54

Άλλη μια επιστροφή: Απόδραση στο όνειρο - Λιάκος Μπουρνόβας

Embed Size (px)

DESCRIPTION

 

Citation preview

ISBN: 978-618-5144-52-4

Εκδόσεις Vakxikon.grΒιβλιοπωλείο του ΒακχικόνΑσκληπιού 17, 106 80 Αθήνατηλ. 210 [email protected]

© 2015 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Λιάκος Μπουρνόβας

Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 37

Πρώτη Έκδοση: Δεκέμβριος 2015

Επιμέλεια - Διόρθωση Κειμένου: Στέλλα Γεωργίου

Σχεδιασμός Έκδοσης & Επιμέλεια Εξωφύλλου: Vakxikon.gr

Εικονογράφηση & Eπιμέλεια Eξωφύλλου: Αντιγόνη Χρυσανθοπούλου - inogitna

Φωτογραφία εξωφύλλου: Ollyy/Shutterstock

ROVEREDO

Κάθε νέος προορισμός και μια νέα αρχή στη ζωή μου. Με έχω συλλάβει αμέτρητες φορές να κοιτάζω πίσω απ’ το

παράθυρο έναν άγνωστο τόπο που υποτίθεται θα φιλοξενή-σει τα όνειρά μου για το μέλλον. Όπως τώρα που αγναντεύω την πρωτόγνωρη για μένα όψη του Roveredo μέσα απ’ το υπνοδωμάτιο της Βανέσας.

Στις κούρσες η καλή εκκίνηση έχει πολύ μεγάλη σημασία και πολλές φορές καθορίζει ακόμα και την τελική κατάταξη. Όμως η παραπάνω διαπίστωση μοιάζει λειψή χωρίς μια απα-ραίτητη διευκρίνιση. Η καλή εκκίνηση, καθορίζει πολλά μόνο σε μια κούρσα ταχύτητας, διότι στις αντίστοιχες κούρσες αντοχής η πετυχημένη εκκίνηση δε χρησιμεύει πουθενά. Σαν επαγγελ-ματίας δρομέας της ζωής, όλα αυτά τα γνωρίζω, αλλά μάλλον αρνούμαι πεισματικά να προσαρμοστώ με την πραγματικότη-τα, δεν εξηγείται αλλιώς!

O καθένας γνωρίζει πως η ζωή δεν είναι ένα σύντομο κατο-στάρι ταχύτητας, αλλά μια μαραθώνια κούρσα αντοχής. Όλοι το γνωρίζουν και οι περισσότεροι κινούνται με σύνεση, κάνο-ντας σταδιακά μικρά βήματα ανόδου. Οδηγούν το σαρκίο τους με ελεγχόμενη ταχύτητα στα σοκάκια της ζωής, επιχειρώντας συγκρατημένες εκκινήσεις με σκοπό την σταδιακή επιτάχυνση.

4 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

Και καλά κάνουν, εκείνοι οι κανονικοί, μυαλωμένοι, προσανα-τολισμένοι, καθωσπρέπει άνθρωποι, με τους οποίους δυστυχώς δε μοιάζω και πολύ. Το μόνο που θυμάμαι να έχω καταφέρει μέχρι τώρα στη μαραθώνια κούρσα της ζωής, είναι οι θεαματι-κές, πολύκροτες εκκινήσεις, που σύντομα κατέληξαν σε βίαιες συγκρούσεις με το αδιέξοδο τσιμέντο. Μέχρι να καταλάβω πως και γιατί είχα τσακιστεί, ήμουν ήδη έτοιμος να επανεκκινήσω την επόμενη νέα αρχή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω κανένα παράπονο. Έκλεψα την παράσταση σχεδόν σε όλες τις εκκι-νήσεις που έλαβα μέρος και πάντα ξεκινούσα με τον τίτλο του πολλά υποσχόμενου ανθρωπο-ίππου! Η πορεία μου βέβαια, κατόπιν των θεαματικών εκκινήσεων, ποτέ δεν είχε ανάλογη συνέχεια, κάτι που οφείλεται στο ότι λατρεύω τις στραβοτιμο-νιές. Όσο για τις καταστρεπτικές συνέπειες που επακολουθούν, είναι απλά μια φωτογραφία που συνήθισα πια να κουβαλώ στο πορτοφόλι μου. Τι να κάνουμε, κάθε ψυχή βιώνει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο τη ματαιότητα.

Όπως και να ’χει, στο Roveredo πολύ θα ήθελα να κυλήσουν όλα κατ’ ευχήν. Δεν είμαι πια μόνος, έχω δίπλα μου τη Βανέσα και η σχέση μας σημαίνει πολλά για μένα, άσε που εδώ είναι ο τόπος της, η πατρίδα της όπως μου λέει.

Αρχές Γενάρη και το Roveredo καλύπτεται από έναν πολύ θυμωμένο ουρανό, που λόγω υψομέτρου έχεις την αίσθηση πως αν απλώσεις τα χέρια μπορείς να τον αγγίξεις. Πρέπει να ξαποστέλνουν πολλά σύννεφα σε αυτή την κωμόπολη κατά τη χειμερινή περίοδο. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και μια τούφα ομίχλης μπαίνει με θράσος μέσα στο δωμάτιο της Βανέσας. Την καλωσορίζω και τοποθετώ το κορμί μου στο ελάχιστο βερα-ντάκι, έτσι ώστε να δω καλύτερα όσο Roveredo ξεγλιστρά μέσα από την πυκνή ομίχλη που το καλύπτει.

Παρόλο που διακρίνω τα μισά, μου είναι αρκετό για να απο-κρυσταλλώσω άποψη για την περιοχή. Δεξιά μου, δάσος πυκνό, αριστερά μου επίσης και στη μέση η κωμόπολη του Roveredo

5ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

με τα ιδιόμορφα χτίσματά της που μοιάζουν με καστρόσπιτα. Δε μοιάζουν απλά, είναι καστρόσπιτα, μόνο που αντί να κατα-λήγουν σε πολεμίστρες, καταλήγουν σε κεραμοσκεπές. Επιβλη-τικά, πετρόχτιστα κτίρια, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο τόσο περίτεχνα που αναρωτιέμαι αν εφάπτονται ή τέλος πάντων αν τα χωρίζει κάποιο στενόμακρο καλντερίμι. Αυτό πάντως που μέχρι τώρα έχω καταλάβει για τη ρυμοτομική δομή του οικι-σμού, είναι πως το Roveredo αποτελείται από στοιχισμένα κα-στρόσπιτα, που όλα μαζί δημιουργούν ένα κυκλικό τείχος. Το παρατήρησα και στην ανάβαση που κάναμε πιο πριν με τη Βα-νέσα. Ουσιαστικά κινηθήκαμε από τον περιφερειακό δρόμο για να καταλήξουμε στην πίσω μεριά του σπιτιού της. Με λίγα λό-για οδικώς στο Roveredo δεν μπορεί να εισχωρήσει ένας άσχε-τος τουρίστας για παράδειγμα. Είναι αδύνατον. Μόνο οι μόνι-μοι κάτοικοι απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο, που μπαίνουν από τις τεράστιες αυλόπορτες της πίσω μεριάς των καστρόσπι-των τους. Αν κρίνω από αυτό της Βανέσας, πρέπει όλα να έχουν έναν κεντρικό, ανοιχτό προαύλιο χώρο όπου εκεί παρκάρουν. Οι καλλωπισμένες προσόψεις των καστρόσπιτων είναι προ-σανατολισμένες προς την εσωτερική πλευρά του οικισμού κι όσες μπορώ να διακρίνω, είναι πολύ προσεγμένες. Η αλήθεια είναι ότι η όψη του οικισμού από τον περιφερειακό δρόμο που ήρθαμε, ήταν λίγο απόκρημνη, με τους διαμπερείς, συμπαγείς, τετράμετρους μαντρότοιχους. Εσωτερικά όμως το οχυρό έχει μια τελείως διαφορετική αισθητική που αν μη τι άλλο μοιάζει κάπως πιο φιλόξενη.

Πάντως δεν έχω ξαναβρεθεί σε έναν παρόμοιο τόπο και αν δεν τον περπατήσω, λίγα θα καταλάβω κλέβοντας ματι-ές ανάμεσα στην ομίχλη από το βεραντάκι. Μπαίνω πάλι στο υπνοδωμάτιο και αποφασίζω να κατέβω στο σαλόνι. Λογικά η Βανέσα δε θα αργήσει να φανεί. Όταν ξεφορτώσαμε τα μπα-γκάζια μου, μου είπε να την περιμένω μέχρι να συγκεντρώσει το πρώτο δείγμα απ’ την οικογένειά της για να με παρουσιά-

6 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

σει. Δράμα! Ποτέ δε θα ’ναι εύκολο να παρουσιάσει μια κοπέλα έναν τύπο σαν κι εμένα στους γονείς της. “Μπαμπά από δω ο Boy, τον αγαπάω πολύ.” Γυρνάει κι άμοιρος ο πατέρας, κοιτά-ζει, ξανακοιτάζει και μετά έχει όλη την ώρα στη διάθεσή του να λιποθυμήσει με την ησυχία του. Ωστόσο αυτά συμβαίνουν υπό νορμάλ συνθήκες όταν τυχαίνει συμβατικές κοπέλες να πέσουν στον έρωτα ενός αλήτη. Τουλάχιστον τώρα ξέρω εκ των προτέρων πως ανάμεσα σε μένα, τη Βανέσα και το γύρω περιβάλλον, επιπλέουν ελάχιστα φυσιολογικά στοιχεία, οπό-τε τετριμμένα απρόοπτα ευτυχώς δεν προβλέπονται.

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει και η Βανέσα μπουκάρει με λαχτάρα.

«Boy μου πού είσαι;»«Εδώ στο σαλόνι!»Πλησιάζει γοργά την πολυθρόνα που έχω αράξει και προ-

σγειώνεται κατ’ ευθείαν στην αγκαλιά μου, γεμίζοντας το στό-μα μου με τη γλώσσα και τα χείλη της.

«Έχω ενθουσιαστεί που είσαι εδώ στο σπίτι, μέσα στον αποκλειστικά δικό μου κόσμο».

«Μωρό μου κοιτούσα τον κόσμο σου απ’ τον πάνω όρο-φο και ξέρεις πώς αισθάνθηκα;»

«Πώς;»«Σα να έχω παγιδευτεί οικειοθελώς σε ένα αχανές μεσαι-

ωνικό κάστρο. Πολύ περίεργη αρχιτεκτονική αντίληψη έχε-τε εδώ στα μέρη σας».

Η Βανέσα βάζει τα γέλια και μου λέει.«Αγαπημένε μου σε είχα προειδοποιήσει, από το Roveredo

και τον έρωτά μου, δύσκολα θα δραπετεύσεις!»«Μην ανησυχείς γυναίκα μου. Απ’ το να δραπετεύσω, προ-

τιμώ να χαθώ μέσα σου». Η Βανέσα ξέρει πως εννοώ αυτό που λέω και η ικανοποί-

ησή της φωτίζει κάθε σπιθαμή του προσώπου της.«Είσαι έτοιμος να γνωρίσεις τη μάμα Χέλγκα;»

7ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Μπορώ να πω ότι δεν είμαι;»«Όχι βέβαια!»«Περίφημα, τότε πάμε μωρό μου, σε ακολουθώ».Βγαίνουμε στον εσωτερικό προαύλιο χώρο του σπιτιού

και κατευθυνόμαστε στο ακριβώς απέναντι κτίσμα.«Για να είσαι προσανατολισμένος λοιπόν, να θυμάσαι πως

στην πίσω πλευρά που βλέπει στον περιφερειακό δρόμο, μέ-νει ο μεγάλος μου αδελφός ο Όλαφ, απέναντί μας μένει ο Ρού-ντυ και στην πρόσοψη ζουν οι γονείς μου».

«Άρα τώρα πάμε στο σπίτι του Ρούντυ».«Ακριβώς».Περπατώντας στο προαύλιο του καστρόσπιτου, διαπιστώ-

νω πως ο Άλεξ είχε απόλυτο δίκιο για τις τεράστιες διαστάσεις των κτισμάτων. Όχι μια αλλά δέκα οικογένειες θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί, μου είχε πει. Κοιτάζοντας συνολικά την τετρά-γωνη κατασκευή, με το αχανές εσωτερικό πλακόστρωτο προ-αύλιο, καταλήγω να επιβεβαιώσω κι εγώ τους υπολογισμούς του. Είναι εμφανέστατο πως το καστρόσπιτο που διαχειρίζεται η μάμα Χέλγκα, έχει διαστάσεις αρχοντικής έπαυλης.

Φτάνουμε στο σπίτι του Ρούντυ και προωθούμαστε απ’ την ξεκλείδωτη κεντρική πόρτα. Στην κουζίνα μάς περιμένει η αναπόφευκτη οικογενειακή ψυχρολουσία.

«Αδέλφια, μάνα, να σας συστήσω τον σύντροφό μου τον Boy», ανακοινώνει η Βανέσα με τη φωνή της να ξεχειλίζει από πειστικότητα.

Τι να κάνω κι εγώ, τους χαμογελώ, χαιρετώντας ευγενικά τον καθένα ξεχωριστά, αλλά δεν φάνηκε να πείθω και πολύ με αυτήν την, ας το πούμε, πολιτισμένη τακτική που ακολούθη-σα. Η μάμα Χέλγκα με το απίστευτα αυστηρό της ύφος, αντι-δρά χλιαρά στην παρουσία μου και τα αδέλφια της Βανέσας, αφ’ ότου συστηθήκαμε και μετά, έχουν βαλθεί να με επεξερ-γάζονται με ματιές που ξεκινάνε απ’ τα μαλλιά μου και κατα-λήγουν στα ορειβατικά παπούτσια μου.

8 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

Η Βανέσα ετοιμάζει καφέ για όλους κι εγώ κάθομαι πλέον στο ίδιο τραπέζι με την οικογένειά της, απολαμβάνοντας την αμηχανία μου την οποία προσπαθώ να καλύψω πίσω από ένα παγιωμένο χαμόγελο διαρκείας φορεμένο ειδικά για την περί-σταση. Τη σιωπή διαλύει η παρορμητικότητα του Όλαφ.

«Μαμά, ο Boy έμενε στο Λουγκάνο στο σπίτι του Άλεξ. Τον θυμάσαι έτσι; Ήμασταν συμμαθητές».

Η Χέλγκα απαντά σιωπηλά, κουνώντας καταφατικά το κε-φάλι της, χωρίς όμως να παίρνει την αναλυτική της ματιά από πάνω μου.

«Τι κάνει ρε Boy ο φίλος μου, καλά είναι;»«Μια χαρά, μεγαλώνει και μυαλό δε βάζει!»«Φταίει η διαταραγμένη του εφηβεία Boy, φρόντισα εγώ

γι’ αυτό», μου απαντά ο Όλαφ ξεκαρδισμένος.«Δεν μπορείς να φανταστείς τι του έχω κάνει αυτού του

παιδιού. Άκου ιστορία. Ήμασταν δεκαπέντε χρονών περίπου και τον φιλοξενήσαμε εδώ στο Roveredo για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Λοιπόν μια δόση, τον έχω δέσει στο υπόγειο και έχω ανέβει πάνω στην κουζίνα για να βράσω καμιά εικοσα-ριά αυγά. Τον άκουγα που ούρλιαζε, αλλά μόλις έφτασα με τα βρασμένα αυγά, στ’ ορκίζομαι, άρχισε να σπαρταρά σαν το ψάρι. Όταν πια τον βασάνισα στις μασχάλες, τον άκουσε όλο το Roveredo!»

Ο Ρούντυ, η Βανέσα και ο Όλαφ, έχουν συντονισμένα ξε-σπάσει σε γέλια κι εγώ προσπαθώ με έναν κάπως μαγκωμένο τρόπο, να δείξω πως έχω ευθυμήσει στο άκουσμα της τραυ-ματικής εμπειρίας του φιλαράκου μου. Ωραία που τα περνάμε εμείς εδώ στο βουνό!

«Ηρεμία! Ας συζητήσουμε κάτι πιο εποικοδομητικό». Η φωνή της Χέλγκα, απλώθηκε σα διαταγή με αποτέλε-

σμα να κοπούν οι γέλωτες ακαριαία.« Boy, αν δεν κάνω λάθος είσαι Έλληνας».«Ναι, η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου».

9ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Και τι σε έφερε μέχρι την Ελβετία; Γιατί άφησες τον ήλιο πίσω σου;»

«Είμαι ταξιδιώτης Χέλγκα, ανά πάσα στιγμή είναι δυνα-τόν να βρεθώ παντού, ακόμα και στην Ελβετία».

«Μάλιστα. Και ταξιδεύεις καιρό;»«Κατά κάποιο τρόπο, από πάντα!»«Και τι ψάχνεις να βρεις σ’ αυτό το μακρινό ταξίδι Boy;»Η φωνή του Ρούντυ, διακόπτει τη βαθυστόχαστη αυτή

κουβέντα, επαναφέροντας το γέλιο στα τρία αδέλφια.«Τη Βανέσα μας. Αυτήν έψαχνε, πάω και στοίχημα!»Χαμογελώ στον Ρούντυ και ξαναπαίρνω το λόγο, απαντώ-

ντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια στο ερώτημα της Χέλγκα.«Δεν ψάχνω να βρω τίποτα και αυτό είναι όλη η αλήθεια

μου. Οπότε τώρα μπορείς να καταλάβεις τι έπαθα όταν ξαφ-νικά συνάντησα την κόρη σου».

«Τι έπαθες;»«Ότι θα πάθαινε ο καθένας που δεν ψάχνει τίποτα και

απρόσμενα βρίσκει μπροστά του τα πάντα!»Η Χέλγκα με κοιτάζει απ’ ευθείας στα μάτια και ο Όλαφ με

πολύ σοβαρό ύφος με ρωτάει.«“Τα πάντα” που ανέφερες, είναι η Βανέσα;»«Ναι!»«Μπορώ να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα;»«Φυσικά».«Θα μου πεις όμως την αλήθεια».«Εννοείται».«Όταν πρωτοείδες την αδελφή μου, ο χώρος που βρισκό-

σασταν, είχε φως; Την είδες καλά ή μήπως για όλα φταίει το σκοτάδι;»

Φτάνοντας στο τέλος του ερωτήματος ο Όλαφ δεν άντεξε άλλο να διατηρεί το ψαρωτικό, σοβαρό υφάκι του και ξεσπά σε γέλια μέχρι δακρύων μαζί με τον Ρούντυ.

Η Βανέσα αφήνει με νεύρο πάνω στο τραπέζι το δίσκο με

10 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

τα φλιτζανάκια και κοιτάζει τον Όλαφ κρατώντας στο χέρι την, γεμάτη καφέ, Bialetti.

«Άμα στην πετάξω στο κεφάλι ηλίθιε, θα συνέλθεις, να ’σαι σίγουρος!»

Το γέλιο συνεχίζεται και η Βανέσα κάνει παράπονα στη Χέλγκα.

«Στο είπα πως οι γιοι σου θα την έλεγαν την παπαριά τους στο τέλος!»

Ευτυχώς η Χέλγκα επαναφέρει στην τάξη τα αγόρια της, οπότε ολοκληρώνουμε τη διαδικασία του καφέ μέσα σε σχε-τικά ήρεμο κλίμα. Οι πρώτοι που αποχωρούν είναι ο Όλαφ με τον Ρούντυ μιας και όπως υποστηρίζουν, έχουν αρκετές δου-λειές να κάνουν. Με χαιρέτησαν ξεχωριστά κι ο Ρούντυ μάλι-στα μου πρότεινε, ένα από τα επόμενα βράδια να βγω μαζί τους.

«Να τα πούμε σαν άντρες, για να γνωριστούμε καλύτερα», μου εξήγησε.

Φυσικά συμφώνησα, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω;Με το που μείναμε οι τρεις μας, μάνα και κόρη, άρχισαν τις

δικές τους ψαλμωδίες.«Δεν τους αντέχω καθόλου. Απορώ πώς τους μιλάω ακό-

μα. Να ξέρεις πως αν κάνουν καμιά χοντράδα στον Boy, θα τους πυροβολήσω!»

«Σιωπή, μη μιλάς έτσι για τ’ αδέλφια σου και ξέρεις πολύ καλά πως κανείς δεν θα πειράξει τον αγαπημένο σου!»

Η Βανέσα είναι αρκετά ταραγμένη, οπότε μου δίνει μια κρέμα μαροκινή και χαρτάκια για να στρίψω ένα τζόιντ.

«Συγγνώμη μάμα, αλλά δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη!» «Βανέσα σταμάτα να ανησυχείς χωρίς λόγο. Όλα είναι υπό

έλεγχο, στο εγγυώμαι!»Στρίβω το τζόιντ γεμάτος απορίες. Το μόνο σίγουρο είναι

πως βρίσκομαι σε ένα αλλόκοτο περιβάλλον, που όμοιό του δεν έτυχε να επισκεφτώ μέχρι τώρα.

11ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Να σε ρωτήσω Βανέσα, έχεις ενημερώσει τον Boy σου για το τι συμβαίνει εδώ στον τόπο μας και ιδιαίτερα στην οικογέ-νειά μας;»

«Ε, μη φανταστείς, δεν ξέρει και πολλά. Τα απαραίτητα του έχω πει μόνο, για να πάρει μια πρώτη ιδέα».

«Κατάλαβα. Πρέπει να του μιλήσω εγώ».«Μάμα δεν είναι ανάγκη, σιγά-σιγά θα καταλάβει».«Σκασμός!»Δεν ξέρω πως το καταφέρνει η Χέλγκα, αλλά όταν δίνει πα-

ραγγέλματα, οι παρευρισκόμενοι υπακούουν αυτόματα. Εγώ πάλι, με ατάραχες κινήσεις, ολοκληρώνω το στρίψιμο του τζό-ιντ και το προσφέρω στη Βανέσα.

«Άσε αγάπη μου, κάπνισέ το εσύ, το έχεις ανάγκη. Θα στρί-ψω άλλο για πάρτη μου».

«Ότι πεις μωρό μου».Η Χέλγκα περιμένει να ολοκληρώσουμε τη συνεννόηση για

τα καπνιστικά μας, κοιτάζοντας μια τον έναν και μια τον άλλον με αυτό το παγιωμένα αυστηρό της ύφος.

«Λοιπόν τελειώσατε;»«Ναι μάμα, ξεκίνα. Πες ότι θέλεις να πεις».«Όχι ότι θέλω, αλλά ότι πρέπει να σου πω Boy, ακούς; Εί-

σαι συγκεντρωμένος;»«Απόλυτα!»Η Χέλγκα δείχνει ικανοποιημένη από την προσήλωσή μου

κι εγώ σκέφτομαι πως ευτυχώς που αυτή η γυναίκα έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί από τη διδασκαλία. Είμαι σίγουρος ότι οι μαθητές των γύρω οικισμών, θα έκαναν πάρτι τη μέρα που τους ανακοινώθηκε το νέο.

«Λοιπόν Boy δεν έχω να σου πω πολλά, αλλά όσα ακού-σεις, θέλω να τα βάλεις καλά στο μυαλό σου για να μην έχου-με προβλήματα».

«Έτσι θα γίνει Χέλγκα. Στο εγγυώμαι προκαταβολικά», της απαντώ εξαντλώντας όλη μου τη διπλωματία.

12 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

«Περίφημα. Άκου τώρα μέχρι να βάλω τελεία και μη βγάλεις τσιμουδιά. Σήμερα Boy, είναι η πρώτη σου μέρα στο Roveredo και είμαι σίγουρη ότι πολύ πριν ανακαλύψεις τις λεπτομέρει-ες του οικισμού μας θα έχεις ήδη διαπιστώσει πως έφτασες σε έναν περίεργο τόπο. Για να σου ξεδιαλύνω όμως και την πα-ραμικρή απορία, σε διαβεβαιώνω πως το Roveredo, όντως εί-ναι ένας περίεργος, όσο και ιερότατος τόπος! Είσαι εδώ γιατί σε έφερε η κόρη μου που επιμένει ότι είσαι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της και ειλικρινά δεν έχω λόγους να μην την πιστέ-ψω. Όμως θα πρέπει να γνωρίζεις, ότι εδώ και 32 χρόνια αυτό συμβαίνει πρώτη φορά κι όσο να ’ναι το γεγονός μάς έχει ανα-στατώσει. Σχετικά με την οικογένειά μας θέλω πρωτίστως να κατανοήσεις ότι κουμάντο εδώ μέσα κάνω εγώ. Η Βανέσα είναι η μονάκριβή μου κόρη, τον Όλαφ και τον Ρούντυ τούς γνώρισες και υπάρχει και το αθώο μας αγγελάκι ο Τζούλιο».

«Ξέχασες μάμα να αναφέρεις και τον μπαμπά!».«Θα το έκανα τώρα Βανέσα. Ότι έχω δημιουργήσει Boy, το

οφείλω στο σύντροφό μου και πατέρα των τεσσάρων παιδιών μου, τον Πάολο. Είναι ένας συμπαθέστατος άνθρωπος. Όταν τον γνωρίσεις θα καταλάβεις. Αυτά με την οικογένειά μας. Όσο για το Roveredo, όπως σου είπα και πριν, ο τόπος μας είναι πε-ρίεργος. Λίγοι άγνωστοι ανακαλύπτουν λόγους για να μας επισκεφτούν και ελάχιστοι εξ αυτών κατάφεραν να αφομοιω-θούν από τις συνήθειές μας και να ζήσουν μόνιμα μαζί μας. Η κοινωνία μας είναι κλειστή και δεν έχουμε ανάγκη να καλω-σορίσουμε κανέναν. Τα κυρίζια που ενδιαφέρονται για σκι και ρομαντικά σαββατοκύριακα στα Αλπικά σαλέ, μας είναι αδιά-φορα. Επιβιώνουμε μια χαρά και χωρίς τα τουριστικά έσοδα. Άλλωστε στον τόπο μας δεν γεννιούνται καμαριέρες και γκαρ-σόνια. Εδώ Boy δεν είναι το καπιταλιστικό Λουγκάνο που έχεις συνηθίσει. Εδώ είναι Roveredo και διαμένουν αποκλειστικά, ελεύθεροι, αυτόνομοι άνθρωποι που αυτοδιοικούν το παρόν και το μέλλον τους, χωρίς να λογοδοτούν σε κανένα κράτος. Δε

13ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

θα σε κουράσω άλλο, τα υπόλοιπα δυστυχώς ή ευτυχώς θα τα ανακαλύψεις στην πορεία. Θέλω να ξέρεις πως απ’ τη μεριά μου θα απολαμβάνεις μόνον όσο σεβασμό μου αποδεικνύεις ότι αξί-ζεις. Η κριτική μου ματιά θα σε ακολουθεί σε κάθε σου κουβέ-ντα και σε κάθε σου κίνηση καθημερινά. Αυτά Boy!»

Είμαι καθισμένος απέναντι από τη Χέλγκα, με το βλέμμα μου απόλυτα στοιχισμένο με την ευθεία των χειλιών της που εξακολουθούν να ξεστομίζουν το απόκοσμο αυτό καλωσόρι-σμα. Πρωτόγνωρη εμπειρία. Νιώθω σαν Παοκτζής που βρέ-θηκε κατά λάθος μέσα στην κοχλάζουσα θύρα 7 στο Καραϊ-σκάκη! Τι να πεις και πώς να γλιτώσεις. Αδιέξοδη περίπτωση.

«Συνεννοηθήκαμε Boy;»«Και με το παραπάνω Χέλγκα, ήσουν κατατοπιστικότατη».«Χαίρομαι. Βανέσα θέλεις μήπως να προσθέσεις κάτι;»«Μπα, με κάλυψες. Σ’ ευχαριστώ, σου είμαι υπόχρεη».Μάνα και κόρη αντάλλαξαν κάτι κοφτερές ματιές, αλλά

ευτυχώς περιορίστηκαν στο κοιταχτό. Η Βανέσα μού κάνει νόημα να φύγουμε κι εγώ αφού χαι-

ρετώ ευγενικά τη Χέλγκα, ακολουθώ το μωρό μου φανερά ικανοποιημένος, όχι τόσο από το αποτέλεσμα της πρώτης μου επαφής με τη Χέλγκα, όσο από το γεγονός ότι τερματίστηκε σχετικά νωρίς αυτή η αποκαρδιωτική μας συνάντηση. Δε λέω, έχουν τραβήξει πολλά τα παιδιά σαν εμένα που μεγάλωσαν με δανεικούς παιδαγωγούς, παρκαρισμένα σε οικοτροφεία. Η ψυ-χούλα μας το ξέρει. Όμως, απ’ ότι διαπιστώνω και τα παιδιά που απόλαυσαν την οικογενειακή θαλπωρή, δεν τους βγήκε πάντα σε καλό. Άντε τώρα να έχεις για μάνα την αποπνικτική φιγού-ρα της Χέλγκα. Αυτό είναι που λέμε, σκατά ζαριά! Προχωράμε στο προαύλιο, πιασμένοι χέρι-χέρι, με κατεύθυνση το σπίτι της Βανέσας, που αρχίζει να μου μοιάζει πλέον με ουδέτερο κατα-φύγιο γαλήνης, ειδικά μετά το καλωσόρισμα της Χέλγκα.

«Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η πεθερά σου;»«Τι να σου πω ρε αγάπη μου. Μοιάζει με βαρύ υλικό πάντως».

14 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

«Ατσάλι;»«Κάτι τέτοιο».«Είμαι η αγάπη σου;»«Μοναδική και παντοτινή».«Θα με γαμήσεις τώρα που θα πάμε στο σπίτι;»«Εννοείται! Και θα φας και πολύ ξύλο μάλιστα».«Γιατί θα με χτυπήσεις μωρό μου;»«Γιατί με μπλέκεις σε αλλόκοτες ιστορίες και γιατί πρέπει!»«Μου αρέσει που πρέπει. Μου αρέσεις εσύ!»Πάνε βδομάδες που έχουμε να νιώσουμε τα κορμιά μας το

ένα μέσα στο άλλο. Φοβερή αίσθηση ο έρωτας, ειδικά αυτός που μοιράζομαι με τη Βανέσα. Έχουμε συγχρονίσει τις μανίες μας σε τόσο υψηλό επίπεδο, που καταντάει συγκινητικό!

«Πώς αισθάνεσαι αγαπημένε μου;»«Υπέροχα!»«Έχεις όρεξη για βόλτα, τώρα που καλογάμησες;»«Ναι αμέ. Πού θέλεις να με πας;»«Λέω να σε ξεναγήσω στο χωριό, γουστάρεις;»«Άκου λέει, φύγαμε!»Καθώς περνάνε τα χρόνια κι εγώ παραμένω στη γύρα, η

αλήθεια είναι πως δεν ενθουσιάζομαι και τόσο εύκολα με τα νέα τοπία και τους διαδοχικούς προορισμούς που αντικρίζω. Ειδι-κά οι «βρόμικες» μεγαλουπόλεις που όπως και να ’χει ξόδεψα τη ζωή μου, σπανίως με προκαλούν να τις ανακαλύψω από τις πρώτες μέρες της άφιξής μου. Αφήνω να περάσει ο καιρός. Άλ-λωστε τα αστικά κέντρα ομοιάζουν εξοργιστικά, μεταξύ τους και η όποια μαγεία εκπέμπουν, εξαντλείται γρήγορα. Το σενάριο των αστικών μου περιπλανήσεων έχει κατάληξη κλισέ. Παντού τα ίδια βρίσκω. Κωλόμπαρα, στοιχηματζίδικα, διανυκτερεύοντα φαγάδικα, υπόγες, αδιέξοδους δρόμους, περίπτερα, άστεγους, πουτάνες, αδέσποτα σκυλιά, κωλόφατσες, σκοτάδι και αδιά-κοπο νταλαβέρι, κοινώς σαπίλα! Όμως, όταν βρίσκομαι μακριά από την αποπνιχτική πραγματικότητα της μεγαλούπολης, η δι-

15ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

άθεσή μου αλλάζει ριζικά. Κοντά στη φύση ξανα-υπάρχω, νιώ-θω το αίμα να κυλάει γοργά και το θέλω μου με οδηγεί μέσα σε ποτάμια, πάνω σε δέντρα, ξάπλα σε μια καταπράσινη πλαγιά. Λαχταρώ ν’ αγγίξω το χώμα, να τρίψω τις παλάμες μου στη χλόη μέχρι να τις πρασινίσω, μέχρι να ξεπλύνω την γκρίζα τσιμεντίλα από πάνω τους.

Πώς λοιπόν να μη θέλω να ανακαλύψω το βουκολικό Roveredo, αυτό το περίεργο χωριό, που μοιάζει με σφηνωμένο μετεωρίτη μέσα στην καρδιά του πυκνού Αλπικού ελατόδα-σους; Ντύνουμε τα γυμνά κορμιά μας, ανταλλάσουμε κάποια επιπλέον ζουμερά γλωσσόφιλα και ξεχυνόμαστε στο προαύλιο με κατεύθυνση την κεντρική πύλη του αρχοντικού.

«Πάντως είναι πολύ πρωτότυπο αυτό με τις αυλόπορτες των σπιτιών του Roveredo».

«Σ’ αρέσει;»«Πλάκα έχει. Αναρωτιέμαι, αν συμβολίζει κάτι αυτός ο προ-

σανατολισμός».«Και βέβαια. Δείχνουμε τον κώλο μας στον υπόλοιπο κό-

σμο. Μας φτάνει ο δικός μας!» Μπορεί να γελάω με τον αστείο τρόπο που μου περιέγρα-

ψε τον συμβολισμό η Βανέσα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτό που μου λέει το πιστεύει. Η Βανέσα ανοίγει το μικρό πορτόνι της τρίμετρης αυλόπορτας, βγαίνει έξω και με προσκαλεί στο εσωτερικό του ιερού της τόπου.

«Έλα αγαπημένε μου, καλωσόρισες στο Roveredo».Κάνω το πρώτο μου βήμα και βρίσκομαι δίπλα της κοιτά-

ζοντάς την με ένα λάγνο θαυμασμό. Έχω ερωτευτεί γυναίκα με ιδεολογία. Μια αλύγιστη αντάρτισσα του βουνού, έμελλε να γοητεύσει την καρδιά μου κι αυτό έχει ξεχωριστή σημασία. Επιτέλους έφτασε και για μένα η στιγμή να λάβω ότι μου αξί-ζει! Ένα κορμί μετρίου αναστήματος, δυσανάλογα γυμνασμέ-νο που στέκεται πάνω σε κάτι εκπληκτικά καλοσχηματισμέ-νες πατούσες, με ένα κεφάλι θλιμμένων χαρακτηριστικών και

16 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

αιχμηρής ματιάς, που φοράει για μαλλιά μιαν ασυμμάζευτη μελί χωρίστρα. Η όμορφη γυναίκα που στερείται εσωψυχικού πλούτου, παραμένει όμορφη. Το αλλόκοτο θηλυκό που καλλι-εργεί το θησαυρό της ψυχής της δεν παραμένει αλλόκοτο, αλλά εξελίσσεται σε θεά! Διαλέγεις και παίρνεις σ’ αυτή τη ζωή. Άλ-λοι καβατζώνουν τη Μπιμπιμπό κι άλλοι τη μάγισσα Κλο-Κλο. Γούστα είναι αυτά και ο άνθρωπος γεννήθηκε για να τα πλάθει!

ΚΑΣΤΡΟΣΠΙΤΑ

Στις πρώτες τέσσερις μέρες που βρίσκομαι στο Roveredo είδα πολλά, έμαθα τα απαραίτητα και προπαντός διαπί-

στωσα πως οι κάτοικοι αυτού του χωριού, αρέσκονται στο να εξωτερικεύουν απροκάλυπτα την αδιαμφισβήτητη διαφορε-τικότητά τους. Σ’ αυτή τη μικρή κοινωνία, η τρέλα εξακολου-θεί να θεωρείται ιερή νόσος κι ο πάσχων ισότιμο μέλος με τον φαινομενικά υγιή. Εκπληκτικό, αν και για να είμαι ειλικρινής, κυκλοφορούν τόσες εκκεντρικές προσωπικότητες σ’ αυτόν τον τόπο, που μου είναι ακόμα δύσκολο να καταλάβω ποιοι ακριβώς είναι οι αληθινά τρελοί και ποιοι οι απλώς φευγάτοι.

Συνολικά το Roveredo απαριθμεί γύρω στους 2.500 κα-τοίκους, οι οποίοι απασχολούνται ως εργαζόμενοι ή δραστη-ριοποιούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, αποκλειστικά στο χωριό και στους κοντινούς οικισμούς της περιφέρειας.

«Εμείς δεν εγκαταλείπουμε ποτέ τον τόπο μας», μου επα-ναλαμβάνει συχνά η Βανέσα και επιχειρηματολογεί με ξεκά-θαρα στατιστικά στοιχεία. Κι όμως έχει δίκιο. Αλλά αν για τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς της περιοχής εξυπακούεται η παραμονή τους στον τόπο, για τους ενδοκρινολόγους, τους δικηγόρους και τους ασφαλιστές, δημιουργούνται κάποια εύ-λογα ερωτηματικά. Τέλος πάντων, δε βρέθηκε τόσα χρόνια,

18 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

ένας φιλόδοξος γιατρός από την ευρύτερη περιοχή που να αποφάσισε πως του αξίζει μια μεγάλη καριέρα το Λουγκάνο;

Η Βανέσα απάντησε αποστομωτικά και σ’ αυτή μου την απορία.

«Δε σε καταλαβαίνω Boy, γιατί να πάει ο γιατρός μας στο Λουγκάνο; Μια χαρά καριέρα κάνει και στην πολυκλινική της περιοχής μας. Τι παραπάνω θα μπορούσε να του προσφέρει η πόλη; Εδώ έχει τα πάντα, εκεί θα είχε μόνο ένα διαμέρισμα και μια θέση πάρκινγκ. Δηλαδή αστική μιζέρια!»

Όταν επιχειρηματολογεί αυτή η γυναίκα με σαγηνεύει. Έχω την εντύπωση ότι οι φλογισμένες συζητήσεις μας περί πολιτικών συστημάτων και ιδεολογιών, σύντομα θα μας κα-ταλήγουν σεξουαλιζόμενους στο κρεβάτι. Θα είναι τα δικά μας προκαταρκτικά. Όπως άλλοι χαμουρεύονται, εμείς θα αναλύ-ουμε τα κινήματα και τις επαναστάσεις. Τελικά όλα για την καύλα γίνονται!

Το μόνο που δεν μπορεί να συμβεί στο Roveredo, είναι να κυκλοφορεί μόνος του κάποιος ξένος και να περάσει απαρα-τήρητος. Βέβαια το ίδιο συμβαίνει κι άμα κυκλοφορεί κάποιος με παρέα τη Βανέσα, που εκτός του ότι ξέρει τους πάντες εί-ναι και κάτι σα μασκότ του χωριού. Δεν έχω καταλάβει ακό-μα πως έχει προκύψει αυτό, αλλά όλοι αυθόρμητα ενθουσι-άζονται στην παρουσία της και στέκονται να πολυλογήσουν εγκάρδια μαζί της. Η Βανέσα αυτό το γνώριζε και με είχε προ-ειδοποιήσει.

«Μαζί μου Boy, θες δε θες, θα γνωρίσεις με το όνομά τους όχι μόνο τους δίποδους, αλλά και τους τετράποδους κατοί-κους του Roveredo».

Γι’ αυτό το λόγο, όταν αρχίσαμε τους εκπαιδευτικούς πε-ριπάτους στο χωριό, πριν ακόμα μου μάθει ποιος-είναι-ποιος, με σύστησε πρώτα στον πιο αγαπημένο της συντοπίτη, το αγ-γελάκι, τον μικρό της αδελφό Τζούλιο. Έχοντας ήδη πάρει μια χορταστική γεύση από τον γενεαλογικό ιστό της οικογένειας,

19ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

γνωρίζοντας τον Όλαφ και τον Ρούντυ, δεν περίμενα και θαύ-ματα, αλλά δεν ήθελα και να χαλάσω το χατίρι της Βανέσας.

Μόλις δυο στενά πιο κάτω απ’ το σπίτι της, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν από τους τρεις φούρνους του χωριού.

«Αυτός είναι ο καλύτερος φούρνος στο Roveredo, Boy», μου επεσήμανε η Βανέσα.

«Πάμε μέσα, εδώ δουλεύει ο Τζούλιο».Προχώρησα ξοπίσω της, με τη ματιά μου να κολλάει λίγο

στην βιολετί ταμπέλα του φούρνου, που μοιάζει λες και την ζωγράφισαν μικρά παιδιά του δημοτικού. Μου κάνει εντύπω-ση και το όνομα. “Pan di Nuvole”, ψωμί από σύννεφα! Μπαί-νουμε μέσα, κι ενώ η Βανέσα ανοίγει τα χέρια της για να υπο-δεχτεί τον αδελφό της Τζούλιο που περιχαρής τρέχει να χωθεί στην αγκαλιά της, εγώ μένω στήλη άλατος με ένα μάλλον συ-μπαθητικό χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη.

Αυτό που αντικρίζω, δεν είναι απλά κάτι που δεν έχω ξα-ναδεί, αλλά κάτι που δεν είχα φανταστεί καν ότι μπορεί να υπάρχει. Ένας άρτια οργανωμένος φούρνος που παρασκευ-άζει οκτώ διαφορετικούς τύπους ψωμιού, δεκαέξι διαφορε-τικές γεύσεις μπριός και διάφορα άλλα εύγευστα μπινελίκια τα οποία παράγουν και διαθέτουν καθημερινά στους πελάτες τους, μια ομάδα από δεκατέσσερα πλάσματα που πάσχουν από μογγολισμό. Είναι ντυμένα με λευκές στολές και φορούν κάτι όμορφα λαχανί μπερεδάκια. Περιφέρονται με φυσικότη-τα και επαγγελματισμό στο χώρο, εξυπηρετούν χαμογελαστά την πελατεία τους και μάλιστα προσφέρουν δώρο και από ένα κομμάτι μηλόπιτας που έφτιαξαν για πρώτη φορά, προκειμέ-νου να συλλέξουν γνώμες για το αποτέλεσμα.

Η Βανέσα έρχεται μπροστά μου με τον Τζούλιο και με κοι-τά με ένα βλέμμα σπινθηροβόλας ευτυχίας.

«Boy, ο αγαπημένος μου αδελφός Τζούλιο. Τζούλιο αυτός είναι ο Boy, ο μεγάλος μου έρωτας!»

Απλώνω χαμογελώντας το δεξί μου χέρι για να συστηθώ,

20 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

αλλά ο Τζούλιο με αιφνιδιάζει, σφίγγοντάς με, με λαχτάρα στην αγκαλιά του. Του ανταποδίδω την αγκαλιά και πρέπει να μείνα-με έτσι αρκετά δευτερόλεπτα, έως ότου ο Τζούλιο αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τη θέση του σαν υπεύθυνος αδελφός που είναι.

«Άκου Boy, άκου κι εσύ Βανέσα. Θέλω να πω κάτι».«Σε ακούω αγγελάκι μου, πες μου».«Δε θα πω σε σένα, στον Boy θέλω να πω κάτι, αλλά πρέ-

πει να ακούς κι εσύ!»«Ναι καλό μου, πες ότι θέλεις να πεις, σε ακούω εγώ».«Λοιπόν Boy, αν κάνεις ευτυχισμένη την αδελφούλα μου,

θα σου δίνω κάθε μέρα όσα μπριός θέλεις χωρίς να πληρώνεις τίποτα. Θα τα χρεώνομαι εγώ στο λογαριασμό μου. Να ξέρεις όμως ότι αν δω λυπημένη τη Βανέσα μου, τέρμα το κέρασμα. Ακόμα και να θες να με πληρώσεις, πάλι δε θα σου δίνω τίπο-τα στ’ ορκίζομαι! Είμαστε σύμφωνοι;»

Ο Τζούλιο με κοιτάζει με τη σοβαρή έκδοση της αθώας του φατσούλας, προτείνοντας την παλάμη του περιμένοντας και τη δική μου για να κλείσει η συμφωνία μας. Τίμια, αντρίκια πράματα! Δώσαμε τα χέρια, εγώ ένας κοινός θνητός νταλα-βεριτζής κι ο Τζούλιο, ένας μικρός θεούλης με πράσινο μπερέ!

Η Βανέσα έκανε γύρω στο πεντάλεπτο να συνέλθει από τη συγκίνηση, αλλά κι εγώ ομολογώ πως ένιωσα κάθε ευαί-σθητη χορδή της ψυχής μου να λυγίζει με την εμπειρία που μου χάρισε ο Τζούλιο. Λίγες μέρες μετά την πρώτη μου επα-φή με τον μικρό άγγελο της Βανέσας, έμαθα κι άλλα εξίσου συγκινητικά και υπέροχα επί του θέματος.

Όταν γεννήθηκε ο Τζούλιο, η τότε ακόμα εν ενεργεία εκ-παιδευτικός μάμα Χέλγκα, εμπνεύστηκε ένα αρκετά φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο δεν άργησε να βάλει σε λειτουργία.Πρωταρ-χικός της στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα πρότυπο δημο-τικό σχολείο για τα παιδιά που πάσχουν από μογγολισμό και τελικά κάποια χρόνια μετά κατάφερε να το στήσει, πού αλλού; Στο Roveredo! Ωστόσο η Χέλγκα, αποσκοπούσε και σε

21ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

κάτι ακόμα πιο ουσιαστικό. Μια εστία που θα στέγαζε απο-κλειστικά ορφανές ψυχές που πάσχουν από μογγολισμό. Συ-γκεντρώθηκαν τότε δεκαοχτώ παιδάκια από όλη την Ελβετία και σήμερα, 21 χρόνια μετά, συνεχίζουν να διαμένουν στην εστία, την οποία είναι πλέον σε θέση να συντηρούν εξ ολοκλή-ρου μόνοι τους καθώς και να ασχολούνται με την από κοινού αυτοδιοικούμενη επιχείρηση τους, τον φούρνο με το γλυκό όνομα “Pan di Nuvole”! Όμως, δεν εργάζονται όλα τα πλάσμα-τα στο φούρνο μιας και οι τέσσερις εξ αυτών απορροφήθηκαν από τον δήμο ως ταχυδρόμοι.

Η απεγνωσμένη προσπάθεια μιας δραστήριας μητέρας που ήθελε να φέρει το παιδί της σε επαφή με άλλα πλάσματα της φυλής του, εξελίχθηκε σε μια ιστορία ζωής που ευαισθητοποίη-σε όχι μόνο την κοινή γνώμη της περιοχής, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Βροχή πέφτουν οι δωρεές στην εστία και τα πλά-σματα την περνάνε στ’ αλήθεια ζάχαρη, όπως άλλωστε αξίζει στις αθώες ψυχούλες τους!

Μετά και τη συνάντησή μου με τον Τζούλιο, το μόνο μέλος της οικογένειας που ακόμα δεν έχω αντικρίσει, είναι ο πατέ-ρας της Βανέσας. Η γνωριμία μας δεν άργησε και πολύ, αφού το επόμενο κατάστημα που επισκεφτήκαμε μετά το “Pan di Nuvole” ήταν η “Armeria La Lupa Nera”, που ανήκει στον Πάο-λο. Τον άντρα που όταν εκσπερμάτιζε στη μήτρα της Χέλγκα, έφτιαχνε την τύχη μου χωρίς να το γνωρίζει.

Μόλις φτάνουμε μπροστά στην “Armeria”, η Βανέσα μού λέει γεμάτη περηφάνια.

«Αυτό το μαγαζί Boy, δεν είναι απλά η οικογενειακή μας επι-χείρηση, είναι σχεδόν το κέντρο του κόσμου. Πάμε μέσα, ο πα-τέρας μου θα ενθουσιαστεί. Είναι πολύ γλυκός, θα δεις, καμία σχέση με τη Χέλγκα».

Συγκαταβατικός και με πλατύ χαμόγελο, σαν αληθινά λι-ωμένος από έρωτα, ακολουθώ την αγαπημένη μου χωρίς δεύ-τερη σκέψη στο σχεδόν κέντρο του κόσμου, που τυχαίνει να

22 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

στεγάζεται στην “Armeria La Lupa Nera”, δηλαδή στο “Οπλο-πωλείο Η Μαύρη Λύκαινα”. Όμορφα! Αν θυμόμουν κιόλας σε ποια πίστα έχει φτάσει το κωλοπαίχνιδο που παίζω θα ήταν όλα τέλεια.

Μπαίνουμε συγχρονισμένα στην κεντρική αίθουσα του οπλοπωλείου, που έχει παραλληλόγραμμο σχήμα και αρκε-τούς πελάτες του μαγαζιού τους οποίους προσπερνάμε γορ-γά. Σε κάθε μας βήμα, το μάτι μου πλημμυρίζει απ’ το μαόνι και τα κουμπούρια. Η Βανέσα με οδηγεί στο τέλος της αί-θουσας, μια ανάσα από το γραφείο του πεθερού μου Πάολο, που διαβάζει αραχτός την εφημερίδα του. Ο πατέρας με το που αντικρίζει τη μονάκριβή του Βανέσα, αναπηδά από την πολυθρόνα και την καλωσορίζει με λαχτάρα. Η Βανέσα είναι εξίσου εκδηλωτική και ξαφνικά μου μοιάζει με το μικρό κορι-τσάκι του μπαμπά, που ξαποσταίνει μέσα στη θαλπωρή της αγκαλιάς του. Εξακολουθώ βέβαια να υπάρχω κι εγώ μέσα στο οπλοπωλείο, οπότε κάπως πρέπει να σπάσει ο πάγος της στιγμής. Η Βανέσα είναι ως συνήθως άμεση και ξεκάθαρη.

«Πατέρα να σου συστήσω τον Boy. Είναι ο άντρας που αγαπώ. Boy, ο Πάολο».

«Χάρηκα», του λέω και μου απαντά «παρομοίως», σφίγ-γοντάς μου το χέρι και με τις δυο του παλάμες. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, με τις αλήθειες μας να λάμπουν ευδιάκριτα. Τον κοιτάζω με το βλέμμα του αληθινά ερωτευμένου και συ-ναισθηματικά εξαρτημένου από τη Βανέσα κι εκείνος με κοιτά-ζει με το ανακουφισμένο βλέμμα του ταλαίπωρου πατέρα, που επιτέλους αντικρίζει τον μαλάκα που κατάφερε να ερωτευτεί την αλλόκοτη κόρη του. Νιώθω πως είμαστε δυο πολύ ευτυχι-σμένα αρσενικά.

Κάπως έτσι σχημάτισα πλήρη εικόνα για το οικογενειακό περιβάλλον της Βανέσας κι όσο περνούν οι μέρες, καταβάλω προσπάθειες, ώστε εκείνοι να κατανοήσουν το είναι μου κι εγώ να κατανοήσω τον τρόπο τους όσο το δυνατόν περισσό-

23ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

τερο. Σίγουρα δεν είναι και από τις πιο εύκολες αποστολές, αλλά είμαι πεισμωμένος και θα τα καταφέρω. Όπως πάντα, δεν γνωρίζω το πώς, όμως αυτό δεν έχει απολύτως καμία ση-μασία. Για να καταφέρεις κάτι, αρκεί να το θέλεις πραγματικά. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Εύχομαι πάντως να ισχύει ότι τα ετερώνυμα έλκονται, γιατί αλλιώς χέσε μέσα! Είμαι της πόλης, είναι του βουνού, έμαθαν να ζουν σαν αδιαίρετη οικογενειακή μονάδα, έμαθα να ζω σα μοναχικό, αδέσποτο σκυλί, έχουν γει-τονιά και σπίτι, έχω ένα χακί μεγάλο σακίδιο, είμαι νότιος, εί-ναι βόρειοι. Προβλέπεται μια σχετική ανηφόρα με λίγα λόγια, αλλά τι να κάνεις; Ευθείες, αδιάκοπες διαδρομές, συνήθως συ-ναντάμε μόνο στην έρημο κι εγώ βαδίζω σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση περιπλανώμενος στις Ελβετικές Άλπεις.

Υπήρχε κάποτε στην Ελλάδα ένας μύστης που ονομαζό-ταν Νικόλας Μαργιωρής. Μέγας δάσκαλος, πολυπαραγωγι-κός συγγραφέας, θεραπευτής, ένας αληθινός ψυχικός πομπός επαφής με το μεταφυσικό που μας περιβάλει. Αυτός ο φωτι-σμένος άνθρωπος, ίδρυσε κάποτε στα Εξάρχεια το ομακοείο και πλήθος κόσμου ευεργετήθηκε πνευματικά και ψυχικά προσεγγίζοντάς τον. Μία από τις πρωτοποριακές τακτικές δι-δασκαλίας του, την ονόμασε περιπατητική σχολή, όπως και στην αρχαιότητα, αποδίδοντας στην πεζοπορία την ιερότητα που της αρμόζει. Ο σοφός Μαργιωρής γνώριζε πως ο δρόμος διδάσκει, γι’ αυτό και έβγαζε τους μαθητές του εκεί ακριβώς που η ζωή παράγει δράση. Απ’ την άλλη, μπορεί απλά να είχε καταλάβει ο άνθρωπος το πόσο αλλεργικοί είναι οι Έλληνες στο περπάτημα και να το έκανε για να τους ξεκουνήσει λιγάκι. Μπορεί. Όπως και να ’χει όμως, μόνο όσοι περπάτησαν τη ζωή διδάχτηκαν, χάνοντας παράλληλα και κάνα περιττό κιλάκι!

Η Βανέσα μου μπορεί να μην έχει ιδέα από την περιπα-τητική σχολή, αλλά σαν αλάνι της ζωής, γνωρίζει πολύ καλά πως για να καταλάβω τι εστί Roveredo, πρέπει πρωτίστως να περιπλανηθώ στα σοκάκια του. Καθημερινά περπατάμε

24 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

για καμιά ώρα, συνήθως μετά το μεσημεριανό φαγητό, συν-δυάζοντας τη χώνεψη με την προσωπική μου ξενάγηση που η Βανέσα θεωρεί κάτι παραπάνω από αναγκαία. Οφείλω να ομολογήσω πως κάθε μεσημέρι, ανυπομονώ να έρθει η στιγ-μή του περιπάτου. Η οχυρωτική, δαιδαλώδης ρυμοτομία του οικισμού με έχει γοητεύσει. Εδώ και τέσσερις μέρες, έχουμε κάνει ισάριθμους περιπάτους, σε συνδυασμό με επεξηγηματι-κή ξενάγηση, κάτι που μου έχει εμπλουτίσει αρκετά τις γνώ-σεις γύρω απ’ το τι εστί Roveredo. Αρχικά μου καταρρίφθηκε το συμπέρασμα που είχα βγάλει σχετικά με τον περιφερειακό δρόμο και το εσωτερικό του οικισμού. Όχι, το Roveredo δεν εί-ναι ένα απόρθητο φρούριο χωρίς εισόδους. Τελικά αποδείχτη-κε, πως υπάρχουν δυο κεντρικές πύλες στις οποίες ο καθένας μπορεί να εισέλθει ανενόχλητος με το αμάξι του. Κάπου εδώ αρχίζει και η τοπική παρέμβαση που δεν αφήνει πολλά περι-θώρια αντίδρασης στον επισκέπτη. Πολύ διασκεδάζω με το πώς έχουν διαχειριστεί το όλο θέμα. Ουσιαστικά οι δύο πύλες εισόδου, είναι η ανατολική, που καταλήγει στη δυτική, χωρίς ενδιάμεση επιλογή αναστροφής. Ούτε αριστερά, ούτε δεξιά πάει ο δρόμος, με αποτέλεσμα ο επισκέπτης να είναι αναγκα-σμένος να συνεχίσει την τεθλασμένη κατεύθυνση που οδηγεί στην έξοδο του χωριού. Η μοναδική εναλλακτική, περιορίζε-ται στο να παρκάρεις σε ένα από τα δημοτικά πάρκινγκ και να συνεχίσεις πεζός προς το κέντρο.

Το Roveredo έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος μεσαιωνικός οικισμός, κάτι που οι ιθαγενείς το μετάφρασαν σε απόλυτη πεζοδρόμηση. Εξυπακούεται πως αυτό το μέτρο ισχύει μόνο για τους ξένους διότι οι μόνιμοι κάτοικοι του Roveredo, ανά-βουν φλας, στρίβουν στον λιθόστρωτο δρόμο και λίγα μέτρα μετά όταν συναντούν τα προεξέχοντα κολωνάκια που δια-κόπτουν την κυκλοφορία, κατεβάζουν παράθυρο, εισάγουν την κάρτα του μόνιμου κάτοικου στο check in box και μόλις εξαφανιστούν τα εμπόδια συνεχίζουν την πορεία τους ακά-

25ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

θεκτοι. Στην αρχή δε μου φάνηκε και τόσο δημοκρατικό το όλο σύστημα, αλλά ενθουσιάστηκα τόσο πολύ με την προ-σέγγιση της Βανέσας που οι επιφυλάξεις μου εξανεμίστηκαν ακαριαία.

«Δεν πειράζει Boy μου, αυτοί έχουν τη δημοκρατία τους κι εμείς έχουμε τον όμορφο τόπο μας».

Να κάτι τέτοια αυτονομιστικά μου πετάει και με τρελαί-νει. Το μουνί που συνδυάζεται με ιδεολογία, έχει άλλη αίσθη-ση, πάει και τελείωσε! Μπορεί η οχυρωματική στεγανότη-τα του Roveredo να διακόπτεται από την ανατολική και τη δυτική πλευρά, αλλά κατά τα άλλα, από τους τετράμετρους πέτρινους μαντρότοιχους των καστρόσπιτων, που περιμε-τρικά αγκαλιάζουν το χωριό, δεν περνάει κουνούπι.

Κατά τη Βανέσα η ιστορία αυτού του τόπου, ξεκινάει τον 16ο αιώνα, τότε που οι μεγάλες φαμίλιες της περιοχής αποφά-σισαν να εγκατασταθούν σε τούτο το γόνιμο υψίπεδο, βαφτί-ζοντάς το Roveredo. Άνθρωποι του βουνού, ανδρειωμένοι Αλ-πινιστές, σκληροτράχηλοι γαιοκτήμονες και κτηνοτρόφοι, που έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια έναν αυτόνομο μικρόκοσμο που επιβιώνει μέχρι σήμερα, σχεδόν απαράλλαχτος. Αυτές οι ψυ-χές με τον τρόπο που οικοδόμησαν τον οικισμό, αποδείχτηκαν αληθινοί καινοτόμοι της εποχής τους και αυτό οφείλεται στην έμπνευση που είχαν με τα καστρόσπιτα. Αντί να υψώσουν τείχη και στο οχυρωμένο εσωτερικό να στήσουν καταλύματα όπως κάθε κλασσικός μεσαιωνικός οικισμός, αποφάσισαν να ακο-λουθήσουν διαφορετική τακτική. Διόγκωσαν τα τείχη χτίζοντας μεγάλα συγκοινωνούντα καστρόσπιτα, όπου εγκατέστησαν τις φαμίλιες τους, με απώτερο σκοπό να έχουν διαθέσιμη όλη την εσωτερική, οχυρωμένη πλέον επιφάνεια στη διάθεσή τους, ώστε να μεγιστοποιήσουν τις σοδειές των καλλιεργειών τους. Ευφυέστατη μέθοδος, αφού έτσι έλυσαν αποτελεσματικά το πρόβλημα του ανεφοδιασμού, εν ώρα πολιορκίας, κάτι που προ-βλημάτιζε πάντα τους οχυρωμένους οικισμούς της μεσαιωνικής

26 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

εποχής, που διατηρούσαν τις αγροτοκτηνοτροφικές δραστηρι-ότητές τους εκτός των τειχών. Ευφυείς οι πρώτοι κάτοικοί του, αλλά προπαντός γενναίοι, διότι εδώ που τα λέμε, καλό το όλο τους σχέδιο, αλλά διάλεξαν να ζουν με τις φαμίλιες τους μέσα στα τείχη, σε μόνιμη επιφυλακή, μια επιλογή που αν μη τι άλλο υποδηλώνει το πόσο πωρωμένοι τύποι πρέπει να ήταν.

Η Βανέσα πάντως μου παραθέτει αδιάσειστα στοιχεία για την παλικαριά της φυλής της.

«Παρά τις τόσες μάχες Boy, κανείς δεν κατάφερε να περά-σει πίσω απ’ τα καστρόσπιτα, κανείς δεν κατάφερε να σκλα-βώσει την ελεύθερη γη μας».

Περπατώντας καθημερινά, δεν άργησε να στραφεί το εν-διαφέρον μου από τα καστρόσπιτα στον εσωτερικό οικισμό με τα εκατοντάδες ομιχλώδη σοκάκια που περιπλέκουν το το-πίο, καθιστώντας το παραμυθένιο. Εδώ στην καρδιά του οικι-σμού, είναι ολοφάνερο πως η ρυμοτομία παρέδωσε τη σκυτάλη στη σκηνοθεσία, με αποτέλεσμα να προκύψει μια χωροταξική πραγματικότητα που φαντάζομαι προκαλεί το θαυμασμό ακό-μα και στον πιο απαθή επισκέπτη. Είναι αδύνατο να περπατή-σεις στα σοκάκια του Roveredo χωρίς να το ερωτευτείς. Εγώ πάλι, ήμουν που ήμουν, περπάτησα κιόλας και το κακό σπυρί του έρωτά μου διογκώθηκε ακόμα περισσότερο!

Κάθε δεύτερο σοκάκι, καταλήγει σε μια λιλιπούτεια πλατεία με ένα μαρμάρινο, κεντρικό σιντριβάνι. Το κάθε σιντριβάνι απει-κονίζει και μια ύπαρξη του δάσους. Έχω δει μέχρι τώρα σιντριβά-νι λύκο, αλεπού, σκίουρο, αρκούδα, μπεκάτσα, αγριογούρουνο, σκαντζόχοιρο, δυο με μονόκερους και αρκετά με ξωτικά, νανάκια και τρολλάκια. Η Βανέσα παραδέχτηκε πως τα σιντριβάνια, είναι ένα είδος φετίχ των κατοίκων του Roveredo. Γεμάτη περηφάνια, μου εξήγησε πως οι γλύπτες του οικισμού έχουν παράδοση πολ-λών ετών και είναι ξακουστοί σε όλη την Ελβετία για τα περίτε-χνα μαρμάρινα σιντριβάνια που κατασκευάζουν. Πάντως, πόσα σιντριβάνια έχει συνολικά το Roveredo δεν ήξερε να μου πει.

27ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Αυτό είναι ένα θέμα που χωράει μεγάλη συζήτηση Boy. Ελάχιστοι γνωρίζουν πόσα ακριβώς είναι τα σιντριβάνια του χωριού. Πάντως αν θες, μπορείς να αρχίσεις να τα μετράς. Έτσι θα είμαι ακόμα πιο σίγουρη ότι δε θα εγκαταλείψεις ποτέ τον τόπο μου», μου απάντησε γελώντας.

Την πιστεύω, μόνο εύκολη δεν θα είναι μια τέτοια καταμέ-τρηση. Ανηφόρες, κατηφόρες, τούνελ, σκαλάκια, πεζουλάκια, πλατείες, πλατείες, πλατείες, γεφυράκια, στενοσόκακα που περπατιούνται μόνο σε στοίχιση και μια ντουζίνα από αδιέ-ξοδα καλντερίμια, καθιστούν αδύνατη την καταμέτρηση των σιντριβανιών, αλλά και τον ασυνόδευτο περίπατο. Τουλάχι-στον για την ώρα, χωρίς την καθοδήγηση της Βανέσας, είμαι σίγουρος ότι θα χαθώ μέσα στον δομημένο λαβύρινθο του Roveredo. Είναι λίγο αστείο να χάνεις τον προσανατολισμό σου σε έναν οικισμό 2.500 ανθρώπων, αλλά ο συγκεκριμένος, είναι εμφανέστατο ότι δημιουργήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Για να μην βγαίνει άκρη!

Όσο ξετυλίγεται το κουβάρι της διαδρομής, τόσο περι-πλέκεται η επιστροφή της. Το μέρος είναι δύσβατο, δύσκολα μπαίνεις και πολύ δύσκολα βγαίνεις απ’ αυτόν τον αναπά-ντεχα αινιγματικό τόπο. Εκτός πια αν ανέβεις στη σκεπή κά-ποιου οικήματος απ’ όπου ο προσανατολισμός ίσως να είναι ευκολότερος. Ουσιαστικά, οι στέγες των οικημάτων στο σύ-νολό τους, εφάπτονται ή τις χωρίζει μια ελάχιστη απόσταση. Φαντάζει πολύ εύκολο να περάσεις από τη μία στην άλλη και η Βανέσα μού το επιβεβαιώνει, δείχνοντάς μου μάλιστα και διάφορα αερομονοπάτια που έχουν δημιουργηθεί. Επίπεδες μικρές αερογέφυρες, που συνδέουν τις σοφίτες συγγενών, φίλων ή και μεμονωμένων ιδιοκτητών που τυχαίνει να τους ανήκουν δυο διπλανά ή αντικριστά οικήματα.

Συνειδητοποιώντας τι συμβαίνει με τις στέγες των σπιτι-ών, άρχισα να λύνω και το μυστήριο με τις εκατοντάδες λι-λιπούτειες πλατείες, που αποτελούν καλλωπισμένα κανάλια

28 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

εισροής ηλιακού φωτός. Κάτι απαραίτητο, αλλά αρκετά σπά-νιο στο εσωτερικό του οικισμού. Όλη αυτή η περίπλοκη σύν-θεση με τις σκεπές, δημιουργεί μια τελείως σκιερή ατμόσφαι-ρα στους πλακόστρωτους δρόμους του Roveredo. Γι’ αυτό και οι σχεδιαστές αυτού του τόπου, σκόρπισαν πλατείες παντού, ανοίγοντας μόνιμο δίαυλο επικοινωνίας με τις ντροπαλές ηλι-αχτίδες που συνήθως συχνάζουν στον Αλπικό ουρανό. Εκείνο που απολαμβάνω περισσότερο από κάθε τι άλλο στους περι-πάτους που κάνουμε με τη Βανέσα, είναι η επιστροφή. Όσο όμορφη κι αν είναι η περιπλάνηση, αν δεν συνδυάζεται με το απάγκιο της επιστροφής, χάνει την ουσία της.

Κατά τη διάρκεια του μεγάλου μου ταξιδιού, συχνά ανα-ρωτιέμαι γιατί συνεχίζω. Είναι απαραίτητη η αναζήτηση της συγκεκριμένης απάντησης, διότι λειτουργεί σαν πυξίδα. Απα-ντώντας στο γιατί μου, συνήθως ανακαλύπτω νέους προο-ρισμούς που θέλω να αγγίξω και απίθανες αποστολές ζωής που επιλέγω να βιώσω. Όποτε συμβαίνει αυτό, χαμογελώ, ζω, αισθάνομαι! Ε ναι, θέλει και φαντασία, χωρίς αυτήν κανείς δεν επιβιώνει. Προσωπικά, με το που με ζυγώνουν οι ελπίδες, τις εξαργυρώνω αμέσως στο ανταλλακτήριο των συναισθη-μάτων με φαντασία. Αλλά κι αυτή η πόρνη η φαντασία, κάτι φορές στερεύει και τότε είμαστε δυστυχώς αναγκασμένοι να εξιστορήσουμε την ωμή αλήθεια στον ίδιο μας τον εαυτό. Μπροστά στον καθρέπτη που αντανακλά τη φάτσα μου, έχω πολλάκις παραδεχτεί πως συνεχίζω το ταξίδι του αδιάκοπου πηγαιμού γιατί πολύ απλά κανείς δεν καρτερά την επιστροφή μου. Συντριβή, αυτή η καριόλα που κάνει παρέα με τη συνει-δητοποίηση και μαζί ταλαιπωρούν, όσους έχουν το θάρρος να παραδεχτούν της ζωής τους το σεκλέτι.

Τώρα, σήμερα, αυτή τη στιγμή που περπατώ πλάι στη Βα-νέσα, όλα είναι διαφορετικά. Δεν είναι φαντασία, ούτε όνειρο, είναι η πραγματική ροή της καθημερινότητας δύο αχώριστων, ερωτευμένων ψυχών. Πιασμένες χέρι-χέρι περπατούν σε ένα

29ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

στενό καλντερίμι που οδηγεί στο σπίτι τους, ένα απόγευμα Γε-νάρη, λίγο πριν νυχτώσει.

Επιστρέφουμε με βήμα ταχύ και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Όχι δεν κρυώνουμε, ούτε και σκιαζόμαστε από τη νύχτα που καταφθάνει. Απλά βιαζόμαστε να φθάσουμε, διότι διαπιστώ-σαμε πως είμαστε κι οι δύο κατακαυλωμένοι.

«Boy, με το που βρεθούμε πίσω απ’ την πόρτα του σπιτι-ού θα σε σκίσω».

«Εγώ να δεις μωρό μου τι θα σου κάνω».«Τι;»«Τα πάντα!»

ΤΟ ΚΑΤΑΠΡΑΣΙΝΟ ΜΠΟΥΝΚΕΡ

Ο Γενάρης είναι ένας μήνας που γενικά δεν αστειεύεται με τις καιρικές του εκφάνσεις. Πάντως, εδώ στο ορεινό Roveredo

που είναι άντρο ιθαγενών αλπινιστών, κανείς δε δείχνει να ανη-συχεί παρ’ όλη την ασταμάτητη χιονόπτωση των τελευταίων ημερών. Βλέπω τις πυκνές νιφάδες να ταξιδεύουν στον ουρανό και διαπιστώνω πως πρώτη φορά στη ζωή μου αντικρίζω τόσο λευκό ορίζοντα. Είχα βιώσει πέρυσι τον βαρύ χειμώνα του Λου-γκάνο, αλλά τώρα αποδεικνύεται πως μάλλον ήμουν πολύ αυ-στηρός όταν του απέδιδα τον χαρακτηρισμό «βαρύς». Αν ήταν ο χειμώνας εκεί βαρύς τότε στο Roveredo είναι ασήκωτος. Δεν πειράζει τον απολαμβάνω. Ο χειμώνας είναι εδώ και αρκετά χρόνια φίλος και συνοδοιπόρος στην καθημερινότητά μου, τον συνήθισα πια. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από ένα άκρως ελαστικό υλικό και όταν μάθει την τεχνική του «μπορώ», τότε αρχίζει να είναι ικανός για πολλά. Στην αρχή θυμάμαι, όταν πρωτόφτασα στη βόρεια Ιταλία, άρπαζα κάτι ξεγυρισμένες ψύ-ξεις τον χειμώνα, που έμοιαζα λες και το εγκεφαλικό επεισόδιο μού είχε πιτσικάρει όλη την αριστερή πλευρά. Σκέτο δράμα, κοιτούσα μονόπαντα για βδομάδες. Αναμενόμενο ήταν βέβαια μιας κι ένα κορμί που συνήθισε να ζει στο ξερό, ζεστό κλίμα της Ελλάδας, ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπο με θερμοκρασίες κάτω

31ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

του μηδενός και ατμόσφαιρα φορτωμένη με 97% υγρασία που στην κυριολεξία περονιάζει τα κόκαλα.

Κι όμως κάποια χρόνια μετά, σε ένα σκαρφαλωμένο στις Ελβετικές Άλπεις χωριό που ονομάζεται Roveredo, συλλαμβά-νω το σώμα μου απόλυτα εξοικειωμένο με τα καιρικά φαινόμε-να που επικρατούν. Τώρα πια κινούμαι κι εγώ όπως κάθε άλλη ορεσίβια ψυχή, με σκελέα, αδιάβροχο παντελονάκι, ισοθερμικό μακό ζιβάγκο, μάλλινο πουλόβερ και ορειβατικά παπούτσια. Για μικρές αποστάσεις και ολιγόλεπτες εξωτερικές εργασίες ούτε καν σκέφτομαι να φορέσω μπουφάν και το αστείο στην υπόθεση είναι πως τα μάγουλά μου αρχίζουν πλέον να παίρ-νουν την κόκκινη απόχρωση της υπεροξυγόνωσης. Πρέπει να το παραδεχτώ, μεταλλάσσομαι πια σε ορίτζιναλ βλαχαδερό και γουστάρω με τρέλα. Εδώ στα βουνά, μια χαρά τα περνάω. Τόσο καλά που οι πεδινές πικρές εμπειρίες αρχίζουν να μου μοιάζουν με θολές μνήμες ενός άλλου Boy που ανήκει πια στο βιωματικό μου παρελθόν.

Όσο περνούν οι μέρες, τόσο περισσότερο νιώθω να γίνο-μαι κομμάτι αυτής της καινούργιας πατρίδας που ανακάλυψα, κάτι που οφείλεται κατά πολύ και στη Βανέσα. Την αλλόκοτη γυναίκα μου, που καθημερινά προσπαθεί να με εξοικειώσει με τη μαγεία του τόπου της και μέχρι τώρα τα καταφέρνει περί-φημα. Γι’ αυτό κι εγώ είμαι σίγουρος πως και η σημερινή μας περιπλάνηση θα έχει κάτι το ξεχωριστό να μου παρουσιάσει. Η Βανέσα βρίσκεται από νωρίς το πρωί σε ένα πέρα-δώθε, στριφογυρίζοντας μια στο σπίτι του Όλαφ και μια στης Χέλ-γκα, όμως μαζί μου ήταν ξεκάθαρη.

«Boy μου, κατά τις δωδεκάμισι θα πάμε σε ένα σημείο του Roveredo που θα σε ενθουσιάσει πολύ. Να είσαι έτοιμος».

Ακολούθησα τις οδηγίες, αλλά δε χρειάστηκε να προετοι-μαστώ και ιδιαίτερα. Δυστυχώς με διακατέχει μόνιμα μια υπο-βόσκουσα ετοιμότητα, οπότε ως συνήθως βρίσκομαι ντυμένος και σενιαρισμένος δυο ώρες πριν το ραντεβού μας. Μια ζωή η

32 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

ίδια παλιοκατάσταση. Ή δε θα εμφανιστώ καθόλου ή θα βρί-σκομαι στο χώρο πριν κι από τις καθαρίστριες. Έχω διακόψει εντελώς τη συνεργασία μου με τη μέση λύση, αλλά αυτό είναι μάλλον αυτονόητο όχι μόνο για μένα, αλλά και για κάθε μόνιμο κάτοικο των άκρων.

Αναμένω λοιπόν, φουμάροντας ένα χορταστικό τζόιντ, γεμάτο με μαροκινό κετάμα, αραχτός σε μια πολυθρόνα του σαλονιού. Σκοτώνω την ώρα μου ευχάριστα παρατηρώντας στους γύρω τοίχους, την πορεία ζωής που έχει διανύσει η Βανέσα. Λατρεύω πάντα τις γυναίκες που τολμούν να διακο-σμήσουν το σπίτι τους με το προσωπικό τους φωτογραφικό υλικό. Αξίζουν μόνο τα θηλυκά που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, δηλαδή εκείνα που γοητεύουν με την αλήθεια τους, χω-ρίς μέικ-απ και περιττά στρασάκια. Ο φακός έχει απαθανατί-σει τη Βανέσα για τα καλά, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στον προσκοπισμό, στο κολλέγιο, αλλά ιδιαίτερα στο στρατό. Τα 2/3 από τα κάδρα που είναι κρεμασμένα στο σαλόνι, φιλο-ξενούν χακί φωτογραφίες, βαριά οπλισμένες, με πρωταγωνί-στρια τη Βανέσα μου. Τις παρατηρώ μία-μία και μάλιστα έχω σηκωθεί από την πολυθρόνα, ζυγώνοντας το πλάνο ώστε να διακρίνω καλύτερα.

Υπέροχα, το οπτικό μου πεδίο αντικρίζει όλη την πορεία ενός μάχιμου στρατιώτη, απ’ την ορκωμοσία στην εκπαίδευση και από εκεί απευθείας στην πρώτη γραμμή. Όχι όπου κι όπου, αλλά στο Σεράγεβο, όχι σα βοηθητική νοσοκόμα, αλλά σαν οπλίτης του Ελβετικού στρατού. Κοζάρω μια φωτογραφία που η Βανέσα βρίσκεται σε αμυντική στάση, με φουλ εξάρτηση, το κουμπούρι της καλά ζυγισμένο στις μικρές της παλάμες και φά-τσα ζωγραφισμένη καμουφλάζ. Νομίζω πως είναι η κατάλλη-λη στιγμή να παραδεχτώ πως δεν έχω ερωτευτεί ακριβώς μια γυναίκα, αλλά τον Τζον Ράμπο με βυζιά. Γουστάρω! Αρνητής στράτευσης εγώ, στρατόκαυλη η Βανέσα μου και μάλιστα πα-ρασημοφορημένη για το τραύμα της στον αριστερό ώμο. Είναι

33ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

εμφανέστατο πως είμαστε αρμονικά πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Αυτό που λέμε αληθινά ταιριαστό ζευγάρι!

Αποτελειώνω το τζόιντ μου αράζοντας αυτή τη φορά στον καναπέ, το επιβάλλει και η περίσταση εξάλλου. Πάνω στην προσπάθεια να αρχειοθετήσω το όλο μου σοκ, εμφανίστηκε μια Βανέσα γεμάτη ενέργεια, έτοιμη να με οδηγήσει εκεί που υποτίθεται πως θα ενθουσιαστώ ανεπανόρθωτα.

«Αγάπη μου είσαι έτοιμος; Πάμε;»«Φύγαμε γλυκιά μου».Κατευθύνθηκα προς την πόρτα και ανοίγοντας έκανα νό-

ημα στη Βανέσα να περάσει πρώτη.«Τι κάνεις εκεί;»«Περιμένω ιπποτικά να περάσεις πρώτη μωρό μου».«Κλείσε την πόρτα Boy, δε χρειάζεται να βγούμε έξω, στην

κουζίνα πάμε!»Απόρησα λίγο, αλλά ακολούθησα το μικροκαμωμένο αλά-

νι που έχω για γυναίκα. Φτάνουμε στην κουζίνα και μέσα από μια εσωτερική πόρτα, κατεβαίνουμε στο κελάρι του οικήμα-τος. Η Βανέσα σπάει το μισοσκόταδο ανάβοντας το φως και ατάραχα προχωρά προς το τέλος της αίθουσας που καταλήγει σε μια στρογγυλή, μασίφ σιδερένια πόρτα.

«Εδώ θα μπούμε;»«Ναι, έχεις αντίρρηση;»«Καμία. Απλά αναρωτιέμαι. Φούρνος είναι;»«Όχι αντράκο μου, υπόγειο καταφύγιο του Β’ Παγκοσμί-

ου Πολέμου!»Η Βανέσα τραβά με δύναμη και η πόρτα με μορφή κυλίν-

δρου υποχωρεί προς το μέρος μας, αποκαλύπτοντας πως πίσω από την ατσάλινη μάζα της, κρύβεται ένα πλατύ τούνελ, με μή-κος τουλάχιστον εκατό μέτρων.

«Πσςςςςς!»«Γουστάρεις;» «Τρελά! Πού με κυκλοφορείς ρε μωρό μου;»

34 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

«Να δω τι θα μου λες όταν σε φτάσω εκεί που πρέπει».Ξεκινάμε το περπάτημα στο άρτια φωτισμένο και αληθινά

καλοχτισμένο τούνελ με τη Βανέσα να μου σκιαγραφεί λεπτο-μερώς την υπόγεια πραγματικότητα του Roveredo, που φυσι-κά έχει κι αυτή την ιστορία της. Απ’ ότι μπορώ να καταλάβω, άρχισαν να σκάβουν το χωριό μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκλήρωσαν τα έργα τους λίγο πριν ξεκινήσει ο δεύτερος. Αποτέλεσμα, να δημιουργηθούν τέσσερις κεντρικές αίθουσες, ακριβώς κάτω απ’ τον οικισμό, σε βάθος 3,50 μέτρων που επικοινωνούν με διακλαδωτά τούνελ. Σ’ αυτά τα τούνελ, το κάθε καστρόσπιτο έχει άμεση πρόσβαση, κάτι που δεν ισχύ-ει και για τα σπίτια του εσωτερικού οικισμού. Υπάρχουν όμως οκτώ διάσπαρτα σημεία στο κέντρο του χωριού που όπως με διαβεβαιώνει η Βανέσα, είναι είσοδοι που οδηγούν απευθείας στα τούνελ και κατ’ επέκταση στις τέσσερις αίθουσες συγκέ-ντρωσης που εμείς μένει ακόμα να συναντήσουμε.

Στρίβουμε δυο φορές δεξιά και μία τελευταία αριστερά, όπου προς μεγάλη μου έκπληξη διαπιστώνω πως πλέον δεν περπατάμε μόνοι. Υπάρχουν διάφορα ατομάκια που ανεβο-κατεβαίνουν στο τελευταίο κομμάτι του τούνελ, απλά χαιρε-τώντας ή πιάνοντας ψιλοκουβέντα με τη Βανέσα, ενώ όλοι με καλωσορίζουν με χαρά στο εργοστάσιο. Ανταποκρίνομαι εγκάρδια έστω κι αν περί εργοστασίου δεν έχω ιδέα. Κάτι που βέβαια είναι τελείως προσωρινό, διότι η Βανέσα με προετοι-μάζει κατάλληλα για το επόμενο που πρόκειται να συμβεί.

«Αγαπημένε, πάρε βαθιά ανάσα και ακολούθα».Προχωράμε έως το τέλος του τούνελ που καταλήγει σε μια

ξύλινη, δίφυλλη πόρτα, την οποία και ανοίγουμε για να βρε-θούμε σε έναν από τους πιο όμορφους παραδείσους που έχω αντικρίσει. Σοκ, δέος, συγκίνηση, αυτά κι άλλα πολλά με διακα-τέχουν ετούτη τη στιγμή. Πάλι καλά που γλίτωσα τη λιποθυμία, τα υπόλοιπα αντιμετωπίζονται. Τι να κάνω, δυστυχώς δεν έχω καταφέρει ακόμα να είμαι όσο χοντρόπετσος θα έπρεπε ώστε

35ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

να μην ταράζομαι με τα αναπάντεχα της κωλοζωής. Παραμένω βασανιστικά ευαίσθητος κι αυτό στο σινάφι μου θεωρείται ση-μαντικότατη ψυχική αναπηρία. Αδιαφορώ! Πονάω δυσκολεύο-μαι, ματώνω, αλλά συνεχίζω όπως κάθε ανάπηρος, αγκαλιά με το κουσούρι μου κι όπου με βγάλει η άκρη. Στην προκειμένη, με ξέβρασε κατευθείαν στον παράδεισο.

Έχω στην κυριολεξία καταχαρεί με το θέαμα που αντικρί-ζω και με δικαιολογώ απόλυτα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε να είμαι εγκρατής μπροστά στην εικόνα που εκπέμπει μια ενιαία αίθουσα 750 τετραγωνικών μέτρων, που φιλοξενεί στο εσωτερικό της μια αληθινά βιομηχανική μονάδα παραγωγής κάνναβης! Με έχει συνεπάρει τόσο πολύ το θέαμα που ζήτησα από τη Βανέσα να μη μου μιλάει για λίγα λεπτά.

«Αγάπη, μη μου λες τίποτα, άσε με για λίγο, μόνο. Θέλω να απολαύσω ότι βλέπω με την ησυχία μου».

Το μωρό συμφώνησε χαμογελαστά κι εγώ αφέθηκα στην τελειότητα του τοπίου. Μια σειρά από κολώνες χωρίζει ακρι-βώς στη μέση την σχεδόν απέραντη ενιαία αίθουσα. Στο δεξί ημισφαίριο του χώρου, έχουν στηθεί τέσσερις υπερυψωμένοι διάδρομοι παραγωγής, ασφυκτικά γεμάτοι με χιλιάδες δεν-δρύλλια indica, ενώ ο εξωφρενικά πλούσιος φωτισμός κρέμε-ται από το ταβάνι σε μια κατασκευή με ράγες που κινεί τις λάμπες μιμούμενη τον καθημερινό ηλιακό κύκλο. Δεν τολμώ καν να υπολογίσω το πόσα Watt καταναλώνονται σ’ αυτή την αίθουσα. Πανομοιότυπα σχεδιάστηκε και η αριστερή πτέρυ-γα, μόνο που στους διαδρόμους παραγωγής, αντί για indica, συνωστίζονται τεράστιες σατίβα, μικρό το κακό. Έχοντας μεί-νει ακίνητος, με το στόμα ανοιχτό, να θαυμάζω τη βιομηχανι-κή μονάδα παραγωγής, ενώ κάπου στο χώρο ακούω τη φωνή της Βανέσας να δίνει σε κάποιους τις καλύτερες συστάσεις για το ποιόν μου.

Κάνω πως δεν καταλαβαίνω και συνεχίζω, έχοντας στο νου μου καρφωμένη μόνο μία σκέψη. Να πλησιάσω στα φυτά, στις

36 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

σιωπηλές, λυγερόκορμες και παντοτινά αγαπημένες μου σκαν-κόφουντες. Ανοίγω βήμα, αφήνοντας ξοπίσω μου το προσω-πικό της φυτείας που έχει μαγνητιστεί από την παρουσία της Βανέσας και φτάνω μέσα στη γνώριμή μου πράσινη ζούγκλα.

Είναι συγκλονιστικό το συναίσθημα που ξεχειλίζει από μέσα μου όταν έρχομαι σε επαφή με την ιερή κάνναβη. Ένα συναίσθημα που αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής κατάνυξης. Δεν ξέρω αν έχω χαζέψει τελείως, αλλά για μένα οι εσωτερικοί χώροι καλλιέργειας δεν είναι τα αυτοσχέδια θερμοκήπια πα-ραγωγής. Τα grow rooms ή τα grow houses μου μοιάζουν πλέ-ον με τόπους λατρείας που στεγάζουν το θεϊκό στοιχείο σε μία από τις θηλυκές του εκδοχές. Η συγκεκριμένη, είναι πρασινο-φορεμένη, σκανταλιάρα και φιλειρηνική. Κάπως έτσι νιώθω και παρόλο που είναι λίγο εξωφρενικό όλο αυτό, το συντηρώ μέσα μου σαν άσβεστη φλόγα.

Περιφέρομαι ανάμεσα στις σατίβα στο αριστερό χώρο της αίθουσας και διαπιστώνω πως εύστοχα χαρακτήρισαν εργο-στάσιο αυτές τις εγκαταστάσεις όσοι πρόλαβαν να με καλω-σορίσουν πριν εισέλθω στην αίθουσα. Δεν είναι μόνο το συ-νολικό εμβαδό των καλλιεργήσιμων τετραγωνικών, αλλά και όλο το λειτουργικό σύστημα του εξοπλισμού που παραπέμπει στο προφίλ της εργοστασιακής παραγωγής.

Είναι μια άρτια οργανωμένη μονάδα καλλιέργειας και ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να το καταλάβει ακόμα και από το επιτοίχιο ημερολόγιο, χωρίς να χρειαστεί να δει τα υπόλοιπα. Ξεφυλλίζω τις βδομάδες και τους μήνες, δίχως να βρίσκω το παραμικρό κενό, κάτι που σημαίνει σχεδόν τέσσερις καλλιέρ-γειες το χρόνο κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο από αληθι-νούς επαγγελματίες που χρησιμοποιούν εξολοκλήρου υδρο-πονικές μεθόδους και τεχνικές. Μόνο η υδροπονία μπορεί να εγγυηθεί ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης και ανθισμού της κάνναβης σε μόλις τρεισήμισι μήνες καλλιέργειας. Κι αυτό μόνο λίγο δεν είναι για τον επαγγελματία καλλιεργητή, που

37ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

έχει αποφασίσει να δουλεύει τον χώρο του δώδεκα μήνες το χρόνο. Μπορεί να χάνει λίγο στην ποσότητα και αρκετά στην ποιότητα σε σχέση με τον συνάδελφό του βιοκαλλιεργητή που φυτεύει σε χώμα, αλλά με μιάμιση καλλιέργεια επιπλέ-ον το χρόνο, όχι απλά ρεφάρει, βγάζει τα σπασμένα και με το παραπάνω.

Οι απόψεις διίστανται και οι συζητήσεις που προκύπτουν έχουν συνήθως χαρακτήρα σκληρής αντιπαράθεσης. Τα επι-χειρήματα του βιοκαλλιεργητή είναι πολλά, όμως εξίσου πο-λυάριθμα είναι κι εκείνα του υδροπονάκια. Άκρη δε βγαίνει, αλλά τελείως αντικειμενικά μπορούμε να καταλήξουμε σε κά-ποια κύρια συμπεράσματα. Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οποιοδήποτε προϊόν έχει διαπιστωμένα καλλιεργηθεί σε χώμα με βιο-οργανική μέθοδο, αναπόφευκτα υπερτερεί ποιο-τικά από το υδροπονικά παραγόμενο προϊόν. Αυτό ισχύει για την ντομάτα, το μαρούλι, την κάνναβη και κάθε άλλο ζαρζα-βατικό ή φρούτο, πράγμα που τελικά έχει αντίκτυπο στην τε-λική τιμή των προϊόντων. Για παράδειγμα σε ένα coffee shop του Λουγκάνο, το γραμμάριο της υδροπονικής Belladonna κοστίζει τρία φράγκα, όταν για την αντίστοιχη bio η τιμή ανε-βαίνει στα τεσσεράμισι με πέντε. Αυτό είναι που λένε, ότι πλη-ρώνεις παίρνεις.

Ασφαλώς στην αγορά η βιο-οργανική κάνναβη δεν αντι-προσωπεύει ούτε το 1/5 των συνολικά διακινούμενων ποσο-τήτων κάτι που δε συμβαίνει τυχαία. Σ’ αυτό ακριβώς το ση-μείο, δικαιώνεται και η υδροπονική μέθοδος, που φορτώνει με πλεονασματικά αποθέματα τους μεγαλεμπόρους εδώ και δεκαετίες. Μπορεί κάποιος να έχει πολλές και δικαιολογημένες ενστάσεις για το άρωμα και το άκουσμα της υδροπονικής κάν-ναβης κι αυτό είναι απολύτως λογικό, όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το πόσο έχει ευεργετηθεί συνολικά η αγορά, από τότε που οι καλλιεργητές υιοθέτησαν τη συγκεκριμένη μέθοδο. Στις μέρες μας πλέον, οκτώ στις δέκα μονάδες μαζικής

38 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

καλλιέργειας, έχουν στηρίξει την παραγωγή τους σε υδροπονι-κά συστήματα. Και να θέλαμε να αποφύγουμε μία τέτοια εξέλι-ξη στις εσωτερικές καλλιέργειες της κάνναβης, θα ήταν αδύνα-τον. Η αχαλίνωτη ζήτηση, προκαλεί την παραγωγή κι αυτή με τη σειρά της ανταποκρίνεται ποικιλοτρόπως, αρκεί το προϊόν να παραμένει μονίμως διαθέσιμο, διατηρώντας το αγοραστι-κό του κοινό ετοιμοπόλεμο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πά-ντα θα βρίσκονται λύσεις που θα ενισχύουν το ρυθμό και τον τελικό όγκο της παραγωγής.

Τέσσερα είναι τα βασικά προϊόντα που παραδοσιακά κα-ταναλώνει ο άνθρωπος ώστε να επιβιώσει η ψυχή και το σώμα του με σχετική αρμονία στην καθημερινότητα. Αλάτι, καφές, ζάχαρη και κάνναβη. Τα υπόλοιπα έπονται, σε απόσταση χιλι-ομέτρων. Χάρη σε αυτά τα τέσσερα πολύτιμα προϊόντα, λαμ-βάνει ενέργεια, γεύεται και εντέλει χαλαρώνει. Εξυπακούεται πως αν τύχει να εκλείψει κάποιο προϊόν της συγκεκριμένης τετράδας, θα προκληθεί άμεσα τεράστια κοινωνική αναστά-τωση με εφιαλτικές προεκτάσεις, κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά τα υψηλά κλιμάκια της παγκόσμιας εξουσίας, γι’ αυτό και φροντίζουν πρωτίστως να μη λείψουν ποτέ από την κα-θημερινότητα των λαών αυτά τα τέσσερα βασικά συστατικά της ζωής. Αλάτι, καφές, ζάχαρη και κάνναβη, το άλφα και το ωμέγα της ύπαρξης! Οπότε για να μην κινδυνεύσει ολάκερη η ανθρωπότητα, μία είναι η λύση. Μαζικές, υδροπονικές καλλι-έργειες κάνναβης.

Οι χιλιάδες σατίβα που βρίσκονται γύρω μου, έχουν μόλις εκδηλώσει τα πρώτα σημάδια ανθισμού. Έφηβα κορίτσια που κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να μοιάσουν με ώριμες γυ-ναίκες. Όπως κάθε ατίθασο θηλυκό, έτσι κι η κάνναβη βιάζεται να μεγαλώσει. Είμαι συνεπαρμένος ανάμεσά τους. Παρατηρώ τις λεπτομέρειες στο κάθε πράσινο κορμί. Τη διάμετρο, τον αριθμό των διακλαδώσεων, το μέγεθος των φύλλων, καταλή-γοντας πως τα συγκεκριμένα πλάσματα, δεν είναι απλώς κα-

39ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

λοζωισμένα, είναι υπέροχα. Βαδίζω στους διαδρόμους παραγω-γής που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας, χαμένος ανάμεσα σε φυτά και διαπιστώσεις. Είμαι καμουφλαρισμένος, όμως η Βανέσα δε δυσκολεύεται να με εντοπίσει. Με ξετρυπώνει σαν έμπειρο λαγωνικό, αγκαλιάζοντάς με σφιχτά.

«Αγαπημένε μου, γιατί απομακρύνεσαι; Θες να με κάνεις να υποφέρω;»

«Τι να κάνω μωρό μου, αφού με ξέρεις, έχω αδυναμία στα πράσινα πουτανάκια!»

«Το ξέρω κακό αγόρι, γι’ αυτό σε έφερα εδώ. Λοιπόν πώς τον βλέπεις τον γυναικωνίτη μας;»

«Τι να πω ρε Βανέσα, το θέαμα δεν περιγράφεται. Είναι απλά άψογο!»

«Έτσι ακριβώς Boy μου. Δουλέψαμε σκληρά, αλλά το τε-λικό αποτέλεσμα άξιζε τον κόπο».

Απ’ ότι μου εξηγεί η Βανέσα, το όλο καλλιεργητικό εγχεί-ρημα λειτουργεί στα έγκατα του Roveredo εδώ και μια επτα-ετία, δηλαδή πολύ πριν την αποποινικοποίηση. Όλα οργανώ-θηκαν απ’ τη Βανέσα που μεσολάβησε ώστε να εξασφαλίσει ένα από τα τέσσερα υπόγεια καταφύγια, τον συντοπίτη της γεωπόνο Άνταμ που εμπλούτισε με τεχνογνωσία την προ-σπάθεια, καθώς και άλλους 37 άνεργους νέους και νέες του χωριού, που βρήκαν στα ξαφνικά μόνιμη εργασία με υψηλές αποδοχές, στην κυριολεξία κάτω από τα πόδια τους. Τώρα πια η καλλιεργητική τους μονάδα, έχει φτάσει να παράγει αρκε-τούς τόνους κάνναβης ετησίως, οι οποίοι όμως δεν διατίθε-νται στην Ελβετική αγορά αλλά στην Ολλανδική.

«Ξεκινήσαμε να καλλιεργούμε τον χώρο, όταν στην Ελ-βετική πραγματικότητα δεν είχε ακόμα θεσπιστεί η τωρινή νομοθεσία περί αυτοκαλλιέργειας και αυτοδιάθεσης κι έτσι προωθήσαμε τα σκάνκια μας σε Ολλανδούς με τους οποίους συνεχίζουμε τη συνεργασία μας μέχρι και σήμερα, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα».

40 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

«Καλά δε σκεφτήκατε ποτέ να διοχετεύσετε το σταφ στην αγορά του Τicino;»

«Όχι Boy μου, θα ήταν μια πολύ επιπόλαιη κίνηση. Μέχρι σήμερα κανείς δε γνωρίζει στο καντόνι την ύπαρξη αυτής της καλλιέργειας και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Μην ξεχνάς πως δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει το κουκλοθέατρο με τα αρωματο-πωλεία-coffee shops. Εμείς εδώ μέσα στο σπίτι μας, δεν έχου-με περιθώρια να ρισκάρουμε με ενδεχόμενα παρατράγουδα που μπορεί να προκύψουν μελλοντικά. Έτσι συνεχίζουμε τη απρόσκοπτη συνεργασία μας με τους τύπους απ’ το Ρότερ-νταμ, που είναι αληθινοί επαγγελματίες και πληρώνουν πά-ντα με ρευστό».

Μάλιστα, αυτές είναι δουλειές. Αυτή είναι και η μαγεία με την καλλιεργητική ενασχόληση, που απομακρύνει δια παντός τον εμπλεκόμενο από τη μιζέρια της λιανικής μεταπώλησης. Ο επαγγελματίας καλλιεργητής, δεν αναλώνεται σε μικροντα-λαβέρια και άσκοπα, ψυχοφθόρα ραντεβού με τον κάθε μα-στούρη που θέλει να επενδύσει τα χαρτζιλίκια του στο σκανκ. Κάθεται σιωπηλός, είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στην πο-ρεία της ανάπτυξης των φυτών του και όταν έρθει η πολυπό-θητη στιγμή του θερισμού, κάνει ένα και μοναδικό τηλεφώνη-μα, λέγοντας απλά, “εντάξει παιδιά, είμαι έτοιμος, ελάτε”.

Τότε εμφανίζεται ο “έχων τα πολλά”, του μετράει τα τραπε-ζογραμμάτια με άνεση, βουτάει τα δεμάτια και γίνεται καπνός. Συνήθως το νταλαβέρι ολοκληρώνεται με συνοπτικές διαδι-κασίες και μια δόση αριστοκρατικής απλότητας, τόσο που στο μισάωρο αρχίζεις να αναρωτιέσαι, “τέλειωσε κιόλας; Α, καλά, τόσο εύκολο ήταν;”

Στην Ευρώπη όταν λένε είναι η ώρα του μεσημεριανού ή του βραδινού, το εννοούνε. Δεν τίθεται θέμα επιμήκυνσης του ωραρίου. Επτά και μισή σημαίνει δείπνος κι αυτό δεν το δια-πραγματεύεται κανείς. Σε μένα που κυλά στις φλέβες μου ο ελληνικός ιός της πανάρχαιας επιβίωσης, μπορώ να φάω οτι-

41ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

δήποτε ανά πάσα στιγμή αρκεί να μου κάνει όρεξη, αλλά αφού οι Ευρωπαίοι ψυχαναγκάζονται ακόμα και στη βρώση, δε θέλω να τους χαλάω το χατίρι. Πάντα θα σέβομαι τα ήθη των πειθαρχημένων και εύχομαι μια μέρα να σεβαστούν κι εκείνοι όλους εμάς που ζούμε χωρίς μέτρο, φραγμούς και όρια.

Περπατώ όπως κάθε απόγευμα πλάι στη Βανέσα, που με οδηγεί ανάμεσα στους υπόγειους λαβύρινθους του Roveredo πίσω στην εστία που κατοικούμε εμείς και τα όνειρά μας.

«Γυναίκα».«Πες μου αγαπημένε».«Θέλω να ξέρεις ότι έχεις το σεβασμό μου, είσαι μεγάλο

αλάνι».«Με εγκρίνεις;»«Απόλυτα!»«Boy μου, θα είσαι σήμερα τρυφερός μαζί μου;»«Εννοείς σαν κανονικοί εραστές;»«Κάτι τέτοιο»«Ε, δεν ξέρω αγάπη μου, νομίζω πως σήμερα δε έχω και

πολλά κέφια για παιχνίδια ρόλων. Προτιμώ τα γνωστά».«Καλά μωρό μου, θα παίξουμε μια άλλη μέρα».«Ok γυναίκα, στο υπόσχομαι!»

BELLA SARA

Οι μέρες περνούν κι εγώ ταυτίζομαι ολοένα και περισσό-τερο με τα ήθη και τις συνήθειες αυτού του τόπου που

ονομάζεται Roveredo. Τελικά είμαι τυχερός που έφτασα εδώ, τη στιγμή που η βαρυχειμωνιά εκδηλώνει σαρκαστικά το θυμό της. Εκτός του ότι απολαμβάνω στο έπακρο την αγα-πημένη μου εποχή, έχω και άπλετο χρόνο στη διάθεσή μου, χωρίς να με βαραίνουν διάφορες λειτουργικές αγγαρείες. Αυτό συμβαίνει διότι η Βανέσα έχει μια τάση να μεριμνεί για το παραμικρό και κυρίως διότι στους ορεινούς οικισμούς ο φόρτος εργασίας παρατηρείται κυρίως κατά τη θερινή πε-ρίοδο. Τότε κόβεις ξύλα, σουλουπώνεις τα μερεμέτια και γενικά προετοιμάζεσαι για το τι πρόκειται να επακολουθή-σει όταν ο ήλιος κρυφτεί πάλι πίσω απ’ τα πυκνά σύννεφα που συνήθως καλύπτουν τις οροσειρές των Άλπεων. Αντί-θετα κατά τη χειμερινή περίοδο, όπως έστρωσες όλο το κα-λοκαίρι και το φθινόπωρο, κοιμάσαι. Ότι πάνω-κάτω ισχύει σε όλη την πορεία της ζωής δηλαδή. Απλά εδώ στο βουνό αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια αυτού του γνωμικού σε όλο του το μεγαλείο. Δεν υπάρχουν περιθώρια λούφας. Θες δε θες, είσαι αναγκασμένος να σηκώσεις τα μανίκια όταν ανοίγει ο καιρός και να προετοιμαστείς κατάλληλα, ειδάλ-

43ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

λως θα σε βρει ο χειμώνας απροφύλακτο και θα σου χαρίσει τις πιο δυσβάσταχτα ψυχρές εμπειρίες.

Είναι ζητήματα που προφανώς δεν απασχόλησαν ποτέ τη Βανέσα, την οικογένεια της και όλους τους υπόλοιπους κα-τοίκους της αυτόνομης κοινότητας του Roveredo. Αλπινιστής ακαμάτης δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν έχω γνωρίσει ακό-μα κάποιον που να αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα. Η εναρμονισμένη εργασία με τη ροή των εποχών, είναι για τους Αλπινιστές τρόπος ζωής κι αυτό το εκλαμβάνουν ως ευλογία. Πολλές φορές στη Βανέσα ξεφεύγει αυθόρμητα μια φράση που την ακολουθεί γκριμάτσα αηδίας.

«Φαντάζεσαι να ζούσαμε στην πόλη;»Συχνά όταν αγναντεύουμε από κάποιο ύψωμα τον απέ-

ραντο ορίζοντα των οροσειρών, αναρωτιέται, “μα καλά, ποιος είναι πιο τυχερός από μας ετούτη τη στιγμή” και συμπληρώνει “δεν έχουμε ανάγκη τίποτα, τα έχουμε όλα μπροστά μας!” Αρ-χικά έβρισκα τα λόγια της να έχουν μια δόση υπερβολής, όμως όσο κυλάνε οι μέρες πιστεύω πως μάλλον έχει δίκιο η αγαπη-μένη μου. Αυτές οι ορεσίβιες ράτσες, δεν προβληματίζονται και τόσο με τις υψηλές θερμοκρασίες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Μόλις σταματήσει η χιονόπτωση αρχίζουν να ξε-μυτάνε χαρωποί από τα σπίτια τους, κάνοντας διάφορα σα να μην τρέχει τίποτα. Όπως λέει και η μάμα Χέλγκα, “λίγο χιόνι είναι, θα το φτυαρίσουμε και τελείωσε. Σιγά το πράγμα!”

Έτσι κι εγώ σήμερα, όπως κάθε πρωί, βουτάω το φτυάρι για να απεγκλωβίσω την είσοδο του σπιτιού μας απ’ το χιόνι που συνήθως προσεδαφίζεται στο Roveredo τις νύχτες. Είναι απαραίτητη και άκρως αναζωογονητική πρωινή εξάσκηση. Τζόγκινγκ, κολύμπι ή φτυάρισμα χιονιού, δεν έχει σημασία, αρκεί να μπει το σώμα σε κίνηση. Η κίνηση κατόπιν θα δώσει τις κατάλληλες εντολές κι έτσι το σώμα και ο νους θα αντιλη-φθούν πως άλλη μια μέρα ξεκίνησε.

Θεωρητικά και το δικό μου μεσόγειο, κοκαλιάρικο κορμί,

44 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

έχει συνειδητοποιήσει πως και σήμερα ξεκινά άλλη μια μέρα της γαμοζωής κι απ’ ότι νιώθω προσπαθεί φιλότιμα να με-τουσιώσει σε πράξη αυτή τη συνειδητοποίηση. Ω ναι, είμαι σε φόρμα. Τρέφομαι με αγνά ντόπια προϊόντα, αναπνέω πε-ντακάθαρο Αλπικό οξυγόνο και σεξουαλίζομαι με τη γυναίκα που με εμπνέει, τουλάχιστον δυο με τρεις φορές την ημέρα. Με λίγα λόγια βιώνω τον απόλυτο συνδυασμό καλοζωίας που σαν αποτέλεσμα έχει τη σωματική ετοιμότητα και την ψυχοπνευματική ευεξία.

Την έχω καταβρεί με το φτυάρισμα του χιονιού και ιδι-αίτερα με τη σκέψη ότι σ’ αυτό το ορεινό σημείο της γης που έχω καταλήξει, θα μου δοθεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανακτήσω ένα σεβαστό κομμάτι από τα καμένα εγκεφα-λικά αγγεία που ξόδεψα στις καταχρήσεις, στα φαστφου-ντάδικα και στις γεμάτες ρύπανση πόλεις.

Ενώ συνθέτω στο μυαλό μου τα χαρμόσυνα που συμβαί-νουν, μια φωνή με καλεί επίμονα να επανέλθω στο τώρα. Γα-μώτο, είναι ο Όλαφ, τι μπορεί να με θέλει πρωινιάτικα;

«Καλημέρα Boy, πώς πάει;»«Μια χαρά αδελφέ, εσύ;»«Σούπερ, δε βλέπεις; Άνοιξε κι ο καιρός».«Ε, ναι!»Τι να του πω; Για να διακρίνει κάτι τέτοιο το έμπειρο μάτι

του Όλαφ, κάτι θα ξέρει. Πάντως εγώ το μόνο που βλέπω είναι έναν θυμωμένο γκρι ουρανό, απλά δε χιονίζει και δε φυσάει, κατά τα άλλα μουντίλα!

«Υπέροχη μέρα και λέω να την εκμεταλλευτούμε».«Ναι ε;»«Γιατί όχι; Αποφασίσαμε με τον Ρούντυ να πάμε μια βόλ-

τα στο βουνό με τα άλογα. Θέλεις να έρθεις μαζί μας;»«Όλαφ μου σ’ ευχαριστώ, αλλά να, πώς να στο πω. Δεν

έχω ξανακαβαλλήσει άλογο. Παιδί της πόλης, καταλαβαίνεις!»«Α, δεν υπάρχει πρόβλημα, το φανταζόμουν πως δε θα εί-

45ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

χες παρόμοια εμπειρία. Γι’ αυτό και θα ιππεύσεις τη Bella Sara, την πιο ήσυχη φοράδα μας».

«Μα θα τα καταφέρω ρε Όλαφ, είσαι σίγουρος;»«Ναι ρε Boy, η Bella Sara σε πάει και με κλειστά μάτια στη

διαδρομή που θα ακολουθήσουμε. Μισή ωρίτσα πήγαινε-έλα, μη φανταστείς καμιά μεγάλη απόσταση. Έτσι για να ξεμουδι-άσουν τα ζωντανά που είναι κλεισμένα στους στάβλους, εδώ και μια βδομάδα».

Συμφώνησα. Έχω εκλάβει και σαν μια προσπάθεια προ-σέγγισής μου αυτό το κάλεσμα από τα δύο αδέλφια, οπότε δε θέλω να τους χαλάσω το χατίρι.

Δίνουμε ραντεβού σε ένα τέταρτο, στο προαύλιο έξω απ’ το σπίτι της Χέλγκα.

Μπαίνω στο σπίτι για να φορέσω το μπουφάν μου και να επικοινωνήσω με τη Βανέσα. Έχει πεταχτεί μέχρι το οπλοπω-λείο του πατέρα της και υποτίθεται πως μετά θα πηγαίναμε μαζί στην υπόγεια φυτεία. Πρέπει να την ενημερώσω οπωσ-δήποτε και της τηλεφωνώ αμέσως.

«Έλα αγάπη μου, τι συμβαίνει;»«Τίποτα σπουδαίο. Να, ο Όλαφ μού πρότεινε να πάμε βόλ-

τα με τα άλογα στο βουνό και δέχτηκα. Καλά δεν έκανα;»«Τι; Με τα άλογα; Έχεις ξανα-ιππεύσει Boy;»«Όχι και του το είπα, αλλά επέμενε πως με την Bella Sara

δε θα αντιμετωπίσω κανένα πρόβλημα».«Είναι γεγονός, όμως θέλω να προσέχεις πολύ με τον τρελό».«Θα είναι κι ο Ρούντυ απ’ ότι κατάλαβα».«Α καλά, τώρα εντάξει, δεν ανησυχώ πια! Να σου πω Boy

μου, πάρε μαζί σου το κινητό και πριν ξεκινήσετε κάνε μου μια κλήση γιατί θέλω να μιλήσω στον Όλαφ».

«Οk γυναίκα, θα σου τηλεφωνήσω!»Βγαίνοντας απ’ το σπίτι, αντικρίζω τον Όλαφ και τον Ρού-

ντυ να με περιμένουν με βαθύ χαμόγελο στην απέναντι πλευρά του προαυλίου. Φτάνω δίπλα τους με όρεξη για δράση και μια

46 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

έντονη περιέργεια σφηνωμένη στη σκέψη μου για το τι είδους συναίσθημα θα εισπράξω ιππεύοντας. Είναι αλήθεια πως πά-ντα αναρωτιόμουν για το πώς νιώθει ο αναβάτης πάνω σ’ αυτά τα υπερήφανα τετράποδα πλάσματα. Ίσως γιατί από 16 χρο-νών παιδάκι, παρακολουθώ ιπποδρομιακές κούρσες, αντιμε-τωπίζοντας κάθε φορά με το ίδιο δέος τις εκκινήσεις, τον καλ-πασμό και την επιτάχυνση. Έχω καρδιοχτυπήσει άπειρες φο-ρές για την κατάληξη μιας κούρσας, παρακολουθώντας κάθε πάτημα του αλόγου έως το τελικό νήμα. Μα όπως κάθε λάτρης των ιπποδρομιών, έτσι κι εγώ, εκτός από τα άλογα, αγάπησα και τους αναβάτες. Αυτά τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια με τα χρωματιστά πουκαμισάκια, που μπορεί να στερούνται ύψους και όγκου, αλλά από καρδιά και ψυχή έχουν πλεόνασμα μεγα-τόνων. Μοιάζουν με πούπουλα-καμικάζι και αρκεί να πω, πως γνωρίζουν ότι αν πέσουν ιππεύοντας με τη συγκεκριμένη ταχύ-τητα, οι πιθανότητες σοβαρού τραυματισμού είναι πάρα πολ-λές. Κι όμως συνεχίζουν, ιππεύουν κόντρα στις πιθανότητες, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στην ίδια τη λογική. Μικροί θεοί, πώς αλλιώς να τους χαρακτηρίσω!

Ήρθε λοιπόν η στιγμή να νιώσω κι εγώ ιππέας. Κατευθυ-νόμενος μαζί με τον Όλαφ και τον Ρούντυ προς τους στάβλους, ένα βασανιστικό ερώτημα άρχισε να στριφογυρίζει επίμονα στο μυαλό μου. “Βρε άσχετε, τι μαλακία πας να κάνεις”, αναρω-τιέμαι. Όμως με τα χρόνια, έχω βρει μια απάντηση που παραδό-ξως καλύπτει τις όποιες αιφνίδιες απορίες μού προκύπτουν. Τι κάνω; Μακάρι να ήξερα!

Φτάνοντας στους στάβλους, ο Όλαφ μού παρουσιάζει τις εγκαταστάσεις γεμάτος υπερηφάνεια. Πέντε άλογα διατηρεί η οικογένεια τους και ο καθένας έχει το δικό του, εκτός από τον Τζούλιο που για ευνόητους λόγους απέχει του αθλήμα-τος. Η Bella Sara που ο Ρούντυ αυτή τη στιγμή της τοποθετεί τη σέλα, είναι το άλογο του Πάολο και όλοι συμφωνούν πως είναι η πιο ήσυχη φοράδα του στάβλου. Έτσι μου φαίνεται

47ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

κι εμένα ενώ χαϊδεύω τη μαύρη μουσούδα της με τη λευκή λωρίδα ανάμεσα απ’ τα εκφραστικά της μάτια. Ο Ολαφ με δι-αβεβαιώνει πως το εγχείρημά μας θα στεφτεί από επιτυχία.

«Boy μην ανησυχείς για τίποτα. Σε μισή ωρίτσα το πολύ θα έχουμε γυρίσει. Θα γουστάρεις, είμαι σίγουρος».

Δεν έφερα αντιρρήσεις, αλλά έχω αποφασίσει να διατηρή-σω το πρωτόκολλο, οπότε τηλεφωνώ στη Βανέσα.

«Όλαφ, η αδελφή σου μου είπε ότι θέλει να μιλήσετε πριν ξεκινήσουμε».

«Ναι αμέ για δώσ’ την μου».Δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς λένε τα δυο αδέλ-

φια, αλλά μόλις έκλεισαν το τηλέφωνο, ο Όλαφ με κοιτάζει με βλέμμα συμπονετικό.

«Η Βανέσα μού τα έπρηξε να σε προσέχουμε μην μας πά-θεις τίποτα. Ρε Boy, μήπως είσαι φιλάσθενος;»

Ο Ρούντυ με τον Όλαφ έχουν ξεκαρδιστεί, μαζί τους κι εγώ. «Αφού την ξέρεις τώρα, είναι υπερπροστατευτική».«Κόρη της Χέλγκα, τι περιμένεις;» μου απαντά ο Ρούντυ,

που κρατά ακίνητη την Bella Sara καθώς εγώ προσπαθώ να με στήσω πάνω στη σέλλα.

«Ωπ τα κατάφερα!»«Όλα εντάξει;»«Ναι όλα καλά, είμαι έτοιμος».«Μπράβο ρε Boy!» με εμψυχώνει ο Ρούντυ και ανεβαίνει

κι αυτός στο άλογό του.Θεωρητικά το σχέδιο είναι απλό. Ο Ολαφ με τον Ρούντυ

μπροστά κι εγώ ακολουθώ. Άντε να δούμε πώς θα τα πάμε στην πράξη. Οι ανοιχτές πόρτες του στάβλου μάς οδηγούν στον περιφερειακό δρόμο που περνά έξω από τα καστρόσπι-τα του Roveredo. Η Bella Sara κάνει τα πρώτα της πατήματα κι εγώ πλημμυρίζω από ένα υπέροχο μα συνάμα πολύ περί-εργο συναίσθημα. Πρώτη φορά με πηγαίνει φορτωμένο στην πλάτη του ένα ζωντανό τετράποδο πλάσμα. Βασικά θέλω να

48 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

ρωτήσω τον Όλαφ αν τώρα που με κουβαλάει στην πλάτη της η Bella Sara πονάει, αλλά συγκρατώ τα λόγια μου γιατί είμαι σίγουρος πως θα πέσει χοντρή καζούρα άμα θέσω ένα τέτοιο ερώτημα. Της χαϊδεύω τη χαίτη και κρατάω γερά τα γκέμια απολαμβάνοντας αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία, που χάρη στ’ αγόρια εξελίσσεται πολύ ήρεμα μιας και ιππεύουμε χα-λαρά στον έρημο ασφαλτόδρομο, συζητώντας ότι πρέπει να μάθω ώστε να γίνω κάποτε ένας σωστός καβαλάρης.

«Είδες; Σιγά το πράγμα. Στο ’λεγα εγώ, η Bella Sara είναι πολύ καλόβολη!»

«Δίκιο είχες ρε Όλαφ, εκπληκτικό ζωντανό, να ’σαι καλά για τη βόλτα».

«Καλά ρε Boy, μη βιάζεσαι, μ’ ευχαριστείς μόλις γυρίσουμε, ακόμα δεν είδες τίποτα. Τώρα θα ακολουθήσουμε το μονοπά-τι, στο δάσος είναι όλη η ουσία, εκεί κρύβεται η αληθινή ομορ-φιά αυτού του τόπου».

Συμφωνώ με τα λεγόμενα του Όλαφ, αλλά όσο ενθουσι-ασμένος και να δείχνω, στην προοπτική ότι τελικά θα ακο-λουθήσουμε διαδρομή ανώμαλου δασόδρομου, ουσιαστικά αγχώνομαι. Και πώς να μην αγχώνομαι δηλαδή, πρώτη φορά ιππεύω. Αν είχα μια πρότερη εμπειρία, ή έστω μια στοιχειώ-δη εξοικείωση με τα άλογα, να πω εντάξει, αλλά έτσι άσχετος που είμαι και μόνο που το σκέφτομαι, νιώθω την κολίτιδα να μου δίνει ύπουλες γονατιές στο στομάχι.

Στη μέχρι τώρα ζωή μου, έτυχε πολλές φορές να πέσω με τα μούτρα στο κενό, συνήθως οικειοθελώς. Κενό ονομάζω τη στιγμή που βουτάς, ελλείψει άλλων επιλογών. Το αν βουτάς στο όνειρο, στον εφιάλτη, στη λύση, στην άβυσσο, στον τσα-μπουκά, στο νταλαβέρι, στο γάμο ή στη ληστεία, δεν έχει και πολύ σημασία. Αυτό που μετράει είναι το μη αναστρέ-ψιμο της υπόθεσης. Στιγμές στενάχωρες, αδιέξοδοι δρόμοι, συγκυρίες και επιλογές, συνωμοτούν με τη στιγμή, με αποτέ-λεσμα η λύση της βουτιάς στο κενό να μοιάζει μονόδρομος.

49ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ε, μια τέτοια στιγμή είναι και αυτή που βιώνω τώρα μαζί με τους τρελούς κουνιάδους μου.

«Boy ετοιμάσου, σε λίγο βουτάμε!»Ο Ρούντυ κάνει μια ξαφνική κίνηση με το άλογό του, προ-

σπερνάει τον Όλαφ και χώνεται στο μονοπάτι, αφήνοντας πίσω του τον ασφαλτόδρομο. Ο Ολαφ τού φωνάζει πως είναι καριόλης και με καλεί να τον ακολουθήσω στο δάσος.

«Πάμε Boy, θα μας ξεφύγει ο μικρός!»Ο τύπος το εννοεί και κατευθύνει το άλογό του προς το

μονοπάτι, αναπτύσσοντας ταχύτητα. Δεν ξέρω αν πρόλαβα να κάνω κάτι, και μου είναι πολύ δύσκολο τώρα να καταλά-βω αν ευθύνομαι εγώ ο καταραμένος γι’ αυτό που συμβαί-νει, αλλά η Bella Sara έχει πάρει στο κατόπι τις ομόσταβλες φιλενάδες της, καλπάζοντας με αξιώσεις! Το μοναδικό μου πρόβλημα είναι ότι βρίσκομαι επάνω της, κατά τα άλλα περ-νάω υπέροχα.

Το μονοπάτι όλο και βαθαίνει μέσα στο δάσος και τα άλο-γα έχουν βρει πλέον το ρυθμό τους. Ένα ρυθμό, πολλά χιλιό-μετρα απομακρυσμένο από τα σύνορα του χαλαρού. Αυτό δεν είναι ξεμούδιασμα, είναι αληθινό ξεκαύλωμα. Πού πάμε γαμώ τον αντίθεό σας μέσααα!

Ουρλιάζω χριστοκάντηλα, παρεκκλήσια και ότι άλλο τρι-σάγιο μου έρχεται στο βρομόστομά μου. Η Bella Sara το χαβά της. Ουσιαστικά εκείνη με πηγαίνει κι εγώ απλά στέκομαι και παίρνω με το σώμα τις ανάλογες κλίσεις για να αποφεύγω κλαριά και φυλλωσιές. Ε, αυτή η διαπίστωση σχετικά με το αυτόβουλο των κινήσεων του αλόγου, έχει πλέον ενεργοποι-ήσει κάθε απόθεμα αδρεναλίνης του οργανισμού μου. Μην έχοντας άλλη επιλογή, βουτάω τη στιγμή και προσπαθώ να σώσω το τομάρι μου κρατώντας τα γκέμια γερά, ευχόμενος η Bella Sara να ξέρει να κάνει σωστά τη δουλειά της. Τα χριστο-κάντηλα πάντως, εξακολουθούν να εκσφενδονίζονται από το στόμα μου κατά ριπάς. Προσπερνάμε ρυάκια, κρυσταλλω-

50 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

μένους καταρράκτες, κατεβαίνουμε τη βουνοπλαγιά ώσπου καταλήγουμε σε κάτι χιονισμένα λιβάδια κι άντε πάλι πάνω, στην ανηφοριά που οδηγεί μέσα στο δάσος. Ο Ολαφ αποφα-σίζει να ακολουθήσουμε διαφορετικό μονοπάτι στο γυρισμό.

«Πάμε από δω Boy, να δεις κι αυτή την πλευρά του δά-σους. Θα σου αρέσει πολύ» φωνάζει, υποδεικνύοντάς μου την κατεύθυνση.

Η Bella Sara δεν ήθελε και πολλά, ακολουθεί το παράγ-γελμα με ατελείωτη λαχτάρα κι εγώ πλέον, έχω αφήσει στην μπάντα τους οσιομάρτυρες, βωμολοχώντας αποκλειστικά ενάντια στο μουνί που ξεγλίστραγε τον Όλαφ. Αυτό που βιώ-νω δεν είναι εμπειρία, είναι σκέτο μαρτύριο.

Το μονοπάτι του γυρισμού που επέλεξε ο Όλαφ, αποδει-κνύεται αρκετά δύσβατο, μια που η πυκνή δασοβλάστηση έχει περιορίσει αρκετά το πλάτος του. Αν ζητούσα από τη Βανέσα να με μαστιγώσει, λιγότερες βιτσιές θα έτρωγα από αυτές που γαζώνουν τα μπούτια, αλλά κυρίως τις γάμπες μου ετούτη τη στιγμή. Κι όμως μπορεί να είμαι τρίτος στη σειρά σ’ αυτή την άνευ λόγου και αιτίας καταδίωξη, αλλά μπορώ να διακρίνω το ξέφωτο που οδηγεί στο τέλος του μαρτυρίου μου.

Επιτέλους, στο βάθος του ορίζοντα έχει ξεπροβάλλει ο πε-ριφερειακός ασφαλτόδρομος. Ο Ολαφ με το που πατάει πάνω του, αρχίζει να κάνει κωλοδάχτυλα στον Ρούντυ που έχασε τη πρωτιά για λίγα δευτερόλεπτα. Ακολουθώ αρκετά μέτρα πίσω, χωρίς πολλές απαιτήσεις. Μου αρκεί να με φτάσει η Bella Sara ζωντανό στους στάβλους! Ξέρω πως κανένα από αυτά τα δύο τομάρια δε δίνει δεκάρα για την όλη ταραχή που έχω περάσει. Αρχίζω να πιστεύω πως μου την είχαν στημένη τα βλαχαδερά.

Είμαστε κι οι τρεις, καταμεσής του μονίμως έρημου περιφε-ρειακού ασφαλτόδρομου κι ο Όλαφ με πρόσωπο χαμογελαστό, θέλει να αλιεύσει τις εντυπώσεις μου από την περιήγησή μας.

«Λοιπόν Boy, πώς σου φάνηκε η βόλτα με τα άλογα;»Του κάνω νόημα να περιμένει και βγάζω απ’ την τσέπη

51ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

μου το κινητό για να δω τι ώρα είναι. Έλεος! Καλπάζουμε εδώ και μία ώρα. Οι τύποι είναι στυγνοί εγκληματίες!

«Όλαφ».«Ναι;»«Άσε τα σάπια και πάμε στους στάβλους γιατί θα ξερά-

σω πάνω σου, στ’ ορκίζομαι».Ο Ρούντυ με τον Όλαφ, έχουν αφεθεί σε νευρικά γέλια

κι εγώ προσπαθώ να ξεχλομιάσω. Ευτυχώς φτάνουμε στους στάβλους, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Δεν έχω απλώς αγγίξει τα όριά μου, τα έχω περάσει κατά πολύ και το χειρό-τερο χωρίς καμιά προειδοποίηση. Ξεπεζεύω τη Bella Sara, πα-τώντας και πάλι στη γη, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τα οπίσθια ενός αδόκιμου καβαλάρη μετά από μία ώρα ξέ-φρενου καλπασμού. Ο Ρούντυ επιστρατεύει όση σοβαρότητα μπορεί να διαθέτει και μετά τα πρώτα μου βήματα με ρωτά γεμάτος ανησυχία.

«Boy πώς νιώθεις;»«Πώς να νιώθω ρε Ρούντυ; Σα να μ’ έχουν γαμήσει τρεις-

τέσσερις νοματαίοι χωρίς σάλιο. Κάπως έτσι!»Πήγε περίπατο και η σοβαρότητα και όλα μετά από αυτή

μου τη δήλωση. Τα αδέλφια γελάνε μέχρι δακρύων αλλά ακό-μα κι εγώ ο παθόντας παρασύρομαι στο χάχανο. Εντάξει, παρ’ όλο το ξεκώλομα είχε γούστο η ιστορία που μου σκάρωσαν. Χι-ούμορ διαθέτω, για γοφούς όμως δεν είμαι και τόσο σίγουρος!

Ο Ολαφ επιμένει, “Boy πάμε στη Χέλγκα, σου αξίζει μια κού-πα με ζεστή σοκολάτα”. Ακολουθώ με βάδισμα λυγερόκορμου στραβοκάνη, ελπίζοντας να συναντήσω κάπου στη διαδρομή τη Βανέσα. Πρέπει κι εγώ να λυτρωθώ κάποια στιγμή από την παρουσία αυτού του δίδυμου των σαδιστών, που με έχουν υποβάλλει σε αιφνίδιες δοκιμασίες. Μεγάλη απάτη η ελπίδα.

Φτάσαμε τελικά στην κουζίνα της Χέλγκα, αλλά η Βανέσα μου άφαντη!

«Καλώς τ’ αγόρια μου».

52 ΛΙΑΚΟΣ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΣ

«Γεια σου μάνα».«Έχετε τον Boy μαζί σας;»«Ναι, σήμερα ήρθε βόλτα στο βουνό με τα άλογα».Ο Ολαφ εξιστορεί την εμπειρία μας στο βουνό, αλλά η Χέλ-

γκα βλέποντάς με ψιλο-ωχρό δεν πείθεται και πολύ.«Boy, είχες ξανακαβαλήσει στη ζωή σου;»«Όχι βέβαια και δεν ξέρω καν αν θέλω να το ξαναεπιχειρή-

σω. Πάντως η βόλτα με τους γιους σου θα μου μείνει αξέχαστη, να είσαι σίγουρη».

Η Χέλγκα μόλις διαπίστωσε το πόσο αρχάριος είμαι στα περί της ιππασίας, άρχισε να κατσαδιάζει έντονα τους κανα-κάρηδές της.

«Καλά ρε κωλόπαιδα, γιατί μπλέξατε σε τέτοια περιπέτεια τον άνθρωπο; Χάθηκε να τον πάτε μια βολτίτσα πάνω-κάτω στον περιφερειακό δρόμο;»

«Αμ’ έτσι νόμιζα κι εγώ στην αρχή, αλλά τελικά οργώσα-με όλη την πάνω βουνοπλαγιά!»

Ο Ολαφ με τον Ρούντυ καταδιασκεδάζουν την κατσάδα της Χέλγκα, αλλά εκεί που κυριολεκτικά δίνουν τα ρέστα τους είναι με τις ατάκες αυτοϋπεράσπισης που ξεστομίζω. Το χουνέρι που μου ’στησαν, τους έχει αληθινά φτιάξει τη μέρα.

Τουλάχιστον σε ότι αφορά την αξιόμαχη σοκολάτα της Χέλγκα, ο Όλαφ μού είπε την αλήθεια. Αυτό το παχύρευστο ρόφημα που βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, μέσα σε κούπα με διαστάσεις μίνι σουπιέρας, είναι αληθινά γευστικότατο. Πα-ρόλη την τεχνητή γλυκάδα όμως, η ψυχούλα μου αποζητά και το κάτιτις επιπλέον. Ευτυχώς οι ενισχύσεις της προσωπικής μου φρουράς, δεν άργησαν να φανούν. Κατέφθασε η Βανέσα!

Δυστυχώς όμως η εισαγωγή της δεν ήταν και τόσο ιδα-νική.

«Αγάπη μου είσαι καλά;»Με το που ακούν την ερώτηση ο Όλαφ και ο Ρούντυ, ξε-

σπάνε σε γέλια, με φυσικό αποτέλεσμα η Βανέσα να γίνει μπα-

53ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ρούτι. Το μασιστάκι μου τους πλακώνει σε χοντρά μπινελίκια, αν και από ένα σημείο και μετά χάνω τη μετάφραση, μιας και τους ξεχέζει σε τοπική διάλεκτο.

Η γυναίκα μου δεν είναι από τα πλάσματα που ξεθυμώ-νουν στο δεκάλεπτο. Αυτό δε σημαίνει κιόλας πως κατάφερε να συνετίσει με τα λόγια της, τους τρελαμένους Όλαφ και Ρού-ντυ. Πάντως τους προειδοποίησε ξεκάθαρα.

«Κουφάλες αν ξαναμπλέξετε τον Boy στα άθλια αστειά-κια που διοργανώνετε, θα σας τουφεκίσω και τους δυο. Ξη-γηθήκαμε;»

Οι Πυθαγόρειοι υποστήριζαν πως πριν τη νυχτερινή ανά-παυση, ο άνθρωπος οφείλει να αναλύσει με το νου του τα όσα έζησε το τελευταίο 24ωρο που πέρασε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αντλήσει τα διδάγματα που θα του χρησιμεύσουν για να χαράξει επιτυχημένα την πορεία της επόμενης μέρας. Σοφή τεχνική που συνήθως ασκώ κάθε νύχτα πριν κοιμηθώ. Γενικά περιορίζομαι στα διδάγματα μιας κι ο σκοπός της πο-ρείας μου είναι πάγιος. Να μην με πιάσουν και να παραμείνω πάντα ελεύθερος. Από διδάγματα όμως άλλο τίποτα!

Έτσι και τώρα που είμαι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο δι-πλό κρεβάτι του υπνοδωματίου μας, ξεφυλλίζω με τη σκέψη μου τα όσα μου έμαθε η μέρα, αρχειοθετώντας συμπεράσμα-τα και διδαχές. Πρώτον, ποτέ μην εμπιστεύεσαι βλάχο όταν σου προτείνει εξορμήσεις στη γύρω φύση του χωριού του. Πεζοπορίες, ιππασίες, αναρριχήσεις ή καταβάσεις, δεν έχει σημασία, κάθε πρόταση θεωρείται ύποπτη για φάρσα. Δεύτε-ρον, οι καουμπόις κάνουν κώλο από ατσάλι. Τρίτον, το άλογο είναι μια τετράποδη, αγέρωχη τελειότητα. Τέταρτον, απόλυτο σεβασμό στις γυναίκες που μου επιτρέπουν να τις σοδομίζω. Σήμερα κατάλαβα τι τραβάνε τα πλάσματα και έχω συγκλονι-στεί. Πέμπτον, από εδώ και στο εξής θα δικαιολογώ κάθε gay που περπατά σαν ξεκουρδισμένος. Το ξεκώλιασμα, είναι μια αληθινά παλικαρίσια διαδικασία. Τελικά gay σημαίνει αντέχω

στον πόνο! Έκτον, είναι απίστευτο το πόσα πράγματα μαθαί-νει κανείς κάνοντας ιππασία.

Τέλος τoυ δείγματος της έκδοσης Vakxikon.gr.

Απολαύσατε το preview;

Αγοράστε την έκδοση τώρα