13
ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος Ημέρες της καρέκλας ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

Ημέρες της καρέκλας

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Το κάλεσμά της ήταν τραχύ. Βίαιο. Γύρισα απ’ την λάσπη και μπήκα μες στο δώμα. Με περίμενε σκυφτή κι αμίλητη. Κοιτάζοντας με την σαραβαλιασμένη πλάτη της μακριά, πίσω από μένα. Και μέχρι να καταλάβω τί ήθελε, πέφτει κάτω, μου τσακίζει τα σάπια πόδια και πριν σωριαστώ με καθίζει μεγαλόπρεπα. Ανίκανο να κινηθώ. Με βιδώνει γερά και περνάει τα καρφιά της όπου βρει. Έτοιμη μαριονέτα, καθισμένη, ανίκανη, ανήμπορη, να καταλάβει γιατί τόσος πόνος για το τίποτα. Τώρα πλέον, και μ’ ένα μάτι. Για το τίποτα…

Citation preview

Page 1: Ημέρες της καρέκλας

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Ημέρες της καρέκλας

ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Γιος δημοσίων υπαλλήλων, ο Θανάσης Λιακόπουλος γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Δάφνη και τα τελευταία χρόνια κατοικεί στο κέντρο της Αθήνας. Έζησε ατελεύτητα καλοκαίρια στο Δώριο Μεσσηνίας και δύο βαρείς χειμώνες στην Αφρική (Άντις Αμπέμπα-Αιθιοπία). Οι σπουδές του –Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και κλασική κιθάρα και μουσική στο «Ελληνικό Ωδείο» και στο «Ωδείο Χ. Εκμεκτσόγλου»– του προσέδωσαν μια ερασιτεχνική βαρεμάρα, που τον οδήγησε σε διαφορετικά μονοπάτια, με αποτέλεσμα την παθολογική ανάγνωση φιλοσοφικών, ανθρωπολογικών, ιστορικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών βιβλίων και την συγγραφή μικρών ιστοριών. Βιοποριζόμενος ασχολήθηκε με την παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, για χρόνια. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Οψίμως δημοσίευσε κριτικές βιβλίων και συμμετείχε ως ομιλητής σε παρουσιάσεις βιβλίων διαφόρων συγγραφέων. Ζει και εργάζεται στην Αθή-να, με σκοπό, κάποια στιγμή, να την κάνει.

Πρώτες δημοσιεύσεις

«Απώλειες», περ. Πανδώρα,

τ. 16 (11.2004-5.2005) [έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Ο μόνος» και με

κάποιες διορθώσεις]

«Μικρή περιήγηση», περ. Εκπαιδευτική

Κοινότητα, τ. 73 [Φεβρουάριος-

Απρίλιος 2005]

«Σκιές», περ. Πανδώρα,

τ. 17, (5.2005-11.2005)«Ασφάλειες ζωής», περ. Εκπαιδευτική

κοινότητα, τ. 76 [Νοέμβριος

2005-Ιανουάριος 2006]

«Ημέρες της καρέκλας», περ. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. 79

[Αύγουστος-Οκτώβριος 2006]

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότος

«…Το κάλεσμά της ήταν τραχύ. Βίαιο. Γύρισα απ’ την λάσπη και μπήκα μες στο δώμα. Με περίμενε σκυφτή κι αμίλητη. Κοιτάζοντας με την σαραβαλιασμένη πλάτη της μακριά, πίσω από μένα. Και μέχρι να καταλάβω τί ήθελε, πέφτει κάτω, μου τσακίζει τα σάπια πόδια και πριν σωριαστώ με καθίζει μεγα-λόπρεπα. Ανίκανο να κινηθώ. Με βιδώνει γερά και περνάει τα καρφιά της όπου βρει. Έτοιμη μαριονέτα, καθισμένη, ανίκα-νη, ανήμπορη, να καταλάβει γιατί τόσος πόνος για το τίποτα. Τώρα πλέον, και μ’ ένα μάτι. Για το τίποτα….»

«…Πόσο θα ’θελα ν’ άπλωνα την ψυχή μου σε μια απλώστρα. Να την κρέμαγα γερά. Απ’ την μια να την χτυπάει ο άνεμος. Απ’ την άλλη να την δέρνει η βρoμιά. Να την ψήνει ο ήλιος, να προσπαθεί να την καθαρίσει η βροχή. Ή πάλι, να ’ρχόταν ένας δυνατός αέρας, να την ξεκρέμαγε και να την πετούσε μέσα στο ανεμιστηράκι του κλιματιστικού. Κι αυτό να ’κανε την δουλειά του σωστά. Να την πετσόκοβε. Μικρά-μικρά-μικρά κομματάκια. Κι αυτά να ’μουν εγώ. Να πετάγονταν δε-ξιά-αριστερά, πάνω-κάτω. Να σκορπούσαν, και να βοηθούσε σ’ αυτό ο άνεμος….»

«…Τα μάτια μου με προδίδουν. Η όρασή μου εξασθενεί. Θο-λώνουν, κουρασμένα απ’ την αγωνιώδη αναζήτηση. Σχεδόν δεν βλέπω να συνεχίσω. Γι’ αυτό και εγκαταλείπω το πλοίο. Ο τελευταίος ναυτικός. Ο καπετάνιος του. Θα βυθιστώ μαζί του χωρίς να παλέψω με την θάλασσα. Μα μέχρι να με πνίξει το νερό θα συλλογιέμαι το τί έφταιξε και βούλιαξε το πλοίο. Αφού ήταν γερό σκαρί. Δεν ήρθε ακόμα το πλήρωμα του χρό-νου του. Όχι, δεν θα παλέψω να το σώσω. Είναι μάταιο. Θα το αφήσω να με παρασύρει. Και θα συλλογιέμαι μέχρι την τελευταία στιγμή, βυθιζόμενος, γιατί βουλιάζει πριν την ώρα του….»

ISBN 978-960-9499-15-6

ΘΑ

ΝΑ

ΣΗΣ

ΛΙΑ

ΚΟΠ

ΟΥΛ

ΟΣ

Η

ΜΕΡ

ΕΣ Τ

ΗΣ

ΚΑ

ΡΕΚ

ΛΑ

Σ

PHO

TO b

y M

anio

s

οσ

ελ

ότο

ς

Page 2: Ημέρες της καρέκλας

ΤιΤλος: Ημέρες της καρέκλαςςυγγραφεας: Θανάσης Λιακόπουλος

Copyright© 2010 Θανάσης ΛιακόπουλοςΠρώτη έκδοση: Αθήνα, 2010

ISBN 978-960-9499-15-6

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 ΑθήναΤηλ.: 210 6431108e-mail: [email protected] • www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νο-μοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβά-σεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο-νικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντε-λώς συμπτωματική.

Page 3: Ημέρες της καρέκλας

3ΗμέρεΣ τΗΣ ΚΑρέΚΛΑΣ

Περιεχόμενα

Ασφάλειες ζωής ......................................................... 5

Η φιλοξενία .............................................................. 13

Ο μόρος ................................................................... 31

Απώλειες .................................................................. 41

Αναμονή ................................................................... 46

Άπλοια ...................................................................... 50

μικρή περιήγηση .................................................... 53

Ημέρες της καρέκλας ............................................. 57

Κυνοδικία ή Ιερό φαγοπότι .................................... 61

έγκλημα πάθους ...................................................... 67

Ο τρομοκράτης ........................................................ 83

Σκακιέρα στο γκαζόν .............................................. 87

Ο αποδελτιωτής ...................................................... 93

Παράδοση – Παραλαβή ....................................... 100

Σκιές ........................................................................ 104

Negro ...................................................................... 112

Page 4: Ημέρες της καρέκλας
Page 5: Ημέρες της καρέκλας

5ΗμέρεΣ τΗΣ ΚΑρέΚΛΑΣ

Ασφάλειες ζωής

Πέρασε την πόρτα με μεγάλο άγχος και αβεβαιότητα. Και το δυο μαζί τού προξενούσαν καούρες. Δεν μπο-ρούσε να καταλάβει τί τον έσπρωξε να κάνει αυτό

που τώρα ετοιμαζόταν. Πιθανόν ο φόβος. μετά την τελευταία θλάση στον γοφό, που τον έβγαλε εκτός για μια βδομάδα, άρχισε να το σκέφτεται καλύτερα. Δεν ήταν όμως αρκετό να κάμψει τις αμφιβολίες του.

Η είσοδος μύριζε μούχλα και βρόμα. Από κάτω –το αντι-λήφθηκε αμέσως με την γαλλική μύτη λαγωνικού που διάθε-τε– αναδυόταν μια μυρωδιά πετρελαίου. Δεν παραξενεύτηκε. το είχε ξανασυναντήσει αυτό, ιδίως σε κάτι τέτοιες παλιές πο-λυκατοικίες. Όμως να, μέσα στην ζαλάδα της αβεβαιότητας, θόλωσε ακόμα πιο πολύ. Η καούρα γινόταν όλο και πιο έντο-νη. με την ίδια αβεβαιότητα που μπήκε, πάτησε και το κουμπί του ασανσέρ.

το παλιό μεταλλικό κουτί κατέβηκε απότομα. ένας απότο-μος θόρυβος, με το τράνταγμα της στάσης, σήμανε την άφι-ξη. μπήκε μέσα σ’ ένα στενό κουβούκλιο, που πρόθυμα τον ανέβασε στον δεύτερο όροφο της εταιρείας. Ξέχασε λίγο την καούρα του κι άρχισε πάλι να σκέφτεται την απονενοημένη πράξη του. Δηλαδή οι σκέψεις αποδείχθηκαν πιο σημαντικές απ’ αυτήν. Άσχετα αν ήταν οι άμεσα υπεύθυνες. μήπως δεν έπρεπε να το κάνει; Πώς μπορούσαν αυτοί να του εγγυηθούν για την ασφάλειά του; Πώς μπορούσαν να αναλάβουν μια τέ-τοια ευθύνη; τί μέσα είχαν;

Πάντα έβλεπε τις ιδιωτικές ασφάλειες με κάπως μισό μάτι. Σχεδόν τσακισμένο. το να σε ασφαλίζει το κράτος, ε, πώς να το κάνουμε, το ένοιωθε κάπως… πιο ασφαλές. Να σε αναλαμ-βάνει απ’ το πουθενά ένας, έστω ιδιωτικός κολοσσός και να σου παρέχει ό,τι χρειαστείς, κατά τα λεγόμενα των ασφαλι-στών, από νοσοκομειακή περίθαλψη ας πούμε, με τόσα λίγα χρήματα… τού φαινόταν τουλάχιστον περίεργο. Και αρκετά ανασφαλές.

Page 6: Ημέρες της καρέκλας

6 ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν είχε όμως κι άλλη επιλογή. έπρεπε κάπου να ασφαλι-στεί. Η δουλειά που έκανε είχε τους κινδύνους της. Δοκιμα-στής πίστας για κυνοδρομίες ήταν. έπρεπε, τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, να πέφτει στα τέσσερα και να τρέχει δοκιμάζοντας την πίστα διαδρομής. Πόσες και πό-σες φορές δεν κόντεψε να βγάλει κάνα χέρι, ή και πόδι, άσε τα γδαρσίματα και τις αλλεργίες που πάθαινε κάθε τρεις και λίγο. με αυτή την ασφάλεια θα είχε κάπως το κεφάλι του ήσυχο.

Στην ασφαλίστρια που ήρθε για τα προεόρτια είπε την αλή-θεια. εκείνη του πρότεινε ένα συμβόλαιο νοσοκομειακής πε-ρίθαλψης, κρίνοντας πως αυτό είχε άμεση ανάγκη. Και με την σειρά της είπε ψέματα στην εταιρεία. Θα έγραφε στο ασφαλι-στήριο ότι είναι μηχανολόγος σε αγώνες enduro. Δεν υπήρ-χε άλλη περίπτωση να δεχόταν η εταιρεία την αίτησή του για ασφάλιση με τέτοιο επάγγελμα.

Στην ασφαλίστρια που ήρθε για τα προεόρτια… τι κόμμα-τος ήταν αυτός; Ψηλή, λεπτή, γύρω στα τριάντα, κωλοπετσο-μένη, παρά την γυναικεία αύρα που εξέπεμπε. Σε έπειθε για τα προσόντα της… εταιρείας, έτσι ώστε να της εμπιστευθείς την ζωούλα σου. είχε όμως εκείνο το απόμακρο και ψυχρό ύφος του επαγγελματία που δεν χαμπαριάζει την ώρα της δουλειάς. Όσες υποσχέσεις κι αν άφηνε η παρουσία της. Ιδίως αυτό το παγωμένο βλέμμα, που κατοικοέδρευε μέσα στα κόκκινα, απ’ την αγρύπνια; –άλλη μια γαργαλιστική πληροφορία που εκτί-ναζε την φαντασία του αρσενικού– μάτια, σε μαγνήτιζε. Στην πραγματικότητα, αν το καλοεξέταζες, είχε κάτι που σε φόβιζε. Ποιος καλοεξετάζει όμως σήμερα απέναντι σε τέτοια θεάμα-τα;

Στον δεύτερο όροφο που κατέβηκε αντίκρισε μια παχιά σιδερένια πόρτα που έλεγε «Θησαυροφυλάκιο». μια δυσάρε-στη οσμή απλωνόταν στον μικρό διάδρομο. Διαφορετική απ’ εκείνη που συνάντησε στην είσοδο. Κάτι που θύμιζε σαπίλα και υγρασία. Καμιά άλλη πόρτα δεν υπήρχε στον όροφο. Γρή-γορα κατάλαβε πως έκανε λάθος. Πόσο να πρόσεχε τις οδη-γίες του κόμματου, όταν τόν κατατόπιζε σχετικά με το πώς να

Page 7: Ημέρες της καρέκλας

7ΗμέρεΣ τΗΣ ΚΑρέΚΛΑΣ

τήν βρει για τις απαραίτητες υπογραφές; Αποφάσισε ν’ ανέβει με τα πόδια.

με σκυφτό κεφάλι και κουρασμένο βλέμμα άρχισε την αναρρίχηση. τίποτε όμως δεν θύμιζε κάτι τέτοιο. Οι ίδιες βρό-μικες, στενές σκάλες που χρειάζονταν μεγάλο διασκελισμό. Κι όμως. είχε την εντύπωση πως για αναρρίχηση πρόκειται.

Στον τρίτο όροφο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άλλος αέρας. Καθαρός, ανάμεικτος με ’κείνη την μυρωδιά αποσμητι-κού δωματίου. τρεις πόρτες φιγουράριζαν μπροστά του. Η μια με πηχυαία γράμματα «ΑΣΦΑΛεΙεΣ ΖΩΗΣ». την έσπρωξε με δύναμη κι αυτή υποχώρησε αργά και δύσκολα.

το εσωτερικό, εκ πρώτης όψεως, δεν διέφερε από κανένα άλλο γραφείο ιδιωτικής εταιρείας. Γραφεία, γραφειάκια, υπο-λογιστές, παραβάν που χώριζαν ζωές, βαβούρα. Όλοι είχαν μπροστά τους κάποιον και συζητούσαν μαζί του. Υποψήφιο θύμα για συμβόλαιο ή πληρωμή.

Κατευθύνθηκε προς την γραμματέα. μια μελαχρινή, ξερα-κιανή, που κοιτούσε με προσοχή έναν υπολογιστή και μιλούσε στο τηλέφωνο. Όταν τον αντιλήφθηκε «… τι θα θέλατε;». με την πρώτη ματιά που τού ’ριξε στα γρήγορα, αγρίεψε. Κάτι εξωπραγματικό αντίκρισε για κλάσματα δευτερολέπτου και πάγωσε. Αφού όμως τού χαμογέλασε η νεαρά και φάνηκαν τα μικρά και σουβλερά της δόντια μέσα απ’ τα, παραδόξως για το καλούπι της, σαρκώδη χείλη, πήρε θάρρος. «την κυρία Βάνα μπιρίδου, για ένα συμβόλαιο.» «Στο βάθος, τελευταίος διά-δρομος, αριστερά. Θα την δείτε…» Δεν θα αμφέβαλε λεπτό πως θα την μπάνιζε από χιλιόμετρα μακριά. τέτοιο ταλέντο στις ασφάλειες δεν χάνεται εύκολα.

Γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το μέρος που τού υπέδειξαν. Βλέποντας πάλι αυτή την πλατεία με τα γρα-φεία γέλασε με τον εαυτό του. εκείνος, που δεν θα έκανε ποτέ ασφάλεια ζωής, βρίσκεται τώρα ενώπιον της πραγματικότη-τας και… της ανάγκης. Χαλάλι όμως. Άμα είναι να βγει κάτι και να γλιτώσει από κανένα κάταγμα κ.λπ., γιατί να μην το κά-

Page 8: Ημέρες της καρέκλας

8 ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

νει με μια τέτοια ασφαλίστρια; Και πού ξέρεις; Ίσως στον χώρο της να είναι πιο χαλαρή και να βρει δουλειά για το βράδυ.

Προχωρώντας πέρασε από ένα δωμάτιο, που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα το πρόσεχε. έβγαινε από ’κει η ίδια μυρωδιά που συνάντησε στον δεύτερο όροφο. Αηδίασε με την οσμή κι έριξε το βλέμμα του απ’ την άλλη μεριά. Οι ίδιοι τύποι που προσπαθούσαν να πείσουν τους έρμους πελάτες.

Κι ενώ αυτή την φορά δεν κατάφερνε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από ’κει, με την άκρη του ματιού του έπιασε ένα χέρι να σείεται στον αέρα και μια φωνή να του φωνάζει «Άγ-γελε.. από ’δω…» την είδε εκεί, όπως την περίμενε. Ζωντανή και προκλητική. Να χαμογελάει σίγουρη που το ψάρι τσίμπη-σε. την πλησίασε βιαστικά. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια δίνοντας τα χέρια κι άρχισαν να μιλάνε για ανώδυνα πράγματα.

Απ’ την πρώτη στιγμή πρόσεξε το πόσο ωχρή ήταν. Σκέ-φτηκε: «τρέχα γύρευε τι θα ’κανε το προηγούμενο βράδυ.»

έβαλε όλη του την μαεστρία να την κερδίσει. μ’ ένα σμπά-ρο, δυο τρυγόνια. Και τί; το ένα να το πιεις στο ποτήρι. Να το ρουφήξεις δηλαδή μέχρι να στραγγίξει. Άσε που ήταν και το άμεσα υπεύθυνο για ό,τι πήγαινε να κάνει.

Όσο της μίλαγε, ξεδίπλωνε το ταλέντο του στην δουλειά του. την κοίταζε στα μάτια και περίμενε να την εντυπωσιά-σει. Καυχιόταν για το ότι μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα κι απ’ τους σκύλους μετά από τόσες δοκιμές που είχε κάνει στην πίστα. της έλεγε διάφορες περιγραφές από αγώνες. Για τα σά-λια που τους έτρεχαν, για τις γλώσσες που κρέμονταν, για τα σουβλερά τους δόντια που μάτωναν το σαγόνια απ’ την προ-σπάθεια. μόνο εκεί τσίμπησε η γκόμενα. «τρέχει πολύ αίμα τότε;» την είδε να ρωτάει εκστασιασμένη. Αυτός της έλεγε τα κατορθώματά του κι εκείνη τον ρώταγε για το αίμα. Απορριμ-μένος απάντησε «αρκετό, όχι πάρα πολύ». την είδε να απογο-ητεύεται και να επανέρχεται στην αρχική της απάθεια.

Αυτός συνέχιζε ακάθεκτος κι εκείνη αδημονούσε να το βουλώσει για να τελειώσει την δουλειά της. Σε κάποια παύση του τόν πρόλαβε. «Να προχωρήσουμε στις υπογραφές;»

Page 9: Ημέρες της καρέκλας

9ΗμέρεΣ τΗΣ ΚΑρέΚΛΑΣ

έγνεψε καταφατικά, φανερά απογοητευμένος. Δεν θα έβγαινε τίποτα με την γκόμενα. Θα του ’μενε όμως η ασφά-λεια. Κάτι ήταν κι αυτό.

Η καούρα και το άγχος, που τον είχαν εγκαταλείψει για λίγο, επανήλθαν σαρωτικά. Αυτά ευθύνονταν για το κάπως απότομο τέντωμα των νεύρων και την αυξημένη παρατηρη-τικότητά του, μεταβιβάζοντας το ενδιαφέρον του σε άλλα πράγματα, προκειμένου να ξεχαστεί.

Η ασφαλίστρια άνοιξε τα βελούδινα φτερά της και πέταξε μακριά απ’ το γραφείο. «Πάω να βγάλω κάποιες φωτοτυπίες του συμβολαίου και έρχομαι αμέσως για τις υπογραφές.» Κα-τευθύνθηκε γρήγορα, σκορπίζοντας χαρτούρα στο πέρασμά της, προς το δωματιάκι που πρωτοσυνάντησε μπαίνοντας. Προσγειώθηκε μαλακά και μπήκε αφήνοντας την πόρτα ανοι-χτή. Δίπλωσε τα κοκαλιάρικα φτερά της και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του δωματίου.

Η μπόχα απλώθηκε βαριά μέσα στα γραφεία. Κανείς όμως δεν έδειχνε να ενοχλείται. Όλοι συνέχιζαν ακάθεκτοι τις εργα-σίες τους.

Διέκρινε από μακριά έναν απαλό φωτισμό και παραξενεύ-τηκε. Δεν έδωσε σημασία. «Αν θέλουν να κάνουν οικονομία και στο ρεύμα…». Αυτή η σκέψη τον έβαλε σε υποψίες. Πώς είναι δυνατόν μια εταιρεία, που έχει την δυνατότητα να ασφα-λίζει τόσο κόσμο, να τσιγκουνεύεται το ηλεκτρικό; Αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Αμφιβολίες άρχισαν να τον ζώνουν πάλι.

μήπως δεν έπρεπε να το κάνει; τί εμπιστοσύνη μπορεί να δείξει κανείς σε μια εταιρεία που δεν ανάβει τα φώτα; μήπως εντέλει πάνε να του φάνε τα λεφτά; Που με τόσο κόπο βγά-ζει τρέχοντας στα τέσσερα; Και, σε τελευταία ανάλυση, ποιοι είναι αυτοί που μπορούν να εγγυηθούν για την υγεία τόσων ανθρώπων; Συμβόλαιο με το Θεό έχουν υπογράψει; Ή με τον διάβολο;

Απ’ τις ύποπτες σκέψεις του τόν έβγαλε η λικνιστή έλευση της ασφαλίστριας. Βγήκε λίγο αναμαλλιασμένη απ’ την πόρ-τα, που παρέμενε ανοικτή, κι όχι πετώντας αυτή την φορά. το

Page 10: Ημέρες της καρέκλας

10 ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

πουκάμισο ήταν μισοξεκούμπωτο μέχρι την αρχή του στήθους και το μάτι της γυάλιζε γλαρό και βαθυκόκκινο. με ύφος πολ-λά υποσχόμενο «… θέλεις να έρθεις μαζί μου μέσα, να μην περιμένεις μόνος σου εδώ, καημενούλη μου…»

«εντάξει με το συμβόλαιο…», σκέφτηκε, «… λες να μου άνοιξε τελικά κι η τύχη;» Και μαγνητισμένος, χωρίς να αρθρώ-σει λέξη, την ακολούθησε, κρατώντας το απλωμένο, παγωμέ-νο και κάτασπρο χέρι της.

Προχωρώντας έριχνε κλεφτές ματιές στα γραφεία που προσπερνούσαν. Ύφος επιδοκιμασίας, άγριας χαράς, ακόρε-στου πόθου ένιωθε να λαμβάνει. Από υπαλλήλους και πελά-τες. Σα να τον καλωσόριζαν στην μεγάλη παρέα της εταιρείας. Σκέφτηκε τις βλακείες που του πέρασαν απ’ το μυαλό λίγο πιο πριν και τα ’βαλε με τον εαυτό του. Ποτέ δεν περίμενε να δει την κατάληξη. Πάντα απογοητευόταν απ’ την πρώτη στιγμή. Να όμως που η τύχη μπορεί να σου χαμογελάσει ακόμα και την τελευταία στιγμή.

μπήκαν στο δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε βαριά πίσω κάνο-ντας ένα τεράστιο κρότο. Αναλαμπή φωτός πουθενά. Η βρό-μα πιο έντονη, με μια μυρωδιά σαπίλας, ακόμα πιο έντονη, να την γαρνίρει αριστοτεχνικά. Άρχισε να γδύνεται βιαστικά. Η ασφαλίστρια του είχε αφήσει το χέρι, έτσι απαλά όπως του το ’χε πιάσει. Προφανώς για να κάνει και την δική της απαραίτη-τη προετοιμασία.

Πάνω που ’χε πετάξει το πουκάμισο κι άρχιζε να ξεκουμπώ-νει το παντελόνι, μια φωνή απ’ το υπερπέραν τον έκοψε βια-στικά. «Αρκετά!»

Φως ξεχύθηκε από χιλιάδες κεράκια που άναψαν απότομα και τον τύφλωσαν περιστασιακά. έμεινε κοκαλωμένος, με τα χέρια στην ζώνη του παντελονιού, προσπαθώντας να καθαρί-σει το βλέμμα.

μπροστά του απλωνόταν ένα τεράστιο, τετράγωνο, μονα-στηριακό τραπέζι. Στο κέντρο του ένας κύκλος που χώραγε άνετα έναν άνθρωπο ξαπλωτό. Και στην μέση μια πεντάλφα. την οριοθετούσαν μικρά κεράκια, μισολιωμένα, λες κι έκαιγαν

Page 11: Ημέρες της καρέκλας

11ΗμέρεΣ τΗΣ ΚΑρέΚΛΑΣ

πολύ ώρα πριν. Στους τοίχους κρέμονταν ξεσκισμένα μέλη αν-θρώπων για ντεκόρ, κάτι σαν πίνακες. Νυχτερίδες έσκιζαν τον αέρα της ψηλοτάβανης οροφής, που μπερδεύονταν ανάμεσα στα δοκάρια και τις αλυσίδες που κρέμονταν, βγάζοντας ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό. Γύρω-γύρω, το υγρό και πέτρινο το-πίο, ήταν διακοσμημένο με διάφορα όργανα βασανιστηρίων μεσαιωνικού τύπου. Και στην μέση, πάνω στο τραπέζι, να κα-τεβαίνει αργά-αργά, πετώντας με τις μαύρες φτερούγες της, η ασφαλίστρια. Κάπως διαφορετική, είν’ η αλήθεια.

Δυο σουβλεροί κυνόδοντες είχαν πεταχτεί μέσα απ’ το στόμα της. Βαμπίρ παλιό στην πιάτσα. Λίγο αίμα έτρεχε απ’ την άκρη του στόματος. το λεπτό σώμα είχε χτικιάσει κι άλλο λίγο. τα μακριά μαλλιά είχαν σγουρύνει και πετούσαν ανά-κατα, λες και δοκίμαζε πρίζες με το δάχτυλο. τα μάτια είχαν πλημμυρίσει αίμα και έφεγγαν ταιριαστά με την εικόνα του περιβάλλοντος χώρου. Στις άκρες των δαχτύλων είχαν φυ-τρώσει μακριά, στριφογυριστά νύχια, που τον καλούσαν τώρα να πλησιάσει.

έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι του. Δηλαδή ήταν η μόνη κίνηση που μπόρεσε να κάνει απ’ το πιάσιμο του φόβου που είχε κατακλύσει κάθε μέλος του σώματος του.

με την πρώτη άρνηση το βαμπίρ πετάγεται απότομα, τον αρπάζει, τον σηκώνει με τα φτερά της, που προφανώς είχαν την δύναμη να ανυψώσουν και νταλίκα, και τον ξαπλώνει μέσα στον κύκλο, με ανοιχτά χέρια-πόδια, πάνω στην πεντάλφα.

ενώ μεταλλικοί κρίκοι πετάγονταν και του έδεναν τα χέρια και τα πόδια, ούρλιαζε μανιασμένος για βοήθεια. είχε επανέλ-θει κάπως. Η ασφαλίστρια-βαμπίρ χαμογέλασε. με βραχνή φωνή και, ας το ξαναπούμε, απόκοσμη «…φώναζε όσο θέλεις γλυκέ μου. μόνο ο μέφις σ’ ακούει καλά από ’δω που είσαι.» Και μ’ ένα απότομο τράνταγμα, τραβάει τις αλυσίδες. Η πε-ντάλφα απομονώνεται και καταλήγει πέφτοντας με θόρυβο κάτω.

το μόνο που σκέφτηκε, θεωρώντας τον εαυτό του χαμέ-νο για χαμένο, ήταν ότι ανακάλυψε την αιτία της μπόχας του

Page 12: Ημέρες της καρέκλας

12 ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

δευτέρου ορόφου. Και μες στα όλα, να σου και η καούρα να ξανάρχεται. τώρα δε, που ήταν και ξαπλωμένος, πιο έντονη.

Ποτέ δεν το κατάλαβε αυτό το πράγμα. της καούρας, εν-νοείται. Όταν τόν κυρίευε η αβεβαιότητα, είχε άγχος και καού-ρες. Όταν διαπίστωνε κάτι που τον απασχολούσε, το ίδιο. τί άλλο έπρεπε να κάνει για να εξαφανιστεί αυτό το πράγμα; Να σκέφτεται συνέχεια και ν’ απασχολεί το μυαλό του με διάφορα άλλα πράγματα;

Φυσικά πλέον ήταν αργά για οποιαδήποτε ενέργεια σχετι-κά μ’ αυτό το ενοχλητικό πράγμα. Η ασφαλίστρια είχε καθίσει πάνω στο στήθος του και υποκλινόταν σε κάτι που το αισθα-νόταν, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, πάνω απ’ το κεφάλι του. Προσπάθησε να δει τί διάολο ήταν αυτό. μάταια. Βλέποντας την προσπάθειά του το βαμπίρ θέλησε να τον βοηθήσει. Ακι-νητοποιώντας το κεφάλι, του σπάει τον αυχένα, και το γυρίζει πίσω.

Δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο. ένα τέρας, πανάθλιο, άσχημο, κακοσούσουμο, κάτι σαν διάολος που βλέπουμε σε εκκλησιαστικές εικόνες. Δεν θα έπρεπε στα σίγουρα να τον αφορά τώρα πια. το τέλος του είχε έρθει.

Η άλλη από πάνω του συνέχιζε τους τεμενάδες. Αντάλλαξε λίγα λόγια σε κάποια περίεργη γλώσσα. Συνέχισε να υποκλί-νεται και όταν σταμάτησε άρπαξε ένα μαχαίρι. Για κουζινομά-χαιρο έμοιαζε.

Δεν κατάλαβε τίποτα. το μαχαίρι κατέβηκε με δύναμη στο μέρος της καρδιάς, ενώ, σχεδόν ταυτόχρονα, οι σουβλεροί κυ-νόδοντες μπήγονταν στον ακάλυπτο λαιμό του.

Γιος δημοσίων υπαλλήλων, ο Θανάσης Λιακόπουλος γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Δάφνη και τα τελευταία χρόνια κατοικεί στο κέντρο της Αθήνας. Έζησε ατελεύτητα καλοκαίρια στο Δώριο Μεσσηνίας και δύο βαρείς χειμώνες στην Αφρική (Άντις Αμπέμπα-Αιθιοπία). Οι σπουδές του –Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και κλασική κιθάρα και μουσική στο «Ελληνικό Ωδείο» και στο «Ωδείο Χ. Εκμεκτσόγλου»– του προσέδωσαν μια ερασιτεχνική βαρεμάρα, που τον οδήγησε σε διαφορετικά μονοπάτια, με αποτέλεσμα την παθολογική ανάγνωση φιλοσοφικών, ανθρωπολογικών, ιστορικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών βιβλίων και την συγγραφή μικρών ιστοριών. Βιοποριζόμενος ασχολήθηκε με την παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, για χρόνια. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Οψίμως δημοσίευσε κριτικές βιβλίων και συμμετείχε ως ομιλητής σε παρουσιάσεις βιβλίων διαφόρων συγγραφέων. Ζει και εργάζεται στην Αθή-να, με σκοπό, κάποια στιγμή, να την κάνει.

Πρώτες δημοσιεύσεις

«Απώλειες», περ. Πανδώρα,

τ. 16 (11.2004-5.2005) [έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Ο μόνος» και με

κάποιες διορθώσεις]

«Μικρή περιήγηση», περ. Εκπαιδευτική

Κοινότητα, τ. 73 [Φεβρουάριος-

Απρίλιος 2005]

«Σκιές», περ. Πανδώρα,

τ. 17, (5.2005-11.2005)«Ασφάλειες ζωής», περ. Εκπαιδευτική

κοινότητα, τ. 76 [Νοέμβριος

2005-Ιανουάριος 2006]

«Ημέρες της καρέκλας», περ. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. 79

[Αύγουστος-Οκτώβριος 2006]

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότος

«…Το κάλεσμά της ήταν τραχύ. Βίαιο. Γύρισα απ’ την λάσπη και μπήκα μες στο δώμα. Με περίμενε σκυφτή κι αμίλητη. Κοιτάζοντας με την σαραβαλιασμένη πλάτη της μακριά, πίσω από μένα. Και μέχρι να καταλάβω τί ήθελε, πέφτει κάτω, μου τσακίζει τα σάπια πόδια και πριν σωριαστώ με καθίζει μεγα-λόπρεπα. Ανίκανο να κινηθώ. Με βιδώνει γερά και περνάει τα καρφιά της όπου βρει. Έτοιμη μαριονέτα, καθισμένη, ανίκα-νη, ανήμπορη, να καταλάβει γιατί τόσος πόνος για το τίποτα. Τώρα πλέον, και μ’ ένα μάτι. Για το τίποτα….»

«…Πόσο θα ’θελα ν’ άπλωνα την ψυχή μου σε μια απλώστρα. Να την κρέμαγα γερά. Απ’ την μια να την χτυπάει ο άνεμος. Απ’ την άλλη να την δέρνει η βρoμιά. Να την ψήνει ο ήλιος, να προσπαθεί να την καθαρίσει η βροχή. Ή πάλι, να ’ρχόταν ένας δυνατός αέρας, να την ξεκρέμαγε και να την πετούσε μέσα στο ανεμιστηράκι του κλιματιστικού. Κι αυτό να ’κανε την δουλειά του σωστά. Να την πετσόκοβε. Μικρά-μικρά-μικρά κομματάκια. Κι αυτά να ’μουν εγώ. Να πετάγονταν δε-ξιά-αριστερά, πάνω-κάτω. Να σκορπούσαν, και να βοηθούσε σ’ αυτό ο άνεμος….»

«…Τα μάτια μου με προδίδουν. Η όρασή μου εξασθενεί. Θο-λώνουν, κουρασμένα απ’ την αγωνιώδη αναζήτηση. Σχεδόν δεν βλέπω να συνεχίσω. Γι’ αυτό και εγκαταλείπω το πλοίο. Ο τελευταίος ναυτικός. Ο καπετάνιος του. Θα βυθιστώ μαζί του χωρίς να παλέψω με την θάλασσα. Μα μέχρι να με πνίξει το νερό θα συλλογιέμαι το τί έφταιξε και βούλιαξε το πλοίο. Αφού ήταν γερό σκαρί. Δεν ήρθε ακόμα το πλήρωμα του χρό-νου του. Όχι, δεν θα παλέψω να το σώσω. Είναι μάταιο. Θα το αφήσω να με παρασύρει. Και θα συλλογιέμαι μέχρι την τελευταία στιγμή, βυθιζόμενος, γιατί βουλιάζει πριν την ώρα του….»

ISBN 978-960-9499-15-6

ΘΑ

ΝΑ

ΣΗΣ

ΛΙΑ

ΚΟΠ

ΟΥΛ

ΟΣ

Η

ΜΕΡ

ΕΣ Τ

ΗΣ

ΚΑ

ΡΕΚ

ΛΑ

Σ

PHO

TO b

y M

anio

s

οσ

ελ

ότο

ς

Page 13: Ημέρες της καρέκλας

13ΗμέρεΣ τΗΣ ΚΑρέΚΛΑΣ

Η φιλοξενία

Πριν αρκετά καλοκαίρια αναγκάστηκα να φιλοξενήσω ένα ζευγάρι φίλων στο απομονωμένο χωριό μου. Κάτι σύνηθες για τα δεδομένα μου. Σχεδόν κάθε καλοκαί-

ρι, όλο και κάποιος θα μου κατέφθανε, κατά μόνας ή με παρέα. Πάντα όμως μετά από συνεννόηση. Λέω λοιπόν πως αναγκά-στηκα, γιατί απλά δεν ρωτήθηκα γι’ αυτή την καλοκαιρινή επίσκεψη. Δηλαδή, θέλω να πω, πως μου τηλεφώνησαν ένα πρωινό, έτσι απλά, και με ειδοποίησαν πως κατεβαίνουν να με δουν. Ούτε που ρωτήθηκα αν μπορώ. Και «όχι» δεν μπορούσα και δεν μπορώ να πω. Ίσως η πρότερη, στενή φιλία, με τον άντρα, τον έκανε να θεωρήσει πως είχε ακόμα το ελεύθερο και την άδεια και θα μπορούσε να μου κάνει απρόσμενες επισκέ-ψεις. Αλλά, όπως πάντα ευγενικός, με χαμόγελο τους υποδέ-χτηκα και με ευχαρίστηση τους φιλοξένησα.

με τον άντρα του ζεύγους είχαμε μια φιλία χρόνων. Οικο-γενειακή φιλία απ’ τους γονείς κι εμείς από παιδιά μαζί. Από τότε όμως που παντρεύτηκε, κάπου χώρισαν οι δρόμοι μας. Αυτός οδηγήθηκε αλλού, έγινε γιατρός, ή καλύτερα, μεγαλο-γιατρός, κι εγώ, ως γνωστόν, ένα ευφυές τίποτα. Δεν μέμφο-μαι τον εαυτό μου. εγώ το επέλεξα, και μ’ αρέσει. Κι όσο αυτός θα συνεχίσει να θεωρείται μεγαλογιατρός, με όλα τα παραλει-πόμενα αυτού του επαγγέλματος, βλέπε φακελάκια, χοντρά λεφτά, γυναίκες –αδιάφορο η νόμιμη συμβία του– θέσεις, οφί-κια, και δε συμμαζεύεται, άλλο τόσο κι εγώ θα με θεωρώ ένα ευφυές τίποτα. Ή καλύτερα, κάτι ακόμα πιο ευφυές κι ακόμα πιο τίποτα.

Παρενθετικά αναφέρω πως, γι’ αυτό το λόγο, εδώ και χρό-νια, μετά το περιστατικό του καλοκαιριού που θ’ αναφέρω, έχω αποσχιστεί σε ένα μικρό κτηματάκι που κατέχω στο χω-ριό μου και μένω εκεί μόνιμα, σκαλίζοντας τον κήπο μου και προσέχοντας τα χωράφια και τις ελιές μου.