61

Ο Χάρτινος κήπος

Embed Size (px)

DESCRIPTION

του Λεωνίδα Γουδέλη. Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ο Επιθεωρητής Αλέξανδρος Σαλιβέρος, σ’ ένα φανταστικό νησί της Ελλάδας, τη Νέα Αλεξάνδρεια, καλείται να λύσει μια συστοιχία παράξενων εγκλημάτων από έναν δολοφόνο που αυτοαποκαλείται «Δόγης». Οι μέθοδοι του Σαλιβέρου είναι περίεργες. Θα έλεγε κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αστυνομικός, μα ένας μεθυσμένος ποιητής. Ο ίδιος προσπαθεί να διατηρήσει τη σχέση του με την αρραβωνιαστικιά του Δάφνη, που σπουδάζει στην Κέρκυρα, παράλληλα με τον επαγγελματισμό του, ο οποίος απειλείται συχνά-πυκνά από τον εντελώς παλαβό, εξ Ιταλίας, συνάδελφό του «Γαϊτάνο». Αυτή η ομολογουμένως παράξενη ιστορία, συνδυάζει στοιχεία τόσο από το Νησί των Φαιάκων και το Λίμπρο ντ’ Όρο (Η Χρυσή Βίβλος επί Βενετοκρατίας), το γειτονικό νησί της Κέρκυρας Βίδο, καθώς και από μια εναλλακτική Ελλάδα γεμάτη μυστήριο, αστικούς θρύλους αλλά και αρκετές δόσεις χιούμορ και σάτιρας. Το αστείο παντρεύεται με το σοβαρό, ο τρόμος συνυφαίνεται με τη δράση.

Citation preview

Ο χάρτινος κήπος

Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγ-γραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Ο χάρτινος κήπος, Μια περιπέτεια του επιθεωρητή Σαλιβέρου»© Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2014

© Λεωνίδας Α. Γουδέληςe-book

ISBN: 978-960-9796-43-9

Εκδόσεις MomentumΚηφισίας 5, 11523 Αθήνα

τ: 2103315186, 2130229425, f: 2103315186Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα

τ: 2262100795, f: 2262027275url: www.momentumbooks.gre: [email protected]

ΛΕΩΝΙΔΑΣ Α. ΓΟΥΔΕΛΗΣ

Ο χάρτινος κήποςΜια περιπέτεια του επιθεωρητή Σαλιβέρου

MomentumΟ MB

Στον πατέρα μου Αλέξανδρο Γουδέλη, Α΄Πλοίαρχο Εμπορικού Ναυτικού,

που έφυγε νωρίς

9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ 112. ΜΥΣΤΗΡΙΩ∆ΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ 623. ΜΙΑ ΜΑΣΚΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ 824. ΤΟ AΠΟΦΥΛΑΚΙΣΤΕΟ ΟΝΕΙΡΟ 1175. ΟΙ ΧΘΟΝΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΙ 1366. IL LIBRO NERO 1717. DOUBLE PLAY 1898. LA VERITÀ 198

10

11

1. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΣΚΕΨΕΩΝ

O επιθεωρητής Σαλιβέρος είναι ένας άνθρωπος που έχει πολλές αδυναμίες. Πρώτα απ’ όλα, αρέσκεται στο να αναπνέει τη ζωή που του

έχει δοθεί από τον Θεό. Μια ζωή, γεμάτη απολαύσεις, γεμάτη διλήμματα, γεμάτη οράματα… Είναι ένας περή-φανος άνθρωπος, που όμως ποτέ δεν ορθώνεται στα μάτια των άλλων. Ανέκαθεν φρόντιζε να κρατάει τα προσχήματα. Η διακριτικότητα αποτελεί ένα από τα ατού του χαρακτήρα του και το σαρκαστικό μα συ-νάμα ελαφρύ χιούμορ του τον κάνει ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα πρόσωπα που μπορείς να γνωρίσεις. Ίσως αυτός είναι και ένας από τους λόγους που είναι ένας πετυχημένος εργαζόμενος αστυνόμος. Προσπα-θούσε πάντα να αποφεύγει τη γραφειοκρατία και την πλήρως εγκεφαλική αντιμετώπιση των πραγμάτων και συνήθιζε να ενεργεί με το συναισθηματικό ημισφαίριο του εγκεφάλου του, πράγμα το οποίο δεν συνηθίζουν να κάνουν στη δουλειά του – αλλά γι’ αυτό το ασυ-νήθιστο ξεχωρίζει κανείς, για τη μοναδικότητα με την οποία πραγματεύεται τα όσα συμβαίνουν ενόσω ζει. Όπως συνηθίζει να λέει και ο ίδιος: «Είμαστε όλοι κε-ριά, απλά ο καθένας φέγγει με έναν ιδιαίτερο τρόπο,

12

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

τόσο αναντικατάστατο, που η φλόγα του διαγράφεται στο χάρτη της ζωής μας».

Ναι, καλά καταλάβατε. Ο επιθεωρητής Σαλιβέρος είναι τόσο ονειροπόλος σε σημείο που θυμίζει περισ-σότερο συγγραφέα παρά αστυνόμο! Του αρέσει πολύ να μιλάει με παρομοιώσεις. Πιστεύει ότι όταν μιλάει έτσι, ζωγραφίζει με τις λέξεις, όχι με το κλασικό πινέλο, νιώθει ξεχωριστός, όπως και οι σπάνιοι εκείνοι άνθρω-ποι, που λόγω μιας ατυχίας από τη φύση, γεννιούνται με κινητικά προβλήματα: με τη δύναμη της θέλησης κά-νουν τέχνη με άλλο τρόπο, χρησιμοποιώντας τα πόδια ή το στόμα, δείχνοντας έτσι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικηθεί σε καμία περίπτωση κι ότι μια τέτοια αδυ-ναμία στέκεται πραγματικά ασήμαντη μπροστά στην ολοκληρωτική δύναμη. Ο επιθεωρητής πιστεύει πως οτιδήποτε υπάρχει, δεν περνάει απαρατήρητο, γι’ αυτό άλλωστε όλα τα πράγματα έχουν σκιά, για να φαίνο-νται ακόμα καλύτερα. Σ’ αυτό το γεγονός στέκεται στις περισσότερες υποθέσεις του, υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο που να μένει κρυφό – αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί από την ίδια του τη σκιά».

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Μια δυνατή κραυγή έκοψε απότομα την ανάπαυση του επιθεωρητή που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, ξαπλωμένος στον δερ-μάτινο καναπέ του μικρού, αλλά όμορφα διακοσμημέ-νου σαλονιού του, που ομολογουμένως εκείνες τις μέρες θύμιζε στάβλο. Ανασκουμπώθηκε και πριν προλάβει να το καταλάβει, είχε βρεθεί στο πάτωμα παρέα με τις πεταμένες κάλτσες του από χθες. ∆ιόλου απίθανο να ήταν και αυτός ο λόγος που πετάχτηκε αμέσως πάνω

13

Ο χάρτινος κήπος

και άνοιξε το μάτι του σαν αιγαιοπελαγίτικη γαρίδα – οι κάλτσες του δεν ήταν και ό,τι καλύτερο μπορού-σε κανείς να βρει στο στόμα του καθώς ξυπνάει…Την κραυγή ακολούθησε μια δεύτερη, ακόμα ισχυρότερη. Ο Σαλιβέρος σηκώθηκε στα δυο του πόδια και άρχισε να κοιτάει γύρω του σαστισμένος. Ύστερα συνειδητο-ποίησε πως η τηλεόραση ήταν υπαίτια για τον πηγαιμό της ψυχής του στην Κούλουρη. «Καταραμένο χαζοκού-τι!», γκρίνιαξε. Έφυγε από το δωμάτιο, πήγε μέχρι την κουζίνα, αλλά δεν έκατσε πάνω από δύο δευτερόλεπτα και ξαναγύρισε πίσω σκεπτόμενος ότι είχε ήδη κάνει αρκετές γαστριμαργικές καταχρήσεις το προηγούμενο βράδυ και δεν είχε περιθώρια για παραπάνω κιλά, η ∆άφνη, η μελλοντική «φανταστική» αρραβωνιαστικιά του, θα τον τεμάχιζε! Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του σαλονιού: ήταν ένας από εκείνους τους παλιούς καθρέ-φτες που υπήρχαν στα αρχοντικά – πλατιοί, σε έδει-χναν τριπλάσιο από όσο είσαι πραγματικά.

«Χριστέ μου!» ψέλλισε. Και ξαναέπεσε σε βαθύ ύπνο αυτή τη φορά στο κρεβάτι του.

Την επομένη, ξύπνησε ακούγοντας την τηλεόραση. Είχε ξεχάσει να την κλείσει το βράδυ και τώρα μετέδι-δε όλο χάρη, τα σαθρά καθημερινά τηλεοπτικά σόου. Αφού διαπίστωσε ότι δεν είχε τίποτα που να είναι άξιο λόγου, την έκλεισε, σβήνοντας έτσι όλα της τα περιθώ-ρια αποβλάκωσης του ιδιοκτήτη της. Έξω είχε κρύο. Ο Σαλιβέρος άρχισε να ντύνεται σε τέμπο αλέγκρο γιατί διαπίστωσε ότι άρχισε να ξεπαγιάζει. Έβαλε το αγαπη-μένο του ημίπαλτο, το αχώριστο καπέλο του και τέλος, τα δερμάτινά του γάντια και έφυγε. Άφησε ατακτοποί-ητο το σπίτι για άλλη μια φορά. Αλλά ήταν βέβαιος ότι την επόμενη - ήταν σίγουρο!, θα το τακτοποιούσε…

Στο γραφείο του τον περίμενε μια διαφορετική ει-

14

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

κόνα δωματίου που ανήκει στην κυριότητα Σαλιβέρου, ένα πλήρως τακτοποιημένο δωμάτιο, αντάξιο και των πιο αξιοζήλευτων επιχειρηματιών.

«Να ’ναι καλά η σενιορίτα!», φώναξε ευτυχισμένος ο επιθεωρητής. «Σενιορίτα» αποκαλούσε την Ολυμπία, τη γραμματέα της αστυνομίας, η οποία του έτρεφε ιδι-αίτερη αδυναμία και φρόντιζε το γραφείο του ανελ-λιπώς. Την έλεγε έτσι γιατί ήταν τόσο γλυκά σουλου-πωμένη και πικάντικη, που του θύμιζε κάτι Ισπανίδες που χόρευαν σε μια ταυρομαχία που κάποτε είχε δει στην τηλεόραση και που ήταν, σε σχέση με τον ταύρο ο οποίος ήταν θρεφτάρι, σαν μικροσκοπικά εύθραυστα μπιμπελό. Ο επιθεωρητής ξέχασε άξαφνα την Ισπανία και άνοιξε το ράδιο. Επανήλθε στην Ελλάδα.

«Αχ! Ωραία που είσαι, Ελλαδίτσα μου», είπε ακού-γοντας κάτι λαϊκά που έπαιζαν εκείνη τη στιγμή.

Ήταν τύπος που άκουγε όλα τα είδη μουσικής. «Η μουσική είναι για όλους. Γιατί να μην είναι όλοι

και με τη μουσική;», αναρωτήθηκε. Αλλά αναγκάστηκε να αφήσει τις φιλοσοφίες του

για αργότερα καθώς χτύπησε το τηλέφωνο και γύρισε στην πραγματικότητα.

«Άλεξ; Καλημέρα. Έχω νέα για σένα».«Μη με λες Άλεξ! Αλέξανδρο με λένε! Ελληνικά δεν

ξέρεις;»Ο επιθεωρητής ένιωθε άβολα όταν τον αποκαλούσαν

με το όνομά του τροποποιημένο. Θύμωσε για κάποια δευτερόλεπτα, αλλά μετά ξαναβρήκε την ευθυμία του βλέποντας το τακτοποιημένο απ’ την Ολυμπία γραφείο.

«Καλή σου μέρα, Γκαετάνο». Ο Γκαετάνο ή αλλιώς Γαϊτάνος ήταν ο ελληνο-ιτα-

λικής καταγωγής βοηθός και συνάδελφος του Σαλιβέ-

15

Ο χάρτινος κήπος

ρου. Ένας «γεννημένος Ιταλιάνος μασκαράς», όπως τον αποκαλεί ο επιθεωρητής. Συνήθιζε να πειράζει τον Σαλιβέρο από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. «Το ’χει η φάρα του», λέει ο επιθεωρητής για να τον κοροϊδέψει κάθε φορά που τον φέρνει στο αμήν.

«Λοιπόν, Γκαετάνο; Ακούω τα νέα σου», συνέχισε ο Σαλιβέρος.

«Αλεσσάντρο, μάντεψε! Έχουμε άλλη μια υπόθεση ρουτίνας να λύσουμε. Πήρα να σου πω τα συναρπαστι-κά νέα για να σου φτιάξω τη διάθεση».

(Ήξερε ότι θα εκνεύριζε τον επιθεωρητή σε ανυπέρ-βλητο βαθμό.)

«Θα συναντηθούμε στην πλατεία Αισχύλου, δίπλα στο ταλαίπωρο άγαλμα του τραγικού ποιητή. Έχει κα-λυφθεί τόσο πολύ από τις τσίχλες και την βρόμα που αν δεν το αναγνωρίσεις, περίμενέ με στο καφέ Πλάζα. Εκεί θα σου πω και τα υπόλοιπα. Ελπίζω να ανυπομο-νείς! Χαχα!»

Ο Σαλιβέρος όμως πρόλαβε και του το έκλεισε στα μούτρα, κι έτσι του ’κοψε το νευρόσπαστο γέλιο στη μέση.

«Γελάει καλύτερα, όποιος δεν γελάει καθόλου», ση-μείωσε. Κι έριξε ένα ελαφρύ χαχανητό ικανοποίησης πριν κλείσει την πόρτα πίσω του.

Ο επιθεωρητής Σαλιβέρος λάτρευε τις μηχανές. ∆εν του άρεσαν τόσο τα αυτοκίνητα, και πίστευε ότι αυτά χρησίμευαν μόνο σε περιπτώσεις κατακλυσμού. Είχε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού την οποία λάτρευε. Την είχε μάλιστα ονομάσει μεταφορικά «Άρπυια», σαν εκείνα τα φτερωτά κακοποιά πνεύματα της μυθολογί-

16

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

ας. Ναι, συμφωνούσε ότι ήταν κακοποιό πνεύμα και η μηχανάρα του – αν παρασυρόταν από την ομορφιά και την ορμητικότητά της κινδύνευε να παρασυρθεί και να τρέχει και ως γνωστόν «Όταν τρέχεις, σίγουρα θα σε τρέξουν και στα νοσοκομεία αργά ή γρήγορα», όπως συνηθίζει να λέει.

Παρ’ όλα αυτά, σήμερα ο επιθεωρητής αποφάσι-σε να πάει πεζός στον προορισμό του. Κάθε φορά που περπατά, θυμάται τα παλιά, με πρώτο και κυριότερο τα χρόνια τσιγάρου που πέρασε όταν ήταν πιο νέος, και τα οποία τώρα αναθεματίζει, αφού κάθε βήμα που κάνει είναι και ένα μαστίγωμα στην πλάτη. Κάθε τσι-γάρο που καπνίζεις, τόσο μεγαλύτερο Γολγοθά θα ανε-βείς, σκέφτηκε. Καθώς περπατούσε, κοίταζε κάθε τόσο ψηλά να δει τον ουρανό. Παρατηρούσε τα ψηλά κτή-ρια που ανέβαιναν απειλητικά προς τα πάνω. «Άραγε, δεν γαργαλιούνται τα πόδια του Θεού;», αναρωτήθηκε.

«Μπα… ο Θεός γελάει με άλλες ανοησίες του ανθρώ-που», είπε.

Μετά από περίπου είκοσι λεπτά βαδίσματος, έφτα-σε στο μέρος που είχε κανονίσει να συναντηθεί με τον βοηθό του.

Η πλατεία Αισχύλου είναι οβάλ, σχετικά μικρή, με ένα σωρό μαγαζάκια να την περιβάλλουν ασφυκτικά γύρω της. Αν δεν γνωρίζεις το μέρος νομίζεις πως εί-ναι ένα μικρό χωριό χωρίς είσοδο, το οποίο μπορείς να επισκεφθείς μόνο με ελικόπτερο. Αν πάλι δεν είσαι από τα μέρη εκείνα, θα αγνοείς σίγουρα την ύπαρξή της, καθώς τα προαναφερθέντα μαγαζάκια κυριολεκτικά την κρύβουν. Εδώ φαίνεται καθαρά η σε αηδιαστικό βαθμό πλήρης αστικοποίηση της σημερινής κοινωνίας. Κοιτάς δεξιά; Τσιμέντο. Κοιτάς αριστερά; Τσιμέντο.

17

Ο χάρτινος κήπος

Βγαίνεις στο μπαλκόνι; Βλέπεις δέντρα…στην απέναντι γιγαντοαφίσα που έχει τοιχοκολληθεί στο κτήριο. Ευ-τυχώς, η Νέα Αλεξάνδρεια είναι ένα από τα νησιά που ακόμα δεν έχουν πάρει πλήρως γκρίζο χρώμα. Εκτός από το κέντρο της πόλης, υπάρχουν πολλά σημεία που σφύζουν από πράσινο, σημεία στα οποία ακόμα μπο-ρείς να ερωτευθείς με όλη σου τη δύναμη… και τα οποία ο Σαλιβέρος γνωρίζει από μικρό παιδί.

Ο επιθεωρητής Σαλιβέρος περπάτησε μέχρι το άγαλμα του Αισχύλου. Αν και στα βιβλία των αρχαίων ελληνικών ο Αισχύλος εξακολουθεί να έχει τη γνωστή μορφή που ξέρουμε, στην πλατεία το άγαλμά του αντι-προσωπεύει κάτι σαν τον… σκοτεινό του εαυτό. Μαυ-ρισμένος από την αδιαφορία όλων για τον καθαρισμό του και γεμάτος τσίχλες σχεδόν σε κάθε σημείο, δείχνει να έχει καταλάβει τη θέση του πραγματικού ποιητή. Αφού πλέον όλα τα παιδιά όταν ακούν στο όνομα του αρχαίου αυτού τραγικού, θυμούνται αυτόν στο άγαλ-μά του και όχι τον κανονικό. Ο επιθεωρητής κοίταξε γύρω του για τον Γκαετάνο, αλλά συνειδητοποίησε ότι έφτασε πρώτος.

«Άλεξ!»«Άργησες…», απάντησε κοφτά ο Σαλιβέρος. ∆εν του άρεσε να τον στήνουν.«Μάμα μία, μάμα μία!», αναφώνησε ο επιθεωρητής

Γκαετάνο. «Άλεξ, dimmi1! Αν ήταν γυναίκα στη θέση μου, τι θα της έλεγες δηλαδή;»

«Όμορφη γυναίκα;», ρώτησε ο Σαλιβέρος.«Όμορφη, κούκλα!»«Τότε θα της έλεγα ότι άργησε…»Και πριν προλάβει να απαντήσει ο Γκαετάνο, συνέ-

χισε:1 Στα ιταλικά σημαίνει: «Πες μου».

18

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

«…να έρθει στη ζωή μου!»«Αχ! Σαλβέρ! Αχ! Πάντα ο ίδιος! Γυναίκες… δεν αφή-

νεις καμία να σου ξεφύγει!»«Το να τιμάς το ωραίο φύλο δεν έχει καμιά σχέση

με το λόγο της συνάντησής μας! Τώρα ας μπούμε στο θέμα, μαφιόζε!»

Ο Σαλιβέρος γνώριζε πως όταν αποκαλούσε έτσι τον βοηθό του, του άναβε τα λαμπάκια. Παρ’ όλα αυτά, το ωχρό πρόσωπο του Γκαετάνο δεν άλλαξε χρώμα. Συνέ-χιζε να είναι ένα μακρουλό μα μεσογειακά σμιλευμένο πρόσωπο, που μονίμως έβρισκε αφορμές να ανοίγει τη στοματική του κοιλότητα και να πετάει πειράγματα και χαζές μα μερικές φορές εξαιρετικά χρήσιμες, πλη-ροφορίες.

«Κοίτα, δεν θέλω να σου χαλάσω τη διάθεση, αλλά έχουμε άλλη μια ληστεία».

«Πάλι; Μα καλά έχουν ήδη γίνει άλλες δυο ληστείες αυτή την εβδομάδα. Να υποθέσω από τον ίδιο άγνω-στο ληστή;»

«Ναι. Και δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω πώς γίνεται να μην έχουν κλαπεί παρά μερικά αντικείμενα που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Απορώ τι θα τα κάνει ο ληστής…»

«Αν θυμάμαι καλά τις προηγούμενες φορές είχαν κλαπεί ένα συλλεκτικό σχοινί από τις συλλογές Ωκεά-νικα και ένα αγαλματίδιο, ένας “Κούρος”».

«Καλά θυμάσαι, Άλεξ. ∆εν ξέρω όμως αν θυμάσαι ότι σε κάθε μέρος βρέθηκε και ένα πέταλο από τρια-ντάφυλλο».

«Ναι, το θυμάμαι. Την πρώτη φορά ήταν ένα κίτρι-νο, τη δεύτερη ένα μπλε. ∆εν κολλάει».

«Όχι».

19

Ο χάρτινος κήπος

«Λοιπόν, τι εκλάπη αυτή τη φορά;»«Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, από την εσοδεία

Λαέρτη, έτος 1933».«Χμμ… Αρκετά παλιό...»«Και εξαιρετικά σπάνιο, Άλεξ», πρόσθεσε ο Γκαε-

τάνο. «Τέτοιο κρασί δεν βρίσκεις εύκολα σήμερα. Ίσως είναι η μόνη φορά που ο ληστής πήρε κάτι σημαντικής αξίας. Και τι δεν θα έδινα να το δοκιμάσω! Μόνο που το σκέφτομαι...»

Ναι αλλά δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται για το περι-εχόμενό του, αλλά περισσότερο για την ετικέτα, σκέ-φτηκε ο Σαλιβέρος.

«Άσε με να μαντέψω, βρήκατε και πέταλο;»«Ναι. Κόκκινο τώρα».«Χμμμ… περίεργο… Πάντως αυτό που ξέρω είναι ότι

ο ληστής θέλει να μας σπάσει τα νεύρα παίζοντας, και δεν έχω και πολλή όρεξη για τέτοια. Άσε να αναλά-βουν οι άλλοι στο τμήμα την υπόθεση».

«Πες το κι έγινε», είπε ο Γκαετάνο. «Θα το διαβιβά-σω όσο πιο γρήγορα γίνεται στους άλλους».

Αφού αποχαιρετίστηκαν, ο Γκαετάνο χάθηκε μέσα στο πλήθος όπως μια σταγόνα που πέφτει στη θάλασ-σα. Ο επιθεωρητής Σαλιβέρος κατευθύνθηκε μέχρι το καφέ Πλάζα όπου και ήπιε ένα ζεστό ρόφημα μοσχο-κάρυδο – το αγαπημένο του. Ήταν ό,τι πρέπει για το κρύο που έκανε έξω. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την έξοδο, όταν ένιωσε ένα χέρι να τον πιάνει από τον ώμο απαλά και με κάποιο ίχνος τρυφερότητας. Γύρισε ήρε-μα το κεφάλι του προς το μέρος που κατέληγε το χέρι. Τότε τα ’χασε. Αντίκρισε μια εκθαμβωτική γυναίκα με ξανθά μαλλιά που φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου, κα-λοντυμένη και αποφασιστική, να τον κοιτάει μες στα

20

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

μάτια. Ακόμα και μέσα από τα γυαλιά, το βλέμμα της ήταν τόσο έντονο που τον έκανε να νιώθει σαν παι-δί μπροστά της. Ένιωθε σαν μαρμαρωμένος βασιλιάς : είχε το θησαυρό μπροστά του και δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Τα γυαλιά έφυ-γαν και ανέβηκαν στο χρυσό κεφάλι και ελευθέρωσαν έναν ακόμα μεγαλύτερο θησαυρό: δυό ζαφείρια στις κόγχες δύο ανθρώπινων ματιών.

Ο επιθεωρητής Σαλιβέρος εκείνη τη στιγμή φαινόταν σαν έναν μικρό παιδάκι που κοιτούσε τα γλυκά στη βι-τρίνα ενός ζαχαροπλαστείου, ανήμπορο να τα αγορά-σει, μα διακατεχόμενο από μια σφοδρή επιθυμία να τα αποκτήσει. Αντιπροσώπευε το κλασικό αρσενικό, μόνο που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Στεκόταν όπως κάποια δύσμοιρα ζητιανάκια κάθονται τυλιγμέ-να κι ακούνητα σε κάποιες γωνιές τις κρύες νύχτες του χειμώνα και περιμένουν το κορίτσι με τα σπίρτα, μπας και τους δώσει κανένα για να ζεσταθούν. Μόνο που ο Σαλιβέρος δεν έψαχνε για φωτιά, αλλά για το ίδιο το κορίτσι με τα σπίρτα και τώρα το είχε μπροστά του.

Η γυναίκα-«δαυλός» τράβηξε αργά το χέρι της από τον ώμο του και ξαναέβαλε τα γυαλιά στα μάτια της. Έπειτα απομακρύνθηκε, λέγοντας παγερά: «Συγγνώμη. Σας πέρασα για κάποιον άλλον».

Και έφυγε από το καφέ. Ο Σαλιβέρος ένιωσε να ελευ-θερώνεται από τα δεσμά του αλλά μετά συνειδητοποίη-σε ότι το μυαλό του ήταν ακόμα κολλημένο σε αυτήν, το δε βλέμμα του που την ακολούθησε έξω από το μαγαζί, έβλεπε μέσα από τους τοίχους, λες και είχε ακτίνες Χ.

Μακάρι, σκέφτηκε ο επιθεωρητής κυνικά, θα δια-φωτιζόμουν ακόμη περισσότερο…

Ήταν τόσο απορροφημένος από αυτή που σκέφτηκε

21

Ο χάρτινος κήπος

ότι αν η ∆άφνη ήταν εκεί, θα τον είχε χαστουκίσει τόσο δυνατά που η ιστορία μας δε θα μπορούσε να συνεχι-στεί λόγω ανωτέρας βίας… Ο συνεπαρμένος επιθεωρη-τής ακολούθησε το δρόμο προς την έξοδο, μα ξαφνικά άκουσε μια διαπεραστική φωνή στα αφτιά του: «Εεεε, αστυνόμε! Κάτι ξέχασες νομίζω!»

Και αφού πλήρωσε το λογαριασμό, έφυγε ζαλισμέ-νος από το καφέ.

Στο γυρισμό πήρε ταξί γιατί δεν ήταν σε θέση να προσανατολιστεί, όλο το εγκεφαλικό του σύστημα είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στη μυστηριώδη αυτή γυναίκα. Ο ταξιτζής του είχε πιάσει την κουβέντα και του έλεγε τις δικές του απόψεις σχετικά με τις πρόσφατες αποφά-σεις της κυβέρνησης να απελάσει τους λαθρομετανά-στες που είχαν εγκατασταθεί στο νησί. Αλλά ο Σαλιβέ-ρος ήταν σε άλλο κόσμο, έκανε τη δική του προσωπική λαθρομετανάστευση… Μόλις μπήκε σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η ∆άφνη, η μελλοντική αρραβωνια-στικιά του. Η ∆άφνη σπούδαζε στην Κέρκυρα και έλει-πε μονίμως από τη Νέα Αλεξάνδρεια. Η μόνη ελπίδα του Σαλιβέρου ήταν το τηλέφωνο… Πολλές φορές όμως γινόταν κι αυτό μεγάλος μπελάς.

«Αλέξανδρε, αγάπη μου, τι κάνεις; Σε παίρνω από το πρωί, αλλά φαντάστηκα ότι με τόση δουλειά που έχεις μόνο βράδυ θα μπορούσα να σε βρω».

«Γεια σου ∆άφνη. Καλά είμαι», ψευδολόγησε στην αρραβωνιαστικιά του. ∆εν περίμενε να συνειδητοποιή-σει από αυτήν ότι είχε βραδιάσει και έπαθε σοκ. Τόσο στον κόσμο μου ήμουν;, σκέφτηκε.

«Λοιπόν, ακούω τα νέα σου, Αλέξανδρε. Και περι-μένω να μου πεις κάτι που θα με ταρακουνήσει!»

∆ιάολε!, σκέφτηκε ο Σαλιβέρος. Τι συγχρονισμένες

22

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

που είναι οι γυναίκες κάποιες φορές! Τι περιμένει, να της πω ότι είδα μια γυναικάρα με τα όλα της και έχα-σα το φως μου; Λες και το ξέρει!

«Εεεεμ, όλα καλά πήγαν ακριβή μου, μία από τα ίδια, ακόμα ασχολούμαι με αυτές τις εκνευριστικές λη-στείες που έγιναν τις προάλλες».

«Μάλιστα…»«Ναι…»«Μάλιστα…»«Ναι…;»«Μάλιστα…»«∆άφνη μου, έχεις κάτι;»«∆ηλαδή μόνο αυτό έχεις να μου πεις, ότι ασχολείσαι

ολημερίς και οληνυχτίς με ένα ανόητο τύπο που κάθεται και κλέβει ό,τι πιο άχρηστο βρει μπροστά του;»

«Ναι…τι άλλο…;»«∆ηλαδή δεν σου έλειψα καθόλου όλο αυτό τον και-

ρό, αυτό θέλεις να μου πεις;» «Φυσικά και μου έλειψες… Ρωτάνε τα αυτονόητα; ∆άφ-

νη, είσαι ό,τι καλύτερο έχει τύχει στη ζωή μου. Εσύ ήσουν στη Βηθλεέμ, εσύ δημιούργησες τα ζώδια, εσύ πέφτεις κάθε φορά που κάνω μια ευχή. Είσαι το αστέρι μου».

«Ααααχχχ… Καταραμένε μεσιέ Σαλιβέρο, τέτοια μου λες και με ρίχνεις… Μπορώ εγώ να σου θυμώσω; Αλλά να ξέρεις ότι θα σε πιάσω κάποια μέρα και θα το φας το ξύλο σου».

«Αν εσύ πελεκήσεις ένα τόσο ταπεινό κομμάτι ξύλο σαν εμένα, να είσαι σίγουρη ότι αυτό θα γίνει το ομορφό-τερο χειροτέχνημα που ο άνθρωπος μπορεί να φτιάξει…»

«Τι να σου πω παιδάκι μου, εσύ χαραμίζεσαι σε αυτή τη δουλειά που έχεις μπλέξει… ∆εν πας να γίνεις ποιητής λέω ’γω…»

23

Ο χάρτινος κήπος

«Υπερβάλλεις, ∆άφνη μου. Η δουλειά είναι δουλειά και ο Σαλιβέρος είναι Σαλιβέρος. Γιατί δηλαδή να με-ταλλάσσει ο άνθρωπος το χαρακτήρα του ανάλογα με τις περιστάσεις; Εγώ είμαι αυτός που είμαι και δεν πρόκειται να αλλάξω».

«Ναι, γλυκέ μου, φρόντισε μόνο να είσαι φρόνιμος και να μην πάρεις κιλά γιατί θα σε σφάξω…»

«Όπως διατάξετε, πριγκιποπούλα μου».«Σ’ αγαπώ Αλέξανδρε. Μην το ξεχνάς αυτό. Γεια σου».Ο επιθεωρητής συγκλονίστηκε. Η αγάπη είναι τόσο

μεγάλο πράγμα που ένιωσε δέος να τον κυριεύει σε όλο του το κορμί. Προτιμά να μην χρησιμοποιεί αυτή τη φράση όπως όλοι τη σήμερον ημέρα, δηλαδή με αμε-τροέπεια όπως λέμε το «Γεια σου, τι κάνεις». Παρ’ όλα αυτά, το είπε άσχετα με το πόσο το εννοούσε.

«Σ’ αγαπώ, ∆άφνη».Αλλά η ∆άφνη το είχε ήδη κλείσει. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι», είπε ο Σαλιβέρος.∆εν της είχε πει ποτέ «Σ’ αγαπώ» φάτσα-κάρτα, κα-

λύτερα μιαν άλλη, καταλληλότερη φορά.Το πρωί σηκώθηκε νωρίς. Πήρε τη μηχανή του και

πήγε μια βόλτα μέχρι το λιμάνι. Το λιμάνι της Νέας Αλεξάνδρειας ήταν πολύ μεγάλο και φάνταζε σαν μια τράπεζα όπου γίνονται απειράριθμες συναλλαγές. Και πράγματι, από εκεί ξεκινούσαν όλα τα πρώτα βήματα των συμφωνιών μεταξύ μεγαθήριων, αφού η μεγαλύτε-ρη οικονομική δραστηριότητα του νησιού βασιζόταν σε ναυτιλιακές διαπραγματεύσεις. Επίσης ήταν το πρώ-το λιμάνι στην Ελλάδα που ήταν ταυτόχρονα και αε-ροδρόμιο. Όλες οι πτήσεις πραγματοποιούνταν σε έναν πλατύ διάδρομο που το μέγεθός του φαινόταν ακόμα και από τη στρατόσφαιρα. Ναι, είναι γεγονός, με το λι-

24

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

μάνι αυτό η Ελλάδα είναι πλέον αντάξια του ονόμα-τός της, τουλάχιστον από τεχνολογική άποψη. Μεγάλες εταιρίες που διαθέτουν κολοσσιαίες οικονομικές δυ-νατότητες αναπτύχθηκαν σε αυτή και τη βοήθησαν να προωθηθεί σε πολλούς τομείς των επιστημών. Μάλιστα, η μεγαλύτερη από αυτές, η Ανδρομέδα Α.Ε, σήμερα σχε-δόν μονοπωλεί την εθνική αγορά και συνεχίζει να χρη-ματοδοτεί την ελληνική κρατική μηχανή για κάθε θέμα. Η Ελλάδα επιτέλους πάει μπροστά. Βέβαια, υπάρχουν πολλά άλλα γνώριμα στοιχεία που συνεχίζουν να σπι-λώνουν την εικόνα της, όπως η γραφειοκρατία και η κυβερνητική αβελτηρία, αλλά όπως σχολιάζει ο επιθε-ωρητής: «Όλα δρουν εξισορροπητικά, για να διορθώ-νουν οι παλιοί και να διορθώνονται οι καινούργιοι».

Παρ’ όλο το χαοτικό του μέγεθος, το λιμάνι αυτό εί-ναι ένα από τα ιδανικά μέρη για να χαλαρώσεις και να σκεφτείς. Πάντα έχει αρκετό χώρο για μια συντροφιά ανθρώπων ν’ αγαπηθούν ή να ρεμβάσουν. Στον ορίζο-ντα βλέπεις ένα απέραντο γαλάζιο ενώ αν σταθείς στις όχθες του, νιώθεις το ελαφρύ αεράκι να σου χαϊδεύει το μέτωπο, όπως μια μάνα αγγίζει το απαλό προσωπά-κι του μωρού της. Ο Σαλιβέρος ρούφηξε με δύναμη κι ένιωσε τα πνευμόνια του να καθαρίζουν.

«Αααχ…», είπε. «Αυτός είναι τρόπος να αρχίσεις τη μέρα σου».

Καθώς οδηγούσε προς το αστυνομικό τμήμα, ένιω-θε ακόμα το χάδι να τον αγγίζει. Μα αν ανέβαζε το γκάζι ήξερε πως το χάδι σύντομα θα μετατρεπόταν σε χαστούκι, και μάλιστα πιο βαρύ ακόμη κι από αυτό της ∆άφνης. Καθώς σταμάτησε στο φανάρι, είδε άλλη μια μηχανή να έρχεται δίπλα του. Ήταν μια street, από αυτές που δεν περνάνε απαρατήρητες. Ο αναβάτης της

25

Ο χάρτινος κήπος

ήταν ντυμένος στα μαύρα, και το κράνος του ήταν φιμέ και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ήταν άνδρας ή γυ-ναίκα, δεν μπορούσες καν να δεις το πρόσωπό του. Ο επιθεωρητής ένιωσε ότι τον παρακολουθούσαν. ∆ιαι-σθάνθηκε κάτι να τον κεντρίζει, κάτι να τον καρφώ-νει…Ένιωσε ένα κρύο άνεμο να τον φυσά στο κούτελο. Μετά είδε ότι το φανάρι έγινε πράσινο. Μαρσάρισε με ορμή και συνέχισε την πορεία του. ∆εν του πήρε πολ-λή ώρα για να καταλάβει ότι η ίδια μηχανή ήταν λίγα μέτρα πιο πίσω του και πήγαινε όπου πήγαινε κι αυτός. Ο επιθεωρητής συνέχισε την πορεία του χωρίς να δώσει την αίσθηση ότι είχε καταλάβει κάτι. Μετά από λίγο πα-ρατήρησε ότι η μηχανή δεν τον ακολουθούσε πια.

«Το πιο γλυκό φιλί για καλημέρα στην πιο αξιαγά-πητη γραμματέα του κόσμου!»

Η Ολυμπία, που ήταν υπεύθυνη για τη γραμματεία του τμήματος, κοκκίνισε τόσο που θα ’λεγες ότι είχε κά-νει ηλιοθεραπεία μέσα στο καταχείμωνο. «Καλημέρα, επιθεωρητά. Πάντα γλυκός μέχρι το κόκκαλο, βλέπω…»

«Γίνομαι γλυκός μόνο όταν τα άτομα που με περι-στοιχίζουν σφύζουν από γλυκύτητα, αγαπητή δεσποι-νίς Ολυμπία».

Η Ολυμπία κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. Τώρα πια δεν θύμιζε ισπανίδα χορεύτρια, αλλά το ίδιο το κόκκινο πανί που χρησιμοποιούν στις ταυρομαχίες.

«Επιθεωρητά… θθα… θέλ…», άρχισε να λέει η Ολυ-μπία με δισταγμό.

Χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του Σαλιβέρου. Η Ολυμπία διέκοψε αμέσως αυτό που ξεκίνησε να πει και έφυγε διακριτικά από το γραφείο του.

«Εμπρός;», απάντησε ο Σαλιβέρος.

26

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

Κανείς δεν μιλούσε.«Εμπρός; Ποιος είναι;»Η σιωπή συνεχίστηκε.«Ναι; Ναι; Ορίστε;»Τίποτα. Ο επιθεωρητής έκλεισε το τηλέφωνο γεμάτος

απορία, αλλά και νεύρα. ∆εν του άρεσαν αυτά τα παι-χνιδάκια. Έκατσε στην πολυθρόνα του γραφείου του κι αμέσως ένα πέπλο μυστηρίου τύλιξε τη σκέψη του.

Ποιος να ήταν στο τηλέφωνο; Επρόκειτο για λάθος ή για εσκεμμένο τηλεφώνημα; Γιατί τον ακολουθού-σαν; Τι μπορεί να κρυβόταν πίσω από το κατάμαυρο σαν πίσσα κράνος του μοτοσικλετιστή;

Ήταν όλα ερωτήματα που αναζητούσαν λύσεις και τα οποία δεν ήταν διατεθειμένος να απαντήσει ακόμα. Συν τοις άλλοις, είχε ακόμη στα χέρια του την υπόθεση με τις παράξενες πλην άσκοπες ληστείες.

«Ανάθεμα!», είπε. «Ώρες-ώρες πιστεύω πως η ∆άφνη έχει δίκιο για μένα». Και πριν προλάβει να σηκωθεί από την καρέκλα του, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.

«Άλεξ, εδώ Γκαετάνο. Έχουμε κι άλλη ληστεία, αυτή τη φορά σε ένα κατάστημα δώρων».

«Μάλιστα…», είπε βαριεστημένα ο επιθεωρητής Σα-λιβέρος. «Και τι έγινε αυτή τη φορά; Μήπως ο ληστής είναι καλεσμένος σε γενέθλια;»

«Χμμ… δεν ξέρω πάντως το κλοπιμαίο αυτό σίγουρα αντιπροσωπεύει το γούστο του, που οφείλω να παρα-δεχτώ ότι είναι ωραίο».

«Για λέγε…»«Έκλεψε μια πανέμορφη πορσελάνινη κούκλα».«Τι πράγμα;»«Αυτό που άκουσες. Μια πολύ γουστόζικη κούκλα

από φίνα πορσελάνη, με μπουκλωτά κόκκινα μαλλά-

27

Ο χάρτινος κήπος

κια και μεταξωτά ρουχαλάκια στα χρώματα της γης. Κι αυτή τη φορά, άφησε ένα πέταλο βαμμένο μαύρο».

«Αγαπητέ Γκαετάνο, με κούφανες! Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο! Τελικά ή ο ληστής πρέπει να είναι πολύ άρρωστος ή εγώ πρέπει να αλλάξω δουλειά!»

«Όχι, Αλεξάντερ, αυτό δεν θα σε συμβούλευα να το κάνεις… Άλλωστε είσαι ένας από τους πιο ξακουστούς αστυνόμους στη Νέα Αλεξάνδρεια. Αν παρατήσεις τη δουλειά σου, παρατάς και τη φήμη σου… και είναι πολύ πιο εύκολο να παρατήσεις μια καλή φήμη παρά να την αποκτήσεις».

«Στα κομμάτια η φήμη μου! Στη ζωή είμαστε ελεύ-θεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Εγώ είμαι έτοιμος να δεχτώ τις συνέπειες!»

«Καλά σοβαρά μιλάς τώρα, αρχηγέ μου;»«Όχι ρε φίλε, ηρέμησε. ∆εν γεννήθηκε ακόμη Σαλιβέ-

ρος που να κάνει μια τόσο χοντρή απερισκεψία. Αυτή η δουλειά μου δόθηκε από τον Θεό. Έχω χρέος λοιπόν να την καλλιεργήσω όσο καλύτερα μπορώ, άσχετα αν κάποιες φορές θα ήθελα να έχω άλλο επάγγελμα».

«Μαντόνα μία! Σαλβέρ, κάποιες φορές είσαι αηδια-στικά κυκλοθυμικός! Πας να με τρελάνεις!»

«Αυτό περιμένω κι εγώ εδώ και τόσο καιρό, μεσιέ Γκαετάνο. Να πας στον ψυχιατρείο πριν στείλεις εμέ-να, μπας και ησυχάσω», απάντησε με χαμόγελο πειρα-χτηριού ο Σαλιβέρος.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, ένιωθε σαν να είχε δουλέ-ψει δυο μερόνυχτα ασταμάτητα. Οι συνομιλίες με τον επιθεωρητή Αλμπέρτο Γκαετάνο, τον συνάδελφό του και βοηθό, έμοιαζαν σαν υπερωρίες. Και πραγματικά έτσι ήταν, μονάχα που όταν άκουγες τον Γκαετάνο δεν έπαιρνες πριμ αλλά άλλα πράγματα…

28

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

Το απόγευμα είπε να βγει από το σπίτι και να κά-νει μια βόλτα με τα πόδια. Ήθελε να σκεφθεί και να επισκεφθεί… Εκείνες τις μέρες ο καιρός δεν ήταν για περιπάτους, εξαιτίας της χαμηλής θερμοκρασίας, αλλά ο Σαλιβέρος δεν έδειχνε να ανησυχεί ιδιαίτερα γι’ αυτό. Και να κρυώσω, ξέρω ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρω-ποι που θα μου ζεστάνουν την καρδιά αμέσως, σκέ-φτηκε, οπότε δεν κινδυνεύω. Κατευθύνθηκε μέχρι την πλατεία της αγίας Αγάθης, στην οποία βρισκόταν και η ομώνυμη εκκλησία. Από εκεί ανέβηκε σε ένα μεγάλο κτήριο που ήταν απέναντι από την εκκλησία και στον πρώτο όροφο δεξιά, μπήκε στην πρώτη πόρτα που υπήρχε. Ήξερε τόσο καλά τη διαδρομή που μπορούσε να πάει ακόμα και με κλειστά μάτια.

Μπήκε σε μια αρκετά μεγάλη αίθουσα αναμονής. Ευτυχώς γι’ αυτόν, συνήθως δεν είχε κόσμο να περι-μένει εκείνη την ώρα. Στα δωμάτια που ήταν μετά τη σάλα αυτή, ακούγονταν παντού βήματα συνοδευόμε-να από μουσική. Ο επιθεωρητής περίμενε με άνεση, είχε μάλιστα κουρνιάσει πάνω στον καναπέ που είχε καθή-σει. Συνήθως δεν ήταν θρασύς, αλλά αυτή τη φορά είχε απλώσει και τις μπότες του πάνω στο ξύλινο τραπεζά-κι που είχε τα διάφορα περιοδικά για να διαβάζουν οι πελάτες όσο περιμένουν. Μετά από λίγο η μουσική σταμάτησε και τα βήματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δυνατά μέχρι που άνοιξαν οι πόρτες και πλημμύρι-σε ο τόπος ήχους από παιδικές φωνούλες. Ο Σαλιβέρος σηκώθηκε σαν ελατήριο και μπήκε σε μία από αυτές τις πόρτες. Την έκλεισε απαλά και μόλις ακούστηκε ο ήχος του πόμολου που γυρίζει, ευθύς άρχισε να παίζεται μουσική, συγκεκριμένα ένα αργεντίνικο ταγκό. Πέταξε τη μαύρη καμπαρτίνα του στο πάτωμα με νεύρο και δυ-

29

Ο χάρτινος κήπος

ναμικά άρπαξε από το χέρι την ύπαρξη που βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. Άρχισαν να χορεύουν με πάθος, με ορμητικότητα, οι κινήσεις τους γίνονταν όλο και πιο διαχυτικές με κάθε πάροδο δευτερολέπτου. Λίκνιζαν τα κορμιά τους και στριφογύριζαν όπως κάτι παιδικά παιχνίδια, οι σπίθες δε που εξέπεμπαν με τα βλέμματά τους, ήταν το αποκορύφωμα αυτού του τόσο μεθυστικού χορού. Το μακρύ μαλλί του Σαλιβέρου ανέ-μιζε σαν τα στάχυα όταν φυσάει, σαν μια σημαία που παλεύει να δείχνει προς τον δικό της προσωπικό ορίζο-ντα. Το μεν καστανό του χρώμα φαινόταν να χρυσίζει τώρα, σα να το είχε μαγέψει εμπνευσμένα μια ερωτευ-μένη μάγισσα, τα δε καστανά του μάτια έδειχναν να λάμπουν σαν πέτρες που τις χαιδεύει με στοργή ο ήλιος τα πρωινά του καλοκαιριού. Το τέμπο ήταν αλέγκρο, άτακτο, ζωηρό, όπως ένα παιδάκι που κυνηγάει ένα άλλο στην παιδική χαρά, γεμάτο σκέρτσα, γεμάτο κόλ-πα, όλο νοστιμάδα. Οι ήχοι του ακορντεόν που ακού-γονταν από τα μεγάφωνα, ανέβαζαν τους σφυγμούς, παιζόταν μια μουσική όλο μελωδία, ασταμάτητη και επουράνια. Τα δυο κορμιά ενώθηκαν και αγκαλιάστη-καν. Μετά, σαν κορδέλες από γαϊτανάκι απομακρύν-θηκαν και άρχισαν να χορεύουν ξεχωριστά στο ρυθμό τους. Τα χέρια σάλευαν και άγγιζαν, τα πόδια έγρα-φαν τη δική τους προσωπική ιστορία. Ήταν ένας χορός αξέχαστος, δεν τον έβλεπες και πολύ συχνά στην καθη-μερινότητά μας. Οι νότες της μουσικής άρχισαν σιγά-σιγά από τον αέρα να ξαναγυρνάνε στο πεντάγραμμό τους - ήταν πλέον καιρός για ανάπαυση. Οι δυο άν-θρωποι σταμάτησαν και άρχισαν να χαλαρώνουν από την πρόσφατη έκστασή τους. Το σώμα του επιθεωρητή αναζωογονήθηκε, ανέπνεε, το δε άλλο καλοσχηματι-

30

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

σμένο γυναικείο σώμα μοίραζε αναπνοές στον αστυ-νόμο που το παρατηρούσε με ενδιαφέρον. Ο Σαλιβέρος έβγαλε μιαν ανάσα γεμάτη ικανοποίηση.

«Αααχ!», είπε. «Καλησπέρα και σε σένα, Σόφια». Η Σόφια Καϊλή ήταν η εγκάρδια φίλη του αστυνό-

μου Σαλιβέρου. Γνωρίζονταν χρόνια, από το σχολείο, κάθονταν μάλιστα στο ίδιο θρανίο. Έπειτα οι δρόμοι τους αναγκάστηκαν να χωρίσουν, άλλα μυαλά, άλλες βλέψεις… Ο Σαλιβέρος κατατάχθηκε στην Πολιτική Αστυνομία της Νέας Αλεξάνδρειας εγκαταλείποντας τα αρχικά του σχέδια για την Σχολή Καλών Τεχνών ενώ η Σόφια ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο μπαλέ-το και άρχισε να ακολουθεί μαθήματα χορογραφίας. Τώρα είναι καθηγήτρια χορού και όποτε έχει ευκαιρία κλέβει λίγο χρόνο για να χορεύει με τον αγαπημένο της φίλο… Ο ίδιος ο Σαλιβέρος έμαθε να χορεύει από αυ-τήν: κάθε φορά που πήγαινε να τη δει, όταν ήταν ακό-μα φοιτητές, αυτή άρχιζε να του πατάει τα παπούτσια για να τον νευριάσει, ίσως επειδή ήξερε ότι αυτός ήταν πολύ σχολαστικός με την εμφάνισή του. Ο Σαλιβέρος εκνευριζόταν, και προσπαθούσε να το αποφεύγει κά-νοντας κινήσεις αποφυγής με ελαφρά πηδηματάκια. Τότε δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα γιατί του το έκανε αυτό η Σόφια. Ένιωθε γελοίος, ένιωθε σα μπέ-μπης που χαζολογάει με την επίσης χαζούλα φίλη του. Τώρα όμως ξέρει ότι έτσι αυτή του είχε δώσει το έναυ-σμα για να μάθει να χορεύει. Η Σόφια καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, ήξερε δε να μαγειρεύει εξαι-ρετικά. «Αυτό να το ακούν κάποιες άλλες, για να ξέ-ρουν», με συμπληρώνει ο επιθεωρητής Σαλιβέρος πριν προλάβω καν να τελειώσω τη γραμμή αυτής της παρα-γράφου.

31

Ο χάρτινος κήπος

Ο αστυνόμος δεν έβλεπε και πολύ συχνά τώρα τε-λευταία τη Σόφια. Είχαν και οι δύο ατέρμονες δουλειές και σκοτούρες. Ο αστυνόμος απασχολείτο με κάθε εί-δους εγκληματικές πράξεις από παράφρονες ανθρώ-πους. Η Σόφια είχε χωρίσει πριν ένα χρόνο και πού και πού δεχόταν ακόμα τις ενοχλήσεις του άντρα της που δεν έλεγε με τίποτα να ξεπεράσει τον εγωισμό του και την καταδίωκε ακούραστα. Της φερόταν με απίστευτη σκληρότητα και οργή, τυφλωμένος από το πάθος του. Αυτός ήταν και κυρίως ο λόγος που ο Σαλιβέρος έβλε-πε τη φίλη του. Για να της προσφέρει ψυχολογική και αστυνομική υποστήριξη.

Παρ’ όλα αυτά, αυτή τη φορά, δεν είχε πάει για αυτό το σκοπό. Ήταν προετοιμασμένος για αυτά που θα επα-κολουθούσαν τις επόμενες μέρες και ήθελε να ζητήσει τη γνώμη της κολλητής του για κάποια πράγματα.

«Σόφια, ξέρεις…»«Τι πράγμα, Αλέξανδρε;»«Ξέρεις… θα ήθελα να μου πεις τη γνώμη σου για

κάτι. Έχω αρκετές αμφιβολίες αλλά είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχουν εξίσου πολλές πιθανότητες…»

«Μην με μπερδεύεις με τα αινιγματικά σου… πες μου το απλά».

«Κοίτα… πολύ σύντομα θα συμβεί πιθανότατα κάτι κακ…»

Η κουβέντα τους διεκόπη από έναν απότομο και δυνατό ήχο. Ήταν η πόρτα της αίθουσας που μόλις είχε ανοίξει από τον άγριο και άξεστο άνδρα της Σόφιας.

«Πού είσαι, μωρή; Τι δουλειά έχει αυτός εδώ; ∆εν σου ’πα να έρθεις σπίτι νωρίς σήμερα;»

«Αννίβα, δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ, έχουμε χωρί-σει και πλέον δεν ζω μαζί σου! Πόσες φορές πρέπει να

32

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

στο πω για να το καταλάβεις; Το σπίτι είναι άδειο από την παρουσία μου πλέον! Εσύ άλλωστε φταις γι’ αυτό!»

«Άκου να σου πω, παλιοβρόμα! ∆εν θα μου πεις εμέ-να τι γίνεται στη ζωή μου! Για μένα δεν έχουμε χωρίσει ακόμα και αν δεν έρθεις σπίτι θα σε λιντσάρω!»

«Μια στιγμή ρε παιδιά, Αννίβα, Σόφια, ηρεμήστε, μια στιγμή να τα πούμε πολιτισμένα…», είπε ο επιθεω-ρητής προσπαθώντας να ζυγιάσει τα πράγματα.

«Σκάσε εσύ! ∆εν έχεις καμία δουλειά μαζί μας! Παρ’ το τομάρι σου και δίνε του!»

«Αννίβα, σε παρακαλώ, ηρέμησε να το συζητήσου-με, πρέπει να μιλήσουμε ήρεμα για να συνεννοηθούμε», απάντησε με πραότητα ο αστυνόμος.

«Να μιλήσουμε; Και πού κολλάς εσύ, ρε φίλε; Τι δουλειά έχεις μαζί μας εσύ…; Εεεε;»

«Όπως γνωρίζεις η Σόφια είναι φίλη μου. Και ο άν-δρας της φίλης μου, έστω και πρώην, είναι δυο φορές φίλος μου…»

«Τι φιλίες και κουραφέξαλα μου λες, ρε χαμένε; Τι πας να μου πουλήσεις; Μήπως την πηδάς κιόλας; Τόσο καλοί φίλοι είστε; Θα σε πεθάνω, ρε αλήτη! Είμαι ακό-μα ο άντρας της Σόφιας και εσύ θα πληρώσεις γι’ αυτό που της έκανες!»

«Μηηη… Αννίβα! Μηηηηηη!»«Σταμάτα κι εσύ παλιοβρόμα!», είπε ο Αννίβας στη

Σόφια και της έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι. Εκείνη έπεσε στο πάτωμα βογκώντας από πόνο…

«Αννίβα! Ακίνητος, στο όνομα του νόμου! Ψηλά τα χέρια!», φώναξε προστακτικά ο επιθεωρητής Σαλιβέρος, σημαδεύοντάς τον με το ασημί του σαρανταπεντάρι.

«Με απειλείς, ρε απόβρασμα;»«∆εν σε απειλώ, απλά σε προειδοποιώ. Αυτό που

33

Ο χάρτινος κήπος

έκανες ήταν απάνθρωπο. Αν κουνηθείς, θα σε χτυπή-σω. Το ορκίζομαι».

«Φεύγω, παλιάνθρωπε! Φεύγω, γιατί δεν έχω πιστό-λι να σου τινάξω πρώτος τα μυαλά! Αλλά να ξέρεις, ότι θα επιστρέψω και θα σας βρω! Ξέρω ότι έχετε δεσμό! Νομίζεις δεν σας έχω δει που συναντιέστε συνέχεια στην πλατεία Αισχύλου αργά το βράδυ;»

«Τι είναι αυτά που λες, Αννίβα; Εμείς ποτέ δεν το έχουμε κάνει αυτό…»

«Άστον, Αλέξανδρε… Μην τον ακούς… ∆εν ξέρει… τι λέει… Είναι εκτός λογικής…», είπε αγκομαχώντας η Σόφια.

«Είστε ψεύτες! Σας βλέπω πάντα πώς χορεύετε όταν έρχεσαι εδώ πέρα! Βλέπω πάντα πόσο κοντά έρχεστε μεταξύ σας! Από την εκκλησία, βλέπεις, μπορεί κανείς να δει τα πάντα! Ειδικά από το δωμάτιο του κτηρίου που βρίσκεται ακριβώς απέναντι! Φεύγω, αλλά να ξέ-ρεις ότι θα πεθάνεις πρώτος εσύ, παλιοαλήτη! Θα σε γεμίσω μαχαιριές… Όσο γι’ αυτήν… Θα έρθει και η δι-κιά της ώρα!»

«∆εν έχεις να πας πουθενά! Ακίνητος! Ακίνητος! Θα σε πυροβολήσω, Αννίβα!»

Όμως ο Αννίβας έφυγε ορμητικά και άφοβα, πλημ-μυρισμένος από οργή και μίσος. Έδειχνε ασταμάτητος από οτιδήποτε, πόσο μάλλον από ένα πιστόλι… Ο Σα-λιβέρος έμεινε με το χέρι στη σκανδάλη τώρα πια, να δείχνει τη σκιά του Αννίβα που είχε φύγει. Κατέβασε το κεφάλι και το βλέμμα στο πάτωμα. Ήξερε πως δεν μπο-ρούσε να πατήσει τη σκανδάλη. Ίσως είχε μετανιώσει γι’ αυτό. Τώρα πια δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις. Έτρεξε αμέσως να δει πώς ήταν η Σόφια.

«Σόφια… είσαι καλά;»

34

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

«Αλέξ.. αν… δρε… καλά.. είμαι…», είπε βαριανασαί-νοντας η φίλη του.

Ο Σαλιβέρος την πήρε αγκαλιά και της παρείχε τις πρώτες βοήθειες. Της έδωσε λίγο νεράκι και την επα-νέφερε. Αφού διαβεβαίωσε όλους στη σχολή ότι ήταν εντάξει, την πήρε και την πήγε σπίτι του. Την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του και τη σκέπασε στοργικά. Αυτός κάθισε στον καναπέ, μην μπορώντας να κοιμη-θεί. Σε κατάσταση νευρικότητας έβγαλε το όπλο του και άρχισε να του μιλάει.

«Ορκίσου μου», είπε, «ότι την επόμενη φορά, αν δεις τον ευαίσθητο και συνεπώς αδύναμο Σαλιβέρο να δι-στάζει, θα κάνεις εσύ τη δουλειά γι’ αυτόν…»

∆εν άκουσε όμως, καμία απάντηση από το πιστόλι.Αυτό έλειπε…, σκέφτηκε. Έπειτα γύρισε προς τη μεριά που βρισκόταν το δω-

μάτιο της κρεβατοκάμαρας και κοίταξε την τόσο γλυκά κοιμώμενη Σόφια. Έμοιαζε με μικρό μωράκι στην κού-νια, που ήταν ταλαιπωρημένο από το ολοήμερο παι-χνίδι του. Μόνο που η Σόφια ήταν ταλαιπωρημένη από τα όχι και τόσο αθώα παιχνίδια της καθημερινότητας.

«Ευτυχώς, Σόφια, εδώ είσαι τουλάχιστον ασφα-λής…», είπε ο αστυνόμος πριν γυρίσει το βλέμμα του και πάλι στον μεταλλικό του σύντροφο.

Το πρωί η Σόφια ξύπνησε αργά. Σηκώθηκε, αφού τεντώθηκε από τον βαθύ ύπνο της, και άρχισε να τρι-γυρνάει στο σπίτι για να βρει τον Σαλιβέρο.

«Αλέξανδρε; Αλέξανδρε;», φώναξε. Όμως ο αγαπη-μένος της φίλος είχε φύγει και είχε αφήσει ένα σημεί-

35

Ο χάρτινος κήπος

ωμα με αινιγματικό περιεχόμενο. Του άρεσε να είναι αινιγματικός του Σαλιβέρου. Όπως πιστεύει κι αυτός, «Είναι ωραίο να ψάχνεις έναν άνθρωπο σε βάθος, να γνωρίζεις τα αισθήματά του ένα-ένα, σαν να φτιάχνεις ένα παζλ όπου κάθε κομμάτι είναι και μια καινούργια εμπειρία».

«Αγαπητή Σόφια,Ελπίζω να είσαι καλύτερα σήμερα. Ήθελα να σου

πω χτες κάποια πράγματα για μια ομολογουμένως ιδι-άζουσα υπόθεση που μου έχει ανατεθεί. Στην αρχή είχα αποφασίσει να την παρατήσω και να την παραχωρή-σω στους κατωτέρους μου, διότι μου φαινόταν ότι δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο, ούσα μια υπόθεση σαν όλες τις άλλες, με κάποιον ληστή με εκκεντρικό χαρακτήρα, αλλά μετά ανακάλυψα πως όλα όσα έχουν συμβεί σε αυτήν έχουν κάποιο βαθύτερο σκοπό. ∆υστυχώς δεν έχω την ευκαιρία να σου πω περισσότερα. Φεύγω για-τί οι προβλέψεις μου επαληθεύτηκαν. Σου έχω πρωινό στο τραπέζι. Θα σε δω σύντομα. Να προσέχεις. Φιλιά.

Αλέξανδρος».

Ο Σαλιβέρος μόλις είχε φτάσει στον τόπο του εγκλή-ματος. Έκανε ψόφο και η ζεστή ανάσα του σχημάτιζε ένα κάτασπρο συννεφάκι στον παγωμένο πρωινό αέρα. Ο επιθεωρητής έμοιαζε να έχει μια μονίμως άσπρη λε-ζάντα πάνω απ’ το κεφάλι του. Μπορούσες να πεις ότι θύμιζε ήρωα κλασικού εικονογραφημένου κόμικ. Μό-λις πλησίασε στο μέρος, είδε τον αστυνόμο Γκαετάνο μαζί με μια ορδή αστυφύλακες να ψάχνουν πεισματικά την περιοχή για στοιχεία.

36

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

«Καλημέρα».«Buongiorno Signore Σαλιβέρο! Come stai amico; Io

non mi sento bene, ho già visto qualcosa terribile2!»«Άσε τα ιταλικά και πες μου τι συνέβη εδώ».«Ma perché? Non vorrei sapere questo3 Άλεξ, πίστεψέ με».«Άσε την πλάκα».«Συγγνώμη, Αλεξάντερ. Απλά το μόνο που μου έμει-

νε μετά από αυτό που είδα, είναι το χιούμορ. Όλα τα άλλα αισθήματά μου έχουν νεκρωθεί από αυτή την γκροτέσκα εικόνα που είδα εκεί μέσα».

«Τι εννοείς, Αλμπέρτο;»«Πήγαινε μέσα και θα δεις».Ο επιθεωρητής συνήθως δεν φωνάζει τον αστυνόμο

Γκαετάνο με το μικρό του όνομα – όταν το κάνει ση-μαίνει ότι είναι πολύ ταραγμένος και ανήσυχος.

Ο αστυνόμος πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το έγκλη-μα είχε γίνει σε ένα ανθοπωλείο, στην οδό Πρωταγό-ρα 32. Αφού πέρασε την κίτρινη απαγορευτική ταινία της αστυνομίας, διάβηκε την πόρτα του μαγαζιού και μπήκε μέσα. Αυτό που είδε εκεί ήταν πέρα και από το χειρότερο σενάριο τρόμου, πέρα και από την πιο αλλό-κοτη ανθρώπινη φαντασία.

Μια γυναίκα ήταν πνιγμένη μέσα σε ένα βαρέλι γε-μάτο νερό – μόνο που αυτό δεν είχε το σύνηθες χρώμα του. Ήταν κόκκινο. Πορφυρό, βαθύ χρώμα. Αίμα…Η νεκρή βρισκόταν όρθια, βυθισμένη μέσα στα αιμάτι-να ύδατα και δεν επέπλεε. Εν τω μεταξύ, γύρω από το δοχείο ήταν διασκορπισμένα πέταλα από τριαντάφυλ-λα… χρώματος… μαύρου!

2 Στα ιταλικά σημαίνει: «Καλημέρα κύριε Σαλιβέρο! Πώς είσαι, φίλε; Εγώ δεν είμαι καλά, μόλις είδα κάτι τρομερό».3 Στα ιταλικά σημαίνει: «Μα γιατί; ∆εν θα ήθελες να μάθεις αυτό το πράγμα».

37

Ο χάρτινος κήπος

Ο Σαλιβέρος δεν άντεξε… Βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Μετά από λίγο, μπήκε ξανά.

∆ίπλα στο δοχείο ήταν σκυμμένος ο αστυφύλακας Παυσανίας και εξέταζε διάφορα άλλα αντικείμενα για τυχόν αποτυπώματα και καινούργια στοιχεία.

«Καλημέρα, κύριε επιθεωρητά. Όπως βλέπετε πρό-κειται για κάτι εντελώς αλλόκοτο».

«Ναι. Έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ περίεργο εγκληματία. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι τέ-τοιο… Την καημένη την κοπέλα…»

Μια σταγόνα κύλησε κοφτά από το μάτι του Σαλι-βέρου, αλλά πρόλαβε αστραπιαία να την σβήσει από το πρόσωπό του πριν τον δει ο Παυσανίας.

«Γιατί λέτε να το έκανε αυτό; Πιστεύετε ότι θέλει να περάσει κάποιο μήνυμα;»

«Έχω πολλά στο μυαλό μου, αλλά για την ώρα δεν μπορώ να τα συζητήσω. Πρέπει να ηρεμήσω, να συνέλ-θω, να ανασυγκροτήσω τη σκέψη μου. Το μόνο που μπορώ να πω εκ πρώτης όψεως είναι ότι όλη αυτή η στάση θυμίζει τελετουργική θυσία ή αν μη τι άλλο, έχει συμβολικό σκοπό».

«Α, κύριε επιθεωρητά, μιας και είπαμε μήνυμα, έχω να σας δείξω και κάτι άλλο. Παρακαλώ, ακολουθήστε με».

Προχώρησαν μέχρι την τουαλέτα του μαγαζιού. Εκεί ο Σαλιβέρος αντίκρισε άλλο ένα δείγμα της παρά-νοιας του εγκληματία. Στον τοίχο είχε γραφτεί με αίμα η εξής φράση: «ΕΥΑ ΚΥΡ ΡΥΚ. Ο κύβος ερρίφθη. Η αρχή του τέλους είναι γεγονός. Το λουλούδι μαράθη-κε. Η σελίδα άλλαξε. Επόμενος σταθμός». Ο Σαλιβέρος δεν εντυπωσιάστηκε από το λεξιλόγιο του εγκληματία. Είχε συνηθίσει τους λεξικούς γρίφους σε όλα αυτά τα χρόνια της δουλειάς του. Αποτελούσαν την πιο αγα-

38

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

πημένη κίνηση των δολοφόνων. Αλλά υπήρχε κάτι που μπόρεσε να τον προβληματίσει αρκετά. Αυτό το «ΕΥΑ ΚΥΡ ΡΥΚ», τι στο καλό σήμαινε;

Το εγκληματικό αυτό γεγονός δεν πέρασε απαρατή-ρητο από τα τοπικά κανάλια. ∆εκάδες δημοσιογράφοι συναθροίστηκαν στο πρώην ήρεμο και ασήμαντο αν-θοπωλείο, πνίγοντας τον ήδη δυσάρεστο αέρα μαυρί-λας που κύκλωνε το μέρος. Ο αστυνόμος δεν θα έμενε για πολύ ακόμα εκεί. Αφού ξεκαθάριζε κάποιες λεπτο-μέρειες, θα απομακρυνόταν το γρηγορότερο.

«Αστυφύλακα Παυσανία, θέλω λεπτομερή κατα-γραφή όλων των στοιχείων που συλλέξατε. Και επίσης πρέπει να ειδοποιηθεί ο ιατροδικαστής Προμηθέας να εξετάσει το πτώμα. Θέλω πλήρη αναφορά μέχρι αύριο στο γραφείο μου. Εντάξει;»

«Μάλιστα, κύριε επιθεωρητά».Γύρισε στο γραφείο του. Οι περισσότεροι έλειπαν,

λόγω του αναπάντεχου αυτού συμβάντος. Όλη η το-πική αστυνομία είχε αποδιοργανωθεί και έψαχνε για πληροφορίες. Ήταν η αλληγορική και μακάβρια υπό-σταση του εγκλήματος που είχε προκαλέσει τόση ανα-ταραχή στον κόσμο. Μπαίνοντας στο γραφείο του, ευ-θύς πήρε τηλέφωνο τον ιατροδικαστή Προμηθέα.

«Καλημέρα, γιατρέ. Ο Σαλιβέρος είμαι».«Χαίρεται, κύριε Αλέξανδρε. Ειδοποιήθηκα ήδη

από τους υφισταμένους σας και θα ασχοληθώ με το θέμα εν ευθέτω χρόνω».

«Ευχαριστώ. Καταλαβαίνετε τη θέση μου. Πρέπει να δώσω αναφορά σύντομα».

39

Ο χάρτινος κήπος

«Κύριε Αλέξανδρε, θα σας τηλεφωνήσω το συντομό-τερο. Αντίο».

Κλείνοντας το τηλέφωνο, άνοιξε διάπλατα το στό-μα. Το παράξενο ήταν ότι δεν το άνοιξε για να χασμου-ρηθεί, αλλά από την έκπληξη που αντίκρισε : πάνω στον δερμάτινο καναπέ του δωματίου βρισκόταν ένα κίτρινο τριαντάφυλλο. Έσπευσε αμέσως να δει πού βρισκόταν η Ολυμπία. Αυτή επόπτευε ποιος μπαινό-βγαινε στο γραφείο του. Απ’ την άλλη όμως σκέφτηκε ότι ίσως το είχε βάλει και η ίδια, έτσι για να φτιάξει τη διάθεσή του.

«Ολυμπία, σε ευχαριστώ».«Για τι πράγμα;»«Για το λουλούδι».«Κύριε επιθεωρητά, δεν καταλαβαίνω».«∆εν πειράζει, Ολυμπία. Απλά πες μου, πέρασε κα-

νείς από το γραφείο μου όσο έλειπα;»«Ναι, μπήκε ένας αστυνομικός στο γραφείο σας βια-

στικά, πρέπει να σας έψαχνε. Όμως δεν έκατσε πολύ. Έφυγε ξανά ευθύς για την οδό Πρωταγόρα όπου ήσα-σταν κι εσείς. Γενικά όμως, όπως ξέρετε, το πρωί επικρα-τούσε χάος εδώ μέσα, εξαιτίας του δυστυχήματος και οι αστυνομικοί περιφέρονταν σαν κουνούπια σε βάλτο».

«Χμμμμ… Σε ευχαριστώ, Ολυμπία μου».

Την ώρα που χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του, ο επιθεωρητής βρισκόταν στο μπάνιο και αναζωογονού-σε το κουρασμένο κορμί του. ∆εν το ξέπλενε απλά από τους ρύπους και τον ιδρώτα, αλλά και από την μαύρη εμπειρία να δει αυτή την αποτρόπαια πράξη. Έτριβε

40

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

όλο και πιο δυνατά το σφουγγάρι πάνω του, με μανία, με ορμή, σαν να ήθελε να ξεφύγει από αυτήν, σαν να τον κυνηγούσαν οι εικόνες που είχε αντικρίσει μέσα στο ανθοπωλείο.

«Αμάν!», ψέλλισε με το στόμα γεμάτο νερό. Η φωνή του ακούστηκε σαν να ήταν βάτραχος. Ευτυχώς γι’ αυ-τόν, είχε σχεδόν τελειώσει. Βγήκε τρέχοντας από το μπάνιο, χωρίς να σκουπιστεί. Όποιος και αν ήταν, θα είχε κάποιο σοβαρό λόγο, γιατί το κουδούνι χτυπούσε ρυθμικά. Περπάτησε διασχίζοντας το διάδρομο του σπι-τιού αφήνοντας αμέτρητες υδάτινες σταγόνες στο διάβα του πάνω στο ταλαίπωρο χαλάκι. Ναι, καλά μαντέψατε. Ήταν γυμνός. Ούτε ο ίδιος το είχε αντιληφθεί από τη βιασύνη του. Μόλις κοντοστάθηκε να ανοίξει την πόρτα άκουσε στίχους μεταφρασμένους στην ιταλική από ένα, τι άλλο, ιταλικό τραγούδι. Χαμογέλασε ισχνά.

«Μαντόνα μία…», ψιθύρισε.«Μπουόνα…. Σέ… ρα…»Ο Γκαετάνο έμεινε άφωνος. Μετά το ύφος του έγινε

κλασικά πειραχτικό, βρήκε πάλι την αφορμή για αστεϊσμό.«Βλέπω Σαλβέρ, κάτι λείπει, μάλλον περίμενες άλλη.

Έτσι ε; Θα τα πω με το νι και με το σίγμα στη ∆αφνού-λα εγώ, μην νομίζεις, δεν τα ξεχνώ…»

«Όχι, κάνεις λάθος, αγαπητέ μου φίλε, ήξερα ότι θα έρθεις, μην μου πεις ότι και εσύ δεν έχεις αντιληφθεί αυτή την τόσο μοιραία τηλεπάθειά μας. Αφού ξέρεις ότι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Τώρα έλα μέσα να τα βρούμε καλύτερα».

Ο Σαλιβέρος το αντιλήφθηκε αργά, μα είχε διάθε-ση για ανταπόδοση πειράγματος, πίστευε ότι θα του έφτιαχνε τη διάθεση, είχε ανάγκη από παιδικότητες μετά από αυτό που είχε δει.

41

Ο χάρτινος κήπος

«Αλεσσάντρο, δεν μπαίνω μέσα ούτε που να έρθει να με αναγκάσει ο ίδιος ο ∆άντης από την κόλασή του!»

«Καλά πέρνα μέσα τώρα και το πολύ πολύ να σε πάρει τηλέφωνο. Σιγά μην έρθει μέχρι εδώ πάνω. Καλά περνάει εκεί κάτω».

Ο επιθεωρητής συνέχισε με τον ίδιο ευδιάθετο τόνο. Μπήκαν μέσα.

«Άλεξ, μου τηλεφώνησε ο ιατροδικαστής Προμηθέ-ας και έδειχνε αρκετά προβληματισμένος. Μου ζήτησε μάλιστα, να περάσουμε ινσιέμε4 από το νεκροτομείο».

«Χμμ…», έκανε ο Σαλιβέρος. «Κάτι θα βρήκε μέσα στη λουλουδένια σινιορίνα μας», είπε και πάλι χιου-μοριστικά.

«Άντε Σαλιβέρο, τελείωνε με το ντύσιμό σου, στέκε-σαι μια ώρα γυμνός μπροστά στα μάτια μου!», είπε ο Γκαετάνο.

«Καλά, μεσιέ Γκαετάνο», είπε ο επιθεωρητής κρα-τώντας παράλληλα το βρακί του. «Απλά θα μπορούσες να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη;»

«Τι θες, Άλεξ;»«Γύρνα προς τα πίσω για να μη βλέπεις. Θέλω να

βάλω το σώβρακό μου. Ντρέπομαι…», είπε ο Σαλιβέρος και έπνιξε το γέλιο που πήγε να του βγει.

Το νεκροτομείο βρισκόταν δίπλα στον Άγιο Ονού-φριο, ένα μικρό και ταπεινό εκκλησάκι που σπάνια πήγαινε άνθρωπος, κυρίως γιατί ήταν κρυμμένο μέσα σε τέσσερα άλλα κτήρια που το περικύκλωναν. Πριν καν μπεις στο νεκροτομείο, αισθάνεσαι ήδη στη μύτη

4 Στα ιταλικά σημαίνει «μαζί».

42

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

σου τη σαθρή και δυσάρεστη οσμή του θανάτου να σε κυριεύει. Σε πιάνει μια πολύ άσχημη αίσθηση όταν ει-σέρχεσαι για πρώτη φορά μέσα σε αυτό. Ίσως γι’ αυτό το λόγο να λειτουργεί και η εκκλησία δίπλα – με όσα βλέπεις εκεί μέσα, χρειάζεσαι κάπου να καθαγιαστείς, να ακουμπήσεις, να ηρεμήσεις, να αποβάλλεις τη μαυ-ρίλα σου. Η εκκλησία είναι το ιδανικό μέρος. Όπως λέει και ο Σαλιβέρος, πάντα καλοπροαίρετα, με τόση δυσωδία μέσα στο νεκροτομείο μπορείς να δεις ήδη από την πόρτα της εκκλησίας τον Άγιο Ονούφριο να κλείνει τη μύτη του και να σε προτρέπει να μη μπεις σε εκείνο το μακάβριο μέρος. Τώρα πια, ο Σαλιβέρος κι ο Γκαετάνο νιώθουν το νεκροτομείο δεύτερ… καλά, τρίτο σπίτι τους. Ειδικά ο Γκαετάνο, διακατεχόμενος πάντα από ανώμαλο και αηδιαστικά ιδιόμορφο χιού-μορ, λέει ότι ακόμα ανυπομονεί πότε θα κανονίσουν με τον επιθεωρητή και τον ιατροδικαστή μια βραδιά πάθους πάνω στα κρύα, μεταλλικά κρεβάτια των νε-κρών. Ειδικά όταν ακούει αυτό το απαίσιο «αστείο», ο Σαλιβέρος ενοχλείται τα μάλα και υπενθυμίζει στον φίλο και συνάδελφό του, πόσο έκφυλο μπορεί να είναι το μυαλό του «ορισμένες» στιγμές.

«Καλησπέρα, γιατρέ».«Ωωω, καλησπέρα αγαπητέ κ.κ. Αλέξανδρε. Καλη-

σπέρα κ.κ. Αλμπέρτο». Ο ιατροδικαστής ήταν από τους πλέον ιδιόρρυθ-

μους τύπους της Νέας Αλεξάνδρειας. Συνήθιζε να έχει μια διαφορετική αντιμετώπιση σε καθετί. Ακόμα και οι χαιρετισμοί του απείχαν από τους συνηθισμένους.

«Τσάο, ντοτόρε», ανταπόδωσε ο Ιταλός αστυνόμος.«Τι έχουμε εδώ, γιατρέ;»«Αγαπητοί σύντροφοι, εδώ πρόκειται για κάτι αξιο-

43

Ο χάρτινος κήπος

σημείωτο. Μέσα στο σώμα της δύστυχης γυναίκας που εδολοφονήθη, ευρέθησαν πράγματα που δεν έχω ξανα-συναντήσει σε παρόμοια περίπτωση».

«Τι βρήκατε, ντοτόρε;»«Γιατρέ, πείτε μας. Μη μας κρατάτε σε αγωνία».Ο ιατροδικαστής δεν έλεγε να σταματήσει να σιωπά.

Ήταν παράξενος στη δουλειά και στους τρόπους του. Παχύσαρκος και τριχωτός, με ένα μουστάκι πλούσιο και εκφραστικό, θυμίζει περισσότερο θαλάσσιο ελέφα-ντα παρά ανθρώπινο ον. Είναι ανύπαντρος, καλά σκε-φτήκατε. Ένας αγωνιστής άνθρωπος, κόκκινος μέχρι το κόκαλο. Βέβαια, όπως πάντα συμβαίνει, δεν ξέρει για τι πράγμα αγωνίζεται κι έτσι δεν δείχνει να κάνει κάτι διαφορετικό από τους ομοϊδεάτες του. ∆υστυχώς, δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι τα κόμματα διαρρηγνύ-ουν τον κοινωνικό μας ιστό ή δεν θέλει να το καταλάβει. Το αποκορύφωμα της ιδιορρυθμίας του είναι το τικ που έχει – συνηθίζει να γυρνάει το κεφάλι του διαγράφο-ντας κύκλο για να σπάσει, όπως πάντα υποστηρίζει, τα άλατα του αυχένα του. Το τελευταίο δείχνει, αν μη τι άλλο, ανατριχιαστικό και συγχρόνως αστείο, αν φαντα-στεί κανείς τον ίδιο να βρίσκεται πάνω από ένα άψυχο κορμί και έτσι όπως θα είναι βουτηγμένος στα αίματα, να σπάει την εργασιακή μονοτονία με αυτο-κεφαλοκλει-δώματα. Αυτό τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Σαλιβέρος…

«Λοιπόν, γιατρέ; Θα μας πείτε επιτέλους τι τρέχει;»«Ναι, ντοτόρε, έλα έχουμε και δουλειές μη μας κα-

θυστερείς».Ο Γκαετάνο μόλις είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος – ο

ιατροδικαστής Προμηθέας μισούσε να του μιλάνε στον ενικό. Από στιγμή σε στιγμή ήταν πασιφανές ότι θα εκρύγνητο. Και πράγματι, ο ιατροδικαστής άρχισε να

44

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

κοκκινίζει και το κεφάλι του να τρέμει από τα νεύρα, από το πολύ δε σφίξιμό του νόμιζες ότι κυριολεκτικά θα διαλυθεί σε χίλια κομμάτια. Ο Γκαετάνο άρχισε να ανησυχεί, κοίταζε το θαλάσσιο κήτος σαν να το παρα-καλεί να του χαρίσει τη ζωή – ο δε Σαλιβέρος, ήξερε τι θα επακολουθήσει οπότε έκανε πίσω.

«MΠΑΜ!», φώναξε με σθένος ο ιατροδικαστής Προ-μηθέας, πριν κατατρομάξει τον αφελή αστυνόμο Γκαε-τάνο. Έπειτα πνίγηκε στα γέλια και κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, τόσο πολύ, που αν τον έβλεπε κάποιος άλ-λος σύντροφος θα του πρότεινε σίγουρα να ποζάρει για «μπακγκράουντ»5 στη σημαία του κόμματός του. Ο δε Γκαετάνο, έκανε πίσω χλομός. Ήταν ένα από τα κρύα και «ατομικά» αστεία του ιατροδικαστή. Κρύα γιατί δεν ήταν αστεία αλλά βλακείες, ατομικά γιατί γελούσε μόνο αυτός. Εν τω μεταξύ, ο Ιταλός αστυνόμος δεν είχε καταλάβει ότι μαζί με το απότομο ξέσπασμα του ιατροδικαστή είχαν πε-ταχτεί και ένα σωρό σάλια του τελευταίου στα ρούχα του πρώτου. Αυτό μόνο ο Σαλιβέρος το ήξερε, και κάθε φορά έπαιρνε τα μέτρα του γι’ αυτό τηρώντας μια αξιόλογη απόσταση ασφαλείας από τον δόκτορα Προμηθέα.

«Α χα χα χα χα, τι αφελής που είστε, αγαπητέ κύριε Γκαετάνο!»

Ξαφνικά το βλέμμα του σοβάρεψε μονομιάς και είπε νουθετώντας τον:

«Αν με προσφωνήσετε ξανά με αυτό τον πρόχειρο και αναιδή τρόπο θα έχουμε πρόβλημα… μεγάλο πρό-βλημα…»

«Εντάξει, σινιόρε ιατροδικαστά μου, σας υπόσχομαι ότι δεν θα επαναληφθεί. Έχετε το λόγο μου. Mea culpa6…»5 Σημαίνει: «Φόντο».6 Σημαίνει «∆ικό μου λάθος» στα λατινικά, έκφραση δημόσιας συγγνώμης.

45

Ο χάρτινος κήπος

«Εντάξει, κύριοι, τώρα αφού σοβαρευτήκαμε και αφού εξήγησα σε σας κύριε Γκαετάνο κάποια πράγμα-τα, είναι καιρός να προσηλωθούμε στο έργο μας».

O ιατροδικαστής Προμηθέας με περισσή επαγγελμα-τικότητα και χάρη ξεδίπλωσε το πτώμα από τη μαύρη γυαλιστερή του «παρακαταθήκη» και έδειξε στους δύο προβληματισμένους αστυνόμους τα αντικείμενα που του προκάλεσαν τόσο ενδιαφέρον και έκπληξη.

«∆εν τα αφαίρεσα ακόμα από το νεκρό σώμα για να έχετε μια καλύτερη εικόνα, μήπως βοηθήσει κι εσάς στην ερευνητική σας δραστηριότητα».

«Πω, πω…»Οι αστυνόμοι βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Στο εσωτε-

ρικό του θύματος υπήρχαν νομίσματα, πολλά αρχαία και άγνωστης προελεύσεως, νομίσματα.

«Απ’ ό,τι μπορώ να συμπεράνω, τα νομίσματα χρη-σιμοποιήθηκαν σαν βαρίδια για να κρατήσουν το σώμα μέσα στο νερό ώστε αυτό να μην επιπλέει καθό-λου. Επιπλέον, τοιουτοτρόπως, το πτώμα μπόρεσε έτσι να παραμένει σε όρθια στάση και να μην γυρίζει ενώ το κορμί να ευρίσκεται σε ευθυγράμμιση. Είναι τρομα-κτική η ευφυΐα του δράστη. Αφαίρεσε τα εντόσθια της γυναίκας και τα αντικατέστησε με λεφτά»

«Πέθανε πλούσια! Μακάρι να πεθάνω κι εγώ έτσι!», είπε σαρκαστικά ο Γκαετάνο.

«Για να έχεις λεφτά να εξαγοράσεις τον άγιο Πέτρο να σε μπάσει στον παράδεισο; Παλιομασκαρά!», είπε ακόμα σαρκαστικότερα ο επιθεωρητής Σαλιβέρος.

«Θα σου ’λεγα τώρα τίποτα, αλλά έχε χάρη…»«Τοιουτοτρόπως», πρόσθεσε ζωηρά ο επιθεωρητής

Σαλιβέρος, ερχόμενος στο κυρίως ζήτημα, «με αυτή την τελετουργική πράξη ο δολοφόνος θέλει να παρουσιά-

46

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

σει το “έργο του” σε εμάς σαν να πρόκειται για ένα αριστοτέχνημά του, λες κι ο ίδιος είναι αρτίστας και κάνει μια έκθεση ζωγραφικής φέρ’ ειπείν. Καταλαβαί-νετε λοιπόν ότι αυτό που έγινε χθες το πρωί στο ανθο-πωλείο έχει κάποιο σκοπό και ότι προμηνύει επόμενα χτυπήματα. Άλλωστε, ποιος άρρωστος θα έκανε κάτι τέτοιο για το τίποτα;»

«Κύριε Αλέξανδρε Σαλιβέρο, σας γνωρίζω αρκετά χρόνια. Σέβομαι την όλη προσφορά σας στο εγκληματο-λογικό έργο, που ομολογουμένως ήταν μεγάλη, παρ’ όλα αυτά, θα διαφωνήσω μαζί σας. Όπως έχει πρόσφατα απο-δειχθεί, πολλοί σχιζοφρενείς εγκληματίες πλέον χρησιμο-ποιούν τον τρόπο μετάδοσης πληροφοριών και μηνυμά-των μέσω των εγκλημάτων τους σαν μια παραπλανητική μέθοδο. Πιστεύουν πως η αστυνομία θα τους ακολουθή-σει κι έτσι αυτοί θα τους οδηγήσουν σε μια παγίδα. Οι καιροί αλλάζουν, το ίδιο και ο τρόπος να διαπράττεις ένα έγκλημα. Εγώ λοιπόν θα αποφύγω αυτήν την εικασία που κάνετε, με όλο το σεβασμό που τρέφω στο πρόσωπό σας. Ίσως χρειάζεστε μια ανανέωση στις σκέψεις σας».

Ο Σαλιβέρος σκέφτηκε από μέσα του: Για δες, ο πα-λιο-ελέφαντας! Αυτός μαραζώνει και πνίγεται από τη ροή του χρόνου, αυτός παραμένει μούχλας εδώ και τό-σους αιώνες, κι εγώ λαμβάνω το δίδαγμα ότι οι καιροί αλλάζουν. Πας να βάλεις τα γυαλιά του Σαλιβέρου εκ-κεντρική φαλκονέρα, έτσι; Ο Σαλιβέρος θα σας απα-ντήσει δεόντως κ.κ. ιατροδικαστά.

«Κύριε Προμηθέα, εγώ θα παραμείνω στο ότι ο πα-λιός είναι αλλιώς. Θα εκτιμηθεί η παρούσα επιμονή μου στο εγγύς μέλλον. Ξέρετε, όταν περιπλέκουμε πολύ το μίτο, στο τέλος μπερδευόμαστε και σκοντάφτουμε. Κι εγώ δεν θα σας συνιστούσα να πέσετε και να σκοντά-ψετε γιατί το θέλουμε το πάτωμ…»

47

Ο χάρτινος κήπος

«Αχέμ…αχέμ…», ξερόβηξε ο αστυνόμος Γκαετάνο για να καλύψει τον Σαλιβέρο και να μην ακούσει ο ια-τροδικαστής Προμηθέας την ατάκα του.

«Πάντως κ. ιατροδικαστά, όλοι βαδίζουμε σε μια ίδια γραμμή διαφοροποιούμενοι στις σκέψεις μας…»

«Ναι, ναι, κύριε Σαλιβέρο…» Ξαφνικά ο ελεφάντινος ιατροδικαστής σταμάτησε

να αναπνέει. «Μια στιγμή! Μισό λεπτό! Κάτι ανακάλυψα!»Και έπεσε με τα μούτρα σε ένα σημείο της σωρού

κοιτάζοντας προσεκτικά. Μετά από πέντε λεπτά, απέ-σπασε από αυτή ένα νεοεμφανισθέν εύρημα: μερικά αγκάθια από τριαντάφυλλο.

«Τώρα τι στα κομμάτια είναι αυτό!»«Τι στο διάολο είναι αυτό!» συμπλήρωσε ο Γκαετάνο.«Αγκάθια… δεν καταλαβαίνω… τι στον άνεμο γυρεύ-

ουν τα αγκάθια στην καρδιά του πτώματος; Πώς δεν τα πρόσεξα πριν;»

Ο επιθεωρητής Σαλιβέρος άρχισε να δυσανασχετεί. Το πρόσωπό του πήρε ξαφνικά μια πολύ σοβαρή όψη.

«Αρκετά είδαμε, κύριε Προμηθέα. Σας ευχαριστού-με για όλα. Συνεννοηθείτε με το τμήμα για οτιδήποτε άλλο ανακαλύψετε. Τώρα πρέπει να φύγουμε. Θα τα ξαναπούμε».

Ο Σαλιβέρος έφυγε βιαστικά με τον Γκαετάνο να τον ακολουθεί τρέχοντας από πίσω, εμφανώς λαχανια-σμένος. Περπατούσε με τόσο ταχύ βήμα που έλεγες ότι ήταν δαιμονισμένος. Αλήθεια, τι να του είχε συμβεί;

«Αλ, τι σου συμβαίνει; Αλ, περίμενε!» Ο Γκαετάνο δεν μπορούσε να τον ακολουθεί με την

ίδια ταχύτητα βαδίσματος. «Αλ! Αλ!» Απροσδόκητα, ο επιθεωρητής σταμάτησε.Έπειτα είπε: «Όλα δένουν. Όλα έχουν κάποιο σκο-

48

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

πό. Όλα είναι φτιαγμένα για να μας οδηγήσουν στο δολοφόνο, φτιαγμένα από τον ίδιο. Κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Έχω την απάντηση στα χέρια και δεν μπορώ να την πιάσω. Εσύ πώς το εξηγείς αυτό, Αλμπέρτο;»

Ο Ιταλός συνάδελφός του προτίμησε να μη μιλήσει ούτε να σχολιάσει τα λόγια του επιθεωρητή. Όλως πε-ριέργως, επέλεξε να σωπάσει…

«Καλησπέρα, ∆άφνη. Τι κάνεις;»«Γεια σου, Αλέξανδρε. Εγώ καλά είμαι. Εσύ ακούγε-

σαι άσχημα…Τι έχεις, σου συμβαίνει κάτι;»«Τώρα που σε ακούω, είμαι σίγουρα καλύτερα, ό,τι

κι αν είχα».«Τι είναι αυτό που σε απασχολεί, αγαπημένε μου;»«Ξέρεις, ∆άφνη, πολλές φορές υπάρχουν άνθρωποι

που σε καταλαβαίνουν περισσότερο από καθέναν. Ένας από αυτούς είσαι κι εσύ».

«Αυτό να το δεχτώ ως φιλοφρόνηση ή μιλάς σοβαρά;»«∆άφνη μου, πίστεψέ με, η φωνή σου με βοηθάει

αφάνταστα αυτή τη στιγμή. Γι’ αυτό συνέχισε να μιλάς, κι εγώ θα κάτσω να σε ακούω όπως ο νεοσσός περιμέ-νει καρτερικά την τροφή του».

«Ωωωω… έγραψε πάλι ο Σαλιβέρος βλέπω!»«…»«Αλέξανδρε, γιατί δε μιλάς;»«Μίλα εσύ για μένα».«Μμμμ… δεν ξέρω τι παιχνίδι είναι αυτό, αλλά μπο-

ρώ να σου πω ότι μου αρέσει. Χεχεχε!»«…»

49

Ο χάρτινος κήπος

«Μμμμ… από πού να αρχίσω; Αυτή τη στιγμή είμαι με τα εσώρουχα… Κάθομαι πάνω σε μια καρέκλα στην κουζίνα… Αρχίζω να βγάζω το σλιπ σου που φοράω… και….Αλέξανδρε, ακούς;»

«Μμμμ…»«Τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ όμορφα.

Εσύ είσαι δίπλα μου… και… με πιάνεις. Και… μισό λε-πτό, Αλέξανδρέ μου, χτυπάει η δεύτερη γραμμή».

Εκεί που ο Σαλιβέρος σιωπούσε ήταν τώρα έτοιμος να σκοτώσει άνθρωπο. Ανάθεμα σε όποιον ήταν! Μετά από λίγο η ∆άφνη επανήλθε.

«Αλέξανδρε, ήταν η θεία Αντζολίνα». Ο Σαλιβέρος μετάνιωσε πολύ που πριν από ολίγα

δευτερόλεπτα είχε αναθεματίσει τη γλυκύτατη θεία της ∆άφνης. Τη συμπαθούσε απίστευτα πολύ. Κι εκείνη τον αγαπούσε. Η θεία Αντζολίνα ή αλλιώς Ανγκιολλί-να, είναι μια απεριόριστα καλοσυνάτη και αξιοπρεπής γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση, γέννημα-θρέμμα της Κέρκυρας. Προέρχεται από την παλαιά πόλη του νη-σιού και μπορείς να πεις ότι συγκαταλέγεται στις πιο γραφικές και παραδοσιακές γυναίκες αυτού. Μάλιστα η προφορά της ήταν από τις πιο πικάντικα Κερκυρα-ϊκές, αφού, ως γνωστόν, οι Κερκυραίοι έχουν πολύ χαρακτηριστική, νόστιμη διάλεκτο. Όταν η ∆άφνη πέ-ρασε στο τμήμα Μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου, που βρίσκεται στην Κέρκυρα, η θεία της χάρηκε τόσο που πήγε να πάθει έμφραγμα.

«∆ε λες ευτυχώς που είναι καλά η γυναίκα και μπόρεσα να τη γνωρίσω…», με συμπληρώνει ο επιθε-ωρητής.

«Λοιπόν, τι σου έλεγε η θεία Αντζολίνα;»«∆ε θα το πιστέψεις! Για σένα με ρωτούσε. Πότε θα

50

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

έρθεις εδώ, να σε δεί… Θέλει να σου κάνει και το τρα-πέζι… Αλήθεια, Αλέξανδρε, πότε θα έρθεις κατά εδώ;»

«∆άφνη… Θα έρθω κάποια στιγμή… Αυτόν τον και-ρό πάντως, μου είναι αδύνατον… Πραγματικά θέλω να έρθω… Απλά πρέπει να βρω την κατάλληλη ευκαιρία…»

«Πότε Αλέξανδρε; Πότε περιμένεις; Πάντα σε αυτή τη φράση καταλήγουμε… Έχω να σε δω τόσο καιρό… είμαι κι εγώ άνθρωπος, ξέρεις… μου λείπεις…Θα έρθεις ποτέ; Ε; Σε ρωτάω!»

Η ∆άφνη ήταν μια κοπέλα διαφορετική από τις άλ-λες. Είχε πάντα το μοναδικό προνόμιο να συνδυάζει την υστερία με την αγγελικότητα. Έτσι τουλάχιστον, λέει ο Σαλιβέρος.

«∆άφνη, στο υπόσχομαι… Θα τα πούμε…»«Καλά… κατάλαβα…»«∆άφνη…»«Τα λέμε, Αλέξανδρε. Θα σε αγαπώ μέχρι να τα ξα-

ναπούμε».«∆άφνη… Κ.. Κι εγώ σε αγ…» ΚΛΙΚ… Το τηλέφωνο έκλεισε.

Το πρωί ο επιθεωρητής σηκώθηκε και μπήκε κα-τευθείαν στο μπάνιο για ξύρισμα…Αν και αρχικά είχε ενστάσεις, μόλις αντίκρισε το είδωλό του στον καθρέ-φτη πείστηκε ότι η ολική εκκαθάριση της επιδερμίδας του από την τρίχα ήταν επιβεβλημένη, ειδάλλως θα έμοιαζε με κάτι περισσότερο από σκαντζόχοιρο. Χρη-σιμοποίησε την αγαπημένη του ηλεκτρική μηχανή που του είχε χαρίσει η ∆άφνη πριν από καιρό. Του είχε πει μάλιστα, ότι ήταν προηγμένης τεχνολογίας και ενόσω

51

Ο χάρτινος κήπος

ξυριζόσουν αυτή σε πότιζε αυτόματα με κολόνια που ήταν ενσωματωμένη στο μηχάνημα. Είχε, λέει και πέ-ντε έξτρα υπερευαίσθητες κεφαλές που σου έκαναν μασάζ παράλληλα με το ξύρισμα. Τέλος είχε επίπεδο ταλάντωσης ώστε να σου προσφέρει το ανάλογο βάθος ξυρίσματος.

(Σημείωση του αστυνόμου : Τι είναι όλα αυτααά;) Έτσι μπορούσες να ελέγχεις το πόσο παθητικό ή

ενεργητικό θα είναι το ξύρισμά σου. Μοντέλο της Αν-δρομέδα Σέιβινγκς. Φυσικά όλα αυτά τα είχε η μηχανή προτού ο Σαλιβέρος της τη δώσει πίσω να την αλλάξει με το παλαιότερο μοντέλο. «∆άφνη», της είχε πει, «πες τους ότι θέλω ένα μοντέλο που ξυρίζει, κι όχι για να κόβω το γκαζόν. Φιλάκια!»

Αφού φρεσκαρίστηκε και η ανθρωπιά του από επί-πεδο «χόμο νεάντερταλ» επανήλθε στο επίπεδο «χόμο σάπιενς», πήγε στο τμήμα. Απ’ ό,τι φαινόταν ήταν μια μέρα που δεν θα είχε πολύ κουραστικό τόνο. Τα στοι-χεία είχαν μαζευτεί, οι έρευνες συνεχίζονταν, ο αστυ-νόμος Σαλιβέρος θα σπαζοκεφάλιαζε και όλα τα άλλα θα έρχονταν μόνα τους.

«Καλημέρα, Ολυμπία. ∆εξιά ή αριστερή τσέπη; ∆ιά-λεξε!»

«Καλημέρα, επιθεωρητά. Έχεις τα κέφια σου σήμε-ρα, βλέπω».

«Ολυμπία μου, δεξιά ή αριστερή;»«Μπορώ να διαλέξω μάγουλα καλύτερα; Με τέτοιο

ξύρισμα καμία γυναίκα δε σου αντιστέκεται!»«Αν με φιλήσεις στα μάγουλα, τότε αυτά θα ανθί-

σουν! Γι’ αυτό υπάρχουν οι τσέπες…»«Τότε…»«∆εξιά ή αριστερή τσέπη;», ξεγλίστρησε ο Σαλιβέρος

52

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

«Μμμμ… ∆εξιά».Τότε ο Σαλιβέρος έβγαλε ένα τριαντάφυλλο και το

έδωσε στην Ολυμπία. «Είναι υπέροχο!», αναφώνησε αυτή γεμάτη χαρά.

«Τουλάχιστον, εγώ δεν πετάω πέταλα από ’δω κι από ’κει, ξέρω πού τα δίνω», είπε χιουμοριστικά ο αστυνόμος για το δολοφόνο.

Κάθισε στο γραφείο του και άρχισε να παίζει με το στυλό. Προσπαθούσε να σκεφτεί, να συλλέξει τα στοι-χεία στο μυαλό του και να βγάλει ένα συμπέρασμα. Γιατί η συγκεκριμένη γυναίκα να πεθάνει έτσι αποτρό-παια; Έχει κάποια σχέση η πράξη με κάτι άλλο ή είναι απλά μια εκδήλωση πλήρους εγκληματικής παραφρο-σύνης; Και τι σχέση θα μπρούσε να έχει όλο αυτό το γεγονός με τις μικροκλοπές;

Άρχισε να ζωγραφίζει αφηρημένα πάνω σε κάτι πρόχειρα φύλλα. Του πήρε χρόνο να συνειδητοποιήσει που τον οδηγούσε το υποσυνείδητό του: είχε σχεδιάσει τριαντάφυλλα…

Όλα στρέφονται γύρω από τα τριαντάφυλλα… Για-τί άραγε;

Πήρε το φάκελο της δολοφονημένης γυναίκας και τον κοίταξε πάλι: «Άννα-Μαρία Μπενεντέττο, 23 χρο-νών, επάγγελμα ιδιωτική υπάλληλος. Μετανάστρια από τη Γένοβα, ξεκίνησε να δουλεύει σε αυτό το ανθο-πωλείο πριν από κάποια χρόνια».

∆εν μπορώ να καταλάβω. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η ξένη γυναίκα με όλα αυτά;

Ο Σαλιβέρος αηδίασε. ∆εν άντεχε άλλο να ακούει για τριαντάφυλλα. Αν ξαναπαρουσιαζόταν μπροστά του έστω κι ένα πέταλο, θα έκανε σίγουρα εμετό.

53

Ο χάρτινος κήπος

Μετά τη δουλειά πέρασε από τη σχολή χορού της Σόφιας ανάβοντας πρώτα ένα κεράκι στην εκκλησία της Αγίας Αγάθης που κατοικοεδρεύει σιωπηλά και τα-πεινά απέναντι. Παραξενεύτηκε όταν είδε να κάθονται στα παγκάκια του προαυλίου της εκκλησίας πέντε-έξι άνδρες ντυμένοι στα μαύρα. Ούτε κηδεία ήταν, ούτε όμως και συνήθιζαν ανδροπαρέες παιδοβούβαλων να κάθονται απογευματιάτικα στα παγκάκια. Μόνο πού και πού κάτι εύθραυστα γεροντάκια το έκαναν, για να σκοτώνουν την ώρα τους. Ο Σαλιβέρος σκέφτηκε μή-πως ο Αννίβας είχε καινούργιο κόλπο για να ενοχοποι-ήσει τη γυναίκα του. «Μπααα…», είπε.

Η Σόφια έκανε μάθημα λατινοαμερικανικού χορού την ώρα που ανέβηκε. Αυτός, χωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκε στην αίθουσά της και σαν γλυκός ληστής έκα-τσε σε μια γωνιά και παρακολούθησε τα κορίτσια που χόρευαν. Η Σόφια είχε κάνει μια πραγματικά ωραία επιλογή κομματιού εκείνη τη μέρα για να τους μάθει να το χορεύουν.

Ο Σαλιβέρος κάθε τόσο κοίταζε κλεφτά τα καλλί-γραμμα κορμιά των κοριτσιών. Μόλις όμως περνούσαν κάποια δευτερόλεπτα, ερχόταν στο μυαλό του η ∆άφ-νη να τον κατσαδιάζει με τη γνωστή πικρόγλυκη και μη εξαιρετέα για την απαλότητα μα και υψηλή τονι-κότητα, φωνή της. Κι άξαφνα ο Σαλιβέρος κατέβαζε το καπέλο του στα μάτια έτσι ώστε να έχει καθαρή τη συνείδησή του. Η Σόφια τον είχε δει από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα, μα σκέφτηκε πως θα ήταν κα-λύτερα να μην διακόψει την παράδοση. Τελικά φαί-νεται πως ο Σαλιβέρος στο τέλος αποκοιμήθηκε, μιας και με το καπέλο έβλεπαν τα μάτια του μια υπέροχη απόχρωση σκοταδιού. Όταν το πήρε χαμπάρι η Σόφια,

54

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

σιγογέλασε. Το μόνο που ήλπιζε ήταν να μην αρχίσει να ροχαλίζει…

«Εντάξει, κορίτσια! Ήσασταν υπέροχες και σήμερα! Άρτεμις, να προσέχεις το σώμα σου να είναι πιο σταθε-ρό. Εντάξει; Κι εσύ Φαίδρα να είσαι λίγο περισσότερο συγκεντρωμένη γενικώς, γιατί ξεχνάς κάποια βήματα. Αλέξανδρε! Αλέξανδρε!»

Ο Σαλιβέρος ξύπνησε τρομοκρατημένος, χτυπώντας άγαρμπα τις μπότες του πάνω στο παρκέ.

«Τι γίνεται, βρε Αλέξανδρε;» Η Σόφια αγκάλιασε το Σαλιβέρο σαν χταπόδι. «Αλέξανδρε μου, σε ευχαριστώ για όσα κάνεις, έκανες

και θα κάνεις για μένα. Είσαι πραγματικός φίλος μου…»«Σόφια μου…Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Με συγ-

χωρείς που εξαφανίστηκα έτσι ξαφνικά, αλλά με απα-σχολεί εκείνη η υπόθεση που αντιμετωπίζω. Είναι αρ-κετά αλλόκοτη και με έχει κουράσει γιατί δεν μπορώ να βγάλω το παραμικρό συμπέρασμα… Εσύ πώς είσαι;»

«Είμαι μια χαρά. ∆υστυχώς ο Αννίβας εξακολουθεί να με παίρνει τηλέφωνα, αλλά δεν με έχει ξαναενοχλή-σει ουσιαστικά. Αλλά πού θα πάει, το βλέπω, θα έχου-με πάλι καυγάδες σύντομα… Μακάρι να μπορούσα να ηρεμήσω λίγο κι εγώ. Αν δεν είχα και αυτή τη δουλειά θα είχα αυτοκτονήσει, αυτό είναι σίγουρο!»

«Μην λες βλακείες! Αργά ή γρήγορα θα βρεθεί μια λύση…το πιστεύω. Μέχρι τότε…»

«Μα…»«Μέχρι τότε, ο Σαλιβέρος θα είναι εδώ στις υπηρεσί-

ες σας, μεγαλειοτάτη!», έκανε ο αστυνόμος και λύγισε το ένα χέρι θέτοντας την κόψη της παλάμης του στο κούτελο, όπως όταν παρουσιάζονται οι φαντάροι στον αξιωματικό τους.

55

Ο χάρτινος κήπος

Η συζήτησή τους διακόπηκε από έναν ήχο. Η Σόφια κοίταξε προς την αίθουσα και είδε μια μαθήτρια να περιεργάζεται την τσάντα της.

«Κασσάνδρα; Ακόμα εδώ είσαι;»Η Κασσάνδρα Μαντιγκούστη ήταν μια πολύ όμορ-

φη και γλυκιά κοπέλα. Είχε καστανά μαλλιά και πρά-σινα μάτια και φάνταζε σαν μπουκέτο από λουλούδια όταν χόρευε στην πίστα της σχολής. Ήταν κόρη του διευθυντή της ΑΝ∆ΡΟΜΕ∆Α Α.Ε., της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης στην Ελλάδα. Ο πατέρας της ονο-μαζόταν Ορφέας Μαντιγκούστης. Αυτός ήταν και ο λόγος που έξω από τη σχολή υπήρχε αυτή η συστοιχία ανδρών με μαύρα ρούχα. Ήταν οι προσωπικοί φρου-ροί της κόρης του, ανά πάσα στιγμή.

«Κασσάνδρα, όλα εντάξει;»«Ναι, κυρία Σόφια. Μα…για μια στιγμή…»Η Κασσάνδρα μπήκε μέσα στο δωμάτιο και με αυ-

θορμητισμό έπιασε το χέρι του επιθεωρητή Σαλιβέρου.«Ώστε εσείς είστε ο περίφημος αστυνόμος Σαλιβέ-

ρος! Πάντα έψαχνα την αφορμή για να σας γνωρίσω. Χάρηκα πολύ, με λένε Κασσάνδρα».

«Χάρηκα κι εγώ… Κασσάνδρα».Ο Σαλιβέρος δεν έκρυψε ένα χαμόγελο όλο ικανο-

ποίηση για τη γνωριμία του με την κοπέλα. Όπως, επί-σης, δεν έκρυψε και το κοκκίνισμα του προσώπου του.

«Πόσων χρονών είσαι, Αλέξανδρε;»Ο αυθορμητισμός της κοπέλας γινόταν όλο κι εντο-

νότερα σπινθηροβόλος…« Εικοσιεννέα».«Εγώ είμαι δεκαεννέα. ∆έκα χρόνια δεν είναι και με-

γάλη διαφορά, δεν νομίζεις;»Ο Σαλιβέρος ξεροκατάπιε και κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ.

56

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

«Αλήθεια, το μαλλί σου από πότε το έχεις μακρύ; Είναι αλήθεια ότι έχεις μια μεγάλη μηχανή; Τι μουσική ακούς; Είσαι πολύ γοητευτικός, το ξέρεις; Έχεις πιάσει μερικούς από τους πιο αδίστακτους εγκληματίες!»

Ο Σαλιβέρος σώπασε ταπεινά. Μάλιστα κατέβασε και το καπέλο του ώστε να κρύβεται ένα μέρος του προ-σώπου του που ήταν ακόμη στο χρώμα της καρδιάς.

«Πρέπει να είσαι πολύ έξυπνος».«Καθόλου, θα έλεγα», είπε κοφτά σπάζοντας τη σι-

ωπή του ο Σαλιβέρος.«Τι τύπος κοπέλας σου αρέσει;» Ο Σαλιβέρος προσπάθησε να αποφύγει αυτή τη συ-

ζήτηση και άλλαξε θέμα τόσο άγαρμπα όσο πατάει ένας κουτσός. ∆ε φάνηκε ότι «τσίμπησε» καθόλου!

«Κασσάνδρα, σου αρέσει πολύ ο χορός;», είπε και ανέβασε το καπέλο παίρνοντας μια πιο «προσεδαφι-σμένη» στάση.

Μεταξύ μας, ήταν ότι πιο κλισέ και ελάχιστα πρω-τότυπο μπορούσε να πει εκείνη τη στιγμή.

«Πεθαίνω, Αλέξανδρε! Θα προτιμούσα να πεθάνω χο-ρεύοντας ένα βαλς παρά με οποιοδήποτε άλλο τρόπο».

Η Σόφια μπήκε ανάμεσά τους για να θυμίσει στη Κασσάνδρα ότι έπρεπε να πηγαίνει.

«Αλέξανδρε, θα τα ξαναπούμε σύντομα! ∆εν θα χα-θούμε!»

Όλη αυτή η εμφάνιση έμοιαζε σαν ένας απέραντος πειρασμός για τον Σαλιβέρο. Σαγηνευτικά όμορφη, νέα και αυθόρμητη και με έντονο ενδιαφέρον γι’ αυτόν…

Όχι, όχι, σκέφτεται ο αστυνόμος, ώρες-ώρες το μυα-λό του ανθρώπου γίνεται πολύ άπληστο… ∆εν θέλω ούτε να το σκέφτομαι… Σαλιβέρο, συγκρατήσου και μην αφήσεις τον εαυτό σου να σε βάλει σε μπελάδες, είπε μέσα του πριν μιλήσει ξανά στη Σόφια.

57

Ο χάρτινος κήπος

«Και τώρα πες μου, Σόφια… Υπάρχει κάτι στα μάτια σου… κάτι που σε απασχολεί… και που σε προδίδει από το να προσπαθείς να μου το κρύψεις».

«Πώς το κατάλαβες;»«Γλώσσα των ματιών, όπως συνηθίζω να λέω εγώ…»«Μα…»«Σε περιμένω να μου το πεις. Τι σε απασχολεί, λοιπόν;»«Κοίτα… Θα βρω εγώ τη στιγμή που πρέπει να το

μάθεις… ∆εν είναι η κατάλληλη ώρα…»«Πολύ καλά, λοιπόν… Θα περιμένω μέχρι τότε. Και

τώρα με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω. Να προσέχεις…»

Πέρασε ένα Σαββατοκύριακο πλήρους απραξίας με τον επιθεωρητή να κάθεται στην ιστορική πολυθρόνα του προπάππου του, στην παραδοσιακή παλαιά οικία Σαλιβέρου, βαθύτατα σκεπτόμενο σχετικά με όλα όσα συνέβαιναν. Ώσπου…

Ντριιιιν!!! Ντριιιιιιιν!«Καλημέρα σας. Ο κύριος Σαλιβέρος;»«Ναι, ο ίδιος». Ο Σαλιβέρος άργησε να καταλάβει ότι είχε φτάσει η

∆ευτέρα πρωινή.«Υπογράψτε εδώ, παρακαλώ. Έχω κάτι για εσάς». «Τι πράγμα;»«Είναι ένα δώρο από την αρραβωνιαστικιά σας».«Ααααα, ευχαριστώ. Μισό λεπτό να υπογράψω.

Καλή σας μέρα».Ο Σαλιβέρος αναρωτήθηκε τι μπορεί να του είχε πά-

ρει πάλι η ∆άφνη. Συνήθως η ∆άφνη συνήθιζε να κάνει αλλόκοτα δώρα, οπότε δεν περίμενε κάτι συνηθισμένο. Το άνοιξε και έμεινε κατάπληκτος.

58

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

«Θεέ μου! Είναι τρελή!», αναφώνησε. Του είχε πάρει ένα βιντεο-τηλέφωνο. Αν και τα βιντεο-τηλέφωνα δεν ήταν τόσο διαδεδομένα στην Ελλάδα, η ∆άφνη φρό-ντιζε πάντα να προμηθεύεται με τελευταίας τεχνολογί-ας «καλούδια» λόγω της φιλίας της με τον Τσούκι, έναν Ιάπωνα συμφοιτητή της στο Πανεπιστήμιο. Ο πατέρας του «Τσου-ρέ-κι» όπως ο Σαλιβέρος τον αποκαλούσε, προφανώς από ζήλια, διηύθυνε μεγάλη εταιρία ηλε-κτρονικών ειδών στο Ναγκασάκι. Έτσι η ∆άφνη μπο-ρούσε να παραγγέλνει από τον Τσούκι ό,τι τρελό ήθε-λε σε επίσης τρελά καλή τιμή. Η ∆άφνη ήταν, κατά τον Τσούκι, η καλύτερη Ελληνίδα αντιπρόσωπος της νέας τεχνολογίας. (Φυσικά και η καλύτερή του πελάτισσα.) Τανάπαλιν, ο «παλαιάς σχολής» αστυνόμος έμελλε να μένει πίσω, στα πιο κλασικά είδη οικιακού -και μη- , εξοπλισμού.

Με το βιντεο-τηλέφωνο μπορούσες να συνομιλείς και ταυτόχρονα να βλέπεις τον άλλο, να του στέλνεις μαγνητοσκοπημένα μηνύματα και να καταγράφεις τις συνομιλίες σου ενώ παράλληλα να βλέπεις το συνολικό ποσό χρέωσης του λογαριασμού σου πάνω στην οθόνη. Εξελιγμένα πράγματα, δηλαδή. «Ευτυχώς τουλάχιστον που δε μου πήρε πάλι καμιά μηχανή ξυρίσματος με ταυτόχρονο εργαλείο για ξύρισμα γενιών και κόψιμο νυχιών!», είπε σαρκαστικά. Μέσα όμως στη συσκευα-σία, ανακάλυψε και κάτι άλλο εκτός της συσκευής: δύο κάρτες. Ο Σαλιβέρος άνοιξε την πρώτη με μανία.

«Αγαπητέ Αλέξανδρε,Μιας και είσαι τόσο γουρούνι και με έχεις ξεχάσει

τελείως, είπα να σου κάνω αυτό το δωράκι μπας και βλεπόμαστε πιο συχνά, γιατί αν περιμένω να σε δω στην Κέρκυρα, μάλλον θα έχω κλείσει τα ογδόντα και δεν θα σε έχω δει ακόμα! Ώρες-ώρες απορώ γιατί κά-

59

Ο χάρτινος κήπος

θομαι μαζί σου και δεν σε απατάω! Άλλωστε έχει και η Άπω Άνατολή τις χάρες της! Ο νοών νοείτω! Αλλά πού ξέρεις τι κάνω εγώ εδώ πέρα! Και να το κάνω, δεν πρόκειται να το μάθεις! Αν μη, τι άλλο, θα γίνεις λίγο πιο “high tech!”7 . Άντε φιλάκια και τα λέμε…!

Υ.Γ. Περιμένω τηλεφώνημα για το ευχαριστώ. Και μην διανοηθείς να χρησιμοποιήσεις το παλιό τηλέφωνο!»

Εκτός από τα υπονοούμενα της ∆άφνης που έκο-ψαν τα πόδια του Σαλιβέρου, το δώρο τον ενθουσίασε. Ήλπιζε μονάχα όλα τα άλλα που έγραφε να μην συνέ-βαιναν. Γιατί τότε, ίσως δεν θα ήταν οι Αμερικάνοι οι μόνοι που έριξαν βόμβα στο Ναγκασάκι… Έπιασε και την άλλη κάρτα. Με το που την άνοιξε άλλαξαν τα συ-ναισθήματά του. Παραξενεύτηκε. Περιείχε μία και μόνο φράση: «Πέμπτη 2 Μαρτίου, ώρα 6.45 μ.μ., Λιστόν». Τώρα τι στα κομμάτια να ήταν αυτό; Σκέφτηκε ότι μέχρι τον Μάρτη είχε χρόνο να το ξανασκεφτεί καθώς ήταν ακόμα Φεβρουάριος. Μάλλον θα επρόκειτο για καμιά καινούργια «φανταχτερή» τρέλα της ∆άφνης…

Ο Σαλιβέρος δεν έχασε τον αρχικό ενθουσιασμό του με το βιντεο-τηλέφωνο. Έμοιαζε με σκύλο που είχε κα-ταφέρει να ξεκλέψει από κανένα μπακάλικο κάτι πα-ραπεταμένο και το είχε πάρει σε κάποια γωνιά να το «περιποιηθεί» με την ησυχία του.

Έπεσε με τα μούτρα στο να το συνδέσει και να εγκαταστήσει το λογισμικό του. Αυτά τα τηλέφωνα απαιτούν μια συγκεκριμένη διαδικασία εγκατάστασης για να λειτουργήσουν αφού στην ουσία αποτελούν έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή σε σμίκρυνση. Αν κι ο Σαλιβέρος δεν ήταν ποτέ φανατικός της υψηλής τεχνο-λογίας, γνώριζε καλά πώς να χειρίζεται κάθε λογής μα-ραφέτι νέας γενιάς.7 Σημαίνει «υψηλής τεχνολογίας».

60

Λεωνίδας Α. Γουδέλης

Σύντομα το συνέδεσε και κάλεσε τη ∆άφνη.«∆άφνη; Εγώ είμαι! Με βλέπεις;»«Αλέξανδρε! Εσύ;»«Εμ, ποιος άλλος περίμενες να ήταν;»«Αχ, αυτό είναι υπέροχο! Τέλεια! Σε βλέπω πεντακά-

θαρα! Εσύ με βλέπεις;»«Ναι… μα τι είναι αυτό το πράμα που φοράς στο

κεφάλι σου;»«Είναι ο καινούργιος μπερές που μου έφτιαξε η θεία

Αντζολίνα! ∆εν σου αρέσει;»«Εμ, καλός είναι αλλά… γιατί τον φοράς τώρα;»«Για να τον δεις…! ∆εν είναι υπέροχος;»«Ναι… πως, είναι υπέροχος, αλλά βγάλε τον τώρα.

Θέλω να δω τα μαλλιά σου ελεύθερα».«Ναι, η αλήθεια είναι ότι έχουμε να ειδωθούμε και-

ρό. Έχεις δίκιο, Αλέξανδρε. Θέλω να κάνεις κι εσύ το ίδιο και να βγάλεις αυτήν την καπελαδούρα που φο-ράς τόση ώρα».

Ο Σαλιβέρος δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ξέχασε να βγάλει το καπέλο του από χτες το βράδυ…!

«Ωχ ναι…∆άφνη έχεις δίκιο! Το ’χα ξεχάσει τελείως!»«Λοιπόν σε βρίσκω πολύ γοητεία, ρε αλητόπαιδο…

Ξυρισμένος, στην τρίχα… Και ούτε κιλό παραπάνω…Μπράβο. Συνέχισε έτσι».

Ο Σαλιβέρος σκέφτηκε να υπαινιχθεί για το μήνυμα σχετικά με αυτά που του έγραφε, αλλά τελικώς προτί-μησε να το θάψει.

«Κι εγώ σε βρίσκω εκστασιακά όμορφη, Κασσάνδρ…εεε, ∆άφνη».

«Τι ήταν αυτό; Σε ρωτάω. ΤΙ ήταν αυτό;»«Με συγχωρείς, ∆άφνη, μπέρδεψα τα λόγια μου».«Τελικά ίσως πρέπει να αρχίσω να ξανασκέφτομαι

61

Ο χάρτινος κήπος

αυτά που σου έγραψα στην κάρτα», είπε η ∆άφνη και έκλεισε τη γραμμή.

«Κατάρα!», φώναξε ο αστυνόμος και πέταξε κάτω το καπέλο που είχε στα χέρια του. «∆άφνη, γιατί να σε αγαπώ και να μην καταφέρνω να βρω ποτέ την πιο κα-τάλληλη στιγμή να στο πω; Πάντα κάτι συμβαίνει και όλα τινάζονται στον αέρα», είπε μόνος του ο αστυνόμος.

Ο Σαλιβέρος ξεκίνησε το πρωινό του με μια γερή δόση από το αγαπημένο του ρόφημα-μοσχοκάρυδο. Βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να απολαμβάνει τη θέα του πρασίνου ανασαίνοντας αδρά. Μια γου-λιά ζωή, μια γουλιά ρόφημα. Θυμήθηκε ένα ελληνικό τραγούδι κι άρχισε να ψιθυρίζει τους στίχους του με τη βαριά «πρωινή» βραχνάδα της φωνής του. Φυσικά αν τον άκουγε ο ερμηνευτής θα τον δολοφονούσε. Και μιας και είπαμε για δολοφονίες, ο επιθεωρητής πήρε τη μηχανή του και με ένα πονηρό χαμόγελο να φιλοξε-νείται στο στόμα του, ξεκίνησε να πάει μέχρι ένα πολύ δικό του πρόσωπο, ένα πρόσωπο που ήταν βέβαιος ότι θα τον βοηθούσε να λύσει πολλά ερωτηματικά.