56
Συλλογή 1η Σεπτέμβριος 2013 ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ AlexMil στο σΚΟτΑ δι

ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Τα εκατό ποιήματα της συλλογής, αναφέρονται σε θέματα που αφορούν, την ύπαρξη, τη ζωή, με τα προβλήματα, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις τους, μέσα από διαδρομές , στο φως και το σκοτάδι, του έρωτα του μίσους, της αδικίας, του σεξ·

Citation preview

Page 1: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

Συλλογή 1η Σεπτέμβριος 2013

ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ

AlexMil

στο σΚΟτΑδι

Page 2: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

2

Page 3: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

3

Η ποιητική συλλογή: Ποιητικές τρύπες στο σκοτάδι

διανέμεται ελεύθερα με άδεια Creative Commons: υπό τις ακόλουθες

προϋποθέσεις:

Αναφορά Δημιουργού: Θα πρέπει να κάνετε την αναφορά στο έργο με τον

τρόπο που έχει οριστεί από το δημιουργό

Μη εμπορική χρήση: Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το έργο αυτό για

εμπορικούς σκόπους

Όχι παράγωγα έργα: Δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή

να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό

ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ : Ποιητικές τρύπες στο σκοτάδι

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ : Αλέξανδρος Μηλιορίδης (AlexMil)

ISBN: 978-960-93-5369-4

Copyright © 2013 Αλέξανδρος Μηλιορίδης (AlexMil)

Επιμέλεια έκδοσης: studio Mil3d

www.Mil3d.gr

e-mail: [email protected]

Page 4: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

4

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

εραστής

κλεπταποδόχος

πανέμορφη

κουπόνι συνδρομής

τοίχοι tattoo

στα πεζοδρόμια την είδα

ψευδαισθήσεις postmodern

η μποτίλια

ξεθωριασμένο hotel

η γεωμετρία της ψυχής

δεν σε ξεχνώ

Καλλιστώ

για τη δουλειά μου

10η δευτέρα παρουσία

συντηρημένοι γήινοι

κολλημένος χρόνος

ένστικτα

ώριμη πίκρα

ελεύθερος σκοπευτής

πουά κιλοτάκι

λουλουδοκόριτσα

χωρίς φτερά

απαιτήσεις

ενοχές

μαρμάρινο άγαλμα

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26 κωλόπαιδα

27 ήταν αθάνατη

28 δεν με θυμήθηκε

29 κολώνα μαρμάρινη

30 με ένα, δύο και τρεις

31 γραμμένες τις έχω

32 κολλάζ

33 μάτια ζωγράφου

34 σύγχρονο τέρας

35 η σκέψη μου

36 τα δάκρυα του χρόνου

37 επανάκαμψη

38 ανήθικος

39 χείλια χαλαρά

40 πληρωμή με τη ζωή

41 τον έθαβαν

42 πίσω καθίσματα

43 οσμή της ελίτ

44 οι εχθροί

45 άνθρωποι σκελετωμένοι

46 ποίηση

47 κόλαση

48 άνοιξα το μυαλό

49 ήταν η σιωπή

50 ράτσα βελτιωμένη

Page 5: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

5

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

το πλάσμα

τα κεριά

θυσία

η νέα διακόσμηση

το ιερό

αντεστραμμένος

φτώχεια

σοφίτα

φτηνοπράγματα

λύκοι

ταξικός πόλεμος

όλο μου ζητάς

ήρθε η ώρα

ετήσια γιορτή

γύριζαν δαιμονισμένα

σκοτώθηκε

τον βρήκε η μάνα του

χονδρό δάκτυλο

αξίζουν

κερδισμένοι όλοι

sex shop

τρίο

αξιοπρέπεια baby

δυστύχημα

ελλείψεις

51

55

53

54

55

56

57

58

59

60

61

62

63

64

65

66

67

68

69

70

71

72

73

74

75

76 θαύμα

77 bold και script

78 απελπισία

79 tattoo copyright

80 η κούπα

81 τη πόρτα έκλεισε

82 ξυρισμένα κεφάλια

83 κάτω από το κρεββάτι

84 αφυδατωμένη ψυχή

85 ξεβράκωτοι σταυροί

86 κόλαση του Δάντη

87 χάθηκαν όλα

88 πύλες

89 σπέρμα πολύχρωμο

90 σιδερένια σφυριά

91 μυαλά ζωντανά

92 χαφιές με tattoo

93 παρατημένες εικόνες

94 το μαχαίρι

95 άνδρες

96 δεν φεγγίζουν

97 το μπουκάλι

98 λωρίδες μπέικον

99 θηλαστικά

100 ξύπνημα

Page 6: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

6

εραστής

έφερες

την αδιαφορία σου

από πάνω του,

καμένη στη ψυχή,

ολόγυμνη,

και τον τέλειωσες γρήγορα,

υγράνθηκες εξαίσια

δυστυχισμένη,

τον εραστή σου

σκεπτόσουν συνέχεια κλεπταποδόχος

άκου αυτό,

στέλνω τις σκέψεις μου

πυραυλοκίνητα:

με όνειρα,

έχουν τους χάρτες

της ψυχής μου•

τώρα,

σε καυγάδες του δρόμου,

για σένα παλεύω

κορίτσι μου,

με σκιές καπνισμένες

και διοπτροφόρα

οπλισμένα παράσιτα:

περίμενε με,

ο μπάσταρδος

κλεπταποδόχος

συμφώνησε,

θα μου δώσει καλή τιμή

Page 7: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

7

πανέμορφη

είσαι πανέμορφη,

άποψη απλού ανθρώπου,

που πέρασε

από δίπλα σου,

πάνω σε υπερηχητική

πεταλούδα

και κάηκε στη πυρακτωμένη λάμψη

της αδιαφορίας σου·

κουπόνι συνδρομής

σκόνη

οι άσχημες λέξεις σου,

κατάμαυρη,

τη ψυχή μου σταδιακά σκέπασε,

ευτυχώς,

είχα κουπόνι συνδρομής

για το παράδεισο,

άγγελοι ήρθαν μεταλλικοί

και την έσωσαν·

Page 8: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

8

τοίχοι tattoo

αυτοί που λείπουν,

τους τοίχους

με τα tattoo του πεπρωμένου

έχουν διαβεί,

πίσω από τα μάτια μου

τους βλέπω

κι έμεινε μόνο η σιωπή

της παρουσίας τους

και η νύχτα για να ξαναγράφει

τις στιγμές τους·

στα πεζοδρόμια την είδα

ναυάγησαν

οι σκέψεις μου

και το αίμα σιώπησε,

στα πεζοδρόμια

την είδα ,

με τις σκιές να περιφέρεται,

να χορεύει

με τις ξένες αναπνοές,

στην ομίχλη

του πεπρωμένου της·

Page 9: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

9

ψευδαισθήσεις postmodern

πέρασε

από μπροστά μου,

γυμνή,

αιωρούμενη,

με συσκευή ιπτάμενη:

αναμονή και ψευδαισθήσεις

postmodern

που με παίδευαν,

τις άφηνα, μ' έτρωγαν

και με κορόιδευαν·

αντέδρασα,

μαυροπούλια έστειλα

και τις φόβισα

και χάθηκαν:

έμεινα μόνος επιτέλους,

ολομόναχος· η μποτίλια

πάνω μου έχυσες,

αργά,

μπουκάλι

φτηνής σαμπάνιας,

ήμουν σχεδόν γυμνή

κι έπειτα

με κοίταξες και γέλασες,

αισθάνθηκα άσχημα·

και λίγο μετά,

τη εξώπορτα έκλεισα

ήσυχα,

χαμογελούσα:

τη φάτσα σου σκεπτόμουν

όταν τη μποτίλια

στο κεφάλι σου έσπαζα·

Page 10: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

10

ξεθωριασμένο hotel

πρόσφερες έξυπνες

σκέψεις,

είχες διαισθανθεί

τον άνεμο που με παρέσυρε,

ενθουσιάστηκα,

διέθετες και λευκό μητρώο

και σε χαστούκισα,

ήξερα πως σου άρεζε,

με κοίταξες προκλητικά

και το επανέλαβα

κι έπειτα βιαστήκαμε,

καίγαμε:

ξεθωριασμένο hotel

και poster στραβοκρεμασμένα·

η γεωμετρία της ψυχής

Διάφανα φύλλα

και οι λέξεις πεταμένες

πάνω τους,

σχεδόν αόρατες:

η γεωμετρία της ψυχής του,

οι λέξεις της·

Page 11: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

11

δεν σε ξεχνώ

αν αισθάνεσαι,

το γκρίζο άνεμο

της απογοήτευσης

τη ψυχή σου να ξεραίνει

και τις λευκές σκιές

της μοναξιάς,

σιωπηλά ν’ ακολουθούν,

τότε φαντάσου,

είναι η άπειρη λύπη μου,

που τις αναμνήσεις σου αναζητά,

για να σου πει,

πως ποτέ δεν πρόκειται

να σε ξεχάσει·

καλλιστώ

απέρριψες

τη προσφορά μου:

ταξίδι

στη Καλλιστώ,

δορυφόρο του Δία,

μετ επιστροφής

και όλα τα έξοδα πληρωμένα,

γέλασες ειρωνικά·

με ανάγκασες να σε διώξω,

δεν κατάλαβες,

τη φαντασία σου

τεστάριζα·

Page 12: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

12

για τη δουλειά μου

έμαθα

αυτό που έκανες,

απίστευτο:

κάρμα

αρρωστημένο,

πάντα ήσουν η πιστή

κι ερωτευμένη

κι όταν φοβισμένα ομολόγησες:

- πως το κάνες

τη δουλειά μου για να μη χάσω -

πρώτα,

σκέψεις βολικές

το ξανασκέφθηκαν

κι έπειτα,

φωτιές στην άμμο

και σε πήδηξα γρήγορα,

πείστηκα,

όρκοι και βογγητά

ακουγόντουσαν έντιμα,

μέγιστος

ο υποκριτής:

και μάλλον φαίνεται,

πολύ καλά

πως είχες κάνει·

10η δευτέρα παρουσία

άκουσες ;

ανακοινώθηκε

επισήμως,

το είπαν

τα αστρικά μεγάφωνα

της θρησκευτικής

εποπτείας,

ορίστηκε

ημερομηνία διεξαγωγής

της 10ης Δευτέρας Παρουσίας

και για πρώτη φορά,

θα αφορά

και τα υπόλοιπα

είδη του γαλαξίας μας·

Page 13: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

13

συντηρημένοι γήινοι

καυτός ο άνεμος

και η σκόνη,

από τη κοσμική

θάλασσα των γαλαξιών,

περιπλανώμενη

στα πέτρινα θεριά,

μπλε άμμος

και μισοθαμμένοι

αρχαίοι οβελίσκοι

και οι λαθρέμποροι

σε αντίσκηνα ανοξείδωτα,

εδώ και κει,

τα ιπτάμενα καραβάνια

περιμένουν:

συντηρημένους

τους κρατούν

σε συσκευασίες

μιας χρήσης,

γήινους

θ ανταλλάξουν,

με πολύτιμα πετράδια·

κολλημένος χρόνος

Φαντάσματα

σε καρέκλες οι κριτές

και κόκκινα μάτια αράχνης·

την περιμένουν,

πονεμένη η ψυχή,

μόλις τη πόρτα έκλεισε

του αποχαιρετισμού·

έρημη πόλη,

εγκαταλειμμένη,

και ίχνη που κλαίνε,

καταραμένος ο χρόνος,

κόλλησε,

και επαναλαμβάνει

την ίδια πράξη·

Page 14: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

14

ένστικτα

ενέδρα, αναμονή,

εντοπισμός

κι έπειτα,

μόλις οι συνθήκες

φαίνονται ευνοϊκές,

επίθεση

με όλα τα μέσα:

συμπεριφορές θηρευτών,

τα ένστικτα,

και τα υιοθέτησε,

και τα θηράματα

του είδους του,

άφθονα και ποικίλα·

ώριμη πίκρα

ήσουν ώριμη

κι όμορφη

και τόσο κουρασμένη,

έτρεμες,

οι τύψεις,

όμως τόσο τρυφερή

και ντροπαλή,

σε πήδηξα,

ήθελες σκοτάδι

και ήσουν σιωπηλή,

μόνο όταν μέσα σου

τέλειωσα,

άκουσα το αναφιλητό,

γύρισες,

μου είπες,

δεν είναι τίποτα

και με φίλησες·

δεν απάντησα,

μια πίκρα

άτιμη με κυρίευσε·

Page 15: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

15

ελεύθερος σκοπευτής

σφαίρες

έπεφταν σποραδικά,

βρισκόντουσαν παγιδευμένοι,

αυτός κι άλλοι τρεις,

το profile περιμέναν

δορυφορικά

για το στόχο,

νυχτερινή όραση

και το φεγγάρι έτοιμο να πέσει·

του τηλεφώνησε

ήθελε να χωρίσουν,

το έκλεισε,

και δεν της απάντησε,

άγονο το κενό

και αξιοθρήνητο,

έγινε και απρόσεκτος:

ελεύθερος σκοπευτής

τον σημάδευε·

πουά κιλοτάκι

όριο

παραισθησιογόνο

και η κίνηση,

ηδονή απερίγραπτη,

αποφασιστική και τρυφερή,

τα δάκτυλα,

τον αγριεμένο ωκεανό

του σώματός της

διασχίζουν

και το πουά κιλοτάκι της

στην άκρη

παραμερίζουν·

Page 16: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

16

λουλουδοκόριτσα

και στο παγκάκι,

γραμμένα

λόγια ερωτικά, πρόστυχα,

κι αυτός,

δεν άκουγε μπάντες μουσικές,

είχε καθίσει

για να ξεκουραστεί,

πεινούσε,

τους αγαπημένους του σκεφτόταν

στα μακρινά,

λουλουδοκόριτσα

όλα τους·

χωρίς φτερά

παράλογο;

μπα, ίσως παράξενο

κι εγώ να προσπαθώ να πιαστώ

από μια κλωστή,

πετούσα χωρίς φτερά,

ήταν η στιγμή μου,

κι από κάτω,

άμμος

με όνειρα μισοθαμμένα·

Page 17: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

17

απαιτήσεις

στην αναμονή

έβαλα

τις απαιτήσεις τους:

για να κουραστούν

κι έπειτα

τις αποκεφάλισα,

ήταν τόσο εύκολο,

και ξέφυγα,

ως ήρωας της ψυχής

στο κόκκινο

πλανήτη μου·

ενοχές

σκουλήκια

λευκά και διαφανή

ερχόντουσαν

κατά πάνω μου,

μόλις την είχα πηδήξει

στα όρθια,

γαμημένες ενοχές

πάντοτε υπερβολικές.

Page 18: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

18

μαρμάρινο άγαλμα

μ’ έπιασες

το χέρι,

ήσουν μικρόσωμη

κι όμως τα κατάφερες,

μ’ έσυρες,

πίσω απ το μαρμάρινο

άγαλμα

και μ’ έσωσες,

πνιγόμουν

απ τα δακρυγόνα,

εξαφανίστηκες,

και το μόνο που είπες

ήταν:

πρόσεχε φίλε μου

πρόσεχε·

κωλόπαιδα

κουλουριάστηκε

στο σκοτάδι,

τρεμουλιαστές κόκκινες

γραμμές

και στο βάθος

ο φιδίσιος δρόμος,

λευκός,

ερχόταν κατά πάνω του,

σώθηκε,

ευτυχώς,

ευγενικά κωλόπαιδα,

με σπρέι,

τις γραμμές του

έσβησαν·

Page 19: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

19

ήταν αθάνατη

την είδα να αιωρείται,

ήταν γυμνή

κι ολόλευκη,

ήξερα πως

για μένα ερχόταν,

την είχα κοροϊδέψει ,

τη πυροβόλησα,

ήταν όμως αθάνατη,

πρώτα

τη καρδιά μου ξερίζωσε

κι έπειτα

με πέταξε πολύ ψηλά

γύρω από τη γη,

ζωντανός να περιφέρομαι·

δεν με θυμήθηκε

ύφος

και ρώτησε

το όνομά μου,

ματιές μελαγχολικές,

ματωμένα ίχνη

ψυχής

και στο μόνιτορ

της μνήμης

η εικόνα της τρεμόπαιξε,

τόσο γλυκά οικεία,

τόσο μακρινή,

της κέρασα ποτό

και πήγαμε

για δεύτερο,

δεν με θυμήθηκε,

τα μάτια της,

ίριδες χρυσαφένιες,

όπως τότε

και δεν είπα τίποτα,

λεκιασμένο

το φόντο της ζωής,

την αγαπούσα

και ο χρόνος έσχατος

θριαμβευτής,

άγνωστο

με είχε κάνει·

Page 20: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

20

κολώνα μαρμάρινη

και

τα στεφάνια,

πέτρινα και λευκά,

άρχισαν

να πέφτουν

από το πουθενά,

τον περίκλεισαν

και τον φυλάκισαν,

έμεινε για πάντα εκεί,

μια κολώνα

μαρμάρινη,

κι αυτός ζωντανός

από μέσα,

να φωνάζει,

να εκλιπαρεί·

με ένα, δυο και τρεις

ζωντανή,

κι ερεθισμένη,

μόνο όταν το ψέμα

γινόταν αίμα:

τον κορόιδευε,

θλιβερά κουρέλια

σε απελπισμένη σάρκα

και σαλιωμένα

αισθήματα

πάντοτε με στυλ·

κλασάτα Hotel

και πάλευε,

άγνωστα κορμιά

και φαγωμένα μυαλά,

με ένα, δυο και τρεις

κι όταν η ηδονή

το μυαλό της τρύπαγε,

τηλέφωνο έπαιρνε,

- ακρόαση ανοικτή -

αθόρυβα

την έπαιρναν

και στα φλογισμένα

μισοσκόταδα,

ναζιάρικα του μιλούσε,

με λόγια πρόστυχα

και άγριους

αναστεναγμούς·

Page 21: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

21

γραμμένες τις έχω

με τραβούν

οι ερημιές,

εκτός νόμου έρωτες,

τους θέλω·

και στο φόντο

σκελετοί απ’ όνειρα

κατεστραμμένα

και ας με κυνηγούν

συμμορίες

ασύμμετρες:

στο υπέρυθρο φως

των ενοχών

γραμμένες τις έχω

και στα γκρεμισμένα

περίχωρα

της ψυχής μου τριγυρνώ

και με τ άστρα,

που ξέθωρα

καθρεπτίζονται

στα βασανισμένα

μέταλλα,

τις νύκτες περπατώ,

δακρύζω

και σου μιλώ·

κολλάζ

πεινασμένες

οι πόλεις

και δρόμοι γερασμένοι

να τέμνουν

τη μοναξιά,

αγέλες οι κραυγές

περιφέρονται

και πυροβολούν

και φιγούρες

ανθρώπων σε κολλάζ,

ραγισμένες,

να θρυμματίζονται

από βλέμματα

ατσάλινα

και χείλη σφικτά,

πανδαιμόνιο

σιωπής

από ενοχές

και στάχτες παντού,

αιωρούμενες,

από καμένες ψυχές·

Page 22: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

22

μάτια ζωγράφου

την έβλεπα,

μάτια ζωγράφου

κι ας μην

την είχα δει ποτέ

και στο δρόμο,

τα φύλλα κιτρινισμένα,

σκορπισμένα

στο κουρασμένο φως:

η αυταπάτη

της ζωής μου·

και το δωμάτιο,

παρακμιακά κομψό,

τρεμοσβήνει

στον άχρονο

αέρα της σιωπής,

με τις σκέψεις μου,

ολογραφικές

και μαζί της,

σε ταξίδια,

σε γαλαξιακούς

καμβάδες

και στο βάθος

του δρόμου,

ολοκαίνουργες

οι φωνές,

φουντώνουν,

η ελπίδα,

οι μέρες της οργής·

σύγχρονο τέρας

ταξιδεύω

σε κύματα του χθες,

ζω μέσα του,

μεταμοντέρνα

φυγή

και προσωρινή,

είναι που το σήμερα

καταβροχθίζει:

κόκκινες τρύπες

στο μαύρο φόντο του αύριο

και σταγόνες αίματος:

βροχή

ασταμάτητη,

και το σύγχρονο τέρας,

ραφιναρισμένο,

ασύμμετρο,

να γεννά ασταμάτητα·

επανέρχομαι,

σίγουρα,

με τα χέρια ψηλά

και ξεσηκωμένα,

όμως,

ακόμη τα αισθάνομαι

παγωμένα·

Page 23: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

23

η σκέψη μου

άρπαξα

τη σκέψη μου,

νομίζω,

από ταμείο ανεργίας

του μυαλού μου

δραπέτευσε,

μπλεγμένη

στις ενοχές της αυγής,

να ξεφύγει ήθελε,

απείλησε:

μπάτσοι διαπλανητικοί,

πρώτα όμως την αξιολόγησα:

έστησα

μάτια ολοκαίνουργια

κι έπειτα την άφησα,

την παρέσυραν άνεμοι

μιας κοκαλιάρας ηθικής,

ήταν υπερβολική

κι επικίνδυνη,

ακόμη και στο δικό μου

το ακάθαρτο μυαλό:

λιτανείες διεστραμμένες

και πρόστυχες εικόνες

ζευγαρώματος

και πέη ορθωμένα

να σφαγιάζονται

στο βωμό

ενός άγνωστου θεού.

τα δάκρυα του χρόνου

άσεμνο

το βράδυ,

η αστροφεγγιά

θαμπή

με σιγαστήρα

και τα δάκρυα του χρόνου,

με αναμνήσεις

τρέφονται,

απ τα κουρασμένα μάτια

τρέχουν

και τις ρυτίδες

της ψυχής θωπεύουν,

προσπαθούν,

τις στάχτες

του παρελθόντος

να πυρώσουν·

Page 24: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

24

επανάκαμψη

βραδινές αναπνοές,

διάφανο

και το μυαλό,

γερασμένο

κλαψουρίζει,

όλα,

τόσο τρομαχτικά,

για να υπάρχουν:

άρρωστη όραση

και κρίσεις στέρησης

και ελικοφόρα σκίτσα

μαστοφόρα

να αιωρούνται:

επανάκαμψη

και κυτταρικά δείγματα

ή προϋπόθεση·

ανήθικος

δεν ήταν

ηθογράφος,

αισθανόταν απεναντίας,

πρόστυχος

και ανήθικος,

γι’ αυτό ήταν και κλασάτος ποιητής,

έτσι τουλάχιστον νόμιζε,

φαντασίωση

και βενζίνα ποτισμένη,

αχ αυτός ο νεαρός Ντυκάς

κι ο κόμης

τον στοίχειωνε,

το μαύρο,

bandiera στο μοναχικό μυαλό του

και με κόκκινες πιτσιλιές:

δάκρυα,

ήρωα τον έκαναν

κι αυτά τα λίγα του αρκούσαν·

Page 25: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

25

πληρωμή με τη ζωή

τράπεζες εξουσίας

και ATM

και αναλήψεις πόνου,

οι πουτάνες,

η ντρόγκα της ελίτ:

πρώτα o δανεισμός,

σχεδόν τζάμπα τσιμπούκι

με χαμόγελα

κι έπειτα ο εθισμός,

η πληρωμή με τη ζωή,

για όλη τη ζωή:

δάκρυα

από σπέρμα τραπεζιτών

και υποκρισία

και ο θάνατος στο τέλος,

υποχρεωτικός,

με νοθευμένη τη δόση:

κατάσχεση εξευτελιστική,

χωρίς βαζελίνη

και με περίστροφα κάθε φορά

ολοκαίνουργια·

χείλια χαλαρά

το φιλί της

γεύτηκε,

ήταν κουρασμένο,

γεύση αγωνίας

και μια γυναίκα

στον ατέλειωτο μόχθο,

ρόλοι ανυπόφοροι,

επιβίωση,

αμέτρητες νύχτες

χαμένες ώρες

η γενιά της

και κάθε μέρα,

ουρλιαχτά αθόρυβα,

με χείλια χαλαρά,

με σφιχτές γραμμές,

χωρίς ήλιο,

χλωμά,

προσφερόμενα·

της ψιθύρισε:

και τα μάτια της θόλωσαν,

τα χείλια

ομόρφυναν

και τους αιώνες

της γυναίκας

στον έρωτα,

με μιας εμφάνισαν·

Page 26: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

26

τον έθαβαν

ήταν

ήχος παρακλητικός

απόμακρος,

παράξενο,

σαν σκουπιδιάρικο

σε οργασμό

και όταν κατάλαβε,

πρώτα φοβήθηκε

κι έπειτα

θανάσιμα εκνευρίστηκε:

ψαλμοί

και κακόφωνοι:

τον έθαβαν,

ιερωμένος

και μερικοί άλλοι,

πεθαμένος και μαλάκας

και το κώλο

δεν του σκούπισαν:

τους πίστεψε

πως θα τον αποτέφρωναν,

ορκίστηκαν,

λίγο πριν πεθάνει·

πίσω καθίσματα

ρούφηξε

ένα στρείδι

με πλούσια γουλιά

λευκού κρασιού,

ήταν ακόμη καυλωμένη,

ζωγράφιζε μέσα της,

κατάσταση σπινταρισμένη

και είχε και κάτι

με τα πίσω καθίσματα

των αυτοκινήτων,

άνδρες όλων των ειδών:

πολλαπλούς οργασμούς

κι αυτός,

χιούμορ WC,

σφυγμομετρήσεις,

παραγωγή κωλόχαρτου,

πλαστικές

μαυροκόκκινες σημαίες

και mon amie:

έντομο,

από παλιοσίδερα φτιαγμένο

κι αυτή να σκέπτεται,

όσια πηδήματα

με όλους μαζί,

με τον μπάρμαν απέναντι

και το τσογλάνι

παραδίπλα·

Page 27: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

27

οσμή της ελίτ

επιμελημένοι

οι κώλοι

και τούρμπο

βενζινοκίνητα θηλυκά,

μαστουρωμένα,

κα η οσμή της ελίτ:

ναργιλέδες

που ακριβά

τσιμπουκώνουν:

ολοφάνερη

η διαφορά,

έτσι πιστεύουν,

για όλους όμως:

ίδιο χρώμα

ίδια και η μυρωδιά

των σκατών·

οι εχθροί

στην αντιπέρα

όχθη οι εχθροί,

όλοι,

έτσι τους λένε

κι απ’ τις δυο πλευρές,

και χθες

και σήμερα

και αύριο

και πάντοτε,

όμως είναι δολοφόνοι,

και αλληλοσκοτώνονται,

διαρκώς:

για τους ισχυρούς

για τα συμφέροντάς τους,

με ηρωισμό,

με αυτοθυσία,

και κτηνωδία,

γιατί από μικρούς

τους έμαθαν,

να πιστεύουν

και να τους

προσκυνούν

με τα ψευδώνυμα τους·

Page 28: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

28

ποίηση

ο λόγος

βρίσκεται παντού,

από πάντοτε,

είναι οι λέξεις μας,

είναι ο κόσμος

και οι συντεταγμένες του

και η ποίηση

είναι η ουσία του,

τα συναισθήματα,

στις λέξεις,

στις πράξεις,

στα πράγματά του,

είναι η ζωή και ο θάνατος

στις λαμπερές

και σκουριασμένες

επιφάνειες

της ελευθερίας μας:

πάντοτε μαζί,

πίσω από το δάκρυ

και το γέλιο,

τον έρωτα και την ελπίδα,

πίσω από τα μάτια

που ορθάνοιχτα

κοιτάνε το σκοτάδι·

άνθρωποι σκελετωμένοι

ουρανός

λερωμένος

απ’ τη μαύρη σκόνη

και το φως διάχυτο ,

σκούρα ματωμένα στίγματα,

τις γερασμένες επιφάνειες

μασκαρεύει,

όλα παρανοϊκά:

υπάρχει πολιορκία

και οι άνθρωποι σκελετωμένοι,

ανθρώπινα θηρία,

ιστούς ξεσκίζουν στα κρυφά

και πεθαμένες σάρκες,

έχουν αρχίσει και τους ζωντανούς,

τους γέρους,

και τους ξεψυχισμένους:

λιπόσαρκη

η σαρκοβόρα πείνα,

η κόλαση

και η φύση μας·

Page 29: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

29

κόλαση

αόρατος τοίχος

κι ένα κομμάτι

κάρβουνο

και η Βαβέλ,

να του ανακατεύει

το μυαλό,

δάκρυα ραδιενεργά

και ζωγράφιζε

άγρια,

γραμμές σκληρές,

που έσταζαν αίμα

κι έκαιγαν

το ημίγυμνο κορμί του

και σκιτσάριζε

τη κόλαση,

κοράκια

και άδειες κόγχες

και αυτή στο κέντρο,

να τον καλεί

ικετεύοντας·

άνοιξα το μυαλό

σκέψεις

μισοτελειωμένες,

σχεδόν βλοσυρές,

ανάρμοστες,

όνειρα απολιθωμένα,

και συναισθήματα χυλωμένα,

όλα,

τα τέλειωσα:

άνοιξα το μυαλό,

και πήδηξαν,

έφυγαν

και λίγο πιο κάτω

στη Τρίτη ανεμογεννήτρια,

Ρωμαίοι αρματηλάτες

παραμόνευαν,

και μ’ εντολές μου,

στα περιστρεφόμενα

πτερύγια

τα έσπρωξαν·

εξαίσια,

ήμουν και πάλι

ελεύθερος

και ο αστρικός ταχυδρόμος,

μου έφερνε νέα,

φρέσκα

και βέβηλα·

Page 30: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

30

ήταν η σιωπή

ονειρευόταν,

πρόστυχες

εικόνες ζευγαρώματος

κι ήταν μισοσκόταδο,

όταν ξαφνικά η αίσθηση,

να κατρακυλά στις καυτές πλαγιές

του χωρισμού τη ξύπνησαν,

ήταν η σιωπή,

και η πόρτα που έκλεισε

σιγανά πίσω του,

φευγαλέα,

το λινό λευκό σακάκι του είδε,

το κρατούσε στο χέρι,

για λίγο τη καρδιά της

αφουγκράστηκε

κι έπειτα,

με τα δάκρυά της

άρχισε να πέφτει,

το ύψος δυσθεώρητο,

ατέλειωτο,

κι όταν τα μάτια της στέρεψαν

απ τα αναφιλητά,

σταμάτησε τη πτώση,

τα παραθυρόφυλλα άνοιξε,

πήρε το καμβά της

και μια καινούργια μέρα

άρχισε να ζωγραφίζει·

ράτσα βελτιωμένη

ιδεολογικά

βαριετέ

και glamour rock

και σκέψεις στο μετρό,

κάθε πρωί σαν να με ταΐζουν:

catering και κούραση

και η δουλειά γραφείου,

φοβάμαι,

είμαι κουρασμένος

και δεν αντιδρώ

και σίγουρα δεν το θέλω,

ας γαμηθούν οι άλλοι,

όμως άγιες πορδές,

το τελευταίο καιρό,

αισθάνομαι:

ράτσα βελτιωμένη

εξημερωμένου σκύλου,

εντάξει, μου αρέσει,

όμως μισοχορτάτο

με κρατάτε

και ας είμαι ο ευνούχος σας·

τα κοπάδια

από άνεργα τετράποδα,

γιατί αφήνετε

να με φοβίζουν;

Page 31: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

31

τα κεριά

ήταν

παράξενο,

στη μέση μιας νυχτερινής στιγμής,

τα κεριά εξασθένισαν,

η φλόγα τους μίκραινε,

κόκκινη κηλίδα, εφιαλτική

και λαμπύριζαν,

μικρά διαμάντια στο σκοτάδι,

ζοφερό το φως,

τρεμόπαιξαν για λίγο κι έσβησαν·

ήταν και ο άνεμος,

παίδευε,

ριπές κατάμαυρου

και το σκοτάδι σε σκοτεινές μορφές

μεταμορφωνόταν,

ακίνητες,

έκαιγαν μόνο τα μάτια τους

κι ήταν παντού:

ερημίτες,

με ζωή μέσα στο θάνατο,

στους χρόνους κρυμμένοι

και αιώνιοι·

Το πλάσμα

το μούτρο

γουρουνίσιο,

με ζωώδη αυτοπεποίθηση,

ξιπασμένος

κι ο βραδινός αέρας,

καρβουνιασμένος,

οπλισμένος με παράξενους θορύβους,

έκανε το σπίτι εφιαλτικό,

κόκκινο το στρινγκ,

ηρωικό

στο πληθωρικό της σώμα

κι αυτός με υγρά μουγκρητά

να της το βγάλει προσπαθεί,

κι όταν το πλάσμα όρμισε πάνω τους,

ο θόρυβος ήτανε φρικτός,

πρώτα τους κράτησε ζωντανούς,

ο τρόμος έκανε το κρέας ζουμερό:

ήταν κανόνας

στο εγχειρίδιο διατροφής

κι έπειτα,

να τους τρώει άρχισε,

πρώτα σε λωρίδες τις σάρκες τους

και έπειτα όλα τα εσωτερικά,

πέθαναν όταν έμειναν οι σκελετοί:

ήταν το πρώτο τους

πρακτικό μάθημα διατροφής,

τα δυο παιδιά του

είχε λίγο πιο κει·

Page 32: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

32

η νέα διακόσμηση

περίτεχνα

αιδοία,

καυλωμένα

και φαλλοί σηκωμένοι

πελώριοι,

σε αμέτρητα υλικά

και χρώματα,

η νέα

διακόσμηση,

η μοντέρνα αρχιτεκτονική

της ηγεμονίας,

φαντασιώσεις πόρνων

θα πείτε:

είναι δυνατόν

να μην υπάρχουν

ηθική και υποκρισία;

κράτος

και εκκλησία;

θυσία

είχε ακόμη

τις ερεθισμένες

γεύσεις

και τα σάλια

στο κατεστραμμένο

κορμί της,

φρικτές φάτσες

με έκφυλες διαθέσεις

και οι εντολές,

ιερός σκοπός,

την πήραν

σε ευφάνταστους

και αρρωστημένους

συνδυασμούς,

απ όλες τις τρύπες·

κι έπειτα,

απ το διαφανή θόλο,

το ιερατείο

των παρατηρητών

την εντολή έδωσε

και όλους

τους αποκεφάλισαν:

η ευμένεια

του θεού τους,

γι’ ακόμη μια φορά

ανανεώθηκε·

Page 33: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

33

Αντεστραμμένος

άγρια

κατάσταση

και αντεστραμμένη

η κατασκευή:

κώνος,

η κορυφή του,

τη καρδιά του ακουμπά,

και η βάση του

στα σύννεφα φθάνει:

πάνω βρίσκονται

οι κατοικίες των αφεντικών

και λίγο πιο πάνω

στα ουράνια

οι θρόνοι των θεών,

είναι από μολύβι

και μέσα ολόχρυσος,

γεμάτος εκατόμβες

ανθρώπων και ψυχών·

το ιερό

οπλισμένες

οι αισθήσεις

και οι πυροβολισμοί

ανεξέλεγκτοι,

η προδοσία τις όπλισε

και οι τρύπες

αμέτρητες,

το ιερό της

ψυχής της σκότωσε

και τις ηλιόφωτες

ακτίνες

και πάλι να μπουν

επέτρεψε·

Page 34: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

34

Φτώχεια

στο συσσίτιο,

απόκοσμη

η σιωπή της,

παρακμιακή κομψότητα

και η αίσθηση:

παρατεταμένη

φτώχεια,

ζωή μέσα στο θάνατο,

και η ερημιά

της ψυχής της,

αγέρωχη,

στις εσχατιές

του σύμπαντος

φτάνει·

σοφίτα

άχρονος ο αέρας,

ακίνητος

και η μυρωδιά του,

φωνές του παρελθόντος,

ερωτικές

και ξεχασμένες,

σοφίτα

και σκέψεις

των πραγμάτων

που τον περιτριγυρίζουν

και το σώμα της,

γυμνό

και μισοσκεπασμένο,

σαν να του έριχνε

πρόστυχες

ματιές,

ήρθε από πάνω της

και σαν λύκοι

με όνειρα,

πηδηχτήκαν άγρια

πολλές φορές

μέχρι το ξημέρωμα·

Page 35: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

35

λύκοι

πετρωμένοι

δρόμοι

και ολοσκότεινα

σπίτια,

ουρλιαχτά λύκων

και αγέλες από μέσα

με σηκωμένες

τις ουρές

να τρομοκρατούν:

το μυαλό του,

γερασμένη άσφαλτος

σε αδιέξοδο

και ο χωρισμός•

κι αυτός,

με ζώα στη ψυχή,

κρυμμένα και υπέροχα

σε γαλαρίες

φαλακρές τρέχει:

κρυφή η ελπίδα

πως θα τη ξαναδεί·

φτηνοπράγματα

με το συρραπτικό,

στο χάρτινο

σκοτάδι,

στερέωσα

ένα ολόγιομο φεγγάρι

κι έπειτα,

εκτύπωσα

τ' άστρα

και τον αστερισμό της

και τα στερέωσα

κι αυτά,

εξαίσιες ομορφιές

με φτηνοπράγματα,

έτσι ήταν

και η αγάπη μας

Page 36: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

36

όλο μου ζητάς

μωρό μου,

συνεχώς money

μου ζητάς,

που στο διάολο

να τα βρω,

ζιγκολό

έγινα για πάρτη σου,

αλλά γέρασα,

κάτι κωλόγριες

μόνο μου πέφτουνε

και τώρα τελευταία

και κάτι γέροι

κι αυτό με φόβισε,

με φόβισε πολύ,

γι αυτό απέλυσε με,

κουράστηκα πια,

δεν αντέχω

τη ντροπή·

ταξικός πόλεμος

ο πόλεμος

των τάξεων,

με πατσαβούρες

πλαστικές

και καναπέδες,

τροχήλατους και φορητούς:

ο κόσμος μου

και πιο ψηλά

ιπτάμενες φούσκες

προνομιούχες,

αεροπροωθούμενες

με οργασμούς,

θέσεις εργασίας

να πετούν:

καρέκλες θεόρατες

και μασίφ·

μόλις που γλυτώσαμε,

με μια ώριμη κυρία

στριμωχτήκαμε

σε είσοδο

παλιού αρχοντικού

και από το άγχος μας,

πηδηχτήκαμε

άγρια·

Page 37: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

37

ήρθε η ώρα

ναι,

όταν τη σκέπτομαι,

όλα γίνονται

μια σωληνωτή τρύπα,

AC ρεύμα

κι εύκολα γλιστρώ

με μυρωδάτη λίπανση,

αυτόχειρας

και ηλίανθος

και τρέχω ξέφρενα,

όμως,

τώρα τελευταία

στον ορίζοντα,

γιγαντιαίο τοίχο αντικρύζω:

από ξεχαρβαλωμένα πλυντήρια

και ιπτάμενα

σέξι εσώρουχα,

να διαφύγουν προσπαθούν,

τώρα καταλαβαίνω,

δόντια ψηφιακά,

όλα άρχισαν να τα ροκανίζουν,

φαίνεται,

η ώρα ήρθε

για να τα παρατήσουμε·

ετήσια γιορτή

οι δρόμοι

αθόρυβοι,

ξελιγωμένοι

και ο ήλιος εκτυφλωτικός

και λαμπρός,

μόνο η άσφαλτος

θλιμμένη,

φρέσκια και κατάμαυρη

και οι σκιές

τεράστιες,

ζωντανές και όσιες

να παρακολουθούν

και απ’ το βάθος

της λεωφόρου,

ο θόρυβος

όλο και μεγάλωνε:

η πορεία ανθρώπων

σε ξυλοπόδαρα,

μπροστά σημαιοφόροι

με τα λάβαρα της υποταγής

και στο τέλος,

με αλυσίδες πιασμένες,

ιπτάμενες καρδιές·

ήταν η μέρα

της ετήσιας γιορτής

και την γιόρταζαν

με τη πορεία της υποταγής

Page 38: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

38

σκοτώθηκε

τηλέφωνο,

είπαν λίγα λόγια,

συνηθισμένα,

θα συναντιόντουσαν

το βράδυ

στο στέκι τους,

ω θεέ των γαλαξιών,

λίγο μετά,

αυτός από διερχόμενο

σκοτώθηκε,

αχ γαμημένη ζωή,

που να το ξέραν

πως ήταν

τα τελευταία τους

λόγια·

γύριζαν δαιμονισμένα

αποκάλυψη

κι άρχισαν

όλοι να υμνούν

και να ουρλιάζουν,

η πλατεία έμεινε ακίνητη

και τα κτίρια

γύρω της

να γυρίζουν δαιμονισμένα,

πρόλαβαν

και μαζεύτηκαν

στο κέντρο της

κι όταν από ψηλά,

άρχισαν να πέφτουν

αλεξιπτωτιστές

οπλισμένοι με σπαθιά

κι ασπίδες,

φορώντας

ασημένιες περικεφαλαίες,

όλοι γονάτισαν

και άρχισαν

με οδυρμούς

να εκλιπαρούν για έλεος·

Page 39: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

39

χονδρό δάκτυλο

γαμημένη

κατάσταση,

είχα κατεβάσει

το παντελόνι

κατέβασα και το μποξεράκι,

ευτυχώς σκέφθηκα,

όλα πεντακάθαρα,

κι όταν έσκυψα,

άρχισα να ιδρώνω,

είδα τη βαζελίνη

στο τραπεζάκι απέναντι

και κάπως ηρέμησα,

τη πήρε, είπε,

να σκύψω περισσότερο,

να ανοίξω κι άλλο

τα πόδια,

ντράπηκα

και ω θεοί της καύλας

γιατί μου το κάνατε,

άρχισε να μου σηκώνεται

άγρια,

ο γιατρός με το χονδρό του

δάκτυλο

το προστάτη μου

ψαχούλευε·

τον βρήκε η μάνα του

σπασμοί φωτός

και πυρακτωμένα γυαλιά

στο τσερβέλο του,

ρούφηξε

το τσιγαριλίκι

και οι αναπνοές του,

κίτρινη

σκούρα ηδονή,

νοθευμένη,

το σώμα του

άρχισε να κομματιάζει

και το στόμα του,

με σκοτεινό

αίμα να γεμίζει·

με συσπάσεις

τον βρήκε το πρωινό,

τον βρήκε

και η δυστυχισμένη του

μάνα ·

Page 40: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

40

κερδισμένοι όλοι

σιδηρογραμμές

ονειρικές

και πάνω τους

κρεβάτια μεταλλικά

μπαρόκ

και κορμιά

να στάζουν ηδονή

και να τα κινούν:

συρμός

και όπου περνά,

ουρανομήκη

τα ωσαννά,

τελικά

κερδισμένοι όλοι,

συμμετέχοντες

και θεατές,

ακόμη και ο θεός·

αξίζουν

αγωνία,

υπαρξιακός ήχος

και μουρμουρητό εντόμων:

χλευασμός της ζωής

από το θάνατο

και η μοναξιά;

ταμπούρλα

στη θέση της καρδιάς,

μένουν λίγα:

πρώτα αγιασμός

και μετά οι ψίθυροι,

οι σφιγμένες γροθιές

και οι πατημένοι

λευκοί άγγελοι•

ναι αξίζουν,

μην κλαίτε μάγκες μου,

οι βεράντες

στον υπόγειο,

αυτές που βλέπουν το θεό

και τα δάκρυα,

υγρές ηδονές,

σε κατσαρές τρίχες

όλων

των κορμιών.

Page 41: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

41

αξιοπρέπεια baby

γράφω

για σένα

φτηνιάρικους στίχους,

είναι το άρωμα

που φοράς

και τα κιλοτάκια σου,

θέλω έμπνευση,

όμως σε αγαπώ,

και μη κλαις

και μη με γλύφεις,

αξιοπρέπεια

baby,

η πρώην μου μας βλέπει·

sex shop

μαμούθ

και με κυνηγούσαν,

παντρεμένος

κι εφιάλτης

και ξαφνικά

σε sex shop βρέθηκα,

αμηχανία

αισθάνθηκα,

προς στιγμή

κι έπειτα,

ανήθικος ένοιωσα

στο κορμί μου,

που την αμαρτία

του στέρησα·

τρίο

με λέρωσες

με τις καύλες σου,

φαίνεται

είναι δύσκολα

τα ηθικά πράγματα

στις μέρες μας,

είσαι κίνδυνος βιολογικός

για το σώμα μου,

ευτυχώς

τη ψυχή μου

δεν στην έδωσα,

άκου να θες

να κάνουμε τρίο

με το φίλο μου·

Page 42: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

42

δυστύχημα

δεν πρόλαβα

να της πω

πόσο πολύ

την αγαπούσα,

ήμουν

απορροφημένος,

η δουλειά,

super star το άγχος

κι όταν

έγινε το δυστύχημα

ήταν όλα

καθυστερημένα,

σχεδόν απλήρωτα:

εγωισμός

και δεν μιλούσαμε,

κι έπειτα,

ο θάνατος

και αβάστακτος πόνος:

θεέ των γαλαξιών

ας ήταν εδώ,

ένα γλυκό φιλί

και να της πω

πόσο πολύ την αγαπώ·

ελλείψεις

έμαθα να ζω

από τις ελλείψεις μου,

ίσως

ομολογία

αποτυχίας:

τις αντικατέστησα

με ξεφτισμένες

τοιχογραφίες

και βεβιασμένα

χαμόγελα,

έχει και συνέχεια,

σκότωσα

και τις ευγένειες,

έτσι,

έβλεπα

τους τσόγλανους,

με κεφάλια κουκίδες

και σώματα

πεθαμένα,

ευτυχώς,

ο σπιτονοικοκύρης

ήταν άθεος,

και η γειτόνισσα

κρυφή πόρνη.

Page 43: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

43

Bold και script

έστειλε email

στο office,

έγραφε

με bold, επιθετικά:

μαζί σου

έχασα

την αυτοπεποίθησή μου,

μ’ έκανες μια

βαρετή με νεύρα

αγάμητη νοικοκυρά,

της απάντησα

με script, ρομαντικά:

αγάπη μου

καταλαβαίνω,

πριν αγαπηθούμε

και ενώπιον

θεού και ανθρώπων

παντρευτούμε,

ήσουν μια πουτάνα

περιωπής,

εμπιστοσύνη

και θα το ξεπεράσουμε μαζί,

μου ανταπάντησε:

μαλάκα,

είσαι μεγάλος

μαλάκας

τελικά·

θαύμα

η ουτοπία

είχε γίνει γάιδαρος,

λευκός,

κοπάδι όνων

πυραυλοκίνητο

κι εμείς πάνω τους,

και πετούσαμε

συχνά,

στη νεκρή θάλασσα

της ελπίδας

και ο κόσμος

δεν γνώριζε την ουτοπία:

δεν πέρασαν

καθοδηγητές

να τους φωτίσουν

και μόλις

μας έβλεπαν ψηλά,

όλοι μαζί,

θαύμα, θαύμα

φώναζαν

και τάματα

με σφεντόνες

μας πετούσαν·

Page 44: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

44

tattoo copyright

τηγανισμένη μέρα

και πεζοδρόμιο

με γεροντίστικες παραξενιές,

ήμουν ομορφότερος

σκέφθηκα,

ήταν πιο ψηλός,

φορούσε γραβάτα,

μόνο,

μποξεράκι

και ψηλά κόκκινα τακούνια,

βαριετέ

και στεκόταν πάνω

σε σπέρμα αιωρούμενο

και τεράστιο,

κοντοστάθηκα

και μου μίλησε

και ώ θειικές ηδονές,

ένας άγγελος ήταν,

τον αναγνώρισα,

tattoo,

copyright

κάτω απ’ το ρουμπίνι του αφαλού,

γοητεύτηκα,

έσκυψα με δέος

και με στύσεις υποταγής,

για ώρα

τον προσκύνησα·

απελπίσια

η σιωπή,

μέταλλο σκουριασμένο

έπεσε πάνω του,

μόνος θόρυβος:

οι δείκτες του ρολογιού,

εκκωφαντικός

και τον εαυτό του

στη μορφή της,

δεν μπορούσε πια να προβάλει,

ο πόνος γαντζωμένος

δεν έφευγε,

οι σκέψεις

κλειδωμένες στο υπόγειο,

μύριζαν υγρασία,

δεν μπορούσε να σκεφτεί,

άκουγε

και εμβατηριακή

μουσική,

τη φανταζόταν

και τ’ αστέρια τους

μετανάστευαν,

του έμεινε μόνο

να ικετεύει,

τη ψυχή του

να καταβροχθίσει

το επερχόμενο σκοτάδι·

Page 45: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

45

η κούπα

κρουνοί

ευτυχίας

και γυάλινο ημισφαίριο,

σφηνωμένο

σε κορυφές

δυσθεώρητες,

το διοχετεύουν

από τ’ απώτερα

συμπαντικά

σύνορα,

διαβολικές,

οι πηγές

της αιωνιότητας

και οι ψυχές,

ασώματες

κι ευτυχισμένες,

κολυμπούν

στη κούπα της ζωής

και παιχνιδίζουν,

ηδονίζουν

και ηδονίζονται·

τη πόρτα έκλεισε

ήταν χαζές

ελπίδες,

καρφωμένες

σε σκοτεινό ουρανό,

ακόμη

ερωτευμένες

με το κορμί του,

χαλκόχρωμο

και προικισμένο

και το μενταγιόν

σκόρπισε

στο ξύλινο πάτωμα,

τα γυάλινα ρουμπίνια,

τρομαγμένα,

κατρακύλησαν

και κρύφτηκαν

κι αυτός αδιάφορος,

μόλις τη πόρτα

έκλεισε πίσω του

κι αυτή σωριασμένη,

μαζί της

και οι ελπίδες

ξεψύχησαν·

Page 46: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

46

ξυρισμένα κεφάλια

και

απαιτώ,

το δικαίωμα αλήτες,

ανεβαίνω τα μαυροφόρα

σκαλοπάτια

της επιβίωσης,

με ψυχή παθιασμένη για ζωή,

φοβίζουν

τα ξυρισμένα κεφάλια,

γλύφουν,

έχουν μάτια σαρκοβόρα

και με σκουπόξυλο τα διώχνω,

δικά σας είναι

και ο Γολγοθάς μου,

χαραγμένος

απ’ τους άγιους σας:

ζωντανούς

και ματσωμένους

και κοροϊδεύουν

και δολοφονούν

κι εγώ

με ασημένιες σκέψεις,

τις τσιμεντένιες χειροπέδες σας

να τις συντρίψω

ετοιμάζομαι,

το απαιτώ

το δικαιούμαι

και σας το υπόσχομαι·

κάτω από το κρεββάτι

υγρό

το φεγγάρι,

ακούει

κατακόκκινες κραυγές

και το παράθυρο

ανοικτό

και οι φοβισμένες

σκέψεις

με μάτια αθόρυβα,

μισόκλειστα,

αναμένουν,

ευτυχώς,

κρεββάτι άκαμπτο,

γι’ αυτόν μαρμάρινος τάφος,

από ξύλο φυσικά

κι αυτοί από πάνω,

να γαμιούνται μανιασμένα,

οι σκέψεις του:

πρόλαβε και κρύφτηκε,

όμως,

άρχισε κι αυτός

να καυλώνει·

Page 47: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

47

ξεβράκωτοι σταυροί

και

άνανδρος

και να κυλάει

στις φλέβες του:

αίμα μετάγγισης,

πηγμένο

με tattoo

από ξεβράκωτους

σταυρούς

και με ρυθμικές

στήσεις

στο τσερβέλο

από τις διαταγές,

μαύρο λαρύγγι

που ξερνάει

λέξεις:

νεκροφόρες,

σκουλικιασμένη

κτηνωδία,

που το κόσμο

έχει γεμίσει

με εκατόμβες,

αθώων,

εκατομμυρίων,

γονιών

και παιδιών·

αφυδατωμένη ψυχή

η αγάπη της,

λόγια

κρεμασμένα

από τη καρδιά του:

σκουριασμένα ψέματα,

που τα ίχνη τους,

ματωμένα

άφηναν στη ψυχή του

κι αυτός ξεθώριαζε,

στο γυάλινο δάσος,

στους βάλτους

με τα χαμένα δάκρυα,

τον κυνηγούσαν μάσκες

και κουρέλια

από φαγωμένο

βελούδο:

εκφυλισμένη

η αφυδατωμένη της

ψυχή,

την είχε σιχαθεί

και την παρέσυρε,

στο ναό των άγιων οργασμών

και δημόσια

και ολόγυμνη

την εκτέλεσε·

Page 48: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

48

χάθηκαν όλα

ησυχία

και απέραντη

μοναξιά,

με σκέψεις,

σταγόνες

που κατρακυλούν

γερασμένες

στο πικραμένο

δέρμα σου,

τώρα καταλαβαίνεις,

στον ερειπωμένο

σταθμό,

μόνη, πληγωμένη,

βλέπεις

τη καταιγίδα,

απομακρύνεται,

θολώνει

και τα δάκρυα

θρυμματίζουν

τη καρδιά σου,

ξέρεις τώρα,

τα μαύρα σύννεφα

τα πήραν όλα

μαζί τους,

έκλεψαν

και τη ψυχή του·

κόλαση του Δάντη

πίστεψε

και ήλπιζε,

καιρό τώρα με πάθος

και ήταν το βράδι,

που τα σύννεφα

ζωγράφισαν

με χρώματα βίαια,

τη κόλαση του Δάντη,

οι σάρκες του σκίστηκαν

και το αίμα τρομαγμένο,

άγρια πετάχτηκε

με θανάσιμη βία

και φτερά ασημένια,

στάζοντας αίμα

από τη πλάτη του ξεφύτρωσαν,

ανυψώθηκε αργά

και ότι φορούσε

σε αμέτρητα

κομμάτια εκτινάχθηκε

και πέταξε,

μια λάμψη μοχθηρή

τον περιέλουσε,

εφιάλτης έγινε,

με φτερά

και νύχια γρανιτένια·

Page 49: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

49

σπέρμα πολύχρωμο

σχεδόν,

έχασε τις αισθήσεις

από ηδονή

και οι καθρέπτες

πικρόχολοι,

μιλούσαν

για μοναξιά,

περίεργο,

το σπέρμα

πολύχρωμο

σχεδόν καυλωμένο

ξεχύθηκε

στο γυάλινο

πάτωμα:

επίδειξη

και οθόνη 3D

και αλληλεπίδραση,

με σταγόνες

και κάρτα πιστωτική,

για φυσική

άνευ

ορίων επαφή·

πύλες

τρέχει

φοβισμένος,

στοές τραγικές,

περνά από πύλες

και ξαναπερνά,

διαδρομές

στολισμένες, με ληγμένες

ερωτικές προσευχές

και το φως κορεσμένο,

το χρόνο λαμπυρίζει

και οι σκιές,

μπλεγμένες

με κισσούς ματωμένους:

μαύροι μονομάχοι,

να τρυπήσουν

να θέλουν,

το σκουριασμένο

οβελίσκο της ζωής του·

και οι ψίθυροι,

από παντού να τον κυνηγούν,

τις αναμνήσεις

κουβαλούν:

με ηλιοκαμένα

ηδονικά βογγητά

να θέλουν να τον τορπιλίσουν·

Page 50: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

50

μυαλά ζωντανά

βάζα

κρυστάλλινα,

άφθαρτα

και ντέξιον ασημένια,

φως λευκό,

προβολείς θερμαντικοί

και μέσα,

μυαλά

ζωντανά,

και απ’ έξω,

μάτια ψηφιακά,

και σύνδεση ασύρματη

και οπτικό νεύρο,

δικτύωση

τηλεπαθητική,

συνείδηση

και αιωνιότητα,

και η εξέλιξη:

ασώματη,

με νόηση,

ψυχή και έρωτα·

σιδερένια σφυριά

γυάλινος ο δρόμος,

φιδίσιος,

ανηφορικός

κι αυτός

με μεταλλικά τσαρούχια

να σωθεί,

το κυνηγούν

σιδερένια σφυριά,

με μαλλιά μακριά

και λευκά

και τεράστια βυζιά,

το δρόμο σπάζουν

και το πλησιάζουν

και από κάτω

ανθρώπινη πολιτεία

και τα κομμάτια,

θανατηφόρα

να πέφτουν

και τις καρδιές

να θυσιάζουν:

ωσαννά

και ποτέ

δεν το φτάνουν

και οι ψυχές

να κομματιάζονται

συνεχίζουν·

Page 51: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

51

παρατημένες εικόνες

διαστάσεις

εγκαταλειμμένες,

ημιυπόγειο,

μυρωδιά ζεστής κλεισούρας

και εικόνες παρατημένες

από ξεχασμένες φώτο:

χαροπαλεύουν,

από τρωκτικά νεκρόφιλα

και μόρια σκόνης

υπερφυσικά

και το ποτό,

πρώτα χημική εκτίναξη

κι έπειτα

νόηση και θύμηση:

ερωτικές σταυροφορίες

κι εκείνη,

υπερδιάσταση

και χρονικές χορδές

να του ταλαντεύουν

το μυαλό:

φώτο ξεχασμένες

κι εκείνο το καλοκαίρι,

οι δυο τους

ερωτευμένοι·

χαφιές με tattoo

ύφος κουλ

και στα μονοπάτια

της ιστορίας:

καταγώγια

και ιπτάμενα ηχεία

και ουρλιαχτά ενισχυτών

και η κατάσταση;

ερμαφρόδιτες δύνες

και ξυρισμένες ομορφιές,

με σαχλά στόματα

και πέτσινα ντυσίματα,

ήταν εύκολη,

τρωκτικό παραδομένο

στη ντρόγκα

κι αυτός,

μπάσταρδος,

χαφιές,

με tattoo,

νοητικά χειρουργημένος

και με σιχαμένους

σταυρούς·

Page 52: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

52

το μαχαίρι

κενή,

ήταν και σιωπηλή,

πρώτα,

του πέταξε τη πίκρα της:

το περσινό δώρο του,

φτηνοπράγμα,

ήταν και βαρύ,

το απόφυγε,

και έπειτα τα μπάσα

εκτίναξαν

το μυαλό της,

ρόδες να στριγγλίζουν

και όπερες κακόφωνες

να μαδάνε

τη λογική της,

μαχαίρι ανοξείδωτο

και ακονισμένο,

το μίσος της πέταξε:

από το χέρι της

έφυγε,

πρώτα στο τραπέζι

κτύπησε,

θέλημα γαλαξιακού θεού:

ευθυγραμμίστηκε,

ζυγιάστηκε

και στη καρδιά του

μέχρι τη λαβή

καρφώθηκε·

άνδρες

ήταν

αρσενικός,

δυνατό σώμα,

αξύριστος

και του έπιασαν το καβάλο,

κάποιος:

ήταν αδύνατος,

ίριδες ετερόχρωμες,

τον είχε κεράσει και κοκτέιλ,

προσβλήθηκε και τον κτύπησε,

αναγκάστηκε,

τον τράβηξε έξω από το μπαρ,

πίσω,

κι αυτός ανταπέδωσε,

αντρική πάλη,

και το φεγγάρι, χλωμό κρύσταλλο

στοίχειωσε

τα ιδρωμένα κορμιά τους,

αίμα και σπέρμα

και ξαφνικά

να φιλιούνται

άρχισαν

άγρια·

Page 53: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

53

το μπουκάλι

πήρες

μια σκέψη σου

εκδικητική

κι ένα μπουκάλι σκοτεινό,

μέσα τον έριξες,

το βίδωσες

με χέρια ματωμένα,

του φόρεσες και χαϊμαλιά

και για λίγο έπαιξες:

το κλώτσησες στο διάδρομο:

σκουριασμένος

και με τους πίνακες

των εραστών σου

και από τη σκάλα

το κατρακύλησες:

σου άρεσε, πόνεσε

κι έπειτα βαρέθηκες,

άνοιξες το ψυγείο,

αφού πρώτα το καλόγερο,

το ξανθόμαλλο

ερωμένο σου ρώτησες

και στη κατάψυξη

για φύλαξη,

με τα κρέατα

το έβαλες·

δεν φεγγίζουν

και το φιλί

έγινε αγάπη

κι έπειτα χωρισμός

και χάθηκε

και το κορμί

έγινε ανάμνηση,

και οι ξεχασμένες καρδιές

δεν φεγγίζουν

στο σκοτάδι:

άναψε τη λάμπα,

κίτρινη γεύση

και η μοναξιά

έχει τα μάτια του,

σιωπηλός

και κρύφθηκε,

στη σκληρή σκιά

των τύψεων,

καλύφθηκε

μα τσιμεντένιο

πέπλο

και τη μέρα

να περάσει περίμενε·

Page 54: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

54

λωρίδες μπέικον

πήρε το χθες,

το εκτύπωσε

και το κόλλησε

στη κακία της ψυχής της,

ήταν ληγμένη

και έπειτα,

στις σιδηροτροχιές του σήμερα,

στο λούνα παρκ της ζωής,

τους στίχους που τις είχε χαρίσει:

λωρίδες μπέικον,

σε φωτιά της κόλασης έψησε,

νοστιμιά παραδεισένια:

η τιμωρία της,

και με τις επιθυμίες του

αλειμμένες με ελευθερία,

τη γαία τρύπησε,

γλίστρησε

και στην την άλλη

πλευρά του κόσμου βρέθηκε:

στο νησί

με τους ολόγυμνους

αγίους·

Θηλαστικά

έστειλα

τα συναισθήματά μου

διακοπές,

δυστυχισμένα,

ήταν οι τελευταίες τους,

τα έπνιξαν

μέλισσες

θηλαστικές,

θαλάσσιες·

Ξύπνημα

Ξυπνούσε,

πρώτα έκτιζε

τοίχο με προσδοκίες,

ισορροπούσε

πάνω του γυμνή

κι έπειτα πρωινό:

μικρούς γαλαξίες με κρέμα

και χυμό

από πλανόδιο

τηλεμεταφερόμενο

εκχυμωτή

και ήταν έτοιμη:

για τη πάλη

στη λάσπη

του χρόνου·

Page 55: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

55

Page 56: ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

Συλλογή 1η Σεπτέμβριος 2013

ΠοΙΗτΙκΕς ΤρΥΠεΣ στο σΚΟτΑδι

Αλέξανδρος Μηλιορίδης (AlexMil)

ISBN: 978-960-93-5369-4

Τα εκατό ποιήματα της συλλογής, αναφέρονται σε θέματα που αφορούν, την ύπαρξη, τη ζωή, με τα προβλήματα, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις τους, μέσα από διαδρομές , στο φως και το σκοτάδι, του έρωτα του μίσους, της αδικίας, του σεξ· τρυπούν ή φιλοδοξούν να τρυπήσουν την υποκρισία, δείχνοντας τα ένστικτα που ταλαιπωρούν τη ψυχή και το σώμα μας·