21

Το ταξίδι στην Ελλάδα

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Τι συμβαίνει όταν ξεκινάς να συναντήσεις αυτό που αναγνωρίζεις σαν οικείο και καθ’οδόν το χάνεις; Αλλά και τι μπορεί να συμβεί, όταν στη θέση του βρίσκεις ένα άλλο, διαφορετικό και εξίσου γοητευτικό; Ποιοι κρατάνε τον τόπο στη θέση του, στη θέση που βρισκόταν πριν, τώρα, και πάντα. Πιο σωστά: ποιοι διαιωνίζουν το αφόρητο, την ελληνική ιδιοπροσωπία, εκείνη που αναδεικνύεται μέσα από τα σταθερά, τα λίγα μεν, αλλά διαχρονικά χαρακτηριστικά; Η μόνη απάντηση που θα διακινδύνευε κανείς, παίρνοντας σαν δεδομένη την υπόθεση της ερώτησης, φαίνεται πως είναι: ΟΛΟΙ Τ

Citation preview

Page 1: Το ταξίδι στην Ελλάδα
Page 2: Το ταξίδι στην Ελλάδα

© Δημήτρης Νόλλας & Εκδόσεις Ίκαρος 2013ISBN 978-960-9527-72-9

70 ΧρόνιαΕκδόσεις Ίκαρος1943–2013

Page 3: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑ Ξ Ι Δ Ι ΣΤΗ Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

Page 4: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ

Νεράιδα της Αθήνας (νουβέλα), Άμστερνταμ, 1974Πολυξένη (διηγήματα), Αθήνα 1974

Το τρυφερό δέρμα (διηγήματα), Καστανιώτης, 1982 (Κρατικό βραβείο Διηγήματος)

Τα καλύτερα χρόνια (νουβέλα), Καστανιώτης, 1984Το πέμπτο γένος (νουβέλα), Καστανιώτης, 1988

Ονειρεύομαι τους φίλους μου (διηγήματα), Καστανιώτης, 1990Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1992

(Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος)Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1994

Τα θολά τζάμια (διηγήματα), Καστανιώτης, 1996 (Βραβείο Διηγήματος Περιοδικού Διαβάζω)

Μικρά ταξείδια, Καστανιώτης, 1998Φωτεινή μαγική (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2000

Από τη μία εικόνα στην άλλη (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2003Νεράιδα της Αθήνας - Πολυξένη, Καστανιώτης, 2004Ο παλαιός εχθρός (διηγήματα), Καστανιώτης, 2004(Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών)

Φύλλα καπνού, Εστία, 2005Ναυαγίων πλάσματα (νουβέλα), Κέδρος, 2009

Ο καιρός του καθενός (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2010Στον τόπο (διηγήματα), Ίκαρος, 2012

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣΑνθολογία γεωργιανής ποίησης (19ος-20ός αιώνας), Καστανιώτης, 2002

(Σε συνεργασία με την Άνι Τσικοβάνι)Μίκαελ Άουγκουστιν, Η σύμπτωση και άλλες ιστορίες, Μελάνι, 2008Ντέιβιντ Τόμσον, Rosebud (Η ζωή του Όρσον Γουέλς), Πάπυρος, 2008

www.dimitrisnollas.com

Page 5: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΔΗ ΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

ΤΟ ΤΑ Ξ ΙΔ Ι ΣΤΗ Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

Μυθιστόρημα

ΙΚΑΡΟΣ

Page 6: Το ταξίδι στην Ελλάδα

Το ταξίδι στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2012 στη φιλόξενη Villa Marguerite Yourcenar στη γαλλική Φλάνδρα.

Page 7: Το ταξίδι στην Ελλάδα

γράφοντας και ξαναγράφοντας το ίδιο

Page 8: Το ταξίδι στην Ελλάδα
Page 9: Το ταξίδι στην Ελλάδα

1κατηφορίζοντας προς το Νότο

Το Acropolis Express είχε ξεκινήσει με ηλεκτρισμό και τώρα συνέχιζε με κάρβουνο. Στριμωγμένοι σ’ ένα κουπέ της δεύτερης θέσης είχαν περάσει τη νύχτα πλάι πλάι, αφήνοντας πίσω τους το Βελιγράδι, εκείνο το γλυκό του Οκτωβρίου βράδυ. Αχάραχτα ακόμη, και σε λίγο θα περ-νούσανε τα Σκόπια κι ύστερα τα σύνορα, υπολόγισε ο Αρίστος, για να φτάσουνε πριν το μεσημέρι στο τέλος του ταξιδιού τους, στη Θεσσαλονίκη, ρολάροντας πάνω σε ρά - γες κοντά είκοσι τέσσερις ώρες, απ’ όταν ξεκίνησαν χτες το πρωί, πρώτα με ηλεκτροκίνητο τρένο κι ύστερα με α- τμομηχανή, που τώρα έστελνε μαύρες τούφες καπνού να ενωθούνε με τα σύννεφα. Το φεγγάρι, χαμηλά στον ορίζο-ντα και πριν αρχίσει να βασιλεύει, άπλωνε ένα φωτεινό παραμυθένιο πέπλο κι ασήμωνε την πλάση στην πιο σκο-τεινή της ώρα.

Η γυναίκα που καθόταν πλάι του έτριψε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. Ρώτησε, «Πού βρισκόμαστε» και σηκώ-

Page 10: Το ταξίδι στην Ελλάδα

10

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

θηκε. Έκανε κι εκείνος το ίδιο με μιαν αυτόματη κίνηση που δύσκολα έκρυβε την έγνοια του για τη συνοδό του, ρί-χνοντας πίσω στο κάθισμα ένα ελαφρύ πανωφόρι που τον σκέπαζε όσο λαγοκοιμόταν. Στήθηκε έξω απ’ την τουαλέ-τα και σκέφτηκε ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, όσο θα την πε-ρίμενε. Ατέλειωτο αυτό το νοτιοσλαβικό έμβολο, η βαλ - κανική κατηφο ρική ευθεία. Ανεβαίνουνε, κατεβαίνουνε οι άνθρωποι και τελειωμό δεν έχουν, συλλογιζόταν ο Αρί-στος, ενώ το βλέμμα του ψηλάφιζε εκείνο το πηχτό γαλα - κτερό σκοτάδι που διέ σχιζε ο συρμός, λες και θα μπορού-σε να φέρει κοντύτερα την αυγή που την υποψιαζόταν να αχνοροδίζει πολύ πέρα, στο βάθος. Εκείνο που ’χε καρφω - θεί στο κεφάλι του, πέρα από τη φροντίδα του γι’ αυτήν, ήταν τα λόγια της, όταν για πρώτη φορά είχε ανοίξει το στόμα της, απ’ την αρχή του ταξιδιού, και είχε πει, «Αχ, μωρέ παιδί μου, τι πράγματα είναι φορτωμένο το κεφά-λι σου… φύλλα ξερά, πεσμένα και σάπια είναι γεμάτο». Κι όταν κάποια στιγμή είχαν απομείνει μόνοι τους στο κουπέ, είχε συνεχίσει με ανεξήγητη όρεξη, «Γι’ αυτό και νομίζεις πως κάποιος σαν κι εμένα ήταν με το μέρος του Κακού, πως είχα διαλέξει το λάθος· κι όχι το σωστό. Όχι με τον Αϊζενχάουερ, ούτε με τον Ζούκωφ ή με τον Μοντ-γκόμερυ. Κι όμως αν έκανες τον κόπο να μπεις στη θέση του άλλου, θα ’βλεπες το καπέλο μου, το δικό μου το κα-πέλο. Να βρίσκομαι αλλού ήταν απ’ τα μικρά μου χρόνια αυτό που ’κανε τη ζωή μου υποφερτή. Το καύσιμο που ’βαζε μπροστά τη μηχανή… κι αυτό το ντράγκα-ντρούγκα του βαγονιού πάνω στις ράγες, σφυριές μέσ’ στο κεφάλι μου, που δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ όσα μερόνυχτα μας πήρε για να φτάσουμε ίσαμ’ εκεί πάνω, περισσότερο κι

Page 11: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α

11

απ’ τις βόμβες που ρίχνανε τα αεροπλάνα γύρω μας, ήξε-ρα πως ήτανε το πάσο μου για κείνο το ταξίδι. Και μ’ άρε-ζε αυτό, γιατί μ’ έπαιρνε μακριά».

Κι όταν απόφαγαν ό,τι σαλάμια και ψωμάκια κουβα-λούσε μαζί της και μοιράστηκαν μια σέρβικη μπίρα που είχε αγοράσει ο Αρίστος εκείνο το δίωρο της αναμονής τους στο Βελιγράδι, χωρίς ν’ ανταλλάξουνε μιλιά παρ’ όλες τις προσπάθειές του, και συνέχισαν να κατηφορίζουν νότια, η αφορμή για να ξανανοίξει το στόμα της, δόθηκε όταν είχε μπει ένας Γιουγκοσλάβος σέρνοντας δυο χαρτόκουτα δε-μένα με σχοινί, στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο τραβολογού-σε τη γυναίκα του, χωρίς να την αφήνει από κοντά του. Την έβαλε να κάτσει απ’ τη μεριά της πόρτας κι αυτός κά θισε στη μέση, δίπλα στον Αρίστο κι απέναντι απ’ τη γυναί-κα, την οποία από την πρώτη στιγμή που έσυρε την τζα-μένια είσοδο του κουπέ, δεν είχε πάψει να την κοιτάζει εξεταστικά.

«Συμβαίνει κάτι, παλικάρι;» ρώτησε εκείνη απότομα κι ύστερα από λίγο είχε προσθέσει επιθετικά, «γιατί με κοιτάς έτσι, ρε;» Κι εκείνος ο επιβάτης με το αρπαγμέ-νο πρόσωπο και τα πυρετικά μάτια, τα σκεπασμένα απ’ τα πυκνά κοκκινόξανθα φρύδια του, ένας φουκαράς ξωμά-χος, της απάντησε και μίλησε ελληνικά, «Τι να συμβαίνει, καλέ; Να, έτσι… κάποια μου θύμισες και τρόμαξα. Τίπο-τα δεν συμβαίνει». Ο Αρίστος σκέφτηκε θα μπλέξουμε τώρα, και την κοίταξε αυστηρά, όταν σκύβοντας μπρο-στά τής ψιθύρισε, «Τον ξέρεις;» τη ρώτησε, κι όταν εκεί-νη ένευσε αρνητικά, ενώ συνέχισε να την επιπλήττει α- νοιγοκλείνοντας τα χείλη του χωρίς να υψώσει τη φωνή του, της είπε, «Τότε, πώς του μιλάς έτσι, γαμώτο μου,

Page 12: Το ταξίδι στην Ελλάδα

12

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

τότε;» «Δεν έκανα τίποτα κακό, ελληνικά τού μίλη-σα», ψιθύρισε κι εκείνη, ακουμπώντας τα χείλη της στο αυτί του. «Και την άλλη φορά που ’χα περάσει από ’δώ», συνέχισε, «πάλι ελληνικά μίλησα», κι όταν ένιωσε την αμφιβολία να τρεμοπαίζει στα βλέφαρά του πρόσθεσε, «Δεν το πιστεύεις, ε;… κι όμως την ίδια γλώσσα μιλάμε όλοι μας».

Καλά· αρχίδια, σκέφτηκε ο Αρίστος και στράφηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας το μαύρο σκοτάδι, κι αμέσως με - τά, περισσότερο για να αποφορτίσει τη δικιά του έντα-ση, καθώς εκείνος ο αγρότης δεν έδειχνε να είχε προσ-βληθεί από τον τρόπο της γυναίκας, στράφηκε προς την πλευρά τους και ρώτησε, «Σέρβοι;» «Όχι, Μακεδόνες είμαστε», απάντησε ήρεμα εκείνος ο άνθρωπος, κι ο Αρί - στος δεν κρατήθηκε και είχε πει, με μόλις καλυπτόμε-νο σαρκασμό, «Α! μάλιστα! Μακεδόνες…», για να προ-σθέσει γρήγορα γρήγορα και φαρμακερά, «κι εγώ, ο Σα - λονικιός, τότε τι είμαι;» «Κι εσύ Μακεδόνας είσαι», είπε σταθερά εκείνος ο άντρας, ενώ απευθύνθηκε τώρα στη γυναίκα και συνέχισε λες και όλοι τους περίμεναν ν’ ακού-σουν γιατί την είχε κοιτάξει εξεταστικά λίγο πριν. «Να, είσαι ολόιδια με μια ξαδέρφη μου, που παλιά τής είχε φα-νερωθεί ο προφητΗλίας στ’ όνειρο και της είχε ζητήσει να κάνει το σπίτι της μοναστήρι. Τον είχε δει, να, ολοζώντα-νο, μας έλεγε, μέσα σε μια μεγάλη φωτιά σαν λουλούδι, ανέβαινε-κατέβαινε, δεν θυμάμαι, και της είπε να κάνεις το σπίτι σου μοναστήρι. Να το χτίσεις και να μη φύγεις ποτέ απ’ τον τόπο, της παράγγειλε ο άγιος. Κι εκείνη δεν έφυγε, το ’φτιαξε με τα χέρια της, το ’ταξε στη χάρη του και σώθηκαν τόσες γυναίκες, γυναίκες που δεν μπόρεγαν

Page 13: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α

13

να ησυχάσουν. Κι ύστερα πέθανε. Της μοιάζεις, πολύ της μοιάζεις· άσε που νομίζω πως έχουμε ξανασυναντηθεί… οι άνθρωποι συνέχεια χάνονται και βρίσκονται χωρίς τε-λειωμό», είχε προσθέσει θυμόσοφα μετά από μια μικρή παύση. «Να, κι εγώ όταν ανέβηκα στο τρένο, νόμισα που συνάντησα την ξαδέρφη μου, όταν σε είδα. Αλλά έτσι γί-νεται καμιά φορά, ν’ ανταμώνουνε οι άνθρωποι στα λόγια των νεκρών, όταν σμίγουν με τους ζωντανούς», είπε και συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα και εξεταστικά σαν να μπορούσε μέσα στο πρόσωπό της να διακρίνει τη νεκρή του ξαδέρφη.

«Κι εσείς; Τι δουλειά κάνετε; Πώς τα βγάζετε πέρα, εδώ πάνω;» ενδιαφέρθηκε τώρα να μάθει η γυναίκα, αγνοώ-ντας τα τελευταία λόγια του συνταξιδιώτη τους, ή ίσως επειδή έγιναν αφορμή να τον προσέξει, έμοιαζε να ’χε βρει ξαφνικά την όρεξή της για κουβέντα κι όσα δεν είχε πει τόσες ώρες τα ξεφούρνιζε τώρα, λίγο πριν τους βρει η νέα μέρα στη Θεσσαλονίκη.

«Εμείς φέρνουμε παραγγελίες στο μοναστήρι, μια φορά το μήνα. Στους δυο, καμιά φορά. Αλεύρι, ζάχαρη, αλάτι, καφέ. Ό,τι χρειάζονται οι γερόντισσες απ’ τον κόσμο. Ό,τι μας ζητήσουν», κι έκανε μια κίνηση προς τα χαρτό-κουτα, τα αφημένα στο διάδρομο. «Τους τα πηγαίνουμε, παίρνουμε ευλογία κι ύστερα πίσω στο χωριό». «Και πώς ζείτε ’δώ πάνω; Η ζωή πώς είναι;» επέμεινε η γυναίκα. «Να», είπε ήρεμα αυτός ο άνθρωπος, «σπέρνουμε καλα-μπόκι, βάζουμε πατάτες, φασόλια, αυτά· δύσκολα». «Και δεν σκέφτηκες να φύγετε, να πάτε να δουλέψετε στη Γερ-μανία;» «Εμείς δεν φεύγουμε από ’δώ, καλέ κυρία· εμείς ψωμί και κρεμμύδι να τρώμε, εδώ θα μείνουμε». Δεν

Page 14: Το ταξίδι στην Ελλάδα

14

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

ξαναμίλησαν μέχρι που κατέβηκαν κι αποχαιρετίστη- καν, ενώ η νύχτα γλιστρούσε πάνω στα μάτια τους όπως το σκοτεινό κύμα της παλίρροιας κι ο Αρίστος συνέχισε να κοιτάζει τα χλομά φώτα του σταθμού εκείνης της μι-κρής μακεδονικής πόλης που άφηναν πίσω τους, όπου μια αφόρητη σιωπή σκέπαζε τους ρημαγμένους κήπους και τα σβηστά φώτα στους φανοστάτες των δρόμων.

Οι ελεγκτές των διαβατηρίων και οι τελωνειακοί ανοι-γόκλειναν με επίπλαστη πολυπραγμοσύνη τις πόρτες των κουπέ, αφού είχαν μπει εν τω μεταξύ στο σταθμό των συ-νόρων, όπου θα περίμεναν καμιά ώρα, ίσως και πιο πολύ, όχι μόνο για τον έλεγχο των διαβατηρίων, αλλά και για την αλλαγή των ατμομηχανών, καθώς ο συρμός τους διασταυ-ρωνόταν εδώ με το ελληνικό τρένο, που ’χε ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη για να κάνει την αντίστροφη με τη δικιά τους διαδρομή και σε λίγο θα ήταν η μηχανή του που θα τους έφερνε στον τελικό τους προορισμό. Της είπε, «Έλα, ας κατέβουμε να σε κεράσω έναν καφέ». Κι εκείνη αντα-ποκρίθηκε, «Να κατέβουμε, ναι· πιάστηκα τόσες ώρες», είπε και πρόσθεσε, «αλλά εγώ θα κεράσω».

Ο Καραμάνογλου είχε πει, όχι πολλά πολλά μαζί της, ούτε παραπανίσια έξοδα ούτε εξτρά, είναι μια δουλειά την οποία σου αναθέτω επειδή σου έχω εμπιστοσύνη, όταν πριν δυο βδομάδες του ζήτησε να συνοδέψει αυτή τη δυστυ-χισμένη γυναίκα στη Θεσσαλονίκη, όπου θα την παρα-λάμβαναν οι δικοί της. Ο ίδιος είχε μια μακρινή συγγέ-νεια μαζί της, σχεδόν ξεχασμένη είχε πει, και γι’ αυτό τη νοιάστηκε. Τη λέγανε Χρυσάνθη κι είχε πάνω-κάτω τα διπλά χρόνια του Αρίστου. Του είχε εμπιστευθεί ένα-δυο πράγματα επιπλέον για κείνη, ίσα ίσα όσα χρειαζόταν να

Page 15: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α

15

ξέρει. Μια ύπαρξη που ήρθε εργάτρια στη Γερμανία από τα χρόνια του πολέμου και με τον καιρό φαίνεται της είχε σαλέψει. Ο Αρίστος, γενικών καθηκόντων και βοηθός του Καραμάνογλου στη λαχαναγορά του Μονάχου, δέχτηκε χω - ρίς συζήτηση την αποστολή, καθώς ένιωσε πολύ τυχερός, αφού του δινόταν η ευκαιρία με πληρωμένα εισιτήρια να κατέβει στην Ελλάδα, απ’ όπου έλειπε κοντά τρία χρόνια.

Το κίνητρό του δεν ήταν αποκλειστικά και μόνον η ευ-καιρία ενός ταξιδιού με πληρωμένα εισιτήρια, ήταν κι η πε - ριέργειά του για την πορεία που είχε ακολουθήσει εκείνη η γυναίκα, καθώς από την πρώτη στιγμή είχε αναρωτη-θεί, τι διαδρομή μπορεί να είχε κάνει ένας άνθρωπος από τα μέρη της Πτολεμαΐδας για να βρεθεί το 1943 να δου-λεύει σε γερμανικό εργοστάσιο, την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος.

Ο Αρίστος, ανήσυχος σουλατσαδόρος και το σημα-ντικότερο χωρίς πόρους που θα μπορούσαν να χρηματο-δοτήσουν τον πλάνητα βίο που από μικρός ονειρευόταν, είχε ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη το 1960 για τη Γερμα-νία σαν εργαζόμενος φοιτητής χωρίς αντικείμενο σπου- δών, χωρίς κάποιο σχέδιο για τη ζωή που ανοιγότανε μπροστά του. Είχε απομακρυνθεί από την πατρική εστία, φροντί ζοντας παρ’ όλα αυτά να αποσπάσει ένα μικρό στα θερό επίδομα, με πρόσχημα τις σπουδές και μονα-δικό του οδηγό το γνωστό αστέρι της Ανατολής, που το λέν’ opoumevgali.

Τέτοιες διαδρομές όμως, όπως όλοι γνωρίζουν, δύ-σκολα βγάζουν κάπου παρεκτός στην ίδια την ουρά σου, όπως είχαν κάνει και τον Αρίστο σιγά σιγά να καταλάβει αυτά τα λίγα χρόνια της γερμανικής του εμπειρίας. Στη

Page 16: Το ταξίδι στην Ελλάδα

16

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

διάρκεια αυτής της σχετικά σύντομης περιπλάνησής του, είχε την ευκαιρία να επαληθεύσει πως, καθώς ο κόσμος είναι μια μπάλα που δεν σταματάει να γυρίζει, συναντάει πάντα την πλάτη του. Κι έτσι, ενώ με τον καιρό ανανέωνε την εγγραφή του και τυπικά παρέμενε σπουδαστής, σχε - δόν πλανόδιος, όπως στα χρόνια του Γκαίτε, είχε αρχίσει να επιβιώνει με ευκαιριακές δουλειές και να γλιστράει σ’ εκείνη την ενδιάμεση ζώνη της πανεπιστημια κής ζωής, εκεί όπου ανήσυχοι νέοι ανέβαλλαν διαρκώς τις σπου-δές τους για το επόμενο εξάμηνο, καθώς προτιμούσαν να αναλίσκονται σε μαραθώ νιες συζητήσεις για τους αγώ- νες των λαών κατά της αποικιοκρατίας και του ιμπε- ριαλισμού.

Ήταν οι αρχές της δια βόητης δεκαετίας του εξήντα, που είχε ξεκινήσει με τη δολοφονία του Λουμούμπα, στη συνέχεια μ’ εκείνη του Χάμερσκελντ για να ακολουθήσει λίγο μετά, του Κέννεντυ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έχοντας ήδη συνταράξει και την Ελλάδα με το φονικό του Λαμπράκη. Ξεκίνησε με αίμα εκείνη η δεκαετία, στην αρχή της οποίας ο Αρίστος βρέθηκε να κοπροσκυλιάζει στο Μόναχο, όπου σχεδόν ανεπαισθήτως και διαρκώς με - τατοπιζόμενος ελαφρά, σχεδίαζε να γίνει ζωγράφος, ίσως και ποιητής, ενώ στην πραγματικότητα ζούσε με σκοπό να μην κάνει τίποτα και να παρατηρεί όλα όσα συνέβαι-ναν γύρω του. Πράγμα που ήταν μια άλλη, πανάρχαια οδός για να πετύχει κανείς εκείνους τους δύο στόχους, ή τουλάχιστον τον έναν απ’ αυτούς. Αυτή η πραγματικότη-τα όμως είχε και μια άλλη, αδιόρατη πλευρά: η ελαφρά μετατόπιση από τον πρωταρχικό στόχο, έστω θολό και τρεμάμενο, να αδιαφορήσει εντέλει για τις πανε πιστημια-

Page 17: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α

17

κές του σπουδές, είχε παρθεί, θα ’λε γε κανείς, με τον τρό - πο της διολίσθησης και όχι μιας θαρραλέας και συνει-δητής απόφασης. Προκειμένου να αποφύγει να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη της ύπαρξής του και στην οδύ-νη, που θα προκαλούσε στον ίδιο και στους γύρω του αυ - τή του η απόφαση, άφησε το πράγμα να γίνει σαν να μην είχε γίνει. Συνήθως, έτσι συμβαίνει, άλλοι δολιχοδρο-μούν και άλλοι διολισθαίνουν. Η οδύνη όμως παραμένει και περιμένει, γιατί αν δεν βιωθεί, όσο και να μεγαλώ-σει το μωρό, θα παραμείνει για πάντα μπέμπης. Ο Αρί-στος δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν για τον τρόπο που διευκόλυνε τη μοίρα του να κρατήσει τον κονδυλοφόρο της. Μόνον ο αδερφός του υπήρχε τώρα πια, μεγαλύτε-ρος δέκα χρόνια, που ίσως να σχεδίαζε να παίξει το ρό λο των νεκρών γονέων.

Ο Αρίστος εκτιμούσε πως ο αδερφός του δεν θα μπο-ρούσε να τον ελέγξει κι έτσι συνέχιζε, όπως ο Ισμαήλ, να μπαλώνει τα πανιά και να πλέει με τον καιρό πρίμα, όσο καιρό δεν εμφανιζόταν το Μεγάλο Κήτος, γλεντώντας ανέμελα και παρατηρώντας το χρόνο να περνάει, αφήνο-ντας πίσω του αχνά σημάδια, σαν τον αφρό των νερών που χάνονται πίσω από μια βάρκα. Αν και το ελαφρό τσί-μπημα που ένιωθε, κάθε φορά που πήγαινε να εισπράξει εκείνο το μικρό έμβασμα, που κάλυπτε το νοίκι και τα μικροέξοδά του, γινόταν όλο και πιο ενοχλητικό. Μια φο-ρά το μήνα, μπροστά στο γκισέ της Τράπεζας, ένας αό-ρατος Αρίστος που στεκόταν πλάι του, ρωτούσε πού θα πάει και πόσο θα κρατήσει αυτό. Ποιο αυτό; Αυτό. Έτσι, τη μέρα που συνειδητοποίησε πως κατά διαστήματα ξέ-κοβαν κι εξαφανίζονταν διάφορα μέ λη αυτής της παρέ-

Page 18: Το ταξίδι στην Ελλάδα

18

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

ας των γλεντοκόπων συντρόφων του, άρχισε κι ο ίδιος να το σκέφτεται σοβαρά αυτό. Συνέχιζε να μονολογεί, όπως έκανε από την πρώτη κιόλας χρονιά της εγκατάστασής του, μα, τι ήρθα τέλος πάντων να κάνω εγώ εδώ πάνω; Η Γερμανία αναδεικνύει μηχανικούς και μοχθούντες αποτα-μιευτές, συμπέραινε απαξιωτικά· και τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά τα πράγματα; Τώρα όμως αποφάσισε να βρει μια σταθερή δουλειά, καθώς ο πρόσφατος θάνατος του πατέ - ρα, υπέθετε πως θα του στερούσε εκείνο το μικρό βοήθη-μα – εκτός και εάν ο Βάιος. Κυρίως όμως αποφάσισε αυ - τή την αλλαγή στη ζωή του τη μέρα που έντρομος δια πί - στωσε πως οι περισσότεροι από εκείνους τους συντρό-φους που τον περιέβαλλαν, ξένοι σαν κι αυτόν αλλά και Γερμανοί, σιγά σιγά και ένας ένας είχαν αρχίσει να απο-σύρονται. Επειδή η κραιπάλη δεν έχει φυλετικά ούτε τα - ξικά γνωρίσματα, η παρέα του στην πλειοψηφία της απαρ-τίζονταν από παιδιά εργατικών οικογενειών, αλλά και φοι - τητές και μαθητευόμενους κάθε λογής, τους οποίους ανή-συχος έβλεπε από μια στιγμή και ύστερα να εξαφανίζο-νται από τα στέκια των αργόσχολων του Σβάμπινγκ και της Λέοπολντστράσσε, καθώς αποσύρονταν, άλλοι στις αίθουσες των σχολών τους αναζητώντας τον χαμένο χρό-νο, κι άλλοι, κάτω από την οικονομική ανάγκη, για να κα - ταλήξουν ανειδίκευτοι εργάτες και φορτοεκφορτωτές, πί - νοντας μπίρες στα διαλείμματα της βάρδιας τους. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από το μικρό σημάδι της μελαγχολίας που συννέφιαζε το πρόσωπό τους και τους έκανε να τραβούν μακριά το βλέμμα τους. Κι έτσι ο Αρίστος, ενώ συνέχι-ζε να τον τρώει η νοσταλγία για τη γειτονιά του, τα κα -

Page 19: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α

19

φενεία της παραλίας, το σουλάτσο στην Τσιμισκή και τα χορευτικά κλαμπ στο Καραμπουρνάκι, όταν χρειάστη - καν κάποιον υπάλληλο σ’ εκείνη την εταιρεία εισαγω γής φρούτων και νωπών προϊόντων, προσέπεσε χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν έτοιμος από καιρό. Τον προσέλαβαν αμέσως σαν βοηθό λογιστή, στην πραγματικότητα επόπτη φορ-τοεκφορτωτών. Έπιανε δου λειά πριν ξημερώσει, δίνοντας έτσι και το αποχαιρετιστήριο λάκτισμα στις πανεπιστη-μιακές του σπουδές, μην αντέχοντας, και να ξυπνάει μέσα στην άγρια νύχτα για να πιάσει δουλειά και ταυτοχρό- νως να παριστάνει τον προσεκτικό ακροατή των παραδό-σεων. Αυτές επί της ουσίας είχε ήδη φροντίσει να τις πα-ρατήσει, πριν καταστούν αδύνατες.

Η Λιζλ ενθουσιάστηκε και δεν έπαυε τον πρώτο και-ρό να σιγοντάρει την απόφασή του, επαναλαμβάνοντας, «Να, κάτι που θα σε επαναφέρει στην πραγματικότητα», δεν κου ραζόταν να του λέει, συμπεριφερόμενη η ίδια σαν τον απαραίτητο κρίκο αυτής της επαναφοράς και ήταν ευκαιρία αυτό το ταξίδι που του ’λαχε, για ν’ αναγγείλει στον αδερφό του πως σχεδίαζαν να παντρευτούν το επό-μενο καλοκαίρι, του υπενθύμιζε μέχρι την τελευταία στιγ-μή που ανέβηκε στο τρένο. Αυτά η καλόγνωμη Λιζλ.

Τη Χρυσάνθη πήγε να τη συναντήσει την παραμονή της αναχώρησής τους. Είχε προλάβει να μάθει κάτι πα-ραπάνω γι’ αυτήν στο καφενείο του σταθμού, όπου σύχναζαν Έλληνες, και στην εκκλησία, από τους μετανάστες που ’χαν αρχίσει να πληθαίνουν καθώς καθημερινά φορτώ-ματα εργατών έφταναν στο σταθμό του Μονάχου για να προωθηθούν προς τη Στουτγκάρδη και τη Φραγκ φούρτη και πιο πάνω, στα ορυχεία τού Ρουρ και στα εργοστά-

Page 20: Το ταξίδι στην Ελλάδα

20

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

σια της βόρειας Γερμανίας. Οι περισσότεροι, ακτήμονες αγρότες, είχαν αφήσει πίσω τους γυναίκες και παιδιά που περίμεναν εμβάσματα και γράμματα γεμάτα υποσχέσεις. Όλοι τους αναμασούσαν τα ίδια κουτσομπολιά: όταν ναυ-άγησε στην Ελλάδα η εφαρμογή της γενικευμένης επι-στράτευσης των ελλήνων εργατών, που θα αναπλήρωναν όσους πολεμούσαν στο αχανές Ανατολικό μέτωπο που ’χε ανοίξει το ναζιστικό καθεστώς, η Χρυσάνθη είχε έρθει να δουλέψει στη Γερμανία, ένα είδος πρώιμης μετανάστριας στη διάρκεια της Κατοχής, με τις εργατικές αποστολές του γερμανικού στρατού. Με το τέλος του πολέμου, είχε γλιτώσει από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και τις φωτιές, από την πείνα και τη δυστυχία, που συνόδευσαν την κατάρρευση της χώρας και δεν ζήτησε να επαναπατρισθεί. Τα ’φτιαξε με κάποιον Ούλριχ, και συνέχισε να δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο που δούλευε και στη διάρκεια του πο - λέμου. Ώσπου πάνε λίγα χρόνια που άρχισε να λέει και να κάνει τρελά, αφού εγκατέλειψε το σπίτι της. Ματαίως εκείνος ο Αλάριχος προσπάθησε να της αλλάξει μυαλά, φαίνεται είχε πάρει τις αποφάσεις της που κανένας δεν γνώριζε. Στην αρχή την περιέ θαλψε η εκκλησία, πήγε να τους τρελάνει κι εκείνους, έκανε πως δεν καταλαβαί-νει λέξη γερμανικά, δεν βρήκαν να πάσχει από κάτι συ-γκεκριμένο, είπαν θα τη διώξουνε. Την ανέλαβε η Πρόνοια, ούτε κι εκεί ησύχαζε, είπαν να τη στείλουν στο χωριό της να τη φροντίσει η αδερφή της. Ο Αρίστος δεν χρειαζό-ταν να μάθει περισσότερα, τι ήταν εξάλλου γι’ αυτόν, μια αποσκευή ήτανε. Πήγε και τη βρήκε την παραμονή της αναχώρησής τους.

Μια χαρά τού φάνηκε. Λίγο παρατημένη, λίγο της έφευ-

Page 21: Το ταξίδι στην Ελλάδα

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔ Α

21

γε το δεξί μάτι στα ουράνια, αλλά καλοστεκούμενη, την έκανε κοντά στα πενήντα, αν και τα χαρτιά της λέγα-νε γεννηθείσα το ’23, σκάρτα σαράντα ήτανε. Εκεί όμως που υποψιάστηκε πως πραγματικά κάτι έτρεχε ήταν που σε μια στιγμή, στο σαλονάκι τού χάιμ της Πρόνοιας, εκεί που κάθονταν ανάμεσα σε κάτι άλλους απόκληρους, σκύ-βει η Χρυσάνθη και του λέει, «Είδα ένα όνειρο απόψε», του είπε, «έμοιαζε με χάρτινη βαρκούλα. Ξέρεις», συνέ-χισε, «απ’ αυτές που κάνουν τα παιδιά, τις ψεύτικες. Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη», πρόσθεσε θλιμ-μένα. Ύστερα έσκυψε κι ανέσυρε μέσα από μια τσάντα που είχε ανάμεσα στα πόδια της, ένα φύλλο χαρτί, έμοια-ζε κόλλα μικρού τετραδίου, κι άρχισε να το ισιώνει πάνω στη φούστα της. Περνούσε πάνω του την παλάμη της σαν να το σιδέρωνε, κι ο Αρίστος είπε, θέλει να φτιάξει μια βαρκούλα. Κι ύστερα έβγαλε, πάλι απ’ την τσάντα, ένα μολύβι και ξαναείπε ο Αρίστος, θα γράψει αυτό που ονει-ρεύτηκε. Έμεινε έτσι, ακίνητη για ώρα, κρατώντας το μο - λύβι έτοιμο πάνω στην κόλλα, σαν να μην αποφάσιζε τι θα γράψει, ή πώς. Κι ύστερα, σαν να ’χε βαρεθεί να πε-ριμένει τον εαυτό της, γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια και είπε, «Λοιπόν, τι θα γίνει παλικάρι, θα πεις τι ονει-ρεύτηκες;» Ο Αρίστος την είχε κοιτάξει σαστισμένος, ενώ εκείνη είχε συμπληρώσει ανυπόμονη, «άιντε ντε, τό- ση ώρα περιμένω».

Στο καφενείο του συνοριακού σταθμού είπε, «Δεν πίνω τούρκικο, ποτέ δεν έπινα καφέ. Τόσα χρόνια στη Γερμα-νία, δεν τον έμαθα τον καφέ. Παραξενιά μου, κι οι φίλες μου με κοροϊδεύανε και με κοιτάγανε με μισό μάτι, για-τί βγαίναμε παρέα στα ζαχαροπλαστεία, και τι να πάρεις.