5
HANIF KUREISHI THE GUARDIAN Ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο υποδειγματικός εκείνος αμφισβητίας, είχε πει στα τέλη του 19 ου αιώνα: « Όταν οι άνθρωποι μιλούν για τους άλλους είναι συνήθως πληκτικοί. Όταν μιλούν για τον εαυτό τους, είναι σχεδόν πάντα ενδιαφέροντες». Είμαστε ομιλούντα ζώα, γεμάτοι λέξεις που επιδρούν βαθιά στους άλλους, λέξεις που άλλοτε είναι καλοδεχούμενες και άλλοτε όχι. Θέλω να πω μερικά πράγματα για τις λέξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα που κυριάρχησαν στην εποχή μας –κομμουνισμός, φασισμός, ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, η δομή της οικογένειας, διάφορες παραλλαγές θρησκευτικού φονταμενταλισμού- σηματοδοτούνται από έναν κοινό παράγοντα: Είναι συστήματα που δεν θέλουν να μιλούν οι άνθρωποι για τη ζωή τους. Οι τύραννοι χρησιμοποιούν τη σιωπή ως μέσο ελέγχου. Ποιος λέει τι σε ποιον και πότε, ενδιαφέρει πάρα πολύ τις αρχές, τους δικτάτορες, τους πατεράδες, τους δασκάλους και τους αξιωματούχους παντός είδους. Όπως υπογράμμισε ο Μίλαν Κούντερα στο έξοχο μυθιστόρημα του « Το αστείο», υπάρχουν περιστάσεις όπου η ανάγκη σου να αστειευτείς είναι τόσο ανατρεπτική που μπορεί να σε οδηγήσει στη φυλακή. Ο Ισαάκ Μπαμπέλ, ο οποίος δολοφονήθηκε στη φυλακή, είχε πει: « Όποτε ένα μορφωμένο άτομο συλλαμβάνεται στη Σοβιετική Ένωση και καταλήγει στη φυλακή, του δίνουν χαρτί και μολύβι και του λένε ¨γράψε¨! ». Εκείνο όμως που θέλουν οι ανακριτές του είναι να γράψει αυτά που τους συμφέρουν, λόγια ψεύτικα που θα διαστρέψουν τη γλώσσα, το μέσον που τον συνδέει με τους άλλους. Οι συλλογικές ή κοινές ιστορίες, που συνέχονται από σιωπηρή συμφωνία για το πώς θέλουμε να είναι το μέλλον ή ποιο είδος ανθρώπων προτιμούμε –οι ήρωες, οι ηγέτες και οι ηθικά καλοί από τη μία μεριά, οι διάβολοι, οι κακούργοι, οι αγνοημένοι και οι κακοί από την άλλη- θα μπορούσαν να αποκληθούν επίσης ιδεολογίες, παραδόσεις, πεποιθήσεις, τρόποι ζωής ή μορφές εξουσίας. Αφού ειπωθούν για ένα διάστημα, οι ιστορίες αυτές μπορούν να μετατραπούν σε πολιτική, σε θεσμούς σε κυρίαρχη νοοτροπία. Είναι πάντα διαφωτιστικό να σκεφτείς ποια είναι τα άτομα εκείνα και οι ομάδες που στερούνται το προνόμιο να μιλούν και να ακούγονται, είτε πρόκειται για μετανάστες, πολιτικούς πρόσφυγες, γυναίκες, παιδιά, ψυχασθενείς, ηλικιωμένους είτε για εργάτες του τρίτου κόσμου. Εκεί όπου τελειώνουν τα λόγια ή δεν προφέρονται καν, αρχίζει η κατάχρηση της εξουσίας, όποια κι αν είναι αυτή:

Η Γλώσσα η Τεχνη Και η Ελευθερία

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΓΛ

Citation preview

Page 1: Η Γλώσσα η Τεχνη Και η Ελευθερία

HANIF KUREISHI THE GUARDIAN

Ο Όσκαρ Γουάιλντ, ο υποδειγματικός εκείνος αμφισβητίας, είχε πει στα τέλη του 19ου αιώνα: « Όταν οι άνθρωποι μιλούν για τους άλλους είναι συνήθως πληκτικοί. Όταν μιλούν για τον εαυτό τους, είναι σχεδόν πάντα ενδιαφέροντες».

Είμαστε ομιλούντα ζώα, γεμάτοι λέξεις που επιδρούν βαθιά στους άλλους, λέξεις που άλλοτε είναι καλοδεχούμενες και άλλοτε όχι. Θέλω να πω μερικά πράγματα για τις λέξεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα που κυριάρχησαν στην εποχή μας –κομμουνισμός, φασισμός, ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, η δομή της οικογένειας, διάφορες παραλλαγές θρησκευτικού φονταμενταλισμού- σηματοδοτούνται από έναν κοινό παράγοντα: Είναι συστήματα που δεν θέλουν να μιλούν οι άνθρωποι για τη ζωή τους. Οι τύραννοι χρησιμοποιούν τη σιωπή ως μέσο ελέγχου. Ποιος λέει τι σε ποιον και πότε, ενδιαφέρει πάρα πολύ τις αρχές, τους δικτάτορες, τους πατεράδες, τους δασκάλους και τους αξιωματούχους παντός είδους.

Όπως υπογράμμισε ο Μίλαν Κούντερα στο έξοχο μυθιστόρημα του « Το αστείο», υπάρχουν περιστάσεις όπου η ανάγκη σου να αστειευτείς είναι τόσο ανατρεπτική που μπορεί να σε οδηγήσει στη φυλακή. Ο Ισαάκ Μπαμπέλ, ο οποίος δολοφονήθηκε στη φυλακή, είχε πει: « Όποτε ένα μορφωμένο άτομο συλλαμβάνεται στη Σοβιετική Ένωση και καταλήγει στη φυλακή, του δίνουν χαρτί και μολύβι και του λένε ¨γράψε¨! ». Εκείνο όμως που θέλουν οι ανακριτές του είναι να γράψει αυτά που τους συμφέρουν, λόγια ψεύτικα που θα διαστρέψουν τη γλώσσα, το μέσον που τον συνδέει με τους άλλους.

Οι συλλογικές ή κοινές ιστορίες, που συνέχονται από σιωπηρή συμφωνία για το πώς θέλουμε να είναι το μέλλον ή ποιο είδος ανθρώπων προτιμούμε –οι ήρωες, οι ηγέτες και οι ηθικά καλοί από τη μία μεριά, οι διάβολοι, οι κακούργοι, οι αγνοημένοι και οι κακοί από την άλλη- θα μπορούσαν να αποκληθούν επίσης ιδεολογίες, παραδόσεις, πεποιθήσεις, τρόποι ζωής ή μορφές εξουσίας. Αφού ειπωθούν για ένα διάστημα, οι ιστορίες αυτές μπορούν να μετατραπούν σε πολιτική, σε θεσμούς σε κυρίαρχη νοοτροπία.

Είναι πάντα διαφωτιστικό να σκεφτείς ποια είναι τα άτομα εκείνα και οι ομάδες που στερούνται το προνόμιο να μιλούν και να ακούγονται, είτε πρόκειται για μετανάστες, πολιτικούς πρόσφυγες, γυναίκες, παιδιά, ψυχασθενείς, ηλικιωμένους είτε για εργάτες του τρίτου κόσμου. Εκεί όπου τελειώνουν τα λόγια ή δεν προφέρονται καν, αρχίζει η κατάχρηση της εξουσίας, όποια κι αν είναι αυτή: ρατσιστική βία, τραμπουκισμός, παραμέληση, σεξουαλική κακοποίηση. Η σιωπή τότε σαν το σκοτάδι, μεταφέρει κάτι σημαντικό για το πώς θέλουν οι εξουσιάζοντες να είναι οι άλλοι, κάτι σημαντικό για την ίδια τη φύση της εξουσίας και τον τρόπο που θέλει να εξουθενώσει τους άλλους μέσα στη σιωπή.

Βεβαίως, τα διάφορα συστήματα χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους για να εξασφαλίσουν την σιωπή. Από το κόψιμο της γλώσσας ως το κάψιμο των βιβλίων, από τη λογοκρισία ως τον κεκαλυμμένο αποκλεισμό –όπως όταν αγνοείται συστηματικά κάποιος π.χ.- υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επιτευχθεί μια δικτατορία φωνών ή και μονοφωνία. Αν ένας λέει σε άλλους ποιοι είναι, ενώ τους αρνείται το δικαίωμα της αυτοπεριγραφής, θα ακολουθήσει σίγουρα κάποιο είδος αυτοαμφισβήτησης και εσωτερικής κατάρρευσης. Όταν ο Ζαν Ζενέ χαρακτηρίστηκε κλέφτης, ήταν μια ετικέτα από την οποία έκανε χρόνια να απαλλαγεί.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Page 2: Η Γλώσσα η Τεχνη Και η Ελευθερία

Αν θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα αυταρχικό σύστημα στο οποίο σεν θα υπήρχαν αχαλίνωτες γλώσσες, θα ήταν ένα σύστημα όπου τα όνειρα θα ελέγχονταν. Ακόμα και στη φυλακή κάτω από την πιο αυστηρή επίβλεψη, ένας άνθρωπος μπορεί τουλάχιστον να ονειρεύεται. Στα όνειρα έχεις την ελευθερία να εκφράσεις, έστω και συμβολικά, αυτά που δεν μπορείς ή δεν επιτρέπεται να πεις. Πώς όμως μπορεί να ξεδιαλύνει κανείς τα μπερδεμένα μηνύματα των ονείρων; Το 1906, ένας Άγγλος χειρουργός μίλησε στον Ερνεστ Τζόουνς για έναν παράξενο γιατρό στη Βιέννη που ακούει με προσοχή κάθε τι που του λένε οι ασθενείς του.

Εκείνο που είχε καταλάβει ο Φρόιντ ήταν πως επειδή υπάρχουν μορφές ομιλίας που είναι επικίνδυνες και φέρνουν αναστάτωση, που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων και την κοινωνία, οι άνθρωποι σηκώνουν φράγματα εναντίον τους. Από την άλλη μεριά όμως, θέλουν να μάθουν γιατί χωρίς κάποια μορφή αυτογνωσίας αισθάνονται λειψοί.

Οι άνθρωποι αφήνουν να διαρρεύσει η αλήθεια των επιθυμιών τους, είτε τους αρέσει αυτό είτε όχι: στα όνειρα τους, στις φαντασιώσεις και στο μεθύσι τους, στα αστεία και στα λάθη τους, στα παραληρήματα και στις θρησκευτικές εκστάσεις, στην ανέμελη φλυαρία τους, καθώς και όταν λένε το αντίθετο από αυτό που εννοούν. Ορθολογικά σκεπτόμενοι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι ο ορθολογισμός δεν αρκεί και ότι χρειαζόμαστε την τρέλα, ιδίως την τρέλα στην ομιλία μας. Αλλιώς το σώμα μας παίρνει την υπόθεση πάνω του και μιλάει με περίεργους τρόπους, π.χ. μέσω της υστερίας τον καιρό του Φρόιντ, ή με τα σημερινά ανάλογά της που μπορεί να είναι τοξικοεξάρτηση, η ανορεξία, οι παράνοιες, οι φοβίες.

Ο Φρόιντ επινόησε ένα νέο τρόπο θεραπείας, που απαιτούσε να βρεθούν μαζί 2 πρόσωπα μέσα σ΄ ένα δωμάτιο. Το ένα πρόσωπο μιλούσε και το άλλο άκουγε προσπαθώντας να διακρίνει, στα κενά, στους δισταγμούς, στις επαναλήψεις, τι άλλο λεγόταν εκτός από το προφανές. Έδινε κατόπιν αυτά τα λόγια, μεταφρασμένα σε άλλα λόγια πίσω στον ομιλητή.

Το ψυχοθεραπευτικό ζευγάρι αποτελεί μία μέθοδο να διαπιστώσεις ποιος είσαι μιλώντας και είναι μια πρωτότυπη και σπουδαία επινόηση. Θα ήταν όμως παράξενο, για να μην πούμε τίποτα χειρότερο, να ζούμε σε μια κοινωνία όπου όλοι κάνουν ψυχοθεραπεία. Κάτι αδύνατον βέβαια μια και όπως έχουν τα πράγματα μόνο οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν υπηρεσίας ψυχικής υγείας.

Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΧΩΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ευτυχώς, πάντα υπήρχε ένας άλλος χώρος όπου εκφράζονταν τα σκοτεινά και τα επικίνδυνα, ένα καταφύγιο της ομιλίας που χρησιμεύει επίσης ως ψυχοθεραπεία, έστω και ερασιτεχνική. Γνωρίζουμε ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης είναι χρήσιμος, γιατί επανειλημμένως έχει γίνει στόχος απαγορεύσεων. Είναι κάτι που λέγεται συζήτηση, θέατρο, ποίηση, χορός, ζωγραφική, μυθιστόρημα, τραγούδι.

Αυτό που αποκαλείται δημιουργικότητα ή κουλτούρα μπορεί να μας θυμίζει τη μέθοδο του Φρόιντ, γιατί πολλοί καλλιτέχνες μιλούν για λέξεις που ξεπηδούν από μόνες τους. Ο συγγραφέας δεν έχει παρά να τις αρπάξει και να τις γράψει. Η κουλτούρα είναι η μαμμή των εικόνων και των συμβόλων, ένας τόπος όπου οι άνθρωποι μιλούν ο ένας στον άλλο και όπου τα λόγια μετράνε και κατανοούνται, γιατί ανήκουν στον δημόσιο χώρο. Είναι επίσης ο τόπος όπου σου απαγορεύεται να μιλήσεις για ορισμένα πράγματα. Αν οι καλλιτέχνες θεωρείται ότι κινούνται πάνω στην αιχμή, είναι γιατί βρίσκονται κοντά στο όριο των κανόνων, κοντά στην τιμωρία και όπως ο Μπέκετ κοντά στη σιωπή, εκεί όπου η ομιλία που έχει κάποια αξία γίνεται σχεδόν αδύνατη.

Η ΦΡΙΚΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΤΕΧΝΗΣ

Εκείνο που πρόσθεσε ο Φρόιντ και που γνώριζαν οι σουρεαλιστές, μαζί με άλλους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν τη συνειδητότητά μας –Μπονιουέλ, Μπέργκμαν, Τζόις, Πικάσο, Γούλφ, Στραβίνσκι, Πίντερ- είναι ότι εφόσον το υποσυνείδητο έπρεπε να αντιπροσωπευθεί, έπρεπε να βρεθούν γι΄αυτό νέες φόρμες. Οι καλλιτέχνες αυτοί ήξεραν ότι η συμβατική ομιλία και η συμβατική τέχνη που τη συνόδευε είχαν γίνει απλή φλυαρία. Ήξεραν ότι αυτή λειτουργούσε σαν φράγμα ή φίλτρο σε μορφές γνώσης με μεγάλη σημασία προκειμένου να μην μείνουμε σιωπηλοί ή να μην καταφύγουμε στη βαρβαρότητα και την αλληλοεξόντωση. Επομένως, αν η μοντέρνα τέχνη και πολλά απ’ όσα την ακολούθησαν ήταν απόπειρα να ειπωθούν τα ανείπωτα, ήταν αναπόφευκτο μερικές από αυτές τις μορφές έκφρασης να είναι άσχημες και ενοχλητικές.

Η τέχνη του 20ου αιώνα γοητεύτηκε από τα όνειρα και τους εφιάλτες, από τη βία και τη σεξουαλικότητα, τόσο ώστε να μπορεί να οριστεί ως τέχνη τρομαχτικής φαντασίας. Βλέπει

Page 3: Η Γλώσσα η Τεχνη Και η Ελευθερία

κανείς πολλές ρήξεις, βαθιές συγκρούσεις, φόβους, μίση και πολύ θάνατο σ’ αυτούς τους καλλιτεχνικούς εφιάλτες. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να περιληφθούν κάπως συγχωνευμένα μέσα σ’ ένα έργο τέχνης, αλλά δεν μπορούν πάντα να συμφιλιωθούν. Ωστόσο, τα ασυμφιλίωτα κομμάτια ενδέχεται να βρουν φωνή σε κάποια μορφή προσωπικής έκφρασης και αυτός είναι ένας λόγος που η μοντέρνα τέχνη υπήρξε τόσο οδυνηρή και δύσκολη στην πρόσληψή της, ακόμα και σήμερα. Είναι επίσης ο λόγος που κάθε νέα τέχνη, για να αξίζει, πρέπει να μας σοκάρει. Αυτό συμβαίνει επειδή σπάει μια σιωπή που δεν γνωρίζαμε ότι την παρατηρούμε. Η ομορφιά της τέχνης μπορεί να είναι μια ομορφιά τρομακτική.

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Μιλάμε, ακούμε, γινόμαστε γνωστοί, γνωρίζουμε άλλους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όσο κι’ αν δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες, ζούμε τουλάχιστον σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αυτό, εν πάση περιπτώσει, μας ξεχωρίζει από τους διάφορους φονταμενταλισμούς. Μπορούμε να ψηφίσουμε, έχουμε πολιτικούς που μιλούν για λογαριασμό μας. Ωστόσο, ένας από τους λόγους που περιφρονούμε τους πολιτικούς είναι ότι υποψιαζόμαστε πως μιλούν για δικό τους λογαριασμό ενώ παριστάνουν ότι μιλούν για δικό μας. Τα λόγια μας, παραδομένα στους αντιπροσώπους μας, δεν αποκτούν δύναμη. Ένας τρόπος για να ορίσεις την παγκοσμιοποίηση, π.χ., είναι να πεις ότι πρόκειται για μια εκδοχή οργουελιανού διευθυντηρίου που λέει το ίδιο πράγμα, ξανά και ξανά, επιχειρώντας να κρατήσει έξω από το σύστημα κάθε νέο λόγο, κάθε ανθρώπινη αμφιβολία, κάθε δημιουργικότητα.

Αν, λοιπόν, οι πολιτικοί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, ίσως μπορούν οι καλλιτέχνες. Ίσως αυτοί να μπορούν να προβάλλουν μερικά απ’ όσα έχουμε να πούμε. Καθώς δεν υπάρχουν άλλες πειστικές φυσιογνωμίες, ιερείς ή ηγέτες, υπάρχει η τάση να εξιδανικεύονται οι καλλιτέχνες και το προϊόν τους.

Παρ’ όλα αυτά, τελικά, δεν υπάρχει υποκατάστατο για όσα δικά του έχει να πει ο καθένας, για τη δική του ιστορία και για τον τρόπο που βρίσκει να την πεί. Ο Ζαν-Πολ Σάρτρ, στις αυτοβιογραφικές «Λέξεις» του, γράφει: «Όταν άρχισα να γράφω, ξαναγεννήθηκα». Υπάρχει κάτι στις προτάσεις που είναι δικές μας, όσο φτωχές και ανεπαρκείς κι’ αν νομίζουμε πως είναι, που τις καθιστά ανεκτίμητες. Αν θέλεις να πεις σε κάποιον ότι τον αγαπάς δεν βάζεις συνήθως κάποιον άλλον να το κάνει στη θέση σου.

Υπάρχουν πάντα σημαντικοί λόγοι για να μη μιλήσεις, να δαγκώσεις τη γλώσσα σου, όπως ξέρουν καλά πολλοί αντιφρονούντες, καλλιτέχνες και παιδιά. Αυτό που έχεις να πεις μπορεί να είναι προσβλητικό, επικίνδυνο, τραυματικό, εκφοβιστικό, ηθικά κακό, οι άλλοι μπορεί να υποφέρουν ή να μη σε ακούσουν.

Όμως , το καλό που έχουν οι λέξεις, οι προτάσεις και οι ιστορίες είναι ότι το τελικό τους αποτέλεσμα είναι απροσδιόριστο. Αντίθετα από τη βία, που αποτελεί ένα σαφέστατο μήνυμα, η ομιλία είναι μια ελεύθερη φόρμα, ένα είδος πειράματος. Δεν είναι η περιγραφή μιας εσωτερικής κατάστασης, αλλά μια πράξη, ένα είδος παράστασης. Είναι ένας ηθοποιός που αυτοσχεδιάζει –κάτι επικίνδυνο και απρόβλεπτο- και όχι ένας ηθοποιός που λέει τις ατάκες του όπως είναι γραμμένες. «Η σκέψη είναι στο στόμα», όπως είπε ο Τριστάν Τζαρά. Κάθε ομιλία είναι μια απαίτηση, πρώτα για ανταπόκριση, που να αποδεικνύει την ύπαρξη της επικοινωνίας, αλλά τελικά για μιαν απάντηση, για περισσότερες λέξεις, για αγάπη με άλλα λόγια.

Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θα σημάνουν τα λόγια σου για τον εαυτό σου ή για κάποιον άλλο, δεν ξέρεις πως θα είναι ο κόσμος που θα φτιάξουν. Τα πάντα μπορούν να συμβούν. Το πρόβλημα με τη σιωπή είναι ότι ξερουμε ακριβώς πως θα είναι αυτός ο κόσμος.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Η ανάγκη για μια ερμηνεία της πραγματικότητας, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί, είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρη στις οικογένειες. Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα τη δύναμη της συγκεκριμένης περιγραφής που τους επιβάλλεται. Ενώ οι περισσότεροι γονείς έχουν επίγνωση ότι τα παιδιά αναπτύσσονται όταν τα ακούμε, δεν θέλουν πάντα να το ακούσουν.

Από τη μεριά τους βεβαίως τα παιδιά γοητεύονται από τη γλώσσα, ιδίως όταν ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν λέξεις που τρελαίνουν τους μεγάλους, που τους κάνουν να θέλουν να τα χαστουκίσουν. Τα παιδιά μπορούν να παθιαστούν με κάθε λέξη που προκαλεί τρόμο στους ενήλικες. Έτσι, τα παιδιά μαθαίνουν για τη γλωσσική κοινότητα ανακαλύπτοντας τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι. Μαθαίνουν για την απαγόρευση και τα όρια , για την τιμωρία, για το μυστικό και το λαθραίο, για το προσωπικό άβατο. Όταν ανακαλύψουν τι δεν μπορεί να

Page 4: Η Γλώσσα η Τεχνη Και η Ελευθερία

ειπωθεί , πρέπει να μάθουν να ψεύδονται η να συγκρατούν τη γλώσσα τους. Αν είναι τυχερά γίνονται δημιουργικά και μαθαίνουν τη μεταφορική έκφραση. Αν είναι άτυχα, τρελαίνονται.

Η κατάθλιψη, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένα είδος βραδυπορίας. Μια ανατρεπτική άρνηση να κινηθείς με την ταχύτητα των άλλων, μια απόρριψη του αλλοτριωτικού καταναλωτικού κόσμου για χάρη ενός αυθεντικού στοχασμού. Πιο συχνά όμως είναι μια βραδυπορία που συνήθως συμβαίνει μέσα στη σιωπή, πέρα ή έξω από τη γλώσσα και το συμβολισμό. Ο καταθλιπτικός επομένως δεν πιστεύει στη γλώσσα ως φορέα μηνύματος, αισθάνεται μακριά από τη πηγή των λέξεων.

Εκείνος που μένει άθελα του σιωπηλός ίσως να αισθάνεται σαν να του έχουν κλέψει τα λόγια του. Αυτή, όμως, η επιβεβλημένη σιωπή προς όφελος των ισχυρών δεν είναι χωρίς συνέπειες. Η μυθοποίηση εκείνων που δεν ακούγονται είναι δουλειά που απαιτεί προσπάθεια και κόπο. Ο σιωπηλός άλλος πρέπει κάπως να χαρακτηριστεί : ξένος, μετανάστης, πρόσφυγας, εξόριστος, ένας παρείσακτος που δεν ανήκει εδώ και που τα λόγια του δεν μετράνε.

Το είδος του καπιταλισμού που έχουμε υπήρξε πάντα εξαρτημένο από την αποικιοκρατία και πάντα είχε ανάγκη από τη δουλειά των ξένων, στον τρίτο κόσμο όσο και στις χώρες μας –από τη δουλειά του μετανάστη. Κι’ όμως, τη δική μας ανάγκη πάντα την εκφράζουμε σαν ανάγκη δική τους, σαν εξάρτηση τους από εμάς. Και συχνά την επιδεικνύουμε με την εικόνα των απελπισμένων που περνούν από τα συρματοπλέγματα για να έρθουν εδώ να μας κλέψουν ότι έχουμε.