23

Των Παιδιών μας τα Παιδιά

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Μπορούν οι γιαγιάδες και οι παππούδες να γίνουν οι Σημαντικοί Άλλοι στη ζωή των εγγονιών τους; Και μάλιστα δρώντας επικουρικά και όχι ανταγωνιστικά προς τους γονείς; Ποια είναι η σχέση τους με το νέο τους ρόλο; Ποια είναι η σχέση τους με τα εγγόνια τους και ιδιαίτερα με το εγγόνι-βρέφος; Πώς αλληλεπιδρούν με τα παιδιά τους; Πολλά και σημαντικά ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες!

Citation preview

Η κ. Βιταλάκη Ελένη έχει πτυχίο βασικών σπουδών στα Παιδαγωγικά από το Πανεπιστήμιο ΠΤΔΑ του Πανεπιστημίου Κρήτης (1994) και διδακτορικό δίπλωμα στο γνωστικό αντικείμενο της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας από το τμήμα Φιλοσοφικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης (2002). Επίσης είναι κάτοχος Μεταδιδακτορικού Τίτλου (2007) από το ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τέλος, εξειδικεύεται στη Συμβουλευτική & Δεξιότητες Συμβουλευτικής στα πλαίσια της σχολικής εκπαίδευσης. Το διδακτορικό της δίπλωμα είχε ως αντικείμενο την διερεύνηση του είδους της επικοινωνίας μεταξύ μητέρων – βρεφών και γιαγιάδων – βρεφών στο φυσικό τους περιβάλλον ενώ ο μεταδιδακτορικός της τίτλος αναφέρεται στην επικοινωνία και τρόπους εμπλοκής γονέων και εκπαιδευτικών σε κρίσιμα ζητήματα της εκπαίδευσης. Η κ. Βιταλάκη έχει πλούσια και πολυετή διδακτική εμπειρία ως διδάσκουσα στις σχολές του Παν/μίου Κρήτης. Από το 2007 είναι μόνιμη εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα εμπνέονται από ζητήματα της αναπτυξιακής και παιδαγωγικής ψυχολογίας και αναφέρονται στην αλληλεπίδραση και επικοινωνία του παιδιού τόσο με τους Σημαντικούς Άλλους, όσο και με τους φορείς της εκπαίδευσης και αγωγής του στα σχολικά πλαίσια. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.

Των Παιδιών μας τα Παιδιά… Τρεις γενιές σε μια οικογένεια

©Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη

©2012 Εκδόσεις Δοκιμάκης Καντανολέων 4

Ηράκλειο Κρήτης Τ. 2810288544 Φ. 2810285541 Email:[email protected] www.bigbook.gr Isbn : 978-960-9433-26-6 Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 ( όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 3232/93 και ισχύει σήμερα ) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης ( που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975 ) ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά , στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

1

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη

Των Παιδιών μας τα Παιδιά…

Τρεις γενιές σε μια οικογένεια

2

Περιεχόμενα Αντί προλόγου Εισαγωγή ...................................................................................................................................... 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Παππούς - Γιαγιά: Ένας νέος ρόλος! Οι παππούδες και οι γιαγιάδες στο πέρασμα των χρόνων.............................................................. 9 Οι παππούδες και οι γιαγιάδες ανά τον κόσμο! ........................................................................... 14

Η ψυχολογία των παππούδων και των γιαγιάδων. ....................................................................... 24

Οι τυπολογίες των παππούδων και των γιαγιάδων. ..................................................................... 28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Οι παππούδες, οι γιαγιάδες και τα εγγόνια. Ποιοι κρίσιμοι παράγοντες επηρεάζουν τη σχέση των εγγονιών με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους; ............................................................................................................................. 33 Τα συναισθήματα των εγγονιών για τους παππούδες και τις γιαγιάδες. ...................................... 35 Συναισθήματα εγγονιών βρεφικής, νηπιακής και παιδικής ηλικίας. ............................................ 37 Χτίζοντας σχέσεις ζωής με τους έφηβους. ................................................................................... 38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο σημαντικός ρόλος της γιαγιάς και του παππού στην ψυχοσωματική ανάπτυξη του βρέφους. Η ψυχαναλυτική προσέγγιση της σύνδεσης του βρέφους με τη μητέρα και τον πατέρα του. ..... 42

Η σημασία της προσκόλλησης του βρέφους στους γονείς του. ................................................... 45

Η προσκόλληση του βρέφους με τη γιαγιά και τον παππού του (Σημαντικοί Άλλοι). ................ 47

Η εξέλιξη της επικοινωνίας του βρέφους με τον παππού και την γιαγιά, μέσα από τη μίμηση συμπεριφορών. ............................................................................................................................. 50 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Ηθικά διλήμματα και κοινωνικά αδιέξοδα των σύγχρονων παππούδων και των γιαγιάδων. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες ως νόμιμοι (βασικοί) κηδεμόνες των εγγονιών τους. .................. 57

Το δικαίωμα του παππού και της γιαγιάς να βλέπει το εγγόνι του. ............................................. 58

Το Δίλημμα: Παππούς και Γιαγιά ή υποκατάστατα των γονέων; ................................................ 61

Μητρότητα στην εφηβεία και ο κρίσιμος ρόλος της γιαγιάς. ...................................................... 63

Ο παππούς και η γιαγιά σε μια μονογονεϊκή οικογένεια.............................................................. 65

Βασικές αρχές για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων κρίσεων από ένα διαζύγιο. .......................... 66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο παππούς και η γιαγιά στην ευρύτερη οικογένεια. Η αξία του παππού και της γιαγιάς. ............................................................................................. 70

Γιατί οι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν πρέπει να συμπεριφέρονται σα γονείς στα εγγόνια τους; ..................................................................................................................................................... 72

Τι προσδοκούν οι παππούδες και οι γιαγιάδες από τα εγγόνια τους. ........................................... 75 Επίλογος ...................................................................................................................................... 78

Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. ................................................................................................... 80

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία. ....................................................................................................... 81

3

Αντί προλόγου…

«Ο πιο όμορφος και προκλητικός ρόλος στη ζωή μιας γυναίκας, είναι αυτός της μητέρας. Από την πρώτη στιγμή που πήρα το γιο μου στην αγκαλιά αισθάνθηκα μια ξεχωριστή δύναμη, σαν να βρίσκομαι στην κορυφή του κόσμου. Όταν δε ήρθε η κόρη μου δεν μπορούσα πλέον από το να θεωρώ τον εαυτό μου έναν απόλυτα τυχερό άνθρωπο. Ακόμα, όμως, πιο τυχερή αισθανόμουν που ένιωθα και τους γονείς μου να μοιράζονται την ίδια χαρά με μένα. Αν και πάντα πίστευα στην απόλυτη σχέση μητέρας-παιδιού, ήμουν σίγουρη ότι υπήρχε και κάτι ακόμη που δεν μπορούσα να αγνοήσω- την επιθυμία του μικρού μου βρέφους να συνάψει μιαν ακόμα σημαντική σχέση με τη δική μου, αυτή με την αγαπημένη μου μητέρα».

Στις μέρες μας γνωρίζουμε αρκετούς από τους παράγοντες που προάγουν ή υπονομεύουν την επικοινωνία των παιδιών με τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους, όπως η ηλικία, το φύλο, η τάξη, η αστικοποίηση, η γεωγραφική απόσταση, το περιβάλλον ζωής των γιαγιάδων και των παππούδων, οι σχέσεις μεταξύ της γιαγιάς και της μητέρας και πολλοί άλλοι. Η παρουσία, όμως, των γιαγιάδων και των παππούδων και η συχνή, άμεση ή έμμεση, εμπλοκή τους στην ανατροφή των παιδιών είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός, που επιδρά στη συναισθηματική τους ανάπτυξη. Στόχος του παρόντος βιβλίου είναι o έλεγχος της βασικής υπόθεσης ότι, δηλαδή, όχι μόνο η μητέρα και ο πατέρας, αλλά και οι παππούδες και οι γιαγιάδες μπορούν να γίνουν εξίσου καλοί επικοινωνιακοί σύντροφοι για τα εγγόνια τους από τις πρώτες μέρες της ζωής τους.

Το παρόν βιβλίο βασίζεται στο συνδυασμό της εμπειρίας μας, ως ερευνήτριες, σε δύο σημαντικά ερευνητικά εγχειρήματα, στη μελέτη της επικοινωνίας των βρεφών με τις γιαγιάδες (πρώτη έρευνα-Έλενα Βιταλάκη) και των βρεφών με τους παππούδες (δεύτερη έρευνα-Αναστασία Πρατικάκη). Οι μελέτες αυτές εντάσσονται στη γενικότερη έρευνα των πρώιμων μορφών επικοινωνίας των βρεφών (και ειδικότερα της μίμησης) με τους ενήλικες που τα φροντίζουν, υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Ιωάννη Κουγιουμουτζάκη, που αποτέλεσε για εμάς σταθερή πηγή έμπνευσης και καθοδήγησης. Καθώς οι μελέτες αυτές απαιτούσαν την επαφή και την συνεργασία των ερευνητριών με τις οικογένειες των βρεφών ανά 15 μέρες και για οκτώ περίπου μήνες, η εμπειρία που αποκτήσαμε ως ερευνήτριες δεν περιορίστηκε μόνο στην καταγραφή και ανάλυση των δεδομένων για τις ανάγκες της μελέτης. Η βιωματική προσωπική μας προσέγγιση με τις οικογένειες οδήγησαν στην απόκτηση μιας πολύ βαθύτερης και ουσιαστικότερης «γνώσης», πέρα και πάνω από τα όποια «στεγνά» επιστημονικά ευρήματα. Η έρευνά μας υπήρξε το ερέθισμα περαιτέρω βιβλιογραφικής αναζήτησης για το ρόλο της μεγαλύτερης γενιάς στην ανατροφή των εγγονιών. Εντυπωσιαστήκαμε από το γεγονός ότι στις σύγχρονες, δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες ελάχιστοι μόνο, περιγράφουν ή αξιολογούν το ρόλο των γιαγιάδων ενώ οι παππούδες είναι πρακτικά απόντες. Το γεγονός αυτό, που συνδέεται με τη δομή της σύγχρονης ευρωπαϊκής οικογένειας, δεν συμβαδίζει με τον, ευτυχώς, ακόμα εξέχοντα και σημαντικό

4

ρόλο της μεγαλύτερης γενιάς στη μεσογειακή, ελληνική οικογένεια που μελετήσαμε.

Συνειδητοποιώντας τον τεράστιο και βαρυσήμαντο ρόλο της μεγαλύτερης γενιάς στην ελληνική οικογένεια, θελήσαμε να καταθέσουμε τη βασική μας αντίληψη και να ανασκοπήσουμε τη διεθνή βιβλιογραφία, σε ένα έργο «ψυχής», ως ελάχιστο φόρο τιμής στους γοητευτικούς και περήφανους παππούδες και γιαγιάδες της μελέτης μας, αλλά και σε κάθε Έλληνα παππού και γιαγιά που στηρίζει και βοηθάει τη σύγχρονη ελληνική οικογένεια.

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 5

Εισαγωγή

Μπορούν οι γιαγιάδες και οι παππούδες να γίνουν οι Σημαντικοί Άλλοι στη ζωή των εγγονιών τους; Και μάλιστα δρώντας επικουρικά και όχι ανταγωνιστικά προς τους γονείς; Ποια είναι η σχέση τους με το νέο τους ρόλο; Ποια είναι η σχέση τους με τα εγγόνια τους και ιδιαίτερα με το εγγόνι-βρέφος; Πώς αλληλεπιδρούν με τα παιδιά τους; Πολλά και σημαντικά ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες!

Με το πέρασμα των χρόνων, οι γιαγιάδες και οι παππούδες είναι πιο μορφωμένοι από τους παλαιότερους, πιο ανεξάρτητοι, πιο διακριτικοί στην ιδιωτική ζωή των παιδιών τους και πιο διατεθειμένοι να συνεισφέρουν συναισθηματικά και υλικά στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Η συμπεριφορά αυτή συχνά οδηγεί τις γιαγιάδες και τους παππούδες να δημιουργήσουν μοναδικές σχέσεις και εμπειρίες με τα εγγόνια τους.

Όπως θα δούμε, οι παράγοντες που βοηθούν την ανάπτυξη τρυφερών σχέσεων μεταξύ γιαγιάδων, παππούδων και εγγονιών δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της αμοιβαίας τους επιθυμίας, αλλά και πολλών άλλων παραγόντων, όπως των σχέσεων των γονέων μεταξύ τους, των καλών σχέσεων των γονέων με τη γιαγιά και τον παππού, της ηλικίας, του φύλου, της κοινωνικής τάξης των γιαγιάδων και των παππούδων και τέλος της γεωγραφικής απόστασης και του τόπου διαμονής των μελών της ευρύτερης οικογένειας.

Στη σύγχρονη πραγματικότητα, δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία για να γίνει κάποιος παππούς ή γιαγιά. Έτσι, κάποιος μπορεί να γίνει παππούς στα 40 χωρίς να το προσδοκά ή και να το επιθυμεί και κάποια να γίνει, επιτέλους, γιαγιά στα 80 της χρόνια, κάτι που επιθυμούσε πολλά χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ότι και ο ένας και η άλλη δεν θα γίνουν καλός παππούς ή καλή γιαγιά, απλώς, γιατί ο πρώτος έγινε παππούς νωρίς και η δεύτερη έγινε γιαγιά αργότερα. Τελικά, για τη σημερινή εποχή, η ηλικία είναι απλά ένας από τους πολλούς παράγοντες που επιδρούν στην ποιότητα της σχέσης του παππού και της γιαγιάς με το εγγόνι τους, αφού το βίωμα και η σχέση της γιαγιάς και του παππού με τα εγγόνια είναι πολύπλοκα φαινόμενα. Οι προκλήσεις του νέου ρόλου είναι ανεξάρτητες της ηλικίας.

Στη συνέχεια, εξετάζουμε την επίδραση εθνικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της Ιταλίας (λόγω του μετασχηματισμού και των αντοχών της «φαμίλιας») και των Η.Π.Α (λόγω της συμβίωσης πολλών μειονοτήτων, που εν μέρει επηρεάζονται και εν μέρει ανθίστανται στις επιρροές της αμερικανικής κουλτούρας). Στις Η.Π.Α, το φαινόμενο του νέου τύπου γιαγιάς και παππού, οι οποίοι, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη, ανατρέφουν 3.2 εκατομμύρια παιδιά που τα εγκατέλειψαν οι γονείς τους, μας αναγκάζει να προσθέσουμε στη γνώση μας και την εικόνα της συνήθως μαύρης γιαγιάς/μαύρου παππού, που κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, υποκαθιστούν τους γονείς. Ωστόσο, απουσιάζουν οι μελέτες που εξετάζουν τα βιώματα των εγγονιών, των γιαγιάδων και των παππούδων στο νέο αυτό τύπο οικογένειας.

Των Παιδιών μας τα Παιδιά 6

Αν και θεωρήσαμε ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να αναφερθούμε στους διάφορους «τύπους» γιαγιάδων και παππούδων που ανίχνευσαν ορισμένοι ερευνητές, πρέπει να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από εννοιολογικά κατασκευάσματα, που διατρέχουν τον κίνδυνο της απλούστευσης της αναπτυσσόμενης προσωπικότητας των γιαγιάδων και των παππούδων. Εξάλλου, μια μητέρα που γίνεται γιαγιά για πρώτη φορά, βιώνει μια εμπειρία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και συχνά έντονη, που σίγουρα την επηρεάζει και μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και ενεργεί, αλλά και το συναισθηματικό της κόσμο ως άνθρωπο. Άρα, η συμπεριφορά μιας γιαγιάς προς το εγγόνι της δεν εξαρτάται από ένα χαρακτηριστικό μόνο (π.χ. να είναι συνεχώς «σοφή»), αλλά και από ένα πλήθος παραγόντων, όπως αναφέραμε πρωτίστως.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνουμε στην παρουσία της πρώιμης αλληλεπίδρασης του εγγονιού-βρέφους με τον παππού και τη γιαγιά του. Όχι μόνο, γιατί ήταν το θέμα της ερευνητικής μας δουλειάς, αλλά, γιατί πιστεύουμε ότι η πρώιμη αλληλεπίδραση του βρέφους με το γύρω κόσμο του σμιλεύει για πάντα την ψυχή του. Η υγιής και θετική αλληλεπίδραση του βρέφους με τους τροφούς του αποτελεί τη βάση της ψυχικής του υγείας και ισορροπίας. Μπορεί άραγε ο παππούς και η γιαγιά να είναι ισάξιοι «τροφοί» με τη μητέρα και τον πατέρα, καλύπτοντας και τις ανάγκες για επικοινωνία του βρέφους; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί που το βρέφος συνάπτει δεσμούς με τους τροφούς του; Και ποιος είναι ο ρόλος των παππούδων και γιαγιάδων στα πρώτα βήματα της ζωής του εγγονιού τους;

Ο Φρόιντ είχε με έμφαση τονίσει ότι η συμπεριφορά των νέων γονέων προς τα παιδιά τους, χαρακτηρίζεται έντονα από την επίδραση του τρόπου ανατροφής τους από τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Η αναφορά, δηλαδή, στον έμμεσο ρόλο της γιαγιάς και του παππού στην ανάπτυξη του βρέφους είναι παραπάνω από σαφής, μέσα στα κείμενα του ιδρυτή της Ψυχανάλυσης. Οι μετά-φροϋδικοί συγγραφείς δεν αγνόησαν τη θέση αυτή και τα τελευταία 25 χρόνια μελετούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επαναλαμβάνονται οι θλιβερές σχέσεις και οι συναισθηματικές συγκρούσεις μεταξύ των γενεών. Στη νέο-ψυχαναλυτική θεωρία του ο Stern σαφώς αναφέρει ότι, όταν η μητέρα επικοινωνεί με το βρέφος της, η γιαγιά είναι «μέσα» στη συμπεριφορά της, η οποία ενεργεί ασυνείδητα στις σκέψεις και στο ρόλο της νέας μητέρας. Με λίγα λόγια, μέσα στις φαντασιώσεις της μητέρας υπάρχει η γιαγιά του βρέφους, που έμμεσα επηρεάζει τη μητρική της συμπεριφορά προς το βρέφος της. Μέσα στην ψυχαναλυτική παράδοση συναντούμε συχνά την ιδέα της άμεσης ή έμμεσης επίδρασης της γιαγιάς στο βρέφος, μέσω των εμπειριών ή των φαντασιώσεων της μητέρας. Η ψυχαναλύτρια Chodorow αναφέρεται στη βασική λειτουργία της επίδρασης αυτής, όταν μια γυναίκα γίνει μητέρα, ενώ η Klein συζητά την ταύτιση της νέας μητέρα με τη μητέρα της, κατά τη διάρκεια που φροντίζει και επικοινωνεί με το βρέφος της.

Τέλος, περαιτέρω μελέτες ενισχύουν τη σημασία του είδους του δεσμού που θα αναπτύξει το βρέφος, τόσο με τη μητέρα όσο με τη γιαγιά του, ως κρίσιμου παράγοντα στην ποιότητα των σχέσεων που θα συνάπτει ως αυριανός ενήλικος και γονέας. Ειδικότερα, η Θεωρία της Προσκόλλησης αποδεικνύει ότι κάτω

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 7

από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως τακτική επαφή, επικοινωνία και τρυφερότητα, η γιαγιά μπορεί να γίνει βασικό πρόσωπο προσκόλλησης για το βρέφος της, δηλαδή πρόσωπο ικανό να του εμπνεύσει σιγουριά και ασφάλεια μέσα στο περιβάλλον του.

Στο χώρο της Ψυχολογίας της Ανάπτυξης του Ανθρώπου υπάρχουν επίσης, συγκεκριμένες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι οι νέοι γονείς επηρεάζονται από τις θετικές ή αρνητικές εμπειρίες που είχαν με τους γονείς τους, όταν οι ίδιοι ήταν παιδιά. Όπως είναι ευνόητο, οι συμπεριφορές των γονέων προς τα παιδιά τους δεν θα διαφέρουν αρκετά από τις αντίστοιχες των δικών τους γονέων. Τρεις μπορεί να είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τον τρόπο που ανατρέφουν οι γονείς τα παιδιά τους: α) οι εξωτερικές πηγές στρες και υποστήριξης (σχέσεις γάμου, εργασία, κοινωνική τάξη και κοινωνικό πλαίσιο), β) η ιδιοσυγκρασία του παιδιού και γ) η ανάπτυξη της προσωπικότητας των γονέων, δηλαδή η αναπτυξιακή τους ιστορία, που περιέχει τις εμπειρίες που είχαν, όταν τους ανέθρεφαν οι γονείς τους. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι συμπεριφορές των γονέων στην ανατροφή των παιδιών τους μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη μέσω της μίμησης συμπεριφορών. Άλλοι, κυρίως κοινωνιολόγοι, υποθέτουν ότι επιτυγχάνεται μέσω μάθησης, δηλαδή της λεγόμενης «οικογενειακής αλληλεγγύης», που χαρακτηρίζεται από τις προσδοκίες, τις πράξεις, τα συναισθήματα και τις στάσεις που έχουν από κοινού τα διάφορα μέλη μιας οικογένειας. Εμείς θα συμφωνήσουμε με τον Erikson που υποστηρίζει ότι, για να προσφέρεις αγάπη στο παιδί σου, πρέπει να είχες μια τρυφερή σχέση με τη μητέρα σου.

Ποια είναι όμως η θέση του παππού και της γιαγιάς στην ευρύτερη δυναμική της οικογένειας; Στην ελληνική κουλτούρα διασώζεται, κατά ένα τρόπο, η συμμετοχή και η σημαντική συμβολή του παππού και της γιαγιάς στο μεγάλωμα των εγγονιών τους. Αυτό, θα έλεγε κάποιος ότι είναι ένα δώρο για όλα τα μέλη της οικογένειας, εκτός από τη σπάνια περίπτωση που οι ενδοοικογενειακές σχέσεις είναι προβληματικές. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η ευρύτερη ελληνική οικογένεια, καθώς περιλαμβάνει τους παππούδες και τις γιαγιάδες και των δύο γονέων, με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, βιώματα, απόψεις και ενδιαφέροντα. Για να τεθεί αυτό το «σύστημα» σε ισορροπημένη λειτουργία απαιτεί άριστη συνεννόηση και επικοινωνία μεταξύ των μελών της, σεβασμό και αντοχή στο χαρακτήρα του καθενός και βέβαια πολύ αγάπη, υπομονή και καλή θέληση. Ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι αυτονόητο ότι θα λειτουργήσει πάντα ομαλά, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκύπτουν, κατά καιρούς διάφορα προβλήματα, που μπορούν να λυθούν μόνο με το διάλογο και τη σωστή διαχείριση των συναισθημάτων αυτών που απαρτίζουν το σύνολο της οικογένειας.

Στόχος του βιβλίου είναι να τονίσουμε, επίσης ότι για τα παιδιά, πάνω και πρώτα από όλα, υπεύθυνοι είναι οι γονείς τους και όχι οι παππούδες και οι γιαγιάδες, των οποίων η συμβολή στην φροντίδα των εγγονιών τους είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική. Πιστεύουμε ότι αρκετά προβλήματα μεταξύ των μελών μιας οικογένειας θα μπορούν να αποφευχθούν, αν και οι δύο γενιές έχουν ως κύριο στόχο τη σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, και όχι τον ανταγωνισμό εξουσίας με πρόφαση τα παιδιά. Οι γονείς οφείλουν να θυμούνται

Των Παιδιών μας τα Παιδιά 8

ότι η στήριξη των παππούδων και των γιαγιάδων στο μεγάλωμα των παιδιών δεν είναι δεδομένη, αλλά παράλληλα οι παππούδες και οι γιαγιάδες πρέπει να σέβονται την ανατροφική πορεία που χάραξαν οι νέοι γονείς.

Ευελπιστώντας ότι το βιβλίο αυτό θα συμβάλει στην κατανόηση του σημαντικού ρόλου των παππούδων και γιαγιάδων στη σύγχρονη οικογένεια και στην αρμονική συνύπαρξη των τριών γενεών στους κόλπους μιας οικογένειας, καταθέτουμε τα αποτελέσματα της προσωπικής μας έρευνας και της σχετικής βιβλιογραφικής αναζήτησης, ταξινομημένα σε επιμέρους θεματικές ενότητες: O αυτοπροσδιορισμός του παππού και της γιαγιάς στο νέο τους ρόλο, η σχέση του παππού και γιαγιάς με τα εγγόνια -παρουσιάζοντας ιδιαίτερα τη σημασία της αλληλεπίδρασης με το μικρό βρέφος - τα προβλήματα και οι προκλήσεις, που απορρέουν από το νέο ρόλο, καθώς και η δυναμική της ευρύτερης οικογένειας και ο διακριτός ρόλος όλων των μελών που την απαρτίζουν.

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Παππούς – Γιαγιά: Ένας νέος ρόλος!

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες στο πέρασμα των χρόνων.

«Στις αναμνήσεις μου βρίσκεται η μητρική μου γιαγιά, που πέθανε στα

ογδόντα της, όταν ήμουν μητέρα ενός μικρού παιδιού. Πάντα σεβόμασταν τη γιαγιά, την επισκεπτόμασταν συχνά -λατρεύαμε τη μαγειρική της- μας έκανε συνέχεια δώρα και έκανε με τον τρόπο της αισθητή την παρουσίας της σε κάθε σχεδόν οικογενειακή συγκέντρωση. Αυτή ήταν η γιαγιά μας, μια μεσόκοπη ευγενική παρουσία με κοντά κατσαρά άσπρα μαλλιά. Χρόνια αργότερα, θυμάμαι να βρίσκομαι στη δημοτική βιβλιοθήκη και να παρατηρώ ένα κοριτσάκι που είχε χαθεί. Καθώς το πλησίασα, το κοριτσάκι μου είπε ότι έψαχνε τον παππού της. Αναζητώντας τον παππού της, ρωτούσα κάθε γκριζομάλλη και ασπρομάλλη κύριο μήπως είχε χάσει την εγγονή του, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση. Τελικά, ένας μαυρομάλλης κύριος, γύρω στα σαράντα και κάτι, επιστρέφοντας από ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, αναζητούσε την εγγονή του ˙ ήταν ο Παππούς της! Καθώς τα κορίτσια σήμερα βιώνουν τη μητρότητα στην εφηβεία τους και το προσδόκιμο επιβίωσης έχει αυξηθεί στα 80 και τα 90 χρόνια, είναι φυσικό να έχει αλλάξει η εξωτερική εμφάνιση των παππούδων και των γιαγιάδων. Τώρα όχι μόνο οι άνθρωποι ζουν παραπάνω, αλλά και η συνταξιοδότηση σηματοδοτεί το τέλος μιας καριέρας και την αρχή μίας άλλης δραστηριότητας. Οι σύγχρονοι παππούδες και γιαγιάδες βιώνουν μια γεμάτη και έντονη ζωή: δουλεύουν μέσα και έξω από το σπίτι, ταξιδεύουν, προσφέρουν εθελοντική δουλειά. Μερικοί ολοκληρώνουν τη ζωή τους, παρέχοντας φροντίδα στους ηλικιωμένους γονείς, ενώ άλλοι αναλαμβάνοντας την κηδεμονία των εγγονιών τους.»

Η αναδρομή στο προφίλ του παππού και της γιαγιάς ξεκινά από τις αρχές

του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα, κατά τη δεκαετία του 1940, η επιρροή της γιαγιάς και του παππού στην ανατροφή των παιδιών φαίνεται ότι ήταν μεγάλη. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες περιγράφονται συχνά ως αρνητικές παρουσίες μέσα στην οικογενειακή ζωή, ως πρόσωπα με στερεότυπες και άκαμπτες θέσεις που παρεμβαίνουν αρκετά στη ζωή των γονιών και στην ανατροφή των παιδιών. Μάλιστα, υπονομεύουν τους γονείς και ουσιαστικά αψηφούν το δικαίωμα των γονέων να ελέγχουν και να οργανώνουν αυτόνομα την οικογένειά τους. Ειδικά οι γιαγιάδες είναι πρόσωπα αρκετά αυταρχικά, που αδυνατούν να αντιληφθούν την ψυχολογική ανάγκη των γονέων να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την ανατροφή του παιδιού τους. Δυστυχώς, οι πολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν, ενδυνάμωναν, ακόμα περισσότερο, την κυριαρχία της σκληρής γιαγιάς μέσα στην οικογένεια, σε περίπτωση θανάτου της μητέρας (Gessell & IIg, 1946, στον Smith, 1991) (Campbell & Bubolz, 1982).

Των Παιδιών μας τα Παιδιά 10

Στη δεκαετία του 1950, παρατηρείται μια τάση των γονέων να διαφωνούν με τις απόψεις των αυταρχικών γονιών τους, κυρίως σε θέματα που αφορούν στην ανατροφή των παιδιών. Μάλιστα, οι μητέρες μοιάζουν λιγότερο αυταρχικές από τις γιαγιάδες, οι οποίες είναι πολύ αυστηρές και έχουν περιορισμένες αντιλήψεις για τη ζωή, κυρίως, λόγω της ελάχιστης ή ανύπαρκτης μόρφωσής τους (βλ. Thomson 1950 στους Campbell & Bubolz, 1982 και Staples & Smith, 1954, στον Smith, 1991). Οι διαφωνίες των γιαγιάδων με τις μητέρες, σε αυτή τη δεκαετία, είναι οι πρώτες ενδείξεις των αλλαγών στις αντιλήψεις των νέων γονέων για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλαγές που γίνονται ιδιαίτερα φανερές, κατά τη δεκαετία του 1960. Αυτό δείχνει η μελέτη του Apple (1956), όπου οι σχέσεις των παιδιών με τις γιαγιάδες και τους παππούδες περιγράφονται ως πιο φιλικές, γεγονός που συμπίπτει με τη μείωση του κύρους και της επιρροής των γιαγιάδων και των παππούδων στη ζωή της οικογένειας (στους Campbell & Bubolz, 1982).

Την ίδια περίοδο διαφαίνεται και ο χρήσιμος ρόλος των γιαγιάδων και των παππούδων στις εκτεταμένες και «δεμένες» οικογένειες. Μάλιστα, οι ίδιοι οι γονείς αρχίζουν να αναγνωρίζουν τη σημασία του ρόλου του παππού και της γιαγιάς, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλήθους νέων και πιο ουσιαστικών σχέσεων μεταξύ των γενεών. Εξακολουθούν, ωστόσο, η γιαγιά και ο παππούς να θεωρούνται άτομα με κύρος, άξια σεβασμού και να ελκύουν την προσοχή όλων των υπόλοιπων μελών της οικογένειας (Kahana και Kahana, 1970). Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Johnson (1985, στον Smith, 1991) παρατηρεί ότι στην πλειοψηφία τους οι γιαγιάδες και οι παππούδες, ειδικά οι νεότεροι, είναι περισσότερο μορφωμένοι, χτίζουν πιο ουσιαστικές σχέσεις με τα εγγόνια και οι απόψεις τους σχετικά με την ανατροφή των παιδιών, είναι αρκετά προοδευτικές. Οι περισσότεροι παππούδες και γιαγιάδες άνω των 50 ετών, περιγράφουν ότι νιώθουν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από το ρόλο τους, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό αναφέρει δυσκολίες να αναπτύξει καλές σχέσεις με τα εγγόνια τους και εκδηλώνει αδυναμία να αποφύγει τις συγκρούσεις με τους γονείς, σε θέματα ανατροφής (βλ. σχ. στους Campbell & Bubolz, 1982).

Τις δεκαετίες του 1970 και 1980, οι γιαγιάδες, από την πλευρά της μητέρας, γίνονται περισσότερο επιεικείς με τα εγγόνια τους. Τα εγγόνια τις θεωρούν πιο αγαπητές, συγκριτικά με τη γιαγιά από την πλευρά του πατέρα. Γενικά, η αύξηση του φαινόμενου της εγκυμοσύνης στην εφηβεία ωθεί τις γιαγιάδες να διευρύνουν τον τρόπο σκέψης τους και να αποκτούν περισσότερες γνώσεις για την ανατροφή των παιδιών. Επίσης, η στάση τους προς τα εγγόνια γίνεται περισσότερο υπεύθυνη και λιγότερο τιμωρητική από εκείνη των μητέρων (Stevens, 1984, στον Smith, 1991). Παρόμοια, οι Blackwelder και Passman (1986) παρατηρούν ότι οι νέες μητέρες αρχίζουν να συμφωνούν στα θέματα πειθαρχίας των παιδιών με τις γιαγιάδες, οι οποίες μοιάζουν να υπερτερούν σε επιείκεια και γενναιοδωρία από τις κόρες τους. Ωστόσο, οι τυχόν διαμάχες ανάμεσα στις μητέρες και τις γιαγιάδες είναι περισσότερες, όταν οι νέες μητέρες δεν έχουν επιτύχει τον προσδιορισμό της δικής τους ταυτότητας (στη Werner, 1991). Σε γενικές γραμμές, η πλειονότητα των γιαγιάδων και των παππούδων επιθυμούν να μοιράζονται ευχάριστες εμπειρίες με τα εγγόνια τους και

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 11

δηλώνουν ότι δεν κατάφεραν να νιώσουν παρόμοια, όταν ήταν γονείς (Campbell & Bubolz, 1982* Βιταλάκη, 2002* Πρατικάκη, 2009).

Τη δεκαετία του 1980, η μελέτη του Kinvick (1983) ανέδειξε ότι για ορισμένους ανθρώπους, το να γίνουν γιαγιάδες και παππούδες σημαίνει βιολογική ανανέωση και μια αίσθηση συνέχειας και επέκτασης του εαυτού και της οικογένειας στο μέλλον. Για άλλους, η σχέση με το εγγόνι τους αποτελεί μια αίσθηση αυτό-εκπλήρωσης, συντροφικότητας και ικανοποίησης και υποδηλώνει μια διαφορετική σχέση από εκείνη που είχαν και έχουν με τα παιδιά τους (Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί). Υπάρχουν όμως κι εκείνοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες, που δεν συγκινούνται στην απόκτηση των εγγονιών ούτε βίωναν μία ευχάριστη εμπειρία. Οι τύποι των παππούδων και των γιαγιάδων, που ανιχνεύονται εκείνη την περίοδο, είναι οι τυπικοί, οι «διασκεδαστικοί», οι απόμακροι και τα υποκατάστατα των γονιών (βλ. Hagestad, 1985, στο Smith, 1991* Cherlin & Furstenberg, 1986). Επιπλέον, η Τroll (1983, στη Werner,1991) βρήκε και ένα άλλο τύπο γιαγιάς και παππού, που ονόμασε φύλακα ή «μαντρόσκυλο» της οικογένειας (family watchdog).

Την ίδια εποχή, αρχίζουν να πέφτουν και τα στερεότυπα που ήθελαν τις γιαγιάδες και τους παππούδες να ανήκουν σε πολύ προχωρημένες ηλικίες. Τώρα, ο μέσος όρος ηλικίας που κάποιος γίνεται για πρώτη φορά παππούς ή γιαγιά είναι τα 50 και 52 χρόνια αντίστοιχα (Tinsley & Parke, 1987). Το πρότυπο, όμως, της κακοντυμένης και ρυτιδιασμένης γιαγιάς εξακολουθεί να κυριαρχεί σε αρκετά παιδικά βιβλία. Συγκεκριμένα, η Janelli (1988), ερευνώντας 42 βορειοαμερικανικά βιβλία, όπου εκδόθηκαν από το 1961 ως το 1983, διαπίστωσε ότι το 50% των γιαγιάδων είχε άσπρα ή γκρίζα μαλλιά, το 31% φορούσε γυαλιά και το 31% φορούσε ποδιές. Αναφορικά με τους παππούδες, παρατήρησε ότι το 39% δεν είχε μαλλιά, ενώ το 36% είχε άσπρα μαλλιά και φορούσε γυαλιά. Ο Hagestad (1985) παρατήρησε ότι τα στερεότυπα των παιδικών βιβλίων για τις γιαγιάδες και τους παππούδες που είναι 40, 50 ή 60 χρονών, στην πλειοψηφία τους είναι εκτός πραγματικότητας. Για το συγκεκριμένο θέμα γράφει: «Αγνοούμε την αλλαγή και την εξέλιξη των δημογραφικών δεδομένων. Εξακολουθούμε να συνδέουμε τον παππού και τη γιαγιά με την Τρίτη Ηλικία. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε ένα σαραντάχρονο άνθρωπο τη φιγούρα του παππού ή της γιαγιάς. Το πρότυπο της γιαγιάς, που συχνά συναντούμε και στα τηλεοπτικά διαφημιστικά «σποτ» δεν έχει καμία σχέση με τη δημογραφική πραγματικότητα. Συχνά, η γιαγιά που παρουσιάζεται στην τηλεόραση θα έπρεπε να είναι προ-γιαγιά. Η σύγχρονη γιαγιά, που έχει μικρά εγγόνια με χρυσαφένια μαλλιά, είναι κάπως απίθανο να έχει τα μαλλιά πιασμένα κότσο, να σερβίρει λεμονάδα στη βεράντα ή να ανησυχεί για τη μασέλα της. Η φιγούρα αυτή θα ήταν πιο αληθοφανής, αν την αναπαριστούσαν ντυμένη με φόρμα γυμναστικής να πηγαίνει ή να έρχεται από το γυμναστήριο ή με κουστούμι να έρχεται από τη δουλειά της» (Hagestad, 1985, σ.34).

Όπως τότε (Apple, 1956) έτσι και σήμερα, η συμπεριφορά των εγγονιών προς τις γιαγιάδες και τους παππούδες επηρεάζεται από τη σχέση που έχουν εκείνοι διαμορφώσει με τους γονείς. Έτσι, οι σχέσεις είναι συνήθως απόμακρες και ψυχρές, όταν η γιαγιά και ο παππούς είναι αυταρχικοί, ενώ οι σχέσεις είναι τρυφερές, όταν εκείνοι αναγνωρίζουν και σέβονται τα θέλω και τα πιστεύω των

Των Παιδιών μας τα Παιδιά 12

παιδιών τους. Τελικά, οι καλύτερες σχέσεις ανάμεσα στις γενιές είναι εκείνες στις οποίες ο παππούς και η γιαγιά είναι πρόθυμοι να προσφέρουν υλική και συναισθηματική υποστήριξη ανάλογα με τις προσωπικές τους δυνατότητες και χωρίς να παραβιάζουν τα όρια της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας των νέων γονέων (στον Smith, 1991).

Οι Cherlin και Fustenberg (1986) συμπεραίνουν ότι: Πρώτον, οι σύγχρονοι παππούδες και γιαγιάδες, κατά κανόνα, δεν παρεμβαίνουν στη ζωή των παιδιών τους. Δεύτερον, αρκετοί και ειδικά εκείνοι που συναντούν τα εγγόνια τους συχνά, είναι τυπικοί γύρω από οικογενειακά θέματα των παιδιών τους, αλλά με τα εγγόνια τους μοιράζονται ευχάριστα συναισθήματα, ανταλλάσσοντας αστεία, παίζοντας, ακόμη και παρακολουθώντας από κοινού τηλεόραση. Λίγοι είναι εκείνοι που θέλουν από τα εγγόνια τους σοβαρότητα και πειθαρχία. Τρίτον, στους περισσότερους παππούδες και γιαγιάδες αρέσει να προσφέρουν δώρα στα παιδιά, που, όμως δεν γίνεται με σκοπό την απόκτηση εύνοιας και εξουσίας στην οικογένεια. Τέταρτον, η συχνότητα επαφής με τα εγγόνια εξαρτάται από την απόσταση που τους χωρίζει, δηλαδή όσο πιο κοντά μένουν, τόσο μεγαλύτερη είναι η επαφή τους. Τέλος, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, από την πλευρά της μητέρας, βλέπουν τα εγγόνια τους στον ίδιο σχεδόν βαθμό με εκείνους από την πλευρά του πατέρα. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση, όπου οι σχέσεις και από τις δύο πλευρές δεν είναι εξίσου καλές.

Τελικά, ποια είναι σήμερα τα νέα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά ενός παππού και μιας γιαγιάς; Υπάρχει σύγκρουση κοινωνικών ρόλων, ανάμεσα π.χ. σε έναν εργαζόμενο παππού και ένα συνταξιούχο; Πότε τελικά προκύπτουν υποχρεώσεις μεταξύ των γενεών; Οι απαντήσεις μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα τρία σημεία (Βιταλάκη, 2002* Πρατικάκη, 2009* Goh, 2009):

α) Καταρχάς, η ηλικία των παππούδων και των γιαγιάδων, αποτελεί ένα βασικό κριτήριο στην ποιότητα του ρόλου τους και στην ουσιαστική διαμόρφωση σχέσεων με τις νεότερες γενεές (Szinovacz, 1998),

β) Κατά την έναρξη της «θητείας» τους ως παππούδες και γιαγιάδες, οι περισσότεροι είναι τυπικά παντρεμένοι και εργαζόμενοι, συνεπώς ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς έρχεται σε σύγκρουση με το ρόλο του συζύγου και του εργαζόμενου, αφού συμπίπτουν χρονικά,

γ) Πολλοί από τους νέους παππούδες και γιαγιάδες έχουν ακόμα τους δικούς τους γονείς, που συνήθως φροντίζουν και άρα πρέπει να βρουν ισορροπίες ανάμεσα σε αυτόν το ρόλο και εκείνον του υπεύθυνου γιου ή της περιποιητικής κόρης. Οι σύγχρονοι παππούδες και γιαγιάδες διχάζονται για τις προτεραιότητες που πρέπει να βάλουν στη ζωή τους. Ποιος προηγείται σε φροντίδα: η γενιά των υπερήλικων γονιών τους ή η νεότερη γενιά των εγγονιών τους; Πώς μπορούν να ανταποκριθούν σε δύο διαμετρικά αντίθετους ρόλους; Σε τι προτεραιότητα θέτουν τις προσωπικές τους ανάγκες και πώς, άραγε, καταφέρνουν να τις ικανοποιήσουν;

Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα φιλοδοξούν να βρουν απαντήσεις στη συνέχεια.

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 13

Συμπερασματικά, ανατρέχοντας στην εξέλιξη του προφίλ του παππού και της γιαγιάς από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα, παρατηρούμε μια σημαντική μείωση του κύρους και της επιρροής των γιαγιάδων και των παππούδων στη ζωή της οικογένειας και την ανατροφή των παιδιών. Η αλλαγή του, μάλλον, «αντιπαθητικού» μεσήλικα ή υπερήλικα, που μονίμως ανακατεύεται και αναστατώνει την οικογενειακή ζωή των παιδιών του, διαφάνηκε στις έρευνες της δεκαετίας του1950. Κατά τη δεκαετία του 1960, οι περισσότεροι παππούδες και γιαγιάδες αρχίζουν να αποδέχονται τη νέα «οριοθέτηση» του ρόλου τους από τους γονείς και να αισθάνονται πιο ικανοποιημένοι από τη σχέση τους με τα εγγόνια. Μάλιστα, η έρευνα δείχνει ότι η σχέση αυτή δεν βασίζεται στην επιβολή και την καθοδήγηση, αλλά στην ανεξαρτησία, την ανταλλαγή συναισθημάτων και την αμοιβαία ευχαρίστηση που βιώνουν όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας.

Παρόλο, που μια μερίδα βιβλίων εξακολουθεί να αναπαριστά τις γιαγιάδες και τους παππούδες με τρόπους που, μάλλον, αγνοούν τις δημογραφικές αλλαγές, με το πέρασμα των χρόνων εκείνοι έγιναν νεότεροι, πιο μορφωμένοι, πιο συναισθηματικοί, πιο τρυφεροί, πιο ανεξάρτητοι και με σεβασμό στην ανεξαρτησία των παιδιών τους. Τελικά, οι σύγχρονες εμπειρίες των γιαγιάδων και των παππούδων με τα εγγόνια τους είναι πολύ έντονες και μοναδικές, αφού, όπως οι ίδιοι συμπεραίνουν, έμαθαν να συνδέονται περισσότερο συναισθηματικά με τα εγγόνια τους παρά με τα παιδιά τους.

Κλείνοντας αυτήν την ενότητα θα πρέπει να τονίσουμε ότι, επειδή κατά τον 20ό αιώνα ο ρόλος και τα βιώματα των παππούδων και των γιαγιάδων στην οικογένεια καταχωρίστηκαν βιβλιογραφικά, δεν σημαίνει ότι σε παλαιότερες εποχές, σε άλλους πολιτισμούς ανά τον κόσμο, δεν υπήρξαν έντονες και μοναδικές, σε ποιότητα, σχέσεις μεταξύ των παππούδων, των γιαγιάδων και των εγγονιών.

Των Παιδιών μας τα Παιδιά 14

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες ανά τον κόσμο!

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες στις Η.Π.Α.

Στις Η.Π.Α., όπως και στην Ευρώπη, η γιαγιά και ο παππούς φροντίζουν τα

εγγόνια, όταν οι γονείς απουσιάζουν. Η έρευνα που εξετάζει το προφίλ του Αμερικανού παππού και της Αμερικανίδας γιαγιάς αποκαλύπτει ότι οι περισσότεροι επιδιώκουν τη συχνή επαφή με τις οικογένειες των εγγονιών τους. Συνήθως, οι γιαγιάδες αναλαμβάνουν τη φύλαξη και τη φροντίδα των εγγονιών και οι παππούδες τη διεκπεραίωση διάφορων εξωτερικών ή εσωτερικών υποχρεώσεων της οικογένειας, καθώς και την ανάληψη μικρών καθηκόντων με τα εγγόνια τους. Μόνο ένα μικρό ποσοστό παππούδων και γιαγιάδων δεν διατηρεί επαφές με τα εγγόνια για διάφορους προσωπικούς ή γεωγραφικούς λόγους, ενώ μια μειοψηφία έχει την τάση να επηρεάζει, κυρίως αρνητικά, τη ζωή των παιδιών και των εγγονιών, λόγω της παρεμβατικής και αυταρχικής τους συμπεριφοράς (Smith, 1991). Η έντονη επιθυμία των παππούδων και των γιαγιάδων να έρχονται σε επαφή με τα εγγόνια τους, έστω δύο φορές το μήνα, τους ωθεί να αψηφούν τις τεράστιες αποστάσεις και να αναζητούν σπίτι, όσο πιο κοντά στο σπίτι των εγγονιών τους. (Cherlin & Fustenberg, 1986).

Ωστόσο, η αύξηση των γεννήσεων από ανύπαντρες μητέρες στη σύγχρονη Αμερική (από το 1970 και μετά) είναι η αιτία, ώστε πολλά παιδιά, κυρίως αγόρια, να παρουσιάσουν πιθανά προβλήματα συμπεριφοράς ή να πέσουν θύματα κακοποίησης, αφού στερούνται της ανάλογης επίβλεψης και καθοδήγησης των γονιών, κατά τα κρίσιμα χρόνια της ανάπτυξης. Αν όμως υπάρξει μία υποστηρικτική παρουσία, όπως μία γιαγιά, ένας παππούς ή μία θεία και αν τα παιδιά αναπτύξουν μία ικανοποιητική σχέση μαζί τους, τότε παρατηρούνται λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς και καλύτερες σχέσεις των παιδιών με τον πατέρα τους (Daly & WiIson, 1985* Friedemann & Andrews, 1990* Smith, 1991* Werner, 1991* Florsheim, Tolam & Gorman- Smith, 1998)

Ένα ακόμη πιο δραματικό φαινόμενο είναι τα 3,2 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 18 ετών, τα οποία ζουν με τη γιαγιά και τον παππού, φαινόμενο που στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 παρουσίασε μία αύξηση της τάξης του 40%. Από αυτά τα παιδιά, περίπου 1 εκατομμύριο δεν είχαν καμιά επαφή με τους γονείς τους. Πολλοί μελετητές υποθέτουν ότι ο αριθμός των οικογενειών αυτών αγγίζει το 5% του συνολικού πληθυσμού των οικογενειών στις Η.Π.Α. Ο λόγος ύπαρξης αυτών των οικογενειών οφείλεται:

α) στα διαζύγια (ένας στους δύο γάμους καταλήγει σε διαζύγιο), β) στον αυξημένο αριθμό των κυήσεων κατά την εφηβεία (500.000 βρέφη

γεννιούνται από έφηβες μητέρες κάθε χρόνο), γ) στην κακοποίηση και παραμέληση των παιδιών από τους γονείς, στη

φυλάκιση των γονέων (το 80% των φυλακισμένων ανδρών και γυναικών έχουν παιδιά) και

δ) στην αύξηση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και από τις γυναίκες (375.000 βρέφη γεννιούνται κάθε χρόνο από μητέρες που έκαναν χρήση ουσιών). (βλ. σχ. Βιταλάκη, 2002).

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 15

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι παππούδες και οι γιαγιάδες πρέπει να αναλάβουν εξολοκλήρου την ανατροφή των εγγονιών τους. Δυστυχώς, πολλοί από αυτούς είναι σε προχωρημένη ηλικία, δεν έχουν τη φυσική αντοχή των γονέων και ταυτόχρονα πρέπει να αλλάξουν το πρόγραμμα της ζωής τους. Έτσι, πολλοί πρέπει να μεταβάλουν το πρόγραμμα των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων είτε με το να λιγοστεύουν το πολύωρο ωράριο της εργασίας τους, για να αφιερωθούν στα εγγόνια είτε πάλι αυξάνοντας τις ώρες εργασίας, προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα για την ανατροφή τους. Το χρηματικό απόθεμα που κάποτε προόριζαν για τα γηρατειά τους, τώρα αφιερώνεται στα έξοδα της φροντίδας των εγγονιών. Το πρόβλημα όμως γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, όταν η γιαγιά και ο παππούς είναι ασθενείς και φτωχοί. Η ανάγκη τους να ηρεμήσουν, να ξεκουραστούν ή να διασκεδάσουν δεν υφίσταται πλέον, γιατί το πρόγραμμά τους οργανώνεται στη βάση των αναγκών των εγγονιών. Για τη χήρα γιαγιά, αυτή η κατάσταση συνιστά «καθήκον», αλλά για το χήρο παππού η κατάσταση αυτή είναι συχνά αφόρητη (Goh, 2009).

Ποιος δεν καταλαβαίνει τα συναισθήματα που κατακλύζουν τις γιαγιάδες και τους παππούδες, που αναγκάζονται να αναλάβουν πλήρως τα καθήκοντα των γονέων; Αισθάνονται θλίψη και ντροπή για τα ενήλικα παιδιά τους ή τις ανήλικες έφηβες κόρες τους, αγάπη και στοργή για το εγγόνι τους, φόβο για το μέλλον, πικρία και αγανάκτηση για την αδιαφορία της κοινωνικής πρόνοιας, θυμό για τα απραγματοποίητα όνειρα και τύψεις για το θυμό τους (DeToledo, Elder & Brown, 1995).

Τα παραπάνω φαινόμενα παρατηρούνται, λίγο ή πολύ και στις εθνικές μειονότητες των Ιταλών, των Γιαπωνέζων κ.ά., που ζουν στις Η.Π.Α. Όμως, αυτές οι μειονότητες έχουν κάποια συγκεκριμένα και ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, όπως το να οργανώνονται σε μεγάλες οικογένειες, που είναι συχνά δεμένες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, πολλοί Γιαπωνέζοι που ζουν στις Η.Π.Α., μένουν μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, ώστε να τα φροντίζουν και να τα στηρίζουν οικονομικά (Kitamo & Kikumura ,1976, στους Campbell & Bubolz, 1982).

Από την άλλη, οι Ιταλοί και οι Εβραίοι των Η.Π.Α. επιμένουν σταθερά στη διατήρηση των παραδόσεων. Μάλιστα, λέγεται ότι η αμερικανική κουλτούρα δεν στάθηκε ικανή να κλονίσει την πίστη στην ιταλική «φαμίλια» και στην ιεραρχία των ρόλων που επιβάλλει στα μέλη της (Campbell & Bubolz, 1982).

Στις πολυπληθείς οικογένειες των Μεξικάνων που ζουν στις Η.Π.Α., παρατηρούνται πολλές γεννήσεις, πολύ λίγα διαζύγια και οι σχέσεις των εγγονιών με τη γιαγιά και τον παππού είναι σταθερές, έστω και αν, τα τελευταία χρόνια, η επιρροή του δυτικού τρόπου ζωής και το φαινόμενο της πυρηνικής οικογένειες έχει κλονίσει κάπως τους δεσμούς αυτών των μεγάλων οικογενειών (Campbell & Bubolz, 1982).

Πιο ειδικά, τα γενικά χαρακτηριστικά των εκτεταμένων οικογενειών των εθνικών μειονοτήτων στις Η.Π.Α. είναι ότι:

α) οι παππούδες και οι γιαγιάδες δείχνουν περισσότερη μέριμνα στα αγόρια παρά στα κορίτσια,

Των Παιδιών μας τα Παιδιά 16

β) οι φτωχοί παππούδες και γιαγιάδες προσφέρουν υλική, πνευματική και συναισθηματική συμπαράσταση στα εγγόνια τους, που με τη σειρά τους, καθώς μεγαλώνουν αναλαμβάνουν τη φροντίδα τους,

γ) η σύνδεση των εγγονιών με τους παππούδες και τις γιαγιάδες χαρακτηρίζεται από αμοιβαία συναισθήματα, που μειώνουν σημαντικά τις συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια,

δ) και σε άλλες εθνικές ομάδες των Η.Π.Α. όπως είναι των Αφροαμερικανών, των Ινδιάνων, των Ισπανών, των Χαβανέζων, κ.ά., υπάρχει ουσιαστική επαφή των εγγονιών με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, σχέση η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των παιδιών και τη δημιουργία ενός κλίματος ενδο-οικογενειακής αγάπης και αλτρουισμού.

Συγκεκριμένα, στις μεγάλες οικογένειες των Αφροαμερικανών, ο ρόλος της γιαγιάς και του παππού στην ανατροφή και τη δημιουργία ποιοτικών σχέσεων με τα εγγόνια είναι βασικός, αφού έτσι μόνο μπορεί να επιβιώσει η οικογένεια και να έχει συνέχεια στο χρόνο. Ο ρόλος της γιαγιάς και του παππού στην ανάπτυξη των εγγονιών γίνεται ακόμα πιο σημαντικός, όταν τα εγγόνια δεν έχουν τον πατέρα, αλλά μόνο τη μητέρα τους (Campbell & Bubolz, 1982* Pearson, Hunter, Ensminger & KeIlam, 1990). Μάλιστα, οι χαμηλού βιοτικού επιπέδου οικογένειες με ένα γονέα (μονογονεϊκή οικογένεια) παρατηρούνται κυρίως στις κοινωνίες των μαύρων της Αμερικής. Σύμφωνα με τον Wilson (1989, στην Werner, 1991), στα μέσα της δεκαετίας του '80, τα δύο τρίτα περίπου των Αφρο-αμερικανών γονέων είτε χώρισαν είτε έχασαν το σύντροφό τους είτε δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Το 55% του συνόλου των γεννήσεων προέρχονταν από ανύπαντρες μητέρες και το 28% από έφηβες. Αναπόφευκτα, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και η ανάγκη της σωστής ανατροφής του παιδιού οδήγησαν στην ενεργό εμπλοκή και βοήθεια της γιαγιάς. Μάλιστα, στις οικογένειες που παρατηρούνται ψυχολογικά προβλήματα στους γονείς και κρίνεται αναγκαία η απομάκρυνσή τους από το οικογενειακό περιβάλλον, η γιαγιά και ο παππούς υποστηρίζουν ενεργά τα εγγόνια, αποτελώντας τον «ισχυρό» ψυχολογικό κρίκο της οικογένειας (βλ. Βιταλάκη, 2002* Monserud, 2008). Σε περίπτωση που διαγνωστεί κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα στο εγγόνι, οι μελετητές Boie La Barre, Jessner και Ussery (1960) κρίνουν αναγκαία τη συνέντευξη όχι μόνο των γονέων, αλλά και της γιαγιάς και του παππού, αφού η σχέση τους με το παιδί θεωρείται εξίσου συναισθηματική με εκείνη των γονιών του. . Συνήθως οι γιαγιάδες είναι αυτές που δείχνουν μεγαλύτερη προθυμία να συνεργαστούν με τις θεραπευτικές προσπάθειες των ειδικών, για την επίλυση οποιουδήποτε ψυχολογικού προβλήματος του εγγονιού τους.

O Smith (1991) αναφέρει ότι, ειδικά στις αγροτικές, μαύρες οικογένειες του Νότου, τα παιδιά συνηθίζουν να συμβιώνουν με τις μητρικές τους γιαγιάδες από πολύ νωρίς, επειδή έχουν περισσότερο χρόνο να ασχοληθούν με αυτά, αφού οι μητέρες πρέπει να δουλέψουν σκληρά για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Παράλληλα, αρκετές είναι οι γιαγιάδες που βοηθούν οικονομικά τα εγγόνια τους να σπουδάσουν, κάτι που δεν παρατηρείται συχνά στις αστικές, πυρηνικές οικογένειες των Αφροαμερικανών (Pearson και συν., 1990). Οι συγκεκριμένοι παππούδες και γιαγιάδες θεωρούν υποχρέωση να βοηθήσουν στην ανατροφή και στην ανάπτυξη του κάθε νέου εγγονιού τους, με τις μητρικές γιαγιάδες να είναι

Έλενα Βιταλάκη – Αναστασία Πρατικάκη 17

πάντα πρόθυμες και εξαιρετικά υπεύθυνες στο νέο τους ρόλο. Συχνά, οι μητρικές γιαγιάδες, εκτός από το νεογέννητο εγγόνι τους, φροντίζουν, ταυτόχρονα και άλλα συγγενικά μέλη της οικογένειας (Burton & Bengston, 1985* Gubrium, 1988). Αν και ο πρωταγωνιστικός ρόλος μέσα στην οικογένεια ανήκει, μάλλον, στη μαύρη γιαγιά παρά στον παππού, ο τελευταίος αναλαμβάνει τις ευθύνες για τα ψώνια ή να πάει περίπατο ή στην εκκλησία με τα εγγόνια του (Burton & Bengston, 1985).

Ο κυρίαρχος ρόλος της γυναίκας μέσα στην οικογένεια διαφαίνεται και στις μελέτες οικογενειών Ινδιάνων των Η.Π.Α., όπως τους Navajo, όπου οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες και έχουν την προσωπική τους περιουσία (π.χ. όλα τα κοπάδια και το μαλλί ανήκουν στις γυναίκες και μόνο αυτές μπορούν να το πουλήσουν) (Werner, 1991* Webster, 1999). Στους Ινδιάνους των Η.Π.Α., η συμμετοχή της γιαγιάς και του παππού στην ανατροφή των εγγονιών, ειδικά όταν οι γονείς έχουν πεθάνει, είναι κύριο γνώρισμα του τρόπου ζωής τους. Το 92% των ηλικιωμένων σε μία κοινότητα Ινδιάνων στις Νοτιοδυτικές Η.Π.Α. βρέθηκε να ασχολείται καθημερινά με τη φροντίδα των παιδιών, των εγγονιών και των δισέγγονων (Werner, 1991).

Σε γενικές γραμμές, στις Η.Π.Α., ένας μεγάλος αριθμός παιδιών ανατρέφεται από τις γιαγιάδες τους ή και τους παππούδες τους, οι οποίοι τα αγαπούν, αλλά κατακλύζονται από πολλά αρνητικά συναισθήματα, λόγω των προβλημάτων φτώχιας, εργασιακών ανακατατάξεων, ασθενειών και απουσίας στήριξης από την κοινωνική πρόνοια. Παρόλο που η αμερικάνικη κουλτούρα επηρέασε μέχρι ενός σημείου τις διάφορες εθνικές μειονότητες και πολιτισμικές ομάδες που ζουν εκεί, αυτές εξακολουθούν να διατηρούν τις παραδοσιακές αξίες που αφορούν στην ενότητα της οικογένειας και χαρακτηρίζονται από προσφορά, αλτρουιστική διάθεση, αγάπη και υλική συμπαράσταση μεταξύ των μελών της. Σημαντικός και θετικός είναι, επίσης, ο ρόλος της γιαγιάς και του παππού στην ψυχική ισορροπία των εγγονιών, τα οποία έχουν ζήσει τραύματα αποχωρισμού από μητέρες που υποφέρουν ψυχολογικά. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες, με τις σχέσεις που αναπτύσσουν με τα εγγόνια τους (ειδικά τα αγόρια), ενισχύουν τα θετικά πρότυπα στην συμπεριφοράς τους και συμβάλλουν στη μείωση των αρνητικών συμπεριφορών (Monserud, 2008).

Η κ. Πρατικάκη Αναστασία είναι

απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφικών

και Κοινωνικών Σπουδών της

Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου

Κρήτης (1998). Έχει μεταπτυχιακό τίτλο στις Ερευνητικές

μεθόδους των Κοινωνικών Επιστημών

από το Παν/μίο της Ουαλίας - University

of Gardiff, (2000).Είναι κάτοχος

Διδακτορικού Διπλώματος στο

αντικείμενο της Αναπτυξιακής

Ψυχολογίας από το Τμήμα Φιλοσοφικών

και Κοινωνικών Σπουδών του Παν/μίου

Κρήτης (2009). Η κ. Πρατικάκη έχει διδακτική εμπειρία

στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ( ΤΕΙ

Ηρακλείου), ενώ από το 2007 είναι μόνιμη

εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια

Εκπαίδευση. Το ερευνητικό της

ενδιαφέρον εστιάζεται στον τομέα της

επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης των

παιδιών με τους ενήλικες στο πλαίσιο της

Αναπτυξιακής Ψυχολογίας και τα

αποτελέσματα της έρευνας της έχουν

δημοσιευτεί σε ξενόγλωσσα περιοδικά. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.

“Των παιδιών μας τα παιδιά είναι δυο φορές παιδιά μας!”

Θα έφθανε η λαϊκή αυτή ρήση να περιγράψει την μοναδική σύνδεση των παππούδων

και γιαγιάδων με τα εγγόνια τους, μια σχέση μοναδική και αναντικατάστατη! Πώς,

όμως, δημιουργείται η μοναδική αυτή σχέση με τα εγγόνια; Μπορεί να ενσωματωθεί

αρμονικά η επιθυμία του παππού και της γιαγιάς, να συμβάλλει στην ανατροφή των

εγγονιών, με τις απόψεις των γονέων για την σωστή ανατροφή των παιδιών τους;

Ποιος είναι ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς στην σύγχρονη οικογένεια;

Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά προσπαθούν να δώσουν οι δύο συγγραφείς του

βιβλίου. Η Έλενα και η Αναστασία, έχοντας περάσει αμέτρητες ώρες ως ουδέτεροι

παρατηρητές-ερευνητές, καταγράφοντας και αναλύοντας τις αυθόρμητες

αλληλεπιδράσεις παππούδων και γιαγιάδων με τα βρέφη-εγγόνια για τους σκοπούς της

επιστημονικής τους έρευνας, θέλησαν να μοιραστούν, περαιτέρω, την εμπειρία τους

αυτή με τον αναγνώστη, πατέρα, μητέρα, παππού και γιαγιά. Παραθέτοντας τα

αποτελέσματα της ερευνητικής τους δουλειάς με προσωπικές σκέψεις ή μαρτυρίες

γονέων, εγγονιών, γιαγιάδων και παππούδων, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα

μακρόχρονης βιβλιογραφικής αναζήτησης, οι συγγραφείς μας προσφέρουν μια

τεκμηριωμένη σύνοψη των σύγχρονων απόψεων για τον ρόλο του παππού και της

γιαγιάς. Καθώς στη ζωή ισχύει η αρχή “εκεί που είσαι, ήμουνα, και δω που είμαι, θα’

ρθεις ” το βιβλίο αυτό αφιερώνεται ως ελάχιστος φόρος τιμής στων γονιών μας τους

γονείς: τους παππούδες και γιαγιάδες μας, καθώς και στους γονείς μας, που είναι τώρα

παππούδες και γιαγιάδες των δικών μας παιδιών!

ISBN 978-960-9433-26-6