15

ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ CASSANDRA CLARE

Citation preview

Page 1: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ
Page 2: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ
Page 3: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

Δεν έχω κοιμηθεί.Από την πρώτη απόφαση ως την ώρα

Που θα γίνει μια πράξη τρομερήΟ Χρόνος μοιάζει σαν φάντασμα

Και σαν όνειρο απαίσιο:Το Πνεύμα και τα θανάσιμα εργαλεία

Κάνουν συμβούλιοΚαι η συνείδηση του ανδρόςΌμοια μ’ ένα μικρό βασίλειο,

Της επανάστασης τη φύση γνωρίζει.

— Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας

Page 4: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

Μέρος πρώτο

Σκοτεινή Κατάβαση.,

Τραγούδησα το Χάος και την αιώνια Νύχτα,με έμαθε η ουράνια Μούσα να κατεβαίνω κάτω

τη σκοτεινή κατάβαση και πώς να ανεβαίνω ξανά…

— Τζον Μίλτον, Χαμένος Παράδεισος

Page 5: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

1πανδαιμονιο

«Πλάκα μου κάνεις;» είπε ο πορτιέρης σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο τεράστιο στήθος του. Κοίταξε το αγόρι με το κόκκινο μπουφάν με το φερμουάρ και κούνησε το ξυρισμένο του κεφάλι. «Απαγορεύεται να το φέρεις αυτό μέσα».

Οι καμία πενηνταριά έφηβοι που περίμεναν στη γραμ-μή έξω απ’ το Πανδαιμόνιο έσκυψαν προς τα εμπρός για να ακούσουν καλύτερα. Η αναμονή για να μπει κανείς στο κλαμπ που δεχόταν όλες τις ηλικίες ήταν ατέλειω-τη και στην ουρά δεν συνέβαινε ποτέ τίποτα ιδιαίτερο. Οι πορτιέρηδες ήταν πολύ αυστηροί και τα έβαζαν με οποιονδήποτε τους φαινόταν ότι υπήρχε περίπτωση να προκαλέσει προβλήματα. Η δεκαπεντάχρονη Κλέρι Φρέι που στεκόταν στην ουρά με τον κολλητό της, τον Σάι-μον, έσκυψε κι εκείνη προς τα εμπρός, μαζί με όλους τους άλλους, ελπίζοντας να δει λίγη δράση.

«Έλα τώρα!» επέμεινε το παιδί φέρνοντας αυτό που κρατούσε πάνω απ’ το κεφάλι του. Ήταν σαν ξύλινο ρα-

Page 6: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 2 ,

Cassandra Clare

βδί, μυτερό στην άκρη. «Είναι μέρος της στολής μου».Ο πορτιέρης ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Ποιας

στολής ακριβώς;»Το αγόρι χαμογέλασε. Φαινόταν αρκετά νορμάλ για το

Πανδαιμόνιο, σκέφτηκε η Κλέρι. Είχε μαλλιά βαμμένα μπλε ελεκτρίκ, σηκωμένα ψηλά σαν πλοκάμια ξαφνια-σμένου χταποδιού αλλά δεν είχε περίεργα τατουάζ στο πρόσωπο ή μεγάλα πίρσινγκ στα αυτιά ή τα χείλη του. «Είμαι κυνηγός βρικολάκων», είπε και πίεσε το ξύλινο πράγμα που κρατούσε. Αυτό λύγισε σαν φύλλο που γέρ-νει στο πλάι. «Είναι ψεύτικο. Από πλαστικό, βλέπεις;»

Τα μεγάλα μάτια του αγοριού ήταν ίσως ένα υπερβο-λικά λαμπερό πράσινο, πρόσεξε η Κλέρι: σαν αντιψυ-κτικό ή φρέσκο γρασίδι. Μάλλον ήταν έγχρωμοι φακοί επαφής. Ο πορτιέρης ανασήκωσε τους ώμους του σαν να βαριόταν.

«Καλά καλά, άντε πέρνα».Το αγόρι γλίστρησε δίπλα του σαν χέλι. Της Κλέρι της

άρεσε ο τρόπος που έγειρε τους ώμους του, ο τρόπος που τίναξε τα μαλλιά του καθώς περνούσε. Σκέφτηκε μια λέξη που θα χρησιμοποιούσε η μαμά της για να τον περιγράψει: αμέριμνος.

«Σου άρεσε, ε;» είπε ο Σάιμον που έμοιαζε να βαριέται. «Έτσι δεν είναι;»

Η Κλέρι του έδωσε μια αγκωνιά αλλά δεν απάντησε.

Μέσα στο κλαμπ, ο αέρας ήταν γεμάτος χρωματιστό καπνό. Στην πίστα έπεφταν τα πολύχρωμα φώτα, κά-νοντάς τη να μοιάζει με μια παραμυθένια χώρα γεμάτη μπλε ελεκτρίκ και πράσινα, φούξια και χρυσά.

Το αγόρι με το κόκκινο μπουφάν χάιδευε το κοφτερό

Page 7: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 3 ,

Πόλη των Οστών

σαν ξυράφι σπαθί του με ένα αφηρημένο χαμόγελο. Ήταν τόσο εύκολο –λίγη λάμψη και το σπαθί έμοιαζε αμέσως άκακο κι αθώο. Άλλη μια λάμψη στο βλέμμα του και μόλις ο πορτιέρης τον κοίταξε τον έβαλε μέσα. Φυσικά, θα μπορούσε να έχει μπει και με πολύ λιγότερη προσπάθεια, αλλά ήταν κι αυτό ένα μέρος του παιχνι-διού –να κοροϊδεύεις τους κοινούς θνητούς, να κάνεις ό,τι θέλεις ανοιχτά, μπροστά τους, να βλέπεις τα κενά βλέμματα στα κοιμισμένα τους πρόσωπα.

Όχι ότι οι άνθρωποι ήταν τελείως άχρηστοι. Τα πράσι-να μάτια του αγοριού έψαξαν την πίστα, όπου αδύνατα χέρια ντυμένα με μετάξι και μαύρη δαντέλα λικνίζο-νταν, χαμένα ανάμεσα στα σύννεφα καπνού καθώς οι άνθρωποι χόρευαν. Τα κορίτσια τίναζαν τα μακριά μαλ-λιά τους, τα αγόρια κουνούσαν τους γοφούς τους μέσα απ’ τα δερμάτινα παντελόνια τους και τα γυμνά μέλη τους γυάλιζαν απ’ τον ιδρώτα. Η ζωή απλώς ξεχυνόταν από μέσα τους, κύματα ενέργειας που τον γέμιζαν με μια μεθυσμένη ζάλη. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν. Δεν εί-χαν ιδέα πόσο τυχεροί ήταν. Δεν είχαν ιδέα πώς ήταν να επιβιώνεις σε ένα νεκρό κόσμο, όπου ο ήλιος κρεμόταν γκρίζος στον ουρανό σαν μια καμένη στάχτη. Η ζωή τους έκαιγε ζωηρά σαν φλόγα από κερί –και ήταν εξίσου εύκολο να σβήσει.

Το χέρι του έσφιξε τη λεπίδα που κρατούσε και άρ-χισε να περπατάει προς την πίστα, όταν ένα κορίτσι απομακρύνθηκε απ’ το μπουλούκι των χορευτών και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος του. Την κοίταξε έντονα. Ήταν όμορφη, για άνθρωπος –μακριά μαλλιά, στην ακριβή απόχρωση του μαύρου μελανιού, βαμμέ-να μαύρα μάτια. Λευκό φόρεμα μέχρι το πάτωμα, σαν

Page 8: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 4 ,

Cassandra Clare

αυτά που φορούσαν οι κοπέλες όταν ο κόσμος ήταν πολύ νέος ακόμα. Γύρω απ’ το λαιμό της είχε μια χο-ντρή ασημένια αλυσίδα, απ’ όπου κρεμόταν ένα σκούρο κόκκινο μενταγιόν μεγάλο σαν τη γροθιά ενός μωρού. Χρειαζόταν να μισοκλείσει απλώς τα μάτια του για να εκτιμήσει ότι ήταν αληθινό –αληθινό και πολύτιμο. Το στόμα του άρχισε να στεγνώνει καθώς η κοπέλα τον πλησίαζε. Ζωτική ενέργεια ανέβλυσε από μέσα της όπως το αίμα από μια ανοιχτή πληγή. Του χαμογέλασε καθώς πέρασε δίπλα του, κάνοντάς του νόημα με τα μάτια της να την ακολουθήσει. Το αγόρι έκανε μεταβολή για να την ακολουθήσει, νιώθοντας τη νοητή καυτή γεύση του θανάτου της στο στόμα του.

Ήταν πάντα εύκολο. Μπορούσε να νιώσει ήδη τη δύ-ναμη της ζωής της να κυλάει στις φλέβες του σαν φω-τιά. Οι άνθρωποι ήταν τόσο ανόητοι. Είχαν κάτι τόσο πολύτιμο αλλά δεν το προστάτευαν ποτέ. Πετούσαν όλοι τους τις ζωές τους τόσο εύκολα, για λίγο χρήμα, μερικά πακέτα με σκόνη, το γοητευτικό χαμόγελο ενός αγνώστου. Το κορίτσι ήταν σαν ένα χλωμό φάντασμα που χανόταν μέσα στον πολύχρωμο καπνό. Έφτασε στον τοίχο και σταμάτησε, σηκώνοντας στο χέρι της το φόρεμά της και χαμογελώντας του καθώς του αποκάλυ-πτε τα πόδια της. Κάτω απ’ το φόρεμα φορούσε μπότες μέχρι τους μηρούς.

Πήγε αργά προς το μέρος της και το δέρμα του ρίγησε απ’ την εγγύτητά της. Από κοντά δεν ήταν και τόσο τέλεια: διέκρινε τη μάσκαρα, μουτζουρωμένη κάτω απ’ τα μάτια της, τα μαλλιά της να κολλάνε στον ιδρωμένο λαιμό της. Μύριζε τη θνητότητά της, τη γλυκιά μυρω-διά της παρακμής της. Σε τσάκωσα, σκέφτηκε.

Page 9: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 5 ,

Πόλη των Οστών

Ένα ψυχρό χαμόγελο τρεμούλιασε στα χείλη της. Έκανε στο πλάι και το αγόρι είδε ότι ακουμπούσε σε μια κλειστή πόρτα. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ–ΑΠΟΘΗΚΗ έγραφε με κόκκινα γράμματα ένα σήμα. Άπλωσε το χέρι της στο πόμολο, το γύρισε και γλίστρησε μέσα. Το αγόρι είδε μερικά στοιβαγμένα κουτιά, δεμένα με σύρμα. Απο-θήκη. Κοίταξε πίσω του –δεν κοιτούσε κανείς. Ακόμα καλύτερα αν η μικρή ήθελε μυστικότητα.

Γλίστρησε πίσω της στο δωμάτιο, χωρίς να αντιλη-φθεί ότι τον ακολουθούσαν.

«Ωραία μουσική, ε;» είπε ο Σάιμον. Η Κλέρι δεν απάντησε. Χόρευαν –ή κάτι τέτοιο τέ-

λος πάντων: αρκετό κούνημα μπρος πίσω, με περιστα-σιακές βουτιές προς την πίστα σαν να τους είχε πέσει φακός επαφής– σε ένα κενό μεταξύ κάτι αγοριών με μεταλλικούς κορσέδες και ένα νεαρό ζευγάρι ασιατικής καταγωγής που φιλιόταν με πάθος, μπερδεύοντας τα χρωματιστά εξτένσιον στα μαλλιά τους σαν φίδια. Ένα αγόρι με πίρσινγκ στα χείλη και ένα σακίδιο-αρκουδάκι μοίραζε δωρεάν φυτικά έκστασι από βότανα, με το νάι-λον παντελόνι του να ανεμίζει στο ρεύμα της μηχανής του αέρα. Η Κλέρι δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο άμε-σο περιβάλλον της –τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο αγόρι με τα μπλε μαλλιά που είχε καταφέρει να μπει στο κλαμπ με το ζόρι. Περπατούσε μέσα στο πλήθος σαν να έψαχνε κάτι. Υπήρχε κάτι στον τρόπο που περπατού-σε που κάτι της θύμιζε…

«Εγώ πάντως…» συνέχισε να λέει ο Σάιμον, «μπορώ να πω ότι διασκεδάζω απίστευτα».

Δεν ήταν και πολύ αλήθεια αυτό. Ο Σάιμον, όπως

Page 10: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 6 ,

Cassandra Clare

πάντα, ξεχώριζε μέσα στο πλήθος σαν μύγα μες στο γάλα, με το τζιν και το παλιό μπλουζάκι του που έγρα-φε μπροστά με μεγάλα γράμματα ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Τα φρε-σκοκουρεμένα μαλλιά του ήταν καστανά σκούρα αντί για ροζ ή πράσινα και τα γυαλιά του ήταν στερεωμένα στραβά στην άκρη της μύτης του. Έμοιαζε περισσότερο λες και ετοιμαζόταν να πάει στη σκακιστική λέσχη παρά ότι απολάμβανε τη σκοτεινή μουσική και το κλαμπ.

«Μμμμ», είπε η Κλέρι. Ήξερε πολύ καλά ότι πήγαινε στο Πανδαιμόνιο μαζί της μόνο και μόνο επειδή άρεσε σ’ εκείνη, κι ότι του ίδιου του φαινόταν βαρετό. Δεν ήταν καν σίγουρη γιατί της άρεσε, τα ρούχα, η μουσική, το έκαναν να μοιάζει με όνειρο, σαν να ήταν η ζωή κά-ποιου άλλου, όχι η δική της, βαρετή ζωή. Πάντα όμως ήταν υπερβολικά ντροπαλή και δεν μιλούσε σε κανέναν άλλο εκτός απ’ τον Σάιμον.

Το αγόρι με τα μπλε μαλλιά απομακρυνόταν απ’ την πίστα. Έμοιαζε λίγο χαμένο, σαν να μην είχε βρει αυ-τόν που έψαχνε. Η Κλέρι αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν πήγαινε να του μιλήσει, αν του πρότεινε να τον βοηθήσει. Ίσως να την κοιτούσε καλά καλά. Ή ίσως να ήταν κι εκείνος ντροπαλός. Ίσως να χαιρόταν και να την ευχαριστούσε και θα προσπαθούσε να μην το δείξει –όπως κάνουν πάντα τα αγόρια– αλλά εκείνη θα το κα-ταλάβαινε. Ίσως…

Το αγόρι με τα μπλε μαλλιά ξαφνικά τεντώθηκε και η προσοχή του εντάθηκε, σαν σκύλος που ετοιμάζεται για κυνήγι. Η Κλέρι ακολούθησε το βλέμμα του και είδε το κορίτσι με το άσπρο φόρεμα.

Μάλιστα. Η Κλέρι προσπάθησε να μη νιώσει σαν μπα-λόνι που έχει ξεφουσκώσει κι έχει ξεμείνει σε μια άκρη.

Page 11: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 7 ,

Πόλη των Οστών

Αυτό ήταν. Το κορίτσι ήταν πανέμορφο, από αυτά που άρεσε στην Κλέρι να ζωγραφίζει: ψηλή και αδύνατη σαν σπίρτο, με μακριά μαύρα μαλλιά. Ακόμα και από τόσο μακριά η Κλέρι έβλεπε το κόκκινο μενταγιόν στο λαιμό της. Παλλόταν κάτω απ’ τα φώτα του κλαμπ σαν μια ξεχωριστή, ζωντανή καρδιά.

«Νομίζω», συνέχισε να λέει ο Σάιμον, «ότι απόψε ο DJ κάνει πραγματικά εξαιρετική δουλειά, δεν συμφωνείς;»

Η Κλέρι έκανε μια γκριμάτσα και δεν απάντησε. Ο Σάιμον σιχαινόταν την τρανς. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στο κορίτσι με το λευκό φόρεμα. Μέσα στο σκοτάδι, τον καπνό και την τεχνητή ομίχλη το φόρεμά της έλαμπε σαν ένας φάρος μες στη νύχτα. Δεν ήταν παράξενο που το αγόρι με τα μπλε μαλλιά την ακολου-θούσε σαν μαγεμένο, μη δίνοντας σημασία σε τίποτα άλλο γύρω του –ούτε καν στις δυο μαύρες μορφές που τον ακολουθούσαν από κοντά, γλιστρώντας πίσω του μέσα στο πλήθος.

Η Κλέρι σταμάτησε να χορεύει και κοίταξε προς το μέρος τους. Ίσα που μπόρεσε να ξεχωρίσει ότι οι μορ-φές ήταν αγόρια, ψηλά και ντυμένα στα μαύρα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς ήξερε ότι ακολουθούσαν το αγόρι, αλλά το ήξερε. Το καταλάβαινε απ’ τον τρόπο που περπατούσαν πίσω του, την τεταμένη τους προ-σοχή, την ύποπτη χάρη της κίνησής τους. Ένα μικρό λουλούδι ανησυχίας άρχισε να ανοίγει τα πέταλά του στην καρδιά της.

«Στο μεταξύ», πρόσθεσε ο Σάιμον, «ήθελα να σου πω ότι τελευταία ντύνομαι με γυναικεία ρούχα. Επίσης, τα έχω με τη μητέρα σου. Ήθελα απλώς να το ξέρεις».

Το κορίτσι άνοιξε μια πόρτα στον τοίχο που έγραφε

Page 12: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 8 ,

Cassandra Clare

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ. Έκανε νόημα στο αγόρι και γλίστρησαν μέσα. Δεν ήταν κάτι που η Κλέρι έβλεπε πρώτη φορά –ένα ζευγάρι που εξαφανιζόταν στις σκο-τεινές γωνιές του κλαμπ για ερωτικές περιπτύξεις– αλλά αυτό που το έκανε περίεργο ήταν το ότι τους ακολου-θούσαν.

Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, προσπα-θώντας να δει πίσω απ’ το πλήθος. Τα δυο αγόρια εί-χαν σταματήσει πίσω απ’ την πόρτα και έμοιαζαν να διαπραγματεύονται κάτι. Ο ένας ήταν ξανθός, ο άλλος μελαχρινός. Ο ξανθός έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και έβγαλε κάτι μακρύ και μυτερό που άστραψε στο σκοτάδι. Ένα μαχαίρι!

«Σάιμον!» φώναξε η Κλέρι. «Τι;» είπε ξαφνιασμένος ο Σάιμον. «Εντάξει, δεν κοι-

μάμαι με τη μάνα σου, έτσι το είπα για να με προσέξεις. Όχι ότι δεν είναι γοητευτική γυναίκα, για την ηλικία της τουλάχιστον…»

«Βλέπεις αυτούς εκεί τους τύπους;» του έδειξε κουνώ-ντας το χέρι σαν τρελή και χτυπώντας ένα κορίτσι που χόρευε δίπλα τους. Το κορίτσι την αγριοκοίταξε. «Συγ-γνώμη… συγγνώμη!» η Κλέρι γύρισε πάλι στον Σάιμον. «Βλέπεις αυτούς εκεί τους τύπους εκεί πέρα; Δίπλα στην πόρτα;»

Ο Σάιμον μισόκλεισε τα μάτια του για να δει καλύ-τερα και μετά ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν βλέπω τίποτα».

«Είναι δύο. Ακολουθούσαν αυτό το αγόρι με τα μπλε μαλλιά…»

«Αυτόν που σου άρεσε;»«Ναι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Ο ξανθός έβγαλε

Page 13: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 9 ,

Πόλη των Οστών

μαχαίρι». «Είσαι σίγουρη;» ο Σάιμον προσπάθησε ξανά να δει

κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν βλέπω κανέναν». Ξαφνικά, αποφασιστικός, ο Σάιμον ίσιωσε την πλάτη

του. «Πάω να φέρω το σεκιουριτά. Εσύ περίμενε εδώ». Έφυγε με βιαστικά βήματα ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος.

Η Κλέρι γύρισε τη στιγμή ακριβώς που το ξανθό αγό-ρι γλιστρούσε στην πόρτα που έγραφε ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ με το φίλο του ακριβώς από πίσω του. Κοίταξε γύρω της. Ο Σάιμον προσπαθούσε ακόμα να διασχίσει την πίστα, αλλά δεν είχε κάνει και πολύ πρόοδο. Ακόμα και να ούρλιαζε, κανένας δεν θα την άκουγε και μέχρι ο Σάιμον να γυρίσει μπορεί να είχε ήδη συμβεί κάτι. Δάγκωσε με δύναμη τα χείλη της και άρχισε να διασχίζει το πλήθος.

«Πώς σε λένε;»Γύρισε και του χαμογέλασε. Το λιγοστό φως που φώ-

τιζε το δωμάτιο έμπαινε απ’ τα ψηλά, παράθυρα με κά-γκελα που ήταν σκεπασμένα από σκόνη και βρομιά. Το πάτωμα ήταν γεμάτο από στοίβες ηλεκτρικά καλώδια, κομματάκια από σπασμένες ντισκομπάλες και πεταμένα τενεκεδάκια μπογιάς.

«Ίζαμπελ». «Ωραίο όνομα». Πήγε προς το μέρος της, πατώντας

προσεκτικά ανάμεσα απ’ τα καλώδια σε περίπτωση που κάποιο είχε ακόμη ρεύμα. Στο ημίφως του δωματίου έμοιαζε ημιδιάφανη, χωρίς κανένα χρώμα, τυλιγμένη στα λευκά σαν άγγελος. Τι απόλαυση θα του πρόσφερε η πτώση της… «Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ».

Page 14: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 10 ,

Cassandra Clare

«Θες να με ρωτήσεις αν έρχομαι εδώ συχνά;» είπε γε-λώντας, σκεπάζοντας το στόμα της με το χέρι της. Γύρω απ’ τον καρπό της φορούσε κάτι σαν βραχιόλι, ελάχιστα πιο κάτω απ’ το μανίκι του φορέματός της, όταν όμως την πλησίασε περισσότερο είδε ότι δεν ήταν βραχιόλι, αλλά ένα σχέδιο τυπωμένο πάνω στο δέρμα της, ένα σύμπλεγμα από στριφογυριστές γραμμές.

Έμεινε ακίνητος. «Παλιο…»Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Η κοπέλα

κινήθηκε με την ταχύτητα του φωτός, χτυπώντας τον με το απλωμένο της χέρι, ένα χτύπημα στο στήθος που θα τον είχε στείλει στο πάτωμα, με κομμένη την ανάσα αν ήταν άνθρωπος. Παραπάτησε και είδε ότι στο χέρι της κρατούσε κάτι, ένα στριφογυριστό χρυσό μαστίγιο που άστραψε καθώς το τίναξε με δύναμη προς τα κάτω, τυλίγοντάς το γύρω απ’ τα πόδια του, ρίχνοντάς τον στο πάτωμα. Έπεσε κάτω σπαρταρώντας, νιώθοντας το μισητό μέταλλο να καίει το δέρμα του. Η κοπέλα γέλα-σε και πήγε από πάνω του και το αγόρι σκέφτηκε μες στη ζάλη του ότι έπρεπε να το έχει καταλάβει. Κανένα θνητό κορίτσι δεν θα φορούσε τέτοιο φόρεμα, σαν αυτό που φορούσε η Ίζαμπελ. Το είχε βάλει για να καλύψει το δέρμα της –από πάνω μέχρι κάτω.

Η Ίζαμπελ τράβηξε με δύναμη το μαστίγιο, σφίγγο-ντάς το. Το χαμόγελό της έλαμπε σαν δηλητηριασμένο νερό. «Όλος δικός σας, παιδιά».

Ένα υπόκωφο γέλιο ακούστηκε πίσω του και ένιωσε δυο χέρια να τον σηκώνουν όρθιο και να τον πετά-νε με την πλάτη σε μια απ’ τις τσιμεντένιες κολόνες. Ένιωθε στην πλάτη του την υγρή πέτρα. Τα χέρια του ήταν πίσω απ’ την πλάτη του, δεμένα με σύρμα. Ενώ

Page 15: ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ

. 11 ,

Πόλη των Οστών

πάλευε για να λυθεί, κάποιος περπάτησε πλάι στην κο-λόνα και στάθηκε μπροστά του. Ένα αγόρι, νεαρό σαν την Ίζαμπελ και εξίσου όμορφο. Τα καστανά του μάτια έλαμπαν σαν κομματάκια κεχριμπάρι. «Λοιπόν», είπε. «Είναι κανείς άλλος μαζί σου;»

Το αγόρι με τα μπλε μαλλιά ένιωσε κάτω απ’ το σφι-χτό σύρμα να αναβλύζει αίμα, κάνοντας τους καρπούς του να γλιστράνε. «Τι άλλος εννοείς;»

«Έλα τώρα», είπε το αγόρι με τα καστανά μάτια σηκώ-νοντας τα χέρια του. Τα μανίκια του γλίστρησαν προς τα πίσω δείχνοντας τους ρούνους που ήταν γραμμένοι στο δέρμα του, στους καρπούς, τις παλάμες, το πάνω μέρος των χεριών του. «Ξέρεις τι είμαι».

Βαθιά μέσα στο κρανίο του αγοριού, ένα νοητό δεύτε-ρο ζευγάρι δόντια άρχισε να τρίζει.

«Κυνηγός Σκιών» είπε με μίσος. Το άλλο αγόρι χαμογέλασε και το χαμόγελό του απλώ-

θηκε σε όλο του το πρόσωπο. «Σε τσάκωσα», είπε.