188
η μετακόμιση των χρωμάτων Βάσω Αποστολοπούλου

η μετακόμιση των χρωμάτων

  • Upload
    -

  • View
    229

  • Download
    4

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Η νέα συλλογή διηγημάτων της Βάσως Αποστολοπούλου από τις εκδόσεις τοβιβλίο. Ένα βιβλίο-ανθολόγιο, μια σοδειά κειμένων που γράφτηκαν χωρίς πρόγραμμα και μεθόδευση. Πάντα αυθόρμητα και πάντα με έναυσμα κάποιο κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό ή περιβαλλοντικό ερέθισμα που πυροδότησε σκέψεις και συναισθήματα, τα οποία συνωστίζονταν στην άκρη της πένας της απαιτώντας να εκφρασθούν και διεκδικώντας μια θέση στο συγγραφικό της έργο.

Citation preview

Page 1: η μετακόμιση των χρωμάτων

η μετακόμιση

των χρωμάτων

Βάσω Αποστολοπούλου

Page 2: η μετακόμιση των χρωμάτων
Page 3: η μετακόμιση των χρωμάτων
Page 4: η μετακόμιση των χρωμάτων
Page 5: η μετακόμιση των χρωμάτων

η μετακόμιση των χρωμάτων

Page 6: η μετακόμιση των χρωμάτων

Βάσω ΑποστολοπούλουΗ μετακόμιση των χρωμάτων

ISBN: 978-618-81935-9-8© Βάσω ΑποστολοπούλουΑθήνα, 2016e-mail: [email protected]

εκδοτική επιμέλεια: Δήμος Χλωπτσιούδηςe-mail: [email protected]

[Αναφορά προέλευσης,Μη Εμπορική Χρήση,Παρόμοια Διανομή]

___________________Η συλλογή διηγημάτων “Η μετακόμιση των χρωμάτων” διανέ-μεται ελεύθερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Ηαναφορά του ονόματος της συγγραφέως είναι υποχρεωτική καιτο έργο διατίθεται μόνο για μη εμπορική χρήση. Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση διηγημάτων και η α-ποσπασματική παρουσίαση της συλλογής με την προϋπόθεσηαναφοράς προέλευσης και δημιουργού.

Page 7: η μετακόμιση των χρωμάτων

η μετακόμιση των χρωμάτων

© Βάσω ΑποστολοπούλουISBN: 978-618-81935-9-8

Αθήνα 2016

Page 8: η μετακόμιση των χρωμάτων
Page 9: η μετακόμιση των χρωμάτων

στον άντρα μουσταθερό σημείο αναφοράς

στη ζωή μου

Page 10: η μετακόμιση των χρωμάτων

10 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 11: η μετακόμιση των χρωμάτων

Η μετακόμιση των χρωμάτων*

Πρώτα χάθηκε το κόκκινο. Το αγαπημένο της. Το συ-νειδητοποίησε ξαφνικά. Σ’ ένα φανάρι. Δεν το είδε,δεν υπήρχε. Οριακά γλίτωσε τη σύγκρουση. Ο άλλος

οδηγός, τρελαμένος, τη στόλισε κανονικά. Δεν τον άκουσεκαν. Πάρκαρε τρέμοντας στην άκρη. Γύρισε πίσω να δει. Τοφανάρι στη θέση του. Δεν ήταν σπασμένο. Τα φώτα δούλευανκανονικά. Πράσινο-πορτοκαλί-γκρίζο. Γκρίζο-πράσινο... Τοκόκκινο πουθενά...

Γύρισε σπίτι τρέμοντας ακόμη. Άρχισε να ψάχνει ό,τι κόκ-κινο υπήρχε μέσα. Τίποτε. Δεν υπήρχε τίποτε κόκκινο πια.Σκούρο γκρι τα μήλα. Γκρίζα τα τριαντάφυλλα στη γλάστρα.Άνοιξε την ντουλάπα. Το φόρεμά της. Το κόκκινο με τις ά-σπρες μαργαρίτες. Γκρι με άσπρες μαργαρίτες το βρήκε. Έ-τρεξε στο μπάνιο. Πήρε το κραγιόν της, το κατακόκκινο.Σκούρο γκρι κι αυτό. Σωριάστηκε στα πλακάκια...

Συνήλθε μετά από ώρα. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπότης. Κάπως καλύτερα. Προσπάθησε να δει τα πράγματα ψύ-χραιμα. «Αχρωματοψία», σκέφτηκε. «Πρέπει να πάω σεγιατρό, να το ψάξω». Ήπιε λίγο γάλα, κόμπος το στομάχι της.Έπεσε για ύπνο νωρίς. Ένιωθε τόσο εξαντλημένη...

Τον είδε πάλι στο όνειρό της. Όπως κάθε βράδυ απότότε που έφυγε. Για πάντα. Ξαφνικά, δυο μήνες πριν. «Καρδιά»,είπαν οι γιατροί. Τι καρδιά; Πώς καρδιά; Εκείνος ήταν τόσογερός... τόσο δυνατός... Κι όμως έφυγε. Και την άφησε μόνη.Ρημαγμένη, άψυχη. Να ζει χωρίς να ζει. Να κοιτάζει χωρίς

Page 12: η μετακόμιση των χρωμάτων

να βλέπει. Να ακούει χωρίς να καταλαβαίνει. Ζωντανή νε-κρή...

Τον είδε να της προσφέρει ένα μπουκέτο παπαρούνες.Όπως τότε, στην εκδρομή. Στο πράσινο λιβάδι, πάνω στοβουνό. Κι ήταν κόκκινες. Κατακόκκινες! Και το φουστάνι της,κόκκινο κι αυτό. Με άσπρες μαργαρίτες. Είχε ξαναβρεί τοκόκκινο -έστω και στο όνειρο...

Σηκώθηκε με κεφάλι βαρύ. Διστακτικά, σέρνοντας ταβήματα, πήγε προς τη γλάστρα. Τα τριαντάφυλλα ήταν πά-ντα γκρίζα. Έκανε να τα αγγίξει. Τράβηξε πίσω το χέρι σαννα την διαπέρασε ρεύμα. Τώρα ήταν γκρίζα και τα φύλλατους. Είχε χάσει και το πράσινο...

Δεν τόλμησε να πάρει το αυτοκίνητο. Δεν εμπιστευόταντον εαυτό της. Τα φανάρια είχαν μόνο πορτοκαλί πια. Πήρετο λεωφορείο. Αυτό τουλάχιστον εξακολουθούσε να είναιμπλε. Παρατηρούσε με ένταση τα ρούχα που φορούσαν οιάλλοι γύρω της. Όλα τα χρώματα ήταν εκεί εκτός από τοκόκκινο και το πράσινο. Αυτά λες και είχαν μετακομίσει σεάλλο πλανήτη...

Τις επόμενες μέρες άρχισε να συνηθίζει τον καινούριοκόσμο που έβλεπε. Έκλεισε και ραντεβού με το γιατρό.Μπορεί να ήταν κάτι παροδικό. Μπορεί να τα ξανάβρισκετα χρώματα. Τόσες μέρες και δεν είχε δει κάποια αλλαγή.Δεν είχε χάσει άλλο χρώμα. Μόνη της παρηγοριά τα όνειράτης. Εκεί που όλα ήταν όμορφα. Χαρούμενα. Πολύχρωμα.Εκεί που ήταν κι εκείνος. Σε πράσινα λιβάδια. Με κόκκινεςπαπαρούνες...

Μέχρι που, ξαφνικά, έχασε το μπλε. Απρόσμενα. Μέσασε μια στιγμή. Το λεωφορείο άρχισε να αλλάζει χρώμα μπρο-στά στα μάτια της. Σε δευτερόλεπτα είχε γίνει γκρίζο κι αυ-τό. Τρελάθηκε. Κατέβηκε σαν κυνηγημένη. Σαν και να ήτανκάτι κολλητικό, κάτι φριχτά μεταδοτικό μέσα στο βαρύόχημα. Κάτι που θα κολλούσε πάνω της και θα την ξεθώριαζε

12 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 13: η μετακόμιση των χρωμάτων

κι εκείνη. Θα την έκανε γκρίζα, μέσα κι έξω...Έκανε όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι της τρέχοντας. Προ-

σπαθούσε να μη βλέπει γύρω της. Έτρεμε στη σκέψη ότι θατα έχανε όλα. Λες κι αν δεν κοίταζε, θα το ξόρκιζε. Το κακό.Το μίασμα. Ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτό που της συνέβαινε.Μάταια. Έτρεχε κι έχανε συνέχεια χρώματα. Σε κάθε βήμαλες. Το κίτρινο στα τραμ. Το πορτοκαλί στα φανάρια. Το γα-λάζιο στον ουρανό. Μέχρι να φτάσει σπίτι τα είχε χάσει όλα.Ακόμα και τις αποχρώσεις τους. Το λιλά, το ροζ, το λαδί...όλα...

Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κοίταξε γύρω της. Όλαγκρίζα. Σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι. Από το πιο ανοιχτό,το άσπρο-ασημί, μέχρι το πιο σκούρο, το ανθρακί-μαύρο.Ένας κόσμος γκρίζος. Σκοτεινός, καταθλιπτικός. Απ’ όπου ταχρώματα είχαν δραπετεύσει, είχαν χαθεί. Άρχισε να ουρλιάζει.Δεν το άντεχε αυτό. Ήθελε να κοιμηθεί... να κοιμηθεί... καινα μείνει στα όνειρά της. Εκεί που είχαν μετακομίσει όλα ταχρώματα. Εκεί που ζούσε κι εκείνος...

Πήγε στο ντουλάπι του φαρμακείου κι άπλωσε το χέριστα υπνωτικά της χάπια. Τα κίτρινα. Που είχαν γίνει γκρίζα.Κατέβασε όλο το μπουκαλάκι μονομιάς. Πήγε παραπατώνταςστον καναπέ. Ένιωσε να χαλαρώνει... να χαλαρώνει... να βυ-θίζεται...

Πρώτο γύρισε το κόκκινο. Στα τριαντάφυλλα. Τους χα-μογέλασε με ευγνωμοσύνη. Ύστερα το πράσινο... το κίτρινο...το μπλε, το πορτοκαλί, το λιλά. Κι έγινε ο κόσμος της πολύ-χρωμος και πάλι. Κι όσο βυθίζονταν, τόσο όλα γύρω χρω-ματίζονταν. Ένιωσε τα πόδια της να βουλιάζουν σε δροσερό,βελούδινο, καταπράσινο γρασίδι... Τα χέρια της να χαϊδεύουνχρυσοκίτρινες μαργαρίτες...

Και τη στιγμή που όλα θάμπωναν γύρω της, τον είδε ναέρχεται. Σαν μέσα σε ομίχλη. Χαμογελώντας. Κρατώνταςκατακόκκινες παπαρούνες στα χέρια. Τις ακούμπησε στα

13Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 14: η μετακόμιση των χρωμάτων

μαλλιά της τρυφερά. Έσκυψε, τη φίλησε. Τον φίλησε κιεκείνη. Και του χάρισε την τελευταία της ανάσα. Πάντα χα-μογελώντας...

14 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net τίτλος σπουδής.

Page 15: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μπλε γραμμή*

«Τραβάω λοιπόν σ’ όλα μια κόκκινη γραμμή», έλεγετο τραγούδι. Γραμμή διαγραφής. Να τα σβήσει ό-λα με μια μονοκοντυλιά, να χαθούν, να μη τα σκέ-

φτεται. Να μην πονά. Να μη τον θυμάται με τη βαλίτσα στοχέρι, να μη θυμάται εκείνο το «τελειώσαμε», το τόσο κάθετο,το τόσο ψυχρό.

«Τι εννοείς;» κατάφερε να μουρμουρίσει μόλις συνήλθεαπό το χαστούκι. «Τι τελειώσαμε... πώς... γιατί τελειώσαμε;»

«Γιατί πιστεύω ότι αυτή η σχέση έκανε τον κύκλο της κιέχει σταματήσει πια να μου προσφέρει πράγματα, οπότεκαι δεν βλέπω τον λόγο να συνεχίσει να υπάρχει», απάντησεεκείνος επίπεδα και το ίδιο ψυχρά. «Είναι η καινούρια μουφιλοσοφία, αν θες».

Δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Εκείνος τα έλεγε όλα αυτά;Εκείνος; Που είχαν ζήσει τόσα μαζί; Όμορφα, στενάχωρα,ζόρικα, χαρούμενα... αλλά μαζί; Που του είχε καταθέσει α-φειδώλευτα όλο της το είναι; Αγάπη, φροντίδα, στήριξηστα δύσκολα, πανηγύρια στις επιτυχίες...

Και τώρα; Τώρα τι; Της πετούσε κατάμουτρα ένα «τελει-ώσαμε, δεν σε χρειάζομαι πια» κι αυτό ήταν όλο; Δεν ταίριαζεπλέον με την «καινούρια του φιλοσοφία», όπως την αποκα-λούσε; Σκόνη στον άνεμο όλα όσα τους είχαν δέσει τόσο,όπως πίστευε, σφιχτά;

Δεν συνέχισε την κουβέντα, δεν είχε νόημα. Τον ήξερεπια καλά, είχε πάρει τις αποφάσεις του και θα ήταν ανώφελονα προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη ή, έστω, να το ξανα-

Page 16: η μετακόμιση των χρωμάτων

σκεφτεί. Δεν έκλαψε, δεν συννέφιασε, δεν άφησε να φανείπόσο μεγάλη ήταν η τρύπα που άνοιξε μέσα της. Η αξιο-πρέπειά της από τη μια κι ένα ένστικτο αυτοπροστασίας α-πό την άλλη, την συγκράτησαν από το να του εκφράσει ό-λα εκείνα που φουρτούνιαζαν μέσα της.

Αντίθετα χαμογέλασε. «Εσύ ξέρεις», του είπε γλυκά. «Αφούαποφάσισες να εξορίσεις από τη ζωή σου όλους εκείνουςπου σου πρόσφεραν μέχρι τώρα -αλλά όχι πια- έχει καλώς.Αντίο και καλή ζωή... κι εύχομαι να μη σου γυρίσει μπούμε-ρανγκ αυτή σου η φιλοσοφία».

Εκείνος της έριξε μια παράξενη ματιά κι έφυγε την ίδιαστιγμή χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής. Ούτε ένα τηλε-φώνημα -έτσι, για να μάθει τι κάνει, σαν ένδειξη αναγνώρισηςγια τα όσα είχαν ζήσει μαζί. Από κοινούς φίλους έμαθε ότιείχε αλλάξει δουλειά, με μεγαλύτερες αποδοχές, κι είχε με-τακομίσει σε άλλη πόλη. Καλύτερα έτσι. Τουλάχιστον δενκινδύνευε να τον ξαναδεί, έστω και τυχαία.

Έμεινε μέρες κλεισμένη στο σπίτι της, στο μέχρι χτεςσπίτι «τους», ψάχνοντας να βρει πού έφταιξε, τι έφταιξε κιέγιναν όλα αυτά. Πέρασε γρήγορα από την κατάθλιψη στηνοργή κι έμεινε εκεί για πολύ. Τότε ήταν που θυμήθηκε τοτραγούδι για την κόκκινη γραμμή. «Για μένα γράφτηκε», σκέ-φτηκε πικρά, «και για όλες τις “εμένα” -κι έχει δίκιο, πρέπεινα πάρουμε ένα κόκκινο μολύβι, ένα μολύβι στο χρώμα τηςφωτιάς και του θυμού, και να διαγράψουμε κάθε τι που μαςπόνεσε, που μας εξόργισε».

Και το ’κανε. Με έναν κόκκινο μαρκαδόρο μουτζούρωσεφωτογραφίες, γράμματα, CD δικά «του», βιβλία που τουάρεσαν. Ωστόσο καθόλου δεν βοήθησε αυτό, καθόλου δενκαταλάγιασε την οργή μέσα της. Γιατί μόνο αυτό ένιωθεπια. Όχι αγάπη. Όχι θλίψη. Μόνο οργή. Για κείνον και τηναναλγησία του, για τον εαυτό της και τη βλακεία της να τονεμπιστευθεί, να τον πιστέψει, να μη δει έγκαιρα τα σημάδια

16 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 17: η μετακόμιση των χρωμάτων

-ή τα είχε δει και τα είχε αγνοήσει; Μπορεί... κι αυτό αύξανετην οργή της. Μάζεψε τα κατακόκκινα κατεστραμμένα εν-θύμια σε μια μεγάλη σακούλα και τα πέταξε στα σκουπίδια.Ωστόσο συνέχισε να βράζει μέσα της.

Μέχρι χτες βράδυ. Που συνειδητοποίησε ξαφνικά πωςδεν τον είχε σκεφτεί όλη μέρα. Που κοίταξε μέσα της καιδεν είδε οργή, δεν ανίχνευσε θλίψη. Που αναρωτήθηκε «τιαισθάνομαι» κι η απάντηση ήταν «αδιαφορία». Πλήρης. Έ-φερε τη μορφή του στο νου της κι ήταν σαν να έβλεπε ένανξένο. Κάποιο πρόσωπο που κάπου, κάποτε, είχε συναντήσει.Που δεν μπορούσε να την πονέσει πια. Που έφτανε να νιώ-θει ακόμη και συμπόνια γι’ αυτόν, για τη στεγνή του ψυχή,για την αδυναμία του να δώσει χωρίς να ζητά ανταλλάγματα,για την ανικανότητά του να αγαπήσει ανυστερόβουλα,άδολα, απλά. Και τότε ήταν που τη σκέφτηκε.

Τη μπλε γραμμή. Τη γραμμή του ψυχρού μπλε. Της από-λυτης παγωνιάς. Σαν να την έβλεπε μπροστά της να ψηλώνει,να φαρδαίνει και να διαγράφει -οριστικά αυτή τη φορά- καιεκείνον, και όσα είχαν ζήσει μαζί, και την πίκρα, και την ορ-γή της. Ό,τι δεν είχε καταφέρει τόσο καιρό να σβήσει ηκόκκινη γραμμή, η γραμμή του πάθους, του θυμού, της από-γνωσης, το έκανε μέσα σε μια νύχτα η μπλε γραμμή. Η γραμ-μή της κρύας αδιαφορίας. Η γραμμή που συμβόλιζε τη για-τρειά της. Την απόδραση από το κακότυχο παρελθόν της.

Πήρε μια λευκή κόλλα χαρτί κι έγραψε το όνομά του μεμαρκαδόρο μπλε. Ύστερα ζωγράφισε γύρω του έναν κύκλο-μπλε πάντα. Κόλλησε το χαρτί στο ψυγείο μ’ ένα μαγνητάκιαπό κάποιες παλιές διακοπές τους στο Λονδίνο. Έκανε έναβήμα πίσω και, «τελειώσαμε, χρυσέ μου», είπε χαμογελώ-ντας.

Ύστερα από τόσο καιρό μπορούσε και πάλι να χαμογελά.

17Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net τίτλος σπουδής.

Page 18: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μαθήματα χορού*

Ηκουρτίνα της μπαλκονόπορτας ίσα που ανέμιζε στοελαφρύ απογευματινό αεράκι. Ολόλευκη, πλούσια,σαν νυφιάτικο πέπλο. Ή σαν αέρινη, τούλινη φούστα

πρίμα μπαλαρίνας. Ναι, αυτό ήταν. Αυτό της θύμιζε. Πρίμαμπαλαρίνα. Σαν αυτή που θα γινόταν και η ίδια μια μέρα.Γιατί το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της από τότε που ήτανμικρή, τόσο δα παιδάκι. Όταν έπιασε για πρώτη φορά τιςροζ πουέντες στα χέρια της. Όταν φόρεσε για πρώτη φοράτο άσπρο κολάν με την κοντή, φουντωτή φουστίτσα. Ότανκατάφερε για πρώτη φορά να ταιριάσει τα βήματά της μ’εκείνα των άλλων κοριτσιών στις πέντε ποζισιόν που τουςέδειχνε η μαμζέλ Αντελί.

Παραμέρισε την κουρτίνα και βγήκε στη βεράντα. Αν καιμέρα ακόμη, τα φώτα είχαν ανάψει στον τρίτο όροφο τηςαπέναντι πολυκατοικίας. Η σχολή χορού ξεκινούσε νωρίςτα μαθήματα με τις μικρές μαθήτριες στην αρχή και τις με-γαλύτερες αργότερα. Τα μικρά ήταν η αδυναμία της. Κορι-τσάκια τριών και τεσσάρων χρονών, με τα μαλλάκια πιασμέναψηλά σε χαριτωμένους κότσους για να μην εμποδίζουν τηνκίνηση και προσωπάκια σοβαρά, προσηλωμένα στις οδηγίεςτης δασκάλας τους.

Βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα της κι έπιασε τακυάλια από το διπλανό τραπεζάκι. Οι δυνατοί φακοί έφεραντη μεγάλη σάλα με το γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα μπροστάτης, στη βεράντα της. Οι μικρές μπαλαρίνες είχαν πάρει τη

Page 19: η μετακόμιση των χρωμάτων

θέση τους στη μπάρα, δίπλα στον τεράστιο καθρέφτη πουέπιανε όλο τον τοίχο της αίθουσας, κι είχαν ήδη αρχίσει νακάνουν τις πρώτες ασκήσεις συγχρονισμού κάτω από τουςήχους μιας μουσικής που η απόσταση δεν την άφηνε να ξε-χωρίσει. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά, έψαξε για λίγο στοκινητό, βρήκε τη «Λίμνη των κύκνων» και πάτησε το κουμπί.Η μαγική μελωδία του Τσαϊκόφσκι πλημμύρισε το μυαλόκαι την ψυχή της, καθώς συνέχισε να κοιτάζει χαμογελώνταςαχνά τις λιλιπούτειες αέρινες, λευκές φιγούρες, που τώραστροβιλίζονταν με χαριτωμένη αδεξιότητα στο παρκέ τηςσχολής.

Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Ήταν η ίδια μια λευκή αέρινηφιγούρα που γλιστρούσε με χάρη πάνω σε μια τεράστιασκηνή. Η ορχήστρα έπαιζε τη «Λίμνη» κι εκείνη, η Οντέτ,ένιωθε ότι πετούσε. Οι άλλες χορεύτριες του μπαλέτου πα-ραμέριζαν για να περάσει και υποκλίνονταν στο ταλέντοκαι την απαράμιλλη τεχνική της. Ο Ζίγκφριντ εμφανίστηκεπίσω από τις βαριές κόκκινες βελούδινες κουρτίνες και τηνπλησίασε με αδρές, κοφτές κινήσεις. Την έπιασε από τη μέ-ση κι άρχισαν να στροβιλίζονται μαζί, οργώνοντας τη σκηνήαπ’ άκρη σ’ άκρη σε ένα χορευτικό κρεσέντο που καθήλωσετο κατάμεστο θέατρο. Κι όταν την σήκωσε ψηλά κι εκείνηάρχισε να ανεμίζει τα χέρια της σαν ντελικάτες εύθραυστεςφτερούγες, οι θεατές ξέσπασαν σε ένα ξέφρενο χειροκρότημαπου την έκανε να νιώσει ότι πετούσε στ΄αλήθεια, μεθυσμένηαπό τον θρίαμβό της. Ο παρτενέρ της την κατέβασε ανάλαφρακαι κρατώντας την από το χέρι την οδήγησε στο κέντρο τηςσκηνής, όπου υποκλίθηκαν στο κοινό που τους αποθέωνε.Γύρισε και τον κοίταξε κι εκείνος της ανταπέδωσε τη ματιάσχηματίζοντας τη λέξη «σ’ αγαπώ» άηχα με τα χείλη του.Χαμογέλασε ευτυχισμένη. Ήταν ο δικός της πρίγκιπας, οδικός της Ζίγκφριντ -και κανένας κακός μάγος, καμία Οντίλ,δεν θα μπορούσαν ποτέ να τους χωρίσουν.

19Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 20: η μετακόμιση των χρωμάτων

Είχε σουρουπώσει για τα καλά όταν η μητέρα της τηνπλησίασε αθόρυβα. «Πάλι μπαλέτο έβλεπες, κοριτσάκι μου...»,μουρμούρισε θλιμμένα. Παραμέρισε μια τούφα από ταμαλλιά της, έσκυψε και φίλησε τρυφερά το αποκοιμισμένοτης πρόσωπο και μάζεψε τα κυάλια από την αγκαλιά της.

Ύστερα την σκέπασε απαλά με την καρό κουβέρτα, πουείχε γλιστρήσει από την αναπηρική πολυθρόνα στα πλακάκιατης βεράντας...

20 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία των εκδόσεων τοβιβλίο Μια εικόνα...Χίλες λέξεις! (2016), από την ομώνυμη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net.

Page 21: η μετακόμιση των χρωμάτων

Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ*

«Σκέφτηκες άραγε ποτές σ’ ένα σταθμό, σ’ ένα εξπρές πόσοι καημοί, πόσες χαρές, πόσες λαχτάρες»

«Εσύ μας έλειπες», μουρμούρισε δύσθυμα η Αρετήστη Βίκυ Μοσχολιού κοιτάζοντας το παγωμένοτοπίο που περνούσε έξω από το παράθυρό της.

Από το πρωί όλα πήγαιναν στραβά. Λες και το σύμπανείχε συνωμοτήσει να εμποδίσει αυτό το ταξίδι στο χωριόπου μεγάλωσε, κάπου στη μέση του θεσσαλικού κάμπου.Το σχεδίαζε καιρό, μη σου πω κανά εξάμηνο τώρα. Η αδελφήτης όλο και της παραπονιόταν ότι δεν είχε αξιωθεί να πάεινα δει τα επιτεύγματά της εδώ και τρία χρόνια, όταναποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να πάει να δοκι-μάσει την τύχη της στην ιδιαίτερη πατρίδα της.

Παιδί της κρίσης η Αναστασία, είχε κορνιζώσει το μετα-πτυχιακό της κάτω από το πτυχίο της γεωπονικής και γιαπέντε χρόνια υποαπασχολούνταν σε διάφορες άσχετες δου-λειές ή έμενε άνεργη για μεγάλα διαστήματα να κοιτάζειμελαγχολικά τις κορνίζες -μέχρι που κάποια μέρα πήρε ανά-ποδες, τα μάζεψε και γύρισε στο μεγαλοχώρι της Θεσσαλίας,όπου έμενε ακόμη η μάνα τους. Κανόνισαν τα διαδικαστικά,πήρε στο όνομά της το οικογενειακό χτήμα των δέκα στρεμ-μάτων κι έπεσε με τα μούτρα στην εναλλακτική καλλιέργεια.Επέλεξε να φυτέψει στέβια -μια σοφή επιλογή, όπως απο-δείχτηκε στη πορεία, μιας και ήδη από τον δεύτερο χρόνοείχε αρχίσει να βλέπει εντυπωσιακά αποτελέσματα και τιςκαταθέσεις της στην τράπεζα να ανεβαίνουν.

Page 22: η μετακόμιση των χρωμάτων

Αυτά τα όμορφα είχε αποφασίσει να πάει να δει η Αρετή-αλλά κάποιος κάπου εκεί έξω, στο άπειρο, είχε μάλλον δια-φορετική γνώμη και διασκέδαζε με το να της βάζει τρικλο-ποδιές.

Ο πρώτος κακός οιωνός ήταν η άρνηση του αυτοκινήτουτης να πάρει μπρος το πρωί -έτσι, στα καλά καθούμενα. «Α-πό την παγωνιά θα είναι, θα χιονίσει όπου να ’ναι», σκέφτηκεσφίγγοντας πάνω της το μπουφάν της. «Μπαταρία», απεφάνθηπερισπούδαστα ο περιπτεράς, «ντίζα γκαζιού» ήταν η τελικήδιάγνωση της οδικής βοήθειας. Καθισμένη στα παγωμένασκαλάκια της πολυκατοικίας έβλεπε περίλυπη το αμαξάκιτης να απομακρύνεται πάνω στο γερανό και τα σχέδιά τηςνα ναυαγούν άδοξα. «Το ΚΤΕΛ!», αναφώνησε ξαφνικά. «Υπάρ-χει και η συγκοινωνία, μην τρελαίνεσαι!» Έκανε σήμα στοταξί που έστριβε εκείνη την ώρα στη γωνία, πήρε το βαλιτσάκιτης και ξεκίνησε για τον σταθμό της Λιοσίων.

Φτάνοντας εκεί ένιωσε σαν να βρισκόταν σε εμπόλεμηζώνη. Κόσμος που έτρεχε πάνω-κάτω, μπαγκάζια, παιδάκιαπου τσίριζαν, ηλικιωμένοι παραζαλισμένοι, μεγάφωνα πουκάτι ούρλιαζαν αλλά κανείς δεν άκουγε, ενώ οι πρώτες α-ραιές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν από έναν μουντό ουρανό,καθισμένο πάνω στα κεφάλια τους θαρρείς. Σπρώχνονταςκατάφερε να φτάσει μέχρι το γκισέ και να ρωτήσει τον υ-πάλληλο πότε είχε δρομολόγιο για το χωριό της -για να ει-σπράξει την απίστευτη απάντηση «δεν κινείται τίποτε,κοπέλα μου, έχει κλείσει ο δρόμος στη Μαλακάσα από τοχιόνι και τον πάγο. Αύριο και βλέπουμε».

Αύριο; Τι αύριο, πώς αύριο; Εκείνη είχε ετοιμαστεί, είχεφτιάξει βαλίτσα, είχε πάρει άδεια από τη δουλειά της, είχεειδοποιήσει μάνα κι αδελφή. Δεν γινόταν αύριο, σήμεραέπρεπε να φύγει -και του το είπε. Αυτός την κοίταξε για μιαστιγμή έτοιμος ν’ αρπαχτεί (εγώ φταίω που χιόνισε, μαντάμ;)αλλά κάτι στο βλέμμα της τον συγκράτησε, κάτι σαν ικεσία.

22 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 23: η μετακόμιση των χρωμάτων

«Γιατί δεν πάτε με το τρένο;» της πρότεινε. «Αυτό δεν κατα-λαβαίνει από χιόνια και πάγους».

Για πότε τον ευχαρίστησε, για πότε πήδηξε στο πρώτοταξί που βρέθηκε μπροστά της, για πότε βρέθηκε στο στα-θμό Λαρίσης, ούτε και που το κατάλαβε. Τα πράγματα ήτανπιο ήσυχα εδώ, λιγότερος ο κόσμος -τα τρένα δεν πάνε,βλέπεις, σε όλα τα μέρη που μπορεί να πάει το ΚΤΕΛ, άσεπου μάλλον δεν είχαν σκεφτεί, ακόμα τουλάχιστον, αυτήτην εναλλακτική οι παραλοϊσμένοι της Λιοσίων. Έβγαλε ει-σιτήριο, σωριάστηκε εξουθενωμένη σε μια θέση δίπλα στοπαράθυρο χωρίς καλά καλά να πιστεύει ότι έφευγε τελικά(ακόμη κι όταν το τρένο άρχισε βαριεστημένα να κυλά στιςράγες) κι έβαλε τα ακουστικά του κινητού στ’ αυτιά της.

«Σκέφτηκες άραγε ποτές όλες αυτές τις διαδρομέςσε ποιο σταθμό ήσουνα χθες σε ποιο βαγόνι»

Το τράνταγμα του τρένου την ταρακούνησε πάνω πουείχε αρχίσει να γλαρώνει. Κοίταξε αλαφιασμένη έξω. Τι έγινεπάλι; Τράκαραν, εκτροχιάστηκαν, τι; Χριστέ μου, δεν θαέφτανε ποτέ στο χωριό της; Η φωτεινή πινακίδα «ΟΙΝΟΗ»την καθησύχασε κάπως -τουλάχιστον ήταν σε σταθμό. Πάνωπου ετοιμαζόταν να σηκωθεί να πάει να δει τι συμβαίνει,μπήκε μέσα ο σταθμάρχης εξηγώντας απολογητικά στουςεπιβάτες ότι μια κολόνα της ΔΕΗ είχε πέσει πάνω στιςγραμμές και θα είχαν μια μικρή (πόσο μικρή, έλεος...) καθυ-στέρηση μέχρι να την απομακρύνουν.

Ξανασωριάστηκε στη θέση της απελπισμένη. Κούραση,ένταση, αγωνία -πόσο πια να αντέξει. Να περνούσε και ναμην ξανάρχονταν αυτή η μέρα... να γινόταν να σπρώξει τοχρόνο, να φύγουν οι ώρες, να δραπετεύσει από τούτη τηνταλαιπωρία, να διαγράψει το ενοχλητικό παρόν. Ένιωσε ταδάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της και κόλλησε τοπρόσωπο στο παράθυρο -μη γίνουμε και εντελώς ρεζίλιστους υπόλοιπους, εξίσου απογοητευμένους και αγανακτι-

23Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 24: η μετακόμιση των χρωμάτων

σμένους επιβάτες. Έμεινε για λίγο με το μέτωπο ακουμπισμένοστο παγωμένο τζάμι, ενώ η ανάσα της θάμπωνε τη λεία τουεπιφάνεια. Άρχισε αφηρημένη να ζωγραφίζει σχέδια με τοδάχτυλο πάνω στη θαμπάδα -έναν μαίανδρο, μια σπείρα,έναν ήλιο.

Στον ήλιο στάθηκε. Μια αλλόκοτη σκέψη άρχισε να σχη-ματίζεται στο μυαλό της. Σκέφτηκε ότι σε έξι (ας πούμε)μήνες από τώρα, εκείνη θα ήταν σε κάποια παραλία με τονήλιο πάνωθέ της και τις αναμνήσεις από τούτη την ταλαιπωρίανα έχουν ξεθωριάσει, να έχουν σβηστεί. Προς τι λοιπόν όληαυτή η αναστάτωση; Και γιατί να θέλει να σπρώξει τονχρόνο να φύγει; Μήπως και θα τις ξαναζούσε ποτέ αυτές τιςστιγμές, τις έστω δύσκολες; Όπως και να ’χει, δικές της ήταν,κομμάτι της ζωής της κι ας ήταν ανάποδες -κι όταν έφευγαν,δεν θα γυρνούσαν ποτέ ξανά. Στο κάτω κάτω της γραφήςκαι τα ζόρικα έχουν την αξία τους -αλλιώς, πώς θα εκτιμούσαμετα όμορφα; Με τη διάθεση εντελώς αλλαγμένη σχημάτισετον αριθμό της αδελφής της στο κινητό.

«Σ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ που τρέχει πάνω στη ζωήκι όλο μαζεύει η γραμμή όλο τελειώνει»

επέμενε η Μοσχολιού -μα την Αρετή δεν την ένοιαζεπια!

24 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net τρενογραφίες.

Page 25: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ξεχασμένο τσιγάρο*

Με άναψες και με παράτησες στο τασάκι. Κι απ’ ό,τιβλέπω, το ίδιο κάνεις εδώ και πολλή ώρα. Σωρόςτα τσιγάρα που κάηκαν μόνα τους. Αλήθεια, γιατί

τα ανάβεις;Σε βλέπω που πηγαινοέρχεσαι αγριεμένος. Καναπές μπαλ-

κονόπορτα και πάλι πίσω. Με τα χέρια δεμένα πίσω από τηνπλάτη. Με τα χέρια να ανεμίζουν καθώς μονολογείς ακατά-ληπτα. Δεν βγάζω άκρη. Κάτι για το κινητό. Κάτι για κάποιομήνυμα.

Αυτό το κινητό κοντεύεις να το διαλύσεις. Μια το κοιτάς,μια το πετάς στον καναπέ. Μετά το ξαναπιάνεις, το ανοίγεις.Τι γράφει τέλος πάντων και σ’ έχει αναστατώσει τόσο πολύ;Είναι κάνα δίωρο τώρα που έκανε «μπιπ», ήμουν ακόμη μέ-σα στο πακέτο όταν το άκουσα. Κι από τότε δεν έχεις ησυ-χία.

Στέκεσαι μπροστά μου με το βλέμμα χαμένο. Ούτε καιθυμάσαι ότι με άναψες. Κάνεις να με πιάσεις, το μετανιώνεις.Τραβάς το χέρι, αρπάζεις το ποτήρι από δίπλα μου και τοπετάς με μανία στον απέναντι τοίχο. Το κιτρινωπό του πε-ριεχόμενο κατρακυλάει αργά και φτάνει στο χαλί. Το μου-σκεύει. Εσύ το παρακολουθείς αδιάφορα, με γυάλινα μάτια.

Πηγαίνεις πάλι προς την μπαλκονόπορτα. Την ανοίγεις.Βρέχει πολύ έξω και φυσάει. Ο αέρας μπαίνει μέσα ορμητικά,σπρώχνει τις κουρτίνες και φέρνει τη βροχή σχεδόν μέχριτο τασάκι μου. Αδιαφορείς. Κάθεσαι στο άνοιγμα της πόρταςκι αφήνεις το νερό να σε μουσκεύει. Βρέχει τα μαλλιά σου,

Page 26: η μετακόμιση των χρωμάτων

κυλάει στο πρόσωπο και το λαιμό σου, τρυπώνει στο που-λόβερ σου. Τα μάτια σου γυαλίζουν κι είναι κι εκείνα γεμάτανερό μέσα τους. Τι περίεργο...

Το κινητό χτυπάει. Τρέχεις με λαχτάρα, σκοντάφτεις στοτραπεζάκι, παραλίγο να πέσεις. Το αρπάζεις. «Εσύ είσαι;»λες με απογοήτευση. «Δεν έχω όρεξη, παράτα με». Τοκλείνεις, το ξαναπετάς στον καναπέ. Με μια απότομη κίνησηκλείνεις και τη μπαλκονόπορτα. Οι κουρτίνες μαγκώνουν,σχεδόν ξεκολλούν από τους κρίκους. Αδιαφορείς. Γεμίζειςένα καινούριο ποτήρι και το κατεβάζεις μονορούφι. Η γκρι-μάτσα στο πρόσωπό σου δηλώνει ότι το σιχαίνεσαι. Τότεγιατί το πίνεις;

Ανάβεις τσιγάρο. Άλλο. Έχεις ξεχάσει ότι εγώ ακόμη καίωστο τασάκι. Το κοιτάζεις κι αυτό με την ίδια γκριμάτσα απο-στροφής. Το πετάς κάτω και το πατάς με λύσσα πάνω στοχαλί. Δε σε νοιάζει που το καις, που το λερώνεις. «Τελειώσαμε»,ουρλιάζεις. Στο τσιγάρο; Στον εαυτό σου; Σε ποιον; Δενμπορώ να καταλάβω, ένα απλό τσιγάρο είμαι. Με διάρκειαζωής κάτι λίγα λεπτά, πόσα να προλάβω να μάθω...

Σε βλέπω που πηγαίνεις στο μπάνιο. Ακούω το νερό νατρέχει κι εσένα να βγάζεις κάτι παράξενους ήχους. Κλαις;Αυτό είναι, κλαις. Αλλά με μανία, με απόγνωση. Σ’ ακούω ναχτυπάς τις γροθιές σου στο ντουλάπι. Φωνάζεις. Και πάλιασυνάρτητα. Κάτι σαν «...ώσαμε». «Τελειώσαμε»; Αυτό λες;Ποιοι τελειώσατε... και γιατί αυτό σε πονάει τόσο πολύ;

Το κινητό ξαναχτυπάει. Τρέχεις. Πάλι δεν είναι αυτός πουπεριμένεις, το βλέπω στο πρόσωπό σου. Ωστόσο αυτή τηφορά δεν το κλείνεις. Όποιος και να ’ναι στην άλλη άκρη,αρχίζεις πάλι να ουρλιάζεις. «Τελειώσαμε... αυτό μόνο μουέγραψε... Τελειώσαμε... Ακούς; Τελειώσαμε... Έτσι απλά... σαννα μην τρέχει τίποτε, σα να μη ζήσαμε τα όσα ζήσαμε...Μου ’γραψε ένα τελειώσαμε σε μήνυμα. Ακούς; Σε μήνυμα...Όχι να μου το πει κατά πρόσωπο ούτε καν στο τηλέφωνο...

26 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 27: η μετακόμιση των χρωμάτων

Σε μήνυμα... χα!... Πόση περιφρόνηση, πόση απαξίωση...Όλα ψέματα... ΨΕΜΑΤΑΑΑ...»

Πατάς με δύναμη το κουμπί, σχεδόν το ξεκολλάς. Καιξαφνικά καταρρέεις. Σωριάζεσαι στον καναπέ. Το κινητόσού πέφτει από τα χέρια. Ούτε που το προσέχεις. Περνάςκαι ξαναπερνάς τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά σου. Λεςκαι θέλεις να τα ξεριζώσεις. Μετά κρύβεις το πρόσωπομέσα στις παλάμες σου. Βγάζεις πάλι κάτι παράξενους ήχους.Αλλιώτικους όμως. Σαν αγρίμι που πιάστηκε σε παγίδα καιθρηνεί. Ναι, αυτό είναι. Σαν πληγωμένο αγρίμι.

Η κάφτρα μου έχει σβήσει από ώρα. Κι έχω μείνει εκεί,στο τασάκι μου, μισό μέσα και μισό έξω, και σε κοιτάζω.Πόσο σε συμπονάω... Να μπορούσα να σου μιλήσω... νασου πω πόσο σύντομη είναι η ζωή κι ας μην είσαι τσιγάρο...Κιας είναι η δική σου τόσο πολύ μεγαλύτερη απ’ τη δική μου...Κι ωστόσο παραμένει τόσο μικρή, σαν ανάσα. Να σου πωπως δεν αξίζει να τη χαλάς για κανένα μήνυμα, για κανένα«τελειώσαμε»...

Μα δεν μπορώ. Δεν είμαι παρά ένα τσιγάρο. Εφήμερο,μισοκαμένο, έτοιμο να πέσει κάτω ξεχασμένο. Τελειωμένο.Κι όμως νιώθω ότι εσύ είσαι πιο τελειωμένος από μένα.Ακόμη είσαι στον καναπέ. Ήσυχος. Έχεις πάρει ένα μαξιλάριαγκαλιά κι έχεις κρύψει μέσα του το πρόσωπό σου. Κουνάςτο σώμα σου ρυθμικά μπρος-πίσω χωρίς να βγάζεις πια κα-νέναν ήχο. Μόνο η βροχή ακούγεται, που έχει δυναμώσει.Πόση ώρα να έχει περάσει άραγε;

Ξαφνικά πετάγεσαι πάνω με τόση φόρα που τρομάζωακόμη κι εγώ. Αρπάζεις το πεταμένο στο πάτωμα κινητό.Αρχίζεις να πατάς τα κουμπιά σαν μανιακός. Βρίσκεις αυτόπου ψάχνεις και το κοιτάς σαν να το βλέπεις πρώτη φορά.Με έκπληξη. Με απόγνωση. Αρχίζεις ξανά το ατέλειωτο πή-γαιν’-έλα. Καναπές, μπαλκονόπορτα και πίσω. Μουρμουρίζειςπάλι. «Τελειώσαμε... τελειώσαμε... πώς τελειώσαμε... γιατί

27Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 28: η μετακόμιση των χρωμάτων

τελειώσαμε...». Το ίδιο σκηνικό ξανά από την αρχή...Αλλά όχι. Δεν είναι το ίδιο. Είναι χειρότερο. Το λένε τα

μάτια σου. Κατακόκκινα, γυαλίζουν -κι ας είναι θολά. Ανοίγειςπάλι την μπαλκονόπορτα. Πάλι ορμά μέσα ουρλιάζοντας ηκαταιγίδα. Δεν το βλέπεις καν. Ορμάς κι εσύ -έξω, στο μπαλ-κόνι, που το μαστιγώνει η βροχή. Ουρλιάζοντας κι εσύ. Καιεκσφενδονίζεις το κινητό με λύσσα, με μίσος. Αυτό χάνεται.Εξαφανίζεται. Το καταπίνει το σκοτάδι και το κενό των οχτώορόφων που απλώνεται από κάτω.

Έχω παγώσει από τρόμο. Έχεις παγώσει κι εσύ. Στέκεσαιγια λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος με το βλέμμα του τρελούνα γυαλίζει στα μάτια σου. Έπειτα ρίχνεις πίσω το κεφάλι κιαρχίζεις να γελάς, να γελάς... Ένα γέλιο που με τρομάζει α-κόμη πιο πολύ από το ουρλιαχτό σου. Ανοίγεις τα χέρια σαννα θέλεις να αγκαλιάσεις τη βροχή, τον αέρα, τη νύχτα. Χο-ρεύεις. Ένα αλλόκοτο, δαιμονισμένο χορό.

Ύστερα δρασκελίζεις την κουπαστή. Κι η κραυγή σου«τελειώσαμεεεε» χάνεται στο κενό των οχτώ ορόφων...

28 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία των εκδόσεων τοβιβλίο Μια εικόνα...Χίλες λέξεις! (2016), από την ομώνυμη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net.

Page 29: η μετακόμιση των χρωμάτων

Καρέκλες ορφανές*

Τους έβλεπα πάντα μαζί.Ο καπεταν-Γιώργης, απόμαχος εργάτης της θάλασσαςπου παρέδωσε το καΐκι στο γιο του, ο οποίος συνέχισε

να οργώνει τα νερά του Αιγαίου ακολουθώντας την παράδο-ση της οικογένειας.

Ο δάσκαλος, κύριος Λεωνίδας, συνταξιούχος εκπαιδευ-τικός... που μεγάλωσε και έμαθε γράμματα σε γενιές καιγενιές παιδιών -και που όλοι τον προσφωνούσαν με σεβασμό«δάσκαλο», τίτλος τιμής γι’ αυτόν.

Κι ο «στρατηγός» κύριος Χαράλαμπος... που αποστρα-τεύτηκε πρόωρα με τον βαθμό του συνταγματάρχη αλλάόλοι στο νησί τον φώναζαν στρατηγό -κι εκείνος κορδώνοντανκαι ψήλωνε κάτι πόντους.

Ο καπετάνιος, ο στρατηγός, ο δάσκαλος. Φίλοι αχώριστοιχρόνων με μέσο όρο ηλικίας τα ογδόντα πέντε πλέον -λίγοπάνω, λίγο κάτω δεν έχει σημασία, από κάποια στιγμή καιμετά όλοι γινόμαστε συνομήλικοι.

Γέννημα θρέμμα του νησιού μας οι δυο πρώτοι, αρνήθηκανπεισματικά να το εγκαταλείψουν κλείνοντας τ’ αυτιά στιςσειρήνες της μεγαλούπολης -κι έμειναν εδώ, να φυλάγουνΘερμοπύλες. Ο στρατηγός, «νησιώτης εκ μεταγραφής» όπωςέλεγε χαριτολογώντας ο δάσκαλος, μιας και περνούσε εδώόλα του τα καλοκαίρια, εγκαταστάθηκε στο νησί μετά τηναποστράτευση και τον απροσδόκητο χαμό της γυναίκαςτου.

Μόνοι τους και οι άλλοι δυο. Χήρος από χρόνια ο καπε-

Page 30: η μετακόμιση των χρωμάτων

τάνιος, γεροντοπαλίκαρο εκ πεποιθήσεως (ή από τύχη; ήατυχία;) ο δάσκαλος, είχαν κατοχυρώσει το ακριανό τραπεζάκιστο βαμμένο με άσπρη και γαλάζια μπογιά καφενείο τουχωριού μας και κάθονταν με τις ώρες στις έναν τόνο πιοσκούρες γαλαζωπές ψάθινες καρέκλες του. Άλλοτε αγνα-ντεύοντας αμίλητοι το πέλαγος με μόνο ήχο το ρυθμικό τακτακ από το κομπολόι του στρατηγού και τα γλαροπούλιαπου έκρωζαν. Άλλοτε σχολιάζοντας τα νέα των εφημερίδωνκαι στήνοντας ομηρικούς καυγάδες για τα πολιτικά, πουωστόσο πάντα τελείωναν με γενναία ουζοκατάνυξη. Κιάλλοτε παίζοντας τάβλι ο δάσκαλος με τον καπετάνιο στοσιδερένιο τραπεζάκι, με τον στρατηγό να τραβά την καρέκλα«του», την έξω αριστερά, και να κάνει τον διαιτητή στις αψι-μαχίες τους.

Τους έβλεπα και τους χαιρόμουν. Τρεις ογδοντάρηδεςέφηβοι που απολάμβαναν τη ζωή του απόμαχου και δεν το’βαζαν κάτω.

Μέχρι που είδα τη μια καρέκλα αδειανή. Την μεσαία, τουκαπετάνιου. Σάλπαρε, έμαθα... για το ύστερο ταξίδι, το δίχωςεπιστροφή. Αφήνοντας απαρηγόρητους χαμένους τους άλ-λους δυο. Σώπασαν τα γέλια, σώθηκαν οι ψυχές. Απόμεινεκλειστό το τάβλι, σταμάτησαν τα πούλια να βροντούν. Αμί-λητοι οι άλλοι δυο, ν’ αγναντεύουν μοναχά το πέλαγο... πα-σχίζοντας, λες, να ξεδιακρίνουν τη φιγούρα του ταξιδεμένουφίλου τους πάνω στα κύματα που τόσο αγάπησε.

Ο στρατηγός ήταν ο πρώτος που λύγισε. Έφυγε σταξαφνικά κάτι μήνες μετά τον καπετάνιο. Ήσυχα, στον ύπνοτου. «Καρδιά» είπε ο γιατρός. Αυτή η ίδια καρδιά πουαγάπησε το νησί μας τόσο πολύ... που δεν άντεξε τον χαμότου φίλου... που κουράστηκε να χτυπά.

Ρήμαξε ο δάσκαλος. Όλη μέρα ριζωμένος στην καρέκλατου, την ακριανή από τα δεξιά, με τα μάτια στυλωμένα στιςάλλες δυο τις ορφανεμένες. Που κανείς δεν έκανε καν τη

30 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 31: η μετακόμιση των χρωμάτων

σκέψη να τις ακουμπήσει, να τις καθίσει. Από σέβας στουςταξιδεμένους... από σέβας στον απομείναντα της παρέας...που έβλεπε, θαρρείς, τους άλλους δυο να κάθονται ακόμασταυροπόδι πάνω τους. Ώρες ώρες τους μιλούσε κιόλας.Τον έβλεπα να σαλεύει τα χείλη σε μιαν άηχη κουβέντα... σ’ένα παράπονο που τον άφησαν στερνό να βολοδέρνει στημοναξιά του. Σ’ ένα παρακάλιο στον βαρκάρη να έρθει νατον πάρει κι αυτόν... να τον περάσει στην αντίπερα όχθη.Να τους ξανάβρει...

Κι ο βαρκάρης τον άκουσε... του το ’κανε το χατίρι. Τομάντεψα γυρνώντας στο νησί από μεγάλο ταξίδι. Όταν ξε-μπάρκαρα κι είδα και τις τρεις καρέκλες αδειανές, ερημωμένεςνα με κοιτάζουν με παράπονο. Μια θλίψη να τις βλέπεις...και ν’ αναθυμιέσαι.

Αλλά και μια παρηγοριά. Αλλόκοτη, παράλογη παρηγοριά.Τους ζωγράφιζα μέσα μου και τους τρεις στον καφενέ εκείψηλά. Αχώριστοι πλέον. Για πάντα μαζί. Να διαβάζουν τηνεφημερίδα. Να τσακώνονται και να φιλιώνουν στη στιγμήτσουγγρίζοντας τα ουζοπότηρα. Να χτυπούν με δύναμη ταπούλια. Και ν’ αγναντεύουν το απέραντο γαλάζιο του ουρα-νού... του Αιγαίου... το ταπεινό, αγαπημένο γαλάζιο του τοί-χου πίσω από τις καρέκλες τους... τις πολυκαιρισμένες... τιςορφανές...

Και να χαμογελούν...

31Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net Μια εικόνα... ΧίλιεςΛέξεις!

Page 32: η μετακόμιση των χρωμάτων

Γιούργια*

«Πω πω», μουρμούρισε με δέος η Ελβίρα. «Είναιτεράστιο!» Οι υπόλοιποι την κοίταξαν παραξε-νεμένοι.

Μόλις είχαν στρίψει στη γωνία και κατηφόριζαν για τολιμάνι φορτωμένοι με σακίδια, υπνόσακους, ψάθες, βατρα-χοπέδιλα και τα απαραίτητα ακουστικά στ΄αυτιά -όλα όσαχρειάζεται δηλαδή μια παρέα δεκαοχτάχρονων (αγανακτι-σμένων από τις πανελλήνιες) παιδιών για να περάσει μερικέςξένοιαστες μέρες σε κάποιο κυκλαδονήσι. Α, και το κυριότερο-το tablet ανά χείρας, μπας και τους ξεφύγει τίποτε στηνερημική παραλία ή στο απόμερο ψαροχώρι που λογάριαζαννα στρατοπεδεύσουν!

«Ποιο καλέ;» τη ρώτησε ξαφνιασμένη η Σάντυ (“Κυρια-κούλα” δηλαδή αλλά ούτε που να το ακούσει!)

«Μα... το καράβι...» αποκρίθηκε η Ελβίρα, που είχε κο-ντοσταθεί και θαύμαζε το κατάλευκο σκαρί με την φαρδιάκόκκινη μπάντα στα πλευρά του.

«Σιγά το τεράστιο!», είπε κοροϊδευτικά ο Γρηγόρης. «Πούνα δεις αυτό που μας πήγε πέρσι Πάτρα-Αγκόνα -σωστήπλεούμενη πολυκατοικία. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο βα-πόρι!»

Η Ελβίρα μαζεύτηκε ζεματισμένη. Τι ήθελε και μίλαγε;Τώρα θα είχαν μια ακόμη αφορμή για να την πειράζουν,όπως κάθε φορά που έλεγε ή έκανε κάτι που θύμιζε ότι είχε

Page 33: η μετακόμιση των χρωμάτων

γεννηθεί και μεγαλώσει σε άλλη χώρα, με άλλες παραστάσειςκαι εμπειρίες. Κι όσο κι αν ήταν φιλικά και καλοπροαίρετατα πειράγματα, εκείνη χαλιόταν το ίδιο κάθε φορά -και νευ-ρίαζε γι’ αυτό.

«Σιγά, ρε Μαγγελάνε!», μπήκε στη μέση η Αγγέλα νασώσει την κατάσταση. «Πήγες κι εσύ στην Ιταλία με τουςγονέους (αν είναι δυνατόν!) και μας κάνεις τον θαλασσοπόρο!Το καράβι είναι τεράστιο, έχει δίκιο η Ελβίρα».

Εκείνη την κοίταξε μ’ ένα σιωπηλό «ευχαριστώ» στοβλέμμα, πήρε βαθιά ανάσα κι αποφάσισε να περάσει στηναντεπίθεση. Άλλωστε, τι καλύτερο από το να σαρκάζεις οίδιος τον εαυτό σου, στερώντας έτσι κάθε επιχείρημα απότους άλλους.

«Και δεν σας είπα το καλύτερο -είναι η πρώτη φορά πουθα ταξιδέψω με καράβι, μικρό ή μεγάλο!» είπε δήθεν αδιά-φορα.

Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν, στ’ αλήθεια ξαφνιασμένοιαυτή τη φορά.

«Σοβαρά μιλάς;» τη ρώτησε ο Μάκης.«Σοβαρότατα!»«Στ’ αλήθεια δεν έχεις ξαναμπεί σε πλοίο;» επέμεινε ο

Γρηγόρης.«Ναι, ρε μεγάλε, στ΄αλήθεια, γιατί σου κάνει εντύπωση;

Εκεί που μεγάλωσα είχε τριγύρω βουνά, τη θάλασσα τηνείδα πρώτη φορά όταν ήρθαμε στην Ελλάδα. Την λάτρεψαμε το που την αντίκρυσα, αλλά η μάνα μου την τρέμει, ούτεν’ ακούσει για ταξίδι με καράβι. Για μένα αυτή η εκδρομήείναι κάτι που το ’θελα χρόνια, γι’ αυτό να μου κάνετε τηχάρη να με αφήσετε να την απολαύσω χωρίς εξυπναδούλεςκαι κρύα αστειάκια, ΟΚ;»

Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν άβολες ματιές. Την αγαπούσαντη φίλη τους, ήταν μαζί από το γυμνάσιο, κι αυτό της το ξέ-σπασμα τους έκανε ξαφνικά να νοιώσουν τύψεις και ενο-

33Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 34: η μετακόμιση των χρωμάτων

χές.Την αμήχανη σιωπή έσπασε ο Αντώνης, ο μόνος που δεν

είχε μιλήσει μέχρι στιγμής.«Μάγκες, έχουν δίκιο τα κορίτσια, το καράβι είναι τεράστιο

και μας περιμένει να πάμε να το καταλάβουμε! Τι λέτε; Έ-τοιμοι για τον Τιτανικό;»

«Γιούργιααα!!!», συμφώνησαν κι οι άλλοι αλαλάζοντας κιάρχισαν να κατηφορίζουν τρέχοντας προς το λιμάνι, με ταβατραχοπέδιλα και τις ψάθες να ανεμίζουν θριαμβευτικά!

34 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net θερνικές σύντομεςιστορίες.

Page 35: η μετακόμιση των χρωμάτων

Το χάλασμα*

Στεκόταν και το κοιτούσε σαν υπνωτισμένη. Ούτε καιήξερε πόση ώρα. Τριγύρω ερημιά και απόλυτη ησυχία,αν εξαιρέσεις κάποια μακρινά αλυχτίσματα σκύλων.

Το χάλασμα βρισκόταν στην είσοδο του χωριού και οι λιγο-στοί του κάτοικοι ήταν σκορπισμένοι στα γύρω χωράφια,μοχθώντας πάνω στη σκληρή γη. Ήταν μόνη, ολομόναχη.Καλύτερα. Ήθελε να είναι μόνη τούτη τη στιγμή. Να μη δεικανείς τα δάκρυα που έτρεχαν ανεξέλεγκτα από τα μάτιατης. Να μη διαβάσει κανείς μέσα τους τη συγκίνηση πουτρικύμιζε την ψυχή της.

Ώστε αυτό ήταν. Το πρώτο της σπίτι. Το σπίτι που γεννή-θηκε. Απίστευτο... Πόσο πιο μικρό από αυτό που θυμόταν...από αυτό που είχε πλάσει με τη φαντασία της μέσα από τιςαφηγήσεις της μάνας της. Αφηγήσεις που ηχούσαν σαν πα-ραμύθια στα παιδικά της αφτιά και που είχαν πάρει με ταχρόνια την πατίνα του μυθικού. Και νάτη τώρα, μπροστάστο χάλασμα, να προσπαθεί να τοποθετήσει μέσα του πρό-σωπα και καταστάσεις που συνωστίζονταν στο μυαλό τηςκαι βιάζονταν, λες, να πάνε και να χωθούν πίσω από τουςχορταριασμένους τοίχους.

Εδώ πρέπει να ήταν η κουζίνα. Να, αυτή η τρύπα θα ήταντο ξύλινο παράθυρο που είχε από κάτω τον πέτρινο πάγκομε τον νεροχύτη και το βρυσάκι, που γέμιζε ο πατέρας τηςμε νερό φερμένο με τενεκέδες από τη δημοτική βρύση. Αυ-τό το παράθυρο θα ήταν που πήρε φωτιά, όταν έπαθε ε-μπλοκή η γκαζιέρα, και την άρπαξε η μάνα της και βγήκε

Page 36: η μετακόμιση των χρωμάτων

έξω τρέχοντας και φωνάζοντας -ευτυχώς πρόλαβαν οιγείτονες κι έσβησαν τη φωτιά πριν καταστρέψει ολόκληροτο σπίτι.

Κι αυτό το άνοιγμα που έχασκε, θα ήταν η πόρτα. Η εί-σοδος που σε έβαζε στο χολ με το μονό ντιβάνι και την ξυ-λόσομπα. Να και το άλλο παράθυρο δίπλα στην πόρτα. Πί-σω από τα δαντελένια κουρτινάκια του θα ήταν που περίμενεη μάνα της τον πατέρα της εκείνο το χιονισμένο βράδυ, ό-ταν είδε τον λύκο να τον παραφυλάει δίπλα στο χαντάκι.Πόσο είχε τρομάξει τότε μέχρι να τον δει να μπαίνει στοσπίτι ασφαλής, αφού είχε διώξει το αγρίμι...

Δίπλα η κρεβατοκάμαρα. Το διπλό σιδερένιο κρεβάτι. Ηκούνια της. Ακόμα ένιωθε να λικνίζεται μέσα της. Ακόμαάκουγε τη φωνή της μάνας της να την νανουρίζει. Ακόμα έ-βλεπε τον πατέρα της να της δείχνει το φεγγάρι μέσα απότο νοτισμένο τζάμι και να της μουρμουρίζει λόγια που δενκαταλάβαινε -και που ωστόσο την καθησύχαζαν τόσο γλυ-κά.

Ένα ταπεινό σπιτάκι του ενός δωματίου, με ένα μικρόχολάκι και μια ακόμη πιο μικρή κουζίνα. Η φωλιά της. Ο μι-κρός της παράδεισος. Εκεί βρισκόταν τώρα η ψυχή της.Αυτό έβλεπε με τα θολωμένα της μάτια. Έβλεπε τις σκιέςτων αγαπημένων της. Τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Τις κο-ριτσίστικες κοτσίδες της με τα κόκκινα φιογκάκια να ανεμίζουν.Τη μάνα της γερμένη στην πόρτα να της χαμογελά. Τον πα-τέρα της να της ανοίγει μια αγαπημένη αγκαλιά που χωρούσεόλον τον κόσμο. Τον κόσμο της.

Αυτά έβλεπε. Κι όχι ένα χάλασμα...

36 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία των εκδόσεων τοβιβλίο Μια εικόνα...Χίλες λέξεις! (2016), από την ομώνυμη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net.

Page 37: η μετακόμιση των χρωμάτων

Σκέψεις, νεύρα κι όνειρα ατάκτως ερριμμένα*

Θα το πνίξω το κοκκόρι του γείτονα, μα το Θεό... Έξιπαρά η ώρα, αχάραγα, μαύρη μαυρίλα έξω κι αυτόλαλάει το ρημάδι! Λύσσα κακιά πια -κι έχω και τη

μάνα μου να με συγχίζει ακόμα πιο πολύ «τι ωραία που μεξυπνάει το κοκκοράκι, μου θυμίζει το χωριό μου». Εμένα ό-μως μου θυμίζει κόκκορα κρασάτο με χοντρό μακαρόνι καιτριμμένο κεφαλοτύρι -εκεί θα καταλήξει, θα γίνω κοκκορο-κτόνος σαν τον βασιλοκτόνο στο “Game of Thrones”!

Τι ωραία σειρά κι αυτή, τι ωραίος άντρας ο Τζέιμι Λάνιστερ!Τι το ’θελε το νταραβέρι μ’ αυτήν την αδελφή του τη μπίτσωτη Σέρσεϊ ο πανηλίθιος, ποτέ δεν το κατάλαβα. Αυτή τονκατέστρεψε... Αλλά βέβαια... οι ακαμάτρες κι οι λωλές έχουντις τύχες τις καλές, που λέει κι η γιαγιά μου -που δεν λέει α-κριβώς ακαμάτρες, άλλο λέει, τέλος πάντων... πιπέρι στοστόμα!

Σαν τον πανηλίθιο τον ξάδερφό μου τον Δημητράκη,που τον σέρνει από τη μύτη αυτό το τσόκαρο που πήγε κιερωτεύτηκε! Χα! Ας γελάσω! Τι ερωτεύτηκε από δαύτην δενέχω καταλάβει ακόμα. Κοντή, ένα κι είκοσι με ανάταση, καιφαρδιά -πολύ φαρδιά, αδερφέ μου, ίσο ύψος ίσο πλάτος!Και με μουστάκι σαν του Καραϊσκάκη ένα πράμα... και ναδεις που την κοιτάζει στα μάτια ο χαλβάς!

Να θυμηθώ να πω της μάνας να κάνει κάνα χαλβά, τονέχω πεθυμήσει, κι άσε τη δίαιτα από Δευτέρα -μπας και δεντην αρχίσω καθόλου δηλαδή και γίνω κι εγώ σαν τη χοντρήτου Δημητράκη να βρω τον καλό γαμπρό, χε χε χε! Να στα-

Page 38: η μετακόμιση των χρωμάτων

ματήσει κι η μάνα να γκρινιάζει ότι με φάγαν τα μπαράκια,τα ξενύχτια κι ο Γιαννάκης ο Περπατητής χωρίς το ποθητόαποτέλεσμα -το τύλιγμα του κορόιδου δηλαδή!

Τι περπάτημα έχω να ρίξω πάλι σήμερα η έρμη... Τη μισήΓλυφάδα θα γυρίσω για να μοιράσω τα φυλλάδια της PizzaInferno που μου φόρτωσε το αφεντικό χτες βράδυ. Κι είναικαι βαριά τα άτιμα, ασήκωτο το σακίδιο μέχρι να ξεφορτωθώτα μισά. Ευτυχώς έχει κάμποσες πολυκατοικίες και θα φύγουνδέκα δέκα στα γραμματοκιβώτια. Κι όλο αυτό για δυο ευρώτην ώρα... άει σιχτίρ... και για μια πιτσαρία με γρουσούζικοόνομα -άκου «πίτσα κόλαση»!

Σκέτη κόλαση οι γόβες που κυαλάρισα σ’ εκείνη τη βι-τρίνα στη Λαμπράκη στο χτεσινό ξεποδάριασμα! Δωδεκά-ποντες, με δεσίματα μέχρι τον αστράγαλο, γεμάτες στρασάκια!Πολύ τις γουστάρω -αλλά και 145 ευρώ, ρε μίστερ! Σε ποιαεποχή ζεις εσύ; Που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα; Αλλάτι λέω, βλακείες -για να τις πουλάει τόσο, πα να πει ότιυπάρχουν τσέπες που τις αντέχουν ακόμα. Τσέπες που μπο-ρούν να ψωνίζουν στη Λαμπράκη.

Ο Λαμπράκης δεν ήταν εκείνος που έτρεχε στον Μαρα-θώνιο με το σήμα της ειρήνης; Που τον δολοφόνησαν στηΘεσσαλονίκη με έναν τρίκυκλο; Θεσσαλονίκη... Εκεί έπρεπενα είμαι τώρα, φοιτήτρια -κι όχι να μοιράζω κωλοφυλλάδια.Και πέρασα, γαμώτο, πέρασα. Διάβασα, ξενύχτησα, ξοδεύ-τηκαν οι δικοί μου, στερήθηκαν τα πάντα για τα φροντιστή-ρια... αλλά πέρασα, που να πάρει. Όμως Θεσσαλονίκη... καιπώς να πάω εκεί, με τι; Ο πατέρας με το ζόρι κάνει κάποιαμεροκάματα το μήνα, η οικοδομή πέθανε πια, από τησύνταξη της γιαγιάς κι από τα έτοιμα ζούμε -κι αυτά πόσοθα κρατήσουν...

Οπότε αντίο Νομική, αντίο όνειρα, αντίο φοιτητική ζωή.Καλημέρα μιζέρια, καλημέρα τρέξιμο για δουλειά, καλημέρακαταχνιά... Εικοσιένα χρονών και νιώθω γριά, σαν αυτούς

38 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 39: η μετακόμιση των χρωμάτων

που βγάζουν στο σίλβερ αλέρτ και λένε «χάθηκε ηλικιωμένοςετών 72» και σηκώνεται έξαλλη η γιαγιά από την πολυθρόνατης και τους μουτζώνει «ου να μου χαθείτε, χαϊβάνια, πουθα με πείτε ηλικιωμένη» και εμείς γελάμε στα κρυφά για ναμη μας περιλάβει κι εμάς! Να είσαι καλά, γιαγιούκα μου,μου έφτιαξες τη διάθεση που μου χάλασε το παλιοκοκκόρι!

Πω πω, εξήμιση η ώρα! Ωραίο το χουζούρι και το χαζο-λόγημα, αλλά καιρός να σηκωνόμαστε, μανδάμ. Ρίξε λίγονερό στα μούτρα σου, φτιάξε κάναν καφέ, βάλε τα αθλητι-κούλια σου αντί τις γόβες τις δωδεκάποντες κι άντε να κα-τακτήσεις τη ζωή, μπροστά σου απλώνεται -ακόμα κι αν ξε-κινάς με διαφημιστικά φυλλάδια!

Κόκκορας κρασάτος -δεν είναι κακή ιδέα, χε χε χε!!! Θατο πω της μάνας!

39Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net 6.30

Page 40: η μετακόμιση των χρωμάτων

Αναχωρήσεις / Departures*

Τι κρύο κι αυτό σήμερα... Έχουν παγώσει τα πόδια μουκι ας φοράω διπλές κάλτσες. Τι να σου κάνουν κι αυτά,ακίνητα όλη μέρα με μόνη δραστηριότητα το γκάζι-

φρένο-αμπραγιάζ. Δεν βοηθάει κι η ηλικία, βλέπεις, στα 57η κυκλοφορία στα κάτω άκρα αρχίζει και ρετάρει, είπε ογιατρός. Πάγωσε κι ο καφές πριν καλά καλά τον ξεκινήσω -ο τρίτος απ’ όταν παρέλαβα τη βάρδια. Και σιγά τα αγώγια,τζάμπα η ταλαιπωρία και το ψοφόκρυο... Ποιος να ξεμυτίσειαπό το σπίτι του και πού να πάει τέτοια νύχτα, κοντεύουνμεσάνυχτα κι έχω βγάλει ίσα με 16 ευρώ... σωθήκαμε...

Όπα! Αυτός εκεί στην άκρη, στο πεζοδρόμιο, μου κάνεινεύμα ή μου φαίνεται; Όχι, μου κάνει σήμα να σταματήσω.Κάνε, Θεούλη μου, να πηγαίνει Κηφισιά ή Γλυφάδα, δεναντέχω τα ξεκίνα-σταμάτα μέσα στο Σύνταγμα και μέχριτην Πλάκα...

«Ελεύθερος;»«Ελεύθερος, κύριε. Πού πάμε;»«Αεροδρόμιο. Βενιζέλο»«Αναχωρήσεις ή αφίξεις;»«Αναχωρήσεις και γρήγορα».«ΟΚ».Τι αναχωρήσεις μου λέει τούτος; Ούτε βαλίτσα, ούτε σακ

βουαγιάζ ούτε τίποτε. Πού θα πάει έτσι, με τα χέρια στιςτσέπες, που λέει ο λόγος; Μπας και παίζει τίποτε ύποπτο;Να μου κοπανήσει καμιά στο κεφάλι και να με ληστέψει -χα,σώθηκε, τα 16 ευρώπουλα που έχω στο τασάκι! Τζάμπα θα

Page 41: η μετακόμιση των χρωμάτων

πάω, και θα βλαστημάει κιόλας από πάνω. Για να τον κόψωκαλύτερα, να του πιάσω και κουβέντα μήπως και βγάλωκαμιάν άκρη.

«Παλιόκρυο σήμερα, ε;»«.....»«Κι αυτό το ψιλόβροχο σου τρυπάει τα κόκκαλα...»«.....»Μούγκα στη στρούγκα... Δεν μου αρέσει αυτό, μια κου-

βέντα συνήθως τη λένε.«Να ανοίξω το ράδιο; Σας πειράζει;»«Κάνε ό,τι θες, μόνο άσε με ήσυχο»Καλά ντε! Δεν σε είπαμε και καμπούρη! Δεν θέλεις κου-

βέντα, με γεια σου με χαρά σου. Θα βάλω σιγανά το ράδιο,να ακούω κάθε θόρυβο καλού κακού.

Καλοβαλμένος πάντως. Καμιά τριανταριά τον κόβω, ίσαμε τον γιόκα μου περίπου. Καλό μπουφάν, ακριβό, γενάκιπεριποιημένο... Δεν φαίνεται για κακοποιό στοιχείο, μόνοκομμάτι γαϊδούρι είναι. Αλλά πού να πηγαίνει χωρίς μπαγκάζια,μου λες;

Για να δούμε τι σταθμό θα ακούσουμε. Τραγούδια θαβάλω, οι ειδήσεις μου τη σπάνε, όλο μαυρίλα.

«Αγάπη που ’γινες / δίκοπο μαχαίρι»Αθάνατη Μελίνα! Καιρό είχα να σ’ ακούσω!«Κλείσ' το!»«Πώς είπατε;»«Είπα κλείσ' το!»Να το κλείσω, τι να κάνω. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο -

αλλά τι τον πείραξε το τραγούδι; Και σαν να γυαλίζει το μάτιτου -αγρίεψε ή βούρκωσε, να ανησυχήσω ή να ρωτήσω; Θαρωτήσω.

«Είστε καλά;»«.........»«Συγγνώμη που ρωτάω αλλά... να, από ενδιαφέρον -έχω

41Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 42: η μετακόμιση των χρωμάτων

ένα γιο στην ηλικία σας περίπου και του μοιάζετε λιγάκι.»Δεν μιλάει. Άσε, τζάμπα κόπος, δεν θέλει κουβέντες, πάει

και τέλειωσε.«Να του πείτε να φυλάγεται. Του γιου σας. Από τις γυναίκες.

Όλες ψεύτρες κι άτιμες».Έλα μου! Ξεκλείδωσε ο νέος μόλις του είπα ότι μοιάζει

με τον γιο μου; Και τι είναι αυτό που πέταξε για τις γυναίκες;«Γιατί τόση πίκρα, παλικάρι μου;»

«Γιατί με πούλησε... γιατί της έδωσα τα πάντα κι εκείνημε κορόιδευε από καιρό... Και συγγνώμη για την αγένειαπιο πριν, είμαι πολύ φορτωμένος...»

«Δεν πειράζει, αγόρι μου, καταλαβαίνω. Πες πως είμαι οπατέρας σου -κι οι πατεράδες καταλαβαίνουμε και προ-σπερνάμε».

«Έτσι θα ’λεγε κι ο πατέρας μου, αν ζούσε... Του φέρνετελιγάκι, γι’ αυτό και σας τα λέω...»

Πολύ καημό το παλικάρι... και φαίνεται να θέλει να μιλήσει,να τα βγάλει από μέσα του.

«Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, και με όλο το θάρρος... γι’αυτό πάμε στο αεροδρόμιο;»

«Γι’ αυτό... φεύγει σε λίγο... με τον άλλον. Πάει να μείνειμαζί του... Αμερική, δεν θα την ξαναδώ. Γι’ αυτό θέλω να τηνπρολάβω, να της μιλήσω, να την παρακαλέσω να μην τοκάνει... να σκεφτεί όλα όσα ζήσαμε μαζί, να καταλάβει ότικάνει μια τρέλα... Ένας ενθουσιασμός είναι μόνο, που θα ξε-θυμάνει και θα μείνει μόνο πίκρα... κι η χαμένη ζωή μας...»

Πόσο λάθος κάνεις, παλικάρι μου... Μόνος σου το είπες,είναι καιρός που σε κοροϊδεύει. Αποφασισμένη είναι καιμην κάνεις τον κόπο να της μιλήσεις, να παρακαλέσεις. Θαξεφτιλιστείς και θα μισήσεις κι εκείνη και τον εαυτό σου γι’αυτό.

«Αγόρι μου... να σου δώσω μια συμβουλή; Μην το κάνεις...μην ξεπέσεις στα μάτια της, μην παρακαλέσεις. Δε θα

42 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 43: η μετακόμιση των χρωμάτων

κερδίσεις τίποτε, πίστεψέ με. Δεν θα σου πω τα χιλιοειπωμέναότι οι γυναίκες είναι άκαρδες, ότι δεν σου άξιζε αυτή πουφεύγει, ότι θα σου περάσει γρήγορα, ότι θα βρεις δέκα πουνα σε αγαπούν πραγματικά να την αντικαταστήσεις. Και δενθα στα πω γιατί είναι λόγια ψεύτικα, λόγια του αέρα -εκτός,ίσως, από το τελευταίο... Αν και δεν χρειάζεσαι δέκα, αλλάμόνο μία που να σε αγαπά πραγματικά».

Δεν απαντά, αλλά και δεν με αποπαίρνει... Μπορεί και νατα σκέφτεται τα όσα λέω. Συνεχίζω κι ο Θεός βοηθός.

«Ούτε οι γυναίκες είναι άκαρδες, οι πιο πολλές τουλάχιστον,ούτε και δεν άξιζε η συγκεκριμένη -κάνεις τόσο αγώνα γιανα την κρατήσεις, πα να πει οτι κάτι άξιζε... για σένα καιμέχρι τώρα τουλάχιστον. Κι ούτε θα σου περάσει γρήγορα,αυτό κανένας δεν το ξέρει, ούτε κι εσύ ο ίδιος. Μπορείαύριο να απορείς που σήμερα σου στοιχίζει τόσο, μπορείνα είσαι κομμάτια για καιρό. Ένα είναι σίγουρο, ότι στηντελική θα ξεθωριάσουν όλα -κι εκείνη κι ο καημός σου. Τομόνο που δεν θα ξεθωριάσει αλλά θα ματώνει όλο και πε-ρισσότερο είναι η περηφάνεια σου, που θα τη λαβώσειςάγρια άμα πέσεις στα πόδια της να την παρακαλέσεις».

«Μα δεν μπορώ... δεν γίνεται... πρέπει να κάνω μιατελευταία προσπάθεια... αλλιώς θα αναρωτιέμαι σ’ όλη τηζωή μου γιατί δεν την κράτησα έστω με το ζόρι....»

Βρε πείσμα. Αμετανόητος ο νέος -κι ανόητος μαζί. Θακάνω κι εγώ μια τελευταία προσπάθεια, παλικάρι μου, καιμετά θα το βουλώσω. Ή που καταλαβαίνεις αυτά που σουλέω ή που είσαι χαμένη περίπτωση, λούζερ που λέει κι ημικρή μου κόρη. Και μετά κάνε ό,τι σε φωτίσει, το δικό σουτο κεφάλι θα βαράς στον τοίχο.

«Δεν θα επιμείνω άλλο, είσαι ολόκληρος άντρας -κι, απόόσο μπορώ να καταλάβω, και μορφωμένος, του κόσμου.Θα σου πω μόνο κάτι που άκουσα στο ράδιο πριν λίγεςμέρες σε μια από αυτές τις εκπομπές που έχουν τραγούδια

43Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 44: η μετακόμιση των χρωμάτων

κι ανάμεσα λένε διάφορα. Έλεγε λοιπόν μια κοπελιά “Αναγαπάς κάποιον, άφησέ τον να φύγει. Αν ξαναγυρίσει, θαείναι δικός σου για πάντα -αν όχι, δεν σ’ αγάπησε ποτέ”.Κάπου θα το είχε διαβάσει κι αυτή, αλλά μου φάνηκε τόσοπετυχημένο, που το θυμάμαι -συνήθως δεν ακούω καν τιλένε, μόνο τα τραγούδια».

Δεν μιλάει. Κοιτάζει έξω αφηρημένος τον προαστιακόπου ταξιδεύει δίπλα μας. Πλησιάζουμε όπου να ’ναι στο αε-ροδρόμιο, θα την κάνει τη βλακεία και να μου το θυμάσαι,θα τη φάει τη σφαλιάρα από τη λεγάμενη και μπας και φάεικαι καμιά αληθινή από τον γόη που την ξεμυάλισε και θαθελήσει να υπερασπιστεί το κελεπούρι. Να τον αφήσω καινα κατέβω κι εγώ, να κάνω κάνα τσιγάρο της προκοπής μετον παγωμένο ρημαδοκαφέ μου και να ξεμουδιάσουν λιγάκιτα πόδια μου... ασήκωτα τα νιώθω.

«Φτάσαμε, παλικάρι μου. Σε ποια πύλη θέλεις να σ’ αφή-σω;»

«Σε καμιά. Συνεχίστε, σας παρακαλώ, και πάρτε το δρόμογια Αθήνα. Επιστρέφουμε».

44 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμμετοχή στη δράση του ιστοτόπου τοβιβλίο.net ταξιθέατρο.

Page 45: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ερινύες*

Τα δάχτυλά της χαράκωναν την άμμο με μανία ανοίγονταςβαθιά αυλάκια. Σαν εκείνα που έσκαβαν τα δάκρυάτης χαρακώνοντας τα μάγουλά της. Δεν τα ένιωθε, ό-

πως δεν ένιωθε τον αέρα που σφύριζε στ’ αυτιά της και νό-τιζε τα ρούχα της με αλμυρές σταγόνες θάλασσα. Μόνη.Κατάμονη. Εκείνη κι οι σκέψεις που πονούσαν, που όσο κιαν πολεμούσε να τις κλειδώσει σ' ένα μαύρο κουτί και νατις καταχωνιάσει στα πιο βαθιά λαγούμια του μυαλού της,αυτές επέμεναν να χυμούν σαν τις Ερινύες και να την ξεσκί-ζουν.

«Μάνα μου...» ψιθύρισε. «Πού πήγες, μάνα μου... Δενπρόλαβα, Χριστέ μου, δεν πρόλαβα...» Έγειρε στο πλάι απο-καμωμένη και κουβαριάστηκε σαν έμβρυο.

Όλη μέρα ταξίδευε με κάθε μέσο που θα την έφερνε όσοπιο γρήγορα γινόταν στο πατρικό της. Αεροπλάνο, καράβι,ταξί. Με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι να μετρά τα λεπτάπου φάνταζαν ώρες... Είχε νυχτώσει πια όταν έσπρωξε τηνπαλιά ξεφτισμένη πόρτα του σπιτιού της. Εκείνη έτριξε πέν-θιμα και υποχώρησε, ανοίγοντας ένα σκοτεινό κενό μπροστάτης και μια μαύρη τρύπα στην ψυχή της. Η απόκοσμη ησυχίαπου όρμησε πάνω της την πάγωσε. Αλλόκοτη, παράλογη,τη γέμισε πανικό.

Από την κλειστή πόρτα του δωματίου της μάνας της ξέ-φευγε μια αδύναμη φωτεινή γραμμή -κι ένας ήσυχος, αδύ-ναμος θρήνος. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Γύρισε τοπόμολο. Ο θρήνος έπαψε κι η θεια της σήκωσε τα κατακόκκινα

Page 46: η μετακόμιση των χρωμάτων

μάτια και την κοίταξε, μια μομφή και μια θλίψη η ματιά της.Έπειτα γύρισε το κεφάλι προς το κρεβάτι «έφυγε πριν λίγο»,ψιθύρισε, «φτερούγισε η ψυχούλα της σα χελιδόνι... Δεντην πρόλαβες», σκλήρυνε η φωνή, «με τ΄όνομά σου ξεψύχι-σε...»

Ένιωσε ν’ αδειάζει... Πλησίασε το κρεβάτι. Με μάτιαστεγνά, πυρετικά, κοίταξε την εξαϋλωμένη μορφή, ταδιάφανα χέρια σταυρωμένα πάνω στο σεντόνι, τα αραιάάσπρα μαλλιά στο μαξιλάρι. Δεν ήταν η μάνα της αυτή,αδύνατον -τουλάχιστον η μάνα που ήξερε, η μάνα που είχεαφήσει πίσω όταν έφυγε βροντώντας την πόρτα πριν δέκατόσα χρόνια...

Γονάτισε... Άγγιξε διστακτικά τα ακίνητα χέρια σαν ναφοβόταν πως θα σκορπίσουν. Ήταν ακόμη ζεστά, θαρρείςκαι θα ζωντάνευαν και θα σκέπαζαν τα δάχτυλά της όπωςτότε που ήταν μικρούλα... όταν έδιωχναν κάθε της φόβο μεένα τους χάδι. Απόμεινε ασάλευτη να τα αισθάνεται και ναχάνεται σε μιαν άβυσσο θύμησες.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο, όταν έβαλε τα κλάματα πουείδε τη μάνα της να φεύγει κι απόμεινε στην αυλή τρομαγμένη.Το ζεστό της φιλί όταν της έδειξε περήφανη το πρώτο τηςγραπτό -μια σελίδα γεμάτη κουλουράκια. Το πρώτο τηςκέντημα, όταν καθόταν υπομονετικά να της μάθει σταυρο-βελονιά. Η τριανταφυλλίτσα που φύτεψαν μαζί, η χαρά τηςόταν άνθισε το πρώτο της τριαντάφυλλο. Τα μπάνια στηθάλασσα κάτω από το σπίτι τους, όταν την μάθαινε να κο-λυμπάει κι εκείνη τσίριζε και την αγκάλιαζε σφιχτά.

Πότε άρχισαν να ξεθωριάζουν όλα αυτά; Πού χάθηκεαυτή η σχέση, αυτό το δέσιμο με τη μάνα της; «Κάπου στηνεφηβεία, όταν άρχισες να αμφισβητείς τα πάντα» της ψιθύρισετο παρελθόν. Ξαφνικά όλα την ενοχλούσαν. Ο τρόπος πουμίλαγε, τα ρούχα που φορούσε, ο κότσος στα μαλλιά της...Τα απεριποίητα χέρια, το σχολειό που δεν τέλειωσε, οι

46 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 47: η μετακόμιση των χρωμάτων

απλοϊκές της φιλενάδες ... Ακόμα και τα σήριαλ που έβλεπεστην τηλεόραση τα θεωρούσε ηλίθια και της το ‘λεγε με πε-ριφρόνηση...

Κι εκείνη; Τι έκανε εκείνη; Υπομονή, σκέφτηκε ξάφνουπικρά. Ανεχόταν όλα της τα καμώματα με καρτερία. «Τηςηλικίας είναι, θα περάσει» έλεγε. Μα δεν πέρασε. Αντίθεταχειροτέρεψε καθώς, μεγαλώνοντας, ένιωθε να την πνίγει τοχωριό της. Το μικρό νησάκι το ξεχασμένο κι από τον Θεό, ημονότονη καθημερινότητα που την εξουθένωνε, το πλοίοτης γραμμής που περνούσε μια φορά τη βδομάδα, η προ-οπτική να περάσει ολόκληρη τη ζωή της όμοια κι απαράλ-λαχτα με τη μάνα της, όλα. Αυτό το τελευταίο πάνω απ’ όλα.Ένας ορίζοντας κλειστός που την πλάκωνε σαν ταφόπλακακαι την ισοπέδωνε.

Και γι’ αυτό ακόμα η μάνα της έφταιγε. Που τη γέννησε σ’αυτό το βρωμόνησο... Που ήταν φτωχιά και δεν μπορούσενα της αγοράσει αυτά που λαχταρούσε... Που δεν της περ-νούσε καν η σκέψη να την πάρει και να πάνε αλλού ναζήσουν... Για όλα. Και δεν έχανε ευκαιρία να της το χτυπάειμε κάθε τρόπο. Μέχρι που έγινε συνήθεια, να αντιδρά σεκάθε τι που της έλεγε. Άσπρο η μάνα της, μαύρο εκείνη.Έτσι, χωρίς λόγο πια, χωρίς αιτία. Η αντίδραση για την αντί-δραση. Κι η μάνα να σωπαίνει στενάζοντας.

Ως τη μέρα της μεγάλης ρήξης. Όταν της ανακοίνωσεπως θα φύγει, θα πάει στη μεγάλη πόλη, να ξεφύγει από μιαμοίρα που δεν διάλεξε και δεν ήθελε. Κι ήταν η πρώτηφορά που η μάνα της όρθωσε ανάστημα. Αγρίεψε, σκοτείνιασεη ματιά, άλλαξαν κουβέντες πικρές. Πιότερο εκείνη μίλαγε,η μάνα άφηνε τη φουρτουνιασμένη της όψη να μιλά αντίςγια λόγια. Τις άκουσε η γειτονιά, η θεια της έφτασε τρέχοντας,προσπάθησε να τη συνεφέρει, να τη συνετίσει. Μάταια. Τηνάλλη μέρα κιόλας πήρε το πλοίο της γραμμής κι έφυγε νακυνηγήσει τ’ όνειρο, να γυρίσει ανεμίζοντας την παντιέρα

47Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 48: η μετακόμιση των χρωμάτων

της πετυχημένης.Τίποτε δεν κατάφερε. Για δέκα χρόνια σερνόταν σε ασή-

μαντες δουλειές, σε εφήμερους εραστές, σε αδιάφορες συ-ντροφιές. Τις νύχτες της μοναξιάς, όταν έκλαιγε βουβά, ανα-θυμόταν άθελα τη μάνα της. Στην αρχή με οργή. Κατόπιν μεσυμπόνια. Με αγάπη ύστερα. Άρχισε σιγά σιγά να ξεκαθαρίζειη σκέψη, να μαλακώνει η ψυχή. Μα δε γύρναγε πίσω. Απόπείσμα πρώτα. Από ντροπή μετά. Πώς να γυρίσει αποτυχη-μένη. Πού να κρύψει τα κουρέλια της χαμένης της αξιοπρέ-πειας. Καλύτερα μακριά. Κι όμως. Είχε τόσα να της πει.Ήθελε τόσο να γύρει στον ώμο της, να κλάψει, να ξαλαφρώσει.Να ζητήσει μια μεγάλη συγνώμη που την πίκρανε, να νιώσειτα αγαπημένα χέρια να την κανακεύουν ξανά.

Τα χέρια που τώρα κείτονταν ακίνητα πάνω στο σεντόνι.«Σε μεγάλωσε με μέλι και με γάλα -κι εσύ της αντιγύρισες

μια φούχτα χώμα» είπε η θεια της σκληρά, φέρνοντάς τηνπίσω. Την κοίταξε με βλέμμα θολό, τρελαμένο.Φίλησε τοδιάφανο χέρι, σηκώθηκε παραπατώντας, με την ψυχή σω-σμένη. Χύθηκε στην πόρτα, έτρεξε αλαφιασμένη στην πα-ραλία, σωριάστηκε πάνω στη βρεγμένη άμμο.

«Μάνα μου...» αντιλάλησε η κραυγή της στην αγριεμένηθάλασσα. «Συχώρα με μάνα μου... δε σε πρόλαβα... Πούπήγες, μάνα μου;»

48 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμμετείχε στο διαγωνισμό ΛόγωΤέχνης 2012.

Page 49: η μετακόμιση των χρωμάτων

Οι άντρες δεν κλαίνε*

Τα τζάμια είχαν θολώσει από το κρύο. Δεκέμβρης μήναςκι ο χειμώνας είχε εγκατασταθεί για τα καλά στηνπόλη. Στο Σέλι είχε πέσει το πρώτο χιόνι κι ο Τριπόταμος,

φουσκωμένος από τις τελευταίες βροχές, κυλούσε αφρισμένοςκάτω από το ξύλινο γεφυράκι και συνέχιζε θυμωμένος στηβαθιά ρεματιά κάτω από την Εβραϊκή συνοικία.

Μα ο Δημήτρης δεν έβλεπε τίποτε από όλα αυτά. Και δενέφταιγαν τα θολωμένα τζάμια -ούτε η βροχή που έπεφτε μεμανία και σχημάτιζε χοντρά, ακανόνιστα αυλάκια πάνωτους. Καθισμένος σ’ ένα ακριανό τραπεζάκι στο μικρό κα-φενεδάκι της Μπαρμπούτας, με τον καφέ να παγώνει στοφλιτζάνι και το τασάκι ξέχειλο στα αποτσίγαρα, παρακο-λουθούσε αφηρημένος τα δρομάκια που άνοιγε το νερόστα τζάμια, ενώ το μυαλό του έτρεχε σε άλλα, σκοτεινά μο-νοπάτια, σ’ έναν λαβύρινθο εφιαλτικών σκέψεων που ένιωθενα τον καταπίνει και να τον εξοντώνει.

Από χτες το απόγευμα ήταν έτσι. Από τη στιγμή πουάκουσε το φοβερό, το απίστευτο μαντάτο.

Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ακριβώς του έλεγε ηγιατρός. Θες επειδή ήταν εντελώς ανυποψίαστος, θες επειδήτου τα έλεγε λίγο γενικόλογα, λίγο αόριστα (για να μπορέσεινα τον ενημερώσει όσο το δυνατόν πιο ήπια, πιο ανώδυναόπως του εξήγησε αργότερα), δεν είχε δώσει και πολλή ση-μασία. Παλιός αιμοδότης, έδινε αίμα από τα φοιτητικά τουχρόνια στη Θεσσαλονίκη και συνέχισε να δίνει εθελοντικάστην Αιμοδοσία του Νοσοκομείου της πόλης του, της Βέροιας,

Page 50: η μετακόμιση των χρωμάτων

τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο. Μάλιστα πέρσι, στα 35του, είχε πάρει και τιμητικό δίπλωμα από το Υπουργείο γι’αυτή του «την προσφορά ζωής», όπως έλεγε το χαρτί κιόπως κι ο ίδιος την θεωρούσε.

Τότε; Τι ήταν αυτό που προσπαθούσε να του πει με τρόποη γιατρός Βασιλειάδου, με την οποία είχαν γίνει και φίλοιμετά από τόσα χρόνια συνεργασίας.

«Ξέρεις... Δημήτρη...» είχε ξεκινήσει διστακτικά, «την τε-λευταία φορά που έδωσες αίμα, πριν δυο βδομάδες, οι εξε-τάσεις δεν ήταν και τόσο καλές...»

«Θα ζήσω, γιατρέ μου;» της απάντησε αστειευόμενοςανέμελα, «ή να αρχίσω να ανησυχώ; Πάλι ανέβηκε η χολη-στερίνη;»

Μα η γιατρός δεν χαμογέλασε με το αστείο του, όπωςάλλες φορές. Αντίθετα την είδε να συννεφιάζει και να παίζεινευρικά με το στυλό που κρατούσε στα χέρια.

«Μακάρι να ήταν κάτι τόσο απλό... αλλά φοβάμαι πως ταπράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά...»

«Δηλαδή;» σοβάρεψε με τη σειρά του.«Δηλαδή... να... ξέρεις καλά ότι κάθε φορά που δίνεις

αίμα γίνονται κάποιες εξετάσεις για τα λεγόμενα μεταδιδόμενανοσήματα... ηπατίτιδα, σύφιλη, AIDS...» σταμάτησε και τονκοίταξε προσεκτικά. Ο Δημήτρης δεν μίλησε.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι... κάτι πολύ σημαντικό»,συνέχισε εκείνη. «Συνέβη κάτι στη ζωή σου... την προσωπικήεννοώ... κάποια σχέση... ή κάτι άλλο... που να μπορεί να σεέβαλε σε κίνδυνο... να κολλήσεις κάτι... κάποιον ιό... με κα-ταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»

«Τίποτε απολύτως», απάντησε κατηγορηματικά, «και κα-ταλαβαίνω πολύ καλά τι θέλετε να πείτε. Με την Ελένηείμαστε μαζί πάνω από δύο χρόνια, σε μια σχέση πουυπήρχε και τις προηγούμενες φορές που έδωσα αίμα -καιδεν είχε υπάρξει ποτέ πρόβλημα, σωστά; Όσο για τον άλλο

50 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 51: η μετακόμιση των χρωμάτων

πιθανό τρόπο μετάδοσης, τα ναρκωτικά, αυτό κι αν δενπαίζει καθόλου σαν σενάριο», είπε και γέλασε νευρικά, βε-βιασμένα. «Οπότε; Μήπως έγινε κάποιο λάθος στις εξετάσεις;Και, για να ’χουμε καλό ρώτημα, σε τι ακριβώς αναφέρε-στε;»

Την είδε να συννεφιάζει ακόμα πιο πολύ.«Δημήτρη, θα σου μιλήσω καθαρά γιατί πιστεύω ότι είσαι

ένα ώριμο άτομο, μια συγκροτημένη προσωπικότητα καιθα μπορέσεις να το διαχειριστείς ψύχραιμα... Να το διαχει-ριστούμε δηλαδή γιατί θα είμαστε σε στενή συνεργασία. Οιεξετάσεις σου έδειξαν ότι είσαι θετικός για τον ιό του AIDS...δυστυχώς... και το αρχικό τεστ και τα επιβεβαιωτικά είχαντο ίδιο αποτέλεσμα...»

Για μια στιγμή, ατέλειωτη και για τους δυο, την κοίταξεεμβρόντητος.

«Αποκλείεται!» ύψωσε ασυναίσθητα τον τόνο της φωνήςτου. «Δεν υπάρχει περίπτωση! Σίγουρα κάποιο λάθος έγινε,να μου πάρετε δείγμα να κάνετε κι άλλα τεστ... αποκλείεται...»Έγυρε βαρύς στη ράχη της καρέκλας.

«Τα ελέγξαμε όλα πολλές φορές, Δημήτρη μου... κι εδώκαι σε εργαστήριο αναφοράς... κι όλα τα τεστ...»

Μα ο Δημήτρης δεν την άκουγε πια. Είχε σηκώσει έναπαραπέτασμα ανάμεσα στον εαυτό του και στον έξω κόσμο,τον κόσμο που μόλις πριν ένα λεπτό είδε να σωριάζεται σεσυντρίμια μπροστά στα πόδια του. AIDS; Αυτός; Που ήτανπάντα τόσο προσεχτικός στις σχέσεις του; Που η Ελένηήταν η μόνη γυναίκα στη ζωή του εδώ και πάνω από δύοχρόνια; Και που είχαν σταματήσει να παίρνουν προφυλάξειςγι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο;

«...το να είσαι οροθετικός δεν σημαίνει ότι είσαι και α-σθενής, προς Θεού... θεωρείσαι υγιής φορέας και...»

Άκουγε τη φωνή της Βασιλειάδου να έρχεται από κάπουμακριά, σαν από πηγάδι... ή μάλλον αυτός ήταν μέσα σ΄ένα

51Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 52: η μετακόμιση των χρωμάτων

πηγάδι που τον ρουφούσε όλο και πιο βαθιά... Τι θα πει“υγιής φορέας”... ήταν οροθετικός, οροθετικός που να πάρει...κι ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει αυτό.

«... και θα πρέπει να ενημερώσεις και...»Στην Ελένη... τι θα έλεγε στην Ελένη... πώς θα της το

έλεγε... Χριστέ μου... την είχε πάρει κι εκείνη στο λαιμό του...σίγουρα θα την είχε κολλήσει...

«... να ψάξουμε να δούμε τι έγινε, πώς μπορεί να κόλλησεςκαι...»

Αυτό πάλι; Πώς κόλλησε αυτός; Από πού; Ένιωσε να ζαλί-ζεται, να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Καλά πουήταν καθιστός, αλλιώς θα έπεφτε κάτω. Περισσότερο ένιωσεπαρά είδε το ποτήρι με το νερό που του έβαλε στο χέρι ηγιατρός.

«Σε παρακαλώ, Δημήτρη... πιες λίγο νερό και άκουσέ με...δεν είσαι άρρωστος... Θα πας στο ειδικό κέντρο που θα σουπω, θα κάνεις κι άλλες εξετάσεις και θα μπεις σε ένα πρό-γραμμα παρακολούθησης και αγωγής με φάρμακα. Η έρευναέχει προχωρήσει πολύ, τα φάρμακα βελτιώνονται συνεχώς,οι θεραπείες έχουν θεαματικά αποτελέσματα και υπάρχουνφορείς που διαγνώσθηκαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κά-νουν την αγωγή τους και είναι καλά, ζουν φυσιολογικά...Καταλαβαίνω ότι είναι τρομερά δύσκολο να το διαχειριστείςόλο αυτό αλλά πρέπει... Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε καιμαζί θα το ξεπεράσουμε».

«Ευχαριστώ, γιατρέ» της απάντησε βρίσκοντας την ψυ-χραιμία του σιγά σιγά. «Καταλαβαίνετε... όλο αυτό, όπως τολέτε, θέλει τον χρόνο του για να βρει τον δρόμο για τομυαλό μου... για να καταφέρω να το επεξεργαστώ, να τοαποδεχτώ, να το αντιμετωπίσω... Θα σας τηλεφωνήσω μόλιςμπορέσω...»

Λίγη ώρα αργότερα έβγαινε από το Νοσοκομείο με τηνδιεύθυνση του κέντρου αντιμετώπισης AIDS στην τσέπη

52 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 53: η μετακόμιση των χρωμάτων

και την απόγνωση στην ψυχή.Πέρασε όλη τη νύχτα άυπνος μπροστά στον υπολογιστή

του να ψάχνει φρενιασμένα. Άρθρα, ανακοινώσεις, ιατρικέςεγκυκλοπαίδειες. Τίποτε δεν άφησε που να μη διαβάσει, ναμην ελέγξει. Το ξημέρωμα τον βρήκε με τα μάτια κατακόκκινααπό την αγρύπνια και την προσήλωση στην οθόνη και τοστόμα φαρμάκι -από τα τσιγάρα και την πικρή γεύση πουτου άφησε όλη αυτή η έρευνα. Ναι, δεν ήταν άρρωστος...ακόμα... και μπορεί να μην αρρώσταινε ποτέ αν όλα πήγαινανκαλά... Μπορεί... Αν... Δυο λέξεις τόσο μικρές... που όμως θακαθόριζαν από δω και στο εξής τη ζωή του.

Την Ελένη την πήρε τηλέφωνο κατά το μεσημέρι, ότανπλέον είχε αρχίσει να βρίσκει κάπως την ψυχραιμία του καινα εγείρονται νέα εφιαλτικά ζητήματα. Έπρεπε να της το πεικαι άμεσα, να κάνει κι εκείνη έλεγχο, να δει, να τρέξει. Καιπώς το λένε κάτι τέτοιο; Της μίλησε αόριστα για κάποιο σο-βαρό θέμα που έπρεπε να συζητήσουν από κοντά και κα-νόνισαν να βρεθούν νωρίς το απόγευμα στο συνηθισμένοτους στέκι, στο καφενεδάκι της Μπαρμπούτας.

Και τώρα ήταν εδώ και την περίμενε.Την είδε να έρχεται τρέχοντας, με την ομπρέλα της να

ταλαντεύεται επικίνδυνα από τον αέρα, κι ένιωσε ένα μού-διασμα να απλώνεται στο κορμί του. Τι θα της έλεγε, Χριστέμου; Πώς θα της το ‘λεγε;

«Καλησπέρα, αγάπη μου», τον φίλησε πεταχτά στο στόματινάζοντας τα νερά από την καπαρντίνα της. «Τι βρωμόκαιρος!Κόντεψε να με πετάξει στο ρέμα ο αέρας. Θανάση», φώναξεστον καφετζή, «φέρε μου έναν καφέ σε παρακαλώ -ή μάλλονδύο» διόρθωσε βλέποντας το μισοάδειο παγωμένο φλιτζάνιτου. «Καλά, πόση ώρα είσαι εδώ; Και τι χάλια τασάκι είναιαυτό; Πάλι κάπνισες όλον τον Παπαστράτο; Θα σε σκοτώσειαυτό, να το ξέρεις... στα λέω μα δεν μ’ ακούς...»

Μακάρι να με σκότωνε το τσιγάρο, σκέφτηκε παράλογα

53Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 54: η μετακόμιση των χρωμάτων

εκείνος... άλλο πράγμα θα με σκοτώσει...«Δε βαριέσαι, αγάπη μου», της χαμογέλασε ψεύτικα, βε-

βιασμένα. «Τουλάχιστον θα πάω ευχαριστημένος».«Μμμμ... εξυπνάδες κι άνοστα αστειάκια», γέλασε εκείνη.

«Για πες, τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που μου ‘λεγες στοτηλέφωνο;»

Ο Θανάσης έφερε τους καφέδες και καινούριο τασάκι. ΟΔημήτρης άναψε τσιγάρο και την κοίταξε στα μάτια επίμονα,αμίλητος για λίγο.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα... σοβαρό... Θα προσπαθήσωνα σου το εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ, αλλά σε παρακαλώνα μη με διακόψεις, δεν είναι εύκολο έτσι κι αλλιώς, και θαγίνει ακόμη πιο δύσκολο, αν χάσω τον ειρμό μου».

Με το βλέμμα καρφωμένο στον καφέ του που άχνιζε καιφωνή χαμηλή, που έσπαζε κάθε τόσο από την ένταση, τηςανέφερε όλα αυτά που του είχε πει η γιατρός κι εκείνα πουείχε βρει ο ίδιος στο διαδίκτυο. Όταν τέλειωσε και σήκωσετο βλέμμα, την είδε να τον κοιτάζει με πρόσωπο αναστατω-μένο και μάτια που γυάλιζαν από δάκρυα και ένταση.

«Είσαι... είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε με χείλη που έ-τρεμαν. «Θέλω να πω... δεν μπορεί να έχει γίνει λάθος; Τόσακαι τόσα ακούμε... μπορεί...»

«Αγάπη μου» την διέκοψε μαλακά παίρνοντας το χέριτης στο δικό του. Ήταν παγωμένο κι αυτό τον πόνεσε πολύ.«Δεν είναι λάθος, οι εξετάσεις έγιναν ξανά και ξανά. Αυτόπου με τρελαίνει είναι ότι μπορεί να έχω κολλήσει κι εσένα...Δεν το χωράει το μυαλό μου... όπως δεν μπορεί να χωρέσειτο πώς το κόλλησα εγώ... Η γιατρός ήταν σαφής -μεταδίδεταισχεδόν αποκλειστικά με την σεξουαλική επαφή και με τηνχρήση μολυσμένης βελόνας... κι εγώ δεν έχω κάνει χρήσηναρκωτικών... ποτέ... και η μόνη γυναίκα που υπάρχει στηζωή μου είσαι εσύ... οπότε...»

Ένιωσε το χέρι της να παγώνει ακόμη πιο πολύ και να

54 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 55: η μετακόμιση των χρωμάτων

αποτραβιέται από τη χούφτα του. Ξαφνιάστηκε, την κοίταξε.Είδε στα μάτια της έναν φόβο, μια ενοχή, ένα σοκ. Ήταν ησειρά της να καρφώσει το βλέμμα στο φλιτζάνι και να χλο-μιάσει.

«Ελένη... τι συμβαίνει; Αγάπη μου, τι έπαθες; Μίλα μου σεπαρακαλώ».

Εκείνη ξέσπασε σε αναφιλητά. Βουβά, ήσυχα, απελπισμένα.Με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες της, με τους ώμουςνα τραντάζονται από τους λυγμούς, με φωνή ψιθυριστή,που χανόταν κάθε τόσο, άρχισε να του μιλάει. Κι όσο εκείνημιλούσε τόσο το πρόσωπό του σκλήραινε και γινόταν μιαμάσκα που έκρυβε την καταιγίδα μέσα του. Άναβε το ένατσιγάρο πίσω από το άλλο κι άκουγε σιωπηλός φράσειςκομματιασμένες.

Για το περασμένο καλοκαίρι. Που εκείνος είχε πάει στιςΒρυξέλλες για δυο μήνες σταλμένος από την δουλειά του.Κι εκείνη πήγε με δυο φίλες της διακοπές σε κάποιο νησί.Για το βράδυ που είχε γενέθλια μια από αυτές. Και που εί-παν να το γλεντήσουν ξέφρενα. Για το ολονύχτιο πάρτυ στοκλαμπ. Μαζί με μια παρέα ξένους τουρίστες, άντρες και γυ-ναίκες, που είχαν γνωρίσει εκεί. Για το μεθύσι που τις άφη-σε σχεδόν αναίσθητες. Για τον άγνωστο άντρα που βρήκετο άλλο μεσημέρι δίπλα της στο κρεβάτι. Και που δε θυμότανκαθόλου πώς βρέθηκε εκεί. Ούτε τι είχε προηγηθεί. Για τιςφωνές που έβαλε πετώντας τον έξω από το δωμάτιο. Γιατον πανικό και την ντροπή που ένιωσε. Για το δίλημμα πουτην ταλάνιζε τόσους μήνες -να του το πει ή όχι;

Και τώρα αυτό. Η αρρώστια. Η απόγνωση. Οι τύψεις· γιατίήταν σίγουρη, εκείνη έφταιγε. Εκείνη και η απύθμενη βλακείατης, η ασυγχώρητη επιπολαιότητά της. Που πήρε κι εκείνονστο λαιμό της. Τον άντρα που αγαπούσε. Που δεν θα μπο-ρούσε να τον ξανακοιτάξει ποτέ στα μάτια. Που πέρα απόμια τεράστια «συγνώμη» δεν είχε κάτι άλλο να του πει. Ποτέ

55Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 56: η μετακόμιση των χρωμάτων

ξανά. Γιατί δεν θα την ξανάβλεπε. Ποτέ ξανά. Αυτό τουλάχιστοντου το χρωστούσε. Και μπορούσε να το κάνει -να εξαφανιστείαπό τη ζωή του.

Την άκουγε παραζαλισμένος, μουδιασμένος. Τόσο που,όταν με την τελευταία της φράση σηκώθηκε απότομα, άρ-παξε την καπαρντίνα της και ξεχύθηκε στο καλντερίμι αψη-φώντας τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει με μανία, εκείνοςέμεινε ασάλευτος. Με το μυαλό μουδιασμένο όσο και τοσώμα, προσπαθούσε να βάλει σε τάξη όλα τα απίστευταπου είχε ακούσει.

Η Ελένη; Η δική του Ελένη; Πώς μπόρεσε κι έκανε κάτιτέτοιο; Και κυρίως, πώς μπόρεσε και του το έκρυβε τόσοκαιρό; Ξαφνικά, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, είχε δει τηνζωή του να καταρρέει... και δεν ήξερε για τι να πρωτοθρη-νήσει... Για τον πέλεκυ της αρρώστιας που ένιωθε να ακουμπάστον λαιμό του; Για την προδοσία της γυναίκας που αγαπούσε;Για την υποκρισία και την διπλοπροσωπία της; Αλήθεια...πώς άντεχε να τον κοιτάζει κατάματα και να του λέει ότι τοναγαπά; Αυτό τον πονούσε πάνω απ’ όλα, ακόμα κι από τομαντάτο για την υγεία του -η ψευτιά, το θέατρο που του έ-παιζε όλους αυτούς τους μήνες.

Ένιωσε ξαφνικά να πνίγεται, να του λείπει αέρας. Άφησεστο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα και βγήκε έξω σαν κυνηγη-μένος. Ούτε και κατάλαβε τον αέρα που τον άρπαξε, τηβροχή που τον μούσκεψε την επόμενη στιγμή. Περπατούσε(παραπατούσε καλύτερα) χωρίς να βλέπει, τυφλωμένος απότα δάκρυα και την νεροποντή, με το βλέμμα στραμμένοστην θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του κι έσβηνε τηνκαταιγίδα γύρω του.

Στο γεφυράκι πάνω από την ρεματιά του Τριπόταμου,στα Εβραίικα, σταμάτησε. Το βουητό του ποταμού, που ξε-χύνονταν ορμητικός παρασέρνοντας κλαριά και χώματακαι κάνοντας τις κροκάλες του βυθού να κατρακυλούν με

56 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 57: η μετακόμιση των χρωμάτων

θόρυβο, έφτανε απειλητικό ως εδώ πάνω. Απόμεινε νακοιτάζει τα αγριεμένα νερά χαμένος σε σκέψεις ζοφερές, σεαξεδιάλυτα συναισθήματα. Μια ριπή του αέρα τον έστειλεξαφνικά πάνω στο ξύλινο κιγκλίδωμα και ίσα που πρόλαβενα κρατηθεί την τελευταία στιγμή.

«Και γιατί να κρατηθείς;» άκουσε μια φωνή μέσα του.«Μπορεί αυτό να είναι μια κάποια λύση... η τέλεια λύση...Για σκέψου το... ένα δρασκέλισμα, λίγες στιγμές... και μετάτέλος... σκοτάδι... ανυπαρξία... Ούτε σκέψεις, ούτε πόνος,ούτε προδοσία... Τίποτε... μόνο γαλήνη... Η οριστική έξοδοςαπό το αδιέξοδο, η μεγάλη απόδραση από την αγωνία γιατο αύριο που φαντάζει τόσο απειλητικό... για το σήμεραπου κουρέλιασε τα όνειρα... για το χτες που ήταν τόσοκάλπικο, τόσο σαθρό...»

Του φάνηκε τόσο ελκυστική αυτή η προοπτική, τόσογοητευτική. Έσκυψε και κοίταξε πάλι το χάος που ξανοίγοντανκάτω από τα πόδια του. Ένα μικρό βήμα, μια τόση δα κίνησηκι όλα θα τέλειωναν οριστικά. Γεύτηκε την αλμύρα από ταδάκρυα που κυλούσαν ανεξέλεγκτα κι έφταναν ως την άκρητων χειλιών του. «Οι άντρες δεν κλαίνε», σκέφτηκε άκαιρατην κατηγορηματική δήλωση του πατέρα του σαν ήτανμικρό παιδάκι κι έβαζε τα κλάματα κάθε που μάτωνε στοπαιχνίδι.

«Κλάψε, γιόκα μου». Η μορφή της μάνας του ξεπρόβαλεολοζώντανα μπροστά του. «Δεν πειράζει που κλαις επειδήέπεσες και πονάς... φτάνει που σηκώθηκες... Αύριο, μεθαύριοθα σκοντάψεις και πάλι... και θα πέσεις... και θα ξανασηκωθείς...Αυτή είναι η παλικαριά, και δεν ξεχωρίζει άντρες και γυναίκες-να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις... Όχι αυτό που λέειο πατέρας σου, πως οι άντρες δεν κλαίνε...»

Έκανε ένα βήμα πίσω. Ύστερα κι άλλο ένα. Κοίταξε ξανάτον Τριπόταμο που συνέχιζε να βουίζει στο βάθος, αδιάφοροςγια το δράμα του. «Έχασες, φίλε», μουρμούρισε. «Παρά λίγο

57Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 58: η μετακόμιση των χρωμάτων

να με κερδίσεις, να με πείσεις...» Πήρε μια πέτρα από κάτωκαι τίναξε το χέρι με δύναμη. Την παρακολούθησε να κάνειμια μεγάλη καμπύλη και να χάνεται ανάμεσα στα κλαδιάκαι στα φύλλα των θεόρατων δέντρων που φύτρωναν δεξιάκι αριστερά στις σχεδόν κάθετες πλαγιές της ρεματιάς. Ύ-στερα γύρισε την πλάτη κι άρχισε να ανηφορίζει το καλντερίμιπου έβγαζε στο Ρολόι. Η βροχή είχε κοπάσει σαν και νασυνταίριαζε τα βήματά της με το καταλάγιασμα της καταιγίδαςμέσα του.

Καθώς ανέβαινε κοντοστάθηκε για λίγο κι έριξε μια ματιάτριγύρω. Θυμήθηκε τις αμέτρητες φορές που είχε πέσειεδώ, στις ίδιες λειασμένες από τα χρόνια πέτρες, τις καλυμ-μένες με μούσκλια από την υγρασία. Ειδικά τον χειμώνα,που έπιαναν πάγο στα σκιερά σημεία του μονοπατιού, ταγλιστρήματα ήταν καθημερινή υπόθεση και τα γόνατά τουμόνιμα γδαρμένα και μελανιασμένα. Έπεφτε... ναι. Μα πάντασηκωνόταν... πάντα... και συνέχιζε να ανεβαίνει. Έτσι θα‘κανε και τώρα... Θα ανηφόριζε παλικαρίσια την αναπάντεχηαναποδιά της Μοίρας του.

Έστειλε νοερά την αγάπη του στην μάνα του, έβγαλεαπό την τσέπη του το κινητό και σχημάτισε το νούμερο τηςγιατρού Βασιλειάδου.

58 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Γ΄ Βαραβείο στο Διαγωνισμό Ποίησης-Πεζού Λόγου-Εικαστικών-Μουσικής Σύνθεσης και Βιβλίου «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014».

Page 59: η μετακόμιση των χρωμάτων

Η 25η ώρα*

Νιώθει να αιωρείται. Δυο δυνατά χέρια την κρατούναπαλά και μια μπάσα αγαπημένη φωνή της ψιθυρίζειλόγια που δεν καταλαβαίνει, αλλά που την κάνουν

να αισθάνεται τόση ασφάλεια, τόση ζεστασιά... Ένα ολόγιομοφεγγάρι της χαμογελά από ψηλά -κι εκείνη το κοιτάζει με ταέκπληκτα μωρουδιακά της μάτια...

Το σκηνικό αλλάζει... Περπατά δίπλα του, σ’ ένα καλντερίμιδίπλα σ’ ένα ποτάμι, με το μικρό παιδικό της χεράκι μέσαστη δυνατή του χούφτα. Ακούει τη φωνή του να της λέειιστορίες για αρχαίους ήρωες και για ηρωικούς επαναστάτες-κι εκείνη τον ακούει συνεπαρμένη και ταξιδεύει...

Είναι πια μεγάλη. Κάθεται απέναντί του κι εκείνος τηςμιλά για τα όνειρά του... όνειρα για το μέλλον της, για τηνπορεία της στη ζωή. Τα χέρια του συνοδεύουν τα λόγια τουμε κινήσεις κοφτές, δυνατές, αποφασιστικές -κι εκείνη νιώθεινα γεμίζει σιγουριά από τη σιγουριά του... από την έγνοιατου γι’ αυτήν...

Ντυμένη στα ολόλευκα στηρίζεται στο μπράτσο του. Τηςχαϊδεύει το χέρι και της ψιθυρίζει «να είσαι ευτυχισμένη, κο-ρίτσι μου»... Γυρίζει και τον κοιτάζει βουρκωμένη -χαμογελάη ματιά του. Ανεβαίνουν τα σκαλιά, ο καλός της την περιμένει...κι εκείνη κάνει το πρώτο βήμα στη νέα της ζωή...

Του δίνει να κρατήσει το πρώτο της παιδί... Τα δυνατάτου χέρια το κανακεύουν τρυφερά... του μιλά, το καλωσορίζειστον κόσμο. Εκείνη τους παρακολουθεί με μάτια γελαστά,συγκινημένα -κι εκείνος την κοιτάζει με ευγνωμοσύνη για

Page 60: η μετακόμιση των χρωμάτων

το δώρο που του έκανε... και της χαμογελά με απέραντηαγάπη...

Ταξιδεύουν... Οι δυο τους... Προσκύνημα σε μέρη παλιά,αγαπημένα, δικά τους μέρη... Σεργιανίζουν σε σοκάκια αναλ-λοίωτα από τον χρόνο. Αναθυμούνται τόσα και τόσα πουζήσανε μαζί. Της διηγείται ξανά ιστορίες -κι εκείνη ακούειτη φωνή τη λατρεμένη και ταξιδεύει ξανά σε χρόνια παλιά...σε χρόνια ανεκτίμητα...

Τον παρακολουθει να πλησιάζει στο σπίτι. Βήμα αργό,φορτωμένο με τα χρόνια που βαραίνουν τους ώμους του·κι ωστόσο πάντα σταθερό και σίγουρο... Τα χέρια του στη-ρίζονται στο μπαστούνι, στη «μαγγούρα» του, όπως τη λέει.Την καλησπερίζει με την ίδια βαθιά, μπάσα φωνή -κι εκείνητον κοιτάζει με απέραντη τρυφερότητα κι αγάπη...

Τον ακουμπά μαλακά στα μαξιλάρια. Φαίνεται τόσο εύ-θραυστος... κι ωστόσο το χέρι του στη χούφτα της είναιπάντα τόσο δυνατό... Της ψιθυρίζει λόγια που εκείνη δενκαταλαβαίνει, είναι τόσο σιγανά... Την τυλίγει με μια ματιάπου κλείνει μέσα της την αγάπη όλου του κόσμου καιδιαβαίνει την Πύλη του Ονείρου... κι εκείνη νιώθει τον κόσμοτης να γκρεμίζεται...

Ανοίγει τα μάτια, χαμογελά δακρυσμένη. Το ίδιο όνειροπάλι... Πάλι ήταν εκεί, κοντά της, δίπλα της... όπως σε όλη τηζωή της...

Κοιτάζει το ρολόι -24.50. «Η 25η ώρα», σκέφτεται με μιαγλυκόπικρη γεύση στα χείλη... «Η δική μας ώρα, Πατέραμου...»

60 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

* Συμμετοχή στη λογοτεχνική δράση 25η ώρα.

Page 61: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μπισκότα και λουκούμι

«Θυμάστε, κύριε, τα μπισκότα με το λουκούμι πουμας κερνούσατε στη γιορτή σας;» Ο ενενηντά-χρονος γερο-δάσκαλος κοίταξε την παλιά του

μαθήτρια με βλέμμα απορημένο. Η μνήμη του προφανώς δεν τον βοηθούσε. Η Ιλαρία Τ.,

έχοντας στεγνώσει τα δάκρυα της έντονης συγκίνησης πουτης προξένησε η συνάντησή της με τον “κύριο”, πενήνταχρόνια μετά την αποφοίτησή της από την έκτη τάξη τουΔημοτικού σχολείου, χαμογέλασε κι άρχισε την αναπόλη-ση.

«Αχ κύριε... τι όμορφα χρόνια... και πόσο μας νοιαζόσασταν,όλα τα παιδιά! Όχι μόνο να μας μάθετε γράμματα (που, ανγίναμε κάτι στη ζωή μας, σε σας το χρωστάμε) αλλά να μαςμάθετε να γίνουμε άνθρωποι! Και να γλυκαίνετε τους δύ-σκολους καιρούς που ζούσαμε και με τον καλό σας τονλόγο και με τα λουκούμια!»

Ο δάσκαλος την κοίταξε συγκινημένος -αλλά δεν είπε τί-ποτε, δεν θέλησε να διακόψει το νοσταλγικό ταξίδι της.

«Τότε είχαμε διαγωνίσματα δυο φορές το χρόνο, Φε-βρουάριο και Ιούνιο -θυμάστε; Και πόση αγωνία είχαμε...Θαγράψουμε; Δεν θα γράψουμε; Θα πάμε στην άλλη τάξη; Θαπάρουμε απολυτήριο; Για μας τα γράμματα και οι σπουδέςήταν μονόδρομος, όνειρο... Το εισιτήριο για μια καλύτερηζωή -σε μια Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε βγειαπό την φωτιά του εμφύλιου...

»Ωστόσο τα διαγωνίσματα του Φεβρουαρίου, παρά την

Page 62: η μετακόμιση των χρωμάτων

αγωνία τους, είχαν πάντα μια γλυκιά γεύση! Κι αυτό γιατίτην 1η Φεβρουαρίου είναι η γιορτή σας! Και μαζί με ταθέματα της αριθμητικής, της ιστορίας ή της φυσικής, φέρνατεπάντα μαζί σας και το κέρασμα -τα λουκούμια και ταμπισκότα! Και μας τα φτιάχνατε σάντουιτς, θυμάστε; Έναμπισκότο κάτω, το λουκούμι ανάμεσα κι ένα μπισκότο απόπάνω! Και κάθε παιδί (ήμασταν και πολλά, ζωή να ’χουμε!)έπαιρνε τον γλυκό του μποναμά καθώς σας παρέδιδε τηνκόλλα!»

Κοίταξε τα γέρικα, βουρκωμένα τώρα, μάτια του “κυρίου”της και του χάιδεψε με αγάπη το χέρι.

«Και ξέρετε κάτι, κύριε; Όταν συναντηθήκαμε όλη η τάξηνα γιορτάσουμε τα 35 χρόνια από την αποφοίτηση εκεί,στο ίδιο το σχολειό μας, εγώ κι άλλες δυο παλιές συμμαθήτριεςκανονίσαμε και πήγαμε με λουκούμια και μπισκότα! Και ξα-νακάναμε το δικό σας κέρασμα... Και όλο για σας μιλούσαμε,κύριε... και κλαίγαμε και γελούσαμε μαζί... Αχ κύριε, πόσοπολύ σας αγαπούσαμε και σας σεβόμασταν -κι ακόμα σαςαγαπάμε, πάντα έχουμε τον καλό σας τον λόγο κάθε πουσυναντιόμαστε...»

Τον αγκάλιασε, έκλαιγαν κι οι δυο τώρα.. κι εγώ, το ίδιοσυγκινημένη, παρακολουθούσα την σκηνή ανάμεσα στηνΙλαρία και στον παλιό της δάσκαλο, τον “κύριο” (όπως τονπροσφωνούσε σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης) -τονπατέρα μου!

62 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 63: η μετακόμιση των χρωμάτων

Θυμάσαι, μάνα μου;

Της Αγίας Μαρίνας σήμερα, γιορτάζει η εκκλησία τηςγειτονιάς μας. Θυμάσαι, μάνα μου;

Την περιμέναμε αυτή τη μέρα, θυμάσαι; Είχε γίνει πιαένα με τις καλοκαιρινές μας διακοπές, κάτι σαν παράδοσητριάντα-και χρόνων. Ερχόταν καταμεσίς του καλοκαιριούκαι το χώριζε στο πριν και στο μετά. Μας άρεσε όλο τοπακέτο. Ο εσπερινός την παραμονή, η λειτουργία ανήμερα,η λιτανεία το βράδυ. Και το πανηγύρι σ’ όλη αυτή τη διάρκεια,από τα βασικά στοιχεία της γιορτής.

Κατεβαίναμε στο πανηγύρι πάντα την παραμονή καιπάντα από νωρίς, για να έχουμε χρόνο. Συνήθως οι δυομας, κάποιες φορές με φίλες και ξαδέλφες, ποτέ με τουςάντρες της οικογένειας. Εκείνοι μας κοίταζαν συγκαταβατικά,ελαφρά υποτιμητικά και με κάποια δόση ειρωνίας στοβάθος. «Πάλι στο πανηγύρι θα πάτε; Για να πάρετε όλαεκείνα τα άχρηστα;»

Δεν είχαν κι εντελώς άδικο, εδώ που τα λέμε. Κατά κανόναεπιστρέφαμε φορτωμένες κίτρινες και γαλάζιες σακούλεςμε λογιών λογιών πράγματα μέσα -από ξύλινες κουτάλες(πόσες πια;) και ψάθινα σουπλά για τις κατσαρόλες μέχρισετ από ανοξείδωτα (λέμε τώρα!) ταψάκια και πετσέτες γιατη θάλασσα. Α, κι ο απαραίτητος χαλβάς Φαρσάλων, πουμόνο εσύ κι εγώ αγαπούσαμε -οι υπόλοιποι απείχαν επιδει-κτικά.

Δεν μας ένοιαζε που μας ψιλοκορόιδευαν -εμείς είχαμε

Page 64: η μετακόμιση των χρωμάτων

περάσει όμορφα για μια ακόμη χρονιά! Είχαμε σεργιανίσειστους πάγκους των μικροπωλητών, είχαμε χαζέψει με τηνπραμάτεια τους, είχαμε κάνει τα παζάρια μας, είχαμε ψωνίσειτα «άχρηστά» μας κι είχαμε τιμήσει δεόντως το μαλλί τηςγριάς και τα καραμελωμένα μηλαράκια! Είχαμε διασκεδάσειστο δικό μας πανηγύρι!

Δεν θα πάω σήμερα στο πανηγύρι, όπως δεν ξαναπήγααπό τότε που έφυγες, μάνα μου -εκτός από την πρώτηχρονιά της απουσίας σου, που θέλησα να πάω εις μνήμην.Μα τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο, έλειπες εσύ κι όλα έδειχνανγκρίζα, ανούσια, αδιάφορα... και δεν ξαναπήγα...

Της ΑγιαΜαρίνας σήμερα κι έχει πανηγύρι στη γειτονιάμας... Θυμάσαι, μάνα μου;

64 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 65: η μετακόμιση των χρωμάτων

Κόκκινο κόκκινο

«Κόκκινο-κόκκινο όλο το χρόνο», μας έλεγε η μάναμου σαν ήμασταν παιδιά, εγώ κι ο αδελφός μου,και ζωγράφιζε ένα κύκλο στα μάγουλα και το μέ-

τωπό μας με το πρώτο κόκκινο αυγό του Πάσχα -για να εί-μαστε γερά και με κόκκινα μάγουλα όλο το χρόνο.

Μια αγαπημένη συνήθεια και κίνηση που συνεχίστηκε κιόταν μεγαλώσαμε, πέρασε στα δικά μου παιδιά, τα εγγόνιατης, μέχρι που μεγαλώσανε κι αυτά. Ένα έθιμο και μια ευχήπου συνεχίζω με τον δικό μου εγγονό -νοερά, μιας και είναιμακριά τούτες τις μέρες και δεν μπορώ να ζωγραφίσω ένανκύκλο με το πρώτο κόκκινο αυγό στο δικό του προσωπάκι.

Σήμερα έβαψα τα αυγά αναπολώντας όλες αυτές τιςόμορφες, πολύτιμες στιγμές από περασμένες Πασχαλιές -το βάψιμο των αυγών και το ζύμωμα των τσουρεκιών.

Τα τσουρέκια... Τι ιεροτελεστία! Αχάραγα σηκωνόταν ημάνα μου για να ετοιμάσει τη ζύμη, να την τυλίξει σαν μωρόπαιδί μέσα σε κουβέρτες για να φουσκώσει, μετά να πλάσειτα τσουρέκια, να τα τυλίξει κι αυτά για να φουσκώσουν καιπάλι και, μετά, να πάμε τα ταψιά στο ξυλόφουρνο τηςγειτονιάς, όταν ζούσαμε στη Βέροια. Αργότερα, στην Αθήνα,τα ψήναμε στον ηλεκτρικό φούρνο του σπιτιού και μοσχο-βολούσε όλη η γειτονιά μαχλέπι και κακουλέ. Τα πιο νόστιμακι αφράτα τσουρέκια που έχω φάει στη ζωή μου!

Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, άνοιξαν τα φτερά τους, πέταξανστις δικές τους εστίες. Η μάνα μου έφυγε κι αυτή για τοστερνό ταξίδι, το ίδιο κι ο πατέρας μου. Σταμάτησα να βά-

Page 66: η μετακόμιση των χρωμάτων

φω αυγά -για ποιον άλλωστε; Σε ποιον να έκανα «κόκκινοκόκκινο»; Τα έπαιρνα έτοιμα, βαμμένα, ίσα για να κρατήσουμετο έθιμο του τσουγγρίσματος το Πάσχα.

Μέχρι φέτος που ένας φίλος μας έστειλε αυγά από τοχωριό. Τα ξετύλιγα από τα χαρτιά τους και σαν να μουφάνηκε πως είδα τη μάνα μου να μου γνέφει, να μουχαμογελά και να μου λέει «κόκκινο κόκκινο όλο το χρόνο".

Έμεινα για λίγο να αναπολώ παλιές ευτυχισμένες στιγμέςκι αποφάσισα να τα βάψω -έτσι, για το καλό. Για να ζωγραφίσωμε τη σκέψη και την αγάπη μου τον κόκκινο κύκλο της υ-γείας και της νοσταλγίας στα πρόσωπα των παιδιών και τουεγγονού μου. Για να καταθέσω σκέψεις και συναισθήματαστη μνήμη των αγαπημένων μου που έφυγαν. Για να γλυκάνωτον καημό της απουσίας.

Κόκκινο κόκκινο!

66 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 67: η μετακόμιση των χρωμάτων

Σαν τον Ανταίο

Μια μεγάλη αυλή με μια θεόρατη μουριά στη μέση.Οριοθετημένη από μικρές μονοκατοικίες που τηνκύκλωναν προστατευτικά κι έφτιαχναν έναν ξεχω-

ριστό, μυστικό, δικό μας κόσμο. Τον μικρόκοσμό μας.Ασφαλή, στοργικό, οικείο. Με μια τεράστια σιδερένια πόρτανα τον απομονώνει από τον άλλο, τον έξω, τον μεγάλο.

Χώμα σκληρό, πατημένο από χιλιάδες βήματα, από τιςμικρές πατούσες των παιδιών που έτρεχαν ξεφωνίζοντας.Ο Πάρης, ο Νίκος, ο Φίλιππας. Η Κατερίνα, ο Γιαννάκης, ηΣούλα. Η Βάσω, ο Βύρωνας, ο Διογένης. Και τα παιδιά τουκάτω μαχαλά. Που δεν θυμάμαι πια τα ονόματά τους αλλάθυμάμαι καθαρά τα παιχνίδια μας. Κρυφτό, κυνηγητό, ταμήλα, τα λακκουβάκια.

Μικρές λακκούβες στη σειρά, σκαμμένες στο σκληρόχώμα, μια για τον καθένα, κι ένα τόπι να τις διατρέχει απότην μια άκρη ως την άλλη. Κι όπου έπεφτε το τόπι κέρδιζε οκάτοχος. Και το ’παιρνε και σημάδευε τους υπόλοιπους πουσκόρπιζαν τρέχοντας μακριά. Κι όποιον πετύχαινε, έβγαινεαπό το παιχνίδι -μέχρι να μείνει ένας, ο νικητής.

Και παιδεύαμε τη μουριά. Σκαρφαλωμένοι στα θεόχοντρακλαδιά της, σμάρι σωστό, να την τραντάζουμε σε φαντα-στικούς αγώνες με θεριά και ξωτικά. Κι εκείνη να αντέχει...κι οι μανάδες μας να φωνάζουν... κι εμείς να συνεχίζουμεαπτόητοι. Και να πέφτουμε και να ματώνουν τα γόνατα, οιπλάτες. Γδάρσιμο, μελανιές, κλάμα. Κι ένα χέρι ξύλο απόπάνω! «Στα ’λεγα εγώ, θα πέσεις. Να δω, θα το ξανακάνεις;»

Page 68: η μετακόμιση των χρωμάτων

Και το ξανακάναμε -πάντα!Μια μεγάλη τρύπα στο συρματόπλεγμα του φράχτη. Από

κει περνούσαμε στο διπλανό χτήμα με το στοιχειωμένοσπίτι -το σπίτι του Διογένη. Το παλιό ξύλινο τριώροφο τούρ-κικο αρχοντικό με τα ξεδοντιασμένα πια καφασωτά παράθυρα,τις πόρτες που έχασκαν και τις τρύπες στη στέγη, απ’ όπουμπαινόβγαιναν οι κουρούνες κρώζοντας. Το κάστρο τηςφαντασίας μας είχε απ’ όλα. Βασιλοπούλες, πρίγκιπες, κακούςμάγους, ιππότες. Και το παιχνίδι ατελείωτο.

Γειτονιά μου αλησμόνητη. Βέροια, πόλη μου αγαπημένη.Σε σένα γυρίζουν τα μάτια της ψυχής μου και παίρνω δύναμηστις δυσκολίες. Στα ευλογημένα παιδικά μου χρόνια. Σαντον Ανταίο, αντλώ την δύναμη ακουμπώντας στις αναμνήσειςμου, στο πολύτιμο, ανεκτίμητο αποθεματικό μου. Σε κου-βαλάω μέσα μου -για πάντα.

Όπου κι αν πάω, η πόλη μου είναι εκεί. Και δεν με πλήγωσεποτέ.

68 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 69: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ο χαρταετός

Παραμονή της Καθαρής Δευτέρας. Μια λιόλουστη,ανοιξιάτικη μέρα. Η παραλιακή λεωφόρος Σουνίουείχε γεμίσει χαρταετούς. Κάθε πάρκινγκ, κάθε αλάνα,

κάθε πρασιά. Χαρταετοί όλων των χρωμάτων, σχημάτωνκαι μεγεθών σε καλούσαν να τους πάρεις μαζί σου και νατους υψώσεις την Καθαρή Δευτέρα τιμώντας ένα έθιμοχρόνων. Οδηγούσα και τους χάζευα. Και τι δεν μου θύμιζαν.

Παλιές εποχές, τότε που ήμασταν παιδιά και τους φτιάχναμεμόνοι μας, με καλάμια και κόλλες. Και κόβαμε κορδέλες νακάνουμε τα ζύγια και την ουρά. Και μετά η τρεχάλα να τουςυψώσουμε. «Κράτα κεφάλι και θα σου πω εγώ πότε να τοναφήσεις». Και τρέχαμε. Και υψώνονταν. Και σχεδόν πάνταμπατάριζε γιατί δεν τον είχαμε ισοζυγιάσει. Και μάγκωνεστα δέντρα ή τα καλώδια της ΔΕΗ. Και να το κλάμα και ητσαντίλα!

Κι αργότερα, όταν είχα τα παιδιά μου μικρά, που πλέοντους αγοράζαμε έτοιμους. Να δέσουμε την ουρά. Να κολ-λήσουμε τα ζύγια. Να κρατώ εγώ κεφάλι και να τρέχει ο πα-τέρας τους. Και να υψώνεται. Πανηγύρι τα μικρά. Να τουςδίνουμε έπειτα την καλούμπα και να την κρατούν με ευλάβεια.Και να τον καμαρώνουν ψηλά στον ουρανό. Και να τσακώ-νονται ποιος θα τον κρατήσει πιο πολύ. Και να λέει ο (εξά-χρονος) μεγάλος στον (τρίχρονο) μικρό «θα σε πάρει μαζίτου, είσαι μικρός και ελαφρύς» για να τον πείσει να αλλάξειβάρδια!

Οδηγούσα και τους χάζευα. Και ξαφνικά έβγαλα φλας

Page 70: η μετακόμιση των χρωμάτων

δεξιά. Και μπήκα στην αλάνα. Παράταξη οι χαρταετοί, όλατα χρώματα απλωμένα. Και διάλεξα έναν που σαν κάτι ναμου θύμιζε. Και πήρα και ουρές και ζύγια και καλούμπα.Μες στην καλή χαρά. Τι κι αν τα παιδιά μεγάλωσαν πια καιδεν τσακώνονται ποιος θα τον πρωτοκρατήσει. Τι κι αν με-γαλώσαμε (λιγάκι!) κι εμείς. Τι κι αν ο καιρός μας τα χάλασεσήμερα.

Εμείς θα κρατήσουμε την καλή μας διάθεση και θα τονυψώσουμε τον χαρταετό μας την πρώτη λιόλουστη μέραπου θα έρθει, όπως τα χρόνια τα παλιά!

70 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 71: η μετακόμιση των χρωμάτων

Τα Χριστούγεννα της νοσταλγίας

Θυμάμαι κάποια παλιά Χριστούγεννα. Βέροια, δεκαετίατου ’60. Χιόνιζε από μέρες κι ήταν τα πάντα κάτασπρα-δέντρα, στέγες, δρόμοι. Τα κρύσταλλα κρέμονταν

σαν λόγχες από την άκρη των κεραμιδιών κι έσταζαν σεχοντρές στάλες μ’ έναν ρυθμικό, μουσικό ήχο -πλοπ, πλοπ-ανοίγοντας τρύπες στο χιόνι που ήταν στρωμένο από κάτω.Τσουχτερό το κρύο κι οι καμινάδες της πόλης έστελνανστον παγωμένο αέρα τουλούπες καπνού από τα τζάκια καιτις ξυλόσομπες που έκαιγαν μέρα νύχτα.

Αχάραγα ακόμη ξεκινήσαμε για την λειτουργία. Το καλ-ντερίμι που πήγαινε από το σπίτι μου στην Κυριώτισσα, τηνεκκλησία της γειτονιάς μου, ήταν κατηφορικό και καλυμμένομε ένα λεπτό αλλά σκληρό στρώμα πάγου, σκέτο παγοδρόμιο.Κρατούσα σφιχτά το χέρι του πατέρα μου που περπατούσεπροσεκτικά στην άκρη του δρόμου, εκεί που το χιόνι ήτανακόμη κάπως μαλακό και γλιστρούσε λιγότερο, έχονταςστο πλευρό του την μάνα μου.

Ένα χλομό φεγγάρι στα μισά του και τα φωτισμένα κα-φασωτά παράθυρα των σπιτιών έριχναν ένα αδύναμο φως,ίσα να βλέπουμε πού πατάμε. Κάθε τόσο άνοιγε μια πόρτακι έβγαιναν οι γείτονες, οικογένειες ολόκληρες, κι ενώνοντανμε τον κόσμο που κατηφόριζε για την εκκλησία τυλιγμένοςσε παλτά και κασκόλ και ανταλλάσσοντας καλημέρες καιευχές για την μεγάλη γιορτή.

Η Κυριώτισσα, κατάφωτη από τα δεκάδες κεριά που έκαι-γαν στα μανουάλια και τους πολυέλαιους, έπλεε σαν καράβι

Page 72: η μετακόμιση των χρωμάτων

στη σκοτεινιά της νύχτας. Μπαίνοντας μας τύλιξε με τουςήχους από τις ψαλμωδίες και με μια γλυκιά ζεστασιά, σανστοργική αγκαλιά. Η ατμόσφαιρα κατανυκτική, η λειτουργίατων Χριστουγέννων ξεχωριστή, η προσμονή των ανθρώπωνγια τον ερχομό του Θείου Βρέφους και της ελπίδας στιςψυχές και στις ζωές τους μοναδική και γνήσια. Όμορφεςμέρες, αξέχαστες...

72 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 73: η μετακόμιση των χρωμάτων

Χρόνια χιονισμένα

Χιόνια μας προμήνυσε η ΕΜΥ για τις επόμενες μέρες -κιεγώ, δίπλα στο τζάκι το αναμμένο, κοιτάζω μια τσα-λακωμένη φωτογραφία, πρόσφατη ανακάλυψη ανά-

μεσα σε πολλές ξεχασμένες, που με δείχνει να παίζω χιονο-πόλεμο στην αυλή του σπιτού μας, στη Βέροια, κι αναθυμιέμαιτα χρόνια μου τα παιδικά.

Δεκαετία του ’60. Όταν άρχιζε να χιονίζει, ξεχνούσε νασταματήσει. Το μισό μέτρο ήταν συνηθισμένη κατάσταση·συχνά έφτανε πολύ παραπάνω. Οι ξυλόσομπες μπουμπούνιζανκαταβροχθίζοντας χοντρά κούτσουρα και οι Kresky (αλήθεια,τις θυμάστε οι παλιότεροι;) κατάπιναν το πετρέλαιο σαναναψυκτικό! Τα μπουριά, απαραίτητο ντεκόρ σε κάθε σπίτι,κάπνιζαν ολημερίς κι ολονυχτίς σκορπώντας τουλούπες κα-πνού στον παγωμένο αέρα -αλλά ούτε σκέψη και έγνοια γιανέφος, το Βέρμιο και τα πυκνά του δάση στέκονταν ά-γρυπνοι φρουροί της καθαρής μας ατμόσφαιρας!

Κι εμείς; Τα παιδιά; Τι κάναμε με τόση παγωνιά και χιόνι;Ποιος μας έπιανε εμάς! Γυρνούσαμε από το σχολείο (αν

πηγαίναμε και δεν είχε κλείσει λόγω πάγου στα καλντερίμια),πετούσαμε την τσάντα σε μια γωνιά και ξαμολιόμαστανστις αυλές και τις ρούγες. Με γάντια και σκουφιά και μάλλιναπαλτά (δεν υπήρχαν τότε αδιάβροχα φουσκωτά μπουφάν),με πουλόβερ πλεγμένα από τις μανάδες μας και φουστίτσεςαπό μέσα τα κορίτσια (δεν φορούσαμε τότε παντελόνια)και τα πόδια να κρυώνουν μέσα στα μποτάκια, με τις μάλλινεςκάλτσες να μουσκεύουν με το πρώτο βούλιαγμα στο χιόνι·

Page 74: η μετακόμιση των χρωμάτων

όπως εξάλλου και τα γαντάκια με τον πρώτο χιονοπόλεμο!Και να κοκκινίζουν τα χέρια και τα μάγουλα και να ξεφω-

νίζουμε εμείς φτιάχνοντας χιονόμπαλες να κατατροπώσουμετον κάτω μαχαλά! Και να μπαίνουμε κάθε τόσο στα σπίτιαμας για να αλλάξουμε γάντια και κάλτσες (τα προηγούμεναβρεγμένα ήδη άχνιζαν κοντά στις σόμπες) και να ξαναβγαί-νουμε τρεχάλα έξω, με τις μανάδες να φωνάζουν «θα που-ντιάσεις, παλιόπαιδο» -μα ποιος τις άκουγε!

Και να γυρνάμε κατάκοπα, κατακόκκινα, καταμουσκεμέναμόλις έπεφτε το σούρουπο στη θαλπωρή του σπιτιού, με τησόμπα να έχει πυρώσει μέχρι το καπάκι με τους ομόκεντρουςκύκλους και τη μάνα να έχει έτοιμο το καψαλισμένο ψωμί.Και να απλώνουμε τα χέρια στο μπουρί κι εκείνη να φωνάζει«μηη...θα κάνεις χιονίστρες, σιγά σιγά να τα ζεστάνεις». Καινα τρώμε τσάι με ψωμί και κασέρι καθισμένα κατάχαμα,στην κουρελού. Και να είμαστε τόσο, μα τόσο ευτυχισμένα!

Χρόνια μου παιδικά, αλησμόνητα -χιονισμένα... κι όμωςτόσο ζεστά και ανεκτίμητα!

74 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 75: η μετακόμιση των χρωμάτων

Το ρύζι

Στεκόταν πίσω πίσω, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας,για να παίρνει αέρα. Της έλειπε ο αέρας. Λες και τονείχε ρουφήξει ξαφνικά μια αόρατη τεράστια μαύρη

τρύπα. Από στιγμή σε στιγμή θα λιποθυμούσε, το ’βλεπε...Έριξε μια ματιά γύρω της. Γελαστά πρόσωπα, χαχανητά,

ανόητα κουτσομπολιά -όλα τα είχε αυτός ο γάμος. «Ακόμηκαι μια πρώην»,χαμογέλασεπικρά μόνη της.Μόνη της, όπωςείχε έρθει μόνη, όπως είχε ζήσει τα τελευταία χρόνια μόνη.

Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να δει το ευτυχέςζεύγος. Ο κουμπάρος άλλαζε τα στέφανα. Η νύφη είχε έναχαμόγελο θριάμβου κι ο άντρας της μια αποβλακωμένη έκ-φραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο. Ο πρώην άντρας της -δεν έπρεπε να το ξεχνά αυτό... Φρόντιζε εξάλλου να της τοθυμίζει κάθε τόσο η κόρη τους, που δεν έπαψε ποτέ να κα-τηγορεί τον πατέρα της για «εγκατάλειψη εστίας».

«Παράξενο, αλήθεια», σκέφτηκε για μια ακόμη φορά.«Συνήθως οι κόρες τα βρίσκουν σε κάτι τέτοια με τους πα-τεράδες. Θες το οιδιπόδειο, θες η βουβή αντιζηλία με τημάνα, θες οι μοντέρνες ιδέες και απόψεις -πάντως τα βρί-σκουν».

Η δικιά τους όχι. Στα δεκάξι της ήταν πολύ ευάλωτη καιπολύ απόλυτη για να δεχτεί ένα διαζύγιο των γονιών της·πόσο μάλλον όταν αιτία ήταν η νεαρή γραμματέας τουπατέρα της, που είχε βάλει από την αρχή στόχο τον πετυχη-μένο δικηγόρο με το μεγάλο όνομα. «Και το ακόμη μεγαλύτεροπορτοφόλι», ωρύονταν η μικρή. «Το τσουλάκι...»

Page 76: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μάταια προσπάθησε να την μαλακώσει. Η ίδια προτιμούσενα βγει ήσυχα από τη σχέση αυτή, με όσο το δυνατόν λιγό-τερες απώλειες. Κάπου είχε κουραστεί, κάπου της είχε τε-λειώσει κι εκείνης, δεν το είχε ξεκαθαρίσει καλά. «Συμβαίνουναυτά», της έλεγε, «μην είσαι τόσο κάθετη». Για να εισπράξειμια ακόμη οργισμένη ματιά και μια ακόμη περιφρονητικήδήλωση του τύπου «είσαι και πολύ μεγάλο κορόιδο καιθύμα, ρε μάνα...»

Όταν ήρθε το προσκλητήριο του γάμου, τα ’χασε. Είπαμε,μοντέρνα και ψύχραιμη -αλλά όχι κι έτσι. Αυτό παραήτανθράσος, να την καλεί στο γάμο του με το «τσουλάκι». «Γιανα σε ξεφτιλίσει το κάνει, το καθίκι, αυτή τον έβαλε», ούρλιαζεη μικρή. «Εννοείται ότι δεν θα πας». «Εννοείται», της απά-ντησε.

Εννοείται πως πήγε. «Είσαι μαζόχα», την κατακεραύνωσεη κόρη της όταν την είδε να ετοιμάζεται. «Είσαι hopelessπερίπτωση, άξια της μοίρας σου. Εμένα ξέχνα με, ούτε νατολμήσεις να το σκεφτείς». Έφυγε βροντώντας την πόρταπίσω της.

Μπορεί. Μπορεί να της άρεσε να παιδεύεται... να σκαλίζειμια πληγή που δεν περίμενε πως θα αιμορραγούσε ακόμη.Σαν τη γλώσσα που πηγαίνει άθελα στο πονεμένο δόντι.

Και τώρα στεκόταν πίσω πίσω, κοντά στην είσοδο τηςεκκλησίας, για να παίρνει αέρα. Της έλειπε ο αέρας...

Γιατί είχε έρθει, αλήθεια;«Τον αγαπάς ακόμα, ηλίθια...» συνειδητοποίησε ξαφνικά.

«Τον αγαπάς, γι’ αυτό ήρθες. Γιατί ήθελες να το δεις με ταμάτια σου... να το χωνέψεις, να το πάρεις απόφαση. Γιατί σ’αρέσει να βασανίζεσαι, καλά σε λέει θύμα η κόρη σου.Μεγάλο σου λάθος που ήρθες, παραδέξου το. Κάτσε τώρανα το υποστείς όλο αυτό, μέχρι τέλους... και γέλα κι απόπάνω, παλιάτσο...»

Το χαμογελαστό κοριτσάκι με το ανθισμένο στεφανάκι

76 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 77: η μετακόμιση των χρωμάτων

στα μαλλιά της έτεινε ένα σακκουλάκι. Το πήρε μηχανικά.Ρύζι... Άκουσε τον παπά να ψέλνει τον «Ησαΐα» κι ένιωσε τοστομάχι της ν’ ανακατεύεται. Έριξε μια ματιά γύρω της,κανείς δεν την πρόσεχε, όλοι πετούσαν ρύζια στους νιό-νυμφους και γελούσαν. Άνοιξε το σακκουλάκι κι άρχισε κιεκείνη να το πετάει.

Στο πάτωμα... σπυρί σπυρί... πάνω στις γόβες της... Ανα-κατεμένο με αλμυρές στάλες...

77Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 78: η μετακόμιση των χρωμάτων

Γέρων τριακοντούτης...

Οπατέρας μου συνήθιζε να αναφέρει κάποιο κείμενοαπό το δικό του αναγνωστικό του Δημοτικού, πουάρχιζε με την φράση “Γέρων τεσσαρακοντούτης...”

όταν ήθελε να υπογραμμίσει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματασε σχέση με την αξιολόγηση της ηλικίας από την εποχή πουο σαραντάρης εθεωρείτο “γέρων” ...

Θυμήθηκα την έκφραση όταν συνάντησα για πρώτηφορά τον Μουχάμαντ, έτσι μου συστήθηκε -Μουχάμανταπό το Μπαγκλαντές. Το παιδί των φαναριών της γειτονιάςμου, μόνο που δεν είναι πια παιδί... Είναι ένας νέος άντραςγύρω στα 30 με πρόσωπο αντίστοιχο των χρόνων του αλλάμε ασπρισμένα μαλλιά και μάτια γέροντα. Ένα παιδί που πέ-ρασε ξαφνικά και βίαια από την εφηβική στην γεροντικήηλικία χωρίς να διανύσει την νεανική ή την ώριμη -τουλάχιστονμε τον τρόπο που εμείς κατά κανόνα θεωρούμε ότι διανύονταιοι ηλικίες αυτές.

Ο Μουχάμαντ είναι κάποια χρόνια στην Ελλάδα. Η αντίθεσηανάμεσα στην κουρασμένη, γερασμένη ματιά του και τονεανικό του πρόσωπο μου κίνησε το ενδιαφέρον όταν τονπρωτοείδα. Την δεύτερη φορά που μου καθάρισε το παρμπρίζ,κατέβασα το τζάμι και ρώτησα πώς τον λένε και από πούκατάγεται. Μου απάντησε δειλά, μαγκωμένα, άβολα -δενήξερε πώς να ερμηνεύσει το αναπάντεχο ενδιαφέρον μου.

Τον έχω δει πολλές φορές από τότε, πάντα στο ίδιο φα-νάρι, να με χαιρετά ευγενικά στην αρχή, φιλικά στη συνέχεια,εκφράζοντας με ένα δειλό χαμόγελο τη χαρά του που με

Page 79: η μετακόμιση των χρωμάτων

βλέπει, που τον ρωτώ τι κάνει. Με ρωτά κι αυτός πώς είμαικαι τι κάνουν τα παιδιά μου, μου μιλά με καημό και νοσταλγίαγια τους γονείς που άφησε πίσω και για τα δικά του αδέλφια,σκορπισμένα τα περισσότερα στα τέσσερα σημεία του ορί-ζοντα σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης. Μου περι-γράφει τις ασφυκτικές συνθήκες της ζωής του απλά, με λίγαλόγια, ουδέτερα, χωρίς καμιά προσπάθεια εντυπωσιασμού,με μια σαν παραιτημένη διάθεση, σαν μοιρολατρική αποδοχήτου αναπόφευκτου και της σκληρής μοίρας που τον έφερε,σαν πλεούμενο που ξώκειλε, σε τούτη τη γωνιά της γης.

Κι αυτό είναι που με θλίβει πιο πολύ πέρα απ’ τα γερασμέναμάτια πάνω στο νεανικό πρόσωπο. Αυτή η παραίτηση, αυτήη πίκρα για μια ζωή που δε ζει, που δεν ελπίζει να ζήσει... Γιαμια ζωή που κυλά στο περιθώριο, που απλά εναλλάσσει τιςμέρες, που έχει σαν μοναδικό στόχο την επιβίωση με όλητην άγρια σημασία της λέξης... Είναι τόσο σκληρό να έρχεταιη νύχτα και η μοναδική ανακούφιση, η μοναδική σκέψη ναείναι “ευτυχώς τη βγάλαμε και την σημερινή τη μέρα...”

Κι όμως για τον Μουχάμαντ, τον τριακοντούτη γέρονταφίλο μου, αυτή είναι η πραγματικότητα -να θεωρεί κατόρθωμακαι να ευγνωμονεί τον όποιο θεό πιστεύει για κάτι πουεμείς, οι τυχεροί κι ευνοημένοι της Μοίρας, θεωρούμε αυ-τονόητο... που δεν το συνειδητοποιούμε καν... Το ότι αξιω-θήκαμε να τη ζήσουμε, καλά ή λιγότερο καλά δεν έχει ση-μασία, κι αυτή τη μέρα που μας χαρίστηκε...

79Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 80: η μετακόμιση των χρωμάτων

Λευτέρωσε την πεταλούδα

Σαν πεταλούδα... έτσι νιώθω.Σαν τις πεταλούδες τις καρφιτσωμένες σε κορνίζα...άψυχες, τελειωμένες.

Έτσι είμαι κι εγώ, τελειωμένος -αλλ’ όχι άψυχος. Μεκρατούν εδώ, καρφωμένο στο κρεβάτι, με σωλήνες να ξε-πηδούν από παντού στο κορμί μου. Τρέφομαι με σωλήνα,αναπνέω με σωλήνα, παίρνω φάρμακα με σωλήνα.

«Δεν αντέχω άλλο, πατέρα», μου είπες. «Κουράστηκα νασε νταντεύω, να κλείνομαι μέσα για χάρη σου... έχω τη ζωήμου να σκεφτώ. Θα σε πάω σε οίκο ευγηρίας, να έχεις τηφροντίδα που πρέπει».

Δεν ήθελα τη φροντίδα του γηροκομείου, εσένα ήθελαμοναχά... Να σε βλέπω, να σε ακούω, να σε αισθάνομαιγύρω μου. Όπως τότε, που ήσουν μικρούλα -θυμάσαι; Δενξεκολλούσες λεπτό από κοντά μου. Το χεράκι σου στο χέριμου, περίπατοι στην αμμουδιά κι ατέλειωτες ερωτήσεις γιανα μάθεις τον κόσμο.

Και τον έμαθες, στον έμαθα... αλλά δεν σου έμαθα τησυμπόνοια, τραγική μου αμέλεια.

Αρνήθηκα την τροφή, αρρώστησε η ψυχή μου, αρρώστησετο σώμα μου -και με γέμισαν σωλήνες για να τρέφομαι, νααναπνέω, να παίρνω φάρμακα.

Πες τους να τους βγάλουν, σε ικετεύω. Να ησυχάσεις κιεσύ, να ξεκουραστώ κι εγώ... να πάω να βρω τη μάνα σου.

Λευτέρωσε την πεταλούδα... την ψυχή μου.

80 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 81: η μετακόμιση των χρωμάτων

Η γεύση των λέξεων

Οι λέξεις έχουν γεύση. Όχι όλες. Όχι πάντα. Κάποιεςιδιαίτερες, σημαντικές και για αυτό ξεχωριστές λέξειςείναι αυτές που αφήνουν τη γεύση τους. Γεύση

γλυκιά, γεύση πικρή. Γυρίζουμε τη λέξη στο στόμα μας σαν καραμέλα -κι

εκείνη λιώνει, απλώνεται στον ουρανίσκο μας και μας γεμίζεισυναισθήματα. Νοσταλγία και τρυφερότητα -λέξεις γλυκές.Οργή και αγανάκτηση -λέξεις πικρές. Είναι εντυπωσιακό τοπώς μια λέξη μπορεί να μας ταξιδέψει, να μας κάνει αισιό-δοξους, να μας μελαγχολήσει. Κι όχι μόνο σαν άκουσμα,αλλά και σαν γεύση.

Το όνομα της μάνας μας. Η ίδια η λέξη «μάνα» -ίδια γιαόλους και μοναδική για τον καθένα. Το όνομα της πρώτηςμας αγάπης. Το όνομα ενός νησιού που περάσαμε αξέχαστεςδιακοπές. Το όνομα ενός φίλου χαμένου στο χρόνο και ξε-χασμένου από καιρό. Και πόσες άλλες! Λέξεις απλές, γράμματαστη σειρά, που τις ψιθυρίζεις και γεμίζει ο νους εικόνες,ήχους και χρώματα. Και γεύσεις. Γλυκές, πικρές, γλυκόπι-κρες.

Σαν τις εμπειρίες που ανασύρουν. Σαν τη ζωή μας τηνίδια.

81

Page 82: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μαγική η θάλασσα

Μαγική η θάλασσα. Μοναδική η αίσθηση ελευθερίαςπου χαρίζει σ’ όποιον την επιλέξει σαν μέσο από-δρασης. Όλα είναι μαγικά και μοναδικά. Από την

πρώτη στιγμή.Το εισιτήριο με το όνομα του προορισμού επάνω. Τα ρο-

δάκια της βαλίτσας που χοροπηδούν στις πλάκες του πεζο-δρομίου. «Τακατάκ τακατάκ» , «ξεκινάς ξεκινάς» σα να σουλένε. Η αναμονή στην προκυμαία μαζί με το πολύβουοπλήθος. Το καράβι που μπαίνει καμαρωτό στο λιμάνι. Οι κα-βοδέτες που φωνάζουν σε μια προσπάθεια να ακουστούνπάνω από τον θόρυβο των μηχανών. Εντάξει, δέσαμε.

Η ώρα της γιούργιας. Όταν ανοίγουν οι μπουκαπόρτες κιο κόσμος τρέχει να «κυριεύσει» το κάστρο, να «σημαδέψει»τον ζωτικό του χώρο, να «καταλάβει» μια θέση. Τρέχει,σπρώχνει, αγωνίζεται. Θυμάστε το τεύχος «Οκλαχόμα» τουμοναδικού «Λούκυ Λουκ» με τα κάρα των εποίκων στηναφετηρία να περιμένουν την πιστολιά για να ξεχυθούν στιςαχανείς εκτάσεις; Αυτό. Κυριολεκτικά. Μόνο η κραυγή λείπει.«Γιούργιααα»!

Οι κάβοι λύνονται, το φουγάρο βγάζει χοντρές τουλούπεςκαπνού, η μπουρού αποχαιρετά το λιμάνι. Φύγαμε. Ακου-μπισμένη στην κουπαστή της πρύμνης απολαμβάνω τοηλιοβασίλεμα που μακραίνει στο βάθος, καθώς μεγαλώνουνοι σκιές. Η όμορφη ώρα του δειλινού. Ο αφρός των κυμάτωνπίσω από την προπέλα. Τα πρώτα άστρα, ίσως και μια φέταφεγγάρι. Η μαγεία του ανεμπόδιστου ορίζοντα, να χάνεται

Page 83: η μετακόμιση των χρωμάτων

η ματιά. Ταξιδεύω.Μαγική η θάλασσα. Μοναδική η αίσθηση ελευθερίας

που χαρίζει. Καλά μας ταξίδια!

83Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 84: η μετακόμιση των χρωμάτων

Όμορφο δειλινό

Όμορφο δειλινό. Ακόμα έχει λίγο φως, ήσυχο όμωςκαι μαλακό, όχι το δυνατό, το σκληρό του ήλιου. Ηπιο γλυκιά ώρα της ημέρας, η δικιά μου ώρα. Τα τζι-

τζίκια χαλούν τον κόσμο μέσα στα πεύκα και στις φιστικιές.Και η χορωδία τους είναι το μόνο που ακούγεται -κι έναςμακρινός γκιώνης.

Ανάβω τα κεριά. Άσπρα, κουφωμένα από τη χρήση, ηφλόγα καίει χαμηλά και φωτίζει από μέσα. Σα φαναράκια!Τα παγάκια κουδουνίζουν στο ποτήρι σε σχήμα τουλίπας,το αγαπημένο μου. Χυμός, λίγη βότκα, έτοιμο!

Κάθομαι στον πέτρινο πάγκο της αυλής, ανάβω τσιγάροκι ο Μπρούνο έρχεται κουνώντας την ουρά του και ξαπλώνειστα πόδια μου. Ο Μαξ κάπου γυρνάει, το ‘σκασε πάλι πρινλίγο πηδώντας τη μάντρα, πάει στη Χρυσούλα, την γειτόνισσα,να τον φιλέψει λιχουδιές.

«Σάββατο κι απόβραδο...» έρχεται στο μυαλό μου και τοσιγοτραγουδάω. Κι ας είναι Παρασκευή κι απόβραδο! Θαμείνω ξύπνια ως αργά, αρνούμαι να χάσω αυτές τις στιγμές.Θα περιμένω και το «πράσινο φεγγάρι» να βγει. Κι ας αργήσει.Κι ας είναι μισό. Εγώ το αγαπάω όπως κι αν είναι!

84 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 85: η μετακόμιση των χρωμάτων

Παγκάκι και Φως(μια μυστική συνομιλία)

-Καλησπέρα!–Καλώς το! Άργησες απόψε κι είπα με ξέχασες...–Εγώ; Να σε ξεχάσω εγώ; Αποκλείεται... Γιατί με πλη-

γώνεις τώρα;–Μα... είναι ώρα αυτή που ήρθες; Τουλάχιστον τρία

τέταρτα καθυστέρηση, μ’ έφαγε το σκοτάδι, η μοναξιά καιτο αγιάζι...

–Συγνώμη, καλό μου... δε φταίω εγώ, είχαμε κάποιο πρό-βλημα στα κεντρικά κι άργησα να ξεκινήσω για να ‘ρθω νασε βρω... και κάνει κι ένα κρύο απόψε...

–Κι εγώ περίμενα... και περίμενα... ήρθαν τα καράβια, έ-φυγαν... κι εσύ πουθενά...

–Ήρθα όμως, δεν ήρθα; Και δε θα φύγω ούτε λεπτό απόκοντά σου όλη νύχτα! Μαζί θα ακούμε τη θάλασσα να σιγο-μουρμουρίζει και μαζί θα δούμε τον ήλιο να ξεπροβάλειαπό το βουνό! Σύμφωνοι;

–Μου το υπόσχεσαι;–Στο υπόσχομαι!–Εντάξει τότε... χαλάλι η αναμονή... Καλό μας βράδυ,

αγαπημένο μου φως!–Καλό μας ξημέρωμα, αγαπημένο μου παγκάκι!

85

Page 86: η μετακόμιση των χρωμάτων

Παγκάκι και Φως(ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους)

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα Παγκάκι που ζούσεστην άκρη του λιμανιού συντροφιά μ’ ένα Φως.Τημέρα χάζευε τα καράβια που μπαινόβγαιναν στο

λιμάνι, κι άκουγε τα μυστικά των ανθρώπων, που κάθοντανεπάνω του να ξεκουραστούν και να απολαύσουν το ηλιο-βασίλεμα.

Τη νύχτα έπιανε ψιλή κουβέντα με το Φως, που ερχότανπάντα στην ώρα του στον φανοστάτη, λίγο μετά το δειλινό,και του έλεγε όλα τα κουτσομπολιά που είχα ακούσει ταξύλινα αυτιά του κι είχαν δει τα μαντεμένια μάτια του. Κιόταν, καμιά φορά, το Φως αργούσε να έρθει στον φανοστάτη,το έπιανε η αγωνία και του έκανε πολλά παράπονα μόλις τοέβλεπε να καταφτάνει και να φωτίζει το σιωπηλό, έρημολιμάνι. Είχαν γίνει φίλοι, πολύ καλοί φίλοι το Παγκάκι και τοΦως.

Μέχρις ότου μια χειμωνιάτικη νύχτα, που φυσούσε μα-νιασμένος ο άνεμος κι η θάλασσα ορμούσε αφηνιασμένηστη στεριά, ένα θεόρατο κύμα βγήκε στην πλακόστρωτηαποβάθρα και σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του -μαζί καιτο Παγκάκι... Μάταια φώναζε και ξαναφώναζε το Φως απελ-πισμένο το όνομά του -ο φίλος του είχε χαθεί για πάντα σταπαγωμένα νερά...

Έπεσε σε κατάθλιψη το έρημο το Φως... Ούτε να ανάψειήθελε, ούτε να φωτίσει το σκοτεινό λιμάνι. Ίσα που τρεμό-σβηνε, ίσα ίσα για να βλέπει με λαχτάρα τη θάλασσα μήπως

Page 87: η μετακόμιση των χρωμάτων

του ξαναφέρει πίσω το συντροφάκι του... αλλά εκείνο που-θενά...

Ώσπου ένα βράδυ Απριλιάτικο, καθώς το Φως έφτανεσέρνοντας στο λιμάνι για να μπει στον φανοστάτη του, σαννα ξεχώρισε μια γνώριμη μορφή εκεί που έστεκε παλιά οφίλος του. Έτρεξε με λαχτάρα και είδε ένα νέο παγκάκι νακαμαρώνει, ολοκαίνουργιο και γυαλιστερό, στη θέση τουπαλιού.

Την αρχική του απογοήτευση διαδέχτηκε μια πρωτόγνωρηχαρά. Σκέφτηκε πως το καινούριο παγκάκι το είχε στείλει,με κάποιο τρόπο, ο αγαπημένος του φιλαράκος από τα βά-θη της θάλασσας, όπου κοιμόταν γαλήνια πια -για να τουκάνει συντροφιά τις ατέλειωτες μοναχικές του νύχτες.

«Θα σε λέω και σένα “Παγκάκι”», είπε στον νεοφερμένοτου γείτονα, «θα σου μάθω όλα τα μυστικά του λιμανιού καιθα γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι, θέλεις;»

Το νεαρό παγκάκι χαμογέλασε ντροπαλά κι ένευσε κα-ταφατικά.

Μια καινούρια φιλία είχε μόλις αρχίσει!

87Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 88: η μετακόμιση των χρωμάτων

Πανσέληνος του Ιουνίου

Ακουμπισμένη στην κουπαστή του πλοίου της επι-στροφής αγνάντευα τα φώτα του λιμανιού καθώςαπομακρυνόμασταν και το νησί χανόταν στο μού-

χρωμα του δειλινού. Ο ήλιος είχε μαζέψει τις τελευταίες πο-λύχρωμες πινελιές του από τα σκοτεινά νερά κι είχε αποσυρθείστο βυθό της θάλασσας. Σουρούπωνε...

Και τότε την είδα. Την πανσέληνο. Μια αχνή λάμψη πίσωαπό το βουνό στο βάθος, που μεγάλωνε γοργά κι έγινε φλο-γάτο δρεπάνι... κι έγινε ένας δίσκος πορτοκαλοκόκκινοςπου λες και γέμισε ξαφνικά ολάκερο τον ορίζοντα κατακυ-ριεύοντας τα πάντα!

Απόμεινα να την κοιτάζω εκστατική να ανεβαίνει και νακυριαρχεί στο μαύρο μπλε του ουρανού, μόνη αφέντραστην απεραντοσύνη του...

Είμαι ακουμπισμένη στην κουπαστή... και κοιτάζω μαγεμένητη Σελήνη που ανοίγει πορτοκαλί και ασημένια μονοπάτιαστο μαύρο ατλάζι του Αιγαίου...

88

Page 89: η μετακόμιση των χρωμάτων

Χάραμα

Χαράζει. Λιγοστό το φως μπαίνει από τις γρίλιες καιφιλτράρεται στις κουρτίνες με τα ανάγλυφα φύλλαφτέρης. Κάνει λεπτές γραμμές και διαθλάται στον

απέναντι καθρέφτη με το μπρούτζινο πλαίσιο. Μια γραμμήαντανακλάται στο μαξιλάρι μου και δίνει, λες, το σύνθημα.«Ξημερώνει -σήκω να δεις τον ήλιο να ξεμυτίζει πίσω απότο βουνό και να διώχνει τις σκιές της νύχτας...»

Σηκώνομαι ακροπατώντας για να μην ξυπνήσω τον καλόμου. Βγαίνω στην αυλή κι ανοίγω τα χέρια σε μια αγκαλιά.Ίσα που προλαβαίνω το άρμα του Φαέθοντα να προβάλεικαι να γεμίζει τη θάλασσα χρυσόσκονη. Τον καλημερίζω μεμια κοφτή κίνηση του χεριού κι ανταποδίδει στέλνονταςόλο και περισσότερες ακτίνες στα γεράνια και τα δεντρολίβανατου κήπου.

Στρέφω τη ματιά από τον ήλιο, που πια την πληγώνει,προς τον φάρο στο έμπα του λιμανιού. Τον «δικό μου»φάρο. Λευκό κτίσμα στην κορφή του λόφου δίνει το στίγμαστα καράβια που περνούν αδιάφορα από μπροστά του. Καισε μένα. Τη νύχτα την ασέληνη είναι το μόνο φως στομελανί του πελάγου -αυτός, και τ’ αστέρια στο μελανί τουουρανού. Εκεί ακουμπώ το βλέμμα τις νύχτες που στέλνωτο νου να ταξιδέψει μαζί με τον Καββαδία -εκεί το αφήνωκαι τώρα σ’ ένα φιλικό καλημέρισμα.

Κάποια μέρα θα γράψω την ιστορία του. Αυτή που θαμου έχει εμπιστευτεί στις ατέλειωτες ώρες των μυστικώνμας ψιθύρων.

89Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 90: η μετακόμιση των χρωμάτων

Η ελαφριά μελαγχολία του Σεπτέμβρη

ΟΣεπτέμβρης πάντα μου προκαλούσε μια ελαφριάμελαγχολία -κι ακόμα μου προκαλεί, παρ’ όλο πουθα ‘πρεπε να είναι ο μήνας μου μιας και Σεπτέμβρη

γεννήθηκα, Σεπτέμβρη παντρεύτηκα!Ίσως γιατί, σαν παιδί, ο Σεπτέμβρης ήταν ο μήνας έναρξης

της σχολικής χρονιάς και λήξης των ανέμελων διακοπών.Όσο κι αν αγαπούσα το σχολείο, προφανώς αγαπούσα πε-ρισσότερο το παιχνίδι (ως ανήκουσα στην πλειοψηφία τωνπαιδιών με ανάλογες απόψεις).

Ίσως πάλι γιατί είμαι πολύ ανοιξιάτικο/καλοκαιρινό άτομο-πολύ της μέρας, της εξοχής, του έξω, της θάλασσας.Όσο κιαν μου αρέσει το χουχούλιασμα δίπλα στο τζάκι, σαφώςπροτιμώ την φυσική θαλπωρή που προσφέρουν οι ακτίνεςτου ήλιου από τη ζεστασιά των αναμμένων κούτσουρωνπου τριζοβολούν στο παραγώνι.

Ο Σεπτέμβρης σηματοδοτεί το τέλος όλων αυτών -τωνδιακοπών παλιότερα, των υπέροχων ατέλειωτων ημερώνσήμερα. Αραιώνουμε και αποχαιρετούμε τα μπάνια, το φωςμας αφήνει νωρίς, η νύχτα κερδίζει έδαφος κι αρχίζει ναδιαγράφεται η κλεισούρα του χειμώνα.

Αρχίζουν οι βροχές, που μπορεί να είναι καλόδεχτες κιευεργετικές στην αρχή, αλλά μετά το παρακάνουν και μεκλείνουν μέσα ή με υποχρεώνουν να κρατώ ομπρέλα γιανα βγω από την πόρτα μου -και τις αντιπαθώ τις ομπρέλες!Ακολουθούν τα κρύα (αντιπαθώ τα μπουφάν και τις μπότες),οι μεγάλες νύχτες (αντιπαθώ το σκοτάδι και το τεχνητό

Page 91: η μετακόμιση των χρωμάτων

φως) και ο συχνά κατσούφης ουρανός (αντιπαθώ τη συννεφιάκαι τη μαυρίλα).

Μου πέρασε λοιπόν κάποια στιγμή η σκέψη ότι, αφούδεν μπορώ να μετατρέψω τους πολύ χειμωνιάτικους μήνες(συγκεκριμένα από Νοέμβρη μέχρι Φλεβάρη) σε ανοιξιάτικουςή, έστω, φθινοπωρινούς, θα με βόλευε ιδιαίτερα να μπορούσανα τους παρακάμψω. Σκέψη που απορρίφθηκε πολύ σύντομαγια δύο βασικούς λόγους -πρώτον γιατί δεν μπορώ και δεύ-τερον γιατί δεν θέλω.

Και το «δεν μπορώ» είναι αυταπόδεικτο -δεν γίνεται ναπέσω σε χειμερία νάρκη, σαν τις αρκούδες, ούτε να περνώτους χειμωνιάτικους μήνες σε κάποιο ολοχρονίς ανοιξιάτικομέρος, σαν τις Βερμούδες (άσε που δεν μου ταιριάζει κανέναμέρος πέρα από τη χώρα μου, ένα μυστήριο πράγμα!)

Το «δεν θέλω» όμως;Εδώ μπαίνει στο σκηνικό η φιλοσοφία μου, η κοσμοθεωρία

μου, όπως θέλετε ονομάστε το. Η βαθιά μου πεποίθηση ότικάθε στιγμή της ζωής μας είναι πολύτιμη, ανεπανάληπτη,μοναδική. Κάθε στιγμή -καλή, κακή, δύσκολη, οδυνηρή, ευ-τυχισμένη, απαισιόδοξη, ονειρική, θλιμμένη. Είναι δική μας,δικαιούμαστε να τη ζήσουμε όποιο χρώμα κι αν έχει και δενδικαιούμαστε να την αποκηρύξουμε -γιατί δεν θα ξανάρθειποτέ πίσω.

Κάτι λοιπόν η κοσμοθεωρία μου, κάτι ο φύσει αισιόδοξοςχαρακτήρας μου, και η μελαγχολία του Σεπτέμβρη με απο-χαιρετά πριν καλά καλά εγκατασταθεί. Κάνει ένα γρήγοροπέρασμα από την φθινοπωρινή ζωή μου και σκορπάει σανκαπνός μπροστά σε μια πολύ απλή (αλλά τόσο ουσιαστική)σκέψη:

Θα ξανάρθει η Άνοιξη -και το μόνο που εύχομαι (καιχρειάζεται) είναι να είμαι εκεί και να την περιμένω!

91Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 92: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ο σκεπαρνοσκοτωμένος

Σήμερα θα σας πω ένα παραμύθι από τη λαϊκή μας πα-ράδοση. Θα σας μιλήσω για τον σκεπαρνοσκοτωμέ-νο.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια. Ο πατέρας,η μάνα, ο γιος και η κόρη. Μια μέρα, την ώρα που ετοιμά-ζονταν να φάνε για μεσημέρι, είπε ο πατέρας στην κόρη.

«Σύρε, θυγατέρα, στο κελάρι να πιάσεις λίγο κρασί απότο βαρέλι».

Η κοπέλα πήρε την κανάτα, κατέβηκε στο κελάρι, τηνέβαλε κάτω από την κάνουλα, την άνοιξε κι άρχισε ναγεμίζει. Ενόσω περίμενε, περιέφερε τη ματιά της γύρω στοκελάρι. Ξαφνικά είδε ένα σκεπάρνι καρφωμένο σ’ ένα απότα δοκάρια της οροφής, γούρλωσε τα μάτια κι έβαλε κλάματαγοερά.

Την άκουσε η μάνα της και κατέβηκε στο κελάρι τρομα-γμένη να δει τι έπαθε.

«Τι έχεις, θυγατέρα», τη ρώτησε, «και θρηνείς;»Η κοπέλα της έδειξε το σκεπάρνι και είπε μέσα στα ανα-

φιλητά της «Μάνα μου, καταστράφηκα... δες το σκεπάρνι...έτοιμο να πέσει είναι... Κι αν παντρευτώ; Κι αν κάνω γιο; Καιγίνει πανώριο παλικάρι; Και κατέβει στο κελάρι να πιάσεικρασί; Και πέσει το σκεπάρνι και τόνε σκοτώσει; Πάει το πα-λικάρι μου, πάει,... μάνα μου, καταστράφηκα...»

Άρχισε η μάνα να μαδάει τα μαλλιά της και να σκούζει«πάει το παλικάρι μας, πάει...»

Page 93: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ο πατέρας, που έβλεπε τις γυναίκες να αργοπορούν, κα-τέβηκε κι αυτός στο κελάρι αγριεμένος και τις είδε ναθρηνούν αγκαλιασμένες, ενώ το κρασί είχε ξεχειλίσει στηνκανάτα και χύνονταν στο χωμάτινο πάτωμα του κελαριού.Πριν προλάβει να ρωτήσει, του δείχνει η κυρά του το σκε-πάρνι και του λέει για τον εγγονό... το παλικάρι... τον σκε-παρνοσκοτωμένο.

«Ωιμέ», άρχισε ο κύρης να χτυπάει με γροθιές το στήθοςτου «πάει ο εγγονός μου ο λεβέντης... πάει...»

Ο γιος, ανήσυχος που όλη του η οικογένεια δεν έλεγε ναανέβει από το κελάρι, αποφάσισε να πάει να δει τι συμβαίνει.Τους βρήκε όλους αγκαλιασμένους να κλαίνε και να οδύ-ρονται, ενώ κάθε τόσο έριχναν κλεφτές ματιές στο φονικόσκεπάρνι. Τρέχει, κλείνει την κάνουλα να σώσει όσο κρασίείχε περισσέψει, και ρωτάει ανήσυχος «τι πάθατε σεις καιχτυπιέστε;»

Ανέλαβε ο πατέρας να του πει τα θλιβερά μαντάτα... ότιαν παντρευτεί η αδελφή του... κι αν κάνει γιο... κι αν γίνει πα-νώριο παλικάρι... κι αν κατέβει στο κελάρι να πιάσει κρασί...κι αν πέσει το σκεπάρνι και τον σκοτώσει...

«Γιόκα μου...» έσυρε φωνή τρανή η μάνα του, «πάει ο ανι-ψιός σου... πάει το παλικάρι μας... το σκεπαρνοσκοτωμέ-νο...»

Ο γιος δεν πίστευε στ’ αυτιά του... Τους κοίταξε έναν έναν με μάτια γεμάτα έκπληξη κι απο-

δοκιμασία, πήγε στο σκεπάρνι, άπλωσε το χέρι, το κατέβασεαπό το δοκάρι και το ακούμπησε σε μια γωνιά, ενώ οι υπό-λοιποι τον παρακολουθούσαν με το στόμα ανοιχτό -δεν πί-στευαν ότι, τόσο εύκολα κι απλά, είχε γλιτώσει από βέβαιοθάνατο ο γιος κι εγγονός τους... ο μελλούμενος... ο σκεπαρ-νοσκοτωμένος...

Δυο τα βασικά διδάγματα αυτής της ιστορίας, που έχει

93Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 94: η μετακόμιση των χρωμάτων

πολλά επίπεδα και πολλές αναγνώσεις.Το πρώτο: δεν θρηνούμε προκαταβολικά για τις συμφορές

που φανταζόμαστε ότι μπορεί να μας προκύψουν -τους«σκεπαρνοσκοτωμένους» μας... Όταν κι αν έλθουν, βλέπουμεπώς θα τις αντιμετωπίσουμε.

Και το δεύτερο: εξουδετερώνουμε έγκαιρα, εφ’ όσονπερνά από το χέρι μας, τις πιθανές αιτίες που μπορεί να μαςφέρουν αυτές τις συμφορές -κατεβάζουμε το σκεπάρνι απότο δοκάρι!

94 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 95: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ο βερεσές και το τεφτέριΟ βερεσές απέθανεκετάφι το δεφτέρικε διαθίκι άφισεμε τον παρά στο χέρι

Δεν ξέρω πόσοι από σας είστε τόσο παλιοί (σαν κιεμένα) και θυμάστε αυτό το σουρεάλ ποιηματάκι (μεαυτήν την ορθογραφία) πάνω από τον πάγκο του

μπακάλικου της δεκαετίας του '60.Ήταν τότε που βγαίναμε σιγά σιγά από τα ζόρια της με-

ταπολεμικής και μετεμφυλιακής λαίλαπας, που άρχιζε ναζεσταίνεται η τσέπη των γονιών μας με τις πρώτες αποταμι-εύσεις, που άρχισε να υπάρχει και να κυκλοφορεί (περιορι-σμένο) χρήμα σε πιο σταθερή βάση, οπότε είπαν κι οι μπα-κάληδες να κόψουν τον περιβόητο "βερεσέ" και να κάψουντο διαβόητο "τεφτέρι".

Και να! Έχει ο καιρός γυρίσματα κι όπου να ’ναι θα ξανα-κάνουν την εμφάνισή τους οι παλιοί μας γνώριμοι -γιατίπώς θα επιβιώσουν οι συνταξιούχοι που ούτε στα ΑΤΜξέρουν να πάνε ούτε στα γκισέ των τραπεζών μπορούν;

Να δω τεφτέρια στα υπερσύγχρονα ταμεία των σούπερμάρκετ (κι αν έχουν και barcode ακόμα καλύτερα!) και τιστον κόσμο!

Page 96: η μετακόμιση των χρωμάτων

Και τι σημασία έχει;

Πάει κι αυτή η νύχτα. Ζόρικη, πολύ ζόρικη. Τι βροχήήταν αυτή, αδερφέ μου! Μούσκεψε το χαρτόκουτο,λιώσανε οι μπουκαβάδες. Τα πλακάκια παγωμένα,

ξύλιασα. Κι φύσαγε κι ερχόταν λοξά η άτιμη, πού να μας φυ-λάξει ο εξώστης από πάνω! Καλά που είχα και σένα, φιλαράκο,και με ζέσταινες κομμάτι. Αλλιώς θα με βρίσκανε κοκαλω-μένο.

Θα μου πεις «Ε, και λοιπόν; Σε ποιον θα λείψεις εκτόςαπό μένα;» Δίκιο έχεις. Κανείς δεν μου ’μεινε εξόν από σένα.Σε βρήκα, με βρήκες, δε θυμάμαι πια. Και τι σημασία έχει;Τακιμιάσαμε, σμίξαμε τις μοναξιές και τις δυστυχίες μας.Και σαν να τις αλαφρύναμε, δεν είναι; Τι κι αν μένει πιοσυχνά άδειο το στομάχι μου για να φας κι εσύ μια μπουκιά.Μου φτάνει που βλέπω την αγάπη στα καστανά σου μάτια.

Βγαίνει ήλιος. Καλό αυτό. Να στεγνώσει το κοκαλάκι μαςκι αυτά τα κουρέλια που έχω για ρούχα. Να βγουν και οι κυ-ράδες για ψώνια, να μας δουν μπας και μας συμπονέσουν.Μπας και ρίξουν κάνα φράγκο στο τενεκάκι. Θυμάσαι τι ω-ραία που ήταν η κονσέρβα; Κορν μπιφ έλεγε επάνω. Σχεδόνολόκληρη. Ποιανού δεν άρεσε και την πέταξε, μου λες; Καιτι σημασία έχει; Την βρήκες δίπλα στον κάδο και μου τηνέφερες να την μοιραστούμε. Όπως τα μοιραζόμαστε όλα.Ταράτσα την κάναμε τότε, φιλαράκο.

Κατά πού λες να πάμε; Στην πλατεία έχει φασαρίες. Φω-νάζουν, λέει, γιατί δεν έχουν δουλειά. Κάποτε είχα κι εγώδουλειά. Μη με ρωτήσεις πότε και τι, δεν θυμάμαι. Είμαι κι

Page 97: η μετακόμιση των χρωμάτων

από προχτές νηστικός, πού να δουλέψει το έρημο το μυαλό!Κάποτε φώναζα κι εγώ. Και τι σημασία έχει; Στο χαρτόκουτοκοιμάμαι -κοιμόμουνα. Γιατί το διέλυσε η βροχή. Πρέπει ναβρω κάνα άλλο.

Πάμε προς το δασάκι; Τι λες; Έλα, μίλα κι εσύ! Όλα εγώπρέπει να τα σκέφτομαι; Λέω να πάμε κατά το δασάκι γιατίέχει ωραία σπίτια εκεί, μεγάλα. Κι ωραίους κάδους. Σε κάποιοείχαν γλέντι χτες βράδυ, δεν μπορούσα να δω με τη βροχή.Να δεις που θα μείνανε ένα σωρό φαγιά. Γιατί κάνουν τόσαπολλά αφού δεν θα τα φάνε; Δεν το καταλαβαίνω, καθόλου.Και τι σημασία έχει; Τα μισά θα είναι σε σακκούλες. Πάλι κα-λά να λέμε που τα φτιάχνουν μπόλικα. Αλλιώς τι θα τρώγαμεεμείς...

Έλα, ξεκίνα. Αρκετά τεντώθηκες. Μη με κοιτάς βαριε-στημένα, πάμε. Περπάτα πλάι μου, είναι ήσυχα εδώ ακόμα.Δεν έχει αυτοκίνητα, μη φοβάσαι. Θα τα καταφέρεις μια χα-ρά κι ας είναι το ποδαράκι σου στραβά κολλημένο. Εμ, δενμ’ άκουγες όταν σου ’λεγα να προσέχεις στο δρόμο, τρέ-χουν σα δαιμονισμένοι! Και πάλι καλά να λέμε. Κουτσαίνειςλιγάκι, και λοιπόν; Και τι σημασία έχει; Εγώ σ’ αγαπάω όπωςείσαι.

Έλα, πάμε, Σκύλε μου. Πάμε να κερδίσουμε τη μέρα πουμας χαρίστηκε. Γιατί είναι το μόνο που έχει τελικά σημασίαγια μας. Είμαστε ζωντανοί. Και μαζί. Κι έχουμε ο ένας τονάλλον. Πάμε, αδερφέ μου, γιε μου, φίλε μου.

Καλημέρα κόσμε!

97Κ α λ ε ι δ ο σ κ ό π ι ο

Page 98: η μετακόμιση των χρωμάτων

Κλεώπας ο απρόσιτος

Κάναμε ανακαίνιση στο εξοχικό. Καλοκαίρι, αρκετάχρόνια πριν. Ριζική. Το σπίτι γιαπί. Φευγάτα παντζούρια,ξηλωμένα πατώματα, σκαμμένοι τοίχοι για καινούρια

υδραυλικά και ηλεκτρικά, εξαφανισμένη κουζίνα και μπάνιο,ένα χάος. Κι εμείς, σε «διακοπές» υποτίθεται, εκεί. Συνεχώς,για να μπορούμε να επιβλέπουμε και να παρεμβαίνουμεόπου χρειαστεί.

Είχαμε εγκατασταθεί με τον άντρα μου σ’ ένα υπόγειοδωματιάκι στην κάτω αυλή, το μόνο που είχε ξεφύγει απότην λαίλαπα των επισκευών, μ’ ένα μικρό ψυγείο κι έναγκαζάκι για κάτι πρόχειρο. Ένα τραπεζάκι και δυο σκαμπό,στριμωγμένα δίπλα στην εξωτερική βρύση κάτω από τηβεράντα, ήταν η «τραπεζαρία» μας, μια και το δωμάτιο δενχωρούσε τίποτε άλλο πέρα από το κρεβάτι και το ψυγείο.

Ήταν μεσημέρι, από τις πρώτες μέρες των διακοπών. Ζέ-στη. Τρώγαμε όταν εμφανίστηκε το γατί. Σκούρο γκρι, με-γαλόσωμο, με ωραίο μακρύ τρίχωμα. Αδέσποτο, ένα απότα πολλά της γειτονιάς. Κάθισε σε απόσταση ασφαλείας καιμας κοιτούσε. Πεινούσε προφανώς. Ή διψούσε. Ωστόσοδεν πλησίαζε.

Πήρα έναν μεζέ κι έκανα να το πλησιάσω. Όταν έφτασαστα δύο μέτρα έφυγε τρέχοντας και στάθηκε πάλι σε από-σταση ασφαλείας. Άφησα τον μεζέ σ’ ένα πιατάκι κι απομα-κρύνθηκα. Το γατί πλησίασε επιφυλακτικά, τον άρπαξε,πέρασε μέσα από τα κάγκελα του φράχτη κι εξαφανίστηκε.Το ξαναείδαμε το βράδυ (τρώγαμε πάλι) κι επαναλήφθηκε

Page 99: η μετακόμιση των χρωμάτων

το ίδιο σκηνικό. Κι αυτό εξακολούθησε για μέρες. Παρά τιςπροσπάθειές μας να το πλησιάσουμε, εκείνο έφευγε πάντα.

Έπρεπε να του δώσουμε ένα όνομα. Το είπαμε «Κλεοπά-τρα», είχε κάτι το αυτοκρατορικό πάνω του. Τo ταΐζαμε γα-τοτροφή κι εκείνo ερχόταν, πάντα επιφυλακτικά, κι έτρωγεβιαστικά με την προσοχή τεταμένη κι έτοιμo να το σκάσειμε το παραμικρό. Ποιος ξέρει τι ταλαιπωρίες είχε περάσεικαι δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στα δίποδα όντα. Ακόμακαι κάποια φορά, που τo ακούμπησε τυχαία ο άντρας μου,τινάχτηκε πίσω σαν να δέχτηκε ηλεκτρική εκκένωση κι εξα-φανίστηκε για κάνα δυο μέρες.

Το φύλο του γατιού παρέμενε μυστήριο. Ποτέ δεν είχεπλησιάσει αρκετά για να το εξακριβώσουμε κι έτσι λέγαμε«η γάτα η Κλεοπάτρα». Μέχρι που κάποια στιγμή το είδαμε.Ήταν γάτος κι όχι γάτα! Έλα όμως που είχαμε συνηθίσει τοόνομα. Έτσι το κάναμε «Κλεώπας» -όχι ότι άκουγε σ’ αυτό,όπως δεν άκουγε και στο άλλο. Ερχόταν κι έφευγε όποτεήθελε -αμίλητος, μοναχικός, απρόσιτος.

Μας έκανε παρέα αρκετό καιρό. Κάποια μέρα τον είδαστην αυλή σαν να σερνόταν, σαν να ήταν άρρωστος. Πλη-σίασα, δεν έφυγε. Άπλωσα το χέρι και χάιδεψα την ράχητου, δεν αντέδρασε. Μόνο ρίγησε. Προσπάθησα να τονπιάσω, να δω αν είναι πληγωμένος, μα δεν με άφησε. Τρα-βήχτηκε ήσυχα, με κοίταξε για λίγο και νιαούρισε σιγανά. Κιέφυγε περπατώντας αργά, δύσκολα.

Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον άγγιξα, πουάκουσα τη φωνή του. Και η τελευταία φορά που τον είδαμε.Δεν ξαναήρθε. Ψάξαμε όλη τη γειτονιά, πουθενά. Ο Κλεώπαςχάθηκε το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε. Μόνο που, κρίνονταςαπό την όλη τελευταία εικόνα, μάλλον είχε χαθεί οριστικά...

99Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 100: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μαμά μην κλαις... πρέπει να φύγω...

Πρέπει να φύγω μαμά... είμαι πολύ κουρασμένος... Ξέρω ότι είσαι πολύ λυπημένη... κι ο μπαμπάς... τοβλέπω στα μάτια σας... το νιώθω στο χάδι σας... αλ-

λά δεν θέλω να κλαίτε...Κι εγώ είμαι πολύ λυπημένος, σας αγαπώ τόσο πολύ...

όσο μ’ αγαπάτε κι εσείς... Αχ, πόσο πολύ μ’ αγαπήσατε... απότην πρώτη στιγμή, από τη μέρα που με βρήκε η νονά μεσπασμένο ποδαράκι και με πήγε στο γιατρό να με κάνεικαλά... και μετά με πήρατε στο σπίτι σας, στο σπίτι μας...

Τι όμορφα που περάσαμε...ε, μαμά; Εσύ μου έκανες τα καλύτερα φαγητά, με φρόντιζες, μου

έδινες τόσες πολλές αγκαλιές, μου έλεγες τόσα λόγια αγάπης...κι ο μπαμπάς μου έκανε αγκαλιές, με πήγαινε βόλτες, μεχάιδευε, μ’ αγαπούσε τόσο πολύ... και δεν με μαλώνατε ότανέκανα και καμιά αταξία...

Θυμάσαι, μαμά, που έκλεβα τα τυροπιτάκια από τοτραπέζι; Που πλατσούριζα στον κουβά και σου γέμιζα νεράτη βεράντα; Που ανέβηκα στο πεζούλι και πήγα στο διπλανόμπαλκόνι να δω τη σκυλίτσα που έμενε εκεί; Πόσο είχατετρομάξει τότε, μαμά... Κι όμως δε με μαλώσατε, μόνο με πή-ρες αγκαλιά και μου είπες να μην το ξανακάνω... Κι εγώ δεντο ξανάκανα, δεν ήθελα να σε στενοχωρώ...

Όμως τώρα πρέπει να φύγω, μαμά... είμαι τόσο αδύναμος,τόσο κουρασμένος... δεν έχω κουράγιο ούτε να φάω πια...μόνο να κοιμάμαι θέλω...

Το είπε κι ο γιατρός, είμαι πολύ άρρωστος... Κι ας είμαι

Page 101: η μετακόμιση των χρωμάτων

μόνο πέντε χρονών... Όμως είμαι πολύ ευτυχισμένος πουπέρασα τόσο υπέροχα τη μικρή μου ζωή μέσα στην αγάπησας...

Δεν θέλω να κλαίτε, μαμά... θέλω να θυμάστε μόνο όλααυτά τα όμορφα που ζήσαμε μαζί και την απέραντη αγάπηπου σας είχα... Κι εγώ θα πάρω μαζί μου τη δική σας α-πέραντη αγάπη σαν φυλαχτό για το μεγάλο μου ταξίδι...

Μαμά, μπαμπά... αντίο... σας αγαπώ τόσο πολύ...

101Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 102: η μετακόμιση των χρωμάτων

Γράμμα από τον σκύλο μου

Σήμερα είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο, μαμά... καιμόλις ξύπνησα είπα να το γράψω για να μην το ξεχάσω-εμείς τα σκυλιά έχουμε, λένε, κοντή μνήμη... και θα

σου το στείλω γράμμα, μαμά...Είδα λοιπόν, λίγο θολά, πως ήμουν μικρός... πολύ μικρός...

μια αστεία φατσούλα με κλειστά ματάκια... και δίπλα μουήταν κι άλλες τέτοιες αστείες φατσούλες... και στριμωχνό-μασταν όλες μαζί και σκουντιόμασταν για να χωθούμε κάτωαπό μια μεγάλη, ζεστή και χνουδωτή αγκαλιά που τηνέλεγαν (άκου να δεις) «μαμά» κι εκείνη... αλλιώτικη απόσένα -αλλά «μαμά»...

Και μετά, ξαφνικά, χάθηκαν όλοι από το όνειρο... και ηάλλη μαμά και οι φατσούλες... και βρέθηκα μονάχος μουκάτω από έναν θάμνο, κοντά σε μια βρύση... και κρύωνα...και φοβόμουνα... κι ήμουν καταμεσίς σ’ ένα μεγάλο πάρκο...κι είχε κι άλλα σκυλιά τριγύρω.... πολλά... και μεγάλα... και μεκοιτούσαν με κάτι μάτια που καθόλου δεν μου άρεσαν...

Κι εγώ ζάρωσα κάτω από τον θάμνο κι έγινα ένα κουβα-ράκι... για να μη με βλέπουν... και πεινούσα -αχ, πώς πεινούσα...μα πού να βγω να ψάξω για φαγητό, θα με κυνηγούσαν...ευτυχώς έφυγαν μετά από λίγο και σύρθηκα με την κοιλιάμέχρι τη βρύση... διψούσα τόσο πολύ... και βρήκα κι έναξερό κομμάτι ψωμί και το μασούλησα... και μετά κοιμήθηκακάτω από τον θάμνο μου...

Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινα εκεί, δεν το έλεγε στοόνειρο... αυτό που είδα μετά ήταν ένα χέρι που ήθελε να με

Page 103: η μετακόμιση των χρωμάτων

χαϊδέψει... κι εγώ ζάρωσα ακόμα πιο πολύ γιατί θυμήθηκακάτι άλλα χέρια που με τραβολογούσαν από την αγκαλιάτης άλλης μαμάς, της χνουδωτής... και με πονούσαν... αλλάαυτό το χέρι φαινόταν καλό... Και πήγα κοντά δειλά δειλάκαι το μύρισα -στο όνειρο... κι ήταν το δικό σου χέρι, μαμά...και μετά ξύπνησα...

Έτσι έγινε; Ε, μαμά; Όπως έλεγε το όνειρο; Κάποιοι μεπήραν από την κανονική μου τη μαμά και με πέταξαν στοπάρκο, κουταβάκι ακόμα... για να με ξεφορτωθούν... για ναπεθάνω... Γιατί, μαμά; Τι τους είχα κάνει, τι τους είχα πειράξει;Εγώ μόνο τη μαμά μου ήθελα... εκείνη, τη χνουδωτή... Καιθα ήμουν το πιο φρόνιμο, το πιο καλό κουταβάκι του κό-σμου...

Θα με ρωτήσεις, μαμά μου -γιατί στα γράφω όλα αυτά;Αφού τα ξέρεις... αφού εσύ ήσουν που με πήρες αγκαλιά ε-κεί, στο πάρκο του φόβου... που με χάιδεψες και σταμάτησεςτο τρέμουλο στο κορμάκι μου... που με πήρες στο σπίτι σουλέγοντάς μου ένα σωρό λόγια -που τότε δεν τα καταλάβαινααλλά τα ένιωθα σαν βάλσαμο στην απελπισία μου... και πουτα έμαθα σιγά σιγά -«κουταβίνο μου», «αγοράκι μου», «μηφοβάσαι, μικρούλη μου, εγώ είμαι εδώ» και άλλα πολλά...που μου έδωσες φαγάκι... και μια ζεστή κουβερτούλα γιανα κοιμηθώ εκεί, κοντά σου... εκεί που κοιμάμαι ακόμα,μαμά... οχτώ χρόνια από τότε...

Γι’ αυτό στα γράφω... για να σου πω ότι τα θυμήθηκαόλα... χάρη στο όνειρο... για να σου πω πόσο πολύ σ΄αγαπώ...πως θα σε λατρεύω μέχρι το τέλος της σκυλίσιας μου ζωής...όχι μόνο γιατί με πήρες από το πάρκο... από τον θάμνο...από τα άλλα σκυλιά, που τόσο με τρόμαζαν -αλλά γιατί μ’αγάπησες κι εσύ... πολύ... Γιατί, όταν νιώθω αυτό σου το χέ-ρι το λατρεμένο να με χαιδεύει και ακούω τη φωνή σου ναμου λέει «κουταβίνο μου», κοτζάμ σκύλαρο πια, λιώνω απότρυφερότητα... Αχ και να μπορούσα να σου μιλήσω με φωνή

103Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 104: η μετακόμιση των χρωμάτων

ανθρώπινη, να σου πω όλα όσα αισθάνομαι για σένα... Όμως σε κοιτάζω μέσα στα μάτια... και σου κουνάω σαν

τρελός την ουρά μου... κι εσύ χαμογελάς... και ξέρω ότι κα-ταλαβαίνεις όλα όσα θέλω να σου πω -έτσι δεν είναι, μαμά;

104 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 105: η μετακόμιση των χρωμάτων

Ο σκελετός του λεωφορείου

Δεύτερο έτος Ιατρικής κι είχαμε αρχίσει Ανατομική·ζόρικο μάθημα, χιλιάδες ονόματα και λεπτομέρειες,σκέτος πονοκέφαλος. Μέσα σ΄όλα και το «ερειστικόν

σύστημα του ανθρώπου» -ήτοι τα... κοκαλάκια μας! Πολλά,ατέλειωτα -και το καθένα με το σχηματάκι του και το ονο-ματάκι του. Κι έπρεπε να τα ξέρουμε τέλεια. Ο καλύτεροςτρόπος ήταν να έχουμε εποπτικά μέσα -ίσον αληθινά οστά.Αλλά πού να τα βρούμε;

Είπαμε λοιπόν, μια παρέα 4-5 θαρραλέων φοιτητών, ναπάμε στο νεκροταφείο και να ζητήσουμε να μας δώσουν.Μπήκαμε στο λεωφορείο (δεν είχαμε ΙΧ τότε, εννοείται) καιπήγαμε σε ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία της Αττικής.Στόχος να βρούμε τα απαραίτητα οστά για να συναρμολο-γήσουμε με σύρμα, ο καθένας, τον δικό του σκελετό...

Ο φύλακας ήταν άκρως εξυπηρετικός. Μας πήγε σε ένακαμαράκι με κασελάκια και μας είπε «εδώ είναι τα αζήτητα,πάρτε ό,τι νομίζετε», κι αρχίσαμε να ψάχνουμε -κρανία, μη-ριαία, κνήμες, όλα μαζί γιατί είχαν πάει, προφανώς, κι άλλοιπριν από μας και τα ‘χαν ανακατέψει. Βρεθήκαμε κάποια στι-γμή άλλος να έχει τρία μηριαία και ένα βραχιόνιο, άλλοςδυο κνήμες και μία ωλένη -χαμός. Κι αρχίσαμε τις ανταλλα-γές.

Κάποια στιγμή διαπιστώσαμε το μάταιον της προσπάθειαςνα αποκτήσουμε ολόκληρο σκελετό κι είπαμε να φεύγουμεσιγά σιγά με όσα είχαμε καταφέρει να βρούμε (μέσα σετσάντες νάυλον) και να τα πάμε την άλλη μέρα στο απολυ-

Page 106: η μετακόμιση των χρωμάτων

μαντήριο (για να μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε). Μπήκαμελοιπόν στο λεωφορείο με τις «τσάντες» μας -κύριοι.

Άδειο το λεωφορείο, καθίσαμε ο καθένας σε διπλόκάθισμα και ακουμπήσαμε τον «συνοδό» μας δίπλα μας -ή-ταν και βαριές οι τσάντες. Ωστόσο το λεωφορείο άρχισεσιγά σιγά να γεμίζει -και κάποια στιγμή με ρώτησε έναςκύριος, δείχνοντας τη θέση που είχα την τσάντα μου.

«Δεσποινίς, μπορώ να καθίσω;»Κι εγώ, χαρίζοντάς του το πιο γλυκό κι αθώο μου χαμόγελο,

απάντησα:«Λυπάμαι... είναι πιασμένη»!Περιττό να σας πω πως η μάνα μου φρίκαρε με τον κο-

καλίνο φίλο που της κουβάλησα στο σπίτι -όχι ότι τρόμαξε,άλλες ήταν οι φοβίες της, με τους πεθαμένους τα είχε καλά.Το θεώρησε όμως ιεροσυλία, βεβήλωση νεκρού, διατάραξητης γαλήνης του πεθαμένου (όλα αυτά, και με το δίκιο τηςαπό μια άποψη) κι είχα μόνιμη γκρίνια να τον επιστρέψωστον χώρο του -πράγμα που δεν το συζητούσα βέβαια, τοείχα βάλει πείσμα να τον στήσω.

Ωστόσο, αποδείχτηκε τζάμπα και ο κόπος και η απολύ-μανση. Τα ευρήματά μου με τίποτε δεν συναρμολογούντανσε αξιοπρεπή σκελετό, έστω και ανάπηρο. Μου έλειπε έναπόδι, είχα λειψά χέρια, κάτι λίγα από πλευρές, οι σπόνδυλοιήταν φύρδην μίγδην και, το κυριότερο, δεν είχε κεφάλι (τακρανία γίνονταν ανάρπαστα).

Άρα; Άνθρακες ο θησαυρός -διότι το θέμα δεν ήταν ναμάθω απλά τα οστά, αυτά τα έβλεπα και στον Άτλαντα τηςανατομίας. Το θέμα ήταν να στηθεί ένας υποφερτός σκελετός-κι αυτό δεν γινόταν. Έπρεπε λοιπόν κάπως να τον «αποσύρω»από το σπίτι, το οποίο μύριζε απολυμαντήριο.

Κι εκεί άρχισαν τα προβλήματα. Να τον κάνω τι; Να τονπάω πού; Να τον επιστρέψω αδύνατον. Να τον ξεφορτωθώελαφρά τη καρδία ούτε λόγος -ήταν προσβολή και ιεροσυλία...

106 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 107: η μετακόμιση των χρωμάτων

Να τον θάψουμε στο εξοχικό, στον κήπο, θα ήταν μια λύσηαλλά η μάνα μου ούτε να το ακούσει -και πώς να την κατη-γορήσω, ένα δίκιο το ‘χε όσο να ’ναι... Οπότε;

Και τότε σκέφτηκα την Μιράντα, φίλη και συμμαθήτριάμου από το λύκειο, με την οποία είχαμε δώσει μαζί εξετάσειςγια Ιατρική αλλά δεν πέρασε κι έκανε φροντιστήριο να ξα-ναδώσει.

Η Μιράντα ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Ίσως της φάνηκεότι ερχόταν έτσι πιο κοντά στο στόχο της, δεν ξέρω -πάντωςμου είπε ότι τα θέλει τα κόκαλα. Κανονίσαμε λοιπόν να τηςτα πάω στο φροντιστήριο, κάπου στην Ακαδημίας, κάποιαμέρα που θα πήγαινα στη σχολή, στο Γουδί (η αφετηρίατων λεωφορείων ήταν πίσω από το κτίριο της Ακαδημίας).

Έτσι ο σκελετούλης μου ξαναμπήκε στο λεωφορείο τηςΔάφνης για να κατέβει Αθήνα. Αγκαλιά μου αυτή τη φορά,σε περιποιημένο σακβουαγιάζ (η μάνα μου, για να λυθεί τοπρόβλημα, δεν είχε καμία αντίρρηση να μου το δώσει).

Έφτασα στο φροντιστήριο, περίμενα να κάνουν διάλειμμακι όταν βγήκε η Μιράντα της τον παρέδωσα -για να την α-κούσω να μου λέει ότι το ‘πε στη μάνα της και σκοτώθηκαν.Η γυναίκα είχε γίνει έξαλλη κι αρνήθηκε κατηγορηματικάνα βάλει τον πεθαμένο σπίτι της. Και μου το λέει η φίλη μουενώ πηγαίνω στη σχολή! Τι να κάνω με το σακ βουαγιάζ στοχέρι, μου λέτε;

Μου ‘ρθε να τη σκοτώσω. Τι να τον έκανα τον κοκάλινόμου εκείνη την ώρα; Να τον πάρω μαζί μου αδύνατον -είχακαι μάθημα και εργαστήριο... Η Μιράντα δεν τον κράταγε,οπότε; Της τα ’ψαλλα ένα χεράκι που δεν με είχε ενημερώσειέγκαιρα -τουλάχιστον να τον άφηνα σπίτι και θα ’βλεπα τιθα ’κανα. Το κατάλαβε και μου πρότεινε να τον αφήσουμεπροσωρινά στο φροντιστήριο και μου υποσχέθηκε ότι θατο κανόνιζε εκείνη κάπως.

Στο φροντιστήριο... ΟΚ, αλλά πού;

107Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 108: η μετακόμιση των χρωμάτων

Στην είσοδο του φροντιστηρίου υπήρχε ένα ξεχωριστόδωμάτιο, σαν αποθήκη, με κρεμάστρες για τα παλτά τωνπαιδιών και με μια πόρτα που άνοιγε προς τον τοίχο κάνονταςμεγάλη γωνία κι αφήνοντας χώρο πίσω της. Εκεί τον κρύψαμετον σκελετούλη, αφού του ζητήσαμε συγγνώμη για την τα-λαιπωρία, και του δώσαμε τον λόγο μας ότι θα φροντίζαμεπάση θυσία για την ανάπαυσή του.

Ωστόσο δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε ο καημένος -οι καη-μένοι μάλλον... Το σακβουαγιάζ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς-κάποιος το εντόπισε και το πήρε νομίζοντας τι... κι όταν τοάνοιξε κάπου με την ησυχία του, θα έπαθε ή εγκεφαλικό ήέμφραγμα... Πάντως εμείς δεν ακούσαμε τίποτε (ούτε κι έ-γραψαν κάτι οι εφημερίδες).

Με την Μιράντα χαθήκαμε στην πορεία της ζωής. Η επι-τυχία τής χαμογέλασε στην δεύτερή της προσπάθεια καιπέρασε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, οπότε χώρισαν οιδρόμοι μας. Ξαναβρεθήκαμε χρόνια μετά, σε μια συγκέντρωσηπαλιών συμμαθητριών, και μέσα στα πολλά που θυμηθήκαμεήταν κι η ιστορία του σκελετού του λεωφορείου, την οποίακαι αφηγηθήκαμε στην υπόλοιπη παρέα. Μετά τα πρώταεπιφωνήματα και ποικίλα σχόλια, βάλαμε το ερώτημα «τιτέλος πιστεύετε πως μπορεί να είχε αυτή η παράξενηιστορία;» και οργανώσαμε στα πρόχειρα ένα είδος διαγωνι-σμού για το πιο πρωτότυπο τέλος.

Ακούστηκαν διάφορες εκδοχές, από εντελώς πεζές έωςάκρως εξωφρενικές. Εκείνη ωστόσο που κέρδισε παμψηφείτο έπαθλο (πληρώσαμε οι υπόλοιπες το μερίδιό της στονλογαριασμό) ήταν η ιστορία της Φωτεινής, η οποία μας ε-ντυπωσίασε, μας συγκίνησε και μας έκανε, εμένα και τηνΜιράντα, να νιώσουμε κάτι σαν εξιλέωση για τις τρέλες τηςνιότης μας. Σας την μεταφέρω όσο πιο πιστά γίνεται να τηνθυμάμαι μετά από τόσα χρόνια.

«Τους έπεσε λίγο βαρύ να κείτονται παραπεταμένοι σε

108 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 109: η μετακόμιση των χρωμάτων

μια απόμερη γωνιά. Ακόμη δεν είχαν ξεκαθαρίσει καλάκαλά το πόσοι ήταν μέσα στο σακ βουαγιάζ (ένα μηριαίοαπό δω, μια κνήμη από κει) -πάντως οι συχωρεμένοι, αν καιστη ζωή ανήκαν στους περιθωριακούς, στα «αζήτητα», ή-θελαν και εύχονταν να κατασταλάξουν επιτέλους κάπουγια να ευχαριστηθούν τον ύπνο τον αιώνιο.

Η κυρα-Κατίνα, η καθαρίστρια, αν και φτωχή, φτωχότατη,ήταν άνθρωπος με αρχές. Όταν πρωτοείδε το ξεχασμένο(έτσι νόμισε) σακβουαγιάζ, το περιμάζεψε για να το παραδώσειστο γραφείο. Έλα όμως που ο κυρ-Δήμος, ο άντρας της, δενείχε πού να βάλει το κολατσιό και την αλλαξιά κάθε πρωίπου έφευγε με το χάραμα για να δουλέψει οικοδόμος σεμεγάλο εργολάβο... Έκανε λοιπόν την αμαρτία της και κρά-τησε τον βαρύ καινούριο σάκο η ταπεινή γυναικούλα -καιστο ημιυπόγειό τους, κάπου κοντά στο νεκροταφείο, τοναπόθεσε στο τραπέζι για να δει μαζί με τον άντρα της τι είχετελικά κλέψει. Ντρεπόταν πολύ για την πράξη της και ήξερεότι θα τα άκουγε χοντρά από τον Δήμο της -ωστόσο, καλέςοι εντολές, αλλά μάλλον ήταν φτιαγμένες για τους πλούσιουςπου δεν αναγκάζονταν να βολοδέρνουν συνεχώς για δυοτρεις πενταροδεκάρες.

«Κοίτα άντρα τι βρήκα» του είπε -και, κάτω από το αυ-στηρό βλέμμα του, άνοιξε τον σάκο. Κόπηκαν τα πόδιατους και η φωνή μπερδεύτηκε κάπου μέσα στο λαρύγγιτους χωρίς να μπορεί να βρει τον δρόμο να βγει. Σαν υπνω-τισμένοι έβγαλαν τα κόκαλα ένα ένα και, σαν ρομπότ, ταξανάβαλαν προσεκτικά πίσω στην θέση τους. Κεραυνοβο-λημένοι, με την καρδιά στο στόμα και το δωμάτιο να φέρνειγύρα από την σκοτοδίνη, κοιτούσαν μια το σακβουαγιάζκαι μια ο ένας τον άλλον κάνοντας την ίδια σκέψη -δενυπήρχε περίπτωση να το αφήσουν εκείνο το βράδυ στοσπιτικό τους.

Κάποια στιγμή ο κυρ-Δήμος συνήλθε. Σηκώθηκε απο-

109Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 110: η μετακόμιση των χρωμάτων

φασιστικά, πήρε το παλιό του μπουφάν, φόρεσε την τραγιάσκατου, άρπαξε και την γυναίκα του από το χέρι και της είπε νακάνει γρήγορα, η ώρα ήταν περασμένη και στον γυρισμόίσως έχαναν το τελευταίο λεωφορείο. «Χριστιανέ μου, πούμε τραβάς νυχτιάτικα;» έκανε να γκρινιάξει αυτή αλλά ταμάτια του ήταν αγριεμένα.

«Πάρε την καταραμένη λεία σου και βιάσου να πάμεστην Πλατεία της Νίκης όπου χτίζουμε τη βάση για έναάγαλμα. Θα βάλουμε τα κόκαλα κάτω από το χαλίκι πουέχουμε απλώσει στα θεμέλια πριν ρίξουμε αύριο το τσιμέντο.Βιάσου γυναίκα -να προλάβουμε...»

Έτσι οι άγνωστοι νεκροί βρέθηκαν στυλοβάτες σ’ έναόμορφο μνημείο που όρθωσε ο δήμαρχος για τους πεσόντεςστους αγώνες κατά των Γερμανών. Η ρόδα της τύχης τούςξανάφερε στην τελευταία γειτονιά τους και, για να τους ξε-πληρώσει θαρρείς για την παράδοξη περιπέτειά τους μετους ζωντανούς, τους έκανε μεταθανάτιους ήρωες».

Ποιος δεν θα ήθελε να ταφεί κάτω από ένα μνημείουπέρ της Πατρίδας και της Ελευθερίας!

110 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 111: η μετακόμιση των χρωμάτων

δυο λαλούν

Page 112: η μετακόμιση των χρωμάτων

112 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 113: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... ο παππούς–Καλημέρα!–Πού την είδες;–Παντού! Κοίτα λιακάδα, χαρά Θεού!–Ο Θεός μπορεί να χαίρεται, εγώ πάλι όχι...–Κατάλαβα... πάλι ανάποδα ξύπνησες.–Δεν ξύπνησα...–Πα να πει κοιμάσαι ακόμα;–Για να ξυπνήσεις πρέπει να κοιμηθείς, κι εγώ δεν... Όλη

νύχτα το μάτι γαρίδα...–Ατλαντικού;–Παρντόν;–Λέω, γαρίδα Ατλαντικού; Από κείνες τις μεγάλες, τις

γκάμπας;–Γυρεύντας πας να τ’ ακούσεις κι εσύ...–Γιατί, ποιος άλλος τ’ άκουσε;–Ο τέταρτος...–Σωματοφύλακας; Ο Ντ’ Αρτανιάν; Αγαπημένος μου!–Δε με παρατάς! Ο τέταρτος όροφος...–Μαζί με το ασανσέρ;–Ο παππούς στον τέταρτο... –Τι σου ‘κανε το γεροντάκι;–Πλύση εγκεφάλου–Παρντόν εγώ τώρα -τι εννοείς;–Εννοώ ότι δεν εννοεί να βάλει ακουστικά...–Κι εσένα τι σε κόφτει;–Με κόφτει και με σφάζει! Έχω μάθει απ’ έξω όλα τα προ-

Page 114: η μετακόμιση των χρωμάτων

γράμματα της τηλεόρασης...–Κρυφακούς; Ντροπή στην ηλικία σου!–Με δουλεύεις; Αυτός βαριακούει -ή μάλλον δεν ακούει

καθόλου...–Και;–Καί... η τηλεόραση στο τέρμα και τα νεύρα μου ζαρτιέ-

ρες...–Κόκκινες; Το καλύτερό μου!–Ε, δεν τρώγεσαι... τζάμπα σου μιλάω τόση ώρα...–Ο τζάμπας απόθανε -έχουμε κρίση, ξύπνα!–Σάμπως και κοιμήθηκα όλη νύχτα;

114 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 115: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το λίφτινγκ –Πώς πάει;–Με τον αραμπά, πώς να πάει...–Της Σωτηρίας ή της Μαρίζας;–Έλα μου;–«Αραμπάς περνά/με την βλάμισα» -Σωτηρία Μπέλλου

ή «Αραμπάς περνά/σκόνη γίνεται» -Μαρίζα Κωχ;–Σε συνδυασμό σου βρίσκεται κάτι;–Ίσον;–Αραμπάς που να γίνεται σκόνη με την βλάμισα μαζί...–Ώπα -με ποιαν τα ‘χεις πάλι;–Την βλάκισα-βλάμισα, ποιαν άλλη...–Εξπλικέ σιλ βου πλε..–Το γαλλικό σε μάρανε...–Ενώ εσένα;–Η πρώην... που δε λέει να το πάρει απόφαση ότι μαρά-

θηκε...–Χτύπησε πάλι;–Μακάρι να χτύπαγε, στο κεφάλι κατά προτίμηση... μπας

και γλίτωνα...–Γιατί τόσο μένος;–Γιατί είμαι αρπαγμένος, γι’ αυτό. Ξέρεις τι ζήτησε;–Σεξ!–Έχεις ξεφύγει εντελώς... Λεφτά μου ζήτησε!–Αύξηση διατροφής;–Όχι -εξτρά επίδομα τραβηχτικής...–Ξανα-εξπλικέ!

Page 116: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Θέλει να κάνει λίφτινγκ στη μούρη -αυτή που μαράθη-κε...

–Πολλά;–Τον μισό προϋπολογισμό του κράτους -Ελβετία θέλει η

μανδάμ!–Και;–Της είπα να πάει στην Καραγιώργη Σερβίας, εκείνοι

είναι επί του προϋπολογισμού!

116 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 117: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η πίτσα–Για πού το ’βαλες νυχτιάτικα;–Πάω να χτυπήσω μια πίτσα -είσαι;–Πίτσα; Όχι, κυκλοφορεί AIDS!–Κρυάδες... Να την χτυπήσουμε μαζί εννοώ...–Γιατί, τι μας έφταιξε να την βαρέσουμε;–Ε, δεν τρώγεσαι...–Δεν είμαι πίτσα, γι’ αυτό... Τέλος πάντων, πάμε...–Πώς την τρως;–Ψημένη!–Εννοώ με τι, έξυπνε! Ζαμπόν, μανιτάρια...τι;–Με απ’ όλα!–Και μπέικον; Από χοληστερίνη πώς πας;–Δεν πάω -βασικά δεν πάω να κάνω εξετάσεις...–Δεν ξέρεις αν έχεις χοληστερίνη;–Αν έχω γενικά αυτήν την ουσία ή αν είναι στα ύψη; –Ότι την έχεις, την έχεις... αν είναι μεγάλη είναι το ζήτη-

μα...–Θα σου ‘λεγα τώρα τι την έχω, αλλά θα μας κόψει η λο-

γοκρισία... και, σε κάθε περίπτωση, τι σχέση έχει το μπέικον;–Έχει σχέση, και μάλιστα στενή, με πολλά λιπαρά -κολ-

λητάρια είναι!–Και;–Ανεβάζει τη χοληστερίνη, παθαίνεις αρτηριοσκλήρωση,

κάνεις πίεση, σου ‘ρχεται το εγκεφαλικό και πας καλιά σου!–Όλα αυτά το μπέικον; Πού την ανεβάζει την ρημάδα;–Όλα!

Page 118: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Ενώ το ζαμπόν και τα τυριά που θα σαβουρώσεις δεντην ανεβάζουν;

–.....–Δεν μιλάς;–Να σου πω... σαν να μην πολυπεινάω πια...–Πάμε σπίτι μου, να μας τραπεζώσει η μάνα μου;–Κάτι καλό;–Γιαουρτάκι με μηδέν λιπαρά!

118 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 119: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η λαϊκή –Λαϊκή πας;–Πώς το κατάλαβες;–Απ’ το καρότσι....–Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!–Εξυπνάδες... Έτσι ρώτησα, για να κάνουμε κουβέντα...–Περί λαϊκής;–Έχω απορίες...–Για τη λαϊκή;–Ναι, γιατί; –Ότι θα είχες φιλοσοφικές αναρωτήσεις για ένα τέτοιο

θέμα δεν θα μου περνούσε από το μυαλό! Για λέγε;–Γιατί πας λαϊκή;–Τέτοιο μεταφυσικό ερώτημα!–Υπεκφεύγεις!–Επειδή έχει φρέσκα φρούτα και λαχανικά μήπως; Επειδή

έχει ΚΑΙ καλύτερες τιμές;–Κι ο μανάβης έχει φρέσκα... κι όσο για τις τιμές, δεν σου

λείπουν τα λεφτά... προς τι η ταλαιπωρία και το σούρσιμοτου καροτσιού;

–Σωστά , δεν μου λείπουν τα λεφτά... θα μου λείψει όμωςη ατμόσφαιρα αν δεν πάω!

–Η ποια;–Η ατμόσφαιρα, ο χαβαλές, το τζέρτζελο!–Παρακαλώ;–Είναι μια απόδραση αν το δεις με ευρύ πνεύμα... Μανά-

βηδες που φωνάζουν, κόσμος που σκουντιέται, καρότσια

Page 120: η μετακόμιση των χρωμάτων

που τρακάρουν, παππούδες που τσακώνονται αν είναιφρέσκο το ψάρι, γιαγιάδες που ζουλάνε τις ντομάτες καιωρύεται ο ντοματάς, ο σουβλατζής παραδίπλα... ένας ολό-κληρος μικρόκοσμος που μετακινείται κάθε μέρα και σ’άλλη γειτονιά και που πολύ το απολαμβάνω να τον χαζεύω!

–Πολύ;–Τουλάχιστον για κάνα δίωρο! Χαζεύω, ψωνίζω, κάθομαι

στο παγκάκι και κάνω τσιγάρο, πιάνω την κουβέντα για ταπολιτικά και την κρίση -το ξέρεις ότι οι μανάβηδες είναι οικαλύτεροι σχολιαστές της επικαιρότητας;

–Σοβαρά;–Λόγω τιμής!–Πάμε λαϊκή;–Πάμε για φρέσκα;

120 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 121: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... ο πόνος –Έχω έναν πόνο χαμηλά...–Στις πατούσες;–Στην κοιλιά...–Κακό αυτό...–Με τρομάζεις... Γιατί , τι μπορεί να είναι;–Τα πάντα... πολύ ζόρικο πράγμα η κοιλιά...–Λες;–Εγώ δε λέω τίποτε, οι γιατροί το λένε...–Δηλαδή;–Έχει τα πάντα μέσα -στομάχια, συκώτια, έντερα, σπλήνες,

νεφρά... τι άλλο ξεχνάω;–Έχει κι άλλα;–Κι αυτά φτάνουν για να μην ξέρεις πού και τι πονάει...

άντε να βγάλεις άκρη...–Τώρα κι αν με τρομάζεις... –Εγώ για το καλό σου το λέω, μη σου ‘ρθει κανένα ξαφνι-

κό...–Τι ξαφνικό από την κοιλιά... δεν είναι καρδιά, να πεις θα

πάθω έμφραγμα...–Μην το λες! Παθαίνει κι η κοιλιά έμφραγμα καμιά φορά...–Τι βλακείες είναι αυτές;–Καθόλου! Φράζει το έντερο (έμφραγμα δεν είναι κι

αυτό;), παθαίνεις ειλεό κι άμα δεν σε προλάβουν, χαιρετίσματαστον Κολοκοτρώνη!

–Φεύγω...–Πού πας;

Page 122: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Νοσοκομείο... να κάνω κολονοσκόπηση, ακτινογραφία,υπέρηχο, αξονική, μαγνητική... κι ό,τι άλλο χρειαστεί... μηνπάω σαν τον γερο-Μασούρα...

–Σωστό σε βρίσκω -και να δεις που θα φύγει αμέσως οπόνος!

–Και πού θα πάει;–Στην τσέπη και στον πισινό σου!

122 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 123: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το αδέσποτο–Πήρα σκύλο!–Αληθινό;–Όχι, λούτρινο -από το Τζάμπο! Τι βλακείες ρωτάς...–Πώς σου ήρθε η ιδέα;–Δεν μου ήρθε η ιδέα -ο σκύλος μου ήρθε...–Παρντόν;–Χτες βράδυ γυρίζοντας από την πεζοπορία βρήκα ένα

κουτάβι στην πόρτα του κήπου...–Μόνο του;–Όχι, με γκόμενα! Μα τι ρωτάς, χριστιανέ μου; Μόνο, φο-

βισμένο, έτρεμε μέσα σε μια κούτα...–Τι κούτα;–Από ΝΟΥΝΟΥ... κάποιος το είχε παρατήσει με ένα ση-

μείωμα «δεν έχω λεφτά να το φροντίσω»...–Α το έρημο... και τι το έκανες;–Το πήρα σπίτι, του έβαλα να φάει το μεσημεριανό μου

μπιφτέκι κι έπεσε ξερό για ύπνο...–Είναι μαλλιαρό;–Όχι, έκανε πρώτα χαλάουα σε μπωτέ! Συνεχίζεις να

ρωτάς βλακείες...–Θα σε γεμίσει τρίχες... ξέρεις πώς μαδάνε τα σκυλιά;–Πιο πολύ μαδάω εγώ... Τέλυ Σαβάλας έχω γίνει...–Ποιος είναι αυτός;–Είσαι και άσχετος! Να πας στον Γκούγκλη να κοιτάξεις...–Και τι θα κάνεις;–Με την τριχόπτωση;

Page 124: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Με τον σκύλο!–Θα τον κρατήσω φυσικά -αφού με υιοθέτησε! Και δεν

θα πηγαίνω για περπάτημα έτσι μαγγούφης, θα τον έχωσυντροφιά!

–Χαρά στο κουράγιο σου...–Χαρά στο δικό του κουράγιο... Ξέρεις τι πόνο είχαν τα

ματάκια του; Και ξέρεις τι χαρούλες μου έκανε το πρωί; Ηκαλύτερη παρέα στον πρωινό καφέ!

–Και πώς θα τον βγάλεις;–Κότζακ!!!

124 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 125: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... ο καιρός –Είσαι για κάνα ουζάκι;–Να τελειώσουν οι ειδήσεις πρώτα.–Λένε κάτι ενδιαφέρον;–Α, δεν προσέχω...–Παρακαλώ;–Λέω -δεν προσέχω, όλο τα ίδια και τα ίδια..–Και τότε;–Τότε τι;–Γιατί δεν φεύγουμε αφού δεν παρακολουθείς;–Περιμένω τον καιρό...–Τον καιρό;–Ναι, στο τέλος... δε λέει τον καιρό;–Κι εσένα τι σε νοιάζει, θα πας πουθενά αύριο;–Όχι, με τι λεφτά...–Θα σπείρεις, θα θερίσεις, έχεις τις πορτοκαλιές γεμάτες

και φοβάσαι μη σου τις κάψει ο βοριάς που τ΄αρνάκια πα-γώνει;

–Με ξέρεις για γεωργό;–Γεωργός δεν είσαι, ταξιδιώτης δεν είσαι -τι τον θες τον

καιρό;–Μα να μην ξερω τι μέρα θα ξημερώσει;–Για να κατεβάσεις το μαγιό από το πατάρι;–Παρακαλώ εγώ τώρα;–Λέω -μπας κι είσαι χειμερινός κολυμβητής και κόπτεσαι

τόσο πολύ... κι όσο για την μέρα που θα ξημερώσει, μακάριόλο της το ζόρι να ήταν στον καιρό της...

Page 126: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Αλλά πού είναι;–Στον δικό μας τον καιρό... που πάει από το κακό στο

χειρότερο... και που δεν χρειάζεται να μας το πει η ΕΜΥ, μαςτο ‘χουν πει άλλοι...

–Άλλοι;–Οι Τροϊκάνοι!

126 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 127: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το ψυγείο–Έχω πρόβλημα με το χέρι μου...–Αρθριτικό;–Όχι, αναρχικό!–Έλα μου;–Πρόβλημα αυτονομίας...–Πάλι δε σε πιάνω...–Εκείνο πάλι πιάνει... ό,τι βρει στο ψυγείο...–Πάμε πάλι από την αρχή γιατί -ΔΕΝ...–Δώσε προσοχή -πάω στο ψυγείο και το ανοίγω για να

πάρω ένα μήλο..–ΟΚ–Αλλά αντί για μήλο πιάνω το μιλφέιγ...–Καμία σχέση... αλλά πού πάει το αναρχικό;–Παιδάκι μου -θέλω το μήλο, αλλά το χέρι αυτονομείται

και παίρνει το μιλφέιγ...–Και πού το ‘χεις το μυαλό σου;–Εδώ είναι το θέμα -το μυαλό λέει μήλο και το στομάχι

μιλφέιγ!–Σκεφτεται και το στομάχι; –Το ψυγείο φταίει...–Ώπα... αχταρμά μου τα ‘κανες -το ψυγείο;–Ναι, έχει αυτήν την καταλυτική επίδραση το άνοιγμα

της πόρτας του -μπλοκάρει το μυαλό μου, επιδρά στο στο-μάχι μου, επηρεάζεται το χέρι μου και απλώνεται στα γλυ-κά...

–Μια απλή ερώτηση πριν τα παίξω εντελώς από την πα-

Page 128: η μετακόμιση των χρωμάτων

ρανοϊκή σου προσέγγιση -είναι κακό το μιλφέιγ;–Αν κάνεις δίαιτα, ναι...–Αν κάνεις δίαιτα ΔΕΝ αγοράζεις μιλφέιγ... φεύγω, άντε

γεια...–Πού πας;–Στο φαρμακείο για ηρεμιστικά -και στο ζαχαροπλαστείο

για μιλφέιγ!

128 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 129: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η γυναίκα–Σήμερα γιορτάζει η Γυναίκα...–Η δική σου; Αφού χωρίσατε, ακόμα τη γιορτάζεις;–Η Μέρα της Γυναίκας, απληροφόρητε...–Α, μάλιστα... μια ακόμη μέρα...–Αυτή είναι σημαντική, δεν είναι σαν άλλες..–Πώς αυτό;–Για σκέψου το λιγάκι. Γυναίκα μας φέρνει στη ζωή, γυ-

ναίκες κυνηγούμε σε όλη μας τη ζωή...–Είμαστε βιτσιόζοι εμείς οι άντρες, δε λέω!–Μη με διακόπτεις. Έλεγα λοιπόν ότι -μάνα, γκόμενα,

σύζυγος, κόρη... μια ζωή γεμάτη γυναίκες. Αν το καλοσκεφτείς,είναι πανταχού παρούσες από την ώρα που γεννιόμαστεμέχρι την ώρα που μας κλαίνε (αν είμαστε τυχεροί καιφύγουμε πρώτοι)...

–Μπα σε καλό σου! Και γιατί τυχεροί παρακαλώ;–Και βέβαια... Έχεις δει άντρες χήρους; Σπάνιο είδος

πρέπει να πω, στα κοιμητήρια όλο χήρες βλέπεις -αλλάέχεις δει πώς τη βγάζουν;

–Τώρα που το λες, δεν νομίζω...–Εγώ έχω έναν φίλο τέτοιο. Από την ώρα που έχασε τη

γυναίκα του, ρήμαξε. Και δεν μιλώ για την μοναξιά, αυτήισχύει για όλους. Μιλώ για τα απλά, τα καθημερινά. Μαγείρεμα,σιδέρωμα... άσε το ράψιμο...

–Μόδιστρος είναι;–Μην το κοροϊδεύεις... Έχεις δοκιμάσει ποτέ να ράψεις

κουμπί; Να περάσεις κλωστή σε βελόνα; Να τρυπήσεις όλα

Page 130: η μετακόμιση των χρωμάτων

τα δάχτυλα και το κουμπί να κρέμεται; Καλύτερα το ‘χω ναλύσω το πρόβλημα του ΕΟΠΥΥ..

–Ράβει ο υπουργός κουμπιά;–Ε, δεν τρώγεσαι! Εγώ σου μιλάω σοβαρά για τις γυναίκες

της ζωής μας κι εσύ με δουλεύεις... Πού πας;–Να πάρω λουλούδια για τη μάνα μου -και να με μάθει

να ράβω κουμπιά!

130 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 131: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η σάκκα–Τα νεύρα μου...–Τι έπαθες πρωινιάτικα;–Σάκκα είχες;–Τι πράγμα;–Λέω -στο σχολειό είχες σάκκα;–Αυτό πάλι πού κολλάει τώρα;–Πες και θα σου πω...–Όχι, έβαζα τα βιβλία στον μάρσιππο...–Με δουλεύεις;–Εσύ με δουλεύεις μ’ αυτά που ρωτάς... Άκου αν είχα

σάκκα... και βέβαια είχα, ασήκωτη...–Και ποιος την κουβαλούσε;–Ένας δούλος που είχε αγοράσει ο πατέρας μου στο

σκλαβοπάζαρο! Είσαι καθόλου καλά; Εγώ την κουβαλούσα,έγερνα μονόπαντα από το βάρος!

–Άει γεια σου...–Που είχα σκεβρώσει; Υγεία το λες αυτό;–Όχι... ανάληψη ευθυνών το λέω...–Ανάληψη σάκκας ναι... Ανάληψη ευθυνών -πόθεν;–Η σάκκα μας είναι ευθύνη μας... Την φτιάχνουμε, την

πάμε στο σχολειό. Την φέρνουμε πίσω... Είναι υποχρέωσηκάθε μαθητή, σωστά; Ένα βάρος που πρέπει να σηκώσου-με...

–Αν το δεις έτσι, σωστά...–Τότε γιατί τρία στα τέσσερα παιδάκια πηγαίνουν σήμερα

στο σχολειό τους με τα χέρια στις τσέπες και μια μαμά/για-

Page 132: η μετακόμιση των χρωμάτων

γιά/παππούς κουβαλάει τη σάκκα τους; Πότε και πώς θαμάθουν ότι η ζωή έχει ζόρια, βάρη, αγκομαχητό αν δεν ξε-κινήσουν από την σάκκα τους;

–Μπορεί να είναι πολύ βαριά...–Οι δικές μας δεν ήταν; Εμείς τι ήμασταν, απόπαιδα; Κι

άντε, είναι πολύ βαριά -μα οι περισσότερες έχουν ροδάκια...και σέρνει η γιαγιά τα ροδάκια στον ανήφορο και κλωτσάειο μάγκας τα τενεκάκια στο δρόμο...

–Κι είναι κακό να κλωτσάς τα τενεκάκια; Κι εμείς τοκάναμε, ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα στήναμε...

–Κακό δεν είναι -μπορεί να μας προκύψει ο καινούριοςΜέσσι! Κακό είναι να σέρνει τη σάκκα η γιαγιά κι εσύ νακλωτσάς...

–Τα τενεκάκια;–Και την ευκαιρία σου να μάθεις τι θα πει υπευθυνότητα

και «βάρη ζωής»!

132 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 133: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το νερό –Παγκόσμια μέρα του νερού σήμερα...–Γιορτάζει η ΟΥΛΕΝ;–Πού τη θυμήθηκες αυτή; ΕΥΔΑΠ τη λένε σήμερα...–Εγώ με την ΟΥΛΕΝ μεγάλωσα...–Και με σκάφη μεγάλωσες αλλά ας μην το κάνουμε θέμα!–Εννοείς βαπόρια; Είχα μπαμπά εφοπλιστή και δεν το

ξέρω;–Εννοώ τη σκάφη τη σιδερένια, την ασήκωτη, που έβαζαν

οι μανάδες μας μια φορά τη βδομάδα, κάθε Σάββατο, κατα-μεσής στην κουζίνα και μας έκαναν μπάνιο με τον κούτου-λα!

–Τον ποιον;–Τον κούτουλα... το κατσαρόλι με το χερούλι που παίρναμε

το νερό από το καζάνι και κάναμε μπάνιο -λέμε τώρα!–Πω πω τι μου θύμισες... Και γινόταν η κουζίνα λίμπα κο-

λύμπα κι άντε να την συμμαζέψεις... Μπάνιο κάθε Σάββατο...για φαντάσου, η αποθέωση της καθαριότητας!

–Και πάλι καλά να λέμε -που είχαμε τρεχούμενο νερόστο σπίτι... Άσχετο αν δεν είχαμε μπανιέρες και τα ρέστα...Άλλοι κουβαλούσαν το νερό με τους γκαζοτενεκέδες απότη βρύση του Δήμου...

–Έλα!–Αυτοί να δεις πώς έρχονταν! Φορτωμένοι σαν υποζύγια,

λυγισμένοι στα δυο, για να γεμίσουν τα βρυσάκια -ταθυμάσαι τα βρυσάκια;

–Καλά λες! Είχε η γιαγιά μου στο χωριό -πού δίκτυο

Page 134: η μετακόμιση των χρωμάτων

ύδρευσης τότε... Το τεπόζιτο πάνω από τον πέτρινο νεροχύτημε τη βρυσούλα... και να κουβαλά ο παππούς το νερό απότην πλατεία... δύσκολα χρόνια...

–Στους νεότερους να τα πεις, που ανοίγουν τη βρύση καιξεχνούν να την κλείσουν! Μια βδομάδα μόνο να ζούσαν μεσκάφη και βρυσάκι και θα σου ‘λεγα τι οικονομία νερού θαείχαμε!

–Φεύγω...–Πού πας;–Να ρυθμίσω το ποτιστικό του κήπου -παγκόσμια μέρα

του νερού σήμερα!

134 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 135: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η σημαία –Έλα, καλημέρα...–Έγινε κάτι; Με τρομάζουν τα πρωινά τηλεφωνήματα.–Ησύχασε -για τη σημαία σε παίρνω.–Τη σημαία;–25 Μαρτίου σήμερα -θέλω να βάλω τη σημαία στο

μπαλκόνι μου, το ξέχασα χτες...–Και θες βοήθεια γι’ αυτό; Είναι βαριά; –Η ψυχή μου είναι βαριά... και δεν θέλω βοήθεια, συμπα-

ράσταση θέλω...–Για πες...–Θυμάσαι στο σχολείο; Που κάναμε κάθε πρωί έπαρση

της σημαίας;–Αν θυμάμαι, λέει... Όλα τα παιδιά σε στάση προσοχής

να ψέλνουμε τον Εθνικό μας Ύμνο και να την καμαρώνουμε,καθώς ανέβαινε περήφανα στον ιστό...

–Και να βουρκώνουμε... και να ριγούμε... και να νιώθουμεεκείνο το πετάρισμα μέσα μας...

–Τι μου θύμισες τώρα... όμορφα χρόνια, γιορτές στο σχο-λείο, απαγγελίες, θεατρικά...

–Χορωδία, σκηνικά, πανηγυρικοί... –Θυμάσαι που έκανες τον Καραϊσκάκη;–Κι εσύ τον Παπαφλέσσα; Και σε στήσαμε στο «δέντρο»

να σε φιλήσει ο Ιμπραήμ στο μέτωπο;–Θυμάσαι που κανείς δεν ήθελε να κάνει τον Ιμπραήμ;

Όλοι θέλαμε να κάνουμε Έλληνες ήρωες...–Και έριξε ο δάσκαλος κλήρο; Και μούτρωσε ο Παντελής

Page 136: η μετακόμιση των χρωμάτων

που του ’λαχε ο Τούρκος;–Αιγύπτιος ήταν, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα..–Πάντα ήσουν καλός στην Ιστορία!–Αξέχαστα χρόνια... πόσες εικόνες ριζωμένες μέσα μας

βαθιά...–Αλήθεια, γίνονται σήμερα τέτοιες σχολικές γιορτές;–Θα σε γελάσω... –Γι’ αυτό σου λέω είναι βαριά η ψυχή μου... γίνονται;–Κάθε γενιά με τη δική της διαδρομή... τι να πω...–Θα ‘ρθεις τελικά για τη σημαία;–Θα πούμε και τον Ύμνο;–Εννοείται!–Κλείσε κι έφτασα!

136 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 137: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η βαλίτσα–Κατάλαβες, φίλε μου... θα μου πει εμένα για τη βαλί-

τσα...–Τι έγινε πάλι;–Είναι, λέει, μεγάλη η βαλίτσα...–Ποια βαλίτσα, τι λες;–Αυτή η ξυνή στο αεροδρόμιο... προχτές που πήγαινα

στη Σαλονίκη να δω τη θεια μου...–Ζει ακόμα η θεια σου η Αγγέλα;–Και σε πουλάει και σ’ αγοράζει -τετρακόσια τα ‘χει, σχε-

δόν όσα και τα χρόνια της... αλλά δεν είναι αυτό το θέμαμας...

–Αλλά;–Η βαλίτσα -τι λέμε τόση ώρα;–Σάμπως και κατάλαβα; Βάλε μια σειρά μπας και βγάλουμε

κάποια άκρη...–Να βγάλουμε, γιατί να μη βγάλουμε... Λοιπόν -θα πήγαινα

για Σαββατοκύριακο μόνο, οπότε έβαλα κάνα δυο πραγμα-τάκια σε μια μικρή βαλιτσούλα, αυτές του χεριού, για ναμην έχω να περιμένω και αποσκευές...

–Σωστός!–Έτσι πίστευα κι εγώ -μέχρι που, εκεί που καθόμουν ω-

ραία και καλά και περίμενα να ανοίξει η πύλη, ήρθε η ξυνήαεροσυνοδίνα να μου πει ότι είναι μεγάλη η βαλίτσα μου,λέει, και να πάω να τη μετρήσω, λέει, και...

–Να τη μετρήσεις; Πού; Και πώς;–Έχουν εκεί κάτι πλαίσια που βάζεις τη βαλίτσα -κι αν

Page 138: η μετακόμιση των χρωμάτων

χωράει, την παίρνεις μαζί σου, αλλιώς στη στέλνουν απο-σκευές...

–Κι εσένα χωρούσε;–Χωρούσε... αλλά δεν της έκανα τη χάρη να τη μετρή-

σω...–Δηλαδή;–Δηλαδή διαπίστωσα, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά γύρω

μου, ότι υπήρχαν τουλάχιστον καμιά δεκαπενταριά επιβάτεςμε βαλίτσες ίδιες και μεγαλύτερες από τη δική μου...

–Και;–Και ξύπνησε μέσα μου ο Ροβεσπιέρος...–Ο ποιος;–Ο Ροβεσπιέρος, ανιστόρητε! Γαλλική επανάσταση; Ισότης

και τα σχετικά; Της είπα λοιπόν ότι ή θα μετριόμασταν όλοιή δεν το κούναγα ρούπι από τη θέση μου...

–Τους έδωσες στεγνά δηλαδή!–Καθόλου! Επειδή η ξυνή σκόνταψε πάνω μου, θα έτρεχα

εγώ στον ιμάντα αποσκευών;–Και τι έγινε τελικά;–Εν τη ενώσει η ισχύς! Μπήκαμε όλοι με τις βαλίτσες α-

γκαλιά στο αεροπλάνο!

138 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 139: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το αγενές αγένειο–Γέμισε ο κόσμος ανάγωγους ...–Με ποιον τα ‘χεις πάλι;–Με το χτεσινό αγενές αγένειο...–Έλα μου... Τι είναι πάλι τούτο;–Το χτεσινό αμούστακο γαϊδούρι -και συγγνώμη γαϊδου-

ράκια μου για την υποτιμητική σύγκριση...–Δεν καταλαβαίνω...–Κι εγώ δεν καταλαβαίνω -πώς τα καταφέραμε σαν κοι-

νωνία κι αναθρέψαμε τόσα πολλά γαϊδούρια δίποδα...–Και πού το συνάντησες το «αγένειο»;–Στο μετρό χτες. Είχα μπει στην Ομόνοια, αφού είχα φάει

όλο μου το πρωινό ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες σε κάποιαδημόσια υπηρεσία για κάτι ρημάδια έγγραφα -και δεν είναινα κάνουμε τέτοιες γυμναστικές στην ηλικία μας, ξεπατώθηκαστην κούραση και δεν ένιωθα τα πόδια μου από την ορθο-στασία...

–Το ξέρω, το ‘χω πάθει...–Γεμάτο το βαγόνι, όρθιος εγώ να περιμένω πότε θα λι-

ποθυμήσω. Λίγο πριν το Σύνταγμα βλέπω μια κυρία στοκοντινό μου κάθισμα να ετοιμάζεται -«θα κατέβει», σκέφτηκαπεριχαρής -αλλά λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο...

–Το γαϊδούρι;–Το αμούστακο και ξεκαπίστρωτο... Πάνω που κάνω να

καθήσω, νιώθω μια σπρωξιά κι ακούω ένα «συγγνώμη ναπεράσω». Γυρίζω και βλέπω ένα εικοσάχρονο αγένειο μαϊ-ρεμάτι, με τον φραπέ στο χέρι, να με παραμερίζει και να

Page 140: η μετακόμιση των χρωμάτων

στρογγυλοκάθεται στη θέση...–Τι είναι το μαϊρεμάτι, χριστιανέ μου;–Λιανός, μισή μερίδα, μισοριξιά... πώς το λένε...–Α, μάλιστα... και λοιπόν; Τον άρπαξες;–Τι να αρπάξω... Έχεις ιδέα από τέτοια μουλάρια; συγγνώμη

μουλαράκια μου... Μια κουβέντα λες, δέκα βρισιές σου α-ντιγυρίζουν -και, ή θα πρέπει να τα βρίσεις κι εσύ σα χαμάληςή να τα πλακώσεις στις μπάτσες... Χαμάλης δεν είμαι, τη σω-ματική βία την απεχθάνομαι, οπότε...

–Οπότε;–Του έριξα ένα κακό βλέμμα, από κείνα τα δολοφονικά

μου...–Και;–Και -τίποτε! Με αγνόησε παντελώς και συνέχισε να πίνει

τον φραπέ του -που στο λαιμό να του κάτσει του αλήτη...–O tempora, o mores!–Ακριβώς -που μώρα και κασίδα να τον πιάσει... τον πι-

θηκάνθρωπο... συγγνώμη, πρόγονοί μου...

140 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 141: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το μουντιάλ–Πάλι ξενύχτησα χτες...–Πονοκέφαλος;–Μουντιάλ!–Παρντόν;–Το μουντιάλ, το παγκόσμιο κύπελο ποδοσφαίρου...–Αυτό στη Βραζιλία;–Ενημερωμένο σε βρίσκω!–Και πώς αλλιώς; Όποιο κανάλι και να πατήσεις, όλο και

σε κάτι σχετικό θα πέσεις.–Δηλαδή δεν παρακολουθείς;–Μέχρι τους δεκάξι.–Παρντόν εγώ τώρα;–Όσο έπαιζε η Εθνική -μετά αποχώρησα.–Εγώ πάλι όχι.–Δηλαδή συνεχίζεις;–Φανατικά! Κι όχι μόνο τους αγώνες και τις παρατάσεις

και τα πέναλτυ.–Αλλά;–Κι όλες τις ενημερωτικές εκπομπές -αναλύσεις, σχόλια,

επεξηγήσεις στρατηγικών και πλάνων, προβλέψεις, πλήρηςενημέρωση για τον τραυματισμό του Νεϊμάρ και την αλλαγήτου Κρουλ... τα πάντα...

–Δε σε είχα για τόσο ποδοσφαιρόφιλο -πότε σου προ-έκυψε;

–Δεν μου προέκυψε...–Αλλά;

Page 142: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Ο παππούς του τέταρτου...–Που βαριακούει;–Αει γεια σου!–Κι ακούτε όλοι μαζί στην πολυκατοικία;–Σωστός!–Κι εσύ τι κάνεις; –Τι να κάνω... υπομονή... δε θέλω να τον κακοκαρδίσω.

Πού θα πάει, θα τελειώσει και το μουντιάλ και θα αλλάξω κιεγώ κανάλι.

–Γιατί, τώρα τι βλέπεις; –ΝΕΡΙΤ δαγκωτό!

142 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 143: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... οι κουρελούδες–Θύμισέ μου να μην ξαναβγώ Κυριακή από το σπίτι μου...–Συγκεκριμένη ή όλες;–Όλες! –Από την εξώπορτα ή από την πόρτα του κήπου;–Από την γκαραζόπορτα...–Παρντόν;–Να μην κουνήσω το αμάξι, να μην οδηγήσω, να μη βγω

στο δρόμο, να μην πάω πουθενά...–Τι σε καβάλησε πάλι;–Εμένα τίποτε... Άλλοι καβαλούν τα αμάξια τους κι όποιον

πάρει ο Χάρος...–Ωχ... κατάλαβα... οι καμικάζι της Κυριακής, ε;–Τίποτε δεν κατάλαβες... οι κουρελούδες της Κυριακής

να λες...–Ξανα-παρντόν;–Ειδική κατηγορία οδηγών. Όλη τη βδομάδα πηγαίνουν

στη δουλειά τους με το λεωφορείο και τις Κυριακές ανακα-λύπτουν ότι έχουν αυτοί αμάξι και η χώρα εξοχές.

–Και λοιπόν;–Ξαμολιούνται να τις ανακαλύψουν.–Κι εσύ τι ζόρι τραβάς;–Μα δεν καταλαβαίνεις; Οδηγοί των πενηνταδύο ημερών

το χρόνο... μπερδεύουν το γκάζι με το ντεμπραγιάζ, το φλαςμε το πιτσιλιστήρι του παρμπρίζ, το κουμπί του ραδιοφώνουμε εκείνο του κλιματισμού... κι όλα αυτά στην αριστερή λω-ρίδα, τη γρήγορη...

Page 144: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Κατάλαβα... οι επικίνδυνοι εννοείς, οι άσχετοι, που δεντο ξέρουν κιόλας...

–Μόνο; Κινητά ατυχήματα να λες... μέχρι να φτάσουνστην πολυπόθητη εξοχή, να κάνουν το κυριακάτικο πικ νικτους, έχουν σπείρει τον τρόμο στην άσφαλτο...

–Λύσε μου μια τελευταία απορία -το «κουρελούδες» πούκολλάει;

–Τις στρώνουν κάτω από τα πεύκα για το πικ νικ!

144 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 145: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το καρπούζι–Μάπα το καρπούζι...–Το ποιο;–Το καρπούζι... αυτό που πήρα χτες -κι ήταν και δεκάκι-

λο...–Το χτύπησες πρώτα;–Γιατί να το χτυπήσω, τι μου ‘κανε;–Για να το ακούσεις, έξυπνε... ντιπ άσχετος είσαι;–Ούτε και γιατρός είμαι να το ακούσω -σιγά μη βάλω κι

ακουστικά!–Να σου πω, δεν είναι κακή ιδέα...–Θα με τρελάνεις;–Ποσώς! Το ακούμε το καρπούζι πριν το πάρουμε, το

χτυπάμε...–Αααα... του κάνουμε και επίκρουση!–Αυτό πάλι τι είναι;–Επίκρουση, ακρόαση... έχω έναν ξάδερφο γιατρό που

μου τα κάνει αυτά όταν αρπάζω κρύωμα.–Για πες, μ’ ενδιαφέρει. –Πας για Ιατρική;–Για το καρπούζι μ’ ενδιαφέρει, έξυπνε, παρόμοια πρά-

ματα.–Το καρπούζι με τα πνευμόνια μου;–Λέγε λέω! Πώς καταλαβαίνει αν έχεις κάτι; Με απλά

λόγια, όχι περιδιαγραμμάτου.–Αν ο ήχος είναι κούφιος, δεν ανησυχεί -αν είναι συμπαγής,

έχω πνευμονία!

Page 146: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Αει γεια σου! Το ίδιο κάνεις και με το καρπούζι -βάζειςτο αφτί πάνω, το χτυπάς κι ακούς τον ήχο.

–Και ποιος είναι ο καλός;–Ο κούφιος... πα να πει ότι είναι ώριμο, αφράτο -άρα και

γλυκό!–Ενώ ο συμπαγής;–Είναι σφιχτό, άρα άγουρο -άρα κολοκύθα!–Φεύγω...–Πού πας;–Στον ξάδερφο, να του πάρω τα ακουστικά!

146 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 147: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η Πρωταπριλιά–Καλημέρα! Πρωταπριλιά σήμερα!–Και λοιπόν;–Λέω... θα κρατήσουμε το έθιμο;–Αυτό με τα ψέμματα; Με τις φάρσες;–Άει γεια σου! Θα το κρατήσουμε;–Α μπα... εγώ λέω να το αμολήσουμε στα όρη στ’ άγρια

βουνά...–Θα χαθεί εκεί πέρα μόνο του.–Άει ξαναγειά σου! Αυτό είναι το ζητούμενο, να χαθεί.–Γιατί τόση άρνηση; Όλοι το κρατούν και κάνουν φάρσες

και γελούν...–Ε, εγώ είμαι η εξαίρεση, ο αρνητικός, ο ανάποδος, βρε

αδερφέ! Δεν θέλω να με γελούν, δεν θέλω να ξεγελάω.–Εντάξει... δεν είναι κι εμένα το καλύτερό μου αλλά...–Αλλά τι; Γιατί να κάνω κάτι που και το θεωρώ ανόητο

και με ενοχλεί αφάνταστα όταν μου το κάνουν.–Σε ενοχλεί γιατί; Ένα αθώο αστείο είναι.–Να μου κάνεις τη χάρη, καθόλου αθώο! Ακόμα θυμάμαι

το κλάμα που έριξα όταν, πεντάχρονο παιδάκι, έκρυψε οβλαμμένος ο αδελφός μου το σκυλάκι μας στην αποθήκηκαι μου ’πε ότι το πάτησε αμάξι... Δυο ώρες σπάραζα μέχρινα γυρίσει η μάνα μου από τα ψώνια και να του ρίξει έναμπερντάχι που, κι αυτός, ακόμα το θυμάται!

–Από τότε μάλλον θα σου ’μεινε η αντιπάθεια.–Σίγουρα βοήθησε πολύ -αλλά και δεν είναι και του χα-

ρακτήρα μου να λέω πειστικές μπούρδες, έχω ένα θεματάκι

Page 148: η μετακόμιση των χρωμάτων

μ’ αυτό. Γενικά είναι μια αμήχανη κατάσταση. Αν ξεγελαστώ,αισθάνομαι γελοίος κι εκνευρίζομαι -αν πάλι όχι, αισθάνεταιγελοίος ο πράττων το ανόμημα, οπότε;

–Οπότε πάμε στο Καβούρι για κάνα ψαράκι; Κέρδισαστο σκρατσάρισμα!

–Πλάκα κάνεις!!!–Γιατί; Πρωταπριλιά είναι;

148 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 149: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το μπουφάν–Και το ’λεγα της μάνα μου -μη μαζεύεις το μπουφάν!–Ποιο μπουφάν;–Εκείνο, το χειμωνιάτικο, με τη γέμιση από φτερά χήνας.–Φοράς εσύ φτερά χήνας; Καλό!!!–Επένδυση είναι, έξυπνε, εσωτερική -δεν τα φοράω και

στο κεφάλι!–Και τι το θες το μπουφάν;–Να πάω για σκι στον Παρνασσό!–Καλοκαιριάτικα;–Πού το είδες το καλοκαίρι; Επειδή μας καλόπιασε ο

Μάης στην αρχή με τα 35άρια και τα μπάνια στις παραλίες;Για δες τι γίνεται έξω. Ο κακός χαμός!

–Δεν έχω ανοίξει ακόμα τα παντζούρια.–Με το μαλακό τότε. Μπορεί να δεις τις γλάστρες σου

ανάποδα, τα φυτά σου ξεπουπουλιασμένα, την τέντα ναανεμίζει σαν ιστιοφόρο και τη βεράντα σου γενικά βομ-βαρδισμένη.

–Τόσο χάλια;–Ένα θα σου πω -για να βγω στην αυλή έπρεπε να ανοίγω

δρόμο με τη σκούπα μέσα από το βουνό από φύλλα, κλαριάκαι μαδημένα λουλούδια που σώριασε ο αέρας μπροστάστην πόρτα μου. Όλος ο κήπος στα πόδια μου, χαλί.

–Και το μπουφάν; Πού κολλάει;–Κάνει και κρύο. Χειμώνιασε, παιδί μου, σου λέω! –Πάω να κατεβάσω κάνα πουλόβερ και ν’ ανάψω καλο-

ριφέρ!

Page 150: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το δημοψήφισμα –Έλα, καλημέρα... Κοιμάσαι;–Ήμαρτον... Τι θες να κάνω, χριστιανέ μου, στις 5 τα ξη-

μερώματα;–Εγώ ήμαρτον... Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσύ κοιμάσαι;–Χάνεται; Πώς και γιατί;–Πάμε για δημοψήφισμα, δεν το πήρες χαμπάρι;–Α, αυτό εννοείς; Ναι, το άκουσα χτες βράδυ στην τηλε-

όραση.–Κοίτα αναισθησία, κοίτα αδιαφορία... Εγώ κολλημένος

όλη νύχτα μπροστά στην οθόνη με το τασάκι ξέχειλο κιαυτός να λέει «α, αυτό εννοείς» και να κοιμάται του καλούκαιρού... Τι να πω, είσαι κατάπτυστος...

–Ούτε κατάπτυστος ούτε αναίσθητος κι αδιάφορος. Ρε-αλιστής είμαι και προσπαθώ να είμαι και ψύχραιμος.

–Μωρέ, τι μας λες! Βαφτίζουμε την αναισθησία ρεαλισμόκι από δω παν κι άλλοι... τη βολή σου εσύ, τον υπνάκο καιτη νιρβάνα σου...

–Ενώ εσύ, που ξενύχτησες φουμάροντας σαν τσιμινιέρα,είσαι ευαίσθητος και ενδιαφερόμενος; Αυτό μου λες;

–Τουλάχιστον ενημερώνομαι, αν μη τι άλλο... δεν γυρνάωπλευρό!

–Ούτε γω γυρνάω -πλευρό ή ματιά. Παρακολούθησα τανέα, ενημερώθηκα, προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει(πράγμα όχι και τόσο εύκολο με τα τόσα αντιφατικά που λέ-γονται και κυκλοφορούν), μια χαρά ενημερώθηκα.

–Τα γεγονότα τρέχουν, οι εξελίξεις καλπάζουν και...

Page 151: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Κι εσύ, που ξενυχτάς καπνίζοντας κι ανεβάζοντας σφύξειςκαι πίεση, θα τα επηρεάσεις;

–Παρντόν;–Αυτό που άκουσες. Ενημερώνομαι, ναι. Σκέφτομαι, ναι.

Προβληματίζομαι, ναι. Αγχώνομαι αρκούντως, ναι. Αλλάδεν τρελαίνομαι, δεν ξενυχτάω, δεν παθαίνω κατάθλιψη,δεν πέφτω στα σκληρά. Θα μετρήσω τα πράγματα όσο κα-λύτερα μου επιτρέπουν η πληροφόρηση, οι γνώσεις, η ε-μπειρία και η κρίση μου και θα πράξω κατά συνείδηση ότανκαι αν κληθώ να αποφασίσω σαν πολίτης αυτής της χώρας.Ωστόσο, παράλληλα, θα χαίρομαι τα μικρά, τα απλά, τα κα-θημερινά μου -τα τόσο σημαντικά. Και, πρώτα και κύρια,αυτό που είπες αρχή αρχή.

–Ποιο;–Το «καλημέρα» -την καινούρια μέρα που αξιώθηκα να

δω, έστω και παράωρα χάρη στο «χαρούμενο» πρωινό σουξύπνημα. Δύσκολη, εύκολη, ευοίωνη, δυσοίωνη, δεν έχεικαι τόση σημασία -αρκεί που είναι μια καινούρια μέρα...

Καλημέρα λοιπόν -σε σένα και σ’ όλους, ξενυχτήσαντεςκαι μη!

151Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 152: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... τα ΑΤΜ –Μάλλον καλοδιάθετο σε βλέπω σήμερα -τουλάχιστον

καλύτερα από χτες το πρωί, που είχες αναστατωθεί με τοδημοψήφισμα.

–Μια χαρά βλέπεις και μια χαρά είμαι.–Έμαθες κάτι από τις μυστικές πηγές και τους πράκτορές

σου; Έγινε κάτι που δεν ξέρω;–Έγινε του ΑΤΜ!–Έλα μου;–ΑΤΜ παιδί μου, τα μηχανάκια αυτόματης ανάληψης των

τραπεζών.–Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω...–Κάτσε να στο κάνω λιανά. Χτες το πρωί, μετά το τηλε-

φώνημα, ξαμολύθηκα, ως γνήσιος Έλλην, να βρω ΑΤΜ καινα σηκώσω τα λεφτάκια μου. Μέχρι το μεσημέρι είχα γυρίσεικαμιά δεκαπενταριά τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχήτων νοτίων προαστίων -από Παλιό Φάληρο μέχρι Ανάβυσ-σο.

–Και; Βρήκες, σήκωσες;–Μόνο στο πρώτο, κάτι ψιλά. Στα υπόλοιπα απλά περίμενα

να μου δώσει ο μηχανάκης τον απόθαρρό μου, όπως είχεκάνει στους πριν από μένα στην ουρά.

–Είχε ουρές;–Σαν του δεινόσαυρου, του τυραννόσαυρου Ρεξ!–Κι αφού δεν είχαν λεφτά τα μηχανάκια, εσύ γιατί περί-

μενες;–Τζόγος, παιδί μου, τζόγος! Έλεγα, νάτο, τώρα θα δώσει

Page 153: η μετακόμιση των χρωμάτων

σε μένα τα πέντε τελευταία εικοσάευρα! Σαν το lotto έναπράμα!

–Καλά, το ‘χεις χάσει εντελώς! Σε ΑΤΜ ήσουν, όχι σε κου-λοχέρη!

–Καλύτερα από κουλοχέρη, τουλάχιστον δεν έβαζα λεφτά-μόνο περίμενα!

–Λεφτά δεν μάζεψες, σε ουρές ξεροστάλιασες... προς τιοι χαρούλες, τι κέρδισες;

–Κέρδισα το αζμπέτε!–Το ποιο;–Το αζμπέτε, παιδάκι μου, δεν θυμάσαι την παλιά ελληνική

ταινία; To know us better που έγινε «αζμπέτε»; –Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτε...–Ξέρεις τι κόσμο γνώρισα στις ουρές; Πόσους καινούριους

φίλους έκανα, τόσες ώρες που περιμέναμε; Με πόσους γεί-τονες μίλησα, που είχα να τους δω μήνες; Ξέρεις ότι βρήκαδυο συμμαθητές μου, που τους έψαχνα καιρό στο facebookκαι τους συνάντησα στο ΑΤΜ της Γλυφάδας; Ξέρεις τι εν-διαφέροντα πράγματα έμαθα, που δεν τα λένε στα κανάλια-όπως για τον τύπο που αγόρασε 33 καρβέλια ψωμί (καρα-τσεκαρισμένο αυτό!) μπας και ξεμείνει;

–Δεν έχεις κι άδικο για το αζμπέτε.–Τι σου λέω τόση ώρα -σημεία συνάντησης τα ΑΤΜ!–Τελικά στα έδωσε τα πέντε εικοσάευρα κανένα μηχανά-

κι;–Ναι, το τελευταίο, στην Ανάβυσσο.–Και τι θα τα κάνεις;–Τα έκανα ήδη -ουζάκι με μεζέ στην παραλία μαζί με

τους καινούριους μου φίλους!

153Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 154: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το πλαφόν –Όλα τα ’χαμε, μας έκατσε και το πλαφόν...–«Πλαφόν» όπως λέμε «οροφή»;–Όπως λέμε «ταβάνι» -που θα πέσει να μας πλακώσει...–Κατάλαβα... Πάλι στις μαύρες σου είσαι, ξεθύμανε η ευ-

φορία του χτεσινού αζμπέτε.–Ποιος έχει όρεξη για τέτοια τώρα... Αζμπέτε και ψιλο-

κουβέντα τέλος, μας πούλησε και το ΑΤΜ...–Το μηχανάκι... Σε πούλησε ένα μηχανάκι... Ακούς τι λες;–Μάλιστα κύριε... με πούλησε -με άδειασε καλύτερα να

λες...–Άδειασε εσένα ή άδειασε το ίδιο; Γιατί άλλα μου ’λεγες

χτες.–Ποιο χτες; Πάει αυτό, έγινε παρελθόν, κοντεύουμε να

το ξεχάσουμε με τα τόσα πολλά κι απανωτά καινούρια μα-ντάτα που μας επιτίθενται από όλες τις μεριές και δεν προ-λαβαίνουμε να τα ακούσουμε... Πόσο μάλλον να τα καταλά-βουμε και να τα επεξεργαστούμε.

–Άσε τις γενικότητες, σαν πολιτικός σε καναλοπάνελ κα-τάντησες, και μπες στο ψητό -τι σου έκανε το μηχανάκι;Πάλι δεν σου έδωσε λεφτά;

–Μου έδωσε, πώς δεν μου έδωσε -αλλά ΠΟΣΑ μου έδω-σε;

–Όσα του ζήτησες, υποθέτω... σε λογικά πάντα πλαίσια.–Πριτς! Πάνε οι εποχές που σε ρωτούσε ευγενικά «θέλετε

100; 200; 500; άλλο ποσό;» κι εσύ επέλεγες. Τώρα σου πετάειτρία εικοσάευρα στα μούτρα, σου λέει «τέλος για σήμερα, ο

Page 155: η μετακόμιση των χρωμάτων

επόμενος παρακαλώ» κι αν πας να διαμαρτυρηθείς, σουπετάει και μια μούντζα... ή σφαλιάρα, στη χειρότερη.

–Αμάν αυτή η υπερβολή σου, έλεος. Άκου τρία εικοσά-ευρα... Άκου μούντζα...

–Α, καλάαα! Εσύ ζεις σε άλλη χώρα μάλλον, χαμπάρι δενπήρες.

–Τι πάλι;–Το πλαφόν, παιδάκι μου, τι λέμε τόση ώρα; Μπήκε

πλαφόν στις τραβηχτικές παντός είδους. Εξήντα ευρώ τημέρα, ούτε σέντσι παραπάνω.

–Πλάκα μου κάνεις! Εξήντα ευρώ; Τι να πρωτοκάνεις μεεξήντα ευρώ -σούπερ μάρκετ, φούρνο, μανάβη, βενζίνηστο αμάξι, λουλούδια στο πρόσωπο...

–Πώς το είπες αυτό το τελευταίο; Λουλούδια; Καλά, το‘χεις εντελώς χαμένο;

–Ουδόλως! Πάντα παίρνω λουλούδια όταν βγαίνω μεμια κυρία.

–Χα! Ας γελάσω! Κομμένες οι έξοδοι, κομένα και τα έξοδα-όσο για τα λουλούδια, μάλλον θα πρέπει να αλλάξεις τρόπονα δείχνεις τα αισθήματά σου.

–Να αλλάξω; Και τι να της προσφέρω;–Μαρούλια! Με τέτοια κρίση και με τέτοιο πλαφόν, θα τα

εκτιμήσει πολύ περισσότερο, στο εγγυώμαι!

155Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 156: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... γράφουμε Ιστορία –Καλημέρα! Ωραία μέρα σήμερα. Πάμε Σούνιο για κάνα

μπάνιο;–Δεν μπορώ, τώρα γράφω ιστορία.–Τι γράφεις, λέει;–Ιστορία.–Διαγώνισμα;–Κρυάδες! Ιστορία, παιδάκι μου, ζούμε κοσμοϊστορικές

καταστάσεις και θέλω να παρακολουθώ τις εξελίξεις απόκοντά, βιδωμένος μπροστά στην τηλεόραση και στο inter-net.

–Κι εσύ πού κολλάς; Θέλω να πω, πώς τη γράφεις τηνΙστορία αφού δεν έχεις καμιά εξουσία και πουθενά παρέμ-βαση;

–Έχω και παραέχω παρέμβαση και εξουσία, με την ψήφομου την Κυριακή -και πώς θα ψηφίσω σωστά αν δεν έχωενημερωθεί και σωστά;

–Τώρα ένα δίκιο το ‘χεις, εδώ που τα λέμε. Όσο καλύτερηη ενημέρωση, τόσο καλύτερες κι οι αποφάσεις.

–Και δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι «γράφω»Ιστορία, ότι μετέχω τέλος πάντων σε συγκλονιστικές εξελίξειςστη ζωή αυτού του τόπου. Μπορώ να σου πω μάλιστα ότιείναι η πέμπτη φορά που μου συμβαίνει.

–Σοβαρά; Και ποιες ήταν οι άλλες τέσσερις;–Τον Απρίλη του 1967, με τη χούντα. Τότε ήμουν παιδάκι

βέβαια, πρώτη γυμνασίου, αλλά θυμάμαι έντονα τη φωνήτου εκφωνητή στο ραδιόφωνο που έλεγε «Κατέβηκαν τα

Page 157: η μετακόμιση των χρωμάτων

τανκς στην Πανεπιστημίου» και τη μάνα μου να κλείνεινωρίς τα παντζούρια με τη δύση του ήλιου και την απαγό-ρευση της κυκλοφορίας.

–Τι μου θύμισες τώρα... Είχα κάνει κάτι χαρές που έκλεισανδυο μέρες νωρίτερα τα σχολεία για Πάσχα! Μετά;

–Μετά με την εξέγερση των φοιτητών και το Πολυτεχνείο,Νοέμβρης 1973. Εκείνη την έζησα για τα καλά, ήμουν ήδηφοιτητής. «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», διαδηλώσεις, πορείες,καταλήψεις, κυνηγητά, δακρυγόνα, όνειρα και οράματα...Ωραίες εποχές, εκεί την έγραψα στ’ αλήθεια την ιστορία,έβαλα το λιθαράκι μου!

–Εγώ πάλι τα έχασα όλα αυτά, λύσσαξαν οι δικοί μου νασπουδάσω έξω... Και μετά;

–Η μεταπολίτευση, Ιούλιος 1974. Έφυγε η χούντα, ήρθεο Καραμανλής, κάναμε εκλογές, ξαναγύρισε η δημοκρατία,βαλθήκαμε να κάνουμε τα όνειρά μας αληθινά, να ξαναχτί-σουμε την Ελλάδα που οραματιζόμασταν, που δικαιούμασταν,που δικαιούνταν η ίδια η πατρίδα και η ιστορία μας.

–Κι εγώ πάλι απών... μεταπτυχιακό έκανα, άσε... Και μετά;–Μετά ήρθε ο σοσιαλισμός. Ανεβαίνει το ΠΑΣΟΚ στην

εξουσία, 1981 Οκτώβρης. Προεκλογικός πυρετός και φανα-τισμός, μετεκλογικός πανζουρλισμός και πανηγύρια. Γιακάμποσα χρόνια χτίζαμε την καινούρια Ελλάδα -ή, τουλάχι-στον, έτσι πιστεύαμε οι αγνοί ρομαντικοί που καταθέσαμεψυχή και ενέργεια στο όραμα αυτό. Μέχρι που συνειδητο-ποιήσαμε, ο καθένας στο δικό του χρονικό σημείο, τι πρα-γματικά παιζόταν από κάποια στιγμή και μετά. Δεν επεκτεί-νομαι σ’ αυτό, πονάει...

Και φτάνουμε έτσι στο σήμερα.–Την πέμπτη φορά;–Ακριβώς. Ιούλιος 2015, το δημοψήφισμα. Ξαναγράφουμε

ιστορία σαν λαός, όλοι μας. Το αποτέλεσμα της Κυριακήςθα καθορίσει το μέλλον μας και, κυρίως, το μέλλον των

157Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 158: η μετακόμιση των χρωμάτων

παιδιών μας. Των παιδιών που εμείς κάψαμε τα φτερά, τιςπροσδοκίες και τα όνειρά τους. Είμαστε υπόλογοι γι’ αυτόαπέναντί τους κι απέναντι στην Ιστορία -γι’ αυτό και το χέριμας πρέπει να είναι σταθερό στην κάλπη και να οδηγείταιαπό ένα μυαλό καθαρό και καλά ενημερωμένο.

Κατάλαβες τώρα γιατί σου λέω ότι δεν έχω καιρό γιαμπάνια και θάλασσες, γράφω ιστορία;

–Κατάλαβα -και πολύ καλά μάλιστα!–Και τι λες;–Λέω να πάρω μια βότκα και κάνα δίκιλο ξηροκάρπια

και να ‘ρθω από κει, να τη γράψουμε παρέα!

158 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 159: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η καβάντζα–Τι είναι το παράλληλο νόμισμα;–Καλημέρα λέει πρώτα ο κόσμος -και καλή βδομάδα,

Δευτέρα σήμερα.–Για να το λες, καλές θα είναι -χαλάω εγώ χατίρι; Θα μου

πεις τώρα τι είναι το παράλληλο νόμισμα;–Δεν έχω ιδέα. Κάτι σαν το παράλληλο σύμπαν ένα

πράμα; –Δηλαδή;–Μυστηριώδες και ανύπαρκτο;–Τώρα με φώτισες...–Άσε το παράλληλο νόμισμα κι έλα στο υπαρκτό. Από

χρήμα πώς πας;–Εξαιρετικά! Μόλις τράβηξα το 50ρι της ημέρας.–Έλα! Και πού θα το επενδύσεις;–Στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, σε μετοχές του

Google! Κι ό,τι περισσέψει, θα το καταθέσω στο σούπερμάρκετ.

–Κι εσύ επιδρομή στα ράφια;–Όχι να χαρείς, δεν το ’κάνα ποτέ. Τα τρέχοντα θα πάρω,

όπως πάντα. Αν είναι να πεθάνω από έλλειψη ζυμαρικών,χαλάλι -ένδοξος ο θάνατος και μια φορά κανείς πεθαίνει!Εσύ;

–Τι εγώ;–Ξαμολύθηκες για προμήθειες; Για καβάντζα;–Δεν χρειάστηκε, ας είναι καλά η μάνα μου η μαζώχτρα·

ένα ντουλάπι μακαρόνια, παξιμάδια και καφεζάχαρες έχει

Page 160: η μετακόμιση των χρωμάτων

στην κουζίνα, χώρια τις μπριζόλες στην κατάψυξη. Για κάναμήνα τουλάχιστον έχουμε εξασφαλισμένο το τσουκάλι μας.

–Πότε πρόλαβε και τα πήρε;–Δεν κατάλαβες, προϋπήρχαν της κρίσης. Από πάντα

έτσι κάνει, είναι το κατοχικό σύνδρομο. Θέλει να έχει γεμάταντουλάπια, αλλιώς νιώθει ανασφάλεια.

–Μια χαρά τη βρίσκω, προνοητική και ξένοιαστη!–Ευτυχώς έχει αναλάβει εκείνη τα ψώνια, το βαριέμαι το

σούπερ μάρκετ. Το μόνο που πρέπει να ψωνίσω είναικροκέτες για τον σκυλάκο μου, τον Κότζακ.

–Καλά που μου το θύμισες, να τις προσθέσω και στονδικό μου κατάλογο.

–Μα εσύ δεν έχεις σκύλο.–Δεν ξέρεις ποτέ αν και πώς θα σου χρειαστούν!

160 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 161: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... το μπαγιάτικο μύδι–Πώς είσαι έτσι;–Πώς είμαι;–Σαν μπαγιάτικο μύδι.–Και πώς είναι τα μπαγιάτικα μύδια δηλαδή;–Σαν τη μούρη σου!–Αρχίζω να εκνευρίζομαι.–Κι εγώ να ανησυχώ... Τι κομμένη φάτσα είναι αυτή, τι

μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, τι θολό βλέμμα...–Α, αυτό;–Γιατί, λίγο είναι; Έχεις κάτι;–Ξενύχτι και νεύρα έχω!–Αϋπνίες;–Ψηφοφορίες.–Παρντόν;–Η ψηφοφορία στη Βουλή, παιδάκι μου... για τη συμφωνία

με την Ευρώπη. Τώρα θα αρχίσει, ύστερα θα αρχίσει, είχεκολλήσει κι η Ζωΐτσα η Κωσταντοπούλου με τα μαύρα ταμεσάνυχτα, ξεροστάλιαζαν οι πατέρες κι οι μητέρες τουέθνους στο καφενείο και τα έδρανα, τώρα να την κάνουν,ύστερα να την κάνουν... τέλος πάντων, κάποτε άρχισε πριναλέκτορα φωνήσαι «κουνηθείτε, το στανιό μου, θα ξημε-ρώσουμε».

–Και την είδες όλη; Χαρά στο κουράγιο σου!–Μην το λες! Ξέρεις πόσους αλέκτορες άκουσα; Είχε

πολύ ενδιαφέρον -απουσίες, αρνήσεις, καταφάσεις, «παρών»,απ’ όλα είχε ο μπαξές.

Page 162: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Και καλά, το ξενύχτι το καταλαβαίνω. Τα νεύρα γιατί;Από αυτά που άκουγες;

–Ποσώς, αυτά τα περίμενα, ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα.Με την είδηση για τους φοροφυγάδες τα ’χω παρμένα.

–Τι έγινε πάλι;–Έγινε ότι πολλοί φορομπαταχτσήδες, φοβούμενοι το

φημολογούμενο κούρεμα καταθέσεων, έσπευσαν να τα-κτοποιήσουν τις εκκρεμότητες και να πληρώσουν τα χρεω-στούμενα χρόνων.

–Και δεν χαίρεσαι; Μπήκαν κάποια λεφτά στο «μείον»ταμείον, καλό είναι αυτό.

–Καλό, δεν αντιλέγω. Αλλά, βρε αλήτη, αφού τα ’χεις,γιατί δεν τα δίνεις τόσο καιρό; Γιατί πρέπει να λαχταρήσειςγια το μπαγιόκο σου για να πληρώσεις αυτά που σου ανα-λογούν; Και που είναι, σίγουρα, πολύ λιγότερα από αυτάπου πρέπει γιατί και κρύβεις και κλέβεις; Και που, αν τα πλή-ρωνες όλα αυτά τα χρόνια, μπορεί να μην είχαμε φτάσειμέχρις εδώ; Τέλος πάντων, σ’ αφήνω, πάω να πέσω.

–Μην κάνεις καμιά βλακεία, θα φτιάξουν τα πράγματα!–Στο κρεβάτι μου θα πέσω, πανέξυπνε! Μπας και φύγει

το μύδι το μπαγιάτικο από τη φάτσα μου!

162 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 163: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... ο Κολοκοτρώνης–Καλημέρα.–Καλημέρα... Ό,τι θα σ’ έπαιρνα.–Πώς έτσι; Στον ύπνο σου μ’ έβλεπες;–Όχι εσένα -αν έβλεπα εσένα, θα ήταν καλά, φιλική φά-

τσα.–Και ποιον έβλεπες; Εχθρική φάτσα;–Τον Σόιμπλε!–Ο λα λα!!! Αυτή δεν είναι εχθρική φάτσα, είναι ο ορισμός

του εφιάλτη!–Άμα σου λέω... Σκιάχτηκα, ακόμα να πέσουν οι παλμοί

κάτω από το 100...–Και πώς τον έβλεπες; Με χατζάρα;–Χειρότερα!–Για λέγε!–Ήταν, λέει σούρουπο, κόντευε να νυχτώσει...–Πριν την ώρα των βρυκολάκων; Ασυνεπή τον βρίσκω!–Μη με διακόπτεις, θα χάσω τον ειρμό. Σούρουπο λοιπόν

και γυρνούσα από το ΑΤΜ με ένα εικοσάευρο, τόσα είχεμόνο...

–Τώρα σκιάχτηκα εγώ!–Κράταγα, που λες, σφιχτά το 20ευρο κι έκανα όνειρα

πού να το καλοξοδέψω όταν, ξαφνικά, πετάχτηκε ο Σόιμπλεπίσω από έναν θάμνο.

–Περπατώντας; Θαύμα, θαύμα!–Με το καρότσι, ντυμένος με σορτσάκι και φανελάκι που

έγραφε «Der Marathon und Marathon sind MEINE -Ο Μα-

Page 164: η μετακόμιση των χρωμάτων

ραθώνιος κι ο Μαραθώνας είναι ΔΙΚΑ μου».–Και μετά;–Μετά με πήρε στο κυνήγι. Μπρος εγώ, πίσω αυτός με το

καρότσι... κι έτρεχε ο βελζεβούλης σαν άνεμος, το χειρίζεταισαν Φόρμουλα Ενα... κι όλο και με πλησίαζε ανεμίζοντας...

–Την χατζάρα;–Μπα που λύσσαξες, όχι! Ανέμιζε ένα πεντοχίλιαρο μεγάλο

σαν διαφημιστικό πανώ και ούρλιαζε «φέρε το εικοσάευροκαι πάρε το πεντοχίλιαρο, άτιμε gastarbeiter!»

–Στα ελληνικά σου ούρλιαζε;–Αυτό σε μάρανε εσένα; Στα γερμανικά τα έλεγε.–Με μάρανε, πώς! Αφού δεν ξέρεις γερμανικά, πώς τον

καταλάβαινες;–Στα όνειρα μιλάς όλες τις γλώσσες, έξυπνε! Σαν τις αμε-

ρικάνικες ταινίες φαντασίας, όπου οι εξωγήινοι μιλούν όλοιαγγλικά!

–Και τι έγινε τελικά; Στο βούτηξε το εικοσάρι;–Αμ δε! Καθάρισε για μένα ο Γέρος του Μωριά!–Παρακαλώ;–Ο Κολοκοτρώνης, παιδάκι μου! Έδωσε ένα σάλτο, βγήκε

από το πεντοχίλιαρο, τράβηξε αυτός τη χατζάρα κι όπουφύγει φύγει ο τζάμπα-μάγκας-Σόιμπλε!

–Πάλι οι πρόγονοι καθάρισαν για μας;–Ο Κολοκοτρώνης δεν είναι απλά ένας πρόγονος -ζει

μέσα στον καθένα από μας και περιμένει υπομονετικά νατον ανακαλύψουμε!

164 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 165: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... οι εκλογές–Εκλογές αύριο, ελπίζω να το θυμάσαι!–Τώρα... σωθήκαμε!–Γιατί τόση απαξίωση; «Οι εκλογές είναι η γιορτή της Δη-

μοκρατίας», δε λένε;–Με δουλεύεις; Ποια γιορτή, τρομάρα σου; Βλέπεις εσύ

κανέναν να έχει γιορταστική διάθεση;–Ντάξει... δε λέω... μια μιζέρια και μια μαυρίλα την πιάνεις

στον αέρα...–Και μια απογοήτευση και μια αγανάκτηση μη σου πω.

Δυο φορές στον ίδιο χρόνο, αηδία καταντήσαμε. Άσε πουτίποτε δεν με διαβεβαιώνει πως δεν θα πάμε και για τρίτη,αν δεν τα βρουν οι λεβέντες μεταξύ τους.

–Λες;–Εγώ το λέω; Τα μερομήνια το λένε -και κάτι Κασσάνδρες

που ελπίζω κι εύχομαι να μη βγουν αληθινές.–Μπα... Να δεις που θα βάλουν όλοι τις σοφές τους

κεφαλές κάτω και θα βρουν μιαν άκρη, μια συνεννόηση,βρε αδερφέ!

–Να μην εκφρασθώ για τις περισσότερες από τις κεφαλέςπου αναφέρεις και για το τι έχουν μέσα τους...

–Να μην εκφρασθείς, η γλώσσα σου τσακίζει κόκαλα.Πές μου καλύτερα τι θα ψηφίσεις.

–ΑΝ ψηφίσω, εννοείς.–Αυτό δεν το συζητώ -θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδι,

μην αγριέψω κι έρθω να σε πάω σούρνοντας. Άκου αν θαπάει... Μεγάλε, δεν είναι απλά δικαίωμά σου, είναι καθήκον

Page 166: η μετακόμιση των χρωμάτων

σου -ειδικά στην παρούσα τόσο κρίσιμη περίσταση.–Καλά, θα πάω -έτσι το είπα, για να σε τσιγκλίσω! Αλλά

το τραγούδι θα το πω, το «μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά,μαύρη σαν καλιακούδα»...

–Δεν θέλω πεσιμισμούς.–Πες μου κάτι αισιόδοξο κι αμέσως θα γίνω οπτιμιστής.–Δεν έχω κάτι πρόχειρο... αλλά όλο και θα υπάρχει.–Αλίμονο! Όπως ας πούμε ότι ο ήλιος θα ζήσει κάτι εκα-

τομμύρια χρόνια ακόμα;–Λίγο το ‘χεις;–Με ξαναδουλεύεις; –Προσπαθώ να σε καλοπιάσω για να μου πεις τι θα ψη-

φίσεις τελικά.–Εγώ είμαι στην μεγάλη κατηγορία των αναποφάσιστων,

στην κάλπη θα αποφασίσω.–Ωραία πολιτική συνείδηση έχεις! Άκου στην κάλπη!–Ενώ εσύ; Ο συνειδητοποιημένος, ο ενημερωμένος, ο

αποφασισμένος; Ποιον θα τιμήσεις με την ψήφο σου;–Τον φευγάτο! Εκείνον πάνω στ’ άλογο, με την περικε-

φαλαία!

166 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 167: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... η μετανάστευση–Σκεφτικό σε βλέπω.–Σε κατάθλιψη με βλέπεις αλλά προσπαθώ να το παλέ-

ψω...–Τι τρέχει πάλι;–Η κόρη μου τρέχει -και δεν φτάνει... ή μάλλον φτάνει,

αλλά όχι εκεί που θα θέλαμε κι εκείνη κι εγώ.–Η Μελίνα;–Γιατί, έχω κι άλλη;–Ξέρω γω; Για μπερμπαντάκος μου καμάρωνες μετά το

διαζύγιο με την πρώην, οπότε...–Οπότε λες βλακείες και κάνεις άνοστο χιουμοράκι πάνω

στον καημό μου.–Εντάξει, έχεις δίκιο, λάθος μου, μέα κούλπα που λένε,

και σοβαρεύομαι. Τι έγινε με την κόρη σου;–Έγινε ότι φεύγει.–Φεύγει; Και για πού με το καλό;–Δεν υπάρχει τίποτε καλό σ’αυτό το φευγιό... Δεν το

θέλει, δεν το θέλω, αναγκαστικά το κάνει.–Δεν καταλαβαίνω... αναγκαστικά γιατί;–Γιατί είναι κοντά τριάντα χρονών, έχει τελειώσει σπουδές

και μεταπτυχιακά εδώ και πέντε χρόνια κι ακόμα να βρειμια δουλειά που να είναι στοιχειωδώς αντίστοιχη σπουδώνκαι ικανοτήτων.

–Τίποτε; Θα μου πεις, είναι και η κρίση, τα μνημόνια...–Τίποτε σου λέω -εκτός κι αν θεωρήσεις δουλειά το εξά-

μηνο που κρατούσε τα τηλέφωνα ενός μεγαλογιατρού και

Page 168: η μετακόμιση των χρωμάτων

τα δυο καλοκαίρια που έκανε τη σερβιτόρα σε beach barστην Πάρο.

–Α, τόσο καλά...–Τόσο χάλια. Και της το ‘λεγα, να πεις ότι δεν το είχα προ-

βλέψει; «Κάτσε, κοριτσάκι μου, στην Αγγλία, τώρα που τέ-λειωσες το μεταπτυχιακό, τι θέλεις να γυρίσεις πίσω, εδώπάμε κατά διαόλου... Κάτσε εκεί που σε ξέρουν και σε θέλουνκαι θα βρεις σίγουρα δουλειά...»

–Και δεν σε άκουσε, φαντάζομαι.–Ονειροπόλα και ρομαντική, βλέπεις. Να γυρίσει πίσω,

να το παλέψει στην πατρίδα, να βάλει πλάτη για να μη βου-λιάξει ο τόπος της και τι θα γίνει άμα φύγουμε όλοι οι νέοιεπιστήμονες κι άλλα πολλά τέτοια όμορφα και ουτοπικά.

–Οπότε;–Οπότε είδε κι απόειδε, άρχισε να ψάχνει και πάλι στην

Αγγλία με κάποιες διασυνδέσεις που είχε κρατήσει από τονκαιρό του μεταπτυχιακού και τελικά βρήκε κάτι υποφερτό.

–Μόνο υποφερτό;–Μόνο. Θα ξεκινήσει μ’ αυτό το κάτι και συγχρόνως θα

ψάχνει για το καλύτερο. Κι έτσι θα το χάσω το κοριτσάκιμου, πανάθεμα τα μνημόνια, αυτούς που τα επέβαλαν κιαυτούς που τα προκάλεσαν και τα αποδέχτηκαν.

–Ξέχασες τους βασικούς υπεύθυνους, φίλε μου.–Τους βασικούς;–Όλους εμάς -εσένα, εμένα και τον διπλανό, που είχαμε

καλοβολευτεί τόσα χρόνια στην ψεύτικη ευημερία μας καικλείναμε αυτιά και μάτια στον αρμαγεδδώνα που έρχονταναλλά δεν θέλαμε να τον διακρίνουμε.

–Δεν έχεις κι άδικο, εδώ που τα λέμε.–Δυστυχώς -δεν έχω... Καλή τύχη στο παιδί σου και στα

παιδιά του κόσμου όλου που εμείς τα κάψαμε, εμείς τα κα-ταστρέψαμε...

168 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 169: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... φέις - το προφίλ–Πού να στα λέω! –Εδώ να μου τα πεις -πού να τρέχουμε τώρα... –Μμμμ... εξυπνάδες... Λοιπόν, άνοιξα σελίδα στο φέις!–Κάτι έχω ακουστά.–Για τη σελίδα μου;–Ναι, το είχε πρώτο θέμα ο ΣΚΑΙ!–Με δουλεύεις;–Ιδέα σου! Σιγά, ρε μεγάλε, που ασχολείται το πανελλήνιο

με τη σελίδα σου! Για το φέις κάτι έχω ακουστά.–Θες να πεις ότι δεν ξέρεις περί φέις;–Είμαι ασυγχώρητος, το παραδέχομαι... Μα να μου

ξεφεύγει εμένα κάτι τόσο κοσμοϊστορικό!–Με ξαναδουλεύεις;–Ποσώς! Μετά το μεταπτυχιακό μου, προ αμνημονεύτων

χρόνων, ήρθε η σειρά να κάνω διδακτορικό στα μέσα κοι-νωνικής δικτύωσης, αρχής γενομένης από το φέις!

–Μωρέ, δεν πα να κοροϊδεύεις! Εγώ άνοιξα προφίλ στοφέις κι έχω κιόλας καμιά δεκαριά φίλους.

–Συνωστισμός! Ελπίζω να έβαλες το καλό σου το προφίλ,το δεξί -γιατί στο αριστερό έχεις εκείνο το σημάδι από τότεπου έπεσες με τα σκι στο έλατο, στον Παρνασσό, θυμάσαι;

–Δεν έφταιγα εγώ!–Αλίμονο! Το έλατο έφταιγε, αφού το παραδέχτηκε και

σου ζήτησε και συγγνώμη -μόνο αποζημίωση που δεν σουέδωσε για το σκίσιμο στο σαγόνι!

–Μη μου το θυμίζεις και, κυρίως, μη μου αλλάζεις την

Page 170: η μετακόμιση των χρωμάτων

κουβέντα! Για το προφίλ μου στο φέις μιλούσαμε και τη δυ-νατότητα που σου προσφέρει να βρεις παλιούς φίλους καινα κάνεις καινούριους.

–Όταν λες παλιούς; Γιατί έχουμε και μια ηλικία!–Όσο παλιούς γίνεται, από το γυμνάσιο μη σου πω!–Και θυμάσαι τα ονόματά τους για να τους ψάξεις; Γιατί

δεν φημίζεσαι για την καλή σου μνήμη...–Μερικά τα θυμάμαι, άλλα θα τα θυμούνται αυτοί που

θυμάμαι εγώ (αν τους βρω), όλο και κάποιοι θα βρεθούμε.–Κάνε μου μια χάρη τότε -βρες μου τη Σύλβια.... ξέρεις,

εκείνη την ξανθούλα την αδυνατούλα με τα ωραία γαλάζιαμάτια...

–...που σε είχε τελείως φτυμένο και ζαχάρωνε με τον παι-δαρά της τάξης... Να δεις πώς τον έλεγαν...

–Αλέκο τον έλεγαν και σιγά τον παιδαρά!–Ωστόσο μια χαρά το θυμάσαι το όνομά του, βλέπω!–Έχω καλή μνήμη εγώ, σε αντίθεση με σένα -λέγε, θα

μου τη βρεις;–Αν με βοηθήσεις με την «καλή» σου μνήμη να βρω και

τους υπόλοιπους!–Έγινε!–Φύγαμε -τρέμε, φέις!

170 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 171: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... φέις - οι φίλοι Ι–Έχω 62 φίλους! Στο φέις!–Τι λες, βρε παιδί μου! Μεγάλη επιτυχία να υποθέσω! Και

πού τους βρήκες;–Έκανα αίτημα φιλίας πρώτα σε κάτι ξαδέρφια και πρα-

γματικούς φίλους, με δέχτηκαν και μετά, από αυτούς, γνώρισακι άλλους.

–Αίτημα με χαρτόσημο και πρωτόκολλο;–Μμμμ... εξυπνάδες.–Κι όταν λες «πραγματικούς», τι εννοείς;–Φίλους που τους ξέρω προσωπικά.–Ενώ τους άλλους;–Είναι φίλοι των φίλων, αλλά δεν τους ξέρω στην πρα-

γματικότητα, είναι διαδικτυακοί φίλοι.–Δηλαδή; Τι σόι φιλία είναι αυτή με ανθρώπους που δεν

έχεις δει ποτέ, δεν έχεις μιλήσει ποτέ; –Κοίτα -είναι φίλοι των φίλων, εμπιστεύομαι την κρίση

τους, βλέπω τη φωτογραφία τους και τις απόψεις τους κιαποφασίζω ανάλογα.

–Οι φίλοι σου, οι κανονικοί εννοώ, τους ξέρουν προσω-πικά;

–Τους πιο πολλούς όχι.–Άρα; Ποια κρίση εμπιστεύεσαι, ποια φωτογραφία μου

τσαμπουνάς, που μπορεί να είναι η βαφτιστική τους ή τουσκύλου τους, για ποιες απόψεις μιλάμε, που μπορεί να είναιεντελώς πλαστές;

–Αυτό είναι πάντα ένα ζητούμενο, το πόσο ειλικρινής

Page 172: η μετακόμιση των χρωμάτων

είναι ο καθένας στο διαδίκτυο -η οθόνη του υπολογιστήείναι το τέλειο παραβάν για να κρύψεις από πίσω όλα σουτα απωθημένα, τα στραβά και τα ανάποδα και να βγάλειςπρος τα έξω το ιδανικό προσωπείο. Οπότε;

–Οπότε τι;–Πώς κάθεσαι και μιλάς και βγάζεις τα σώψυχά σου σε

ανθρώπους ουσιαστικά άγνωστους και αμφιβόλου εμπι-στοσύνης;

–Πρώτον δε βγάζω τα σώψυχά μου -συζήτηση κάνουμεπερί ανέμων και υδάτων και ολίγων πιο προσωπικών θεμά-των... αλλά πολύ περιφερειακών πάντα.

–Περιφερειακών;–Για τον καιρό, για τα σκυλιά μας, για το πού θα πάμε

διακοπές, για τα βιβλία που διαβάσαμε και μας άρεσαν,τέτοια. Δεν βγάζουμε δα στη φόρα και τον καυγά με τηνσυμβία!

–Αφού δεν έχεις συμβία!–Έχω όμως σκύλο! –Και δεύτερον;–Δεύτερον, δεν τους παντρεύτηκα κιόλας! Αν δω κάτι

που δεν μου αρέσει, που με χαλάει, κόβω την κουβέντα ήτους διαγράφω.

–Σαν τα κόμματα ένα πράμα δηλαδή, προχωράς σε δια-γραφές των ανεπιθύμητων.

–Ακριβώς! Δικό μου είναι το προφίλ, τακιμιάζω μ’ όποιονθέλω, δημοσιεύω ό,τι θέλω. Σ’ αφήνω τώρα, πάω να ανεβάσωτη φωτογραφία του Κότζακ, του αδεσποτάκου μου!

172 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 173: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... φέις - οι φίλοι ΙΙ–Τάξε μου, τάξε μου!–Μια λαμπάδα ίσα με το μπόι μου.–Σ’ εμένα να τάξεις, όχι στον όσιο Πατάπιο!–Θα κάνεις κάνα θαύμα; –Ήδη το έκανα -θα τάξεις;–Ουζάκι στην παραλία -σου κάνει;–Με γαρίδες όμως!–Έχεις κι ακριβά γούστα... τέλος πάντων. Για λέγε;–Βρήκα τη Σύλβια;–Την αρχαία;–Άει γεια σου -την παλιά μας συμμαθήτρια, το αμόρε

σου!–Όχι και αμόρε! Μια απλή συμπάθεια ήταν...–Μωρέ αμόρε ήταν και μονόπαντο μάλιστα, εκείνη περί

άλλα τύρβαζε...–Θα μου πεις πού τη βρήκες ή θα συνεχίσεις τις παρό-

λες;–Στο φέις, «πού αλλού»; που λέει και η διαφήμιση!–Διαφημίζει κάτι η Σύλβια;–Αειντά!!! Μιλάμε είσαι τελείως «γειά σου»! –Δεν θα συνεννοηθούμε σήμερα...–Ενώ χτες!!! Εν πάση περιπτώσει στα λέω νέτα, μπας και

καταλάβεις. Εντόπισα τη Σύλβια στο φέις!–Μη μου πεις! Πώς, βρε θηρίο;–Από καραμπόλα. Βρήκα τον Παναγιώτου που είχε φίλο

τον Κωσταντίνου που είχε φίλη την Ευθυμίου που είχε φίλο

Page 174: η μετακόμιση των χρωμάτων

τον Σεβαστό που είχε κονέ με τη δικιά σου!–Μια στιγμή γιατί σ’ έχασα... όλοι αυτοί ήταν συμμαθητές;

Γιατί εγώ μόνο τα ονόματα του Παναγιώτου και της Ευθυμίουθυμάμαι...

–Κι εγώ, μη νομίζεις -τον Παναγιώτου μόνο θυμόμουνακι απ’ αυτόν βρήκα τους υπόλοιπους... και τη Σύλβια!

–Για πε, για πε!–Τι θέλεις να μάθεις;–Όλα -τι κάνει, πώς είναι, σπούδασε, έκανε οικογένεια,

πού μένει, άλλαξε από τότε...–Σιγά... σιγά, με πήρες παραμάζωμα -κατά τα άλλα δεν

ήταν αμόρε!–Φυσιολογική περιέργεια κι ενδιαφέρον για μια παλιά

συμμαθήτρια, μη γίνεσαι μπρούτος.–Μμμμ... δεν είδα το ίδιο ενδιαφέρον για τους υπόλοιπους

της παρέας!–Τώρα θα μου πεις ή θα με σκάσεις με τις ανόητες πα-

ρεμβολές σου;–Θα σου πω -στο ουζάκι!

174 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 175: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... οι συμμαθητές Ι–Πραγματικά έχασες!–Μη με δαιμονίζεις κι εσύ! Μου φτάνει η ταλαιπωρία

μου...–Ακόμα σε παιδεύει η ίωση;–Παρά λίγο πνευμονία, τι μου λες τώρα, γι’ αυτό μην

πλησιάζεις και πολύ... Κι έχασα και τη συνάντηση, αυτό είναιπου με συγχίζει πάνω απ’ όλα.

–Έχεις δίκιο, αυτή η σύναξη ήταν ιστορικής σημασίας!–Αμ δεν το ξέρω; Συνάντηση παλιών συμμαθητών μετά

από σαράντα χρόνια και να λείπω; Δεν μπορώ να το χωνέ-ψω!

–Μη σκας, θα την επαναλάβουμε -τώρα που βρεθήκαμε,δεν θα ξαναχαθούμε!

–Δε λέω -αλλά η πρώτη φορά έχει άλλη αίσθηση, πώς νατο κάνουμε! Για λέγε τώρα, πώς πήγε; Περάσατε καλά;

–Μόνο καλά; Χαμός έγινε! Στην αρχή, στη φάση Α,ήμασταν όλοι λίγο μαγκωμένοι -βλέπεις, ουσιαστικά συ-στηνόμασταν από την αρχή. Λίγοι, ελάχιστοι, είχαμε μείνειφατσικώς κοντά σ’ αυτό που δείχναμε σαν δεκαπεντάχρονα.Οι πιο πολλοί αγνώριστοι, ειδικά οι άντρες με τις καραφλίτσεςκαι τις άσπρες (όποιες) τρίχες!

–Ναι, σ’ αυτό οι γυναίκες έχουν ένα πλεονέκτημα, δενχάνουν μαλλιά.

–Τα αλλάζουν όμως, και σαν κούρεμα και, κυρίως, σανχρώμα! Το πόσες ξανθές συμμαθήτριες αποχτήσαμε με τηνπάροδο του χρόνου, δεν έχεις ιδέα!

Page 176: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Οπότε αγνώριστες κι αυτές!–Τι σου λέω τόση ώρα! Κοιταζόμασταν μπερδεμένοι, με

μια σκιά υποψίας στο βλέμμα (τώρα, είναι η Αντωνίου αυτήή θα πω καμιά πατάτα;), μας κοίταζαν εξίσου αμήχανα (μημου πεις ότι είσαι ο Δημητρίου, αποκλείεται!)

–Και;–Και -αδιέξοδο κι αμηχανία για λίγο, μέχρι που πήρε το

λόγο η Ζαχαρίου (τη θυμάσαι; ήταν πάντα λίγο μαγκάκι, καιπαρέμεινε) και είπε με χιούμορ «Λοιπόν, φιλαράκια, είμαι ηΕλένη η Ζαχαρίου όσο κι αν δεν το πιστεύετε, οπότε αρχίστενα συστήνεστε ένας ένας αλλιώς μας βλέπω να το ξημερώ-νουμε εδώ πέρα!»

–Ωραίος τύπος η Ελένη, πάντα την πήγαινα! Και μετά;–Ε, μετά έσπασε ο πάγος, αρχίσαμε να μιλάμε όλοι μαζί,

συστηθήκαμε, όπως σου είπα, και περάσαμε στη φάση Βου!–Η οποία;–Η οποία είχε και τη μεγαλύτερη πλάκα! Η φάση της

λοξής ματιάς και του ζυγίσματος -ποιος άσπρισε πιο πολύ,ποιος πάχυνε πιο πολύ, ποια έκανε τις πιο πολλές ρυτίδες,ποιος έκανε προγούλι, ποια έκανε λίφτινγκ, κριτικές ματιέςγια τα ρούχα (κυρίως από τις κοπελιές), γενικά ένα σκανάρισμαόλων για όλους που τύφλα να ’χει ο αξονικός τομογράφος!

–Βρε, τι έχασα ο γκαντέμης! Για λέγε, για λέγε;–Βάλε έναν Βαλεντίνο με μπόλικο πάγο να σου πω τη

συνέχεια!

176 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 177: η μετακόμιση των χρωμάτων

ΔΥΟ ΛΑΛΟΥΝ... οι συμμαθητές ΙΙ–Θα μου πεις τώρα τη συνέχεια;–Τη φάση Γου της συνάντησης; –Αυτήν!–Μετά την πρώτη αμηχανία και την «κατασκοπεία», που

ακολούθησε, όλα κύλησαν μια χαρά! Αρχίσαμε να μιλάμεγια τα παλιά, θυμηθήκαμε ένα σωρό περιστατικά από τασχολικά χρόνια, εκδρομές, κοπάνες, καζούρες στους καθη-γητές -και τι δεν θυμηθήκαμε! Ακόμα και την αποβολή πουπήρε όλη η τάξη όταν αποφασίσαμε να το παίξουμε μουγγοίκαι να μη συμμετέχουμε στο μάθημα του σπαστικού τουΦυσικού! Το τι γέλιο κάναμε δεν λέγεται!

–Φαντάζομαι και τι φασαρία κάνατε!–Φτωχή η φαντασία σου για να συλλάβει το τι γινόταν!

Πραγματικά το καταδιασκεδάσαμε, συγκινηθήκαμε, γελάσαμε,ανταλλάξαμε τηλέφωνα και υποσχέσεις για νέα συνάντησητο συντομότερο. Χαμός!

–Εκεί θα έρθω ακόμα και με πατερίτσες! Κάτι άλλο πουήθελα να σε ρωτήσω -η Σύλβια ήρθε;

–Κι έλεγα, πότε θα το ξεφουρνίσει; Δεν θα ρωτήσει γιατο μεγάλο του αμόρε;

–Άσε την πλάκα και λέγε -ήρθε;–Και βέβαια ήρθε!–Και; –Και, τι;–Ώχου... μην κάνεις τον χαζό! Πώς είναι, γνωρίσατε ο

ένας τον άλλον, άλλαξε, τι έκανε στη ζωή της, ρώτησε για

Page 178: η μετακόμιση των χρωμάτων

μένα, σου...–Κατά τα άλλα δεν ήσουν τσιμπημένος, ε;–Ωραία, ήμουν... τότε... -θα κόψεις την πλάκα να μου πεις

τώρα;–Εντάξει, εντάξει, δεν σε πειράζω άλλο. Η καλή σου δεν

άλλαξε και πολύ, αν εξαιρέσεις κάτι λίγα κιλά που πήρε καιπου, ωστόσο, της πηγαίνουν, παραήταν κοκαλιάρα τότε,και τα γυαλάκια που στολίζουν τα πάντα όμορφα γαλανάτης μάτια! Και αναγνωριστήκαμε και με ρώτησε για σένα,και...

–Αλήθεια σε ρώτησε; –Αλήθεια! Θυμήθηκε ότι ήμασταν κολλητοί και με ρώτησε

-εντελώς φιλικό το ενδιαφέρον, μη παίρνουν αέρα τα μυαλάσου!

–Μετά από τόσα χρόνια τι αέρα να πάρουν! Κι εγώ φιλικάρωτώ -σπούδασε, έκανε οικογένεια, τι σου είπε;

–Σπούδασε νομική, αλλά δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα-παντρεύτηκε τον μεγαλοδικηγόρο, που την είχε ασκούμενη,κι αράδιασε τέσσερα κουτσούβελα! Φουλ τάιμ απασχόλησηως σύζυγος-μάνα-νοικοκυρά, αλλά δε φαινόταν να την απα-σχολεί η μη-καριέρα, έδειχνε τόσο ευτυχισμένη και ισορρο-πημένη.

–Τέσσερα παιδιά! Μπράβο, Σύλβια!–Μπράβο σε όλους μας, να λες! Που αξιωθήκαμε να ξα-

ναβρεθούμε μετά από τόσα χρόνια! Που μπορέσαμε, μετάαπό τόσο διαφορετικές πορείες κι εμπειρίες στη ζωή, ναξαναγίνουμε για λίγες ώρες παιδιά δεκαπεντάχρονα! Πουβλέπαμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου όχι τις ρυτίδες τουχρόνου, όχι τις σκιές από τ’ αναποδα της ζωής μας, όχι τηνκούραση από το πέρασμα του χρόνου... αλλά τα φρέσκαπρόσωπα του τότε και τη λάμψη στα μάτια τα νεανικά, ταγεμάτα όνειρα και κέφι για τη ζωή που ανοίγονταν γεμάτηυποσχέσεις μπροστά μας!

178 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 179: η μετακόμιση των χρωμάτων

–Με συγκίνησες, ρε μπαγάσα... και δεν κάνει, άρρωστοάνθρωπο...

–Τίποτα δεν έχεις -και να κατεβάσεις η βαλίτσα από τοπατάρι τις επόμενες μέρες!

–Γιατί, πού θα πάμε; –Εκδρομή στο Μέτσοβο -με πούλμαν, όλοι μαζί! Όπως

τότε, στο σχολείο! Στο κράτησα τελευταίο, για έκπληξη!Πώς σου φαίνεται;

–Πιάσε τη σκάλα από το μπαλκόνι, ν’ ανέβω για τηβαλίτσα! Φύγαμε!

179Η μ ε τ α κ ό μ ι σ η τ ω ν χ ρ ω μ ά τ ω ν

Page 180: η μετακόμιση των χρωμάτων

180 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 181: η μετακόμιση των χρωμάτων

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Page 182: η μετακόμιση των χρωμάτων

182 Β ά σ ω Α π ο σ τ ο λ ο π ο ύ λ ο υ

Page 183: η μετακόμιση των χρωμάτων

Η μετακόμιση των χρωμάτωνΜπλε γραμμή

Μαθήματα χορούΣ’ ένα εξπρές είσαι κι εσύ

Ξεχασμένο τσιγάροΚαρέκλες ορφανές

ΓιούργιαΤο χάλασμα

Σκέψεις, νεύρα κι όνειρα ατάκτως ερριμμέναΑναχωρήσεις / Departures

ΕρινύεςΟι άντρες δεν κλαίνε

Η 25η ώραΜπισκότα και λουκούμι

Θυμάσαι, μάνα μου;Κόκκινο κόκκινοΣαν τον Ανταίο

Ο χαρταετόςΤα Χριστούγεννα της νοσταλγίας

Χρόνια χιονισμέναΤο ρύζι

Γέρων τριακοντούτης...Λευτέρωσε την πεταλούδα

Η γεύση των λέξεωνΜαγική η θάλασσα

Όμορφο δειλινόΠαγκάκι και φωςΠαγκάκι και Φως

Πανσέληνος του ΙουνίουΧάραμα

Η ελαφριά μελαγχολία του ΣεπτέμβρηΟ σκεπαρνοσκοτωμένος

Ο βερεσές και το τεφτέριΚαι τι σημασία έχει;

Κλεώπας ο απρόσιτος

1115182125293235374045495961636567697173757880818284858688899092959698

Page 184: η μετακόμιση των χρωμάτων

Μαμά μην κλαις... πρέπει να φύγω...Γράμμα από τον σκύλο μουΟ σκελετός του λεωφορείου

δυο λαλουνο παππούςτο λίφτινγκη πίτσαη λαϊκήο πόνοςτο αδέσποτοο καιρόςτο ψυγείοη γυναίκαη σάκκατο νερόη σημαίαη βαλίτσατο αγενές αγένειοτο μουντιάλοι κουρελούδεςτο καρπούζιη Πρωταπριλιάτο μπουφάντο δημοψήφισματα ΑΤΜτο πλαφόνγράφουμε Ιστορίαη καβάντζατο μπαγιάτικο μύδιο Κολοκοτρώνηςοι εκλογέςη μετανάστευσηφέις - το προφίλφέις - οι φίλοι Ι & ΙΙοι συμμαθητές Ι & ΙΙ

100102105

113115117119121123125127129131133135137139141143145147149150152154156159161163165167169171175

Page 185: η μετακόμιση των χρωμάτων

τη συλλογη διηγηματων η μετακομιση των χρωματων τησ βασωσ αποστολοπουλου επιμεληθηκε και σελιδοποιησε ο δημοσ Χλωπτσιουδησ γιαλογαριασμο των εκδοσεων τοβιβλιο

ISBN: 978-618-81935-9-8

Page 186: η μετακόμιση των χρωμάτων
Page 187: η μετακόμιση των χρωμάτων
Page 188: η μετακόμιση των χρωμάτων

Διηγήματα, άρθρα, χρονογραφήματα. Επίκαιρα, νοσταλγικά, φι-λοζωικά. Σκωπτικά, μελαγχολικά, οργισμένα. Και μια σειρά διαλόγωνανάμεσα σε «ΔΥΟ» θυμόσοφους παρατηρητές της καθημερινότητας,που «ΛΑΛΟΥΝ», καταγράφουν και σχολιάζουν με καυστικό χιούμορτα όσα συμβαίνουν γύρω τους, γύρω μας, και που περνούν κατάκανόνα απαρατήρητα.

Αυτά θα σας υποδεχτούν στη «Μετακόμιση». Μια σοδειά κειμένωνπου γράφτηκαν στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων έτσι,χωρίς πρόγραμμα και μεθόδευση. Πάντα αυθόρμητα και πάντα μεέναυσμα κάποιο κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό ή περιβαλλοντικόερέθισμα που πυροδότησε σκέψεις και συναισθήματα, τα οποίασυνωστίζονταν στην άκρη της πένας μου απαιτώντας να εκφρασθούνκαι διεκδικώντας μια θέση στο συγγραφικό μου έργο.Έτσι προέκυψε«Η μετακόμιση των χρωμάτων», ένα βιβλίο-ανθολόγιο, τιτλοδοτημένοαπό το αντίστοιχο διήγημα που βρίσκεται στις πρώτες σελίδες του.

Η «Μετακόμιση» δημιουργήθηκε για να καλύψει τη δική μου ανά-γκη συγκέντρωσης των «μικρών μου παιδιών» σε ένα λίκνο και θαείμαι ευτυχής αν αυτά τα «παιδιά» σας κρατήσουν ευχάριστη συ-ντροφιά στον ελεύθερο χρόνο σας!