22
Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον Εισαγωγή Οι δημογραφικές μεταβολές στις αναπτυγμένες οικονομίες και παγκοσμίως αναμένεται να αλλάξουν ριζικά τις κύριες μακροοικονομικές συνιστώσες στις επόμενες δεκαετίες. Στις αναπτυγμένες χώρες οι ισχύουσες δημογραφικές εξελίξεις επιδρούν σημαντικά και με αρνητικό τρόπο στο μέγεθος και τη διάρθρωση του εργατικού δυναμικού καθώς αυξάνουν το ποσοστό των ηλικιωμένων που ευρίσκονται εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον, δημιουργούν μεγάλες προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά και την ανάπτυξη των χωρών γενικότερα. Η πρόσφατη, παγκόσμιας εμβέλειας, οικονομική κρίση έχει θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος το θέμα της γηράνσεως του πληθυσμού από τους θεσμικούς επενδυτές στις αγορές χρήματος και ομολόγων και από τους διεθνείς Οργανισμούς που αναλύουν τη δημοσιονομική κατάσταση των διαφόρων χωρών. Οι Οργανισμοί αυτοί, δηλαδή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ), συνιστούν στις χώρες με έντονες δημοσιονομικές αποκλίσεις την έγκαιρη και δραστική μείωση του τρέχοντος δημοσίου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και τη διαμόρφωση δημοσιονομικών πλεονασμάτων και αυξημένων θετικών αποταμιεύσεων στην τρέχουσα περίοδο. Αυτά τα πλεονάσματα και οι αποταμιεύσεις θα πρέπει να δύνανται να ικανοποιήσουν τη ζήτηση για αυξημένες δαπάνες στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής ασφαλίσεως και της μακροχρόνιας φροντίδας στο μέλλον, όταν αυτές οι δαπάνες θα έχουν διογκωθεί λόγω της γηράνσεως του πληθυσμού σε πολλές χώρες. Όλες οι χώρες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της γηράνσεως πληθυσμού θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να εφαρμόσουν εγκαίρως διαρθρωτικά μέτρα πολιτικής, τα οποία θα συμβάλουν στην αναγκαία αύξηση της παραγωγικότητας και της διασφαλίσεως της αναπτυξιακής πορείας των οικονομιών τους στο νέο περιβάλλον όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα ευρίσκεται σε μεγάλη ηλικία και πιθανώς εκτός του ενεργού πληθυσμού της εκάστοτε χώρας. Το νέο δημογραφικό περιβάλλον, στο οποίο η ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού θα μεροληπτεί υπέρ των ηλικιωμένων ατόμων, αναμένεται να συμβεί σε μόλις μία με δύο δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι, από το 2020– 2030, πολλές χώρες θα βρεθούν προ μίας πληθυσμιακής καταστάσεως με κύριο χαρακτηριστικό τη διόγκωση του πληθυσμού στις εξαρτημένες ομάδες μεγάλης ηλικίας και τη συρρίκνωση του πληθυσμού στις ομάδες του ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) και χαμηλής ηλικίας (κάτω των 15- ετών). Βεβαίως το νέο αυτό περιβάλλον θα επιφέρει σημαντικές 1

Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον - Alpha Bank

  • Upload
    fotisk

  • View
    825

  • Download
    2

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον

Εισαγωγή

Οι δημογραφικές μεταβολές στις αναπτυγμένες οικονομίες και παγκοσμίως αναμένεται να αλλάξουν ριζικά τις κύριες μακροοικονομικές συνιστώσες στις επόμενες δεκαετίες. Στις αναπτυγμένες χώρες οι ισχύουσες δημογραφικές εξελίξεις επιδρούν σημαντικά και με αρνητικό τρόπο στο μέγεθος και τη διάρθρωση του εργατικού δυναμικού καθώς αυξάνουν το ποσοστό των ηλικιωμένων που ευρίσκονται εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον, δημιουργούν μεγάλες προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά και την ανάπτυξη των χωρών γενικότερα. Η πρόσφατη, παγκόσμιας εμβέλειας, οικονομική κρίση έχει θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος το θέμα της γηράνσεως του πληθυσμού από τους θεσμικούς επενδυτές στις αγορές χρήματος και ομολόγων και από τους διεθνείς Οργανισμούς που αναλύουν τη δημοσιονομική κατάσταση των διαφόρων χωρών. Οι Οργανισμοί αυτοί, δηλαδή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ), συνιστούν στις χώρες με έντονες δημοσιονομικές αποκλίσεις την έγκαιρη και δραστική μείωση του τρέχοντος δημοσίου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και τη διαμόρφωση δημοσιονομικών πλεονασμάτων και αυξημένων θετικών αποταμιεύσεων στην τρέχουσα περίοδο. Αυτά τα πλεονάσματα και οι αποταμιεύσεις θα πρέπει να δύνανται να ικανοποιήσουν τη ζήτηση για αυξημένες δαπάνες στους τομείς της υγείας, της κοινωνικής ασφαλίσεως και της μακροχρόνιας φροντίδας στο μέλλον, όταν αυτές οι δαπάνες θα έχουν διογκωθεί λόγω της γηράνσεως του πληθυσμού σε πολλές χώρες. Όλες οι χώρες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της γηράνσεως πληθυσμού θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να εφαρμόσουν εγκαίρως διαρθρωτικά μέτρα πολιτικής, τα οποία θα συμβάλουν στην αναγκαία αύξηση της παραγωγικότητας και της διασφαλίσεως της αναπτυξιακής πορείας των οικονομιών τους στο νέο περιβάλλον όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα ευρίσκεται σε μεγάλη ηλικία και πιθανώς εκτός του ενεργού πληθυσμού της εκάστοτε χώρας.

Το νέο δημογραφικό περιβάλλον, στο οποίο η ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού θα μεροληπτεί υπέρ των ηλικιωμένων ατόμων, αναμένεται να συμβεί σε μόλις μία με δύο δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι, από το 2020–2030, πολλές χώρες θα βρεθούν προ μίας πληθυσμιακής καταστάσεως με κύριο χαρακτηριστικό τη διόγκωση του πληθυσμού στις εξαρτημένες ομάδες μεγάλης ηλικίας και τη συρρίκνωση του πληθυσμού στις ομάδες του ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) και χαμηλής ηλικίας (κάτω των 15-ετών). Βεβαίως το νέο αυτό περιβάλλον θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ιδιαιτέρως σημαντικές δε θα είναι οι αλλαγές-προκλήσεις που εγείρονται στον τομέα της οικονομικής αναπτύξεως των χωρών. Μείζονες αλλαγές στο επίπεδο γονιμότητας και στο προσδόκιμο όριο ζωής θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο με την πάροδο των ετών στο μέγεθος του εργατικού δυναμικού και κατ’ επέκταση στις κύριες παραμέτρους του οικονομικού περιβάλλοντος. Οι αναλύσεις από διεθνείς Οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ προσδοκούν ότι το επίπεδο γονιμότητας (ο μέσος αριθμός γεννήσεων που αναλογούν σε μία γυναίκα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της) θα επανακάμψει οριακά, από τα σημερινά ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα, στις προσεχείς δεκαετίες. Ωστόσο, στις αναπτυγμένες οικονομίες το ποσοστό αυτό θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερο από το 2,1 στο οποίο ο πληθυσμός μίας χώρας αναπαράγεται αυτόνομα (χωρίς καθαρή εισροή μεταναστών). Ταυτοχρόνως οι αναλυτές εκτιμούν ότι το προσδόκιμο όριο ζωής θα επιμηκυνθεί με ρυθμό παρόμοιο με αυτόν που έχει καταγραφεί κατά τον 20ο αιώνα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων προμηνύει καταλυτικές μεταβολές που αναμένεται να αλλάξουν ριζικά τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών και κοινωνιών. Για παράδειγμα, αναμένεται ότι η αύξηση της

1

Page 2: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

παραγωγικότητας της εργασίας θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία και η έξοδος των ηλικιωμένων ατόμων από την εργασία θα γίνεται όλο και περισσότερο μετά το 70ό έτος της ηλικίας τους από το 65ο (ή χαμηλότερα) που ισχύει σήμερα. Επιπλέον, οι νέες συνθήκες λειτουργίας των κοινωνιών στις αναπτυγμένες χώρες δεν θα έχουν παροδικό χαρακτήρα αλλά εκτιμώνται ότι θα αποτελέσουν κύρια χαρακτηριστικά του νέου κοινωνικό-οικονομικού περιβάλλοντος.

Η ισορροπία, σε χαμηλό επίπεδο, γονιμότητας και γεννήσεων και η επιμήκυνση του προσδόκιμου ορίου ζωής αυξάνουν τα οικονομικά βάρη που επιβάλλονται στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της κάθε χώρας από τα άτομα που έχουν εξέλθει από τον εργαζόμενο βίο και έχουν συνταξιοδοτηθεί με συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που στηρίζονται στην αλληλεγγύη των γενεών (όπως το σύστημα πληρωμής των συντάξεων πρoς τους συνταξιούχους της κάθε περιόδου από τους εργαζόμενους της ίδιας περιόδου ή pay as you go), εάν δεν σημειωθεί έγκαιρα η αναγκαία προσαρμογή στις βασικές παραμέτρους αυτών των συστημάτων. Η ανάλυση των παραγόντων που οδηγούν σε κατάσταση γηράνσεως του πληθυσμού είναι ιδιαιτέρως δύσκολη. Από τη μία πλευρά σημειώνεται η ύπαρξη υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων που οδηγούν στη μειωμένη γονιμότητα των γυναικών, όπως, για παράδειγμα οι μεταβαλλόμενοι τρόποι και στόχοι ζωής των νέων ανθρώπων που προσδιορίζουν είτε συνειδητά (το επιθυμητό) είτε ασυνείδητα (το πραγματικό) μέγεθος της οικογένειας, η έλλειψη πολλές φορές επαρκών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών φροντίδας των παιδιών, κ.ά. Από την άλλη υπάρχουν επίσης αλλαγές στην κοινωνική συνείδηση και συμπεριφορά που αυξάνουν το προσδόκιμο όριο ζωής, όπως, για παράδειγμα, η αποφυγή των παραγόντων που εμποδίζουν τη μακροβιωσιμότητα, όπως το κάπνισμα και η κακή διατροφή. Υπάρχει, επίσης, και η μεγάλη πρόοδος της τεχνολογίας της ιατρικής επιστήμης που συμβάλλει στη διαμόρφωση του προσδοκίμου ορίου ζωής σε υψηλότερο επίπεδο.

Οι εγγενείς δυσκολίες εφαρμογής μέτρων πολιτικής ενισχύσεως της γονιμότητας του εγχώριου πληθυσμού, μπορούν να αντισταθμισθούν με πολιτικές διατηρήσεως μίας ικανοποιητικής δημογραφικής διαρθρώσεως μέσω της δημιουργίας ευνοϊκού περιβάλλοντος για την προσέλκυση συγκεκριμένων ομάδων μεταναστών. Πράγματι, η μετανάστευση έχει αποτελέσει έως σήμερα σημαντικό παράγοντα που έχει συμβάλλει στη διατήρηση ικανοποιητικών δημογραφικών ισορροπιών σε πολλές χώρες όπως και στην Ελλάδα. Επίσης, η ΕΕ στην ανάλυσή της για τις επιπτώσεις γηράνσεως του πληθυσμού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ-27) προβλέπει συνέχιση της θετικής καθαρής εισροής μεταναστών σε μικρότερους όμως αριθμούς από το 2030 και μετά.

Η μεγάλη οικονομική σημασία των βασικών δημογραφικών μεταβλητών (γονιμότητα, προσδοκόμενο όριο ζωής και μετανάστευση) έγκειται στην επίδρασή τους στο σχετικό μέγεθος του εργατικού δυναμικού έναντι του πληθυσμού σε κάθε χώρα και ειδικότερα στο πραγματικό ποσοστό εξαρτήσεως-γήρατος, που ορίζεται ως το ποσοστό του μη-ενεργού πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω στον ενεργό πληθυσμό ηλικίας 15 έως 64 ετών. Σύμφωνα με την ΕΕ, το ποσοστό εξάρτησης γήρατος στην Ελλάδα αναμένεται να διπλασιασθεί στα επόμενα 50 έτη και να φθάσει στο 57,1% το 2060 (ΕΕ-25: 53,0%) από 27,8% το 2008 (ΕΕ-25: 25,6%). Βέβαια, το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα δεν θα είναι το 2060 το υψηλότερο στην ΕΕ-27. Σε ορισμένες χώρες θα είναι ακόμη πιο υψηλό, όπως στη Γερμανία (59,1%), στην Ιταλία (59,3%) και στην Ισπανία (59,1%). Στην ΕΕ-27 το ποσοστό γηράνσεως του πληθυσμού το 2060 εκτιμάται ότι θα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά την Ιαπωνία.

Εκτός της μεταναστευτικής πολιτικής, οι κυβερνήσεις μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις μέσα από ενίσχυση των κίνητρων παραμονής στο εργατικό δυναμικό και των κινήτρων εισόδου στο εργατικό δυναμικό ομάδων με σχετικά χαμηλό ποσοστό απασχολήσεως. Εντούτοις, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι δημογραφικές ανατροπές που λαμβάνουν χώρα στην εποχή μας δεν μπορούν να αναχαιτισθούν, ούτε καν από την πιο διορατική και ευέλικτη πολιτική στάση. Συνεπώς η κυβερνητική πολιτική στο

2

Page 3: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

νέο περιβάλλον πρέπει να επιδιώκει σε διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και ιδιαιτέρως των δημόσιων οικονομικών που επηρεάζονται περισσότερο από τις δημογραφικές εξελίξεις.

Το κύριο βάρος της επιπτώσεως από τις δημογραφικές μεταβολές και τον συνεπόμενο διπλασιασμό του ποσοστού εξαρτήσεως-γήρατος (Ε-Γ) αναμένεται στις δαπάνες για συντάξεις, καθώς επίσης και στις δαπάνες για υγεία, μακροχρόνια φροντίδα, ενώ ακόμη θα επηρεασθούν (πτωτικά) οι δαπάνες για εκπαίδευση και επιδόματα ανεργίας. Η σημασία του θέματος της γηράνσεως του πληθυσμού έχει αναγνωρισθεί στο πλαίσιο της ΕΕ-27 και για το λόγο αυτό η ΕΕ, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, διεξάγει τακτικές μελέτες για τις επιπτώσεις του στην οικονομική ανάπτυξη και στα δημόσια οικονομικά των χωρών-μελών. Σε άλλο άρθρο του παρόντος Δελτίου εξετάζονται οι δυνατότητες ασκήσεως ενεργού μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα με στόχο τον προσδιορισμό μίας επιθυμητής ροής μεταναστών τόσο όσον αφορά τον αριθμό των εισερχομένων κατ’ έτος όσο και τη διάρθρωσή τους ανά επάγγελμα, εξειδίκευση κ.ά. Στην παρούσα εργασία επιδιώκεται και η προβολή των βασικών συμπερασμάτων αυτών των μελετών, ιδιαίτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Το ποσοστό Ε-Γ του πληθυσμού επηρεάζεται αποφασιστικά από το ύψος της καθαρής εισροής μεταναστών.

Στη σημερινή πραγματικότητα η Ελλάδα αντιμετωπίζει μία οξεία δημοσιονομική κρίση και, υπό την εποπτεία της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, εφαρμόζει εξαιρετικά επίπονα και φιλόδοξα προγράμματα μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπισή της. Έτσι, στην παρούσα εργασία επιδιώκεται επίσης να προσδιορισθεί η επίπτωση αυτών των προγραμμάτων, και ιδιαίτερα η επίπτωση της εκ βάθρων μεταρρυθμίσεως του Ελληνικού Συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΕΣΚΑ) στις μακροχρόνιες δημοσιονομικές εξελίξεις στη χώρα, όπως αυτές επηρεάζονται από την έντονη τάση γηράνσεως του ελληνικού πληθυσμού.

Οι ισχύουσες δημογραφικές εξελίξεις

Ποσοστό Γονιμότητας: Στην ΕΕ-27, το 2008, ο μέσος αριθμός γεννήσεων που αναλογούσε σε μία γυναίκα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της ήταν 1,52. Το ποσοστό αυτό ήταν οριακά μικρότερο στην Ελλάδα (1,51). Στο Διάγραμμα 1 απεικονίζεται η ιστορική εξέλιξη του ποσοστού γονιμότητας για την Ελλάδα από το 1960, καθώς και η εκτιμώμενη μελλοντική εξέλιξη αυτού του ποσοστού, έως το 2060 σύμφωνα με την ΕΕ. Από 2,45 το 1965 το ποσοστό γονιμότητας μειώθηκε στο 1,24 το 1999. Έκτοτε διαπιστώνεται ανάκαμψη στο 1,51 το 2008 η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί με το ποσοστό γονιμότητας να διαμορφώνεται στο 1,57 το 2060. Ωστόσο, η ΕΕ στις εκτιμήσεις της για το 2008 είχε υποεκτιμήσει το ποσοστό γονιμότητας στο 1,41 ενώ αυτό στην πραγματικότητα διαμορφώθηκε στο 1,51. Συνεπώς η μελλοντική εξέλιξη του ποσοστού ενδέχεται να είναι πιο ευνοϊκή με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται στο 1,67 το 2060. Και πάλι όμως η ανάκαμψη αυτή δεν επαρκεί ενόσω το ποσοστό γονιμότητας παραμένει κάτω του 2,1 που χρειάζεται για τη φυσική αναπαραγωγή του πληθυσμού, υπογραμμίζοντας τη συνεχή ανάγκη προσελκύσεως μεταναστών στις επόμενες δεκαετίες. Η εικόνα είναι παρόμοια και στις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ-27. Το 2060 το ποσοστό γονιμότητας στη ΕΕ-27 εκτιμάται στο 1,64, έναντι 1,57 στην Ελλάδα. Η συγκριτική εξέλιξη της Ελλάδος σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ-27 προκύπτει επίσης στο Διάγραμμα 1, όπου γίνεται εμφανής η σημαντική μείωση του ποσοστού γονιμότητας σε όλες τις χώρες. Επισημαίνεται ότι το φαινόμενο αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Μείωση του ποσοστού γονιμότητας παρατηρείται στις τελευταίες δεκαετίες και στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπου όμως το ποσοστό αυτό παραμένει πάνω από το επίπεδο φυσικής ανανεώσεως του πληθυσμού (Πίνακας 1). Η εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών είναι ότι από το 2020 μέχρι το 2050 θα ανακάμψει οριακά το ποσοστό γονιμότητας στις

3

Page 4: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

περισσότερο αναπτυγμένες χώρες και ότι θα σταθεροποιηθεί σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο στον κόσμο συνολικά.

Οι αιτίες για τη σημαντική επιβράδυνση του ποσοστού γονιμότητας σε σχέση με παλαιότερες δεκαετίες δεν μπορούν να προσδιορισθούν με ακρίβεια. Εξετάζονται πολλοί παράγοντες όπως οι αλλαγές νοοτροπίας που επηρεάζουν: α) τον χρόνο γεννήσεως του πρώτου παιδιού, β) το εκλαμβανόμενο ως ιδανικό μέγεθος της οικογένειας, γ) την ίδια την επιθυμία «αποκτήσεως» παιδιών που συγκρίνεται/συμβιβάζεται με άλλους στόχους ζωής. Τάσεις στην εκπαίδευση και στην εργασία (όπως η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία στις αναπτυγμένες οικονομίες), μεταβολές στην κυβερνητική πολιτική (όπως η παροχή εγκαταστάσεων και υπηρεσιών φροντίδας παιδιών, πολιτική παροχής στεγάσεως κ.ά.), δομικές μεταβολές στη φύση και τη σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ ζευγαριών και μεταβολές στις επικρατούσες βίο-ιατρικές συνθήκες επηρεάζουν στην εξέλιξη του ποσοστού γονιμότητας.

Προσδόκιμο Όριο Ζωής: Στην ΕΕ-27 το προσδόκιμο όριο ζωής διαμορφώνονταν το 2008 για τους άνδρες στα 76 έτη και για τις γυναίκες στα 82,1 έτη. Στην Ελλάδα διαμορφώνονταν το 2008 στα 77,4 έτη για τους άνδρες και στα 82,6 έτη για τις γυναίκες. Το υψηλότερο προσδόκιμο όριο ζωής για τις γυναίκες έναντι των ανδρών αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των κρατών μελών στην ΕΕ-27 και θα εξακολουθήσει να ισχύει τουλάχιστον έως το 2060. Εντούτοις, η διαφορά το 2060 θα διαμορφωθεί στα 4,52 έτη από 6,05 το 2008 (Ελλάδα: 2060: 3,88 έτη, 2008: 5,13 έτη). Στα 40-έτη από το 1928 έως 1968 το προσδόκιμο όριο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 25 ολόκληρα έτη (6,25 έτη ανά δεκαετία). Στα 40 έτη από το 1968 έως 2008 η αύξηση ήταν κατά πολύ μικρότερη, 7,5 έτη (1,89 έτη ανά δεκαετία). Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΕ, έως το 2060 θα έχουν προστεθεί ακόμη επτά περίπου

4

Page 5: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

έτη στο προσδόκιμο όριο ζωής του συνόλου του πληθυσμού στην Ελλάδα (1,2 έτη ανά δεκαετία). Η συγκριτική εξέλιξη της Ελλάδος σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ-27 στα έτη 1961 και 2008 φαίνεται στο Διάγραμμα 2. Όπως και με την επιβράδυνση του ποσοστού γονιμότητας, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ορίου ζωής δεν αφορά αποκλειστικά τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Ειδικότερα, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στις τελευταίες δεκαετίες ήταν πολύ μεγαλύτερη στις ελάχιστα αναπτυγμένες χώρες και ακόμη πιο μεγάλη στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (Πίνακας 2). Βάσει των εκτιμήσεων των Ηνωμένων Εθνών, το προσδόκιμο όριο ζωής στην Ελλάδα ξεπερνά το μέσο όριο στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες από το 1970 και εκτιμάται συνέχιση της τάσεως αυτής έως το 2050.

Η ανάλυση των αιτιών που έχουν οδηγήσει σε αυτή την εντυπωσιακή αύξηση του προσδόκιμου όριου ζωής έχει δείξει ότι οι βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση αυτή είναι πολυδιάστατοι. Αναφέρονται τόσο η βελτίωση των τεχνολογιών και η πρόοδος στην ιατρική επιστήμη, όσο και η βελτίωση της υποκειμενικής αποτιμήσεως των παραγόντων που συμβάλλουν στη μακροζωία, όπως η μείωση του καπνίσματος, η φυσική εξάσκηση και η καλή διατροφή.

Μετανάστευση: Το 2008 η συντριπτική πλειονότητα των χωρών της ΕΕ-27 είχαν θετική καθαρή εισροή μετανάστών. Μόνο η Πολωνία, Ρουμανία, Λετονία, Βουλγαρία, Λιθουανία και η Εσθονία είχαν αρνητική καθαρή μετανάστευση. Η Ισπανία είχε μακράν τη μεγαλύτερη καθαρή εισροή μεταναστών ύψους 632 χιλ. ατόμων το 2008 (1,38% του συνολικού πληθυσμού), ακολουθεί η Ιταλία με 259 χιλ. (0,43%), το Ην. Βασίλειο με 188 χιλ. (0,31%) και η Γερμανία με 160 χιλ. (0,19%). Στην Ελλάδα η καθαρή εισροή μεταναστών ήταν το 2008 σχεδόν 40 χιλ. άτομα ή 0,36% του συνολικού πληθυσμού (βλέπε επίσης σχετικό άρθρο για τη μετανάστευση στο παρόν Δελτίο). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα με

5

Page 6: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

σχετικά υψηλή καθαρή εκροή μεταναστών σε χώρα με σημαντική καθαρή εισροή μεταναστών, η οποία κορυφώθηκε περί τους 94 χιλ. μετανάστες ανά έτος την πενταετία 1990 – 1995 (Διάγραμμα 3). Η μεταβολή αυτή αντικατοπτρίζει κυρίως τη σημαντική άνθηση της ελληνικής οικονομίας, ιδιαιτέρως στην περίοδο 1994-2008, που έχει δημιουργήσει ουσιαστικές δυνατότητες και ευκαιρίες για μία καλή ζωή στους ίδιους τους Έλληνες καθώς και σε άνω του 1 εκατ. μεταναστών. Στις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα έχει αποτελέσει, τουλάχιστον για τις Βαλκανικές χώρες, φυσική επιλογή χώρας προορισμού για πολλούς μετανάστες.

Προσδοκώντας το μέλλον, η ΕΕ εκτιμά ότι θα υπάρξει σύγκλιση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ-27 αναφορικά με το μέγεθος της καθαρής μεταναστεύσεως, αναμένοντας μεγάλη μείωση των εισερχόμενων μεταναστών στην Ισπανία, την Ιταλία, το Ην. Βασίλειο και άλλου (Διάγραμμα 3), ενώ για την Πολωνία και Ρουμανία, εκτιμά ότι από το 2035 θα χαρακτηρίζονται από θετική καθαρή εισροή μεταναστών. Στην Ελλάδα, η καθαρή εισροή μεταναστών θα παραμείνει θετική, ωστόσο θα περιορισθεί η ανά έτος καθαρή προσέλευση μεταναστών κατά 13 χιλ. στην περίοδο έως το 2060, δηλαδή στις 27 χιλ. Συνολικά στην Ευρώπη, καθώς και στις πιο αναπτυγμένες χώρες, σημειώνεται αύξηση στα τελευταία 50 έτη του καθαρού αριθμού μεταναστών που υποδέχονται ενώ, αντίθετη τάση παρατηρείται στις λιγότερο και ελάχιστα αναπτυγμένες οικονομίες που γενικά αποτελούν χώρες προελεύσεως μεταναστών (Πίνακας 3).

Η πολυδιάστατη σημασία της μεταναστεύσεως έχει αναλυθεί εκτενώς σε άλλο άρθρο το παρόντος Δελτίου. Όσον αφορά τη σημασία της μεταναστεύσεως στη δημογραφία σημειώνεται ότι, ανάλογα με το πρόσημο της καθαρής μεταναστευτικής κινήσεως, ο πληθυσμός μίας χώρας αυξάνεται ή μειώνεται. Η ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία έγκειται στο γεγονός ότι οι μετανάστες στην πλειοψηφία τους ευρίσκονται σε παραγωγική ηλικία και συνεπώς αυξάνουν το εργατικό δυναμικό στη χώρα προορισμού (ενώ το μειώνουν στη χώρα προελεύσεως). Η ιδιαίτερη σημασία

6

Page 7: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

για το εργατικό δυναμικό, και επομένως για το σύνολο της οικονομίας, φαίνεται από το ακόλουθο βασικό ακόλουθο σενάριο που αναλύει η ΕΕ σε πρόσφατη Έκθεσή της για τη γήρανση του πληθυσμού (2009).

Η ΕΕ χρησιμοποιεί διάφορες προβλέψεις και υποθέσεις για την πορεία βασικών δημογραφικών και οικονομικών μεταβλητών και εξάγει συμπεράσματα για την επίδραση αυτών των εξελίξεων στην αναπτυξη και δημόσια οικονομία των κρατών-μελών της ΕΕ-27. Επιπλέον εξετάζει το σενάριο με την εναλλακτική υπόθεση για μηδενική καθαρή εισροή μεταναστών (αντί της βασικής υποθέσεως για συνέχιση της θετικής καθαρής εισροής με επιβραδυνόμενο όμως ρυθμό στα περισσότερα κράτη-μέλη). Το διαζευτικό αυτό σενάριο αποκαλύπτει ότι με την υπόθεση της μηδενικής καθαρής εισροής μεταναστών το εργατικό δυναμικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι κατά 20% μειωμένο το 2060. Για την εξαγωγή αυτού του συμπεράσματος γίνεται η υπόθεση ότι το 71,2% της καθαρής εισροής μεταναστών ευρίσκεται σε ηλικία 15-64 ετών και άρα συμπεριλαμβάνεται στη διαμόρφωση του εργατικού δυναμικού. Διατηρώντας την ίδια υπόθεση η αντίστοιχη μείωση του εργατικού δυναμικού το 2060 θα είναι 23,6% στην Ζώνη του Ευρώ και 31% στην Ελλάδα.

Πέρα από την καθαρή εισροή μεταναστών, άλλος σημαντικός παράγοντας που συνδέεται με την επίδραση του μεταναστευτικού ρεύματος στην οικονομία είναι το ποσοστό απασχολήσεως και η παραγωγικότητα της εργασίας των μεταναστών. Βεβαίως ο ίδιος ο πληθυσμός μεταναστών δημιουργεί μεταγενέστερες ανάγκες για συντάξεις και λοιπές δαπάνες που συνδέονται με το φαινόμενο της γηράνσεως.

Πληθυσμός και Ποσοστό Εξαρτήσεως-Γήρατος (Ε-Γ): Οι τάσεις που ήδη διαγράφονται όσον αφορά το ποσοστό γονιμότητας, το προσδόκιμο όριο ζωής και τις μεταναστευτικές ροές οδηγούν στο φαινόμενο της γηράνσεως του πληθυσμού. Οι εκτιμήσεις του ΟΗΕ και της ΕΕ συγκλίνουν στα ακόλουθα: α) Η μεταβολή του πληθυσμού σε όλες τις περιοχές του κόσμου θα επιβραδυνθεί στις επόμενες δεκαετίες, ενώ στις οικονομικά αναπτυγμένες περιοχές του κόσμου ο πληθυσμός θα αρχίσει να συρρικνώνεται από τη δεκαετία του 2030. Ειδικότερα, στη Βόρεια Ευρώπη η μετάβαση σε φάση συρρικνώσεως του πληθυσμού αναμένεται ήδη από τη δεκαετία του 2020 (παρά την εκτίμηση για συνεχή θετική καθαρή εισροή μεταναστών) ενώ η Ανατολική Ευρώπη ευρίσκεται ήδη στη φάση αυτή από τη δεκαετία του 1990, καθώς πέρα από την επιβράδυνση του ποσοστού γονιμότητας πολλές χώρες της περιοχής αποτελούν χώρες εκροής μεταναστών.

Η πρόβλεψη των Ηνωμένων εθνών για την εξέλιξη του πληθυσμού στην Ελλάδα είναι ότι αυτός θα αυξηθεί κατά 500 χιλ. από το 2007 έως το 2025 οπότε θα διαμορφωθεί στα 11,7 εκατ. Στη συνέχεια θα μειωθεί κατά 200 χιλ. έως το 2050 και θα διαμορφωθεί στα 11,5 εκατ. το 2050. Η ΕΕ, από την πλευρά της, εκτιμά ότι ο πληθυσμός της Ελλάδος θα αυξηθεί κατά 400 χιλ. έως το 2020 στα 11,6 εκατ. Στη συνέχεια θα παραμείνει στάσιμος στο επίπεδο αυτό έως το 2040, θα μειωθεί κατά 200 χιλ. έως το 2050 στα 11,4 εκατ. και θα μειωθεί κατά επιπλέον 300 χιλ. έως το 2060 στα 11,1 εκατ. άτομα.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η εξέλιξη της ηλικιακής δομής του πληθυσμού. Ειδικότερα η αναμενόμενη συστολή του πληθυσμού αφορά τον νεανικό πληθυσμό και τον πληθυσμό που ευρίσκεται σε παραγωγική ηλικιακή ομάδα μεταξύ 15 και 64. Αντιθέτως η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής συνεπάγεται αύξηση του πιο ηλικιωμένου πληθυσμού, άνω των 65 ετών. Οι τάσεις αυτές συνεπάγονται εκτίναξη του ποσοστού εξαρτήσεως-γήρατος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΕ, το ποσοστό Ε-Γ θα υπερδιπλασιασθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως το 2060 (από 25,4% το 2008 σε 53,5% το 2060). Στη Ελλάδα, η ΕΕ εκτιμά ότι το ποσοστό Ε-Γ θα διαμορφωθεί στο 57% το 2060 από 28% το 2008 ενώ σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη θα διαμορφωθεί στο 57% ήδη από το 2050. Η διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού Ε-Γ παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 4 όπως και οι προβλέψεις για την μελλοντική εξέλιξη του δείκτη σύμφωνα με την ΕΕ, στην Ελλάδα και σε επιλεγμένες χώρες (Πίνακας 4). Η

7

Page 8: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

μεγαλύτερη αύξηση στο ποσοστό Ε-Γ θα λάβει χώρα στην περίοδο 2015-35 για τις περισσότερες χώρες, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδος εκτιμά ότι αυτό θα γίνει στην περίοδο 2030-50.

Εργατικό Δυναμικό: Η διαμόρφωση του ποσοστού γονιμότητας σε επίπεδο σημαντικά πιο κάτω του 2,1, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ορίου ζωής και η τάση επιβραδύνσεως της εισροής μεταναστών τείνουν να μειώνουν το εργατικό δυναμικό των χωρών, δηλαδή την προσφορά εργασίας. Η ΕΕ εκτιμά ότι το εργατικό δυναμικό θα συνεχίσει να αυξάνεται με σχετικά μικρή μέση ετήσια αύξηση, της τάξεως του 0,28% στην ΕΕ-27 και του 0,21% στην Ελλάδα, έως το 2020. Στη συνέχεια, στην περίοδο 2020-2060, το εργατικό δυναμικό θα αρχίσει να μειώνεται κατά μέσο ετήσιο ρυθμό 0,36% στην ΕΕ-27 και 0,50% στην Ελλάδα.

Πρόκειται για μία εντυπωσιακή εξέλιξη που αποκαλύπτει την εξαιρετικά σημαντική επίπτωση του φαινομένου της γηράνσεως του πληθυσμού στην προσφορά εργασίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ-27 ως σύνολο. Έτσι, ενώ το 2007 στην ΕΕ-27 η προσφορά εργασίας ανερχόταν στα 234 εκατ. άτομα, το 2020 αυξάνει στα 243 εκατ. και το 2060 μειώνεται κατά 33 εκατ. στα 210 εκατ. άτομα. Στην Ελλάδα από 5 εκατ. άτομα το 2007, η προσφορά εργασίας αυξάνεται στα 5,2 εκατ. το 2020 και μειώνεται κατά 935 χιλ. στην περίοδο 2020–2060, στα 4,2 εκατ. περίπου το 2060. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η αύξηση της προσφοράς εργασίας στην περίοδο έως το 2020 αποδίδεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αύξηση της συμμετοχής στην προσφορά εργασίας του γυναικείου πληθυσμού. Ειδικότερα, η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και των πιο ηλικιωμένων εργαζομένων (55-64 ετών) στην προσφορά εργασίας μπορεί παροδικά (έως το 2020) να αντισταθμίσει πλήρως την επίπτωση από την γήρανση του πληθυσμού. Ωστόσο, μετά το 2020 η προσφορά εργασίας και

8

Page 9: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

ο αριθμός των απασχολουμένων μειώνονται συστηματικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ-27.

Όσον αφορά στην επίπτωση από την ενίσχυση του ποσοστού απασχολήσεως των εργαζόμενων ηλικίας 55 έως 64 ετών, καθώς και του ποσοστού απασχολήσεως των γυναικών, σε αυτές τις ομάδες εργαζομένων παρατηρείται το μεγαλύτερο περιθώριο για αύξηση του ποσοστού απασχολήσεώς τους. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες καταγράφεται πράγματι αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως του πληθυσμού ηλικίας 55 έως 64 ετών και των γυναικών στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ-27 (Πίνακας 5).

Σε αυτήν την τάση έχει συμμετάσχει και η Ελλάδα, αφού το ποσοστό απασχολήσεως στον πληθυσμό 55-64 ετών ανερχόταν στο 42,2% το 2009, από 40,8% το 1990, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,4 π.μ. Ωστόσο, το ποσοστό της Ελλάδος το 2009 ήταν ακόμη πολύ χαμηλότερο από αυτό της Γερμανίας (2009: 56,2%, 1990: 37,8%), του Ην. Βασιλείου (2009: 57,5%, 1990: 49,2%), της Ισπανίας (2009: 44,1%, 1990: 36,8%) και της ΕΕ-27 (2009: 46%). Επίσης έχει καταγραφεί αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως των γυναικών στην Ελλάδα στο 48,9% το 2009, από 37,5% το 1990. Εντούτοις, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχολήσεως των γυναικών, αφού σε πολλές χώρες της ΕΕ-27 το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 65%, ενώ στην ΕΕ-27 το ποσοστό ανέρχεται στο 58,6%. Από τα στοιχεία αυτά συνεπάγεται ότι το περιθώριο που έχει η Ελλάδα για αύξηση της προσφοράς εργασίας της με αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως των δύο αυτών σημαντικών κατηγοριών του πληθυσμού είναι πολύ σημαντικό και σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερο από πολλές άλλες αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ-27.

Σύμφωνα με την ΕΕ, το ποσοστό απασχολήσεως των εργαζομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών και των γυναικών στην ΕΕ-27 θα ενισχυθεί περαιτέρω στο 51,3% και στο 62,2% το 2015 (από 44,9% και 58,4% το 2007) και στο 60% και 65,1% αντίστοιχα το 2060. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το ποσοστό απασχολήσεως στην ΕΕ-27 στην ηλικιακή ομάδα 55 έως 64 θα αυξηθεί κατά 15,1 π.μ. στην περίοδο 2007-2060, ενώ το ίδιο ποσοστό στην περίπτωση της Ελλάδος θα αυξηθεί μόνο κατά 7,6 π.μ. στις 50,4 π.μ. το 2060 (κατά 2,8 π.μ. έως το 2015, 3,8 π.μ. στην περίοδο 2015-2030 και μόλις 0,8 π.μ. στην περίοδο 2030-2060). Στις εκτιμήσεις αυτές συνυπολογίζεται η επίπτωση των μεταρρυθμιστικών μέτρων του ασφαλιστικού συστήματος των διαφόρων χωρών, και ιδιαίτερα εκείνων που συνεπάγονται σημαντική επίπτωση στην «ηλικία εξόδου» για συνταξιοδότηση, ή/και στα κίνητρα παραμονής στην εργασία. Τέτοια μέτρα έχουν ήδη θεσπισθεί από τις περισσότερες χώρες-μέλη (π.χ. στις, Γερμανία, Ιταλία, Μάλτα, Πολωνία, Δανία, Ισπανία, Αυστρία και Σλοβακία, έχει προγραμματισθεί η αύξηση του ορίου ηλικίας εξόδου από την εργασία κατά 2 έως 3 έτη). Συνεπώς, η εκτίμηση για πολύ μικρότερη αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως των ατόμων 55-64 ετών στην περίπτωση της Ελλάδος αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα του 2008 (έτος συγγραφής της εκθέσεως της ΕΕ), όταν δεν είχαν υιοθετηθεί τα πρόσθετα μεταρρυθμιστικά μέτρα στη χώρα μας. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ιταλίας, ο συνυπολογισμός των συναφών μέτρων πολιτικής αυξάνει κατά 13,6 π.μ. το εκτιμώμενο ποσοστό απασχολήσεως στα άτομα ηλικίας 55-64 ετών το 2020 και κατά 22,2 π.μ. το 2060. Επίσης, στην περίπτωση της Ισπανίας το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 70,5%.

9

Page 10: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντίστοιχη προσαύξηση του ποσοστού απασχολήσεως των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών, καθώς κατά το έτος συγγραφής της Εκθέσεως της ΕΕ δεν είχαν θεσπισθεί μέτρα πολιτικής ανάλογα με εκείνα που έχουν ήδη θεσπισθεί στην Ιταλία, την Ισπανία και σε άλλες χώρες. Τέτοια μέτρα θεσπίζονται με την μεταρρύθμιση του ΕΣΚΑ που έχει ήδη ανακοινωθεί και αναμένεται να ψηφισθεί από την Βουλή έως το τέλος Ιουνίου του 2010. Σύμφωνα με τα νέα μέτρα, κανείς δεν θα συνταξιοδοτείται σε ηλικία μικρότερη των 60 ετών και με λιγότερα των 40 ετών πραγματικής ασφαλίσεως, ενώ για συνταξιοδότηση στο 65ο έτος της ηλικίας ενός ασφαλισμένου θα πρέπει αυτός να συγκεντρώνει τουλάχιστον 15-έτη πραγματικής ασφαλίσεως. Επομένως, με τα νέα μέτρα, αυξάνεται σημαντικά το πραγματικό έτος ηλικίας εξόδου από την εργασία και, κατά συνέπεια, το ποσοστό απασχολήσεως των ατόμων ηλικίας από 55-64 ετών στην Ελλάδα το 2060 δεν θα είναι 50,4% αλλά πλησιέστερα στο 65%, όπως στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ-27. Η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει τόσο στη σημαντική μείωση της δημοσιονομικής επιβαρύνσεως από την γήρανση του πληθυσμού, όσο και στη μικρότερη μείωση της προσφοράς εργασίας στην Ελλάδα στις επόμενες δεκαετίες.

Επίσης, το ποσοστό απασχολήσεως των γυναικών (15-64 ετών) στην Ελλάδα διαμορφωνόταν σε ιδιαιτέρως χαμηλό επίπεδο του 49% το 2009, ποσοστό που ήταν μεγαλύτερο μόνο από εκείνο της Ιταλίας. Η ΕΕ δεν αναμένει ότι θα βελτιωθεί σημαντικά η σχετική θέση της Ελλάδος έως το 2060, έτος κατά το οποίο εκτιμά το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών αυξημένο κατά 5,5 π.μ. στο 55,4%, έναντι 52,8% στην Ιταλία. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, τα νέα μέτρα για τη μεταρρύθμιση του ΕΣΚΑ, στα οποία προβλέπεται και η εξίσωση του ορίου ηλικίας

10

Page 11: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

συνταξιοδοτήσεως των γυναικών με εκείνο των ανδρών, αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως των γυναικών μετά το 2020 σε πολύ υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα και σε επίπεδο αρκετά υψηλότερο από το 55,4% που προβλέπει η ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση η ΕΕ προβλέπει ότι ο περιορισμός της διαφοράς στα ποσοστά απασχολήσεως μεταξύ των κρατών-μελών και μεταξύ γυναικών και ανδρών να περιοριστούν δραστικά στα επόμενα έτη.

Επιπτώσεις της γηράνσεως στην δυνητική ανάπτυξη

Οι ανωτέρω εκτιμώμενες δημογραφικές εξελίξεις δεν είναι ευνοϊκές για την δυνητική ανάπτυξη (που έχει ως συνιστώσες τον συντελεστή εργασία και την παραγωγικότητα) των οικονομιών στις επόμενες δεκαετίες , όπως φαίνεται στον Πίνακα 6.

Η απασχόληση στην Ελλάδα («συντελεστής εργασίας» στον Πίνακα 6) αυξάνεται μεν ικανοποιητικά έως το 2025 (με τη συμβολή και της σημαντικής καθαρής εισροής μεταναστών), αλλά εισέρχεται σε ταχεία πτωτική πορεία (εντονότερη από ό,τι στις άλλες χώρες μέλη της ΖτΕ) από το 2025 και στη συνέχεια. Έτσι η μέση ετήσια πτώση της απασχολήσεως εκτιμάται στο -0,4% στην περίοδο 2025-2030 (ΖτΕ: -0,3%), στο -0,5% στην περίοδο 2030-2035 (ΖτΕ: -0,1%), στο -0,6% στην περίοδο 2035-2040 (ΖτΕ: -0,3%) και στο -0,7% στην περίοδο 2040-2045 (ΖτΕ: -0,4%).

Επίσης, και η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, η οποία αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,4% στην 15ετία 1995-2009 (έναντι 1,1% στην ΕΕ-16), εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να διαμορφώνεται σε σχετικά υψηλά επίπεδα έως το 2030 (μέση ετήσια αύξηση 2,45%, έναντι 1,73 στη ΖτΕ), αλλά προσαρμόζεται στη μέση τάση των χωρών της ΖτΕ (1,7% ετησίως) από το 2030 έως το 2060. Η υπόθεση είναι, προφανώς, ότι η Ελλάδα θα είναι αναπτυγμένη χώρα όπως όλες οι άλλες μετά το 2030 και ότι δεν θα υπάρχουν από την περίοδο αυτή και μετά δυνατότητες υψηλότερης αυξήσεως της παραγωγικότητάς της σε σχέση με τις άλλες, πιο αναπτυγμένες, χώρες μέλη της ΖτΕ. Το ερώτημα είναι γιατί η μείωση της προσφοράς εργασίας συνοδεύεται με μία τόσο μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα, έναντι της αμετάβλητης παραγωγικότητας στη ΖτΕ, όπου η πτώση της προσφοράς εργασίας είναι χαμηλότερη.

Η γήρανση του πληθυσμού επιβάλλει σε όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες την υιοθέτηση των κατάλληλων μεταρρυθμιστικών μέτρων ώστε να αποτραπούν κατά το δυνατό οι δυσμενείς επιπτώσεις από αυτή την μεταβολή είτε στην ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία των λαών, ή στις δημόσιες δαπάνες. Η προαναφερθείσα μείωση της προσφοράς εργασίας, λόγω της γηράνσεως του πληθυσμού μπορεί να αντιμετωπισθεί σε κάποιο βαθμό με την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και στην απασχόληση του γυναικείου πληθυσμού, αλλά και γενικά με την αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως των ατόμων ηλικίας άνω των 55 ή των 60 ετών. Όπως αναλύθηκε στις προηγούμενες παραγράφους αυτό θα γίνεται στην Ελλάδα έως το 2025, με αποτέλεσμα η αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως να αντισταθμίζει τη μείωση του ποσοστού του ενεργού πληθυσμού λόγω της γηράνσεως (βλέπε τον Πίνακα 6). Ωστόσο, το ποσοστό απασχολήσεως (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΕ) μειώνεται στην Ελλάδα στην περίοδο 2025-2035 και παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο στην περίοδο 2035-2060. Έτσι, μετά το 2025 το εργατικό δυναμικό μειώνεται, δυνάμει της μειώσεως του ποσοστού του ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) στο σύνολο του πληθυσμού, χωρίς αυτή η μείωση να μπορεί να αντισταθμισθεί με αύξηση του ποσοστού απασχολήσεως.

Η μείωση του εργατικού δυναμικού συνεπάγεται αρνητική μεταβολή της απασχολήσεως (υποθέτοντας ότι το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί στο επίπεδο που είναι συμβατό με την σταθερότητα των τιμών στην οικονομία), πράγμα που επηρεάζει αρνητικά τον ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας. Υπενθυμίζεται ότι ο δυνητικός

11

Page 12: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

ρυθμός αναπτύξεως μίας οικονομίας ισούται με τον ρυθμό αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας σε αυτή συν τον ρυθμό αυξήσεως των ωρών εργασίας στην ίδια οικονομία. Εάν ο ρυθμός αυξήσεως των συνολικών ωρών εργασίας μειώνεται τότε ο μόνος τρόπος για αύξηση του ΑΕΠ μίας χώρας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι, εάν δεν αλλάξουν οι προοπτικές για τις δημογραφικές εξελίξεις και για την εξέλιξη του διαθεσίμου εργατικού δυναμικού, η ανάπτυξη στην Ελλάδα στις επόμενες δεκαετίες θα πρέπει να στηριχθεί, περισσότερο από ό,τι έως σήμερα, στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στη χρήση των νέων τεχνολογιών σε όλους τους τομείς. Ειδικότερα, η νέα κατεύθυνση πολιτικής πρέπει να έχει ως στόχο τη πραγματοποίηση σε συνεχή βάση ενός υψηλού επιπέδου παραγωγικών επενδύσεων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας του συνόλου των συντελεστών της παραγωγής (total factor productivity) και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας γενικότερα (λόγω της αυξήσεως της παραγωγικής δυναμικότητας του συντελεστή κεφαλαίου της χώρας). Επομένως, οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις της ΕΕ για την σχετικά χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες σε μία περίοδο κατά την οποία η προσφορά εργασίας μειώνεται (2030-2060), αναφέρονται σε οικονομίες και κοινωνίες που δεν αντιδρούν εποικοδομητικά στις μεταβολές των οικονομικών και δημογραφικών μεταβλητών. Εάν αντιθέτως υποθέσουμε ότι οι οικονομικές μονάδες στις χώρες της ΕΕ-27 και στην Ελλάδα, αλλά και σε κάθε άλλη χώρα του κόσμου, προσαρμοσθούν ανάλογα με τις εξελίξεις και προσπαθήσουν να βρουν τρόπους παρακάμψεως των εμποδίων που τίθενται στην ανάπτυξη από τις δημογραφικές εξελίξεις, τότε είναι πολύ πιθανό να παρατηρηθεί το φαινόμενο της μεγαλύτερης αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας στις περιόδους όπου η προσφορά εργασίας θα έχει πτωτική πορεία.

Επιπτώσεις της γηράνσεως στις δημόσιες δαπάνες

Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι οι επιπτώσεις από το φαινόμενο της γηράνσεως του πληθυσμού λαμβάνουν οξεία μορφή μετά το 2025 τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες χώρες της ΖτΕ και ευρύτερα της ΕΕ-27. Η πληθυσμιακή κατηγορία 15 έως 64 έτη αλλά και ο αριθμός των απασχολουμένων, αναμένεται να σημειώσουν πτωτική τάση από αυτήν την περίοδο, με μόνη εναπομένουσα δυνατή αντιστάθμιση την ενίσχυση του μεταναστευτικού ρεύματος. Οι ανωτέρω εξελίξεις έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, όπως προαναφέρθηκε, όσο και στις δημόσιες δαπάνες.

12

Page 13: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

Σε σχέση με την επίπτωση της γηράνσεως του πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες των χωρών της ΕΕ-27, η ΕΕ (2009) εξετάζει την επίπτωση αυτή στις δημόσιες δαπάνες που πραγματοποιεί κάθε χώρα για την πληρωμή των συντάξεων (ο λόγος εργαζομένων/συνταξιούχων μειώνεται δραματικά), για την υγειονομική περίθαλψη του πληθυσμού (οι ηλικιωμένοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για υγειονομική περίθαλψη από τους νέους), για κοινωνική πολιτική και φροντίδα των ηλικιωμένων και άλλες επηρεαζόμενες δαπάνες (Πίνακας 7).

Όσον αφορά στην Ελλάδα, από τον Πίνακα 7 προκύπτουν τα ακόλουθα: Το 2007, οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη, μακροχρόνια φροντίδα των ηλικιωμένων, για επιδόματα ανεργίας και για εκπαίδευση στην Ελλάδα ανέρχονταν στο 22% του ΑΕΠ της χώρας (δαπάνες για συντάξεις: 11,7% του ΑΕΠ, υγειονομική περίθαλψη: 5,0% του ΑΕΠ, μακροχρόνια φροντίδα: 1,4% του ΑΕΠ, εκπαίδευση: 3,7% του ΑΕΠ και ανεργία: 0,2% του ΑΕΠ). Η εκτίμηση της ΕΕ είναι ότι, στη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών, οι δαπάνες αυτές θα αυξηθούν βάσει των δημογραφικών μεταβολών. Εκτιμά δε ότι η επιβάρυνση αυτή θα είναι ιδιαιτέρως μεγάλη στην Ελλάδα με αύξηση των δημοσίων δαπανών σε αυτές τις κατηγορίες κατά 15,9 π.μ., στο 38% του ΑΕΠ το 2060.

Ειδικότερα, οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων δαπανών που επηρεάζονται από την γήρανση του πληθυσμού. Στην περίπτωση της Ελλάδος η έκθεση της ΕΕ προβλέπει αύξηση των δαπανών για συντάξεις κατά 12,4 π.μ. στα επόμενα 50 έτη, δηλαδή στο 24,1% του ΑΕΠ το 2060. Μία τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ότι η Ελλάδα το 2060 θα είχε ένα υπερβολικά μεγαλύτερο ποσοστό δαπανών για συντάξεις ως προς το ΑΕΠ το οποίο θα ανερχόταν στο 24,1% του ΑΕΠ, έναντι 13,9% στη Ζώνη του Ευρώ και 12,6% στην ΕΕ-27. Μάλιστα, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μετά την Ελλάδα παρατηρείται στη Σλοβενία και δεν υπερβαίνει το 18,6% και το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό παρατηρείται στην Κύπρο στο 17,7%. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι σε πολλές άλλες χώρες (Πολωνία, Δανία, Σουηδία, Ην. Βασίλειο, Εσθονία) το ποσοστό των πληρωμών για συντάξεις το 2060 δεν θα υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ, έναντι 24,1% στην Ελλάδα.

Η επίπτωση της γηράνσεως του πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες υγείας είναι επίσης σημαντική στην περίοδο έως το 2060, αφού εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 1,4 π.μ. φθάνοντας το 6,4% του ΑΕΠ το 2060, από 5,0% του ΑΕΠ που είναι σήμερα. Βέβαια, το 2007 οι δημόσιες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο αυτών των δαπανών στην ΕΕ-27 που φθάνει το 6,7% του ΑΕΠ, έναντι 5,0% του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Επίσης, και το 2060 οι εκτιμώμενες δημόσιες δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη στην Ελλάδα θα έχουν φτάσει το 6,4% του ΑΕΠ που και πάλι θα είναι πολύ χαμηλότερες από το 8,2% του ΑΕΠ στην ΕΕ-27. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η αποδοτικότητα των δημοσίων δαπανών για την υγεία στην Ελλάδα είναι σήμερα ελάχιστη, σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-27, αφού η ποιότητα και ο τρόπος προσφοράς των υπηρεσιών υγείας που απολαμβάνουν οι φορολογούμενοι πολίτες στην Ελλάδα από το κρατικό Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) είναι υπέρμετρα χαμηλή. Για τον λόγο αυτό οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας είναι εξίσου υψηλές και απολύτως αναγκαίες στην Ελλάδα (πολύ πιο αναγκαίες από ό,τι στις άλλες χώρες της ΕΕ-27) για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου υγειονομικής περιθάλψεως των πολιτών. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες υγείας που υποτίθεται ότι παρέχονται στην Ελλάδα δωρεάν από το κράτος, στην πραγματικότητα κοστίζουν σημαντικά στους πολίτες. Ο πολίτης πληρώνει το κρατικό νοσοκομείο μέσω της φορολογίας, αλλά χρησιμοποιεί το ιδιωτικό νοσοκομείο ή πληρώνει τον ιατρό ιδιαιτέρως (και αφορολογήτως) για να εξασφαλίσει την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας που έχει ανάγκη. Το πρόβλημα, επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδος είναι η άμεση καταπολέμηση της σπατάλης και της διαφθοράς που επικρατεί στο χώρο της υγείας, πράγμα που εάν συμβεί μπορεί να δικαιολογήσει και μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες στο χώρο της υγείας σε αντικατάσταση των ιδιωτικών δαπανών υγείας.

13

Page 14: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ οι συνολικές δαπάνες για την υγεία στην Ελλάδα ανέρχονται στο 9,1% του ΑΕΠ (€ 24 δισ. το 2008) και είναι υψηλότερες από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά χαμηλότερες από τις ΗΠΑ (15,3%), την Ελβετία (11,3%), την Γαλλία (11,1%) και την Γερμανία (10,6%). Ειδικότερα, σημειώνεται η μεγάλη αύξηση των δαπανών για φάρμακα στην Ελλάδα, που διαμορφώνεται τα τελευταία έτη στο 15%-20% ετησίως με αποτέλεσμα να ανέλθουν στα € 5,2 δισ. το 2008.

Το έλλειμμα των κλάδων της ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως των ασφαλιστικών ταμείων και του Δημοσίου αυξάνεται ταχύτατα, περίπου κατά € 1,0 δισ. ετησίως. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στο ΙΚΑ όπου οι δαπάνες υγείας υπερδιπλασιάσθηκαν τα τελευταία πέντε έτη και το 2009 εκτιμάται ότι υπερέβησαν τα € 4,0 δισ., από € 2,0 δισ. το 2003. Το 2009, οι άμεσα και εμμέσως ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ είναι 5,3 εκατ. Έλληνες, δηλαδή 2,8 εκατ. εργαζόμενοι και συνταξιούχοι και 2,5 εκατ. μέλη των οικογενειών τους. Από τα € 4,0 δισ. των συνολικών δαπανών, τα € 2,0 δισ. διατέθηκαν για φάρμακα, € 1,0 δισ. για τη λειτουργία των νοσοκομείων του ΙΚΑ, € 700 εκατ. για πρωτοβάθμια περίθαλψη (γιατροί) και € 300 εκατ. για διάφορες παροχές. Επίσης, μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στον τομέα της ασφαλίσεως των δημοσίων υπαλλήλων, δηλαδή στον Οργανισμό Περιθάλψεως-Ασφαλίσεως Ασφάλισης Δημοσίου (ΟΠΑΔ). Το 2009, οι άμεσα και έμμεσοι ασφαλισμένοι στον ΟΠΑΔ ήταν 1,7 εκατομμύρια δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι του Δημοσίου και οι οικογένειές τους. Η συνολική δαπάνη υγείας των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από € 870 ευρώ το 2003, στα € 1,35 δισ. το 2009 (αύξηση κατά 60%). Επομένως, η ανάγκη άμεσου εξορθολογισμού της λειτουργίας του τομέα της υγείας στην Ελλάδα είναι σήμερα το πρωτεύον ζήτημα.

Η επίπτωση της αυξήσεως του ποσοστού εξαρτήσεως-γήρατος στις δημόσιες δαπάνες μακροχρόνιας φροντίδας των ηλικιωμένων στην Ελλάδα είναι επίσης σημαντική. Οι δαπάνες αυτές ανέρχονται στο 1,4% του ΑΕΠ σήμερα και εκτιμώνται ότι θα αυξηθούν κατά 2,2 π.μ., φθάνοντας το 3,6% του ΑΕΠ το 2060. Το 2007 οι δαπάνες αυτές ήταν ήδη υψηλότερες στην Ελλάδα (1,4%) από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (1,3%), τη Γερμανία (1,0%) και το Ην. Βασίλειο (0,8% του ΑΕΠ). Επίσης, αναμένεται να διαμορφωθούν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και το 2060 (3,6% του ΑΕΠ) σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (2,4% του ΑΕΠ). Και στον τομέα αυτό το σύστημα παροχής μακροχρόνιας φροντίδας σε ηλικιωμένους στην Ελλάδα μπορεί να οργανωθεί σε ορθολογική βάση με εξοικονόμηση πόρων και σημαντική αύξηση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών.

Η αύξηση του ποσοστού εξαρτήσεως-γήρατος έχει πτωτική επίπτωση στις δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση, οι οποίες ωστόσο διαμορφώνονται σήμερα σε σχετικά χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα (3,7% του ΑΕΠ) σε σχέση με τη Ζώνη του Ευρώ (4,1% του ΑΕΠ). Η ΕΕ εκτιμά ότι η αύξηση του ποσοστού εξαρτήσεως-γήρατος δεν θα έχει σημαντική επίπτωση στις σχετικές δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα. Όπως και στον τομέα της υγείας, η πρόκληση στον τομέα της εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα είναι η ανάγκη για σημαντική βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών εκπαιδεύσεως σε όλες τις βαθμίδες της, και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο η μείωση ή η αύξηση των κρατικών δαπανών για τον τομέα αυτό.

14

Page 15: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

Οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν τις σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα ως συνέπεια των δημογραφικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα ήδη και που αναμένεται ότι θα ισχυροποιηθούν στις επόμενες δεκαετίες και ιδιαιτέρως από το 2020 και έπειτα. Ωστόσο, στην Έκθεση για την γήρανση του πληθυσμού (2009) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχει ληφθεί υπόψη, αφενός η πρόσφατη οικονομική κρίση και, αφετέρου το σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο που έχει δρομολογηθεί κατά τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, καθώς οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγιναν βάση της ισχύουσας, κατά την σύνταξη της Εκθέσεως, στάσεως πολιτικής στα κράτη-μέλη. Η πρόσφατη εφαρμογή σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων στο Ελληνικό Σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων περιορίζει την επίπτωση της γηράνσεως του πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες στις 2,5 π.μ., στο ίδιο δηλαδή

15

Page 16: Δημογραφικές αλλαγές: Το νέο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον  - Alpha Bank

επίπεδο με την μέση επίπτωση στην ΕΕ-27. Επιπλέον, μετά τις μεταρρυθμίσεις στα νοσοκομεία, τα φάρμακα και γενικότερα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας αναμένεται να περιορισθεί περαιτέρω η επίπτωση της γηράνσεως του πληθυσμού στις δημόσιες δαπάνες υγείας.

Συμπεράσματα

Το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «η γήρανση του πληθυσμού» απορρέει από την διαμόρφωση του ποσοστού γονιμότητας σε χαμηλό επίπεδο και την εξέλιξη του προσδόκιμου ορίου ζωής σε υψηλό επίπεδο, αφορά τη πλειοψηφία των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου και επιδρά άμεσα στην κοινωνική σύσταση και οικονομική αναπτυξιακή προοπτική. Η εκτίμηση από διεθνείς Οργανισμούς ότι το ποσοστό εξαρτήσεως-γήρατος θα αυξηθεί υπέρμετρα στις ερχόμενες δεκαετίες δείχνει το σημαντικό μέγεθος της οικονομικής προκλήσεως που εγείρει το φαινόμενο της γηράνσεως του πληθυσμού. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 2008 για κάθε ένα άτομο σε ηλικία άνω των 65 ετών αναλογούσαν τέσσερα άτομα σε παραγωγική ηλικία (15 έως 64 ετών). Οι δημογραφικές αλλαγές αναμένεται ότι θα διαταράξουν αυτή την ισορροπία, με αποτέλεσμα το 2060 για κάθε άτομο που ευρίσκεται σε ηλικία άνω των 65 ετών να υπάρχουν λιγότερο από δύο άτομα σε παραγωγική ηλικία. Η αύξηση του πληθυσμού στις γηραιότερες ηλικίες δημιουργεί σημαντικά αυξημένη ζήτηση για συντάξεις, υπηρεσίες από το σύστημα υγείας και υπηρεσίες για μακροχρόνια φροντίδα. Ταυτόχρονα, η στασιμότητα ή και σμίκρυνση του πληθυσμού στις νεότερες, παραγωγικές ηλικίες συνεπάγεται περιορισμούς από την πλευρά της προσφοράς εργασίας. Οι διέξοδοι πολιτικής αποτελούνται από την εφαρμογή μίας ενεργού πολιτικής προσελκύσεως μεταναστών, την ενίσχυση των ποσοστών απασχολήσεως των γυναικών, των ατόμων σε ηλικία άνω των 55 ετών και του πληθυσμού γενικότερα (σύντομα θα διαπιστωθεί η ανάγκη για ανατροπή της εξόδου των ατόμων απο την αγορά εργασίας πριν της συμπλήρωσης του 70ου έτους της ηλικίας τους), την αύξηση της παραγωγικότητας, την αναδιάρθρωση της προσφοράς και την κατάλληλη μεταρρύθμιση και αναμόρφωση των συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συστημάτων υγείας και πρόνοιας όλων των χωρών και ιδιαιτέρως της Ελλάδος.

Σημειώνεται ότι οι τάσεις γηράνσεως του πληθυσμού στις χώρες της ΕΕ-27 και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες δίδει νέες δυνατότητες στην Ελλάδα, η οποία διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην προσφορά κατάλληλων υπηρεσιών που απαιτούνται για την αποτελεσματική εξυπηρέτηση των αναγκών (για διαμονή, διακοπές, υγεία, κ.ά.) των ατόμων που θα ευρίσκονται για περισσότερα έτη σε μεγάλη ηλικία.

16