173
Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ Ο Ν Η Φ Ο Μ Α Ν Η Σ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

Νηφομανής Λιαντίνης

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Νηφομανής Λιαντίνης

Citation preview

Page 1: Νηφομανής Λιαντίνης

. Δ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

Ο ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ

ΗΠΟΙΗΤΙΚΗΤΟΥΣΕΦΕΡΗ

. . ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ ΛΙΑΝΤΙΝΗΑΘΗΝΑ 2007

Page 2: Νηφομανής Λιαντίνης

Περιεχόμενα

1. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ...................................................................................................................5

2. ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΙΤΑΣΜΑ................................................................................................21

3. ΤΟ ΜΟΡΦΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ...............................................................................................36

4. Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ........................................................................................................49

5. Ο ΝΕΟΑΡΧΑΙΟΣ...............................................................................................................60

6. DE RERUM NATURA........................................................................................................76

7. ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ..........................................................................................................90

ΤΑ ΧΟΡΙΚΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΝΕΡΟΠΕΤΡΑΣ.....................................................................................103

ΠΗΓΕΣ...................................................................................................................................130

ΣΧΟΛΙΑ..................................................................................................................................131

Page 3: Νηφομανής Λιαντίνης

Το Μαύρη για σεφέρι και για πόλεμο.

Page 4: Νηφομανής Λιαντίνης

Ο Νηφομανής δηλώνει το νηφάλιο και το μαινόμενο ταυτόχρονα. Είναι εκείνος που νοεί και κρίνει, αλλά την ίδια στιγμή ενθουσιά και εμπνέεται. Ζει τον έλλογο μύθο ζυμωμένον αξεδιάλυτα με τη φρόνιμη τρέλα.

Ο Νηφομανής υπάρχει μέσα στην «καιρική κατάσταση». Ισοζυγιάζεται σ’ ένα μεταίχμιο, και περιπατεί επί «ξυρού ακμής». Ενουσιάζει την ψυχρή φλόγα του Πίνδαρου. Κα πίνει νερό από την κασταλική κρήνη του Απόλλωνα στους Δελφούς, καθώς ηγεμονεύει τη μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων στην Ολυμπία.

Η σημερινή φυσική αυτή την ταυτότητα του ποιητή την ανακάλυψε στο ταυτόχρονο γινόμενο του ελάχιστου σφάλματος της θέσης και του ελάχιστου σφάλματος της κίνησης του ηλεκτρόνιου. Η τιμή του γινόμενου αυτού μετρήθηκε και βρέθηκε τουλάχιστον ίση με τη σταθερά του Πλανκ.

1. ΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Page 5: Νηφομανής Λιαντίνης

Την εικόνα του ακέραιου ανθρώπου την ιστόρησε μια για πάντα ο Όμηρος με το μύθο του Οδυσσέα. Του κλέφτη από μια σκοπιά. Του πανούργου, του απαρνητή των γυναικών και του γόη των τεράτων.

Εάν ο Οδυσσέας μας φαίνεται τέτοιος, υπάρχει ωστόσο και μια ηθική πλατύτερη από τη χριστιανική. Μια ηθική που το ιστορικό της ξετύλιγμα την κατάντησε στο σημείο, ώστε η ανεπάρκεια της γνώσης και η αδυναμία της βούλησής μας να την έχουν παροπλίσει. Εννοώ την ελληνική ηθική της ακμής, που συμβατικά τελειώνει όταν ο Πυθαγόρας ο Ρηγίνος1 ετελείωνε στους Δελφούς τον Ηνίοχο, το 476 π.Χ.

Έχω τη γνώμη πως μπροστά στην ελληνική αρετή οι άνθρωποι πισωπατούν, από τη στιγμή που αρχίζουν να την κατανοούν στο βάθος. Κι αυτό, γιατί δεν υποφέρει ο άνθρωπος τη διαμαντένια σκληρότητα της φύσης. Το τρομερό του ωραίου, που λένε οι ποιητές.

Πράγματι, ο πολυμήχανος Οδυσσέας είναι ο αμαρτωλός και ο άπιστος. Ας αναλογιστούμε πώς τον κολάζει ο Δάντης2. Αλλά πόση λάμψη αφήνει πίσω του, πόσο μεράκι στέρησης και πλούτο μνήμης, κάθε φορά που φεύγοντας αποχαιρετά ανθρώπους που τους βρήκε μετρημένους και δίκαιους. Ή εάν δεν τους βρήκε, τους ανάγκασε να γίνουνε τέτοιοι. Τουλάχιστον μαζί του.

Ο Οδυσσέας δεν είναι ούτε της νύχτας ο φυγόδικος, ούτε ο ληστής της μέρας. Είναι ο έξυπνος με την αρχαϊκή σημασία της λέξης.

Ανήκει, δηλαδή, σε κείνη τη φυλή των ανθρώπων, που μιας και βρέθηκαν έξω από τον παράδεισο με το απαγορευμένο δέντρο, μιας και βρέθηκαν έξω από το σύμπαν του ζώου θα λέγαμε με πνεύμα ελληνικής θεολογίας, δεν άφησαν τον εαυτό τους να ξαναπέσει στο ζώο. Να ξανακοιμηθεί.

Λέγοντας πως ο Οδυσσέας είναι ο έξυπνος, εννοώ αυτή ακριβώς την αγρύπνια. Την εξυπνάδα, που είναι η κατάσταση έξω από τον ύπνο.

Άλλωστε την εγγύηση της πνευματικής του ρήτρας μιας τη δίνει ο ίδιος ο Όμηρος. Γιατί τάχα τόνε θέλει πρώτο αγαπημένο της θεάς της σοφίας; Και τι νόημα κρύβει η οχληρή του επανάληψη ότι, κάθε φορά που τα πράγματα τον έριχναν στα στενά, παρουσιαζόταν η Αθηνά σαν από μηχανής, η προσωπική σοφία του δηλαδή, για να του δώσει τη λύση με το «ἐ » ξαίφνης και με το « »ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ 3;

Αν κάτω από την προοπτική αυτή η Ιθάκη είναι το τέλος του ταξιδιού, είναι ο θάνατος του άρτιου ανθρώπου, είναι το καβαφικό «φθάσιμο» που δεν έχει να μας δώσει τίποτε άλλο, δεν πρέπει να μας παραξενεύει που τελειώνοντας το μεγάλο ταξίδι δεν πεθαίνει τον Οδυσσέα ο Όμηρος.

Page 6: Νηφομανής Λιαντίνης

Κατά την έννοια ότι ο άρτιος άνθρωπος ενόσω ζει πεθαίνει θανάτους πολλούς, ο Οδυσσέας είχε πεθάνει μεσοπέλαγα. Αυτή μάλιστα η γνώση και η μελέτη θανάτου του έσωσε τη ζωή. Έτσι πρέπει να εξηγηθεί η σκηνή της συνάντησής του με τον Τειρεσία στον Άδη. Καθώς και οι νουθεσίες που τού ‘δωκε ο μάντης για το υπόλοιπο του ταξιδιού.

Ωστόσο συλλογίζομαι πως στο ω της Οδύσσειας υπάρχει μια δεύτερη νέκυια. Εδώ ο Όμηρος μιλά για τη γνώση θανάτου όχι του ενός άγρυπνου αλλά των πολλών ανώνυμων κοιμισμένων. Αυτών που τους παρασταίνει σαν ορμαθούς νυχτερίδων. Το συμπέρασμα από τη σύγκριση ανάμεσα στις δύο νέκυιες είναι πως ό,τι μεταμόρφωσε τον Κανένα σε Οδυσσέα, ό,τι δηλαδή χάραξε το όνομα του άγνωστου άντρα στην πέτρινη μνήμη του χρόνου, ήταν η εξυπνάδα του.

Αν αυτή η μυθική μορφή φορεί και φέρνει την πνευματική του στάμπα, που την ορθώνει φλάμπουρο στους αγέρηδες του πελάγου και οικόσημο στο παλάτι του, το πυρωμένο σίδερο που μεταχειρίζεται σαν εργαλείο σημαδεμού είναι ο πλανητικός του τρόπος.

Πλανητικός και διαπλανητικός, όχι μόνο για το δικό του καιρό και τόπο, αλλά και για την ιδική μας εποχή. Η Ωγυγία της πείρας του Οδυσσέα ήταν ένα νησί στη γεωγραφία των ιδικών μας άστρων.

Έτσι ο Οδυσσέας σκύβει στο αυτί μας και μας ψιθυρίζει σιγά. Πραγματικός άνθρωπος πάει να ειπεί homo viator και fugitivus errans. Αιώνιος οδοιπόρος, δηλαδή, και περιπλανώμενος φυγάς.

Και στη δεύτερη μεγάλη θάλασσα της ελληνικής περιπέτειας, στην αττική τραγωδία, ο πραγματικός άνθρωπος παρουσιάζεται με τα ίδια σημάδια. Εδώ μάλιστα γίνεται και τυπική προσεπικύρωση του αλήτικου τρόπου με μια σήμανση από την ίδια τη γλώσσα. Ο Οδυσσέας έγινε Οιδίπους. Οιδίπους από το οίδημα, που θα ειπεί πρήξιμο, και το πόδι.

Από τον ασταμάτητο δρόμο σε μια στράτα που μετριέται με το χούι των άστρων πρηστήκανε τα πόδια του οδοιπόρου.

Αυτά για τη σ τ ρ ά τ α.

Δεν ξέρω αν ο Σεφέρης ονόμασε τον εαυτό του τυχαία ή σκόπιμα Στράτη και μάλιστα Θαλασσινό. Ωστόσο με πειράζει ένας πειρασμός ισχυρός στο Στράτη το Θαλασσινό, με τις δεκαεφτά εμφανίσεις του στο έργο του Σεφέρη, να ιδώ μια νέα ξανασάρκωση των αστερωμένων αρχέτυπων του έπους και της τραγωδίας στη σύγχρονη Ελλάδα.

Το όνομά του, σεφέρι4, όπως ο ίδιος φυτουργικά θέλησε να το ιδρύσει, σημαίνει ταξίδι και μάλιστα φορτωμένο με τη μοίρα και

Page 7: Νηφομανής Λιαντίνης

τον κίνδυνο του πολέμου. Η λέξη σεφέρι στην τουρκική θα ειπεί πολεμική εκστρατεία.

Να συλλογίστηκε άραγε τον Οιδίποδα και τον ατελείωτο δρόμο του; Αυτό δεν το ξέρουμε. Ωστόσο ξέρουμε τον ακόλουθο στίχο του:

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι.(Π197).

Από δω λαβαίνω την αρχή του μίτου που φέρνει στα πελασγικά πετρώματα του στοχασμού του Σεφέρη. Υπέδαφος που η γεωλογική του σύσταση είναι προέκταση των κοιτασμάτων του ελληνικού Λόγου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το βύθισμα του Σεφέρη στην πνευματική μας παράδοση περνά όλες τις στοιβάδες της και φτάνει στο βυθό. Εκεί που ακινητούν τα αποθέματα που τρέφουνε την αταβιστική μας μνήμη.

Δεν είναι υπερβολή να μιλήσει κανείς για μια ωκεανοπορία ως την πελασγική γη. Ίσαμε κει που οι έλληνες, πριν ακόμη από τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους, είναι εκτεθειμένοι στο θαύμα της άμεσης βίωσης του κόσμου, θεωρούν και καταπλήσσουνται, και μέσα σε μια μέθη αφύπνισης προχωρούν παραπατώντας μπροστά στις πρωταρχικές εικόνες των πραγμάτων.

Η πορεία αυτή του Σεφέρη υποδηλώνεται συμβολικά στην πάλη του, καθώς αγωνίζεται να λάβει επαφή με την Ακρόπολη. Εδώ ακολουθεί τον αντίστροφο δρόμο από κείνον που πήραν οι έλληνες για να φτάσουν ως εκεί. Ξεκινάει από το τέλος και τραβάει προς την αρχή. Από το « » ἐνεργείᾳ στο « », δυνάμει από το φέρετρο στο λίκνο:

«Τότες ένιωσα μιαν αστραπή να κόβει τον καιρό σαν ένα μεγάλο φίδι, μονοκόμματα. Είδα την τέφρα του λινού σωριασμένη στη θέση που ήταν τα σφυρά της· είδα έναν άνθρωπο ν’ ανασταίνεται μέσα από τον κόρφο των μαρμάρων».

(Α, 252).

Διαλύοντας την υλική του υπόσταση σε μια εναγώνια τάση σπερματικής πυκνότητας περνά μέσα από τους ρυθμούς, από τα ήρεμα πρόσωπα, από τα κορμιά τα κατορθωμένα στο μάρμαρο, από τις ίνες και τις φλέβες της σκέψης, που δουλεύοντας στον αργαλειό του κόπου το ύφασμα του καιρού κατάφεραν να σαρκωθούν στις μορφές της Ακρόπολης, για να φτάσει στο πρώτο ζωντανό τους ξεκίνημα, στα λατομεία της Πεντέλης. Εκεί, σα στην πρώτη ύλη του

Page 8: Νηφομανής Λιαντίνης

κόσμου, οι τεχνίτες πέρασαν τη ζωή τους μέσα στο μάρμαρο και του έδωσαν τη μορφή τους.

Τα πρόσωπα του Βράχου ζωντανεύουν για τον ποιητή, και αρχίζει γύρω τους ένας

χορός ακίνητος, (Π268)

ακριβώς επειδή μπόρεσε να κάμει αυτό το ταξίδι της επιστροφής από το κοιμητήρι της Ακρόπολης ως τη λευκή μήτρα της Πεντέλης (Α, 252).

Εξωτερικά η κατάδυση του Σεφέρη σ’ αυτή την πνευματική πρωτογένεια φαίνεται από τα σημεία, που είτε τα χρειάστηκε σαν στίγματα πλοήγησης στη γραμμή του, είτε τα μετάτρεψε από πέτρες ασήκωτες σε ακόνι για τα μαχαίρια του. Έκαμε δηλαδή τα εμπόδια σκαλοπάτια, καθώς γράφει κάπου για τον Καβάφη.

Έτσι, ενώ καματεύει μαστορικά, και ξακρίζει με το ζευγάρι του ως το άγονο – τον παραυλακιστή τον βάζει στην κόλαση, (Π235) – όλο το χωράφι της αρχαίας γραμματείας μας, σε μερικά σημεία που τα βρίσκει γόνιμα μεταβάλλει το όργωμα σε ανασκαφή.

Τέτοιες παχυχώματες σποριές βρίσκει στον Όμηρο, στους Προσωκρατικούς, στη Τραγωδία, στον Πλάτωνα, στον Ερωτόκριτο, στο Σολωμό, στο Μακρυγιάννη και στο Δημοτικό μας τραγούδι.

Αυτοί οι τόποι, όσο μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε οι κρίσεις του στις Δοκιμές καθώς και τα παραμαντέματα από τα Ποιήματα, αποτέλεσαν αφορμές εκλεκτής ευωχίας και εντρύφησης, αλλά και ασίγαστης ολυμπιακής δίαιτας για τον ποιητή.

Ο Σεφέρης έχει μια ιδιοσυγκρασία απτική. Το μάτι του είναι μάτι χειρούργου. Η ίδια του η φύση τον βιάζει να αντικρύζει τα αντικείμενα με μια ροπή αποκαλυπτική. Έτσι η οπτική του αναζήτηση διαπερνά τη μάζα, παραβιάζει το εσωτερικό των πραγμάτων, και τα φωτίζει. Η ερμηνευτική του δύναμη είναι ομόλογη με την ποιητική του χάρη.

Στον Όμηρο ο Σεφέρης παραμερίζει το γαλάκτωμα του μύθου, που σκεπάζει την πεζή σύσταση της δράσης, και βλέπει τα ιστορούμενα στο ξετύλιγμα της γυμνής τους ροής. Η αμεσότητα και η θαλπωρή, με τις οποίες ζωντανεύει την κατανόηση της ομηρικής ζωής, τη μεταμοσχεύουν στα δικά μας βάσανα και στο δικό μας σφυγμό. Τον Οδυσσέα τον αισθάνεται δίπλα του. Τον ακούει να του μιλάει:

Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ ορμηνέψει πώς να φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία.

Page 9: Νηφομανής Λιαντίνης

(Π88)

Στην τραγωδία βλέπει το ξετύλιγμα της ανθρώπινης ζωής απάνω στα πατήματα της φυσικής τάξης. Η παλιά γνώση πως ο άνθρωπος στέκει αντιμέτωπος στο σιδερό νόμο της ανάγκης, με μόνη δυνατότητα αντίδρασης την υποταγή του σ’ αυτή, διαπερνώντας όλη τη σκέψη του μεταδίνει στο έργο του μια ιδέα μονιμότητας κλασικού ποιού. Κατανοεί πως το φθάσιμο με καιρό και με αγώνα στη συνειδητή κατάφαση αυτής της ανάγκης είναι η τραγική σοφία.

Όπως και ο Ευριπίδης, μέσα στο αίμα των ανθρώπων άκουσε τη βοή του πόντου να πνίγει το αλληλοφάγωμα των ψαριών, απάνω στο οποίο η ζωή βυσσοδομεί τη νίκη της.

Είδε τις φλέβες των ανθρώπωνσαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια.

(Π266)

Αν προσπάθησε, όπως και οι τραγικοί, να τρυπήσει αυτό το δίχτυ· αν προσπάθησε να λύσει το σκοτεινό πλέγμα, που μέσα του συσπαράζουνται και ξεσκίζουνται σα δέντρα κουρελιασμένα οι ίδιες οι δυνάμεις της ζωής· αν προσπάθησε να βγει από το άγριο δάσος του όργου και των παθών του σύμπαντος, από τη selva oscura του Δάντη που είναι ένα από τα σταθερά οδοδεικτικά του υψίσημα, δεν τό ‘καμε με το γλυκανάλατο τρόπο του ρομαντικού.

Όπως και οι έλληνες τραγικοί, τό ‘καμε με τη βλοσυρή περηφάνεια της γνώσης πως μόνη ιδέα γλυτωμού από τέτοιο κακό είναι ο μεταπλασμός των όρων του. Είναι, δηλαδή, η προσαρμογή του ανθρώπου στα βίτσια της κοσμικής ανάγκης. Η αλλαγή της στάσης μας στην ενατένιση της μοίρας, που ούτε εξαντλιέται ούτε καταργιέται.

Παίζει και πάλι το παιχνίδι του Οδυσσέα. Προκειμένου να ξεφύγεις ένα στοιχειό σαν τον Πολύφημο, δεν ωφελούν τα μπράτσα σου. Κόφτα καλύτερα και βάλτα μαζί με τα δαυλιά στο τζάκι. Θυμήσου όμως το δαυλί που θα του βγάλεις το μάτι, και το φλασκί με το κρασί που θα τον μεθύσεις. Ή μπροστά στον κίνδυνο να σε κομματιάσουνε οι Σειρήνες, άσε το κερί και δέσου με τα σκοινιά στο κατάρτι. Μοιάζει σαν να μας λέει.

Αυτόν τον μεταπλασμό της ανθρώπινης πράξης, όπως τον υπαγορεύουν οι συνταγές της κοσμικής λειτουργίας, μας τον θυμίζει προγραμματικά με το έμμονο σύμβολο του Πρωτέα. Ο δόλιος γέρος δεν ξεχνά την τέχνη της συνεχούς μεταμόρφωσης:

Page 10: Νηφομανής Λιαντίνης

Οὐ ' δ ὁ γέρων δολίης ἐ .πελήθετο τέχνης

Κάποια φωνή, που μόλις σταματά πίσω από τα δόντια του, τον σπρώχνει συνεχώς να μας εμπιστευθεί ότι το θαλασσινό γέρο τον είχε παππού από πατέρα.

Έτσι μπαίνει, στη συνέχεια, ο Σεφέρης στο τραχύ πνεύμα του προσωκρατικού αιώνα. Και τρίζοντας οι τροχοί, τον διατρέχει καθώς ο Ορέστης. Όταν εκάλπαζε ο τροπαιοφόρος απάνω στο λαχνί της αξεδιάλυτης κατάρας του:

Πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες σειρές· οι άνθρωποι που με κοιτάζουν.

(Π62)

Η κίνηση μέσα στη στάση και αντίστροφα η στάση μέσα στην κίνηση που δεν αλλάζουν μέσα στην αλλαγή (Π46), μας υποβάλλει στην τρομακτική αφύπνιση του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη με τα οράματά τους για τις έννοιας του «γίγνεσθαι» και του «είναι». Στο ποίημα Ένας γέροντας στην ακροποταμιά (Π200) επιχειρείται μια θεωρητική συνόψιση της προσωκρατικής οντολογίας με την εικόνα του Νείλου, που συμβολίζει το ταυτόχρονο γίγνεσθαι και είναι.

Ωστόσο η τελική του γνώση είναι ότι τα πρωτεϊκά τερτίπια του ανθρώπου δε φτάνουν για να τον περάσουν στην αντίπερα όχθη του κοσμικού ποταμού. Ολόκληρη η ποίησή του είναι ένα δραματικό σχόλιο σ’ εκείνο το στόχο της Αντιγόνης του Σοφοκλή που επικυρώνει την αδυναμία του παντοδύναμου ανθρώπου: βλέπω δαιμονικό πράμα:

ἐ ς δαιμόνιον τέρας ἀμφινοῶ5.

Εκεί ακριβώς που ο χορός αποθεώνει τη μηχανοσύνη του παντοπόρου ανθρώπου, εμφανίζεται ξαφνικά η μικρή Αντιγόνη πιασμένη στο δίχτυ, για να χλευάσει τη δεινότητα του ανθρώπου. Στο «ἀμφινο » ῶ του Σοφοκλή ο Σεφέρης βλέπει ένα πέρασμα από σκοτάδι και φως:

Στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου, σκοτεινή κοπέλα,

(Π228)

θα ειπεί αργότερα στην Κίχλη για την ιδική του Αντιγόνη. Αυτόν τον καημό του ανθρώπου που δεν έχει θεραπεία θα τον τραγουδήσει με

Page 11: Νηφομανής Λιαντίνης

πολλούς τρόπους. Την εικόνα της ανθρώπινης αδυναμίας θα την εντοπίσει στην επιθυμία της ίδιας της φύσης.

Η μαθητεία του Σεφέρη κοντά στον Πλάτωνα γλυκαίνει λίγο την αγριάδα που πήρε η όψη του από το πέρασμά του στο ρουμάνι της αττικής τραγωδίας και της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Εκεί ο τόπος ήταν κεραυνοκράχτης. Λίγο να κρουστούνε οι πέτρες, και η σκόνη που αλαφροτρέφει στον ήλιο λαχτίζει την ακινησία καθώς η μπαρούτη τη φωτιά.

Ο Πλάτων, παρότι πέρασε και μάλιστα πρωτουργικά από τη γοερή πείρα της τραγωδίας και από τα χάλκινα θυρόφυλλα του προσωκρατικού αιώνα, εδούλεψε με περισσότερη απαλοσύνη τα αγάλματα του νου του.

Παρόλο που μένει πιστός στον κοσμικό ειρμό, και παρόλο που όλα τα πρότυπα του τρόπου του πηγάζουν από την οδηγία της φυσικής τάξης, πράγμα που σχηματικά και χονδροκομμένα το είπανε «ο φιλολακωνισμός και το φασιστικό ήθος του», ο κόσμος του πίσω από τη σκληρότητα και την αλυγισιά κρύβει και τη ζεστή θλίψη μιας εφήμερης ουσίας. Το πρώτο είναι το μέρισμα της φύσης, το δεύτερο η ανθρώπινη μοίρα.

Γι’ αυτό ο Σεφέρης, όπως και ο κάθε μαθητής του Πλάτωνα που δεν είναι ολιγόπιστος, στο τέλος γαληνεύει. Η πλατωνική επίδραση είναι μια βίωση ημεράδας που χύνεται μέσα στο έργο του Σεφέρη και το γλυκαίνει, όπως ο Μάρτης γλυκαίνει του χυμούς του χειμώνα. Από τη Στροφή κιόλας φαίνεται πως ακόμη και το μαύρο γιορτάζει κάπως:

Βουβή, σα να είχε δει την Ύδραστο ουράνιο περιβόλι.

(Π9)

Άλλο πράμα ο όφις στο πηγάδι και άλλο στον ουρανό. Και στον ουρανό τους οι έλληνες αμόλησαν πολλά ερπετά. Ο Όφις, ο Οφιούχος, ο Δράκων, η Ύδρα, ο Καρκίνος, ο Σκορπιός, η Σαύρα.

Το λόγο που σκεπάζει το ποιητικό τοπίο, στο Σεφέρη από φυσικού του μελανό και δύσκολο, τον μετριάζει ένα πνεύμα εγκαρτέρησης:

Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσαπέφτοντας στην καρδιά της μέραςήσυχη, σαν ακίνητη.

(Π226)

Ο γέρος είναι ο Σωκράτης που τραβάει για το θάνατο μένοντας εντελώς αμνησίκακος προς τη ζωή.

Page 12: Νηφομανής Λιαντίνης

Μια κανηφόρος, σύνεση, που σταλάζει μέσα από τα πράγματα, λειαίνει όλες τις προεξοχές του στοχασμού του ποιητή. Κάθε είδος αιχμής που μπορεί ν’ απαντήσεις,

το δόντι, το καρφί, η σφήνα, η λίμα, το πριόνι, το μαχαίρι

στρογγυλεύουν κάπως. Έτσι, που να τα δέχεται η αφή. Η θητεία στα κείμενα του Πλάτωνα έχει δέσει το πνεύμα του με κείνο το είδος της στερεότητας που δεν το καταστρέφει ο χρόνος αλλά το εξευγενίζει.

Η παιδωμή της πλατωνικής αρετής υποβόσκει στις πεδιάδες της ηλικίας του, όπως το φως των άστρων στις ώρες της νύχτας.

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια,

λέει, καθώς θυμάται τον Αρδιαίο, τον πανάθλιο τύραννο. Σα να πηδά ξαφνικά ένα κριάρι στη σκέψη του, που αργότερα θα το βρει κλεισμένο στο μαντρί:

Το βράδυ βρήκα την περικοπή6.

Στην Πολιτεία 615 e: « τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ ἄλλους συμποδίσαντες , ,χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν καταβαλόντες καὶ ἐκδείραντες ».εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ᾽ ἀσπαλάθων κνάμπτοντες

Μετά την κλασική Ελλάδα, το Βυζάντιο φαίνεται να σημαδεύει στο στοχασμό του ένα χάσμα, όμοιο με το κενό που βλέπουμε να χαράζει ο Μεσαίωνας ανάμεσα στην αρχαιότητα και τη νεότερη Ελλάδα.

Τη δύο ακραία σημεία της χρονικής πηδιάς του είναι ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός για την αρχαία και ο Κορνάρος από τη πόλη Σητεία για τη νέα Ελλάδα.

Ωστόσο δεν παραγνωρίζει ούτε καταφρονεί το βυζαντινό Μεσαίωνα. Το ρεύμα του βυζαντινισμού το διατρέχει με τον υπόγειο τρόπο που ο ίδιος ο βυζαντινισμός διατρέχει την ελληνική ιστορία. Η Παναγιά που ιστορεί κάπου νά ‘χει στα μάτια της,

ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,(Π260)

είναι μια εικόνα που για να γεννηθεί τέτοια χρειάστηκε να την ψιλοδουλεύει ο καιρός, η πίκρα, και η σιωπηλή μελέτη μιας

Page 13: Νηφομανής Λιαντίνης

ολάκερης καλογερικής ζωής. Τιμημένης στον ασκητισμό της και τίμιας.

Αντί για τον Προκόπιο τον Καισαρέα μιλά για το Προκόπι της Καππαδοκίας. Και οι φιγούρες των αγίων του, αν δε μυρίζουν λιβανιά, μυρίζουν δεντρολιβανιά και ελληνική άνοιξη. Τα ονόματά τους χύνουν μια λάμψη παγανιστική που αντικαθιστά το φωτοστέφανο με την πανοπλία:

Ο άγιος Ακίνδυνος, οι άγιοι Καβαλάρηδες, ο άγιος Αθηνογένης, ο άγιος Ανεμπόδιστος, ο άγιος Λεόντιος.

Τη στάση του απέναντι στο Βυζάντιο τη σκεπάζει η ειλικρίνεια που έχουν όλα τα αληθινά πράγματα, όσα μπορεί να μας εξαπατήσουν με την απλότητά τους. Εκείνο το

ΖΑΧΕΑ ΣΠΕΥΣΟΝ,(Δ2, 69)

λογουχάρη, του αγράμματου μαΐστορα στον τοίχο του πετροκομμένου μοναστηριού για το Σεφέρη δηλώνει την ίδια συνείδηση ορθοδοξίας με τη συνείδηση ελληνικότητας που δηλώνει η γλωσσομάθεια του Θεόφιλου στην επιγραφή μιας εικόνας του Διόνυσου:

ΒΑΚΧΟΣ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΕΙΝΟΥ.

Έτσι κάπως αφήνει να καταμηνυθεί η βυζαντινή του ελληνικότητα. Την ορθοδοξία του τη σκεπάζει ένα μαγνάδι προσωπικής ιδιοτροπίας, που δεν είναι παρά το πρόσχημα της αμυντικής στάσης του στα κοινότυπα σχήματα και στη συμβατικότητα του χριστεπώνυμου όχλου. Ο Σεφέρης από ιδιοσυγκρασία δεν είναι ναρθηκοφόρος, είναι βάκχος. «Τι τα θέλεις», θα ειπεί στην αντιδικία του με τον Τσάτσο, «είμαι ειδωλολάτρης και δεν είχα ποτέ μεγάλη κλίση για τον πουριτανισμό». (Δ1, 165)

Είμαι ειδωλολάτρης στη γλώσσα του θα ειπεί:Δοξάζω και σώζω το μύθο που έσωσε τη φυλή μου μέσα στους

αιώνες. Φυλάγω την ιδέα μιας περήφανης πίκρας και μιας γνώσης λιτής, που την έπλασε το φως του ήλιου η θηλυκάδα της θάλασσας και οι βουνίσιοι γρανίτες του τόπου μου. στην ιδέα αυτή ανακατώνεται η φυσική και η μεταφυσική μου, καθώς το νερό και το κρασί στα κροντήρια των αρχαίων συμποτών. Έτσι μετριάζεται έξω μου ο κόπος της ζωής, και ημερώνει μέσα μου ο φόβος του θανάτου. Αυτή η φυτιά κι αυτή η φύση είναι η σάρκα του μύθου που με τρέφει.

Page 14: Νηφομανής Λιαντίνης

Τι με νοιάζει αν αυτό το μύθο τόνε λέτε ιερατικά Διόνυσο και παπαδίστικα Χριστό. Εγώ τόνε λέω ελληνική παράδοση. Που πάνω από το πελάγωμα των αντιθέσεων και πάνω από τις αντιδράσεις αφομοίωσης απλώνεται ενιαία, αδιαίρετη και μία. Καθώς τη φωτίζει του ίδιου ήλιου το φως, και τη λικνίζουν του ίδιου πέλαγου τα νερά. Αυτό το μύθο, όσο μπορώ να τον βρίσκω στη μνήμη του λαού μου και στα μνημεία της γλώσσας μου, τον συντηρώ και τον ανανεώνω. Τελεία και τέλος.

Έχοντας μπροστά στα μάτια μας αυτό το αόρατο ρεύμα που διαμόρφωσε την πνευματική έκφραση του λαού μας μέσα στο ιστορικό του ξετύλιγμα, κάτι που δεν είναι, πιστεύω, άλλο παρά ένα ένστικτο σχηματισμένο από διανοητικές ηθικές και αισθητικές επιρροές, προσδιορισμένο βασικά στην ιδιοτυπία του από το ελληνικό φως, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, γιατί ο Σεφέρης στους στίχους του Ερωτόκριτου βλέπει την ικμάδα μιας αρχής ανάλογης με το θάλος των ομηρικών τραγουδιών.

Ο χαλασμός της Κρήτης στα 1669 ανάκοψε εκείνη την άνθιση. Και στέρησε τη λογοτεχνία μας από την πραγμάτωση μιας υπόσχεσης τόσο γενναίας, όσο μας την εξάγγειλε ο Κορνάρος. Ωστόσο το γενετικό δυναμικό αποσκεπασμένο όπως πάντα κάτω από τα φυλετικά ριζώματα δε χάθηκε, αλλά με του καιρού το γύρισμα ξέσπασε σε καινούργιους βλαστούς, που έδωσαν στον ποιητή «ξόμπλι και αρμηνειά» για τη δουλειά του.

Φαινομενικά η σχέση του Σεφέρη με το δημοτικό τραγούδι μοιάζει τη σχέση του Καβάφη με τη δημοτική μας γλώσσα. Σα να βιάζεται να συγγενέψει η κάπα με τη γούνα, που έλεγε ο Κολοκοτρώνης για τα συμπεθεριά του. Άλλο πράμα το δημοτικό τραγούδι, άλλο πράμα η ποίηση του Σεφέρη.

Η δημοτική ποίηση είναι μια κατάσταση φυσικής έκφρασης. Ξεπηδά από τη δεξαμενή της μουσικής ιδιοσυγκρασίας του λαού, όπως αναβλύζει το νερό στους Πενταυλούς του Ταΰγετου. Γεννιέται χωρίς καλλιτεχνικά κοιλοπονήματα, χωρίς κραυγές και σπασμούς και οράματα. Ανεπαίσθητα και απλά σαν τα κυκλάμινα του Οχτώβρη.

Βέβαια υπάρχει αγώνας κι εδώ. Και μάλιστα οδύνες και ωδίνες. Αλλά είναι άλλης λογής. Έρχεται από τον καημό της ζωής που τραβάει του μάκρου καθώς οι ποταμοί. Ή υπομένει την ανάγκη καθώς η ανθισμένη μυγδαλιά το Γεννάρη. Σκεφτείτε τον πόνο που γέννησε «Το Κρούσος της Αντριανάπολης»7. Ή την υπομονή της εφηβείας που έπλασε το παρθένιο:

Σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.

Page 15: Νηφομανής Λιαντίνης

Δεν είναι εύκολο να λογαριάσουμε πόσο αργός και βαρύς είναι ο ρυθμός της ωρίμανσης μιας ευαισθησίας ομαδικής, όχι ατομικής, που μετάπλασε τη σιγή και τη ντροπή ατέλειωτων χρόνων σκλαβιάς σε ελπίδα ανάστασης. Μέσα στους ακόλουθους τέσσερις στίχους κρύβεται αλχημεία και ζύμωση τεσσάρων αιώνων.

Ακόμη τούτ’ την άνοιξη –ραγιάδες, ραγιάδες,Τούτο το καλοκαίρι, -καημένη Ρούμελη,Όσο να ‘ρθει ο Μόσκοβος, -ραγιάδες, ραγιάδες,Να φέρει το σεφέρι, -Μοριά και Ρούμελη.

(Π327)

Απέναντι σε τέτοιο βάθος συστατικών όρων και σε τέτοια άνεση οικονομίας, το κάθε ποίημα δόκιμου ποιητή σε σύγκριση με το δημοτικό τραγούδι μοιάζει με τραύλισμα. Παράδειγμα οι στίχοι του ίδιου του Σεφέρη:

Ένα τραγούδι σακατεμένο:«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες…»

(Π172)

Δεν είναι ο τόπος εδώ να προχωρήσω σε αντιπαράθεση της ποίησης του Σεφέρη προς τα δημοτικά τραγούδια. Είτε συγκρίνοντας, είτε διακρίνοντας, είτε παραβάλλοντας, είτε αποτιμώντας. Τέτοιου είδους συσχετισμοί θα μοιάζανε με φιλολογική υπνοβασία.

Η δημοτική ποίηση δε σπουδάζεται, δε «φιλολογείται». Αν τη νιώθεις, τη νιώθεις χωρίς να χρειάζεσαι να τη μελετάς. Αν τη ζεις, τη ζεις χωρίς να χρειάζεσαι να τη σκέφτεσαι.

Αυτό που λέμε επίδραση ή μίμηση, και μάλιστα δημιουργική, της δημοτικής στη λόγια ποίηση τύπου Βαλαωρίτη ή Κρυστάλλη, η ακόμη και Παλαμά, είναι καμώματα αποκριάς. Είδαμε το λιοντάρι να τρώει τον ήλιο, και βαλθήκαμε να το ξεπεράσουμε στην αρχοντιά σβήνοντας με το φύσημα το λιανό κεράκι στα τετρασκότεινα του κελλιού μας.

Να εξαιρέσει κανείς το Σολωμό, αυτό το «πέλωρον θεών» στα γράμματά μας. Που κατάφερε να μετατρέψει την καλλιτεχνική συνείδηση του ατόμου του σε μουσική αίσθηση του λαού του. Που δεν κατάφερε όμως, προχωρώντας ύστερα στη σύνθεση, να περάσει μέσα από το προσωπικό του φίλτρο όλη εκείνη την καθαρή πρώτη ύλη και να πλάσει σε μορφές τα αγνά απεργάσματα του νου του.

Page 16: Νηφομανής Λιαντίνης

Σκέπτομαι ακόμη και τον Παπαδιαμάντη, αλλά εδώ δεν πρόκειται για πραγμάτωση στη μουσική, αλλά στην ποιητική περιοχή. Ο Παπαδιαμάντης χώνεψε το λαό του σαν υλικά σχήματα. Σα φυσιογνωμίες και μορφές. Ενώ εκείνο που ήθελε ο Σολωμός ήταν να ξαναδώσει όχι το σχήμα και το σώμα αλλά το λογισμό και το νου, όχι τον τραγουδιστή αλλά το τραγούδι του λαού του.

Όταν ο Σολωμός άπλωσε το χέρι, για να νομοθετήσει πνευματικά το έθνος, είπε ότι για την οργανική σύνδεση της νέας με την παλαιά Ελλάδα δεν μας χρειάζεται το «μῆ νιν ἄ » ειδε αλλά «τα συνήθεια» της Ιλιάδας. Εννοώντας όχι τη μορφή αλλά το περιεχόμενο. Ο Σεφέρης έδειξε ότι κατανόησε σωστά αυτό το αίτημα. Το «Δημοτικό τραγούδι», ένα σύντομο στιχούργημα στη Στροφή, αυτό ακριβώς υπαινίσσεται. Γι’ αυτό δε θα χρησιμοποιήσει εκεί το δεκαπεντασύλλαβο, τη μορφή δηλαδή, αλλά το συνήθειο του λαού μας, το έθιμο δηλαδή του Αϊ Γιαννιού του Κλήδονα.

Ο Νίκος Γκάτσος, με τα περισσότερα τραγούδια του, είναι μια λαμπρή περίπτωση που έκαμε ποίηση με τα «συνήθεια» και όχι με το «μῆ νιν ἄ ». ειδε Γνήσιος μαθητής του Σολωμού. Γνησιότερος από το Σεφέρη.

Σχετικά με το Σεφέρη θέλω να δείξω τη θεωρητική του προσήλωση στην ιδέα της δημοτικής ποίησης. Ένα είδος ερωτιάς του κουρσάρου για τις θάλασσες.

Για την τέχνη του Σεφέρη το δημοτικό τραγούδι έχει το νόημα που έχει το χώμα και ο καιρός για τη γεωργική. Είναι η ρίζα για τη συνέχεια και ο καρπός για τη διαδοχή. Και του δίνει ό,τι δίνει το νερό στο σταμνί και ο άνεμος στο φτερό του πουλιού.

Μιλώντας για ένα τέτοιο βασικό οπλισμό δεν εννοώ τα σύνεργα της ποιητικής του. Τη γνώση και την οικείωση δηλαδή με το καλλιτεχνικό φαινόμενο, την επάρκεια της ποιητικής πληροφορίας, την εμπλοκή και το αντιμέτρημα με τους συρμούς και τα ρεύματα της εποχής του, τη θητεία στη δούλεψη του στίχου, τα τεχνικά μέσα, τα προσωπικά μυστικά, την πρόσβαση στις λεπτομέρειες της πορείας του τεχνίτη.

Μ’ ένα λόγο, όλες εκείνες τις πολύπλοκες διαδικασίες και τον πολεμικό συντονισμό, απάνου στα οποία είναι ανάγκη να κυριαρχεί ο ποιητής, για να διατρέξει γόνιμα την κατακτημένη περιοχή, ώστε να προωθήσει ακόλουθα σαν πρωτοπόρος την ποιητική επιχείρηση εισχωρώντας στην terra incognita.

Εννοώ κάτι πολύ πιο απλό, αλλά και πολύ πιο δύσβατο. Εννοώ τη γνώση της φύσης του τόπου του. Μια πληγή για το Σεφέρη, που αντί να τη γιατρεύει ο καιρός όσο γνώριζε την Ελλάδα, όλο και την κακουργούσε. Εννοώ ακόμη τη γνώση της φύσης του ήλιου του. Ένα

Page 17: Νηφομανής Λιαντίνης

βίωμα ιδιότυπης έκστασης, που κάνει την αλχημεία των ελληνικών σωμάτων και των ελληνικών πνευμάτων.

«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός»,(Π280)

θα ειπεί στα στερνά του, συνειδητοποιώντας ξαφνικά, σα ν’ άστραψε φως μέσα του, το νόημα ολάκερου του αγώνα του. Και εννοώ, τέλος, την ανθρωπιά και τη γνώση των παθών του λαού του, που τον βαραίνουν και τον βουλιάζουν, καθώς οι πέτρες των Μυκηνών εκείνον που θέλει να τις σηκώσει.

Ο μελετητής του Σεφέρη ημπορεί να χρησιμοποιήσει όλες τις πλευρές του πολύεδρου για να δείξει τις αντιθέσεις της ποίησής του με το δημοτικό τραγούδι. Στο στίχο, στους ρυθμούς, στη γλώσσα, στα δεσίματα, στην έμπνευση, στην πρόθεση, στη λαγαρότητα, στη στερεότητα, στα θέματα, στις ιδέες, στο ύφος, στο ήθος.

Ωστόσο πέρα από αυτή την τάξη των αντιθέσεων, που στο τέλος τέλος είναι η επιβεβαίωση της αυτοτέλειας των φυσικών πραγμάτων και των γνήσιων έργων, διακρίνει κανείς το κοινό σημείο. Ένα βαθύ νεύμα κατάφασης και ομολογίας των ίδιων όρων και του ίδιου λόγου που γέννησε τα δημοτικά τραγούδια και τα ποιήματά του.

Αυτός ο κοινός παρονομαστής είναι μια ορισμένη βάση συμπεριφοράς, ένα ορισμένο ήθος ανθρώπου που εμφανίζεται, απαράλλαχτο πάντα μέσα στις αλλαγές, σε όλη τη διαδρομή της ελληνικής ιστορίας. Έχω δυο τρία παραδείγματα για να δηλώσω αυτή την ανανηπτική έκρηξη της επανάληψης.

Όταν ο Ιμπραήμ απόκαμε να πολεμά τους ρέμπελους του Μοριά, τά ‘βαλε με τα δέντρα. Έπαψε τον κεχαγιά του με το τσεκούρι και τη φωτιά και άρχισε να δενδροτομεί τη Μεσσηνία. Ο Κολοκοτρώνης από τα βουνά του ‘στειλε μια γραφή:

«Αυτό οπού μας φοβερίζεις να μας κόψεις και κάψεις τα καρποφόρα δέντρα μας δεν είναι της πολεμικής έργον, διατί τα άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται σε κανέναν»8.

Μέσα από αυτά το λόγια του Γέρου ακούγω τον όρκο των αρχαίων αμφικτυόνων:

«Ορκίζομαι να μην καταστρέψω ποτέ, σε ειρήνη και πόλεμο, τις πηγές των νερών»9.

Ύστερα ο Κολοκοτρώνης μήνυσε στους τρεις ναυάρχους τα καμώματα του Ιμπραήμ. Και πιο ύστερα οι τρεις ναύαρχοι κάψανε τη μισιριώτικη αρμάδα στο Ναυαρίνο.

Την ίδια έκρηξη λάμψης βλέπω στα χέρια που δούλεψαν το ναό του Επικούριου στις Βάσσες και του Όσιου Λουκά το μοναστήρι. Και

Page 18: Νηφομανής Λιαντίνης

την ίδια μυστική επανάληψη ακούω στα χορικά της αττικής τραγωδίας και στα μανιάτικα μοιρολόγια.

Εδώ εντοπίζω τη σχέση του Σεφέρη με το δημοτικό τραγούδι.Στο Σολωμό εκτίμησε δύο πράγματα. Το ένα είναι το ταλέντο

του. Σε κείνο το πρώιμο ιόνιο γέννημα είδε τη σφραγίδα της δωρεάς, που άπαξ και αποφάσισε να τη δώσει η φύση, χρειάζεται ύστερα πολλούς χρόνους θησαυρισμού και ανασυγκρότησης, για να μπορέσει να επαναλάβει όμοια γενναιοδωρία. Με την εγγύηση της τίμιας σαγής του ό,τι είπε κι ό,τι έκαμε ο Σολωμός έλαβε το νόημα νομοθεσίας για τους ερχόμενους, που στο Σεφέρη βρήκε το φύλακα και το ζηλωτή.

Το άλλο είναι η πνευματική τραγωδία του. Εννοώ την απελπισία του ολύμπιου μουγγού να αρθρώσει σε άρτια μουσικά ακούσματα τους αλκυονικούς καταρράχτες του λόγου που γεννούσε το πνεύμα του.

«Η μοναξιά του Καβάφη· τη φαντάζομαι κάποτε απίστευτη», έγραψε για τον αλεξανδρινό γέροντα. (Δ1, 414). Με την ίδια στεφανωτική οδύνη θα μπορούσε να μιλήσει και για τη δυσλαλία του Σολωμού.

Έχω μόνο, εξακολουθώ δηλαδή να διατηρώ, ορισμένες επιφυλάξεις για τον τρόπο με τον οποίο δοκίμασε να εξηγήσει τα αίτια της συντριβής του Σολωμού μέσα στα φωτερά του βράχια. Τις έχω πει σε άλλες εποχές.

Παρόμοια δύο πράγματα ετίμησε και στο Μακρυγιάννη. Το ένα είναι η αχειροποίητη μαστοριά του τεχνίτη. Ο Μακρυγιάννης είναι το ανάποδο όμοιο του Σολωμού. Αν ήξερε γράμματα, θα μας άφηνε μια συγγραφή όμοια με την ποίηση που θα μας άφηνε ο Σολωμός, εάν μια ατελέστερη μόρφωση και μια λιγότερο οξεία ευαισθησία του επέτρεπε να την ολοκληρώσει.

Φαντασθείτε λόγια του Καραϊσκάκη στη βουλή και έργα του Καποδίστρια στη μάχη. Δύο μεγάλων που αδικοχάθηκαν, αλλά ο καθένας στο πόστο του. Η λύπη που μας άφηκε ο καημός τους είναι όμοια με τη λύπη, που γεννά τη σκέψη ότι το έργο του Σολωμού έμεινε μισό, και ότι ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Από την άποψη αυτή οι δύο είναι τυπικά δείγματα ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Εμεγαλούργησαν μοναχικά, και μέσα στον αιφνιδιασμό και την τάξη των αντιθέσεων. Ο Σεφέρης στον τρόπο γραφής του Μακρυγιάννη είδε ένα υπόδειγμα.

Το άλλο είναι η ηθική κορμοστασιά του άντρα. Η αρετή του Μακρυγιάννη δεν είναι απόσταξη διανοητική. Μοιάζει περισσότερο με την άσφαλτη κίνηση μιας βούλησης διανοητικής. Το παράδειγμα της αρκούδας και του ξιφομάχου που λέει ο Κλάιστ. Για το καλό και

Page 19: Νηφομανής Λιαντίνης

το κακό του Μακρυγιάννη τον ειδοποιεί το ίδιο το αίμα του, όπως το μάτι του αητού ξεχωρίζει από ψηλά το αρνί από το κοτρώνι.

Είναι κι αυτό μια τυπική ένδειξη ελληνικής στόφας στην εσώτερη ειδή της. Ο Σεφέρης έδειξε (Δ1, 257) ότι, παρά την όποια μεροληψία στις κρίσεις και παρά τις υπερθεματικές ατέλειες μιας ψυχολογίας σχηματισμένης ιδιόρρυθμα στη γενετική της οργάνωση, μέσα στην απελέκητη ψυχή του Μακρυγιάννη ζούσε ατόφυο το ηθικό βίωμα της κλασικής Ελλάδας, στον τρόπο που το παράστησε η αττική τραγωδία.

Η Άτη και η Δίκη για κείνον τον ορεινό ρουμελιώτη είναι πλάσματα ζωντανά και κινούνται ανάμεσά μας. Υπομονετικά και αμίλητα ζυγίζουν τα έργα και τις βουλές μας και στη δεδομένη στιγμή, που τη σημαδεύουν τα ανεξερεύνητα μέτρα της δικαιοδοσίας τους μέσα σε όρια φυσικά και μεταφυσικά, επεμβαίνουν για να χτυπήσουν το κακό και να παλινορθώσουν τη δυναστεία της φυσικής τάξης.

Θυμάμαι πώς περιγράφει μια τέτοια αποκατάσταση. Πρόκειται για τον Ιωάννη Κωλέτη. Τον παλιό γιαννιώτη γιατρό του Μουχτάρ, την ερωτομανή φαλάκρα γεροντοκόρης, την ξένη κρεατούρα, και τον έλληνα πολιτικό, που προσφωνούσε στερεότυπα φίλους και αντίπαλους με κείνο το θρυλικό «ηγαπητέ μου!». Όταν πέθανε και θάφτηκε και έλειωσε, το συνάφι του θέλησε να του χτίσει μνημείο. Το μνημείο έγινε όπως του ταίριαζε. Γράφει ο Μακρυγιάννης:

«Τότες έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλειωτο από τον τάφο του. Αφού αρρώστησε ο γκενεράλ Κωλέτης και φώναζε νύχτα και ημέρα και βαΰιξε και γκάριξε και βγήκε η ψυχή του, κοντά σε τρία χρόνια θέλησαν οι συγγενείς του να τον ξεχώσουν […] και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν· μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη – τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξες οπούκανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών […] Τότε η βρώμα του πεθαμένου δεν άφηνε να ζυγώσουν οι άνθρωποι πλησίον του· και έτρωγε αναθέματα πλήθος από τους μαστόρους ώσο να του χτίσουν τον μαρμαρένιο του τον τάφο»10.

Πάνω σε τέτοια γραμμή πορείας στη θάλασσα της ελληνικής παράδοσης βλέπω να γράφτηκαν τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος του ναυτιλλόμενου Σεφέρη. Αυτού του homo navigatus.

Εάν για τον ίδιο η ποίησή του που αρχίζει με τη συλλογή Στροφή είναι μια επιστροφή στον ελληνικό μύθο, για μας είναι μια ξαναβάφτιση στις ιαματικές δυνάμεις του μύθου. Ο Σεφέρης ήρθε στην τακτή ώρα της σειράς του σαν άγγελος, για να ταράξει τα

Page 20: Νηφομανής Λιαντίνης

νερά της κολυμπήθρας και να γεννήσει πάλι τις ελπίδες και την απαντοχή στους άρρωστους που περιμένουν:

Τον άγγελο,τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια,

γράφει στο (Π43). Σ’ αυτά τα τρία χρόνια η δική μου ερμηνευτική ιδιοτροπία θέλει να βλέπει μια υπαινικτική σήμανση για την αιφνίδια εμφάνιση των μοναχικών δημιουργών, που παρουσιάζουνται κατά καιρούς και βεβαιώνουν την ικμάδα και την εμορφιά της ζωής μέσα στους ελληνικούς αιώνες:

Γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τουτη τη μοίρα μας στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια;

(Π69)

Page 21: Νηφομανής Λιαντίνης

2. ΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΚΟΙΤΑΣΜΑ

Μπορεί να ειπεί κανείς πως ένα είναι το κύριο γνώρισμα του ποιητή. Ο αγώνας του για την αυτοκάθαρση. Την άποψη αυτή τη διατύπωσε νέος ο ίδιος ο Σεφέρης στις Μέρες (Μ2, 54): «Όποιος είναι καθαρός, είναι ποιητής».

Όλα τα άλλα για τον ποιητή και τη ποίηση, οι αρχές οι όροι οι νόμοι τα πορίσματα οι απόψεις και οι θεωρητικές σχολές, είναι τα εξηγητικά παρεπόμενα αυτής της ανάγκης για καθαρότητα.

Σ’ αυτή τη στιγμιαία πρόταση κρίσης ο Σεφέρης δε βασανίζει πολύ την αγωνία του, για να μη την αμβλύνει. Στο να διαισθάνεται τους λεπτούς κινδύνους είναι πρωτομάστορες. «Και η αγωνία κάποτε, όταν την παρακουράσεις, χάνει κάθε αιχμή· γίνεται ένα κοινό είδος κούρασης», ξαναγράφει στις Μέρες (Μ2, 90)

Ωστόσο, όταν μιλά συστηματικά για το πρόβλημα της ηθικής καθαρότητας του ποιητή, δεν έχει στο νου του το τέλος αλλά μόνο την πορεία. Την ανάγκη, δηλαδή, και τη βούληση για αυτοκάθαρση. Εάν η διαδικασία αυτή συντελείται σωστά, τότε η καθαρότητα δεν τον απασχολεί. Και αυτό, γιατί γνωρίζει τα όρια της ανθρώπινης φύσης: «Το ζήτημα δεν είναι να μου πεις τι πρέπει να φάω για να γίνω βασιλιάς, αλλά τι θα γίνω τρώγοντας μπομπότα». (Μ2, 21)

Την αυτοκάθαρση την καταλαβαίνει σα σταθερή διέλευση του ανθρώπου από τα καταλυτήρια δεσμά της φωτιάς. Μοίρα του ποιητή είναι η σπουδή του στα καταλύματα της ενοχής και της εξαγοράς του.

Στο πεζογράφημα της Ακρόπολης, όπου περιγράφει βασικά αυτή την αγνιστήρια εμμονή, ολόκληρη η πορεία γίνεται ανάμεσα στα φλεγόμενα σύμβολα της Κόλασης και κυρίως του Πουργατόριου του Δάντη. Μόνο στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, και μέσα στη βιαστική χαρακιά μιας αστραπής γίνεται λόγος για φθάσιμο στην καθαρότητα της Παράδεισος. (Α, 273)

Ακόμη, οι συχνές αναφορές του στην κάθαρση του Αριστοτέλη, μαζί με το φόβο και τον έλεο, προκειμένου να εξηγήσει τις ιδικές του απόψεις για την ποίηση, οδηγούν από άλλο δρόμο στο ίδιο πρόβλημα.

Η αυτοκάθαρση του ποιητή συνδέεται άμεσα με ό,τι κράτησε να λέγεται φυσικό ταλέντο. Το χάρισμα του ποιητή, εκείνο το ξεχωριστό στοιχείο που του εμπιστεύεται η φύση, είναι το

Page 22: Νηφομανής Λιαντίνης

φυτουργικό κεφάλαιο ενός συνόλου από πλεονεκτικές ανελίξεις, που όλες συγκλίνουν και κορυφώνουνται στην πραγμάτωση της αυτοκάθαρσης.

Η φύση στην περίπτωση τούτη είναι μια σκοτεινή πηγή χορηγίας, που εκφράζεται σαν τυχαία εύνοια, σαν μια ανεξέλεγκτη συρροή εύεργων συνιστωσών στη δέσμη μιας δυναμικής αρμονίας, ή και ακόμη σα θεία ιδιοτροπία εκλογής.

Η εικόνα του κεραμέα θεού11 στον Παύλο, που πλάθει το ανθρώπινο υλικό του άλλοτε σε σκεύος εκλογής και άλλοτε σε σκεύος απόρριψης, είναι προορισμένο δηλαδή από τον ίδιο το θεό ποιος θα σωθεί και ποιος θα χαθεί, η εικόνα αυτή, εάν αντικρυσθεί ελληνικά, ο «θεοφιλής» για παράδειγμα του πλατωνικού Τίμαιου12, σημαδεύει κατά τη γνώμη μου μία από τις βαθύτερες συλλήψεις του ανθρώπινου πνεύματος.

Όταν μιλώ γι’ αυτό το κεφάλαιο της φυσικής εύνοιας, έχω στο νου ό,τι ο Σεφέρης ονομάζει ποιητική ευαισθησία. Αν μάλιστα προχωρούσε κανείς στο περιεχόμενο αυτού του όρου, φοβάμαι πως θα περιορίζοταν σε λίγα στοιχεία, που είναι και απλά και γνωστά.

Θα περιορίζοταν στο ποιό της γνωστικής αρετής του ποιητή, λόγου χάρη. Και στη δύναμη της θέλησής του, στη βούληση για δύναμη όπως θά ‘λεγε ο Νίτσε, να ακολουθεί πιστά τα φανερώματα αυτής της αρετής στην πράξη. Και ακόμη στο σωστό δεσμό αυτής της γνωσιοβουλητικής ετοιμότητας με την πραγματικότητα όπως την αποκαλύπτει η γλώσσα της φύσης.

Με τον όρο πραγματικότητα της φύσης εννοώ ότι, παρόλο που φαίνουνται διαφορετικά πράγματα ο σεισμός και ο πόλεμος ή μια θανατηφόρα αρρώστεια και μια ένοπλη ληστεία, από την άποψη της φυσικής καταγωγής είναι όμοια. Η ηθική δε θα καταργήσει τους στρατοδίκες, όσο η φύση θα αναγνωρίζει τους νεκροθάφτες.

Ωστόσο αυτά τα στοιχεία του ποιητή, η γνώση δηλαδή η βούληση και η στοίχισή του στη φυσική αλήθεια, τη σημασία τους δεν τη λαβαίνουν από την ποσοτική αλλά από την ποιοτική τους ιδιαιτερότητα. Προκειμένου λόγου χάρη για τη γνώση, το σπουδαίο δεν είναι ο βαθμός του δείκτη νοημοσύνης, το γνωστό I.Q, αλλά το ποιό της νοημοσύνης. Εννοώ κάτι ανάλογο με τους αναβαθμούς στην ευγένεια των μετάλλων. Πολλοί στον καιρό του ήσαν πιο έξυπνοι από το Βαλερύ. Η δόξα και η μνήμη τους όμως έσβησε σε σύγκριση με τη δόξα και τη μνήμη του Βαλερύ, «που ήταν τόσο έξυπνος, ώστε δεν είχε καμία φιλοδοξία», όπως είπε ο Έλιοτ. (Δ2, 202)

Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα είδος γνώσης που δεν το πιάνει η γνώση. Είναι γνωστό πως στα ταξίδια που έκανε ο Αϊνστάιν, όταν τον καλούσε να εξηγήσει τις θεωρίες του, αντί για τα συγγράμματα

Page 23: Νηφομανής Λιαντίνης

του Ευκλείδη και του Νεύτωνα, κουβαλούσε μαζί του μόνο το βιολί του. «Να σας παίξω καλύτερα μια σονάτα του Μπαχ;» έλεγε γελώντας, καθώς ανέβαινε στο πόντιουμ.

Νομίζω ότι αυτός είναι στη βάση του ο λόγος της ερημίας του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Μιλάει, και νομίζουν πως κορακίζει. Σιωπάει και συγκατανεύουν ελεητικά τη σιωπή του. Graeca sunt, non leguntur, αυτά είναι ελληνικά, δε διαβάζουνται, έχουν να ειπούν για τα κείμενά του οι άνθρωποι. Όπως έλεγαν στα μοναστήρια οι αντιγραφείς του Μεσαίωνα για τα ελληνικά χειρόγραφα.

Το παράπονο του Σεφέρη, που από μια ηλικία και ύστερα έπαψε πια να το φανερώνει, ήταν αυτή η σύγκρουση της ευνοημένης γνώσης του προς την ανόητη γνώση του κοπαδιού των ομοτέχνων του. Ο Σεφέρης μιλάει πολύ πικρά για τους έλληνες λόγιους και ποιητές γύρω στα 1930. Για Παλαμάδες, Ψυχάρηδες και Σικελιανούς δηλαδή, όχι για καλαμπούρια. Γράφει: «Όλοι αυτοί είναι σαλτιμπάγκοι και κιβδηλοποιοί. Έχουν βγάλει μια μονέδα και την κυκλοφορούν μεταξύ τους γνωρίζοντας πως είναι κάλπικη». (Μ2, 100). Ενώ στο μεταξύ, αφήνει να εννοηθεί, αφήνουν τον κοσμάκη που δεν καταλαβαίνει, να πιστεύει πως η μονέδα τους είναι γνήσια.

Η μελαγχολική ιδέα του Σεφέρη πως είναι σκληρά αυτοδίδακτος (Δ1, 82), κατά βάθος ξεκινά από αυτή τη σύγκρουση του χαρισματικού με το χυδαίο.

Ωστόσο στις νηφάλιες ώρες του βλέπει χωρίς συναισθηματισμούς την ανάγκη του τιμήματος13 που πρέπει να πληρώσει για τη δοσμένη χάρη: «Είμαι τέλεια ξένος από αυτό τον κόσμο. Είναι σωστό αυτός ο κόσμος να με αποκλείει». (Μ4, 123)

Τώρα, από την άποψη του χημικού μεταβολισμού, η διαδικασία της αυτοκάθαρσης τη μορφή της στον ποιητή την παίρνει με το έργο του. Το ύφος είναι το δακτυλικό αποτύπωμα της ταυτότητας του ποιητή. Αυτό θα δώσει την εικόνα του ήθους του. Προκειμένου για το Σεφέρη η ποίησή του είναι μια μαρτυρία συνειδητής υπηρεσίας στο δαίμονα της καθαρότητας.

Η ανάγκη να σταθεί στον κόσμο και στη ζωή με την καθαρότητα που θα του φανέρωνε το εγγενές προνόμιο της φύσης του, αν το βοηθούσε να ξεδιπλωθεί, απασχόλησε ολοζωής το Σεφέρη. Και στο τέλος απορόφησε την ύπαρξή του, όπως η πράσινη παγόδα του χαλιού του το χορευτή Νιζίνσκι. (Π113)

Ο Σέσιλ Δαίη Λιούις έδωκε μια έξοχη εικόνα του ποιητή, έχοντας σαν πρότυπο τον ίδιο το Σεφέρη, στο ποίημά του Η Αίθουσα. (Αντ., 117). Τον έλεγχο αυτό ο ίδιος ο Σεφέρης θα τον διατύπωνε με μια αυτοκρατορική εντολή που πολύ θα άρεσε στο Μάρκο Αυρήλιο:

Page 24: Νηφομανής Λιαντίνης

Τηρεῖ ν τὸ ν ἔ νδον δαίμονα ἀ νύβριστον καὶ ἀσιν .ῆ(Να κρατάς το ήθος σου μετρημένο και άβλαβο)14.

Όπως γεννιέται δύσκολα ο ποιητής, παρόμοια δύσκολα και γίνεται. Ακολουθώντας τον αγνό νόμο της φύσης θα τραβήξει με τον τρόπο του την κύκλια πομπή των πραγμάτων του κόσμου και θα γίνει ποιητής, εάν κάποτε αρχίσει.

Αυτή η αρχή είναι εξαιρετικό γεγονός. Μοιάζει με το σεισμό που βουλιάζει μια θάλασσα και γεννάει μια χώρα. Το πράγμα υποβάλλει ένα δεύτερο είδος προπατορικής παρακοής. Μια δεύτερη έξωση, όχι από τον τόπο του ζώου αυτή τη φορά, αλλά από τον τόπο του ανθρώπου.

Οι δύο στίχοι του Ερωτόκριτου, που χαράζει ο Σεφέρης πάνω από την πύλη του έργου του, δεν υποδηλώνουν τη στιγμή της αφύπνισής του μόνο. Πιο πέρα επικυρώνουν και την ανάγκη, το γεωμετρικό πνεύμα, που στο εξής θα κυβερνήσει ολόκληρη την ποιητική του δημιουργία:

Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραμάτω.

(Π8)

Καθώς αγάλι γάλι ο ίλιγγος από το άλμα της αποκοπής διαλύεται, η συνείδηση του ανθρώπου λαβαίνει το νόημα μιας καινούργιας παρουσίας μέσα στον κόσμο:

Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.

(Π123)

Λαβαίνουμε σαν αρχή του μίτου την υπόθεση ότι ο αιώνας του σύμπαντος αισθητοποιεί την κίνησή του απάνω στη διαδοχική ταλάντωση που ενεργεί το φαινόμενο του αφανισμού και της ξαναδημιουργίας. Τότε αναγκαία θα δεχθούμε ότι το σημείο που σχεδόν συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν από τους βαθύτερους νόμους της φύσης είναι το ενικό γεγονός του έρωτα και του θανάτου15.

Ακόμη θα δεχτούμε ότι στην κύρια προσφορά του ο ποιητής είναι φορέας και μεταδότης γνώσεων. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι τις γνώσεις που μας δίνει ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή δεν ημπορούν να μας τις δώσουν εφτά επιστήμες μαζί. Έτσι θα δεχτούμε αναγκαία ότι στις βασικές κοιτασματικές προϋποθέσεις

Page 25: Νηφομανής Λιαντίνης

του ποιητή ανήκουν τα ισχυρά βιώματα του έρωτα και του θανάτου. Αυτά τα δύο βιώματα στο ξύπνημα της ποιητικής συνείδησης του Σεφέρη έπαιξαν το ρόλο του πυροκροτητή.

Οι αφορμές για το άλμα της αποκοπής, για τη στιγμή της μετάβασης από τη συνήθεια του ποιημένου, τη natura naturata, στον αιφνιδιασμό του ποιητικού, τη natura naturans, είναι δύο για το Σεφέρη. Ένας απριλιάτικος έρωτας στο Παρίσι, και η Μικρασιατική καταστροφή.

Η νέα γυναίκα πήρε απλά τη μορφή της νέας μοίρας. Επήδηξε ξαφνικά από τον πράσινο όχθο της ζωής και αρπάζοντας στα χέρια της το μουσικό φορτίο της μοναξιάς και του εφήβου άρχισε να παίζει μαζί του όπως η Ναυσικά με τη σφαίρα στο αφροθαλάσσι.

Ξυλάρμενος ο νέος είδε την «Παρισιάνα» να ξεπροβάλλει από το μινωικό ξημέρωμα της ζωής. Να ανασταίνει τα κινήματα ολόκληρου του θηλυκού γένους, που από τότε ησυχάζουν στη σιωπή του θανάτου, και να τον πλησιάζουν χορεύοντας. Πίσω από τον ερχομό της, όπως γίνεται πάντα για τις αληθινές καταστάσεις, ακολουθούσε κιόλας ο ίσκιος του φευγιού της.

Το πέλαγο που σ’ έφερε σε πήρεπέρα στις λεμονιές τις ανθισμένες.

(Π38)

Καθώς το αργυρό χρώμα της αγάπης θα διαλυθεί στον ορίζοντα, η εμπειρία της ραδινής οδύνης του έφηβου θα αρχίσει να μετασχηματίζεται στο τοπίο μιας ιδιωτικής μυθολογίας.

Χίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδεςστον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες.

(Π38)

Ο Σεφέρης δε μίλησε άμεσα γι’ αυτή τη γυναίκα. Και χωρίς τις πληροφορίες της αδερφής του θα αγνοούσαμε και το όνομά της.

Στα σημάδια όμως που άφηκε πάνω του αυτό το βίωμα μπορεί να διακρίνει κανείς το καταστάλαγμα της σοβαρότητας και της αρχοντιάς που με το πέρασμα του καιρού θα γίνουν τα κύρια γνωρίσματα της ζωής και του έργου του. Το ψυχικό μετάλλευμα που άντλησε από την εμπειρία εκείνη έγινε το βασικό υλικό στο φέροντα σκελετό του στοχασμού του· πολύ περισσότερο, όσο η σιωπηλή επιφάνεια αποσκεπάζει προσεκτικά κάθε είδους ερωτικά πυροτεχνήματα.

Page 26: Νηφομανής Λιαντίνης

Η μυστική αφορμή, η dona velata στη γλώσσα του Σολωμού, έχει γονιμοποιήσει το λόγο της σε μια βασιλική χλιδή, που την εφρόντισε ο νόμος της αλλαγής των πραγμάτων.

Ύστερα από την Παρισιάνα, οι άλλες γυναίκες που θα αναφλέξουν την υπομονή της αφής του, ως την εποχή που θα παντρευτεί τη Μαρώ, χωρίς να χάνεται η υπαρκτική αυτονομία του καινούργιου, δε θα είναι παρά σταθμοί στην πορεία που χάραξε εκείνη η συνειδητοποίηση.

Ότι εκείνη η ερωτική αρχή σημάδεψε καθοριστικά το πνεύμα του φαίνεται από την τροπή σωφροσύνης που από την αρχή έλαβε η γενετήσια γνώση του. Οι στίχοι του Πίνδαρου που προτάσσει στον Ερωτικό Λόγο συγκαλύπτουν την πίστη του ότι το πλήρωμα της ερωτικής αναζήτησης δεν έχει τέρμα. Η θνητή Κορωνίδα16, σύμφωνα με το μύθο του Πίνδαρου, ζήτησε να σβήσει τον πόθο της με κάποιο θνητό. Πέρα δηλαδή από κείνο που της πρόσφερε ο θεός. Και γι’ αυτό απάτησε τον Απόλλωνα. Έτσι ανοηταίνει ο άνθρωπος. Γιατί κυνηγάει τα μάταια. Και προσπαθεί να ανταλλάξει την ανθρώπινη δυνατότητα με κάποια υπεράνθρωπη αδυνατότητα.

Με άλλα λόγια ο Πίνδαρος θέλει να ειπεί. Το μυστικό της ζωής, που εδώ ο άνθρωπος προσπαθεί να το κατακτήσει μέσα από την απόλυτη χαρά, μ’ έναν έρωτα δηλαδή που υπερβαίνει και τα όρια του θεού ακόμη, δε θα το λύσει ζητώντας να φτάσει στο γαλαξία της Ανδρομέδας. Αλλά θα το λύσει ζητώντας να πλουτίσει τον πρωινό περίπατο στον κήπο του με τη μόνιμη ηρεμία που θα του χαρίσουν οι διαλογισμοί του για το μακρυνό γαλαξία που δε θα τον φτάσει ποτέ. Τόσο μπορεί και τόσο του γράφτηκε. Γιατί, πέρα από τα μετρημένα λόγια του αρχαίου χορού,

’μήποτ ͵ ὦ ’δέσποιν ͵ ἐ ’ π ἐμοὶ χρυσέων τόξων ἐ φείηςἱμέρῳ ’ χρίσασ ἄ φυκτον οἰ ,στόν(Ω δέσποινά μου εσύ, απάνω μου μη ρίξεις την αφεύγατη σαγίτα πού ‘χει την αιχμή βαμμένη στην αποθυμιά)17

παραμονεύουν τα παιδοκτόνα μαχαίρια της Μήδειας. Μόνο σαν πορεύεται μετρημένα ο έρωτας, καμία άλλη χαρά δεν έχει τη νοστιμιά της Κύπριδας.

Η πειθαρχία αυτή θα κοσμήσει τη γενετήσια ορμή και θα παιδέψει την ερωτική αγωγή του Σεφέρη στο ρυθμό μιας οργανωμένης σύστασης και μιας πλησμονής λιτής. Φιλοκαλείν στην ευτέλεια, που λέει ο αρχαίος σοφός. Και φιλοσοφείν χωρίς μαλθακότητα Αυτή η στάση περί τα ερωτικά θα επηρεάσει καθοριστικά τη μορφή της έκφρασής του.

Page 27: Νηφομανής Λιαντίνης

Σε σύγκριση με το ξύπνημα της ερωτικής του γνώσης η γνώση θανάτου από το τράνταγμα της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν πιο συγκλονιστική. Γιατί εκείνο το ιστορικό αναπάντεχο από την άποψη της σύγκλυσης και της φθοράς υπήρξε μονοσήμαντο.

Στην Ιωνία έγινε ένα κακό απαρόμοιαστο και εσχατολογικό. Η δράση της άρνησης λειτούργησε πέρα από τις ανθρώπινες συμπεριφορές και τις εθνικές ατυχίες. Μια συγκυρία από λάθη, μίση, σκοπιμότητες και πλάνες ασέλγησε στο σώμα της ιστορίας.

Ό,τι χάθηκε τότε δεν ήταν ο λαός και ο τόπος. Ήταν το δίκαιο του χρόνου. Το άγαλμα της σοφίας και της ευγένειας, που το απεργάστηκε ο ζωντανός σφυγμός τριάντα αιώνων καταποντίστηκε στη θάλασσα της ανθρώπινης μωρίας. Η Μικρασιατική καταστροφή είναι η μεγαλύτερη συφορά σε ολόκληρη την ιστορία του έθνους των ελλήνων.

Ένας προσωκρατικός φιλόσοφος, με την ορισμένη ηθική κρίση που θα του υπαγόρευαν τα κοσμολογικά του πρότυπα, θά ‘λεγε ότι εκείνοι που συνέργησαν σ’ εκείνη τη Συντέλεια, χωρίς να δοκιμάζει να μετριάσει κανείς το μέγεθος της ελληνικής ευθύνης, τιμωρήθηκαν κατά το κρίμα τους ύστερα από είκοσι χρόνους. Εννοώ το β’ παγκόσμιο πόλεμο18.

Ωστόσο η διαιτησία της Δίκης άφηκε έξω από την κάθαρση το αίτημα της αποκατάστασης. Γιατί στις θάλασσες της Ιωνίας οι ναύτες δε θα ξαναδούν τη Γοργόνα. Μετά το ’22 δεν είναι η Γοργόνα, που κι ένας άλλος αιολικός συγγραφέας, ο Μυριβήλης, την παράστησε Παναγιά, αλλά κάποιες γυναίκες πελές που

αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντροκαι δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.

(Π47)

Ίσως η στέρηση αυτή, αποκαλυπτική της επίδρασης στις υποσυνείδητες διεργασίες, να προσδιόρισε στο Σεφέρη την ανάγκη να ζωγραφίζει τη Γοργόνα στα εξώφυλλα των βιβλίων του. (Δ2, 325)

Για να ιστορηθεί ο χαλασμός της ελληνικής Ασίας, θα χρειαζόταν ένας ποιητής με το ανάστημα εκείνου που δημιούργησε την πρώτη εικόνα αυτού του κόσμου. Αλλά ο Σεφέρης δεν είναι Όμηρος.

Εκείνο το θαλασσινό ολοκαύτωμα του Αυγούστου θα πυρώσει τα αλλεπάλληλα φύλλα της ύπαρξής του, και θα του μεταδώσει τον εφιάλτη ενός κόκκινου ρίγους, που ποτέ δε θα καταφέρει να τον χωνέψει η μελλοντική του οδύνη.

Άφησε μη ρωτάς· τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι

Page 28: Νηφομανής Λιαντίνης

γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια δεμένα.(Π194)

Βασικά εδώ έχει την αρχή της η βοή του αίματος, που ακούγεται σιγανά πίσω από τους τόνους του ποιητικού του ρήματος. Ο εσπερινός ψίθυρος του Νίτσε μοιάζει να περιγράφει τη γενετική του ύφους του Σεφέρη:

Στον κόσμο μου σχήμα θα δώσωμε των άστρων τα ερείπια19.

Για το Σεφέρη η Ιωνία δεν υπήρξε απλώς ένα μέλος του ελληνικού σώματος. Ήταν η παράδεισος της μυθικής του πραγματικότητας.

Στην πυρκαγιά μαζί με την ηλικία της Σμύρνης κάηκε και η ηλικία της παιδικής του μυθολογίας. Και η νοσταλγία του παιδικού μας χρόνου είναι η ανάποδη όψη της ανέφικτης μαγείας των άστρων.

Με τον καιρό, καθώς η λεηλασία του συναισθήματος θα μεστώνει στην κρούστα μιας κοφτερής φιλοσοφικής θεώρησης, η καταστροφή θα πάρει το νόημα μιας φυσικής πράξης, πάνω στην οποία τυπώνει το κύρος του ο νόμος της φθοράς και του θανάτου. Μήπως δεν εγεννήθηκε στην Ιωνία ο σκοτεινός στοχαστής, που εγγυήθηκε την αφθαρσία των πραγμάτων με την επιστροφή τους στη φωτιά;

Πάντα γὰ ρ τὸ πῦ ρ ἐπελθὸ ν κρινεῖ καὶ .καταλήψεται(Θά ‘ρθει η φωτιά, και όλα θα τα κρίνει και θα τα

κυριέψει)20.

Το τρίτο, μετά την έμφυτη κλήση και την περιβαλλοντική πρόκληση, είναι το μυθικό τοπίο.

Εάν ο επίδοξος ποιητής δεν προχωρήσει πέρα από τη θέαση του κόσμου· εάν δεν διασπάσει τον κλοιό των πραγμάτων μέσα στον οποίο λειτουργεί η απλή δράση του αισθητηριακού του οπλισμού· εάν δε ζητήσει το στερεό σχήμα μιας παρουσίας, εκεί που τελειώνοντας τα ένυλα όρια του κόσμου ανοίγεται η υποθετική διάσταση της απουσίας· εάν δεν πατήσει σε κάποιο πλήρωμα δυνάμεων, που καθώς διαδέχεται τη γύμνια των πραγμάτων καταργεί το νόημα του κενού· εάν, τέλος πάντων, δε συνδεθεί με την αδιάφορη μέριμνα της φυσικής πραγματικότητας που κρύβεται πέρα και πίσω από τις παραστάσεις μιας ευκλείδειας προοπτικής,

Page 29: Νηφομανής Λιαντίνης

ούτε είναι ούτε και θα γίνει ποιητής. Γιατί θά ‘χει απομείνει δώθε από τις Συμπληγάδες του αργοναυτικού πεδίου.

Εδώ βρίσκεται η λαμπρή αλλά και η επίβουλη διαφορά που κάνει τον ποιητή σε σύγκριση με το στιχοπλόκο, το δημοσιογράφο, τον επιστήμονα συγγραφέα, το ρήτορα, και τους κάθε λογής πράκτορες του γραπτού λόγου.

Και εδώ κρύβεται ο κακός δαίμονας των παρανοήσεων αναφορικά με τις αξιολογικές αποτιμήσεις των ποιητών. Να συγχέουμε, λόγου χάρη, ή και να ταυτίζουμε ποιοτικά το Σολωμό με το Βαλαωρίτη και τον Καβάφη με το Σικελιανό.

Όταν ο Θεοτοκάς τέλειωσε την Αργώ και την έστειλε στο Σεφέρη, που βρίσκοταν τότε στη Ζαγορά, ο τελευταίος του αποκρίθηκε με ένα τηλεγράφημα. «Εύχομαι να περάσεις τις Συμπληγάδες»21. Η ευχή αυτή δεν έχει το φθηνό νόημα να αξιωθεί ο Θεοτοκάς την επιφάνεια του συγγραφέα, που θα τον ταξιδέψει στα βιβλιοπωλεία, στις στήλες των εφημερίδων, στο ντιλεταντισμό του κοινού, και το πολύ πολύ στην αυλή της Ακαδημίας.

Πολύ περισσότερο σημαίνει την ανάγκη και την ωραία υπέρβαση της ανάγκης, να περάσει ο συγγραφέας στον άξενο πόντο της προσωπικής του μυθολογίας. Γιατί τους Αργοναύτες οι μεγάλοι άθλοι τους καρτέρεσαν μετά τις Συμπληγάδες.

Με τη μετάσταση του ποιητή στην περιοχή που βρίσκεται πέρα από την επίπεδη εικόνα του κόσμου, πέρα από τη φωτογραφική καθήλωση των πραγμάτων και τη βουβή επανάληψη της καθημερινής τριβής, δεν εννοώ τη διαφυγή του στην αοριστία κάποιας μεταφυσικής.

Αντίθετα, περιγράφω κάτι λαγαρό και πολύ συγκεκριμένο. Θά ‘λεγα πως είναι ο ίδιος ο κόσμος που τον βλέπουμε και τον περπατάμε, με τη διαφορά πως τον δορυφορεί και μια άλλη απαραίτητη διάσταση. Κάτι σαν υπόνοια βάθους, σαν η ανάποδη όψη του κόσμου ή το συμπληρωματικό του μισό, που ολοκληρώνει και γεωδαιτεί τη λειτουργική του αυτάρκεια. Αυτό το ουσιώδες περίβλημα, η πνευματική άλως της ύλης, δε γίνεται να απομονωθεί από τη ζωή. Όπως δεν γίνεται «να χωρίσει κανείς το κύμα από τη θάλασσα». (Μ1, 123)

Η διάσταση αυτή, παρά την οργανική της πλοκή με τον έξω κόσμο, μέσα στις χημικές ακτίνες της φαντασίας του ποιητή αποκτά την ιδική της αυθυπαρξία, που σε σχέση με την απλή καθημερινότητα βρίσκεται σε μια αντικειμενική συστοιχία. Αντικαθιστά, δηλαδή, την ίδια την πραγματικότητα κάνοντας όμως έτσι, ώστε να φαίνεται η δυναμική της περίσσεια, η ευελιξία του κινητικού της συντονισμού, και η πολλαπλότητα του λειτουργικού της λόγου.

Page 30: Νηφομανής Λιαντίνης

Το μυθικό τοπίο, αντί για το φως του ήλιου που γυμνώνει τον κόσμο, διαλύει δηλαδή τις σχέσεις των φαινομένων και εκθέτει τα πράγματα στη μόνωση μιας παρατακτικής τυχαιότητας, κολυμπάει μέσα στο φέγγος μιας υποβολής που ζωντανεύει και αισθητοποιεί την αθέατη σύσταση και τις κρυφές συναρτήσεις της πραγματικότητας.

Το ληθαργικό κοίτασμα της φύσης, εκείνο το βάθος των πραγμάτων που ο Ηράκλειτος το ονομάζει «αφανή αρμονία», παίρνει τη θέση του εξωτερικού κόσμου, και η νέα γη μέσα στην οποία ο ποιητής Κολόμβος περιδιαβάζει, στοχάζεται, θαυμάζει, τραγουδεί.

Εάν η περιγραφή της πραγματικότητας δε γίνεται μέσα από το καλειδοσκόπιο αυτής της μυθικής θεώρησης, θα μείνει μια πεζή περιγραφή έξω και μακρυά από την ποίηση.

Η προσωπική μυθολογία του ποιητή είναι διαφορετικό πράγμα από την ενδεχόμενη εκμετάλλευση μυθικών θεμάτων. Στο Σεφέρη, λόγου χάρη, δεν πιστοποιούν το πράγμα Οι σύντροφοι στον Άδη (Π 14), ο Αστυάναξ (Π 64), ο Ορέστης (Π 62), η νέκυια της Κίχλης. Αλλά την πιστοποιεί το διάχυτο κλίμα των μυθολογικών σημάνσεων που λαξεύει και καταστίζει την πνευματική του ενδοχώρα, αφήνοντας τον τύπο του πάνω στην ποιητική του δημιουργία22.

Έτσι στον Ερωτικό Λόγο, για παράδειγμα, το τοπίο γίνεται μυθικό και ακολούθως ο λόγος λειτουργεί ποιητικά, επειδή η περιγραφή αναφέρεται σε μια ατμόσφαιρα αντίστοιχη στην αρτιότητα και την ειδή της με την ατμόσφαιρα του έξω κόσμου, σχηματισμένη όμως από τα προσωπικά περιέχοντα και τα προσωπικά ενεργήματα του ποιητή.

Το πρόβλημα της ποιοτικής διαβάθμισης, που ενδέχεται να παρουσιάζει η προσωπική μυθολογία στους διάφορους ποιητές, είναι συναρτημένο άμεσα με το βαθμό της ποιητικής δωρεάς αλλά και με το μέγεθος του προσωπικού αγώνα.

Έτσι η μυθολογία του Σικελιανού, λόγου χάρη, είναι ασυνεχής και χαλαρή. Παραθεωρεί την επιβλητικότητα του στερητικού και τη δύναμη του αναγκαίου. Παρά τον αδρό χαρακτήρα της κάποτε, αγνοεί τη συνοχή της απλότητας, επιτηδεύεται ομοιόμορφες αναπλάσεις, ενώ σταθερά μετεωρίζεται και ιλιγγιά. Ο ρητορικός απόηχος κα ιη μεγαλοστομία του είναι τα βολικά μέσα, για να συγκαλυφθούν τα κενά του μυθικού τοπίου. Η αισθητική του επιφυλακή τον ειδοποιεί για τις αδυναμίες του, αλλά μπροστά στη δυσκολία συνθηκολογεί. Που σημαίνει ότι αφήνεται έρμαιο στο λήρο της ρομαντικής φοράς του. Ο ποιητικός του κόσμος είναι το απείκασμα της οίησης, της ρεαλιστικής παραγνώρισης και της βουλητικής ακοσμίας που χαρακτήριζαν την ίδια τη ζωή του.

Page 31: Νηφομανής Λιαντίνης

Αντίθετα του Σολωμού η μυθολογία αναπτύσσεται στην έκταση ενός ολόφωτου κόσμου. Εκεί όλα είναι κυριαρχημένα, λιτά, αναγκαία και σύννομα. «Ὁ λόκληρα δὲ καὶ ἁπλᾶ καὶ ἀτρεμῆ καὶ εὐ »δαίμονα φάσματα 23 όπως θά ‘λεγε ο Πλάτων.

Οι ιδέες, οι δυνάμεις, οι κινήσεις, οι αλλαγές και οι μορφές ακολουθούν το νεύμα ενός γαλήνιου ειρμού, που η αρχή και το τέλος του χάνουνται στη βεβαιότητα μιας αξεπέραστης οικονομίας. Το μόνο άδικα παράταιρο σ’ αυτό το τοπίο του Σολωμού είναι οι σπαραχτικές χειρονομίες ενός ανθρώπου που αγωνίζεται να κάμει έργο αυτό το τοπίο. Στο πόστο του όμως, ξυπνητός και ασυνθηκολόγητος.

Στο χώρο της έντεχνης ποίησης, και από την άποψη όχι του σχεδιασμού μόνο αλλά και της πραγμάτωσης, νομίζω ότι μόνο ο Καβάφης πέτυχε σε τούτο το δύσκολο αίτημα. Το μυθικό τοπίο του αλεξανδρινού δεν είναι μόνο αυθεντικό, αναφορικά με τη μεταστοιχείωση της πραγματικής ύλης σε ποιητική. Είναι και ολοκάθαρα χαραγμένο και στα όρια και στα εσωτερικά του μέρη. Η ποίηση του Καβάφη, τα τρία τέταρτα δηλαδή από τα 154 ποιήματά του, μπορεί να παρομοιαστεί μ’ ένα στρατιωτικό χάρτη, όπου κάθε λεπτομέρεια είναι σημειωμένη με το δικό της τοπογραφικό σήμαντρο. Από τα υψομετρικά και τα γεφύρια, ως τις πηγές, τα αρχαία θέατρα, και τους αλειτούργητους μύλους.

Αλλά το άριστο δείγμα του γεωμετρημένου μυθικού τοπίου μας το δίνει η δημοτική ποίηση. Εδώ δεν πέφτει ούτε μια λέξη στο χώμα από το δέντρο του ζωντανού μύθου. Όλες οι μορφές, που στέκουνται ή περπατούν και κουβεντιάζουν, είναι φαντάσματα στερεά. Για να ειπώ ό,τι εννοώ, θυμίζω το στίχο του Δάντη, που για το Σεφέρη εστάθηκε το σάββατο των σαββάτων της μεγάλης ποίησης:

trattando l’ ombre come cosa salda(Μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράμα στερεό).

(Α, 1)

Από τις πρώτες κιόλας λέξεις κάθε τραγουδιού έχει καβαλικέψει κανείς την κυματιστή χαίτη του όνειρου, και ρεβανίζει στην ιερά οδό της γήινης αμνηστείας. Αντί για την όποια φτωχή θεωρία αφήνω να μιλήσουνε μόνες του δύο τρεις μουσικές στιγμές:

Κάτω στην Αγια Μαρίνη και στην ΠαναγιάΔώδεκα χρονώ κορίτσι γένει καλογριά.Ούτε το σταυρό της κάνει ούτε προσκυνά,Μόν’ στα σταυροδρόμια στέκει και κρασί πουλά.

Page 32: Νηφομανής Λιαντίνης

Πέρασε κι ένας λεβέντης και την αρωτά,- Πόσο το κρασί, κυρά μου, πόσο η οκά;- Πέντε φράγκα στους γερόντους, τζάμπα στα παιδιά.

Ποιος αμφιβάλλει πως αυτή η παγανή ιερόδουλη θα λογάριαζε την παράδεισο και την κόλαση να ζυγίζουν όσο ένας μπακιρένιος οβολός στα χέρια μιας ζητιάνας; Ο έρωτας είναι το μέγα προνόμιο των νέων. Οι γεροπαράλυτοι και οι σαλιάρηδες θα πληρώσουν.

Στο επόμενο δείγμα κάποιος ξενιτεμένος χωρίς γυρισμό στέλνει γραφή με τα πουλιά στην αρραβωνιαστικιά και στη μάνα του. Εδώ στα ξένα, λέει, με πάντρεψαν με μιαν αρμενοπούλα, οπού μαγεύει τ’ άστρι και δεν περπατεί. Χρόνια αγωνίζεται να σκορπίσει τον ίλιγγο της μαγγανείας και να γυρίσει. Του κάκου όμως.

Σελλώνω τ’ άλογό μου, ξεσελλώνεται·Κινάω για να φύγω, αστράφτει και βροντά·Κι όταν γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριά.

Βρισκόμαστε μπροστά στην εικόνα ενός ξυπνητού ύπνου. Ενός έξυπνου ενύπνιου. Είναι το δραματικό μεταίχμιο ανάμεσα στο φροντιστικό Οδυσσέα που πρέπει να φύγει για την Ιθάκη, και στον ηδονικό Ελπήνορα που γκρεμοτσακίζεται στη φρενήρη κωδωνοκρουσία του ενθουσιασμού του.

Στο τρίτο δείγμα ο λαός ζωγραφίζει μια πανέμνοστη νύφη με λόγια τόσο πλούσια, που μόνο η σιωπή μπορεί να τα δώσει. Δε θα ειπεί ούτε μία λέξη για την κόρη που ξεσηκώνει γύρω της έναν χαλασμό από χορούς και νταγερέδες. Ακίνητη, και μέσα στην αθώα της άγνοια κινεί γύρω της ένα μικρό σύμπαν.

Ένας ασίκης διάβαινε στον κάμπο καβαλάρης,Σέρνει νταούλια τριανταδυό, καλάμια εξηνταπέντε,Ούτε σε γάμο πήγαινε ούτε σε πανηγύρι,Στου πεθερού του την αυλή.

Σαν την Ελένη που έκαμε τον τρωικό πόλεμο και δε μας είπε λέξη για την εμορφιά της ο Όμηρος.

Το ακόλουθο δείγμα μιλάει για έναν παλίκαρο, που το ασκέρι του Αλήπασα τον έκλεισε στα στενά. Μαζί είναι κι ένας έλληνας, που η συγκυρία τόνε θέλει από τη μεριά του εχθρού. Παραδόσου, ρε ήρωα, για να μη σε χαλάσουνε, του φωνάζει μπεσαλίδικα. Και το θερίο των ξέφωτων αποκρίνεται: Μα τι λες ρε καρυόλη!

Στο Μέτσοβο στον πλάτανο, μες στις κρύες βρυσούλες

Page 33: Νηφομανής Λιαντίνης

Κλείσαν το Γρίβα, κλείσανε, πέντ’ έξι οχτώ χιλιάδες,Κι ήτανε μέσα Αλήπασας κι αυτός ο Καρυοφύλλης.- Γρίβα μου, ρίξε τ’ άρματα, Γρίβα μου, ξαρματώσου.- Τι λες, βρε συ Αληπασά, κι εσύ βρε Καρυοφύλλη!

Αυτό δεν είναι απλό όχι. Αυτό είναι κρίση θεού. Σα να θέλει να πει: Μα ποιος είσαι, ασυλλόγιστε, που διατάζεις τον ήλιο να μην ανατείλει; Γίνουνται τέτοια παράξενα;

Το τελευταίο δείγμα μου το αφήνω ακαριαίο και ασχολίαστο:

Βασιλικός μυρίζει εδώ, η αγάπη μου διαβαίνει.Όλος ο κόσμος χαίρεται, μένα η ψυχή μου βγαίνει.

Θα αργήσουμε να καταλάβουμε, αν καταλάβουμε ποτέ, πως αν είμαστε λαός που περπατά στην έρημο αναζητώντας τη γη που κάποτε ήταν δική του, τα Δημοτικά τραγούδια είναι η Κιβωτός της διαθήκης του.

Ο Σεφέρης έχει την ιδική του μυθολογία. Σχηματίζεται αργά, και τον παρακολουθεί ίσαμε το γέρμα της ζωής του. Τα όριά της χαράζουνται από τη Στροφή κιόλας. Οριστικά όμως θα σημαδευτούν μόνο μετά την τελευταία του συλλογή24.

Η ενδοχώρα της μυθολογίας του ξεχωρίζει σε ανάγλυφα σχήματα, στα οποία απολιθώνεται η λάβα του πνευματικού και καλλιτεχνικού του συντελεσμού. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε όλο και πιο καθαρά πώς αλλάζει σιγά σιγά ο διακαμός του συνόλου της.

Ωστόσο θα κινδύνευε κανείς να ακυρωθεί μέσα σε πενιχρές ωραιοποιήσεις, εάν δε σταματούσε από την αρχή σε ορισμένα αδύνατα σημεία.

Το μυθικό τοπίο του, όσο κι αν είναι χαρακτηριστικό ως προς την ειδή και τη σύσταση, εμφανίζει μια ταραχή στη συνοχή του. Κάτι σαν ρήγματα εδάφους, ανακοπές στη διαδοχή των γεωλογικών στρωμάτων, αφύσικη προχώρηση της χλωρίδας, αμμότοποι στη μέση του γόνιμου, παράκαιροι αιφνιδιασμοί του κλίματος και άλλα παρόμοια δείγματα ατέλειας, που δείχνουν περισσότερο τη μοίρα του εφήμερου ανθρώπου, και λιγότερο την τάξη του αιώνιου κόσμου.

Σε γενικές γραμμές τα νερά αρχίζουν να σκορπίζουνται μετά τη Γυμνοπαδία, συμπαρακολουθούν με κλύδωνες τον πλου ως το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’, και γαληνεύουν πάλι από την Κίχλη και μετά.

Page 34: Νηφομανής Λιαντίνης

Ιδιαίτερα στο Τετράδιο Γυμνασμάτων η περιδιάβαση κουράζει την αναπνοή λόγω της κοπιαστικής προχωρητικής ασυνέχειας. Ο ίδιος ο τίτλος δίνει ίσως εξηγήσεις. Όχι όμως του τύπου: «εκπαιδευτικός είναι ο Σεφέρης;» που ρώτησε κάποιος το βιβλιοπώλη όταν είδε τη συλλογή.

Το ερώτημα που γεννά η αστάθεια του μυθικού του τοπίου συνοψίζεται στο ακόλουθο σχήμα. Τελικά ο Σεφέρης σάρκωσε τον τύπο του ποιητή; Ή μας άφηκε μάλλον την εικόνα ενός πνευματικού ανθρώπου «μείζονος είδους»; Πρόκειται για ένα από κείνα τα συμπλέγματα αποριών του είδους, στη βάση του ο Πλάτων είναι φιλόσοφος ή καλλιτέχνης25; Μόνο να τηρείτε τις αναλογίες στη σύγκριση, ο Πλάτων Πλάτων κι ο Σεφέρης Σεφέρης.

Συνοπτικά, και με βάση το ποιο του μυθικού τοπίου του, ημπορεί κανείς να ρισκάρει την κρίση ότι ύστερα από δυο τρεις γενεές λίγα από τα Ποιήματα του Σεφέρη θα έχουν αντέξει στο χρόνο. Σε αντίθεση με τις Δοκιμές του που περιέχουν κείμενα νομοθετικά για την τέχνη της διαρκέστερης πνοής.

Εξαιτίας της δυσκολίας που συναντά η ερμηνεία στο ξεχώρισμα ανάμεσα στην ποιητική μυθολογία και την έξω πραγματικότητα, πολλές φορές σχηματίζεται η εντύπωση ότι ο ποιητής αεροβατεί. Όσο μάλιστα πιο γνήσιος είναι, πράγμα που σημαίνει ότι το μυθικό κλίμα του είναι πιο ζοφερό, τόσο και πιο στέρεη γίνεται αυτή η γνώμη. Και τόσο πιο αργά διασκεδάζεται η απάτη.

Στην εποχή μας η σύγχυση αυτή ζει τη μεγάλη δυναστεία της. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η μυθική στέγνια έχει δημιουργήσει γύρω μας μια έρημο που μόνο τα φίδια την αντέχουν. Τοπίο του Κάβο Γάτα. (Π271). Η σύγχυση αυτή έχει καταντήσει την ποίηση σεληνιακό τοπίο, τόσο για το κοινό, όσο και κύρια για τους ίδιους τους ποιητές.

Το μυθικό σκάφανδρο που περιβάλλει τον ποιητή τον εμφανίζει στα μάτια του κοσμάκη σαν οντάριο εξωπραγματικό. Ένας λιναρόμαλλος Γαλάτης με δίκανο είναι, και κουβαλά το σακκί με τις παρακρούσεις, τους ονειροπαρμούς, τα ανεραϊδικά και το παραλήρημα της σιωπής του. Και μιλώ για τους ελάχιστους γνήσιους. Όχι για τους πολλούς που το παίζουν ποιητές με το φουλάρι, αλλά στη σχέση τους με τη γραφή δεν ξεπερνούν το επίπεδο του γραμματέα της Κοινότητας.

Ο Σεφέρης δε διέτρεξε τον κίνδυνο του ομιχλοβάτη. Ό,τι του καταλόγισαν ήταν ιδιοτροπία έκφρασης και πολιτική αστρατεία. Διέτρεξε τον κίνδυνο του σκοτεινού και του ακατανόητου.

Page 35: Νηφομανής Λιαντίνης

Δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς, γιατί ο Οιδίπους παντρεύτηκε τη μάνα του, και γέννησαν αδέρφια γι’ αυτόν και εγγόνια για κείνη.

Σ’ αυτό το απαρηγόρητο κρίμα του πλήθους, αλλά και της κριτικής, ο Ντοστογιέβσκι ένιωσε κάποτε την ενόχληση να αποκριθεί:

«Ό,τι η περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν φανταστικό, για μένα είναι η εσώτερη ουσία της αλήθειας. Τις ξερές παρατηρήσεις των καθημερινών τετριμμένων πραγμάτων από καιρό δεν τις θεωρώ πια για ρεαλισμό. Τα πράγματα έχουν αντίθετα. Είμαι ρεαλιστής με την πιο ψηλή σημασία της λέξης»26.

Νομίζω πως, πίσω από την πιο συγκαλυμμένη κάπως διατύπωσή της, η ακόλουθη καταγραφή του Σεφέρη δίνει το ίδιο νόημα. «Ορισμένες μου τρέλες μου φαίνονταν σαν οι μόνες αλήθειες». (Μ1, 24)

Στην ποίησή του οι πρώιμες τρέλες του μυαλού θα βρουν συμπαράσταση στις πρώιμες τρέλες της γλώσσας.

Page 36: Νηφομανής Λιαντίνης

3. ΤΟΜΟΡΦΙΚΟΠΑΡΑΔΟΞΟ

Κάποτε, ιστορεί ο Ηρόδοτος, είχαν σηκώσει πόλεμο οι σπαρτιάτες με τους αργείους για μια περιοχή. Θυρέα την έλεγαν. Στο τέλος συμφώνησαν να παρατάξει ο καθένας τριακόσιους οπλίτες, τους άριστους, κι όποιος νικήσει, όποιος τελειώνοντας η μάχη δηλαδή έχει τους λιγότερους νεκρούς, να πάρει τον τόπο και να σταματήσουν την αντιδικία. Η σφαγή άρχισε με το πρώτο φως. Κι όταν έπεσε η νύχτα βρήκε ζωντανούς μόνο τρεις. Και από τα δύο στρατόπεδα.

Η αντίληψη του Σεφέρη για την ποίηση είναι δωρικότερη από τούτη την τραχύτητα των δωριέων στον πόλεμο. Γράφει:

«Να κάνεις ένα ποίημα είναι σα να οδηγείς στη μάχη δέκα χιλιάδες στρατό, κι ο αντίπαλος δέκα χιλιάδες, και να ξέρεις καλά πως για να νικήσεις πρέπει να σκοτώσεις όλους τους εχθρούς, αλλά πως φτάνει να χαθεί ένας και μόνο από τους δικούς σου, για να νικηθείς». (Μ2, 76)

Όσο και να ξεπερνά σε απανθρωπιά την αρχαία αίσθηση των Ηρακλειδών, που αντίκρυ σ’ έναν κόσμο χαλύβδινο έταξαν μια ανάλογη βούληση για δύναμη και πράξη και έπλασαν το δωρικό ήθος, αυτή η αισθητική διατύπωση του Σεφέρη υπήρξε για την καλλιτεχνική του βούληση ό,τι το μαστίγιο για το άλογο.

Φαίνεται ότι υπάρχει κάτι αδυσώπητο, ταγμένο να κυριέψει και να απανθρωπίσει τον άνθρωπο, εάν τελικά του μέλλεται να γίνει πράγματι ποιητής και ν’ αφήσει ένα ποίημα.

Αυτό το δράμα της έντασης, της πάγκαλα αποτρόπαιης, μας το δίνει το σχήμα του αγώνα του ποιητή για μια μεταμόρφωση όχι απλά πνευματική αλλά ζωική. Αυτή την εικόνα της μεταμόρφωσης ο Σεφέρης τη χρησιμοποιεί στην προσωπική του πάλη για την κατάκτηση της έκφρασής του. «Είμαι», λέει, «ένας άνθρωπος που βρίσκεται πάντα στο σημείο να γίνει άλλος, και δεν το περνά ποτέ αυτό το σημείο». (Μ2, 42)

Για τα δικά του στρατέματα27 Θυρέα είναι η έκφραση. Το σημείο που δεν το περνά είναι η μάχη για τη νίκη. Είναι ο αγώνας να σταθεί στο μεταίχμιο εκείνου του περίφημου «τρίτου είδους» που τόσο βασάνισε το Σολωμό.

Από την ιστορία της τέχνης γνωρίζουμε ότι στρατέματα χρησιμοποιούνται και σε μια άλλη περίπτωση για να οδηγήσουν τη

Page 37: Νηφομανής Λιαντίνης

δημιουργία στη χαρά της νίκης. Αυτή μάλιστα είναι άκρως ακραία. Κάποτε η Μπετίνα Μπρεντάνο έγραψε στο Γκαίτε για το Λουδοβίκο Μπετόβεν:

«Είδα λοιπόν τότε το πελώριο πνεύμα να οδηγεί το σύνταγμά του. Ω Γκαίτε, κανένας καίσαρας και κανένας βασιλιάς δεν έχει μια τέτοια συνείδηση κράτους, όσο εκείνος ο Μπετόβεν. Και πως όλες οι δυνάμεις εκπορεύουνται από τον ίδιο»28.

Με το στράτεμα των μυρίων ο Σεφέρης υπαινίσσεται ένα ολόκληρο πλήθος δημιουργικών στοιχείων που πρέπει να λειτουργήσουν σύντονα και πληρωτικά για να γεννηθεί το ποίημα. Τα δύο ακραία κέρατα αυτής της παράταξης για μάχη αρχίζουν από τις εφτά γλώσσες που πρέπει να ξέρει ο ποιητής, όπως έλεγε ο Έλιοτ, και τελειώνουν στο σημείο που αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη για τα όνειρα που βλέπει.

Στο εύρος αυτού του σχηματισμού έχουν λάβει τη θέση τους όλα τα ένοπλα είδη και γένη των όρων της ποίησης. Από τη γνώση και την αρετή ως την ευαισθησία και την έμπνευση.

Στη μυριάδα των εχθρών που πρέπει να πέσουν όλοι για να γεννηθεί το ποίημα αναγνωρίζεται η ισόποση δύναμη άρνησης που αντιμάχεται τη δημιουργία.

Τις ίλες και τους λόχους του στρατόπεδου των εχθρών τις αποτελεί ένα στίφος δυνάμεων διάλυσης, που αρχίζουν από την έμφυτη υστέρηση και τη γονιμική πενία του ποιητή, και φτάνουν ως τη χαλάρωση της ποιητικής ετοιμότητας, τις άτυχες επιρροές της ζωής και τα δυσμενή απρόοπτα όσα εκφυλίζουν το σπάνιο όταν ενσκήπτει, διακόπτουν τις καταλαμπές, και ματαιώνουν την άγρα του στιγμικού αιώνιου.

Ολόκληρο αυτό το στρατηγικό συντονισμό ο Σεφέρης τον ονομάζει απλά αγώνα για την έκφραση.

Η ανανέωση της μορφής, που είναι το πρώτο άρθρο στη νομοθεσία της έκφρασης, αποτελεί τη συνεισφορά του Σεφέρη στην ελληνική ποίηση.

Όσο η λάμψη της προσπάθειάς του είναι αλαμπής, και όσο η απόπειρα του ατόμου του γίνεται περιπέτεια του καιρού του, καθώς την αρπάζει η ανέμη του ομαδικού πνεύματος, τόσο περισσότερο ξεχωρίζει στη μέση του πέλαγου των αναζητήσεων το πρωτοποριακό του στίγμα. Λόγος που ερμηνεύει, γιατί η ποίησή του θα τοποθετηθεί στο κέντρο της γενιάς του ’30.

Ο Σεφέρης δεν αλλάζει τη ρότα της ποιητικής μας πορείας συνειδητά. Παρότι εξωτερικά φαίνεται ότι έτσι έχουν τα πράγματα, εντούτοις το πεδίο του απώτερου βάθους προσφέρει ένα θέαμα αιτιών και παρορμήσεων που είναι ανυποψίαστες στον ίδιο.

Page 38: Νηφομανής Λιαντίνης

Τουλάχιστον ως την εποχή που θα κερδίσει καθαρή την εικόνα της αυτογνωσίας του. «Τώρα πια – αυτές τις μέρες έκλεισα τα πενήντα – ξέρω τι είμαι». (Μ5, 153)

Ο δεσμός του, δηλαδή, με το καινούριο που εκόμισε στην τέχνη βρίσκεται πέρα από τις επιδράσεις που δέχτηκε, και τις συνειδητές καλλιτεχνικές του τροπές. Ο Λαφόργκ και ο Βαλερύ, ο Έλιοτ και οι άλλοι άγγλοι, ο Σολωμός, ο Κορνάρος, ο Καβάφης, ο Μακρυγιάννης έχουν βέβαια τη θέση τους στο μουσικό του παίδεμα που είναι και νόμιμη και κύρια. Ωστόσο αναφορικά με την αληθινή ποιητική του θεοφάνεια όλα αυτά είναι τα φαινόμενα.

Στο ουσιώδες όμως, στην ανανέωση της μορφής της ποίησής μας, ο Σεφέρης σπρώχνεται από την πίεση μιας εσωτερικής φόρτισης πυκνής, που αποτελεί το μερίδιο της μετοχής του στο μεταλλείο του πνεύματος, καθώς αυτό, ατόφυο και ανεξάντλητο, αναπαύεται στα θαλάμια της φύσης.

Πρόκειται για ένα είδος γαύρης και οιστρήλατης επιφοράς που σε νέες μορφές ζητεί να σαρκώσει παλαιά περιεχόμενα. Σ’ ένα τρόπο όμως τέτοιο, που τίποτα να μη μολεύει την παρθενιά του πρωτόφαντου, και τίποτα να μην αλλοιώνει τη μονιμότητα του παλαιού.

Το πράγμα μοιάζει με την ιστορία του λουλουδιού που κάθε άνοιξη, ενώ φαίνεται ότι επαναλαβαίνει αδιάφορα μια τυπική ομοιομορφία, στην πραγματικότητα ξαναφανερώνει τον παρθενικό λόγο της αιώνιας τάξης μέσα στη φύση. Το νόμο αυτό τον περιγράφει καίρια ο Μάρκος Αυρήλιος. «ὥ σπερ τὸ ν ἄ πειρον αἰῶ να ἡ τοῦ χρόνου ἀ διάλειπτος φορὰ νέον ἀεὶ ». παρέχεται (Η ακατάπαυστη ροή του καιρού δίνει πάντα καινούργια την έννοια του άπειρου χρόνου)29.

Το παιχνίδι της αόρατης σωτηρίας του αιώνιου μέσω της ορατής φθοράς του παροδικού πηδάει μ’ έναν ανεπαίσθητο σάλτο από τη ιστορία της φύσης στην περιπέτεια της τέχνης. Οι λέξεις μοιάζουν με το φύλλωμα του δάσους στην εικόνα του Οράτιου. Ο μαρασμός των παλιών και το άνοιγμα των καινούργιων φύλλων καθρεφτίζει την αιωνιότητα της ζωής των δέντρων.

Ita verborum vetus interit aetas.(Όμοια περνά η παλιά γενεά των λέξεων)30.

Οι ποιητές είναι οι συνεισηγητές του χρόνου, που στη μορφή του φευγαλέου τυπώνουν την ιδέα του μόνιμου.

Και αυτό, γιατί στην ιστορία της ζωής των λέξεων οι ποιητές δεν βλέπουν τον κύκλο των φύλλων του δέντρου, αλλά το κύρος του νόμου της φύσης που γνωρίζει και μπορεί να μεταμορφώνει την

Page 39: Νηφομανής Λιαντίνης

επανάληψη σε πρωτοτυπία. Όχι, δηλαδή, το τριαντάφυλλο του Μάη, αλλά τη δύναμη που γεννάει καινούργιο κάθε φορά το τριαντάφυλλο του Μάη. Το εφετεινό τριαντάφυλλο και βέβαια είναι όμοιο με το περυσινό. Δεν είναι όμως το αυτό.

Αυτή τη δρομολόγηση του ποιητή που ανανεώνει τις λέξεις στο νόμο της φύσης που ανανεώνει τα φύλλα, ο Σεφέρης την περιγράφει:

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: καινούργιους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών.

(Π 239)

Με μια κουβέντα, δεν είναι το μαστόρεμα των μέσων έκφρασης, που απεργάζεται την αλλαγή της μορφής στην ποίηση. Αλλά είναι η ενδοβολή του ποιητή στο μυχό των πραγμάτων και ο γνωστικός συντονισμός του με το πνεύμα της φύσης, που αγωνίζεται να το ιστορίσει η τέχνη.

Και αυτό είναι το ελάχιστο μέγιστο plus, αυτό το μοναδικό «επί πλέον», που κάνει τον ποιητή σε σύγκριση με όλους τους άλλους που γράφουν. Το πρόβλημα ο Σεφέρης το περιγράφει και ερμηνευτικά. «Χρειάζεται μάλιστα, για να προχωρήσει η τέχνη, μια πρωτότυπη κάθε φορά άποψη της φύσης». (Δ1, 67)

Προκειμένου για την κλασική μας ποίηση η ανανέωση της μορφής πραγματοποιήθηκε σε έξι εποχές. Είναι το έπος, οι προσωκρατικοί, η λυρική ποίηση, η αττική τραγωδία, η ιστορία του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, ο πλατωνικός διάλογος.

Αλλάζοντας οι λέξεις, τα μέτρα, οι μουσικοί τρόποι, φαίνεται ότι αλλάζουν και τα θέματα. Όχι. Ο ποιητικός λόγος μένει ο αυτός. Η αλλαγή δεν εδήλωσε άλλο παρά τον ερχομό των παλαιών ανοίξεων που στη γραφή των ποιητών γίνουνται καινούργιες.

Έτσι η ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, το επίγραμμα του Σιμωνίδη για το Μεγιστία, το φραγμέντο του Ηράκλειτου για τον πόλεμο, ο Αίαντας του Σοφοκλή, τα περί Νικία του Θουκυδίδη, ο Μενέξενος του Πλάτωνα, ο Ύμνος στην Αρετή του Αριστοτέλη στο μυχό της ποιητικής τους ζωής κυριαρχούνται από τον ίδιο λόγο, που στη φύση τον βλέπουμε, όταν λόγου χάρη η φύση οικονομεί και φυλάγει τη λευκάδα του γιασεμιού:

είτε βραδυάζειείτε φέγγειμένει λευκό

Page 40: Νηφομανής Λιαντίνης

το γιασεμί.(Π176)

Στη νεοελληνική ποίηση την ανανέωση της μορφής νομίζω ότι ευτύχησαν να την υπηρετήσουν τρεις μόνο τεχνίτες. Ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, ο Καβάφης.

Την περίπτωση του Κάλβου, σαν αυτιτική στη μοναξιά και την περηφάνεια της, ακοινώνητη όπως την είπε ο Σεφέρης, την αφήνω κατά μέρος.

Ο Σολωμός, ταγμένος στη θέση του πατριαρχικού πρωτοπρεσβύτη, ενομοθέτησε το ήθος της έκφρασης με την ιδρυτική εισφορά του στη γλώσσα. Η εποχή που έζησε με τον εθνικά γενεσιουργό χαρακτήρα των όρων της, έδωκε στη φροντίδα του για την αναστύλωση της γλώσσας το νόημα γλωσσικής εθνεγερσίας.

Από την άλλη μεριά η ιδέα του για την Ελλάδα, γαλβανισμένη από τη στίλβη του νου του, χαράχτηκε και ταυτόχρονα εχάραξε την έκφρασή του στο χαλκό μιας μεστωμένης αισιοδοξίας. Η ιδέα του Σολωμού για την Ελλάδα γραφικού μέτρου, η παράδοση μιας ανεξάντλητης ευγένειας, και το εφέστιο πνεύμα της ανθρωπιάς που την αθανατίζει η δοκιμασία της στο παντοτεινό κριτήριο της θυσίας.

Με την καταφατική βούλησή του, που ορθώνεται στο πείσμα της οντολογικής άρνησης, ο Σολωμός ανάστησε πάλι ό,τι μέσα στον ιστορικό χρόνο υπήρξε το τιμιότερο κτήμα της ελληνικής περιουσίας. Η καλοτυχιά που του στάθηκε ήταν ότι την ολυμπιακή ιδιοσυγκρασία του την εστήριξε εξωτερικά η δίκαιη βροντή των όπλων της επανάστασης.

Ο Παπαδιαμάντης αναφορικά με τη σχέση κλασικής και χριστιανικής Ελλάδας οχύρωσε και εκράτησε τη θέση του «μεταξύ». Η Ελλάδα του είναι κλασική στη ρίζα και ορθόδοξη στον κορμό και στα κλαδιά της. Η έκφρασή του ανεβαίνοντας από τη διακριτική σύγκραση της αρχαΐζουσας, της κοινής και της δημοτικής γλώσσας έχει μια συνοχή στη βάση που στην επιφάνεια διχάζεται. Μ’ έναν τρόπο ανάλογο η γη της Ελλάδας κρατά σήμερα χωρισμένα αλλά γνήσια αλλού το ναό της Αφαίας και αλλού τη μονή Σταυρονικήτα. Ο Παπαδιαμάντης είναι

ο Άγιος Αμπέλης(Δ2, 217)

της πνευματικής μας παράδοσης. Το άγιος χριστιανικό, το Αμπέλης διονυσιακό.

Page 41: Νηφομανής Λιαντίνης

Η παρουσία του Καβάφη είναι νεοφανής στα γράμματά μας. Και έντυσε την ποίηση με μορφή καινούργια. Εκείνο το απόσταγμα που ψάχνει να βρει,

Κατά τες συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων,

και εδώ η αντίθεσή του προς τη διαβολική κουλτούρα της χριστιανικής Ευρώπης στο ανάλογο παράδειγμα του μάγου Φάουστ χτυπά αμέσως, δείχνει τον πόνο του γέροντα Καβάφη να ξαναγίνει νέος. Αλλά κρύβει και τον πόθο του έλληνα Καβάφη να αιμοδοτήσει την ιστορία του. Ένας αγώνας που μέσα του η ποίηση του Καβάφη εμφανίζεται και εξαφανίζεται συνεχώς. Το κορμί του ρημαγμένο και ξερό ήταν η σαρκοφάγος της ελληνικής ιστορίας ζωντανής από την πυρκαγιά της Τροίας ως την πυρκαγιά της Σμύρνης.

Ο Σεφέρης ομολογεί ότι τον αφύπνισε ο Καβάφης από τη στιγμή που κατανόησε ότι το επίγραμμα που γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια από τον Αχαιό,

Έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου31,

μιλούσε για το 1922 και την καταστροφή της Μικρασίας με τον ίδιο τρόπο που μιλούσε για το 146 π.Χ. και την καταστροφή της αρχαίας Ελλάδας. Τότε είδε, λέει ο Σεφέρης, να τον ξεβράζει η αστοχισμένη μνήμη του στα Ψαρά του Σολωμού. (Δ1, 330)

Ωστόσο δεν είναι μόνο ο ελληνικός αμφιβληστροειδής του Καβάφη που ζωοποίησε την ποιητική μορφή, όσο και η κοφτερή αίσθησή του για το παγκόσμιο παρόν με την τρύγα της παρακμής και της κόπωσης που έχει κατακαθίσει και δουλεύει στον πυθμένα του καιρού μας. Ό,τι διαισθάνθηκε ο Σολωμός, ο Καβάφης το είδε.

Η τόλμη του Σεφέρη να παραλληλίσει τον Καβάφη με τον Έλιοτ υπερβαίνει την κριτική του δύναμη και την ανεβάζει στην έμπνευση. Η αλεξανδρινή παρακμή του Καβάφη και η Έρημη Χώρα του Έλιοτ είναι το ίδιο σύμβολο για την παρακμή και την ερήμωση του πολιτισμού της Ευρώπης σήμερα.

Πιστεύω ότι η κύρια αιτία που έσπρωξε το Σεφέρη στο αδιέξοδο της ποιητικής αθυμίας και τον υποχρέωσε να ζητήσει και να κερδίσει το πέρασμα, ένα πέρασμα που είχε μέσα του το φόβο και τον κίνδυνο της ζωής, είναι ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός του βιβλίου. Είναι το αίσθημα του λογοτέχνη ότι πνίγεται στους αφρούς του σάλιου του:

Διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι,

Page 42: Νηφομανής Λιαντίνης

το λέει ο Σεφέρης (Π81). Την ίδια ποιητική αρνησιθρησκεία ο Ελύτης τη σκεπάζει με τη φυλλωσιά ενός νυχτερινού θρήνου:

Που πια κανείς δεν πενθεί τ’ αηδόνια, κι όλοιγράφουν ποιήματα32.

Εάν η αφόρμηση του Σεφέρη για την ανακαίνιση της γραφής ανιχνεύεται στη γαλλική ποίηση του περασμένου αιώνα, ο κοινός παρονομαστής στη γενετική της ανάγκης για ανανέωση είναι η καταγγελία του τυπογραφικού κόσμου.

Η «καθαρή ποίηση» του Μαλλαρμέ, που αποτελεί νομοθετική πηγή για την ποιητική του Σεφέρη, νομίζω πως αφορμήθηκε από την ίδια ανάγκη αντίδρασης απέναντι στη συγγραφική ασέβεια.

Ο Νίτσε, σύγχρονος του Μαλλαρμέ, προειδοποίησε γοερά τον κόσμο για τη χολέρα που θα του φέρει η βιομηχανία της σκέψης. «Ένας ακόμη αιώνας γράφοντας βιβλία και το ανθρώπινο πνεύμα θα βρωμήσει», είπε.

Η «καθαρή ποίηση» του Μαλλαρμέ είναι η επιχειρησιακή δράση που υλοποίησε τα επιτελικά σχέδια του Νίτσε. Δύο αγνώστων μεταξύ τους, που το πνεύμα του καιρού τους τους συντόνισε στον ίδιο δίαυλο. Ανάλογα και ο Σεφέρης γράφει: «Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα, είναι πολύ πιθανό πως ο αναλφαβητισμός βοηθεί μάλλον παρά εμποδίζει την ποιητική κατανόηση». (Δ1, 32)

Στη μήτρα του λόγου που κύησε την καθαρή ποίηση θα βρούμε την αντίδραση στους όρους που έδωσαν το χαρακτήρα της νεότερης εποχής. Οι όροι αυτοί είναι η αμμοποίηση της μάζας των ανθρώπων, η ηγεμονία της μηχανής, η ατροφική υπερτροφία της επιστήμης, και η απανθρώπηση του ανθρώπου, όπως τη μεθόδεψε τέτοια το σχίσμα του από τη φύση.

Στους όρους που ευνόησαν τη στροφή στην καθαρή ποίηση πρέπει να ιδούμε μια κάθαρση που την αποφάσισαν η απόκρουση της ευκολίας, η φραγή στην τυχαιότητα και η άμυνα στο χυδαίο.

Η τέχνη είναι η ανάπλαση της φύσης από τον άνθρωπο. Και δεν ημπορεί να λειτουργήσει, παρά μόνον εάν τραβήξει το δρόμο ψηλά για τη διάσελα, αφού κρατήσει μακρυά από το φόρεμα και το σώμα της τα βάρη της εφήμερης τύρβης. Εάν τραβήξει δηλαδή εκεί όπου, πάνω από την περιπλοκή, την κοντοθωριά και τη σύγχυση, θα αντικρύσει το θέατρο της κοσμικής παράστασης, που αναπαράστασή της είναι το ανθρώπινο δράμα μέσα στο θέατρο της ιστορίας.

Οι όροι που μνημόνεψα σαν κακοήθεις όγκους του νεότερου κόσμου, η μάζα δηλαδή η κακή επιστήμη η μηχανή και η

Page 43: Νηφομανής Λιαντίνης

απανθρώπηση, προκειμένου για την ποίηση άνοιξαν όλες τις πύλες της απεμπόλησης και της ασυδοσίας. Στη λογοτεχνική κοπριά της εποχής μας,

μιλεί .ῃ τε καὶ ἱππείῃ καὶ ἡμιονείῃ(την προβατίσια και την αλογίσια και τη μουλαρίσια),

(Δ2, 223)

όζουν και βράζουν τα τενάγη της υποκρισίας και της αδιαντροπιάς, που στο όνομά τους οι κάθε λογής συγγραφείς σταυρώνουνε τη γραφή. Ο Σεφέρης όλα μαζί τα λέει μπακαλοσύνη33.

Η εποχή που ο ποιητής μελετούσε τρία χρόνια βιβλία και δέντρα και άστρα και ανθρώπους, για να γράψει τρεις ώρες, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του Σολωμού μοιάζει πολύ μακρυνή. Κι αν τολμήσεις να τη θυμίσεις, θα σε κράξουνε «αχμάκη», και θα σε πάρουνε με τις πέτρες.

Το πρόβλημα όσο και να μας φαίνεται αισθητικό, σε τελευταία ανάλυση είναι ηθικό. Αφορά δηλαδή άμεσα την κοινωνία και την πολιτική μας ζωή. Γιατί η σύγχυση που προκαλεί, δημιουργεί συνακόλουθα αδυναμία στις αξιολογικές εκτιμήσεις για τους ποιητές. Και το γεγονός αυτό υπονομεύει την παιδεία και εκτρέπει την αγωγή των νέων στην πλάνη και στο κενό. Είναι, για να το ειπώ στην αρχετυπική του μορφή, το ίδιο γεγονός που υποχρέωσε τον Πλάτωνα να εξορίσει από την Πολιτεία του τους ποιητές.

Το να συγχέει αξιολογικά ο νέος τον Κάλβο με το Δροσίνη, το Μαβίλη με τον Κρυστάλλη, τον Καζαντζάκη με το Λουντέμη ή το Μυριβήλη με το Σαμαράκη φαίνεται χωρίς σημασία. Στην πραγματικότητα όμως είναι σα να μαθαίνει πως είτε από την ανατολή είτε από το νότο βγαίνει ο ήλιος, το πράγμα δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Όμως τέτοια καμώματα στο επίπεδο της πράξης σημαίνουν πως τραυματίας και λιποτάχτης βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά των αξιών. Και τότε η αρετή πάει κατά Ισραήλ. «Να πορνεύουν την αρετή και νά ‘χουν την επιρροή για ικανότη», που έλεγε ο Μακρυγιάννης.

Όταν σε κάποιο γράμμα του ο Θεοτοκάς ασχημονεί ασυλλόγιστα το Μπετόβεν «μουσικάντη», ο Σεφέρης αποκρίνεται με μια περίεργη επιτίμηση: «Μη λες το Μπετόβεν μουσικάντη, δεν είναι ηθική τάξη αυτό» (Αλλ., 96). Θα ρωτήσει κανείς, τι σχέση μπορεί νά ‘χει η μουσική με τη Νομική Σχολή τα δικαστήρια ή το Κοινοβούλιο. Μα την ίδια ακριβώς που είχε και η γνώση με την κακία34 στο μυαλό του Σωκράτη. Ή η ποίηση και η πολιτεία στο μυαλό του Πλάτωνα. Ή η φράση «η εμορφιά θα σώσει τον κόσμο» στα κείμενα του Ντοστογιέβσκι.

Page 44: Νηφομανής Λιαντίνης

Η «καθαρή ποίηση», ο συμβολισμός δηλαδή στον οποίο κατάληξε, γιατί η ίδια στην τελευταία της συνέπεια είναι ένα σημείο σιωπής λέει ο Σεφέρης (Δ1, 119), είναι η αγνιστήρια δράση της φωτιάς. Για να κάψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα της ποιητικής ύβρης, έστω κι αν πρόκειται οι δίκαιοι που θα σωθούν νά ‘ναι οι τρεις, ο Λωτ και οι δύο θυγατέρες του. «Τον ενδιέφερε η συντήρηση της ποιητικής του ποιότητας, έστω κι αν είναι για τρεις ανθρώπους», είπαν για το Σεφέρη35.

Βέβαια το πρακτικό ισοδύναμο μιας τέτοιας απόφασης εκφράζεται με την προτίμηση του ελάχιστου αναγκαίου απέναντι στο πλείστο περισσευούμενο. «Δεν πρόκειται να δημιουργήσω συνωστισμό στις νεοελληνικές βιβλιοθήκες», γράφει στις Μέρες. (Μ1, 134). Και δε διστάζει αντί για εφτά λεγεώνες πλαστικά ανθρωπάκια να δημιουργήσει μία μόνο ίνα ζωής:

Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.(Π135)

Ωστόσο, εάν η καθαρή ποίηση απόβλεπε στο να αποκαταστήσει το αρχαίο κάλλος· εάν ζητούσε να γυμνώσει τις λέξεις από τις προσχώσεις της ποιητικής ανίας και τον κισσό της παράσιτης συντήρησης· εάν στο σμίλεμα του στίχου υιοθέτησε σαν προηγούμενο μίμησης την ακόρεστη ηρεμία της καμπύλης που μαρμαρύσσει στα περιγράμματα της γλυπτικής των ελλήνων, η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι καθαρή. Η αντίσταση της ικμάδας του κατάφερε να επιβληθεί στις στατικές υποδείξεις μιας στυλιζαρισμένης τεχνοτροπίας.

Η «καθαρή ποίηση» ήταν ένα κερκέλι που του χρειάστηκε να πιαστεί, για να δώσει το δικό του σείσμα στο δικό του ουρανό. Η ελληνική του αίσθηση συμμόρφωσε τα πράγματα στα μέτρα της ιδικής του προσωπικότητας.

Την ποίηση του Σεφέρη θα την πούμε καθαρή με την έννοια της δουλειάς του χρυσωρύχου. Από τους όγκους τα χώματα που κοσκινίζει, διαλέγει ένα ένα τα ψήγματα. Όταν σε σπάνιες στιγμές βρίσκει την κίτρινη φλέβα, την ακολουθεί όπως ο Θησέας το μίτο. Ενώ όμως εκείνος κρατούσε στέρεα την κλωστή, ο Σεφέρης την αισθάνεται κάθε λίγο να χάνεται από τα χέρια του. «Από τον πέμτο στίχο φάλτσο», σημειώνει όταν έγραφε τον Ερωτικό Λόγο. (Μ1, 111). Φάλτσο. Απώλεια δηλαδή του δρόμου. Εντύπωση ότι η κλωστή γίνεται στάχτη στα δάχτυλά του. Και η γνώση πως θα γλυτώσει από το μυκηθμό του Λαβύρινθου μόνο σαν ξαναβρεί το νήμα.

Page 45: Νηφομανής Λιαντίνης

Τον εφιάλτη του καλλιτέχνη να αναζητεί το μοναδικό δρόμο, για να ξεφύγει το χαμό, μας τον δίνει και κριτικά με την εικόνα του Ιωάννη του Σταυρού: «Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης, προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση». (Δ2, 183)

Η πρωτοτυπία του, με την έννοια της ανανέωσης της μορφής, νομίζω πως βρίσκεται στην προσοχή του μπροστά στη χρήση της γλώσσας. Προτού να πιάσει την πένα, έχει ακροασθεί προσεχτικά το «μετά φόβου θεού προσέλθετε» των λέξεων. Ο Στράτης, ο ήρωας στο μυθιστόρημά του, δεν οργίζεται ποτέ. Σε μια στιγμή όμως που χρησιμοποιούν αδιάκριτα τις λέξεις του «άγγελος» και «αγγελούδι» φωνάζει αναμμένος: «Κοπιάζω πολύ για να γράψω μια λέξη». (Α, 55)

Τη λέξη ο Σεφέρης θα την κοιτάξει με τα μάτια του Άργου. Θα διαπεράσει τα στρώματα όλων των χρηστικών της αδυναμιών και δυνατοτήτων. Θα ελέγξει την περιουσία της, ένα είδος ζωντανού περίγυρου που της δίνει η ετυμολογική, η γραμματική, η ιστορική, η κοινωνική, η ακουστική και η αισθητική της φυσιογνωμία.

Όλη αυτή την πολυσυμφωνική λειτουργία θα την συντονίσει με τις συνιστώσες της πνευματικής του στάσης και της καλλιτεχνικής του φοράς. Έτσι, που η ποιητική βούλησή του, πέρα από τη λέξη, να περιλάβει και τα παρεπόμενα του ευρύτερου πεδίου της έκφρασης. Το γραμματειακό είδος, τον τόνο, το στίχο, τη στίξη, το ρυθμό, τη σιωπή κ.α.

Τέλος, θα ψηλαφήσει τη λέξη με τα χέρια του αρχαίου Έπαφου. Η ιδέα του είναι ότι ο καλλιτέχνης ξεκινά από το χειροτέχνη. Και τότε θα προσπαθήσει πια να τη ζωντανέψει με την ένταξή του στη φράση, στο ποίημα, στο έργο, στο σύνολο της δημιουργίας του.

Η επιμονή του Σεφέρη στο βασανισμό και στο δούλεμα της γλώσσας δεν έχει προηγούμενο στα γράμματά μας. Εάν βέβαια εξαιρέσουμε το Σολωμό, που η αφετηρία του είναι περισσότερο μουσική.

Αναφορικά με την πειθαρχία στην έκφραση η συνεισφορά του στα γράμματά μας είναι πρωτομαστορική. Κανένας μελλοντικός συγγραφέας δεν θα μπορέσει να την προσπεράσει με τα μάτια κλεισμένα. Εάν βέβαια ο αγώνας του έχει στηθεί στο ξάγναντο της αναμέτρησης με το χρόνο, και όχι στο εφήμερο και στην εφημερίδα.

Ο Σεφέρης συμφιλιώνεται πολύ δύσκολα με τις λέξεις. Προτού τις υιοθετήσει, θα τις εκθέσει για πολύ στο βοριά της αισθητικής του αξίωσης. Έως ότου να τις νιώσει μεστωμένες μπροστά στον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν του κάθε καιρού τις δυσχείμερες και τις κακοθέρειες ώρες. Ένα παράδειγμα. Η κουβέντα γίνεται στο στιμένο φως κάποιου πορνείου. Ο άντρας ερωτά, και η γυναίκα απαντά με μια ιδική της ερώτηση:

Page 46: Νηφομανής Λιαντίνης

- Είδες ποτέ σου τις Καρυάτιδες;- Δε μου λες, παλικαρά μου, ήρθες για να γαμήσεις ή για να

κοροϊδέψεις;- Όχι, δεν ήρθα για να κοροϊδέψω.

(Α92)Καθώς η αγοραία λέξη μας αιφνιδιάζει με την αδαμιαία της γύμνια, πέφτουμε στον πειρασμό να φανταστούμε δείγμα γραφής πορνό. Δεν το σκέφτηκε αυτό ο Σεφέρης; Ερώτηση για γλάρους.

Νομίζω ότι στη θαρραλέα χρήση της λέξης τον ύψωσε η πεποίθησή του για τον καθαρμό της. Ο αγώνας του να φέρει ως έξω από το φράχτη των δοντιών του τη λέξη ήταν τόσος, ώστε το πύρωμα του εξαγνισμού έσβησε από μέσα του κάθε παράσταση χυδαιότητας. Όταν διαβάζουμε στο Μακρυγιάννη τη φράση:

Τα οτζάκια καύλωναν36,

η ντροπή για τη λέξη αυτού που τη γράφει παραμερίζεται μέσα μας από την οργή για κείνη την πράξη των κοτσαμπάσηδων που ανέβασε στο στόμα του αγράμματου την αισχρή λέξη. Του αγράμματου Μακρυγιάννη, που όμως η ψυχική του ευγένεια αχρηστεύει δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες, θα γράψει ο Σεφέρης. (Δ1, 240)

Με άλλα λόγια. Καθώς διαβάζει κανείς το Θουκυδίδη, θα συλλάβει σωστά την έπαρση, την ολιγοφρένεια και τον οίστρο των αθηναίων, «τα οτζάκια» του Μακρυγιάννη, όταν έστελναν τους απανωτούς στόλους στη Σικελία, μόνο σαν θα φτάσει στα φρικιαστικά διατρέξαντα ανάμεσα στους ποταμούς Κακύπαρι και Ασσίναρο37. Γιατί νομίζω ότι καμία από τις τραγωδίες των τραγικών μας δεν υπερβαίνει σε έλεο και σε φόβο τις τελευταίες παραγράφους του εβδόμου βιβλίου του Θουκυδίδη.

Προσωπικά εδέσμεψα τον εαυτό μου να μη γράψω ποτέ στα κείμενά μου τη λέξη «περιμάχητος». Μία από τις πιο δυνατές λέξεις της ελληνικής γλώσσας. Η αιτία και η στιγμή ήταν, που την εδιάβασα στο Θουκυδίδη (Ζ’ 84,5), όταν τη χρησιμοποίησε και πέτυχε να περιγράψει το έσχατο όριο της ανθρώπινης δυστυχίας:

ἐ πίνετό τὸ ὕδωρ ὁμοῦ τε τῷ πηλῷ .ᾑματωμένον καὶ περιμάχητον

Οι λέξεις μοιάζουν με τις εκρήξεις που σφεντονίζουνται από το ηφαίστειο της ζωής. Κι όταν σε ζώνει η λάβα, τύφλα νά ‘χει ο κρότος.

Page 47: Νηφομανής Λιαντίνης

Με το φορτίο και τη ζαλιά της καινούργιας αισθητικής του ο Σεφέρης αρχίζει να γράφει νεότροπα. Εντούτοις η ίδια η Στροφή περιέχει κιόλας την υποτροπή του. Εννοώ το δεκαπεντασύλλαβο στίχο του Ερωτικού Λόγου, που σημαίνει επιστροφή στον παλαμισμό. Πώς γίνεται να χρησιμοποιήσει τον παραδοσιακό στίχο του Παλαμά, αφού η νέα αισθητική του έχει στόχο όχι να υπερθεματίσει αλλά να αναθεματίσει τον παλαμισμό; Φοβήθηκε μπροστά στα νέα δαιμόνια. Λύγισε η απόφασή του να τραβήξει το δρόμο του Άσωτου; Δεν ξέρω. Ο ίδιος ονομάζει τη στάση του συνδιαλλαγή. (Μ2, 17)

Αν είναι δυνατή μια ερμηνεία αυτής της λέξης του, νομίζω πως εννοεί ένα είδος ευελιξίας που είχε σκοπό να αποτρέψει την πλήρη ρήξη του με το ποιητικό κατεστημένο από την αρχή.

Είναι, θά ‘λεγα, η πονηριά του Πεισίστρατου που ζήτησε να του εγκρίνει ο δήμος πενήντα ροπαλοφόρους38 για φρουρά, ενώ ο σκοπός του ήταν να πιάσει έτσι την Ακρόπολη. Ύστερα ήξερε να πείσει τον όχλο, εδώ και η σιναία Ακαδημία, πως δεν είναι τύραννος, αλλά άρχοντας.

Το κόλπο έπιασε. Εκείνοι που χαιρέτησαν τη Στροφή ενθουσιασμένοι από τη μορφή του Ερωτικού Λόγου, όταν αργότερα τυπώθηκε η Στέρνα, διέρρηξαν τα ιμάτιά τους αναθεματίζοντας: μας πρόδωσες39.

Φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν,(Π224)

θα ειπεί ύστερα από χρόνια ο Σεφέρης.Δυστυχώς ή ευτυχώς οι έλληνες μεγαλούργησαν μόνο με τα

στρατηγήματα. Ο δούρειος ίππος του Οδυσσέα, ο Θεμιστοκλής στη Σαλαμίνα, ο Κολοκοτρώνης στο Δερβενάκι. Από την άλλη όψη όμως, είτε μιλάς για τα Γαυγάμηλα είτε μιλάς για το τραγούδι της Λιογέννητης, ουσιαστικά αναφέρεται σε συντελεστές ενιαίας υφής.

Μέσα στη Στροφή υπάρχει ένα βιαστικό ποίημα που μου θυμίζει την πέτρα που πέταξε κρυφά ο Ιάσων στους οδοντόσπαρτους πολεμιστές, για να τους βάλει να σκοτωθούν μεταξύ τους. Ο τίτλος του ποιήματος είναι Δημοτικό τραγούδι (Π25). Έχω την ιδέα πως τη διαλεκτική του Σεφέρη με την παράδοσή μας πρέπει να την αναζητήσουμε σ’ αυτό το ποίημα κλειδί.

Το Δημοτικό τραγούδι αποδείχνει πως η σύνθεση του Ερωτικού Λόγου είναι στρατήγημα. Είναι ό,τι ακριβώς είναι και ο πρώτος ερωτικός λόγος του Σωκράτη στον πλατωνικό Φαίδρο. Οι στίχοι του

Page 48: Νηφομανής Λιαντίνης

μαντικού κλήδονα προετοιμάζουν το τελετουργικό προανάκρουσμα της παλινωδίας.

Το Δημοτικό τραγούδι ο Σεφέρης το σκάρωσε πάνω στο Φασουλή Φιλόσοφο40 του Σουρή. Ωστόσο ο λόγος της ποίησης που κρύβεται πίσω από το σατυρικό φόρεμα αυτών των δύο ποιημάτων διαφέρει πολύ. Διαφέρει όσο διαφέρει, θά ‘λεγα, η γνώμη των αθηναίων από τη γνώμη του ίδιου του Σόλωνα για την τρέλα του, όταν τους σήκωνε για τη Σαλαμίνα.

Η «συνδιαλλαγή» του Ερωτικού Λόγου δεν πρέπει να μας παρασύρει σε ξένα χωρικά ύδατα. Ο Σεφέρης παλεύει δύσκολα και για πολύ χρόνο ανάμεσα στην κλήση του άβατου και στην πρόκληση του βατού. Ανάμεσα, δηλαδή, στη δύσκολη γνησιότητα του καινούργιου και στην εύκολη συμβατικότητα του παλαιού.

Με το Δημοτικό τραγούδι του διαλύει τη μορφή της δημοτικής ποίησης, το δεκαπεντασύλλαβο λόγου χάρη, και ανανεώνει το περιεχόμενό του, τη συνήθεια των ελλήνων για τον Αη-Γιάννη τον κλήδονα. Με άλλα λόγια, στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης εφάρμοσε ένα από τα βασικά αξιώματα του Σολωμού. Ότι δεν είναι το «μῆνιν ἄ » ειδε που θα μας δέσει πάλι με τους Αρχαίους γόνιμα και οργανικά, αλλά τα «συνήθεια της Ιλιάδας». Όχι η νεκρή μορφή, η νεκρή γλώσσα, αλλά το ζωντανό περιεχόμενο που εξακολουθεί να ζει μέσα μας. Μια οδηγία του Σολωμού που δεν τη λογαριάσαμε δυστυχώς, και κολλήσαμε στα απαρέμφατα, και στις δοτικές.

Η δυσκολία και η δυσχέρεια να αφήσει το παλαιό και ν’ ανοίξει το καινούργιο θα συνοδέψουν το Σεφέρη ως τη Στέρνα που ακολούθησε τη Στροφή. Εδώ η παράδοση εξακολουθεί να ξεμυτίζει ακόμη. Με την επόμενη όμως συλλογή, το Μυθιστόρημα, ο ποιητής θα βρει οριστικά το δρόμο του. Θα μεταστοιχειώσει πλήρως την παράδοση, και θα περάσει πλησίστιος στο καινούργιο. Με τη γενιά του ’30 θα δημιουργήσει τη νέα εποχή. Τα μονοκοτυλήδονα φύτρωσαν.

Οι σπαρτιάτες σε ανάμνηση της νίκης στη Θυρέα όρισαν να αφήνουν στο εξής τα μαλλιά τους μακρυά στη γιορτή των Γυμνοπαιδιών. «Οὐ γὰ ρ κομῶ ντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶ »ν 41, λέει ο Ηρόδοτος. Η Γυμνοπαιδία που θα γράψει ο Σεφέρης αμέσως μετά το Μυθιστόρημα απηχεί μια παρόμοια νικητήρια κατάφαση.

Page 49: Νηφομανής Λιαντίνης

4. ΗΤΕΛΕΤΗΤΗΣΣΙΓΗΣ

Η πρόθεσή μου είναι να δείξω ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι ποίηση ηθική. Ολόκληρη η μουσική του σκέψη είναι λόγος για την αρετή.

Ξέρω ότι η κρίση αυτή κάπου φαντάζει απολιθωμένη. Ότι από τους παλαιούς χρόνους αποφάσεις Άρειου Πάγου έχουν ξεχωρίσει την περιοχή του καλού, τις τέχνες, από την περιοχή του αγαθού, την πολιτεία και τους νόμους. Παρότι τον Άρειο Πάγο στην Αθήνα και κατά προέκταση το θεσμό των δικαστηρίων παγκόσμια, τον ίδρυσε η ποίηση του Αισχύλου με τις Ευμενίδες του στην Ορέστεια. Έχει σχέση η εμορφιά με την ηθική. Γιατί, εάν το να πετυχαίνεται να συμβιώνουν αρμονικά οι κοινωνίες είναι μόνο της ηθικής σκοπός και έργο, δε θα είχε νόημα εκείνη η πολύ στοχαστική γνώμη του Ντοστογιέβσκι ότι «η εμορφιά θα σώσει τον κόσμο»42. Ο ίδιος ο κόσμος, η φύση δηλαδή, σώζεται χάρι στην εμορφιά του. Η εμορφιά του είναι η τάξη του. Και η τάξη του είναι η αιωνιότητά του. Γι’ αυτό οι έλληνες τη φύση την είπανε κόσμο. Κόσμημα, δηλαδή, στολίδι, εμορφιά.

Στο επίπεδο του ποιητή η γνώση της εμορφιάς που οδηγεί στην ηθική, και η σάρκωσή τους στο έργο του, περνά μια πορεία που για τον πολύ κόσμο είναι δύσκολο να κατανοηθεί.

Ξέρω ότι δεν ξέρουν, αλλά εγώπου ακολούθησα τόσες φορέςτο δρόμο από το φονιά στο σκοτωμένοαπό το σκοτωμένο στην πληρωμήκι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,

θα γράψει ενωρίς ο Σεφέρης. (Π78)Για να πλέξω τη σκέψη μου επάνω σ’ ένα σκελετό σύστοιχο με

τη σοβαρότητα που της αποδίνω, θα πρέπει να δώσω από την αρχή έναν ορισμό της αρετής. Σήμερα όμως κυκλοφορούν τόσες φωτογραφίες του κορμιού της, όσα και τα δαχτυλικά αποτυπώματα των ανθρώπων, που φυλάγουν στα συρτάρια τους οι αστυνομίες. Σήμερα ο καθένας έχει την ιδική του αρετή. Οι απόψεις γι’ αυτή είναι όσα είναι και τα μόρια της διάσπασης του σύγχρονου ανθρώπου. Και μέσα σε τέτοια μέση άκρη δε βρίσκεις. Πίσω από τη συντομία του χάϊκου,

Page 50: Νηφομανής Λιαντίνης

Πού να μαζεύειςτα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου,

(Π92)

υπάρχει μια στέπα σιωπής και αμηχανίας.Αρετή σήμερα είναι εκείνος ο τρόπος ζωής του ανθρώπου, σαν

ατόμου αλλά και συνόλου, που να μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωσή του μέσα στο χρόνο, έτσι όπως την οικονομεί η τάξη του κόσμου.

Λέγοντας επιβίωση δε σημαίνει ότι το γένος των ανθρώπων θα ζήσει στον αιώνα. Θα χαθεί κάποτε και ο άνθρωπος. Μας τό ‘χουν ειπεί σοφοί παλαιοί, όπως ο συγγραφέας της Γένεσης που στέρησε από τον άνθρωπο τη δυνατότητα να φάει από «το ξύλο της ζωής» για να ζήσει στον αιώνα43. Και ο Πλάτων που γράφει ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να κλέψει από τον Όλυμπο, μαζί με τη φωτιά και την τεχνική γνώση, την πολιτική γνώση44. Γι’ αυτό μαλώνουν και σκοτώνουνται οι άνθρωποι, ακόμη και τώρα που έχουμε φτάσει στην αυλή των πυρηνικών πολέμων.

Είναι όμως άλλο πράγμα να χαθεί ο άνθρωπος, όπως χάθηκε το 99% των εμβίων όντων που έζησε στον πλανήτη μας από τότε που εμφανίστηκε η ζωή στην επιφάνειά του, και άλλο πράγμα να τον εξαφανίσει το ωστικό κύμα, η θερμική ακτινοβολία, η ραδιενεργός σκόνη, και τα οικολογικά του αδιέξοδα. Εκτός πια και το σχέδιο της φύσης έχει αναθέσει στο μυαλό του ίδιου του ανθρώπου την οικονομία του σκοπού που θα τον αφανίσει.

Ὁ δ’, αὐτὸς ὑμνῶναὐτός ἐστιν ὁ κτανὼν,

που λέει ο Πλάτων και ο Καβάφης στην Απιστία του45.Ο άνθρωπος ασκεί την αρετή, εφόσον με τον τρόπο που ζει

καταφέρνει να αποτρέπει την είσοδό του στην τροχιά της ευθύνης για την αυτοκαταστροφή του. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ημπορεί νά ‘ναι περισσότερο ή λιγότερο ενάρετος, αλλά ενάρετος δεν είναι.

Αρετή είναι η ειλικρίνεια που δείχνουμε στον ίδιο τον εαυτό μας. Και είμαστε ενάρετοι στο βαθμό που μπορούμε να γυμνώνουμε τον εαυτό μας απέναντι στον εαυτό μας. Καθώς μάλιστα γνωρίζουμε πως αυτό το όραμα της γύμνιας θα το πληρώσουμε με το τίμημα που πλήρωσε ο Οιδίπους. Όταν στο φως της γνώσης είδε γυμνή τη γυναίκα που αγκάλιαζε ντυμένη στο σκοτάδι της άγνοιας.

Page 51: Νηφομανής Λιαντίνης

Στην Κίχλη του Σεφέρη ο ικέτης γέροντας, ο Οιδίπους, και ο δίκαιος γέροντας, ο Σωκράτης, αποτελούν ένα ζευγάρι αναγκαίο. (Π 226-8)

Εφόσον η ειλικρίνεια έχει σχέση με την αλήθεια, και όλοι γνωρίζουμε πως είναι το ίδιο πράγμα, γίνεται αμέσως φανερός ο δεσμός της αρετής με την αλήθεια.

Η ρίζα της λέξης αρετή, από το αραρίσκειν, δηλώνει την προσαρμογή της πράξης του ανθρώπου στο μέτρο του νόμου της φύσης. Στην αρχική της χρήση η αρετή, στον Όμηρο, δεν έχει σημασία ηθική αλλά φυσική46. Όποιος δηλαδή ασκεί την αρετή, ύστερα από μια ακραία ένταση του λογισμού και της βούλησής του, υποτάσσει την πράξη του στην τάξη της φύσης. Έτσι, η αρετή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η δράση που ενεργοποιεί την αλήθεια. Αλλά ποια αλήθεια; Όχι εκείνη που έρχεται από το συρμό των ανθρώπων, αλλά εκείνη που πηγάζει από το ρυθμό της φύσης47.

Ετυμολογικά η λέξη αρετή έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Άρης και αρμονία, που σημαίνουν τον πόλεμο και την ειρήνη. Σ’ αυτό το γλωσσικό τρίκλαδο, αρετή Άρης αρμονία48, βλέπω μια παραπομπή στην ακόλουθη γνώση. Η αρμονία της ανθρώπινης πράξης κατά το πρότυπο της αρμονίας στη φύση προϋποθέτει ένα είδος πολέμου μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, ανάλογο με τον πόλεμο που γίνεται στη φύση. Η ισορροπία που πετυχαίνει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτόν τον πόλεμο είναι η αρετή του. Είναι η ισορροπία που αγωνιζότανε να πετύχει η Μαρία Κάλλας ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του μυαλού της, το φωτεινό και το σκοτεινό, και στο βαθμό που το πέτυχε δημιούργησε την ύψιστη φωνητική της τέχνη.

Το λάθος και η μεγάλη απόκλιση αρχίζει από το σημείο που ο άνθρωπος αυτό τον πόλεμο δεν τον κάνει ενάντια στον εαυτό του, αλλά τον στρέφει ενάντια στους άλλους. Με άλλα λόγια, είναι αυτό που κάνουμε όλοι. Προκειμένου να κρίνουμε τα κακά της κοινωνίας κατηγορούμε τους άλλους, και ποτέ τον εαυτό μας.

Οι φωτιές που καίνε τους κολασμένους στην Κόλαση και στο Καθαρτήριο είναι όμοιες. Με μόνη τη διαφορά πως ετούτες, του Καθαρτήριου, μέλλουν να ετοιμάσουν κάποτε τους κολασμένους για τον Παράδεισο. Ενώ οι άλλες, της Κόλασης, είναι αιώνιες. Αυτά ισχυρίζεται ο Δάντης.

Εάν το συμπέρασμα είναι πως η αρετή αθλοθετεί το πιο δύσκολο άθλημα, εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί η ζωή και η ποίηση του Σεφέρη στάθηκε μια υπόθεση δύσκολη. Ο τόπος και ο αγέρας του ήταν το Πουργατόριο. Με πολλή περιπλάνηση και στην Κόλαση, και με μια ιδέα αστραπής από Παράδεισο. Αυτή την κατανομή της

Page 52: Νηφομανής Λιαντίνης

εμπειρίας του στο δαντικό κόσμο μας την δίνει ο ίδιος ο Σεφέρης στο σχεδίασμα της Ακρόπολης. (Α. 273)

Τον ορίζοντα του ήθους του θα τον αναζητήσω σε δύο σημεία. Στη σχέση του με την κοινότητα, και στη σχέση του με τον εαυτό του·

Ο Σεφέρης έζησε τη ζωή του δημόσιου υπάλληλου απλά. Σε όλη τη θήτευσή του πολιτεύθηκε υποτακτικά, ενσυνείδητα, αξιόπρεπα. Ταγμένος σ’ ένα πόστο που του επιβλήθηκε από την επιλογή αλλά και τη συγκυρία, υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών, αναλώθηκε σε μια επαγγελματική λειτουργία που την εκράτησε με προσοχή στο μεταίχμιο του αλτρουισμού και του εγωισμού.

Στο κοινωνικό λαβείν και δούναι τη μετοχή του τη χαρακτήριζε μια σκυθρωπή μετριότητα, σύστοιχη με την ευθύνη που χρειάζεται και φτάνει, για να ασκήσει ο άνθρωπος τη δικαιοσύνη όπως την ήθελε ο Πλάτων. Ο καθένας, δηλαδή, να κάνει τη δουλειά του. «ἕ ».καστον τὸ ἑαυτοῦ πράττειν

Ωστόσο η πολιτεία του, παρότι υπήρξε άρτια, δεν τον εξιλέωσε ποτέ από την τύψη της αταξίας της έλλειψης και του άσκοπου ξοδεμού, που βαραίνει τη συνείδηση κάθε οργανισμού γερού, αναγκασμένου να ζήσει σ’ ένα απέραντο άσυλο ανιάτων. Στις μέρες του το φτεροκόπημα της δράσης εξαγοράστηκε από ένα δάσος δεκανίκια που τραβάνε πηδοκοπώντας και μπερδεύουν τη βιάση τους ανάμεσα στην αδεξιότητα και στις τρεκλοποδιές:

Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες εμαρτίες,καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

(Π213)

Η τελική αποτίμηση για τη σπατάλη του εαυτού του στην ανάγκη του συνανθρώπου ταυτίζεται, όπως δε θα άξιζε, με την παραδοχή της αποτυχίας:

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

(Π240)

Εάν ο τοξότης αστόχησε το στόχο του, δε φταίει η οπλιτική εξάρτυση ούτε η πολεμική του τέχνη. Φταίει ο «τόπος», που είπε ο λύκος στο ερίφιο του Αισώπου. Την προθυμία του Σεφέρη στην εκτέλεση του ανθρώπινου χρέους του, κοινωνικού πολιτικού εθνικού, την επόλωσαν τα μαγνητικά πεδία του δόλου και της απάτης που τον εκύκλωναν. Είναι τα εφευρήματα που όλο και τελειοποιούν οι υπέρογκες ακαδημίες της εποχής μας. Ανοίχτε να

Page 53: Νηφομανής Λιαντίνης

ιδείτε τι γράφει στις ιδιωτικές του σημειώσεις για τα γραφεία των υπουργείων και τον αέρα τους.

Κάποιοι από το θίασο εκείνων που σκάβουν τον Όλυμπο με το τσαπί, του καταμαρτύρησαν μερτικό ευθύνης για την ασβολερή μοίρα της Κύπρου. Ο Σεφέρης όμως είχε προφτάσει να ξεστομίσει το μελαγχολικό του αντίλογο:

Τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να τη γυρίσει;(Π265)

«Δυνατοί» είναι οι αμερικανοί και οι άγγλοι. Το στυγνό πολιτικό συμφέρον. «Δυνατοί πράσσουσι» που έλεγε ο Θουκυδίδης στη δημηγορία των Μηλίων.

Ο ρεαλισμός του Σεφέρη, σκαιός ως το κόκαλο, αντισταθμίζεται ωστόσο από μια μεταφυσική καρτερία ελληνική και γιομάτη σφρίγος:

Μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοινα γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.

(Π264)

Οι άγγλοι κι οι αμερικανοί είν’ αυτοί. Και η Κύπρος το «μισό δράμι» στις απέραντες επικράτειές τους. Στις σφαίρες της επιρροής τους.

Οι στίχοι αυτοί δηλώνουν μια άοπλη απειλή για τους δυνατούς, που θυμίζει τον Αισχύλο, και την ιστορία της Γραφής για το βασιλιά Αχαάβ που ζήλεψε και άρπαξε το μικρό αμπελάκι του φτωχού Ναβουθαί. Την ζωντάνεψε στον καιρό μας ο Γκαίτε:

Denn Naboths Weinberg war schon da.(Πάλι μπροστά μας το αμπέλι του Ναβουθαί)49.

Η Γραφή λέει ότι όλος ο κάμπος ήταν ιδιοχτησία του βασιλιά, εκτός από το αμπελάκι στη μέση που ανήκε στον Ναβουθαί. Και ο βασιλιάς δεν ησύχασε, ωσότου τον εσκότωσε και το πήρε. Ο Σεφέρης το ιουδαϊκό σχήμα το ντύνει ελληνικά. Η ρομφαία της Δίκης του Αισχύλου στρέφεται:

Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.Νῆ σός τις ἐστ .ὶ

(Π265)

Η νήσος είναι η Σαλαμίνα που θα βουλιάξει τον Ξέρξη για την ανεχορταγιά και την ύβρι του όπως την έδειξε στον Ελλήσποντο. Η

Page 54: Νηφομανής Λιαντίνης

Σαλαμίνα της Κύπρου παραπέμπει στη Σαλαμίνα του Σαρωνικού. Και η αδικία των άγγλων παραπέμπει στην αδικία του Ξέρξη. Μα οι άγγλοι δεν πληρώσανε. Περίμενε όμως και βλέπεις εκδίκηση θεού, που λέει ο καλογερομόναχος του Σολωμού.

Η αντιδικία του Σεφέρη προς την αντίληψη του πλήθους ότι η κάθε πράξη μας το νόημά της το αντλεί από την εξωτερική κρούστα του περιεχομένου της που μόνο τις χονδροκομμένες αισθήσεις μπορεί να ερεθίσει, πήρε τη μορφή ενός σχίσματος ανάμεσα στην εργασία και στην ανθρωπιά. Σε μια στιγμή θα γράψει. «Κάνω το επάγγελμα του ανθρώπου και το επάγγελμα του υπαλλήλου· δραματικά ασυμβίβαστα πράγματα». (Μ4, 298)

Λέγοντας «επάγγελμα του ανθρώπου» εννοεί τον πόρο στην απορία και στη ντροπή που νιώθεις, όταν πρέπει να απαντήσεις στο ερώτημα τι δουλειά κάνεις; Γιατί όλες τις δουλειές που κάνουμε, το επάγγελμα που ασκεί ο καθένας μας, το καταντήσαμε τέτοιο, ώστε να ντροπιάζει όποιον το ασκεί.

Η κρίση του Σεφέρη ήταν άκρατη από φυσικού της. Δεν του πήγαινε να πεταλώνει λιοντάρια. Ύστερα η παιδεία του και το παίδεμά του μέσα στους ανθρώπους έδωκε στο χαρακτήρα του εκείνη τη μεστή εμμονή που αποκλείει κάθε ιδέα να επιχειρήσεις να εξανθρωπίσεις το θεό. Ήξερε πως το χιόνι κανείς ποτέ δεν κατάφερε να το ζεστάνει. Ούτε νοικοκύρης, ούτε θεουργός.

Η ανάγκη της ζωής όμως τον υποχρέωσε να ζήσει μακρυά από την επικίνδυνη αλλά και περήφανη λευτεριά του πετρίτη και του ανεμογάμη. Και να σκοτώνει τις ώρες του παρατηρώντας στο κλουβί τους ασημένιους φασιανούς της Κίνας και

Τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο.(Π195)

Κάποτε μπήκε στον πειρασμό να παρατήσει το άστυ και «τὰ ς ἐν ἄ στει διατριβὰ » ς και αγοράζοντας ένα χωράφι στα περίχωρα της Αθήνας να πιάσει το άροτρο του Ησίοδου50. Ένας πειρασμός που τον συνόδευε για πολλά χρόνια. «Ένα οποιοδήποτε χωράφι εδώ τριγύρω θα με εξανθρώπιζε χίλιες φορές περισσότερο από την αθηναίικη ζούγκλα», έγραφε το 1946. (Μ5, 75)

Τη σύγκρουση του άκρατου ήθους του με το συγκρητισμό της παρακμής και της συνήθειας γύρω του μας την δίνει μια ομολογία του εκ βαθέων. «Το παραμικρό γεγονός, η παραμικρή πράξη, παίρνει για μένα τη σημασία μιας θανάσιμης μάχης». (Μ1, 25)

Στο γιουσουρούμ της παγκόσμιας αγοραπωλησίας βλέπει να σφύζει το αίμα μιας πλέμπας που διακλαδώνει τις φλέβες της σε

Page 55: Νηφομανής Λιαντίνης

ανατολή και δύση. Από τα παράσημα και τον Τσώρτσιλ ως τις περγαμηνές και τον Αντρέ Ζιντ.

Όταν ο Βενιζέλος, στις δυσμές του βίου του, θα κλείσει πονηρά το μάτι στη βασιλεία, ο Σεφέρης θα νιώσει προδομένος όπως ο Φιλοκτήτης στη Λήμνο. Με τα τόξα του Ηρακλή άχρηστα στα χέρια του. Και με τη δύσκολη γνώση πως δίχως τα όπλα αυτά η Τροία δεν πρόκειται να παρθεί.

Ο ποιητής είδε τον εαυτό του αναγκασμένο να ζήσει μέσα σ’ ένα δάσος από σαρκοβόρα φυτά. Αν ήθελε να σωθεί δεν του ‘μενε άλλο, παρά να δώσει στην ασπίδα που κρατούσε το πετρωμένο σχήμα του προσώπου του:

Έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελογια τη δουλειά και για τους πελάτες.

(Π107)

Από την άλλη μεριά όμως είχε χρέος να προστατέψει τα ιερά του για καιρούς καλύτερους. Αυτό που θά ‘πρεπε να κρατεί σαν το φυσικό στον κόσμο, το συνάντησε μία μόνο φορά σαν το θαύμα. Ήταν ένα ζευγάρι ερωτευμένα παιδιά, που δεν ήξερες αν περπατούν πλάι στη θάλασσα της Μονεμβασιάς, ή αν υπνοβατούν στα καλντερίμια του φεγγαριού: «Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που είδα στη ζωή μου να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ’ όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών». (Π122)

Αυτό το ερωτευμένο ζευγάρι έρχεται κατευθείαν από τον κλασικό κόσμο. Το απόμακρο της υπερβατικής μουσικής τού ‘χει χαρισμένη, θά ‘λεγες, την ενδοκοσμική ηρεμία. Τέτοιες θα πρέπει να φαντασθούμε τις μορφές Πλάτωνα, για παράδειγμα, που περπατούν καθρεφτισμένες στους ασημένιους ποταμούς των ελαιώνων. «Οὕ τω λείως καὶ ἀ πταίστως καὶ ἀ νυσίμως ἔ , ρχεται οἷον

». ἐλαίου ῥεῦμα ἀψοφητὶ ῥέοντος (Έτσι περπατάει απρόσκοπτα και γαληνά και γιομάτος κατάφαση. Σαν τη ροή του λαδιού που κυλάει αθόρυβα)51. Αυτός είναι ο πλατωνικός Θεαίτητος. Ο Σεφέρης φαντάστηκε τη ζωή των ανθρώπων όπως ο ψευδο-Λογγίνος είδε και ενόησε το ύφος των έργων του μεγάλου αθηναίου: « Ὁ Πλάτων

»τοιούτῳ τινι χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων 52.Η δύσκολη θέση ανάμεσα στο αρνί και στο λύκο, που ο Σεφέρης

διαλέγει σαν πρότυπο ηθικού βίου, τον ξεχωρίζει, τον απομονώνει, και τον καταδικάζει μέσα στο σύνολο της κοινότητας. Το δραματικό στίγμα του προβλήματος βρίσκεται στην ανάγκη να φεύγει με το πλοίο που έρχεται. Ο ποιητής αδειάζει την απελπισία του σε μια φράση, που θα μπορούσε να ακούγεται στα ερείπια των

Page 56: Νηφομανής Λιαντίνης

ελληνικών θεάτρων: «Η παρουσία ενός ανθρώπου μου δίνει όση αγωνία και η στέρησή του». (Μ1, 122)

Όταν, αφήνοντας τους ανθρώπους να χαίρουνται μέσα στον παραδαρμό της απάνθρωπης ανθρωπιάς τους, θα περιορίσει το εύρος της κοινωνικής του συνάρτησης στην ακτίνα του ελάχιστου δυνατού κύκλου, στους συντρόφους, πάλι θα μείνει μόνος: «Παράξενος κλονισμός να νιώθεις πως ποτέ δε θα μπορέσεις να έχεις συντρόφους». (Μ3, 304)

Όπως και στον πίσω καιρό, οι σύντροφοι παίρνουν με τη σειρά το δρόμο του Ευρύλοχου και του Ελπήνορα, του Αλκιβιάδη και του Κριτία, του Σίμωνα Πέτρου και του Ιούδα. Και ο ένας, ο αληθινός, απομένει μόνος. Άλλοτε να παλεύει τους αέρηδες και τα saeva aequora του θυμωμένου Ποσειδώνα, άλλοτε να παραλαλεί στο δεσμωτήριο το τραγούδι της αθάνατης αρετής, άλλοτε να πηδά σα λαμπηδόνα ανάμνησης, Ανάσταση το λέμε, από το σταυρό του αθώου ληστή στη σπηλιά της ψυχής του μαύρου ανθρώπου.

Όπως όλοι μας, έτσι και ο Σεφέρης νέος πίστεψε στους συντρόφους. Καθώς όμως με τον καιρό τα «δερμάτινα περιζώματα» της γνώσης όλο και σκέπαζαν την αδαμική παράσταση της αθωότητας, η κρήνη της πίστης εστέρεψε. Στο τέλος ρα πράγματα μας οδηγούν εκεί, που για να πλέψει το καράβι, ο καπετάνιος θα πρέπει να γίνει θαλαμοφύλακας στους λοστρόμους:

Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνοςοι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγγουςκαι το φλασκί των ανέμων αδειάζει.

(Π196)

Η μελαγχολική προφητεία του Τειρεσία στον Οδυσσέα είναι μια πρόταση ανθρωπολογικά χάλκινη. Σπάνια ειπώθηκαν προτάσεις με τόση δύναμη αλήθειας:

ὀ λέσας ἄ πο πάντας ἑταίρους(Θα χάσεις όλους τους συντρόφους).

Για να ξαναβρεί τον εαυτό του ο αληθινός άνθρωπος, θα χάσει όλους τους συντρόφους. Αλλά ούτε ο πνευματικός βάλτος, ούτε η ηθική ελονοσία αρκούν να εξηγήσουν την επιστροφή του Σεφέρη στο ζόφο της υπαρκτικής μοναξιάς του. Πρέπει να λογαριάσουμε από κοντά και μια μοίρα ευθύνης και πρωτοβουλίας που πηγάζει από την ίδια τη φύση του.

Page 57: Νηφομανής Λιαντίνης

Θέλω να ειπώ πως ναι μεν η άγονη γη και ο άγονος σπόρος, αλλά χωρίς την πανουργία του ο Οδυσσέας ποτέ δε θα πήγαινε να σπείρει τις αμμουδιές αλάτι, για να τον πάρουν οι στρατολόγοι για τρελό, ώστε ν’ αποφύγει τον Τρωικό πόλεμο. Κάτι από αυτό το αμετάδοτο φυσικό θέλει να επισημάνει η αδερφή του Σεφέρη, όταν γράφει πως ο αδερφός της σώθηκε από την αυτοκτονία χάρη στη διέξοδο που βρήκε στην ποίηση53.

Φρονώ πως ένα τέτοιο ποιό δεδομένων φτάνει για να δείξει πως η οχύρωση του ποιητή στην αυτοεγκατάλειψη δεν είναι καθόλου κοινωνική λιποταξία. Η μοίρα του ήλιου, μας λέει ο Νίτσε, είναι να φωτίζει και να ζεσταίνει τα πλάσματα της γης, ενώ εκείνος είναι καρφωμένος στο απόλυτο μηδέν της παγωνιάς και του σκότους54. Ο Σεφέρης συγκατανεύει σε τούτο το κεφάλαιο της μοναξιάς:

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμιμέσα από τα δάχτυλά μουχωρίς να πιω ούτε μια στάλα.

(Π65)

Και το ίδιο μοτίβο τους ψύχους που ζεματίζει το ξαναλέει με διαφορετικό ήχο:

Ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;(Π51)

Ο στίχος αυτός είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που παραπέμπει στον εαυτό του. (Π183)

Την απόφαση της λησμονιάς η γνώμη του πλήθους εύκολα την παίρνει για δυστροπία και ανθρώπινη απαρέσκεια. Γι’ αυτό δύσκολα το πλήθος μπορεί να ξεχωρίσει πώς το μαινόμενο σουλάτσο του «ποιητή» ανάμεσα στους ανθρώπους εκφυλίζει το λόγο σε φλυαρία. Αυτό παλιά το λέγανε πολιτική στράτευση, ή ο Ρίτσος στα μπαλκόνια του ΚΚΕ. Σήμερα το λένε Βασίλης Βασιλικός και «Άξιον εστί» στα τελεβίζια. Ω! κατακαημένε κόσμε.

Το κράτος της ανθρώπινης πράξης με τις απέραντες πεδιάδες του χωρεί ολόκληρη τη μοναξιά του Σεφέρη. Ίσως μάλιστα ο πρώτος όρος για την κατανόηση και την ερμηνεία του έργου του νά ‘ναι το κλίμα αυτής της μοναξιάς: «Όμως και το γράψιμο είναι, υποθέτω, ασκητική», θα σημειώσει σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα (Έρσ. 68)

Το παράθυρο του κελλιού του ανοίγεται στη θέαση του ηθικού γίγνεσθαι με τον ίδιο τρόπο που ο πλατύς κόσμος περνά από την κόρη του οφθαλμού και λαβαίνει τη θέση του στα οπτικά πεδία μας.

Page 58: Νηφομανής Λιαντίνης

Εάν όμως εδώ τα πράγματα γίνουνται αβίαστα εκεί, για να λειτουργήσει το άνοιγμα του κελλιού σα μάτι, χρειάζεται μεγάλη αντοχή και πειθαρχία μεγαλύτερη:

Θεοί! πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θά ‘λεγεςΦουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας.

(Π81)

Έτσι δεν είναι παράξενο που οι συνάδελφοι του Σεφέρη, εκεί που αυτός κυνηγούσε ορτύκια και τσίχλες, τον έβλεπαν να πυροβολεί γιδοβύζια και μυγοχάφτες55.

Ο Θεοτοκάς, για παράδειγμα, τη δημιουργική του αγωνία την έπαιρνε για ματαιόσπουδη εμμονή σε μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση που τη στηλιτεύει η κοινωνική ολιγωρία. Ο ποιητής απαντούσε συλλογισμένα: «Έχω την εντύπωση πως ό,τι αξιώθηκα να κάνω, γύρω από ένα οργανικά ηθικό στέλεχος κρυσταλλώθηκε». (Αλλ. 35).

Και εάν εδώ διαμαρτύρεται μελαγχολικά, αλλού την ίδια τραχιά ιδέα τη δηλώνει με τη σιγουριά μιας πρότασης χωρίς χάσματα: «Η ιδέα μου είναι πως ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης». (Δ1, 267)

Τ’ αστέρια δεν είναι λυχνάρια για να τα σβήνουμε. Μήτε μπορούμε να τ’ ανάβουμε κατά βούληση. Κι αν η συνήθεια της ευκολίας δε μας είχε ξεθωριάσει την όραση, θα κατέχαμε ακόμη να περπατάμε στην αστροφεγγιά.

Το ίδιο είναι και με την αρετή. Σα βαλθεί να την ημερέψει ο άνθρωπος, το ζαρκαδόσαρκο σώμα της παίρνει το ξεχείλισμα της σάρκας των ευνούχων. Το μαλακό και το χλεμπονιάρικο. Ο ποιητής, κι ας κρώζουν οι κόρακες, μελετά την αγωνία των ανθρώπων μέσα στην ασυναγροίκητη νυχτοφυλακία του:

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή.(Π141)

Ο ποιητής με την πράξη της αδυσώπητης σιωπής του, την όχεντρα και το σκορπιό που επωάζουνται στο αίμα των ίδιων των ανθρώπων, προτού να γεννήσουν στο δήμο τον τύραννο, τα καρφώνει με το κοντάρι του στο ουράνιο περιβόλι. Αυτή είναι η Ύδρα του Σεφέρη (Π13). Και αυτός είναι ο Αντάρτης, το cor Scorpionis (Π232). Την αγωνία αυτής της πάλης είναι ιδιότροπα ορισμένο να μη την υποψιάζουνται οι φιλολογικοί υπνοβάτες, και οι «πολιτικοί αναμορφωτές» του Καβάφη:

Page 59: Νηφομανής Λιαντίνης

Είδα, γυρίζοντας το κεφάλιτις μαύρες πέτρες συσπειρωμένεςκαι τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδήαρχή και τέλος.

(Π77)

Η στάση του ποιητή μέσα στην κοινότητα, η διαλεκτική της πράξης του δηλαδή με τους άλλους ανθρώπους, είναι το ξεδίπλωμα ενός τραγικού μύθου ζωντανού. Εδώ η μέριμνα για τον εαυτό μας και για το συνάνθρωπο ανήκουν σε κοινό παρονομαστή. Και αυτή η βούληση συναρίθμησης δε γνωρίζει τίποτα από το κατεστημένο μοντέλο της ανθρωπιάς.

Εδώ το φόβο τον έχει εκτοπίσει η ανάγκη. Και τη δειλία τη τάξη. Το άγιο πνεύμα της ζωής, που προστατεύει τη θάλασσα με το αλάτι και τη γέννηση με το θάνατο, θέλει με μια τέτοια πειθαρχία στην ανθρωπιά, που πολλές φορές φαίνεται απάνθρωπη.

Όταν η Πολιτεία με τους Νόμους που σχεδιάζουμε εδώ ξεκινήσει, λέει ο Πλάτων, θα φτάσουν στις πύλες της θίασοι τραγωδίας από ξένους τόπους. Και θα ζητήσουν να διδάξουν στο θέατρό μας τα δικά τους ποιητικά έργα.

- Αλλά, ω μακάριοι, θα απαντήσουμε τότε εμείς. Στη δική μας πόλη η ίδια η ζωή είναι μια αληθινή τραγωδία: «Πᾶ σα οὖ ν ἡμῖ ν ἡ

πολιτεία συνέστηκε μίμησις τοῦ καλλίστου καὶ ἀ , ρίστου βίου ὃ δή φαμεν ἡμεῖ ς γε ὄ ντως εἶ ναι τραγῳ δίαν τὴ ν ἀ ». ληθεστάτην (Ολόκληρη

η οργάνωση του κράτους μας είναι μίμηση εκείνης της άριστης και της τέλεια έμορφης ζωής, που εμείς την ονομάζουμε αληθινή τραγωδία)56.

- Νομίζετε λοιπόν πως η διδασκαλία της ιδικής σας ποίησης στα θέατρα ημπορεί να ανταλλάξει την πραγματικότητα της ιδικής μας ζωής; Εμπρός τότε, ελάτε!

Page 60: Νηφομανής Λιαντίνης

5. ΟΝΕΟΑΡΧΑΙΟΣ

Στη Λαμπιδούσανεκράνθεμα και τροπαίολα.

Και την Ελλάδα, για να σώζεται από τη δύναμη της φθοράς του χρόνου, οι θεοί την επροίκισαν με το φως, με τις πέτρες, και με τη θάλασσα.

Έχω την ιδέα ότι έτσι θά ‘λεγε ο Πρωταγόρας στο γνωστό μύθο της γέννησης των ειδών που αναφέρει ο Πλάτων57, εάν μιλούσε για τα θνητά έθνη και για τη δωρεά που φύλαξε το καθένα από τις διαδοχές της πλημμυρίδας του ιστορικού χρόνου.

Το φως, με την έννοια του θάλπους, είναι η άχτιστη εστία του οίκου μας, που γενιά τη γενιά μας την κληροδοτεί μια ακολουθία προπατόρων με πρώτο γενάρχη τον ήλιο. Χαράς λουτρό και γονιμότητας λειώνει το μάργωμα της ύλης, συμπλάθει το πρόπλασμα του γεννημού και της δράσης, και από τα βύθη της ακινησίας λύνει τις πηγές της ζωής.

Το φως, με την έννοια του θάμπους, κρησαρίζει το σωρό της ακοσμίας. Χαρακώνει σύνορα τάξης και ρυθμού μέσα στην απληστία του χάους. Και χωρίζοντας το μικρό από το μέγα δίνει το νόημα και το λόγο στην αυτάρκεια της ποικιλίας και στην πλησμονή της λεπτομέρειας.

Ανάμεσα στο κυκλάμινο από δω και στο γαλαξία της Ανδρομέδας από κεί το φως είναι ο διευθέτης και ο κοσμήτορας.

Στης πέτρας τα πολύκωχα κοίλα σκήνωνει ο ποταμός της δροσιάς. Το στερητικό και το λίγο της πέτρας, πολεμώντας την αρρώστεια του περιττού, διακονεί τη ρώμη του αναγκαίου. Με τον τρόπο αυτό οργανώνει τη χαλαρή αναζήτηση σε κρουστή σιγαλιά και κατεργάζεται το φανέρωμα της λιτής χάρης.

Το αμετάβλητο σχήμα της πέτρας παιδαγωγεί την αντοχή του έλληνα, και η σκληράδα της αφής της κρυσταλλώνει τα ρευστά ορμήματα της ψυχής του σε στερεούς ιριδισμούς σχεδιασμών και κρίσεων. Στα γκρεμνά και στους βράχους η δυναστεία της σιωπής φυλακίζει τη ροή του καιρού σε δοχεία εμμονής και σε στήλες διάρκειας.

Με την έμπιστη ηρεμία στη δύναμη και στην ανάγκη του φυσικού της λόγου η πέτρα τύπωσε τη μορφή της στα πρόσωπα των ανθρώπων. Από δω αναπήδησε το φαινόμενο των ελληνικών αγαλμάτων.

Page 61: Νηφομανής Λιαντίνης

Η θάλασσα, όντας το καθρέφτισμα της κάθε στιγμής του ουρανού, νανουρίζει το αιώνιο όνειρο της ζωής. Με τους ορίζοντας στα μπλε, κυανίζει. Σαν πληθαίνουν οι ώρες, μπλαβίζει και συνοφρυώνεται.

Τα μεσάνυχτα σβήνει το φως, και συμπαλεύει στην κλίνη της το λικνιστικό βογγητό μιας ανήκουστης παράτασης. Όμως ξυπνά πάντα με τα κρύσταλλα των παιδιών και με τα γέλια των κήπων.

Ανεξάντλητη, βαθυβλέμματη, νερατζένια, γλαφυρόγλουτη, πηδηχτή, θηλαστική και αφίλητη, η θάλασσα χαριεντίζεται με τα λυγίσματα και τους ίσκιους της, όταν πνίγει τους κεραυνούς μέσα της και τους ναύτες.

Όσο και να την κρεουργούν οι άνεμοι, όσο και να τη δαγκώνουν οι λυσσάρικοι σκύλοι του Ιούλιου, ο μικρός πίσω από το μέγα Κύνα την εποχή των κυνικών καυμάτων, στους dies caniculares, τη θάλασσα ποτέ δεν την ξεδίψασε η βροχή. Και ποτέ δε λιποθύμησε μέσα στα αναφιλητά και τον ιδρώτα της.

Αυτά τα τρία στοιχεία στη συνύφανση της φυσικής τους ενότητας έσπειραν πάνω στο ελληνικό τοπίο τα γεννήματα που έθρεψαν το πνεύμα του έλληνα με την ορισμένη ιδιοσυγκρασία. Ας αφήσουμε κατά μέρος την πρόληψη για το διαλεχτό της φυλής μας και την υστερία για θεϊκή εύνοια, καθώς ισχυρίζουνται οι εβραίοι για τον ιδικό τους λαό. Το μυστικό του μοναδικού τρόπου ζωής που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα πρέπει να το ιδούμε κάτω από το πρίσμα αυτής της γεωγραφικής κράσης.

Από το φως που γυμνώνει το αθέατο και αλαφραίνει την ύλη. Που αναιρεί και διαλύει τα τιτανωμένα πήγματα των όγκων. Που κουφίζει το βάρος των στοιχείων από τη στερεοποιημένη κατήφεια. Που συντρίβει τα νερά και τα χρώματα σε χιλιάδες γυαλιά και χοχλίδια.

Από την πέτρα που καθώς τη χρυσώνει το φως γίνεται ψωμί στα χέρια του Μίδα58 και δε φτάνει να χορτάσει την πείνα μας. Φτάνει όμως να μας ξυπνήσει το πείσμα για την παιχνιδιάρα απάτη, και τη λαχτάρα για την ευγένεια των μετάλλων.

Από τη θάλασσα, που καθώς χορεύει, ανοίγει τα πέπλα της στην εμορφιά και τη μαγεία του απρόσιτου κόρυμβου. Για να μαυλίζει την τόλμη μας ως τις παραλίες των ουρανών και της αβύσσου. Αυτή έπλασε τον ελληνικό Οδυσσέα από αρμύρα και παθήματα. Με τη δική του μοίρα και τους συντρόφους για θύματα.

Η φωτονερόπετρα αργά, με βήματα χελώνας γεωλογικής, έδωκε στο ελληνικό τοπίο το λιγνό του πρόσωπο. Όταν φτάνοντας κατά μυρμηγκιές, οι πρώτοι έλληνες νά ‘ταν οι Μυρμιδόνες, σκορπίσανε στον τόπο το πράγμα ήταν ώριμο. Η μαγεία, που στην Ελλάδα

Page 62: Νηφομανής Λιαντίνης

στάθηκε πάντα στους αντίποδες του εξωτικού, υποδέχτηκε ταιριαστά τα ξενόφερτα αποσπάσματα και μαζί τους όλη τη φορητή σαγή που κομίζανε. Τα κοίλα ξύλα, τις σιδερές αιχμές, τα ασέλλινα59 πουλάρια τους.

Τα βουνά σκαμπανέβαζαν πράσινα στα ριπιδωτά κύματα των ανέμων. Στα ριζιμιά και τα ξέφωτα έπαιρναν σχήμα οι σπόνδυλοι και οι λευκές ωμοπλάτες των θεών. Η χλωρίδα με το χρυσό και το κίτρινο έμοιαζε να χωνεύει ολάκερη την έρημο σε μια όαση. Το νερό ήταν ακριβό. Γι’ αυτό ο Δίας, ο πιο τρανός από τους Ουρανίωνες, ήταν ο θεός της βροχής. Και η γύρη ήτανε μεθυσμένη και έξαλλη από τα ραμφίσματα των πουλιών. Στους τράφους και στις λακκούλες της θάλασσας πεζοδρόμοι, καστελλάνοι και γαιοκτήμονες κυβερνούσαν τα υποστατικά, της φυτείες, τους περιστερεώνες και τα μυθικά τους γριβάλογα.

Ο διάλογος του τόπου με τον άνθρωπο άρχιζε μπιστεμένα και εύπλαστα. Αλλά και με μια ειλικρίνεια στεγνή, που μπροστά στις θυμικές παλινδρομήσεις άστραφτε σαν τη λεπίδα ατσαλιού.

Το ελληνικό φως διαπερνούσε το παιχνιδιάρικο θώρι των φαινομένων. Εξάτμιζε τη φαντασμαγορία της λειτουργικής απάτης των πραγμάτων. Έσκιζε το «μαγνάδι της Μάγιας». Και άφηνε να φανεί το κοίτασμα της πραγματικότητας σε όλο το ανεξιλέωτο μεγαλείο του. «Η φύση είναι ό,τι υπάρχει το πιο αντίθετο με την ψυχή του ανθρώπου. Είναι κτηνώδης». (Μ1, 68). Αυτή η έκπληκτη διαπίστωση του Σεφέρη για τους έλληνες ήταν η αρχική γεύση και η τελική μνήμη από τη συνουσία του νου τους με τη φύση.

Ο καρπός που τους χάρισε, ύστερα από τη μακρόχρονη κύηση του πελασγικού αιώνα, ήταν το λαγαρό μόρφωμα του μύθου, μέσα από το οποίο ξεπήδησε η «ελληνική ματιά». Ο πυρήνας αυτής της ματιάς ήταν η ειλικρίνεια των ελλήνων στην αντιμετώπιση της φύσης. Όταν ήρθεν η ώρα να εξαργυρωθεί η ειλικρίνεια αυτή, έγινε στάση ηρωική και περήφανη απέναντι σε μια υπόθεση συνειδητή, αμετάτρεπτη και εκ των προτέρων καταδικαστική. Πρόκειται για κείνη την κατάσταση, που στις μέρες μας ο Φρόυντ θα την ονομάσει «το βάρος της ζωής και το στύγος της πραγματικότητας». Die Schwere des Lebens und die grausame Wirklichkeit.

Σ’ αυτή την κτηνωδία της φύσης ο Μάρκος Αυρήλιος βλέπει το κοίτασμα, που οι έλληνες το μετάτρεψαν σε μετάλλευμα δύναμης, για να της αντιμετρηθούν: «Ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀ ». ρκούμενος (Να σου φτάνει να ζεις μέσα στον ηρωισμό που προϋποθέτει η κάθε αλήθεια)60.

Page 63: Νηφομανής Λιαντίνης

Το σύμμετρο, το μέσα στη δοσμένη αναλογία του όπως την ορίζουν οι ανηλεείς νόμοι της φύσης, αντιμέτρημα του ανθρώπου μ’ αυτή την κτηνωδία είναι το «ελληνικό μέτρο».

Το ελληνικό μέτρο είναι η ήρεμη αποδοχή από τον έλληνα της απάνθρωπης φύσης. Αποδοχή που έχει υψωθεί στη σφαίρα της πράξης. Δεν πρέπει να μας ξεγελά, που μέσα σ’ αυτόν το γαλήνιο όρο φαίνεται πως λείπει η δραματική διάσταση. Μήπως είδε τάχα κανείς την κτηνωδία της φύσης στο λουλούδι που ανοίγει, στο πουλί που λαλεί, στο κορίτσι που λούζεται;

Χωρίς το δραματικό του στοιχείο το ελληνικό μέτρο θά ‘ταν ένας πολεμιστής σε γυναικωνίτη. Ο Ηρακλής, ας πούμε, στα κομμωτήρια της Ομφάλης με τις λυδές παλλακίδες που του φορούσαν τα πασουμάκια61.

Ύστερα το «γνῶ », θι σαυτόν που οδηγεί στο ελληνικό μέτρο, πρέπει να το κατανοούμε σαν γνώθι σαυτόν της πράξης. Στους έλληνες το γνώθι σαυτόν το υπαγόρεψε η ανάγκη, γυμνώνοντας ως το κόκαλο τον άνθρωπο, να φανερωθεί το έσχατο πρόσωπο της ύπαρξής του, που σαν όπλο θα αντιμετώπιζε το έσχατο πρόσωπο της φύσης, το απάνθρωπο, όπως τό ‘χε φανερώσει το ελληνικό φως. Δεν είναι τυχαίο πως το γνώθι σαυτόν ήταν χαραγμένο στους Δελφούς, στο ιερό του θεού του φωτός.

Τελικά το γνώθι σαυτόν και το ελληνικό μέτρο, το «ἐδιζησάμην ἐ » μεωυτόν και οι «Ἐ ρινύες τ » ῆς Δίκης για να μιλήσω τη γλώσσα του Ηράκλειτου62, δεν είναι ο νόμος αλλά το ήθος των ελλήνων. Ο νόμος που οδηγεί σ’ αυτό το ήθος, η θεωρία που οδηγεί σ’ αυτή την πράξη, είναι η γνώση τους για τη δύναμη της ανάγκης. Η χωρίς την ύβρι και την ατίμωση, δηλαδή, υποταγή του έλληνα στην κτηνωδία της φύσης.

Μιλώ για κείνα τα αμεταμέλητα «ἔ , α ἔ » α και για κείνα τα μυριετή «αἰα ,ῖ αἰα » ῖ που μας έρχουνται ακόμη από το μυθικό βράχο του Καυκάσου, καθώς τα ξεστομίζει ο καρφωμένος Προμηθέας: «Ωχού, ωχού» και «αλλίμονο, αλλίμονο»63.

Σε συνάρτηση με την κλασική Ελλάδα, έτσι εννοημένη στην ουσία της, ο Σεφέρης μας εμπιστεύτηκε μια ιδιωτική στιγμή του, που δεν πρέπει να φτάνει σε ώτα βέβηλα. Μια άγρια νύχτα στην Αφρική, καθώς διάβαζε την επίκληση που έκανε ο Προμηθέας στον αιθέρα στις πηγές και στον ήλιο, εξαιτίας τα βάσανα που τραβούσε, ξέσπασε σε λυγμούς.

Από πού ανέβηκαν εκείνα τα κλάματα του Σεφέρη τό ‘νιωσα, και φαντάζομαι πως θα τό ‘χει νιώσει κι ο καθένας με το δικό του τρόπο, αν ημπορεί να αισθάνεται τον «ελληνικό ελληνισμό», όταν

Page 64: Νηφομανής Λιαντίνης

ένα καλοκαίρι διάβασα λίγες γραμμές του Ντοστογιέβσκι για την Ελλάδα.

Στη νουβέλα του Το όνειρο ενός γελοίου, ο Ντοστογιέβσκι επιχειρεί να ξαναντύσει τον άνθρωπο με το κάλλος της αρχαίας στολής του. Να τον επαναφέρει στην αρχική του καθαρότητα.

Σε μια παραλία του σύμπαντος, πέρα από τον αστερισμό της Τρόπιδας και τις ροές του Ηριδανού, ο συγγραφέας ανακαλύπτει να ξεμακραίνει η χαμένη Παράδεισος. Από κείνο το μυχό του απείρου η γη φάνταζε κόκκος μικρός με κουνήματα μέδουσας. Εκεί ο χρόνος, συνεχίζει ο Ντοστογιέβσκι, δεν κουβαλούσε τίποτα από τα μαλάματα που στολίζουν το πρόσωπο της ιστορίας. Δεν κουβαλούσε δηλαδή το ψέμμα, την ηδυπάθεια, τη ζηλοτυπία, τον ψόγο, τις ντροπές, την τιμή, τη θλίψη, την ιδιοτέλεια, την επιστήμη, την ιδιοκτησία, το δίκαιο, τη λαιμητόμο, τα όνειρα, τη δουλειά, τη δουλεία, τον πόλεμο, την απάτη, το δόλο, τους ναούς.

Αυτού του τόπου κι αυτού του τρόπου το κλίμα και το σχήμα, το χρώμα και το πνεύμα, ο μεγάλος σλάβος δεν μπόρεσε να τα φαντασθεί διαφορετικά από την εικόνα της αρχαίας Ελλάδας:

«Μου φαινότανε», γράφει, «πως βρισκόμουνα σ’ ένα από κείνα τα νησιά, που στη δική μας γη σχηματίζουν το ελληνικό Αρχιπέλαγος. Ή σε κάποια ακτή απέναντι από τις θάλασσες του Αιγαίου. Ω! όλα εκεί ήσαν όπως είναι και σε μας. Η μόνη διαφορά ήταν πως όλα έμοιαζε να τα λούζει η χαρά της γιορτής και να αστραποβολούν. Γιατί είχαν φθάσει στο μέγα και στο ιερό τέρμα του θριάμβου»64.

Έτσι φαντάστηκε τον ουρανό και την Ελλάδα ο Ντοστογιέβσκι. Είναι τάχα η αγνόηση της ανάγκης, αυτό που το είπαν «αφέλεια» στους έλληνες, που άφηκε να λάμψει αυτή η αβασίλευτη γιορτή στα καμπύλα τανύσματα του σώματος της Ελλάδας; Όχι, θα ειπεί ο τραγικός Αισχύλος.

Καθώς ο Προμηθέας αποθέτει στην ανάγκη των ανθρώπων το βάρος της αντοχής των θεών, θα τρίψει τα απολιθώματα των στεναγμών του στη χρυσόσκονη των εντόμων, στο γαργαρητό των πηγών και στην ηλιοσύνη του αιθέρα. Τραβώντας έτσι τα πάθη της η ζωή στην Ελλάδα κωδωνοκρούει την Ανάληψη του τόπου στο φέγγος των ανέμων, και στο ασταμάτητο γέλιο των κυμάτων της θάλασσας:

Ποντίων τε κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα65.

Οι έλληνες ήσαν ο ευφυέστερος λαός της αρχαιότητας, λέει ο Φρόυντ, ακριβώς γιατί είχαν κατανοήσει ότι η ανάγκη της φύσης είναι πάνω από τη δύναμη και των θεών ακόμη66.

Page 65: Νηφομανής Λιαντίνης

Εκείνο που δοκιμάζω να ειπώ, και στενεύομαι μη βρίσκοντας το βολικό τρόπο, είναι πως στη ζωή και στην ποίηση του Σεφέρη το ελληνικό ήθος κυκλοφορεί ζωντανό. Εκεί που οι περισσότεροι νεοέλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους έλληνες, ο Σεφέρης είναι ένας νεοαρχαίος.

«Φαντάζομαι», γράφει στις Μέρες του (Μ3, 22), «πως ο αληθινός ρυθμός της ζωής μου είναι κάτι που θα το ονόμαζα εναλλαγή των άκρων». Εδώ νομίζει κανείς ότι μιλά ο Αριστοτέλης και περιγράφει τους γωνιαίους λίθους της ηθικής του. Σήμερα ξέρουμε ότι, όταν ο Αριστοτέλης όριζε την αρετή σαν μεσότητα είχε στο νου του ένα είδος ακρότητας. Ο Ν. Χάρτμαν με τη γνωστή γεωμετρική απόδειξη έδειξε ότι η αρετή του Αριστοτέλη ήταν κάτι το οντολογικά μεσαίο αλλά αξιολογικά ακραίο.

Στον κύριο τόνο του ύφους του ο Σεφέρης σέρνει ένα βάρος που δεν τον αφήνει να ανεβεί ως την ηρεμία των κλασικών μορφών. Την προσοχή του την έχει καθηλώσει η μεγάλη νύχτα του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Και στον ανήφορο που φέρνει από την απόγνωση στη σοβαρότητα κάποτε τον εγκαταλείπει η αντοχή. Ωστόσο στιγμές στιγμές αραιές αστραπές αδειάζουν τον ουρανό από το μαύρο και αφήνουν να περάσει μπροστά του η παιδίσκη της χαράς:

Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί·η άβυσσος κλειστό πηγάδι.

(Π167)

Ο στίχος σημαίνει ότι στο βλέμμα της Κόρης του Ευθυδίκου που βλέπουμε στο Μουσείο της Ακρόπολης πέφτουν ρινίσματα λευκόχρυσου από το πριόνι του καιρού που υλοτομεί τον ουρανό. Ρινίσματα που δε φτάνει να τα αγγίξει η σκουριά.

Το εντάφιο θησαύρισμα του τοπίου του Σεφέρη το διακόπτει απότομα κάποιο φτεροκόπημα ίσκιου. Τα πλάσματα περίμεναν αυτή την κίνηση για να τιμωρήσουν τα δεσμά τους:

Φτέρνα της δύναμης, θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη.(Π75)

Ο στίχος σημαίνει ότι στο Μουσείο της Ολυμπίας ανάμεσα στους Λαπίδες και τους Κενταύρους η Δηιδάμεια αναπνέει την έρημη θροή της νίκης. Πάνω από τα τροπαιοφόρα χαλάσματα.

Τα βήματα του ποιητή είναι αργά. Μοιάζουνε μεταμελημένα δίχως αιτία. Όμως τραβούν πάντα μπροστά. Για να ξαναγίνει εκείνο που ξεγίνεται:

Page 66: Νηφομανής Λιαντίνης

Δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη.

(Π75)

Ο στίχος σημαίνει το χαρούμενο πεσσιμισμό των ελλήνων. Όπως στους Δελφούς ο Ηνίοχος ηγεμονεύει τους συγκρουόμενους βράχους. Πάνω ψηλά στο υψίπεδο της ανακωχής. Γι’ αυτό και τους είπανε Φαιδριάδες πέτρες.

Η στερνή γνώση του ποιητή σαϊτεύει κατάστηθα την αλήθεια. Το βέλος ακολουθεί το μήκος κύματος της προφητείας:

Ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.

(Π17)

Ο στίχος σημαίνει ότι ο σφυγμός του κόσμου για το Σεφέρη σταμάτησε, ή αλλιώτικα ο Σεφέρης πέθανε, ένα Σεπτέμβριο μήνα. Ωστόσο ο ήλιος εξακολουθεί το ταξίδι του ανάμεσα στις λευκές εκρήξεις του θανάτου που δε θα πάψουνε ποτέ. Στον διαπόντιο πλου του είναι αρπαγμένος από το στιβαρό χέρι του Αριστοναύτη που βλέπουμε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο:

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας.(Π187)

Άλλοι θα βρούνε άλλα. Εγώ στην αφελλήνιση του ελληνισμού ξεχωρίζω τρία δαιμονικά. Τα βλέπω τέτοια με την έννοια ότι όρμησαν απέξω στην Ελλάδα και κόψανε τον παιδαγωγικό λώρο του τοπίου με τον άνθρωπο. Την αστροφεγγιά της φυσικής παιδείας τη σκέπασαν με τον προβολέα της τεχνητής παίδεψης. Στη γη μας οι χημικές ορμόνες της ψυχής ήρθαν πολύ πριν από τις χημικές ορμόνες των γεωπόνων.

Οι τρεις επήλυδες σύμβουλοι, που στείρωσαν τη μήτρα του τόπου, είναι ο νοητός ήλιος του χριστιανισμού, η οθωμανική συννεφιά και η ευρωπαϊκή ομίχλη.

Το χριστιανικό πνεύμα ήρθε από την Ασία. Από την Ασία στους αρχαίους χρόνους είχε έρθει και το διονυσιακό. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο εισβολές είναι ότι το διονυσιακό έφτασε και απλώθηκε στον τόπο σαν προϊστορικό νεύμα, ενώ το χριστιανικό σαν ιστορικό νόημα. Το διονυσιακό προσφέρθηκε να λάβει από τον τόπο ελληνική

Page 67: Νηφομανής Λιαντίνης

μορφή. Το χριστιανικό αξίωσε να δώσει στον τόπο το ασιατικό του σχήμα.

Έχω πει σε άλλες ηλικίες τι διαφέρει από την άποψη της ουσίας το ελληνικό από το χριστιανικό πνεύμα. Για το κεντρομόλο δηλαδή του πρώτου και το φυγόκεντρο του δεύτερου αναφορικά με τον άνθρωπο εν μέσω του κόσμου.

Εδώ εκείνο που έχει τη θέση του να ειπωθεί είναι πως οι ιστορικές ώρες της έλευσης των δύο πνευμάτων, του διονυσιακού και του χριστιανικού, στον ελληνικό χώρο ήταν τέτοιας λογής, ώστε απόκλεισαν την όμοια εξέλιξη.

Το διονυσιακό πνεύμα φάνηκε σ’ έναν καιρό που το ελληνικό τοπίο είχε όλη την άνεση να διαλεχθεί μαζί του και να το γνωρίσει. Κι από τη γνωριμία ως την αφομοίωση πέρασε από αρκετά στάδια.

Στην αρχή το παρατήρησε φιλύποπτα και το απόκρουσε με επιμονή. Ο Ευριπίδης στις Βάκχες μας περιγράφει με πόσο πείσμα του αντιστάθηκε. Όπως η γυναίκα που ρίχνεται κάποιος να τη βιάσει. Θέλω να ειπώ για κείνη τη μανία αποστροφής που γυρίζει σε μια στιγμή σε λύσσα λαχτάρας. Στο τέλος το ελληνικό τοπίο δόθηκε στο διονυσιακό πνεύμα όταν πια το τελευταίο είχε δαμασθεί. Ο άγριος πάνθηρας έγινε κατοικίδιο και ζεύτηκε στο άρμα του θεού Διόνυσου.

Από τη συναπαντή αυτή του ελληνικού τοπίου με το άγνωστο και τον κίνδυνο τι βγήκε; Για την ανθρωπότητα βγήκε ο ναός της, δηλαδή η κλασική Ελλάδα. Για την Ελλάδα όμως βγήκε το ιερό του ναού, δηλαδή η αττική τραγωδία.

Εάν ο φρύγας Διόνυσος έδωκε στην Ελλάδα την τραγωδία, που ύστερα με το θέατρο έγινε πηγή διδασκαλίας για όλους του ανθρώπους και τους αιώνες, ο εβραίος Ιησούς τι της έδωκε; Θα φανεί παράδοξο, και κομμάτι βλάστημο για τους ανυποψίαστους. Ας αφήσουμε όμως την αλήθεια στο φτωχό παραγώνι της ήσυχη.

Εκείνο που ο Ιησούς έδωκε στην Ελλάδα ήταν η αίρεση. Και σαν τέτοια εννοώ την ελληνική ορθοδοξία. Μια νησίδα, δηλαδή, έμμονης διάκρισης λίγων μελανοφόρων μέσα στα εκατοντάδες εκατομμύρια της χριστιανικής οικουμένης. Είναι δύσκολο να ιδείς, όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα.

Ό,τι ξεχώρισε την ελληνική ορθοδοξία από τον επίλοιπο χριστιανισμό, φρονώ ότι είναι το ελληνικό τοπίο. Εάν το ελληνικό τοπίο δεν μπόρεσε να αφομοιώσει το χριστιανισμό έτσι, ώστε να γεννήσει πάλι το καινούργιο, οι αιτίες είναι πολλές.

Πρώτον η διδασκαλία του Ιησού ιστορικά ήταν κάτι προχωρημένο και σχεδόν έτοιμο. Και εδώ βρίσκεται η διάκριση ιστορικό νόημα για το χριστιανικό και προϊστορικό νεύμα για το διονυσιακό. Δεύτερον η εποχή ήταν τέτοια, ώστε ο χριστιανισμός

Page 68: Νηφομανής Λιαντίνης

εκτός από την Ελλάδα αναγκαία μεταφυτεύθηκε και αλλού. Στη Ρώμη και τις επαρχίες της. Τρίτον η μορφή που έλαβε στον εξωελληνικό μείζονα χώρο απομόνωσε την εξέλιξή του στην Ελλάδα, και την έτρεψε στην ιδιοτυπία. Τέταρτον ο ταχύς ρυθμός στην εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι σε μια πολύ ευρύτερη περιοχή γεωγραφικά κύρωσε τη δυνατότητα της μορφωτικής επιρροής πάνω στο χριστιανισμό από το ελληνικό τοπίο.

Αυτό το τελευταίο συνεχίζεται. Ο επηρεασμός που δέχουνται οι νεοέλληνες από τις ευρωπαϊκές και γενικότερα από τις παγκόσμιες εστίες επίδρασης σήμερα έχει λάβει τη μορφή καταιγισμού. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή ομίχλη που απλώθηκε πάνω στη νεότερη Ελλάδα, και δημιούργησε αυτό που ονομάζω «ευρωπαϊκός ελληνισμός».

Σήμερα η παιδαγωγική δύναμη του ελληνικού τοπίου έχει σχεδόν αφανισθεί. Η λάμψη και ο γδούπος της ζωής και της κουλτούρας παγκόσμια την ελληνική Φωτονερόπετρα την απώθησαν σε μέγα βάθος.

Ας στοχαστούμε για λίγο τον πελασγικό αιώνα των ελλήνων. Το πόσος καιρός εχρειάσθηκε, για να κυηθεί ο λόγος του ελληνικού τοπίου μέσα στη ζάμπλουτη γαστέρα της αρχαϊκής έκπληξης, έως ότου να γεννηθεί ο κόσμος της ελληνικής μυθολογίας. Την άκρα σιγαλιά που βασίλευε όσο να σαρκοδέσει εκείνο το θαύμα.

Εάν συγκρίνουμε αυτή την αργή διαδικασία, κάτι που μοιάζει με το ρυθμό του ποταμού που σπρώχνει σιγά σιγά τη γη στη θάλασσα, με τον ίλιγγο των αλλαγών σήμερα, τότε θα καταλάβουμε πόσο έχουν αλλάξει οι όροι. Το κέντρο του ελληνικού ουρανού μετατοπίστηκε από τον Πολικό στο Βέγα. Κάτι που θα συντελεσθεί μέσα σε δώδεκα χιλιάδες χρόνια, λένε οι αστρονόμοι.

Πάντως ένα είναι το βέβαιο. Ο χριστιανισμός ημπορεί να μην έφτασε ποτέ στην εντελέχεια που έμελλε να τον οδηγήσει το ελληνικό τοπίο. Ημπορεί να μην έδωκε ποτέ τον καινούργιο ελληνικό καρπό, κάτι σαν την τραγωδία. Ημπορεί νά ‘κοψε για πάντα στους νεοέλληνες το δρόμο που τράβηξαν οι Αρχαίοι. Όμως ξεχώρισε από το μεγάλο παγκόσμιο ρεύμα. Έγινε η ελληνική ορθοδοξία. Μια αίρεση δηλαδή. Αλλά και μία μαρτυρία ότι στην Ελλάδα ο μέγας Παν δεν πέθανε ποτέ.

Το ελληνικό τοπίο πέρα από τον έξω κλύδωνα που ανάστειλε τη δράση του, εξακολουθεί να λειτουργεί και να προπέμπει τον έλληνα. Όχι βέβαια εκεί που ταίριαζε σ’ αυτό. Όχι όμως κι εκεί που θέλουν οι επιρροές έξω από αυτό. Με τέτοιο νόημα ονομάζω την ορθοδοξία αίρεση.

Είναι παράδοξο. Ωστόσο το σχίσμα των εκκλησιών δεν ήταν μια πράξη πολιτικής ή πνευματικής επιλογής. Ήταν έργο φυσικής ανάγκης. Για το Filioque, και για ό,τι φαίνεται δουλειά του

Page 69: Νηφομανής Λιαντίνης

πατριάρχη Φώτιου ή του άκτιστου… φωτός, εκείνος που τελικά αποφάσισε ήταν η ελληνική Φωτονερόπετρα.

Οι ξένοι τό ‘χουν χωνέψει καλά ότι η ελληνική ορθοδοξία είναι μια αίρεση. Είναι κάτι, δηλαδή, που έχει δικό του λόγο, και παράλληλα βρίσκεται σε αντιδικία με την κρατούσα ιστορική τάξη και εξέλιξη. Το παράδειγμα που θα επικαλεσθώ μάλιστα μου επιτρέπει να υποθέσω πως αυτή τη γνώση των ξένων την έχει τυλίξει ο μύθος.

Οι βιογράφοι του Νοστογιέβσκι, λοιπό, αναφέρουν μια πληροφορία, που δεν είναι για το πρόβλημά μας ασήμαντη όσο φαίνεται. Η πληροφορία αυτή λέει πως, όταν ο Ντοστογιέβσκι φοιτούσε στη Σχολή των Ευελπίδων του τσάρου, είχε κινήσει την περιέργεια στους συμμαθητές του. Η αιτία ήταν η μονήρης και απροσάρμοστη συμπεριφορά του στη συμμετοχή της κοινής ζωής μέσα στη Σχολή. Αυτή η στάση του πολλές φορές προκαλούσε στους άλλους αισθήματα ειρωνείας, οργής ή οίκτου. Για όλα αυτά οι συμμαθητές του τον εφώναζαν «Φώτιους».

Ο «Φώτιους» ήταν κάποιος αιρεσιάρχης. Ο ιδρυτής της ορθόδοξης εκκλησίας, εξηγεί ο βιογράφος67.

Ο Σεφέρης ομολογεί ότι είναι ειδωλολάτρης (Δ1, 165). Ομολογεί από φόβο και καταφρόνηση, μήπως προφτάσει κάποιος και του κολλήσει τη στάμπα του χριστιανού. Και μάλιστα του πουριτανού χριστιανού, όπως τέτοιος λόγου χάρη ήταν ο Έλιοτ. Ωστόσο εάν είναι ειδωλολάτρης, δεν είναι αντίχριστος. Πολύ περισσότερο δεν αρνιέται την ορθοδοξία του.

Το ερώτημα που γεννιέται λοιπόν είναι τι λογής ειδωλολατρία είναι αυτή που πιστεύει. Το πρόβλημα δεν είναι δήλιο. Φτάνει να το κοιτάξει κανείς με το φως της Δήλου, και τότε θα φωτισθεί.

Όταν ο Ρωμανός λέει τον Όμηρο τυφλό, το Δημοσθένη άρρωστο και τον Πλάτωνα πλανημένο και αγύρτη68, δε χωρεί αμφιβολία ότι πιστεύει αυτά που λέει. Κι αν υποθέσουμε πως τους έβλεπε ξαφνικά μπροστά του, θ’ άρχιζε να σταυροκοπιέται και να ξορκίζει, όπως κάνουν οι καλόγεροι μπροστά στο διάβολο. Ωστόσο εμείς δε γελαστήκαμε που ονομάσαμε το Ρωμανό Πίνδαρο του Μεσαίωνα.

Το ίδιο κι ο Σολωμός φαίνεται ειδωλολάτρης, όταν καταφέρνει εκείνη τη φοβερή γροθιά στο σαγόνι του θεού. Εκείνοι οι δύο στίχοι του από το Λάμπρο τον υψώνουν σε μια τιτανική πράξη θεοδικίας. Κανένας από τους μεγάλους στοχαστές που έθεσαν το πρόβλημα της θεοδικίας, από τον αρχαίο Ιώβ έως το Λάιμπνιτς κι από τον Επίκουρο έως το Νίτσε, δεν τίναξε αυτή την έκρηξη του Βεζούβιου και της Αίτνας όσο εκείνος ο Σολωμός με το δίστιχο από την οκτάβα του Λάμπρου:

Page 70: Νηφομανής Λιαντίνης

Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάσειΤον Εαυτό του, γιατί μ’ έχει πλάσει.

Αυτός που πρέπει να αυτογκρεμιστεί είναι ο ίδιος ο θεός, γιατί έπλασε τόσο άθλιο τον άνθρωπο. Παρόλο τούτο όμως, εμείς γνωρίζουμε ότι ο Σολωμός δε χάνει ούτε «κόκκον σινάπεως» από την προσήλωσή του στην ορθοδοξία.

Ο Παπαδιαμάντης δε φοβήθηκε μήπως κολλήσει η γλώσσα του. Γιατί ποτέ δε λησμόνησε την Ιερουσαλήμ. Αλλά και να κολλούσε, εμείς ξέρουμε ότι είχε το φάρμακο, για να την ξεκολλήσει. Το σιγαρέττο και το κρασάκι του. Το άγιο ρεμέντιο του Διόνυσου.

Το ίδιο και ο Καβάφης. Μπορεί να τελείωσε με τον άγιο Βαβύλα στην Αντιόχεια, αλλά ολόκληρος ο στοχασμός του κλείνεται σε κείνο τον αθάνατο στίχο, που μιλάει για το πού πήγε το σώμα του Πάτροκλου. Που ήταν τόσο ωραίος, και δυνατός και νέος:

Εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ τη ζωή.

Η ανάλυση της δειγματοληψίας ατής φανερώνει πως η Φωτονερόπετρα μετουσίωσε τα χρωμοσώματα του χριστιανισμού έτσι, που να αντιφεγγίζεται μέσα του η συγγένεια με τους παλαιούς ευγενικούς χαρακτήρες.

Το τραγικό βίωμα, αυτή η summa των υποδείξεων που έλαβε από την κτηνωδία της φύσης το ελληνικό τοπίο και τη μπόλιασε στην ανάγκη να αντιπαραταχθεί ο άνθρωπος μαζί της, στην ορθοδοξία εμφανίστηκε σαν αναβίωση της διονυσιακής πράξης.

Εδώ οφείλεται και η διαφορά της έμφασης που δίνεται από το ρωμαιοκαθολικισμό και την ορθοδοξία στους σταθμούς της πορείας του χριστιανικού μύθου. Αντί για τα χριστούγεννα της Ευρώπης και της Αμερικής, στην Ελλάδα το βάρος πέφτει στο επεισόδιο των παθών. Ο Επιτάφιος πνίγεται στα μύρα του Ανθεστηριώνα. Ο φόβος αναμεριάζει μπροστά στον έλεο. Η τραγωδία ζει.

Τη χαρμολύπη, το στεφάνωμα του ελληνικού Απρίλη από τα νεκράνθεμα της Μεγάλης Παρασκευής και τα τροπαίολα της Ανάστασης, ο Σεφέρης την παράστησε στη δεύτερη νύχτα της Ακρόπολης. Παραθέτω τους τρεις αναβαθμούς της τραγικής πορείας.

Ο Φόβος: «Η σύναξη ανατρίχιασε· έβγαζαν τον Επιτάφιο. Οι παπάδες και τα ξαφτέρουγα· ο νεκρός θεός με μια πιτσιλιά αίμα στο πλευρό. Η Σαλώμη έκανε το σταυρό της. Μ’ αυτά τα δάχτυλα είχε γυμνωθεί· τόσο γρήγορα». (Α68)

Page 71: Νηφομανής Λιαντίνης

Ο Έλεος: «Με δυο κινήσεις έβγαλε όλα της τα ρούχα. Το κορμί της είχε τα λυγίσματα του κύκνου, παντού. Μόνο τα δυο ροδάκινα έμοιαζαν με τις πέτρες της σφενδόνης. Η κοιλιά γλιστρούσε ανεπαίσθητα κι έσβηνε στο θαμπό χαλκό του θάμνου. Μια ουλή τη σημάδευε λίγο κάτω απ’ τη μέση». (Α62)

Η Κάθαρση: «Είδε το κορμί της Σαλώμης ολόγυμνο, ανάμεσα στα χέρια που κρατούσαν τα κεριά, και τα κεριά φτιαγμένα από τη σάρκα της· και το ζύμωναν, τόσα δάχτυλα, άντρες και γυναίκες· τόσα δάχτυλα ως πέρα στο νεκροκρέβατο που ξεμάκραινε κατά το Ωδείο. Το κύμα του ρυθμού που τον εχτύπησε στη στενάχωρη κάμαρα, φάνηκε πάλι· ένιωσε ένα ανάβρυσμα δυνατής χαράς. Η μουσική έγραψε δυο μεγάλους κύκλους και τον άφησε ανεξαγόραστα μόνο». (Α69)

Ψάχνω να βρω το μυστικό νήμα, που συνδέει αυτή την Μ. Παρασκευή του Στράτη στο Σεφέρη με την Ημέρα της Λαμπρής του Λάμπρου στο Σολωμό. Και βρίσκω άλλα πράγματα. Βρίσκω τον Πλούταρχο και τον Πλάτωνα ζωγραφισμένους δίπλα στους χριστιανούς αγίους στη μονή Διονυσίου, και τον άγιο Βάκχο στα ψηφιδωτά του Δαφνιού.

Και θαρώ πως ο Ρωμανός που βρίζει τους έλληνες, έχει κρατήσει μια θέση για τον Όμηρο στην παράδεισο της μουσικής του. Εκεί που ο Δάντης δεν άφηκε να ζυγώσει ο ιδικός του μεγάλος Βιργίλιος.

Το πρόβλημα της επίδρασης της οθωμανικής σκλαβιάς πάνω στο νεοέλληνα εδώ απλώς το επισημαίνω. Καθώς και της επίδρασης της Ευρώπης. Θά ‘ταν παρέκβαση ασύμμετρη να τα καταπιαστώ.

Εκείνο μόνο που πρέπει να ειπώ είναι πως είναι πολύς ο φλόμος που χύθηκε στο ποτάμι της ελληνικής ψυχής εκείνα τα σταματημένα χρόνια. Για να καθαρισθούν πάλι οι πηγές και η κοίτη του, θα χρειαζότανε τόσος καιρός ανάρρωσης και λησμονιάς, όσον καιρό εκράτησε εκείνη η αφελλήνιση.

Μετά την Άλωση στο υπόστρωμα της φυλής άρχισε να κατασταλάζει ένα ίζημα από λογής φαρμακερά φυτά.

Άψινθος, δάτουρα και υποκύαμος,ακόνιτον, ελλέβορος και κώνειον69,

θά ‘λεγε ο Καβάφης. Με τον καιρό όλος αυτός ο λύθρος της εθνικής ψυχής έπηξε σ’ ένα κουβάρι από ίνες κακοπάθειας, αδικίας, μιζέριας και ντροπής, που την επούλωσε το κουκούλωμα μιας σκληρής ουλής. Από κείνο το βυθό της απώθησης λειτουργεί το «σύμπλεγμα μειονεξίας» της φυλής μας.

Page 72: Νηφομανής Λιαντίνης

Μετά το Σηκωμό, εκεί που η φτωχή Ελλάδα θά ‘πρεπε «να περπατήσει μονάχη» και να «μελετήσει» τη δόξα της και την καταστροφή της, εκεί που θά ‘πρεπε δηλαδή ν’ αφεθεί στο διάλογό της με τη Φωτονερόπετρα, τα συμφέροντα και η επίδραση της Ευρώπης επιδείνωσαν τη λοιμική. Σήμερα το κακό δεν έχει κράτο:

Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδεςμας πήρε ο ύπνος μας πήραν για πεθαμένους κι έφυγανφωνάζοντας«Γιου! Γιου! Πούουου… παξ!»βρίζοντας τους θεούς που μας προστατεύουν.

(Π108)

Ξεχάσαμε, λέει εκείνος που θα εξαργύρωνε τους στίχους αυτούς στην Τράπεζα της Ιστορίας, πως σε μια εποχή που το έθνος καταποντιζότανε σαν την αρχαία Ατλαντίδα, ο τούρκος και ο φράγκος το παράστεκαν από δεξιά και αριστερά, όπως ο δικαστής και ο δήμιος παραστέκει τον κρεμασμένο. Εννοώ το αμήχανο νόημα κάποιου συνθήματος, κατά τα χρόνια που έπεφτε η Πόλη, που δεν το πήραμε ποτέ στα σοβαρά:

«Προτιμώ το τουρκικό φακιόλιο από την παπική τιάρα70»

Εννοώ πως εκείνοι που ανατίναξαν τον Παρθενώνα στα 1869 ήσαν οι φράγκοι και οι τούρκοι. Στα 1922 που κάηκε η Σμύρνη, βρυκολάκιασαν οι σύνοδοι Φερράρας και Φλωρεντίας που έγιναν πριν από την άλωση της Πόλης. Η καταστροφή του ’22 στη βάση της είναι έργο της Ευρώπης και της Αμερικής.

Ο Σεφέρης μιλά κάπου για «ευρωπαϊκό ελληνισμό» και για «ελληνικό ελληνισμό».

Πρέπει να τον ιδούμε να δέρνεται και να τον περονιάζει ως το κόκαλο η νεροποντή όλης αυτής της εθνοφυλετικής προβληματικής. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ισομέτρητο αντίκρυσμα της ευθύνης στην επιτίμηση που μας απευθύνει: «Κράτησε έναν κατάλογο από τις ανοησίες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Πρόσεξε τον επιδερμισμό των ανθρώπων, την αμάθειά τους, την κακεντρέχειά τους, την ασυνειδησία τους». (Μ1, 13). Πρέπει να τον ανακαλύψουμε να περπατά απομόναχος, και να τον υποβαστάζει ο Δευκαλίων σε μια Ελλάδα που τη σάρωσε η λάσπη: «Κατά βάθος οι ατυχίες μου είναι δίκαιες: είμαι τέλεια ξένος από αυτό τον κόσμο. Είναι σωστό αυτός ο κόσμος να με αποκλείει». ((Μ4, 123)

Page 73: Νηφομανής Λιαντίνης

Μόνο τότε θα καταλάβουμε τι θέλει να ειπεί, όταν μιλά για ευρωπαϊκό και για ελληνικό ελληνισμό. Και προπαντός δε θα σπαταλήσουμε το πιο τίμιο. Τη γνώση που μας χαρίζει η πληγή του:

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο.(Π214)

Γράφοντας αυτό τον απαρηγόρητο στίχο εγνώριζε τι σημαίνει να λατομείς τον πεύκο. Δασάρχης δεν ήταν, αλλά Ηρόδοτο διάβαζε: « πίτυος τρόπον ἀ πείλεε ἐ κτρίψειν ὅτι πίτυς μούνη πάντων δενδρέων

»ἐκκοπεῖσα πανώλεθρος ἐξαπόλλυται 71. (Τους απειλούσε να τους ξεπατώσει σαν τον πεύκο. Γιατί ο πεύκος άπαξ και κοπεί, είναι το μόνο δέντρο που ξεραίνεται από τη ρίζα).

Αυτή η αγωνία του τον ύψωσε στο σημείο να ξεχωρίσει την Ελλάδα του σήμερα σε δύο. Ο Σεφέρης δεν εξήγησε τι σημαίνει ευρωπαϊκός και τι ελληνικός ελληνισμός. Του στάθηκε αρκετό ότι το επισήμανε. Ωστόσο το παραμιλητό της ζάλης του στρογγύλεψε σ’ ένα σχόλιο που για μας είναι σταθερό όσο η πετροκαλαμήθρα, που δείχνει πάντα το βοριά: «Τον ελληνικό ελληνισμό, κάποτε οι καλύτεροι από μας τον διαισθάνουνται». (Δ1, 101)

Κάποτε, οι καλύτεροι από μας. «Σοφοί δε προσιόντων αντιλαμβάνονται», που λέει ο Καβάφης. Ο Σεφέρης όχι σπάνια χρησιμοποιεί φραστικά καλούπια, που δεν ξεχωρίζεις, αν τα δανείζεται ή τα αποσπά κατευθείαν από το αρχικό τους κοίτασμα. Όπως εδώ με τον Καβάφη, έτσι κι όταν βαφτίζει τον Εξαρχόπουλο, το γνωστό καθηγητή της Παιδαγωγικής και το συνάφι του «μύγες του απόπατου» (Μ4, 283), το σολωμικό αρχέτυπο αντιχτυπά: «μυγόχεσμα του σπιταλιού».

Νομίζω πως κανείς απ’ όσους σκύψανε συλλογισμένα στα πράγματα δεν αμφιβάλλει ότι ο πρώτος μέσα σ’ αυτούς τους καλύτερους από μας που κατανόησαν τον ελληνικό ελληνισμό είναι ο Σολωμός. Και νομίζω πως ο πρώτος που δε θ’ αμφέβαλλε γι’ αυτό είναι ο ίδιος ο Σεφέρης. Εκείνο που έγραψε για τον εαυτό του: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό» (Μ3, 33), ο Σολωμός δεν τό ‘γραψε για τον εαυτό του. Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι τό ‘ζησε.

Και δεν τό’ ζησε μόνο πικρά, αλλά το πλήρωσε με το πιο πικρό λύτρο που κληρώθηκε σε έλληνα μα πληρώσει. Το πλήρωσε με την ίδια του την ποίηση. Που την είδε να κομματιάζεται ναυαγισμένη στα χασματικά μετέωρα της αγλαής ελληνικής του συνείδησης.

Κάποτε, και σε μια εποχή που δεν είχα συναντήσει το σχόλιο του Σεφέρη για τον ελληνικό ελληνισμό, αρνήθηκα την κρίση του για τις αιτίες που σύντριψαν την ποίηση του Σολωμού. (Δ1, 71). Και στη

Page 74: Νηφομανής Λιαντίνης

θέση τους αντίταξα την ιδέα της εμπλοκής και της πόλωσης του Σολωμού ανάμεσα στη συμπληγάδα της ευρωπαϊκής και της ελληνικής Ελλάδας.

Τι είναι ο ελληνικός ελληνισμός, δεν ξέρω αν ημπορεί κάποιος να το εξηγήσει. Τον διαισθάνουνται λέει ο Σεφέρης. Πώς; Από τι; γιατί; Με τι; Πότε; Μπορεί από νεύματα, από χειρονομίες, από πράξεις που τις κατάπιε η σιωπή72. Από τη Φωτονερόπετρα και τα έργα της. Εκείνα τα έργα που στον πυρήνα τους βρίσκεται η αττική τραγωδία.

Οι μαύροι τοίχοι της κάμαρης του Κάλβου στην Αγγλία. Οι μορφές κυπαρίσσια του Γκρέκο, Τα νυχτέρια στην Κρήτη ιστορώντας ατύπωτο τον Ερωτόκριτο όπως την Ιλιάδα πριν τον Πεισίστρατο. Τα λόγια του Κολοκοτρώνη, όταν ο δεσπότης της Άρτας τον φοβέρισε με το πασουμάκι του: «Μη μου βροντάς, παπά, το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι»73. Το τραγούδι του Μακρυγιάννη «Ο ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου», που τραγούδησε ένα βράδυ στην Ακρόπολη, για να σκορπίσει τις Ερινύες από το κεφάλι του Γκούρα, που είχε χαλάσει τον ψυχοπατέρα του τον Αντρούτσο. Το δαχτυλίδι και το δάχτυλο της Λιογέννητης. Ο Πανσέληνος στον ουρανό και στον Άθω. Το μανιάτικο μοιρολόι. Ο αστερισμός του Σκορπιού. Το θιαμπόλι του Σολωμού στον Ψηλορείτη. Η Τριχερούσα, το τέρας. Ο θρήνος του γκιώνη. Η ωραία Μυρτώ του Ελύτη. Τα αχαμνά του Καραϊσκάκη.

Δεν ξέρω τι είναι ο ελληνικός ελληνισμός.Ξέρω όμως τι τον ξεχωρίζει από τον ευρωπαϊκό ελληνισμό.

Πόσοι συλλογίστηκαν τάχα ανάμεσα στους έλληνες λόγιους και σοφούς που ξετρέχουν στην Ευρώπη και μας κομίζουν τα φώτα της, από την εποχή του Ιανού Λάσκαρη και του Μάρκου Μουσούρου ως σήμερα, με ποιο τρόπο και για ποιο λόγο ταξίδεψαν ο Πλάτων στην Αίγυπτο, ο Σόλων στην Λυδία, ο Ηρόδοτος στην Ανατολή, ο Ανάχαρσις στους Σκύθες; Και προπαντός τι είδαν και τι έφεραν από κει στην Ελλάδα; Τίποτα θά ‘λεγα.

Γιατί όλα τα φορτία των οραμάτων και των ακουσμάτων που συγκόμισαν από τους γεωμέτρες του Νείλου και τους αστρολόγους της Χαλδαίας, σαν τά ‘φεραν και τα χτύπησε το ελληνικό φως, έχασαν την ξενοτικιά τους ασχήμια. Και λάβανε τα απλά ελληνικά σχήματα. Τον άλογο βίο ο λόγος των ελλήνων τον χώνεψε στη χαρά και στη χάρη του έλλογου μύθου.

Για τους αρχαίους ο «ελληνικός ελληνισμός» δεν υποχρεώθηκε στο ρεζίλεμα να αντιπαραβληθεί σε κάποιον «βαρβαρικό ελληνισμό». Ήταν απλά ο ελληνισμός. Ή σωστότερα η Ελλάδα.

Page 75: Νηφομανής Λιαντίνης

Ο Σεφέρης υπήρξε μια από τις εκλεκτές και σπάνιες περιπτώσεις νεοέλληνα που έφερνε μέσα του γνήσιο τον αρχαίο έλληνα. Ήταν ένας νεοαρχαίος.

Πρέπει να υποθέσουμε πως από τις τιμές που του γίνανε δεν πρέπει να λογαριάσουμε σαν πιο σπουδαία το Νόμπελ της σουηδικής Ακαδημίας. Τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια του, όταν διάβασε στη νότια Αφρική τις οιμωγές και τα κλάματα του Προμηθέα, πρέπει να τον ξαναπλημμύρισαν, όταν μέσα στη νύχτα και μοναχικός αναλογίστηκε σε τι γλώσσα τον είχε ανακηρύξει σε «επίτιμο διδάκτορα», ο καθηγητής του Καίμπριτζ:

« ’ Μῦθοι οἵους παῖς ἔτ ὢν ἁλιέων ἢ αὐτουργῶν ἤκουσας ἐν ». Σμύρνῃ ἢ που ἐν Κλαζομεναῖς (Τα παραμύθια που άκουσες παιδί

από τα στόματα των ξωμάχων και των ψαράδων στην Σμύρνη κάπου ή στις Κλαζομενές)74.

Εκείνο ήταν το στεφάνι της αγριελιάς στο φαλακρό κεφάλι του Καίσαρα.

Page 76: Νηφομανής Λιαντίνης

6. DE RERUM NATURA

Όποιος επιχειρήσει να ταξινομήσει την ποίηση του Σεφέρη σε ορισμένο είδος θα συναντήσει αδιέξοδο. Ενδέχεται να βρει ότι πολλά κουστούμια πέφτουν στα μέτρα της. Κανένα όμως δε θά ‘ταν χωρίς ψεγάδι.

Θέλω να ειπώ πως οι παλαιές επιγραφές δεν κολλούν στην ποίηση του Σεφέρη. Ο λυρικός με τον Ερωτικό Λόγο, ο δραματικός με την Κίχλη, ο επικός με το Μυθιστόρημα, ο φιλοσοφικός με το Ο βασιλιάς της Ασίνης, ο επιγραμματικός με το Ευριπίδης ο Αθηναίος, χαρακτήρας μπορούν να μας σταθούν σημεία προσανατολισμού, στο βαθμό που μπορεί να μας αφήσουν μεσοπέλαγα ξυλάρμενους. Παρόμοια τα ονόματα του μοντέρνου εορτολόγιου, η κλασικιστική, η καθαρή, η συμβολική, η παρνασσική, η σουρρεαλιστική, η υπαρκτική ποίηση κυνηγούν αλλά δε φτάνουν το πράγμα.

Ο ίδιος ο ποιητής θα μας έλεγε πως για το ζήτημα δεν ωφελούν η επίδοση και η προπόνηση. Εδώ χρειάζεται αλεπού ελληνική. Το χρυσό μήλο που πέταξε ο Μελανίων και δίπλωσε τα γρήγορα πόδια της Αταλάντης, τη δουλειά του θα την κάνει πάντα. Η σεφερική ιστορία στην ποίησή μας έχει το μικρό της ανάλογο. Η μέθοδος του Σεφέρη για να ξεπεραστεί ο Παλαμάς, ο κόρος δηλαδή της εποχής του Παλαμά, δεν ήταν να υπερθεματίσει κανείς τον Παλαμά, αλλά να τον αναθεματίσει. Υπερβαίνοντας δηλαδή σαν ξεπερασμένη την ποιητική παράδοση που είχε για κέντρο τον Παλαμά, να ανοίξει τους νέους δρόμους και να κινηθεί στους νέους συρμούς.

Ακόμη ο Σεφέρης, έξω από την ποίηση της στιγμιαίας καθήλωσης των στιγμών, δεν καλλιέργησε άλλα είδη. Το θεατρικό δράμα, για παράδειγμα, την κωμωδία, την επικολυρική σύνθεση, το διήγημα, το μυθιστόρημα. Ούτε καν το σονέττο με το δευτερεύοντα τρόπο του Μιχαήλ Αγγέλου ή του Σαίκσπηρ.

Ωστόσο οι απόπειρες, οι έξω από την ποίηση, οι Δοκιμές δηλαδή η Ακρόπολη και οι Μέρες ακόμη, αυτό το αιρετικό καλενδάρι του οδοιπόρου που ανεβαίνει μελανιασμένος την αγανιά της ανθρώπινης μοίρας, αποτελούν το συμπλήρωμα μιας ποιητικής Μονάδας, που αν δεν είναι κραυγαλέο είναι σίγουρα πειθαναγκαστικό.

Είναι περίεργο. Ωστόσο στο έργο του τη σαφήνεια, το αδρό σχήμα της ποιητικής ομοιομέρειας που αναπαύεται στην αυτονομία της, το σκεπάζουν άλλες επιφάνειες. Η δυσκολία ξαφνικά. Το

Page 77: Νηφομανής Λιαντίνης

αίσθημα πως έχουμε να κάνουμε με πράγματα αλλόκοτα και μοναχικά. Ότι μπροστά μας στέκεται ένας κόσμος στριμμένος, αποθαρρυντικός, αχώνευτος.

Όσο όμως επιμένει κανείς, αρχίζει να πείθεται πως τα έξω από τα Ποιήματα γραφτά του τα επιβάλλει ένα αναγκαίο αίτημα αρτίωσης. Για τα ποιήματα αυτοί οι σκηνοθετικοί δορυφόροι παίζουνε, θά ‘λεγα, το ρόλο που έπαιξε η ανθρώπινη φωνή στον ήχο της τελευταίας Συμφωνίας του Μπετόβεν.

Χωρίς τις Δοκιμές, και κυρίως χωρίς τον Ακρόπολη75, η εικόνα που θα μας άφηνε το έργο του θά ‘ταν διαφορετική. Χασματική στην τραχύτητά της. Και από την άποψη της κατανόησης ακόμη πιο δυσκολοπρόσιτη. Με άλλα λόγια την ποίησή του δεν τη δίνουν τα Ποιήματα μόνο, αλλά ολόκληρη η γραπτή μαρτυρία του. Λέγοντας ποίηση εννοώ ό,τι και οι ευρωπαίοι. Που λένε ποιητή τον Ντοστογιέβσκι ή τον Κάφκα, το Νίτσε και το Φρόυντ.

Στα κείμενα του Σεφέρη δεν υπάρχει ούτε κόμμα χωρίς ποιητικό λόγο. Θα σταθώ σε μια τέτοια λεπτομέρεια, που κρύβει μέσα της μια σπουδαία οδηγητική υπόδειξη. Στη συλλογή του Ημερολόγιο καταστρώματος Α’ έχει τοποθετήσει κεφαλίδα τον ακόλουθο στίχο του Χαίλντερλιν:

Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζονταιΣ’ ένα μικρόψυχο καιρό;

Παρότι ο καιρός είναι μικρόψυχος, και παρότι ο ίδιος ο Σεφέρης το εδώ και το σήμερα το αντικρύζει με τετραπέρατο μάτι, εν τούτοις έχει αρπαχτεί από την ποίηση όπως το βρέφος από τον κόρφο της Γαλακτοτροφούσας.

Αν σκεφτεί ακόμη κανείς πως δε γράφει μόνο, αλλά συνέχεια τυπώνει και δημοσιεύει, η απορία μας γίνεται απόγνωση. Και το πράγμα φτάνει ως την αυλόθυρα της προδοσίας απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, όταν θυμηθούμε πως κάποτε στα πρώτα του νιάτα έγραψε τις ακόλουθες γραμμές: ¨Να γράψει κανείς σ’ όλη του τη ζωή, να τραγουδήσει, να μη δημοσιέψει απολύτως τίποτα και πεθαίνοντας να κάψει τα τραγούδια του με το δεξί του χέρι η μεγαλύτερη περηφάνεια ενός ποιητή, νάτην». (Τσ. 104)

Ο Σεφέρης όσα δίκασε στο θάνατο δια της πυράς τά ‘καψε όλα. Όσα όμως έκρινε ότι δεν πρέπει να καούν τα φύλαξε καλά. Η στάση του μας αναγκάζει να δεχτούμε πως, αν ο καιρός είναι μικρόψυχος, δεν ημπορεί να εμποδίσει τον ποιητή να σώζει την ψυχή του. Και από την άλλη πλευρά μας προκαλεί να εξετάσουμε, πώς το

Page 78: Νηφομανής Λιαντίνης

μικρόψυχο της εποχής αντικρύζεται από τη μεγαλοψυχία του καλλιτέχνη.

Συμβατικά, αλλά με τη μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση, μπορούμε να ειπούμε πως η τομή στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής ποίησης, και συνακόλουθα η αρχή της κρίσης, συμπίπτει με το Γκαίτε. Με την εποχή, δηλαδή, που ο Χαίλντερλιν τη βάφτισε μικρόψυχη.

Ως τότε η ποίηση ανάβλυζε από φυσικές πηγές. Στην κοίτη της συνέρρεαν οι φλέβες της δροσιάς που απόσταζε η μητρική γονιμότητα του ουρανού, του αγέρα και του ήλιου. Οι άνθρωποι έπινα από το ίδιο νερό που έπιναν τα αγρίμια και τα πουλιά. Η επέμβασή τους, όπου παρουσιαζόταν, δεν αντιδικούσε με τη φυσική τάξη, όπως συνέβηκε ύστερα.

Το υδραγωγείο της Νικόπολης στέκεται τόσο κοντά στη θαλπωρή του τζακιού, όσο το φράγμα του Λούρου στην ενέδρα της ηλεκτροπληξίας.

Έτσι, η ποίηση τότε καθρέφτιζε την ολότητα της ζωής. Γιατί πήγαζε από το λόγο που συνέχει και αρμονίζει το πεδίο των συγκρούσεων του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τη φύση σε μια ενότητα οργανική. Ήταν ποίηση με χαρακτήρα φυτουργικό, πρωτόβουλο, παγκόσμιο.

Το τραγούδι των ποιητών ήταν το ηχητικό παράλληλο στο τραγούδι του πουλιού που λαλεί πέρα από τη λύπη και τη χαρά, πέρα από το καλό και το κακό, ή την ανάγκη και τον πόρο της. Ο ήχος του έκλεινε συνταιριαστά και καλόγνωμα και τα δύο μισά της ζωής. Το μηδέν δηλαδή και το είναι, την ύπαρξη και την ανυπαρξία.

Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος στο ύφος των ανθρώπων και των πραγμάτων του καιρού τους αναγνώριζαν ότι το μηδέν δικαιούται ό,τι ακριβώς και το είναι: «Οὐθὲ ν μᾶ λλον τὸ ὂ ν τοῦ μὴ ὄ ντος εἶ ».ναι (Γιατί το ον δεν είναι καθόλου περισσότερο από το μη ον)76. Μετά το Γκαίτε η απάρνηση του μη όντος και η μονομερής υιοθέτηση του όντος από τον άνθρωπο άφηκε ένα κενό που δεν ημπορεί να το γιομίσει η νοσταλγία μας:

Κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.(Π194)

Καμία χαρά, δηλαδή, που δεν έχει μέσα της ταυτόχρονα στοιχεία δυσκολίας, αγώνα και πόνου δεν ημπορεί νά ‘ναι γνήσια. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης για όλα τα όντα. Η εύκολη ζωή, έξω από το ότι ναρκοθετεί το μέλλον του ανθρώπου, είναι και ζωή άχαρη. Ευνουχισμένη και ψόφια.

Page 79: Νηφομανής Λιαντίνης

Τα ίχνη της συντριβής του ποιητικού όλου μορφικά εμφανίζουνται κι όλας στο έργο του Γκαίτε. Στο Φάουστ η δύναμη της συνοχής με πολύ κόπο καταφέρνει να καταστείλει την έκταση της χαλάρωσης. Η πολλότητα και η ποικιλία των στοιχείων, στο δεύρετο Φάουστ κυρίως, δυσκολεύει τη θέαση του ενιαίου πεδίου. Το Όνειρο της νύχτας της Βαλπούργης, λόγου χάρη είναι μία, και από τεχνική άποψη, ένθετη ένταξη στην όλη οικονομία του έργου. Είναι αρκετό να θυμίσει κανείς ότι το δαιδαλικό του Φάουστ στάθηκε όπλο στα χέρια των γάλλων φιλολόγων, για να αντικρούσουν τους γερμανούς, όταν τη θέση τους για το διαμέλισμα του Ομήρου τη στήριξαν στην ανομοιογένεια του συνόλου των ομηρικών επών.

Μετά το Γκαίτε αρχίζει η μεγάλη κατηφόρα της ποίησης. Η αλλοίωση της ύλης συμπαρακολουθεί το ρυθμό της μεταβολής: «Οι Γερμανοί πρέπει να ξεπαστρέψουν τη Μαργαρίτα. Με τον κατήφορο που έχει πάρει, θα τους γεννάει συνεχώς νόθα». (Μ2, 130)

Αυτή η κρίση του Σεφέρη έχει αφόρμηση μουσική και κατακλείδα ηθική. Ξεκινά από το θέατρο Μπαϋρώτ και καταλήγει στα συρματοπλέγματα του Νταχάου. Εάν τη μεταφέρουμε στο ρυθμό τα συντριβής του σώματος της ευρωπαϊκής ποίησης, η παραβολική αντιστοιχία της θα βρούμε πως έχει ακρίβεια ζυγού.

Από το Γκαίτε ως τον Κάφκα η εξέλιξη της ποίησης ακολούθησε την ίδια πορεία, που ακολούθησε η μετάβαση από το τραίνο στη ρακέτα και από την αραβίδα στη μπόμπα της Χιροσίμας. Η συνέπεια της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη έχει σκληρότητα γεωμετρική. Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αστειεύεται, η φύση ποτέ.

Ο κόσμος που μέσα του κινιούνται οι ήρωες του Κάφκα, και οι άνθρωποι αυτοί δε μας πληροφορούν για το τι συμβαίνει στον α του Κενταύρου, για μας μιλάνε, μαζί με τον παραλογισμό του έχει την ίδια νομοτέλεια που διαπιστώνουν οι ερευνητές στα εργαστήρια των ινστιτούτων Μικροφυσικής. Όλες οι κινήσεις του Χωρομέτρη στον Πύργο του Κάφκα, η δράση η πρόσβαση η διαφυγή η εμπλοκή ο ελιγμός το αδιέξοδο η ανάπαυλα η προχώρηση η υποτροπή ο φαυλόκυκλος, υποβάλλουν μ’ έναν τρόπο μακάβριας πιστότητας εκείνο τον κύκλο των αλυσωτών αντιδράσεων που πραγματοποιούνται στη σχάση των ατόμων. Όταν ο Κ. της Δίκης ολοκληρώνει το σχέδιο των χειρισμών του πάνω στην απέραντη σκακιέρα, που τού ‘χουν στήσει χωρίς να μάθει ποτέ ποιοι και γιατί, ο θάνατος τον χτυπά με μια ξερή έκρηξη.

Ο Όττο Χαν που εδιάσπασε το άτομο και ο Κάφκα που έγραψε τη Δίκη είναι σύγχρονοι. Ο καθένας από το στρατηγείο του σχεδιάζει την ίδια επιχείρηση.

Page 80: Νηφομανής Λιαντίνης

Ο μόνος, νομίζω, από τους ποιητές μετά το Γκαίτε που στάθηκε έξω από τον οίστρο της ποιητικής διάσπασης είναι ο Ντοστογιέβσκι. Οι μορφές αυτού του ισόβια μελλοθάνατου αναδύουνται ακέραιες από την αχανή τραχύτητα της ρωσικής γης. Και αυτή η γη πρέπει νά ‘ναι ο λόγος, που στο έργο του φυλάχτηκε η αθώα συμπάγεια της ποίησης. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

Για να ολοκληρωθεί η εικόνα της ποιητικής κατάστασης μέσα στην οποία έρχεται να λάβει τη θέση της η ποίηση του Σεφέρη, πρέπει να γίνει ακόμη μια παρατήρηση για το Νίτσε, το θεωρητικό της κρίσης. ο Νίτσε περιέγραψε την αλλοίωση στη δομή της ζωής, που προκάλεσε με τη σειρά της την αλλοίωση στη δομή της ποίησης. Οι συμβολικοί υπαινιγμοί του για την παρακμή της ευρωπαϊκής κουλτούρας, για την ολοκλήρωση της μεταφυσικής, για το θάνατο του θεού, περιγράφουν την αρρώστεια μ’ έναν τρόπο ακραίας αφαίρεσης και οριακών αναγωγών. Από την άλλη πλευρά οι οραματικές ανασυντάξεις του για τη μεταξίωση όλων των αξιών, τη βούληση για δύναμη και τον υπεράνθρωπο, die Umwertung aller Werte, der Wille zur Macht, der Übermensch, περιγράφουν τη θεραπευτική δίαιτα. Ωσότου όμως να περάσει ο κόσμος από την αρρώστια στη θεραπεία, θα γίνουν άλλα πράγματα. «Θα ζήσουμε συνταραχές, ορυμαγδούς σεισμών, μετατοπίσεις βουνών και κοιλάδων, τέτοιες που κανείς δεν εφαντάσθηκε ως τώρα»77.

Στο μεταξύ οι ποιητές ζουν την απορία και την απόγνωση της προετοιμασίας των Βαρβάρων. Η αναμονή είναι πιο εφιαλτική από τον ερχομό τους. Είναι φυσικό στην τραγωδία ο Καβάφης να μη βλέπει λύση. Ούτε θεό από μηχανής.

Οι απόγονοι του δόκτορα Φάουστ του Γκαίτε, ο Δόκτωρ Φάουστους του Μαν και ο Δόκτωρ Ζιβάγκο του Πάστερνακ είναι χαρακτηριστικά δείγματα στην πορεία της διάσπασης που ακολούθησε η ποίηση μετά το Γκαίτε.

Και ο ένας, ο Μαν της Γερμανίας που διασπάστηκε σε ανατολική και δυτική, και ο άλλος, ο Πάστερνακ της Ρωσίας που πέρασε από την τσαρική στη σοβιετική – ο δόκτωρ Ζιβάγκο αναδύεται από την επανάσταση του ’17, ο δόκτωρ Φάουστους από το χαλασμό του ’45 – είναι καθαρές ποιητικές μορφές, αλλά δε φτάνουν ν’ αγκαλιάσουν το πρόβλημα του ανθρώπου με την καθολικότητα που το αγκαλιάζει ο Φάουστ του Γκαίτε. Είναι θεότητες τοπικές.

Η λέξη δόκτωρ μου χρειάστηκε για να πλησιάσω το θέμα μου από την πίσω πόρτα. Ο Σεφέρης μιλά για έναν άλλο δόκτορα της Ευρώπης: «Αν είναι αλήθεια ότι ‘η κόλαση είναι οι άλλοι’, όπως έγραψε ένας δόκτωρ της ώρας μας, τότε είναι το ίδιο αλήθεια πως και ο παράδεισος είναι οι άλλοι». (Δ2, 278). Ο λόγος αυτός είναι αρκετά βαρύς. Δεν ξέρω εάν έφτασε ποτέ στα αυτιά του Σαρτρ. Με

Page 81: Νηφομανής Λιαντίνης

την κρίση του αυτή ο έλληνας δεν προσπαθεί να συμπληρώσει το γάλλο. Η αντίθεση εκφράζεται σε βάση κοσμοθεωρητική.

Ο Σεφέρης ήταν και στη σκέψη φρόνιμος και στα λόγια μετρημένος. Ακόμη ήξερε πως, αν τις ιδικές του ιδέες τις γνώριζαν εφτά, τη σκέψη του Σαρτρ τη συζητούσαν εφτά φορές το εβδομήντα εφτά. Πώς έφτασε να ορθωθεί ενάντια στο στοχασμό του Σαρτρ; Η εξήγηση που μπορώ, να δώσω στο πρόβλημα είναι η ακόλουθη. Ο Σεφέρης δεν εγνώριζε καλά ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Δεν τον απασχόλησε συστηματικά. Ήξερε πως ο ίδιος είναι ή αγωνίζεται να γίνει ποιητής. Και την ποίηση την ξεχώριζε από τη φιλοσοφία: «Η δουλειά του ποιητή δεν είναι να λύνει φιλοσοφικά ή κοινωνικά προβλήματα». (Δ1, 360). Όσα εγνώριζε για τους φιλοσόφους τα όφειλε κυρίως στους ποιητές. Αν η ποίησή του έχει και ευρωπαϊκό, που θα ειπεί κι παγκόσμιο χαρακτήρα, αυτό δε γίνεται, όπως γίνεται λόγου χάρη με την ποίηση του Έλιοτ.

Η Έρημη Χώρα του Έλιοτ είναι το τυπικό δείγμα της κατοικίας του σύγχρονου ανθρώπου στο νεκρό κόσμο που περιγράφει ο Νίτσε. Αυτό που το ονομάζει «ευρωπαϊκός μηδενισμός». Η επίδραση είναι άμεση. Η έρημος όμως που υπάρχει στην ποίηση του Σεφέρη, όσο μπορούμε να την ειπούμε τέτοια στερεοποιώντας τον πεσσιμισμό του, απορρέει από το νεκρό κόσμο της εποχής μας, που ο Σεφέρης τον γνωρίζει από την Έρημη Χώρα του Έλιοτ, και ευρύτερα από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η επίδραση είναι έμμεση.

Από το ένα μέρος γνωρίζει την ευρωπαϊκή λογοτεχνία άρτια. Από το άλλο οι αναφορές του σε ευρωπαϊκούς φιλοσοφικούς τόπους είναι λίγες και οι περισσότερες από διηγήσεις και περιγραφές ξένες78.

Η αιτία αυτής της στάσης του Σεφέρη απέναντι στο ευρωπαϊκό πνεύμα είναι ότι οι πηγές της ποίησής του είναι διαφορετικές από τις πηγές της ποίησης των ευρωπαίων. Η συγγένειά του με τον Πάουντ, το Βαλερύ, το Μπρεχτ, τον Έσσε, τον Καμύ, το Σαρτρ, τον Έλιοτ και τους άλλους έχει την ιδιοτυπία της. Στα γκαρδιακά αδέρφια αυτός είναι ο ετεροθαλής. Όπως ακριβώς ετεροθαλής αδερφός των ευρωπαίων είναι και ο Λόρκα.

Η ποίηση του ανεξαγόραστου Λόρκα, παρά τη συγγένειά της με τα ρεύματα και τις τροπές της ποίησης στην Ευρώπη, έχει το δικό της οικόσημο. Είναι ένας επιτάφιος με όλα τα χρώματα και τα αρώματα της Ισπανίας. Το καθένα έχει αξιωθεί τη λιτή και αναγκαία του θέση:

Οι επιρροές του τσιγγάνικου ζώδιου. Οι κελητίζοντες αιώνες του Ισλάμ στις βυσσινιές εκτάσεις του θρύλου. Οι πορτοκαλιές και τα λιόφυτα που ανεβάζουν τη χτενισιά της Μεσόγειου ως ψηλά στα καστέλλια των ερειπίων και στα χιόνια των προβάτων. Τα

Page 82: Νηφομανής Λιαντίνης

αναμμένα αγκάθια του ισπανικού ήλιου ριγμένα στα νερά του Γουαδαλκιβίρ. Ο αναίτιος ταύρος που κερατίζει την κόκκινη σημαία του θανάτου. Το στήθος της σελήνης στις κοιλάδες της νύχτας μαχαιρωμένο από τις ακίνητες λόχμες. Οι μανάδες με τα μαύρα μαντήλια στα λευκά τους μαλλιά. Οι κόρες με τα μαύρα μαλλιά στα ηλιοτρόπια του λαιμού και της πλάτης.

Η γραφή του Λόρκα είναι η υπογραφή της Ισπανίας.

Ένα ανάλογο σημαίνει ο διαφορισμός των πηγών στην ποίηση των ευρωπαίων και στην ποίηση του Σεφέρη. Ο μίτος της αναζήτησης μας ξαναφέρνει στα θαλάμια του ελληνικού ελληνισμού:

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα του Οδυσσέα.

(Π87)

Η ευρωπαϊκή ποίηση φυτρώνει σ’ ένα έδαφος κι ένα κλίμα που έχουν τη δική τους αυτάρκεια αναφορικά με τη δοχή του τόπου, και τη δική τους δυναμική αναφορικά με το ιστορικό ξετύλιγμα. Η φυσιογνωμία της καθρεφτίζει το είδωλο της ζωής που τη γέννησε.

Ωστόσο τη ζύμωση της ευρωπαϊκής ζωής την κίνησαν εξωευρωπαϊκά ένζυμα. Ούτε το ελληνικό μέτρο ούτε το εβραϊκό πάθος, που παίξανε το ρόλο της μαγιάς στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, αποτελεί ένα άρτιο μόρφωμα στην ιστορική πορεία του ευρωπαίου, που η κοιτασματική του αφόρμηση είναι δευτερογενής.

Υπάρχουν δηλαδή ορισμένοι όροι αρχής που, ενώ το ευρωπαϊκό πνεύμα στο σχέδιο του γονικού του λόγου τους χρησιμοποιεί αναγκαία, οι όροι αυτοί είναι και θα μείνουν ξένοι στο φυσικό κοίτασμα του ευρωπαϊκού πνεύματος. Στους όρους αυτούς το ευρωπαϊκό πνεύμα παραπέμπει σαν σε πηγή.

Η μηχανική του Νεύτωνα, για παράδειγμα, που άνοιξε τη γνώση του ανθρώπου στους δρόμους του ουρανού, την εστία της την αναγνωρίζει στη γεωμετρία του Ευκλείδη. Η απροσδιοριστία του Χάιζενμπεργκ, ολοκληρώνοντας τον πλου μιας κοσμικής Οδύσσειας, ξαναγυρίζει στο « μεταβάλλον » ἀναπαύεται του Ηράκλειτου. Η γενική θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, που κρούει να της ανοίξουν οι πύλες των δυνάμεων που ισορροπούν στο κενό τους αστέρες και τους γαλαξίες, στη βάση της σχολιάζει αναλυτικά τρεις λέξεις του Λεύκιππου: « »Καὶ περιπλεχθέντων ἄστρα γίνεσθαι 79.

Με την ίδια έννοια η φιλοσοφία της Ευρώπης, η ξυλοδεσιά που πάνω της θα πλέξει το κλήμα της ζωής και θα δέσει το σταφύλι της

Page 83: Νηφομανής Λιαντίνης

ποίησης, είναι η ανάπτυξη της αρχαϊκής απορίας των ελλήνων. Σε όλο το φάσμα της γνωστικής προέλασης. Ακόμη κι εκεί που φαίνεται πως προσκρούει στα όρια, όπως λογουχάρη στον Καντ, ή διαλύεται στις μήτρες, όπως λογουχάρη στον Χάιντεγγερ, η ευρωπαϊκή φιλοσοφία μηρυκάζει τους ελληνικούς καρπούς από το δέντρο που βασάνιζε τον Τάνταλο.

Τη θάλασσα του στοχασμού από τον Καρτέσιο στον Έγελο κι από το Σπινόζα στο Μπερξόν οι έλληνες την είχαν γνωρίσει με το σώμα και την αφή τους. Ο Θαλής, λογουχάρη, λούστηκε στα νερά της, ο Αναξιμένης ανάσανε τον αέρα της, ο Ηράκλειτος ξάπλωσε στον ήλιο της, ο Εμπεδοκλής πήδηξε στο βυθό της. Ύδωρ δηλαδή, αήρ, πυρ, άλμα στην Αίτνα είναι Θαλής, Αναξιμένης, Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής.

Αυτή την πλατιά θάλασσα οι ευρωπαίοι ποιητές τη μεταχειρίστηκαν με πελώριο τρόπο. Είτε προσπαθώντας να την καταπιούν, όπως ήθελαν οι μυστικοί Έκχαρτ και Μπαίμε, είτε δοκιμάζοντας να την αδειάσουν «με το κουταλάκι του καφέ», όπως ήθελε ο Έλιοτ.

Ο Σεφέρης τη θάλασσα αυτή τη βρήκε στα μέτρα του ανθρώπου, γιατί την αγνάντεψε με ελληνικό μάτι. Το δέος που ένιωσε μπροστά της το επειθάρχησε, σφραγίζοντας καλά το δοχείο της απορίας του. Αν δεν υπήρχαν οι άμυαλοι σύντροφοι, που άλλοτε λύνουν τους ασκούς των ανέμων άλλοτε περιφρονώντας τα παξιμάδια σφάζουν τα απαγορευμένα γελάδια του θεού, τα ταξίδια του θά ‘τανε σίγουρα. Όπως του παλαιού Οδυσσέα.

Για τη φυσική αίσθηση του Σεφέρη η πίσσα σήμερα και τα άλλα προϊόντα του πετρέλαιου των αράβων αναπαλαιώνουν το κατράμι της Κόλασης του Δάντη. Σ’ ένα όψιμο όνειρό του μας λέει ότι είδε τις δωρικές κολόνες του Παρθενώνα να γίνουνται σωληνάρια οδοντόκρεμας κάποιας αμερικανικής φίρμας. (Δ2, 326). Φρίκη. Αν ζούσε λίγο ακόμη, το όνειρο θα τού ‘βγαινε. Θά ‘βλεπε την κόκα κόλα να νικάει τη φυσική εμορφιά του Αλφειού και της Άλτεως. Οι Ολυμπιακοί του 1996 θα γίνουν στην Ατλάντα.

Τα λογής ιπτάμενα σάβανα που χαρακώνουν τον ουρανό της γης όλο και πιο πυκνά, οι καλιακούδες τα κοράκια και οι γύπες, δεν παράτρεψαν τη φαντασία του στη συνήθεια των παλαιών οιωνοσκόπων. Ό,τι βλέπει, το βλέπει καθαρά:

Είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιέςπλεγμένα πάνω στην κακή γενιάτη μοίρα μας.

(Π78)

Page 84: Νηφομανής Λιαντίνης

Είναι μια εικόνα του που τη δανείζεται από το δημοτικό τραγούδι μας:

Τι ‘ναι τα φίδια πλεχταριές και οι οχιές ζωνάρια.

Η εικόνα αυτή με την πειθώ της υλικής της αμεσότητας αφήνει να ορμήσουν κατά πάνω μας όλα τα ερπετά του ρίγους. Ενός ρίγους τόσο διαπεραστικού, που νομίζεις ότι δεν το γεννάει η κακή κυβέρνεια της ιστορικής μας ώρας, αλλά κάποια τρέλα που δέρνει τους κόλπους του ίδιου του σύμπαντος. Ένας «φυρμὸς

»ἀνηγεμόνευτος 80, όπως θά ‘λεγε ο Μάρκος Αυρήλιος. Ακυβέρνητο ανακάτωμα.

Και για να το ειπούμε απλά. Αναφορικά με την επιλογή των φιλοσοφικών του εντρυφήσεων ο Σεφέρης αντί για την τεθλασμένη του Λάιμπνιτς και του Κίρκεγκωρ ακολουθεί την ευθεία του Ηράκλειτου και του Πλάτωνα.

Αυτό σημαίνει, αν μεταφέρουμε το γράμμα της φιλοσοφίας στο πνεύμα της ζωής, ότι, ενώ δε ζει έξω από το κλίμα της Ευρώπης, την πορεία της ζωής του ωστόσο την προσδιορίζει καθοριστικά ένα plus που λείπει από τη ζωή των ευρωπαίων ποιητών. Αυτό το «επί πλέον» είναι ότι τις ουσίες του ελληνικού πολιτισμού τις καταλύει ζωντανές, εκεί που οι ευρωπαίοι τις μεταχειρίζουνται μουσειακά. Τις τρώνε δηλαδή με σκορβούτο.

Έτσι η περίπτωση του νεοαρχαίου Σεφέρη ξαναγράφει την παλιά ιστορία του Πλούταρχου. Κάποτε, λέει ο Πλούταρχος, παρακινούσαν ένα σπαρτιατόπουλο να δώσει προσοχή σε κάποιον που ήξερε να μιμείται το τραγούδι του αηδονιού. Μα δε μου χρειάζεται, αποκρίθηκε ο νέος. Έχω ακούσει το ίδιο το αηδόνι. «Αὐτᾶ ς ἄκουσα

»τήνας 81. Ήταν φυσικό λοιπόν του Επίκουρο και τον Πλάτωνα να τους

βλέπει πιο νέους και πιο επίκαιρους από τον Καρλ Μαρξ και τον Καρλ Πόππερ. Χάρη στη ζωντανή διαλεκτική του με το στοχασμό των ελλήνων βρίσκει ακρόπολη για να οχυρωθεί. Εκεί που οι ευρωπαίοι ποιητές αντικρύζοντας την ορδή του δικού τους καιρού παραδίνουν τα κάστρα.

Ο πεσσιμισμός του Σεφέρη, μ’ ένα λόγο, δε φτάνει στο τέλειο Μαύρο. Καθώς παρακολουθούμε την ανέλιξή του, τον βλέπουμε στην αρχή να συντονίζεται με την εσπερινή μελαγχολία του Χαίλντερλιν, και στη συνέχεια να παρασύρεται από τη σχεδία της νύχτας που λάμνει όλο και στα πιο σκοτεινά. Όταν όμως είναι να φτάσει στα άγρια μεσάνυχτα, σε κείνο το «η κόλαση είναι οι άλλοι» του Σαρτρ, πέρα δηλαδή από το «θάνατο του θεού» στο Νίτσε και από τη «δύση

Page 85: Νηφομανής Λιαντίνης

της Δύσης» στο Σπέγκλερ, αγάλι γάλι αντρειεύεται πάλι. Σα να ανασταίνεται από τα κόκαλα των ελλήνων τα αντρειωμένα.

Με τέτοιο νόημα αρνιέται το Σαρτρ. Λογχίζει το παραπέτασμα της τελευταίας φρίκης, και βρίσκεται νά ‘χει περάσει στο άλλο μισό του δρόμου. Εκεί που τελειώνει το σκοτάδι και αρχίζει να ορθρίζει το φως:

Ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάριμέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου.

(Π186)

Αυτή η «αυγινή γαλήνη» δεν εξορύσσεται από κανένα ευρωπαϊκό ορυχείο. Είναι μετάλλευμα καθαρά ελληνικό. Το ίδιο ελληνικός είναι και ο «θόλος του γαλάζιου». Μια σήμανση, δηλαδή, του κράτους της κατάφασης στο στερέωμα της αβύσσου και ένα τρόπαιο εν μέσω της σφαγής:

Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκιψηλά στο θόλο του γαλάζιου.

(Π305)

Αυτός ο δρόμος δεν είναι ούτε ονειροφαντασιά, ούτε υπνοβασία. Γιατί ο Σεφέρης γεύεται τα δηλητήρια της ευρωπαϊκής πείρας. Εκείνοι που δεν τους κλονίζει ο ακόλουθος στίχος του, δε νιώθουν την προφητική του αντάρα:

Συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα.(Π197)

Ποια είναι αυτά τα νοήματα; Είναι, θά ‘λεγα, η προαίσθηση της συγκομιδής που θα φέρει με την έξοδό του ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Είναι το τέλος της δράσης του μικρόβιου που εκκολάπτεται δύο χιλιετίες τώρα στο κύτταρο της ζωής της Ευρώπης. Αυτού του εφιάλτη δανείζομαι δύο σχετικές περιγραφές. Η μία από τον Ελύτη: «Και ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Και θά ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και τα όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες»82.

Η άλλη από το Ντοστογιέβσκι. Πριν ακόμη εφευρεθούν οι μηχανές της παρασκευής και της ερμηνείας των ονείρων, ο Ντοστογιέβσκι περιγράφει τον κόσμο, που τα νοήματά του ογδόντα χρόνια αργότερα θα συγκλονίσουν το Σεφέρη, σ’ ένα όνειρο του Ρασκόλνικωφ. Είδε, λέει, να χύνεται κατά την Ευρώπη από την Ασία

Page 86: Νηφομανής Λιαντίνης

μια λαίλαπα από μικρόβια γρίππης. Ήσαν στρατιές από ιούς που είχανε διάνοια και θέληση. Κυρίευαν τους ανθρώπους μ’ έναν τρόπο που τους έκανε τρελούς. Η τρέλα τους ήταν να πιστεύει ο καθένας ότι είχε βρει το μυστικό που θά ‘σωζε την ανθρωπότητα. Έτσι άρχιζαν να αλληλοσπαράζουνται πολεμώντας ο καθένας για την ιδέα του. Μόνο που ποτέ δύο γνώμες δεν ήσαν ίδιες. Ο καθένας είχε την ιδική του. Έτσι η παγκόσμια σφαγή των ληστών έπαιρνε το σχήμα θυσίας μεγαλομαρτύρων και ανάποδα83.

Αυτά είναι τα σπασμωδικά νοήματα που έτρεψαν την ευρωπαϊκή ποίηση στη χώρα της εσχατολογίας. Η μέρα της οργής, ο dies irae, γεννημένος στα μοναστήρια του Μεσαίωνα ξαναγυρίζει τώρα στον κόσμο μέσα από τα ανίερα χαλυβουργεία, και τη σχάση του πλουτώνιου.

Η ποίηση του Σεφέρη δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα. Ωστόσο μεταφράζει από τους ευρωπαίους σχετικές συλλήψεις. Τη Δευτέρα Παρουσία του Γιέϊτς, του Τέσσερις καβαλάρηδες του Ζουβ, ακόμη και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Γεγονός που φανερώνει δύο πράγματα. Πρώτο, πως μετέχει στην αγωνία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Και δεύτερο, πως η μετοχή αυτή κρατά μια απόσταση που την ξεχωρίζει από το πάνδηλο μοιρολόι. Μεταφράζει, δεν πρωτοτυπεί. Υιοθετεί, δεν γεννάει.

Την αιτία της διάκρισης φρονώ ότι πρέπει να την αναζητήσουμε στην ένστικτη ελληνοτροπία του. Δεν είναι το ίδιο να μελετάς το Σοπενχάουερ και να μελετάς τον Εμπεδοκλή. Γιατί στον Εμπεδοκλή το «σκοτεινό σημείο» και η «μαύρη φτερούγα» ισοζυγιάζουνται ή ζευγαρώνουν με την «αυγινή γαλήνη» και το «θόλο του γαλάζιου». Είναι η Φιλότης και το Νείκος του ας πούμε. Το ένα θετικό, το άλλο αρνητικό. Στο Σοπενχάουερ όμως το «σκοτεινό σημείο» και η «μαύρη φτερούγα» είναι απομόναχα και στέρφα. Για τους ευρωπαίους δεν υπάρχει

Αναστάσιμη ωδίνη.(Π305)

Οι δύο τελευταίοι, εκκωφαντικά γοεροί, ευρωπαίοι που μας έδωσαν την εικόνα της διάλυσης του σύγχρονου πολιτισμού είναι ο Φρόυντ και ο Τζαίημς Τζόυς.

Ο Φρόυντ με τις τρεις πολιτισμικές μελέτες των γηρατειών του, «Τα δυσάρεστα του πολιτισμού», «Το μέλλον μιας αυταπάτης», και «Ο άντρας Μωυσής», δούλεψε με την ιδική του μέθοδο την ερμηνεία του πολιτισμού που έκαμε ο Νίτσε, και περιγράφει την κατάρρευσή του.

Page 87: Νηφομανής Λιαντίνης

Ο Τζόυς με τον Οδυσσέα του διαλύει τον ιστορικό χρόνο, συντρίβει την ενότητα του ανθρώπου, και περιγράφει αυτό που υπάρχει σήμερα. Έναν κόσμο σπαρμένο σε ερείπια και απομεινάρια που έχει αχρηστέψει το λόγο της ύπαρξης όλων των επιστημών. Ο σύγχρονος Οδυσσέας είναι ο δύτης που έχει βουτήξει και ερευνά τα ακίνητα υπολείμματα μιας νέας Ατλαντίδας. Είναι ο κόσμος στον οποίο κατάληξε η ιστορία του ανθρώπου της γης, που μπαίνοντας η μετά Χριστόν εποχή οικοδόμησε το πνεύμα του πάνω σε μιαν αυταπάτη.

Εδώ αναγκαία με προφταίνει ο αναγκαίος τόπος να ειπώ λίγα λόγια για την Ελένη. Η Ελένη είναι το κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό ποίημα του Σεφέρη. Χωρίς νά ‘χει την αυστηρή διάταξη του Ο βασιλιάς της Ασίνης, ή του Ένας γέροντας στην ακροποταμιά. Εν τούτοις αγγίζει εκείνο το αμίαντο σχήμα που, για το ζωντανό πνεύμα της Ελλάδας μέσα στην κατεβασιά των χιλιετιών της, υπήρξε ο άρραφος χιτώνας της.

Οι ποιητές την Ελένη της Σπάρτης και στην αρχαία και στη νέα γραμματεία μας την αντίκρυσαν με διπλή όψη. Άλλοτε είναι η αθωότητα που κατηγορείται, και άλλοτε είναι η τύψη που δικάζει. Την πρώτη την έπλασε ο Όμηρος με το έπος του, τη δεύτερη ο Στησίχορος με την ωδή και την παλινωδία του.

Στους νεοέλληνες, με εξαίρεση το Σεφέρη, κρατεί η ομηρική γραμμή. Η γυναίκα που μπερδεύτηκε στην έριδα του μήλου είναι η δαιμονισμένη στο πτολίεθρο των αγγέλων. Η Ελένη του Σολωμού οδηγεί το κοπάδι των αστραπών που πλάθουν απάνω στα κύματα το σώμα της Φεγγαροντυμένης από ήλεκτρο και από σκοτάδι. Μόλις ο Σολωμός αισθάνεται πως τη χάνει, αισθάνεται ταυτόχρονα να υποχωρεί το στερέωμα κάτω από τα πόδια του:

Και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα «μνήστητί μου»84.

Για το Σικελιανό και τον Καζαντζάκη η Ελένη είναι η ορεινή νηρηίδα, που πλανιέται στην ξετραχηλισμένη Ελλάδα της φαντασίας τους. Στον Καβάφη, για λόγους ειδικούς, την αντικαθιστά το ασύγκριτο ερωτικό ζευγάρι των Μυρμιδόνων στους Τρώες, στην Απιστία, στην Κηδεία του Σαρπηδόνος, στα Άλογα του Αχιλλέως. Στον Ελύτη οι πολλαπλές εμφανίσεις της έδεσαν το Ελ – με το y graecum και την κατάληξη – της και έπλασαν το όνομά του:

Πόρπη ασημένια Ελένη85.

Η Ελένη του Σεφέρη αποτελεί το αναμενόμενο δείγμα της αιρετικής ιδιοσυγκρασίας του. Η πηγή του δεν είναι ο Όμηρος, αλλά ο

Page 88: Νηφομανής Λιαντίνης

Στησίχορος μέσω της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη. Αυτό δε σημαίνει ότι τον συγκινεί λιγότερο η αχειροποίητη εικόνα της εμορφιάς της που μας άφηκε ο Όμηρος. Το θαύμα της Ελένης δεν ξεπαρθενεύει την έκπληξη ποτέ:

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτότο ανάστημα…ίσκιοι και χαμόγελα παντού.

(Π240)

Όσο δύσκολα και να δοκιμάζεται, είναι ωστόσο εύκολο να ανακοινωθεί μια τέτοια συγκίνηση. Το δύσκολα δύσκολο είναι τόσο το να βιωθεί όσο και το να εκφρασθεί η Ελένη της Σπάρτης σα σύμβολο οντολογικό. Και ο Σεφέρης αυτό είναι που προσπάθησε.

Ποια πλάνη! Να πολεμάμε για την Ελένη δέκα χρόνους στην Τροία, κι εκείνη ανίδεη να μας περιμένει στην Αίγυπτο. Ποια τρέλα! Να παίρνουμε για τρελούς τους τρελούς, γιατί η τρέλα τους μας εμποδίζει να σκεφθούμε πως οι τρελοί είμαστε εμείς. Ποιο αίνιγμα σαχλό στο σεργιάνι του κάβουρα που περπατάει ανάποδα! Φτάνουμε στην Αμερική με βία, και φωνάζουμε ξέπνοοι, Χαίρε Ινδία!

Και πόσα άλλα δε μπορεί να σημαίνει η Ελένη. Πως αν το σύμπαν δεν κρεμότανε σε μια τρίχα, ο ουρανός και η γη θά ‘ταν χωρίς κερκέλια. Πως δε θα γκρεμιστείς στο στέρεο, μόνο εάν πατήσεις στο κενό. Πως δεν έχουμε άλλο τόπο, παρά την ουτοπία. Είτε το θέλουμε είτε όχι.

Με την Ελένη του ο Σεφέρης πιάστηκε να δουλέψει το ερώτημα των ερωτημάτων. Το πρόβλημα αυτό πο φιλόσοφοι από τον παλαιό καιρό το ονόμασαν «γιγαντομαχία περί της ουσίας»86. Την αρχαϊκή του σύλληψη και διατύπωση μας την έδωκε ο προσωκρατικός Παρμενίδης με τις έννοιες του «μὴ  »εἶναι και του « ».εἶναι

Αυτός ο συμπλοηγός στο ποτάμι του Ηράκλειτου αλλά με ανάδρομη φορά, περιγράφει την απουσία της Ελένης εκεί που εμείς την ζητούμε, και για χάρη της ρίχνουμε τις ψυχές μας στις μυλόπετρες σαν τα σταρόσπυρα, με τον ακόλουθο τρόπο. «Ἡ μὲν ὅ πως ἔ στιν τε καὶ ὡ ς οὐ κ ἔ στι μὴ εἶ , ναι ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς

». χρεών ἐστι μὴ εἶναι (Ο ένας δρόμος είναι, ότι το «είναι» είναι και ότι το «μη είναι» δεν είναι. Ο άλλος δρόμος όμως είναι, ότι το «μη είναι» είναι και ότι αναγκαία πρέπει να είναι το «μη είναι».)87

Ο Σεφέρης στην Ελένη του ακολουθεί κατά πόδι88 τον Ευριπίδη. Αντί για τις έννοιες «είναι» και «μη είναι» χρησιμοποιεί τις έννοιες «θεός» και «μη θεός». Το αθεοβάδιστο σημείο της σύγκρουσης το ονομάζει «ανάμεσό τους»:

Page 89: Νηφομανής Λιαντίνης

τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;(Π241)

Από τούτες τις μαύρες Συμπληγάδες κανένα περιστέρι δεν πέρασε. Στο ανθρωποβόρο ερώτημα, τι θα κάνουμε; σ’ ένα πρώιμο ποίημά του ο Σεφέρης έσκυψε μέσα του και ρώτησε. Πήρε την ίδια απάντηση:

- Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω89.Π15)

Τώρα με τη βασιλική πείρα του άντρα, και οδηγημένος από το στιβαρό χέρι του Ευριπίδη, του τραγικού με τις απρόσμενες λύσεις τους από μηχανής θεούς και τους ειδικούς γεφυροποιούς για τα ακατόρθωτα περάσματα90, φαίνεται ότι οδηγείται σε κάποια διέξοδο. Έτσι πρέπει να εξηγήσουμε εκείνο το περίφημο «ανάμεσό τους».

Ανάμεσα δηλαδή στο «θεό» και στο «μη θεό» υπάρχει κάτι ελάχιστο. Από τον ανθρώπινο τρόπο εξαρτάται να κάνει κανείς αυτό το ελάχιστο μέγιστο. Πώς; θα ρωτήσει κάποιος. Να πώς: Καθώς στέκεσαι και κοιτάς τις Συμπληγάδες, και καθώς γνωρίζεις πως δεν γίνεται να τις περάσεις, να μην το βάλεις στα πόδια, «θεός», ούτε ν’ αρχίσεις να συρομαδιέσαι και να βλαστημάς, «μη θεός». αλλά να σταθείς περήφανα και απελπισμένα μπροστά στο φοβερό χάσμα που χάσκει και φρικιά από κάτω σου, μελετώντας την έξοδο. Την ιδική σου έξοδο. Και έτσι να ζήσεις, να π ε ρ ά σ ε ι ς τη ζωή σου. Ως την τελευταία σου στιγμή.

Το νόημα της Ελένης του Σεφέρη το βρίσκω στη φιλοσοφική προβληματική της. Εδώ ο Σεφέρης θίγει ένα πρόβλημα βαθύτατα φιλοσοφικό. Μήπως όλοι οι άνθρωποι μοιάζουμε με τους έλληνες, που πολέμησαν δέκα χρόνους στην Τροία για ένα σκοπό που δεν υπήρχε εκεί; Μήπως η κάθε πράξη μας είναι μάταιη, γιατί πίσω της δεν υπάρχει κανένας σκοπός;

Τον πολιτικό, και κατά προέκταση τον ηθικό υπαινιγμό του ποιήματος, την κατοχή δηλαδή της Κύπρου από τους άγγλους και τη μοίρα της, δεν τα ψηλαφώ. Πάνω στο πρόβλημα τούτο ο Σεφέρης έγραψε την περίφημη Σαλαμίνα της Κύπρος. (Π263)

Να κυνηγήσεις τα ηθικά προβλήματα είναι σα να κυνηγάς ωραίες παρθένες. Να κυνηγήσεις όμως την οντολογική διάσταση της Ελένης είναι σα να κυνηγάς εκείνη τη μία Παρθένο με τον Στάχυ της (Spica), που βγαίνει και σεργιανίζει κάθε Σεπτέμβριο στον ουρανό. Και τέτοιο κορίτσι είναι έσχατα δύσκολο να μπορέσεις να το

Page 90: Νηφομανής Λιαντίνης

κοιμηθείς. Κανείς ποιητής δεν επλάγιασε την ωραία Ελένη του Μενελάου. Ούτε κι ο Σεφέρης. Γιατί το μόνο που πέτυχε ήταν ότι μια νύχτα κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο «Μενελάειον» της Σπάρτης91.

Η Ελένη του όμως φανερώνει ότι η καταγωγή και η ελληνοτροπία του τον προστάτεψαν από τη μαύρη μαυρίλα της ευρωπαϊκής ποίησης. Φανερώνει ότι στα μελαγχολικά του μάτια ολοζωής πετάριζε εκείνος ο χαρούμενος πεσσιμισμός, που μόνο την Ελλάδα μπορεί νά ‘χει μήτρα και μνήμα.

Page 91: Νηφομανής Λιαντίνης

7. ΥΦΟΣΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ

Πώς πέθανε ο ολύμπιος Γκαίτε; Εκείνος που έζησε στα ψηλά δώματα της τάξης κυκλωμένος από παραστάτες μαρμάρινους. Με τον κόσμο κάτωθέ του, τα δέντρα, τα χτηνά, τις πολιτείες να τραβούν και να χάνουνται στους Αποθέτες της πετρωτής σιωπής. Ξεψυχώντας ζήτησε, μας είπαν, ν’ ανοίξουν τα παράθυρα, για να μπει περισσότερο φως: Damit mehr Licht hereinkomme.

Αλίμονο! το όνομά του ποτέ δε μας άφηκε να συλλογιστούμε ότι ο Ειρηνικός σηκώνει τα πιο άγρια κύματα. Ο Γκαίτε δεν πέθανε σαν ολύμπιος. Ξημερώνοντας η εικοστή Μαρτίου, εκείνη η εαρινή ισημερία, η σύμπτωση για το Σεφέρη διάλεξε τη φθινοπωρινή ισημερία, μέσα στην κάμαρά του ήταν να βλέπεις θέαμα που σου σκότωνε τα μάτια.

Τα χέρια του ένας ανεμόμυλος μυθικός. Τα πόδια τρέμανε την τρεμούλα των φύλλων, που τα φυσάει ο βοριάς και τα τινάζει στη λάσπη. Τα σημάδια του προσώπου του αρχοντικό που το θρουβάλιασε ο σεισμός. Η ανάσα του τρικυμία στις πέτρες. Η όψη του στάχτη.

Εστέναζε όλους τους τόνους του στεναγμού. Ικέτευε με της βροντής το φόβο. Κυκλογύριζε όπως το αναμμένο αίμα. Φώναζε από χιλιάδες μίλια. Για λίγη στιγμή που το βλέμμα του ξαναθύμιζε άνθρωπο, έμοιαζε να πασχίζει να πιαστεί από κάτι μακρυνό, όπως ο χειμώνας από το άνθι της μυγδαλιάς. Σε όλα του Ολύμπου ο Γκαίτε, στη σοφία και στη ζωή και στην ποίηση, στο θάνατο ήταν του Άδη.

Θυμάμαι ακόμη πώς πέθανε ο Ρίλκε στις τρεις και μισή το πρωί. Τα πελώρια ολάνοιχτα μάτια του. Θυμάμαι πώς πέθανε ο Καβάφης, μια χούφτα ζωής παρακαλώντας ακόμη και κλαίγοντας. Το στίχο

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

για τον Αντώνιο τον είχαν πλασμένο ώρες ασφάλειας. Θυμάμαι πώς πέθανε ο Σολωμός. Πώς τον είδε ο Βαλαωρίτης, που παραστάθηκε στη νεκρική του αμφίεση: «Η φυσιογνωμία του ήτο τόσο αλλοιωμένη, ώστε δεν θα τον αναγνώριζον», έγραψε.Θυμάμαι πώς πέθανε στον Ευαγγελισμό ο Σεφέρης. Ασάλευτος, πελώριος, άλαλος. Δεν πρόφταινε να ειπεί ή να γράψει μια λέξη για τους αγγέλους. Για το Γαβριήλ και το χαίρε. Για το Μιχαήλ και τη ρομφαία. Για τον ψυχοπομπό Ραφαήλ τον ενόδιο.

Page 92: Νηφομανής Λιαντίνης

Παίρνει κανείς τους ποιητές για να κουβεντιάσει το θάνατο, όπως διαλέγει τις πολικές ζώνες, αν είναι να μιλήσει για το σέλας. Όχι πως οι άλλοι δεν τον γνωρίζουν, ή δεν αναμετριούνται μαζί του. Αλλά σε σχέση με τους πολλούς οι ποιητές είναι η διαλεχτή εμπροσθοφυλακή, η πολύ ξεκομμένη στα πρόσω. Ακροβολισμένοι, ασυντόνιστοι, μοναχικοί εθελοντές, και ο καθείς με τα όπλα του.

Τα μιλλεούνια οι άλλοι ακολουθούν λεύγες πίσω. Στιφηδόν ή σε σχηματισμούς τακτικούς είναι αδιάφορο σχεδόν. Γιατί η αντάρα που μεταξύ τους σηκώνουν σκεπάζει τη βοή της γραμμής του μετώπου. Πέφτουν και μόλις που το νιώθουν.

Αγνάντια στο θάνατο οι ποιητές είναι οι πρωτόπλαστοι των ανθρώπων. Χωρίς ενδιάμεσους προπάτορες, πλασμένοι κατ’ ευθείαν από την πλευρά του Αδάμ, έχουν ακούσει την απειλή που εν όψει της παρακοής άκουσε πρώτος και μόνος εκείνος: «ᾗ δ᾿ ἂ ν ἡμέρᾳ

φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖ »σθε 92. Κατά την έννοια αυτή οι ποιητές είναι οι μόνοι που αμάρτησαν. Αλλά είναι και οι μόνοι που άκουσαν τα βήματα του δειλινού και τη φωνή του θεού να τους κράζει ονομαστικά: «Ἀ δάμ ποῦ ε ;»ἶ

Το πρόβλημα δείχνεται κι από την άλλη πλευρά του. Εάν στο Γκαίτε η ποίηση έδειξε το θάνατο, στο Σωκράτη ο θάνατος έδειξε την ποίηση. Ο Πλάτων μας λέει ότι το δαιμόνιο αυτού του δαιμόνιου άντρα που κατέβαινε πάντα για να τον αποτρέψει, ήρθε τώρα στη φυλακή, λίγο προτού πεθάνει, πρώτη φορά για να τον προτρέψει. Προτού φτάσεις μπροστά στο θάνατο, του υπόδειξε, να γράψεις ποιήματα. Και ο Σωκράτης υπάκουσε: «τῶν ποιημάτων ὧν πεποίηκας […] ἐπειδὴ δεῦ ρο ἦ , λθες ἐ ποίησας αὐ , τά πρότερον οὐδὲν

»πώποτε ποιήσας 93.Ο θάνατος είναι βαρύς. Δεν εγεννήθηκε ακόμη ο εφευρέτης της

ζυγαριάς του. Εάν δεν αδειάσει όλα τα φορτία του μέσα στον άνθρωπο, δε θα νικήσει ο άνθρωπος τη δική του βαρύτητα, ώστε να φτάσει να πάρει δρόμο από μόνος του.

Πόσο βαρύς είναι ο θάνατος! Φανταστείτε τη μάζα της γης να πυκνώνει σύμφωνα μ’ εκείνο το νόμο που οι αστροφυσικοί λένε ότι σχηματίζουνται οι «μελανές οπές», μέσα στο σύμπαν. Να πυκνώνει συνέχεια. Όσο να φτάσει στο τέλος να γίνει μια σφαίρα με διάμετρο δυόμισυ εκατοστά. Φανταστείτε τούτο τον πυγμαίο βώλο να κλείνει μέσα του ολάκερη τη μάζα, ολάκερο το βάρος της γης.

Τόσο βαρύς είναι ο θάνατος. Θα μετρήσεις την περπατηξιά και το θώρι του, όταν το μυαλό σου ανοιχτεί στους γαλαξίες. Όταν αγγίξει την ιδέα του άπειρου ορίου, και αρχίσει να συναγροικιέται πώς αραιώνει ο χρόνος, αραιώνει συνέχεια, ώσπου ξαφνικά

Page 93: Νηφομανής Λιαντίνης

ακινητεί. Δεν ξεχωρίζεις πια αν έγινε χώρος ο χρόνος, ή χρόνος ο χώρος.

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσακοίταζα τα πετούμενα πουλιά κι ήταν μαρμαρωμένα.

(Π268)

Οι δύο αυτοί στίχοι από την Έγκωμη δείχνουν που συναντιούνται το γίγνεσθαι και το είναι.

Έτσι περίπου γίνεται κι όταν πεθαίνει ένας ποιητής. Όταν πεθαίνει, δηλαδή, η συνείδηση που σαρκώνει την αρχανδρική εικόνα του ανθρώπου. Η στιγμή είναι ανυπολόγιστη. Για να προσεγγίσουμε γνωστικά αυτή την οδό αβύσσου, την « »παναπευθέα ἀταρπόν 94 όπως θά ‘λεγε ο Παρμενίδης, τον ανιχνήλατο δηλαδή και ανεξιχνίαστο δρόμο, πρέπει να αντιστρέψουμε τη μέθοδο μέτρησης.

Όταν πεθαίνει ο ποιητής, ο κάθε άνθρωπος που έσωσε να γίνει άνθρωπος δηλαδή, στην πραγματικότητα πεθαίνει το σύμπαν. Ό,τι αφανίζεται είναι ό,τι υπάρχει στη συνείδηση του ανθρώπου.

Εκείνο που θα μείνει όταν εγώ πεθάνω, ο κόσμος δηλαδή που θα εξακολουθεί να υπάρχει, έξω από τη δική μου συνείδηση ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Τα φυτά που τον ζουν και τα βουνά με τ’ αγρίμια τους δε θα δείξουν ούτε θα πείσουν κανέναν πως υπήρξε κάποτε. Τα μετά και τα πριν από μένα, εκείνο που ο Μ. Αυρήλιος το ονόμασε «ἀ χάνειαν τοῦ ὀ πίσω καὶ του πρόσω αἰῶ »νος 95, εάν τα φανταστώ έξω από τη δική μου συνείδηση, τα καλύπτει το απόλυτο μαύρο της ανυπαρξίας. Είναι το ίδιο απόλυτα μαύρο, όπως και στη συνείδηση του παιδιού ενός άκληρου. Δεν υπάρχει ο κόσμος για κείνον που δεν εγεννήθηκε.

Όταν στοχάζεται πώς πεθαίνει ένας άνθρωπος, στην ουσία στοχάζεται πώς πεθαίνει το σύμπαν. Μόνον αυτός ο χαλασμός απομαγνητίζει το βάρος του θανάτου. Ο θάνατος του ποιητή ισοδυναμεί με τη Συντέλεια του κόσμου. Στη διπλή όψη του αρχαίου στίχου:

ἐγγὺ ς μὲ ν ἡ σὴ περὶ , πάντων λήθηἐγγὺ ς δὲ ἡ πάντων περὶ σοῦ .λήθη(λίγο ακόμη, και θα τα ξεχάσεις όλα·λίγο ακόμη, και θα σε ξεχάσουν όλα)96,

αυγάζει η ιδέα της χειραψίας που δίνουν βουβοί ο θνήσκοντας ποιητής και ο θνήσκοντας κόσμος.

Εάν σ’ αυτά τα «εγγύς» του Μ. Αυρήλιου τα αιγλήεντα φάσματα της κλασικής διατύπωσης κυριαρχούν και ημερώνουν το οδυνηρό

Page 94: Νηφομανής Λιαντίνης

της εικόνας, σε μια άλλη σκηνή, που είναι πάνδημη και δημοτική, έχει σωθεί καθαρά η τάση να δηλωθεί με του ποιητή το θάνατο ο θάνατος του κόσμου. Είναι ο Ιησούς στο σταυρό97.

Και τα τρία, εκτός από το τέταρτο, ευαγγέλια μιλούν για σημεία που αλαλιάζουν τον κόσμο τις ώρες που βάσταξε το ψυχομαχητό του Ιησού. Ειδικά τη στιγμή του τελευταίου σπασμού το φως καταπαλαισμένο από το σκοτάδι λιποψυχεί. Είναι η στιγμή που ενσαρκώνεται το απόλυτο μαύρο της ανυπαρξίας:

« Γενομένης δὲ ὥ ρας ἕ κτης σκότος ἐ γένετο ἐ ' φ ὅ λην τὴ ν γῆ ν ἕως ὥ ρας ἐ · 34 νάτης καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐ βόησεν ὁ Ἰησοῦ ς φωνῇ μεγάλῃ

· λέγων Ἐλωῒ Ἐλωῒ, λιμᾶ ;»σαβαχθανί 98

Η μαρτυρία του Ματθαίου ότι τότε σείστηκε η γη και οι πέτρες συντρίφτηκαν, μας υποβάλλει μια ανάλογη, καθαρά ελληνική αυτή τη φορά, παράσταση που φανερώνει να συγχρονίζουνται ο θάνατος του ποιητή και το πάθος του κόσμου:

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει,Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος.

Φαίνεται πως παρασταίνει κανείς τα πράγματα κάπως ακαδημαϊκά. Και το να μιλάς για το θάνατο από καθέδρας μοιάζει τη φρονιμάδα του φρόνιμου που σκοτώνει σκοτωμένους. Όμως ο πόνος του θανάτου δεν ανακοινώνεται.

Το jam moritur* του Τουρκένιεφ, το ρήμα και το επίρρημα τα φοβερά, ο σεισμός που γκρεμίζει και ο μετασεισμός που αποτελειώνει, περιγράφει την ανθρώπινη στιγμή της καθολικής αφασίας και αληλασιάς.

Φοβάμαι πως κανείς απ’ όσους παλαίψανε το άγριο κατοικίδιο του θανάτου δεν ξέφυγε τη θεωρητική αποστέωση. Το «τετέλεσται» του Ιησού κυλάει στ’ αυτιά μας πολύ μαραμένο. Ενθάδε κείται παρακείμενος, λένε οι παπάδες. Και στον ίδιο πλάγιο ψέλνουν οι ψαλτάδες και χάσκουν οι πιστοί.

Ο Ντοστογιέβσκι γράφει· στον Ηλίθιο, πως εκείνο το λεπτό που διαρκεί από το ανέβασμα του κατάδικου στο ικρίωμα ως το άγγιγμα του τράχηλου από το τσεκούρι είναι χρόνος άπειρος99. Όσες στιγμές χωρούν σ’ αυτό το αιώνιο του Κατάδικου, τόσες φωνές σιωπούν σ’ εκείνο το «τετέλεσται» του Εσταυρωμένου.

Νομίζω πως η αδυναμία του ανθρώπου ν’ αγγίξει το ζωντανό ζόφο του θανάτου οφείλεται στην οικονομία της φύσης. Δεν ημπορούμε να συλλάβουμε το κράτος του θανάτου, επειδή η φύση φρόντισε να ματαιώσει την απόλυτη ψυχική μετάθεση του ζωντανού στη θέση του πεθαμένου. Δεν πονάς το ίδιο, αν

* ήδη πεθαίνει

Page 95: Νηφομανής Λιαντίνης

φανταστείς το πόδι σου κομμένο, κι αν το κόψει στ’ αλήθεια. Γι’ αυτό μας ναρκώνουν στις εγχειρήσεις.

Η αυτοκτονία, έστω κι αν έχει σαν αυτουργό το Λεωνίδα της Σπάρτης ή τον Αίαντα, είναι περίπτωση παθολογική στο βαθμό που είναι αφύσικη. Στο βαθμό, δηλαδή, που το χρέος ή το πάθος αποστρατεύει τη φύση μας. Την υπαρκτική μας δηλαδή ηρεμία και κανονικότητα100.

Στο φάσμα της ίδιας οικονομίας ανήκει και η δράση των σωματικών επιθέσεων, του άγριου χειμασμού του οργανισμού τις ώρες του ψυχομαχητού. Με την ακατεύναστη φθορά του ο πόνος του σώματος αποβλέπει να ληθαργήσει τη συνείδηση κατακαλύπτοντας τον ψυχικό πόνο. Γιατί ο ψυχικός είναι ασύγκριτα πιο οξύς από το σωματικό πόνο.

Μία είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του ποτέ.

Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.

Οι μύθοι για τη μεταθανάτια ζωή είναι το ύπατο ψέμα του ανθρώπου από την άποψη του απόλυτου και του καθολικού. Καμία αντρειωμένη αλήθεια δεν ευεργέτησε τον άνθρωπο όσο αυτή η νυφική απάτη. Και καμία τόλμη του ανθρώπου δεν έστερξε τόσο πολύ την άθλια δειλία του, όσο η πίστη του στη ζωή μετά θάνατο.

Εκείνος από τους ιδρυτές θρησκειών που θα άντεχε να στηρίξει τη θεϊκή ιδέα του σ’ οποιοδήποτε άλλο, έξω απ’ αυτό το αρχιμήδειο σημείο, το μοναδικό οπαδό που θ’ αποχτούσε θα τον έβρισκε στον εαυτό του. Ορμώντας από τούτο το ρήγμα μπορεί να καταλάβει κανείς, γιατί ο Νίτσε στον πρώτο ζηλωτή του έβλεπε και τον πρώτο εχθρό του, στην περίπτωση που ο ζηλωτής αυτός στις ιδέες του Νίτσε έβλεπε το πνεύμα μιας θρησκείας101.

Εκεί που οι θρησκείες με τη μεταθανάτια ζωή υπόσχουνται να κατεβάσουν το θάνατο στα μέτρα του ανθρώπου, η θέση που αντικρύζει το θάνατο χωρίς μεταθανάτια παρηγοριά αξιώνει ν’ ανεβεί ο άνθρωπος στο ύψος του θανάτου. Αυτή όμως είναι η πορεία στον υπεράνθρωπο. Και τέτοιο δρόμο δεν τον τραβά κανείς συντροφικά.

Αυτός είναι ο υπεράνθρωπος, ο Übermensch στη γλώσσα του Νίτσε. Κι όχι εκείνα τα σάπια που μας λένε εκατό χρόνους τώρα οι κάθε λογής κομπιναδόροι και βλαμμένοι στις σπουδές του Νίτσε. Ναζήδες και σοβιετολόγοι, χριστιανοί και κουλτουριάρηδες.

Page 96: Νηφομανής Λιαντίνης

Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους ποιητές ουσίᾳ και στους ποιητές κατά συμβεβηκός. Σε εκείνους που προορίστηκαν για σωτηρία μέσα στο χρόνο, και σε κείνους που προορίστηκαν για απώλεια. «Κάποτε», γράφει ο Σεφέρης, «πηδά μπροστά μου η ιδέα του θανάτου […]. Συλλογίζομαι τι θά ‘χω κάνει και με πιάνει ένας ξαφνικός ίλιγγος· τι θά ‘χω κάνει – πώς να το πω; - για να σώσω την ψυχή μου τώρα που ζω». (Μ1, 129)

Για το Σεφέρη δεν είναι ο διάλογος με το θάνατο που κάνει τον ποιητή, αλλά ο αγώνας του για την έκφραση. Τον αγώνα αυτό του τον εδίδαξε η μαθητεία του κοντά στο Σολωμό. Το πρόβλημα της υπέρβασης του χρόνου, της πάλης δηλαδή με το θάνατο, ή τον αγώνα για την έκφραση, ο Σολωμός το έθεσε καθαρά στο δεύτερο Στοχασμό του:

«Μια μεστή και ωραία δημοκρατία ιδεών, οι οποίες να παρασταίνουν ουσιαστικά τον εις τες αίσθησες αόρατο Μονάρχη. Τότε είναι αληθιμό ποίημα. Ο Μονάρχης, όπου μένει κρυμμένος για τις αίσθησες και γνωρίζεται μόνον από το πνεύμα, μέσα εις το οποίο εγεννήθηκε, είναι έξω από την περιφέρεια του καιρού· αλλά μια δημοκρατία ιδεών ενεργεί αισθητά μέσα εις τα όρια του καιρού»102.

Η «έκφραση» για το Σεφέρη είναι η δημοκρατία των ιδεών που ενεργεί αισθητά μέσα εις τα όρια του καιρού. Η πάλη με το θάνατο είναι το έξω από την περιφέρεια του καιρού, είναι ο αόρατος Μονάρχης. Η έκφραση για το Σεφέρη δεν είναι η πάλη με τις λέξεις, αλλά η πάλη με τη ζωή. Το ύφος, το τελικό προϊόν της έκφρασης, είναι ο καθρέφτης του ήθους: «Φτάνει να είσαι πραγματικός άνθρωπος, και έχεις ύφος», λέει. (Δ1, 64)

Από την άλλη, δημοκρατία ιδεών για το Σολωμό θα πει πάλη για την έκφραση, αγώνας να μεταστοιχειωθεί η δύναμη του ποιητή στην εντελέχεια του ποιήματος: «Τότε είναι αληθινό ποίημα». Η πάλη με το θάνατο, με τον αόρατο Μονάρχη, επισημαίνεται καθαρά σ’ ένα σύντομο ποίημα του Σεφέρη:

Τούτο το σώμα που έλπισε σαν το κλωνί ν’ ανθίσεικαι να καρπίσει και στην παγωνιά να γίνει αυλόςη φαντασία το βύθισε σ’ ένα βουερό μελίσσιγια να περνά και να το βασανίζει ο μουσικός καιρός.

(Π94)

Το τετράστιχο δείχνει καθαρά την επίγνωση, την πρόθεση και τις δυσκολίες να περάσει ο ποιητής τη μουσική του σκέψη από την

Page 97: Νηφομανής Λιαντίνης

ολιγόβια φωνή του ανθρώπου στον ατελεύτητο ηχητικό θρου της φύσης. Οι λέξεις του χτίζουν με σχέδιο τον ποιητή:

Σώμα: η ματέρια, η ύλη.Έλπισε: όλα τα ανθρώπινα κρέμουνται από την ελπίδα, το

απομεινάρι στο κουτί της Πανδώρας.Κλωνί: είναι η δύναμη της ζωής.Παγωνιά: είναι ο θάνατος.Αυλός: είναι η ποίηση. Φαντασία: είναι το εργαλείο του ποιητή.Μελίσσι: που θησαυρίζει την ουσία, το μέλι.Βασανίζει: ο αγώνας του ποιητή. Μουσικός καιρός: οι φωνές της ποίησης έγιναν οι ήχοι της

φύσης που διαρκούν.Ό,τι βασανίζει τούτο το σώμα που έλπισε, πιο κάτω ο ποιητής

το λέει καημό. Ο καημός είναι η αιτία που δημιουργεί τον ποιητή:

Μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμεμέσα στη φυγή.

(Π95)

Η φυγή, ο Μπαχ την έκαμε φούγκα, είναι το τέρας της Λαβύρινθος. Ο καημός να σωθούμε μέσα στη φυγή γεννά την ποίηση. Η ποίηση είναι ο μίτος. Είναι η Αριάδνη στην Κρήτη. Είναι η κατάληψη από τις πλατωνικές Μούσες103. Είναι το φρενιασμένο όργιο των Μαινάδων που διαμελίζουν τον ποιητή. Τούτο το σώμα που έλπισε είναι το σώμα του Ορφέα, που διαμελίζεται και ανασυντάσσεται σε νέα ιδέα επιβίωσης μέσα από τη συνόργανη εμμέλεια της λύρας του. Το μύθο των γυναικών που σπαράζουν το σώμα του ποιητή, στην εποχή μας τον ξανασάρκωσε η ιστορία της ζωής του Σολωμού. Το κομμάτιασμα της ποίησης του Σολωμού τελειώνει με τα τραγούδια του στον Ορφέα:

Τραγουδιστή, που γυρεύεις τη συντρόφισσα και τρέχειςΣτην τυφλή φυλακή της νύχτας και της λησμονιάς,Μη βαρυγγωμήσεις αν στο άντρο αυτό μπροστάμε τ’ άξια τούτα πνεύματα έφτασα κι εγώ104.

Ονόμασα το Σεφέρη νηφομανή, γιατί ήθελα να δηλώσω, πώς κρούστηκε η ποιητική του πράξη από την αδερφική σύμπληξη των Μαινάδων και των Μουσών. Ο ανταγωνισμός του μανιακού και του νηφάλιου ισορρόπησε στην κόψη της εκεχειρίας. Εκεί σαν από ψόφο, τη βροντή της ζωής δηλαδή και τη σιωπή του θανάτου θά ‘λεγα αναμειγνύοντας τις ηλικίες της γλώσσας μας, αναπήδησε ένας

Page 98: Νηφομανής Λιαντίνης

ιλαρός ήχος. Ο ήχος της ποίησης. Τη μουσική ταυτότητα στο ποίημα του Σεφέρη την έδωκε αυτό το ακουστικό γάνος.

Το ξεδίπλωμα των σημαιών του θανάτου ο ποιητής το αρχίζει από τη Στέρνα και το οδηγεί ίσαμε τα Τρία κρυφά ποιήματα. Στα Τρία κρυφά ποιήματα η πάλη του Σεφέρη με το θάνατο, τον ιδικό του θάνατο, φτάνει στα δικαιωμένα πέρατα των ορίων της.

Θέλω να ειπώ με τούτο πως η φωνή του ανθρώπου, που σύμφωνα με την μοίρα του προχωρεί για να γκρεμιστεί στον καταρράχτη του θανάτου, καθαίρεται από τα στοιχεία της φθοράς της, αποθανατίζει τη θνητή μετοχή της, και απαθανατίζει τα συστατικά της αφθαρσίας της. Αποθανατίζει με την έννοια ότι καθαρίζει, αφαιρεί από το θάνατο. Απαθανατίζει με την έννοια ότι νικά το θάνατο, κάνει αθάνατο. Πληρώνει, δηλαδή, το αίτημά της μέσα στα πλαίσια της δυνατότητας που ο Αριστοτέλης διέγραψε τα όρια της ανθρώπινης φύσης: « ’ Ἐφ ὅ », σον ἀθανατίζειν (Όσο είναι προορισμένο στον άνθρωπο να γίνεται αθάνατος)105.

Λέγοντας ότι η φωνή του ποιητή αθανατίζει το μερίδιο της αφθαρσίας της, εννοώ ότι, ενώ εκείνον τον καλύπτει το «χλωρόν δέος» του θανάτου, η φωνή του σώζεται στη διάρκεια της μνήμης των ανθρώπων. Σώζεται με τον ίδιο τρόπο που οι φωνές της φύσης σώζουνται στην τελετή των αιώνων. Το κελάρυσμα του ρυακιού για παράδειγμα, το αναφιλητό της θάλασσας, ο αηδονισμός του Μάη, η βοή του βοριά. Το βουερό μελίσσι, όπως είπε ο ίδιος ο Σεφέρης.

Η αιτία που το έταξε να του τύχει αυτή η τύχη είναι πως την ποιητική του φωνή την οδήγησε ο ίδιος στην ταύτιση με το ρυθμό των πραγμάτων. Και αυτό θρυλούν Τα τρία κρυφά ποιήματα. Ο Σεφέρης δηλαδή εφάρμοσε πάλι εδώ με ευλάβεια την οδηγία του Σολωμού, σύμφωνα με την οποία η τέχνη μιμείται τη φύση: «Η τέχνη σιωπηλή λατρεύει τη φύση. Και τούτη σε ανταμοιβή της μακρυνής αγάπης βάλθηκε γυμνή να χορεύει εμπροστά της».

Ο τίτλος «κρυφά» δηλώνει το τελευταίο υψίσημο της πνευματικής ανέβασης. Εκείνο που αγωνίζεται να φανερώσει από την αρχή, στο τέλος σκεπάζεται από το ίδιο του το φανέρωμα. Η μεταμόρφωση του αγώνα της ζωής σε άθληση της ποίησης συντελέστηκε με τον ίδιο τρόπο που η φύση βρίσκει να χαρίζει στους ανθρώπους τη γλώσσα της μέσα από την αρμονία του «λέγειν» και του «κρύπτειν», όπως είπε ο Ηράκλειτος106.

Εκείνος από μας που στη λέξη «κρυφά» βρίσκει υπαινιγμούς μυστικισμού, κινδυνεύει να πέσει σε βασική πλάνη. Γιατί δεν ξεχωρίζει, πώς ο μυστικισμός αυτό διαφοροποιείται από το ελληνικό φως. Για την κλασική Ελλάδα «μυστικισμός», «μυστικοί» και τα παρόμοια όπως τα διαμόρφωσε ο χριστιανικός μεσαίωνας

Page 99: Νηφομανής Λιαντίνης

είναι φαινόμενα άγνωστα και άκρως αποκρουστικά. Ούτε καν στους Ορφικούς δε θα τα βρούμε.

Θα δώσω μια μαρτυρία από την ίδια την ποίηση του Σεφέρη, που δείχνει σε άλλο επίπεδο ότι ο κρυπτικός χαρακτήρας της είναι καθαρά ελληνικός.

Η πάλη του Σεφέρη με το θάνατο στη Στέρνα είναι φανερή, στον τρόπο που στα Τρία κρυφά ποιήματα είναι καλυμμένη. Η ίδια συστοιχία της καλυμμένης φανέρωσης παρουσιάζεται και στην Κίχλη.

Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης μιλά για το φως που φωτίζει τον τόπο του. Πίσω από αυτό το καλοστημένο πλάνο προσέχει να κρύψει το σκοτάδι που σκοτώνει την ψυχή του, εξαιτίας του μεγάλου κακού που βλέπει να μαίνεται γύρω του. Του εμφύλιου δηλαδή του ’44 – ’49. Στις οροσειρές, πέρα από τις λαγκαδιές του αίματός του περνά η καταιγίδα της αδεφοσφαγής. Εκείνο το «δακρυσμένο γέλιο» της Κίχλης είναι μια επανάληψη του «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο. Είναι η χαρά του ελληνικού ήλιου από την εποχή του Αισχύλου ως σήμερα. Και μαζί του είναι τα μαύρα μαντήλια της ορφάνιας και της χηρείας για το αφάνισμα της Ελλάδας από τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου ως τους Αδερφοφάδες του Καζαντζάκη. Ο Γράμμος και το Βίτσι. Και η Πυραμίδα 67 του Ρένου.

Αγγελικό και μαύρο, φως,γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,δακρυσμένο γέλιο,σε βλέπει ο γέροντας ικέτηςπηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκεςκαθρεφτισμένο στο αίμα τουπου γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.

(Π228)

Ικέτης είναι ο Οιδίπους. Αόρατες πλάκες είναι ο τάφος του στον Κολωνό. Ετεοκλής και Πολυνείκης107 είναι οι αδερφοφάδες στους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου. Η Κίχλη γράφτηκε το 1946.

Η Κίχλη γράφτηκε, δηλαδή, σε μια στιγμή όπου το λόγο για το έθνος τον έχει η Διχόνοια. Η Διχόνοια, με την οποία αρχίζει η ιστορία μας. Είναι η « » μῆνις του Αχιλλέα στην Ιλιάδα. Είναι ο πελοποννησιακός πόλεμος που κατάστρεψε την κλασική Ελλάδα. Είναι οι πόλεμοι των Επιγόνων που αφάνισαν την αρχαία Ελλάδα. Είναι η διένεξη ενωτικών και ανθενωτικών που οδήγησε στην άλωση της Πόλης. Είναι ο φοβερός διχασμός του ’21 που ολίγου δειν έσβησε την Επανάσταση. Είναι ο διχασμός βασιλικών και βενιζελικών που οδήγησε στον αφανισμό της Ιωνίας στα 1922. Και

Page 100: Νηφομανής Λιαντίνης

τώρα στα 1946 διαγουμίζει ολόκληρη τη χώρα και υποθηκεύει το μέλλον της.

Όταν ο Σεφέρης ξεκινούσε, στον καιρό έβλεπε τον άπιστο της ζωής:

Ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό.(Π76)

Όταν έφτανε όμως, τον είδε να γυρίζει στον έμπιστο της ποίησης:

Ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτήνα πέφτει στο ποτάμι του καιρού.

(Π294)

Συμπέρασμα: ο αόρατος Μονάρχης που στέκει «έξω από την περιφέρεια του Καιρού» που έλεγε ο Σολωμός, τώρα γίνεται ο πρωτομάστορας για το «αληθινό ποίημα». Και για τον ποιητή γίνεται ο γεφυροποιός που τον περνά με ασφάλεια από τα δώθε στα κείθε.

Ο Σεφέρης, για να φτάσει από τη φανερή διάσπαση της ζωής στην κρυμμένη συνοχή της ποίησης,

έβαλε το στήθος του σημάδικαι το κορμί του στα σπαθιά.

Ξεδιάλεξε μέσα από τη μοίρα της θνητής ύπαρξης όσα μπόρεσε από το μέρος της αθάνατης ανυπαρξίας. Στο εγχείρημα αυτό προχώρησε μπολιάζοντας προσεχτικά στους τόνους της φευγαλέας του φωνής τη θροή της κοσμικής αϊδιότητας.

Την υποστασιακή του περιουσία, τη ζωή του στην ουσία της δηλαδή, την έπαιξε ολοζωής στην επικίνδυνη ζαριά του Ρουβίκωνα. Ποτέ δεν άφηκε τον εαυτό του να αναπαυτεί και να ησυχάσει. Το αίσθημα της δυσφορίας του για την τρυφηλή ευφορία, όσες φορές οι περιστάσεις του βίου τον έριχναν στην άνεση που ναρκώνει την υπαρκτική αγωνία, συνήθιζε να το ονομάζει «Ο Αννίβας στην Καπούη». (Δ2, 34)

Είναι χαρακτηριστικό πως το ποιο της κατάφασης, που επισφραγίζει το ποιητικό του έργο με τα Τρία κρυφά ποιήματα, λαβαίνει το οριστικό σχήμα του με μια ομόλογη παρουσία του στο πεζό. Με τέτοιο πνεύμα πρέπει να αντικρύζεται ο τίτλος της

Page 101: Νηφομανής Λιαντίνης

τελευταίας μελέτης του στις Δοκιμές: «Πάντα πλήρη θεών». (Δ2, 339)

Ο Σεφέρης θά ‘φτανε στη σφριγηλή αταραξία που βρίσκουμε στα Τρία κρυφά ποιήματα, και χωρίς τη δικαίωση του εδώ και του τώρα. Την αναγνώριση του αγώνα του, δηλαδή, τη στενή και την πλατύτερη, από τους ίδιους τους ανθρώπους του καιρού του. Εκείνο το στίχο του, που βοά φυσική φιλοσοφία της Ιωνίας, τον εγέννησαν τα στερνά του:

Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.(Π306)

Και θά ‘ταν κενόσπουδο και αφερέπονο να δεχθούμε ότι χωρίς τις διακρίσεις και τις τιμές που του ‘δωσαν η Ελλάδα, η Ευρώπη και η Αμερική δεν θά ‘χε γεννηθεί. Με τον τρόπο του και στο χώρο του ο στίχος αυτός θυμίζει μια γνώμη από τις πιο βαθιές που ανήκει στον Αϊνστάιν των γηρατιών: «Αναρωτιέμαι, αν ο θεός είχε δυνατότητα άλλης εκλογής στη δημιουργία του κόσμου»108.

Σε επίπεδο τόσο πιο κοντινό, όσο τα χειρωνακτικά έργα των ανθρώπων σε σύγκριση με τα αχειροποίητα μυστήρια των ουρανών, βρίσκω σ’ αυτή την πρόταση του Αϊνστάιν ακόλουθη την ακόλουθη σκέψη του Σολωμού: «Έξω που εγώ πιστεύω πως ό,τι συμβαίνει εδώ κάτω είναι πάντα στον καιρό του». Και την ίδια γνώμη για την ανάμειξη της ανάγκης και της πρόνοιας στην τάξη της φύσης την έχει χαράξει και ο Σαίκσπηρ στη δεύτερη σκηνή της πέμπτης πράξης του Άμλετ: «Πρόνοια ιδιαίτερη υπάρχει στο πέσιμο κι ενός σπουργίτη».

Έχω, δηλαδή, την ιδέα ότι και χωρίς το πέρασμα, χωρίς τον Πόρο προς τη δόξα, και χωρίς την αποκατάσταση της Πενίας, φανερής και κρυμμένης, που του ‘φερε αυτή η δικαίωση, ο Σεφέρης θά ‘χε βρει το αραξοβόλι του στο γαλήνιο λιμανάκι των Τριών κρυφών ποιημάτων. Την πεποίθησή μου στην ιδέα αυτή την ενισχύουν πολλά νεύματα που στέλνει το ίδιο το έργο του. Αλλά και μια ομολογία του «εν αρρήτοις ρητή».

Είδε κάποτε, μας λέει, ένα όνειρο. Ήταν την εποχή που έγραφε την Κίχλη και την Αριάδνη. Εκείνο το άγιο φθινόπωρο του ’46, που θυμίζει τον άγιο Ιανουάριο του Νίτσε. Μια διάθεση ευλογίας φτεροκοπούσε γύρω του, και ολόκληρη η μουσική του Μπαχ. Ήταν τότε που τελείωσε τις διακοπές του στον Πόρο με το βαθύ «Ευχαριστώ», (Μ5, 83), ενός ανθρώπου που το απευθύνει στο σύμπαν.

Το όνειρο, λοιπόν, εκείνο το περιγράφει σαν μια υπνοφαντασία αυθαίρετη, ανομοιόπλαστη, ενοχλητικά ισχυρόγνωμη, και ίσως

Page 102: Νηφομανής Λιαντίνης

κάποτε ταχυδακτυλουργική. Οπότε, τη στιγμή που ξυπνούσε, έτσι ώστε στα έναυλα ώτα του ξύπνιου να ηχήσουν καθαρά τα λόγια του κοιμισμένου, άκουσε τον εαυτό του να λέει, (Μ5, 61):

Επιτέλους βρίσκομαι στον κόσμο του Σαίκσπηρ.

Οποία ικανοποίηση επιθυμίας στο όνειρο! θα μας έλεγε ο άγιος Φρόυντ. Ο κόσμος του Σαίκσπηρ για τους ποιητές είναι η Ιθάκη που γεννά την Οδύσσειά τους. Τους κινδύνους της περιπλάνησης δηλαδή και το άλγος του νόστου. Τη νοσταλγία τους για «το φθάσιμον εκεί».

Σημαδιακή για την ομοιότητα μ’ αυτή την «Οδυσσέως άφιξιν εις Ιθάκην» είναι και μια αναφώνηση που έκοψε κάποτε στη μέση ένα όνειρο του Ελύτη, απολλώνειο όπως το λέει ο ίδιος: «Αχ, πού ‘σαι καημένη Αζάκυνθος!»109. Εδώ το Αζάκυνθος βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο γεωγραφικό Ζάκυνθος και στο σολωμικό Ζάκυθος.

Η τελευταία εικόνα της ποίησης του Σεφέρη περιγράφει ένα είδος πρόνοιας ή ανάγκης, δε μπορώ να ξεχωρίσω καθαρά, που βρίσκεται πέρα από την πρόθεση ή τη δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης:

Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασανπρέπει να καούν,

λέει, (Π306). Σα να θέλει να δείξει πως, όπως για όλα, έτσι και για την πράξη του θανάτου μας, δεν ημπορούμε, αλλά ούτε και μας επιτρέπεται να ορίσουμε τη μοίρα της συμμετοχής μας. Το χρέος μας είναι να δεχόμαστε τη λύση γνωρίζοντας πως δε γνωρίζουμε τα νήματα που την ετοιμάζουν και την κινούν. Με αυτή την τελευταία εικόνα επαναλαμβάνει σε υποτακτική μια κοσμολογική πρόταση που ο Ηράκλειτος μας την παράδωσε σε οριστική:

« Πάντα γὰ ρ τὸ πῦ ρ ἐπελθὸ ν κρινεῖ καὶ »καταλήψεται 110.

Είναι μια έμπυρη κρίση, μια νικητήρια άλωση που χώνεψε και το δικό του θάνατο. Με τον ίδιο τρόπο που χώνεψε και τους άλλους θανάτους. Τους «εύλυτους», τους «ησύχιους» και τους «καθαρούς», όπως θά ‘λεγε ο Μ. Αυρήλιος.

Τον ειρηνικό θάνατο του Ντοστογιέβσκι για παράδειγμα. Τον ανώδυνο θάνατο του Νίτσε, αφού είχε εξοντωθεί πια μέσα του το φίδι της συνείδησης. Τον ανεπαίσχυντο θάνατο του Μαβίλη. Τον ηρωικό θάνατο του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή στα όρη.

Page 103: Νηφομανής Λιαντίνης

Όλοι τους τελεσμοί θανάτου Παράκλητοι. Και αν χρειαζόταν να σταματήσω στο αρχέτυπό τους, θα έδειχνα το θάνατο του Δημόκριτου. Τον πιο ωραίο θάνατο ανθρώπου που γνωρίζω. Οι βιογράφοι που μας λένε πως σαν ήρθε η ώρα να πεθάνει ο Δημόκριτος, εκατόν εννιά χρονώ, είδε την αδελφή του λυπημένη. Η ευσεβής γυναίκα θλιβόταν, γιατί η σορός του νεκρού θα μόλυνε τη γιορτή των Θεσμοφορίων που άρχιζε. Ο Δημόκριτος τότε ζήτησε να του φέρνουν να μυρίζεται αχνιστό ψωμί! έτσι ο θάνατος που τον παράστεκε, δε σήκωσε πάνω του χέρι τις τρεις μέρες που κράτησε η γιορτή των Θεσμοφορίων:

ὃ ' ς θάνατον παρεόντα τρί ἤ ματα δώμασιν ἔσχενκαὶ θερμοῖ ς ἄ ρτων ἄ σθμασιν ἐξένισεν111.

(Κράτησε μέσα στην κάμαρή του τρεις μέρες το θάνατο. Και τον εφίλευε με εισπνοές ζεστού ψωμιού). Ωσάν επέρασε η γιορτή των Θεσμοφορίων ο μεγάλος Δημόκριτος, ήρεμος και θεοφιλής, εκοιμήθηκε τον ανεξύπνητο ύπνο.

Τον αιένυπνον.

Page 104: Νηφομανής Λιαντίνης

ΤΑΧΟΡΙΚΑΤΗΣΦΩΤΟΝΕΡΟΠΕΤΡΑΣ

Α’. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα μονοκοτυλήδονακαι τα δικοτυλήδοναανθίζανε στον κάμπο

σου τό ‘χαν πει στον κλήδονακαι σμίξαμε φιλήδονατα χείλια μας, Μαλάμω.

Αλλά ιδού και τα αθάνατα του Αθάνα. Οι αποστασίες,

Είχε δυο στήθια άσπρα σαν τα γάλαταΚαι μού ‘λεγε – Γαργάλατα.

Δε μοιάζει το χερουβικό της ελληνικής Κυριακής με τα τουμπελέκια των Ζουλού και των Κάφρων.

«25 Μάη 1931. Κυκλοφόρησε η Στροφή… Ο Ν. φυλλομετρώντας προχτές το αλαφρύ φυλλάδιο, μού ‘πε με ύφος σοβαρό, σχεδόν εμπιστευτικά: ‘Μου φαίνεται πως δε θα σου το συγχωρήσουν ποτέ αυτό’. Και μού ‘δειξε ‘τα μονοκοτυλήδονα’. Και επολέμησάν με δωρεάν». (Μ1, 137)

Αρχίζει κανείς όπως μπορεί, λέει ο Μάριο Vitti. Εγώ λέω πως η αρχή είναι πάντα παλαβή. Ο Πλάτων λογουχάρη ξεκίνησε σαν τραγικός ποιητής. Στα είκοσι χρόνια του έκαψε τις τραγωδίες που είχε γράψει. Ύστερα, από τη στ’αχτη του φοίνικα ένας πυρακτωμένος αμίαντος πήρε να παίρνει το σχήμα του νέυο μανδύα. Έτσι, χωρίς να το γνωρίζει, είχε πετύχει την οργανική μετεξέλιξη από την αττική τραγωδία που πέθαινε στον πλατωνικό διάλογο που γεννιόταν. Και ο Μακρυγιάννης κίνησε πολεμιστής, και έφτασε εξομολόγος. Ο πνευματικός ολάκερης της φυλής.

Κλήδονας: Τη νύχτα του Αη–Γιαννιού του Ριγανά, στις 24 Ιούνη, τα κορίτσια ψάχνουν να βρουν το παλικάρι που θα παντρευτούν. Ζαλίζουνται από τους θερισμένους χυμούς της άνοιξης και τις αθημωνιές. Το καθένα «ρίχνει τα χαρτιά, ψάχνει, αστρονομίζεται, γυρεύει». Ύστερα τρέχει στον κάμπο. Εκεί που ανθίζουν οι φασίολοι

Page 105: Νηφομανής Λιαντίνης

με τις δύο κοτύλες. Οι όρχεις στο όσχεον, πες αλλιώτικα. Ο Καζαντζάκης στο Ζορμπά του περιγράφει έτσι την ιστορία:

«Όταν πέρασε από το μοναστήρι μας ο πρίγκιπας Γεώργιος – καλή του ώρα! – του ‘στρωσαν οι καλόγεροι βασιλικό τραπέζι και σε όλους έβαλαν κρέατα· μα στον πρίγκιπα ένα βαθύ πιάτο σούπα. Έπιασε ο πρίγκιπας το κουτάλι, ανακάτεψε: «Φασόλες; ρώτησε ξαφνιασμένος. Φάε, πρίγκιπά μου, είπε ο γερο-γούμενος, φάε, κι ύστερα τα λέμε. Δοκίμασε ο πρίγκιπας μια κουταλιά, δύο, τρεις, άδειασε το πιάτο, έγλειψε τα χείλια του. Τι θάμα είναι αυτό; είπε, τι νόστιμες φασόλες· μυαλός! Δεν είναι φασόλες, πρίγκιπά μου, του κάνει ο γούμενος και γέλασε· δεν είναι φασόλες· μουνουχίσαμε όλους τους πετεινούς της επαρχίας».

Φιλήδονα: Είναι η λέξη κλειδί που ανοίγει τα κελλάρια της μουσικής σοδειάς των ποιητών.

Μαλάμω. Όνομα κοριτσιού όπως και το Διαμάντω, το Ασήμω, το Ρουμπίνα, το Χρύσω, το Αργυρώ και η αστραφτερή Σμαραγδή του Μυριβήλη. Μαλάματα, διαμαντικά, πούλιες και τζιβαέρια. Υπαινιγμός για τα άρματα και τα γρόσια της νιότης. Το όνομα Μαλάμω δηλώνει το πράγμα όπως Ευρώτας, Παρθενών, Δίας, Μακεδόνες, Εσφιγμένου. Ο λαός μας την τραγουδεί:

Σαν πας, Μαλάμω μ’, για νερόκαι ‘γω στη βρύση καρτερώνα σου τσακίσω το σταμνί.

Παρόμοια τραγουδεί και τη Διαμάντω:

Σήκω, Διαμάντω, να πας στο μύλο.

Η κατάληξη –ω στα ονόματα κοριτσιών σημαδεύει μια πρώιμη ροπή στο Σεφέρη. Μια προτίμηση που θα τον συνοδέψει ως το τέλος. Από τη σημαδιακή Μπίλιω της Ακρόπολης ως την παραμόνιμη Μαρώ του σπιτιού του. Με Ω μέγα, όχι ο μικρόν. Δηλαδή στην άλλη άκρη του Άλφα.

Μονοκοτυλήδονα και δικοτυλήδονα. Η ιστορία των δύο και της μιας κοτύλης απαντά και σε άλλο τόπο και καιρό. Εκεί όμως δεν έχει τη χαρούμενη χροιά της, αλλά την τραγική. «ἐ δίδοσαν γὰρ αὐτῶ ν ἑκάστῳ ἐπὶ ὀκτὼ μῆ νας κοτύλην ὕ δατος καὶ δύο κοτύλας

», σίτου γράφει ο Θουκυδίδης στι Ζ’, 87. Και ο Σχολιαστής εξηγεί: «Ἡ . κοτύλη εἶναι τὸ τέταρτον τῆς χοίνικος ὅτι δὲ ἡ τροφή αὐτή εἶναι

, , ,ἀνεπερκεστάτη γίνεται δῆλον ἐκ τούτου ὅτι δύο χοίνικας ἀλφίτων ». δηλαδή το τατραπλάσιον Ο Σεφέρης γράφοντας τα

Μονοκοτυλήδονα δεν είχε βέβαια στο νου του ούτε το Θουκυδίδη

Page 106: Νηφομανής Λιαντίνης

ούτε το Στάλινγκραντ της αθηναϊκής στρατιάς στη Σικελία. Συλλογίζομαι ωστόσο πως μέσα στα λατομεία της Σικελίας είδε να χωνεύουν μερικοί από τους αιώνες της ζωής του Ευριπίδη:

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίαςκαι στα λατομεία της Σικελίας.

(Π266)

Συλλογίζομαι ακόμη πως τη φωτιά της Τροίας την άναψε η Ελένη της Σπάρτης. Το Λενιώ, όπως θά ‘λεγε κάποιος που πασχίζει να αναστήσει τα παλαιά ονόματα με το μάταιο τρόπο που Βαλαωρίτης, Κρυστάλλης, Παλαμάς, Σικελιανός και οι άλλοι δοκίμασαν να ζωντανέψουν το Δημοτικό μας τραγούδι.

Αραγούν, το να μένεις στα τίμια πατήματα της παράδοσης δε θα ειπεί να λες την Ελένη Λενιώ και το συνεπώς συνεπά. Δε θα ειπεί, δηλαδή, να μένεις στο « », μῆνιν ἄειδε που έλεγε ο Σολωμός. Αλλά θα ειπεί να βρίσκεις μέσα σου και να ανασταίνεις «τα συνήθεια της Ιλιάδας», που έλεγε ο Σολωμός. Να ανασκάβεις και να προσαρμόζεις στα αιτήματα του καιρού σου τη ζωντανή παράδοση του λαού, που κρατάει από τον αρχαίο καιρό. Όπως ο «κλήδονας» εδώ, που είναι ο αρχαίος «κληδών». Ορθά κατανόησε ο Σεφέρης ότι για να ανανεωθεί στην εποχή του η ποίησή μας έπρεπε όχι να υπερθεματίσει, αλλά να αναθεματίσει τον παλαμισμό. Το Δημοτικό τραγούδι στην πρώτη συλλογή του είναι ένας τρόπος προγραμματικής δήλωσης. Και κυρίως αυτό: επιστροφή στα αθάνατα νερά του Σολωμού μας.

Page 107: Νηφομανής Λιαντίνης

Β’. ΕΔΩ – ΩΔΕ

Αντίκρια μου και αντίκρια σου, κι αντίκρια στο φεγγάριΕκεί έχουν κρύψει το ψηφί και το μαργαριτάρι.

«Τόσο μοιάζει να είναι αληθινό ότι τη θεία χάρη είπε να την έχει κανείς, αν είναι ολότελα αθώος, είτε, αν δεν είναι, την αποχτά με μεγάλη άσκηση και προσήλωση». (Δ1, 151).

Το νόημα αυτού του παραθέματος στις Δοκιμές του Σεφέρη είναι ότι ο ένας δε μπαίνει καθόλου στην περιπέτεια της γνώσης. Μένει, δηλαδή, στο Α της περιφέρειας του κύκλου. Αυτό σημαίνει ότι διατηρεί σε όλη τη ζωή του την πρωτόγονη απλότητα, την αθωότητα του ζώου, τη Sancta Simplicitas, που έλεγε ο Γκαίτε. Τελικά, την απλή γνώση που σώζει.

Ο άλλος όμως που θα περάσει στις πεδιάδες των γνώσεων, και θα ξεκινήσει από το Α της περιφέρειας του κύκλου, πρέπει να φτάσει στο τέλος. Πρέπει να πατήσει στο Ω της περιφέρειας. Διαφορετικά θα μείνει ημιμαθής. Και ο ημιμαθής είναι χειρότερος από τον παντελώς αμαθή. Να διατρέξεις όμως ολόκληρη την περιφέρεια είναι μεγάλη ιστορία. Θα σε καρτερέσουν βάσανα, μαρτύρια, θάνατοι πολλοί. Κι όταν θα φτάσεις στο Ω, θα πατήσεις πάλι στο Α. Γιατί στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή συμπίπτει με το πέρας. «ἀρχὴ καὶ πέρας ἐπὶ », κύκλου κοινόν έλεγε ο Ηράκλειτος.

Στο παράδειγμά μου ο αθώος που έμεινε για πάντα στο Α είναι ο Θεόφιλος. Ο άλλος που έφτασε στο Ω και ξανάγινε αθώος, αφού πέρασε ολάκερη την Κόλαση της γνώσης, είναι ο Σεφέρης. Παραθέτω σε εικοσιτέσσερα άρματα τους δύο ομόζυγες ίππους. Τίτλους από πίνακες του Θεόφιλου και στίχους από ποιήματα του Σεφέρη. Για να δείξω δύο παράλληλους βίους. Ο ένας είναι ο αγνός στην άγνοιά του, ο άλλος είναι ο εξαγνισμένος στη γνώση του. Η ορθογραφία στους τίτλους του Θεόφιλου είναι (sic). Δηλαδή πιστή.

Α’

Ζητιάνα τρελή ζητών Ελεημοσύνη. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς

κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά.

Β’

Η Αίτνα Ένθα αντικρύζει ο Βεσούβιος.

Page 108: Νηφομανής Λιαντίνης

Είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιέςπλεγμένα πάνω στην κακή γενιάτη μοίρα μας.

Γ’

Δια σχυνίου σκάλας ο Ερωτόκριτοςεις τον εξώστην αναβιβαζόμενος.

Τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγονταςτην αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνειτα μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Δ’

Ενθύμησις Ειρήνης και Θεοφίλου Σοματοφύλακατης Σμύρνης το 1904.

Με τον τρόπο του Γ.Σ.

Ε’

Σερβογύφτυσες μάγισσες. Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες.

ΣΤ’

Ο Γεωργ. Καραϊσκάκης καταδιώκων τον Ρεσίτ πασά ή Κιούταχη εν ξυφήρεις το 1826.

Ένας πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχηπου του φώτιζε το πλευρό.

Ζ’

Τα παιδία πειράζοντα τον Αλήτην. Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας

κανείς δεν ξέρει να πει γιατί.

Η’

Η θεά Θέμις του Χάρου. Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του

θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον.

Θ’

Page 109: Νηφομανής Λιαντίνης

Πάναγνε σώσον ημάς εξ των Αγαρηνών. Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

Ι’

Ηλιοθεραπεία μετά το θαλάσσιον Λουτρόν. Κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει

με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού.

ΙΑ’

ΒΑΚΧΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΟΥ Θεός των αρχαίων. Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμνούσε

στα δέντρα ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.

ΙΒ’

Δια της Καμήλου ταξιδευόμενος Άραψαπό Αίγυπτον εις Σουδάν.

Το μακρύ ποτάμι βγαίνει από τις μεγάλες λίμνεςτις κλειστές βαθιά στην Αφρική.

ΙΓ’

Οι τροίς γυροπώλοι εν Κωνσταντινουπόλει. Στον ποταμό Γιορδάνη τρεις καλογέροι φέραν

και δέσανε στην όχτη κόκκινο τρεχαντήρι.

ΙΔ’

Η Νεκρά Θάλασσα. Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα.

ΙΕ’

Ο Ιησούς Χριστός Δέσμιος και στέφανον εξ ακανθώνεις το Πρετόριον του Πιλάτου υβρύζεταιαπό τους Ιουδαίους και Φαραισέους.

Προχωρεί πηγαίνοντας στη δουλειά του καθώςχίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκιακαι τον γυμνώνουν.

Page 110: Νηφομανής Λιαντίνης

ΙΣΤ’

Όπερα Καΐρου. Σκουπίδια, καβαλίνα, μπόχα και καταλαλιά.

Κάιρο 24 Ιουνίου ’43.

ΙΖ’

Ο Ερμής θεός των Αρχαίων Ελληνώνθεός των κλεπτών.

Ερχόμαστε από την άμμο της έρημοςαπ’ τις θάλασσες του Πρωτέα.

ΙΗ’

Η Ερωτευμένη Απελπισθείσα. Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή

άκουσε των ανέμων την ταφή.Γυναίκα που έχασες το φωςάκουσε τραγουδά ο τυφλός.

ΙΘ’

Η κυρία με τον Κύνα της. Ουΐσκυ; Τζιν; Το νου σου μην

πηδήξει στο φουστάνι σας ο σκύλος.

Κ’

Την σημαίαν των οργιωδών Εκείνων συμποσίωνείχε υψώσει πρώτη η Αυτοκρατώρεισα Ευδοξία του Βυζαντίου το γέννημα των φράγκων των φιληδόνων κλπ.

Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνιαστο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείναγεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.

ΚΑ’

Βαρ παρά Γερβίζ εφέντη. «Pape Satan, pape Satan, aleppe!»

ΚΒ’

Page 111: Νηφομανής Λιαντίνης

Ο πρώτος Αρχιτέκτων της Γλυπτικής των αρχαίων ήτοο Φειδίας Αγαλματοπειός.

Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει,και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.

ΚΓ’

Αφροδίτη θεά των αρχαίων Ελλήνων,θεά της θαλάσσης.

«Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,μήπως δεν είμαι η θάλασσα;»

ΚΔ’

Ο Αδάμ και η Εύα εντός της Παραδείσου. Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες

και γίνουνται άστρα.

Page 112: Νηφομανής Λιαντίνης

Γ’. ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΤΡΟΠΕΣ

Τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.

Ο Αλδεβαράν, ο α του Ταύρου ή Λαμπαδίας αλλιώτικα, είναι γίγαντας ερυθρός, σαράντα οχτώ έτη φωτός μακρυά από τη γη μας, και ανοίγει το χάρτη των άστρων του ουρανού στο χειμώνα. Επιτέλλει στον ορίζοντα λίγο μετά τις Πλειάδες και τον Ηνίοχο. Και τον ακολουθούν κατά σειρά ο Ωρίων, ο Μικρός Κύων, ο Μέγας Κύων και οι Δίδυμοι με όλη τη συναστεριά τους. Αυτοί είναι οι πιο φωτεινοί αστέρες που τρέχουν στον ουρανό από τον Οχτώβρη ως τον Απρίλη. Στις ξάστερες νύχτες του χειμώνα σηκώνεις τα μάτια σου ψηλά, και βλέπεις από πάνω σου μίαν Ανάσταση.

Σ’ αυτή την περίοδο των Ωρών ο χάρτης του ουρανού ημπορεί να παραβληθεί με το χάρτη της κλασικής Ελλάδας. Στο κάθε διαμάντι του ουρανού, λευκό γαλάζιο ή κόκκινο, βλέπεις καταστερωμένο έναν έλληνα που έλαμψε στην επιστήμη και στην τέχνη. Για την αντιστοιχία των μεγάλων αστέρων και των μεγάλων ελλήνων λογαριάζεται το μέγεθος, η λαμπρότητα, η ηλικία, η συγγένεια, η γειτονιά κλπ. Έτσι κοιτάς και τότε βλέπεις.

Ηνιόχου α, Όμηρος. Είναι οι εμπροσθοφυλακές στο χάρτη του χειμερινού ουρανού και στο χάρτη της Ελλάδας. Ο Όμηρος μέσα σε ζώνες επιστράτευσης και πολέμου που έχει χαράξει αυστηρά, οδηγεί με τάξη τα τάγματα που ακολουθούν. Μιλά απροσωπόληπτος και δε μετέχει στα δρώμενα, όσο και οι αστέρες, σιωπηλοί στις νυχτερινές τους τροχιές, αδιαφορούν για τα βάσανα και τις χαρές των ανθρώπων που τους κοιτάζουν.

Αλδεβαράν, Ησίοδος. Έχει ζέψει στο αλέτρι, στο ησιόδειο άροτρο, τον ταύρο και γεωργεί τη σπορά των θεών, των ηρώων, των ανθρώπων. Ύστερα ερμηνεύει τα όνειρα των εννέα κοριτσιών με τ’ άσπρα, καθώς τα παρατηρεί να χορεύουν στο Νυμφαίο της Άσκρας. Είναι οι Υάδες.

Πλειάδες, Σαπφώ. Περιστοιχίζεται από τον πρωϊνό της ανήλικο θίασο. Και συγυρίζει το μυαλό και το κορμάκι τους με την οδύνη και τη λατρεία μιας παλλόμενης ύπαρξης. Οι εφτά ιτιές στην Ερεσσό της Λέσβου, Μίκα Ανδρομέδα Κλέις Γογγύλα Ατθίς Γυρίννω Μνασιδίκα, γενήκανε οι εφτά πούλιες της Πούλιας, Πλειόνη Αλκυόνη Μερόπη Κελαινώ Ηλέκτρα Αστερόπη Τ α ϋ γ έ τ η. Η ίδια η Σαπφώ στα πόδια των Πλειάδων είναι ο Άτλαντας. Η μίνη θηλυκή με όνομα αρσενικό.

Page 113: Νηφομανής Λιαντίνης

Ηνιόχου θ, Ηρόδοτος. Βρίσκεται στη μέση της γραμμής από τον Όμηρο στο Θουκυδίδη. Ή στη μέση της στιγμής από τον όνειρο στον ξύπνο. Οι ιστορίες που έγραψε λικνίζουνται στη χαρωπά μεθυσμένη αιώρα της φαντασίας και της αλήθειας.

Ηνιόχου β, Θουκυδίδης. Είναι σκέτος ο ξύπνος. Που θα ειπεί μόνη η αλήθεια. Γυμνή σαν την αληθινή φύση, και ανυπόκριτη σαν την αληθινή ψυχή. Η δεντροτόμηση λέει, έγινε η μόλυνση της Ελευσίνας από τα διυλιστήρια και τις υψικάμινες. Και λέει ακόμη ότι, όσο η τίμια δημοκρατία του Σόλωνα θα εκφυλίζεται σε οίηση και σε καταφρονεμό των δυνατών προς τους αδύνατους, τόσο τα καράβια των αθηναίων θα βουλιάζουν στο Πλημμύριο της Σικελίας και τα ελικόπτερα των αμερικανών θα ταπεινώνουνται στο Βιετνάμ της Ασίας.

Ταύρου β και ζ, Σόλων και Κλεισθένης. Είναι οι κυνηγοί που αρπάξανε τον ταύρο από τα κέρατα. Ανακάλυψαν τη δημοκρατία στο δυνατό σώμα, στην κοφτερή ματιά, και στο μυαλό του ανθρώπου που αγωνίζεται να γνωρίσει τις αυλακώσεις της ευφυΐας και το μέτρο της φρονιμάδας του. Και να μη δειλιάζει το φρόνημα, λένε, είτε ο ήλιος αλέθει διαμαντικά στις θάλασσες είτε φυσούν τα άγρια μεσάνυχτα στις στεριές. Μόνο η φουρτούνα δείχνει τον καραβοκύρη. Η τρύγα της σοφίας και της πείρας τους μας διδάσκει ότι η ζωή των ανθρώπων και η δημοκρατία των πολιτειών είναι μια υπόθεση δύσκολη και ηρωϊκή.

Ηνιόχου θ, Πίνδαρος. Υμνώ τους θεούς, γιατί θεοί είναι οι άνθρωποι σα γίνουνται άνθρωποι. Τα άλλα είναι ονείρων σκιές και Κανένες.

Ωρίωνος α, Αισχύλος. Το σύφλογο συνεπήρε τη γης, καθώς άναψαν τα καρφιά του Προμηθέα στον Καύκασο. Η φωτιά και το φως θα τινάζουνται από κοινή πηγή. Πάντα.

Ωρίωνος β, Σοφοκλής. Έστειλε το βασιλιά Οιδίποδα στα σκοτάδια, καθώς ο τοξότης ένα βέλος στο μέλλον. Στο σκουτάρι του Φρόυντ θα ακουστεί ο χτύπος κι ο αντίχτυπος. Θα τον ειπούμε Λιβιδώ και Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Και θα τον εξηγήσουμε θάνατο. Και πώς πρέπει να μάθει να πεθαίνει ο άνθρωπος στην κοιλάδα του Κολωνού και στα ψηλώματα του νου του.

Ωρίωνος γ, Ευριπίδης. Καθρεφτίζει την ψυχή μας πυρωμένη σε χιλιάδες βαθμούς Κελσίου. Το ναδίρ και το ζενίθ του ουρανού του τα ονόμασε Μήδεια και Άλκηστι.

Ωρίωνος κ, Αριστοφάνης. Γελάει όσο να δακρύσει, και ανάποδα. Ο πλούτος είναι τυφλός, λέει. Ο πόλεμος είναι ούρα και στέμμα των γελωτοποιών και των βασιλιάδων τους. Και τα βυζάκια της Λυσιστράτης στέκουνται για τους άντρες κυνήγι τραχύ, και οδυνηρή αναμονή για τις γυναίκες. Μα αυτός είναι, διάβολε, ο

Page 114: Νηφομανής Λιαντίνης

σωστός φεμινισμός που ξαστοχήσατε, θα γελάσει σοβαρά και θυμωμένα στ’ αυτιά μας.

Ωρίωνος δ, ε ζ, οι μιλήσιοι Θαλής Αναξίμανδρος Αναξιμένης. Ο μεγάλος περίπλους των ανθρώπων γύρω από το σύμπαν αρχίζει. Μακάρι προτού τελειώσει το ταξίδι, να μην έχει τελειώσει και ο άνθρωπος. Ήλεκτρον, Δίκη και Τίση.

Σείριος ή α του Μεγάλου Κυνός, Ηράκλειτος. Ο ένας το λαμπρότερο άστρο τ’ ουρανού. Ο άλλος ο μεγαλύτερος έλληνας στους έλληνες. Ο Ηράκλειτος στις όχθες του Ηριδανού ποταμού κοιτά τα μερά να κυλούν και μα μένουν. Στον πόλεμο βλέπει το νου του θεού που χτίζει και γκρεμίζει τα φαινόμενα και τους ανθρώπους. Κράζει «κάκιστους» τους πολίτες και την πολιτεία της πόλης του. Δεν πολιτεύεται μαζί τους στην Αγορά και στα Media. Μόνος διαλέγει να παίζει με τα παιδιά τια «αμάδες». Παιδί δεν ήξερε τίποτα, έλεγε. Άντρας έλεγε πως ξέρει τα πάντα. Και σαν απελπίστηκε ολότελα από τους ανθρώπους, ξέκοψε, και τράβηξε κατάμονος στα όρη. Εκεί και έτσι έζησε τα ρέστα του τρώγοντας βότανα και χορτάρια. Και πέθανε μέσα στην παλικαριά και την περηφάνεια της μεγάλης του γνώσης. « Τέλος μισανθρωπήσας καὶ ἐ κπατήσας ἐ ν τοῖ ς ὄ ρεσι διῃτᾶ , το πόας σιτούμενος καὶ ·βοτάνας

».ἐτελεύτα βιοὺς ἔτη ἑξήκονταΜεγάλου Κυνός β, Παρμενίδης. Στο ένα του χέρι το τίποτα, στο

άλλο του χέρι το παν. Στο μεγάλο κυνήγι, αυτό που ο Πλάτων το είπε «γιγαντομαχία περί της ουσίας», τρέχει πίσω από τον α του Μεγάλου Κυνός.

Μικρού Κυνός α, Δημόκριτος. Μαζεύει ψήγματα χρυσού στον ποτα;μό του Ηράκλειτου. Και γελάει. Όλο γελάει, όσο βλέπει εκείνον να κλαίει. Εγώ θα σας δώσω, είπε στους ανθρώπους, αντιδραστήρες και χιροσίμες. Εσείς θα διαλέξτε.

Δίδυμοι α και β, Κάστωρ και Πολυδεύκης στη Σπάρτη Διόσκουροι, Πλάτων και Αριστοτέλης στην Αθήνα φιλόσοφοι, Σωκράτους παίδες. Τα οράματα των ανθρώπων, λέει ο δάσκαλος, ημπορούν να λάβουνε σχήμα. Φτάνει να μπουν στον ιδεότυπο των θεών. Τα οράματα των θεών, λέει ο μαθητής, ημπορούν να λάβουνε σχήμα. Φτάνει να μπουν στον ξυλότυπο των ανθρώπων. Ή αλλιώτικα: «Το κακό δεν είναι ότι η ζωή είναι τέτοια που είναι. Το κακό είναι ότι η ζωή πρέπει να είναι τέτοια που είναι». Ανάμεσα σε τούτους τους δύο έξοχους άντρες έδεσε η πιο έξοχη φιλία που κατορθώθηκε από τους ανθρώπους. Καθώς εμάλωνε το δάσκαλο ο μαθητής: φαίνεται πως είναι τίμιο και αναγκαίο, είπε, να θυσιάζουμε ακόμη και ό,τι αγαπάμε πιο πολύ, αν είναι να φυλάγουμε την αλήθεια άβλαβη. Γιατί αν χρειάζεται να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο, το θεάρεστο είναι να διαλέξουμε την αλήθεια. « Δόξειε δ᾽

Page 115: Νηφομανής Λιαντίνης

ἂ ν ἴ σως βέλτιον εἶ ναι καὶ δεῖ ν ἐπὶ σωτηρίᾳ γε τῆ ς ἀ ληθείας καὶ τὰ οἰκεῖ α ἀναιρεῖ , ν ἄ λλως τε καὶ φιλοσόφους ὄ · ντας ἀμφοῖ ν γὰ ρ ὄντοιν

φίλοιν ὅ σιον προτιμᾶ ν τὴ ν ἀ ».λήθειαν

Page 116: Νηφομανής Λιαντίνης

’. Δ ΕΛΕΝΗ

’ .ἀλλ εἴδωλο ἦν

Έτσι που θα την ιστορήσω, μας ανιστόρησε ο ξένος την ιστορία μιας απιστίας παράξενης που έγινε στα ξένα.

Από το Σαν Ρέμο ως τη Τζένοβα οι ιταλιάνοι μηχανικοί έχουν στρώσει ένα δρόμο πέταλο καρφί. Ή θα περνάς γιοφύρια που ενώνουν βουνά με κάτωθε τις κοιλάδες και το πιότερο βράχους και κράκουρα, ή θα περνάς τούνελ και σήραγγες που ενώνουν κοιλάδες με πάνωθέ σου όγκους τα βουνά.

Μια χτεσινιά γης, εκατό και βάλε μίλια, την ξεμετράς αστραπή. Το μισό σαν ιπτάμενος, το άλλο μισό υποβρύχιος. Κύλινδροι, σπαστήρες, δυναμίτες, προωθητές γαιών έκαμαν ένα τα κατά γην, αέρα και θάλασσα. Οι ιταλοί έχουν παράδοση στη μηχανική και στους δρόμους. Από την εποχή του βασιλιά Πύρρου. Τότε που στρώσανε την Αππία οδό. Την πρώτη αουτοστράντα.

Ύστερα, καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα, καθώς αφήνεις πίσω Ραπάλλο και Σάντα Μαργαρίτα και δεξιά σου Λασπέτσια και Πίζα, ο δρόμος ισιώνει στον κάμπο. Η αουτοστράντα τους τραβάει καρσί και πλατιά. Το αμάξι χύνεται στην άσφαλτο κυνηγώντας τα πρατήρια βενζίνης. Το τοπίο μηρυκάζει τον εαυτό του. Μόνο ανάρια και που, με τη στροφή ή την ομίχλη αλάργα, διαβάζεις την πινακίδα: Velocita 100.

Τέλευε η μέρα κι ο μουντός αέραςτα ζωντανά της γης από τους κόπουςξαλάφρωνε· κι εγώ μονάχος έναςσυντάζουμουν να πιάσω τον αγώνα,

που λέει κι ο Δάντης του Καζαντζάκη. Αλλά τότες δεν ήμουν ένας. Ήμουνε δύο.

Τέλευε η μέρα, λοιπόν, που ο Γιαννιάς και η Λίμπικα με την καμπριολέ τους Μπιεμτάλιγιου φτάσανε στο σταυρό της Πάρμας. Το ιουλιάτικο πνίγος λάβωνε το ηλιοβασίλεμα με τη φτερούγα μιας θαμπερής αποκάρωσης.

- Τραβάμε για Πάρμα; ρώτησε τη γυναίκα ο Γιαννιάς αγγίζοντας τα μαλλιά της.

- Λέω να προχωρήσουμε κομμάτι. Έχουμε να χάσουμε πολλά, αν δεν κοιμηθούμε απόψε στο Μοναστήρι της Πάρμας;

Page 117: Νηφομανής Λιαντίνης

- Τότε Μόντενα-Ζυντ, είπε ο άντρας.Σε λίγα λεπτά αφήσανε το ποτάμι της πίσσας, και μπαίνανε στα

νότια προάστια της πόλης. Περνώντας περιβόλια λογής, αποθήκες κατά μήκος του δρόμου, αδέσποτα σπίτια, φάμπρικες και κεραμικά κανατάδικα, σταμάτησαν σ’ ένα hotel. Ήταν ένα απολειφάδι παλιού αρχοντικού, «Το Καστέλλι» με τ’ όνομα.

Και στους δύο ορόφους του τετράπλευρου τα παράθυρα, με ξύλο στο χρώμα του δρυ, απόληγαν σε ευρύκυκλα τόξα. Στην στέγη ένα χτίσμα, αρκετά μεγάλο για δώμα, στεφάνωσε την κλασική γραμμή των παραλλήλων. Τό ‘παιρνες καλύτερα για βίγλα, ή πολεμίστρα άλλων καιρών.

Ανεβαίνοντας ένα Π πέντε σκαλιά, και στηριγμένη σε δύο μαρμάρινες κολόνες η κεντρική είσοδος, με ευρυχωρία πυλώνα, έδειχνε κατευθείαν στην Υποδοχή. Δεξιά, ένας άνετος διάδρομος οδηγούσε στο μπαρ, που στο βάθος του καρσί έβλεπες κρεμασμένη μια γκραβούρα του ποιητή με το δάφνινο στεφάνι στην κόμη και τη μακρυά γαμψή μύτη. Αυτό μπορούσες να το ξεχωρίσεις αμέσως από κάθε σημείο του διάδρομου. Όπως ακριβώς στο Μουσείο των Δελφών βλέπεις από παντού τον Ηνίοχο.

Αριστερά, άνοιγε η μικρή αίθουσα του ρεστωράν με μια δεκαριά τραπέζια. Σε όλους τους χώρους υπόφεραν οικόσιτα φυτά σε ζαρτινιέρες και γλάστρες. Τα χαλιά ήσαν λεπτά και τριμμένα. Ένα γυάλινο ενυδρείο στημένο στον αριστερό τοίχο του εστιατορίου ήταν το μόνο παράταιρο στην παλαιωμένη τάξη.

Το ταξιδιάρικο ζευγάρι πήρε το δωμάτιο δεκάξι στη βορειοδυτική πλευρά του πρώτο ορόφου. Ήταν μια κάμαρη ευρύχωρη με το λουτρό εμπρός και αριστερά. Στο δεξιό και πίσω μέρος το σιδερένιο κρεβάτι μέσα σε μια μεγάλη τετράγωνη αχιβάδα.

Τα φώτα ήσαν κρυμμένα. Ο πολυέλαιος στη μέση σε αποστρατεία. Και ο καθρέφτηες στη βορειοανατολική γωνία του τοίχου έμοιαζε νά ‘χει αντικρύσει ήθη και τρόπους από την εποχή του Μαρκήσιου ντε Σαντ.

Τα δύο παράθυρα, μικρότερο το ένα από το άλλο μεγαλύτερο, ανοίγονταν δυτικά και βόρεια αντίστοιχα. Το δυτικό μέσα από ψηλές σημύδες αγνάντευε στον ουδέτερο κάμπο. Η βόρεια πλευρά έβλεπε σ’ ένα χώρο με εφτά οχτώ ρεμίζες. Και δεξιά του θρόιζε ένας μεγάλος κήπος, νοιασμένος με ψιλολογιά ατημέλητη.

Η Λίμπικα βιάστηκε. Χωρίς σχεδόν να σπουδάξει το χώρο που σε λίγο θα γινόταν ιδιωτικός έστω και φευγαλέα, πέταξε το ελάχιστο ρούχο της και μπήκε στο λουτρό.

Page 118: Νηφομανής Λιαντίνης

- Το νερό! τι θαύμα είναι το νερό, μονολόγησε βγαίνοντας. Σκούπιζε μαλακά το σώμα της, αγγίζοντας μ’ ένα Marimekko προσόψιο νησίδες νησίδες τα υγρά μέλη.

- Όπως τρίβεις με την απαλάμη φύλλα καρυδιάς. Κι ύστερα τα μυρίζεσαι, συλλογίστηκε ο Γιαννιάς.

Όταν φρεσκαρίστηκε και ο άντρας, κατέβηκαν στο ρεστωράν και δείπνησαν ελαφρά. Ύστερα πέρασαν στο μπαρ. Εκείνος άναψε τα τσιμπούκια του, τρεις παλαιωμένες ρίζες από ρείκι Κορσικής, και η Λίμπικα ξεδίπλωσε τον Άτλαντα της Shell. Εσπούδαξε σημειώνοντας τον τόπο και τις αποστάσεις για την αύριο. Και έριξε μια γρήγορη ματιά στις σελίδες με τα τοπικά αξιοθέατα και τα μνημεία.

- Αύριο λίγο Φερράρα και πολύ Φιρέντζε, είπε στο Γιαννιά λικνίζοντας τη φωνή της ανάμεσα στη φαντασία και στο προσδοκώμενο.

- Φίλος παλιός έλεγε πως στην Casa di Dante, σ’ ένα τετραγωνικό μέτρο τόπο θα διαβάσουμε ολόκληρη την Κωμωδία.

- Λένε πως στην έκθεση βιβλίων στην είσοδο του σπιτιού θα ιδούμε τα τρία τεύχη της μετάφρασης του Καζαντζάκη.

- Εθνική μας τιμή, απόσωσε στυφά ο άντρας.- Πάμε για ύπνο. Νιώθω κατάκοπη. Θα παραδεχτείς να με

αφήσεις απόψε αφίλητη; του χαμογέλασε ήρεμα.Σε λίγο, κόντευε πια μεσονύχτι, η νέα γυναίκα είχε κιόλας

αποκοιμηθεί. Το ελαφρύ λινό, πτυχωμένο σε λοξή ταινία, σκέπαζε το καστανό της ανάστημα, αφήνοντας να διαγράφεται μια ανεπαίσθητη κλίση προς τα δεξιά, καθώς άπλωνε ανάσκελα τον απέριττο πλούτο του κορμιού της στο στρώμα.

Οι μηροί της ενωμένοι χαλαρά τόνιζαν μια αδιόρατη κάμψη προς την ίδια πλευρά βαθαίνοντας χαρούμενα το στιλπνό μέταλλο της κοιλιάς. Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της σκέπαζαν τον κάλυκα του αφαλού, ενώ η δεξιά παλάμη της ήταν λησμονημένη στην πυρή κορυφή του αριστερού της στήθους. Όπως το μωρό που κοιμήθηκε με το δάχτυλο ξεχασμένο στο στόμα. Μια άνεση θεληματική πλανιότανε ανενόχλητη στα δροσερά ματόκλαδα.

Α, η χορτασμένη γυναίκα, συλλογίστηκε ο Γιαννιάς. Η Gestillte, που έλεγε ο Ρίλκε. Τύψη της αθωότητας. Λύτρο και ευλογία της ενοχής.

Εκεί, και τότε, και έτσι. Και η νύχτα νύσταζε. Και νικητήριος του κόσμου ο ρυθμός ολοπερίγυρα ησύχαζε. Οπόταν ξαφνικά!

Ξαφνικά ένας ξερός ήχος. Εγλίστρησε τραβηγμένος, και παρείσακτος μπήκε απάντεχος. Ένα τρέμουλο, που άρχισε ν’ ανεβαίνει στο σαλαγητό και την αναστάτωση.

Page 119: Νηφομανής Λιαντίνης

Και απότομα, ωσάν ερεθισμός και πείραξη τριβής, φούντωσε σε φρύγανα το ζεστό λαχάνιασμα. Κάτι που είχε ξεκινήσει συσταζούμενο, μουσικό, βαθύ και πνιγμένο. Τα ακούσματα έσπαζαν σε απότομες και δυνατές ανακοπές, που ασύμμετρες ή περιοδικές αυλάκωναν το σκοτάδι με βαθιές χαραγές.

Αναπνοές και βογγητά. Καλέσματα σιγανά. Και σβήνανε βίαια στα βάθος μιας απελπισμένης σπηλιάς. Στα αυτιά του Γιαννιά φτάνανε οι κύκλοι ενός ιερού τρόμου.

Τέντωσε την ακοή του λεπίδι. Δάγκωσε τον αριστερό του αντίχειρα. Σαλτοπατώντας βρέθηκε στο ανοιχτό παραθύρι του βοριά. Ζουλάπι κακό ζάρωσε μέσα του το αρπαχτικό φυλάγοντας από τη σκοτεινή λόχμη τον καιρό, να ξεδιακρίνει και να φερμάρει το θήραμα.

Ένα δεύτερο κύμα από αγκομαχητά, βιάση αναμμένη, γελούμενα κλάματα, και φωνές ασυνάρτητες και βατταριστές περόνιασε το σώμα του και κούνησε την κάμαρη.

Ένιωσε τα παραθύρια να σκαμπανεβάζουν στην αγριεμένη νύχτα των νερών. Ανταριάστηκαν οι σημύδες, και άρχισαν να υποχωρούν κατεβαίνοντας. Τα μανιτάρια του κήπου τραμπάλιζαν, σπίθες σε άπατα ύψη, και πυγολαμπίδες. Πέρα ο κάμπος άρχισε να γυρίζει σφοντύλι. Γύρω από το τεράστιο αδράχτι τ’ ουρανού.

Έπλεξε σφιχτά τα δάχτυλα των χεριών του. Πισωπατώντας διάγειρε στο στενό δωμάτιο. Πλησίασε τη Λίμπικα προσεκτικά και την κοίταξε. Η ήρεμη θέση ενός κοιμισμένου αλάβαστρου. Η ακινησία της μαρμαρένιο αλώνι.

- Και ο ύπνος τι δίκαιος! ψιθύρισε ο Γιαννιάς.Έσκυψε να λογαριάσει την αναπνοή της γαλήνης της. Ύστερα

ξεμάκρυνε βιαστικά βηματίζοντας στον αλαφιασμένο αέρα. Περισυνάζοντας τα μέσα του και τα έξω, αναμέτρησε την κατάσταση και τους όρους. Άνοιξε τα χέρια του και τα κατέβασε νεύοντας. Σα νά ‘θελε να κυβερνήσει το δρολάπι των σκιών και των ήχων. Είδε τα νεύρα και το σφυγμό του πιασμένα στο δίχτυ.

Ο Γιαννιάς πρόβαλε τώρα το σώμα του έξω από το παράθυρο του βοριά. Κατευθύνοντας προσήλωσε συγκεντρωτικά τη χοάνη των αυτιών του στο μεθυσμένο αλαλητό που έβγαινε από τα πάνω παραθύρια. Εστάθηκε εκεί κρατώντας το χτύπο να βαρεί μες στο αίμα του. Μέσα στη θύελλα μιας ακαταλάγιαστης διάρκειας άκουγε ακούσματα ανάκουστα.

Φωνές, Φωνές που τις κόβανε οι λυγμοί. Ικεσίες και στεναγμοί κατεβαίναν ως τη λυτρωτική σιωπή μιας καινούργιας εκκίνησης. Αναπνοές ασυγκράτητες και σφαχτές ανεβασμένες από το αναβρυτό παράδομα της σάρκας. Διαρκούσανε και δυνάμωναν, και

Page 120: Νηφομανής Λιαντίνης

ανέβαιναν και κατέβαιναν. Έσπρωχναν το κυνήγι της ταραχής ως το σύνορο της λιποθυμίας.

Κατάπιναν τη λύσσα της αναζήτησης στις δοχές ενός άπειρου λάρυγγα. Βύθιζαν παλαβωμένη τη λαχτάρα ανάμεσα από σπαραγμούς και απανωτές ριπές εγκατάλειψης σε βυθούς ανεξερεύνητους. Συμπάλευαν τα τινάγματα και τα φιλιά και το χάιδεμα στο αβρό και σαρκοβόρο πλέξιμο μιας εκκωφαντικής διάλυσης.

Ήτανε τα αγρίμια που ζευγάρωναν. Ήτανε σε συστάδες αναμμένες αφάνες, σε αλυγαριές και σε φλόμους. Ήτανε κορφές δέντρων υψιπέτηλες που τις κομμάτιαζε έξαλλο το πλέξιμο του βοριά. Ήτανε νερά καταρράχτες και έσκαζαν παφλάζοντας στα βράχια.

Μυώνες γατόπαρδου στο γονάτισμα και στο κύλισμα της γκαζέλας. Λυγίσματα κύκνων στους καλαμιώνες. Περιστεριών ραμφίσματα και φτερουγητά. Έκλαιγε η βροχή. Ούρλιαζαν την πείνα τους τα τσακάλια στο μακρυνό λόγγο. Λύγιζαν κύματα τα γεννήματα στο κολπωτό πέρασμα του Μάη. Τα στοιχεία της οργής χύνουνταν ταράζοντας την κορφή και τη ρίζα στα κέδρα.

Ποιοι σμίγανε, καθώς οι ορίζοντες που τους έφερνε και τους έπαιρνε η στιγμή της αστραπής; Πάνου από το κεφάλι του Γιαννιά, σε όλο και πιο έξαλλους ανεβατούς ρυθμούς, λαχανιάσματα γρήγορα, και πελώρια ξεφωνητά κατέβαζαν τρόχαλα οι ροβόλες.

«…Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότεροη ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται·που νοσηρώς και με φθορά παρέχειμιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει η υγεία…»

Οι γραμμές της επιστολής του νέου Ιμένου, πατρικίου διαβοήτου εν Συρακούσαις επί ασωτεία, φωτίστηκαν ξαφνικά και φωτίσανε τον τομέα του εγκέφαλου του Γιαννιά. Ιδού γιατί στο εξής οι ευαίσθητοι νέοι σαν ερωτεύουνται θα παίρνουν μαζί τους, τρίτο, τον Καβάφη. Την ιδική του έκφανση του ωραίου. Π ο λ ύ σ π α ν ί ω ς, αλλά ναι.

Δάγκωσε άγρια το κατώχειλό του. Σάλεψε ασάλευτος. Και δοκίμασε να συναρμολογήσει την αταξία του κορμιού του, που ορμούσε με ξεφρενωμένα τα φρένα του άρματος να τον πετάξει, ιππικό ναυάγιο, στους βράχους.

- Α, το τραγούδι τους! ψιθύρισε πνιχτά. Νάτο λοιπόν. το τραγούδι τους. το τραγούδι των Σειρήνων!

Page 121: Νηφομανής Λιαντίνης

Μια υπέροχη και φονική κατανόηση διαπέρασε φωσφόρος και φώτισε όλα του τα κόκαλα. Ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι. Με τα ώτα έναυλα.

- Λύστε με! παρακάλεσε τους ίσκιους ο Γιαννιάς. Όμως το σφάγιο της ηδονής δεν εννοούσε να πάψει. Έντρομα

ξεσπάσματα, λιγοθυμισμένα αναφιλητά, καλέσματα φωνής μελλοθάνατης ανακάτευαν το σεισμό της ακοής του με τις λέξεις που δεν καταλάβαινε, με εικόνες, με γραμμές, με πλεγμούς και σπασμούς και θεσπέσια χρώματα.

Νερά, και σπαθιά, και κοχύλια. Δελφίνια, και αστερίες, και μύδια. Τα κυκλάμινα, οι κάκτοι. Και ροδάκινα, και αχινοί, και σταφύλια. Και τα φίδια, που λυγίζοντας τύλιγαν γιορντάνια στα μέλη τους οι χορεύτριες της Ίσιδας. Έσταζαν στάλες τα κόκκινα μήλα. Η αρμύρα έλουζε τα αχόρταγα μέλη. Και τα μύρα ζωντανά.

Ξαφνικά η άρρυθμη κατεβασιά των ήχων και του παρακαλετού επήρε το καθαρό σχήμα των λέξεων της γλώσσας του Γιαννιά: Άαχ! Χάι! Να! Τι! έτσι! Τώ-ρα! Ίιι! Πά-λι! Μη! Άαγκ! Ναι! Ένιωσε να σκάβει. Μία μία να φέρνει για πρώτη φορά στο φως τις λέξεις της γλώσσας του. Γνώριμες, και όμως άγνωστες.

Ήτανε δύο και τέταρτο. Όταν ο Γιαννιάς, χωρίς να ακούει πια άλλο, πάρεξ τις σφυριές και τα σφαδάσματα που τάραζαν τις φλέβες του, πέταξε από πάνω το ρούχο γονάτισε δίπλα στη Λίμπικα, και φίλησε τρέμοντας όλα τα μέλη του θαλερού της ύπνου.

Με τρυφερή προσοχή τη γύρισε γαμώπιστα. Όπως τη ράχη κανονιού βυθισμένου στη θάλασσα, χάιδεψε τους ώμους, της πλάτες της. Κυκλωτικά έφερε τα χέρια του στους τρυφερούς γλουτούς και την ξαναγύρισε ανάσκελα.

Άφηκε τότε να γλιστρήσει το πενιχρό της εσώρουχο στον αέρα, και με την τρυφεράδα κρίνου άνοιξε τους ωραίους μηρούς. Έλυσε το πυρό του άλογο. Και αφέθηκε να το νιώσει να πλανιέται στους σχιστούς λειμώνες της Αφροδίτης. Να βόσκει στη χλώρη του βυθού.

Τόπους τόπους τέναζε ψηλά περήφανα το κεφάλι. Και η χαίτη του αλαφρότρεφε στις ριπές του ανέμου. Με τα αυτιά του προσηλωμένα στο μουσικό πανδαιμόνιο που κατέβαζε ο ουρανός.

Η Λίμπικα, μες στα ολόγλειφα χέρια του ονείρου της, αγκάλιασε το σκληρό σώμα του άντρα και κολπώθηκε να το χωρέσει αξεδιάλυτα και βαθιά της.

Στάζοντας τα μαλλιά και το μέτωπο σήκωσε τα μάτια του ο Γιαννιάς και την είδε κουλουριασμένη στα μπράτσα του. Ένα γαλήνιο, πλαγιασμένο, κατάφωτο οχτώ.

Page 122: Νηφομανής Λιαντίνης

Την ώρα που οι πάνω ήχοι διαλύονταν σε τριανταφυλλένια σύννεφα στο σκοτεινό γαλάζιο του απείρου.

Page 123: Νηφομανής Λιαντίνης

’. Ε ΜΟΙΡΟΛΟΪ

Ὅ τε καὶ ἐ ρωτηθέντα διὰ τί οὐ τεκνοποιεῖ, «διὰ » φιλοτεκνίαν εἰπεῖ .ν

. Διογ Λαέρτιος

Ήτανε τότε που έφυγε ο Στέφανος. Εκείνο το σκληρό καλοκαίρι. Όταν εγεννήθηκε ο Στέφανος, ήτανε τεσσάρω μηνώ. Ο Στέφανος ήτανε στο σχέδιο του θεού. Δεν ήτανε όμως και στο δικό σου σχέδιο. Ήρθε σε κάποια στιγμή, που το σκοτεινό θηρίο της αγάπης ενίκησε το ήμερο ζώο της λογικής. Παλιέ μου φίλε.

Έτσι και η φύση θα νικήσει τα έργα των ανθρώπων. Και κάποτε θα κάνει την περίτεχνη Βαβέλ της επιστήμης σας στάχτη και αχυλιά. Έλεγες. Και ακόμη έλεγες: Σας μιλώ για κείνη την ώρα, που οι θάλασσες θα ζητήσουν να μιλώ για κείνη την ώρα, που οι θάλασσες θα ζητήσουν να ανασαίνουν τα δέντρα τους.

Ήταν η θεωρία σου για τους μοντέρνους Κάλχαντες. Εκείνους που κατάφεραν να εξιλεώσουν τις θάλασσες, χωρίς να σφάξουν τη βασιλοπούλα. Και πέτυχαν να ξαναφυσήξουν οι άνεμοι. Αλλά τώρα τους λένε καυσαέρια. Μόνο που για να ξαναγίνει τάξη, θα φανερωθεί πρώτα ο καιρός, που οι άνθρωποι θα ζητήσουν να κρύψουν τα νεύρα και το σώμα τους στις οπές των ορέων. Έλεγες ακόμη.

Παρόμοια αλλόκοτη ήταν και η θεωρία σου για το «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» των ανθρώπων. Θυμάμαι τη σκοτεινή οιμωγή σου: υπερεπερίσσεψαν οι άνθρωποι. Πιάστηκες να βρεις πόρο στην απειλή και στην αδικία. Αντίστρεψες τη θεωρία της υπογεννητικότητας. Όχι περισσότερα από δύο παιδιά, έλεγες. Γιατί τα πολλά θα φάνε και τα λίγα. Κι εκεί που γεννούν τα τρία οι άφρονες, οι φρόνιμοι εμείς θα ισορροπούμε την τάξη με το ένα. Κι εκεί που γεννούνε τα τέσσερα οι άφρονες, οι δίκαιοι εμείς θα ισορροπούμε την τάξη με κανένα.

- Κι εκεί που γεννούνε τα πέντε;Δίπλωνες τότε την όψη σου μέσα στο σούρουπο της σιωπής σου, και μας κοίταζες. Σαν το παιδί που του σπάσαν το παιχνίδι του. Ύστερα θύμωνες, και φώναζες άγρια την τιμωρητική προτροπή του Θωμά Μάλθους: «Αφήστε τους να πεθάνουν!»

Όμως εγώ το γνώριζα. Από τον πόνο της άκληρης μοίρας που διάλεξες, πιο μεγάλος ήταν ο πόνος σου για το κακό που ετοίμαζε η

Page 124: Νηφομανής Λιαντίνης

αστοχασιά των πολύτεκνων. Αυτός ήταν ο λόγος, που δεν ετραγούδησα ποτές δυνατά το παράπονο της Μαρίας στο Λάμπρο:

Και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχωςΤο στεφάνι που μόταξες ο τοίχος.

Ήσουνε σε κείνο το πόστο του νου και της πράξης σου, όντας σε ξάφνιασε ο Στέφανος. Με την πρώτη κλωτσιά που μου τίναξε, σκορπίσανε πέρα οι διαβήτες σου, τα τηλέμετρα και οι γνώμονες. Το εργαστήριο έδειξε νήπιο το σοφό του.

Καθώς κοίταζες πέρα από τα μάτια σου, έμοιαζες τον τρελό που αναγελάει το φρόνιμο. Σα να πιανόσουνα να λογαριάσεις την ελάχιστη χαρακιά που χωρίζει την κλωτσιά από το σκίρτημα. Έτσι ελύγισες το μέσα σου «έχει», και δεν πήγες κόντρα στη φύση. Εκίνησες αγάλι γάλι να συνηθίζεις την καινούργια κατάσταση. Η όψη σου έπαιρνε το χρώμα του μήλου που πάει να κοκκινίσει.

- Θα το γεννήσεις! είπες και φωτίστηκες ολόκληρος.Ύστερα βρόντηξε το κακό. Μικρό κανόνι κρέπαρε, ξεθεμελιώθη

κάστρο. Ακριβώς την ώρα που δεν άκουγες πια τίποτ’ άλλο, πάρεξ την καμπάνα που τρικύμιζε χαρούμενα τον αγέρα της φαντασίας σου. Και πού ‘ρθε ο Στέφανος; Δεν είδε το φως του ήλιου. Μόνο εγώ άκουσα την καρδούλα του πέντε-εφτά φορές στο στηθοσκόπιο.

Σαν επέρασε η έκλειψη του κόσμου, επήρες τις στράτες του ήλιου. Παραπατούσες μέσα στα δέντρα, και κοίταζες τα κενά στις φυλλωσιές τους. σε πήρα κρυφά το κατόπι. Και σ’ άκουσα πρώτη φορά να τραγουδείς:

Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους,Και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι ο αϊτός αποκοιμήθη,Και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου, και σε πήρε.

Εκεί σε πλησίασα. Αγκάλιασα το διακαμό σου. Σου κουβέντιασα. Έψαχνα τα χαρούμενα πουλιά, πέρα από τις ομίχλες των ματιών σου.

- Όχι, πικρό μετερίζι μου. Δεν έβαλες τις βάρδιες δυνατές για το χατίρι του Στέφανου. Καθώς με ανέβαζες στη χαράδρα του Άγιου Βερνάρδου, τον ήλιο τον κρύβαν τα σύννεφα. Και στο Μαυσωλείο di Galla Placidia σβήσανε στα μάτια μου τα ψηφιδωτά περιστέρια των τοίχων. Και στον Αδρία φτάνοντας, οι αγέρηδες είχαν πάρει τα

Page 125: Νηφομανής Λιαντίνης

καράβια. Ο Στέφανος ήτανε τρισεύγενο πλάσμα. Χωρίς τη δική σου αρχανδρική ευλογία, δεν το καταδέχτηκε το δώρο της φύσης.

Εκοίταξες πέρα. Μίλησες από μακρυά και σύντομα.- Το Στέφανο τον είχε σημαδέψει το βάρος της ανίκητης γνώσης

και τις ανίκητης βούλησης που είχε κυκλώσει τη μοίρα του. Δοκιμάζω να σου ειπώ για τη μήτρα εκείνης της ανάγκης, που εκύησε θνησιγέννητο το μακρυνό Ευφορίωνα. Τον καρπό του Φάουστ και της Ελένης στο κάστρο του Μυστρά.

Ήτανε η σιωπής ου χωρίς παρηγοριά. Και η οδύνη σου έμοιαζε τύψη και λύτρωση. Τώρα, καθώς συλλογιέμαι την απουσία σου, τραγουδώ για το Στέφανο:

Ο Χάρος εβουλήθηκε να φτιάσει περιβόλι,Τ’ όργωσε, το διβώλισε, πιάνει να το φυτέψει,Τις νιες φυτεύει λεμονιές, τους νέους κυπαρίσσια,Και τα μικρούτσικα παιδιά δυάσμους και καρυοφύλλια.

Page 126: Νηφομανής Λιαντίνης

’. ΣΤ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύονταςανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής.

Όταν με πήρανε στρατιώτη, ήταν που οι περισσότεροι φαντάροι δεν ήξεραν τον Καρυωτάκη. Ειδέ και αλλιώς, θα με φωνάζανε Μιχαλιό. Ο Μιχαλιός με το μακρύ ποδάρι.

Ύστερα από τη βασική εκπαίδευση στα κέντρα, με στείλανε για οχτώ μήνες σε μια Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων κοντά στον Άβαντα.

Εκεί γνώρισα λογής τύπους. Ταχτικούς, λουφατζήδες, ανάποδους, ρεμπέτες, σερέτηδες με το κομπολόι, πρόκες, παιδιά φιλότιμα. Γνώρισα προστάτες, βοηθητικούς, ντερτιλήδες, ψώνια, μικροπαντρεμένους, χασισοπότηδες, χαρακίρηδες. Ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου. Μεγάλο σχολειό ο στρατός, που λένε.

Όσο που πάντα, όταν γυρίζω σ’ εκείνη την εποχή, μού ‘ρχεται στο νου ένα φαντάρι, που σε μια τακτική επιθεώρηση εβδομάδας ο διοικητής της Διοικήσεως Μάχης τον ερώτησε στο μάθημα της εθνικής ηθικής Διαπαιδαγώγησης τι εσήμαινε η επιγραφή «χρόνου φείδου» που ήταν κρεμασμένη στο θάλαμο. Εγώ, κύριε συνταγματάρχη, είπε, είμαι από τα Λεμονάδικα της Σαλονίκης, και γράμματα δε γνωρίζω. Απ’ όσο όμως μπορώ να καταλάβω, ψυχανεμίζουμαι και λέω πως θα ειπεί, κάθε χρόνο βγαίνουν τα φίδια.

Έλαχε, λοιπόν, εκείνη την εποχή διοικητής στη Μονάδα ένας άντρακλας που ξέπλενε τα άπλυτα ολάκερης επαρχίας. Μάλαμα άνθρωπος. Ψηλός, καστανόξανθος, βαριοπάτητος, σέρπετος, με μια φωνή μπακίρι. Φορούσε πάντα το μαύρο μπερέ, ποτέ το πηλίκιο, με την κορόνα ριχτή στον αριστερό του κρόταφο, σα να σκαρφάλωνε ένας χρυσός κάβουρας στα μαλλιά του.

Ποτέ δεν αγρίευαν τα χέρια του. Ποτέ δεν έχανες το μέταλλο της φωνής του. Κι αν πεις για δίκαιος; Από τη φυλή του Ροδάμανθυ και του Πολυζωίδη. Ο Παίδαρος! έτσι τον εφώναζαν τα φαντάρια.

Ένα πρωινό είχα εκπαίδευση με τους οδηγούς στις ρεμίζες. Το αντικείμενο δεν το θυμάμαι πια. Ασφαλιστικές δικλείδες; υπέρυθρες; εδαφική ανοχή και αυτονομία; Υδροστατική εμπλοκή; Δε θυμάμαι λέω.

Εκείνο που θυμάμαι ήταν το διαβολεμένο κρύο. Τσάταλο. Είχαμε μπει μέσα στ’ άρματα, είχαμε βάλει μπροστά τους βοηθητικούς κινητήρες, και ζεσταινόμασταν. Οπότε, ξαφνικά έπεσε σύρμα.

- Ο στρατηγός από την ΧΧ Μεραρχία!

Page 127: Νηφομανής Λιαντίνης

Σε μισό μινούτο, όσο να φτάσει το τζιπ με το κόκκινο σημαιάκι στον Όρχο αρμάτων, είχαμε πηδήξει από τους πύργους και τις θυρίδες διαφυγής των αρμάτων. Κούμπωσα το χιτώνιο, σύναξα τους στρατιώτες, στάθηκα κόκαλο μπροστά στις ασημένιες κλάρες, βρόντηξα δυνατά την αρβύλα στη γη, έκαμα το σχήμα και ανάφερα:

- Ανθυπίλαρχος τάδε! Ειδικότης εκπαιδευομένων οπλιτών τάδε! Αντικείμενο εκπαιδεύσεως τάδε!

Ο στρατηγός στράφηκε στο διευθυντή του 3ου Γραφείου:- Δόστε μου, ίλαρχε, το πρόγραμμα εκπαιδεύσεως της Μονάδας,

είπε.Ο ίλαρχος του τό ‘δωσε. Κοίταξε.- Ναι. Μπορώ να ιδώ το Σχέδιο μαθήματος που έχετε κάνει; μου

λέει.- Βεβαίως, στρατηγέ.Χωρίς να σκεφτώ, και χωρίς να διστάξω ξεκουμπώνω το

φαιοπράσινο χιτώνιο εκστρατείας, βγάζω από τον κόρφο μου ένα βιβλιαράκι, το ανοίγω, ξεφυλλίζω, βρίσκω και του δίνω το Σχέδιο μαθήματος που είχα συντάξει στο ειδικό έντυπο που μας έδινε το 3ο Γραφείο.

- Καλώς! μου απαντά. Μου ξαναδίνει το Σχέδιο, χαιρετά, και φεύγει. Ο διοικητής μου μένει πίσω δύο βήματα, και μου λέει.

- Μπορώ να ιδώ το βιβλίο που κρατάτε; το πήρε, διάβασε το εξώφυλλο, μού ‘ριξε μια ακαθόριστη ματιά, μου το ξανάδωσε, και βιάστηκε να προφτάξει το στρατηγό.

Αμάν! τι παλούκι που πήδηξα! είπα μόλις συνήλθα. Ευτυχώς και ο στρατηγός δεν πρόσεξε το βιβλίο. Μιναρέ θα μου κατέβαζε στο δόξα πατρί, που λέει ο Παπαδιαμάντης μας. (Ένα μήνα φυλακή). Ήταν το Αντίδωρο του Σικελιανού σε μια έκδοση τσέπης. Γαλαξίας, αν δε γελώ τον αναγνώστη.

Από κείνη την αυγινή, κάθε φορά που ο διοικητής της Μονάδας με συναντούσε κάπου μέσα στο στρατόπεδο, αντί για καλημέρα, μού ‘λεγε στερεότυπα:

- Δε μου λέτε, κ. ανθυπίλαρχε, τι θέλει να ειπεί ο Σεφέρης εκεί που γράφει «Κατά το πλάγιασμα της βροχής»; Πλαγιάζει και η βροχή;

Μέσα σε δυο τρεις μήνες θά ‘χα ακούσει καμιά εικοσαριά φορές εκείνο το «Δε μου λέτε, κ. ανθυπίλαρχε, κλπ.». Που μια φορά του στάθηκα.

- Κάτι, κάτι πρέπει να εννοεί, κ. διοικητά. Ίσως κάποτε το εξηγήσουμε.

Ο ίλαρχος της ίλης μου, ένας κοντακιανός ναξιώτης με μάτι αστρίτη κι ένα μουστακάκι ριχτό αλά Χίτλερ, σαν έβλεπε το διοικητή νά ‘ρχεται κατά τους χώρους της ίλης, μου φώναζε:

Page 128: Νηφομανής Λιαντίνης

- Καλώς τα δέχτηκες. Έρχεται το «Πλάγιασμα της βροχής».- Θέλει να το επιβάλει σύνθημα στη Μονάδα φαίνεται.- Μα τι διάβολο εννοεί κι ο Σεφέρης; άρχισε στο τέλος ν’

αναρωτιέται κι ο ίλαρχος.- Δύσκολο πράμα, συλλογιζόμουνα.

Ένα χειμωνιάτικο πρωί, η ώρα τέσσερις, με την ομίχλη στους κάμπους της Θράκης, και με τις κάργιες έτοιμες για φτερό πάνω στις γυμνές λέυκες, έγινε συναγερμός στη Μονάδα. Ο ταχυδρόμος δεν ήρθε να με ειδοποιήσει. Είχα αλλάξει μια δυο μέρες προτύτερα σπίτι, και δεν ήξερε την καινούργια διεύθυνση. Πηγαίνοντας, λοιπόν, κανονικά στις εφτά βρήκα έρημη την Ε.Μ.Α. Τα είχαν σηκώσει όλα. Από τις ψήκτρες των ατομικών τυφεκίων ως τα οχήματα περισυλλογής Μ62.

- Τι γίνεται; ρωτώ τον Αλφαμίτη στην πύλη.- Το γεναμένο, με ειρωνεύεται.- Πού είναι η Μονάδα;- Στο χώρο της διασποράς. Κάλυψη, απόκρυψη, παρατήρηση.

Χάζευα σαστισμένος, όταν έφτασε ένα τζιπ Μ35. Το οδηγούσε ο υπίλαρχος Γ.Γ. Στο πίσω κάθισμα ο οδηγός και ο ασύρματος GRC4.

- Έλα, μου φωνάζει, σάλταρε. Σε ζήτησε ο διοικητής. Ο συναγερμός πέτυχε. Η απουσία σου πινέζα στη σόλα της αρβύλας σου. Καλιγούλα.

- Υπίλαρχε, που είναι τ’ άρματά μου; ρωτάω.- Μη ο βοηθός ουλαμαγού να τα οδηγήσει, θα σου τά ‘χαν πιάσει

οι τούρκοι.- Μη χρειαζούμενος, σα να λέμε, ε;- Ο καθένας στο πόστο του.- Τι ‘ναι πάλι αυτό, παραπετριά;- Όπως το πάρεις.- Κι ο διοικητής τι με θέλει. Καμπάνα και μιναρές;- Ησύχασε! μου λέει. Αφού έκαμε επιθεώρηση μετά τη διασπορά,

και είδε ότι όλα καλά λίαν, φώναξε τους επιτελικούς κάτω από μια βαλανιδιά και οργάνωσε φιλολογικό πρωινό. Φεύγοντας εγώ ερμήνευε ο ίδιος τον ανταρτικό μουσικό τρόπο των τραγουδιών του απαγορευμένου Θεοδωράκη. Τι για Τυρταίο έλεγε, τι για Θούριο του Ρήγα, άστα. Όσο να πάμε, ο μάγερας από την ίλη Διοικήσεως θά ‘χει τοιμάσει και καφέ.

- Καφές από το μαγειρείο εκστρατείας στο Χώρο Λήψεως Σχηματισμού Μάχης; Αυτό είναι πανηγύρι.

- Το πανηγύρι της Κακάβας στην Θράκη! το ταίριαξε.Πήδηξα στο τζιπ. Πήραμε το δρόμο ανάδρομα σ’ ένα

κατεβασμένο ρέμα. Είχε βρέξει τη νύχτα και το νερό κατέβαινε και

Page 129: Νηφομανής Λιαντίνης

έσπαζε χτυπώντας στα φτερά του ξέσκεπου οχήματος. «Και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι», συλλογίστηκα. Σα φτάσαμε, χαιρέτησα έτοιμος να δώσω εξηγήσεις. Απάνω στο «ο αγγελιοφόρος της Επιλαρχίας δεν…», μ’ έκοψε.

- Δε μου λέτε, κ. ανθυπίλαρχε, άρχισε. Τι εννοεί ο Σεφέρης εκεί που γράφει «Κράτησα τη ζωή μου κατά το πλάγιασμα της βροχής»;

Επιτέλους. Με είχε μπάσει στα στενά.- Κύριε διοικητά, άρχισα. Ο ποιητής εγνώριζε ότι οι αξιωματικοί

απαγορεύεται από τον κανονισμό να χρησιμοποιούν εν στολή το αλεξιβρόχιον. Ήγουν την ομπρέλα. Με το πλάγιασμα της λοιπόν η βροχή τους χτυπά στα αδιάβροχα, και ποτέ στη σβερκαριά και το κεφάλι. Μα είναι, θαρώ, φανερό. Για να μη βρέχουνται, δηλαδής!

- Λαμπρά. Αυτό θα ειπεί ερμηνεία. Από τη μεγάλη πνευματική σας αγρύπνια ήταν φυσικό ο συναγερμός να σας εύρει στον ύπνο. Ο κόσμος χάλασε γύρω, και σεις το όνειρό σας. Σαν το Σωκράτη στην Ποτείδαια. Που όλη τη νύχτα κοιμότανε όρθιος, με τα μάτια ολάνοιχτα.

- Δικαιολογημένος, απόσωσε, γυρίζοντας στον υποδιοικητή. Και ο θίασος διαλύθηκε με κάποιον που απάγγειλε τον Πραματευτή του Γρυπάρη.

Την άνοιξη του 1973, μόλις που είχα γυρίσει από την πικρή ξενιτιά, φίλος παλιός, ο υπίλαρχος Γ.Γ., πολίτης κι εκείνος, μου μήνυσε ένα πρωί ότι την προηγούμενη μέρα είχε γίνει η κηδεία του παλιού διοικητή μας της 23ης Ε.Μ.Α. στον Άβαντα. Το φέρετρό του ήταν σκεπασμένο με την ελληνική σημαία. Είχε αυτοκτονήσει με το υπηρεσιακό πιστόλι του στον τόπο της εξορίας του.

Πολύ αργότερα, καθώς σκάλιζα κάποια χαρτιά, βρήκα που μαζί με πολλούς άλλους πολιτικούς εξόριστους από τη Χούντα, είχε στείλει κι αυτός συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην οικογένεια του Σεφέρη για το θάνατο του ποιητή. Βλέπε Στήλη α’, σ. 101, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1972.

Ήταν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Βάρσος.

Page 130: Νηφομανής Λιαντίνης

’. Ζ ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσιαέφυγες το άλλο καλοκαίρι.

- Τον άκουσες ποτέ να διδάσκει;- Αυτή δεν είναι διδασκαλία, παιδί μου. Είναι σκέτη

εκσπερμάτιση.Ήταν, έλεγε, το πιο σεμνό σχόλιο που τού ‘γινε για τα βάσανα

που είχε με τη δουλειά του σε τούτο το μάταιο κόσμο. Τα βάσανά του, εκείνα που συνήθιζε να τα τραγουδεί με τους στίχους του άλλου ποιητή, που και κείνος ήτανε δάσκαλος:

«Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου,με μάτια να σε χαίρομαι θολάκαι νά ‘ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ω να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένουςκαι να με πας μακρυά πολύ απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,μακρυά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους…»

Σα να διαβάζω ένα γράμμα που μού ‘στειλε εδώ και πολλά χρόνια. Τότε που ήμασταν εγώ στην εξορία της πατρίδας μου, και κείνος στην εξορία της εξορίας του.

«Τον καιρό που ήμουν δάσκαλος σ’ εκείνη τη μακρυνή πολιτεία, δούλευα σ’ ένα κλασικό Γυμνάσιο. Εκεί διδάσκουνταν μόνον οι γλώσσες. Τα Ελληνικά, τα Λατινικά, τα Γαλλικά, τα Εγγλέζικα, τα Γερμανικά και τα Ρούσικα. Το σχολειό ήταν χτισμένο κοντά στις γραμμές του τραίνου. Από το πίσω μέρος της αυλής άρχιζαν τα μικρά περιβόλια. Το καθένα στη μέση του είχε ένα ξύλινο κιόσκι, που το χειμώνα γινόταν και κείνο κατάλευκο μαζί με τα υπόλοιπα πλούτια του κόσμου.

Ετάιζα τα περιστέρια σταρόσπυρα. Μέσα στο σμάρι ξεχώριζε ένα λάγιο κορίτσι δεκαπέντε χρονώ. Την άνοιξη φορούσε ένα πουκάμισο μαβί και στο λαιμό του μικρό στεφάνι από θαλασσινές χάντρες. Παίζεις τα βραχιόλια, και βροντούν πιστόλια, που έλεγε το δημώδες άσμα στους παλαιούς φωτογράφους.

Page 131: Νηφομανής Λιαντίνης

- Έχει ομίχλη και στην Ελλάδα; ρωτούσε.- Όχι, μόνο μύγες έχει. Σύννεφα μύγες. Και τους δρόμους

γιομάτους σκουπίδια. Οι σκύλοι τα πρωινά παίζουνε στις αλάνες με τα κόκαλα το βασιλίκι.

- Τι είναι βασιλίκι;- Το βασιλίκι είναι παιχνίδι για τους μεγάλους. Παλαιά το λέγανε

αστράγαλους και πεσσούς. Θα σου δείξω κάποτε τον Αίαντα και τον Αχιλλέα στο βάζο του Εξηκία. Η βασίλισσα Φρειδερίκη ήξερε να παίζει καλά το βασιλίκι. Γι’ αυτό φώναζε τους έλληνες Κάφρους. Ήτανε τον καιρό, στα ’44, που είχε μόλις γυρίσει από την Νότια Αφρική. Εκεί είδε τους φύλαρχους με το τουμπελέκι και το φτερό, είδε και τους Κάφρους και πήρε ερμηνεία και παράδειγμα. Για να παίζει το βασιλίκι της. Μεγαλειοτάτη, πρόσεχε! Δεν είναι Κάφροι οι έλληνες, της φώναζαν κάποιοι φρόνιμοι συβουλατόροι. Είναι, είναι, έλεγε και χτύπαγε το χέρι της στο μερί της. Και δόστου να παίζει το βασιλίκι της. Ως ότου στο τέλος οι έλληνες τη στείλανε στον Οξαποδώ. Και κείνη και το γιο της το φυλαρούχα. Και πια ησύχασε. και ξέχασε και το βασιλίκι. Λένε πως πήγε πέρα, στην Κόκκινη Μηλιά. Γονατίζει στους δάλαϊ-λάμα, και εξαγνίζεται για τα κρίματά της. Για τα κακά που σόδειασε στον τόπο.

- Δεν τα ξέρω ετούτα, έλεγε το κορίτσι. Πες μου τώρα, είναι αλήθεια πως στην Ελλάδα κυνηγούν οι θεοί τα κορίτσια στα δάση. Και κείνα, για να ξεφύγουνε τα καημένα, μεταμορφώνουνται σε δέντρα και σε κρήνες; Η Δάφνη, η Αρεθούσα.

- Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Σα θα πάμε πατρίδα, θα σε πάω στη Σκιάθο. Εκεί, μέσα στις κουμαριές και τα σπάρτα θα σου δείξω το κορμί μιας έμορφης κόρης, πού ‘γινε βαλανιδιά. Σωστή βασιλοπούλα.

- Έτσι, δηλαδή, γίνεται πάντα;- Όχι πάντα. Αλλά το σύνηθες. Γιατί κάποτε αναποδογυρίζει η

τάξη. Ε, τότε να ιδείς πράμα. Τα κορίτσια κυνηγούν τα παλικάρια. Το ήμερο περιστέρι κυνηγάει τον πετρίτη. Και τα ελάφια τους άγριους λύκους.

- Ω! τι μου λες.- Σου λέω. Που μετά από χρόνια ο Σαίκσπηρ συμπλήρωσε τον

Οβίδιο και τους μύθους που γράφει στις Μεταμορφώσεις. Μα έτσι θα μεταμορφωθείς κι εσύ σε λίγο καιρό. Η κόρη μέσα σου θα γίνει γυναίκα. Θα συμπληρωθεί και σε σένα ο μύθος του θηλυκού. Και πια, αλλίμονο στους άντρες.

- Τι ωραία, τι ωραία. Κι ίσα με τότε πού αλλού θα με πας;- Θα σε πάω στο Μυστρά, και στη Μονεμβασιά. Θα σ’ ανεβάσω

στους λόφους. Θα κοιτάξεις τις λευκές πέτρες, χαραγμένες με τις γραμμές της παλάμης. Και στη μέση το κεφαλαίο Μ. Θα ιδείς τη

Page 132: Νηφομανής Λιαντίνης

Νάξο και την Κρήτη. Την πριγκίπισσα, το αρχοντόπουλο, το σφαγμένο θηρίο. Ύστερα θα σε βάλω στο καράβι, «να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία, να μάθεις μανταρίνι και άψινθο», και τα άλλα μαθήματα.

- Αχ, τ’ αγαπώ τ’ αστέρια, έλεγε το κορίτσι.- Τα λουλούδια, θέλεις να ειπείς.- Μα ο Άψινθος είναι αστέρι. Το αστέρι της Αποκάλυψης.- Ναι. Είναι όμως κι ένα βοτάνι. Ο χυμός του είναι μέλι στο

στόμα και στην κοιλιά φαρμάκι.

Εκείνο το λάγιο κορίτσι, κάθε απόγιομα, την ώρα που σήμαινε λήξη η μέρα, σηκωνόταν να φύγει. Έμαθε σιγά σιγά να με χαιρετάει με τρόπο δωρικό. Στις «δωρηστί αρμονίες» του Πλάτωνα:

Μαδώντας ίσκιους από κυπαρίσσιαέφυγες το άλλο καλοκαίρι.

Έτσι μού ‘λεγε. Και διάβαινε το κατώφλι της νύχτας.Τώρα δε θυμάμαι πια άλλο, εξόν από τα μάτια του. Δύο

μεθυσμένα σπουργίτια, που φτερούγιζαν και φουρτούνιαζε η σκοτεινή φυλλωσιά.

Και το λιγνό κορμάκι του. Ήταν το πιο μικρό κυπαρίσσι στους αυλούς της σύριγγας του Πάνα. Την ώρα που έπαιρνε να την παίζει με χορευτά πηδήματα η Λου, η πριγκίπισσα της Κίνας. Μέρες του Οχτώβρη του ’27.»

Page 133: Νηφομανής Λιαντίνης

ΠΗΓΕΣ

1. Π: Σεφέρη Γ., Ποιήματα, 12 έκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979.2. Δ1: Σεφέρη Γ., Δοκιμές 1ος τόμος, 3η έκδ. Ίκαρος, Αθήνα

1974.3. Δ2: Σεφέρη Γ., Δοκιμές 2ος τόμος, 3η έκδ. Ίκαρος, Αθήνα

1974.4. Μ1: Σεφέρη Γ., Μέρες Α’ 1925-1931, Ίκαρος, Αθήνα 1975

(Επιμ. Ε.Χ. Κάσδαγλη).5. Μ2: Σεφέρη Γ., Μέρες Β’ 1931-1934, Ίκαρος, Αθήνα (Επιμ.

Δ.Ν. Μαρωνίτη).6. Μ3: Σεφέρη Γ., Μέρες Γ’ 1934-1940, Ίκαρος, Αθήνα 1977.7. Μ4: Σεφέρη Γ., Μέρες Δ’ 1941-1944, Ίκαρος, Αθήνα 1977.8. Μ5: Σεφέρη Γ., Μέρες Ε’ 1945-1951, Ίκαρος, Αθήνα 1977

(Επιμ. Ε. Χ. Κάσδαγλη).9. Α: Σεφέρη Γ., Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Ερμής, Αθήνα

1974 (Επιμ. Γ.Π. Σαββίδη – Ε.Ι. Μοσχονά).10. Πολ: Σεφέρη Γ., Πολιτικό Ημερολόγιο Α’., Ίκαρος, Αθήνα

1979 (Επιμ. Α. Ξύδη).11. Χειρ: Σεφέρη Γ., Χειρόγραφο Σεπ. ‘41, 2η έκδ., Ίκαρος,

Αθήνα 1980.12. Αντ: Σεφέρη Γ., Αντιγραφές, 2η έκδ., Ίκαρος, Αθήνα

1978, (Επιμ. Γ.Π. Σαββίδη).13. Μετ: Σεφέρη Γ., Μεταγραφές, Εκδ. Λέσχη, Αθήνα 1980

(Επιμ. Γ. Γιατρομανωλάκη). 14. Έρσ: Ιγνάτη Τρελού, Οι ώρες της «κυρίας Έρσης»,

Ερμής, Αθήνα 1973.15. Αλλ: Θεοτοκά Γ. – Σεφέρη Γ., Αλληλογραφία (1930-

1961), Ερμής, Αθήνα 1975. (Επιμ. Γ.Π. Σαββίδης).16. Τσ: Τσάτσου Ιω., Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης,

Εστία, Αθήνα 1973.

Page 134: Νηφομανής Λιαντίνης

ΣΧΟΛΙΑ

Page 135: Νηφομανής Λιαντίνης

1

Η απαρχή της ηθικής κάμψης, και κατά προέκταση του πολιτικού εκφυλισμού, στην κλασική Ελλάδα πρέπει να χρονολογηθεί πολύ πριν από το χρυσό αιώνα του Περικλή. Ο Πλάτων κατηγορεί για απόκλιση από την ωραία δημοκρατία του Σόλωνα και του Κλεισθένη όχι μόνο τον Κίμωνα αλλά και τον ίδιο το Θεμιστοκλή. Γράφει στο Γοργία 519c: «ἄ νευ γὰ ρ σωφροσύνης καὶ δικαιοσύνης

λιμένων καὶ νεωρίων καὶ τειχῶ ν καὶ φόρων καὶ τοιούτων φλυαριῶν ἐ μπεπλήκασι τὴ ».ν πόλιν2 Δάντη, Κόλαση, 26, 90-142. Δες και στο Σεφέρη Δ2, 267.3 Όπως περιγράφει την ξαφνική καταλαμπή ο Πλάτων στην Ζ’ Επιστολή. 341 c.4 Η λέξη σεφέρι το, είναι τουρκική και σημαίνει εκστρατεία, πόλεμος. Το μυθικό απόηχο αυτής της λέξης, πέρα από το γνωστό δημοτικό τραγούδι, τον διασώζει κι ένα μακρυνό στιχούργημα του Βαλαωρίτη:

Άνοιξε τα φτερούγια σου,άχολο περιστέρι,και θε να πας γι’ αγάπη μουσε μακρυνό σεφέρι.

5 Σοφοκλ., Αντιγόνη 376.6 Σεφέρη Γ., το ποίημα Επί Ασπαλάθων.7 8 Κολοκοτρώνη Θ., Απομνημονεύματα. Καταγραφή Γ. Τερτσέτη. Εισαγωγή – επιμέλεια Τ. Βουρνά, Εκδ. Ωκεανίς, σ. 191. 9 Παρόμοιος είναι και ο όρκος των αθηναίων εφήβων: «ὀ μνύουσι γὰ ρ ὅροις

χρήσασθαι τῆ ς Ἀττικῆ ς πυροῖ , ς κριθαῖ , ς ἀ , μπέλοις ἐ ». λαίαις10 Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, σσ. 502-3. Σημείωση. (Εκδ. Γαλαξίας 1965). 11 Παύλου, Προς Ρωμαίους Θ’, 21. 12 Πλάτ. Τίμαιος 53 d. «ἄ νωθεν θεὸ ς οἰq δεν καὶ ἀνδρωq ν ὃ ς ἂ ν ἐκείνῳ φίλος ».ᾐ̂q (Αυτά τα ξέρει εκεί ψηλά ο θεός, κι όποιος από τους ανθρώπους είναι αγαπημένος του θεού.) 13 Τις πιο συγκλονιστικές σελίδες στο κεφάλαιο αυτό τις έγραψε ο Νίτσε. Εκεί που μιλά για το τίμημα της αθανασίας, την οργή του μεγαλείου, και τα εφτά δέρματα της μοναξιάς του αληθινού ποιητή. Βλ. Nietzsche F., ΙΙ, 1134 (Εκδ. Schlechta). 14 Μάρκου Αυρήλιου, Τα εις εαυτόν Β’, 17. 15 Ο Πλάτων λέει πως εκείνος που θα τον αγγίξει ο έρωτας, γίνεται ποιητής. « » Πᾶς γοῦν ποιητὴς γίγνεται οὗ ἂν Ἔρως ἅψηται (Συμπόσ. 196 e). Το ίδιο ποιητής γίνεται κι εκείνος που θα τον αγγίξει ο θάνατος. «Μὴ ἀ πιέναι πρὶν ἀ [61b] »φοσιώσασθαι ποιήσαντα ποιήματα (Φαίδων 61 α). 16 Την ιστορία της Κορωνίδας ο Πίνδαρος την τραγουδεί στον 3ο Πυθιόνικο. 17 Ευριπίδη, Μήδεια 632, 3. 18 Την οργή και τον πόνο του ο Σεφέρης, νέος ακόμη τότε, για τη στάση των ευρωπαίων στην καταστροφή της Ιωνίας την έδωκε μ’ ένα προφητικό τρόπο. Δες το γράμμα στην αδερφή του Ιω. Τσάτσου στις 30.9.22: «Υποθέτω να μην τα χαλάσει όλα ο καινούργιος ευρωπαϊκός πόλεμος που μουγκρίζει από ώρα σε ώρα και φτάνει. Δεν πειράζει. Οι φράγκοι θα πληρώσουν την ανεμυαλιά τους, την αναντρία τους και τη στραβομάρα τους. Τα σφαγμένα γυναικόπαιδα της Σμύρνης ξεδικιόνται». Βλ. Ιω. Τσ. σ. 177-8. 19 Nietzsche F., (Εκδ. Colli και Montimari) τόμ 13, σ. 570: Trümmer von Sternen: aus diesen Trümmern bilde ich meine Welt. 20 Ηράκλειτος, Fgm. 66 (Diels-Kranz).

Page 136: Νηφομανής Λιαντίνης

21 22 Στο ζήτημα τούτο διαφωτιστικό είναι το σχόλιο που κάνει ο ίδιος ο Σεφέρης για τον τίτλο στο Μυθιστόρημα (Π 314) εξηγώντας με ποιο τρόπο παίρνει τις λέξεις μύθος και ιστορία.23 Πλατ., Φαίδρος 250 c.24 Ο Σεφέρης ανήκει στους ποιητές που η δημιουργική ακμή τους δεν συμπαρακολουθεί τη βιολογική τους παρακμή. Θα μείνει ως το τέλος «ορθός» και όχι «ορθούμενος» που λέει ο Μ. Αυρήλιος. Περίπτωση χαρακτηριστική ρωμαλέου ποιητή που «άδειασε» είναι ο Βάρναλης. Αν συγκρίνει κανείς τον Πρόλογο από «Το φως που καίει» και τον Ύμνο στη λεύτερη Κίνα του, βλέπει πώς το κρασί έγινε νερό.25 Μια ωραία αναφορά στην ομοιότητα φιλοσοφικών και ποιητικών λόγων μας δίνει ο Πλάτων στους Νόμους (811 c). Γράφει: «Νῦ ν γὰ ρ ἀ ποβλέψας πρὸ ς τοὺς

λόγους οὓ ς ἐ ξ ἕ ω μέχρι δεῦ ρο δὴ διεληλύθαμεν ἡμεῖ - ς ὡ ς μὲ ν ἐμοὶ ,φαινόμεθα οὐ κ ἄ νευ τινὸ ς ἐ πιπνοίας θεῶ - ν ἔ δοξαν δ᾽ οὖ ν μοι παντάπασι ποιήσει τινὶ

προσομοίως εἰρῆ ».σθαι26 Janko Larvin, Φιοντόρ Μ. Ντοστογιέβσκι, σ. 88 (Μετάφρ. Κουκουτσίδη. Εκδ. Οργαν. Κλασ. Εκδ. χ.τ. και χ.27 Χαρακτηριστική είναι η φράση του Κόλεριτζ: «Η ιστορία μιας λέξης είναι καμιά φορά σπουδαιότερη από την ιστορία μιας εκστρατείας». Βλ. Λορεντζάτου Ζ., Μελέτες, Εκδ. Γαλαξίας 1966, σ. 11.28 „Da sah ich den ungeheuren Geist sein Regiment führen. O Goethe, kein Kaiser und kein König hat so das Bewusstsein seiner Macht und das alle Kraft von ihm ausgehe, wie dieser Beethoven.29 Μάρκου Αυρηλίου, όππ., Β’ 31.30 Horatii, Ars poetica 61.31 Καβάφη, Ποιήματα, όππ., Β’ 31.32 Ελύτη Ο., Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη τέταρτη ομορφιά. Ίκαρος 1974, σ. 44.33 Βλ. Τσάτσου Ιω., Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα 1973, σ. 125.34 Η περίφημη γνώμη του Σωκράτη «Οὐδεὶς ἑκὼν κακὸς». Κανένας μας, δηλαδή, δεν κάνει το κακό με τη θέλησή του. Κάνουμε πάντα το κακό χωρίς τη θέλησή μας, γιατί δεν ξέρουμε πότε μια πράξη είναι καλή και πότε κακή. Στη βάση της, δηλαδή, η ηθική είναι αποτέλεσμα γνώσης ή μη.35 Βλ. Στήλη 20.9.71 τευχ. Β’, Ο θάνατος του Γιώργου Σεφέρη στον ελληνικό τύπο. Εκδ. Ερμής σ. 147.36 Μακρυγιάννη, όππ., σ. 273.37 Θουκυδίδη, Ζ’ 84.38 Βλ. Πλούταρχ., Σόλων 30.39 Βλ. Τσάτσου Ιω., όππ., σ. 311.40 Βλ. Βαγενά Ν., Ο ποιητής κι ο χορευτής, Εκδ. Κέδρος, 1980, σ. 311.41 Ηροδότου, 1, 82. Βλ. και Καρδαρά Χρυσ., Οι Λακεδαιμόνιοι, Αθήνα 1979, σ. 33.42 Ντοστογιέβσκι Φ., Ο Ηλίθιος ΙΙΙ, 65. (Μετάφρ. Α. Αλεξάνδρου, Εκδ. Γκοβόστη)43 Γενέσεως Γ’ 22.44 Πλατ., Πρωταγόρ. 321 d.45 Καβάφη, Κ., όππ., Α’ 109.46 «ποδῶ ν ἀρετὴ » ν στον Όμηρο Υ 411 που θα ειπεί ταχύτατα πόδια.47 Αυτό που το λέω «ο συρμός των ανθρώπων» ο Θουκυδίδης το λέει έτσι: «οι πολλοί τείνουν να λαβαίνουν έτοιμη τη γνώση»· και ο Ιησούς το λέει έτσι: «οι πολλοί και οι υποκριτές ακολουθούν την παράδοση των ανθρώπων»:

Page 137: Νηφομανής Λιαντίνης

Αυτό που το λέω «η αλήθεια που πηγάζει από το ρυθμό της φύσης» ο Θουκυδίδης το λέει έτσι: «οι πολλοί δεν αντέχουν να βασανίζουνται για να αναζητούν τη γνήσια αλήθεια»· και ο Ιησούς το λέει έτσι: «οι πολλοί έχουν αφήσει την εντολή του θεού».

Είναι τρομαχτική στη λάμψη της αυτή η παραλληλία και η σύμπτωση των δύο φράσεων. Τις παραθέτω αυτούσιες: Θουκυδ. Ι, 20 «ἀ ταλαίπωρος γάρ τοῖς πολλοῖ ς ἡ ζήτησις τῆ ς ἀ ληθείας καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖ μα μᾶ ». λλον τρέπονται Μαρκ. Ζ’, 7 «ἀ φέντες γὰ ρ τὴ ν ἐντολὴ ν τοῦ Θεοῦ κρατεῖ τε τὴ ν παράδοσιν τῶ ν ἀ ».νθρώπων48 Βλ. τον τύπο ἄ ρω στο Λεξικό των Lidell-Scott.49 Goethe, Faust II, 11287. Και Βασιλειών Γ’, 20, 15.50 51 Πλατ., Θεαίτητος 144 b.52 Λογγίνου, Περί ύψους ΧΙΙΙ, 1.53 Βλ. Τσάτσου Ιω., όππ., σ. 68.54 Nietzsche, II, 363.55 Κάποτε ο τρόπος με τον οποίο περνά η παρανόηση από τους επαΐοντες στους αδαείς έχει μια χάρη μυθική. Όταν ο Σεφέρης πήγε στον τυπογράφο του την Κίχλη και τον παρακαλούσε να μην καθυστερήσει το τύπωμα, ο τυπογράφος τον έκοψε απότομα: «Τι τσίχλες και κοτσύφια μου λέτε; έχω τώρα τα πρακτικά της Ακαδημίας». (Μ5, 89). Θυμάται κανείς αναλογικά το γελαστό λόγο του Δημόκριτου, όταν ήρθε στην Αθήνα: «ἦλθον  γάρ εἰς Ἀθήνας καὶ οὔτις με

». ἔγνωκεν (Βρε ήρθα στην Αθήνα, και δε μ’ ήξερε κανείς!). Σήμερα οι αθηναίοι το Δημόκριτο τον βλέπουν στα δεκάρικα. Γιομάτες οι τσέπες τους.56 Πλάτωνος Νόμοι 817 b.57 Πλάτωνος, Πρωταγόρας 320 α – 322 d.58 59 Χωρίς σέλλα. Πουλάρια ακόμη.60 Μ. Αυρήλιου, όππ., Γ’ 12.61 Πλουτάρχ., Ε ἰ πρεσβυτέρ , ῳ πολιτευτέον 785 e. « Καθάπερ ἔνιοι τὸν Ἡρακλέα

παίζοντες ο ,ὐκ εὖ γράφουσιν ἐν Ὀμφάλης κροκωτοφόρον  ἐνδίδοντα λυδαῖς  θεραπαινίσι ῥιπίζειν καὶ παραπλέκει  ».ἑαυτόν62 Βλέπε τα Αποσπάσματα 94 και 101 (Diels-Kranz).63 Αισχύλου, Προμηθεύς 114 και 136.64 Ich stand, glaube ich, auf einer jener Inseln, die auf unserer Erde den Griechischen Archipel bilden, oder leicht was es irgendwo auf der Küste des Festlandes dort am Agaischen Meer. Oh alles war ganz so wie bei uns, nur schien alles in einer Feststimmung zu sein, und in einem grossen, heiligen, endlich erreichten Triumpf zu strahlen. F.M. Dostojewski, Späte Romane und Novellen, R. Piper und Co Verlag, München – Zürich 1977, s. 733.65 Αισχύλου, Προμ. 89.66 Βλέπε στο τρίτο κεφάλαιο από Το μέλλον μιας αυταπάτης: «dem begabtesten Volk des Altertums dämmert die Einsicht, dass die Moira über den Göttern steht. (Ο πιο ευφυής λαός της αρχαιότητας κατανόησε ότι η Μοίρα είναι πάνω και από τους θεούς).67 Trouat H., Ντοστογιέβσκι. Η ζωή και το έργο του. Εκδ. Λογοτεχνική γωνιά χ.τ. και χ., σ. 30.68 Ρωμανού του Μελωδού, Ύμνος 33, ΙΖ’ (Maas-Trypanis, σ. 265: «Τ ὶ πλανώνται

; πρὸς Πλάτωνα τ ; ὶ Δημοσθένην στέργουσι τὸν ἀσθενῆ τ ὶ μὴ νοοῦ σιν Ὅμηρον ὄνειρον ;»ἀργόν

69 Καβάφη, Κ., Ανέκδοτα ποιήματα, 1882-1923. Επιμ. Σαββίδη Γ., Ίκαρος 1977, σ. 101.

Page 138: Νηφομανής Λιαντίνης

70 Βλ. Δούκας, σ. 264 κ.ε. 7. Εκδ. Bonn. « κρειττότερόν ἐστιν  ἰδέναι ἐν πάσῃ τῇ  πόλει φακιόλιον βασιλε ».ῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν71 Ηροδ., Ζ’ 37.72 Ένας από τους έλληνες που ένιωσαν καλά τον «ελληνικό ελληνισμό» είναι ο ποιητής Γιαννόπουλος. Ένιωσα τρόμο, γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, όταν σε μια στιγμή είδα πόση Ελλάδα και πόσο φως της Ελλάδας έφερνε μέσα του ο Περικλής Γιαννόπουλος. 73 74 Τσάτσου Ιω., όππ., σ. 193.75 Οι τρεις ανέκδοτες καταγραφές του Σεφέρη που παραθέτει ο Σαββίδης στο Σημείωμα του Επιμελητή (Α, 256-7), ενώ δεν κάνουν λόγο για την κρυφή κύηση του έργου στις δεκαετίες από 1925 έως ’55, μιλούν ρητά για τον οίστρο των ημερών του τόκου: «Εδώ και δέκα μέρες οργασμός γραφής· ονειροπαρμένος, οραματιζόμενος, δεν μ’ αγγίζει τίποτε […]. Αν μπορούσε κανείς να φανταστεί από πού περνώ γράφοντας την Ακρόπολη […]. Σήμερα, ανήμερα της Παναγίας, τελείωσα την Ακρόπολη. Εργάστηκα από την αρχή του χρόνου σαν τρελός στον ύπνο και στον ξύπνο. Σπάνια θυμούμαι να μου έγινε τέτοιο πράγμα. 76 Λεύκιππος Α, 6 (Diels-Kranz).77 Nietzsche Fr., όππ., ΙΙ, 1152: «Werden wir Erschütterungen haben, einen Krampf von Erdbeben, eine Versetzung von Berg und Tal, wie dergleichen nie geträumt worden ist».78 Ας πάρουμε παράδειγμα το Νίτσε. Τον διαλέγω σκόπιμα, γιατί φρονώ ότι για τη φιλοσοφία της Ευρώπης ο Νίτσε είναι ο αστραφτερός θρίαμβος και το εκκωφαντικό τέλος. Είναι ό,τι είναι ο Αλέξανδρος για την πολιτική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Προκειμένου λοιπόν για το Νίτσε μόνο δύο μνείες γίνουνται στο μέχρι σήμερα εκδομένο έργο του Σεφέρη. Η μία μάλιστα σε γράμμα (Τσ., 145). Και μόνο το ότι χρησιμοποιεί τον όρο «νιτσεϊσμός» (Δ2, 369) αναγκάζει κάποιον να θυμηθεί πώς το Θαβώρ των θεοκρουσμένων (ο Ζαρατούστρας) γέννησε τα Τουρκοβούνια των ψιλικατζήδων (Επίδραση του Υπεράνθρωπου στο «Γύφτο» του Παλαμά. Όλοι αυτοί δεν έχουν πάρει χαμπάρι από Νίτσε).79 Λεύκιππου Α, 10 (Diels-Kranz).80 Μ. Αυρήλιου, ΙΒ’, 14.81 Πλουτάρχ., Λυκούργος, 20.82 Ελύτη Ο., Το Άξιον εστί, σ. 66 (Ίκαρος 6η Εκδ.).83 Dostojewski, Rodion Raskolnikof (Schuld und Sühne). Piper Verlag, München 1977, ss. 735-6.84 Ιδές στα Αυτόγραφα Έργα του Σολωμού. Τυπογραφική μεταγραφή σ. 359 (Επιμ. Λ. Πολίτη, Θεσσαλονίκη 1964).85 Ελύτη Ο., Τα Ετεροθαλή, σελ. 35.86 Πλατ. Σοφιστής 246α: «Καὶ μὴν ἔοικέ γε ἐν αὐτοῖς  οἷον γιγαντομαχία τις εἶναι

».διὰ τὴν ἀμφισβήτησιν περὶ τῆς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους87 Παρμενίδη Β’, 2 (Diels-Kranz).88 Η Ελένη του Σεφέρη είναι ένα σχόλιο στους δύο στίχους 1137-8 της Ελένης του Ευριπίδη: « ὅτι θεός ἢ μὴ θεός ἢ τό  , ’ μέσον τίς φησ ἐρευνήσας βροτῶν

;»μακρότατον πέρας εὑρεῖν89 Το ίδιο πράγμα ο Σεφέρης το λέει ως εξής: «Η αδικία δεν είναι που η ζωή είναι τέτοια που είναι, αλλά που πρέπει να είναι τέτοια». (Μ2, 116).90 «Τῶν δ' ἀδοκήτων πόρον  ». ηὗρε θεός Με το στίχο αυτό ο Ευριπίδης τελειώνει περισσότερες από μία τραγωδίες του.91 Βλ. Μ5, 235.92 Γενέσ., Β’, 17.

Page 139: Νηφομανής Λιαντίνης

93 Πλατ., Φαίδ. 60d.94 Παρμενίδη, Frg. 2 (Diels-Kranz).95 Μ. Αυρηλίου, όππ., ΙΒ’, 7.96 Μ. Αυρηλίου, όππ., Ζ’, 21.97 Ωραίες σελίδες για τν Ιησού σαν ποιητή μας έχει δώσει ο Ο. Ουάιλντ στο De profundis. 98 Μάρκου, ΙΕ’, 33-34.99 Ντοστογιέβσκι Φ., Ο Ηλίθιος, τομ. Α’ σσ. 66-72. (Μετάφρ. Α. Αλεξάνδρου Εκδ. Γκοβόστη).100 Ο θάνατος του Μπάιρον στο Μεσολόγγι, για παράδειγμα, υπαρκτικά δεν είναι αυθεντικός. Η φροντιστική δράση, να ελευθερώσει την Ελλάδα δηλαδή ή να γίνει βασιλιάς στο νέο κράτος, όσο κι αν είναι ευγενική, θολώνει την καθαρή σχέση του με το θάνατο. Η Μέριμνα μας ρίχνει στην οντολογική λήθη λέει ο Χάιντεγγερ.101 «Οι θρησκείες είναι υποθέσεις του όχλου, και για μένα, κάθε φορά που θ’ αγγίξω ανθρώπους που έχουν σχέση με τη θρησκεία, στέκεται αναγκαίο να πλύνω τα χέρια μου […]. Εγώ δε θέλω πιστούς, εγώ στοχάζομαι· η υποψία ότι μπορεί κάποτε να πιστέψουν σε μένα με πλημμυρίζει οργή». (Από το τελευταίο κεφάλαιο του Ιδέ ο άνθρωπος).102 Σολωμού Δ., Άπαντα Α’, 207 (Εκδ. Λ. Πολίτη).103 104 Σολωμού Δ., όππ., Β’ παραρτ. σ. 116.105 Αριστοτέλη, Ηθ. Νικομ. 10, 7, 8.106 Ηράκλειτου, Αποσπάσματα 93 και 123 (Diels-Kranz).107 Η ετυμολογία των ονομάτων των παιδιών του Οιδίποδα είναι σημαδιακή για τη μοίρα του ελληνισμού (η δόξα από ‘δω, η διχόνοια από κει). Ετεοκλής σημαίνει τη γνήσια δόξα. Πολυνείκης σημαίνει την άσωτη φαγωμάρα.108 Was mich eigentlich interessiert, ist ob Cott die Welt hätte anders machen können. Από το βιβλίο του Carl Seeling «Helle Zeitdunkle Zeit» im memoriam Albert Einstein. Europaverlag Zürich. Stuttgart. Wien.109 Ελύτη Ο., Ανοιχτά χαρτιά σ. 179 (Αστερίας 1974).110 Ηράκλειτου, Αποσπ. 66 (Diels-Kranz).111 Δημόκριτου, Α, 1 (Diels-Kranz).