81

Μπυρόρακο Για Τον Μεσσία

Embed Size (px)

DESCRIPTION

πίτσα

Citation preview

Ο σκύλος έκανε εμετό στο χαλί και μου τελειώσανε τα υπνωτικά χάπια

Χίλιες βελόνες τρυπούν αυτό το κορμί...

Πήγα να ξεκινήσω έτσι αυτό εδώ το ποίημα αλλά μου φάνηκε μαλακία.

Αυτό που ήθελα να πω είναι πως δεν πρέπει να μπλέξεις με μία γυναίκα που μπορεί να σε τρελάνει και πως όποιος απαρνιέται τον εαυτό του για να γίνει κάτι άλλο είναι μαλάκας.

Επίσης αυτό που ήθελα να πω είναι πως δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους (συγγενείς, αγνώστους ή φίλους)

Γι’ αυτό αποφεύγω συστηματικά τα λεωφωρεία, τα αεροπλάνα και τους δημόσιους χώρους.

Προς το παρόν αυτά ήθελα να πω

Ίσα, ίσα

Για να μπορέσω να κοιμηθώ.

Υ.Γ. κατούρησα μέσα στα παπούτσια σου για εκδίκηση πριν πάω για ύπνο

Δεν ξέρω αν μπορώ να συνεχίσω

«Ρε μαλάκα Σταύρο, δεν σου είπα πως δεν θέλω να μου βάζεις το δάχτυλοσου μέσα στη μπύρα μου;» είπε ο Σπίνος.

«Έλα ρε μαλάκα, αφού έχει πλάκα» είπε ο Σταύρος.

«Μαλάκα ξεκόλα γιατί θα σε βαρέσω».

«Θα σου πάρω άλλη ρε γύφτο».

«Να μου πάρεις ρε μαλάκα, να μου πάρεις».

Συνέχισαν να πίνουν τις μπύρες τους. Έξω ήταν μεσημέρι και ήταν Τρίτη, μέρα καθημερηνή και εργάσιμη υποτίθεται.

Εγώ καθόμουν παραπέρα και ανακάτευα τη δικιά μου μπύρα με το βλέμμα καπνίζοντας ένα τσιγάρο στραβοστριμμένο.

Δεν είχα που να πάω ή τι να κάνω.

Δεν ήθελα να κάνω κάτι ή να πάω οπουδήποτε.

Το μόνο που ήθελα να μάθω

Ήταν εαν θα μπορούσα να συνεχίσω να αναπνέω για τα επόμενα πέντε λεπτά.

Αυτό θα ήταν μία κάποια επιτυχία.

Ένα ευχάριστο πρωινό στο (όχι και τόσο) μακρινό μέλλον

Ξυπνάει στις 8 το πρωί και το κεφάλι είναι σαν να βρίσκεται στα πόδια του.

Φυσικά αυτό δεν είναι κάτι το νέο.

Κραιπάλιαζε πάλι χτες ο μαλάκας στου Ματσίνο.

Βάζει αμέσως το παντελόνι και το πουκάμισο

Μετά όμως θυμάται πως είναι άνεργος και πως δεν έχει κάπου να πάει.

Ανεβάζει τα στόρια και έξω η κυκλοφορία της πόλης είναι αυξημένη.

Ακούει κουδουνίσματα και από τα δύο του αυτιά.

Βάζει να ακούσει Σοπέν στον υπολογιστή από το ίντερνετ και ανάβει την καφετέρια.

Κάποιος χτυπάει την πόρτα.

Είναι ένας άνθρωπος-χταπόδι.

Οι άνθρωποι χταπόδι είναι οι κατεξοχήν δημόσιοι υπάλληλοι της εποχής.

Του λέει πως έχει δικαστήριο στις 3 Δεκέμβρη για απλήρωτες κλήσεις παράνομης στάθμευσης.

Ο άνθρωπος-χταπόδι φεύγει και έχει αφήσει μερικά υγρά στο χαλάκι.

Οι άνθρωποι χταπόδια αφήνουν παντού υγρά γιατί έχουν γλοιώδες σώμα.

Πηγαίνει στη θέση του και φτιάχνει καφέ.

Απολαμβάνει τον Σοπέν και τα νυχτερινά του.

Κάποιος άλλος χτυπάει την πόρτα.

Είναι μία γυναίκα-σκαθάρι. Είναι η πρώην γυναίκα του η Τζένη.

«Ευγενούλα τι κάνεις εδώ;» την ρωτάει με δέος στην φωνή και φορώντας μόνο φανελάκι και σώβρακο στην εξώπορτα.

«Δεν τον αντέχω άλλο το μαλάκα, είναι μαλθακός» του λέει εκείνη. Φοράει ένα κολλητό φόρεμα και γόβες που τονίζουν τον κώλο της.

Μπαίνουν μέσα και κάθονται. Της προσφέρει καφέ και ανάβουν τσιγάρο.

«Γύρνα σε μένα, εγώ είμαι άντρας, όχι κανά αρχιδάκι της πλάκας» της λέει και τραβάει τζούρα από το στριφτό του τσιγάρο που είναι στραβοτριμμένο.

«Το ξέρω, εσύ είναι ο μοναδικός μου έρωτας» του λέει και πάει κοντά τουη γυναίκα-σκαθάρι, είναι η πρώην του και την αγαπάει ακόμα όπως και να’χει. Του χαϊδεύει τα μπράτσα. Εκείνος την αρπάζει και την καθίζει στην ποδιά του. Αρχίζει και παίζει με τα βυζιά της. Είναι θεσπέσια. Κάνουν έρωτα πάνω στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ. Δεν χρειάζεται και πολλές μανούβρες για να τελειώσουν.

Ανάβουν καινούρια τσιγάρα και φτιάχνουν τοστ.

Εκείνη φτιάχνει τοστ και για τους δύο για την ακρίβεια.

Εκείνος μυρίζει το τοστ και της το πετάει στα μούτρα.

«Δεν μου αρέσει αυτή η μαλακία» της λέει.

«Βάλε μου μία ρακή».

«Μα είναι ακόμη 11 η ώρα το πρωί» του λέει.

«Σκάσε και κάνε ότι σου λέω».

Εκείνη χαμογελάει και κάνει αυτό που της λέει.

Εκείνος πίνει ρακή και πιάνει το τοστ από το πάτωμα και το τρώει με περίσσια ευχαρίστηση.

«Είμαι άντρας όχι αρχίδια» λέει και μπουκώνεται το τοστ. Μετά σπάει το ποτήρι της ρακής στον απέναντι τοίχο.

«Είσαι ο ένας και μοναδικός άντρας στη ζωή μου» λέει εκείνη και μπαίνει στο μπάνιο με τα κωλομέρια της να λικνίζονται υπνωτιστικά.

Ήταν ένα ευχάριστο πρωινό τελικά.

Εκείνος ελπίζει να ξαναγυρίσει γιατί τώρα τελευταία η ζωή του ήτανε κάπως για τον πούτσο.

Άναψε καινούριο τσιγάρο, έβαλε να ψήνεται ένα καινούριο τοστ και την περίμενε να βγει από το μπάνιο σαν ξεπεσμένος δούκας καθισμένος στην πολυθρόνα του την ξεχαρβαλωμένη.

Ίσως και όχι τόσο κόλαση τελικά

Η ζωή του πρέπει να ήταν πραγματική κόλαση μετά τα 50.

Κάθε μέρα έκανε τα ίδια πράγματα.

Σηκωνόταν από το κρεβάτι, έπινε καφέ και πήγαινε εκεί που πήγαινε κάθε μέρα

Έκανε αυτό που έκανε κάθε μέρα.

Μετά γυρνούσε στο σπίτι και έγραφε ποιήματα και μικρές ιστορίες πίνοντας ένα μπουκάλι κρασί και καπνίζοντας τσιγάρα μπροστά από τον υπολογιστή.

Κάθε νύχτα.

Όταν η νύχτα ήταν καλή μπορεί και να αγόραζε κανένα πούρο ιταλικό,απόεκείνα που σου άφηναν μία πικρή γεύση στο στόμα ή από τα άλλα τα αμερικάνικα με τη σοκολάτα.

Το συνεχές, το επαναλαμβανόμενο,

Εκείνο ήταν που τον έκανε να αισθάνεται παγιδευμένος.

Γι’ αυτό και ποτέ δεν έκανε οικογένεια.

Δεν μπορούσε να αντέξει την ρουτίνα της γιαγιάς που συνέχεια έρχεται στο σπίτι,

Της πεθεράς, των φίλων, των γειτόνων και των συγγενών

Των χριστουγέννων, των γιορτών γενικά,

Των δείπνων και των ανυπόφορων μπάρμπεκιου με φίλους

Του κουρέματος του κήπου,

Του συνεχούς πονοκεφάλου για το τι θα φάνε τα παιδιά

Τα σκυλιά,

Τα γατιά,

Οι χελώνες,

Τα χαμστεράκια,

Και τα χρυσόψαρα.

Την ρουτίνα του άνοιξε-κλείσε τη δεξαμένη αγάπη μου γιατί δεν έχουμε νερό

Ή την ρουτίνα του σκάσε πια δεν σε αντέχω άλλο, μου έχεις φάει τη ζωή.

Υπήρχαν άνθρωποι που τους άρεσαν όλα αυτά τα πράγματα,

Γι’ αυτό δεν αμφέβαλε καθόλου.

Υπήρχαν άνθρωποι που θα σκότωναν για να αποκτήσουν όλα αυτά που εκείνος

Απλά απέφευγε συστηματικά

Και με επιδεξιότητα μπαλαρίνας.

Το ήξερε πως από πάντα ήταν διαφορετικός από τους άλλους

Και δεν αισθανόταν και καμία ιδιαίτερη περηφάνια γι’ αυτό.

Δεν αισθανόταν τίποτα γι’ αυτό,

Παρά μόνο μια παγερή αδιαφορία

Για όλα όσα υπάρχουν.

Σκέφτηκε πως τελικά η ζωή του μπορεί και να μην ήταν τόσο κόλαση τελικά

Σε σχέση με άλλες ζωές άλλων ανθρώπων κάπου αλλού, πιο δίπλα ή κάπουπολύ πιο μακρυά.

Σαν να του φαινόταν πως

Την είχε βολέψει μια χαρά

Τελικά.

Το μοναχικό γουρούνι

Το μοναχικό γουρούνι στεκόταν στον δρόμο και μοίραζε φυλλάδια

Για το «καλύτερο μπριτζολάδικο» του Ηρακλείου.

Μία γυναίκα του είπε: τι κοιτάς ρε μαλάκα;

Μιας και το μοναχικό γουρούνι

Κοιτούσε πάνω από πέντε δευτερόλεπτα

Τον θεσπέσιο κώλο της

Σαν υπνωτισμένο.

Μία παρέα εφήβων τον πλάκωσε στις κλωτσιές

Και στις φάπες.

Η παρέα μετά έφυγε γελώντας.

Το μοναχικό γουρούνι μοίραζε φυλλάδια

Το κανονικό του όνομα ήταν Μήτσος

Και ήταν 32 χρονών.

Δεν μπορούσε να βρει άλλη δουλειά

Και αναγκαζόταν να ντύνεται γουρούνι και να μοιράζει

Φυλλάδια για το μπριτζολάδικο.

3 ευρώ η ώρα και οι γαμημένες οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα

Μέσα στο ζεστό και βρωμερό συνθετικό κουστούμι του γουρουνιού.

Κάποιος πέρασε και του έκανε κωλοδάχτυλο.

Το μοναχικό γουρούνι δεν έκανε τίποτα.

Άναψε τσιγάρο και στην αρχή φοβήθηκε πως το κουστούμι θα πάρει φωτιά.

Μετά μοίρασε μερικά ακόμη φυλλάδια.

Δεν άντεξε άλλο.

Έβγαλε το κεφάλι του γουρουνιού και

Κατευθήνθηκε στο πρώτο μπαρ που βρήκε ανοιχτό.

Η ώρα ήταν 19:37 το απόγευμα, ημέρα Τρίτη.

Μπήκε σε ένα από τα πολλά μπαράκια στην Κοραή και παράγγειλε

Ένα διπλό περδικάκι με πάγο και ποτήρι νερό.

Όλοι τον κοιτούσαν και γελούσαν και τον έδειχναν

Με τα δάχτυλα τους.

Κάποιος τον σκούντηξε δυνατά με τον ώμο

Και του είπε : τι φοράς ρε καραγκιόζη, ακόμα δεν ήρθαν οι απόκριες.

Το μοναχικό γουρούνι ήπιε το ποτό του

Χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο περιβάλλον

Κάπνισε πέντε τσιγάρα

Πλήρωσε τον μπαρμαν

Και το πήρε απόφαση

Πως εκείνη η δουλειά

Δεν ήταν και ότι καλύτερο,

Και να φανταστείτε πως το μοναχικό γουρούνι

Είχε κάνει πολλές σκατοδουλειές

Στην μακρόχρονη καρριέρα του.

Το πρόσωπο μου (μία ωδή για την τυχαία οστική δομή του κρανίου μου)

Το πρόσωπο μου δεν αρέσει,

Το πρόσωπο μου προκαλεί

Αναστάτωση,

Σεισμούς,

Καταποντισμούς

Και καταστροφές.

Μπαίνω μέσα σε καταστήματα,

Σούπερ μάρκετ,

Καφέ,

Μπαρ,

Χορευτικά κέντρα,

Γκαλερί,

Γήπεδα,

Σινεμά,

Πολυκατοικίες,

Αυτοκίνητα,

Νοσοκομεία,

Νεκροταφεία,

Καταστήματα με είδη σπιτιού,

Και το πρόσωπο μου προκαλεί

Αναστάτωση.

Όλοι λένε από μέσα τους

«κοίτα ένα πρόσωπο που έχει αυτός»

«μας χαλάει τη μόστρα ο πούστης»

«γιατί κάθεται πρώτη μούρη αφού είναι γάμησε τα»

«θα μας καταστρέψει».

Όλοι με κοιτάνε και κρυφοφτύνονται

Μέσα από τα ρούχα τους

Για να μην καταλήξουν

Σαν και μένα

Και χτυπάνε ξύλο τρεις φορές πάνω σε κασελίκια και τραπέζια πλαστικά

Κι έτσι εγώ μένω να αισθάνομαι αδιαφορία

Για τα δικά τους πρόσωπα

Που είναι τόσο ανέκφραστα και παγωμένα

χωρίς διαστάσεις, χωρίς ουλές,

Χωρίς γραμμές ή σκιές ή έστω λίγο

Ενδιαφέρον,

Για να τους ρίξεις μία φευγάτη, δεύτερη ματιά.

Την Πέμπτη

Πήγα στο γιατρό γιατί είχα κάτι

Φρικτούς πόνους

Στην κοιλιά

Και νόμιζα πως μάλλον ήρθε η ώρα μου

Να πάρω τη μάπα μου

Και να την κάνω για κάποια άλλη κόλαση

Και τελικά ανακάλυψα ένα πρόσωπο

Πολύ πιο γάμησε τα από το δικό μου.

Το πρόσωπο του γιατρού.

Ο τύπος ήταν λες και κάποιο τρένο του

Είχε πατήσει το κεφάλι.

Φοβερό πρόσωπο.

Ο γιατρός πρέπει να είχε χιλιάδες προβλήματα.

Με ρωτάει «τι έχω»

Του λέω «πονάω»

Μου λέει «που» και του δείχνω που.

Με εξετάζει και μου λέει πως πιθανότατα

Έχω γαστρίτιδα ή κάτι τέτοιο αδιάφορο και

Σκατένιο σαν τον θάνατο.

Πάει να μου βάλει δάχτυλο και του λέω φύγε

Δεν την βρίσκω έτσι

Και μου λέει «κωλονοσκόπηση»

Και του λέω «χέστηκα».

Με ρωτάει εαν ενεργούμε κανονικά

Και του λέω πως είμαι δυσκοίλιος σαν παγωμένο μαμούθ.

Μου δίνει μία συνταγη με κάτι χάπια και

Μου λέει να κόψω τις μπύρες

Και τις πίτσες

Και τα σουβλάκια.

Εγώ ήμουν συνεχώς με ένα ηλίθιο χαμόγελο στη μάπα

Γιατί επιτέλους είχα ανακαλύψει

Ένα πρόσωπο

Πιο χειρότερο και πιο ενδιαφέρον από το δικό μου.

Του λέω «γιατρέ ποιο είναι το πρόβλημα σου»

Και μου λέει «είμαι παντρεμένος εδώ και 25 χρόνια με την ίδια γυναίκα»

Του λέω «καταλαβαίνω».

Μόλις βγήκα από το ιατρείο

Αισθανόμουν ήδη καλύτερα, πετούσα σαν πουλάδα,

Μπήκα στο σαράβαλο μου

Και πήγα και έφαγα μία γυρόπιτα απ’ όλα

Και ήπια και μία Κάιζερ παγωμένη.

Η γυναίκα στο ταμείο μου λέει

«Έχεις τρομερό πρόσωπο».

«Που να δεις του γιατρού» της λέω.

Εκείνη έμεινε να με κοιτάει χαζεμένη.

«Κάτσε στο πρώτο τραπέζι αν θες» μου λέει εκείνη.

«θέλω να σε βλέπω να τρως» μου ξαναλέει.

Δεν είπα τίποτα. Δεν ξέρω γιατί το είπε αυτό. Έκατσα στο πρώτο τραπέζι.

Ο θάνατος μπορούσε να περιμένει ο μαλάκας.

Γιατί;

Πολλές νύχτες πιάνω τον εαυτό μου

Να παρακαλάει

Κάποιον θεό ή κάποιον διάβολο

Δεν έχει σημασία τι όνομα θα του δώσεις

Έτσι κι αλλιώς,

Για να μας δώσει

Το υποτυπώδες κουράγιο

Να αντέξουμε αυτό το σκατένιο

Και ύπουλο πράγμα

Που όνομάζουμε

Ζωή.

Εγώ ευτυχώς έχω τις λέξεις

Μαζί μου, συμμάχους μου,

Άλλοι όμως δεν έχουν τίποτα,

Στον ήλιο μοίρα που λέμε,

Ενάντια σε αυτήν την καθημερινή αλλοτρίωση

Που ονομάζουμε ύπαρξη.

Και να ένα συμπέρασμα που έβγαλα

Μετά από τόσες νύχτες:

Είμαστε πολλοί κατώτεροι απο τα ζώα.

Και να φανταστείτε πως δεν είμαι κανένας

Τρελαμένος ζωόφιλος που κοιμάται με ελέφαντες.

Κατώτεροι από τα ζώα γιατί

Τα ζώα δεν χρειάζεται να πηγαίνουν

Οπουδήποτε χωρίς να να το θέλουν τα ίδια.

Δεν χρειάζεται να παρεβρίσκονται

Στις ηλίθιες και αδιάφορες δουλειές τους,

Να μπαίνουν στις φυλακές,

Να μπαίνουν στα τρελάδικα,

Στα παντός είδους μπουρδέλα,

Στα μαγαζιά μανικιούρ-πεντικιούρ,

Στα μπαρ που μας έχουν φάει τις ζωές και τα συκώτια,

Στις εκλησσίες που μας πηδάνε το μυαλό,

Στα παντός είδους πανηγύρια,

Στις παραλίες τα καλοκαίρια,

Ή οπουδήποτε αλλού.

Τα ζώα δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα.

Αυτό θα πει ανωτερότητα ρε καριόληδες.

Αν πίστευα κάπου, ίσως να πίστευα στο λιοντάρι

Ή στην τίγρη ή στο μυρμήγκι ή στο γεράκι ή στην αμοιβάδα ή ξέρω γω που.

Σαν ανθρώπινο είδος,

Το δύο πράγματα που ίσως αξίζουν

Να ειπωθούν

Πως τα ανακαλύψαμε εμείς

Είναι λίγο η ιατρική και το αλκοόλ

Άντε και λίγο η τεχνολογία

Αλλά λίγο, πολύ λίγο,

Γιατί και που τα ανακαλύψαμε κι αυτά

Οι ζωές μας και πάλι τα ίδια και χειρότερα σκατά είναι.

Είμαστε κατώτερα πλάσματα

Και πρέπει να το παραδεχτούμε επιτέλους.

Το γαμημένο,

Τόσο δύσκολο είναι;

Εδώ καταφέραμε και επιβιώσαμε από

Τόσους γαμημένους πολέμους,

Πυρηνικά μανιτάρια,

Τηλεοπτικά σώου,

Τόσα λουτρά αίματος,

Τόσες μπόρες και τόσα πισωγυρίσματα,

Καταποντισμούς, τσουνάμι, σεισμούς, εκρήξεις ηφαιστείων

Και καταστροφές,

Γιατί όμως

Το να παραδεχτούμε

Πως ο θεός ή ο διάβολος μας έπαιξαν τάπα, μας κοροϊδεψαν, μας γέλασαν

Και γελάνε ακόμα πίσω από την πλάτη μας,

Μας φαίνεται τόσο δα σπουδαίο;

Αυτό ποτέ δεν μπόρεσα να το καταλάβω

Κι αυτός είναι ένας λόγος που

Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα το ανθρώπινο είδος.

Πιθανότατα είμαι εξωγήινος και

Απλά δεν το ξέρω.

Ηλίθιος

Είναι δικαιολογημένο όλοι να ψάχνουνε το όμορφο

Στα πρόσωπα,

Στα σώματα,

Στα ασώματα,

Και γενικά σε όλα τα πράγματα.

Δεν βρίσκω όμως ενδιαφέρον στο όμορφο,

Πέρα από το προφανές.

Θέλω να πάω στο κρεβάτι με μια όμορφη γυναίκα

Να έχω ένα όμορφο αυτοκίνητο,

Να έχω έναν όμορφο πούτσο ή κώλο ή βυζιά.

Αυτά εντάξει, τα καταλαβαίνω.

Τι είναι όμως

Η όμορφη ζωή;

Το όμορφο τέλος;

Τα όμορφα χρόνια;

Τι σκατά είναι αυτά;

Αυτά δεν τα καταλαβαίνω γιατί είναι έννοιες

Γενικές και ηλίθιες.

Μπορεί βέβαια εγώ να είμαι ηλίθιος

Που δεν τις καταλαβαίνω.

Τουρισμός στην Κρήτη

Κάθομαι εδω πέρα,

Έχω φτάσει τα τριάντα μου χρόνια,

Και μαθαίνω λέει Ρώσικα,

Για να βρω δουλειά

Και να κλέβω τους τουρίστες

Με νόμιμο τρόπο,

Σερβίροντας τους μπόμπες και δηλητήρια,

Πουλώντας τους βλακείες

(αν εξαιρέσεις το ελαιόλαδο και μερικά άλλα)

Και παραμυθιάζοντας τις γυναίκες τους

Για να πηδηχτούν μαζί μου.

Σκέφτομαι πως η δουλειά αυτή και γενικά οι δουλειές οι μοντέρνες δεν μου αρέσουν,

Εκτός από το να γράφω,

Και να δουλεύω τη γη.

Η γη δεν μιλάει και είναι βολική.

Το γράψιμο είναι από μόνο του γαμάτο.

Εμένα δηλαδή μου κάθεται καλά.

Με ξαλαφρώνει.

Οι Ρωσίδες είναι μουνάρες (οι περισσότερες)

Αλλά γενικά είναι πολύ πίσω σε πολιτισμό,

Ντύνοται σαν καρναβάλια

Και όχι πως εγώ ντύνομαι κάπως

Μοντέρνα ή δεν ξέρω κι εγώ τι,

Απλά γενικά οι τουρίστες οι Ρώσοι

Είναι καρναβάλια.

Τις νύχτες όμως ευτυχώς

Πίνουνε τα ξύδια τους

Και επιτέλους γίνονται άνθρωποι

Και παύουν να είναι τουρίστες πλέον.

Κάψιμο

Περπατάω μέρα μεσημέρι μέσα στο λιόφυτο

Με κάτι παλιά άρβυλα του στρατού ξεπατωμένα,

Και καίω κάτι κλαδιά ελιάς,

Κάπου στη μέση της Κρήτης, στη Μεσαρά.

Σε μία μεγάλη φωτιά στη μέση ένος γειτονικού χωραφιού

Που πριν από μία εβδομάδα

Τα σωθικά του ήταν

Γεμάτα πατάτες.

Κάθομαι και κάνω ένα τσιγάρο κάτω από μία ελιά.

Το αλυσοπρίονο ακούγεται από μακριά.

Οι φλόγες γλείφουν τα φύλλα της διπλανής ελιάς και

Τα τσουρουφλίζουν.

«Αυτά θα κάνουν καιρό να βγάλουν καρπό»

Μου λέει κάποιος.

Κλαδεύουν ελιές και εγώ

Τις καίω, τα κλαδιά που πέφτουν δηλαδή.

Τραβάω ένα ασήμαντο βιντεάκι

Με το κινητό μου, τη φωτιά που καίει

Και τον ήχο των κλαδιών κόντρα στον άνεμο

Που ενδίδουν

Στην αμεσότητα και τη δύναμη της φωτιάς,

Που γεννιέται από αυτά τα ίδια τα κλαδιά.

Τα ίδια τα κλαδιά γεννάνε την καταστροφή τους.

Δεν ξέρω αν είναι έτσι ακριβώς, μαλακίες.

Σκέφτομαι βλακείες.

Θέλω να θυμάμαι αυτή τη στιγμή.

Μετά λέω πως ίσως το βιντεάκι το χρησιμοποιήσω σε

Κάποια μικρού μήκους ταινία

Που μπορεί να φτιάξω.

Μετά θυμάμαι

Πως ο κινηματογράφος

Δεν με ενθουσιάζει και πάρα πολύ.

Μετά συνειδητοποιώ πως

Και η πραγματική ζωή δεν με ενθουσιάζει ιδιαιτέρως.

Πηγαίνω πίσω και παίρνω μερικά ακόμα κλαδιά

Για κάψιμο.

Βάζω κάτω τα χοντράδια και πάνω τα ψιλά

Και τα σέρνω στις ξινίδες.

Ο καπνός από την φωτιά μπαίνει

Στα ρουθούνια μου

Γιατί φυσάει σήμερα πολύ,

Και μου πνίγει τις αμφιβολίες,

Είναι σίγουρο πως δεν ξέρω τι μου γίνεται

Και πως οι σκέψεις είναι στάχτη,

Είναι ότι αφήνει πίσω της η φωτιά.

Η φωτιά είναι ζωή αλλά και θάνατος μαζί,

Αναλόγως από ποια πλευρά την κοιτάς και πόσο την νιώθεις.

Πρωινό χέσιμο πριν από μία δύσκολη μέρα

Ξυπνάω και είναι πολύ πρωί για μένα.

9 η ώρα.

«Γάμησε τα» σκέφτομαι και σέρνω τα κόκαλα μου

Από το κρεβάτι και τα σηκώνω οριζόντια.

Πλένομαι στον νιπτήρα και αναρωτιέμαι

Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να τραβάει αυτά

Που τραβάει.

Να σηκώνεται πρωί, να πηγαίνει εκεί που δεν θέλει να πάει,

Να κάνει πράγματα που δεν γουστάρει,

Γιατί υποτίθεται πως πρέπει να εργαστεί.

Μετά μου έρχεται στο μυαλό

Ο καπιταλισμός αλλά δεν έχω όρεξη

Για πολιτικές αναλύσεις.

Ρίχνω ένα μαγκιόρικο χέσιμο

Και ακούω Λιστ στον υπολογιστή.

Το ανεμιστηράκι του μπάνιου σβουρίζει δαιμονισμένα

Και αναρωτιέμια πότε θα με βρούνε

Κόκαλο από την ηλεκτροπληξία λόγω στατικού ηλεκτρισμού.

Δεν ακούω καλά την μελωδία.

Φαντασιώνομαι γυμνές γυναίκες

Στο κρεβάτι μου αλλά κρατιέμαι

Και δεν τραβάω μαλακία.

«Είναι πρωί ακόμα» σκέφτομαι.

Έξω βρέχει και ο καιρός είναι σαν

Την διάθεση μου, γκρίζος και μουντός

Σαν σκουλικότρυπα με σύννεφα

Είναι ο ουρανός.

Πρέπει να πάω σε μία συνέντευξη για δουλειά.

Βαριέμαι απίστευτα να προσποιούμαι.

Γι’ αυτό κανένας δεν με προσλαμβάνει σε σοϊκή δουλειά.

Θα φρίξει όλο το γραφείο με τους κυριλέδες μόλις αντικρίσουν τα μούτραμου.

Η διάθεση μου αρχίζει να φτιάχνει,

Ο καιρός παραμένει το ίδιο σκατά.

Τραβάω καζανάκι και σκουπίζω τον κώλο μου.

Με περιμένει μία δύσκολη μέρα.

Πρελούδιο πριν από την επικείμενη εκμηδένιση

Κοιτάζω το μικρό φως στο σπίτι, μέσα στο δωμάτιο

Κάποτε όλα θα τελειώσουν, λέω σιγανά, και όλα αυτά

Θα είναι μόνο μια ανάμνηση

Και μετά από λίγο δεν θα είναι

Ούτε καν ανάμνηση.

Μιλάω και το τύμπανο μέσα στο αυτί μου

Τινάζεται και μου λέει

Να σκάσω.

Η σάρκα είναι τόσο ανυπολόγιστα

Ύπουλη.

Με εκπλήσσει το γεγονός

Πως το σώμα μου διαλύεται κάθε μέρα

Κι από λίγο,

Στο τέλος δεν θα έχει μείνει τίποτα

Για να πάρει ο θάνατος.

Έπρεπε να λέμε πως στην πραγματικότητα

Δεν πεθαίνουμε,

Απλώς

Εξαφανιζόμαστε

Μέρα με τη μέρα,

Από αυτήν τη γη.

Μπυρόρακο για τον Μεσσία

Βάλτε ρακή για το Χριστό

Και ένα τσιγάρο στριφτό

Να καπνίσει

Να ξεχάσει

Τις παλιές καταστροφές

Τα ψάρια και τις Μαγδαληνές του

Τους μαθητές και τους εχθρούς του τους

Φαρισαίους.

Βάλτε μπύρα για το Χριστό

Και ένα πούρο κουβανέζικο

Από τα Λιοντάρια,

Από το περίπτερο

Να καπνίσει

Και να ξεχάσει ποιος είναι

Ποιος ήταν

Και που πάει.

Δώστε του λίγο φούντα, λίγα χάπια και λίγη ηρωίνη

Να δει πως είναι να μην έχεις τίποτα

Από την πίσω πόρτα

Και τα αυτιά του να βουίζουν

Γλυκές μελωδίες

Που την άλλη μέρα

Δεν θα θυμάται

Να τις τραγουδήσει στην

Καρδιά του

Και να νιώσει καλά.

Βάλτε κάτι στο Χριστό να πιεί

Κι ας είναι και δηλητήριο

Δεν έχει σημασία,

Εκείνο που έχει σημασία

Κανένας δεν το ξεστόμισε ποτέ.

Τα πάντα έχουν νύχια και στόμα

Παρακολουθώ αυτό το γέρο

Τα μπλάβα του χείλη

Ποτισμένα με κρασί και καπνό.

Λέει πως τα πάντα καίγονται.

Καίγονται.

Μία τίγρης σκαρφαλώνει με τα νύχια της

Στην πλάτη μου.

Ξεσκίζει τις σάρκες μου

Και τρώει τον εγκέφαλο μου

Με αργές κινήσεις.

Έχει ανοίξει το κρανίο μου με τα μεγάλα της

Δόντια.

Η μουσούδα της είναι γεμάτη αίμα και τρίχες.

Κάθε συναναστροφή μου με τους ανθρώπους

Με αφήνει και λίγο πιο φτωχό

Στο πνεύμα.

Κάθε συναναστροφή μου

Με τους ανθρώπους είναι

Ένας αγώνας δρόμου,

Αγωνία, ιδρώτας και πόνος

Πόνος στους μυς του κορμιού

Πόνος στο μυαλό και στην καρδιά.

Αυτός που στέκει

Μπροστά από την πόρτα σου

Και περιμένει

Κάτι να έρθει.

Αυτός είμαι εγώ.

Αυτός είσαι εσύ.

Αυτός είμαστε όλοι.

Άλλο ένα νυχτοπούλι

Ο Δημήτρης μιλούσε με την γυναίκα που γνώρισε στο μπαρ.

Εκείνη φαινόταν φιλική και ίσως και να τον γούσταρε.

Εκείνος ήταν επιφυλακτικός γιατί την είχε πατήσει

Άπειρες φορές με σερβιτόρες και μπάργουμεν.

Ήταν όμορφη και πιτσιρίκα

Εκείνος ήταν πιο μεγάλος γύρω στα δέκα χρόνια.

Αυτός,

Κάπνιζε σαν φουγάρο και έπινε πολύ.

Εκείνη ήταν δουλευταρού και τσαχπίνα με ωραία πισινά και γλυκό πρόσωπο.

Ο Δημήτρης ποτέ δεν εμπιστευότανε τις τσαχπίνες.

«Θα σε κάνουν να φτύσεις το γάλα της μάνας σου»

Συνήθιζε να λέει και έφτυνε κάτω από αηδία.

Είχε καεί πολλές φορές η γούνα του

Από όμορφες γυναίκες.

Τον άφηναν πάντα να περιμένει

Μέσα στη νύχτα

Σαν νυχτοπούλι χωρίς φτερά.

Αν τα δάκρυα ήτανε οινόπνευμα

Θα είχε πεθάνει από καιρό.

Δεν ήξερε αν τα νυχτοπούλια είχαν φτερά.

Δεν είχε σημασία.

Οι θεοί είχαν στιγματίσει το κορμί του

Με το σημάδι του καταραμένου.

Δεν έκανε τίποτα για να το ξεφορτωθεί.

Ήταν πιο ξεροκέφαλος κι από μουλάρι.

Ήταν δυνατός.

Δεν μπορούσε να παίζει με αδύνατους.

Άναψε τσιγάρο μπροστά της.

Αποφάσισε να μην την πάρει τηλέφωνο.

Κοίταξε το κενό και περίμενε.

16 Ρίζες

Κάνει κρύο γιατί είναι πρωί Φλεβάρη.

Ο Γιώργος βάζει τα ρούχα της δουλειάς.

Μέσα στην τσάντα βάζει μία αλλαξιά ρούχα.

Τα σκυλιά είναι ατάιστα και τους δίνει

Ξηρά τροφή.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο και ανοίγει

Το ράδιο.

Ακούει αθλητικά νέα.

Ανάβει τσιγάρο.

Σκέφτεται το αύριο και το μεθαύριο.

Τα λεφτά

Τη δουλειά

Τη γυναίκα του.

Φτάνει στο χωριό μετά από μία ώρα.

Πιάνει να κλαδεύει τις ελιές.

Η δουλειά είναι πολύ και δεν έχει

Πολλά

Χέρια να τον βοηθάνε.

Το κοφτικό θέλει αλλαγή τα μεβρανάκια.

Δεν έχει δύναμη το γαμημένο.

Κάθεται κάτω από μία ελιά.

Πίνει λίγο νερό.

Η φωτιά καίει στο διπλανό χωράφι.

Και οι ρίζες που μένουνε είναι

Γύρω στις 16.

Χαμός από το πρωί

Ξύπνησα το πρωί...

Μία πρόταση που έχω πει πολλές φορές

Και έχω σκεφτεί

Άλλες τόσες.

Έβαλα τα παπούτσια μου

Κοιτώντας το τίποτα με την τσίμπλα

Στο μάγουλο

Να κατηφορίζει.

Έξω ο κόσμος γυαλίζει

Σαν το διαμάντι

Που κάποιος πονηρός

Πρόκειται να κλέψει,

Φυσικά κανείς ποτέ δεν καταφέρνει

Να το κλέψει.

Ο καφές είναι πικρός,

Έτσι ακριβώς όπως πρέπει να είναι

Και το τσιγάρο καπνίζει

Πάνω στο τασάκι

Που είχα σουφρώσει από

Εκείνο το ξενοδοχείο

Πριν από

Ένα εξάμηνο.

Ένα ωραίο τασάκι.

Κάποιος φίλος μου λέει να πάω κάπου

Έχει απεργία και πορεία στο κέντρο.

Ίσως να φανώ πιο μετά, λέω.

Τώρα κάνω το πρωινό μου ζεν.

Γράφω ακόμα μία ιστορία

Και την προσθέτω μαζί με τις άλλες.

Άκομα μία ιστορία,

Μαζί με τις άλλες

Και τις άλλες που θα έρθουν.

Χαμός από το πρωί

Μέσα στο κρανίο αυτό.

Πόλεμος συνέχεια,

Όλη την ημέρα.

Όλη την νύχτα

Πόλεμος το μεσημέρι

Πόλεμος το απόγευμα.

Πόλεμος συνέχεια και πάντα και παντού.

Ειρήνη είναι μόνο

Ο θάνατος φίλοι μου.

Αδιάβροχο για την ψυχή

Ο Γιάννης κάθεται εδώ πέρα μπροστά από

Το υπολογιστή

Και προσπαθεί να μην χάσει την ψυχή του.

Το Facebook ρουφάει ψυχές.

Όλα ρουφάνε ψυχές.

Το ίντερνετ είναι δύσκολο σπορ.

Και η λεκάνη ρουφάει ψυχές.

Και το ηχείο.

Ο καθρέπτης ρουφάει.

Ο Γιάννης νομίζει πως είναι

Η κακιά μάγισσα.

Θέλει

Να φάει τη Χιονάτη.

«σιγά το δύσκολο ρε μαλάκα» λέει κάποιος από δίπλα

«μεθυσμένος είναι ο μαλάκας, μην τον ακούς».

Ο Γιάννης κρατάει την ψυχή του

Σφιχτά και τα χέρια του πονάνε

Και τα κότσια ασπρίζουν

Από την προσπάθεια.

Ανάβει τσιγάρο και περιμένει.

Τα διαλείμματα είναι καλά.

Όλοι χρειάζονται κάτι να ξεφύγουν

Από αυτή την καταστροφή

Που μας περιτριγυρίζει.

Εμάς και τις ψυχές μας.

Η καθυμερινότητα σε σκοτώνει

Όχι ο θάνατος.

Ο Γιάννης προσπαθεί να μαγηρέψει μπουρίτος.

Τα κάνει όλα πουτάνα στην κουζίνα.

Τα σπάει όλα.

Αρχίζει και κλαίει σαν παρθένα.

Μετά κάνει ένα καυτό ντουζ.

Ηρεμία.

Ο άνεμος φυσάει έξω και η πόλη

Από κάτω μιλάει

Με τους ήχους των σειρήνων,

Των σκυλιών

Που περπατάνε

Άρρωστα στη βροχή.

Ζούμε για μια νέα μέρα

Μια μέρα που δεν θα είμαστε

Άρρωστοι και θα

Φοράμε αδιάβροχα

Στις ψυχές μας.

Η καρδιά της

Δεν ήξερα τι να κάνω με το μικρό της κορμί.

Αυτή η γυναίκα έμοιαζε με παιδί.

Ενά παιδί με γυναικείο πρόσωπο και στήθος και τρομερά οπίσθια.

Μου έκανε όλα τα χατίρια στο κρεβάτι.

Εγώ πάλι άρχιζα να το βλέπω λίγο

Σαν αγγαρεία.

Έτσι ήταν η ιδιοσθγκρασία μου

Γιατί ήμουν ένας παλιομαλάκας και μισός.

Δεν ξέρω τι πήγαινε στραβά με τη πάρτη μου.

Σιγά, σιγά όμως συνήθισα να κολυμπάω

Στην γλυκειά

Της μυρωδιά

Και τα χατίρια της ήταν θαυμάσια

Και άρχιζα να κακομαθαίνω.

Άρχισα να φοβάμαι για την ψυχή μου.

Η ψυχή μου ήτανε το μόνο

Αξιοσέβαστο πράγμα πάνω μου/μέσα μου.

Δεν γίνεται όλα να είναι τόσο γαμάτα και ωραία,

Έλεγα.

Ίσως να χρειαζόμουν,

Πως το λένε,

Επαγγελματική βοήθεια.

Την φίλησα άλλη μία φορά

Στο όμορφο της στόμα.

Μου είπε κάτι καλό.

Εγώ χαμογέλασα.

Δεν ένιωθα τίποτα.

Απλά ήμουν αιωρούμενος

Στο κένο

Που δημιουργούσε με την

Καρδιά της

Τυλιγμένη

Γύρω μου.

Όλα ή τίποτα απολύτως στο τηλέφωνο

Χτυπάει.

Τρομάζω αλλά το σηκώνω.

Μιλάς και λες,

Αν δεν είσαι έτοιμος ανά πάση στιγμή

Μπορεί κάτι να σε αρπάξει

Και να σε κατασπαράξει

Μέσα σε δευτερόλεπτα.

Η ζωή σου και ότι έχεις πετύχει

Μέχρι σήμερα

Χάνεται σε δευτερόλεπτα.

Έτσι είναι η ζωή λένε.

Ο θάνατος όμως είναι βαρετός.

Αυτό δεν το λέει κανένας,

Όλοι τον φοβούνται τον θάνατο,

Αλλά εγώ δεν το φοβάμαι,

Τον βαριέμαι τον μαλάκα.

Δεν κάνει καλή παρέα ο πούστης.

Ξυπνάς το πρωί και προσπαθείς να

Είσαι αυτό που θέλεις να είσαι.

Κανείς δεν ξέρει τι περνάς

Ή τι έχεις περάσει

Για να φτάσεις στο σήμερα

Σε αυτό εδώ το γαμημένο το σήμερα.

Όλα τα θέλεις δικά σου

Ή τίποτα απολύτως.

Όλα, όλα, όλα,

Ή τίποτα απολύτως.

Αν δεν υπάρχει αγάπη μου λες,

Φλόγα,

Πάθος,

Ιδρώτας,

Πόνος,

Δόξα,

Τότε δεν υπάρχει τίποτα.

Τίποτα απολύτως.

Με πλησιάζεις και το φιλί σου

Είναι ένας λόγος για να

Τα παρατήσω όλα.

Να τα παρατήσω

Και να φύγω από αυτό το παράξενο σύμπλεγμα από τσιμέντο και άσφαλτο.

Να πάω να γίνω κάποιος στο Κατμαντού,

Να γίνω κάποιος άλλος και να πέσω από κάπου ψηλά,

Φωνάζοντας το όνομα σου,

Να πνιγώ σε καμιά μαύρη θάλασσα

Γεμάτη κύματα με δόντια,

Μα δεν θα την φοβάμαι

Γιατί εγώ το πρόσωπο σου θα βλέπω στο νερό,

Να δραπετεύσω,

Από το ωστικό κύμα

Του εγκεφάλου μου,

Με μόνο όπλο

Το φιλί σου και τη μυρωδιά σου.

Όλα ή τίποτα απολύτως.

Όλα ή τίποτα απολύτως.

Μου λες και μου κλείνεις το τηλέφωνο

Στα μούτρα.

Μένω να κοιτάω το ακουστικό.

Φιλάω το ακουστικό.

Ντρέπομαι αλλά το ξαναφιλάω.

Το γαμημένο, δεν συγκρίνεται

Με το στόμα σου.

Ο δρόμος είναι στενός και δύσκολος

Όσο και να προσπαθείς να μην την ερωτευτείς

Ξέρεις πως τελικά δεν θα τα καταφέρεις.

Το βάδισμα της

Φυσικά τη μυρωδιά της

Τα μάτια και τα μαλλιά της,

Και το γεγονός πως

Δύο άνθρωποι

Μοιράζονται πιο εύκολα τον

Πόνο

Ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι

Μέσα στην ατελείωτη νύχτα.

Ξέρεις πως οι νύχτες

Που θα έρθουν

Θα είναι δύσκολες

Αλλά και όμορφες μαζί.

Πρέπει να προστατεύσεις την ψυχή σου,

Ανυσηχείς,

Παλεύεις με παλιά φαντάσματα

Που είναι κρυμμένα στην ντουλάπα,

Δεν ξέρεις εαν θα τα καταφέρεις.

Οι λέξεις σου δείχνουν

Το δρόμο

Και εσύ τον ακολουθείς

Όσο πιο καλά

Και ίσια μπορείς.

Περιμένωντας την επόμενη καταστροφή

Ο Τάκης κάθεται στο σπίτι του και κοιτάει την

Οθόνη του υπολογιστή.

Ακούει Μπραμς από το ίντερνετ.

Έχει κατεβάσει δύο μπύρες και πάει

Για την τρίτη.

Κουτάκια, από το Λιντλ.

Έχει γράψει τρία ποιήματα

Για την καινούρια του

Ποιητική συλλογή

Με τίτλο: Ο Προφήτης Πέθανε Μόνος.

Κανένας δεν έχει διαβάσει

Την ποιητική του συλλογή ακόμα.

Μάλλον κανείς δεν πρόκειται

Να το κάνει.

Δεν την εκδίδει κανείς.

Κι εκείνος πλέον έχει σταματήσει

Να στέλνει σε εκδότες.

Είναι μάταιο.

Τα βάζει στο ίντερνετ,

Δωρεάν,

Στη σελίδα του.

Τον Τάκη δεν τον ενοχλεί

Και πολύ

Που δεν είναι

Διάσημος ή πλούσιος.

Αυτά σε σκοτώνουν.

Ύπουλα πράγματα

Η Δόξα και το Χρήμα.

Καλύτερα φτωχός

Και να ξέρεις

Πως η ψυχή σου ακόμα είναι

Στη θέση της.

Αν δεν γράψει τουλάχιστον μία μικρή ιστορία

Ή ένα ποιήμα

Την ημέρα

Αισθάνεται άρρωστος.

Είναι άνεργος.

Δεν του αρέσει η δουλειά.

Υπάρχουν τόσα καλύτερα

Πράγματα να κάνει κανείς.

Πρέπει να βρει δουλειά.

Το χρήμα βλέπεις είναι χρήσιμο.

Ανάβει ένα τσιγάρο

Και σκέφτεται εκείνη.

Που να είναι τώρα,

Τι να κάνει,

Γιατί δεν του τηλεφωνεί.

Ο Τάκης εισπνέει καπνό

Και χαζεύει με κενό

Βλέμμα την οθόνη του υπολογιστή,

Περιμένωντας

Την επόμενη

Καταστροφή.

Οι φακές

Το παιχνίδι της τύχης συνεχίζεται.

Ο Τζίμης δεν ξέρει εαν το πρωί θα είναι

Αυτό που λέμε

Ζωντανός.

Μπορεί να πάθει ανακοπή

Και να πνιγεί μέσα στη λεκάνη

Κάνωντας πατητή στον εαυτό του

Αφού δεν μπορεί

Να αυτοπιπωθεί,

Πριν ακόμα κατουρήσει

Ή μετά που θα κατουρήσει.

Το παιχνίδι της τύχης

Συνεχίζεται

Και όλοι οι γείτονες

Ανησυχούν

Και ουρλιάζουν στα

Μούτρα σου

Ατάκες που κοπήκανε από ταινίες

Τρόμου β’ διαλογής.

Ο Τζίμης καρφωμένος στην γυριστή καρέκλα

Που τρίζει ρε πούστη πολύ,

Αναδιοργανώνει τον κόσμο του.

Δεν έχει να πληρώσει τη ΔΕΗ.

Η ΔΕΗ είναι μία πουτάνα του δρόμου

Με έρπη και χλαμύδια και βλενόρροια γεμάτη,

Περιμένει στην Πλαστήρα κάθε βράδυ,

Λίγο πιο κάτω από το Κομμένο Μπεντένι,

Και είναι πολύ ακριβή και άσχημη και

Γριά.

Μας πως όμως θα βγάλουμε το χειμώνα;

Αναρωτιέται το δεξί ηχείο.

Που να ξέρω;

Λέει το αριστερό αυτί.

Σκατά.

Τα σοκάκια στο κέντρο είναι γεμάτα

Με ανθρώπους που σέρνονται

Και που δεν περπατάνε,

Και με σκατά που τα πατάμε

Κάθε μέρα

Κάθε νύχτα,

Και λέμε γούρι, γούρι

Γούρι στα μούτρα σου ρε,

Και μία φορά είχα βρει

Μία πλαστική κοντόκαννη

Καραμπίνα

Μέσα σε μία λίμνη

Φασολάδας

Στα σκουπίδια

Και την πήρα ο μαλάκας

Και την έκανα μπάνιο

Και μετά το έπαιζα μάγκας

Στα άλλα παιδάκια.

Τι ωραία που περνάμε στο νηπιαγωγείο!

Δεν μου λείπει καθόλου όμως,

Ειδικά,

Εκείνες οι φακές

Που βρωμούσανε παστίτσιο και

Εμετό

Και είχανε μέσα κομματάκια

Σπασμένα,

Lego και playmobil,

Ποτέ δεν τις έφαγα

Κι ας έκαναν καλό κι ας είχαν και σίδηρο

Χέστηκα,

Κωλοφακές,

Ούτε με φέτα είν’ ωραίες.

Ο πόνος του Μίλτου

Ο πόνος είναι κάτι που ο Μίλτος είχε συνηθίσει.

Του άρεσε πλέον.

Είχε φτάσει σε σημείο να μην μπορεί να

Ζήσει χωρίς τον πόνο.

Δεν ήταν αυτό που λέμε

Φανερός μαζόχας.

Ήταν κρυφός μαζόχας.

Ο πόνος του όριζε τη ζωή.

Χωρίς τον πόνο

Τα πάντα γύρω του έπεφταν

Σε μία ξεθωριασμένη

Και άγευστη διάσταση.

Μιλάμε φυσικά

Για πόνο

Σωματικό

Κυρίως.

Δεν έλεγε όμως όχι

Και σε άλλες μορφές

Πόνου,

Όπως ήταν ο ψυχικός

Ας πούμε.

Ο Μίλτος δεν μπορούσε

Να ζήσει χωρίς πόνο.

Δεν μπορούσε.

Τον έψαχνε γενικά.

Παντού.

Όταν έβρισκε πόνο του έδινε και

Καταλάβαινε.

Ε το μαλάκα το Μίλτο.

Ακόμα είναι ζωντανός.

Ένα δίπουτσο τέρας

Έβγαλε στη μύτη ένα τεράστιο απόστημα

Με πύον.

Το πρωί είχε συνέντευξη με μία Ρωσίδα.

Φοβόταν να δίνει συνεντεύξεις.

Είχε χώσει τη μύτη του κάπου πολύ ωραία

Την προηγούμενη νύχτα.

Τα πράγματα στη ζωή του ήταν κάτι

Παραπάνω από νεκρά.

Του άρεσε έτσι.

Δεν του άρεσαν οι

Έξυπνοι άνθρωποι.

Προτιμούσε τους βλάκες.

Γιατί;

Γιατί κι εκείνος ήταν βλάκας.

Του άρεσε να είναι βλάκας.

Τα πρωινά σηκωνόταν ξαλαφρωμένος

Από το σπέρμα του.

Τα παπάρια του ήταν

Ευτυχισμένα

Με έναν μη ανιδιοτελή

Τρόπο.

Εκείνη του δάγκωσε τη μύτη δυνατά.

Δεν έτρεξε αίμα δυστυχώς.

Πόνεσε.

Τώρα είχε δύο πούτσες.

Ήταν ένα δίπουτσο τέρας.

Δεν ήξερε τι άλλο να

Κάνει.

Το να είναι

Τέρας

Ήταν πολύ ανακουφιστικό.

Τα νεφρά του πονούσαν.

Σκέφτηκε

Πως θα πεθάνει.

Ε και λοιπόν;

Τίποτα

Δεν θα άλλαζε.

Οι δρόμοι θα ήταν

Πάντα γεμάτοι

Με ανθρώπους

Που δεν ξέρουν που πάνε

Και τι κάνουν,

Ακόμα κι όταν

Εκείνος δεν θα

Ήταν εκεί

Μαζί τους

Να μην ξέρει κι

Αυτός που πάει

Και τι κάνει.

Πόλεμος

Η καθημερινότητα του αποτελούνταν από

Σύνολα δυστοπίας

Τα οποία μεταλλάσσονταν

Κάθε ώρα σχεδόν.

Σύνολα δυστοπίας

Ίσως να τα ονόμαζαν

Οι ειδικοί.

Υπήρχαν τουλάχιστον

Τρία μέτωπα

Πόνου

Μέσα στο σώμα του.

Δεν μπορούσε να

Ξεφορτωθεί

Μαζικά

Την κακοτυχία

Του.

Έπρεπε να

Παλεύει

Να στέκεται ζωντανός

Και στα τρία μέτωπα

Συγχρόνως,

Λες και υπήρχαν

Τρεις άνθρωποι

Ξεχωριστοί.

Τρεις βετεράνοι

Με μουτζουρωμένες,

Ανεμοδαρμένες,

Και λασπωμένες

Φάτσες.

Κάποιος

Πόλεμος θα έπαυε

Για λίγες ημέρες στο ένα μέτωπο

και

Κάποιος άλλος θα μαινόταν

Σήμερα

Στο άλλο.

Όταν ένας πόλεμος

Μέσα στο σώμα του

Έπαυε

Κάποιος άλλος

Ξεκινούσε

Από εκεί που είχε σταματήσει

Την τελευταία φορά.

Η κίνηση των πνευμόνων

Ήταν το βασικότερο

Μαζί με το χτύπημα

Του δεύτερου μεγαλύτερου μυ.

Οι βασικές λειτουργίες

Του σώματος έπρεπε

Να συνεχιστούν.

Η φωτιά δεν

Έσβηνε ποτέ από

Τα μέτωπα

Του πολέμου

Των ημερών του.

Ο θάνατος ήταν βαρετός

Και η ζωή ήταν

Πόλεμος.

Ήχοι

Από μάχη και

Κραυγές αγωνίας

Κάθε νύχτα

Ήταν το ηχόστρωμα

Των ονείρων του.

Αγία Φωτεινή

Δεν του άρεσε να γελάει. Καθόταν μόνος του στο μικρό σπίτι. Κάπνιζε ένατσιγάρο. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο μονό κρεβάτι στο δίπλα κτίριο.

Ηταν όμορφη αλλά δεν τον απασχολούσε. Εβαλε το μπουφάν του, πήρε το αλυσόπρίονο και βγήκε από την πόρτα.

Έξω έβρεχε γι' αυτό κουβαλούσε τα ξύλα κάτω από το λυόμενο και τα έκοβε. Μία πριονιά σε όλα.

Εκείνη πήγε και τον βρήκε εκεί που δούλευε.

"Τι κάνεις; Ηπιες καφέ;" τον ρώτησε.

"Ναι".

"Θα μαγειρέψω αρνί".

Εκείνος έγνεψε θετικά.

Τελείωσε με το κόψιμο και άναψε τσιγάρο. Κοίταξε την κορφή της Αγίας Φωτεινής. Μαύρα σύννεφα μαζευόντουσαν. Ο καιρός έδενε.

Εκεί πάνω τον είχανε βαπτισμένο. Ακροφοβία.

Δεν έβλεπε καλά από το ένα μάτι. Ο ήχος από το αλυσοπρίονο ήταν ωραίος.

Δεν ήξερε πότε πέρασε η ώρα.

Εκείνη του φώναξε να φάνε.

Άρχισε να βρέχει όταν μπήκε μέσα στο σπίτι.

Όραση στο γρασίδι

Κυλιόταν στο γρασίδι και δίπλα

Υπήρχαν ξεραμένα σκατά.

Ο ήλιος έμπαινε μέσα από τα μαλλιά της

Και έσκαγε στο πρόσωπο μου.

Μία πύρινη όαση

Μας κάλυπτε.

Δεν ξέρω πως γινόταν αυτό, αλλά

Γινόταν.

Προσπαθούσα να κοιτάξω

Όσο πιο δυνατά μου επέτρεπε

Η ανθρώπινη όραση

Για να θυμάμαι τη στιγμή αυτή

Μέσα από χιλιάδες άλλες στιγμές.

Οι μυρωδιές ήταν πολλές

Το παραδέχομαι,

Αλλά η δική της ήταν η πιο δυνατή.

Δεν υπήρχε τίποτα το φτιαχτό στις στάσεις

Των σωμάτων μας

Και στις στάσεις των

Εγκεφάλων μας.

Αυτό έπρεπε να το καταγράψει η ιστορία.

Ξέχασα όμως για μία στιγμή πως εγώ

Σιχαίνομαι την ιστορία.

Δεν θέλω να διδαχθώ από την ιστορία.

Θέλω να δω μόνο μέσα από εκείνη,

Ότι αυτή ξέρει

Να το ξέρω κι εγώ.

Κι ότι εγώ ξέρω..

Καταλαβαίνετε;

Τι είμαι

Είναι μέρες που δεν μπορώ να σκέφτομαι

Το γράψιμο.

Το γράψιμο με αηδιάζει.

Με κουράζει

Μου πρίζει τα κοχόνια.

Ξερνάω.

Με πιάνει κόψιμο και πόνος στο μάτι και στο κεφάλι.

Πεθαίνω και δεν μπορώ να αναπνεύσω,

Ζαλίζομαι,

Βγάζω τεράστια σπυριά στην κωλοτρυπίδα,

Με πιάνει αυχενικό,

Μου πέφτουν τα μαλλιά και τα δόντια,

Δεν μου σηκώνεται καθόλου,

Βγάζω αιμμοροίδες σαν σταφύλια και χέζω αίμα,

Δεν μπορώ να κοιμηθώ,

Να φάω,

Το να κοιτάω το οτιδήποτε είναι μαρτύριο κανονικό,

Εκείνες τις μέρες

Θέλω να κάψω όλα τα βιβλία του κόσμου

Και μετά να κολυμπήσω στη στάχτη

Και να την κατουρήσω και με τη σταχτένια-κατρουλο λάσπη τους να φτιάξω

Ένα τέρας που να τρώει μαλάκες συγγραφείς, κυρίως Έλληνες.

Το γράψιμο δεν με αφήνει

Να ζήσω σαν χίππης,

Σαν γιάπης,

Σαν χίπστερ,

Σαν νεοέλληνας,

Σαν καβλιάρης άντρας,

Σαν γρόθος ηρακλειώτης.

Σαν μοναχός στο Αζερμπαϊτζαν,

Σαν καλόγρια στη μονή της Κεράς,

Σαν υδραυλικός με τρία παιδιά,

Σαν ρεσεψιονίστας με χοντρά χέρια και καράφλα και έξη στο στοίχημα.

Δεν με αφήνει να ζω τη στιγμή, να αδράξω αυτή τη μαλακία τη στιγμή επιτέλους.

Το γράψιμο είναι για τους νεκρούς και τους μαλάκες, σκέφτομαι εκείνες τις μέρες που δεν γουστάρω να γράφω τίποτα, ούτε να σκέφτομαι δεν γουστάρω.

Είναι μέρες, ναι, είναι μέρες που τα λέω αυτά για το κωλογράψιμο το αρχιδάκι.

Τις υπόλοιπες όμως γράφω σαν μανιακός μπαμπουίνος με γυμνό κωλαρίκοσε λιβάδι με γινομένες μπανάνες στο Περού που έχει μασήσει ένα τσουβάλι φύλλα κόκας.

Γράφω,

Σαν να μην υπάρχει αύριο.

Αν δεν γράψω θα τρελαθώ.

Και δεν μιλάμε για καμιά μεταφορική τρέλα της πούτσας, από εκείνες τουγυμνασίου.

Αν δεν γράψω θα τρελαθώ, σχιζοφρένεια, τέτοια φάση τρέλα, τρέλα τρέλα.

Θα έρθουν να με μαζεύουν οι άνθρωποι με τα άσπρα, θα με κλείσουν μέσα,θα μου βάλουν το άσπρο κουστούμι που δεν έχει μανίκια και θα με κλείσουν στο δωμάτιο με τα μαξιλαράκια.

Θα το χάσω αν δεν γράψω.

Θα αρχίσω να σκοτώνω κόσμο με τσεκούρι.

Θα σκοτώνω παιδάκια με σκουριασμένα ψαλίδια του γκαζόν,

Θα ληστεύω γριές και θα τις βιάζω και θα τις καίω και θα τις τρώω με οργανικό μπαλσάμικο ξύδι,

Θα βάζω βόμβες σε όμορφα κτίρια και σε πολυκατοικίες και σε εργοστάσια και σε γκαλερί,

Θα χέζω σε πλατείες με τον κώλο μου φόρα μόστρα,

Θα πετάω πατάτες με ξυραφάκια στον ταχυδρόμο τον πούστη από το μπαλκόνι,

Θα ακρωτηριάζω τα δάχτυλα των ποδιών μου με σκεπάρνι μέσα σε εκκλησίες στις εθνικές μας εορτές και θα τα πετάω μέσα στην θεία κοινωνία,

Θα κατουράω στο φαγητό μου και θα το τρώω και μετά θα το ξερνάω και θα το ξανατρώω,

Θα πέφτω κάθε μέρα από ταράτσα μέχρι να σπάσω και το πιο μικρό κοκαλάκι στο σώμα μου,

Θα κλείνομαι σε ασανσέρ και θα πηδάω πάνω κάτω για να σπάσει επιτέλους το μπουρδέλο το σχοινί και να δω πως είναι,

Θα σκοτώνω γλυκούλικα αδέσποτα κουταβάκια με φλογοβόλο,

Θα σκοτώνω μωρά φώκιας με ρόπαλο,

Θα αποκεφαλίζω ελέφαντες και πιθηκάκια και χάμστερ με ματσέτε,

Θα τρώω μερέντα με αρνί κρύο πηγμένο μέσα σε λίπος,

Θα πουλήσω το κώλο μου στην Πλαστήρα Σάββατο βράδυ και θα βρέχει και οι μπάτσοι θα κάνουν αλκοτέστ στην Καινούρια Πόρτα και το μηχάνημα θα είναι χαλασμένο,

Θα κάνω γιόγκα με βρώμικα πόδια φορώντας μαγιό για εγκύους,

Θα πιω καφέ με μακαρόνια και θα φάω πίτσα μέσα σε ψαρόσουπα με γάλα και σαρδέλες με μέλι,

θα κάνω πολλές μαλακίες γενικά,

ίσως να πέσω και στην ηρωίνη, στο κρακ, στο κροκοντίλ, στο κονιάκ με κοκα κόλα,

και να ρίχνω ενέσεις στο πουλί μου τζιν τόνικ και βότκα ρεντ μπουλ μέχρινα πάθει το συκώτι μου γάγραινα,

θα τραβάω μαλακίες σε άλογα σε τυχαία χωράφια σαν το μαλάκα τον ΤομΓκριν,

θα ξεγεννάω αγνώστους με τα δόντια,

θα τρώω κάθε μέρα φάλαινα στο τηγάνι επί ένα χρόνο μέχρι να πάθω σκορβούτο,

θα βλέπω ΜΕΓΚΑ ΤΣΑΝΕΛ κάθε βράδυ μέχρι να χύσω την ψυχή μου από τα μάτια.

σίγουρα θα βγάλω το πλευρό μου και θα παίρνω πίπες του εαυτού μου, αυτό σίγουρα.

Γενικά

Έχω πολλά ψυχοσωματικά και ψυχολογικά

Προβλήματα.

Ποτέ δεν πήγα σε ψυχολόγο ή σε ψυχίατρο.

Δεν γουστάρω.

Θα πάω μία και καλή σε νεκροθάφτη.

Είμαι συγγραφέας.

Τα προβλήματα είναι η δουλειά μου.

Και όπως λένε και οι ΜΕΓΚΑΝΤΕΘ

«[...] and business is good».

Σκατά στον τοίχο και προπόνηση

Σηκώθηκα από τον υπολογιστή και έριξα μία κλωτσιά στο τραπεζάκι.

Γαμήθηκε το πόδι μου και το τραπεζάκι δεν έπαθε τίποτα.

Άνοιξα το ψυγείο και έριξα μέσα μία χριστοπαναγία.

Έκλεισα με δύναμη την πόρτα του ψυγείου. Κλώτσησα την πόρτα του ψυγείου δύο φορές. Έριξα μπουνιά στην ντουλάπα και στην πόρτα της τουαλέτας. Γαμήθηκε το χέρι μου.

Κλώτσησα την καρέκλα και σκάλωσε στο ένα φύλλο του παραθύρου

Και το παράθυρο έφυγε από τους μεντεσέδες και έσκασε κάτω και

Στράβωσε το αλουμίνιο. Ευτυχώς δεν έσπασε το τζάμι.

Έριξα άλλη μία χριστοπαναγία. Έβαλα το παράθυρο στη θέση του.

Έριξα μία κλωτσιά στην καρέκλα με τα ρούχα και όλα τα ρούχα έπεσαν κάτω.

Ξανασήκωσα την καρέκλα. Είχε πέσει κάτω και το ρολόι το πλακέ το ηλεκτρονικό.

Βγήκα έξω από το σπίτι και πήγα να κλωτσήσω το σκύλο αλλά έπεσα κάτω από την προσπάθεια γιατί φορούσα κάτι ηλίθιες σαγιονάρες και χτες είχε βρέξει χώμα και κάτω γλίστραγε της πουτάνας. Ο σκύλος φοβήθηκε και κρύφτηκε κάτω από το φούρνο.

Άρχισα να κυνηγάω τις γάτες αλλά δεν κατάφερα να κλωτσήσω καμία. Παλιοπουτάνες γάτες, ξέρουν. Ήταν γρήγορες.

Έριξα μία μπουνιά στον τοίχο και μετά άλλη μία. Πονούσε το πόδι μου στηφτέρνα από τις κλωτσιές στο τραπεζάκι.

Σκέφτηκα να ανάψω τσιγάρο αλλά είπα να ρίξω μερικές κλωτσιές ακόμα.

Χτύπησα τον εαυτό μου πέντε ή έξι φορές δυνατά στα πόδια με τα χέρια μου και πόνεσα.

Πήρα μία βέργα και άρχισα να χτυπάω τον τοίχο και μετά τον εαυτό μου.

Έριξα άλλη μία χριστοπαναγία και έναν σταυρό.

Ο γείτονας ο εφοριακός με κοιτούσε από το παράθυρο και μου έκανε τη χειρονομία του μαλάκα και εγώ πήρα το χαμόγελο του σκατιάρη και

Του έκανα κωλοδάχτυλο και μπήκε μέσα το αρχίδι.

Δεν είχα άλλες δυνάμεις.

Μπήκα μέσα και έβρισα τον υπολογιστή.

Το μουνί ο υπολογιστής είχε χαλάσει και δεν μπορούσα

Να γράψω αυτό που ήθελα και νευρίασα.

Σκέφτηκα μια ζωή γεμάτη καρκίνο και σύφιλη και AIDS και ηρέμησα.

Άναψα τσιγάρο και άνοιξα μια μπύρα από το Λιντλ και άρχισα να κοιτάω τον υπολογιστή περιμένωντας κάτι να συμβεί.

Τα αυτά

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μην κάνεις

Απολύτως τίποτα.

Μετά τα σκαθάρια θα έχουν γεύση

Μπριτζόλας

Και ο ήλιος θα ανατέλλει

Από την λεκάνη σου

Κάθε μέρα και κάθε νύχτα.

Ανάβω τσιγάρο και πίνω ρακί από

Το μικρό πλαστικό μπουκάλι.

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μην κάνεις

Απολύτως τίποτα.

Μετά τα μάτια σου θα βλέπουν στο

Σκοτάδι

Θα είσαι σαν αιλουροειδές

Και θα χέζεις χρυσές λίρες

Θα κατουράς πετρέλαιο

Και μέσα στην καρδιά σου

Θα έχεις ένα

Ορυχείο από κάρβουνο.

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μην κάνεις

Απολύτως τίποτα.

Ο τάφος σου θα είναι στη μέση του λιβαδιού

Και θα γράφει απάνω κάτι

Αλλά χέστηκες τι θα γράφει

Δεν θα έχει σημασία τι θα γράφει

Αφού

Εσύ

Θα είσαι τόσο

Μακρυά απ’ όλα

Αυτά.

Κατεβασμένα τα στόρια για μέρες

Κάνεις το μαλάκα για πολύ καιρό

Γιατί όμως, δεν ξέρεις.

Υποθέτεις πως έτσι είναι ο

Εαυτός σου, ο χαρακτήρας σου ή

Κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Είσαι χαζός

Στις περισσότερες περιπτώσεις.

Στις επαγγελματικες συμφωνίες,

Στις σχέσεις,

Σε όλα.

Θέλεις να είσαι χαζός.

Δεν μπορείς αλλιώς.

Πρέπει να έχεις μία σταθερή φιγούρα

Πάνω στα κόκαλα σου,

Παίζεις πάντα το ρόλο

Του Κουασιμόδου

Γιατί σου πάει

Και σου αρέσει

Και αν δεν το κάνεις

οι φοίνικες δεν είναι πλέον φοίνικες

Και τα σύννεφα δεν είναι πλέον σύννεφα.

Δεν ξέρεις τίποτα

Και αυτό σε κάνει δυνατό.

Δεν σε νοιάζει τίποτα

Μόνο το γράψιμο

Και να έχεις λεφτά

Και να κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις

Και να μην βλέπεις πολλούς ανθρώπους.

Μόνο λίγους, πολύ λίγους.

Να κοιμάσαι με τις ώρες

Με κατεβασμένα τα στόρια

Για μέρες.

Οι μεθυσμένοι φτωχοί θα πέφτουν από τα παράθυρα τους

Στο κενό.

Κάθε μέρα

Και κάθε νύχτα.

Εσύ θα συνεχίσεις να γράφεις και να

Είσαι αυτός που είσαι.

Ένας χαμένος άνθρωπος

Που ξέρει καλά

Που πηγαίνει.

Το μόνο που χρειάζομαι

Το μόνο που χρειάζομαι είναι λεφτά

Ενα σπίτι

Ενα αυτοκίνητο και

Μία γυναίκα.

Ο σκύλος ίσως να είναι

Πολυτέλεια όπως και το

Γκαζόν.

Δώσε μου λεφτά

Και 4 τοίχους

Και θα επιβιώσω

Σε όλα τα κλίματα

Το μελόδραμα είναι βαρετό

Και οι Εσκιμώοι ξέρουν

Τι θα πει φιλοξενία.

Μερικές φορές τα ποιήματα

Είναι πιο βαρετά από

Το θάνατο

Και η βροχή

Πιο παγωμένη από

Την καρδιά.

Μπορεί όμως και το αντίθετο.

Δεν ξέρω.

Δώσε μου λεφτά.

Σε βρίσκω στο περίπτερο

Μπλεγμένος μέσα σε μία απίστευτα

Δυνατή

Δίνη

Επιθυμιών

Δεν μπορώ

Να ξεφύγω από

Την ίδια μου τη βαρεμάρα

Από την ίδια μου

Την ανημπόρια

Και την ίδια μου

Την αγαρμποσύνη.

Να βρίζω και να σκίζω

Όλες μου τις ευκαιρίες.

Σαν χάρτινα καραβάκια

Τις σκίζω

Και τις βυθίζω

Μέσα στις τρύπες μου

Και στις τρύπες

Των γύρω μου

Ποιος λέει πως είναι καλές

Οι ευκαιρίες αυτές.

Εγώ το λέω

Λέει ο εαυτός

Μου ο ένας

Αλλά ο άλλος

Δεν λέει τίποτα

Παρά μόνο βάζει φωτιά

Στις κάλτσες του άλλου

Εαυτού και κάνει

Εμετό στα

Λευκά πλακάκια

Της ψυχής του

Γείτονα.

Εγώ γελάω

Με τα καμώματα τους

Και καπνίζω και πίνω

Σαν ντιζελομηχανή

Και χύνω

Σαν

Γνήσιος αγρότης

Πάνω στο τρακτέρ μου

Και κοιμάμαι

Μήνες ολόκληρους

Χρόνια ολόκληρα.

κι

Όταν ξυπνήσω

Θα πεταχτώ μέχρι το

Περίπτερο

Να δω

Τι κάνεις,

Και να δω τι κάνω

Και πως μοιάζει η φάτσα μου

Μετά από τόσο

Καιρό.

Υπάρχω άραγε ακόμα

Μέσα στους

Καθρέπτες;

Ήταν προτιμότερο

Εκείνος την ζήλευε πολύ αλλά δεν ήθελε να το δείχνει συχνά.

Τα πάντα γύρω του μεταμορφώνονταν

Σε εφιάλτες

Αυτήν την περίοδο.

Η δουλειά, το αυτοκίνητο, ο γείτονας, το σούπερ μάρκετ, οι μάσκεςμαλλιών και τα συντριβάνια, τα μίνι πατίνια και τα αγάλματα από πηλό,οι σούφρες, οι σούπες και οι τρωγλοδύτες, τα πνευματικά κέντρα, ηενορία του, τα λοφάκια και οι τουρίστες, τα σανδάλια από δέρμακροκόδειλου και οι υπάλληλοι του ΟΤΕ, οι σουβλατζήδες, ο Πάπας, οιπαλιές ελληνικές ταινίες, οι μπογιές, οι φίλοι, οι γρύλοι, τα σκαθάρια, οΙντιάνα Τζόουνς, η Μέκκα και άλλα πολλά,

Όλα μετατρέπονταν σε αντικείμενα

Που βρίσκονταν μέσα σε μικροαστικό εφιάλτη, σε επικείμενο θρίλερ με πολύ κέτσαπ.

Τα πάντα έμοιαζαν να στάζουν αίμα και χολή πάνω του.

Προσπαθούσε να θυμηθεί την προηγούμενη

Περίοδο της ζωής του, πριν απ’ αυτήν.

Δεν μπορούσε.

Η ζήλεια τον έτρωγε σαν σκουλήκι και μία μέρα αποφάσισε

Πως θα της το έλεγε.

Δεν της το είπε όμως γιατί κότεψε

Και το μόνο που έκανε

Ήταν να πάει και να μεθύσει

Με δέκα καραφάκια ρακή

Στου Τζίμμη και μετά στου

Τσιρόλα και μετά με μπύρα

Στη Γκουέρνικα και κάπου αλλου που δεν θυμάται που ήταν.

Εκείνη θα πήγαινε κάπου

Να κάνει κάτι

Με κάτι άλλους

Και αυτό

Θα το έλεγαν ταινία

Στο τέλος.

Δεν τον ένοιαζε.

Ήξερε που πήγαινε ο ίδιος, πουθενά, σταθερά και τίμια

Πλησίαζε το δικό του, μοναδικό πουθενά.

Σκέφτηκε να πάει στο

Νεκροταφείο και να

Αρχίσει να σκάβει το λάκκο τους.

Πήγε στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου

Τη νύχτα που έγινε σκνίπα από το ποτό

Και έπιασε να σκάβει με τα νύχια του το χώμα ανάμεσα

Από κάτι τάφους που μυρίζανε λουλούδια και λιβάνι.

Κάτι κουκουβάγιες σκληρίζανε

Κάποιος του φώναξε και το φως από

Έναν φακό έπεσε στην πλάτη του.

Έτρεξε να φύγει και πήδηξε ένα τοίχο και έπεσε

Και πόνεσε ο κώλος του αλλά συνέχιζε να τρέχει

Σαν να τον κυνηγούσε ο διάβολος ο ίδιος.

Είχε σχέδιο όμως, ήξερε τι έκανε, ήταν άντρας όχι μαλακίες.

Όταν εκείνη γύρισε

Μετά από το δεκαήμερο ταξίδι της

Στην Αθήνα,

Εκείνος της έδωσε ένα

Φιλί (σαν του Ιούδα) και έπιασε το τσεκούρι

Και της έκοψε το κεφάλι

Την ώρα που εκείνη κοιμόταν,

Μετά που είχαν γαμηθεί σαν σκυλιά.

Ξύπνησε και ήταν ιδρωμένος

Και η ώρα στο ηλεκτρονικό ρολόι ήταν 05:34 το πρωί και λίγο φως

Έμπαινε από τα στόρια τα κατεβασμένα.

Σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα

Και ξέρασε.

Ήπιε ένα ποτήρι νερό και άναψε ένα

Στριφτό τσιγάρο στο τραπέζι δίπλα από το παράθυρο.

Αύριο θα της έλεγε να

Χωρίσουν από το τηλέφωνο.Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.

Θα έπαιρνε σκύλο ή γάτα από του Δαμίγου ή από κάπου αλλού ή αδέσποτο, ότι’να΄ναι,

Ήταν προτιμότερο

Από αυτό το χάλι.

Η γάτα πέθανε

Σήμερα η γάτα μου βρέθηκε νεκρή

Στο υπόγειο

Στην πολυθρόνα

Εκεί που η μάνα

Μου

Βάζει τ’ άπλυτα.

Είχε γίνει σκελετός

Αλλά γενικά ήταν

Καχεκτικό το γατί

Πέθανε σήμερα

Το πρωί.

Δεν το έθαψε,

Το πέταξε σε ένα χωράφι

Τουλάχιστον

Όχι με δύναμη

Σαν σκουπίδι

Το άφησε απαλά στο έδαφος

Και γύρισε

Πίσω.

Δεν ξέρω αν οι άλλες

Γάτες της αυλής το πήρανε χαμπάρι.

Ήταν χρόνια φίλες.

Ποιος ξέρει.

Θετική σκέψη

Δεν είμαι ικανός να ξεκαθαρίσω τι σκέφτομαι

το κεφάλι μου είναι σα βάλτος,

τη μία στιγμή μισώ τα άντερα μου

την επόμενη στιγμή αγαπάω τον κώλο μου

δεν θέλω να πεθάνω από καρκίνο

γι' αυτό μπουκώνομαι όλ' αυτά τα οργανικά σκατά

ακούω τα δόντια μου τις νύχτες

στον ύπνο μου

μέσα στο σαγόνι που τρίζουνε

σα ζάρια στη κουβέρτα της γλώσσας μου

χτυπάω τον εαυτό μου για να κοιμηθεί

αύριο πρέπει να σηκωθώ και να πάω στη δουλειά

απόψε θα ονειρευτώ πως είμαι καλός μπαμπάς

είμαι ένα εξαίσιο μέλος της κοινωνίας μας

απόψε θα ονειρευτώ πως είμαι καλός μπαμπάς

είμαι ένα εξαίσιο μέλος της κοινωνίας μας.

Όπως κι εσύ,

όπως όλοι μας.

Τραβάω φωτογραφία τον εαυτό μου με το κινητό τηλέφωνο

φτύνω το πρόσωπο μου στην οθόνη

λέω σε κάποιον κάποια τυχαία πράγματα για τη ζωή μου

αισθάνομαι πως είναι πολύ σημαντικό αυτό για μένα

κοιτάω τον καθρέπτη και δεν αισθάνομαι τίποτα

αυτό νομίζω πως είναι θετική σκέψη.

Οι Γιορτές ενός υπαλλήλου βιβλιοπωλείου

Δεν είχα όρεξη να μιλάω σε κανένα,

αισθανόμουν σαν ένα μικρό παιδί

που κάποιος μόλις του πήρε τη καραμέλα του

μέσα από το στόμα.

Δεν είχα το νιονιό να καταλάβω τίποτα

δεν ένιωθα,

ήμουν βούι σκέτο

στη δουλειά πετούσα τα βιβλία στα ράφια σα να ήτανε

σκατά,

ήμουν γριπιασμένος μέχρι τα μπούνια,

βροχή έτρωγα κάθε μέρα με το κωλομηχανάκι,

έμενα και στου διαόλου το μουνί,

δούλευα σε ένα βιβλιοπωλείο

το κλίμα ήταν καλό, οι συνάδελφοι μου άψογοι,

κάτι μέσα μου όμως

ως συνήθως με έτρωγε

δεν μου άρεσε τίποτα

είχα ψιλοτσακωθεί με όλους μου τους φίλους

εδώ που τα λέμε κι εκείνοι το ίδιο

ηλίθιοι σαν εμένα είναι,

γι' αυτό και είναι και φίλοι μου,

πονούσε το στομάχι μου,

πάθαινα ζαλάδες,

έκλανα συνέχεια από το άγχος,

έκλαιγα κρυφά μέσα σε κάτι κούτες από την κούραση,

κάθε μέρα στη κωλοδουλειά,

σαπίλα,

όλο τα ίδια,

μου άρεσε που μισούσα όλο το κόσμο,

μου γαμούσε όμως

την ενέργεια,

το Ζεν μου,

αυτή η φάση με το κωλομίσος,

έκοψα τη πολύ γυμναστική,

τα πολλά καλά τρόφιμα που έβαζα μέσα μου τα έδωσα στο σκύλο,

τα κοίταξε και δεν τα έφαγε ούτε κι αυτός,

άρχισα πάλι να τρώω γαριδάκια και σοκολάτες και κρουασάν περιπτέρου για βραδυνό

ξεκίνησα πάλι το τσιγάρο το στριφτό,

άρχισα να τρώω σουβλάκια με τζατζίκια

μόνο μπύρα και ρακή και πάλι

αν το θυμόμουν έπινα και κανά νερό

κλασική μουσική μόνο,

έγραφα σαν πόρνη γοργόνα μέσα στο βυθό

στον υπολογιστή πάντα μόνο, ποτέ σε χαρτί,

νουβέλες, ποιήματα, ότι θες,

και εκεί που ξαφνικά έκανα μπάνιο, καυτό, ωραίο

οι γιορτές μόλις είχανε τελειώσει και είχαμε ηρεμήσει με τα κωλοδώρα,

σκούπιζα τη κωλοτρυπίδα μου μέσα στο ντουζ με μία μπουρνοζοπετσέτα

αισθανόμουν καλύτερα ήδη,

ξυρίστηκα κιόλας,

τα Χριστούγεννα φταίγανε τα γαμημένα,

είχα κουραστεί να βλέπω τόσους ανθρώπους στο μαγαζί

τόσες φάτσες να με κοιτάνε με μίσος κι εκείνοι

τους λυπόμουν τελικά,

είμασταν όλοι για λύπηση,

πήγε και γεννήθηκε και εκείνος ο μαλάκας ο Τζίζους μέσα στο χειμώνα,

στο ψωλόκρυο μέσα,

το καλοκαιράκι δεν του άρεσε ρε γαμώτο;

σκέφτηκα “τι παραπονιέσαι ρε παλιομαλάκα, σκέψου να έπεφτε αυτή τη στιγμή το πάτωμα από τα πόδια σου και να καρφωνόσουν με το κώλο σε κανένα δοκάρι στο υπόγειο, από σεισμό ή να πνιγόσουν από κανα γιγαντιαίο μεσογειακό τσουνάμι, τότε τι θα αισθανόσουν ε, αρχίδι αχάριστο;”

αναρωτήθηκα πόσο μαλάκας ήμουν τελικά

είχα βαρεθεί να μισώ όλο το κόσμο αυτά τα Χριστούγεννα

το καλύτερο είναι να τους γράφεις όλους στ' αρχίδια σου,

με το Ζεν σου σε πολύ καλά επίπεδα,

το μίσος δεν οδηγεί και πουθενά στην τελική,

απλά χαλιέσαι,

σε κατατρώει από μέσα και σ' αφήνει κουφάρι

εαν έχεις αρχίδια βεβαίως,

εαν πάλι δεν έχεις αρχίδια,

ε τότε κάπου θα βρεις να τους γράψεις,

του πούστη.