13
1 Καλησπέρα. Να πω στους φίλους και στις φίλες που έχω απέναντί μου ότι είναι για μένα η πρώτη παρουσίαση. Όταν μου προτάθηκε να παρουσιάσω το βιβλίο της Ελένης Αναστασοπούλου «Δυσσάκος», ένιωσα παράξενα, δίστασα αρχικά, καθώς θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να κρίνω τα γραπτά άλλων και να τα παρουσιάσω στο κοινό με τα δικά μου καθαρά υποκειμενικά – και πολλές φορές καθαρά φιλολογικά- κριτήρια. Από την άλλη όμως ήταν για μένα μια πρόκληση, καθώς μου δόθηκε η δυνατότητα με επίσημο τρόπο να στοιχειοθετήσω την προσωπική μου σχέση με το λογοτεχνικό βιβλίο και την ανυπολόγιστη αξία του. Και άδραξα την ευκαιρία. Τελειώνοντας λοιπόν την ανάγνωση του «Δυσσάκου», συνειδητοποίησα πως αν επιμένουμε να διαβάζουμε λογοτεχνία στην εποχή μας είναι γιατί πιστεύουμε σε αυτό που μας προσφέρει. Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο με την ποίηση και τα μυθιστορήματα, αξίζει, όμως, να δοκιμάσουμε την ευεργετική επίδρασή της στη ζωή και στον χαρακτήρα μας. Αν με ρωτούσε κανείς πώς η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου, θα απαντούσα πως η λογοτεχνία κυρίως σου μαθαίνει τρόπους. Σε κάνει λιγότερο σίγουρο για τον εαυτό σου, λιγότερο μελοδραματικό και κραυγαλέο, λιγότερο αφελή και ευκολόπιστο αλλά και πιο ευγενή στη γλώσσα, πιο διορατικό στις ανθρώπινες σχέσεις. Στη ζωή τα πράγματα δεν είναι κυρίως όπως φαίνονται και η λογοτεχνία θα βρίσκεται πάντα εδώ για να μας το θυμίζει και να μας ωθεί, παρά τις δυσκολίες, σε ατέρμονες πορείες μέσα στις άνυδρες ερήμους του βίου. Η λογοτεχνία θα υπάρχει «για να δώσει ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να του δείξει

Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από την Θεοδώρα Μπλάκου

Citation preview

Page 1: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

1

Καλησπέρα.

Να πω στους φίλους και στις φίλες που έχω απέναντί μου ότι είναι για

μένα η πρώτη παρουσίαση. Όταν μου προτάθηκε να παρουσιάσω το

βιβλίο της Ελένης Αναστασοπούλου «Δυσσάκος», ένιωσα παράξενα,

δίστασα αρχικά, καθώς θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να κρίνω τα

γραπτά άλλων και να τα παρουσιάσω στο κοινό με τα δικά μου

καθαρά υποκειμενικά – και πολλές φορές καθαρά φιλολογικά-

κριτήρια. Από την άλλη όμως ήταν για μένα μια πρόκληση, καθώς μου

δόθηκε η δυνατότητα με επίσημο τρόπο να στοιχειοθετήσω την

προσωπική μου σχέση με το λογοτεχνικό βιβλίο και την

ανυπολόγιστη αξία του. Και άδραξα την ευκαιρία.

Τελειώνοντας λοιπόν την ανάγνωση του «Δυσσάκου»,

συνειδητοποίησα πως αν επιμένουμε να διαβάζουμε λογοτεχνία στην

εποχή μας είναι γιατί πιστεύουμε σε αυτό που μας προσφέρει. Δεν θα

καταφέρουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο με την ποίηση και τα

μυθιστορήματα, αξίζει, όμως, να δοκιμάσουμε την ευεργετική

επίδρασή της στη ζωή και στον χαρακτήρα μας. Αν με ρωτούσε κανείς

πώς η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή μου, θα απαντούσα πως

η λογοτεχνία κυρίως σου μαθαίνει τρόπους. Σε κάνει λιγότερο

σίγουρο για τον εαυτό σου, λιγότερο μελοδραματικό και κραυγαλέο,

λιγότερο αφελή και ευκολόπιστο αλλά και πιο ευγενή στη γλώσσα,

πιο διορατικό στις ανθρώπινες σχέσεις.

Στη ζωή τα πράγματα δεν είναι κυρίως όπως φαίνονται και η

λογοτεχνία θα βρίσκεται πάντα εδώ για να μας το θυμίζει και να μας

ωθεί, παρά τις δυσκολίες, σε ατέρμονες πορείες μέσα στις άνυδρες

ερήμους του βίου. Η λογοτεχνία θα υπάρχει «για να δώσει ένα

ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να του δείξει

Page 2: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

2

ότι δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και τον

θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορούν να νικηθούν. Νικήθηκαν

κιόλας.», μας διαβεβαιώνει ο Νίκος Καζαντζάκης, στον "Τελευταίο

Πειρασμό" του. Με τη λογοτεχνία ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τα

οποία η καταιγιστικά αδυσώπητη και ωμή πραγματικότητα

προσπαθεί να τα κρατήσει ερμητικά κλειστά. Και ο «Δυσσάκος»

άνοιξε τα μάτια και της δικής μου ψυχής…

Εστίασα το ενδιαφέρον μου αρχικά στον τίτλο του βιβλίου.

«Δυσσάκος»: η παραπομπή στον ομηρικό ήρωα- σύμβολο είναι

προφανής. Ποιες όμως ιδιότητές του ενσαρκώνει ο δικός μας ; το

βλέμμα μου πέφτει στο εξώφυλλο. Μέσα από το πετυχημένο

κοντράστ του πράσινου με το κόκκινο, η έμφαση δίνεται στον

«φεύγοντα» άνθρωπο -σκιά· Αυτός κατακόκκινος- προφανώς λόγω

ιδεολογικών πεποιθήσεων – βαδίζει γοργά, ίσως για να αποδράσει

από αυτό που του ορίζει η ειμαρμένη, ενώ τα χέρια του σε τέλεια

διάταση μας θυμίζουν τη σταύρωση και τα πάθη. Συνειρμικά

λειτουργώντας το «πολύπαθος» είναι το επίθετο που ψελλίζει η

γλώσσα μου για τον ήρωα του μυθιστορήματός μας, ενώ η

συγγραφέας λειτουργώντας με λογοτεχνική οξυδέρκεια, επιθέτει την

υποκοριστική κατάληξη – άκος δεσμεύοντας προκαταβολικά γι’

αυτόν την συμπάθειά μας.

Ήδη η συγγραφέας περιμένει από τον αναγνώστη να ανταποκριθεί

στο συγγραφικό της κάλεσμα οδηγώντας τον στους δικούς της

σεναριακούς λαβύρινθους και επιτρέποντάς του, ως αυτόβουλο

σκεπτόμενο ον, να κάνει τις επιλογές του, να προχωρήσει στις δικές

του ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Η διττή αυτή λειτουργία της, κρατά

αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κινητοποιεί τις διανοητικές

και συναισθηματικές πτυχές τη ύπαρξής του, τον λυτρώνει από τα

Page 3: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

3

πάθη και τις μικρότητές του, τον διαβεβαιώνει εν τέλει πως δεν

υπήρξε ένα συγκυριακό σποράδην υποκείμενο δίχως στάγδην

συσσώρευση γλυκύτητας από το θαύμα της λογοτεχνικής

συγγραφής.

Οι κεντρικοί ήρωες της μυθιστορίας μας, λοιπόν, είναι ο Δυσσάκος και

η Μαρία - Μαρίκα ή Μαρικάκι - και σε αυτή το υποκοριστικό δίνεται

για επίτευξη απόλυτης αρμονίας και συμμετρίας προς το Δυσσάκος,

που η συγγραφέας τους θέλει να μεγαλώνουν μαζί σε διπλανά σπίτια,

να αποκτούν κοινές εμπειρίες, να αποτελεί ο ένας το στήριγμα του

άλλου, να βρίσκονται σε μια διαρκή συναισθηματική ώσμωση που

εξασφαλίζει μεν την ψυχική τους ισορροπία, αλλά όχι και τη φυσική

παρουσία του ενός δίπλα στον άλλο. Αυτή βρίσκεται σχεδόν πάντα σε

εκκρεμότητα.

Ο καθένας μέσα στην οικογένειά του βιώνει ξεχωριστές τραγικές

καταστάσεις. Η οικογένεια του Δυσσάκου αποτελείται, εκτός από

αυτόν, από τον παππού Δυσσέα, τον πατέρα Οδυσσέα,

(παρακολουθούμε όλες τις εκδοχές εκφοράς του ονόματος, ίσως για

να βιώσουμε διαφορετικές πτυχές του ομηρικού αρχέτυπου, το σοφό,

τον περιπλανώμενο, τον πολύπαθο Οδυσσέα), και τη μητέρα του

Λόπη. Όλη η ζωή του Δυσσάκου στιγματίζεται από την απουσία του

πατέρα του, που, κυνηγημένος για τα αριστερά του φρονήματα,

βρίσκει διέξοδο στη φυγή και τελικά περνά στη λήθη. Αυτός ο πατέρας

είναι η σκιά των παιδικών χρόνων του Δυσσάκου, είναι ένας πατέρας

που θα προσπαθήσει να τον ψηλαφίσει μέσα από τα γράμματά του.

Είναι μια απουσία που θα στοιχειώνει την ύπαρξή του μέχρι την

ενηλικίωσή του και δε θα μπορέσει να αποκατασταθεί ούτε και μετά

τι σμίξιμό τους, γιατί απλά ο πατέρας, βαριά άρρωστος πια, δε θα είναι

σε θέση να απαντήσει στα αμείλικτα ερωτήματα του γιου του.

Page 4: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

4

Για το Δυσσάκο ο πατέρας του θα είναι για πάντα ένας «πατέρας από

χαρτί». Το κενό δυσαναπλήρωτο θα στιγματίζει κάθε του στιγμή

ακόμα και την πιο χαρούμενη. Άλλωστε από τα ταχταρίσματα της

γιαγιάς Χαρίκλειας είχε καταλάβει πως «η χαρά ήταν η άλλη όψη

του πόνου». Και στη περιφέρεια όλων αυτών μια μητέρα, η Λόπη, σαν

την καρτερική ομηρική Πηνελόπη, γυναίκα στερημένη, ανεκπλήρωτη,

άδεια, προδομένη, σκιά του ίδιου της του εαυτού, που «έμαθε να

διοχετεύει τα συναισθήματά της σε υπόγεια ρεύματα». Η

πληγωμένη της υπόσταση βρίσκει ίαση μόνο στην αμέριστη

προσφορά αγάπης και φροντίδας προς το παιδί της, το μοναδικό ίσως

πλάσμα που δικαιώνει την ύπαρξή της.

Από την άλλη μεριά η οικογένεια της Μαρίας. Σε αυτή δεσπόζει η

αυταρχική μορφή του Ζήκου, πατριού της μητέρας της, Φωτούλας. Ο

άνθρωπος αυτός υπήρξε η πηγή κάθε δυστυχίας για τις δύο γυναίκες.

Η Φωτούλα, υιοθετημένη από το Ζήκο, μετά από ένα διάλειμμα χαράς

για ένα χρόνο κοντά στο σύζυγό της, που δυστυχώς τον χάνει

γρήγορα, επιστρέφει στον πατριό. Έχει διαμορφώσει μια

μανιχαïστική αντίληψη για τον κόσμο και τις δυνάμεις που τον

κυβερνούν, καθώς γι αυτή υπάρχει μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα

στο καλό και το κακό. Έτσι, υπομένει τις αρρωστημένες σεξουαλικές

ορέξεις του πατριού της, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την ηρεμία

και την ασφάλεια της κόρης της, Μαρίας. Εκείνη, γλιτώνει τη

σεξουαλική αλλά όχι και τη σωματική κακοποίηση από τον κατ’

ευφημισμό παππού της. Ωστόσο «μεγαλώνοντας, παρά τον

δυνάστη, μεγαλώνει μέσα της κάτι το ανυπότακτο». Γίνεται μια

γυναίκα δυναμική, πλήρης αγωνιστικότητας που δεν υποκύπτει στον

νοσηρό ψυχισμό του εξουσιαστή Ζήκου. Είναι το alter ego του

Δυσσάκου, το αποκούμπι του, η σωτηρία του, η ερωμένη – φίλη του,

Page 5: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

5

και τελικά το πεπρωμένο του. Αυτή τη μορφή διάλεξε η συγγραφέας

να ανοίγει και να κλείνει τη μυθιστορία της, μέσα από την

εξομολόγηση της ζωής της στη δασκάλα της, δημιουργώντας

λογοτεχνικά το σχήμα του κύκλου. Τίποτα τελικά δεν είναι τυχαίο.

Οι δύο ήρωες αγαπούν τη ζωή, βιώνουν την αλήθεια που τους

προσφέρει η φιλία τους, αλλά του κύκλου τα γυρίσματα τους

εγκλωβίζουν στη δίνη τους και παρά τις φυγόκεντρες μάχες τους,

υποκύπτουν –προσωρινά πάντα- παρακινημένοι από σπασμωδικές-

ενστικτώδεις αντιδράσεις. Έτσι χάνονται, οι δρόμοι τους χωρίζουν

και, ενώ προσπαθούν να αφήσουν πίσω το παρελθόν τους, αυτό

στήνεται πάντα μπροστά τους, επιζητώντας τη δικαίωση της

ξεχωριστής τους σχέσης. Η συγγραφέας, με εξαιρετικά ευρηματικό

τρόπο επινοεί μια παράλληλη-ταυτόσημη νέα τραγωδία που θα τους

λυτρώσει από τα δεσμά και τις ενοχές της νέας, εικονικά πλασμένης

ζωής τους, ενώ μέσα από μια δραματική κορύφωση θα προκύψει η

ερωτική τους συνεύρεση που είχε προετοιμαστεί έντεχνα από την

αρχή του μυθιστορήματος και το πρελούδιό της εντοπίζεται στα

φιλικά σκιρτήματα της παιδικότητάς τους. Στη συνεύρεσή τους αυτή

«τα πρόσωπά τους ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο οι κοινές

μνήμες ζωγράφιζαν το ωραιότερο κομμάτι της ζωής τους».

Έτσι θα γεννηθεί ο Φωκάς που, δυστυχώς, δε θα γνωρίσει τον πατέρα

του, γιατί ο Δυσσάκος υποκινούμενος από τις κληρονομικές του

καταβολές, δραπετεύει ταξιδεύοντας. Έτσι βλέπουμε την ιστορία να

επαναλαμβάνεται και οι άνθρωποι να ψηλαφίζονται «ακουμπώντας

με τα δάχτυλά τους την υδρόγειο, συναντώντας ο ένας τον άλλο

στα λιμάνια του κόσμου». Ο Δυσσάκος γίνεται αποδέκτης- για άλλη

μια φορά- μιας σειράς επιστολών ημερολογιακού χαρακτήρα, από το

Μαρικάκι, όμως, αυτή τη φορά. Με τον τρόπο αυτό διασώζεται η

Page 6: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

6

αλήθεια των πρωταγωνιστών μας και συνειδητοποιούν πως είναι

γήινοι, πως, παρόλα όσα βιώνουν, παραμένουν εν ζωή, με κάποιες

απώλειες είναι αλήθεια, αλλά παρόλα αυτά ζωντανοί, με λίγη χαμένη

ικμάδα, λίγο πιο σκοτεινό βλέμμα, λίγη θρυμματισμένη αξιοπρέπεια,

λίγη περισσότερη ελπίδα. Την ελπίδα της οριστικής αντάμωσης που

την επισπεύδει επιτακτικά η ακόρεστη επιθυμία ενός εφήβου να βρει

τις ρίζες του και τελικά να αποκτήσει ταυτότητα.

Επόμενος σταθμός στη παρουσίασή μου ο αφηγηματικός

χωροχρόνος. Εδώ η Ελένη Αναστασοπούλου επέδειξε ιδιαίτερη

μαεστρία σφιχτοδένοντας και συνυφαίνοντας τους δυο αυτούς

πόλους της αφηγηματικής τεχνικής της σε ένα σύνολο ενιαίο και

αδιαίρετο, που καθιστούν αδύνατη, σχεδόν, την ξεχωριστή εξέτασή

τους. Ωστόσο, ίσως από φιλολογική διαστροφή, θα το επιχειρήσω

προσέχοντας να μην εκπέσει η παρουσίαση σε άστοχους και

φλύαρους σχολαστικισμούς.

Το αφηγηματικό παρόν είναι το σήμερα, ίσως και η τωρινή μέρα, αλλά

η αναδρομή στο παρελθόν αφήνει την ιστορία μας να ξεδιπλωθεί σε

ένα χρονικό ορίζοντα που η αφετηρία της εντοπίζεται στο τρίτο έτος

της δεκαετίας του 60. Η Μαρία ετοιμάζεται να αφηγηθεί την ιστορία

της στη δασκάλα, ξεκινώντας από αυτό το χρονικό σημείο,

εγκιβωτίζοντας παράλληλα την ιστορία δευτερευόντων προσώπων

που σχεδόν έχουν το ρόλο του κομπάρσου. Ωστόσο οι χρονικές

αναφορές πολλές φορές φτάνουν πιο πίσω, ισορροπώντας

δεξιοτεχνικά τον αφηγηματικό χρόνο με την παρουσία τριών γενεών,

υπακούοντας νομοτελειακά στην τριαδική υπόσταση του Δυσσέα,

Οδυσσέα, Δυσσάκου. «Ένα σημάδι είναι και αυτό. Σημαδιακό. Ίδια

μέρα, ίδιο μήνα. Δεκέμβριος του ¨13, ¨33, ¨63. Τρίτωσε». Ο αριθμός

3 έχει εδώ σαφώς την τιμητική του, όχι βέβαια από σύμπτωση, αλλά

Page 7: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

7

από άποψη και επιλογή, καθώς διαφαίνεται η πίστη στην παράδοση

και η επιρροή από τη δημοτική ποίηση, η οποία εκφράζεται συχνά από

τον νόμο των τριών. Και αυτό συμβαίνει και αλλού, επισημαίνοντάς

μας πως η συγγραφέας σκόπιμα επιλέγει τέτοιες αναφορές:

«Δυσσάκος – Μπέλλος – Μαρικάκι. Η γνωστή τριάδα». Η σκόπιμη,

όμως, αυτή επιλογή γίνεται μινιμαλιστικά, ήσυχα και όχι με

τυμπανοκρουσίες, έπαρση και κραυγές, γιατί η συγγραφέας

αναγνωρίζει το μεγαλείο της δημοτικής ποίησης, εμπνέεται από αυτή

και υποκλίνεται σεμνά στη μαγεία της.

Στα γράμματά του Οδυσσέα στο Δυσσάκο, στα γράμματα της Μαρίας

στο Δυσσάκο, στις συζητήσεις στο καφενείο, ξεχύνεται όλη η ιστορία

της σύγχρονης Ελλάδας. Παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας

μορφές της σύγχρονης πολιτικής ζωής και γίνεται αναφορά σε

γεγονότα του κοινωνικού και πολιτικού βίου με σεβασμό στην

ιστορική αλήθεια και αντικειμενικότητα. Έμεινα έκπληκτος, όταν

διαπίστωσα, πόσα πράγματα είχα λησμονήσει, ενώ κάποια από αυτά,

τα είχα ζήσει από κοντά- φοιτητής, τότε, στην Αθήνα. Η παρουσίασή

τους μάλιστα, γίνεται με έναν τρόπο γοργό, νευρώδη, ελαφρά

ειρωνικό και υπομνηματικό μιας αριστερής προσέγγισης- καθ’

υποταγή στην πολιτική ιδεολογία του Οδυσσέα κυρίως- που θυμίζει

χρονογράφημα. Η αναφορά σε όλα αυτά τα γεγονότα είναι

εντυπωσιακή για την προσπάθεια που κατέβαλε η συγγραφέας

προκειμένου να εναρμονίσει την πλοκή της ιστορίας της με την

κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Και το

υλοποίησε με τέτοιο τρόπο χωρίς να φανεί ανακόλουθη και χωρίς να

εκπέσει η μυθιστορία της σε ανούσια καταγραφή ιστορικών

συμβάντων.

Page 8: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

8

«Έμαθα να βάζω χνάρια από χαρτί στα χρόνια της απομόνωσης,

τότε που το χθες και το σήμερα, το αύριο και το ποτέ ήταν ένα

κουβάρι». Στα λόγια αυτά του Οδυσσέα προς τον γιο του διαφαίνεται

η σχέση των ηρώων του «Δυσσάκου» με το χρόνο. Μετρούν τα χρόνια

και όχι το χρόνο. Τα χρόνια τα μετρούν πάνω τους, τα μετρούν σε

αυτούς που αγαπούν, τα μετρούν στις ζωές που έζησαν, στα γκρίζο

των κροτάφων τους. Τα χρόνια όμως · όχι το χρόνο. Αυτός είναι

αέναος, αξεδιάλυτος, άπειρος, το βέλος του έχει εκτοξευτεί επί

δικαίων και αδίκων και ταξιδεύει αμέριμνο σημαδεύοντας τη

χωματένια υπόσταση των ηρώων του «Δυσσάκου». Για κάποιους ο

χρόνος είναι αμείλικτος και σκληρός. Φέρνει το θάνατο, το τέλος. Σε

κάποιους άλλους χαμογελά και τους γεμίζει ελπίδα. Και αυτοί ζουν

αγκαλιά με την ελπίδα τους, αυτή δε θα τους εγκαταλείψει ποτέ σαν

πιστή σκιά ενός φασματικού κόσμου, ενός κόσμου που φαντάζει

ανέφικτος αλλά είναι τόσο πραγματικός εν τη ελπίδι του. Και κάπως

έτσι αποκτούν τη δυνατότητα να ξεχνούν, να συγχωρούν και να

συνεχίζουν. Να δουν τι μένει, τι αξίζει, τι θα αφήσουν πίσω, τι θα

πάρουν μαζί. Να πάρουν μια βαθιά ανάσα, να κρατήσουν την αναπνοή

τους και να κάνουν μακροβούτι στη θάλασσα της ζωής και των

ανθρώπων.

Ο αφηγηματικός τόπος παρουσιάζει επίσης ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Παρατηρούμε καταρχάς μία αντίθεση ανάμεσα στον μικρόκοσμο του

χωριού, που αποτελεί την κοιτίδα των ηρώων μας, και στον κόσμο της

ξενιτιάς, που τη βιώνουν ξέχωρα και μακριά από όλους του άλλους –

έτσι για επαύξηση της μοναχικότητάς τους- ο Οδυσσέας και ο

Δυσσάκος. Μάλιστα, η αποκλειστικότητα της απόλαυσής της από

αυτούς τους δυο, επιτείνεται κατά έναν τρόπο τραγικότερο, όταν

συνειδητοποιούμε ότι η μοναδική συνάντηση πατέρα και γιου

Page 9: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

9

επιτελέστηκε στην ξενιτιά. Και επειδή ένα τέτοιο σμίξιμο ευοδώνεται

και από τον περιβάλλοντα χώρο, φαίνεται πως η νότια Αμερική και η

Χιλή δεν ήταν ο κατάλληλος τόπος, για αυτό και η συνεύρεση πατέρα

και γιου είναι ατελέσφορη, ελλιπής, ανολοκλήρωτη, άδεια, τραγική.

Σαν να διαπράχτηκε ύβρις, αφού μια τόσο σημαντική συνάντηση

έπρεπε κατά τρόπο ιεροτελεστικό να πραγματοποιηθεί στην πατρίδα.

Και κάπως έτσι εφαρμόζεται το σχήμα ύβρις- νέμεσις - τίσις : ο

πατέρας πεθαίνει και ο Δυσσάκος επιστρέφει στην πατρίδα μόνος,

πληγωμένος, στερημένος από την παρουσία του πατέρα του και το

μόνο πράγμα που κουβαλάει στις αποσκευές του από αυτόν είναι η

στάχτη του. «Ξενιτιά, πεθαμένος, στάχτες».

Το χωριό. Ένα ανώνυμο και συνάμα ορισμένο χωριό. Ένας τόπος

ακέραιος, ολοκληρωμένος, άρτιος μέσα στη στενότητά του. Μια

τέλεια κοινωνία με τους καλούς και τους κακούς, τις αρχές του τόπου

και τους ασήμαντους, τους φίλους και τους εχθρούς, του

συναγωνιστές και τους αντίπαλους, τους ημέτερους και τους

χαφιέδες. Με τις γειτονιές του, τα σοκάκια του, τα μαγαζάκια του, την

εκκλησία, το σχολείο, το καφενείο. Ένα σωστό χωριό. Το χωριό του

Δυσσάκου και της Μαρίας, το χωριό όλων σχεδόν των ηρώων του

αφηγήματος, το χωριό όλων μας. Ένας τόπος- σύμβολο της ιδιαίτερης,

αγαπημένης πατρίδας του καθενός. Είναι οι ρίζες, το κοινό

πεπρωμένο, το κοινό μυστικό, η αρχή της ιστορίας.

Και είναι και αυτά τα τοπωνύμια. Η «δική μας» Ελένη

Αναστασοπούλου αναφέρει τα κρύα νερά του Ξηριά, τα βράχια της

Αγίας Παρασκευής, τον Αϊ Λια. Ο τελευταίος μάλιστα τόπος εξαίρεται

ιδιαίτερα από τη συγγραφέα, καθώς όλες οι μεγάλες αποφάσεις και

πράξεις των ηρώων μας πάρθηκαν και τελέστηκαν εκεί. Είναι ένας

τόπος ίασης, συναισθηματικής πλήρωσης, ώριμων σκέψεων, ριζικών

Page 10: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

10

αλλαγών, εξαγνισμού και αφετηρίας μια καινούρια ζωής, τόπος ιερός,

χώρος αριστοτελικής κάθαρσης. Κάθε φορά από κει ο Δυσσάκος και

το Μαρικάκι φεύγουν ανάλαφροι, ηθικά δικαιωμένοι, ελεύθεροι,

καινούριοι. Πλάι στις οικείες για μας ονομασίες έρχονται εκείνες των

μεγάλων λιμανιών του κόσμου. Μέρη αλαργινά, άγνωστα,

περιβεβλημένα με μυστήριο και μαγεία, αποτελούν τις σειρήνες για

πατέρα και γιο που δραπετεύουν για το δικό του λόγο ο καθένας. Ο

πρώτος για να σώσει το όνειρό του, για έναν καλύτερο και δικαιότερο

κόσμο, και ο δεύτερος για να αποδράσει από τα φαντάσματα της

ασφυκτικής ζωής του παρελθόντος, συμπαρασυρόμενος στις

δολιχοδρομίες μιας πρωτοφανούς συνειδησιακής λήθης. Το ταξίδι,

ωστόσο, μετρά πολύ και για τους δυο τους, «γιατί όταν από τη γη

δεν περνάς σαν τουρίστας, αλλά σαν ταξιδευτής, βλέπεις τον

κόσμο με άλλο μάτι».

Στέκομαι στις αφηγηματικές επινοήσεις της Ελένης

Αναστασοπούλου. Η πρώτη είναι η παρουσία των ανθρώπων του

καφενείου και της αυλής. Τα όσα συζητιούνται και αναφέρονται εκεί,

ή καταλαγιάζουν τον κουρνιαχτό της δράσης (εσωτερικής και

εξωτερικής), ή προσημαίνουν τα μελλούμενα και προετοιμάζουν

ψυχολογικά τον αναγνώστη για κάτι καινούριο και δυνατό, ή, απλά,

σαν θυμόσοφος γέρος, επισημαίνουν - με τρόπο άγαρμπο και τραχύ

πολλές φορές είναι αλήθεια - τις μεγάλες αλήθειες της ζωής,

σχολιάζοντας, υπερθεματίζοντας, ενισχύοντας, ερμηνεύοντας τις

πράξεις και τα συναισθήματα των ηρώων.

Και, τέλος, είναι και η δασκάλα. Η δασκάλα που γίνεται αποδέκτης

της αφήγησης της ζωής της Μαρίας, των μεγάλων μυστικών της, των

τελεσίδικων αποφάσεών της. Είναι η καλή της νεράιδα, η γεμάτη

κατανόηση φίλη της, η καταφυγή της, η δική της ξεχωριστή

Page 11: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

11

«Παναγιά». Στην αρχή του αφηγήματος η δασκάλα- αφηγήτρια, μας

τονίζει εμφατικά : «Είμαι γέννημα της γνώσης, ίσως και της

απόγνωσης, της μοναξιάς». Έτσι την επινόησε η Μαρία. Στο τέλος

του έργου, επίσης αναφέρει: «Το Μαρικάκι έφυγε στα βήματα του

Δυσσάκου, μου εμπιστεύτηκε τη ζωή τους μέσα σε ανεπίδοτες

επιστολές και έπεα πτερόεντα». Η δασκάλα, η κυρα- Θάλεια, είναι

αυτή, τελικά, που σώζει σε μας όσα της αφηγήθηκε η Μαρία. Είναι

κατά τη γνώμη μου, μια επινόηση, ένα τέχνασμα που ίσως να κρύβει

κάτι. Μήπως ανάμεσα στη δασκάλα και τη συγγραφέα μας υφέρπει

κάποια υποψία ταυτοπροσωπίας; Είναι, άραγε, τυχαίο που και αυτή

είναι εκπαιδευτικός; Ίσως, η ίδια η συγγραφέας θα μπορούσε να μας

δώσει κάποια απάντηση.

Αγαπητοί φίλοι,

Όταν διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο επιχειρώ να περιχαρακώσω το

μυαλό μου σε έναν κλοιό, σε έναν κύκλο που δεν περιέχει τίποτα άλλο,

παρά, από τη μια μεριά, τις δικές μου ιδεολογικές τοποθετήσεις, τις

δικές μου απόψεις για τον κόσμο και τους νόμους που τον διέπουν, και

από την άλλη τη διάνοια του συγγραφέα, τη σκέψη που βγαίνει μέσα

από το λόγο του, αλλά και τη σκέψη που κρύβεται πίσω από το λόγο

του. Στο «Δυσσάκο» της Ελένης Αναστασοπούλου, ένιωσα τη φανερή

και αφανέρωτη διάνοιά της, ταξίδεψα στον κόσμο των ηρώων της,

φαντάστηκα πρόσωπα, τοπία, καταστάσεις, έκανα ένα βήμα πιο πέρα

… ένιωσα τις σκέψεις της να με κεντάνε, περπάτησα με ξυπόλητα τα

πόδια της ψυχής και του μυαλού μου στο καλοστημένο αφήγημά της.

Αυτό με κάνει να πιστεύω - έχοντας πλήρη συναίσθηση όσων λέω-

πως η συγγραφέας αυτό που δημιουργεί, κυρίες και κύριοι, είναι

λογοτεχνία.

Page 12: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

12

Είθισται, στο τέλος της παρουσίασης ο ομιλών να επιλέγει ένα

απόσπασμα του έργου που για αυτόν είναι ξεχωριστό για διάφορους

λόγους. Ακολουθώντας, λοιπόν, και εγώ αυτόν τον κανόνα επέλεξα το

παρακάτω χωρίο που αποδίδει μοναδικά την ουσιαστικότερη

συνεύρεση των δύο ηρώων, στον πιο σημαντικό για αυτούς τόπο και,

αφού στο μεταξύ είχαν στερηθεί ο ένας τον άλλο για πάνω από δέκα

χρόνια.

«Κάθισαν ανάμεσα στα δυο δέντρα την ώρα που έδυε ο ήλιος κι

άφηνε στα μάτια της Μαρίας όλα του τα χρώματα. Ο Δισάκος,

όταν είδε τις δυο υγρές μενεξελιές λίμνες πλημμυρισμένες στο

πρόσωπο της Μαρίας, πνίγηκε απ’ το κλάμα που κρατούσε τόσα

χρόνια μέσα του. Εκεί κάτω από τα δυο δέντρα δίπλα στη

στάχτη του πατέρα του η Μαρία κι ο Δισάκος έγιναν ένα

σύμπλεγμα από οδύνη και ηδονή, από πόνο και χαρά, από μνήμες

και λάσπες, από ανθρώπινη και θεϊκή ουσία. Αυτό δεν ήταν

σωματική ένωση, ήταν εξομολόγηση και κάθαρση, εξιλέωση και

δικαίωση, εξόντωση και λύτρωση. Ήταν κραυγή. Ήταν γέννα.

Μάρτυρας το φεγγάρι που έκανε τη νύχτα μέρα. Τη στιγμή της

κραυγής η παλιά πληγή στο μέτωπο του Δισάκου άνοιξε και

πετάχτηκε από μέσα ένα αγκάθι από αγριοτριανταφυλλιά. Έχει

πολλές τέτοιες η πλαγιά του Αϊ- Λια. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια

ήταν εκεί μέσα. Είχε κάνει ένα απόστημα από πανάρχαιους

πόνους. Όταν τα πράγματα του έσφιγγαν σαν μέγγενη το

κεφάλι, το απόστημα έσπαζε, μάτωνε, αλλά το αγκάθι ήταν εκεί.

Καλά κρυμμένο στις σάρκες του. Έπεσε στο πρόσωπο της

Μαρίας μαζί με μια σταγόνα αίμα. Τον φίλησε στο μέτωπο.

- Τώρα θα κλείσει, του είπε.»

Page 13: Παρουσίαση του "Δυσσάκου" από τον Μανώλη Μπαντραλέξη

13

Δεν θα πω τίποτε άλλο. Θα σας αφήσω να ανακαλύψετε μόνοι σας τον

Δυσσάκο. Μπορεί σε σας να μιλήσει διαφορετικά. Αυτό είναι θεμιτό

και αποτελεί δείγμα καταξίωσης της δημιουργού. Αρκεί αυτό που θα

νιώσετε να είναι αληθινό. Και αυτό προϋποθέτει μια ποιοτική αλλαγή

στην εσωτερική σύνθεση του κάθε αναγνώστη, μια βαθμιαία

επιστροφή στην ιδιαίτερη εκείνη αθωότητα που πρέπει να διακρίνει

κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο. Χαλαρώστε, λοιπόν, στην πιο

αναπαυτική πολυθρόνα σας, βυθιστείτε στις σελίδες του Δυσσάκου.

Ταξιδέψτε στην αλήθεια του, απεμπολώντας κάθε μίζερη θεώρηση

της πραγματικότητας που διογκώνεται από τον τρομολαγνεία και τον

κρετινισμό των ημερών.

ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ