30
Η απεργία των λαχανικών Χάρης Γαντζούδης εικονογράφηση Γεωργία Πανώρη

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

  • Upload
    -

  • View
    218

  • Download
    0

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα τόσο δα μικρό χωριό, υπήρχε ένας λαχανόκηπος μαγικός τον οποίο φρόντιζε ο κυρ Ανέστης ο γλυκός. Ντομάτες, πατάτες, πιπεριές, σκόρδα, κρεμμύδια κι αγγουριές. Όλα στη σειρά βαλμένα, όμορφα και φροντισμένα. Όλα κυλούσαν κανονικά. Ήσυχα και αρμονικά. Ώσπου ξαφνικά ένα βράδυ κάτι ακούστηκε μες το σκοτάδι.

Citation preview

Η απεργία των λαχανικών

Χάρης Γαντζούδης

εικονογράφηση

Γεωργία Πανώρη

Ο Χάρης Γανζούδης γεννήθηκε τον Μάιο του 1985 στο Αγρίνιο και ζει στην Αθήνα. Το 2012 ξεκίνησε να δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα σε διάφορα blogs και ηλεκτρονικά περιοδικά (deity.gr, onestory.gr, shortstory.gr, microstory.gr, Σοδειά sodeia.net, Στάχτες, Συγγραφολόγιο, Τεύχος, Ποίηση και Λογοτεχνία, τοβιβλίο.net). Το 2013 δημιούργησε το ηλεκτρονικό περιοδικό Λογοτεχνικό Ταξίδι [http://logotaxidi.blogspot.gr] ενώ από τον Ιανουάριο του 2014 διατηρεί τη στήλη Χαρη...τολογώντας στο διαδικτυακό τόπο τοβιβλίο.net. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων (Οι πρώτες σελίδες, Κύκλοι στη θάλασσα και άλλες ιστορίες), δυο παραμύθια (Δικό μου, δικό μου, Μα δε θέλω αδερφάκι), μια νουβέλα (Για μια πόλη), δυο ποιητικές συλλογές (Τα κενά κι άλλα σκόρπια συναισθήματα, Σώματα). Επίσης, έχει πάρει μέρος σε πολλές συλλογικές συγγραφικές προσπάθειες (Tweet_Stories, Λογοτεχνία σε 140 χαρακτήρες, Μια παράξενη Κυριακή, Τριάντα τρία, Ένα ταξίδι αλλιώς). Η απεργία των λαχανικών αποτελεί το τρίτο του παραμύθι.

ΧΑΡΗΣ ΓΑΝΤΖΟΥΔΗΣ

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Εικονογράφηση

ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΩΡΗ

Χάρης Γαντζούδης, Η απεργία των λαχανικών ISBN: 978-618-5147-19-8 Φεβρουάριος 2015 Εικονογράφηση Επιμέλεια κειμένου, διορθώσεις Σελιδοποίηση Γεωργία Πανώρη [email protected]

Ευρυδίκη Αμανατίδου http://evriam.blogspot.gr

Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: [email protected] website: www.saitapublications.gr

Σημείωση: Η γραμματοσειρά που χρησιμοποιήσαμε είναι προσφορά του Aka-acid (www.aka-acid.com).

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση

Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα τόσο δα μικρό χωριό, υπήρχε ένας λαχανόκηπος μαγικός που φρόντιζε ο κυρ Ανέστης ο γλυκός. Ντομάτες, πατάτες, πιπεριές σκόρδα, κρεμμύδια κι αγγουριές. Όλα στη σειρά βαλμένα όμορφα και φροντισμένα.

Ο κυρ Ανέστης έμπαινε στον κήπο την αυγή, κι έφευγε πριν το φεγγάρι βγει. Τα σκάλιζε, τα πότιζε και τους μιλούσε. Τόσο πολύ τα αγαπούσε! Κι αυτή του η αγάπη ήταν το μαγικό, που κυλούσε στο χώμα σαν νερό. Και τα έκανε γερά και καρπερά, σε λιακάδα και χιονιά. Καμία εποχή δεν ήταν ικανή να σταματήσει την παραγωγή. Η αγάπη που τους είχε το αφεντικό τους ήταν πιο δυνατή από κάθε εχθρό τους.

Έτσι, ο κυρ Ανέστης όλο το χρόνο είχε σοδειά, την οποία πουλούσε στην αγορά. Λίγα χρήματα να κερδίσει, η πείνα τα παιδιά του να αφήσει. Κι αυτά ήταν απαιτητικά κι όλο ζητούσανε γλυκά. Γλειφιτζούρια, καραμέλες, παγωτά, κάθε λογής ζαχαρωτά. Κι ο κυρ Ανέστης ένιωθε ευτυχισμένος κι απ’ το Θεό ευλογημένος, γιατί είχε έναν κήπο μαγικό που μέρα δεν τον άφηνε νηστικό.

Μα και τα λαχανικά, μεταξύ τους, ήταν αγαπημένα. Ζούσανε ήσυχα και μονιασμένα. Στα δύσκολα, όλα βοηθούσαν, και στις χαρές, μαζί γλεντούσαν. Κι όταν το βράδυ η πόρτα έκλεινε, κι ο κυρ Ανέστης έφευγε, εκείνα έλεγαν τα νέα τους, και πώς πέρασαν τη μέρα τους. Φρόντιζαν τους νέους τους καρπούς. Με αγάπη τους έτρεφαν κι αυτούς. Να γίνουν νόστιμοι και θρεπτικοί να τους βρει ο κυρ Ανέστης το επόμενο πρωί. Όλα κυλούσαν κανονικά. Ήσυχα και αρμονικά.

Ώσπου ξαφνικά ένα βράδυ, κάτι ακούστηκε μες στο σκοτάδι. Ένας θόρυβος δυνατός, λες και γινότανε σεισμός. Όλα τα λαχανικά τρόμαξαν πολύ, δεν κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Κοιτούσαν πάνω, κάτω, δεξιά, πίσω, μπρος κι αριστερά. Μπα, τίποτα το ανησυχητικό, λες κι είχαν μόνο δει όνειρο κακό. Ώσπου άκουσαν την αγγουριά να τους καλεί σε μια γωνιά του κήπου άγονη και βρωμερή.

Κι όλοι έτρεξαν στη στιγμή για να δουν τι είχε συμβεί. Κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό, όταν αντίκρισαν το θέαμα αυτό. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει από το πουθενά, εκεί στου κήπου τη γωνιά. Ήταν όμορφο πολύ κι η μυρωδιά του μεθυστική. Όλοι το κοίταζαν καλά καλά, μα δεν έβγαζαν μιλιά. Μόνο σκέφτονταν σιωπηλά αν τους θύμιζε κάτι απ’ τα παλιά. Μα όσο κι αν προσπάθησαν, στο τέλος τα παράτησαν. Βλέπετε, δεν ήταν με τίποτα παρόμοιο, και με όσα ήξεραν ήταν ανόμοιο. Όλοι το έβλεπαν πρώτη φορά, Γέροι, νέοι και παιδιά.

-Τι είναι αυτό, κυρά Πατάτα; -Δεν έχω ιδέα, καλέ Ντομάτα. -Μήπως ξέρει η Πιπεριά; -Άπα πα πα πα!

Η ώρα πια είχε περάσει και η αυγή είχε φτάσει. Η πόρτα ακούστηκε να τρίζει κι ο κυρ Ανέστης να σφυρίζει. Κι όλοι έτρεξαν στις θέσεις τους. Στην άκρη άφησαν τις σκέψεις τους, για το παράξενο αυτό φυτό. Άλλωστε θα μάθαιναν με τον καιρό.

Ο κυρ Ανέστης πέρασε ανάμεσά τους. Τα καλημέρισε και χάιδεψε τη φυλλωσιά τους. Και το βλέμμα του δεν άργησε να πέσει στην άγονη και βρωμερή, του κήπου, θέση. Εκεί όπου το παράξενο λουλούδι είχε φυτρώσει, κι όλους τους είχε αναστατώσει. -Πώς φύτρωσες εσύ εδώ; Ρώτησε απορημένος το φυτό. Έμεινε λίγο όρθιος να το κοιτάζει, δίχως να το πλησιάζει. Έσκυψε μετά κοντά του θαύμασε τα πέταλά του. -Πω πω πω τι ομορφιά! Δεν έχω δει παρόμοια ξανά. Πω πω πω κι η μυρωδιά σου! Μα ποιο να’ναι τ’ όνομά σου;

Κι ήρθε πάλι το φεγγάρι, κι ο κυρ Ανέστης ούτε που πήρε χαμπάρι για πότε πέρασε η μέρα κι ούτε έναν καρπό δεν έβαλε πέρα. Τί θα πουλούσε τώρα το πρωί, για να βγάλει το ψωμί, τα γλυκά ζαχαρωτά να χαρούνε τα παιδιά; -Δεν πειράζει, θα τα βολέψω, μα πριν φύγω να επιλέξω όνομα για αυτό το παράξενο λουλούδι, μήπως να το βγάλω «Αγγελούδι»; Νομίζω ότι του ταιριάζει, καθώς με αγγελούδι μοιάζει. Κι η μυρωδιά του σκέτο μύρο, λέτε να το φωνάζω «Σπύρο»;

Απευθύνθηκε στα υπόλοιπα φυτά του, που τα είχε σαν παιδιά του. Μα από εκείνα δε μίλησε κανένα, τόσο ήταν στενοχωρημένα. Πρώτη φορά δεν τους είχε δώσει σημασία, και τα καημένα ήταν σε απελπισία. Δεν ήξεραν πώς να προσπαθήσουν, την προσοχή να του κερδίσουν.

Κι αυτό συνεχίστηκε αρκετά. Μέρες, μήνες, όλη τη χρονιά. Ο κυρ Ανέστης μυαλό δεν είχε πια για τα υπόλοιπα φυτά. Ασχολιόταν μόνο με το παράξενο λουλούδι που τελικά το ονόμασε «Αγγελούδι». Φροντίδα είχε περισσή, Μα σε λάθος δρόμο είχε μπει. Καθώς μεγάλωνε έγινε άγριο πολύ. Φερόταν σαν κακομαθημένο παιδί. Δε μιλούσε στα υπόλοιπα φυτά, κι όλο προκαλούσε συμφορά.

-Αγγουριά, είσαι μια χαζή. Κι εσύ πατάτα μια χοντρή. Ντομάτα, έχεις μεγάλο πισινό, κι ένα προκοίλι πεταχτό. Βρώμα που κάνουν τα κρεμμύδια, κι εσείς σκόρδα μια απ’ τα ίδια. Έλεγε κι άλλα πολλά κι υποτιμούσε τα άλλα φυτά που δεν είχαν τέτοια ομορφιά, ούτε και τέτοια μυρωδιά. Μα εκείνα προσπαθούσαν να το πλησιάσουν και με την αγάπη τους να το μπολιάσουν. Να το μάθουν να είναι ταπεινό κι όχι ματαιόδοξα κενό.

Να τιμά την ομορφιά του, να μην κάνει τα δικά του. Μα εκείνο τ’ αγνοούσε κι όλο σιγοτραγουδούσε: -Το πιο όμορφο στον κόσμο είμαι εγώ. Λαμπερό, μοναδικό. Πλούσια έχω μυρωδιά, σκορπίζω γύρω ευωδιά. Και το αφεντικό μου μ’ αγαπάει, ποτέ χατίρι δε μου χαλάει. Με φροντίζει, με ποτίζει κι όλο γύρω μου γυρίζει.

Κι αυτό ήταν που πλήγωνε τα άλλα τα φυτά, που ο κυρ Ανέστης είχε πάψει να κοιτά. Μέχρι που μια μέρα η πιπεριά μια ιδέα σκέφτηκε με πονηριά. Απεργία να κάνουν τα λαχανικά και να μη δίνουν τους καρπούς τους πια. Μπας κι ο κυρ Ανέστης τα κοιτάξει και τη στάση του αλλάξει. Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί ο κυρ Ανέστης είδε κάτι παράξενο πολύ. Τα λαχανικά να είναι γυμνά, χωρίς καρπούς, χωρίς σοδειά. Τα φύλλα τους ήταν μαραμένα και κάποια στο χώμα πεταμένα.

Μόνο το Αγγελούδι του ήταν λαμπερό. Χαρούμενο και γελαστό. Κι όταν το ρώτησε «τι έγινε εδώ;» Εκείνο φώναξε «Είμαι μοναδικό!» -Πω πω πω τι συμφορά! Τι θα κάνω τώρα, βρε παιδιά; Χωρίς τα φυτά μου είμαι χαμένος. Κι έδειχνε ο κυρ Ανέστης στενοχωρημένος. Κι όπως καθόταν στη γη, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Τόσο καιρό μπορεί να τα φρόντιζε και τα φύλλα τους να δρόσιζε μα είχε πάψει αληθινά να τα αγαπά ίσα ίσα που τα αγνοούσε πια.

Τότε σηκώθηκε και τα πλησίασε δειλά και χάιδεψε τα φύλλα τους απαλά. Άρχισε να τους μιλάει και να τους λέει πως τα αγαπά και πως δε θα τα αγνοούσε ποτέ ξανά. Μα σε κάποιον δεν άρεσε αυτό, ήταν το παράξενο φυτό που άρχισε πάλι να τραγουδά και να φωνάζει δυνατά: -Μα τι λες αφεντικό; Έχεις εμένα το μοναδικό! Πλούσια έχω μυρωδιά και ξεχωριστή ομορφιά. Καμία ανάγκη δεν τα έχεις αυτά, τα βρωμερά κι άσχημα φυτά: την πιπεριά την καυτερή και την ντομάτα τη χοντρή.

Μη σου πω για την πατάτα… -Α, για να σου πω, σταμάτα! είπε ο κυρ Ανέστης μεμιάς και μετά μίλησε λόγια της καρδιάς: -Έχεις όμορφο τραγούδι και μοιάζεις στ’ αλήθεια με αγγελούδι, μα μάθε να τιμάς την ομορφιά σου και μην παίρνουν αέρα τα μυαλά σου. Η ομορφιά δεν είναι η μόνη αξία και δεν έχει πάντα σημασία. Σημασία έχει η καρδιά, να έχεις φίλους συντροφιά. Να μοιράζεσαι τη ζωή, μόνο έτσι κάνεις προκοπή. Μόνος δε μπορείς να σταθείς δίχως ένα χέρι να πιαστείς.

-Το κάθε πλάσμα είναι μοναδικό κι έχει το δικό του το σκοπό. Κι έχουν δίκιο τα φυτά, είχα λάθος συμπεριφορά. Έδωσα όλη μου την προσοχή σε σένα και δε νοιαζόμουν για τα καημένα. Ο κυρ Ανέστης άρχισε να κλαίει και τότε το λουλούδι έπιασε να λέει πως θα βοηθούσε την κατάσταση να αλλάξει και τη θλίψη μακριά του να πετάξει. Έτσι και οι δυο μαζί, πήραν να ποτίζουν απ’ την αρχή με αγάπη τα λαχανικά κι εκείνα αναστήθηκαν ξανά. Κι έγιναν πάλι λαμπερά, κι έδωσαν πλούσια σοδειά. Κι ήταν πολύ ευτυχισμένα, που δεν ήταν παραμελημένα.

Και το λουλούδι, που έμοιαζε αγγελούδι, άρχισε να τραγουδά το νέο του τραγούδι: -Κάθε πλάσμα είναι μοναδικό κι έχει το δικό του το σκοπό. Δεν έχει σημασία η ομορφιά, το χρώμα και η μυρωδιά. Σημασία έχει μόνο η καρδιά, η αγάπη και η συντροφιά Κι εγώ είμαι από τους τυχερούς γιατί έχω φίλους διαφορετικούς, ψηλούς, αδύνατους, κοντούς. Μα όπως σας είπα, αυτά, δεν έχουν σημασία καμιά. Σημασία έχει μόνο η καρδιά, η αγάπη και η συντροφιά. Κι αυτό να το θυμάστε κι εσείς παιδιά και να το τραγουδάτε δυνατά.

Η Γεωργία Πανώρη γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσε στο χωριό Κάτω Γέφυρα της Θεσσαλονίκης μέχρι το 2009. Παντρεύτηκε και ζει στα Γιαννιτσά, έχοντας αποκτήσει ένα κοριτσάκι. Σπούδασε Προσχολική Αγωγή Δραστηριοτήτων Δημιουργίας και Έκφρασης στο ΙΕΚ Σίνδου. Εργάστηκε σε δημοτικούς και ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς, όπως και σε θέσεις εργασίας πέρα της ειδικότητας που σπούδασε. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τα καλλιτεχνικά, όπως την αγιογραφία, τη ζωγραφική με λάδι και ακρυλικό σε καμβά, την καλλιτεχνική ζαχαροπλαστική (μπισκοτάκια, cupcakes, τούρτες), ενώ παράλληλα εικονογραφεί παιδικά παραμύθια και με ηλεκτρονικά μέσα.

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς.

Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας,

ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος,

καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα τόσο δα μικρό χωριό,

υπήρχε ένας λαχανόκηπος μαγικός τον οποίο φρόντιζε ο κυρ Ανέστης ο γλυκός.

Ντομάτες, πατάτες, πιπεριές, σκόρδα, κρεμμύδια κι αγγουριές.

Όλα στη σειρά βαλμένα, όμορφα και φροντισμένα. Όλα κυλούσαν κανονικά.

Ήσυχα και αρμονικά. Ώσπου ξαφνικά ένα βράδυ

κάτι ακούστηκε μες το σκοτάδι.

ISBN: 978-618-5147-19-8