32

Παύλος Νιρβάνας, Διηγήματα

  • Upload
    -

  • View
    247

  • Download
    3

Embed Size (px)

DESCRIPTION

 

Citation preview

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

διηγήματα

ΕΡΩΤΙΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ

Ὅταν βλέπω κάποιον νὰ περπατῇ ἐπάνω-κάτω, ὅπως ὁ μακαρίτης ὁ Βέρθερος, καὶ νὰ μελετᾷ μίαν ἐρωτικὴν ἐκδίκησιν, λέγω ἀπὸ μέσα μου: «Ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κάμῃ μίαν ἀνοησίαν!».

Καθένας τὴν κάμνει μὲ τὸν τρόπον του. Ἄλλος φονεύει. Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶναι μυστήριον. Ἄλλος αὐτοκτονεῖ. Ἀλλὰ ἡ αὐτοκτονία εἶναι μία ἠλιθιότης. Ἄλλος σπεύδει νὰ ὑπανδρευθῇ μὲ τὸ πρώτον ἀδέσποτον θῆλυ, ποὺ συναντᾷ εἰς τὸν δρόμον του, φανταζόμενος ὅτι ἐκδικεῖται μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκείνην, ποὺ ἔπαυσε νὰ τὸν ἀγαπᾷ. Αὐτὸ εἶναι ξεκαρδιστικὴ κωμῳδία. Ἄλλος γράφει ἕνα δρᾶμα, εἰς τὸ ὁποῖον καυτηριάζει τὰς γυναίκας μὲ πεπυρακτωμένον σίδηρον. Αὐτός, ἁπλούστατα μαξιλαρώνεται. Ὑπῆρξεν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, διὰ νὰ ἐκδικηθῆ τὴν γυναῖκα του, κατήργησεν, ἐν στιγμῇ παραφορᾷς, τὸ φῦλον του μὲ τὴν μάχαιραν τοῦ δημίου. Μὲ αὐτὸν γελοῦν οἱ αἰῶνες. Κανείς, μὲ μίαν λέξιν, δὲν ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐκδικηθῆ ἐπαξίως μίαν γυναῖκα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν.

Τὸ πρᾶγμα εἶναι εὐεξήγητον. Ὅλοι οἱ ἐκδικηταὶ τῆς γυναικείας ἀπιστίας ἐνεργοῦν μ’ ἕνα τρόπον ἐσφαλμένον εἰς τὴν βάσιν του. Ἐνεργοῦν δηλαδὴ μ’ ἕνα τρόπον ὑπερβολικὰ σοβαρὸν καὶ πολὺ συχνὰ τραγικόν. Προτιμοῦν τὴν τραγῳδίαν ἐκεῖ, ὅπου κατ’ ἐξοχὴν θὰ ἦτο ἐνδεδειγμένη ἡ φάρσα. Ὑποδύονται τὸν κόθορνον τοῦ τραγῳδοῦ, ἐνῷ ὁ ἀκαταλληλότερος ἄνθρωπος διὰ νὰ παίξη ἕνα σοβαρὸν ρόλον εἰς τὸ θέατρον τῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀτυχήσας ἐραστής. Καί, ἐνῷ ὀρέγεται τὰς δάφνας ἑνὸς Τάλμα, δέχεται τὰ μαξιλάρια τῆς πλατείας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του.

Δὶ’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ σοφώτεροι δὲν περιπατοῦν πιὰ ἐπά-

νω-κάτω, μετὰ τὴν προδοσίαν ἢ τὴν ἐγκατάλειψιν, ὅπως ὁ μακαρίτης Βέρθερος, καὶ δὲν μελετοῦν μίαν ἐκδίκησιν. Σηκώνονται ἀπὸ τὸ γεῦμα, ὅπου ἐμισοτελείωσαν τὸ φαγί των, σκουπίζουν τὸ στόμα των μὲ τὴν πετσέταν, πληρώνουν καὶ φεύγουν, ὡς νὰ μὴ τοὺς συνέβη τίποτε, ἀφίνοντες ἕναν ἄλλον ν’ ἀποτελειώση τὴν μερίδα των. Ἔτσι διασῴζουν τὴν ἀξιοπρέπειάν των, χωρὶς νὰ μείνουν καὶ ἐντελῶς ἀνεκδίκητοι. Διότι γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἐντελῶς περιττὸν νὰ ἐκδικῆται καθένας χωριστὰ τὴν αἰωνίαν γυναῖκα. Δὶ’ αὐτὴν ὑπάρχουν οἱ ἐκ Θεοῦ ἀπεσταλμένοι ἐκδικηταί, ποὺ εἶναι οἱ Δὸν Ζουᾶν ὅλων των τόπων καὶ ὅλων των ἐποχῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν κάμνουν ἄλλο, παρὰ νὰ ἐκδικοῦνται διαρκῶς διὰ τὸν ἐαυτόν τους καὶ διὰ τοὺς ἄλλους.

Ἐν τούτοις, ὀφείλομεν νὰ κάμωμεν τιμητικὴν ἐξαίρεσιν διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐπραγματοποίησε πρωτότυπον ἐκδίκησιν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν αὐτὴν τῆς κοινοτοπίας, ποὺ εἶναι αἳ Ἀθῆναι. Εἴδατε ἀπὸ τὰς ἐφημερίδας, τί ἔκαμεν ὁ μεγαλοφυὴς αὐτός. Ἐπῆγε νύκτα εἰς τὴν θύραν τῆς ἀπίστου καὶ τῆς ἐτοιχοκόλλησε μίαν ἐπιγραφήν: «Ἐδῶ ὑπάρχει εὐλογιά». Τίποτε ἄλλο! Τὸ ἄλλο πρωὶ οἱ διαβᾶται ἐπερνοῦσαν, ἐσταματοῦσαν, ἐδιάβαζαν καὶ ἔφευγαν ἔντρομοι μακρυά. O γαλατὰς δὲν ἐκτύπησε τὴν θύραν ἐκεῖνο τὸ πρωί. O μανάβης δὲν ἐσταμάτησεν. O γραμματοκομιστής, ποὺ ἔφερνε μίαν ἐρωτικὴν ἐπιστολήν, τὴν ἑξανάβαλεν εἰς τὸν σάκκον του καὶ ἔφυγεν. O νέος ἐραστής, μόλις ἐπλησίασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ δρόμου καὶ πρὶν παρελάση ἀκόμη ὑπὸ τὸ θρυλικὸν παραθυρον, ἀνέκρουσε μὲ τρόπον πρύμναν καὶ δὲν ἐφάνη πλέον. Ὅταν ἡ ἄπιστος ἀντελήφθη τὴν συμφορὰν καὶ ἔστειλε νὰ ξεσχίσουν τὴν καταχθονίαν ἐπιγραφήν, ἦτο πλέον ἀργά. O προδοθεῖς ἐραστὴς εἶχεν ἐκδικηθῆ! Καὶ εἶχεν ἐκδικηθῆ κυρίως, διότι ἡ ἄπιστος τὸν ἐφαντάζετο ξεκαρδισμένον ἀπὸ τὰ γέλια εἰς μίαν γωνίαν τοῦ δρόμου, ἐν ὢ θὰ ἤθελε νὰ τὸν φαντασθῆ ἀπηγχονισμένον ἀπὸ τὴν ὀροφὴν τοῦ δωματίου του.

Ὅταν τὸν ἐρώτησαν εἰς τὴν Ἀστυνομίαν, διατὶ προέβη εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν πρᾶξιν, λέγουν ὅτι ἀπεκρίθη ἀφελέστατα:

-Ἤθελα νὰ τῆς στείλω τὴ βλογιὰ στὰ ὄμορφα μουτράκια της. Ἀφοῦ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάμω, τῆς τὴν ἔστειλα στὴν πόρτα της. Ἃς μπολιασθῆ νὰ εἶναι ἥσυχη!

Καὶ ἡ Ἀστυνομία ἀπέλυσε τὸν ἐραστὴν καὶ ἔστειλε τὸν ἀστυίατρον νὰ ἐμβολιάση τὴν ἐρωμένην, διὰ κάθε ἐνδεχόμενον καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τῆς συνοικίας. H φάρσα καὶ ἡ ἐκδίκησις ἔλαβε τοιουτοτρόπως τὴν ὡραίαν της συνέχειαν.

ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΟΙΣ

Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ –ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ’ ὅλο το νησί, χρόνια καὶ χρόνια– δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ’ ἀλάργα ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ παιδὶ μοῦτσος στὰ Σκοπελίτικα καράβια καὶ πιὸ ὕστερα ναύτης καὶ λοστρόμος καὶ καπετάνιος, καὶ τώρ’ ἀκόμα, ποῦχε παρατήσει τὶς θάλασσες, γέρος ὀγδοντάρης, κι ἐπίασε τοὺς γιαλούς, μὲ τὴ μικρή του ψαρόβαρκα, τὴ «Μαχῶ» –τῆς μοναχοκόρης τοῦ τ’ ὄνομα– δὲν ἄλλαζε ὅλα τα καλά του κόσμου μὲ τὴ μοναξιά του. Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ’ ὄνομα. Ὠστὸσ’ ὁ Στρατὴς δὲν ἤτανε καὶ τόσο μονάχος, στὴ μοναξιά του. Εἶχε τοὺς συντρόφους του. Κι ἂν δὲν τοὺς ἔβλεπε ὁ κόσμος, τί τάχα; Ὁ Στρατὴς γελοῦσε ἀπὸ μέσα του. «Τὰ μάτια τοῦ κόσμου, σᾶ δὲν εἶναι στραβά, ἀλλοιθωρίζουν, ἔλεγε κάποτε μὲ τὸν ἑαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε μὲ τὰ μάτια μας. Κι ὅσα δὲ βλέπομε, εἶναι τὰ περισσότερα». Καὶ σὰν ἄκουγε τὸ παρανόμι τοῦ ἔλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειὸ καὶ μὲ τὰ στοιχειὰ ζῶ...».

Ο Στρατὴς στὴ μοναξιὰ τοῦ εἶχε τοὺς καλύτερους συντρόφους τοῦ κόσμου. Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Ἄνθρωπος δὲ στάθηκε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μοναχός του. Οὔτε τὰ στοιχειά, τ’ ἀληθινὰ στοιχειά. Κι ὁ πιὸ ἔρημος ἀκόμα, καὶ στοῦ βουνοῦ τὴν κορφὴ καὶ στὴ μέση του πελάγου νὰ τὸν βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε ἀγρίμι στοῦ λόγγου τὰ βαθειά, καὶ τὸ καψαλισμένο δένδρο, καταμεσῆς του κάμπου, βρίσκει τὸν σύντροφό του. Πολλὲς φορὲς ἔκανε μὲ τὸ νοῦ τοῦ τὴ συλλογὴ τούτη ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, ὅταν ἄκουγε ἀποπίσω του τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Μὰ ὁ κόσμος εἶναι στραβός, ἔλεγε. Μὲ ὅ,τι βλέπει μιλάει.

- Μοναχὰ μέσα στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανένας

ἀληθινὰ ἔρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιὰ μπορεῖ νὰ σοῦ φέρει τρέλλα! Μακρυᾶ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τὸν σύντροφό του. Καὶ τάχα μοναχὰ οἱ ἀνθρῶποι εἶναι σύντροφοί μας; Ἕνα ζωντανό, ἕνα σκυλί, ἕνα γατί, ἕνα πετούμενο εἶναι κάποιες φορὲς καλύτεροι συντρόφοι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μονάχα τοῦτα; Ἕνα δένδρο, ἕνας βράχος, ἕνα κούτσουρο ἀκόμα. Τοὺς μιλᾷς καὶ σοῦ μιλοῦνε. Τ’ ἀγαπᾷς καὶ σ’ ἀγαποῦνε. Τύφλα νάχουνε οἱ ἀνθρῶποι καὶ τὰ καλά τους.

Ωστόσ’ ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μήτε τέτοιο σύντροφο δὲν εἶχε κανένα. Οὔτε σκυλί, οὔτε γατί, οὔτε ζωντανό, οὒτ’ ἕνα κούτσουρο ἀκόμα.

Το κορίτσι του, τὸ Μαχῶ, τὴ μονάκριβή του, τὴν εἶχε ἀπὸ μικρὴ σὲ μιὰ γερόντισσα, ποὺ τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὀρφανούλα. Στὴ χάση καὶ τὴ φέξη τὴν ἔβλεπε, τὰ πόδια του δὲ βαστούσανε ν’ ἀνεβαίνει συχνὰ ἀπάνω στὸ χωριὸ καὶ τὸ ψωμὶ τοῦ ἤτανε κάτω στὸ γιαλό. Μὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λαχτάρα τῆς ἤτανε πάντα μαζί του. Καὶ μὲ αὐτὴ βαστιότανε στὸν κόσμο.

- Κι ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγάπη συντρόφοι μᾶς εἶναι, ἔλεγε μοναχός του. Κι οἱ καλύτεροί μας συντρόφοι. Αὐτοὶ κι ὁ Στρατής. Τὸν ξέρω καὶ μὲ ξέρει. Τοῦ μιλῶ καὶ μοῦ μιλεῖ. Μαλλώνομε κι ἀγαπίζομε. Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια καὶ νὰ χωρίσομε γιὰ πάντα.

Έτσι κάθε βράδι, σὰ μαγείρευε κανένα ψαράκι μὲς στὴ βάρκα του καὶ τραβοῦσε καὶ τὴν τσότρα του, ἔβαζε κέφι ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή, καὶ ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ πρυμνιὸ σκαμνὶ ἀνάσκελα, κοίταζε τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ κι ἄρχιζε τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὶς ἔγνοιες του. Περνούσανε οἱ ὧρες, χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. Κι ὅταν κατέβαινε γλυκὰ ὁ ὕπνος ἀπὸ τ’ ἄστρα καὶ τοῦ γλυκοσφαλοῦσε τὰ μάτια, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἀποχαιρετοῦσε τὸ φίλο του: «Πολλὰ εἴπαμε, Στρατῆ. Ὥρα γιὰ ὕπνο, καληνύχτα».

Ἔπαιρνε μιὰ βαθειὰ ἀναπνοὴ κι ἔχανε τὸν κόσμο. Τὰ κυματάκια τὸν νανουρίζανε μὲ τὰ φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»

Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρὰ Θεοῦ, ποὺ τ’ ἀστέρια εἴχανε πληθύνει στὸν οὐρανὸ –μυριάδες ἄστρα εἴχανε προβάλει ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ στριμώνονταν τρελλὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, νὰ χαροῦνε τὴν ὄμορφη νύχτα– ὁ Στρατὴς εἶχε γλέντι σὰν πάντα. Ὅλη ἡ τσότρα ἔγινε θυσία ἐκεῖνο τὸ βράδι. «Τράβα, Στρατή, ἄλλη μίαν ἀκόμα νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω». Καὶ τραβούσανε ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή. Σὰν ἔστρωσε καὶ ξαπλώθηκε καὶ τράβηξε κι ἕνα τσιμπουκάκι, ἔδεσε τὰ χέρια πίσω ἀπ’ τὸ κεφάλι κι ἄρχισε τὴν κουβέντα:

- Καλὰ περάσαμε καὶ σήμερα, Στρατή.

- Δόξα σοὶ ὁ Θεός!

- Γιὰ κοίτα τ’ ἀστέρια, Στρατή. Σμάρι τ’ ἀστέρια ἀπόψε. Γεμίσανε τὰ οὐράνια. Κι ὅλο φανερώνονται καινούργια. Ὅλο βγαίνουνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουνε.

- Λὲς κι ἔχει πανηγύρι στὰ ψηλὰ ὁ γερὸ-Θεός. Ὅλα του τ’ ἀστέρια τάβγαλε ὄξω, δὲν ἄφησε κανένα ἀπόψε.

- Καιρὸς γι’ ἀρμένισμα, Στρατή. Σὰν ἔχεις τέτοια ἀστροφεγγιά, τί νὰ τὸ κάνεις τὸ φεγγάρι; Ἄπιστο πρᾶμα. Σοῦ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια. Σοῦ μπερδεύει τὶς στεριές, σοῦ ἀνακατεύει ὅλα τα πάντα. Λὲς καὶ κάνει μάγια ἀπάνω στὶς θάλασσες καὶ μαγεύει τοὺς μαρνέρους. Ἀνάθεμά το! Δυὸ φορὲς ναυαγήσαμε μὲ τὸ φεγγάρι. Στρατή, τὸ θυμᾶσαι;

- Τὸ θυμᾶμαι, λέει; Ἡ θύμηση μᾶς ἀπόμεινε... Καὶ δὲν εἶναι, ποὺ θὰ σὲ φᾶνε τὰ ψάρια, μόνο θὰ σοῦ ποῦνε καὶ τύφλα. Καὶ θὰ γελάει

καὶ τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω σου. Εἶδες, ἀλήθεια, πῶς γελάει τὸ φεγγάρι καμμιὰ φορᾷ;

- Τὸ φεγγάρι; Δυὸ πῆχες ἀνοίγει τὸ στόμα του, Στρατῆ, σᾶ θέλει νὰ γελάσει.

Ο Στρατὴς τέντωσε τὰ χέρια του καὶ ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τὰ χρόνια ποὺ περάσανε. Μιὰ ζωὴ ἀπάνω στὴ θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Ἔφαγε τὸ σάλαδο μὲ τὸ καντάρι, μὲ τὸ χουλιάρι ἤπιε τὴ θάλασσα. Φουρτοῦνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ὠκεανοί, πολιτεῖες, χαρές, λῦπες, λαχτάρες, ἀποθυμιές, χαροπαλέματα καὶ πανηγύρια. Ἕνα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ἀνάμεσα στεριὰ καὶ θάλασσα, χωρὶς ἀναπαμό, χωρὶς ἀνάσα. Μιὰ ζωὴ ὄρτσα καὶ πότζα. Μιὰ ζωὴ σάρπα καὶ φοῦντο. Τώρα στὴν ἀνατολὴ καὶ τώρα στὴ δύση. Νὰ τὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ σοῦ γυρίζει τὸ κεφάλι...

- Καὶ τί ἀπολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.

- Καὶ ποιὸς ἀπολαψε τίποτε στὸν ψευτοκόσμο; Εἴτε καὶ γυρίζεις σὰν τὸν ἄνεμο, εἴτε καὶ μένεις καρφωμένος στὸ χῶμα, σὰν τὸ δεντρί, τὸ ἴδιο ἀπολαψες. Χαρὲς καὶ λῦπες μιὰ στιγμὴ ἕνα γίνονται. Καὶ δὲν τὶς ξεχωρίζεις τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη...

- Σὰν παραμύθι, Στρατή, σὰν ξένο παραμύθι.

- Καὶ σὰν πάρει τέλος τὸ παραμύθι, τί σου ἀπόμεινε; Ἕνας καημός. Ἕνας καημὸς γιὰ τὰ καλά του κόσμου κι ἕνας γιὰ τ’ ἀχαμνά του.

- Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια, Στρατή.

- Πὲς καὶ πὼς τάχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ὡστόσο, πρὶν τὰ κλεί-

σω, κάτι καρτερῶ νὰ δῶ ἀκόμα. Δὲ μ’ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸ δῶ. Σὰ μ’ ἀξιώσει, τότε θὰ πῶ κι ἐγώ: «Νῦν ἀπολύοις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα». Θὰ τὸ πῶ μὲ τὴν καρδιά μου σὰν τὸ γερὸ-Συμεών, ποὺ λένε τὰ γράμματα.

- Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, Στρατή.

- Πάει νὰ μαραθῆ τὸ καημένο το κορίτσι! Ἕνα μου τ’ ἄφησε ἡ μάννα του, σὰν ἔφυγε. Μαζὶ φύγαμε στὸ ταξίδι. Ἐγὼ ξαναγύρισα, κι ἐκείνη –Θεὸς σχωρέσ’ τὴν!– δὲν ξαναγύρισε πιά. Βρῆκε καλύτερα καὶ μᾶς ἄφησε. Τί νὰ γένει; Εἶπα κι ἐγὼ νὰ μ’ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ βλογήσω, νὰ πιάσω παιδὶ ἀπ’ τὰ χέρια του, νὰ χαρῆ κι ἐκείνη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Δὲν ἤτανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε τὴν τύχη τους, ἀκουμπήσανε τὸ κεφάλι τους. Τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ καὶ βρήκανε τὸν δικό τους. Εἴχανε μαννάδες αὐτά. Τὰ ὀρφανὰ ὅμως; Αὐτὰ τὰ φυλάει, λέει, ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἃς εἶναι. Σὰν τὸν κρίνο στὴ γλάστρα μαράθηκε τὸ Μαχῶ. Κι ἡ ἔγνοια τού μου δίνει ζωὴ ἐμένα.

- Ἔχει ὁ Θεός, Στρατή... Ποῦ ξέρεις ἀκόμα; Καθένας μὲ τὴν τύχη του. Μὴν τὸ βάζεις μαράζι. «Ἀργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» τὸ λέει κι ἡ παροιμία...

Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας κόμπος ἐπίασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τί τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος του τὸ βῆχα τοῦ μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.

- Ποιὸς ἒβηξ’ ἔτσι; Χριστὸς καὶ Παναγιά!

- Κανένας. Ἐσὺ ἔβηξες, Στρατή.

- Ἀλήθεια, ἐγὼ ἔβηξα. Καὶ ξαφνίστηκα. Νόμισα πὼς ἔβηξε τὸ Μαχῶ. Δὲν μπορῶ ν’ ἀκούω ἄνθρωπο νὰ βήχει... Δὲν μπορῶ.

Μια σιωπὴ θανατικὴ ἔπνιξε τὸ βῆχα. Τσιμουδιὰ δὲν ἀγροικιότανε τριγύρω. Τ’ ἀστέρια λαμπυρίζανε βουβὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ κυματάκια, ποὺ φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας ἀποκοιμήθηκαν κι αὐτά. Λὲς κι ὁ γερὸ-Θεός, κουρασμένος ἀπ’ τὴν ἀγρύπνια, εἶχε κλείσει τὰ μάτια τοῦ μέσα στὰ οὐράνια κι οἱ ἄγγελοι στάζαν’ ἀφιόνια πάνω σε στεριὰ καὶ θάλασσα, καμμιὰ φωνὴ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριο.

Ο Στρατὴς σήκωσε τὰ μάτια τοῦ πονετικά.

- Ἡ Πούλια ἔγυρε νὰ βασιλέψει, εἶπε σιγὰ-σιγά, κλείνοντας τὰ μάτια. Ἔγνοιες μου κοιμηθῆτε, νὰ ξυπνήσομε πάλι τὴν αὐγή...

- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.

Όλη τὴν ἡμέρα –ἀνήμερά του Χριστοὺ– ἡ «Μαχῶ», ἡ βάρκα τοῦ Στρατῆ, σάλευε μοναχή της, δεμένη στὸν ξύλινο μῶλο. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ δὲν εἶχε φανῆ καθόλου στὸ γιαλό. Δὲν ἤτανε ἡ μεγάλη σκόλη ποὺ τὸν κράτησε μακρυὰ ἀπ’ τὴ βάρκα του. Οὔτε ἀποκρηα, οὔτε Λαμπρή, οὔτε ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τὸν ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα τοῦ Χάρου τὰ πανηγύρια τὸν ξελογιάζανε τὸν Στρατή. Κι ἤτανε τὸ τελευταῖο τοῦτο, ἀνήμερά του Χριστοῦ.

Βράδι-βράδι κατὰ τὸ σούρπωμα φάνηκε ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, κατεβαίνοντας στὸ γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, μὲ τὸ κομπολόγι κρεμασμένο πίσω ἀπ’ τὰ δεμένα χέρια του, περπατοῦσε, τρεκλίζοντας σὰ μεθυσμένος. Μὲ τὸν κοῦκο κατεβασμένον ὡς κάτω στὰ μάτια, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ βλέπει τὸν κόσμο, μ’ ἕνα μαῦρο πουκάμισο, ποὺ τούπνιγε σὰ θηλιὰ τὸ λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας ἀπάνω στὰ ξερολίθαρα. Ψυχὴ δὲν ἤτανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε βασι-

λέψει, ἀφήνοντας χρυσάφια πίσω του –ὁ Στρατὴς δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ’ τὸ μουντὸ χώμα– καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε ψηλώσει στὸν οὐρανό, γεμίζοντας τὸν ἕνα γαλάζιο φῶς. Ἕνα πανηγύρι κάνανε στὸν οὐρανὸ τὰ σμιγμένα χρώματα, σὰν νὰ καλούσανε ὅλες τὶς ψυχὲς στὸ γλυκὸ ξεφάντωμα. Ὁ Στρατής, μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο κάτω, δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ’ τὸ μουντὸ χῶμα. Ἕνας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ’ ἕνα περιβόλι τούφερε στὰ ρουθούνια μιὰ μυρωδιὰ παράξενη ἀπ’ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, ποὺ τοῦ φάνηκε γλυκειὰ σὰν παρηγοριὰ καὶ σὰν κάλεσμα νὰ πέσει καὶ νὰ κοιμηθῆ ἕναν ἀξύπνητον ὕπνο.

Έφτασε σιγὰ-σιγὰ κάτω στὸ γιαλὸ καὶ πέρασε τὴν ξύλινη σκάλα. Ἡ «Μαχῶ», ἡ βάρκα του, τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη ἀπάνω στὰ νερά. Σὰν πέσανε τὰ μάτια τοῦ ἀπάνω της τούρθανε τὰ κλάματα. Στάθηκε καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του, τὸ γέρικο κεφάλι μὲ τ’ ἄσπρα μακρυὰ μαλλιά, τὸ κούνησε λυπητερὰ καὶ κατάπιε μέσα του τὰ δάκρυά του. Ἔλυσε τὸ σχοινὶ καὶ πήδησε μέσα, ὅπως ἔκανε πάντα. Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε σήμερα τί ἔκανε. Ἐπίασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. Σὰν ἔσβησε ὁ κρότος τῆς ἄγκυρας μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δειλινοῦ, στάθηκε στὴ μέση της βάρκας σᾶ χαμένος. Ποτὲ δὲν εἶχε πέσει τόσο βαρειὰ ἡ ἄγκυρα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ νεροῦ. Στάθηκε πολλὴν ὥρα ἔτσι σαστισμένος. Ὕστερα, ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ πέσει νὰ κοιμηθῆ. Μὰ πάλι τοῦ ᾖρθε νὰ σηκώσει τὴν ἄγκυρα, νὰ ζυγώσει στὸ μῶλο καὶ νὰ βγεῖ στὴ στεριά. Τὸν ἔπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορὰ ἔνοιωθε, πὼς ἤτανε μοναχός του μέσα στὸν κόσμο καὶ μοναχός του μέσα στὴ βάρκα. Ἀληθινὸ στοιχειό. Καὶ ὁ κόσμος τοῦ φάνηκε τώρα δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος κι ἡ βάρκα τοῦ καράβι τρικάταρτο, ποὺ βρισκότανε μέσα μοναχός του κι ἔρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος ἀπὸ ἕνα μαμοῦνι. Καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀποκρινότανε τώρα, σὰν τὶς ἄλλες φορές, στοὺς στοχασμούς του. Οἱ ἔγνοιες τοῦ εἴχανε πεθάνει κι αὐτές. Καὶ τοῦ ᾖρθε φόβος. Ξανάκαμε τὸ σταυρό του, καὶ καθὼς δὲν τὸν βαστούσανε πιὰ τὰ πόδια, ἔγειρε καὶ ξαπλώθηκε χάμου, σὰ ζαλισμένος. Τὰ γέρικα στήθια τοῦ ἀνεβοκατεβαίνανε, σὰν νὰ τὰ

τάραζε φουρτοῦνα, τὸ κεφάλι τοῦ σάλευε, τὸ ἄσπρο κεφάλι, σ’ ἕνα μοιρολόγι παράξενο χωρὶς δάκρυα.

- Στὸ καλό, Μαχῶ, στὸ καλό, παιδί μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Νυφοῦλα μὲ τ’ ἄσπρα σὲ προβόδησα. Μαχῶ, μὲ τὸν γαμπρὸ τὸν καβαλλάρη. Στὸ καλό, Μαχῶ, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα. Αὐτὸ καρτερούσανε νὰ δοῦνε τὰ μάτια μου...

Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικὰ ἀπ’ τὰ μάτια του, σὰν μπόρα ποὺ ξεσπάει μὲς στὴν ἄψη τῆς κουφόβρασης.

- Στὸ καλό, Μαχῶ μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἔφυγες καὶ πῆρες μαζί σου τὶς ἔγνοιες μου καὶ τὶς λαχτάρες μου. Τὸ Στρατὴ μαζί σου τὸν πῆρες. Κι ἀπόμεινα ἕνα ξερὸ κουφάρι, μονάχος κι ἀπομόναχος. Ἕνα κουφάρι γιὰ πέταμα. Ποῦ οὔτε νὰ τὸ πετάξεις δὲν ἀξίζει. Στοιχειὸ τοῦ στοιχειοῦ. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἅς μου τὰ κλείσει τώρα ὁ Θεός...

Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ’ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά. Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:

- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...

ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΟΙΣ

Ἕνας φτωχὸς διάβολος ἐνεφανίσθη μίαν ἡμέραν εἰς κάποιο γραφεῖον κομίζων ὅλα τα ρίγη τοῦ χειμῶνος. Ἕνα κουρελιασμένο πουκάμισο ἐξετέλει ἐπὶ τῆς θλιβερᾶς του ὑπάρξεως καθήκοντα γελέκου, σακκακιοῦ καὶ παλτοῦ ταυτοχρόνως.

- Δὲ ζητάω ἐλεημοσύνη, κύριοι. Κανένα παληὸ παλτὸ ἂν ἔχετε νὰ μὲ οἰκονομήσετε - εἶπε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ γραφείου - θὰ κάνετε μεγάλο μυστήριο. Βγῆκα ἀπ’ τὸ νοσοκομεῖο, δὲν μπορῶ νὰ ἐργασθῶ καὶ θὰ ξαναπουντιάσω ἀπ’ τὸ κρύο.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, στοὺς ὁποίους εἶχαν μεταδοθῆ τὰ ρίγη τοῦ φτωχοῦ διαβόλου, ἐκυττάχθηκαν, μὲ συγκίνησιν, ἀναζητοῦντες μίαν λύσιν τοῦ τραγικοῦ προβλήματος. Ἐπὶ τέλους, κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς πρόεβη εἰς τὴν φιλάνθρωπον χειρονομίαν.

- Πέρασε τὸ μεσημέρι ἀπὸ τὸ σπίτι - εἶπε στὸν τουρτουρίζοντα ἀλήτην, δίνοντάς του τὴν ὁδὸν καὶ τὸν ἀριθμὸν - νὰ σοὺ δώσω ἐγὼ ἕνα παλτό. Δὲν τώχω γιὰ πέταμα ἀκόμα, ἀλλὰ σὲ λυπᾶμαι, κακομοίρη.

Ὁ φτωχὸς διάβολος ὑπεδέχθη τὴν χειρονομίαν μὲ εὐχᾶς καὶ εὐλογίας καὶ οἱ συνάδελφοι τοῦ δωρητοῦ δὲν εὕρισκαν λέξεις νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴν ἐπιδοκιμασίαν των.

- Αὐτὸ εἶνε ψυχικό! Ἔσωσες ἕναν ἄνθρωπον...

Ἃς ἀκούσωμεν τώρα τὴν συνέχειαν ἀπὸ τὸν εὐγενῆ φιλάνθρωπον.

- Λοιπόν, κύριοι, προχθὲς μ’ ἐκεῖνο τὸ τρομερὸ κρύο, εἶδα αὐτὸν τὸν κατεργάρη, στὸν ὁποῖον εἶχα χαρίσει ἕνα παλτό, ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ὑπηρετήση ἀξιόλογα μερικοὺς μῆνας ἀκόμα, τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μιὰ ταβέρνα...

- Τί σημαίνει; τοῦ εἴπαμε. Ἐπειδὴ τοῦ χάρισες ἕνα παλτό, εἶχες τὴν ἀξίωσιν νὰ παραιτηθῆ κάθε ἄλλης παρηγορίας εἰς τὸν κόσμον αὐτόν;

- Δὲν εἶχα τὴν ἀξίωσιν αὐτήν... μᾶς ἐξήγησεν. Ἀλλὰ τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ταβέρνα, χωρὶς παλτό. Περὶ αὐτοῦ πρόκειται.

- Καὶ τί ἔγινε τὸ παλτό;

- Μετεμορφώθη εἰς κρασί. Ἁπλούστατα ὁ φοβερὸς αὐτὸς ἀλχημιστὴς εἶχε τὴν τέχνην νὰ μετουσιώνῃ τὰ παλτὰ εἰς κρασί. Διότι, ὅπως ἔμαθα ἀργότερα, τρεῖς ἄλλοι φιλάνθρωποι τὸν εἶχαν ἐφοδιάση τῆς ἡμέρες ἐκεῖνες μὲ παλτά. Καὶ ποιὸς ξέρει πόσοι ἄλλοι ἀκόμα.

- Καὶ μετουσιώθησαν ὅλα εἰς κρασί;

- Ὅλα! Μὲ τὴν συνεργασίαν, ἐννοεῖται, τῶν παλιατζήδων. Φυσικά, ὅταν τὸν εἶδα νὰ τουρτουρίζῃ πάλι, δὲν μπόρεσα νὰ κρατηθῶ. Τὸν ἐκάλεσα καὶ τοῦ ἔδωκα νὰ καταλάβη ὅτι εἶνε ἕνας παληάνθρωπος, ἀνάξιος νὰ τὸν λυπηθῆ κανείς. «Τί τώκανες τὸ παλτό;» τὸν ἠρώτησα μὲ μόλις συγκρατουμένην ἀγανάκτησιν. Καὶ τί νομίζετε πῶς μου ἀπήντησε; -«Τὸ φοράω...». «Δὲ ντρέπεσαι νὰ λὲς ἀκόμα, πῶς τὸ φορᾶς;» τοῦ λέω. Καὶ τί μου λέει; - «Τὸ φοράω ἀπὸ μέσα. Ἄλλοι, βλέπετε, φοροῦν τὸ παλτὸ τοὺς ἀπόξω καὶ ἄλλοι ἀπὸ μέσα. Ὁ σκοπὸς εἶνε νὰ ζεσταθῇ κανείς...». Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀπάντησίς του;

- Πολὺ λογικὴ καὶ πολὺ εἰλικρινής ..., τοῦ εἴπαμε. Ἔτσι ἢ ἀλλιῶς τὸ παλτό σου ἐξεπλήρωσε τὸν προορισμόν του. Θὰ ἦτο ἀσυγχώρητος

ὁ φτωχὸς αὐτὸς διάβολος, ἂν ἀντὶ νὰ μετουσιώνῃ τὰ παλτὰ τῶν φιλανθρώπων εἰς οἶνον τὰ μετουσίωνεν εἰς ὕδωρ.

ΟΙ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ

Τὸ λεωφορεῖο σταμάτησε στὴ μέση του δρόμου. Οἱ ἐπιβάτες γύρισαν μὲ περιέργεια καὶ κύταξαν τὴ γυναῖκα ποῦ ἔμπαινε. Ἦταν ντυμένη κατάμαυρα καὶ φοροῦσε ἕνα μαῦρο μαντύλι στὸ κεφάλι. Ἀπὸ κάτω ἀπ’ τὸ μαντύλι ξεχείλιζαν τὰ ξανθά της μαλλιὰ καὶ τὸ πρόσωπό της εἴτανε μικρούτσικο σὰν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι’ ὄμορφο.

Ἡ γυναῖκα κάθησε σὲ μιὰ γωνιὰ μὲ τὰ μάτια σκυμμένα κάτω. Κρατοῦσε στὰ χέρια τῆς ἕνα μεγάλο μάτσο ἀπὸ μενεξέδες καὶ εἶχε τὴ ματιὰ τῆς καρφωμένη ἀπάνω στὰ λουλούδια, σὰν νὰ μιλοῦσε ὅλη τὴν ὥρα μαζί τους. Στὸ χέρι της, ἕνα ἄσπρο παχουλὸ χεράκι, μιὰ χρυσὴ βέρα ἄστραφτε στὸ μεσιανὸ δάχτυλο.

Ἕνας ἐπιβάτης εἶπε κρυφὰ στὸν ἄλλον.

- Κάποια χήρα θὰ εἶνε.

Ὁ ἄλλος τοῦ εἶπε, λιγόνοντας τὰ μάτια του.

- Τί ὤμορφη ποῦ εἶνε!...

Ὁ πρῶτος ξαναεῖπε.

- Τὸ μαῦρο μαντύλι τὴν κάνει ὠμορφότερη...

Ὁ δεύτερος ἀναστέναξε.

Οἱ δυὸ μαζὶ γύρισαν καὶ τὴν κύταξαν μὲ γλυκὰ μάτια. Ὁ πρῶτος ἤτανε ξανθός, μὲ μεγάλο μουστάκι καὶ γαλανὰ μάτια. Ὁ δεύτερος

μελαχροινός, χλωμὸς μὲ λίγο μαῦρο χνοῦδι ἀπάνω ἀπ’ τὸ χεῖλι του.

Ἡ γυναῖκα σήκωσε τὰ μάτια της καὶ τοὺς κύταξε, σὰν νὰ κατάλαβε πῶς μιλοῦσαν γι’ αὐτήν. Τὰ μάτια τῆς ὅμως πέσανε ἀπάνω στὸν μελαχροινό. Τὰ κατάμαυρα μαλλιὰ καὶ γένεια, τὰ μάτια τοῦ μαῦρα σὰν τὴν πίσσα, σὰν ἕνα πένθος χυμένο ἀπάνω στὸ χλωμὸ πρόσωπο, τράβηξαν τὴ θλιμένη ψυχή της, σὰν νὰ ταίριαζαν μὲ τὸν πόνο της. Χαμογέλασε κ’ ἔσκυψε πάλι ἀπάνω στὸ μάτσο μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ ξανάρχισε μὲ τὰ λουλούδια τὴν ὁμιλία ποῦ εἶχε διακόψει.

Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ διορθώνῃ τὰ λουλούδια μὲ τὰ παχουλά, νευρικά της δάχτυλα. Δυὸ κλῶνοι μὲ μενεξέδες τῆς πέσανε κάτω στὸ πάτωμα. Ὁ μελαχροινὸς κύριος ἔσκυψε νὰ τοὺς σηκώση. Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς πρόσφερε στὴ γυναικοῦλα μ’ ἕνα κίνημα εὐγενικό. Ἐκείνη τὸν κύτταξε γλυκὰ καὶ τοῦ εἶπε:

- Δὲν πειράζει, κύριε. Κρατῆστε τα, ἂν σᾶς κάνουν εὐχαρίστηση.

Ὁ μελαχροινὸς κύριος εὐχαρίστησε τὴ γυναῖκα μ’ ἕνα γλυκὸ χαμόγελο, ἔφερε τοὺς μενεξέδες στὰ χείλη του μὲ μιὰ βαθειὰν ἀναπνοὴ ποῦ ἔμοιαζε σὰν ἀναστεναγμὸς κ’ ἔπειτα τοὺς ἔβαλε μὲ προσοχὴ στὴν κουμπότρυπά του.

Στὸ στρίψιμο τοῦ δρόμου ἡ γυναικοῦλα ἔγνεψε στὸν ὁδηγό. Ὁ ὁδηγὸς χτύπησε τὸ κουδοῦνι, κ’ ἡ γυναικοῦλα σηκώθηκε μὲ χάρη, χαιρέτισε μ’ ἕνα χαμόγελο τὸν μελαχροινὸ κύριον καὶ κατέβηκε ἀπ’ τὸ λεωφορεῖο.

Οἱ δύο ἐπιβάτες γύρισαν ἀπ’ τὰ τζάμια καὶ τὴν κύταξαν. Μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο πάντα τράβηξε τὸν δρόμο ποῦ πήγαινε στὸ νεκροταφεῖο, τὸν μεγάλο δρόμο μὲ τὰ κυπαρίσσια.

Ὁ πρῶτος ἐπιβάτης εἶπε στὸ δεύτερο:

- Ἡ καϋμένη. Πηγαίνει τοὺς μενεξέδες στὸν τάφο τοῦ ἀνδρός της. Δὲν τονὲ ξέχασε ἀκόμα.

Ὁ δεύτερος δὲν ἐμίλησε. Ἔσκυψε καὶ μύρισε βαθειὰ ἀπάνω στὴν κουμπότρυπά του τὸ μπουκετάκι μὲ τοὺς μενεξέδες, ποῦ τοὺς εἶχε μοιρασθεῖ μ’ ἕναν πεθαμένο. Τὰ μάτια τοῦ λάμπανε ἀπὸ ἀγάπη κι ἀπὸ ζήλεια.

Τὸ λεωφορεῖο τράβηξε τὸ δρόμο του.

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ ΦΛΟΥΡΙ

Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας πού μου ’πεσε – ἕνα ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, πρὶν φτωχύνει ἀκόμη, ὅπως φτώχυνε στὰ ὑστερνά του, συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μᾶς μιὰ χρυσὴ ἐγγλέζικη λίρα- βγῆκε μοιρασμένο. Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορᾷ! Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαῖρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.

«Ξεχάσαμε» εἶπε «τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ’ρθει ὓστερ’ ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἃς εἶναι ὅμως. Θὰ τὸ κόψω τώρα καὶ ὕστερα θ’ ἀρχίσω τὰ παιδιά. Πρῶτα ὁ φτωχός».

Κατέβασε τὸ μαχαῖρι. «Τοῦ φτωχοῦ...» ὀνομάτισε. Ἔπειτα ἐρχότανε τὸ δικό μου τὸ κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά. Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε ἀπάνω στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κι ὁ πατέρας ὅλους μας. «Ποιανοὺ εἶναι τώρα τὸ φλουρί;» εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ ζητιάνου ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πὼς εἶναι τοῦ Πέτρου». Ἡ καημένη ἡ μητέρα. Τὸ εἶχε καημὸ νὰ μοῦ πέσει ἐμένα τὸ φλουρί, γιατί ἤμουν ἄτυχο παιδί. Ποτέ μου δὲν εἶχα κερδίσει τίποτε. «Οὔτε τοῦ ζητιάνου εἶναι» εἶπε ὁ πατέρας μου «οὔτε τοῦ Πέτρου». Τὸ σωστὸ σωστό. Τὸ φλουρὶ μοιράστηκε. Ἤτανε ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισε τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ εἶναι τοῦ ζητιάνου, τὸ μισό του Πέτρου.» «Καὶ τί θὰ γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη ἡ μητέρα μου.

«Τί θὰ γίνει;...» συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς. « Μην πονοκεφαλᾶτε...» εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δύο μισὲς χρυσὲς λίρες –τὸ χρυσάφι τότε δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα- καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι: «Νὰ τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάχτε τὴ νὰ τὴ δώσετε στὸν πρῶτο ζητιάνο ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἡ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισῇ εἶναι τοῦ Πέτρου». Καὶ μοῦ τὴν ἔδωκε. «Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου. Εἶσαι εὐχαριστημένος;» Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα, μάλιστα, πὼς εἶχα συντροφέψει μὲ τὸ ζητιάνο μὲ διασκέδαζε πολύ. «Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγώ, μὲ τὸ χέρι μου...» εἶπα. Γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου. Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πειράζανε: «Ὁ σύντροφος τοῦ ζητιάνου». Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε. Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε: «Μπράβο σου. Εἶσαι καλὸ παιδί». Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μου ἔλεγε πὼς ἦταν ὁ ζητιάνος, ποὺ ἔφτασε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα, μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος ζητιάνος μὲ κάτασπρη γενειάδα, γειρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια. Καὶ μουρμούριζε εὐχὲς τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο. «Πάρε, παππού...» τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ ποὺ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ μακριά το χρυσὸ νόμισμα, τὸ ’φερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲ μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια τοῦ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι δίνανε στοὺς ζητιάνους δίλεφτα καὶ μονολεφτά. «Τί εἲν’ αὐτό, παιδάκι μου;» μὲ ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»

«Μισῇ λίρα εἶναι, παππού...» τοῦ εἶπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου εἶναι».

Ὁ καημένος ὁ ζητιάνος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει: «Μήπως ἔκανες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονιούς σου. Δὲν ἔχω ὄρεξη νὰ μὲ παίρνουν στὶς ἀστυνομίες γιὰ κλέφτη, μέρα ποὺ εἶναι». Τοῦ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιρασθεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλό-

πιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε τώρα περισσότερο. Μὰ ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ’ ἀρρωστημένα τοῦ μάτια καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος. Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονεῖς σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ’ ἀξιώσει νὰ ’χεις πάντα ὅλα τα καλά, νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νὰ ’χεις». Μοῦ ’δωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατὰ τὸν οὐρανὸ τὰ ἀρρωστημένα τοῦ μάτια καὶ κατέβηκε, μὲ τὸ ραβδί του, τὴ σκάλα. Ἔτσι τέλειωσε ἡ ἱστορία τοῦ φλουριοῦ τῆς βασιλόπιτας ἐκείνη τὴ χρονιά. Ἀπὸ τότε πέρασαν πολλὰ χρόνια. Μὰ ἀπὸ τότε, ὅσες φορὲς δίνω μιὰ βοήθεια σ’ ἕναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα ἐγὼ μοιράζω τὰ λεφτά μου μὲ τὸ φτωχὸ ἢ ὁ φτωχὸς μοιράζεται τὰ λεφτὰ τοῦ μ’ ἐμένα; Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω οὔτε τότε, ποὺ μοίρασα μὲ τὸν παλιὸ ζητιάνο τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας.

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν των ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἳ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι τοῦ οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώση τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἐπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίση, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὐρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.

Τὰ φτερὰ τοῦ ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν’ ἀκουμπήση σ’ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῆ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῆ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξη. Ἔκαμε δύο-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὐρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῆ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.

Ἔτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν’ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνη ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἤσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.

- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.

Καί, μ’ ἕνα τέλειον β ὁ λ - π λ ἃ ν ἔ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῆ, ἕτοιμος ν’ ἀποθάνη. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῆ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἤσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἤσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῆ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.

- Τὸ καϋμένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ για-

τρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξη.

Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τα πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήση τὴν δεσποινίδα μ’ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.

- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!

Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.