε ὁ Αἰακός. Ἐπειδή ὁ Αἰακός ἦταν μόνος στό νησί καί εἶδε σέ ἕνα δένδρο πλῆθος μυρ-μηγκιῶν, παρακάλεσε τόν Δία νά τοῦ στείλει τόσους πολλούς ἀνθρώπους, ὅσα καί τά μυρμήγκια. Ὁ Ζεύς ἔκανε δεκτή τήν πα-ράκλησί του καί μεταμόρφωσε τά μυρμήγκια σέ ἀνθρώπους.

ΑIΓΛΗ (ἐκ τοῦ αἴσσω + λάω = φῶς ἡλίου, δόξα)

Ὄνομα Νυμφῶν, Ναϊάδων κλπ. πού ἐκφράζει λάμψι, ἀκτινοβο-λία, λαμπρή φήμη, μεγαλοπρέπεια. Αἴγλη λεγόταν ἡ μητέρα ἀλλά καί ἡ πρώτη κόρη τοῦ Ἀσκληπειοῦ (ἀδελφή τῆς Πανάκειας, τῆς Ὑγείας καί τῆς Ἰασοῦς), ἐνῶ ὁ ἴδιος ὀνομαζόταν καί Αἰγλάωρ. Τά ὀνόματα τῶν τεσσάρων θυγατέρων του ἐκφράζουν τήν ἔννοια

61 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τῆς σωματικῆς καί ψυχικῆς ὑγείας. Αἴγλη ὀνομαζόταν καί ἡ κό-ρη τοῦ Ἡλίου καί τῆς Κλυμένης, ἡ ὁποία θρήνησε παράφορα τόν χαμό τοῦ ἀδελφοῦ της Φαέθοντος, γι’ αὐτό ὁ Ζεύς τήν μεταμόρ-φωσε σέ λεύκη (αἴγειρον), ἀλλά παρά τήν μεταμόρφωσι, αὐτή ἐξακολούθησε νά πονᾶ καί νά κλαίει.

ΜEΛANIΠΠH(ἐκ τοῦ μέλας = μελαχρινή)

Θυγατέρα τοῦ Αἰόλου, υἱοῦ τοῦ Ἕλληνος, ἀπό τήν ≠πππη, κόρη τοῦ Χείρωνος. Τήν ἀποπλάνησε ὁ Ποσειδῶν ἀπό τόν ὁποῖο ἀπέκτησε δυό δίδυμους υἱούς, τόν Αἴολο καί τόν Βοιωτό. Ἐπειδή φοβόταν τόν πατέρα της τύλιξε τά βρέφη σέ δέρμα ἄγριου ζώου καί τά ἄφησε, σώθηκαν ὅμως μέ τήν βοήθεια τοῦ πατέρα τους. Ἀργότερα ἔγιναν οἱ γενάρχες τῶν Αἰολέων καί τῶν Βοιωτῶν. Στή Μελανίππη ἀναφέ-ρεται καί ὁ Εὐριπίδης στό δράμα του «Μελανίππη ἡ δεσμώτις». Μελανίππη ὀνομαζόταν καί μία ἀπό τίς ἐπιφανεῖς Ἀμαζόνες, θυγα-τέρα τοῦ Ἄρεως, ἀδελφή τῆς βασίλισσας Ἱππολύτης. Συνελήφθη ἀπό τόν Ἡρακλῆ καί ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν ἀδελφή της ἀφοῦ τήν ἀντάλλαξε μέ τήν περίφημη ζώνη της.

ΝHPEYΣ(ἐκ τοῦ νάω = ρέω, νηρόν, ναρόν, «νερό»)

Κατά τόν Ἡσίοδο ὁ πρεσβύτερος υἱός τοῦ Πόντου, πού ἦταν ἡ προ-σωποποίησι τῆς θάλασσας πρίν ἀπό τόν Ποσειδώνα, καί τῆς Γαί-ας. Ἀπό τήν Δωρίδα ἀπέκτησε πενήντα θυγατέρες, τίς Νηρηίδες, μέ τίς ὁποῖες κατοικοῦσε στά βάθη τῆς θάλασσας καί κυρίως στό Αἰγαῖο πέλαγος. Παριστάνεται ὡς γέροντας μέ πλατύ χαμόγελο, πού ἔχει τό θεϊκό δῶρο νά μεταμορφώνεται κατά βούλησι σέ διά-

62 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

φορες μορφές. Ἦταν αὐτός πού εἶχε προφητεύσει στόν Πάρι, ὅταν ἀπήγαγε τήν Ἑλένη τήν καταστροφή τῆς πατρίδος του. Ἐπίσης ἐμφανίζεται σέ παραστάσεις ὡς ὁ γέροντας πού δείχνει στόν Ἡρακλῆ τόν δρόμο πρός τίς Ἑσπερίδες.

ΝHPHIΔEΣ(ἐκ τοῦ νάω = ρέω)

Μορφές τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, θυγατέρες τοῦ Νηρέως καί τῆς Ὠκεανίδος Δωρίδος. Kατά τόν Ἡσίοδο ἦσαν πενήντα, κατά νεωτέ-ρους δέ ἑκατό. Τά ὀνόματά τους ἀντιστοιχοῦν στίς ἰδιότητες τοῦ στοιχείου πού ἐκπροσωποῦν. Παριστάνονται ὡς νεαρά κορίτσια πού κατοικοῦσαν σέ κάθε εἴδους νεροῦ, ἁλμυροῦ ἤ γλυκοῦ, πάντα καλοκάγαθες ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους. Διαμένουν μαζί μέ τόν πατέρα τους στά βάθη τῆς θάλασσας καί βοηθοῦν τούς ταξιδιῶτες, ἐνῶ ὁ πατέρας τους πολλές φορές εἶναι ἄγριος καί ἐπικίνδυνος. Γνωστότερες Νηρηίδες ἦταν ἡ Ἀμφιτρίτη, ἡ γυναίκα τοῦ Πο-σειδῶνος, ἡ Θέτις, γυναίκα τοῦ Πηλέως καί μητέρα τοῦ Ἀχιλλέως, ἡ Γαλάτεια, πού τήν ἐρωτεύτηκε ὁ κύκλωπας Πολύφημος κ.ἄ.

ΓΛAYKOΣ(ἐκ τοῦ γλαυκός = λαμπρός)

Ἕλληνας ἥρωας ἤ θεός, προσωποποίησις τῶν κυμάτων, πού λατρευ-όταν ἀπό τούς ναυτικούς τῶν Κυκλάδων καί τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν ἀκτῶν. Ἦταν ψαράς, υἱός τῆς Ἀλκυόνης, καί μεταβλήθηκε σέ θα-λάσσιο δαίμονα, προλέγοντας στούς ἀνθρώπους, κυρίως στούς στούς ναυτικούς, τό μέλλον. Στήν ἐποχή τοῦ Παυσανία ὑπῆρχε πλη-σίον τῆς θάλασσας τῆς Ἀνθηδόνος τό λεγόμενο «Γλαύκου πήδημα», τόπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχε πηδήσει ὁ Γλαῦκος στήν θάλασσα, ἀφοῦ

63 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἔφαγε μαγικό χορτάρι, πού εἶχε τήν δύναμι νά ἀποδίδει τήν ζωή στά ψάρια. Ὕστερα ἀπό αὐτό ὁ Γλαῦκος ἔγινε σύντροφός τοῦ Νηρέως καί τῶν Νηρηίδων. Ἔλαβε δέ μέρος, καί στήν Ἀργοναυτική ἐκστρα-τεία. Γλαῦκος λεγόταν καί ὁ ἀρχηγός τῶν Λυκίων πού πολέμησαν στό πλευρό τῶν Τρώων στό Ἴλιον. Ἦταν ἀπό τούς πρώτους στήν μάχη, δέν δέχθηκε ὅμως νά μονομαχήσει μέ τόν Διομήδη, διότι οἱ πρόγονοί τους εἶχαν συνδεθεῖ μέ τόν ἱερό δεσμό τῆς φιλοξενίας. Σκοτώθηκε ἀπό τόν Αἴαντα τόν Τελαμώνιο, ἐνῶ ὁ τελευταῖος πολε-μοῦσε πάνω στήν σορό τοῦ Πατρόκλου.

ΤPITΩN(Τριτώ = ἡ κεφαλή)

Θαλάσσια θεότητα, υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Ἀμφιτρίτης, πού κατοικοῦσε στά χρυσά ἀνάκτορα τῶν γονέων του στά βάθη τῆς θά-λασσας. Βοήθησε τούς Ἀργοναῦτες νά βγοῦν ἀπό τήν Τριτωνίδα λίμνη, ὅταν εἶχε σφηνώσει ἡ Ἀργώ. Ἦταν ἄνθρωπος μέχρι τήν κοι-λιά, καί ἀπό ἐκεῖ καί κάτω δελφίνι. Νικήθηκε ἀπό τόν Ἡρακλῆ, ὅταν αὐτός χρειαζόταν νά μάθει ποῦ βρίσκονταν τά μῆλα τῶν Ἑσπερίδων. Βοήθησε τήν ὑποχώρησι τῶν ὑδάτων στόν κόσμο, με-τά τόν κατακλυσμό. Κρατοῦσε μία θαλάσσια κόγχη πού ἔβγαζε ἤχους, στούς ὁποίους δέν μποροῦσε νά ἀντισταθεῖ κανείς. Σκοτώ-θηκε ἀπό τόν Διόνυσο, ὅταν ὁ τελευταῖος πῆγε νά βοηθήσει τίς Τα-ναγραῖες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν δεχθεῖ ἐπίθεσι ἀπό τόν Τρίτω-να. Τόν τιμοῦσαν περισσότερο στήν Ἀττική καί τήν Βοιωτία καί πίστευαν πώς ἦταν ἐκεῖνος πού ἀνατάραζε τήν θάλασσα. Ἐπίσης τόν ἐπικαλοῦντο γιά ἕνα καλό ψάρεμα ἤ ἕνα καλό ταξίδι.

64 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚENTAYPOI(ἐκ τοῦ κεντῶ + αὔρα)

Μυθολογικά τέρατα, κατά τό ἄνω μισό ἄνθρωπος καί κατά τό ἄλλο μισό ἵππος (ἄλογο). Οἱ Κένταυροι, κατά τόν Ὅμηρο, ἦσαν φυλή ἄγρια τῆς Θεσσαλίας, πού κατοικοῦσε μεταξύ τοῦ Πηλίου καί τῆς Ὄσσας. Οἱ Κένταυροι ἐξολοθρεύτηκαν ἀπό τούς Λάπιθες, βοηθούμενοι ἀπό τόν Θησέα, πού ἦταν φίλος τοῦ Πειρίθου, γιατί, κατά τόν μύθο, οἱ Κένταυροι προσῆλθαν στό γάμο τοῦ Πειρίθου, ἀλλά μέθυσαν καί ἅρπαξαν τήν νύμφη Ἱπποδάμεια καί τίς γυ-ναῖκες τῶν Λαπιθῶν καί ἔτσι ἔγινε μάχη μέ νικητές τούς Λάπιθες. Ἡ ἔννοια τοῦ κενταύρου συμβολίζει τήν εἰκόνα τοῦ πάσχοντος ἀνδρός, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ διεσπασμένος ἐντός δυό σωμάτων, ἀπό τήν μέση καί κάτω ἵππος καί ἀπό τήν μέση καί πάνω ἄνθρωπος.

ΝHΛEYΣ(ἐκ τοῦ νή + ἔλεος, ἀνηλεής)

Υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Τυροῦς, πατέρας τοῦ Νέστορος. Μα-ζί μέ τόν ἀδελφό του Πελία ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τήν μητέρα του καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς ἱπποτροφεῖς, οἱ ὁποῖοι βρῆκαν αὐτούς. Ἀφοῦ ἦλθε σέ φιλονικία μέ τόν ἀδελφό του γιά τήν διαδοχή στόν θρόνο ἔφυγε πῆγε στήν Μεσσηνία, ὅπου ἵδρυσε τήν Πύλο. Στήν συ-νέχεια παντρεύτηκε τή Χλωρίδα, θυγατέρα τοῦ Ἀμφίωνος, καί ἀπέκτησε πολλά παιδιά, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Νέστορας. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς σκότωσε τόν Ἴφιτο ζήτησε κάθαρσι ἀπό τόν Νηλέα, ὁ ὁποῖος τοῦ τήν ἀρνήθηκε. Tότε ὁ Ἡρακλῆς ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Πύλου καί σκότωσε τόν Νηλέα καί ὅλους τούς γιούς του ἐκτός ἀπό τόν Νέστορα. Σύμφωνα μέ ἄλλη ἐκδοχή πῆρε μέρος στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία.

65 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΧIMAIPA

Τρίμορφο τέρας τό ὁποῖο εἶχε ἀναθρέψει ὁ βασιλιάς τῆς Καρίας Ἀμισόδωρος. Γεννήθηκε ἀπό τόν Τυφῶνα καί τήν Ἔχιδνα καί εἶχε τρία κεφάλια λιονταριοῦ, αἴγας καί δράκοντος καί ἀπό τά στόμα-τά της ἔβγαιναν στρόβιλοι φωτιᾶς. Ἀπό τόν Ὄρθο γέννησε τήν Σφίγγα καί τόν λέοντα τῆς Νεμέας. Ὁ Ὅμηρος τήν τοποθετεῖ στήν Λυκία, στήν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ ὑάνθου. Ἐκεῖ τήν βρῆκε ὁ Βελ-λεροφόντης καί τήν σκότωσε μέ τήν βοήθεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς πε-τώντας πάνω στόν Πήγασο. Λέγεται ὅτι ἦταν ἀλληγορία τοῦ ἡφαι-στειώδους χαρακτήρα τῆς Λυκίας, ἐνῶ ἡ Κόρινθος τήν εἶχε ὡς οἰκόσημό της. Συμβολίζει τήν μιαρή φαντασίωσι πού ἀποστρέφει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πραγματικότητα.

ΓOPΓΩ ἤ ΓOPΓONA

Θαλάσσιο τέρας, τοῦ ὁποίου τήν κεφαλή κατά μέν τήν Ἰλιάδα ἔφε-ρε ὡς φόβητρο ἡ αἰγίδα τοῦ Διός, κατά δέ τήν Ὀδύσσεια κατεῖχε στόν Ἅδη ἡ Περσεφόνη. Κατά τούς ἀττικούς μύθους τήν Γοργόνα γέννησε ἡ Γῆ, ἦταν σύμμαχος τῶν Γιγάντων καί στήν γιγαντομαχία τήν φόνευσε ἡ Ἀθηνᾶ καί τήν δορά αὐτῆς τήν ἔφερε ὡς θώρακα. Ἀπό τό αἷμα τῆς Γοργοῦς σταγόνες ἔδωσε ἡ θεά στόν Ἐριχθόνιο, οἱ ὁποῖες εἶχαν διπλή δύναμι, θανάσιμη καί ἰαματική. Σύμφωνα μέ ἄλλη ἐκδοχή οἱ γοργόνες ἦταν τρεῖς: ἡ Σθενώ, ἡ Εὐρυάλη καί ἡ Μέ-δουσα. Ἡ τελευταία ἦταν ἡ μόνη θνητή καί τήν ἀποκεφάλισε ὁ Περσεύς.

66 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΝAΪAΔEΣ(ἐκ τοῦ νάω = ρέω)

Νύμφες τῶν πηγῶν, τῶν ποταμῶν καί τῶν λιμνῶν, ἀναλόγως ὀνο-μάζονται Κρηνηίδες, Ποταμίδες, Λιμνάδες κ.ἄ. Κόρες τοῦ Διός, οἱ ὁποῖες προσκαλοῦνταν στόν Ὄλυμπο, στά θεῖα συμβούλια μέ με-γάλες τιμές. Τούς ἀπέδιδαν ἰαματικές καί μαντικές δυνάμεις, ἐνῶ ἐάν κάποιος ἤ κάποια πέθαινε σέ πολύ νεαρά ἡλικία πίστευαν ὅτι τόν ἔπαιρναν αὐτές. Χάριζαν τόν ἔρωτά τους σέ θεούς ἀλλά ἰδιαί-τερα σέ ὡραίους νέους καί ἀπό αὐτές τίς ἑνώσεις γεννιόντουσαν ἥρωες, ποιητές, καλλιτέχνες καί σοφοί, γίνονταν ὅμως πολύ σκλη-ρές ἐάν ὁ ἐραστής τους τίς ἀπατοῦσε. Γενικά ὅμως ἦταν πνεύμα-τα ἀγαθοεργά καί ἔσπευδαν πάντα σέ βοήθεια ὅποτε τούς τό ζη-τοῦσαν. Ἦταν αὐτές πού ἔδωσαν στόν Περσέα τά φτερωτά πέδι-λα, καί αὐτές πού μεταμόρφωσαν τήν Σύριγγα σέ καλάμι γιά νά μήν τήν ἁρπάξει ὁ Πάν.

ΠPΩTEYΣ(ἐκ τοῦ πρῶτος)

Κατά τόν Ὅμηρο ὁ «ἅλιος γέρων», πού ἔβοσκε τίς φώκιες τοῦ Πο-σειδῶνος καί ὁ ὁποῖος εἶχε τήν δύναμι νά προφητεύει, μποροῦσε δέ νά προσλαμβάνει ποικίλες μορφές. Εἶχε κατοικία τό νησί Φά-ρος, κατά τόν Βιργίλιο, πού βρίσκεται μεταξύ Κρήτης καί Ρόδου. Κάθε μεσημέρι ἀναδυόταν ἀπό τά κύματα καί κοιμόταν στήν ἀκτή καί γύρω του ἦσαν οἱ φώκιες. Ὅποιος προσπαθοῦσε νά μεταχει-ρισθεῖ βία ἐναντίον του, τήν ἀπέφευγε ἀλλάζοντας μορφή. Ὁ Με-νέλαος κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν Τροία, τόν αἰφνιδίασε τήν ὥρα πού κοιμόταν καί παρά τίς μεταμορφώσεις του τόν κράτησε γερά ὥσπου τοῦ εἶπε τόν τρόπο γιά νά γυρίσει στήν πατρίδα του.

67 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

APΠYIAI(ἐκ τοῦ ἁρπάζω)

Μυθολογικά τέρατα, θυγατέρες τοῦ Θαύμαντος καί τῆς Ἠλέκτρας πού ὀνομάζοντο Ἀελλώ, Ὠκυπέτη καί Κελαινώ. Ἦταν ἀδελφές τῆς Ἴριδος καί ἦταν γρήγορες ὅπως ἐκείνη, γι’ αὐτό ὁ Ἅδης τίς πῆρε ὡς ἀγγελιοφόρους του. Ἐξαπατοῦν τούς ἄνδρες μέχρι παραφρο-σύνης, ἐνῶ ὅσοι ναυτικοί δέν γύριζαν, πίστευαν ὅτι τούς εἶχαν ἁρπάξει οἱ Ἅρπυιες. Στόν Ὅμηρο ἀναφέρεται ἡ Ποδάργη, μητέρα τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως ὑάνθου καί Βαλίου, (μέ πατέρα τόν Ζέ-φυρο), ἐνῶ κατά τόν Στησίχορο οἱ ἵπποι τῶν Διοσκούρων Φλογίας καί Ἅρπαγος ἦσαν παιδιά της. Ἦταν ἡ προσωποποίησις περιστρε-φόμενου ἀνέμου ἤ τυφῶνος.

KYKNOΣ(ἐκ τοῦ κλῶ = φωνάζω, κύκλος, κύκνος)

Υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Καλύκης. Ἡ μητέρα του τόν ἐγκατέ-λειψε στήν παραλία τῆς Τρωάδος, ὅπου τόν βρῆκαν ψαράδες καί τόν ὀνόμασαν κύκνο διότι τό κεφάλι του ἦταν λευκό σάν τό χιόνι. Ἦταν ἄτρωτος καί εἶχε γιγαντιαῖο ἀνάστημα καί δύναμι. Ἡ δεύ-τερη σύζυγός του, ἡ Φιλονόμη, τόν ἐξαγρίωσε ἐναντίον τῶν παι-διῶν πού εἶχε μέ τήν πρώτη του σύζυγο, τήν Πρόκλεια τά ὁποῖα τά ἔβαλε σέ μιά κασέλα καί τά πέταξε στήν θάλασσα. Ἡ κασέλα βγῆκε στήν Τένεδο, ὅπου ὁ ἕνας γιός του, ὁ Τένης ἵδρυσε τήν ὁμώ-νυμη ἀποικία. Ἀργότερα, ὁ Κύκνος μετάνοιωσε γιά τήν πρᾶξι του, βρῆκε τόν γιό του, καί ξεκίνησε μαζί του γιά νά βοηθήσει τούς Τρῶες ἐναντίον τῶν Ἀχαιῶν. Σκοτώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀχιλλέα, πού ἔπνιξε τόν ἄτρωτο Κύκνο μέ τό ἴδιο τό λουρί τῆς περικεφα-λαίας του. Ὁ Ποσειδῶν τόν μεταμόρφωσε στό ὁμώνυμο πουλί.

68 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΑTΛANTIΔA (ἀ- ἐπιτακτικό + τλάω= ὑπομένω)

Μυθική ἤπειρος τήν ὁποία πολλοί ἐπιστήμονες τοποθετοῦν δυτι-κά τοῦ γνωστοῦ στήν ἀρχαιότητα κόσμου, πέρα ἀπό τίς Ἡράκλει-ες στῆλες. Σύμφωνα μέ τόν Πλάτωνα, 9000 χρόνια πρίν ἀπό τήν ἐποζή του, οἱ Ἀθηναῖοι ἀπέκρουσαν ἐπιδρομή τῶν Ἀτλάντων πού εἶχαν ἐξορμήσει ἐναντίον τους. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ πολέμου ἦταν νά γίνει ἕνας τεράστιος σεισμός ὁ ὁποῖος κατεβύθισε ὁλό-κληρη τήν Ἀτλαντίδα, ἐνῶ μετά ἀκολούθησε ὁ κατακλυσμός. Ἡ Ἀτλαντίς ἦταν μιά εὔφορη χώρα ὅπου ζοῦσε ὁ Εὐήνωρ μέ τήν σύ-ζυγό του Λευκίππη καί τήν κόρη τους Κλειτώ, τήν ὁποία ἐρωτεύ-θηκε ὁ Ποσειδῶν καί ἀπέκτησε μαζί της πέντε ζεύγη δίδυμων υἱῶν καί τόν πρωτότοκο τόν Ἄτλαντα τόν ἔκανε βασιλιά τοῦ με-γάλου νησιοῦ. Ἡ χώρα ἔγινε βαθμιαία πολύ ἰσχυρή καί πλούσια μέ ἀποτέλεσμα οἱ κάτοικοί της νά γίνονται ἄδικοι καί πλεονέ-κτες. Ὁ ἀείμνηστος Θέοδωρος Ἀξιώτης στό ἔργο του Ἀτλαντίδα περιγράφει τήν δομή ἀλλά καί τήν ἄψογη ὀχύρωσι τῆς πρωτεύ-ουσας τῆς χώρας ἡ ὁποία ἦταν κυριολεκτικά ἀπόρθητη. Ἀποτε-λεῖτο ἀπό δέκα ὁμόκεντρα κυκλικά νησιά, γιά κάθε ἕνα ἀπό τά παιδιά τοῦ Ποσειδῶνος. Ἡ εὕρεσις τῆς Ἀτλαντίδος παραμένει ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα μυστήρια τοῦ κόσμου.

ΜΕΡΩΨ - ΜΕΡΟΠΗ (ἐκ τοῦ μερίζω + ὄψ = ὁ ὁμιλῶν ἐνάρθρως)

Υἱός τοῦ Τριόπος, βασιλέως τῆς Κῶ, ἡ ὁποία λεγόταν καί Μερό-πη ἀπό τό ὄνομά του, ἀλλά καί Κῶς ἀπό τήν ὁμώνυμη κόρη του. Εἶχε ἄλλη μία κόρη τήν Ἠπιόνη πού ἔγινε γυναίκα τοῦ Ἀσκλη-πιοῦ, ἀλλά καί ἕναν υἱό τόν Εὔμηλο. Γυναίκα του ἦταν ἡ νύμφη Ἐχέμεια, ἡ ὁποία ὅμως ἀπαρνήθηκε τήν Ἀρτέμιδα, γι’ αὐτό το-

69 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ξεύθηκε ἀπό τήν θεά. Ὁ Μέροψ τότε, ἀπό ἔρωτα γιά αὐτήν, θέ-λησε νά τήν ἀκολουθήσει στόν Ἅδη καί ἡ Ἥρα τόν μεταμόρφωσε σέ ἀετό γιά νά τόν βραβεύσει γιά τήν συζυγική του πίστι. Μερό-πη λεγόταν μία ἀπό τίς Πλειάδες, ἡ μόνη θνητή, ἡ ὁποία παντρέ-υτηκε τόν Σίσυφο καί γέννησε τόν Γλαῦκο.

ΧEIPΩN(ἐκ τοῦ χείρ, ἦτο ἰατρός)

Ἕνας ἀπό τούς Κενταύρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας, ὁ Χείρων ξεχώριζε ἀπό τούς συντρόφους του, πού παρουσιάζονταν ἄγριοι καί σκληροί, μέ τήν ἐξαιρετική σοφία του. Κατά τήν ἀρχαία παράδοσι, πολλοί ἥρωες καί μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Ἀχιλλεύς εἶχαν ζήσει τά νεανικά τους χρόνια στήν σχολή τοῦ Χείρωνος, σέ μιά σπηλιά τοῦ Πηλίου. Ὡς δάσκαλος ἡρώων ὁ Χείρων χρειάστηκε νά ἀντιμετωπίσει πολλά ἄγρια τέρατα τῶν δασῶν, πού κατά τήν θρη-σκευτική δοξασία πολλῶν πρωτόγονων λαῶν μετέβαλλαν τούς νέ-ους σέ ὥριμους ἄνδρες. Συμβολίζει τόν ἔλεγχο τοῦ νοῦ στίς γενε-τήσιες ὁρμές. Ὁ Χείρων ἦταν ὁ σύνδεσμος ἀθανάτων-θνητῶν εἰς τό ὕψιστον ἔργον τῆς αὐτοθεραπείας.

ΥAΔEΣ(ἐκ τοῦ ὕειν = βρέχειν, κοῖλον σκεύος γιά ὑγρά)

Νύμφες τῆς βροχῆς καί τῆς ὑγρασίας. Θεωροῦνται κόρες τοῦ Ἥλι-ου, πέθαναν ἀπό θλίψι γιά τήν πτῶσι τοῦ ἀδελφοῦ τους Φαέθο-ντος. Ὡς κόρες τοῦ Ἄτλαντος ἔλιωσαν ἀπό τόν πόνο γιά τό θάνα-το τοῦ ἀδελφοῦ τους Ὕφαντος, πού τόν κατασπάραξε ἕνα λιοντά-ρι. Οἱ Ὑάδες, ὡς Νύμφες, ἀνέθρεψαν τόν Διόνυσο, ὅταν ἦταν βρέ-φος καί γιά νά τίς τιμήσει ὁ Ζεύς τίς μεταμόρφωσε σέ ἀστερισμό.

70 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Οἱ πηγές καί οἱ ποταμοί βρίσκονταν ὑπό τήν προστασία τους. Ἀνα-τέλλουν τόν Μάιο, μαζί μέ τίς ἀνοιξιάτικες βροχές. Ἐτυμολογικά, προέρχονται ἀπό τό ρῆμα «ὕω» πού σημαίνει βρέχω, ἐξ οὗ καί τό ὕδωρ, ἀλλά οἱ Ρωμαῖοι παρεξήγησαν τήν ἐτυμολογία τῆς ὀνομασί-ας, νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά τό ὗς «ὗ» πού σημαίνει χοῖρος καί ὀνομάσαν τόν ἀστερισμό Suculae (χοιρίδια).

ΥΠEPBOPEIOI(οἱ πέραν τοῦ Βορέα)

Κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ ἀπώτατου Βορρᾶ. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλλη-νες ἔλεγαν πώς στήν χώρα τῶν Ὑπερβορείων ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καί δύει μόνον μία φορά τόν χρόνο, διαπίστωσι πού ἀποδεικνύ-ει ὅτι τήν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης τούς ὀνο-μάζει περιβόητο καί ἐπισημότατο ἔθνος τῆς ἀρχαιολογίας (Ὠγυ-γία τ.Δ΄). Ἦταν εὐγενής, εἰρηνόφιλος λαός πού ζοῦσε μέσα στην ἁρμονία, εἶχαν ἄφθονους καρπούς, δέν γνώριζαν τήν δυστυχία καί πέθαιναν μόνον ὅταν τό ἐπιθυμοῦσαν. Συνδέονταν μέ τήν λατρεία τοῦ φωτός, γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόλλων ζοῦσε μαζί τους κα-τά τήν διάρκεια τοῦ χειμώνα ἐνῶ ξαναγύριζε στούς Δελφούς τό καλοκαίρι. Ἔστειλαν τίς προσφορές τους πρός τήν Δῆλο μέ δυό κόρες τους, τήν Ὑπερόχη καί τήν Λαοδίκη, ἀλλά οἱ παρθένες γο-ητεύτηκαν ἀπό τό νησί καί παρέμειναν ἐκεῖ μέχρι τόν θάνατό τους. Πρός τιμήν αὐτῶν οἱ κόρες τῶν Δηλίων ὅταν παντρεύονταν ἔκοβαν μία πλεξούδα ἀπό τά μαλλιά τους καί τήν τοποθετοῦσαν στόν τάφο τῶν δυό κορῶν.

71 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚAΣTAΛIA(ἐκ τοῦ κάστον = ξύλον + ἅλς)

Δελφική νύμφη, κόρη τοῦ Κηφισοῦ καί τῆς Λιλαίας. Γιά νά ξε-φύγει ἀπό τήν καταδίωξι τοῦ Ἀπόλλωνος κατέφυγε σέ μία πη-γή κοντά στούς Δελφούς γιά νά κρυφτεῖ. Ἡ πηγή ἔκτοτε πῆρε τό ὄνομά της καί μέ τό νερό της καθάριζαν τά μαλλιά τους οἱ ὑπηρέτες τοῦ ναοῦ, ἐνῶ ἔπλεναν μέ αὐτό ὅλα τά ἱδρύματα τοῦ ἱεροῦ χώρου. Ἡ Κασταλία πηγή ἀνακαλύφθηκε τό 1870 στόν δρόμο μεταξύ Ἀράχωβας καί Δελφῶν. Δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν Κασσοτίδα πηγή (ἀπό τό ὄνομα τῆς κόρης τοῦ Παρνασ-σοῦ) ἡ ὁποία ἀνέβλυζε μέσα στό ἄδυτο τοῦ ἱεροῦ του Ἀπόλλω-νος καί ἀπό ἐκεῖ ἔπινε ἡ Πυθία τό «λάλον ὕδωρ» καί ἔδινε τίς προφητεῖες.

ΣTYΞ(ἐκ τοῦ στυγῶ = μισῶ)

Ποτάμιο πνεῦμα καί κόρη τοῦ Ὠκεανοῦ, ἡ ὁποία βοήθησε πολύ τόν Δία στόν πόλεμο μέ τούς Τιτάνες καί ἐκεῖνος, τηρώντας τήν ὑπόσχεσί του, τήν μεταμόρφωσε στήν ἱερότερη πηγή τοῦ ἀρχαί-ου κόσμου. Τά νερά της προέρχονταν ἀπό τόν Χελμό καί κατέ-ληγαν σέ ἕνα χείμαρρο πού τρέχει στόν ποταμό Κράθη ἀκόμα καί σήμερα. Ὁ Κράθης ἦταν ὁ κυριότερος ποταμός τοῦ Τάρτα-ρου. Οἱ θεοί ἔδιναν τόν ὑπέρτατο ὅρκο τους στά ὕδατα τῆς Στυγός καί ἡ παραβίασίς του εἶχε τρομερές συνέπειες, μεταξύ ἄλλων, βαρύ ὕπνο πού ἔμοιζε μέ θάνατο ἐπί δέκα χρόνια. Τά ὕδατα αὐτά ἦταν θανατηφόρα γιά ὅποιον τά ἔπινε καί δέν μποροῦσε κανείς νά τά συλλέξει παρά μόνον σέ δοχεῖο ἀπό ὄνυχα ἀλόγου. Ἡ Θέτις ὅμως, βρῆκε τόν τρόπο νά βαφτίσει τόν Ἀχιλλέα στά ἱερά ὕδατα τῆς Στυγός γιά νά τόν καταστήσει

72 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἄτρωτο, κρατώντας τον ὅμως ἀπό τήν φτέρνα, τό μοναδικό τρωτό σημεῖο του. Ἡ Ἀφροδίτη ἐπίσης εἶχε ἀναθέσει στήν Ψυ-χή, μεταξύ ἄλλων ὑπεράνθρωπων ἄθλων, νά φέρει νερό ἀπό τά ὕδατα τῆς Στυγός πού τά φύλαγαν δράκοντες. Ἡ Στύξ συμβο-λίζει τήν πίστι σέ δυνάμεις ὑπέρτερες, φρουρούς τόσο τῆς φυ-σικῆς ὅσο καί τῆς ἠθικῆς τάξεως στόν κόσμο, πού ἐπαγρυ-πνοῦσαν γιά νά διατηρεῖται ἡ ἰσορροπία του (Δημήτριος Ν. Λύ-ρας, Τό αἴνιγμα τῆς Στυγός).

ΤEΛXINEΣ(ἐκ τοῦ θέλγω)

Τέρατα τῆς θάλασσας, χωρίς χέρια καί πόδια ἀλλά μέ φτερά, ἦταν παιδιά τοῦ Πόντου. Καταγόνταν ἀπό τήν Κρήτη ἀλλά με-τανάστευσαν καί ζοῦσαν στήν Ρόδο. Ἡ Ρέα ἐκεῖ παρέδωσε στό γένος τῶν Τελχινῶν τόν Ποσειδώνα βρέφος καί ἐκεῖνοι τόν ἀνέ-θρεψαν καί ὅταν μεγάλωσε τόν νύμφευσαν μέ τήν ἀδελφή τους Ἀλία, μέ τήν ὁποία ὁ Ποσειδῶν ἀπέκτησε ἕξι γιούς καί μία κό-ρη, τήν Ρόδη, κι ἔτσι τό νησί ὀνομάστηκε Ρόδος. Ἔφυγαν ὅμως ἀπό τό νησί διότι προέβλεψαν τόν παγκόσμιο κατακλυσμό καί περιπλανήθηκαν ἐπί ἀρκετά χρόνια. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, οἱ Τελχίνες ἦταν θνητοί, σπουδαῖοι τεχνίτες καί ἐφευρέτες. Ἀνακά-λυψαν τόν χαλκό καί τόν σίδηρο κατασκεύασαν πολλά ἐργαλεῖα, διδάσκοντας στούς ἀνθρώπους τίς τέχνες. Αὐτοί κατασκεύασαν τήν τρίαινα τοῦ Ποσειδῶνος ἀλλά καί σπουδαία ἀγάλματα τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς καί τοῦ Ἀπόλλωνος, πρίν ἀπό τόν κατακλυ-σμό. Ὑπάρχουν κάποιες σύγχρονες ὑποβρύχιες φωτογραφίες πλασμάτων πού μοιάζουν ἐκπληκτικά στήν περιγραφή τῶν Τελ-χινῶν, ἀλλά ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη δέν τό ἔχει ἐπιβεβαιώσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´

Διόνυσος – Ἅδης

Ὁ Δημ. Λιαντίνης στήν συλλογή φιλοσοφικῶν δοκιμίων μέ τίτλο Γκέμμα γράφει ὅτι «ὁ φόβος καί ὁ πόνος μπροστά στόν θά-νατο εἶναι ἡ αἰτία πού ἔπλασε ὁ ἄνθρωπος τόν κάτω κόσμο καί τόν Ἄδη». Ὁλόκληρη ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία βασίζεται στό ποῦ θά πρέπει νά ἐπενδύσει ὁ κάθε ἄνθρωπος προκειμένου νά ἐφοδιασθεῖ καλύτερα γιά τήν ζωή μετά θάνατον. «Νέκυα σημαί-νει ὅτι τό ἐνεργείᾳ, δηλαδή αὐτό πού εἶσαι τώρα πού ζεῖς, τρέ-φεται καί αὐξάνεται ἀπό τό δυνάμει σου, δηλαδή αὐτό πού θά γίνεις ὅταν δέν θά ζεῖς».

Οἱ δυό κόσμοι, ὁ ἐπάνω καί ὁ κάτω, ἔχουν μία συνέχεια καί ὁ Πλούτων εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς μετά θάνατον ζωῆς. Συμβολίζει τόν φύλακα τῶν σπόρων πού ἀνανεώνονται μέσα στά σκοτεινά σημεῖα τῆς Γῆς καί μέ τήν βοήθειά του θά βλαστήσουν κάποτε στήν ἐπιφάνειά της, γιά νά χαρίσουν τήν ζωή στά ἀνθρώ-πινα πλάσματα (Νικ. Μαργιωρῆς, Ἀποκωδικοποίηση τῆς Ἑλλη-νικῆς Μυθολογίας). Ὁ θάνατος δηλαδή εἶναι μία διαδικασία πρός τήν ἀναγέννησι καί αὐτό ἀκριβῶς συμβολίζει ὁ κάτω κό-σμος. Ὅπως γράφει ὁ Παῦλος Πισσάνος στήν μελέτη του Οἱ νό-μοι τοῦ Σύμπαντος στήν ἐπίγεια καί τήν ἐπουράνια ζωή: «Ὁ Φι-λόσοφος, σ’ ὁλόκληρη τήν ζωή του πεθαίνει καί ἀνασταίνεται μέσα στό ἐγώ του, γιά νά μπορεῖ μέσα ἀπό τήν ἐσωτερική μύ-ηση νά ἀποκαλύπτει τά μυστικά τῶν δυό κόσμων: τοῦ Αἰσθη-τοῦ καί τοῦ Αἰώνιου. Ὁ Ἅδης συμβολίζει τόν μυητικό δρόμο πού ξεκινᾶ ἀπό τά σκοτάδια μέ τήν διάλυση τοῦ ἐγώ».

Εἶναι σχεδόν σίγουρο ὅτι ὁ Διόνυσος ἦταν ἕνα ὑπαρκτό πρό-

74 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σωπο. Ἕνας μεγάλος στρατηγός-ἐξερευνητής πού ἔφθασε στά βάθη τῶν Ἰνδιῶν χιλιετίες πρίν ἀπό τόν Ἀλέξανδρο. Ὁ Ἀπόστο-λος Μ. Τζαφερόπουλος στήν εἰσαγωγή τοῦ ἔπους Διονυσιακά τοῦ Νόννου δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία: «τίς προετοιμασί-ες γιά τήν ἐκστρατεία κατά τῶν Ἰνδιῶν, ἀκολουθοῦν οἱ νικη-φόρες πολεμικές περιπέτειες, τά θαύματα καί οἱ κίνδυνοι τοῦ Διονύσου καί τῆς ἀκολουθίας του». Στίς τελευταῖες ραψωδίες περιλαμβάνονται οἱ ἀτελείωτες περιπέτειες τοῦ γυρισμοῦ καί οἱ καινούργιες ἀποδείξεις τῆς θεϊκῆς του δυνάμεως. Ἡ λεπτο-μερής περιγραφή τοῦ Νόννου παραπέμπει σέ ἱστορικό κείμενο περισσότερο παρά σέ μυθολογική ἀφήγησι. Τά ἐκπληκτικά του κατορθώματα τοῦ ἔδωσαν μία θέση στό πάνθεον τῶν Ἑλλήνων: Μέ αὐτά ὁ Διόνυσος περνάει ἐπιτυχῶς τίς δοκιμασίες καί ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά παρακαθίσει μεταξύ τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου γίνεται πανηγυρικά δεκτός. Καί μέ τήν κατά-ληξι αὐτή ἐπιτυγχάνεται ὁ σκοπός στόν ὁποῖο ἀπέβλεπαν οἱ περιπέτειες τοῦ Διονύσου, μέ κορυφαία τήν νικηφόρο ἐκστρα-τεία κατά τῶν Ἰνδιῶν. Τί συμβολίζει ὅμως; Ὁ Νικόλαος Μαρ-γιωρῆς ἀναφέρει: «Ὁ δυό φορές φανερωμένος ἤ δυό φορές λαμπροφωτισμένος, ὁ Διόνυσος ἦλθε δυό φορές στόν κόσμο. Ἦλθε σάν ἐνεργισμός πνευματικός, σάν ρίγος ἤ ἀνατριχίλα πνευματική, πού ξύπνησε τόν κοιμισμένο κόσμο. Πότε πρω-τοῆλθε; Πᾶνε χιλιάδες χρόνια ἀπό τότε. Ἦλθε σάν Πνευμα-τική ροή στόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποπνευμάτωσε».

75 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔIONYΣOΣ

Ὁ ἀποκαλούμενος καί Βάκχος ἦταν θεός τοῦ οἴνου (κρασιοῦ) καί τῶν ἀμπέλων καί ἐκπροσωποῦσε τήν γόνιμη παραγωγικότητα τῆς γῆς. Τό ὄνομά του σημαίνει ὅτι «σύν κέρασι γεννώμενος ἔνυξε τόν Διός μηρόν» διότι κυοφορήθηκε μέσα στόν μηρό τοῦ πατέρα του Διός, ἀφοῦ ἡ μητέρα του Σεμέλη πέθανε πρίν ἀπό τόν τοκετό. Βγῆκε δέ μόνος του ἀπό τόν μηρό τοῦ Διός τρυπώντας τον μέ τά κέρατά του. Τόν μεγάλωσαν οἱ Νύμφες τοῦ ὄρους Νύσσα, τό ὁποῖο ἦταν σκεπασμένο μέ κλήματα. Ὅταν ὁ θεός δοκίμασε τούς χυμούς των, μέθυσε καί ἄρχισε νά προσφέρει τό νέκταρ στίς Νύμφες καί στούς βοσκούς πού συναντοῦσε. Ὅλοι ἔνοιωσαν τίς λύπες τους νά ἐξαφανίζονται καί νά γεμίζουν χαρά καί ἀπό τότε τόν ἀκολουθοῦν. Ἡ λατρεία τοῦ Διονύσου στίς ἑλληνικές πόλεις ἦταν γενική, οἱ δέ ἑορτές πρός τιμή του ἐλέγοντο Διονύσια.

ΣEMEΛH(παρά τό σέλας = τό ἀεικίνητον πῦρ + μέλω = φροντίζω)

Μητέρα τοῦ θεοῦ Διονύσου, ὡραιότατη θυγατέρα τοῦ Κάδμου καί τῆς Ἁρμονίας, τήν ὁποία ὁ Ζεύς ἐρωτεύθηκε παράφορα. Ἡ Ἥρα πού τήν ζήλευε γι’ αὐτό, πῆρε τήν μορφή τῆς τροφοῦ της καί τήν ἔπεισε νά ζητήσει ἀπό τόν Δία νά παρουσιαστεῖ μπροστά της μέ ὅλη του τήν δόξα μήν παραλείποντας τόν κεραυνό. Ὁ Ζεύς ἐμφα-νίστηκε ἀνάμεσα σέ ἀστραπές καί κεραυνούς οἱ ὁποῖοι ἔλοιωσαν τήν Σεμέλη, πού διαλύθηκε σάν καπνός στίς φλόγες, τό δέ κυοφο-ρούμενο παιδί της, πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ, ὁ Ζεύς τό ἔβαλε στήν κνή-μη του, ὅπου παρέμεινε μέχρι τήν γέννησί του καί ἔτσι γεννήθηκε ὁ Διόνυσος. Ἀργότερα ὁ υἱός της, πού ἔγινε θεός, πῆγε στόν Ἅδη, τήν πῆρε, καί τήν ὁδήγησε στόν Ὄλυμπο ὅπου καί κατέταξε αὐτήν

76 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

στούς ἀθάνατους μέ τό ὄνομα Θυώνη. Σπουδαία λατρεία τῆς Θυ-ώνης γινόταν στήν Θήβα.

ΣEIΛHNOI ἤ ΣIΛHNOI(ἐκ τοῦ σείεσθαι)

Δαιμόνια πλάσματα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, ἀρχικά δαίμονες τοῦ ρέοντος νεροῦ, πού παράγει τήν εὐφορία τῆς χώρας καί ἐμφα-νιζόμενοι ὡς ἀχώριστοι ἀκόλουθοι τοῦ Διόνυσου στίς περιοδεῖες του καί στούς πόλεμους κατά τῶν Γιγάντων, Ἰνδῶν κλπ. Στίς πα-ραστάσεις κατ’ ἀρχήν παριστάνοντο μέ αὐτιά καί οὐρά ἀλόγου, μερικές δέ φορές καί μέ ὅπλα. Ἀρκετά γνωστός εἶναι ὁ Σειληνός μέ τό ὄνομα Μαρσύας. Ὁ Παυσανίας λέει πώς Σειληνοί ὀνομάζο-νταν οἱ ἡλικιωμένοι σάτυροι.

ΣATYPOI(ἐκ τοῦ σάινω = κουνῶ τήν οὐρά μου)

Πνεύματα τῶν δασῶν καί τῶν βουνῶν πού ἀποτελοῦσαν τήν μόνι-μη ἀκολουθία τοῦ Διονύσου δύσμορφοι, κερασφόροι (μέ κέρατα), μέ αὐτιά ζώων καί σκέλη τράγου, πού ζοῦσαν στά δάση καί στά ὄρη. Εἶχαν ροπή πρός τήν οἰνοποσία καί τίς σαρκικές ἀπολαύσεις. Ἔτσι μεταφορικά ὀνομάζονταν πάντοτε οἱ λάγνοι καί κυνικοί ἄνδρες καί ἐν γένει αὐτοί πού ἀσελγοῦν. Τούς θεωροῦσαν ἐχθρούς τῶν ἀνθρώπων γιατί ἔκαναν ἕνα σωρό ἄτιμα πειράγματα καί φάρ-σες. Τό «παριστάνω σάτυρον» σημαίνει μέχρι καί σήμερα, πα-ρωδῶ, χλευάζω, ἀπό τό ὁποῖο βγῆκε τό σατυρικό δράμα.

77 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠAN(ἐκ τοῦ «πᾶν»)

Ἐξέχων θεός τῶν δασῶν καί τῶν ὀρέων, προστάτης τῶν ποιμένων, τοῦ ὁποίου ἡ λατρεία εἶχε κοιτίδα τήν Πελοπόννησο καί ἰδίως τήν Ἀρκαδία, ἡ ὁποία ἐλέγετο καί Πανία. Οἱ πιό πλήρεις γνώσεις γιά τόν Πάνα βρίσκονται στούς Ὁμηρικούς ὕμνους, κατά τούς ὁποίους ὁ θεός ἦταν υἱός τοῦ Ἑρμῆ καί μιᾶς θυγατέρας τοῦ Δρύοπος. Κατ’ ἄλλη παράδοσι φέρεται ὡς πατέρας αὐτοῦ ὁ Ζεύς ἤ ὁ Ἀπόλλων καί μητέρα του ἡ Καλλιστώ ἤ ἡ ἀρκαδική νύμφη Πηνελόπη. Ἐπι-νόησε τόν μουσικό αὐλό μέ τά ἑπτά καλάμια, καί τόν ὀνόμασε σύ-ριγγα πρός τιμήν τῆς νύμφης μέ αὐτό τό ὄνομα, ἡ ὁποία γιά νά ἀποφύγει τόν ἔρωτα τοῦ Πανός μεταμορφώθηκε σέ καλαμιά.

ΗXΩ(ἐκ τοῦ ἦχος = ἡ εἰς ἀέρα χεομένη φωνή)

Στήν ἑλληνική μυθολογία ἦταν νύμφη, πού κρυβόταν στά ὄρη καί στά δάση. Ὁ θεός Πάνας τήν ἐρωτεύθηκε, πλήν ὅμως αὐτή δέν ἀνταποκρίθηκε στόν ἔρωτά του καί γι’ αὐτό ἐξόργισε τούς βο-σκούς, οἱ ὁποῖοι τήν κατακερμάτισαν καί σκόρπισαν τά μέλη της. Ἡ Γαῖα περισυνέλεξε τά λείψανα καί τά ἔθαψε. Ἔκτοτε ἡ Ἠχώ δέν ἔχει ὁρισμένη διαμονή, ἀλλά εἶναι παντοῦ. Κατά τόν Ὀβίδιο ἡ Ἠχώ εἶχε τήν θέλησι νά ἀποκρύπτει ἀπό τήν Ἥρα τίς ἀπιστίες τοῦ Διός καί γι’ αὐτό φλυαροῦσε πολύ. Ἡ Ἥρα ὅμως, ἀφοῦ ἀνακάλυ-ψε τό τέχνασμα τῆς Ἠχοῦς, τήν τιμώρησε καί ἄφησε σ’ αὐτήν μό-νο τόση φωνή, ὥστε νά ἐπαναλαμβάνει τούς τελευταίους ἤχους τῆς φωνῆς πού ἀκούει. Ἄλλος μῦθος λέει ὅτι ἀγάπησε τόν Νάρκισσο καί ἐπειδή περιφρονήθηκε ἀπό αὐτόν ἐξαντλήθηκε τελείως, τά δέ ὀστά της ἔγιναν βράχοι.

78 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΛOYTΩN(ἐκ τοῦ πλοῦτος)

Ὁ θεός τοῦ Κάτω Κόσμου ὀνομάζονταν ἀρχικά καί Ἅδης, Ἀϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ἦταν γιός τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας, ἀδελφός τοῦ Διός καί τοῦ Ποσειδῶνος. Ὅταν ἔγινε ἡ διανομή τοῦ κόσμου στά τρία ἀδέλφια, πῆρε τό βασίλειο τοῦ Κάτω Κόσμου. Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Περσεφόνη, πού τήν εἶχε ἀπαγάγει ἀπό τόν Ἄνω Κόσμο. Φο-ροῦσε στό κεφάλι ἕνα εἶδος μαγικοῦ σκούφου πού τόν ἔκανε ἀόρα-το. Εἶχε ἄγριο παρουσιαστικό, σκληρό χαρακτήρα, ἀλλά θεωροῦνταν συγχρόνως δίκαιος καί φίλος τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶχε ἀπομακρυνθεῖ συνολικά δυό φορές ἀπό τό βασίλειό του, τήν μία γιά νά ἀπαγάγει τήν Περσεφόνη καί τήν ἄλλη γιά νά πάει στόν Ὄλυμπο γιά νά τοῦ περιποιηθεῖ ὁ Παιῶν, ὁ γιατρός τῶν θεῶν, τό τραῦμα πού εἶχε ἀπό χτύπημα τοῦ Ἡρακλέους. Ὅλα τά προϊόντα τῆς γῆς, τήν ὑλική εὐτυ-χία, τούς καρπούς κ.λπ. τά ἔδινε αὐτός στούς ἀνθρώπους, καί ἔτσι ἄρχισε νά λατρεύεται ὡς Πλούτων. Γενικά συμβόλιζε τόν ὑλικό κό-σμο, τήν περιοχή ὅπου ἐνσαρκώνεται ἡ ψυχή (Περσεφόνη).

ΠEPΣEΦONH(ἐκ τοῦ πέρθω = διαπερνῶ + φένω = φονεύω)

Λέγεται διαφορετικά καί Περσεφόνεια ἤ Περσέφασσα. Ἦταν θυ-γατέρα τοῦ Διός καί τῆς Δήμητρος. Μιά μέρα πού ἦταν στήν Σικε-λία, τήν ἅρπαξε ὁ θεός τοῦ Ἅδη Πλούτων, ὁ ὁποῖος τήν ἐρωτεύθη-κε παράφορα καί τήν ἔκανε βασίλισσα τοῦ κάτω κόσμου. Ἐπειδή ὅμως τήν ἀναζητοῦσε ἡ μητέρα της Δήμητρα καί ἐμπόδιζε τήν γῆ νά καρποφορήσει, ὁ Ζεύς ἐπέτρεψε ὅπως ἡ Περσεφόνη νά μένει τό μέν καλοκαίρι μαζί μέ τήν μητέρα της, τόν δέ χειμώνα μέ τόν Πλούτωνα. Ὁ μῦθος αὐτός, ἀποτέλεσε τήν κυριότερη βάση γιά τά Ἐλευσίνια μυστήρια, στά ὁποῖα ἡ Περσεφόνη ἐμφανιζόταν ὡς

79 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἔμβλημα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἄλλοτε μπαίνει στό σῶμα καί ἄλλοτε ἐλευθερώνεται ἀπό αὐτό.

OPΦEYΣ(ἐκ τοῦ ἐρέφω = στεγάζω)

Προομηρικός ποιητής καί ἥρωας τῆς ἀρχαιότητος. Τά ποιήματα πού φέρουν τό ὄνομά του, τά ὀρφικά, μαγεύουν ἀκόμα καί σήμερα. Κα-τά τόν μῦθο, ὁ Ὀρφεύς ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Θράκης Οἴαγρου, κατ’ ἄλλους τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς Μούσας Καλλιόπης, καί εἶχε συμμετοχή στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία. Τέτοια ἦταν ἡ δύναμίς του στό τραγούδι, ὥστε μποροῦσε νά κουνήσει δένδρα καί βράχους καί νά ἡμερώσει ἄγρια θηρία. ≠πδρυσε στήν Θράκη τά μυστήρια τοῦ Βάκχου. Νυμφεύθηκε τήν νύμφη Εὐρυδίκη, ἡ ὁποία ἦταν μία ἀπό τίς Δρυάδες. Ὅταν ἡ Εὐρυδίκη δαγκώθηκε ἀπό ἕνα φίδι καί πέθανε, ὁ Ὀρφέας κατέβηκε στόν Ἅδη γιά νά τήν πάρει πίσω. Μέ τήν μουσι-κή του ἔπεισε τήν Περσεφόνη νά τήν ἀφήσει νά φύγει, τοῦ ἔβαλε ὅμως τόν ὅρο νά μήν γυρίσει πίσω του νά τήν κοιτάξει, ὅταν ἐκείνη θά τόν ἀκολουθοῦσε. Ὁ Ὀρφεύς ὅμως ξέχασε τόν ὄρο αὐτό καί λίγο πρίν βγοῦν ἀπό τό βασίλειο τῶν νεκρῶν γύρισε καί τήν κοίταξε, ἔτσι τήν ἔχασε γιά πάντα. Πέθανε ἀπό τήν μεγάλη του λύπη στό Παγ-γαῖον ὄρος ἤ στόν Αἷμο.

EYPYΔIKH(εὐρεία δίκη)

Μία ἀπό τίς Δρυάδες νύμφες, ἀγαπημένη θυγατέρα τοῦ θεοῦ Ἀπόλ-λωνος καί σύζυγος τοῦ Ὀρφέως. Ἡ Εὐρυδίκη ἀπέθανε πρόωρα ἀπό δῆγμα (δάγκωμα) φιδιοῦ, καθώς προσπαθοῦσε νά ἀποφύγει τήν ἐρωτική καταδίωξι τοῦ βοσκοῦ Ἀρισταίου καί γιά τόν λόγο αὐτό ὁ

80 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἄνδρας της, πού τήν ὑπεραγαποῦσε, κατέβηκε στόν Ἅδη καί κατόρ-θωσε νά τήν πάρει πίσω, ἀφοῦ μέ τά ἄσματά του συγκίνησε τόν Πλούτωνα καί τήν Περσεφόνη. Ὅμως οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἅδη τήν ἔδω-σαν στόν Ὀρφέα μέ τόν ὅρο νά μήν τήν δεῖ μέχρι νά ἐξέλθουν ἀπό τόν Ἅδη. Πλησιάζοντας ὅμως πρός τήν ἔξοδο, ὁ Ὀρφεύς ἔχασε τήν ὑπομονή του καί γύρισε καί τήν εἶδε καί ἔτσι ὁ Ἑρμῆς πού τούς συ-νόδευε τήν γύρισε πίσω στόν Ἅδη.

AΔHΣ(ἐκ τοῦ α στερητικόν + ἰδεῖν = αὐτός πού δέν βλέπει,

πού εἶναι στό σκότος)

Ὁ κάτω κόσμος, ὅπου μεταβαίνει ἡ ψυχή, πού χωρίζεται ἀπό τό σῶμα. Ὁ χῶρος τοῦ Ἅδου εἶναι τεράστιος, σκοτεινός, τρομακτικός. Τόν φύλαγε ὁ Κέρβερος, ἕνα σκυλί μέ τρία κεφάλια, ὁ ὁποῖος ἐμπό-διζε ὅσους προσπαθοῦσαν νά φύγουν. Οἱ Μοῖρες ἔγραφαν σέ ἕναν κατάλογο ὅσους ἔμελλαν νά πεθάνουν, ἡ Ἄτροπος ἔδινε τόν κατά-λογο στόν Ἑρμῆ, πού ἄγγιζε μέ τό κηρύκειό του τούς μελλοθάνατους καί τούς ὁδηγοῦσε στόν Ἀχέροντα ποταμό, ὅπου ὁ Χάρων μέ ἀντίτι-μο ἕναν ὀβολό τούς πήγαινε στό δικαστήριο. Οἱ ἥρωες καί οἱ ἐνάρε-τοι πήγαιναν στά Ἠλύσια Πεδία, ἐνῶ τό δεσμωτήριο τοῦ Ταρτάρου ἦταν ὁ προορισμός γιά τούς ἀσεβεῖς καί κακούργους. Οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν πού ζοῦσαν ἐκεῖ ἦταν ἁπλές εἰκόνες τῶν παλιῶν τους ἑαυτῶν, χωρίς πνεῦμα ἤ συνείδηση. Ἐλάχιστοι κατάφεραν νά ἐπισκεφθοῦν τόν Ἅδη καί νά γυρίσουν ζωντανοί. Oἱ πιό γνωστοί ἦταν ὁ Ὀρφεύς, ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Θησεύς καί ὁ Ὀδυσσεύς, ἐνῶ μόνον ὁ Τειρεσίας κα-τόρθωσε νά κρατήσει τήν συνείδησί του καί τήν κρίσι του ἐκεῖ.

81 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΤANTAΛOΣ(ἐκ τοῦ τείνω + τλάω = ἀντέχω)

Βασιλιάς τῆς Φρυγίας καί τῆς Λυδίας, υἱός τοῦ Διός καί τῆς Πλου-τοῦς καί πατέρας τοῦ Πέλοπος καί τῆς Νιόβης. Ἦταν φίλος καί ὁμοτράπεζος τῶν θεῶν, ἀλλά ἀπό ἀλαζονία, θέλοντας νά ἐξακρι-βώσει ἐάν εἶναι δυνατόν νά ἐξαπατηθοῦν οἱ θεοί, σκότωσε τόν γιό του καί παρέθεσε γεῦμα στούς θεούς μέ τίς σάρκες του. Μόνο ἡ Δήμητρα ἐξαπατήθηκε ἡ ὁποία ἔκεινη τήν περίοδο ἦταν πολύ στε-νοχωρημένη γιά τήν ἁρπαγή τῆς κόρης της ἀπό τόν Πλούτωνα, οἱ ἄλλοι θεοί κατάλαβαν ἀμέσως τό ἔγκλημα τοῦ Ταντάλου καί τόν τιμώρησαν ρίχνοντάς τον στόν Ἅδη, σέ ἕναν λάκκο γεμᾶτο νερό κάτω ἀπό δένδρα φορτωμένα μέ καρπούς. Μόλις ὅμως ἔσκυβε νά πιεῖ, ἐξαφανιζόταν τό νερό, μόλις ἔκανε νά κόψει τούς καρπούς, τά κλαδιά ἀναπηδοῦσαν. Ἔτσι καταδικάστηκε σέ αἰώνια πεῖνα καί δίψα. Ὁ μῦθος συμβολίζει τήν τιμωρία αὐτῶν πού προδίδουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ θείου.

ΚEPBEPOΣ

Φοβερό τέρας καί κατά τόν Ὅμηρο, ὁ «κύων τοῦ στυγεροῦ Ἅδου», ὁ ὁποῖος φυλάσσει τίς πύλες τοῦ Ἅδου, υἱός τοῦ Τυφῶνος καί τῆς Ἔχιδνας. Ἡ ὄψις τοῦ Κέρβερου περιγράφεται ὅτι ἐμπνέει τήν φρίκη καί τόν τρόμο, ἐπειδή στήν οὐρά του ἔφερε φίδια. Ἀναφέρεται ἀπό ἄλλους μέν ὅτι εἶχε πενήντα κεφάλια, κατ’ ἄλλους δέ ἑκατό. Κυρίως ὅμως ἐλέγετο «Τρικάηνος», ἔχοντας τρεῖς κεφαλές μέ τρία ἑνωμένα σώματα. Ἔτσι τόν περιγράφουν οἱ τραγικοί ποιητές. Ὁ Κέρβερος νι-κήθηκε μόνον δυό φορές. Τήν πρώτη ὁ Ὀρφεύς κατόρθωσε μέ τούς ἤχους τῆς λύρας του νά τόν ἐξημερώσει τόσο ὥστε νά τόν ἀφήσει νά πάρει τήν Εὐρυδίκη ἀπό τόν Ἅδη. Τήν δεύτερη ὁ Ἡρακλῆς τόν με-τέφερε στό φῶς τοῦ ἡλίου καί τόν νίκησε. Τότε τό τέρας ζαλίστηκε

82 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τόσο πολύ, πού ξέρασε χολή, ἀπό τήν ὁποία φύτρωσε τό δηλητη-ριῶδες φυτό ἀκόνιτο. Τελικά ὁ Kέρβερος κατόρθωσε νά τοῦ ξεφύγει κοντά στήν πηγή Κυνάγρα, μεταξύ Μυκηνῶν καί Ἡραίου.

ΚHPEΣ(ἐκ τοῦ κήρ = ἡ θανατηφόρος μοίρα, παρά τό καίω)

Δαίμονες τοῦ θανάτου, στίς ὁποῖες πίστευαν ἀπό ἀρχαιότατους χρόνους οἱ Ἕλληνες. Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου ἦταν γνω-στές οἱ Κῆρες, οἱ ὁποῖες εἶναι διαφόρων εἰδῶν καί ἀποτελοῦν σμῆνος δαιμόνων, ἀνάλογο μέ τίς Ἐρινύες καί τίς ≠Aρπυιες, περι-κυκλώνουν τούς θνητούς καί τούς παρασύρουν στόν Ἅδη. Στήν πε-ριγραφόμενη ἀπό τόν Ὅμηρο ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέως ἡ Κήρ ἀναμει-γνύεται μέ τήν Ἔριδα. Στήν Ἰλιάδα ὁ Ζεύς θέτει στήν πλάστιγγα δυό Κῆρες, μία τοῦ Ἀχιλλέως καί μία τοῦ Ἕκτορος. Ἀκόμη καί ὁ Αἰσχύλος σέ τραγωδία του, πού δέν σώθηκε, παρουσίαζε τόν Δία νά ζυγίζει τίς Κῆρες.

MINΩTAYPOΣ(ἐκ τοῦ μένος + ταῦρος)

Θρυλικό τέρας τῆς Κρήτης, πού εἶχε σῶμα ἀνθρώπου καί κεφάλι ταύρου. Ἦταν καρπός τῶν ἐρωτικῶν σχέσεων τῆς Πασιφάης, γυ-ναίκας τοῦ βασιλέως τῆς Κρήτης Μίνωος, μέ ἕναν κατάλευκο ταῦρο πού εἶχε στείλει ὁ Ποσειδῶν στήν Κρήτη γιά θυσία. Ὁ Μί-νως ὅμως τόσο πολύ θαύμαζε τήν ὀμορφιά τοῦ θαλάσσιου αὐτοῦ ταύρου ὥστε τόν κράτησε ζωντανό γιά τόν ἑαυτό του. Τότε ὁ Πο-σειδῶν θύμωσε τόσο ὥστε ἐμφύσησε στήν Πασιφάη ἐρωτικό πόθο γιά τό ζῶο. Μέ τήν τεχνική βοήθεια τοῦ Δαιδάλου ἡ Πασιφάη κα-τόρθωσε νά ἑνωθεῖ μαζί του καί νά γεννήσει τόν Μινώταυρο. Ἀμέ-

83 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σως μετά τήν γέννησί του, φυλακίσθηκε στόν Λαβύρινθο καί τρε-φόταν μέ ἀνθρώπους πού ἔστελναν οἱ Ἀθηναῖοι στόν Μίνωα ὡς φό-ρο ὑποτελείας μετά τήν ἥττα τους ἀπό τούς Κρῆτες. Ὅμως ὁ Θη-σεύς, ὁ γιός τοῦ Αἰγέως, τοῦ βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν, σκότωσε τόν Μινώταυρο στό σκοτεινό του ἄντρο, ἀφοῦ τόν ἔπληξε μέ ξίφος. Μέ τήν βοήθεια τῆς κόρης τοῦ Μίνωος Ἀριάδνης κατόρθωσε νά βγεῖ ἀπό τόν Λαβύρινθο καί νά ἀκυρώσει τήν ἥττα τοῦ πατέρα του. Ὁ ταῦρος στήν ἀρχαία Κρήτη συμβόλιζε τήν μαγνητική δύναμι ( στά δυό κέρατα ὑπῆρχαν οἱ δυό πόλοι). Ἴσως οἱ Κρῆτες νά εἶχαν κα-τασκευάσει μία μαγνητική ἀσπίδα, κάτι πού θά ἐξηγοῦσε τό γεγο-νός ὅτι δέν κατακτήθηκαν ποτέ, ἄν καί ζοῦσαν σέ εὐάλωτο γεω-γραφικό σημεῖο τῆς Μεσογείου (Βλέπε Νικ. Μαργιωρῆ, Ἀποκωδι-κοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς Mυθολογίας)

ΕPINYΣ καί ΕPINNYΣ(ἐκ τοῦ ἔρις, ἐρίζω = φιλονικῶ)

Ὀνομασία θεοτήτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας, πού ὡς ἔργο εἶχαν τήν ἐκδίκησι τῶν ἐγκλημάτων. Οἱ Ἐρινύες ἦσαν θυγατέρες τῆς Γῆς καί τοῦ Σκότους, θεές τοῦ Ἅδου, φύλακες τῶν νόμων τῆς φύσε-ως καί τῆς ἁρμονίας τοῦ κόσμου, πού τιμωροῦσαν αὐστηρά κάθε πα-ράβασι τῶν νόμων. Ἦσαν αὐτές πού ἀναλάμβαναν τήν ἐκτέλεσι τῶν ποινῶν πού ἐπέβαλαν στούς ἀνθρώπους οἱ κριτές τοῦ Ἅδου καί ἡ Δίκη. Ἔτσι οἱ Ἕλληνες θεοποίησαν τήν τιμωρία κάθε κακοῦ καί ἀδι-κίας. Οἱ Ἐρινύες συνδέονταν ἐπίσης μέ τήν τύψι τῆς συνειδήσεως πού αἰσθάνεται μετά τήν πρᾶξι τοῦ κάθε ἐγκληματίας. Ἤδη ἀπό τόν Ὅμηρο εἶναι γνωστές καί γίνονται ὁρατές μόνον στόν ἔνοχο, τόν ὁποῖο καταδιώκουν, ἐπειδή ὀσφραίνονται τό αἷμα πού χύθηκε ἀπό τόν φονευθέντα. Τίς ἔλεγαν καί Εὐμενίδες, προσωνύμιο πού ἀποτε-λοῦσε εὐφημισμό, γιά νά μετριάζεται μέ τήν καλή λέξι ἡ τρομερή τους ἰδιότητα, ἐξ οὗ καί ἡ ὁμώνυμη τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου.

84 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

BOPEAΣ(ἐκ τοῦ βοή)

Ἕνας ἀπό τούς τέσσερις ἀνέμους υἱός τοῦ Τυφῶνος καί τῆς Ἠοῦς. Μαζί μέ τούς τέσσερις ἀδελφούς του Νότο, Ζέφυρο καί Εὖρο, ἔμει-νε στήν Θράκη μέσα σέ σπηλιές τῶν Ριπέων ὀρέων. Ρύθμιζε τήν ἐπικράτησι γαλήνης ἤ τρικυμίας στήν θάλασσα καί λατρευόταν στήν Θράκη καί τήν Ἀττική, ἰδίως μετά τήν καταστροφή τοῦ στό-λου τοῦ ὑέρξου, κοντά στόν Ἄθω. Ὁ Ὅμηρος ὀνομάζει τόν Βορέα μέγα ἄνεμο, πού ρίπτει τά πάντα καί τούς ἀνθρώπους. Ἐρωτεύ-τηκε τήν νύμφη Πίτυν (Πεύκη), ἡ ὁποία ὅμως προτίμησε τόν Πάνα μέ ἀποτέλεσμα ὁ Βορέας ἀπό τήν ζήλειά του νά τήν γκρεμίσει ἀπό ἕνα μεγάλο βράχο, καί ἡ Γαῖα νά τήν μεταμορφώσει στό ὁμώνυμο δένδρο.

ΠYΘΩN(ἐκ τοῦ πύθω = σαπίζω)

Φοβερός δράκοντας τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, υἱός τῆς Γῆς. Γεννή-θηκε ἀπό τό ἐναπομεῖναν νερό, μετά τόν κατακλυσμό τοῦ Δευκα-λίωνος καί ἔκανε πολλές καταστροφές γύρω ἀπό τόν Παρνασσό, ὅπου κατοικοῦσε μέσα σέ μιά σπηλιά. Εἶχε καταδιώξει τήν ἔγκυο Λητώ γι’ αὐτό φονεύθηκε ἀπό τόν Ἀπόλλωνα στούς Δελφούς, τέσ-σερις μέρες μετά τήν γέννησί του, ἔτσι ὁ θεός προσονομάσθηκε Πύ-θιος. Οἱ Πυθικοί ἀγῶνες, πού γίνονταν στούς Δελφούς κατά τούς ἱστορικούς χρόνους, λέγεται πώς εἶχαν καθιερωθεῖ ἀπό τόν Ἀπόλ-λωνα γιά νά γιορτάσει τόν φόνο τοῦ Πύθωνος.

85 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠYΘIA(ἐκ τοῦ πυνθάνομαι = ζητῶ νά μάθω)

Ἔτσι ὀνομαζόταν ἡ ἱέρεια, πού χρησμοδοτοῦσε στό μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνος στούς Δελφούς. Ὁσάκις τό μαντεῖο ἐλάμβανε ἐρώτησι ἀπό τούς ζητοῦντες χρησμό, ἡ Πυθία προετοιμαζόταν πρός τοῦτο, ἔπινε νερό ἀπό τήν Κασσοτίδα πηγή, μασοῦσε φύλλα δάφνης καί κατόπιν ἀνέβαινε ἐπί τρίποδος, πού εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπάνω σέ βάραθρο, ἀπό ὅπου ἔβγαιναν πυκνές ἀναθυμιάσεις, καί εὑρισκό-μενη σέ ἔκστασι ἐξεστόμιζε αἰνιγματικούς λόγους, τούς χρησμούς. Ἡ Πυθία ἐλαμβάνετο συνήθως ἀπό τίς ἐγχώριες παρθένους καί κα-τά τήν ἀρχαιότατη ἐποχή ἔπρεπε νά εἶναι νεαρῆς ἡλικίας. Οἱ χρη-σμοί ἦταν μεῖγμα σοφίας καί ἀσάφειας, ἦταν πολλές φορές διφο-ρούμενοι ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά τούς ἑρμηνεύσουν οἱ ἱερεῖς ἀνάλογα μέ τό γεγονός.

ΣIΣYΦOΣ(ἐκ τοῦ σιός = ὅσιος καί σόφος)

Υἱός τοῦ Αἰόλου καί τῆς Ἐναρέτης, σύζυγος τῆς Πλειάδος Μερό-πης, περίφημος στήν μυθολογία γιά τήν πανουργία καί τούς δό-λους του. Υἱός του ὑπῆρξε ὁ Γλαῦκος, πατέρας τοῦ Βελλεροφό-ντου. Ὑπῆρξε κτίστης τῆς Ἐφύρας, τῆς μετέπειτα Κορίνθου, ὅπου καί βασίλευσε καί ἵδρυσε ἐκεῖ τούς Ἰσθμίους ἀγῶνες. Ὅταν ὁ Αὐτόλυκος ἔκλεψε τά κοπάδια τῶν γειτόνων του καί τά μεταμόρ-φωσε, ἔτσι ὥστε νά μήν τά ἀναγνωρίζει κανείς, ὁ Σίσυφος μπόρε-σε νά ξεχωρίσει τά δικά του, διότι τά εἶχε σημαδέψει κάτω ἀπό τίς ὁπλές τους. Οἱ μεταγενέστεροι διηγοῦνται πλείστους δόλους αὐτοῦ, γιά τούς ὁποίους καταδικάστηκε στόν Ἅδη νά κυλάει ἀκα-τάπαυστα ἕνα βράχο σέ ψηλό βουνό.

86 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΣYPIΓΞ(ἐκ τοῦ συρίττω = σφυρίζω)

Μία ἐκ τῶν Ἀμαδρυάδων τῆς Ἀρκαδίας, ἡ ὁποία ξεπερνοῦσε σέ χάρη ὅλες τίς ἄλλες. Ἀφοσιωμένη στήν Ἀρτέμιδα, ἤθελε νά διατη-ρήσει κι αὐτή τήν παρθενία της ὅπως ἡ θεά. Ὁ Πάν ὅμως τήν συ-νάντησε μία μέρα στό ὄρος Λύκειον καί τήν ἐρωτεύτηκε. Ἡ Νύμ-φη ὅμως ἀδιάφορη γιά τόν ἔρωτά του τράπηκε σέ φυγή καί ὅταν αὐτός τήν κυνήγησε, παρακάλεσε τίς ἀδελφές της, τίς Ναϊάδες, νά τήν μεταμορφώσουν σέ καλαμιά. Ὁ Πάν, πού εἶχε τρέξει κατόπιν της, βρέθηκε νά ἀγκαλιάζει τίς καλαμιές, πού καθώς σείστηκαν, ἔβγαλαν ἕναν γλυκό καί ἀναζωογονητικό ἦχο. Ἔτσι ὁ Πάν μετέ-τρεψε τό καλάμι σέ αὐλό, πού ἔγινε τό ἀγαπημένο μουσικό ὄργα-νο τῶν βοσκῶν.

ΣKEIPΩN(ὁ Β/Δ ἄνεμος, δυνατός καί σκληρός)

Κατά τήν παράδοσι τήν ἀττική, ἦταν ληστής ἀπό τά Μέγαρα, πού διέμενε στά παράλια τῆς Γεράνειας (τῆς σημερινῆς Kακιᾶς Σκά-λας), ὁ ὁποῖος ὑποχρέωνε τούς διαβάτες νά τοῦ πλένουν τά πόδια καί ἔτσι ἀνύποπτους τούς λήστευε καί τούς γκρέμιζε στήν θάλασ-σα, ὅπου τεράστια χελώνα ἔτρωγε τά πτώματά τους. Τόν Σκείρω-να φόνευσε ὁ Θησέας, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού καί αὐτός σκότω-νε τούς διερχόμενους. Κατά τήν παράδοση τῶν Μεγαραίων ὅμως, ὁ Σκείρων ἦταν ἀγαθός ἀλλά δυνατός ἄνθρωπος, προστάτης τῶν δικαίων καί διώκτης τῶν κακοποιῶν.

87 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

IΞIΩN(ἐκ τοῦ ἰξεύω = συλλαμβάνω)

Βασιλιάς τῶν Λαπιθῶν, υἱός τοῦ Ἄρεως καί τῆς Περιμήλης. Κατά τήν παράδοσι ἦταν ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ σκότωσε τόν πεθερό του Δηιονέα διότι ἀπαιτοῦσε τά ἔδνα (γαμήλια δῶρα) τά ὁποῖα ὁ Ἰξίων τά εἶχε καθυστερήσει. Οἱ ὑπή-κοοί του τόν ἔδιωξαν ἀπό τό βασίλειό του καί περιπλανώμενος ἐδῶ κι ἐκεῖ ζήτησε ἀπό τόν ἴδιο τόν Δία νά τόν ἐξαγνίσει. Ὁ Ζεύς ὄχι μόνο τόν συγχώρεσε ἀλλά καί τόν προσκάλεσε στό τραπέζι τῶν θεῶν. Ὁ Ἰξίων ἐκεῖ ἔδειξε γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἀλαζονία του, καθώς ἄρχισε νά καταδιώκει ἐρωτικά τήν Ἥρα. Ὁ Ζεύς γιά νά σι-γουρευτεῖ, ἔστειλε τήν Νεφέλη μέ τήν μορφή τῆς Βασίλισσας τοῦ Ὀλύμπου καί ὁ Ἰξίων τήν βίασε. Ἀπό τήν ἕνωσι αὐτή γεννήθηκε ὁ Κένταυρος. Ὁ Ἰξίων φυλακίστηκε στόν Τάρταρο, δεμένος σέ μία ἱπτάμενη ρόδα, πού περιστρεφόταν ἐπάνω σέ φλόγες.

KEPAMBOΣ

Ἦταν ὁ μυθολογούμενος υἱός τοῦ Εὔσειρου καί τῆς νύμφης Εἰδο-θέας, ἐγγονός τοῦ Ποσειδῶνος. Ὡς ποιμένας (βοσκός) κατοικοῦσε στό ὄρος Ὄθρυ καί τραγουδοῦσε, ἐνώπιον τῶν νυμφῶν, πού τόν εἶχαν στήν εὔνοιά τους τό δέ ἄσμα του συνόδευε μέ λύρα καί σύ-ριγγα, τήν ὁποία κατασκεύασε ὁ ἴδιος. Ὁ Κέραμβος παράκουσε συμβουλή τοῦ Πανός καί ἀφοῦ χλεύασε τίς Νύμφες καταλήφθηκε ἀπό μεγάλο ψύχος καί πυκνό χιόνι, τό ὁποῖο κάλυψε καί ἐξαφάνι-σε τίς ἀγέλες τῶν ποιμνίων του, τόν ἴδιο δέ οἱ Νύμφες τόν μετα-μόρφωσαν σέ κεράμβυκα (εἶδος κανθάρου).

88 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

KΛYMENH(ἐκ τοῦ κλέος + μένος)

Ἦταν θυγατέρα τοῦ Ὠκεανοῦ, σύζυγος τοῦ Ἰαπετοῦ, μητέρα τοῦ Ἄτλαντος, τοῦ Προμηθέως καί Ἐπιμυθέως. Κατ ἄλλους ἐθεωρεῖτο σύζυγος τοῦ Ἥλιου καί μητέρα τοῦ Φαέθοντος καί τῆς Πασιφάης. Στόν Εὐριπίδη ἡ Κλυμένη ἐμφανίζεται ὡς σύζυγος τοῦ Μέροπος καί μητέρα τοῦ Φαέθοντα ἀπό τόν Ἥλιο. Σύμφωνα μέ ἄλλο μῦθο, ἦταν θυγατέρα τοῦ Μινύα καί τῆς Εὐρυάλης, μητέρας τοῦ Ἰφίκλου. Ὁ Στησίχορος τήν ἀποκαλεῖ Ἐτεοκλυμένη καί μητέρα τῆς Ἀλκιμήδης.

ΠEΛIAΣ(ἐκ τοῦ πελιός = φαιόχρους)

Κατά τήν μυθολογία υἱός τοῦ Ποσειδῶνος ἤ τοῦ ποτάμιου θεοῦ Ἐνιπέως καί τῆς Τυροῦς, πού ἦταν θυγατέρα τοῦ Σαλμονέως, δί-δυμος ἀδελφός τοῦ Νηλέως καί ἀπό τήν ἴδια μάνα ἀδελφός τοῦ Αἴσονος. Ἔγινε βασιλεύς τῆς Ἰωλκοῦ καί ὅλης τῆς χώρας τοῦ Πη-λίου ὄρους, καταδίωξε τόν Ἰάσονα καί φονεύθηκε ἀπό τίς ἴδιες τίς θυγατέρες του, πού παραπλανήθηκαν ἀπό τήν Μήδεια.

TPOΦΩNIOΣ(ἐκ τοῦ τροφή + ὤνιον = τό ἀγορασθέν)

Υἱός τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς Ἐπικάστης καί ἀδελφός τοῦ Ἀγαμή-δη, ἤ υἱός τοῦ Διός καί τῆς Ἰοκάστης, ἤ τοῦ Ἐργίνου. Κατ’ ἄλλη παράδοσι ὁ Τροφώνιος ταυτίζεται πρός τόν Ἑρμῆ τόν Καταχθόνιο καί λογίζεται υἱός τοῦ Βάκχου καί τῆς Περσεφόνης-Κορωνίδος. Ὡς τέκνα αὐτοῦ ἀναφέρονται ὁ Ἀλέξανδρος καί ἡ Ἔρκυνα. Διακρίθη-κε ὡς ἀρχιτέκτονας (λιθοξόος) καί λέγεται ὅτι κατασκεύασε μαζί

89 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μέ τόν Ἀγαμήδη τόν θάλαμο τῆς Ἀλκμήνης στόν οἶκο τοῦ Ἀμφιτρύ-ωνος στήν Θήβα. Τό μαντεῖο τοῦ Τροφωνίου ἦταν σεβαστό, γιατί καί ὁ Ἀριστομένης εἰσῆλθε σ’ αὐτό καί μέ μαντεία ἀνεῦρε τήν ἀσπίδα του.

OINOMAOΣ(οἶνος + μαῶ = μανθάνω)

Υἱός τοῦ Ἄρεως καί τῆς Ἀρπίνης, βασιλιάς τῆς Πίσης στήν Ἤλιδα. Νυμφεύθηκε τήν Πλειάδα Στερόπη ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε μετα-ξύ ἄλλων καί τήν Ἱπποδάμεια. Ὁ Οἰνόμαος εἶχε διακηρύξει ὅτι θά πάντρευε τήν κόρη του μέ ἐκεῖνον πού θά τόν νικοῦσε στήν ἁρμα-τοδρομία, ὁ μνηστήρας πού θά ἔχανε ὅμως τόν ἀγώνα θά φονευό-ταν. Δέν μποροῦσε ὅμως κανείς νά τόν νικήσει διότι τό ἅρμα πού εἶχε στήν κατοχή του, ὅπως καί ὁ ἡνίοχός του ὁ Μύρτιλος, ἦταν δῶρο τοῦ πατέρα του. Ὡστόσο ὁ Πέλοψ, πού εἶχε ἅρμα ἀπό τόν Ποσειδώνα, κέρδισε τήν νύφη καί ἐξολόθρευσε τόν Οἰνόμαο, ὁ ὁποῖος πρίν πεθάνει καταράστηκε τόν Πέλοπα καί ἔτσι τιμωρήθη-καν ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του, ὁ οἶκος τῶν Ἀτρειδῶν. Τό ἅρμα τοῦ Οἰνομάου κατέπεσε στό Μυρτῶο πέλαγος, πού πῆρε τό ὄνομα αὐτό ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἡνιόχου.

MYPTIΛOΣ(ἐκ τοῦ Μυρσίνη = μυρτιά)

Γιός τοῦ Ἑρμῆ καί τῆς Μυρτοῦς. Ἦταν ὁ διάσημος ἡνίοχος τοῦ Οἰνομάου, ὁ ὁποῖος δέχθηκε νά διαγωνισθεῖ στήν ἁρματοδρομία μέ τούς δεκαεπτά μνηστῆρες τῆς κόρης του Ἱπποδαμείας. Ἐάν κά-ποιος τόν κέρδιζε, θά τήν ἔπαιρνε ὡς γυναίκα του. Ἐπειδή ὅμως ὁ Μύρτιλος ἀγαποῦσε τήν Ἱπποδάμεια, ὁ Πέλοψ τοῦ ὑποσχέθηκε

90 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μία νύχτα ἔρωτα μέ τήν ἀγαπημένη του, ἐάν τόν ἄφηνε νά κερδί-σει τόν Οἰνόμαο. Ὁ Πέλοψ, ὅμως νικητής πιά, ἀντί νά ἀνταμείψει τόν Μύρτιλο τόν πέταξε στήν θάλασσα στό περίφημο Μυρτῶον Πέ-λαγος. Πεθαίνοντας ὁ ἡνίοχος καταράστηκε τό γένος τοῦ Πέλοπος μέ τίς γνωστές συνέπειες. Μετά τόν θάνατό του ὁ Ἑρμῆς τόν με-ταμόρφωσε σέ ἀστερισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´

Γυναικεῖες θεότητες – Πρόσωπα

Φιλοσοφικῶς καί θεολογικῶς στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ Γυναῖκα ἦταν ἰσότιμη μέ τόν Ἄνδρα. Ἕξι θεοί, ἕξι θεές. Ἐνεργή συμμε-τοχή σέ ὅλα τά ἐπεισόδια τῶν μύθων, τῶν προφορικῶν καί γραπτῶν παραδόσεων. Τίποτα δέν γίνεται στήν μυθολογία χω-ρίς γυναικεία συμμετοχή. Δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις πού ἡ γυναικεία ἄποψις ἐπισκιάζει ἀκόμα καί αὐτή τοῦ Διός, ἐνῶ ἀκόμα καί στόν πόλεμο ἡ Ἀθηνᾶ ξεπερνᾶ σέ κατορθώματα τόν ἴδιο τόν Ἄρη. Ἡ Πυθία ἦταν τό ἱερότερο καί σεβασμιότερο πρό-σωπο τοῦ Ἀρχαίου κόσμου. Ἀντίθετα μέ τήν σύγχρονη θρη-σκεία, στήν ἀρχαία Ἑλλάδα τά ὕψιστα ἱερατικά ἀξίωματα δί-νοναν πάντα σέ γυναίκα. Στό βιβλίο τοῦ Δρος Παναγιώτη Κυ-ριακόπουλου, Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀρχαίας Ἑλληνίδας διαβά-ζουμε: «Οἱ γυναῖκες εἶχαν τό δικαίωμα σύμφωνα μέ τίς δια-τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Δικαίου, νά ἀναδεικνύονται σέ ὅλα τά ἱερα-τικά ἀξιώματα, ἀπό αὐτό τῆς ἁπλῆς γεραρᾶς, τῆς ἱερῆς ἀκό-λουθης τῆς Θυίας μέχρι αὐτό τῆς ἱεροφάντιδος τῶν Ἐλευσι-νίων Μυστηρίων, τῆς Ὑδρανοῦ (Βαπτίστριας-ἐξομολογήτρι-ας) καί τῆς Ἀρχιέρειας καί γιά τά καθ’ ἡμᾶς, τῆς Ἀρχιεπισκό-που!!!» Αὐτά ἐπιβεβαιώνονται καί στήν μελέτη τῆς Sue Blundell, Γυναῖκα στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα, πού μεταξύ ἄλλων σημειώνει: «Οἱ γυναῖκες συμμετεῖχαν πλήρως στίς τελετουρ-γίες πού διοργανώνονταν... Ἡ θρησκεία ἦταν μία περιοχή τῆς δημόσιας ζωῆς, στήν ὁποία οἱ γυναῖκες ἔπαιζαν σημαντικό ρόλο». Ἐάν ἀναλογιστεῖ κανείς ὅτι οἱ δημόσιες τελετές καί ἑορτές στήν ἀρχαία Ἀθήνα ἦταν πάνω ἀπό 80 μέρες τόν χρόνο,

92 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ὁ μῦθος πού θέλει τήν γυναίκα νά εἶναι κλεισμένη συνεχῶς στόν γυναικωνίτη καταρρέει πάραυτα. Στό βιβλίο της ἡ Στέλλα Μα-τζουράνη-Σκάλτσαρη, Ἀπό τήν Γαία στήν Ὑπατία – Oἱ Ἑλλη-νίδες τοῦ Ἀρχαίου Κόσμου, παραθέτει τίς βιογραφίες γιά πά-νω ἀπό 2.000 γυναικεῖες προσωπικότητες πού ἄφησαν τό στίγ-μα τους στήν Ἑλληνική μυθολογία καί ἱστορία, ἀριθμός μεγα-λύτερος ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο λαό στόν κόσμο, ἀκόμα καί μέ τά σημερινά δεδομένα. Προσωπικότητες τῆς τέχνης, τῆς πολι-τικῆς, τῆς οἰκονομίας, τῆς τέχνης, τῆς φιλοσοφίας, τῆς ἰατρικῆς, τῆς μουσικῆς, τῆς ἀστρονομίας, τῶν μαθηματικῶν, της θρησκεί-ας καί πολλές ἀκόμα, τήν ἐποχή πού σ’ ὁλόκληρο τόν τότε κό-σμο οἱ γυναῖκες δέν εἶχαν καμμία ὑπόστασι.

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι μία ἀπό αὐτές, ἡ Ἐρυθραία Σίβυλ-λα φαίνεται νά προφήτευσε τήν γέννησι καί τά σημαντικότερα γεγονότα ἀπό τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ χιλιετίες πρό τῆς Ἐλεύσεώς Του (βλέπε Παναγιώτη Τουλάτου, Τά Ἀρχεῖα τῆς χαμένης Γνώσης Β΄ ἀλλά καί Χάρη Σκαρλακίδη, Οἱ Προάγγε-λοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ).

93 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΣEΛHNH(ἐκ τῆς ρίζης «σέλ» = φῶς - σέλιος = ἥλιος)

Θεά, προσωποποίησις τῆς σελήνης. Ἐθεωρεῖτο θυγατέρα τοῦ Ὑπε-ρίωνος, ἤ τοῦ Πάλλαντος, ἐκαλεῖτο δέ καί Μήνη. Τήν Σελήνη ἀγά-πησε σφόδρα ὁ Ζεύς καί ἔτσι γεννήθηκε ἡ Πάνδεια, ἀλλά καί ὁ Πάν ἦταν ἔνθερμος ἐραστής της. Ἀπό κάποιους ἀρχαίους λογίζεται υἱός αὐτῆς ὁ ποιητής Μουσαῖος. Ἡ Σελήνη ἐρωτεύθηκε σφόδρα τόν Ἐνδυμίωνα γιά τόν ὁποῖο κάθε νύχτα σύχναζε ἐπί τοῦ ὄρους Λά-τμου, ὅπου ὁ Ἐνδυμίων ἦταν καταδικασμένος σέ αἰώνιο ὕπνο ἀπό τόν Δία διότι ἐνῶ ἦταν προσκεκλημένος στόν Ὄλυμπο ἀπό τούς θεούς, ἀποπειράθηκε νά βιάσει τήν Ἥρα. Ἡ Σελήνη κάνοντας τόν γύρο τῆς Γῆς τόν εἶδε καί ἀπό τότε κατέβαινε κάθε βράδυ στό βου-νό περιμένοντάς τον νά ξυπνήσει.

ΑMAZONEΣ

Μυθικές πολεμοχαρεῖς γυναῖκες, πού ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερο ἔθνος. Ἡ λέξη Ἀμαζών ἀπό τό ἀ- τό στερητικό καί τό μαζός, κα-θώς ἔκαιαν τόν ἕνα μαστό γιά νά τοξεύουν καλύτερα. Κατοι-κοῦσαν πλησίον τῶν ποταμῶν Θεμώδοντος καί Φάσιδος. Ὀνόματα τῶν Ἀμαζόνων ἀναφέρονται πλεῖστα. Σπάνια ἐκαλοῦντο παρθένοι, ἀλλά γυναῖκες. Ἔρχονταν πότε-πότε σέ ἐπαφή μέ ἄνδρες, ἀλλά κρατοῦσαν μόνον τά θηλυκά τέκνα των καί τά ἀρσενικά τά ἔστελ-ναν στούς πατέρες τους. Ἔκαναν ἐπιδρομές στήν Ἀττική, μέχρι πού ὁ Θησέας τίς νίκησε καί παντρεύτηκε μία ἀπό αὐτές, τήν Ἀντι-όπη. Οἱ Ἀμαζόνες ἐμάχοντο συνήθως ἔφιπποι καί σπάνια πεζές. Σχέσεις τῶν Ἀμαζόνων μέ τήν Ἀρτέμιδα ὑπάρχουν, ἰδίως στήν Ἔφεσο. Πολέμους ἔκαναν καί μετά τήν παρακμή τοῦ κράτους των.

94 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

HΩΣ(= ἡ αὐγή, ἡ ἡμέρα)

Κόρη τοῦ Ὑπερίωνος καί τῆς Εὐρυφαέσσης, ἀδελφή τοῦ Ἡλίου καί τῆς Σελήνης. Προσωποποίησις τοῦ φωτός καί τῆς αὐγῆς, ἡ ροδοδά-κτυλος Ἠώς, πάντα πλουσιότατα ντυμένη, μέ μεγάλα φτερά στούς ὤμους καί κάλυμμα στό κεφάλι γιά νά προφυλάσσεται ἀπό τό πρω-ινό κρύο, πετάει πάνω σέ ἅρμα πρίν ἀπό τόν Ἥλιο καί εἶναι πάντα δροσερή, εὐδιάθετη καί ρέπει πρός τόν ἔρωτα. Ἅρπαξε τόν Τιθωνό, ἀδελφό τοῦ Πριάμου καί τόν ὁδήγησε σέ λαμπρό ἀνάκτορο στόν οὐρανό καί τόν ἔκανε σύζυγό της. Ἐπειδή ὅμως ὁ Τιθωνός ἦταν θνη-τός, ἡ Ἠώς παρακάλεσε τίς Μοῖρες νά τοῦ χαρίσουν τήν ἀθανασία. ὑέχασε ὅμως νά ζητήσει γιά τόν ἀγαπημένο της αἰώνια νεότητα κι ἔτσι ὁ Τιθωνός γερνοῦσε κανονικά ἀλλά δέν πέθαινε, ἔτσι τό δῶρο τῆς ἀθανασίας του ἔγινε μαρτύριο. Παρακάλεσε τότε τήν γυναίκα του νά τόν ξανακάνει θνητό. Ἀπό τόν γάμο αὐτό γεννήθηκαν ὁ Ἠμα-θίων, ὁ ὁποῖος συνδέθηκε μέ τήν Θεσσαλία, καί ὁ Μέμνων, βασιλιάς τῆς Αἰθιοπίας.

IΩ(ἐκ τοῦ εἶμι = πορεύομαι, λόγω τῶν πολλῶν περιπλανήσεών της)

Κόρη τοῦ ποτάμιου θεοῦ Ἰνάχου καί ἦταν ἡ πρώτη ἱέρεια τῆς Ἀργεί-ας Ἥρας. Σαγηνευμένος ὁ Ζεύς ἀπό τό κάλλος τῆς ὡραίας ἱέρειας θέλησε νά τήν κάνει δική του, ἡ Ἥρα ὅμως τήν μεταμόρφωσε σέ ἀγε-λάδα καί τήν ἔδωσε νά τήν φυλάξει ὁ πανόπτης Ἄργος, πού ἀγρυ-πνοῦσε ἐναλλάξ τά 500 ἀπό τά 1000 μάτια του. Ὁ Ἑρμῆς, ὅμως κατ’ ἐντολήν τοῦ Διός, ἀποκοίμισε μέ τόν αὐλό του ὅλα τά μάτια τοῦ Ἄργου, καί τόν ἀποκεφάλισε. Γιά νά μήν τήν ἀπαγάγει ὁ Ζεύς, ἡ Ἥρα κόλλησε στό πλευρό της ἕναν οἶστρο (ἀλογόμυγα), ὁ ὁποῖος τήν ἀνάγκαζε νά περιπλανιέται ἀπό πόλι σέ πόλι. Ἔτσι πέρασε ἀπό τό

95 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

πέλαγος πού πρός τιμήν της ὀνομάστηκε Ἰόνιον, ἔφθασε στόν Βόσπο-ρο (πού πῆρε κι αὐτός τό ὄνομά του ἀπό τήν βοῦν = ἀγελάδα) καί κατέληξε στόν Νεῖλο, ὅπου τήν βρῆκε ὁ Δίας καί τήν ἐπανέφερε στήν κανονική της μορφή, καί ἀπό τήν ἕνωσί τους γεννήθηκε ὁ Ἔπαφος, μετέπειτα βασιλιάς τῆς Αἰγύπτου καί πρόγονος τοῦ Δαναοῦ, τοῦ Αἰγύπτου καί τῆς Λιβύης. Ἡ Ἰώ, μαζί μέ τόν γιό της, ἦταν αὐτοί πού ἵδρυσαν στήν Αἴγυπτο τήν λατρεία τῆς Ἴσιδος.

ΘEMIΣ(ἐκ τοῦ τίθημι = τεθμός = θεσμός)

Τιτανίς, κόρη τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γαίας κατά τόν Ὅμηρο, προσω-ποποίησις τοῦ καλοῦ ἤθους καί τῆς τάξεως. Πολύ σεβαστή στόν Ὄλυμπο, ἐκτιμοῦνταν καί ἀναγνωριζόταν καί ἀπό τήν ἴδια τήν Ἥρα, ἄν καί ἦταν ἡ πρώτη σύζυγος τοῦ Διός μέ τόν ὁποῖο τεκνοποί-ησε τίς uΩρες, τήν Εὐνομία, τήν Δίκη καί τήν Εἰρήνη. Μέ ἐντολή τοῦ Διός συγκαλεῖ τούς θεούς σέ συνέλευση καί δέχεται αὐτούς νά προ-σέρχονται. Ἐκεῖ λύνει τίς διαφορές μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἐνῶ συ-ναρωγός (βοηθός) στό ἔργο της εἶναι καί ὁ Ἄρης. Θεωρεῖτο ἐκπρό-σωπος τῆς θείας δικαιοσύνης σέ κάθε ἀνθρώπινη περίστασι, ἄρα καί τῆς φιλοξενίας, καί προστάτιδα τῶν δυστυχισμένων καί κατατρεγ-μένων. Σύμβολά της τό κέρας, ὁ ζυγός, τό ξίφος, ἐνῶ σέ κάποιες πα-ραστάσεις ἀπεικονίζεται μέ τά μάτια σκεπασμένα μέ ἕνα εἶδος κε-φαλόδεσμου, γιά νά ἀποδοθεῖ ἡ ἀμεροληψία πού πρέπει νά χαρα-κτηρίζει τήν δικαιοσύνη. Ἀπό τήν μητέρα της εἶχε κληρονομήσει μα-ντικές ἱκανότητες γι’ αὐτό ἦταν ἱέρεια τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν, ὅπου εἶχε διαδεχθεῖ τήν μητέρα της.

96 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΘAΛEIA(ἐκ τοῦ θάλλω = ἀνθίζω)

Μία ἀπό τίς ἐννέα Μοῦσες, θυγατέρα τοῦ Διός καί τῆς Μνημοσύ-νης, ἡ προστάτιδα τῆς χαρᾶς τῶν εὔθυμων συμποσίων, ἀλλά μέσα στά ὅρια τῆς εὐπρέπειας καί ἦταν στενά συνδεδεμένη μέ τήν ἀδελ-φή της Τερψιχόρη. Παρευρισκόταν ἀόρατη στά συμπόσια κι ἐνέ-πνεε τά εὔθυμα τραγούδια, ἀποχωροῦσε ὅμως πάντα μόλις ἄρχιζε ὁ θορυβώδης κῶμος. Εἶχε ὑπό τήν προστασία της τήν βουκολική ποίησι καί ἀργότερα τήν κωμωδία. Παρίστατο μέ ἕνα στεφάνι κισ-σοῦ στό κεφάλι καί ἕνα ραβδί στό ἄλλο. Θάλεια λεγόταν καί μία ἀπό τίς τρεῖς Xάριτες, θυγατέρα τοῦ Διός καί τῆς Εὐρυνόμης, ἡ ὁποία προστατεύει τούς βλαστούς, τούς καρπούς, τίς σπορές καί τά φυτά, ἀλλά καί μία ἀπό τίς Νηρηίδες, θυγατέρα τοῦ Νηρέως καί τῆς Δωρίδος.

KAΛΛIOΠH(προέρχεται ἀπό τή λέξη «τήν καλήν ὄπα» πού σημαίνει

ἡ ἔχουσα ὡραῖα φωνή)

Μία ἀπό τίς ἐννέα Μοῦσες, ἐθεωρεῖτο ἀπό τόν Ἡσίοδο ἡ μεγαλύ-τερη σέ ἡλικία ἀπό ὅλες τίς Μοῦσες, προστάτιδα τῆς ἐπικῆς ποιή-σεως, τῆς ρητορικῆς καί ὅλων τῶν καλῶν τεχνῶν. Ὅπως καί οἱ ἀδελφές της λογιζόταν ὡς θυγατέρα τοῦ Διός καί τῆς Μνημοσύνης καί μητέρα τοῦ Ὀρφέως, Λίνου, Ἰάλεμου, Ὑμέναου, Κυμαθέοντος καί τῶν Κορυβάντων. Προστάτευε τούς ποιητές καί ἰδίως τούς ἐπι-κούς ὡς καί τίς καλές τέχνες. Τήν ἐπικαλοῦνταν κυρίως οἱ ραψω-δοί, παρακαλῶντας νά τούς δώσει ἔμπνευσι. Παρουσιάζεται ὡς γυναίκα μεγαλόπρεπη καί ἐπιβλητική, κρατοῦσε δάφνινο στεφάνι καί τά Ὁμηρικά Ἔπη γι’ αὐτό θεωροῦνταν καί μητέρα τοῦ Ὁμή-ρου.

97 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔAΦNH(ἐκ τοῦ ἐπιτ. δά + φοινός = κόκκινος, αἱματόχρους)

Ἡ Δάφνη ἦταν θυγατέρα τῆς Γῆς καί τοῦ ἀρκαδικοῦ ποταμοῦ Λά-δωνος ἤ τοῦ θεσσαλικοῦ ποταμοῦ Πηνειοῦ καί ἀποτελοῦσε προσω-ποποιία τοῦ ὁμώνυμου ἱεροῦ φυτοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος. Μυθολογεῖται ὅτι τήν Δάφνη ἐρωτεύτηκε ὁ Ἀπόλλων, πλήν ὅμως αὐτή ἀπέκρου-σε τόν ἔρωτά του καί μή μπορώντας νά τόν ἀποφύγει, παρακάλε-σε τήν μητέρα της νά τήν σώσει. Ἡ μητέρα της Γῆ τήν δέχθηκε στούς κόλπους της καί κατά μία ἐκδοχή μεταμόρφωσε τήν κόρη της σέ δάφνη, ἀπό τήν ὁποία ὁ Ἀπόλλων καί πρός παρηγοριά του ἔκοψε κλωνάρι καί ἐστέφθη, δι’ ὅ καί ἐπονομάσθηκε καί Δαφναῖος.

ΚAIΣΣA(μᾶλλον ἐκ τοῦ κέκασμαι = λάμπω)

Πανέμορφη Δρυάς, νύμφη τοῦ δάσους, πού ζοῦσε στά ἄγρια δάση τῆς Θράκης, τήν ὁποία ἐρωτεύτηκε παράφορα ὁ Ἄρης. Ἐκείνη ὅμως δέν ἀνταπροκρινόταν κι ἐπειδή ἦταν ἰδιαίτερα πνευματώδης, ὁ θεός τοῦ πολέμου τήν προσκάλεσε νά παίξουν ἕνα ἐπιτραπέζιο παιχνίδι πολέμου καί λογικῆς, τό περίφημο σκάκι. Ἡ Κάισσα ἐνθουσιάστηκε καί δέχθηκε νά γίνει ἐρωμένη του, ἀνέλαβε δέ νά διδάξει τό νέο παι-χνίδι στήν ἀνθρωπότητα. Στό περίφημο ποίημά του ὁ Βρεττανός sir William Jones ἀναφέρει: «Αὐτός δίδαξε τούς κανόνες πού ὁρίζουν τό παιχνίδι τῆς σκέψης, καί τό ὀνόμασε Κάισσα ἀπό τό ὄνομα τῆς Δρυάδος, ἀπ’ ὅπου οἱ γιοί τῆς Ἀλβιόνας πῆραν τό παιχνίδι καί τό ὀνόμασαν σκάκι». Τό 1960 οἱ Σοβιετικοί πρός τιμήν της, ἔδωσαν τό ὄνομά της σέ ἕνα τεράστιο σκακιστικό πρόγραμμα, ἐνῶ τόν τίτλο τῆς Κάισσας πῆρε ὁ πρῶτος παγκόσμιος ἠλεκτρονικός πρωταθλητής τό 1974.

98 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

EIΛEIΘYIA(ἐκ τοῦ ἐλεύθω = σπεύδω)

Κόρη τοῦ Διός καί τῆς Ἥρας, θεότητα τοῦ τοκετοῦ, προστάτιδα καί βοηθός τῶν ἐπιτόκων. Κάθε ἑτοιμόγεννη γυναίκα στήν ἀρχαία Ἑλλά-δα τήν ἐπικαλοῦνταν τήν στιγμή τῆς γέννας, μέ τήν κραυγή «έλθέ, ἐλθέ». Εἶχε τήν ἱερή σπηλιά της στήν Ἀμνισό τῆς Κρήτης. Ὅταν ἡ Λητώ κοιλοπονοῦσε γιά ἐννέα μερόνυχτα, ἔχοντας γύρω της ὅλους σχεδόν τούς ἀθανάτους πού προσπαθοῦσαν νά τήν βοηθήσουν, ἡ Ἥρα εἶχε μείνει στόν Ὄλυμπο κρατώντας κοντά της τήν Εἰλειθυία, ἀπό ζήλεια πρός τήν μέλουσα μητέρα τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς Ἀρτέ-μιδος. Ὅμως ἡ Ἴρις, ἡ ἀγγελιοφόρος τῶν θεῶν, βρῆκε τρόπο νά τήν μεταφέρει στήν Δῆλο καί νά βοηθήσει τήν Λητώ νά γεννήσει γρήγο-ρα. Ἦταν ἐκείνη, ἐπίσης, πού κατ’ ἐντολήν τῆς Ἥρας εἶχε καθυστε-ρήσει τήν κύησι τῆς Ἀλκμήνης, ἔτσι ὥστε ὁ Ἡρακλῆς (πού ἦταν υἱός τοῦ Διός) νά γεννηθεῖ μία μέρα ἀργότερα ἀπό τόν Εὐρυσθέα πού ἦταν ἀπό τήν ἴδια γενιά, ὡς ἐγγονός τοῦ Περσέως. Ὁ Ζεύς εἶχε προ-τρέξει καί εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι τό πρῶτο παιδί πού θά γενηθεῖ ἀπό τήν γενιά αὐτή θά γινόταν βασιλιάς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο στέφθηκε ὁ Εὐρυσθεύς βασιλιάς, ἀντί τοῦ Ἡρακλέους.

AMAΔPYAΔEΣ(= ἅμα τήν δρυί γεννόμενη)

Νύμφες τῶν δασῶν, πού γεννιόντουσαν, ἀναπτύσσονταν, προστά-τευαν καί πέθαιναν μέ τό δένδρο, μέ τό ὁποῖο ταυτίζονταν, γι’ αὐτό καί ἐκαλοῦντο ἰσόδενδροι, ἀντίθετα ἀπό τίς Δρυάδες, οἱ ὁποῖες ὅταν τό δένδρο κοβόταν, πήγαιναν σέ ἄλλο καί τιμωροῦσαν τόν ἔνοχο. Δηλαδή οἱ Δρυάδες ἦταν περιπλανώμενες νύμφες τῶν δασῶν, ἐνῶ οἱ Ἀμαδρυάδες συνδεδεμένες μέ τά δένδρα. Οἱ Ἕλληνες πίστευαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι γεννιόντουσαν ἀπό τήν γῆ (γηγενεῖς) καί κατάγονταν

99 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἀπό κάποιο δένδρο, ὅπως οἱ Ἀρκάδες πού κατάγονταν ἀπό τόν Ἀρκάδα, τόν γιό τῆς Δρυάδος Ἐρατοῦς. Γνωστότερη Δρυάς ἦταν ἡ Εὐρυδίκη, ἡ σύζυγος τοῦ Ὀρφέως.

ΦOIBH(ἐκ τοῦ φοῖβος = καθαρός, ἁγνός)

Κατά τήν ἑλληνική μυθολογία Τιτανίδα, μητέρα τῆς Λητοῦς. Μετά τήν Γαῖα καί τήν Θέμιδα ἦταν κυρία τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν, τό ὁποῖο παρέδωσε στόν Ἀπόλλωνα. Κατά τούς μεταγενέστερους χρόνους ἦταν μόνο ἐπώνυμο τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος. Αὐτή καί ἡ ἀδελ-φή της ἡ Ἰλάειρα ἦταν κόρες ἐξαιρετικῆς καλλονῆς, γι’ αὐτό τίς ἔκλεψαν οἱ Διόσκουροι, ὁ Κάστωρ καί ὁ Πολυδέυκης, καί τίς πα-ντρεύτηκαν.

ΝYMΦAI(ἐκ τοῦ νύμφη)

Ἦταν θεότητες πού προστάτευαν τίς πηγές, τά δάση, τά λειβάδια, τά δένδρα τά σπήλαια κλπ., κατ’ ἀντίθεσι πρός τίς Νηρηίδες οἱ ὁποῖες ἦσαν ἀποκλειστικά θαλάσσιες θυγατέρες. Κατοικοῦσαν στά δάση, στίς σπηλιές, πλάι σέ πηγές, χειμάρρους καί ποταμούς ἤ σέ μοναχικά νησιά ὅπως ἡ Καλυψώ καί ἡ Κίρκη. Διακρίνονταν σέ Να-ϊάδες, ἤ Κρηναῖες, σέ Δρυάδες κλπ. Ζοῦν μιά ζωή ἐλευθερίας πότε κυνηγώντας μέ τήν Ἀρτέμιδα ἤ γλεντώντας μέ τόν Διόνυσο. Προ-στάτευαν τόν γάμο καί φρόντιζαν τήν ἱεροτελεστία του, ἐνῶ συχνά ἀνατρέφουν τά παιδιά τῶν θεῶν. Ἐλογίζοντο «κοράσια» ὥριμα πρός γάμο, ὡραῖα, χαρούμενα, καί ἀγαθοποιά καί ἐτιμῶντο διά τῶν βωμῶν καί προσφορᾶς θυσιῶν ἀπό γάλα, μέλι κρασί καί με-ρικές φορές ἀπό μικρά σφάγια.

100 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

XAPITEΣ(ἐκ τοῦ χάρις, Θάλεια ἐκ τοῦ θάλλω = ἀνθίζω, Ἀγλαΐα ἐκ

τοῦ ἀγλαός = λαμπρός, Εὐφροσύνη = εὐθυμία)

Ἀρχαῖες ἑλληνικές προσωποποιήσεις τῆς χάρης καί τῆς ὀμορφιᾶς, τίς ὁποῖες θεωροῦσαν κόρες τοῦ Διός καί τῆς Εὐρυνόμης. Κανονι-κά ἦταν τρεῖς, ἡ Ἀγλαΐα, πού παντρεύτηκε τόν Ἥφαιστο, ἡ Εὐφρο-σύνη καί ἡ Θάλεια, ἀλλά σέ πολλές παραδόσεις ἀναφέρονται μόνο δυό καί συχνά συνδέονται μέ τό νέο φεγγάρι καί τήν πανσέλληνο. Ἡ ποίησις, ἡ μουσική, ἡ ρητορική καί ὁ χορός ὀφείλονταν σέ αὐτές. Ἔχρισαν τήν Ἀφροδίτη στήν Πάφο μέ θεῖο ἔλαιο καί τήν ἔντυσαν μέ λαμπρότατα ἐνδύματα. Σύμφωνα μέ τόν Παυσανία, ὁ Σωκρά-της, ὡς τεχνίτης ἀνδριάντων, πρίν ἀσχοληθεῖ μέ τήν φιλοσοφία, εἶχε φιλοτεχνήσει ἕνα σύμπλεγμα τῶν Χαρίτων, πού ἦταν στημένο στήν εἴσοδο τῆς Ἀκροπόλεως.

ΩPAI(ὥρα = ἐκ τοῦ χώρα – λόγω τῆς δασείας = ὁ χῶρος)

Στήν ἑλληνική μυθολογία εἶναι οἱ θυγατέρες τῆς Θέμιδος καί τοῦ Διός, πού κατά τόν Ἡσίοδο ἔχουν τά ὀνόματα Εὐνομία, Δίκη καί Εἰρήνη καί κρατοῦν, κατά τόν Ὅμηρο, τίς πύλες τοῦ Οὐρανοῦ καί τοῦ Ὀλύμπου. Μεταγενέστερα ἐμφανίζονται νά εἶναι συνοδοί ἄλλων θεοτήτων, τοῦ Διός, τῆς Ἀφροδίτης καί κυρίως τοῦ Ἡλίου. Ὡς προστάτιδες τῆς ἀναπτύξεως καί τῆς εὐημερίας, ὀνομάζοντο στήν Ἀθήνα Θαλλώ, Αὐξώ καί Καρπώ καί κατά συνέπεια ἦσαν προσωποποιήσεις τῆς φύσεως κατά τήν ἄνοιξι, τό θέρος καί τό φθινόπωρο. Παραστάσεις τῶν Ὡρῶν ἦσαν συνήθεις κατά τήν ἀρχα-ϊκή ἐποχή τῆς τέχνης. Ἀναφέρονται ὅτι ὑπάρχουν ἐπί τοῦ θρόνου τοῦ Διός στήν Ὀλυμπία, πού εἶναι ἔργο τοῦ Φειδία.

101 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

MOYΣEΣ(ἐκ τῆς ρίζας μω = ζητῶ νά μάθω)

Θεότητες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, προστάτιδες τῆς ποιήσεως, τῆς μουσικῆς καί γενικά κάθε πνευματικῆς δημιουργίας. Ἦταν θυγα-τέρες τῆς Μνημοσύνης καί τοῦ Διός. Ὁ ἀριθμός καί τά ὀνόματα τῶν Μουσῶν ἀναφέρονται γιά πρώτη φορά στή Θεογονία τοῦ Ἡσι-όδου: Ἦσαν ἐννέα τόν ἀριθμό, ἤτοι ἡ Κλειώ, Εὐτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ἐρατώ, Πολύμνια, Οὐρανία καί Καλλιόπη. Λέγεται ὅτι ἐμφανίστηκαν μπροστά στόν ποιητή, στόν Ἑλικώνα, καί τοῦ ἀπεκάλυψαν τά περασμένα καί τά μέλλοντα. Οἱ Μοῦσες λατρεύονταν ὡς Νύμφες τῶν πηγῶν καί οἱ ἀρχαιότεροι τόποι λα-τρείας αὐτῶν ἦταν στόν Ἑλικώνα καί τήν Πιερία μαζί μέ τήν λα-τρεία τοῦ Ὀρφέως καί τοῦ Διονύσου. Οἱ ποιητές τίς ἐπικαλοῦντο γιά ἔμπνευσι καί τήν ἐπιτυχία τῶν ἔργων τους. Τά ἱδρύματα πού ἦταν ἀφιερωμένα σέ αὐτές ὀνομάστηκαν Μουσεῖα.

MAIA(ἐκ τοῦ μάω = ζητῶ νά μάθω, μαία = σοφή γυνή)

Κόρη τοῦ Ἄτλαντος καί τῆς Πλειόνης. Ἦταν ἡ ὡραιότερη ἀπό τίς Ἀτλαντίδες, γι’ αὐτό ὁ Ζεύς τήν ἐρωτεύτηκε καί ἔσμιξε μαζί της στό ὄρος τῆς Κυλλήνης στήν Ἀρκαδία. Ἀπό τήν ἕνωσι αὐτή γεννήθηκε ὁ Ἑρμῆς. Ἦταν ἡ οὐρείη νύμφη τῆς Κυλλήνης καί παρουσιάζεται ὡς κουροτρόφος ἡ θησαυροφύλακας. Στήν Ρώμη λατρευόταν – ὅπως καί ὁ γιός της– ὡς προστάτιδα τοῦ ἐμπορίου.

102 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

KΛEIΩ(ἐκ τοῦ κλέους = δόξα)

Μία ἀπό τίς ἐννέα Μοῦσες, ἡ θεά τοῦ ἄσματος, πού ἀναφέρεται πρῶτα ἀπό τόν Ἡσίοδο. Θεωρεῖται ἐφευρέτιδα τῆς κιθάρας ἀλλά ἦταν καί ἡ θεά τῆς μαντείας. Ὁ Πίνδαρος καί ὁ Βακχυλίδης ἐπι-καλοῦνται αὐτήν, καθώς καί τήν Καλλιόπη ὡς θεά τῆς ἱστορίας, τήν ὁποία πρώτη ἐφεῦρε. Γιά τόν λόγο αὐτό τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου ὀνομάστηκε Κλειώ ἀπό τούς Ἀλεξαν-δρινούς φιλολόγους. Ἐρωτεύτηκε τόν Πίερο τόν βασιλιά τῆς Πιε-ρίας, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπέκτησε τόν Ὑάκινθο, ἐνῶ παιδιά της θεω-ροῦνταν ὁ Ὀρφεύς, ὁ Λίνος καί ὁ Ρῆσος, ὁ βασιλιάς τῶν Θρακῶν. Ἔμβλημά της ἡ κλεψύδρα πού συγκρατεῖ ἀπό τήν λήθη τίς μεγά-λες στιγμές. Τῆς Κλειοῦς ὑπάρχει πολύ παλιά παράστασι σέ ἀγγεῖο, στό μουσεῖο τῆς Φλωρεντίας, ἔργο ἀττικοῦ τεχνίτη. Ὁ ποι-ητής Σιμωνίδης ὁ Ἀμοργῖνος θεωρεῖ αὐτήν ὡς θεά τῶν πηγῶν.

AΛKHΣTIΣ(ἀλκή + ἵσταμαι)

Ἡ ὡραιότερη ἀπό τίς κόρες τοῦ βασιλέως τῆς Ἰωλκοῦ Πελίου καί τῆς Ἀναξιβίας. Ὁ Ἄδμητος, μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἀπόλλωνος κατόρ-θωσε νά τήν κερδίσει καί νά τήν νυμφευθεῖ. Ἦταν ὑπόδειγμα συ-ζυγικῆς ἀγάπης καί ἔγινε πηγή ἐμπνεύσεως ποιητῶν καί καλλι-τεχνῶν. Ὅταν ὁ Ἑρμῆς κάλεσε στόν Ἅδη τόν σύζυγό της, ἐκείνη προσφέρθηκε νά πάρει τήν θέσι του, ἡ Περσεφόνη ὅμως θεώρησε ἄδικο νά πεθάνει μία γυναίκα γιά τόν ἄνδρα της καί τήν ἄφησε νά φύγει. Σύμφωνα μέ μιά ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Ἡρακλῆς ἐπενέβη καί τούς ἐλευθέρωσε καί τούς δυό ἀπό τόν Ἅδη.

103 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

IAMBH(ἐκ τοῦ ἵημι = ρίπτω)

Μεγάλη σέ ἡλικία γυναίκα, σχεδόν γριά, ἦταν θεραπαινίδα τοῦ Κε-λεοῦ καί τῆς Μετάνειρας στήν Ἐλευσίνα. Ὁ ὕμνος στήν Δήμητρα τήν ἀναφέρει, γιατί μέ τίς ἀστειότητές της κατάφερε τήν Δήμητρα νά γελάσει, καίτοι ἦταν στενοχωρημένη ἀπό τήν ἀπώλεια τῆς κόρης της. Σύμφωνα ὅμως μέ μεταγενέστερους σχολιαστές ἀναφέρεται ὡς θυγατέρα τοῦ Πανός καί τῆς Ἠχοῦς, ἀπό αὐτή δέ λέγεται ὅτι πῆρε τό ὄνομα τό ἰαμβικό μέτρο.

NIKH(ἐκ τοῦ νοός ἴκω = φθάνω στόν σκοπό μου)

Κόρη τοῦ Πάλλαντος καί τῆς Στυγός, πού πῆγε στόν Δία γιά νά τόν βοηθήσει στόν ἀγώνα του μέ τούς Τιτάνες καί ἔκτοτε ἔμεινε ἐκεῖ.Ἐμφανίζεται συνήθως φτερωτή (διότι ἔρχεται καί φεύγει γρή-γορα), καί κρατάει στό χέρι στεφάνι φοινικιᾶς, ἄλλοτε δέ αἰω-ρεῖται μέ ἀνοιχτά φτερά πάνω ἀπό τόν νικητή ἑνός ἀγώνα ἀθλητι-κοῦ ἤ πολεμικοῦ. Στήν Ρώμη λατρευόταν τόσο πολύ, ὥστε ἔφθασε νά θεωρεῖται ἡ προστάτιδα θεά τῆς Συγκλήτου. Συνήθως τήν κρατᾶ ὁ Ὀλύμπιος Ζεύς, ἐνῶ στήν Ἀθήνα ὑπῆρχε ὁ ναός τῆς Ἀπτέ-ρου Νίκης, ὅπου ἡ θεά ἀπεικονίζεται χωρίς φτερά γιά νά μήν μπο-ρεῖ νά φύγει – σύμβολο τήν ἀνεξαρτησίας τῆς πόλεως. Οἱ πιό γνω-στές ἀπεικονίσεις της εἶναι ἡ περίφημη Νίκη τῆς Σαμοθράκης, ἔργο ἑνός Ρόδιου γλύπτη, καί ἡ ἀριστουργηματική Νίκη τοῦ Παιωνίου, πού σώζεται ἐν μέρει στό μουσεῖο τῆς Ὀλυμπίας.

104 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΛHΔA(πιθανόν ἐκ τοῦ λήθη, «λήθα», λήτω = λανθάνω)

Θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Αἰτωλίας Θέσπιου καί σύζυγος τοῦ Τυνδάρεω, βασιλέως τῆς Σπάρτης. Ὁ Ζεύς τήν ἐρωτεύτηκε γιά τήν θεϊκή ὀμορφιά της. Γιά νά τήν κατακτήσει ἀσφαλέστερα, μεταμορ-φώθηκε σέ κύκνο ὁ ὁποῖος καταδιωκόταν ἀπό ἕναν ἀετό στόν ὁποῖο εἶχε μεταμορφωθεῖ ἡ Ἀφροδίτη. Τούς εἶδε ἡ Λήδα, ἔνοιωσε συμπάθεια γιά τόν ὡραῖο κύκνο πού κινδύνευε καί ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της γιά νά καταφύγει ἐκεῖ καί νά σωθεῖ. Λίγο ἀργότερα ἡ Λήδα γέννησε δυό αὐγά πού ἀπό τό ἕνα βγῆκαν οἱ δίδυμοι Κά-στωρ καί Πολυδεύκης καί ἀπό τό ἄλλο ἡ Ὡραία Ἑλένη. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Κάστωρ, ὁ ὁποῖος ἦταν θνητός, ἐθεωρεῖτο παιδί τοῦ Τυνδάρεω.

KAΛΛIΣTΩ(ἐκ τοῦ ἐπιθ. καλός)

Νύμφη-συνοδός τῆς Ἀρτέμιδος, κόρη τοῦ βασιλέως τῶν Ἀρκάδων Λυκάονος καί τῆς Νωνάκριδος. Ἀφοῦ ἀγαπήθηκε ἀπό τόν Δία ἀπέ-κτησε ἀπό αὐτόν τόν Ἀρκάδα καί γι’ αὐτό ἡ Ἥρα ἀπό ζηλοτυπία τή μεταμόρφωσε σέ ἀρκούδα (ἄρκτο). Ὅταν ὁ Ἀρκάς μεγάλωσε καί πῆγε γιά κυνήγι στό δάσος καί ἐπρόκειτο νά πυροβολήσει κα-τά τῆς ἀρκούδας-μητέρας του, πού διατηροῦσε ἀκόμη ἀνθρώπινο νοῦ καί σκέψι, ὁ Ζεύς γιά νά προλάβει τό ἔγκλημα, μεταμόρφωσε καί τούς δυό στόν ἀστερισμό τῆς Μεγάλης Ἄρκτου. Οἱ Ἀρκάδες τιμοῦσαν τήν Καλλιστώ ὡς ἐθνική ἡρωίδα τους.

105 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔANAH(ἐκ τοῦ δᾶν = ὕδωρ)

Θυγατέρα τοῦ βασιλέως τοῦ Ἄργους Ἀκρισίου, ἀπό τήν Εὐρυδίκη, κόρη τοῦ Λακεδαίμονος. Ὅταν ὁ πατέρας της πῆρε τόν χρησμό τοῦ μαντείου, πού προφήτευε τόν θάνατό του ἀπό τόν ἐγγονό του, ἔκλει-σε τήν Δανάη, μαζί μέ τήν τροφό της, σέ μιά σιδερένια ὑπόγεια φυ-λακή, μέσα στήν ὁποία τήν ἐπισκέφτηκε ὁ Ζεύς μέ μορφή χρυσῆς βροχῆς καί ἡ Δανάη γέννησε τόν Περσέα. Μόλις τό παιδί μεγάλωσε καί ἐφανερώθη, ὁ Ἀκρίσιος τούς ἔκλεισε σέ μία Λάρνακα καί τούς ἔριξε στήν θάλασσα. Στήν Σέριφο, ἡ λάρνακα μπλέχτηκε στά δίχτυα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ βασιλέως τοῦ νησιοῦ τοῦ Πολυδεύκτου, ὁ ὁποῖος παντρεύτηκε τελικά τήν Δανάη καί μεγάλωσε τόν Περσέα. Ἐπειδή, ὅμως ὅταν ἔγινε ἄνδρας τόν ζήλεψε, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτόν, τοῦ ἀνέθεσε νά σκοτώσει τίς Γοργόνες.

EKATH

Κατά τήν ἑλληνική μυθολογία ἦταν θεά τοῦ σεληναίου φωτός. Ἤδη στή Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου ἐξυμνεῖται ὡς μεγάλη θεά, θυγατέρα τῆς Ἀστερίας (τῆς ἀστερόεσσας νύχτας) καί τοῦ Περσέως (θεοῦ τοῦ φω-τός), καί παριστάνεται ὡς πάρα πολύ δραστήρια, βοηθός τῶν ἀνθρώπων καί τῶν βασιλέων γιά τήν ἀπόδοσι τοῦ δικαίου, ἐθεω-ρεῖτο προστάτιδα τοῦ κυνηγιοῦ καί τῆς ἁλιείας, τοῦ τοκετοῦ καί τῶν παιδιῶν, ὁμοίαζε πολύ μέ τήν Ἄρτεμι. Πρός τά ἀναφερθέντα ἔργα της συμφωνεῖ καί τό ἐπίθετο αὐτῆς «Προπυλαῖα», δηλαδή προστά-τιδα τῶν πυλῶν καί τῶν ὁδῶν. Ἡ λατρεία της κυρίως ἐπικρατοῦσε στήν Μ. Ἀσία, ἀλλά καί στήν Αἴγινα καί στό Ἄργος καί δή στήν Ἀθή-να, στήν Ἀκρόπολι. Ἡ κυριώτερη ἦταν τό «Ἑκάτης δεῖπνο», δηλαδή θυσία πού προσεφέρετο στήν θεά. Ἐκεῖ προσεφέροντο ὡς δῶρα τά πλακούντια μέ μέλι, αὐγά, τυρί καί ψάρια, ἰδίως δέ, τά καλούμενα

106 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τρίγλες ἤ μαινίδες. Κατά τήν ἐποχή πού ἐπρόκειτο νά γίνει ἡ τελε-τή, πού ἐκαλεῖτο ὀξυθύμια ἤ περισκυλακισμός, ἐκαθαρίζοντο καί ἐσκουπίζοντο τά σπίτια, τά δέ σαρώματα ἐκαίοντο πρό τοῦ εἰδώλου τῆς θεᾶς, τό ὁποῖο εὑρίσκετο σέ κάθε σχεδόν σπίτι καί ἀπό τόν μῦθο αὐτό ἡ θεά ἀπεκαλεῖτο προθυραία ἤ κλειδοῦχος.

EYPYNOMH(εὐρύς + νόμος)

Κατά τήν μυθολογία, ἦταν θυγατέρα τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀπό τήν ὁποία, κατά τόν Ἡσίοδο, ὁ Ζεύς γέννησε τίς Χάριτες. Kατά τήν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου, ὑποδέχθηκε μέ τήν Θέτιδα τόν Ἥφαιστο, πού γκρεμίστηκε ὑπό τῆς Ἥρας ἀπό τόν Ὄλυμπο. Σύμφωνα ὅμως μέ μεταγενέστερη θεογονική ποίησι, βασίλεψε μέ τόν σύζυγό της Ὀφίωνα, πρίν ἀπό τόν Κρόνο. Ἱερό τῆς Εὐρυνόμης ὑπῆρχε στήν Φιγαλεία τῆς Ἀρκαδίας.

MNHMOΣYNH(ἐκ τοῦ μνήμη)

Θυγατέρα τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς Γῆς, μία ἀπό τίς ἑπτά θνητές, πού ἔγιναν μητέρες ἀπό τό Δία καί θεοποιήθηκαν ἀπό αὐτόν. Ὁ Ζεύς ἔμεινε μαζί της στά ὄρη τῆς Πιερίας ἐπί ἐννέα νύκτες καί γεννήθη-καν ἀπό αὐτήν οἱ ἐννέα Μοῦσες. Ἡ Μνημοσύνη ἐτιμᾶτο πολύ καί ἰδιαιτέρως ἀπό τούς ποιητές λατρευόταν δέ στήν Ἀθήνα καί κατά τήν θυσία προσέφεραν νερό, γάλα, μέλι καί κρασί. Ἀκόμη λατρεία αὐτῆς γινόταν καί στήν Λειβαδιά, στό ἱερό του Τροφωνίου ὅπου ὑπῆρχε ἡ πηγή τῆς Μνημοσύνης καί ἔπιναν ἀπό ἐκεῖ ὅσοι ἔβγαιναν ἀπό τό μαντεῖο γιά νά μήν ξεχάσουν αὐτά πού ἄκουσαν. Μέ τήν γέννησι τῶν Μουσῶν ἐκπληρώθηκαν οἱ ἐπιθυμίες τῶν Ὀλυμπίων

107 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θεῶν πρός τόν Δία, νά μήν λησμονηθοῦν οἱ ἀγῶνες τους γιά τήν ἑδραίωσι τῆς τάξεως στόν κόσμο.

AΛKYONH(ἐκ τῆς Ἀλκυῶνος = θαλάσσιο πουλί)

Κόρη τοῦ Αἰόλου καί τῆς Αἰγιάλης. Παντρεύτηκε τόν Κήυκα, βα-σιλιά τῆς Τροιζηνίας. Ποτέ σύζυγοι δέν ἀγαπήθηκαν μεταξύ τους τόσο πολύ, ὅσο αὐτοί. Ἦταν τόσο εὐτυχισμένοι ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, ὥστε παρέπεσαν στήν ἀσέβεια νά αὐτονομάζονται Ζεύς καί Ἥρα. Οἱ θεοί ὀργίστηκαν καί ἔφεραν μία θαλασσοταραχή στήν ὁποία ὁ Κήυξ πνίγηκε. Ἀποκαμωμένη ἀπό τόν πόνο, ἡ Ἀλκυόνη βούτηξε στήν θάλασσα γιά νά ἀγκαλιάσει τόν νεκρό σύζυγό της. Ὁ Ζεύς τούς λυπήθηκε καί μεταμόρφωσε καί τούς δυό σέ πουλιά. Καί μέ τήν νέα τους αὐτή μορφή συνέχισαν νά ἀγαπιοῦνται καί ἔτσι ἔγιναν σύμβολο τῆς συζυγικῆς ἀγάπης. Ὁ Αἴολος δέ, κατά τήν διάρκεια τῶν ἑπτά ἡμερῶν πού χρειάζεται ἡ ἀλκυόνα νά ἐπωάσει τά αὐγά της, δένει τούς ἀνέμους, ὁ Ποσειδῶν ἠρεμεῖ τήν θάλασσα, καί ὁ Ζεύς φέρνει καλοκαιρία ἀπό σεβασμό στήν ἕνωσί τους.

AYPA(ἐκ τοῦ αὔω + ρέω = δροσερά πνοή)

Κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Ἀρκαδίας Λελάντου καί τῆς νύμφης Περι-βοίας. Ἦταν ταχύτατη στά πόδια καί ἡ Ἄρτεμις τήν πῆρε στήν συ-νοδεία της. Ἐρωτεύτηκε τόν Βάκχο καί γέννησε ἀπό τόν θεό δίδυ-μα, πού τά καταβρόχθισε σέ στιγμή μανίας. Αὐτοκτόνησε ἔπειτα πέφτοντας ἀπό τόν ποταμό Σαγγάριο, ἀλλά ὁ Ζεύς τήν λύπηθηκε καί τήν ἔκανε πηγή. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή τήν κυνήγησε ἡ Ἄρτε-μις ἡ ὁποία ἐξοργίστηκε πού μία συντρόφισσά της δέν διατήρησε

108 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν παρθενία της. Τό βουνό στό ὁποῖο γέννησε ὀνομάστηκε δίδυμο ὄρος.

MHTIΣ(= σοφία, σύνεσις)

Προσωποποίησις τῆς φρονήσεως, θυγατέρα τοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Θέτιδος, μητέρα τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. Ὑπῆρξε πρώτη σύζυγος τοῦ Δία, κατά παράκλησι τοῦ ὁποίου ἔδωσε ἐμετικό φάρμακο στόν Κρόνο, γιά νά βγάλει τά παιδιά πού εἶχε καταπιεῖ. Ὅταν δέ ἡ Γαῖα καί ὁ Οὐρανός προεῖπαν στόν Δία ὅτι ἡ Μῆτις θά ἔκανε κορίτσι τό πρῶτο της παιδί, καί κατόπιν ἀρσενικό τό ὁποῖο θά συνέχιζε τήν κατάρα καί θά τοῦ ἔπαιρνε τόν θρόνο, ὁ Ζεύς κατάπιε τήν Μήτιδα, ἡ ὁποία ἐκείνη τήν περίοδο κυοφοροῦσε τήν Ἀθηνᾶ. Μετά ἀπό λίγη ὥρα γεννήθηκε ἡ θεά, ἀπό τό κεφάλι τοῦ Διός.

APAXNH(παρά τό ἀναρριχάσθαι)

Θυγατέρα τοῦ Ἴδμωνος ἀπό τήν Κολοφώνα, ὁ ὁποῖος ἦταν βαφέας. Ἦταν ξακουστή γιά τήν τελειότητα τῆς τεχνικῆς της στήν ὑφαντική, καί καυχήθηκε πώς ἦταν σέ αὐτήν τήν τέχνη ἀνώτερη ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Τότε ἡ θεά μεταμορφώθηκε σέ γριά καί τήν συμβούλεψε νά εἶναι πιό συνετή. Ἡ Ἀράχνη ὅμως συνέχισε τήν ἀλαζονική συμπερι-φορά κεντώντας ἀκόμα πιό περίτεχνα ὑφαντά μέ τούς ἔρωτες τῶν θεῶν, προσπαθώντας νά τούς ταπεινώσει. Τότε ἡ Ἀθηνᾶ τήν κατα-ράστηκε νά συνεχίσει τό ἔργο της πάντα κρεμασμένη, μεταμορφώ-νοντάς την στό ὁμώνυμο ἔντομο. Ὁ μῦθος συμβολίζει τόν ἀνταγωνι-σμό Ἀθηναίων καί Ληδῶν στήν ὑφαντική βιοτεχνία. Οἱ Λυδοί ἦταν λαός Κρητικῆς καταγωγῆς μέ ἔμβλημά τους τήν ἀράχνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´

Ἡρακλῆς – Θησεύς

Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στήν μελέτη της πάνω στό ἔργο τοῦ Αἰσχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης ἀναφέρει ὅτι «ὁ Ἡρακλῆς, ὁ κατ’ ἐξοχήν ἥρως τῶν ἄθλων, συμβολίζει τούς δι-αχρονικούς ἄθλους τοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ἐμφανίζεται ἀπρόσμε-να κάθε φορά καί ἀκατάβλητος τοξεύει τούς παντοειδεῖς τυρ-ράνους καί τούς ἀπεσταλμένους τους. Ἡ ἀρχαιολόγος Εἰρήνη Λ. Μπουρδάκου στό καταπληκτικό ἔργο της Ἡρακλῆς-ὁ ἐξε-ρευνητής τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἀπέδειξε πώς ὁ Ἡρακλῆς ὄχι ἁπλά ὑπῆρξε ὡς προσωπικότητα ἀλλά ἦταν ἕνας πρωτοπόρος ταξιδευτής καί μηχανικός. «Στήν Δανία, στίς Ἄλπεις, ἀλλά καί στήν Νότιο Ἀμερική, οἱ κάτοικοι δείχνουν μέχρι σήμερα τά γράμματα πού ἐχάραξε ὁ Ἡρακλῆς στούς βράχους καί στά μεγαλιθικά μνημεῖα τῆς πατρίδος τους. Ὁ παντοδύναμος ἥρωας μέ τό ρόπαλο καί τήν λεοντή, φαίνεται πώς δέν ἔγινε θρῦλος μόνον ἐπειδή κατετρόπωσε τόν λέοντα τῆς Νεμέας ἤ τήν τρομερή Λερναία Ὕδρα. Ἦταν ταυτόχρονα δεινός μηχα-νικός ὑδραυλικῶν καί ὁδοποιϊκῶν ἔργων, γεφυρῶν καί μηχα-νισμῶν φραγμάτων. Ἦταν ὅμως καί ὁ πρῶτος ἐξερευνητής ὁλόκληρου τοῦ τότε γνωστοῦ καί ἀγνώστου κόσμου». Ὅσο γιά τούς ἄθλους του, αὐτοί εἶναι περιπέτειες πού συμβολίζουν τόν μυητικό δρόμο πρός τήν κατάκτησι τῆς συνειδήσεως. Ὁ δρόμος ξεκινᾶ μέ τήν ἐπιλογή τῆς ὁδοῦ τῆς ἀρετῆς καί τήν ἀπόρριψι τῆς κακίας καί συνεχίζει μέ τήν νίκη του ἐπί τοῦ θα-νάτου (λιοντάρι τῆς Νεμέας). «Μετά τήν νίκη του αὐτή ἔριξε τό δέρμα τοῦ λιονταριοῦ πάνω στούς ὤμους του καί μετα-

110 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μόρφωσε τό γεγονός –ὅτι ἀπειλοῦσε τούς θνητούς μέ θάνα-το– σέ ὑπόσχεσι τῆς σωτηρίας τους» (Κερενύϊ, Ἡ Μυθολογία τῶν Ἑλλήνων). Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή γίνεται ὁ σωτήρας, ὁ φυ-σικός καί θρησκευτικός ἡγέτης τῶν Ἑλλήνων. Ὅλα τά τέρατα τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους κατοικοῦν στόν ψυχικό μας χῶρο. Γιά παράδειγμα ἡ Λερναία Ὕδρα συμβολίζει τό ἀπύθμενο ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου πού πεθαίνει μόνο μέ τήν φωτιά κ.ο.κ.

Ὁ Θησεύς, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀποσυμβολίζεται πλήρως στό βιβλίο τῆς Ἀλτάνης Ἑλληνικός Δία-λογισμός τ.Α΄: Ὁ Θη-σεύς εἶναι ὁ θητεύων μαθητής, υἱός τοῦ Ποσειδῶνος (συναισθή-ματος), ὁπλίζεται μέ τά πέδιλα (ἔλεγχος συναισθημάτων) καί τό ξίφος (ἔλεγχος σκέψεων – συλλογισμῶν) σηκώνοντας τόν βράχο (ἔνστικτα-ἐπιθυμίες), καί ἀφοῦ σκοτώσει τούς ληστές (ἐγωισμός-ἀλαζονία-ἀκολασία), μπαίνει στόν λαβύρινθο (νοῦς) ἐφοδιασμένος μέ τόν μίτο (συγκέντρωσις σέ ἀγαθές σκέψεις) τῆς Ἀριάδνης (ἡ πολύ ἁγνή ψυχή) καί παλεύει μέ τόν Μινώταυ-ρο (τόν Μυσταγωγό, τόν ἔσω ἑαυτό). Σκοπός ἡ αὐτοεξέλιξις, τό ζητούμενον τῆς Ἑλληνικῆς Ψυχῆς. Ὅπως ἐξηγεῖ ἡ ἴδια ἡ συγ-γραφεύς, «ἡ ψυχή πρῶτα θά ὑλοποιήσει τούς ἄθλους τοῦ Θη-σέως καί μετά τοῦ Ἡρακλέους, διότι προηγεῖται τό τέκνον τοῦ Ποσειδῶνος-συναισθήματος κατά τήν προετοιμασία τῆς ψυχῆς καί ἕπεται τό τέκνον τοῦ Διός-λογικῆς διά τήν ἐπί τῆς οὐσίας διαλογιστικήν της πτῆσιν».

111 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΗPAKΛHΣ

Ὁ περιφημότερος ἥρωας τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Στούς Δωριεῖς μάλιστα τῶν ὁποίων τόν ἐθνάρχη Αἰγίμιο ὑποστήριξε πολύ, ἦταν ἕνας ἀπό τούς μεγάλους θεούς σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, ἐτιμᾶτο καί ἐλατρεύετο παντοῦ. Ἴσως τό παλαιότατο αὐτοῦ ὄνομα νά ἦταν «Ἀλκείδης» ἤ «Ἀλκαῖος», σύμφωνα πρός τό ὄνομα τῆς μητέρας του Ἀλκμήνης καί αὐτό τοῦ παπποῦ του Ἀλκαίου, μετονομάσθηκε δέ κατόπιν ἀπό τήν θεά Ἥρα τοῦ Ἄργους. Κατά τούς ἀρχαίους ὁ Ἡρακλῆς προήρχετο ἀπό τό «Ἥρας κλέος», δηλαδή «ὁ ἥρως ἔσχε δι’ Ἥραν κλέος», ἡ ὁποία θέλοντας νά ἐκδικηθεῖ τήν γέννησί του, ἔγινε ἡ ἀφορμή γιά τούς ἄθλους του καί τήν δόξα του. Σέ κανένα ἄλλο θεό-ἥρωα δέν ἀποδίδονται τόσα κατορθώματα, ὅσα στόν Ἡρακλῆ, οἱ δέ περί αὐτοῦ μῦθοι εἶναι ἀπειράριθμοι. Γεννήθηκε στήν Θήβα, υἱός τοῦ Διός καί τῆς Ἀλκμήνης, πού ἦταν σύζυγος τοῦ Ἀμφιτρύωνος, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱός τοῦ Ἀλκαίου. Μυθολογεῖται ὡς πρός τήν γέννησί του ὅτι ὁ Ζεύς ἐπισκέφθηκε τήν Ἀλκμήνη γιά μία νύχτα, ἀλλά ἔμεινε τρεῖς καί ἔτσι ὁ Ἡρακλῆς ἀποκαλεῖται καί «τριέσπερος». Βρέφος ἦταν ἀκόμη ὁ Ἡρακλῆς καί πνίγει δυό φί-δια, τά ὁποῖα ἔστειλε ἡ Ἥρα κατ’ αὐτοῦ. Ἡ μυθολογούμενη φιλο-νικία τοῦ Ἡρακλέως πρός τόν Ἀπόλλωνα γιά τόν τρίποδα στούς Δελφούς φανερώνει ὅτι ὁ Ἡρακλῆς, ἀρχικά τουλάχιστον, εἶχε τό προφητικό δῶρο καί πράγματι σέ πολλά μέρη στήν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν μαντεῖα αὐτοῦ. Ὁ Ἡρακλῆς διδάχθηκε ἀπό τόν Λίνο τήν μουσική, τόν ὁποῖο ὅμως σέ στιγμή παραφορᾶς τόν φόνευσε καί ἐστάλη ἀπό τόν Ἀμφιτρύωνα στά βουνά τῆς Βοιωτίας, ὅπου φό-νευσε τόν Κιθαιρώνιο λέοντα, πού εἶναι τό πρῶτο του κατόρθωμα. Κατά τόν Πρόδικο ὑπάρχει ἡ παράδοσις πού λέγει ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ἀντί «τῆς ἡδίστης καί ῥᾴστης» ὁδοῦ τῆς κακίας, τήν «χαλεπήν καί μακράν» ὁδό τῆς ἀρετῆς προτίμησε. Μετά τό πρῶτο του κατόρθω-μα κατέστρεψε τά ποίμνια τοῦ Θέσπιου. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Θήβα ἀπάλλαξε τήν πατρίδα του ἀπό τόν ἀτιμωτικό δασμό πού

112 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἐπιβλήθηκε ἀπό τόν Ἐργίνο, τόν ὁποῖο φόνευσε καί ἔλαβε ὡς ἀμοι-βή ἀπό τόν Κρέοντα ὡς σύζυγο τήν κόρη του Μεγάρα, ἀλλ’ ὅμως ὅσα παιδιά ἀπέκτησε ἀπό αὐτή τά ἐξολόθρευσε ὅλα σέ στιγμή πα-ραφροσύνης, πού προκλήθηκε ἀπό τήν Ἥρα, ἐξ οὗ καί τό «Ἡρακλῆς μαινόμενος». Κατά τόν Ἀπολλόδωρο ὁ Ἡρακλῆς, ἀφοῦ μετέβη στούς Δελφούς γιά νά ἀποκαθαρθεῖ ἀπό τόν φόνο τῶν τέκνων του, πῆρε ἐντολή νά μεταβεῖ στήν Τίρυνθα γιά νά ὑπηρετήσει γιά δώ-δεκα χρόνια τόν Εὐρυσθέα, ἀπό τόν ὁποῖον πῆρε τήν διαταγή νά ἐκτελέσει κατά σειρά τούς κυριότερους δώδεκα ἄθλους, ἐνῶ ἄλλες πολλές θαυμάσιες πράξεις αὐτοῦ ἀποτελοῦν ἄλλη μεγάλη σειρά, τήν σειρά τῶν «παρέργων». Ὁ πρῶτος του ἄθλος ἦταν νά ἀντιμε-τωπίσει τό περίφημο λιοντάρι τῆς Νεμέας. Τό καταπολέμησε μέ τά ὅπλα του καί στό τέλος τό ἔπνιξε μέ τά χέρια του, τό λιοντάρι πού λυμαινόταν τήν κοιλάδα τῆς Νεμέας καί στήν συνέχεια φόρε-σε τήν δορά του (λεοντή).

Ἡρακλῆς καί Λερναία Ὕδρα: Ἡ Λερναία Ὕδρα ἦταν δράκο-ντας μέ ἐννιά κεφαλές, πού κατοικοῦσε στά ἕλη τῆς πηγῆς Λέρνης καί τήν φόνευσε ὁ Ἡρακλῆς. Ἐπειδή κατά τήν προσπάθειά του νά σκοτώσει τό τέρας, ἀπό τήν κεφαλή πού ἔκοβε, ξεφύτρωναν ἄλλες δυό κεφαλές, τότε κάλεσε σέ βοήθεια τόν πιστό σύντροφό του Ἰό-λαο, πού ἔκαιε τά κεφάλια πού ἔκοβε, προλαμβάνοντας ἔτσι τό ξε-φύτρωμα ἄλλων κεφαλῶν. Κατόπιν ὁ Ἡρακλῆς βύθισε τά βέλη του στό αἷμα πού χύθηκε ἀπό τό σκοτωμένο τέρας, καί ἔτσι ἔγιναν δη-λητηριώδη.

Ἡρακλῆς καί Κερυνίτις ἔλαφος: Ὁ Ἡρακλῆς εἶχε διαταγή νά συλλάβει ζωντανό τό μεγάλο ἐλάφι, τήν Kερυνίτιδα ἔλαφο, «ἥν δέ ἡ ἔλαφος ἐν Οἰνόῃ, χρυσόκερως», κατά τόν Ἀπολλόδωρο πού βο-σκοῦσε στό ὄρος Μαίναλο τῆς Ἀρκαδίας. Μέ μεγάλη ἐπιμονή καί ἀκούραστα γιά πολύ χρόνο καταδίωκε τό ἐλάφι καί ἀφοῦ μέ τό τόξο του τό λάβωσε στό πόδι τό συνέλαβε ζωντανό, ὅπως εἶχε δι-αταγή καί τό μετέφερε στίς Μυκῆνες.

Μετά ἀντιμετώπισε τίς τεράστιες ὄρνιθες, ἀναθρεμμένες ἀπό τόν

113 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἄρη, πού ζοῦσαν στήν λίμνη τῆς Στυμφαλίας καί τρέφονταν μέ ἀνθρώπινες σάρκες τίς ὁποῖες ἐξολόθρευε μέ τήν βοήθεια τῆς Ἀθηνᾶς καί τοῦ Ἡφαίστου, πού κατασκεύασε γιά αὐτόν κρόταλα ἀπό χαλ-κό, πού ἀνάγκασαν τά πτηνά νά βγοῦν ἀπό τά καταφύγια τους.

Ἡρακλῆς καί κόπρος τοῦ Αὐγείου: Κατά διαταγή τοῦ Εὐρυ-σθέως, ὁ Ἡρακλῆς ἔπρεπε σέ μία μόνο ἡμέρα νά καθαρίσει τήν ἀπε-ρίγραπτη καί ἀπό βουνά κοπριά ἀπό τίς βοσκές τῶν κοπαδιῶν στόν σταῦλο τοῦ Αὐγεία, πού ἦταν βασιλιάς τῶν Ἐπειῶν στήν Ἤλιδα. Ὁ ἥρωας ἐπέτυχε τόν σκοπό του καί ἔγκαιρα ἐκτέλεσε τήν διαταγή, ἐπειδή κατόρθωσε νά ἀλλάξει τήν κατεύθυνσι τοῦ ροῦ τῶν ποταμῶν Πηνειοῦ καί Ἀλφειοῦ, ρίχνοντας ὅλη τήν παροχή τοῦ νεροῦ ἀπό τούς ποταμούς ἐπάνω στήν κοπριά.

Ἡρακλῆς καί ὁ ταῦρος τῆς Κρήτης: Ὁ Ποσειδῶν δώρισε στόν βασιλιά τῆς Κρήτης Μίνωα ἕνα ταῦρο, γιά νά τόν θυσιάσει στόν θεό καί αὐτός ἀρνήθηκε τήν θυσία τοῦ ταύρου, ὁπότε ὁ Ποσειδῶν ἐξορ-γίστηκε καί κατέστησε μανιώδη τόν ταῦρο, ὁ ὁποῖος τρομοκρατοῦσε ὅλη τήν χώρα. Ὁ Ἡρακλῆς τόν συνέλαβε καί τόν ἐπῆγε ζωντανό στίς Μυκῆνες. Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ταῦρος πού ἅρπαξε τήν Εὐρώπη καί ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖο ἡ Πασιφάη γέννησε τόν Μινώταυρο, καί πού τιμωρήθηκε μετά ἀπό τόν Ποσειδῶνα μέ λύσσα.

Ἡρακλῆς καί ἵπποι τοῦ Διομήδους: Ὁ Ἡρακλῆς συνέλαβε τούς μανιώδεις ἵππους τοῦ Διομήδους, πού ἦταν βασιλιάς τῶν Βι-στούνων στήν Θράκη. Ὁ Διομήδης ἔτρεφε τά ἄλογα μέ σάρκες ἀπό τούς ξένους ναυαγούς στίς ἀκτές τῆς χώρας. Τούς ἵππους αὐτούς ὁ Ἡρακλῆς τούς ἔφερε στίς Μυκῆνες, ἀφοῦ προηγουμένως τόν ἴδιο τόν Διομήδη τόν ἔριξε στά ἄλογα καί τόν ἔφαγαν.

Ἡρακλῆς καί Ἱππολύτη (ἐκ τοῦ ἵππος + λύω): Ὁ Ἡρακλῆς ἀφοῦ ἐπῆγε μέ πολλούς ἐθελοντές καί ἀκολούθους, ὅπως ὁ Θη-σεύς, Πηλεύς καί ὁ Τελαμών, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Θερμώδοντα, ἅρπαξε τήν ζώνη τῆς βασίλισσας τῶν Ἀμαζόνων Ἱππολύτης, τήν φόνευσε καί διασκόρπισε τίς συγκεντρωμένες Ἀμαζόνες, τήν δέ ζώνη δώρισε στήν θυγατέρα τοῦ Εὐρυσθέως Ἀριάδνη.

114 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἡρακλῆς καί Γηρυόνης (ἐκ τοῦ γήρυς, δυνατή φωνή + ὄνια = ἀξία) Ὁ Γηρυόνης, πού ἦταν ἀνθρώπινο τέρας μέ τρεῖς κεφαλές καί κατοικοῦσε στήν δυτική ἄκρη τοῦ Ὠκεανοῦ εἶχε κοπάδι ἀπό βόδια, τά ὁποῖα φύλαγαν ὁ σκύλος Ὄρθρος καί ὁ βοσκός Εὐρυτίων. Ὁ Ἡρακλῆς σκότωσε καί τούς τρεῖς καί ἅρπαξε τό κοπάδι. Στήν πο-ρεία του ἄφησε σημάδια, ἔστησε τίς στῆλες πού ἀπό τό ὄνομά του ὀνομάζονται Ἡράκλειοι στῆλες, στό σημερινό Γιβλαλτάρ.

Ἡρακλῆς καί Πλούτων (ἐκ τοῦ πλοῦτος) Ὁ Ἡρακλῆς ἀφοῦ κατῆλθε στόν Ἅδη, διά μέσου τοῦ Ταινάρου, μέ τήν ἄδεια τοῦ Πλούτωνος καί χωρίς ὅπλα κατέλαβε τόν Κέρβερο, τόν ὁποῖο με-τέφερε καί ἐπέδειξε στόν Εὐρυσθέα. Στήν Ὀδύσσεια ὁ Ἡρακλῆς διηγεῖται πώς αὐτό ἦταν τό δυσκολότερο ἀπό τά κατορθώματά του καί δέν θά πετύχαινε, χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Ἑρμοῦ καί τῆς Ἀθηνᾶς πού τόν ἔσωσε ἀπό τά κύματα τῆς Στυγός.

ΔHIANEIPA(ἐκ τοῦ δαίω = καίω, καταστρέφω τόν ἄνδρα)

Θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Καλυδῶνος Οἰνέως καί τῆς Ἀλθαίας, ἀδελφῆς τοῦ Μελεάγρου. Τήν Δηιάνειρα ἔλαβε ὡς γυναῖκα του ὁ Ἡρακλῆς, ἀφοῦ κατανίκησε τόν Ἀχελῶο. Κάποτε ἔφθασαν μαζί στόν ποταμό Εὔηνο, ὅπου διέμενε ὁ Κένταυρος Νέσσος πού δουλειά εἶχε νά περνάει μέ ἀμοιβή ἀπέναντι διά τοῦ πορθμοῦ τούς διαβάτες. Ὁ Ἡρακλῆς διάβηκε τόν ποταμό μόνος του καί ἐμπιστεύθηκε τήν γυ-ναῖκα του στόν Κένταυρο. Αὐτός ὅμως ἐπιχείρησε ἄσεμνες πράξεις κατά τῆς Δηιάνειρας, αὐτή ἔβαλε τίς φωνές, τήν ἄκουσε ὁ Ἡρακλῆς καί μέ τό τόξο του σημάδεψε στήν καρδιά τόν Νέσσο καί τόν φόνευ-σε, ἀλλά αὐτός πεθαίνοντας συμβούλεψε τήν Δηιάνειρα νά μαζέψει αἷμα ἀπό τήν πληγή του, νά τό ἀνακατέψει μέ λάδι δημιουργώντας ἕνα ἰσχυρό ἐρωτικό φίλτρο γιά τόν ἄνδρα της σέ περίπτωσι πού πα-ρουσιαζόταν ἀντίζηλος. Ἐκείνη τόν πίστεψε καί ἀργότερα ὅταν ἔμα-

115 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θε τήν σχέσι τοῦ Ἡρακλέους μέ τήν Ἰόλη, πότισε μέ αὐτό τόν χιτώνα του. Ἦταν ὅμως ἕνα φοβερό δηλητήριο, τό ὁποῖο ἔμελλε νά φέρει τό τέλος τοῦ λαμπρότερου τῶν ἡρώων, καίγοντας τίς σάρκες του. Ἔκα-ναν πολλά παιδιά, ὅπως ὁ Ὕλλος, ὁ Γληνός, ἡ Μακαρία κ.ἄ.

ΙOΛAOΣ(ἐκ τοῦ ἰός = βέλος + λαός)

Υἱός τοῦ Ἰφικλέως, ἀδελφοῦ του Ἡρακλέους. Ὑπῆρξε στενός φίλος καί ἡνίοχος τοῦ θείου του, βοηθώντας τον σέ πολλές ἐπιχειρήσεις. Πιό δραστική ἦταν ἡ βοήθειά του στήν ἐξολόθρευσι τῆς Λερναίας Ὕδρας ὅπου ἔκαιγε κάθε κεφάλι πού ἔκοβε ὁ Ἡρακλῆς. Ὁ Ἡρακλῆς, μετά τήν παραφροσύνη πού τόν ὁδήγησε στόν φόνο τῶν παιδιῶν του ἀπό τήν Μεγάρα, πάντρεψε τήν μητέρα τους μέ τόν Ἰόλαο. Τήν ἀφοσίωσί του στόν θεῖο του, ὁ Ἰόλαος τήν διατήρησε καί μετά τόν θάνατο τοῦ ἥρωα, ἀφοῦ ἦταν ἐκεῖνος πού σκότωσε τόν Εὐρυσθέα. Ἐπικεφαλῆς ἀποικίας τῶν Ἡρακλειδῶν, πῆγε στήν Σαρδηνία καί ἵδρυσε πόλι πρός τιμήν τοῦ Ἡρακλεόυς, ὅπου καί ἀπέθανε. Στό ἡρῶον του στήν Θήβα, ὁρκίζονταν οἱ ἐραστές καί οἱ ἐρώμενοι, ὡς μνημεῖο φιλίας καί ὑποστηρίξεως. Ὁ Ἰόλαος ὑπῆρξε καί ὁ πρῶτος Ὀλυμπιονίκης.

ΙOΛH(ἐκ τοῦ ἰός = βέλος + λαός)

Κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Οἰχαλίας (τῆς Μεσσηνίας) Εὐρύτου, τήν ὁποία ἐρωτεύθηκε παράφορα ὁ Ἡρακλῆς. Ὅταν ὁ Εὔρυτος διοργά-νωσε ἀγῶνες τόξου, μέ βραβεῖο τήν κόρη του, ὁ ἥρωας ἔλαβε μέρος, νίκησε καί τήν ζήτησε σέ γάμο. Ὁ Εὔρυτος ὅμως φοβήθηκε μήπως ἡ κόρη του εἶχε τήν ἴδια τύχη μέ τήν Μεγάρα, πού ὁ Ἡρακλῆς εἶχε σκο-

116 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τώσει τά παιδιά τους σέ μιά στιγμή μανίας σταλμένη ἀπό τήν Ἥρα. Ἔτσι τοῦ τήν ἀρνήθηκε, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἦταν ἤδη νυμφευμένος μέ τήν Δηιάνειρα. Αὐτό θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή ἀπό τόν νικητή, ὁ ὁποῖος κήρυξε πόλεμο ἐναντίον τῆς Οἰχαλίας καί μετά τήν νίκη του σκότωσε τόν Εὔρυτο καί τούς γιούς του. Ἡ Ἰόλη ἀπό ἀπόγνωσι, γκρεμίστηκε ἀπό τά τείχη τῆς πόλεως, ἀλλά τά ροῦχα της μπλέχτη-καν στά κλαδιά ἑνός δένδρου, ὁ Ἡρακλῆς τήν ἔσωσε καί τήν ἔκανε δική του. Τότε ἦταν πού ἡ Δηιάνειρα τοῦ ἔστειλε τόν χιτώνα τοῦ Νέσσου, τό δηλητήριο τοῦ ὁποίου ἦταν μοιραῖο γιά τόν Ἡρακλῆ. Πε-θαίνοντας, ὁ ἥρωας ἔδωσε τήν Ἰόλη στόν πρωτότοκο υἱό του Ὕλλο.

ΕYPYΣΘEYΣ(ἐκ τοῦ εὐρύς + σθένος)

Βασιλιάς τῶν Μυκηνῶν. Ἦταν υἱός τοῦ Σθενέλου, ἐγγονός τοῦ Περ-σέως, πού ἦταν υἱός τοῦ Διός. Ἤδη ἀπό τά ὁμηρικά ἔπη ἦταν πολύ γνωστός, καθ’ ὅσον αὐτός ἐπέβαλε στόν Ἡρακλῆ τήν ἐκτέλεσι τῶν ἄθλων. Ὁ Εὐρυσθέας γεννήθηκε πρόωρα, μόλις ἑπτά μηνῶν, μέ τήν πονηρή ἐπέμβασι τῆς Ἥρας. Ὁ πατέρας τῶν θεῶν, ἀναμένοντας μέ μεγάλη ἀγωνία τήν γέννησι τοῦ Ἡρακλέως, καυχήθηκε, ὅτι ὁ μέλλων νά γεννηθεῖ ἀπό τή γενιά του θά κυριαρχήσει ἐπί ὅλων τῶν Ἀργεί-ων (Πελοποννησίων) καί τῶν Ἕλληνων. Ἡ Ἥρα ὅμως ἀξίωσε ἀπό τήν Εἰλειθυία, τήν θεά τῶν τοκετῶν, νά ἐπιταχύνει τήν γέννησι τοῦ Εὐρυσθέως πού ἦταν κι αὐτός ἀπόγονος τοῦ Διός, ὁπότε ὁ Ζεύς ἔχρισε τόν Εὐρυσθέα βασιλιά τῶν Μυκηνῶν.

HPAKΛEIΔAI

Ἔτσι ὀνομάζοντο οἱ υἱοί καί μεταγενέστεροι ἀπόγονοι τοῦ Ἡρακλέ-ως, κυρίως δέ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό πολλές περιπέτειες ἀνέ-

117 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

κτησαν, ὡς θέλει ἡ παράδοσις τῶν Δωριέων, τήν Πελοπόννησο. Ὁ Ἡρακλῆς ἀφοῦ βοήθησε τόν Αἰγίμιο, βασιλιά τῆς Δωρίδος, ἔλαβε ἀπό αὐτόν τό ἕνα τρίτο τῆς χώρας του. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἡρα-κλέως ὁ υἱός του Ὕλλος καί ἡ οἰκογένειά του καταδιώχτηκαν ἀπό τόν Εὐρυσθέα. Κατέφυγαν στόν Αἰγίμιο, βασιλιά τῶν Δωριέων, πού κατοικοῦσαν στόν Ὄλυμπο. Μετά στράφηκαν πρός τούς Ἀθηναίους καί πέτυχαν, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θησέως, νά κυριεύσουν τίς Μυκῆνες καί νά σκοτώσουν τόν Εὐρυσθέα. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες, ἐξαπλώθηκαν στήν Πελοπόννησο καί τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ἡ κίνη-σις αὐτή ἔμεινε γνωστή μέ τόν ἀδόκιμο τίτλο ἡ κάθοδος τῶν Δωρι-έων, ἀπό τούς Δωριεῖς συμμάχους τους. Ὁ σωστός ὅρος εἶναι ἡ ἐπά-νοδος τῶν Ἡρακλειδῶν. Ἡρακλεῖδες ἦσαν καί οἱ Τημενίδες πρόγο-νοι τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος καυχιόταν ἰδιαιτέρως γιά τήν καταγωγή του.

THΛEΦOΣ(τῆλε + φάσις = φῶς)

Νόθος υἱός τοῦ Ἡρακλέως ἀπό τήν Αὐγή, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Τεγέας Ἀλεοῦ καί ἱέρεια τῆς Ἀθηνᾶς. Μόλις γεννήθηκε, ἡ μητέ-ρα του τόν ἔκρυψε στό ἄλσος τῆς Ἀθηνᾶς καί τόν βρῆκε ὁ παππούς του, πού τόν ἔριξε στό ὄρος Παρθένι ὅπου τόν μεγάλωσε ἕνα ἐλάφι. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, μετέβη, κατά συμβουλή τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν, στήν Μυσία τῆς Μ. Ἀσίας, στόν βασιλιά Τεύθραντα, ὁ ὁποῖος εἶχε πάρει ὡς γυναίκα του τήν Αὐγή, πού τήν εἶχαν πωλήσει ὡς δού-λη. Ἐκεῖ βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τόν ἐχθρό τοῦ Τεύθραντος τόν Ἴδα, τόν ὁποῖο καί ἐνίκησε. Ὅταν κάποια στιγμή, ἐπικαλέστηκε τόν πατέρα του Ἡρακλῆ, ἡ Αὐγή τόν ἀναγνώρισε καί τελικά νυμφεύθη-κε τήν κόρη τοῦ Τεύθραντος. Ἀργότερα πολέμησε στόν Τρωικό πό-λεμο στό πλευρό τῶν Τρώων, πληγώθηκε ἀπό τό δόρυ τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ ὁποῖος ὅμως δέχθηκε νά τόν γιατρέψει (ὁ Ἀχιλλεύς εἶχε γνώσεις

118 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἰατρικῆς ἀπό τόν δάσκαλό του τόν Χείρωνα), λόγῳ ἑνός περίεργου χρησμοῦ πού εἶχαν λάβει οἱ Ἀχαιοί. Ἀπό εὐγνωμοσύνη, ὁ Τήλεφος σταμάτησε τόν πόλεμο καί γύρισε στήν πατρίδα του.

EPIXΘONIOΣ(ἐκ τοῦ ἔρι + χθών, δηλ. ὁ αὐτόχθωνας)

Ὁ θρῦλος λέει ὅτι γεννήθηκε ἀπό τόν Ἥφαιστο καί τήν Ἀθηνᾶ μέ περιπετειώδη τρόπο, ὅταν τό σπέρμα τοῦ θεοῦ ἔπεσε πάνω στό πόδι τῆς θεᾶς καί ἐκείνη μέ ἀηδία τό πέταξε στήν γῆ. Ἔτσι ὁ Ἐρι-χθόνιος γεννήθηκε μέσα ἀπό τήν γῆ, καί τότε ἡ Ἀθηνᾶ ἀνέλαβε νά τόν ἀναθρέψει, ἀφοῦ ἐνστάλαξε στό βρέφος δυό σταγόνες τοῦ αἵματος ἀπό τήν Γοργώ, ὥστε μέ τήν μία νά ζωογονεῖ καί μέ τήν ἄλλη νά σκοτώνει. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ὁ Κέκροψ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄτεκνος, τοῦ παρέδωσε τήν κυριαρχία τῆς Ἀττικῆς. Νυμφεύτηκε τήν Πραξιθέα καί εἶχε δυό υἱούς, τόν Πανδίονα καί τόν Ἐρεχθέα. Θεωρήθηκε ὁ ἐφευρέτης τοῦ χρήματος καί ὁ πρῶτος πού ἔφερε τόν σίδηρο στήν Ἀττική. Οἱ Ἀθηναῖοι θεωροῦσαν πώς κατάγονται ἀπό αὐτόν, ἔτσι ὁ «οἰκουρός ὄφις» τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς στήν Ἀκρόπο-λι ταυτίζεται πολλές φορές μέ αὐτόν.

ΑIΓEYΣ(ἐκ τοῦ ἀΐσσω = ὁρμῶ)

Ὁ ἔνατος βασιλιάς τῶν Ἀθηνῶν, γιός τοῦ Πανδίονος, γιοῦ τοῦ Κέ-κροπος καί τῆς Πυλίας κόρης τοῦ Πύλα, βασιλέως τῶν Μεγάρων. Παντρεύτηκε τρεῖς φορές, στήν ἀρχή μέ τήν Μηλίτη καί μετά μέ τήν Χαλκιόπη, ἀλλά δέν μπόρεσε μέ καμμία νά τεκνοποιήσει. Ἡ ἀτε-κνία του τόν ἀνησυχοῦσε ἐπειδή ὁ ἀδελφός του ὁ Πάλλας εἶχε πε-νήντα γιούς. Ἔτσι παντρεύτηκε τήν Αἴθρα, ἡ ὁποία ἦταν μνηστευ-

119 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μένη τότε, χωρίς ἐλπίδα, μέ τόν Βελλερεφόντη. Ἡ Αἴθρα ἔμεινε ἔγκυος μέ τό σπέρμα τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος παραχώρησε τήν πατρότητα ὅλων τῶν παιδιῶν πού θά γεννοῦσε ἡ Αἴθρα στόν Αἰγέα. Ὁ Αἰγεύς ζήτησε νά ἀνατραφεῖ ὁ γιός του στήν Τροιζήνα, μακρυά ἀπό τούς πολλούς ἐχθρούς του καί μετά γύρισε στήν Ἀθήνα ὅπου ἀναγκάστηκε νά ἐξορίσει τόν ἀδελφό του Λύκο, ἐπειδή συνομω-τοῦσε ἐναντίον του. Μετά ἄρχισε ὁ πόλεμος μέ τόν βασιλιά τῆς Κρήτης Μίνωα πού ἡ ἀτυχής ἔκβασίς του ἀνάγκασε τούς Ἀθηναί-ους νά στέλνουν κάθε χρόνο ἑπτά νέους καί ἑπτά παρθένες θυσία στόν Μινώταυρο. Αὐτοκτόνησε, πέφτοντας στήν θάλασσα, ἀπό τήν ἀπελπισία του, διότι νόμιζε ὅτι καί ὁ γιός του σκοτώθηκε ἀπό τόν Μινώταυρο. Ὅμως ὁ Θησεύς ἁπλά εἶχε ξεχάσει νά ἀλλάξει τά μαῦρα πανιά στά πλοῖα πού ἦταν σημάδι ἀποτυχίας. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ, ἡ θάλασσα στήν ὁποία ἔπεσε ὀνομάστηκε Αἰγαῖον Πέλαγος.

ΘHΣEYΣ(ἐκ τοῦ τίθημι, «διά τήν θέσιν τῶν πραγμάτων»)

Ὁ σπουδαιότερος, μετά τόν Ἡρακλῆ, ἥρωας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος καί ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, τῶν ὁποίων ὑπῆρξε καί βασιλιάς καί δή ὁ τελευταῖος τῶν ἐννέα ἀρχαίων βασιλέων. Ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως Αἰγέως καί τῆς Αἴθρας, θυγατέρας τοῦ βασιλέως τῆς Τροιζηνίας Πιτθέως. Ὁ Αἰγέας, πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τήν Τροιζήνα, ἄφησε κά-τω ἀπό μεγάλο λίθο (μεγάλο κοτρώνι) τό ξίφος καί τά σανδάλια του μέ τήν ἐντολή νά τά παραλάβει ὁ υἱός του, μόλις μπορέσει καί μετακινήσει τόν λίθο. Μόλις ὁ Θησέαςεγινε δέκα ἕξι ἐτῶν ὁδηγή-θηκε ἀπό τήν μητέρα του, σήκωσε τόν λίθο, παρέλαβε τά ὅπλα καί ξεκίνησε διά ξηρᾶς γιά τήν Ἀθήνα. Στόν δρόμο του πρός τήν Ἀθή-να ἔκανε τά πρῶτα του κατορθώματα, μέ τά ὁποία ἀπέκτησε με-γάλη φήμη. Ἔτσι στήν Ἐπίδαυρο φόνευσε τόν υἱό τοῦ Ἡφαίστου,

120 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

πού σκότωνε τούς διαβάτες μέ ρόπαλο καί γιά τόν ἄθλο του αὐτόν πῆρε ὡς λάφυρο τό τρομερό ρόπαλο. Προσέτι φόνευσε τόν Σίνι, ὁ ὁποῖος ἔδενε τά πόδια τῶν διαβατῶν σέ ξεχωριστά δένδρα καί τούς ἐξολόθρευε. Ἀκόμη φόνευσε τόν φοβερό Σκείρωνα, τόν Κερ-κυόνα καί στήν Ἐλευσίνα ὑπέβαλε τόν Προκρούστη στό ἴδιο του τό μαρτύριο. Προκειμένου ὁ Θησεύς νά ἀποκτήσει τήν εὔνοια τοῦ λαοῦ, ἀποφάσισε νά μεταβεῖ στόν Μαραθώνα μέ σκοπό νά φονεύ-σει τόν ἄγριο ταῦρο πού λυμαινόταν τήν περιοχή καί ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος ὅλων τῶν κατοίκων. Πράγματι κατόρθωσε νά συλλά-βει τοῦτον καί ζωντανό τόν μετέφερε στήν Ἀθήνα, ὅπου τόν ἀφιέ-ρωσε στόν Δελφίνιο Ἀπόλλωνα. Μετά ἀπό τόν ἄθλο τοῦ Θησέως μέ τόν ταῦρο τοῦ Μαραθῶνος, τοῦ δόθηκε ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιά νά ἐκτελέσει τόν σπουδαιότερο ἄθλο του, δηλαδή νά φονεύσει τό Μινώταυρο. Κατά τόν μῦθο αὐτό οἱ Ἀθηναῖοι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά στέλνουν στόν βασιλιά τῆς Κρήτης Μίνωα ἐτήσιο φόρο ὑποτέ-λειας ἀπό ἑπτά ἐφήβους καί ἑπτά νέες παρθένους καί ἕνεκα τοῦ πένθους γιά τήν ἀπώλεια αὐτή στά κατάρτια τοῦ πλοίου ἀναρ-τοῦσαν μαῦρα πανιά. Ὁ Θησεύς θέλοντας νά ἀπαλλάξει τήν πα-τρίδα του ἀπό τόν φόρο αὐτό, ἀποφάσισε νά φονεύσει τόν Μινώ-ταυρο, στόν ὁποῖο, κατά τόν μῦθο, παραδίδονταν οἱ νέοι πού ἀπο-στέλλονταν πρός βορά του. Ὁ Θησεύς γιά νά ἐξέλθει ἀπό τόν Λα-βύρινθο, στόν ὁποῖο ζοῦσε ὁ Μινώταυρος, χρειάστηκε τήν βοήθεια τῆς Ἀριάδνης, θυγατέρας τοῦ Μίνωα, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε τόν «μί-το», ἕνα κουβάρι ἀπό σκοινί καί τόν συμβούλευσε νά δέσει τήν ἀρχή του στήν ἔξοδο καί νά ἀκολουθεῖ τήν πορεία τοῦ σκοινιοῦ γιά νά βγεῖ σῶος καί ἀσφαλής ἀπό τόν Λαβύρινθο, πού ἦταν πολυδαί-δαλος. Ὁ ἥρωας ἔδεσε τήν μία ἄκρη του στήν εἴσοδο τοῦ λαβυρίν-θου, καί ἀφοῦ σκότωσε τόν Μινώταυρο, πρίν αὐτός προλάβει νά κατασπαράξει κάποιον ἀπό τούς νέους ἤ τίς νέες, μπόρεσε νά βρεῖ τόν δρόμο τῆς ἐξόδου, χάρη στό νῆμα. Ὁ Θησεύς, ὑπό τό κράτος τοῦ θριάμβου, ἀλλά καί ἀπό τήν λύπη του γιά τήν ἐγκατάλειψι τῆς Ἀριάδνης μετά ἀπό ἐντολή τοῦ Διονύσου στήν Νάξο, λησμόνησε

121 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν ὑπόσχεσι πού εἶχε δώσει στόν πατέρα του, φεύγοντας γιά τήν Κρήτη, ὅτι ἄν σκοτώσει τό Μινώταυρο στά κατάρτια τοῦ πλοίου θά ὑψώσει ἄσπρα πανιά. Ὁ Αἰγέας, πού ἀνέμενε τήν ἐπάνοδο τοῦ υἱοῦ του, ἀνεβασμένος σέ ἕνα βράχο τῆς παραλίας, εἶδε νά ἔρχε-ται τό πλοῖο στό ὁποῖο δέν εἶχαν ἀλλαχθεῖ τά πανιά καί παρέμε-ναν μαῦρα. Μετά ἀπό αὐτό, πίστεψε ὅτι ὁ Θησέας εἶχε σκοτωθεῖ καί ἔπεσε ἀμέσως στήν θάλασσα καί πνίγηκε καί ἀπό τό ὄνομά του ὀνομάστηκε Αἰγαῖο πέλαγος. Ὁ Θησεύς διαδέχθηκε στόν θρό-νο τόν πατέρα του καί διακρίθηκε στήν διοίκησι τῆς πόλεως καί ἀφοῦ συγκέντρωσε τούς κάτοικους τῆς Ἀττικῆς σέ ἕνα συνοικισμό, πού ὀνομάστηκε αἱ Ἀθῆναι, ἵδρυσε τά Παναθήναια. Ἄλλοι μῦθοι ἀναφέρουν ὅτι μαζί μέ τόν Ἡρακλῆ ἔκαναν τήν ἐκστρατεία ἐναντί-ον τῶν Ἀμαζόνων, ὅτι μέ τόν φίλο του Πείριθο ἀπήγαγε τήν Ἑλέ-νη, γιά νά τήν φυλάξει μόνο. Μόλις οἱ Διόσκουροι ἀπελευθέρωσαν τήν Ἑλένη, ὁ Θησεύς μέ τόν Πείριθο πῆγαν στήν Ἤπειρο γιά νά ἀπαγάγουν τή θυγατέρα τοῦ βασιλιά τῶν Μολοσσῶν Φερσεφόνη. Πέθανε σέ μεγάλη ἡλικία, πέφτοντας καθώς ἔκανε ἕναν περίπατο. Οἱ Ἀθηναῖοι πάντα τόν τιμοῦσαν ὡς τόν μεγαλύτερο ἥρωα, λέγε-ται δέ ὅτι ὅταν πολεμοῦσαν στόν Μαραθώνα ἐναντίον τῶν Περσῶν, πολλοί εἶδαν τό φάντασμα τοῦ Θησέως νά προχωρεῖ μπροστά τους ἐναντίον τῶν βαρβάρων. Ὁ Θησέας συμβολίζει τόν ἥλιο πού ἀνα-τέλλει τό πρωί στόν καθαρό ἀέρα (Αἴθρα) πάνω ἀπό τά κύματα τῆς θάλασσας (Αἰγεύς).

ΑPIAΔNH(ἡ ἄρι ἀνδάνουσα = ἡ ἀρεστή)

Κόρη τοῦ Μίνωος καί τῆς Πασιφάης, πού ἐρωτεύτηκε παράφορα τόν Θησέα ὅταν ἦλθε στήν Κρήτη μέ τούς νέους καί τίς νέες πού προο-ρίζονταν γιά τόν Μινώταυρο. Ἐκείνη ἦταν πού τοῦ ἔδωσε τόν μῖτο, τό ἁπλό τέχνασμα μέ τό ὁποῖο ὁ Θησεύς βγῆκε ἀπό τόν Λαβύρινθο,

122 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μετά τόν φόνο τοῦ Μινωταύρου. Ἡ Ἀριάδνη ἀκολούθησε τόν Θησέα, ὅταν ἐκεῖνος ἔφυγε ἀπό τήν Κρήτη, ἀλλά στήν Νάξο τήν ἐρωτεύτη-κε ὁ Διόνυσος καί διέταξε τόν Θησέα νά τήν ἀφήσει ἐκεῖ. Ὁ Θησεύς ἀναγκαστικά ὑπάκουσε, ἡ Ἀριάδνη παντρεύτηκε τόν Διόνυσο, πέθα-νε ὅμως στήν Κύπρο κατά τήν διάρκεια τοῦ τοκετοῦ. Τότε ὁ Ζεύς μεταμόρφωσε σέ ἀστερισμό τόν χρυσό στέφανο πού τῆς εἶχε χαρί-σει ὁ Διόνυσος, στόν γάμο τους. Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει ὅτι μπρο-στά στό ἀνάκτορο τῆς Κνωσοῦ ὑπῆρχε ἀνάγλυφο μάρμαρο πού ἔδειχνε τόν χορό τῆς Ἀριάδνης.

EPEXΘEYΣ(ἐκ τοῦ ἔρι + χθών, δηλ. λίαν + γῆ, ὁ αὐτόχθων)

Κατά τήν ἐπικρατέστερη ἐκδοχή ἦταν γιός τοῦ Ἐριχθόνιου καί ὑπῆρξε βασιλιάς τῆς Ἀττικῆς, σέ πολλές ἐκδοχές ὅμως ταυτίζεται μέ αὐτόν. Ὠφέλησε πολύ τήν Ἀθήνα, ἔφερε τήν λατρεία τῆς Ἀθηνᾶς, καθιέρωσε πρῶτος τήν γιορτή τῶν Παναθηναίων, ἦταν ὁ πρῶτος πού δίδαξε τήν ζεῦξι τῶν ἁμαξιῶν καί νίκησε τόν Εὔμολπο, βασι-λιά τῶν Θρακῶν. Εἶναι ὁ ἄρχοντας πού καθιέρωσε τά Ἐλευσίνια Μυστήρια, τιμήθηκε ὡς ἥρωας καί ἀνδριάντας του ὑπῆρχε κοντά στήν θόλο, στήν Ἀγορά τῶν Ἀθηνῶν.

KEKΡΩΨ(ἐκ τοῦ καρπός + ὄψ = καρπός γῆς)

Γενάρχης ἥρωας, θεμελιωτής καί ἐπώνυμος τῶν Ἀθηναίων, ἵδρυσε τήν δεκάπολι τῶν Ἀθηνῶν, πού ὀνομαζόταν ἀρχικά Κεκροπία. Ἦταν αὐτόχθων, υἱός τῆς Γαίας. Ἐθεωρεῖτο ὡς διφυής, ἤτοι ὡς ἔχων στά κάτω ἄκρα φίδια. Καθώς φανερώνουν οἱ παραστάσεις τῶν ἀετωμάτων τῶν ἀρχαίων ναῶν τῆς ἀκροπόλεως οἱ διφυεῖς πα-

123 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ραστάσεις ἦταν λίαν συνήθεις καί ἀγαπητές ἀπό τόν λαό. Θεμελί-ωσε τόν ἀττικό πολιτισμό, δίδαξε τήν ταφή τῶν νεκρῶν, εἰσήγαγε τήν μονογαμία καί ἦταν κριτής στόν ἀγώνα τῆς Ἀθηνᾶς καί τοῦ Ποσειδῶνος γιά τήν κυριαρχία τῆς πόλεως. Ὁ τάφος του ἦταν στό Ἐρεχθεῖον. Ἀνακυρήχθηκε ἥρως ἀρχηγέτης καί μία φυλή τῆς Ἀττικῆς ὀνομάστηκε Κεκροπίς, ἀπό τούς ἀπογόνους του. Νυμφεύ-θηκε τήν Ἄγραυλο καί παιδιά τους ἦσαν ὁ Ἐρυσίχθων, πού τόν δι-αδέχθηκε, ἡ Ἔρση καί ἡ Πάνδροσος.

ΚOΔPOΣ (ἐπίθ. ἐκ τοῦ κυδρός = ἔνδοξος)

Ἀρχαῖος βασιλιάς τῶν Ἀθηνῶν, γιός τοῦ Μελάνθου. Κατά τήν βασι-λεία του ἔγινε μεγάλη ἀφορία (ἔλλειψις καρπῶν) στήν Πελοπόννη-σο καί οἱ κάτοικοί της οἱ Δωριεῖς ἐξεστράτευσαν καί κυρίευσαν ὅλη τήν περιοχή ἀπό τόν Ἰσθμό μέχρι καί τά Μέγαρα. Οἱ εἰσβολεῖς προ-κειμένου νά προελάσουν ἐναντίον τῶν Ἀθηνῶν, ρώτησαν τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἐάν θά κυριεύσουν τήν πόλι. Ὁ θεός ἀπάντησε ὅτι θά κυριεύσουν τήν πόλι μόνο ἐάν δέν φονεύσουν τόν βασιλιά της, ὅμως τόν χρησμό αὐτό κάποιος τόν μετέφερε στούς Ἀθηναίους. Τότε ὁ Κόδρος, ἀφοῦ ντύθηκε μέ φτωχικά ροῦχα, πῆρε μαζί του ἕνα δρε-πάνι καί βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλι γιά νά ἐξαπατήσει τούς ἐχθρούς. Kαί τό πέτυχε, γιατί ἐκεῖ πού μάζευε φρύγανα τόν πλησίασαν δυό ἀπό τούς ἐχθρούς του, σκότωσε τόν ἕνα καί ὁ ἄλλος τόν φόνευσε, ἀφοῦ δέν γνώριζε ὅτι ἦταν ὁ βασιλιάς. Τήν ἄλλη μέρα οἱ Ἀθηναῖοι ζήτησαν τό σῶμα τοῦ νεκροῦ βασιλέως τους, οἱ Δωριεῖς φοβούμενοι τήν ἐπαλήθευσι τοῦ χρησμοῦ ἔλυσαν τήν πολιορκία καί ἔτσι σώθη-κε ἡ Ἀθήνα. Οἱ Ἀθηναῖοι γιά νά τιμήσουν τόν βασιλιά τους γιά τήν θυσία του δέν ἔχρισαν ἄλλο βασιλιά, τό ἀξίωμα δέ αὐτό ἀπό ἐκείνη τήν περίοδο, ἄρχισε νά περιερίζεται σέ τυπικά καθήκοντα, συνέχισε ὅμως νά ὑπάρχει, ἀκόμα καί στά χρόνια τῆς δημοκρατίας.

124 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΜEΔΩN(ἐκ τοῦ μέδω = ἄρχω, κυβερνῶ)

Πρωτότοκος υἱός καί διάδοχος τοῦ Κόδρου, βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπειδή ἦταν κουτσός (χωλός), ὁ ἀδελφός του Νηλεύς μετά τήν θυ-σία τοῦ πατέρα τους, ἐξεγέρθηκε ἐναντίον του διότι δέν ἀνεχόταν νά κυβερνάει τήν πόλι ἕνας ἀνάπηρος. Οἱ Ἀθηναῖοι ζήτησαν τήν βοήθεια τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν καί ἡ Πυθία χρησμοδότησε ὅτι ὁ Μέδων ἔπρεπε νά παραμείνει στήν Ἀθήνα, ἔτσι ὁ Νηλεύς καί οἱ ὑπόλοιποι ἀδελφοί τους ἔφυγαν καί ἔγιναν ἀρχηγοί ἀποίκων. Ὁ μῦθος συμβο-λίζει τήν τήν πολιτειακή μεταβολή τοῦ ἀξιώματος τοῦ βασιλέως στήν Ἀθήνα, πού ἄρχισε νά φθίνει (νά χωλαίνει) καί νά περιορίζεται σέ τυπικά καθήκοντα, χωρίς νά καταργηθεῖ ποτέ. Διάσημοι Μεδοντίδες ἦταν ὁ Περικλῆς καί ὁ Πλάτων.

ΚHΦIΣOΣ(ἐκ τοῦ κῆπις, κάπις = πνεῦμα)

Στήν ἀρχαιότητα ἦταν ὁ πλουσιότερος σέ νερό ποταμός καί εἶχε με-γάλη σημασία, γιατί ἦταν ὁ κυριότερος ποταμός τῆς χώρας. Ὡς θε-ός ἐθεωρεῖτο πατέρας τῆς Διογενείας, τῆς ὁποίας ἡ θυγατέρα Πρα-ξιθέα ἔγινε σύζυγος τοῦ Ἐρεχθέως. Ἡ ροή τοῦ Κηφισοῦ ἦταν συνε-χής καί δεχόταν τά νερά τοῦ Ἰλισσοῦ λίγο πρίν τίς ἐκβολές του, γι’ αὐτό στίς παραστάσεις του συνήθως ἀγκαλιάζει τόν Ἰλισσό. Σώζε-ται παράστασι τοῦ Κηφισοῦ, στό δυτικό ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος, πού σήμερα βρίσκεται στό Βρετανικό Μουσεῖο. Ἄλλη παράστασις αὐτοῦ ἀνακάλυψε ὁ Ἰω. Σβορῶνος, πού βρίσκεται στό Ἐθνικό Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἐσφαλμένα ἀναφέρεται ὡς ἀνάθημα στόν Ἑρμῆ.

125 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

EKAΛH(ἐκ τοῦ ἑκάς + ἄλη + περιπλάνησις)

Εἶναι τό ὄνομα τῆς φιλόξενης μυθικῆς ἡρωίδος, ἡ ὁποία, κατά τόν Πλούταρχο, ἀφ’ ἑνός μέν πολύ στοργικά φιλοξένησε τόν Θησέα με-ταβαίνοντα ἀπό τήν Ἀθήνα στό Μαραθώνα γιά νά ἐξολοθρεύσει τόν μαραθώνιο ταῦρο, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἔταξε θυσία στόν Δία γιά τήν αἴσια ἐπάνοδο τοῦ ἥρωα. Ὅμως ἡ Ἑκάλη ἀπέθανε πρό τῆς ἐπα-νόδου τοῦ Θησέως καί αὐτός ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τήν φιλοξενία της διέταξε νά προσφέρονται τιμές πρός αὐτήν καί θέσπισε ἑορτή πρός τιμή τοῦ Διός, πού ὀνομάσθηκε Ἑκαλήσια. Πρός τιμήν της, στό σημεῖο ὅπου φιλοξένησε ἡ Ἑκάλη τόν Θησέα, ἔχει ἱδρυθεῖ τό γνωστό προάστιο τῶν Ἀθηνῶν.

ΑIΘPA(αἰθήρ + ρέω)

Κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Τροιζηνίας Πιτθέως, σύζυγος τοῦ βασιλέ-ως τῶν Ἀθηνῶν Αἰγέως, καί μητέρα τοῦ Θησέως, πού κατά μία ἐκδοχή τόν ἀπέκτησε ἀπό τόν Ποσειδώνα, ὁ ὁποῖος παραχώρησε τήν πατρότητα κάθε παιδιοῦ πού θά γεννοῦσε ἡ Αἴθρα στόν Αἰγέα. Ἦταν ἐκείνη πού ὑπέδειξε στόν γιό της τήν πέτρα πού ἔπρεπε νά σηκώσει γιά νά ἀνακαλύψει τό σπαθί καί τά σανδάλια τοῦ Αἰγέ-ως γιά νά ξεκινήσει τά κατορθώματά του. Ὅταν ὁ Θησεύς καί ὁ θεσσαλός Πειρίθους ἀπήγαγαν τήν ὡραία Ἑλένη, ἡ Αἴθρα ἦταν ἡ φρουρός της. Ὅμως ὁ Κάστωρ καί ὁ Πολυδεύκης τήν ἀπελευθέρω-σαν κι ἔφεραν καί τήν Αἴθρα στήν Λακεδαίμονα. Ὅταν ὁ Πάρις ἀπήγαγε τήν ὡραία Ἑλένη στήν Τροία, πῆρε στήν ἀκολουθία της καί τήν Αἴθρα. Στό Ἴλιον τήν ἀπελευθέρωσε, πολύ γριά πιά, ὁ ἐγγονός της, ὁ Ἀκάμας, ὁ γιός τοῦ Θησέως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´

Περσεύς – Ἰάσων

Ὁ Περσεύς, τό θεϊκό σπέρμα τό ὁποῖο γονιμοποιεῖ τήν σκοτεινή γῆ καί φέρνει τό φῶς, ἐκπαιδεύτηκε ἀπό τόν Κένταυρο Χείρωνα νά ἐλέγχει τήν σεξουαλική καί συναισθηματική δύναμι. Ὑποστη-ρίχθηκε ἀπό τήν θεά Ἀθηνᾶ τήν λογική τῆς δεκτικῆς πλευρά τοῦ ὄντος, ἡ ὁποία τοῦ μαθαίνει τήν αὐτοπαρατήρησι, τήν ἀποστα-σιοποιημένη κρίσι τῶν καταστάσεων, μέ τήν ὁποία ἀποκεφαλίζει τήν Μέδουσα δηλ. τά πάθη πού ἐγκλωβίζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. (Γιά πλήρη ἀποκωδικοποίησι τοῦ μύθου βλέπε Ἀλτά-νη Κένταυροι - Ἀμαζόνες - Μέδουσα). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ Παναγιώτης Α. Τουλᾶτος, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει στήν κοινή καταγω-γή ἀνθρώπων καί θεῶν, στό ἔργο του Τά Ἀρχεῖα τῆς Χαμένης Γνώσης Α΄ ἀναφέρει ὅτι «ὁ Περσεύς ἐπισκέφθηκε τούς Ὑπερ-βόρειους, ἀπό τούς ὁποίους ἔλαβε τό φοβερό σπαθί μέ τό ὁποῖο ἀποκεφάλισε τήν Μέδουσα καί τήν κυνή τοῦ Ἅδη, δη-λαδή τόν μηχανισμό ὑλοποίησης-ἀποϋλοποίησης πού τόν ἔκα-νε ἀόρατο». Ἡ ἐκδοχή ἐπιβαιώνεται ἀπό τόν Πίνδαρο.

Ἡ Ἀργοναυτική ἐκστρατεία ἦταν μιά πρόκλησις πού δέχθηκε ὁ Ἰάσων ἀπό τόν βασιλιά τῆς Θεσσαλίας Πελία, ὁ ὁποῖος εἶχε σφετερισθεῖ τόν θρόνο πού ἀνῆκε δικαιωματικά στόν μεγάλο ἥρωα. Σύμφωνα μέ τό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν ἡ Ἰωλκός δέν θά εὐημεροῦσε ποτέ, ἐάν δέν ἔφερναν ἀπό τήν Κολχίδα τό δέρμα τοῦ χρυσοῦ κριαριοῦ, μέ τό ὁποῖο εἶχε φύγει ὁ Φρίξος, μιά γενιά πρωτύτερα γιά νά μήν τόν θυσιάσουν. Τό δέρμα βρισκόταν κρε-μασμένο πάνω σέ μιά ἱερή βελανιδιά καί τό φυλοῦσε ἕνας ἄγρυ-πνος δράκοντας. Ὁ Ἰάσων δέχθηκε καί μέ τήν βοήθεια τῆς

127 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἀθηνᾶς καί τῶν μεγαλύτερων ἡρώων τῆς ἀρχαιότητος ξεκίνησε μέ τήν Ἀργώ (= ἡ λαμπερή, ἡ γρήγορη, ἀργός = ταχύς στήν ἀρχαία γλῶσσα) γιά μία ἀπό τίς συγκλονιστικότερες περιπέτει-ες πού τόν ἔκαναν θρῦλο στόν λαό του. Τί ὅμως ἦταν στήν πραγ-ματικότητα ἡ Ἀργοναυτική ἐκστρατεία; Ὁ ἀείμνηστος Γιάννης Λάμψας στό μνημειῶδες ἔργο του Λεξικόν τοῦ Ἀρχαίου κόσμου ἀναφέρει: «Ὁ μῦθος τῆς Ἀργοναυτικῆς Ἐκστρατείας φαίνεται πώς ἀποτελεῖ τήν ἐποποιία τῶν τολμηρῶν θαλασσοπόρων πού ἀνακάλυψαν πρῶτοι τους δρόμους πρός τόν Εὔξεινο Πόντο καί τήν Ἀδριατική». Ὁ Στράβων τήν συνδυάζει μέ τήν ἐμπορία χρυσοῦ καί δερμάτων πού γινόταν στήν Σκυθία. Τό χρυσόμαλ-λον δέρας ἦταν ἐξωραϊσμένη μορφή τῶν μεταλλείων χρυσοῦ πού ἀναζητοῦσαν οἱ Ἕλληνες στόν Βορρᾶ. Οἱ Ἀργοναῦτες ἦταν οἱ πρῶτοι ἐξερευνητές. Τούς διαδέχθηκαν ὁ Ὀδυσσεύς, ὁ Αἰνείας καί στήν ἱστορική ἐποχή οἱ Ἕλληνες ἄποικοι, ὁ Νέαρχος, ὁ Πυ-θέας καί ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος. Πιό πέρα ἀκόμη ὁ γνωστός ἐπι-στήμων Ζίγκφριντ Πύρρου Πετρίδης στό πολυσήμαντο σύγγρα-μά του Ὀρφέως Ἀργοναυτικά ἀπέδειξε ὅτι οἱ Ἀργοναῦτες ἔκα-ναν τόν γύρο τῆς σημερινῆς Εὐρώπης, σέ ξηρά καί θάλασσα, ἐνῶ ἔφθασαν μέχρι τήν Νότια Ἀμερική, ὅπου αὐτός τοποθετεῖ τήν πραγματική Κολχίδα. Ὁδηγήθηκε σέ αὐτό τό συμπέρασμα ἀπό ἀστρονομικές παρατηρήσεις πού ὑπάρχουν στά Ἀργοναυτικά Ὀρφικά κείμενα, ἀλλά καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχαν πά-ντα μεγάλα ὀρυχεῖα χρυσοῦ, πού δέν ὑπῆρξαν ποτέ στόν Εὔξει-νο Πόντο.

128 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠEPΣEYΣ(ἐκ τοῦ πέρθω + πόλις = πορθητής)

Μεῖζον πρόσωπο τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, ἥρωας τοῦ Ἄργους, υἱός τοῦ Διός καί τῆς Δανάης. Ἀρχικά ἦταν θεός τοῦ φωτός. Μέ ὁδηγίες τοῦ Ἑρμῆ καί τῆς Ἀθηνᾶς μετέβη στίς Γραῖες, οἱ ὁποῖες τόν ὁδήγη-σαν στίς Νηίδες καί ἐκεῖ τοῦ ἔδωσαν πτερωτά πέδιλα, ὁ δέ Ἑρμῆς τοῦ ἔδωσε τήν «ἅρπη», δηλαδή μάχαιρα σέ σχῆμα δρεπανιοῦ. Ἔτσι ἀφοῦ ἐξοπλίσθηκε μέ αὐτά πῆγε πρός τίς τρεῖς Γοργόνες, ἀπό τίς ὁποῖες μόνο ἡ Μέδουσα ἦταν θνητή καί τῆς ἔκοψε τό κεφάλι μέ τήν ἅρπη. Γι’ αὐτό διώχθηκε ἀπό τίς ἄλλες Γοργόνες καί ἐπειδή ἦταν ἀόρατος μέ τόν ἐξοπλισμό ἔφθασε στήν Αἰθιοπία, ὅπου ἔσωσε τήν Ἀνδρομέδα τήν κόρη τοῦ βασιλέως Κηφέως, ἀπό ἕνα θαλάσσιο τέ-ρας, τό ὁποῖο τό ἀπολίθωσε μέ τό κεφάλι τῆς Μέδουσας. Ἔπειτα ἔδωσε τό κεφάλι τῆς γοργόνας στήν θεά Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία τό ἔβαλε στήν ἀσπίδα της. Κατόπιν νυμφεύθηκε τήν Ἀνδρομέδα ἀπό τήν ὁποία, ὁ Περσεύς ἀπέκτησε ἕξι υἱούς, μέ πρῶτο τόν Πέρση, τόν γε-νάρχη τῶν Περσῶν.

ΑNΔPOMEΔA(ἐκ τοῦ ἀνήρ + μέδω = φροντίζω)

Ἡ Ἀνδρομέδα ὑπῆρξε θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Αἰθιοπίας Κη-φέως καί τῆς Κασσιόπης. Κάποτε ἡ μητέρα της καυχήθηκε ὅτι ἦταν πιό ὡραία ἀπό τίς Νηρηίδες καί ὁ Ποσειδῶν γιά τιμωρία της ἔκανε πλημμύρα μεγάλη στήν χώρα τοῦ Κηφέως καί ταυτόχρονα ἔστειλε θαλάσσιο τέρας, τό ὁποῖο κατέστρεψε τόν τόπο. Προκειμέ-νου νά ἀπαλλαγεῖ ὁ τόπος ἀπό τά δεινά καί τήν τιμωρία, ρωτήθη-κε τό μαντεῖο τοῦ Ἄμμωνος καί ὑπέδειξε νά ἐκτεθεῖ ἡ θυγατέρα τοῦ Κηφέα Ἀνδρομέδα σέ βορά (τροφή) τοῦ θαλάσσιου κήτους καί ἔτσι τήν ἔδεσαν σέ κάποιο βράχο στήν ἀκτή. Μόλις τήν εἶδε ὁ Περ-

129 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σεύς, πού ἐπέστρεφε πετώντας, ἀπό τήν ἀποστολή του νά σκοτώ-σει τήν Γοργώ, τήν ἐρωτεύτηκε, ἀπολίθωσε τό τέρας μέ τό κεφάλι τῆς Μέδουσας, ἀπάλλαξε τήν χώρα ἀπό τά δεινά τῆς καταστροφῆς καί στήν συνέχεια τήν πῆρε γιά γυναίκα του.

ΜEΔOYΣA(ἐκ τοῦ μέδομαι, μέδω = σκέπτομαι, ἐπινοῶ)

Θαλάσσιος δαίμονας μέ μορφή γυναίκας, πού ὅποιος τήν κοίταζε στά μάτια αὐτομάτως μαρμάρωνε. Ἦταν μία ἀπό τίς τρεῖς Γοργό-νες καί ἡ μόνη θνητή, γι’ αὐτό κατάφερε καί τήν ἀποκεφάλισε ὁ Περσεύς, μέ τήν βοήθεια τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, καθώς δέν τήν κοίταξε ποτέ στά μάτια ἀλλά τήν παρακολουθοῦσε μέσῳ τῆς ἀντανακλάσε-ώς της στήν ἀσπίδα του. Ἀπό τό αἷμα πού ἀναπήδησε ἀπό τόν λαι-μό της γεννήθηκαν ὁ Χρυσάωρ καί ὁ Πήγασος, οἱ δυό γιοί πού ἀπέ-κτησε μέ τόν Ποσειδώνα. Τό κεφάλι πού εἶχε ἀκόμα τήν δύναμι νά ἀπολιθώνει ὅσους τό κοιτάζουν, δόθηκε στήν θεά Ἀθηνᾶ. Σέ πολλές Ἑλληνικές πόλεις ὑπῆρχε στά τείχη ἡ κεφαλή τῆς Μεδούσης, τό γορ-γόνειον, μέ σκοπό νά ἀποτρέπονται οἱ ἐχθρικές εἰσβολές.

ΕΠIMENIΔHΣ(ἐπί + μένος = δύναμη)

Ποιητής, σοφός καί προφήτης ἀπό τήν Κρήτη, υἱός τοῦ Φαιστίου καί τῆς νύμφης Βλάστης. Ὅταν ἦταν παιδί ἀποκοιμήθηκε βόσκοντας πρόβατα, καί ὅταν ξύπνησε διαπίστωσε πώς ὁ πατέρας του καί ὅλοι οἱ γνωστοί του εἶχαν πεθάνει, διότι εἶχε μείνει κοιμισμένος πολλές δεκαετίες. Τοῦ ἀπέδιδαν πολλά συγγράματα, ποιήματα,χρησμούς, προφητεῖες καί νόμους, ἐνῶ ὑπῆρξε ἕνας ἐκ τῶν ἱδρυτῶν τῆς ὀρφικῆς θρησκείας. Κατά συμβουλή τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν, οἱ Ἀθηναῖοι

130 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ζήτησαν τήν βοήθειά του γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό Κυλώνειον ἄγος, ἕναν λοιμό πού ἔπεσε στήν πόλι τους λόγῳ τοῦ θυμοῦ τῶν θεῶν. Ἐκεῖνος πέτυχε νά ἐξαγνίσει τήν Ἀθήνα μέ θυσίες καί ἄλλες θεουργίες, ἐνῶ λέγεται πώς ἔδωσε συμβουλές στόν Σόλωνα γιά τήν νομοθεσία του. Οἱ Νύμφες τοῦ εἶχαν δώσει μέσα σέ ἕνα βοδινό νύχι φαγητό πού δέν τελείωνε ποτέ. Κοιμήθηκε σέ μία σπηλιά γιά 57 χρόνια καί πέθανε σέ ἡλικία 199 ἐτῶν δολοφονούμενος στήν Σπάρ-τη ἀπό τούς Λακεδαιμονίους οἱ ὁποῖοι ἦταν σέ πόλεμο μέ τούς Κνω-σίους. Τό δέρμα του βρέθηκε πολλά χρόνια μετά τόν θάνατό του, κατάστικτο ἀπό χρησμούς πού εἶχαν γραφτεῖ πάνω του.

ΦPIΞOΣ(ἐκ τοῦ φρίκη)

Ἦταν κατά τήν μυθολογία υἱός τοῦ Βοιωτοῦ βασιλέως Ἀθάμαντα, ἔφυγε μέ τήν ἀδελφή του Ἕλλη, μέ ἕνα χρυσόμαλλο κριάρι πού ἔστειλε ἡ μητέρα του Νεφέλη, γιά νά ἀποφύγει τήν ἔχθρα τῆς μη-τριᾶς του, ἡ ὁποία ἀλλοίωσε τόν χρησμό τῶν Δελφῶν, λέγοντας ὅτι ὁ λοιμός θά ἔπαυε ἄν θυσιαζόταν ὁ Φρίξος στόν Δία. Τό κριάρι πῆρε τούς δυό νέους καί πέταξε στόν ἀέρα, ἀλλά κατά τό ταξίδι ἡ Ἕλλη ἔπεσε στήν θάλασσα, πού πῆρε τό ὄνομά της Ἑλλήσποντος τό σημερινό στενό τῶν Δαρδανελίων. Ὁ Φρίξος ἔφθασε στήν Αἴα τῆς Κολχίδος, ὅπου θυσίασε τό κριάρι στόν Φρύξιο Δία. Τό δέρμα του ἔγινε ἡ αἰτία τῆς Ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας.

ΕΛΛH(ἐκ τοῦ ἐλείν = τήν ἅλωσε ὁ πόντος)

Θυγατέρα τοῦ Ἀθάμαντος καί τῆς Νεφέλης, ἐγγονή τοῦ Αἰόλου, ἀδελφή τοῦ Φρίξου. Κατά τήν παράδοσι, μόλις ὁ πατέρας της ἦταν

131 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἕτοιμος νά θυσιάσει τόν ἀδελφό της Φρίξο γιά τίς γνωστές δόλιες ἐνέργειες τῆς μητριᾶς των, ἡ μητέρα τους Νεφέλη ἅρπαξε τά παι-διά της καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἑρμῆ τά ἔσωσε. Γιά νά φύγουν τούς ἔδωσε ἕναν ἱπτάμενο χρυσόμαλλο κριό, τόν ὁποῖο καβάλησαν καί ἐπέταξαν ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν πάνω ἀπό τίς μικρασιατικές ἀκτές, μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, ἡ Ἕλλη ζα-λίστηκε καί ἔπεσε στήν θάλασσα ἡ ὁποία πῆρε τό ὄνομά της (Ἑλλήσποντος), ἐνῶ ὁ Φρίξος κατάφερε καί συνέχισε μέχρι τήν Κολχίδα.

IAΣΩN(ἐκ τοῦ ἴασις)

Ὁ ἀρχηγός τῆς ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας υἱός τοῦ Αἴσονος, βασι-λέως τῆς Ἰωλκοῦ, καί τῆς Πολυφήμης. Σύμφωνα μέ τήν πιό διαδε-δομένη ἐκδοχή, ὁ πατέρας του, ὅταν ὁ ἑτεροθαλής ἀδελφός του Πε-λίας τοῦ ἔκλεψε τόν θρόνο, ἤθελε νά σώσει τόν Ἰάσονα καί τόν ἔστειλε κοντά στόν Κένταυρο Χείρωνα, ὁ ὁποῖος καί τόν ἀνέθρε-ψε. Ὅταν ὁ Ἰάσων ἔγινε εἰκοσαετής ἐπέστρεψε στήν Ἰωλκό, προ-κειμένου νά διεκδικήσει τήν ἐξουσία καί παρουσιάστηκε μέ μία παράξενη καί φτωχική ἐνδυμασία ἀπό δέρμα πάνθηρα στήν πλά-τη, ἕνα δόρυ σέ κάθε χέρι, ἐνῶ στό ἀριστερό πόδι δέν φοροῦσε σανδάλι. Ἐπειδή κάποιος χρησμός ἔλεγε στόν Πελία ὅτι πρέπει νά φοβᾶται κάθε μονοσάνδαλο, ἔπεισε τόν Ἰάσονα νά τοῦ φέρει, πρίν τοῦ παραδώσει τήν ἐξουσία, τό χρυσόμαλλο δέρας, ἐλπίζοντας ὅτι θά σκοτωθεῖ. Ὁ Ἰάσων ὡς ἀρχηγός τῶν Ἀργοναυτῶν ἔκανε τήν ἐκστρατεία, πῆρε τό χρυσόμαλλο δέρας μέ τήν βοήθεια τῆς Μήδει-ας, τήν ὁποία νυμφεύθηκε καί τήν ἔφερε στήν Ἰωλκό, ὅπου ἀνέλα-βε τήν ἐξουσία. Ἀπό τή Μήδεια ἀπόκτησε ἕνα υἱό. Σύμφωνα ὅμως μέ ἄλλη παραλλαγή τοῦ μύθου ἡ Μήδεια ἔπεισε τίς κόρες τοῦ Πε-λία νά σκοτώσουν τόν γέροντα πατέρα τους καί μέ μάγια θά τόν

132 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἐπανέφερε στήν ζωή νέο. Ὁ Ἰάσων σκοτώθηκε ὅταν ἕνα κομμάτι ἀπό τήν ἀποτραβηγμένη πιά Ἀργώ ἔπεσε ἐπάνω του μιά μέρα ἐνῶ κοιμόταν. Ὁ Ἰάσων συμβολίζει τόν πρῶτο τολμηρό θαλασσοπόρο πού παρέσυρε στίς περιπέτειές του ἥρωες πολύ μεγαλύτερούς του, ἀκόμα καί τόν Ἡρακλῆ.

ΜHΔEIA(ἐκ τοῦ μέδω ἤ μήδω = φροντίζω, ἐπινοῶ)

Θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Κολχίδος Αἰήτη. Ὅταν ὁ Ἰάσων ἀφοῦ μετέβη στήν Κολχίδα μέ τό πλοῖο Ἀργώ, μαζί μέ τούς κυριότερους Ἕλληνες τῆς ἡρωικῆς ἐποχῆς, ὀλίγον ἐνωρίτερα τοῦ Τρωϊκοῦ πολέ-μου, κατόρθωσε μέ τήν βοήθεια τῆς Μήδειας νά ἁρπάξει τό χρυσό-μαλλο δέρας. Ἔφυγε μαζί του καί παντρεύτηκαν στήν χώρα τῶν Φαιάκων, ἀφοῦ ἐξαγνίστηκαν ἀπό τήν Κίρκη. ≠Yστερα ἀπό πολλές περιπέτειες τῶν Ἀργοναυτῶν ἔφθασαν στήν Ἰωλκό, ὅπου ἡ Μήδεια ὡς μάγισσα ἔπεισε τίς θυγατέρες τοῦ Πελία, τοῦ θείου τοῦ Ἰάσο-νος, νά φονεύσουν καί νά διαμελίσουν τόν πατέρα τους μέ τήν ρη-τή διαβεβαίωσι μέ μαγικά φάρμακα θά τόν ἐπανέφερε στήν ζωή ὡς νεαρό πλέον, ἀλλά τοῦτο δέν τό ἔπραξε. Τότε ὁ Ἰάσων τήν ἔδιωξε καί μετά ἀπό πολλές περιπέτειες πῆγε στήν Ἀσία, ὅπου γέννησε τόν Μῆδο, τόν γενάρχη τῶν Μήδων.

AΘAMAΣ(ὁ θυόμενος)

Υἱός τοῦ Αἰόλου πού ἦταν βασιλιάς τῶν Μινυῶν τοῦ Ὀρχομενοῦ τῆς Βοιωτίας. Νυμφεύθηκε τήν Νεφέλη (ἐκ τοῦ νέφος + ἐλύω), ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα υἱό, τόν Φρίξο, καί μία θυγατέρα, τήν Ἕλλη. Στήν συνέχεια ἔλαβε ὡς δεύτερη γυναίκα τήν Ἰνώ (ἐκ τοῦ ἴνις=υἱός),

133 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θυγατέρα τοῦ Κάδμου, καί ἀπέκτησε ἀπό αὐτή τούς υἱούς Λέαρχο καί Μελικέρτη. Ἡ Ἰνώ ὡς δεύτερη γυναίκα τοῦ Ἀθάμα, ζήλευε τά παιδιά τῆς Νεφέλης καί προκειμένου νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά ἐφάρ-μοσε τό ἑξῆς σχέδιο. Ἔπεισε τίς γυναῖκες τῶν Θηβαίων νά κάψουν τό σιτάρι πρίν τήν σπορά του καί ἔτσι ἔπαυσε ὁ σπόρος νά ἀποδί-δει καρπούς. Ὁ Ἀθάμας ἀπέστειλε τότε ἀνθρώπους στούς Δελφούς γιά νά συμβουλευθεῖ τόν θεό, πως ἡ χώρα του θά σωθεῖ ἀπό τήν ἀκαρπία, ἀλλ’ ὅμως ὅταν ἐπέστρεψαν οἱ ἀπεσταλμένοι του, ἐπεί-σθησαν ἀπό τήν Ἰνώ ὅτι ἡ χώρα θά σωθεῖ ἐάν θυσιασθεῖ στόν Δία ὁ Φρίξος, ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τῆς ἀκαρπίας.

BEΛΛEPEΦONTHΣ(ἐκ τοῦ Βέλλερος + φονεύω)

Υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Κορίνθου Γλαύκου καί ἐγγονός τοῦ Σισύφου. Ἀρχικά ἐκαλεῖτο Ἱππόνομος καί κατόπιν ὀνομάσθηκε Βελλερεφό-ντης, γιατί φόνευσε τόν εὐγενῆ Κορίνθιο Βέλλερο. Γιά νά ἐξαγνισθεῖ, κατέφυγε στήν Τίρυνθα στόν βασιλιά της Προῖτο. Ἐπειδή ὅμως ἡ σύζυγος τοῦ Προίτου Ἄντεια τόν συκοφάντησε στόν Προῖτο, διότι δέν ἀνταποκρίθηκε στόν ἔνοχο ἔρωτά της, αὐτός ἔστειλε τόν ἥρωα πρός τόν πεθερό του, τόν Ἰοβάτη ἤ Ἀμφιάνακτα στήν Λυδία, γιά νά φονευθεῖ ἀπό αὐτόν. Ὁ Ἰοβάτης ὅμως προτίμησε νά ἀναθέσει σέ αὐτόν μιά σειρά ἀπό ἄθλους πού τούς θεωροῦσε ἀδύνατους. Πρῶτα, μαζί μέ τό φτερωτό του ἄλογο, τόν Πήγασο, σκότωσε τήν Χίμαιρα, μετά νίκησε τίς Ἀμαζόνες καί, τέλος, ἐξόντωσε τούς Λύκιους δολο-φόνους. Τελικά νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Ἰοβάτη Ἀλκιμένη καί τόν διαδέχθηκε στόν θρόνο του, ἀργότερα δέ προκάλεσε τήν ὀργή τῶν θεῶν, ὅταν ἀποπειράθηκε νά εἰσχωρήσει στόν Ὄλυμπο μέ τόν Πή-γασο.

134 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠHΓAΣOΣ

Μυθολογικός ἵππος, κατά τούς ἀρχαίους πτερωτός καί ἀθάνατος. Βγῆκε μαζί μέ τόν Χρυσάορα ἀπό τό σῶμα τῆς γοργόνας Mέδου-σας, ὅταν τῆς ἔκοψε τό κεφάλι ὁ Περσεύς Τό ἐπεισόδιο συνέβη κο-ντά στίς πηγές τοῦ Ὠκεανοῦ, ἐξ οὗ καί τό ὄνομά του. Κατόπιν, ὁ Περσεύς τόν ἵππευσε γιά νά γλιτώσει ἀπό τήν καταδίωξι τῶν ἀδελφῶν τῆς Μέδουσας. Ἀργότερα, τόν συνέλαβε καί τιθάσευσε μέ τήν βοήθεια τῆς Ἀθηνᾶς ὁ Βελλερεφόντης, ὁ ὁποῖος ἐπιβαίνοντας στόν Πήγασο φόνευσε τήν Χίμαιρα. Τόν συναντᾶμε σέ μνημεῖα μυ-κηναϊκά, ἀλλά καί σέ σφραγιδόλιθους τῆς Μήλου.

ΛYKOYPΓOΣ(ἐκ τοῦ λύκη = λυκόφως + ἔργο, δηλ. τά ἔργα πού φωτίζουν)

Μυθικός Σπαρτιάτης νομοθέτης, στόν ὁποῖο ἀποδιδόταν ἡ νομοθε-σία τῆς ἀρχαίας Σπάρτης. Ὑπῆρξε βασιλιάς τῆς Λακεδαίμονος. Κα-τά τόν Ἀριστοτέλη, ἵδρυσε τούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, ἐνῶ κατά ἄλλη ἐκδοχή γνώριζε προσωπικά τόν Ὅμηρο. Ἦταν υἱός τοῦ Πολυ-δέκτη καί τῆς Διώνασσας. Ταξίδεψε σέ ὅλον τόν τότε γνωστό κόσμο, Κρήτη, Αἴγυπτο, Ἰνδία κ.ἀ. Ἡ παράδοσις ἀναφέρει ὅτι οἱ νόμοι του εἶχαν δοθεῖ ἀπό τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἤ τούς εἶχε πάρει ὁ ἴδιος ἀπό τούς κρητικούς θεσμούς. Καθιέρωσε στήν Σπάρτη τήν ἐξουσία τῶν Γερόντων, οἱ ὁποῖοι μοιράστηκαν τήν ἐξουσία μαζί μέ τούς βα-σιλεῖς. Ἐπίσης προχώρησε σέ νέα διανομή τῆς γῆς, ἴση ποσότητα σέ κάθε Σπαρτιάτη πολίτη. Ἀκύρωσε κάθε χρυσό καί ἀσημένιο νόμι-σμα καί ἔκοψε μόνον σιδερένια. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν ἦταν νά στα-ματήσει ἡ δωροδοκία ἀλλά καί ἡ πολυτελής ζωή. Ἦταν ἡ βάσις γιά τήν δημιουργία τῆς παντοδυναμίας τῆς Σπάρτης, γι’ αὐτό ἡ μορφή του ἔλαβε μυθικές διαστάσεις, ἐνῶ εἶναι σαφές ὅτι πρόκειται γιά ἱστορικό πρόσωπο.

135 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΛEANΔPOΣ καί HPΩ(λέων + ἀνήρ, ἡρώ ἐκ τοῦ ἥρως)

Περίφημο ἐρωτικό ζευγάρι. Ἡ Ἡρώ ἦταν ἱέρεια τῆς Ἀφροδίτης στήν Σηστό, ὁ Λέανδρος ἦταν νέος ἀπό τήν Ἄβυδο. Ἄν καί τούς χώριζαν τά νερά τοῦ Ἑλλησπόντου, τό ἐρωτευμένο ζευγάρι συναντιόνταν συ-νεχῶς, ἀφοῦ ὁ Λέανδρος κολυμποῦσε κάθε βράδυ τόν Ἑλλησπόντο, καθοδηγούμενος ἀπό ἕνα λυχνάρι πού ἄναβε ἡ Ἡρώ ἀπό τόν πύργο της. Ἔφθανε στήν ἀγκαλιά της κατάκοπος, ἔμεναν μαζί ὅλο τό βρά-δυ, καί τό πρωί ἔφευγε. Μιά νύχτα ὅμως ἔπιασε μία ξαφνική καται-γίδα, τό λυχνάρι ἔσβησε καί ὁ νέος χάθηκε μέσα στά κύματα καί πνί-γηκε. Ἡ Ἡρώ, μόλις εἶδε τό πρωί ἀπό τό παράθυρό της τό πτῶμα τοῦ ἀγαπημένου της, τό ὁποῖο τό εἶχαν ξεβράσει τά κύματα, αὐτο-κτόνησε πέφτοντας στά βράχια δίπλα του. Ἡ ἱστορία τους ἐνέπνευ-σε ἀναρίθμητους καλλιτέχνες καί ποιητές, ὁ δέ λόρδος Βύρων, δέν ἀρκέστηκε νά γράψει τό περίφημο «ἡ Νύμφη τῆς Ἀβύδου» ἀλλά κα-τόρθωσε νά διασχίσει ὁ ἴδιος τό στενό πού περνοῦσε κάθε νύχτα ὁ Λεάνδρος.

ΡΩMYΛOΣ (ἐκ ρώομαι = κινοῦμαι ὀρμητικῶς)

Ὁ ἱδρυτής καί πρῶτος βασιλιάς τῆς Ρώμης. Ἦταν δίδυμος ἀδελφός τοῦ Ρέμου ἤ Ρώμου καί γιός τοῦ Ἄρεως καί τῆς ἱέρειας τῆς Ἑστίας, Ρέας Συλβίας. Ἡ Ρέα Συλβία ἦταν κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Ἄλβας Νουμίτωρου, τόν ὁποῖο ἐκθρόνισε ὁ ἀδελφός του Ἀμούλιος καί τήν κόρη του τήν ἔκανε ἱέρεια τῆς Ἑστίας γιά νά μήν ἀποκτήσει ἀπογό-νους. Ὅμως αὐτή ἀπέκτησε μέ τόν Ἄρη τούς δυό δίδυμους γιούς, τούς ὁποίους ὁ Ἀμούλιος πέταξε στόν Τίβερη, τότε ὅμως ὁ ποταμός ξεχείλησε καί ἔβγαλε τό λίκνο τους στίς ὄχθες του. Τά παιδιά ἐπέ-ζησαν μέ τό γάλα μιᾶς λύκαινας πού πήγαινε καί τά θήλαζε. Κατό-

136 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

πιν τά βρῆκε ὁ βοσκός Φαυστῆλος καί τά μεγάλωσε μέ τήν γυναίκα του σάν δικά τους, ἐπειδή ἦταν ἄτεκνοι. Ὅταν τά παιδιά μεγάλωσαν καί ἔμαθαν τήν ἀληθινή τους καταγωγή, ἀνέτρεψαν τόν Ἀμούλιο καί ἐπανέφεραν τόν παππού τους στήν ἐξουσία. Σέ ἀνάμνησι τῆς σωτη-ρίας τους ἀποφάσισαν νά χτίσουν μιά πόλι στίς ὄχθες τοῦ Τιβέρεως, ἡ ὁποία ἔμελλε γίνει μία ἀπό τίς σημαντικότερες πόλεις στήν ἱστο-ρία τῆς ἀνθρωπότητος. Σέ μία ὅμως φιλονικία μεταξύ τῶν ἀδελφῶν ὁ Ρωμύλος σκότωσε τόν Ρέμο καί ἔμεινε ὁ μόνος βασιλιάς τῆς νέας πόλεως. Ἀποθεώθηκε ὅταν μιά μέρα πού ἐπιθεωροῦσε τό στρατό του, στό Πεδίον τοῦ Ἄρεως, ὁ πατέρας του Ἄρης τόν πῆρε ζωντανό μαζί του.

AMYPOΣ

Ποταμός καί πόλις τῆς Θεσσαλίας. Ἀπό τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς συνδέεται μέ μύθους γύρω ἀπό τήν Κορωνίδα, πού ἦταν μητέρα τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Ἀπό τόν Ἡσίοδο ἀναφέρεται ἡ πόλις Ἄμυρος καί ὀνομάζεται «πολύβοτρυς». Καί ἄλλοι συγγραφεῖς ἀναφέρουν τόν Ἄμυρο, ὡς ὁ Στέφανος τοῦ Βυζαντίου στό Mεγάλο Ἐτυμολογικό, καί ὁ σχολιαστής Ἀπολλώνιος ὁ Ρόδιος. Τά ἐρείπια τῆς πόλεως ἀναγνωρίζονται μετά μεγάλης πιθανότητος στό φρούριο Καστρί. Ἀπό τά ἐρείπια ἀνευρέθη ἀρχαϊκή ἐπιγραφή μέ τήν ὁποία βεβαι-οῦται ὅτι ἐκεῖ ἐλατρεύετο καί ὁ ἀρχηγός τῶν Ἀργοναυτῶν Ἰάσων.

ΣYMΠΛHΓAΔEΣ(ἐκ τοῦ συμπλήσσω = συνθλίβω)

Ζεῦγος σκοπέλων πού τοποθετοῦνταν μετά τόν Βόσπορο, πρίν τόν Εὔξεινο Πόντο, πού ἔκανε ἀδύνατη τήν διέλευσι πλοίου χωρίς αὐτό νά συντριβεῖ ἐπάνω τους. Μπροστά στό θέαμα αὐτό, λέγεται ὅτι

137 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ὅλοι οἱ Ἀργοναῦτες σάστισαν, ἐκτός ἀπό τόν Εὔφημο, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τήν συμβουλή τοῦ Φινέως, ἔστειλε ἕνα περιστέρι τό ὁποῖο διάβηκε ἐπιτυχῶς τόν σκόπελο. Οἱ ἥρωες ἔβαλαν τά δυνατά τους καί ἡ Ἀργώ ἀκολούθησε τήν ἴδια διαδρομή, πίσω ἀπό τό πε-ριστέρι, ἐνῶ ἡ Θέτις καί οἱ Νηρηίδες ὁδηγοῦσαν τό πλοῖο μαζί μέ τούς Ἀργοναῦτες. Τελικά κατάφεραν νά γλιτώσουν χάνοντας μόνο ἕνα μικρό κομμάτι ἀπό τήν πρύμνη.

ΕPYΣIXΘΩN

Θεσσαλός ἥρωας, υἱός τοῦ Τριόπος ἤ τοῦ Μυρμιδόνος καί ἐγγονός τοῦ Ποσειδῶνος, Προσέτι ἀπεκαλεῖτο καί Αἴθων, ἐπειδή ἀπό τήν ἀπληστία του κατέκοψε πρός ἰδία χρῆσι τό ἱερό ἄλσος τῆς Δήμη-τρος, πού εὑρίσκετο στό Δώτιο τῆς Θεσσαλίας. Ἡ Δήμητρα τιμώ-ρησε τόν ἱερόσυλο μέ ἀκόρεστη βουλιμία («ἄγριον λιμόν αἴθωνα»), καί φλεγόμενος ἀπό αὐτήν κατέφαγε ὅλα τά ζῶα τοῦ πατέρα του, καθώς καί κάθε ἄλλο φαγώσιμο. Tέλος δέ καί προκειμένου νά κο-ρέσει τήν βουλιμία του ἐπώλησε, κατ’ ἐπανάληψι, τή στοργική του θυγατέρα Μήστρα.

KAΛXAΣ(ἐκ τοῦ καλχαίνω = σκέπτομαι, ἐξετάζω)

Ἦταν υἱός τοῦ Θέστορος ἀπό τό μαντικό γένος τῶν Ἀμυθαονιδῶν στό Ἄργος. Ἐξαίρετος μάντης τῶν Ἑλλήνων στόν Τρωικό πόλεμο, στήν Αὐλίδα, ὅπου κατά τή μαντεία του παρολίγο νά θυσιασθεῖ ἡ Ἰφιγένεια. Ἀκόμη μάντεψε τήν διάρκεια τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, στό δέκατο δέ ἔτος προεῖπε ὅτι ὁ λοιμός πού ἐνέσκηψε στό στρα-τόπεδο τῶν Ἀχαιῶν εἶχε σταλεῖ ἀπό τόν Ἀπόλλωνα, πού εἶχε ὀργι-σθεῖ κατά τοῦ Ἀγαμέμνονος, γιατί ἔβρισε τόν ἱερέα του Χρύση.

138 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἀκόμα εἶπε ὅτι χωρίς τόν Ἀχιλλέα εἶναι ἀδύνατο νά κυριευθεῖ ἡ Τροία. Μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ὁ Κάλχας ἔπλευσε, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του, στήν Κολοφώνα τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τό μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνος στήν Κλάρο καί σέ ἀγώνα μαντικό νικήθηκε ἀπό τόν Μόψο καί ἀπέθανε ἐκεῖ ἀπό ἀπογοή-τευσι.

EYMOΛΠOΣ(ἐκ τοῦ εὐ + μολπῆ = μέλος, ἄσμα, δηλ. ὡραῖος ψαλμός)

Ὁ θρυλικός ἱδρυτής τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, στόν ὁποῖο οἱ Εὐμολπίδες, τό περιλάλητο ἱερατικό γένος τῆς Ἐλευσίνος, ἀναφέ-ρουν τήν καταγωγή των. Κατά τίς διάφορες παραδόσεις, ὁ Εὔμολ-πος ἦλθε νά ἐγκατασταθεῖ στήν Ἐλευσίνα, ὅπου ἵδρυσε τά μυστή-ρια τῆς Δήμητρος. Πολέμησε κατά τῶν Ἀθηναίων. Ἔπεσε ὅμως στήν μάχη καί οἱ Ἐλευσίνιοι ὑποτάχθηκαν στούς Ἀθηναίους, ὅμως διατήρησαν τήν ἰδιοκτησία τῶν μυστηρίων, στά ὁποῖα οἱ ἀνώτεροι ἱερεῖς ἐκλέγοντο ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Εὐμολπιδῶν.

HMIΘEA(ἐκ τοῦ ἡμί + θεός)

Ἦταν θεότητα στήν Κάσταβο τῆς Καρικῆς χερσονήσου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἦταν ἀφιερωμένο σ’ αὐτήν περίφημο ἱερό, τό ὁποῖο ὡς θεραπευτήριο χρησίμευε καί ὡς μαιευτήριο. Στήν Ἡμιθέα προ-σέφεραν θυσία, τήν «μελίκρατον», ἀπαγορεύετο δέ ὁ οἶνος καί ἡ εἴσοδος σέ ἐκείνους πού εἶχαν φάει χοιρινό κρέας. Κατά τίς ἀρχαῖες παραδόσεις ἡ Ἡμιθέα λεγόταν προηγουμένως Μολπαδία. Ἦταν κόρη τοῦ Κύκνου καί τῆς Προκλείας, ὀνομάζετο καί Λευκο-θέα ἤ Ἀμφιθέα.

139 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΗΛIAΔEΣ

Ἔτσι ὀνομάστηκαν οἱ ἑπτά κόρες τοῦ Ἡλίου ἀπό τήν Κλυμένη, οἱ Μερόπη, Κλυμένη, Ἡλία, Φοίβη, Λαμπετία, Αἰθερία, Διοξίππη. Ἦταν αὐτές πού ἔζευξαν, κρυφά, τό ἅρμα τοῦ πατέρα τους καί τό ἔδω-σαν στόν ἀδελφό τους Φαέθονα γιά νά τό ὁδηγήσει, ὅμως αὐτός ἄπειρος καθώς ἦταν, ἔχασε τόν ἔλεγχό του, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν κεραυνοβολήσει ὁ Ζεύς γιά νά μήν κάψει τήν ἀνθρωπότητα. Ἀπό τόν καημό τους δέν σταμάτησαν ποτέ νά τόν θρηνοῦν, καί ὁ Ζεύς τίς με-ταμόρφωσε σέ ψηλές ἰτιές, στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἠριδανοῦ, ἐνῶ τά δάκρυά τους μεταμορφώθηκαν σέ ἤλεκτρο (κεχριμπάρι).

ΙΔAΣ(ἐκ τοῦ ἴδη = δένδρον πρός ξυλεία)

Στήν Ἰλιάδα ἐμφανίζεται ὡς ὁ ἰσχυρότερος τῶν τότε θνητῶν, μονο-μάχησε μέ τόν ἴδιο τόν Φοῖβο Ἀπόλλωνα πρός χάριν τῆς Μάρπησ-σας, μιᾶς ἱέρειας τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ἡ ὁποία ἦταν θυγατέρα τοῦ Εὔηνου, ποτάμιου θεοῦ. Ὁ Ἀπόλλων τόν κατεδίωξε, μονομάχησε μα-ζί του καί ὁ Ζεύς χώρισε τούς δυό ἀντιπάλους μέ κεραυνό, διατά-ζοντας τήν Μάρπησσα νά ἐπιλέξει ἕναν ἀπό τούς δυό γιά σύζυγο. Ἡ Μάρπησσα διάλεξε τόν Ἴδα καί ἀπό τόν γάμο αὐτό γεννήθηκε ἡ Κλεοπάτρα, ἡ μετέπειτα σύζυγος τοῦ Μελεάγρου. Ἴδας ἦταν τό συγγραφικό ψευδώνυμο τοῦ Ἴωνος Δραγούμη.

ΙANOΣ(ἐκ τοῦ Ἰών μετοχή τοῦ εἶμι = πορεύομαι)

Ὁ πρῶτος βασιλιάς τοῦ Λατίου (Ρώμης), διαδέχθηκε τόν Κρόνο, ὅταν ἐκεῖνος εἶχε καταφύγει ἀπό τήν Ἑλλάδα στήν Ἰταλία. Ἀπό

140 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

αὐτόν διδάχθηκε τήν γεωργία, τήν ναυπηγική καί τήν κοπή νομι-σμάτων. Ἦταν ὁ θεός κάθε ἀρχῆς (τοῦ ἔτους, τῶν ἐπιχειρήσεων κλπ.) καί ἀπό αὐτόν προκύπτει ὁ Ἰανουάριος, ὁ πρῶτος μήνας τοῦ ἔτους κατά τούς Ρωμαίους. Δεύτερη του ἰδιότητα ἦταν τοῦ φρου-ροῦ καί τοῦ προστάτη τῶν δημοσίων εἰσόδων καί ἐξόδων. Ἱερά του ὑπῆρχαν σέ κάθε διασταύρωσι τῆς Ρώμης καί κοντά σέ πύλες. Ἦταν δηλαδή πάντα διπρόσωπος, ἕνα πρόσωπο πρός τά μέσα καί ἕνα πρός τά ἔξω. Πολλοί διατυπώνουν τήν ἄποψι πώς πρόκειται γιά ἀπομίμησι τοῦ διπρόσωπου Ἑρμοῦ, ὁ ὁποῖος παριστανόταν σέ δύο ὄψεις σέ μερικές ἀπό τίς προτομές του, τίς Ἑρμές.

ΙΣIΣ(ἐκ τοῦ ἴσον, ἡ γῆ ἴση γάρ ἐστι)

Εἶναι ἡ μεγάλη θεά τῶν Αἰγυπτίων, τοῦ Σέβ (γῆς) καί τῆς Νούτ (οὐρανοῦ), ἀδελφή καί σύζυγος τοῦ Ὄσιρι, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε τούς ἀπογόνους τοῦ μεγάλου θεοῦ Ρᾶ. Θεωρεῖται πρωσοποποίησις τῆς Γῆς. Ἡ Ἴσις ἔδωσε μεγάλη βοήθεια στόν Ὄσιρι, πού ἔφερε στήν Αἴγυπτο τόν πολιτισμό. Σέ αὐτήν ὀφείλεται ὁ θεσμός τοῦ γά-μου καί τῆς οἰκογένειας καί ἡ κατάργησις τῆς ἀνθρωποφαγίας. Δί-δαξε στούς ἀνθρώπους τό ἄλεσμα τοῦ σιταριοῦ μέ τήν βοήθεια δυό πετρῶν καί τήν παρασκευή τοῦ ψωμιοῦ, τήν ὑφαντουργία, τήν ἔνδυσι καί τήν μαγεία. Ὁ Πλούταρχος ἐκφράζει τήν ἄποψη πώς ἡ Ἴσις εἶναι ἑλληνικῆς προελεύσεως καί πολλά ἱερά της χτίστηκαν σέ ὅλον τόν ἑλληνικό κόσμο.

141 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

OΣIPIΣ(ἐκ τοῦ ὅσιος = ἱερός)

Ὁ μέγιστος τῶν θεῶν τῶν ἀρχαίων Αἰγυπτίων καί ἔφορος τοῦ κά-τω κόσμου καί τῶν νεκρῶν. Ἦταν υἱός τοῦ Σέβ, θεοῦ τῆς γῆς, καί τῆς Νούτ, θεᾶς τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ Ὄσιρις ὑπῆρξε ὁ εἰσηγητής τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, στούς ὁποίους δίδαξε τίς τέχνες καί τήν κοινωνική ὀργάνωσι, ἐνῶ ἡ σύζυγός του καί ἀδελφή του Ἴσις δίδαξε τίς οἰκιακές γνώσεις. Ὁ Σήθ, τό πνεῦμα τῆς φθορᾶς καί τοῦ κακοῦ φόνευσε δόλια τόν Ὄσιρι. Τόν θάνατό του ἐκδικήθηκε ἀργό-τερα ὁ υἱός του Ὧρος, ὁ ὁποῖος ξαναπῆρε τήν ἐξουσία. Συμβόλιζε τήν γενετήσια δύναμι καί ἐξασφάλιζε στούς Αἰγυπτίους τήν συνέ-χισι τῆς ζωῆς τους σέ τοῦτο τόν κόσμο καί στόν ἑπόμενο. Παραλ-λαγή τοῦ Ὄσιρι εἶναι ὁ ἑλληνικός θεός Σέραπις.

ΙNAXOΣ(ἰν = ἐν + ἄχος = θόρυβος ὕδατος)

Βασιλεύς τοῦ Ἄργους, προσωποποίησις τοῦ ὁμώνυμου ποταμοῦ τῆς Ἀργολίδος. Ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ παλαιότερος βασιλεύς τῆς χώρας καί ἀρχηγός καί ἡγέτης τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τοῦ Ἄργους καί ὑποστηρί-ζεται ὅτι ἦταν υἱός τοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Τηθύος. Μέ τήν νύμφη Με-λία ἀπέκτησε τόν Πανόπτη Ἄργο, τόν Πελασγό, τήν Ἰώ καί τόν Αἰγι-αλέα. Ὁδήγησε τούς Ἀργείους, μετά τόν κατακλυσμό τοῦ Δευκαλίω-νος, ἀπό τά βουνά στήν πεδιάδα καί ἀφοῦ μάζεψε τά νερά πού βρί-σκονταν ἐκεῖ σέ μία κοίτη τούς ἐγκατέστησε. Τά νερά ἀποτέλεσαν τόν ποταμό Ἴναχο. Ὡς πρῶτος βασιλιάς τῆς χώρας πού ἔγινε, ἔφερε σ’ αὐτήν τά πρῶτα στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ. Στήν ἀντιδικία μεταξύ Ἥρας καί Ποσειδῶνος γιά τήν προστασία τῆς πόλεως, ἐπέλεξε τήν Ἥρα, πρᾶγμα πού προκάλεσε τήν ὀργή τοῦ Ποσειδῶνος. Χρονολο-γικά θεωροῦσαν αὐτόν οἱ ἀρχαῖοι σύγχρονο τοῦ Ἐριχθόνιου.

142 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚAΛYΔΩNIOΣ ΚAΠPOΣ

Τεράστιο σέ ὄγκο θηρίο, στάλθηκε, στήν χώρα τῆς Καλυδῶνος ἀπό τήν Ἀρτέμιδα γιά νά ἐκδικηθεῖ τήν ἔλλειψη εὐσέβειας πρός αὐτήν ἀπό τόν βασιλιά Οἰνέα. Αὐτός, ὅταν προσέφερε θυσία στούς θεούς, λησμόνησε τήν θεά καί αὐτή ἐξοργίσθηκε καί ἔστειλε τό θηρίο γιά νά λυμαίνεται τά περίχωρα τῆς πόλεως. Γιά τήν ἐξόντωσι τοῦ φο-βεροῦ θηρίου, ὁ υἱός τοῦ Οἰνέως Μελέαγρος προσκάλεσε τούς με-γαλύτερους ἥρωες τῆς ἀρχαιότητος. Mεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἡ Ἀταλάντη, ἡ ὁποία τό πλήγωσε καί ὁ Μελέαγρος τό φόνευσε. Κα-τόπιν χάρισε τό κεφάλι καί τήν δορά, στήν ἀγαπημένη του ἡ ὁποία τό ἄξιζε ἀφοῦ τόν χτύπησε πρώτη. Ὅμως ἡ πρᾶξις του αὐτή δυσα-ρέστησε ὅσους ἔλαβαν μέρος τό κυνήγι. Ὁ Ὅμηρος συνδέει τό κυ-νήγι μέ τόν πόλεμο τῶν δυό πόλεων, Καλυδῶνος καί Πλευρῶνος.

KEΦAΛOΣ

Υἱός τοῦ Ἑρμοῦ ἀπό τήν Ἔρση, κόρη τοῦ Κέκροπος. Ἦταν ὡραι-ότατος νέος κυνηγός, ἐρωτεύτηκε τήν Πρόκριδα τήν ὁποία καί νυμ-φεύθηκε. Ζοῦσαν εὐτυχισμένοι μέχρι πού τόν πρόσεξε ἡ θεά Ἠώς πού κατέβηκε στήν Γῆ καί τόν ἅρπαξε παρά τήν θέλησί του. Μετά ὅμως ἀπό πολλές περιπέτειες τό ζευγάρι ξαναενώθηκε. Δυστυχῶς ὅμως ἡ Πρόκρις σκοτώθηκε σέ κυνήγι ἀκουσίως, ἀπό βέλος τοῦ ἴδι-ου τοῦ Κέφαλου, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά περιπλανιέται γιά νά ἐξιλε-ωθεῖ. Μέ τήν σκύλα Λαίλαπα κυνήγησε τήν ἀλεπού τῆς Τεμησσοῦ, ἐνῶ βοήθησε τόν Ἀμφιτρύωνα ἐναντίον τῶν Τηλεβόων, κι αὐτός τοῦ παραχώρησε ἔπειτα τό νησί του, τό ὁποῖο κατόπιν ὀνομάστηκε Κε-φαλληνία.

143 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚAΛΛIΠATEIPA(ἐκ τοῦ καλλίων + πατήρ, ἡ ἔχουσα ἔνδοξο πατέρα)

Ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐνδόξου ἀθλητῆ Διαγόρα τοῦ Ροδίου, μητέρα τοῦ Πεισιδόρου καί θεία τοῦ Εὐκλέως, πού ἦσαν ὀλυμπιονίκες, καί ἔζησε τόν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα. Παρά τόν κανονισμό τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, πού ἀπαγόρευε τήν εἴσοδο τῶν γυναικῶν στό στάδιο, ἡ Καλλιπάτειρα μεταμφιέστηκε σέ γυμναστή καί εἰσῆλθε γιά νά πα-ραστεῖ στόν θρίαμβο τοῦ υἱοῦ της Πεισιδόρου. Προδόθηκε ὅμως ἀπό τή χαρά της, ἔτυχε τῆς συγγνώμης καί ἀπό τότε οἱ ἀθλητές καί οἱ γυμναστές εἰσήρχοντο στό στάδιο γυμνοί.

YΨIΠYΛH(ἐκ τοῦ ὕψος + πύλη)

Μυθολογικό πρόσωπο, θυγατέρα τοῦ Θόαντος, βασιλέως τῆς Λή-μνου, καί τῆς Μύρινας, θυγατέρας τοῦ Κρηθέως. Δέν μιμήθηκε τίς ἄλλες γυναῖκες ἀπό τήν Λῆμνο, πού φόνευσαν ὅλους τους ἄνδρες καί ἔσωσε τόν πατέρα της, ἀφοῦ τόν ἔκρυψε. Ὅταν πέρασαν ἀπό ἐκεῖ οἱ Ἀργοναῦτες, ἡ Ὑψιπύλη ἀπέκτησε ἀπό τόν Ἰάσονα υἱό, τόν Εὔνεω, ἀλλά οἱ Λήμνιες τήν ἐξόρισαν, γιατί ἔσωσε τόν πατέρα της. Ἡ Ὑψιπύλη κατέφυγε στήν Νεμέα, ὡς τροφός τοῦ Ἀρχεμόρου, υἱοῦ τοῦ βασιλέως Λυκούργου. Στό τέλος ὁ Λυκοῦργος ἀποπειράθηκε νά τήν φονεύσει, γιατί τό παιδί του, πού πρόσεχε ἡ Ὑψιπύλη, τό δάγκωσε φίδι καί ἀπέθανε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´

Oἱ Θηβαῖοι Ἥρωες: Kάδμος – Oἰδίπους

Ἡ πόλις τῶν Θηβῶν ἱδρύθηκε σέ δυό περιόδους, τήν πρώτη μέ τόν Κάδμο, ὁ ὁποῖος ἀναζητώντας τήν ἀδελφή του ἔφθασε ἐκεῖ μετά ἀπό χρησμό καί ἵδρυσε μία πόλι πού τήν ὀνόμασε Καδ-μεία, καί ἀργότερα οἱ υἱοί τοῦ Διός καί τῆς Ἀντιόπης Ἀμφίων καί Ζῆθος πρόσθεσαν νέους οἰκισμούς καί ὀνόμασαν τήν πόλι Θῆβαι. Κατά τήν παράδοσι ἐρχόμενος στήν περιοχή, ὁ Κάδμος σκότωσε τόν Δράκοντα καί Σπαρτούς ἀνθρώπους πού φύτρω-σαν ἀπό τά δόντια του, διέδωσε δέ τό ἀλφάβητο, τά λεγόμενα καδμεῖα γράμματα. Αὐτό ἔδωσε τό ἔναυσμα σέ πολλούς μελε-τητές νά ὑποστηρίξουν ὅτι τό ἀλφάβητο ἔχει φοινικική προέλευ-σι ἀπό τήν χώρα καταγωγῆς τοῦ Κάδμου. Ὅμως ὁ Κάδμος ἔχει ἑλληνικό ὄνομα, οἱ γονεῖς του ἦσαν Ἕλληνες στήν καταγωγή καί ἡ θρησκεία του ἑλληνική. Ὁ νομικός καί ἱστορικός Κωνσταντῖνος Α. Πλεύρης στό ἔργο του, Τό Ἑλληνικόν Ἀλφάβητον γράφει σχετικά: «Ὁ Κάδμος ὡς Ἕλλην ἐπίστευε καί λάτρευε τόν Πο-σειδώνα καί τήν Ἀθηνᾶ. Ἐάν ἦτο Σημίτης δέν θά εἶχε ἀσφαλῶς Ἑλληνικήν θρησκείαν ἀλλά σημιτικήν. Οἱ Σημίται τῆς Φοινίκης μόλις ἦλθαν εἰς ἐπαφήν μέ τούς Ἕλληνας ἀποίκους παρέλα-βον ἐξ ἐκείνων τό ἀλφάβητον τό ὁποῖο τό ἐτροποποίησαν, ὥστε νά ἀνταποκρίνεται πρός τάς ἰδιότητας τῆς γλώσσης των... Ὁ Κάδμος μετέφερε ἐκ τοῦ προτύπου ἀρχαιοτάτου ἀλφαβήτου, μιά μορφήν γραμμάτων, τά ὁποῖα ἦλθον ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας τῆς Φοινίκης». Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει καί τό λεξικό Liddell & Scott ὅπου γράφεται ὅτι «ὁ Kάδμος ἔφερε ἀπό τήν Φοινίκη τό παλαιό ἑλληνικό ἀλφάβητο τῶν δεκαέξι

145 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

γραμμάτων, ἀπ’ ὅπου ὀνομάστηκαν καί Kαδμήια ἤ Φοινικήια γράμματα». Ἄλλωστε καί ὁ Joseph Yahunda στό σπανιότατο ἔργο του Hebrew is Greek ὑποστηρίζει ὅτι: «Ἡ Ἑβραϊκή Βίβλος εἶναι ἕνα ἀνυποψίαστο καί ξεχασμένο παρακλάδι τῆς Ἑλλη-νικῆς Γραμματείας» (σελίδα xxii, ἔκδοση 1982, University of Oxford, πρόλογος Saul Levin, καθηγητής πανεπιστημίου Chicago).

Στήν δεύτερη περίοδο τῶν Θηβῶν, τά δυό ἀδέλφια βασίλε-ψαν εὐτυχισμένοι μέχρι πού ἡ γυναίκα τοῦ Ἀμφίονος, ἡ Νιόβη, καυχήθηκε γιά τήν εὐτεκνία της, προκαλώντας τήν Λητώ. Αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή μεγάλων δεινῶν γιά τήν περιοχή, πού ἔγιναν ἀκό-μη χειρότερα ὅταν ὁ Πέλοψ καταράστηκε τόν Λάιο, νά σκοτω-θεῖ ἀπό τόν γιό του, προφητεία πού ἐκπλήρωσε ὁ Οἰδίπους. Ἐκεῖ ξεκινᾶ ὁ περίφημος Θηβαϊκός κύκλος, πηγή ἐμπνεύσεως γιά ὅλους τούς μεγάλους τραγικούς τῆς ἀρχαιότητος.

Ἡ Ἀλτάνη στό βιβλίο της, Ἑλληνικός Δία-λογισμός τ.Α ἀνα-φέρει ὅτι ἡ Θήβα συμβολίζει τήν πόλι ὅπου οἱ ἄνθρωποι βρί-σκονται σέ παρατεταμένη νεότητα-ἀνωριμότητα (Θ-ἥβη), ἐνῶ ἡ Σφίγγα συμβολίζει τήν γοητεία πού ἀσκεῖ ἡ παραπλανητική ἐξουσία.

146 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚAΔMOΣ(ἐκ τοῦ κέκαδμαι = λάμπω)

Ἦταν ὁ ἐπώνυμος ἥρωας, καί ἱδρυτής τῆς πόλεως τῶν Θηβαίων, οἱ ὁποῖοι κατά τόν Ὅμηρο ὀνομάζοντο Καδμεῖοι. Στήν Θεογονία τοῦ Ἡσιόδου θεωρεῖται ὅτι ἐπανέφερε τήν Ἁρμονία, θυγατέρα τοῦ Ἄρεως καί τῆς Ἀφροδίτης στήν πατρίδα της, τήν ὁποία πῆρε ὡς σύζυγο καί ἀπέκτησε μαζί της πέντε παιδιά. Κατά παλαιότερη ἐπική πηγή, ὁ Κάδμος, πλανόμενος πρός ἀνεύρεσι τῆς ἀδελφῆς του Εὐρώπης, πού εἶχε ἁρπάξει ὁ Ζεύς, καί ἀφοῦ δέ μπόρεσε νά τήν βρεῖ, ἐγκαταστάθηκε μέ τήν μητέρα του στήν Θράκη. Ἐκεῖ ζήτησε χρησμό καί ἔλαβε τήν ἀπάντησι νά ἀκολουθήσει τήν δάμαλι (= νε-αρή ἀγελάδα) πού θά συναντήσει στνό δρόμο του καί στό σημεῖο πού θά πέσει νά ἱδρύσει πόλι. Τό ζῶο γονάτισε σέ πηγή πλησίον τῶν Θηβῶν καί ὁ Κάδμος ἐπιχείρησε νά τήν θυσιάσει, ἀλλ’ ὅμως τοῦ ἐπιτέθηκε μεγάλος δράκοντας, πού φύλαγε τήν πηγή. Τόν δρά-κοντα φόνευσε ὁ Κάδμος καί τά δόντια του, κατά συμβουλή τῆς Ἀθηνᾶς, τά ἔσπειρε. Ἀπό αὐτά φύτρωσαν ὁπλισμένοι ἄνδρες καί ἔγινε φονική μάχη, κατά τήν ὁποία ἔπεσαν ὅλοι, πλήν τῶν πέντε, τοῦ Οὐδαίου, Χθονίου, Πέλορως, Ὑπερήνωρος καί Ἐχίονος. Κατό-πιν ἵδρυσε τίς Θῆβες καί ἀπό τόν Δία ἔλαβε ὡς σύζυγο τήν Ἁρμο-νία. Οἱ γάμοι τοῦ ζεύγους ἔγιναν μέ μεγάλη μεγαλοπρέπεια καί παραβρέθηκαν ὅλοι οἱ θεοί, τά δέ ἄσματα ἔψαλλαν οἱ Μοῦσες. Μέ τήν Ἁρμονία, ἀπέκτησε πέντε παιδιά, τόν Πολύδωρο, τήν Ἰνώ, τήν Σεμέλη, τήν Ἀγαύη καί τήν Αὐτονόη. Ὁ Κάδμος ἔζησε εὐτυχής καί ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας καί ὅταν πέθανε, ἐστάλη ἀπό τούς θεούς στά Ἠλύσια πεδία.

147 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

EYPΩΠH(ἐκ τοῦ εὐρύς καί ὄψ- ὀπός = ὀφθαλμός,

ἤ ἐκ τοῦ Δία – εὐρύοπα)

Κόρη τοῦ Φοίνικος καί τῆς Τηλεφάσσης, ἀδελφή τῆς Θράκης καί ἑτε-ροθαλής ἀδελφή τῆς Ἀσίας καί τῆς Λιβύης. Ὁ Ζεύς τήν εἶδε κάποτε νά διασκεδάζει μέ τίς φίλες της στήν ἀκτή καί, μεταμορφωμένος σέ ταῦρο, τήν ἅρπαξε καί τήν πέρασε ἀπό τήν Φοινίκη στήν Κρήτη ,ὅπου τήν ἔκανε μητέρα τοῦ Μίνωος τοῦ Ραδαμάνθυος καί τοῦ Σαρ-πηδόνος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός της Κάδμος γύριζε ὅλον τόν κόσμο γιά νά τήν βρεῖ. Ἔπειτα τήν πάντρεψε μέ τόν βασιλιά τῆς Κρήτης τόν Ἀστέ-ριο. Δέν ἀποκλείεται, πίσω ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία νά κρύβεται μία κρητική εἰσβολή στήν Φοινίκη. Κατά ἄλλη ἐκδοχή ἡ Εὐρώπη μέ τόν Δία γέννησε τόν Δώδωνα, ἐπώνυμο τῆς Δωδώνης στήν ὁποία ἐλα-τρεύετο ὁ «Εὐρύοπας» Ζεύς. Υἱός τῆς Εὐρώπης καί τοῦ Διός ἦταν καί ὁ Αἰακός. Κατά τόν ὁμηρικό ὕμνο στόν Ἀπόλλωνα τόν Πύθιο ἡ Εὐρώπη νοεῖται μέχρι τήν Θράκη, πλήν τῆς Πελοποννήσου καί τῶν νησιῶν, ἀπό τούς μηδικούς ὅμως πολέμους φέρεται ὡς Εὐρώπη ὅλη ἡ ἤπειρος, ὅπως καί μέχρι σήμερα.

APMONIA(ἐκ τοῦ ἁρμόττω = ἁρμόζω)

Θυγατέρα τοῦ Ἄρεως καί τῆς Ἀφροδίτης καί ἀδελφή τοῦ Φόβου καί τοῦ Δείμου. Ὁ γάμος της μέ τόν Κάδμο ἑορτάστηκε ἀπό τούς θεούς μέ βασιλική μεγαλοπρέπεια. Ἀπό τό ζεῦγος αὐτό γεννήθη-καν ἡ Ἰνώ, ἡ Σεμέλη, ἡ Ἀγαύη, ἡ Αὐτονόη καί ὁ Πολύδωρος. Ὑπο-στηρίζεται ὅτι ἡ Ἁρμονία ὑπῆρξε ὁ τύπος τῆς ὡραίας, τῆς φιλό-στοργης, τῆς εὐγενοῦς, ἔντιμης καί ἀγαθῆς συζύγου, ἡ ὁποία κα-τόρθωσε καθ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ συζυγικοῦ βίου νά κρατήσει ἀδιατάρακτη καί πλήρη τήν οἰκογενειακή εὐτυχία. Συνέπεια αὐτοῦ

148 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἦταν νά θεοποιηθεῖ καί νά τοποθετηθεῖ στόν ἱερό κύκλο τῆς Ἀφρο-δίτης. Συνδέθηκε μέ τήν τέχνη, ἰδίως μέ τήν μουσική.

OIΔIΠOYΣ(ἐκ τοῦ οἴδημα + πούς)

Τό σημαντικότερο πρόσωπο τοῦ Θηβαϊκοῦ κύκλου. Ὁ Λάιος, βασι-λιάς τῶν Θηβῶν, ἐγγονός τοῦ Πολυδώρου καί δισέγγονος τοῦ Κάδ-μου, νυμφεύθηκε τήν Ἰοκάστη, πού εἶχε ἀδελφό τόν Κρέοντα. Κατά τόν χρησμό, ἐάν ἀποκτοῦσαν ἀρσενικό παιδί, αὐτό θά φόνευε τόν πατέρα του καί γιά τόν λόγο αὐτό παρέδωσαν τόν Οἰδίποδα σέ δοῦλο γιά νά τόν ἐκθέσει ἐπί δένδρου στό ὄρος Κιθαιρώνα, ἀφοῦ προηγουμένως τρύπησαν καί ἔδεσαν τά πόδια του. Τό παιδί ὅμως ἐπέζησε καί ἀνατράφηκε ἀπό τόν βασιλιά τῆς Κορίνθου Πόλυβο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄτεκνος. Ὅταν μεγάλωσε, ἀνέλαβε νά ἀπαλλάξει τήν Θήβα ἀπό τήν παρουσία ἑνός τρομεροῦ τέρατος τήν Σφίγγα. Στόν δρόμο πρός τά ἐκεῖ σέ μία τυχαῖα φιλονικία σκοτώνει τόν Λάιο, χω-ρίς νά γνωρίζει ὅτι εἶναι ὁ πραγματικός του πατέρας. Κατόπιν συ-γκρούεται μέ τήν Σφίγγα, λύνει τό αἴνιγμά της, ἐμφανίζεται ὡς θρι-αμβευτής στήν Θήβα, ὅπου ὁ Κρέων τοῦ χαρίζει τό βασίλειό του καί τοῦ δίνει γιά γυναίκα του τήν χήρα, ἐκείνη τήν στιγμή, Ἰοκάστη, χω-ρίς νά ξέρει κανείς ὅτι εἶναι ἡ μητέρα του. Ἡ ἀποκάλυψι τῆς ἀλήθει-ας ἀποτελεῖ τήν κορυφαία στιγμή τοῦ Ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ Δράματος.

ΑΠOKΩΔIKOΠOIHΣIΣ TOY MYΘOY TOY OIΔIΠOΔOΣ

Ὁ διάσημος Γάλλος ἰατρός Ἄλφρεντ Τοματίς, ἀπορρίπτοντας τήν Φροϋδική ὀπτική τοῦ μύθου, στό βιβλίο του Μαθησιακές δυσκολίες γράφει «Ὁ Οἰδίποδας συνθέτει ἕναν ὁλοκληρωμένο μῦθο πού

149 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἑρμηνεύει τήν ἐξέλιξι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ταπεινό του ξεκίνημα μέχρι τήν ἔνταξί του στόν κόσμο. Δέν ἀφηγεῖται τήν ἱστορία ἑνός βρέφους, τό ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ἕναν κόσμο πού διέπεται ἀπό τό ἄγχος τῆς σεξουαλικότητος... Θέλει νά μᾶς πεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τήν προσωπική του ἐξέλιξι καί ἀπεκδυόμενος τά περιτ-τά φορτία –ὅπως ἕνας πύραυλος πού ἐκτοξεύεται πρός τό διά-στημα– ὁδηγεῖται στήν ἀπελευθέρωσι». Πρός σ’ αὐτήν τήν ἀπελευ-θέρωσι, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά σκοτώσει τίς παλιές καί καλά ἑδραι-ωμένες πεποιθήσεις, γιά νά γυρίσει πίσω στήν ἀρχική του θέσι, ἀλλά νικητής πιά, μέ ἀφυπνισμένη συνείδησι.

ΜOIPEΣ(ἐκ τοῦ μερίζω = πᾶν ὅτι ἔχει μερισθεῖ ἀπό τόν θεό)

Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦσαν οἱ τρεῖς θεότητες πού καθόριζαν τό πε-πρωμένο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὅρος Μοῖρες προέρχεται ἀπό τή λέξη «μοῖρα», δηλαδή τό τμῆμα ἑνός ὅλου, τό μερίδιο πού ἀνήκει στόν καθένα, διότι οἱ Μοῖρες «μοίραζαν» τά κακά ἤ τά καλά στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν γέννησί του ἕως τόν θάνατο. Οἱ Μοῖρες ἦσαν ἡ Κλωθώ, ἡ Λάχεσις καί ἡ Ἄτροπος. Κόρες τοῦ Διός καί τῆς Θέμι-δος, διέμεναν στόν Ὄλυμπο ὅπου ἔγραφαν τίς ἀποφάσεις τους γιά τήν τύχη κάθε ἀνθρώπου. Ἡ Κλωθώ ἐπισκοποῦσε τήν γέννησι κά-θε ἀνθρώπου καί μέ τήν Σλακάτη ἔκλωθε τό νῆμα τῆς ζωῆς του. Ἡ Λάχεσις κρατοῦσε τήν ἄτρακτο μέ τήν ὁποία τύλιγε τό νῆμα καί διέταζε αὐτά πού θά συνέβαιναν μελλοντικά. Ἡ Ἄτροπος ἔκανε ἀμετάβλητα τά ἀποτελέσματα τῶν ἄλλων.

150 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΦIΓΞ(παρά τό σφίγγω, τά ἐσφιγμένα = τά δυσνόητα)

Τέρας τῆς Βοιωτίας μέ πρόσωπο γυναίκας, σῶμα λιονταριοῦ, φτε-ρά ὄρνιθας καί οὐρά φιδιοῦ. Ἦταν γέννημα τῆς Ἔχιδνος καί τοῦ Τυφῶνος ἤ τοῦ Ἐγκέλαδου. Καθόταν πάνω σέ ἕνα βράχο πού χω-ρίζει τίς πεδιάδες τῶν Θηβῶν καί τῆς Κωπαΐδος, ἀπ’ ὅπου ἀπηύθη-νε τό ἑξῆς αἴνιγμα στούς περαστικούς: Τί εἶναι αὐτό πού ἔχει φωνή καί τό πρωί εἶναι τετράποδον, τό μεσημέρι δίποδον καί τό βράδυ τρίποδον. Ἐπειδή κανείς δέν μποροῦσε νά τό λύσει, τούς καταβρό-χθιζε ὅλους. Τήν εἶχε θέσει δέ ἐκεῖ ὁ Ἄρης γιά νά τιμωρήσει τούς ἀπογόνους τοῦ Κάδμου, ὁ ὁποῖος εἶχε σκοτώσει τόν δράκο τῆς πηγῆς του στήν Θήβα. Ὁ Οἰδίπους ἦταν ἐκεῖνος πού τελικά ἔλυσε τό αἴνιγμα (Ἡ ἀπάντησις ἦταν ὁ ἄνθρωπος, πού στήν ἀρχή τῆς ζωῆς του περπατᾶ στά τέσσερα καί κατά τό γῆρας μέ μπαστούνι), ὁ ὁποῖος τότε ἀνακηρύχθηκε βασιλιάς καί εὐεργέτης τῶν Θηβῶν. Πα-ραλλαγή τοῦ μύθου ἦταν οἱ Σφίγγες τῶν Αἰγυπτίων, οἱ ὁποῖες ἦταν κυρίως ἀνθρωπόμορφα λιοντάρια.

ΛAΪOΣ(ἐκ τοῦ λαΐς = λεία)

Ἀπόγονος τοῦ Κάδμου, υἱός τοῦ Λαβδάκου ἀπό τήν Θήβα, πού σέ Σλικία ἑνός χρόνου ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Διαδέχθηκε τόν πα-τέρα του στόν θρόνο τῶν Θηβῶν καί ἐπίτροπο εἶχε τόν Λύκο, ὁ ὁποῖος καί τόν Λάβδακο εἶχε ἐπιτροπήσει. Στήν συνέχεια ὁ Λύκος μέ τήν σύζυγό του Δίρκη ἐγκλημάτισαν πρός τήν Ἀντιόπη καί τιμω-ρήθηκαν ἀπό τά παιδιά αὐτῆς, τόν Ζῆθο καί τόν Ἀμφίονα, ὁ δέ Λά-ιος ἐξορίσθηκε καί κατέφυγε στήν Ἥλιδα, πλησίον τοῦ Πέλοπος. Ἀπό ἐκεῖ ὅμως ἀφοῦ ἅρπαξε τό παιδί τοῦ Πέλοπος, τόν Χρύσιππο, ἔφυγε γιά τήν Θήβα, ὅπου ἀνέλαβε τήν βασιλεία, μετά τόν θάνατο

151 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τοῦ Ἀμφίονα. Ὁ Πέλωψ γιά αὐτή τήν πρᾶξι του καταράστηκε τόν ἀπαγωγέα νά πεθάνει ἄτεκνος ἤ νά σκοτωθεῖ ἀπό τό παιδί του. Ἀπέκτησε ὅμως ἕναν υἱό τόν Οἰδίποδα, τόν ὁποῖο μόλις γεννήθηκε ἄφησε στόν Κιθαιρῶνα γιά νά πεθάνει. Ὁ Οἰδίπους ὅμως σώθηκε καί μετά ἀπό πολλά χρόνια, χωρίς νά γνωρίζει καθόλου τόν Λάιο, τόν σκότωσε σέ μιά συμπλοκή, στήν λεγόμενη Σχιστή ὁδό.

ETEOKΛHΣ καί ΠOΛYNEIKHΣ(Ἐτεοκλῆς ἐκ τοῦ ἐτεός = γνήσιος + κλέος = δόξα, Πολυνείκης

ἐκ τοῦ πολύ + νεῖκος = ἔχθρα)

Οἱ δυό γιοί τοῦ Οἰδίποδος καί τῆς Ἰοκάστης, οἱ ὁποῖοι μετά τόν θά-νατο τοῦ πατέρα τους συμφώνησαν νά βασιλεύουν ἐκ περιτροπῆς ἐπί ἕνα χρόνο ὁ καθένας. Ὅταν ὅμως ὁ Πολυνείκης γύρισε γιά νά ξαναπάρει τήν ἐξουσία, ὁ Ἐτεοκλῆς τοῦ τήν ἀρνήθηκε, κίνησις πού ὁδήγησε στήν περίφημη ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Θηβῶν, πού ἔμει-νε στήν ἱστορία μέ τό ὄνομα πόλεμος τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας. Ἡ ἐκστρατεία ὀργανώθηκε ἀπό τόν Ἄδραστο καί ἦταν ἕνας ἐμφύλιος πόλεμος Θηβαίων καί Ἀργείων. Μετά ἀπό φοβερές συγκρούσεις τά δυό ἀδέλφια ἀποφάσισαν νά μονομαχήσουν ἀλλά ἀλληλοσκοτώθη-καν, καί τότε ὁ θεῖος τους ὁ Κρέων μέ μία τολμηρή ἔξοδο νίκησε τούς Ἀργείους, σκότωσε ὅλους τούς ἀρχηγούς τους, ἐκτός ἀπό τόν Ἄδραστο, καί ἀνέβηκε στήν ἐξουσία τῶν Θηβῶν.

KPEΩN(ὁ ἰσχυρός, ὁ Σγεμών)

Υἱός τοῦ Μενοικέως, ἀδελφός της Ἰοκάστης. Βασίλεψε στήν Θήβα σέ δυό περιόδους, μετά τόν θάνατο τοῦ Λαΐου μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Οἰδίποδος καί ἔπειτα πάλι γιά μικρό διάστημα, ἀπό τήν πτώ-

152 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ση τοῦ Ἐτεοκλέους μέχρι τήν ἐνηλικίωση τοῦ υἱοῦ τοῦ τελευταίου, Λαοδάμαντος. Ἦταν αὐτός πού ἔδωσε τό τελειωτικό χτύπημα στούς ἑπτά ἐπί Θήβας, ἡ ἀπόφασίς του ὅμως νά μήν θαφθεῖ ὁ Πο-λυνείκης ὡς προδότης, ἀντίθετα ἀπό τά ἤθη τῆς ἐποχῆς, ἀνάγκασε τήν ἀδελφή τοῦ Πολυνείκους Ἀντιγόνη νά τόν παρακούσει. Ἀμέσως διέταξε νά τήν ἐνταφιάσουν ζωντανή, κάτι πού ὁδήγησε στήν αὐτο-κτονία τοῦ γιοῦ του Αἴμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐρωτευμένος μαζί της. Σκοτώθηκε ἀπό τόν Θησέα, ὁ ὁποῖος ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν Θηβῶν γιά νά παραλάβει τά πτώματα τῶν Ἀργείων, τῶν ὁποίων ἡ ταφή εἶχε ἀπαγορευτεῖ ἀπό τόν Κρέοντα.

ANTIΓONH(ἐκ τοῦ ἀντί + γόνος)

Ἡ περίφημη κόρη τοῦ Οἰδίποδος, πού γεννήθηκε ὄχι ἀπό τήν Ἰο-κάστη τήν μητέρα του, ἀλλά ἀπό τήν σύζυγό του Εὐρυγάνεια. Ἡ Ἀντιγόνη εἶχε ἀδέλφια τήν Ἰσμήνη, τόν Ἐτεοκλῆ καί τόν Πολυνεί-κη. Μετά τῶν πόλεμο τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας, ἡ Ἀντιγόνη τήρησε τήν ὑποχρέωσι πού εἶχε, νά ἐνταφιάσει τόν ἀδελφό της, κάτι πού ἀπα-γορευόταν ἀφοῦ ὁ Πολυνείκης εἶχε στραφεῖ ἐναντίον τῆς πατρίδος του. Ἔτσι καταδικάστηκε σέ θάνατο ἀπό τόν Κρέοντα, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στόν γιό του, Αἵμονα νά ἐκτελέσει τήν ποινή. Ἐκεῖνος ὅμως νυμφεύθηκε κρυφά τήν Ἀντιγόνη, τήν ὁποία πάντα ἀγα-ποῦσε, καί τήν ἔστειλε νά ζήσει ἀνάμεσα στούς βοσκούς του. Οἱ τραγικοί ποιητές υἱοθέτησαν μιά πιό δραματική ἐκδοχή αὐτῆς τῆς ἱστορίας.

153 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AΛKMAIΩN(ἐκ τοῦ ἀλκή = δύναμη + μάω = μανθάνω)

Υἱός τοῦ Ἀμφιαράου καί τῆς Ἐριφύλης. Ἡ μητέρα του δωροδοκή-θηκε ἀπό τόν Πολυνείκη, μέ τό περιδέραιο τῆς Ἁρμονίας, γιά νά πεί-σει τόν Ἀμφιάραο νά κατέλθει στόν πόλεμο τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας, ὅπου καί σκοτώθηκε. Ὁ Ἀλκμαίων ἐκδικήθηκε τόν θάνατο τοῦ πα-τέρα του, φονεύοντας τόν ἀρχηγό τῶν Θηβαίων, ἀλλά καί σκοτώνο-ντας τήν μητέρα του, κάτι πού ὁδήγησε τίς Ἐρινύες νά τόν τιμωρή-σουν. Περιπλανώμενος ἀπό τόπο σέ τόπο ἔφθασε στήν Ἀρκαδία, ὅπου νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ βασιλέως Φυγέως, Ἀρσινόη, χαρίζο-ντάς της τό καταραμένο περιδέραιο. Ἡ χώρα ἄρχιζε νά μαστίζεται ἀπό ξηρασία καί ὁ Ἀλκμαίων πού θεωρήθηκε ὑπαίτιος, κατέφυγε σέ κάποιο νησί στόν ποταμό Ἀχελῶο, διότι σύμφωνα μέ τόν χρησμό, δέν θά ἔβρισκε τήν Σσυχία του ἐάν δέν πήγαινε σέ μέρος πού δέν τό εἶχε δεῖ ποτέ ὁ Ἥλιος. Ἐκεῖ ὁ ποτάμιος θεός τόν ἐξάγνισε καί τοῦ ἔδωσε τήν κόρη του Καλιρρόη γιά σύζυγο. Ἀπό αὐτήν ἀπέκτη-σε τόν Ἀμφότερο καί τόν Ἀκαρνάνα. Τελικά φονεύθηκε ἀπό τούς ἀδελφούς της Ἀρσινόης γιά τήν ἀπιστία του καί γιά τά δεινά πού τούς ἔφερε, κάτι πού ὁδήγησε τούς γιούς του, μέ τήν σειρά τους, νά σκοτώσουν τόν Φυγέα καί νά ἀφιερώσουν τό περιδέραιο στούς Δελ-φούς, γιά νά σταματήσει ἡ κατάρα.

IOKAΣTH(ἐκ τοῦ ἰός + κέκταμαι = λάμπω)

Ἦταν, κατά τήν μυθολογία, σύζυγος τοῦ Λάιου, βασιλέως τῶν Θηβῶν μέ τόν ὁποῖο γέννησε τόν Οἰδίποδα. Τοῦτον ἀργότερα ἡ Ἰο-κάστη πῆρε ἀπό πλάνη ὡς σύζυγο, σέ ἀνταμοιβή του γιά τόν φόνο τῆς Σφίγγας καί ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά, τόν Ἐτεοκλῆ, τόν Πολυ-νείκη, τήν Ἀντιγόνη καί τήν Ἰσμήνη. Ἡ Ἰοκάστη ἀφοῦ ἀνακάλυψε

154 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν πλάνη της, τιμώρησε τόν ἑαυτόν της μέ ἀπαγχονισμό. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, ἐπέζησε καί εἶδε τόν ἀδελφοκτόνο πόλεμο τῶν δυό υἱῶν της καί τελικά σκοτώθηκε πέφτοντας πάνω στά πτώματά τους. Στόν Ὅμηρο ὡς καί στό παλαιό ἔπος Οἰδιπόδεια ὀνομάζεται Ἐπι-κάστη.

APIΣTAIOΣ(= ὁ ἄριστος)

Υἱός τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς Κυρήνης, ὁ ὁποῖος ἀνατράφηκε ἀπό τόν Κένταυρο Χείρωνα καί διδάχθηκε ἀπό τίς Μοῦσσες τήν ἰατρι-κή καί τήν μαντική. Ἦταν ξακουστός διότι δίδαξε στούς ἀνθρώ-πους τήν μελισσοκομία, τήν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καί τούς ἔμαθε νά πήζουν τό τυρί. Τόν τιμοῦσαν σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος μέ τό προσωνύμιο Ἀρισταῖος Ἀγρεύς, ἰδιαίτερα στήν Κυρηναϊκή (οἱ κάτοικοί της θεωροῦνται ἀπόγονοί του), τήν Σικελία καί τήν Σαρ-δηνία, τήν ὁποία ἀπάλλαξε ἀπό κάποια μεγάλα ὄρνεα. Νυμφεύθη-κε τήν κόρη τοῦ Κάδμου Αὐτονόη μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε δυό παι-διά, τόν Ἀκταίωνα καί τήν Μακρίδα. Μυστήριο καλύπτει τό τέλος του, ἀφοῦ ὁ μῦθος διηγεῖται ὅτι ἐξαφανίστηκε ἐντελῶς ξαφνικά, χωρίς νά ἀφήσει κανένα ἴχνος.

TEIPEΣIAΣ(ἐκ τοῦ τά τείρεα = ἄστρα)

Θηβαῖος μυθολογικός ἥρωας καί μάντις. Μιά μέρα, πάνω στό ὄρος Κυλλήνη εἶδε δυό φίδια ζευγαρωμένα. Ὁ Τειρεσίας τά χώρισε ἤ σκό-τωσε τό θηλυκό καί γιά τόν λόγο αὐτό τιμωρήθηκε νά ζήσει ὡς γυ-ναῖκα ἀλλά μετά ἀπό ἑπτά χρόνια ἀπέκτησε καί πάλι τό ἀνδρικό φύλο, στό ἴδιο μέρος μέ τά δυό φίδια ζευγαρωμένα καί ζωντανά.

155 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἐπειδή εἶχε βιώσει καί τά δυό φύλα ὁ Τειρεσίας ρωτήθηκε ἀπό τόν Δία καί τήν Ἥρα γιά τό ποιός ἀπολαμβάνει τήν ἐρωτική ἐπαφή πε-ρισσότερο, ὁ ἄνδρας ἤ ἡ γυναῖκα. Ἡ ἀπάντησίς του ἦταν ὅτι ἀπέδι-δε μεγαλύτερο ἐρωτισμό στήν γυναίκα, πρᾶγμα πού δυσαρέστησε τήν Ἥρα, ἡ ὁποία ὑποστήριζε ὅτι ὁ ἄνδρας ἀπολαμβάνει τήν ἐρωτι-κή ἐπαφή περισσότερο, καί τόν τύφλωσε, ἀλλά ἱκανοποίησε τόν Δία, πού τοῦ χάρισε τό δῶρο τῆς προφητείας. Προφήτευσε τήν ἐξέλιξι τοῦ Ἡρακλέως ἐνῶ ἦταν αὐτός πού προειδοποίησε τόν Οἰδίποδα γιά τίς συμφορές πού θά τόν ἔβρισκαν, ἀλλά καί αὐτός πού προεῖπε τήν ἅλωσι τῆς πόλεως τῶν Θηβῶν. Εἶχε δυό κόρες, τήν Ἱστορίδα καί τήν Μαντώ, ἡ ὁποία κληρονόμησε τό χάρισμα τοῦ πατρός της.

MEΛEAΓPOΣ(ἐκ τοῦ μέλει = φροντίζει + ἀγρός)

Υἱός τοῦ Οἰνέως, βασιλέως τῆς Καλυδῶνος καί τῆς Ἀλθαίας. Ἀναφέ-ρεται ὡς σπουδαῖος κυνηγός, τόν ὁποῖο σκότωσε τόν φοβερό κάπρο, πού εἶχε στείλει ἡ Ἄρτεμις γιά νά τιμωρήσει τόν Οἰνέα, πού εἶχε πα-ραλείψει νά θυσιάσει στήν θεά. Ὁ Μελέαγρος κάλεσε σέ βοήθεια γιά τό κυνήγι τοῦ κάπρου καί πολλούς ἄλλους καί οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς σκοτώθηκαν, μέχρι ὁ Μελέαγρος νά πλήξει μέ τά βέλη του τό ζῶο, μέ τήν βοήθεια τῆς Ἀταλάντης. Γι’ αὐτήν τήν βοήθεια ὁ Μελέα-γρος τῆς προσέφερε τήν δορά τοῦ θηρίου, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξύ τήν εἶχε ἐρωτευθεῖ. Οἱ ἀδελφοί τῆς μητέρας του τό θεώρησαν προσβολή τόν προκάλεσαν σέ μάχη ἀλλά ὁ Μελέαγρος, ὁ ὁποῖος ἦταν περίφημος ἀκοντιστής, τούς σκότωσε. Αὐτή ἦταν ἡ ἀρχή μιᾶς ἐποχῆς πολλῶν δεινῶν γιά τούς Αἰτωλεῖς. Ὁ Μελέαγρος πῆρε μέρος καί στήν Ἀργο-ναυτική ἐκστρατεία, ὅπου ἀντιμετώπισε τόν Αἰήτη. Ἡ ζωή του ἦταν δεμένη μέ ἕνα κομμάτι ξύλο, τό ὁποῖο ἐάν καιγόταν, θά πέθαινε καί αὐτός. Τό ξύλο τό ἔριξε στήν φωτιά ἡ Ἀλθαία, γιά νά ἐκδικηθεῖ τόν θάνατο τῶν ἀδελφῶν της.

156 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ATAΛANTH(ἐκ τοῦ ἀ ἐπιτ. + τάλαντον)

Μυθική Σρωίδα στήν Ἀρκαδία ἤ κατ’ ἄλλους στήν Βοιωτία, πού ἦταν κόρη τοῦ Ἰάσου καί τῆς Κλυμένης. Ἦταν φιλόθηρος, ὀρειβάτις καί τοξότις, ὡραία ὅπως ἡ Ἄρτεμις, τῆς ὁποίας ἦταν δεινή λάτρις, ἔμεινε ἀνύμφευτος, καθ’ ὅσον ἀπέφευγε τόν γάμο, ὡς παρθένος δέ διέμενε καί ἐθήρευε στά ἀρκαδικά ὄρη Μαίναλο, Λύκαιο καί Παρ-θένι. Μέ τό τόξο της φόνευσε τούς Κένταυρους Ροῖκο καί Ὑλαῖο, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν νά τήν βιάσουν. Εἶχε σημαντική συμμετοχή στόν ἀγώνα κατά τοῦ Καλυδωνίου κάπρου, τόν ὁποῖο πρώτη ἔπλη-ξε μέ τό τόξο της καί ἔλαβε ὡς γέρας (βραβεῖο) τό δέρμα αὐτοῦ ἀπό τόν Μελέαγρο, πού τήν ἀγάπησε σφόδρα. Ὑπῆρξε ἰσοδύναμος πρός τούς ἄνδρες στό κυνήγι καί στό τρέξιμο.

AKTAIΩN(= ὁ τῶν ἀκτῶν)

Γιός τοῦ Ἀρισταίου καί τῆς Αὐτονόης, θυγατέρας τοῦ Κάδμου. Ἦταν ἀκούραστος κυνηγός ἀναθρεμμένος ἀπό τόν Κένταυρο Χεί-ρωνα στό Πήλιο, ὅπως καί ὁ πατέρας του. Μιά μέρα ἀποκοιμήθηκε κάτω ἀπό μία κρήνη, καί μόλις ξύπνησε εἶδε ὅτι ἐκεῖ ἡ θεά δAρτε-μις λουζόταν γυμνή καί χωρίς νά τό ἐπιδιώξει τήν κοίταξε. Ἐκείνη τοῦ ράντισε τό πρόσωπο μέ νερό καί ἀμέσως ἄρχισε νά μεταμορ-φώνεται σέ ἐλάφι. Κατόπιν ἡ θεά προξένησε λύσσα στά σκυλιά του, τά ὁποία δέν τόν γνώρισαν καί τόν κατασπάραξαν. Ἔπειτα ὅμως συνῆλθαν καί ἔψαχναν νά βροῦν τόν κύριό τους καί θρηνοῦσαν, μέ-χρι πού ὁ Χείρων τούς ἔδειξε μία εἰκόνα του. Ὁ μῦθος συμβολίζει τό πῶς κατασπαράζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πάθη του.

157 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AΔPAΣTOΣ(ἐκ τοῦ ἀ + δράω -ῶ)

Βασιλιάς τοῦ Ἄργους, γιός τοῦ Ταλαοῦ καί τῆς Λυσιμάχης, ἀδελ-φός του Ἀριστομάχου καί τῆς Ἐριφύλης. Ὅταν ἕνας συγγενής του, ὁ Ἀμφιάραος, σκότωσε τόν πατέρα του, ἐκεῖνος γιά νά γλιτώσει κατέφυγε στόν παππού του Πόλυβο καί ἔγινε βασιλιάς τῆς Σι-κυῶνος. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀμφιάραος νυμφεύθηκε τήν ἀδελφή του, συμφιλιώθηκαν καί ἐπέστρεψε στό Ἄργος. Διοργάνωσε τήν ἐκστρα-τεία τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας, γιά νά βοηθήσει τόν Πολυνείκη νά ἀπο-κατασταθεῖ στήν ἐξουσία τῶν Θηβῶν. Ἡττήθηκαν ὅμως ἀπό τόν στρατό τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Πολυνείκους Ἐτεοκλῆ. Ὁ Ἄδραστος ὅμως σώθηκε χάρι στό ταχύτατο ἄλογό του, τόν Ἀρείονα.

AΓHNΩP(ἐκ τοῦ ἄγαν + ἀνήρ)

Υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Λιβύης καί πατέρας τοῦ Κάδμου, τοῦ Φοίνικος, τοῦ Θάσου, τοῦ Φινέως, τοῦ Κίλικος καί τῆς Εὐρώπης. Ὅταν ὁ Ζεύς μέ τήν μορφή τοῦ ταύρου ἅρπαξε τήν Εὐρώπη, ὁ Ἀγήνωρ ἔστειλε πρός ἀναζήτησί της τά παιδιά του μέ τήν ἐντολή νά μήν ἐπιστρέψουν πίσω χωρίς τήν ἀδελφή των. Οἱ ἔρευνες ὅμως ἀπέβησαν ἄκαρπες καί ἔτσι τά παιδιά του ἐγκαταστάθηκαν σέ δι-άφορες χῶρες. Ὁ Φοῖνιξ ἵδρυσε τήν Φοινίκη, ὁ Θάσος ἐγκαταστά-θηκε στό νησί πού πῆρε τό ὄνομά του, ὁ Κίλιξ τήν Κιλικία καί ὁ Κάδμος ἵδρυσε τίς Θῆβες.

158 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AMΦIΩN(ἀμφί + ἰῶν)

Υἱός τοῦ Διός καί τῆς Ἀντιόπης, ἡ ὁποία ἐπειδή σαγηνεύτηκε ἀπό τόν Δία καί ἔμεινε ἔγκυος, καταδιώχθηκε ἀπό τόν πατέρα της Ἀσω-πό. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά τόν γεννήσει, μαζί μέ τόν δίδυμο ἀδελφό του Ζῆθο, καί νά τούς ἀφήσει στόν Κιθαιρώνα, ὅπου κάποιοι ποιμέ-νες τούς ἔσωσαν τήν ζωή. Κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Διός, οἱ Μοῦσες ἀνέλαβαν τήν ἐκπαίδευσί τους, ἐνῶ ὁ Ἀμφίων διδάχθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόλλωνα τήν λύρα. Ἔπαιζε δέ τόσο ὄμορφα, πού τιθά-σευε τά ἄγρια θηρία καί κινοῦσε τίς πέτρες. Θεωρεῖται ὁ ἐφευρέτης τῆς μουσικῆς καί αὐτός πού ἔμαθε στούς ἀνθρώπους νά παίζουν λύ-ρα καί κιθάρα. Ἀργότερα, μαζί μέ τόν ἀδελφό του, ἐκδικήθηκε τόν θάνατο τῆς μητέρας του, πῆρε τήν ἐξουσία τῶν Θηβῶν (πολλά χρό-νια πρίν τόν Κάδμο) καί τήν ὀχύρωσε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: ἄρχισε νά τραγουδᾶ καί νά παίζει τήν λύρα του καί οἱ πέτρες ἄρχισαν νά ἀποσπῶνται ἀπό τά βράχια καί νά τοποθετοῦνται οἱ ἴδιες ἀπό μό-νες τους. Νυμφεύθηκε τήν Νιόβη, καί πέθανε ἀπό παραφροσύνη ἐπειδή καυχήθηκε ὅτι ἡ γυναίκα του ἦταν ἴση μέ τήν Λητώ.

AΛΦEIOΣ(ἐκ τοῦ ἀλφῆ = τιμή)

Υἱός τοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Τηθύος. Ξακουστός κυνηγός, ὁ ὁποῖος ἐρωτεύθηκε τήν Ἀρεθοῦσα, Νύμφη-ἀκόλουθο τῆς Ἀρτέμιδος, ἡ ὁποία ὅπως συνηθιζόταν γιά τίς συντρόφους τῆς θεᾶς ἤθελε κι αὐτή νά διατηρήσει τήν παρθενία της. Ἡ Ἄρτεμις τήν ἔκρυψε σέ ἕνα πυκνό σύννεφο, γιά νά ξεφύγει ἀπό τόν ἔρωτά του, ἀλλά ὁ Ἀλφειός τήν κυνηγοῦσε παντοῦ. Ἔτσι τήν μεταμόρφωσε σέ πηγή καί τότε ὁ Ἀλφειός, πού ἦταν θεός ἐγκατέλειψε τήν ἀνθρώπινη μορφή του καί ἔγινε ποταμός γιά νά σμίξει τά νερά του μέ αὐτά

159 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τῆς Ἀρεθούσας. Κατόπιν ἡ Ἄρτεμις ἄνοιξε τήν Γῆ καί δημιούργη-σε πέρασμα γιά τήν Νύμφη, ἀλλά ὁ Ἀλφειός τήν ἀκολούθησε μέχρι τήν νῆσο Ὀρτυγία, ἀπέναντι ἀπό τίς Συρακοῦσες, ὅπου ἑνώθηκαν τά νερά τους.

ΛYKAΩN(ἐκ τοῦ λύκη = φῶς)

Υἱός τοῦ Πελασγοῦ καί τῆς Μελιβοίας, κόρης τοῦ Ὠκεανοῦ. Ὁ Λυ-κάων ὑπῆρξε βασιλιάς καί σπουδαῖος παράγοντας ἐκπολιτισμοῦ στήν Ἀρκαδία, ἵδρυσε στό ὄρος Λύκαιο τήν Λυκόσουρα, πού ἐθε-ωρεῖτο ἡ πιό παλιά πόλις πού εἶδε ποτέ ὁ ἥλιος. Ἐπίσης θεωρήθη-κε ὅτι ἵδρυσε τόν ναό τοῦ Ἑρμοῦ στήν Κυλλήνη. Ὁ Λυκάων εἶχε πενήντα γιούς. Μιά μέρα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Δίας μέ μορφή ζητιά-νου γιά νά τόν δοκιμάσει. Τότε ὁ μεγάλος του γιός τοῦ ἔδωσε νά φάει ἀνθρώπινο κρέας, κάτι πού ἐξόργισε τόν Δία, ὁ ὁποῖος τούς κεραυνοβόλησε ὅλους, ἐκτός ἀπό τόν μικρότερο υἱό του, τόν Νύ-κτιμο, πού τόν ἔσωσε τήν τελευταία στιγμή ἡ Γαῖα, συγκρατώντας τό δεξί χέρι τοῦ Διός. Τόν δέ Λυκάωνα τόν μεταμόρφωσε σέ λύκο. Ὁ Νύκτιμος ἔγινε βασιλιάς καί στήν διάρκεια τῆς βασιλείας του ἔγινε ὁ κατακλυσμός τοῦ Δευκαλίωνος.

NAPKIΣΣOΣ(ἐκ τοῦ νάρκη)

Ὡραιότατος νεανίας, υἱός τοῦ ποταμοῦ Κηφισοῦ καί τῆς νύμφης Λειριώπης. Τόν Νάρκισσο ἀγάπησε μέ πάθος ἡ Ἠχώ, ἀλλά ὁ ἔρω-τάς της καταφρονήθηκε καί τόσο πολύ κατάπεσε, πού ἔμεινε μό-νον ἡ φωνή της. Ἡ Νέμεσις γιά νά τιμωρήσει τόν Νάρκισσο ἐπέβα-λε σ’ αὐτόν νά ἐρωτευθεῖ τήν ἴδια τήν εἰκόνα του, τήν ὁποία εἶδε

160 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σέ κάποια πηγή πλησίον τῶν Θεσπιῶν καί ἀπό τόν ἀνικανοποίητο ἔρωτα πρός τόν ἑαυτό του ἤ ἐξαντλήθηκε ἤ αὐτοκτόνησε, ἐνῶ λέ-γεται ὅτι στό σημεῖο ὅπου χύθηκε τό αἷμα του φύτρωσε τό ὁμώνυ-μο λουλούδι. Ὁ μῦθος συνδέεται μέ τήν δεισιδαιμονία πού ὑπῆρχε στήν Ἑλλάδα, ὅτι ἦταν γρουσουζιά νά βλέπει κανείς γιά πολλή ὥρα τήν εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του.

ΝIOBH(πιθανόν ἐκ τοῦ νιόπη, γραφή σέ ἀρχ. Ἀγγεῖο)

Ἦταν κόρη τοῦ Ταντάλου καί σύζυγος τοῦ Θηβαίου βασιλιᾶ Ἀμφί-ονος. Ἀπό τόν γάμο αὐτό ἀπέκτησε ἑπτά γιούς καί ἑπτά κόρες. Γεμάτη μητρική ὑπερηφάνια γιά τήν εὐγονία της καί τήν ὀμορφιά τῶν παιδιῶν της καυχήθηκε ὅτι εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν Λητώ, ἡ ὁποία εἶχε μόνον δυό παιδιά, τόν Ἀπόλλωνα καί τήν Ἀρτέμιδα. Γιά αὐτήν τήν ὕβρι τιμωρήθηκε νά βιώσει τόν θάνατο ὅλων τῶν παι-διῶν της. Ὁ Δίας τήν λυπήθηκε γιά τήν ὀδύνη της καί τήν μεταμόρ-φωσε σέ βράχο πού εἶχε τήν μορφή της καί ἀπό τόν ὁποῖο ἐξακο-λουθοῦσαν νά ἀναβλύζουν δάκρυα.

Νιόβη λεγόταν καί ἡ θυγατέρα τοῦ Φορωνέως, βασιλέως τοῦ Ἄργους καί τῆς νύμφης Λαοδίκης, ἡ ὁποία ἦταν θυγατέρα τοῦ ὑούθου. Ὑπῆρξε ἡ πρώτη θνητή, τήν ὁποία ἦλθε σέ σχέσι ἐρωτική ὁ Ζεύς καί γέννησε τόν Ἄργο καί τόν Πελασγό.

INΩ(ἐκ τοῦ ἴνις = υἱός)

Ἦταν θυγατέρα τοῦ Κάδμου καί τῆς Ἁρμονίας. Παντρεύτηκε τόν Ἀθάμαντα, βασιλιά τῶν Μινυῶν στήν Βοιωτία καί ἀπέκτησε δυό παι-διά, τόν Λέαρχο καί τό Μελικέρτη. Ἡ Ἰνώ ἔτρεφε μεγάλο μίσος γιά

161 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τά παιδιά τῆς Νεφέλης, (τό Φρίξο καί τήν Ἕλλη), πού ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα τοῦ Ἀθάμαντος καί ἔπεισε μέ ψευδοχρησμό, τόν ὁποῖο αὐτή προκάλεσε, τόν βασιλιά νά προσφέρει τόν Φρίξο θυσία στόν Δία, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ὁ τόπος ἀπό τήν μάστιγα τοῦ λιμοῦ. Κατά τήν στιγμή τῆς θυσίας ἡ μητέρα του ἅρπαξε τόν Φρίξο καί ἔτσι σώθηκε.

ΑPIΩN(ἐκ τοῦ ἄρειος = πολεμικός)

Ξακουστός μουσικός ἀπό τήν Μήθυμνα τῆς Λέσβου, ὁ πρῶτος πού συνέθεσε διθύραμβο. Ἔκανε μεγάλη περιουσία στόν Τάραντα καί ἀποφάσισε νά γυρίσει στήν πατρίδα του, ἀλλά λίγο πρίν φθάσει στήν Κόρινθο, οἱ ναῦτες πῆραν τήν ἀπόφαση νά τόν σκοτώσουν καί νά τοῦ κλέψουν τά χρήματα. Ἐκεῖνος ζήτησε νά ψάλει ἕνα τελευ-ταῖο τραγούδι, στάθηκε στήν πλώρη τοῦ πλοίου μέ τά καλύτερα ροῦχα του καί τραγούδησε τόσο ὡραῖα ὅπου μαζεύτηκαν ὅλα τά δελφίνια τοῦ πελάγους. Ἀμέσως πήδησε στήν ράχη ἑνός ἀπό αὐτά, καί κατευθύνθηκε πρός τήν Κόρινθο ὅπου ζήτησε ἄσυλο ἀπό τόν Πε-ρίανδρο. Ὅταν τό πλοῖο ἔφθασε στό λιμάνι, παρουσιάστηκε μπρο-στά τους μέ τά ἴδια ροῦχα πού εἶχε ὅταν ἔπεσε στήν θάλασσα καί ἐκεῖνοι ἀναγκάστηκαν νά ὁμολογήσουν. Ἀρ[ε]ίων λεγόταν καί τό γα-λάζιο ἄλογο πού ἦταν πιό γρήγορο κι ἀπό τόν ἄνεμο. Γεννήθηκε τήν ὥρα πού ὁ Ποσειδῶν χτυποῦσε τήν γῆ μέ τήν τρίαινά του καί ἦταν αὐτό πού ἔσωσε, χάρι στήν ταχύτητά του, τόν Ἄδραστο στόν πόλε-μο τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας.

MIΔAΣ

Μακεδόνας βασιλιάς τῆς Φρυγίας, ἀπό τό βασιλικό γένος τῶν Βριγῶν πού εἶχε μεταναστεύσει στήν Μικρά Ἀσία. Προσέφερε με-

162 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

γάλες ὑπηρεσίες στόν Διόνυσο καί ὁ θεός προσφέρθηκε μέ τήν σει-ρά του, νά πραγματοποιήσει μία ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία του. Ἔτσι τοῦ ζήτησε νά γίνεται χρυσάφι ὅ,τι ἀγγίζει. Πράγματι ὁ Διόνυσος ἱκανοποίησε τήν ἐπιθυμία του καί ὁ Μίδας ἔγινε πάμπλουτος, ἀλλά κόντεψε νά πεθάνει ἀπό τήν πείνα, ἀφοῦ καί ἡ τροφή του ἀκόμα γινόταν χρυσάφι. Τότε ὁ Διόνυσος τοῦ συνέστησε νά πάει πλυθεῖ στά νερά τοῦ Πακτωλοῦ ποταμοῦ. Ἔπειτα ἀπό τό λουτρό αὐτό, ὁ Μίδας ἐπανῆλθε στήν ἀρχική του κατάστασι καί ὁ Πακτω-λός ἄρχισε νά ρέει χρυσό. Λεγόταν ὅτι ὁ Μίδας εἶχε αὐτιά γαϊδά-ρου ἀπό μία τιμωρία τοῦ Ἀπόλλωνος, διότι σέ ἕναν διαγωνισμό μουσικῆς, ὁ Μίδας δέν ὑποστήριξε τόν θεό ἀλλά τόν Πάνα. Τό μυ-στικό του τό ἔκρυβε ἐπιμελῶς φορώντας πάντα ἕνα μεγάλο σκοῦφο, ἀλλά ἐπειδή δέν μποροῦσε νά τό κρύψει καί ἀπό τόν κου-ρέα του, τοῦ ἔδωσε πολλά λεφτά καί τόν ὅρκισε νά μήν τό ἀποκα-λύψει. Ὁ κουρέας κράτησε τόν λόγο του, ἀλλά ἐπειδή ἡ σιωπή αὐτή τόν βάραινε πολύ, ἄνοιξε ἕναν λάκο στήν γῆ ἔβαλε τό κεφά-λι του μέσα καί φώναξε μέ ὅλη του τήν δύναμι « ὁ βασιλιάς Μί-δας ἔχει αὐτιά γαϊδάρου». Κατόπιν σκέπασε μέ χῶμα τήν τρύπα, ἀλλά πάνω της φύτρωσαν καλαμιές, πού μέ τό πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου ἐπαναλάμβαναν τίς λέξεις πού εἶχαν ἀκούσει οἱ ρίζες τους, καί ἔτσι τό μυστικό μαθεύτηκε. Ὁ Μίδας ἵδρυσε τήν πόλι τοῦ Γορ-δίου, ἐκεῖ ὅπου πολλά χρόνια ἀργότερα, ἕνας συμπατριώτης του, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ἔκοψε μέ τό ξίφος του τόν Γόρδιο δεσμό, τό σύμβολο τῆς Σγεμονίας στήν Μικρά Ἀσία.

ΑΔMHTOΣ(ὁ ἀδάμαστος)

Υἱός τοῦ Φέρητος, βασιλέως τῶν Φερῶν τῆς Θεσσαλίας καί τῆς θυ-γατέρας τοῦ Μινύου Κλυμένης ἤ Περικλυμένης, ἀδελφός τοῦ Λυ-κούργου καί πατέρας τοῦ Εὐμήλου, πού ἦταν ἀρχηγός τῶν Φερέων

163 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τῶν μετά τοῦ Ἀγαμέμνονος στρατευσάντων στήν Τροία. Ὡς βασι-λιάς τῶν Φερῶν εἶχε τό ἀνάκτορό του ἐπί τοῦ Χαλκωδονίου ὄρους. Οἱ σπουδαιότεροι τῶν μύθων ἀναφέρονται στόν γάμο του μέ τήν Ἄλκηστι. Τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τόν Ἄδμητο ἀπέδειξε προσέ-τι ὁ Ἀπόλλων, ἀφοῦ βοήθησε αὐτόν νά λάβει ὡς γυναίκα του τήν Ἄλκηστι, γιατί ὁ πατέρας αὐτῆς Πελίας ἤθελε νά τήν δώσει μόνο σέ ἐκεῖνον πού θά μποροῦσε νά συζεύξει μαζί λέοντα καί κάπρο στό ἅρμα του, τό ὁποῖο κατόρθωσε ὁ Ἄδμητος μέ τήν ὑπόδειξι τοῦ Ἀπόλλωνος καί τήν βοήθεια τοῦ Ἡρακλέους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´

Mῦθοι τῆς Kρήτης – Ἀσκληπιός

Oἱ ἀρχαιολογικές ἔρευνες ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ἡ Κρήτη ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός λαμπροῦ πολιτισμοῦ πού ἐπεκτεινόταν σέ διά-φορα μέρη τοῦ Αἰγαίου. Οἱ πρῶτοι κάτοικοι εἶναι φανερό ὅτι δέν ἦταν οὔτε Ἰνδοευρωπαῖοι οὔτε Σημίτες. Ἡ γλῶσσα τους, ἡ γραφή τους, οἱ συνήθειές τους, ἡ θρησκεία τους φανερώνουν ὅτι ἦταν ἕνα πρωτοελληνικό φύλο, πού γνώρισε ὑπέρμετρη εὐημε-ρία, μέ πρώτη πόλι τήν Κνωσό, ὅπου ὁ βασιλιάς της ὁ Μίνως ἦταν ὁ κυβερνήτης ὅλου τοῦ νησιοῦ. Ἡ δύναμίς της ὀφειλόταν κατά ἕνα μέρος στήν γεωγραφική της θέσι, πού ἦταν πολύ εὐνοϊκή γιά τό ἐμπόριο, καθιστώντας γρήγορα τήν Κρήτη θα-λασσοκράτειρα. Ἡ ἐντυπωσιακή κοινωνική ὀργάνωσις καί ἡ δί-καιη ἀλλά αὐστηρή νομοθεσία πού ἔθεσε ὁ Μίνως, συνομιλώ-ντας ἀπ’ εὐθείας μέ τόν Δία, δημιούργησαν τήν πρώτη μεγάλη ὑπερδύναμι τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ τεχνολογική ἐξέλιξις ἦταν ἁλματώδης, καί ἀκόμη καί σήμερα προκαλοῦν θαυμασμό στούς ἀρχαιολόγους καί στούς μηχανικούς τά ἀνάκτορα τῆς Κνωσοῦ καί τῆς Φαιστοῦ, τά ὁποῖα διέθεταν ἐντυπωσιακές ὑποδομές, λουτῆρες μέ ζεστό καί κρύο νερό, ὑπόγειες κρύπτες, εὐκολίες πού ὁ δυτικός πολιτισμός εἶχε στήν διάθεσί του μετά τό 1700 μ.Χ. Ὅλα αὐτά εἶχαν τό ἀποτέλεσμα νά διαδοθεῖ παντοῦ ὁ μῦθος τοῦ Δαιδάλου, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ κατασκευαστής τῶν πε-ρισσοτέρων ἐφευρέσεων. Ἡ μεγάλη διαφορά ὅμως, τοῦ Κρητι-κοῦ πολιτισμοῦ ἀπό τούς ἄλλους τῆς ἴδιας περιόδου (Σουμερί-ων, Μεσσοποταμίων κλπ.) ἦταν ὅτι εἶχε ὡς κέντρο τόν ἄνθρω-πο. Οἱ πολῖτες εἶχαν δικαιώματα (εἶναι ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο

165 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

κατά τόν Ἀριστοτέλη τό πολίτευμα τῶν Κρητῶν ὑπερέχει τῶν ἄλλων – βλέπε Ἀνδρέα Παναγόπουλου Ἀριστοτέλης καί Κρή-τη, σ. 21), ἐνῶ ὑπῆρχε ἴση συμμετοχή ἀνδρῶν καί γυναικῶν στήν θρησκευτική καί κοινωνική ζωή, πρᾶγμα ἀδιανόητο γιά τούς ἄλλους πολιτισμούς. Τά ἐξαιρετικῆς ποιότητος οἰκήματα, τό πρωτόγνωρο δίκτυο ἀρδεύσεως καί ἀποχετεύσεως, τά ἔργα ὑψηλῆς αἰσθητικῆς καί καλλιτεχνικῆς ἀξίας, οἱ προχωρημένες καλλιέργειες, ἡ ἀνθηρή βιοτεχνία, ἡ χρήση γραφῆς, τό ὀργανω-μένο ἱερατεῖο καί ἡ ταξική κοινωνία ἀποδεικνύουν ὅτι στήν Κρήτη δημιουργήθηκε ὁ πρῶτος εὐρωπαϊκός πολιτισμός τῆς ἀνθρωπότητος.

Τό μεγάλο σύμβολο αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ ἦταν ὁ λάβρυς, πού κατά τόν Νικόλαο Α. Μαργιωρῆ ἀπεικόνιζε τά δυό ἡμι-σφαίρια τῆς Γῆς, ἦταν τό σύμβολο τῆς μητριαρχίας πού κυρι-αρχοῦσε στό νησί καί ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἱερός σταυρός τῆς ἀνθρωπότητος.

166 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AΣKΛHΠIOΣ(= αὐτός πού τά ἀσκελή ποιεῖ ἤπια, δηλαδή πού εὐφραίνει

τούς καταβεβλημένους)

Ὁ θεός τῆς ἰατρικῆς καί τῆς ὑγιείας κατά τούς Ἕλληνες, υἱός τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς νύμφης Κορωνίδος. Ἀνατράφηκε ἀπό τόν Κέ-νταυρο Χείρωνα, ὁ ὁποῖος τόν μύησε στήν τέχνη τῆς ἰατρικῆς. Ἔφθα-σε μάλιστα σέ σημεῖο νά ξαναδίνει τήν ζωή σέ νεκρούς, ὅπως ὁ Ἱππόλυτος (κατά παράκλησι τῆς Ἀρτέμιδος). Θεράπευε δέ, τούς ἀρρώστους μέ τό αἷμα τῆς δεξιᾶς ἀρτηρίας τῆς Ἀθηνᾶς (ἡ ἀριστερή ἦταν θανατηφόρος). Κρατάει πάντα ἕνα ραβδί μέ ἕνα φίδι, σύμβολο τῆς ἀνανεώσεως, ἕνα κύπελο μέ τά ρευστά τῆς θεραπείας, καί ἔχει πάντα δίπλα του τόν πιστό του σκύλο. Ὁ Ἀσκληπιός εἶχε σύζυγο τήν Ἠπιόνη καί ἀπέκτησαν, ἐκτός ἀπό τόν Μαχάονα καί τόν Ποδαλείριο, καί τά ἑξῆς τέκνα: τίς Ἰασώ, Ἀκεσώ, Αἴγλη, Πανάκεια, Ὑγίεια, καί τούς Τελεσφόρο, Ἄκεσι, Ἰανίσκο καί Ἀλεξήνωρα. Τόν κεραυνοβόλη-σε ὁ Ζεύς κατ’ ἀπαίτησι τοῦ Πλούτωνος, ὁ ὁποῖος φοβήθηκε μήπως κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀθάνατους. Τότε ὁ Ἀπόλλων, ἀπό τόν θυμό του, σκότωσε μέ τό τόξο του, τούς Κύκλωπες ἐπειδή κατασκεύ-ασαν τόν κεραυνό.

ΑΣKΛHΠIEION

Ἔτσι ὀνομάζετο κατά τήν παλαιά ἐποχή τό ἱερό τοῦ θεοῦ τῆς ἰα-τρικῆς Ἀσκληπιοῦ, στό ὁποῖο ἐλατρεύετο καί ἐντός αὐτοῦ ἐξασκοῦσε τήν ἀπό τόν πατέρα του Ἀπόλλωνα κληρονομηθεῖσα τέχνη. Σύμφω-να μέ τό διπλό αὐτό προορισμό τά ἱερά αὐτά εἶχαν διάφορα διαμε-ρίσματα, τά ὁποῖα μποροῦσαν νά διαφέρουν κατά διάταξι καί μέγε-θος. Τά πιό μεγάλα Ἀσκληπιεῖα εἶχαν καί μέρος ὅπου ἔτρωγαν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάρκεια τῆς θεραπείας των. Βραδύτερα ἡ λα-τρεία τοῦ θεοῦ ἐπεκτάθηκε σέ ὅλο τόν κόσμο, ἐπειδή θεράπευε πολ-

167 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

λά νοσήματα, ψυχικά καί σωματικά. Γιά τήν θεραπεία χρησιμο-ποιοῦσαν τήν μάλλαξι, τό θέατρο, ἀκόμα καί τήν ὕπνωσι. Ἀπό τούς συγγραφεῖς καί τίς ἐπιγραφές γνωρίζομε πάνω ἀπό 300 Ἀσκληπιεῖα. Τό σημαντικότερο ἀπό αὐτά εἶναι τῆς Ἐπιδαύρου καί τό πιό περί-φημο ὅλων εἶναι τῆς Κῶ, ἔνθα εἶχε μεγάλη ἀκμή ἡ ἰατρική σχολή.

MAXAΩN(παρά τῷ μάχω, ἄχος - ἄχη - μάχη)

Υἱός τοῦ Ἀσκληπιοῦ καί τῆς Ἠπιόνης, προστάτης τῆς χειρουργικῆς, ἀδελφός τοῦ Ποδαλείριου προστάτη τῆς ἰατρικῆς. Νυμφεύθηκε τήν Ἀντίκλεια, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τόν Πυργασό, τόν Νικόμαχο καί τόν Σφῦρο. Τά δυό ἀδέλφια, σύμφωνα μέ τόν Ὅμη-ρο, ὁδήγησαν τριάντα πλοῖα στήν Τροία, ὅπου βοήθησαν τούς Ἀχαιούς, φροντίζοντας τούς τραυματίες καί γιατρεύοντας τούς ἀρρώστους μέ φάρμακα φτιαγμένα ἀπό διάφορα βότανα, ἀλλά καί μέ ἐξειδικευμένες χειρουργικές ἐπεμβάσεις. Ὁ Μαχάων φρόντισε μεταξύ ἄλλων καί τήν πληγή τοῦ Μενελάου, ἐνῶ γιάτρεψε τόν Φι-λοκτήτη γιά νά μπορέσει νά ἐπαληθευθεῖ ὁ χρησμός τῆς νίκης.

YΓIEIA(= ἐν ὑγρῷ ὤν καί ζῶν)

Κατά τήν ἑλληνική μυθολογία, θεά αὐτοτελής, πού προσωπο-ποιοῦσε τήν εὐεξία τοῦ σώματος, τοῦ πνεύματος καί τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων, τό «ὑγιαίνειν». Τό ἀρχαιότατο κέντρο λατρείας αὐτῆς ἀναφέρεται στήν Τιτάνη, πλησίον τῆς Σικυῶνος, μαζί μέ τοῦ Ἀσκληπειοῦ. Γιά τήν Ὑγίεια ἔγινε ὁ ἀρχαιότερος ὕμνος ἀπό τόν Ἀρίφρονα τόν Σικυώνιο. Στήν Ἀθήνα ἐτιμᾶτο χωριστά, καί ἀργό-τερα συνδέθηκε ἡ λατρεία της μέ αὐτή τοῦ Ἀσκληπειοῦ. Κατ’ ἄλλη

168 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἐκδοχή εἶναι καί ἐπίθετο τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς ὁποίας τό ἄγαλμα ἀπό χαλκό τό ἔκαμνε ὁ Πύρρος, πρό τοῦ 432 π.Χ.

AMΦIAPAOΣ(ἐκ τοῦ ἀμφί + ἐρέττω = κωπηλατῶ)

Ἥρωας καί μάντις, πού θεοποιήθηκε. Ἦταν υἱός τοῦ Μελάμποδος ἤ τοῦ Οἰκλέως καί τῆς Ὑπερμήστρας, γυναῖκα δέ εἶχε τήν Ἐριφύ-λη. Ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς Ἀργοναῦτες καί ἕνας ἀπό τούς νικητές κατά τούς ἀγῶνες στήν ταφή τοῦ Πελία στήν Ἰωλκό. Ἀκόμη ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς θηρευτές τοῦ Καλυδωνίου κάπρου. Συμβασιλέας στό Ἄργος μέ τόν Ἄδραστο. Πῆρε μέρος στόν πόλεμο τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας παρ’ ὅλο πού εἶχε προβλέψει τήν κατάληξί της, ὅπου ἀπέθανε καί κατέβηκε στόν Ἅδη μετά τοῦ ἅρματός του. Τιμήθηκε ὡς θεός-ἰατρός καί ἱερά του ὑπῆρχαν σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, κυριώ-τερο ἦταν στόν Ὠρωπό, στό σημεῖο ὅπου ἀνοίχτηκε τό χάσμα πού τόν κατάπιε. Ἦταν ξακουστός στήν ἀρχαιότητα καί φιλοξένησε μεγάλες προσωπικότητες. Οἱ συμβουλές τῆς ἴασης λεγόταν ὅτι δί-νονταν ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀμφιάραο σέ ὄνειρο.

ΠEΛAΣΓOΣ(ὁ πρός τούς πέλας ἄγων )

Ὁ γενάρχης τῶν Πελασγῶν, γιά τόν ὁποῖον οἱ Ἀρκάδες πίστευαν ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού βγῆκε μέσα ἀπό τήν Γῆ καί ἔγι-νε γενάρχης τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό καί τό ἀρχικό ὄνομα τῆς Ἀρκαδίας ἦταν Πελασγία. Ὁ Πελασγός ἔζησε πρίν ἀκόμη ἐμφανι-στεῖ ἡ Σελήνη, γι’ αὐτό καί οἱ Ἀρκάδες ὀνομάστηκαν Προσέληνοι ἤ Προσεληναῖοι. (Ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τήν σύγχρονη ἐπιστήμη τό πῶς εἶναι δυνατόν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νά γνώριζαν ὅτι ὑπῆρχε

169 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἐποχή πρίν τήν Σελήνη, καθώς αὐτή χρονολογεῖται 4 δισεκατομ-μύρια χρόνια πρίν ἀπό σήμερα ). Ὁ Πελασγός νυμφεύθηκε τήν νύμφη Κυλλήνη καί μαζί ἀπέκτησαν τόν Λυκάονα, τόν μυθικό βα-σιλιά τῶν Ἀρκάδων. Πελασγός ὀνομαζόταν καί ὁ ἱδρυτής τοῦ Ἄργους, γιός τοῦ Ἀγήνορος καί τῆς Λαρίσσης, στόν ὁποῖο ἔκανε τήν τιμή ἡ θεά Δήμητρα νά τήν ὑποδεχθεῖ στό σπίτι του. Πρός τι-μήν της ὁ Πελασγός ἵδρυσε τό ἱερό τῆς Πελασγίδος Δήμητρος, κο-ντά στό ὁποῖο ἐτάφη καί ὁ ἴδιος. Ἡ λέξη Πελασγοί χρησιμοποι-εῖται συχνά ἀντί τοῦ Ἕλληνες καί δηλώνει τήν αὐτοχθονία τοῦ λα-οῦ μας.

IAΣIΩN(ἐκ τοῦ ἰῶμαι, ἴασις)

Κατά τήν μυθική παράδοσι ἦταν υἱός τοῦ Διός καί τῆς Ἀτλαντίδος Ἠλέκτρας, θνητός, γεωργός, πού τόσο πολύ φρόντιζε τή γῆ, ὥστε ἀπό τή γεωργία ἔγινε πολύ πλούσιος. Γιά τόν λόγο αὐτόν τόν ἀγά-πησε ἡ Δήμητρα καί ἀπό τό γάμο αὐτό γεννήθηκε ὁ Πλοῦτος. Ὁ Δί-ας ὅμως ὀργίστηκε πολύ, γιατί θνητός τόλμησε νά δεχθεῖ ὡς σύζυγο μία ἐκ τῶν σημαντικοτάτων θεοτήτων καί τόν φόνευσε μέ κεραυνό. Γενικά ἡ ἕνωσις μεγάλης θεᾶς μέ δευτερεύοντα θεό ἤ θνητό ὀνομα-ζόταν Ἱερός Γάμος καί κατέληγε συνήθως στόν βίαιο θάνατο τοῦ θνητοῦ συζύγου. Συμβόλιζε τόν χειμώνα καί τήν παρακμή πού ἀκο-λουθεῖται ἀπό τήν ἀνοιξιάτικη ἀναγέννησι τῆς φύσεως. Ἐκτός ἀπό τήν Δήμητρα καί τόν Ἰασίονα, Ἱερός Γάμος συνετελέσθη μεταξύ τῆς Ἀφροδίτης καί τοῦ Ἀδώνιδος, καί τῆς Γαίας μέ τόν Ἄττιν.

170 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

IAΣΩ(ἐκ τοῦ ἴασις = θεραπεία)

Ἦταν ἡ θεά τῆς θεραπείας κατά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες καί ἀνῆκε στόν κύκλο τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἡ ὁποία λογιζόταν ὡς θυγατέρα αὐτοῦ ἤ τοῦ Ἀμφιάραου, ἀδελφή δέ τῆς Ὑγείας, τῆς Πανάκειας, τῆς Ἀκε-σοῦς καί τῆς Αἴγλης. Μαζί μέ αὐτές λατρευόταν στόν Ὠρωπό, στήν Ἐπίδαυρο καί στήν Ἀθήνα ἀπό τούς ἀρρώστους. Παραστάσεις της ὑπάρχουν σέ ἀνάγλυφα κυρίως στό ἀθηναϊκό Ἀσκληπιεῖο.

MINΩΣ(ἤ Μανές, ἤ Μάνης ἐκ τοῦ μένος)

Μυθικός βασιλιάς τῆς Κρήτης, υἱός τῆς Εὐρώπης καί τοῦ Διός, ἀδελ-φός τοῦ Ραδαμάνθυος καί τοῦ Σαρπηδόνος. Νυμφεύθηκε τήν Πασι-φάη, κόρη τοῦ Ἡλίου καί ἀπόκτησε τή Φαίδρα, τήν Ἀριάδνη, τόν Δευκαλίωνα καί τόν Γλαῦκο. Ὑπῆρξε μεγάλος νομοθέτης καί ἐκπο-λιτιστής τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ. Διαδέχθηκε τόν Ἀστερίωνα στόν θρόνο τῆς Κρήτης. Κάθε ἐννιά χρόνια μέσα ἀπό σπηλιά τῆς Ἴδας, τό «Ἰδαῖον Ἄντρον», ὁ Ζεύς ἔδινε ὁδηγίες στό Μίνωα. Ὑπῆρξε με-γάλος νομοθέτης, ἀπό αὐτόν ἐμπνεύστηκαν ὅλοι οἱ μεγάλοι νομοθέ-τες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Εἶχε ἐπίσης πολύ ἰσχυρό στόλο, κατέστησε δέ τήν Κρήτη μεγάλη θαλασσοκρατορία. Κατέκτησε καί τήν Ἀθήνα, ὑποχρεώνοντας τούς Ἀθηναίους νά στέλνουν στήν Κρήτη ἑπτά νέους καί ἑπτά νέες βορά στόν Μινώταυρο ὡς φόρο ὑποταγῆς. Τό ὄνομα τοῦ Μίνωος ἴσως ἀποτελεῖ τίτλο ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο τοῦ Φαραώ.

171 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠAΣIΦAH(ἐκ τοῦ πάσα + φάος, φῶς, φάη = ὀφθαλμοί)

Μυθολογούμενη θυγατέρα τοῦ Ἡλίου καί τῆς Περσηίδος, σύζυγος τοῦ Μίνωος, βασιλέως τῆς Κρήτης. Ὁ Μίνωας προσφέρθηκε στόν Ποσειδῶνα νά θυσιάσει τόν ὡραιότερο ἀπό τούς ταύρους του καί ἐπειδή τοῦτο δέν τό ἔπραξε, πρός τιμωρία του, ὁ Ποσειδῶν ἐνέ-πνευσε στήν Πασιφάη ἀκατανίκητο ἔρωτα πρός τόν ταῦρο. Μέ κά-ποια ἐπινόησι τοῦ Δαίδαλου συνῆλθε ἡ Πασιφάη ἐρωτικά μέ τόν ταῦρο καί ἔτσι γεννήθηκε ὁ Μινώταυρος. Εἶχε μαντικές ἱκανότητες καί μαγικές γνώσεις. Ἀπό τόν γάμο της μέ τόν Μίνωα εἶχε τέσσε-ρις κόρες καί τέσσερις υἱούς, ἀνάμεσά τους ἡ Φαίδρα, ἡ Ἀριάδνη, ὁ Δευκαλίων, ὁ Γλαῦκος κ.ἄ. Γιά τήν Πασιφάη ἀναφέρεται καί μα-ντεῖο στήν Λακωνία.

PAΔAMANΘYΣ(ἐκ τοῦ ράδαμνος = κλάδος + ἄνθος)

Κατά τούς ἑλληνικούς μύθους, υἱός τοῦ Διός ἀπό τήν Εὐρώπη καί ἀδελφός τοῦ Μίνωος, πού ἐπειδή ἦλθε σέ προστριβή μέ τόν ἀδελ-φό του κατέφυγε στήν Βοιωτία, ὅπου νυμφεύθηκε τήν Ἀλκμήνη, χήρα του Ἀμφιτρίωνος καί μητέρα τοῦ Ἡρακλέως. Φαίνεται ὅτι ἀπό παλιά ἐθεωρεῖτο βασιλιάς τῶν νησιῶν τῶν Μακάρων, ὅπου κατά τήν ἀρχαιότατη παράδοσι τελέσθηκαν οἱ γάμοι του μέ τήν Ἀλκμήνη. Ἀργότερα ἐμφανίζεται ὡς κριτής αὐστηρός, ἀλλά δίκαι-ος. Ὑπῆρξε δάσκαλος καί σύμβουλος τοῦ Ἡρακλέους καί ἦταν με-γάλος νομοθέτης. Μετά τόν θάνατό του διορίστηκε κριτής τῶν νεκρῶν στόν Ἅδη.

172 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΣAPΠHΔΩN(πιθανόν ἐκ τοῦ σάρπος = θήκη)

Κατά τόν Ὅμηρο ἦταν υἱός τοῦ Διός καί τῆς Λαοδαμείας καί ἐγγο-νός τοῦ Βελλερεφόντου, ἡγεμόνας τῶν Λυκίων καί σύμμαχος τοῦ Πρίαμου. Ἦταν ἀδελφός του Μίνωος, ἀλλά ἐκδιώχθηκε ἀπό αὐτόν καί πῆγε στήν Λυκία, ἔχοντας τήν εὔνοια τοῦ Διός. Ἦταν ἕνας ἀπό τούς καλύτερους πολεμιστές ἀνάμεσα στούς συμμάχους τῶν Τρώ-ων. Μαζί μέ τόν Γλαῦκο πρῶτος πήδησε ἐπάνω στό περίφραγμα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου, ἀλλά φονεύθηκε ἀπό τόν Πάτροκλο. Γύρω ἀπό τόν νεκρό ἔγινε μεγάλη καί σφοδρή μάχη, μέχρις ὅτου, κατά διαταγή τοῦ Διός, ὁ Ἀπόλλων ἔσωσε τό παραμορφωμένο σῶμα του ἀπό τούς Ἀχαιούς καί ἀφοῦ τό ἄλειψε μέ ἀμβροσία, τό παρέδωσε στούς δίδυμους Θάνατο καί Ὕπνο, οἱ ὁποῖοι τό μετέφεραν στήν Λυκία.

ΣIBYΛΛAI(ἐκ τοῦ Σιό + βόλλα = ἡ ἀγγέλουσα τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ)

Γυναῖκες πού διέθεταν θείαν ἔμπνευσι καί μαντική δύναμι. Ἐπρο-φήτευαν χωρίς νά τούς ζητηθεῖ. Ἔγραφαν σέ φύλλα φοίνικος, τά ὁποῖα ἄφηναν νά τά πάρει ὁ ἀέρας. Συνήθως ἦταν ἱέρειες τοῦ Ἀπόλλωνος, ἄλλωστε ἦταν γυναῖκες ἤ κόρες τοῦ θεοῦ. Ἡ ἀρχαιό-τερη ἦταν ἡ Ἡροφίλη πού προφήτευσε τόν Τρωικό πόλεμο, ἐνῶ ἡ διασημότερη ἦταν ἡ Σίβυλλα ἀπό τήν Ἐρυθραία τῆς Ἰωνίας. Ὅταν ὁ Ἀπόλλων τῆς ζήτησε νά διαλέξει ἕνα δῶρο, ἐκείνη ζήτησε νά ζή-σει τόσα χρόνια ὅσα οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου πού κρατοῦσε στήν χού-φτα της. ὑέχασε ὅμως κι αὐτή νά ζητήσει αἰώνια νεότητα, ἔτσι ὅταν τήν ρωτοῦσαν τά παιδιά, γριά πιά, «Σίβυλλα, τί θέλεις;» ἐκείνη ἀπαντοῦσε «θέλω νά πεθάνω». Ὑπάρχουν στοιχεῖα πού συνδέουν τίς Σίβυλλες μέ τήν προφητεία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ

173 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Χριστοῦ. Ἡ σπηλιά τῆς Κυμαίας Σίβυλλας ἀνακαλύφθηκε τό 1932 κοντά στήν Νάπολη, στήν ἀρχαία Κύμη.

ΑNΔPOΓEΩΣ(ἀνήρ + γέγαα = παρακ.τοῦ γίγνομαι)

Υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Κρήτης Μίνωος καί τῆς Πασιφάης, πατέρας τοῦ Σθένελου καί τοῦ Ἀλκαίου. Ἀνεδείχθη νικητής σέ ὅλα τά ἀθλή-ματα τῶν Παναθηναίων ἀγώνων καί ἀποτελοῦσε τό καμάρι τοῦ πατέρα του. Μετά τήν νίκη του ὅμως, ὁ Αἰγεύς τοῦ ἀνέθεσε νά ἀπαλλάξει τήν Ἀθήνα ἀπό τόν Μαραθώνιο κάπρο, ἀλλά τό θηρίο τόν σκότωσε, ἴσως καί μέ δόλο κάποιων Μεγαρέων πού εἶχε στεί-λει ὁ Αἰγεύς τάχα νά τόν βοηθήσουν. Ὅταν ὁ Μίνως ἔμαθε τόν θά-νατο τοῦ γιοῦ του, ἔστειλε στόλο ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων καί ἀφοῦ κατέλαβε πρῶτα τά Μέγαρα, πολιόρκησε τήν Ἀθήνα, στήν ὁποία ἔπεσε ἀμέσως ἕνας φοβερός λοιμός. Οἱ Ἀθηναῖοι ζήτησαν τόν χρη-σμό τοῦ μαντείου, πού εἶπε ὅτι θά πρέπει νά κάνουν ὅ,τι ἀκριβῶς ἀπαιτήσει ὁ Μίνως. Ἐκεῖνος ζήτησε νά στέλνονται κάθε χρόνο ἑπτά νέοι καί ἑπτά παρθένες βορά στόν τρομερό Μινώταυρο, φό-ρος τόν ὁποῖο κατήργησε μετά ἀπό χρόνια ὁ Θησεύς μέ τά κατορ-θώματά του. Ὅταν ὁ Θησεύς ἔγινε βασιλιάς, οἱ Ἀθηναῖοι ὀργάνω-σαν ἀγῶνες πρός τιμήν τοῦ Ἀνδρόγεω καί στό Φάληρο ἱδρύθηκε βωμός του.

AΔΩNIΣ(ὁ λίαν [ἀ ἐπιτ.] ἀδόμενος)

Ὡραιότατος νέος, γιός τῆς πριγκήπισσας τῆς Πάφου Σμύρνας, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ὑπερηφανευόταν ὅτι ἦταν ὡραιότερη ἀπό τήν Ἀφροδίτη, γι’ αὐτό ἡ θεά τήν τιμώρησε μετατρέποντάς την σέ μυρ-

174 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τιά. Ὅμως ἡ κοπέλα ἦταν ἤδη ἔγκυος ὅταν συνέβη αὐτό καί μετά ἀπό ἐννεά μῆνες, τό δένδρο ἄνοιξε καί γεννήθηκε ἕνα ὡραιότατο βρέφος, πού ἡ Ἀφροδίτη τό ἔκλεισε ἀμέσως σέ ἕνα καλάθι καί τό ἔδωσε στήν Περσεφόνη, τήν θεά τοῦ Ἅδη, νά τό φυλάξει. Ὅταν ἔγι-νε πιά νέος, τόν ἐρωτεύτηκαν καί οἱ δυό, ἐκεῖνος ὅμως ἀγάπησε τό-σο τήν Ἀφροδίτη ὥστε περνοῦσε μαζί της καί τούς τέσσερις μῆνες πού ἦταν ἐλεύθερος. Ἡ Περσεφόνη ἀπό τήν ζήλεια της ἔπεισε τόν Ἄρη ὅτι δέν εἶναι σωστό νά ζεῖ κάποιος τόσο πιό ὄμορφος ἀπό ἐκεῖνον, καί αὐτός ἀπό τήν ζήλεια του μεταμορφώθηκε σέ ἀγριόχοι-ρο καί πλήγωσε θανάσιμα τόν Ἄδωνι σέ κυνήγι, μπροστά στήν Ἀφρο-δίτη. Ἀπό τό αἷμα του φύτρωσαν ἀνεμῶνες καί παπαροῦνες καί ἡ ψυχή του κατέβηκε στόν Τάρταρο. Μετά ἀπό παρέμβασι τοῦ Διός, ὁ Ἄδωνις περνοῦσε τούς καλοκαιρινούς μῆνες μαζί μέ τήν Ἀφροδίτη, ἐνῶ τόν χειμώνα στό βασίλειο τῆς Περσεφόνης.

ΤA AΔΩNIA

Οἱ ἑορτές πρός τιμή τοῦ Ἀδώνιδος στήν Ἀθήνα ἐκαλοῦντο Ἀδώνια καί μνημονεύονται στήν περιγραφή τοῦ ἀπόπλου τῶν πλοίων γιά τήν ἐκστρατεία στήν Σικελία. Στήν Ἀλεξάνδρεια ἐγένετο διήμερη ἑορτή, ὅπως περιγράφει ὁ Θεόκριτος. Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ἀντικείμενο εἶχε τούς γάμους τοῦ Ἀδώνιδος καί τῆς Ἀφροδίτης, τῶν ὁποίων τά χρωματισμένα ἀγαλματίδια στολισμένα μέ καρ-πούς τῆς ὥρας, «ἐκ τῶν Ἀδώνιδος κήπων» ἔθεταν σέ θέα. Στή δεύ-τερη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ἡ ἀοιδός στό ἄσμα της ἀναφέρει καί τά τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Ἡ Ἀφροδίτη, μετά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν ἀπουσία του στήν χώρα τοῦ Ἀχέροντος, ψάλλει καί πρέπει νά χαί-ρεται σήμερα πού εἶναι ἑνωμένη μέ τόν σύζυγό της, τήν ἐπαύριο δέ οἱ γυναῖκες μέ λυμένα τά μαλλιά («λυσίκομοι») καί θρήνους θά μεταφέρουν αὐτόν στήν θάλασσα.

175 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚABEIPOI(ἐκ τοῦ κῶβος = σπήλαιον)

Μυστικοί θεοί, πανάρχαιες θεότητες πού λατρεύονταν στήν Ἑλλάδα ἀπό τήν ἐποχή τῶν Πελασγῶν, ἐξ οὗ καί τό προσωνύμιο «Μεγάλοι Θεοί». Ἦταν παιδιά τοῦ Ἡφαίστου καί τῆς Καβειροῦς καί οἱ γνω-στότεροι ἦσαν ὁ Ἰασίων, ὁ Δάρδανος, ἡ Ἀξιόκερσα, ὁ Καδμίλος κ.ἄ. Οἱ Κάβειροι ἐλατρεύοντο μέ μυστήρια τῶν ὁποίων κοιτίδα ὑπῆρξε ἡ Λῆμνος, τῆς ὁποίας ὁ ἡφαιστειώδης χαρακτήρας ἔδωσε τήν ἀφορμή νά θεωροῦνται οἱ Κάβειροι ὡς τέκνα τοῦ Ἡφαίστου. Ἀργότερα λα-τρεύτηκαν στήν Σαμοθράκη, ἡ ὁποία ὀνομάστηκε καί ἱερά χώρα, τήν Ἴμβρο καί τήν Θάσο. Πίστευαν ὅτι ἡ ψυχή εἶναι θεῖος σπινθήρας.

ΚABEIPIA MYΣTHPIA

Ὑπῆρχε ἡ πίστις πώς οἱ δυό Κάβειροι σκότωσαν τόν τρίτο, τόν Καδμίλο, καί τόν ἀνέστησε ὁ Ἑρμῆς γι’ αὐτό τούς θεωροῦσαν προ-σωποποίηση τῆς πίστεως τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. Οἱ μυούμενοι στήν λατρεία τῶν Καβείρων φοροῦσαν μία ζώνη, πού τούς προφύ-λασσε ἀπό κάθε κίνδυνο. Τέτοια ζώνη φοροῦσαν ὁ Ὀδυσσεύς καί ὁ Ἀγαμέμνων. Στά μυστήρια αὐτά μυήθηκαν ὁ Ὀρφεύς, ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Φίλιππος ὁ Β΄ καί ἡ μετέπειτα γυναίκα του Ὀλυμπιάς, ὁ Περσεύς τῆς Μακεδονίας καί οἱ περισσότεροι Ἀργοναῦτες.

TAΛΩΣ(ἐκ τοῦ τλάω = ὑπομένω)

Χάλκινος γίγαντας πού κατασκεύασε ὁ Ἥφαιστος καί τόν δώρισε στόν Μίνωα, γιά νά προστατεύει τίς ἀκτές τῆς Κρήτης ἀπό κάθε ἐπιδρομέα. Ἦταν ὁπλισμένος, ἔριχνε στούς ξένους φωτιά, ἐνῶ εἶχε

176 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σαρκαστικό γέλιο. Ἐπόπτευε καί περιόδευε στό νησί, τό ὁποῖο μποροῦσε νά τό γυρίσει σέ μιά μέρα τρεῖς φορές. Ἦταν τρωτός μόνον στόν ἀστράγαλο, ἀδυναμία πού ἐκμεταλεύτηκαν οἱ Ἀργο-ναῦτες καί τόν σκότωσαν μέ προτροπή τῆς Μήδειας. Τάλως λεγό-ταν καί ὁ ἐγγονός τοῦ Εὐπάλαμου, ὁ ὁποῖος ὅταν ἔγινε δώδεκα ἐτῶν ἡ μητέρα του τόν ἐμπιστεύθηκε στόν Δαίδαλο. Καθώς ἦταν πολύ εὐφυής, τάχιστα ὁ μαθητής ξεπέρασε τόν δάσκαλο. Ἐφευρέ-σεις αὐτοῦ εἶναι τό πριόνι, ὁ διαβήτης καί ὁ τροχός καί γι’ αὐτό φθονήθηκε ἀπό τόν Δαίδαλο πού τόν γκρέμισε ἀπό τήν Ἀκρόπολι.

ΦAIΔPA(ἐκ τοῦ φαιδρός)

Ἡρωίδα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, κόρη τοῦ Μίνωος καί τῆς Πα-σιφάης, σύζυγος τοῦ βασιλέως τῆς Ἀθήνας Θησέα, μητέρα τοῦ Ἀκύμαντος καί τοῦ Δημοφῶντος. Ἐρωτεύθηκε τόν Ἱππόλυτο υἱό τοῦ Θησέως ἀπό τήν Ἀντιόπη, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν σεμνός καί ἀφι-ερωμένος στήν Ἀρτέμιδα καί ἀπέκρουσε τόν ἔρωτά της. Ἡ Φαίδρα τόν κατηγόρησε ὅτι τάχα προσπάθησε νά τήν βιάσει. Ὁ Θησεύς κα-ταράστηκε τόν υἱό του καί παρακάλεσε τόν Ποσειδώνα νά τόν ἐκδικηθεῖ καί ἔτσι ὁ νέος πνίγηκε. Στό τέλος ὅμως ἡ Ἄρτεμις ἀπο-κάλυψε τήν ἁγνότητα τοῦ Ἱππολύτου, ἐνῶ ἡ Φαίδρα, νοιώθοντας τύψεις γιά τήν συκοφαντία της αὐτοκτόνησε. Αὐτή εἶναι καί ἡ ὑπό-θεσις τῆς τραγωδίας τοῦ Εὐρυπίδου Ἱππόλυτος.

ΔAIΔAΛOΣ(ἐκ τοῦ ρ. Δαιδάλλω = ἐργάζομαι εὐφυῶς)

Πρόσωπο πού συμβολίζει τήν ἀρχαία τέχνη. Κατά τίς μυθικές πε-ρί αὐτοῦ παραδόσεις τόν θέλουν στήν Ἀθήνα, τήν Κρήτη καί τήν

177 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Σικελία. Σύμφωνα μέ τήν ἀθηναϊκή παράδοσι ἐγεννήθη στήν Ἀθή-να μέ πατέρα τόν Εὐπάλαμο ἤ Παλαμάονα, ἀπό τόν βασιλικό οἶκο τῶν Ἐρεχθειδῶν καί ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Θησέως, ὑπῆρχε δέ καί δῆμος στήν Ἀθήνα μέ τό ὄνομά του κατά τήν ἱστορική ἐποχή. Διέ-πρεψε ὡς τεχνίτης, ἀλλά ἐπειδή ἐφθόνησε τόν ἀνιψιό του καί μα-θητή του Τάλω ἤ Κάλω, τόν φόνευσε καί ἔτσι καταδικάσθηκε ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο σέ ἐξορία.

IKAPOΣ(ἐκ τοῦ ρ. αἵρω = ὁ ἵκων = ὁ ἀφικνούμενος)

Ἥρωας τοῦ Μινωϊκοῦ κύκλου, υἱός τοῦ Δαιδάλου καί τῆς δούλης Ναυκράτης, πού μαζί μέ τόν πατέρα του καί τόν ἐξάδελφό του Τά-λω συμβολίζει τήν ἀκμή τοῦ κρητικοῦ πολιτισμοῦ ἀπό πλευρᾶς τέ-χνης καί ἐφευρέσεων. Φιλοξενήθηκε, μαζί μέ τόν πατέρα του, ἀπό τόν Μίνωα. Ὅμως ὁ βασιλιάς τῆς Κρήτης ὑποψιάστηκε πώς ὁ Δαί-δαλος βοήθησε τήν Πασιφάη στίς σχέσεις της μέ τόν ὡραῖο ταῦρο, ἀπό τόν ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Μινώταυρος, (κατά ἄλλη ἐκδοχή ἐπρό-κειτο γιά ἕναν στρατηγό Ταῦρο) καί ἔκλεισε πατέρα καί υἱό στόν λαβύρινθο, ἀπό τόν ὁποῖο καί οἱ δυό κατόρθωσαν μέ τεχνητά φτερά νά δραπετεύσουν καί νά κατευθυνθοῦν, πετώντας στόν ἀέρα, ὁ Ἴκα-ρος μέν ἀνατολικά, ὁ δέ πατέρας του δυτικά. Ὅμως ὁ Ἴκαρος, λη-σμονώντας τήν πατρική συμβουλή νά πετάει χαμηλά, ἀνυψώθηκε πε-ρισσότερο ἀπό ὅσο ἔπρεπε καί ἡ ζέστη τοῦ Ἡλίου ἔλιωσε τό κερί τῶν φτερῶν του, ἔπεσε στήν θάλασσα καί πνίγηκε, ὀνομάσθηκε δέ τό σημεῖο Ἰκάριο πέλαγος ἀπό τό ὄνομά του.

178 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ATPEYΣ

Βασιλιάς τῶν Μυκηνῶν, υἱός τοῦ Πέλοπος καί τῆς Ἱπποδαμείας, ἐγγονός τοῦ Ταντάλου καί πατέρας τοῦ Ἀγαμέμνονος. Ὁ Ἀτρεύς καί ὁ ἀδελφός του Θυέστης σκότωσαν ἀπό ζήλεια τόν νεώτερο ἀδελφό τους Χρύσιπο, ὁ πατέρας τους τούς καταράστηκε καί ἔτσι κατέφυγαν στό Ἄργος ὅπου ὁ Ἀτρεύς νυμφεύθηκε τήν Ἀερόπη, κό-ρη τοῦ βασιλέως Εὐρυσθέως, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στόν θρόνο. Ὅταν ὁ Ἀτρεύς ἔπνεε τά λοίσθια ἄφησε στόν ἀδελφό του τό σκῆπτρο, σύμβολο τῆς βασιλείας πού εἶχε κατασκευάσει ὁ Ἥφαι-στος, τό ὁποῖο στήν συνέχεια παρέλαβε ὁ Ἀγαμέμνων. Ὁ τελευ-ταῖος κληρονόμησε ὅμως καί τήν κατάρα ἀπό τά ἐγκλήματα τῶν προγόνων του, μέ ἀποτέλεσμα νά φονευθεῖ ἀπό τόν Αἴγισθο, ὁ ὁποῖος ἦταν γιός τοῦ θείου του Θυέστη ἀπό αἱμομιξία μέ τήν κό-ρη του Πελοπία.

ΠEΛOΨ(ἐκ τοῦ πελιός + ὄψις)

Ἱδρυτής τῆς δυναστείας τῶν Πελοπιδῶν στίς Μυκῆνες τῆς Πελοπο-νήσου, ἡ ὁποία πῆρε ἀπό αὐτόν τό ὄνομά της. Ἦταν υἱός τοῦ Τα-ντάλου καί ἀδελφός τῆς Νιόβης. Λεγόταν ὅτι εἶχε tμο ἀπό ἐλεφα-ντοστοῦν γιατί ὁ πατέρας του τόν σκότωσε καί σέρβιρε τό σῶμα του σέ ἕνα συμπόσιο θεῶν γιά νά δεῖ ἐάν οἱ θεοί θά καταλάβουν τήν διαφορά ἀπό τό κρέας ζώου. Ὅμως οἱ θεοί τό κατάλαβαν ἀμέ-σως καί δέν τόν ἔφαγαν, ἐκτός ἀπό τήν Δήμητρα πού ἀπό τήν λύ-πη της γιά τόν χαμό τῆς Περσεφόνης δέν τό συνειδητοποίησε. Ἔτσι οἱ θεοί τιμώρησαν τόν Τάνταλο στόν Ἅδη, ἐπανέφεραν τόν Πέλο-πα στήν ζωή καί ἀντικατέστησαν τόν tμο του ἀπό ἐλεφαντοστοῦν. Τέκνα τοῦ Πέλοπος ἀναφέρονται ὁ Ἀτρέας, ὁ Θυέστης καί ἄλλοι πολλοί, τούς ὁποίους καταράστηκε ὁ Οἰνόμαος, ἐπειδή ἔχασε ἀπό

179 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τόν Πέλοπα στήν θρυλική ἁρματοδρομία στήν ὁποία ὁ Πέλοψ γνώ-ρισε τήν γυναίκα του Ἱπποδάμεια.

ATTIΣ(καί Ἄττης, ἐκ τοῦ ἄττω = ὁρμῶ)

Θεός τῶν Φρυγῶν καί τῶν Λυδῶν, ὁ ὁποῖος ὡς πρός τήν λατρεία καί τόν μῦθο, εἶχε τήν ἴδια ἀπήχησι καί ὑπόστασι πού εἶχε καί ὁ Ἄδωνις. Ἦταν γιός τῆς Νάνας πού γονιμοποιήθηκε ἀπό καρπό ἀμυγδαλιᾶς. Τόν ἐρωτεύτηκε ἡ Ρέα, ἀλλά αὐτός αὐτοκτόνησε ἀπό ἔρωτα γιά τήν κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Πεσινοῦντος Ἴα. Ἡ ψυχή του μπῆκε στό δένδρο πού εὑρισκόταν κοντά του καί γύρω του φύτρω-σαν μενεξέδες. Ἡ Ρέα παρακάλεσε τόν Δία νά τόν ἀναστήσει, ἐκεῖνος ὅμως τῆς ἔκανε μόνο τήν χάρι νά διατηρήσει ἄφθαρτο τό σῶμα του καί νά μεγαλώνει διαρκῶς ἡ πλούσια χαίτη του.

TPIΠTOΛEMOΣ(ἐκ τοῦ τρίς + πτόλεμος = πόλεμος)

Θεός τῆς ἐλευσινιακῆς λατρείας. Στόν ὁμηρικό ὕμνο γιά τήν Δήμη-τρα, ἀναφέρεται ὁ Τριπτόλεμος ὡς ἕνας ἀπό τούς Ἐλευσίνιους θε-ούς, πού ὑποστήριξαν τήν Δήμητρα, ὅταν ἀναζητοῦσε τήν κόρη της Περσεφόνη, πού εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Ὁ Τριπτόλεμος ὑποστηρίχθηκε ἀπό τήν Δήμητρα καί πρῶτος αὐτός ἔσπειρε σιτάρι στήν Ἐλευσί-να, ἀφοῦ ὄργωσε τόν ἀγρό μέ ἄροτρο, πού τό ἔσερναν βόδια. Στήν Ἀθήνα ὁ Τριπτόλεμος ἐλατρεύετο μαζί μέ τίς θεότητες τῆς Ἐλευ-σίνος, εἶχε δέ ἰδιαίτερο ναό τό «ἐλευσίνιον» στούς πρόποδες τῆς Ἀκροπόλεως.

180 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔIΔΩ

Κόρη τοῦ βασιλέως τῆς Τύρου Βήλου καί ἀδελφή τοῦ Πυγμαλίω-νος, ἱδρύτρια τῆς Καρχηδόνος. Ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα της καί κατέφυγε ἀρχικά στήν Κύπρο καί μετά στήν Ἀφρική. Ἐκεῖ συνεν-νοήθηκε μέ τόν Ἰάρβα, βασιλιά τῆς Νουμιδίας, νά ἀγοράσει ἀπό αὐτόν τόση χώρα ὅση χωροῦσε στό δέρμα ἑνός βοδιού, ὅμως ἡ Δι-δώ ἔκοψε τό δέρμα σέ λεπτότατες λωρίδες, τίς ἕνωσε καί ἔτσι ἵδρυσε τήν Καρχηδόνα. Τότε ὁ Ἰάρβας τήν ζήτησε σέ γάμο, ἐκείνη ὅμως ἀρνήθηκε γιατί δέν ἤθελε νά παντρευτεῖ βάρβαρο. Ἐρωτεύ-τηκε σφόδρα τόν Αἰνεία, πού εἶχε παρασυρθεῖ ἐκεῖ ἀπό τήν τρικυ-μία, ὅταν ἐκεῖνος ὅμως ἔφυγε, ἐκείνη αὐτοκτόνησε ἀνεβαίνοντας στήν πυρά.

ΚAΣTΩP καί ΠOΛYΔEYKHΣ (ἐκ τοῦ κέκασμαι = λαμπερός)

Πρόσωπα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας, δίδυμοι ἀδελφοί, τῶν ὁποίων ὁ ἀστερισμός ἀντιστοιχοῦσε μέ τό ζώδιο τῶν Διδύμων. Ὁ Κάστωρ ἦταν υἱός τοῦ Τυνδάρεω καί ἀδελφός τῆς Κλυταιμνήστρας, ἐνῶ ὁ Πολυδεύκης ἦταν υἱός τοῦ Διός καί ἀδελφός τῆς Ἑλένης. Κατ’ ἄλλη παράδοσι, πιό διαδεδομένη, θεωροῦνται παιδιά τοῦ Διός καί τῆς Λήδας. Ὁ Κάστωρ ἦταν περίφημος δαμαστής ἀλόγων καί ὁ Πολυδεύκης διέπρεπε στήν πυγμαχία καί ὁ πρῶτος του ἄθλος ἦταν ἡ ἐκστρατεία νά ἐλευθερώσουν τήν ἀδελφή τους Ἑλένη πού εἶχε ἀπαγάγει ὁ Θησέας.

181 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ATYMNIOΣ(ἀ ἐπιτ. + τυμνία = ράβδος)

Μυθολογικός ἥρωας, υἱός τοῦ Ἀμισωδάρου. Ὑπῆρξε μαζί μέ τόν ἀδελφό του Μάφιο σύντροφος τοῦ Σαρπηδόνος κατά τόν Τρωικό πόλεμο. Ἀμφότεροι οἱ ἀδελφοί φονεύθηκαν πρό τῶν τειχῶν τῆς Τροίας ἀπό τούς υἱούς τοῦ Νέστορος Ἀντίλοχο καί Θρασυμήδη. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή ἦταν ὡραῖος νεανίας, υἱός τοῦ Διός καί τῆς Κασ-σιεπείας, ἀδελφούς δέ εἶχε τόν Κίλικα, τόν Φινέα καί τόν Δόρυλο ἀπό πατέρα τόν Φοίνικα. Ἦταν πατέρας τοῦ Βράγχου, τοῦ περί-φημου ἱεροῦ τῶν Μιλησίων καί Καρῶν, τῶν Βραγχιδῶν.

AMΦIΛOXOΣ(ἀμφί + λόχος)

Υἱός τοῦ Ἀμφιαράου καί τῆς Ἐριφύλης, ὁ ὁποῖος εἶχε μαντικές ἱκα-νότητες, ὅπως ὁ πατέρας του. Πῆρε μέρος στήν ἐκστρατεία τοῦ Τρωικοῦ πολέμου καί προμάντεψε μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας τήν καταστροφή τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου στόν Καφηρέα. Ἔμεινε μέ τό μάντι Κάλχα στήν Ἀσία καί θεμελίωσε τήν πόλι τῶν Μαλῶν στήν Κιλικία. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα, δυσαρεστήθηκε ὅμως ἀπό τήν κατάστασι πού ἐπικρατοῦσε στό Ἄργος, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί ἔκτι-σε στόν Ἀμβρακικό κόλπο τό Ἀμφιλοχικό Ἄργος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´

Ἰλιάς

Ἡ σημαντικότερη (ἀλλά ὄχι ἡ μοναδική) πηγή γιά τήν ἐξιστό-ρησι τοῦ Τρωικοῦ πολέμου εἶναι ἡ Ἰλιάς τοῦ Ὁμήρου, ὁ ὁποῖος ἔχει δημιουργήσει πολλές φιλονικίες ἀνάμεσα στούς φιλολό-γους. Ποιός ἦταν; Ἀπό ποῦ καταγόταν; Πότε ἔγραψε τά ἔργα του; Ἦταν τυφλός; Ὁ δημοσιογράφος καί συγγραφέας Κώστας Δούκας στό ἔργο του Τό μεγάλο μυστικό τοῦ Ὁμήρου εἶναι σαφής: «Κανείς δέν μπορεῖ νά περιγράψει μέ τά μάτια τῶν ἄλλων μέ τόση πιστότητα, ἀμεσότητα καί ἀκρίβεια. Τά ἔπη εἶναι γραμμένα μέ τέτοιο τρόπο, πού δείχνει καθαρά ὅτι ὁ Ὅμηρος ἔζησε πολλές ἀπό τίς ἐμπειρίες πού περιγράφει». Στό ἴδιο ἔργο ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Τρωικός ἦταν ἕνας ἀδελφο-κτόνος πόλεμος πού ἐκτυλίσεται ἐπί αἰολικοῦ ἐδάφους. «Ὁ Ἀχιλλεύς κατάγεται ἀπό τήν αἰολική Θεσσαλία. Ὁ Ἀγαμέ-μνων εἶναι πρόγονος τῶν βασιλέων τῆς αἰολικῆς Κύμης». Ὅλοι εἶναι συγγενεῖς μεταξύ τους, ἔστω καί μακρινοί. Τό πε-ριστατικό μέ τόν Γλαῦκο καί τόν Διομήδη εἶναι χαρακτηριστι-κό: οἱ οἰκογένειες τῶν δυό ἡρώων ἦταν συνδεδεμένες μέ τούς δεσμούς τῆς ξενίας, ἄρα καί οἱ δυό ἦταν Ἕλληνες, ἀφοῦ μόνον μεταξύ Ἑλλήνων δημουργοῦνταν αὐτός ὁ δεσμός. Γιά ποιό λό-γο ὅμως ἔγινε αὐτός ὁ ἐμφύλιος πόλεμος; Ὑπῆρξαν οἰκονομικοί λόγοι; Ἡ ἁρπαγή τῆς Ἑλένης ἔχει συμβολική σημασία; Ἔχουν γραφεῖ ἑκατοντάδες ἀναλύσεις, ἕνα εἶναι ὅμως τόν βέβαιον: τά Ὁμηρικά ἔπη θά συναρπάζουν τούς ἀναγνῶστες καί μελετητές μέχρι τήν δύσι τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἦταν ἱστορικό πρόσωπο ὅμως τελικά ὁ Ὅμηρος; Ἡ φιλόλο-

183 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

γος Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στό βιβλίο της, Ὅμηρος Τη-λεμάχου Ὀδυσσείδης ἀπέδειξε ὅτι ὄχι ἁπλά ὑπῆρξε, ἀλλά ἦταν ὁ γιός τοῦ Τηλεμάχου, δηλαδή ὁ ἐγγονός τοῦ Ὀδυσσέως. Σχε-τικά διαβάζουμε καί στό λεξικόν Σουίδα: «Ὅμηρος ὁ ποιητής, υἱός Μαιόνος ἤ Μητίου, κατά δέ ἄλλους υἱός τοῦ Τηλεμάχου καί τῆς Πολυκάστης τῆς Νέστορος».

184 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΘETIΣ(ἐκ τοῦ τίθημι, διά τήν θέσιν τῶν ὑδάτων)

Θυγατέρα τοῦ Νηρέως ἀπό τήν Ὠκεανίδα Δωρίδα, μητέρα τοῦ Ἀχιλ-λέως, μία ἀπό τίς πενήντα Νηρηίδες. Κάποιοι ὅμως ἀπό τούς ἀρχαί-ους θεωροῦν τήν Θέτιδα θυγατέρα τοῦ Κένταυρου Χείρωνος. Μέ ἐνέργειες τῆς Ἥρας ἔγινε σύζυγος τοῦ πιό εὐσεβοῦς ἀπό τούς θνη-τούς Πηλέα. Οἱ γάμοι των τελέστηκαν μέ μεγαλοπρέπεια καί πανη-γυρικά ἐπάνω στήν κορυφή τοῦ Πηλίου, στούς ὁποίους μετεῖχαν ὅλοι οἱ θεοί, οἱ ὁποῖοι καί ἔφεραν διάφορα δῶρα στούς νεόνυμφους. Μου-σική ἔπαιξε ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων, τραγουδοῦσαν οἱ Νύμφες, ἐνῶ στόν νυφικό θάλαμο τό ζεῦγος ὁδήγησαν ὁ Ποσειδῶν καί ἡ Ἀμφιτρίτη. Τήν πρός τόν υἱό της Ἀχιλλέα στοργή καί ἀγάπη ἀναφέρει ὁ Ὅμη-ρος. Ἡ Θέτις γνώριζε ὅτι ὁ γιός της θά πέθαινε καί μάλιστα νέος, γι’ αὐτό τόν βύθισε ὅταν γεννήθηκε στά ἱερά ὕδατα τῆς Στυγός γιά νά γίνει ἀθάνατος, παρέλειψε ὅμως νά βρέξει τήν φτέρνα του. Στήν ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Τροίας ἡ Θέτις βρισκόταν σέ κάθε δυσάρε-στη στιγμή στό πλευρό τοῦ γιοῦ τῆς, ἐνῶ μερίμνησε καί γιά τόν ἐγγο-νό τῆς Νεοπτόλεμο, υἱό τοῦ Ἀχιλλέως.

ΑXIΛΛEYΣ(παρά τό ἄχος + λύειν)

Ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Φθίας ἀπό τήν Θεσσαλία Πηλέως καί τῆς Νηρηίδας Θέτιδας καί ἐγγονός τοῦ Αἰακοῦ. Eἶναι ὁ ἰδανικότε-ρος τύπος ἥρωα ἀπό ὅσους ἔπλασε ἡ ἑλληνική φαντασία καί ὕμνη-σε ἡ ἑλληνική ποίησις. Ἦταν «ὁ κάλλιστος τῶν εἰς Τροίαν στρα-τευσάντων» Ἀχαιῶν, ξανθός στήν κόμη, ταχύπους («πόδας ὠκύς, ποδώκης, ποδάρκης ταχύς»), ἰσχυρός καί ἀνδρεῖος, κρατερός στόν πόλεμο («δουρίκλυιος, πτολίπορθος, ἀρήιος, ρηξήνωρ»). Ἡ μητέρα του τόν ἔκανε ἄτρωτο βαπτίζοντάς τον εἰς τά ἱερά ὕδατα τῆς Στυ-

185 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

γός, κρατώντας τον ἀπό τίς πτέρνες οἱ ὁποῖες δέν βράχηκαν καί ἔμειναν τρωτές. Ἐφάρμοζε τήν ἐντολή πού τοῦ ἔδωσε φεύγοντας ὁ πατέρας του: «Αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων». Ἀντιμετώπισε τόν Ἕκτορα στήν συγκλονιστικότερη μονομαχία τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπου τόν σκότωσε παίρνοντας ἐκδίκησι γιά τόν φόνο τοῦ ἐπιστήθιου φίλου του Πατρόκλου, σύροντας τό πτῶμα τοῦ Ἕκτορος τρεῖς φορές γύρω ἀπό τά τείχη τῆς Τροίας. Ἔπειτα μετανόησε γιά τήν ἀσέβεια αὐτή, ἔκλαψε μέ τόν πατέρα τοῦ Ἕκτο-ρος καί προσπάθησε νά τόν παρηγορήσει. Ὅταν ἔγινε ἡ ἐξόρμησις γιά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἕνα βέλος τοῦ Πάριδος, καθοδηγούμενο ἀπό τόν Ἀπόλλωνα, τόν βρῆκε στήν πτέρνα καί τόν θανάτωσε.

ΔOΛIXOΣ(μακρός, ἐξ οὗ καί ἐνδελεχής)

Ἥρωας τῆς Ἐλευσίνος. Στόν Ὁμηρικό ὕμνο γιά τήν Δήμητρα, ἀνα-φέρεται ὡς ἕνας ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς χώρας, κατά τόν χρόνο πού ἀφίχθηκε ἐκεῖ ἡ Δήμητρα. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή ὁ Δόλιχος ἦταν υἱός τοῦ Τριπτόλεμου, ἐπώνυμος τοῦ Δουλιχίου, μιᾶς ἀπό τίς Ἐχινάδες νήσους.

ΠPIAMOΣ(ἐκ τοῦ πρίαμαι = ἀγοράζω)

Ὁ τελευταῖος βασιλιάς τῆς Τροίας, υἱός τοῦ Λαομέδοντος καί τῆς Πλακίας. Ἐκαλεῖτο ἔτσι ἐπειδή ἡ ἀδελφή του τόν ἀγόρασε («ἐπρί-ατο») γιατί μόνο αὐτός σώθηκε ἀπό τήν ἐξόντωσι τῶν παιδιῶν τοῦ Λαομέδοντος. Οἱ διάφοροι μῦθοι τόν παρουσιάζουν πλούσιο σέ θη-σαυρούς ὅσο καί σέ παιδιά, μεταξύ ἄλλων ὁ Ἕκτωρ, ὁ Πάρις, ἡ Κασσάνδρα, κυρίως μέ γυναίκα τήν Ἑκάβη ἀλλά καί μέ ἄλλες γυ-

186 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ναῖκες. Ὁ Ὅμηρος διηγεῖται ὅτι ἐξεστράτευσε μαζί μέ τούς Φρύ-γες ἐναντίον τῶν Ἀμαζόνων. Σκοτώθηκε σέ μεγάλη ἡλικία στήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἀπό τόν υἱό τοῦ Ἀχιλλέως, Νεοπτόλεμο πάνω στόν οἰκογενειακό βωμό ὅπου εἶχε καταφύγει μαζί μέ τήν Ἑκάβη καί τήν κόρη του.

EKABH(ἐκ τοῦ ἑκάς = μακράν + βαίνω)

Ἡ δεύτερη σύζυγος τοῦ βασιλέως τῆς Τροίας Πριάμου. Ἦταν θυ-γατέρα κατά μέν τόν Ὅμηρο τοῦ βασιλέως τῆς Φρυγίας Δήμαντος, κατά δέ τόν Εὐριπίδη τοῦ Κισσέως ἀπό τήν Θράκη, κατ’ ἄλλους δέ τέλος τοῦ θεοῦ Σαγγαρίου. Ὑπῆρξε μητέρα πολλῶν υἱῶν καί θυγατέρων καί κατά τόν Ὅμηρο ὁ ἀριθμός των ἀνέρχεται σέ δέκα ἐννιά καί πρωτότοκος αὐτῶν ἦταν ὁ Ἕκτωρ. Ἐγκυμονοῦσα στό δεύτερο παιδί της, εἶδε στόν ὕπνο της ὄνειρο, ὅτι γέννησε δαυλό πού πυρπολοῦσε τήν Τροία, τό δέ ὄνειρο σήμαινε ὅτι τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά κατέστρεφε τήν Τροία καί ὄντως τό γεννηθέν τέκνο ἦταν ὁ Πάρις. Μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἔπεσε στά χέρια τῶν Ἀχαιῶν ὡς δούλη.

EKTΩP(ὁ ἐνάρετος, ὁ ἰσχυρός)

Ὁ στρατιωτικός καί πολιτικός ἀρχηγός τῶν Τρώων, γιός τοῦ Πριά-μου καί τῆς Ἑκάβης, μεγαλύτερος ἀδελφός τοῦ Πάριδος, σύζυγος τῆς Ἀνδρομάχης. Ἔσωσε τόν Σαρπηδόνα καί ἀντιμετώπισε ὅλους τούς κορυφαίους τῶν Ἀχαιῶν, ἀκόμα καί τόν Ἀχιλλέα, ἐνῶ τραυμά-τισε τόν Διομήδη, τόν Ὀδυσσέα καί τόν Ἀγαμέμνονα. Ἡ δειλία τοῦ ἀδελφοῦ του τόν ἀπέλπιζε, ἀλλά φερόταν πάντα καλά στήν Ἑλένη.

187 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἦταν πρότυπο οἰκογενειάρχη, ἐνῶ παροιμιώδης ἔμεινε ἡ φράση του «εἷς οἰωνός ἄριστος, ἀμύνεσθαι περί πάτρης» μέ τήν ὁποία πρότει-νε τήν συνέχισι τοῦ ἀγῶνος ὑπέρ τῆς πατρίδος. Προβλέπει τήν πτῶσι τῆς Τροίας, ἀλλά μάχεται μέχρις ἐσχάτων, καθ’ ὅσον αὐτό θεωρεῖ χρέος του, φοβᾶται μᾶλλον τήν ντροπή, παρά τόν θάνατο. Σκοτώθη-κε στήν ἐπική μονομαχία μέ τόν Ἀχιλλέα ὅπου ἦταν ἡ μόνη στιγμή πού λύγισε. Ἡ Ἀφροδίτη καί ὁ Ἀπόλλων δέν ἐπέτρεψαν νά φθαρεῖ τό σῶμα του, τό ὁποῖο κάλυψε ἡ θεά μέ ἀμβροσία. Ὅταν, κατ’ ἐντο-λήν τοῦ Διός, ἀποδόθηκε αὐτό στόν Πρίαμο, δέν εἶχε τήν παραμικρή κάκωσι. Θρηνήθηκε ἀπό τήν οἰκογένειά του καί ἕναν ὁλόκληρο λαό.

ANΔPOMAXH(ἐκ τοῦ ἀνήρ + μάχη)

Θυγατέρα τοῦ Ὑετίωνος, πού ἦταν βασιλιάς τῆς Θήβης στήν Κιλι-κία, σύζυγος τοῦ Ἕκτορος καί μητέρα τοῦ Ἀστυάνακτος ἤ Σκα-μανδρίου. Τόν πατέρα τῆς Ἀνδρομάχης καί τούς ἑπτά ἀδελφούς της φόνευσε ὁ Ἀχιλλεύς, ὅταν σέ κάποια ἐπιδρομή κατέστρεψε τήν Θήβη καί ἀπήγαγε τήν μητέρα της, ἀλλά τήν ἄφησε, ἀφοῦ πῆρε λύ-τρα. Ἀπό τήν τραγική ἀπώλεια τῶν γονέων της καί τῶν ἀδελφῶν της ἡ Ἀνδρομάχη ἀφοσιώθηκε μέ ἀγάπη πιστή στόν σύζυγό της, ὁ ὁποῖος μέ τρυφερότητα ἀνταπέδιδε αὐτά τά αἰσθήματα. Μετά τήν πτῶσι τῆς Τροίας δόθηκε στόν γιό τοῦ Ἀχιλλέως, Νεοπτόλεμο, τόν ἀκολούθησε στήν Ἤπειρο καί ἀπέκτησε μέ αὐτόν τρία παιδιά τόν Μολοσσό, τόν Πίελο καί τόν Πέργαμο. Μετά τόν θάνατο τοῦ Νεο-πτόλεμου, ἡ Ἀνδρομάχη παντρεύτηκε τόν μάντι Ἕλενο, ἀδελφό τοῦ Ἕκτορος καί μέ αὐτόν ἵδρυσαν στήν Ἤπειρο τό νέο Ἴλιον.

188 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

MENEΛAOΣ(ἐκ τοῦ μένω, μένος + λαός ἤ στρατός στόν Ὅμηρο)

Ὁμηρικός ἥρωας καί βασιλιάς τῆς Σπάρτης, υἱός τοῦ Ἀτρέως, ἀδελ-φός τοῦ Ἀγαμέμνονος πού παντρεύτηκε καί αὐτός μία κόρη τοῦ Τυνδάρεω, τήν ὡραία Ἑλένη. Μετά τόν θάνατο τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἑλένης, τῶν Διοσκούρων, κληρονόμησε τό βασίλειο τῆς Σπάρτης. Κάποτε ὁ Πάρις, μέ τήν βοήθεια τῆς Ἀφροδίτης, κατάφερε νά ἀπα-γάγει τήν γυναίκα τοῦ Μενελάου μαζί μέ πολλούς θησαυρούς, ὅταν ἐκεῖνος ἔλειπε. Ἡ πρᾶξις αὐτή θεωρήθηκε ὑψίστη προσβολή καί ἔγι-νε ἡ αἰτία τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, ὅπου ἔλαβαν μέρος οἱ πιό σπου-δαῖοι Ἕλληνες βασιλεῖς καί ἥρωες. Ὁ Μενέλαος ξεκίνησε γιά τήν Τροία μέ ἑξήντα πλοῖα, ἐνῶ διακρίθηκε σέ κάθε μάχη. Ἦταν ἀπό αὐτούς πού κλείσθηκαν στόν Δούρειο Ἵππο στήν τελευταία φάσι τοῦ ἀγῶνος. Μετά τήν πτῶσι τῆς Τροίας, παρέλαβε τήν Ἑλένη καί τήν συγχώρεσε γιά τήν ἀπιστία της, ἔζησε δέ μαζί της εὐτυχισμένα ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του.

EΛENH(ἐκ τοῦ σέλ = φῶς, ἡ φωτεινή)

Εἶναι ἡ περιώνυμη γιά τήν ὀμορφιά της σύζυγος τοῦ βασιλέως τῆς Σπάρτης Μενελάου καί ἡ αἰτία τοῦ Τρωικοῦ πολέμου. Κατά τήν μυθική παράδοσι, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ Ὅμηρος, ἦταν θυγατέρα τῆς Λήδας, πού ἦταν σύζυγος τοῦ βασιλέως τῆς Σπάρτης Τυνδά-ρεω καί τοῦ Διός, πού συναντήθηκε καί συνευρέθηκε ἐρωτικά μέ τήν Λήδα μέ τήν μορφή τοῦ κύκνου. Ὅταν ἡ Ἑλένη ἦταν δέκα ἑπτά χρόνων ἀπήχθη ἀπό τόν Θησέα καί τόν Πείριθο, οἱ ὁποῖοι τήν ἔφε-ραν στίς Ἀφίδνες. Mετά ἀπό κλῆρο περιῆλθε στόν Θησέα καί ἐκεῖνος τήν ἔδωσε στήν μητέρα του Αἴθρα γιά φύλαξι. Ἐν τέλει ἀπήχθη ἀπό τόν Πάρι, υἱό τοῦ βασιλέως τῆς Τροίας Πριάμου καί

189 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

μέ ἀφορμή τήν ἀπαγωγή της ἔγινε ὁ Τρωικός πόλεμος. Μετά τόν θάνατο τοῦ Πάριδος ἡ Ἑλένη παντρεύτηκε τόν ἀδελφό του, τόν Δη-ίφοβο, μετά δέ τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἡ Ἑλένη ἐπανῆλθε στόν Με-νέλαο, καί ἔζησαν στήν Σπάρτη μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς των.

AΓAMEMNΩN(ἐκ τοῦ ἄγαν + μέμνων = σταθερός)

Ὁ ἀρχηγός τῶν Ἑλλήνων κατά τόν Τρωικό πόλεμο, υἱός τοῦ Ἀτρέως, ἐγγονός τοῦ Πέλοπος, ἀδελφός του Μενελάου καί σύζυγος τῆς Κλυ-ταιμνήστρας, ἀπό τήν ὁποία καί κατά τήν ὁμηρική παράδοσι ἀπέκτη-σε τρεῖς θυγατέρες, τήν Χρυσόθεμι, τήν Ἠλέκτρα καί τήν Ἰφιγένεια καί ἕναν υἱό, τόν Ὀρέστη. Ἦταν βασιλιάς τῶν Μυκηνῶν, ὁλόκληρου τοῦ Ἄργους καί τῶν νήσων καί γιά τοῦτο γίνεται ἀρχιστράτηγος τῶν ἡγεμόνων πού ἐξεστράτευσαν κατά τῆς Τροίας μέ 100 δικά του πλοῖα. Προσεφέρθη νά θυσιάσει τήν κόρη του Ἰφιγένεια γιά νά κατευνάσει τήν Ἀρτέμιδα πού εἶχε σταματήσει τόν στόλο. Τήν κόρη ἔσωσε τήν τε-λευταία στιγμή ἡ ἴδια ἡ θεά. Στήν μάχη εἶναι ὑπερήφανος, ἐνθουσιώ-δης, ὅμως ταλαντεύεται καί ἀποθαρρύνεται εὔκολα. Μεγάλη διαμάχη εἶχε ὁ Ἀγαμέμνων μέ τόν Ἀχιλλέα μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀποχή αὐτοῦ ἀπό τίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις, λόγῳ τῆς Βρησηίδος, διαμάχη πού εἶχε ἀπροσδόκητες συνέπειες στήν ἐξέλιξι τῆς μάχης. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν Τροία, δολοφονήθηκε ἀπό τόν ἐραστή τῆς γυναίκας του Αἴγισθο, φόνο πού ἀργότερα ἐκδικήθηκε ὁ γιός του Ὀρέστης.

KΛYTAIMNHΣTPA(ἐκ τοῦ κλυτός + μνάομαι, μνῶμαι, μνήμη)

Βασίλισσα τῶν Μυκηνῶν, θυγατέρα τοῦ Τυνδάρεω καί τῆς Λήδας, ἀδελφή τῆς περίφημης Ἑλένης, τῆς Τιμάνδρας καί τῶν Διοσκούρων

190 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Κάστορος καί Πολυδεύκους. Καί οἱ τρεῖς ἀδελφές χαρακτηρίζονται, ἰδίως ἀπό τόν Στησίχορο, ὅτι ἀπάτησαν τούς συζύγους τους, γιατί ὁ πατέρας τους δέν προσέφερε θυσία στήν Ἀφροδίτη. Ὁ Εὐριπίδης ἀναφέρει ὡς πρῶτο σύζυγό της τόν Τάνταλο, τόν ὁποῖο φόνευσε ὁ Ἀγαμέμνονας. Στήν Ἰλιάδα ὁ Ἀγαμέμνων τήν ὀνομάζει «κουριδίην ἄλοχον», δηλαδή νόμιμη σύζυγο, ἀλλά στήν Ὀδύσσεια ἐμφανίζεται ὡς ἄπιστη σύζυγος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στήν ἀρχή εἶχε ἀντισταθεῖ στίς δολοπλοκίες τοῦ Αἰγίσθου, τελικά ὅμως ὑπέκυψε. Συμμετεῖχε, μέ τήν ἀνοχή της, στήν δολοφονία τοῦ Ἀγαμένονος ἀπό τόν ἐραστή της, σκότωσε μέ τά ἴδια τά χέρια της τήν Κασσάνδρα. Τήν ντροπή ξέπλυνε ὁ γιός τοῦ Ἀγαμέμνονος Ὀρέστης σκοτώνοντας καί τόν Αἴγισθο καί τήν μητέρα του, μέ τίς γνωστές συνέπειες.

ΠAPIΣ(πιθανόν ἐκ τοῦ παρά + ις = δύναμις)

Ἦταν ὁ υἱός τοῦ βασιλέως τῆς Τροίας Πριάμου, καί τῆς Ἑκάβης πού ὀνομαζόταν καί Ἀλέξανδρος. Ὅταν ἡ μητέρα του τόν κυοφοροῦσε, ὀνειρεύτηκε πώς γέννησε ἕναν δαυλό πού ἔκαψε ὅλοκληρο τό Ἴλιον. Μέ τήν βοήθεια τῆς Ἀφροδίτης, τήν ὁποία εἶχε ἐπιλέξει ὡς τήν ὀμορ-φότερη δίνοντάς της τό μῆλο τῆς Ἔριδος, πῆγε στήν Σπάρτη καί φι-λοξενήθηκε ἀπό τόν βασιλιά Μενέλαο. Ὁ Πάρις ἐπωφελήθηκε ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Μενελάου καί ἀπήγαγε τήν Ἑλένη, παίρνοντας μα-ζί του καί πολλούς θησαυρούς. Ἔτσι προκάλεσε τόν Τρωικό πόλεμο, γιά τήν ἁρπαγή τῆς ὡραίας Ἑλένης, προκειμένου ἀφ’ ἑνός μέν νά ἐκδικηθοῦν τούς Τρῶες, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ξαναπάρουν πίσω τήν Ἑλένη. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου, ἡττᾶται ἀπό τόν Μενέλαο, σώζεται ὅμως ξανά μέ τήν βοήθεια τῆς Ἀφροδίτης. Ἦταν αὐτός πού τραυμάτισε θανάσιμα τόν Ἀχιλλέα στήν πτέρνα, ὕστερα ἀπό ὑπόδει-ξι τοῦ Ἀπόλλωνος, σκοτώθηκε ὅμως ἀπό τόν τοξότη Φιλοκτήτη, ὁ ὁποῖος εἶχε κληρονομήσει τά δηλητηριώδη βέλη τοῦ Ἡρακλέους.

191 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

KAΣΣANΔPA(ἐκ τοῦ κέκασμαι = λάμπω)

Ἦταν ἡ ὀμορφότερη καί καλλίτερη ἀπό τίς κόρες τοῦ Πριάμου, βα-σιλέως τῆς Τροίας, καί τῆς Ἑκάβης. Τήν Κασσάνδρα γιά τό κάλλος της τήν ζήτησε σέ γάμο ὁ Ὀρθυονεύς ἀπό τόν Κάβησο, χωρίς προῖκα, καί πρόθυμος νά θυσιαστεῖ ὑπέρ τῆς Τροίας, ἐφονεύθη ὅμως πρίν γί-νει ὁ γάμος. Ἔλαβε ἀπό τόν Ἀπόλλωνα τό χάρισμα νά προφητεύει, ἀλλά ὅμως ἐπειδή δέν ἀνταποκρινόταν στά αἰσθήματα τοῦ θεοῦ, τό δῶρο αὐτό πού τῆς χάρισε, τό ἔκανε ἄδωρο, γιατί, καίτοι προφήτευε ἡ Κασσάνδρα, ἐν τούτοις δέν γινόταν πιστευτή. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔγινε, ὅταν προεῖπε τήν καταστροφή τῆς Τροίας μέ αἴτιους τούς Πάρι καί Ἑλένη. Ἀκόμη καί ὅταν προέτρεψε τούς Τρῶες νά μή δεχθοῦν τόν Δούρειο ἵππο, δέν ἔπεισε κανέναν. Μετά τήν ἄλωσι, κατέφυγε στόν βωμό τῆς Ἀθηνᾶς καί ἀγκάλιασε τό Παλλάδιον, ὁ Αἴας ὁ Λοκρός ὅμως τήν πῆρε διά τῆς βίας καί τήν παραχώρησε στόν Ἀγαμέμνονα πού τήν ἔφερε στίς Μυκῆνες. Γιά τήν πρᾶξι του αὐτή ὁ Αἴας τιμω-ρήθηκε ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἀχαιούς ἀλλά καί ἀπό τήν θεά. Ἐπει-δή ἡ Κασσάνδρα προφήτευε πάντα δυσάρεστα πράγματα, ἔδωσε τό ὄνομά της σέ ὅλους τούς μάντεις κακῶν.

ΛAOKOΩN(ἐκ τοῦ λαός + κοέω = ἀκούω)

Ἱερεύς καί μάντις τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος στήν Τροία, ὁ ὁποῖος ὅμως κατ’ ἀντίθεσι μέ τούς ἱερεῖς τοῦ θεοῦ, δέν ἔμεινε ἄγαμος. Μάταια προσπάθησε νά προειδοποιήσει τούς Τρῶες γιά τόν ὕπου-λο Δούρειο ἵππο, μέ τήν περίφημη φράση «φοβοῦ τούς Δαναούς καί δῶρα φέροντας». Ἀμέσως δυό τεράστια φίδια ξεπρόβαλαν ἀπό τήν θάλασσα καί τόν ἔπνιξαν μαζί μέ τούς δυό υἱούς του, δι-ότι οἱ θεοί εἶχαν προαποφασίσει τήν μοίρα τῆς πόλεως. Τό περι-

192 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

στατικό αὐτό ἀποτυπώθηκε στό ἀριστουργηματικό μαρμάρινο σύ-μπλεγμα πού κοσμεῖ σήμερα τό μουσείου τοῦ Βατικανοῦ, ἔργο τῶν Ρόδιων καλλιτεχνῶν Ἀλησάνδρου, Πολυδώρου καί Ἀθηνοδώρου.

ΔOYPEIOΣ IΠΠOΣ(ἐκ τοῦ δρῦς, -ός, ξύλινος ἵππος)

Ξύλινο, γιγάντιο ἄλογο, τό ὁποῖο οἱ πολιορκοῦντες τήν Τροία Ἀχαιοί κατά συμβουλή τοῦ Ὀδυσσέως, κατασκεύασαν καί μέσα στό ὁποῖο κρύφτηκαν οἱ ἀνδρειότεροι τῶν πολεμιστῶν. Τό ἄφησαν ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Τροίας καί προσποιήθηκαν ὅτι ἀναχώρησαν μέ τά πλοῖα τους. Οἱ Τρῶες, ἀφοῦ ἐξῆλθαν ἀπό τήν πόλι, ἐσκέπτοντο τί νά πρά-ξουν γιά τόν Δούρειο ἵππο, τόν ὁποῖο θεωροῦσαν ὅτι οἱ Ἀχαιοί ἄφη-σαν ὡς τάμα γιά τούς θεούς, μερικοί δέ ἀπό αὐτούς εἶπαν ὅτι πρέ-πει νά μεταφέρουν αὐτόν μέσα στήν πόλι. Ὁ ἱερέας ὅμως τοῦ Ἀπόλ-λωνος Λαοκόων, φοβούμενος τήν δολιότητα τῶν πολιορκητῶν, χτύ-πησε μέ δόρυ τά πλευρά τοῦ ἀλόγου, ἡ δέ ἀντίχησις ἀπό τό χτύπη-μα ἀπέδειξε ὅτι ἦταν κοῖλο (κούφιο) καί εἶπε στούς Τρῶες νά τόν ἀφήσουν ἔξω ἀπό τήν πόλι. Ἐκείνη ἀκριβῶς τήν στιγμή δράκοντες, πού ἐστάλησαν ἀμέσως ἀπό τούς θεούς, φόνευσαν τόν Λαοκόοντα καί τά δύο παιδιά του, οἱ δέ Τρῶες, ἀφοῦ ἐπίστεψαν ὅτι ἐπρόκειτο περί θείας τιμωρίας γιά τήν δυσπιστία του, ἀποφάσισαν νά εἰσάγουν τόν Δούρειο ἵππο μέσα στήν πόλι, καί ἔτσι γκρέμισαν μέρος τοῦ τεί-χους. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, λοιπόν κυριεύτηκε τό Ἴλιον.

AIAΣ(ἐκ τοῦ ἀΐσσω = ὁρμῶ)

Ὁ διαπρεπέστερος τῶν ἡρώων στήν Τροία μετά τόν Ἀχιλλέα. Ἦταν υἱός τοῦ Τελαμῶνος ἀπό τήν Σαλαμίνα. Οὗτος ὁ Τελαμών ἦταν

193 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

υἱός τοῦ Αἰακοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναχώρησε ἀπό τήν Οἰνώνη μέ πολλούς Μυρμιδόνες καί ἦλθε καί κατοίκησε στήν Αἴγινα. Ὁ Αἴας ἦταν ἐξά-δελφος τοῦ Ἀχιλλέως, εἶχε θηριώδη ὄψι καί ἦταν ἐπίσης ἄτρωτος. Εἶχε ὅμως συγγένεια καί μέ τόν Πρίαμο, μιά ἀκόμα ἀπόδειξι ὅτι ὁ Τρωικός ἦταν ἕνας ἐμφύλιος πόλεμος. Ὅταν σκοτώθηκε ὁ Ἀχιλ-λεύς, τά ὅπλα του θά δίνονταν στόν γενναιότερο μαχητή, ὁ Ὀδυσ-σεύς ὅμως μέ τέχνασμα κατόρθωσε νά τά πάρει αὐτός ἀντί τοῦ Αἴαντος, κάτι πού προκάλεσε τήν φοβερή ὀργή του.

ΠOΔAΛEIPIOΣ(ἐκ τοῦ πούς + λείριον = κρίνος)

Ὁμηρικός ἥρωας ἀπό τήν Τρίκκη τῆς Θεσσαλίας, πού μετέσχε στόν Τρωικό πόλεμο ὡς ἡγεμόνας, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Μαχάονα μέ τριάντα πλοῖα. Ἐθεωρεῖτο υἱός τοῦ Ἀσκληπιοῦ καί τῆς Ἠπιόνης, ἦταν γνώστης τῆς ἰατρικῆς καί θεράπευσε καί τόν Φιλοκτήτη. Πο-λέμησε μέ πρωτόγνωρη γενναιότητα στήν πολιορκία τῆς Τροίας. Μετά τήν ἅλωσι ὁ Ποδαλείριος ἔφθασε στήν Καρία, ὅπου ναυάγη-σε καί τόν περισυνέλεξε ὁ βασιλιάς της, ὁ Δάμανθος. Ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί ἔκτισε τίς πόλεις Σμύρνο καί Βύ-βασσο.

ΔIOMHΔHΣ(= φροντίδα τοῦ Διός)

Φοβερός πολεμιστής, υἱός τοῦ Τυδέως καί τῆς κόρης τοῦ Ἀδράστου Δηιπύλης, ἐγγονός τοῦ Οἰνέως, βασιλέως τῶν Αἰτωλῶν. Ἀφοῦ ἐκδι-κήθηκε τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος σκοτώθηκε στόν πόλε-μο τῶν ἑπτά ἐπί Θήβας, ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Τροίας προσφέ-ροντας 80 πλοῖα στό πλευρό τοῦ Ἀγαμέμνονος. Ὑποσχέθηκε στήν

194 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

προστάτιδα του Ἀθηνᾶ ὅτι θά πληγώσει τήν Ἀφροδίτη στό χέρι καί τό ἔκανε. Πλήγωσε ἀκόμη καί τόν Ἄρη, τόν θεό τοῦ πολέμου, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στόν Ὄλυμπο μέ κραυγές πόνου. Ἀρνήθηκε νά μο-νομαχήσει ὅμως μέ τόν Γλαῦκο, διότι οἱ πρόγονοί τους συνδέονταν μέ τούς ἱερούς ὅρκους τῆς φιλοξενίας. Ἦταν αὐτός πού ἔκλεψε τό Παλλάδιον (χωρίς αὐτό δέν θά μποροῦσε νά ἁλωθεῖ ἡ Τροία), ἐνῶ σκότωσε τόν βασιλιά τῆς Θράκης Ρῆσο, μοιράζοντας τά ὑπέροχα ἄλογά του μέ τόν Ὀδυσσέα. Μετά τήν ἅλωσι, γύρισε στήν πατρίδα του ὅπου ἡ Ἀφροδίτη τοῦ ἐπιφύλαξε προβλήματα μέ τήν γυναίκα του Αἰγιάλη, ἐνῶ πέθανε σέ μεγάλη ἡλικία στήν Ἀδριατική, ὅπου μα-ζί μέ τούς συντρόφους του μεταμορφώθηκαν σέ θαλασσοπούλια.

AIΓIAΛH(αἰγιαλός = παραλία)

Κόρη τοῦ Ἀδράστου καί τῆς Ἀμφιθέας, σύζυγος τοῦ Διομήδους. Κατά τήν ἀπουσία τοῦ μεγάλου ἥρωος στόν Τρωικό πόλεμο, ἀνέ-μενε πιστή τήν ἐπιστροφή του, ὅμως ὅταν ἐκεῖνος ἐπανῆλθε, ἡ Ἀφροδίτη, ἐπειδή ὁ Διομήδης εἶχε καταφέρει νά τήν τραυματίσει, ἐνέπνευσε στήν γυναίκα του ἐρωτικό πάθος γιά διάφορους ἄνδρες, τούς ὁποίους ἔπεισε νά σκοτώσουν τόν ἄνδρα της, πρᾶγμα ἀδύνα-τον ἀφοῦ ὁ Διομήδης ἦταν ὁ μεγαλύτερος πολεμιστής μετά τόν Ἀχιλλέα. Ὁ Διομήδης, πού δέν ἤθελε νά τήν σκοτώσει, κατέφυγε ἀρχικά σέ ἕνα ἱερό τῆς Ἥρας καί ἐγκατέλειψε νύχτα τό Ἄργος.

NAYΠΛIOΣ(ἐκ τοῦ ναῦς + πλέω, πλοῦς)

Υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Δαναΐδος Ἀμυμώνης, φέρεται ὡς ἱδρυτής τοῦ ἐπινείου τῆς Τίρυνθος, τοῦ σημερινοῦ Ναυπλίου. Ἐπί-

195 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σης ὁ Ναύπλιος σχημάτισε τοπική ἀμφικτυονία μέ κέντρο τό ἱερό τοῦ Ποσειδῶνος στήν Καλαυρεία. Ἔκτισε τήν Ναυπλία μέ τήν βο-ήθεια τοῦ Δαναοῦ ἤ μετά τῶν Δρυόπων (Ἀρκάδων). Μετεῖχε στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία καί γιά κάποιο χρόνο κυβέρνησε τήν Ἀργώ. Λέγεται ὅτι ἦταν αὐτός πού ἀνακάλυψε τόν ἀστερισμό τῆς Mικρῆς Ἄρκτου. Γιός του ἦταν ὁ Παλαμήδης, ἕνας ἀπό τούς ἥρω-ες τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, πού σκοτώθηκε διά λιθοβολισμοῦ στό στρατόπεδο τῶν Ἀχαιῶν. Ὁ Ναύπλιος γιά νά ἐκδικηθεῖ τόν Ἀγα-μέμνονα, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ὑπαίτιο, βοήθησε τόν Αἴγισθο στίς σχέσεις του μέ τήν Κλυταιμνήστρα, ἐνῶ ἔστησε ἐνέδρα στά πλοῖα πού ἐπέστρεφαν ἀπό τή Τροία καί τά ἔκαιγε.

ΠAΛAMHΔHΣ

Ἥρωας τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου, υἱός τοῦ Ναυπλίου καί τῆς Κλυμέ-νης. Φημιζόταν γιά τήν σοφία καί τήν ἐπινοητικότητά του καί ἦταν αὐτός πού ἐπινόησε τό ἑλληνικό ἀλφάβητο, τό ὁποῖο διαδόθηκε σέ ὅλη τήν Μεσόγειο. Θεωρεῖται ἐπίσης ἐφευρέτης τῆς ναυτιλίας, τῶν φάρων, τῶν μέτρων καί τῶν σταθμῶν, τῶν νομισμάτων, ἐπινοητής τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου σέ tρες, ἡμέρες καί μῆνες, ἀλλά καί παιχνιδιῶν ὅπως οἱ πεσσοί, οἱ κύβοι κ.ἄ. Ἦταν αὐτός πού ξεσκέ-πασε τήν ἀπάτη τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ ὁποῖος στήν ἀρχή ἔκανε τόν τρε-λό γιά νά ἀποφύγει νά ἐκστρατεύσει στήν Τροία. Γι’ αὐτό τόν λό-γο, θέλοντας νά τόν ἐκδικηθεῖ, μηχανεύτηκε ἕνα σχέδιο πού παρου-σίαζε τόν Παλαμήδη ὡς κατάσκοπο τῶν Τρώων, μέ ἀποτέλεσμα ὁ γιός τοῦ Ναυπλίου νά ἐκτελεσθεῖ διά λιθοβολισμοῦ. Ὁ Ναύπλιος ἀργότερα ἐκδικήθηκε τούς Ἀχαιούς γιά τόν φόνο τοῦ γιοῦ του.

196 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

OPEΣTHΣ(ἐκ τοῦ ὄρνυμι = ξεσησώνομαι, ἐπαναστατῶ)

Υἱός τοῦ Ἀγαμέμνονος καί τῆς Κλυταιμνήστρας, μία ἀπό τίς τρα-γικότερες μορφές τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Ἦταν μόλις, δώδεκα ἐτῶν, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ πατέρας του ἀπό τήν Τροία καί ὅταν ἀντι-λήφθηκε τόν φόνο του ἀπό τή μητέρα του καί τόν ἐραστή της Αἴγι-σθο, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τίς Μυκῆνες. Κατά τόν Νέστορα, ὅταν ὁ Αἴγισθος συμπλήρωσε τό ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας του, ὁ Ὀρέστης αἰφνιδίως ἐπέστρεψε στίς Μυκῆνες ἀπό τήν Ἀθήνα καί φόνευσε τόν Αἴγισθο καί τήν Κλυταιμνήστρα. Ἦταν τότε ὁ Ὀρέστης εἴκοσι χρόνων. Ἡ διαγωγή του θεωρεῖται ὑποδειγματική γιά τόν ἠθικό κανόνα τῆς ἐποχῆς, ὅμως βασανίστηκε πολύ ἀπό τίς Ἐρινύες. Κλη-ρονόμησε τό βασίλειο τοῦ πατέρα του καί τοῦ πρόσθεσε τό Ἄργος καί τήν Λακεδαίμονα. Νυμφεύφθηκε τήν Ἑρμιόνη, κόρη τῆς Ἑλέ-νης καί τοῦ Μενελάου.

HΛEKTPA(οἰωνεί Ἀλέκτρα, ἄνευ λέκτρων, ἡ ἄγαμος)

Ἕνα ἀπό τά δραματικότερα πρόσωπα τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας. Κόρη τοῦ Ἀγαμέμνονος καί τῆς Κλυταιμνήστρας, βασιλέων τῶν Μυ-κηνῶν. Συμμετεῖχε στήν ἐκδίκησι πού πῆρε ὁ ἀδελφός της Ὀρέστης, σκοτώνοντας τήν μητέρα τους καί τόν ἐραστή της Αἴγισθο, οἱ ὁποῖοι δολοφόνησαν τόν πατέρα τους ὅταν αὐτός γύρισε θριαμβευτής ἀπό τήν Τροία. Ἦταν παντρεμένη μέ ἕναν χωρικό ἀλλά παρέμεινε παρ-θένος. Μετά τήν ἐκδίκησι τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα της, παντρεύτηκε μέ τόν καλύτερο φίλο τοῦ ἀδελφοῦ της, τόν Πυλάδη, ἀπό τόν ὁποῖο γέννησε τόν Μέδοντα καί τόν Στρόφιο. Στίς τραγωδίες τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Εὐρυπίδου καί τοῦ Σοφοκλέους παρουσιάζεται ὡς ἡρωική ψυχή. Ζεῖ βασανισμένη καί ταπεινωμένη ἄν καί δέν κυνηγήθηκε ἀπό τίς

197 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἐρινύες. Ἡ μορφή της ἀποτυπώθηκε σέ ἑκαντάδες εἰκόνες, σύμβολα, ἀγγεῖα, ἐνῶ οἱ ὁμώνυμές της τραγωδίες θεωροῦνται ἀπό τά ἀρι-στουργήματα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς λογοτεχνίας.

AIΓIΣΘOΣ(ἐκ τοῦ αἴξ + θάω = ὁ αἴγας θηλάσας)

Υἱός τοῦ Θυέστου, ἀδελφοῦ τοῦ Ἀγαμέμνονος ὁ ὁποῖος βασίλευσε στίς Μυκῆνες. Ὁ Ὅμηρος διηγεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἀγαμέμνων πολε-μοῦσε πρό τῶν τειχῶν τῆς Τροίας, ὁ Αἴγισθος, παραμένοντας στό σπίτι, προσπαθοῦσε νά διαφθείρει τήν γυναίκα του, τήν Κλυται-μνήστρα. Ὁ Αἴγισθος ἀφοῦ ἐπέτυχε τόν σκοπό του, σέ ἐνέδρα πού ἔστησε μέ δικούς του ἀνθρώπους, φόνευσε τόν Ἀγαμέμνονα πού ἐπέστρεψε ἀπό τήν Τροία καί ἔτσι βασίλευσε ἑπτά ἔτη στίς Μυκῆνες, ὅπου κατά τόν ὄγδοο χρόνο τόν φόνευσε ὁ Ὀρέστης, ἐκδικούμενος τόν θάνατο τοῦ πατέρα του.

ΠAΛΛAΔION(ἐκ τοῦ πάλλας)

Εἴδωλο ὁπλισμένο μέ θεϊκή δύναμι, πού κατά τήν ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων προστάτευε τήν πόλι πού τό κατεῖχε. Τά εἴδωλα αὐτά, ἀπό τά ὁποῖα ἐξαρτοῦσαν τήν ἀσφάλειά τους οἱ πόλεις, ὑπῆρχαν στήν παλαιότατη θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, οἱ δέ θεοί πού ἀπεικονί-ζονταν ἦσαν ὁ Ἀπόλλων, ἡ Ἀφροδίτη καί κατ’ ἐξοχή ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ. Τό πιό περίφημο ἀπό αὐτά ἦταν τῆς Τροίας, τό ὁποῖο δώ-ρισε ὁ Ζεύς στόν Δάρδανο καί τό ὁποῖο ὑφάρπαξε ὁ Διομήδης μέ τήν βοήθεια τοῦ Ὀδυσσέως, διότι πίστευαν ὅτι δέν θά μποροῦσαν νά καταλάβουν τήν Τροία ὅσο ὁ ἱερός αὐτός θησαυρός βρισκόταν στήν κατοχή της.

198 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΙΦIΓENEIA(ἐκ τοῦ ἴφι + γένος, γόνος, ἡ ἐξ ἰσχυρῆς γενιᾶς)

Θυγατέρα τοῦ Ἀγαμέμνονος καί τῆς Κλυταιμνήστρας. Συχνά ταυ-τίζεται μέ τήν Ἰφιάνασσα τοῦ Ὁμήρου. Στήν Αὐλίδα, κατά τούς τραγικούς, ἦταν συγκεντρωμένος ὁ στόλος τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Τροίας. Ὅμως ἐπικρατοῦσε πλήρης νηνε-μία καί δέν μποροῦσαν νά ἀποπλεύσουν, ἐπειδή ἡ Ἄρτεμις ἦταν ὀργισμένη μέ τόν Ἀγαμέμνονα πού εἶχε σκοτώσει τό ἱερό ἐλάφι της καί συγκρατοῦσε τούς ἄνεμους. Ὁ μάντις Κάλχας, τότε, συμβού-λευσε τόν Ἀγαμέμνονα, ὅτι μέ τήν θυσία τῆς κόρης του Ἰφιγένειας μπορεῖ νά ἐξευμενίσει τήν θεά, νά φυσήξουν οἱ ἄνεμοι καί νά ἀπο-πλεύσει ὁ στόλος. Ὁ Ἀγαμέμνων στενοχωρήθηκε πολύ ἀπό τόν χρησμό τοῦ μάντεως καί βρισκόταν σέ μεγάλο δίλημμα περί τοῦ πρακτέου, ἀλλά πιεζόταν πολύ ἀπό τόν Μενέλαο καί τόν Ὀδυσσέα γιά νά φύγουν τό δυνατό συντομότερο. Ἐκτός ὅμως ἀπό τούς πραγματικούς αὐτούς λόγους, ὑπῆρχε καί ἡ φιλοδοξία του νά ἡγη-θεῖ τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῆς Τροίας, γι’ αὐτό καί προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, ἔγραψε στήν Κλυταιμνήστρα νά φέρει τήν Ἰφιγένεια στήν Αὐλίδα, γιά νά τήν παντρέψει τάχα μέ τόν Ἀχιλλέα. Ἡ Κλυταιμνήστρα μόλις πῆρε τό «χαρμόσυνο» μήνυμα τοῦ ἄνδρα της γιά τόν γάμο τῆς κόρης των μέ τόν Ἀχιλλέα, ἀμέ-σως ἐκτέλεσε τήν ἐντολή του καί πῆγαν στήν Αὐλίδα καί ἐκεῖ ἀφοῦ ἔμαθαν τόν ἀληθῆ σκοπό τοῦ συζύγου καί πατέρα, παρακαλοῦν καί ἱκετεύουν αὐτόν νά μή θυσιάσει τήν κόρη του. Μπροστά ὅμως στήν ἐπιμονή τοῦ Ἀγαμέμνονος νά ἐκπληρώσει τόν χρησμό τοῦ Κάλχαντος καί τήν ἄρνησι τῆς μητέρας της, ἡ Ἰφιγένεια μέ γενναι-ότητα προσφέρει τόν ἑαυτόν της γιά θυσία πρός τιμήν τῆς πατρί-δος. Τότε ἡ θεά Ἄρτεμις μέ θαυμαστό τρόπο ἔστειλε ἕνα ἐλάφι στόν βωμό ὡς θύμα, τήν δέ παρθένο κόρη τήν μεταφέρει στήν Ταυ-ρίδα ὡς ἱέρεια τοῦ ναοῦ της. Μετά τό τέλος τοῦ Τρωικοῦ πολέμου καί μετά τόν φόνο τοῦ Ἀγαμέμνονος ἀπό τήν Κλυταιμνήστρα καί

199 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν δολοφονία αὐτῆς ἀπό τόν υἱό της Ὀρέστη, τό μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνος χρησμοδότησε ὅτι ὁ Ὀρέστης θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν μανία τῶν Ἐρινύων, ἐάν ἀπαγάγει ἀπό τήν Ταυρίδα τό ἄγαλμα τῆς Ἀρτέμιδος. Ἔτσι μαζί μέ τόν φίλο του Πυλάδη πῆγαν στήν Ταυρίδα γιά νά ἐκτελέσουν τόν χρησμό τοῦ μαντείου τοῦ Ἀπόλλω-νος καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν μανία. Ἐκεῖ ὅμως, κατά τούς νό-μους τῆς χώρας, κάθε ξένος θυσιαζόταν, ἀλλά ὁ Ὀρέστης ἀναγνω-ρίσθηκε ἀπό τήν Ἰφιγένεια καί μέ τήν ἐξυπνάδα της ἀπέπλευσαν γιά τήν Ἑλλάδα, παίρνοντας μαζί τους καί τό ξόανο τῆς θεᾶς. Ἡ Ἰφιγένεια κατέφυγε τότε στόν ἀττικό δῆμο τῆς Βραυρῶνος, ὅπου καί ἀπέθανε ὡς ἱέρεια. Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της ἦταν γενναία, μεγαλόψυχη, ἔξυπνη, πρόθυμη γιά θυσία, ἀξιοπρεπής στόν πόνο.

ΔHIΔAMEIA

Θυγατέρα τοῦ Λυκομήδους, βασιλέως τῆς Σκύρου, σύζυγος τοῦ Ἀχιλλέως καί μητέρα τοῦ Νεοπτόλεμου. Ἀκόμη ὀνομάζεται καί Πύρ-ρα. Ὁ Ἀχιλλέας ἔλαβε τήν Δηιδάμεια ὡς γυναίκα του, ἀφοῦ κυρίευ-σε τήν νῆσο Σκύρο. Σύμφωνα ὅμως μέ ἄλλη παράδοσι, ὁ Ἀχιλλεύς ἀπεστάλη ἀπό τήν μητέρα του, ντυμένος κορίτσι, στά ἀνάκτορα τοῦ Λυκομήδους καί ἀνατρέφετο μαζί μέ τίς θυγατέρες του. Εἶχε ὅμως ἐρωτική σχέσι μέ τήν Δηιδάμεια. Ἔτσι μετά ἀπό κάποιο χρόνο ἡ Δη-ιδάμεια γέννησε τόν Νεοπτόλεμο, κατόπιν δέ ἀπόκτησε καί δεύτε-ρο υἱό, τόν ὀνομαζόμενο Ὄνειρο. Μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ὁ Νε-οπτόλεμος ἔδωκε τή μητέρα του ὡς σύζυγο στόν Ἕλενο. Περαιτέρω καί κατ’ ἄλλη παράδοσι ἡ Δηιδάμεια ἦταν θυγατέρα τοῦ Βελλερε-φόντου καί σύζυγος τοῦ Εὐάνδρου ἀπό τήν Λυκία, μητέρα τοῦ πε-ρίφημου ὁμηρικοῦ ἥρωα Σαρπηδόνος.

200 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΦIΛOKTHTHΣ(ἐκ τοῦ φιλῶ + κτῆμα, κτῆσις)

Ἥρωας τῶν Ἀχαιῶν ἀπό τήν Μαγνησία, ὁ ὁποῖος ἀπεικονίζεται ὁπλισμένος μέ ἀνίκητα βέλη πού τοῦ εἶχε δωρίσει ὁ Ἡρακλῆς. Ἔλα-βε μέρος στήν ἐκστρατεία τῆς Τροίας, ἀλλά κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ οἱ σύντροφοί του τόν ἐγκατέλειψαν στήν Λῆμνο, ἐξ αἰτίας ἀνυπόφορης δυσωδίας, πού δημιουργοῦσε μία πληγή ἀπό γάγγραι-να στό πόδι του ἀπό δάγκωμα φιδιοῦ στόν βωμό τῆς Ἀρτέμιδος στήν Τένεδο. Ὕστερα ἀπό δέκα χρόνια οἱ Ἕλληνες ἀναγκάστηκαν νά ζητήσουν τήν βοήθειά του, χωρίς τήν ὁποία, σύμφωνα μέ ἕνα χρη-σμό, δέν θά κατακτοῦσαν ποτέ τήν Τροία. Θεραπεύθηκε ἀπό τόν Μαχάωνα καί ἦταν αὐτός πού σκότωσε τόν Πάρι κατά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας. Ἡ κατάρα ἐναντίον τῶν Ἀχαιῶν χτύπησε καί αὐτόν, στήν ἐπιστροφή περιπλανήθηκε πολλά χρόνια, μέχρι νά φθάσει στήν Σικελία, ὅπου καί ἀπέθανε, χτίζοντας ὅμως μεγάλες πόλεις ὅπως ἡ Πετηλία καί ἡ Κρίμισσα.

ΠATPOKΛOΣ(πατήρ-πατρίς + κλέος = ἡ δόξα τῆς πατρίδος)

Υἱός τοῦ Μενοιτίου ἀπό τήν Λοκρίδα, ἐγγονός τοῦ Ἄκτορος καί τῆς Αἰγίνης, συγγενής καί ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Ἀχιλλέως. Ὅταν ἦταν ἀκόμη παιδί σκότωσε κατά λάθος τόν γιό τοῦ Ἀμφιδάμαντος κι αὐτό ἔγινε αἰτία ὁ πατέρας του νά τόν παραδώσει στόν Πηλέα γιά νά τόν προστατεύσει. Ἔτσι ἀνατράφηκε μαζί μέ τόν Ἀχιλλέα, τόν ὁποῖο ἀκολούθησε καί πολέμησε στό πλευρό του στήν Τροία. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀχιλλέας φιλονίκησε μέ τόν Ἀγαμέμνονα καί ἀποσύρθηκε ἀπό τήν μάχη, ὁ Πάτροκλος τόν ἔπεισε νά φορέσει αὐτός τήν πα-νοπλία του καί νά τρέξει νά βοηθήσει τούς Ἀχαιούς πού πιέζονταν ἰδιαίτερα τήν συγκεκριμένη στιγμή, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι καί μόνο ἡ

201 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἐμφάνισις τοῦ Ἀχιλλέως θά τρομοκρατοῦσε τούς Τρῶες, πρᾶγμα πού ἔγινε. Ὁ Ἕκτωρ ὅμως, πού δέν φοβόταν, τόν ἀντιμετώπισε καί τόν σκότωσε μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἡ θλίψις τοῦ Ἀχιλ-λέως γιά τόν χαμό τοῦ μοναδικοῦ του φίλου ἦταν ἀπερίγραπτη καί ὁρκίστηκε νά ἐκδικηθεῖ τόν θάνατό του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´

Ὀδύσσεια

Tό 2005 ἡ δημοσιογράφος Ἰουλία Πιτσούλη στό πόνημά της Μυ-στική Ὀδύσσεια μετέφερε τήν ἐνδιαφέρουσα ἄποψι ὅτι ἡ Ὀδύσ-σεια εἶναι ὁ χάρτης τοῦ μυητικοῦ δρόμου κάθε ἀνθρώπου πρός τήν συνείδησι – τήν ἀληθινή πατρίδα. Οἱ σύντροφοι τοῦ \Oδυσσέως συμβολίζουν τίς προσωπικότητες πού πρέπει νά ἀπορροφήσει ἡ ψυχή γιά νά γίνει ἑνότητα. Οἱ Λωτοφάγοι συμβολίζουν τά ὑλικά ἀγαθά πού «κοιμίζουν» τήν ψυχή, ἐνῶ ὁ Κύκλωπας Πολύφημος τό «ἀσυνείδητο», μέσα στήν σπηλιά τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή χάνει τήν ταυ-τότητά της γιά νά ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία της. Ὁ Αἴολος συμβο-λίζει τόν νοῦ, τήν ἐλεγχόμενη δύναμι, πού ὅταν ἀφεθεί ἀνεξέλε-γκτη, ἀποπροσανατολίζει τήν ψυχή ἀπό τόν δρόμο της, ἐνῶ ἡ Κίρ-κη τήν δύναμι τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου, τό ὁποῖο ἐάν δέν τιθα-σευτεῖ καί χρησιμοποιηθεῖ δημιουργικά ὁ μυημένος δέν μπορεῖ νά προχωρήσει. Ἡ Σκύλλα καί ἡ Χάρυβδη τήν θυσία τῆς προσωπικό-τητος γιά τήν συνέχισι σέ ἀνώτερα ἐπίπεδα ὑπάρξεως, ἐνῶ ἤ Κα-λυψώ εἶναι ἡ σπειροειδής ἐξέλιξις, ἡ μεγάλη πλάνη πού ξεπερνιέ-ται μόνο μέ τήν βοήθεια τῶν θεῶν. Στήν χώρα τῶν Φαιάκων γίνε-ται ἡ ἐξάγνισις καί παίρνεται ἡ τελική ἀπόφασις ἡ ὁποία δέν μπο-ρεῖ πιά νά ἀλλάξει. Οἱ μνηστῆρες, τέλος, συμβολίζουν τά ἀρχετυ-πικά ἐγώ – αἰτίες πού ἐγκλωβίζουν τήν συνείδησι τῆς ψυχῆς. (Βλέ-πε καί Ραδάμανθυς Ἀναστασάκης, Eἰσαγωγή στήν Ὁμήρου Ὀδύσ-σεια, μετ. Κώστα Δούκα). Πλέον ἡ ψυχή ὁλοκλήρωσε τό μυητικό της ταξίδι στήν αὐτογνωσία καί ἑνώθηκε μέ τό φῶς, βρίσκοντας τήν ἀληθινή της πατρίδα. Ἕνα ταξίδι πού περιμένει τόν κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς! Ὅπως γράφει κι ὁ ποιητής, «ἔτσι σοφός πού ἔγινες, μέ τόση πείρα, ἤδη θά τό κατάλαβες οἱ Ἰθάκες τί σημαίνουν».

203 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

OΔYΣΣEYΣ(ἐκ τοῦ ὀδύσσομαι = μισῶ = ὁ μισηθείς ἀπό τούς θεούς λόγω

κάποιων πράξεών του)

Ἕνας ἀπό τούς πρωταγωνιστές τοῦ Τρωικοῦ πολέμου καί ὁ ἥρωας τοῦ ἐπικοῦ ποιήματος τοῦ Ὁμήρου Ὀδύσσεια. Υἱός τοῦ Λαέρτη καί τῆς Ἀντίκλειας. Κάποτε ἐπισκέφτηκε τόν παππού του, τόν Αὐτόλυ-κο, καί σέ κυνήγι πληγώθηκε στό πόδι ἀπό κάπρο, ἡ δέ οὐλή πού ἔμεινε, χρησίμευσε ἀργότερα νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τήν τροφό του. Ὅταν κατά διαταγή τοῦ πατέρα του πῆγε στήν Μεσσηνία γιά νά ζη-τήσει ἀπό τούς κατοίκους ἀποζημίωσι, ἐπειδή εἶχαν κλέψει τά ποί-μνιά του, συνάντησε τόν Ἴφιτο πού τοῦ δώρισε τό περίφημο τόξο μέ τό ὁποῖο ἀργότερα φόνευσε τούς μνηστῆρες τῆς Πηνελόπης. Ὁ Ὅμη-ρος τόν ἐμφανίζει ὡς ἄνδρα ἐξαιρετικῆς σοφίας, εὐγλωττίας, ἐπινο-ητικότητος, θάρρους καί ἀντοχῆς. Ἦταν αὐτός πού ἐπινόησε τό τέ-χνασμα τοῦ Δουρείου ἵππου μέ τό ὁποῖο κατακτήθηκε ἡ Τροία, τι-μωρήθηκε ὅμως ἀπό τούς θεούς σέ μακρόχρονη περιπλάνησι, λόγῳ τῶν προσβολῶν πού ἔγιναν σέ κάποιους ἀπό αὐτούς κατά τήν ἅλω-σι, ἀλλά καί κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου. Σύμφωνα μέ τόν μά-ντη Τειρεσία, πέθανε σέ βαθιά γεράματα εὐτυχισμένος.

ΠHNEΛOΠH(ἐκ τοῦ πηνίον = ὑφανθέν)

Θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῆς Σπάρτης Ἰκάρου καί τῆς Περιβοίας, ἀδελφή τῆς Ἰφθίμης. Ἔλαβε αὐτήν ὡς σύζυγο ὁ Ὀδυσσέας μέ πά-ρα πολύ μεγάλη προῖκα. Ἀπό τόν Ὅμηρο παριστάνεται ὡς πρότυπο τῆς συζυγικῆς πίστεως, τῆς μητρικῆς στοργῆς, τῆς γυναικείας σω-φροσύνης καί εὐψυχίας. Χαρακτηρίζεται ὡραῖα ὡς ἡ Ἄρτεμις καί ἡ Ἀφροδίτη, ἡ ὁποία ἔχει «ἀγαθάς φρένας», ἄμεμπτη καί συνετή καί μολονότι ὁ Ὀδυσσέας εἶχε ἀφήσει ἐντολή σ αὐτήν νά ἔλθει σέ δεύ-

204 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τερο γάμο, ἄν αὐτός χαθεῖ, τοῦτο ὅμως δέν τό ἔπραξε. Ἀντίθετα, ἐξαπάτησε τούς ἐπίδοξους μνηστῆρες της λέγοντάς τους ὅτι θά πα-ντρευόταν ὅταν τελείωνε τό ὑφαντό πού ὕφαινε γιά τόν πεθερό της, τόν Λαέρτη. Κάθε νύχτα ὅμως, ξήλωνε αὐτό πού εἶχε ὑφάνει τήν ἡμέρα στόν ἀργαλειό.

THΛEMAXOΣ(ἐκ τοῦ τῆλε = μακρυά + μάχη)

Υἱός τοῦ Ὀδυσσέως καί τῆς Πηνελόπης. Ἦταν νήπιο ὅταν ὁ πατέ-ρας του μετέβη στήν Τροία καί ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρόνων βγῆκε πρός ἀναζήτησι αὐτοῦ, συνοδευόμενος ἀπό τήν Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία πῆρε τήν μορφή τοῦ συνετοῦ Μέντορος. Ὕστερα ἀπό πολλές περι-πέτειες καί περιοδεῖες στή Σπάρτη, τήν Πύλο, τίς Φάρες καί ἀλλοῦ, γύρισε στήν Ἰθάκη καί διέφυγε τούς πολλούς, ἀπό τούς μνηστῆρες τῆς μητέρας του, κινδύνους. Κατόπιν βρῆκε τόν πατέρα του κοντά στόν χοιροβοσκό Εὐμαῖο καί τόν βοήθησε στήν ἐξολόθρευσι τῶν μνηστήρων της. Σύμφωνα μέ μία ἐκδοχή, ὁ Τηλέμαχος θεωρεῖται πατέρας τοῦ Ρώμου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ρώμης, ἐνῶ κατ’ ἄλλη ἐκδο-χή νυμφεύθηκε τήν Ναυσικᾶ τήν κόρη τοῦ βασιλέως τῶν Φαιάκων Ἀλκινόου, καί ἀπέκτησε τόν Περσέπτολη.

ΛAEPTHΣ(ἐκ τοῦ λάς + ἀείρω = ὁ ἐγείρων λίθους)

Βασιλιάς τῆς Ἰθάκης, μονογενής υἱός τοῦ Ἀρκεισίου, καί τῆς Xαλκο-μεδούσης. Γυναίκα του ἦταν ἡ Ἀντίκλεια καί μοναχογιός του, ὁ πο-λυμήχανος Ὀδυσσεύς.. Πῆρε μέρος σέ πολλές ἐπιχειρήσεις καί στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία. Ὁ Λαέρτης ἐμφανίζεται ἀπό τόν Ὅμηρο ὡς τό ἄριστο ὑπόδειγμα τοῦ στοργικοῦ καί ἀφοσιωμένου πατέρα

205 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

καί παπποῦ. Ὅσο διάστημα ἔλειπε ὁ Ὀδυσσεύς ἀνέθρεψε μέ στορ-γή τόν ἐγγονό του Τηλέμαχο, ἐνῶ μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ Ὀδυσσέως βοήθησε τόν γιό του στήν ἐξολόθρευσι τῶν μνηστήρων καί τῶν ἀπο-γόνων τους, τούς ἀριστοκράτες Ἰθακήσιους, πού εἶχαν ἐπαναστατή-σει μετά τήν μνηστηροφονία. Ὁ συγγραφέας Διογένης ὀνομαζότανε Λαέρτιος ἀπό τήν πατρίδα τοῦ Λαέρτη.

EYPYKΛEIA

Ἦταν δούλη, ὑπηρέτρια στόν οἶκο τοῦ Λαέρτη, πού ἦταν πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, τοῦ ὁποίου ἔγινε καί τροφός. Ὁ Λαέρτης τήν εἶχε πάρει ὑπό τήν προστασία του, ὅταν ἦταν μικρό κορίτσι. Ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς ἐπανῆλθε στήν Ἰθάκη ἀπό τήν Τροία, ἡ Εὐρύκλεια, ἐνῶ τοῦ ἔπλενε τά πόδια, τόν ἀναγνώρισε, ἐπειδή σέ ἕνα ἀπό αὐτά ἔφε-ρε μία οὐλή. Ἀμέσως ἡ Εὐρύκλεια ἔτρεξε στήν σύζυγο τοῦ Ὀδυσσέ-ως Πηνελόπη νά μεταδώσει τό χαρμόσυνο ἄγγελμα. Ἡ Εὐρύκλεια περιγράφεται ἀπό τόν Ὅμηρο ὡς πρότυπο τῆς πιστῆς δούλης.

ΠOΛYΦHMOΣ(ἐκ τοῦ πολύ + φήμη)

Ὁ κατ’ ἐξοχήν Κύκλωπας, τόν ὁποῖο τύφλωσε ὁ Ὀδυσσέας. Ἐθεω-ρεῖτο ὡς υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς νύμφης Θόωσας, κατοικοῦσε σέ σπήλαιο σέ πρωτόγονη κατάστασι, ἔβοσκε πρόβατα καί αἶγες (γίδες) καί ἦταν τεραστίων διαστάσεων, ἄγριος καί ἀνθρωποφάγος. Ὁ Ὀδυσσεύς τόν τύφλωσε στό ἄντρο του καί μπόρεσε νά ἐξέλθει αὐτός καί οἱ σύντροφοί του μέ τέχνασμα. Ἐρωτεύτηκε τήν Νηρηίδα Γαλάτεια, ἡ ὁποία ὅμως ἀγαποῦσε τόν βοσκό Ἄκι, υἱό τοῦ θεοῦ Φαύνου. Ὅταν ὁ Πολύφημος τούς εἶδε μαζί, ξεκόλλησε ἕναν τερά-στιο βράχο καί σκότωσε τόν Ἄκι. Ὁ πόνος τῆς Γαλάτειας ἦταν τό-

206 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σος, ὥστε ἐρχόταν κάθε μέρα καί θρηνοῦσε πάνω ἀπό τόν βράχο. Συμβολίζει τό ἀσυνείδητο, τήν ἀνεξέλεκτη συναισθηματική μας φύ-σι (υἱός τοῦ Ποσειδῶνος), ἡ ὁποία τρέφεται ἀπό τήν ψυχή μας (σύ-ντροφοι τοῦ Ὀδυσσέως).

ΣEIPHNEΣ(παρά τό εἴρω = λέγω)

Δαίμονες συγγενεῖς μέ τίς ≠Aρπυιες καί τίς Ἐρινύες, πού κατοι-κοῦσαν σέ νησιά στίς ἰταλικές ἀκτές καί οἱ ὁποῖες μέ τήν θελκτική τους φωνή καταμάγευαν τούς παραπλέοντες, ὥστε νά λησμονοῦν σύζυγο, τέκνα καί πατρίδα, τούς δέ ναυαγούς τούς μάγευαν καί τούς κατέτρωγαν. Ἔτσι ὁ τόπος γύρω ἀπό τήν κατοικία τους καλυ-πτόταν ἀπό ὀστά μέ σωρούς ἀπό σάπια ἀνθρώπινα σώματα. Ἦταν τρεῖς, ἡ Παρθενόπη, ἡ Λίγεια καί ἡ Λευκωπία. Γιά νά γλιτώσει ἀπό τήν γοητεία τους ὁ Ὀδυσσεύς, ἔκλεισε τά αὐτιά τῶν ἀνδρῶν του μέ κερί καί δέθηκε ὁ ἴδιος στό κατάρτι τοῦ πλοίου. Συμβολίζουν τήν πλανηρή γοητεία τῶν ἐπιθυμιῶν, ἐνῶ τό κατάρτι συμβολίζει τό ὑπερνοῦ, στόν ὁποῖο ἀγκιστρώνεται ἡ ψυχή γιά ξεφύγει ἀπό τήν ἐπίδρασί τους.

KIPKH(ἡ κιρνώσα, δηλ. ἡ ἀναμιγνύουσα, τά φάρμακα)

Ὁ Ὀδυσσεύς, μετά ἀπό πολλές περιπλανήσεις καί ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπό τήν χώρα τῶν Λαιστρυγόνων ἔφθασε στό νησί Αἰαία, ὅπου ἔμε-νε ἡ Κίρκη, ἀδελφή τοῦ Ἡλίου καί κόρη τῆς Ὠκεανίδος Πέρσης. Ἡ Κίρκη εἶχε τήν ἱκανότητα νά μεταμορφώνει τούς ἀνθρώπους σέ ζῶα. Ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς ἔφθασε στό νησί της, καί ἔστειλε μετά ἀπό κλῆρο, τόν Εὐρύλοχο μέ ἄλλους εἴκοσι συντρόφους νά πάει στά «δώματα»

207 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τῆς Κίρκης, τά ὁποῖα ἦταν γεμάτα ἀπό λύκους καί λιοντάρια, πού προηγουμένως ὅμως ἦσαν ἄνθρωποι καί ἡ Κίρκη τούς εἶχε μεταμορ-φώσει σέ ζῶα. Ἡ Κίρκη πρόθυμα δέχθηκε τόν Εὐρύλοχο καί τούς συντρόφους του καί τούς πρόσφερε ἐδέσματα, στά ὁποῖα πρίν εἶχε ρίξει καί φάρματα, καί ἀφοῦ τά ἔφαγαν, ξέχασαν τήν πατρίδα τους καί στήν συνέχεια μέ τό μαγικό της ραβδί τούς χτύπησε καί τούς με-ταμόρφωνε σέ ζῶα, σέ χοίρους. Μόλις τό ἔμαθε ὁ Ὀδυσσεύς καί ἀφοῦ προηγουμένως ἤπιε φάρμακο, πού τό ἔφερε ὁ Ἑρμῆς γιά νά ἀποφύγει τήν μεταμόρφωσι, παρακάλεσε τήν Κίρκη καί πῆρε πίσω τούς συντρόφους του μέ ἀνθρώπινη μορφή.

KAΛYΨΩ(ἐκ τοῦ καλύπτω)

Νύμφη, γνωστή ἀπό τήν Ὀδύσσεια. Δέν ἀναφέρεται ὁ πατέρας της, ἀλλά ἀπό τούς μετέπειτα θεωρεῖται ὡς Ὠκεανίδα, Ἀτλαντίδα, μερι-κές δέ φορές καί Ἑσπερίδα. Μητέρα της ἀναφέρεται ἡ Πλειόνη. Zοῦσε μόνη της καί ὡς κατοικία εἶχε λαμπρό σπήλαιο, στό νησί Ὠγυγία, ὅπου ὕφαινε καί τραγουδοῦσε, τρεφόταν δέ μέ νέκταρ καί ἀμβροσία. Ἦταν τόσο ἰσχυρή, πού μποροῦσε νά κάνει τό θνητό ἄνθρωπο, ἀθάνατο. Αὐτό τοῦτο ὑποσχέθηκε καί στόν Ὀδυσσέα, ἄν ἔμενε συνέχεια μαζί της. Ὁ Ὀδυσσέας ἀρνήθηκε ἀλλά κατάφερε καί τόν κράτησε μαζί της μέ δόλο, μέ γλυκά λόγια καί ὡραίους τρόπους καί μερικές φορές μέ ἐξαναγκασμό, γιά ἑφτά χρόνια. Στήν ἀρχή τοῦ ὄγδοου χρόνου μέ ἐντολή τῶν θεῶν πού μετέφερε σ αὐτήν ὁ Ἑρμῆς καί παρά τή θέλησί της, ἄφησε τόν Ὀδυσσέα ἐλεύθερο γιά νά ἀπο-πλεύσει ἐπί σχεδίας μέ οὔριο ἄνεμο.

208 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AΛKINOOΣ(ἀλκή = δύναμη + νοῦς)

Υἱός τοῦ Ναυσιθόου καί τῆς κόρης τοῦ Ἀσωποῦ Κερκύρας. Μέ τούς Φαίακες ἔφυγαν ἀπό τήν νῆσο Ὑπερεία κυνηγημένοι ἀπό τούς Κύ-κλωπες, καί ἔφθασαν στήν νῆσο Σχερία, ὅπου ἔγινε βασιλιάς τους, νυμφεύθηκε τήν Ἀρήτη ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε τήν Ναυσικᾶ καί πέντε γιούς. Τά ἀνάκτορά του, χτισμένα σέ πολύδενδρους κήπους εἶχαν χρυσές θύρες καί ἀσημένιους κίονες, ἕνα εἶδος παραδείσου, ὅπου λείπει ἡ βαρβαρότητα καί κυριαρχεῖ ὁ πολιτισμός. Ἔδωσε κα-ταφύγιο στόν Ὀδυσσέα, καί τόν ἐπιβίβασε σέ πλοῖα μέ αὐτόματους πλοηγούς πού ἔδωσαν τέλος στίς περιπλανήσεις τοῦ ἥρωα καί τόν ὁδήγησαν στήν Ἰθάκη. Ὑποδέχθηκε καί τόν Ἰάσονα μέ τήν Μήδεια, κατά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τήν Κολχίδα.

NAYΣIKA(ἐκ τοῦ ναῦς + κέκαα = λάμπουσα)

Κόρη τοῦ βασιλέως τῶν Φαιάκων Ἀλκινόου καί τῆς Ἀρήτης. Ἴσως ἡ πιό γοητευτική μορφή τῆς Ὀδυσσείας, συνδύαζε τό θάρρος καί τήν καλοσύνη μέ τήν φρόνησι καί τήν χάρη. Ὁ ναυαγός Ὀδυσσεύς τήν συνάντησε γυμνός, καθώς ἐκείνη ἔπλενε τά ροῦχα τῆς οἰκογε-νείας της στήν ἀκτή, μαζί μέ τίς συντρόφισσές της. Ἀντίθετα μέ τίς ἄλλες, ἡ Ναυσικᾶ δέν τόν φοβήθηκε, κατανίκησε τήν ντροπή της, ἔδωσε στόν Ὀδυσσέα ροῦχα νά φορέσει, τόν δέχθηκε μέ καλοσύνη καί τόν ὁδήγησε στόν πατέρα της, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἱστο-ρία του, τοῦ ἔδωσε τό πλοῖο πού τόν ὁδήγησε στήν Ἰθάκη.

209 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

APΓOΣ(ἀργός = ταχύς, λαμπερός)

Γιός τοῦ Διός καί τῆς Νιόβης, ἀδελφός τοῦ Πελασγοῦ, βασιλιάς τοῦ Ἄργους ὁ ὁποῖος ἔδωσε τό ὄνομά του στήν πόλι. Ἦταν αὐτός πού ἔφερε καί ἐπεξέτεινε τήν καλλιέργεια τοῦ σίτου. Τοῦ ἀποδίδονται πολλοί ἄθλοι, ἐνῶ ἔλαβε μέρος στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία. Δισέγ-γονός του ἦταν ὁ Πανόπτης Ἄργος, ὁ ἄνθρωπος μέ τά χίλια μάτια , ἀπό τά ὁποία κοίμιζε τά πεντακόσια ἐναλλάξ, καί ἔτσι ἔμενε πάντα ἄγρυπνος. Ἦταν αὐτός πού σκότωσε τόν ἀρκαδικό ταῦρο καί τήν Ἔχιδνα. Ἡ Ἥρα τοῦ ἀνέθεσε νά φυλάξει τήν Ἰώ, τήν ὁποία εἶχε με-ταμορφώσει σέ ἀγελάδα, γιά νά μήν ἔρθει σέ ἐπαφή μαζί της ὁ Δί-ας, ὅμως ὁ Ἑρμῆς κατόρθωσε μέ τήν γοητεία τοῦ αὐλοῦ νά ἀποκοι-μίσει καί τά χίλια μάτια του καί νά τόν ἀποκεφαλίσει. Ἄργος λεγό-ταν καί ὁ γιός τοῦ Φρίξου καί τῆς Χαλκιόπης, ὁ ναυπηγός καί πλο-ηγός τῆς Ἀργοῦς, ὁ ὁποῖος παρά τίς ἐντολές τοῦ Πελία, ἔφτιαξε τό πιό γερό καί γρήγορο πλοῖο τῆς ἀρχαιότητος. Τέλος, Ἄργος λεγόταν καί ὁ πιστός σκύλος τοῦ Ὀδυσσέως, πού τόν περίμενε εἴκοσι χρόνια, γιά νά ἀφήσει τήν τελευταία του πνοή ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς ἔφθασε ἐπι-τέλους στήν Ἰθάκη. Ἦταν ὁ πρῶτος πού τόν ἀναγνώρισε.

NEΣTΩP(πιθανόν ἐκ τοῦ νοῦς + ἵστωρ = γνώστης)

Ὁ συνετότερος τῶν ἡρώων πού ἀναφέρεται στήν Ἰλιάδα, υἱός τοῦ Νηλέως καί τῆς Χλωρίδος, ἡγεμόνας τῆς Πύλου, Ἐπειδή ἀνατράφη-κε στή Γερήνια τῆς Ἤλιδος, ἀποκαλεῖται καί Γερήνιος. Εἶχε συμμε-τοχή στόν πόλεμο κατά τῶν Λαπιθῶν ἐναντίον τῶν Κενταύρων, πῆρε μέρος στό κυνήγι κατά τοῦ Καλυδώνιου κάπρου καί συμμετεῖχε στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία, γέροντας δέ πῆρε μέρος καί στόν πό-λεμο κατά τῆς Τροίας μέ ἐνενήντα πλοῖα, ὁδηγώντας πολλούς ἀπό

210 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τήν Πύλο καί τήν γύρω περιοχή. Ὑπῆρξε γενναῖος καί τολμηρός στίς μάχες.

ΣKYΛΛA(ἐκ τοῦ σκύλλω = εἰσπράτω τήν λεία τῶν τεθνεόντων)

Μυθικό θαλάσσιο τέρας, τό ὁποῖο περιγράφεται πρῶτα ἀπό τόν Ὅμηρο. Εἶχε δώδεκα πόδια καί ἕξι κεφάλια, πού τό καθένα ἔφε-ρε τρεῖς σειρές ἀπό δόντια. Κατοικοῦσε μέσα σέ σπήλαιο καί μά-λιστα στήν εἴσοδο τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, κατ’ ἄλλους δέ τοῦ Γιβλαλτάρ. Συλάμβανε καί κατέτρωγε τά ψάρια, τά δελφίνια, τίς φώκιες καί τούς ναῦτες ἀπό τά πλέοντα τόν πορθμό πλοῖα. Ὁ Ἡσί-οδος θεωρεῖ αὐτήν ὡς θυγατέρα τοῦ θαλάσσιου θεοῦ Φόρκυος καί τῆς Ἑκάτης, ὁ Στησίχορος τῆς Λαμίας, ἄλλοι τῆς Ἔχιδνος κλπ. Κατ’ ἄλλη ἐκδοχή ἦταν κόρη ὡραιότατη, ἀλλά ἐπειδή ἀγάπησε μέ πάθος τόν Γλαῦκο, ἡ Κίρκη τήν μεταμόρφωσε σέ τέρας ἀπό ζηλο-τυπία.

EYPYΛOXOΣ(εὐρύς + λόχος)

Σύντροφος καί συγγενής τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε, μαζί μέ ἄλλους συντόφους, στήν οἰκία τῆς Κίρκης. Αὐτός μόνο πρόλαβε νά μήν μεταμορφωθεῖ ἀπό τήν Κίρκη σέ χοῖρο καί ἔφερε τά νέα στόν Ὀδυσσέα γιά τήν τύχη τῶν ἄλλων συντρόφων του. Στό νησί ὅμως τῆς Τρινακρίας (Σικελία) ὁ Εὐρύλοχος ἔπεισε τούς συντρόφους του νά σφάξουν τά βόδια τοῦ Ἡλίου καί ἔτσι ἔγινε ὁ αἴτιος τῆς κατα-στροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἄλλων, γιατί ἐπέσυρε τήν ὀργή τοῦ Διός, ὁ ὁποῖος κατακεραύνωσε τό πλοῖο τοῦ Ὀδυσσέως καί ὁ Εὐρύ-λοχος χάθηκε στό ναυάγιο αὐτό.

211 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

KΛYTONHOΣ(ἐκ τοῦ κλυτός + ναῦς = ὁ ξακουστός γιά τά πλοῖα)

Ἐτυμολογικά προέρχεται ἀπό τίς λέξεις κλυτός + ναῦς, ἤτοι περίφη-μος ναυτικός. Ὁ Κλυτόνηος ἦταν υἱός τοῦ Ἀλκίνοου, βασιλέως τῶν Φαιάκων, πού νίκησε τούς ἀδελφούς του Λαομέδοντα καί Ἄλιο σέ ἀγώνα δρόμου, ὁ ὁποῖος ἐτελεῖτο μαζί μέ ἄλλους ἀγῶνες πρός τιμή καί τέρψι (εὐχαρίστησι) τοῦ Ὀδυσσέως.

ΑΣTYΠAΛAIA (ἐκ τοῦ παλαιόν ἄστυ)

Κατά τόν Παυσανία, Ἀστυπάλαια ἐκαλεῖτο ἡ ἀδελφή τῆς Εὐρώπης καί κόρη τοῦ Φοίνικος. Τό ὄνομά της μαρτυρεῖ τήν πολύ πρώιμη κατοίκησι τοῦ ὁμωνύμου νησιοῦ τῶν Δωδεκανήσων, ἡ ὁποία μέ τήν Ρόδο, τήν Κάλυμνο καί τήν Ἀμοργό, ὑπῆρξαν ἀναντίρρητα μεγάλα ἑλληνικά κέντρα πολιτισμοῦ.

ΛEYKOΘOH

Κόρη τοῦ Ὀρχάμου, βασιλέως τῶν Ἀχαιμενιδῶν τῆς Περσίας, καί τῆς Εὐρυνόμης. Ὁ Ἥλιος τήν ἐρωτεύτηκε καί χρονοτριβοῦσε γιά νά τήν θαυμάσει καί ἔτσι κρατοῦσε τήν ἡμέρα περισσότερο. Ἕνα βράδυ, πῆρε τήν μορφή τῆς μητέρας της καί μπῆκε στά ἰδιαίτερα διαμερίσματά της ὅπου τῆς φανερώθηκε. Ἡ πριγκίπισσα, ἔκπλη-κτη, γοητεύτηκε ἀπό τήν λαμπρότητά του καί ἐνέδωσε στόν παρά-νομο αὐτό ἔρωτα. Ἡ ἀδελφή της ὅμως ζήλεψε γιά τήν εὔνοια πού ἔδειχνε ὁ θεός στήν Λευκοθόη καί τήν μαρτύρησε στόν πατέρα τους, ὁ ὁποῖος ἔθαψε τήν Λευκοθόη ζωντανή. Ὁ Ἥλιος προσπάθη-σε νά τήν ἐπαναφέρει στήν ζωή ἀλλά ἦταν ἀργά, ἐπισκεπτόταν

212 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ὅμως συχνά τόν τάφο της καί τόν πότιζε μέ νέκταρ, ὥσπου βλά-στησε τό φυτό πού παράγει τόν λίβανο.

ΠYΓMAΛIΩN(ἐκ τοῦ πυγμή)

Βασιλιάς τῆς Κύπρου, ὁ ὁποῖος ἐρωτεύτηκε ἕνα ὄμορφο ἄγαλμα, τό ὁποῖο εἶχε κατασκευάσει ὁ ἴδιος. Παρακάλεσε τότε τήν Ἀφροδίτη νά τοῦ δώσει μία γυναίκα πού νά μοιάζει μέ τό ἄγαλμα. Ἐκείνη ἔδωσε ζωή στό ἴδιο τό ἄγαλμα καί ὁ Πυγμαλίων νυμφεύθηκε τήν γυναίκα πού ὁ ἴδιος εἶχε δημιουργήσει. Τήν ὀνόμασε Γαλάτεια καί μέ αὐτήν ἀπέκτησε τόν Πάφο, τόν ἱδρυτή τῆς ὁμώνυμης πόλεως. Ὁ μῦθος αὐτός ἐνέπνευσε καλλιτέχνες ὅλων τῶν ἐποχῶν. Πυγμαλίων ὀνομα-ζόταν καί ὁ βασιλιάς τῆς Τύρου, ἀδελφός τῆς Διδοῦς, τόν ὁποῖο στραγγάλισε ἡ γυναίκα του Ἀστάρτη.

EPMAΦPOΔITOΣ

Ὁ γιός τοῦ Ἑρμοῦ καί τῆς Ἀφροδίτης, μέχρι 15 ἐτῶν ἀνῆκε στό ἀρσενικό ἀποκλειστικά γένος καί ἦταν ἐξαιρετικῆς καλλονῆς νέος. Μέχρι πού, μιά μέρα, σταμάτησε νά λουστεῖ στήν Σαλμακίδα πη-γή, κοντά στήν Ἁλικαρνασσό, ἐκεῖ ἡ νύμφη τῆς πηγῆς τόν ἐρωτεύ-τηκε καί εὐχήθηκε νά μείνουν οἱ δυό τους ἑνωμένοι γιά πάντα σέ ἕνα σῶμα. Οἱ θεοί εἰσάκουσαν τήν παράκλησί της, μέ ἀποτέλεσμα ἀπό τότε ὁ υἱός τοῦ Ἑρμοῦ νά παρουσιάζει τά χαρακτηριστικά καί τῶν δυό φύλων. Ἡ ἰδιότητα τοῦ ἑρμαφρόδιτου ἐθεωρεῖτο στίγμα στούς ἀρχαίους. Στό πλατωνικό Συμπόσιο, ὁ Ἀριστοφάνης ἀναφέ-ρεται νά λέει πώς τό ἀνδρόγυνον «ἐν ὄνειδει ὄνομα κείμενο ἐστί» δηλ. τό ἑρμαφρόδιτο πλάσμα ἀποτελεῖ ὄνειδος. Γι’ αὐτό τόν λόγο

213 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

θεωροῦσαν συμφορά νά λουστεῖ κάποιος στήν Σαλμακίδα πηγή, ἐνῶ πολλοί ἀπέφευγαν ἀκόμα νά πιοῦν καί νερό ἀπό αὐτήν.

ΛΩTOΦAΓOI(ἐκ τοῦ λανθάνω, λήθη = ξεχνῶ)

Λωτοφάγοι ἐκαλοῦντο ἀπό τούς ἀρχαίους φυλή εἰρηνική καί φιλό-ξενη, πού κατοικοῦσε στό βόρειο μέρος τῆς Ἀφρικῆς, στό νησί τῆς Μικρῆς Σύρτης. Ἔτρωγαν τούς γλυκύτατους καρπούς,ἑνός ντό-πιου εἴδους λωτοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο παρασκεύαζαν καί κρασί, πού ὅποιος ταξιδιώτης τό γευόταν ἔχανε κάθε νοσταλγία γιά τήν πα-τρίδα του. Ὁ Ὀδυσσεύς πού ἐπισκέφθηκε τήν χώρα τους, ἀπέφυ-γε νά φάει ἀπό τό φροῦτο αὐτό, ἐνῶ οἱ σύντροφοί του, πού δέν μπόρεσαν νά ἀντισταθοῦν στήν λωτοφαγία, λησμόνησαν τήν πατρί-δα τους. Ὁ Ὀδυσσεύς, τούς πῆρε μαζί του μέ τήν βία, δένοντάς τους στό καράβι.

ΦINEYΣ(παρά τοῦ ἴφι + νοῦν = ὁ ἰσχυρός νοῦς)

Μυθικός βασιλιάς τῆς Σαλμυδησσοῦ τῆς Θράκης, υἱός ἤ ἐγγονός τοῦ Ἀγήνορος. Ἀπό τόν Ἀπόλλωνα ἀπόκτησε μαντική δύναμι, τήν ὁποία μετεχειρίζετο γιά νά ἀποκαλύπτει στούς ἀνθρώπους τίς βουλές τῶν θεῶν καί ἔτσι ὁ Ζεύς τόν ἐτύφλωσε. Κατ’ ἄλλη παρά-δοσι τιμωρήθηκε, γιατί παρασύρθηκε ἀπό τίς διαβολές τῆς δεύτε-ρης συζύγου του Ἰδαίας καί ἐτύφλωσε τά παιδιά του Ὀρύϊθο καί Κράμβη ἀπό τήν πρώτη γυναίκα του Κλεοπάτρα. Ἄλλη τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε στόν Φινέα ἦταν ἡ ἀποστολή τῶν Ἁρπυιῶν κατά τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ πού τοῦ τό ἔτρωγαν.

214 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

AINEIAΣ(ἐκ τοῦ αἴνεσις = ὕμνησις)

Γιός τοῦ Δαρδανίδου Ἀγχίσου καί τῆς Ἀφροδίτης. Μορφώθηκε στό Πήλιο ἀπό τόν Κένταυρο Χείρωνα. Εἶχε συγγενικούς δεσμούς μέ τόν Πρίαμο ἀλλά ἦταν ἀπό ἐκείνους πού ἤθελαν νά ἀποτραπεῖ ὁ πόλεμος τῆς Τροίας καί δέν μετεῖχε ἀρχικά στίς μάχες. Ὅταν ὁ Ἀχιλλεύς κατέλαβε τήν περιοχή τῆς Τρωάδος, ὁ Αἰνείας ἔλαβε μέ-ρος στόν ἀγώνα, ὡς ἀρχηγός τῶν Δαρδανιδῶν. Ὁ Ὅμηρος τόν πα-ραδέχεται ὡς ἴσον πρός τόν Ἀχιλλέα καί τόν Ἕκτορα. Ὅταν ἔπε-σε ἡ Τροία ἔσωσε πρῶτα τόν πατέρα του καί τήν οἰκογένειά του καί ὕστερα ἔφυγε. Οἱ περιπλανήσεις του φθάνουν μέχρι τήν Καρ-χηδόνα καί περιγράφονται ἀπό τόν Στησίχορο ἀλλά καί τόν Βιρ-γίλιο στό μνημειῶδες ἔπος Αἰνειάς.

ΤYNΔAPEΩΣ(ἐκ τοῦ τύπτω = κτυπῶ διά ράβδου)

Βασιλιάς τῆς Σπάρτης, πρωτότοκος υἱός τοῦ βασιλέως Οἴβαλου καί τῆς Βατείας, πατέρας τῆς ὡραίας Ἑλένης, πού ἦταν σύζυγος τοῦ Μενέλαου. Ὁ Τυνδάρεως ἐκθρονίσθηκε ἀπό τόν ἀδελφό του Ἱππο-κόοντα καί κατέφυγε στήν Αἰτωλία, στόν Θέστιο, τοῦ ὁποίου τή θυ-γατέρα Λήδα νυμφεύθηκε καί ἀπόκτησε ἀπό αὐτήν τόν Κάστορα, τήν Κλυταιμνήστρα, τήν Φιλονόη, τήν Τιμάνδρα, τήν Ἑλένη καί τόν Πολυδεύκη. Τά τέκνα αὐτά εἶναι οἱ λεγόμενοι Τυνδαρίδες.

215 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

MYPMIΔONEΣ(οἱ ἐκ μυρμήκων)

Πολεμικός λαός τῆς Φθιώτιδος καί Κρεμαστῆς Λαρίσης, πού ἀνῆκε στό κράτος τοῦ Ἀχιλλέως. ὑεκίνησαν ἀπό τήν Αἴγινα, ὅπου βασίλευε ὁ Αἰακός, υἱός τοῦ Διός καί τῆς νύμφης Αἰγίνης. Ὅταν οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ καταστράφηκαν ἀπό μία μάστιγα, ὁ Ζεύς γιά νά βοηθήσει τόν βασιλιά πού ἦταν ἰδιαίτερα εὐσεβής, μεταμόρφωσε τούς μύρμηγκες τοῦ νησιοῦ σέ ἀνθρώπους πού μετονομάστηκαν σέ Μυρμιδόνες. Κατά ἄλλη ἐκδοχή, ἦταν τόσο ἐργατικοί καί καλλιεργοῦσαν τήν γῆ μέ τόση φροντίδα ὥστε ἔμοιαζαν μέ μύρμηγκες. Ὅταν οἱ Αἰακίδες, ἀπό τούς ὁποίους καταγόταν καί ὁ Ἀχιλλεύς, μετανάστευσαν στήν Φθία, τούς ἀκολούθησαν ἐκεῖ ἀρκετοί ἀπό αὐτούς, ἀπό τούς ὁποίους τελι-κά δημιουργήθηκε ὁ στρατός τοῦ μεγάλου ἥρωος. Στήν Τρωική ἐκστρατεία πῆραν μέρος μέ πενήντα πλοῖα. Μυρμιδόνες κα-λοῦνταν καί οἱ κάτοικοι τοῦ Παγασητικοῦ καί τοῦ Εὐβοϊκοῦ κόλπου.

MEMNΩN(ἐκ τοῦ μίμνω = μένω)

Ὁ ξακουστός υἱός τοῦ Τιθωνοῦ καί τῆς Ἠοῦς, θεᾶς τῆς αὐγῆς. Βα-σιλιάς τῶν Αἰθιόπων, πολέμησε στόν Τρωικό πόλεμο στό πλευρό τοῦ Πριάμου, ὁ ὁποῖος ἦταν θεῖος του. Ἔκανε ἐκπληκτικά κατορ-θώματα, ἀλλά σκότωσε τόν Ἀντίλοχο, υἱό τοῦ Νέστορος, προσωπι-κό φίλο τοῦ Ἀχιλλέως. Τότε ὁ Ἀχιλλεύς τόν κάλεσε σέ μονομαχία καί τόν σκότωσε. Ἡ μητέρα του ἀπό τότε κλαίει κάθε πρωί γι’ αὐτόν, καί οἱ πρωινές σταγόνες δροσιᾶς λέγεται ὅτι εἶναι τά δά-κρυά της. Ὁ Ζεύς συγκινήθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις της καί τόν ἔκανε ἀθάνατο, ἐνῶ οἱ σύντροφοί του μεταμορφώθηκαν σέ πουλιά,

216 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

τίς μεμνονίδες πού ἔρχονται κάθε χρόνο γιά νά θρηνήσουν πάνω στόν τάφο του. Τό ἄγαλμα δέ, πού ὑπάρχει πάνω ἐκεῖ, λέγεται ὅτι ζωντανεύει μέ τίς πρῶτες ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, βγάζοντας ἕναν γλυ-κό ἦχο πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ φωνή τοῦ Μέμνονος πού ἀπαντᾶ στόν χαιρετισμό τῆς Ἠοῦς.

AIΓIMIOΣ(ἐκ τοῦ αἴσσω + μάω)

Υἱός τοῦ Δώρου, ἐγγονός τοῦ Ἕλληνος καί δισέγγονος τοῦ Δευκαλί-ωνος, ἐθνάρχης καί πρῶτος νομοθέτης τῶν Δωριέων. Σέ αὐτόν ἀπο-δίδεται ἡ ὀνομασία Ἑλλάς καί Ἕλληνες γιά τό σύνολο τῶν χωρῶν καί τῶν φυλῶν πού κατοικοῦν ἀπό τόν Αἷμο ἕως τήν Κρήτη. Ὁ Ἡρακλῆς τόν βοήθησε στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Λαπιθῶν πού κα-τοικοῦσαν στόν Ὄλυμπο καί κατόπιν τοῦ χάρισε τό μερίδιό του, τό ὁποῖο ἦταν τό ἕνα τρίτο τῆς Δωρίδος. Ἀπό εὐγνωμοσύνη, ὁ Αἰγιμιός υἱοθέτησε τόν μεγαλύτερο γιό του τόν Ὕλλον, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε ὁ πρῶτος βασιλιάς τῶν Ἡρακλειδῶν.

AΛΩEYΣ(ὁ ἐργαζόμενος εἰς ἁλώνι)

Βασιλιάς τῆς Ἀσωπίας, σύζυγος τῆς Ἰφιμεδείας, ἡ ὁποία ὅμως ἑνώ-θηκε μέ τόν Ποσειδώνα καί ἀπέκτησε ἀπό αὐτόν δυό γιούς, τόν oΩ-το καί τόν Ἑφιάλτη. Ὁ Ἀλωεύς τά ἀνέθρεψε σάν δικά του παιδιά καί γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν Ἀλωάδαι. Τά παιδιά ὅμως εἶχαν ὑπερφυ-σικές ἱκανότητες καί μεγάλωσαν τόσο γρήγορα πού ἔγιναν γίγαντες. Κάποια μέρα ἀποφάσισαν νά ἐκδιώξουν τόν Δία καί τούς θεούς ἀπό τόν Ὄλυμπο καί ἄρχισαν νά μετακινοῦν τά βουνά. Κατόρθωσαν μά-λιστα νά πιάσουν αἰχμάλωτο τόν Ἄρη, τόν μετέφεραν στήν Καρία,

217 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

καί τόν κράτησαν 13 μῆνες φυλακισμένο, μέχρι νά τόν ἐλευθερώσει ὁ Ἑρμῆς. Ὅ,τι δέν κατάφεραν οἱ ἄλλοι θεοί ὅμως, τό ἐπέτυχε ἡ Ἄρτεμις μέ ἕνα τέχνασμα: Κάποια μέρα πού οἱ δυό ἀδελφοί κυνη-γοῦσαν στήν Νάξο, τοποθέτησε ἀνάμεσά τους τήν εἰκόνα ἑνός ἐλα-φιοῦ, τό ὁποῖο τό τόξευσαν καί οἱ δυό ταυτόχρονα καί ἀλληλοσκο-τώθηκαν. Στόν Ἅδη οἱ Ἀλωάδαι τιμωρήθηκαν αὐστηρά γιά τήν ἀσέ-βεια πού ἐπέδειξαν.

ZEΦYPOΣ(ἐκ τοῦ ζέφος = σκότος)

Κατά τήν Θεογονία, υἱός τοῦ Ἀστραίου καί τῆς Ἠοῦς, θεός - προ-σωποποίησι τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου. Νυμφεύθηκε τήν Ἴριδα, τήν ἀγγελιοφόρο τῶν θεῶν, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε τόν Ἔρωτα, ἐνῶ ἀπό τήν ἅρπυια Ποδάργη ἀπέκτησε τά γρήγορα ἄλογα τοῦ Ἀχιλ-λέως, ὑάνθον καί Βαλίον, τά ὁποῖα ἦταν γρηγορότερα ἀπό τόν ἄνε-μο, δηλαδή τόν πατέρα τους. Πίστευαν ὅτι εἶχε γεννετήσια δύναμι, ἐνῶ ἐπειδή ὁ δυτικός ἄνεμος συνοδευόταν συχνά ἀπό βροχή, ἐξη-γεῖται ἡ σχέσις του μέ τήν Ἴριδα (οὐράνιο τόξο). Σύμβολό του εἶναι τό ἄλογο καί στίς παραστάσεις ἀπεικονίζεται πάντα φτερω-τός. Στήν Ἀθήνα εἶχε βωμό στήν Ἱερά ὁδό, μεταξύ Ἀθηνῶν καί Ἐλευσίνος, ἐνῶ λατρευόταν σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος.

ΩΓYΓHΣ (ἐκ τοῦ ὠγήν = ὠκεανός)

Αὐτόχθων βασιλιάς τῶν πρώτων κατοίκων τῆς Ἀττικῆς καί πατέ-ρας τῆς ἀνθρωπότητος, υἱός τοῦ Ποσειδῶνος. Δυό ἀπό τίς κόρες του, ἡ Αὐλίδα καί ἡ Ἀλαλκομενία, ἔδωσαν τό ὄνομά τους στίς ὁμώνυμες βοιωτικές πόλεις, ἐνῶ ἦταν πατέρας ἐπίσης τοῦ

218 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἐλευσῖνος, ἀπό τόν ὁποίο ἔλαβε τό ὄνομά της ἡ ὁμώνυμος πόλις. Στά χρόνια του ἔγινε ὁ ἀρχαιότερος κατακλυσμός πού καταπό-ντισε τίς παρά τήν ὄχθην τῆς Κωπαΐδος πόλεις, τήν Ἀθήνα καί τήν Ἐλευσίνα. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ ἔκφραση ὁ ὠγύγιος δηλ. ὁ πα-μπάλαιος, ὁ ἀναφερόμενος στήν ἐποχή τοῦ Ὠγύγου, ἐνῶ ἡ Ὠγυ-γία ἦταν ἡ ἀρχαία ἱστορία. Ὠγυγία ὀνομαζόταν καί τό νησί τῆς Καλυψοῦς, τό ὁποῖο βρισκόταν σέ ἀπόσταση 18 ἡμερῶν ἀπό τό νησί τῶν Φαιάκων.

ΜΙΘΡΑΣ(ἴσως ἐκ τοῦ μίτρα = ἡ προστατευτική ζώνη)

Μέγιστος θεός τῶν Περσῶν, τόν ὁποῖον ἐλάτρευαν ὑπό τό ὄνομα τοῦ Ἡλίου καί τοῦ Πυρός. Εἶχε δέκα χιλιάδες μάτια καί αὐτιά γιά νά ἐποπτεύει ὅλους τούς θνητούς καί νά γνωρίζει ὅλα τά μυ-στικά τους. Ἤθελε παράφορα νά γεννήσει ἕναν υἱόν ἀλλά καμ-μιά γυναίκα δέν μποροῦσε νά τόν πλησιάσει. ἔτσι γέννησε ἕναν υἱό ἀπό τήν Γῆ, τόν Δίορφον, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπό ἀλαζονεία προ-κάλεσε τόν Ἄρη σέ μονομαχία καί ἐφονεύθη. Ἡ λατρεία καί τά μυστήρια τοῦ Μίθρα πέρασαν πρῶτα στήν Καππαδοκία ἔπειτα στήν Ἑλλάδα καί κατόπιν στήν Ρώμη, ὅπου γνώρισαν μεγάλη ἄνθισι. Περιεῖχαν πολλά ἀστρολογικά στοιχεῖα, διά τοῦτο οἱ Πέρ-σες θεωροῦνταν διάσημοι μάντεις. Ὁ Μιθραϊσμός δίδασκε τήν με-τά θάνατον σωτηρίαν διά τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπολυτρώσεως, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος κατευθύνεται μέσῳ τοῦ ἐνάρετου βίου. Κυρί-αρχη δύναμις ἦταν ὁ Ἄπειρος Χρόνος ὁ περικλείων, δημιουργῶν καί καταστρέφων τά πάντα. Ἀπό αὐτόν πηγάζουν ὁ Οὐρανός, ἡ Γῆ, οἱ Ἀστέρες, ὁ Ὠκεανός καί οἱ ἄλλες δυνάμεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´

Συγγραφεῖς καί πηγές τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας

Ὅ πως ἀναφέρει καί ὁ Γάλλος Ἀκαδημαϊκός Ζάν Ρισπέν στό κλασικό ἔργο του Ἑλληνική Μυθολογία, «τό διακριτικό γνώρι-σμα τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας εἶναι ὁ ἀνθρωπομορφισμός». Ἀπό ὅλους τούς λαούς μόνον οἱ Ἕλληνες εἶχαν προσδώσει στούς θεούς τους συγκεκριμένες μορφές. Αὐτό τό χαρακτηρι-στικό τήν ἔκανε ἀγαπημένο θέμα ποιητῶν, συγγραφέων, καλλι-τεχνῶν καί μουσικῶν. Μετά τήν χρονολόγησι τῶν ὕμνων τοῦ Ὀρφέως ἀπό τόν Μαθηματικό Κων. Χασάπη, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό ἀρχαιότερο κείμενο πού ἀναφέρεται στήν μυθο-λογία εἶναι τά Ὀρφικά (ἴσως καί πρό 10.000 ἐτῶν, βλέπε Ἰω-άννου Πασᾶ Τά Ὀρφικά). Οἱ ὕμνοι αὐτοί μᾶς βοηθοῦνε εἰς τήν γνῶσιν τῆς θρησκευτικῆς καί πολιτικῆς καταστάσεως τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί τήν κατανόησιν τοῦ ἀρχαίου βίου καί τῶν κυρίων αἰτιῶν τῆς ἀκμῆς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτι-σμοῦ (Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ἡλίου).

Ἐκτός ἀπό τά Ὀρφικά, κύρια πηγή τῆς Μυθολογίας εἶναι οἱ ποιητές ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡσίοδος, οἱ τραγικοί Αἰσχύλος, Σο-φοκλῆς, Εὐρυπίδης, ὁ Θεόκριτος, ὁ Πίνδαρος κ.ἄ. Ἀπό ἱστορι-κούς πολλά στοιχεῖα μᾶς ἔδωσε ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Διόδωρος Σι-κελιώτης, ὁ Παυσανίας, ὁ Στράβων, κ.ἄ. Ὁ Ἀπολώνιος ὁ Ρόδι-ος καί ὁ Ἀπολλόδωρος μέ τήν καταπληκτική του Βιβλιοθήκη μᾶς διέσωσαν ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς μυθολογίας, ἐνῶ ἀπό τούς νεώτερους ὁ Πλούταρχος ἀλλά καί ὁ Pωμαῖος Ὀβίδιος πλούτισαν τίς γνώσεις μας μέ τά περίφημα κείμενά τους. Ὅλοι

220 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

σχεδόν οἱ φιλόσοφοι ἀναφέρθηκαν στούς μύθους, ἀλλά χρωστᾶμε πολλά στόν Πλάτωνα κυρίως γιά τήν ἐκπληκτική παρουσίασι τῆς Ἀτλαντίδος.

Ἡ Ἑλληνική Μυθολογία διαθέτει ἕνα τεράστιο ἀριθμό συμ-βόλων καί ἀρχετύπων. Τό πιθανότερο εἶναι αὐτά τά σύμβολα νά εἶναι κατάλοιπα ἑνός μεγάλου παλαιότερου πολιτισμοῦ. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ σοφία μέ τήν ὁποία ἔχουν δημιουγηθεῖ. Ὁ κεραυνός, ἡ τρίαινα, ὁ λάβρυς, ἡ λύρα, τό δόρυ, τό κηρύκειον, ἀλλά καί οἱ Kένταυροι, οἱ Σειληνοί, ὁ κατακλυσμός κ.ἄ φανε-ρώνουν μία πολύ βαθιά ἐπιστημονική γνῶσι πού, δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησις, πρέπει νά ἔρχεται ἀπό πολύ παλιά. Ὁ Παναγιώ-της Μαρίνης στό ἔργο του Ὁ Προκατακλυσμιαῖος Πολιτισμός ἀναφέρει: «Διά νά τιμηθοῦν τά θύματα τοῦ κατακλυσμοῦ κα-θιερώθηκαν εἰδικές ἑορτές ὅπως τά “Ἀνθεστήρια” πού εἶχαν ὡς ἱστορική βάσι τήν διατήρησι τῆς ἀναμνήσεως τῶν θυμάτων τοῦ κατακλυσμοῦ, διά τούς ὁποίους καί προσφέρετο ἡ θυσία τῆς ἡμέρας τῶν Χύτρων». Εἶναι τόσα πολλά τά στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν τήν ὕπαρξι ἑνός πανάρχαιου πολιτισμοῦ, ὥστε ἀποτελεῖ πλέον σκάνδαλο ἡ ἀποσιώπησίς τους ἀπό ἕνα μεγά-λο μέρος τῶν ἐπιστημόνων. (Βλέπε καί Ἑλλήνων Χρονολόγιον 2012 – Περί Συμβόλων).

221 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

OMHPOΣ(ἐκ τοῦ ὁμοῦ + ἄρω, ἀραρίσκω = συναρμόζω)

Ο ὕπατος ἐπικός ποιητής τῶν Ἑλλήνων καί τῆς ὑφηλίου γενικότε-ρα. Γιά τό πρόσωπό του ἔχουν ἐγερθεῖ πολλές φιλονικίες, ἐπειδή γιά τήν ζωή του μόνο μυθώδεις παραδόσεις ὑπάρχουν. Ἡ ἐπικρα-τέστερη ἀπό αὐτές ἔλεγε ὅτι ἦταν υἱός τοῦ ποτάμιου θεοῦ Μέλη-τα καί τῆς νύμφης Κρηθηίδος, γιά δέ τήν καταγωγή του ἑπτά πό-λεις «μάρνανται», δηλαδή ἐρίζουν, φιλονικοῦν, ἡ Σμύρνη, ἡ Ρόδος, ἡ Κολοφῶν, ἡ Σαλαμίνα, ἡ Χίος, τό Ἄργος καί ἡ Ἀθήνα. Μέ τό ὄνομα Ὅμηρος σώζονται κυρίως δυό μεγάλα ἔπη, ἡ Ἰλιάδα καί ἡ Ὀδύσσεια, οἱ Ἀλεξανδρινοί τά διαίρεσαν αὐθαίρετα σέ εἴκοσι τέσ-σερις ραψωδίες. Ὑπάρχει μία ἄποψις ὅτι ἦταν τυφλός ἡ ὁποία δέν εὐσταθεῖ. Ἡ φιλόλογος Ἄννα Τζιροπούλου ὑποστήριξε ὅτι ἦταν υἱός τοῦ Τηλέμαχου δηλαδή ἐγγονός τοῦ Ὀδυσσέως. Ὁ Ὅμηρος ἦταν ἀγαπητός τόσο στούς Ἕλληνες ὅσο καί στούς Ρωμαίους, ἐνῶ οἱ Στωικοί τόν θεωροῦσαν πηγή κάθε ἀνθρώπινης σοφίας. Ἡ πρώ-τη ἔκδοση τοῦ Ὁμήρου ἔγινε στήν Φλωρεντία τό 1488, ἀπό τόν Δη-μήτριο Χαλκοκονδύλη καί ἀπό τότε διαδόθηκε σέ ὁλόκληρο τόν δυτικό κόσμο.

HΣIOΔOΣ(ἐκ τοῦ ἤσις= τέρψις + ὁδός)

Ἕλληνας ποιητής, ἔζησε μεταξύ τοῦ 750 καί 700 π.Χ., ὁ δέ πατέ-ρας του ἕνεκα τῆς μεγάλης πενίας του μετακόμισε ἀπό τήν αἰολι-κή Κύμη στήν Ἄσκρα τῆς Βοιωτίας. Φιλονίκησε γιά τήν κληρονο-μία μέ τόν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος δωροδόκησε τούς δικαστές καί γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Ἡσίοδος μέ μεγάλη πικρία κατέκρινε τούς δω-ροφάγους δικαστές, πρᾶγμα πού τόν ἀνάγκασε νά μετοικήσει σέ παραθαλάσσια πόλι. Τά ἔργα τοῦ Ἡσιόδου εἶναι τό Ἔργα καί

222 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ἡμέρες καί ἡ Θεογονία. Στόν Ἡσίοδο ἀποδίδεται καί τό ἔργο Ἠοῖαι ἤ Μεγάλοι Ἠοῖαι (πῆρε τό ὄνομα αὐτό γιατί σέ κάθε τμῆμα του ἄρχιζε ἀπό τήν λέξι οἴη).

AIΣXYΛOΣ O ΕYΦOPIΩNOΣ (ἐκ τοῦ αἶσχος = ὁ κινῶν εἰς αἰδῶ)

Γεννήθηκε στήν Ἐλευσίνα τό ἔτος 525 π.Χ. καί εἶναι ὁ πατέρας τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας. Ἦταν εὐπατρίδης, καί καταγότανε ἀπό τό γένος τῶν Κιδριδῶν. Ἔτσι ἡ καταγωγή, ἡ θρησκεία, ἀπό τά τε-λούμενα στήν Ἐλευσίνα μυστήρια, καί τό φιλελεύθερο πολιτικό πνεῦμα συνετέλεσαν γιά νά διαπλασθεῖ τό ἦθος τοῦ ποιητῆ ὑψηλό, γενναῖο καί εὐσεβές, καθ’ ὅσον μετεῖχε σέ ὅλους τούς ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἔθνους ἀγῶνες, στόν Μαραθώνα, στό Ἀρτεμίσιο, στή Σαλαμίνα καί στίς Πλαταιές. Ἡ ποίησίς του ἀπεικονίζει τό γενναῖο φρόνημα τοῦ Μαραθωνομάχου. Ἄλλωστε στό ἐπίγραμμα πού συνέθεσε ὁ ἴδιος στόν τάφο του, μνημόνευσε μόνον τήν γενναι-ότητά του στήν μάχη τοῦ Mαραθῶνος.

ΣOΦOKΛHΣ(ἐκ τοῦ σόφος + κλέος)

Ὁ δεύτερος τῶν τριῶν μεγίστων τραγικῶν ποιητῶν. Γεννήθηκε τό ἔτος 496 π.Χ. στόν ἀττικό δῆμο τοῦ Ἱππία Κολωνοῦ. Ὁ πατέρας τοῦ Σοφοκλέους ἦταν εὔπορος καί ἐκπαίδευσε αὐτόν μέ ἐπιμέλεια καί μεγάλη φροντίδα. Ὁ Σοφοκλῆς στέφθηκε νικητής καί στεφανώ-θηκε σέ ἀγώνα μουσικῆς καί γυμναστικῆς ἤδη ὡς ἔφηβος. Τήν τρα-γωδία τήν ἔμαθε, ὡς λέγεται, κοντά στόν Αἰσχύλο καί μάλιστα δια-γωνιζόμενος μέ τόν δάσκαλό του, τόν νίκησε, ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή ὡς δραματικός ποιητής. Στόν ἰδιωτικό του βίο ὁ Σοφοκλῆς ἦταν φι-

223 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

λόφρων, πολύ εὐχάριστος ἄνθρωπος καί φίλος τοῦ ἔρωτα. Κατά τόν Ἀριστοφάνη τόν Βυζάντιο, ὁ Σοφοκλῆς ἔγραψε 123 δράματα, ἀκόμη δέ καί ἐλεγεῖες καί παιᾶνες. Κατά τούς δραματικούς ἀγῶνες νίκη-σε σέ πολλούς ἀγῶνες, περισσότερες φορές ἀπό τόν Αἰσχύλο ἤ τόν Εὐριπίδη, ἦταν πάντοτε πρῶτος, ἐλάχιστες φορές δεύτερος καί οὐδέποτε τρίτος.

ΕYPIΠIΔHΣ(εs + ριπή)

Ἕνας ἀπό τούς τρεῖς μεγάλους τραγικούς ποιητές τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, γεννήθηκε κατά τήν πληροφορία πού ἐπικρατεῖ, τό ἔτος 480 π.X. στή Σαλαμίνα, τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κατατροπώ-θηκε ὁ στόλος τοῦ ὑέρξη στό νησί αὐτό. Ἦταν υἱός τοῦ Μνήσαρχου ἤ Μνησαρχίδου ἀπό τόν ἀττικό δῆμο τῆς Φλύας σημερινό Χαλάνδρι. Συνήθως γράφεται ὅτι ὁ Εὐριπίδης δέν καταγόταν ἀπό οἰκογένεια εὐγενῶν, πρό πάντων δέ ἡ μητέρα του Κλειτώ, ἐπειδή πωλοῦσε λά-χανα, ἐσατιρίζετο καί ἐλοιδωρεῖτο ἀπό κυνικούς ποιητές. Ἄλλες ὅμως πληροφορίες φέρουν τόν Εὐριπίδη, ὅπως καί τούς δυό ἄλλους τραγικούς Αἰσχύλο καί Σοφοκλῆ, ὡς εὐγενοῦς καταγωγῆς.

ΕYPIΠIΔHΣ, ΑIΣXYΛOΣ & ΣOΦOKΛHΣ

Συγκριτικά μέ τούς δυό ἄλλους τραγικούς ποιητές, οἱ τραγωδίες τοῦ Αἰσχύλου ἀπεικονίζουν τή γενναία καί εὐσεβῆ γενεά τῶν Μαραθω-νομάχων. Οἱ τραγωδίες τοῦ Σοφοκλέους τήν ἐποχή τοῦ Περικλέους, κατά τήν ὁποία ἐπικράτησε τό μέτρο καί ἡ ἁρμονία στά πάντα. Οἱ τραγωδίες ὅμως τοῦ Εὐριπίδου εἶναι τό πιστό κάτοπτρο της σύγχρο-νης γενιᾶς, ἡ ὁποία εἶχε πολύ σοφιστικό ὕφος ἀλλά συγχρόνως καί ἐρευνητικό τῶν θείων καί ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Εἰδικότερα ὁ μέν

224 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Αἰσχύλος παρουσίαζε στίς τραγωδίες του τούς ἀνθρώπους καλλίτε-ρους, ἀπό ὅσο ἦσαν, ὁ δέ Σοφοκλῆς ἤθελε τούς ἀνθρώπους ὅπως θά ἔπρεπε νά εἶναι καί ὁ Εὐριπίδης ὅπως ἀκριβῶς εἶναι στήν πραγμα-τικότητα, στόν πραγματικό κόσμο. Οἱ σημαντικές διαφορές μεταξύ τῶν τριῶν τραγικῶν: Ὁ Αἰσχύλος καί ὁ Σοφοκλῆς ἔδιδαν μεγάλη ση-μασία καί ἀξία στήν Εἱμαρμένη (τύχη), πρός τήν ὁποία συγκρούεται ἡ ἀνθρώπινη βούλησις καί ἀπό τήν σύγκρουσι αὐτή παραγέται τό τραγικό, ἐνῶ ὁ Εὐριπίδης μετατόπισε τήν σύγκρουσι ἀπό τόν ἐξωτε-ρικό στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή σ’ αὐτή τήν ἴδια τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

ΑΠOΛΛOΔΩPOΣ(= δῶρον τοῦ Ἀπόλλωνος)

Ὁ Ἀθηναῖος γραμματικός ἦταν υἱός τοῦ Ἀσκληπιάδου, ἔζησε μετα-ξύ τῶν ἐτῶν 180 καί 109 π.Χ. καί ὑπῆρξε ὁ πλέον ἱκανός μαθητής τοῦ Ἀρίσταρχου στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἐξεδιώχθησαν κατά τό ἔτος 146 οἱ φιλόσοφοι καί οἱ ἐπιστήμονες ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, τό-τε συνῆψε σχέσεις μέ τήν Πέργαμο. Τά ἔργα τοῦ Ἀπολλόδωρου: Ἡ ἀλεξανδρινή μόρφωσίς του ἀποδεικνύεται ἀπό τό ἔργο του Περί ἐτυμολογιῶν, τό ὁποῖο συνδέει μετά τῆς διδασκαλίας τῆς Στοᾶς. Ἄλλο ἔργο τοῦ Ἀπολλόδωρου εἶναι ἡ λεγόμενη Bιβλιοθήκη, στό ὁποῖο ἀναφέρεται κάποια γενική περιγραφή τῆς ἑλληνικῆς μυθολο-γίας, προορισμένη πρός χρῆσι στά σχολεῖα γιά τήν καλή καί εὐσύ-νοπτη διάταξι τῆς ὕλης του.

ΑΠOΛΛΩNIOΣ O ΡOΔIOΣ

Λίαν ἐπιφανής ἐπικός ποιητής τῆς ἀλεξανδρινῆς περιόδου. Γέννη-μα καί θρέμμα τῆς Ἀλεξάνδρειας, μαθήτευσε στόν διάσημο τότε

225 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

γραμματικό καί ποιητή Καλλίμαχο. Ἀπό ζηλοτυπία ὅμως, ἡ ἀγα-στή σχέσις μεταξύ διδασκάλου καί μαθητῆ ἔπαυσε νά ὑφίσταται, καθ’ ὅσον ὁ Ἀπολλόδωρος, ἔφηβος ἀκόμη, συνέγραψε τά Ἀργο-ναυτικά, τά ὁποία καί ἀπήγγειλε στήν ἑορτή τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἕνε-κα τῆς ἔριδος αὐτῆς, ἀπό τήν ὁποία δέν βγῆκε ντροπιασμένος («μή φέρων καταισχύνην ἀποτυχίας») ὁ νεαρός ποιητής πῆγε στήν Ρό-δο, ὅπου δίδασκε τήν ρητορική καί ἀπέκτησε μεγάλη δόξα, καί οὕτως ἀπεκλήθη Ρόδιος καί ὄχι Ἀλεξανδρεύς.

AIΣΩΠOΣ(ἐκ τοῦ αἴα + ὄψ)

Παροιμιώδης μυθοποιός τῆς ἀρχαιότητος, ὁ κατ’ ἐξοχή μορφωτής καί ἄριστος ἀντιπρόσωπος τῆς διδακτικῆς μυθολογίας. Κατά τόν Ἡρόδοτο ἦταν Φρύξ καί δοῦλος τοῦ Σαμίου φιλοσόφου Ἰάδμονος, πού ἔζησε κατά τά μέσα τοῦ ἕκτου αἰώνα π.Χ. Ἐγγονός τοῦ Ἰάδ-μονος ἔλαβε ἀπό τούς Δελφούς χρηματική ἀμοιβή πρός ἐξιλέωσι αὐτῶν γιά τόν φόνο τοῦ Αἰσώπου, καθ’ ὅσον ἦταν φανερό ὅτι ἡ φή-μη περί τοῦ βίαιου θανάτου του στούς Δελφούς ἦταν παντοῦ δια-δεδομένη. Ὁ Αἴσωπος φονεύθηκε γιά τήν κακή του γλώσσα ἤ ὡς ἱερόσυλος, γιά τήν ἀργυρή φιάλη τοῦ θεοῦ, ὡς σφετεριστής τῶν δώ-ρων τοῦ βασιλέως Κροίσου, στήν αὐλή τοῦ ὁποίου διέτριψε ἐπί πο-λύ χρόνο. Περί τοῦ βίου τοῦ Αἰσώπου ὑπῆρχε τελεία μυθιστορία, μέχρις ὅτου αὐτή ἀποδείχθηκε ἐσφαλμένη.

ΣTPABΩN(ἐκ τοῦ στρόβος)

Ἕλληνας συγγραφέας πού γεννήθηκε στήν Ἀμάσεια (67 π.Χ. - 23 μ.Χ.), ἀπό ἐπιφανές ἑλληνικό γένος, ὁ κατ’ ἐξοχήν γεωγράφος τῆς

226 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ἀρχαιότητος. Μαθήτευσε κοντά στούς σπουδαιότερους τῶν τότε γραμματικῶν, ρητόρων καί φιλοσόφων καί ἔλαβε πολυμερῆ μόρ-φωσι. Πῆγε στήν Ρώμη καί ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Τυραννίωνα καί ἐκεῖ εἶχε ὄχι μόνο σπουδαίους δασκάλους, ἀλλά καί ἐξαιρετικούς φίλους. Ὁ Στράβων ἦταν ὄχι μόνο γεωγράφος, ἀλλά καί ἱστορικός καί τό πρῶτο ἱστορικό ἔργο αὐτοῦ ἦταν τά Ἱστορικά Ὑπομνήμα-τα, τά ὁποῖα περιεῖχαν τήν πρό τοῦ Πολύβιου ἱστορία.

ΠΛOYTAPXOΣ(ἐκ τοῦ πλοῦτος + ἀρχός + ἄρχων)

Ἕνας ἀπό τούς σπουδαιότερους ἀρχαίους ἕλληνες λογογράφους, πού γεννήθηκε στήν Χαιρώνεια τῆς Βοιωτίας τό ἔτος 46 μ.Χ. καί ἀπέθανε ἐκεῖ τό 127. Σπούδασε στήν Ἀθήνα φιλοσοφία ὑπό τόν Ἀμμώνιο, ταξίδευσε στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Ρώμη, ὅπου ἔμεινε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα καί σχετίσθηκε μέ τήν αὐλή τοῦ Τρα-ϊανοῦ καί ἔγινε δάσκαλος τοῦ μετέπειτα αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ. Ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του καί ἀπέκτησε τά ἀξιώματα τοῦ ἄρχο-ντος καί τοῦ ἱερέως τοῦ Πιθίου Ἀπόλλωνος. Συγγράμματα αὐτοῦ εἶναι οἱ Παράλληλοι βίοι καί μέ τόν τίτλο Ἠθικά περιληφθεῖσες πραγματεῖες σ’ αὐτά. Στήν σύγκρισι Ἑλλήνων καί Ρωμαίων εἶναι δίκαιος, δέν κολακεύει τήν ἐπικρατοῦσα φυλή, ἀλλά καί δέν δείχνει ματαιοδοξία ὑπέρ τῶν συμπατριωτῶν του. Διαχειρίστηκε ἐπίσης ἀνώτατα ἱερατικά ἀξιώματα.

ΠOΛYBIOΣ(ἐκ τοῦ πόλυ + βίος)

Ἕνας ἀπό τούς πιό διαπρεπεῖς ἱστοριογράφους τῆς ἀρχαίας Ἑλλά-δος (201-120 π.Χ.) Γεννήθηκε στήν Μεγαλόπολι, ὅπου καί ἀπέθανε,

227 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

πέφτοντας ἀπό τό ἄλογο Ὁ Πολύβιος μορφώθηκε στρατιωτικά καί πολιτικά ἀπό τόν πατέρα του Λυκόρτα, πού ἦταν φίλος καί διάδο-χος τοῦ Φιλοποίμενος στήν στρατηγεία τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας. Ὁ Πολύβιος μετέφερε τήν σορό τοῦ Φιλοποίμενος στήν πατρίδα του τήν Μεγαλόπολι καί μετά στάλθηκε πρεσβευτής στήν αὐλή τῆς Ἀλε-ξάνδρειας. Δίδαξε στόν οἶκο τοῦ Αἰμίλιου Παύλου καί συνόδευσε τόν Σκιπίωνα Αἰμιλιανό, μέ τόν ὁποῖο εἶχε μεγάλη καί πιστή φιλία, σέ πολλές περιοδεῖες. Ἦταν τῆς ἀπόψεως ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νά ἀποδεχθοῦν τήν ρωμαϊκή κυριαρχία, ἐάν θέλουν νά διατηρήσουν κάποια αὐτονομία. Πέραν τῶν ἄλλων, συνέγραψε, καί μέγα ἔργο ἀποτελούμενο ἀπό σαράντα βιβλία ὑπό τόν τίτλο Ἱστορίαι.

ΠPIAΠOΣ

Θεός τῆς γονιμότητος, τῶν ἀγρῶν, τῶν ποιμνίων. Γεννήθηκε ἀπό τόν Δία καί τήν Ἀφροδίτη. Ὅταν ἡ Ἀφροδίτη ἦταν ἕτοιμη νά γεν-νήσει, ἡ ζηλότυπη Ἥρα ἄγγιξε τήν κοιλιά της καί γι’ αὐτό τό παι-δί γεννήθηκε τέρας μέ τεράστια κοιλιά. Ἡ Ἀφροδίτη ἔνοιωσε τέ-τοια φρίκη στήν θέα του, ὥστε ἐγκατέλειψε τό μωρό καί ἔφυγε. Τό βρῆκαν ὅμως κάτι βοσκοί στήν Λάμψακο καί τό μεγάλωσαν σάν δικό τους. Γι’ αὐτό καί ὁ Πρίαπος ἔγινε ὁ προστάτης τους. Στά ἀγάλματά του, πού τοποθετοῦνταν στούς κήπους ἤ στίς πόρ-τες τῶν σπιτιῶν, εἶχε τήν μορφή ἑνός γελοίου παραμορφωμένου πλάσματος μέ τό φαλλικό σύμβολο. Τό τοποθετοῦσαν γιά γονι-μότητα, ἐνῶ θεωρεῖτο ὅτι ἔδιωχνε τούς κλέφτες καί τά πουλιά, γενικά ἦταν σημάδι ἐπιδείξεως, κάτι πού συνεχίζεται μέχρι σή-μερα. Συνήθιζαν δέ στά ἀγαλματίδια αὐτά νά γράφουν σύντομα χιουμοριστικά ἐπιγράμματα ἤ ποιήματα. Ὁ ὅρος πριαπισμός, πού κατά τόν Γαληνό εἶναι ἡ διαρκής στύσις τοῦ ἀνδρικοῦ μορί-ου συναντᾶται καί σήμερα στήν ἰατρική ὁρολογία .

228 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔIOΔΩPOΣ O ΣIKEΛIΩTHΣ (ἐκ τοῦ Ζεύς, Διός + δῶρο)

Ἕλληνας ἱστοριογράφος πού γεννήθηκε στό Ἀργύριο τῆς Σικελίας καί ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος καί τοῦ Αὐγούστου. Προκειμένου νά συγγράψει καθολική ἱστορία ὑπέβαλε στόν ἑαυτό του μεγάλες ταλαιπωρίες καί ἀρκετούς κινδύνους καί περιηγήθη-κε ἀνά τήν Ἀσία, τήν Εὐρώπη καί τήν Λιβύη γιά νά καταστεῖ αὐτό-πτης μάρτυρας τῶν γεγονότων. Τριάντα ὁλόκληρα χρόνια χρειά-στηκε γιά τήν συγγραφή τῆς ἱστορίας, στήν ὁποία ἐπιδόθηκε μέ με-γάλο καί ἀπαράμιλλο ζῆλο.

HPOΔOTOΣ(ἐκ τοῦ Ἥρα + δοτός)

Διάσημος Ἕλληνας ἱστορικός, ἀποκληθείς καί πατέρας τῆς ἱστορί-ας. Γεννήθηκε στήν Ἁλικαρνασσό, πού ἦταν δωρική ἀποικία ὅταν ἦταν στήν ἀρχή ὁ Λύγδαμις. Ὁ τύραννος ὅμως ἀπό φθόνο φόνευ-σε τόν θεῖο του ποιητή Πανύασι καί ὁ Ἡρόδοτος ἔφυγε γιά τήν Σά-μο καί ἀπό ἐκεῖ ἄντλησε καί τήν ἰωνική χάρι, ἀφοῦ ἡ Σάμος ἦταν ἰωνικό νησί. Μετά ἀπό πολλά ἦλθε στήν Ἀθήνα, ὅπου συνῆψε φι-λία μέ τόν Περικλῆ. Τήν πόλι Θούριοι στήν ὁποία ἔμεινε ἀγάπησε ὡς δεύτερη πατρίδα του, ἐξ οὗ καί ἀποκλήθηκε καί Θούριος. Στήν πόλι αὐτή συνέγραψε τήν ἱστορία καί ἐκεῖ ἀπέθανε.

AETOΣ(ἐκ τοῦ ἄημι = πνέω)

Στήν ἑλληνική μυθολογία ὁ Ἀετός κατέχει ἐπίσημη θέσι. Εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν θεῖο πτηνό, τῆς «μαντείας πρόεδρος», τό ἱερό στόν

229 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ὕψιστο θεό καί τό μόνιμο αὐτοῦ σύμβολο. Κατά τόν μῦθο γεννή-θηκε συγχρόνως μέ τόν Δία, κατ’ ἄλλους προεῖπε σ’ αὐτόν τήν νί-κη του κατά τήν γιγαντομαχία ἤ κατά τήν μάχη μέ τούς Τιτάνες. Ὁ Ἀετός κρατεῖ ἤ κομίζει στόν Δία τό κύριο ὅπλο του, τόν κεραυ-νό καί ἁρπάζει μέ τήν ἐντολή του τόν Γανυμήδη καί τρώει τό συ-κώτι τοῦ Προμηθέως. Ἡ κρητική παράδοσις λέγει ὅτι ὁ Ἀετός προ-στάτευσε τόν Δία καί ἔτρεφε αὐτόν, ὅταν ἦταν βρέφος. Στούς Δελ-φούς ἵστατο ἑκατέρωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ ἕνας ἀετός, γιατί ἐκεῖ συ-ναντήθηκαν οἱ δυό ἀετοί, τούς ὁποίους ὁ Ζεύς εἶχε ἀποστείλει ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς.

KEPAYNOΣ(ἐκ τοῦ κέρας, κεραία + αὔω + νέομαι =

ἐξέρεται ὡς κεραία καίουσα)

Κατά τούς ἀρχαίους χρόνους ὁ κεραυνός ἐθεωρεῖτο ὅπλο τοῦ Δι-ός. Αὐτός σέ διάφορες παραστάσεις ἐμφανίζεται νά κρατάει ἤ νά ἐκσφενδονίζει κεραυνό, πρός τόν ὁποῖο ταυτίζεται. Οἱ κεραυνοί κατασκεύαζονταν ἀπό τούς Κύκλωπες. Ἀπό τή διεύθυνσι, τήν στιγμή καί τό μέρος τῆς πτώσεως τοῦ κεραυνοῦ, οἱ ἀρχαῖοι ἔκα-ναν μαντεῖες.

ΛABYPINΘOΣ

Ὀνομασία περίπλοκων ὑπογείων, μέ στενούς ἑλικοειδεῖς διαδρό-μους πού καθιστοῦσαν τήν ἔξοδο ἰδιαίτερα δύσκολη. Ἡ λέξις ἴσως συσχετίζεται μέ τό ἐσωτερικό μέρος τοῦ ὠτός, ἐξ οὗ καί ὁ λαβύ-ρινθος στό αὐτί. Ὁ πιό περίφημος ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ Κρητικός, μᾶλλον στήν Κνωσό, κατασκευασμένος ἀπό τόν Δαίδαλο, ὡς φυ-λακή γιά τό φοβερό τέρας, τόν Μινώταυρο. Ἕνα σχέδιο ἀπό γρα-

230 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

φίτη πού βρέθηκε στήν Πομπηία, δίνει ἀναλυτικό σχεδιάγραμμα τοῦ λαβυρίνθου μέ τήν ἐπιγραφή «Ἐδῶ μένει ὁ Μινώταυρος». Ἀπεικονίζεται σέ πολλά ἀγγεῖα, νομίσματα καί τοιχογραφίες, ἄν καί ἡ ἀνασκαφή δέν τό ἔχει ἀνασύρει ἀκόμα στό φῶς. Ἴσως νά εἶχε συμβολική σημασία, ἀπεικονίζει τό πολλαπλό ἐγώ τοῦ ἀνθρώ-που, ὅπου ὁ μυημένος (Θησεύς) πρέπει νά φωτίσει μέ τήν συνεί-δησι ( μίτος ) καί νά διαλύσει τό τέρας (μινώταυρος) πού ἐγκλω-βίζει τήν ψυχή.

ΠANΔΩPA(ἐκ τοῦ πᾶν + δῶρον)

Αὐτή πού τά πάντα δωρίζει. Ἡ πρώτη γυναίκα πού πλάστηκε ἀπό τόν Ἥφαιστο μέ διαταγή τοῦ Διός, πού ἤθελε νά τιμωρήσει τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή δέχθηκαν τή φωτιά (τό πῦρ) πού ὁ Προμηθεύς εἶχε ὑφαρπάσει ἀπό τούς θεούς. Ἀπό τήν Ἀφροδίτη προικίσθηκε μέ κάλλος, ἀπό τήν Ἀθηνᾶ μέ ἐπιδεξιότητα γιά τίς τέχνες, ἀπό τίς oΩρες καί Χάριτες μέ τά θέλγητρα καί ἀπό τούς ἄλλους θεούς μέ ἄλλα δῶρα. Ἀκόμη ἔλαβε πυξίδα, ὡς δῆθεν γαμήλιο δῶρο, ἡ ὁποία ὅμως, ὅταν ἀνοίχθηκε ἀπό τόν Ἐπιμηθέα, ἀντί γιά δῶρα γέμισε ὁ κόσμος μέ δεινά. Εὐτυχῶς, ἡ Πανδώρα πρόλαβε νά ξανακλείσει τό πυθάρι πρίν φύγει ἀπό μέσα ἡ Ἐλπίδα.

ΑTΘIΣ(ἐκ τοῦ Ἀκτική)

Καλοῦνται οἱ μονογραφίες πού ἐξετάζουν τούς μύθους, τά γεγονότα τά γράμματα καί τήν τοπογραφία τῆς Ἀττικῆς. Οἱ Ἀτθίδες ἐμφανί-ζονται ἀπό τούς χρόνους τοῦ Δημοσθένους καί ἀκμάζουν κατά τούς Ἀλεξανδρινούς χρόνους. Οἱ παλαιότερες ἀποτέλεσαν μία ἀπό τίς κύ-

231 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ριες πηγές τοῦ εὑρεθέντος μετέπειτα ἔργου τοῦ Ἀριστοτέλους τῆς «Ἀθηναίων Πολιτεία».

ΑTΘIΔOΓPAΦOI

Ἦσαν συγγραφεῖς τῶν Ἀτθίδων. Ὁ πρῶτος ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ Ἑλλάνικος καί κατόπιν ὁ Κλειτόδημος ἤ Κλείδημος, τόν ὁποῖο ὁ Παυσανίας ἱστορεῖ (συγκαταλέγει) ὡς τόν ἀρχαιότατο πού ἔγραψαν τά ἐπιχώρια. Ἕτερος Ἀτθιδογράφος ὑπῆρξε ὁ Ἀνδροτίων, μαθητής τοῦ Ἰσοκράτους, κατά τοῦ ὁποίου ἔγραψε ὁ Δημοσθένης τόν σωζό-μενο ἀκόμη λόγο. Ὁ Φανόδημος ἦταν καί αὐτός ἀτθιδογράφος, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καί Ἰκιακά, ἐπιχώριο ἱστορία τῆς Ἰκοῦ, μιᾶς μικρῆς νήσου τῶν κυκλάδων.

KHPYKEION

Τό κηρύκειον εἶναι ράβδος, πού ἔχει ἑκατέρωθεν δυό φίδια, καί συνήθιζαν νά τήν φέρουν μαζί τους οἱ κήρυκες, οἱ ὁποῖοι καί ἐθε-ωροῦντο ἱεροί καί ἀπαραβίαστοι. Κατά τόν Ὑγίνο ὁ Ἑρμῆς συνά-ντησε δυό φίδια πού μάχονταν μεταξύ τους καί τά χώρισε μέ τό χέρι του καί γι’ αὐτό ἡ παράστασις αὐτῶν ἐτέθη ὡς σύμβολο εἰρή-νης. Στόν πληθυντικό τά κηρύκεια σημαίνουν τά δικαιώματα, τήν ἀμοιβή.

ΛABPYΣ

Ἀμφίστομο τσεκούρι (πέλεκυς), σύμβολο τῶν Ἀμαζόνων. Ἡ λάβρυς χρησίμευε ἀπό παλιά ὡς πολεμικό ὅπλο καί σέ ἐξαιρετικές περι-πτώσεις ὡς τσεκούρι. Ἰδιαίτερη ὅμως σημασία ἀπέκτησε τό ὄργα-

232 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

νο τοῦτο, ἀφότου ἦλθαν στό φῶς εὐρήματα τοῦ μυκηναϊκοῦ καί αἰγαίου πολιτισμοῦ. Σέ πολλές παραστάσεις φερόταν ὡς ἱερό ἔμβλημα, παράλληλα δέ τό χρησιμοποιοῦσαν καί στίς αἱματηρές θυσίες.

MHΛOΣ THΣ EPIΔOΣ(μῆλο παρά τό μέλω = φροντίζω)

Στήν γαμήλια γιορτή τοῦ Πηλέως καί τῆς Θέτιδος, ἡ Ἔρις πέταξε ἕνα χρυσό μῆλο πού ἔφερε τήν ἐπιγραφή «τFῆ καλλίστῃ» (γιά τήν ὀμορφότερη). Ἀμέσως ἡ Ἥρα, ἡ Ἀθηνᾶ καί ἡ Ἀφροδίτη τό διεκδίκη-σαν ταυτόχρονα καί κατέφυγαν στόν Πάρι, τόν ὡραιότερο τῶν θνητῶν, γιά νά ἀποφανθεῖ σέ ποιάν ἄξιζε νά δοθεῖ. Ὅλες προσπά-θησαν νά τόν δωροδοκήσουν. Ἡ Ἥρα τοῦ προσέφερε μεγαλεῖα, ἡ Ἀθηνᾶ ἐπιτυχία στόν πόλεμο, ἐνῶ ἡ Ἀφροδίτη τοῦ ὑποσχέθηκε τήν ὀμορφότερη κοπέλα τῆς Γῆς γιά γυναίκα του. Ὁ Πάρις ἔδωσε τό μῆλο στήν Ἀφροδίτη καί ζήτησε τήν βοήθειά της γιά νά ἀπαγάγει τήν ὡραία Ἑλένη. Αὐτή ἡ ἀπαγωγή στάθηκε ἡ αἰτία καί ἡ ἀπαρχή τοῦ Τρωικοῦ πολέμου. Σημειωτέον ὅτι ὁ μῦθος αὐτός φαίνεται νά εἶναι ἄγνωστος στόν Ὅμηρο. Στά μῆλα οἱ ἀρχαῖοι ἀπέδιδαν καί ἀφροδι-σιακές ἰδιότητες (δέν εἶναι τυχαῖα ἡ σύνδεσίς τους μέ τήν Ἀφροδί-τη), γι’ αὐτό τόν λόγο ἔπαιζαν ἰδιαίτερο ρόλο στά ἔθιμα τοῦ γάμου. Οἱ ἐκφράσεις «μηλοβολεῖν» ἤ «μήλοις βάλλειν» ἀποτελοῦν ἐκδηλώ-σεις ἀγάπης.

ΚYPHNH

Νύμφη, θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Λαπιθῶν Ὑψέως. Στήν ἀρχή ζοῦσε στό Πήλιο ὡς κυνηγός καί φύλακας τῶν προβάτων τοῦ πα-τρός της, τά ὁποῖα προστάτευε ἀπό τά ἄγρια θηρία. Κάποια ἡμέ-

233 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ρα ὅμως, ἐνῶ πάλευε μέ ἕνα λιοντάρι καί τό νίκησε μέ τά χέρια, τήν θαύμασε ὁ Ἀπόλλωνας καί ἀφοῦ πῆρε πληροφορίες ἀπό τόν Κένταυρο Χείρωνα, τήν ἀπήγαγε μέ τήν θέλησί της, τήν ἔβαλε σέ ἅρμα πού τό ἔσυραν κύκνοι καί τήν πῆγε στήν Λιβύη, ὅπου τήν ἔκανε κυρίαρχη σέ ὅλη τήν χώρα, ἐξ οὗ καί ὁμώνυμη πόλις.

ΓΛAYΞ(ἐκ τοῦ ρ. γλαύσσω = λάμπω)

Ἡ γλαῦξ ἀναφέρεται μόνο μία φορά ἀπό τόν Ὅμηρο ὡς σκώψ, κα-τά τόν Ἡσίοδο καί τούς ἀρχαιότερους δέν ἀναφέρεται οὔτε μία φορά. Οἱ μεταγενέστεροι ἀρχαῖοι Ἕλληνες ζωολόγοι ἐπιστήμονες ἀναφέρουν ἕξι ὅμοια εἴδη νυκτοβίων, ἀπό τά ὁποῖα ἐξέχουσα θέσι στήν τέχνη καί στίς ἀρχαῖες παραδόσεις καταλαμβάνει ἡ γλαῦξ γιατί ἐθεωρεῖτο ὡς τό ἱερό πτηνό τῆς Ἀθηνᾶς, ἀπό τό ὁποῖο ὀνο-μάσθηκε καί «γλαυκῶπις». Κατά τήν μυθολογία προηγουμένως ἡ γλαῦξ ἦταν παρθένος μέ τό ὄνομα Νυκτιμένη ἤ θυγατέρα τοῦ βα-σιλέως Μινύου τοῦ Ὀρχομενοῦ ἤ ἀκόμη θυγατέρα τοῦ Εὐμήλου ἀπό τήν Κῶ, ὀνομαζόμενη Μεροπίς ἤ Βοιώ. Προσέτι, ἐλέγετο ὅτι ἡ γλαῦξ ἀφοῦ κάθισε στό πλοῖο τοῦ Θεμιστοκλέους, δήλωσε πρώτη τήν νίκη στήν Σαλαμίνα.

AΣTEPIA(ἐκ τοῦ ἀστήρ)

Ἡ Ἀστερία ἦταν μία ἀπό τίς Τιτανίδες καί θυγατέρα τοῦ Κοίου ἤ τοῦ Πόλου καί τῆς Φοίβης, ἀδελφή τῆς Λητοῦς. Ἦταν σύζυγος τοῦ Πέρσου, μητέρα τῆς Ἑκάτης ἀπό τόν Δία. Γιά νά ἀποφύγει τόν Δία μεταμορφώθηκε σέ νησί καί ἐκινεῖτο συνεχῶς ἕως ὅτου καί χάριν τῆς ἀδελφῆς της, Λητοῦς ἐστάθη μονίμως καί ἔκτοτε ὀνομάσθηκε

234 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Δῆλος. Κατ’ ἄλλη παράδοσι ἦταν θυγατέρα τοῦ Δαναοῦ, μνηστή τοῦ Χαίτου, πού ἦταν γιός τοῦ Αἰγύπτου. Ἀστερία λεγόταν μία ἀπό τίς θυγατέρες τοῦ Ἀλκυονέως, πού γιά τόν θάνατο τοῦ πατέ-ρα της κρημνίστηκε ἀπό τό Καναστραῖο ἀκρωτήριο τῆς Παλλήνης καί μεταμορφώθηκε ἀπό τήν Ἀμφιτρίτη σέ ἀλκυόνα.

ΩPIΩN (ἤ Ὠαρίων ἐκ τοῦ ὠόν)

Γίγαντας καί κυνηγός τῆς Βοιωτίας. Ἦταν πολύ ὄμορφος καί δυνατός, υἱός τοῦ Ποσειδῶνος καί τῆς Εὐρυάλης. Ἀπό τόν πα-τέρα του κληρονόμησε τήν δύναμι νά περπατᾶ στήν θάλασσα ὅπως καί στήν ξηρά. Νυμφεύθηκε τήν Σίδη, ἡ ὁποία τόλμησε νά συγκρίνει τήν ἀπίστευτη ὀμορφιά της μέ τήν Ἥρα καί τιμωρή-θηκε νά φυλακισθεῖ διά βίου στόν Ἅδη. Τότε ὁ Ὠρίων διέσχισε τήν θάλασσα καί πῆγε στήν Χίο γιά νά νυμφευθεῖ τήν Μερόπη τήν κόρη τοῦ βασιλέως Οἰνωπίωνος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀρνήθηκε καί τότε ὁ Ὠρίων προσπάθησε νά τήν πάρει διά τῆς βίας. Τότε ὁ βασιλιάς τόν μέθυσε, τόν τύφλωσε καί τόν ἔριξε στήν θάλασσα. Ὅμως ὁ Ὠρίων ὁδηγούμενος ἀπό τόν κρότο πού ἔκανε τό σφυ-ρί τοῦ Ἡφαίστου, ἔφθασε στό ἐργαστήριο τοῦ θεοῦ πού τόν βο-ήθησε νά βρεῖ ξανά τήν ὅρασή του. Τότε ὁ Οἰνοπίων κρύφθηκε κάτω ἀπό τήν γῆ γιά νά γλιτώσει ἀπό τήν ἐκδίκησί τοῦ Ὠρίω-νος. Τόν Ὠρίωνα ἐρωτεύθηκε ἡ Ἄρτεμις καί ὁ ἀδελφός της ὁ Ἀπόλλων γιά νά τήν κρατήσει παρθένα ἔστειλε ἕναν θανατηφό-ρο σκορπιό, ὁ ὁποῖος δάγκωσε θανάσιμα τόν γίγαντα, ὁ ὁποῖος μετά τόν θάνατό του τοποθετήθηκε στόν οὐρανό, στό ἀντίθετο ἀκριβῶς σημεῖο τοῦ Σκορπιοῦ .

235 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΔHIKOΩN

Ἀπό μερικούς ἀρχαίους συγγραφεῖς ἀναφέρεται καί ὡς Δημοκόων (= ὁ ἀκούων τόν δῆμο). Ἦταν υἱός τοῦ Ἡρακλέους καί τῆς Μεγά-ρας, καί ἐφονεύθη ἀπό «τόν μαινόμενο Ἡρακλῆ» μαζί μέ τούς λοι-πούς ἀδελφούς του. Σύμφωνα ὅμως μέ ἄλλη ἐκδοχή ἦταν ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐπιφανεῖς Τρῶες, υἱός τοῦ Περγάμου, σύντροφος τοῦ Αἰνεία καί φονεύθηκε ἀπό τόν Ἀγαμέμνονα. Ἐτιμᾶτο ἀπό τούς Τρῶες, ὡς ἀκριβῶς καί οἱ υἱοί τοῦ βασιλέως Πριάμου, ὅπως ἀνα-φέρει ὁ Ὅμηρος στήν Ἰλιάδα.

IXΩP(ἐκ τοῦ ἰκμάς = ὑγρασία)

Τό αἰθέριο ρευστό, τό ρέον εἰς τάς φλέβας τῶν θεῶν. Διέφερε ἀπό τό αἷμα τῶν κοινῶν θνητῶν, εἶχε χρυσαφί χρῶμα καί ἦταν θανάσιμα τοξικό γιά τούς θνητούς, ἐνῶ σάν οὐσία ἦταν συστατικό της ἀμβρο-σίας. Ἰχώρ εἶχαν στίς φλέβες τους οἱ θεοί καί οἱ ἀθάνατοι, ἀλλά καί ὁ Τάλως, τό ρομπότ πού κατασκεύασε ὁ Δαίδαλος γιά νά περιφρου-ρεῖ τήν Κρήτη. Ἡ Μήδεια γνώριζε τήν μοναδική ἀδυναμία του καί ἔπεισε τούς Ἀργοναῦτες νά καταφέρουν νά ἀνοίξουν τόν ἀστράγα-λό του, ἀπ’ ὅπου χύθηκε ὅλος ὁ ἰχώρ καί ἔτσι ἐξολοθρεύτηκε.

ΔIOΣKOYPOI(οἱ σπεύδοντες δι’ αἰθέρος)

Θεοί τοῦ φωτός, τῶν ὁποίων ἡ λατρεία εἶχε διπλή ἰδιότητα, δηλαδή, ἄλλοτε μέν ὡς θεῶν καί ἄλλοτε ὡς ἡρώων καί ἀπό παλαιότατους χρό-νους ἑστιάζεται στήν Λακωνία καί στήν Μεσσηνία, μετέπειτα δέ σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Οἱ Διόσκουροι Κάστωρ καί Πολυδεύκης ἦσαν παι-

236 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

διά τοῦ Διός καί τῆς Λήδας, καί ἔγιναν ἀδελφοί τῆς Ἑλένης, ὅταν αὐτή γεννήθηκε ἀπό αὐγό. Γεννήθηκαν στόν Ταΰγετο. Ὁ Κάστωρ ἦταν θνητός καί περίφημος δαμαστής ἀλόγων, ἐνῶ ὁ Πολυδεύκης ἦταν ἀθάνατος καί πυγμάχος. Πολέμησαν τούς Ἰδα καί Λυγκέα, τῶν ὁποίων ἅρπαξαν τίς μνηστές Φοίβη καί Ἰλάειρα καί τίς παντρεύτη-καν. Ὅταν ὁ Θησεύς ἅρπαξε τήν ἀδελφή τους, κυρίευσαν τίς Ἀφίδ-νες, ἐλευθέρωσαν τήν Ἑλένη καί αἰχμαλώτισαν τήν Αἴθρα. Ἔλαβαν μέρος στήν Ἀργοναυτική ἐκστρατεία καί στό κυνήγι τοῦ Καλυδώνιου κάπρου, ἐνῶ μαζί μέ τόν Ἡρακλῆ πολέμησαν τίς Ἀμαζόνες. Ὅταν σέ μία μάχη σκοτώθηκε ὁ Κάστωρ, πού ἦταν θνητός, ὁ Πολυδεύκης θέ-λησε, ἀπό ἀγάπη στόν ἀδελφό του, νά πεθάνει κι αὐτός. Τότε ὁ Ζεύς τούς ἐπέτρεψε νά μένουν μιά μέρα στόν Ἅδη καί μία στόν οὐρανό ἐκ περιτροπῆς. Ἔτσι σχετίστηκαν μέ τόν ἀστερισμό τῶν Διδύμων.

EΣΠEPIΔEΣ

Κατά τόν Ἡσίοδο ἦσαν θυγατέρες τῆς Νύκτας, κατ’ ἄλλους τοῦ Φόρκυνος καί τῆς Κητοῦς, ἤ τοῦ Ἄτλαντος κλπ. Ὁ Ἀπολλόδωρος ἀναφέρει τέσσερις, ἤτοι τήν Αἴγλη, Ἐρύθεια, Ἑστία καί Ἀρέθουσα, ὁ Ἀπολλώνιος τρεῖς, τήν Ἑσπέρα, Ἐρυθηίδα καί Αἴγλη, καί ὁ Διό-δωρος ἑπτά. Οἱ Ἑσπερίδες φύλαγαν στούς κήπους μαζί μέ τόν ἑκατοντακέφαλο δράκοντα Λάδωνα τά χρυσά μῆλα, τά ὁποῖα ἔλα-βε ὡς γαμήλιο δῶρο ἡ Ἥρα ἀπό τήν Γαῖα. Οἱ κῆποι αὐτοί εὑρί-σκοντο «ἐν Ὑπερβορείοις» κατά τόν Ἀπολλόδωρο, ἀλλά κατά τούς ἀρχαιότερους μύθους πλησίον τοῦ Ἄτλαντος.

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΕΣ

ΧΑΟΣ > ΓΑΙΑ > ΕΡΩΣ > ΕΡΕΒΟΣ > ΝΥΞ

ΓΑΙΑ + ΠΟΝΤΟΣ > ΝΗΡΕΥΣ, ΘΑΥΜΑΣ, ΦΟΡΚΥΣ, ΚΗΤΩ, ΕΥΡΥΒΙΑ

ΦΟΡΚΥΣ + ΚΗΤΩ > ΓΡΑΙΑΙ, ΓΟΡΓΟΝΕΣ, ΜΕΔΟΥΣΑ

ΕΡΕΒΟΣ + ΝΥΞ > ΑΙΘΗΡ, ΗΜΕΡΑ

ΟΥΡΑΝΟΣ + ΓΑΙΑ > ΚΡΟΝΟΣ, ΡΕΑ, ΩΚΕΑΝΟΣ, ΥΠΕΡΙΩΝ,

ΘΕΜΙΣ, ΙΑΠΕΤΟΣ

ΙΑΠΕΤΟΣ + ΚΛΥΜΕΝΗ > ΑΤΛΑΣ, ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ, ΕΠΙΜΗΘΕΥΣ

ΩΚΕΑΝΟΣ + ΤΗΘΥΣ > ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ, ΑΣΙΑ, ΑΧΕΛΩΟΣ

ΚΡΟΝΟΣ + ΡΕΑ > ΕΣΤΙΑ, ΑΔΗΣ, ΔΗΜΗΤΗΡ, ΠΟΣΕΙΔΩΝ, ΗΡΑ, ΖΕΥΣ

ΖΕΥΣ + ΗΡΑ > ΑΡΗΣ, ΗΒΗ, ΕΙΛΕΙΘΥΙΑ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ

ΖΕΥΣ + ΜΗΤΙΣ > ΑΘΗΝΑ

ΖΕΥΣ + ΘΕΜΙΣ > ΩΡΕΣ, ΜΟΙΡΕΣ

ΖΕΥΣ + ΛΗΤΩ > ΑΠΟΛΛΩΝ, ΑΡΤΕΜΙΣ

ΖΕΥΣ + ΔΙΩΝΗ > ΑΦΡΟΔΙΤΗ

238 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΖΕΥΣ + ΜΑΙΑ > ΕΡΜΗΣ

ΖΕΥΣ + ΕΥΡΥΝΟΜΗ > ΧΑΡΙΤΕΣ

ΖΕΥΣ + ΔΗΜΗΤΡΑ >ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

ΖΕΥΣ + ΣΕΜΕΛΗ > ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ΖΕΥΣ + ΝΙΟΒΗ > ΑΡΓΟΣ, ΠΕΛΑΣΓΟΣ

ΖΕΥΣ + ΕΥΡΩΠΗ > ΜΙΝΩΣ, ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, ΣΑΡΠΗΔΩΝ

ΖΕΥΣ + ΛΗΔΑ > ΕΛΕΝΗ, ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

ΖΕΥΣ + ΚΑΛΛΙΣΤΩ > ΑΡΚΑΣ

ΖΕΥΣ + ΤΑΩΓΕΤΗ > ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ

ΖΕΥΣ + ΠΛΟΥΤΩ > ΤΑΝΤΑΛΟΣ

ΖΕΥΣ + ΔΑΝΑΗ >ΠΕΡΣΕΥΣ

ΖΕΥΣ + ΘΥΙΑ > ΜΑΓΝΗΣ

ΖΕΥΣ + ΠΑΝΔΩΡΑ > ΓΡΑΙΚΟΣ

ΖΕΥΣ + ΑΛΚΜΗΝΗ > ΗΡΑΚΛΗΣ

ΔΙΟΝΥΣΟΣ + ΔΗΜΗΤΡΑ > ΙΑΚΧΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΑ + ΙΑΣΙΩΝ > ΠΛΟΥΤΟΣ

239 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΗΦΑΙΣΤΟΣ + ΚΑΒΕΙΡΩ > ΚΑΒΕπΡΟπ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ > ΤΡΙΤΩΝ, ΡΟΔΟΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΜΕΔΟΥΣΑ > ΠΗΓΑΣΟΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΧΙΟΝΗ > ΕΥΜΟΛΠΟΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΑΜΥΜΩΝΗ > ΝΑΥΠΛΙΟΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΘΟΩΣΑ > ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΤΥΡΩ > ΝΗΡΕΥΣ, ΠΕΛΙΑΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΑΙΘΡΑ > ΘΗΣΕΥΣ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ + ΜΕΛΑΝΙΠΠΗ > ΒΟΙΩΤΟΣ, ΑΙΟΛΟΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ + ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ > ΥΛΛΟΣ, ΓΛΗΝΕΥΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ + ΑΥΓΗ > ΤΗΛΕΦΟΣ

ΑΡΗΣ + ΚΥΡΗΝΗ > ΔΙΟΜΗΔΗΣ

ΑΠΟΛΛΩΝ + ΚΟΡΩΝΙΣ > ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ + ΗΠΙΟΝΗ > ΙΑΣΩ, ΥΓΙΕΙΑ, ΑΙΓΛΗ, ΜΑΧΑΩΝ,

ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΣ, ΠΑΝΑΚΕΙΑ, ΑΚΕΣΩ, ΤΕΛΕΣΦΟΡΟΣ, ΑΛΕΞΗΝΩΡ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ + ΑΡΗΣ > ΔΕΙΜΟΣ, ΦΟΒΟΣ, ΑΡΜΟΝΙΑ, ΠΡΙΑΠΟΣ, ΕΡΩΣ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ + ΗΦΑΙΣΤΟΣ > ΠΑΛΑΙΜΩΝ, ΑΡΔΑΛΟΣ

240 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ + ΚΕΛΑΙΝΩ > ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ, ΠΥΡΡΑ

ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ + ΠΥΡΡΑ > ΕΛΛΗΝ, ΟΡΣΗΙΣ

ΙΑΣΩΝ + ΜΗΔΕΙΑ > ΘΕΣΣΑΛΟΣ, ΑΛΚΙΜΕΝΗΣ

ΚΑΔΜΟΣ + ΑΡΜΟΝΙΑ > ΣΕΜΕΛΗ, ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ, ΙΝΩ,

ΑΥΤΟΝΟΗ, ΑΓΑΥΗ

ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ + ΝΥΚΤΗΙΣ > ΛΑΒΔΑΚΟΣ > ΛΑΪΟΣ

ΛΑΪΟΣ + ΙΟΚΑΣΤΗ > ΟΙΔΙΠΟΥΣ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ + ΙΟΚΑΣΤΗ > ΑΝΤΙΓΟΝΗ, ΙΣΜΗΝΗ,

ΕΤΕΟΚΛΗΣ, ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ

ΑΤΡΕΥΣ + ΕΥΡΥΑΝΑΣΣΑ > ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΑΝΑΞΙΒΙΑ

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ + ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ >ΗΛΕΚΤΡΑ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ,

ΟΡΕΣΤΗΣ

ΠΡΙΑΜΟΣ + ΕΚΑΒΗ > ΑΙΝΕΙΑΣ, ΕΚΤΩΡ, ΠΑΡΙΣ, ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ κ.ἄ.

Πηγές:Ἀλτάνη, Ἡσιόδου Θεογονία καί ὁ ἀριθμός 33, Ἐκδόσεις Γεωργιάδη Πέδρο Ὀλάγια, Μυθολογικός Ἄτλας τῆς Ἑλλάδας, Ἐκδόσεις ROAD Αἰκατερίνη Τσοτάκου-Καρβέλη, Λεξικό Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, Ἐκδόσεις ΤΑ ΝΕΑ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

ΑΓΑΜΕΜΝώΝ 189ΑΓΗΝώΡ 157ΑΔΗΣ 80ΑΔΜΗΤΟΣ 162ΑΔΡΑΣΤΟΣ 157ΑΔώΝΙΣ 173ΑΕΤΟΣ 228ΑΘΑΜΑΣ 132ΑΘΗΝΑ 42ΑΙΑΚΟΣ 60ΑΙΑΣ 192ΑΙΓΕΥΣ 118ΑΙΓΙΑΛΗ 194ΑΙΓΙΜΙΟΣ 216ΑΙΓΙΝΑ 59ΑΙΓΙΣΘΟΣ 197ΑΙΓΛΗ 60ΑΙΘΗΡ 26ΑΙΘΡΑ 125ΑΙΝΕΙΑΣ 214ΑΙΟΛΟΣ 36ΑΙΣΧΥΛΟΣ Ο ΕΥΦΟΡΙώΝΟΣ 222ΑΙΣώΠΟΣ 225ΑΚΤΑΙώΝ 156ΑΛΚΗΣΤΙΣ 102ΑΛΚΙΝΟΟΣ 208ΑΛΚΜΑΙώΝ 153ΑΛΚΥΟΝΗ 107ΑΛΦΕΙΟΣ 158ΑΛώΕΥΣ 216ΑΜΑΔΡΥΑΔΕΣ 98ΑΜΑΖΟΝΕΣ 93ΑΜΑΛΘΕΙΑ 54ΑΜΒΡΟΣΙΑ 53ΑΜΥΚΟΣ 59ΑΜΥΡΟΣ 136ΑΜΦΙΑΡΑΟΣ 168ΑΜΦΙΛΟΧΟΣ 181ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ 57ΑΜΦΙώΝ 158ΑΝΔΡΟΓΕώΣ 173ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ 187

ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ 128ΑΝΤΑΙΟΣ 58ΑΝΤΙΓΟΝΗ 152ΑΠΟΚώΔΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ 148ΑΠΟΛΛΟΔώΡΟΣ 224ΑΠΟΛΛώΝ 41ΑΠΟΛΛώΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ 224ΑΡΑΧΝΗ 108ΑΡΓΟΣ 209ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 44ΑΡΗΣ 43ΑΡΙΑΔΝΗ 121ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ 154ΑΡΙώΝ 161ΑΡΜΟΝΙΑ 147ΑΡΠΥΙΑΙ 67ΑΡΤΕΜΙΣ 45ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΝ 166ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ 166ΑΣΤΕΡΙΑ 233ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ 211ΑΤΑΛΑΝΤΗ 156ΑΤΘΙΔΟΓΡΑΦΟΙ 231ΑΤΘΙΣ 230ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ 68ΑΤΛΑΣ 25ΑΤΡΕΥΣ 178ΑΤΤΙΣ 179ΑΤΥΜΝΙΟΣ 181ΑΥΡΑ 107ΑΦΡΟΔΙΤΗ 46ΑΧΑΙΟΣ 35ΑΧΕΛώΟΣ 59ΑΧΙΛΛΕΥΣ 184ΒΕΛΛΕΡΕΦΟΝΤΗΣ 133ΒΟΡΕΑΣ 84ΒΟΥΣΙΡΙΣ 58ΓΑΙΑ 23ΓΑΝΥΜΗΔΗΣ 50ΓΙΓΑΝΤΕΣ 26ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ 27

242 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΓΛΑΥΚΟΣ 62ΓΛΑΥΞ 233ΓΟΡΓώ ‘Η ΓΟΡΓΟΝΑ 65ΔΑΙΔΑΛΟΣ 176ΔΑΝΑΗ 105ΔΑΝΑΪΔΕΣ 37ΔΑΝΑΟΣ 37ΔΑΦΝΗ 97ΔΕΥΚΑΛΙώΝ 30ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ 114ΔΗΙΔΑΜΕΙΑ 199ΔΗΙΚΟώΝ 235ΔΗΜΗΤΡΑ 48ΔΙΔώ 180ΔΙΟΔώΡΟΣ Ο ΣΙΚΕΛΙώΤΗΣ 228ΔΙΟΜΗΔΗΣ 193ΔΙΟΝΥΣΟΣ 75ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ 235ΔΟΛΙΧΟΣ 185ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ 192ΕΓΚΕΛΑΔΟΣ 33ΕΙΛΕΙΘΥΙΑ 98ΕΚΑΒΗ 186ΕΚΑΛΗ 125ΕΚΑΤΗ 105ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡΕΣ 27ΕΚΤώΡ 186ΕΛΕΝΗ 188ΕΛΛΗ 130ΕΛΛΗΝ 31ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ 129ΕΠΙΜΗΘΕΥΣ 28ΕΡΕΒΟΣ 34ΕΡΕΧΘΕΥΣ 122ΕΡΙΝΥΣ καί ΕΡΙΝΝΥΣ 83ΕΡΙΧΘΟΝΙΟΣ 118ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΣ 212ΕΡΜΗΣ 45ΕΡΥΣΙΧΘΩΝ 137ΕΡώΣ 24ΕΡώΣ 52ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ 236ΕΣΤΙΑ 48ΕΤΕΟΚΛΗΣ καί ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ 151ΕΥΜΟΛΠΟΣ 138

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 223ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΣΟΦΟΚΛΗΣ 223ΕΥΡΥΔΙΚΗ 79ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ 205ΕΥΡΥΛΟΧΟΣ 210ΕΥΡΥΝΟΜΗ 106ΕΥΡΥΣΘΕΥΣ 116ΕΥΡώΠΗ 147ΖΕΥΣ 40ΖΕΦΥΡΟΣ 217ΗΒΗ 49ΗΛΕΚΤΡΑ 196ΗΛΙΑΔΕΣ 139ΗΛΙΟΣ 51ΗΜΕΡΑ 34ΗΜΙΘΕΑ 138ΗΡΑ 40ΗΡΑΚΛΕΙΔΑΙ 116ΗΡΑΚΛΗΣ 111ΗΡΟΔΟΤΟΣ 228ΗΣΙΟΔΟΣ 221ΗΦΑΙΣΤΟΣ 44ΗΧώ 77ΗώΣ 94ΘΑΛΕΙΑ 96ΘΕΜΙΣ 95ΘΕΤΙΣ 184ΘΗΣΕΥΣ 119ΙΑΜΒΗ 103ΙΑΝΟΣ 139ΙΑΠΕΤΟΣ 33ΙΑΣΙώΝ 169ΙΑΣώ 170ΙΑΣώΝ 131ΙΔΑΣ 139ΙΚΑΡΟΣ 177ΙΝΑΧΟΣ 141ΙΝώ 160ΙΞΙώΝ 87ΙΟΚΑΣΤΗ 153ΙΟΛΑΟΣ 115ΙΟΛΗ 115ΙΡΙΣ 49ΙΣΙΣ 140ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ 198

243 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΙΧώΡ 235Ιώ 94ΙώΝ 36ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ 175ΚΑΒΕΙΡΟΙ 175ΚΑΔΜΟΣ 146ΚΑΙΣΣΑ 97ΚΑΛΛΙΟΠΗ 96ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ 143ΚΑΛΛΙΣΤώ 104ΚΑΛΥΔώΝΙΟΣ ΚΑΠΡΟΣ 142ΚΑΛΥΨώ 207ΚΑΛΧΑΣ 137ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ 191ΚΑΣΤΑΛΙΑ 71ΚΑΣΤώΡ καί ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ 180ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ 29ΚΕΚΡώΨ 122ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ 64ΚΕΡΑΜΒΟΣ 87ΚΕΡΑΥΝΟΣ 229ΚΕΡΒΕΡΟΣ 81ΚΕΦΑΛΟΣ 142ΚΗΡΕΣ 82ΚΗΡΥΚΕΙΟΝ 231ΚΗΦΙΣΟΣ 124ΚΙΡΚΗ 206ΚΛΕΙώ 102ΚΛΥΜΕΝΗ 88ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ 189ΚΛΥΤΟΝΗΟΣ 211ΚΟΔΡΟΣ 123ΚΡΕώΝ 151ΚΡΟΝΟΣ 31ΚΥΚΛώΠΕΣ 25ΚΥΚΝΟΣ 67ΚΥΡΗΝΗ 232ΛΑΒΡΥΣ 231ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ 229ΛΑΕΡΤΗΣ 204ΛΑΪΟΣ 150ΛΑΟΚΟώΝ 191ΛΕΑΝΔΡΟΣ καί ΗΡώ 135ΛΕΥΚΟΘΟΗ 211ΛΗΔΑ 104

ΛΗΤώ 50ΛΥΚΑώΝ 159ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ 134ΛώΤΟΦΑΓΟΙ 213ΜΑΙΑ 101ΜΑΧΑώΝ 167ΜΕΔΟΥΣΑ 129ΜΕΔώΝ 124ΜΕΛΑΝΙΠΠΗ 61ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ 155ΜΕΜΝώΝ 215ΜΕΝΕΛΑΟΣ 188ΜΕΡώΨ - ΜΕΡΟΠΗ 68ΜΗΔΕΙΑ 132ΜΗΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΙΔΟΣ 232ΜΗΤΙΣ 108ΜΙΔΑΣ 161ΜΙΝώΣ 170ΜΙΝώΤΑΥΡΟΣ 82ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ 106ΜΟΙΡΕΣ 149ΜΟΥΣΕΣ 101ΜπΘΡΑΣ 218ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ 215ΜΥΡΤΙΛΟΣ 89ΝΑΪΑΔΕΣ 66ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 159ΝΑΥΠΛΙΟΣ 194ΝΑΥΣΙΚΑ 208ΝΕΣΤώΡ 209ΝΕΦΕΛΗ 54ΝΗΛΕΥΣ 64ΝΗΡΕΥΣ 61ΝΗΡΗΙΔΕΣ 62ΝΙΚΗ 103ΝΙΟΒΗ 160ΝΥΜΦΑΙ 99ΝΥΞ 35ΟΔΥΣΣΕΥΣ 203ΟΙΔΙΠΟΥΣ 148ΟΙΝΟΜΑΟΣ 89ΟΜΗΡΟΣ 221ΟΡΕΣΤΗΣ 196ΟΡΦΕΥΣ 79ΟΣΙΡΙΣ 141

244 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΟΥΡΑΝΟΣ 27ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ 195ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ 197ΠΑΝ 77ΠΑΝΔώΡΑ 230ΠΑΡΙΣ 190ΠΑΣΙΦΑΗ 171ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ 200ΠΕΛΑΣΓΟΣ 168ΠΕΛΙΑΣ 88ΠΕΛΟΨ 178ΠΕΡΣΕΥΣ 128ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ 78ΠΗΓΑΣΟΣ 134ΠΗΝΕΛΟΠΗ 203ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 226ΠΛΟΥΤώΝ 78ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΣ 193ΠΟΛΥΒΙΟΣ 226ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ 205ΠΟΣΕΙΔώΝ 47ΠΡΙΑΜΟΣ 185ΠΡΙΑΠΟΣ 227ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ 28ΠΡώΤΕΥΣ 66ΠΥΓΜΑΛΙώΝ 212ΠΥΘΙΑ 85ΠΥΘώΝ 84ΠΥΡΡΑ 30ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ 171ΡΕΑ 32ΡώΜΥΛΟΣ 135ΣΑΡΠΗΔώΝ 172ΣΑΤΥΡΟΙ 76ΣΕΙΛΗΝΟΙ ‘Ή ΣΙΛΗΝΟΙ 76ΣΕΙΡΗΝΕΣ 206ΣΕΛΗΝΗ 93ΣΕΜΕΛΗ 75ΣΙΒΥΛΛΑΙ 172ΣΙΣΥΦΟΣ 85ΣΚΕΙΡώΝ 86

ΣΚΥΛΛΑ 210ΣΟΦΟΚΛΗΣ 222ΣΤΡΑΒώΝ 225ΣΤΥΞ 71ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ 136ΣΥΡΙΓΞ 86ΣΦΙΓΞ 150ΤΑ ΑΔώΝΙΑ 174ΤΑΛώΣ 175ΤΑΝΤΑΛΟΣ 81ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ 154ΤΕΛΧΙΝΕΣ 72ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ 204ΤΗΛΕΦΟΣ 117ΤΙΤΑΝΕΣ 24ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ 32ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ 179ΤΡΙΤώΝ 63ΤΡΟΦώΝΙΟΣ 88ΤΥΝΔΑΡΕώΣ 214ΥΑΔΕΣ 69ΥΓΙΕΙΑ 167ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΟΙ 70ΥΨΙΠΥΛΗ 143ΦΑΕΘώΝ 52ΦΑΙΔΡΑ 176ΦΑΝΗΣ 35ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ 200ΦΙΝΕΥΣ 213ΦΟΙΒΗ 99ΦΡΙΞΟΣ 130ΧΑΟΣ 23ΧΑΡΙΤΕΣ 100ΧΕΙΡώΝ 69ΧΙΜΑΙΡΑ 65ΨΥΧΗ 53ώΓΥΓΗΣ 217ώΚΕΑΝΟΣ 57ώΡΑΙ 100ώΡΙώΝ 234

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕIΣΑΓΩΓH ΣΤHΝ MΥΘΟΛΟΓIΑ 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´ – Kοσμογονία – Γιγαντομαχία– Tιτανομαχία 21

ΧAOΣ 23ΓAIA 23EPώΣ 24ΤITANEΣ 24ΚYKΛώΠEΣ 25ATΛAΣ 25ΑIΘHP 26ΓIΓANTEΣ 26ΓIΓANTOMAXIA 27ΕKATOΓXEIPEΣ 27OYPANOΣ 27ΠPOMHΘEYΣ 28EΠIMHΘEYΣ 28ΚATAKΛYΣMOΣ 29ΔEYKAΛIώN 30ΠYPPA 30EΛΛHN 31KPONOΣ 31ΤITANOMAXIA 32PEA 32IAΠETOΣ 33ΕΓKEΛAΔOΣ 33EPEBOΣ 34ΗMEPA 34NYΞ 35ΦANHΣ 35AXAIOΣ 35IώN 36AIOΛOΣ 36ΔANAOΣ 37ΔANAΪΔEΣ 37

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´Oἱ Ὀλύμπιοι θεοί 39

ZEYΣ 40HPA 40AΠOΛΛώN 41AΘHNA 42APHΣ 43

246 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

APEIOΣ ΠAΓOΣ 44HΦAIΣTOΣ 44APTEMIΣ 45EPMHΣ 45AΦPOΔITH 46ΠOΣEIΔώN 47ΔHMHTPA 48EΣTIA 48IPIΣ 49HBH 49ΓANYMHΔHΣ 50ΛHTώ 50HΛIOΣ 51ΦAEΘώN 52EPώΣ 52ΨYXH 53ΑMBPOΣIA 53ΝEΦEΛH 54AMAΛΘEIA 54

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´ Θαλάσσιες θεότητες – Tέρατα 55

ΑMΦITPITH 57ώKEANOΣ 57ΑNTAIOΣ 58ΒOYΣIPIΣ 58AMYKOΣ 59AXEΛώOΣ 59ΑIΓINA 59ΑIAKOΣ 60ΑIΓΛΗ 60ΜEΛANIΠΠH 61ΝHPEYΣ 61ΝHPHIΔEΣ 62ΓΛAYKOΣ 62ΤPITώN 63ΚENTAYPOI 64ΝHΛEYΣ 64ΧIMAIPA 65ΓOPΓώ ἤ ΓOPΓONA 65ΝAΪAΔEΣ 66ΠPώTEYΣ 66APΠYIAI 67KYKNOΣ 67ΑTΛANTIΔA 68

247 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΜΕΡώΨ - ΜΕΡΟΠΗ 68ΧEIPώN 69ΥAΔEΣ 69ΥΠEPBOPEIOI 70ΚAΣTAΛIA 71ΣTYΞ 71ΤEΛXINEΣ 72

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´Διόνυσος – Ἅδης 73

ΔIONYΣOΣ 75ΣEMEΛH 75ΣEIΛHNOI ἤ ΣIΛHNOI 76ΣATYPOI 76ΠAN 77ΗXώ 77ΠΛOYTώN 78ΠEPΣEΦONH 78OPΦEYΣ 79EYPYΔIKH 79AΔHΣ 80ΤANTAΛOΣ 81ΚEPBEPOΣ 81ΚHPEΣ 82MINώTAYPOΣ 82ΕPINYΣ καί ΕPINNYΣ 83BOPEAΣ 84ΠYΘώN 84ΠYΘIA 85ΣIΣYΦOΣ 85ΣYPIΓΞ 86ΣKEIPώN 86IΞIώN 87KEPAMBOΣ 87KΛYMENH 88ΠEΛIAΣ 88TPOΦώNIOΣ 88OINOMAOΣ 89MYPTIΛOΣ 89

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´Γυναικεῖες θεότητες – Πρόσωπα 91

ΣEΛHNH 93ΑMAZONEΣ 93HώΣ 94

248 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Iώ 94ΘEMIΣ 95ΘAΛEIA 96KAΛΛIOΠH 96ΔAΦNH 97ΚAIΣΣA 97EIΛEIΘYIA 98AMAΔPYAΔEΣ 98ΦOIBH 99ΝYMΦAI 99XAPITEΣ 100ώPAI 100MOYΣEΣ 101MAIA 101KΛEIώ 102AΛKHΣTIΣ 102IAMBH 103NIKH 103ΛHΔA 104KAΛΛIΣTώ 104ΔANAH 105EKATH 105EYPYNOMH 106MNHMOΣYNH 106AΛKYONH 107AYPA 107MHTIΣ 108APAXNH 108

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´Ἡρακλῆς – Θησεύς 109

ΗPAKΛHΣ 111ΔHIANEIPA 114ΙOΛAOΣ 115ΙOΛH 115ΕYPYΣΘEYΣ 116HPAKΛEIΔAI 116THΛEΦOΣ 117EPIXΘONIOΣ 118ΑIΓEYΣ 118ΘHΣEYΣ 119ΑPIAΔNH 121EPEXΘEYΣ 122KEKΡώΨ 122ΚOΔPOΣ 123

249 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΜEΔώN 124ΚHΦIΣOΣ 124EKAΛH 125ΑIΘPA 125

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´Περσεύς – Ἰάσων 126

ΠEPΣEYΣ 128ΑNΔPOMEΔA 128ΜEΔOYΣA 129ΕΠIMENIΔHΣ 129ΦPIΞOΣ 130ΕΛΛH 130IAΣώN 131ΜHΔEIA 132AΘAMAΣ 132BEΛΛEPEΦONTHΣ 133ΠHΓAΣOΣ 134ΛYKOYPΓOΣ 134ΛEANΔPOΣ καί HPώ 135ΡώMYΛOΣ 135AMYPOΣ 136ΣYMΠΛHΓAΔEΣ 136ΕPYΣIXΘΩN 137KAΛXAΣ 137EYMOΛΠOΣ 138HMIΘEA 138ΗΛIAΔEΣ 139ΙΔAΣ 139ΙANOΣ 139ΙΣIΣ 140OΣIPIΣ 141ΙNAXOΣ 141ΚAΛYΔώNIOΣ ΚAΠPOΣ 142KEΦAΛOΣ 142ΚAΛΛIΠATEIPA 143YΨIΠYΛH 143

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´Oἱ Θηβαῖοι Ἥρωες: Kάδμος – Oἰδίπους 144

ΚAΔMOΣ 146EYPώΠH 147APMONIA 147OIΔIΠOYΣ 148ΑΠOKώΔIKOΠOIHΣIΣ TOY MYΘOY TOY OIΔIΠOΔOΣ 148

250 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΜOIPEΣ 149ΣΦIΓΞ 150ΛAΪOΣ 150ETEOKΛHΣ καί ΠOΛYNEIKHΣ 151KPEώN 151ANTIΓONH 152AΛKMAIώN 153IOKAΣTH 153APIΣTAIOΣ 154TEIPEΣIAΣ 154MEΛEAΓPOΣ 155ATAΛANTH 156AKTAIώN 156AΔPAΣTOΣ 157AΓHNώP 157AMΦIώN 158AΛΦEIOΣ 158ΛYKAώN 159NAPKIΣΣOΣ 159ΝIOBH 160INώ 160ΑPIώN 161MIΔAΣ 161ΑΔMHTOΣ 162

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´Mῦθοι τῆς Kρήτης – Ἀσκληπιός 164

AΣKΛHΠIOΣ 166ΑΣKΛHΠIEION 166MAXAώN 167YΓIEIA 167AMΦIAPAOΣ 168ΠEΛAΣΓOΣ 168IAΣIώN 169IAΣώ 170MINώΣ 170ΠAΣIΦAH 171PAΔAMANΘYΣ 171ΣAPΠHΔώN 172ΣIBYΛΛAI 172ΑNΔPOΓEώΣ 173AΔώNIΣ 173ΤA AΔώNIA 174ΚABEIPOI 175ΚABEIPIA MYΣTHPIA 175

251 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

TAΛώΣ 175ΦAIΔPA 176ΔAIΔAΛOΣ 176IKAPOΣ 177ATPEYΣ 178ΠEΛOΨ 178ATTIΣ 179TPIΠTOΛEMOΣ 179ΔIΔώ 180ΚAΣTώP καί ΠOΛYΔEYKHΣ 180ATYMNIOΣ 181AMΦIΛOXOΣ 181

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´Ἰλιάς 182

ΘETIΣ 184ΑXIΛΛEYΣ 184ΔOΛIXOΣ 185ΠPIAMOΣ 185EKABH 186EKTώP 186ANΔPOMAXH 187MENEΛAOΣ 188EΛENH 188AΓAMEMNώN 189KΛYTAIMNHΣTPA 189ΠAPIΣ 190KAΣΣANΔPA 191ΛAOKOώN 191ΔOYPEIOΣ IΠΠOΣ 192AIAΣ 192ΠOΔAΛEIPIOΣ 193ΔIOMHΔHΣ 193AIΓIAΛH 194NAYΠΛIOΣ 194ΠAΛAMHΔHΣ 195OPEΣTHΣ 196HΛEKTPA 196AIΓIΣΘOΣ 197ΠAΛΛAΔION 197ΙΦIΓENEIA 198ΔHIΔAMEIA 199ΦIΛOKTHTHΣ 200ΠATPOKΛOΣ 200

252 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´Ὀδύσσεια 202

OΔYΣΣEYΣ 203ΠHNEΛOΠH 203THΛEMAXOΣ 204ΛAEPTHΣ 204EYPYKΛEIA 205ΠOΛYΦHMOΣ 205ΣEIPHNEΣ 206KIPKH 206KAΛYΨώ 207AΛKINOOΣ 208NAYΣIKA 208APΓOΣ 209NEΣTώP 209ΣKYΛΛA 210EYPYΛOXOΣ 210KΛYTONHOΣ 211ΑΣTYΠAΛAIA 211ΛEYKOΘOH 211ΠYΓMAΛIώN 212EPMAΦPOΔITOΣ 212ΛώTOΦAΓOI 213ΦINEYΣ 213AINEIAΣ 214ΤYNΔAPEώΣ 214MYPMIΔONEΣ 215MEMNώN 215AIΓIMIOΣ 216AΛώEYΣ 216ZEΦYPOΣ 217ώΓYΓHΣ 217ΜπΘΡΑΣ 218

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´Συγγραφεῖς καί πηγές τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας 219

OMHPOΣ 221HΣIOΔOΣ 221AIΣXYΛOΣ O ΕYΦOPIώNOΣ 222ΣOΦOKΛHΣ 222ΕYPIΠIΔHΣ 223ΕYPIΠIΔHΣ, ΑIΣXYΛOΣ & ΣOΦOKΛHΣ 223ΑΠOΛΛOΔώPOΣ 224ΑΠOΛΛώNIOΣ O ΡOΔIOΣ 224AIΣώΠOΣ 225

253 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

ΣTPABώN 225ΠΛOYTAPXOΣ 226ΠOΛYBIOΣ 226ΠPIAΠOΣ 227ΔIOΔώPOΣ O ΣIKEΛIώTHΣ 228HPOΔOTOΣ 228AETOΣ 228KEPAYNOΣ 229ΛABYPINΘOΣ 229ΠANΔώPA 230ΑTΘIΣ 230ΑTΘIΔOΓPAΦOI 231KHPYKEION 231ΛABPYΣ 231MHΛOΣ THΣ EPIΔOΣ 232ΚYPHNH 232ΓΛAYΞ 233AΣTEPIA 233ώPIώN 234ΔHIKOώN 235IXώP 235ΔIOΣKOYPOI 235EΣΠEPIΔEΣ 236

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΕΣ 237

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 241