258

Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

  • Upload
    th

  • View
    679

  • Download
    127

Embed Size (px)

DESCRIPTION

 

Citation preview

Page 1: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 2: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΔΕvτΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

Page 3: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 4: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΝΤΙΚΕΝΣ .. ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Π.ΑΝΑΓΝΩΣτΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΚΟΒDΣΥΙΙΣ

Page 5: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 6: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XXVIII

ΟΠΟΥ ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΤΟΝ ΟΛΙΒΕΡ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Η ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΤΟΥ.

Λύκοι να ξεσκίσουν τα λαρύγγια σας! - μουρμούρισε ο Σάικς τρί­

ζοντας τα δόντια. -Αχ και νάβαζα στο χέρι καμπόσους από σας

θα σας έκανα να ουρλιάζετε ακόμα περισσότερο.

Καθώς ο Σάικς μούγγρισε αυτή την κατάρα με την πιο αιμοβόρα θη ­

ριωδία που είταν ικανή να δείξει η αιμοβόρα του φύση, ακούμπησε το

σώμα του πληγωμένου παιδιού πάνω στο λυγισμένο του γόνατο και γύ­

ρισε για μια στιγμή το κεφάλι να κοιτάξει πίσω τους διώχτες του. Λίγα μπορούσες να ξεχωρίσεις ανάμεσα στην ομίχλη και στο σκοτά­

δι· όμως οι δυνατές φωνές των ανθρώπων δονούσαν την ατμόσφαιρα και

το γαύγισμα των γειτονικών σκυλιών που είχαν ξεσηκωθε ί απ' τον ήχο

της καμπάνας του συναγερμού αντηχούσαν απ' όλες τις μεριές.

- Στάσου, φοβιτσιάρικο παλιόσκυλο! - φώναξε ο ληστής ξοπίσω στον

Τόμπυ Κράκιτ που , χρησιμοποιώντας όσο καλύτερα μπορούσε τα μακριά

του ποδάρια, είχε κιόλας ξεμακρύνει. -Στάσου!

Η επανάληψη της φράσης έκανε τον Τόμπυ να σταθεί. Γιατί δεν εί­

ταν ολότελα σίγουρος πως βρισκόταν έξω απ' την ακτίνα βολής του πι­

στολιού του Σάικς κ' ήξερε πως αυτός δεν είχε όρεξη τώρα για παιχνί­

δια. -Δώσε ένα χέρι στο παιδί, - φώναξε ο Σάικς νεύοντας άγρια στο

συνένοχό του. - Γύρνα πίσω!

Ο Τόμπυ έκανε μια κίνηση να γυρίσει, όμως καθώς ερχόταν αργά προς

το μέρος του διακινδύνευσε, με χαμηλή φωνή, καμένη απ' το λαχάνιασμα,

μια παρατήρηση που έδειχνε μεγάλη απροθυμία.

-Πιο γρήγορα! - ούρλιαξε ο Σάικς αποθέτοντας το παιδί σ' ένα ξε­

ρό χαντάκι στα πόδια του και τραβώντας το πιστόλι απ' την τσέπη του.

- Μην παίζεις το κρυφτούλι με μένα!

Τη στιγμή εκείνη ο θόρυβος έγινε δυνατότερος. Ο Σάικς κοιτάζοντας πάλι πίσω του μπορούσε πια να διακρίνει πως οι άνθρωποι που τους κυ­

νηγούσαν σκαρφάλωναν κιόλας στο φράχτη του χωραφιού όπου βρισκό-

Page 7: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

246 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

ταν αυτός και πως δυο σκυλιά έτρεχαν μερικά βήματα μπροστά τους.

- Την πάθαμε, Μπιλ, - φώναξε ο Τόμπυ. -Πέτα το παιδί και κόψε

λάσπη.

Με την αποχαιρετιστήρια αυτή συμβουλή, ο κύριος Κράκιτ, προτιμώ­

ντας την πιθανότητα να πυροβοληθεί απ' το φίλο του απ' τη βεβαιότητα

να πιαστεί απ' τους εχθρούς του, γύρισε την πλάτη του και τόβαλε στα

πόδια. Ο Σάικς έτριξε τα δόντια, έρριξε μια ματιά πίσω , άπλωσε πάνω στον ξαπλωμένο Όλιβερ την μπέρτα που μ' αυτή τον είχαν κουκουλώσει

βιαστικά, έτρεξε κατά μήκος του φράχτη σαν για ν' αποτρέψει την προ­

σοχή εκείνων που τους κυνηγούσαν απ' το σημείο όπου κοιτόταν το παι­

δί, κοντοστάθηκε για μια στιγμή μπροστά σ' έναν άλλο φράχτη που σχη­μάτιζε ορθή γωνία με τον πρώτο και κραδαίνοντας το πιστόλι του ψηλά

στον αέρα, τον πήδηξε μ' ένα σάλτο και χάθηκε. - Ωπα, ώπα ... εδώ! -φώναξε μια τρεμουλιαστή φωνή από πίσω.

-Δαγκωνιάρη! Ποσειδώνα! Εδώ, εδώ!

Τα σκυλιά που, όπως και οι κύριοί τους, δε φαίνονταν νάχουν καμιά

ιδιαίτερη διάθεση για το κυνήγι όπου τα υποχρέωσαν να πάρουν μέρος,

υπάκουσαν πρόθυμα στη διαταγή. Τρεις άντρες, που είχαν στο μεταξύ

προχωρΊΊσει κάμποσο μες στο χωράφι, σταμάτησαν να συσκεφθούν.

-Η συμβουλή μου ή τουλάχιστον, θάλεγα, η διαταγή μου, είνα ι,

- είπε ο πιο παχύς απ' τους τρεις, -να ξαναγυρίσουμε αμέσως στο σπί-τι.

- Εγώ είμαι σύμφωνος με το κάθε τι που είναι σύμφωνος κι ο κύριος

τζιλς, - είπε ένας πιο κοντός που δεν είταν καθόλου αδύνατος και που είταν πολύ χλωμός στο πρόσωπο και πολύ ευγενικός, όπως είναι συνή­

θως οι τρομαγμένοι άνθρωποι.

- Δε θάθελα με κανέναν τρόπο να φανώ αγενής, κύριε , - είπε ο τρί­

τος πούχε φωνάξει πίσω τα σκυλιά. - Ο κύριος τζιλς ξέρει καλύτερα!

- Φυσικά, -απάντησε ο πιο κοντός. - Δεν ταιριάζει σε μας ν' aντι­

μιλάμε στον κύριο τζιλς. -Όχι, όχι, ξέρω τη θέση μου. Δόξα τω Θεώ,

ξέρω εγώ τη θέση μου.

Για να λέμε την αλήθεια, ο aνθρωπάκος ήξερε πραγματικά τη θέση

του και ήξερε πολύ καλά πως δεν είταν καθόλου ζηλευτή· γιατί τα δό­ντια του χτυπούσαν καθώς μιλούσε.

- Έχεις τρομάξει, Μπριτλς, - είπε ο κύριος τζιλς.

- Δεν τρόμαξα, - είπε ο Μπριτλς.

- Τρόμαξες, - είπε ο τζιλς.

- Διαστρέφετε την αλήθεια, κύριε 'Γζιλς, - είπε ο Μπριτλς.

-Εσύ είσαι ψεύτης, Μπριτλς, - είπε ο κύριος τζιλς. Οι τέσσερις αυτοί διαξιφισμοί είχαν προκληθεί απ' την ειρωνεία του

Page 8: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 247

κυρίου τζιλς. Κ' η ειρωνεία του κυρίου Ί'ζιλς είχε την πηγή της στην αγα­

νάχτηση που ένιωθε μέσα του με τη σκέψη πως είχε αναλάβει αυτός την

ευθύνη να γυρίσουν στο σπίτι, ευθύνη που του είχαν φορτώσει με το πρό­

σχημα μιας φιλοφρόνησης. Ο τρίτος άντρας έκοψε τη φιλονεικία πολύ­

πολύ φιλοσοφικά:

-Να σας πω εγώ τι συμβαίνει, κύριοι - είπε. - Φοβόμαστε και οι

τρεις.

-Να μιλάς για τον εαυτό σου, κύριε, - είπε ο κύριος Τζιλς που εί­

ταν ο πιο χλωμός της συντροφιάς.

-Αυτό κάνω, -απάντησε ο άλλος. -Είναι φυσικό και δικαιολογη ­

μένο να φοβάται κανείς κάτω από τέτιες συνθήκες. Εγώ φοβάμαι.

-Το ίδιο και γ ω, -είπε ο Μπριτλς, - μονάχα που δεν είναι τρόπος

αυτός να το φωνάζουν σ' έναν άνθρωπο έτσι κατάμουτρα.

Οι ειλικρινείς αυτές ομολογίες μαλάκωσαν τον κύριο Ί'ζιλς που ομο­

λόγησε μονομιάς πως κι αυτό ς φοβόταν· έτσι κ' οι τρεις τους έκαναν

χωρίς άλλη συζήτηση μεταβολή κ' έτρεξαν πάλι πίσω με τη μεγαλύτερη

ομοθυμία· ώσπου ο κύριος τζιλς (που λαχάνιαζε πιο εύκολα απ' τους άλ­

λους και που είταν και φορτωμένος μ' ένα δικράνr1) πολύ-πολύ ευγενικά

επέμεινε να σταματήσουν για να ζητήσει συγνώμη γι αυτά που είχε πει.

-Όμως είναι ν' απορεί κανείς, -είπε ο κύριος Ί'ζιλς αφού εξηγή­

θηκε, -τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν του ανάψουν τα αίματα.

Θάκανα φόνο -το ξέρω καλά- αν έπιανα κανένα απ' αυτά τα καθάρ­

ματα.

Καθώς κ' οι άλλοι δυο είχαν ένα παρόμοιο προαίσθημα και είχαν ηρε­

μήσει ξανά, προσπάθησαν να βρουν την αίτια που προκάλεσε την ξαφ­

νική αυτή αλλαγ1Ί στην ψυχική τους διάθεση. -Ξέρω τι είταν, - είπε ο κύριος 'Γζιλς. -Είταν ο φράχτης.

-Δε θ' aπορούσα καθόλου αν είταν αυτός, - φώναξε ο Μπριτλς μπαί-νοντας στο νόημα.

-Να είσαι απολύτως βέβαιος γι αυτό, - είπε ο τζιλς, -πως εκείνος

ο φράχτης σταμάτησε το κύμα της έξαψης. Αιστάνθηκα όλη μου την έξα­

ψη να ξεθυμαίνει ξαφνικά καθώς σκαρφάλωνα πάνω του.

Κατά περίεργη σύμπτωση , οι άλλοι δυο είχαν κι αυτοί αιστανθεί την

ίδια δυσάρεστη εκείνη αίσθηση την ίδια ακριβώς στιγμή . Είταν λοιπόν ολοφάνερο πως είταν ο φράχτης κυρίως γιατί δεν υπήρχε καμιά αμφι­

βολία όσον αφορά τη στιγμή που έγινε αυηΊ η μεταβολή, γιατί και οι τρεις

τους θυμόνταν καλά πως είδαν τους ληστές τη στιγμή ακριβώς που έγινε

αυτό.

Ο διάλογος αυτός γινόταν ανάμεσα στους δυο άντρες που είχαν αιφ-

νιδιάσει τους ληστές και σ' έναν πλανόδιο τενεκετζή που κοιμόταν σε μια

Page 9: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

248 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

παράγκα απ' έξω και που είχε σηκωθεί μαζί με τα δυο του λυκόσκυλα

για να πάρει μέρος στην καταδίωξη. Ο κύριος τζιλς ενεργούσε με τη δι­

πλή του ιδιότητα, σαν aρχιθαλαμηπόλος και οικονόμος της γριάς κυρίας της έπαυλης. Ο Μπριτλς είταν ένα παιδί για όλες τις δουλειές, που έχο­

ντας μπει στην υπηρεσία της από μικρό παιδάκι, τον μεταχειρίζονταν ακό­

μα σαν έναν φέρελπι νεαρό μ' όλο που είχε περάσει τα τριάντα.

Δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλον με κουβέντες σαν κι αυτές, πη­

γαίνοντας όμως παρ' όλ' αυτά πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και κοιτά­ζοντας με τρομάρα ολόγυρα κάθε που ένα καινούργιο φύσημα του ανέ­

μου σφύριζε στα θάμνα, οι τρεις άντρες γύρισαν γρήγορα-γρήγορα σ' ένα

δέντρο που πίσω απ' αυτό είχαν αφήσει το φανάρι τους από φόβο μήπως

η λάμψη του δείξει στους κλέφτες προς ποια κατεύθυνση να πυροβολή­

σουν . Παίρνοντας το φανάρι τράβηξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για

το σπίτι ανοίγοντας το βήμα τους και ώρα ύστερα, όταν πια οι σκοτει­

νές σκιές τους είχαν πάψει να διακρίνονται, το φανάρι φαινόταν να τρε­

μοσβήνει και να χοροπηδάει από μακριά, σαν φωσφορισμός της υγρής

και θεοσκότεινης ατμόσφαιρας.

Ο αέρας έγινε πιο παγερός καθώς αργά-αργά άρχισε να ξημερώνει

και το πούσι κυλούσε πάνω στο χώμα σαν πυκνό σύννεφο από καπνό. Το

χορτάρι είταν βρεμένο, τα μονοπάτια και τα χαμηλά μέρη είταν όλο λά­

σπη και νερό· η υγρή ανάσα ενός aρρωστιάρικου αγέρα διάβαινε χαυ­

νωμένη, μ' ένα υπόκωφο βογγητό. Ο Όλιβερ κοιτόταν ακόμα ακίνητος κι

αναίσθητος στο σημείο όπου τον είχε αφήσει ο Σάικς.

Χάραζε. Ο άνεμος έγινε πιο τσουχτερός και διαπεραστικός καθώς η

πρώτη χλωμή μαρμαρυγή -ο θάνατος της νύχτας μάλλον παρά η γέννη­

ση της μέρας- έσκασε ανεπαίσθητα στον ουρανό. Τα πράγματα που φαί­

νονταν aξεδιάλυτα και τρομαχτικά μέσα στο σκοτάδι, γίνονταν ολοένα

και πιο συγκεκριμένα και σιγά-σιγά ξανάπαιρναν το γνωστό τους σχήμα. Η βροχή άρχισε, χοντρή και δυνατή, να μαστιγώνει τους γυμνούς θάμνους.

Όμως ο Όλιβερ δεν την ένιωθε καθώς χτυπούσε πάνω του· κοιτόταν εκεί

αβοήθητος κι αναίσθητος στο χωματένιο κρεβάτι του.

Στο τέλος το παιδί έβγαλε μια σιγανή κραυγή πόνου που τάραξε ολό­

γυρα τη σιγαλιά και με την ίδια την κραυγή του ξύπνησε . Τ' αριστερό

του χέρι, πρόχειρα δεμένο μ' ένα σάλι, κρεμόταν βαρύ κι άχρηστο στο

πλευρό του· ο επίδεσμος είταν ποτισμένος στο αίμα. Ένιωθε τόσο αδύ­

νατος που μόλις μπόρεσε ν ' ανασηκωθεί και να κάτσει στο χώμα· κοίτα­

ξε εξασθενημένα γύρω του για βοήθεια και βόγγηξε απ' τον πόνο . Τρέ­

μοντας ολόκληρος απ' το κρύο και την εξάντληση έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί στα πόδια του, όμως αναρριγώντας σύγκορμος σωριάστηκε

πάλι ανάσκι;λα στο χώμα.

Page 10: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 249

Αφού έμεινε για λίγο ναρκωμένος κι αναίσθητος ξανά ο Όλιβερ, προ­

ειδοποιημένος απόνα αίσθημα δυσφορίας που όλο και τούσφιγγε την καρ­

διά και που τούλεγε πως αν έμενε εκεί θα πέθαινε το δίχως άλλο, ση­κώθηκε και δοκίμασε να περπατήσει. Ένιωθε ζαλισμένος και τρέκλιζε

σα μεθυσμένος. Κρατήθηκε ωστόσο και με το κεφάλι κρεμασμένο στο

στήθος του προχώρησε σκουντουφλώντας δίχως κι αυτός να ξέρει για πού.

Και τώρα, πλήθος από τρομαγμένες και μπερδεμένες ιδέες και σκέ­

ψεις πλημμύρισαν το μυαλό του. Του φαινόταν πως περπατούσε ακόμα

ανάμεσα στον Σάικς και στον Κράκιτ που λογομαχούσαν θυμωμένα

-γιατί τα ίδια τους τα λόγια αντηχούσαν ολοκάθαρα στ' αυτιά του· κι

όταν ήρθε για μια στιγμή στα συγκαλά του , κάνοντας μιαν απελπισμένη

προσπάθεια για να μην πέσει, ανακάλυψε πως τους μιλούσε κι αυτός.

Ύστερα βρέθηκε μονάχος με τον Σάικς περπατώντας ασταμάτητα όπως

την περασμένη μέρα· και καθώς aχνές μορφές ανθρώπων τους προ­

σπερνούσαν, ένιωθε το σφίξιμο του ληστή στον καρπό του . Ξαφνικά, τι­

νάχτηκε στ' άκουσμα πυροβολισμών · aντήχησαν δυνατές φωνές και κραυ­

γές μες στο σκοτάδι· φώτα άστραψαν μπροστά στα μάτια του· όλα είταν

θόρυβος κι αναταραχή καθώς κάποιο αθώρητο χέρι τον έσερνε βιαστικά

κάπου μακριά. Ανάμεσα σ' όλα τούτα τα φευγαλέα οράματα, σερνόταν

ακαθόριστη, ανήσυχη η αίσθηση του πόνου που τον σύντριβε και τον βα­

σάνιζε ασταμάτητα.

Προχωρούσε ολοένα τρεκλίζοντας, έρποντας σχεδόν μηχανικά ανά­

μεσα απ' τα κάγκελα κάποιου φράχτη ή μέσα απ' τα ανοίγματα των μα­

ντρότοιχων που συναντούσε μπροστά του, ώσπου βγήκε σ' ένα δρόμο .

Εδώ η βροχή άρχισε να πέφτει τόσο ραγδαία που τον συνέφερε .

Κοίταξε γύρω του κ' είδε πως σε όχι μεγάλη απόσταση βρισκόταν κά­

ποιο σπίτι όπου ίσως θα κατόρθωνε να φtάσει. Έτσι που θα τον έβλε­

παν, ίσως να τούδειχναν κάποια συμπόνια, κι αν όχι, θάταν καλύτερα, σκεφtόταν, να πεθάνει κοντά σε ανθρώπινα πλάσματα παρά μέσα στα

έρημα ανοιχτά χωράφια. Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του σε μια τε­

λευταία προσπάθεια κ' έστρεψε τα αβέβαια βήματά του κατά κει.

Καθώς πλησίαζε σ' αυτό το σπίτι τού φάνηκε ξαφνικά πως τόχε ξα­

ναδεί. Δε θυμόταν τίποτα απ' τις λεπτομέρειές του· όμως το σχήμα κι η

όψη του σπιτιού τού φαίνονταν γνωστά.

Αυτός ο τοίχος του κήπου! Πάνω στο χορτάρι απ' τη μέσα μεριά είχε

πέσει γονατιστός το περασμένο βράδι κ' είχε παρακαλέσει τους δυο

άντρες να τον λυπηθούν . Είταν το ίδιο σπίτι που είχαν αποπειραθεί να

ληστέψουν. Ο Όλιβερ ένιωσε να τον συνεπαίρνει τέτια τρομάρα όταν αναγνώρι­

σε το μέρος, που για μια στιγμή λησμόνησε τον πόνο της πληγής του κ'

Page 11: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

250 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

η μόνη του σκέψη είταν να το βάλει στα πόδια. Να το βάλει στα πόδια!

Καλά-καλά δεν μπορούσε ούτε να σταθεί· κι αν ακόμα είχε όλες τις δυ­

νάμεις του ελαφρού και νεανικού κορμιού του και μπορούσε να το σκά­

σει, πού να πήγαινε; Έσπρωξε την πόρτα του κήπου· είταν ξεκλείδωτη

κι άνοιξε μόνη της. Διάβηκε τρεκλίζοντας το παρτέρι, ανέβηκε τα σκα­

λοπάτια, χτύπησε αδύνατα την πόρτα και νιώθοντας ξαφνικά όλες τις δυ­νάμεις του να τον εγκαταλείπουν, σωριάστηκε δίπλα σε μιαν απ' τις κο­

λώνες της εισόδου .

Την ώρα κείνη ο κύριος τζιλς, ο Μπριτλς κι ο τενεκετζής αναζωογο­

νούσαν τον εαυτό τους, ύστερ' απ' τις ταλαιπωρίες και τους φόβους της

νύχτας, μΤ τσάι και μεζέδες στην κουζίνα. Ο κύριος Τζιλς δεν είχε τη συ­νήθεια ν~ επιτρέπει πολύ μεγάλες οικειότητες στους απλούς υπηρέτες , κ'

είχε μάλλρν τη συνήθε ια να τους συμπεριφέρεται με μιαν υπεροπτική συ­

γκαταβατικότητα, που ενώ τους σκλάβωνε, δεν παρέλειπε να τους υπεν­

θυμίζει την ανώτερη θέση του στην κοινωνία. Όμως, ο θάνατος, η πυρ­καγιά κ' οι ληστείες κάνουν όλους τους ανθρώπους ίσους έτσι ο κύριος

Τζιλς, καθισμένος με τα πόδια του τεντωμένα μπροστά στο τζάκι της κου­

ζίνας, ακουμπούσε τ' αριστερό του χέρι στο τραπέζι ενώ με το δεξί έδι­νε ένα λεπτομερειακό απολογισμό της ληστείας που οι ακροατές του

(όμως ξέχωρα η μαγείρισσα κ' η καμαριέρα που βρίσκονταν στη συ­

ντροφιά) άκουγαν κρεμασμένοι απ' τα χείλια του .

- Θάταν δυόμιση πaνω-κάτω, - έλεγε ο κύριος 'Γζιλς, - και δεν μπο­

ρώ να πω πως θάπαιρνα όρκο ότι δεν κόντευαν τρεις, όταν ξύπνησα και

γυρνώντας πάνω στο κρεβάτι μου, να, έτσι δα (εδώ ο κύριος 'Γζιλς γύρισε

στην καρέκλα του και τράβηξε την άκρη του τραπεζομάντηλου πάνω του

για να δείξει τα σκεπάσματα) μου φάνηκε πως άκουσα κάποιο θόρυβο.

Στο σημείο αυτό της aφήγησης η μαγείρισσα έγινε κατάχλωμη κ' εί­

πε στην καμαριέρα να κλείσει την πόρτα· εκείνη τόπε στον Μπριτλς, κι

ο Μπριτλς στον τενεκετζή που έκανε πως δεν ακούσε.

-Ακούω λοιπόν ένα θόρυβο, - εξακολούθησε ο κύριος Τζιλς. -Στην

αρχή λέω μπα, θα μου φάνηκε, κ' ετοιμαζόμουν ο καλός σου να ξανα­

κοιμηθώ όταν ξανακούω πάλι το θόρυβο καθαρά.

- Σαν τι θόρυβο; - ρώτησε η μαγείρισσα.

- Κάτι σαν τρίξ ιμο, - απάντησε ο κύριος Τζιλς κοιτάζοντας γύρω του.

- Περισσότερο σα να τρίβεις ένα σιδερένιο κάγκελο μ' έναν τρίφτη,

-συμπέρανε ο Μπριτλς.

-Αυτό έγινε όταν τ' άκουσε η αφεντιά σου κύριε, - απάντησε ο κύ-

ριος Τζιλς - όμως τη στιγμή εκείνη είταν σαν κάτι να ράγιζε . Πέταξα τα σκεπάσματά μου, - εξακολούθησε ο τζιλς πετώντας πίσω το τραπε­

ζομάντηλο, - ανακάθησα στο κρεβάτι κι aφουγκράστηκα.

Page 12: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 13: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 14: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 253

Η μαγείρισσα κ' η καμαριέρα αναφώνησαν ταυτόχρονα «Χριστέ και

Παναγιά!» και τράβηξαν τις καρέκλες τους κοντήτερα.

- Τον άκουγα τώρα ολοκάθαρα, - συνέχισε ο κύριος τζιλς . - Κά­

ποιος, λέω μέσα μου , προσπαθεί να παραβιάσει μια πόρτα ή κάποιο πα­

ράθυρο· τι κάνουμε τώρα; Θα ξυπνήσω εκείνο το δυστυχισμένο παιδί, τον

Μπριτλς, και θα τον γλυτώσω απ' το να τον δολοφονήσουν πάνω στο κρε­

βάτι του, ειδεμή ο λαιμός του, λέω μέσα μου, θα βρεθεί κομένος απ' το

δεξί του αυτί ίσαμε τ' αριστερό χωρίς να το πάρει είδηση.

Εδώ όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω στον Μπριτλς που κάρφωσε τα δικά του στον αφηγητή και τον κοίταξε με το στόμα ορθάνοιχτο και με

το πρόσωπό του να εκφράζει την πιο βαθιά φρίκη.

- Πέταξα τα σκεπάσματα, - είπε ο τζιλς πετώντας το τραπεζομάντη­

λο και κοιτάζοντας άγρια τη μαγείρισσα και την καμαριέρα, -κατέβηκα αθόρυβα απ' το κρεβάτι, φόρεσα .. .

- Είναι κυρίες μπροστά, κύριε τζιλς, - μουρμούρισε ο τενεκετζής.

- ... Τ α π α πού τ σ ι α μ ο υ, κύριε, -είπε ο 'Γζιλς στρέφοντας σ' αυτόν

και δίνοντας μεγάλη έμφαση στη λέξη, -άρπαξα το γεμάτο πιστόλι που πά­

ντα βρίσκεται δίπλα στο πανέρι με τ' ασημικά και πήγα πατώντας στα δά­

χτυλα στο δωμάτιό του . Μπριτλς, του λέω όταν τον ξύπνησα, μη φοβάσαι.

-Έτσι έκανες, - παρατήρησε ο Μπριτλς με χαμηλ1Ί φωνή.

- Πάμε χαμένοι, μου φαίνεται, Μπριτλς, του λέω, -εξακολούθησε ο

τζιλς, -όμως μη φοβάσαι.

- Φοβήθηκε; -ρώτησε η μαγείρισσα.

- Ούτε σταλιά, - απάντησε ο κύριος τζιλς. - Είταν aτρόμητος, α! μπορώ να πω σχεδόν όσο και γω.

-Αν είμουν εγώ, θαμένα στον τόπο, -παρατήρησε η καμαριέρα.

- Εσύ είσαι γυναίκα,-απάντησε ο Μπριτλς και κορδώθηκε .

-Ο Μπριτλς έχει δίκιο, -είπε ο κύριος τζιλς κουνώντας το κεφάλι επιδοκιμαστικά. -Από μια γυναίκα δε θα μπορούσε να περιμένει κανείς

τίποτ' άλλο. Εμείς όμως, σαν άντρες, πήραμε ένα κλεφτοφάναρο που βρι­

σκόταν στο ράφι του τζακιού του Μπριτλς και κατεβήκαμε τις σκάλες μες

στο πυκνό σκοτάδι -να, έτσι ... Ο κύριος 'Γζιλς είχε σηκωθεί απ' τη θέση του κ' είχε κάνει δυο βή­

ματα με τα μάτια κλειστά για να συνοδεύσει την περιγραφή του με την

ανάλογη κίνηση, όταν τινάχτηκε απότομα μαζί με τους υπόλοιπους της

συντροφιάς και ξαναγύρισε γρήγορα-γρήγορα στην καρέκλα του. Η μα­

γείρισσα κ' η καμαριέρα έβγαλαν μια · φωνή.

- Κάποιος χτυπάει, - είπε ο κύριος Ίζιλς επιδεικνύοντας απόλυτη ηρεμία. -Ας πάει κάποιος ν ' ανοίξει.

Κανένας δεν κουνήθηκε.

Page 15: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

254 ΚΑΡΟΛΟΥ Ν'ΓΙΚΕΝΣ

-Σαν παράξενο μου φαίνεται να χτυπάει κανείς την πόρτα τέτια ώρα

πρωί, -είπε ο κύριος 'Γζιλς επιθεωρώντας τα χλωμά πρόσωπα που τον

τριγύριζαν και δείχνοντας πολύ χλωμός κι ο ίδιος. -Όμως η πόρτα πρέ­

πει ν' ανοίξει. Ας πάει κάποιος.

Ο κύριος 'Γζιλς, καθώς μιλούσε, κοίταζε τον Μπριτλς, όμως ο νεαρός

αυτός, όντας από φυσικού του σεμνός, δε θεωρούσε πιθανώς τον εαυτό

του για «κάποιον>> κ' έτσι σκέφτηκε πως η εντολή δεν μπορούσε ν' απευ­

θύνεται σ' αυτόν· όπως και νάναι, δεν έδωσε καμιάν απάντηση. Ο κύριος

'Γζιλς απηύθυνε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον τενεκετζ1i· όμως εκείνος

είχε ξαφνικά aποκοιμηθεί. Για τις γυναίκες δεν μπορούσε να γίνει λό­

γος.

-Αν ο Μπριτλς θάθελε ν' ανοίξει την πόρτα παρουσία μαρτύρων ,

- είπε ο κύριος Τζιλς ύστερ' από λιγόστιγμη σιωπή , -είμαι πρόθυμος να

παρουσιαστώ σαν μάρτυς .

-Το ίδιο και γω, -είπε ο τενεκετζής ξυπνώντας το ίδιο ξαφνικά όπως

είχε aποκοιμηθεί.

Ο Μπριτλς συνθηκολόγησε μ' αυτούς τους όρους κ' η παρέα, κάπως

ησυχασμένη απ' την ανακάλυψη (που έκαναν ανοίγοντας τα παραθυρό­

φυλλα) πως είχε ξημερώσει πια για τα καλά, άρχισε ν ' ανεβαίνε ι τις σκά­λες με τα σκυλιά μπροστά. Οι δυο γυναίκες που φοβόνταν να μείνουν κά­

τω, έρχονταν πίσω-πίσω . Ύστερ' από συμβουλή του κυρίου 'Γζιλς μιλού­

σαν όλοι τους πολύ δυνατά, για να προειδοποιήσουν κάθε κακόβουλο

άτομο απ' έξω πως είταν ισχυροί σ' αριθμό , και σύμφωνα μ' ένα aρι­

στοτεχνικό μέτρο ασφαλείας που το επινόησε ο ίδιος εφευρετικός κύριος,

τσίμπησαν γερά στο χωλ τις ουρές των σκυλιών για να τα κάνουν να γαυ­

γίσουν άγρια.

Αφού πάρθηκαν όλες αυτές οι προφυλάξεις, ο κύριος 'Γζιλς έπιασε

σφιχτά το μπράτσο του τενεκετζή (για να τον εμποδίσει να το σκάσει, όπως είπε στ' αστεία) κ' έδωσε τη διαταγή ν' ανοίξει η πόρτα. Ο Μπριτ­λς υπάκουσε. Και όλοι, κρυφοκοιτάζοντας φοβισμένα ο ένας πάνω απ'

τον ώμο του άλλου, δεν είδαν τίποτα πιο τρομερό και φοβερό απ' τον φτωχό Όλιβερ Τουίστ, άλαλο κ' εξαντλημένο, που σήκωσε τα βαριά του

μάτια και βουβά ικέτευσε τη συμπόνια τους .

-Ένα παιδί! - φώναξε ο 'Γζιλς σπρώχνοντας με ορμή πίσω τον τε­

νεκετζή. - Τι τρέχει με ... μπα; ... Μα ... Μπριτλς ... για δες ... δε βλέπε ις;

Ο Μπριτλς που είχε χωθεί πίσω απ' την πόρτα για να την ανοίξει, μό­

λις είδε τον Όλιβερ έβγαλε μια δυνατή κραυγ1Ί. Ο κύριος 'Γζιλς, aρπά­ζοντας το παιδί απ' τόνα πόδι κι απ' τόνα χέρι, (ευτυχώς όχι το σπασμέ-

νο) το κουβάλησε στο χωλ και το ξάπλωσε φαρδύ-πλατύ στο πάτωμα. - Νάτος! - ούρλιαξε ο 'Γζιλς φωνάζοντας σε μια κατάσταση μεγάλης

Page 16: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 255

έξαψης κατά τη σκάλα. -Να ένας απ' τους κλέφτες, κυρία! Να ένας κλέ­φτης, δεσποινίς. Πληγωμένος, δεσποινίς. Εγώ τον πυροβόλησα, δεσποι­

νίς, κι ο Μπριτλς μου φώτιζε.

-Μ' ένα φανάρι, δεσποινίς, -φώναξε ο Μπριτλς βάζοντας την πα­λάμη του ανοιχτή πλάι στο στόμα του για ν ' ακούγεται η φωνή του κα­

λύτερα.

Οι δυο υπηρέτριες έτρεξαν πάνω να φέρουν την είδηση πως ο κύριος

Ίζιλς είχε πιάσει έναν ληστή· κι ο τενεκετζής καταπιάστηκε με την προ­

σπάθεια να συνεφέρει τον Όλιβερ, μήπως και πεθάνει, πριν προλάβουν

να τον κρεμάσουν. Ανάμεσα σ' όλον αυτό το θόρυβο και την αναταρα­

χή, ακούστηκε μια γλυκιά γυναικεία φωνή που επέβαλε αμέσως σιγή.

-Ίζιλς! -ψιθύρισε η φωνή απ' το κεφαλόσκαλο.

-Εδώ είμαι, δεσποινίς, -απάντησε ο κύριος τζιλς. -Μη φοβάστε,

δεσποινίς. Δεν είμαι πολύ χτυπημένος. Δεν έφερε πολύ απελπισμένη αντί­σταση, δεσποινίς. Τον έκανα αμέσως καλά.

-Σσς! .. απάντησε η νεαρή κυρία. -Τρομάζεις τη θεία μου το ίδιο όπως κ' οι κλέφτες. Είναι πολύ χτυπημένο το φτωχό πλασματάκι;

-Απελπιστικά πληγωμένο, δεσποινίς, - απάντησε ο Ίζιλς μ' απερί­

γραπτη ευχαρίστηση.

-Φαίνεται σα να τα τινάζει, δεσποινίς, -ξεφώνισε ο Μπριτλς με τον

ίδιο τρόπο όπως και πρωτύτερα. -Δε θέλετε ναρθείτε να τον δείτε, δε­

σποινίς, μη και τα τινάξει;

-Σιωπή, παρακαλώ, -απάντησε η νεαρή κυρία. -Μείνετε ήσυχοι

μια στιγμή μονάχα, όσο να μιλήσω στη θεία.

Μ' ένα βήμα ελαφρό κι απαλό σαν τη φωνή της, η κοπέλα απομα­

κρύνθηκε. Γρήγορα ξαναγύρισε με τη διαταγή να μεταφερθεί ο πληγω­

μένος απάνω προσεχτικά, στο δωμάτιο του κυρίου Τζιλς κι ο Μπριτλς να

σελλώσει ένα άλογο και να πεταχτεί αμέσως στο Τσέρτσεϋ απ' όπου να

φέρει, όσο πιο γρήγορα γινόταν, έναν αστυφύλακα κ' ένα γιατρό.

-Αλλά δε θα του ρίξετε πρώτα μια ματιά, δεσποινίς; -ρώτησε ο κύ­

ριος τζιλς με τόση περηφάνεια, σα νάταν ο Όλιβερ κανένα σπάνιο που­λί που τόχε πετύχει. - Ούτε ένα βλεμματάκι, δεσποινίς;

-Όχι τώρα, για το Θεό, - απάντησε η νεαρή κυρία. -Καημένο παι­

δί! Ω! φέρσου του με καλοσύνη, τζιλς, για το χατήρι μου!

Ο γέρο-υπηρέτης κοίταξε την κοπέλα, καθώς εκείνη στράφηκε , μ ' ένα

βλέμμα γεμάτο περηφάνεια και θαυμασμό σα νάταν παιδί του. Ύστερα,

σκύβοντας πάνω απ' τον Όλιβερ, βοήθησε να τον μεταφέρουν απάνω με

φροντίδα και τρυφερότητα γυναίκας.

Page 17: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΧΧΙΧ

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΤΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΣΠΙΠΟΥ ΟΠΟΥ ΚΑΤΕΦΥΓΕ Ο ΟΛΙΒΕΡ.

Σ' ένα όμορφο δωμάτιο που τα έπιπλά του δεν είχαν τη σύγχρονη

κομψότητα, μα είταν παλιά και άνετα, δυο γυναίκες προγευμάτιζαν μπροστά σ' ένα καλοστρωμένο τραπέζι. Ο κύριος 'Γζιλς, ντυμένος

με σχολαστική φροντίδα, μ' ένα μαύρο κουστούμι, στεκόταν γεμάτος προ­

θυμία από πάνω τους . Είχε πάρει τη θέση του κάπου ανάμεσα στον μπου­

φέ και στο τραπέζι· και με το κορμί τεντωμένο όσο έπαιρνε, το κεφάλι

ριγμένο πίσω και κάπως λοξά, το αριστερό του πόδι μπροστά και το δε­

ξί του χέρι χωμένο στο γιλέκο, ενώ το αριστερό του κρεμόταν στο πλευ­

ρό κρατώντας ένα δίσκο, έμοιαζε με άνθρωπο που βρίσκεται κάτω από

μια πολύ ευχάριστη αίσθηση της αξίας και της σπουδαιότητάς του.

Απ' τις δυο κυρίες η μια ε ίταν περασμένη στα χρόνια· όμως η δρύινη

πολυθρόνα με την ψηλή ράχη όπου καθόταν δεν είταν πιο στητή απ' αυ­

τήν. Ντυμένη με άψογη αξιοπρέπεια και ακρίβεια, μ' ένα παράξενο κρά­μα παλιάς μόδας με μερικές ελαφρές παραχωρήσεις στο σύγχρονο γού­

στο, που χρησίμευαν μάλλον για να υπογραμμίζουν με χάρη το παλιό στυλ

παρά για να καταστρέφουν την κομψότητά του, καθόταν μ' έναν επιβλη­

τικό τρόπο με τα χέρια διπλωμένα πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια της (και τα χρόνια δεν είχαν θολώσει παρά μονάχα ελάχιστα τη λάμψη τους) εί­

ταν εντατικά προσηλωμένα στη νεαρή σύντροφό της.

Η νεότερη κυρία βρισκόταν πάνω στη χαριτωμένη άνθηση της νιότης

της, στην ηλικία εκείνη που αν ποτέ οι άγγελοι ενσαρκώνονται σε θνη­

τές μορφές, μπορεί να υποθέσει κανείς, χωρίς ν' aσεβεί, πως διαλέγουν

τέτιες μορφές σαν τη δική της. Δεν είχε περάσει τα δεκαεφτά. Είταν τόσο λεπτή κι ανάλαφρη, τόσο

ήπια κ' ευγενική, τόσο αγνή κι όμορφη που η γη δε φαινόταν νάναι το

στοιχείο της ούτε τα τραχιά πλάσματα που την κατοικούν οι κατάλληλοι

σύντροφοί της. Η εξυπνάδα που έλαμπε στα βαθυγάλαζα μάτια της και αχτινοβολούσε στο ευγενικό της μέτωπο δε φαινόταν να ταίριαζε ούτε

στην ηλικία της ούτε σε τούτο τον κόσμο· κι ωστόσο η εναλλασσόμενη

Page 18: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 257

έκφραση της γλυκύτητας και της ευθυμίας, τα χιλιάδες φωτάκια που παι­

χνίδιζαν στο πρόσωπό της χωρίς ν' αφήνουν καμιά σκιά, και πάνω απ' όλα το χαμόγελο, το χαρωπό, ευτυχισμένο χαμόγελο, είταν καμωμένα για

τη σπιτική γαλήνη κ' ευτυχία.

Είταν απασχολημένη μ' ένα σωρό μικροδουλειές του τραπεζιού. Όταν

τύχαινε να σηκώσει τα μάτια της καθώς η ηλικιωμένη κυρία την παρα­

τηρούσε, τίναζε παιχνιδιάρικα πίσω τα μαλλιά της που είταν απλά χτενι­

σμένα και υπ1Ίρχε μέσα στο φωτεινό βλέμμα της μια τέτια έκφραση στορ­

γής και ανεπιτήδευτης χάρης, που άγια πνεύματα θα χαμογελούσαν κοι­

τάζοντάς την.

- Κι ο Μπριτλς έχει φύγει εδώ και μιαν ώρα, έτσι; -ρώτησε η ηλι­

κιωμένη κυρία ύστερ' από σιωπή.

-Μια ώρα και δώδεκα λεπτά, κυρία, - απάντησε ο κύριος Τζιλς αφού

συμβουλεύτηκε ένα ασημένιο ρολόι που κρεμόταν από μια μαύρη κορ­

δέλα.

- Πάντα του αργός ο ευλογημένος, - παραtΊiρησε η ηλικιωμένη κυ­

ρία.

- 0 Μπριτλς είταν πάντα αργό παιδί, κυρία, - απάντησε ο υπηρέτης.

-Και, μεταξύ μας, μια κι ο Μπριτλς είταν αργό παιδί τριάντα ολόκλη-

ρα χρόνια, δε φαίνεται να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνει ποτέ γρή­

γορο .

-Χειροτερεύει αντί να γίνεται καλύτερος, μου φαίνεται, - είπε η ηλι­

κιωμένη κυρία.

- Είναι πολύ ασυγχώρητο γι αυτόν αν σταματάει για να παίξει με τ' άλλα παιδιά, -είπε η νεαρή κυρία χαμογελώντας.

Ο κύριος τζιλς το ζύγιζε προφανώς αν είναι σωστό να χαμογελάσει

κι αυτός με σεβασμό, όταν ένα μόνιππο σταμάτησε μπροστά στην πόρτα

του κ11που, κι απ' αυτό πήδησε ένας παχύς κύριος που έτρεξε κατευθεί­αν στην πόρτα και που μπαίνοντας με κάποιο μυστηριώδη τρόπο αμέσως

στο σπίτι, όρμησε στο δωμάτιο και παρά λίγο ν ' αναποδογυρίσει τον κύ­

ριο Τζιλς μαζί με το τραπέζι.

- Ποτέ μου δεν ξανάκουσα τέτιο πράγμα! - φώναξε ο παχύς κύριος.

- Αγαπητή μου κυρία Μαίηλη, Θεέ μου φύλαγε, και μέσα στη σιγαλιά

της νύχτας κιόλας - π ο τ έ μου δεν ξανάκουσα κάτι τέτιο!

Με τις συλλυπητήριες αυτές εκφράσεις, ο παχύς κύριος έσφιξε το χέ­

ρι και των δυο κυριών και τραβώντας μια καρέκλα, ρώτησε πώς είταν στην υγεία τους.

- Θα πεθάνατε ασφαλώς απ' την τρομάρα, - είπε ο παχύς κύριος. - Γιατί δεν ειδοποιήσατε; Ο άνθρωπός μου θάχε φτάσει σ' ένα λεπτό και το ίδιο και γω· κι ο βοηθός μου θα είταν ενθουσιασμένος, όπως κι ο κα-

Page 19: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

258 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

θένας, φαντάζουμαι, κάτω από τέτιες συνθήκες. Πα-πα-πα! Τόσο απροσ­

δόκητα. Και μέσα στη σιγαλιά της νύχτας κιόλας!

Ο γιατρός φαινόταν ν' απορεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι η ληστεία

είχε γίνε ι απροσδόκητα και μέσα στη νύχτα. Θαρρείς κ' είναι καθ ιερω­μένη συνήθεια των κυρίων που ασχολούνται με τις διαρρήξεις να εκτε­

λούν τις εργασίες τους μεσημεριάτικα και να ορίζουν με γράμμα ραντε­βού από δυο μέρες πρωτύτερα.

-Και σεις, Μις Ροζ, - ε ίπε ο γιατρός γυρίζοντας στη νεαρή κυρία.

- Θα ... - Ω! πραγματικά, πραγματικά! - είπε η Ροζ διακόπτοντάς τον .

- Υπάρχει όμως ένα δυστυχισμένο πλάσμα πάνω που η θεία θάθελε να

το δείτε.

-Α, βέβαια, -απάντησε ο γιατρός. - Είναι κι αυτό έργο των χειρών

σου, ε, τζιλς; Καταλαβαίνω.

Ο κύριος Ί'ζιλς που ταχτοποιούσε πυρετώδικα τα φλιτζάνια, έγινε κα­

τακόκκινος κ' είπε πως είχε αυτή την τιμή.

- Τιμή, ε; - είπε ο γιατρός. - Χμ, δεν ξέρω· ίσως είναι το ίδιο τιμη­

τικό να χτυπήσεις έναν κλέφτη στην κουζίνα όπως και να χτυπήσεις τον

αντίπαλό σου στη μονομαχία από δώδεκα βήματα . Φαντάσου πως εκεί­

νος πυροβόλησε στον αέρα και πως έτσι του λόγου σου έκανες μια μο­

νομαχία, Ί'ζιλς .

Ο κύριος Τζιλς που θεώρησε την ελαφρή αυτή μεταχείριση του ζητή­

ματος σαν μια άδικη απόπειρα να μειώσουν τη δόξα του, απάντησε με

σεβασμό πως δεν είταν ο αρμόδιος να κρίνει, πίστευε όμως μάλλον ότι

δεν έπαιζαν καθόλου απ' την αντίθετη πλευρά.

- Θεέ μου, αυτό είναι αλήθεια! - είπε ο γιατρός. - Πού είναι αυτός;

Οδήγησέ με. Θα σας ξαναδώ καθώς θα κατεβαίνω, κυρία Μαίηλη. Αυτό

είναι το παραθυράκι απ' όπου μπήκε, ε; Δε θα το πίστευα, λοιπόν!

Μιλώντας διαρκώς, ακολούθησε τον κύριο Τζιλς απάνω· και κάθώς ανεβαίνει τις σκάλες, ο αναγνώστης μπορεί να πληροφορηθεί πως ο κύ­

ριος Λόσμπερν, ένας χειρούργος της περιοχής, γνωστός σε μια περίμε­

τρο δέκα μιλίων σαν «Ο γιατρός>>, είχε παχύνει περισσότερο από καλή

διάθεση παρά από καλοζωία κ' είταν ένα τόσο αγαθό και καλόκαρδο και

σύγκαιρα εκκεντρικό γεροντοπαλλήκαρο όσο δε θα μπορούσε να βρεθεί

μέσα σε πέντε φορές μεγαλύτερη περιοχή απ' αυτ1Ίν που αναφέραμε.

Ο γιατρός απουσίασε πολύ περισσότερο απ' όσο είχε προβλέψει τό­

σο ο ίδιος όσο κ' οι δυο κυρίες . Κατέβασαν απ' το μόνιππο ένα μεγάλο,

επίπεδο κουτί· και το κουδούνι μιας κρεβατοκάμαρας χτυπούσε κάθε τό­σο· και οι υπηρέτες ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες ασταμάτητα. Απ' αυτά

μπορούσε να συμπεράνει κανείς πως κάτι πολύ σημαντικό συνέβαινε απά-

Page 20: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 259

νω. Στο τέλος ο γιατρός κατέβηκε· και σ' απάντηση στην ανήσυχη ερώ­

τηση για τον ασθενή του, φάνηκε πολύ μυστηριώδης κ' έκλεισε την πόρ­

τα προσεχτικά.

-Είναι κάτι πολύ παράξενο, κυρία Μαίηλη, - είπε ο γιατρός ακου­

μπώντας την πλάτη του στην πόρτα σα νάθελε να την κρατήσει κλειστή.

-Δεν είναι σε κίνδυνο, ελπίζω, - είπε η ηλικιωμένη κυρία.

-Α, αυτό δ ε θάταν καθόλου παράξενο κάτω απ' αυτές τις συνθήκες,

- απάντησε ο γιατρός, -μ' όλο που δεν πιστεύω πως διατρέχει κανέναν

κίνδυνο. Είδατε αυτόν τον κλέφτη;

-Όχι, - απάντησε η ηλικιωμένη κυρία.

-Ούτε σας είπαν τίποτα γι αυτόν;

-Όχι.

-Σας ζητώ συγνώμη, κυρία, - επενέβη ο κύριος Ί'ζιλς, -αλλά είμουν

έτοιμος να σας πω γι αυτόν όταν μπήκε ο Δρ Λόσμπερν.

Το γεγονός είταν ότι ο κύριος Ί'ζιλς δεν είταν στην αρχή ικανός να

σκεφτεί να κάνει την ομολογία πως είχε χτυπήσει μονάχα ένα παιδί. Εί­

χαν γίνει τόσα σχόλια για τη γενναιότητά του που δεν μπόρεσε να μην

αναβάλει την εξήγηση για μερικά ηδονικά λεπτά που στη διάρκειά τους

είχε βρεθεί στη μεγαλύτερη ακμή μιας πρόσκαιρης φήμης για το ακατά­

βλητο θάρρος του.

-Η Ροζ ήθελε να τον δει, - είπε η κυρία Μαίηλη, -αλλά δε θέλη­

σα ούτε να τ' ακούσω.

- Μπα! - απάντησε ο γιατρός. -Δεν υπάρχει τίποτα το πολύ aνησυ­

χαστικό στην εμφάνισή του. Έχετε καμιάν αντίρρηση να τον δείτε πα­

ρουσία μου;

-Αν είναι απαραίτητο, - απάντησε η ηλικιωμένη κυρία, - ασφαλώς

όχι.

-Τότε μου φαίνεται πως είναι απαραίτητο, -είπε ο γιατρός. -Είμαι απολύτως βέβαιος πως κατά πάσαν πιθανότητα θα λυπηθείτε

βαθιά αν δεν το κάνετε. Είναι εντελώς ήσυχος και ταχτοποιημένος τώρα.

Επιτρέψτε μου, Μις Ρόζ. Δεν υπάρχει ο παραμικρότερος φόβος, σας δί­

νω το λόγο της τιμής μου!

Page 21: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

χχχ

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΥΤΟ ΑΝΑΦΕΡΕΙ Π ΙΔΕΑ ΣΧΗΜΑΠΣΑΝ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΛΙΒΕΡ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΟΥ.

Μ' ένα σωρό φλύαρες διαβεβαιώσεις ότι θα αιστανθούν ευχάρι­

στη έκπληξη στη θέα του εγκληματία, ο γιατρός πέρασε το μπρά­τσο της νεαρής κυρίας στο δικό του και προσφέροντας το ελεύ­

θερο χέρι του στην κυρία Μαίηλη, τις οδήγησε πάνω με μεγάλο σεβασμό

κ' επισημότητα.

-Τώρα, - είπε ο γιατρός ψιθυριστά, καθώς αθόρυβα γυρνούσε το πό­

μολο της πόρτας μιας κρεβατοκάμαρας, -για να δούμε τι θα σκεφτείτε

γι αυτόν. Δεν έχει ξυριστεί βέβαια τώρα τελευταία, αλλά δε φαίνεται κα­

θόλου θηριώδης μ' όλα ταύτα . Σταθείτε ωστόσο! Αφήστε με να δω πρώ­

τα αν είναι σε κατάσταση να μας δεχτεί.

Κάνοντας ένα βήμα μπροστά κοίταξε μες στο δωμάτιο. Κάνοντάς τους

νόημα να τον ακολουθήσουν, έκλεισε την πόρτα μόλις μπήκαν και τρά­

βηξε αθόρυβα τις κουρτίνες του κρεβατιού. Πάνω κει, αντί για τον αγριω­

πό, μαυροπρόσωπο κακούργο που περίμεναν να δουν, κοιτόταν μονάχα

ένα παιδί, τσακισμένο απ' τον πόνο και την κούραση και βυθισμένο σε

βαθύ ύπνο. Το πληγωμένο του χέρι, δεμένο και ταχτοποιημένο, αναπαυ­

όταν πάνω στο στήθος του και το κεφάλι του είταν γερμένο πάνω στο άλ­λο του μπράτσο που είταν μισοκρυμένο απ' τα μακριά του μαλλιά καθώς

χύνονταν στο μαξιλάρι.

Ο αγαθός γιατρός κρατούσε την κουρτίνα κι απόμεινε να κοιτάει σιω­

πηλός για λίγο. Καθώς παρατηρούσε έτσι τον άρρωστο, η νεαρή κοπέλα γλίστρησε αθόρυβα κοντά και κάθησε σε μια καρέκλα πλάι στο κρεβά­

τι , παραμερίζοντας τα μαλλιά του Όλιβερ απ' το πρόσωπό του. Καθώς

έσκυβε πάνω του , τα δάκρυά της έσταξαν στο μέτωπό του.

Το παιδί ανασάλεψε και χαμογέλασε στον ύπνο του σάμπως τα ση­

μάδια αυτά της συμπόνιας νάχαν ξυπνήσει μέσα του κάποιο ευχάριστο

όνειρο αγάπης και στοργ1Ίς που ποτέ δεν είχε γνωρίσει. Έτσι μια ανά­λαφρη μουσική, ή το κελάρυσμα του νερού σ' ένα γαληνεμένο τοπίο, ή

το άρωμα ενός λουλουδιού, ή το άκουσμα μιας γνώριμης λέξης ξυπνούν

Page 22: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 261

καμιά φορά ξαφνικά αμυδρές αναμνήσεις από σκηνές που δεν υπήρξαν

ποτέ στη ζωή ετούτη , που χάνονται σα φύσημα του αγέρα, που κάποια σύντομη ανάμνηση μιας πιο ευτυχισμένης ζωής, φευγάτης πια και χαμέ­

νης στο πέρασμα του χρόνου, φαίνεται να τις έχει ξυπνήσει και που κα­

μιά θεληματική προσπάθεια του νου δεν μπορεί ποτέ ν' ανακαλέσει.

- Τι σήμαίνει αυτό; - φώναξε η ηλικιωμένη κυρία. - Το δυστυχισμέ­

νο αυτό παιδί δεν μπορεί να υπήρξε ποτέ μαθητής ληστών!

-Το κακό, -αναστέναξε ο γιατρός κλείνοντας πάλι την κουρτίνα, -στήνει τη φωλιά του σε πολλούς ναούς και ποιος μπορεί να πει αν ένα

αθώο εξωτερικό δεν είναι φωλιά του κακού;

-Αλλά σ' ένα τόσο μικρό παιδί! - διαμαρτυρήθηκε η Ροζ.

- Αγαπητή μου δεσποινίς, -απάντησε ο χειρούργος κουνώντας θλι-

βερά το κεφάλι του, - το έγκλημα, όπως κι ο θάνατος, δεν περιορίζεται

μονάχα στους γέρους. Οι νεότεροι κ' οι ωραιότεροι είναι πολύ συχνά τα

εκλεκτά θύματά του.

-Αλλά μπορείτε ... ω! μπορείτε πραγματικά να πιστέψετε ποτέ πως το λεπτό αυτό παιδί υπήρξε θεληματικά συνένοχος των χειρότερων υποκει­μένων της κοινωνίας; - είπε η Ροζ.

Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι μ' έναν τρόπο που έδειχνε ότι φοβόταν

πως αυτό είταν πολύ πιθανό, και κάνοντας την παρατήρηση πως μπο­

ρούσαν να ενοχλήσουν τον άρρωστο, τις οδήγησε σ' ένα γειτονικό δω­

μάτιο .

- Όμως κι αν ακόμα τον έχουν διαφθείρει, - εξακολούθησε η Ροζ,

- σκεφτείτε πόσο μικρός είναι· σκεφτείτε πως ποτέ ίσως δε γνώρισε τη

στοργή της μάνας ή την παρηγοριά ενός σπιτιού· πως η κακομεταχείριση

και το ξύλο, ή η έλλειψη και του ψωμιού ακόμα μπορεί να τον οδήγησαν να μπλέξει μ' ανθρώπους που τον ανάγκασαν να κάνει το κακό. Θεία,

αγαπημένη μου θεία, για χάρη του Θεού, σκεφτείτε τα αυτά πριν τους

αφήσετε να σύρουν το άρρωστο αυτό παιδί σε μια φυλακή, που σ' οποια

δήποτε περίπτωση θάναι ο τάφος κάθε πιθανότητας να γίνει καλύτερος.

Ω! αφού μ' αγαπάτε και ξέρετε πως ποτέ δεν ένιωσα την έλλειψη των

γονιών με την καλοσύνη σας και τη στοργή σας, θα μπορούσα όμως να

την είχα νιώσει και να είμουν το ίδιο απελπισμένη κι απροστάτευτη όπως

το δυστυχισμένο αυτό παιδί, λυπηθείτε τον, λυπηθείτε τον πριν είναι πο­

λύ αργά.

-Αγαπημένη μου, -είπε η ηλικιωμένη κυρία σφίγγοντας στην αγκα­

λιά της το κορίτσι που έκλαιγε, - φαντάζεσαι πως θα πείραζα ποτέ μια

τρίχα της κεφαλής του; - Ω, όχι! -απάντησε η Ροζ ζωηρά .

- Καί βέβαια όχι, - είπε η ηλικιωμένη κυρία. -Οι μέρες μου πλη-

Page 23: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

262 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΓΙΚΕΝΣ

σιάζουν πια στο τέρμα τους και είθε να δείξουν και σε μένα συμπόνια,

όπως δείχνω και γω σ' άλλους! Τι μπορώ να κάνω για να τον σώσω, κύ­

ριε;

- Αφήστε με να σκεφτώ, κυρία μου, - είπε ο γιατρός, - αφήστε με

να σκεφτώ.

Ο κύριος Λόσμπερν έχωσε τα χέρια του στις τσέπες κι άρχισε να πη­

γαινόρχεται πάνω-κάτω στο δωμάτιο σταματώντας συχνά και ισορροπώ­

ντας πάνω στις μύτες των ποδιών του και σμίγοντας αυστηρά τα φρύδια

του.

Ύστερα από πολλά επιφωνήματα όπως «το βρήκα» και «όχι, δεν το

βρήκα» κι άλλες τόσες βόλτες και συνοφρυώσεις, στο τέλος σταμάτησε

ξαφνικά απότομα κ' είπε:

-Αν μου δώσετε μια πλήρη κι απεριόριστη εξουσιοδότηση να φοβε­ρίσω τον τζιλς και κείνο το παιδάριο, τον Μπριτλς, μπορώ να το κατα­

φέρω. Ο τζιλς είναι πιστός και παλιός υπηρέτης, το ξέρω, αλλά μπορεί­

τε να τον καλοπιάσετε με χίλιους τρόπους και να τον aνταμείψετε κιό­

λας που είταν τόσο καλός σκοπευτής. Μήπως έχετε καμιάν αντίρρηση

γι αυτό;

-Όχι, εχτός αν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να σώσουμε το παι­

δί, - απάντησε η κυρία Μαίηλη .

- Δεν υπάρχει κανένας άλλος, - είπε ο γιατρός. - Κανένας άλλος,

έχετε το λόγο μου γι αυτό.

- Τότε η θεία μου σας δίνει πλήρη εξουσιοδότηση, - είπε η Ροζ χα­

μογελώντας ανάμεσα στα δάκρυά της, - αλλά σας παρακαλώ, μη φανεί­τε πιο σκληρός στους δύστυχους αυτούς ανθρώπους απ' όσο είναι απο­

λύτως αναγκαίο .

- Φαίνεται να φαντάζεστε, - απάντησε ο γιατρός, -πως όλοι είναι

διατεθειμένοι να φάνουν σκληρόκαρδοι σήμερα, εχτός από σας, Μις Ροζ.

Ελπίζω μονάχα, χάριν της επερχόμενης ανδρικής γενεάς γενικά, να βρεί­

τε μιαν εξίσου ευαίσθητη και καλόκαρδη διάθεση στον πρώτο εκλεκτό

νεαρό που θα ζητήσει τη συμπάθειά σας. Και θάθελα να είμουν και γω

νεαρός για να μπορώ να επωφεληθώ από μια τόσο ευνο'ίκή περίσταση .

- Είστε ένα μεγάλο παιδί σαν τον καημένο τον Μπριτλς, - απάντησε

η Ροζ Κοκκινίζοντας.

- Α, - έκανε ο γιατρός γελώντας με την καρδιά του, - αυτό δεν εί­

ναι πολύ δύσκολο. Μα ας ξαναγυρίσουμε στο παιδί. Το σημαντικότερο μέρος της συμφωνίας μας εκκρεμεί ακόμα. Θα ξυπνήσει σε καμιά ώρα

πάνω-κάτω, μπορώ να πω· και μ' όλο που είπα σ' αυτόν τον χοντροκέ­φαλο αστυφύλακα κάτω πως δεν πρέπει ούτε να σαλέψει ούτε να βγάλει τσιμουδιά μήπως αυτό στοιχίσει τη ζωή του αρρώστου μας, νομίζω πως

Page 24: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 263 __

μπορούμε να κουβεντιάσουμε μαζί του χωρίς κανέναν κίνδυνο. Λοιπόν,

κάνω αυτtΊ τη συμφωνία - πως θα τον εξετάσω μπροστά σας, και πως αν,

απ' όσα μας πει, κρίνουμε και μπορέσω ν' αποδείξω στην ψυχρή σας λο­

γική πως είναι πραγματικά και πέρα για πέρα κακός (πράγμα που είναι

περισσότερο από πιθανό) θα εγκαταλειφθεί στην τύχη του, χωρίς καμιάν

άλλη ανάμιξη από μέρος μου.

-Ω, όχι, θεία! - ικέτευσε η Ροζ.

-Ω, ναι, θεία! -είπε ο γιατρός . - Είμασtε σύμφωνοι λοιπόν;

- Δεν μπορεί νάναι τόσο πορωμένος κακούργος, - είπε η Ροζ.

-Πολύ καλά, - απάντησε ο γιατρός -ένας λόγος παραπάνω λοιπόν

να δεχτείτε την πρότασή μου.

Τέλος η συμφωνία κλείστηκε, και τα δυο συμβαλλόμενα μέρη κάθη­

σαν να περιμένουν με κάποιαν ανυπομονησία ώσπου να ξυπνήσει ο Όλι­

βερ.

Η υπομονή των δυο κυριών επρόκειτο να υποστεί πολύ μεγαλύτερη

δοκιμασία από κείνην που ο κύριος Λόσμπερν τις είχε αφήσει να περι­

μένουν· γιατί οι ώρες περνούσαν κι ο Όλιβερ κοιμόταν ακόμα βαθιά. Εί­

χε σουρουπώσει για καλά όταν ο καλόκαρδος γιατρός τούς έφερε την εί­

δηση πως επιτέλους είταν σε αρκετά καλ1Ί κατάσταση για να μπορέσουν

να του μιλήσουν. Το παιδί είταν πολύ άρρωστο, είπε, κ' εξαντλημένο απ' το αίμα πούχε χάσει, όμως το μυαλό του είταν τόσο ταραγμένο απ' την

αγωνία ν' αποκαλύψει κάτι που ο γιατρός έκρινε προτιμότερο να του δώ­σει την ευκαιρία να το πει παρά να τον υποχρεώσει να μείνει ήσυχος ώς

τ' άλλο πρωί, πράγμα που θα έκανε σ' ενάντια περίπτωση.

Η συνομιλία κράτησε ώρα πολλή. Ο Όλιβερ τους είπε ολόκληρη την

απλή του ιστορία και συχνά αναγκαζόταν να σταματάει απ' τον πόνο κι

απ' την εξάντληση. Είταν αληθινά υποβλητικό ν' ακούς, μες στο μισο­

σκότεινο δωμάτιο, την αδύναμη φωνή του άρρωστου παιδιού να εξισtο­ρεί μιαν ατέλειωτη σειρά μαρτύρια και συμφορές που είχαν επισωρεύσει

πάνω του οι κακοί άνθρωποι. Ω! αν όταν καταπιέζουμε και βασανίζου­

με τους συνανθρώπους μας, φέρναμε στο νου μας, έστω για λίγο, τα σκο­

τεινά παραδείγματα των ανθρώπινων σφαλμάτων που σαν πυκνά και βα­

ριά σύννεφα ανεβαίνουν αργά-αργά, είναι αλtΊθεια, όμως σίγουρα, σων

Ουρανό, για ν' αναλυθούν ύστερα σαν μια καταιγίδα εκδίκησης πάνω στα

κεφάλια μας, αν ακούγαμε, έστω και για μια μονάχα στιγμή με τη φα­

ντασία μας τις φωνές των πεθαμένων που καμιά δύναμη δεν μπορεί να

τις καταπνίξει και καμιά περηφάνεια να τις κατασιγάσει, πού θάταν το

κακό και η αγωνία, ο πόνος, η δυσtυχία, η σκληρότητα και η πλάνη που η κάθε μέρα της ζωής φέρνει μαζί της;

Τρυφερά χέρια χάιδεψαν το μαξιλάρι του Όλιβερ κείνο το βράδι· κα ι

Page 25: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

264 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

η χάρη και η αρετή τον παράστεκαν καθώς κοιμόταν. Ένιωθε ήρεμος κ'

ευτυχισμένος και θα μπορούσε να πέθαινε χωρίς ούτε ένα παράπονο να

ψελλίσουν τα χείλη του.

Η διεξοδική συνομιλία δεν είχε καλά-καλά τελειώσει ούτε κι ο Όλι­βερ είχε ετοιμαστεί για να ξανακοιμηθεί, όταν ο γιατρός, αφού σκούπι­

σε τα μάτια του αναθεματίζοvtάς τα που είχαν αδυνατίσει έτσι στα κα­

λά καθούμενα, κατέβηκε κάτω για να καταφέρει τον κύριο Τζιλς. Και μη

βρίσκοντας κανένaν στα κάτω δωμάτια, σκέφτηκε πως μπορούσε ν' αρ­χίσει ίσως τις προσπάθειές του με καλύτερα αποτελέσματα στην κουζί­

να· έτσι, μια και δυο, πήγε στην κουζίνα.

Στην Κάτω αυτή Βουλή του οικιακού κοινοβουλίου είταν συγκεντρω­

μένοι οι υπηρέτριες, ο κύριος Μπριτλς, ο κύριος 'Γζιλς, ο τενεκετζής (που

για τις υπηρεσίες πούχε προσφέρει είχε πάρει μιαν ιδιαίτερη πρόσκλη­

ση να παρακαθήσει στο τραπέζι για το υπόλοιπο της μέρας) και ο αστυ­

φύλακας. Ο τελευταίος αυτός κύριος είχε μεγάλο ραβδί, μεγάλο κεφάλι,

μεγάλα χαραχτηριστικά και μεγάλα υποδήματα, κ' έδειχνε νάχε πάρει

μιαν ανάλογη δόση μπύρας -όπως και πράγματι είχε.

Οι περιπέτειες της περασμένης νύχτας αποτελούσαν ακόμα το θέμα

της συζήτησης, γιατί ο κύριος 'Γζιλς μακρηγορούσε για την περίσκεψη και

την εξυπνάδα του όταν μπήκε ο γιατρός. Ο κύριος Μπριτλς, μ' ένα κύ­

πελλο μπύρα στο χέρι, επιβεβαίωνε το κάθε τι πριν ακόμα το πει ο ανώ­

τερός του.

-Μην ενοχλείστε, - είπε ο γιατρός κουνώντας το χέρι του .

- Σας ευχαριστώ, κύριε, -είπε ο κύριος τζιλς. -Η κυρία επιθυμού-

σε να προσφέρουμε λίγη μπύρα και καθώς δεν ένιωθα τη διάθεση να μεί­

νω μόνος στο μικρό μου δωμάτιο και είχα ανάγκη κάποιας συντροφιάς,

παίρνω την μπύρα μου εδώ μαζί τους.

Ο Μπριτλς άκουσε ένα χαμηλό μουρμουρητό που μ' αυτό κυρίες και κύριοι γενικά ήθελαν να εκφράσουν την ευχαρίστηση που απολάμβαναν

απ' την καταδεχτικότητα του κυρίου 'Γζιλς. Ο κύριος 'Γζιλς κοίταξε γύρω

μ' ένα προστατευτικό ύφος σα νάθελε να πει πως όσο η συμπεριφορά

τους είταν καλή, αυτός ποτέ δε θα τους εγκατέλειπε .

- Πώς είναι ο πληγωμένος απόψε, κύριε ; -ρώτησε ο 'Γζιλς.

-Έτσι κι έτσι, -απάντησε ο γιατρός. - Φοβάμαι πως έχεις μπλέξει

άσκημα, κύριε 'Γζιλς.

-Ελπίζω πως δε θέλετε να πείτε, κύριε, -είπε τρέμοντας ο κύριος

Τζιλς, -ότι πρόκειται να πεθάνει. Αν συνέβαινε κάτι τέτιο , ποτέ πια δε

θάμουν ευτυχισμένος. Δε θάθελα να σκοτώσω ένα παιδί. Όχι, ούτε και τον Μπριτλς από δώ· όχι, για όλα τ' ασημικά του κόσμου, κύριε.

-Δεν πρόκειται γι αυτό , - είπε με ύφος μυστηριώδες ο γιατρός .

Page 26: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 265

- Κύριε τζιλς, είστε Προτεστάντης;

-Μάλιστα, κύριε, το ελπίζω, -τραύλισε ο κύριος τζιλς που είχε γί-νει κατάχλωμος.

-Και συ; τι είσαι συ, παιδί; - είπε ο γιατρός στρέφοντας αυστηρά

στον Μπριτλς.

-:Μα ... Θεέ μου, - απάντησε ο Μπριτλς αναπηδώντας με ορμή πάνω

στην καρέκλα του. - Εγώ είμαι ... το ίδιο όπως κι ο κύριος τζιλς, κύριε .

-Τότε απαντήστε μου σ' αυτό; -είπε ο γιατρός - κ' οι δυο σας, κ' οι δυο! Αναλαμβάνετε να ορκιστείτε πως το παιδί απάνω είναι κείνο που μπήκε απ' το παραθυράκι χτες το βράδι; Εμπρός! Μιλάτε! Σας ακούω .

Ο γιατρός, που εθεωρείτο απ' όλους σαν ένα απ' το πιο καλοκάγαθα

πλάσματα της γης, έδωσε τη διαταγή αυτή μ' έναν τόσο τρομερό τόνο ορ­γής που ο τζιλς κι ο Μπριτλς, που είταν κιόλας αρκετά παραζαλισμένοι

απ' την μπύρα και την ταραχή, κοίταξαν ο ένας τον άλλον aποσβολωμέ­

νοι.

-Προσέξτε την απάντησή τους, κύριε αστυφύλακα, -είπε ο γιατρός

κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό του με πολύ επίσημο τρόπο για να επι­

στήσει ολόκληρη την προσοχή και να επικαλεστεί την αντίληψη του αξιό­

τιμου αυτού προσώπου. - Κάτι σημαντικότατο θα προκύψει απ' αυτό.

Ο αστυφύλακας ΠΊ1ρε όσο πιο βαθυστόχαστο ύφος μπορούσε και άδρα­

ξε την ράβδον της εξουσίας που είταν νωχελικά ακουμπισμένη στη γω­

νιά του τζακιού.

- Πρόκειται για απλή διαπίστωση της ταυτότητας ενός ατόμου, καθώς

βλέπετε, - είπε ο γιατρός .

-Αυτό ακριβώς είναι, κύριε, - απάντησε ο αστυφύλακας βήχοντας

δυνατά γιατί είχε αποτελειώσει την μπύρα του βιαστικά και μια γουλιά

είχε πάρει στραβό δρόμο.

-Εδώ έχουμε ένα σπίτι όπου γίνεται μια διάρρηξη, - είπε ο γιατρός, -και δυο άνθρωποι μέσα στους καπνούς του μπαρουτιού, στο σκοτάδι

και στη σύγχυση, διακρίνουν για μια στιγμή ένα παιδί. Ένα παιδί έρχε­ται στο ίδιο αυτό σπίτι τ' άλλο πρωί, κ' επειδή τυχαίνει νάχει το μπρά­

τσο του δεμένο, οι άνθρωποι αυτοί απλώνουν βίαια χέρια απάνω του, και

κάνοντας αυτό βάζουν τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο - και ορκίζονται

πως είναι ο κλέφτης. Τώρα, το ζήτημα είναι αν οι άνθρωποι αυτοί δι­

καιώνονται απ' τα γεγονότα, και αν όχι, σε ποια θέση βάζουν τον εαυτό

τους;

Ο αστυφύλακας κούνησε το κεφάλι του μ' εμβρίθε ια. Είπε πως αν αυ­

τό δεν είταν νόμος, θάταν ευτυχής να μάθαινε τι είναι νόμος. -Σας ·ρωτώ πάλι, - βρυχήθηκε ο γιατρός ~είσαστε σε θέση, με επί­

σημο όρκο , να βεβαιώσετε πως αυτό είταν το παιδί;

Page 27: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

266 ΚΑΡΌΛΟΥ Ν'ΓΙΚΕΝΣ

Ο Μπριτλς κοίταξε μ' αμφιβολία τον κύριο τζιλς ο κύριος τζιλς κοί­

ταξε μ' αμφιβολία τον Μπριτλς ο αστυφύλακας έβαλε το χέρι στ' αυτί

του για να συλλάβει την απάντηση· οι δυο γυναίκες κι ο τενεκετζής έσκυ­ψαν μπροστά ν' ακούσουν· ο γιατρός κοίταζε αυστηρά ολόγυρα, όταν

ξαφνικά στο δρόμο ακούστηκε θόρυβος τροχών και ταυτόχρονα ένα κου­

δούνισμα aντήχησε στην πόρτα.

- Είναι οι αστυφύλακες ! - φώναξε ο Μπριτλς που φάνηκε πολύ ανα­

κουφισμένος .

- Ποιοι; - φώναξε ο γιατρός χάσκοντας κι αυτός με τη σειρά του .

- Οι αστυφύλακες της Μπόου Στρητ, κύριε , - απάντησε ο Μπριτλς

παίρνοντας ένα κερί. - Εγώ κι ο κύριος τζιλς τους καλέσαμε σήμερα το

πρωί.

- Πώς; - φώναξε ο γιατρός. -Μάλιστα, -απάντησε ο Μπριτλς - τους κάλεσα με τον αμαξά κι

απορώ πώς δεν ήρθαν νωρίτερα, κύριε.

-Τους κάλεσες, ε; Τότε ο διάολος να σε πάρει και να σε σηκώσει ·

αυτό μονάχα σου λέω, -είπε ο γιατρός φεύγοντας .

Page 28: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΧΧΧΙ

ΟΠΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΕΤΑΙ ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΣτΙΓΜΗ.

ποιος είναι; - Ρώτησε ο Μπριτλς ανοίγοντας λιγάκι την πόρτα, χω­

ρίς να βγάλει την αλυσίδα· έρριξε μια ματιά έξω σκιάζοντας το

κερί με το χέρι του.

-Ανοίξτε, - απάντησε ένας άντρας απ' έξω, - είμαστε οι αστυνομι­

κοί της Μπόου Στρητ που ειδοποιήσατε νάρθουν σήμερα.

Ησυχασμένος πέρα για πέρα απ' τη διαβεβαίωση αυτή, ο Μπριτλς

άνοιξε την πόρτα διάπλατα κι αντίκρυσε έναν σωματώδη άνθρωπο με

παλτό που πέρασε μέσα χωρίς να πει τίποτα και σκούπισε τα παπούτσια

του πάνω στην ψάθα με την ίδια απάθεια σα νάταν στο σπίτι του .

- Στείλε κάποιον έξω να βοηθήσει τον συνάδελφό μου, άντε γεια σου,

νεαρέ μου, - είπε ο αστυνόμος. -Είναι στ' αμάξι και ξεζεύει τ' άλογο.

Έχεις κανένα παχνί εδώ να το βάλεις για πέντε-δέκα λεπτά;

Ο Μπριτλς, απαντώντας καταφατικά, έδειξε ένα χτίριο απέναντι κι ο

σωματώδης κύριος ξαναγύρισε στην πόρτα του κήπου και βοήθησε το σύ­ντροφό του να ξεζέψει τ' άλογο, ενώ ο Μπριτλς τους φώτιζε γεμάτος θαυ­

μασμό. Όταν τέλειωσαν, γύρισαν στο σπίτι και περνώντας σ' ένα δωμά­τιο όπου τους οδήγησαν, i έβγαλαν τα παλτά και τα καπέλα τους. Ο άνθρωπος πούχε χτυπήσει την πόρτα είταν ένας χοντρός άντρας με

μέτριο ανάστημα, γύρω στα πενήντα, με γυαλιστερά κατάμαυρα μαλλιά,

κουρεμένα πολύ κοντά, φαβορίτες, στρογγυλό πρόσωπο και διαπεραστι­

κά μάτια. Ο άλλος είταν ένας κοκκινομάλλης, κοκαλιάρης, με ψηλά υπο­

δήματα, μάλλον άσκημος και με ανασηκωμένη μύτη που τούδινε μιαν

απαίσια όψη.

- Πες στον αφέντη σου ότι ο Μπλάδερς κι ο Νταφ είναι εδώ, - είπε

ο πιο χοντρός σιάζοντας τα μαλλιά του κι αφήνοντας ένα ζευγάρι χειρο­

πέδες πάνω στο τραπέζι. - Ω! καλησπέρα, κύριε. Μπορώ να σας πω δυο

λόγια ιδ ιαιτέρως, αν έχετε την καλοσύνη;

Αυτό απευθυνόταν στον κύριο Λόσμπερν που έμπαινε κείνη τη στιγ ­

μή· ο κύριος αυτός, κάνοντας νόημα στον Μπριτλς ν' αποσυρθεί, οδήγη­σε εκεί τις δυο κυρCe;ς χ' ΕΧλΕLΟΕ την πόρτα.

Page 29: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

268 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

-Από δω είναι η οικοδέσποινα, - είπε ο κύριος Λόσμπερν δείχνο­

ντας με το κεφάλι προς το μέρος της κυρίας Μαίηλη.

Ο κύριος Μπλάδερς έκανε μιαν υπόκλιση. Θέλοντας να καθήσει, ακού­

μπησε το καπέλο του στο πάτωμα και παίρνοντας μια καρέκλα έκανε νόη­

μα στον Νταφ να κάνει το ίδιο. Ο τελευταίος αυτός κύριος, που δε φαι­

νόταν νάναι τόσο πολύ συνηθισμένος στην καλή κοινωνία ή τουλάχιστον

να νιώθει τόσο πολύ άνετα μέσα σ' αυτήν, κάθησε αφού έκανε μερικές

χοντροκομένες κι αδέξιες κινήσε ις των άκρων, Κ' έχωσε τη λαβή του μπα­

στουνιού του μέσα στό στόμα του με κάποιαν αμηχανία.

-Λοιπόν, αναφορικά μ' αυτήν εδώ τη ληστεία, κύριε, -είπε ο Μπλά­

δερς. - Πώς έχουν τα γεγονότα;

Ο κύριος Λόσμπερν, που φαινόταν πως ήθελε να κερδίσει καιρό, τα

εξιστόρησε σ' όλο τους το μάκρος και με πολλές περιφράσεις και πα­

ρεμβολές. Οι κ. κ. Μπλάδερς και Νταφ μ' ένα ύφος περισπούδαστο άκου­

γαν aνταλλάσσοντας πότε-πότε ένα νεύμα.

-Δεν μπορώ να σας βεβαιώσω πριν δω τη δουλειά φυσικά, - είπε ο

Μπλάδερς, -αλλά η γνώμη μου, απ' όσα ακούω, είναι - ας μου επιτρα­

πεί να φτάσω ώς αυτό το σημείο - πως δεν έγινε από κανέναν ατζαμή, ε, Νταφ;

- Ασφαλώς όχι, - απάντησε ο Νταφ.

- Και μεταφράζοντας τη λέξη aτζαμής προς χάριν των κυριών, αν δεν

κάνω λάθος, θέλετε να πείτε πως η απόπειρα αυτή δεν έγινε από κανέ­

να χωριάτη; -είπε ο κύριος Λόσμπερν μ' ένα χαμόγελο.

-Αυτό ακριβώς, κύριε, -απάντησε ο Μπλάδερς. - Ώστε αυτά είναι

όλα τα σχετικά με τη ληστεία, ε;

- Αυτά, - απάντησε ο γιατρός.

- Τώρα, τι συμβαίνει μ' αυτό εδώ το παιδί που γι αυτό μιλάνε οι υπη-

ρέτες; -είπε ο Μπλάδερς . - Τίποτα απολύτως, -απάντησε ο γιατρός - ένας απ' τους τρομο­

κρατημένους υπηρέτες έβαλε σώνει και καλά στο μυαλό του πως αυτό το

παιδί έχει κάποια σχέση με την απόπειρα διαρρήξεως. Αυτά όμως είνα ι

aνοησίες καθαρή ανοησία.

- Πολύ εύκολος τρόπος να ξεμπερδεύετε με την υπόθεση, - παρατή­

ρησε ο Νταφ.

-Αυτό που λέει είναι απολύτως σωστό, -παρατήρησε ο Μπλάδερς

κουνώντας το κεφάλι του επιβεβαιωτικά και παίζοντας ανέμελα με τις

χειροπέδες σα νάταν καστανιέτες. - Ποιο είναι αυτό το παιδί; Τι έχει να

πει για τον εαυτό του; Από πού ήρθε; Δεν έπεσε βέβαια απ' τα σύννε­φα, νομίζω, κύριε;

- Ασφαλώς όχι, - απάντησε ο γιατρός ρίχνοντας ένα νευρικό βλέμμα

Page 30: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 269

στις δυο κυρίες . -Ξέρω ολόκληρη την ιστορία του. Αλλά μπορούμε να

μιλήσουμε γι αυτό σε λίγο . Θα θέλατε να δείτε πρώτα, υποθέτω, το μέ­

ρος όπου οι κλέφτες έκαναν την απόπειρά τους;

-Βεβαίως, - απάντησε ο κύριος Μπλάδερς. -Είναι προτιμότερο να

ρίξουμε πρώτα μια ματιά στο σπίτι, κ' ύστερα εξετάζουμε τους υπηρέτες.

Αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος να κάνουμε τη δουλειά μας. Έφεραν φώτα· και οι κύριοι Μπλάδερς και Νταφ, ακολουθούμενοι

απ' τον αστυφύλακα του Τσέρτσεϋ, τον Μπριτλς, τον τζιλς κι απ' όλους

τους ανθρώπους του σπιτιού, πήγαν στο μικρό δωμάτιο στην άκρη του

διαδρόμου και κοίταξαν έξω απ' το παράθυρο· ύστερα βγήκαν έξω, έκα­

ναν το γύρο του κήπου και κοίταξαν μέσα απ' το παράθυρο· ύστερα εί­

παν να τους δώσουν από μέσα ένα κερί για να επιθεωρήσουν το παρα­

θυρόφυλλο· ύστερα ένα φανάρι για να εξετάσουν τις πατημασιές κ' ύστε­

ρα ένα δικράνι για να ψάξουν τους θάμνους. Αφού τέλειωσαν μ' όλα τού­

τα, κ' ενώ οι θεατές τους παρακολουθούσαν με το στόμα ανοιχτό, μπή­

καν πάλι στο σπίτι κ' έβαλαν τον κύριο Ί'ζιλς και τον Μπριτλς να κάνουν

μια μελοδραματική αναπαράσταση της συμμετοχής τους στις περιπέτειες

της περασμένης νύχτας, αναπαράσταση που την επανέλαβαν κάπου έξη

φορές, αντιφάσκοντας ο ένας με τον άλλον σ' ένα μονάχα σημαντικό ση­

μείο την πρώτη φορά και σε δώδεκα την τελευταία. Όταν έγιναν όλ' αυ­

τά, ο Μπλάδερς κι ο Νταφ έβγαλαν τους άλλους έξω απ' το δωμάτιο και

συνήλθαν σε μια μακριά σύσκεψή που μπροστά της, από άποψη μυστι­

κότητας κ' επισημότητας, ένα συμβούλιο διακεκριμένων γιατρών πάνω στο

πιο πολύπλοκο ζήτημα της ιατρικής επιστήμης, θα φαινόταν σαν απλό παι­

χνιδάκι.

Στο μεταξύ ο γιατρός πηγαινορχόταν πάνω-κάτω στο διπλανό δωμά­

τιο πολύ aνήσυχος και η κυρία Μαίηλη και η Ροζ τον κοιτούσαν με την

αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους . -Στο λόγο της τιμής μου , - είπε ο γιατρός σταματώντας απότομα

ύστερ' από κάμποσες νευρικές βόλτες, -ούτε ξέρω τι να κάνω.

-Ασφαλώς, - είπε η Ροζ, - η ιστορία του δυστυχισμένου παιδιού, αν επαναληφθεί πιστά στους ανθρώπους αυτούς, θάναι αρκετή για να τον

απαλλάξει.

- Αμφιβάλλω, αγαπητή δεσποινίς, -είπε ο γιατρός κουνώντας το κε­

φάλι. -Δε νομίζω πως μπορεί να τον απαλλάξει ούτε απ' αυτούς ούτε

απ' τους ανώτερους λειτουργούς του Νόμου. Τι είναι στο κάτω-κάτω; θα

πουν. Ένας αλήτης. Αν την κρίνει κανείς σύμφωνα με την πείρα της ζω­

ής και τις πιθανότητές της, η ιστορία του δεν είναι καθόλου αληθοφανής. -Εσείς όμως την πιστεύετε, βέβαια, - δίέκοψε η Ροζ. -Εγώ την πιστεύω, όσο παράξενη κι αν είναι και ίσως νάμα ι ένας

Page 31: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

270 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΓΙΚΕΝΣ

γεροανόητος που το κάνω, - απάντησε ο γιατρός -δεν πιστεύω ωστό­

σο πως είναι μια αφήγηση που μπορεί να πείσει έναν έμπειρο αστυνο­

μικό.

-Γιατί όχι; -ρώτησε η Ροζ.

- Γιατί, χαριτωμένε μου ανακριτή, - απάντησε ο γιατρός - γιατί για

τα μάτια τα δικά τους η ιστορία αυτή έχει πολλά άσκημα σημεία· το παι­

δί μπορεί ν' αποδείξει μονάχα τα σημεία που είναι εναντίον του και κα­

νένα από κείνα που είναι υπέρ αυτού . Ανάθεμά τους, αυτοί θα ζητή ­

σουν να μάθουν το γιατί και το πώς και δε θα χαρίσουν κάστανα σε

κανέναν. Σύμφωνα, βλέπεις, με τα ίδια του τα λόγια, έκανε παρέα με κλέ­φτες για ένα διάστημα· τον είχαν κουβαλήσει στο Αστυνομικό Τμήμα με

την κατηγορία πως έκλεψε έναν κύριο στο δρόμο · τον aπήγαγαν διά της

βίας απ' το σπίτι του κυρίου αυτού και τον πήγανε σ' ένα μέρος που δεν μπορεί να περιγράψει ούτε να υποδείξει και που για τη θέση του δεν

έχει την παραμικρότερη ιδέα· ύστερα τον φέρανε στο Τσέρτσεϋ άνθρω­

ποι που φαίνεται πως ενδιαφέρονταν πολύ γι αυτόν είτε τόθελε είτε όχι, και τον πέρασαν από ένα παράθυρο για να ληστέψει ένα σπίτι· και τη

στιγμή ακριβώς που είταν έτοιμος να ξεσηκώσει τους κατοίκους και να

κάνει εκείνο ακριβώς που θα τον δικαίωνε, μπαίνει στη μέση ένας λυσ­

σασμένος υπηρέτης και τον πυροβολεί! θαρρείς επίτηδες για να τον εμπο­

δίσει να κάνει ένα καλό για τον εαυτό του. Δεν τα καταλαβαίνεις όλ' αυ­

τά;

-Τα καταλαβαίνω φυσικά, - απάντησε η Ροζ χαμογελώντας με την

έξαψη του γιατρού. -Όμως πάλι δε βλέπω σ' όλ' αυτά τίποτα το ενοχο­

ποιητικό για το καημένο το παιδί.

- Όχι, - απάντησε ο γιατρός, - φυσικά όχι! Ευλογημένα τα λαμπε­

ρά γυναικεία ματάκια. Δε βλέπουν ποτέ -είτε απ' το καλό είτε απ' το κα­

κό- περισσότερο απ' τη μια μονάχα πλευρά κάθε ζητήματος, και δω που τα λέμε, μονάχα εκείνην που θα τους παρουσιαστεί πρώτη.

Έχοντας δώσει διέξοδο στο συμπέρασμα αυτό της πείρας του, ο για­

τρός έχωσε τα χέρια του στις τσέπες κι άρχισε να πηγαινόρχεται πάλι

στο δωμάτιο ακόμα πιο γρήγορα από πριν.

-Όσο περισσότερο το σκέφτουμαι, - είπε ο γιατρός, -τόσο περισ­

σότερο το βλέπω πως θάχουμε aτέλειωτους μπελάδες και δυσκολίες, αν

πούμε στους ανθρώπους αυτούς την αληθινή ιστορία του παιδιού. Είμαι

βέβαιος πως δε θα γίνει πιστευτή, κι αν ακόμα δεν μπορέσουν να του

κάνουν τίποτα στο τέλος, ωστόσο το γεγονός ότι θα τη βγάλουν στη φό­

ρα κι ότι θα δώσουν δημοσιότητα σ' όλες τις αμφιβολίες που θα προκα­λέσει, θα παρεμποδίσει σοβαρά την πραγματοποίηση του φιλανθρωπικού

σχεδίου σας να τον σώσετε απ' τη δυστυχία.

Page 32: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 271

- Ω! -τι πρέπει να γίνει; - φώναξε η Ροζ. - Θεέ μου, γιατί να στεί­λουν να φέρουν αυτούς τους ανθρώπους;

- Γιατί, αλήθεια; - φώναξε η κυρία Μαίηλη. -Εγώ δε θα τους κου­βαλούσα εδώ για τίποτα στον κόσμο.

-Εκείνο που ξέρω, - είπε ο κύριος Λόσμπερν αφού κάθησε τέλος μ'

ένα ύφος aπελπισμένης ηρεμίας, - είναι πως πρέπει να προσπαθήσουμε

να φέρουμε σε πέρας το σχέδιό μας με τόλμη και θράσος. Ο σκοπός εί­

ναι καλός κι αυτό μας εξιλεώνει. Το παιδί παρουσιάζει έντονα συμπτώ­

ματα πυρετού και δεν είναι σε κατάσταση να κουβεντιάσει με κανέναν,

αυτό είναι παρήγορο. Πρέπει να το εκμεταλλευτούμε όσο καλύτερα μπο­

ρούμε, κι αν σπάσει ο διάολος το πόδι του κ' έρθουν ανάποδα τα πράγ­

ματα, το φταίξιμο δε θάναι δικό μας . Εμπρός! -Λοιπόν, κύριε , - είπε ο Μπλάδερς μπαίνοντας στο δωμάτιο ακο­

λουθούμενος απ' το συνάδελφό του και κλείνοντας καλά την πόρτα πριν

πει τίποτα περισσότερο, -αυτό εδώ δεν είταν δουλειά από μέσα. - Και τι στο διάολο είναι αυτή η δουλειά από μέσα; - ρώτησε νευ­

ριασμένα ο γιατρός.

-Λέμε δουλειά από μέσα, κυρίες μου, - είπε ο Μπλάδερς στρέφο­

ντας προς το μέρος τους, σα νάνιωθε οίχτο για την άγνοια των γυναικών,

μα περιφρόνηση για την άγνοια του γιατρού, -όταν στην κλοπή είναι

ανακατεμένοι οι υπηρέτες.

- Κανένας δεν τους υποψιάζεται αυτούς σ' αυτή την περίπτωση, - εί­

πε η κυρία Μαίηλη.

- Πιθανότατα όχι, κυρία μου , -απάντησε ο Μπλάδερς, - μπορεί όμως

νάταν ανακατεμένοι στην υπόθεση, παρ' όλ' αυτά.

- Πολύ πιθανόν ακριβώς γι αυτό, -είπε ο Νταφ.

- Βρίσκουμε πως είταν πρωτευουσιάνικο χέρι, -είπε ο Μπλάδερς συ-

νεχίζοντας την έκθεσή του, - γιατί ο τρόπος της δουλείας είναι πρώτης γραμμής.

-Πολύ όμορφη, αλήθεια, - παρατήρησε ο Νταφ χαμηλόφωνα .

- Είτανε δυο , -εξακολούθησε ο Μπλάδερς, -κ' είχαν ένα παιδί μα-

ζί τους. Αυτό είναι ολοφάνερο απ' το μέγεθος του φεγγίτη. Αυτά είναι

όλα που μπορούν να ειπωθούν για την ώρα. Θα δούμε το παιδί που έχε­

τε απάνω, τώρα αμέσως, αν έχετε την καλοσύνη .

- Ίσως θα θέλουν να πιουν κάτι πρώτα, κυρία Μαίηλη , -είπε ο για­

τρός, με το πρόσωπό του ν' αστράφτει σαν κάποια καινούργια σκέψη να

του είχε περάσει απ' το μυαλό.

-Ω! και βέβαια, -φώναξε η Ροζ με λαχτάρα. -Θα σας ετοιμάσω στη στιγμή, αν θέλετε .

-Α, σας ευχαριστώ πολύ, μις, - είπε ο Μπλάδερς περνώντας το μα-

Page 33: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

272 ΚΑΡΌΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

νίκι του σακκακιού του πάνω απ' τα χείλη του. -Αυτή η δουλειά το τρα­

βάει. Ό,τι σας βρίσκεται πρόχειρο , μις μην μπαίνετε σε κόπο για μας.

- Τι θα πάρετε; - ρώτησε ο γιατρός ακολουθώντας την κοπέλα στον

μπουφέ.

-Μια στάλα πιοτό, κύριε, ό,τι και νάναι, - απάντησε ο Μπλάδερς.

- Ξεπαγιάσαμε όσο νάρθουμε απ' το Λονδίνο, κυρία, και γω το βρίσκω

πάντα πως το πιοτό σου ζεσταίνει την καρδιά.

Η ενδιαφέρουσα αυτή ανακοίνωση απευθυνόταν στην κυρία Μαίηλη που τη δέχτηκε με μεγάλη ευγένεια. Και καθώς αναπτυσσόταν ακόμα αυ­

τή η άποψη, ο γιατρός γλίστρησε έξω απ' το δωμάτιο.

-Α! -έκανε ο κύριος Μπλάδερς κρατώντας το κρασοπότηρό του όχι

απ' το ποδαράκι αλλά σφίγγοντας τη βάση του ανάμεσα στον δείχτη και

στον aντίχειρά του και φέρνοντάς το μπροστά στο στήθος του. -Έχω

δει πολλές τέτιες δουλειές εγώ στον καιρό μου, κυρίες μου.

- Εκείνη η διάρρηξη στον πίσω δρομάκο, κει κάτω στο Έντμοντον,

Μπλάδερς, - είπε ο κύριος Νταφ βοηθώντας τη μνήμη του συναδέλφου

του.

- Είταν κάτι παρόμοιο με τούτην εδώ, έτσι δεν είναι; -απάντησε ο

κύριος Μπλάδερς. -Την είχε κάνει ο Κόνκεϋ Τσίκγουηντ.

-Πάντα σ' αυτόν τη φορτώνεις, -απάντησε ο Νταφ. - Είταν ο Φα­

μελίτης ο Πετ, σου λέω. Ο Κόνκεϋ δεν είχε βάλει σ' αυτή τη δουλειά το χέρι του περισσότερο από μένα.

- Εσύ να μη μιλάς, -απάντησε ο Μπλάδερς. - Ξέρω καλύτερα εγώ.

Θυμάμαι ωστόσο, κείνη τη φορά με τον Κόνκεϋ που του βούτηξαν όλα

τα λεφτά του. Τι ιστορία και κείνη! Καλύτερη απ' όλα τα μυθιστορήμα­

τα που έχω διαβάσει!

-τι ακριβώς έγινε ; -ρώτησε η Ροζ, γεμάτη λαχτάρα να ενθαρρύνει

και το παραμικρότερο δείγμα καλής διάθεσης στους ανεπιθύμητους επι­

σκέπτες.

- Είταν μια κλοπή, μις, που κανένας δε θα μπορούσε να τη βάλει με

το νου του, - είπε ο Μπλάδερς. -Αυτός ο Κόνκεϋ Τσίκγουηντ ... - Κόνκεϋ πάει να πει Μακρομύτης, κυρία, - διέκοψε ο Νταφ.

- Φυσικά θα το ξέρετε αυτό, κυρία, έτσι δεν είναι; - είπε ο Μπλά-

δερς. -Όλο με διακόπτεις, συνάδελφε! Αυτός λοιπόν ο Κόνκεϋ Τσίκ­

γουηντ, μις, είχε ένα καπηλειό κει πάνω στο Μπάτλμπριτζ κ' είχε ένα κε­λάρι όπου ένα σωρό aρχοντόπουλα πήγαιναν να δουν κοκκορομαχίες κι

άλλου είδους τέτια θεάματα · και παίζονταν με πολύ όμορφο τρόπο όλ'

αυτά τα παιχνίδια, γιατί τα παρακολουθούσα συχνά. Δεν είταν του σινα­φιού εκείνο τον καιρό και μια νύχτα του κλέψανε τρακόσες είκοσι εφτά

γκινέες μέσα σ' ένα τσουβαλάκι που του το σούφρωσε μες απ' την κρε-

Page 34: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 273

βατοκάμαρά του νυχτιάτικα ένας ψηλός άνθρωπος μ' ένα μαύρο επίδε­

σμο στο μάτι πούχε κρυφτεί κάτω απ' το κρεβάτι κι αφού έκανε τη λη­

στεία, πήδησε έξω απ' το παράθυρο που είταν στο πρώτο πάτωμα. Όλ'

αυτά έγιναν στο άψε-σβήσε· ο Κόνκεϋ όμως δεν τάχασε· ξύπνησε απ' το

θόρυβο, και πηδώντας απ' το κρεβάτι έρριξε μια μπαταριά στον κλέφτη και σήκωσε όλη τη γειτονιά στο πόδι. Ρίχτηκαν αμέσως στο κυνήγι και

καθώς έψαχναν, ανακάλυψαν πως ο Κόνκεϋ είχε πετύχει το λωποδύτη· γιατί υπήρχαν ίχνη από αίματα σ' όλο το δρόμο πάνω σε κάτι δοκάρια

σε κάμποση απόσταση από κει, ίσαμε που σε κάποια στιγμή τα χάσανε.

Ωστόσο ο λωποδύτης είχε ξεφύγει μαζί με τα λεφτά· κ' έτσι, τ' όνομα του κυρίου Τσίκγουηντ, ξενοδόχου, φιγουράριζε σε λίγο στην εφημερίδα ανά­

μεσα στις άλλες πτωχεύσεις. Και κάθε λογής βοηθήματα και έρανοι, και

γω δεν ξέρω τι άλλο άνοιξαν για το φουκαρά τον άνθρωπο που το μυα­

λό του είχε σαλέψει απ' τη ζημιά πούχε πάθει και τριγυρνούσε τρεις-τέσ­

σερις μέρες στους δρόμους τραβώντας τα μαλλιά του με τέτιαν απελπι­

σία που πολλοί άρχισαν να φοβούνται πως στο τέλος θ' aυτοκτονούσε .

Μια μέρα ήρθε όλος φούρια στο Τμήμα κ' είχε μιαν ιδιαίτερη συνομιλία

με τον ανακριτή που, ύστερ' από πολλές κουβέντες, χτυπάει ένα κουδούνι

και διατάζει τον Ί'ζεμ Σπάηερς (ο Ί'ζεμ είταν τότε της υπηρεσίας) και

του λέει να πάει και να βοηθήσει τον κύριο Τσίκγουηντ να συλλάβει τον

άνθρωπο που τον είχε ληστέψει. <<Τον είδα, Σπάηερς», του είπε ο Τσίκ­

γουηντ, «να περνάει έξω απ' το σπίτι μου χτες το πρωί>>. «Και γιατί δεν

έτρεξες να τον βουτήξεις απ' το γιακά;» του λέει ο Σπάηερς. «Τα σάστι­

σα τόσο πολύ που τον είδα που θα μπορούσες,να μου σπάσεις το καύ­καλο με μιαν οδοντογλυφίδα», του λέει ο φουκα άς ο Τσίκγουηντ. «Όμως

νάσαι σίγουρος πως θα τον τσακώσουμε· γιατί τη νύχτα δέκα μ' έντεκα πέρασε ξανά». Μόλις τ' άκουσε αυτό, ο Σπάηερς βάζει μια πετσέτα και

μια χτένα στην τσέπη του, μήπως και χρειαζόταν να λείψει μια-δυο μέ­ρες, και πάει και στήνει το στέκι του σ' ένα απ' τα παράθυρα του καπη­

λειού πίσω απ' τη μικρή κόκκινη κουρτίνα, με το καπέλο στο κεφάλι, έτοι­μος να πεταχτεί έξω στη στιγμή. Κάπνιζε το τσιμπούκι του καθισμένος στη γωνιά του, αργά τη νύχτα, όταν ολότελα ξαφνικά ακούει τον Τσίκ­

γουηντ να ουρλιάζει. «Νάτος! Κλέφτης! Φονιάς!>>. Ο Ί'ζεμ Σπάηερς πε­

τιέται έξω και βλέπει τον Τσίκγουηντ να τρέχει στο δρόμο φωνάζοντας μ' όλη του τη δύναμη. Τρέχει ο Σπάηερς, τρέχει ο Τσίκγουηντ, ο κόσμος

γυρνάει να δει, όλοι ξεφωνίζουν «Κλέφτης!» κι ο Τσίκγουηντ δε σταμα­

τάει και φωνάζει κι αυτός σαν παλαβός. Ο Σπάηερς τον χάνει για μια

στιγμή απ' τα μάτια του καθώς στρίβει σε μια γωνιά· τρέχει από κοντά, βλέπει ένα μικρό μπουλούκι. Χώνεται μέσα. «Ποιος είναι; Ποιος είναι

απ' όλους; >> «Πανάθεμά με!» λέει ο Τσίκγουηντ, «τον έχασα πάλι>> . Πα-

Page 35: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

274 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

ράξενο βέβαια αυτό, αλλά ο κλέφτης δε φαινόταν πουθενά κ' έτσι γύρι­

σαν πάλι στο καπηλειό. Τ' άλλο πρωί, ο Σπάηερς ξαναπήρε την παλιά

του θέση και κοίταζε έξω, πίσω απ' την κουρτίνα, μήπως δει έναν ψηλ6

άνθρωπο μ' ένα μαύρο επίδεσμο στο μάτι ώσπου και τα δυο του μάτια

τον πόνεσαν πάλι. Στο τέλος δεν μπόρεσε να μην τα κλείσει για να τα

ξεκουράσει ένα λεπτό, και τη στιγμή ακριβώς που τάκλεινε ακούει τον

Τσίκγουηντ να ουρλιάζει: «Νάτος!» Πετιέται πάλι έξω, με τον Τσίκγου­

ηντ να τρέχει μπροστά του, κ' ύστερα από κυνηγητό δυο φορές μεγαλύ­

τερο απ' το χτεσινό, ο κλέφτης χάθηκε πάλι. Αυτό έγινε κάνα-δυο φορές

ακόμα ώσπου η μισή γειτονιά άρχισε να λέει πως τον κύριο Τσίκγουηντ

τον είχε ληστέψει ο διάβολος και τώρα έπαιζε κρυφτούλι μαζί του κ' η

άλλη μισή πως ο καημένος ο κύριος Τσίκγουηντ είχε τρελαθεί απ' τον

καημό του .

-Κι ο Ίζεμ Σπάηερς τι έλεγε; - ρώτησε ο γιατρός πούχε ξαναγυρί­

σει στο δωμάτιο λίγο ύστερ' απ' την αρχή της ιστορίας.

-0 τζεμ Σπάηερς, - εξακολούθησε ο αστυνομικός, -για αρκετό διά­

στημα δεν έλεγε απολύτως τίποτα κι άκουγε το κάθε τι χωρίς να φαίνε­

ται πως ακούει, πράγμα που έδειχνε πως ήξερε καλά τη δουλειά του.

Όμως ένα πρωί, πήγε στο μπαρ και βγάζοντας την , ταμπακέρα του, λέει:

«Τσίκγουηντ, ανακάλυψα ποιος έκανε αυτήν εδώ τη ληστεία». «Αλήθεια;»

είπε ο Τσίκγουηντ. «Ω! καλέ μου Σπάηερς, πού είναι ο κακούργος;»

«Έλα», του λέει ο Σπάηερς προσφέροντάς του μια πρέζα ταμπάκο, «Πα­ράτα τις σαχλαμάρες. Εσύ ο ίδιος την έκανες>>. Κ' έτσι είταν, την είχε κά­

νει αυτός κ' είχε βγάλει ένα σωρό λεφτά απ' αυτή τη δουλειά και κανέ­νας δε θα τόχε ανακαλύψει αν ο ίδιος δεν το παραξήλωνε παίζοντας αυ­

τ11 την κωμωδία, - είπε ο κύριος Μπλάδερς αφήνοντας κάτω το κρασο­

πότηρό του και κουδουνίζοντας τις χειροπέδες.

-Πολύ παράξενο, αλήθεια, -παρατήρησε ο γιατρός. - Τώρα, αν έχε­τε την καλοσύνη, μπορούμε ν' ανεβούμε απάνω.

-Αν έχετε εσείς την καλοσύνη, -απάντησε ο κύριος Μπλάδερς.

Ακολουθώντας κατά πόδας τον κύριο Λόσμπερν οι δυο αστυνομικοί

ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα του Όλιβερ, ενώ ο κύριος τζιλς προπο­

ρευόταν μ' ένα αναμένα κερί στο χέρι.

Ο Όλιβερ μισοκοιμόταν, όμως φαινόταν χειρότερα και είχε πολύ με­γαλύτερο πυρετό από πριν. Με τη βοήθεια του γιατρού , κατάφερε ν' ανα­

καθήσι;ι στο κρεβάτι του για ένα-δυο λεπτά και κοίταξε τους ξένους χω­

ρίς να καταλαβαίνει καθόλου τι γινόταν -χωρίς καν να φαίνεται πως

θυμόταν πού βρίσκεται ή τι είχε συμβεί.

-Αυτός εδώ, -είπε ο κύριος Λόσμπερν μιλώντας σιγά αλλά με με­

γάλη θέρμη, -είναι το παιδί που έχοντας τραυματιστεί τυχαία από κυ-

Page 36: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 275

νηγετικό όπλο ενώ περιπλανιόταν σ' ένα απαγορευμένο μέρος, σε κάποιο

χτήμα εδώ κοντά, έρχεται στο σπίτι για βοήθεια σήμερα το πρωί κι αμέ­

σως τον συλλαμβάνει και τον κακομεταχειρίζεται ο έξυπνος αυτός κύριος με το κερί θέτοντας έτσι τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο όπως μπορώ να

πιστοποιήσω σα γιατρός που είμαι.

Οι κ.κ. Μπλάδερς και Νταφ κοίταξαν τον κύριο τζιλς καθώς ο για­

τρός εφιστούσε μ' αυτό τον τρόπο την προσοχή τους πάνω του · Ο τρο­

μοκρατημένος θαλαμηπόλος κοιτούσε πότε τον Όλιβερ και πότε τον κύ­

ριο Λόσμπερν μ' ένα πολύ κωμικό μίγμα φόβου και σαστισμάρας .

- Δε φαντάζουμαι νάχεις σκοπό να τ' αρνηθείς αυτό; - είπε ο για­τρός ακουμπώντας πάλι μαλακά τον Όλιβερ στο μαξιλάρι του.

-Όλα τάκανα μόνο και μόνο για ... καλό, κύριε! - απάντησε ο τζιλς.

- Είμαι βέβαιος πως πίστευα ότι αυτό είταν το παιδί, αλλιώς δε θα το πείραζα. Δεν έχω απάνθρωπα ένστιχτα, κύριε.

- Ποιο παιδί πιστεύεις πως είταν; - ρώτησε ο ανώτερος αστυνομικός.

- Το παιδί των διαρρηχτών , κύριε! - απάντησε ο τζιλς.

-Είχαν ... ασφαλώς είχαν ένα παιδί μαζί τους. - Λοιπόν; το πιστεύεις και τώρα; -ρώτησε ο Μπλάδερς.

-Να πιστεύω τι τώρα; -απάντησε ο τζιλς κοιτώντας aποβλακωμένα

τον ανακριτή του.

-Πιστεύεις πως είναι το ίδιο παιδί, μπουζουκοκέφαλε; - απάντησε

ανυπόμονα ο Μπλάδερς.

- Δεν ξέρω · αληθινά, δεν ξέρω, -είπε ο τζιλς με μιαν ανήσυχη έκ­

φραση . -Δε θα μπορούσα να ορκιστώ.

-Τι πιστεύεις λοιπόν; - ρώτησε ο κύριος Μπλάδερς.

-Δεν ξέρω τι να πιστέψω, -απάντησε ο κακόμοιρος ο τζιλς. - Δεν

πιστεύω πως είναι αυτό το παιδί· πραγματικά, είμαι σχεδόν βέβαιος πως

δεν είναι. Το ξέρω πως δεν μπορεί να είναι.

-Μήπως είναι πιωμένος αυτός, κύριε; - ρώτησε ο Μπλάδερς γυρ­

νώντας στο γιατρό.

-Τι χοντροκέφαλος άνθρωπος που είσαι αλήθεια! -είπε ο Νταφ

απευθυνόμενος στον κύριο Ί'ζιλς με υπέρτατη περιφρόνηση .

Ο κύριος Λόσμπερν παρακολουθούσε το σφυγμό του αρρώστου όσο

κρατούσε ο σύντομος αυτός διάλογος όμως τώρα σηκώθηκε απ' την κα­

ρέκλα που είταν πλάι στο κρεβάτι κ' έκανε την παρατήρηση πως αν οι

κύριοι αστυνομικοί είχαν καμιά αμφιβολία πάνω στο ζήτημα αυτό, μπο­

ρούσαν να περάσουν στο διπλανό δωμάτιο και να εξετάσουν τον

Μπριτλς. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή μαζεύτηκαν σ' ένα γειτονικό δωμάτιο

όπου κάλεσαν τον Μπριτλς, που μπλέχτηκε κ' έμπλεξε και τον σεβαστό

Page 37: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

276 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

του προ·ίστάμενο σ' ένα τέτιο περίφημο κυκεώνα από καινούργιες αντι­

φάσεις κι απιθανότητες που δεν έρριξαν κανένα ξεχωριστό φως πάνω σε

τίποτα αλλά επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι τάχε εντελώς χαμένα. Παρα­

δέχτηκε πως δε θα μπορούσε ν' αναγνωρίσει το πραγματικό παιδί των

ληστών αν τόφερναν εκείνη τη στιγμή μπροστά του και πως νόμιζε ότι

αυτό το παιδί είταν ο Όλιβερ μόνο και μόνο γιατί του τόχε πει ο κύριος

'Γζιλς και ότι ο κύριος 'Γζιλς πέντε λεπτά νωρίτερα είχε ομολογήσει στην

κουζίνα πως βιάστηκε να βγάλει αυτό το συμπέρασμα.

Ανάμεσα σ' άλλες ιδιοφυείς υποθέσεις και εικασίες τέθηκε τότε το ζή­

τημα αν ο κύριος 'Γζιλς είχε χτυπήσει πραγματικά κανέναν κι απ' την εξέ­

ταση ενός άλλου πιστολιού, ομοίου με κείνο πούχε πυροβολήσει ο κύριος

'Γζιλς, αποδείχτηκε πως δεν είχε περισσότερο καταστρεπτικό γέμισμα από

μπαρούτι και στουπί, μια ανακάλυψη που έκανε αξιόλογη εντύπωση σ' όλους εχτός απ' το γιατρό που είχε βγάλει τη σφαίρα δέκα λεπτά πρω­

τύτερα. Σε κανέναν ωστόσο δεν έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απ' όση στον

ίδιο τον κύριο 'Γζιλς, που έχοντας ζήσει αρκετές ώρες κάτω απ' το φόβο

πως είχε θανάσιμα τραυματίσει έναν συνάνθρωπό του, aρπάχτηκε με λα­

χτάρα απ' την καινούργια αυτή ανακάλυψη κ' έκανε το παν για να την

επιβεβαιώσει. Στο τέλος, οι αστυνομικοί, χωρίς να σκοτιστούν και πολύ

για τον Όλιβερ, άφησαν τον αστυφύλακα του Τσέρτσεϋ στο σπίτι και πή­

γαν ν' αναπαυθούν για κείνη τη νύχτα στην πόλη με την υπόσχεση πως

θα ξαναγύριζαν τ' άλλο πρωί.

Με το ξημέρωμα της άλλης μέρας βγήκε μια φήμη πως δυο άντρες κ'

ένα παιδί που είχαν συλληφθεί κάτω από ύποπτες συνθήκες το περασμένο

βράδι, βρίσκονταν φυλακισμένοι στο Κίνγκστον · έτσι οι κ.κ. Μπλάδερς

και Νταφ έκαναν ένα ταξιδάκι ώς το Κίνγκστον. Όμως όλες-όλες αυτές

οι ύποπτες συνθήκες, διαπιστώθηκε απ' την ανάκριση πως είταν τούτες:

δυο άνθρωποι είχαν ανακαλυφθεί να κοιμούνται κάτω από μια θημωνιά, πράγμα που, αν και μεγάλο έγκλημα, τιμωρείται μονάχα με φυλάκιση και

δε θεωρείται στα ευσπλαχνικά μάτια του Αγγλικού Νόμου και στην εξυ­πακουόμενη αγάπη του για όλους τους υπηκόους του βασιλέως, σαν ικα­

νοποιητική απόδειξη, ελλείψει κάθε άλλου στοιχείου, ότι εκείνος ή εκεί­

νοι που κοιμόνταν είχαν διαπράξει κλοπή διά ρήξεως και είχαν καταστεί

άξιοι της ποινής του θανάτου· κ' έτσι οι κύριοι Μπλάδερς και Νταφ γύ­

ρισαν πάλι πίσω το ίδιο σοφοί όπως είχαν φύγει.

Ύστερ' από μερικές ακόμα ανακρίσεις και πολύ περισσότερες κου­

βέντες, ένας γειτονικός ανακριτής δέχτηκε με μεγάλη προθυμία να ει­

σπράξει την από κοινού εγγύηση της κυρίας Μαίηλη και του κυρίου Λόσ μπερν για την προσαγωγή του Όλιβερ ενώπιόν του, αν ποτέ παρουσια­

ζόταν ανάγκη να τον καλέσει, και οι κύριοι Μπλάδερς και Νταφ, έχο-

Page 38: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 277

ντας aνταμειφθεί με δυο γκινέες για τον κόπο τους, ξαναγύρισαν στην

πόλη με διχασμένες γνώμες πάνω στο ζήτημα της αποστολ1Ίς τους, του τε­λευταίου κυρίου κατόπιν ωρίμου εξετάσεως όλων των συνθηκών κλίνο­

ντας προς την πεποίθησιν ότι η ληστρικ1Ί απόπειρα είταν έργο του Φα­

μελίτη Πετ και του πρώτου όντος εξίσου διατεθειμένου να επιρρίψει ολό­

κληρη την ευθύνη γι αυτήν στον μέγα κύριο Κόνκεϋ Τσίκγουηντ.

Στο μεταξύ ο Όλιβερ σιγά-σιγά συνερχόταν και καλυτέρευε χάρη στις

περιποιήσεις της κυρίας Μαίηλη, της Ροζ και του καλόκαρδου κυρίου

Λόσμπερν. Αν οι θερμές προσευχές που αναπέμπονται από καρδιές πλημ­

μυρισμένες από ευγνωμοσύνη, εισακούονται απ' τους ουρανούς - κι αν

δεν εισακούονται αυτές, τότε ποιες μπορούν να εισακουστούν! - οι προ­

σευχές που το ορφανό παιδί έκανε για τους προστάτες του, θάχυναν μες

στις ψυχές τους απέραντη γαλήνη και ευτυχία.

Page 39: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΧΧΧΙΙ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΊΎΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΟΛΙΒΕΡ

ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΘΟΥΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥΣ.

τ α βάσανα του Όλιβερ δεν είταν ούτε μικρά ούτε λίγα. Υπόφερε

απ' το σπασμένο του χέρι κι είταν υποχρεωμένος να μένει ακίνη­

τος. Εχτός απ' αυτό είχε πυρετό και ρίγη , επειδή είχε μείνει ώρες

πολλές στην υγρασία και στο κρύο. Ο πυρετός κράτησε πολλές βδομάδες

και τον κατέβαλε πολύ. Όμως στο τέλος άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει το

καλύτερο και να μπορεί να λέει πότε-πότε με λιγοστές δακρυσμένες λέ­ξεις πόσο βαθιά ένιωθε την καλοσύνη των δυο στοργικών κυριών και με

πόση λαχτάρα έλπιζε πως θα μπορούσε, όταν θα γινόταν καλά και θα δυ­

νάμωνε πάλι, να κάνει κάτι για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, κάτι που

θα τους έδειχνε πόσο τις αγαπούσε και πόσο τους είταν υποχρεωμένος,

κάτι που, όσο μικρό κι ασήμαντο κι αν είταν, θα τους απόδειχνε πως η

ευγενική τους καλοσύνη δεν είχε πάει στα χαμένα, αλλά πως λαχταρού­

σε το φτωχό παιδί, που η φιλανθρωπία τους το είχε σώσει απ' τη δυστυ­

χία ή το θάνατο, να τους υπηρετήσε ι μ' όλη του την καρδιά.

- Καημένο παιδί! - είπε η Ροζ μια μέρα που ο Όλιβερ κατάφερε αδύ­

ναμα να ψελλίσει τα λόγια της ευγνωμοσύνης που ανέβηκαν στα χλωμά

του χείλη. - Θάχεις πολλές ευκαιρίες να μας υπηρετήσεις, αν το θέλέις.

Πηγαίνουμε στην εξοχή και η θεία μου θέλει να μας συνοδεύσεις. Η ησυ­

χία, ο καθαρός αέρας κι όλες οι χαρές κ' οι ομορφιές της άνοιξης θα σε

δυναμώσουν μέσα σε λίγες μέρες. Θα βρούμε τρόπο να σε χρησιμοποιή­

σουμε, όταν θα μπορείς ν' aντέξεις στον κόπο.

-Στόν κόπο! -φώναξε ο Όλιβερ. - Ω! καλη κυρία, αν μπορούσα μο­

νάχα να δουλέψω για σας, αν μπορούσα να σας ευχαριστήσω μονάχα,

ποτίζοντας τα λουλούδια σας, φροντίζοντας τα πουλιά σας, ή τρέχοντας

πάνω-κάτω για το ένα και για το άλλο ολόκληρη τη μέρα για να σας κά­

νω ευτυχισμένη, και τι δε θάδινα γι αυτό!

- Δεν είναι ανάγκη να δώσεις τίποτα απολύτως, - είπε η Μις Μαίη­

λη χαμογελώντας - γιατί, όπως σου είπα και πρωτύτερα, θα βρούμε κά­

ποιον τρόπο να σε χρησιμοποιήσουμε· όμως αν κάνεις τον μισό μονάχα

Page 40: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 279

κόπο για να μας ευχαριστείς απ' όσο υπόσχεσαι τώρα, θα με κάνεις αλη­

θινά πάρα πολύ ευτυχισμένη .

- Ευτυχισμένη, κυρία ! - φώναξε ο Όλιβερ . - Ω, πόσο ευγενικό από

μέρος σας να το λέτε αυτό!

- Θα με κάνεις πολύ περισσότερο ευτυχισμένη απ' όσο μπορώ να σου

πω, - απάντησε η κοπέλα. -Το να σκέφτουμαι πως η αγαπημένη μου

θεία στάθηκε η αιτία να σωθεί κάποιος από μια τέτια θλιβερή δυστυχία

σαν κι αυτή που μας περιέγραψες, θάναι μια ανείπωτη χαρά για μένα ·

μα το να ξέρω πως ο άνθρωπος που τούδειξε τόση καλοσύνη και συ­μπόν.ια είναι αληθινά ευγνώμων κι αφοσιωμένος γι αυτό, θα μ' ενθου­

σιάζει περισσότερο απ' όσο μπορείς να φανταστείς. Με καταλαβαίνεις;

- ρώτησε παρατηρώντας τη συλλογισμένη όψη του Όλιβερ .

- Ω! μάλιστα, κυρία, μάλιστα, -απάντησε ο Όλιβερ με λαχτάρα .

- Μα σκέφτουμαι πως είμαι αγνώμων τώρα .

- Σε ποιον; - ρώτησε η κοπέλα .

- Στον αγαθό κύριο και στην καλή γριά κυρία που έδειξαν τόση φρο-

ντίδα για μένα πριν από λίγον καιρό, - απάντησε ο Όλιβερ. -Αν ήξε­ραν πόσο ευτυχισμένος είμαι, θα χαίρονταν, το ξέρω.

- Είμαι σίγουρη γι αυτό, - απάντησε η ευεργέτρια του Όλιβερ . -Κι

ο κύριος Λόσμπερν είχε κιόλας την καλοσύνη να υποσχεθεί πως μόλις

δυναμώσεις αρκετά και μπορείς να ταξιδέψεις, θα σε πάει να τους δεις.

-Αλήθεια, κυρία; -φώναξε ο Όλιβερ ενώ το πρόσωπό του άστρα­

φτε από χαρά. - Και γω δεν ξέρω τι θα κάνω απ' τη χαρά μου όταν θα

ξαναδώ τ' αγαθά τους πρόσωπα! Σε λίγον καιρό ο Όλιβερ είχε αναρρώσει αρκετά για να μπορεί να

υποστεί την κούραση ενός τέτιου ταξιδιού. Έτσι, ένα πρωί, αυτός και ο

κύριος Λόσμπερν ξεκίνησαν μ' ένα μικρό αμαξάκι που ανήκε στην κυρία

Μαίηλη. Όταν έφτασαν στη γέφυρα του Τσέρτσεϋ, ο Όλιβερ έγινε κα­

τάχλωμος και μια δυνατή κραυγή τού ξέφυγε. -τι τρέχει; -φώναξε ο γιατρός με ταραχή και φούρια όπως συνή­

θιζε. - Βλέπεις τίποτα ... ακούς τίποτα ... νιώθεις τίποτα ... ε;

- Αυτό, κύριε! - φώναξε ο Όλιβερ δείχνοντας έξω απ' το παράθυρο

του αμαξιού. - Αυτό εκεί το σπίτι!

- Ναι, και λοιπόν; τι μ' αυτό; Στάσου, αμαξά. Σταμάτα εδώ, - φώνα­

ξε ο γιατρός. - Τι τρέχει με το σπίτι, άνθρωπέ μου , ε;

- Οι κλέφτες ... το σπίτι που μ' έφεραν! -ψιθύρισε ο Όλιβερ.

- 0 διάολος να πάρει! - φώναξε ο γιατρός. - Έι ... αμαξά! βοήθησέ με να κατέβω. Όμως πριν ακόμα ο αμαξάς προλάβει να κατέβει απ' το κουβούκλι

του, ο γιατρός είχε πεταχτεί έξω απ' τ' αμάξι και τρέχοντας προς το έρη-

Page 41: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

280 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙ.ΚΕΝΣ

μο σπίτι, άρχισε να κλωτσάει την πόρτα σαν τρελός.

- Έι ... -έκανε ένας κοντός άσκημος καμπούρης ανοίγοντας την πόρ­τα τόσο ξαφνικά που ο γιατρός, με τη φόρα της τελευταίας του κλωτσιάς,

λίγο ακόμα και θα κουτρουβαλούσε στο διάδρομο. -Τι τρέχει εδώ; - τι τρέχει; - φώναξε ο άλλος αρπάζοντάς τον απ' το σβέρκο δίχως

στιγμής δισταγμό. - Πολλά τρέχουν. Ληστεία τρέχει.

- Θα τρέξει και φονικό, -απάντησε ο καμπούρης μ' απάθεια, - αν δεν πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου. Μ' ακούς, μωρέ;

-Σ' ακούω, - είπε ο γιατρός τραντάζοντας δυνατά τον αιχμάλωτό του.

- Πού είναι αυτός - πώς διάολο είναι τ' αχρείο όνομά του- ο Σάικς;

Πού είναι ο Σάικς, παλιοκλέφτη;

Ο καμπούρης κοιτούσε σαν με υπερβολική έκπληξη κι αγανάχτηση· ύστερα, ξεφεύγοντας μ' ένα επιδέξιο τίναγμα απ' τα χέρια του γιατρού, γρύλλισε μιαν ομοβροντία από φριχτές βλαστήμιες και τραβήχτηκε μέσα

στο σπίτι. Πριν προφτάσει να κλείσει ωστόσο την πόρτα, ο γιατρός είχε περάσει κιόλας μέσα χωρίς άλλη συζήτηση. Κοίταξε μ' αγωνία ολόγυρα: ούτε ένα έπιπλο, ούτε ίχνος από οτιδήποτε, έμψυχο ή άψυχο, ούτε ακόμα

κ' η θέση των ντουλαπιών δεν ταίριαζαν με την περιγραφή του Όλιβερ.

- Λοιπόν! - είπε ο καμπούρης που τον παρακολουθούσε όλη την ώρα

με διαπεραστικά μάτια. - Πώς μπαίνεις στο σπίτι μου με το έτσι θέλω;

Θες να με κλέψεις ή να με σκοτώσεις; Ποιο απ' τα δυο;

- Είδες ποτέ σου κανέναν να βγαίνει με αμάξι και με παρέα για να

κάνει ληστεία και φόνο, γελοίε γεροβρυκόλακα; - είπε ο ευέξαπτος για­

τρός.

- Τι θες λοιπόν; - ρώτησε ο καμπούρης . -Δεν ξεκουμπίζεσαι, λέω

γω, πριν σου κάνω καμιά ζημιά; Ανάθεμά σε!

-Θα φύγω όταν θελήσω εγώ, - είπε ο κύριος Λόσμπερν κοιτάζοντας

στ' άλλο δωμάτιο που, όπως και το προηγούμενο, δεν είχε καμιά ομοιό­

τητα με κείνο πούχε περιγράψει ο Όλιβερ. - Θα σε πετύχω κάποια μέ­

ρα, φίλε μου.

- Έτσι, ε; - απάντησε κορο'ίδευτικά ο aπαίσιος σακάτης. -Αν με θε­

λήσεις ποτέ, εδώ είμαι. Δεν έζησα δω πέρα τρελός κι ολομόναχος εικο­

σιπέντε ολάκερα χρόνια για να φοβηθώ εσένα. Θα το πλερώσεις αυτό·

θα το πλερώσεις ακριβά αυτό .

Και λέγοντας αυτά ο δύσμορφος αυτός μικρός δαίμονας έβγαλε ένα

ουρλιαχτό κι άρχισε να χοροπηδάει σα μανιασμένος από θυμό.

-Πολύ ανόητο αυτό, - μουρμούρισε μονάχος του ο γιατρός. - Το παι­

δί πρέπει νάκανε λάθος. Πού είσαι! βάλτο αυτό στην τσέπη σου και σκά­σε! -Μ' αυτά τα λόγια ο γιατρός πέταξε στον καμπούρη κάποιο νόμι­

σμα και ξαναγύρισε στ' αμάξι.

Page 42: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 281

Ο καμπούρης πήγε ώς την πόρτα του αμαξιού ξεστομίζοντας τις πιο

άγριες βλαστήμιες και κατάρες, όμως, καθώς ο κύριος Λόσμπερν στρά­

φηκε να μιλήσει στον αμαξά, κοίταξε μέσα στ' αμάξι κ' έρριξε για μια

στιγμή στον Όλιβερ ένα βλέμμα τόσο διαπεραστικό και άγριο και ταυ­τόχρονα τόσο μανιασμένο κ' εκδικητικό που ούτε στον ξύπνο ούτε στον

ύπνο του δεν μπορούσε να το ξεχάσει αργότερα μήνες ολόκληρους. Ο

καμπούρης εξακολούθησε να ξεστομίζει τις πιο φοβερές κατάρες ώσπου

ο αμαξάς ξανανέβηκε στο κάθισμά του κι όtαν για μιαν ακόμα φορά ξα­ναπήραν το δρόμο τους, τον έβλεπαν αρκετό διάστημα πίσω τους να χτυ­πάει τα πόδια του στο χώμα και να τραβάει τα μαλλιά του μ' αληθινή ή

προσποιημένη μανία.

- Είμαι ένας γάιδαρος! - είπε ο γιατρός ύστερ' από μακριά σιωπή.

- Τόξερες αυτό, Όλιβερ;

-Όχι, κύριε.

-Τότε μην το ξεχάσεις άλλη φορά.

-Ένας γάιδαρος, - είπε πάλι ο γιατρός ύστερ' από δεύτερη λιγό-

στιγμη σιωπή. -Ακόμα κι αν είταν το σωστό μέρος κ' οι άνθρωποι που

ζητάμε βρίσκονταν εκεί, τι θα μπορούσα να κάνω ολομόναχος; Κι αν εί­

χα βοήθεια, δε νομίζω πως θα κατάφερνα τίποτα παραπάνω απ' το να

εκτεθώ και ν' αναγκαστώ ν ' αποκαλύψω με ποιον τρόπο aποσιώπησα αυ­

τή την υπόθεση. Και τι καλό θάβγαινε απ' αυτό; Διαρκώς δεν κάνω άλ­

λο παρά να μπλέκω γιατί ενεργώ πάντοτε από παρόρμηση . Θα μου χρει­

αζόταν λοιπόν κάτι τέτιο .

Κι αλήθεια, ο εξαίρετος αυτός γιατρός δεν έκανε άλλο σ' ολόκληρη

τη ζωή του απ' το να ενεργεί σύμφωνα με τις παρορμήσεις του· και εί­

ναι κολακευτικό για τις παρορμήσεις που τον κυβερνούσαν το γεγονός

ότι αντί να τον μπλέκουν σε φασαρίες και κακοτυχίες, του εξασφάλι­

ζαν τη θερμότερη εκτίμηση και το σεβασμό όλων όσοι τον γνώριζαν .

Μα, για να πούμε την αλήθεια, είχε χάσει λιγάκι την ψυχραιμία του για

ένα-δυο λεπτά καθώς δεν κατόρθωσε να βρει επιβεβαιωτικές αποδεί­

ξεις της ιστορίας του Όλιβερ με την πρώτη ευκαιρία που τούχε παρου­

σιαστεί. Ξαναβρήκε ωστόσο γρήγορα τον εαυτό του και βλέποντας πως

οι απαντήσεις του Όλιβερ στις ερωτήσεις του είταν ακόμα συνεπείς και

αδίσταχτες και λέγονταν με την ίδια ειλικρίνεια και αθωότητα όπως πά­ντα, αποφάσισε να τις πιστέψει από κει και πέρα χωρίς κανέναν εν­

δοιασμό.

Καθώς ο Όλιβερ ήξερε τ' όνομα του δρόμου όπου κατοικούσε ο κύ­

ριος Μπράουνλοου, μπόρεσαν να πάνε ολόισα εκεί. Όταν ο αμαξάς έστρι­ψε στο δρόμο εκείνο, η καρδιά του Όλιβερ χτυπούσε τόσο δυνατά που

μόλις μπορούσε να πάρει ανάσα.

Page 43: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

282 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

- Λοιπόν, παιδί μου, ποιο είναι το σπίτι; -ρώτησε ο κύριος Λόσμπερν.

- Εκείνο! Εκείνο! - απάντησε ο Όλιβερ δείχνοντας απ' το παράθυ-

ρο του αμαξιού. - Εκείνο το άσπρο! Ω! Κάντε γρήγορα! Σας παρακαλώ,

κάντε γρήγορα. Μου φαίνεται πως θα πεθάνω. Τρέμω τόσο πολύ.

- Έλα, έλα, -είπε ο καλός γιατρός χτυπώντας τον χα'ίδευτικά στην

πλάτη. - Θα τους δεις αμέσως και θα χαρούν που θα σε δουν καλά. - Ω! το ελπίζω! - φώναξε ο Όλιβερ. -Είταν τόσο καλοί για μένα,

τόσο καλοί! τ' αμάξι κυλούσε. Σταμάτησε. Όχι, δεν είταν αυτή η πόρτα· η παρα­

κάτω. Τ αμάξι προχώρησε λίγο και σταμάτησε πάλι. Ο Όλιβερ κοίταξε ψηλά στα παράθυρα ενώ δάκρυα ευτυχισμένης προσδοκίας κυλούσαν στο

πρόσωπό του .

Αλίμονο! τ' άσπρο σπίτι είταν άδειο και μια ταμπέλα στο παράθυρο

έγραφε: «Ενοικιάζεται» .

- Χτύπα στην πλα'ίν1i πόρτα, - φώναξε ο κύριος Λόσμπερν παίρνο­

ντας το χέρι του Όλιβερ στο δικό του. - Τι aπόγινε ο κύριος Μπράουν­

λοου που έμενε στο διπλανό σπίτι, ξέρετε;

Η υπηρέτρια δεν ήξερε· αλλά θα πήγαινε να ρωτήσει. Σε λίγο ξανα­

γύρισε και είπε πως ο κύριος Μπράουνλοου τάχε πουλήσει όλα κ' είχε

φύγει για τις Δυτικές Ινδίες εδώ κ' έξη βδομάδες. Ο Όλιβερ έσμιξε τα χέρια του και σωριάστηκε στο κάθισμα του αμαξιού.

- Έφυγε και η οικονόμος; - ρώτησε ο κύριος Λόσμπερν ύστερ ' από

μικρ1i σιωπή.

-Μάλιστα, κύριε, - απάντησε η υπηρέτρια. - Ο γέρος κύριος, η οι­

κονόμος κι ένας κύριος, φίλος του κυρίου Μπράουνλοου, έφυγαν όλοι

μαζί.

- Τότε γύρνα σπίτι, -είπε ο κύριος Λόσμπερν στον αμαξά, - και χτύ­

πα τ' άλογα ώσπου να βγεις απ' αυτό τ' αναθεματισμένο Λονδίνο! - Κι ο βιβλιοπώλης, κύριε ; -είπε ο Όλιβερ. - Ξέρω το δρόμο ώς

εκεί. Πάμε να τον δούμε , σας παρακαλώ, κύριε. Πάμε να τον δούμε!

- Καημένο μου παιδί, αρκετές aπογοητεύσεις δοκιμάσαμε σήμερα,

-είπε ο γιατρός. - Παραπάνω αΠό αρκετές. Αν πάμε στου βιβλιοπώλη, θα μάθουμε ασφαλώς πως έχει πεθάνει, ή πως έβαλε φωτιά στο σπίτι του

ή , πως εξαφανίστηκε. Όχι, σπίτι κατευθείαν.

Και υπακούοντας στην παρόρμηση του γιατροί ξαναγύρισαν στο σπί-

τι.

Η πικρή αυτή απογοήτευση προκάλεσε μεγάλη θλίψη και στεναχώρια

στον Όλιβερ ακόμα κι ανάμεσα στην τόση του ευτυχία, γιατί στις μέρες

της αρρώστιας του πολλές φορές του άρεσε και τον γέμιζε χαρά να σκέ­φτεται όλα κείνα που θα τούλεγαν ο κύριος Μπράουνλοου και η κυρία

Page 44: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 283

Μπέντουιν και τι μεγάλη χαρά που θάταν να τους έλεγε πόσες aτέλειω­τες μέρες και νύχτες είχε περάσει με το ν' αναθυμιέται τα τόσα που εί­

χαν κάνει γι αυτόν και θρηνώντας το σκληρό χωρισμό τους. Η ελπίδα πως θα μπορούσε να δικαιωθεί στα μάτια τους και να τους εξηγήσει πώς

τον είχαν αρπάξει με τη βία, τούδινε κουράγιο και τον έκανε ν' αντέχει

πολλές απ' τις τελευταίες δοκιμασίες του· και τώρα, η ιδέα πως είχαν φύ­γει τόσο μακριά κ' είχαν πάρει μαζί τους την πεποίθηση πως είταν ένας

aπατεώνας κ' ένας κλέφτης, -μια πεποίθηση που θα τη διατηρούσαν

ώσπου θα πέθαιναν - του φαινόταν αβάσταχτα σκληρή.

Το περιστατικό αυτό ωστόσο δεν έφερε καμιά αλλαγή στη συμπερι­

φορά των ευεργετών του. Ύστερ' από άλλες δεκαπέντε μέρες, όταν είχε

πια αρχίσει ο όμορφος ζεστός καιρός και το κάθε δέντρο και το κάθε

φυτό ξεπέταγε τα καινούργια του φύλλα και τα πλούσια μπουμπούκια του, άρχισαν να ετοιμάζονται ν' αφήσουν το σπίτι στο Τσέρτσεϋ για με­

ρικούς μήνες. Στέλνοντας στην Τράπεζα τ' ασημικά που τόσο είχαν εξά­

ψει την απληστία του Φάγκιν κι αφήνοντας τον τζιλς κ' έναν ακόμα υπη­

ρέτη να φροντίζουν το σπίτι, μετακόμισαν σε μιαν έπαυλη μακριά στην

εξοχή και πήραν τον Όλιβερ μαζί τους.

Ποιος μπορεί να περιγράψει την ευχαρίστηση και τη χαρά, τη γαλή­

νη και τη γλυκιά ηρεμία που το βασανισμένο παιδί ένιωθε στον μυρω­

μένο αέρα κι ανάμεσα στους καταπράσινους λόφους και στα πλούσια δά­

ση αυτού του χωριού! Ποιος μπορεί να περιγράψει πόση επίδραση έχει

η γαλήνη και η ησυχία των ήμερων τόπων στην ψυχή των aφανισμένων

απ' το μόχθο ανθρώπων, που κατοικούν σε στενάχωρα και θορυβώδη μέ­ρη , και πόση δροσιά σταλάζει στις κουρασμένες τους καρδιές! Άνθρω­

ποι που έζησαν μοχθώντας ολόκληρη ζωή σε δρόμους πολυσύχναστους

και στενούς και που ποτέ τους δεν επιθύμησαν μιαν αλλαγή , άνθρωποι

που η συνήθεια τούς έγινε πραγματικά δεύτερη φύση και που έφτασαν

σχεδόν ν' αγαπάνε την κάθε πέτρα που καθορίζει τα στενά όρια των κα­

θημερινών τους βημάτων, ακόμα κι αυτοί, όταν νιώθουν το χέρι του θα­

νάτου να τους αγγίζει, νοσταλγούν ν' αντικρύσουν, ας είταν έστω και για

λίγο, το πρόσωπο της Φύσης. Κι όταν τους παίρνουν μακριά απ' τους τό­

πους όπου είχαν δοκιμάσει τους πόνους και τις χαρές τους φαίνονται να

γίνονται μονομιάς άλλοι άνθρωποι. Σέρνοντας από μέρα σε μέρα τα βή­

ματά τους σε κάποιο καταπράσινο λιόλουστο ξάγναντο, νιώθουν να ξυ­

πνάνε μέσα τους τόσες αναμνήσεις στη θέα τ' ουρανού, των λόφων και

των κάμπων και του λαμπερού νερού, που κάτι σαν μια πρόγευση του ίδι­

ου του Παραδείσου απαλύνει το γρήγορο σβήσιμό τους και κατεβαίνουν

στον τάφο το ίδιο ειρηνικά όπως ο ήλιος, που τη δύση του είχαν aτενί­

σει απ' το παράθυρο της έρημης κάμαράς τους λίγες ώρες πρωτύτερα,

Page 45: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

284 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

σβήνει αγάλι-αγάλι απ' τη θολή κι αδύναμη δράση τους! Οι αναμνήσε ις

που τα γαληνεμένα τοπία της εξοχής ξυπνάνε στην ψυχή μας δεν είναι

του κόσμου τούτου, ούτε των σκέψεων και των ελπίδων του. Η γλυκιά

τους επίδραση μας διδάσκει να πλέκουμε νωπά στεφάνια για τους τά­

φους εκείνων που αγαπούσαμε, εξαγνίζει τις σκέψεις μας και σβήνει μπροστά της την παλιά έχθρα και το μίσος. Όμως κάτω απ' όλα τούτα

τρεμοσβήνει, ακόμα και για κείνους που είναι ελάχιστα στοχαστικοί, μια

αόριστη και μισοσχηματισμένη συνείδηση πως έχουν νιώσει τέτια αισθή­

ματα σε κάποιους άλλους σβησμένους και μακρινούς καιρούς -συνεί­

δηση που ξυπνάει μεγαλόπρεπα ένα μακρινό μέλλον που μπροστά του

λυγίζουν κάθε περηφάνεια κι όλα τα εγκόσμια.

Είταν ένα όμορφο μέρος εκεί που π1Ίγαν να κατοικήσουν. Ο Όλιβερ,

που ώς τώρα οι μέρες του κυλούσαν ανάμεσα σε ρυπαρά πλήθη και μέ­

σα στο θόρυβο και στους διαπληκτισμούς, φαινόταν να μπαίνει σε μια καινούργια ζωή. Οι τριανταφυλλιές και το αγιόκλημα σκαρφάλωναν στους

τοίχους της έπαυλης ο κισσός τυλιγόταν γύρω στους κορμούς των δέ­

ντρων · και τα λουλούδια του κήπου πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα μ' εξαί­

σιες ευωδιές. Λίγο μακρύτερα είταν ένα μικρό νεκροταφείο· όχι στοι­

βαγμένο με ψηλές, ασ1Ίκωτες ταφόπετρες αλλά γεμάτο από ταπεινούς τά­

φους, σκεπασμένους με τρυφερή χλόη και βρύα, όπου αναπαύονταν οι

γέροι του χωριού στον αιώνιο ύπνο τους. Ο Όλιβερ πλανιόταν συχνά εκεί

και σαν σκεφτόταν τον άθλιο τάφο όπου κοιτόταν η μητέρα του , καθό­

ταν καμιά φορά ολομόναχος κ' έκλαιγε, όταν όμως σήκωνε τα μάτια στον

βαθύ ουρανό, έπαυε να τη φαντάζεται κάτω απ' το χώμα κ' έκλαιγε γι αυτή θλιμένα, όχι όμως με πόνο.

Είταν ένας ευτυχισμένος καιρός. Οι μέρες περνούσαν ειρηνικά και γα­

λήνια κ' οι νύχτες δεν έφερναν μαζί τους ούτε φόβο ούτε έγνοια. Ούτε

μαράζωμα πια σε μιαν άθλια φυλακή, ούτε συντροφιά μ' άθλιους άν­

θρώπους μονάχα ευχάριστες κ' ευτυχισμένες σκέψεις. Κάθε πρωί πήγαινε

σ' έναν aσπρομάλλη γέρο κύριο, που έμενε κοντά στη μικρή εκκλησία.

Αυτός του μάθαινε να διαβάζει καλύτερα και να γράφει και μιλούσε με

τέτια καλοσύνη κ' έδειχνε τόση φροντίδα, που ο Όλιβερ ποτέ του δεν

έβρισκε πως δουλεύει αρκετά για να τον ευχαριστήσει. Ύστερα πήγαινε

περίπατο με την κυρία Μαίηλη και τη Ροζ και τις άκουγε να μιλάνε για

βιβλία· ή καθόταν κοντά τους σε κανένα σκιερό μέρος κι άκουγε με προ­

σοχή την κοπέλα να διαβάζει. Ο Όλιβερ ευχαρίστως θάμενε εκεί να την

ακούει ώσπου να πέσει το σκοτάδι και να σβήσει τα γράμματα . Μα είχε

να ετοιμάσει το μάθημά του για την άλλη μέρα· και πάνω σ' αυτό εργα­ζόταν με ζήλο σ' ένα μικρό δωματιάκι που έβλεπε στον κήπο, ώσπου έπε­

φτε αργά το δειλινό. Τότε οι κυρίες θaβγαιναν πάλι περίπατο και μαζί

Page 46: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 47: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 48: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 287

τους κι αυτός ακούγοντας με τόση ευχαρίστηση όλα όσα έλεγαν. Κ' εί­

ταν τόσο ευτυχισμένος όταν ήθελαν ένα λουλούδι που έπρεπε να σκαρ­

φαλώσει για νa το φτάσει ή είχαν ξεχάσει κάτι κι έπρεπε να τρέξει και

να το φέρει, που ποτέ δε νόμιζε πως είταν τόσο γρήγορος όσο έπρεπε

για να τις ευχαριστήσει. Όταν σκοτείνιαζε πια ολότελα και γύριζαν σπί­

τι, η κοπέλα καθόταν στο πιάνο κ' έπαιζε κάποιον όμορφο σκοπό Ίl τρα­

γουδούσε με σιγανή και γλυκιά φωνή κανένα παλιό τραγούδι που της ζη­τούσε η θεία της. Δεν άναβαν κεριά κάτι τέτιες στιγμές κι ο Όλιβερ κα­

θόταν σε κάποιο παράθυρο κι άκουγε τη γλυκιά μουσική μαγεμένος.

Κι όταν ερχόταν η Κυριακή, πόσο διαφορετική είταν απ' όλες τις Κυ­

ριακές πσύχε γνωρίσει· και πόσο ευτυχισμένα κυλούσε σαν όλες τις άλ­

λες μέρες αυτό τον τόσο ευτυχισμένο καιρό. Το πρωί πήγαιναν στη μι­

κρή εκκλησούλα. Τα καταπράσινα φυλλώματα φτερούγιζαν στα παράθυ­

ρά της, τα πουλιά κελα'ίδούσαν έξω και το μοσκομύριστο αεράκι περνώ­ντας απ' τη χαμηλή πορτούλα της γέμιζε το ταπεινό εκκλησάκι με τα μύ­

ρα του. Ot χωρικοί είταν τόσο καθαροί και φροντισμένα ντυμένοι και προσεύχονταν γονατιστοί με τόση ευλάβεια που ένιωθες πως είχαν συ­γκεντρωθεί σ' αυτό το μέρος όχι από ανιαρό καθήκον μα από ευχαρί­

στηση· και μ' όλο που έψελναν άτεχνα, οι ύμνοι βγαίναν τόσο μες απ' την

καρδιά τους που αντηχούσαν πιο αρμονικά (στ' αυτιά του Όλιβερ του­

λάχιστον) από κάθε άλλη μουσική πούχε ακούσει ώς τότε σε εκκλησία.

Ύστερα είταν οι περίπατοι όπως πάντα κ' ένα σωρό επισκέψεις στα κα­

θαρά σπιτάκια των χωρικών· και τη νύχτα, ο Όλιβερ διάβαζε δυνατά ένα­

δυο κεφάλαια απ' τη Βίβλο που μελετούσε ολόκληρη τη βδομάδα, κ' εκτε­λώντας το καθήκον του αυτό ένιωθε μεγαλύτερη περηφάνεια κ' ευχαρί­

στηση απ' όσο αν είταν ο ίδιος ιερέας.

Το πρωί ο Όλιβερ είταν στο πόδι στις έξη ακριβώς, αλωνίζοντας τα

χωράφια και κορφολογώντας τους φράχτες για μπουκέτα από αγριολού­

λουδα και γύριζε φορτωμένος μ' αυτά στο σπίτι και τα ταχτοποιούσε με

μεγάλη φροντίδα, όσο καλύτερα μπορούσε, για το στόλισμα του πρωινού

τραπεζιού. Έφερνε ακόμα και φρέσκο χορταράκι για τα πουλιά της κυ­

ρίας Μαίηλη, που μ' αυτό ο Όλιβερ, που είχε μελετήσει το ζ1Ίτημα κάτω

απ' την άξια διδασκαλία του ενοριακού γραφέα, στόλιζε τα κλουβιά με

το πιο όμορφο γούστο . Όταν τα πουλιά έκαναν την τουαλέτα τους κ' ετοι­

μάζονταν να υποδεχτούν τη μέρα που ερχόταν, όλο και κάποια φιλαν­

θρωπική αποστολή θάχε να εκτελέσει στο χωριό· ή όταν δε γινόταν κά­

τι τέτιο, πράγμα σπάνιο, έπαιζε πότε-πότε κρίκετ πάνω στην πρασινάδα,

κι αν δεν είταν κι αυτό, όλο κάτι θάχε να κάνει στον κήπο ή στον μπα­ξέ που ο Όλιβερ (πούχε σπουδάσει κι αυτή την επιστήμη κάτω απ' τον

ίδιο δάσκαλο που είταν κηπουρός στο επάγγελμα) δούλευε με κέφι και

Page 49: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

288 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

καρδιά ώσπου η μις Ροζ έκανε την εμφάνισή της και τότε άκουγε χίλια

καλά λόγια για όλα όσα είχε κάνει.

Έτσι κύλησαν τρεις μήνες τρεις μήνες που για τη ζωή του πιο ευλο­

γημένου και του πιο καλότυχου απ' όλους τους θνητούς μπορεί νάταν κα­

θαρή ευτυχία · και που για τον Όλιβερ είταν αληθινή ευδαιμονία. Απ' τη

μια μεριά η αγνότερη και η πιο aνοιχτόκαρδη γενναιοδωρία κι απ' την

άλλη η ειλικρινέστερη, θερμότερη κ ' η πιο βαθιά ευγνωμοσύνη . Κ' έτσι

δεν είναι καθόλου παράξενο που μέσα στο σύντομο αυτό χρονικό διά­

στημα ο Όλιβερ είχε γίνει τόσο αγαπητός στην κυρία Μαίηλη και στην

ανιψιά της σαν άνθρωπος του σπιτιού τους. Κ' η θερμή αφοσίωση της

παιδικής και ευαίσθητης αυτής καρδιάς γέμιζε με καμάρι κι αφοσίωση

τη δική τους.

Page 50: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΧΧΧΙΙΙ

ΟΠΟΥ Η ΕΥΊΎΧΙΑ ΤΟΥ ΟΑΙΒΕΡ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΙΑΩΝ ΤΟΥ

ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝΑ ΞΑΦΝΙΚΟ ΠΛΉΓΜΑ.

Ηάνοιξη διάβηκε γοργά κ' ήρθε το καλοκαίρι. Αν το χωριό είταν πρώτα όμορφο, τώρα βρισκόταν σ' όλη του την άνθηση και σ' όλη

του την ευφορία. Τα θεόρατα δέντρα που φαίνονταν μαραμένα

και γυμνά τους πρώτους μήνες, είχαν ξυπνήσει τώρα σε μια καινούργια

ρωμαλέα ζωή και τεντώνοντας τα καταπράσινα μπράτσα τους πάνω απ'

το διψασμένο χώμα μετάλλαζαν το άλλοτε ανο ιχτό και γυμνό τοπίο σε

φωλιές από φυλλώματα, όπου, απ' τη βαθιά και θεσπέσια σκιά τους, μπο­

ρούσες να κοιτάξεις το απέραντο τοπίο ν' απλώνεται μπροστά στα μάτια

σου λουσμένο στο ηλιοφώς. Η γη είχε φορέσει τον φωτεινό καταπράσι­

νο μανδύα της και ξέχυνε τα πιο μεθυστικά μύρα της. Είταν η άνθηση κ'

η ακμή του χρόνου· όλα είταν χαρούμενα κι ανθηρά.

Μα η ίδια ήρεμη ζωή εξακολουθούσε ακόμα στη μικρή έπαυλη κ' η

ίδια χαρωπή γαλήνη βασίλευε ανάμεσα στους κατοίκους της. Ο Όλιβερ

από καιρό τώρα είταν γερός και γεμάτος υγεία. Όμως, είτε άρρωστος εί­

τε καλά, διατηρούσε πάντα για τους γύρω του τα ίδια θερμά αισθήματα,

αντίθετα μ' ό,τι συμβαίνει με πολλούς άλλους . Δειχνόταν πάντα το ίδιο

ευγενικός, αφοσιωμένος και στοργικός όπως είταν όταν ο πόνος κ' η αρ­

ρώστια τούχαν αφαιρέσει κάθε δύναμη και τον έκαναν να εξαρτάται ολο­κληρωτικά από κείνους που τον φρόντιζαν.

Μια όμορφη βραδιά είχαν κάνει έναν περίπατο πιο μακρινό απ' όσο

συνήθιζαν, γιατί η μέρα είταν πολύ ζεστή κ' ένα ολόλαμπρο φεγγάρι

έφεγγε στον ουρανό κ' ένα ανάλαφρο αεράκι δρόσιζε την ατμόσφαι­

ρα . Η Ροζ είταν εξαιρετικά ευδιάθετη κείνο το βράδι και κουβεντιά­

ζοντας έτσι χαρούμενα είχαν ξεπεράσει τα όρια των συνηθισμένων τους

περιπάτων. Επειδή η κυρία Μαίηλη είχε κουραστεί, στο γυρισμό περ­

πατούσαν με αργότερο βήμα. Σαν έφτασαν σπίτι, η κοπέλα πετώντας

τ' απλό της καπελάκι κάθησε στο πιάνο όπως πάντα. Αφού άφησε αφη­ρημένα τα δάχτυλά της να τρέξουν πάνω στα πλήκτρα για λίγο, άρχι­σε να παίζει έναν αργό και σοβαρό σκοπό· καθώς έπαιζε, οι σύντρο-

Page 51: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

290 ΚΑΡΌΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

φοί της νόμισαν πως άκουσαν κάποιο λυγμό.

- Ροζ, αγαπητή μου, - είπε η ηλικιωμένη κυρία.

Η Ροζ δεν απάντησε, άρχισε μονάχα να παίζει λίγο πιο γρήγορα σά­

μπως τα λόγια της θείας της να την είχαν aποτραβήξει από κάποιες πέν­θιμες σκέψεις.

- Ροζ, αγάπη μου! - φώναξε η κυρία Μαίηλη πηγαίνοντας βιαστικά

κοντά της και σκύβοντας πάνω της. - τι είναι; Δάκρυα! Καλό μου παι­

δί, τι είναι που σε κάνει να θλίβεσαι τόσο;

- Τίποτα, θεία, τίποτα, - απάντησε η κοπέλα. -Δεν ξέρω τι είναι ·

δεν μπορώ να το εκφράσω· νιώθω όμως σαν ... -Μήπως είσαι άρρωστη, αγάπη μου; - διέκοψε η κυρία Μαίηλη.

-Όχι, όχι! -απάντησε η Ροζ αναρριγώντας σαν κάποια θανατερή παγωνιά να την τύλιγε καθώς μιλούσε . - Θάμαι καλύτερα σε λίγο. Κλεί­

στε, σας παρακαλώ, το παράθυρο.

Ο Όλιβερ έτρεξε να εκτελέσει την παράκλησ11 της. Η νέα, κάνοντας

μια προσπάθεια να ξαναβρεί την ευθυμία της, δοκίμασε να παίξει κάτι

πιο ζωηρό· όμως τα δάχτυλά της έπεσαν άψυχα πάνω στα πλήκτρα. Σκε­

πάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια, σωριάστηκε σ' ένα ντιβάνι κι άφησε

να τρέξουν τα δάκρυα που δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει.

- Παιδί μου! - είπε η ηλικιωμένη κυρία παίρνοντάς την στην αγκα­λιά της. -Ποτέ δε σε ξανάδα έτσι.

- Δεν ήθελα να σας aνησυχήσω, έκανα ό,τι μπορούσα να το αποφύ­

γω, - απάντησε η Ροζ, - προσπάθησα, προσπάθησα σκληρά, μα δεν μπο­

ρώ πια. Φοβάμαι πως είμαι πραγματικά άρρωστη, θεία.

Και είταν πραγματικά· γιατί όταν έφεραν τα κεριά, είδαν πως στο ελά­

χιστο διάστημα πούχε περάσει απ' το γυρισμό τους στο σπίτι, το χρώμα

του προσώπου της είχε μεταλλάξει σε μια μαρμάρινη aσπράδα. Η έκ­

φρασή του δεν είχε χάσει τίποτα απ' την ομορφιά της όμως είταν αλ­λιώτικη· υπήρχε τώρα στο χαριτωμένο της πρόσωπο μια αγωνία κ' ένα

αλάφιασμα που ώς τότε δεν τόχαν σκιάσει ποτέ. Λίγο αργότερα ένα κύ­

μα αίματος έβαψε ρόδινο το πρόσωπό της και μια νοσηρή λάμψη φάνη­

κε στα γλυκά της γαλανά μάτια. Μια στιγμή αργότερα, το ρόδινο χρώμα

εξαφανίστηκε πάλι σαν σκιά που ρίχνει ένα περαστικό σύννεφο. Και ξα­

νά το πρόσωπο της Ροζ έγινε θανάσιμα χλωμό.

Ο Όλιβερ που παρακολουθούσε την κυρία Μαίηλη μ' αγωνία, παρα­

τήρησε πως εκείνη είχε κατατρομάξει απ' αυτά τα συμπτώματα· και δεν

είχε κάνει λάθος όμως βλέποντας πως εκείνη προσπαθούσε να προ­

σποιηθεί ότι δεν το παίρνει στα σοβαρά, προσπάθησε να κάνει κι αυτός

το ίδιο και τα κατάφεραν κ' οι δυο τόσο καλά που όταν η θεία έπεισε τη Ροζ να πάει να πλαγιάσει, η διάθεσή της, ακόμα κ' η υγεία της, φαίνο-

Page 52: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 291

νταν καλύτερα και τους διαβεβαίωσε πως την άλλη μέρα θα σηκωνόταν

εντελώς καλά.

-Ελπίζω, -είπε ο Όλιβερ όταν η κυρία Μαίηλη ξαναγύρισε, -πως

δε συμβαίνει τίποτα σοβαρό. Δε φαίνεται καλά απόψε, αλλά ... Η κυρία Μαίηλη τούκανε νόημα να μη μιλάει. Κάθησε σε μια σκο­

τεινή γωνιά του δωματίου κι απόμεινε για λίγην ώρα σιωπηλή. Στο τέλος

είπε με τρεμάμενη φωνή:

-Ελπίζω όχι, Όλιβερ. Είμουν πολύ ευτυχισμένη μαζί της τόσα χρό­

νια τώρα· υπερβολικά ευτυχισμένη ίσως ίσως νάρθε ο καιρός να υποστώ

κάποια δοκιμασία· ελπίζω όμως να μην είναι κείνη που φοβάμαι.

-Ποια; -ρώτησε ο Όλιβερ.

-Το μεγάλο πλήγμα, -είπε η ηλικιωμένη κυρία, -να χάσω τ' αγα-

πημένο κορίτσι που τόσον καιρό στάθηκε η παρηγοριά κ' η ευτυχία μου . -Ω! Θεός φυλάξοι! -φώναξε ο Όλιβερ.

-Αμήν, παιδί μου! -είπε η κυρία Μαίηλη σμίγοντας τα χέρια.

-Ασφαλώς δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για κάτι τόσο φοβερό,

-είπε ο Όλιβερ. -Δυο ώρες πρωτύτερα είταν εντελώς καλά.

-Τώρα είναι πολύ άρρωστη, -απάντησε η κυρία Μαίηλη, -και θα

χε ιροτερέψει ακόμα, είμαι βέβαιη. Αγαπημένη μου , χρυσή μου Ροζ! Ω!

τι θα γίνω χωρίς αυτήν! ' Παραδόθηκε σε μια τόσο έντονη θλίψη που ο Όλιβερ, καταπνίγοντας

τη δική του συγκίνηση, διακινδύνεψε να τη συμβουλέψει και να την πα­

ρακαλέσει σοβαρά, για χάρη της ίδιας της αγαπημένης άρρωστης, να δια­τηρήσει την ψυχραιμία της.

-Και σκεφτείτε , κυρία, -είπε ο Όλιβερ καθώς τα δάκρυα ανέβαι­

ναν στα μάτια του , παρ' όλες του τις προσπάθειες να τα συγκρατήσει,

-ω! αναλογιστείτε πόσο νέα και πόσο καλή είναι και πόση χαρά και πα­

ρηγοριά προσφέρει σ' όλους γύρω της. Είμαι βέβαιος -σίγουρος!- ολό­

τελα σίγουρος πως για χάρη σας, που είστε και σεις τόσο καλή , και γι αυτήν την ίδια, και για χάρη όλων εκείνων που κάνει τόσο ευτυχισμέ­

νους, δε θα πεθάνει. Ο Θεός δε θα επιτρέψει ποτέ να πεθάνε ι τόσο νέα.

- Σσσσς! -έκανε η κυρία Μαίηλη βάζοντας το χέρι της στο κεφάλι

του Όλιβερ. - Σκέφτεσαι σαν παιδί, φτωχό μου μικρό . Ωστόσο μου θύ­

μισες το χρέος μου. Το είχα ξεχάσει για μια στιγμή , Όλιβερ, ελπίζω όμως

να μου συγχωρεθεί αυτό γιατί είμαι γριά κ' έχω δει πολλές aρρώστιες

και θανάτους, και ξέρω το σπαραγμό του αποχωρισμού από κείνους που

αγαπάμε. Έχω δει αρκετά για να ξέρω ακόμα πως δεν είναι πάντα οι νεότεροι κ' οι καλύτεροι που ζουν πιο πολλά χρόνια για την αγάπη των δικών τους. Όμως αυτό πρέπει να μας παρηγορεί στον πόνο μας γιατί ο Ουρανός είναι δίκαιος και κάτι τέτια παραδείγματα μας διδάσκουν εύ-

Page 53: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

292 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

γλωττα πως υπάρχει ένας κόσμος πιο φωτεινός και πιο όμορφος απ' το

δικό μας και πως ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτόν είναι σύντομος. Ας γί­

νει το θέλημα του Θεού . Την αγαπώ· και Εκείνος ξέρει πόσο!

Ο Όλιβερ τα σάστισε βλέποντας πως μόλις η κυρία Μαίηλη είπε αυ­

τά τα λόγια, επιβλ1Ίθηκε μονομιάς στον πόνο της και τεντώνοντας το κορ­

μί της καθώς μιλούσε έγινε aτάραχη κι αλύγιστη. Τάχασε περισσότερο

ακόμα βλέποντας πως η αταραξία αυτή δεν είταν μια στιγμιαία αντίδρα­

ση και πως ανάμεσα σ' όλες τις φροντίδες και τις ανησυχίες που ακο­

λούθησαν, η κυρία Μαίηλη διατήρησε όλη την ετοιμότητά της και την αυ­τοκυριαρχία της . Εκτελούσε όλα τα καθήκοντα που της είχαν επιφυλα­

χτεί με σταθερότητα και, κατά τα φαινόμενα, ακόμα και με κάποια ευ­

θυμία. Όμως ο Όλιβερ είταν νέος και δεν ήξερε τι είναι ικανές να επι­

τελέσουν οι δυνατές ψυχές σ' εποχές δοκιμασίας. Και πώς θα μπορούσε να το ξέρει αφού κι αυτοί που είναι προικισμένοι με τέτια δύναμη ψυ­

χής σπάνια το αντιλαμβάνονται κ' οι ίδιοι;

Μια νύχτα γεμάτη αγωνία επακολούθησε . Όταν ξημέρωσε, οι προ­

βλέψεις της κυρίας Μαίηλη επαληθεύτηκαν κατά γράμμα . Η Ροζ παρου­

σίαζε τα πρώτα συμπτώματα ενός υψηλού κ' επικίνδυνου πυρετού.

-Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε, Όλιβερ, κι ας μην υποκύπτουμε σε μια

στείρα θλίψη, -είπε η κυρία Μαίηλη φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη

της καθώς τον κοιτούσε σταθερά στο πρόσωπο. -Το γράμμα αυτό πρέ­

πει να παραδοθεί, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, στον κύριο Λόσμπερν.

Πρέπει να το πάει κάποιος στο κεφαλοχώρι που απ' το μονοπάτι, ανά­

μεσα στα χωράφια, δεν απέχει περισσότερο από τέσσερα μίλια, κι από κει να σταλεί αμέσως μ' έναν καβαλλάρη στο Τσέρτσεϋ· στο πανδοχείο

θ' αναλάβουν να φροντίσουν γι αυτό. Καί ξέρω πως μπορώ να σου εμπι­

στευτώ αυτή την αποστολή.

Ο Όλιβερ δεν μπορούσε ν' απαντήσει, μα έδειχνε όλος λαχτάρα να ξεκινήσει μιαν ώρα αρχήτερα .

-Εδώ είναι ένα άλλο γράμμα, - είπε η κυρία Μαίηλη σταματώντας

για να σκεφτεί· -αναρωτιέμαι όμως αν πρέπει να το στείλω τώρα ή να

περιμένω ώσπου να δούμε πώς θα πάει η Ροζ. Δε θάθελα να το στείλω παρά μονάχα αν θ' άρχιζα να φοβάμαι για το χειρότερο .

-Είναι κι αυτό, κυρία, για το Τσέρτσεϋ; - ρώτησε ο Όλιβερ aνυπο­

μονώντας να εκτελέσει την αποστολή του κι aπλώνοντας τα ολότρεμα χέ­

ρια του στο γράμμα. -Όχι, -απάντησε η κυρία Μαίηλη δίνοντάς του το μηχανικά .

Ο Όλιβερ το κοίταξε και είδε πως απευθυνόταν σων κύριο Χάρυ Μαίηλη, στον πύργο κάποιου μεγάλου λόρδου, σε μια περιοχή που ο Όλι­

βερ δεν την ήξερε.

Page 54: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 293

-Να το πάρω κι αυτό, κυρία; -ρώτησε ο Όλιβερ σηκώνοντας ανυ­

πόμονα τα μάτια προς την κυρία Μαίηλη.

-Νομίζω όχι, - απάντησε η κυρία Μαίηλη παίρνοντάς το πίσω. -Θα

περιμένω ώς αύριο.

Με τα λόγια αυτά, έδωσε στον Όλιβερ το πορτοφόλι της και κείνος

ξεκίνησε χωρίς άλλη αργοπορία, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έτρεχε ανάμεσα στα χωράφια κατηφορίζοντας τα μικρά μονοπάτια

που χώριζαν τους αγρούς, πότε σχεδόν αποκρυμένος απ' τα ψηλά στά­

χυα που υψώνονταν κι απ' τις δυο μεριές και πότε ξεπροβάλλοντας πά­

λι σ' ένα ανοιχτό χωράφι όπου οι θεριστές και οι εργάτες του κάμπου εί­ταν σκυμένοι στη δουλειά τους. Ο Όλιβερ δε σταματούσε στιγμή, χώρια

από μερικά δευτερόλεπτα πότε-πότε για να πάρει ανάσα ώσπου έφτασε,

μούσκεμα στον ιδρώτα και γεμάτος σκόνη, στην αγορά της μικρής πολι­τείας.

Εκεί σταμάτησε και κοίταξε να βρει το πανδοχείο. Σ' αυτή την πλα­

τεία υπήρχαν μια άσπρη Τράπεζα, ένα κόκκινο ζυθοπωλείο κ' ένα κίτρι­

νο δημαρχείο· και σε μια γωνιά είταν ένα μεγάλο σπίτι μ' όλα του τα ξύ­

λινα μέρη βαμένα πράσινα, που μπροστά του είταν στημένη η επιγραφή:

Στον Βασιλέα Γεώργιο. Προς το σπίτι αυτό έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπο­

ρούσε αμέσως μόλις το ξεχώρισε.

Μίλησε σ' έναν ταχυδρόμο που λαγοκοιμόταν κάτω απ' την πόρτα· αυ­

τός, αφού άκουσε τι ήθελε, τον έστειλε στον ιπποκόμο που αφού άκου­

σε και κείνος όλα όσα είχε να πει, τον έστειλε στον ιδιοχτήτη που είταν

ένας ψηλός κύριος με γαλάζιο μαντήλι στο λαιμό, άσπρο καπέλο, καφε­

τιές κυλότες και μπότες που το πάνω τους μέρος είταν όμοιο με τις κυ­

λότες του, κι ακουμπούσε πάνω σε μια τρόμπα πλάι στην πόρτα του σταύ­

λου, σκαλίζοντας τα δόντια του με μιαν ασημένια οδοντογλυφίδα.

Ο κύριος αυτός πήγε με μεγάλη επισημότητα στο μπαρ για να υπολο­

γίσει τα έξοδα της αποστολής αυτό τον απασχόλησε αρκετή ώρα κι όταν

πια τέλειωσε και πληρώθηκε, χρειάστηκαν άλλα δέκα λεπτά και περισ­

σότερο ώσπου να σελλωθεί ένα άλογο και να ετοιμαστεί ο ταχυδρόμος.

Στο μεταξύ ο Όλιβερ βρισκόταν σε τέτια απελπιστική κατάσταση αδη­

μονίας και αγωνίας που τουρχόταν να πηδήξει ο ίδιος πάνω στ' άλογο

και να καλπάσει σαν τον άνεμο ώς τον επόμενο σταθμό . Τέλος όλα ετοι­

μάστηκαν· όταν το μικρό δεματάκι παραδόθηκε μ' ένα σωρό οδηγίες και

ικεσίες για τη γρήγορη παράδοσ11 του , ο καβαλλάρης σπιρούνισε τ' άλο­

γό του και Ποδοβολώντας πάνω στο ανώμαλο λιθόστρωτο της πλατείας

της αγοράς βγήκε απ' την πολιτεία και δυο λεπτά αργότερα κάλπαζε έξω στη δημοσιά.

Η συναίσθηση πως είχε στείλει κάποιον να ζητήσει βοήθεια και πως

Page 55: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

294 ΚΆΡΟΛΟΥ Ν'ΓΙΚΕΝΣ

δεν είχε πάει ούτε λεπτό χαμένο, γέμισε ανακούφιση τον Όλιβερ· κίνη­

σε να φύγει απ' το πανδοχείο με κάπως ελαφρότερη καρδιά. Πήγαινε να

βγει απ' την εξώπορτα όταν σκουντούφλησε τυχαία πάνω σ' έναν ψηλό

άνθρωπο τυλιγμένο μ' ένα μανδύα που κείνη τη στιγμή έβγαινε απ' την

πόρτα του πανδοχείου.

-Ε!.. - φώναξε ο ξένος καρφώνοντας τα μάτια του στον Όλιβερ και

ξαφνικά οπισθοχωρώντας απότομα. -Ποιον διάολο βλέπω δω πέρα! -Με συγχωρείτε, κύριε, -είπε ο Όλιβθρ, -βιαζόμουν πολύ να γυ­

ρίσω σπίτι και δε σας πρόσεξα. -Κατάρα! -μουρμούρισε μέσα του ο ξένος κοιτάζοντας μανιασμένα

το παιδί με τα μεγάλα σκοτεινά του μάτια. -Ποιος θα το πίστευε! Μπα,

που να γίνεις στάχτη! Ξεπήδησε απ' το κιβούρι του για να βρεθεί στο δρόμο μου!

-Σας ζητώ συγνώμη, -τραύλισε ο Όλιβερ, ταραγμένος απ' τ' άγριο

βλέμμα τον ξένου. -Ελπίζω πως δε σας πόνεσα.

-Ανάθεμά σε, -μουρμούρισε ο άλλος ανάμεσα στα σφιγμένα του δό­

ντια με φριχτή μανία. -Ας είταν νάχα μονάχα το κουράγιο να πω τη λέ­

ξη και θα σε ξεφορτωνόμουνα μέσα σε μια νύχτα. Κατάρα στο κεφάλι

σου και μαύρος θάνατος στην καρδιά σου, σατανά. τι κάνεις δω πέρα;

Ο ξένος κούνησε τη γροθιά του καθώς ξεστόμισε τ' ασυνάρτητα τού­

τα λόγια. Έκανε κατά πάνω στον Όλιβερ σα νάθελε να τον χτυπήσει,

όμως ξαφνικά σωριάστηκε χάμω, σπαράζοντας και βγάζοντας αφρούς απ'

το στόμα.

Ο Όλιβερ απόμεινε για ένα λεπτό να κοιτάει σα χαμένος τους σπα­σμούς αυτού του τρελού (γιατί κάτι τέτιο φαντάστηκε πως είταν) κ' ύστερ'

έτρεξε στο πανδοχείο να ζητήσει βοήθεια. Και σαν είδε να τον κουβα­

λάν στο πανδοχείο, πήρε το δρόμο για το σπίτι τρέχοντας όσο πιο γρή­

γορα μπορούσε για να κερδίσει τον χαμένο καιρό και φέρνοντας στη μνή­

μη του με μεγάλη έκπληξη και με κάποιο φόβο την παράξενη συμπερι­

φορά αυτού του αγνώστου.

Το περιστατικό αυτό ωστόσο δεν έμεινε για πολύ στη μνήμη του, για­

τί μόλις έφτασε στη μικρή έπαυλη είχε τόσα ν' απασχολήσει το μυαλό του

που κάθε προσωπική του έγνοια σβήστηκε.

Η κατάσταση της Ροζ Μαίηλη είχε χειροτερέψει πολύ. Πριν απ' τα

μεσάνυχτα είχε αρχίσει να παραληρεί. Ένας πραχτικός γιατρός, που έμε­

νε στο χωριό, δεν έφευγε στιγμή απ' το προσκέφαλό της , κι απ' την πρώ­

τη στιγμή πούχε δει την άρρωστη είχε πάρει την κυρία Μαίηλη παράμε­

ρα και της είπε πως η αρρώστια της είταν απ' τις πιο aνησυχαστικές. Για να πούμε την αλήθεια, είπε πως θάταν σωστό θαύμα αν γινόταν καλά.

Πόσες φορές ο Όλιβερ είχε πεταχτεί απ' το κρεβάτι του κείνη τη νύ-

Page 56: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 295

χτα και γλιστρώντας κλεφτά, με αθόρυβα βήματα, ώς τη σκάλα, aφου­

γκραζόταν και τον παραμικρότερο θόρυβο που έφτανε απ' την κρεβατο­

κάμαρα της άρρωστης. Πόσες φορές ένα ρίγος τάραξε ολάκερο το κορ­

μί του και παγωμένος ιδρώτας μούσκεψε το μέτωπό του όταν ένας ξαφ­

νικός θόρυβος από βήματα τον έκανε να φοβάται πως κάτι πολύ τρομε­

ρό και να το σκεφτεί κανείς ακόμα είχε συμβεί κείνη τη στιγμή. Και τι

είταν όλες οι φλογερές προσευχές που είχε κάνει ώς τότε μπροστά σ' αυ­

τές τις ολόφλογες προσευχές που έκανε αυτή τη στιγμή, μες στην αγωνία

και στο πάθος της ικεσίας του, για τη ζωή και την υγεία του ευγενικού

πλάσματος που σπάραζε τώρα στο χείλος του τάφου!

Ω! η αναμονή, η φοβισμένη, η γεμάτη αγωνία αναμον11, να στέκεσαι

άπραχτος δίχως να μπορείς να κάνεις τίποτα, δίπλα στο πλάσμα που αγα­

πάς, ενώ η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή. Ω! οι βασανιστικές σκέ­

ψεις που πλημμυρίζουν το μυαλό και κάνουν την καρδιά να χτυπάει δυ­

νατά και την ανάσα να βγαίνει κομένη, με τις εικόνες που η φαντασία

στψει μπροστά σου. Ω! η απελπισμένη λαχτάρα να κάνεις κάτι για ν'

ανακουφίσεις τον πόνο ή να λιγοστέψεις τον κίνδυνο που δεν μπορείς να

τον αποτρέψεις. Τι κατάρρευση της ψυχής που φέρνει η θλιβερ1Ί συναί­

σθηση της αδυναμίας μας να βοηθήσουμε! Ποια μαρτύρια μπορούν να

συγκριθούν μ' αυτό; Ποιες σκέψεις και ποιες προσπάθειες μπορούν μέ­

σα στον πυρετό κάτι τέτιων στιγμιδν ν' απαλύνουν τον πόνο μας;

Ξημέρωσε · κ' η μικρή έπαυλη είταν έρημη και σιωπηλή. Όλοι μιλού­

σαν ψιθυριστά · πρόσωπα γεμάτα αγωνία παρουσιάζονταν από καιρό σε

καιρό στην καγκελόπορτα· γυναίκες και παιδιά έφευγαν με δάκρυα στα μάτια. Ολάκερη τη μέρα κι ώρες ύστερ ' απ' τον ερχομό της νύχτας ο Όλι­

βερ πηγαινορχόταν πάνω-κάτω στον κήπο στυλώνοντας κάθε τόσο τα μά­

τια του στο δωμάτιο της άρρωστης κι ανατρίχιαζε βλέποντας τις κουρτί­

νες κατεβασμένες στα παράθυρα, σα νάχε κιόλας φωλιάσει εκεί μέσα ο

θά.νατος . Αργά τη νύχτα έφτασε ο κύριος Λόσμπερν.

-Είναι σκληρό, - είπε ο αγαθός γιατρός γυρίζοντας απ' την άλλη με­ριά το πρόσωπό του καθώς μιλούσε , -τόσο νέα ... τόσο αγαπημένη απ' όλους ... όμως πολύ λίγες ελπίδες υπάρχουν .

Ξημέρωσε ξανά. Ο ήλιος άστραφτε ολόλαμπρος σα να μην υπήρχε κα­

μιά δυστυχία και κανένας πόνος στον κόσμο · κι ανάμεσα σ' όλ' αυτά τα

δροσερά φυλλώματα και τα λουλούδια, ανάμεσα σ' όλη αυτή τη σφύζου­σα ζωή, ανάμεσα σ' όλους τους θόρυβους και τις εικόνες της χαράς, η

όμορφη κοπέλα μαραινόταν γοργά. Ο Όλιβερ σύρθηκε ώς το παλιό νε­

κροταφείο και καθίζοντας πάνω σ' ένα χορταριασμένο τάφο έκλαψε και προσευχήθηκε γι αυτήν σιωπηλά.

Υπήρχε τόση γαλήνη κι ομορφιά στο λιόλουστο και κατάφωτο τοπίο ,

Page 57: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

296 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

τόση αγαλλίαση στα τραγούδια των καλοκαιριάτικων πουλιών, τόση ελευ­

θερία στο γοργό πέταγμα της κάργιας μέσα στον ουρανό, τόση ζωή και

χαρά διάχυτη παντού που, όταν το παιδί σήκωσε τα φλογισμένα, απ' τα

δάκρυα μάτια του και κοίταξε ολόγυρα, σαν από ένστιχτο τού πέρασε η

σκέψη πως αυτή η εποχή δεν είναι για να πεθαίνει κανείς, πως η Ροζ δεν

μπορούσε να πεθάνει όταν ακόμα και τα πιο ταπεινά πλασματάκια φαί­

νονται τόσο ευτυχισμένα και χαρωπά· πως οι τάφοι είναι για τον παγε­

ρό και θλιβερό χειμώνα χι όχι για το ηλιοφώς και για τις ευωδιές. Έφτα­

σε να σκεφτεί πως τα σάβανα είναι για τους γέρους και τους τσακισμέ­

νους και πως ποτέ δεν μπορούν να τυλίγουν μια νεανική , γεμάτη χάρη

μορφή στις ζοφερές τους πτυχές.

Ένας θλιβερός ήχος απ' την καμπάνα της εκκλησούλας διέκοψε βίαια

αυτούς τους παιδικούς στοχασμούς. Κι άλλος! ... Κι άλλος! Σήμαιναν για κάποια νεκρώσιμη ακολουθία. Μερικοί ταπεινοί άνθρωποι, ντυμένοι πέν­

θιμα, πέρασαν το κατώφλι του νεκροταφείου · φορούσαν άσπρες κορδέ­

λες γιατί ο νεκρός είταν νέος στάθηκαν ακάλυπτοι γύρω απ' τον τάφο.

Ανάμεσα σ' αυτούς που κλαίγαν είταν και η μητέρα - μια μητέρα που

δεν είχε πια παιδί. Κι ωστόσο ο ήλιος λαμποκοπούσε και τα πουλιά συ­

νέχιζαν το τραγούδι τους .

Ο Όλιβερ πήρε το δρόμο για το σπίτι φέρνοντας στο νου του τις τό­

σες καλοσύνες πούχε δεχτεί απ' τη νεαρή κοπέλα και λαχταρώντας να

μπορούσε να ξανάρθει πάλι ο καιρός που να μπορεί να της δείχνει αδιά­

κοπα την ευγνωμοσύνη και την αφοσίωσή του . Δεν είχε κανένα λόγο να

κατηγορεί τον εαυτό του για αμέλεια ή για αδιαφορία απέναντί της για­τί πάντα είταν πρόθυμος να την υπηρετεί, κι ωστόσο αναθυμόταν τώρα

ένα σωρό μικρές ευκαιρίες που, όπως φανταζόταν , θα μπορούσε νάχε

δείξει περισσότερο ζήλο και περισσότερη προθυμία και λυπόταν που δεν τόχε κάνει. Πρέπει νάμαστε πολύ προσεχτικοί στη συμπεριφορά μας με

τους γύρω μας, μια κι ο κάθε θάνατος φέρνει, σε κάποιο μικρό κύκλο

επιζώντων, σκέψεις για τόσα πολλά που έχουν παραλείψει και τόσα λί­

γα που έχουν κάνει - σκέψεις για το πόσα έχουν ξεχάσει και πόσα θα

μπορούσαν να επανορθώσουν. Δεν υπάρχουν τρομερότερες τύψεις απ' τις

τύψεις που έρχονται όταν είναι πια αργά· αν θέλουμε να γλυτώσουμε απ'

τα μαρτύριά τους, ας το θυμόμαστε αυτό όσο είναι ακόμα καιρός.

Όταν έφτασε στο σπίτι, η κυρία Μαίηλη είταν καθισμένη στο μικρό

σαλονάκι. Η καρδιά του Όλιβερ σφίχτηκε καθώς την είδε · γιατί ποτέ δεν

την είχε δει ν' αφ1Ίνει το προσκέφαλο της aνιψιάς της κι ο Όλιβερ έτρε­με στη σκέψη τι νάταν εκε ίνο που την είχε απομακρύνει από κει. Έμα­

θε πως η κοπέλα είχε πέσει σ' ένα βαθύ ύπνο που απ' αυτόν θα ξυπνούσε

είτε για να γίνει καλά, είτε για να τους αποχαιρετήσει για πάντα.

Page 58: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 297

Κάθονταν ώρες ολάκερες παραμονεύοντας και τον ελαφρότερο ήχο

και χωρίς να τολμούν να πουν λέξη. Σήκωσαν το τραπέζι χωρίς κανείς ν' αγγίξει τίποτα. Με βλέμμα που έδειχνε πως οι σκέψεις τους έτρεχαν αλ­

λού κοιτούσαν τον ήλιο να κατεβαίνει ολοένα και πιο χαμηλά και στο τέ­

λος να σκορπάει σ' ουρανό και γη τα λαμπερά κείνα χρώματα που αναγ­

γέλλουν το βασίλεμά του. Η προσεχτική ακοή τους συνέλαβε κάποιον ήχο βημάτων που πλησίαζαν . Άθελά τους κ' οι δυο όρμησαν κατά την πόρτα

καθώς ο κύριος Λόσμπερν φάνηκε στο κατώφλι.

-Πώς είναι η Ροζ; - φώναξε η κυρία Μαίηλη . - Πέστε μου αμέσως

μπορώ ν' aντέξω τα πάντα εχτός απ' την αναμονή! - Ω, πέστε μου! πέ­στε μου για όνομα του Θεού!

-Πρέπει να κάνετε κουράγιο, - είπε ο γιατρός υποβαστάζοντάς την.

-Ηρεμήστε, αγαπητή κυρία, σας παρακαλώ.

-Αφήστε με να μπω μέσα για όνομα του Θεού! - Αγαπημένο μου

παιδί! Είναι πεθαμένη! Πεθαίνει!

- Όχι, -φώναξε με πάθος ο γιατρός. - 0 Θεός είναι αγαθός και πο­λυεύσπλαχνος, θα την αφήσει να ζήσει χρόνια και χρόνια για την ευτυ­

χία όλων μας.

Η κυρία έπεσε στα γόνατα και προσπάθησε να ενώσει τα χέρια της,

όμως το κουράγιο που την είχε κρατήσει τόσον καιρό πέταξε στα ουρά­

νια μαζί με την πρώτη της προσευχή κ' έτσι σωριάστηκε στα φιλικά χέ­

ρια που απλώθηκαν για να τη δεχτούν.

Page 59: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XXXIV

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΤΟ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΡΟΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΝΕΑΡΟ ΚΥΡΙΟ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ

ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠEPillETEIA ΤΟΥ ΟΛΙΒΕΡ.

Είταν σχεδόν πάρα πολύ μεγάλη ευτυχία για να μπορέσει να την

αντέξει κανείς. Ο Όλιβερ ένιωσε ζαλισμένος κι αποχαμένος απ'

την απροσδόκητη είδηση· δεν μπορούσε ούτε να κλάψει ούτε να

μιλήσει ούτε να βρει ησυχία. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του

αυτό που είχε συμβεί, ώσπου, ύστερ' από ένα μακρύ περίπατο στο γα­

λήνιο δειλινό, ένα κύμα από δάκρυα ήρθε να τον ανακουφίσει. Ο Όλι­

βερ ξύπνησε μεμιάς σε μια πλέρια αίσθηση της χαρμόσυνης αλλαγής πού­

χε συντελεστεί και το σχεδόν aσήκωτο βάρος της αγωνίας που τον πίεζε

έφυγε στη στιγμή απ' το στήθος του.

Η νύχτα κατέβαινε γοργά όταν πήρε πάλι το δρόμο για το σπίτι, φορ­

τωμένος με λουλούδια πούχε μαζέψει με ξεχωριστή φροντίδα για την κρε­

βατοκάμαρα της άρρωστης.

Καθώς περπατούσε ζωηρά στο δρόμο, άκουσε πίσω του το θόρυβο

ενός αμαξιού που πλησίαζε με μανιασμένο καλπασμό . Γυρνώντας το κε­

φάλι είδε πως είταν μια ταχυδρομική άμαξα που έτρεχε ξέφρενα και κα­

θώς τ' άλογα κάλπαζαν κι ο δρόμος είταν στενός, παραμέρισε κι ακού­

μπησε σε μια πόρτα ώσπου να περάσει.

Καθώς τ' αμάξι διάβαινε μπροστά του, το μάτι του άρπαξε έναν άντρα

μ' άσπρο νυχτικό σκούφο που το πρόσωπό του του φάνηκε γνωστό, μα η

άμαξα πέρασε τόσο γρήγορα που δεν μπόρεσε να ξεχωρήσει ποιος εί­

ταν. Σ' ένα-δυο δευτερόλεπτα ωστόσο ο νυχτικός σκούφος ξεπρόβαλε απ'

το παράθυρο της άμαξας και μια στεντόρεια φωνή ξεφώνισε στον αμα­

ξά να σταματήσει, πράγμα που εκείνος έκανε αμέσως μόλις μπόρεσε να

κρατήσει τ' άλογα. Ύστερα ο νυχτικός σκούφος έκανε μιαν ακόμα φορά την εμφάνισή του, και η ίδια φωνή φώναξε τον Όλιβερ με τ' όνομά του .

- Εδώ! - φώναξε η φωνή. -Όλιβερ, τι νέα; Η μις Ροζ! Κύριε Όλιβερ.

- Εσύ είσαι, τζιλς; - φώναξε ο Όλιβερ τρέχοντας στην πόρτα της

άμαξας .

Page 60: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 299

Ο τζιλς έβγαλε πάλι έξω το νυχτικό του σκούφο καθώς ετοιμαζόταν

να δώσει κάποια απάντηση, όταν τον τράβηξε ξαφνικά πίσω ένας νεα­

ρός κύριος που καθόταν στην άλλη άκρη της άμαξας και που με λαχτά­

ρα ρώτησε να μάθει τα νέα.

-Με μια λέξη! -φώναξε ο κύριος. -Καλύτερα ή χειρότερα;

-Καλύτερα ... πολύ καλύτερα, -απάντησε βιαστικά ο Όλιβερ. -Δόξα σοι ο Θεός! - φώναξε ο κύριος. -Είσαι βέβαιος;

-Απολύτως, κύριε , - απάντησε ο Όλιβερ. -Η αλλαγή παρουσιά-

στηκε μόλις πριν από μερικές ώρες και ο κύριος Λόσμπερν λέει πως πέ­

ρασε πια κάθε κίνδυνος. Ο κύριος δεν είπε άλλη λέξη, αλλά ανοίγοντας την πόρτα της άμαξας

πήδησε έξω κι aρπάζοντας βιαστικά τον Όλιβερ απ' το χέρι τον τράβη­

ξε παράμερα.

-Είσαι πέρα για πέρα βέβαιος; Δεν υπάρχει πιθανότητα να κάνεις

λάθος, παιδί μου; -ρώτησε ο κύριος με φωνή που έτρεμε. -Μη με γε­

λάς ξυπνώντας μου μάταιες ελπίδες.

-Δε θα τόκανα για τίποτα στον κόσμο, κύριε , -απάντησε ο Όλιβερ .

-Αλήθεια, πρέπει να με πιστέψετε. Ο κύριος Λόσμπερν είπε πως θα ζή-

σει για την ευτυχία όλων μας. Τον άκουσα που τόλεγε με τα ίδια μου τ'

αυτιά.

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του Όλιβερ καθώς θυμήθηκε τη σκη­

νή που είταν η αρχή τόσης ευτυχίας κι ο κύριος γύρισε το πρόσωπό του

απ' την άλλη μεριά κι απόμεινε σιωπηλός για λίγο. Του Όλιβερ του φά­

νηκε πως τον άκουσε να κλαίει· όμως φοβόταν να τον διακόψει με μια καινούργια παρατήρηση -γιατί καταλάβαινε καλά τα αισθήματά του­

κ' έτσι στεκόταν παράμερα κάνοντας πως ασχολείται με το μπουκέτο του.

Όλο αυτό το διάστημα, ο κύριος Ί'ζιλς, με τον νυχτικό του σκούφο πά­

ντα στο κεφάλι, καθόταν στο σκαλοπάτι της άμαξας στηρίζοντας τους αγκώνες πάνω στα γόνατά του και σκουπίζοντας τα μάτια του μ' ένα γα­

λάζιο μπαμπακερό μαντήλι με άσπρες βούλες. Το πώς ο τίμιος αυτός άν­

θρωπος δεν προσποιόταν τον συγκινημένο φαινόταν ολοκάθαρα απ' τα

κατακόκκινα μάτια του καθώς κοίταξε τον νεαρό κύριο όταν αυτός στρά­

φηκε και του απότεινε το λόγο:

-Νομίζω πως είναι προτιμότερο να πας εσύ στης μητέρας μου με την

άμαξα, τζιλς, -είπε. -Εγώ θάθελα να περπατήσω λιγάκι για να κερδί­

σω λίγον καιρό πριν τη δω. Μπορείς να της πεις πως έρχουμαι.

-Με συγχωρείτε, κύριε Χάρυ, -είπε ο Τζιλς σκουπίζοντας για μια

τελευταία φορά το αναστατωμένο του πρόσωπο με το μαντήλι του · -όμως αν είχατε την καλοσύνη να επιφορτίζατΕ τον αμαξά μ' αυτό το

μήνυμα, θα σας είμουν υποχρεωμένος. Δε θάταν σωστό να με δουν οι

Page 61: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

300 ΚΑΡΌΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

υπηρέτριες σ' αυτή την κατάσταση, κύριε, δε θάχα πια κανένα κύρος επά­

νω τους αν μ' έβλεπαν έτσι.

-Καλά, -απάντησε ο Χάρυ Μαίηλη χαμογελώντας, -κάνε όπως θες.

Πες του να φύγει με τις αποσκευές, αφού το θέλεις, κ' έλα μαζί μας. Μο­

νάχα άλλαξε πρώτα αυτόν το νυχτικό σκούφο με κανένα περισσότερο αξιοπρεπές κάλυμμα γιατί θα μας πάρουν για τρελούς.

Ο κύριος 'Γζιλς θυμήθηκε ξαφνικά το ανάρμοστο ντύσιμό του· άρπα­

ξε βιαστικά κ' έχωσε στην τσέπη του το νυχτικό του σκούφο και φόρεσε ένα αξιοπρεπές και αυστηρό καπέλο που το πήρε μέσα απ' την άμαξα.

Σαν έγινε αυτό, ο αμαξάς ξεκίνησε· ο 'Γζιλς , ο κύριος Μαίηλη κι ο Όλι­βερ ακολούθησαν χωρίς βιασύνη.

Καθώς προχωρούσαν ο Όλιβερ κοιτούσε από καιρό σε καιρό με με­

γάλο ενδιαφέρον και περιέργεια τον νεοφερμένο. Έδειχνε εικοσπέντε

πάνω-κάτω χρονώ κ' είχε μέτριο ανάστημα· η όψη του είταν ειλικρινής

κι όμορφη, και οι τρόποι του άνετοι κ' ελκυστικοί. Παρ' όλη τη διαφορά

που υπάρχει ανάμεσα στα νιάτα και στα γεράματα, είχε τόση ομοιότητα

με τη γριά κυρία που ο Όλιβερ δε θα δυσκολευόταν πολύ να καταλάβει

τη συγγένειά τους αν ο ίδιος δεν την είχε αναφέρει κιόλας σα μητέρα

του.

Η κυρία Μαίηλη περίμενε με αδημονία το γιο της στο μικρό σπιτάκι.

Όταν συναντήθηκαν είταν κ' οι δυο υπερβολικά συγκινημένοι.

-Μητέρα, -ψιθύρισε ο νέος. -Γιατί δε μου γράψατε πρωτύτερα;

-Έγραψα, -απάντησε η κυρία Μαίηλη, -αλλά ύστερ' από σκέψη

αποφάσισα να κρατήσω το γράμμα ώσπου ν' ακούσω τη γνώμη του κυ­

ρίου Λόσμπερν.

-Μα γιατί, -είπε ο νέος, -γιατί να το διακινδυνεύσετε αυτό ενώ η

Ροζ διέτρεχε έναν τέτιο κίνδυνο; Σκεφτείτε αν η Ροζ είχε -δεν μπορώ

να προφέρω τώρα αυτή τη λέξη- αν αυτή η αρρώστια είχε καταλήξει διαφορετικά, πώς θα μπορούσατε να συγχωρέσετε ποτέ τον εαυτό σας;

Πώς θα μπορούσα να ξανανιώσω εγώ ευτυχία;

-Αν είχε συμβεί αυτό, Χάρυ, -είπε η κυρία Μαίηλη, -πολύ φο­

βάμαι πως η ευτυχία σου θάχε για πάντα καταστραφεί κι ο ερχομός σου

εδώ μια μέρα νωρίτερα ή μια μέρα αργότερα θάχε πολύ μικρή, πάρα πο­

λύ μικρή σημασία.

-Και ποιος θ ' aπορούσε, μητέρα, αν είταν έτσι ... -απάντησε ο νέος -αλλά γιατί λέω α ν; Είναι έτσι ... είναι έτσι .. . εσείς το ξέρετε, μητέρα,

πρέπει να το ξέρετε εσείς!

-Ξέρω πως αξίζει τη μεγαλύτερη και την αγνότερη αγάπη που μπο­

ρεί να προσφέρει καρδιά ανθρώπου, -είπε η κυρία Μαίηλη. -Ξέρω πως

η αφοσίωση και η στοργή της απαιτούν όχι συνηθισμένη ανταπόδοση αλ-

Page 62: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 301

λά μιαν ανταπόδοση που πρέπει νάναι βαθιά κ' αιώνια. Αν δεν τόνιωθα

αυτό και δεν ήξερα επιπλέον πως μια διαφορετική συμπεριφορά από μέ­ρους εκείνου που αγαπούσε θα της ράγιζε την καρδιά, δε θα αισθανό­

μουν το έργο μου τόσο δύσκολο ούτε θάχα να παλέψω με τόσες αγωνίες

μέσα στα ίδια μου τα στήθη ακολουθώντας εκείνο που μου φαίνεται πως

είναι η αυστηρή γραμμή του καθήκοντος.

-Αυτό είναι άδικο, μητέρα, -είπε ο Χάρυ. -Νομίζετε πως είμαι ακό­

μα ένα παιδί που δεν ξέρει τι θέλει και που παρερμηνεύει τις παρορμή­

σεις της ίδιας του της ψυχής;

-Πιστεύω, αγαπητό μου παιδί, -απάντησε η κυρία Μαίηλη ακου­μπώντας το χέρι της στον ώμο του, -πως τα νιάτα έχουν πολλές γενναι­

όφρονες παρορμήσεις που δε διαρκούν και πως ανάμεσα σ' αυτές είναι

μερικές που, όταν ικανοποιηθούν, γίνονται ακόμα πιο επιπόλαιες. Πάνω

απ' όλα πιστεύω, -είπε η κυρία Μαίηλη καρφώνοντας τα μάτια της στο

πρόσωπο του γιου της, -πως όταν ένας ενθουσιώδης, φλογερός και φι­

λόδοξος άντρας παντρευτεί μια γυναίκα που στ' όνομά της υπάρχει μια

κηλίδα, αυτό, μ' όλο που δεν οφείλεται σε φταίξιμο δικό της, μπορεί να

επισύρει τη μομφή των ψυχρών και χυδαίων ανθρώπων εναντίον της και

εναντίον των παιδιών του. Και μπορεί, όσο αυτός πετυχαίνει περισσότε­

ρο στη ζωή, τόσο να του πετάνε καταπρόσωπο αυτή τη μομφή και να τον χλευάζουν. Πιστεύω πως τότε αυτός ο άντρας, όσο γενναιόψυχος και κα­

λός κι αν είναι, μπορεί να μετανιώσει για τον δεσμό που δημιούργησε

όταν είταν νέος. Και κείνη θα θλίβεται τότε μαντεύοντας τα αισθήματα

του άντρα της.

-Μητέρα, -είπε ο νέος ανυπόμονα, -ο άντρας που θα φερνόταν

έτσι θάταν εγωιστής και χτήνος, ανάξιος να λέγεται άντρας κι ανάξιος

της γυναίκας που πριν από λίγο περιγράψατε.

-Αυτά τα σκέφτεσαι τώρα, Χάρυ, -απάντησε η μητέρα του.

-Και θα τα σκέφτουμαι πάντα! -είπε ο νέος. -Η ψυχική, αγωνία

που ένιωσα τις δυο τελευταίες μέρες, αυτή και μόνη, δείχνει ένα πάθος Αου, όπως ξέρετε καλά, δεν είναι ούτε χτεσινό ούτε επιπόλαιο. Ω, Ροζ, γλυκό, ευγενικό κορίτσι! η καρδιά μου ε ίναι δοσμένη έτσι όπως ποτέ δεν

μπορεί να δόθηκε καρδιά άντρα σε γυναίκα. Δεν έχω ούτε σκέψη, ούτε

όνειρα, ούτε ελπίδες στη ζωή πέρα απ' αυτήν· κι αν μου εναντιωθείτε στο

μεγάλο μου αυτό όνειρο, παίρνετε τη γαλήνη και την ευτυχία μου και τις

σκορπάτε στον άνεμο . Μητέρα, σκεφτείτε το καλύτερα αυτό, σκεφτείτε

εμένα, και μην παραβλέπετε την ευτυχία μου που, όπως φαίνεται, τη συλ­

λογίζεστε τόσο λίγο. - Χάρυ, -είπε η κυρία Μαίηλη, -αυτό γίνεται ακριβώς επειδή συλ­

λογίζουμαι τόσο πολύ τις θερμές κ' ευαίσθητες καρδιές που φροντίζω να

Page 63: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

302 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΓΙΚΕΝΣ

μην πληγωθούν. Όμως είπαμε αρκετά γι αυτό, περισσότερο από αρκετά

μάλιστα.

-Ας αφήσουμε τότε τη Ροζ ν' αποφασίσει, -είπε ο Χάρυ. -Φαντά­

ζουμαι πως δε θα επιμείνετε σ' αυτές τις αντιλήψεις ώστε να φέρετε εμπό­

δια στο δρόμο μου.

-Όχι, - απάντησε η κυρία Μαίηλη, - όμως θάθελα να συλλογιστείς ... -Έχω συλλογιστεί! - είταν η ανυπόμονη απάντηση. -Μητέρα, το

συλλογίστηκα χρόνια και χρόνια. Το συλλογίζουμαι από τότε που είμαι ικανός να σκέφτουμαι σοβαρά . Τα αισθήματά μου παραμένουν αμετά­

βλητα όπως αμετάβλητα θάναι πάντα · και γιατί να υποφέρω λοιπόν τον

πόνο μιας καθυστέρησης και να μην τα εκδηλώσω αμέσως αφού η κα­

θυστέρηση αυτή δεν μπορεί να ωφελήσει σε τίποτα; Όχι! Πριν φύγω απ'

αυτό το σπίτι, η Ροζ πρέπει να μ' ακούσει.

-Θα σ' ακούσει, - είπε η κυρία Μαίηλη.

-Υπάρχει κάτι στον τρόπο σας που σχεδόν υπονοεί πως θα μ' ακού-σει ψυχρά, μητέρα, - είπε ο νέος.

-Όχι ψυχρά, - απάντησε η κυρία Μαίηλη . -Κάθε άλλο .

-Πώς λοιπόν; -επέμενε ο νέος. - Μήπως έχει δημιουργήσει καμιάν

άλλη συμπάθεια;

- Όχι, ασφαλώς, - απάντησε η μητέρα του. -Εσύ, αν δεν κάνω λά­

θος, έχεις κερδίσει κιόλας , σε πολύ μεγάλο βαθμό την αγάπη της. Εκεί­

νο που θέλω να πω, -είπε η γριά κυρία σταματώντας το γιο της καθώς

είταν έτοιμος να μιλήσει, - είναι αυτό: Πριν τα διακυβεύσεις όλα, πριν

aφήσεις τον εαυτό σου ν' ανέβει στο υψηλότερο σημείο της ελπίδας, στο­

χάσου για λίγο, αγαπητό μου παιδί, την ιστορία της Ροζ και σκέψου πό­

σο η γνώση της αμφίβολης γέννησής της μπορεί να επηρεάσει την από­

φασή της , έτσι αφοσιωμένη καθώς είναι σε μας μ' όλη τη δύναμη της ευ­

γενικής της ψυχής και με την υπέροχη εκείνη αυτοθυσία που δείχνει σε · κάθε περίσταση, σπουδαία ή ασήμαντη, και που είταν πάντα το χαρα­

χτηριστικό της γνώρισμα.

-τι θέλετε να πείτε;

-Αυτό σ' αφήνω να το βρεις μόνος σου , - απάντησε η κυρία Μαίη~

λ η. -Πρέπει να ξαναγυρίσω κοντά της . Ο Θεός να σε φωτίσει. - Θα σας δω πάλι απόψε; -είπε ο νέος με λαχτάρα.

-Αργότερα, - απάντησε η κυρία. -Όταν αφήσω τη Ροζ. - Θα της πείτε πως είμαι εδώ; - είπε ο Χάρυ.

-Ασφαλώς, - απάντησε η κυρία Μαίηλη.

-Και πείτε της πόση αγωνία πέρασα και πόσο υπόφερα και πόσο λα-χταρώ να τη δω . Δε θ' aρνηθείτε να το κάνετε αυτό, μητέρα;

-Όχι, -είπε η κυρία Μαίηλη . -Θα της τα πω όλα.

Page 64: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 65: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 66: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 305

Και σφίγγοντας με στοργή το χέρι του γιου της, βγήκε βιαστικά απ'

τα δωμάτιο.

Ο κύριος Λόσμπερν κι ο Όλιβερ είχαν μείνει σε μιαν άλλη άκρη του

δωματίου όσο κρατούσε η βιαστική αυτή συνομιλία. Ο γιατρός πλησίασε

τώρα κ' έσφιξε εγκάρδια το χέρι του Χάρυ Μαίηλη. Ύστερα ο κύριος

Λόσμπερν απαντώντας στις χίλιες-δυο ερωτήσεις του νεαρού του φίλου,

έδωσε μια πλήρη εικόνα της κατάστασης της άρρωστης που είταν τόσο

παρηγορητική και γεμάτη υποσχέσεις όπως τον είχε αφήσει να ελπίζει κι

ο Όλιβερ. Ο κύριος Υζιλς, που προσποιόταν πως είταν απασχολημένος

με τις αποσκευές, άκουγε με άπληστη περιέργεια.

- Χτύπησες τίποτα το ιδιαίτερο τελευταία, Υζιλς; - ρώτησε ο γιατρός

όταν τέλειωσε.

-τίποτα το ιδιαίτερο, κύριε, - απάντησε ο κύριος τζιλς κοκκινίζο­

ντας ώς τ' αυτιά .

- Ούτε τσάκωσες τίποτα κλέφτες, ούτε ανακάλυψες τίποτα διαρρήχτες;

- είπε ο γιατρός.

-Τίποτα απολύτως, κύριε, - απάντησε ο κύριος Υζιλς με την ίδια πά-

ντα σοβαρότητα .

-Α, - έκανε ο γιατρός, - λυπάμαι πολύ που τ' ακούω αυτό γιατί κά­

τι τέτια πράματα τα πετυχαίνεις θαυμάσια. Και πώς είναι, παρακαλώ, ο Μπριτλς;

-Το παιδί είναι πολύ καλά, κύριε, - είπε ο κύριος Υζιλς ξαναβρί­

σκοντας το συνηθισμένο προστατευτικό του τόνο, - και σας στέλνει τα

σέβη του .

- Θαυμάσια, - είπε ο γιατρός. - Αλήθεια, βλέποντάς σε θυμήθηκα,

τζιλς, πως μια μέρα πριν με καλέσουν τόσο βιαστικά εδώ, εκτέλεσα ύστερ'

από παράκληση της καλής κυρίας Μαίηλη μια μικρή αποστολή για χάρη

σου. Έχεις την καλοσύνη νάρθεις εδώ ένα λεπτό;

Ο κύριος τζιλς πλησίασε με μεγάλη σπουδαιοφάνεια και με κάποια

απορία κ' είχε την τιμή μιας σύντομης εμπιστευτικής συνομιλίας με το γιατρό. Ύστερα απ' αυτό έκανε ένα σωρό υποκλίσεις κι αποσύρθηκε με

βήματα ασυνήθιστης μεγαλοπρέπειας. Το μυστηριώδες θέμα της συνομι­

λίας αυτής δεν αποκαλύφθηκε στη σάλα, όμως η κουζίνα διαφωτίστηκε

ταχύτατα αναφορικά μ' αυτό, γιατί ο κύριος τζιλς κατευθύνθηκε ολόισα

εκεί και ζητώντας ένα κανάτι μπύρα ανήγγειλε με ύφος μεγαλειώδες, που

προξένησε μεγάλη εντύπωση , πως η κυρία Μαίηλη είχε την καλοσύνη,

λόγω της ιπποτικής διαγωγής που είχε επιδείξει κατά την απόπειρα εκεί­

νη της ληστείας, να καταθέσει στο τοπικό ταμιευτήριο το ποσό των εικο­

σπέντε λιρών στερλινών προς αποκλειστική του χρήση και ωφέλειά του .

Στην πληροφορία αυτή οι δυο υπηρέτριες σήκωσαν ψηλά τα χέρια και

Page 67: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

306 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

τα μάτια, κ' εξέφρασαν την υποψία πως ο κύριος Ίζιλς θ' άρχιζε να το

παίρνε ι τώρα πολύ απάνω του , οπότε ο κύριος Ίζιλς, χα"ίδεύοντας τη ντα­

ντελένια τραχηλιά του, απάντησε: «όχι, όχι» και πως αν παρατηρούσαν ποτέ ότι φερνόταν υπεροπτικά στους κατωτέρους του θα τον ευχαριστούσε

πολύ να του τόλεγαν. Ύστερα έκανε ένα σωρό άλλες παρατηρήσεις, όχι

λιγότερο δηλωτικές της ταπεινοφροσύνης του, πούγιναν δεχτές με την. ίδια εύνοια και τις ίδιες επευφημίες όπως γίνονται δεχτές οι παρόμοιες δη ­

λώσεις των μεγάλων ανδρών μια που κι αυτές και κείνες είναι το ίδιο

πρωτότυπες και το ίδιο ανεδαφικές.

Στο πάνω πάτωμα, η βραδιά περνούσε εύθυμα γιατί ο γιατρός είταν

στα κέφια του κι όσο κουρασμένος και σκεφτικός κι αν είταν στην αρχή

ο Χάρυ Μαίηλη, δεν έμεινε aσυγκίνητος στο χιούμορ του περίφημου αυ­

τού κυρίου που εκδηλωνόταν με άφθονα καλαμπούρια και επαγγελματι­κές αναμν1Ίσεις καθώς και με πλήθος ανέκδοτα που για τον Όλιβερ εί­

ταν τα πιο αστεία πράματα πούχε ακούσει ποτέ του . Έτσι ο Όλιβερ ξε­

καρδιζόταν στα γέλια για φανερή ικανοποίηση του γιατρού που γελούσε

κι αυτός με την καρδιά του μ' αυτά πούλεγε κ' έκανε και τον Χάρυ να

γελάει σχεδόν το ίδιο αβίαστα και μ' όλη του την ψυχ1Ί μόνο και μόνο

από συμπάθεια. Έτσι η συντροφιά του είταν τόσο ευχάριστη όσο θα μπο­

ρούσε νάναι κάτω απ' αυτές τις συνθήκες. Είχε νυχτώσει πια για καλά,

όταν χωρίστηκαν με την καρδιά ελαφριά και γεμάτη ευγνωμοσύνη για να

ξεκουραστούν απ' την αμφιβολία και την αγωνία που είχαν περάσει τώ­

ρα τελευταία .

Ο Όλιβερ σηκώθηκε τ' άλλο πρωί με καλύτερη διάθεση και βγήκε για τις συνηθισμένες του ασχολίες με μεγαλύτερη ελπίδα και χαρά από κε ί­

νην που ένιωθε μέρες και μέρες τώρα. Τα κλουβιά με τα πουλιά γι άλλη

μια φορά κρεμάστηκαν στις παλιές τους θέσεις για να τραγουδήσουν και

τα πιο γλυκά αγριολούλουδα που μπορούσαν να βρεθούν μαζεύτηκαν άλ­

λη μια φορά για να χαρίσουν χαρά στη Ροζ με την ομορφιά τους. Η με­λαγχολία, που στα θλιμένα μάτια του παιδιού φαινόταν να τυλίγει τις τε ­

λευταίες αυτές μέρες το κάθε τι, όσο όμορφο κι αν είταν, διαλύθηκε σαν

από θαύμα. Οι δροσοσταλίδες φαίνονταν να λαμποκοπάνε περισσότερο

από άλλοτε πάνω στα καταπράσινα φυλλώματα, το αεράκι να γλιστράει

ανάμεσά τους με γλυκύτερη μουσική κι ο ίδιος ο ουρανός νάναι πιο φω­

τεινός και γαλάζιος. Τέτια είναι η επίδραση που οι σκέψεις μας ασκούν

ακόμα και πάνω στ' αντικείμενα που μας περιβάλλουν. Οι άνθρωποι που

κοιτάζουν τη φύση και τους συνανθρώπους τους και φωνάζουν πως όλα

είναι μαύρα κι άραχλα έχουν δίκιο. Όμως τα ζοφερά χρώματα που βλέ­

πουν είναι aντανακλάσεις των ίδιων τους χολερικών ματιών και ψυχών.

Γ αληθινά χρώματα είναι λεπτά και χρειάζονται καθαρότερη όραση.

Page 68: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 307

Αξίζει να παρατηρήσουμε, κι ο Όλιβερ δεν παρέλειψε να το σημειώ­

σει, πως στις πρωινές του αυτές εκδρομές δεν είταν πια μόνος. Ο Χάρυ

Μαίηλη, ύστερ' απ' το πρώτο εκείνο πρωί που aντάμωσε τον Όλιβερ να

γυρίζει στο σπίτι φορτωμένος λουλούδια, σuνεπάρθηκε απόνα τέτιο πά­θος γι αυτά κ' έδειχνε τόσο γούστο στην ταχτοποίησή τους που άφηνε πο­

λύ πίσω τον νεαρό σύντροφό του. Αν όμως ο Όλιβερ υστερούσε σ' αυ­

τό, ήξερε ωστόσο πού μπορούσαν να βρουν τα καλύτερα και κάθε πρωί αλώνιζαν την εξοχή μαζί κ' έφερναν στο σπίτι τα ωραιότερα λουλούδια απ' όσα είχαν ανοίξει. Το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της νεαρής κο­

πέλας είταν τώρα ανοιχτό· γιατί της άρεσε να νιώθει το πλούσιο καλο­

καιριάτικο αεράκι να μπαίνει στο δφμάτιο και να την αναζωογονεί με τη

φρεσκάδα του. Στο πρεβάζι του παράθυρου υπήρχε πάντα σ' ένα ανθο­

δοχείο ένα ξεχωριστό μπουκετάκι που είταν καμωμένο με μεγάλη φρο­

ντίδα κάθε πρωί. Ο Όλιβερ παρατήρησε πως τα μαραμένα λουλούδια δεν πετάγονταν ποτέ, μ' όλο που τοποθετούσαν σ' αυτό το βάζο κάθε μέρα

και φρέσκα· ούτε μπορούσε να μην προσέξει πως κάθε φορά που ο για­

τρός ερχόταν στον κήπο, σήκωνε πάντα τα μάτια του στην ξεχωριστή κεί­

νη γωνιά και κουνούσε πολύ εκφραστικά το κεφάλι, καθώς ξεκινούσε για τον πρωινό του περίπατο. Με τις παρατηρήσεις αυτές οι μέρες περνού­

σαν κ' η Ροζ αναλάβαινε γοργά.

Μ' όλο που η κοπέλα δεν έβγαινε ακόμα απ' την κάμαρά της και μ'

όλο που ο Όλιβερ πού και πού μονάχα έκανε σύντομους βραδινούς πε­

ρίπατους με την κυρία Μαίηλη, ωστόσο δεν του φαινόταν πως ο καιρός

αργοκυλάει. Εξακολουθούσε με μεγαλύτερο ακόμα ζήλο τις μελέτες του κάτω απ' την καθοδήγηση του aσπρομάλλη δασκάλου του και δούλευε

τόσο σκληρά που η γρήγορη πρόοδός του έκανε κατάπληξη ακόμα και σ'

αυτόν τον ίδιο. Μια μέρα, πάνω στη μελέτη του, ξαφνιάστηκε και τρο­

μοκρατήθηκε απόνα απροσδόκητο περιστατικό. Το μικρό δωμάτιο που συνήθιζε να κάθεται όταν είταν απασχολημέ­

νος με τα βιβλία του βρισκόταν στο ισόγειο, στο πίσω μέρος του σπιτι­

ού.

Είταν μια καμαρούλα ολότελα εξοχική με διχτυωτό παράθυρο όπου

σκαρφάλωναν το γιασεμί και τ' αγιόκλημα και πλημμύριζαν τον τόπο με

το θεσπέσιο άρωμά τους . Αυτό το δω.μάτιο έβλεπε σ' έναν κήπο απ' όπου

μια καγκελωτή πορτούλα άνοιγε σ' έναν μικρό περίβολο. Έξω από κει

aπλώνονταν όμορφα λιβάδια και δάση. Δεν υπήρχε άλλο σπίτι εκεί σιμά

προς την κατεύθυνση αυτή , και η θέα είταν απέραντη.

Ένα πανέμορφο δειλινό, την ώρα που οι πρώτες σκιές τον σούρου­που άρχιζαν να πέφτουν πάνω στη γη, ο Όλιβερ καθόταν σ' αυτό το πα­

ράθυρο σκυμένος πάνω στα βιβλία του. Είχε μελετήσει αρκετήν ώρα και

Page 69: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

308 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

καθώς η μέρα είταν ασυνήθιστα ζεστή κ' είχε κουραστεί πάρα πολύ, δεν

είναι υποτιμητικό για τους συγγραφείς των βιβλίων που διάβαζε, όποιοι

κι αν είταν, να πούμε πως σιγά-σιγά αποκοιμήθηκε.

Υπάρχει ένα είδος ύπνου που σέρνεται κλεφτά καμιά φορά πάνω μας

κ' ενώ κρατάει το κορμί αιχμάλωτο, ωστόσο δεν ελευθερώνει το πνεύμα

απ' την αίσθηση των πραγμάτων γύρω του και το αφήνει να πετάει όπου

θέλει. Είναι ένας αληθινός ύπνος, αν μπορεί να ονομαστεί ύπνος αυτή η

βαριά χαύνωση, η εξάντληση κ' η πλέρια ανικανότητα να ελέγχουμε τις

κινήσεις μας κι ωστόσο έχουμε συνείδηση για όσα συμβαίνουν γύρω μας

και, αν ονειρευόμαστε κείνη την ώρα, τα λόγια που λέγονται γύρω μας ή

οι θόρυβοι που ακούγονται πραγματικά τη στιγμή εκείνη προσαρμόζονται

με τόση εκπληχτική ευκολία στα οράματά μας ώστε πραγματικότητα και

φαντασία μπερδεύονται τόσο πολύ που ύστερα είναι σχεδόν αδύνατο να

ξεχωρίσεις τη μιαν απ' την άλλη . Κι αυτό δεν είναι το πιο εκπληχτικό φαι­

νόμενο που συμβαίνει στην κατάσταση αυτή . Είναι γεγονός αναμφισβή­

τητο πως μ' όλο που οι αισθήσεις μας της όρασης και της αφής είναι για

την ώρα νεκρές, ωστόσο τα όνειρα και τα οράματα που περνούν μπροστά

στα μάτια μας επηρεάζονται, και επηρεάζονται ουσιαστικά, απ' την α π λ ή

σιωπηλή παρουσία ενός εξωτερικού αντικειμένου που μπορεί να μη

βρισκόταν κοντά μας τη στιγμή που μας πήρε ο ύπνος και που δεν είχα­

με συνείδηση της παρουσίας του όταν είμασταν ξύπνιοι.

Ο Όλιβερ τόξερε , το καταλάβαινε καλά πως βρισκόταν στη μικρή του

καμαρούλα, πως τα βιβλία του είταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι μπρο­

στά του, πως το γλυκό αεράκι ανάδευε τ' αναρριχητικά φυτά έξω απ' το παράθυρό του. Κι ωστόσο κοιμόταν. Ξαφνικά η σκηνή άλλαξε· η ατμό­

σφαιρα έγινε βαριά και πνιγερή· και του φάνηκε, μέσα σε μιαν αστρα­

πή τρόμου, πως βρισκόταν πάλι στο σπίτι του Εβραίου. Ο aπαίσιος γέ­

ρος καθόταν στη συνηθισμένη του γωνιά, δείχνοντάς τον και ψιθυρίζο­ντας σ' έναν άλλον άνθρωπο που καθόταν δίπλα του με το πρόσωπο γυ­

ρισμένο απ' την άλλη μεριά.

-Σσς ... αγαπητέ μου! -του φάνηκε πως άκουσε τον Εβραίο να λέει.

-Αυτός είναι· είναι σίγουρο. Έλα, πάμε.

-Αυτός! - φάνηκε ν' απαντάει ο άλλος. -Φαντάζεσαι πως μπορώ να

κάνω λάθος; Αν ένα πλήθος από φαντάσματα έπαιρναν τη μορφή του κι

αυτός στεκόταν ανάμεσά τους, πάλι κάτι θα μούλεγε πώς να τον . ξεχω­ρίσω. Αν τον παράχωνες πενήντα πόδια βαθιά και με πήγαινες στον τά­

φο του, θαρρώ πως θα το καταλάβαινα κι ας μην υπήρχε κανένα σημά­

δι από πάνω πως είναι παραχωμένος εκεί. Ο άνθρωπος φάνηκε να το λέει αυτό με τόσο φοβερό μίσος που ο

Όλιβερ ξύπνησε και τινάχτηκε απάνω.

Page 70: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 309

Θεέ Μεγαλοδύναμε! τι είταν αυτό που έκανε το αίμα να ορμάει στην

καρδιά του και του αφαίρεσε τη φωνή και τη δύναμη να σαλέψει; Εκεί .. . εκεί στο παράθυρο ... κοντά ... μπροστά του, τόσο κοντά που θα μπορού­σε σχεδόν να τον είχε αγγίξει πριν τιναχτεί πίσω, με τα μάτια του να κοι­

τάνε μες στο δωμάτιο και να συναντάνε τα δικά του, στεκόταν ο Εβραί­

ος! Και δίπλα του, κάτασπρα από θυμό ή από φόβο ή κι απ' τα δυο, τ'

άγρια χαραχτηριστικά του ίδιου άνθρωπου που του είχε μιλήσει στην αυ­

λή του πανδοχείου.

Δεν είταν παρά μια στιγμή, ένα βλέμμα, μια αστραπή. Και χάθηκαν.

Όμως τον είχαν αναγνωρίσει κι αυτός εκείνους και τα πρόσωπά τους

καρφώθηκαν βαθιά μες στη μνήμη του σα νάταν σκαλισμένα πάνω σε πέ­

τρα και στημένα μπροστά του από τότε που γεννήθηκε. Απόμεινε σαν

aπολιθωμένος για ένα λεπτό. Ύστερα, πηδώντας απ' το παράθυρο στον

κήπο, φώναξε δυνατά για βοήθεια.

Page 71: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

xxxv

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΥΤΟ ΑΦΗΓΕΙτΑΙ ΤΗ ΜΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΠΚΗ ΕΚΒΑΣΗ

ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΕΊΈΙΑΣ ΤΟΥ ΟΛΙΒΕΡ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΠΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΧΑΡΥ ΜΑΙΗΛΗ ΚΑΙ lliΣ ΡΟΖ.

ο ταν οι κάτοικοι του σπιτιού, ξεσηκωμένοι απ' τις κραυγές του Όλι­βερ, έτρεξαν κοντά του, τον βρήκαν χλωμό και ταραγμένο να δεί­

χνει προς τα λιβάδια πίσω απ' το σπίτι και μόλις ικανό ν' αρ­

θρώσει τις λέξεις: «0 Εβραίος! ο Εβραίος!>> Ο κύριος τζιλς δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε αυτή η κραυ­

γή· όμως ο Χάρυ Μαίηλη, που το μυαλό του δούλευε κάπως γρηγορότε­

ρα και πούχε ακούσει την ιστορία του Όλιβερ απ' τη μητέρα του, το κα­

τάλαβε μονομιάς.

- Κατά πού τράβηξε; -ρώτησε aρπάζοντας μια βαριά μαγκούρα που είταν ακουμπισμένη σε μια γωνιά.

-Κατά κει, -απάντησε ο Όλιβερ δείχνοντας το δρόμο που είχαν πά­

ρει. -Τους έχασα μέσα σε μια στιγμή. -Τότε είναι στο χαντάκι! - είπε ο Χάρυ. -Έλα μαζί μου, ακολού­

θα όσο μπορείς πιο κοντά μου.

Λέγοντας αυτά πήδηξε πάνω απ' το φράχτη κι όρμησε προς τα λιβά­

δια τόσο γρήγορα που οι άλλοι πολύ δύσκολα τον πρόφταιναν.

Ο τζιλς ακολουθούσε όπως μπορούσε· κι ο Όλιβερ ακολουθούσε κι

αυτός και σ' ένα-δυο λεπτά ο κύριος Λόσμπερν που είχε βγει για περί­

πατο και γύριζε κείνη ακριβώς τη στιγμή, πήδησε πάνω απ' το φράχτη το

κατόπι τους και με μεγαλύτερη ευκινησία απ' όση θα μπορούσε να υπο­

θέσει κανείς πως διαθέτει, χύθηκε προς την ίδια κατεύθυνση, με όχι αξιο­

περιφρόνητη ταχύτητα, φωνάζοντας ασταμάτητα, μ' όλη του τη δύναμη ,

να μάθει τι είχε συμβεί.

Έτρεχαν όλοι τους, χωρίς καθόλου να σταθούν για να πάρουν ανά­

σα, ώσπου ο αρχηγός, στρίβοντας σε μια γωνιά του χωραφιού που υπό-

δειξε ο Όλιβερ, άρχισε να ψάχνει προσεχτικά το χαντάκι και το γειτο­νικό φράχτη, πράγμα που έδωσε στους υπόλοιπους της συντροφιάς τον

καιρό να πλησιάσουν και στον Όλιβερ την ευκαιρία να ιστορήσει στον

Page 72: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 311

κύριο Λόσμπερν τα περιστατικά που είχαν οδηγήσει σε μια τόσο έντονη καταδίωξη.

Οι έρευνες στάθηκαν ολότελα μάταιες. Δε φαίνονταν ούτε καν ίχνη

από πρόσφατες πατημασιές. Στέκονταν τώρα στην κορυφή του μικρού λό­

φου που δέσποζε πάνω απ' τ' ανοιχτά χωράφια προς όλες τις κατευθύν­

σεις μέχρι τρία ώς τέσσερα μίλια απόσταση. Το χωριό βρισκόταν στο κοί­

λωμα, αριστερά· όμο)ς για να φτάσουν ώς εκεί, ακολουθώντας το δρόμο πούχε υποδείξει ο Όλιβερ, οι άνθρωποι που κυνηγούσαν θάπρεπε νά­

χουν κάνει έναν ολόκληρο κύκλο σ' ανοιχτό έδαφος, πράγμα που είταν

αδύνατο να γίνει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Ένα πυκνό δάσος τρι­

γύριζε τα λιβάδια από μιαν άλλη κατεύθυνση · όμως δεν μπορούσαν νά­

χαν φτάσει ούτε και στο καταφύγιο αυτό για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

-Θα ονειρεύτηκες, Όλιβερ, - είπε ο Χάρυ Μαίηλη.

-Ω! όχι, κύριε, -απάντησε ο Όλιβερ ανατριχιάζοντας και στη θύ-

μηση ακόμα της όψης του γέρο-αχρείου. - Τους είδα πολύ καθαρά, δεν

είταν όνε ιρο . Τους είδα και τους δυο το ίδιο καθαρά όπως βλέπω και

σας τώρα.

-Ποιος είταν ο άλλος; -ρώτησαν μαζί ο Χάρυ κι ο κύριος Λόσμπερν.

- Ο ίδιος εκείνος άνθρωπος που σας είπα πως έπεσε τόσο ξαφνικά

πάνω μου στο πανδοχείο, - είπε ο Όλιβερ. -Τα μάτια μας συναντήθη­

καν· και θα μπορούσα να πάρω όρκο πως είταν αυτός .

- Αυτό το δρόμο πήραν; - ρώτησε ο Χάρυ. -Είσαι βέβαιος;

-Όσο ότι είταν στο παράθυρο, - απάντησε ο Όλιβερ δείχνοντας, κα-

θώς μιλούσε, κατά το φράχτη που χώριζε τον κήπο του σπιτιού απ' το λι­

βάδι. - Ο ψηλός πήδησε ακριβώς σε κείνο το σημείο κι ο Εβραίος, τρέ­

χοντας μερικά βήματα δεξιότερα, τρύπωσε από κείνο τ' άνοιγμα.

Οι δυο κύριοι παρατηρούσαν το σοβαρό πρόσωπο του Όλιβερ καθώς

μιλούσε και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον φαίνονταν νάναι ικανοποιη­

μένοι με την ακρίβεια που μίλαγε. Ωστόσο πουθενά δε φαίνονταν ίχνη

από βιαστικές πατημασιές ανθρώπων. Το χορτάρι είταν ψηλό, όμως που­

θενά δε φαινόταν πατημένο εχτός απ' τα μέρη όπου είχαν πατήσει οι ίδι­

οι. Οι πλευρές κ' οι άκρες των χαντακιών είταν από υγρό πηλό· όμως

πουθενά δε διακρίνονταν ίχνη από πατημασιές ή το παραμικρότερο ση­

μάδι που να δείχνει ότι πόδια ανθρώπινα είχαν πατήσει το έδαφος, από

πολλές ώρες πρωτύτερα.

- Παράξενο! -είπε ο Χάρυ .

- Παράξενο! - επανέλαβε ο γιατρός. - Ούτε και οι Μπλάδερς και

Νταφ δε θα μπορούσαν να βγάλουν άκρη απ' αυτά. Παρ' όλο που είταν ολοφάνερο πως η αναζήτησή τους ε ίταν ανώφΕ­

λη , δεν τη σταμάτησαν παρά μονάχα όταν η νύχτα έκανε μάταιη τη συ-

Page 73: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

312 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

νέχισή της μα και τότε ακόμα την παράτησαν με απροθυμία. Ο Ί'ζιλς πή­

ρε αράδα τα διάφορα ζυθοπωλεία του χωριού εφοδιασμένος με την κα­

λύτερη περιγραφή της εμφάνισης και του ντυσίματος των ξένων που μπο­

ρούσε να δώσει ο Όλιβερ. Απ' αυτ1Ίν έβγαινε πως ο Εβραίος είταν, ό ,τι

κι αν πεις, αρκετά aξιοπαρατήρητος για να τον θυμάται κανείς στην πε­

ρίπτωση που τον είχε δει να πίνει ή να τριγυρνάει εκεί γύρω· όμως ο

τζιλς γύρισε χωρίς καμιά πληροφορία ικανή να διαλύσει ή να λιγοστέ­ψει το μυστήριο.

Την άλλη μέρα καινούργια έρευνα έγινε και οι ανακρίσεις επαναλή­

φθηκαν, όμως χωρίς μεγαλύτερη επιτυχία. Την επόμενη ο Όλιβερ, και ο

κύριος Μαίηλη κατέβηκαν στη μικρή πολιτεία με την ελπίδα να δουν ή

ν' ακούσουν κάτι για τους ανθρώπους εκείνους όμως κ' η προσπάθεια

αυτή στάθηκε εξίσου άκαρπη. Ύστερ' από μερικές μέρες το πράγμα άρ­χισε να ξεχνιέται όπως ξεχνιούνται τα περισσότερα πράγματα κάθε φο­

ρά που η περιέργεια, μην έχοντας καινούργια τροφή για να διατηρηθεί,

σβήνει και πεθαίνει μονάχη της.

Στο μεταξύ η Ροζ αναλάβαινε γοργά. Είχε αφήσει το δωμάτιό της

μπορούσε να βγαίνει πια έξω και να παίρνει πάλι μέρος στις οικογενει­

ακές συναναστροφές δίνοντας τη χαρά στις καρδιές όλων.

Όμως μ' όλο που η ευτυχισμένη αυτή αλλαγή είχε φανερή επίδραση πάνω στο μικρό κύκλο και μ' όλο που χαρούμενες φωνές κ' εύθυμα γέ­

λια ακούγονταν και πάλι στο μικρό εξοχικό σπιτάκι, ωστόσο, πότε-πότε

μια ασυνήθιστη στεναχώρια πίεζε τις ψυχές όλων, ακόμα κι αυτής της

ίδιας της Ροζ, πράγμα που ο Όλιβερ δεν μπόρεσε να μην το παρατηρή­

σει. Η κυρία Μαίηλη κι ο γιος της κλείνονταν συχνά οι δυο τους ώρες

aτέλειωτες και πολλές φορές η Ροζ παρουσιάστηκε με ίχνη από δάκρυα στο πρόσωπό της. Όταν ο γιατρός όρισε τη μέρα που θάφευγε για το

Τσέρτσεϋ, τα συμπτώματα αυτά αυξήθηκαν κ' έγινε ολοφάνερο πως κά­

τι συνέβαινε που τάραζε τη γαλήνη και την ησυχία της κοπέλας και κά­

ποιου αλλού εχτός απ' αυτήν. Στο τέλος, ένα πρωί που η Ροζ είταν μονάχη στο δωμάτιο που έπαιρ­

ναν το πρωινό τους, μπήκε ο Χάρυ Μαίηλη και με κάποιο δισταγμό ζή­

τησε την άδεια να της μιλήσει για μερικά λεπτά.

- Λίγα ... ελάχιστα λεπτά είναι αρκετά, Ροζ, - είπε ο νέος τραβώντας

την καρέκλα του προς το μέρος της. - Εκείνο που έχω να σας πω το ξέ­

ρετε πολύ καλά και μόνη σας οι πιο κρυφές κ' οι πιο ακριβές ελπίδες της καρδιάς μου δε σας είναι άγνωστες, μ' όλο που δεν τις ακούσατε ακό­

μα να τις προφέρουν τα χείλη μου.

Η Ροζ είχε γίνει κατάχλωμη απ' την πρώτη ακόμα στιγμή του ερχο­

μού του , όμως αυτό μπορεί νάταν αποτέλεσμα της πρόσφατης αρρώστιας

Page 74: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 313

της. Απλώς υποκλίθηκε· και σκύβοντας πάνω από κάτι φυτά που βρί­

σκονταν εκεί κοντά, τον περίμενε σωπαίνοντας να εξακολουθήσει.

- Έπρεπε ... έπρεπε νάχα φύγει νωρίτερα από δω, - ε(πε ο Χάρυ.

-Έπρεπε πραγματικά, - απάντησε η Ροζ. - Με συγχωρείτε που το

λέω αυτό, όμως θα προτιμούσα να είχατε φύγει.

-Μ' έφερε εδώ ο πιο τρομερός κι ο πιο αγωνιώδης απ' όλους τους

φόβους, -είπε ο νέος. -Ο φόβος για το χαμό του μοναδικού αγαπημέ­

νου πλάσματος που σ' αυτό είναι αφιερωμένες όλες μου οι ευχές κι όλες

μου οι ελπίδες . Πεθαίνατε, Ροζ. Ταλαντευόσαστε ανάμεσα σε ουρανό και

γη. Ξέρουμε πως όταν τις νεανικές, τις όμορφες και τις καλές υπάρξεις

τις επισκεφτεί η αρρώστια, οι αγνές ψυχές τους ασυναίσθητα στρέφουν

προς τη φωτεινή κατοικία της αιώνιας γαλήνης αλίμονο, Θεέ μου, το ξέ­

ρουμε καλά πως οι καλύτερες κ' οι ωραιότερες υπάρξεις πολύ συχνά μα­

ραίνονται πάνω στην άνθησή τους.

Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του ευγενικού κοριτσιού καθώς λέγο­

νταν τούτα τα λόγια· κι όταν ένα απ' τα δάκρυα αυτά έπεσε στο λουλούδι

που πάνω του είταν σκυμένη και άστραψε πάνω στο πέταλό του κάνο­

ντάς το ακόμα πιο όμορφο, φάνηκε σάμπως το ξεχείλισμα αυτό της τρυ-

. φερής νεανικής της καρδιάς νάγινε ένα με τα πιο εξαίσια δημιουργήμα­τα της φύσης.

-Ένα πλάσμα, - εξακολούθησε ο νέος με πάθος, - ένα πλάσμα

όμορφο κι αθώο κι άδολο σαν τους αγγέλους του Θεού τρεμόσβηνε ανά­

μεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ω! ποιος μπορούσε να ελπίζει - όταν ο

μακρινός κόσμος όπου ανήκε μισάνοιγε μ;τροστά στα μάτια της - πώς θα

ξαναγύριζε ποτέ στη θλίψη και στη συμφορά τούτου του κόσμου! Ροζ,

Ροζ, να ξέρω πως περνάτε και φεύγετε και χάνεστε σαν κάποια απαλή

σκιά που ένα φως ρίχνει από ψηλά πάνω στη γη, να μην έχω καμιά ελ­

πίδα ότι θα ευσπλαχνιστείτε εκείνους που μένουν εδώ, να μη βρίσκω κα­

μιά αιτία γιατί θάπρεπε τάχα να μας ευσπλαχνιστείτε, να αισθάνουμαι

ότι ανήκετε στη φωτεινή εκείνη σφαίρα όπου τόσοι, απ' τους πιο όμορ­

φους και τους πιο καλούς, άνοιξαν τις φτερούγες τους στο πρόωρο πέ­

ταγμά τους, κι ωστόσο να παρακαλώ, ανάμεσα σ' όλες αυτές τις παρη­

γοριές, να γινόταν να μείνετε ανάμεσα σε κείνους που σας αγαπούν -όλα αυτά είναι μαρτύρια μεγαλύτερα σχεδόν απ' όσο μπορεί ν' αντέξει

κανείς. Κ' είταν δικά μου, μέρα και νύχτα· και μαζί τους ερχόταν ένας

τόσο ορμητικός χείμαρρος από φόβους κι αγωνίες κ' εγωιστικές θλίψεις

μήπως πεθαίνατε χωρίς να μάθετε ποτέ πόσο αφοσιωμένα σας αγαπού­

σα, που σχεδόν συνέτριβε κάθε σκέψη και κάθε λογική στο διάβα του. Αναρρώσατε. Μέρα με τη μέρα και σχεδόν ώρα με την ώρα κάποια στα­

γόνα υγείας ξαναγύριζε και καθώς ανακατευόταν με το εξασθενημένο

Page 75: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

314 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

και αδύναμο ρεύμα της ζωής που αργοκυλούσε μέσα σας, φούσκωσε ξα­νά σε δυνατή και ορμητική πλημμύρα. Σας παρακολουθούσα να ξυπνάτε σχεδόν απ' το θάνατο στη ζωή με μάτια που είχαν γίνει τυφλά απ' τη λα­

χτάρα και τη βαθιά αγάπη. Μη μου πείτε πως θα θέλατε να μην τάχα

νιώσει αυτά· γιατί αυτά aπάλυναν την καρδιά μου για όλη την ανθρω­

πότητα.

- Δεν ήθελα να πω αυτό, -είπε η Ροζ κλαίγοντας. -Ήθελα μονάχα

νάχατε φύγει από δω για να στραφείτε πάλι σ' ανώτερες κ' ευγενικές

επιδιώξεις σ' επιδιώξεις περισσότερο aντάξιες για σας.

-Δεν υπάρχει επιδίωξη περισσότερο αντάξια για μένα, περισσότερο

αντάξια για την πιο ανώτερη ύπαρξη, απ' τον αγώνα να κερδίσει κανείς μια τέτια καρδιά σαν τη δική σας, - είπε ο νέος παίρνοντας το χέρι της. -Ροζ, αγαπημένη μου Ροζ! Χρόνια ολόκληρα ... χρόνια ολόκληρα σας αγαπούσα, ελπίζοντας ν' ανοίξω το δρόμο μου προς τη φήμη για να γυ­

ρίσω ύστερα περήφανος και να σας πω πως την είχα επιδιώξει μόνο και

μόνο για να τη μοιραστώ μαζί σας, σκεφτόμενος, στις ώρες των ονειρο­

πολήσεών μου, πως θα σας θύμιζα την ευτυχισμένη εκείνη στιγμή, τα τό­

σα σιωπηλά σημάδια της παιδικής aφοσίωσης που σας είχα δείξει και θα

ζητούσα το χέρι σας σαν εκπλήρωση ενός παλιού, βουβού συμβολαίου πούχε υπογραφεί ανάμεσα σε μας τους δυο! Η ώρα αυτή δεν έχει φτά­

σει ακόμα· όμως να, χωρίς νάχω κερδίσει τη φήμη, χωρίς νάχω εκπλη­

ρώσει τα νεανικά όνειρά μου, σας προσφέρω την καρδιά μου που είναι

τόσον καιρό δική σας και διακυβεύω τα πάντα πάνω στις λέξεις που μ'

αυτές θα υποδεχτείτε την προσφορά μου αυτή.

-Η συμπεριφορά σας είταν πάντα καλή κ' ευγενική, - είπε η Ροζ κα­

τανικώντας τη συγκίνηση που την είχε κυριέψει. - Και μια που ξέρετε

πως δεν είμαι αναίσθητη κι αγνώμων, ακούστε την απάντησή μου.

-Είναι πως μου δίνετε το δικαίωμα να προσπαθήσω να γίνω aντά­

ξιός σας; αυτή είναι, αγαπημένη μου Ροζ;

-Είναι, -απάντησε η Ροζ, -πως πρέπει να προσπαθήσετε να με ξε­

χάσετε- όχι σαν παλιά κι αφοσιωμένη φίλη σας, γιατί αυτό θα με πλή­

γωνε βαθιά, αλλά σαν το αντικείμενο της αγάπης σας. Κοιτάξτε τον κό­

σμο· σκεφτείτε πόσες καρδιές υπάρχουν που θάσαστε περήφανος να τις

κερδίσετε. Εμπιστευθείτε μου κανένα άλλο πάθος σας, αν θέλετε· θάμαι

η πιο ειλικρινής, η πιο θερμή κ' η πιο πιστή φίλη σας.

Ακολούθησε σιωπή· στα λίγα λεπτά που πέρασαν η Ροζ, πούχε σκε­

πάσει το πρόσωπό της με τόνα της χέρι, άφησε ελεύθερα τα δάκρυά της

να τρέξουν. Ο Χάρυ κρατούσε ακόμα το άλλο.

- Κ' οι λόγοι, Ροζ; -είπε στο τέλος με χαμηλή φωνή. -Οι λόγοι της

απόφασής σας αυτής;

Page 76: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 315

-Έχετε το δικαίωμα να τους μάθετε, -απάντησε η Ροζ. - Ό,τι και

να πείτε , δε θα μπορέσετε ν' αλλάξετε την απόφασή μου . Είναι ένα κα­θήκον που πρέπει να το εκπληρώσω. Το χρωστάω τόσο στους άλλους όσο

και στον εαυτό μου .

- Στον εαυτό σας;

- Ναι, Χάρυ . Έχω χρέος προς τον εαυτό μου, εγώ, ένα έρημο, ένα φτωχό κορίτσι με μια κηλίδα στ' όνομά μου, να μη δώσω στους φίλους

σας την αιτία να υποψιαστούν πως υστερόβουλα ενέδωσα στο πρώτο σας

πάθος κ' έγινα εμπόδιο σ' όλες τις ελπίδες και στις προοπτικές σας. Έχω

χρέος απέναντι σε σας και στους δικούς σας, να σας εμποδίσω ν' αντι­

μετωπίσετε με τη θέρμη της ευγενικής ψυχής σας το μεγάλο αυτό εμπό­

διο γ ια την πρόοδό σας στην κοινωνία. -Αν τα αισθήματά σας εναρμονίζονται με τη συναίσθηση του καθή­

κοντός σας .. . άρχισε ο Χάρυ.

- Καθόλου, - απάντησε η Ροζ κοκκινίζοντας βαθιά.

- Ώστε aνταποκρίνεστε στην αγάπη μου ; - είπε ο Χάρυ. -Πέστε αυ-

τό μονάχα, αγαπημένη μου Ροζ, αυτό μονάχα πέστε· κι aπαλύνετε την πι­

κρία της σκληρής αυτής aπογοήτευσης.

- Αν μπορούσα να τόκανα αυτό χωρίς να προξενήσω μεγάλο καΚό σε

κείνον που αγαπώ, - απάντησε η Ροζ, - θα μπορούσα να ... - Νάχετε δεχτεί την εξομολόγηση αυτή πολύ διαφορετικά; - είπε ο

Χάρυ. - Μη μου κρύβετε αυτό τουλάχιστον, Ροζ.

- Ίσως, -απάντησε η Ροζ. -Σταθε ίτε! - πρόστεσε τραβώντας το χέ­

ρι της, -γιατί να συνεχίζουμε την οδυνηρή αυτή συνομιλία; Είναι τόσο

οδυνηρή για μένα, κι ωστόσο, παρ' όλ' αυτά, μου χαρίζει την αιώνια ευ­

τυχία. Γιατί θα είναι ευτυχία για μένα να ξέρω πως κάποτε κρατούσα την

υψηλή θέση που κατέχω τώρα στην καρδιά σας και κάθε θρίαμβός σας

στη ζωή θα με ζωογονεί με καινούργιο θάρρος και σταθερότητα. Χαίρε για πάντα, Χάρυ! Όπως συναντηθήκαμε σήμερα δε θα συναντηθούμε πο­

τέ πια, αλλά με άλλες σχέσεις, δ ιαφορετικές από κείνες που η συνομιλία

μας αυτή θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει· είθε νάμαστε παντοτεινά

κ' ευτυχισμένα ενωμένοι· και είθε οι ευλογίες και οι προσευχές μιας αλη­

θινής και σοβαρής ψυχής που επικαλείται την πηγή της κάθε αλήθειας

και ειλικρίνειας, να στρώνουν μ' ευτυχία και χαρά το δρόμο σας!

-Μια λέξη, Ροζ, - είπε ο Χάρυ. -Πέστε μου την αιτία, να την ακού­

σω απ' τα δικά σας χείλη.

- Το μέλλον ανοίγεται μπροστά σας λαμπρό, - απάντησε σταθερά η

Ροζ. -Όλες οι τιμές που μεγάλες ικανότητες και ισχυρές σχέσεις μπο­ρούν να εξασφαλίσουν σ' έναν άνθρωπο, είναι μπροστά σας και σας πε­

ριμένουν. Όμως οι σχέσεις αυτές είναι αλαζονικές κι ούτε και γω θα δε-

Page 77: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

316 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

χτώ ποτέ να εισχωρήσω σε κύκλους τέτιους που είναι δυνατό να περι­

φρονούν τη μητέρα που μούδωσε τη ζωή , ούτε θα δεχτώ να γίνω αιτία

ντροπής κι αποτυχίας για το γιο εκείνης που στάθηκε πάντα για μένα σα

μητέρα. Με μια λέξη , -είπε η κοπέλα γυρίζοντας απ' την άλλη μεριά κα­

θώς η προσωρινή της σταθερότητα την εγκατέλειπε, -υπάρχει μια κηλί­

δα στ' όνομά μου που συχνά κηλιδώνει αθώους. Δε θα τη μεταδώσω σε

κανένα άλλο αίμα εχτός απ' το δικό μου κ' η καταφρόνια δε θάναι πα­

ρά μονάχα δική μου . -Μια λέξη ακόμα, Ροζ! Πολυαγαπημένη Ροζ! μια λέξη μονάχα!

- φώναξε ο Χάρυ γονατίζοντας μπροστά της. -Αν είμουν λιγότερο ... λι-

γότερο τυχερός, όπως θάλεγε ο κόσμος, αν κάποια αφανής κ' ειρηνική

ζωή είταν η μοίρα μου, αν είμουν φτωχός, άρρωστος, αβοήθητος - θα μ'

εγκαταλείπατε τότε; Ή, μήπως η πιθανή πρόοδός μου στα πλούτη και

στις τιμές σάς γεννούν αυτούς τους ενδοιασμούς;

- Μη με πιέζετε ν ' απαντήσω, - είπε η Ροζ. -Η ερώτηση αυτή δε

στέκει ούτε θα σταθεί ποτέ. Είναι άδικο, σχεδόν σκληρό να τη συζητά­

τε.

- Αν η απάντησή σας είναι κείνη που σχεδόν τολμώ να ελπίζω πως είναι, - είπε ο Χάρυ, - θα ρίξει μιαν αχτίδα ευτυχίας στη μοναξιά μου

και θα φωτίσει το δρόμο μου . Δεν είναι κακό να το κάνετε αυτό για έναν

άνθρωπο που σας αγαπάει πάνω απ' το κάθε τι, προφέροντας μερικές

σύντομες λέξεις. Ω, Ροζ, για χάρη της φλογερής και πιστής αγάπης μου,

για όσα υπέφερα για σας και για όλα εκείνα που με καταδικάζετε να

υποφέρω ακόμα, απαντήστε στη μια και μόνη αυτή ερώτηση. - Τότε, αν η μοίρα σας είταν διαφορετική , - απάντησε η Ροζ, -αν

είσασταν λίγο, όχι όμως τόσο πολύ, πάνω από μένα, αν μπορούσα νάμαι

για σας κάποια βοήθεια και στήριγμα σε μια ταπεινή, ειρηνική κι άπα­

τραβηγμένη ζωή κι όχι κηλίδα κ' εμπόδιο στους φιλόδοξους κ' εξέχοντες κύκλους, τότε ίσως θα μπορούσα ν' αποφύγω αυτή τη δοκιμασία. Έχω

κάθε λόγο νάμαι ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη αυτή τη στιγμή . Όμως

τότε, Χάρυ, ομολογώ πως θα είμουν πιο ευτυχισμένη .

Πυκνές αναμνήσεις από παλιές ελπίδες που έτρεφε πριν από χρόνια

τώρα, σαν κοριτσάκι , πλημμύριζαν το μυαλό της Ροζ καθώς έκανε αυτή

την ομολογία· όμως έφερναν δάκρυα μαζί τους καθώς φέρνουν πάντοτε

δάκρυα οι παλιές ελπίδες όταν ξαναγυρίζουν μαραμένες, κι αυτά τα δά­

κρυα την ανακούφιζαν.

- Δεν μπορώ να κατανικήσω αυτή την αδυναμία που ωστόσο κάνει

την απόφασή μου σταθερότερη , - είπε η Ροζ aπλώνοντας το χέρι της. - Πρέπει να σας αφήσω τώρα.

- Ζητώ μιαν υπόσχεση, -είπε ο Χάρυ. - Μια, και μόνο μια φορά -

Page 78: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 317

ας πούμε σ' ένα χρόνο, αλλά μπορεί νάναι πολύ νωρίτερα - να σας μι­

λήσω πάλι γι αυτό το ζήτημα, για τελευταία φορά.

- Όχι όμως να με πιέσετε ν ' αλλάξω τη σωστή μου απόφαση, -απά­ντησε η Ροζ μ' ένα μελαγχολικό χαμόγελο. - Θάναι ανώφελο.

-Όχι, -είπε ο Χάρυ, - για να σας ακούσω μονάχα να την επανα­

λάβετε, αν θέλετε , οριστικά. Θ' αποθέσω στα πόδια σας οποιαδήποτε θέ­

ση ή περιουσία κατέχω κι αν επιμένετε ακόμα στην τωρινή σας απόφα­

ση, δε θα επιζητήσω με λόγια ή με έργα να σας κάνω να την αλλάξετε.

-Ας γίνει λοιπόν έτσι, ~απάντησε η Ροζ. -Δε θάναι παρά ένα χτύ­

πημα περισσότερο μα ίσως τότε νάμαι σε θέση να το aντέξω καλύτερα.

Άπλωσε πάλι το χέρι της. Όμως ο νέος την άρπαξε στην αγκαλιά του

κι αποθέτοντας ένα φιλί πάνω στ' όμορφο μέτωπό της, βγήκε τρέχοντας

απ' το δωμάτιο.

Page 79: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XXXVI

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛ Υ ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΝΑ ΦΑΝΕΙ

ΑΣΉΜΑΝΤΟ ΕΔΩ. ΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣτΕΙ ΓΙΑΠ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΟ

ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ ΚΑΙ ΡΙΧΝΕΙ ΦΩΣ Σ' ΕΝΑ ΑΠ' ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ.

κ' έτσι aποφάσισες νάσαι ο συνταξιδιώτης μου σήμερα το πρωί, ε; -είπε ο γιατρός καθώς ο Χάρυ Μαίηλη τους συνάντησε αυτόν και

:τον Όλιβερ στο τραπέζι του πρωινού. -Μα εσύ, παιδί μου, αλ­

λάζεις αποφάσεις κάθε μισή ώρα.

-Θ' αλλάξετε γνώμη μια απ' αυτές τις μέρες, -είπε ο Χάρυ κοκκι­νίζοντας χωρίς κανένα φανερό λόγο.

-Ελπίζω νάχω λόγο να το κάνω, -απάντησε ο κύριος Λόσμπερν, -αν κι ομολογώ πως δεν το πιστεύω. Μόλις χτες το πρωί είχες πάρει με

μεγάλη φούρια την απόφαση να μείνεις εδώ και να πας να παραθερίσεις σαν καλός και αφοσιωμένος γιος με τη μητέρα σου κοντά στη θάλασσα,

και πριν καλά-καλά φτάσει το μεσημέρι, αναγγέλλεις πως θα μου κάνεις

την τιμή να με συνοδεύσεις ώς εκεί που πηγαίνω, καθώς θα επιστρέφεις στο Λονδίνο· και τη νύχτα με πιέζεις, με ύφος μυστηριώδες, να ξεκινή­

σουμε πριν ξυπνήσουν οι κυρίες. Αποτέλεσμα όλων αυτών είταν να κα­

θηλώσεις εδώ μέσα τον νεαρό Όλιβερ την ώρα που θάπρεπε να τριγυρί­

ζει στά λιβάδια .κυνηγώντας βοτανικά θαύματα. Δεν είναι κρίμα Όλιβερ;

-Θα λυπόμουν πάρα πολύ, κύριε, αν δεν είμουν στο σπίτι την ώρα

που θα φεύγετε σεις κι ο κύριος Μαίηλη, -απάντησε ο Όλιβερ.

-Μπράβο το καλό παιδί, -είπε ο γιατρός. - Θάρχεσαι να με βλέ­

πεις όταν θα γυρίσεις. Αλλά, για να μιλήσουμε σοβαρά, Χάρυ, καμιά εί­

δοποίηση από υψηλά πρόσωπα προκάλεσε μήπως τη μεγάλη αυτή φού­

ρια από μέρος σου να φύγεις;

-Τα υψηλά πρόσωπα, -απάντησε ο Χάρυ, -υποθέτω πως υπονοεί­

τε τον aξιοσέβαστο θείο μου- δεν επεκοινώνησαν καθόλου μαζί μου από τότε που βρίσκουμαι εδώ· ούτε, σ' αυτή την εποχή, είναι πιθανό να συμ­

βαίνει τίποτα που να κάνει απαραίτητη την παρουσία μου ανάμεσά τους. -Τι να σου πω, -είπε ο γιατρός. -Είσαι περίεργος άνθρωπος.

Ασφαλώς και θα σε μπάσουν στο κοινοβούλιο με τις εκλογές που θα γί-

Page 80: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 319

νουν πριν απ' τα Χριστούγεννα κ' οι ξαφνικές αυτές μεταπτώσεις κ' εναλ­

λαγές δεν είναι άσκημες προκαταρκτικές ασκήσεις για την πολιτική στα­

διοδρομία. Κάτι είναι κι αυτό . Η καλή εξάσκηση είναι πάντοτε απαραί­

τητη είτε ο αγώνας γίνεται για μια θέση είτε για ένα κύπελλο είτε για το

σουηπσταίηκ.

Ο Χάρυ Μαίηλη φαινόταν πως θα μπορούσε να συνεχίσει τον σύντο­

μο αυτό διάλογο με μια-δυο παρατηρ1Ίσεις που θα κλόνιζαν τον γιατρό

όχι και λίγο · όμως αρκέστηκε να πει ένα «θα δούμε» και σταμάτησε την

κουβέντα. Η ταχυδρομική άμαξα έφτασε λίγο αργότερα· κι όταν ο Ί'ζιλς

ήρθε για τις αποσκευές, ο αγαθός γιατρός έτρεξε έξω να φροντίσει για

την ταχτοποίησή τους .

-Όλιβερ,-είπε ο Χάρυ Μαίηλη με χαμηλή φωνή . - Μπορώ να σου

πω κάτι;

Ο Όλιβερ πήγε στην εσοχή του παράθυρου όπου ο κύριος Μαίηλη του

έγνεψε να πλησιάσει, πολύ παραξενεμένος για τη θλίψη και τη νευρικό­

τητά του.

-Μπορείς να γράφεις καλά τώρα; -είπε ο Χάρυ ακουμπώντας το

χέρι του στον ώμο του παιδιού.

-Το ελπίζω, κύριε, - απάντησε ο Όλιβερ.

- Δε θα ξαναγυρίσω σπίτι, για αρκετόν καιρό ίσως. Θάθελα να μου

έγραφες - ας πούμε μια φορά το δεκαπενθήμερο, κάθε δεύτερη Δευτέ­

ρα, στο Κεντρικό Ταχυδρομείο, στο Λονδίνο.

- Ω! ασφαλώς, κύριε, θάμουν περήφανος γι αυτό, - φώναξε ο Όλι­

βερ υπερβολικά ενθουσιασμένος για την αποστολή που του ανέθεταν.

- Θάθελα να ξέρω πώς ... πώς είναι η μητέρα μου και η μις Μαίηλη, - είπε ο νέος - και μπορείς να γεμίζεις μια κόλλα λέγοντάς μου τι πε-

ριπάτους κάνετε και για ποια πράγματα μιλάτε κι αν αυτή -αυτές θέλω

να πω - φαίνονται ευτυχισμένες κ' εντελώς καλά στην υγεία τους. Με

καταλαβαίνεις;

-Ω! απόλυτα, κύριε, απόλυτα, - απάντησε ο Όλιβερ.

-Θα προτιμούσα να μην τους το αναφέρεις αύτό καθόλου, - είπε ο Χάρυ μασώντας τα λόγια του, - γιατί αυτό μπορεί να υποχρέωνε τη μη­

τέρα μου να μου γράφει συχνότερα κ' είναι φασαρία και κόπος γι αυ­

τήν. Ας είναι ένα μυστικό ανάμεσα σε σένα και σε μένα· και πρόσεχε,

να μου τα λες όλα, βασίζουμαι σε σένα. Ο Όλιβερ, ενθουσιασμένος και γεμάτος έξαρση και περηφάνεια απ'

την αίσθηση της σπουδαιότητάς του, υποσχέθηκε νάναι όσο μπορούσε πιο

εχέμυθος και διεξοδικός στα γράμματά του. Ο κύριος Μαίηλη τον άφη­σε μ' ένα σωρό διαβεβαιώσεις για το μέλλον του και την προστασία που

θα του πρόσφερε.

Page 81: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

320 ΚΑΡΌΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο γιατρός βρισκόταν κιόλας μέσα στην άμαξα. Ο 'Γζιλς (που είχε απο­

φασιστεί να μην τους συνοδεύσει) κρατούσε την πόρτα ανοιχτή· και οι

υπηρέτριες στέκονταν στον κήπο για να παρευρεθούν στην αναχώρηση.

Ο Χάρυ έρριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στο διχτυωτό παράθυρο και πή­

δησε στ' αμάξι.

- Εμπρός, -φώναξε, -τρέχα, πέτα όσο μπορείς πιο γοργά . Ούτε ο άνεμος δε μου φτάνει σήμερα.

- Έι... - ξεφώνησε ο γιατρός κατεβάζοντας με μεγάλη φούρία το

μπροστινό τζάμι και φωνάζοντας στον αμαξά. -Εμένα ο άνεμος μου ' φτά­νει και μου περισσεύει.

Τ αμάξι ξεκίνησε τριζοβολώντας και κουδουνίζοντας ώσπου η από­σταση έσβησε το θόρυβό του και σε λίγο μονάχα το μάτι μπορούσε να

το ξεχωρίσει καθώς προχωρούσε στη δημοσιά σχεδόν κρυμένο μέσα σ'

ένα σύννεφο σκόνης και πότε εξαφανιζόταν ολότελα και πότε φαινόταν

πάλι, ανάλογα με τις στροφές και τ' αντικείμενα που παρεμβάλλονταν.

Μονάχα όταν ακόμα και το σύννεφο της σκόνης δε φαινόταν πια, οι άν­

θρωποι του σπιτιού ξαναγύρισαν στη δουλειά τους.

Είταν ωστόσο κάποιος που απόμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο ση­

μείο όπου είχε εξαφανιστεί τ' αμάξι κι όταν ακόμα αυτό βρισκόταν μί­λια ολάκερα μακριά · κι αυτή είταν η Ροζ, καθισμένη πίσω απ' την άσπρη

κουρτίνα, που την είχε αποκρύψει όταν ο Χάρυ είχε σηκώσει τα μάτια

στο παράθυρο.

- Φαίνεται χαρούμενος κ' ευτυχισμένος, -είπε η κοπέλα στο τέλος.

-Φοβήθηκα για λίγο πως θάταν αλλιώς. Έκανα λάθος. Είμαι πολύ, πο-

λύ ευτυχισμένη.

Τα δάκρυα είναι σημάδι χαράς καθώς και λύπης. Όμως εκείνα που

aυλάκωναν το πρόσωπο της Ροζ, καθώς καθόταν σκεφτική στο παράθυ­

ρο με το βλέμμα στυλωμένο στην ίδια κατεύθυνση, φαίνονταν να μιλάνε

περισσότερο για θλίψη παρά για χαρά.

Page 82: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XXXVII

ΟΠΟΥ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΘΑ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ ΜΙΑΝ ΑΝτΙΦΑΣΗ

ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΖΩΗ.

ο κύριος Μπαμπλ καθόταν στο εντευκτήριο του Φτωχοκομείου με

τα μάτια βαρύθυμα καρφωμένα πάνω στ' άχαρο κιγκλίδωμα του

τζακιού απ' όπου, καλοκαίρι καθώς είταν, δεν έβγαινε άλλη λάμ­ψη εχτός απ' την αντανάκλαση κάποιων aρρωστημένων ηλιαχτίδων πάνω

στην ψυχρή και γυαλιστερή επιφάνεια του τζακιού. Μια χάρτινη μυγο­

παγίδα ταλαντευόταν κρεμασμένη απ' το ταβάνι και σ' αυτήν σήκωνε πό­

τε-πότε τα μάτια με βαριά συλλογή. Και καθώς τ' aπρόσεχτα έντομα ζου­

ζούνιζαν γύρω απ' τη γυαλιστερή παγίδα, ο κύριος Μπαμπλ άφηνε ένα

βαρύ αναστεναγμό ενώ μια πιο ζοφερή σκιά απλωνόταν στην όψη του.

Ο κύριος Μπαμπλ είταν βυθισμένος σε στοχασμούς ίσως τα έντομα να

τούφερναν στο νου κάποια πολύ οδυνηρή σελίδα της περασμένης του ζω­

ής.

Η κατήφεια του κυρίου Μπαμπλ δεν είταν το μόνο που ξυπνούσε μια γλυκιά μελαγχολία στην καρδιά του θεατή. Δεν απόλειπαν και άλλα τεκ­

μήρια, στενά συνδεδεμένα κι αυτά με το ίδιο το άτομό του, που έδειχναν

πως κάποια μεγάλη αλλαγή είχε συντελεστεί στην κατάσταση του αξιότι­

μου αυτού κυρίου. Πού είταν τώρα τα χρυσά σειρήτια και το τρικαντό;

Φορούσε ακόμα κυλότες ώς τα γόνατα και σκούρες μπαμπακερές κάλ­

τσες στα κάτω του άκρα· όμως δεν είταν η π αλιά ε κ ε ί ν η κυλότα . Η

ρεντιγκότα είταν με πλατιά πέτα κι απ' την άποψη αυτή έμοιαζε με την

παλιά εκείνη ρεντιγκότα, όμως, ω! πόση διαφορά! Το παντοδύναμο

τρικαντό είχε αντικατασταθεί μ' ένα ασήμαντο στρογγυλό καπέλο. Ο κύ­

ριος Μπαμπλ δεν είταν πια επίτροπος.

Υπάρχουν στον κόσμο ορισμένα αξιώματα που ανεξάρτητα απ' τις πε­

ρισσότερο ουσιαστικές απολαυές που συνεπάγονται, αποχτούν ιδιαίτερη

αξία και σπουδαιότητα απ' τις ρεντιγκότες και τα γιλέκα που είναι συ­

νυφασμένα μ' αυτά. Ένας στρατάρχης έχει τη στολή του· ένας επίσκοπος τα μεταξωτά άμφιά του· ένας Σύμβουλος του Κράτους τη μεταξωτή του

τήβεννο· ένας επίτροπος το τρικαντό του. Αφαιρέστε απ' τον επίσκοπο

Page 83: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

322 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

τα άμφια κι απ' τον επίτροπο το τρικαντό και τα γαλόνια του· τι απομέ­

νει τότε απ' αυτούς; Τίποτα. Ένας απλός άνθρωπος κοινός θνητός. Η

αξιοπρέπεια ακόμα κ' η αγιότητα, είναι περισσότερο ζήτημα ρεντιγκότας

και γιλέκου απ' όσο φαντάζονται μερικοί.

Ο κύριος Μπαμπλ είχε παντρευτεί την κυρία Κόρνεϋ κ' είχε γίνει δι­

ευθυντής του Φτωχοκομείου . Ένας άλλος επίτροπος είχε ανεβεί στην

εξουσία. Σ' αυτόν είχαν περάσει το τρικαντό, η χρυσοποίκιλτη ρεντιγκό­

τα και η ράβδος.

-Κι αύριο κλείνουν δυο μήνες από τότε! -είπε ο κύριος Μπαμπλ μ'

έναν αναστεναγμό. - Ολόκληρος αιώνας.

Ο κύριος Μπαμπλ ίσως να εννοούσε ότι είχε ζήσει την ευτυχία μιας

ολόκληρης ζωής μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα των οχτώ εβδομά­δων· όμως ο αναστεναγμός -υπήρχε πολύ μεγάλο νόημα σε κείνο τον αναστεναγμό.

- Πουλήθηκα, - είπε ο κύριος Μπαμπλ ακολουθώντας το ίδιο ρεύμα

των σκέψεών του , - για έξη κουταλάκια του τσαγιού, για μια τσιμπίδα

ζάχαρης και μια γαλατιέρα μαζί με μερικά μεταχειρισμένα έπιπλα και εί­κοσι λίρες σε μετρητά. Πήγα τζάμπα. Φτηνά, ελεε ινά φτηνά!

- Φτηνά! - φώναξε μια στριγγιά φωνή στ' αυτί του κυρίου Μπαμπλ.

-Εσύ θάπεφτες ακριβός σ' οποιαδήποτε τιμή κι αν σ' έπαιρνα · κι αρ-

κετά ακριβά πλήρωσα για τα μούτρα σου, ο Θεός από πάνω το ξέρει αυ­

τό!

Ο κύριος Μπαμπλ στράφηκε κι αντίκρυσε το πρόσωπο της aξιέραστης

συμβίας του που, έχοντας μισοκαταλάβει τις λιγοστές λέξεις πούχε αρ­

πάξει απ' το παράπονό του, διακινδύνευσε στην τύχη την παραπάνω πα­

ρατήρηση.

-Κυρία Μπαμπλ! - είπε ο κύριος Μπαμπλ μ' αισθηματική αυστηρό­

τητα.

- Ναι; .. . -φώναξε η κυρία.

-Έχετε την καλοσύνη να με κοιτάξετε , παρακαλώ! -είπε ο κύριος

Μπαμπλ καρφώνοντας τα μάτια του πάνω της. (Αν αψηφήσει ένα βλέμ­

μα σαν κι αυτό, ~ είπε ο κύριος Μπαμπλ στον εαυτό του, -μπορεί ν'

αψηφήσει τα πάντα. Είναι ένα βλέμμα που δεν απέτυχε ποτέ με τους τρο­

φίμους . Αν αποτύχει μ' αυτήν, η ισχύς μου χάθηκε.)

Αν ένα ανεπαίσθητο γούρλωμα των ματιών είναι ικανό να δαμάσει

τους τροφίμους που καθώς τρέφονται ελαφρά δεν έχουν μεγάλη αντοχή,

ή αν η πρώην κυρία Κόρνεϋ είταν ιδιαίτερα ανθεκτική σε αετίσιες μα­

τιές, είναι ζήτημα αντίληψης. Το γεγονός πάντως είναι ότι η προ·ίσταμέ­νη δε φάνηκε καθόλου να λυγίζει κάτω απ' την άγρια ματιά του κυρίου

Μπαμπλ αλλά αντίθετα της έδειξε μεγάλη περιφρόνηση κ' έφτασε ακό-

Page 84: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 85: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 86: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 325

μα και να της γελάσει κατάμουτρα, μ' ένα γέλιο που aντήχησε σαν πέρα

για πέρα αληθινό.

Ακούγοντας τον ολότελα απροσδόκητο αυτόν ήχο, ο κύριος Μπαμπλ

φάνηκε στην αρχή σα να μην πίστευε στ' αυτιά του κ' ύστερα έμεινε κα­

τάπληχτος. Ύστερα βυθίστηκε στην προηγουμένη κατάστασή του και συ­νήλθε μονάχα όταν η φωνή της συμβίας του τον ξύπνησε και πάλι απ' το

βύθος του .

-Δε μου λες, θα κάθεσαι και θα μου ρουθουνίζεις εκεί όλη μέρα;

-ρώτησε η κυρία Μπαμπλ.

-Θα καθήσω εδώ όσο μ' αρέσει, κυρία μου, -απάντησε ο κύριος

Μπαμπλ. -Και μ' όλο που δε ρουθούνιζα, θα ρουθουνίζω, θα χάσκω, θα

φταρνίζουμαι, θα γελάω ή θα κλαίω όπως μου γουστάρει μια κι αυτό εί­

ναι το προνόμιό μου .

-Το προνόμιό σου! -στρίγγλισε η κυρία Μπαμπλ με ανείπωτη πε­

ριφρόνηση.

-Αυτό που σας λέω, κυρία μου, -είπε ο κύριος Μπαμπλ. -Το προ­

νόμιο ενός άντρα είναι να διατάζει.

-Και ποιο είναι το προνόμιο της γυναίκας, παρακαλώ; - φώναξε η

χήρα του μακαρίτη κυρίου Κόρνεϋ.

-Να υπακούει, κυρία μου, -εβρόντησε ο κύριος Μπαμπλ. -0 ατυ­χής τέως σύζυγός σας έπρεπε να σας τόχε διδάξει αυτό κ' ίσως τότε νά~

ταν ακόμα ζωντανός. Μακάρι νάταν ο φουκαράς! Η κυρία Μπαμπλ, βλέποντας με μια ματιά πως η αποφασιστική στιγ­

μή είχε φτάσει πια και πως το χτύπημα που θα δινόταν για την κυριαρ­

χία της μιας ή της άλλης πλευράς θάταν ασφαλώς τελειωτικό κι αμετά­

κλητο, δεν πρόλαβε καλά-καλά ν' ακούσει τον υπαινιγμό αυτό για τον πε­

θαμένο και ρίχτηκε σε μια καρέκλα ξεφωνίζοντας πως ο κύριος Μπαμπλ

είταν ένα σκληρόκαρδο χτήνος, και ξέσπασε σ' έναν παροξυσμό δακρύων. Όμως τα δάκρυα δεν είταν κάτι που μπορούσαν να φτάσουν ώς την ψυ­

χή του κυρίου Μπαμπλ. Η καρδιά του είταν αδιάβροχη. Σαν τα καστόρινα

καπέλα που γίνονται καλύτερα με τη βροχή, τα νεύρα του είχαν γίνει ισχυ­

ρότερα και πιο ανθεκτικά από ποταμσύς δακρύων, που επειδή τάβλεπε σαν

δείγματα αδυναμίας και σαν ισάριθμες σιωπηρές ομολογίες της δύναμής του,

τον ευχαριστούσαν και τον εξύψαwαν στα ίδια του τα μάτια. Κοίταξε την κα­λή του γυναίκα με βλέμμα που έδειχνε μεγάλη ικανοποίηση και την παρα­

κάλεσε, μ' έναν ενθαρρυντικό τρόπο, να κλάψει όσο βαστσύσε η ψυχή της

μια κ' η άσκηση αυτή εθεωρείτο απ' τους γιατρούς σαν πολύ υγιεινή.

-Διευρύνει τους πνεύμονες, πλένει το πρόσωπο, εξασκεί τα μάτια και

καταπραiJνει τα νεύρα, -είπε ο κύριος Μπαμπλ. - Γι αυτό κλαίγε όσο

μπορείς.

Page 87: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

326 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

Μόλις ξαλάφρωσε απ' το χαριτολ6γημά του αυτό , ο κύριος Μπαμπλ

πήρε το καπέλο του απ' την κρεμάστρα και βάζοντάς το μάλλον aσίκικα,

στραβά, όπως θάκανε κάθε άντρας που αισθάνεται πως επέβαλε όπως

έπρεπε την ανωτερότητά του, έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και προ­

χώρησε καμαρωτά κατά την πόρτα με τη νωχέλεια και την τόλμη έκδη­

λες σ' όλο του το παρουσιαστικό.

Τώρα η τέως κυρία Κόρνεϋ είχε δοκιμάσει τα δάκρυα μόνο και μόνο

γιατί είταν λιγότερο μπελαλίδικα από μια χειροδικία· είταν όμως εντε­

λώς προετοιμασμένη να χρησιμοποιήσει την τελευταία αυτή μέθοδο ενερ­γείας όπως πολύ σύντομα θ' ανεκάλυπτε ο κύριος Μπαμπλ.

Η πρώτη απόδειξη που πήρε πάνω σ' αυτό ο κύριος Μπαμπλ, δόθη­

κε μ' έναν υπόκωφο θόρυβο που τον ακολούθησε αμέσως το ξαφνικό πέ­

ταγμα του καπέλου του στην άλλη άκρη του δωματίου. Αφήνοντας με την προκαταρκτική αυτή ενέργεια γυμνό το κεφάλι του συζύγου της, η πε­

πειραμένη κυρία, αρπάζοντάς τον σφιχτά απ' το λαιμό με τόνα χέρι, κα­

τάφερε έναν καταρράχτη από κατακεφαλιές (μοναδικής σφοδρότητας και δεξιοτεχνίας) πάνω σ' αυτό με τ' άλλο. Ύστερα απ' αυτό, εποίκιλε την

έφοδό της γρατζουνώντας του το πρόσωπο και ξερριζώνοντάς του τα μαλ­

λιά, κι αφού τον τιμώρησε όσο χρειαζόταν κατά τη γνώμη της για την

προσβολή, τον έσπρωξε σε μια καρέκλα που ευτυχώς βρισκόταν στο ση­

μείο που έπρεπε και τον προκάλεσε να ξαναμιλήσει άλλη φορά για τα

προνόμιά του, αν του βαστούσε.

- Σήκω απάνω! - είπε η κυρία Μπαμπλ με προσταχτική φωνή. -Και

χάσου απ' τα μάτια μου αν θες να μην καταφύγω στα μεγάλα μέσα.

Ο κύριος Μπαμπλ σηκώθηκε υποταχτικότατα απορώντας βαθιά τι θα

μπορούσαν νάναι αυτά τα μεγάλα μέσα. Σηκώνοντας το καπέλο του κοί­

ταξε κατά την πόρτα.

- Φεύγεις; - ρώτησε άγρια η κυρία Μπαμπλ.

-Μάλιστα, αγαπητή μου, μάλιστα, -απάντησε ο κύριος Μπαμπλ προ-χωρώντας πιο γρήγορα ακόμα κατά την πόρτα. - Δεν είχα σκοπό να ... φεύγω, αγαπητή μου! Είσαι τόσο πολύ βίαιη που πραγματικά εγώ ...

Εκείνη τη στιγμή η κυρία Μπαμπλ έκανε ένα βήμα μπροστά, με φού­

ρια για να σιάξει το χαλί πούχε κουλουριαστεί πάνω στον καυγά. Ο κύ­

ριος Μπαμπλ πετάχτηκε μονομιάς έξω απ' το δωμάτιο χωρίς ούτε να σκε­

φτεί καθόλου να συμπληρώσει την ατέλειωτη φράση του αφήνοντας την

τέως κυρία Κόρνεϋ απόλυτο κύριο του πεδίου της μάχης.

Ο αιφνιδιασμός και η ήττα του κυρίου Μπαμπλ είταν πλήρης. Είχε

μιαν ακατανίκητη τάση να κάνει πάντα τον παλληκαρά, βρίσκοντας όχι

μικρή ευχαρίστηση να βασανίζει τους άλλους και κατά συνέπεια είταv

(δεν είναι ανάγκη να το πούμε) δειλός. Αυτό δεν είναι καθόλου υποτι-

Page 88: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 327

μητικό για την ιδιότητά του· γιατί πολλές επίσημες προσωπικότητες που

απολαμβάνουν την εκτίμηση και το θαυμασμό όλου του κόσμου, είναι θύ­

ματα παρόμοιων αδυναμιών. Η παρατήρηση αυτή γίνεται μάλλον προς τι­

μήν του και με το σκοπό να δώσουμε απλώς στον αναγνώστη μιαν ακρι­

βή αντίληψη των προσόντων που διέθετε για το λειτούργημά του.

Όμως η ταπείνωσή του δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Αφού έκανε μια

βόλτα στο Ίδρυμα, σκεπτόμενος για πρώτη φορά πως οι νόμοι που είχαν

ψηφιστεί για τους φτωχούς είταν αλήθεια πολύ σκληροί και πως οι άντρες

που το σκάνε απ' τις γυναίκες τους, αφήνοντάς τες φόρτωμα στην Ενο­

ρία, έπρεπε όχι μονάχα να μην τιμωρούνται απ' τη Δικαιοσύνη αλλά ν'

aνταμείβονται σαν μεγαλομάρτυρες που είχαν υποφέρει των παθών τους

τον τάραχο, ο κύριος Μπαμπλ έφτασε σ' ένα δωμάτιο όπου οι γυναίκες

τρόφιμοι ασχολούνταν συνήθως με το πλύσιμο των ασπρόρρουχων του Φτωχοκομείου κι όπου ακούγονταν τώρα φωνές και φασαρίες.

-Χμ! - είπε ο κύριος Μπαμπλ ξαναβρίσκοντας ολόκληρη την πρωτι­

νή του αξιοπρέπεια. -Οι γυναίκες αυτές τουλάχιστον εξακολουθούν να

σέβονται τα προνόμια. Ε! .. Ε ... εκεί κάτω! Τι σημαίνει όλος αυτός ο θό­

ρυβος, γλωσσοκοπάνες;

Με τα λόγια αυτά ο κύριος Μπαμπλ άνοιξε την πόρτα και μπ1Ίκε μέ­σα μ' έναν πολύ άγριο και θυμωμένο τρόπο που παραχώρησε μονομιάς

τη θέση του σ' ένα πολύ ταπεινό και δειλό ύφος την ίδια στιγμή που τα

μάτια του έπεσαν πάνω στη συμβία του.

- Αγαπητή μου, -είπε ο κύριος Μπαμπλ, -δεν τόξερα πως είσουν

εδώ. - Δεν τόξερες πως είμουν εδώ! - επανέλαβε η κυρία Μπαμπλ. -Εσύ

τι θες εδώ;

-Μου φάνηκε πως μιλούσαν μάλλον πάρα πολύ έτσι που να μην μπο­

ρούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αγαπητή μου, -απάντησε ο κύ­

ριος Μπαμπλ κοιτάζοντας με ταραχή δυο γριές που aντάλλαζαν νοήμα­τα θαυμασμού για την ταπεινοσύνη του διευθυντή του Ιδρύματος.

-Σου φάνηκε πως μιλούσαν πάρα πολύ; - είπε η κυρία Μπαμπλ.

- Και τι δουλειά έχεις εσύ μ' αυτό;

-Μα, αγαπητή μου ... - είπε ο κύριος Μπαμπλ μαζεμένα.

-Τι δουλειά έχεις εσύ μ' αυτό; - ρώτησε πάλι η κυρία Μπαμπλ. -Είναι αλήθεια πως εσύ είσαι η προ·ίσταμένη εδώ, αγαπητή μου,

- παραδέχτηκε ο κύριος Μπαμπλ. -Όμως σκέφτηκα πως μπορεί να μην

είσουν εδώ αυτή τη στιγμή.

-Για να σου πω, κύριε Μπαμπλ, - απάντησε η γυναίκα του . - Δε θε­λούμε ν' ανακατεύεσαι δω μέσα. Σου αρέσει πολύ να χώνεις τη μύτη σου

σε πράγματα που δε σε αφορούν κάνοντας όλους μέσα στο Ίδρυμα να

Page 89: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

328 ΚΑΡΌΛΟΥ Ν'ΓΙΚΕΝΣ

γελάνε μόλις γυρίσεις την πλάτη σου και γελοιοποιώντας τον εαυτό σου

κάθε στιγμή. Δίνε του, εμπρός!

Ο κύριος Μπαμπλ, βλέποντας με σπαραγμό τις δυο γριές να κρυφο­

γελάνε μεταξύ τους με τη μεγαλύτερη αγαλλίαση, δίστασε για μια στιγ­

μή . Η κυρία Μπαμπλ, που η υπομονή της δε σήκωνε πολλά, άρπαξε μια

λεκάνη με σαπουνόνερα και δείχνοντάς του την πόρτα, τον διέταξε να

ξεκουμπιστεί στη στιγμή αν δεν ήθελε να δεχτεί το περιεχόμενό της πά­νω στο χοντρό του σουλούπι.

Τι μπορούσε να κάνει ο κύριος Μπαμπλ; Κοίταξε απελπισμένα γύρω

του και τόβαλε στα πόδια και καθώς έφτασε στην πόρτα, τα κρυφόγελα

των τροφίμων ξέσπασαν σ' ένα στριγγό χαχανητό aσυγκράτητης ευθυ­

μίας. Αυτό μονάχα έλειπε! Είχε μειωθεί στα μάτια τους είχε χάσει κύ­

ρος και ισχύ μπροστά στους ίδιους τους τροφίμους είχε κυλήσει απ' τα δυσθεώρητα ύψη και τα κλέη της επιτροπείας στα πιο απύθμενα βάθη της

πιο καταφρονετικής γυναικοκρατίας.

-Κι όλα αυτά μέσα σε δυο μήνες! -είπε ο κύριος Μπαμπλ γεμάτος

ζοφερές σκέψεις. - Δυο μήνες, όχι περισσότερο από δυο μήνες πριν, εί­

μουν όχι μονάχα αφέντης του εαυτού μου αλλά και κάθε άλλου, όσον

αφορά το ενοριακό Φτωχοκομείο τουλάχιστο, και τώρα! .. Αυτό είταν πάρα πολύ. Ο κύριος Μπαμπλ έδωσε κάμποσα χαστούκια

στο παιδί που του άνοιξε την εξώπορτα (γιατί είχε φτάσει cδς εκεί ονει­ροπολώντας) και βγήκε αφηρημένος στο δρόμο.

Ανηφόρισε ένα δρόμο, κατηφόρισε έναν άλλο, ώσπου το περπάτημα

ελάττωσε την πρώτη ορμή της θλίψης του κ' ύστερα η αντίδραση των αι­

σθημάτων του τούφερε δίψα. Προσπέρασε ένα σωρό καπηλειά . Όμως

στο τέλος σταμάτησε μπροστά σ' ένα που βρισκόταν σ' ένα σοκάκι και

που η σάλα του, όπως είδε από μια βιαστική ματιά που έρριξε απ' τα πα­

ραθυρόφυλλα, είταν άδεια . Δεν υπήρχε παρά ένας μονάχα πελάτης. Εκεί­νη τη στιγμή άρχισε να βρέχει δυνατά. Αυτό τον έκανε να τ' αποφασί­

σει. Ο κύριος Μπαμπλ μπήκε μέσα και, παραγγέλνοντας κάτι για να

πιει καθώς περνούσε απ' τον μπάγκο, μπήκε στη σάλα.

Ο άνθρωπος που καθόταν εκεί είταν ψηλός και μελαχροινός και φο­

ρούσε ένα μακρύ μανδύα. Είχε το ύφος ξένου· κ' έδειχνε απ' την κου­

ρασμένη του όψη καθώς κι απ' τα σκονισμένα του ρούχα πως ερχόταν

από μακριά. Λοξοκοίταξε τον Μπαμπλ καθώς μπήκε, όμως μόλις κατα­

δέχτηκε να κουνήσει το κεφάλι του σ' ανταπόδοση του χαιρετισμού του.

Μα κι ο κύριος Μπαμπλ δεν πήγαινε πίσω σε αξιοπρέπεια· κι αν ακό­

μα ο ξένος του φερνόταν με περισσότερη οικειότητα, αυτός θα κρατού­σε τη θέση του . Έτσι ήπιε το τζιν του αμίλητος και διάβασε την εφημε­

ρίδα του με μεγάλη επίδειξη εμβρίθειας και κύρους.

Page 90: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 329

Συνέβη ώστόσο, όπως συμβαίνει πολύ συχνά όταν οι άνθρωποι βρί­

σκονται κάτω από τέτιες συνθήκες, ο κύριος Μπαμπλ να αισθάνεται κά­

θε λίγο και λιγάκι έναν πανίσχυρο κι ακατανίκητο πειρασμό να ρίξει μια

κλεφτή ματιά στον ξένο · και όποτε τόκανε αυτό , aποτραβούσε τα μάτια

του με κάποια ταραχή, ανακαλύπτοντας πως ο ξένος έρριχνε και κείνος

τη στιγμή αυτή μια παρόμοια ματιά σ' αυτόν. Η αμηχανία του κυρίου

Μπαμπλ μεγάλωνε απ' την πολύ περίεργη έκφραση της ματιάς του ξένου , που είταν διαπεραστική και λαμπερή, αλλά σκιαζόταν απόνα συνοφρύω­

μα δυσπιστίας και υποψίας, διαφορετικό από κάθε άλλο πούχε δει ώς τό­

τε και που σ' έκανε να αισθάνεσαι άσκημα βλέποντάς το.

Όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν έτσι πολλές φορές, ο ξένος, με μια

τραχιά, βαθιά φωνή, έκοψε τη σιωπή:

- Ψάχνατε για μένα, - είπε , - όταν κοιτάξατε απ' το παράθυρο;

-Όχι, δε νομίζω, εχτός αν είστε ο κύριος ... Εδώ ο κύριος Μπαμπλ σταμάτησε · γιατί είταν περίεργος να μάθει τ'

όνομα του ξένου και σκέφτηκε πως μες στην ανυπομονησία του ο άλλος

ίσως συμπλήρωνε το κενό.

- Βλέπω πως δεν κοιτούσατε για μένα, - είπε ο ξένος με μιαν έκ­

φραση ήρεμου σαρκασμού να τρεμοπαίζει στα χείλη του, - αλλιώς θα ξέ­

ρατε τ' όνομά μου. Δεν το ξέρετε. Θα σας συνιστούσα να μη ζητήσετε να

το μάθετε .

- Δεν το είπα για κακό, νεαρέ, - παρατήρησε με μεγαλοπρέπεια ο

κύριος Μπαμπλ.

- Ούτε και κάνατε κανένα κακό, - είπε ο ξένος. Δεύτερη σιωπή ακολούθησε το σύντομο αυτό διάλογο που την έκοψε

και πάλι ο ξένος :

- Σα να σας έχω ξαναδεί, νομίζω, - ε ίπε . - Είσαστε ντυμένος δια­

φορετικά κείνο τον καιρό και σας είχα δει μια φορά στο δρόμο, ωστόσο αυτό μου είταν αρκετό για να σας αναγνωρίσω πάλι. Είσαστε επίτροπος

κάποτε εδώ, έτσι δεν είναι;

- Είμουν, - είπε ο κύριος Μπαμπλ με κάποιαν έκπληξη , - ενοριακός

επίτροπος.

- ΑΚ(Η.βc6ς, - απάντησε ο άλλος κουνώντας το κεφάλι. - Μ' αυτή την ιδιότητα σας είχα γνωρίσει. Τι είστε τώρα;

- Διευθυντής του Φτωχοκομείου, - απάντησε ο κύριος Μπαμπλ αργά

κ' επιβλητικά για να εμποδίσει κάθε ανάρμοστη οικειότητα που ίσως επι­

χειρούσε να δείξει ο ξένος απέναντί του . - Διευθυντής του Φτωχοκομεί­

ου, νεαρέ!

- Θα φροντίζετε ασφαλώς με την ίδια οξυδέρκεια για το ατομικό σας

συμφέρον , όπως πάντα, - είπε ο ξένος κοιτώντας πονηρά κατάματα τον

Page 91: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

330 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

κύριο Μπαμπλ καθώς εκείνος σήκωσε τα μάτια του έκπληχτος στην

απροσδόκητη ερώτηση. -Μη διστάσετε ν' απαντήσετε ελεύθερα, άν­

θρωπέ μου. Σας ξέρω πολύ καλά, καθώς βλέπετε.

- Υποθέτω πως ένας παντρεμένος άνθρωπος, - απάντησε ο κύριος

Μπαμπλ σκιάζοντας τα μάτια του με το χέρι του κ' επιθεωρώντας τον ξέ­

νο απ' την κορφή ώς τα νύχια με φανερή αμηχανία, - δεν έχει περισσό­

τερες αντιρρήσεις να κερδίσει μια τίμια πέννα, όταν μπορεί, απ' όσες ένας εργένης. Οι ενοριακοί υπάλληλοι δεν πληρώνονται καλά και δεν

μπορούν ν' αρνηθούν μια μικρή έξτρα αμοιβή όταν τους την προσφέρουν

μ' ευγενικό και αρμόζοντα τρόπο .

Ο ξένος χαμογέλασε και κούνησε πάλι το κεφάλι του, σα νάθελε να

πει πως δεν είχε πέσει έξω στον άνθρωπό του· ύστερα χτύπησε το κου­

δούνι.

- Ξαναγέμισέ το, - είπε δίνοντας τ' αδειανό ποτήρι του κυρίου Μπα­

μπλ στον κάπελα. - Νάναι δυνατό και καυτό. Σ' αρέσει έτσι, υποθέτω.

-Όχι πολύ δυνατό, - απάντησε ο κύριος Μπαμπλ μ' ένα διακριτικό

βήξιμο.

-Καταλαβαίνεις τι πάει να πει αυτό, κάπελα! - είπε ξερά ο ξένος.

Ο κάπελας χαμογέλασε, εξαφανίστηκε και σε λίγο ξαναγύρισε μ' ένα

αχνιστό κρασοπότηρο που η πρώτη γουλιά έφερε δάκρυα στα μάτια του

κυρίου Μπαμπλ.

-Τώρα άκούσε με, - είπε ο ξένος αφού έκλεισε την πόρτα και το

παράθυρο. -Ήρθα σ' αυτό το μέρος σήμερα για να σε βρω· και από μια

απ' τις συμπτώσεις εκείνες που ο διάβολος ρίχνει καμιά φορά στο δρό­

μο των φίλων του , μπήκες μέσα στην ίδια σάλα που καθόμουνα την ώρα

ακριβώς που σε είχα πάνω απ' όλα στο μυαλό μου. Θέλω κάποια πλη­

ροφορία από σένα. Δε σου ζητάω να μου τη δώσεις τζάμπα, όσο ασή­

μαντη κι αν είναι. Τσέπωσε πρώτα-πρώτα αυτά για ν' αρχίσουμε.

Καθώς μιλούσε, έσπρωξε δυο χρυσές λίρες πάνω στο τραπέζι προς το

μέρος του συνομιλητή του , προσεχτικά, σα να μην ήθελε το κουδούνισμα

των νομισμάτων ν' ακουστεί παραέξω. Όταν ο κύριος Μπαμπλ εξέτασε

επισταμένα τα νομίσματα για να βεβαιωθεί πως είταν γνήσια και τάβα­

λε με μεγάλη ικανοποίηση στην τσέπη του γιλέκου του, εξακολούθησε:

- Φέρε τη μν1Ίμη σου πίσω -στάσου να δω- δώδεκα χρόνια απ' τον

περασμένο χειμώνα.

-Είναι πολύς καιρός, -είπε ο κύριος Μπαμπλ. -Εντάξει. Τόκανα.

-Σκηνή, το Φτωχοκομείο.

- Ωοαία . -Και ώρα, νύχτα .

-Έγινε.

Page 92: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 331

-Και τόπος, η άθλια τρύπα, όπου κι αν είταν, όπου άθλια γύναια του

δρόμου χάριζαν τη ζωή, που τόσο συχνά έχαναν οι ίδιες, σε κλαψιάρικα

παιδιά για να τ' αναθρέψει η Ενορία κ' έκρυβαν την ντροπή τους, που να τις πάρει ο διάολος, στον τάφο!

-Θες να πεις για το δωμάτιο όπου ξεγεννάνε; -είπε ο κύριος Μπα­

μπλ που δυσκολευόταν να παρακολουθήσει την εξημένη περιγραφή του

ξένου. -Ναι, -είπε ο ξένος. -Ένα αγόρι γεννήθηκε εκεί.

-Πολλά, -παρατήρησε ο κύριος Μπαμπλ κουνώντας απελπισμένα το

κεφάλι του.

-Δεν πα να πνιγούν όλα τους, - φώναξε ο ξένος. -Εγώ σου μιλάω

για ένα ορισμένο, ένα χλωμό νιάνιαρο που είταν τσιράκι δω πέρα σ' ένα

φερετροποιό, που μακάρι νάχε κάνει το κιβούρι που και νάχε καρφώσει

το κουφάρι του μέσα, και που ύστερα τόσκασε, όπως νομίζουν, για το

Λονδίνο.

-Α, εννοείς τον Όλιβερ! Τον νεαρό Τουίστ! -είπε ο κύριος Μπα­

μπλ. -Βεβαίως τον θυμάμαι. Δεν υπήρχε πιο ελεεινό παλιόπαιδο ... -Δεν είναι γι αυτόν που θέλω ν' ακούσω· αρκετά μου φάγανε τ' αυ­

τιά για τα μούτρα του, -απάντησε ο ξένος σταματώντας τον κύριο Μπα­

μπλ πάνω που άρχιζε ένα κατηγορητήριο για τα ελαττώματα του φτωχού

Όλιβερ. -Θέλω να μάθω για μια γυναίκα, για τη γριά στρίγγλα που φρό­

ντισε τη μάνα του. Πού είναι;

-Πού είναι; -είπε ο κύριος Μπαμπλ που το τζιν τον είχε φέρει στο

κέφι. - Θάταν δύσκολο να σου πω. Δεν έχουν ανάγκη από μαμές εκεί

που έχει πάει· γι αυτό υποθέτω πως είναι άνεργη κει πέρα.

-Τι θες να πεις; -ρώτησε αυστηρά ο ξένος.

-Πως πέθανε τον περασμένο χειμώνα, -απάντησε ο κύριος Μπα-

μπλ. Ο ξένος τον κοίταξε κατάματα ακούγοντας αυτή την πληροφορία και

μ' όλο που δεν τράβηξε καθόλου τα μάτια του από πάνω του για μερικά

λεπτά, το βλέμμα του έγινε σιγά-σιγά aπλανές κι αφηρημένο, και φάνη­κε σα βυθισμένος σε σκέψεις. Για λίγην ώρα φαινόταν δίβουλος αν έπρε­

πε να νιώσει ανακούφιση ή απογοήτευση απ' την είδηση· στο τέλος όμως

ανάσανε πιο ελεύθερα· και τραβώντας τα μάτια του, είπε πως αυτό δεν

είχε μεγάλη σημασία. Και σηκώθηκε σα να ετοιμαζόταν να φύγει. Όμως ο κύριος Μπαμπλ είταν αρκετά πονηρός και είδε μονομιάς πως

ανοιγόταν μια περίφημη ευκαιρία για την επικερδή εκμετάλλευση κά­

ποιου μυστικού που βρισκόταν στην κατοχή της συμβίας του. Θυμόταν καλά τη βραδιά του θανάτου της γριάς Σάλη, που τα περιστατικά εκεί­

νης της μέρας τού είχαν δώσει αρκετές αφορfλ-ές να τη θυμάται μια και

Page 93: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

332 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

με την ευκαιρία εκείνη είχε κάνει πρόταση γάμου στην κυρία Κόρνεϋ,

και μ' όλο που η κυρία αυτή δεν του είχε εμπιστευθεί ποτέ το μυστικό

που μόνη αυτή ήξερε, είχε ακούσει αρκετά για να καταλάβει πως το μυ­στικό αυτό συνδεόταν με κάτι που είχε συμβεί όταν η γριά περιποιόταν

τη νεαρή μητέρα του Όλιβερ Τουίστ. Ξαναφέρνοντας βιαστικά το περι­

στατικό αυτό στη μνήμη του, πληροφόρησε τον ξένο με ύφος μυστηριώ­

δες πως μια γυναίκα είχε κλειστεί μονάχη με τη γριά μέγαιρα λίγο προ­

τού πεθάνει και πως η γυναίκα αυτή μπορούσε , όπως είχε λόγους να πι­

στεύει, να χύσει κάποιο φως στο αντικείμενο της έρευνάς του.

-Πώς μπορώ να τη βρω; -είπε ο ξένος παρατώντας κάθε επιφύλα­

ξη και δείχνοντας ολοκάθαρα πως όλοι οι φόβοι του (όποιοι κι αν είταν)

είχαν ξαναξυπνήσει μ' αυτή την πληροφορία. - Μονάχα με τη μεσολάβηση τη δικιά μου, -απάντησε ο κύριος Μπα-

μπλ.

- Πότε; - φώναξε με αγωνία ο ξένος.

-Αύριο, -απάντησε ο Μπαμπλ.

-Στις εννιά το βράδι, - είπε ο ξένος βγάζοντας ένα κομμάτι χαρτί

και γράφοντας πάνω μια μακρινή διεύθυνση κοντά στο ποτάμι, με γράμ­

ματα που μαρτυρούσαν την ταραχή του. -Στις εννιά το βράδι να μου τη

φέρεις εκεί. Δεν είναι ανάγκη να σου πω να κρατήσεις το στόμα σου

κλειστό . Είναι το συμφέρον σου.

Με τα λόγια αυτά τράβηξε πρώτος κατά την πόρτα, αφού στάθηκε για

να πληρώσει τα ποτά που είχαν πιει. Κάνοντας την παρατήρηση πως οι

δρόμοι τους είταν διαφορετικοί, έφυγε χωρίς άλλες κουβέντες εχτός από

μιαν εμφαντική επανάληψη της ώρας του ραντεβού που είχαν ορίσει για

την επόμενη νύχτα.

Κοιτάζοντας τη διεύθυνση , ο ενοριακός λειτουργός πρόσεξε πως δεν

ανέφερε κανένα όνομα. Ο ξένος δεν είχε ξεμακρύνει πολύ· έτσι έτρεξε πίσω του να τον ρωτήσει.

- Τι θες; - φώναξε ο ξένος στρέφοντας απότομα καθώς ο Μπαμπλ

τον άγγιξε στο μπράτσο. -Με παίρνεις από πίσω;

- Μονάχα για να σου κάνω μιαν ερώτηση, -είπε ο άλλος δείχνοντας

το κομμάτι το χαρτί. -Ποιο όνομα πρέπει να ζητήσω;

- Μονκς! -απάντησε ο ξένος κι απομακρύνθηκε βιαστικά.

Page 94: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XXXVIII

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΤΟ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΙ ΕΝΑΝ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΌ

ΓΙΑ ΤΟ τΙ ΕΓΙΝΕ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΜΠΑΜΠΛ

ΚΑΙ ΣτΟΝ ΜΟΝΚΣ, ΣΤΗ ΝΥΧτΕΡΙΝΉ ΤΟΥΣ ΣΥΝΆΝΤΗΣΗ.

Είταν μια σκοτεινή, βαριά, aποπνιχτική καλοκαιριάτικη βραδιά. Τα σύννεφα που μαζεύονταν απειλητικά όλη τη μέρα aπλώνονταν σε

μια πυκνή και γλιτσερή μάζα ατμού που αναλυόταν κιόλας σε χο­

ντρές στάλες βροχής κ' έδειχνε να προμηνάει καταιγίδα με βροντές και

κεραυνούς, όταν ο κύριος και η κυρία Μπαμπλ, βγαίνοντας απ' τον κε­

ντρικό δρόμο της πολιτείας, κατευθύνθηκαν προς έναν αραιοχτισμένο συ­νοικισμό από ερειπωμένα σπίτια, κάπου ενάμιση μίλι έξω απ' την πολι­

τεία, σ' ένα χαμηλό βαλτότοπο που συνόρευε με το ποτάμι.

Είταν κ' ο ι δυο τυλιγμένοι σε παλιά και τριμένα παλτά που εξυπηρε­

τούσαν ίσως τον διπλό σκοπό: να τους προφυλάνε απ' τη βροχή και να

τους προστατεύουν απ' τα μάτια του κόσμου . Ο σύζυγος κρατούσε ένα

φανάρι που δεν είταν ωστόσο αναμένα και προχωρούσε μερικά βήματα μπροστά σα για να δίνει - μια κι ο δρόμος είταν λασπερός- στη γυ­

ναίκα του το πλεονέχτημα να πατάει πάνω στις βαριές του πατημασιές.

Περπατούσαν μέσα σε βαθιά σιωπή· κάθε λίγο και λιγάκι ο κύριος Μπα­

μπλ αργοπορούσε το βήμα και γύριζε πίσω το κεφάλι σα για να βεβαι­ωθεί πως η σύντροφος της ζωής του τον ακολουθούσε. Ύστερα, ανακα­

λύπτοντας πως είταν πολύ κοντά πίσω του, τάχυνε το ρυθμό και προχω­

ρούσε πιο γοργά προς το μέρος του προορισμού τους .

Το μέρος αυτό είταν πασίγνωστο σα λημέρι κακοποιών που ενώ έκα­

ναν πως κέρδιζαν τη ζωή τους δουλεύοντας, συντηρούνταν κυρίως απ' τη

ληστεία και το έγκλημα. Είταν ένα συνοθύλευμα από τρώγλες, άλλες χτι­

σμένες βιαστικά με τούβλα, άλλες με παλιά σαρακοφαγωμένα ξύλα από καράβια, που υψώνονταν άταχτα και λίγα μόλις πόδια απ' την όχθη του

ποταμού . Μερικές σάπιες βάρκες είταν τραβηγμένες στη λάσπη και δε-

μένες στην αποβάθρα που έζωνε την ακροποταμιά. Εδώ και κει, ένα κουπί, ένα παλαμάρι, έδιναν από πρώτη ματιά την

εντύπωση πως οι κάτοικοι των άθλιων αυτών σπιτιών δούλευαν στο πο-

Page 95: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

334 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

τάμι· όμως μια ματιά στα θρυμματισμένα και άχρηστα αυτά σύνεργα που

είταν σκόρπια εδώ και κει, θα οδηγούσε χωρίς μεγάλη δυσκολία έναν

περαστικό στη διαπίστωση πως είταν εκτεθειμένα εκεί μάλλον για να

κρατάνε τα προσχήματα παρά από οποιαδήποτε πρόθεση να χρησιμο­

ποιηθούν πραγματικά.

Στην καρδιά του συνοθυλεύματος αυτού των καλυβιών, άκρη-άκρη στο

ποτάμι, ορθωνόταν ένα τεράστιο χτίριο που χρησιμοποιόταν άλλοτε σαν · εργοστάσιο και που τα πάνω του πατώματα κρέμονταν πάνω απ' το νε­

ρό . Στον καιρό του θάδινε, όπως φαίνεται, δουλειά στους κατοίκους των

παραπηγμάτων που το τριγύριζαν. Όμως από καιρό τώρα είχε ερειπω­

θεί. Τα ποντίκια, ο σάρακας κ' η υγρασία είχαν σαπίσει τις κολώνες που

πάνω τους στηριζόταν, κ' ένα μεγάλο μέρος του χτιρίου είχε βουλιάξει

κιόλας στο νερό, ενώ το υπόλοιπο είχε γείρει πάνω απ' το σκοτεινό ρεύ­μα και φαινόταν να περιμένει μιαν ευνο·ίκή ευκαιρία για ν' ακολουθήσει

τον παλιό του σύντροφο και να υποκύψει στην ίδια μοίρα. Μπροστά στο ερειπωμένο αυτό χτίριο σταμάτησε το ερίτιμο ζεύγος

καθώς η πρώτη βροντή ενός μακρινού κεραυνού τράνταζε την ατμόσφαιρα

κ' η βροχή άρχιζε να πέφτει με ορμή.

- Κάπου δω πρέπει νάναι, - είπε ο Μπαμπλ συμβουλευόμενος το χαρ­

τί που κρατούσε στο χέρι του.

- Έι, εκεί κάτω, - φώναξε μια φωνή από ψηλά .

Ακολουθώντας τον ήχο, ο κύριος Μπαμπλ σήκωσε το κεφάλι και διέ­

κρινε έναν άνθρωπο που κοιτούσε από μια πόρτα, ψηλή ως μισό μπόι,

στο δεύτερο πάτωμα.

- Περιμένετε ένα λεπτό, - φώναξε η φωνή. - Κατεβαίνω αμέσως.

Και το κεφάλι εξαφανίστηκε κ' η πόρτα έκλεισε . .:_Αυτός είναι; - ρώτησε η άξια σύζυγος του κυρίου Μπαμπλ. Ο κύριος Μπαμπλ κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

-Τότε το νου σου τι σου είπα, -είπε η προ"ίσταμένη, -και πρόσεχε

να λες όσο λιγότερα μπορείς, γιατί αλλιώς θα προδοθούμε αμέσως.

Ο κύριος Μπαμπλ, πούχε κοιτάξει το χτίριο με πολύ ανήσυχο βλέμ­

μα, είταν προφανώς έτοιμος να εκφράσει κάποια αμφιβολία σχετικά με

τη σκοπιμότητα να προχωρήσουν περισσότερο στην επιχείρηση, όταν τον σταμάτησε η εμφάνιση του Μονκς που, ανοίγοντας μια μικρή πορτίτσα

εκεί κοντά που στέκονταν, τους έκανε νόημα να μπουν .

- Ελάτε! - φώναξε ανυπόμονα χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα.

- Μη με κρατάτε εδώ!

Η γυναίκα που φαινόταν να διστάζει στην αρχή , μπήκε θαρρετά μέ­σα χωρίς δεύτερη πρόσκληση. Ο κύριος Μπαμπλ, που ντρεπόταν ή φο­

βόταν να μείνει πίσω, την ακολούθησε, φανερά δισταχτικός και δίχως

Page 96: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥIΣΤ 335

ίχνος απ' την περίφημη εκείνη αξιοπρέπεια που είταν συνήθως το κύριο

χαραχτηριστικό του .

-Τι στο διάολο σας έκανε να στέκεστε κει πέρα κάτω απ' τη βροχή;

-είπε ο Μονκς στρέφοντας στον Μπαμπλ αφού αμπάρωσε την πόρτα πί-

σω τους .

-Να! .. δρο ... δροσιζόμασταν , -τραύλισε ο Μπαμπλ κοιτάζοντας φο­

βισμένα γύρω του.

-Δροσιζόσασταν! -φώναξε ο Μονκς. - Ούτε όλη η βροχή που έπε­

σε ή θα πέσει ποτέ δεν μπορεί να σβήσει την κολασμένη φλόγα που κου­

βαλάει ο άνθρωπος μέσα του. Δε θα δροσιστείτε τόσο εύκολα. Μην το

νομίζετε.

Με τ' όμορφο αυτό λογύδριο ο Μονκς στράφηκε κ' έσκυψε στην προ"ί­

σταμένη και στύλωσε το βλέμμα του π_άνω της, ώσπου εκείνη , που δε δεί­

λιαζε και τόσο εύκολα, αναγκάστηκε να τραβήξει τα μάτια της και να τα

χαμηλώσει.

-Αυτή είναι η γυναίκα; -ρώτησε ο Μόνκς.

-Χμ! αυτή είναι η γυναίκα, - απάντησε ο κύριος Μπαμπλ μην ξε-

χνώντας τις συστάσεις της γυναίκας του.

-Θαρρείς πως οι γυναίκες δεν μπορούν να κρατήσουν μυστικά, ε;

- είπε η προ'ίσταμένη μπαίνοντας στη μέση κι ανταποδίνοντας, καθώς μι-

λούσε, το ερευνητικό βλέμμα του Μονκς.

-Ξέρω πως κρατάνε πάντοτε ένα ώσπου να μαθευτεί, -είπε ο Μον­

κς.

- Και ποιο μπορεί νάναι αυτό; -ρώτησε η προ'ίσταμένη .

-Η απώλεια, της υπόληψής τους, - απάντησε ο Μονκς. -Έτσι, σύμ-

φωνα με τον ίδιο κανόνα, όταν μια γυναίκα έχει πάρει μέρος σ' ένα μυ­

στικό που μπορεί να τη στείλει στην κρεμάλα ή στο κάτεργο, δε φοβά­

μαι μην ανοίξει το στόμα της σε κανέναν . Με καταλαβαίνεις, κυρά;

-Όχι, -απάντησε η προ'ίσταμένη κοκκινίζοντας ελαφρά καθώς μι­

λούσε. - Φυσικά δεν καταλαβαίνεις! -είπε ο Μονκς. Πού να καταλάβεις

εσύ!

Μ' ένα χαμόγελο μισοειρωνικό, μισοαπειλητικό κοίταξε τους δυο επι­

σκέπτες του και κάνοντάς τους ξανά νόημα να τον ακολουθήσουν, ο Μονκς διέσχισε γοργά το διαμέρισμα που είταν αρκετά μεγάλο, όμως χα­

μηλοτάβανο. Ετοιμαζόταν ν' ανεβεί μιαν απότομη σκάλα, ή καλύτερα ανε­

μόσκαλα, που έφερνε σ' ένα άλλο πάτωμα μ' αποθήκες, όταν η δυνατή

λάμψη μιας aστραπής χύθηκε απ' τ' άνοιγμα ακολουθούμενη απ' τη βρο­ντή του κεραυνού που έκανε το ετοιμόρροπο χτίριο να τρανταχτεί συθέ­

μελα.

Page 97: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

336 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

-Ακούστε! - φώναξε οπισθοχωρώντας. -Ακούστε! Κουτρουβαλάει

και βρυχιέται σάμπως ν' αντηχεί ανάμεσα από χίλιες σπηλιές όπου είναι

κρυμένοι οι διαβόλοι φεύγοντας την οργή του. Δεν μπορώ να τον ακούω!

Απόμεινε σιωπηλός για λίγο · κ' ύστερα, aποτραβώντας ξαφνικά τα χέ­

ρια του απ' το πρόσωπό του, έδειξε , προς απερίγραπτη σύγχυση του κυ­

ρίου Μπαμπλ, πόσο τα χαραχτηριστικά του είχαν παραμορφωθεί _και πό­σο χλωμός είχε γίνει.

- Αυτές οι κρίσεις με πιάνουν πότε-πότε, - είπε ο Μονκς παρατηρώ­

ντας την ταραχή του Μπαμπλ· - και καμιά φορά μου τις προκαλεί ο κε­

ραυνός . Μη νιάζεσαι πια για μένα. Πάει, μου πέρασε και τούτη τη φο­ρά.

Έτσι μιλώντας ανέβηκε πρώτος τη σκάλα και κλείνοντας γρήγορα-γρΊ1-

γορα τα παραθυρόφυλλα του δωματίου όπου τους οδηγούσε, χαμήλωσε

ένα φανάρι που κρεμόταν στην άκρη μιας τροχαλίας, περασμένης ανά­

μεσα σ' ένα απ ' τα χοντρά δοκάρια του ταβανιού, κ' έρριχνε ένα αμυδρό

φως πάνω σ' ένα παλιό τραπέζι και τρεις καρέκλες που είταν τοποθετη ­

μένες κάτωθέ του .

- Λοιπόν, - είπε ο Μονκς όταν κάθησαν κ' οι τρεις τους, όσο γρη­

γορότερα μπούμε στη δουλειά μας, τόσο το καλύτερο για όλους μας . Η

γυναίκα ξέρει περί τίνος πρόκειται, έτσι;

Η ερώτηση απευθυνόταν στον Μπαμπλ· όμως η γυναίκα του τον πρό­

λαβε, τονίζοντας πως ήξερε και πολύ καλά μάλιστα .

-Μιλάε ι σωστά αυτός εδώ όταν λέει πως είσουν μαζί με κείνη τη

στρίγγλα τη βραδιά που πέθανε και πως σου είπε κάτι ... - Για τη μητέρα του παιδιού που έλεγες; - συμπλήρωσε η προ"ίστα­

μένη διακόπτοντάς τον. - Ναι.

-Η πρώτη ερώτηση είναι τι λογής είταν η πληροφορία που σου έδω­

σε, - είπε ο Μονκς.

- Αυτή είναι η δεύτερη ερώτηση, - παρατήρησε η προ"ίσταμένη με με­

γάλη σιγουριά. -Η πρώτη είναι πόσο αξίζει η πληροφορία αυτή.

- Ποιος στο διάβολο μπορεί να το πει αυτό χωρίς να ξέρει τι λογής

είναι; - ρώτησε ο Μονκς.

- Κανένας καλύτερα από σένα· είμαι βέβαιη γι αυτό, - απάντησε η

κυρία Μπαμπλ, που δεν της aπόλειπε η ετοιμότητα, όπως μπορούσε χω­

ρίς κανέναν ενδοιασμό να πιστοποιήσει ο σύζυγός της. - Χμ! - έκανε ο Μονκς με σημασία και μ' ένα γεμάτο λαχτάρα ερευ­

νητικό βλέμμα· - ίσως υπάρχει και τίποτα χρυσάφι στη μέση, ε;

- Ίσως, -είταν η aτάραχη απάντηση. - Κάτι που της πήραν από πάνω της, - είπε ο Μονκς. - Κάτι που φο-

ρούσε. Κάτι που ...

Page 98: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 337

- Καλύτερα να πεις πόσα δίνεις, - τον έκοψε η κυρία Μπαμπλ.

-Έχω ακούσει κιόλας αρκετά για νάμαι σίγουρη πως εσύ είσαι ο άν-

θρωπος που θάπρεπε να μιλήσω.

Ο κύριος Μπαμπλ, που το έτερόν του ήμισυ δεν του είχε εκμυστη­

ρευτεί απ' το μυστικό περισσότερα απ' όσα κάτεχε απ' την πρώτη στιγ­

μή ο ίδιος, άκουγε το διάλογο αυτό με τεντωμένο λαιμό και. γουρλωμένα

μάτια που τα πήγαινε απ' τη γυναίκα του στον Μονκς κι απ' τον Μονκς

στη γυναίκα του με απροσχημάτιστη έκπληξη που μεγάλωσε ακόμα πε­

ρισσότερο, αν είταν δυνατόν, όταν ο Μονκς ρώτησε τι ποσό ζητούσε για

την αποκάλυψη.

-Πόσο αξίζει για σένα; - ρώτησε η γυναίκα το ίδιο επιφυλαχτικά

όπως πριν .

- Μπορεί και τίποτα, μπορεί και είκοσι λίρες, - απάντησε ο Μονκς.

- Μίλα, να δω τι απ' τα δυο.

- Πρόστεσε πέντε λίρες στο ποσό που είπες, δος μου εικοσιπέντε λί-

ρες σε χρυσάφι και θα σου πω όλα όσα ξέρω. - Ούτε κουβέντα δεν έχεις

να πάρεις πρωτύτερα.

- Εικοσπέντε λίρες! - φώναξε ο Μονκς κάνοντας πίσω .

- Μίλησα όσο πιο ξάστερα μπορούσα, -απάντησε η κυρία Μπαμπλ.

- Ούτε είναι δα και κανένα μεγάλο ποσό.

- Δεν είναι μεγάλο ποσό για ένα τιποτένιο μυστικό που μπορεί να

μην αξίζει και τίποτα όταν μου το πεις; - φώναξε ο Μονκς ανυπόμονα,

-και που έμεινε θαμένο δώδεκα ολόκληρα χρόνια και περισσότερο!

- Τέτια πράματα κρατάνε και, σαν το καλό κρασί, διπλασιάζουν την αξία τους με το πέρασμα του χρόνου, - απάντησε η προ'ίσταμένη διατη ­

ρώντας ακόμα την αποφασιστική της αδιαφορία . -Όσο για θαμένο που

λες, υπάρχουν μυστικά θαμένα δώδεκα χιλιάδες και δώδεκα εκατομμύ­

ρια χρόνια που σου σκαρώνουν κάτι ιστορίες ύστερα!

- Κι αν πληρώσω για το τίποτα; - ρώτησε ο Μονκς διστάζοντας.

- Μπορείς μια χαρά να τα ξαναπάρεις πίσω, - απάντησε η προ'ίστα-

μένη. - Είμαι μια γυναίκα μονάχη εδώ μέσα κι απροστάτευτη .

-Όχι μονάχη, αγαπητή μου, ούτε απροστάτευτη, - διαμαρτυρήθηκε

ο κύριος Μπαμπλ με φωνή που έτρεμε από φόβο . -Εγώ είμαι δω, αγα­

πητή μου. Κ' εξάλλου, - είπε ο κύριος Μπαμπλ ενώ τα δόντια του χτυ­

πούσαν καθώς μιλούσε, - ο κύριος Μονκς είναι πολύ κύριος για να σκε­

φτεί ν' ασκήσει βία σ' ενοριακά πρόσωπα. Ο κύριος Μονκς γνωρίζει πως δεν είμαι νέος, αγαπητή μου , καθώς επίσης και πως είμαι κάπως ηλι­

κιωμένος, μπορώ να πω· όμως έχει ακουστά, δεν έχω την παραμικρή αμ­φιβολία πως ο κύριος Μονκς έχει ακουστά, αγαπητή μου , ότι είμαι ένας

πολύ αποφασιστικός λειτουργός με υπερβολικά ασυνήθιστη δύναμη, αν

Page 99: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

338 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

θυμώσω. Δε χρειάζουμαι παρά ένα μικρό κούρντισμα μονάχα, αυτό εί­ναι όλο.

Καθώς μιλούσε ο κύριος Μπαμπλ, έκανε μια μελαγχολική προσπάθεια

ν' αρπάξει το φανάρι του με άγρια αποφασιστικότητα, κ' έδειξε ολοκά­θαρα, με την ταραγμένη έκφραση που είταν χαραγμένη σ' όλα του τα χα­

ραχτηριστικά, πως χ ρ ε ι α ζ όταν πραγματικά ένα μικρό κούρντισμα, κι

όχι και τόσο μικρό, για να κάνει μιαν οποιαδήποτε φιλοπόλεμη επίδει­

ξη, εχτός βέβαια αν είταν εναντίον των τροφίμων ή άλλου προσώπου ή

προσώπων, ειδικά εκπαιδευμένων γι αυτή την περίπτωση.

-Είσαι ηλίθιος, -είπε η κυρία Μπαμπλ σ' απάντηση. -Και θάκανες καλύτερα να κρατούσες τη γλώσσα σου .

- Θάκανε καλύτερα να την είχε κόψει ολότελα πριν έρθει, αν δεν

μπορεί να μιλήσει πιο σιγά, -είπε αγριεμένα ο Μονκς. -Έτσι! Είναι άντρας σου, ε;

- Άντρας να σου πετύχει! - κάγχασε η προ·ίσταμένη αντικρούοντας

την ερώτηση.

- Το φαντάστηκα μόλις μπήκατε, -απάντησε ο Μονκς παρατηρώντας

το άγριο βλέμμα που η κυρία έρριξε στο σύζυγό της καθώς μιλούσε.

-Τόσο το καλύτερο· νιώθω λιγότερο δισταγμό να κουβεντιάσω εμπορι­

κά με δυο ανθρώπους όταν βλέπω πως υπάρχει μονάχα μια θέληση ανά­

μεσά τους. Μιλάω σοβαρά. Κοίτα δω!

Έχωσε το χέρι σε μια τσέπη του και βγάζοντας ένα πάνινο πουγγί,

μέτρησε εικοσπέντε λίρες πάνω στο τραπέζι και τις έσπρωξε προς τη γυ­

ναίκα.

-Λοιπόν, -είπε, -μάζευέ τες, κι όταν η καταραμένη αυτή βροντή

του κεραυνού που νιώθω πως έρχεται να ξεσπάσει πάνω απ' το σπίτι,

σβήσε ι, βάλε μπροστά ν' ακούσουμε την ιστορία σου .

Όταν η βροντή του κεραυνού, που φαίνεται πως έπεσε πολύ κοντά κι

aντήχησε σχεδόν πάνω απ' τα κεφάλια τους, έσβησε, ο Μονκς σηκώνο­

ντας το πρόσωπό του απ' το τραπέζι έσκυψε μπροστά ν' ακούσει τι θά­

λεγε η γυναίκα. Τα πρόσωπα και των τριών άγγιζαν σχεδόν καθώς οι δυο

άντρες έγερναν πάνω απ' το μικρό τραπέζι στη λαχτάρα τους ν' ακού­

σουν και η γυναίκα έσκυβε και κείνη μπροστά για να κάνει ακουστό τον

ψίθυρό της. Οι αδύναμες aχτίδες του κρεμασμένου φαναριού, πέφτοντας

ολόισα πάνω τους, έκαναν πιο έντονη τη χλωμάδα και την ταραχή που

είταν χυμένη στις όψεις τους που, τριγυρισμένες απ' το πυκνό σκοτάδι,

έδειχναν από μακριά σα φαντάσματα.

-Όταν αυτή η γυναίκα που τη φωνάζαμε γριά-Σάλη πέθαινε, -άρ­

χισε η προ"ίσταμένη, - αυτή και γω είμαστε ολομόναχες.

-Δεν είταν κανένας κοντά; -ρώτησε ο Μονκς με τον ίδιο υπόκωφο

Page 100: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 339

ψίθυρο, -κανένας άρρωστος ή κάνας χαζός σε κανένα άλλο κρεβάτι;

Κανένας που μπορούσε ν' ακούσει, κ' ίσως να καταλάβει;

- Ούτε ψυχή, -απάντησε η γυναίκα -είμασταν ολομόναχες. Εγώ

μονάχα βρισκόμουν πλάι της όταν ο θάνατος απλώθηκε πάνω της.

- Ωραία! - είπε ο Μονκς κοιτώντας την προσεχτικά. - Λέγε παρα­

κάτω.

- Μιλούσε για μια νέα γυναίκα, -εξακολούθησε η προ'ίσταμένη ,

- πούχε φέρει στον κόσμο ένα παιδί μερικά χρόνια πρωτύτερα· όχι απλώς

στο ίδιο δωμάτιο, άλλα πάνω στο ίδιο κείνο κρεβάτι όπου ψυχομαχούσε.

-Έτσι, ε; - είπε ο Μονκς με χείλια που έτρεμαν και κρυφοκοιτώ­

ντας πάνω απ' τον ώμο του. -Κατάρα! Κοίτα σύμπτωση.

-Το παιδί είταν εκείνο που τού λεγες χτες το βράδι, - είπε η προ·ί­

σταμένη δείχνοντας με μιαν αδιάφορη κίνηση του κεφαλιού τον άντρα της. - Αυτουνού τη μάνα είχε κλέψει αυτή η νοσοκόμα.

-Ζωντανή ; -ρώτησε ο Μονκς.

-Πεθαμένη, - απάντησε η γυναίκα με κάτι σαν ανατριχίλα. - Έκλε-

ψε απ' το πτώμα, πριν καλά-καλά παγώσει, εκείνο που η νεκρή μάνα την

είχε παρακαλέσει με την τελευταία της πνοή να φυλάξει για χάρη του μι­

κρού.

- Το πούλησε; - φώναξε ο Μονκς με απελπισμένη λαχτάρα. -Το

πούλησε; Πού; Πότε; Σε ποιον; Πριν πόσον καιρό;

- Μόλις μούπε πως έκλεψε συγκεντρώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις

της, -είπε η προ'ίσταμένη , -έγειρε πίσω και πέθανε.

-Χωρίς να πει περισσότερα; - φώναξε ο Μονκς με φωνή που απ' την πολλή προσπάθεια που έβαζε να την κρατήσει σιγανή φαινόταν πιο

άγρια ακόμα . - Ψέματα. Δε με κορο'ίδεύεις εμένα. Είπε κι άλλα. Θα σας

ξεσκίσω και τους δυο αλλά θα μάθω τι είταν.

- Δεν ξεστόμισε άλλη λέξη, - είπε η γυναίκα ασυγκίνητη όπως φαι­νόταν (ενώ ο κύριος Μπαμπλ κάθε άλλο παρά τέτιο πράγμα έδειχνε) απ'

την αγριάδα του Μονκς, -αλλά έσφιξε γερά το φουστάνι μου με τόνα

της χέρι που είταν σφιχτοκλεισμένο, και όταν είδα πως είχε πεθάνει και της τράβηξα το χέρι με το ζόρι, το βρήκα να σφίγγει ένα κομματάκι βρώ­

μικο χαρτί.

- Που έγραφε .. . -πετάχτηκε ο Μονκς τεντώνοντας το λαιμό του. - Τίποτα, -απάντησε η γυναίκα. - Είταν μια απόδειξη ενεχυροδα-

νειστήριου.

- Για τι πράγμα; -ρώτησε ο Μονκς.

-Θα στο πω με την ώρα του , - είπε η γυναίκα. -Πιστεύω πως είχε

φυλάξει το κόσμημα για ένα διάστημα με την ελπίδα να βγάλει κάτι κ' ύστερα τόβαλε ενέχυρο και ψύλαγε ή σούψρωνε λεψτά για να πληρώνει

Page 101: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

340 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

κάθε χρόνο τον τόκο για να τόχει σίγουρο, έτσι που αν στο μεταξύ πα­

ρουσιαζόταν τίποτα, να μπορεί κάθε στιγμή να το εξαγοράσει. Τίποτα δεν παρουσιάστηκε· και καθώς σου είπα, πέθανε με το χαρτάκι τσαλα­

κωμένο και σκισμένο στο χέρι. Η προθεσμία τέλειωνε σε δυο μέρες. Με

τη σειρά μου και γω σκέφτηκα πως ίσως κάτι θάβγαινε απ' αυτό μια μέ­

ρα, κ' έτσι εξαγόρασα το ενέχυρο.

-Πού είναι τώρα; -ρώτησε γρήγορα-γρήγορα ο Μονκς.

-Εδώ, -απάντησε η γυναίκα . - Και ευτυχισμένη, θαρρείς, που το

ξεφορτωνόταν, πέταξε με βιάση πάνω στο τραπέζι ένα μικρό πέτσινο σακ­

κουλάκι που μόλις χωρούσε ένα ρολόι της τσέπης και που ο Μονκς, αρ­

πάζοντάς το, τ' άνοιξε, με δάχτυλα που έτρεμαν. Είχε μέσα ένα μικρό

χρυσό μενταγιόν και μέσα σ' αυτά δυο μπούκλες και μια απλή χρυσή βέ­

ρα.

- Έχει τη λέξη <<Αγνή>> χαραγμένη από μέσα, -είπε η γυναίκα.

-Υπάρχει αφημένο ένα κενό για το παράνομα, κ' ύστερα ακολουθεί η

ημερομηνία που είναι ένα χρόνο πριν γεννηθεί το παιδί. Έψαξα και τό­

μαθα αυτό.

-Κι αυτό είναι όλο; - είπε ο Μονκς ύστερα από μια προσεχτική κ'

επισταμένη εξέταση του περιεχομένου του μικρού σακκουλιού.

- Ναι, αυτό, -απάντησε η γυναίκα.

Ο κύριος Μπαμπλ πήρε μια βαθιά ανάσα, σα νάταν ευχαριστημένος

που έβλεπε πως η ιστορία είχε τελειώσει και δε γινόταν κουβέντα να δώ­

σουν τις εικοσιπέντε λίρες πίσω και πήρε τώρα θάρρος να σκουπίσει τον

ιδρώτα που έσταζε απ' την άκρη της μύτης του σ' όλο το διάστημα που

κρατούσε αυτός ο διάλογος .

- Δεν ξέρω τίποτα απ' όλη αυτή την ιστορία πέρα απ' αυτά που μπο­

ρώ να μαντέψω, - είπε η γυναίκα αποτεινόμενη στον Μονκς ύστερ' από

σύντομη σιωπή· -κι ούτε θέλω να ξέρω τίποτα· αυτό είναι πιο σίγουρο.

Όμως μπορώ να σου κάνω δυο ερωτήσεις; - Μπορείς, -είπε ο Μονκς δείχνοντας κάποια έκπληξη, -όμως αν

σου απαντήσω ή όχι, αυτό είναι άλλη ερώτηση.

-Κ' έτσι οι ερωτήσεις γίνονται τρεις, - παρατήρησε ο κύριος Μπα­

μπλ δοκιμάζοντας να το ρίξει λιγάκι στ' αστείο.

-Αυτό είναι που περίμενες να πάρεις από μένα; - ρώτησε η προ·ί­

σταμένη.

-Αυτό, - απάντησε ο Μονκς. - Η άλλη ερώτηση; -Τι σκοπεύεις να κάνεις μ' αυτό; Μπορεί να με βάλει σε τίποτα μπε-

λάδες; - Ποτέ, -απάντησε ο Μονκς. -Ούτε σένα, ούτε μένα. Κοίτα δω.

Μην κάνεις όμως ούτε βήμα μπροστά γιατί αλλιώς πας χαμένη.

Page 102: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 341

Με τα λόγια αυτά, έσπρωξε απότομα το τραπέζι και, τραβώντας ένα σιδερένιο χαλκά καρφωμένο στο πάτωμα, έρριξε πίσω το καπάκι μιας

πλατιάς καταπαχτής που άνοιξε κοντά στα πόδια του κυρίου Μπαμπλ κ'

έκανε τον κύριο αυτόν να τραβηχτεί πίσω αρκετά βήματα με μεγάλη βια­

σύνη .

- Κοιτάξτε κάτω, -είπε ο Μονκς χαμηλώνοντας το φανάρι μέσα στο

άνοιγμα. - Μη με φοβάστε. Θα μπορούσα μια χαρά να σας είχα γκρε­

μίσει μέσα την ώρα που καθόσασταν από πάνω, αν αυτός είταν ο σκο­

πός μου.

Παίρνοντας θάρρος, η προ"ίσταμένη πλησίασε στο χείλος κι ακόμα κι

ο ίδιος ο κύριος Μπαμπλ, σπρωγμένος από περιέργεια, διακινδύνευσε να

κάνει το ίδιο. Το θολό νερό, φουσκωμένο απ' τη δυνατή βροχή, κυλούσε

γοργά από κάτω· και κάθε άλλος θόρυβος έσβηνε μπροστά στους πα­

φλασμούς και τα στροβιλίσματα του νερού πάνω στους πρασινισμένους

και γλιτσερούς πασσάλους. Έναν καιρό από κάτω υπήρχε νερόμυλος. Τα

νερά, αφροκοπώντας και σπάζοντας γύρω στα λιγοστά σαπισμένα δοκά­

ρια και στα συντρίμμια του παλιού τροχού, φαίνονταν να χυμάνε μπρο­

στά με μια καινούργια ορμή όταν ελευθερώνονταν απ' τα εμπόδια που

μάταια είχαν προσπαθΊiσει να τους φράξουν το δρόμο.

-Άμα πετάξεις έναν άνθρωπο εδώ κάτω, που θα βρεθεί αύριο το

πρωί; - είπε ο Μονκς κουνώντας το φανάρι πέρα δώθε μες στο σκοτει­

νό βάραθρο.

- Δώδεκα μίλια πέρα στο ποτάμι, καμωμένος κομμάτια, -απάντησε

ο Μπαμπλ ανατριχιάζοντας σ' αυτή σκέψη.

Ο Μονκς τράβηξε το μικρό σακκουλάκι απ' τον κόρφο του όπου τό­

χε χώσει βιαστικά και δένοντάς το σ' ένα μολυβένιο βαρίδι που είταν

τμήμα κάποιας τροχαλίας και βρισκόταν πεταμένο στο πάτωμα, το πέτα­

ξε στο ποτάμι. Έπεσε ολόισα σα σφαίρα, χτύπησε στο νερό μ' ένα μόλις

ακουστό πάφλασμα και χάθηκε. Κ' οι τρεις τους κοιτάχτηκαν και φάνη­

καν ν' ανασαίνουν πιο ελεύθερα.

- Εκεί! - είπε ο Μονκς κλείνοντας το καπάκι της καταπαχτής που

έπεσε βαριά στην πρωτινή του θέση. - Κι αν η θάλασσα ξεβράζει τους

νεκρούς της, όπως λένε τα βιβλία, θα κρατήσει το χρυσάφι και τ' ασήμι

της δικά της, και μαζί τους κι αυτό το παλιόπραμα. Δεν έχουμε τίποτα

περισσότερο να πούμε και μπορούμε να διαλύσουμε την ευχάριστη συ­

ντροφιά μας.

- Πολύ-πολύ ευχαρίστως, - είπε ο κύριος Μπαμπλ με μεγάλη προθυ-

μία. - Και θα κρατήσεις τη γλώσσα σου, έτσι; -είπε ο Μονκς μ' ένα απει­

λητικό βλέ!λfλα. - Τη γυναίκα σου δεν τη ψοβάμαι.

Page 103: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

342 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

- Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα, νεαρέ, -απάντησε ο κύριος Μπα­

μπλ με υπερβολική ευγένεια πισωπατώντας προς τη σκάλα καθώς υπο­

κλινόταν. - Για το καλό ολωνών, νεαρέ· και για το δικό μου, πιστέψτε

με, κύριε Μονκς.

- Χαίρουμαι για λογαριασμό σου που τ' ακούω αυτό, -παρατήρησε

ο Μονκς. -Άναψε το φανάρι σου! Και φύγετε από δω όσο πιο γρήγο­

ρα μπορείτε .

Είταν ευτύχημα που η κουβέντα σταμάτησε στο σημείο αυτό, ειδεμή ο

κύριος Μπαμπλ, που είχε οπισθοχωρήσει τόσο ώστε ν' απέχε ι έξη μόλις

ίντσες απ' τη σκάλα, θα κουτρουβαλούσε το δίχως άλλο στο κάτω δωμά­

τιο. Άναψε το φανάρι του απ' το φανάρι που ο Μονκς τόχε λύσει απ' το

σκοινί και το κρατούσε τώρα στο χέρι του και, χωρίς να κάνει άλλη προ­

σπάθεια να συνεχίσει τη συνομιλία, κατέβηκε αμίλητος, ακολουθούμενος απ' τη γυναίκα του. Ο Μονκς κατέβηκε πίσω τους, αφού στάθηκε για λί­

γο στα σκαλοπάτια να βεβαιωθεί πως δεν ακουγόταν κανένας άλλος θό­

ρυβος εχτός απ' το χτύπημα της βροχής και τ' ορμητικό κύλισμα του νε­

ρού.

Διέσχισαν το κάτω δωμάτιο αργά και με προφύλαξη γιατί ο Μονκς

αναπηδούσε σε κάθε σκιά · κι ο κύριος Μπαμπλ, κρατώντας το φανάρι

του ένα πόδι πάνω απ' το πάτωμα, περπατούσε όχι μονάχα με αξιοση ­

μείωτη προσοχή άλλα και μ' ένα αξιοθαύμαστα ελαφρό βήμα για έναν

άνθρωπο τόσο σωματώδη, ψάχνοντας με το βλέμμα νευρικά γύρω του για

μυστικές καταπαχτές. Η πόρτα απ' όπου είχαν μπει ξεκλειδώθηκε κι ανοί­

χτηκε αθόρυβα απ' τον Μόνκς αλλάζοντας απλώς ένα κούνημα του κε­φαλιού με τον μυστηριώδη οικοδεσπ6τη, το ζεύγος βυθίστηκε μες στο σκο­

τάδι και στην υγρασία.

Δεν είχαν καλά-καλά απομακρυνθεί και ο Μονκς, που φαινόταν να

νιώθει μιαν ακατανίκητη απέχθεια να μείνει μονάχος, φώναξε ένα παιδί που είταν κρυμένο κάπου από κάτω και προστάζοντάς το να προχωρή­

σει μπροστά και να κραη1σει το φως, ξαναγύρισε στο δωμάτιο που μό­

λις είχε εγκαταλείψει.

Page 104: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΧΧΧΙΧ

ΣτΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΤΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΜΕΡΙΚΑ ΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΑ

ΠΡΟΣΩΠΑ, ΓΝΩΣΤΑ ΚΙΟΛΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

ΜΟΝΚΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΒΡΑΙΟ ΝΑ ΣΥΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ.

τ' άλλο βράδι, ύστερ' απ' τη συνάντηση των τριών aξιοσέβαστων

προσώπων που αναφέραμε στο τελευταίο κεφάλαιο και που είχαν

ταχτοποιήσει το μικρό τους ζητηματάκι, όπως αφηγηθήκαμε, ο κύ­

ριος Γουίλιαμ Σάικς , ξυπνώντας από έναν υπνάκο, ρώτησε νυσταγμένα τι

ώρα είταν .

Το δωμάτιο όπου ο Σάικς έκανε αυτή την ερώτηση δεν είταν κανένα

από κείνα που έμενε πριν απ' την εκστρατεία του Τσέρτσεϋ, μ' όλο που

βρισκόταν στην ίδια συνοικία της πολιτείας κι όχι σε μεγάλη απόσταση

απ' τα προηγούμενα καταλύματά του. Η κατοικία δεν είταν τόσο ζηλευ­

τή σε εμφάνιση όπως τα παλιά του διαμερίσματα· είταν ένα άθλιο και

κακοεπιπλωμένο δωμάτιο με πολύ περιορισμένες διαστάσεις που φωτι­

ζόταν μονάχα από ένα μικρό παράθυρο στη γερτή στέγη κ' έβλεπε σ' ένα στενό και βρώμικο σοκάκι. Κι ούτε έλειπαν κι άλλες αποδείξεις για να

καταλάβει κανείς πως ο εξαίρετος κύριος είχε ξεπέσει, γιατί τα ελάχι­

στα έπιπλα και η ολοκληρωτική απουσία άνεσης μαζί με την εξαφάνιση

όλων των μικρών εκείνων κινητών πραγμάτων όπως τα διπλά ρούχα και

τ' ασπρόρρουχα, μαρτυρούσαν μια κατάσταση έσχατης ένδειας . Η ισχνή

και εξασθενημένη όψη του ίδιου του κυρίου Σάικς θα πιστοποιούσε απο­

λύτως τις ενδείξεις αυτές της φτώχειας αν είχαν οποιαδήποτε ανάγκη επι­

βεβαίωσης.

Ο διαρρήχτης είταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, τυλιγμένος στην άσπρη

του μπέρτα που την είχε ριγμένη πάνω του σα ρόμπα. Τα χαραχτηριστι­

κά του δεν εξωρα"tζονταν καθόλου απ' τη θανάσιμη ωχρότητα της αρρώ­

στιας και την προσθήκη ενός ρυπαρού νυχτικού σκούφου και μιας σκλη­

ρής, κατάμαυρης γενειάδας μιας βδομάδας. Το σκυλί καθόταν πλάι στο

κρεβάτι πότε θωρώντας τον αφiντη του προσΕχτικά και πότΕ στυλώνο­ντας τ' αυτιά του και βγάζοντας ένα σιγανό γρύλλισμα καθώς κάποιος

θόρυβοs απ' το δρόμο ή απ' το κάτω μέρος του σπιτιού τραβούσΕ την

Page 105: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

344 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

προσοχή του. Στο παράθυρο καθόταν μια κοπέλα aπορροφημένη στο μπά­

λωμα ενός γιλέκου που αποτελούσε μέρος της καθημερινής περιβολής του ληστή. Είταν τόσο χλωμή και μαραμένη απ' την αγρύπνια και τη στέρη­

ση που με πολύ μεγάλη δυσκολία θ' αναγνώριζε κανείς σ' αυτήν εκείνη

τη Νάνση που έχει εμφανιστεί κιόλας σ' αυτή την ιστορία, αν δεν άκου­

γε τη φωνή της καθώς απαντούσε στην ερώτηση του Σάικς :

- Μόλις περασμένες εφτά, - είπε το κορίτσι. -Πώς νιώθεις απόψε,

Μπιλ;

-Αδύνατος σαν άχυρο, - απάντησε ο κύριος Σάικς με μια βλαστήμια

για τα μάτια του και για τα χεροπόδαρά του. -Πού είσαι, δος μου ένα

χέρι και βοήθησέ με να σηκωθώ απ' αυτό το καταραμένο κρεβάτι.

Η αρρώστια δεν είχε κάνει καλύτερο τον κύριο Σάικς γιατί καθώς η

κοπέλα τον σήκωσε και τον έφερνε σε μια καρέκλα, μουρμούρισε ένα

σωρό βρισιές για την αδεξιότητά της και τη χτύπησε .

- Άρχισες πάλι τις κλάψες, ε; - είπε ο Σάικς. -Έλα! Μη στέκεσαι κει πέρα και μας καταβρέχεις τώρα. Αν δεν μπορείς να κάνεις τίποτα

καλύτερο, άει στον αγύριστο. Μ' ακούς;

- Σ' ακούω, - απάντησε η κοπέλα γυρνώντας απ ' την άλλη μεριά και

βγάζοντας ένα βιασμένο γέλιο. - τι σου πέρασε πάλι απ' το μυαλό;

-Ω! το σκέφτηκες καλύτερα, ε; - μούγγρισε ο Σάικς παρατηρώντας

το δάκρυ που έτρεμε στο μάτι της. - Τόσο το καλύτερο για σένα.

- Τι, δε θες να πεις πως θάσαι σκληρός για μένα απόψε, Μπιλ; - εί­

πε το κορίτσι ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του .

- Όχι δα! - φώναξε ο Σάικς. - Γιατί όχι;

- Τόσες νύχτες, - είπε η κοπέλα με γυναικεία τρυφερότητα που έχυ-

νε κάτι σα γλυκύτητα ακόμα και στη δική της φωνή, -τόσες νύχτες ξα­

γρυπνούσα κοντά σου , φροντίζοντάς σε σα νάσουν παιδάκι· κι αυτήν, την

πρώτη που σε βλέπω καλά, δε θα τόθελες να με μεταχειριστείς όπως με μεταχειρίστηκες πριν από λίγο; Έλα, έλα, πες όχι.

-Καλά λοιπόν, -απάντησε ο κύριος Σάικς. -Όχι. Για κοίτα, πανά­

θεμά με . Άρχισε πάλι τις κλάψες!

- Δεν είναι τίποτα, -είπε η κοπέλα πέφτοντας σε μια καρέκλα.

- Μη νιάζεσαι για μένα. Γρήγορα θα μου περάσει.

-Τι θα σου περάσει; -ρώτησε ο Σάικς με άγρια φωνή. -Τι κουτα-

μάρα θες να πεις πάλι; Σήκω πάνω και ξέρνα ό,τι έχεις να πεις και μη

μου κολλάς εμένα μ' αυτές τις γυναικείες παλάβρες.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, η επίπληξη αυτή και ο τόνος της θάχαν φέ­

ρει το επιθυμητό αποτέλεσμα· όμως το κορίτσι, πραγματικά αδύνατο κ'

εξαντλημένο, έρριξε το κεφάλι πάνω απ' τη ράχη της καρέκλας και λι­ποθύμησε προτού ο κύριος Σάικς προλάβει να ξεστομίσει τις κατάλληλες

Page 106: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 345

βρισιές που μ' αυτές σε παρόμοιες περιπτώσεις είταν συνηθισμένος να

διανθίζει τις απειλές του. Μην ξέροντας πολύ καλά τι να κάνει μπροστά

στην ασυνήθιστη αυτή ανάγκη, γιατί οι υστερίες της Μις Νάνση είταν συ­

νήθως του βίαιου εκείνου είδους που ο άρρωστος χτυπιέται και τραβο­

λογιέται και συνέρχεται μόνος του χωρίς βοήθεια, ο κύριος Σάικς δοκί­

μασε μια μικρή βλαστήμια και βρίσκοντας τη μέθοδο αυτή της θεραπεί­

ας μη αποτελεσματική, φώναξε για βοήθεια.

- τι τρέχει εδώ, αγαπητέ μου; -είπε ο Φάγκιν κοιτώντας μέσα.

- Δώσε ένα χέρι στο κορίτσι, άντε, κουνήσου, -φώναξε ανυπόμονα

ο Σάικς. -Μη στέκεσαι και μου δείχνεις τα δόντια σου εμένα!

Μ' ένα επιφώνημα έκπληξης, ο Φάγκιν έτρεξε σε βοήθε ια του κορι­

τσιού ενώ ο κύριος 'Γζακ Ντόουκινς (αλλιώς Τσίφτης) που είχε ακολου­

θήσει το σεβαστό του φίλο μες στο δωμάτιο, aπίθωσε βιαστικά στο πά­

τωμα έναν μπόγο κι aρπάζοντας ένα μπουκάλι απ' τα χέρια του κυρίου

Τσάρλεϋ Μπαίητς που ερχόταν από πίσω του, το ξεσφράγισε μέσα σ' ένα

δευτερόλεπτο με τα δόντια του κ' έχυσε κάμποσο στο λαιμό της λιπόθυ­

μης κοπέλας, δοκιμάζοντας προηγουμένως μια γουλιά για να μη γίνει κα­

νένα λάθος.

- Κάνε της λίγο αέρα με το φυσερό, Τσάρλεϋ, - είπε ο κύριος Ντό­

ουκινς, -και συ χτύπα της τα χέρια, Φάγκιν, όσο να της ξεσφίξει ο Μπιλ τη ζώνη.

Αυτές οι συντονισμένες βοήθειες που της παρασχέθηκαν με τόση προ­

θυμία και θέρμη, ιδιάίτερα απ' τον κύριο Μπαίητς που έπαιζε το ρόλο του σα να επρόκειτο για καμιά διασκέδαση, δεν άργησαν να φέρουν το

επιθυμητό αποτέλεσμα. Το κορίτσι ξαναβρήκε σιγά-σιγά τις αισθήσεις

του· και τρεκλίζοντας ίσαμε μια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι, έκρυψε το

πρόσωπό της στο μαξιλάρι αφήνοντας τον κύριο Σάικς ν' αντιμετωπίσει

τους επισκέπτες με κάποια έκπληξη για την απροσδόκητη εμφάνισή τους. - Διάβολε, ποιος κακός άνεμος σ' έφερε κατά δω; -ρώτησε τον Φά­

γκιν.

- Κανένας κακός άνεμος, αγαπητέ μου, γιατί οι κακοί άνεμοι δε φέρ­

νουν τίποτα καλό και γω έχω φέρει μαζί μου κάτι καλό που θα χαρε ίς

πολύ να το δεις. Τσίφτη αγαπητέ μου, άνοιξε το πακέτο και δώσε στον Μπιλ τα πραγματάκια που γι αυτά ξοδέψαμε όλα μας τα λεφτά σήμερα

το πρωί.

Υπακούοντας στην παράκληση του κυρίου Φάγκιν, ο Τσίφτης έλυσε

τον μπόγο, που είταν αρκετά σεβαστός και είταν τυλιγμένος σ' ένα πα-

λιό τραπεζομάντηλο, κι άρχισε να δίνει ένα-ένα τα πράγματα που περι­είχε στον Τσάρλεϋ Μπαίητς που τα τοποθετούσε στο τραπέζι μ' ένα σω­ρό εγκώμια για τη σπανιότητα και την εξαιρετική τους ποιότητα.

Page 107: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

346 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

-Για δες κουνελόπιττα, Μπιλ, - αναφώνησε ο νεαρός αυτός κύριος

κρατώντας ψηλά μια τεράστια κρεατόπιττα έτσι που να τη βλέπουν όλοι, -είναι καμωμένη με τέτια τρυφερά ζωάκια, με τόσο τρυφερά ποδαράκια,

Μπιλ, που ακόμα και τα κόκαλά τους λυώνουν στο στόμα σου και δε σου

κάνει καρδιά να τα φτύσεις να και μισή λίβρα πράσινο τσάι των εφτάμι­

ση πεννών, τόσο δυνατό που αν τ' ανακατέψεις με βραστό νερό, μπορεί

να πετάξει το καπάκι του τσαγερού στον αέρα· να και μιάμιση λίβρα σκού­

ρα ζάχαρη που σίγουρα οι μαύροι θα τσακιστ11κανε να την κάνουν τόσο

νόστιμη και γλυκιά! Δυο φρέσκα σταρένια ψωμιά των δυο λιβρών, μια λί­

βρα φρέσκο βούτυρο, ένα κομμάτι διπλό τυρί Γκλώστερ και, το πιο φίνο

απ' όλα, λίγο απ' το καλύτερο πράμα που λιγουρεύτηκες ποτέ.

Με τον τελευταίο αυτό πανηγυρικό ο κύριος Μπαίητς έβγαλε απ' τις

τεράστιες τσέπες του ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί, προσεχτικά σφραγι­

σμένο, ενώ ο κύριος Ντόουκινς, την ίδια στιγμ1l, γέμισε ώς απάνω ένα

ποτήρι ρακί απ' το μπουκάλι που κρατούσε, και που ο άρρωστος το κα­

τέβασε χωρίς να διστάσει στιγμή.

-Α! -είπε ο Φάγκιν τρίβοντας τα χέρια του με μεγάλη ικανοποίη­

ση. -Θα γίνεις περδίκι, Μπιλ. Θα γίνεις περδίκι τώρα.

-Περδίκι! - φώναξε ο κύριος Σάικς. -Θα τάχα τινάξει είκοσι φο­

ρές ίσαμε τώρα πριν κάνετε του λόγου σας κάτι να με βοηθήσετε. Τι πά­

ει να πει αυτό, ν' aφήνεις έναν άνθρωπο σ' αυτή την κατάσταση, τρεις

βδομάδες και πιότερο, κακόψυχε μπαγαπόντη;

-Ω! ακούστε τον, ακούστε τον τι λέει, παιδιά! - είπε ο Φάγκιν ση­

κώνοντας τους ώμους του. -Και μεις που του κουβαλήσαμε αυτά τα όμορ­φα πράματα!

-Όσο για τα πράματα είναι εντάξει, -παρατήρησε ο κύριος Σάικς

λιγάκι ηπιότερα καθώς έρριξε μια ματιά στο τραπέζι. -Όμως τι έχεις

να πεις για του λόγου σου που μ' άφηκες δω πέρα πεινασμένο, άρρωστο, άδέκαρο και γω δεν ξέρω τι άλλο, δίχως καθόλου να γνιασιείς για μένα

όλον αυτό τον καιρό που χαροπάλευα, σα νάμουν τούτο δω το σκυλί

-βάλτον να κάτσει ήσυχα, Τσάρλεϋ!

-Ποτέ μου δεν ξανάδα τέτιο σκυλί, - φώναξε ο κύριος Μπαίητς κά-

νοντας κείνο που τούλεγαν. -Μυρίζεται τα φαγιά σαν τη γριά που πά­

ει για ψώνια! Θάκανε την τύχη του στη σκηνή αυτό το σκυλί και θα ξα­

νάδινε ζωή στο θέατρο.

-Τσακίσου, - φώναξε ο Σάικς καθώς το σκυλί χωνόταν κάτω απ' το

κρεβάτι γρυλλίζοντας ακόμα θυμωμένα. -τι δικαιολογίες θα μας ξε­

φουρνίσεις τώρα, γέρικο κουφάρι;

- Έλειπα απ' το Λονδίνο μια βδομάδα και περισσότερο, αγαπητέ μου ,

για μια δουλειά, - απάντησε ο Εβραίος.

Page 108: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 347

-Και τις άλλες δυο βδομάδες ; -ρώτησε ο Σάικς. - Πού είσουνα τού­

τες τις δεκαπέντε μέρες που μ' είχες αφήσει κρεβατωμένον δω πέρα, σαν

άρρωστο ποντίκι στην τρύπα του ;

-Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς Μπιλ, - απάντησε ο Φάγκιν. - Δεν

μπορώ να σου εξηγήσω τώρα καταλεπτώς, μπροστά σ' όλους, όμως δεν

μπορούσα να κάνω αλλιώς, στην τιμή μου.

-Σε τι; -βρυχήθηκε ο Σάικς με σιχασιά. -Πού είστε! · Κόψτε μου ένα κομμάτι από κείνη την πίττα ένας από σας για να βγάλω απ' το στό­

μα μου τούτη δω την αναγούλα που μούφεραν τα λόγια του.

-Μη θυμώνεις, αγαπητέ μου, -είπε ο Φάγκιν υποταχτικά. -Δε σε

ξέχασα ποτέ, Μπιλ, ούτε μια στιγμή.

- Μπα! Κόβω το κεφάλι μου γι αυτό, πού να με ξεχάσεις εσύ, - απά­

ντησε ο Σάικς μ' ένα πικρό χαμόγελο. - Συνωμοτούσες και μαγέρευες

τις παλιοδουλειές σου ποιος ξέρει πού όλο τούτο τον καιρό που εγώ τουρ­

τούριζα και καιγόμουνα απ' τον πυρετό δω μέσα, κ' έλεγες: ο Μπιλ θα

κάνει τούτο, ο Μπιλ θα κάνει κείνο, ο Μπιλ θα τα κάνει όλα, τζάμπα, με

το τίποτα, μόλις θα γίνει καλά · γιατί είναι κιόλας ολότελα aπένταρος και

θα δουλέψει μετά χαράς. Αν δεν είταν το κορίτσι, θα τάχα τινάξει. -Έλα τώρα, Μπιλ, - διαμαρτυρήθηκε ο Φάγκιν αδράχνοντας με λα­

χτάρα αυτή την τελευταία φράση . -Αν δεν είταν το κορίτσι, λες! Μα σε

ποιον άλλον χρωστάς εξόν απ' τον καημένο τον Φάγκιν ότι έχεις σήμε­

ρα ένα τόσο βολικό κορίτσι κοντά σου;

- Σ' αυτό λέει την αλήθεια! -είπε η Νάνση πλησιάζοντας με φούρια.

-Άστον τώρα. Άστον.

Η εμφάνιση της Νάνση έδωσε μια καινούργια στροφή στη συζήτηση

γιατί τα παιδιά, σ' ένα αδιόρατο νεύμα του πονηρού γέρο-Εβραίου, άρ­

χισαν να την ποτίζουν με ρακί που ωστόσο αυτή τόπινε πολύ φειδωλά,

ενώ ο Φάγκιν μ' ένα σωρό χωρατά κατάφερε να καταπραiJνει σιγά-σιγά το θυμό του κυρίου Σάικς κάνοντας πως παίρνει τις απειλές του σαν ένα

μικρό, χαριτωμένο αστείο και γελώντας με την καρδιά του σ' ένα-δυο χο­

ντρά του αστεία που ο κύριος Σάικς, αφού επανειλημένα κατέφυγε στο

μπουκάλι, ευδόκησε να κάνει.

-Όλα καλά κι άγια, - είπε ο κύριος Σάικς, -όμως πρέπει νάχω τί­

ποτα ψιλά από σένα απόψε.

-Δεν έχω πάνω μου, - απάντησε ο Εβραίος.

-Έχεις όμως πολλά στο σπίτι, -είπε ο Σάικς - και πρέπει νάχω λί-

γα από κει.

-Πολλά! - φώναξε ο Φάγκιν σηκώνοντας ψηλά τα χέρια. -Δεν έχω ούτε για να ... -Δεν ξέρω πόσα έχεις και μπορώ να πω καλά-καλά πως δεν ξέρεις

Page 109: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

348 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

κι ο ίδιος, καθώς θα σούπαιρνε ένα σωρό καιρό να τα μετρήσεις, - εί­

πε ο Σάικς -όμως πρέπει νάχω τίποτα ψιλά απόψε· κομένη.

-Καλά, καλά, - είπε ο Φάγκιν μ' έναν αναστεναγμό. - Θα στείλω

τον Τσίφτη σε λίγο. - Δεν έχεις να κάνεις τίποτα τέτιο, - απάντησε ο κύριος Σάικς. - Ο

Τσίφτης είναι κομμάτι πολύ Τσίφτης και θα ξεχάσει να γυρίσει ή θα χά­

σει το δρόμο ή θα τον κυνηγήσουν οι μπασκίνες κ' έτσι δε θα μπορέσει νάρθει ή θα βρει και γω δεν ξέρω ποια άλλη πρόφαση ακόμα, άμα στεί­

λεις αυτόν. Θα πεταχτεί η Νάνση ίσαμε κει να τα φέρει για νάμαστε σί­γουροι· και γω θα ξαπλώσω και θα πάρω έναν υπνάκο όσο θα λείπει.

Ύστερ' απόνα σωρό παζαρέματα και καυγάδες, ο Φάγκιν κατέβασε

το ποσό της προκαταβολής από πέντε λίρες σε τρεις λίρες, τέσσερα σε­

λίνια κ' έξη πέννες διαμαρτυρόμενος πως θα τούμεναν μονάχα δεκαοχτώ πέννες όλες κι όλες για να τα φέρει βόλτα. Ο κύριος Σάικς παρατήρησε

σκυθρωπά πως μια και δεν μπορούσε να πάρει περισσότερα, τι νάκανε,

θ ' αρκιόταν και σ' αυτά κι η Νάνση ετοιμάστηκε να συνοδεύσει τον

Εβραίο, ενώ ο Τσίφτης κι ο κύριος Μπαίητς έβαζαν τα φαγώσιμα στο

ντουλάπι. Ύστερα ο Φάγκιν, αποχαιρετώντας τον αγαπημένο του φίλο,

τράβηξε για το σπίτι ακολουθούμενος απ' τη Νάνση και τα παιδιά, ενώ ο κύριος Σάικς, έπεσε στο κρεβάτι και βολεύτηκε για να κοιμηθεί ώσπου

να ξαναγυρίσει η κοπέλα .

Σε λίγη ώρα έφτασαν στην κατοικία του Φάγκιν όπου βρ1Ίκαν τον Τό­

μπυ Κράκιτ και τον κύριο Τσίτλιγκ aφοσιωμένους στη δέκατη πέμπτη

παρτίδα τους μπεζίκι· είναι ολότελα περιττό να πούμε πως ο τελευταίος απ' αυτούς τους δυο κυρίους έχασε κι αυτή την παρτίδα και μ' αυτήν το

δέκατο πέμπτο και τελευταία εξάπεννό του, προς μεγάλη διασκέδαση των

νεαρών του φίλων. Ο κύριος Κράκιτ, προφανώς κάπως ντροπιασμένος που τον έβρισκαν να διασκεδάζει μ' έναν κύριο τόσο κατώτερό του σε

θέση και πνευματικά χαρίσματα, χασμουρήθηκε και ρωτώντας για τον

Σάικς, πήρε το καπέλο του να φύγει.

- Φάνηκε κανένας, Τόμπυ; - ρώτησε ο Φάγκιν.

-Ούτε γάτα, - απάντησε ο κύριος Κράκιτ σηκώνοντας το γιακά του .

- Πλήξη και των γονέων. Έπρεπε να φανείς κουβαρντάς, Φάγκιν, και

να μ' aνταμείψεις που σου φύλαγα το σπίτι τόσην ώρα. Μάνα μου, είμαι

ζαβλακωμένος σαν ένορκος και θάχα κοιμηθεί όπως κοιμούνται στο

Νιου Γκαίητ αν δεν είχα την ευγενική καλοσύνη να διασκεδάσω αυτόν εδώ τον νεαρό. Έχω πήξει απ' τη βαρεμάρα.

Με τέτια κι άλλα παρόμοια επιφωνήματα, ο κύριος Τόμπυ Κράκιτ μά­ζεψε τα κέρδη του και τάρριξε στην τσέπη του γιλέκου του μ' ένα υπε­

ροπτικό ύφος, σαν κάτι τέτια μικρά ασημένια νομίσματα νάταν ολότελα

Page 110: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 349

κατώτερα της προσοχής ενός ανθρώπου της δικής του αξίας . Ύστερ' απ'

αυτό, βγήκε κορδωμένος απ' το δωμάτιο με τόση κομψότητα και χάρη

που ο κύριος Τσίτλιγκ, ρίχνοντας άπειρα βλέμματα θαυμασμού στα πό­

δια του και στα υποδήματά του ώσπου εξαφανίστηκαν πίσω απ' την πόρ­τα, διαβεβαίωσε την ομήγυρη πως θεωρούσε ότι η ευχαρίστηση που τού­

διναν κάτι τέτιες γνωριμίες δεν του φαινόταν ακριβά πληρωμένη μ' εφτά­

μιση σελίνια για κάθε συνάντηση και πως καρφί δεν του καιγόταν για τη

χασούρα του.

- Βίδα που την έχε ις, μωρέ Τομ ! - είπε ο κύριος Μπαίητς σπάζοντας

κέφι με τη δήλωσή του.

- Καθόλου, - απάντησε ο κύριος Τσίτλιγκ. -Έχω, Φάγκιν ;

-Είσαι σπίρτο μονάχο, αγαπητέ μου , - είπε ο Φάγκιν χτυπώντας τον

στον ώμο και κλείνοντας το μάτι στους άλλους μαθητές. - Κι ο κύριος Κράκιτ είναι φίνος, δεν είναι, Φάγκιν; - ρώτησε ο

Τομ.

-Δεν υπάρχει αμφιβολία γι αυτό, αγαπητέ μου.

-Και είναι πολύ σπουδαίο νάχεις τη φιλία του, δεν είναι, Φάγκιν;

-Πάρα πολύ σπουδαίο, πραγματικά, αγαπητέ μου. Αυτοί τα λένε μο-

''-'άχα γιατ( ~ηλc-ύουν, Tot-tι, ποv δcν τη χα~α;c..ι. u " v.uτu-6ς .

- Α! - φώναξε ο Τομ θριαμβευτικά. -Αυτό είναι ! Με ξετίναξε. Αλλά

δε βαριέσαι, μπορώ να πάω και να κερδίσω άλλα όποτε θέλω, δεν μπο­

ρώ, Φάγκιν;

- Και βέβαια μπορείς, κι όσο πιο γρήγορα πας τόσο το καλύτερο, Τομ·

γι αυτό βγάλε τα χαμένα σου αμέσως και μη χάνεις περισσότερον και­

ρό . Τσίφτη! Τσάρλεϋ. Είναι καιρός που έχετε να βγείτε στην πιάτσα.

Άντε! Κοντεύει δέκα και δεν έγινε τίποτα ακόμα.

Υπακούοντας στην υπόδειξή του τα παιδιά, χαιρετώντας με το κεφά­

λι τη Νάνση, πήραν τα καπέλα τους και βγήκαν απ' το δωμάτιο. Ο Τσί­

φτης κι ο σκανταλιάρης ο φίλος του δεν έπαυαν ν' aστειεύονται καθώς

πήγαιναν κορο.ίδεύοντας και χασκογελώντας σε βάρος του κυρίου Τσίτ­

λιγκ που στη συμπεριφορά του , θάταν δίκαιο να το πούμε, δεν υπήρχε τί­

ποτα το πολύ εξαιρετικό και περίεργο, μια κ' υπάρχουν ένα σωρό τε­

τραπέρατοι νεαροί στην πολιτεία που πληρώνουν πολύ μεγαλύτερο τίμη­

μα απ' τον κύριο Τσίτλιγκ για να επιδειχτούν στην καλή κοινωνία και πά­

ρα πολλοί σπουδαίοι τζέντλεμαν (που αποτελούν την καλή κοινωνία που

αναφέραμε) που στηρίζουν την υπόληψή τους πάνω στις ίδιες ακριβώς βάσεις με τον λιμοκοντόρο Τόμπυ Κράκιτ.

-Τώρα, - είπε ο Φάγκιν, μόλις τα παιδιά βγήκαν απ' το δωμάτιο, -θα πάω να σου φέρω, Νάνση, κείνα τα ψιλά. Αυτό είναι, αγαπητή μου,

το κλειδί ενός μικρού ντουλαπιού όπου φυλάω μερικά μικροπράματα που

Page 111: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

350 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

μου φέρνουν τα παιδιά. Δεν κλειδώνω ποτέ τα λεφτά μου γιατί δεν έχω

τίποτα να κλειδώσω, αγαπητή μου -χα-χα-χα! τίποτα να κλειδώσω . Φτω­

χό επάγγελμα, Νάνση, και δε βγάζεις τίποτα· όμως μ' αρέσει να βλέπω

νιάτα γύρω μου , και τα υπομένω όλα, τα υπομένω όλα. Σσσσς .. ! -έκα­νε κρύβοντας βιαστικά το κλειδί στον κόρφο του. - Ποιος νάναι; Άκου!

Το κορίτσι που καθόταν στο τραπέζι με τα χέρια σταυρωμένα δε φά­

νηκε να ενδιαφέρθηκε καθόλου για την επίσκεψη ή να νιάστηκε για το αν το πρόσωπο αυτό, όποιο και νάταν, ερχόταν ή έφευγε, ώσπου ο ακα­

θόριστος ήχος μιας αντρικής φωνής έφτασε στ' αυτιά της. Μόλις όμως

άκουσε αυτό το θόρυβο, τράβηξε το καπέλο της και το σάλι της με τα­

χύτητα aστραπής και τάχωσε κάτω απ' το τραπέζι· και βλέποντας τον

Εβραίο να στρέφει αμέσως πίσω, έκανε πως παραπονιέται για τη ζέστη

μ' ένα νωχελικό τόνο που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την υπερβολι­

κή βιασύνη κι ορμή της κίνησής της αυτής, που πέρασε ωστόσο απαρα­

τήρητη απ' τον Φάγκιν που της είχε γυρισμένη την πλάτη τη στιγμή εκεί­

νη .

-Μπα ! -ψιθύρισε ο Εβραίος σάμπως ερεθισμένος απ' τη διακοπή.

- Είναι αυτός που περίμενα· ακούω που κατεβαίνε ι. Ούτε λέξη για τα

λεφτά όσο είναι δω, Νάνση. Δε θα μείνει πολύ. Ούτε δέκα λεπτά, αγα­

πητή μου.

Βάζοντας το κοκαλιάρικο δάχτυλό του στα χείλη του , ο Εβραίος πή ­

γε μ' ένα κερί στην πόρτα καθώς τα βήματα ακούστηκαν πάνω στις σκά­

λες απ' έξω . Έφτασε την ίδια στιγμή με τον επισκέπτη που μπαίνοντας

με φούρια στο δωμάτιο έπεσε σχεδόν πάνω στην κοπέλα πριν ακόμα τη δει.

Είταν ο Μονκς.

- Μια απ' τις μαθήτριες μου, - είπε ο Φάγκιν παρατηρώντας πως ο

Μονκς τραβήχτηκε βλέποντας μια ξένη. -Μη σηκώνεσαι, Νάνση. Η κοπέλα σύρθηκε πιο κοντά στο τραπέζι και κοιτάζοντας τον Μον­

κς με ύφος αδιάφορο, τράβηξε τα μάτια της από πάνω του· όμως, καθώς

εκείνος στράφηκε στον Φάγκιν, τούρριξε κλεφτά άλλο ένα βλέμμα τόσο

διαπεραστικό κ' ερευνητικό που αν βρισκόταν εκεί κάποιος να παρατη­

ρήσει την αλλαγή , δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει πως οι δυο ματιές

προέρχονταν απ' τον ίδιο άνθρωπο.

-Τίποτα νέα; - ρώτησε ο Φάγκιν .

-Σπουδαία.

- Και ... και ... καλά; -ρώτησε ο Εβραίος διστάζοντας σα να φοβόταν μήπως εξοργίσει τον άλλον δείχνοντας υπερβολικό ενδιαφέρον.

- Όχι άσκημα πάντως, - απάντησε ο Μονκς μ' ένα χαμόγελο. - Αυ­τή τη φορά έφτασα στην ώρα. Μπορώ να σου πω δυο λόγια ιδιαιτέρως;

Page 112: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 351

Το κορίτσι τραβήχτηκε πιο κοντά ακόμα στο τραπέζι και δεν προ­

σφέρθηκε να βγει απ' το δωμάτιο μ' όλο που έβλεπε πως ο Μονκς έδει­

χνε προς το μέρος της. Ο Εβραίος, τρέμοντας ίσως μήπως πει τίποτα για

τα λεφτά αν έκανε καμιά προσπάθεια να την ξεφορτωθεί, έδειξε προς τα πάνω και πήρε τον Μονκς έξω απ' την κάμαρα .

-Όχι σε κείνη την κολασμένη τρύπα που είμασταν την περασμένη

φορά, -άκουσε τον ξένο να λέει καθώς ανέβαιναν τις σκάλες ο Εβραί­

ος γέλασε και δίνοντας κάποια απάντηση που δεν μπόρεσε ν' ακούσει,

φάνηκε απ' το τρίξιμο των σανιδιών πως οδηγούσε τον επισκέπτη του στο

δεύτερο πάτωμα.

Πριν ακόμα ο ήχος των βημάτων τους πάψει v' αντηχεί, η κοπέλα έβγαλε τα παπούτσια της και ρίχνοντας το φουστάνι της πάνω απ' το κε­

φάλι και τυλίγοντάς το στα χέρια της, στάθηκε στην πόρτα τεντώνοντας τ' αυτιά της με την ανάσα κομένη από ενδιαφέρον. Τη στιγμή που ο θό­

ρυβος έπαψε, γλίστρησε έξω απ' το δωμάτιο, ανέβηκε τη σκάλα απίστευτα

ελαφρά κι αθόρυβα και χάθηκε ανάμεσα στο σκοτάδι που βασίλευε κει πάνω.

Το δωμάτιο απόμεινε έρημο για ένα τέταρτο της ώρας και περισσό­

τερο· το κορίτσι γλίστρησε πάλι μέσα σα φάντασμα όπως είχε βγει κι

αμέσως ύστερα οι δυο άντρες ακούστηκαν να κατεβαίνουν. Ο Μονκς βγή­

κε αμέσως στο δρόμο κι ο Εβραίος ανέβηκε πάλι πάνω για τα λεφτά.

Όταν ξαναγύρισε, το κορίτσι ταχτοποιούσε το καπέλο και το σάλι του σα

να ετοιμαζόταν να φύγει.

- Αλλά, Νάνση! -φώναξε ο Εβραίος αναπηδώντας καθώς έβαλε το κερί στο τραπέζι, -τί χλωμή που είσαι!

- Χλωμή! -επανέλαβε η κοπέλα σκιάζοντας τα μάτια με τα χέρια της

σα για να τον κοιτάξει καλύτερα.

- Φριχτά. Τι έπαθες;

-Τίποτα· μονάχα που κάθουμαι σ' αυτή την κλεισούρα και γω δεν ξέ-

ρω πόσην ώρα, - απάντησε αδιάφορα η κοπέλα. -Έλα! άσε με να φύ­γω, έτσι να σε χαρώ.

Μ' έναν αναστεναγμό για το κάθε νόμισμα ο Φάγκιν μέτρησε το πο­

σό στην παλάμη της. Χώρισαν χωρίς άλλες κουβέντες αλλάζοντας μονά­

χα ένα σκέτο «καληνύχτα».

Όταν το κορίτσι βρέθηκε στο δρόμο, κάθησε σ' ένα κατώφλι και φά­

νηκε για μερικά λεπτά ολότελα παραζαλισμένη κι ανίκανη να εξακολου­

θήσει το δρόμο της. Ξαφνικά σηκώθηκε· και παίρνοντας μια κατεύθυνση

εντελώς αντίθετη από κείνη όπου ο Σάικς περίμενε το γυρισμό της, τά­χυνε το βήμα της ώσπου σιγά-σιγά κατέληξε σ' ένα ορμητικό τρέξιμο .

Αφού εξαντλήθηκε ολότελα, σταμάτησε να πάρει ανάσα· και σα να συ-

Page 113: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

352 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

νήλθε ξαφνικά και να θρηνούσε την αδυναμία της να κάνει κάτι που λα­

χταρούσε , έπλεξε τα χέρια της και ξέσπασε σε δάκρυα.

Ίσως τα δάκρυά της να την ανακούφισαν- ίσως ν' αναλογίστηκε πό­

σο απελπιστική είταν η θέση της . Όπως και νάταν, γύρισε πίσω · και τρέ­

χοντας με την ίδια σχεδόν γρηγοράδα προς την αντίθετη κατεύθυνση, απ'

τη μια μεριά για να κερδίσει τον χαμένο καιρό κι απ' την άλλη για να

μπορεί να προφτάσει το ορμητικό ρεύμα των ίδιων της των λογισμών,

έφτασε γρήγορα στο σπίτι όπου είχε αφήσει το διαρρήχτη.

Και νάταν κάπως ταραγμένη όταν παρουσιάστηκε στον κύριο Σάικς,

αυτός δεν το πρόσεξε· γιατί αφού τη ρώτησε απλώς αν είχε φέρει τα λε­

φτά και πήρε καταφατική απάντηση, έβγαλε ένα μουγγρητό ικανοποίη­

σης και ξαναχώνοντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι, βυθίστηκε πάλι στον

ύπνο που ο ερχομός της είχε διακόψει.

Είταν ευτύχημα γι αυτήν που τα λεφτά που έφερε έκαναν τον Σάικς

την άλλη μέρα ν' απασχοληθεί τόσο πολύ με το φαγοπότι, και ταυτόχρο­

να είχαν ένα τόσο ευεργετικό αποτέλεσμα στο καλμάρισμα των νεύρων

του που δεν είχε ούτε τον καιρό, ούτε τη διάθεση να κάτσει να λεπτο­

λογήσει τη συμπεριφορά της. Αν επρόκειτο για τον ανοιχτομάτη Φάγκιν

ο αφηρημένος και νευρικός τρόπος της Νάνση, ανθρώπου που είναι έτοι­

μος να κάνει κάποιο θαρρετό και ριψοκίνδυνο βήμα που χρειάστηκε όχι

συνηθισμένη πάλη για να το αποφασίσει, δε θα τούχε διαφύγει το δίχως

άλλο και θάχε μυριστεί αμέσως τον κίνδυνο· όμως ο κύριος Σάικς, που

δεν είχε την οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητα του Φάγκιν και δεν

είχε πιο λεπτές ανησυχίες από κείνες που εκδηλώνονται με μια πεισμα­τάρικη, τραχιά συμπεριφορά απέναντι σ' όλους κ' επειδή ακόμα βρισκό­

ταν σε μιαν ασυνήθιστα ευχάριστη κατάσταση, όπως έχουμε κιόλας ανα­

φέρει πιο πάνω, δεν είδε τίποτα το παράξενο στη συμπεριφορά της και

πραγματικά σκοτιζόταν τόσο λίγο γι αυτήν που κι αν η ταραχή της είταν

πολύ περισσότερο φανερή, και τότε ακόμα θάταν πολύ απίθανο νάχε ξυ­πνήσει τις υποψίες του.

Όσο προχωρούσε η μέρα, η ταραχή της κοπέλας μεγάλωνε κι όταν

έφτασε η νύχτα και κάθησε παρακολουθώντας πότε ο ληστής θ' αποκοι­

μόταν απ' το πιοτό, μια ασυνήθιστη χλωμάδα απλώθηκε στα μάγουλά της

και μια φλόγα στα μάτια της, που ακόμα κι ο Σάικς το παρατήρησε μ'

έκπληξη.

Ο κύριος Σάικς, εξαντλημένος απ' τον πυρετό, είταν ξαπλωμένος στο

κρεβάτι παίρνοντας ζεστό νερό μαζί με το τζιν του για να το κάνει λι­

γότερο δυνατό κ' είχε σπρώξει το ποτήρι του στη Νάνση για να του το ξαναγεμίσει για τρίτη ή τέταρτη φορά, όταν η χλωμάδα της του πρωτό­

κανε εντύπωση.

Page 114: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 353

-Έι, που να με πάρει ο διάολος, -είπε ακουμπώντας στα χέρια του

καθώς ανασηκωνόταν και κοιτάζοντας προσεχτικά το κορίτσι στο πρό­

σωπο. -Είσαι σα να βγήκες απ' τον τάφο. τι τρέχει;

-Τι τρέχει! - απάντησε το κορίτσι. -Τίποτα. Τι με κοιτάς έτσι;

-Τι κουταμάρες είναι αυτές; - φώναξε ο Σάικς αρπάζοντάς την απ'

το μπράτσο και κοιτάζοντάς την άγρια. -Τι 'ναι αυτά; Τι πας να κάνεις;

Τι συλλογιέσαι;

- Πολλά πράματα, Μπιλ, - απάντησε το κορίτσι αναρριγώντας και

φέρνοντας τα χέρια της στα μάτια. -Όμως, Θεέ μου! Τι κακό βρίσκεις

σ' αυτό;

Ο τόνος της βιασμένης ευθυμίας που μ' αυτόν προφέρθηκαν τα τε­

λευταία λόγια, φάνηκε να κάνει βαθύτερη εντύπωση στον Σάικς απ' το

άγριο και στυλό βλέμμα που είχε προηγηθεί. -Να σου πω εγώ τι είναι - είπε ο Σάικς - αν δεν κόλλησες τον πυ­

ρετό, κάτι ασυνήθιστο μου μυρίζεται κ' επικίνδυνο κιόλας. Δεν έχεις σκο­

πό να ... Όχι, ανάθεμα! δε θα τόκανες αυτό! -Να έκανα τι; -ρώτησε το κορίτσι.

-Δεν υπάρχει, -είπε ο Σάικς καρφώνοντας τα μάτια του πάνω της

και μουρμουρίζοντας τούτα τα λόγια στον εαυτό του, - δεν υπάρχει στον

κόσμο πιο πιστή γυναίκα, ειδεμή θα της είχα κόψει το λαιμό εδώ και

τρεις μήνες τώρα. Άρπαξε πυρετό, αυτό είναι.

Ησυχάζοντας τον εαυτό του μ' αυτή τη διαβεβαίωση, ο Σάικς στράγ­

γισε το ποτήρι του ώς τον πάτο κ' ύστερα, μουγγρίζοντας ένα σωρό βρι­

σιές, φώναξε για το φάρμακά του. Το κορίτσι τινάχτηκε πάνω με μεγά­λη ζωηρότητα, το ετοίμασε γρήγορα-γρήγορα, όμως με την πλάτη της γυ­

ρισμένη προς το μέρος του, και κράτησε το κύπελλο στα χείλια του ώσπου

να πιει το περιεχόμενό του.

-Τώρα, - είπε ο ληστής, - έλα και κάτσε δίπλα μου και σταμάτα να

ζαρώνεις τα μούτρα σου γιατί θα ότ' αλλάξω έτσι που δε θα τα γνωρί­ζεις κ' η ίδια.

Το κορίτσι υπάκουσε. Ο Σάικς κλείνοντας σφιχτά το χέρι της στο δι­

κό του, ξανάγειρε πάνω στο μαξιλάρι στρέφοντας τα μάτια του στο πρό­

σωπό της. Έκλεισαν· άνοιξαν πάλι· έκλεισαν άλλη μια φορά· ξανάνοι­

ξαν πάλι. Άλλαξε ανήσυχα θέση· και αφού ναρκώθηκε δυο-τρεις φορές

και κάθε φορά πεταγόταν απάνω με μιαν έκφραση τρόμου και κοίταζε

θολά γύρω του, βυθίστηκε ξαφνικά, έτσι, εκεί που βρισκόταν κ' ενώ ετοι­

μαζόταν να σηκωθε ί, σ' ένα βαθύ και βαρύ ύπνο. Το σφίξιμο του χεριού

του χαλάρωσε· το ανασηκωμένο μπράτσο του έπεσε άψυχο πλάι του κι απόμεινε σε βαθιά νάρκη.

-Το λάβδανο έφερε επιτέλους αποτέλεσμα, -μουρμούρισε η κοπέλα

Page 115: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

354 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

καθώς σηκωνόταν από δίπλα του. - Μπορεί όμως νάναι πια αργά τώρα.

Φόρεσε βιαστικά το καπέλο και το σάλι της κοιτάζοντας πότε-πότε φο­

βισμένα γύρω της σα να περίμενε, παρά το υπνωτικό, να νιώσει την πίε­

ση του βαριού χεριού του Σάικς στον ώμο της ύστερα, σκύβοντας απα­

λά πάνω απ' το κρεβάτι, φίλησε το ληστή στο στόμα· κι ανοίγοντας και κλείνοντας την πόρτα της κάμαρας ολότελα αθόρυβα, βγήκε τρέχοντας

απ' το σπίτι.

Ένας νυχτοφύλακας φώναζε εννιάμιση ώρα, πέρα, σ' ένα σκοτεινό

δρομάκι απ' όπου έπρεπε να περάσει για να βγε ι στο μεγάλο δρόμο.

- Είναι πολλή ώρα που πέρασαν εννιάμιση; - ρώτησε η κοπέλα.

- Θα χτυπήσει δέκα σ' ένα τέταρτο, - απάντησε ο νυχτοφύλακας ση-

κώνοντας το φανάρι στο πρόσωπό της.

-Και θέλω μια ώρα να φτάσω κει κάτω, -μουρμούρισε η Νάνση προσπερνώντας τον και κατηφορίζοντας γοργά το δρόμο.

Πολλά απ' τα μαγαζιά έκλειναν κιόλας στα σοκάκια και στις λεωφό­

ρους απ' όπου περνούσε η Νάνση τραβώντας απ' το Σπίταλφιλντς κaτά

το Γουέστ Εντ. Το ρολόι χτύπησε δέκα αυξάνοντας την ανυπομονησία

της. Προχωρούσε πάνω στο στενό πεζοδρόμιο σπρώχνοντας με τους αγκώ­

νες της τους διαβάτες και, περνώντας σχεδόν κάτω απ' τα κεφάλια των

αλόγων, διέσχιζε βιαστικά κοσμοπλημμύριστους δρόμους όπου μιλιούνια

άνθρωποι περίμεναν με λαχτάρα την ευκαιρία να κάνουν το ίδιο.

- Αυτή η γυναίκα είναι τρελή! - έλεγε ο κόσμος γυρνώντας καθώς

περνούσε τρεχάτη .

Όταν έφτασε στην πιο πλούσια συνοικία της πολιτείας, οι δρόμοι εί­

ταν σχετικά έρημοι· και κει η τρεχάλα της προκαλούσε μεγαλύτερη ακό­

μα περιέργεια στους διαβάτες που προσπερνούσε. Μερικοί τάχυναν το

βήμα τους ξοπίσω της σα για να δουν που πήγαινε με τέτια ασυν1Ίθιστη

γρηγοράδα, κι άλλοι την πρόσεχαν και κοιτούσαν πίσω παραξενεμένοι για την ταχύτητά της όμως απόμενaν όλοι πίσω ο ένας ύστερ' απ' τον άλλο κι όταν έφτασε στο μέρος του προορισμού της είταν μονάχη .

Το σπίτι που ζητούσε είταν ένα αρχοντικό σ' έναν ήσυχο κι όμορφο

δρόμο κοντά στο Χάυντ Παρκ. Καθώς το λαμπερό φως του φαναριού,

που έκαιγε μπροστά στην πόρτα του, την οδήγησε εκεί, το ρολόι χτύπη­

σε έντεκα. Είχε κάνε ι μερικά βήματα πάνω-κάτω χασομερώντας σάμπως

αναποφάσιστη και σα να προσπαθούσε να πάρει θάρρος για να προχω­

ρήσει· όμως ο ήχος του ρολογιού την έκανε ν' αποφασίσει και μπήκε στο

χωλ. Η θέση του θυρωρού είταν αδειανή. Κοίταξε γύρω της μ' ένα ύφος

αβεβαιότητας και προχώρησε προς τις σκάλες . - Ε, νεαρή μου, - είπε μια κομψοντυμένη γυναίκα κοιτάζοντας από

μια πόρτα πίσω της. - Ποιον θέλε ις εδώ;

Page 116: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 117: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 118: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 357

-Μια κυρία που μένει σ' αυτό το σπίτι, - απάντησε η κοπέλα.

-Μια κυρία! - είταν η απάντηση συνοδευόμενη απόνα ειρωνικό βλέμ-

μα. - Ποια κυρία;

-Τη Μις Μαίηλη, -είπε η Νάνση.

Η νεαρή γυναίκα που στο μεταξύ είχε παρατηρήσει το ντύσιμό της,

απάντησε μονάχα μ' ένα βλέμμα ενάρετης περιφρόνησης και φώναξε έναν

άντρα να δώσει αυτός την απάντηση. Σ ' αυτόν η Νάνση επανέλαβε την

αίτησή της.

-Τι όνομα πρέπει να πω; -ρώτησε ο καμαριέρης.

-Δε χρειάζεται να πείτε όνομα, -απάντησε η Νάνση .

-Ούτε για τι τη θέλεις;

-Όχι, ούτε αυτό, - απάντησε το κορίτσι. -Πρέπει να δω την κυρία.

-Έλα! -είπε ο άντρας σπρώχνοντάς την προς την πόρτα. -Παρά-

τα τα αυτά. Ξεκουμπίσου από δω.

-Θα πρέπει να με βγάλετε σηκωτή για να φύγω! -είπε η κοπέλα

άγρια, - και πάλι ούτε δυο σαν και σένα δε θα το καταφέρνατε. Δεν

υπάρχει κανένας εδώ, -είπε κοιτώντας τριγύρω, -να φροντίσει να δώ­σει ένα απλό μήνυμα για μια δυστυχισμένη σαν και μένα;

Η έκκληση αυτή έφερε αποτέλεσμα σ' έναν μάγερα μ' αγαθό και κα­

λοσυνάτο πρόσωπο που μαζί με μερικές υπηρέτριες παρακολουθούσε τη

σκηνή και που βγήκε μπροστά για να επέμβει.

-Δεν μπορείς να της κάνεις τη χάρη, τζο; -είπε το πρόσωπο αυτό.

-Ποιος ο λόγος; -απάντησε ο άλλος. -Δεν πιστεύω να νομίζεις πως

η δεσποινίς θα θελήσει να δεχτεί μια σαν κι αυτήν, ε;

Ο υπαινιγμός αυτός για την αμφίβολη ηθική υπόσταση της Νάνση ξύ­

πνησε μιαν απέραντη αγνή οργή στα στήθη τεσσάρων υπηρετριών που

παρατήρησαν ζωηρά πως η γυναίκα αυτή είταν αίσχος για το φύλο της

και θάπρεπε να την πετάξουν aνήλεα έξω. -Κάντε με ό,τι θέλετε εμένα, -είπε η κοπέλα στρέφοντας πάλι στους

άντρες, -όμως κάντε πρώτα αυτό που σας ζητάω. Για όνομα του Θεού,

δώστε αυτό το μήνυμα.

Ο καλόκαρδος μάγερας πρόστεσε και τη δική του παράκληση και το

αποτέλεσμα είταν πως ο άντρας πούχε πρωτοεμφανιστεί ν' αναλάβει να

μεταφέρει το μήνυμα.

-Τι θα πω; - είπε με τόνα πόδι στη σκάλα.

-Ότι μια κοπέλα ζητάει να μιλήσει στη Μις Μαίηλη ιδιαιτέρως,

- είπε η Νάνση, - και ότι άμα η δεσποινίς ακούσει την πρώτη μονάχα

λέξη απ' αυτά που έχει να της πει, θα καταλάβει αν πρέπει να την ακού­σει παρακάτω ή να διατάξει να την πετάξουν έξω απ' την πόρτα σαν απα­

τεώνα.

Page 119: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

358 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

-Σα να τα παραλές, μου φαίνεται, -είπε ο άντρας.

-Δώσε το μήνυμα, -είπε η κοπέλα αυστηρά, -και φέρε μου την

απάντηση.

Ο υπηρέτης έτρεξε απάνω. Η Νάνση απόμεινε χλωμή και σχεδόν με

πιασμένη ανάσα, ακούγοντας με τρεμάμενα χείλη τις πολύ ευδιάκριτες

εκφράσεις της περιφρόνησης που μ' αυτές την έλουζαν τα ενάρετα δου­

λικά και που τις επανέλαβαν με ακόμα μεγαλύτερη ζωηρότητα όταν ο

υπηρέτης γύρισε και της είπε πως μπορούσε ν' ανέβει απάνω.

-Δεν αξίζει να μένει πια κανείς τίμιος σ' αυτό τον κόσμο, -είπε η

πρώτη καμαριέρα .

-Ο μπρούντζος είναι καλύτερος απ' το χρυσάφι για όποιον ξέρει από φωτιά, -είπε η δεύτερη.

Η τρίτη αρκέστηκε ν' απορήσει «από τι είναι φτιαγμένες τάχα οι με­

γάλες κυρίες», και η τέταρτη πέταξε ένα «Αίσχος!» που το επανέλαβαν

εν χορώ οι τέσσερις Αρτέμιδες. I Αδιαφορώντας για όλ' αυτά, γιατί είχε σοβαρότερα πράγματα στο μυα­

λό της, η Νάνση ακολούθησε τον υπηρέτη με πόδια που τρέμανε σ' ένα

μικρό προθάλαμο που φωτιζόταν από μια κρεμαστή λάμπα. Εκεί εκείνος

την άφησε και αποσύρθηκε.

Page 120: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XL

ΜΙΑ ΠΑΡΆΞΕΝΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.

Ηζωή του κοριτσιού είχε σπαταληθεί ολόκληρη στους δρόμους κι

ανάμεσα στις πιο κακόφημες γειτονιές και τρώγλες του Λονδίνου,

όμως μέσα της είχε απομείνει ακόμα κάτι απ' την αρχική φύση

της γυναίκας κι όταν άκουσε ένα ελαφρό βήμα να πλησιάζει στην πόρ­

τα, απέναντι σε κείνη απ' όπου είχε μπει, και στοχάστηκε την αντίθεση

που θα παρουσιαζόταν σε λίγο μέσα σ' αυτό το μικρό δωμάτιο, ένιωσε

να τη βαραίνει aσήκωτη η αίσθηση της βαθιάς ντροπής της και ζάρωσε

σα να μην μπορούσε ν' αντέξει την παρουσία εκείνης που είχε ζητήσει

να δει.

Όμως ενάντια στα συναισθήματα αυτά ορθωνόταν η περηφάνεια, το

κοινό πάθος των ταπεινότερων και των πιο ξεπεσμένων υπάρξεων καθώς

και των ανώτερων και των πιο ευγενών. Η άθλια σύντροφος κακούργων

και απατεώνων, η ξεπεσμένη aπόβλητη των καταγωγίων, η φίλη των τρο­φίμων των φυλακών και των κάτεργων που ζούσε κ' η ίδια κάτω απ' τη

σκιά της κρεμάλας - ακόμα και το ξεπεσμένο αυτό πλάσμα ένιωσε πολ­

λή περηφάνε ια έτσι που να μην προδώσει ούτε το ελάχιστο ίχνος γυναι­

κείου αισθήματος που το θεωρούσε σαν αδυναμία κ' είταν ωστόσο το μό­νο που τη συνέδεε ακόμα με την ανθρωπιά που η χαμένη ζωή που έκα­

νε της την είχε αφαιρέσει απ' τα παιδικά της ακόμα χρόνια.

Σηκώνοντας τα μάτια της, παρατήρησε πως εκείνη που μπήκε είταν

μια λεπτή, όμορφη κοπέλα· ύστερα χαμηλώνοντάς τα στο πάτωμα, τίνα­

ξε το κεφάλι της με προσποιημένη αδιαφορία καθώς είπε : - Δύσκολο πράμα να καταφέρει κανείς να σας δει, δεσποινίς . Αν έδι­

να σημασία στην προσβολή κ' έφευγα, όπως πολλοί θα τόχαν κάνει στη

θέση μου, θα μετανιώνατε γι αυτό μια μέρα κι όχι χωρίς λόγο.

- Λυπάμαι πάρα πολύ αν σας φέρθηκε κανείς άσκημα, - απάντησε η Ροζ. - Μην το σκέφτεστε πια. Πέστε μου γιατί θέλατε να με δείτε . Εγώ

είμαι αυτή που ζητήσατε .

Ο καλοσυνάτος τόνος αυτής: της: απάντησης, η γλυκιά φωνή, ο ευγενι-

Page 121: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

360 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

κός τρόπος, η απουσία κάθε ίχνους υπεροψίας ή δυσαρέσκειας, αιφνι­

δίασαν την κοπέλα και μονομιάς ξέσπασε σε δάκρυα.

-Ω! δεσποινίς, δεσποινίς, - είπε ενώνοντας με πάθος τα χέρια της

μπροστά στο πρόσωπό της, - αν υπήρχαν περισσότερες σαν και σας, θα

υπήρχαν λιγότερες σαν και μένα . Ναι! .. Ναι! - Καθήστε, - είπε η Ροζ με θέρμη. - Αν υποφέρετε οικονομικά 1l έχε­

τε καμιά θλίψη, θα είμουν πραγματικά ευτυχής να σας ανακουφίσω, αν

μπορώ -να είστε βέβαιη. Καθήστε.

-Αφήστε με να στέκουμαι, δεσποινίς, - είπε το κορίτσι κλαίγοντας

ακόμα, - και μη μου μιλάτε με τόση καλοσύνη ώσπου να με γνωρίσετε

καλύτερα. Είναι αργά· δεν έχουμε καιρό. Είναι .. . είναι κλειστή εκείνη η πόρτα;

- Ναι, - είπε η Ροζ οπισθοχωρώντας μερικά βήματα σα για να μπο­ρεί πιο εύκολα να ζητήσει βοήθεια σε περίπτωση ανάγκης. - Γιατί;

- Γιατί, - είπε το κορίτσι, - θα βάλω τη ζωή μου και τη ζωή πολλών

άλλων στα χέρια σας. Εγώ είμαι το κορίτσι που άρπαξε τον μικρό Όλι­

βερ και τον ξαναπήγε στου γέρο-Φάγκιν τη νύχτα που βγήκε απ' το σπί­

τι στο Πέντονβιλ.

- Εσείς! - είπε η Ροζ Μαίηλη.

- Εγώ, δεσποινίς! - απάντησε το κορίτσι. -Εγώ είμαι αυτό το άθλιο

πλάσμα που γι αυτό έχετε ακουστά, που ζει ανάμεσα στους κλέφτες και

που ποτέ, απ' την πρώτη-πρώτη στιγμή που θυμάμαι τα μάτια μου ν' ανοί­

γουν στους δρόμους του Λονδίνου, δε γνώρισε καλύτερη ζωή ή ευγενι­

κότερες λέξεις έξω απ' τη ζωή που μούχουν δώσει και τις λέξεις που μου

λένε, ο Θεός να με κάψει, αν λέω ψέματα. Μη διστάζετε να μου δείξε ­

τε όλη σας την αηδία, δεσποινίς. Είμαι μικρότερη απ' όσο φαίνουμαι,

όμως είμαι συνηθισμένη πια σ' αυτό. Ακόμα κ' οι πιο φτωχές γυναίκες

τραβιούνται από κοντά μου όταν τις αγγίζω περνώντας στο δρόμο . - τί φοβερά είναι όλ' αυτά! - είπε η Ροζ πισωπατώντας αθέλητα

μπροστά στην παράξενη επισκέπτριά της.

- Να ευχαριστείτε το Θεό γονατιστή, αγαπητή δεσποινίς, - φώναξε

το κορίτσι, - πούχατε φίλους να σας νιαστούν και να σας προστατέψουν

στα παιδικά σας χρόνια και που δε βρεθήκατε ποτέ μέσα στο κρύο και

στην πείνα και στους καυγάδες και στα μεθύσια και ... και ... στο χειρότε­ρο απ' όλα ... όπως βρέθηκα εγώ απ' την κούνια μου - ας την πω έτσι

γ ιατί το σοκάκι κι ο βούρκος είταν η κούνια η δική μου, όπως θάναι και

το νεκροκρέβατό μου.

- Σας λυπάμαι, - είπε η Ροζ με ραγισμένη φωνή. - Μου σπαράζει η καρδιά να σας ακούω.

- Ο Θεός νά σας ευλογεί για την καλοσύνη σας, -απάντησε το κο-

Page 122: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 361

ρίτσι. -Αν ξέρατε ώς που ξεπέφτω ώρες-ώρες θα με λυπόσαστε πραγ­

ματικά. Όμως έφυγα κρυφά από κείνους που το δίχως άλλο θα με σκό­

τωναν αν μάθαιναν πως είμουν εδώ, για να σας πω τι έχει πάρει τ' αυτί

μου. Γνωρίζετε έναν άνθρωπο που τον λένε Μονκς;

-Όχι, - είπε η Ροζ.

-Εκείνος σας ξέρει, - απάντησε το κορίτσι, - και ξέρει πως βρι-

σκόσαστε εδώ, γιατί ακούγοντάς τον να λέει τη διεύθυνσή σας μπόρεσα

και σας βρήκα.

-Δεν άκουσα ποτέ αυτό τ' όνομα, -είπε η Ροζ.

-Τότε θα τον ξέρετε με κανένα άλλο όνομα, - απάντησε το κορίτσι,

-όπως το περίμενα κιόλας. Πριν από καιρό και λίγο ύστερ' απ' τη νύ-

χτα της ληστείας που ο Όλιβερ μπήκε στο σπίτι σας, εγώ -έχοντας υπο­

ψίες γι αυτόν τον άνθρωπο - κρυφάκουσα μια συνομιλία που έγινε ανά­

μεσα σ' αυτόν και στον Φάγκιν στα σκοτεινά. Απ' όσα άκουσα, κατάλα­

βα πως ο Μονκς -αυτός που σας ρώτησα, ξέρετε .. . -Ναι, -είπε η Ροζ, - καταλαβαίνω.

-Αυτός ο Μονκς, -εξακολούθησε το κορίτσι, - είχε δει τυχαία τον

Όλιβερ μαζί με δυο απ' τα παιδιά μας τη μέρα που τον πρωτοχάσαμε και

τον αναγνώρισε αμέσως σαν το ίδιο εκείνο παιδί που ζητούσε να βρει,

μ' όλο που δεν μπόρεσα να καταλάβω για ποιο λόγο. Έκανε συμφωνία

με τον Φάγκιν πως αν ο Εβραίος κατάφερνε να ξαναβάλει στο χέρι τον

Όλιβερ, θάπαιρνε ένα ορισμένο ποσό· και θα κέρδιζε περισσότερα ακό­

μα αν τον έκανε κλέφτη, πράγμα που αυτός, ο Μονκς, τόθελε πολύ για

κάποιο δικό του σκοπό.

-Για ποιο σκοπό; -ρώτησε η Ροζ.

-Είδε τη σκιά μου στον τοίχο καθώς άκουγα με την ελπίδα να μάθω,

-είπε το κορίτσι, - και δεν υπάρχουν πολλοί έξω από μένα που θα μπο-

ρούσαν να κρυφτούν έγκαιρα για να μην τους ανακαλύψουν- εγώ όμως

τα κατάφερα. Και δεν τον ξανάδα ώς χτες τη νύχτα.

- Και τι συνέβη τότε;

-Θα σας πω, δεσποινίς. Χτες τη νύχτα ξανάρθε. Ανέβηκαν πάλι απά-

νω και γω, κουκουλώνοντας το κεφάλι μου έτσι που να μη με προδώσει

η σκιά μου, έστησα πάλι τ' αυτί μου στην πόρτα. Τα πρώτα λόγια που

άκουσα να λέει ο Μονκς είταν αυτά: «'Ετσι, η μόνη απόδειξη της ταυ­

τότητας του παιδιού βρίσκεται στον πάτο του ποταμού και η γριά στρίγ­

γλα που τον ξεγέννησε σαπίζει στο κιβούρι της». Γέλασαν κι άρχισαν να κουβεντιάζουν για το πώς τα κατάφερε, κι ο Μονκς, μιλώντας για το παι­

δί κι αγριεύοντας, είπε πως πίστευε ότι είχε τώρα στο χέρι τα λεφτά του μικρού σατανά πιο σίγουρα απ' ό,τι με τον άλλο τρόπο· γιατί, είπε, ποια

καλύτερη απάντηση υπάρχει στην κομπαότική πρόκληση της διαθήκης του

Page 123: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

362 ΚΑΡΟΑΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

πατέρα, απ' το νάσερναν τον Όλιβερ από φυλακή σε φυλακή και να τον

έστελναν ύστερα στην κρεμάλα για κανένα κακούργημα που εύκολα θα

μπορούσε να σκαρώσει ο Φάγκιν, αφού πρώτα έβγαζε ένα καλό κέρδος απ' αυτόν;

-Μα τι 'ναι όλ' αυτά; - είπε η Ροζ.

-Η αλήθεια, δεσποινίς, μ' όλο που βγαίνει απ' το δικό μου στόμα, - απάντησε το κορίτσι. -Ύστερα είπε με βλαστήμιες, συνηθισμένες αρ-

κετά για μένα μα άγνωστες για σας, πως αν μπορούσε να ικανοποιήσει

το μίσος του παίρνοντας τη ζωή του παιδιού χωρίς να βάλει το δικό του

κεφάλι σε κίνδυνο, θα τόκανε· όμως καθώς δεν το μπορούσε, δε θα τον

έχανε απ' τα μάτια του σ' όλη του τη ζωή κι αν ο Όλιβερ προσπαθούσε

να εκμεταλλευτεί την καταγωγή του και την ιστορία του, θα τον έβλαφτε

ακόμα περισσότερο. «Με δυο λόγια, Φάγκιν», του είπε <ψ' όλο που εί­

σαι Εβραίος, δεν έστησες ποτέ σου τέτιες παγίδες σαν κι αυτές που θα

σκαρφιστώ εγώ για τον μικρό μου αδερφό, τον Όλιβερ>>.

- Τον αδερφό του! - αναφώνησε η Ροζ.

-Αυτά ακριβώς είταν τα λόγια του, - είπε η Νάνση κοιτάζοντας ανή-

συχα γύρω, όπως δεν είχε πάψει στιγμή να κάνει απ' την ώρα που άρχι­

σε να μιλάει, γιατί το όραμα του Σάικς την κυνηγούσε ασταμάτητα. - Κι

ακόμα! Όταν μίλησε για σας και για την άλλη κυρία κ' είπε πως έμοια­

ζε νάταν δουλειά του Θεού ή του διαβόλου εναντίον του που ο Όλιβερ έπεσε στα χέρια τα δικά σας, γέλασε κ' είπε πως κάτι είταν κι αυτό για­

τί πόσες χιλιάδες και πόσες εκατοντάδες χιλιάδες λίρες δε θα δίνατε, αν

τις είχατε, για να μάθετε ποιο είναι το δίποδο σκυλάκι σας.

- Δε θέλετε να πείτε, -είπε η Ροζ χλωμιάζοντας ξαφνικά ολόκληρη,

- πώς αυτό ειπώθηκε σοβαρά;

-Μιλούσε με την πιο σκληρή και παθιασμένη σοβαρότητα, - απά-

ντησε η κοπέλα κουνώντας το κεφάλι. - Δεν παίζει αυτός όταν φουντώ­

σει το μίσος του . Ξέρω πολλούς που κάνουν χειρότερα· όμως καλύτερα

να τους ακούσω όλους μια ντουζίνα φορές, παρά τον Μονκς μία και μό­

νο. Η ώρα πέρασε όμως και πρέπει να γυρίσω σπίτι χωρίς να πάρουν

μυρουδιά πως βγήκα για μια τέτια δουλειά . Πρέπει να γυρίσω γρήγορα.

-Όμως τι μπορώ να κάνω εγώ; - είπε η Ροζ. -Σε τι μπορώ να χρη­

σιμοποιήσω αυτή την πληροφορία χωρίς εσάς; Να γυρίσετε! Γιατί θέλε­

τε να γυρίσετε σε ανθρώπους που ζωγραφίσατε με τόσο τρομερά χρώ­

ματα; Αν επαναλάβετε την πληροφορία αυτή σ' έναν κύριο που μπορώ

να καλέσω σε μια στιγμή από δίπλα, μπορείτε να μεταφερθείτε σε σί­

γουQΟ μέQος χωοίς ούτε μισής: ώοας: αονοπορία. - Θέλω να γυρίσω, - είπε το κορίτσι. - Πρέπει να γυρίσω γιατί

-πώς μπορώ να πω τέτια πράγματα σε μιαν αθώα δεσποινίδα σαν και

Page 124: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 363

σας; - γιατί ανάμεσα στους ανθρώπους που σας είπα, υπάρχει ένας - ο

χειρότερος απ' όλους - που δεν μπορώ να τον αφήσω· όχι, ούτε ακόμα

και για να γλυτώσω απ' τη ζωή που κάνω τώρα .

-Έχετε πάρει το μέρος του αγαπημένου αυτού παιδιού κι άλλοτε,

- είπε η Ροζ. - Ο ερχομός σας εδώ μ' έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο για να

μου πείτε αυτά που ακούσατε, ο τρόπος σας που με πείθει πως λέτε την

αλήθε ια, η φανερή σας συντριβή και η συναίσθηση της ντροπής σας, όλα

αυτά με κάνουν να πιστεύω πως μπορείτε ακόμα να σωθείτε. Ω! - είπε

το ευγενικό κορίτσι σμίγοντας τα χέρια καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στο

πρόσωπό της, - μην κλείνετε τ' αυτιά σας στις ικεσίες μιας που ανήκει

στο ίδιο φύλο με σας, της πρώτης ... της πρώτης, το πιστεύω, που σας μί­

λησε ποτέ με τη φωνή του οίχτου και της συμπόνιας. Ακούστε τα λόγια

μου και αφήστε με να σας σώσω και να σας διαφυλάξω για κάτι καλύ­

τερο.

- Δεσποινίς, - φώναξε η κοπέλα πέφτοντας στα γόνατα, - αγαπημέ­

νη, γλυκιά, αγγελική δεσποινίς, είστε πραγματικά η πρώτη που μούπα­

τε λόγια σαν και τούτα, που αν τάχα ακούσει πριν από χρόνια, μπορεί

να μ' είχαν εμποδίσει ν' ακολουθήσω μια ζωή αμαρτίας και θλίψης όμως

είναι πολύ αργά ... πολύ αργά πια! .. -Ποτέ δεν είναι πολύ αργά για μετάνοια και εξ ιλέωση, - είπε η Ροζ.

- Είναι, - φώναξε το κορίτσι ενώ σπαραζόταν από ψυχική αγωνία.

- Δεν μπορώ να τον αφήσω τώρα. Δε θάθελα να γίνω εγώ η αίτια του

θανάτου του.

- Μα πώς θα γινόσαστε αιτία του θανάτου του; - ρώτησε η Ροζ.

- Τίποτα δε θα μπορούσε να τον σώσει, -φώναξε το κορίτσι. -Αν

έλεγα και σ' άλλους αυτά που είπα σε σας και τον έπιαναν, είναι σίγου­

ρο πως θα τον έστελναν στην κρεμάλα . Είναι ο τολμηρότερος και στά­

θηκε πάντα τόσο αιμοβόρος.

- Είναι δυνατόν, - φώναξε η Ροζ, - για έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν

να εγκαταλείπετε κάθε μελλοντική ελπίδα και τη βεβαιότητα της άμεσης

σωτηρίας; Αυτό είναι τρέλα.

- Δεν ξέρω τι είναι, - απάντησε το κορίτσι. -Ξέρω μονάχα πως έτσι

γίνεται όχι με μένα μονάχα αλλά και μ' εκατοντάδες άλλες, το ίδιο κα­

κές κι άθλιες σαν και μένα. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Αν αυτό είναι η κα­

τάρα του Θεού για το κακό που έκανα, δεν ξέρω, όμως νιώθω κάτι να με τραβάε ι σ' αυτόν τον άνθρωπο παρ' όλα τα βάσανα και τα μαρτύρια

που περνάω κοντά του· και θα με τραβούσε, πιστεύω, το ίδιο, ακόμα κι

αν ήξερα πως είταν να πεθάνω απ' το χέρι του στο τέλος. - Τί να κάνω; -είπε η Ροζ. - Δε θάπρεπε να σας αφήσω να φύγετε

έτσι.

Page 125: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

364 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

-Πρέπει, και ξέρω πως θα μ' αφήσετε, δεσποινίς, - απάντησε το κο­

ρίτσι καθώς σηκωνόταν. -Δε θα μ' εμποδίσετε να φύγω γιατί εμπιστεύ­τηκα στην καλοσύνη σας και δε σας έβαλα να μου δώσετε καμιάν υπό­σχεση όπως θα μπορούσα νάχα κάνει.

- Σε τι χρησιμεύει τότε η πληροφορία που μου δώσατε; - είπε η Ροζ.

-Το μυστικό αυτό πρέπει να διαλευκανθεί, αλλιώς με ποιον τρόπο η ~πα-κάλυψή του σε μένα θα μπορούσε να ωφελήσει τον Όλιβερ που τόσο πο­

λύ θέλετε να εξυπηρετήσετε;

- Θάχετε βέβαια κανέναν ευγενικό κ' εχέμυθο κύριο γύρω σας που

θα μπορούσατε να του εμπιστευτείτε αυτό το μυστικό. Αυτός θα σας συμ­βουλεύσει τι να κάνετε, - απάντησε το κορίτσι.

-Αλλά πού μπορώ να σας ξαναβρώ αν παρουσιαστεί ανάγκη; - ρώ­

τησε η Ροζ. - Δε ζητάω να μάθω πού μένουν οι φοβεροί αυτοί άνθρω­ποι, όμως υπάρχει κανένα μέρος όπου θα μπορούσα να σας συναντήσω

μιαν ορισμένη μέρα;

- Μου υπόσχεστε πως θα κρατήσετε αυστηρά το μυστικό μου και πως

θάρθετε μόνη ή με το άλλο πρόσωπο που θα το ξέρει και πως δε θα με

δει ούτε θα με παρακολουθήσει κανείς; - ρώτησε το κορίτσι.

-Σας το υπόσχουμαι επίσημα, - απάντησε η Ροζ.

-Κάθε Κυριακή βράδι, απ' τις έντεκα ώς τα μεσάνυχτα, -είπε το κο-

ρίτσι χωρίς δισταγμό, - θα περπατάω στη Γέφυρα του Λονδίνου, αν εί­

μαι ζωντανή.

-Μείνετε ένα ακόμα λεπτό, -τη σταμάτησε η Ροζ καθώς η κοπέλα

προχωρούσε βιαστικά κατά την πόρτα. - Συλλογιστείτε άλλη μια φορά

την κατάστασή σας και την ευκαιρία που σας παρουσιάζεται να γλυτώ­

σετε απ' αυτήν. Απέναντί μου έχετε το δικαίωμα αυτό, όχι μονάχα σαν ο

εκούσιος κομιστής αυτής της πληροφορίας, άλλα και σαν γυναίκα παρα­

στρατημένη, σχεδόν χωρίς καμιάν ελπίδα να σωθεί. Θα ξαναγυρίσετε σ' αυτή τη συμμορία των ληστών και σ' αυτόν τον άνθρωπο, όταν μια λέξη

μπορεί να σας σώσει; Τι γοητεία είναι αυτή που μπορεί και σας ξανα­

τραβάει εκεί και σας κρατάε ι δεμένη στην προστυχιά και στην αθλιότη ­

τα; Ω! δεν υπάρχει λοιπόν καμιά χορδή στην καρδιά σας που να μπορώ

να την αγγίζω; Δεν έχει απομείνει τίποτα που να μπορώ να επικαλεστώ

εναντίον της τρομερής αυτής ψυχικής υποδούλωσης;

- Όταν δεσποινίδες νέες και καλές κι όμορφες σαν και σας , - απά­

ντησε σταθερά το κορίτσι, - δίνετε την καρδιά σας, η αγάπη σας παρα­

σέρνει πολύ μακριά - ακόμα και σας που έχετε σπίτι, φίλους, άλλους

θαυμαστές, τα πάντα για να γεμίζουν την καρδιά σας. Όταν γυναίκες σαν και μένα, που δεν έχουν άλλη σίγουρη στέγη εχτός απ' το καπάκι του φέ­

ρετρου, ούτε φίλους στην αρρώστια και στο θάνατο εχτός απ' τη νοσο-

Page 126: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 365

κόμα του νοσοκομείου , δώσουν τη σάπια τους καρδιά σ' έναν άντρα, και

τον αφήσουν να γεμίσει το μέρος που απόμενε κενό σ' ολόκληρη την άθλια

ζωή τους, ποιος μπορεί να ελπίζει να μας γιατρέψει; Λυπηθείτε για μας,

δεσποινίς .. . λυπηθείτε για μας που μας έχει απομείνει ένα μονάχα απ' τα τόσα αισθήματα της γυναίκας και που κι αυτό έχει από βαριά κατάρα

καταντήσει καινούργιο μέσο βίας και τυραννίας αντί παρηγοριά και κα­

μάρι .

- Τουλάχιστο, - είπε η Ροζ ύστερ' από σιωπή , -θα δεχτείτε να πά­

ρετε μερικά χρήματα από μένα που θα σας επιτρέψουν να ζήσετε τίμια­

ώσπου να ξανασυναντήθουμε .

- Ούτε δεκάρα, - απάντησε το κορίτσι κουνώντας αρνητικά το χέρι.

- Μην κλείνετε την καρδιά σας σ' όλες μου τις προσπάθειες να σας

βοηθήσω, - είπε η Ροζ προχωρώντας ευγενικά προς το μέρος της . - Θέ­

λω πραγματικά να σας εξυπηρετήσω.

- Θα μ' εξυπηρετούσατε καλύτερα, δεσποινίς, - απάντησε το κορίτσι

συστρέφοντας τα χέρια, - αν μπορούσατε να με σκοτώσετε αυτή τη στιγ­

μή. Γιατί απόψε ένιωσα περισσότερη θλίψη από κάθε άλλη φορά με το

να στοχάζουμαι το τι είμαι, και θάταν κάτι να μην πεθάνω στην κόλαση

όπου έχω ζήσει. Ο Θεός να σας ευλογεί, γλυκιά δεσποινίς, και να σας

δίνει τόση ευτυχία στη ζωή σας όση έφερα εγώ ντροπή στη δική μου!

Έτσι μιλώντας και κλαίγοντας δυνατά το δυστυχισμένο πλάσμα έφυ­

γε , ενώ η Ροζ, εξουθενωμένη απ' την παράξενη αυτή συνομιλία πούμοι­

αζε περισσότερο με σύντομο όνειρο παρά με πραγματικό περιστατικό,

έπεσε σε μια καρέκλα και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της.

Page 127: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLI

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΥΤΟ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΕΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ

ΚΙ ΑΠΟΔΕΙΧΝΕΙ ΠΩΣ ΟΙ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ, ΟΠΩΣ Κ' ΟΙ Δ ΥΣτΥΧΙΕΣ,

ΣΠΑΝΙΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΟΝΕΣ.

Η θέση που βρέθηκε η Ροζ είταν πραγματικά ασυνήθιστα δύσκολη

και λεπτή . Ενώ ένιωθε τον πιο έντονο και φλογερό πόθο να δια­λευκάνει το μυστήριο που τύλιγε την ιστορία του Όλιβερ, όφειλε

ταυτόχρονα να σεβαστεί την εμπιστοσύνη που της έδειξε η δυστυχισμένη

γυναίκα που μ' αυτήν μόλις είχε συνομιλήσει και που της την είχε δείξει

σαν σ' ένα νεαρό κι άδολο κορίτσι. Τα λόγια της κι ο τρόπος της είχαν συγκινήσει την καρδιά της Ροζ Μαίηλη. Και στην αγάπη της για τον μι­

κρό της προστατευόμενο ανακατευόταν τώρα κ' ένας το ίδιο γνήσιος ζω­

ηρός πόθος να ξαναφέρει την aπόβλητη στη μετάνοια και στην ελπίδα .

Είχαν σκοπό να μείνουν στο Λονδίνο μονάχα για τρεις μέρες πριν πά­

νε για μερικές βδομάδες σε κάποιο μακρινό παραθαλάσσιο μέρος. Είταν

τώρα μεσάνυχτα. Τι θα μπορούσε ν' αποφασίσει και να εκτελέσει μέσα

σε σαρανταοχτώ ώρες; Ή, πώς μπορούσε ν' αναβάλει το ταξίδι χωρίς να

προκαλέσει υποψίες;

Ο κύριος Λόσμπερν είταν μαζί τους και θάμενε μαζί τους τις επόμε­

νες δυο μέρες, όμως η Ροζ ήξερε πολύ καλά τον ορμητικό χαραχτήρα του θαυμάσιου αυτού κυρίου και πρόβλεπε πολύ καθαρά την οργή που στην

πρώτη έκρηξη της αγανάχτησής του θάδειχνε στην αυτουργό της δεύτε­ρης απαγωγής του Όλιβερ, έτσι που δεν μπορούσε να του εμπιστευτεί το

μυστικό, προπάντων γιατί δεν υπήρχε κοντά της κανένα έμπειρο πρόσω­πο που θα επιβεβαίωνε ό,τι καλό θάλεγε η Ροζ για τη δύστυχη κοπέλα.

Γι αυτό χρειάζονταν οι μεγαλύτερες προφυλάξεις και η πιο προσεχτική

συμπεριφορά όταν η Ροζ θα τάλεγε αυτά στην κυρία Μαίηλη που η πρώ­

τη της σκέψη θάταν ασφαλώς να συμβουλευτεί τον άξιο γιατρό γι αυτό το ζήτημα. Όσο για να συμβουλευτεί κανένα νομικό, ακόμα κι αν είχε

ιδέα πώς να ενεργήσει, πάλι δεν μπορούσε ούτε να το σκεφτεί, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Για μια στιγμή της πέρασε απ' το μυαλό να ζη­

τήσει βοήθεια απ' τον Χάρυ. Όμως αυτό της ξύπνησε την ανάμνηση του

Page 128: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 367

τελευταίου τους χωρισμού και της φάνηκε ανάξιο γι αυτ1Ίν να τον ξανα­

καλέσει την ώρα που -και τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της καθώς

εξακολουθούσε το ρεύμα αυτό των συλλογισμών - αυτός ίσως νάχε αρ­

χίσει να την ξεχνάει και να ζούσε ευτυχισμένος μακριά της.

Ταραγμένη απ' όλες αυτές τις σκέψεις, κλείνοντας πότε προς τη μια

και πότε προς την άλλη κι αποδιώχνοντάς τες όλες όταν ένα καινούργιο

σχέδιο της ερχόταν στο μυαλό, η Ροζ πέρασε μιαν άγρυπνη κι ανήσυχη

νύχτα. Την άλλη μέρα, αφού τα ξαναζύγισε όλα πάλι άλλη μια φορά, έφτα­

σε στην απελπισμένη απόφαση να συμβουλευτεί τον Χάρυ .

«Αν θάναι οδυνηρό γι' αυτόν>>, σκέφτηκε «να ξαναγυρίσει εδώ, πόσο

πιο οδυνηρό πρέπει νάναι για μένα! Ίσως όμως να μην έρθει, μπορεί να

γράψει μονάχα, ή κι αν έρθει, μπορεί να βρει τρόπο να μη με συναντή­

σει, όπως έκανε όταν έφυγε . Δεν το πίστευα πως θα τόκανε αυτό· είταν όμως καλύτερο και για τους δυο μας>> .

Και δω, η Ροζ πέταξε την πέννα και γύρισε απ' την άλλη μεριά σαν ακόμα κι αυτό το χαρτί, που θάταν ο αγγελιοφόρος της, να μην έπρεπε

να τη δει να κλαίει.

Είχε πάρει κ' είχε ξαναπάρει την πέννα ένα σωρό φορές , είχε σκε­

φτεί και ξανασκεφτεί την πρώτη αράδα του γράμματός της χωρίς ούτε

την πρώτη λέξη νάχει γράψει ακόμα, όταν ο Όλιβερ, πούχε βγει έξω με

τον κύριο Τζιλς για σωματοφύλακά του, μπήκε στο δωμάτιο με τόση λα­

χανιασμένη φούρια και τόσο έντονη ταραχ1i που φαινόταν να προαγγέλ­

λουν κάποια καινούργια αιτία ανησυχίας και φόβου.

-Τι σε κάνει να φαίνεσαι τόσο ταραγμένος; - ρώτησε η Ροζ πηγαί­

νοντας προς το μέρος του.

- Και γω δεν ξέρω πώς να το πω· νιώθω σα να πνίγουμαι, - απά­

ντησε το παιδί. -Ω, Θεέ μου! Σκεφτείτε πως τον είδα επιτέλους και σεις

θα μπορέσετε πια να μάθετε και μόνοι σας πως όσα σας είπα είταν αλή­

θεια!

-Ποτέ μου δεν αμφέβαλα πως μας είπες την αλήθεια, - είπε η Ροζ

καθησυχάζοντάς τον. -Όμως τι τρέχει; ... Για ποιον μιλάς; -Είδα τον κύριο, - απάντησε ο Όλιβερ μόλις μπορώντας ν' αρθρώ­

σει τις λέξεις, - τον κύριο που είταν τόσο καλός μαζί μου ... τον κύριο Μπράουνλοου που τόσες φορές έχουμε μιλήσει γι αυτόν.

- Πού; - ρώτησε η Ροζ.

-Να βγαίνει απόνα αμάξι, - απάντησε ο Όλιβερ χύνοντας δάκρυα

χαράς, - και να μπαίνει σ' ένα σπίτι . Δεν του μίλησα ... δεν μπορούσα να του μιλήσω γιατί δε με είδε, κ' έτρεμα τόσο που δεν είχα τη δύναμη να

τρέξω κοντά του. Ο Τζιλς όμως ρώτησε αν έμενε εκεί και του είπαν πως

εκεί μένει. Κοιτάξτε, - είπε ο Όλιβερ ξεδιπλώνοντας ένα κομμάτι χαρ-

Page 129: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

368 ΚΑΡΟΑΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

τί, -εδώ, εδώ μένει. Πηγαίνω εκεί αμέσως! Ω, Θεέ μου! Θεέ μου! Πώς

θα μου φανεί όταν θα τον ξαναδώ και θα ξανακούσω τη φωνή του!

Με κάποια δυσκολία να συγκεντρωθεί απ' τ' ασυνάρτητα επιφωνήμα­

τα χαράς του Όλιβερ, η Ροζ κατάφερε να διαβάσει τη διεύθυνση , που εί­ταν η Κράβεν Στρητ, στο Στραντ, και πολύ γρήγορα αποφάσισε να επω­

φεληθεί απ' την ανακάλυψη αυτή.

-Γρήγορα! - είπε, -πες τους να φέρουν ένα αμάξι κ' ετοιμάσου όσο

μπορείς πιο γρήγορα. Θα σε πάω κατευθείαν εκεί δίχως να χάσουμε δευ­

τερόλεπτο. Μια στιγμή μονάχα να πω στη θεία μου πως θα λείψουμε μια

ώρα.

Ο Όλιβερ δε χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα για να ετοιμαστεί και σε

λίγα λεπτά βρίσκονταν κιόλας στο δρόμο για την Κράβεν Στρητ. Όταν

έφτασαν εκεί, η Ροζ άφησε τον Όλιβερ στ' αμάξι, με την πρόφαση πως

έπρεπε να προετοιμάσει τον γέρο κύριο και στέλνοντας απάνω την κάρ­

τα της μ' έναν υπηρέτη, ζήτησε να δει τον κύριο Μπράουνλοου για μια

πολύ επείγουσα υπόθεση. Ο υπηρέτης γύρισε σε λίγο και την παρακάλε­

σε, αν είχε την καλοσύνη, ν' ανεβεί απάνω· και ακολουθώντας τον σ' ένα

δωμάτιο στο δεύτερο πάτωμα, η Μις Μαίηλη βρέθηκε μπροστά σ' έναν

ηλικιωμένο κύριο με καλοκάγαθη φυσιογνωμία, ντυμένο με μια σκουρο­

πράσινη ρεντιγκότα. Κοντά του καθόταν ένας άλλος ηλικιωμένος κύριος

με κυλότες ώς τα γόνατα και γκέτες που δε φαινόταν εξαιρετικά καλο­

κάγαθος. Είχε τα δυο του χέρια ενωμένα στη λαβή ενός χοντρού μπα­

στουνιού κι ακουμπούσε απάνω εκεί το πηγούνι του.

-Θεέ μου, -είπε ο κύριος με τη σκουροπράσινη ρεντιγκότα και ση­κώθηκε βιαστικά με μεγάλη ευγένεια. -Σας ζητώ συγνώμη , δεσποινίς ... φαντάστηκα πως είταν κανένα ενοχλητικό πρόσωπο που ... σας παρακα­λώ να με συγχωρήσετε. Καθήστε, παρακαλώ.

-Ο κύριος Μπράουνλοου, πιστεύω, -είπε η Ροζ γυρίζοντας τα μά­

τια της προς αυτόν.

-Ο ίδιος, -είπε ο ηλικιωμένος κύριος. -Από δω ο φίλος μου κύ­

ριος Γκρήμγουηγκ . Γκρήμγουηγκ, μας aφήνεις για μερικά λεπτά;

-Νομίζω, - αντέτεινε η Μις Μαίηλη, - πως στο σημείο αυτό της συ­

νομιλίας μας δε χρειάζεται να κάνει ο κύριος τον κόπο ν ' αποσυρθεί. Αν

μ' έχουν πληροφορήσει σωστά, είναι εν γνώσει του ζητήματος που γι αυ­

τό θέλω να σας μιλήσω.

Ο κύριος Μπράουνλοου έκλινε το κεφάλι. Ο κύριος Γκρήμγουηγκ, που

είχε κάνει μια πολύ αλύγιστη υπόκλιση κ' είχε σηκωθεί απ ' την καρέκλα

του, έκανε άλλη μια πολύ αλύγιστη υπόκλιση και ξανάπcσc: πάλι σ' αυ­τήν .

-Θα σας εκπλήξω πάρα πολύ, είμαι βέβαιη, -είπε η Ροζ με δικαι-

Page 130: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 369

ολογημένη αμηχανία, -όμως κάποτε δε ίξατε μεγάλη συμπάθεια και κα­

λοσύνη σ' έναν πολύ αγαπητό μικρό μου φίλο και δεν αμφιβάλλω πως θα

σας ενδιέφερε ν' ακούσετε να σας μιλούν πάλι γι αυτόν.

- Πράγματι! - είπε ο κύριος Μπράουνλοου.

- Θυμόσαστε τον Όλιβερ Τουίστ; -ρώτησε η Ροζ.

Τα λόγια αυτά δεν είχαν καλά-καλά βγει απ' τα χείλη της κι ο κύριος

Γκρήμγουηγκ που προσποιόταν πως είταν βυθισμένος σ' ένα χοντρό βι­

βλίο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, τόκλεισε με μεγάλο πάταγο και

γέρνοντας πίσω στην πολυθρόνα του, αφαίρεσε απ' τα χαραχτηριστικά

του κάθε άλλη έκφραση εχτός από μια: την έκφραση της πιο βαθιάς κα­

τάπληξης, κι απόμεινε να κοιτάει σα χαμένος μ' ένα παρατεταμένο κι

αφηρημένο βλέμμα· ύστερα, σα να ντράπηκε πούχε προδώσει τόση συ­

γκίνηση, τινάχτηκε απότομα στην πρωτινή του στάση και κοιτάζοντας ολόι­

σα μπροστά του άφησε ένα μακρύ, βαθύ σφύριγμα που φάνηκε να μην

εκπνέει στον αέρα αλλά να ξεψυχάει στ' απώτατα βάθη του στομαχιού

του.

Ο κύριος Μπράουνλοου δεν εξεπλάγη λιγότερο, μ' όλο που η έκπλη­

ξή του δεν εκφράστηκε με τον ίδιο εκκεντρικό τρόπο. Τράβηξε την κα­

ρέκλα του πιο κοντά στη Μις Μαίηλη κ' είπε:

- Κάντε μου τη χάρη, αγαπητή δεσποινίς, ν' αφήσετε τελείως κατά μέ­

ρος την καλοσύνη και τη συμπάθεια που γι αvτή μιλήσατε και που απ'

αυτήν κανένας άλλος δε γνωρίζει απολύτως τίποτα· κι αν είστε σε θέση

να μου παρουσιάσετε κανένα στοιχείο που θα μεταβάλει τη δυσμενή γνώ­

μη που αναγκάστηκα να σχηματίσω κάποτε για το δυστυχισμένο αυτό παι­

δί, για τ' όνομα του Θεού, μιλήστε .

- Κακό υποκείμενο! Εγώ θα φάω το κεφάλι μου αν δεν είναι κακό

υποκείμενο, - μούγγρισε ο κύριος Γκρήμγουηγκ μιλώντας σαν εγγαστρί­

μυθος, χωρίς να σαλεύει ούτε ένας μυς του προσώπου του .

- Είναι ένα παιδί με ευγενικό χαραχτήρα και θερμή καρδιά, -είπε η Ροζ κοκκινίζοντας, -και η Δύναμη εκείνη που τον υπέβαλε σε δοκι­

μασίες που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του φύτεψε στην ψυχή του αι­

σθήματα που θα τιμούσαν πολλούς που έχουν έξη φορές τα χρόνια τα δι­

κά του.

- Εγώ είμαι μόνον εξηνταενός, - είπε ο κύριος Γκρήμγουηγκ, με το

ίδιο αλύγιστο πρόσωπο. -Και να πάρει ο διάβολος να πάρει, αν αυτός

ο Όλιβερ δεν είναι δώδεκα χρονών το λιγότερο. Λοιπόν δε βλέπω

ποιον αφορά η παρατήρηση αυτή .

-Μη συνερίζεστε το φίλο μου, Μις Μαίηλη, - είπε ο κύριος Μπρά­

ουνλοου. - Δεν τα λέει στα σοβαρά. -Μάλιστα, τα λέει, -γρύλλισε ο κύριος Γκρήμγουηγκ.

Page 131: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

370 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΊΙΚΕΝΣ

-Όχι, δεν τα λέει, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου αρχίζοντας ολο­

φάνερα να θυμώνει καθώς μιλούσε.

-Θα φάει το κεφάλι του αν δεν τα λέει, - μούγγρισε ο κύριος ΓκρΊiμ­

γουηγκ.

- Θ' άξιζε να του το κόψουν αν τα λέει, -είπε ο κύριος Μπράουν­

λοου. - Και θάθελε πάρα πολύ νάβλεπε κάποιον να του το κόβει, - απά­

ντησε ο κύριος Γκρήμγουηγκ χτυπώντας το μπαστούνι του στο πάτωμα.

Φτάνοντας ίσαμε κει, οι δυο γέροι κύριοι ρούφηξαν με μανία μια πρέ­

ζα ταμπάκο ο καθένας κ' ύστερα έσφιξαν τα χέρια σύμφωνα με τη συ­

νήθειά τους.

-Λοιπόν, Μις Μαίηλη, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου, -για να ξα­

ναγυρίσουμε στο θέμα που τόσο πολύ ενδιαφέρει τα φιλανθρωπικά σας

αισθήματα. Θα θέλατε να μου πείτε τι πληροφορίες έχετε σχετικά με το

δυστυχισμένο αvτό παιδί; Ωστόσο επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω προη ­

γουμένως ότι εξήντλησα κάθε δυνατό μέσο για να τον ανακαλύψω και ότι, από τότε που aπουσίασα απ' αυτό τον τόπο, η πρώτη μου εντύπωση

πως με είχε εξαπατήσει κ' είχε πεισθε ί απ' τους παλιούς συντρόφους του

να με ληστέψει, έχει σημαντικά κλονιστεί.

Η Ροζ, που είχε όλο τον καιρό να συγκεντρώσει στο μεταξύ τις σκέ­

ψεις της, διηγήθηκε αμέσως, μ' έναν τρόπο απλό και φυσικό, όλα όσα εί­

χαν συμβεί στον Όλιβερ από τότε που έφυγε απ' το σπίτι του κυρίου

Μπράουνλοου, κρατώντας την πληροφορία της Νάνση για να την πει στον

γέρο κύριο ιδιαιτέρως, και καταλήγοντας με τη διαβεβαίωση πως η μο­

ναδική στεναχώρια του Όλιβ-ερ όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες εί­

ταν ότι δεν μπορούσε να συναντήσει τον παλιό του ευεργέτη και φίλο.

- Δόξα τω Θεώ! -είπε ο γέρος κύριος. -Αυτό είναι μεγάλη ευτυχία

για μένα ... μεγάλη ευτυχία. Όμως δε μου είπατε πού βρίσκεται τώρα, Μις Μαίηλη. Με συγχωρείτε για την παρατήρηση, αλλά γιατί δεν τον φέρα­

τε;

-Περιμένει μέσα σ' ένα αμάξι στην πόρτα, - απάντησε η Ροζ.

- Στην πόρτα! - φώναξε ο γέρος κύριος. Κι όρμησε έξω απ' το δω-

μάτιο, κατέβηκε τρεις-τρεις τις σκάλες, πήδηξε στ' αμάξι και χώθηκε μέ­

σα χωρίς άλλη κουβέντα.

Όταν η πόρτα του δωματίου έκλεισε πίσω του, ο κύριος Γκρήμγουηγκ σήκωσε το κεφάλι του και μετατρέποντας ένα απ' τα πισινά πόδια της

καοέκλας: του σε άξονα διένοαψε τοεις: ολόκληοους: κύκλους: με τη βοή­

θεια του μπαστουνιόύ του και του τραπεζιού , χωρίς να σηκωθεί καθόλου. Αφού έκανε αυτούς τους ελιγμούς, σηκώθηκε και πηγαινοήρθε, όσο πιο

γρήγορα μπορούσε, τουλάχιστο δώδεκα φορές πάνω-κάτω στο δωμάτιο

Page 132: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 371

κ' ύστερα σταματώντας μπροστά στη Ροζ, τη φίλησε χωρίς τον παραμι­

κρότερο πρόλογο.

- Σσς! - είπε καθώς η κοπέλα σηκώθηκε με κάποια ταραχή στο ασυ­

νήθιστο αυτό φέρσιμο. -Μη φοβάστε . Είμαι αρκετά γέρος ώστε να μπο­

ρώ νάμαι παππούς σας . Είστε ένα γλυκό κορίτσι. Σας συμπαθώ. Νάτοι

κιόλας!

Πραγματικά, καθώς ριχνόταν με μιαν επιδέξια βουτιά στην πρωτινή

του θέση, ο κύριος Μπράουνλοου ξαναγύρισε συνοδευόμενος απ' τον

Όλιβερ που ο κύριος Γκρήμγουηγκ τον υποδέχτηκε πολύ ευγενικά, και

αν η ικανοποίηση έστω και κείνης της στιγμής μονάχα είταν η μόνη της

ανταμοιβή για όλες τις αγωνίες και τις φροντίδες της για το καλό του

Όλιβερ, και πάλι η Ροζ Μαίηλη θα είχε aνταμειφτεί με το παραπάνω.

- Είναι και κάποιος άλλος που δεν πρέπει να λησμονηθεί, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου χτυπώντας το κουδούνι. - Στείλε μου την κυρία

Μπέντουιν, σε παρακαλώ, αν έχεις την καλοσύνη .

Η γριά οικονόμος απάντησε στην πρόσκληση μ' όλη της τη γρηγορά­

δα· και κάνοντας μιαν υπόκλιση στην πόρτα, περίμενε διαταγές.

- Α, μα εσύ όσο πας δε βλέπεις καθόλου , Μπέντουιν, - είπε ο κύριος

Μπράουνλοου με κάποια αδημονία.

- Τι να κάνω, κύριε; - απάντησε η γριούλα. - Τα μάτια των ανθρώ­

πων στην ηλικία μου δεν καλυτερεύουν με τα χρόνια.

-Δε μας λες τίποτα καινούργιο, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου,

-όμως βάλε καλύτερα τα γυαλιά σου και κοίταξε, αν μπορείς, να ξεχω-

ρίσεις εκείνο που γι αυτό σε κάλεσα.

Η γριά άρχισε να ψάχνει στην τσέπη της για τα γυαλιά της. Όμως η

υπομονή του Όλιβερ δεν άντεξε στην καινούργια αυτή δοκιμασία και υπο­

χωρώντας στην πρώτη του παρόρμηση , όρμησε στην αγκαλιά της.

- Χριστός και Παναγιά! - φώναξε η γριά αγκαλιάζοντάς τον, - είναι το αθώο μου παιδάκι!

- Αγαπημένη μου, καλή μου, παλιά μου φίλη! - φώναξε ο Όλιβερ.

- Θα ξαναρχόταν ... τόξερα πως θα ξαναρχόταν, - είπε η γριούλα κρα-

τώντας τον στην αγκαλιά της. - Πόσο καλά φαίνεται και τι όμορφα, σαν

aρχοντόπουλο είναι ντυμένο πάλι! Πού είσουνα όλον αυτόν, όλον αυτό

τον ατέλειωτο καιρό; Α! το ίδιο γλυκό πρόσωπο, όχι όμως τόσο χλωμό,

τα ίδια γλυκά μάτια, όχι όμως τόσο θλιμένα. Ποτέ δεν τα ξέχασα τούτα

τα μάτια, ούτε και το ήμερο χαμόγελό του, μονάχα τάβλεπα κάθε μέρα,

δίπλα-δίπλα με των δικών μου των αγαπημένων παιδιών, των πεθαμένων

και φευγάτων από τότε που είμουν ακόμα νέα. Λέγοντας αυτά και πότε στήνοντας τον Όλιβερ μπροστά της να δει

πόσο είχε μεγαλώσει, πότε σφίγγοντάς τον πάνω της και περνώντας με

Page 133: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

372 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

λατρεία τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του, η καλή αυτή ψυχή πό­

τε γελούσε και πότε έκλαιγε σκυμένη πάνω του.

Αφήνοντας την κυρία Μπέντουιν και τον Όλιβερ στις διαχύσεις τους,

ο κύριος Μπράουνλοου οδήγησε τη Ροζ σ' ένα γειτονικό δωμάτιο και κει

άκουσε μια λεπτομερή αφήγηση της συνομιλίας της με τη Νάνση που του

προξένησε όχι μικρή έκπληξη και αμηχανία. Η Ροζ εξήγησε επίσης τους

λόγους που είχε να μην την εμπιστευθεί στο φίλο της, τον κύριο Λόσ­

μπερν, απ' την πρώτη στιγμή. Ο γέρος κύριος έκρινε πως είχε κάνει κα­

λά, και πρόθυμα ανέλαβε να συσκεφθεί επίσημα ο ίδιος με τον αξιότιμο

γιατρό. Για νάχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει όσο το δυνατό γρη ­

γορότερα το σχέδιο αυτό, συμφώνησαν να περάσει ο κύριος Μπράουν­

λοου απ' το σπίτι της κυρίας Μαίηλη στις οχτώ ακριβώς το ίδιο κείνο

βράδι αφού στο μεταξύ θάχαν ενημερώσει με τρόπο την κυρία Μαίηλη

για όλα όσα είχαν συμβεί. Όταν τα προκαταρκτικά αυτά ταχτοποιήθη­

καν, η Ροζ κι ο Όλιβερ γύρισαν σπίτι τους.

Η Ροζ δεν είχε καθόλου υπερτιμήσει την οργή του αγαθού γιατρού.

Δεν είχε καλά-Καλά αναπτύξει την ιστορία της Νάνση κι ο γιατρός ξα­

πόλυσε έναν καταρράχτη από ανακατεμένες απειλές και βλαστήμιες απει­

λώντας να την κάνει το πρώτο θύμα της συνδυασμένης ιδιοφυ"tας των κυ­

ρίων Μπλάδερς και Νταφ κ' έβαλε κιόλας το καπέλο του έτοιμος να τρέ­

ξει να ζητήσει τη βοήθεια των δυο αυτών κυρίων. Και το δίχως άλλο θά­

χε πραγματοποιήσει, πάνω στην πρώτη αυτή έκρηξη του θυμού του, την

πρόθεσή του χωρίς ούτε στιγμή να συλλογιστεί τις συνέπειες , αν δεν εμπο­διζόταν, απ' τη μια μεριά με ανάλογη βιαιότητα από μέρος του κυρίου

Μπράουνλοου, που είταν κι ο ίδιος ευερέθιστος, κι απ' την άλλη, απ' τα

καλοζυγιασμένα επιχειρήματα και τις αντιρρήσεις που είχαν προβάλει για

να τον αποτρέψουν απ' τον έξαλλο αυτό σκοπό του.

- Τότε τι στο διάολο πρέπει να γίνει; -είπε ο θερμόαιμος γιατρός

όταν ξαναγύρισαν κοντά στις δυο κυρίες. -Μήπως πρέπει να βγάλουμε

ένα ψήφισμα ευγνωμοσύνης σ' όλους αυτούς τους αλήτες aρσενικούς και

θηλυκούς και να τους ικετεύσουμε να δεχτούν εκατό λίρες ο καθένας σαν ελάχιστο δείγμα της εκτίμησής μας και της ευγνωμοσύνης μας για την κα­

λοσύνη τους προς τον Όλιβερ;

-Όχι ακριβώς αυτό, -απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου γελώντας,

- πρέπει να προχωρήσουμε όμως με ηπιότητα και περίσκεψη .

-Με ηπιότητα και περίσκεψη! - φώναξε ο γιατρός. - Εγώ θα τους

έστελνα μια και καλή στο ... -Ας μείνει το πού, -διέκοψε ο κύριος Μπράουνλοου. -Σκεφτείτε

όμως αν το να τους στείλετε οπουδήποτε εξυπηρετεί τον αντικειμενικό

μας σκοπό.

Page 134: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 135: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 136: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 375

-Ποιο σκοπό; - ρώτησε ο γιατρός.

-Απλούστατα την ανακάλυψη της καταγωγής του Όλιβερ και την

ανάκτηση της κληρονομιάς που απ' αυτήν, αν η ιστορία αυτή είναι αλη­

θινή, τον έχουν με απάτη αποστερήσει.

-Α! - είπε ο κύριος Λόσμπερν κάνοντας αέρα με το μαντήλι του .

-Κόντευα να το ξεχάσω αυτό.

- Βλέπετε, - εξακολούθησε ο κύριος Μπράουνλοου, -κι αν ακόμα αφήσουμε ολότελα καταμέρος το δυστυχισμένο αυτό κορίτσι και αν εί­

ταν δυνατό να παραδώσουμε τα καθάρματα αυτά στη Δικαιοσύνη χωρίς να εκθέσουμε τη ζωή της σε κίνδυνο, και πάλι σε τι θα χρησίμευε αυτό;

-Θα κρεμούσαμε μερικούς απ' αυτούς τουλάχιστο, κατά πάσαν πι­θανότητα, -συμπέρανε ο γιατρός, -και θα στέλναμε τους υπόλοιπους

στο κάτεργο.

-Πολύ ωραία, -απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου χαμογελώντας

-όμως χωρίς αμφιβολία εκεί θα καταλήξουν και μόνοι τους με τον και-

ρό κι αν θελήσουμε να προτρέξουμε, μου φαίνεται πως θα κάνουμε μια

πολύ δονκιχωτική πράξη ολότελα αντίθετη στα συμφέροντά μας -ή του­

λάχιστο στα συμφέροντα του Όλιβερ, πράγμα που είναι το ίδιο.

-Πώς; -ρώτησε ο γιατρός.

- Έτσι. Είναι ολοφάνερο πως θα συναντήσουμε υπερβολικές δυσκο-

λίες για να βρούμε την άκρη αυτού του μυστηρίου, εχτός αν κατορθώ­σουμε να γονατίσουμε αυτόν τον Μονκς. Αυτό μπορεί να γίνει μονάχα

με στρατήγημα και μονάχα αν τα καταφέρουμε να τον βάλουμε στο χέρι

όταν δε θάναι περιτριγυρισμένος απ' αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί κι αν

ακόμα υποθέσουμε πως τον συλλαμβάνουμε, δεν έχουμε καμιάν απόδει­

ξη εναντίον του. Δεν είναι καν (απ' όσο ξέρουμε, ή τουλάχιστο απ' όσο

δείχνουν τα γεγονότα) ανακατεμένος με τη συμμορία σε καμιά απ' τις λη­

στείες. Κι αν δεν απολυόταν αμέσως, το πολύ-πολύ που θα μπορούσε να

πάθει είναι να καταδικαστεί σε φυλάκιση σαν αλήτης και φυσικά από

κει και πέρα το στόμα του θάταν τόσο πεισματικά κλειστό που για μας

και για τους σκοπούς μας ο κύριος αυτός θάταν σα νάναι κουφός, βου­

βός, τυφλός και ηλίθιος.

- Τότε , - είπε ορμητικά ο γιατρός, -σας ρωτάω πάλι αν το βρίσκε­

τε λογικό ότι η υπόσχεση αυτή στην κοπέλα πρέπει να θεωρηθεί ισχύου­

σα ... μια υπόσχεση που έγινε με τις καλύτερες κι αγαθότερες προθέσεις, που όμως πραγματικά .. .

-Μην το συζητάτε καθόλου, αγαπητή δεσποινίς, σας παρακαλώ,

- είπε ο κύριος Μπράουνλοου διακόπτοντας τη Ροζ καθώς είταν έτοιμη

να μιλήσει. -Η υπόσχεση θα κρατηθεί. Δc νομίζω ότι μπορεί να έχει την

παραμικρότερη σχέση με τις ενέργειές μας . Όμως προτού καταλήξουμε

Page 137: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

376 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

σε συγκεκριμένο τρόπο δράσης, είναι απαραίτητο να δούμε την κοπέλα

για να βεβαιωθούμε αν δέχεται να μας υποδείξει αυτόν τον Μονκς, με

την προϋπόθεση φυσικά, πως ο κύριος αυτός θα συνεννοηθεί μαζί μας

και δε θα παρεμβληθεί η Δικαιοσύνη, ή αν δε θέλει ή δεν μπορεί να το κάνει αυτό, να μάθουμε τουλάχιστον απ' αυτήν πού συχνάζει και να μας

δώσει μια περιγραφή του προσώπου του, έτσι ώστε να μπορέσουμε να

τον αναγνωρίσουμε. Την κοπέλα δεν είναι δυνατό να τη δούμε ώς την ερ­

χόμενη Κυριακή το βράδι· σήμερα έχουμε Τρίτη. Θα επρότεινα να κα­θήσουμε στο μεταξύ απολύτως ήσυχοι και να κρατήσουμε όλα τα πράγ­

ματα αυτά μυστικά ακόμα κι απ' τον ίδιο τον Όλιβερ.

Μ' όλο που ο κύριος Λόσμπερν δέχτηκε μ' ένα σωρό μορφασμούς δυ­σαρέσκειας μια πρόταση που συνεπαγόταν αργοπορία πέντε ολόκληρων

ημερών, είταν αναγκασμένος να ομολογήσει πως τη στιγμή εκείνη του­

λάχιστο δεν μπορούσε να σκεφτεί καμιά καλύτερη λύση· και καθώς τό­

σο η Ροζ όσο και η κυρία Μαίηλη πήραν ζωηρά το μέρος του κυρίου

Μπράουνλοου, η πρότασή του έγινε ομόθυμα δεχτή.

-Θα ήθελα, -εξακολούθησε ο κύριος Μπράουνλοου, -να ζητήσω

για όλ' αυτά και τη βοήθεια του φίλου μου Γκρήμγουηγκ. Είναι παράξε­

νος άνθρωπος αλλά τετραπέρατος και ίσως μας προσφέρει ουσιαστική

βοήθεια. Προσθέτω πως έχει σπουδάσει δικηγόρος μα παράτησε την τή­

βεννο από αγανάχτηση γιατί είχε μονάχα μιαν υπόθεση να υπερασπίσει

μέσα σ' είκοσι χρόνια, και σας αφήνω να κρίνετε μόνοι σας αν αυτό απο­

τελεί καλή σύσταση ή όχι.

- Δεν έχω αντίρρηση να καλέσετε το φίλο σας, αν μπορώ να καλέσω και γω τον δικό μου, -είπε ο γιατρός.

-Θα το βάλουμε σε ψηφοφορία, -απάντησε ο κύριος Μπράουνλο­

ου. -Ποιος είναι;

-Ο γιος της κυρίας και ... πολύ παλιός φίλος της δεσποινίδος από δω, -είπε ο γιατρός δείχνοντας με το κεφάλι την κυρία Μαίηλη κ' ύστερα

ρίχνοντας ένα εκφραστικό βλέμμα στην ανιψιά της.

Η Ροζ έγινε κατακόκκινη, όμως δε έφερε καμιάν αντίρρηση στην πρό­

ταση αυτή (ένιωθε ίσως πως είταν ανίσχυρη μειοψηφία). Κ' έτσι ο Χάρυ

Μαίηλη κι ο κύριος Γκρήμγουηγκ ευχαρίστως μπήκαν κι αυτοί στην επι­

τροπή.

-Θα μείνουμε φυσικά εδώ, -είπε η κυρία Μαίηλη, -όσο μας μένει

κ' η παραμικρότερη ελπίδα επιτυχίας απ' αυτή την έρευνα. Δε θα λογα­

ριάσω ούτε κόπους ούτε έξοδα για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα που επι­

θυμούμε και θα μείνω ευχαρίστως εδώ, ακόμα και δώδεκα μήνες, αρκεί

να με διαβεβαιώσετε πως απομένει κάποια ελπίδα.

-Ωραία! -απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου. -Και καθώς βλέπω

Page 138: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΑΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 377

στα πρόσωπα όλων μια διάθεση να μάθουν πώς συνέβη και δεν είμουν

εδώ για να επιβεβαιώσω την ιστορία του Όλιβερ κ' εγκατέλειψα τόσο

ξαφνικά τη χώρα μας, ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω πως δε θάθελα

να μου υποβληθούν ερωτήσεις ώς τη στιγμή που θα κρίνω κατάλληλο να

τους προλάβω διηγούμενος την ιστορία μου. Πιστέψτε με, κάνω την πα­

ράκληση αυτή επειδή έχω σοβαρούς λόγους, διαφορετικά ίσως προκαλέ­

σω ελπίδες που είναι μοιραίο να μην πραγματοποιηθούν ποτέ και ν' αυ­

ξήσω τις δυσκολίες και τις aπογοητεύσεις που είναι κιόλας αρκετές . Ελά­

τε! Το δείπνο αναγγέλθηκε κι ο νεαρός Όλιβερ, που είναι ολομόναχος

στο διπλανό δωμάτιο, θάχει αρχίσει να πιστεύει στο μεταξύ πως βαρε­

θήκαμε τη συντροφιά του και κάνουμε κάποια σκοτεινή συνωμοσία για

ν ' απαλλαγούμε απ' αυτόν.

Με τα λόγια αυτά, ο γέρος κύριος πρόσφερε το μπράτσο του στην κυ­

ρία Μαίηλη και τη συνόδευσε στην τραπεζαρία· ο κύριος Λόσμπερν ακο­

λούθησε συνοδεύοντας τη Ροζ. Και το συμβούλιο, για την ώρα, διακόπη ­

κε .

Page 139: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLII

ΜΙΑ ΙΙΑΛΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΟΛΙΒΕΡ, ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΣΗΜΕΙΑ

ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΑΝτΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΎΟΥΣΑ.

την ίδια νύχτα που η Νάνση, έχοντας αποκοιμίσει τον κύριο Σάικς, έτρεξε στη Ροζ Μαίηλη για να εκτελέσει την αποστολή που η ίδια επέβαλε στον εαυτό της, απ' το Μεγάλο Βορεινό Δρόμο προχω­

ρούσαν κατά το Λονδίνο δυο πρόσωπα που σ' αυτά τούτη η ιστορία εί­

ναι σκόπιμο ν' αφιερώσει κάποια προσοχή.

Είταν ένας άντρας και μια γυναίκα· ή ίσως θα τους περιέγραφε κανείς

καλύτερα σαν αρσενικό και θηλυκό· γιατί ο πρώτος είταν ένας μακρυπό­

δαρος, στραβοκάνης, με σερνάμενη περπατησιά, κοκαλιάρης, από κείνους

τους ανθρώπους που είναι δύσκολο να καθορίσεις ακριβώς την ηλικία τους

γιατί φαίνονται σαν υποανεπτυγμένοι άντρες όταν είναι παιδιά και σαν

υπερβολικά ανεπτυγμένα παιδιά όταν είναι σχεδόν άντρες. Η γυναίκα εί­

ταν νέα, αλλά εύρωστη και γεροδεμένη, όπως έπρεπε νάναι για να μπορεί

να σηκώνει το βαρύ μπόγο που είταν περασμένος στη ράχη της. Ο σύ­

ντροφός της δεν είχε πολλές αποσκευές. Είχε κρεμασμένο απλώς από μια

μαγκούρα που κρατούσε στον ώμο του ένα μικρό μπογαλάκι που ταλα­

ντευόταν δεμένο εκεί μ' ένα κοινό μαντήλι και είταν προφανώς αρκετά ελα­

φρύ. Το γεγονός αυτό, μαζί με το μάκρος των ποδιών του, που είταν ασυ­νήθιστα μακριά, τούδιναν τη δυνατότητα να προπορεύεται με πολύ μεγάλη

ευκολία κάπου μισή ντουζίνα βήματα απ' τη συντρόφισσά τσυ, που σ' αυ­

τήν έστρεφε πότε-πότε μ' ένα ανυπόμονο τίναγμα του κεφαλιού, σα να την

επέπληττε για τη βραδύτητά της και να την πίεζε ν' ανοίξει το βήμα της.

Έτσι προχωρούσαν πάνω στο σκονισμένο δρόμο, μόλις προσέχοντας

γύρω τους, εχτός όταν παραμέριζαν για να κάνουν τόπο στα ταχυδρομι­

κά αμάξια που έρχονταν απ' την πολιτεία, ώσπου πέρασαν απ' την αψί­

δα του Χάιγκαιητ. Τότε ο προπορευόμενος ταξιδιώτης σταμάτησε και φώ­

ναξε ανυπόμονα στη συντρόφισσά του:

- Άντε λοιπόν, τι έπαθες; Τι τεμπέλα που είσαι , μωρέ Καρλότα! .. - Είναι βαρύ, μα το Θεό, - είπε το θηλυκό πλησιάζοντας σχεδόν ξέ-

πνοο απ' την κούραση.

Page 140: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 379

-Βαρύ! Μωρέ τι μας λες; Για τίποτα πια δεν είσαι άξια; -απάντη­

σε ο aρσενικός ταξιδιώτης ρίχνοντας το μπογαλάκι του, καθώς μιλούσε,

στον άλλο του ώμο. -Ω! νάτηνε πάλι, ξεκουράζεται! Τι να σου πω, μω­

ρέ παιδί μου, εσύ μπορείς να σκάσεις και γάιδαρο!

-Είναι μακριά ακόμα; -ρώτησε η γυναίκα ξαποσταίνοντας σ' ένα

χαντάκι και κοιτάζοντας προς τα πάνω με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι

απ' το πρόσωπό της.

-Μακριά! πες πως έφτασες κιόλας, -είπε ο μακρυπόδαρος πεζοπό­

ρος δείχνοντας μπροστά του . - Κοίτα ! Κείνα κει κάτω είναι τα φώτα του

Λονδίνου.

-Είναι δυο μίλια δρόμος ακόμα το λιγότερο, -είπε η γυναίκα μ'

απελπισία.

- Κόφτο τώρα αν είναι δυο μίλια ή είκοσι, -είπε ο Νώε Κλαίηπολ, γιατί αυτός είταν, -μονάχα σήκω πάνω και περπάτα ειδεμή θα σε τα­

ράξω στις κλωτσιές. Ξηγημένα πράματα!

Καθώς η κόκκινη μύτη του Νώε έγινε πιο κόκκινη ακόμα απ' το θυ­

μό και καθώς διέσχισε το δρόμο μιλώντας ακόμα σα νάταν έτοιμος να

πραγματοποιήσει την απειλή του, η γυναίκα σηκώθηκε χωρίς άλλη πα­

ρατήρηση κι άρχισε να περπατάει με κόπο πλάι του.

- Πού λογαριάζεις να σταματήσεις για τη νύχτα, Νώε; -ρώτησε αφού

είχαν προχωρήσει μερικές εκατοντάδες γυάρδες. - Πού θες να ξέρω; -απάντησε ο Νώε πούχε νευριάσει πιότερο με

το περπάτημα.

- Κοντά, ελπίζω .

-Όχι, όχι κοντά, -απάντησε ο κύριος Κλαίηπολ. - Μάλιστα! όχι κο-

ντά! βγάλτο αυτό απ' το νου σου.

-Γιατί;

-Όταν σου λέω πως δεν έχω σκοπό να κάνω ένα πράμα, αυτό είναι αρκετό χωρίς άλλο γιατί και διότι, -απάντησε ο κύριος Κλαίηπολ με

αξιοπρέπεια.

- Καλά, δεν είναι ανάγκη ν' αγριεύεις, -είπε η συντρόφισσά του.

-Ωραίο θάταν, μα την αλήθεια, ε; να πάω και να σταθώ στο πρώτο

χάνι έξω απ' την πολιτεία έτσι που ο Σόουερμπερυ, αν μας έχει πάρει στο κυνήγι, να χώσει μέσα τη γέρικη μύτη του και να μας κουβαλήσει πί­

σω με το κάρρο και με χειροπέδες, -είπε ο κύριος Κλαίηπολ με χλευα­

στικό τόνο . -Όχι! Θα πάω και θα χωθώ στα πιο στενά σοκάκια που

μπορώ να βρω και δε θα σταθώ ώσπου να φτάσουμε στο πιο ξεμονα­

χιασμένο σπίτι που μπορούν ν' αντικρύσουν τα μάτια μου. Είσαι τυχ~ρή που έχω νιονιό· γιατί αν δεν είχαμε πάρει στην αρχή επίτηδες όχι το σω­

στό δρόμο και δεν κάναμε ολόκληρη βόλτα απ' τα χωράφια, θάσουνα τώ-

Page 141: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

380 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

ρα διπλομανταλωμένη εδώ και μια βδομάδα, ομορφούλα μου. Και θα σε

συγυρίζανε μια χαρά για τις κουταμάρες σου.

-Το ξέρω πως δεν είμαι έξυπνη σαν και του λόγου σου, -απάντησε

η Καρλότα, -όμως μην τα ρίχνεις τώρα όλα σε μένα και λες πως θά­

μουν εγώ διπλομανταλωμένη. Αν θάμουν εγώ, θάσουν μια φορά και συ.

- Εσύ βούτηξες τα λεφτά απ' τον πάγκο και το ξέρεις καλά αυτό, -είπε ο κύριος Κλαίηπολ.

-Τα πήρα για σένα, Νώε, χρυσέ μου , - απάντησε η Καρλότα.

-Μήπως τα κράτησα; -ρώτησε ο κύριος Κλαίηπολ.

-Όχι, τα εμπιστεύτηκες σε μένα και μ' άφησες να τα κουβαλάω εγώ

σα χρυσό παιδί που είσαι, -είπε η κυρία γαργαλώντας τον κάτω απ' το

πηγούνι και περνώντας το μπράτσο της στο δικό του.

Κ' έτσι πραγματικά είταν· όμως, καθώς δεν είταν το συνήθειο του

Κλαίηπολ νάχει τυφλή κι ανόητη εμπιστοσύνη στον καθένα, πρέπει να

παρατηρήσουμε, για νάμαστε δίκαιοι με τον κύριο αυτόν, πως είχε εμπι­

στευτεί την Καρλότα μέχρις αυτού του σημείου μόνο και μόνο για να βρε­

θούν τα χρήματα πάνω της στην περίπτωση που θα τους κυνηγούσαν,

πράγμα που θα τούδινε μιαν ευκαιρία να διακηρύξει την αθωότητά του

για οποιαδήποτε κλοπή και θα τον διευκόλυνε πολύ να γλυτώσει. Φυσι­

κά, τη στιγμή αυτή θεώρησε περιττό να εξηγήσει τα κίνητρά του αυτά κ '

έτσι εξακολούθησαν το δρόμο τους μ' όλο τους το πάσο.

Σύμφωνα με το συνετό αυτό σχέδιο, ο κύριος Κλαίηπολ προχωρούσε

ολοένα χωρίς να σταθεί ώσπου έφτασε στο Άντζελ, στο Ίσλιγκτον, όπου

έκρινε ορθότατα απ' τον πολύ κόσμο κι απ' τα πολλά αμάξια πως το Λον­δίνο άρχιζε στα σοβαρά. Σταματώντας μονάχα για να παρατηρήσει ποιος

φαινόταν νάναι ο πιο πολυσύχναστος δρόμος και κατά συνέπεια εκείνος

που έπρεπε ν' αποφύγουν περισσότερο, πήρε το δρόμο του Αγίου Ιωάννου

και γρήγορα βυθίστηκε μέσα στο μισοσκόταδο των μπερδεμένων και βρώ­

μικων σοκακιών που βρίσκονται ανάμεσα στο Γκραίης Ιν Λαίην και στο

Σμίτφιλντ και που κάνουν το μέρος αυτό της πολιτείας ένα απ' τα πιο άθλια

και τα χειρότερα που η εξέλιξη άφησε μέσα στην καρδιά του Λονδίνου.

Ανάμεσα απ' αυτά τα σοκάκια προχώρησε σ Νώε Κλαίηπολ σέρνο­

ντας ξοπίσω του την Καρλότα, πότε οπισθοχωρώντας μέχρι τη μέση του

δρόμου για ν' αγκαλιάσει με μια ματιά ολόκληρη την εξωτερική εμφάνι­ση κανενός μικρού πανδοχείου, και πότε τραβώντας πάλι κούτσα-κούτσα

μπροστά καθώς κάποια φανταχτερή πρόσοψη τον έκανε να πιστέψει πως

είταν πολύ κοσμικό για το σκοπό του. Στο τέλος σταμάτησε μπροστά σ'

ένα πιο φτωχικό και πιο βρώμικο απ' όλα όσα είχαν δει ώς τώρα, κι αφού πήγε και τσ επιθεώρησε κι απ' το απέναντι πεζοδρόμιο, μεγαλόθυμα ανάγ­γειλε την πρόθεσή του να κονέψουν εκεί για τη νύχτα.

Page 142: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 381

- Δος μου λοιπόν τον μπόγο, - είπε ο Νώε ξεπερνώντας τον απ' τον

ώμο της γυναίκας και ρίχνοντάς τον στον δικό του · - και μην aνοίξεις το

στόμα σου εξόν αν σου μιλήσουν. Πώς το λένε το χάνι, τ-ρ-ει-ς ... τρεις τι; -Κουτσοί, -είπε η Καρλότα.

-Τρεις Κουτσοί, -επανέλαβε ο Νώε, -και φίνα επιγραφή κιόλας.

Λοιπόν! Έλα από κοντά.

Με τις παραινέσεις αυτές, έσπρωξε την τριζάτη πόρτα με τον ώμο του

και μπήκε στο πανδοχείο ακολουθούμενος απ' τη συντρόφισσά του.

Δεν υπήρχε κανένας στον πάγκο εχτός απόνα νεαρό Εβραίο που με

τους δυο του αγκώνες ακουμπισμένους στο τεζάκι διάβαζε μια βρώμικη

εφημερίδα. Κοίταξε κατάματα τον Νώε κι ο Νώε τον κοίταξε κατάματα

και κείνος.

Αν ο Νώε είταν ντυμένος με τη στολή του ορφανοτροφείου, θάχε ίσως

κάποιο λόγο ο Εβραίος να γουρλώσει έτσι τα μάτια του· όμως όπως εί­

χε πετάξει το σακκάκι και το σήμα και φορούσε μια κοντή μπλούζα πά­

νω απ' το πέτσινο παντελόνι του, δε φαινόταν να υπάρχει κανένας ιδι­

αίτερος λόγος για να προκαλεί τόσο μεγάλη προσοχή η εμφάνισή του σ'

ένα πανδοχείο. -Εδώ είναι οι Τρεις Κουτσοί; -ρώτησε ο Νώε.

- Αβτό είναι ντο όνομα ντου μαγκαζού, - απάντησε ο Εβραίος.

-Ένας κύριος που συναντήσαμε στο δρόμο καθώς ερχόμασταν απ'

έξω, μας είπε νάρθουμε εδώ, -είπε ο Νώε σκουντώντας την Καρλότα

ίσως για να επιστήσει την προσοχή της στην τετραπέρατη αυτή μηχανή

που σκαρφίστηκε για να επισύρει το σεβασμό, κ' ίσως για να την προει­

δοποιήσει να μη δείξει έκπληξη. -Θέλουμε να κοιμηθούμε εδώ απόψε.

- Ντεν είμαι ζίγουροζ μπως μπορείτε, - είπε ο Μπάρνεϋ, γιατί αυτός

είταν, -όμως θα ρωντήξω.

-Βάλε μας κάπου να κάτσουμε και φέρε μας ένα κοψίδι κρύο κρέ­ας και μια γουλιά μπύρα όσο θα ρωτάς άντε μπράβο, - είπε ο Νώε.

Ο Μπάρνεϋ συμμορφώθηκε μπάζοντάς τους σ' ένα μικρό εσωτερικό

δωμάτιο και βάζοντας τα φαγώσιμα που ζήτησαν μπροστά τους κι αφού

ξεμπέρδεψε, πληροφόρησε τους ταξιδιώτες πως μπορούσαν να κοιμηθούν

εκεί τη νύχτα κι άφησε το aξιέραστο ζευγάρι στην ευωχία του.

Το μέσα αυτό δωμάτιο είταν πίσω ακριβώς απ' το μπαρ και μερικά

σκαλιά χαμηλότερα, έτσι που κάθε άνθρωπος του μαγαζιού, τραβώντας

μια μικρή κουρτίνα που απόκρυβε ένα παραθυράκι στον τοίχο του τε­

λευταίου διαμερίσματος, πέντε περίπου πόδια πάνω απ' το πάτωμα, μπο-

ρούσε όχι μονάχα να κοιτάει τους ξένους που κάθονταν στο πίσω δωμά­τιο, χωρίς μεγάλο cpόβο να τον δουν (καθώς: το τtάμι ιο:ίταν στημιfνο σε μια σκοτεινή γωνιά του τοίχου, που ανάμεσα σ' αυτόν και σ' ένα χοντρό

Page 143: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

382 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

κάθετο δοκάρι έπρεπε να στριμωχτεί ο παρατηρητής) αλλά, τοποθετώ­ντας το αυτί του στο χώρισμα, ν' ακούσει αρκετά καθαρά ακόμα και τι

κουβεντιάζουν. Ο μαγαζάτορας δεν είταν πέντε λεπτά που είχε αφήσει

αυτό το παρατηρητήριο κι ο Μπάρνεϋ είχε μόλις γυρίσει από μέσα όπου

έδωσε τις πληροφορίες που αναφέραμε πιο πάνω, όταν ο Φάγκιν, πάνω στην άψα των απογευματινών του επιχειρήσεων, μπήκε στο μπαρ για να

ρωτήσει για κάποιον απ' τους νεαρούς μαθητές του.

- Σσσσς! - είπε ο Μπάρνεϋ, -είναι ξένοι στ' άλλο ντωμάτιο .

-Ξένοι! - επανέλαβε ο γέρος με ψίθυρο.

- Α, και τι ξένοι! - πρόστεσε ο Μπάρνεϋ. -Αμπ' την εμπαρκία, αλ-

λά ντου σιναφιού του ντικού σου, εξόν αν γκάνω λάτος. Ο Φάγκιν φάνηκε να δέχεται την πληροφορία με μεγάλο ενδιαφέρον.

Ανέβηκε σ' ένα σκαμνί και κόλλησε με προφύλαξη το μάτι του στο τζά­

μι, μυστικό πόστο που απ' αυτό μπορούσε να βλέπει τον κύριο Κλαίηπολ

να παίρνει κρύο βοδινό απ' το πιάτο και μπύρα απ' το ποτήρι και να δί­

νει μικροσκοπικές δόσεις κι απ' τα δυο στην Καρλότα που καθόταν υπο­

μονετικά παράμερα ενώ αυτός έτρωγε κ' έπινε κατά το γούστο του.

-Αχά! -ψιθύρισε στρέφοντας στον Μπάρνεϋ. - Μ' αρέσει η κοψιά

αυτού του μάγκα. Είναι ένα κ' ένα για μας. Ξέρει κιόλας πώς να κου­

μαντάρει μια κοπέλα. Μη βγάζεις άχνα, αγαπητέ μου, κι άσε με ν' ακού­

σω τι λένε - άσε με ν' ακούσω τι λένε.

Κόλλησε πάλι το μάτι του στο γυαλί και στρέφοντας τ' αυτί του στο χώρισμα, αφουγκράστηκε άπληστα μ' ένα πανούργο ύφος γέρο-καλλικάν­

τζαρου . - Τόχω, που λες, σκοπό να γίνω αφέντης, -είπε ο κύριος Κλαίηπολ

aπλώνοντας τα πόδια και συνεχίζοντας μια κουβέντα που την αρχή της ο

Φάγκιν είχε φτάσει πολύ αργά για να την ακούσει. -Όχι πια τ' αναθε­

ματισμένα παλιοφέρετρα, Καρλότα, μα ζωή αφέντη για μένα κι αν θες

μπορείς να γίνεις και συ λαίδη.

-Θα τόθελα πάρα πολύ αυτό, χρυσέ μου, -απάντησε η Καρλότα,

-όμως δεν μπορείς να ξαφρίζεις κάθε μέρα τα ταμεία των μαγαζιών ού-

τε και να τη σκαπουλάρεις συνέχεια.

-Στο διάολο τα ταμεία! -είπε ο κύριος Κλαίηπολ. - Υπάρχουν κι

αλλά πράματα έξω απ' τα ταμεία για να ξαφρίζει κανείς.

-Τι θες να πεις; - ρώτησε η συντρόφισσά του.

-Τσέπες, γυναικείες τσάντες, σπίτια, ταχυδρομικές άμαξες, Τράπεζες!

- είπε ο κύριος Κλαίηπολ φουντώνοντας όλο και περισσότερο με την μπύρα.

-Όμως δεν μπορείς να τα κάνεις όλ' αυτά μόνος σου, καλέ μου , -είπε η Καρλότα.

- Θα κοιτάξω να βρω συντρόφους, -απάντησε ο Νώε. -Κάποιον

Page 144: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 383

τρόπο θα βρουν να μας χρησιμοποιήσουν. Τι, εσύ η ίδια, να πούμε, aξί­ζεις για πενήντα γυναίκες. Δεν έχω ξαναδεί τέτιο πονηρό και ύπουλο

πλάσμα σαν και σένα όταν στο επιτρέπω .

-Θεέ μου, τι ωραία που είναι να σ' ακούω να μιλάς έτσι! - φώναξε

η Καρλότα αποθέτοντας ένα φιλί πάνω στο άσκημο μούτρο του.

- Έλα, φτάνει. Κι άσε τις πολλές γλύκες, αν δε θες να με πιάσουν τα

μπουρίνια μου, -είπε ο Νώε ξεκολλώντας την από πάνω του με μεγάλη

σοβαρότητα. - Θα τόθελα νάμαι αρχηγός καμιάς συμμορίας και να τους κουμαντάρω όπως θέλω εγώ χωρίς να φαίνουμαι ο ίδιος. Αυτό θα μου ταί­

ριαζε εμένα αν είταν κ' είχε γερό κέρδος κι αν γινόταν και τα καταφέρ­

ναμε να μπλέξουμε με κανέναν κύριο αυτού του σιναφιού, θάλεγα πως θα μας ερχόταν φτηνά μ' αυτό το χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών που έχεις

πετύχει -έτσι όπως δεν πολυξέρουμε κιόλας πώς να το ξεφορτωθούμε. Αφού εξέφρασε αυτή τη γνώμη, ο κύριος Κλαίηπολ κοίταξε μέσα στην

κανάτα της μπύρας με μια πολύ βαθυστόχαστη έκφραση· κι αφού κού­

νησε καλά το περιεχόμενό της, κούνησε συγκαταβατικά και το κεφάλι του

στην Καρλότα και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά που φάνηκε να τον τονώ­

νει πολύ. Ετοιμαζόταν και για δεύτερη όταν το ξαφνικό άνοιγμα της πόρ­τας και η εμφάνιση ενός ξένου τον σταμάτησαν.

Ο ξένος είταν ο κύριος Φάγκιν. Έδειχνε πολύ εγκάρδιος κ' έκανε και

μια βαθύτατη υπόκλιση καθώς προχωρούσε· κάθησε στο κοντινότερο τρα­

πέζι και παράγγειλε κάτι να πιει στον Μπάρνεϋ που χασκογελούσε.

- Ευχάριστη βραδιά, κύριε, αλλά κρύα για τέτια εποχή, -είπε ο Φά­

γκιν τρίβοντας τα χέρια του. - Απ' την επαρχία, βλέπω, κύριε; -Από πού το βλέπεις αυτό; -ρώτησε ο Νώε Κλαίηπολ.

-Δεν έχουμε τόση σκόνη στο Λονδίνο, - απάντησε ο Φάγκιν δεί-χνοντας τα παπούτσια του Νώε, τα παπούτσια της συντρόφισσάς του κ'

ύστερα τους δυο μπόγους. -Έξυπνος είσαι του λόγου σου, -είπε ο Νώε. -Χα-χα! Τον ακούς,

Καρλότα;

· -Α, πρέπει νάναι κανείς έξυπνος σ' αυτή την πολιτεία, αγαπητέ μου, - απάντησε ο Εβραίος χαμηλώνοντας τη φωνή του σ' εμπιστευτικό ψί­

θυρο . -Αυτή είναι η αλήθεια.

Ο Φάγκιν συνόδεψε την παρατ1Ίρηση αυτή μ' ένα χτύπημα στο πλάι της μύτης του με τον δεξιό του δείχτη - μια χειρονομία που ο Νώε Κλαί­

ηπολ προσπάθησε να τη μιμηθεί, αν κι όχι με μεγάλη επιτυχία εξαιτίας που η μύτη του δεν είταν αρκετά μεγάλη γι αυτό το σκοπό. Όπως και

νάναι, ο κύριος Φάγκιν φάνηκε να μεταφράζει αυηΊ του την προσπάθεια σαν έκφραση απόλυτης συμφωνίας και τον κέρασε φιλικά απ' το ποτό

πούχε φέρει ο Μπdρνεϋ.

Page 145: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

384 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

- Φίνο πράμα τούτο δω, - παρατήρησε ο κύριος Κλαίηπολ πλαταγί­

ζοντας τα χείλια του.

- Μάλιστα, αγαπητέ μου! - είπε ο Φάγκιν. -Ένας άνθρωπος χρει­

άζεται να ξαφρίζει πάντα ένα ταμείο, 1j μια τσέπη, ή μια γυναικεία τσά­ντα, 1j ένα σπίτι, ή μια ταχυδρομική άμαξα, ή μια Τράπεζα αν θέλει να

το πίνει ταχτικά.

Ο κύριος Κλαίηπολ δεν πρόλαβε καλά-καλά ν' ακούσει το απόσπα­

σμα αυτό των ίδιων του παρατηρήσεων κ' έπεσε πίσω στην καρέκλα του

κοιτάζοντας μια τον Εβραίο και μια την Καρλότα με μια σταχτοκίτρινη

χλωμάδα χυμένη στο πρόσωπό του και με μιαν έκφραση ανείπωτης τρο­μάρας .

- Μη φοβάσαι, αγαπητέ μου, - είπε ο Φάγκιν τραβώντας την καρέ­

κλα του πιο κοντά. -Χα-χα! Είσουν πολύ τυχερός που σ' άκουσα τυχαία μονάχα εγώ. Πάρα πολύ τυχερός.

- Δεν το π1jρα εγώ, -τραύλισε ο Νώε δίχως ν' απλώνει πια τα πό­

δια του σαν αφέντης αλλά μαζεύοντάς τα όσο περισσότερο μπορούσε κά­

τω απ' την καρέκλα του. -Αυτή τάκανε όλα. Εσύ τόχεις απάνω σου τώ­ρα, Καρλότα, δεν μπορείς να τ' αρνηθείς.

- Δεν έχει σημασία ποιος το πήρε ή ποιος τόχει απάνω του, αγαπητέ

μου! - απάντησε ο Εβραίος κοιτάζοντας ωστόσο με γερακίσιο μάτι την

κοπέλα και τους δυο μπόγους. - Είμαι και γω στο ίδιο σινάφι, και γι αυ­

τό σας συμπάθησα.

- Σε ποιο σινάφι; - ρώτησε ο κύριος Κλαίηπολ παίρνοντας λιγάκι

θάρρος.

-Σ' αυτή τη δουλειά, αγαπητέ μου, -απάντησε ο Φάγκιν, - και το

ίδιο είναι όλοι σ' αυτό το μαγαζί. Πετύχατε διάνα κ' είσαστε ασφαλι­

σμένοι δω μέσα όσο πουθενά αλλού. Δεν υπάρχει πιο σίγουρο μέρος σ'

ολόκληρη τούτη την πολιτεία απ' τους Κουτσούς, δηλαδή όταν το θέλω

εγώ νάναι έτσι. Και σας πήρα από καλό και σένα και τη νεαρή από δω.

Είπα το λογάκι μου κ' έτσι μπορείτε νάχετε το μυαλό σας ήσυχο. . Το μυαλό του Νώε Κλαίηπολ μπορεί να ησύχασε ύστερ' απ' τη δια­

βεβαίωση αυτή, το κορμί του όμως όχι· βαριανάσαινε, στριφογύριζε αλ­λάζοντας ένα σωρό αμήχανες στάσεις, κοιτάζοντας στο μεταξύ τον και­

νούργιο του φίλο με υποψία ανάκατη με φόβο.

-Θα σου πω και κάτι άλλο, - είπε ο Φάγκιν αφού καθησύχασε και

την κοπέλα με φιλικά νεύματα και μουρμουριστές ενθαρρύνσεις. -Έχω

ένα φίλο που θαρρώ πως μπορεί να ικανοποιήσει τη θαυμάσια επιθυμία

σου και να σ~ βάλ~ι στο σωστό δρόμο όπου μπορ~ίς ν' αναλάβ~ις όποι­ον τομέα δουλειάς νομίζεις πως σου ταιριάζει καλύτερα στην αρχή και

να διδαχτείς όλα τ' άλλα.

Page 146: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 385

- Μιλάς σα να το λες στα σοβαρά, - απάντησε ο Νώε.

- Τι όφελος θάχα να μιλούσα αλλιώτικα; -ρώτησε ο Φάγκιν σηκώ-

νοντας τους ώμους του. - Πού 'σαι, έλα έξω να σου πω δυο κουβέντες.

-Δεν είναι ανάγκη να ξεβολευτούμε , - είπε ο Νώε aπλώνοντας πά­

λι σιγά-σιγά τα πόδια του. -Του λόγου της θα πάει στο μεταξύ τα πρά­

ματα απάνω. Καρλότα, φρόντισε τούτους τους μπόγους!

Η διαταγή αυτή που δόθηκε με μεγάλη μεγαλοπρέπεια εκτελέστηκε

δίχως την παραμικρότερη αντίρρηση· κ' η Καρλότα έφυγε, όσο πιο γρή­

γορα μπορούσε, φορτωμένη με τους μπόγους, ενώ ο Νώε κρατούσε την

πόρτα ανοιχτή και την κοίταζε καθώς έβγαινε απ' το δωμάτιο.

- Την έχω κάνει να στέκει σούζα, ε; -ρώτησε καθώς ξαναγύριζε στη

θέση του με τόνο θηριοδαμαστή που έχει δαμάσει κάποιο άγριο θηρίο .

- Σπουδαία, - απάντησε ο Φάγκιν χτυπώντας τον στον ώμο. - Είσαι ιδιοφυ·tα, αγαπητέ μου.

-Αμέ πώς! αν δεν είμουν, δε θάμαστε μαθές εδώ, - απάντησε ο Νώε .

-Όμως όπου νάναι θα ξαναγυρίσει, γι αυτό μη χάνεις τον καιρό σου.

-Λοιπόν, τι λες; - είπε ο Φάγκιν, - αν σου γουστάρει ο φίλος μου,

το καλύτερο δεν είναι να σμίξεις μαζί του;

- Έχει καλή δουλειά; Αυτό θέλω να μου πεις, - απάντησε ο Νώε κλεί­

νοντας τόνα απ' τα μικρά του ματάκια.

-Όσο δεν παίρνει, -είπε ο Φάγκιv- -έχει ένα σωρό βοηθούς, έχει

την αφρόκρεμα του σιναφιού.

- Κι όλοι τους πρωτευουσιάνοι; - ρώτησε ο κύριος Κλαίηπολ.

- Ούτε ένας επαρχιώτης ανάμεσά τους, και δεν πιστεύω να σ' έπαιρ-

νε ακόμα και με τη σύσταση τη δικιά μου , αν δεν είχε μάλλον σφίξη από

βοηθούς τώρα τελευταία, - απάντησε ο Φάγκιν.

- Πρέπει να σκάσω μύτη; - είπε ο Νώε χτυπώντας την τσέπη της κυ­

λότας του. - Δε γίνεται αλλιώτικα, -απάντησε ο Φάγκιν με πολύ αποφασιστικό

τόνο.

- Είκοσι λίρες ωστόσο είναι πολλά λεφτά.

-Όχι όταν είναι σ' ένα χαρτονόμισμα που δεν μπορείς να το ξεφορ-

τωθείς, - αντέτεινε ο Φάγκιν. - Θάχουν κρατήσει τον αριθμό και την

ημερομηνία, φαντάζουμαι! Δεν περνάει στην Τράπεζα . Λοιπόν, δεν αξί­

ζει και πολλά γι αυτόν . Θα πρέπει να το στείλει στο Εξωτερικό και δε

θα μπορούσε να πιάσει πολλά μ' αυτό στην αγορά .

- Πότε θα μπορούσα να τον δω; -ρώτησε με δυσπιστία ο Νώε.

-Αύριο το πρωί. - Πού;

- Εδώ.

Page 147: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

386 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

- Χμ ... - έκανε ο Νώε. -Ποιες είναι οι απολαυές;

-Θα την περνάς σαν κύριος - φα't και ύπνος, ταμπάκος και πιοτό

τζάμπα- τα μισά απ' όσα κερδίζεις και τα μισά απ' όσα κερδίζει η μι­

κρή σου, - απάντησε ο κύριος Φάγκιν.

Τώρα αν ο Νώε Κλαίηπολ, που η απληστία του δεν είταν καθόλου μι­

κρότερη απ' του Εβραίου, θα δεχόταν ακόμα και με τους λαμπρούς αυ­

τούς όρους, σε περίπτωση που θάταν ένας ολότελα ελεύθερος συμβαλ­

λόμενος, είναι πολύ αμφίβολο· όμως κάνοντας τη σκέψη πως στην περί­

πτωση που θ' αρνιόταν είταν στο χέρι του καινούργιου αυτού γνωστού

του να τον παραδώσει στη Δικαιοσύνη στο άψε-σβήσε (και πολύ πιο απί­

θανα πράγματα έχουν συμβεί) σιγά-σιγά υποχώρησε κ' είπε πως κάτι τέ­

τιο του ταίριαζε .

-Όμως, καταλαβαίνεις, - παρατήρησε ο Νώε, - μια και του λόγου

της θα μπορεί να βγάζει τόση δουλειά, εμένα θα μ' άρεσε να πάρω κά­

τι πολύ αλαφρό.

-Καμιά ερασιτεχνική δουλίτσα; - ρώτησε ο Φάγκιν.

-Α, κάτι τέτιο, - απάντησε ο Νώε. -Τι λες πως θα μου ταίριαζε εμέ-

να τώρα; Κάτι όχι πολύ κουραστικό κι όχι πολύ επικίνδυνο, καταλαβαί­

νεις; Αυτό είναι που ζητάω.

- Σ' άκουσα κάτι να λες για σπιουνάρισμα, αγαπητέ μου , -είπε ο

Φάγκιν. - Ο φίλος μου θέλει πάρα πολύ να βρει κάποιον που θα μπο­

ρούσε να κάνει καλά κάτι τέτιο.

-Ναι, τόπα αυτό, και δε θα μ' ένιαζε να καταπιάνουμαι και με κάτι

τέτιο πότε-πότε , -απάντησε αργά ο κύριος Κλαίηπολ, -όμως αυτή η δου­λειά δεν τα βγάζει, ξέρεις, από μονάχη της τα έξοδά της .

- Αυτό είναι αλήθεια! -παρατήρησε ο Εβραίος συλλογισμένα ή κά­

νοντας πως συλλογίζεται. -Όχι, δεν τα βγάζει.

-Τι λες το λοιπόν τότε; -ρώτησε ο Νώε καρφώνοντας πάνω του τα

μάτια μ' αγωνία. - Καμιά σαλταδόρικη δουλειά που είναι πέρα για πέ­

ρα σίγουρη και δεν έχεις μεγαλύτερο κίνδυνο απ' όσο αν είσαι μες στο

σπιτάκι σου.

-Τι θάλεγες για τις γριούλες; - ρώτησε ο Φάγκιν. - Μπορείς να κά­

νεις ένα σωρό λεφτά aρπάζοντας τις τσάντες και τα καλάθια τους και

στρίβοντάς το στην πρώτη γωνιά.

-Μα αυτές δεν ξεφωνίζουν πάρα πολύ και δε γρατζουνάν ε κιόλας

καμιά φορά; -ρώτησε ο Νώε κουνώντας το κεφάλι του.

-Δε φαντάζουμαι να μου κάνει αυτό. Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο;

- Στάσου! -είπε ο Φάγκιν βάζοντας το χέρι του στο γόνατο του Νώε. -Τα κλωσσόπουλα.

- τι 'ναι αυτό; -ρώτησε ο κύριος Κλαίηπολ.

Page 148: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 387

-Τα κλωσσόπουλα, αγαπητέ μου, - είπε ο Φάγκιν, - είναι τα μικρά

παιδάκια που τα στέλνουν οι μανάδες τους σε θελήματα με εξάπεννα και

σελίνια. Και το κόλπο είναι να τους σουφρώνεις τα λεφτά -τάχουν πά­

ντα έτοιμα στο χέρι τους- και να τους δίνεις ύστερα μια σπρωξιά να πέ­

σουν σ' ένα χαντάκι και να φεύγεις μ' όλη σου την ησυχία σα να μην έγι­

νε τίποτα εξόν που έπεσε ένα παιδάκι και χτύπησε . Χα-χα-χα!

-Χα-χα! - ούρλιαξε ο κύριος Κλαίηπολ τινάζοντας τα πόδια του στον αέρα με έκσταση . - Μάνα μου, αυτό είναι!

-Νάσαι σίγουρος πως αυτό είναι, -απάντησε ο Φάγκιν· - και μπο­

ρείς να διαλέξεις μερικά καλά στέκια στο Κάμντεν Τάουν και στο Μπατλ

Μπριτζ και σ' άλλες γειτονιές σαν κι αυτές όπου τα κλωσσόπουλα όλη

την ώρα πηγαινόρχονται για θελήματα και μπορείς να πετύχεις όσα κλωσ­

σόπουλα θέλεις οποιαδήποτε ώρα της μέρας. Χα-χα-χα!

Με τα λόγια αυτά ο Φάγκιν σκούντησε τον κύριο Κλαίηπολ στο πλευ­

ρό και ξέσπασαν κ' οι δυο μαζί σε δυνατά κι ατέλειωτα γέλια .

-Λοιπόν, εντάξει! -είπε Νώε όταν σταμάτησε να γελάει κ' είχε γυ­

ρίσει κ' η Καρλότα. -Τι ώρα να πούμε αύριο;

-Στις δέκα είναι καλά; - ρώτησε ο Φάγκιν και πρόστεσε καθώς ο

κύριος Κλαίηπολ ένευσε καταφατικά: -Τι όνομα θα πω στον καλό μου

φίλο;

- Κύριος Μπόλτερ, - είπε ο Νώε που είταν προετοιμασμένος για μια τέ­

τια περίπτωση. - Κύριος Μόρις Μπόλτερ. Από δω είναι η κυρία Μπόλτερ.

-Ταπεινός σας δούλος, κυρία Μπόλτερ, -είπε ο Φάγκιν υποκλινό­

μενος με κωμική ευγένεια μπροστά της. -Ελπίζω πως θα τη γνωρίσω κα­

λύτερα προσεχώς .

- Ακούς τον κύριο, Καρλότα; - βρυχήθηκε ο κύριος Κλαίηπολ.

-Ναι, Νώε χρυσέ μου! - απάντησε η κυρία Μπόλτερ aπλώνοντας το

χέρι της στον Φάγκιν.

- Με λέε ι Νώε έτσι χα"ίδευτικά, - είπε ο κύριος Μόρις Μπόλτερ, τέ­

ως Κλαίηπολ, γυρνώντας στον Φάγκιν. - Καταλαβαίνετε;

-Ω, ναι, καταλαβαίνω απόλυτα! - απάντησε ο Φάγκιν λέγοντας την

αλήθεια αυτή τη φορά τουλάχιστο. - Καληνύχτα! Καληνύχτα!

Μ' ένα σωρό χαιρετούρες κ' ευχές, ο κύριος Φάγκιν τράβηξε το δρό­

μο του . Ο κύριος Νώε Κλαίηπολ, εφιστώντας την προσοχή της aντάξιας συζύγου του, άρχισε να τη διαφωτίζει σχετικά με τη συμφωνία πούχε κά­

νει μ' όλη την έπαρση και το ύφος της aνωτερότητας που ταίριαζε όχι

μονάχα σε αντιπρόσωπο του ισχυρού φύλου αλλά και σε κύριο που έχει

συναίσθηση της αξίας και της σπουδαιότητας ενός ειδικού διορισμού στο κυνήγι των κλωσσόπουλων, στο Λονδίνο και στα περίχωρά του .

Page 149: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLIII

ΟΠΟΥ Ο ΤΣΙΦΤΗΣ ΤΗΝ ΕΠΑΘΕ ΑΣΚΗΜΑ.

Ω στε εσύ είσουν ο φίλος που μούλεγες, ε; -ρώτησε ο κύριος Κλαί­

ηπολ ή Μπόλτερ όταν, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχαν κάνει

οι δυο τους, μετακόμισε την άλλη μέρα στο σπίτι του Φάγκιν.

-Μα το Θεό, κάτι τέτιο το φαντάστηκα χτες το βράδι!

- Κάθε άνθρωπος είναι ο φίλος του εαυτού του, αγαπητέ μου, -απά-

ντησε ο Φάγκιν με το πιο γαλίφικο χαμόγελο. -Καλύτερο φίλο απ' αυ­

τόν δε βρίσκεις πουθενά .

- Καμιά φορά όμως, - απάντησε ο Μόρις Μπόλτερ ξαναπαίρνοντας το ύφος του ανθρώπου του κόσμου, -υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν

χειρότερο εχθρό απ' τον εαυτό τους, ξέρεις.

- Μην το πιστεύεις αυτό, - είπε ο Φάγκιν . -Όταν ένας είναι εχθρός

του εαυτού του, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο γιατί είναι υπερβολικά φί­

λος του εαυτού του κι όχι γιατί νιάζεται περισσότερο για τους άλλους πα­

ρά για τον εαυτό του. Πα-πα-πα! Δεν υπάρχει τέτιο πράμα στη φύση .

- Δε θάπρεπε να υπάρχει, αν υπάρχει, -απάντησε ο κύριος Μπόλ­

τερ.

-Αυτό είναι λογικό, -είπε ο Φάγκιν. -Μερικοί μάγοι λένε πως το

τρία είναι ο μαγικός αριθμός κι άλλοι πάλι λένε πως είναι ο αριθμός εφτά. Δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αγαπητέ μου. Είναι ο αριθμός

ένα .

- Χα-χα! -φώναξε ο κύριος Μπόλτερ. -Ζήτω το νούμερο ένα!

- Σε μια μικρή συντροφιά σαν τη δική μας, αγαπητέ μου, -είπε ο

Φάγκιν που το θεώρησε απαραίτητο να ξεκαθαρίσει τη θέση του , - έχου­

με ένα κοινό νούμερο ένα· δηλαδή , δεν μπορείς να λογαριάζεις τον εαυ­

τό σου σα νούμερο ένα χωρίς να λογαριάζεις και μένα το ίδιο καθώς κι

όλους τους άλλους νεαρούς.

-Ω, διάβολε! -φώναξε ο κύριος Μπόλτερ.

- Βλέπεις, -εξακολούθησε ο Φάγκιν κάνοντας πως δεν κατάλαβε αυ-τή τη διακοπή, -είμαστε τόσο δεμένοι μεταξύ μας κ' έχουμε τόσο κοινά

συμφέροντα που μονάχα έτσι μπορούμε να κάνουμε δουλειά . Λόγου χά-

Page 150: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 389

ρη, πρέπει να φροντίζεις για το νούμερο ένα, που πάει να πει για τον εαυτό σου.

- Φυσικά, - απάντησε ο κύριος Μπόλτερ. -Έχεις πολύ δίκιο εδώ.

-Λοιπόν, δεν μπορείς να φροντίζεις για τον εαυτό σου νούμερο ένα χωρίς να φροντίζεις και για μένα, νούμερο ένα επίσης.

-Νούμερο δυο, θες να πεις, - είπε ο κύριος Μπόλτερ που είχε σε

πολύ μεγάλο βαθμό ανεπτυγμένο το προσόν του εγωισμού.

-Όχι, δε θέλω να πω αυτό, -διαμαρτυρήθηκε ο Φάγκιν. -Εγώ έχω

την ίδια σπουδαιότητα για σένα όπως έχει κι ο εαυτός σου .

-Θάλεγα, -διέκοψε ο κύριος Μπόλτερ, - πως είσαι ένας πρώτης

γραμμής άνθρωπος και μου γουστάρεις πολύ, όμως δε συμφωνάμε και

τόσο οι δυο μας, καταπώς δείχνουν τα πράματα.

-Σκέψου, - είπε ο Φάγκιν σηκώνοντας τους ώμους κι aπλώνοντας μπροστά τα χέρια, - στοχάσου το λιγάκι να δεις. Έκανες κάτι θαυμάσιο,

κάτι που κάνοντάς το κέρδισες την αγάπη μου, όμως σύγκαιρα κάτι που

σου περνάει στο λαιμό τη γραβάτα, που τόσο εύκολα δένεται κ' είναι τό­σο δύσκολο να λυθεί -μ' άλλα λόγια, το σκοινί!

Ο κύριος Μπόλτερ έφερε το χέρι του στη γραβάτα του σα να την ένιω­

σε ξαφνικά υπερβολικά σφιχτή και μουρμούρισε μια κατάφαση που έγι­

νε αντιληπτή μονάχα απ' τον τόνο κι όχι απ' το νόημα.

-Η κρεμάλα, - εξακολούθησε ο Φάγκιν, -η κρεμάλα, αγαπητέ μου, είναι ένα απαίσιο ορόσημο που δείχνει μιαν απότομη καμπή που ανέκο­

ψε πολλών aτρόμητων παλληκαριών τη σταδιοδρομία πάνω στην πλατιά

τους λεωφόρο. Το να μείνεις στην πλατιά λεωφόρο, κρατώντας όσο μπο­

ρείς πιο μακριά σου την κρεμάλα, είναι ο σκοπός σου νούμερο ένα.

- Φυσικά, -απάντησε ο κύριος Μπόλτερ. -Γιατί μιλάς για τέτια πρά­

ματα τώρα;

-Μόνο και μόνο για να καταλάβεις καλύτερα αυτό που θέλω να πω,

-είπε ο Εβραίος υψώνοντας τα φρύδια του. - Για να μπορείς να το κά-

νεις αυτό , εξαρτάσαι από μένα. Για να κρατάω εγώ τη δουλίτσα μου στο

ντορό της, βασίζουμαι σε σένα. Το πρώτο είναι για το δικό σου νούμε­

ρο ένα, το δεύτερο είναι για το δικό μου νούμερο ένα. Όσο περισσότε­

ρο εχτιμάς το δικό σου νούμερο ένα τόσο πιο προσεχτικός πρέπει νάσαι

για το δικό μου· έτσι φτάνουμε στο σημείο που σούλεγα πριν

-ότι η έγνια για το νούμερο ένα μας κρατάει δεμένους όλους μαζί, κ' έτσι πρέπει να κάνουμε, αν δε θέλουμε να πάμε όλοι μαζί κατά διαόλου.

-Αυτό είναι αλήθεια, - απάντησε στοχαστικά ο κύριος Μπόλτερ.

-Ω! μα το Θεό, είσαι ένας πολύ πονηρός γέρο-πόντικας!

Ο κύριος Φάγκιν είδε με μεγάλη του χαρά πως αυτός ο φόρος τιμής

στις ικανότητές του δεν είταν ένα απλό φιλοφρόνημα, αλλά πως είχε στ'

Page 151: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

390 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

αλήθεια εντυπωσιάσει τον νεοσύλλεκτό του δίνοντάς του μιαν ιδέα της

πανούργας ιδιοφυ"ί:ας του, κάτι που είταν απαραίτητο ν' aποχτήσει στην

αρχ1Ί της γνωριμίας τους. Για να ενισχύσει την τόσο επιθυμητή και χρή­

σιμη αυτή εντύπωση, κατάφερε το δεύτερο χτύπημα, γνωρίζοντάς του κά­

πως λεπτομερειακά το μέγεθος και την έκταση των επιχειρήσεών του,

ανακατεύοντας την αλήθεια και το ψέμα, όπως τον συνέφερε καλύτερα,

και κάνοντας και τα δυο πιστευτά με τόση επιδεξιότητα που ο σεβασμός

του κυρίου Μπόλτερ αυξήθηκε φανερά και συγκεράστηκε ταυτόχρονα μ'

έναν άκρως επιθυμητό και σωτήριο φόβο.

-Είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη που έχουμε ο ένας στον άλλον που

με παρηγοράει για τις βαριές απώλειες, - είπε ο Φάγκιν. -Έχασα χτες

το πρωί τον καλύτερο βοηθό μου .

-Δε θες να πεις πως πέθανε; -φώναξε ο κύριος Μπόλτερ.

-Όχι, όχι, - απάντησε ο Φάγκιν · - όχι, δε θέλω να πω πως έπαθε

τέτιο κακό. -Όχι εντελώς τέτιο κακό.

- Τότε, τι; Μήπως τον ... -Τον τσιμπήσανε, -διέκοψε ο Φάγκιν. -Μάλιστα, τον τσιμπήσανε.

-Για τίποτα σοβαρό; - ρώτησε ο κύριος Μπόλτερ.

-Όχι, - απάντησε ο Φάγκιν, -όχι και πολύ. Κατηγορήθηκε πως απο-

πειράθηκε να κλέψει μια τσέπη και βρήκαν μιαν ασημένια ταμπακέρα

πάνω του -τη δική του , αγαπητέ μου, τη δική του, γιατί του άρεσε ο τα­

μπάκος. Ανέβαλαν τη δίκη του μέχρι σήμερα γιατί φαντάζονταν πως θά­

βρισκαν τον ιδιοχτήτη της ταμπακέρας. Α! άξιζε πενήντα ταμπακέρες αυ­

τός και θάδινα την αξία άλλων τόσων για να τον ξαναπάρω πίσω. Έπρε­πε νάχες γνωρίσει τον Τσίφτη, αγαπητέ μου · έπρεπε νάχες γνωρίσει τον

Τσίφτη!

-Ε, καλά, θα τον γνωρίσω, ελπίζω· δεν το νομίζεις; -είπε ο κύριος

Μπόλτερ.

-Πολύ αμφιβάλλω γι αυτό, -απάντησε ο Φάγκιν μ' έναν αναστε­

ναγμό. -Αν δε βρουν κανένα καινούργιο στοιχείο, το πολύ-πολύ θα τον

χώσουν μέσα και θα τον έχουμε πάλι κοντά μας ύστερ' από έξη-εφτά βδο­

μάδες αν βρουν όμως, τότε είναι ζήτημα μπαγλαρώματος. Το ξέρουν τι

έξυπνο παιδί είναι· θα γίνει ισοβίτης. Θα κάνουν τον Τσίφτη , ούτε λίγο

ούτε πολύ, ισοβίτη.

-Τι πάει να πει μπαγλάρωμα και ισοβίτης; -ρώτησε ο κύριος Μπόλ­

τερ· - γιατί μου μιλάς μ' αυτή τη γλώσσα; Γιατί δε μιλάς έτσι που να μπο­

ρώ να σε καταλαβαίνω;

Ο Φάγκιν είταν έτοιμος να μεταφράσει στη χυδαία γλώσσα τις μυ­στηριώδεις αυτές εκφράσεις που όταν θα μεταφράζονταν ο κύριος Μπόλ­τερ θα μάθαινε πως σήμαιναν «ισόβια δεσμά>>. Μα ο διάλογος κόπηκε

Page 152: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 153: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 154: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 393

στη μέση απ' τον κύριο Μπαίητς που μπήκε με τα χέρια στις τσέπες της

κυλότας του και το πρόσωπο σουφρωμένο σε μια μισοαστεία έκφραση

οδύνης.

-Όλα τελειώσανε, Φάγκιν, -είπε ο Τσάρλεϋ αφού γνωρίστηκε με

τον καινούργιο σύντροφό του.

-τι θες να πεις;

- Βρήκαν τον κύριο που είχε την ταμπακέρα· δυο-τρεις ακόμα τον ανα-

γνώρισαν κι ο Τσίφτης πήρε το πασαπόρτι του για όξω, - απάντησε ο

κύριος Μπαίητς. -Πρέπει να μου φτιάξεις πένθιμο κουστούμι, Φάγκιν,

και μαύρη κορδέλα στο καπέλο για να τον επισκεφτώ πριν σηκώσει πα­

νιά για τα ταξίδια του. Σκέψου, ο 'Γζακ Ντόουκινς, ο aνοιχτομάτης ο Ί'ζακ,

-ο Τσίφτης, ο Τσίφτης!- να μπαγλαρώνεται για όξω για μια ταμπακέ­

ρα της δεκάρας! Δεν το περίμενα να την πάθει έτσι ούτε και για χρυσό

ρολόι ακόμα με την αλυσίδα του και τα μπιχλιμπίδια της. Ω! γιατί δεν

ξάφριζε κανέναν πλούσιο γέρο απ' όλα του τα χρυσαφικά και να φύγει

σαν κύριος, κι όχι σαν ένας τιποτένιος κλεφτοκοτάς δίχως τιμές και δό­

ξες;

Με την έκφραση αυτή της θλίψης για τον άτυχο φίλο του, ο κύριος

Μπαίητς κάθησε στην πιο κοντινή καρέκλα μ' ένα ύφος πικρίας κι απελ­

πισίας.

-Τι μου τσαμπουνάς δίχως τιμές και δόξες; - φώναξε ο Φάγκιν ρί­

χνοντας ένα θυμωμένο βλέμμα στον μαθητή του. -Δεν είταν πάντα ο κα­

λύτερος ανάμεσά σας; Μπορεί κανένας από σας να τον φτάσει σε τίπο­

τα, ε;

- Κανένας, - απάντησε ο κύριος Μπαίητς με φωνή βραχνή και τρα­

χιά απ' τη θλίψη. - Κανένας.

-Τότε τι μιλάς; - απάντησε ο Φάγκιν οργισμένα. - Τι κάθεσαι και

τσαμπουνάς τότε;

-Γιατί τίποτα δε θα γράψουν τα κατάστιχα γι αυτόν, -είπε ο Τσάρ­λεϋ ερεθισμένος απ' την πρόκληση του σεβάσμιου φίλου του. -Γιατί δε

βγαίνει τίποτα απ' την καταδίκη· γιατί κανένας δε θα μάθει ποτέ ούτε το

μισό απ' όσο άξιζε. Τι θέση θα πάρει στα κιτάπια του Νιουγκαίητ; Ίσως

δεν τον γράψουν και καθόλου. Ω, μάτια μου, μάτια μου, τι χτύπημα εί­

ναι τούτο!

-Χα-χα! - φώναξε ο Φάγκιν aπλώνοντας το δεξί του χέρι και στρέ­φοντας στον κύριο Μπόλτερ μ' έναν παροξυσμό γέλιου που τον τράντα­

ζε ολόκληρο σα νάχε επιληψία · -κοίταξε πόσο περήφανοι είναι για το

επάγγελμά τους, αγαπητέ μου. Δεν είναι θαυμάσιο; Ο κύριος Μπόλτερ ένευσε καταφατικά κι ο Φάγκιν, αφού καμάρωσε

τη θλίψη του Τσάρλεϋ Μπαίητς για μερικά δευτερόλεπτα με φανερή ικα-

Page 155: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

394 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

νοποίηση, πλησίασε το νεαρό αυτόν κύριο και τον χτύπησε χα'ίδευτικά

στον ώμο.

-Μη χολοσκάς, Τσάρλεϋ, - είπε καθησυχαστικά ο Φάγκιν. -Κάτι

θα βγει, κάτι θα βγει απ' αυτό. Όλοι θα μάθουν τι έξυπνο παλληκάρι εί­

ταν. Θα τους το δείξει ο ίδιος και δε θα ντροπιάσει τους παλιούς συ­

ντρόφους και τους δασκάλους του. Σκέψου πόσο μικρός είναι κιόλας! Τι τιμή, Τσάρλεϋ, να γίνει ισοβίτης σε τέτια ηλικία!

-Ναι, δε λέω, είναι τιμή! - είπε ο Τσάρλεϋ λιγάκι παρηγορημένος.

- Θάχει ό,τι τραβάει η ψυχή του , - εξακολούθησε ο Εβραίος. - Θά-ναι κλεισμένος στο κελλί του, Τσάρλεϋ, σαν κύριος. Σαν κύριος! Με την

μπύρα του κάθε μέρα και με λεφτά στην τσέπη, να τα κουδουνάει και να

τα παίζει, αν δεν μπορεί να τα ξοδέψει.

-Μα θάναι έτσι ; -Και βέβαια έτσι και καλύτερα! -απάντησε ο Φάγκιν. - Και θά-

χουμε κ' ένα δικηγόρο, Τσάρλεϋ, απ' τους πιο μαγκιόρους. Και θα βγά­

λει λόγο κι ο ίδιος, αν του γουστάρει · και θα τα διαβάσουμε όλα στις

εφημερίδες: <<Ο Τσίφτης -γενική ιλαρότης- μεγάλη αναταραχή εις το

ακροατήριον» -ε, Τσάρλεϋ, ε;

-Χα-χα! - γέλασε ο κύριος Μπαίητς. -Τι πλάκα που θάχει, ε, Φά­

γκιν; Λέω, τι κόλλημα που θα τους κάνει ο Τσίφτης, ε;

-Αμέ! -φώναξε ο Φάγκιν. -Θα τους ταράξει.

-Α, θα τους ταράξει, λέει! - επανέλαβε ο Τσάρλεϋ τρίβοντας τα χέ-

ρια του.

- Μου φαίνεται σα να τον βλέπω κιόλας, - φώναξε ο Εβραίος κατε­

βάζοντας τα μάτια πάνω στον μαθητή του.

- Το ίδιο και γ ω, - φώναξε ο Τσάρλεϋ Μπαίητς. - Χα-χα-χα. Το ίδιο

και γω. Τα βλέπω όλα πεντακάθαρα μπροστά μου, στην ψυχή μου· τα

βλέπω, Φάγκιν. Τι πλάκα! Τι πλάκα αλήθεια! Όλοι τους κει μέσα θα πα­

σκίζουν να φαίνονται σοβαροί κι ο Τζακ Ντόουκινς θα τους μιλάει με τέ­τιο θάρρος και σιγουριά σα νάi:αν ο ίδιος ο γιος του δικαστή που βγά­

ζει λόγο ύστερ' απ' το δείπνο . Χα-χα-χα!

Πραγματικά, ο κύριος Φάγκιν είχε τόσο καλά πετύχει να κεντρίσει τη

χιουμοριστική διάθεση του νεαρού του φίλου που ο κύριος Μπαίητς, που

στην αρχή είταν διατεθειμένος να θεωρήσει τον φυλακισμένο Τσίφτη σα

θύμα, τώρα τον έβλεπε σαν τον κύριο πρωταγωνιστή μιας σκηνής ασυ­

νήθιστα και εξαιρετικά ευτράπελης και δεν έβλεπε πότε νάρθει η ώρα

που ο παλιός σύντροφός του θάχει την τόσο ευνο'ίκή αυτή ευκαιρία να

επιδείξει τις ικανότητές του . - Πρέπει με κάποιον τρόπο να μάθουμε πώς τα πάει σήμερα, - είπε

ο Φάγκιν. -Στάσου να σκεφτώ .

Page 156: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 395

-Να πάω εγώ; - ρώτησε ο Τσάρλεϋ.

-Ούτε να το ξαναπείς, -απάντησε ο Φάγκιν· -είσαι τρελός, αγα-

πητέ μου ... σούστριψε ολότελα να θες να πας στο ίδιο το μέρος που .. . Όχι, Τσάρλεϋ, όχι. Μου φτάνει να χάνω έναν την κάθε φορά.

- Δε φαντάζουμαι να θες να πας εσύ; - είπε ο Τσάρλεϋ μ' ένα ει­

ρωνικό χαμόγελο .

- Αυτό δε θάταν και τόσο σωστό, -απάντησε ο Φάγκιν κουνώντας

το κεφάλι.

- Τότε γιατί δε στέλνεις αυτό το καινούργιο κελεπούρι; -ρώτησε ο

κύριος Μπαίητς βάζοντας το χέρι του στο μπράτσο του Νώε. - Δεν τον

ξέρει κανένας.

- Ναι, αν δεν τον πειράζει .. . -παρατήρησε ο Φάγκιν. -Να τον πειράζει! -διέκοψε ο Τσάρλεϋ. -τι μπορεί νάχει αυτός

για να τον πειράζει;

- Απολύτως τίποτα, αγαπητέ μου, -είπε ο Φάγκιν στρέφοντας στον

κύριο Μπόλτερ, -απολύτως τίποτα.

-Α, όλα κι όλα, - έκανε ο Νώε οπισθοχωρώντας κατά την πόρτα και

κουνώντας το κεφάλι μ' ένα είδος συγκρατημένης ανησυχίας και φόβου.

-Όχι, όχι κάτι τέτιο. Δεν είναι στον τομέα μου αυτό.

- τι τομέα έχει του λόγου του, Φάγκιν; -ρώτησε ο κύριος Μπαίητς

κοιτώντας τη λιπόσαρκη σιλουέτα του Νώε με αποστροφή. -Να το βά­

ζει στα πόδια όταν τα πράματα είναι σκούρα και να μασάει με οχτώ μα­

σέλες όταν τα πράματα είναι εντάξει; Αυτός είναι ο τομέας του;

- Να μη σε νιάζει εσένα, -αντέτεινε ο κύριος Μπόλτερ, -και μη μι­

λάς έτσι στους ανωτέρους σου, παιδαρέλι, γιατί θα βρεθείς καμιάν ώρα

σε λάθος μαγαζί.

Ο κύριος Μπαίητς έμπηξε τέτια γέλια με τη θεσπέσια αυτή απειλή,

που χρειάστηκε να περάσει κάμποση ώρα πριν μπορέσει να μπει στη μέ­

ση ο Φάγκιν και ν' αναπτύξει στον κύριο Μπόλτερ πως δε διέτρεχε κα­

νέναν κίνδυνο με το να επισκεφθεί το Αστυνομικό Τμήμα. Τη στιγμή που

καμιά αναφορά σχετικά με την κλοπή του ούτε καμιά περιγραφή του ατό­

μου του δεν είχε φτάσει ακόμα στην πρωτεύουσα, είταν χίλια στα εκατό

βέβαιο πως ούτε καν θα τον υποπτεύονταν ότι είχε καταφύγει εκεί, και

πως, αν φρόντιζε να μεταμφιεστεί κατάλληλα, το Τμήμα θάταν γι αυτόν

το ίδιο σίγουρο όσο κι οποιοδήποτε άλλο σημείο του Λονδίνου μια κι απ'

όλα τα μέρη αυτό θάταν το τελευταίο όπου θα μπορούσαν να φανταστούν

πως είχε καταφύγει με τη θέλησή του.

Έχοντας πεισθεί κατά ένα μέρος απ' τα επιχειρήματα αυτά, αλλά κα­ταπτοημένος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' το φόβο που ένιωθ ε για τον

Φάγκιν, ο κύριος Μπόλτερ συγκατατέθηκε στο τέλος, με βαριά καρδιά,

Page 157: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

396 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

ν' αναλάβει την αποστολή. Κάτω απ' την καθοδήγηση του Φάγκιν αντι­κατέστησε αμέσως τα ρούχα του με αμπέχωνο καρραγωγέα, κοτλέ κυλά­

τες και πέτσινες γκέτες, είδη ρουχισμού που ο Φάγκιν τα είχε πάντα πρό­

χειρα. Εφοδιάστηκε επίσης μ' ένα τσόχινο καπέλο στολισμένο όμορφα με

αποδείξεις διοδίων και μ' ένα καμτσίκι. Έτσι εφοδιασμένος θάμπαινε

στο Τμήμα όπως θάκανε κανένας χωριάτης απ' την αγορά του Κόβεντ

Γκάρντεν για να ικανοποιήσει την περιέργειά του· και καθώς είταν αδέ­

ξιος, τραχύς και ισχνός, όπως θάπρεπε νάναι, ο κύριος Φάγκιν δεν είχε

καμιά αμφιβολία πως θα μπορούσε να ξεγελάσει τον καθένα.

Αφού συμπληρώθηκαν αυτές οι προετοιμασίες, έδωσαν στον κύριο

Μπόλτερ όλα τα χαραχτηριστικά του Τσίφτη για να τον αναγνωρίσει και ο κύριος Μπαίητς τον οδήγησε ανάμεσα από φιδογυριστά σοκάκια ώς

μια μικρή απόσταση απ' την Μπόου Στρητ. Περιγράφοντάς του την ακρι­

βή θέση του Τμήματος και συνοδεύοντας την περιγραφή του με άφθονες

οδηγίες για το πώς να τραβήξει ολόισα στο διάδρομο κι όταν φτάσει στην

αυλή ν' ανέβει στη δεξιά πόρτα που βλέπει στο κεφαλόσκαλο , απ' το δε­

ξί του χέρι, και να βγάλει το καπέλο του μόλις θάμπαινε στην αίθουσα, ο Τσάρλεϋ Μπαίητς του είπε να προχωρήσει μονάχος και υποσχέθηκε να

περιμένει το γυρισμό του στο σημείο του χωρισμού τους.

Ο Νώε Κλαίηπολ ή Μόρις Μπόλτερ, όπως αρέσε ι στον αναγνώστη,

ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες που είχε πάρει· καθώς ο κύριος

Μπαίητς ήξερε τόσο καλά τα κατατόπια, οι οδηγίες του είταν τόσο ακρι­

βείς ώστε κατόρθωσε να βρεθεί στην αίθουσα των συνεδριάσεων χωρίς

να κάνει καμιά ερώτηση ή να συναντήσει κανένα εμπόδιο στο δρόμο του.

Βρέθηκε στριμωγμένος ανάμεσα σ' ένα πλήθος από ανθρώπους, κυρίως

γυναίκες, που συνωστίζονταν για να μπουν σε μιαν aποπνιχτικά βρώμι­

κη αίθουσα που στην πέρα άκρη της υπήρχε υψωμένη μια εξέδρα, χωρι­σμένη με κιγκλίδωμα απ' την υπόλοιπη αίθουσα, μ' έναν πάγκο για τους

κρατουμένους στ' αριστερά, ένα κουβούκλιο για τους μάρτυρες στη μέση

κ' ένα γραφείο για τους δικαστές στα δεξιά. Το τελευταίο απαίσιο αυτό

σημείο είταν προφυλαγμένο μ' ένα χώρισμα που aπόκρυβε την έδρα απ'

τα κοινά βλέμματα κι άφηνε το χυδαίο όχλο να φαντάζεται (αν μπορού­σε) ολόκληρο το μεγαλείο της Δικαιοσύνης.

Στον πάγκο υπήρχαν δυο μονάχα γυναίκες που ένευαν στους γεμά­

τους θαυμασμό φίλους τους ενώ ο γραμματέας διάβαζε κάτι εκθέσεις σε

δυο αστυφύλακες κ' έναν με πολιτικά ρούχα που έσκυβε πάνω στο τρα­

πέζι. Ένας δεσμοφύλακας στεκόταν ακουμπισμένος πάνω στο κιγκλίδω­

μα του πάγκου και χτυπούσε αφηρημένα τη μύτη του μ' ένα μεγάλο κλει­

δί σταματώντας μονάχα όταν οι κουβέντες των aργόσχολων γίνονταν ανάρμοστα δυνατές κ' έπρεπε να επιβάλει σιωπή, Ίl όταν σήκωνε αυστη-

Page 158: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 397

ρά τα μάτια για να φωνάξει σε καμιά γυναίκα: <<Πάρε αυτό το μωρό έξω, κυρά μου>> όταν η σοβαρότητα της Δικαιοσύνης ταραζόταν απ' τις aσθε­

νικές, μισοπνιγμένες στο σάλι της μάνας φωνούλες κάποιου αδύνατου μω­

ρού. Η αίθουσα μύριζε κλεισούρα κ' είταν ανθυγιεινή· οι τοίχοι είταν

βρώμικοι και το ταβάνι μαυρισμένο. Μια παλιά καπνισμένη προτομή εί­

ταν στημένη πάνω απ' το τζάκι κ' ένα σκονισμένο ρολόι πάνω απ' τον

πάγκο -το μόνο πράγμα εκεί μέσα που φαινόταν να είναι εντάξε ι· για­

τί η διαφθορά και η φτώχεια ή η συνηθισμένη επαφΊΊ και με τις δυο, εί­

χαν δώσει μιαν ιδιαίτερη απόχρωση σ' όλα τα έμψυχα, το ίδιο σχεδόν δυ­

σάρεστη όσο και το στρώμα της λίγδας που σκέπαζε όλα τ' άψυχα εκεί

μέσα.

Ο Νώε κοιτούσε με λαχτάρα γύρω του για τον Τσίφτη· όμως μ' όλο

που υπήρχαν αρκετές γυναίκες που θα ταίριαζαν περίφημα για μάνες ή

αδερφές του διακεκριμένου αυτού υποκειμένου και πολλοί άντρες που

θα μπορούσες να τους πάρεις για πατεράδες του, δε φαινόταν πουθενά

κανένας απολύτως που ν ' ανταποκρίνεται στην περιγραφή του κυρίου

Ντόουκινς που του είχαν κάνει. Περίμενε σε μια κατάσταση μεγάλης αδη­

μονίας κι αβεβαιότητας, ώσπου οι γυναίκες, που είχαν παραπεμφθεί σε

δίκη, βγήκαν καμαρωτές-καμαρωτές έξω· και τότε ο Κλαίηπολ ανακου­

φίστηκε μονομιάς απ' την εμφάνιση ενός άλλου κρατουμένου που τόνιω­

σε αμέσως πως δεν μπορούσε νάναι άλλος απ' το αντικείμενο της επί­

σκεψής του.

Είταν πραγματικά ο κύριος Ντόουκινς που μπ1Ίκε στην αίθουσα σέρ­

νοντας τα πόδια του , με τα μανίκια του πελώριου σουρτούκου του γυρι­σμένα, όπως πάντα, με το αριστερό του χέρι στην τσέπη και το καπέλο

του στο δεξί. Πήγαινε μπροστά απ' το δεσμοφύλακα μ' ένα καμαρωτό βή­

μα ολότελα aπερίγραπτο και παίρνοντας τη θέση του στον πάγκο ρώτη­

σε με δυνατή φωνή να μάθει για ποιο λόγο βρισκόταν στην προσβλητική

αυτή θέση.

- Κράτα τη γλώσσα σου, -είπε ο δεσμοφύλακας.

- Είμαι ή δεν είμαι Άγγλος πολίτης ; -απάντησε ο Τσίφτης. - Πού

είναι τα προνόμιά μου;

- Έννοια σου και θα τάχεις σε λίγο τα προνόμιά σου, - είπε ο δε­

σμοφύλακας, - με λίγο πιπεράκι από πάνω κιόλας.

-Και βέβαια, γιατί αν δεν τάχω, να δούμε τι θάχει να πει και ο

Υπουργός των Εσωτερικών στα κοράκια αυτά, -απάντησε ο κύριος Ντό­

ουκινς. - Ακούς εκεί! Τι δουλειά είναι τούτη δω; Θα χρωστούσα χάρη

στους δικαστές να ταχτοποιήσουν αυτή την υποθεσούλα και να μη με κα­θυστερούν διαβάζοντας την εφημερίδα τους γιατί έχω ραντεβού στο Σί­

τυ μ' έναν τζέντλεμαν και καθώς είμαι άνθρωπος με λόγο και πολύ ακρι-

Page 159: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

398 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

βής στις δουλειές μου, θα φύγει αν δεν είμαι εκεί στην ώρα μου και τό­

τε θα κάνω ασφαλώς μήνυση εναντίον τους για αποζημίωση που με κα­

θυστέρησαν κ' έχασα τη δουλειά μου. Ασφαλώς θα την κάνω!

Στο σημείο αυτό ο Τσίφτης, κάνοντας πως ενδιαφέρεται τάχα ιδιαίτε­

ρα για τις ενέργειες ακριβώς που θα έκανε σε λίγο, ζήτησε απ' το φύ­

λακα να τον πληροφορήσει «τα ονόματα των δυο εκείνων εκεί κάτω που

κάθονται στην έδρα» πράγμα που τόσο γαργάλησε τους θεατές που γέ­

λασαν με την καρδιά τους σχεδόν το ίδιο όπως θάκανε και ο κύριος Μπαίητς αν είχε ακούσει την παράκληση.

-Σιωπή εκεί κάτω! -φώναξε ο δεσμοφύλακας.

-Τι συμβαίνει; -ρώτησε ένας απ' τους δικαστές.

-Μια υπόθεση κλοπής, Εντιμότατε.

-Έχει ξανάρθει ποτέ εδώ το παιδί; -Έπρεπε νάχει έρθει πολλές φορές, -απάντησε ο δεσμοφύλακας.

-Έχει πάει παντού εχτός από δω. Τον ξέρω καλά, Εντιμότατε.

-Ω, ιδστε με ξέρεις, ε; -φώναξε ο Τσίφτης παίρνοντας υπό σημείω-

ση τη δήλωση αυτή. -Πολύ καλά. Έχουμε και δυσφήμιση τώρα.

Εδώ ακούστηκαν πάλι γέλια και μια δεύτερη διαταγή να σωπάσουν. -Λοιπόν, πού είναι οι μάρτυρες; -είπε ο γραμματέας.

-Α, σωστά, -πρόστεσε ο Τσίφτης. -Πού είναι τους αλήθεια; Θά-

θελα να τους δω και γω.

Η επιθυμία του αυτή εκπληρώθηκε αμέσως γιατί παρουσιάστηκε ένας

αστυφύλακας που είχε δει τον κρατούμενο να χώνει το χέρι του στην τσέ­

πη ενός αγνώστου κυρίου ανάμεσα στο πλήθος και να παίρνει πράγματι

ένα μαντήλι από κει μέσα που, επειδή είταν πολύ παλιό, το ξανάβαλε πά­

λι σιγά-σιγά στη θέση του, αφού το χρησιμοποίησε πρώτα. Για το λόγο

αυτό συνέλαβε τον Τσίφτη αμέσως μόλις μπόρεσε να τον πλησιάσει και

ο αναφερθείς Τσίφτης, όταν ερευνήθηκε, βρέθηκε να έχει πάνω του μιαν ασημένια ταμπακέρα με τ' όνομα του κατόχου της χαραγμένο στο καπά­

κι της. Ο ιδιοχτήτης της ταμπακέρας είχε ανακαλυφθεί με τη βοήθεια του

Οδηγού της Αυλής και είταν τώρα παρών. Ορκίστηκε πως η ταμπακέρα

είταν δική του και πως την είχε χάσει την προηγούμενη μέρα τη στιγμή

ακριβώς που έβγαινε απ' το πλήθος που ο αστυφύλακας ανέφερε πιο πά­

νω. Είχε τότε παρατηρήσει ο ίδιος έναν νεαρό κύριο που χωνόταν και

τρύπωνε με ξεχωριστή ενεργητικότητα ανάμεσα στον κόσμο και ο νεα­

ρός αυτός κύριος είταν ο κρατούμενος που βρισκόταν μπροστά του.

-Έχεις να ρωτήσεις τίποτα τον μάρτυρα, παιδί μου; -είπε ο δικα­στής.

-Μ ρίχνω τον εαυτό μου στο σημείο να καταδεχτώ να πιάσω κου­βέντα μαζί του, -απάντησε ο Τσίφτης.

Page 160: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 399

- Δεν έχεις τίποτ' άλλο να πεις στο δικαστήριο;

-Ακούς τον Εντιμότατο που σε ρωτάει αν έχεις να πεις τίποτα;

- ρώτησε ο δεσμοφύλακας σκουντώντας με τον αγκώνα του τον Τσίφτη

που έμενε αμίλητος.

-Με συγχωρείτε, - είπε ο Τσίφτης σηκώνοντας τα μάτια του μ' αφη­

ρημένο ύφος, - σε μένα μιλάς, άνθρωπέ μου;

- Ποτέ μου δεν ξανάδα τέτιον ξεδιάντροπο αλήτη, Εντιμότατε, -πα­

ρατήρησε ο ασiυφύλακας μ' ένα μορφασμό. -Έχεις σκοπό να πεις τί­

ποτα, λωποδυτάκο;

- Όχι, - απάντησε ο Τσίφτης, - όχι εδώ, γιατί αυτό δεν είναι δικα­

στήριο · εξόν αυτό, ο δικηγόρος μου παίρνει το πρωινό του αυτή τη στιγ­

μή με τον αντιπρόεδρο της Βουλ1Ίς των Κοινοτήτων. Όμως θάχω κάτι να

πω κάπου αλλού και το ίδιο κι αυτός και το ίδιο κ' ένας μεγάλος και τρα­

νός κύκλος από γνωριμίες που θα κάνει τους δικαστές σου να εύχονται

να μην είχαν γεννηθεί ποτέ 1l νάχαν βάλει τους υπηρέτες τους να τους κρεμάσουν στις ίδιες τις κρεμάστρες τους πριν τους αφήσουν να βγουν

έξω σήμερα το πρωί για να με δικάσουν. Θα ... -Έλα, φτάνε ι. Παραπέμπεται κατά το κατηγορητήριο! -διέκοψε ο

γραμματέας. - Πάρτε τον .

- Εμπρός, έλα, - είπε ο δεσμοφύλακας.

- Πολύ καλά, πολύ καλά, θάρθω, - απάντησε ο Τσίφτης βουρτσίζο-

ντας το καπέλο του με την παλάμη του . - Α! (προς την Έδρα) δε βγά­

ζετε τίποτα με το να παίρνετε αυτό το τρομαγμένο ύφος. Δε θα σας λυ­

πηθώ καθόλου, ούτε σταλιά. Θα μου το πληρώσετε, αγαπητοί μου.

Ούτε ψύλλος στον κόρφο σας . Δε θάφευγα τώρα, ακόμα και να με πα­

ρακαλούσατε γονατιστοί. Έλα, τράβα! Πάμε!

Με τα τελευταία αυτά λόγια ο Τσίφτης αφέθηκε να τον σύρουν έξω

απ' το γιακά φοβερίζοντας, ώσπου τον έβγαλαν στην αυλή, πως θα φέ­ρει την υπόθεση αυτή στο Κοινοβούλιο· κ' ύστερα γέλασε κατάμουτρα

στον αστυφύλακα με μεγάλη ευθυμία και περηφάνεια.

Αφού τον είδε να τον κλείνουν μονάχο σ' ένα μικρό κελλί, ο Νώε γύ­

ρισε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, εκεί όπου είχε αφήσει τον κύριο Μπαί­

ητς. Αφού περίμενε εκεί λίγο, έσμιξε με τον νεαρό αυτόν κύριο, που φρό­

νιμα απόφυγε να παρουσιαστεί ώσπου να βεβαιωθεί πως κανένα αδιά­

κριτο πρόσωπο δεν είχε πάρει από πίσω τον καινούργιο του φίλο . Πήραν κ' οι δυο βιαστικά το δρόμο του γυρισμού για να συνεφέρουν

τον κύριο Φάγκιν με την είδηση πως ο Τσίφτης τίμησε την ανατροφή του

και προχωρούσε στο δρόμο της δόξας.

Page 161: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLIV

ΦΤΑΝΕΙ Η ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΑΝΣΗ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΧΕΣΗ

ΠΟΥ ΕΔΩΣΕ ΣΤΗ ΡΟΖ ΜΑΙΗΛΗ -ΑΠΟτΎΧΑΙΝΕΙ.

Μ, όλο που είταν μπασμένη σ' όλα τα κόλπα της πονηριάς και της

υποκρισίας, η Νάνση δεν μπορούσε ν' αποκρύψει ολότελα την

ταραχή που της προκαλούσε η συναίσθηση της σοβαρότητας του

διαβήματός της. Θυμόταν πως και ο πανούργος Εβραίος και ο χτηνώδης ο Σάικς της εμπιστεύονταν βρωμοδουλειές που είχαν κρατηθεί μυστικές

απ' όλους τους άλλους με την πεποίθηση πως είταν έμπιστη και πάνω από

κάθε υποψία. Μ' όλο που είταν εγκληματικές οι βρωμοδουλειές αυτές, μ'

όλο που οι εμπνευστές τους είταν του σκοινιού και του παλουκιού, και μ'

όλη την πικρία που ένιωθε απέναντι στον Φάγκιν που τη βύθιζε όλο και

πιο βαθιά στην άβυσσο του εγκλήματος και της αθλιότητας απ' όπου δεν

υπήρχε διαφυγή, ωστόσο είταν φορές που ακόμα και γι αυτό ένιωθε κά­

ποιο δισταγμό μήπως οι aποκαλύψεις της τον οδηγούσαν στη σιδερένια

aρπάγη που τόσον καιρό είχε ξεφύγει και υποστεί τελικά -όσο κι αν την άξιζε- μια τέτια τύχη απ' το δικό της χέρι.

Όμως όλες αυτές είταν φευγαλέα σκιρτήματα μιας ψυχής ολότελα aνί­κανης να λυτρωθεί από παλιές γνωριμίες και σχέσεις μ' όλο που μπόρε­

σε να προσκολληθεί σταθερά σ' ένα σκοπό κι αποφάσισε να μη λυγίσει μπροστά σε τίποτα. Οι φόβοι της για τον Σάικς θ' αποτελούσαν γι αυτήν

πολύ πιο ισχυρά ελατήρια για να υπαναχωρήσει όσο υπήρχε ακόμα και­

ρός είχε βάλει όμως τον όρο, το μυστικό της να κρατηθεί αυστηρά, δεν

είχε δώσει κανένα στοιχείο που να μπορούσε να οδηγήσει στην ανακά­

λυψή του, είχε αρνηθεί, για χάρη του Σάικς, ένα καταφύγιο απ' το έγκλη­

μα και την απάτη όπου είταν βουτηγμένη - και τι παραπάνω μπορούσε

να κάνει; Είχε πάρει πια την απόφασή της.

Μ' όλο που όλη η ψυχική της πάλη κατέληγε πάντοτε σ' αυτό το συ­

μπέρασμα, ωστόσο, αυτή η πάλη που ανανεωνόταν συνεχώς άφηνε τα ίχνη

επάνω της. Έγινε χλωμή κι αδυνάτισε μέσα σε λίγες μονάχα μέρες. Εί­ταν φορές που ούτε καταλάβαινε τι γινόταν γύρω της ούτε έπαιρνε μέ­

ρος σε κουβέντες όπου άλλοτε θάταν η πιο γλωσσού και φωνακλού. Άλλες

Page 162: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 401

φορές γελούσε δίχως κέφι κ' έκανε σαματά χωρίς αιτία κι αφορμή. Κι

άλλοτε πάλι -συχνά, ένα λεπτό αργότερα - καθόταν σιωπηλή και μα­

ζεμένη, βυθισμένη σε συλλογή με το κεφάλι ριγμένο πάνω στα χέρια της,

ενώ η ίδια η προσπάθεια που έκανε ν' αποτινάξει το λήθαργό της έδει­

χνε περισσότερο από κάθε τι πως δεν ένιωθε βολικά και πως οι σκέψεις

της είταν aπασχολημένες με ζητήματα πολύ διαφορετικά και ξένα από

κείνα που κουβέντιαζαν οι σύντροφοί της.

Είταν Κυριακή βράδι και η καμπάνα της κοντινής εκκλησίας χτυπού­

σε την ώρα. Ο Σάικς κι ο Εβραίος κάτι έλεγαν μεταξύ τους, όμως στα­

μάτησαν ν' aφουγκραστούν. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι απ' το χαμηλό

κάθισμα όπου είταν κουλουριασμένη κι αφουγκράστηκε κι αυτή . Έντεκα.

- Μια ώρα πριν απ' τα μεσάνυχτα, - είπε ο Σάικς σηκώνοντας το παν­

τζούρι για να κοιτάξει έξω και ξαναγυρνώντας στην καρέκλα του . - Σκο­τάδι πίσσα. Σπουδαία νύχτα για δουλειά.

-Α! -απάντησε ο Φάγκιν . -Τι κρίμα, Μπιλ, αγαπητέ μου , που δεν

έχουμε καμιά δουλειά στα σκαριά .

- Μίλησες και μια φορά σωστά, - απάντησε τραχιά ο Σάικς. - Είναι κρίμα γιατί και γω έχω όρεξη.

Ο Φάγκιν αναστέναξε και κούνησε aποθαρρυμένα το κεφάλι του.

- Πρέπει να κερδίσουμε το χαμένο καιρό όταν βάλουμε τα πράματα

σε καλή σειρά. Αυτό ξέρω να πω εγώ, -είπε ο Σάικς.

- Έτσι πρέπει να μιλάς, αγαπητέ μου, - απάντησε ο Φάγκιν διακιν­

δυνεύοντας να του χτυπήσει χα"ίδευτικά τον ώμο . -Μου κάνει καλό να

σ' ακούω να μιλάς έτσι. -Σου κάνει καλό, ε; - φώναξε ο Σάικς. - Ε, ας σου κάνει.

-Χα-χα-χα! -γέλασε ο Φάγκιν σα ν' ανακουφίστηκε ακόμα και μ'

αυτή την παραχώρηση. - Είσαι ο ίδιος ο παλιός Σάικς απόψε, Μπιλ.

Ολόιδιος ο παλιός Σάικς . - Δε νιώθω ολότελα ο ίδιος όσο έχεις αυτά τ' αρπαχτικά ζαρωμένα

δάχτυλα πάνω στον ώμο μου, γι αυτό πάρτα από κει, - είπε ο Σάικς τι­

νάζοντας το χέρι του Εβραίου από πάνω του.

- Σε κάνει ανήσυχο, Μπιλ, σου θυμίζει το γράπωμα, ε; -είπε ο Φά­

γκιν aποφασισμένος να μην προσβληθεί.

- Μου φαίνεται σα να με γραπώνει ο διάβολος, -απάντησε ο Σάικς.

-Δεν ξαναφάνηκε άλλος άνθρωπος με φάτσα σαν και τη δικιά σου, εξόν

αν είταν ο πατέρας σου και θαρρώ πως αυτή τη στιγμ1Ί θα τσουρουφλί­

ζει στην Κόλαση τα ξεθωριασμένα κόκκινα γένεια του· εξόν αν βγήκες

κατευθείαν απ' τη διαβόλισσα χωρίς πατέρα· και δω που τα λέμε, δε θ' aπορούσα στάλα γι αυτό.

Ο Φάγκιν δεν έδωσε απάντηση στη φιλοφρόνηση αυτ11· αλλά τραβώ-

Page 163: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

402 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

ντας τον Σάικς απ' το μανίκι έδειξε με το δάχτυλο κατά τη Νάνση που,

βρίσκοντας με την κουβέντα τους την ευκαιρία να φορέσει το καπέλο της,

έβγαινε τη στιγμti εκείνη απ' το δωμάτιο. -Έι! .. -φώναξε ο Σάικς. -Νάνση . Πού πάει το κορίτσι μου νυ-

χτιάτικα τέτια, ώρα;

-Εδώ κοντά.

-Τι σόι απάντηση είναι αυτή; - ξανάπε ο Σάικς. -Πού πας;

-Σου λέω, εδώ κοντά.

-Και γ ω σου λέω πού; - φώναξε ο Σάικς. - Μ' ακούς ή δε μ' ακούς;

-Δεν ξέρω πού, - απάντησε η κοπέλα.

-Τότε ξέρω γ ω, - είπε ο Σάικς περισσότερο από πείσμα παρά για-

τί είχε πραγματικά κάποιαν αντίρρηση να πάει η κοπέλα όπου ήθελε.

- Δεν πας πουθενά. Κάτσε κάτω.

- Δε νιώθω καλά. Σου τόπα και πρωτύτερα, - απάντησε το κορίτσι.

-Θέλω λίγο αέρα.

-Βγάλε το κεφάλι σου απ' το παράθυρο, - απάντησε ο Σάικς.

-Δε μου φτάνει αυτό. Θέλω να βγω έξω.

-Τότε θα μείνεις μέσα, -απάντησε ο Σάικς και με τη διαβεβαίωση

αυτή σηκώθηκε, κλείδωσε την πόρτα, πήρε το κλειδί και τραβώντας της

το καπέλο απ' το κεφάλι το πέταξε πάνω σε μια παλιά ντουλάπα. -Εκεί.

Κάτσε τώρα στ' αυγά σου και μη βγάλεις τσιμουδιά, -είπε ο ληστής.

- Δε θα με κρατήσει μέσα ένα σκουφί, -είπε το κορίτσι ενώ το πρό­

σωπό της γινόταν ξαφνικά κατάχλωμο . - Τι θαρρείς, Μπιλ; Καταλαβαί­

νεις τι κάνεις;

-Αν καταλαβαίνω ... Μωρέ, - φώναξε ο Σάικς στρέφοντας στον Φά­

γκιν, - της έστριψε, φαίνεται, ειδεμή δε θα κοτούσε να μου μιλήσει έτσι.

- Θα μ' αναγκάσεις να κάνω κάτι στην απελπισία μου, - μουρμούρι­

σε το κορίτσι βάζοντας και τα δυο της χέρια πάνω στο στήθος της σα νά­

θελε να συγκρατήσει με το ζόρι κάποιο βίαιο ξέσπασμα. -Άφησέ με να

βγω, ακούς; αμέσως ... τούτη τη στιγμή. -Όχι! -φώναξε ο Σάικς.

- Πες του να μ' αφήσει να βγω, Φάγκιν . Το καλό που του θέλω. Θά-

ναι πολύ καλύτερα γι αυτόν. Μ' ακούς; - φώναξε η Νάνση χτυπώντας το

πόδι της στο πάτωμα.

-Άκου δω! - επανέλαβε ο Σάικς γυρνώντας στην καρέκλα του για

να την κοιτάξει. - Πρόσεξε καλά! Κι αν σ' ακούσω για μισό λεπτό ακό­

μα, το σκυλί θα σ' αρπάξει έτσι απ' το λαιμό που θα σου ξερριζώσει για

τα καλά αυτή τη στριγγιά σου τη φωνή. Τι διάολο σ' έπιασε, παλιοθήλυ­κο; Ε; τι σ' έπιασε στα καλά καθούμενα;

- Άφησέ με να βγω, -είπε το κορίτσι σφίγγοντας τα δόντια· κ' ύστε-

Page 164: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 403

ρα, πέφτοντας σrο πάτωμα μπροστά σrην πόρτα, είπε: - Μπιλ, άφησέ με

να βγω. Δεν ξέρεις τι κάνεις. Δεν ξέρεις, αλήθεια. Μονάχα για μιαν ώρα.

Άφησέ με ... άφησέ με. -Να μου κοπούνε χέρια πόδια ένα-ένα! - φώναξε ο Σάικς αρπάζο­

ντάς την τραχιά απ' το μπράτσο, - αν αυτό το κορίτσι δεν παλάβωσε ολό­

τελα. Σήκω πάνω!

- Όχι, ώσπου να μ' αφή σεις να βγω ... όχι ώσπου να μ' αφή σεις να βγω, ποτέ! ... ποτέ! - ξεφώνισε το κορίτσι.

Ο Σάικς την κοίταξε για ένα λεπτό περιμένοντας νάβρει την κατάλ­

ληλη ευκαιρία και ξαφνικά, στρίβοντάς της τα χέρια, την έσυρε, έτσι όπως

πάλευε κι αγωνιζόταν να ξεφύγει, σ' ένα μικρό διπλανό δωμάτιο όπου κάθησε σ' ένα σκαμνί και ρίχνοντάς την σε μια καρέκλα, την κράτησε

καρφωμένη ακίνητη εκεί πάνω με το στανιό. Η κοπέλα πότε πάλευε και

πότε παρακαλούσε ώσπου χτύπησε δώδεκα και τότε, κουρασμένη κ'

εξαντλημένη , έπαψε ν' αντισrέκεται περισσότερο. Προειδοποιώντας την

μ' ένα σωρό βλασrήμιες να μην κάνει, το καλό που της ήθελε, καμιάν άλ­

λη προσπάθεια να βγει έξω κείνη τη νύχτα, ο Σάικς την άφησε να συ­

νέλθει με την ησυχία της και ξαναγύρισε σrον Φάγκιν.

- Ουφ! -έκανε ο διαρρήχτης σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ' το πρό­

σωπό του. -Τι διαβόλου θηλυκό είναι τούτο!

-Ναι ντε! - απάντησε συλλογισμένα ο Φάγκιν. - Ναι.

-Τι διάολο λες να της μπήκε στο κεφάλι για να θέλει να βγει τέτιαν

ώρα έξω; -ρώτησε ο Σάικς. -Έλα, εσύ πρέπει να την ξέρεις καλύτε­

ρα από μένα. Τι την έπιασε; -Πείσμα· γυναικείο πείσμα, νομίζω, αγαπητέ μου.

- Χμ, έτσι μου φαίνεται και μένα, - μούγγρισε ο Σάικς . - Θαρρού-

σα πως την είχα δαμάσει, όμως αυτή είναι το ίδιο πεισματάρα σαν πά­

ντα.

- Χειρότερη ακόμα, -είπε ο Φάγκιν συλλογισμένα. - Ποτέ μου δεν

την έχω ξαναδεί έτσι, για τόσο μικρή αιτία.

- Ούτε γω, - είπε ο Σάικς. -Μου φαίνεται πως έχει ακόμα κείνο τον

πυρετό σrο αίμα της και δε λέει να την αφΊΊσει ... ε;

- Μπορεί.

- Θα της πάρω λίγο αίμα χωρίς ν' aνησυχήσω το γιατρό αν κάνει πως

ξαναρχίζει πάλι τα ίδια, -είπε ο Σάικς.

Ο Φάγκιν κούνησε επιδοκιμασrικά το κεφάλι για το είδος αυτό της

θεραπείας.

-Δεν κουνούσε ρούπι από κοντά μου ούτε μέρα ούτε νύχτα όταν εί­μουν κρεβατωμένος ενώ του λόγου σου, μαυρόκαρδος λύκος καθώς εί­σαι, ούτε καταδέχτηκΕς να πατήσεις κατά δώθε, - είπε ο Σάικς. Είμα-

Page 165: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

404 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

σταν κι aπένταροι όλον εκείνο τον καιρό και μου φαίνεται πως αυτό την

ανησυχούσε και την αναστάτωνε· κ' επειδή έμεινε κλεισμένη τόσον και­

ρό εδώ μέσα την έκανε να μην τη χωράει ο τόπος ... ε;

-Αυτό είναι, αγαπητέ μου, -απάντησε ο Εβραίος μ' έναν ψίθυρο.

-Σσσς! .. Καθώς πρόφερε τούτα τα λόγια, το κορίτσι ξεπρόβαλε απ' το διπλα­

νό δωμάτιο και ξαναγύρισε στην πρωτινή του θέση. Τα μάτια της είταν

πρησμένα και κατακόκκινα· κάθησε κι άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω·

τίναξε το κεφάλι της κ' ύστερ' από λίγο ξέσπασε σε γέλια.

-Κοίτα την, τώρα την έπιασε η άλλη λόξα! -φώναξε ο Σάικς ρί­

χνοντας ένα κατάπληχτο βλέμμα στο σύντροφό του.

Ο Φάγκιν τούκανε νόημα να μην της δίνει σημασία· και σε λίγα λε­

πτά η κοπέλα ξαναπήρε τη συνηθισμένη της στάση. Ψιθυρίζοντας στον Σάικς πως δεν υπήρχε πια φόβος να ξαναρχίσει τα ίδια, ο Φάγκιν πήρε

το καπέλο του και του ευχήθηκε καληνύχτα. Στάθηκε όταν έφτασε στην

πόρτα και στρέφοντας το κεφάλι ρώτησε αν θα του φώτιζε κανείς να κα­

τέβει τη σκοτεινή σκάλα.

- Φώτισέ του, -είπε ο Σάικς που γέμιζε το τσιμπούκι του . - Θάταν κρίμα να σπάσει το σβέρκο του μονάχος του και να χάσει έτσι ο κοσμά­

κης το γλέντι να τον δει στην κρεμάλα. Φώτισέ του.

Η Νάνση ακολούθησε το γέρο μ' ένα κερί. Όταν έφτασαν στο διά­δρομο ο Φάγκιν έφερε το δάχτυλο στα χείλια του και πηγαίνοντας κοντά

στην κοπέλα είπε ψιθυριστά:

-Τι συμβαίνει, Νάνση, αγαπητή μου;

-Τι θες να πεις; -απάντησε το κορίτσι στον ίδιο τόνο.

-Ποια είναι η αιτία για όλα τούτα; -είπε ο Φάγκιν. -Αν αυτός, -έδειξε με το κοκαλιάρικο δάχτυλό του κατά πάνω, -είναι τόσο σκλη-

ρός μαζί σου (είναι χτήνος, Νάνση, σωστό χτήνος) τότε γιατ:ί δεν ... -Λοιπόν; -είπε το κορίτσι καθώς ο Φάγκιν σώπασε με το στόμα του

κολλημένο σχεδόν στ' αυτί της και τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. -Ας μένει για την ώρα, -είπε ο Φάγκιν. -Θα το ξανακουβεντιά­

σουμε αργότερα αυτό. Έχεις ένα φίλο σε μένα, Νάνση. Έναν πιστό φί­

λο. Έχω τα μέσα εγώ στα χέρια μου· σίγουρα και με το μαλακό. Αν θέ­

λεις εκδίκηση για εκείνον που σε μεταχειρίζεται σα σκυλί-σα σκυλί! χει­

ρότερα κι απ' το σκυλί του ακόμα γιατί σ' αυτό λέει πότε-πότε και κα­

μιά κουβέντα της προκοπής -έλα να με βρεις, έτσι; Στο ξαναλέω: Έλα

να με βρεις. Αυτός σήμερα είναι αύριο δεν είναι, όμως εμένα με ξέρεις

από παλιά, Νάνση. -Σε ξέρω καλά, -απάντησε το κορίτσι χωρίς να δείξει την παραμι­

κρή συγκίνηση. -Καληνύχτα.

Page 166: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 405

Τραβήχτηκε πίσω καθώς ο Φάγκιν άπλωσε το χέρι του στο δικό της,

όμως ξανάπε καληνύχτα με σταθερή φωνή και απαντώντας στο αποχαι­ρετιστήριο βλέμμα του μ' ένα κούνημα του κεφαλιού έκλεισε την πόρτα

ανάμεσά τους.

Ο Φάγκιν τράβηξε για το σπίτι του aπορροφημένος απ' τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό του. Είχε καταλήξει στην ιδέα -όχι απ'

αυτά που μόλις είχαν γίνει, μ' όλο που κι αυτά συνέτειναν στο να την επιβεβαιώσει, αλλά αργά και βαθμιαία- πως η Νάνση , έχοντας βαρεθεί

τη χτηνωδία του διαρρήχτη , είχε βάλει στο μάτι έναν καινούργιο φίλο. Η

αλλαγή στο φέρσιμό της, οι επανειλημένες απουσίες της απ' το σπίτι, η

σχετική αδιαφορία της για τα συμφέροντα της συμμορίας που γι αυτά

έδειχνε άλλοτε τόση θέρμη, και κοντά σ' αυτά η απελπισμένη ανυπομο­

νησία της να βγει απ' το σπίτι κείνη τη νύχτα, μιαν ορισμένη ώρα, σχε­

δόν όλα, ευνοούσαν την υποψία αυτή και την έκαναν, γι αυτόν τουλάχι­στο, βεβαιότητα. Το αντικείμενο της καινούργιας αυτής συμπάθειας δεν

είταν ανάμεσα στους μυρμιδόνες του. Ο κύριος αυτός, όποιος και νάταν,

θάταν ένα ανεχτίμητο aπόχτημα με έναν τέτιο βοηθό σαν τη Νάνση (έτσι

τόβλεπε ο Φάγκιν) και έπρεπε να τον εξασφαλίσει χωρίς αργοπορία.

Υπήρχε όμως κ' ένας άλλος σκοτεινότερος σκοπός που έπρεπε να επι­

τευχθεί. Ο Σάικς ήξερε πάρα πολλά και οι χτηνώδικοι χλευασμοί του χό­

λωναν τον Φάγκιν, παρ' όλο που δεν τόδειχνε. Το κορίτσι έπρεπε να το

ξέρει καλά πως αν τον εγκατέλειπε, δε θα μπορούσε νάναι ποτέ σίγου­

ρη απ' τη μανία του και πως θα την εκδικιόταν οπωσδήποτε -τσακίζο­

ντάς της τα χέρια και τα πόδια ή καθαρίζοντάς την μια και καλή- για την καινούργια της αυτή σχέση. «Με λίγο δούλεμα και πες-πες, σκεφτό­

ταν ο Φάγκιν, τι πιθανότερο ότι θα δεχόταν να τον φαρμακώσει; Πόσες

και πόσες γυναίκες έχουν κάνει τέτια κι ακόμα χειρότερα για να πετύ­

χουν έναν τέτιο σκοπό! Έτσι θα ξεφορτωθώ έναν επικίνδυνο κακούργο

-τον άνθρωπο που μισώ- και θα εξασφαλίσω έναν άλλον στη θέση του·

και ξέροντας το έγκλημά της αυτό, θα την έχω εντελώς πια στο χέρι τη

Νάνση>> .

Τέτια πράματα είχαν περάσει απ' το μυαλό του Φάγκιν στο λίγο διά­

στημα που έμεινε μονάχος στο δωμάτιο του διαρρήχτη και μ' αυτές τις

σκέψεις στο μυαλό είχε αρπάξει την ευκαιρία που του δόθηκε ύστερα για

να βολιδοσκοπήσει το κορίτσι με τους υπαινιγμούς που πέταξε καθώς

έφευγε. Η Νάνση δεν έδειξε καμιά έκπληξη ούτε φάνηκε να μην κατα­

λαβαίνει. Είταν ολοφάνερο πως τον είχε καταλάβει καλά. Η ματιά που

τούρριξε την ώρα που χώριζαν, αυτό έδειχνε. Ίσως όμως θα δίσταζε να φαρμακώσει τον Σάικς κι αυτό είταν το κυ­

ριότερο που τον απασχολούσε. «Με ποιον τρόπο, -σκεφτόταν ο Φάγκιν

Page 167: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

406 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

καθώς προχωρούσε κατά το σπίτι του - μπορώ ν' αυξήσω την επιρροή

μου πάνω της; Ποια καινούργια δύναμη μπορώ ν' αποχτήσω;»

Τέτια μυαλά είναι γόνιμα σε τεχνάσματα. Αν χωρίς ν' αποσπάσει κα­

μιά ομολογία απ' την ίδια έβαζε να την παρακολουθούν κι ανακαλύπτο­

ντας το αντικείμενο της καινούργιας συμπάθειάς της, την απειλούσε ν'

αποκαλύψει ολάκερη αυτή την ιστορία στον Σάικς (που η Νάνση τον έτρε­με) αν δε δεχόταν να πάρει μέρος στα σχέδιά του, δε θα μπορούσε να

εξασφαλίσει την υποταγή της;

-Μπορώ, - είπε ο Φάγκιν σχεδόν φωναχτά. - Δε θα κοτάει να μου

αρνηθεί τότε. Όχι, όχι, για τίποτα στον κόσμο. Όλα είναι εντάξει, όλα

είναι έτοιμα και δε χρειάζεται παρά να βάλω μπρος. Επιτέλους σ' έχω

στο χέρι.

Έρριξε πίσω ένα ζοφερό βλέμμα και κούνησε απειλητικά το χέρι προς το μέρος όπου είχε αφήσει τον στυγερό κακούργο, και εξακολούθησε το

δρόμο του συστρέφοντας τα κοκαλιάρικα χέρια του στις πτυχές της κου­

ρελιασμένης μακριάς μπέρτας του που την τραβολογούσε σφίγγοντάς την

γερά στη γροθιά του σα να σύντριβε ένα μισητό εχθρό.

Page 168: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLV

Ο ΝΩΕ ΚΛΑΙΗΠΟΛ ΕΠΙΦΟFτΙΖΕΤΑΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΦΑΓΚΙΝ

ΜΕ ΜΙΑ ΜΥΣτΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ.

ο γέρος σηκώθηκε νωρίς τ' άλλο πρωί και περίμενε ανυπόμονα την

εμφάνιση του καινούργιου συνεταίρου του που ύστερ' από μιαν

αργοπορία που φάνηκε ατέλειωτη, παρουσιάστηκε στο τέλος κ'

επέπεσε αδηφάγος στο πρωινό κολατσό.

- Μπόλτερ, - είπε ο Φάγκιν, τράβηξε μια καρέκλα και κάθησε απέ­

ναντι στον Μόρις Μπόλτερ .

- Ε, εδώ είμαι, - απάντησε ο Νώε. - Τι τρέχε ι; Μη μου πεις να κά­

νω τίποτα ώσπου ν' αποφάω. Αυτό είναι το μεγάλο κουσούρι σ' αυτό το

σπίτι . Ποτέ δεν έχεις καιρό να φας με την ησυχία σου.

- Μπορείς να μιλάς καθώς τρως, -είπε ο Φάγκιν ενώ καταριόταν τη

λαιμαργία του αγαπημένου του καινούργιου φίλου απ' τα βάθη της καρ­

διάς του .

- Όσο γι αυτό, εντάξει. Τα καταφέρνω μάλιστα καλύτερα όταν μι­λάω, - είπε ο Νώε κόβοντας μια τεράστια φέτα ψωμί. - Πού είναι η

Καρλότα;

- Έξω, - είπε ο Φάγκιν. -Την έστειλα έξω σήμερα το πρωί με τις

άλλες κοπέλες γιατί tiθελα νάμαστε μονάχοι. -Ω ! - είπε ο Νώε. -Θάθελα να της είχες παραγγείλει να ετοιμάσει

καμιά φρυγανιά με βούτυρο πρώτα. Λοιπόν, λέγε. Δε μ' ενοχλείς.

Και πραγματικά φαινόταν πως τίποτα δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει

στο κολατσό του γιατί είχε καθήσει στο τραπέζι με την απόφαση να τα

δουλέψει καλά. - Τα κατάφερες μια χαρά χτες, αγαπητέ μου, - είπε ο Φάγκιν. - Πε­

ρίφημα! Έξη σελίνια κ' εννιάμιση πέννες την πρώτη κιόλας μέρα! Θα

κάνεις ολόκληρη περιουσία με τα κλωσσόπουλα. -Μην ξεχνάς να προστέσεις τρία δοχεία της μπύρας κ' ένα κανάτι

για το γάλα, - είπε ο κύριος Μπόλτερ. - Όχι, όχι , αγαπητέ μου. Η δουλειά με τα δοχεία της μπύρας είταν

μεγαλοφυ'tα. Όμως το κανάτι για το γάλα είταν το aριστούργημά σου.

Page 169: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

408 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

- Δεν είταν κι άσκημη δουλειά γι αρχή, μου φαίνεται, -παρατήρησε

aυτάρεσκα ο κύριος Μπόλτερ. - Τα δοχεία της μπύρας τα πήρα απόναν

μπάγκο και το κανάτι στεκόταν μονάχο του έξω απόνα καπηλειό. Φοβή­

θηκα μ1Ίπως σκουριάσει απ' τη βροχή ή μήπως αρπάξει κανένα κρυολό­γημα, ε ; Χα-χα-χα !

Ο Φάγκιν προσποιήθηκε πως γελάει με την καρδιά του· κι ο κύριος

Μπόλτερ, εξαντλώντας το γέλιο του, καταβρόχθισε την πρώτη του φέτα

ψωμί με βούτυρο με λίγες μεγάλες μπουκιές κ' ετοιμάστηκε να πάρει και

δεύτερη.

- Θέλω, Μπόλτερ, - είπε ο Φάγκιν σκύβοντας πάνω απ' το τραπέζι,

-να μου κάνεις μια δουλίτσα, αγαπητέ μου, που χρειάζεται μεγάλη προ-

σοχή και προφύλαξη.

- Και γω σου λέω, -απάντησε ο Μπόλτερ, -να μη με βάζεις σε κίν­

δυνο ούτε να με ξαναστείλεις ποτέ σε κανένα απ' τ' Αστυνομικά σου Τμή­

ματα. Δε μου πάει αυτή η δουλειά εμένα, αυτό σου λέω μονάχα.

- Δεν υπάρχει ο παραμικρότερος κίνδυνος σ' αυτό, ο παραμικρότε­

ρος, - είπε ο Εβραίος. -Όλο κι όλο είναι να παρακολουθείς μια γυ­

ναίκα.

- Γριά; -ρώτησε ο κύριος Μπόλτερ.

- Νέα, - απάντησε ο Φάγκιν .

- Αυτό μπορώ να το κάνω μια χαρά, το ξέρω, -είπε ο Μπόλτερ.

- Είμουν σωστό παμπόνηρο φίδι όταν πήγαινα στο σχολείο. Γιατί πρέ-

πει να την παρακολουθώ; Όχι για να .. . - Για κανέναν απολύτως άλλο λόγο παρά μονάχα για να μου λες πού

πηγαίνει, ποιους βλέπει, κι αν είναι δυνατό, τι λέε ι· να θυμάσαι το δρό­

μο , αν είναι δρόμος, το σπίτι, αν είναι σπίτι, και να μου φέρνεις όσες

πληροφορίες συγκεντρώνεις.

- Και πόσα θα μου δώσεις; - ρώτησε ο Νώε ακουμπώντας το φλι­τζάνι του και κοιτάζοντας άπληστα τ' αφεντικό του.

- Αν τα καταφέρεις καλά, μια λίρα, αγαπητέ μου. Μια λίρα, -είπε

ο Φάγκιν θέλοντας να τον κάνει να ενδιαφερθεί για την υπόθεση όσο το

δυνατόν περισσότερο. - Και τόσα δεν έχω δώσει μέχρι τώρα παρά μο­

νάχα για πολύ σοβαρές δουλειές.

- Ποια είναι; - ρώτησε ο Νώε.

- Μια δική μας.

-Διάβολε ! -φώναξε ο Νώε σηκώνοντας το κεφάλι του. - Δεν είσαι

σίγουρος γι αυτήν, ε;

-Απόχτησε μερικούς καινούργιους φίλους, αγαπητέ μου, και πρέπει

να μάθω ποιοι είναι, - απάντησε ο Φάγκιν.

-Καταλαβαίνω, -είπε ο Νώε. -Μόνο και μόνο για την ευχαρίστη-

Page 170: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 171: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 172: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 411

ση να τους γνωρίσε ις, αν είναι καθωσπρέπει άνθρωποι, ε; Χα-χα-χα! Εί­

μαι ο άνθρωπος που σου χρειάζεται.

- Τόξερα αυτό, -φώναξε ο Φάγκιν ενθουσιασμένος απ' την επιτυχία

της πρότασής του.

-Βέβαια, βέβαια, -απάντησε ο Νώε. -Πού βρίσκεται αυτή η γυ­

ναίκα; Πού πρέπει να την περιμένω; Πού πρέπει να πάω;

-Όλ' αυτά, αγαπητέ μου, θα στα πω. Θα στη δείξω την κατάλληλη

στιγμή, - είπε ο Φάγκιν. - Εσύ νάσαι έτοιμος κι άσε με εμένα να κα­

νονίσω τα υπόλοιπα.

Κείνη τη νύχτα και την επόμενη και την παράλλη, ο κατάσκοπος πε­

ρίμενε φορώντας τις μπότες του και τη στολή του καρροτσέρη, έτοιμος

να ξεκινήσει στην πρώτη λέξη του Φάγκιν. Έξη νύχτες πέρασαν -έξη

μακριές κ' εξαντλητικές νύχτες - και κάθε νύχτα ο Φάγκιν γυρνούσε σπί­

τι με απογοητευμένο ύφος και δήλωνε λακωνικά πως δεν είχε έρθει ακό­

μα η κατάλληλη στιγμή. Την έβδομη γύρισε νωρίτερα κ' είχε μια τέτια

χαρά που δεν κατάφερνε να την κρύψει. Είταν Κυριακή.

- Θα βγει έξω απόψε, -είπε ο Φάγκιν, -και χωρίς αμφιβολία για

το ζήτημα που σούλεγα, γιατί είταν μόνη της όλη τη μέρα κι ο άντρας

που φοβάται δε θα γυρίσει πριν απ' τα ξημερώματα. Έλα μαζί μου και

κάνε γρήγορα.

Ο Νώε πετάχτηκε πάνω χωρίς να πει λέξη γιατί η έξαψη του Εβραί­

ου είταν τέτια πούχε μεταδοθεί και σ' αυτόν. Βγήκαν με μεγάλες προ­

φυλάξεις απ' το σπίτι και περνώντας βιαστικά μες απόνα σωστό λαβύ­

ρινθο από σοκάκια, φτάσανε τέλος στην πόρτα μιας ταβέρνας. Ο Νώε

αναγνώρισε την ταβέρνα όπου είχε κοιμηθεί τη βραδιά που έφτασε στο

Λονδίνο. Είταν περασμένες έντεκα κ' η πόρτα είταν κλειστή. Άνοιξε όμως,

γλιστρώντας απαλά πάνω στους ρεζέδες της, μόλις ο Φάγκιν σφύριξε σι­

γανά. Μπήκαν χωρίς θόρυβο κ' η πόρτα έκλεισε ξοπίσω τους.

Μην τολμώντας ούτε να ψιθυρίσουν και χρησιμοποιώντας νοήματα αντί

λόγια, ο Φάγκιν κι ο νεαρός Εβραίος που τους είχε ανοίξει έδειξαν ένα

τζάμι που βρισκόταν πάνω στο χώρισμα κ' έκαναν νόημα στον Νώε να

σκαρφαλώσει και να κοιτάξει καλά το πρόσωπο που βρισκόταν στο πλα'ί­

νό δωμάτιο.

- Αυτή είναι; - ρώτησε ψιθυριστά.

Ο Φάγκιν κούνησε το κεφάλι καταφατικά. - Δεν μπορώ να δω καλά το πρόσωπό της, -ψιθύρισε ο Νώε. -Κοι­

τάζει χάμω κ' έχει πίσω της το φως.

-Περίμενε κει, -ψιθύρισε ο Φάγκιν κ' έκανε νόημα στον Μπάρνεϋ

που βγήκε έξω. Σε λίγο ο νεαρός μπήκε στο πλα'ίνό δωμάτιο και με την πρόφαση πως ήθελε να καθαρίσει την καύτρα απ' το σπαρματσέτο του

Page 173: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

412 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

άλλαξε θέση και μιλώντας στην κοπέλα την έκανε να σηκώσει το κεφά­λι της .

-Τώρα τη βλέπω, -είπε ο κατάσκοπος.

- Καθαρά;

- Θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλιες .

Κατέβηκε βιαστικά ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα του δωμα­

τίου κ' έβγαινε η κοπέλα. Ο Φάγκιν τον τράβηξε σ' ένα στενό χώρο χω­

ρισμένο με μια κουρτίνα και κράτησαν την αναπνοή τους ενώ αυτή πέρ­

ναγε δυο βήματα απ' την κρυψώνα τους καθώς έβγαινε απ' την πόρτα

απ' όπου είχαν μπει.

- Ψιτ, - φώναξε ο νεαρός Εβραίος που κρατούσε την πόρτα, - είναι

ώρα.

Ο Νώε αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Φάγκιν κι όρμησε έξω.

- Ζερβά, -ψιθύρισε ο νεαρός. - Μπάρε ντο ζερβό σου γκέρι και

μπάγαινε απ' ντ' άλλο πεζοντρόμιο .

Ο Νώε υπάκουσε και στο φως των φαναριών είδε τη σιλουέτα της κο­

πέλας που βρισκόταν κιόλας αρκετά μακριά μπροστά του. Πλησίασε όσο

του φαινόταν φρόνιμο κι ακολούθησε την απέναντι πλευρά του δρόμου

γ ια να παρατηρεί καλύτερα τις κινήσεις της. Εκείνη κοίταξε νευρικά γύ­

ρω της δυο-τρεις φορές και μια φορά σταμάτησε για να την ξεπεράσουν

δυο άντρες που προχωρούσαν πίσω της. Φαινόταν να παίρνει θάρρος

όπως προχωρούσε και να περπατάει με πιο σταθερό βήμα. Ο σπιούνος

διατήρησε την ίδια απόσταση μεταξύ τους και την ακολούθησε χωρίς να

τη χάνει απ' τα μάτια του.

Page 174: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLVI

ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

τi1Ί στιγμή που το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε δώδεκα παρά τέταρ­

το, δυο σκιές πρόβαλαν πάνω στη γέφυρα του Λονδίνου. Η πρώτη,

που περπατούσε με γρήγορο βήμα, είταν μια γυναίκα που κοίταζε ανυπόμονα γύρω της σαν κάτι νάψαχνε να βρει· η άλλη είταν ένας άντρας

που γλιστρούσε πίσω της διαλέγοντας τις πιο σκοτεινές γωνιές. Ακολου­

θούσε σε κάποια απόσταση κανονίζοντας το βήμα του με το δικό της, στα­

ματώντας όταν σταματούσε εκείνη και γλιστρώντας πάλι πίσω της όταν ξε­

κινούσε· ωστόσο απόφευγε να την πλησιάσει παρ' όλο που την παρακο­

λουθούσε με τόσο ζήλο · διέσχισαν έτσι τη γέφυρα απ' το Μίντλσεξ προς

το Σάρη και ξαφνικά η γυναίκα, που εξέταζε με αγωνία τους περαστικούς,

φάνηκε απογοητευμένη και γύρισε πίσω. Η κίνηση αυτή είταν ξαφνική · αλ­

λά ο άνθρωπος που την παρακολουθούσε δεν τάχασε· μαζεύτηκε σε μια

προεξοχή των στύλων που συγκρατούν τη γέφυρα και σκύβοντας πάνω απ'

το παραπέτο για να κρύψει καλύτερα το πρόσωπό του, την άφησε να πε­ράσει απ' την αντίθετη πλευρά. Μόλις εκείνη απομακρύνθηκε όσο και πριν,

γλίστρησε χωρίς θόρυβο και την ακολούθησε πάλι. Στη μέση περίπου της

γέφυρας η γυναίκα σταμάτησε. Ο άντρας σταμάτησε κι αυτός.

Η νύχτα είταν πολύ σκοτεινή. Όλη τη μέρα είταν κακοκαιρία και τέ­

τιαν ώρα το μέρος αυτό είταν σχεδόν έρημο. Οι λιγοστοί διαβάτες περ­

νούσαν βιαστικά χωρίς ίσως ούτε να δουν και σίγουρα χωρίς να προσέ­ξουν τη γυναίκα και τον άντρα που την παραφύλαγε. Δεν είχαν εμφάνιση

που να μπορεί να προσελκύσει τα ενοχλητικά βλέμματα των φτωχών Λον­

δρέζων που περνούσαν αυτή την προχωρημένη ώρα από κει αναζητώντας

καμιά παγερή καμάρα ή καμιά παράγκα χωρίς πόρτα για να περάσουν τη

νύχτα τους. Στέκονταν σιωπηλοί χωρίς να μιλάνε με κανέναν περαστικό.

Ομίχλη κρεμόταν πάνω στον ποταμό, θαμπώνοντας τα κόκκινα φώτα

των μικρών πλοίων που είταν aραγμένα στις διάφορες aποβάθρες και

κάνοντας πιο αμυδρές και πιο σκοτεινές τις σιλουέτες των χτιρίων που

βρίσκονταν στις όχθες. Οι παλιές καπνισμένες αποθήκες απ' τις δυο με­

ριές του ποταμού υψώνονταν βαριές και σκυθρωπές μες από μια συμπα-

Page 175: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

414 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΓΙΚΕΝΣ

γ1Ί μάζα από στέγες κι αετώματα κ' έμοιαζαν σα να κοίταζαν αυστηρά

το νερό που είταν τόσο σκοτεινό που δεν καθρέφι;ιζε ούτε τις βαριές τους

σιλουέτες. Ο πύργος της παλιάς εκκλησίας του Σωτήρας και το καμπα­

ναριό του Αγίου Μάγνου, που είναι τόσα χρόνια οι γιγάντειοι φρουροί

της παλιάς γέφυρας, διακρίνονταν μες στο σκοτάδι· αλλά το πλήθος απ' τα κατάρτια των καραβιών προς το κάτω μέρος του ποταμού και τα πο­

λυάριθμα καμπαναριά προς το πάνω είταν σχεδόν ολότελα κρυμένα απ' την ομίχλη. Η κοπέλα είχε κάνει μερικές βόλτες πάνω-κάτω, πάντοτε κά­

τω απ' τη στενή επιτήρηση του κρυμένου παρατηρητή, όταν η βαριά κα­

μπάνα του Αγίου Παύλου σήμανε το τέλος μιας ακόμα ημέρας. Τα με­

σάνυχτα είχαν απλωθεί πάνω σ' όλη την πυκνοκατοικημένη πολιτεία. Στο

παλάτι, στο φι;ωχόσπιτο, στη φυλακή, στο τρελοκομείο , στα δωμάτια όπου

άνθρωποι γεννιόνταν ή πέθαιναν, κοιμόνταν υγιείς ή υπόφεραν άρρω­

στοι, στο παγωμένο πρόσωπο του νεκρού ή στον ήρεμο ύπνο του παιδι­

ού , παντού είχαν απλωθεί τα μεσάνυχτα.

Δε θάχαν περάσει δυο λεπτά απ' τη στιγμή που χτύπησε δώδεκα, όταν

μια δεσποινίδα, που τη συνόδευε ένας γκριζομάλλης κύριος, κατέβηκε από

ένα αγοραίο αμάξι σε μικρή απόσταση απ' τη γέφυρα κι αφού έδιωξαν τ'

αμάξι προχώρησαν ίσια στη γέφυρα. Είχαν μόλις πατήσει το πόδι τους

εκεί όταν η κοπέλα αναπήδησε κι αμέσως προχώρησε προς το μέρος τους.

Προχωρούσαν κοιτάζοντας γύρω τους, με ύφος ανθρώπων που έψα­

χναν για κάποιον χωρίς μεγάλη πεποίθηση πως θα τον συναντήσουν, όταν

ξαφνικά τους πλησίασε η κοπέλα. Σταμάτησαν μ' ένα επιφώνημα που έδει­

χνε την έκπληξή τους, που τόπνιξαν όμως αμέσως γιατί ένας άντρας ντυ­

μένος χωριάτικα πέρασε κείνη τη στιγμή τόσο κοντά τους, που σχεδόν

τους άγγιξε .

- Όχι εδώ, - είπε βιαστικά η Νάνση· -φοβάμαι να σας μιλ1Ίσω εδώ.

Πάμε πιο πέρα ... έξω απ' το δρόμο ... εκεί, κάτω απ' τις σκάλες! Ενώ πρόφερε αυτά τα λόγια κ' έδειχνε με το χέρι της την κατεύθυν­

ση που ήθελε να πάρουν, ο χωριάτης γύρισε πίσω το κεφάλι του κι αφού

ρώτησε τραχιά γιατί έκλειναν ολόκληρο το πεζοδρόμιο, εξακολούθησε το

δρόμο του.

Τα σκαλιά πούχε δείξει η κοπέλα είταν εκείνα που σχημάτιζαν μιαν

αποβάθρα στην ακτή του Σάρη και στην ίδια πλευρά της γέφυρας με την

εκκλησία του Σωτήρας. Ο άνθρωπος που έμοιαζε με χωριάτη έτρεξε χω­ρίς να τον παρατηρήσουν προς τα κει, κι αφού για μια στιγμή εξέτασε

το μέρος, άρχισε να κατεβαίνει.

Αυτά τα σκαλιά είναι μέρος της γέφυρας και σχηματίζουν τρεις σκά­λες. Ακριβώς κάτω απ' τη δεύτερη, ο αριστερός πέτρινος τοίχος καταλή­γει σ' έναν διακοσμητικό παραστάτη που βλέπει προς τον Τάμεση. Σ' αυ-

Page 176: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 415

τό ακριβώς το σημείο τα χαμηλότερα σκαλιά φαρδαίνουν· έτσι όποιος

στρίβει αυτή τη γωνία είναι αναγκαστικά αθέατος για όλους τους άλλους

που βρίσκονται στα παραπάνω σκαλιά, έστω και σ' απόσταση ενός σκα­

λιού απ' αυτόν. Ο χωριάτης μόλις έφτασε εκεί κοίταξε βιαστικά γύρω του

και, βλέποντας πως δεν υπήρχε καλύτερο μέρος για να κρυφτεί και πως

υπήρχε πολύς χώρος γιατί είταν άμπωτη, γλίστρησε απ' την άλλη πλευρά

ακουμπώντας τη ράχη του στον παραστάτη και κει περίμενε σίγουρος πως

δε θα κατέβαιναν χαμηλότερα και πως ακόμα κι αν δεν μπορούσε ν' ακού­

σει τι θάλεγαν, θα μπορούσε να τους πάρει πάλι εύκολα από πίσω.

Τόσο αργά περνούσε η ώρα σ' αυτό το μοναχικό μέρος και τόσο aνυ­

πόμονος είταν ο κατάσκοπος να μάθει την αιτία μιας συνάντησης τόσο δια­

φορετικής απ' ό,τι περίμενε, που νόμισε πως έχασε το παιχνίδι και πίστε­

ψε πως ή σταμάτησαν πολύ πιο πάνω ή πήγαν σε κανένα άλλο μέρος για

τη μυστηριώδη συνομιλία τους. Είταν έτοιμος να βγει απ' την κρυψώνα του

και να ξανανέβει επάνω στο δρόμο, όταν ακούσε ήχο βημάτων κι αμέσως ύστερα ομιλίες που έρχονταν σχεδόν από πλάι του. Κόλλησε στον τοίχο

και συγκρατώντας σχεδόν την αναπνοή του, αφουγκράστηκε προσεχτικά.

- Φτάνει ώς εδώ, -είπε μια φωνή που έπρεπε νάταν του κυρίου.

-Δε θ' αφήσω τη δεσποινίδα να προχωρήσει άλλο. Πολλοί δε θα σας

εμπιστεύονταν νάρθουν ούτε κι ώς εδώ, αλλά βλέπετε ότι επιθυμώ να σας

κάνω τη χάρη.

-Να μου κάνετε τη χάρη! -φώναξε η φωνή της κοπέλας που εκεί­

νος είχε παρακολουθήσει. -Είστε πολύ καλός, μα την αλήθεια, κύριε!

Να μου κάνετε τη χάρη! Τέλος πάντων δεν πειράζει.

-Λοιπόν, -είπε ο κύριος με μαλακότερο τόνο, -για ποιο λόγο μας

φέρατε σ' αυτό το παράξενο μέρος; Γιατί να μη μ' αφήσετε να σας μι­

λήσω κει πάνω όπου είναι πιο φωτεινά και υπάρχει κάποια κίνηση αντί

να μας φέρετε εδώ σ' αυτή τη σκοτεινή και θλιβερή τρύπα;

-Σας είπα και πριν , -απάντησε η Νάνση, -πως φοβόμουνα να σας

μιλήσω εκεί. Δεν ξέρω γιατί, -είπε η κοπέλα ανατριχιάζοντας, - μα φο­

βάμαι τόσο πολύ σήμερα που μόλις στέκουμαι στα πόδια μου . -Τι φοβάστε; -ρώτησε ο κύριος που φαινόταν να τη λυπάται.

- Ούτε ξέρω και γω καλά-καλά, -απάντησε η κοπέλα. -Και γω θά- .

θελα νάξερα. Φριχτά οράματα θανάτου και ματωμένα σάβανα κ' ένας

τρόμος που μ' έκαιγε σα να καθόμουν πάνω σ' αναμένα κάρβουνα δε μ'

άφησαν ήσυχη όλη τη μέρα . Απόψε βράδι διάβαζα ένα βιβλίο για να πε­

ράσει η ώρα κι αντί για γράμματα έβλεπα συνεχώς τα ίδια πράγματα.

-Παιχνίδια της φαντασίας σας, -είπε ο κύριος προσπαθώντας να την κάνει να ηρεμήσει.

-Δεν είταν της φαντασίας μου, -απάντησε με βραχνή φωνή η κο-

Page 177: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

416 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΊ'ΙΚΕΝΣ

πέλα. - Θα μπορούσα να ορκιστώ πως είδα τη λέξη φέρετρο γραμένη με

μεγάλα μαύρα γράμματα σε κάθε σελίδα του βιβλίου· πέρασαν μάλιστα

στο δρόμο απόψε ένα φέρετρο από κοντά μου.

-Αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, -είπε ο κύριος. -Συχνά έχουν

περάσει πλάι μου φέρετρα.

-Ναι, αλλά αληθινά, - απάντησε η κοπέλα. -Αυτό όμως δεν εί­

ταν.

Υπήρχε κάτι τόσο παράξενο στον τρόπο που μιλούσε που ο άνθρωπος

που κρυφάκουγε ανατρίχιασε μόλις άκουσε αυτά τα λόγια και το αίμα πά­

γωσε στις φλέβες του. Δεν είχε ποτέ του αιστανθεί μεγαλύτερη ανακού­

φιση από κείνη που αιστάνθηκε τη στιγμή που άκουσε τη γλυκιά φωνή της

δεσποινίδας που παρακαλούσε τη Νάνση να προσπαθήσει να ηρεμήσει και να μην αφήνει να παρασύρεται από τέτια τρομαχτικά οράματα.

-Μιλήστε της με καλοσύνη, - είπε η δεσποινίς στο συνοδό της.

- Φτωχό πλάσμα! Φαίνεται να την έχει ανάγκη.

-Αν μ' έβλεπαν όπως είμαι απόψε οι αλαζονικοί ιερωμένοι σας θα

με κοίταζαν «αφ' υψηλού» και θα με απειλούσαν με φλόγες κ' αιώνια τι­

μωρία, - φώναξε το κορίτσι. -Αχ, καλή μου δεσποινίς, γιατί εκείνοι που

καυχιόνται πως είναι άνθρωποι του Θεού να μην είναι τόσο ευγενικοί

και καλοί όσο και σεις που μιας κ' έχετε νιάτα κι ομορφιά και ό,τι άλλο

έχουν χάσει εκείνοι, θα μπορούσατε να είσαστε κάπως ακατάδεχτη αντί

να είστε τόσο απλή !

- Αχ! - είπε ο κύριος. - Ο Μουσουλμάνος, αφού πλύνει καλά το πρό­

σωπό του, γυρίζει προς την ανατολή για να προσευχηθεί. Αυτοί οι «Κα­λοί» άνθρωποι τρίψανε καλά το πρόσωπό τους για να μη μένει ούτε ίχνος

χαμόγελου, και στρέφονται με όχι λιγότερη ακρίβεια προς το πιο σκο­

τεινό σημείο του ουρανού . Αν είταν να διαλέξω ανάμεσα στον Μου­

σουλμάνο και στον Φαρισαίο θα προτιμούσα τον πρώτο .

Έμοιαζε ν' απευθύνεται στη δεσποινίδα κ' ίσως να πρόφερε αυτά τα

λόγια για να δώσει καιρό στη Νάνση να συνέλθει, γιατί μόλις τέλειωσε

γύρισε προς την τελευταία:

-Δεν είχατε έρθει τη νύχτα της προηγούμενης Κυριακής, -της είπε.

- Δεν μπορούσα νάρθω, -απάντησε η Νάνση. -Με κράτησαν με τη

βία.

-Ποιος;

-Εκείνος που γι αυτόν μίλησα την προηγουμένη φορά στη δεσποινί-

δα.

- Ελπίζω να μη σας υποπτεύθηκαν πως συνεννοείστε με κάποιον σχε­τικά με την υπόθεση που γι αυτήν ήρθαμε δω απόψε, - είπε ο ηλικιω­

μένος κύριος.

Page 178: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 417

-Όχι, - απάντησε η κοπέλα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. - Δεν

είναι εύκολο για μένα να φύγω χωρίς να ξέρει πού πάω. Και την άλλη

φορά δε θα τα κατάφερνα να δω τη δεσποινίδα αν δεν του είχα δώσει

λίγο λάβδανο πριν φύγω.

- Μήπως ξύπνησε πριν γυρίσετε πίσω; - ρώτησε ο κύριος .

- Όχι· και δε με υποπτεύεται ούτε αυτός ούτε κανένας απ' τους άλ-λους .

- Καλά, -είπε ο κύριος. - Τώρα ακούστε με προσεχτικά.

- Είμαι έτοιμη, - είπε η κοπέλα ενώ εκείνος έμεινε για μια στιγμή

σιωπηλός.

- Η δεσποινίς από δω μετέδωσε σε μένα και σε μερικούς άλλους φί­

λους που τους έχουμε εμπιστοσύνη εκείνα που της είπατε πριν από δε­

καπέντε μέρες. Ομολογώ πως στην αρχή είχα ορισμένες αμφιβολίες για

το αν θάπρεπε να σας εμπιστευθούμε, τώρα όμως έχω πειστεί πως μπο­

ρούμε.

- Μπορείτε να βασιστείτε σε μένα, -είπε σοβαρά η κοπέλα.

-Επαναλαμβάνω ότι το πιστεύω απόλυτα. Για να σας αποδείξω ότι

σας έχω εμπιστοσύνη σας λέω απερίφραστα ότι έχουμε σκοπό να τρο­

μοκρατήσουμε αυτόν τον Μονκς, όποιος κι αν είναι, για να μας αποκα­

λύψει αυτό το μυστικό. Αν όμως δεν μπορέσουμε να τον βρούμε ή αν τον

βρούμε και δεν μπορέσουμε να τον βάλουμε να κάνει ό,τι θέλουμε, θα

πρέπει να μας παραδώσετε τον Εβραίο.

- Τον Φάγκιν; - φώναξε η κοπέλα οπισθοχωρώντας.

- Θα χρειαστεί να μας παραδώσετε εσείς αυτόν τον άνθρωπο, - εί-

πε ο κύριος.

- Αυτό δε θα το κάνω! Δε θα το κάνω ποτέ! -απάντησε η κοπέλα, - αν και είναι δαίμονας -και σε μένα φέρθηκε χειρότερα από δαίμονας-

ποτέ δε θα το κάνω αυτό. - Δε θα το κάνετε; -είπε ο κύριος που φαινόταν να περιμένει αυτή

την απάντηση.

- Ποτέ! - απάντησε η κοπέλα.

- Και γιατί;

- Για ένα λόγο, - άρχισε η κοπέλα με σταθερό τόνο, - για ένα λόγο

που τον γνωρίζει η δεσποινίς και θα με υποστηρίξει, είμαι σίγουρη πως

θα με υποστηρίξει γιατί μου το υποσχέθηκε. Και γιατί αν ο Φάγκιν έκα­

νε άσκημη ζωή και γω άσκημη ζωή έκανα. Είμαστε πολλοί που έχουμε

πάρει αυτό το δρόμο και δε θα στραφώ τώρα εγώ εναντίον τους αφού κι

αυτοί, όσο κακοί κι αν είναι, δε στράφηκαν εναντίον μου αν και είταν στο χέρι τους να το κάνουν.

-Τότε , - είπε βιαστικά ο κύριος σα νάθελε να φτάσει σ' αυτό ακρι-

Page 179: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

418 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

βώς το σημείο, -παραδώστε μου τον Μονκς κι αφήστε με να τα κανο­

νίσω μαζί του.

-Κι αν προδώσει τους άλλους;

-Σας υπόσχουμαι ότι σ' αυτή την περίπτωση, αν τον καταφέρουμε δη-

λαδή να πει την αλήθεια, θα περιοριστούμε σ' αυτό. Γιατί ασφαλώς θα

υπάρχουν περιστατικά στη μικρή ιστορία του Όλιβερ που θάταν οδυνη­

ρό να τα παρουσιάσουμε στα μάτια του κοινού: έτσι μόλις ανακαλύψου­

με την αλήθεια, θα τους αφήσουμε να φύγουν σώοι και αβλαβείς.

-Κι αν δεν την ανακαλύψετε;

-Τότε, -συνέχισε ο κύριος, -αυτός ο Φάγκιν δε θα παραδοθεί στη

Δικαιοσύνη παρά μονάχα με τη συγκατάθεσή σας. Και πιστεύω πως σ'

αυτή την περίπτωση θα μπορούσα να σας φέρω επιχειρήματα που να σας

πείσουν να τον παραδώσετε.

-Εσείς, δεσποινίς, μου δίνετε την υπόσχεσή σας; -ρώτησε η κοπέ­

λα.

-Σας δίνω το λόγο της τιμής μου, -απάντησε η Ροζ.

-Κι ο Μονκς δε θα μάθει ποτέ πώς μάθατε αυτά τα πράματα; - εί-

πε η κοπέλα ύστερ' από μικρή σιωπή.

-Ποτέ, -απάντησε ο κύριος. -Θα κανονίσουμε με τέτιον τρόπο τη

σύλληψή του ώστε δε θα μπορεί νάχει ούτε την παραμικρότερη υπόνοια.

- Είμουν πάντοτε ψεύτρα κ' έζησα με ψεύτες από μικρό παιδί, - εί­

πε η κοπέλα ύστερ' από άλλη μια μικρή σιωπή, -αλλά στα δικά σας λό­

για μπορώ να βασιστώ.

Αφού κ' οι δυο τη διαβεβαίωσαν πως δε θα διέτρεχε κανέναν κίνδυ­

νο, άρχισε με τόσο σιγανή φωνή, που ο άνθρωπος που κρυφάκουγε με

δυσκολία καταλάβαινε ακόμα και τι συζητούσαν, να περιγράφει την τα­

βέρνα απ' όπου ξεκίνησε αυτή τη νύχτα, δίνοντας πληροφορίες για τ' όνο­

μα και το μέρος όπου βρισκόταν. Απ' τον τρόπο που σταματούσε κάθε λίγο την περιγραφή της φαινόταν πως ο κύριος κρατούσε μερικές βια­

στικές σημειώσεις απ' τις πληροφορίες που τούδινε. Αφού περιέγραψε με

λεπτομέρειες το μέρος όπου βρισκόταν η ταβέρνα, τη θέση απ' όπου θα

μπορούσε κανείς καλύτερα να την παρακολουθήσει χωρίς να προκαλέ­

σει υποψίες, και τις μέρες και τις ώρες που ο Μονκς συνήθιζε να πη­

γαίνει εκεί, σταμάτησε για μια στιγμή για να θυμηθεί, φαίνεται, καλύτε­

ρα τα χαραχτηριστικά και την εμφάνισή του.

-Είναι μεγαλόσωμος, -είπε η κοπέλα, -και γεροδεμένος χωρίς νά­

ναι χοντρός. Το βάδισμά του είναι κλεφτό και την ώρα που περπατάει

κοιτάζει συνεχώς πίσω απ' τον ώμο του πότε δεξιά και πότε αριστερά. Να θυμηθείτε πως τα μάτια του είναι βαθουλωτά. Τόσο βαθουλωτά που

μπορεί να τον αναγνωρίσετε μονάχα απ' αυτό το χαραχτηριστικό. Είναι

Page 180: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 419

μελαχροινός κ' έχει μαύρα μαλλιά και μάτια. Αν και δεν είναι περισσό­

τερο από εικοσιέξη ώς εικοσιοχτώ χρονώ, το πρόσωπό του είναι κατά­χλωμο και μαραμένο . Τα χείλια του είναι τις περισσότερες φορές μελα­

νά και παραμορφωμένα απ' τις δαγκωματιές γιατί παθαίνει επιληπτικές

κρίσεις και συχνά δαγκώνει και καταματώνει ακόμα και τα χέρια του ... Γιατί αναπηδήσατε; -είπε η κοπέλα σταματώντας ξαφνικά.

Ο κύριος βιάστηκε ν' απαντήσει πως δεν το πρόσεξε και την παρα­κάλεσε να συνεχίσει.

-Μερικά απ' αυτά που σας λέω, -είπε η κοπέλα, -τάμα θα απ' τους

άλλους ανθρώπους του σπιτιού που σας ανάφερα γιατί εγώ τον είδα μο­

νάχα δυο φορές και πάντα είταν τυλιγμένος μ' ένα μεγάλο μανδύα. Μου

φαίνεται πως δεν ξέρω τίποτ' άλλο που να μπορεί να σας βοηθήσει να

τον αναγνωρίσετε. Για σταθείτε όμως, -πρόστεσε. -Στο λαιμό, τόσο ψη­

λά που ένα μέρος του ξεπροβάλλει απ' την τραχηλιά του όταν γυρίζει το

κεφάλι, έχει .. . -Ένα πλατύ κόκκινο σημάδι, σαν από κάψιμο ή από ζεμάτισμα;

- φώναξε ο κύριος.

-Πώς! - είπε η κοπέλα. -Τον ξέρετε λοιπόν;

Η δεσποινίς έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και για λίγη ώρα βασίλεψε

τέτια σιωπή που ο κατάσκοπος μπορούσε ν' ακούει καθαρά την ανάσα

τους .

-Νομίζω πως τον ξέρω, -είπε ο κύριος σπάζοντας τη σιωπή. -Έτσι

μου φαίνεται ύστερ' απ' την περιγραφή σας. Θα δούμε . Πολλοί άνθρω­

ποι μοιάζουν κατά παράξενο τρόπο μεταξύ τους. Μπορεί και να μην εί­

ναι ο ίδιος .

Ενώ εκφραζόταν έτσι με προσποιημένη αδιαφορία, έκανε ένα-δυο βή­

ματα προς τον κρυμένο κατάσκοπο, όπως αντιλήφθηκε ο τελευταίος απ'

το γεγονός ότι ακούστηκαν καθαρά τα λόγια που μουρμούρισε: «Αυτός

θάναι».

-Τώρα, -είπε γυρίζοντας, όπως φάνηκε απ' τον ήχο της φωνής, στο

μέρος που στεκόταν πριν, - μας προσφέρατε πολύτιμη βοήθεια, δεσποι­

νίς, κ' επιθυμώ να σας το aνταποδώσω. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρή­

σιμος;

-Σε τίποτα, - απάντησε η Νάνση.

-Δεν πρέπει να επιμένετε να λέτε αυτά τα πράγματα, - συνέχισε ο

κύριος με φωνή κ' έκφραση καλοσύνης που θα συγκινούσε μια πολύ πιο

σκληρή και πιο κλειστή καρδιά. - Για σκεφτείτε τώρα και πέστε μου.

-Σε τίποτα, κύριε , -ξανάπε η κοπέλα κλαίγοντας. - Δεν μπορείτε

να κάνετε τίποτα για να με βοηθήσετε . Δεν έχω πια καμιάν ελπίδα.

-Αδικεί τε τον εαυτό σας, - είπε ο κύριος. -Το παρελθόν υπήρξε

Page 181: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

420 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

για σας μια θλιβερή σπατάλη νεανικών δυνάμεων και aτίμητων θησαυ­

ρών που ο Θεός για μια μονάχα φορά μας χαρίζει. Αλλά για το μέλλον

πρέπει να ελπίζετε. Δε σας λέω πως μπορούμε να σας προσφέρουμε τη

γαλήνη της καρδιάς και του πνεύματος γιατί αυτή την κερδίζει κανείς μό­νος του. Μπορούμε όμως να σας εξασφαλίσουμε ένα ήσυχο καταφύγιο

στην Αγγλία ή, αν φοβάστε να μείνετε εδώ, σε μια ξένη χώρα. Όχι μο­

νάχα μπορούμε αλλά το επιθυμούμε και το ευχόμαστε. Πριν έρθει η αυ-

γή, πριν ξυπνήσει το ποτάμι στην πρώτη αναλαμπή της μέρας, θα είστε

μακριά απ' την εξουσία των παλιών σας συντρόφων και δε θάχετε αφή­

σει ούτε ίχνος πίσω σας σα να εξαφανιστήκατε απ' το πρόσωπο της γης, αυτήν ακριβώς τη στιγμ1Ί. Ελάτε! Δε θάθελα να γυρίσετε πίσω και ν'

ανταλλάξετε έστω και μια λέξη με οποιονδήποτε απ' τους παλιούς συ­

ντρόφους σας, ούτε να ξαναγυρίσετε στα καταγώγια όπου μένατε ούτε ν'

αναπνεύσετε πάλι αυτό τον μολυσμένο αέρα. Εγκαταλείψτε τα όλα αυτά

όσο είναι ακόμα καιρός.

-Θα πειστεί, - φώναξε η Ροζ, - είμαι σίγουρη πως αρχίζει να το

σκέφτεται.

-Φοβάμαι πως όχι, αγαπητή μου, - είπε ο κύριος.

-Μάλιστα, κύριε, δεν το σκέφτουμαι, - απάντησε η κοπέλα ύστερ' από

μια σύντομη εσωτερική πάλη. - Είμαι δεμένη με την παλιά μου ζωή · τη

σιχαίνουμαι και τη μισώ τώρα πια, μα δεν μπορώ να την εγκαταλείψω.

Θα πρέπει νάχω προχωρήσει πάρα πολύ ώστε να μην μπορώ να γυρίσω

πίσω. Κι όμως δεν ξέρω γιατί, αν μου είχατε κάνει αυτή την πρόταση πριν

από λίγον καιρό, θάχα γελάσει. Τώρα όμως με ξαναπιάνει αυτός ο φό­βος, -είπε κοιτάζοντας βιαστικά γύρω . -Πρέπει να γυρίσω σπίτι.

- Σπίτι! - επανέλαβε η δεσποινίς τονίζοντας τη λέξη.

-Ναι, σπίτι, δεσποινίς, - απάντησε η κοπέλα. - Στο σπίτι που δημι-

ούργησα με τον τρόπο που έζησα όλη μου τη ζωή. Ας χωρίσουμε, θα με πάρουν από πίσω, θα με δουν. Φύγετε! Φύγετε! Αν σας πρόσφερα κά­

ποια υπηρεσία, γι αντάλλαγμα σας ζητώ να φύγετε και να μ' αφ1Ίσετε να

τραβήξω μόνη το δρόμο μου.

-Είναι ανώφελο, - είπε ο κύριος αναστενάζοντας. -Ίσως να δια­

κινδυνεύουμε την ασφάλειά της μένοντας ακόμα εδώ. Ίσως μάλιστα να

την κρατήσαμε περισσότερο απ' όσο υπολόγιζε η ίδια. - Ναι, ναι, - είπε γρήγορα η Νάνση σα να τους έλεγε πως έπρεπε να

τελειώνουν.

-Ποια θάναι άραγε η τύχη αυτής της άμοιρης κοπέλας; - φώναξε η

δεσποινίς. -Ποια; -επανέλαβε η Νάνση . - Κοιτάξτε μπροστά σας, δεσποινίς.

Κοιτάξτε αυτό το σκοτεινό νερό. Πόσες φορές διαβάζετε στις εφημερί-

ι

Page 182: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 421

δες για κοΠέλες σαν και μένα που πηδούν μες στο ποτάμι και δεν αφή­νουν κανέναν πίσω τους για να ενδιαφερθεί γι αυτές ή για να τις κλά­

ψει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ώς τη μέρα εκείνη, μπορεί και μήνες

μονάχα, αλλά αυτό θάναι το τέλος που με περιμένει.

- Μη μιλάτε έτσι, σας παρακαλώ, -είπε η Ροζ κλαίγοντας με λυγ­μούς.

-Δε θα φτάσει ποτέ στ' αυτιά σας, αγαπητή μου δεσποινίς, κι ο Θε­

ός να σας φυλάξει απ' το να μαθαίνετε τόσο τρομερά πράματα! - απά­

ντησε η κοπέλα. -Καληνύχτα, καληνύχτα!

Ο κύριος έστριψε να φύγει.

- Πάρτε αυτό το πορτοφόλι, - φώναξε η Ροζ. -Πάρτε το για χατή­

ρι μου για να το χρησιμοποιήσετε σε ώρα ανάγκης και κινδύνου .

- Όχι, -απάντησε η κοπέλα. - Δεν τόκανα για λεφτά. Αφήστε με νά­

χω αυτή την ικανοποίηση . Ωστόσο δώστε μου κάτι, κάτι που φορούσατε ... Θάθελα νάχα κάτι, όχι, όχι δαχτυλίδι ... τα γάντια ή το μαντήλι σας ... κάτι που να μπορέσω να το κρατήσω και να θυμάμαι πως είταν δικό σας, κα­

λli μου δεσποινίς. Έτσι. Ο Θεός να σας ευλογεί! Καληνύχτα, καληνύχτα.

Η έντονη ταραχή της Νάνση κι ο φόβος πως αν τους έβλεπαν μαζί θα

της έκαναν κακό, έπεισαν, φαίνεται, τον κύριο να την αφήσει να φύγει

όπως του ζητούσε. Ακούστηκαν βήματα που aπομακρύνονταν κ' οι φω­

νές έπαψαν. Οι σιλουέτες της δεσποινίδας και του κυρίου πρόβαλαν σε λίγο πάνω στη γέφυρα. Σταμάτησαν στην κορυφή της σκάλας.

-Σσσς! -είπε η δεσποινίς τεντώνοντας τ' αυτί της. -Μήπως φώνα­

ξε; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της.

-Όχι, αγαπητή μου, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου ρίχνοντας

πίσω μια λυπητερή ματιά. -Δεν κουνήθηκε απ' τη θέση της και δε θα

κουνηθεί ώσπου να φύγουμε.

Η Ροζ Μαίηλη αργοπορούσε, αλλά ο ηλικιωμένος κύριος πέρασε το χέρι της κάτω απ' το δικό του και την τράβηξε απαλά. Όταν εξαφανί­στηκαν, η Νάνση σωριάστηκε πάνω στο πέτρινο σκαλοπάτι κι άφησε την

αγωνία της καρδιάς της να ξεσπάσει σε πικρά δάκρυα.

Ύστερ' από λίγο σηκώθηκε και μ' αδύνατο και κλονιζόμενο βήμα ανέ­

βηκε στο δρόμο. Ο άνθρωπος που κρυφάκουγε, κατάπληχτος, έμεινε ακί­

νητος μερικά λεπτά ακόμα· αφού τελικά βεβαιώθηκε, ρίχνοντας γύρω του πολλές προσεχτικές ματιές, πως είταν πάλι μόνος, γλίστρησε σιγά-σιγά

έξω απ' την κρυψώνα του κι ανέβηκε τα σκαλιά κρυμένος στη σκιά του

τοίχου, όπως είχε κάνει κατεβαίνοντας.

Όταν έφτασε επάνω και βεβαιώθηκε με μερικές γρήγορες ματιές που έρριξε γύρω πως δεν τον έβλεπε κανείς, ο Νώε Κλαίηπολ όρμησε προς

το σπίτι του Εβραίου όσο πιο γρήγορα μπορούσε .

Page 183: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLVII

ΜΟΙΡ ΑΙΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Η θελε δυο ώρες πάνω-κάτω ακόμα για να ξημερώσει· είταν η ώρα

που, το φθινόπωρο, μπορεί να ονομαστεί η νεκρή ώρα της νύχτας,

όταν οι δρόμοι είναι σιωπηλοί κ' έρημοι, όταν ακόμα κ' οι ήχοι μοιάζουν νάχουν aποκοιμηθεί, όταν ο άσωτος κι ο μεθύστακας έχουν γυ­

ρίσει πια τρεκλίζοντας σπίτι τους για να κοιμηθούν. Αυτή την ήρεμη και

σιωπηλή ώρα ο Φάγκιν αγρυπνούσε στην τρώγλη του. Το πρόσωπό του είταν τόσο παραμορφωμένο και χλωμό και τα μάτια του τόσο γεμάτα αί­

μα πούμοιαζε περισσότερο με κανένα αποτρόπαιο φάντασμα μουσκεμέ­

νο απ' την υγρασία του τάφου και βασανισμένο από κάποιο κακό πνεύ­

μα, παρά με άνθρωπο.

Καθόταν σταυροπόδι στην άκρη του σβηστού τζακιού, τυλιγμένος σε

μια παλιά σκισμένη κουβέρτα, με το πρόσωπο γυρισμένο σ' ένα σπαρ­

ματσέτο έτοιμο να σβήσει, που είταν ακουμπισμένο σ' ένα τραπέζι πλάι

του· το δεξί του χέρι είταν σηκωμένο στα χείλια του κ' ενώ, απασχολη­

μένος με τις σκέψεις του, δάγκωνε τα μακριά μαύρα νύχια του, φαίνο­

νταν τα φαφούτικα ούλα του, όπου εξείχαν μονάχα κάτι σκυλόδοντα που

θύμιζαν σκύλο ή aρουραίο .

Ξαπλωμένος πάνω σ' ένα στρώμα, στο πάτωμα, κοιμόταν βαθιά ο Νώε

Κλαίηπολ. Καμιά φορά ο γέρος τον κοίταζε για μια στιγμή και μετά ξα­ναγύριζε προς το σπαρματσέτο. Αλλά το κακοκαμένο φιτίλι που έγερνε

προς τα κάτω και το λυωμένο σπαρματσέτο που έπεφτε κόμπους-κόμπους

στο τραπέζι, έδειχναν καθαρά πως οι σκέψεις του ταξίδευαν αλλού.

Κι αλήθεια ταξίδευαν· η απελπισία που του προξένησε η ανατροπή

του πονηρού σχεδίου του, το μίσος για την κοπέλα που τόλμησε νάρθει

σε συνεννόηση με ξένους, η πεποίθησή του πως η κοπέλα έλεγε ψέματα

όταν αρνήθηκε να τον παραδώσει, η πικρή του απογοήτευση για το χά­

σιμο της ευκαιρίας να εκδικηθεί τον Σάικς, ο φόβος μήπως τον ανακα-

λύψουν, τον καταδικάσουν και τον εκτελέσουν κ' η άγρια και θανάσιμη λύσσα που του προξενούσαν όλ' αυτά μαζί, αυτές είταν οι παράφορες σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό του σε μια γρήγορη και συνεχή

Page 184: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 423

δίνη , ενώ κάθε είδους κακές σκέψεις και μαύροι σκοποί αναδεύονταν

μες στην καρδιά του.

Κάθησε χωρίς ν' αλλάξει στάση και χωρίς να δείξει πως έδινε την πα­

ραμικρή προσοχή στην ώρα που περνούσε, ώσπου το ευαίσθητο αυτί του

φάνηκε πως αντιλήφθηκε θόρυβο βημάτων στο δρόμο.

- Επιτέλους, - μουρμούρισε σκουπίζοντας το στόμα του που είταν ξε­

ρό κ' έκαιγε απ' τον πυρετό. -Επιτέλους!

Ενώ μιλούσε, το κουδούνι χτύπησε σιγανά. Ο Φάγκιν ανέβηκε τη σκά­

λα για ν' ανοίξει την πόρτα, και ξαναγύρισε σε λίγο μαζί μ' έναν άν­

θρωπο κουκουλωμένο ώς το πηγούνι, που κουβαλούσε ένα δέμα κάτω απ'

τη μασχάλη του. Όταν αυτός κάθησε και πέταξε το παλτό του, φάνηκε

το χοντροκαμωμένο σουλούπι του Σάικς .

-Να! -είπε ακουμπώντας το δέμα στο τραπέζι. - Σιγούρεψέ το και

κοίταξε να βγάλεις όσο μπορείς περισσότερα. Αρκετά παιδεύτηκα για να

το βάλω στο χέρι. Λογάριαζα πως θάχα ξεμπερδέψει και θάχα γυρίσει

εδώ και τρεις ώρες .

Ο Φάγκιν πήρε το δέμα κι αφού το κλείδωσε σ' ένα ντουλάπι, ξανα­

κάθησε χωρίς να πει λέξη. Δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να κοιτάζει τον

κλέφτη και τώρα που κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, εξακολου­

θούσε να τον κοιτάζει κατάματα. Τα χείλια του έτρεμαν τόσο πολύ και

το πρόσωπό του είταν τόσο παραμορφωμένο απ' την ταραχή, που ο κα­

κούργος έκανε πίσω ασυναίσθητα την καρέκλα του και τον κοίταξε με ύφος πραγματικά τρομαγμένο.

- τι συμβαίνει λοιπόν; - φώναξε ο Σάικς . - τι με κοιτάς έτσι; Ο Φάγκιν σήκωσε το δεξί χέρι και κούνησε τον τρεμάμενο δείχτη του

στον αέρα· είταν τέτια όμως η λύσσα του που για λίγη ώρα του είταν αδύ­

νατο ν' αρθρώσει λέξη .

~Κατάρα! -είπε ο Σάικς ψάχνοντας με το χέρι στον κόρφο του aνή­

συχος, -τούστριψε του γέρου! Πρέπει να φυλάγουμαι δω μέσα.

-Όχι, όχι, -είπε ο Φάγκιν βρίσκοντας τέλος τη φωνή του. - Δεν εί­

ναι. .. Δεν είσαι συ , Μπιλ. Δεν έχω ... δεν έχω τίποτα μαζί σου. -Α, δεν έχε ις, ε; - είπε ο Σάικς κοιτάζοντάς τον αγριωπά και περνώ­

ντας επιδειχτικά το πιστόλι του σε μια πιο πρόχειρη τσέπη . - Αυτό είναι

ευχάριστο ... γ ια τον έναν απ' τους δυο μας. Για ποιον ... δεν έχει σημασία.

- Αυτό που θα σου πω, Μπιλ, -είπε ο Φάγκιν τραβώντας πιο κοντά

την καρέκλα του , -θα σε κάνει να μαν ιάσεις περισσότερο από μένα.

-Ναι· -απάντησε ο κλέφτης με δύσπιστο ύφος. - Για πες μου ! αλ­

λά κάνε γρήγορα γιατί η Νάνση θα με νομίσει για χαμένο.

- Χαμένο! - φώναξε ο Φάιγκιν. -Έτσι κι αλλιώς αυτή σ' έχει ξε­

γράψει κιόλας μες στο μυαλό της.

Page 185: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

424 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο Σάικς κοίταξε σα χαμένος το πρόσωπο του Εβραίου και μη διαβά­ζοντας στα χαραχτηριστικά του καμιά ικανοποιητική εξήγηση σ' αυτό το

αίνιγμα, τον άρπα;ξε απ' το γιακά με το πελώριο χέρι του και τον τρά­νταξε γερά.

-Μίλα λοιπόν, -είπε, -γιατί σου στρίβω το λαρύγγι. Άνοιξε το στό­

μα σου και πες καθαρά ό,τι έχεις να πεις. Εμπρός, γέρο-κοπρόσκυλο!

-Υπόθεσε πως το παλληκάρι πούναι ξαπλωμένο εκεί ... -άρχισε ο Φάγκιν.

Ο Σάικς γύρισε προς το μέρος που κοιμόταν ο Νώε σα να μην τον εί­

χε προσέξει ακόμα.

-Λοιπόν; -είπε ξαναπαίρνοντας την πρώτη του στάση.

-Υπόθεσε πως το παλληκάρι αυτό, -εξακολούθησε ο Φάγκιν, - εί-

ταν έτοιμο να μας προδώσει, να μας πουλήσει, φαντάσου τον πρώτα να ψάχνει να βρει κατάλληλα πρόσωπα για το σκοπό του, ύστερα να τους

συναντάει στο δρόμο για να τους περιγράψει τα χαραχτηριστικά μας, κά­

θε σημάδι απ' όπου θα μπορούσε κανείς να μας αναγνωρίσει και το μέ­

ρος όπου θα μπορούσαν ευκολότερα να μας πιάσουν. Υπόθεσε πως εί­

ταν έτοιμος να τα κάνει όλ' αυτά κι από πάνω να τινάξει στον αέρα ένα

σχέδιο, όπου όλοι λίγο-πολύ έχουμε μπλεχτεί, κι αυτό έτσι, από ένα κα­

πρίτσιο του: χωρίς να τον έχει βάλει στο χέρι η αστυνομία, χωρίς να τον

έχουν ανακρίνει, χωρίς να τον έχει ψήσει ο πάστορας και να τον έχουν

αφήσει μονάχα με ψωμί και νερό για να ομολογήσει, αλλά έτσι, απόνα

καπρίτσιο του μονάχα, για να κάνει το κέφι του. Φαντάσου τον να το

σκάει τη νύχτα για να βρίσκει αυτούς που θέλουν να μας καταστρέψουν

και να τους τα ξερνάει όλα. Μ' ακούς; - φώναξε ο Εβραίος και τα μά­

τια του άστραφταν απ' τη λύσσα. -Υπόθεσε πως τάκανε όλ' αυτά. τι θά­

κανες τότε;

-Τι θάκανα; -απάντησε ο Σάικς ξεστομίζοντας μια τρομερή βρισιά. -Αν τον πετύχαινα ζωντανό, θα του κοπάναγα το καύκαλο με το σιδε-

ρένιο τακούνι της μπότας μου ώσπου να γίνει λυώμα.

-Κι αν τόκανα εγώ; -ούρλιαξε σχεδόν ο Φάγκιν. -Εγώ που ξέ­ρω τόσα και που θα μπορούσα να πάρω τόσους μαζί μου στην κρεμάλα;

-Δεν ξέρω, -απάντησε ο Σάικς τρίζοντας τα δόντια του και χλω­

μιάζοντας και στην ιδέα αυτή μονάχα. - Θάκανα τέτιο σαματά στη φυ­

λακή που θα μου βάζανε τις αλυσίδες κι αν μας δίκαζαν μαζί, θάπεφτα

πάνω σου μέσα στο δικαστήριο και θα σούσπαγα το κεφάλι με τις αλυ­

σίδες μπροστά στον κόσμο. Θάχα τη δύναμη, -μουρμούρισε ο ληστής ση­

κώνοντας το ρωμαλέο χέρι του, -να σου λυώσω το κεφάλι σα να πέρ­ναγε από πάνω σου ένα κάρρο φορτωμένο.

-Θα τόκανες;

Page 186: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΌΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 425

-Αν θα τόκανα! Για δοκίμασε.

- Κι αν ο προδότης είταν ο Τσάρλεϋ, ο Τσίφτης, η Μπετ ή ... - Δε μ' ενδιαφέρει, -απάντησε ο Σάικς ανυπόμονα. -Όποιος και

νάταν θα τούκανα τα ίδια.

Ο Φάγκιν κάρφωσε το βλέμμα του στο ληστή· και κ<iνοντάς του νόη­μα να μη βγάλει λέξη, έσκυψε πάνω απ' το στρώμα όπου κοιμόταν ο Κλαί­

ηπολ και τον σκούντησε να ξυπνήσει. Ο Σάικς έσκυψε μπρος και κοίτα­

ζε με τα χέρια πάνω στα γόνατα, σα ν' aπορούσε πού θα κατέληγαν αυ­

τές οι ερωτήσεις κ' οι προετοιμασίες.

- Μπόλτερ, Μπόλτερ! Καημένο παιδί! - είπε ο Φάγκιν κοιτάζοντας

ψηλά με μια σατανική έκφραση προκαταβολικής χαράς, μιλώντας σιγά

και τονίζοντας τις λέξεις. -Είναι κουρασμένος ... κουράστηκε να τη ν πα­ρακολουθεί τόσες ώρες ... να τη ν παρακολουθεί, Μπιλ.

-Τι θες να πεις; - ρώτησε ο Σάικς πισωπατώντας.

Ο Φάγκιν δεν απάντησε, αλλά σκύβοντας ξανά πάνω απ' τον κοιμι­

σμένο τον ανασήκωσε και τον έβαλε ν' ανακαθήσει. Επανέλαβε πολλές

φορές το ψευδώνυμο του Νώε ώσπου ο τελευταίος έτριψε τα μάτια του,

χασμουρijθηκε δυνατά και κοίταξε με κοιμισμένο ύφος γύρω του.

- Για ξαναπές μου τα ακόμα μια φορά... Μονάχα μια φορά ακόμα

για να τ' ακούσει αυτός εδώ, -είπε ο Εβραίος δείχνοντας τον Σάικς ενώ

μιλούσε.

- τι να σας πω; -ρώτησε μισοκοιμισμένος ο Νώε καθώς ανασάλευε

κακόκεφος.

- Να, αυτά για .. . τη ΝΑΝΣΗ, - είπε ο Φάγκιν aρπάζοντας τον Σάικς

απ' τον καρπό του χεριού σα νάθελε να τον εμποδίσει να φύγει πριν

ακούσει αρκετά. - Την παρακολούθησες;

- Ναι.

-Μέχρι τη Γέφυρα του Λονδίνου;

-Ναι.

-Όπου συνάντησε δυο πρόσωπα;

-Ναι, έτσι όπως τα λες είναι.

-Έναν κύριο και μια δεσποινίδα που η Νάνση την είχε επισκεφτεί

πρωτύτερα με δική της πρωτοβουλία και που της ζήτησαν να παραδώσει

όλους τους συντρόφους της και πρώτο τον Μονκς - πράγμα που έκανε,

και να τον περιγράψει -πράγμα που έκανε, και ν' αποκαλύψει σε ποιο

σπίτι συναντιόμαστε - πράγμα που έκανε, κι από πού θα μπορούσε κα­

νείς να το παρακολουθήσει καλύτερα -πράγμα που έκανε, και ποια ώρα

πηγαίνουμε εκεί - πράγμα που έκανε επίσης. Τάκανε όλ' αυτά. Τα είπε

όλα χωρίς να την απειλήσει και να την παρακαλέσει κανείς .. . Τόκανε αυ­

τό, έτσι δεν είναι; - φώναξε ο Φάγκιν ·τρελός σχεδόν απ' τη λύσσα του.

Page 187: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

426 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

-Αλήθεια, -απάντησε ο Νώε ξύνοντας το κεφάλι του· - όλα έγιναν ακριβώς όπως τα είπες.

-Τι είπαν για την περασμένη Κυριακή;

- Για την περασμένη Κυριακή! -απάντησε ο Νώε και σκέφτηκε για

λίγο. - Μα σου τάπα αυτά πριν.

- Ξαναπέστα. Ξαναπέστα ακόμα μια φορά! - φώναξε ο Φάγκιν σφίγ­

γοντας πιο δυνατά τον καρπό του Σάικς και κουνώντας μανιακά στον αέ­ρα τ' άλλο του χέρι, ενώ αφρός έσταζε απ' τα χείλια του.

-Τη ρώτησαν, - είπε ο Νώε που, ενώ ξυπνούσε πια, άρχιζε αόριστα

να καταλαβαίνει ποιος είταν ο Σάικς, -τη ρώτησαν γιατί δεν είχε έρθει

την προηγούμενη Κυριακή, όπως είχε υποσχεθεί, και κείνη είπε πως δεν μπόρεσε νάρθει.

- Γιατί ... Γιατί; Πες του , γιατί;

- Γιατί την είχε κρατήσει με τη βία στο σπίτι ο Μπιλ, ο άντρας που

γι αυτόν τους είχε κιόλας μιλήσει.

-Και τι άλλο; - φώναξε ο Φάγκιν, -τι άλλο είπε για τον άντρα που

γι αυτόν τους είχε κιόλας μιλήσει; Πες του το αυτό, πες του το.

-Είπε πως δεν μπορούσε εύκολα να φύγει απ' το σπίτι εχτός αν ήξε­

ρε εκείνος πού θα πήγαινε, -είπε ο Νώε. - Κ' έτσι την πρώτη φορά που

πήγε να επισκεφτεί τη δεσποινίδα -χα-χα-χα! μ' έκανε να γελάσω όταν

τόπε - τούδωσε να πιει λάβδανο.

-Μα τη φωτιά της κόλασης! -φώναξε ο Σάικς ελευθερώνοντας το

χέρι του απ' το σφίξιμο του Φάγκιν. -Αφήστε με να φύγω!

Σπρώχνοντας το γέρο μακριά του, όρμησε έξω απ' το δωμάτιο κι ανέ­

βηκε τη σκάλα σα μανιακός.

- Μπιλ, Μπιλ! - φώναξε ο Φάγκιν τρέχοντας βιαστικά πίσω του.

-Μια λέξη. Μονάχα μια λέξη.

Αυτή η λέξη δε θα λεγόταν ποτέ, μα ο ληστής δεν κατάφερνε ν ' ανοί­ξει την πόρτα. Άδικα έβαζε όλη του τη δύναμη και ξέσπαγε σε βλαστή­

μιες, όταν ο Εβραίος έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.

-Άσε με να βγω, -είπε ο Σάικς. - Μη μου μιλάς θα βρεις τον μπε­

λά σου. Άσε με να φύγω, σου λέω!

- Μια λέξη μονάχα, - είπε ο Φάγκιν ακουμπώντας το χέρι του πάνω

στην κλειδωνιά . - Δε θα ... -Τι! -είπε ο άλλος.

- Δε θα φανείς υ π ε ρ βολικά βίαιος, έτσι δεν είναι, Μπιλ;

Είχε πια ξημερώσει κ' είχε αρκετό φως για να δει ο ένας το πρόσω­

ΠΟ του άλλου. Αντάλλαξαν μια σύντομη ματιά. Τα μάτια τους άστοαφταν με τέτιον τρόπο που είταν δύσκολο κανείς ν' aπατηθεί.

-Θέλω να πω, - είπε ο Φάγκιν δείχνοντας πως πίστευε ότι κάθε προ-

Page 188: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 189: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 190: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 429

σποίηση είταν περιττή, -νάσαι προσεχτικός. Καπατσοσύνη, Μπιλ, κι όχι

aσικλίκια.

Ο Σάικς δεν απάντησε αλλά ανοίγοντας την πόρτα πούχε ξεκλειδώ­

σει ο Φάγκιν, ξαμολύθηκε στους σιωπηλούς δρόμους.

Χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή για να σκεφτεί, χωρίς να γυρίσει το

κεφάλι του δεξιά ή αριστερά και χωρίς να σηκώσει τα μάτια του στον

ουρανό ή να τα χαμηλώσει στη γη, αλλά κοιτάζοντας ίσια μπροστά του

με άγρια αποφασιστικότητα, σφίγγοντας τα δόντια τόσο που το σαγόνι

του ξεπετιόταν κάτω απ' το τεντωμένο του δέρμα, ο ληστής εξακολου­

θούσε τον ξέφρενο δρόμο του· δεν έβγαλε ούτε λέξη, δε χαλάρωσε ούτε

ένα νεύρο του ώσπου έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του. Την άνοιξε

αθόρυβα με το κλειδί του, ανέβηκε αλαφροπατώντας τη σκάλα και μπαί­

νοντας στο δωμάτιό του διπλοκλείδωσε την πόρτα, έσπρωξε πίσω της ένα

βαρύ τραπέζι και τράβηξε την κουρτίνα πούκρυβε το κρεβάτι.

Η κοπέλα είταν ξαπλωμένη, μισόγυμνη. Την είχε ξυπνήσει, φαίνεται,

ο ερχομός του γιατί ανασηκώθηκε βιαστικά με ύφος τρομαγμένο .

-Σήκω πάνω! -είπε ο άντρας.

-Α, εσύ είσαι, Μπιλ! -είπε η κοπέλα κοιτάζοντάς τον ευχαριστη-

μένη απ' την επιστροφή του.

-Εγώ, -απάντησε. -Σήκω πάνω!

Υπήρχε ένα αναμένα κερί, αλλά ο άντρας τόβγαλε απότομα απ' το

σαμντάνι και τόρριξε κάτω απ' την πυροστιά του τζακιού. Βλέποντας πως

έξω είχε ξημερώσει, η κοπέλα σηκώθηκε για να τραβήξει την κουρτίνα.

-Ας την, -της είπε ο Σάικς σπρώχνοντάς την με το χέρι του. -Έχει

αρκετό φως για τη δουλειά που θα κάνω.

-Μπιλ, -είπε η κοπέλα με σιγανή, φοβισμένη φωνή , -γιατί με κοι­

τάς έτσι;

Ο κλέφτης την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με διεσταλμένα τα ρου­θούνια κι αναπνέοντας βαριά. Ύστερα, αρπάζοντάς την απ' το κεφάλι κι απ' το λαιμό, την έσυρε στη μέση της κάμαρας και ρίχνοντας μια ματιά

κατά την πόρτα, της έκλεισε το στόμα με το βαρύ του χέρι.

-Μπιλ, Μπιλ, - κατάφερε να φωνάξει η κοπέλα παλεύοντας με τη

δύναμη που δίνει ο τρόμος του θανάτου· -δε θα φωνάξω ... δε θα κλά­ψω ... ούτε μια φορά ... άκουσέ με .. . μίλα μου .. . πες μου τι έκανα;

- Το ξέρεις καλά, διαβόλισσα! -απάντησε ο κλέφτης πνίγοντας τη

φωνή της. - Σε παρακολούθησαν απόψε τη νύχτα· ό,τι είπες, όλα τ' ακού­

σανε.

- Τότε χάρισέ μου τη ζωή, για τ' όνομα του Θεού, όπως σου χάρισα και γω τη δική σου, -φώναξε πάλι η Νάνση κολλώντας απάνω του.

-Μπιλ, αγαπημένε μου Μπιλ, δε θα σου βαστάξει η καρδιά να με σκο-

Page 191: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

430 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

τώσεις. Σκέψου τι θυσίασα για σένα έστω κι αυτή τη νύχτα μονάχα! Σκέ­

ψου το πρώτα και μην επιβαρύνεις τον εαυτό σου μ' αυτό το έγκλημα. Δε

θα σ' αφήσω, δεν μπορείς να με ξεκολλήσεις από πάνω σου. Μπιλ, Μπιλ,

για τ' όνομα του Θεού, για το καλό σου, για το δικό μου καλό, σταμάτα

πριν χύσεις το αίμα μου! Δε σε πρόδωσα, μα την αμαρτωλη ψυχή μου. Ο άντρας έκανε βίαιες προσπάθειες για να ελευθερώσει τα χέρια του,

αλλά η κοπέλα είχε τυλίξει γύρω τους τα δικά της και δεν κατάφερνε να

την ξεκολλήσει από πάνω του . - Μπιλ, - φώναξε η κοπέλα προσπαθώντας ν' ακουμπήσει το κεφάλι

της στο στήθος του, -ο κύριος κ' η αγαπητή δεσποινίς μου μίλησαν από­

ψε για ένα σπίτι σε μια ξένη χώρα, όπου θα μπορούσα να ζήσω την υπό­λοιπη ζωή μου σε μοναξιά και σε ησυχία . Άφησέ με να τους ξαναδώ, να

τους παρακαλέσω γονατιστή να δείξουν και για σένα την ίδια ευσπλα­

χνία και καλοσύνη. Ας φύγουμε απ' το απαίσιο αυτό μέρος κι ας πάμε

μακριά να ζήσουμε ο καθένας χώρια μια καλύτερη ζωή · να μη θυμόμα­

στε το πώς ζήσαμε μέχρι τώρα παρά μονάχα στις προσευχές μας και να

μην ξαναϊδωθούμε ποτέ! Ποτέ δεν είναι αργά για να μετανιώσει κανείς.

Έτσι μου είπαν ... Και τώρα καταλαβαίνω πως είναι αλήθεια. Πρέπει όμως νάχουμε λίγον καιρό ... λίγον καιρό. Ο ληστής λευτέρωσε τόνα του χέρι κι άρπαξε το πιστόλι του. Όμως

και στο κορύφωμα ακόμα της λύσσας του πέρασε σαν αστραπή απ' το

μυαλό του η ιδέα πως αν πυροβολούσε θα τον ανακάλυπταν αμέσως κ'

έτσι τη χτύπησε δυο φορές με το πιστόλι, όσο μπορούσε πιο δυνατά, πά­

νω στο πρόσωπο που, γυρισμένο προς το μέρος του , άγγιζε σχεδόν το δι­κό του.

Η Νάνση τρέκλισε κ' έπεσε τυφλωμένη σχεδόν απ' το αίμα πούτρεχε

από μια βαθ ιά πληγή στο μέτωπό της ανασηκώθηκε όμως πάλι με δυ­

σκολία στα γόνατά της, έβγαλε απ' τον κόρφο της ένα άσπρο μαντήλι, το μαντήλι της Ροζ Μαίηλη, και σηκώνοντάς το με τα σφιγμένα χέρια της

όσο ψηλά της επέτρεπε η αδυναμία της, ψιθύρισε μια προσευχή ζητώντας

έλεος απ' τον Δημιουργό.

Η όψη της είταν τρομαχτική. Ο δολοφόνος οπισθοχώρησε τρεκλίζο­

ντας προς τον τοίχο και, σκεπάζοντας τα μάτια με το χέρι του , άρπαξε

ένα χοντρό ρόπαλο κι aποτέλειωσε το θύμα του.

Page 192: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLVIII

Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΑΪΚΣ

Απ' όλα τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν με την προστασία του

σκοταδιού απ' τη στιγμή που έπεσε η νύχτα στην απέραντη πε­

ριοχή του Λονδίνου, αυτό είταν το πιο τρομερό. Απ' όλες τις φριχτές πράξεις που η βαριά τους aποφορά μόλυνε τον αέρα του πρωι­

νού , αυτή είταν η πιο βδελυρή κ' η πιο απάνθρωπη.

Ο ήλιος, ο λαμπρός ήλιος, που ξαναφέρνει στον άνθρωπο όχι μονάχα

το φως άλλα και νέα ζωή κ' ελπίδα και νέο σφρίγος, αχτινοβολούσε πά­

νω στην πολυάνθρωπη πολιτεία τη λαμπερή και μεγαλόπρεπη δόξα του.

Σκορπούσε τις aστραφτερές του αχτίνες όμοια στ' ακριβά πολύχρωμα

τζάμια και στα φτωχά σκεπασμένα με χαρτιά παράθυρα, μέσα στον κα­

θεδρικό ναό και μέσα στις ετοιμόρροπες καλύβες. Φώτιζε το δωμάτιο

όπου κοιτόταν η δολοφονημένη. Παρ' όλες τις προσπάθειες του δολοφό­

νου να εμποδίσει τον ήλιο να μπει μέσα, οι αχτίνες του χύνονταν στο δω­μάτιο και το πλημμύριζαν φως. Αν το θέαμα είταν φριχτό στο μουντό φως της αυγής, πώς νάταν τώρα στο έντονο φως της ημέρας!

Ο Σάικς είχε μείνει ακίνητος. Δεν είχε τολμήσει να σαλέψει απ' τη

θέση του. Είχε ακουστεί ένας στεναγμός, ένα χέρι είχε κουνηθεί και τό­

τε ο τρόμος προστέθηκε στη λύσσα του κι άρχισε να χτυπάει, να χτυπά­

ει συνέχεια. Σε μια στιγμή έρριξε μια κουβέρτα πάνω στο πτώμα· αλλά

είταν χειρότερο να φαντάζεται τα μάτια του θύματος να στρέφουν προς

το μέρος του παρά να τα βλέπει να κοιτάζουν προς τα πάνω σα να πα­

ρατηρούσαν με προσοχή την αντανάκλαση της αιμάτινης λιμνούλας πάνω

στο ταβάνι που τρεμόπαιζε στο φως του ήλιου. Είχε ξαναβγάλει την κου­

βέρτα: και το πτώμα είταν εκεί -απλή σάρκα κ' αίμα και τίποτα παρα­

πάνω- αλλά τέτια σάρκα και τόσο αίμα!

Με το τσακμάκι του άναψε τη φωτιά κι έρριξε το ρόπαλο μέσα στις

φλόγες. Μαλλιά είχαν απομείνει κολλημένα σε μιαν άκρη του ρόπαλου·

πήραν φωτ~ά μεμιάς και ζάρωσαν σ' ένα ελαφρό κουβάρι στάχτη που ο αέρας το σήκωσε και το στροβίλισε μέσα στην καπνοδόχο . Ακόμα κι αυ­

τό τον τρόμαξε αυτόν που είταν τόσο σκληρός εξακολούθησε ωστόσο να

Page 193: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

432 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

κρατάει το ρόπαλο ώσπου χωρίστηκε στα δυο και τότε έβαλε τα κομμά­

τια στη φωτιά έτσι που να καούν ολότελα και να γίνουν στάχτη. Πλύθη­

κε , καθάρισε τα ρούχα του · υπήρχαν όμως και λεκέδες που δεν έβγαι­

ναν και γι αυτό έκοψε τα λεκιασμένα μέρη και τάκαψε. Πόσοι τέτιοι λε­

κέδες υπήρχαν στην κάμαρα! Ακόμα και τα πόδια του σκύλου είταν μα­

τωμένα.

Σ' όλο αυτό το διάστημα δεν είχε γυρίσει ούτε μια φορά την πλάτη

του προς το πτώμα· ούτε για μια στιγμ1Ί . Όταν τέλειωσε αυτές τις προε­

τοιμασίες, τράβηξε πισωπατώντας προς την πόρτα, σέρνοντας το σκύλο

μαζί του για να μην ξαναλερώσει τα πόδια του στο αίμα και φέρει έξω

στο δρόμο κι άλλες αποδείξεις του φόνου. Έκλεισε την πόρτα σιγανά,

την κλείδωσε , πήρε το κλειδί κ' έφυγε απ' το σπίτι.

Διέσχισε το δρόμο και κοίταξε το παράθυρο για νάναι σίγουρος πως

δε φαινόταν τίποτα απ' έξω . Η κουρτίνα - που εκείνη θα τραβούσε για ν' αφήσει το φως να μπει μέσα, το φως που δε θα ξανάβλεπε ποτέ- εί­

ταν ακόμα κλειστή. Και κείνη κοιτόταν τώρα σχεδόν εκεί από κάτω. Μο­

νάχα αυτός τόξερε αυτό. Θεέ μου, πόσο φώτιζε ο ήλιος αυτό το μέρος!

Έρριξε ένα βιαστικό βλέμμα στο παράθυρο. Ένιωθε ανακούφιση που άφησε αυτό το δωμάτιο. Σφύριξε στο σκύλο του κ' έφυγε με γρήγορο βή­

μα.

Διέσχισε το Ίσλιγκτον, ανέβηκε με μεγάλες δρασκελιές το λόφο του

Χάιγκαιητ όπου βρίσκεται και το μνημείο προς τιμήν του Χουίτιγκτον,

κατέβηκε προς το Χάιγκαιητ Χιλ χωρίς να μπορεί ν' αποφασίσει πού να

πάει και τι να κάνει· ξανάστριψε προς τα δεξιά, σχεδόν μόλις άρχισε να

κατεβαίνει το λόφο, πήρε ένα μονοπάτι που περνούσε μες απ' τα χωρά­

φια, πέρασε πλάι στο δάσος του Κάεν κ' έφτασε τέλος στο Χάμπστεντ

Χ η θ. Ύστερα διέσχισε μια κοιλάδα πλάι στο Βέιλ οφ Χελθ, ανέβηκε την

απέναντι πλαγιά και περνώντας το δρόμο που ενώνει τα χωριά του Χά­μπστεντ και του Χάιγκαιητ διέσχισε τον υπόλοιπο χερσότοπο κ' έφτασε

στους αγρούς του Νορθ Εντ όπου ξαπλώθηκε κάτω απόνα φράχτη και

κοιμήθηκε.

Γρήγορα όμως ξανασηκώθηκε και τράβηξε όχι προς την εξοχή αλλά

προς το Λονδίνο απ' τη δημοσιά· ύστερ' από λίγη ώρα γύρισε πίσω περ­

νώντας απ' τα ίδια μέρη πούχε περάσει πριν κι άρχισε να περιπλανιέται μες στα χωράφια, να ξαπλώνει στην όχθη ενός χαντακιού για να ξεκου­

ραστεί, αμέσως όμως να ξανασηκώνεται και να ξεκινάει γι αλλού και κει

να κάνει πάλι τα ίδια.

Σε ποιο γειτονικό μέρος μπορούσε να πάει, που να μην έχει και πο­

λύν κόσμο, για να φάει κάtι και να πιει; Στο Χέντον; Ναι, αυτό είταν

ένα καλό μέρος, όχι πολύ μακριά, ούτε πολυσύχναστο. Τράβηξε λοιπόν

Page 194: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 433

προς τα κει, άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε από μιαν ακατανόητη παραξε­νιά, περπατώντας σα χελώνα· μερικές φορές μάλιστα σταματούσε κ' έσπα­

γε βαριεστημένα τα μικρά κλαδιά στους φράχτες με το ραβδί του. Αλλά

όταν έφτασε, του φάνηκε πως όλος ο κόσμος -ακόμα και τα παιδιά που

παίζανε μπροστά στις πόρτες των σπιτιών- τον κοίταζαν με υποψία.

Γύρισε πίσω χωρίς νάχει το κουράγιο ν' αγοράσει κάτι να φάει και

να πιει, αν και δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα του από πολλές ώρες κι

άρχισε πάλι να τριγυρνάει στον χερσότοπο χωρίς να μπορεί ν' αποφασί­

σει πού να πάει.

Περπάτησε έτσι μίλια και μίλια και πάντα ξαναγύριζε στο ίδιο σημείο.

Το πρωί και τ' απομεσήμερο είχαν πια κυλ1Ίσει, η μέρα κόντευε να τε­λειώσει κι αυτός ακόμα περιπλανιόταν πάνω-κάτω, εδώ και κει και πά­

ντα γύρω στο ίδιο μέρος. Τέλος ξεμάκρυνε και πήρε το δρόμο για το Χάτ­φιλντ.

Είταν πια εννιά η ώρα το βράδι, όταν ο άνθρωπος κατακουρασμένος

κι ο σκύλος κουτσαίνοντας απ' την ασυνήθιστη αυτή πορεία, κατέβηκαν

το λόφο, πέρασαν πλάι στην εκκλησία του ήσυχου χωριού και περπατώ­

ντας με κόπο στο δρομάκο γλίστρησαν μέσα στην ταβέρνα που το αδύ­νατο φως της τους είχε οδηγ1Ίσει. Στο δωμάτιο όπου σερβίριζαν τα ποτά

υπήρχε φωτιά και μερικοί χωριάτες έπιναν καθισμένοι μπροστά στο τζά­

κι. Έκαναν τόπο στον ξένο, αυτός όμως κάθησε στην πιο aπόμερη γω­

νιά κ' έφαγε κ' ήπιε μόνος ή , για την ακρίβεια, με τη συντροφιά του σκύ­

λου του, που τούρριχνε πού και πού κανένα κομμάτι.

Οι χωριάτες κουβέντιαζαν για τα γειτονικά χωράφια και για τους γε­ωργούς της περιοχής. Όταν εξαντλήθηκαν αυτά τα θέματα μίλησαν για

την ηλικία ενός γέρου που τον είχαν θάψει την προηγούμενη Κυριακή·

οι νεαροί που είταν παρόντες τον θεωρούσαν πολύ γέρο κ' οι ηλικιωμέ­

νοι επέμεναν πως είταν ακόμα νέος - «δεν είταν μεγαλύτερος από μέ­

να», είπε ένας aσπρομάλλης παππούς «θάχε δέκα-δεκαπέντε χρόνια ακό­

μα μπροστά του αν είχε γνιαστεί τον εαυτό του, αν είχε γνιαστεί τον εαυ­

τό του».

τίποτα απ' αυτά πούλεγαν δεν τράβηξε την προσοχή του Σάικς, ούτε

προκάλεσε την ανησυχία του. Ο ληστής, αφού πλήρωσε το λογαριασμό

του, καθόταν σιωπηλός κι aπαρατήρητος στη γωνιά του, και σχεδόν είχε

aποκοιμηθεί, όταν ένας νέος πελάτης, που μπήκε με θόρυβο, τον ξύπνη­

σε.

Είταν ένα παράδοξο πρόσωπο, μισοπραματευτής και μισοκομπογιαν­

νίτης, που γύριζε στην ύπαιθρο και πούλαγε λουριά γι ακόνισμα, ακόνια,

ξυράφια, σαπουνάκια, βερνίκι για σέλλες και χάμουρα, γιατρικά για σκύ­

λους και γι άλογα, φτηνά μυρωδικά, πομάδες και πολλές άλλες παρό-

Page 195: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

434 ΚΆΡΟΛΟΥ Ν'ΓΙΚΕΝΣ

μοιες πραμάτειες που τις κουβαλούσε μέσα σ' ένα μεγάλο κουτί κρεμα­

σμένο στην πλάτη του. Μόλις μπήκε, όλοι οι χωριάτες άρχισαν να λένε

διάφορα χοντρά αστεία και συνέχισαν έτσι ώσπου αυτός, τελειώνοντας

το φα·t του, είχε τη φαεινή ιδέα να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφε­

λίμου κι άνοιξε το κιβώτιο με τους θησαυρούς του.

-τι 'ναι αυτό, Χάρυ; Τρώγεται; -ρώτησε ένας χωρικός κάνοντας ένα

μορφασμό και δείχνοντας κάτι ταμπλέτες που είταν σε μια γωνιά του κου­

τιού.

-Αυτό, -είπε ο πραματευτής και παρουσίασε μια ταμπλέτα, -είναι

ένα αλάνθαστο και πολύτιμο μίγμα για την εξαφάνιση κάθε είδους λεκέ.

Λεκέδες από σκουριά, από λάσπη, από μούχλα, λεκέδες μικροί και με­

γάλοι, στίγματα και πιτσιλίσματα πάνω σε μετάξι, σατέν, λινό, μπατίστα,

τσόχα, κρέπι, χαλιά, μερινό, μουσελίνα, μαλλομέταξα, μάλλινα, λεκέδες

από κρασί, φρούτα, μπύρα, νερό, μπογιά, πίσσα, όλοι οι λεκέδες εξαφα­

νίζονται μόλις τους τρίψετε μια φορά με το αλάνθαστο και πολύτιμο αυ­

τό μίγμα. Αν μια κυρία κηλιδώσει την τιμή της, μια ταμπλέτα αρκεί για

να την αποκαταστήσει αμέσως γιατί είναι πραγματικό δηλητήριο. Αν ένας

κύριος θέλει ν' αποδείξει πως η τιμή του είναι άσπιλη, ας πάρει ένα απ'

αυτά και κανείς δε θα του το αμφισβητήσει πια γιατί η ενέργειά του εί­

ναι τόσο αποτελεσματική όσο κ' η σφαίρα του πιστολιού κ' επειδή μάλι­

στα έχει φριχτή γεύση θ' αποδείξει ακόμα περισσότερο το θάρρος του.

Μια πέννα η ταμπλέτα. Μ' όλες αυτές τις αρετές συγκεντρωμένες, μια

πέννα μονάχα η ταμπλέτα.

Αμέσως παρουσιάστηκαν δυο αγοραστές πολλοί άλλοι απ' αυτούς που

άκουγαν φαίνονταν δισταχτικοί. Μόλις το πρόσεξε, ο πραματευτής δι­

πλασίασε τη φλυαρία του.

-Η παραγωγή δεν προλαβαίνει την κατανάλωση,- εξακολούθησε.

-Δεκατέσσερις νερόμυλοι, έξη ατμομηχανές και μια βολτα'ίκή στήλη ερ-γάζονται συνέχεια και δεν επαρκούν, αν και οι εργάτες δουλεύουν τόσο

σκληρά που πεθαίνουν και οι χήρες συνταξιοδοτούνται αμέσως κατευ­

θείαν με είκοσι λίρες το χρόνο για κάθε παιδί και βραβείο πενήντα λί­

ρες για τα δίδυμα. Μια πέννα τόνα! Δυο μισές είναι το ίδιο και τέσσε­

ρα φαρδίνια τα δέχουμαι με χαρά! Μια πέννα τόνα! Για λεκέδες κρασι­ού, φρούτων, μπύρας, νερού , μπογιάς, πίσσας, λάσπης, αίματος! Διακρί­

νω μια κηλίδα στο καπέλο ενός μέλους της aξιότιμης ομήγυρης που θα

την καθαρίσω πριν προλάβει να μου παραγγείλει μια λίτρα μπύρα. -Ε! - φώναξε ο Σάικς και πετάχτηκε πάνω. - Δος μου το πίσω .

-Θα σας το καθαρίσω, κύριε, -απάντησε ο άνθρωπος κλείνοντας το μάτι στη συντροφιά, -πριν προλάβετε να διασχίσετε την κάμαρα για να

το πάρετε πίσω. Όλοι οι κύριοι να προσέξουν το σκούρο λεκέ πάνω στο

Page 196: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 435

καπέλο του κυρίου· δεν είναι πλατύτερος απόνα σελίνι αλλά είναι παχύ­

τερος απόνα τάλληρο. Οιοσδήποτε λεκές, κρασιού, φρούτων, νερού, μπο­

γιάς, πίσσας, λάσπης, ή αίματος ... Ο άνθρωπος δεν πρόλαβε να πει τίποτ' άλλο γιατί ο Σάικς, με μια φρι­

χτή βρισιά, αναποδογύρισε το τραπέζι κι αρπάζοντάς του το καπέλο όρ­μησε έξω απ' την ταβέρνα.

Με την ίδια αναποφασιστικότητα και τα ίδια αντιφατικά συναισθή­

ματα που τον κάτεχαν όλη τη μέρα παρά τη θέλησή του , ο δολοφόνος,

όταν κατάλαβε πως δεν τον κυνηγούσαν και πως μάλλον τον είχαν πε­

ράσει για κανένα μεθυσμένο και σκουντούφλη άνθρωπο, γύρισε προς την

πόλη. Ενώ προσπερνούσε μιαν άμαξα που στεκόταν στη μέση του δρό­

μου, αποφεύγοντας το μέρος που φώτιζαν τα φανάρια της, αναγνώρισε

την ταχυδρομική άμαξα απ' το Λονδίνο κ· είδε πως είταν σταματημένη

μπροστά στο μικρό ταχυδρομείο . Αν και κατάλαβε σχεδόν τι θα γινόταν,

διέσχισε το δρόμο και τέντωσε τ' αυτί του για ν' ακούσει.

Ο οδηγός στεκόταν στην πόρτα και περίμενε τον ταχυδρομικό σάκκο.

Ένας άντρας ντυμένος σα δασοφύλακας έφτασε κείνη τη στιγμή κι ο οδη­

γός τούδωσε ένα καλάθι που είταν ακουμπισμένο στο πεζοδρόμιο.

-Αυτό είναι γ ια τ' αφεντικά σου, - είπε ο οδηγός. - Εσείς εκεί μέ­

σα κουνηθείτε λίγο. Αυτός ο σάκκος του διαόλου δεν είταν ούτε και προ­

χτές έτοιμος αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι!

- Κανένα νέο απ' την πόλη, Μπεν; - ρώτησε ο δασοφύλακας υποχω­

ρώντας ώς τον τοίχο γ ια να θαυμάσει καλύτερα τ' άλογα.

- Όχι, δεν έμαθα τίποτα, -απάντησε ο οδηγός βάζοντας τα γάντια

του. - Τα στάρια ακρίβηναν λιγάκι. Άκουσα και για ένα φόνο κατά το

Σπίταλφιλντς, αλλά δεν πιστεύω και πολλά πράματα απ' όλη αυτή την

ιστορία.

- Μα είναι αλήθεια, - είπε ένας κύριος που ταξίδευε με την άμαξα

σκύβοντας έξω απ' το παράθυρο. - Είταν μάλιστα φριχτός ο φόνος.

- Αλ1iθεια, κύριε ; - είπε ο οδηγός φέρνοντας το χέρι στο καπέλο του.

- Είταν άντρας ή γυναίκα, κύριε;

- Γυναίκα, - απάντησε ο κύριος . - Υποθέτουν ... - Επιτέλους, Μπεν, τι θα γίνει; - φώναξε ο αμαξάς ανυπόμονα.

-Αυτός ο διαολεμένος σάκκος πάλι, - είπε ο οδηγός. -Τι διάολο, σας πήρε ο ύπνος όλους σας κε ι μέσα ;

-Έφτασε! -φώναξε ο ταχυδρόμος πούβγαινε τρέχοντας απ' το γρα­

φείο.

-Έφτασε! - μουρμούρισε ο οδηγός . -Αχ! είναι όπως κ' η νεαρή με

τον πολύ παρά που θα μ' ερωτευτεί κάποτε, αλλά πότε ; Δος το μου γρή­

γορα. Εντάξει, φύγαμε!

Page 197: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

436 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

Αντήχησαν μερικές χαρούμενες νότες απ' το κέρας του οδηγού κ' η

άμαξα ξεκίνησε.

Ο Σάικς στεκόταν στην ίδια θέση και δε φαινόταν να συγκινήθηκε απ'

αυτά που μόλις είχε ακούσει. Είταν aνήσυχος μονάχα για το πού θα πή­

γαινε. Στο τέλος γύρισε πάλι πίσω και πήρε το δρόμο που οδηγεί απ' το

Χάτφιλντ στο Σαιντ Όλμπανς.

Περπατούσε με ύφος αποφασιστικό· όταν όμως άφησε πίσω του την

πόλη και βυθίστηκε στη μοναξιά και στο σκοτάδι του δρόμου, ένιωσε μέ­

σα του έναν τρόμο που τον έκανε ν' ανατριχιάζει ώς το μεδούλι. Κάθε τι

που έβλεπε μπροστά του, είτε πραγματικό είτε σκιά, να κουνιέται ή να

στέκεται ακίνητο, έπαιρνε τρομαχτική όψη στα μάτια του· οι φόβοι αυ­

τοί όμως είταν ασήμαντοι μπροστά στη φριχτή μορφή που τον κυνηγού­

σε το πρωί και που εξακολουθούσε να τον τυραννάει. Μπορούσε να δια­κρίνει τη σκιά της μέσα στο σκοτάδι, να συμπληρώνει με τη φαντασία του

τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες και να παρατηρεί με πόση αυστηρότητα

και μεγαλοπρέπεια φαινόταν να προχωρεί. Άκουγε το θρόισμα που έκα­

νε το φόρεμά της πάνω στα φύλλα και κάθε φύσημα του ανέμου έφερνε

μαζί του την τελευταία εκείνη φωνή της. Όταν σταματούσε , σταματούσε

κι αυτή. Όταν έτρεχε, τον ακολουθούσε, όχι τρέχοντας όπως εκείνος, για­

τί αυτό θα τον ξαλάφρωνε κάπως - αλλά σαν πτώμα που είχε μηχανικά ·

μονάχα την κίνηση του ζωντανού και που τόφερνε ένας ήσυχος πένθιμος

αέρας που φύσαγε ασταμάτητα.

Καμιά φορά, με μιαν απελπισμένη αποφασιστικότητα γυρνούσε για ν'

αντιμετωπίσει το φάντασμα· τότε τα μαλλιά του ορθώνονταν απ' τη φρί­

κη και το αίμα του πάγωνε γιατί και το φάντασμα είχε γυρίσει και στε ­

κόταν πάλι πίσω του· το πρωί τόβλεπε συνεχώς μπροστά του , τώρα όμως

βρισκόταν πάντα πίσω του. Ακούμπησε τη ράχη του σ' ένα ανάχωμα και

τόνιωσε να στέκεται από πάνω του· τόβλεπε καθαρά να διαγράφεται πά­

νω στον παγωμένο νυχτιάτικο ουρανό. Έπεσε στο δρόμο καταγής ανά­

σκελα. Στεκόταν πίσω απ' το κεφάλι του, σιωπηλό, όρθιο κι ακίνητο σα

ζωντανή ταφόπετρα με την επιγραφή γραμένη με αίμα.

Κανείς να μην τολμήσει να πει πως υπάρχουν δολοφόνοι που δια­

φεύγουν την τιμωρία και πως η Θεία Δικαιοσύνη κοιμάται, γιατί καθε­

μιά απ' αυτές τις aτέλειωτες στιγμές κάνει για πάρα πολλούς βίαιους θα­

νάτους.

Σ' ένα χωράφι που περνούσε βρήκε μια καλύβα που του πρόσφερε καταφύγιο για τη νύχτα. Μπροστά στην πόρτα της υπήρχαν τρεις ψηλές

λεύκες που σκοτείνιαζαν ακόμα πιο πολύ το εσωτερικό της κι ο άνεμος, φυσώντας ανάμεσα στα κλαδιά τους, άφηνε ένα θλιβερό θρήνο.

Δεν μπορούσε πια να προχωρήσει ώσπου να φέξει κ' έτσι στριμώ-

Page 198: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 437

χτηκε κοντά στον τοίχο ... για να υποφέρει ένα καινούργιο μαρτύριο. Γιατί τώρα ένα άλλο δράμα παρουσιαζόταν μπροστά του, με την ίδια

επιμονή αλλά με πολύ περισσότερη φρίκη απ' το προηγούμενο. Αυτά τα

θαμπά γυάλινα μάτια που κοίταζαν ορθάνοιχτα και που το πρωί είχε προ­

τιμήσει να τα βλέπει παρά να τα φαντάζεται καρφωμένα πάνω του, πα­

ρουσιάστηκαν μες στο σκοτάδι, φωτεινά αλλά χωρίς να φωτίζουν τίποτα

γύρω τους. Είταν μονάχα δυο, αλλά βρίσκονταν παντού. Όταν έκλεινε τα

μάτια του ξανάβλεπε το δωμάτιο μ' όλα τα γνωστά του αντικείμενα -με­

ρικά μάλιστα που θα τα ξέχναγε αν άρχιζε να τ' απαριθμεί από μνήμης­

και το καθένα στο συνηθισμένο του μέρος. Το πτώμα βρισκόταν στη θέ­

ση του και τα μάτια του είταν ακριβώς όπως τάχε δει πριν φύγει.

Σηκώθηκε κι όρμησε τρέχοντας στα χωράφια. Η μορφή εξακολου­

θούσε να τον κυνηγάει. Ξανακρύφτηκε μες στην καλύβα και σωριάστηκε κει ακόμα μια φορά. Πριν ακόμα ξαπλωθεί καλά-καλά, τα μάτια βρί­

σκονταν πάλι μπροστά του .

Και κει έμεινε ξαπλωμένος, νιώθοντας έναν ανείπωτο τρόμο, τρέμο­

ντας σύγκορμος και λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, όταν ξαφνικά μια μα­

κρινή βοή και δυνατές κραυγές έκπληξης και φόβου σκέπασαν το σφύ­

ριγμα του ανέμου. Κάθε ανθρώπινη φωνή σ' αυτό το έρημο μέρος, ακό­

μα κι αν προμηνούσε κίνδυνο, είταν γι αυτόν ένα ξαλάφρωμα. Ξαναβρήκε

τη δύναμη και την ενεργητικότητά του με την προσμονή του προσωπικού

κινδύνου· και πηδώντας όρθιος όρμησε έξω απ' την καλύβα.

Όλος ο ουρανός έμοιαζε σα να καιγόταν. Τεράστιες φλόγες σηκώνο­

νταν στον αέρα η μια πάνω απ' την άλλη, ενώ σπίθες έπεφταν βροχή φω­

τίζοντας την ατμόσφαιρα μίλια ολόκληρα γύρω . Σύννεφα καπνού τρα­

βούσαν κατά το μέρος όπου στεκόταν ο Σάικς. Η βοή δυνάμωσε καθώς

καινούργιες κραυγές προστέθηκαν στις πρώτες και μπορούσε να διακρί­

νει την κραυγή: Φωτιά! ανακατεμένη με τους ήχους μιας καμπάνας, τους

βρόντους απ' τις σκεπές που γκρεμίζονταν και το τρίξιμο απ' τις φλόγες

που αγκάλιαζαν κάποιο καινούργιο εμπόδιο και πετάγονταν ύστερα ακό­

μα πιο ψηλά, δυναμωμένες απ' τη νέα τροφή. Ο θόρυβος μεγάλωνε. Κει

κάτω, σκέφτηκε, είταν κόσμος, άντρες γυναίκες, φως, φασαρία. Αυτή η

σκέψη σα να τούδωσε καινούργια ζωή.

Όρμησε κατευθείαν προς τα κει πατώντας aπρόσεχτα πάνω σε βάτα

και σε φτέρες, πηδώντας φράχτες και ξερολιθιές, τρέχοντας σαν τρελός

πίσω απ' το σκύλο του που προπορευόταν γαυγίζοντας δυνατά.

Έφτασε στον τόπο της πυρκαγιάς. Άνθρωποι μισόγυμνοι έτρεχαν πά­

νω-κάτω, μερικοί προσπαθώντας να σύρουν έξω απ' τους σταύλους τα φοβισμένα άλογα, άλλοι απ' τις αυλές τα χτήνη κι άλλοι βγαίνοντας φορ­

τωμένοι απ' τα σπίτια τους που καίγονταν μέσα σε μια βροχή από σπί-

Page 199: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

438 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

θες κ' ενώ πίσω τους γκρεμίζονταν καμένα δοκάρια. Ανοίγματα που έχα­

σκαν εκεί που πριν από λίγο βρίσκονταν πόρτες και παράθυρα, άφηναν

να φαίνονται στρόβιλοι από μανιασμένες φλόγες τοίχοι κλονίζονταν και

σωριάζονταν μες στο καμίνι· λυωμένο μολύβι και σίδερο κυλούσε στη γη.

Οι γυναίκες και τα παιδιά ούρλιαζαν κ' οι άντρες έδιναν θάρρος ο ένας

στον άλλο με φωνές. Ο θόρυβος απ' τις αντλίες και το σφύριγμα του νε­

ρού καθώς έπεφτε πάνω στα ξύλα που καίγονταν αύξαιναν τον τρομερό

πάταγο. Ο Σάικς άρχισε κι αυτός να φωνάζει ώσπου βράχνιασε και για

να ξεφύγει απ' τις αναμνήσεις του κι απ' τον εαυτό του όρμησε στο πιο

πυκνό μέρος του πλήθους.

Όλη τη νύχτα έτρεχε πάνω-κάτω, πότε δουλεύοντας στις αντλίες και

πότε περνώντας βιαστικά μες απ' τις φλόγες και τον καπνό, ριχνόταν

όπου υπήρχε περισσότερος θόρυβος και περισσότεροι άνθρωποι. Ανεβο­

κατέβαινε στις σκάλες, περπατούσε πάνω σε στέγες, πάνω σε πατώματα

που έτριζαν και κλονίζονταν κάτω απ' τα πόδια του, διέσχιζε τα μέρη

όπου έπεφταν οι περισσότερες πέτρες και τούβλα, βρισκόταν ταυτόχρο­

να παντού όπου μαινόταν η πυρκαγιά. Θάλεγες πως κάποια μαγική δύ­

ναμη τον προστάτευε. Δεν είχε δεχτεί ούτε ένα χτύπημα ούτε μια γρα­

τζουνιά, δεν αισθανόταν κούραση ούτε είχε την παραμικρή σκέψη, αλλά

ζούσε μέσα σ' ένα όνειρο ώσπου ξημέρωσε και γύρω δε φαινόταν πια

παρά μονάχα καπνός και μαυρισμένα ερείπια.

Μόλις πέρασε η τρελ1Ί αυτή έξαψη, η τρομερή συνείδηση του εγκλή­

ματός του ξαναγύρισε με δεκαπλάσια ένταση. Κοίταξε καχύποπτα γύρω

του γιατί οι άνθρωποι συζητούσαν σε μικρές συντροφιές και φοβήθηκε

μήπως μιλάνε γι αυτόν. Ο σκύλος υπάκουσε στο συνθηματικό νόημα που

τούκανε με το δάχτυλο κι άρχισαν κρυφά ν' απομακρύνονται. Καθώς περ­

νούσαν πλάι σε μιαν αντλία, μερικοί άνθρωποι που κάθονταν πάνω σ'

αυτήν τον φώναξαν να μοιραστεί το κολατσό τους. Δέχτηκε λίγο ψωμί και λίγο κρέας κ' ενώ έπινε ένα ποτήρι μπύρα, άκουσε τους πυροσβέ­

στες, που είταν απ' το Λονδίνο, να συζητούν για το φόνο. «Λένε πως πή­

γε στο Μπίρμιγχαμ>> , είπε κάποιος. <<Θα τον πιάσουν όμως γιατί οι αστυ­

νομικοί άρχισαν κιόλας να ψάχνουν και μέχρι αύριο το βράδι όλη η χώ­

ρα θα βρίσκεται σε συναγερμό».

Ο Σάικς βιάστηκε να φύγει και περπάτησε ώσπου δεν τον βαστούσαν

άλλο τα πόδια του. Ξαπλώθηκε τότε στη μέση του μονοπατιού και κοιμή­

θηκε για κάμποσες ώρες, αλλά μ' έναν ύπνο κουραστικό κι όλο διακοπές.

Όταν ξύπνησε, ξανάρχισε την περιπλάνησ1Ί του , πάντα αναποφάσιστος και

πάντα βασανισμένος απ' το φόβο μιας ακόμα μοναχικής νύχτας.

Ξαφνικά πήρε την απελπισμένη απόφαση να ξαναγυρίσει στο Λονδί-

νο.

Page 200: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 439

«Εκεί τουλάχιστο βρίσκει κανείς και κάποιον για να πει μια κουβέ­

ντα>>, σκέφτηκε. «Κ' είναι και γεμάτο κρυψώνες. Δε θα φαντάζονται πως

μπορούν να με τσιμπήσουν εκεί αφού ψάχνουν να με βρουν στις επαρ­

χίες. Γιατί να μην κάνω τον ψόφιο κοριό για μια-δυο βδομάδες και με­

τά να κολλήσω του Φάγκιν να μου σκάσει τίποτα φράγκα για να περά­

σω στη Γαλλία; Να πάρει ο διάολος, θα το ρισκάρω».

Υπακούοντας αμέσως σ' αυτή του την παρόρμηση και διαλέγοντας τους

πιο ερημικούς δρόμους τράβηξε πάλι για το Λονδίνο. Είταν aποφασι­σμένος να κρυφτεί όταν θάφτανε κοντά στο Λονδίνο και, μπαίνοντας την

ώρα που θα σουρούπωνε από κανέναν περιφερειακό δρόμο, να κατευ­

θυνθεί αμέσως προς τα κει. Είταν όμως κι ο σκύλος. Αν είχαν δημοσι­

ευτεί τα στοιχεία του, δε θάχαν ξεχάσει το δίχως άλλο ν' αναφέρουν πως

είχε εξαφανιστεί κι ο σκύλος και πως πιθανότατα θάταν μαζί του. Ενώ

θα διέσχιζε τους δρόμους του Λονδίνου μπορεί να τον αναγνώριζαν βλέ­

ποντας το σκύλο και να τον έπιαναν. Αποφάσισε λοιπόν να τον πνίξει

και προχώρησε ψάχνοντας για καμιά λιμνούλα. Όπως περπατούσε σή­

κωσε μια βαριά πέτρα και την έδεσε με το μαντήλι του.

Το ζώο κοιτούσε προσεχτικά τον κύριό του ενώ έκανε αυτές τις προ­

ετοιμασίες. Και είτε το ένστιχτό του το ειδοποίησε για το σκοπό του Σάικς

είτε η λοξή ματιά που τούρριξε ο κλέφτης είταν σκληρότερη απ' όσο συ­

νήθως, κρατιόταν λίγο πιο μακριά απ' τις άλλες φορές και προχωρούσε

πιο αργά σέρνοντας σχεδόν την κοιλιά του στο χώμα. Όταν ο κύριός του

σταμάτησε στην όχθη μιας λιμνούλας και γύρισε για να τον φωνάξει, ο

σκύλος σταμάτησε εντελώς.

-Μ' άκουσες που φώναξα; Έλα δω! - φώναξε ο Σάικς.

Το ζώο πλησίασε όπως είταν συνηθισμένο να κάνει. Μόλις όμως ο

Σάικς έσκυψε για να δέσει στο λαιμό του το μαντίλι, άφησε ένα σιγανό

γρύλλισμα και τινάχτηκε προς τα πίσω.

-Εδώ! -ξανάπε ο ληστής.

Ο σκύλος κούνησε την ουρά του αλλά δεν κουνήθηκε απ' τη θέση του.

Ο Σάικς έκανε μια θηλειά και τον ξαναφώναξε. Ο σκύλος προχώρησε λίγο, έκανε πάλι πίσω, σταμάτησε για μια στιγ­

μή κι ύστερα γύρισε και τόβαλε στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ο άντρας σφύριξε πολλές φορές και κάθησε και περίμενε μήπως ξα­

ναγυρίσει. Αλλά ο σκύλος δεν ξαναφάνηκε και στο τέλος ο Σάικς ξεκί­

νησε πάλι.

Page 201: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

XLIX

ΟΠΟΥ Ο ΜΟΝΚΣ ΚΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΡΑΟΥΝΛΟΟΥ ΣΥΝΑΝΠΟΥΝΤΑΙ

ΕΠΠΕΛΟΥΣ. Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥΣ Κ' Η ΕΙΔΗΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΔΙΑΚΟΠΤΕΙ.

Σ ουρούπωνε την ώρα που ο κύριος Μπράουνλοου κατέβηκε από μιαν

άμαξα στην πόρτα του και χτύπησε σιγανά. Μόλις άνοιξε η πόρτα

ένας ρωμαλέος άντρας βγήκε απ' την άμαξα και στάθηκε πλάι στο

σκαλάκι ενώ ένας άλλος που καθόταν πλάι στον αμαξά κατέβηκε και στά­

θηκε απ' την άλλη μεριά. Ο κύριος Μπράουνλοου τους έκανε νόημα και

τράβηξαν έξω απ' την άμαξα έναν τρίτο άνθρωπο και βάζοντάς τον ανά­

μεσά τους μπήκαν βιαστικά στο σπίτι. Ο τρίτος αυτός άνθρωπος είταν ο

Μονκς.

Ανέβηκαν έτσι αμίλητοι κι ο κύριος Μπράουνλοου που προπορευόταν

τους οδήγησε σ' ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Στην πόρτα

του δωματίου ο Μονκς, πούχε ανέβει με φανερή απροθυμία, σταμάτησε.

Οι δυο άντρες κοίταξαν τον ηλικιωμένο κύριο σα να περίμεναν τις εντο­

λές του.

-Ξέρει τους δυο δρόμους που ανοίγονται μπροστά του, -είπε ο κύ­

ριος Μπράουνλοου. -Αν διστάσει ή κουνήσει έστω και το δαχτυλάκι του

αντίθετα απ' ό,τι του λέτε να κάνει, πηγαίνετέ τον στο δρόμο, φωνάξτε

την αστυνομία και κατηγορήστε τον πως είναι aπατεώνας αναφέροντας

τ' όνομά μου.

-Πώς τολμάτε να μιλάτε έτσι για μένα; -ρώτησε ο Μονκς.

- Και σεις πώς τολμήσατε να φερθείτε έτσι που ν' αναγκαστώ να μι-

λήσω όπως μίλησα, νεαρέ μου; - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου κοι­

τάζοντάς τον σταθερά καταπρόσωπο. - Είστε τόσο τρελός ώστε να εγκα­

ταλείψετε αυτό το σπίτι; Αφήστε τον. Ορίστε , κύριε. Είστε ελεύθερος να

φύγετε και μεις να σας ακολουθήσουμε . Αλλά σας προειδοποιώ, σε ό,τι

έχω πιο ιερό, πως τη στιγμή που θα πατήσετε το πόδι σας στο δρόμο θα

φροντίσω να συλληφθείτε γι απάτη και ληστεία. Έχω πάρει την απόφα­

σή μου κ' είναι αμετάκλητη. Αν επιμείνετε, το αίμα σας να πέσει στο δι­

κό σας το κεφάλι. -Ποιος έδωσε το δικαίωμα σ' αυτά τα μαντρόσκυλα να μ' αρπάξουν

Page 202: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΌΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 441

στη μέση του δρόμου και να με κουβαλήσουν εδώ; - ρώτησε ο Μονκς

κοιτάζοντας, πότε τον ένα και πότε τον άλλον, τους δυο άντρες που στέ­

κονταν δίπλα του.

- Εγώ, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου. -Αυτοί οι άνθρωποι εί­

ναι στις διαταγές μου. -Αν νομίζετε πως σας στέρησα την ελευθερία σας

-αν κι είχατε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να την επανακτήσετε κα­

θώς ερχόμασταν, αλλά κρίνατε πιο φρόνιμο να μην κάνετε τίποτα- ζητή­

στε, επαναλαμβάνω, την προστασία της Δικαιοσύνης. Θ' απευθυνθώ και

γω όμως στη Δικαιοσύνη . Κι όταν θάχετε προχωρήσει πια τόσο ώστε να

μην μπορείτε να υπαναχωρήσετε κι όταν θάχετε περάσει πια απ' τα χέ­

ρια μου στα χέρια της Δικαιοσύνης, να μην έρχεστε να με παρακαλάτε

να σας λυπηθώ και να μη λέτε πως εγώ σας κατέστρεψα ενώ θάχετε κα­

ταστραφεί μόνος σας.

Ο Μονκς τάχε ολότελα χαμένα κι άρχιζε ν' ανησυχεί. Δίστασε.

-Ν' αποφασίσετε σύντομα, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου με απόλυ­

τη σταθερότητα κι αταραξία. -Αν προτιμάτε να εκστομίσω μπροστά σ'

όλους τις κατηγορίες μου και να σας παραδώσω σε μια τιμωρία που τη

σοβαρότητά της μπορώ -όχι χωρίς ν' ανατριχιάσω- να προβλέψω αλλά

δε θα μπορώ να την ελαττώσω, σας επαναλαμβάνω ακόμα μια φορά πως

ξέρετε τι πρέπει να κάθετε. Αν αντίθετα θέλετε να ζητήσετε την επιείκειά

μου και τον οίχτο εκείνων που τόσο έχετε πληγώσει, καθήστε χωρίς να

πείτε λέξη σ' αυτή την καρέκλα. Σας περιμένει δυο ολόκληρες μέρες. Ο

Μονκς μουρμούρισε κάτι ακατάληπτα λόγια αλλά ταλαντευόταν ακόμα.

-Γρήγορα, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου. -Μια λέξη μου και χά­νετε για πάντα την ευκαιρία.

Ο άντρας δίστασε ακόμα.

-Δεν είμαι διατεθειμένος να διαπραγματευθώ, -είπε ο κύριος

Μπράουνλοου, - και τώρα μάλιστα που υπερασπίζουμαι τα πιο πολύτι­μα συμφέροντα άλλων ανθρώπων δεν έχω και το δικαίωμα.

-Μήπως υπάρχει, -είπε τραυλίζοντας ο Μονκς, -μήπως υπάρχει ... καμιά τρίτη λύση;

-Καμιά.

Ο Μονκς κοίταξε μ' ανήσυχο βλέμμα τον ηλικιωμένο κύριο · αλλά μη

διαβάζοντας στο πρόσωπό του τίποτ' άλλο εχτός από αυστηρότητα κι απο­

φασιστικότητα, μπήκε στο δωμάτιο και, σηκώνοντας τους ώμους του, κά­

θησε.

-Κλειδώστε την πόρτα απ' έξω, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου στους

δυο άντρες, -και να μπείτε μονάχα όταν χτυπήσω το κουδούνι.

Οι άντρες υπάκουσαν κι ο κύριος Μπράουνλοου έμεινε μόνος με τον

Μονκς.

Page 203: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

442 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

- Ωραία μεταχείριση μου κάνει ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου,

- είπε ο Μονκς πετώντας το καπέλο και το παλτό του .

- Σας φέρθηκα έτσι ακριβώς γιατί είμουν ο καλύτερος φίλος του πα-

τέρα σας, νεαρέ μου, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου· -γιατί οι πόθοι κ'

οι ελπίδες της ευτυχισμένης μου νεότητας συνδέθηκαν μ' αυτόν και με

την aσύγκριτη εκείνη ύπαρξη που είχε το ίδιο αίμα μ' αυτόν και την πή­

ρε ο Θεός τόσο νέα κοντά του και μ' άφησε εδώ μόνο κι έρημο · γιατί τη

μέρα που θα την παντρευόμουν - αλλά ο Θεός είχε αποφασίσε ι αλλιώ­

τικα - ο πατέρας σας, τόσο νέος ακόμα, γονάτισε μαζί μου πλάι στο φέ­

ρετρο της μοναδικής του αδερφής γιατί η μαραμένη καρδιά μου τούμει­

νε πιστή σ' όλες τις δοκιμασίες του και παρ' όλα τα σφάλματά του μέχρι

το θάνατό του· γιατί παλιές αναμνήσεις γεμίζουν την καρδιά μου κι ακό­

μα κ' η όψη σας μου τον θυμίζει κάπως για όλους αυτούς τους λόγους

αισθάνουμαι τη διάθεση να σας φερθώ με επιείκεια τώρα -ναι, Εδου­

άρδε Λήφορντ, και τώρα ακόμα - και να κοκκινίσω γιατί είστε ανάξιος

να φέρετε αυτό τ' όνομα.

- Τι σχέση έχει τ' όνομα; - ρώτησε ο άλλος που παρατηρούσε σιω­

πηλά και με ύφος σκυθρωπό την ταραχή του συνομιλητή του. - Τι σημα­

σία έχει για μένα τ' όνομα;

- Καμιά, -απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου, - καμιά για σας, αλλά

είναι και δικό τη ς: κι ακόμα και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια,

τ' όνομα αυτό μου ξαναφέρνει, αν και είμαι γέρος, το πάθος και τη συ­

γκίνηση που αισθανόμουν κάποτε κι ας τ' ακούω από έναν άγνωστο. Εί­

μαι πολύ ε1.1χαριστημένος που το αλλάξατε ... πολύ ... πάρα πολύ. -Όλ' αυτά είναι πολύ όμορφα, - είπε ο Μονκς (ας διατηρήσουμε το

ψευδώνυμό του) ύστερ' από μια μεγάλη σιωπή που, όση ώρα βαστούσε,

κουνιόταν νευρικά στο κάθισμα με ύφος σκυθρωπής πρόκλησης, ενώ ο

κύριος Μπράουνλοου είχε καθήσει σκεπάζοντας τα μάτια με το χέρι του.

- Τι ζητάτε όμως από μένα;

- Έχετε έναν αδερφό, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου αφήνοντας τις

αναμνήσεις του, -έναν αδερφό που τ' όνομά του ψιθύρισα στ' αυτί σας

όταν σας συνάντησα στο δρόμο· αυτό, φαίνεται, αρκούσε για να σας κά­

νει να μ' ακολουθήσετε εδώ έκπληχτος και τρομαγμένος.

- Δεν έχω αδερφό, -απάντησε ο Μονκς. -Το ξέρετε πως είμουν το

μοναδικό παιδί του πατέρα μου. Γιατί μου μιλάτε γι αδερφό; Αφού το ξέ­

ρετε και σεις τόσο καλά όσο και γώ. -Ακούστε αυτά που ξέρω πρώτα, και θα καταλάβετε πως ξέρω πε­

ρισσότερα από σας, -είπε ο κύριος Μπράουvλοου. -Θα σας κινήσει

πολύ το ενδιαφέρον η ιστορία. Γνωρίζω βέβαια πως απ' τον άτυχο γάμο που υποχρεώσανε τον πατέρα σας να κάνει, όταν είταν ακόμα σχεδόν

Page 204: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 443

παιδί, για λόγους οικογενειακής περηφάνειας και για να ικανοποιηθούν

οι πιο στενοκέφαλες και βρωμερές φιλοδοξίες, εσείς είστε ο μόνος και

άθλιος καρπός.

- Δε μ' ενδιαφέρουν οι βρισιές σας, - διέκοψε ο Μονκς μ' ένα κο­

ρο.ίδευτικό γέλιο. - Γνωρίζετε το γεγονός κι αυτό μου αρκεί.

- Γνωρίζω όμως ακόμα, -εξακολούθησε ο ηλικιωμένος κύριος, -τα

βάσανα, την καθημερινή αγωνία της κακοσχεδιασμένης αυτής ένωσης.

Γνωρίζω με τι αδιαφορία και με πόση πλήξη το aξιολύπητο αυτό ζευγά­

ρι έσερνε τις βαριές του αλυσίδες σ' έναν κόσμο που τους φαινόταν δη­

λητηριασμένος. Γνωρίζω πώς την ψυχρή ευγένεια διαδέχτηκαν οι ανοι­

χτοί καυγάδες, πώς την αδιαφορία ακολούθησε η αντιπάθεια, την αντι­

πάθεια το μίσος ώσπου τελικά έπασαν το δεσμό που τους έδενε κ' έφυ­

γαν μακριά ο ένας απ' τον άλλον παντρεμένοι ακόμα, όμως τυπικά, και

προσπαθώντας να το κρύψουν απ' τις νέες συναναστροφές τους κάτω απ'

την πιο εύθυμη εξωτερική εμφάνιση που μπορούσαν να πάρουν. Η μητέ­

ρα σας κατόρθωσε μέσα σε λίγον καιρό να ξεχάσει εντελώς τον πατέρα

σας. Ο πατέρας σας όμως έμεινε βαθιά πληγωμένος για χρόνια.

- Ωραία, το παραδέχουμαι πως χώρισαν, -είπε ο Μονκς, - κ' έπειτα;

- Πολύν καιρό μετά το χωρισμό τους, - απάντησε ο κύριος Μπρά-

ουνλοου, - κ' ενώ η μητέρα σας ριγμένη στις επιπόλαιες διασκεδάσεις

στην Ευρώπη είχε ξεχάσει πια εντελώς το νεαρό σύζυγό της, που είταν

δέκα τουλάχιστο χρόνια νεότερός της, ο πατέρας σας που ώς τότε, με το

μέλλον του aφανισμένο, περνούσε aργόσχολα τον καιρό του στην Αγγλία,

συνδέθηκε με καινούργιους φίλους. Αυτό το περιστατικό φαντάζουμαι να το ξέρετε.

-Καθόλου, - είπε ο Μονκς γυρίζοντας αλλού τα μάτια του και χτυ­

πώντας νευρικά το πόδι του στο πάτωμα με ύφος ανθρώπου αποφασι­

σμένου ν' αρνηθεί τα πάντα. - Δεν έχω ιδέα. -Ο τρόπος σας κ' οι πράξεις σας με βεβαιώνουν πως δεν το έχετε

ξεχάσει και πως δεν πάψατε να το σκέφτεστε με πικρία, - απάντησε ο

κύριος Μπράουνλοου. Αναφέρουμαι σε μιαν εποχή πριν από δεκαπέντε

χρόνια, όταν δεν είσαστε περισσότερο από έντεκα χρονών και ο πατέ­

ρας σας περισσότερο από τριανταενός, γιατί, επαναλαμβάνω, είταν παι­

δί σχεδόν όταν ο πατέρας του τον υποχρέωσε να παντρευτεί. Πρέπει να

συνεχίσω την απαρίθμηση γεγονότων που ρίχνουν μια σκιά στη μνήμη του

πατέρα σας, 1l θα με aπαλλάξετε απ' τον κόπο αυτό με το να παραδε­χτείτε ότι τα ξέρετε;

-Δεν έχω τίποτα να παραδεχτώ, - είπε ο Μονκς. -Μπορείτε να συ­νεχίσετε αν σας κάνει κέφι.

-Λοιπόν αυτοί οι νέοι φίλοι, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου, - είταν

Page 205: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

444 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

ένας απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού που η γυναίκα του είχε πε­

θάνει πριν από μισό περίπου χρόνο και του είχε αφήσει δυο παιδιά

- είχαν aποχτήσει περισσότερα αλλά μονάχα αυτά τα δυο είχαν ζήσει. Είταν και τα δυο κορίτσια: η μια ένα ωραίο πλάσμα δεκαεννιά χρονώ κ'

η άλλη ένα παιδί μόλις δυο-τριώ χρονώ.

-Τι σχέση έχουν αυτά με μένα; - ρώτησε ο Μονκς.

- Έμεναν, - συνέχισε ο κύριος Μπράουνλοου χωρίς να δώσει σημα-

σία στη διακοπή, -σ' ένα μέρος όπου είχαν φέρει τον πατέρα σας οι πε­

ριπλανήσεις του. Γνωρίστηκαν, συνδέθηκαν γρήγορα κ' έγιναν αχώριστοι

φίλοι. Ο πατέρας σας είχε πολλές χάρες. Είχε την ίδια ψυχή και την ίδια

γοητευτική προσωπικότητα με την αδερφή του . Όσο περισσότερο τον

γνώριζε ο γέρος αξιωματικός, τόσο περισσότερο τον συμπαθούσε. Τα

πράγματα θα τέλειωναν εκεί αν δεν τον είχε εξίσου συμπαθήσει και η κόρη του.

Ο ηλικιωμένος κύριος έκανε μια μικρή παύση. Ο Μονκς δάγκωσε τα

χείλια του με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Ο κύριος Μπράουνλο­

ου συνέχισε αμέσως:

- Το τέλος του χρόνου τον βρήκε aρραβωνιασμένο, επίσημα aρρα­

βωνιασμένο, με την κοπέλα αυτή που του είχε αφιερώσει τον πρώτο, τον

αληθινό, τον φλογερό , τον μοναδικό άδολο έρωτά της.

- Η ιστορία σας είναι πολύ μεγάλη , -παρατήρησε ο Μονκς και κου­

νήθηκε νευρικά.

-Είναι μια αληθινή ιστορία, γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες, νεαρέ μου, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου, - και συνήθως αυτές οι ιστο­

ρίες τέτιες είναι. Αν είταν μια διήγηση γεμάτη ανόθευτη χαρά κ' ευτυχία

θάταν ασφαλώς πολύ σύντομη. Τέλος ένας απ' τους πλούσιους αυτούς

συγγενείς, που για το χατήρι του είχε θυσιαστεί ο πατέρας σας -όπως

κι άλλοι πολλοί συχνά θυσιάζονται - πέθανε και για να επανορθώσει τη

δυστυχία που είχε έμμεσα προκαλέσει, του άφησε αυτό που θεωρούσε

σαν πανάκεια για όλες τις δυστυχίες: χρήματα. Είταν απαραίτητο ύστερ' απ' αυτό να πάει ο πατέρας σας στη Ρώμη όπου είχε πάει αυτός ο άν­

θρωπος για λόγους υγείας κι όπου είχε πεθάνει αφήνοντας τις υποθέσε ις

του πολύ μπερδεμένες. Πήγε λοιπόν · μόλις έφτασε αρρώστησε βαριά. Μό­

λις τόμαθε η μητέρα σας έτρεξε απ' το Παρίσι στη Ρώμη φέρνοντας και

σας μαζί της. Ο πατέρας σας πέθανε την επομένη της άφιξής της χωρίς

ν' αφήσει διαθήκη ... χωρίς ν ' αφήσει διαθΊiκη. Έτσι όλη η περι­

ουσία περιήλθε στη μητέρα σας και σε σας.

Στο τελευταίο αυτό μέρος της διήγησης ο Μονκς κρατούσε την ανα­πνοή του κι άκουγε πολύ προσεχτικά αν και δεν κοίταζε το συνομιλητή

του. Όταν σταμάτησε ο κύριος Μπράουνλοου, άλλαξε απότομα θέση σα

Page 206: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΌΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 445

να αιστάνθηκε ξαφνική ανακούφιση και σκούπισε με το μαντήλι του το ξαναμένο του πρόσωπο και τα χέρια του.

- Πριν φύγει για τη Ρώμη, όταν πέρασε απ' το Λονδίνο, - είπε ο κύ­

ριος Μπράουνλοου μιλώντας αργά και καρφώνοντας τα μάτια στο πρό­

σωπο του Μονκς, -πέρασε και με είδε.

- Ποτέ δεν άκουσα τίποτα τέτιο, - τον διέκοψε ο Μονκς με φωνή που

προσπαθούσε να την κάνει να φαίνεται δύσπιστη, αλλά που πρόδινε μάλ­

λον μια δυσάρεστη έκπληξη .

-Ήρθε και με βρήκε και μου εμπιστεύτηκε μερικά πράγματα κι ανά­

μεσα σ' αυτά έναν πίνακα ζωγραφισμένον απ' τον ίδιο που παρίστανε το

άμοιρο αυτό κορίτσι, γιατί δεν μπορούσε ούτε να τον αφήσει πουθενά

αλλού στο Λονδίνο, ούτε να τον πάρει μαζί του στο βιαστικό του ταξίδι. Είχε καταντήσε ι σωστή σκιά του εαυτού του απ' την αγωνία και τις τύ­

ψεις μιλούσε μ' ένα παράξενο κι αφηρημένο ύφος για κάποια κατα­

στροφή και ατιμία πούχε προκαλέσει ο ίδιος μου εμπιστεύθηκε την πρό­

θεσή του να ρευστοποιήσει όλη του την περιουσία κι αφού αφήσει ένα

μέρος της νέας του περιουσίας στη γυναίκα του και σε σας να φύγει απ'

την Αγγλία -και μάντεψα πως δεν ε ίχε σκοπό να φύγει μονάχος- και να

μην ξαναγυρίσει ποτέ. Ακόμα και σε μένα, σε μένα που είμουν ο πιο πα­

λιός του φίλος και που η δυνατή φιλία μας είχε ριζώσει πάνω απ' τον τά­

φο του πιο πολυαγαπημένου μας πλάσματος, δεν έκανε καμιά εκμυστή­

ρευση και μου υποσχέθηκε μονάχα να μου τα γράψει όλα και να ξανα­

γυρίσει για να με δει για τελευταία φορά. Αλίμονο όμως, αυτή είταν η

τελευταία φορά. Δε μούγραψε ούτε και τον ξανάδα ποτέ.

- Όταν όλα τέλειωσαν, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου ύστερ' από μια

μικρή σιγή , - πήγα στον τόπο - θα χρησιμοποιήσω την έκφραση που με­

ταχειρίζεται ο κόσμος, αφού μάλιστα τώρα πια δεν μπορούν οι κακο­

γλωσσιές αυτές να τον ενδιαφέρουν- του ένοχου έρωτά του, aποφασι­

σμένος, αν οι υπόνοιές μου είταν σωστές, να προσφέρω σ' αυτό το φτω­

χό κ' έρημο κορίτσι ένα σπίτι για να τη στεγάσει και μια καρδιά για να

κλάψει μαζί της . Η οικογένεια όμως είχε φύγει απ' αυτό το μέρος πριν

από μια βδομάδα· είχαν εξοφλήσει όλα τα χρέη τους κ' έφυγαν μια νύ­

χτα χωρίς να μπορεί να μου πει κανείς γιατί έφυγαν και πού πήγαν.

Ο Μονκς ανέπνευσε πιο ελεύθερα και κοίταξε γύρω χαμογελώντας

θριαμβευτικίι. - Όταν ο αδερφός σας, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου πλησιάζοντας

το κάθισμά του στο κάθισμα του Μονκς, - όταν ο αδερφός σας -ένα

αδύνατο, εγκαταλειμένο, ντυμένο με κουρέλια παιδί- στάλθηκε στο δρό­

μο μου απόνα χέρι δυνατότερο απ' την τύχη και σώθηκε από μένα από

μια κακή κι άτιμη ζωή ...

Page 207: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

446 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

-τι! - φώναξε ο Μονκς.

-Σώθηκε από μένα, - επανέλαβε ο κύριος Μπράουνλοου. -Σας το

είπα πως θα προκαλούσα το ενδιαφέρον σας πολύ γρήγορα. Λέω από

μένα· βλέπω πως ο παμπόνηρος συνένοχός σας δε σας είπε τ' όνομά μου,

αν κι απ' όσα ήξερε δεν μπορούσε να φανταστεί πως το γνωρίζατε. Όταν

λοιπόν σώθηκε ο αδερφός σας από μένα κι αναλάβαινε από μιαν αρρώ­

στια σπίτι μου, η καταπληχτική ομοιότητά του με την εικόνα που γι αυ­

τήν σας μίλησα μ' άφησε κατάπληχτο. Ακόμα κι όταν τον πρωτόδα, παρ'

όλη τη βρώμα και την αθλιότητά του, είχε μια τέτια έκφραση που νόμι­

σα πως έβλεπα μέσα σε όνειρο τη φευγαλέα εικόνα ενός παλιού μου φί­

λου. Είναι περιττό, νομίζω, να σας πληροφορήσω πως έκλεψαν το παιδί

πριν μάθω όλη την ιστορία του ... - Γιατί είναι περιττό; -ρώτησε απότομα ο Μονκς.

-Γιατί το ξέρετε πολύ καλά.

-Εγώ;

-Είναι ανώφελο να το αρνιέστε , - απάντησε ο κύριος Μπράουνλο-

ου . - Θα σας αποδείξω ότι ξέρω πολύ περισσότερα.

- Δεν .. . δεν έχετε καμιά απόδειξη εναντίον μου , - τραύλισε ο

Μονκς. - Σας προκαλώ να βρείτε έστω και μια!

- Θα δούμε, -απάντησε ο ηλικιωμένος κύριος κοιτάζοντάς τον εξε­

ταστικά. -Έχασα το παιδί και παρά τις προσπάθειές μου δεν το ξα­

ναβρήκα. Η μητέρα σας είχε πεθάνει κ' ήξερα πως μονάχα εσείς θα

μπορούσατε να λύσετε το μυστήριο, αν είταν δυνατό να το λύσει κανείς,

κ' επειδή, σύμφωνα με τις τελευταίες ειδ1Ίσεις που είχα για σας, βρι­

σκόσασταν στα χτήματά σας στις Δυτικές Ινδίες- όπου, δε χρειάζεται

να προστέσω, είχατε αποσυρθεί μετά το θάνατο της μητέρας σας για ν'

αποφύγετε τις συνέπειες κάποιων παραστρατημάτων σας εδώ - ανα­

γκάστηκα να πραγματοποιήσω το ταξίδι αυτό για να σας βρω. Είχατε φύγει από κει πριν από μήνες και υποτίθεται ότι βρισκόσασταν στο Λον­

δίνο, αλλά χωρίς να ξέρει κανείς πού. Γύρισα στην Αγγλία. Οι πρά­

κτορές σας δεν είχαν ιδέα για το πού μένατε. Ερχόσασταν και φεύγα­

τε με τον συνηθισμένο παράξενο τρόπο σας μερικές φορές μένατε πολ­

λές μέρες συνέχεια κι άλλες εξαφανιζόσαστε ολόκληρους μήνες . Κατά

τα φαινόμενα εξακολουθούσατε να συχνάζετε στα ίδια καταγώγια και

να κάνετε συντροφιά με τις ίδιες ύποπτες παρέες που ε ίχατε συνηθίσει

να συναναστρέφεστε από τότε που είσαστε ένα άγριο κι aπειθάρχητο

παιδί. Τους ενοχλούσα με νέες επισκέψεις κ' ερωτήσεις. Έβαλα να πα-

ραφυλάνε στους δρόμους μέρα και νύχτα, αλλά ώς πριν από δυο ώρες όλες μου οι προσπάθειες είχαν μείνει άκαρπες και δε σας είχα δει ού­

ιε μια φορά.

Page 208: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 447

-Ορίστε, τώρα με βλέπετε, - είπε ο Μονκς και σηκώθηκε με αυτο­

πεποίθηση. -Κ' έπε ιτα; Απάτη και κλοπή είναι μεγάλα λόγια, και μόνη

δικαιολογία για τον ισχυρισμό σας είναι μια φανταστική ομοιότητα ενός

παιδιού μ' έναν κακομπογιαντισμένο πίνακα που έκανε ένας που είναι

τώρα πεθαμένος. Αδερφός μου! Μα δεν ξέρετε καν αν γεννήθηκε παιδί

απ' το αξιοθρήνητο αυτό ζευγάρι· δεν ξέρετε ούτε καν αυτό.

- Δεν το ήξερα τότε, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου και

σηκώθηκε κι αυτός απ' την καρέκλα του. Αλλά τάμαθα όλα πριν από δε­

καπέντε μέρες. Έχετε έναν αδερφό· αυτό το ξέρετε και τον γνωρίζετε

μάλιστα. Υπήρχε μια διαθήκη που την κατέστρεψε η μητέρα σας όταν

πέθανε σας άφησε το μυστικό και τα κέρδη της πράξης της αυτής. Η δια­

θήκη . αυτή αναφερόταν και στο παιδί που πιθανότατα θάταν ο καρπός της θλιβερής αυτής ένωσης. Το παιδί αυτό γεννήθηκε πράγματι κι όταν κατά τύχη το συναντήσατε κάτι υποψιαστήκατε απ' την ομοιότητά του με

τον πατέρα του. Πήγατε στον τόπο όπου γεννήθηκε. Υπήρχαν αποδείξεις

πως είταν γιος του πατέρα σας, που ώς τότε είχαν μείνει κρυφές . Κατα­

στρέψατε αμέσως αυτές τις αποδείξεις κι έτσι, όπως εσείς ο ίδιος είπα­

τε στο συνένοχό σας τον Εβραίο, οι μοναδ ι κές αποδείξεις για

τ η ν πραγματική ταυτότητα του παιδιού βρίσκονται στον

πάτο του ποταμού κ' η γριά μέγα ι ρα που τα δέχτηκε απ'

τη μητέρα για να τα φυλάξει σαπίζει τώρα μες στο φέ­

ρ ε τ ρ ό τη ς. Ανάξιε γιε, δειλέ, ψεύτη, εσείς που κάνετε συμβούλια με

κλέφτες και δολοφόνους μέσα σε σκοτεινά δωμάτια τη νύχτα, εσείς που

με τις δολοπλοκίες και τις πανουργίες σας προκαλέσατε τον τραγικό θά­

νατο μιας κοπέλας που άξιζε περισσότερο από χιλιάδες σαν και σας,

εσείς που απ' τη στιγμή που γεννηθήκατε δε φέρατε παρά λύπες και φαρ­

μάκια στην καρδιά του πατέρα σας, εσείς που τόσο σας διέφθειρε η ασω­

τεία κι όλα τα πάθη και τα ελαττώματα ώστε σας προκάλεσαν μιαν αρ­

ρώστια που μετέβαλε το πρόσωπό σας σε εικόνα της εσωτερικής σας δια­

φθοράς, εσείς, Εδουάρδε Λήφορντ, τολμάτε ακόμα να με προκαλείτε;

-Όχι, όχι! - απάντησε ο δειλός, συντριμένος κάτω από τόσες κατη­

γορίες.

- Ξέρω κάθε λέξη, - φώναξε ο ηλικιωμένος κύριος, -κάθε λέξη που

aνταλλάξατε μ' αυτόν τ()ν αχρείο . Σκιές πάνω στον -τοίχο άκουσαν τους

ψιθύρους σας και τους έφεραν στ' αυτί μου· η θέα ενός κυνηγημένου παι­

διού συγκίνησε την ίδ ια τη διαφθορά και της έδωσε θάρρος και σχεδόν αρετή . Μια δολοφονία διαπράχτηκε, που γι αυτήν είσαστε ηθικός αυ­

τουργός, αν όχι και συνένοχος .. . -Όχι, όχι, -τον διέκοψε ο Μονκς, -δεν ... δεν ξέρω τίποτα γι' αυ­

τή τη δολοφονία· τη στιγμή ακριβώς που πήγαινα να πληροφορηθώ τι συ-

Page 209: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

448 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

νέβη με πιάσατε. Δεν ήξερα την αιτία. Νόμιζα πως είταν ένας κοινός καυ­

γάς.

-Η αιτία είταν η μερική αποκάλυψη των μυστικών σας, - απάντησε

ο κύριος Μπράουνλοου. Θα τ' αποκαλύψετε όλα;

- Ναι.

-Θα γράψετε με το ίδιο σας το χέρι μιαν ειλικρινή έκθεση των γε-

γονότων και θα την επαναλάβετε μπροστά σε μάρτυρες;

- Το υπόσχουμαι.

- Θα μείνετε ήσυχος εδώ ώσπου να συντάξετε αυτό το έγγραφο κ'

ύστερα θα με ακολουθήσετε στο μέρος που θάχω κρίνει σκόπιμο για να

το επιβεβαιώσετε;

-Αν επιμένετε, θα το κάνω κι αυτό, - απάντησε ο Μονκς.

- Πρέπει να κάνετε κάτι παραπάνω, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου.

- Ν' αποδώσετε ό,τι ανήκει απ' την περιουσία στο αθώο κι άκακο παιδί

γιατί τέτιος είναι ο αδερφός σας παρ' όλο που γεννήθηκε από έναν ένο­

χο κι άτυχο έρωτα. Δεν έχετε ξεχάσει τους όρους της διαθήκης. Εφαρ­

μόστε τους σ' ό,τι αφορούν τον αδερφό σας κι ύστερα πηγαίνετε όπου

θέλετε γιατί είναι ανώφελο να ξανασυναντηθείτε σ' αυτό τον κόσμο.

Ενώ ο Μονκς πηγαινορχόταν κ' έρριχνε άγρια και σκυθρωπά βλέμ­

ματα προς τον κύριο Μπράουνλοου, κ' ενώ σκεφτόταν την πρόταση αυ­

τή και τις δυνατότητες να την αποφύγει κυριευμένος άλλοτε απ' τους φό­

βους του κι άλλοτε απ' το μίσος του, η πόρτα ξεκλειδώθηκε βιαστικά κ' ένας κύριος - ο κύριος Λόσμπερν - μπήκε πολύ ταραγμένος.

- Θα τον πιάσουν, - φώναξε. - Θα τον πιάσουν απόψε!

- Το δολοφόνο; - ρώτησε ο κύριος Μπράουνλοου.

- Ναι, ναι, - απάντησε ο άλλος. - Είδαν το σκύλο του να τριγυρνά-

ει γύρω από ένα παλιό σπίτι και δεν υπάρχει σχεδόν αμφιβολία πως ο

κύριός του ή βρίσκεται κιόλας εκεί, ή θα καταφύγει εκεί με την προ­

στασία του σκοταδιού. Το σπίτι παρακολουθείται από παντού. Μίλησα με τους αστυνομικούς που τους έχει ανατεθεί να τον συλλάβουν και με βε­

βαίωσαν πως δεν μπορεί να ξεφύγει πια. Μια αμοιβή εκατό λιρών για

όποιον τον πιάσει προκηρύχτηκε απόψε απ' την κυβέρνηση.

- Προσφέρω και γω άλλες πενήντα, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου,

-και θα πάω να το αναγγείλω εγώ ο ίδιος επιτόπου, αν μπορέσω να

φτάσω ώς εκεί. Πού είναι ο κύριος Μαίηλη;

- Ο Χάρυ; Μόλις είδε πως ο φιλαράκος από δω βρισκόταν μέσα στην

άμαξα μαζί σας, έτρεξε να μάθει τα νέα, κ' ύστερα, παίρνοντας τ' άλο­

γό του, πήγε να ενωθεί με την πρώτη ομάδα για την καταδίωξη του δο­

λοφόνου σ' ένα μέρος κάπου στα περίχωρα όπου είχαν συνεννοηθεί από πριν να συναντηθούν.

Page 210: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 449

-Κι ο Φάγκιν; - ρώτησε ο κύριος Μπράουνλοου, - τι έγινε μ' αυτόν;

-Σύμφωνα με τα τελευταία νέα δεν τον είχαν πιάσει ακόμα. Θα τον

πιάσουν όμως, μπορεί μάλιστα να τον έχουν πιάσει κιόλας. Αυτό είναι

σίγουρο .

-Αποφασίσατε; - ρώτησε σιγανά ο κύριος Μπράουνλοου τον Μονκς .

- Ναι, -απάντησε εκείνος . -Δε ... δε θα μιλήσετε για μένα καθόλου, ε·

' -Ναι, σας το υπόσχουμαι. Να μείνετε εδώ ώσπου να γυρίσω. Είναι

η μόνη ελπίδα σωτηρίας που σας μένει. Έφυγαν κλειδώνοντας την πόρ­

τα .

-Τι πετύχατε ώς τώρα; - ρώτησε ο γιατρός ψιθυριστά.

- Πέτυχα όλα όσα μπορούσα να φανταστώ κι ακόμα περισσότερα.

Συνδυάζοντας τις πληροφορίες που μας είχε δώσει η άτυχη εκείνη κοπέ­

λα με ό,τι ήξερα κιόλας και με κείνα που ανακάλυψε επιτόπου ο νεαρός

μας φίλος δεν του άφησα καμιά διέξοδο κι αποκάλυψα ολόκληρη τη βρω­

μερή αυτή ιστορία, που κάτω απ' αυτό το φως έγινε ξεκάθαρη σα μέρα.

Να γράψεις και να ορίσεις τη συνάντηση για μεθαύριο στις εφτά. Θα

φτάσουμε εκεί μερικές ώρες πριν αλλά θα χρειαστούμε και λίγη ανά­

παυση, ιδίως η δεσποινίς Μαίηλη που ίσως χρειαστεί να δείξει μεγα­

λύτερη δύναμη απ' όση εσύ ή εγώ μπορούμε τώρα να προβλέψουμε. Αλλά

φλέγουμαι απ' την επιθυμία να εκδικηθώ το θάνατο της φτωχής αυτής κο­

πέλας. Ποια διεύθυνση ακολούθησαν;

-Πηγαίνετε κατευθείαν στο Αστυνομικό Τμήμα και θα προφτάσετε,

-απάντησε ο κύριος Λόσμπερν. -Εγώ θα μείνω εδώ. Οι δυο κύριοι χωρίστηκαν βιαστικά γεμάτοι έξαψη.

Page 211: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

L

ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΗΤΟ

κοντά σε κείνο το μέρος του Τάμεση, όπου βρίσκεται η εκκλησία

του Ρόδερχα"ίθ κι όπου τα χτίρια της προκυμαίας είναι τα πιο βρώ­

μικα και τα βαπόρια είναι κατάμαυρα απ' την καρβουνόσκονη και

τον καπνό που βγαίνει απ' τις καπνοδόχους των χαμηλών και στριμωγ­

μένων σπιτιών, υπάρχει ακόμα η πιο ακάθαρτη, η πιο παράξενη, η πιο

απίθανη συνοικία του Λονδίνου που και τ' όνομά της ακόμα είναι εντε ­λώς άγνωστο στους περισσότερους κατοίκους του.

Για να φτάσει σ' αυτό το μέρος, ο επισκέπτης πρέπει να περάσει μέ­

σα από μια μάζα από στενούς και λασπερούς δρόμους όπου συνωστίζε­

ται το πιο άθλιο και πιο φτωχό πλήθος που θα μπορούσε κανείς να συ­

ναντήσει στις όχθες του ποταμού και που είναι αφιερωμένοι στο είδος του εμπορίου που ταιριάζει σ' αυτούς τους ανθρώπους. Τα πιο φτηνά και

τα πιο ευτελή τρόφιμα είναι στοιβαγμένα στα μικρομάγαζα · τα πιο χο­

ντροειδή και τα πιο κοινά είδη ρουχισμού κρέμονται έξω απ' τα μαγα­ζάκια και ξεπροβάλλουν στις πόρτες και στα παράθυρα. Σπρώχνοντας

για ν' ανοίξει δρόμο ανάμεσα σε άνεργους της κατώτατης υποστάθμης,

aχθοφόρους, καρβουνιάρηδες, πόρνες, ρακένδυτα παιδιά, κι όλο το συρ­

φετό που ξημεροβραδιάζεται γύρω στο ποτάμι, ο επισκέπτης προχωρεί

με δυσκολία αηδιασμένος απ' τη θέα και τη βρώμα των στενών σοκακιών

που ανοίγονται δεξιά κι αριστερά απ' τον κεντρικό δρόμο και κινδυνεύ­

οντας να κουφαθεί απ' το θόρυβο που κάνουν τα βαριά κάρρα που κου­

βαλάνε μεγάλες ποσότητες εμπορεύματα απ' τις σειρές από αποθήκες που

υπάρχουν σε κάθε γωνιά. Φτάνοντας τελικά ο επισκέπτης σε δρόμους πιο

aπόμακρους και λιγότερο πολυσύχναστους βαδίζει κάτω από ετοιμόρρο­

πες προσόψεις σπιτιών που προεξέχουν πάνω απ' το δρόμο, aπογυμνω­

μένους τοίχους που φαίνονται έτοιμοι να πέσουν, μισογκρεμισμένες κα­

μινάδες έτοιμες να σωριαστούν, παράθυρα με σιδερένια κάγκελα φαγω­μένα απ' τη σκουριά και το χρόνο κι όλα τα σημάδια της ερήμωσης και

της εγκατάλειψης. Σε μια τέτια γειτονιά, πέρα απ' το Ντόκχεντ, στο συνοικισμό του Σά-

Page 212: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 451

ουθγουορκ βρίσκεται το νησί του Ιακώβ. Είναι περικυκλωμένο από μια

τάφρο γεμάτη λάσπη, έξη ώς οχτώ πόδια βαθιά και δεκαπέντε ώς είκο­

σι πλατιά, όταν είναι φουσκονεριά, που μια φορά την έλεγαν Μιλ Ποντ αλλά που την εποχή της ιστορίας μας ονομάζεται Φόλυ Ντιτς. Συγκοινω­

νεί με τον Τάμεση και μπορεί να γεμίσει με νερό όταν έχει παλίρροια,

αν ανοίξουν τους υδροφράχτες των νερόμυλων απ' όπου πήρε και το πα­

λιό του όνομα. Όταν συμβαίνει αυτό, ο ξένος που θα κοιτάξει από μια

απ' τις ξύλινες γέφυρες που ενώνουν το νησάκι και το Μιλ Λέιν θα δει

τους ανθρώπους που κατοικούν στις δυο όχθες να κατεβάζουν απ' τις πί­

σω πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους κουβάδες και σκεύη όλων

των ειδών για ν' ανεβάσουν νερό· κι όταν το μάτι του στραφεί απ' τις

επιχειρήσεις αυτές στα σπίτια θα μείνει κατάπληχτος ακόμα περισσότε­

ρο απ' τη σκηνή που θα δει μπροστά του: Απερίγραπτα ξύλινα μπαλκό­

νια κοινά σε μισή δωδεκάδα περίπου σπίτια, γεμάτα τρύπες, απ' όπου

μπορεί κανείς να δει το λασπερό νερό που κυλάει από κάτω· παράθυρα

σπασμένα και πρόχειρα διορθωμένα με σανίδια· ξύλα να προεξέχουν για

το άπλωμα των ασπρόρρουχων που δεν υπάρχουν ποτέ· δωμάτια τόσο μι­

κρά, τόσο βρώμικα, τόσο περιορισμένα που ο αέρας είναι υπερβολικά

μολυσμένος ακόμα και για τη βρωμιά που στεγάζουν: ξύλινες κάμαρες

που γέρνουν πάνω απ' την τάφρο κινδυνεύοντας κάθε στιγμή να πέσουν

μέσα -όπως άλλωστε έχε ι γίνει· μαυρισμένοι τοίχοι και σάπια θεμέλια·

κάθε αποκρουστικό χαραχτηριστικό φτώχειας, κάθε αηδιαστικό δείγμα

βρωμιάς, εγκατάλειψης και σαπίλας ολ' αυτά στολίζουν τις όχθες του Φό­

λυ Ντιτς . Στο νησί του Ιακώβ οι αποθήκες είναι άδειες και χωρίς στέγες οι τοί­

χοι καταρρέουν· τα παράθυρα χάσκουν· οι πόρτες γκρεμίζονται στο δρό­

μο· οι καπνοδόχες είναι μαυρισμένες αλλά δε βγάζουν ποτέ καπνό. Πριν

από τριάντα ή σαράντα χρόνια, όταν οι νοικοκυραίοι που το κατοικού­

σαν δεν είχαν ακόμα καταστραφεί, είταν ένα μέρος που ευημερούσε· τώ­

ρα πια όμως είναι ένα έρημο και θλιβερό νη σί. Τα σπίτια δεν έχουν ιδιο­

χτήτες είναι ορθάνοιχτα και μπορεί να εγκατασταθεί όποιος έχει το κου­

ράγιο να το κάνει· εκεί ζουν και κει πεθαίνουν. Εκείνοι που καταφεύ­

γουν στο νησί του Ιακώβ έχουν πάντα σοβαρούς λόγους για να κρατάνε

μυστικό τον τόπο της διαμονής τους ή βρίσκονται σε πλήρη εξαθλίωση. Σ' ένα δωμάτιο του πάνω πατώματος ενός απ' τα σπίτια αυτά -ένα μο­

ναχικό και μεγάλο σπίτι ερειπωμένο από κάθε άποψη αλλά προστατευ­

μένο από γερά παράθυρα κι από μια δυνατή πόρτα, που το πίσω μέρος

του συνόρευε με την τάφρο που περιγράψαμε κιόλας- τρεις άνθρωποι εί­ταν μαζεμένοι που κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον κάθε λίγο με αμηχανία

κι ανυπομονησία, κάθονταν κάμποσην ώρα τώρα σκυθρωποί και σιωπη-

Page 213: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

452 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΊΊΚΕΝΣ

λοί. Ο ένας απ' αυτούς είταν ο Τόμπυ Κράκιτ, ο δεύτερος ο κύριος Τσίτ­

λιγκ κι ο τρίτος ένας ληστής πενηντάρης πάνω-κάτω που δεν είχε σχεδόν

καθόλου μύτη - αποτέλεσμα ενός παλιού καυγά- και που το πρόσωπό

του το aυλάκωνε μια φοβερή ουλή που οφειλόταν σ' ένα τραύμα που εί­

χε δεχτεί ίσως στην ίδια περίσταση. Αυτός ο άνθρωπος είταν ένας κα­τάδικος πούχε δραπετεύσει και τ' όνομά του είταν Καγκς.

- Θάκανες καλύτερα, - είπε ο Τόμπυ γυρνώντας στον κύριο Τσίτλι­γκ, -να πήγαινες να κρυφτείς πουθενά αλλού όταν οι δυο προηγούμε­

νες κρυψώνες έγιναν ανθυγιεινές και να μην ερχόσουν εδώ, αγόρι μου.

-Και γιατί δεν έκανες όπως λέει ο Τόμπυ, χοντροκέφαλέ μου; - εί­

πε ο Καγκς .

- Να, νόμισα πως θα με βλέπατε με κάπως μεγαλύτερη ευχαρίστηση,

- απάντησε με μελαγχολικό ύφος ο κύριος Τσίτλιγκ.

- Για να σου πω, νεαρέ μου κύριε , - είπε ο Τόμπυ, -όταν ένας άν-

θρωπος είναι τόσο προσεχτικός στις σχέσεις του όπως εγώ και κατορ­θώσει έτσι ν' aποχτήσει ένα χαριτωμένο σπίτι όπου κανένας δεν μπορεί

να χώσει τη μύτη του, του είναι δυσάρεστη έκπληξη όταν τιμηθεί με την

επίσκεψη ενός νεαρού κυρίου που βρίσκεται στη δική σου κατάσταση,

όσο κι αν είναι ευυπόληπτος και συμπαθητικός ο τελευταίος αυτός, κι

όσο κι αν είναι πολύ ευχάριστο να παίζει κανείς μια παρτίδα χαρτιά μα­

ζί του πότε-πότε .

-Προπάντων, - πρόστεσε ο κύριος Καγκς, - όταν ο άνθρωπος αυ­

τός τυχαίνει να φιλοξενεί ένα φίλο του που έφτασε απ' το Εξωτερικό νω­

ρίτερα απ' ό,τι τον περίμεναν και είναι πολύ μετριόφρων για να παρου­σιαστεί στους δικαστές αμέσως μετά την επιστροφή του.

Μια σύντομη σιωπή ακολούθησε και ξαφνικά ο Τόμπυ Κράκιτ, μην

κατορθώνοντας να διατηρήσει το συνηθισμένο του πειραχτικό και κο­

μπαστικό ύφος, γύρισε στον Τσίτλιγκ κ' είπε:

-Πότε έπιασαν τον Φάγκιν;

-Ακριβώς την ώρα που τρώγαμε, σήμερα στις δυο μετά το μεσημέρι.

Ο Τσάρλεϋ και γω κατορθώσαμε να το σκάσουμε απ' την καπνοδόχο κι

ο Μπόλτερ χώθηκε στο αδειανό μαστέλο με το κεφάλι κάτω· μα τ' ανα­θεματισμένα πόδια του που είναι τόσο μακριά προεξέχανε κ' έτσι τον

τσίμπησαν κι αυτόν.

-Κ' η Μπετ;

-Τη φτωχή την Μπετ! - απάντησε ο Τσίτλιγκ και το πρόσωπό του

έγινε ακόμα πιο μελαγχολικό . -Πήγε να δει τη Νάνση , βρήκε το πτώμα

και ξαναβγήκε ουρλιάζοντας και παραμιλώντας σαν τρελή και χτυπώντας το κεφάλι της στους τοίχους αναγκάστηκαν να της περάσουν το ζουρλο­

μανδύα και να την πάνε στο τρελοκομείο όπου βρίσκεται τώρα.

Page 214: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 453

-Κι ο νεαρός Μπέητς τι έγινε; -ρώτησε ο Καγκς.

- Κρύφτηκε κάπου γύρω για νάρθει αφού πέσει η νύχτα, αλλά σύ-

ντομα θάναι δω. Δεν μπορεί να πάει πια αλλού γιατί στους Τρεις Κου­

τσούς τους έπιασαν όλους κ' η ταβέρνα -πήγα μόνος μου και κοίταξα

με τα ίδια μου τα μάτια- είναι γεμάτη χαφιέδες. -Μας τη φέρανε, -παρατήρησε ο Τόμπυ δαγκώνοντας το χείλι του.

-Πολλοί δικοί μας θα την πάθουν ε αυτή τη φορά.

-Έχει αρχίσει να λειτουργεί το κακουργιοδικείο, - είπε ο Καγκς.

-Αν καταφέρουν να τελειώσουν τις ανακρίσεις κι ο Μπόλτερ ομολογή-

σει -και θα ομολογήσει σίγουρα, αφού κιόλας άρχισε να τα ξερνάει­

μπορούν ν' αποδείξουν πως ο Φάγκιν είταν συνεργός του εγκλήματος, να

τον δικάσουν την Παρασκευή και να με πάρει ο διάολος αν μέσα σ' έξη

μέρες δεν τον δούμε να κάνει κούνια με τη θηλειά στο λαιμό. - Θάπρεπε νάχατε ακούσει τις φωνές του πλήθους, - είπε ο Τσίτλι­

γκ . -Οι αστυφύλακες παλεύανε μ' όλη τους τη δύναμη γιατί αλλιώς θα

τον είχαν κομματιάσει. Για μια στιγμή έπεσε χάμω, αλλά κατάφεραν να

σχηματίσουν έναν κύκλο γύρω του και ν' ανοίξουν δρόμο μες απ' το πλή­

θος. Έπρεπε να τον δείτε γεμάτο λάσπη κ' αίματα να κοιτάζει γύρω του

και να γαντζώνεται απ' τους αστυνομικούς σα νάταν οι καλύτεροί του φί­λοι. Τους βλέπω ακόμα να προσπαθούν ν' αντισταθούν στην πίεση του

όχλου και να τον σέρνουν ανάμεσά τους βλέπω τον κόσμο να προσπα­

θεί να υψωθεί πάνω απ' τα κεφάλια των άλλων για να τον δουν, τρίζο­ντας τα δόντια έτοιμοι να χυμήξουν απάνω του· βλέπω το αίμα πάνω στα

μαλλιά και στα γένεια του κι ακούω τις φωνές πούβγαζαν οι γυναίκες

προσπαθώντας να προχωρήσουν προς το κέντρο του πλήθους στη γωνιά

του δρόμου κι ορκίζονταν να του ξερριζώσουν την καρδιά.

Ο κατατρομαγμένος θεατής αυτής της σκηνής έκλεισε τ' αυτιά του με

τα χέρια και με κλεισμένα τα μάτια σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω σαν αλλοπαρμένος.

Ενώ ο Τσίτλιγκ καταγινόταν μ' αυτή τη δουλειά κ' οι δυο άλλοι κά­

θονταν σιωπηλοί με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, ακούστηκε ένας

ελαφρός θόρυβος στη σκάλα κι ο σκύλος του Σάικς όρμησε μες στο δω­μάτιο. Έτρεξαν στο παράθυρο, κατέβηκαν τη σκάλα και βγήκαν στο δρό­

μο. Ανακάλυψαν πω~ ο σκύλος είχε πηδήσει μέσα στο σπίτι απόνα ανοι­χτό παράθυρο· δεν προσπάθησε να τους ακολουθήσει, ούτε ο κύριός του

φαινόταν πουθενά.

-Τι σημαίνει αυτό; -είπε ο Τόμπυ όταν γύρισαν στο δωμάτιο. -Δεν

μπορεί νάρχεται κατά δω. Ελπί.. . ελπίζω πως όχι. -Αν είταν νάοθει εδώ, θαρχόταν μαζί με το σκύλο, -είπε ο Καγχς

σκύβοντας για να ΕξΕτάσΕι το ζώο που είταν ξαπλωμένο στο πάτωμα με

Page 215: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

454 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

τη γλώσσα έξω. -Για δώστε μου λίγο νερό για τούτον δω· έσπασε στο

τρέξιμο.

-Το ήπιε όλο, μέχρι την τελευταία σταγόνα, -είπε ο Τσίτλιγκ αφού

κοίταξε σωπαίνοντας για λίγο το σκύλο. -Είναι γεμάτος λάσπη, με σα­

κατεμένο τόνα μάτι και κουτσαίνει· πρέπει νάχει κάνει πολύ δρόμο.

-Από πού μπορεί νάρχεται; -αναρωτήθηκε ο Τόμπυ. -Θα πήγε

πρώτα στις άλλες κρυψώνες και βρίσκοντάς τες γεμάτες ξένον κόσμο ήρ­

θε εδώ, όπως έχει κάνει πολλές φορές. Αλλά πού να βρισκόταν πριν και

πώς έγινε κ' ήρθε μόνος του χωρίς τον άλλο;

-Μήπως τίναξε τα μυαλά του στον αέρα; (Κανείς δεν αποκαλούσε

το δολοφόνο με τ' όνομά του.) τι φαντάζεστε; -είπε ο Τσίτλιγκ.

Ο Τόμπυ κούνησε το κεφάλι.

-Αν γινόταν όπως τα λες, -είπε ο Καγκς, -ο σκύλος θα προσπα­

θούσε να μας οδηγήσει στο μέρος που είναι το πτώμα του. Όχι. Εγώ νο­

μίζω πως τόσκασε απ' την Αγγλία κι άφησε το σκύλο εδώ. Θα πρέπει

όμως να ξέφυγε απ' το σκύλο χωρίς αυτός να τον πάρει χαμπάρι γιατί

αλλιώς δε θάταν και τόσο εύκολο.

Αυτή η λύση φαινόταν η πιο πιθανή κ' έγινε δεχτή απ' όλους. Ο σκύ­

λος πάλι σύρθηκε κάτω απ' το τραπέζι, κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθη­

κε χωρίς να δώσει προσοχή σε κανένα.

Έξω σκοτείνιαζε· κλείνοντας τα παραθυρόφυλλα άναψαν ένα σπαρ­

ματσέτο και τ' ακούμπησαν στο τραπέζι. Τα φριχτά γεγονότα των τελευ­

ταίων δυο ημερών είχαν προξενήσει μια καταθλιπτική εντύπωση και στους

τρε ις, που τη μεγάλωνε ο κίνδυνος κ' η αβεβαιότητα της δικής τους θέ­

σης. Τράβηξαν τις καρέκλες τους τη μια κοντά στην άλλη και κάθησαν

αναπηδώντας σε κάθε θόρυβο. Μιλούσαν πολύ λίγο και με σιγανή φωνή

και κάθονταν με ύφος τόσο τρομαγμένο σα να βρισκόταν στη διπλανή

κάμαρα το πτώμα της δολοφονημένης γυναίκας. Είχε περάσει λίγη ώρα έτσι, όταν ξαφνικά ακούστηκαν βιαστικά χτυ­

πήματα στην εξώπορτα. -Ο νεaρός Μπέητς είναι, -είπε ο Καγκς κοιτάζοντας με άγριο ύφος

τριγύρω για να κρύψει το φόβο που αισθανόταν.

Ξανακούστηκαν χτυπήματα. Όχι, δεν είταν ο Μπέητς. Αυτός ποτέ δε

χτυπούσε έτσι.

Ο Κράκιτ πήγε στο παράθυρο. Όταν γύρισε, έτρεμε σύγκορμος. Δεν

είταν ανάγκη να τους πει ποιος είταν· η χλωμάδα του προσώπου του αρ­

κούσε. Ο σκύλος πετάχτηκε αμέσως κ' έτρεξε θρηνολογώντας σιγανά κα­

τά την πόρτα. -Πρέπει να του ανοίξουμε, -είπε ο Τόμπυ παίρνοντας το σπαρμα­

τσέτο.

Page 216: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 455

- Δεν μπορούμε να τ' αποφύγουμε; -ρώτησε ο άλλος με πνιγμένη φωνή.

-Όχι. Π ρ έπε ι να του ανοίξουμε .

- Μη μας aφήνεις στο σκοτάδι, - είπε ο Καγκς παίρνοντας ένα κομ-

μάτι σπαρματσέτο απ' το τζάκι κι ανάβοντάς το με χέρι πούτρεμε τόσο

που ακούστηκαν δυο ακόμα χτυπήματα ώσπου να το κατορθώσει.

Ο Κράκιτ κατέβηκε ν' ανοίξει και ξανανέβηκε μαζί μ' έναν άντρα που

το κάτω μέρος του προσώπου του είταν σκεπασμένο μ' ένα μαντίλι, ενώ ένα άλλο είταν δεμένο γύρω απ' το κεφάλι του κάτω απ' το καπέλο. Τά­

βγαλε σιγά-σιγά. Το πρόσωπο κατάχλωμο, τα μάτια χωμένα βαθιά μέσα

στις κόχες τους, τα μάγουλα σκαμένα, γένεια τριών ημερών, η αναπνοή

κοντή και γρήγορη· δεν είταν πια ο Σάικς αλλά το φάντασμά του.

Έπιασε μια καρέκλα που βρισκόταν στη μέση της κάμαρας αλλά, τη στιγμή που πήγε να σωριαστεί πάνω της, ανατρίχιασε· κοίταξε πάνω απ'

τον ώμο του και τραβώντας την την κόλλησε με τη ράχη στον τοίχο και κάθησε.

Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε λέξη. Τους κοίταξε έναν-έναν σιωπηλά. Αν

κανένα μάτι σηκωνόταν για μια στιγμή και συναντούσε το δικό του , αμέ­

σως χαμήλωνε. Όταν μίλησε με υπόκωφη φωνή, τινάχτηκαν κ' οι τρεις

σα να μην είχαν ξανακούσει τη μιλιά του.

- Πώς ήρθε ο σκύλος εδώ;

-Ήρθε μόνος του πριν από τρεις ώρες.

-Η βραδινή εφημερίδα λέει πως ο Φάγκιν πιάστηκε. Είναι αλήθεια

ή ψέματα;

- Αλήθεια.

Έμειναν πάλι σιωπηλοί.

-Στο διάολο όλοι σας! -είπε ο Σάικς τρίβοντας το μέτωπό του με

το χέρι. - Δεν έχετε τίποτα να μου πείτε;

Οι άλλοι κουνήθηκαν αμήχανα, αλλά δε μίλησαν .

-Για πες μου εσύ που κάνεις κουμάντο σ' αυτό το σπίτι, - είπε ο

Σάικς γυρνώντας στον Κράκιτ, - θα με πουλήσεις στην αστυνομία ή θα

μ' aφήσεις να μείνω εδώ μέχρι που να τελειώσει το κυνηγητό;

- Μπορείς να μείνεις εδώ αν σου φαίνεται πως υπάρχει ασφάλεια,

-απάντησε ο Τόμπυ αφού δίστασε για μια στιγμή. Ο Σάικς λοξοκοίταξε αργά-αργά τον τοίχο πίσω του, χωρίς να τολμή-

σει να γυρίσε ι ολότελα το κεφάλι και είπε:

- Μήπως ... το ... το πτώμα ... το θάψανε; Κούνησαν αρνητικά το κεφάλι. -Γιατί όχι; - ξανάπε κοιτάζοντας πάλι πίσω του. -Τι τα κρατάνε αυ­

τά τα φριχτά πράματα και δεν τα θάβουν; Ποιος χτυπάει;

Page 217: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

456 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

Ο Κράκιτ τούκανε νόημα με το χέρι πως δεν υπήρχε κανένας φόβος,

και βγήκε απ' το δωμάτιο· ξαναγύρισε αμέσως μαζί με τον Τσάρλεϋ Μπέ­

ητς που ερχόταν πίσω του. Ο Σάικς καθόταν ακριβώς απέναντι στην πόρ­

τα, ώστε μόλις το παιδί μπήκε στο δωμάτιο, τον είδε.

- Τόμπυ, -είπε το παιδί οπισθοχωρώντας ενώ ο Σάικς γύριζε σ' αυ­

τόν το βλέμμα του , -γιατί δε μου τόπες αυτό πριν ν' ανέβω;

Υπήρχε κάτι τόσο τρομερό στη μουδιασμένη στάση των τριών ανθρώ­

πων, που ο κακούργος αιστάνθηκε την ανάγκη να εξευμενίσει ακόμα κι

αυτό το παιδαρέλι. Τούκανε νόημα με το κεφάλι κ' έκανε να του απλώ­σει το χέρι.

- Πήγαινέ με σε καμιά άλλη κάμαρα, -είπε ο μικρός πισωπατώντας.

- Τσάρλεϋ! -είπε ο Σάικς προχωρώντας προς το μέρος του, -δε με ... δε με ξέρεις; -Μη με πλησιάζεις! -απάντησε το παιδί οπισθοχωρώντας ακόμα και

κοιτάζοντας με φρίκη στο πρόσωπο το δολοφόνο. -Τέρας!

Ο άντρας σταμάτησε και κοιτάχτηκαν στα μάτια, αμέσως όμως ο Σάικς κατέβασε τα δικά του.

-Είστε μάρτυρες κ' οι τρεις σας, -φώναξε το παιδί κουνώντας τη

γροθιά του ενώ η έξαψή του μεγάλωνε καθώς μιλούσε. -Είστε μάρτυ­ρες πως δεν τον φοβάμαι· αν έρθουν εδώ να τον πιάσουν θα τους τον

παραδώσω· θα τον παραδώσω αμέσως, σας λέω. Μπορεί να με σκοτώ­

σει αν του γουστάρει ή αν τολμάει, αλλά αν βρίσκουμαι ακόμα εδώ θα

τον παραδώσω. Θα τον παράδινα ακόμα κι αν είταν να τον ψήσουν σε

σιγανή φωτιά. Να ο δολοφόνος! Βοήθεια! Αν κανείς απ' τους τρεις σας είναι άντρας, ας με βοηθήσει. Εδώ είναι ο δολοφόνος! Βοήθεια! Σκοτώ­

στε τον!

Φωνάζοντας και κουνώντας με μανία τα χέρια του, το παιδί όρμησε

χωρίς να περιμένει βοήθεια κ' έπεσε πάνω στον ρωμαλέο Σάικς, και ·χά­

ρη στην ένταση της προσπάθειάς του και στην ξαφνική του επίθεση τον

πέταξε χάμω.

Οι τρεις θεατές της σκηνής αυτής έμεναν ακίνητοι απ' την κατάπλη­

ξη. Κανείς τους δεν ανακατεύτηκε στον καυγά, ενώ ο άντρας με το παι­

δί κυλιόνταν στο πάτωμα. Ο Τσάρλεϋ χωρίς να δίνει σημασία στα χτυ­

πήματα πούπεφταν βροχή πάνω του, είχε πιαστεί γερά απ' τα ρούχα του

δολοφόνου και δεν έπαυε να φωνάζει βοήθεια μ' όλη του τη δύναμη.

Η πάλη αυτή όμως είταν υπερβολικά άνιση για να κρατήσει πολλή

ώρα. Ο Σάικς τον είχε βάλει κάτω κ' είχε ακουμπΊiσει το γόνατό του στο

λαιμό του, όταν ο Κράκιτ τον τράβηξε με ύφος τρομαγμένο κ' έδειξε προς

το παράθυρο. Φώτα έλαμπαν κάτω στο δρόμο, ακούγονταν ζωηρές κου­βέντες κ' ένα αδιάκοπο βιαστικό ποδοβολητό -φαίνεται πως είχε μαζευ-

Page 218: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 457

τεί κόσμος- αντηχούσε στην πιο κοντινή ξύλινη γέφυρα.

Κάποιος καβαλλάρης βρισκόταν μες στο πλήθος γιατί ακουγόταν ο

ήχος πετάλων πάνω στο ανώμαλο λιθόστρωτο. Η λάμψη απ' τα φώτα με­

γάλωνε· ο θόρυβος των βημάτων ακουγόταν κοντήτερα και πιο δυνατά.

· Ένα βαρύ χτύπημα τράνταξε την πόρτα κι ακολούθησε ένα άγριο μουγ­γρητό από τόσες θυμωμένες φωνές που θάκαναν και τον πιο γενναίο

άντρα ν' ανατριχιάσει.

-Βοήθεια! -τσίριξε το παιδί με διαπεραστική φωνή. -Εδώ είναι!

Σπάστε την πόρτα.

-Εν ονόματι του Βασιλέως, - φώναξαν απ' έξω οι φωνές και η άγρια βοή aντήχησε πάλι, πιο δυνατή όμως αυτή τη φορά.

- Σπάστε την πόρτα! - ούρλιαξε το παιδί. - Δε θα την ανοίξουν.

Τρέξτε ίσα στο δωμάτιο που έχει φως. Σπάστε την πόρτα! Μόλις σταμάτησε, ακούστηκαν πολλά και δυνατά χτυπήματα σιην πόρ­

τα και στα κάτω παραθυρόφυλλα ενώ μια δυνατή ζητωκραυγή aντήχησε,

δίνοντας για πρώτη φορά σ' αυτούς που άκουγαν μια μικρή ιδέα για το

τεράστιο πλήθος που βρισκόταν απ' έξω.

- Δείξε μου κάπου για να κλειδώσω αυτό το διαολόπαιδο που δεν το βουλώνει, - φώναξε άγρια ο Σάικς τρέχοντας πάνω-κάτω και σέρνοντας

μαζί του το παιδί σα νάταν κανένα άδειο σακκί. Να, άνοιξέ μου αυτή την

πόρτα. Γρήγορα!

Τον πέταξε μέσα, τράβηξε το σύρτη και γύρισε το κλειδί στην κλει­

δαριά.

-Είναι καλά κλεισμένη η κάτω πόρτα;

- Είναι διπλοκλειδωμένη κ' υπάρχει και μια αλυσίδα, -απάντησε ο

Κράκιτ που, όπως κ' οι δυο άλλοι, έμενε κατάπληχτος και παραζαλισμέ­

νος.

- Τα ξύλα είναι γερά; -Είναι ντυμένα με λαμαρίνα.

- Και τα παράθυρα;

- Ναι, και τα παράθυρα.

- Στο διάολο όλοι σας! - φώναξε ο aπελπισμένος κακούργος ανοί-

γοντας το παράθυρο κι απειλώντας το πλήθος. -Κάντε ό,τι μπορείτε. Θα

σας τη φέρω πάλι!

Η φωνή πούβγαλε ο εξαγριωμένος όχλος είταν η τρομερότερη κραυ­

γή που ακούστηκε ποτέ από ανθρώπινα αυτιά. Μερικοί φώναζαν σε κεί­

νους που βρίσκονταν πιο κοντά να βάλουν φωτιά στο σπίτι: άλλοι aρύο­

νταν στους αστυνομικούς να τον πυροβολήσουν. Μεγαλύτερη όμως μανία απ' όλους έδειχνε ο καβαλλάρης που πηδώντας απ' τ' άλογο κι αφού διέ­

σχισε το πλήθος σα νάταν νερό, φώναξε κάτω απ' το παράθυρο με φω-

Page 219: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

458 ΚΑΡΌΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

νή που σκέπασε όλες τις άλλες: «Είκοσι γκινέες σ' όποιον φέρει μια σκά­

λα!»

Οι κοντινότερες φωνές επανέλαβαν την κραυγή κ' εκατοντάδες την

ξανάπαν πάλι. Μερικοί ζητούσαν σκάλες, άλλοι βαριά σφυριά· μερικοί

έτρεχαν πάνω-κάτω βαστώντας πυρσούς, σα νάψαχναν να βρουν αυτά

που ζητούσε ο κόσμος, αλλά ξαναγύριζαν αμέσως κι άρχιζαν πάλι να aρύονται· μερικοί εξαντλούνταν σε ανίσχυρες κατάρες κι άλλοι έσπρω­

χναν προς τα μπρος σαν τρελοί, εμποδίζοντας εκείνους που βρίσκονταν

στην πρώτη γραμμή· μερικοί απ' τους τολμηρότερους προσπαθούσαν να

σκαρφαλώσουν απ' τα λούκια κι απ' τις σχισμάδες του τοίχου . Όλο το

πλήθος κυμάτιζε μες στο σκοτάδι σα σταροχώραφο που το συνταράζει

άγριος αγέρας. Πότε-πότε όλες οι φωνές ενώνονταν σ' ένα δυνατό μα­

νιασμένο μουγγρητό.

-Η παλίρροια, - φώναξε ο δολοφόνος ενώ υποχωρούσε τρεκλίζοντας

στο δωμάτιο για να μη βλέπει πια όλα αυτά τα εχθρικά πρόσωπα, -η

παλίρροια ανέβαινε όταν ερχόμουν. Δώστε μου ένα σκοινί, ένα μακρύ

σκοινί. Βρίσκονται όλοι μπρος απ' το σπίτι. Μπορώ να γλιστρήσω στο

Φόλυ Ντιτς και να το σκάσω από κει. Δώστε μου ένα σκοινί, γιατί θα

κάνω τρεις ακόμα φόνους και θα σκοτωθώ.

Οι τρεις άντρες πανικόβλητοι τούδειξαν πού μπορούσε να βρει αυτό

που ζητούσε· ο δολοφόνος διάλεξε βιαστικά το πιο μακρύ και το πιο γε­

ρό σκοινί κ' έτρεξε ν' ανεβεί στη στέγη.

Όλα τα παράθυρα στο πίσω μέρος του σπιτιού είταν από καιρό χτι­

σμένα εχτός από ένα μικρό φεγγίτη στο δωμάτιο όπου είταν κλειδωμένο

το παιδί κι αυτός είταν τόσο στενός που δε χωρούσε να περάσει ακόμα

και το μικρό κορμί του · αλλά απ' το άνοιγμα αυτό δεν έπαυε να φωνά­

ζει στους ανθρώπους που είταν απ' έξω να φυλάνε το πίσω μέρος του

σπιτιού. Έτσι μόλις ο δολοφόνος βγήκε πάνω στη στέγη από μια πορτί­τσα, μια δυνατή κραυγή ειδοποίησε κείνους που βρίσκονταν μπροστά κι

άρχισαν αμέσως να κάνουν το γύρο του σπιτιού σαν ένα ακατάπαυστο

ρεύμα.

Στερέωσε ένα σανίδι, πούχε ανεβάσει γι αυτό το σκοπό, τόσο γερά

πάνω στην πόρτα ώστε πολύ δύσκολα θα κατάφερναν να την ανοίξουν από μέσα· ύστερα σύρθηκε πάνω στα κεραμίδια και κοίταξε πάνω απ'

την άκρη της στέγης.

Τα νερά είχαν κατέβει και η τάφρος δεν είταν πια παρά μια κοίτη γε­

μάτη λάσπη.

Το πλήθος είχε σωπάσει για ένα λεπτό παρατηρώντας τις κινήσεις του κι αμφιβάλλοντας για την πρόθεσή του, αλλά όταν την κατάλαβαν κι αντι­

λήφθηκαν πως είταν καταδικασμένη σε αποτυχία, έβγαλαν μια κραυγή

Page 220: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 459

θριάμβου και μίσους που μπροστά σ' αυτήν, όλες οι προηγούμενες είταν

ψίθυροι. Η κραυγή αυτή υψώθηκε πολλές φορές στον αέρα . Εκείνοι που

βρίσκονταν πολύ μακριά έτσι που να μην ξέρουν τι σήμαινε την επανέ­

λαβαν ωστόσο ξανά και ξανά· είταν σα νάχε ξεχυθεί όλος ο πληθυσμός

της πολιτείας, για ν' αναθεματίσε ι το δολοφόνο.

Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να τρέχουν γύρω απ' το σπίτι σ' ένα

δυνατό και γεμάτο θόρυβο ρεύμα από θυμωμένα πρόσωπα, φωτισμένα

δω και κει από έναν πυρσό μέσα σ' όλη τους την οργή και το πάθος τα

σπίτια στην απέναντι όχθη της τάφρου είχαν κατακλυσθεί απ' τον κόσμο·

άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα ή τα ξεκολλούσαν- ένα σωρό πρόσωπα στρι­

μώχνονταν σε κάθε παράθυρο· τσαμπιά-τσαμπιά οι άνθρωποι είταν σκαρ­

φαλωμένοι πάνω στις στέγες. Κάθε μικρή γέφυρα (και υπήρχαν τρεις εκεί

μπροστά) λύγιζε κάτω απ' το βάρος του πλήθους κι ωστόσο το ρεύμα του πλήθους εξακολουθούσε να ξεχύνεται για ν' ανακαλύψει καμιά γωνιά απ'

όπου να μπορεί να φωνάξει τις βρισιές του και να διακρίνει έστω και

για μια στιγμή τον κακούργο.

-Τώρα τον έχουνε στο χέρι, - φώναξε κάποιος απ' την πιο κοντινή γέφυρα. Ζήτω!

Καπέλα πετάχτηκαν στον αέρα κ' η ομαδική κραυγή υψώθηκε πάλι.

-Δίνω πενήντα λίρες, - φώναξε ένας ηλικιωμένος κύριος απ' το ίδιο μέρος, - σ' όποιον τον πιάσει ζωντανό . Θα μείνω εδώ ώσπου νάρθει να

μου ζητήσει την αμοιβή.

Ακούστηκε ακόμα μια ιαχή . Κείνη τη στιγμή κυκλοφόρησε η είδηση

ανάμεσα στο πλήθος πως η πόρτα παραβιάστηκε επιτέλους και πως εκεί­

νος που είχε φωνάξει πρώτος ζητώντας μια σκάλα είχε ανέβει απάνω.

Μόλις μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα αυτό το νέο, το ρεύμα γύρισε ξαφ­

νικά προς τα πίσω: κ' οι άνθρωπο ι απ' τα παράθυρα, βλέποντας εκείνους

που βρίσκονταν στις γέφυρες να τραβιούνται πίσω, παράτησαν τις θέσεις τους και τρέχοντας κάτω στο δρόμο ενώθηκαν με τους άλλους που γύρι­

ζαν πίσω φύρδην-μίγδην στις θέσεις που κρατούσαν πριν· καθένας έσπρω­

χνε και τσαλαπατούσε τους διπλανούς του, λαχανιάζοντας όλοι απ' την

ανυπομονησία να πλησιάσουν την πόρτα για να δουν το δολοφόνο την

ώρα που θα τον έβγαζαν έξω οι αστυφύλακες. Οι φωνές και τα ουρλια­

χτά εκείνων που κόντευαν να σκάσουν απ' το σφίξιμο και κείνων που εί­

χαν πέσει χάμω και τσαλαπατηθεί είταν φριχτά. Οι στενοί δρόμοι είχαν

φράξει ολότελα . Με την εξόρμηση των μισών να γυρίσουν στις παλιές

τους θέσεις μπροστά στο σπίτι και τις μάταιες προσπάθειες των άλλων

να ξεμπλέξουν απ' τη μάζα, η άμεση προσοχή είχε aποτραβηχτεί για μια στιγμή απ' το δολοφόνο, αν κ' η επιθυμία όλων να συλληφθεί είχε , αν

αυτό ε ίναι δυνατό, αυξηθεί.

Page 221: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

460 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο κακούργος είχε κουλουριαστεί καταπτοημένος απ' την αγριότητα

του πλήθους κι απ' την αδυναμία να διαφύγει· βλέποντας όμως αυτή την

ξαφνική αλλαγή στ;η στ;άση του πλήθους, πήδησε επάνω aποφασισμένος

να κάνει μιαν ύστατη προσπάθεια για να σωθεί γλιστ;ρώντας μες στ;ην τά­

φρο, παρ' όλο τον κίνδυνο να βουλιάξει μες στη λάσπη, έχοντας την πρό­

θεση να ξεφύγει μες στ;ο σκοτάδι και τη σύγχυση.

Με νέα δύναμη κ' ενεργητικότητα, δυναμωμένη κι απ' το θόρυβο μες

στο σπίτι, που έδειχνε πως είχαν πραγματικά κατορθώσει να μπουν, στή­

ριξε το πόδι του σε μια καπνοδόχο, έδεσε γερά τη μιαν άκρη του σκοι­

νιού γύρω της και με την άλλη έκανε μια γερή θηλειά με τα χέρια και με

τα δόντια· όλ' αυτά είχαν γίνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Το σκοινί εί­

ταν τόσο μακρύ, που έφτανε σ' απόσταση δυο μέτρων μον<iχα απ' το έδα­

φος και στ;ο χέρι κρατούσε κιόλας έτοιμο το μαχαίρι του για να το κό­

ψει και να πηδήσει όταν θάφτανε κάτω.

Τη στ;ιγμή που περνούσε το κεφάλι μες απ' τη θηλειά για να τη φέρει

κάτω απ' τις μασχάλες κ' ενώ ο ηλικιωμένος κύριος, πούχε γαντζωθεί στ;ο

παραπέτο της γέφυρας για να μην τον παρασύρει η κίνηση του κόσμου

και χάσει τη θέση του, προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή του πλή­θους που βρισκόταν γύρω στο δολοφόνο που ετοιμαζόταν να γλιστ;ρήσει

στ;ην τάφρο, αυτή τη στιγμή ακριβώς ο Σάικς, κοιτάζοντας πίσω του πά­

νω στ;η στ;έγη, σήκωσε τα χέρια του κ' έβγαλε ένα ουρλιαχτό γεμάτο φρί­

κη.

-Τα μάτια πάλι! - φώναξε με φωνή που δεν είχε τίποτα το ανθρώ­

πινο.

Παραπάτησε σα να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, έχασε την ισορροπία

του και κουτρουβάλησε απ' την άκρη της στ;έγης. Η θηλειά είταν γύρω

στο λαιμό του: τεντώθηκε απ' το βάρος του σα χορδή τόξου και με τα­

χύτητα βέλους. Έπεσε από ύψος τριανταπέντε ποδιών· το σώμα του έκα­νε ένα απότομο τίναγμα, τα μέλη του συσπάστηκαν, κ' έμεινε κρεμασμέ­

νος, με το μαχαίρι ανοιχτό ακόμα στο κοκαλωμένο του χέρι.

Η παλιά καπνοδόχος κλονίστηκε απ' το τράνταγμα αλλά βάσταξε γε­

ρά. Ο δολοφόνος αιωρούνταν άψυχος, κι ο Τσάρλεϋ, παραμερίζοντας το πτώμα που ταλαντευόταν μπροστ;ά στ;ο φεγγίτη και τον εμπόδιζε να δει,

φώναξε στ;ον κόσμο να τρέξουν να τον ελευθερώσουν για τ' όνομα του

Θεού.

Ένας σκύλος πούχε μείνει κρυμένος μέχρι τότε άρχισε να τρέχει πά­

νω-κάτω στ;η στ;έγη ουρλιάζοντας λυπητερά και, παίρνοντας φόρα, προ­

σπάθησε να πηδήσει στ;ους ώμους του κρεμασμένου. Αλλά δεν τα κατά­φερε, κι αφού έκανε μια τούμπα στον αέρα έπεσε στην τάφρο όπου το κεφάλι του χτύπησε σε μια πέτρα και τα μυαλά του χύθηκαν έξω.

Page 222: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 223: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 224: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

LI

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΥΤΟ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΗΝ ΕΞΉΓΗΣΗ ΠΟΛΛΩΝ ΜΥΣτΉΡΙΩΝ

ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ ΟΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΛΟΓΟΣ

ΓΙΑ ΠΡΟΙΚΑ.

Δυο μέρες μονάχα είχαν περάσει απ' τα γεγονότα που αναφέραμε

στο προηγούμενο κεφάλαιο, όταν ο Όλιβερ βρέθηκε, κατά τις τρεις

τ' aπόγεμα, να ταξιδεύει με αμάξι προς την πόλη όπου γεννήθηκε.

Μαζί του είταν η κυρία Μαίηλη, η Ροζ, η κυρία Μπέντουιν κι ο καλός

γιατρός ο κύριος Μπράουνλοου ακολουθούσε μ' ένα ταχυδρομικό αμά­

ξι συνοδευόμενος απόνα άτομο που τ' όνομά του δε θα το αναφέρουμε

ακόμα.

Οι ταξιδιώτες δεν κουβέντιαζαν πολύ, γιατί ο Όλιβερ βρισκόταν σε

μια κατάσταση ταραχής κι αβεβαιότητας που δεν τον άφηνε να συγκε­

ντρώσει τις σκέψεις του μα ούτε και να μιλήσει σχεδόν· την ίδια ταραχή

κι αβεβαιότητα ένιωθαν κ' οι συνταξιδιώτες του. Ο κύριος Μπράουνλο­

ου είχε κατατοπίσει προσεχτικά τον Όλιβερ και τις δυο κυρίες σχετικά

με τις ομολογίες που είχαν αποσπαστεί απ' τον Μονκς και παρ' όλο που

κ' οι τρεις τους ήξεραν καλά πως ο σκοπός του ταξιδιού τους αυτού εί­

ταν να φέρουν σε πέρας το έργο που τόσο καλά είχαν αρχίσει, ωστόσο

η όλη υπόθεση εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένη με αρκετή αμφιβολία και μυστήριο ώστε να τους κρατάει σε μια κατάσταση έντονης αδημονίας.

Επίσης ο κύριος Μπράουνλοου, με τη βοήθεια του κυρίου Λόσμπερν,

είχε καταφέρει να μη φτάσει στ' αυτιά τους καμιά είδηση για τα πρό­

σφατα τρομερά γεγονότα. <<Είναι αλήθεια>>, έλεγε <<πως πριν περάσει πο­

λύς καιρός θα τα μάθουν, αλλά αυτό μπορεί να γίνει σε μια πιο κατάλ­

ληλη στιγμή». Έτσι συνέχισαν το ταξίδι τους σιωπηλοί, ο καθένας βυθι­

σμένος σε σκέψεις σχετικά με το σκοπό που τους απασχολούσε όλους.

Παρ' όλο όμως που ο Όλιβερ έμενε σιωπηλός κάτω απ' αυτές τις επι­

δράσεις καθώς ταξίδευαν προς τον τόπο που γεννήθηκε από ένα δρόμο

που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ, ένα κύμα από αναμν11σας τον ξανάφερ­νε πάλι στις παλιές μέρΕς κ' η καρδιά του πλημμύρισε από αλλοτινές συ­

γκινήσεις, όταν τ' αμάξι τους πήρε το δρόμο εκείνο που είχε άλλοτε δια-

Page 225: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

464 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

σχίσει πεζή - ένα φτωχό, περιπλανώμενο ορφανό, χωρίς ούτε ένα φίλο

να το βοηθήσει, χωρίς ούτε μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι του.

- Κοιτάξτε εκεί, εκεί, - φώναξε ο Όλιβερ πιάνοντας ζωηρά το χέρι

της Ροζ και δείχνοντας έξω απ' το παράθυρο του αμαξιού· -αυτός είναι

ο φράχτης που πήδησα, και κει κάτω είναι οι θάμνοι όπου κρύφτηκα για

να μη με πιάσουν και μ' αναγκάσουν να γυρίσω . Εκεί πέρα είναι το μο­

νοπάτι που διασχίζε ι τα χωράφια και οδηγεί στο παλιό σπίτι όπου εμέ­

να όταν είμουν μικρός. Ω, Ντικ, Ντικ, παλιέ μου μικρέ φίλε, να μπορού­

σα να σ' έβλεπα τώρα!

- Θα τον ξαναδείς σε λίγο, - απάντησε η Ροζ σφίγγοντας απαλά τα

ενωμένα του χέρια ανάμεσα στα δικά της. -Θα του πεις τι ευτυχισμέ­

νος που είσαι και πόσο πλούσιος έγινες και πώς μέσα στην τόση σου ευ­

τυχία, η μεγαλύτερή σου χαρά είναι να τον ξαναβρείς και να τον κάνεις κι αυτόν ευτυχισμένο.

-Ναι! ναί! -είπε ο Όλιβερ. -Και θα ... θα τον πάρουμε από δω, θα τον ντύσουμε και θα τον σπουδάσουμε και θα τον στείλουμε σε κανένα

ήσυχο μέρος, στην εξοχή , να ξαναβρεί την υγειά του! Ε;

Η Ροζ κούνησε καταφατικά το κεφάλι γιατί ο Όλιβερ της χαμογε­

λούσε ανάμεσα σε τόσο ευτυχισμένα δάκρυα που βλέποντάς τον δεν μπό­

ρεσε ν'αρθρώσει λέξη.

- Θα του φερθείτε με καλοσύνη και στοργή γιατί είστε καλή μ' όλο

τον κόσμο, - είπε ο Όλιβερ. -Αυτά που έχει να σας πει, θα σας κάνουν

να κλάψετε, το ξέρω . Μα μη σας νιάζει, μη σας νιάζει, όλα αυτά θάχουν

πια περάσει και θα χαμογελάσετε πάλι -κι αυτό το ξέρω- όταν θα σκέ­

φτεστε πόσο η τύχη του άλλαξε· το ίδιο δεν κάνατε και με μένα; Ο Ντικ

μούπε: «0 Θεός να σ' ευλογεί!» όταν δραπέτευα, -φώναξε το παιδί μ' ένα ξέσπασμα στοργικής συγκίνησης, - και γω θα του πω τώρα με τη

σε ιρά μου: ο Θεός να σ' ευλογεί εσένα! και θα του αποδείξω πόσο του είμαι ευγνώμων γι αυτό .. .

Καθώς έφταναν στη μικρή πολιτεία και μπήκαν τέλος στους στενούς

της δρόμους, η ταραχή του Όλιβερ έγινε τόσο μεγάλη που δύσκολα μπο­

ρούσαν να τον συγκρατήσουν. Πρώτα-πρώτα είταν το μαγαζί του Σόου­ερμπερυ όπως ακριβώς τόχε αφήσει, μονάχα που τώρα του φαινόταν πιο

μικρό και λιγότερο επιβλητικό απ' όσο τόχε κρατήσει στη φαντασία του

-έπειτα είταν όλα κείνα τα τόσο γνωστά μαγαζιά και σπίτια που το κα­

θένα σχεδόν του θύμιζε και κάποιο μικροεπεισόδια της ζωής του- είταν

και το κάρρο του Γκάμφιλντ, το ίδιο εκείνο κάρρο που είχε και τότε, στα­

ματημένο μπροστά στην πόρτα του παλιού καπηλειού -είταν και το Φτω­

χοκομείο, η θλιβερή φυλακή των παιδικών του χρόνων, με τα σκοτεινά

του παράθυρα να κοιτάν σκυθρωπά στο δρόμο- και στην είσοδο στεκό-

Page 226: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 465

ταν ο ίδιος ξερακιανός θυρωρός που όταν τον είδε ο Όλιβερ έκανε άθε­

λά του μια κίνηση προς τα πίσω, γελώντας αμέσως με την κουταμάρα του,

κ' ύστερα έβαλε τα κλάματα και πάλι ξαναγέλασε -κ' έπειτα τ' ανα­

ρίθμητα πρόσωπα στις πόρτες και στα παράθυρα που τάξερε τόσο κα­

λά!- τέλος με μια λέξη όλα τα ξανάβρισκε σα να τάχε αφήσει μόλις χτες

και σαν όλη η πρόσφατη ζωή του να μην είταν παρά ένα ευτυχισμένο

όνειρο.

Ωστόσο δεν είταν όνειρο · είταν η άδολη, η χαρωπή πραγματικότητα.

Τράβηξαν κατευθείαν προς το μεγαλύτερο ξενοδοχείο (που άλλοτε ο Όλι­βερ το κοιτούσε με δέος και τόβλεπε σαν αληθινό παλάτι και που τώρα

όμως είχε ξεπέσει στα μάτια του απ' την παλιά του μεγαλοπρέπεια). Εκεί

βρήκαν τον κύριο Γκρήμγουιγκ που έτρεξε να τους υποδεχτεί. Φίλησε τη

Ροζ και την κυρία Μαίηλη όταν βγήκαν απ' το αμάξι σα νάταν παππούς τους, όλος χαμόγελα και στοργικές εκδηλώσεις, και δεν προσφέρθηκε να

φάει το κεφάλι του ούτε μια φορά ούτε ακόμα κι όταν άρχισε να λογο­

φέρνει με τον αμαξά για το ποιος είταν ο συντομότερος δρόμος απ' το Λονδίνο που, καθώς ισχυριζόταν, τον ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον

παρ' όλο που μονάχα μια φορά τον είχε κάνει και τότε κοιμισμένος σ'

όλο το ταξίδι. Το δείπνο είταν έτοιμο, οι κρεβατοκάμαρες το ίδιο κι όλα

ταχτοποιήθηκαν σαν από μαγεία.

Παρ' όλ' αυτά, όταν κόπασε η φασαρία της πρώτης μισής ώρας, στην

ομήγυρη επικράτησε ξανά η ίδια εκείνη σιωπή και αμηχανία που είχε κά­

νει το ταξίδι τους στενάχωρο. Ο κύριος Μπράουνλοου δεν πήρε μέρος

στο κοινό δείπνο αλλά έφαγε σε χωριστό δωμάτιο. Οι δυο άλλοι κύριοι

πηγαινόρχονταν με πρόσωπα ανήσυχα και τις λίγες στιγμές που έμειναν

κοντά στη συντροφιά συνομιλούσαν ιδιαίτερα. Σε μια στιγμή κάλεσαν την

κυρία Μαίηλη έξω, που έλειψε για μιαν ολόκληρη ώρα. Όταν γύρισε , τα

μάτια της είταν πρησμένα και κόκκινα απ' τα δάκρυα. Όλα αυτά έκαναν

τη Ροζ και τον Όλιβερ, που δεν ήξεραν τίποτα απ' τα καινούργια μυστι­κά, να νιώθουν ταραχή και αμηχανία. Κάθονταν σιωπηλοί και γεμάτοι

απορία ή, αν aντάλλαζαν μερικές λέξεις, τόκαναν ψιθυριστά σα να τους

τρόμαζε ο ήχος της ίδιας της φωνής τους.

Τέλος, όταν το ρολόι χτύπησε εννιά κι άρχισαν πια να πιστεύουν πως

δε θ ' άκουγαν τίποτα καινούργιο κείνη τη νύχτα, ο κύ(?ιοs Λόσμπερν κ~

ο κύριος Γκρήμγουιγκ μπήκαν στο δωμάτιο ακολουθούμενοι απ' τον κύ­ριο Μπράουνλοου κι απόναν άνθρωπο που ο Όλιβερ, σαν τον είδε, πα­

ραλίγο να βάλει τις φωνές απ' την κατάπληξη γιατί του είπαν πως είταν

αδερφός του και γιατί είταν το ίδιο εκείνο άτομο πούχε συναντήσει στο πανδοχείο και που τον είχε κοιτάξει μαζί με τον Φάγκιν απ' το παράθυ­

ρο του μικρού του δωματίου. Ο Μονκς έρριξε στο κατάπληχτο παιδί ένα

Page 227: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

466 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

βλέμμα γεμάτο μίσος που, ακόμα και μια τέτια στιγμή , δεν μπόρεσε να

το κρύψει· ύστερα κάθησε κοντά στην πόρτα. Ο κύριος Μπράουνλοου,

που κρατούσε κάτι χαρτιά στο χέρι, προχώρησε προς το τραπέζι όπου

κάθονταν η Ροζ κι ο Όλιβερ .

-Είναι ένα οδυνηρό καθήκον για μένα, -είπε, - αλλά αυτές οι δη­

λώσεις που έχουν συνταχτεί και υπογραφεί στο Λονδίνο μπροστά σε πολ­

λούς αξιόπιστους μάρτυρες, πρέπει να επαναληφθούν κ' εδώ στα πιο ου­

σιώδη σημεία τους. Ευχαρίστως θα σας είχα απαλλάξει απ' αυτή την τα­

πείνωση, πρέπει όμως να τις ακούσουμε απ' το ίδιο σας το στόμα πριν

χωριστούμε, και ξέρετε το γιατί.

-Εμπρός, - είπε Μονκς aποστρέφοντας το πρόσωπό του, -κάντε

γρήγορα· αρκετά, νομίζω, έκανα ώς εδώ· ας μη χασομεράμε.

-Αυτό το παιδί, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου παίρνοντας κοντά του τον Όλιβερ και βάζοντας το χέρι του στο κεφάλι του παιδιού, - αυτό το

παιδί είναι ετεροθαλής αδερφός σας, φυσικό τέκνο του πατέρα σας, του

αγαπημένου μου φίλου Έντουιν Λήφορντ και της δυστυχισμένης Αγνής

Φλέμιγκ που πέθανε χαρίζοντάς του τη ζωή.

- Μάλιστα, - είπε ο Μονκς κοιτάζοντας βλοσυρά το παιδί ·που έτρε­

με και που η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που θα μπορούσε να την

ακούσει κανείς. - Μάλιστα, αυτό είναι το μπαστάρδικό τους.

- Η λέξη που χρησιμοποιείτε, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου, - απο­

τελεί μομφή για κείνους που από καιρό πια βρίσκονται πέρα απ' τις μά­

ταιες κρίσεις του κόσμου τούτου . Αυτή η λέξη δεν aτιμάζει κανέναν πα­

ρά μονάχα εσάς που τη χρησιμοποιείτε. Ας είναι. Αυτό το παιδί γεννή­

θηκε σ' αυτή την πόλη.

- Στο Φτωχοκομείο αυτής της πόλης, - απάντησε σκυθρωπά ο

Μονκς. - Έχετε όλη του την ιστορία εδώ, -κ' έδειξε ανυπόμονα τα χαρ­

τιά στο τραπέζι. - Πρέπει να την επαναλάβετε και μπροστά μας, - είπε ο κύριος

Μπράουνλοου ρίχνοντας μια ματιά στους παριστάμενους.

-Ακούστε τότε και σεις, - απάντησε ο Μονκς. -Όταν ο πατέρας μου

έπεσε άρρωστος στη Ρώμη, η γυναίκα του, η μητέρα μου, που είχαν χω­ρίσει από καιρό, ήρθε κοντά του απ' το Παρίσι παίρνοντας και μένα μα­

ζί της -ασφαλώς για να φροντίσει την περιουσία του , γιατί ούτε αυτή τον

αγαπούσε, ούτε κι αυτός έκείνην. Όταν φτάσαμε δε μας αναγνώρισε για­τί είχξ χάσει τις αισθήσεις του κ' έμεινε σ' αυτή την κατάσταση ώς την

άλλη μέρα που πέθανε . Ανάμεσα στα χαρτιά που βρέθηκαν στο γραφείο

του είταν δυο που είχαν γραφτεί την ίδια μέρα που έπεσε άρρωστος και που απευθύνονταν προς εσάς, -και ο Μονκς στράφηκε προς τον κύριο

Μπράουνλοου. -Τα χαρτιά αυτά είταν κλεισμένα σ' ένα φάκελλο μαζί μ'

Page 228: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 467

ένα σύντομο γράμμα του για σας. Ο φάκελλος είχε μιαν επιγραφή που

έλεγε να μην αποσταλεί πριν απ' το θάνατό του. Τόνα απ' αυτά τα χαρ­

τιά είταν ένα γράμμα σε κείνη την Αγνή, τ' άλλο μια διαθήκη.

-τι aπόγινε το γράμμα; -είπε ο κύριος Μπράουνλοου.

-Το γράμμα; Είταν ένα φύλλο χαρτί μουτζουρωμένο και ξαναμου-

τζουρωμένο με μιαν εξομολόγηση όλο συντριβή και προσευχές στο Θεό

να βοηθήσει εκείνην. Είχε σκαρώσει ένα παραμύθι πως κάποιο μυστικό

-που θα ξεκαθάριζε μια μέρα- τον εμπόδιζε να την παντρευτεί τότε και

πως το κορίτσι είχε βασιστεί στο λόγο του και του είχε εμπιστοσύνη -σε

τέτιο σημείο μάλιστα που έχασε εκείνο που κανείς δεν μπορούσε να της

δώσει πίσω. Εκείνη την εποχή λίγοι μήνες της έμεναν ώς τη γέννα. Ο πα­

τέρας μου της έλεγε τι σκόπευε να κάνει για να σκεπάσει την ντροπή της,

αν ζούσε, και την παρακαλούσε, αν πέθαινε, να μην καταριέται τη μνή­μη του ούτε και να σκέφτεται πως οι συνέπειες του αμαρτ1iματός τους

θάπεφταν πάνω σ' αυτήν ή πάνω στο παιδί τους, γιατί όλο το σφάλμα εί­

ταν δικό του. Της θύμιζε τη μέρα που της είχε δώσει ένα μικρό μεντα­

γιόν κ' ένα δαχτυλίδι με χαραγμένο το μικρό της όνομα και μια θέση

αφημένη για να χαραχτεί το επώνυμο που έλπιζε να της χαρίσει. Την πα­

ρακαλούσε να τα φυλάξει και να τάχει κρεμασμένα στο λαιμό της όπως

έκανε μέχρι τότε, κ' ύστερα συνέχιζε με ασυνάρτητα λόγια που επανα­

λαμβάνονταν συνεχώς σα νάχε χάσει τα λογικά του. Και νομίζω πως πραγ­

ματικά τάχε χάσει.

-Κ' η διαθήκη; -είπε ο κύριος Μπράουνλοου ενώ τα δάκρυα έτρε­

χαν ποτάμι απ' τα μάτια του Όλιβερ.

Ο Μονκς απόμεινε σιωπηλός.

-Η διαθήκη, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου μιλώντας αντί γι' αυτόν,

- είταν γραμένη με το ίδιο πνεύμα όπως και το γράμμα. Μιλούσε για τη

δυστυχία όπου τον είχε βυθίσει η γυναίκα του, για τον ατίθασο χαρα­χτήρα, την κακία, τη δολιότητα και τα πρόωρα πάθη που εκδηλώνατε κιό­

λας εσείς, ο μοναδικός του γιος, που σας είχαν μάθει να τον μισείτε. Άφη­

νε σε σας και στη μητέρα σας ένα ετήσιο εισόδημα οχτακόσες λίρες. Τ

άλλο, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, το χώριζε σε δυο ίσα μέ­

ρη που το ένα θα το κληρονομούσε η Αγνή Φλέμιγκ και τ' άλλο το παι­

δί τους, αν ζούσε και ενηλικιωνόταν. Αν είταν κορίtσι, θα κληρονομού­σε χωρίς όρους . Αν όμως είταν αγόρι, θάπαιρνε τα χρήματα με τον όρο

ότι, ώσπου να ενηλικιωθεί, δε θάχε κηλιδώσει τ' όνομά του με καμιά άτι­

μη, ποταπή, δειλή ή άδικη, πράξη . Τον όρο αυτό, έλεγε, τον έβαζε για

να δείξει την εμπιστοσύνη του στη μητέρα και την πεποίθησή του -που

είχε ενισχυθεί με την προσέγγιση του θανάτου- πως το παιδί θα κληρο­νομούσε την αγαθή της καρδιά και τον ευγενικό της χαραχτήρα. Αν αυ-

Page 229: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

468 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

τ1Ί η ελπίδα δεν έβγαινε αληθινή, το μερίδιο αυτό θα το καρπωνόσαστε

εσείς. Γιατί τότε, και μονάχα τότε, όταν δηλαδή και τα δυο του παιδιά θ'

άξιζαν το ίδιο, ο πατέρας σας δεχόταν ν' αναγνώρισει τα δικαιώματά σας

στην περιουσία του, σε σας που δεν αγαπάτε κανέναν και που από μι­

κρό παιδί του φερνόσαστε με ψυχρότητα και αποστροφή.

- Η μητέρα μου, -είπε ο Μονκς με πιο δυνατή φωνή, - έκανε ό,τι

θάκανε κάθε γυναίκα στη θέση της. Έκαψε τη διαθήκη. Τό γράμμα πο­

τέ δεν έφτασε στον προορισμό του· η μητέρα μου το κράτησε όπως και

αλλά αποδεικτικά έγγραφα για την περίπτωση που θα προσπαθούσαν ν'

αρνηθούν το σφάλμα της Αγνής. Η μητέρα μου ενημέρωσε τον πατέρα

του κοριτσιού για όλη την αλήθεια και πρόστεσε ό,τι επιβαρυντικό μπο­

ρούσε να της υποβάλει το άσπονδο μίσος της. Και την ευγνωμονώ γι αυ­τό. Σπρωγμένος απ' την ντροπή και την aτίμωση, ο πατέρας της Αγνής

κατέφυγε με τα παιδιά του σε μια μακρινή γωνιά της Ουαλίας αλλάζο­

ντας ακόμα και τ' όνομά του για να μην μπορέσουν οι φίλοι του ν' ανα­

καλύψουν το καταφύγιό του. Και κει, λίγο αργότερα, τον βρήκαν πεθα­

μένο στο κρεβάτι του. Η κόρη του είχε εγκαταλείψει κρυφά το πατρικό

της σπίτι λίγες βδομάδες πριν. Εκείνος είχε τρέξει σ' όλες τις γύρω πο­

λίχνες και χωριά αναζητώντας την, και τη νύχτα ακριβώς που γύρισε πί­

σω, βέβαιος πια πως αυτή είχε αυτοκτονήσει για να κρύψει την ντροπή

της και τη δική του, η γέρικη καρδιά του υπέκυψε .

Μεσολάβησε μια σύντομη σιωπή ώσπου ο κύριος Μπράουνλοου συ­

νέχισε με τη σειρά του την αφήγηση.

-Ύστερα από χρόνια, -είπε, -η μητέρα αυτού του ανθρώπου που

βρίσκεται μπροστά σας, του Έντουαρντ Λήφορντ, ήρθε να με βρει. Ο

γιος της, όταν είταν μόλις δεκαοχτώ χρονώ, την είχε εγκαταλείψει αφού

της έκλεψε τα κοσμήματα και τα λεφτά της. Είχε καταντήσει χαρτοπαί­

χτης, άσωτος κι aπατεώνας και τόχε σκάσει για το Λονδίνο όπου δυο χρόνια συνέχεια έκανε παρέα με τα χειρότερα aποβράσματα της κοινω­

νίας. Η μητέρα του υπόφερε από μιαν οδυνηρή κι ανίατη αρρώστια κ'

ήθελε να ξαναβρεί το γιο της πριν πεθάνει. Έγιναν επισταμένες έρευνες κι αναζητήσεις για πολύν καιρό δεν απέδωσαν τίποτα, στο τέλος όμως ο γιος της βρέθηκε κ' έφυγε μαζί της για τη Γαλλία.

- Εκεί, -είπε ο Μονκς, -η μητέρα μου πέθανε ύστερ' από μια μα­

κρόχρονη αρρώστια· και στο κρεβάτι του θανάτου της μου κληροδότησε αυτά τα μυστικά μαζί με το άσπονδο μίσος της για όλους εκείνους που

αφορούσαν αυτά τα μυστικά -αν κι αυτό είταν περιττό γιατί το μίσος αυ­

τό μου τόχε μεταδώσει από καιρό . Η μητέρα μου δεν πίστευε πως αυτ1Ί η κοπέλα είχε δώσει τέλος στη ζωή της και στη ζωή του παιδιού της αντί­

θετα είχε την εντύπωση πως είχε γεννηθεί ένα αγόρι και ζούσε. Της ορ-

Page 230: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 469

κίστηκα πως αν ποτέ συναντούσα αυτό το παιδί, δε θα τ' άφηνα σε χλω­

ρό κλαρί· θα τον καταδίωκα με την πιο αμείλιχτη κ' επίμονη έχθρα· θα

ικανοποιούσα πάνω του όλο το μίσος που ένιωθα γι αυτόν και θα κου­

ρέλιαζα την προκλητική και υβριστική αυτή διαθήκη σέρνοντάς τον, αν

μπορούσα, ακόμα και στην κρεμάλα. Η μητέρα μου είχε δίκιο. Επιτέλους

κάποτε τον βρήκα. Στην αρχή όλα πήγαν καλά και, αν δεν είταν αυτές

οι φλυαρίες των τιποτένιων, όλα θα πήγαιναν καλά ώς το τέλος.

Καθώς αυτός ο aχρείος σταύρωσε σφιχτά τα χέρια του και πρόφερε

μερικές μουρμουριστές βρισιές μες στην ανίσχυρη λύσσα του, ο κύριος Μπράουνλοου στράφηκε προς την κατατρομαγμένη ομήγυρη κ' εξήγησε

πως ο Εβραίος, παλιός συνένοχος κ' έμπιστος του Μονκς, είχε πάρει με­

γάλη αμοιβή για να κρατάει τον Όλιβερ αιχμάλωτο μα πως ένα μεγάλο

μέρος απ' αυτή την αμοιβή θάταν υποχρεωμένος να το επιστρέψει αν ο

Όλιβερ κατόρθωνε να ξεφύγει απ' τα χέρια του και πως μια λογομαχία

. πάνω σ' αυτό το θέμα ακριβώς στάθηκε η αιτία να πάνε μαζί στο εξοχι­κό σπιτάκι για να διαπιστώσουν την παρουσία του Όλιβερ εκεί.

- Και το μενταγιόν και το δαχτυλίδι; - ρώτησε ο κύριος Μπράουν­

λοου στρέφοντας στον Μονκς.

-Τ αγόρασα απ' τον άντρα και τη γυναίκα που γι αυτούς σας μίλη­σα· αυτοί πάλι τόχαν πάρει απ' τη νοσοκόμα που τόχε κλέψει απ' το πτώ­

μα της Αγνής, -είπε ο Μονκς χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. - Ξέρε­

τε τι απόγιναν όλοι αυτοί. Ο κύριος Μπράουνλοου έκανε μονάχα ένα νεύμα με το κεφάλι στον

κύριο Γκρήμγουιγκ κι αυτός αμέσως βγήκε και ξαναγύρισε λίγο ύστερα

σπρώχνοντας την κυρία Μπαμπλ και σέρνοντας πίσω της τον απρόθυμο

σύζυγό της.

- Τι βλέπουν τα μάτια μου! -φώναξε ο κύριος Μπαμπλ με κακο­

προσποιημένο ενθουσιασμό. -Ο Όλιβερ είναι αυτός; Ω, να ξέρατε πό­

σο είχα στεναχωρεθεί για σας ... -Κράτα τη γλώσσα σου, βλάκα, -μουρμούρισε η κυρία Μπαμπλ.

-Μα είναι ανώτερο των δυνάμεών μου, κυρία Μπαμπλ, - διαμαρτυ-

ρήθηκε ο διευθυντής του Φτωχοκομείου. -Δεν μπορώ να μην είμαι συ­

γκινημένος ... εγώ που τον ανέθρεψα ενοριακώς ... όταν τον βλέπω να κά­θεται εδώ ανάμεσα σ' αυτές τις κυρίες και τους κυρίους με το τόσο λα­

μπρό παρουσιαστικό! Ανέκαθεν το αγαπούσα αυτό το παιδί σα νάταν ο .. . ο ... ο παππούς μου, -είπε ο κύριος Μπαμπλ αφού σταμάτησε λίγο για να βρει την κατάλληλη παρομοίωση. -Ω, αγαπητέ μου κύριε Όλιβερ, τον

θυμόσαστε κείνον τον καλό κύριο με τ' άσπρο γιλέκο; Απεδήμησεν εις Κύριον την περασμένη βδομάδα μέσα σ' ένα δρύινο φέρετρο με επάρ­γυρες λαβές.

Page 231: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

470 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

-Συγκρατήστε τις διαχύσεις σας, - είπε ο κύριος Γκρήμγουιγκ ξερά .

- Θα προσπαθήσω, κύριε, - απάντησε ο κύριος Μπαμπλ. - Πώς εί-

στε, κύριε; Ελπίζω νάστε καλά.

Αυτή η προσφώνηση απευθυνόταν στον κύριο Μπράουνλοου πούχε

προχωρήσει προς το αξιότιμο ζεύγος κ' είπε δείχνοντας τον Μονκς:

- Τον γνωρίζετε αυτόν;

-Όχι, - απάντησε η κυρία Μπαμπλ κοφτά.

- Κ' εσείς; -είπε ο κύριος Μπράουνλοου αποτεινόμενος στον σύ-

ζυγό της.

- Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου, - είπε ο κύριος Μπαμπλ.

-Ούτε του πουλήσατε τίποτα;

-Όχι, - απάντησε ο κύριος Μπαμπλ.

- Δεν είχατε ποτέ στην κατοχή σας κάποιο χρυσό μενταγιόν ή ένα δα-

χτυλίδι; -είπε ο κύριος Μπράουνλοου.

- Ασφαλώς όχι, - απάντησε η κυρία Μπαμπλ. -Γι αυτό μας κουβα­

λήσατε εδώ, για ν' απαντάμε σε τέτιες aνοησίες;

Πάλι ο κύριος Μπράουνλοου έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι και πά­

λι ο κύριος Γκρήμγουιγκ βγήκε κουτσαίνοντας. Αυτή τη φορά όμως δε

γύρισε μ' ένα χοντρό κύριο και με τη γυναίκα του, αλλά με δυο μισοπα­

ράλυτες γριές που τρέμαν ολόκληρες απ' τα γερατειά καθώς προχωρού­

σαν.

-Είχες κλείσει βέβαια την πόρτα κείνη τη νύχτα που πέθανε η γριά­

Σάλη , -είπε η πρώτη σηκώνοντας το αποστεγνωμένο χέρι της, - μα δεν

μπόρεσες να κλείσεις και τ' αυτιά μας ούτε και να βουλώσεις τις χαρα­

μάδες.

-Όχι, όχι, -είπε η άλλη ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω της και σα­

λεύοντας το φαφούτικο σαγόνι της. -Όχι, όχι, όχι!

- Την ακούσαμε που πάσκιζε να σου πει κείνο πούχε κάνει και σ' εί­

δαμε να παίρνεις ένα χαρτί απ' το χέρι της και σε πήραμε από πίσω την

άλλη μέρα που πήγες στον ενεχυροδανειστή , - είπε η πρώτη.

- Ναι, -πρόστεσε η δεύτερη, - κ' είταν ένα μενταγιόν κ' ένα δαχτυ­

λίδι που σου δώσανε κει πέρα. Είμασταν κειδά, αμ πώς, κειδά είμασταν.

- Και ξέρουμε πιότερα ακόμα, - ξανάρχισε η πρώτη, - γιατί η γριά­

Σάλη μάς έλεγε κάθε τόσο πως η νεαρή μητέρα τής είχε πει ότι, νιώθο­

ντας πως δε θα τα βγάλει πέρα, είχε ξεκινήσει την ώρα που την έπιασαν

οι πόνοι να πάει να πεθάνει κοντά στον τάφο του πατέρα του παιδιού.

- Θα θέλατε να βλέπατε και τον ίδιο τον ενεχυροδανειστή; - είπε ο

κύριος Γκρ1iμγουιγκ κάνοντας μια κίνηση κατά την πόρτα . - Όχι, -απάντησε η κυρία Μπαμπλ, - αφού τούτος δω, όπως βλέπω,

- κ' έδειξε τον Μονκς, -στάθηκε τόσο δειλός που τα ομολόγησε όλα, κι

Page 232: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΜΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 471

αφού σεις εξετάσατε όλες τις γριές στρίγγλες και βρήκατε κείνες που θέ­

λατε , δεν έχω τίποτα να πω εγώ. Ν α ι, τα πούλησα και τώρα βρίσκονται

εκεί που δε θα τα βρείτε ποτέ. Τι άλλο θέλετε;

- Τίποτ' άλλο δε θέλουμε, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου, - μο­

νάχα θα φροντίσουμε να μη σας δοθεί ποτέ στο μέλλον καμιά εμπιστευ­

τική θέση. Μπορείτε να πηγαίνετε .

- Ελπίζω, - είπε ο κύριος Μπαμπλ κοιτάζοντας γύρω του μ' αξιο­

θρήνητο ύφος ενώ ο κύριος Γκρήμγουιγκ έφευγε με τις δυο γριές, - ελ­

πίζω πως αυτό το ατυχές, ασήμαντο περ ιστατικό δε θα μου στοιχίσει το

ενοριακό μου αξίωμα !

- Και βέβαια θα σας στοιχίσει, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου,

- και να θεωρείτε τον εαυτό σας και τυχερό που τη γλυτώνετε τόσο φτη-

νά .

-Η κυρία Μπαμπλ φταίε ι για όλα · αυτή επέμενε , - είπε ο κύριος

Μπαμπλ, αφού βεβαιώθηκε , ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω του, πως η σύ­

ζυγός του είχε βγει κιόλας απ' το δωμάτιο .

- Αυτό δεν είνα ι δ ικαιολογία, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου .

- Είσαστε παρών όταν καταστράφηκαν εκείνα τα κειμήλια κ' είσαστε ο

πιο ένοχος απ' τους δυο απέναντι στο Νόμο, γιατί ο Νόμος υποθέτει πως

η σύζυγος ενεργεί υπό την καθοδήγησιν του συζύγου.

-Αν ο Νόμος υποθέτει κάτι τέτιο, - είπε ο κύριος Μπαμπλ συνθλί­

βοντας το καπέλο του ανάμεσα στα δυο του χέρια, -ε, τότε ο Νόμος εί­

ναι ένας γάιδαρος, ένας βλάκας. Αν ο Νόμος τα βλέπει έτσι τα πράγμα­

τα, :ι;ότε είναι εργένης και το καλό που του θέλω είναι να του ανοίξει κα­

μιά φορά τα μάτια η πείρα -η πείρα .

Τονίζοντας εμφαντικά αυτές τις δυο τελευταίες λέξεις, ο κύριος

Μπαμπλ έχωσε ώς τα μάτια το καπέλο του και βάζοντας τα χέρια στις

τσέπες, κατέβηκε να συναντήσει το έτερόν του ήμισυ. -Δεσποινίς, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου στρέφοντας προς τη Ροζ,

- δώστε μου το χέρι σας. Μην τρέμετε. Δεν πρέπε ι να φοβάστε τα λίγα .

που έχω ακόμα να πω.

-Αν έχουν .. . δεν ξέρω αν έχουν ... μα αν έχουν καμιά σχέση με μέ­

να, - είπε η Ροζ, - σας παρακαλώ, αφήστε με να τ' ακούσω άλλη φορά.

Δεν έχω τώρα τη δύναμη . - Όχι, -απάντησε ο γέρος κύριος τραβώντας το χέρι της μέσα στο

δικό του . - Έχετε περισσότερο κουράγιο απ' όσο νομίζετε . Είμαι βέ­βαιος. Γνωρίζετε αυτή τη δεσποινίδα, κύριε;

- Ναι, - απάντησε ο Μονκς. -Δε σας έχω δε ι ποτέ μου, - απάντησe; η Ροζ ξέπνοα.

-Εγώ σας έχω δε ι πολλές φορές, - ανταπάντησε ο Μονκς.

Page 233: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

\ 472 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ ~

-Ο πατέρας της άτυχης Αγνής είχε δύο κόρες, - είπε ο κύριος

Μπράουνλοου . - Ποια είταν η τύχη της άλλης, της μικρότερης; - Όταν πέθανε ο πατέρας της, - απάντησε ο Μονκς, - σε ξένο μέ­

ρος, με ξένο όνομα, δίχως ν' αφήσει ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα βιβλίο,

ούτε καν ένα σημείωμα απ' όπου θα μπορούσε να βρει κανείς τους φί­

λους και συγγενείς του, αυτήν την περιμάζεψαν κάτι φτωχοί χωρικοί που

τη μεγάλωσαν σαν παιδί τους.

- Συνεχίστε, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου κάνοντας νόημα στην κυ­

ρία Μαίηλη να πλησιάσει, - συνεχίστε.

- Εσείς βέβαια δεν μπορέσατε να βρείτε το μέρος όπου είχε aπο­

τραβηχτεί αυτή η οικογένεια, - είπε ο Μονκς. -Εκεί όμως όπου η φι­

λία δεν πετυχαίνει, το μίσος φτάνει το σκοπό του. Η μητέρα μου το βρή­κε αυτό το μέρος ύστερ' από ενός χρόνου συστηματικές αναζητήσεις. Ναι,

και βρήκε την κοπέλα.

- Την πήρε μαζί της, ε;

-Όχι. Οι χωριάτες είταν φτωχοί κι άρχισαν να βαριούνται - ο άντρας

τουλάχιστο - την ωραία τους φιλανθρωπία· κ' η μητέρα μου την άφησε

κοντά τους δίνοντας λίγα χρήματα που δε θα κρατούσαν πολύ, και με την υπόσχεση να τους δώσει κι άλλα, χωρίς όμως νάχει σκοπό να την κρα­

τήσει. Ωστόσο η μητέρα μου, επειδή δεν είταν σίγουρη πως η δυσαρέ­

σκεια και η φτώχεια τους θα εξασφάλιζαν τη δυστυχία στη μικρή, τους

διηγήθηκε την aτιμωτική ιστορία της μεγαλύτερης αδερφής της και μάλι­στα με προσθήκες που εξυπηρετούσαν το σκοπό της και τους είπε να την

προσέχουν πολύ γιατί είταν από κακό σόι και πρόστεσε πως είταν νόθος

και πως σίγουρα αργά η γρήγορα θάπαιρνε τον κακό δρόμο . Επειδ1Ί τα

γεγονότα φαίνονταν να επιβεβαιώνουν τη διήγησή της , οι φτωχοί άν­

θρωποι πίστεψαν τη μητέρα μου κ' έτσι το κοριτσάκι έζησε κοντά τους

μια ζωή τόσο δυστυχισμένη όσο επιδιώκαμε. Ώσπου μια χήρα που κα­

τοικούσε τότε στο Τσέστερ την είδε, τη σπλαχνίστηκε και την πήρε κο­

ντά της. Μια καταραμένη τύχη, φαντάζουμαι, εναντιωνόταν στα σχέδιά

μας. Γιατί, παρ' όλες μας τις προσπάθειες, το κορίτσι έμεινε εκεί κ' έζη­

σε ευτυχισμένο. Την είχα χάσει δυο-τρία χρόνια και την ξαναβρήκα εδώ και μερικούς μήνες .

- Τη βλέπετε τώρα;

- Μάλιστα, στηριγμένη στο μπράτσο σας .

-Μα όχι λιγότερο ανιψιά μου , - φώναξε η κυρία Μαίηλη αγκαλιά-

ζοντας την κοπέλα που λιποθυμούσε. -Όχι λιγότερο το αγαπημένο μου

παιδί. Δε θα την παραχωρούσα τώρα σε κανέναν για όλους τους θησαυ­

ρούς του κόσμου. Γλυκιά μου συντροφιά, αγαπημένο μου κορίτσι.

- Ω, εσείς, μοναδική μου φίλη μες στον κόσμο, - φώναξε η Ροζ και

Page 234: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 473

σφίχτηκε πάνω της. -Η πιο καλή, η πιο τρυφερή μου φίλη. Η καρδιά

μου πάει να σπάσει. Δεν μπορώ να τ' aντέξω όλ' αυτά.

-Έχεις αντέξει πολύ περισσότερα και παρ' όλα αυτά έμεινες τόσο καλή και τόσο γλυκιά που δεν έπαψες να χαρίζεις ευτυχία σ' όλους γύ­

ρω σου, - είπε η κυρία Μαίηλη σφίγγοντάς την με τρυφερότητα. - Έλα,

έλα, αγάπη μου , θυμήσου τώρα ποιος είναι αυτός που περιμένει να σε σφίξει στην αγκαλιά του. Καημένο παιδί. Σκέψου τι σου είναι τώρα! Κοί­

ταξε δω, κοίταξε, κοίταξε, αγαπητή μου.

-Όχι, δεν είναι θεία μου , - φώναξε ο Όλιβερ ρίχνοντας τα χέρια του γύρω στο λαιμό της. -Ποτέ δε θα την πω θεία. Είναι αδερφή μου.

Η πολυαγαπημένη μου αδερφή. Απ' την πρώτη στιγμή κάτι μες στην καρ­

διά μου μούλεγε να τη λατρεύω έτσι. Ροζ, αγαπημένη μου Ροζ.

Θα σεβαστούμε τα δάκρυα που χύθηκαν και τα λόγια που ανταλλά­χτηκαν όσο κρατούσε αυτό το αγκάλιασμα των δυο ορφανών. Είχαν ξα­

ναβρεί κ' είχαν χάσει μέσα στην ίδια στιγμ1Ί πατέρα, αδερφή και μητέ­

ρα· χαρά και θλίψη σμίγανε μες στο ίδιο ποτήρι. Μα τα δάκρυά τους δεν είχαν καμιά πικρία, ακόμα κ' η θλίψη τους είταν τόσο απαλή, τόσο τυ­

λιγμένη σε γλυκιές και τρυφερές αναμνήσεις που έχανε τον οδυνηρό της

χαραχτήρα κ' έμοιαζε με μελαγχολική χαρά. Έμειναν πολλή ώρα μόνοι. Ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα τούς

πληροφόρησε πως κάποιος περίμενε έξω. Ο Όλιβερ πήγε ν' ανοίξει κ'

έφυγε αφήνοντας να μπει ο Χάρυ Μαίηλη.

-Τα ξέρω όλα, - είπε καθώς καθόταν δίπλα στο χαριτωμένο κορί­τσι. - Αγαπητή μου Ροζ, τα ξέρω όλα. Δεν είμαι εδώ τυχαία, -πρόστε­

σε ύστερ' από αρκετή σιωπή. - Ούτε τάμα θα απόψε το βράδι, αλλά τά­

ξερα από χτες - από χτες κιόλας. Μαντεύετε πως ήρθα να σας θυμίσω

μιαν υπόσχεσή σας;

-Σταθείτε, - είπε η Ροζ, -τα ξέρετε πραγματικά όλα;

-Ναι, όλα. Μου δώσατε την άδεια οποιαδήποτε μέρα μέσα σ' ένα

χρόνο να επανέλθω στο θέμα της τελευταίας μας συνομιλίας.

-Αλήθεια.

-Όχι για να σας πιέσω ν' αλλάξετε την απόφασή σας, - εξακολού-

θησε ο νέος, - αλλά για να σας ακούσω να την επαναλάβετε, αν θέλε­

τε. Θα κατέθετα στα πόδια σας τη θέση μου και την περιουσία μου κι αν

επιμένατε στην απόφασή σας, υποσχέθηκα να μην πω και να μην κάνω

τίποτα για να τη μεταβάλω.

-Οι ίδιοι λόγοι που μου υπαγόρευαν τότε την απόφασή μου εξακο-

λουθούν να υπάρχουν και τώρα, -είπε η Pot με σταθεοότητα. - Αν πο­τέ είμουν υποχρεωμένη κ' είχα μεγάλα καθήκοντα απέναντι σε κείνη που

με την καλοσύνη της μ' έσωσε απ' τη φτώχεια και τα βάσανα, πότε θά-

Page 235: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

474 ΚΑΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

πρεπε να τα νιώσω περισσότερο από απόψε; Είναι ένας αγώνας, - είπε η Ροζ, - μα είναι ένας αγώνας που γι αυτόν είμαι περήφανη. Είναι ένα

πλήγμα μα η καρδιά μου θα το βαστάξει.

- Οι aποκαλύψεις αυτής της βραδιάς ... - άρχισε ο Χάρυ.

-Οι aποκαλύψεις αυτής της βραδιάς, - απάντησε απαλά η Ροζ, -μ'

αφήνουν απέναντί σας στην ίδια θέση όπου είμουνα και πριν.

- Σκληραίνετε την καρδιά σας εναντίον μου, Ροζ, -επέμεινε ο Χάρυ.

-Ω, Χάρυ, Χάρυ, -είπε η νέα κι αναλύθηκε σε δάκρυα. -Μακάρι

να το μπορούσα και να μην ένιωθα τέτιον πόνο .

-Τότε γιατί τον επιβάλλετε στον εαυτό σας; -είπε ο Χάρυ παίρνοντας

το χέρι της. -Σκεφτείτε, αγαπημένη Ροζ, σκεφτείτε τι ακούσατε απόψε.

-Και τι άκουσα, τι άκουσα απόψε; - φώναξε η Ροζ. -Πως ο πατέ­

ρας μου, κάτω απ' την επίδραση της καταισχύνης, εγκατέλειψε τα πάντα .. . Ώς εδώ· αρκετά είπαμε, Χάρυ, αρκετά είπαμε γι' αυτό.

-Όχι ακόμα, όχι ακόμα, -είπε ο νέος κρατώντας την καθώς εκείνη

σηκωνόταν . - Οι ελπίδες μου , οι φιλοδοξίες μου , τα σχέδιά μου, τα αι­

σθήματά μου, όλα εχτός απ' την αγάπη που τρέφω για σας, έχουν αλλά­

ξει. Δε σας προσφέρω τώρα μιαν εξέχουσα θέση στον πολυτάραχο κό­

σμο· δε σας καλώ ν' αναμιχθείτε με τον κόσμο της κακίας και της επί­

δειξης όπου οι τίμιοι άνθρωποι αναγκάζονται να κοκκινίζουν για πράγ­

ματα που δεν αποτελούν καμιάν aτίμωση. Δε σας προσφέρω πια παρά μια καρδιά και μιαν εστία. Ναι, αγαπημένη μου Ροζ, αυτά, αυτά μονάχα

έχω να σας προσφέρω.

- τί θέλετε να πείτε ; -τραύλισε εκείνη. -Απλώς και μόνον αυτό: Πως όταν σας άφησα την τελευταία φορά,

σας άφησα με τη σταθερή απόφαση να παραμερίσω από ανάμεσά μας

κάθε φανταστικό φραγμό· είχα αποφασίσει πως αφού ο κόσμος ο δικός

μου δεν μπορεί να γίνει και δικός σας, να γίνει ο κόσμος σας δικός μου· θα γύριζα την πλάτη σ' όλους εκείνους που από υπεροψία καταγωγής θα

μπορούσαν να σας περιφρονήσουν. Και το έκανα αυτό . Κι όσοι αποτρα­

βήχτηκαν από μένα γι αυτό το λόγο, αποτραβήχτηκαν το ίδιο κι από σας,

αποδείχνοντας έτσι πως είχατε δίκιο. Ισχυροί προστάτες, συγγενείς με

αξιώματα και επιρροή, που μου χαμογελούσαν άλλοτε, με κοιτούν τώρα

με ψυχρότητα· υπάρχουν όμως τόσα χαμογελαστά λιβάδια και φιλόξενα

δάση στην εύφορη χώρα μας και κοντά σε μια χωριάτικη εκκλησία, τη

δική μου, Ροζ, υπάρχει ένα αγροτικό σπιτάκι που γι αυτό μπορείτε να με

κάνετε πιο περήφανο απ' όσο θα μ' έκαναν όλες οι τιμές που απαρνή­

θηκα. Αυτή είναι τώοα η δική μου θέση και την καταθέτω στα πόδια σας.

-Μεγάλος μπελάς να περιμένεις ερωτευμένου ς νάρθουν στο τραπέ-

Page 236: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 475

ζι, -είπε ο κύριος Γκρήμγουιγκ ξυπνώντας απόναν μικρό υπνάκο και

τραβώντας το μαντήλι απ' το πρόσωπό του.

Είναι αλήθεια πως παρατράβηξε αυτή η αναμονή. Ούτε η κυρία Μαί­

ηλη, ούτε ο Χάρυ, ούτε η Ροζ, που μπήκαν όλοι μαζί, μπόρεσαν να βρουν μια λέξη δικαιολογίας.

-Το σκέφτηκα σοβαρά απόψε να φάω το κεφάλι μου , - είπε ο κύ­

ριος Γκρήμγουιγκ, - γιατί άρχισα να φοβάμαι πως έτσι όπως πηγαίναμε,

δε θάβρισκα τίποτ' άλλο να φάω. Αν μου επιτρέπετε, μπορώ να χαιρε­

τήσω τη νύφη;

Ο κύριος Γκρήμγουιγκ, χωρίς να χάσει καιρό, χαιρέτησε θερμά την

κοπέλα που κοκκίνισε. Και το παράδειγμα αυτό, όντας μεταδοτικό, το

ακολούθησε ο γιατρός και ο κύριος Μπράουνλοου. Μερικοί ισχυρίζονται

πως ο Χάρυ Μαίηλη είχε σκηνοθετήσει αυτή τη σκηνή σ' ένα συνεχόμε­

νο σκοτεινό δωμάτιο. Μα άνθρωποι αξιόπιστοι θεωρούν πως κάτι τέτιο

θ' αποτελούσε σκάνδαλο μια κι ο Χάρυ είταν τόσο νέος και μάλιστα κλη­

ρικός.

- Όλιβερ, παιδί μου, - είπε η κυρία Μαίηλη, -πού είσουνα και για­

τί είσαι έτσι θλιμένος; Βλέπω δάκρυα στα μάτια σου. Τί τρέχει;

Ζούμε σ' έναν κόσμο γεμάτο aπογοητεύσεις που καταστρέφουν τις κα­

λύτερες ελπίδες μας, τις ελπίδες εκείνες που μας τιμούν περισσότερο. Ο

καημένος ο Ντικ είχε πεθάνει!

Page 237: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

LII

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΦΑΓΚΙΝ

Η αίθουσα του Δικαστηρίου φαινόταν ταπετσαρισμένη από πάνω ώς

κάτω με ανθρώπινα πρόσωπα. Ερευνητικά κι άπληστα μάτια κοί­

ταζαν από παντού. Απ' το κιγκλίδωμα, μπροστά στο εδώλιο του

κατηγορουμένου, ώς την πιο aπόμερη γωνιά της γαλαρίας όλα τα βλέμ­

ματα είταν καρφωμένα πάνω σ' έναν άνθρωπο: στον Φάγκιν. Από μπρος

και πίσω, από πάνω και κάτω, από δεξιά κι αριστερά έμοιαζε περικυ­

κλωμένος από ένα στερέωμα από λαμπερά μάτια.

Στεκόταν εκεί, μέσα στη λάμψη τόσων aστραφτερών ματιών, έχοντας

τόνα του χέρι στο ξύλινο χώρισμα και τ' άλλο στ' αυτί, με το κεφάλι γερ­

μένο μπροστά για ν' ακούει πιο καθαρά κάθε λέξη του προέδρου που

διάβαζε το κατηγορητήριο στους ενόρκους. Πότε-πότε έρριχνε μια δια­

περαστική ματιά στους τελευταίους για να διακρίνει το αποτέλεσμα που

θα έφερνε και το παραμικρότερο ελαφρυντικό στοιχείο· κι όταν άκουγε

ν' αναφέρονται τα επιβαρυντικά στοιχεία με φοβερή σαφήνεια, κοίταζε

με βουβή παράκληση το συνήγορό του σα να τον εκλιπαρούσε να κάνει

κάτι για να τον σώσει. Εχτός όμως απ' αυτές τις εκδηλώσεις της αγωνίας,

δεν έκανε καμιάν άλλη κίνηση: Είναι ζήτημα αν είχε σαλέψει απ' την αρ­

χή της δίκης, κι όταν ακόμα ο πρόεδρος σταμάτησε να μιλάει, αυτός εξα­κολουθούσε νάχει την ίδια έκφραση τεταμένης προσοχής, με το βλέμμα

καρφωμένο πάνω του, σα ν' άκουγε ακόμα.

Μια μικρή κίνηση μέσα στην αίθουσα τον ξανάφερε στην πραγματι­

κότητα. Κοιτάζοντας γύρω του, είδε πως οι ένορκοι είχαν συγκεντρωθεί

για να βγάλουν την απόφαση. Στρέφοντας τα μάτια του κατά τη γαλαρία

είδε τον κόσμο να σηκώνεται για να τον δει καλύτερα· μερικοί έφερναν

βιαστικά τα λορνιόν στη μύτη τους κι άλλοι μιλούσαν σιγανά στους δι­πλανούς τους ενώ στην όψη τους ζωγραφιζόταν η απέχθειά τους. Υπήρ­

χαν και μερικοί που ασχολούνταν μ' αυτόν αλλά κοίταζαν μονάχα προς

τους ενόρκους όλο αδημονία, απορώντας γιατί aργούσαν τόσο πολύ. Αλλά

σε κανένα πρόσωπο -ακόμα και στων γυναικών που είταν πλήθος εκεί­

δεν μπόρεσε να διακρίνει την παραμικρή συμπάθεια, ούτε κανένα άλλο

Page 238: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 477

συναίσθημα εχτός απ' την έντονη επιθυμία να καταδικαστεί.

Καθώς τα παρατηρούσε όλ' αυτά με aπλανές βλέμμα η απόλυτη ησυ­

χία αποκαταστάθηκε και, στρέφοντας πίσω το κεφάλι, είδε πως οι ένορ­

κοι είχαν γυρίσει προς τον πρόεδρο .. . «Σιωπή»! Ζήτησαν μονάχα την άδεια ν' αποσυρθούν. Κοίταξε άπληστα ένα-ένα

τα πρόσωπά τους όπως έβγαιναν, σα να επιχειρούσε ν' αντιληφθεί προς

τα πού έκλιναν οι περισσότεροι: μάταια όμως. Ο δεσμοφύλακας τον άγ­

γιξε στον ώμο. Ο Φάγκιν τον ακολούθησε μηχανικά ώς την άκρη του εδω­

λίου και κάθησε σε μια καρέκλα· αν εκείνος δεν του την είχε δείξει, δε

θα την είχε δει καθόλου.

Έρριξε πάλι το βλέμμα του κατά τη γαλαρία. Άλλοι έτρωγαν κι άλ­λοι έκαναν αέρα με τα μαντήλια τους γιατί έκανε πολλή ζέστη έτσι κα­

θώς η αίθουσα είταν κατάμεστη. Ένας νεαρός τούπαιρνε ένα σκίτσο σ'

ένα μικρό σημειωματάριο . Ο Φάγκιν αναρωτήθηκε αν το σκίτσο θα τού­

μοιαζε κ' εξακολούθησε να κοιτάζει τον καλλιτέχνη που έξυνε τη μύτη

του μολυβιού του, που είχε σπάσει, ακριβώς όπως θάκανε κάθε aργό­

σχολος θεατής. Κατά τον ίδιο τρόπο , όταν γύρισε η ματιά του προς το δι­

καστή, άρχισε να εξετάζει το ράψιμο της στολής του και ν' αναρωτιέται

πόσο θα στοίχιζε και πώς θα τη φορούσε. Ύστερα παρατήρησε στις έδρες

των δικαστών ένα χοντρό γέρο κύριο πούχε βγει έξω μισή ώρα πριν και τώρα μόλις είχε ξαναγυρίσει. Αναρωτήθηκε αν ο άνθρωπος αυτός είχε

πάει για φαι, τι είχε φάει και πού. Κ' εξακολούθησε αυτή τη σειρά από

αμέριμνες σκέψεις αφήνοντας το προηγούμενο θέμα όταν ένα νέο έπε­

φτε στο μάτι του.

Σ ' όλο αυτό το διάστημα το μυαλό του δεν είταν βέβαια ούτε για ένα

λεπτό απαλλαγμένο απ' την καταθλιπτική αίσθηση του τάφου που ανοι­

γόταν κάτω απ' τα πόδια του · η αίσθηση αυτή είταν πάντοτε παρούσα αλ­

λά κάπως αόριστα και δεν μπορούσε να καθηλώσει τη σκέψη του πάνω

σ' αυτήν. Έτσι, μ' όλο που η σκέψη του ενδεχόμενου θανάτου μια τον

έκανε ν ' ανατριχιάζει και μια ν' ανάβει, ωστόσο είχε καταπιαστεί με το

μέτρημα των σιδερένιων στολισμάτων του κιγκλιδώματος που βρισκόταν

μπροστά του κι αναρωτιόταν πώς είχε σπάσει τόνα απ' αυτά κι αν θα το

επισκεύαζαν ή θα τ' άφηναν όπως είταν. Ύστερα αναλογίστηκε όλη τη

φρίκη της κρεμάλας σταμάτησε για μια στιγμή για να παρατηρήσει έναν

άνθρωπο που κατάβρεχε το πάτωμα κ' εξακολούθησε τις σκέψεις του.

Τέλος φώναξαν να γίνει ησυχία και αστραπιαία όλα τα βλέμματα στρά­

φηκαν προς την πόρτα. Οι ένορκοι ξαναγύρισαν και πέρασαν από κοντά

του. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στα πρόσωπά τους που έμοιαζαν σαν πέτρινα. Επικράτησε απόλυτη σιωπή · ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια

ανάσα ... «Ένοχος!»

Page 239: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

478 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΓΙΚΕΝΣ

Μια τρομερή ιαχή δόνησε το χτίριο, κι άλλη, κι άλλη, κ' ύστερα aντι­

λάλησε από δυνατούς βρόντους που, όπως ξεχύνονταν, δυνάμωναν σαν

άγριοι κεραυνοί. Είταν οι εκρήξεις χαράς του πλήθους που είταν συγκε­

ντρωμένο απ' έξω και υποδεχόταν χαρούμενα την είδηση πως θα τον εκτε­

λούσαν τη Δευτέρα.

Ο θόρυβος κόπασε και τον ρώτησαν αν είχε τίποτα να πει πάνω στην

καταδίκη του. Είχε ξαναπάρει την προσεχτική στάση του και κοίταζε έντο­

να εκείνον που τον ρωτούσε· ωστόσο ο τελευταίος αναγκάστηκε να του

επαναλάβει δυο φορές την ερώτηση πριν ο Φάγκιν δείξει πως την κατά­

λαβε και τότε το μόνο που ψιθύρισε είταν πως είναι «ένας γέρος - ένας

γέρος - ένας γέρος>> και η φωνή του έσβησε σιγά-σιγά.

Ο δικαστής φόρεσε το μαύρο σκούφο κι ο φυλακισμένος εξακολού­

θησε να μένει aσάλευτος στην ίδια στάση και με το ίδιο ύφος. Μια γυ­ναίκα απ' τη γαλαρία άφησε ένα επιφώνημα σα να συγκινήθηκε απ' την

επιβλητική αυτή επισημότητα. Ο Εβραίος κοίταξε βιαστικά κατά το μέ­

ρος της σα νάταν θυμωμένος απ' τη διακοπή κ' ύστερα ξανάσκυψε μπρο­

στά σε στάση ακόμα μεγαλύτερης προσοχής. Η απόφαση διαβάστηκε με

τόνο αυστηρό κ' επίσημο κ' η ποινή είταν φοβερή. Αλλά αυτός στεκόταν

σαν άγαλμα χωρίς να σαλεύει ούτε ένα νεύρο του. Το κατάχλωμο πρό­

σωπό του έγερνε α~όμα προς τα εμπρός, το σαγόνι του κρεμόταν και τα

μάτια του κοίταζαν ακόμα άπλανα μπροστά, όταν ο δεσμοφύλακας ακού­

μπησε το χέρι στο μπράτσο του και τούκανε νόημα να τον ακολουθήσει.

Κοίταξε με ηλίθιο ι1φος για μια στιγμή γύρω του και ύστερα υπάκουσε.

Τον πέρασαν απ' το πλακόστρωτο δωμάτιο που βρισκόταν κάτω απ'

την αίθουσα του δικαστηρίου όπου άλλοι κατηγορούμενοι περίμεναν τη

σειρά τους για να δικαστούν. Πολλοί απ' αυτούς συνομιλούσαν με τους

φίλους τους που είταν πλήθος έξω απ' τα κάγκελα που χώριζαν την αί­

θουσα απ' το προαύλιο. Δεν υπήρχε κανένας για να μιλήσει σ' ε κ ε ί­

ν ον . Αλλά, όπως πέρναγε, οι φυλακισμένοι παραμέρισαν για να τον δει

ο κόσμος που συνωστιζόταν έξω απ' τα κάγκελα· κι όλο αυτό το πλήθος

τον έβρισε, τον σφύριξε, τον γιουχάισε. Τους έδειξε τη γροθιά του και

θα τους έφτυνε αν οι φύλακες δεν τον τραβούσαν βιαστικά, μες απόνα

σκοτεινό διάδρομο φωτισμένο από ελάχιστες καπνισμένες λάμπες, στο

εσωτερικό της φυλακής .

Εκεί τον έψαξαν για να βεβαιωθούν πως δεν είχε τίποτα πάνω του

για ν' αυτοκτονήσει και να προλάβει έτσι το Νόμο. Όταν τέλειωσε αυτή

η διαδικασία, τον οδήγησαν σ' ένα απ' τα κελλιά όπου έμεναν οι μελλο­θάνατοι και τον άφησαν εκεί -ολομόναχο.

Κάθησε στον πέτρινο πάγκο, απέναντι στην πόρτα, που χρησίμευε τό­σο για κάθισμα όσο και για κρεβάτι, και χαμηλώνοντας τα φλογισμένα

Page 240: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 479

μάτια του στο πάτωμα προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Σε

λίγο άρχισε να ξαναθυμάται μερικά σκόρπια αποσπάσματα απ' τα λόγια

του δικαστή που , όταν τα άκουγε, τούχε φανεί πως δεν είχε καταλάβει

ούτε λέξη. Σιγά-σιγά όλα αυτά πήραν την κατάλληλη θέση και του θύμι­

σαν άλλα και τέλος μέσα σε λίγη ώρα θυμ1Ίθηκε ολόκληρη τη φοβερή κα­

ταδίκη, με τα ίδια σχεδόν λόγια που του την aπήγγειλαν : «εις τον δι' αγ­

χόνης ... -ναι, έτσι τέλειωνε - εις τον δι' αγχόνης θάνατον» .

Καθώς έπεφτε η νύχτα, άρχισε να σκέφτεται όλους τους γνωστούς του

πούχαν πεθάνει στην κρεμάλα και μερικοί απ' αυτούς μάλιστα εξαιτίας

του. Περνούσαν μπροστά απ' τα μάτια του με τέτια ταχύτητα που μόλις

κατάφερνε να τους μετράει. Είχε παρακολουθήσει την εκτέλεση μερικών

απ' αυτούς και τους είχε μάλιστα κορο.ίδέψει γιατί πέθαιναν ψιθυρίζο­

ντας μια προσευχή. Με τί απαίσιο γδούπο άνοιγε η καταπαχτή! Και πό­σο γρήγορα οι ρωμαλέοι άντρες μεταβάλλονταν σ' ένα αιωρούμενο άδε ιο

σακκί!

Μερικοί απ' αυτούς ίσως νάχαν μείνει στο ίδιο αυτό κελλί, ίσως νά­

χαν καθήσει στο ίδιο ακριβώς μέρος. Είταν πολύ σκοτεινά τριγύρω· για­

τί δεν έφερναν ένα φως; Το κελλί είταν χτισμένο από πολλά χρόνια. Πό­

σοι άνθρωποι θα πέρασαν εκεί τις τελευταίες τους ώρες!

Είταν σα να καθόταν μέσα σ' έναν τάφο γεμάτο πτώματα -να ο σκού­

φος, να ο βρόχος, να τα δεμένα χέρια και τα πρόσωπα που γνώρισε και

που τ' αναγνωρίζει ακόμα και κάτω απ' τον αποτρόπαιο αυτόν πέπλο.

- Φως, φως!

Τέλος, όταν πια τα χέρια του είχαν πληγιάσει απ' τα χτυπήματα πά­

νω στη βαριά πόρτα και στους τοίχους, παρουσιάστηκαν δυο άνθρωποι.

Ο ένας κρατούσε ένα κερί που τόμπηξε σ' ένα σιδερένιο σαμντάνι στε­

ρεωμένο στον τοίχο κι ο άλλος έσερνε ένα στρώμα για να κοιμηθεί τη

νύχτα γιατί δεν έπρεπε πια ν' αφήσουν μονάχο τον φυλακισμένο.

Κ' η νύχτα ήρθε, σκοτεινή , πένθιμη, σιωπηλή. Συνήθως όσοι ξαγρυ­πνούν χαίρονται όταν ακούν να σημαίνουν τα ρολόγια των εκκλησιών για­

τί τους θυμίζουν τη ζωή και τη μέρα που έρχεται. Αυτόν όμως τον βύθι­

ζαν στην απόγνωση. Κάθε χτύπημα επαναλάβαινε μια μονάχα βαριά, υπό­

κωφη λέξη: το Θάνατο. Τι τον ένιαζε αυτόν ο θόρυβος και η χαρωπή κί­

νηση του πρωινού που έφτανε ώς εκεί; Είταν μια άλλη μορφή της νε­

κρώσιμης καμπανοκρουσίας, μονάχα που στην προειδοποίηση είχε προ­

στεθεί κ' η ειρωνεία.

Η μέρα κύλησε· η μέρα! Όχι δεν είταν μια μέρα αυτή· είχε φύγει μό­

λις είχε έQθει και ξανάπεσε η νύχτα· μια νύχτα τόσο μακριά κι όμως τό­σο σύντοf-<η . Μακριά για τη φοβΕρή σιωπή της και σύντομη για τις φευ­

γαλέες της ώρες. Πότε παραληρούσε και βλαστημούσε και πότε ούρλια-

Page 241: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

480 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

ζε και ξερρίζωνε τα μαλλιά του. Ομόθρησκοί του σεβάσμιοι γέροντες εί­

χαν έρθει να προσευχηθούν πλάι του, αλλά τους είχε διώξει με κατάρες.

Κι όταν επανέλαβαν τις φιλάνθρωπες προσπάθειές τους τους πέταξε έξω

με τις κλωτσιές.

Σάββατο βράδι. Μια νύχτα μονάχα ζωής τού έμενε ακόμα. Κ' ενώ τα

σκεφτόταν όλ' αυτά ξημέρωσε. Κυριακή! Την τελευταία μονάχα νύχτα η aφανισμένη του ψυχή απόχτησε σ' όλη

της την ένταση τη συντριπτική αίσθηση της aπελπιστικής του κατάστασης.

Δεν είχε βέβαια απ' την αρχή καμιά θετική ελπίδα πως θα γλύτωνε· δεν

είχε όμως και ποτέ aτενίσει τον ενδεχόμενο θάνατο σαν κάτι περισσό­

τερο από μιαν αόριστη πιθανότητα. Στην αρχή είχε ανταλλάξει ελάχιστα

λόγια με τους δυο άντρες που τον φρουρούσαν διαδοχικά: κι αυτοί με τη

σειρά τους δεν έκαναν καμιά προσπάθεια για να προκαλέσουν την προ­σοχή του. Είχε καθήσει λοιπόν aσάλευτος εκεί, άγρυπνος, έχοντας πέσει

σε βύθος. Τώρα όμως σηκωνόταν κάθε λίγο και λιγάκι κι aσθμαίνοντας,

με το σώμα να καίει απ' τον πυρετό, έτρεχε από δω κι από κει μέσα σε

τέτιο παροξυσμό φόβου και λύσσας που ακόμα κ' οι φύλακες, αν και συ­

νηθισμένοι σε τέτια θεάματα, aπομακρύνονταν γεμάτοι φρίκη. Στο τέλος

έγινε τόσο φοβερός απ' τα μαρτύρια της ένοχης συνείδησής του, που κα­

νένας απ' τους δυο φύλακες δε βάσταγε να μείνει μονάχος μαζί του και

κάθησαν κ' οι δυο για να τον φυλάξουν. Κουλουριάστηκε πάνω στον πέτρινο πάγκο κι άρχισε να σκέφτεται το

παρελθόν. Είχε τραυματιστεί απ' τις πέτρες που του πέταγε το πλήθος τη

μέρα της σύλληψής του και το κεφάλι του είταν τυλιγμένο μ' ένα κομμά­

τι πανί. Τα κόκκινα μαλλιά του κρέμονταν πάνω στο πανιασμένο του πρό­

σωπο· η αναμαλλιασμένη γενειάδα του είταν ξερριζωμένη τόπους-τόπους

τα μάτια του έλαμπαν τρομαχτικά κ' η βρώμικη σάρκα του είχε σκάσει

απ' τον πυρετό που τον κατάτρωγε . Οχτώ, εννέα, δέκα η ώρα! Αν δεν εί­

ταν ένα παιχνίδι για να τον τρομάξουν κι αν αυτές είταν οι πραγματικές

ώρες που διαδέχονταν αστραπιαία η μια την άλλη, πού θα βρισκόταν όταν

θα ξανάρχονταν; Έντεκα! Άλλη μια ώρα σήμανε πριν καλά-καλά να σβή­σει ο ήχος της προηγούμενης. Στις οχτώ, τ' άλλο πρωί, θάταν ο μόνος που

θα πενθούσε τον ίδιο του το θάνατο. Και στις έντεκα ... Αυτά τα φριχτά τείχη του Νιουγκαίητ που είχαν αποκρύψει για πολύν

καιρό τόση αθλιότητα και τόσες ανείπωτες αγωνίες όχι μονάχα απ' τα

μάτια μα δυστυχώς κι απ' τη σκέψη των ανθρώπων, δεν είχαν δει ποτέ

ένα τόσο φριχτό θέαμα . Οι λιγοστοί διαβάτες που κοντοστάθηκαν καθώς

περνούσαν από κει κι αναρωτήθηκαν τι νάκανε τάχα αυτός ο άνθρωπος

που θα τον κρεμούσαν το πρωί, θα περνούσαν μιαν άσκημη νύχτα αν τον

έβλεπαν.

Page 242: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 481

Από νωρίς τ' aπόγεμα ώς τα μεσάνυχτα σχεδόν , μικρές ομάδες,

δυο-δυο, τρεις-τρεις, έρχονταν να ρωτήσουν όλο αγωνία στο φυλάκιο μή­

πως είχε δοθεί καμιά χάρη στον κατάδικο . Καθώς η απάντηση που παίρ­

νανε είταν αρνητική , μετέδιναν το ευχάριστο αυτό νέο και σε άλλους που

είταν μαζεμένοι στο δρόμο κ' έδειχναν ο ένας στον άλλον την πύλη απ'

όπου θα έβγαζαν τον κατάδικο και το μέρος όπου θα στηνόταν το ικρίω­

μα· ύστερα έφευγαν aπρόθυμα στρέφοντας κάθε τόaο πίσω σα νάθελαν

να δουν με τη φαντασία τους αυτή τη σκηνή. Σιγά-σιγά το πλήθος δια­

λύθηκε και, κά.που μια ώρα, στο νεκρό σημείο της νύχτας, βασίλεψε η ερημιά και η σιωπή.

Όλος ο χώρος μπροστά στη φυλακή καθαρίστηκε και τοποθετήθηκαν

μερικά βαριά ξύλινα φράγματα, βαμένα μαύρα, για να συγκρατήσουν την

πίεση του πλήθους που περίμεναν να συγκεντρωθεί. Εκείνη την tδρα ο κύριος Μπράουνλοου κι ο Όλιβερ παρουσιάστηκαν στο φυλάκιο εφο­

διασμένοι με μιαν άδεια να επισκεφτούν τον κατάδικο, υπογραμένη απ'

τον εισαγγελέα . Τους άφησαν να μπουν αμέσως.

-Μαζί κι ο νεαρός, κύριε; - ρώτησε ο άνθρωπος που θα τους οδη­

γούσε στο κελλί. - Δεν είναι θέαμα για παιδιά, κύριε.

- Σωστά, φίλε μου, - απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου, -επειδή όμως ό ,τι έχουμε να πούμε με τον κατάδικο σχετίζεται στενά με τον νε­

αρό κ' επειδή ο μικρός τον έχει δει σ' όλη τη δόξα της κακουργίας του,

νομίζω πως - έστω κι αν του κάνει κόπο και φόβο- πρέπει να τον δει

και τώρα.

Τα λίγα αυτά λόγια ειπώθηκαν ιδιαιτέρως, έτσι που να μην τ' ακού­

σει ο Όλιβερ. Ο άνθρωπος έφερε το χέρι στο καπέλο και κοιτάζοντας

τον Όλιβερ με κάποια περιέργεια άνοιξε μιαν άλλη πόρτα, απέναντι από

κείνη που μπήκανε, και τους οδήγησε στα κελλιά ανάμεσα απόνα δαί­

δαλο σκοτεινών διαδρόμων.

-Εδώ, -είπε ο άνθρωπος σταματώντας σ' ένα σκοτεινό πέρασμα.

-Αυτό είναι το μέρος απ' όπου θα περάσει. Αν κάνετε δυο βήματα κα-

τά κει, μπορείτε να δείτε την πόρτα απ' όπου θα τον βγάλουν.

Τους οδήγησε σε μια πλακοστρωμένη κουζίνα γε μάτη χαλκώματα για

το συσσίτιο της φυλακής και τους έδειξε μια πόρτα. Πάνω απ' την πόρ­

τα είταν ένα καγκελόφραχτο άνοιγμα απ' όπου έφτανε ο θόρυβος από

ανθρώπινες φωνές, από χτυπήματα σφυριών κι από σανίδες που μετακι­

νούσαν . Εκεί συναρμολογούσαν το ικρίωμα.

Ύστερα περάσανε μερικές άλλες βαριές πόρτι::ς που τις άνοιγαν από

μέσα οι φύλακες. Όταν φτάσανε σε μιαν ανοιχτή αυλή ανέβηκαν μια στε­νή σκάλα που κατέληγε σ' ένα διάδρομο με πολλές τέτιες πόρτες προς τ'

αριστερά. Κάνοντάς τους νόημα να μείνουν εκεί που είταν, ο φύλακας

Page 243: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

482 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΠΚΕΝΣ

χτύπησε μια απ' αυτές τις πόρτες με μιαν αρμαθιά κλειδιά. Οι δυο φρου­

ροί του Φάγκιν, αφού αντάλλαξαν ψιθυριστά μερικά λόγια, βγήκαν στο

διάδρομο και τεντώθηκαν σα νάνιωθαν ανακούφιση απ' αυτή τη σύντο­

μη ανάπαυλα· έκαναν νόημα στους επισκέπτες ν' ακολουθήσουν το δε­σμοφύλακα στο κελλί.

Ο κατάδικος καθόταν πάνω στο κρεβάτι του· και κουνιόταν δεξιά-αρι­

στερά με μιαν έκφραση μάλλον θηρίου στην παγίδα παρά ανθρώπινου

πλάσματος. Είταν φανερό πως το πνεύμα του πλανιόταν στην παλιά του ζωή γιατί εξακολουθούσε να μιλάει μόνος του σα να μην είχε πάρει εί­δηση τους νεοφερμένους και σα να τους μπέρδευε με τα οράματά του.

- Μπράβο, Τσάρλεϋ, καλή δουλειά, -τραύλιζε . - Κι ο Όλιβερ -χα­

χα-χα! -σωστός τζέντλεμαν πια ... σωστός ... πάρτε τον να πλαγιάσει! Ο δεσμοφύλακας έπιασε το ελεύθερο χέρι του Όλιβερ και ψιθυρίζο­

ντάς του να μη φοβάται κοίταξε σιωπηλά τον Εβραίο .

- Πάρτε τον να πλαγιάσει, - φώναξε ο Εβραίος, -δε μ' ακούει κα­

νείς; Είταν η ... η ... η αιτία για όλ' αυτά. Αξίζει τους κόπους μου και τα

λεφτά μου .. . Το λαιμό του Μπόλτερ, Μπιλ, μη σε νιάζει για το κορίτσι, το λαιμό τον Μπόλτερ πέρα για πέρα!

- Φάγκιν, - είπε ο δεσμοφύλακας.

- Εδώ, - φώναξε ο Φάγκιν παίρνοντας τη στάση που είχε στο δικα-

στήριο όταν άκουγε προσεχτικά. - Γέρος, Εντιμότατε, γέρος, γέρος!

-Άκου δω, - είπε ο δεσμοφύλακας βάζοντας το χέρι πάνω στο στή­

θος του Φάγκιν για να τον κρατήσει ακίνητο. -Εδώ είναι κάποιος που

θέλει να σε δει, να σε ρωτήσει κάτι, νομίζω . Φάγκιν, Φάγκιν . Είσαι άν­θρωπος;

- Για λίγον καιρό μονάχα, - απάντησε εκείνος κοιτάζοντάς τον με

μιαν έκφραση που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο, εχτός από μανία και

τρόμο . -Κεραυνός να τους κάψει. τι δικαίωμα έχουν να με μακελλέ­

ψουν;

Καθώς μιλούσε το μάτι του πήρε τον Όλιβερ και τον κύριο Μπρά­

ουνλοου κι αφού σύρθηκε στην άλλη άκρη του πάγκου ρώτησε τι θέλα­

νε κει.

-Έλα, ήσυχα, - είπε ο δεσμοφύλακας εξακολουθώντας να τον συ­γκρατεί. - Τώρα, κύριε, πέστε του τι θέλετε και κάντε γρήγορα, σας πα­

ρακαλώ, γιατί όσο πάει χειροτερεύει.

-Έχετε κάτι έγγραφα, - είπε ο κύριος Μπράουνλοου κάνοντας ένα

βήμα μπρος, - που σας τα παρέδωσε για περισσότερη ασφάλεια κάποι­

ος Μονκς.

- ψι;ματα! Δεν ι;χω τίποτα, τίποτα! - είπε ο Εβραίος.

- Για τ' όνομα του Θεού, -είπε ο κύριος Μπράουνλοου μ' επίσημο

Page 244: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 483

τόνο. -Μην το αρνιέστε τούτη τη στιγμή που βρίσκεστε στο χείλος του

τάφου. Πέστε μου πού βρίσκονται. Ξέρετε πως ο Σάικς είναι νεκρός, πως

ο Μονκς τα ομολόγησε όλα, πως δεν πρόκειται να βγάλετε τίποτα πια.

Πού είναι αυτά τα χαρτιά;

-Όλιβερ, -φώναξε ο Φάγκιν, -έλα δω, εδώ. Άσε με να σου πω κά­

τι στ' αυτί.

- Δε φοβάμαι, -είπε ο Όλιβερ με χαμηλή φωνή αφήνοντας το χέρι

του κυρίου Μπράουνλοου.

-Τα χαρτιά, - είπε ο Φάγκιν τραβώντας τον Όλιβερ κοντά του,

-είναι σ' ένα πάνινο σακκουλάκι, χωμένο σε μια τρύπα μέσα στην κα-

πνοδόχο, όχι πολύ ψηλά, στο επάνω μπροστινό δωμάτιο. Θέλω να σου

μιλήσω, αγαπητέ μου, θέλω να σου μιλήσω.

- Ναι, ναι, -απάντησε ο Όλιβερ, - αφήστε με πρώτα να πω μια προ­

σευχή, αφήστε με, αφήστε με να πω μια προσευχή. Πέστε και σεις μια

μονάχα, γονατιστός μαζί μου, και θα μιλάμε ώς το πρωί.

- Έξω, έξω, -φώναξε ο Φάγκιν σπρώχνοντας το παιδί κατά την πόρ­

τα και κοιτώντας άπλανα πάνω απ' το κεφάλι του. -Πες τους πως κοι­

μήθηκα. Εσένα θα σε πιστέψουν. Εσύ μπορείς να τα καταφέρεις. Άντε,

άντε!

-Ω, Θεέ μου! Συχώρεσε αυτόν τον δυστυχισμένο, - ξεφώνισε το παι­

δί ξεσπώντας σε δάκρυα.

-Σωστά, σωστά, -είπε ο Φάγκιν, - αυτό θα μας βοηθήσει. Αυτή η

πόρτα πρώτα-πρώτα. Κι αν τρέμω περνώντας κοντά απ' το ικρίωμα, μη

σε νιάζει. Τρέχα! Τώρα! Τώρα, τώρα! --Έχετε τίποτ' άλλο να τον ρωτ1Ίσετε, κύριε; -είπε ο δεσμοφύλακας.

-Όχι, -απάντησε ο κύριος Μπράουνλοου. Αν μπορούσα να τον κά-

νω να συναιστανθεί τη θέση του ... -Δε γίνεται, -απάντησε ο δεσμοφύλακας κουνώντας το κεφάλι του.

-Άστε τον καλύτερα.

Η πόρτα του κελλιού άνοιξε κ' οι φρουροί ξαναπήραν τη θέση τους.

- Κάνε γρήγορα, κάνε γρήγορα, -φώναξε ο Φάγκιν, ελαφροπατώ­

ντας μα όχι κι αργά. -Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!

Οι φύλακες τον έπιασαν κι αφού aπόσπασαν τον Όλιβερ απ' τα χέ­

ρια του, κράτησαν τον Φάγκιν ακίνητο. Εκείνος πάλεψε απελπισμένα για

μια στιγμή κ' ύστερα άρχισε να βγάζει τέτιες κραυγές που διαπερνούσαν

ακόμα και κείνα τα παχιά τείχη κι αντηχούσαν στ' αυτιά του κυρίου

Μπράουνλοου και του Όλιβερ ώσπου φτάσανε στην αυλή.

Πέρασε πολλή ώρα πριν μπορέσουν να φύγουν απ' τη φυλακή. Ο Όλι­βερ λίγο έλειψε να λιποθυμήσει ύστερ ' απ' αυτή την τρομερή σκηνή και

κάπου μια ώρα δεν είχε τη δύναμη να περπατήσει.

Page 245: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

484 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝΤΙΚΕΝΣ

Χάραζε πια όταν βγήκαν απ' το φρούριο. Πολύς κόσμος είχε κιόλας

μαζευτεί εκεί· τα παράθυρα είταν γεμάτα από ανθρώπους που κάπνιζαν

και παίζανε χαρτιά για να περάσει η ώρα· το πλήθος συνωστιζόταν, καυ­γάδιζε, χωράτευε. Το παν είταν ζωή και κίνηση, εχτός από μια σκοτεινή

μάζα στο κέντρο της πλατείας -το μαύρο ικρίωμα, η αγχόνη, το σκοινί

κι όλα τα φριχτά σύνεργα του θανάτου.

Page 246: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

LIII

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

ο ι περιπέτειες εκείνων που πήραν μέρος σ' αυτή την ιστορία έχουν

σχεδόν τελειώσει. Τα λίγα που απομένουν να πει ο ιστορικός τους

αναφέρονται εδώ με λίγες κι απλές λέξεις.

Πριν περάσουν τρεις μήνες, η Ροζ Φλέμιγκ κι ο Χάρυ Μαίηλη πα­

ντρεύτηκαν στη μικρή εξοχική εκκλησία όπου από δω και πέρα θ' ανή­

κε ο νεαρός κληρικός την ίδια μέρα εγκαταστάθηκαν στο σπίτι που θα

στέγαζε την ευτυχία τους.

Η κυρία Μαίηλη εγκαταστάθηκε κι αυτή μαζί με το γιο της και τη νύ­

φη της για να χαρεί γαλήνια, τις μέρες που της απόμεναν, τη μεγαλύτε­

ρη ευτυχία που άξιζε να γνωρίσει και μάλιστα σ' αυτή την ηλικία· -να

βλέπει από κοντά την ευτυχία εκείνων που γι αυτούς ξόδεψε τους θη­

σαυρούς της στοργής και της φροντίδας της σ' όλη της τη ζωή.

Ύστερ' από πολλές κ' επισταμένες έρευνες αποδείχτηκε πως αν μοι­

ραζόταν το υπόλοιπο της περιουσίας πούχε απομείνει στα χέρια του Μον­

κς (περιουσίας που καθόλου δεν ευδοκίμησε στα χέρια του και στα χέ­

ρια της μητέρας του) το μερίδιο του καθενός δε θα ξεπερνούσε τις τρεις

χιλιάδες λίρες.

Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα τους ο Όλιβερ θάχε δικαίωμα να πάρει όλη την περιουσία αυτή , όμως ο κύριος Μπράουνλοου, θέλοντας

να δώσει στο μεγαλύτερο γιο την ευκαιρία vα γίνει καλύτερος και ν' ακο­

λουθήσει μια τίμια σταδιοδρομία, πρότεινε αυτή τη μοιρασιά που ο νεα­

ρός προστατευόμενός του τη δέχτηκε με μεγάλη χαρά.

Ο Μονκς, διατηρώντας ακόμα αυτό το ψευδώνυμο, αποσύρθηκε με το

μερίδιό του σε μια μακρινή περιοχή του Νέου Κόσμου . Εκεί κατασπα­

τάλησε πολύ γρήγορα όλα του τα λεφτά και ξαναγύρισε ακόμα μια φο­

ρά στις παλιές του συνήθειες. Αφού έμεινε κάμποσον καιρό στη φυλακή

για μια καινούργια απάτη, είχε μια νέα προσβολή της χρόνιας αρρώστιας

του και πέθανε κει μέσα. Μακριά απ' τον τόπο τους πέθαναν και τα κυ­ριότερα μέλη πούχαν απομείνει απ' τη συμμορία του φίλου του του Φά­

γκιν.

Page 247: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

486 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

Ο κύριος Μπράουνλοου υιοθέτησε τον Όλιβερ. Εγκαταστάθηκε μαζί

του και με τη γριά οικονόμο του ένα μίλι μακριά απ' το πρεσβυτέριο όπου

έμεναν οι παλιοί του φίλοι, εκπληρώνοντας έτσι την πιο μεγάλη επιθυμία της στοργικής καρδιάς του Όλιβερ.'Ετσι αποτελέστηκε μια μικρή, στενά

συνδεμένη κοινωνία, που χαιρόταν την πιο τέλεια ευτυχία που θα μπο­ρούσε κανείς να γνωρίσει σ' αυτό τον ευμετάβολο κόσμο.

Λίγο ύστερ' απ' το γάμο των δυο νέων ο καλός γιατρός ξαναγύρισε

στο Τσέρτσεϋ όπου, μακριά απ' τους παλιούς του φίλους, θα τόχε ρίξει

στη μελαγχολία αν ο χαραχτήρας του του το επέτρεπε και θάχε γίνει

ολότελα γκρινιάρης αν μπορούσε να τα καταφέρει. Τους δυο-τρε ις πρώ­

τους μήνες περιοριζόταν να λέει πως ο αέρας δεν τον σήκωνε εκεί· ύστε ­

ρα, βλέποντας πως το μέρος εκείνο είχε χάσει γι αυτόν κάθε ενδιαφέ­

ρον, παράδωσε τη δουλειά του στο βοηθό του , νοίκιασε ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού όπου ο νεαρός του φίλος είταν πάστορας κι αμέ­

σως ξαναβρήκε το κέφι του. Εκεί επιδόθηκε στην κηπουρική, στο ψά­

ρεμα, στην ξυλουργική και σ' άλλες παρόμοιες ασχολίες που μ' όλες κα­

ταπιανόταν με τη χαραχτηριστική του ορμητικότητα. Κι απόχτησε τέτια

φήμη για όλα αυτά που όλοι στην περιοχή τον θεωρούσαν αληθινή αυ­

θεντία.

Πριν φύγει απ' το Τσέρτσεϋ, ο γιατρός είχε καταφέρει να πιάσει φι­

λία με τον Γκρήμγουιγκ που ο εκκεντρικός αυτός κύριος του την aντα­

πόδωσε μ' όλη του την καρδιά . Και τώρα ο κύριος Γκρήμγουιγκ έρχεται

συχνά και τον επισκέπτεται. Σε κάθε τέτια επίσκεψη ο κύριος Γκρήμ­

γουιγκ ασχολείται κι αυτός με την κηπουρική, το ψάρεμα και την ξυ­λουργική με μεγάλο ζήλο . Όλ' αυτά όμως τα κάνει με το δικό του ιδιόρ­

ρυθμο τρόπο, επιμένοντας πάντα πως αυτός είναι ο μόνος σωστός κ' υπο­

γραμμίζοντας τους ισχυρισμούς του με την ευνοούμενη φράση του. Τις

Κυριακές δεν παραλείπει ποτέ να κριτικάρει το κήρυγμα μπροστά στον ίδιο τον νεαρό πάστορα, ομολογώντας ύστερα στον κύριο Λόσμπερν πως

το είχε βρει εξαιρετικό μα πως δεν το θεωρούσε σωστό να του το πει.

Όσο για τον κύριο Μπράουνλοου, το συνηθισμένο του αστείο είταν να

κορο·ίδεύει το γέρο φίλο του για την προφητεία πούχε κάνει άλλοτε για

τον Όλιβερ και να του θυμίζει κείνο το βράδι που περίμεναν την επι­

στροφή του με το ρολόι ανάμεσά τους. Μα ο κύριος Γκρήμγουιγκ υπο­

στήριζε πως στο κάτω-κάτω αυτός είχε δίκιο γιατί ο Όλιβερ δεν είχε γυ­

ρίσει κείνο το βράδι· αυτή η παρατήρηση συνοδευόταν πάντα απόνα ξέ­σπασμα γέλιου κι απόνα ολοένα μεγαλύτερο κέφι. Ο κύριος Νώε Κλαί­

ηπολ, πούχε πάρει χάρη για τη μαρτυρία του ενάντια στον Φάγκιν, σκέ­

φτηκε πως το επάγγελμά του δεν είταν τόσο σίγουρο όσο τόθελε κ' έμει­

νε αρκετόν καιρό χωρίς να ξέρει τι να κάνει για να βγάζει το ψωμί του

Page 248: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 487

χωρίς πολύν κόπο. Ύστερ' από πολλή σκέψη, διάλεξε το επάγγελμα του

καταδότη και κερδίζει αρκετά. Η μέθοδός του είναι να βγαίνει κάθε Κυ­

ριακή περίπατο την ώρα της λειτουργίας μαζί με την Καρλότα ντυμένη

σαν κυρία. Η κυρία πέφτει λιπόθυμη μπροστά στην πόρτα μιας ταβέρνας

κι ο σύντροφός της πετυχαίνει απ' τον συμπονετικό ταβερνιάρη να του

πουλήσει τρεις πέννες μπράντυ για να τη συνεφέρει. Την άλλη μέρα κα­

ταγγέλλει τον ταβερνιάρη και τσεπώνει το μισό πρόστιμο. Καμιά φορά

βέβαια συμβαίνει να λιποθυμάει κι ο ίδιος ο κύριος Κλαίηπολ μα το απο­

τέλεσμα είναι το ίδιο.

Ο κύριος και η κυρία Μπαμπλ, που είχαν χάσει τη θέση τους, ξέπε­

σαν λίγο-λίγο στη φτώχεια και στην αθλιότητα και τέλος έγιναν κ' οι ίδι­

οι τρόφιμοι του ίδιου εκείνου Φτωχοκομείου όπου είχαν γνωρίσει άλλο­τε τόσα μεγαλεία. Κι ακούσανε κάποτε τον κύριο Μπαμπλ να λέει μέσα

σ' αυτή τη δοκιμασία και την ταπείνωση πως δεν είχε καν καρδιά να ευ­

χαριστήσει το Θεό που χώρισε έτσι απ' τη γυναίκα του.

Όσο για τους κυρίους Τζιλς και Μπριτλς είναι πάντα στο πόστο τους,

μονάχα που ο πρώτος έγινε φαλακρός κι ο πιο νέος έχη τα μαλλιά του

ολότελα γκρίζα. Κοιμούνται στο πρεσβυτέριο, αλλά μοιράζουν τόσο ακρι­

βοδίκαια τις περιποιήσεις τους ανάμεσα στην οικογένεια Μαίηλη, στον

Όλιβερ, στον κύριο Μπράουνλοου και στον κύριο Λόσμπερν που κανέ­

νας δεν ξέρει στο χωριό σε ποιο σπιτικό πραγματικά ανήκουν .

Ο κύριος Τσάρλεϋ Μπαίητς, αποτροπιασμένος απ' το έγκλημα του

Σάικς, αναρωτήθηκε σοβαρά αν στο κάτω-κάτω η τίμια ζωή δεν είταν

προτιμότερη. Έχοντας φτάσει στο συμπέρασμα πως πραγματικά είταν,

ξέκοψε με το παρελθόν κι αποφάσισε ν' ακολουθήσει έναν καινούργιο

δρόμο.

Για κάμποσον καιρό αγωνίστηκε σκληρά κ' υπόφερε πολλά, αλλά χά­

ρη στον εύθυμο χαραχτήρα του και στον καλό σκοπό πούχε τάξει στον

εαυτό του πέτυχε στο τέλος. Αφού δούλεψε σαν εργάτης σ' ένα αγρό­χτημα κ' ύστερα σαν καρραγωγέας, έγινε ο πιο κεφάτος νεαρός χτηνο­

τρόφος σ' ολόκληρο το Νορθαμπτονσάιρ.

Και τώρα που το έργο μας πλησιάζει στο τέλος του, το χέρι που χα­

ράζει αυτές τις γραμμές διστάζει μη θέλοντας να εγκαταλείψει ακόμα τα

νήματα που έχουν υφάνει αυτή την ιστορία.

Θάθελα ν' aργοπορήσω ακόμα λιyάκι ανάμεσα σ' αυτά τα πρόσωπα

που μαζί τους έζησα τόσον καιρό και να μοιραστώ την ευτυχία τους δο­κιμάζοντας να την περιγράψω· θάθελα να σας δείξω τη Ροζ Μαίηλη μέ­

σα σ' όλη την άνθηση και τη χάρη της νεανικής της θηλυκότητας να

σκορπάει γύρω της , στο γαλήνιο μονοπάτι της ζωής της, ένα απαλό και

γοητευτικό φως που φωτίζει όλους εκείνους που πορεύονται πλάι της

Page 249: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

488 ΚΆΡΟΛΟΥ ΝτΙΚΕΝΣ

και αχτινοβολεί ώς το βάθος της καρδιάς τους θάθελα να σας τη δεί­

ξω να ομορφαίνει με την παρουσία της το μικρό κύκλο γύρω στο χει­

μωνιάτικο τζάκι και τις χαρούμενες συγκεντρώσεις τους το καλοκαίρι.

Θάθελα να την ακολουθήσω μες στο καταμεσήμερο στην εξοχή και ν'

ακούσω τη γλυκιά της φωνή στους βραδινούς περιπάτους της κάτω απ'

το σεληνόφως θάθελα να την παρακολουθήσω στις αγαθοεργίες της

έξω απ' το σπίτι και να τη δω μέσα στο σπίτι της καθώς, χαμογελαστή

κι ακούραστη, εκτελεί τα οικιακά της καθήκοντα· θάθελα να την περι­

γράψω μαζί με το παιδί της πεθαμένης αδερφής της καθώς χαίρονται

μέσα στην αμοιβαία τους στοργή και περνάνε ώρες ολόκληρες αναπο­

λώντας τις αγαπημένες υπάρξεις που τόσο τραγικά έχουν χάσει· θάθε­

λα να ξαναφέρω ακόμα μια φορά μπροστά μου κείνα τα χαρούμενα μι­

κρά πλάσματα να σφίγγονται γύρω στα γόνατά της και ν' ακούσω το

χαρούμενο τιτίβισμά τους θάθελα να θυμηθώ το κελάρυσμα του καθά­

ριου γέλιου τους και να ξαναδώ τα δάκρυα της συμπάθειας να λάμπουν στα γλυκά, γαλάζια τους μάτια. Αυτά και χιλιάδες άλλα βλέμματα και

χαμόγελα, χαριτωμένες σκέψεις και λόγια -πώς θάθελα να τα ξαναδώ

ένα-ένα μπροστά μου!

Θάθελα ακόμα να διηγηθώ πώς ο κύριος Μπράουνλοου μέρα με τη

μέρα πλούτιζε το πνεύμα του θετού παιδιού του με γνώσεις και πώς συν­

δεόταν όλο και περισσότερο μαζί του καθώς διαμορφωνόταν ο χαραχτή­

ρας του Όλιβερ παρακολουθώντας να βλασταίνουν στην ψυχή του παι­

διού όλες εκείνες οι καλές ιδιότητες που επιθυμούσε να β~έπει σ' αυτόν - πώς έβλεπε ν' αναζούν στον Όλιβερ κάποια χαραχτηριστικά του πα­

λιού του φίλου που ξυπνούσαν μέσα του παλιές, μελαγχολικές βέβαια

αναμνήσεις μα τόσο γλυκιές και παρηγορητικές, πώς τα δυο ορφανά που

είχαν δοκιμαστεί απ' τις εναντιότητες της τύχης επωφελήθηκαν απ' τα μα­

θήματα αυτά κ' έδε ιχναν καλοσύνη στους άλλους, αμοιβαία αγάπη κ' ευ­

γνωμοσύνη προς Εκείνον που τους είχε προστατέψει και διαφυλάξει

-όλα αυτά όμως είναι περιττό να τα ιστορήσουμε. Είπα κιόλας πως εί­

ταν πραγματικά ευτυχισμένοι. Και χωρίς βαθιά στοργή, χωρίς καλοσύνη

και χωρίς ευγνωμοσύνη προς το Ον εκείνο που νόμος του είναι η ευ­

σπλαχνία και γνώρισμά του η στοργή που απλώνεται πάνω σε κάθε τι

που ανασαίνει, αληθινή ευτυχία δεν μπορεί να υπάρχει.

Κοντά στο βωμό της παλιάς εκκλησίας του χωριού βρίσκεται μια μαρ­

μάρινη πλάκα που για επιγραφή έχει μια μόνη λέξη: «ΑΓΝΗ». Αυτή η

πλάκα δε σκεπάζει κανένα φέρετρο. Και είθε να περάσουν πολλά-πολ­

λά χρόνια πριν χαραχτεί κανένα άλλο όνομα σ' αυτήν! Μα αν οι ψυχές των Νεκρών επιστρέφουν κάποτε στη γη για να επισκεφτούν τα μέρη που τα άγιασε η αγάπη -η αγάπη η πέραν του τάφου - εκείνων που γνώρι-

Page 250: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ 489

σαν στη ζωή, πιστεύω πως η σκιά της Αγνής έρχεται να πλανηθεί σ' αυ­

τό τον τόπο της περισυλλογής. Ναι, το πιστεύω, παρ' όλο που ο τόπος αυ­

τός είναι μέσα σε μια εκκλησία, κι αυτή είταν μια αδύναμη ψυχή που εί­

χε πλανηθεί.

ΤΕΛ ΟΣ

Page 251: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ

ΤΖΩΡΤΖ ΚΡΗΓΚΣΑΓΚ (1792-1878). Άγγλος ζωγράφος, γελοιογράφος και χαράχτης. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και για πολλά χρόνια λογαριαζόταν σαν ο καλύτερος σκι­

τσογράφος της εποχής του. Συνεργάστηκε σε πολλά σατιρικά περιοδικά και δη­μιούργησε πολλούς χιουμοριστικούς τύπους απ' την πολιτική, κοινωνική και λαϊ­

κή ζωή της πατρίδας του. Δημοσίευσε μια μεγάλη σειρά χιουμοριστικά σκίτσα για

την καταπολέμηση του αλκοολισμού για τη «Ζωή στο Παρίσι», τη «Ζωή στο Λον­δίνο» και εικονογράφησε μια <<Συλλογή Γερμανικών Λαϊκών Παραμυθιών>>. Εικο­

νογράφησε επίσης τους δεκατέσσερις πρώτους τόμους της «Βιβλιοθήκης Μπέντλεϋ»,

όπου περιλαμβάνεται η πρώτη εικονογραφημένη έκδοση του «'Ολιβερ Τουίστ>>. Η

τεχνική αρτιότητα των έργων του είταν τόση που ο Ράσκιν τον τοποθετούσε στην

πρώτη σειρά των καλλιτεχνών. Ο Ί'ζωρτζ Κρήκσαγκ πέθανε την 1 του Φλεβάρη του 1878 και τον έθαψαν στο ναό του Αγίου Παύλου. Όλες οι εικόνες που στολίζουν τούτη την έκδοση του Όλ ιβερ Τουίστ είναι

του Ί'ζωρτζ Κρήγκσαγκ.

Σελ.

1. Η απαγωγή του Όλιβερ απ' τους στοργικούς του φίλους Frondispice 2. Ο Όλιβερ ζητάει κι άλλο .. . . . . . ... . .. .. . . ................... 17 3. Ο Όλιβερ γλυτώνει και δε γίνεται μαθητευόμενος καπνοδοχοκαθαριστής ... 35 4. Ο Όλιβερ δίνει ένα καλό μάθημα στον Κλαίηπολ . .. ........ . .... . .. 53 5. Η παρουσίαση του Όλιβερ στον aξιοσέβαστο κύριο Φάγκιν .. . .. . ... .. . 71 6. Ο Όλιβερ μένει κατάπληχτος απ' τη δουλειά του Τσίφτη . ..... . . . . .. . . 89 7. Η ανάρρωση του Όλιβερ ... . ... , .. .... .. .. .... . . . ..... ...... 107 8. Η υποδοχή του Όλιβερ απ' τον Φάγκιν και τα παιδιά .... .... . .... . . 125 9. Ο κύριος Μπέητς εξηγεί έναν τεχνικό όρο του επαγγέλματος .... .. .... 143

10. Η διάρρηξη .... .. . , , ..... . .. ... ...... ..... . ... .. .. . . ... . 177 11. Ο κύριος Μπαμπλ κ' η κυρία Κόρνεϋ παίρνουν το τσάι τους .. . .... . ... 195 12. Ο κύριος Κλαίηπολ όταν απουσιάζει τ' αφεντικό του .... . . . . .. .. . .. . 213 13. Οι δυο αστυνομικοί ...... . .. ... ...... . . . ... .. .. .. .... . .... 251 14. Ο Μονκς κι ο Εβραίος έξω απ' το παράθυρο του Όλιβερ ... . ......... 285 15. Ο κύριος Μπαμπλ εξευτελίζεται μπροστά στα μάτια των τροφίμων του

Φτωχοκομείου .. . . .......... . . .. . . .... . . . ....... . .. . .. . ... 303 16. Ο κύρ ιος Φάγκιν κ' οι μαθητές του προσπαθούν να συνεφέρουν τη Νάνση .323 17. Ο Εβραίος κι ο Μόρις Μπόλτερ αρχίζουν να συνεννοούνται ... . ....... 355 18. Η συνάντηση κάτω απ' τη Γέφυρα .. .. ...... . ...... . ........ ... 373

19. Ο Σάικς προσπαθεί να σκοτώσει το σκυλί του . . . . . . .. . . ... ..... . . 391 20. Η τελευταία ελπίδα .. .... . . . . . . .. .... . .... . . . .. . ... . .. .. .. .409 21. Ο Φάγκιν στο κελλί του μελλοθάνατου ...... .... .. . ......... . . . .427 ΖΖ. t1 :rοζ Μαίηλη κι ο Όλιβερ μπροστά στο κενοτάφιο της Αγνής ........ 461

Page 252: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι. Για το μέρος όπου γεννήθηκε ο Όλιβερ Τουίστ και .. . . ....... . σελ. για τις συνθήκες της γέννησής του . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .5

ΙΙ. Για την ανάπτυξη, την εκπαίδευση και τη διατροφή

του Όλιβερ Τουίστ στο Οικοτροφείο . ...... . ... . . . ... ... .... 8 ΠΙ. Πώς ο Όλιβερ παραλίγο να βρει μια δουλειά

που κάθε άλλο παρά αργομισθία θα είταν ............ . ....... 21 IV. Άλλη θέση προσφέρεται στον Όλιβερ που κάνει

έτσι την πρώτη του δημόσια εμφάνιση στη ζωή .... . .... . . ...... 30 V. Ο Όλιβερ κάνει καινούργιες γνωριμίες και, πηγαίνοντας

για πρώτη φορά σε μια κηδεία, σχηματίζει άσκημη ιδέα

για τα επάγγελμα του αφεντικού του . .. . ................ . ... 39 VI. Ο Όλιβερ, που έχει φτάσει στα άκρα απ' τις κορο'ίδίες του Νώε,

αποφασίζει να δράσει για μεγάλη έχπληξη του Νώε . ... . . . .. .. . . 50 VII. Ο Όλιβερ επιμένει στην ανταρσία του . . .. . ...... . ... .... . ... 57

VIII. Ο Όλιβερ πηγαίνοντας με τα πόδια στο Λονδίνο συναντάει στο δρόμο έναν παράξενο νεαρό χύριο . . ... ... .. . ...... . . .. . 64

ΙΧ. Όπου μαθαίνει κανείς περισσότερα για τον ευχάριστο γέρο

κύριο και για τους φερέλπιδες μαθητές του ... . . . ............. 75 Χ. Ο Όλιβερ μαθαίνει καλύτερα το χαραχτήρα των καινούργιων

του συντρόφων και αποχτάει πείρα πληρώνοντάς την ακριβά.

-Κεφάλαιο σύντομο μα πολύ σημαντιχό ......... . ........... 81 ΧΙ. Όπου εμφανίζεται ο κύριος Φανγκ, ο αστυνόμος.

Το κεφάλαιο τούτο παρέχει ένα μικρό δείγμα

για το πώς αυτός απονέμει τη διχαιοσύνη ..... . .... . ... . .. . ... 86 ΧΙΙ . Όπου βλέπουμε να περιποιούνται τον Όλιβερ όπως ποτέ

ώς τότε και όπου η διήγησή μας ξαναγυρίζει στον πρόσχαρο

γέρο χύριο χαι στους νεαρούς του φίλους .. . . .. .... . .. . .. . .... 96 ΧΙΙΙ. Όπου ο αναγνώστης κάνει μερικές καινούργιες γνωριμίες

που θα πάρουν μέρος σε διάφορα διασχεδαστιχά

περιστατιχά πούχουν σχέση μ' αυτή την ιστορία . . .. . ....... . . . . 105 XIV. Καινούργιες λεπτομέρειες για την παραμονή του Όλιβερ

στου χυρίου Μπράουνλοου χαι μια αξιοσημείωτη προφητεία

ενός κυρίου Γκρήμγουιγκ σχετικά μ' αυτόν, που τη διατύπωσε

ενώ ο Όλιβερ έβγαινε για κάποιο θέλημα . . ......... . ... .... 115 XV. Όπου ο αναγνώστης θα δει πόσο ο πρόσχαρος γέρος κύριος

και η μις Νάνση αγαπούσαν τον Όλιβερ . . .... . .... . . . .... . . . 128

Page 253: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

492 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

XVI. Όπου αναφέρεται τι απέγινε ο Όλιβερ Τουίστ αφού τον απήγαγε η Νάνση .. . . . . . ... .. ..... .. .. ... .. .. .. 135

XVII. Η Μοίρα, πάντα δυσμενής για τον Όλιβερ, οδηγεί στο Λονδίνο

ένα σπουδαίο πρόσωπο που θα αμαυρώσει την υπόληψή του . . .... 147 XVIII. Πώς ο Όλιβερ περνούσε τον καιρό του με την εξαίρετη

συντροφιά των aξιοσέβαστων φίλων του . ........... .. . .. ... . 156 ΧΙΧ. Όπου ένα σημαντικό σχέδιο συζητείται και υιοθετε ίται .. . ....... 164

ΧΧ. Όπου ο Όλιβερ παραδίνεται στον κύριο Γουίλιαμ Σάικς ...... ... 174

ΧΧΙ. Η εκστρατεία . .... ............. . .. ...... .. .. ... . ..... 184 ΧΧΙΙ. Η διάρρηξη ...... ..... . ... . ..... . . .... . ..... .. . ..... 190

ΧΧΙΙΙ . Όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τα κύρια σημεία

μιας ευχάριστης συνομιλίας ανάμεσα στον κύριο Μπαμπλ

και σε μια κυρία που δείχνει πως ακόμα κ' ένας επίτροπος

μπορεί νάναι ευαίσθητος από ορισμένες πλευρές . . .... . . ....... 199 XXIV. Αυτό το κεφάλαιο αφορά ένα πολύ ασήμαντο θέμα,

είναι πολύ σύντομο και ίσως αργότερα αποδε ιχτεί σημαντικό ... . .. 207 XXV. Όπου η ιστορία αυτή ξαναγυρίζει στον κύριο Φάγκιν και Σία . .. . . 215

XXVI. Όπου βλέπουμε ένα μυστηριώδες πρόσωπο να εμφανίζεται επί σκηνής και πολλά πράγματα που έχουν σχέση μ' αυτή την

ιστορία να μπαίνουν μπροστά και να εκτελούνται .. ............ 221 XXVII. Σ' αυτό το κεφάλαιο επανορθώνεται η αγένεια ενός προηγουμένου

κεφαλαίου όπου εγκατελείφθη aπρεπέστατα μια κυρία . ....... . .. 233 XXVIII. Όπου ξαναβρίσκουμε τον Όλιβερ και συνεχίζεται η εξιστόρηση

των περιπετειών του ....... ........... ...... . ......... . 245 ΧΧΙΧ. Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει στον αναγνώστη τους

κατοίκους του σπιτιού όπου κατέφυγε ο Όλιβερ .... . . . ... . . . . . 256 ΧΧΧ. Το κεφάλαιο αυτό αναφέρει τι ιδέα σχημάτισαν

για τον Όλιβερ οι επισκέπτες του ... .......... ....... . .. .' .260 ΧΧΧΙ. Όπου παρεμβάλλεται μια κρίσιμη στιγμή ... . ... . .. . ... .. .. .. 267 ΧΧΧΙΙ. Για την ευτυχισμένη ζωή που άρχισε να κάνε ι ο Όλιβερ

κοντά στους αγαθούς του φίλους . . ........ .. . . . . . ; ..... . .. 278 ΧΧΧΙΙΙ. Όπου η ευτυχία του Όλιβερ και των φίλων του δέχεται

ένα ξαφν ικό πλήγμα . ............... .. .. .. ....... . . .. .. 289

XXXIV. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει μερικές προεισαγωγ ικές

λεπτομέρε ιες για έναν νεαρό κύριο που τώρα εμφανίζεται

επί σκηνής και γ ια μια καινούργια περιπέτεια του Όλιβερ . ... ... 298 XXXV. Το κεφάλαιο αυτό αφηγείται τη μη ικανοποιητική έκβαση

της περιπέτειας του Όλιβερ και μια σημαντικ1j συνομιλία

μεταξύ του Χάρυ Μαίηλη και της Ροζ ............... . . ..... 310 XXXVI. Το κεφάλαιο αυτό είναι πολύ σύντομο και ίσως να φανεί

ασήμαντο εδώ. Μα πρέπε ι να διαβαστεί γιατί συμπληρώνει

το προηγούμενο και ρίχνε ι φως σ' ένα απ' τα επόμενα κεφάλαια . .. 318

XXXVII. Όπου ο αναγνώστης θα διακρίνει μιαν αντίφαση που δεν είναι καθόλου σπάνια στη συζυγική ζωή . ... .............. ....... 321

Page 254: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 493

XXXVIII. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει έναν απολογισμό για το τι έγινε ανάμεσα στον κύριο, στην κυρία Μπαμπλ

και στον Μονκς, στη νυχτερινή τους συνάντηση ... . . . .......... 333 ΧΧΧΙΧ. Στο κεφάλαιο αυτό βλέπουμε ξανά μερικά aξιοσέβαστα πρόσωπα,

γνωστά κιόλας στον αναγνώστη, και τον κύριο Μονκς

με τον Εβραίο να συσκέφτονται . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .343 XL. Μια παράξενη συνέντευξη που αποτελεί συνέχεια

του προηγουμένου κεφαλαίου . . ...... .. .. . . .. . .. . . . .. . .. . 359 XLI. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει καινούργιες ανακαλύψεις

κι aποδείχνει πως οι εκπλήξεις, όπως κ' οι δυστυχίες,

σπάνια έρχονται μόνες ................. .. .. . ....... . . . . 366 XLII. Μια παλιά γνωριμία του Όλιβερ, δείχνοντας σημεία μεγαλοφυtας,

γίνεται σημαντικό πρόσωπο στην πρωτεύουσα . . . .. ...... . . . ... 378 XLIII. Όπου ο Τσίφτης την έπαθε άσκημα ...... . . . .. . . ...... ..... 388 XLIV. Φτάνει η ώρα για τη Νάνση να κρατήσει την υπόσχεση

που έδωσε στη Ροζ Μαίηλη. -Αποτυχαίνει . ... . . .. .. . . . .. ... .400 XLV. Ο Νώε Κλαίηπολ επιφορτίζεται απ' τον Φάγκιν

με μια μυστική αποστολή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .407 XLVI. Το ραντεβού . .... . .... . . . . . . . . . . . .. .. . .. . .. . .. .. ... . 413

XL ΥΠ. Μοιραίες συνέπειες .. .. .. . ... . .. . .. . ... . . . ... . ... ... . .422 XLVIII. Η φυγή του Σάικς . .. . .. ... ..... . ................ . . ... .431

XLIX. Όπου ο Μονκς κι ο κύριος Μπράουνλοου συναντιούνται επιτέλους.

Η συνομιλία τους κ' η είδηση που τη διακόπτει .... ... . ..... . . .440 L. Ανθρωποκυνηγητό ... ... . ..... . ...... .. ....... . .. . .. . . 450

LI. Το κεφάλαιο αυτό περιέχει την εξήγηση πολλών μυστηρίων και μια πρόταση γάμου όπου δε γίνεται καθόλου λόγος για προίκα . . 463

LII. Η τελευταία νύχτα του Φάγκιν ............. . .. ... . . . . ... . .476 LIII. Το τέλος . . . . . . .. . .. . .. . .. . .. . .. . ... ....... . . ..... . . 485

Οι εικόνες .. . . . .... . .. ... ... . ....... .. . ........ . ... .490

Page 255: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 256: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΥ ΑΓΩΝΙΣΊΉΚΕ ΓΙΑ

ΤΗΝ ΕΞΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΠΡΙΝ, ΟΤΑΝ

ΣτΗΝ ΚΟΣΜΟΚΡΆΤΕΙΡΑ ΑΓΓΛΙΑ Η ΠΡΟ

ΣΤ ΑΣΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ

ΗΛΙΚΙΑΣ ΕΠΑΝΕ ΚΑΠ ΑΝΥΠΑΡχτΟ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

Ο ΜΕΓΑΛΟΦΥΕΣΤΕΡΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ.

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

ΜΠΟΡΟΎΣΑΝ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΑΠ' ΤΗ ΣΤΕΡΗΣΗ

ΚΑΙ τΗΝ ΕΓΚΑΤΆΛΕΙΨΗ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ

Ο ΣΥΓΓΡ ΑΦΕΑΣ ΠΟΥ ΕΒΑΛΕ ΤΗΝ τΕΧΝΗ

ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ, ΑΝ ΚΙ ΑΠ' Α ΥΤΗ ΜΑΣ

ΧΩΡΙΖΕΙ ΕΝΑ ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΟ ΔΙΑΣΊΉΜΑ,

ΜΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΑ Ν' ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ

ΠΙΟ ΑΠΟΜΑΚΡΟΥΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤ Ι ΚΕΝΣ

Ο ΠΡΩΤΕΡΓ ΑΤΗΣ ΤΟΥ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΎ

ΜΑΣ

Page 257: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς
Page 258: Όλιβερ τουΐστ, β' τόμος κάρολος ντίκενς