34
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ: ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ Ηλίας Κουρλιούρος Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Χωροταξίας, Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Οικονομική Γεωγραφία έκανε την εμφάνισή της τον 19 ο αιώνα (Barnes 2000). Η εμφάνισή της σχετίστηκε κυρίως με τις επιδιώξεις των αποικιοκρατι- κών δυνάμεων της Ευρώπης για γνώση και έλεγχο των αποικιοκρατούμενων χωρών, δηλ. των βασικών τους πρώτων υλών, των πληθυσμών και των οικι- σμών τους, των μεταφορικών και εμπορικών υποδομών και δικτύων που συ- νέδεαν τις περιοχές αυτές με τις χώρες του «κέντρου» (Johnston et al. eds. 1986: 118). Η ουσιαστική της όμως εξέλιξη έλαβε χώρα κατά τον 20 ο και σημα- τοδοτήθηκε από αλλεπάλληλες επιστημολογικές τομές στις μεθοδολογικές της παραδοχές, στο φιλοσοφικό της υπόβαθρο και στις ερευνητικές της προτεραιό- τητες. Οι αλλεπάλληλες αυτές τομές ήταν αποτέλεσμα εν μέρει της ίδιας της εσωτερικής δυναμικής της Οικονομικής Γεωγραφίας. Παράλληλα όμως επη- ρεάστηκαν από υλικές συνθήκες (κοινωνικο-οικονομικές αναδιαρθρώσεις) στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού καθώς και από γενικότερες παγκόσμι- ες εξελίξεις. Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι η κριτική εξέταση των βασικών θεωρητικών και μεθοδολογικών (ανα)προσανατολισμών στην εξέλιξη της Οι- κονομικής Γεωγραφίας από τις αρχές του 20 ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας, με έμφαση στις επιστημολογικές τομές και τις θεωρητικές αντιπαραθέσεις που σηματοδότησαν την εξέλιξη αυτή. Στο παρακάτω διάγραμμα (Σχήμα 1) απεικο- νίζονται οι βασικές χρονολογικές περίοδοι και σχολές σκέψης στην εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας. 2. Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Ένα πρώτο χρονικό ορόσημο στην εμφάνιση της Οικονομικής Γεωγραφίας εί- ναι το 1826, έτος δημοσίευσης της μελέτης του Johann Heinrich von Thünen που αφορούσε στις κατανομές των αγροτικών χρήσεων γης γύρω από αστικά κέντρα σε συνάρτηση με τις αποστάσεις και τα κόστη μεταφοράς των αγροτι- κών προϊόντων προς αυτά (von Thünen 1966 [1826]). Άλλα ορόσημα κατά χρονολογική σειρά είναι: το 1882 όταν ο Γερμανός Γεωγράφος Götz έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην Εμπορική και την Οικονομική Γεωγραφία, το 1893 όταν άρχισαν να διδάσκονται τα πρώτα μαθήματα Οικονομικής Γεωγραφίας στα πανεπιστήμια Cornell και Pennsylvania των ΗΠΑ και το 1925 όταν πρωτοκυ- κλοφόρησε το επιστημονικό περιοδικό Economic Geography (Barnes 2003: 12-13). 1

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

  • Upload
    nkov77

  • View
    57

  • Download
    0

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Γεωγραφια επο12

Citation preview

Page 1: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ: ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ Ηλίας Κουρλιούρος Καθηγητής Οικονοµικής Γεωγραφίας και Χωροταξίας, Τµήµα Γεωγραφίας, Πανεπιστήµιο Αιγαίου. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Οικονοµική Γεωγραφία έκανε την εµφάνισή της τον 19ο αιώνα (Barnes 2000). Η εµφάνισή της σχετίστηκε κυρίως µε τις επιδιώξεις των αποικιοκρατι-κών δυνάµεων της Ευρώπης για γνώση και έλεγχο των αποικιοκρατούµενων χωρών, δηλ. των βασικών τους πρώτων υλών, των πληθυσµών και των οικι-σµών τους, των µεταφορικών και εµπορικών υποδοµών και δικτύων που συ-νέδεαν τις περιοχές αυτές µε τις χώρες του «κέντρου» (Johnston et al. eds. 1986: 118). Η ουσιαστική της όµως εξέλιξη έλαβε χώρα κατά τον 20ο και σηµα-τοδοτήθηκε από αλλεπάλληλες επιστηµολογικές τοµές στις µεθοδολογικές της παραδοχές, στο φιλοσοφικό της υπόβαθρο και στις ερευνητικές της προτεραιό-τητες.

Οι αλλεπάλληλες αυτές τοµές ήταν αποτέλεσµα εν µέρει της ίδιας της εσωτερικής δυναµικής της Οικονοµικής Γεωγραφίας. Παράλληλα όµως επη-ρεάστηκαν από υλικές συνθήκες (κοινωνικο-οικονοµικές αναδιαρθρώσεις) στις χώρες του ανεπτυγµένου καπιταλισµού καθώς και από γενικότερες παγκόσµι-ες εξελίξεις. Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι η κριτική εξέταση των βασικών θεωρητικών και µεθοδολογικών (ανα)προσανατολισµών στην εξέλιξη της Οι-κονοµικής Γεωγραφίας από τις αρχές του 20ου αιώνα µέχρι και τις µέρες µας, µε έµφαση στις επιστηµολογικές τοµές και τις θεωρητικές αντιπαραθέσεις που σηµατοδότησαν την εξέλιξη αυτή. Στο παρακάτω διάγραµµα (Σχήµα 1) απεικο-νίζονται οι βασικές χρονολογικές περίοδοι και σχολές σκέψης στην εξέλιξη της Οικονοµικής Γεωγραφίας.

2. Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ένα πρώτο χρονικό ορόσηµο στην εµφάνιση της Οικονοµικής Γεωγραφίας εί-ναι το 1826, έτος δηµοσίευσης της µελέτης του Johann Heinrich von Thünen που αφορούσε στις κατανοµές των αγροτικών χρήσεων γης γύρω από αστικά κέντρα σε συνάρτηση µε τις αποστάσεις και τα κόστη µεταφοράς των αγροτι-κών προϊόντων προς αυτά (von Thünen 1966 [1826]). Άλλα ορόσηµα κατά χρονολογική σειρά είναι: το 1882 όταν ο Γερµανός Γεωγράφος Götz έκανε τη διάκριση ανάµεσα στην Εµπορική και την Οικονοµική Γεωγραφία, το 1893 όταν άρχισαν να διδάσκονται τα πρώτα µαθήµατα Οικονοµικής Γεωγραφίας στα πανεπιστήµια Cornell και Pennsylvania των ΗΠΑ και το 1925 όταν πρωτοκυ-κλοφόρησε το επιστηµονικό περιοδικό Economic Geography (Barnes 2003: 12-13).

1

Page 2: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

1800 ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ 1900 ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ ΠΡΩΤΗ 1950 ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΧΩΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΜΗ ΜΟΝΤΕΛΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ (Αµφισβητήσεις εκ των έσω: Συµπεριφορική Οικον. Γεωγραφία). ∆ΕΥΤΕΡΗ 1970 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ (ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ) ΟΙΚΟΝ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ, ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΩΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΝΕΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΤΗΤΑΣ ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ 2000 ΠΡΟΣ ΝΕΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ?? Σχήµα 1. Ιστορική εξέλιξη και σχολές σκέψης της Οικονοµικής Γεωγραφίας Πηγή: Mε βάση: (α) Κουρλιούρος (2001: κεφ. 2), (β) Scott (2000), (γ) Barnes (2000).

Η µελέτη του von Thünen άνοιξε το δρόµο σε µια σειρά πρωτότυπες αναλύσεις της χωροθέτησης των οικονοµικών δραστηριοτήτων και της διαµόρφωσης των περιοχών αγορών τους (Weber 1929 [1909], Lösch 1938, 1954 [1940], Christaller 1933, Hotelling 1929). Το ρεύµα αυτό αναπτύχθηκε αρχικά στη Γερµανία («γερµανική σχολή χωροθέτησης»), αλλά γρήγορα επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες βιοµηχανικές χώρες της Ευρώπης καθώς και στις ΗΠΑ, µε α-ποτέλεσµα να κυριαρχήσει στους ερευνητικούς προσανατολισµούς της Οικο-νοµικής Γεωγραφίας σε όλη τη διάρκεια του πρώτου µισού του 20ου αιώνα (Smith 1989. Για µια αναλυτική παρουσίαση βλ. Hamilton 1971).

Οι βασικές µεθοδολογικές παραδοχές της γερµανικής σχολής ακολου-θούν αυτές των νεοκλασικών οικονοµικών: ∆ηλαδή την έµφαση στα ορθολογι-κά οικονοµικά υποκείµενα (homo economicus), την ύπαρξη πλήρους και ανε-µπόδιστης πληροφόρησης και την ύπαρξη τέλειου ανταγωνισµού και ισορρο-πίας στην οικονοµία (Chapman & Walker 1987: 32-52, Healey & Ilbery 1990: 183-185, Harrington & Warf 1995: ch. 2, 3).

2

Page 3: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Οι παραδοχές αυτές οδήγησαν στη δηµιουργία φορµαλιστικών µοντέλων βασισµένων σε ένα είδος απλοϊκής «οικονοµικής γεωµετρίας» (Krugman 1996: 38-41) µε προεξάρχον παράδειγµα φορµαλισµού τα µοντέλα κανονικών εξα-γώνων των Lösch και Christaller. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο Paul Krugman (1996: 38-46) χρησιµοποιεί τον όρο «Γερµανική Γεωµετρία» (Germanic Geometry) όταν αναφέρεται στη σχολή αυτή ακριβώς για να τονίσει την έµφασή της στη γεωµετρία των αποστάσεων και της ελαχιστοποίησης του µεταφορικού κό-στους ως κρίσιµου παράγοντα στις αποφάσεις χωροθέτησης των οικονοµικών δραστηριοτήτων.

Πολλές µετέπειτα µελέτες επιχείρησαν να ελέγξουν τις παραδοχές των γερµανικών θεωριών αλλά κατέληξαν σε αντιφατικά εµπειρικά αποτελέσµατα (Bale 1988: ch. 3). Προσπάθειες όπως αυτές του Hoover (1948), του Smith (1966, 1971) και άλλων, προσπάθησαν να βελτιώσουν τα µοντέλα της γερµα-νικής σχολής µε την προσθήκη και άλλων, πιο ρεαλιστικών, παραγόντων στη µελέτη της χωροθετικής συµπεριφοράς των επιχειρήσεων. Και αυτές ωστόσο οι προσπάθειες δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τον εµπειρισµό και φορµαλι-σµό της γερµανικής σχολής. Πολλές απ’ αυτές δεν ήταν παρά συναθροίσεις επιµέρους µελετών περιπτώσεων από τις οποίες απουσίαζε µια εσωτερικά συνεκτική και ερµηνευτική θεωρητική λογική. Για παράδειγµα, µια τέτοια µελέτη (Townroe 1976) προσδιορίζει πάνω από 200 παράγοντες που πρέπει να λαµ-βάνουν υπόψη και να αξιολογούν οι επιχειρήσεις όταν πρόκειται να πάρουν ορθολογικές αποφάσεις εγκατάστασης ή µετεγκατάστασης των δραστηριοτή-των τους. ∆ιάφορες ωστόσο έρευνες έχουν δείξει ότι στην πράξη οι επιχειρή-σεις αξιολογούν µερικούς µόνο παράγοντες, αυτούς που οι ίδιες θεωρούν πιο σηµαντικούς µε βάση τα κριτήρια που θέτουν, και λαµβάνουν αποφάσεις µε βάση τους παράγοντες που θα ικανοποιήσουν πρώτοι τα προκαθορισµένα αυ-τά κριτήρια (Βλιάµος, Γεωργουλής & Κουρλιούρος 1991: 42-44). Πρόκειται µε άλλα λόγια για αποφάσεις χωροθέτησης βασισµένες σε µη-πλήρη (περιορι-σµένη) ορθολογικότητα, όπως υποστήριξαν και οι συµπεριφορικές προσεγγί-σεις της χωροθέτησης (behavioural approaches -βλ. Bale 1988: ch. 5, 6, Healey & Ilbery 1990: 187-190, Chapman & Walker 1987: 19-22, Κουρλιούρος 1989: 205-12).

Παρά τα µεθοδολογικά προβλήµατά της, η γερµανική σχολή εγκαινίασε µια παράδοση ποσοτικών προσεγγίσεων του χώρου που έφθασαν στο απώ-γειό τους µε την λεγόµενη «ποσοτική επανάσταση» κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η ποσοτική επανάσταση ξεκίνησε στις ΗΠΑ µε βασικό πρωταγωνιστή τον ιδρυτή της «περιφερειακής επιστήµης» και καθηγητή οικο-νοµικών στο Πανεπιστήµιο της Πενσυλβάνια Walter Isard (1956). Κατά τον Scott (2000: 20), η στροφή αυτή σηµατοδότησε τη µεγαλύτερη «κρίση ταυτότη-τας» στην ιστορία της Οικονοµικής Γεωγραφίας.

Επιστηµολογικό υπόβαθρο της στροφής αυτής αποτέλεσε ο λογικός θετι-κισµός (Shaefer 1953, Harvey 1969, Gregory 1978: ch.1, Johnston 1983: ch. 2) µια επιστηµολογία που παρέχει τη δυνατότητα κατασκευής θεωρητικών νό-µων µέσα από τη γενίκευση επιµέρους εµπειρικών περιπτώσεων. Το επιστη-µολογικό πρόγραµµα του λογικού θετικισµού είναι βασισµένο στην παραδοχή της ύπαρξης µιας εγγενούς συµµετρίας ανάµεσα στην επιστηµονική γνώση και στις διαδικασίες επαλήθευσης εµπειρικά µετρήσιµων γεγονότων. Γεγονότων που είτε απορρέουν άµεσα από την εµπειρική παρατήρηση, ή έµµεσα ως υ-ποθέσεις ενός υποθετικο-απαγωγικού µοντέλου της εµπειρικής πραγµατικότη-τας (Harvey 1969).

3

Page 4: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Η ποσοτική επανάσταση αντανακλά τις νέες κοινωνικο-οικονοµικές, πολιτι-κές και πολιτιστικές συνθήκες που διαµορφώθηκαν κατά τις δυο πρώτες µετα-πολεµικές δεκαετίες στις χώρες του ανεπτυγµένου καπιταλισµού. Οι συνθήκες αυτές χαρακτηρίζονται από µια απρόσκοπτη οικονοµική µεγέθυνση βασισµένη στη µαζική παραγωγή και µαζική κατανάλωση, καθώς και στην ανάπτυξη προ-νοιακών κρατικών πολιτικών (φορντικό καθεστώς συσσώρευσης και κεϋνσια-νός τρόπος κοινωνικής ρύθµισης –βλ. Hirsch 1993, Harvey 1995: ch. 8, Λεο-ντίδου 2005: 102-5, Κουρλιούρος 2001: κεφ. 4). Η µαζική παραγωγή συγκε-ντρώθηκε γεωγραφικά σε µεγάλους αστικοβιοµηχανικούς πόλους ανάπτυξης µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία χωρικών ανισοτήτων τις οποίες προσπαθούσε το κράτος να µειώσει µέσω της ανάληψης ρυθµιστικών χωρικών πολιτικών. Η γενικότερη τάση της εποχής ευνοούσε τη γενίκευση και συστηµατικοποίηση των γεωγραφικών γνώσεων γύρω από ζητήµατα περιφερειακής ανάπτυξης και βιοµηχανικής χωροθέτησης, προτύπων αστικοποίησης και ιεράρχησης οικιστι-κών δικτύων, χωρικών αλληλεξαρτήσεων, µεταφορικών υποδοµών και ελέγ-χου των χρήσεων γης µέσω πολιτικών χωροταξικού και πολεοδοµικού σχεδια-σµού. Ανάλογες τάσεις ποσοτικοποίησης και µοντελοποίησης παρατηρούνται και σε άλλες συγγενείς επιστήµες του χώρου όπως για παράδειγµα στη θεωρία του σχεδιασµού, όπου γίνεται µια συστηµατική προσπάθεια κατασκευής µο-ντέλων ορθολογικής λήψης αποφάσεων σχεδιασµού βασισµένων στη γενική θεωρία των συστηµάτων, τη θεωρία των οργανώσεων και την Κυβερνητική (McLoughlin 1969, βλ. αναλυτικά Κουρλιούρος 1989 και κεφάλαιο Βασενχόβεν & Κουρλιούρου σε αυτόν τον τόµο).

Ο βασικότερος εκφραστής της ποσοτικής στροφής στην Οικονοµική Γεω-γραφία ήταν, όπως ήδη σηµειώθηκε, ο Isard. Θεωρώντας ότι «ο κόσµος χωρίς χωρικές διαστάσεις» που είχε εγκαθιδρύσει η παραδοσιακή οικονοµική θεωρία είναι απελπιστικά ανεπαρκής για την κατανόηση των φαινοµένων, προσπάθη-σε να εισαγάγει τη συνθήκη του χώρου στην λογική των νεοκλασικών οικονο-µικών. Προσπάθησε δηλαδή να «ξαναγράψει» τη νεοκλασική θεωρία οικονοµι-κής ισορροπίας µε όρους χωροθετικής οργάνωσης των δραστηριοτήτων (Scott 2000: 21). Μια άλλη σηµαντική ερευνητική οµάδα στο Τµήµα Γεωγραφίας του Πανεπιστηµίου της Ουάσιγκτων µε τον καθηγητή William Garrison, θεωρείται ότι ίδρυσε τη «χωρική ανάλυση» µε θέµατα έρευνας τη βιοµηχανική χωροθέ-τηση και τα πρότυπα χρήσεων γης, την αστικοποίηση και τα συστήµατα κε-ντρικών τόπων, τα µεταφορικά δίκτυα, τη χωρική δυναµική του εµπορίου και την κοινωνική αλληλεπίδραση στο χώρο (Scott 2000: 21). Στα πλαίσια της πο-σοτικής επανάστασης δηµοσιεύτηκαν έργα που αποτέλεσαν ορόσηµα της νέας αυτής σχολής (βλ. πχ Bunge 1962, Chorley & Haggett, eds. 1971, Harvey 1969, Haggett et al. 1977).

Ένα άλλο συγγενές ρεύµα επικέντρωσε στη µελέτη της κατανοµής των δραστηριοτήτων και της διαµόρφωσης των χρήσεων γης στον αστικό χώρο µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα το µοντέλο του Alonso (1960 και 1964, βλ. επίσης Muth 1969, Vickerman 1984). Μια άλλη, τέλος, οµάδα εργασιών περι-στράφηκε γύρω από θέµατα περιφερειακής ανάπτυξης, θεµελιώνοντας αυτές που έγιναν γνωστές ως «θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας» (Holland 1976: ch. 1). Η πιο κλασική από αυτές είναι η θεωρία γεωγραφικής κινητικότητας των συντελεστών παραγωγής κεφαλαίου και εργασίας (Borts 1960, Borts & Stein 1964) σύµφωνα µε την οποία οι δυνάµεις της αγοράς τείνουν µακροπρόθεσµα να εξισορροπήσουν την ανάπτυξη ανάµεσα στις διάφορες περιφέρειες ακόµα και αν έχουν αρχικά διαµορφωθεί συνθήκες ανισότητας (βλ. πλαίσιο 1).

4

Page 5: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

ΠΛΑΙΣΙΟ 1: ∆ιαπεριφερειακή µετακίνηση συντελεστών παραγωγής κεφαλαίου και εργασίας Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η θεωρητική αυτή προσέγγιση, ας χρησιµοποιή-σουµε το υπόδειγµα µιας υποθετικής χώρας που αποτελείται από δύο µόνο περιφέ-ρειες, το «βορρά» και το «νότο». Η πρώτη είναι µια ανεπτυγµένη βιοµηχανική περιφέ-ρεια, ενώ η δεύτερη είναι µια υπανάπτυκτη αγροτική περιφέρεια - υπάρχουν δηλαδή αρχικές συνθήκες ανισότητας ανάµεσά τους. Τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε περιφέ-ρειας είναι: (α) Ο βορράς χαρακτηρίζεται από άφθονο κεφάλαιο (Κ) λόγω πληθώρας βιοµηχανικών µονάδων και από σπάνια εργασία (L) γιατί λόγω πλήρους ανάπτυξης της βιοµηχανικής παραγωγής υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναµικού. Συνεπώς, ο λό-γος κεφάλαιο προς εργασία (Κ/L) είναι ψηλός και ως εκ τούτου τα κέρδη του κεφαλαί-ου χαµηλά (λόγω αφθονίας του συντελεστή παραγωγής «κεφάλαιο»), ενώ οι απολα-βές της εργασίας υψηλές (λόγω σπανιότητας του συντελεστή παραγωγής «εργασία»). (β) Ο νότος χαρακτηρίζεται από τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά, δηλαδή σπάνιο κεφάλαιο λόγω ύπαρξης ελάχιστων βιοµηχανικών µονάδων και άφθονη εργασία λόγω αποθεµάτων εργαζοµένων στον αγροτικό τοµέα. Συνεπώς ο λόγος K/L είναι χαµηλός και ως εκ τούτου τα κέρδη του κεφαλαίου υψηλά, ενώ οι απολαβές της εργασίας χα-µηλές. Με δεδοµένη την παραπάνω κατάσταση, οι γεωγραφικές ανισότητες στην κα-τανοµή των συντελεστών της παραγωγής είναι ιδιαίτερα οξυµένες. Όµως κάποια στιγ-µή, τα «µηνύµατα της αγοράς» θα αρχίσουν να ενεργοποιούν τους συντελεστές της παραγωγής προς αντίθετες κατευθύνσεις: Οι µεν επιχειρήσεις (κεφάλαιο) του βορρά θα πάρουν το µήνυµα ότι τα κέρδη του κεφαλαίου στο νότο είναι ψηλότερα ακριβώς επειδή οι εργατικές αµοιβές είναι χαµηλότερες, οι δε εργαζόµενοι του νότου θα πά-ρουν το µήνυµα ότι οι απολαβές της εργασίας στο βορρά είναι ψηλότερες από αυτές που επικρατούν στο νότο λόγω σπανιότητας εργατικού δυναµικού. Αποτέλεσµα θα είναι η έναρξη µιας διπλής αντίστροφης γεωγραφικής µετακίνησης κατά την οποία το µεν κεφάλαιο θα αρχίσει να εγκαταλείπει το βορρά και να µετεγκαθίσταται στο νότο («εργοστάσια τους εργάτες»), η δε εργασία, αντιστρόφως, θα αρχίσει να µεταναστεύει από το νότο προς το βορρά («εργάτες στα εργοστάσια»). Το συνδυασµένο αποτέλε-σµα αυτής της διπλής αντίστροφης µετακίνησης θα είναι: (α) Στον µεν βορρά θα µειω-θεί ο εγκατεστηµένος σχηµατισµός κεφαλαίου και θα αυξηθεί η εργασία, δηλαδή θα µειωθεί ο λόγος K/L, πράγµα που θα έχει ως συνέπεια την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου και τη µείωση των απολαβών της εργασίας. (β) Στο νότο θα συµβεί ακρι-βώς το αντίστροφο, δηλαδή θα αυξηθεί ο εγκατεστηµένος σχηµατισµός κεφαλαίου και θα µειωθεί η εργασία. Θα αυξηθεί δηλαδή ο λόγος K/L, πράγµα που θα έχει ως συνέ-πεια τη µείωση των κερδών του κεφαλαίου και την αύξηση των απολαβών της εργα-σίας. Τελικό αποτέλεσµα θα είναι η εξισορρόπηση τόσο ανάµεσα στα κέρδη του κε-φαλαίου όσο και ανάµεσα στις απολαβές της εργασίας και στις δύο περιφέρειες, δη-λαδή ο λόγος K/L θα ισορροπήσει σε ένα ενιαίο επίπεδο. Πηγή: Κουρλιούρος (2001: 263-4). Μια ανάλογη προσέγγιση υιοθετεί και η θεωρία διαπεριφερειακού εµπορίου (µοντέλο Heckscher, Ohlin και Samuelson (H-O-S) -βλ Ohlin 1933). Η διαφορά από την παραπάνω θεωρία είναι ότι στη δεύτερη δεν έχουµε γεωγραφική µε-τακίνηση συντελεστών παραγωγής, αλλά ανάπτυξη διαπεριφερειακού εµπορί-ου στη βάση του συγκριτικού πλεονεκτήµατος κάθε περιφέρειας ως µηχανι-σµού εξισορρόπησης των αµοιβών των συντελεστών παραγωγής (κερδών κε-φαλαίου, απολαβών εργασίας) στις διάφορες περιφέρειες. Στις ίδιες νεοκλασι-κές παραδοχές της ύπαρξης αρµονίας και ισορροπίας στην εσωτερική δοµή

5

Page 6: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

και εξέλιξη του οικονοµικού συστήµατος βασίστηκαν και άλλες σηµαντικές θε-ωρίες περιφερειακής ισορροπίας (βλ. αναλυτικά Friedmann & Alondo, eds. 1964, Glasson 1978).

Οι παραπάνω θεωρητικές εξελίξεις επηρέασαν, όπως ήταν αναµενόµενο, και την ελληνική διανοητική και ακαδηµαϊκή παραγωγή σε ανάλογα ή συναφή γνωστικά αντικείµενα. Βασικά πανεπιστηµιακά εγχειρίδια περιφερειακής οικο-νοµικής και οικονοµικής του χώρου που επί δεκαετίες διδάσκονταν κατά κύριο λόγο σε οικονοµικά τµήµατα των ελληνικών ΑΕΙ (βλ. λχ Richardson 1972, Κώτ-της 1976, Κόνσολας 1970, 1974, 1983, ΕΜΠ 1973, Αργύρης 1985) είχαν πο-σοτικό προσανατολισµό και οι επιρροές τους από τα µοντέλα χωρικής ισορρο-πίας της περιφερειακής επιστήµης, τα µοντέλα βιοµηχανικής χωροθέτησης της γερµανικής σχολής και της διάρθρωσης των αστικών χρήσεων γης a la Alonso, είναι καταφανείς. Ακόµα και πιο πρόσφατα πανεπιστηµιακά εγχειρίδια ακολου-θούν την θετικιστική-ποσοτική παράδοση τόσο στην περιοχή της περιφερεια-κής οικονοµικής ανάπτυξης (βλ. πχ Σκούντζος 1993) όσο και σε αυτή καθαυτή τη Γεωγραφία (βλ. πχ Κουτσόπουλος 1990). Η τάση αυτή φαίνεται σήµερα να υποβοηθείται ακόµα περισσότερο από την ευρεία εισαγωγή µεθόδων, τεχνι-κών και εργαλείων γεωπληροφορικής στην ανάλυση του χώρου.

Όπως θα δούµε παρακάτω, η ποσοτική επανάσταση έδειξε τα όριά της στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 µε αρχές της δεκαετίας του 1970 καθώς η αναντιστοιχία της µε τα δεδοµένα της χωρο-κοινωνικής πραγµατικότητας µεγεθυνόταν και καθώς αναπτύσσονταν διάφο-ρες ριζοσπαστικές και κριτικές προσεγγίσεις (για επισκοπήσεις βλ. Peet & Thrift eds. 1989, Lee & Wills, eds. 1997, Κουρλιούρος 2001, Λεοντίδου 2005). Παρόλα αυτά, παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια µια επανάκαµψη της πο-σοτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας (κύρια στις ΗΠΑ) γνωστής ως «Νέα Οικονο-µική Γεωγραφία» ή «Γεωγραφικά Οικονοµικά» (Krugman 1991, 1991a, 1996, 2000, Fujita et al. 1999). Το ρεύµα αυτό απορρίπτει ορισµένες βασικές παρα-δοχές των νεοκλασικών οικονοµικών όπως οι «σταθερές αποδόσεις κλίµακας» και η ύπαρξη τέλειου ανταγωνισµού στην οικονοµία και εισάγει καινοτοµικά στοιχεία όπως οι «αυξανόµενες αποδόσεις κλίµακας» (increasing returns to scale) και η ύπαρξη ατελούς ανταγωνισµού. Παρόλα αυτά, διατηρεί τον µεθο-δολογικό ατοµικισµό της παραδοσιακής ποσοτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας και περιφερειακής επιστήµης, την νεοκλασική παραδοχή πλήρους πληροφό-ρησης των οικονοµικών δραστών, τη βελτιστοποιητική συµπεριφορά των επι-χειρήσεων (profit maximizing firms) και την αφαίρεση από το κοινωνικό πλαί-σιο της άνισης χωρικής ανάπτυξης του καπιταλισµού (Hudson 2006: 378). Έ-τσι, για τους κριτικούς σχολιαστές της Νέας Οικονοµικής Γεωγραφίας (βλ. πχ. Martin 1999, Martin & Sunley 1996), το ρεύµα αυτό δεν είναι πραγµατικά «νέ-ο» αλλά αποτελεί µετεξέλιξη της παραδοσιακής περιφερειακής επιστήµης και χωρικής ανάλυσης των δεκαετιών του 1950 και 1960, και συνεπώς υπόκειται στις ίδιες θεωρητικές και µεθοδολογικές αδυναµίες. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι το εν λόγω ρεύµα έχει αρχίσει να εµφανίζεται και στη χώρα µας (βλ. Ροβο-λής 2002). Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 αναπτύχθηκε ένα µεταβατικό ρεύµα, η λεγόµενη Συµπεριφορική (Behavioural) Οικονοµική Γεωγραφία που δίνει έµ-φαση στη µελέτη της χωροθετικής συµπεριφοράς σύνθετων οργανώσεων ό-πως οι βιοµηχανικές επιχειρήσεις (Greenhut 1956, Rawstron 1958, McNee 1960, Smith 1966, 1971, Pred 1967, Krumme 1969, Hamilton 1971, Chapman

6

Page 7: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

1974, Le Heron & Warr 1976, Hymer 1976, 1979, Gold 1980). Παρά το ότι η σχολή αυτή άσκησε κριτική στην έννοια του homo economicus εγκαινιάζοντας την έννοια του homo socialis (Λεοντίδου 2005: 155, Kουρλιούρος 2001: 76), πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί µια λογική µετεξέλιξη της ποσοτικής επανάστα-σης (Olsson 1969, Bunting & Guelke 1979). 3. Η ∆ΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΜΗ: H ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ KAI Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ 3.1. Η ανάδυση της ριζοσπαστικής και κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας Όπως σηµειώθηκε παραπάνω, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 µε αρ-χές της δεκαετίας του 1970, η ποσοτική επανάσταση, η χωρική ανάλυση και οι θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας άρχισαν να παρουσιάζουν δείγµατα κάµ-ψης της προηγούµενης αίγλης τους. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν: πρώ-το στις διαρθρωτικές κοινωνικο-οικονοµικές αλλαγές κατά τη συγκεκριµένη πε-ρίοδο, και δεύτερο σε εννοιολογικές εξελίξεις και επιστηµολογικές κριτικές στο εσωτερικό των επιστηµών του χώρου γενικά και της Οικονοµικής Γεωγραφίας ειδικότερα.

Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και η δεκαετία του 1970 σηµατοδότησαν κρίσιµα σηµεία καµπής στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Μάης του ’68 σηµατοδότησε την ανάπτυξη µαζικών κινηµάτων αµφισβήτησης στην Ευρώπη που εξαπλώθηκαν γρήγορα στην πέρα του Ατλαντικού όχθη και που τροφοδοτήθηκαν από κινήµατα διαµαρτυρίας όπως το κίνηµα ενάντια στον πόλεµο του Βιετνάµ, το αντιρατσιστικό κίνηµα, το φεµινιστικό κίνηµα, το κίνηµα των χίπις, το οικολογικό κίνηµα, διάφορα κινήµατα προάσπισης εναλλακτικών τρόπων ζωής και διαφύλαξης διαφορετικών πολιτισµικών ταυτοτήτων κ.α. Οι παγκόσµιες πετρελαϊκές κρίσεις (1973/74 και 1978/79), το κύµα αποβιοµηχά-νισης που σάρωσε όλες σχεδόν τις µεγάλες βιοµηχανικές πόλεις και περιφέ-ρειες των ανεπτυγµένων καπιταλιστικών χωρών, η διόγκωση της ανεργίας και του πληθωρισµού, η νέα έξαρση των περιφερειακών ανισοτήτων και διαιρέσε-ων, µετασχηµάτισαν δραµατικά τη γεωγραφία της παραγωγής και της ανάπτυ-ξης του καπιταλιστικού κόσµου. Οι αλλαγές αυτές κατέδειξαν τα όρια του µε-ταπολεµικού φορντιστικού/τεϋλορικού αναπτυξιακού µοντέλου και έθεσαν τις παραδεδεγµένες του βεβαιότητες σε σοβαρή αµφισβήτηση. Η ποσοτική Οικο-νοµική Γεωγραφία και η περιφερειακή επιστήµη δέχθηκαν τον αντίκτυπο των παραπάνω εξελίξεων: Η µεθοδολογική έµφασή τους στη χωρική ισορροπία, τον τέλειο ανταγωνισµό, τα ορθολογικώς δρώντα υποκείµενα, ερχόταν όλο και περισσότερο σε κατάφωρη αντίθεση µε τις πραγµατικές συνθήκες της άνισης ανάπτυξης του χώρου στις διάφορες γεωγραφικές του κλίµακες, από την τοπι-κή και περιφερειακή στην εθνική και διεθνή. Οι µεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στη χωρική οικονοµία των καπιταλιστικών χωρών δεν µπορούσαν να γίνουν πλέον κατανοητές µέσα από το ατοµικιστικό και εξωκοινωνικό µεθοδολογικό πρίσµα του «ορθολογιστή οικονοµικού ανθρώπου» αλλά απαιτούσαν µια νέα µεθοδολογική προσέγγιση βασισµένη σε ολιστικές κοινωνικοοικονοµικές, πολι-τικές και κριτικές ερµηνείες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο χώρο. Κατά την περίοδο που η ποσοτική επανάσταση βρισκόταν ακόµα στο ζενίθ της, εί-χαν ήδη αναπτυχθεί θεωρίες που αµφισβητούσαν το κύριο ρεύµα της χωρικής ισορροπίας καθώς υποστήριζαν ότι οι δυνάµεις της αγοράς τείνουν εγγενώς να

7

Page 8: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

δηµιουργούν σοβαρότατες εσωτερικές εντάσεις, χωρικές ανισότητες και διαρ-θρωτικές µεταβολές (Myrdal 1957, Hirschman 1958, Perroux 1955, Friedmann 1966). Στο παρακάτω πλαίσιο (πλαίσιο 2) παρατίθεται το κεντρικό σκεπτικό της θεωρίας συσσωρευστικής αιτιότητας του Myrdal (1957). ΠΛΑΙΣΙΟ 2: Συσσωρευτική αιτιότητα Η θεωρία συσσωρευστικής αιτιότητας (cumulative causation) του Myrdal, έχει ως βα-σική επιδίωξη την εξήγηση των µηχανισµών δηµιουργίας και διατήρησης των γεω-γραφικών ανισοτήτων στις καπιταλιστικές οικονοµίες. Βασική υπόθεση της θεωρίας είναι ότι µια αρχική συνθήκη χωρικής ανισότητας οδηγεί, συσσωρευτικά, σε όλο και διευρυνόµενους κύκλους ανισότητας. Τα κεντρικά σηµεία της θεωρίας είναι τα ακό-λουθα: (1) H οικονοµική ανάπτυξη δεν εµφανίζεται ταυτόχρονα σε όλες τις περιοχές µιας χώρας, αλλά επιλεκτικά σε εκείνες που διαθέτουν αρχικά συγκριτικά πλεονεκτή-µατα λόγω διαφορετικής προικοδότησής τους σε πόρους, ή λόγω της ιστορικής τους πορείας ή ακόµα και λόγω κάποιας ευνοϊκής συγκυρίας. Από τη στιγµή που εµφανι-σθεί η ανάπτυξη σε κάποια περιοχή, οι δυνάµεις της ελεύθερης αγοράς τείνουν να ε-νισχύσουν την αρχική ανισότητα µε κυκλικά συσσωρευτικό τρόπο λόγω της έλξης που ασκούν στον υπόλοιπο γεωγραφικό χώρο οι θετικές εξωτερικότητες που δηµι-ουργεί η εκβιοµηχάνιση στην αρχική περιοχή. H παραπάνω διαδικασία, λόγω χωρο-ταξικής αλληλεξάρτησης, δηµιουργεί «αποτελέσµατα αποµύζησης» των πόρων (υλι-κών και ανθρώπινων) των λιγότερο ανεπτυγµένων περιοχών από την περιοχή αρχι-κής συγκέντρωσης της ανάπτυξης (backwash effects). (2) Από τη στιγµή ωστόσο που οι σχηµατισµοί κεφαλαίου οι οποίοι είναι εγκατεστηµένοι στην βιοµηχανικά ανε-πτυγµένη περιοχή επωφελούνται από τις αναπτυσσόµενες εξωτερικές οικονοµίες, τις υπηρεσίες και τις υποδοµές πραγµατοποιώντας υψηλές αποδόσεις, αρχίζουν να εµ-φανίζονται αντίστροφες διαδικασίες διάχυσης της ανάπτυξης προς τις λιγότερο ανε-πτυγµένες περιοχές – τα λεγόµενα «αποτελέσµατα εξάπλωσης» (spread effects)- που τείνουν να αµβλύνουν τις αρχικές χωρικές ανισότητες. Η διαδικασία αυτή εκφράζεται αρχικά µε µια αυξηµένη ζήτηση των ανεπτυγµένων περιοχών για τις πρώτες ύλες και τα αγροτικά προϊόντα των λιγότερο ανεπτυγµένων. Η αύξηση της ζήτησης στις περιο-χές αυτές δηµιουργεί προϋποθέσεις προσέλκυσης επενδύσεων, εργασίας και άλλων πόρων που δηµιουργούν ορισµένες αρχικές προϋποθέσεις ανάπτυξης. Στη συνέχεια, εµφανίζονται προϋποθέσεις αποκέντρωσης της παραγωγής, ανάπτυξης των υποδο-µών και διάχυσης τεχνολογικών καινοτοµιών, νέων επιχειρηµατικών ιδεών και πολιτι-στικών αξιών από τις ανεπτυγµένες προς τις λιγότερο ανεπτυγµένες περιοχές, γεγο-νός που οδηγεί σε µια διαδικασία σύγκλισης των αρχικών ανισοτήτων. (3) Ωστόσο, η διαδικασία σύγκλισης δεν συνιστά µια κατάσταση χωρικής ισορροπίας όπως στις νεο-κλασικές προσεγγίσεις, γιατί λόγω της χωροταξικής αλληλεξάρτησης τα αποτελέσµατα αποµύζησης/πόλωσης τείνουν πάντα να υπερτερούν των αποτελεσµάτων διάχυ-σης/εξάπλωσης της ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η σύγκλιση δεν είναι το επακόλουθο της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, όπως υποστηρίζουν οι προσεγγίσεις χωρικής ισορροπίας, αλλά το ζητούµενο που πρέπει να επιδιώκεται κάτω από συστηµατικές κρατικές χωροταξικές παρεµβάσεις και πολιτικές ανακατανοµής των πόρων υπέρ των λιγότερο ανεπτυγµένων περιοχών.

Πηγή: Κουρλιούρος (2001: 283-9).

Σε διεθνές επίπεδο, µια σειρά παρεµφερείς προσεγγίσεις (σχολή ανάπτυξης της υπανάπτυξης ή σχολή της εξάρτησης) τόνισαν τις εγγενείς ανισότητες της παγκόσµιας καπιταλιστικής ανάπτυξης που έτειναν να πολώνουν το διεθνή χώρο σε ανεπτυγµένες χώρες από τη µια (µητροπόλεις) και υπανάπτυκτες και

8

Page 9: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

εξαρτηµένες περιφέρειες από την άλλη (βλ. χαρακτηριστικά Amin 1979, Frank 1967, Baran 1977, Εµµανουήλ 1978).

Σε επιστηµολογικό επίπεδο η κριτική που δέχθηκε ο λογικός θετικισµός από τον κριτικό ορθολογισµό του Κarl Popper και άλλα µεταθετικιστικά επιστη-µολογικά ρεύµατα, υπονόµευσε το πρώτο βάθρο της ποσοτικής Γεωγραφίας –το επιστηµολογικό. Τέλος ένα άλλο ρεύµα κριτικής, επαναφέροντας την πολιτι-κή οικονοµία στο προσκήνιο των σχετικών συζητήσεων έδειξε ότι η ουσία της οικονοµικής επιστήµης δεν βρίσκεται στην ανταλλαγή, την ωφελιµότητα και τις τιµές, όπως υποστήριζε η νεοκλασική οικονοµική σκέψη, αλλά στην παραγω-γή, την εργασία και την αξία, στη δυναµική δηλαδή της συσσώρευσης του κε-φαλαίου και της διευρυµένης αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων του καπιταλισµού (Storper & Walker 1989: 36).

Η αλλαγή του κοινωνικο-οικονοµικού πλαισίου της χωρικής ανάπτυξης σε συνδυασµό µε τις επιστηµολογικές και µεθοδολογικές κριτικές που αναπτύ-χθηκαν στο εσωτερικό της Οικονοµικής Γεωγραφίας, είχαν ως συνέπεια µια δεύτερη µεγάλη επιστηµολογική τοµή που σηµατοδοτήθηκε από την ανάδυση της ριζοσπαστικής και κριτικής σκέψης. Μιας σκέψης που δεν είναι οµοιογενής αλλά που χαρακτηρίζεται από εσωτερικές διαφοροποιήσεις και παραλλαγές. Η σχολή αυτή σκέψης έγινε γνωστή στη διεθνή επιστηµονική βιβλιογραφία µε διάφορες ονοµασίες, όπως πχ. «ριζοσπαστική γεωγραφία», «µαρξιστική γεω-γραφία», «πολιτική-οικονοµική προσέγγιση», «διαρθρωτική προσέγγιση», «προσέγγιση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου», «κριτική γεωγραφία» κλπ. Ανε-ξάρτητα από τις διαφορετικές αυτές ονοµασίες, τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής αυτής, στην πρώτη τουλάχιστο περίοδο της ανάπτυξής της (δεκαετία 1970), είναι: (α) µια γενετική σχέση µε την µαρξιστική πολιτική οικονοµία, (β) µια έµφαση στην ανάλυση των πολύπλευρων ανισοτήτων και διαιρέσεων που γεννά και αναπαράγει η συνάρθρωση του καπιταλισµού µε τον γεωγραφικό χώρο στις διάφορες κλίµακές του, και (γ) ένας προσανατολισµός σε κανονιστι-κές προτάσεις πολιτικής. Ας δούµε όµως πιο αναλυτικά αυτές τις εξελίξεις. 3.1.1. Πολιτική οικονοµία και χώρος: Η ριζοσπαστική (µαρξιστική) Οικονοµική Γεωγραφία Η πρώτη φάση στην ανάπτυξη της ριζοσπαστικής Οικονοµικής Γεωγραφίας (δεκαετία του 1970 έως µέσα δεκαετίας 1980) σηµατοδοτείται από την ισχυρή παρουσία της µαρξιστικής πολιτικής οικονοµίας στους προσανατολισµούς, τα αναλυτικά εργαλεία και τη µεθοδολογία της (Peet & Thrift 1989: 7-14, Swynge-douw 1998, Castree 1999, Κουρλιούρος 2001: 86-90, Λεοντίδου 2005: κεφ. 6, Cox 2005, Hudson 2006). Αν και πολλοί/πολλές συνέβαλλαν στην όσµωση αυ-τή, δεν υπάρχει αµφιβολία, όπως παρατηρεί ο Scott (2000: 25), ότι η πιο χα-ρακτηριστική συµβολή ήταν αυτή του Harvey που από θιασώτης µιας ακραιφ-νούς θετικιστικής ποσοτικής ανάλυσης (Harvey 1969) µετατρέπεται σε ηγετική µορφή µιας πρωτότυπης γεωγραφικής «ανάγνωσης», και ανασκευής της µαρ-ξιστικής πολιτικής οικονοµίας (Harvey 1973, 1982, 1985, 1995, 1996, 2001, 2003, 2006). Η ορθόδοξη µαρξιστική πολιτική οικονοµία (όπως εκφράζεται στο έργο του ίδιου του Μαρξ) δεν είχε σαφώς επεξεργασµένες γεωγραφικές ανα-φορές (Harvey 1985: 32). Οι όποιες γεωγραφικές πτυχές της σκέψης του Μαρξ βρίσκονται διάσπαρτες µέσα στο ογκώδες έργο του, έχουν δευτερεύουσα ση-µασία αναφορικά µε τη βασική επιχειρηµατολογία του Γερµανού διανοητή και

9

Page 10: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

κατά κανένα τρόπο δεν συνιστούν ένα συνεκτικό ή συστηµατικό εννοιολογικό corpus. Στο «opus magnus» του Κ. Μαρξ, το Das Kapital, είναι η χρονική διά-σταση της καπιταλιστικής δυναµικής (η ιστορικότητα) και όχι η χωρική διάστα-ση (χωρικότητα) αυτή που αποτελεί την κρίσιµη παράµετρο της κοινωνικής αλ-λαγής. Η γεωγραφική ανασκευή του µαρξικού έργου από τον Harvey, άνοιξε τον δρόµο για τη συγκρότηση µιας ριζοσπαστικής πολιτικοοικονοµικής γεω-γραφικής σκέψης, προσανατολισµένης στην κριτική ανάλυση των αστικών, πε-ριφερειακών και διεθνών δοµών της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της άνι-σης καπιταλιστικής ανάπτυξης. H πολιτική οικονοµία του χώρου προσπάθησε να αποκαλύψει τις βαθύτερες σχέσεις πέρα και πίσω από τα επιφαινόµενα της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης του καπιταλισµού µε βάση την εργασιακή θε-ωρία της αξίας και τις κεντρικές της έννοιες όπως η παραγωγή και η εργασία, το εµπόρευµα, η υπεραξία κλπ. Στο παρακάτω πλαίσιο (πλαίσιο 3) παρουσιά-ζεται συνοπτικά η αντίληψη του Harvey για την αστικότητα (urbanism) και την πόλη ως τόπου δηµιουργίας και συγκέντρωσης του κοινωνικού πλεονάσµατος και της υπεραξίας, όπως αυτή εκφράζεται στο πρώτο του έργο πολιτικής οικο-νοµικής ανάλυσης του χώρου (Harvey 1973). Πλαίσιο 3: Αστικότητα και χωρική κυκλοφορία της υπεραξίας Η αστικότητα αφορά στη συγκέντρωση πλεονάσµατος (όπως και αν αυτό προσδιορι-στεί) σε κάποια εκδοχή πόλης (είτε αυτή είναι η περίκλειστη µε τείχος πόλη είτε η επε-κτεινόµενη µητρόπολη της σηµερινής εποχής). Η αστικότητα απαιτεί τη συνάρθρωση µιας επαρκώς εκτατικής χωρικής οικονοµίας για τη διευκόλυνση της γεωγραφικής συ-γκέντρωσης του κοινωνικού πλεονάσµατος (όπως και αν αυτό οριστεί). Οι αγορές δεν µπορούν επί παραδείγµατι να λειτουργήσουν σε µια περιορισµένη βάση και απαιτούν µια αποτελεσµατική οικονοµική ολοκλήρωση στο χώρο εάν είναι να λειτουργήσουν. Η χωρική ολοκλήρωση της οικονοµίας, η εξέλιξη των αγορών και η εξέλιξη της αστικότη-τας είναι κατά τον τρόπο αυτό διαδικασίες αξεχώριστα αλληλεξαρτηµένες διαµέσου της αναγκαιότητας δηµιουργίας, κινητοποίησης και συγκέντρωσης κοινωνικού πλεο-νάσµατος. Εάν η αστικότητα, ως κοινωνική µορφή, πρόκειται να επιζήσει, τότε µια χωρική οικονοµία πρέπει να δηµιουργηθεί και να διατηρηθεί. Η διευρυµένη αναπαρα-γωγή και η µεταβαλλόµενη κλίµακα αστικότητας επίσης απαιτούν µια (γεωγραφικά) επεκτεινόµενη ή εντατικοποιούµενη χωρική οικονοµία. Οι ροές αγαθών και υπηρεσιών µέσα σε αυτή τη χωρική οικονοµία αποτελούν µια χειροπιαστή έκφραση αυτής της δι-αδικασίας που θέτει σε κυκλοφορία την υπεραξία µε σκοπό να συγκεντρώνει όλο και περισσότερη απ’ αυτήν (…) Για το λόγο αυτό είναι πιο ρεαλιστικό να θεωρούµε µια αστικοποιηµένη χωρική οικονοµία ως ένα µηχανισµό δηµιουργίας, εξαγωγής και συ-γκέντρωσης υπεραξίας (…) Οι πόλεις είναι κτισµένες µορφές που έχουν δηµιουργηθεί µέσω της κινητοποίησης, εξαγωγής και γεωγραφικής συγκέντρωσης σηµαντικών ποσοτήτων του κοινωνικά προσδιορισµένου υπερπροϊόντος (…) Η αστικότητα είναι ένα πρότυπο ατοµικών δραστηριοτήτων οι οποίες, όταν συσπειρωθούν µαζί, διαµορφώνουν ένα τρόπο οικο-νοµικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης που είναι ικανός να κινητοποιεί, εξάγει και συ-γκεντρώνει σηµαντικές ποσότητες του κοινωνικά προσδιορισµένου υπερπροϊόντος. Πηγή: Harvey (1973: 237-8). Θα πρέπει εδώ να σηµειωθεί ότι η βασικότερη συµβολή της µαρξιστικής Οικο-νοµικής Γεωγραφίας ήταν η αποµυθοποίηση του «χωρικού», η κατάδειξη του κοινωνικού περιεχοµένου των χωρικών φαινοµένων. Σύµφωνα µε την αντίλη-ψη αυτή, δεν υπάρχουν χωρικά φαινόµενα καθαυτά, αλλά κοινωνικά φαινόµε-

10

Page 11: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

να που εκφράζονται στο χώρο και διαµέσου του χώρου. Όπως σηµειώνουν οι Massey & Allen (eds., 1984: 3), «ο χώρος είναι κοινωνική κατασκευή». Στα έρ-γα της σχολής αυτής γίνεται µια διπλή προσπάθεια: αφενός να δειχθεί πώς η δυναµική της καπιταλιστικής ανάπτυξης διαµορφώνει τις χωρικές δοµές σύµ-φωνα µε τις ανάγκες της συσσώρευσης και την κίνηση του κεφαλαίου, και αφε-τέρου πώς οι χωρικές δοµές δηµιουργούν δυνατότητες και περιορισµούς στη δυναµική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Πρόκειται για µια αντίληψη «χωρο-κοινωνικής διαλεκτικής» κατά την οποία ο χώρος δεν αποτελεί µια οντότητα πέρα και έξω από την κοινωνία, ούτε µια παθητική αντανάκλασή της, αλλά το «ενεργητικό διάµεσο» µέσω του οποίου η κοινωνία παράγει και αναπαράγει τους όρους της ύπαρξής της (Soja 1980, 1985). Για την αντίληψη αυτή, οι κοι-νωνικοοικονοµικές σχέσεις και οι χωρικές δοµές δεν αποτελούν τους δύο ξε-χωριστούς πόλους ενός δυαδικού σχήµατος, έστω και αν δεχθεί κανείς ότι οι πόλοι αυτοί αλληλεπιδρούν «εξωτερικά» (Α στο Σχήµα 2), αλλά η µια έννοια συναντιέται και συνυπάρχει µε την άλλη σε µια εσωτερική ενότητα αντιθέτων, δηλαδή σε µια διαλεκτική ενότητα. Η µία έννοια εκφράζεται µέσα από την άλλη και η άλλη µέσα από την πρώτη. Καθεµία δίνει νόηµα στην άλλη και παράλλη-λα παίρνει νόηµα από αυτή (Β στο Σχήµα 2).

Το παρακάτω πλαίσιο (πλαίσιο 4) παραθέτει αποσπάσµατα από έργα ορισµένων σηµαντικών Οικονοµικών Γεωγράφων σχετικών µε την αντίληψη της χωρο-κοινωνικής διαλεκτικής. Α. Μηχανιστική (εξωτερική) αλληλε- Β. ∆ιαλεκτική αλληλεπίδραση πίδραση κοινωνικο-οικονοµικών σχέσεων κοινωνικο-οικονοµικών σχέσεων και χωρικών δοµών και χωρικών δοµών Σχήµα 2. Χωρο-κοινωνική διαλεκτική Πηγή: Κουρλιούρος (2001: 93).

11

Page 12: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

ΠΛΑΙΣΙΟ 4: Τρεις συγγενείς εκδοχές της χωρο-κοινωνικής διαλεκτικής Α εκδοχή: Πάνω απ’ όλα, έχει υποστηριχθεί - και τώρα φαίνεται τόσο προφανές - ότι δεν υπάρχει και δεν µπορεί να υπάρξει ένα ξεχωριστό πεδίο του «χωρικού». ∆εν υ-πάρχουν τέτοια πράγµατα όπως χωρικές διαδικασίες χωρίς κοινωνικό περιεχόµε-νο, τέτοια πράγµατα όπως καθαρά χωρικές αιτίες, νόµοι, αλληλεπιδράσεις και συσχετίσεις. Αυτό που πραγµατικά αποτέλεσε αντικείµενο αναφοράς ήταν η χω-ρική µορφή κοινωνικών αιτίων, νόµων, αλληλεπιδράσεων και συσχετίσεων. Το «χωρικό» δεν υφίσταται ως ένα ξεχωριστό πεδίο. Ο χώρος είναι κοινωνική κατα-σκευή [….] Οι χωρικές κατανοµές και η γεωγραφική διαφοροποίηση µπορεί να είναι το αποτέλεσµα κοινωνικών διαδικασιών, αλλά επηρεάζουν επίσης τον τρόπο µε τον οποίο οι διαδικασίες αυτές λειτουργούν. Το χωρικό δεν είναι µόνο ένα απο-τέλεσµα, είναι επίσης µέρος της εξήγησης των διαδικασιών αυτών. ∆εν είναι ση-µαντικό µόνο να αναγνωρίζουν οι Γεωγράφοι τα κοινωνικά αίτια των χωρικών δι-αµορφώσεων που µελετούν. Είναι επίσης σηµαντικό οι άλλοι κοινωνικοί επιστή-µονες να λαµβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι οι διαδικασίες που µελετούν συ-γκροτούνται, αναπαράγονται και µεταβάλλονται µε τρόπους που αναγκαία αφο-ρούν την απόσταση, την κίνηση και τη χωρική διαφοροποίηση. Πηγή: Massey & Allen, eds. (1984: 3-4). Β εκδοχή: Σε αυτά που ακολουθούν, θα επιµείνω ότι ο χώρος και η γεωγραφία δεν πρέπει να αντιµετωπίζονται σαν παρεπόµενα, σαν απλά προσαρτήµατα µιας ήδη διαµορ-φωµένης θεωρίας. Το πρόβληµα παρουσιάζει πολύ περισσότερες όψεις από το να δείξουµε απλά πώς ο καπιταλισµός διαµορφώνει τη χωρική οργάνωση, πώς παράγει και συνεχώς επαναστατικοποιεί τα γεωγραφικά τοπία της παραγωγής, ανταλλαγής και κατανάλωσης. Θα υποστηρίξω την άποψη ότι οι χωρικές σχέσεις και τα γεωγραφικά φαινόµενα είναι θεµελιώδη υλικά χαρακτηριστικά που πρέπει να είναι παρόντα στην αρχή της ανάλυσης και ότι οι µορφές που αποκτούν δεν είναι ουδέτερες ως προς τις δυνατές πορείες χρονικής ανάπτυξης [του καπιταλι-σµού]. Κοντολογίς, πρέπει να ερµηνεύονται ως θεµελιώδεις και «ενεργητικές στιγ-µές» µέσα στην αντιφατική δυναµική του καπιταλισµού.

Πηγή:Harvey (1985: 33).

Γ εκδοχή: H χωρικότητα και η χρονικότητα, η ανθρώπινη γεωγραφία και η ανθρώπινη ιστο-ρία διασταυρώνονται σε µια σύνθετη κοινωνική διαδικασία η οποία δηµιουργεί µια συνεχώς αναπτυσσόµενη ιστορική αλληλουχία χωρικοτήτων, µια χωροχρονική διάρθρωση της κοινωνικής ζωής που διαµορφώνει όχι µόνο τη µεγάλη κίνηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά και τις επαναλαµβανόµενες πρακτικές της καθηµερινής δραστηριότητας. Η παραγωγή του χώρου (και της ιστορίας) µπορεί έτσι να περι-γραφεί τόσο σαν το διάµεσο όσο και σαν το αποτέλεσµα της κοινωνικής δράσης και σχέσης. Αυτός ο δυαδισµός της χωροχρονικής διάρθρωσης συνδέει τις κοινω-νικές µε τις χωρικές δοµές µε έναν τέτοιον τρόπο που οι τελευταίες εµφανίζονται µε τις συγκεκριµένες τους µορφές µέσα στις πρώτες – δηλαδή οι χωρικές δοµές και σχέσεις είναι η υλική µορφή των κοινωνικών δοµών και σχέσεων. Η συνειδη-τοποίηση ότι η κοινωνική ζωή συγκροτείται υλικά µέσα από τη χωρικότητά της εί-ναι το θεωρητικό σηµείο-κλειδί για τη σύγχρονη υλιστική αντίληψη του χώρου.

Πηγή: Soja (1985: 94).

12

Page 13: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Στη Γαλλία, τα έργα του Henri Lefebvre (1976, 1991) υπογραµµίζουν τη σηµα-σία του αστικού χώρου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων αλλά και στην ανάπτυξη εναλλακτικών κινηµάτων µε επίκεντρο χωρο-κοινωνικά αιτήµα-τα (πχ ποιότητα ζωής στις πόλεις, συµµετοχή των πολιτών στις αποφάσεις που αφορούν στην αστική ζωή, κλπ). Οι απόψεις του Lefebvre επηρρέασαν το έργο πολλών νεότερων θεωρητικών του χώρου (βλ. π.χ. Soja 1980, 1985, 1989, Massey 1984, Massey & Allen, eds. 1984, Gregory & Urry, eds. 1985).

Κατά την πρώτη αυτή περίοδο δηµοσιεύεται ένας σηµαντικός όγκος πο-λιτικο-οικονοµικών γεωγραφικών αναλύσεων στη ∆υτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ που περιλαµβάνουν ένα µεγάλο εύρος ζητηµάτων όπως: (α) Ζητήµατα που σχετίζονται µε την καπιταλιστική διάρθρωση του αστικού

χώρου ως µέσου συλλογικής κατανάλωσης και κοινωνικής αναπαραγω-γής (βλ. πχ Castells 1979, Preteceille 1973, Lojkine 1976), καθώς και ως τόπου αντίστασης και ανάπτυξης κοινωνικών κινηµάτων και ταξικών συ-γκρούσεων (βλ. πχ Lefebvre 1976, 1991, Castells 1978, 1983, Gordon 1984).

(β) Ζητήµατα σχετικά µε το πρόβληµα της κατοικίας, της αστικής γαιοπρο-σόδου, του αστικού σχεδιασµού και του ρόλου του κράτους (βλ. πχ Massey & Catalano 1978, Lipietz 1974, Harvey 1985, Roweis & Scott 1978, Dear & Scott 1981, Clark & Dear 1984).

(γ) Ζητήµατα που σχετίζονται µε την άνιση ανάπτυξη σε διεθνή κλίµακα, την άνιση ανταλλαγή και τη γεωγραφική µεταφορά της αξίας από την «περι-φέρεια» του παγκόσµιου καπιταλισµού στην καπιταλιστική «µητρόπολη» (βλ. πχ Amin 1976, Baran 1977, Frank 1967, Εµµανουήλ 1978).

(δ) Ζητήµατα σχετικά µε την αποβιοµηχάνιση και κρίση του φορντισµού, την περιφερειακή παρακµή και απώλεια θέσεων απασχόλησης, τον κοινωνι-κό αποκλεισµό και τη φτώχεια (βλ. πχ Bluestone & Harrison 1982, Massey & Meegan 1982, Martin & Rowthorn, eds. 1986) καθώς και συ-ναφή ζητήµατα σχετικά µε την περιφερειακή βιοµηχανική αναδιάρθρωση και τις µεταβολές στη γεωγραφία των αγορών εργασίας (βλ. πχ Dunford & Perrons 1983, Massey 1984, Allen & Massey, eds. 1988).

(ε) Παράλληλα, σε συγγενή γνωστικά πεδία, όπως πχ στη θεωρία του σχε-διασµού, αναπτύσσεται ένας γόνιµος προβληµατισµός αναφορικά µε το ρόλο του καπιταλιστικού κράτους στη ρύθµιση και τον σχεδιασµό του χώρου (βλ. ενδεικτικά Dear & Scott, eds. 1981, Clark & Dear 1984). Τα έργα σηµαντικών πολιτικών επιστηµόνων, όπως πχ αυτά του Νίκου Πουλαντζά, του Ralf Milliband, του Clauss Offe και άλλων, τροφοδοτούν τις σχετικές συζητήσεις και κριτικές αντιπαραθέσεις (για µια συνολική ε-πισκόπιση βλ. Cooke 1983, Κουρλιούρος 1989).

Θα πρέπει ακόµα να σηµειωθεί ότι εκτός από τις χωρικές αναλύσεις που

εµπνέονται από την ορθόδοξη µαρξιστική πολιτική οικονοµία, αναπτύσσεται παράλληλα και ένα ρεύµα προσεγγίσεων βασισµένο σε ετερόδοξες µαρξιστι-κές αναλύσεις όπως πχ σε σραφφιανά ή νέο-ρικαρντιανά µοντέλα της χωρικής δοµής της καπιταλιστικής οικονοµίας (πχ Sheppard & Barnes 1990).

Είναι σηµαντικό να παρατηρήσουµε εδώ ότι οι πολιτικο-οικονοµικές προσεγγίσεις του χώρου βρήκαν γόνιµο έδαφος στην Ελλάδα της πρώτης µε-ταπολιτευτικής περιόδου στην οποία παρήχθη ένα σηµαντικό, για τα δεδοµένα

13

Page 14: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

της χώρας και της τότε εποχής, επιστηµονικό έργο.1 Το έργο αυτό γίνεται ακό-µα πιο σηµαντικό αν ληφθούν υπόψη οι δύσκολες συνθήκες εκείνης της πε-ριόδου: Η χώρα είχε µόλις βγει από µια επτάχρονη περίοδο δικτατορικής δια-κυβέρνησης, πνευµατικού σκοταδισµού και επιστηµονικής ύπνωσης. Οργανω-µένες γεωγραφικές σπουδές δεν υπήρχαν ακόµα σε κανένα ελληνικό ΑΕΙ, πο-λύ δε περισσότερο ριζοσπαστικές γεωγραφικές σπουδές. Οι Έλληνες µελετη-τές του χώρου είχαν συνεπώς να αντιµετωπίσουν ένα διπλό (και δυσκολότερο) καθήκον συγκριτικά µε τους Βορειοευρωπαίους και Αµερικανούς συναδέλφους τους: Έπρεπε πρώτα να αφοµοιώσουν τα ριζοσπαστικά-µαρξιστικά ρεύµατα του χώρου που αναπτύσσονταν εκείνη την περίοδο σε χώρες του ανεπτυγµέ-νου καπιταλισµού και στη συνέχεια να τα ανασκευάσουν κριτικά προκειµένου να τα «προσαρµόσουν» ως ερµηνευτικά σχήµατα στις ιδιαιτερότητες και ιδιο-µορφίες της ελληνικής πραγµατικότητας, που βέβαια ελάχιστα κοινά είχε µε τα βορειοευρωπαϊκά και αµερικανικά πρότυπα.

Παρόλα αυτά τα προβλήµατα, αρχίζει από το 1974 και µετά να παράγεται ένα σηµαντικό έργο. Την περίοδο αυτή το γενικότερο ιδεολογικό κλίµα στο χώ-ρο της ελληνικής προοδευτικής διανόησης διαµορφώνεται από τις συζητήσεις αναφορικά µε το µοντέλο οικονοµικής ανάπτυξης της χώρας. Οι συζητήσεις πολώνονται ανάµεσα σε εκείνες τις απόψεις που ακολουθούν την ορθόδοξη µαρξιστική-λενινιστική θεωρία του κρατικο-µονοπωλιακού καπιταλισµού (βλ. πχ Μάλλιος 1977) και σε αυτές που εντάσσονται στη νέο-µαρξιστική σχολή της «εξαρτηµένης ανάπτυξης» (βλ. πχ Μουζέλης 1978). Το πρώτο ρεύµα τροφο-δοτεί αναλύσεις της άνισης ανάπτυξης του ελληνικού χώρου ως αποτέλεσµα της «ασύδοτης δράσης» του µονοπωλιακού κεφαλαίου σε συνεργασία µε το κράτος (βλ. πχ Σαρηγιάννης 1982), ενώ το άλλο αναλύσεις του οικιστικού συ-στήµατος σε συνάρτηση µε ευρύτερες διαρθρωτικές ιστορικές στρεβλώσεις του ελληνικού κοινωνικο-οικονοµικού σχηµατισµού (βλ. πχ Wassenhoven 1980). Άλλες µελέτες επαναπροσεγγίζουν, «αποδοµούν» και ανασυνθέτουν επιλεκτι-κά ιδέες της σχολής της εξάρτησης και ιδέες της µαρξιστικής προβληµατικής, µε ιδιαίτερη έµφαση σε πτυχές της σκέψης του Gramsci, για να ερµηνεύσουν τις ιδιόµορφες οικονοµικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και ιστορικές γεωγραφίες των µεσογειακών πόλεων και της Αθήνας ειδικότερα (βλ. πχ Leontidou 1990, 1996, Λεοντίδου 1989). Άλλες µελέτες επικεντρώνουν σε ζητήµατα χωρικής κατανοµής της βιοµηχανίας (βλ. πχ Labrianidis 1982, Stathakis 1983, Καυκα-λάς 1984). Κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 τα θέµατα της άνισης περιφε-ρειακής και τοπικής ανάπτυξης καθώς και της κρατικής ρυθµιστικής πολιτικής φαίνεται να διεκδικούν «προνοµιακή» θέση στις σχετικές πολιτικο-οικονοµικές αναλύσεις του χώρου (βλ. πχ Ανδρικοπούλου-Καυκαλά 1984, Ανδρικοπούλου & Καυκαλάς 1985, Ψυχοπαίδης & Γετίµης 1989, Γετίµης κ.α., επιµ. 1994). Τα προβλήµατα ανάπτυξης του ελληνικού αστικού χώρου, των πολιτικών στέγα-σης, του πολεοδοµικού σχεδιασµού και του περιβάλλοντος συγκεντρώνουν επίσης σηµαντικό ερευνητικό και συγγραφικό ενδιαφέρον από τη σκοπιά της πολιτικής οικονοµικής προσέγγισης (βλ. ενδεικτικά Λεοντίδου 1977, Κοµνηνός 1982, 1986, Σοφούλης 1979, Καυκαλάς, κ.α. επιµ. 1984, Μαρµαράς 1985, Κουρλιούρος 1985, Γεωργουλής & Κουρλιούρος 1987, 1988, Γετίµης 1989, Μαλούτας 1990, Μαλούτας & Οικονόµου, επιµ. 1992, Οικονόµου & Πετράκος, επιµ. 1999, Λάσκαρις, επιµ. 1993, Ρόκος, επιµ. 1994). Ζητήµατα µεταθεωρητι-κής επιστηµολογικής και διεπιστηµονικής προσέγγισης της ανάπτυξης και του 1 Λόγω του ότι είναι αδύνατο να επισκοπηθεί εδώ το σύνολο του έργου αυτού, γίνονται τµηµα-τικές αναφορές σε µερικά αντιπροσωπευτικά έργα (βλ. αναλυτικά Kourliouros 2003: 787-93).

14

Page 15: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

σχεδιασµού του χώρου αρχίζουν για πρώτη φορά να αναφύονται στη χώρα µας κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980 (βλ. Γεωργουλής 1988, Κουρλιούρος 1989, Βασενχόβεν, επιµ. 1990). Ζητήµατα αναδιάρθρωσης του βιοµηχανικού χώρου κάτω από τις επιπτώσεις της κρίσης προσελκύουν ένα σηµαντικό ενδι-αφέρον Ελλήνων ερευνητών (βλ. πχ Leontidou 1983, 1990a: ch.5, Λαµπριανί-δης 1992, Βλιάµος, Γεωργουλής & Κουρλιούρος 1992, Παναγιωτάτου 1995, Kourliouros 1995, 1997). Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σηµασία, τα θέµατα των επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των πολιτικών συνοχής στον Ελληνικό χώρο απασχολούν σηµαντικά τις Ελληνικές πολιτικές οικονοµικές προσεγγίσεις του χώρου κατά την επόµενη περίοδο (βλ. ενδεικτικά Γετίµης, κ.α. επιµ. 1994, Ανδρικοπούλου 1995, Ανδρικοπούλου & Καυκαλάς, επιµ., 2000). 3.1.2. Πολιτιστική στροφή, µεταµοντερνισµός και µελέτες τοπικοτήτων Η επόµενη φάση στην εξέλιξη της κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας µπορεί να χαρακτηριστεί ως µια αποµάκρυνση από την ισχυρή αίσθηση της πολιτικής οι-κονοµίας της προηγούµενης φάσης, και µια στροφή στις πολιτιστικές πτυχές της χωρικής ανάπτυξης (πολιτιστική στροφή –cultural turn)2 τον µεταµοντερνι-σµό και την έµφαση στις µελέτες τοπικοτήτων. Η µεγάλη αφήγηση της µαρξι-στικής πολιτικής οικονοµίας ενοχοποιήθηκε για οικονοµισµό και δέχθηκε την κριτική του µεταµοντερνισµού κατά τη δεκαετία του 1980 (Gregory 1989). Πιο συγκεκριµένα, αναπτύχθηκαν δύο άξονες κριτικής (Hudson 2006: 380): Ο πρώτος άξονας επικέντρωσε στη «δοµική αιτιοκρατία» (structural determinism) της µαρξιστικής σκέψης, την υπαγωγή δηλαδή της ατοµικής δράσης και ελευ-θερίας σε ευρύτερες κοινωνικές δοµές.3 Ο δεύτερος άξονας επικέντρωσε στην έλλειψη µαθηµατικής διατύπωσης των βασικών πολιτικο-οικονοµικών εννοιών –πράγµα που, κατά τα λογικο-θετικιστικά κριτήρια, υπονοούσε ελλείµατα επι-στηµονικής θεµελίωσης των εννοιών αυτών.

Ως αποτέλεσµα των κριτικών αυτών, παρατηρείται µια διπλή διανοητική µετατόπιση στην ριζοσπαστική Οικονοµική Γεωγραφία: Αφενός µια µετατόπιση έµφασης από τις οικονοµικές στις πολιτιστικές διαστάσεις του γεωγραφικού

2 Tο αγγλικό ζεύγµα civilization-culture έχει δηµιουργήσει µια διχογνωµία ως προς την απόδο-ση του όρου «cultural turn» στην ελληνική γλώσσα. Ορισµένοι συγγραφείς χρησιµοποιούν τον όρο «πολιτισµική στροφή», άλλοι προτιµούν τον όρο «πολιτιστική στροφή», ενώ από άλλους οι παραπάνω όροι χρησιµοποιούνται ως συνώνυµοι. Χωρίς να έχουµε τη διάθεση να εµπλα-κούµε σε γλωσσολογικές αναζητήσεις, θεωρούµε ότι περισσότερο δόκιµος είναι ο όρος «πολι-τιστική στροφή». Σύµφωνα µε το λεξικό του Μπαµπινιώτη, ο όρος «πολιτισµικός» αναφέρεται στην αφηρηµένη πλευρά του πολιτισµού, ενώ ο όρος «πολιτιστικός» αναφέρεται στον πολιτι-σµό ως σύνολο δραστηριοτήτων. ∆ηλαδή ως ένα σύνολο που συµπεριλαµβάνει όχι µόνο τις πνευµατικές αλλά και τις υλικές πτυχές και διαδικασίες του πολιτισµού. Σε αντιστοιχία µε τη λογική αυτή, θεωρούµε ότι η έννοια της πολιτιστικής στροφής στην Οικονοµική Γεωγραφία δεν εξαντλείται απλά σε µια αναλυτική µετατόπιση της έµφασης στην αφηρηµένη έννοια της κουλ-τούρας, αλλά περιλαµβάνει µια συνολικότερη έµφαση σε θεσµούς, οικονοµικές και κοινωνικές συµπεριφορές, υλικές διαδικασίες χωρικών αναδιαρθρώσεων, νέες µορφές άνισης ανάπτυξης του χώρου κλπ. Με άλλα λόγια υποδηλώνει µια λογική συνολικής αντίληψης και µεταβολής του χώρου και όχι απλά µια αφηρηµένη µεθοδολογική προσέγγισή του (βλ. και Λεοντίδου 2005: 281-5, Κουρλιούρος 2001: 103-9). 3 Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι πρόκειται για µια κριτική µιας συγκεκριµένης εκδοχής του µαρξι-σµού (του Αλτουσεριανού µαρξισµού) και δεν αφορά στις πιο ανθρωπολογικές αναγνώσεις και ερµηνείες του µαρξικού έργου.

15

Page 16: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

χώρου και αφετέρου µια παράλληλη µετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέρο-ντος από σφαιρικές σε τµηµατικές-περιπτωσιολογικές αναλύσεις τοπικής κλί-µακας (βλ. πχ Cooke, ed. 1989). Η έµφαση στην πολιτιστική σφαίρα για την κατανόηση των καπιταλιστικών οικονοµιών και των γεωγραφιών τους βασίζε-ται στην υπόθεση ότι οι οικονοµικές σχέσεις είναι διαποτισµένες µε αξίες, νοή-µατα, συµπεριφορές και θεσµικούς διακανονισµούς και συνεπώς το πολιτιστι-κό στοιχείο πρέπει να λαµβάνεται σοβαρά υπόψη για µια ολοκληρωµένη κατα-νόηση των γεωγραφιών της καπιταλιστικής οικονοµικής ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο (Sayer 1997, 1998, 2001, Λεοντίδου 2005: κεφ. 7, Κουρλιούρος 2001: 99-109).

Η στροφή της ερευνητικής ατζέντας των Οικονοµικών Γεωγράφων στις µελέτες τοπικοτήτων και στις πολιτιστικές διαστάσεις του οικονοµικού χώρου, αντανακλά κάποιες ευρύτερες αλλαγές στο κοινωνικο-οικονοµικό πλαίσιο του ανεπτυγµένου καπιταλισµού. Κατά τον Barnes (1997: 30) οι βασικοί λόγοι γι’ αυτή τη στροφή είναι οι ακόλουθοι: (α) Τα φλέγοντα οικονοµικά προβλήµατα της προηγούµενης περιόδου (αποβιοµηχάνιση, αποεπένδυση, µαζική ανεργία) είχαν αρχίσει να µπαίνουν στο περιθώριο καθώς ο καπιταλισµός ξεπερνούσε την φορντιστική κρίση και έµπαινε στη νεοφιλελεύθερη φάση της ευέλικτης ε-ξειδίκευσης, της κοινωνικής απορρύθµισης, της ανάδυσης της «οικονοµίας της γνώσης», των δικτύων και των πληροφοριακών τεχνολογιών (βλ. Castells 1996). (β) Αρχίζουν να αναφύονται αιτήµατα που σχετίζονται µε την κατανά-λωση, το «lifestyle», τη λαϊκή κουλτούρα και τις πολιτικές ταυτότητας (identity politics). (γ) Αναπτύσσονται εναλλακτικά ρεύµατα που ασκούν κριτική στον οι-κονοµισµό της πολιτικής οικονοµίας, όπως ο µεταµοντερνισµός, οι µετα-δοµικές και µετα-αποικιακές αναλύσεις. (δ) Τέλος, και ως συνέπεια όλων των πιο πάνω αλλαγών, οι ταξικές πολιτικές που δίνουν έµφαση στην οικονοµική αναδιανοµή (redistribution politics) παραχωρούν σταδιακά τη θέση τους σε ε-ναλλακτικές πολιτικές µε έµφαση στην αναγνώριση και την πολιτισµική ταυτό-τητα ατόµων και οµάδων (Fraser 2000, 2001).

Η αντίληψη της πολιτιστικής σφαίρας ως στοιχείο του «εποικοδοµήµα-τος» που καθορίζεται σε τελική ανάλυση από την οικονοµική βάση, εξηγεί τη σχετική παραµέλησή της από τη «µεγάλη αφήγηση» της µαρξιστικής πολιτικής οικονοµίας του χώρου. Τα πολιτιστικά στοιχεία της χωρικής ανάπτυξης είτε αγνοήθηκαν παντελώς (στη χειρότερη περίπτωση), είτε θεωρήθηκαν ως απλά «παρεπόµενα» των χωροοικονοµικών και χωροκοινωνικών δοµών χωρίς δική τους αυτοτελή δυναµική (στην καλύτερη περίπτωση). Η µονοµερής αυτή αντί-ληψη του χώρου θεµελιωµένη πάνω στο µηχανιστικό ζεύγµα «βάση-εποικοδόµηµα», ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους µείωσης της ερµη-νευτικής δυνατότητας της µαρξιστικής Οικονοµικής Γεωγραφίας και τροφοδό-τησης της πολιτιστικής στροφής και της µεταµοντέρνας προσέγγισης.

Η µεταµοντέρνα στροφή στη Γεωγραφία εγκαινιάζεται κατά τη δεκαετία του 1990 και στη χώρα µας µε µια σειρά πρωτότυπες εργασίες που ερµηνεύ-ουν τη µεσογειακή πόλη µέσα από το εννοιολογικό πρίσµα των «ενδιάµεσων χώρων» (in-between spaces -βλ. Leontidou 1993, 1996). H ερµηνεία αυτή προηγείται από, και προαναγγέλει την, ανάλογη εργασία του Soja (1997) για τους «τρίτους χώρους» της µεταµοντέρνας αστικής εµπειρίας στην ∆υτ. Ευ-ρώπη και τις ΗΠΑ.

H παραπάνω στροφή ευνοήθηκε ταυτόχρονα από τέσσερις θεωρητικές εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο των κοινωνικών επιστηµών: Πρώτο, τις θεωρητι-κές επεξεργασίες της «σχολής της δοµοποίησης» (structuration theory –βλ.

16

Page 17: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Giddens 1984). Η σχολή αυτή θέτει τις σχέσεις ατοµικών δραστών-κοινωνικών δοµών σε νέα ερµηνευτικά πλαίσια που προσπαθούν να γεφυρώσουν τον πα-ραδοσιακό δυαδισµό ανάµεσα στην ατοµική δράση και τις ευρύτερες διαρθρω-τικές σχέσεις. ∆εύτερο, τις µεθοδολογικές διαφοροποιήσεις των έργων σηµα-ντικών Γεωγράφων όπως η Massey που, ενώ κατά τον Gregory (1989) εντάσ-σονται στη «µεγάλη αφήγηση» της µαρξιστικής πολιτικής οικονοµίας, επιδει-κνύουν παράλληλα µια αξιοπρόσεκτη ευαισθησία απέναντι στις τοπικές πολι-τιστικές, πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες και ιδιοµορφίες (βλ. Massey 1984, Massey & Meegan 1982). Τρίτο, την ανάδυση της ρεαλιστικής επιστηµο-λογίας (βλ. Bhaskar 1989, Sayer 1984) –µιας µεθοδολογικής προσέγγισης που δίνει περισσότερο έµφαση στην έρευνα συγκεκριµένων περιπτώσεων µε τη χρήση µεθόδων εντατικής έρευνας (intensive research) παρά σε εκτατικές µε-θόδους (extensive research) βασισµένες σε στατιστικές γενικεύσεις και κανονι-κότητες. Τέταρτο, τις επεξεργασίες της γαλλικής «σχολής της ρύθµισης» (regulation school –βλ. µεταξύ άλλων Aglietta 1979, Boyer 1988, Lipietz 1986). Η σχολή αυτή ερµηνεύει τις διαδικασίες κοινωνικο-οικονοµικών µεταβολών µε βάση τις έννοιες του «καθεστώτος συσσώρευσης» και του «τρόπου κοινωνικής ρύθµισης». Παρόλο που κάποιοι θεωρούν ότι οι έννοιες αυτές αποτελούν επα-ναδιατύπωση παραδοσιακών εννοιών της µαρξιστικής πολιτικής οικονοµίας µε νέο λεξιλόγιο, η σχολή της ρύθµισης δίνει ιδιαίτερη έµφαση σε θεσµικές, πολι-τικές και πολιτιστικές διαστάσεις των κοινωνικών φαινοµένων.

Η πολιτιστική στροφή, ο µεταµοντερνισµός και οι µελέτες τοπικότητων ευνοήθηκαν από τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη δεκαετία του 1980, όπως ο νεοσυντηρητισµός και οι πολιτικές απορρύθµισης του κοι-νωνικού κράτους (Scott 2000: 27). Ορισµένοι θεωρητικοί θεωρούν τον µεταµο-ντερνισµό ως την πολιτιστική λογική του µεταφορντικού καπιταλισµού και της ευέλικτης συσσώρευσης (Harvey 1995). Υποστηρίζουν ότι κεντρικές πτυχές της µεταµοντέρνας συνθήκης, όπως λχ ο κατακερµατισµός και το εφήµερο, δι-ανοίγουν νέα περιθώρια κερδοφορίας για το κεφάλαιο µε τη διάνοιξη «τµηµά-των αγορών» (niche markets) για την ικανοποίηση γρήγορα µεταβαλλόµενων καταναλωτικών προτιµήσεων (Harvey 2001: 124). Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επισηµάνουµε τα θετικά στοιχεία των παραπάνω προσεγγίσεων, όπως επί παραδείγµατι ότι συνέβαλλαν στην επισήµανση των αδυναµιών των πολιτικο-οικονοµικών προσεγγίσεων του χώρου και διάνοιξαν νέα πεδία προβληµατι-σµού και έρευνας. Στα αδύνατα σηµεία τους περιλαµβάνεται η εµµονή τους στη µελέτη του τοπικού και η αρνητική τους προδιάθεση απέναντι σε κάθε προσπάθεια συγκρότησης πιο σφαιρικών θεωρήσεων των χωροοικονοµικών φαινοµένων (Κουρλιούρος 2001: 103). Όπως υπογραµµίζει ο Scott (1988a) υπάρχει επείγουσα ανάγκη να επαναπροσεγγιστούν µακροθεωρητικά ερωτή-µατα για την χωρική λογικής της καπιταλιστικής κοινωνίας ως συνόλου. Σύµ-φωνα µε τον ίδιο (Scott 2000: 29) οι µελέτες τοπικοτήτων έδειξαν τα όριά τους γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καθώς εκφυλίζονταν σε εµπειρικές µελέτες περιπτώσεων από τις οποίες απουσίαζε ένας συνεκτικός θεωρητικός ιστός που θα έδινε ώθηση σε νέες προσεγγίσεις. 3.1.3. Οι προσεγγίσεις της νέας περιφερειακότητας Από τα µέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και µετέπειτα, Οικονοµικοί Γεωγράφοι και άλλοι επιστήµονες του χώρου, απογοητευµένοι από το στενό

17

Page 18: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

εµπειρικό πλαίσιο των τοπικών αφηγήσεων, επεξεργάστηκαν νέες θεωρητικές προσεγγίσεις που έγιναν γνωστές µε τον όρο θεωρίες της νέας περιφερειακό-τητας (new regionalism -βλ. Lovering 1999). Oι θεωρίες αυτές αντλούν ιδέες από «ετερόδοξα» ρεύµατα σκέψης όπως τα θεσµικά και εξελικτικά οικονοµικά, η οικονοµική κοινωνιολογία και η προσέγγιση της «ενθήκευσης» (embedded-ness -βλ. Grannoveter 1985, Grabher, ed. 1993), οι θεωρίες δράστη-δικτύου, οι νέες θεωρίες οργανώσεων και µάνατζµεντ, κ.α. (βλ. Amin & Thrift 1997, 2000). Οι θεωρίες αυτές επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε νέους κλάδους οικονοµικής δραστηριότητας όπως στους ανανεωµένους χειροτεχνικούς-βιοτεχνικούς κλάδους (Τρίτη Ιταλία), τις βιοµηχανίες υψηλής τεχνολογίας και τον νέο τριτογενή τοµέα των πόλεων (υπηρεσίες παραγωγού). Το γεωγραφικό πλαίσιο αναφοράς των προσεγγίσεων αυτών είναι οι λεγόµενες «περιφέρειες αριστείας» στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αµερική, την Ιαπωνία και άλλες ανεπτυγ-µένες περιοχές του καπιταλιστικού κόσµου. ∆ηλαδή περιφέρειες συγκέντρω-σης των νέων οικονοµικών δραστηριότήτων που χαρακτηρίζονται από: • την ύπαρξη εκτεταµένων κοινωνικών καταµερισµών εργασίας και πυ-

κνών δικτύων (networks) ή συγκροτηµάτων (clusters) αλληλεξαρτηµέ-νων επιχειρήσεων,

• τη διάχυση της γνώσης και της καινοτοµίας ανάµεσα στους οικονοµι-κούς δράστες της περιφέρειας και την αλληλεπιδραστική µάθηση,

• το πυκνό θεσµικό περιβάλλον υποστήριξης της επιχειρηµατικής δρα-στηριότητας (institutional thickness),

• το κοινωνικό κεφάλαιο και τους άτυπους και τυπικούς διακανονισµούς και µη-εµπορεύσιµες αλληλεξαρτήσεις (untraded interdependencies) µε-ταξύ των οικονοµικών δραστών της περιφέρειας.

Οι επιµέρους οµάδες προσεγγίσεων που έχουν αναπτυχθεί στα πλαίσια

της σχολής της νέας περιφερειακότητας είναι οι ακόλουθες:4 (α) Η Ιταλική σχολή των «βιοµηχανικών συνοικιών» ή «Μαρσαλλιανών συ-

νοικιών» (βλ. Bagnasco 1977, Becattini 1989, 1990, 1991, Bellandi 1989, Brusco 1986, 1989).

(β) Η σχολή της ευέλικτης εξειδίκευσης (βλ. πχ Piore & Sabel 1984). (γ) Η «Σχολή εξωτερικών οικονοµιών της Καλιφόρνια» (Scott 1988, 1988a,

2000a, Storper & Walker 1989, Storper 1997). (δ) Το γαλλικό ερευνητικό δίκτυο GREMI, γνωστό και ως σχολή του «καινο-

τοµικού περιβάλλοντος» (Aydalot 1986). (ε) Η προσέγγιση του «κοινωνικού κεφαλαίου», µια προσέγγιση που ανα-

πτύχθηκε αρχικά στα πλαίσια της πολιτικής θεωρίας (Putnam 1993) αλ-λά στη συνέχεια επεκτάθηκε στην περιφερειακή ανάπτυξη και την Οικο-νοµική Γεωγραφία (βλ. πχ Cooke & Morgan 1996, 2000, Cooke et al. 2005. Για µια κριτική επισκόπιση της σχετικής βιβλιογραφίας βλ. Kour-liouros et al. 2006).

(στ) Η προσέγγιση των δικτύων και συγκροτηµάτων επιχειρήσεων σε συ-νάρτηση µε τον ρόλο της τοπικής γνώσης και µάθησης στη διαµόρφωση περιφερειακών συστηµάτων καινοτοµιών και µαθησιακών περιφερειών

4 Η κατάταξη αυτή είναι σχηµατική δεδοµένου ότι στη σχετική βιβλιογραφία παρατηρούνται πολλές εννοιολογικές αλληλεπικαλύψεις µεταξύ των επιµέρους προσεγγίσεων της νέας περι-φερειακότητας.

18

Page 19: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

(βλ. Grabher, ed.1993, Porter 1990, Morgan 1997, Braczyk et al. eds, 1998, Lundvall & Boras 1997, Lundvall, ed. 1992, Bergman & Feser 1999, Bergman et al. eds.1991, Edquist et al. 2001, Maskell & Malmberg 1995, Malmberg & Maskell 2005).

Όπως υπογραµµίζει ο Scott (2000: 31) oι παραπάνω προσεγγίσεις επι-

χειρούν να «ξαναγράψουν» τις θεωρίες περιφερειακής ανάπτυξης µε όρους: (α) άτυπων κουλτουρών, συµφωνιών και µη εµπορεύσιµων αλληλεξαρτήσεων που στηρίζουν τα τοπικά παραγωγικά συστήµατα, (β) θεσµών κοινωνικής ρύθµισης και (γ) δυναµικών διαδικασιών µάθησης και καινοτοµίας. Στη θεµα-τολογία των νέων αυτών προσεγγίσεων περιλαµβάνονται ακόµα τα ζητήµατα της ανάπτυξης των παγκόµιων πόλεων και του νέου τριτογενή (βλ. πχ Sassen 1991) καθώς και οι γεωγραφίες της παγκοσµιοποίησης και τοπικοποίησης (βλ. πχ Dicken 1999, Dicken et al. 1997).

Στην σηµερινή Ελλάδα, µελέτες, έρευνες και δηµοσιεύσεις που εντάσσο-νται στο ρεύµα της νέας περιφερειακότητας περιλαµβάνουν µεταξύ άλλων µια σειρά θεµάτων όπως: (α) Ευέλικτη συσσώρευση σε κλάδους της ελληνικής βι-οµηχανίας και µικροµεσαίες επιχειρήσεις (βλ. πχ Λυµπεράκη 1991, Λυµπερά-κη & Μουρίκη 1996). (β) Χωρικές διαστάσεις και σχεδιασµός καινοτοµικών δραστηριοτήτων (βλ. πχ Κοµνηνός 1993, 1998, Κοµνηνός κ.α. επιµ., 2002, Σεφερτζή, επιµ. 1998, Kourliouros 1998). (γ) Αναλύσεις κοινωνικού κεφαλαίου και πολιτιστικών παραγόντων στην τοπική οικονοµική ανάπτυξη (βλ. πχ. Was-senhoven & Kourliouros 1997, Kourliouros & Wassenhoven 1997, Christoforou 2003, Αφουξενίδης 2004, Tsobanoglou 2006, Kourliouros et al. 2006).

3.2. Η «κριτική της κριτικής»: Που βαδίζει σήµερα η κριτική Οικονοµική Γεωγραφία; Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω, οι πρόσφατοι προσανατολισµοί της κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας, όπως αυτοί εκφράζονται στις προσεγγίσεις της πολιτιστικής στροφής και της νέας περιφερειακότητας, γίνονται όλο και λι-γότερο κριτικοί, όλο και λιγότερο ριζοσπαστικοί απέναντι στα µεγάλα και διευ-ρυνόµενα προβλήµατα ανισοτήτων και διαιρέσεων που δηµιουργεί και αναπα-ράγει στο χώρο ο παγκοσµιοποιηµένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός (Sayer 2001, Perrons 2000, 2001, Barnes 1997, Amin & Thrift 2000, Martin & Sunley 2001, Castree 1999, Markusen 2003, 2006, Hudson 2006). Τα ζητήµατα που βρίσκονται σήµερα στην κορυφή της ερευνητικής ατζέντας όπως οι µαθησιακές περιφέρειες και οι νέες τεχνολογίες, τα επιχειρηµατικά δίκτυα, η µάθηση, οι θε-σµικές διευθετήσεις οι πολιτιστικές δυναµικές και το κοινωνικό κεφάλαιο κλπ, έχουν εκτοπίσει τα ζητήµατα εκείνα που αποτελούσαν παλιότερα προνοµιακό πεδίο ενασχόλησης της κριτικής και ριζοσπαστικής οικονοµικο-γεωγραφικής σκέψης, δηλαδή τα προβλήµατα της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης του χώ-ρου. Η κριτική Γεωγραφία έχει χάσει πλέον την ισχυρή αίσθηση της µαρξιστι-κής πολιτικής οικονοµίας που είχε παλιότερα. Στερείται πολιτικού προσανατο-λισµού και τεχνοκρατικοποιείται. Από φωνή πολιτικής αντίστασης και καταγγε-λίας των άνισων και αντιφατικών χωρικοτήτων του ανεπτυγµένου καπιταλι-σµού, µετατρέπεται σε «εργαλείο» διαχείρισής τους. Από οδηγός κοινωνικής και πολιτικής δράσης για µια κοινωνικά πιο δίκαιη και περιβαλλοντικά λιγότερο καταστροφική λειτουργία του καπιταλισµού στο χώρο, µετατρέπεται, στην κα-

19

Page 20: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

λύτερη περίπτωση σε µια «απολίτικη» ακαδηµαϊκή άσκηση και στη χειρότερη σε εγχειρίδιο δράσης των διευθυντών των εταιριών για την πιο αποδοτική (µε όρους κερδοφορίας) χωρική οργάνωση των δραστηριοτήτων τους και των α-γορών εργασίας. Οι παραπάνω προσανατολισµοί έχουν αρχίσει να γεννούν έντονους προβληµατισµούς στην επιστηµονική κοινότητα των κριτικών Οικο-νοµικών Γεωγράφων, όπως θα δούµε στη συνέχεια.

Κατά την Perrons (2000), οι «Νέες Οικονοµικές Γεωγραφίες» (ΝΟΓ)5 δεν συµβάλλουν στην κατανόηση των συνεπειών της οικονοµικής αλλαγής στην περιφερειακή ανισότητα και ανάπτυξη καθώς αγνοούν τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων στους διάφορους τόπους ενώ, αντίθετα, ενδιαφέρονται για τις δια-συνδέσεις µεταξύ των επιχειρήσεων, την ανάπτυξη επιχειρηµατικής κουλτού-ρας και υποστηρικτικών πολιτιστικών και θεσµικών διακανονισµών. Η έµφασή τους δίνεται στα επιχειρηµατικά δίκτυα και συγκροτήµατα εντός των περιφε-ρειών, ενώ παραβλέπουν την κοινωνικο-οικονοµική ανάπτυξη των περιφε-ρειών ως ολοτήτων (Perrons 2000: 16). Πράγµα που οδηγεί περισσότερο σε πολιτικές ενίσχυσης της επιχειρηµατικής δικτύωσης και καινοτοµίας στις περι-φέρειες, και λιγότερο σε µακροοικονοµικές πολιτικές για τη συνολική ανάπτυξη και κοινωνική ευηµερία στις περιφέρειες αυτές. Θέµατα αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής που παίζουν σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση της άνι-σης ανάπτυξης του χώρου και του επιπέδου κοινωνικής ευηµερίας, αγνοούνται παντελώς, καθώς το κέντρο της ανάλυσης είναι η επιχείρηση. Ακόµα όµως και αυτή, στις θεωρίες νέας περιφερειακότητας και την πολιτιστική στροφή, είναι ένα «µαύρο κουτί» (ibid.: 16). Στην ιδανική περίπτωση είναι ένας «αγγελικός χώρος» µέσα στον οποίο διακινείται ελεύθερα η πληροφορία και η αλληλεπι-δραστική µάθηση, αναπτύσσονται ανεµπόδιστα οι δεξιότητες των εργαζοµέ-νων και γενικότερα επικρατούν συνθήκες κάτω από τις οποίες η εργασία είναι ευλογία και χαρά. ∆εν υπάρχει εκµετάλλευση, δεν υπάρχει ιεράρχηση και κα-ταπίεση, δεν υπάρχει εντατικοποίηση της εργασίας ούτε απολύσεις. Η επιχεί-ρηση µυθοποιείται και µαζί µ’ αυτή µυθοποιείται και η καπιταλιστική κοινωνία αφού παρουσιάζεται όχι µε το πραγµατικό της «πρόσωπο» ως µια κοινωνία εκµετάλλευσης, ανταγωνισµών, συγκρούσεων και ανισοτήτων, αλλά µε το «προσωπείο» µιας κοινωνίας της γνώσης, της συνεργασίας και των ίσων ευ-καιριών. Οι αιχµές της κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας αµβλύνονται: η έµφα-ση στα θεσµικά και πολιτιστικά στοιχεία της χωρικής ανάπτυξης, τείνει να απο-κρύψει το πιο «σκληρό πρόσωπο» της καπιταλιστικής πραγµατικότητας, δη-λαδή την άνιση ανάπτυξη, τις ποικίλες διαιρέσεις και αποκλεισµούς των ευά-λωτων κοινωνικών οµάδων στο χώρο, τα προβλήµατα συνθηκών εργασίας και ποιότητας ζωής. Κατά την Perrons (ibid.: 25) επιβάλλεται πλέον µια επαναρι-ζοσπαστικοποίηση της Οικονοµικής Γεωγραφίας µε επίκεντρο ολιστικές ανα-λύσεις των προβληµάτων των ανθρώπων και των τόπων και την πρόταξη λύ-σεων στις οξυµένες κοινωνικές και χωρικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν τον σηµερινό νεοφιλελεύθερο παγκοσµιοποιηµένο καπιταλισµό. Απαιτούνται διε-πιστηµονικές συνθέσεις της Οικονοµικής Γεωγραφίας µε άλλα κριτικά ρεύµατα σκέψης όπως τη γαλλική σχολή της ρύθµισης, την προσέγγιση της «κοινωνίας του ρίσκου» (risk society –βλ. Beck 1992), τις αναλύσεις των καθεστώτων κοι-νωνικής ευηµερίας και τον ιστορικό-γεωγραφικό υλισµό. Μόνο έτσι µπορεί να γίνει κατανοητή σε όλες τις πτυχές της «η ανατοµία της άνισης ανάπτυξης» και 5 Στον όρο «Νέες Οικονοµικές Γεωγραφίες» (ΝΟΓ) η Perrons συµπεριλαµβάνει τόσο τα «Γεω-γραφικά Οικονοµικά» του Krugman και των οπαδών του (ΝΟΓ-1) όσο και αυτές της νέας περι-φερειακότητας (ΝΟΓ-2). Εδώ οι αναφορές αφορούν κατά κύριο λόγο στις δεύτερες.

20

Page 21: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

να προσδιοριστούν νέοι «χώροι της ελπίδας» (Perrons 2001: 213) µέσα στο µουντό τοπίο του σύγχρονου καπιταλισµού.

Ο Sayer (2001) υποστηρίζει ότι η πολιτιστική στροφή αγνόησε τα προ-βλήµατα άνισης ανάπτυξης του χώρου και τους µηχανισµούς συσσώρευσης του κεφαλαίου αποµακρυνόµενη έτσι από την κλασική πολιτική οικονοµία και τον κριτικό της προσανατολισµό. Κατά τον παραπάνω θεωρητικό (ibid.: 705), απαιτείται µια νέα σύνθεση που να ενσωµατώνει τόσο τα νέα ζητήµατα ταυτό-τητας και αναγνώρισης όσο και τα παλιότερα ζητήµατα διανοµής (συσσώρευ-ση, άνιση ανάπτυξη, ταξικές σχέσεις). Με άλλα λόγια, απαιτείται µια κριτική και πολιτιστική πολιτική οικονοµία του χώρου που να συνθέτει τα νέα θέµατα κοι-νωνικής και πολιτιστικής ενθήκευσης (embeddedness) των οικονοµικών δρα-στηριοτήτων µε τα πιο κλασικά θέµατα της συσσώρευσης κεφαλαίου και της άνισης ανάπτυξης.

Κατά τον Castree (1999) η αυξανόµενη ηγεµονία του νεοσυντηρητισµού οξύνει τις πιο «άγριες πτυχές» της καπιταλιστικής οικονοµίας, πράγµα που κα-θιστά πιο επίκαιρη από ποτέ την ανάγκη µιας ανανεωµένης µαρξιστικής πολι-τικής οικονοµικής Γεωγραφίας. Κατά το παρελθόν υπήρξε µια σχισµατική σχέ-ση ανάµεσα στην παλαιότερη «κοινωνική αριστερά» (που είχε ως κέντρο δρά-σης τις πολιτικές αναδιανοµής) και µια νεότερη «πολιτιστική αριστερά» (µε κέ-ντρο δράσης τις πολιτικές αναγνώρισης και ταυτότητας (Fraser 2000). Ωστόσο, είναι σήµερα εφικτή µια νέα σύνθεση ανάµεσα σε πολιτικές αναδιανοµής και ταυτότητας (ibid.: 109). Αντίστοιχα στην Οικονοµική Γεωγραφία απαιτείται µια σύνθεση ανάµεσα στα ισχυρά σηµεία της παραδοσιακής µαρξιστικής οπτικής (κεφάλαιο, συσσώρευση, ταξικές σχέσεις, άνιση ανάπτυξη κλπ), µε την επι-στηµολογική ευλυγισία άλλων εναλλακτικών κριτικών θεωρήσεων που αναφέ-ρονται σε θέµατα ταυτότητας, διαφοράς και αναγνώρισης. Οι παραπάνω πτυ-χές δεν είναι αλληλοαποκλειόµενες αλλά συµπληρωµατικές µεταξύ τους.

Η Markusen (2006) υποστηρίζει ότι η Οικονοµική Γεωγραφία και οι κριτι-κές περιφερειακές σπουδές έχουν χάσει τον παλιότερο ριζοσπαστισµό τους γιατί έχουν στραφεί στη µελέτη αφηρηµένων και ασαφών οντοτήτων (όπως τα επιχειρηµατικά δίκτυα και συγκροτήµατα, οι µαθησιακές περιφέρειες, οι πα-γκόσµιες πόλεις κ.α.) από τις οποίες απουσιάζουν τα δρώντα υποκείµενα ό-πως πχ οι µάνατζερς των εταιριών, τα εργατικά συνδικάτα, οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς των πόλεων και των περιφερειών, οι κρατικοί οργανισµοί κλπ. Ως χαρακτηριστικό παράδειγµα αναφέρει τη βιβλιογραφία για τις αστικές περι-φέρειες (city-regions) που θεωρούνται ως αυτόνοµες γεωγραφικές οντότητες, χωρίς να λαµβάνεται διόλου υπόψη ο ρόλος των κοινωνικών δρώντων στις εν λόγω περιφέρειες. Αυτή η στροφή από τα συγκεκριµένα κοινωνικά υποκείµενα σε αφηρηµένες και ασαφείς οντότητες χωρίς συγκεκριµένες κοινωνικές «συντε-ταγµένες» και µε ελάχιστη εµπειρική θεµελίωση των σχετικών µελετών, είναι ο λόγος που κατά την Markusen έχει οδηγήσει σε άµβλυνση των αιχµών της κρι-τικής γεωγραφικής σκέψης και την έχει αποπροσανατολίσει προς πολιτικά α-νώδυνες (για το καπιταλιστικό status quo) κατευθύνσεις. Σε ένα προηγούµενο άρθρο της, η Markusen (2003) υποστηρίζει ότι οι εργασίες εκείνες που αποτέ-λεσαν κατά το παρελθόν κοµβικά σηµεία στην κριτική ανάλυση των άνισων χωρικών δοµών της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχουν πρόσφατα υποσκελιστεί από νέες προσεγγίσεις βασισµένες σε θολές και ασαφείς έννοιες, σε ελλειπή ή επιλεκτική εµπειρική τεκµηρίωση και σε αποµάκρυνση από την πολιτική πραγ-µατικότητα (policy distance). Στις προσεγγίσεις αυτές οι φορείς δράσης εξαφα-νίζονται, ενώ οι αιτιακές συσχετίσεις απουσιάζουν καθώς υποκαθίστανται από

21

Page 22: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

ασαφείς διαδικασίες. Ως παράδειγµα τέτοιων ασαφών προσεγγίσεων η παρα-πάνω συγγραφέας περιλαµβάνει τις χωρικές επιπτώσεις της ευέλικτης εξειδί-κευσης, τις παγκόσµιες πόλεις και τον χαρακτηρισµό νέων βιοµηχανικών χώ-ρων όπως η Silicon Valley ως ταυτόχρονα συνεργατικών και ανταγωνιστικών. Η ανάλυση καταλήγει στην ανάγκη επανάκτησης µιας αίσθησης πολιτικής οι-κονοµίας στις µελέτες του χώρου, µε µεγαλύτερη εννοιολογική σαφήνεια, πε-ρισσότερη εµπειρική τεκµηρίωση και περισσότερη σύνδεση µε τα προβλήµατα της καθηµερινής ζωής στο χώρο και την πολιτική πραγµατικότητα (Markusen 2003: 702).

Κατά τον Hudson (2006), οι λόγοι της στροφής στους προσανατολισµούς και τις προτεραιότητες της κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας σχετίζονται µε την ανάδυση διάφορων ρευµάτων στο εσωτερικό της που εδραιώθηκαν όχι στη βάση της συνεργασίας και της αµοιβαίας συµπληρωµατικότητας µε την πολιτι-κή οικονοµική προσέγγιση, αλλά στη βάση της αντιπαλότητας µε αυτή. Ανάλο-γες απόψεις είχε εκφράσει µερικά χρόνια νωρίτερα ο Harvey (2001: ch. 7), ο οποίος µάλιστα θεωρεί τον µεταµοντερνισµό και την πολιτιστική στροφή ως τους κύριους «υπεύθυνους» για τα ελλείµατα ριζοσπαστικότητας και πολιτικού αισθητηρίου των πρόσφατων προσεγγίσεων της κριτικής Οικονοµικής Γεω-γραφίας. Γεγονός πάντως είναι ότι η διεθνής πολιτική συγκυρία κατά τη δεκαε-τία του 1990 (κατάρρευση του λεγόµενου «υπαρκτού σοσιαλισµού», µείωση της ιδεολογικής επιρροής του µαρξισµού και επικράτηση του νεοφιλελευθερι-σµού) ευνόησε τέτοιου είδους ρεύµατα και σχολές σκέψης όπου το κέντρο βά-ρους µετατοπίζεται από τα «σκληρά» πεδία της παραγωγής, της εργασίας και της συσσώρευσης κεφαλαίου (πεδία έκφρασης των πολιτικών διανοµής), στα «µαλακά» πεδία της κουλτούρας και των θεσµών (πεδία έκφρασης των πολιτι-κών αντιπροσώπευσης και «ταυτότητας»). Όπως όµως υπογραµµίζει ο Hudson (2006: 376), η µαρξιστική πολιτική οικονοµία δεν είναι ένα κλειστό δόγµα, αλλά ένας ανοιχτός τρόπος να θέτουµε, να αναλύουµε και να απαντού-µε ερωτήµατα που προκύπτουν καθώς εξελίσσεται ο καπιταλισµός και οι γεω-γραφίες του. Η σύγχρονη χωρο-κοινωνική και χωρο-οικονοµική πραγµατικότη-τα είναι εξαιρετικά περίπλοκη και αντιφατική. Η κατανόησή της απαιτεί µια πληθώρα θεωρητικών προσεγγίσεων και αναλυτικών εργαλείων. Το γεγονός ωστόσο ότι η συσσώρευση κεφαλαίου παραµένει ο κεντρικός µηχανισµός κί-νησής της, κάνει προφανή την αναγκαιότητα µιας µαρξιστικής πολιτικής οικο-νοµικής θεώρησης του χώρου σε διεπιστηµονική συνεργασία µε άλλα κριτικά ρεύµατα κοινωνικής και γεωγραφικής σκέψης. Η εγκατάλειψη της πολιτικής οι-κονοµικής θεώρησης και η αντικατάστασή της µε διάφορους άλλους «µετα-ισµούς», ισοδυναµεί µε θεωρητικό και πολιτικό «ακρωτηριασµό» της κριτικής γεωγραφικής σκέψης (ibid.: 375-6).

Μια άλλη µελέτη, ασκεί κριτική στην πολιτιστική στροφή από την οπτική γωνία των προβληµάτων ανάπτυξης του ευρωπαϊκού νότου και της χώρας µας (Kourliouros 2003). Η µελέτη αυτή υποστηρίζει ότι οι πολιτικές διανοµής εξα-κολουθούν να είναι πολύ σηµαντικές για να αγνοηθούν ή να υπερκερασθούν από τις πολιτικές ταυτότητας της πολιτιστικής στροφής. Τα ιδιαίτερα οξυµένα προβλήµατα άνισης ανάπτυξης στον ευρωπαϊκό νότο γενικά και στην Ελλάδα ειδικότερα –προβλήµατα που προκαλούνται από τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την κυριαρχία νεοφιλελεύθερων µοντέλων διακυβέρνησης- θέτουν επιτακτικά στο προσκήνιο την αναγκαιότητα της πολιτικής οικονοµικής προσέγγισης του χώρου. Στη µελέτη αυτή υποστηρίζεται ότι τα κύρια διακυ-βεύµατα δεν βρίσκονται τόσο στην «soft» περιοχή της κουλτούρας και των πο-

22

Page 23: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

λιτικών ταυτότητας, αλλά στη «hard» περιοχή της πολιτικής οικονοµίας και των πολιτικών (ανα)διανοµής. Συνεπώς το ζητούµενο ειδικότερα για τη χώρα µας δεν είναι τόσο µια «πολιτιστική στροφή» (cultural turn) όσο µια «πολιτική στρο-φή» (political turn) στην προσέγγιση και αντιµετώπιση των χωρικών και κοινω-νικών ανισοτήτων και διαιρέσεων.

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στο κεφάλαιο αυτό σκιαγραφήθηκε η εξελικτική πορεία της Οικονοµικής Γεω-γραφίας από τη «νηπιακή» περίοδο της «οικονοµικής γεωµετρίας» µε την γερ-µανική σχολή χωροθέτησης, µέχρι τη σηµερινή περίοδο ωριµότητας µε την α-νάδυση κριτικών ρευµάτων και σχολών σκέψης (µε όλες τις θεωρητικές και µε-θοδολογικές διαφοροποιήσεις και συγκλίσεις τους). Σε µεθοδολογικό επίπεδο η Οικονοµική Γεωγραφία πέρασε από την επαγωγική λογική και την ποσοτικο-ποίηση της θετικιστικής επιστηµολογίας, στη διεπιστηµονικότητα, τον κριτικό ρεαλισµό και σε µια ανανεωµένη διαλεκτική-υλιστική θεώρηση των σύνθετων και αντιφατικών χωρικοτήτων της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης σε παγκόσµιο αλλά και σε τοπικά επίπεδα.

Η συνθετική διεπιστηµονική οπτική που εισήγαγε η κριτική Οικονοµική Γεωγραφία, σε αντιπαράθεση µε τη µονοµέρεια και τον κατακερµατισµό της θετικιστικής ποσοτικής προσέγγισης, άσκησε µια ουσιαστική επίδραση σε άλ-λους κλάδους των κοινωνικών επιστηµών όπως στα οικονοµικά, στην κοινωνι-ολογία, στις σπουδές διεθνών σχέσεων, στην πολιτική επιστήµη κλπ. ∆εν είναι µόνο σηµαντικό το γεγονός ότι η µελέτη του χώρου ενσωµάτωσε πτυχές των παραπάνω επιστηµονικών κλάδων σε διεπιστηµονικές συνθέσεις, αλλά (ίσως ακόµα πιο σηµαντικό) και το γεγονός ότι οι παραπάνω κλάδοι ενσωµάτωσαν τη συνθήκη του χώρου στα δικά τους ιδιαίτερα αντικείµενα µελέτης –πράγµα που συνέβαλλε στην ανύψωση του διεθνούς ακαδηµαϊκού και ερευνητικού κύ-ρους της Οικονοµικής Γεωγραφίας.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η ανάδυση της κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας αποτέλεσε το σηµαντικότερο σηµείο καµπής στην εξέλιξη του επιστηµονικού αυτού κλάδου κατά τον 20ο αιώνα. Η ανάλυση που προηγήθηκε πρέπει να έ-κανε σαφές ότι η εξέλιξη αυτή υπήρξε πράγµατι περιπετειώδης. Γεννήθηκε τον 19ο αιώνα από τις ανάγκες ελέγχου των αποικιοκρατούµενων χωρών της πε-ριφέρειας από τις ιµπεριαλιστικές δυνάµεις του κέντρου, ενδυναµώθηκε µέσα από τις ανάγκες βέλτιστης χωροθέτησης των παραγωγικών µονάδων του βιο-µηχανικού καπιταλισµού των αρχών του 20ου αιώνα, ποσοτικοποιήθηκε περί τα µέσα του αιώνα προκειµένου να συµβάλλει στην επίλυση άµεσων πρακτι-κών προβληµάτων ανάπτυξης και σχεδιασµού του χώρου, και στη συνέχεια, µε την προϊούσα κρίση του φορντικού/τεϋλορικού βιοµηχανικού καπιταλισµού, ριζοσπαστικοποιήθηκε µέσω της επίδρασης διάφορων κριτικών, µαρξιστικών, µεταµοντέρνων και άλλων ρευµάτων στον ευρύτερο διανοητικό χώρο των κοι-νωνικών επιστηµών. Στην περιπετειώδη της αυτή πορεία, η Οικονοµική Γεω-γραφία γνώρισε πολλές αναθεωρήσεις και αποκλίνουσες πορείες ως προς τους θεωρητικούς της προσανατολισµούς, τις φιλοσοφικές της βάσεις, τις µε-θοδολογικές της κατευθύνσεις, το βαθµό κριτικής διάθεσης και ριζοσπαστικό-τητας απέναντι στα µεγάλα προβλήµατα της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης του χώρου. Παράλληλα γνώρισε και αρκετά σηµεία συνέχειας. Η διαλεκτική τοµών-συνεχειών είχε ως συνέπεια η Οικονοµική Γεωγραφία να αναπτυχθεί ως

23

Page 24: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

µια «πολύ-παραδειγµατική» επιστήµη. Μια επιστήµη δηλαδή στην οποία δεν κυριαρχεί η µία και µόνη αδιαµφισβήτητη αλήθεια, αλλά ο κριτικός διάλογος, η αµφισβήτηση και η ανασκευή των υποθέσεων σε µια διαδικασία που, παραλ-ληλίζοντάς την µε την οικονοµία, θα µπορούσαµε να αποκαλέσουµε (κατά την ορολογία του Schumpeter) διαδικασία «δηµιουργικής καταστροφής». Η διαδι-κασία αυτή δείχνει ότι η Οικονοµική Γεωγραφία, ιδιαίτερα στην κριτική εκδοχή της, εξακολουθεί και σήµερα να παραµένει ένας εξαιρετικά δυναµικός κλάδος της κοινωνικής γνώσης, ένας υγιής ακαδηµαϊκός κλάδος που όπως και µια υ-γιής κοινωνία κρατά τον εαυτό του συνεχώς κάτω από το αυστηρό «µικροσκό-πιο» της κριτικής. Οι θεωρητικές και µεθοδολογικές διαφωνίες που αναπτύσ-σονται στο εσωτερικό της, όπως είδαµε στα προηγούµενα, δεν αποτελούν κα-τά κανένα τρόπο σύµπτωµα κρίσης –όπως πιστεύουν κάποιοι «πεσιµιστές» οικονοµικοί Γεωγράφοι (Amin & Thrift 2000, 2005). Αντίθετα, αποτελούν αδι-αµφισβήτητο δείκτη ακαδηµαϊκού δυναµισµού και αυξηµένης αναστοχαστικής ικανότητας.

Οι κριτικές και αναστοχαστικές συζητήσεις που λαµβάνουν σήµερα χώρα στο εσωτερικό της κριτικής Οικονοµικής Γεωγραφίας προσβλέπουν στη βελτί-ωση και εµπλουτισµό της, στην προσπάθεια να την κάνουν πιο ολοκληρωµέ-νη, περισσότερο σαφή, µε περισσότερο οξυµένες πολιτικές ευαισθησίες, πε-ρισσότερο προσανατολισµένη στις πραγµατικές χωρο-κοινωνικές ανάγκες. Έτσι, παρά το ότι οι υφιστάµενοι προσανατολισµοί της πολιτιστικής στροφής και της νέας περιφερειακότητας εξακολουθούν να αποµακρύνονται από την αίσθηση της πολιτικής οικονοµικής ανάλυσης και κριτικής, ταυτόχρονα φαίνεται να πληθαίνουν και οι προσπάθειες που προσβλέπουν σε µια νέα θεωρητική και διεπιστηµονική σύνθεση. Μια σύνθεση της πολιτικής οικονοµικής προσέγ-γισης µε άλλα εναλλακτικά κριτικά ρεύµατα και σχολές σκέψης, προκειµένου να ανιχνευθούν τα νέα οξυµένα προβλήµατα ανισοτήτων και διαιρέσεων στο χώρο και να χαραχτούν εναλλακτικές πολιτικές µε περισσότερη κοινωνική ευ-αισθησία απέναντι στα προβλήµατα αυτά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Aglietta, M. (1979) A Theory of Capitalist Regulation: The US Experience. Lon-

don: New Left books. Allen, J., Massey, D. eds., (1988) Restructuring Britain: The Economy in Ques-

tion. London: Sage publications and Open University Press. Alonso, W. (1960) A Theory of the Urban Land Market. Philadelphia: University

of Pennsylvania, Papers and Proceedings of the Regional Science Asso-ciation.

Alonso, W. (1964) Location and Land Use. Cambridge, Mass.: Harvard Uni-versity Press.

Amin, S. (1976) Η Άνιση Ανάπτυξη. Αθήνα; Καστανιώτης. Amin, A., Thrift, N., eds., (1994) Globalization, Institutions and Regional De-

velopment in Europe. Oxford: Oxford University Press. Amin, A., Thrift, N. (1997) Globalization, socio-economics, territoriality. Στο

Lee, R., Wills, J. (eds.) Geographies of Economies. London: Arnold. Amin, A., Thrift, N. (2000) What kind of economic theory for what kind of eco-

nomic geography? Antipode, 32(1): 4-9.

24

Page 25: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Amin, A., Thrift, N. (2005) What’s left? Just the future. Antipode, 37: 220-38. Ανδρικοπούλου-Καυκαλά, Ε. (1984) Κρατική Παρέµβαση και Περιφέρειες: Η

Ρύθµιση του Περιφερειακού Χώρου στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: διδακτο-ρική διατριβή, ΑΠΘ.

Ανδρικοπούλου, Ε., Καυκαλάς, Γρ., (1985) Η Ρύθµιση του Περιφερειακού Χώ-ρου: Θεωρία και Πρακτική. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Ανδικοπούλου, Ε. (1995) Οι Περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Θε-µέλιο.

Ανδρικοπούλου, Ε., Καυκαλάς, Γρ., επιµ., (2000) Ο Νέος Ευρωπαϊκός Χώρος. Αθήνα: Θεµέλιο.

Αργύρης, Θ. (1985) Οικονοµική του Χώρου (Τοµ. Ι & ΙΙ). Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη.

Aydalot, P. (1986) Μilieux Innovateursm en Europe. Paris: Groupe de Recher-che Europeen sur les Milieux Innovateurs.

Αφουξενίδης, Α. (2004) Κοινωνικό κεφάλαιο και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στην Ελλάδα. Κοινωνία Πολιτών 10: 60-5.

Bagnasco, A. (1977) Tre Italie: La Problematica Territoriale dello Sviluppo Ital-iano. Bologna, ll Mulino.

Bale, J. (1988) The Location of Manufacturing Industry. Edinburgh: Oliver & Boyd.

Baran, P. (1977) Η Πολιτική Οικονοµία της Ανάπτυξης. Αθήνα: Κάλβος. Barnes, T.J. (1997) Economic geography or economic geographies? Στο Na-

tional Science Foundation, Global and Local Challenges to Theory, Prac-tice and Teaching in Economic Geography. Washington DC: Workshop papers.

Barnes, T. J. (2000) Inventing Anglo-American economic geography, 1889-1960. Στο Sheppard, E., Barnes, T.J. (eds.) A Companion to Economic Geography. Oxford: Blackwell.

Βασενχόβεν, Λ. επιµ. (1990) Η ∆ιεπιστηµονική Προσέγγιση της Ανάπτυξης. Αθήνα: ΕΜΠ και Παπαζήσης.

Becattini, G. (1989) Sectors and/or districts: some remarks on the conceptual foundations of industrial economics. Στο Goodman, E., Bamford, J. (eds.) Small Firms and Industrial Districts in Italy. London: Routledge.

Becattini, G. (1990) The Marshallian industrial districts as a socio-economic notion. Στο Pyke, F., Becattini, G., Sengenberger, W. (eds.) Industrial Districts and Inter-firm Co-operation in Italy. Geneva: International Insti-tute for Labour Studies.

Becattini, G. (1991) The industrial district as a creative milieu. Στο Benko, G., Dunford, M. (eds.) Industrial Change and Regional Development. Lon-don: Belhaven press.

Beck, U. (1992) The Risk Society. London: Polity press. Bellandi, M. (1989) The industrial districts in Marshall. Στο Goodman, E., Bam-

ford, J. (eds.) Small Firms and Industrial Districts in Italy. London: Routledge.

Bergman, E.M., Feser, E.J. (1999) Industrial and Regional Clusters: Concepts and Comparative Applications. West Virginia University, the Web Book of Regional Science (http:// www.rri.wvu.edu)

Bergman, E.M., Maier, G., Todtling, F., eds., (1991) Regions Reconsidered: Economic Networks, Innovation and Local Development. London: Mansell.

25

Page 26: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Bhaskar, R. (1989) Reclaiming Reality. London: Verso. Βλιάµος, Σ., Γεωργουλής, ∆., Κουρλιούρος, Η. (1992) Βιοµηχανικά Πάρκα: Θε-

σµοί, Θεωρία και Μεθοδολογία Σχεδιασµού. Αθήνα: ΕΤΒΑ και εκδ. Παπα-ζήση.

Bluestone, B., Harrison, B. (1982) The De-industrialization of America. N. York: Basic books.

Borts, G.H. (1960) The equalization of returns and regional economic growth. American Economic Review, 50: 319-47.

Borts, G.H., Stein, J.L. (1964) Economic Growth in a Free Market. N. York: Co-lumbia University Press.

Boyer, R. (1988) Θεωρία της Ρύθµισης: Κριτική Ανάλυση. Αθήνα: Εξάντας. Braczyk, H-J., Cooke, Ph., Heidenreich, M. eds., (1998) Regional Innovation

Systems. London: UCL Press. Brusco, S. (1986) Small firms and industrial districts: the experience of Italy.

Στο Keeble, D.E., Wever, E., (eds.) New Firms and Regional Develop-ment in Europe. Kent: Croom Helm.

Brusco, S. (1989) A policy for industrial districts. Στο Goodman, E., Bamford, J. (eds.) Small Firms and Industrial Districts in Italy. London: Routledge.

Bunge, W. (1962) Theoretical Geography. Lund: Gleerup. Bunting, T.E., Guelke, L. (1979) Behavioral and perception geography: A criti-

cal appraisal. Annals of the Association of American Geographers, 69: 448-62.

Castells, M. (1978) City, Class and Power. London: Macmillan. Castells, M. (1979) The Urban Question. London: Edward Arnold. Castells, M. (1983) The City and the Grassroots. London: Edward Arnold. Castells, M. (1996) The Informational City: Information Technology, Economic

Restructuring and the Urban-Regional Process. Oxford: Blackwell. Castree, N. (1999) Envisioning capitalism: Geography and the renewal of

marxian political economy. Transactions of the Institute of British Geog-raphers, NS 24: 137-58.

Γετίµης, Π. (1989) Οικιστική Πολιτική στην Ελλάδα: Τα Όρια της Μεταρρύθµι-σης. Αθήνα: Oδυσσέας.

Γετίµης, Π., Καυκαλάς, Γρ., Μαραβέγιας, Ν., επιµ., (1994) Αστική και Περιφε-ρειακή Ανάπτυξη: Θεωρία-Ανάλυση και Πολιτική. Αθήνα: Θεµέλιο.

Γεωργουλής, ∆. (1988) Ο Ρόλος του Αστικού Σχεδιασµού στην Ανάπτυξη των Θεσµών της Σύγχρονης Καπιταλιστικής Κοινωνίας. ΕΜΠ: ∆ιδακτορική δι-ατριβή.

Γεωργουλής ∆., Κουρλιούρος Η., (1987) Πολεοδοµικός και χωροταξικός σχε-διασµός: Ανάγκη για ολοκληρωµένες και συστηµατικές σπουδές στη χώ-ρα µας. Τεχνικά Χρονικά Α, Τοµ. 7, Τευχ. 1: 103-131.

Γεωργουλής ∆., Κουρλιούρος Η., (1988) Επιστήµη-κοινωνία και η ταξικότητα της πολεοδοµίας-χωροταξίας. Μια συνοπτική ανταπάντηση. Τεχνικά Χρονικά Α, Τοµ. 8, Τευχ. 3: 285-300.

Chapman, K. (1974) Corporate systems in the United Kingdom petrochemical industry. Annals of the Association of American Geographers, 64: 126-37.

Chapman, K., Walker, D. (1987) Industrial Location: Principles and Policies. London: Blackwell.

Chorley, R., Haggett, P. eds., (1971) Models in Geography. London: Methuen.

26

Page 27: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Christaller, W. (1933) Die zentralen Orte in Süddeutschland. Jena: Gustav Fischer.

Christoforou, A. (2003) Social Capital and Economic Growth: the Case of Greece. London: European Institute, Hellenic Observatory, LSE.

Clark, G.L., Dear, M. (1984) State Apparatus: Structures and Languages of Legitimacy. Boston: Allen & Unwin.

Cooke, Ph. (1983) Theories of Planning and Spatial Development. London: Hutchinson.

Cooke, Ph. ed., (1989) Localities: The Changing Face of Urban Britain. Lon-don: Unwin Hyman.

Cooke, Ph., Morgan, K. (1996) The Collective Entrepreneur: Strategies for Corporate and Regional Renewal. Oxford: Oxford University Press.

Cooke, Ph., Morgan, K. (2000) The Associational Economy: Firms, Regions and Innovations. Oxford: Oxford University Press.

Cooke, Ph., Clifton, N., Oleaga M. (2005) Social capital, firm embeddedness and regional development. Regional Studies 39.8: 1065-77.

Cox, K. (2005) From Marxist Geography to Critical Geography and Back Again. Ohio State University working paper (http://geog-www.sbs.ohio-state.edu/faculty/knox/Cox9.pdf)

Dear, M., Scott, A.J. eds., (1981) Urbanization and Urban Planning in Capital-ist Society. London: Methuen.

Dicken, P. (1999) Global Shift: Transforming the World Economy. London: Paul Champan.

Dicken, P., Peck, J., Tickel, A. (1997) Unpacking the global. Στο Lee, R., Wills, J. (eds.) Geographies of Economies. London: Arnold.

Dunford, M., Perrons, D. (1983) The Arena of Capital. London: Macmillan. Edquist, Ch., Rees, G., Lorenzen, M., Vincent-Lancrin, St. (2001) Cities and

regions in the new learning economy. Paris: OECD. Εµµανουήλ, Α. (1978) Άνιση Ανταλλαγή. Αθήνα: Παπαζήσης. ΕΜΠ (1973) Η Βιοµηχανική Ανάπτυξις εις τον Χώρον. Αθήνα: Εθνικόν Μετσό-

βιον Πολυτεχνείον, επιστηµονικά δηµοσιεύµατα της έδρας Θεωρητικής και Εφαρµοσµένης Οικονοµικής.

Frank, A.G. (1967) Capitalism and Underdevelopment in Latin America. New York: Monthly Review Press.

Fraser, N. (2000) Rethinking recognition. New Left Review, 3, May-June: 107-20.

Fraser, N. (2001) Social justice in the knowledge society: redistribution, recog-nition and participation. Beitrag zum Kongress: Gut zu Wissen, Heinrich-Boll-Stiftung, 5/2001.

Friedmann, J. (1966) Regional Development Policy: A Case Study of Vene-zuela. Cambridge Mass.: the MIT Press.

Friedmann, J., Alonso, W. eds., (1964) Regional Development and Planning: A Reader. Cambridge Mass.: MIT Press.

Fujita, M., Krugman, P., Venables, A.J. (1999) The Spatial Economy: Cities, Regions and International Trade. Cambridge, Mass.: MIT Press.

Giddens, A. (1984) The Constitution of Society: Outline of the Theory of Struc-turation. Berkeley: University of California Press.

Glasson, J. (1978) An Introduction to Regional Planning: Concepts, Theory and Practice. London: Hutchinson.

27

Page 28: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Gordon, D.M. (1984) Capitalist development and the history of the American cities. Στο Tabb, W.K., Sawers, L. (eds.) Marxism and the Metropolis: New Perspectives in Urban Political Economy. Oxford: Oxford University Press.

Grabher, G. ed., (1993) The Embedded Firm: On the Socioeconomics of In-dustrial Networks. London & N. York: Rourledge.

Granovetter, M. (1985) Economic action and social structure: The problem of embeddedness. American Journal of Sociology, 91/3: 481-540.

Gregory, D. (1978) Ideology, Science and Human Geography. London: Hut-chinson.

Gregory, D. (1989) Areal differentiation and post-modern human geography. Στο Gregory, D., Walford, R. (eds.) Horizons in Human Geography. Lon-don: Macmillan.

Gregory, D., Urry, J. eds. (1985) Social Relations and Spatial Structures. Lon-don: Macmillan.

Greenhut, M. (1956) Plant Location in Theory and Practice: The Economics of an Oligopolistic Market Economy. Chicago: Scott Foresman.

Haggett, P., Cliff, A.D., Frey, A. (1977) Locational Analysis in Human Geogra-phy. London: Edward Arnold.

Hamilton, F.E.I. (1971) Models of industrial location. Στο Chorley, R., Haggett, P. (eds.) Models in Geography. London: Methuen.

Harrington, J.W., Warf, B. (1995) Industrial Location: Principles, Practice and Policy. London: Routledge.

Harvey, D. (1969) Explanation in Geography. London: Edward Arnold. Harvey, D. (1973) Social Justice and the City. London: Edward Arnold. Harvey, D. (1982) The Limits to Capital. Oxford: Blackwell. Harvey, D. (1985) The Urbanization of Capital. Oxford: Blackwell. Harvey, D. (1995) The Condition of Postmodernity. Oxford: Blackwell. Harvey, D. (1996) Justice, Nature and the Geography of Difference. Oxford:

Blackwell. Harvey, D. (2001) Spaces of Capital: Towards a Critical Geography. Edin-

burgh: Edinburgh University Press. Harvey, D. (2003) The New Imperialism. Oxford: Oxford University Press. Harvey, D. (2006) Spaces of Global Capitalism. London: Verso. Healey, M.J., Ilbery, B.W. (1990) Location and Change: Perspectives on Eco-

nomic Geography. Oxford: Oxford University Press. Hirsch, J. (1993) Φορντισµός και µεταφορντισµός: Η παρούσα κοινωνική κρίση

και οι συνέπειές της. Στο Bonefeld, W., Holloway, J., (επιµ.) Μεταφορντι-σµός και Κοινωνική Μορφή: Μια Μαρξιστική Συζήτηση για το Μεταφορντι-κό Κράτος. Αθήνα: Εξάντας.

Hirschman, A.O. (1958) The Strategy of Economic Development. New Haven: Yale University Press.

Holland, S. (1979) Capital Versus the Regions. London: Macmillan. Hotelling, H. (1929) Stability in competition. Economic Journal, 3: 41-57. Hoover, E. (1948) The Location of Economic Activity. N. York: McGraw Hill. Hudson, R. (2006) On what’s right and keeping left: or why geography still

needs marxian political economy. Antipode 38(2): 374-95. Hymer, S. (1976) The International Operations of National Firms: A Study of

Direct Foreign Investment. Cambridge Mass.: the MIT Press.

28

Page 29: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Hymer, S. (1979) The Multinational Corporation: A Radical Approach. N.York: Cambridge University Press.

Isard, W. (1956) Location and Space Economy. N.York: Wiley. Johnston, R.J. (1983) Philosophy and Human Geography. London: Edward

Arnold. Johnston, R.J., Gregory, D., Smith, D.M. eds., (1986) The Dictionary of Human

Geography. Oxford: Blackwell. Καυκαλάς, Γρ. (1984) Η Περιφερειακή Οργάνωση της Ελληνικής Βιοµηχανίας.

Θεσσαλονίκη: ∆ιδακτορική διατριβή, ΑΠΘ. Καυκαλάς, Γρ., Κοµνηνός, Ν., Λαγόπουλος, Α-Φ., επιµ., (1984) Πολεοδοµικός

Προγραµµατισµός: Θεωρία, Θεσµοί, Μεθοδολογία. Θεσσαλονίκη: Παρα-τηρητής.

Κοµνηνός, Ν. (1982) Ανάπτυξη της Πόλης και Προγραµµατισµός. Θεσσαλονί-κη: Τίµαιος.

Κοµνηνός, Ν. (1986) Θεωρία της Αστικότητας (Τοµ. Ι, ΙΙ και ΙΙΙ). Αθήνα: Σύγ-χρονα Θέµατα.

Κοµνηνός, Ν. (1993) Τεχνοπόλεις και Στρατηγικές Ανάπτυξης στην Ευρώπη. Αθήνα: Gutenberg.

Κοµνηνός, Ν. (1998) Η Καινοτόµος Περιφέρεια. Αθήνα: Gutenberg. Κοµνηνός, Ν., Κυργιαφίνη, Λ., Σεφερτζή, Ε., επιµ., (2002) Τεχνολογίες Ανά-

πτυξης Καινοτοµίας σε Περιφέρειες και Συµπλέγµατα Παραγωγής. Αθήνα: Gutenberg.

Kόνσολας, N.I. (1970) Βιοµηχανικαί Περιοχαί. Μελέτη Οικονοµικής του Χώρου. Αθήνα.

Κόνσολας, Ν. (1974) Στοιχεία Οικονοµικής Γεωγραφίας και Περιφερειακής Α-ναπτύξεως. (Τοµ. Α), Αθήνα.

Κόνσολας, Ν. (1983) Περιφερειακή Οικονοµική Πολιτική. Αθήνα: Παπαζήσης. Κουρλιούρος Η., (1985) Αστική γαιοπρόσοδος: Θεωρητικές διερευνήσεις και

υποθέσεις. Τεχνικά Χρονικά Α, Τοµ. 5, Τευχ. 4: 57-85. Κουρλιούρος, Η. (1989) Ανάπτυξη του Χώρου και Χωροταξικός Σχεδιασµός:

Ζητήµατα Επιστηµονικής Μεθόδου, Συστηµάτων Προσέγγισης και Επι-στηµολογικής Κριτικής του Σχεδιασµού. ΕΜΠ: ∆ιδακτορική διατριβή.

Kourliouros, E. (1995) Industrial Space in Contemporary Athens: The Devel-opment and Transformation of a Southern European Metropolis. LSE: unpublished PhD thesis.

Kourliouros, E. (1997) Planning industrial location in Greater Athens: The in-teraction between de-industrialization and anti-industrialism during the 1980s. European Planning Studies, 5/4: 435-460.

Kourliouros, E. (1998) Less developed Southern European regions and tech-nology parks: The case of Athens. Synthesis, 2/2: 17-32.

Κουρλιούρος, Η. (2001) ∆ιαδροµές στις Θεωρίες του Χώρου: Οικονοµικές Γεω-γραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.

Kourliouros E., (2003) Reflections on the economic-noneconomic debate: A radical geographical perspective from the European South. Antipode 35/4: 781-99.

Kourliouros E., Wassenhoven L., (1997) Development agencies and the man-agement of rural development in Greece: The case of rural problem ar-eas. Proceedings of the XVII Congress of the European Society for Rural Sociology: Local Responses to Global Integration: Towards a New Era of

29

Page 30: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Rural Restructuring. Mediterranean Agronomic Institute of Chania, Crete 1997.

Kourliouros E., Korres G., Marmaras M., Τsobanoglou G. (2006) Peripheral regions in duress: Counter-social capital impediments of local develop-ment in rural Greek areas. Proceedings of the 46th Congress of the Euro-pean Regional Science Association (ERSA): Enlargement, Southern Europe and the Mediterranean. Volos 2006.

Κουτσόπουλος, Κ. (1990) Γεωγραφία: Μεθοδολογία και Μέθοδοι Ανάλυσης Χώρου. Αθήνα: Συµµετρία.

Krugman, P. (1991) Increasing returns and economic geography. Journal of Political Economy 99: 483-99.

Krugman, P. (1991a) Geography and Trade. Cambridge, Mass., the MIT Press.

Krugman, P. (1996) Development, Geography and Economic Theory. Cam-bridge, Mass.: the MIT Press.

Krugman, P. (2000) Where in the world is the “new economic geography”? Στο Clark, G., et al. (eds.) The Oxford Handbook of Economic Geography. Oxford: Oxford University Press.

Krumme, G. (1969) Towards a geography of enterprise. Economic Geography, 45: 30-40.

Λαµπριανίδης, Λ. (1992) Η Γεωγραφική ∆ιάσταση των Υπεργολαβικών Σχέσε-ων Παραγωγής στη Βιοµηχανία. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Labrianidis, L. (1982) Industrial Location in Capitalist Societies: The Tobacco Industry in Greece 1880-1980. LSE: unpublished PhD thesis.

Λάσκαρις, Κ., επιµ. (1993) Περιβαλλοντική Κρίση. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. Lee, R., Wills, J. eds., (1997) Geographies of Economies. London: Arnold. Lefebvre, H. (1976) The Survival of Capitalism. London: Allison & Busby. Lefebve, H. (1991) The Production of Space. Oxford: Blackwell. Le Heron, R.B., Warr, E.C.W. (1976) Corporate organization, corporate strat-

egy and agribusiness development in New Zealand. New Zealand Geog-rapher, 32: 1-16.

Λεοντίδου, Λ. (1977) Σχέδιο ανάλυσης της δοµής της πόλης και του ρόλου της πολεοδοµίας στη σύγχρονη Ελλάδα. Αδιέξοδα και προοπτικές. Αρχιτεκτονι-κά Θέµατα 11: 94-101.

Leontidou, L. (1983) Industrial restructuring and the relocation of manufactur-ing employment in post-war Athens. Πόλη & Περιφέρεια, 7: 79-105.

Λεοντίδου, Λ. (1989) Πόλεις της Σιωπής. Εργατικός Εποικισµός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυµα ΕΤΒΑ.

Leontidou, L. (1990) The Mediterranean City in Transition. Cambridge: Cam-bidge University Press.

Leontidou, L. (1993) Postmodernism and the city: Mediterranean versions. Ur-ban Studies, 30(6): 949-965.

Leontidou, L. (1993a) Informal strategies of unemployment relief in Greek cit-ies: The relevance of family, locality and housing. European Planning Studies, 1(1): 43-68.

Leontidou, L. (1996) Alternatives to modernism in (southern) urban theory: Ex-ploring in-between spaces. International Journal of Urban and Regional Research, 20/2: 178-95.

30

Page 31: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Λεοντίδου, Λ. (2005) Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστηµο-λογικές ∆ιαδροµές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράµ-µατα.

Lipietz, A. (1974) Le Tribute Foncier Urbain. Paris: Fr. Maspero. Lipietz, A. (1986) New τendencies in the international division of labour: Re-

gimes of accumulation and modes of regulation. Στο Scott, A.J., Storper, M. (eds.) Production, Work, Territory: The Geographical Anatomy of In-dustrial Capitalism. Boston: Allen and Unwin.

Lojkine, J. (1976) Contribution to a marxist theory of capitalist urbanization. Στο Pickvance, C.G. (ed.) Urban Sociology: Critical Essays. London: Ta-vistock.

Lösch, A. (1938) The nature of economic regions. Στο Friedmann, J., Alonso, W. eds., (1964) Regional Development and Planning: A Reader. Cam-bridge Mass.: the MIT Press.

Lösch, A. (1954) The Economics of Location. New Haven: Yale University Press (πρώτη γερµανική έκδοση 1940).

Lovering, J. (1999) Theory led by policy: The inadequacies of the “new region-alism”. International Journal of Urban and Regional Research, 23/2: 379-95.

Λυµπεράκη, Α. (1991) Ευέλικτη Εξειδίκευση; Κρίση και Αναδιάρθρωση στη Μι-κρή Βιοµηχανία. Αθήνα: Gutenberg.

Λυµπεράκη, Α., Μουρίκη, Α. (1996) Η Αθόρυβη Επανάσταση: Νέες Μορφές Οργάνωσης της Παραγωγής και της Εργασίας. Αθήνα: Gutenberg.

Lundvall, B-A., Borras, S. (1997) The Globalising Learning Economy: Implica-tions for Innovation Policy. Report based on contributions from seven pro-jects under the TSER programme, DG XII, Commission of the European Union.

Lundvall, B-A., ed. (1992) National Systems of Innovation: Towards a Theory of Innovative and Interactive Learning. London: Pinter Publishers.

Μάλλιος, Μ. (1977) Η Σύγχρονη Φάση Ανάπτυξης του Καπιταλισµού στην Ελ-λάδα. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Malmberg, A., Maskell, P. (2005) Localized Learning Revisited. DRUID work-ing paper No. 05-19.

Μαλούτας, Θ. (1990) Αθήνα, Κατοικία, Οικογένεια: Ανάλυση των Μεταπολεµι-κών Πρακτικών Στέγασης. Αθήνα: Εξάντας.

Μαλούτας, Θ., Οικονόµου, ∆., επιµ. (1992) Κοινωνική ∆οµή και Πολεοδοµική Οργάνωση στην Αθήνα. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Markusen, A. (2003) Fuzzy concepts, scanty evidence, policy distance: The case for rigour and policy relevance in critical regional studies. Regional Studies, 36.6 & 7: 701-17.

Markusen, A. (2006) An Actor-Centered Approach to Economic Geographic Change. Minneapolis: University of Minnesota, Humphrey Institute of Pub-lic Affairs -Project on Regional and Industrial Economics.

Μαρµαράς, Μ. (1985) Η Αστική Πολυκατοικία της Μεσοπολεµικής Αθήνας: Θε-σµικό Πλαίσιο, Χωροθέτηση, ∆ιαδικασία Παραγωγής. ΕΜΠ: ∆ιδακτορική διατριβή.

Martin, R. (1999) The new “geographical turn” in economics: Some critical re-flections. Cambridge Journal of Economics, 23: 65-91.

31

Page 32: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Martin, R., Sunley, P. (1996) Paul Krugman’s geographical economics and its implications for regional development theory: A critical assessment. Eco-nomic Geography, 72/3: 259-92.

Martin, R., Sunley, P. (2001) Rethinking the “economic” in economic geogra-phy: Broadening our vision or losing our focus? Antipode, 32/2: 148-61.

Martin, R., Rowthorn, B., eds., (1986) The Geography of De-industrialization. London: Macmillan.

Maskell, P., Malmberg, A. (1995) Localized learning and industrial competi-tiveness. BRIE working paper No. 80.

Massey, D. (1984) Spatial Divisions of Labour. London: Macmillan. Massey, D., Catalano, A. (1978) Capital and Land. London: Arnold. Massey, D., Meegan, R. (1982) The Anatomy of Job Loss: The How, Why and

Where of Employment Decline. London: Methuen. Massey, D., Allen, J. eds., (1984) Geography Matters! Cambridge: Cambridge

University Press and Open University. McLoughlin, J.B. (1969) Urban and Regional Planning: A Systems Approach.

London: Faber & Faber. McNee, R.B. (1960) Towards a more humanistic geography: The Geography

of enterprise. Tijdschrift voor Economische en Sociale Geographie, 51: 201-6.

Morgan, K. (1997) The learning region: Institutions, innovation and regional re-newal. Regional Studies, 31.5: 491-503.

Μουζέλης, Ν. (1978) Νεοελληνική Κοινωνία: Όψεις Υπανάπτυξης. Αθήνα: Εξά-ντας.

Muth, R.F. (1969) Cities and Housing. Chicago: Chicago University Press. Myrdal, G. (1957) Economic Theory and Underdeveloped Regions. London:

Duckworth. Ohlin, B. (1933) Interregional and International Trade. Cambridge, Mass.: Har-

vard University Press. Οικονόµου, ∆., Πετράκος, Γ., επιµ. (1999) Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλε-

ων. Αθήνα: Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg. Olsson, G. (1969) Inference problems in locational analysis. Στο Cox, K.R.,

Golledge, R.G., (eds.) Behavioral Problems in Geography: A Symposium. Evanston III: Northwestern University Press.

Παναγιωτάτου, Ε. (1995) Μελέτη και Έρευνα Προβληµάτων ∆υσλειτουργίας των ΜΜΕ σε Σχέση µε την Πολεοδοµική Οργάνωση. Χώρος και Παραγω-γική ∆ιαδικασία. Αθήνα: ΕΜΠ.

Peet, R., Thrift, N. (1989) Political economy and human geography. Στο Peet, R., Thrift, N. (eds.) New Models in Geography: The Political-Economy Perspective. (Vol. One). London: Unwin Hyman.

Perrons, D. (2000) The New Economy and Uneven Geographical Develop-ment: Towards a more Holistic Framework for Economic Geography. EGRG Working paper 00/01.

Perrons, D. (2001) Towards a more holistic framework for economic geogra-phy. Antipode, 32/2: 208-15.

Perroux, F. (1955) La notion de pole de croissance. Economie Appliquee, 3: 225-44.

Piore, M., Sabel, C. (1984) The Second Industrial Divide: Possibilities for Pros-perity. N. York: Basic Books.

Porter, M. (1990) The Competitive Advantage of Nations. N.York: Free Press.

32

Page 33: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Pred, A.R. (1967) Behaviour and Location: Foundations for a Geographic and Dynamic Location Theory –Part 1. Lund studies in Geography, Series B, 27.

Preteceille, E. (1973) La Production des Grands Ensembles. Paris: Mouton. Putnam, R. (1993) Making Democracy Work: Civic Traditions in Modern Italy.

Princeton, NJ: Princeton University Press. Rawstron, E.M. (1958) Three principles of industrial location. Transactions of

the Institute of British Geographers, 25: 135-42. Richardson, H.W. (1972) Περιφερειακή Οικονοµική. (Τοµ. Α, Β). Αθήνα: Παπα-

ζήσης. Ροβολής, Α. (2002) Νέα οικονοµική γεωγραφία» και άλλες (ξεχασµένες;) εναλ-

λακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις: Αναζητώντας ένα θεωρητικό πλαίσιο οικονοµικής ανάλυσης του χώρου. Τόπος, 18-19: 5-15.

Ρόκος, ∆., επιµ. (1994) Επιστήµες και Περιβάλλον στα Τέλη του Αιώνα: Προ-βλήµατα και Προοπτικές. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Roweis, S., Scott, A.J. (1981) The urban land question. Στο Dear, M., Scott, A.J. (eds.) Urbanization and Urban Planning in Capitalist Society. Lon-don: Methuen.

Σαρηγιάννης, Γ. (1982) Ανάπτυξη και χωροταξία στην Ελλάδα: Η περίπτωση της πετροχηµικής βιοµηχανίας. Επιστηµονική Σκέψη, Νο 10: 55-62.

Sassen, S. (1991) The Global City: New York, London, Tokyo. New Jersey: Princeton University Press.

Sayer, A. (1997) The dialectic of culture and economy. Στο Lee, R., Wills, J. (eds.) Geographies of Economies. London: Arnold.

Sayer, A. (1998) Political economy, culture and moral economy. Στο Seminars of the Aegean proceedings: Space, Inequality and Difference: from Radi-cal to Cultural Formulations? Athens.

Sayer, A. (2001) For a critical cultural political economy. Antipode 33/4: 687-708.

Scott, A.J. (1988) New Industrial Spaces: Flexible Production Organization and Regional Development in North America and Western Europe. London: Pion.

Scott, A.J. (1988a) Flexible production systems and regional development: the rise of new industrial spaces in North America and Western Europe. In-ternational Journal of Urban and Regional Research, 12: 171-86.

Scott, A.J. (2000) Economic geography: The great half-century. Στο Clark, G., et al. (eds.) The Oxford Handbook of Economic Geography. Oxford: Ox-ford University Press.

Scott, A.J. (2000a) Regions and the World Economy: The Coming Shape of Global Production, Competition and Political Order. Oxford: Oxford Uni-versity Press.

Σεφερτζή, Ε., επιµ., (1998) Καινοτοµία. Αθήνα: Gutenberg. Shaefer, F.K. (1953) Exceptionalism in geography: A methodological examina-

tion. Annals of the Association of American Geographers, Vol. 43: 226-49.

Sheppard, E.S., Barnes, T. J. (1990) The Capitalist Space Economy: Geo-graphical Analysis after Ricardo, Marx and Sraffa. London: Unwin Hyman.

Σκούντζος, Θ. Α. (1993) Περιφερειακή Οικονοµική Ανάλυση και Πολιτική (Τοµ. Α και Β). Αθήνα: Σταµούλης.

33

Page 34: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Smith, N. (1989) Uneven development and location theory: Towards a synthe-sis. Στο Peet, R., Thrift, N. (eds.), New Models in Geography: The Politi-cal-Economy Perspective. (Vol. A). London: Unwin Hyman.

Smith, D.M. (1966) A theoretical framework for geographical studies of indus-trial location. Economic Geography, 42: 95-113.

Smith, D.M. (1971) Industrial Location: An Economic-Geographic Analysis. N. York: Wiley.

Soja, E. (1980) The socio-spatial dialectic. Annals of the Association of Ameri-can Geographers, 70(2): 207-25.

Soja, E., (1985) The spatiality of social life: Towards a transformative retheori-zation. Στο Gregory, D., Urry, J. (eds.) Social Relations and Spatial Struc-tures. London: Macmillan.

Soja, E. (1989) Postmodern Geographies: The Reassertion of Space in Critical Social Theory. London: Verso.

Soja, E., (1997) Third Space: Journeys to Los Angeles and Other Real and Imagined Places. Oxford: Blackwell.

Σοφούλης, Κ. (1979) Το Έδαφος ως Παραγόµενος Συντελεστής της Παραγω-γής. Αθήνα: Παπαζήσης.

Stathakis, G. (1983) Industrial Development and the Regional Problem: The Case of Greece. University of Newcastle upon Tyne: Unpublished PhD the-sis.

Storper, M. (1997) The Regional World: Territorial Development in a Global Economy. N.York & London: Guilford Press.

Storper, M., Walker, D. (1989) The Capitalist Imperative: Territory, Technology and Industrial Growth. Oxford: Blackwell.

Swyngedouw, E. (1998) Marxism and Historical-Geographical Materialism: A Spectre is Haunting Geography . WPG 98-8.

Townroe, P.M. (1976) Planning Industrial Location. London: Leonard Hill. Tsobanoglou, G. (2006) Fostering Social Inclusion and Sustainable Communi-

ties: the Role of Social Capital, Social Economy and Local Partnerships for Europe. Mytilene: University of the Aegean.

Ψυχοπαίδης, Κ., Γετίµης, Π. (1989) Ρυθµίσεις Τοπικών Προβληµάτων. Αθήνα: Ίδρυµα Μεσογειακών Μελετών.

Vickerman, R.W. (1984) Urban Economics: Analysis and Policy. Oxford: Philip Allan publishers Ltd.

von Thünen, J.H. (1966) Isolated State: an English Edition of Der isolierte Staat. Oxford & New York: Pergamon (πρώτη γερµανική έκδοση 1826).

Wassenhoven, L. (1980) The Settlement System and Socio-Economic Forma-tion: The Case of Greece. LSE: Unpublished PhD thesis.

Wassenhoven L., Kourliouros E., (1997) Problems of socio-economic devel-opment and territorial planning in rural Greek areas. XVII Congress of the European Society for Rural Sociology: Local Responses to Global Inte-gration: Towards a New Era of Rural Restructuring. Mediterranean Agro-nomic Institute of Chania, Crete 1997.

Weber, A. (1929) Theory of the Location of Industries. Chicago: University of the Chicago Press (πρώτη γερµανική έκδοση 1909).

34