31

ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

  • Upload
    others

  • View
    3

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο
Page 2: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

ΑΙΣΩΠΟΣ

Ο Αίσωπος γεννήθηκε στην περιοχή της Φρυγίας το 600 περίπου πχ και πέθανε στα

564 πχ. Ήταν μαύρος κι άσχημος και δούλευε σε κάποιον κτηματία σαν δούλος –

βοσκός. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπάει άδικα έναν δούλο, έτρεξε να

τον βοηθήσει και έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στο

αφεντικό, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει.

Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του

και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του, ο Αίσωπος άρχισε να ταξιδεύει και να

γνωρίζει τον κόσμο. Κάποτε έφτασαν και στην περιοχή των Δελφών όπου

επισκέφθηκαν το περίφημο μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς του

μαντείου ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν και τους κατοίκους των Δελφών ότι αντί

να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τα

αφιερώματα των προσκυνητών του Μαντείου. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους

ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδευσαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις

αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη και ιερόσυλο. Έτσι τον

δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντάς τον από τις κορυφές των

Φαιδριάδων, κάποια απόκρημνα βράχια. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόλλωνας

τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και

λιμό, που θέρισαν πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια

μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου.

Λέγεται ότι ο Αίσωπος είπε τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής

του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα από

τους μύθους του διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα και η ικανότητά του

να διδάσκει με μικρές απλές ιστορίες, που πάντα έχουν στο τέλος κάποιο ηθικό

δίδαγμα. Ο Αίσωπος συνήθιζε με την παρατηρητικότητά και την βαθιά σοφία του να

πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη

φήμη και όλοι έτρεχαν κοντά του να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο

πρόβλημα που τους απασχολούσε. Σιγά – σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται

Page 3: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε

συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σε ένα βιβλίο, αιώνες αργότερα.

Οι μύθοι του Αισώπου έχουν μία ιδιαίτερη χάρη, μία θαυμαστή απλότητα και άφταστη

διδακτικότητα! Είναι παρμένοι από την καθημερινή ζωή και την φύση. Ο Αίσωπος

έχει μία μοναδική δυνατότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και

λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι αυτή ήταν κάποτε η πραγματικότητα και

όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί.

[Πηγή: Pahtfinder.gr]

Page 4: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Ο Βοριάς και ο Ήλιος

Μια φορά, ο Ήλιος και ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους

δύο ήταν ο δυνατότερος.

- Εγώ έλεγε ο Ήλιος.

- Όχι εγώ έλεγε ο Βοριάς.

Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.

Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα έβγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που

ήταν και οι δυο τους.

- Σου προτείνω ένα στοίχημα! Είπε τέλος ο Βοριάς.

- Τι στοίχημα; Ρώτησε ο Ήλιος.

- Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο και όποιος από τους δύο μας καταφέρει

και τον γδύσει εκείνος θα είναι ο δυνατότερος.

- Το δέχομαι το στοίχημα! Είπε ο Ήλιος.

Σε λίγο φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος.

Άρχισε τότε ο Βοριάς να φυσά δυνατά.

Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος, για

να προφυλαχτεί από τον αέρα.

Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά και ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο

Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη

κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ’ ένα σακί, και τυλίχτηκε μ’ αυτή, για να μη

ξεπαγιάσει.

Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο

διαβάτης.

Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε και έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε.

Page 5: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

- Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.

Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο

διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.

Δυνάμωσε την λάμψη του ο Ήλιος και ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.

Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του και ο διαβάτης, που είχε

αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα – ένα τα ρούχα του, ώσπου στο τέλος

απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά και αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για

να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του.

Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι

έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά – σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.

- Εσύ είσαι ο δυνατότερος! Παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.

Page 6: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Το πάθημα του Λύκου

Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι αρρώστησε βαριά.

Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του

μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί.

Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε η σειρά του λύκου.

- Βασιλιά μου, είπε με σεβασμό, δεν γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου,

μα ούτε και όσα ζώα είναι συγκεντρωμένα εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που

ξέρει από φάρμακα είναι η αλεπού! Μα αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήλθε στο

κάλεσμά σου. Άκουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν

την νοιάζει ότι κι αν πεθάνεις.

Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δεν χώνευε την αλεπού και ήταν

σίγουρος ότι το λιοντάρι θα την τιμωρούσε!

- Ώστε έτσι φώναξε θυμωμένο το λιοντάρι! Να την βρείτε αμέσως και να τη φέρετε

μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα.

Ο λύκος έτριψε τα χέρια του από τη χαρά του. Είχε έλθει η στιγμή να κάνει κακό

στην αλεπού. Ένα πουλάκι, όμως, πέταξε γρήγορα και βρήκε την αλεπού.

- Αυτό κι αυτό συμβαίνει! της είπε. Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου

κόψει τη γλώσσα για να σε τιμωρήσει.

- Σ’ ευχαριστώ καλό μου πουλάκι, του είπε η αλεπού. Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να

γλιτώσω.

Μάζεψε τότε αγριόχορτα και μια και δυο τράβηξε με θάρρος για τη σπηλιά του

λιονταριού. Το λιοντάρι όταν την είδε άφρισε από το κακό του.

- Σου έφερα αυτά τα βότανα, είπε η πονηρή αλεπού στο άρρωστο λιοντάρι, για να

γίνεις καλά.

Page 7: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

- Έλα εδώ της φώναξε. Που ήσουν; Δεν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να

παρουσιαστούν μπροστά μου;

- Ναι βασιλιά μου, απάντησε με θάρρος η αλεπού. Το έμαθα πως είσαι άρρωστος

βαριά, γι’ αυτό κι εγώ, πριν έλθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε

κάνουν καλά.

Ο θυμός του λιονταριού έπεσε αμέσως.

- Ώστε γι’ αυτό άργησες να έλθεις; Της είπε. Καλά έκανες… θα γίνω καλά όταν

πάρω αυτά τα βότανα;

- Ναι βασιλιά μου. Μόνο που χρειάζεται να τα ανακατέψεις με κάτι ακόμα, για να

γίνει τέλειο το φάρμακο.

- Με τι; Ρώτησε το λιοντάρι.

- Να τα βράσεις μαζί με τη γλώσσα του λύκου. Αυτή βέβαια… εσύ ξέρεις που θα τη

βρεις.

- Και βέβαια ξέρω! Φώναξε το λιοντάρι. Θα κόψω τη γλώσσα αυτού του λύκου.

Το είπε και το έκανε αμέσως. Έτσι η πονηρή η αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη

συκοφαντία του.

Page 8: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Ο Γάτος και τα ποντίκια

Κάποτε, σε ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι

ήταν παμπάλαιο. Κανείς δεν το περιποιότανε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να

ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.

Η γριά, που έμενε σ’ αυτό το παλιό αρχοντικό, κρατούσε μόνο δύο δωμάτια ανοιχτά,

όπου έμενε αυτή στο ένα και στο άλλο η υπηρέτριά της. Όλα τα άλλα δωμάτια τα

είχανε κλειστά και δεν άνοιγαν ποτέ τις πόρτες και τα παράθυρά τους ούτε έμπαιναν

ποτέ εκεί μέσα.

Όπου στα κλεισμένα δωμάτια, έστησαν φωλιά δύο ποντίκια, σιγά, σιγά έγιναν μια

πολυάριθμη οικογένεια, στρατός ολόκληρος από ποντίκια, που αλώνιζαν εκεί μέσα.

Κανείς δεν τα πείραζε κι εκείνα μέρα νύχτα ροκάνιζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους

και έγιναν όλα τετράπαχα.

Μια μέρα, ένας γάτος του δρόμου, βρίσκοντας ανοιχτεί την εξώπορτα του σπιτιού,

μπήκε μέσα για να προφυλαχθεί από το κρύο και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι της

γριάς. Όταν τον είδε, την άλλη μέρα, η γριά χάρηκε που θα τον είχε και τον κράτησε.

Ο γάτος καθώς περπατούσε αμέριμνος στο σπίτι, μια μέρα ανακάλυψε μια τρύπα η

οποία οδηγούσε σε κάποιο άλλο δωμάτιο όπου ζούσαν τα ποντίκια. Καθώς τα

ποντίκια έβγαιναν ανυποψίαστα από τη φωλιά τους αυτός τα καταβρόχθιζε.

Κι επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ο γάτος βγήκε, ένα άλλο βράδυ από το

δωμάτιο της γριάς και άρχισε να τριγυρνάει στο απέραντο παμπάλαιο σπίτι. Στον

πρώτο διάδρομο που μπήκε, αντίκρισε κοπάδι ολόκληρο από ποντίκια και έπεσε

απάνω τους με μανία. Εκείνα, συνηθισμένα όπως ήταν να μην τα πειράζει κανένας,

άργησαν να καταλάβουν τον κίνδυνο που τα απειλούσε και ώσπου να κρυφτούν στις

τρύπες τους ο γάτος έφαγε αρκετά.

Που να ξεκολλήσει τώρα ο γάτος από το διάδρομο. Η γριά τον έχανε, γιατί εκείνος

μέρα – νύχτα παραφύλαγε στο διάδρομο για ποντίκια.

Page 9: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Έπειτα, βρίσκοντας καμιά τρύπα σε κάποια πόρτα, μπήκε και σε ένα δωμάτιο, και

από κει σε άλλο και έτρωγε τόσα ποντίκια, όσα δεν είχε φάει σε όλη του τη ζωή

κανένας γάτος, σ’ όλο τον κόσμο.

Σιγά – σιγά όμως ξύπνησαν και τα ποντίκια και κατάλαβαν πόσο επικίνδυνος είναι ο

γάτος. Κρύφτηκαν λοιπόν μέσα στις τρύπες τους και δεν ξαναβγήκαν. Ο γάτος

περίμενε μια, περίμενε δυο μέρες, περίμενε τρεις, αλλά κανένα ποντίκι δεν

φαινότανε και αυτός άρχισε να πεινάει.

Σκέφτηκε λοιπόν να τα ξεγελάσει και πηδώντας πάνω σε ένα ξύλινο χοντρό καρφί,

πάνω στον τοίχο, κρεμάστηκε από αυτό και παρίστανε τον ψόφιο.

Ύστερα από δύο – τρεις ώρες, ένα ποντίκι, καθώς δεν άκουγε τις πατημασιές του

γάτου, τόλμησε να μισοβγεί από την τρύπα του. Κοίταξε γύρω, είδε τον γάτο που

έκανε τον ψόφιο και κατάλαβε τι είχε γίνει.

- Άκουσε κυρ-γάτο του φώναξε. Και σακί να σε δω να γίνεις και να σε κρεμάσουν σε

καρφί, εγώ δεν έρχομαι κοντά σου.

Και κρύφτηκε πάλι, όσο το δυνατό πιο βαθιά μπορούσε, μέσα στην τρύπα του.

Page 10: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Αλεπού και τα σταφύλια

Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ’ ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη

χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει,

μα πως ν’ ανέβει. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνονται με τα νύχια τους και ν’

ανεβαίνουν όπου τους αρέσει.

Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές.

Πιάστηκε από εδώ, πιάστηκε από εκεί, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθόταν μόνο κάτω,

σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά, καλά και ο καημός τους την

έτρωγε. Στα τελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τον εαυτό

της.

- Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω… εξάλλου αυτά δεν τρώγονται.

Αγίνωτα είναι ακόμη.

Τα σταφύλια ακούγοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται και να την περιγελούν.

- Ακούς εκεί… Είμαστε λέει αγίνωτα!... Εμείς κυρά-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε.

Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δεν μας φτάνεις, τι να πεις… μας λες

αγίνωτα, για ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...

Page 11: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Οι Οδοιπόροι και το τσεκούρι

Κάποτε δύο φίλοι ξεκίνησαν για κάποια δουλειά τους και περπατούσαν συζητώντας.

Εκεί που βάδιζαν, μέσα σ’ ένα δάσος, ο ένας απ’ αυτούς πρόσεξε πως κάτι γυάλιζε

ανάμεσα στα χόρτα. Έσκυψε να δει τι ήτανε και σήκωσε ένα τσεκούρι ολοκαίνουργιο.

- Βρήκαμε ένα τσεκούρι! Φώναξε χαρούμενος ο σύντροφός του.

Εκείνος όμως που είχε βρει το τσεκούρι ταράχτηκε και λέει:

- Να μη λες βρήκαμε ένα τσεκούρι, μόνο να λες: βρήκες ένα τσεκούρι.

Αλλά καθώς προχωρούσαν, αντάμωσαν τρεις – τέσσερις ξυλοκόπους, που είχανε

χάσει το καινούργιο τους τσεκούρι κι έψαχναν να το βρουν. Όταν είδαν τους δύο

οδοιπόρους, που ο ένας τους κρατούσε το τσεκούρι, έπεσαν πάνω τους θυμωμένοι.

- Χαθήκαμε! Φώναξε εκείνος που το είχε βρει και το κρατούσε στα χέρια του.

Γυρίζει τότε ο φίλος του και του λέει;

- Να μην λες χαθήκαμε, να λες χάθηκα! Ούτε όταν βρήκες το τσεκούρι με ήθελες

για σύντροφό σου, ούτε τώρα που θα σου το πάρουν και θα φας και ξύλο θέλω να

μ’ έχεις σύντροφό σου!

Page 12: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Το μεγάλο κατόρθωμα

Ήταν κάποτε μια αλογόμυγα που κατοικούσε στην ουρά ενός αλόγου. Ήταν πολύ

περήφανη για τον εαυτό της και μια μέρα διηγήθηκε σε δύο άλλες αλογόμυγες, ένα

μεγάλο κατόρθωμα που είχε κάνει.

- Εμένα που με βλέπετε τους είπε, έχω κάνει ένα κατόρθωμα που καμιά από σας

δεν μπορεί να το κάνει. Μια μέρα δύο άλογα τραβούσαν ένα αμάξι με ανθρώπους

που ταξίδευαν. Μα στον ανήφορο τα άλογα κουράστηκαν, μπορεί και να

τεμπέλιασαν και σταμάτησαν να προχωρούν. Εγώ είχα ξαπλώσει στη χαίτη του

ενός αλόγου όταν άκουσα τον αμαξά να πλαταγίζει το μαστίγιο και να φωνάζει:

«Ντε! Χοπ! Χοπ!».

Μα τα άλογα δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ο αμαξάς είπε τότε στους επιβάτες

να κατέβουν για να αλαφρώσει το αμάξι. «Χοπ, χοπ έκανε πάλι στ’ άλογά του». Αλλά

που να κουνηθούν εκείνα. Και τότε ξέρετε τι έκανα;

- Τι; Ρώτησαν με περιέργεια οι δύο αλογόμυγες.

- Αρπάζω τότε τα χαλινάρια και τραβώ με όλη μου τη δύναμη. «Χοπ, χοπ φώναξα

στα άλογα. Ελάτε κουνηθείτε». Και τότε, που λέτε, τα άλογα ξεκίνησαν… Αν δεν

ήμουν εγώ, δεν θα μπορούσαν να βγάλουν τον ανήφορο… Λοιπόν πως σας φάνηκε

το κατόρθωμά μου;

- Μπράβο, μπράβο! Φώναξαν οι δύο αλογόμυγες. Μα πως… τα κατάφερες;

- Με τη δύναμή μου. Είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα του κόσμου!

- Μπράβο, μπράβο! Της είπαν ξανά. Τέτοιο κατόρθωμα δεν μπορεί να το κάνει

καμιά αλογόμυγα!

- Δεν σας είπα πως είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα στον κόσμο;

Οι αλογόμυγες την κοίταζαν και την ξανακοίταζαν με θαυμασμό.

Page 13: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Βλέπετε… ήταν πολύ κουτές κι αυτές. Γιατί τα άλογα ξεκίνησαν από τις φωνές του

αμαξά και όχι της αλογόμυγας.

Αλλά όταν είναι περήφανος κανείς, νομίζει ότι μπορεί να κάνει θαύματα.

Page 14: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Ο Δουλευτάρης και ο Ακαμάτης

Κάποτε, στα παλιά χρόνια, ζούσανε στην Αίγυπτο δύο άνθρωποι, που τα σπίτια τους

και τα χωράφια τους γειτόνευαν. Ο ένας όμως ήταν δουλευτάρης και ο άλλος

ακαμάτης.

Από το πρωί έως το βράδυ ο Δουλευτάρης όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε,

σκάλιζε, πότιζε, θέριζε, ανάλογα με την εποχή που ήτανε και όταν τέλειωνε τη

δουλειά του στα χωράφια και γύρναγε στο σπίτι του, κάτι έβρισκε κι εκεί να κάνει.

Πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε κάνα παράθυρο που είχε σπάσει, πότε

περιποιότανε τις κότες του, πότε σκάλιζε τα λαχανικά του. Όλο δούλευε και όλο

πρόκοβε και σιγά, σιγά έγινε ο πιο πλούσιος του τόπου.

Ο γείτονάς του ο Ακαμάτης, έβρισκε πάντα προφάσεις για να μη δουλέψει. Το πρωί

δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο Δουλευτάρης, αλλά κοιμόταν ώσπου ο ήλιος

ανέβαινε ένα κοντάρι στον ουρανό, γιατί έλεγε πως όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο

ξεκούραστος θα ήτανε και τόσο πιο εύκολα θα δούλευε στο χωράφι του. Αλλά όταν

έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια μεσημέρι και έτσι δεν του έμεναν πολλές ώρες

δουλειάς. Χρόνο με το χρόνο γινότανε φτωχότερος, ώσπου έγινε ο πιο φτωχός του

χωριού.

Ζήλευε λοιπόν τον γείτονά του Δουλευτάρη κι έλεγε πως εκείνος ήτανε μάγος κι

έκανε μάγια στα δικά του χωράφια να δίνουν πολύ καρπό, και στο χωράφι του

γείτονά του να μη δίνει καθόλου.

Μια μέρα, οι δύο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους, κι επειδή ο Δουλευτάρης

είπε ότι μόνο με τη δουλειά προκόβει κανείς, ο Ακαμάτης θύμωσε και σηκώνοντας το

τσεκούρι του, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.

Οι συγγενείς του Δουλευτάρη έτρεξαν να τον σηκώσουν και όταν είδαν πως ήταν

πεθαμένος, άρχισαν να κυνηγάνε το φονιά.

Αλλά ο Ακαμάτης είχε προχωρήσει πολύ και τους ξέφυγε, τρέχοντας προς το Νείλο.

Στρέφοντας πίσω του είδε τους συγγενείς του σκοτωμένου, να είναι ακόμα μακριά,

Page 15: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

αλλά έτρεχαν κι αυτοί προς το ποτάμι. Θέλησε τότε να εξακολουθήσει το δρόμο του,

αλλά ξαφνικά, είδε να παρουσιάζεται ένας λύκος. Φοβήθηκε πως ο λύκος θα τον

φάει, γιατί δεν είχε κανένα όπλο μαζί του να τον χτυπήσει.

Καθώς κοιτούσε γύρω του με απελπισία, για να βρει τρόπο να σωθεί, πρόσεξε μια

ψηλή χουρμαδιά που βρισκόταν στην άκρη του ποταμού και που τα μεγάλα,

πλατύφυλλα κλαδιά της έγερναν πάνω από τον ποταμό.

- Σώθηκα μουρμούρισε. Τώρα θα γλιτώσω από το λύκο και από τους ανθρώπους.

Κι έτρεξε προς τη χουρμαδιά, σκαρφάλωσε στον κορμό της, σιγά, σιγά ανέβηκε ως τα

πρώτα κλαδιά και κρύφτηκε στα πλατιά φυλλώματα.

Ο λύκος βλέποντας πως του ξέφυγε ο άνθρωπος, έτρεξε κι αυτός να φύγει, για να

βρει κάποιο άλλο κυνήγι.

Ξαφνικά ο φονιάς άκουσε κάτι να σέρνετε στα κλαδιά πάνω από το κεφάλι του.

Κοιτάζει και τι να δει: ένα θεόρατο φίδι σερνόταν ανάμεσα στα κλαδιά σφυρίζοντας.

Κοίταξε κάτω τρομαγμένος, ο λύκος είχε φύγει, αλλά οι συγγενείς του σκοτωμένου

πλησίαζαν τρέχοντας κι ασφαλώς θα τον έβλεπαν, όταν κατέβαινε από το δέντρο και

θα τον έπιαναν. Κι ήξερε πως άμα έπεφτε στα χέρια τους, ήταν χαμένος.

Μη έχοντας τι άλλο να κάνει σκέφτηκε:

- Θα πηδήσω στο νερό και θα βγω κολυμπώντας στην αντικρινή όχθη του ποταμού.

Και πήδησε αμέσως στο νερό. Αλλά ο Νείλος είναι γεμάτος κροκόδειλους κι ένας απ’

αυτούς, μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει, όρμησε απάνω του, άνοιξε το τεράστιο

στόμα του και τον έκοψε στη μέση.

Κι έτσι, ο φονιάς βρήκε την τιμωρία του.

Page 16: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Το λιοντάρι, ο Προμηθέας και ο ελέφαντας

Μια μέρα το λιοντάρι παρουσιάστηκε στον Προμηθέα.

- Έχω πολλά παράπονα του είπε.

- Με ποιον τα έχεις;

- Μ’ εσένα που με έπλασες.

Ο Προμηθέας παραξενεύτηκε.

- Με μένα τα ‘χεις τα παράπονα; Ρώτησε. Μήπως δε σ’ έπλασα ένα αγρίμι μεγάλο

και όμορφο;

- Ναι, παραδέχτηκε το λιοντάρι.

- Μήπως δε σου έδωσα δόντια δυνατά, που μπορείς να συντρίψεις μ’ αυτά τα πιο

χοντρά κόκαλα;

- Μου τα έδωσες.

- Δε σου έδωσα πόδια δυνατά και γρήγορα;

- Μου έδωσες.

- Δε σου έδωσα νύχια δυνατά και κοφτερά;

- Κι αυτά μου τα έδωσες, παραδέχτηκε το λιοντάρι.

- Τότε, γιατί παραπονιέσαι σε μένα, απόρησε ο Προμηθέας.

- Παραπονιέμαι γιατί, ενώ είμαι μεγάλο, όμορφο και δυνατό θηρίο, φοβάμαι τον

πετεινό, του εξήγησε το λιοντάρι.

- Τότε με τον εαυτό σου να τα βάζεις και όχι με μένα. Η ψυχή η δική σου φοβάται

τον πετεινό κι εγώ δεν έπλασα την ψυχή σου.

Το λιοντάρι κατέβασε το δυνατό του κεφάλι, γιατί δεν είχε τι να πει στον Προμηθέα,

μια που εκείνος δεν είχε πλάσει την ψυχή του και μια που η ψυχή του έφταιγε, που

Page 17: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

φοβότανε τον πετεινό. Γύρισε λοιπόν στενοχωρημένο στο άγριο δάσος, όπου ζούσε

και μερόνυχτα ολόκληρα βασανιζότανε με αυτή τη σκέψη: γιατί φοβότανε τον

πετεινό; Πως θα έκανε να κατανικήσει εκείνο τον παράξενο φόβο του; Κι επειδή δεν

έβρισκε καμία λύση, αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Την ώρα λοιπόν που πήγανε να

αυτοκτονήσει, αντάμωσε στο δρόμο του έναν πελώριο ελέφαντα, που κουνούσε

διαρκώς τα πελώρια αυτιά του.

- Πες μου, τον ρώτησε περίεργο το λιοντάρι, γιατί κουνάς διαρκώς τα αυτιά σου;

- Κουράζομαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, του ομολόγησε ο ελέφαντας.

Φοβάμαι αυτό το κουνούπι! Αυτό το μικροσκοπικό έντομο που βουίζει διαρκώς, με

κάνει να τρελαίνομαι από το φόβο μου κι αλίμονο μου αν χωθεί μέσα βαθιά στο

αυτί μου.

Το λιοντάρι ακούγοντας εκείνα τα λόγια του ελέφαντα, γύρισε πίσω στη σπηλιά του.

«Τι ανόητο που ήμουν», έλεγε μέσα του, «να πηγαίνω να αυτοκτονήσω, γιατί φοβάμαι

τον πετεινό. Εγώ είμαι πιο δυνατό κι από τον ελέφαντα ακόμη, μια που εγώ

τουλάχιστο φοβάμαι τον πετεινό, ενώ εκείνος φοβάται το κουνούπι».

Κι αποφάσισε να ζήσει, έστω κι αν φοβόταν τον πετεινό, είχε πάρει βλέπετε θάρρος,

μια που είδε πως υπάρχει και χειρότερος φόβος από το δικό του.

Page 18: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Το Άλογο, το Βόδι, ο Σκύλος και ο Άνθρωπος

Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα, που θα κατοικούσαν, όριζε στο καθένα

απ’ αυτά, πόσα χρόνια θα ζούσε. Σε όλα όπως στη θαλάσσια χελώνα λόγου χάριν,

όρισε να ζει ως 300 χρόνια, σε άλλα όπως το κοράκι για παράδειγμα, διακόσια, στον

ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια, στις πεταλούδες τρεις μέρες. Κι

επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από το Δία και τότε θ’ άρχιζαν να ζούνε,

κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε

ορίσει. Αφού έφτιαξε όλα τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ’ αυτόν έδωσε

και κάτι, που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.

- Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω; Τον ρώτησε ο άνθρωπος.

- Σαράντα! Του απαντάει ο Δίας.

- Καλά! Λέει ο άνθρωπος.

Αμέσως με το λογικό του, σκέφτηκε πως σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα

κοράκι για παράδειγμα ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του

τα πάρει κι αυτά ο Δίας. Όταν βγήκε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη, όλα ήταν

όμορφα γύρω του, αλλά τις νύχτες έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα,

όπως τα άλλα ζώα για να προφυλάσσεται, σκέφτηκε να φτιάξει κάτι. Μάζεψε φύλλα,

τα έραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε

χρησιμοποίησε προβιές αγριμιών. Έπειτα είδε πως τα πουλιά χτίζανε φωλιά και

σκέφτηκε και αυτός να φτιάξει μια φωλιά, αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω κι όχι

ξέσκεπη, όπως οι φωλιές των πουλιών. Με το λογικό λοιπόν που του είχε δώσει ο

Δίας, έφτιαξε ένα σπίτι με σκεπή, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα,

που του χρησίμευαν για να μπορεί να βλέπει τι γίνεται έξω, χωρίς να αναγκάζεται να

βγαίνει από το σπίτι του. Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του.

Τα ζώα έτρεχαν να βρουν κανένα δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του.

Ο άνθρωπος όμως είχε το σπίτι του κι έτσι είχε όσο ίσκιο ήθελε. Ήρθε και ο

χειμώνας κι άρχισαν οι βροχές, τα κρύα, τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και

στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινόταν

Page 19: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου. Ένα βράδυ που έκανε κρύο δυνατό,

χτύπησαν την πόρτα του.

- Ποιος είναι; Ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.

- Είμαι εγώ το άλογο, ακούστηκε απ’ έξω μια φωνή. Πάρε με μαζί σου άνθρωπε

γιατί κρυώνω και εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω.

- Μου χαρίζεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου για να σε πάρω;

- Σου χαρίζω υποσχέθηκε το άλογο.

Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να

δουλεύει. Το άλλο βράδυ παρουσιάστηκε το Βόδι.

- Πάρε με άνθρωπε να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω. Τον παρακάλεσε.

- Σε παίρνω αν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, είπε ο άνθρωπος.

- Με όλη μου την καρδιά απάντησε το Βόδι.

Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το έστρωσε στη δουλειά. Το τρίτο

βράδυ ήρθε ο σκύλος τουρτουρίζοντας.

- Πάρε με άνθρωπε στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω του είπε.

- Εσύ για δουλειά δεν κάνεις, αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Θα σε πάρω όμως για να

φυλάς το σπίτι μου όταν θα λείπω, φτάνει ναν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη

ζωή σου.

- Σου τα χαρίζω φώναξε ο σκύλος πρόθυμα.

Και ο άνθρωπος τον πήρε σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει, κι εκείνος το φύλαγε

πιστά. Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια. Μόνο που όταν τέλειωσε τα

σαράντα δικά του και άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν

εκείνο. Στα δέκα του βοδιού έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται

πάντα το δικό του. Και στα τελευταία δέκα χρόνια που είχε πάρει από το σκύλο,

έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό. Γι’ αυτό από τότε οι άνθρωποι έχουν

Page 20: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

τέτοιο χαρακτήρα: είναι γιατί ζούνε τα χρόνια του αλόγου, του βοδιού και του

σκύλου.

Page 21: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Ο Γάιδαρος και το αλάτι

Ήτανε μια φορά ένας χωρικός που είχε ένα γάιδαρο και τον χρησιμοποιούσε για να

κάνει τις διάφορες δουλειές του. Επειδή ο γάιδαρος του ήταν πολύ χρήσιμος, τον

αγαπούσε και τον περιποιόταν και πολλές φορές, του συγχωρούσε και τα γαϊδουρινά

του πείσματα.

Μια μέρα ο χωρικός φόρτωσε κοφίνια με αλάτι το γάιδαρο, και κίνησε να τα πάει στο

διπλανό χωριό, όπου θα μπορούσε να τα πουλήσει. Όμως, για να φτάσουν σ’ αυτό το

χωριό, έπρεπε να περάσουν ένα ποτάμι.

Καθώς λοιπόν το περνούσαν, ο γάιδαρος παραπάτησε και βούλιαξε μέσα στο νερό. Το

αλάτι όμως βρέθηκε μέσα στο νερό, έλιωσε και έτσι ο γάιδαρος σηκώθηκε πιο

ελαφρύς από μέσα.

Ο χωρικός στενοχωρήθηκε πολύ που έχασε το αλάτι, αλλά ο γάιδαρος ήταν πολύ

ευχαριστημένος.

Μια άλλη μέρα, ο χωρικός φόρτωνε ξανά κοφίνια το γάιδαρο, αλλά αυτή τη φορά τα

κοφίνια είχαν μέσα σφουγγάρια. Ο γάιδαρος νόμιζε πως θα μπορούσε να γλιτώσει και

τώρα από το φορτίο του και έτσι, την ώρα που περνούσαν ξανά από το ποτάμι, έκανε

πως γλίστρησε και βούτηξε ξανά μέσα στο νερό.

Όμως τα σφουγγάρια ήπιαν νερό και βάρυναν, κι έτσι ο γάιδαρος δεν μπόρεσε να

βγει στην επιφάνεια και πνίγηκε.

Page 22: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Η Χελώνα που ήθελε να πετάξει

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού μία χελώνα, που

είχε ένα μεγάλο καημό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.

- Τι κατάρα είναι αυτή, έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. Σέρνω μέρα και νύχτα

αυτό το βαρύ καβούκι και είμαι καρφωμένη πάνω στη γη. Αχ, να ήμουνα και εγώ

ένα πουλάκι, να είχα φτερά να πετούσα! Πως ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που

όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσμο από ψηλά.

Μια, δυο πάπιες άκουσαν το παράπονό της και τη λυπήθηκαν.

- Θέλεις στ’ αλήθεια να πετάξεις κυρά χελώνα; Τη ρώτησαν.

- Αν θέλω; Απάντησε η χελώνα.

Από τη χαρά της η χελώνα, άφησε το ξύλο που κρατούσε με τα δόντια.

- Αυτό είναι το μεγάλο μου όνειρο. Να πετάξω μια φορά κι ας πεθάνω! Που λέει ο

λόγος. Αλλά πως;

- Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε μία πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο,

εγώ και η αδερφή μου θα πιάσουμε με τα ράμφη μας τις δύο άκρες και θα σε

πάρουμε μαζί μας.

- Ναι, ναι φώναξε ενθουσιασμένη η χελώνα. Ωραία ιδέα! Εμπρός, ας μην αργούμε!

Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες με τα ράμφη τους,

τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα μαζί τους.

Το πόσο χαιρόταν η χελώνα δε λέγεται. Τι όμορφα που ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους

είχε πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό της! Πετούσε! Όμως, μέθυσε τόσο πολύ από

τη χαρά της και για μια στιγμή πίστεψε ότι θα μπορούσε να πετάξει και μόνη της.

Έτσι, η κουτή άφησε το ξύλο που κρατούσε με τα δόντια της και φυσικά με το μεγάλο

βάρος που είχε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε.

Page 23: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να είναι ευχαριστημένο

με τη μορφή που του έδωσε ο Θεός και να μη ζηλεύει τα άλλα πλάσματα.

Page 24: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Ο Κάβουρας και η Αλεπού

Ζούσε κάποτε ένας κάβουρας σε μια ακρογιαλιά. Ήταν πολλά καβούρια σ’ εκείνη την

ακρογιαλιά, που ζούσαν ανάμεσα στους βράχους και στα φύκια και καμιά φορά

έβγαιναν για λίγο στην αμμουδιά, ως εκεί που έφτανε το κύμα της θάλασσας κι

έπειτα ξαναγυρνούσαν στις φωλιές τους.

Εκεί, ανάμεσα στα βράχια και στα φύκια, που πότε τα σκέπαζε και πότε τα

ξεσκέπαζε η θάλασσα, ζούσαν όλα μαζί τα καβούρια, έτρωγαν, έπαιζαν,

κοιμόντουσαν. Κι εκεί στις πιο βαθιές σπηλίτσες ή κάτω από βραχάκια, που

σχημάτιζαν κουφάλα, κρύβονταν όταν τα απειλούσε κάποιος κίνδυνος.

Αλλά αυτός ο κάβουρας είχε βαρεθεί να ζει όπως τα άλλα καβούρια. Όταν ανέβαιναν

στην ακρογιαλιά και τα άλλα έτρεχαν να ξαναπέσουν στο νερό, αυτός αργοπορούσε

και καμιά φορά προχωρούσε κάποια μέτρα στην αμμουδιά, γιατί ήθελε να δει πως

ήταν ο κόσμος της στεριάς.

Τέλος, μια μέρα αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη θάλασσα. Προχώρησε ως την

αμμουδιά, ώσπου βρήκε ένα ποταμάκι που κυλούσε ανάμεσα στις πέτρες και ανέβηκε

στην κοίτη του ποταμού για να δει τι ήταν πιο πέρα.

Έφτασε έτσι, σε ένα δάσος και παραξενεύτηκε γιατί ποτέ στη ζωή του δεν είχε

ξαναδεί δέντρα και στην αρχή, νόμισε ότι ήταν κατάρτια καραβιών.

Αλλά καθώς προχωρούσε θαυμάζοντας αυτά που έβλεπε γύρω, τον είδε μία

πεινασμένη αλεπού και πήδησε απάνω του για τον φάει.

«Καλά να πάθω»! είπε μέσα του ο κάβουρας. «Αφού ήμουνα θαλασσινός τι γύρευα

στη στεριά;»

Page 25: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Το Λιοντάρι και το Ποντίκι

Μια φορά ένα λιοντάρι κοιμότανε στη φωλιά του. Είχε φάει από το βράδυ, ένα βόδι

ολόκληρο, είχε πιει μπόλικο νερό και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο και έβλεπε

όνειρα λιονταρίσια. Ξαφνικά, ένιωσε στον ύπνο του πως κάτι τον γαργαλούσε, σαν να

περπατούσε κάποιος, πολύ ελαφρά είναι η αλήθεια, πάνω στο κορμί του. Άνοιξε τα

μάτια του και τι να δει: ήτανε ένα ποντίκι!

Θύμωσε τότε με το ποντίκι, που ένα τόσο ταπεινό και μικρούλικο ζωάκι τόλμησε να

του χαλάσει την ησυχία του και αρπάζοντάς το με το πόδι του, ετοιμάστηκε να το

φάει.

Αλλά το ποντίκι άρχισε να τον παρακαλάει κλαίγοντας:

- Άφησέ με βασιλιά μου να ζήσω και εγώ μπορεί μια μέρα να σου ξεπληρώσω την

καλοσύνη που θα μου κάνεις.

Το λιοντάρι που ήτανε πια χορτάτο και δεν μπορούσε να φάει ούτε ένα ποντικό,

γέλασε με τα λόγια που άκουσε και είπε:

- Σου χαρίζω τη ζωή, μόλο που ποτέ δεν θα μπορούσες εσύ να με βοηθήσεις.

Κάποτε όμως το λιοντάρι έπεσε σ’ ένα λάκκο – παγίδα που είχαν ανοίξει κάποιοι

κυνηγοί, κι εκείνοι του έδεσαν τα πόδια με χοντρά σχοινιά και το άφησαν για να πάνε

στο χωριό τους να φέρουν κι άλλους ανθρώπους, να τους βοηθήσουν για να το

κουβαλήσουν, επειδή ήταν πολύ βαρύ. Ύστερα από λίγη ώρα, έτυχε να περνάει από

κει ο ποντικός και άκουσε βογκητά. Κατέβηκε τότε στο λάκκο, είδε το δεμένο

λιοντάρι και το γνώρισε.

- Κάποτε μου χάρισες τη ζωή του είπε. Τώρα θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου

και θα σε ελευθερώσω.

- Εσύ θα με ελευθερώσεις; Ρώτησε απορώντας το λιοντάρι. Πως είναι δυνατό;

- Τώρα θα δεις είπε το ποντίκι.

Page 26: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Κι άρχισε με σουβλερά του δόντια να ροκανίζει τα χοντρά σχοινιά, που έδεναν τα

πόδια του λιονταριού. Ύστερα από τρεις έως τέσσερις ώρες, τα σχοινιά ήταν

κομμένα και το λιοντάρι μπόρεσε μ’ ένα πήδημα να βγει από το λάκκο. Δεν έφυγε

όμως αμέσως, γιατί περίμενε να σκαρφαλώσει και το ποντίκι επάνω, μια που κι αυτό

δεν μπορούσε να βγει μ’ ένα πήδημα.

- Σ’ ευχαριστώ πολύ! Του είπε συγκινημένο το λιοντάρι.

- Σου είχα υποσχεθεί, πως θα σου ξεπλήρωνα την καλοσύνη που μου έκανες και

κράτησα την υπόσχεσή μου του είπε το ποντίκι. Τότε γέλασες μαζί μου, γιατί δεν

πίστευες πως εγώ, ένα μικρό και αδύνατο ποντίκι, θα μπορούσα να βοηθήσω

εσένα, το βασιλιά των ζώων. Πρέπει να ξέρεις όμως, πως και οι πιο αδύνατοι

μπορούν να ξεπληρώσουν το καλό που κάνουν οι δυνατότεροί τους.

Page 27: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Το Λιοντάρι, ο Κυνηγός και ο Λοτόμος

Μια φορά ένας κυνηγός, ξεκίνησε να κυνηγήσει ένα λιοντάρι, που του είχε κάνει

μεγάλες ζημιές, γιατί είχε μπει νύχτα στα κτήματά του και του είχε κατασπαράξει

βόδια και άλογα. Κίνησε λοιπόν χαράματα, οπλισμένος να εξοντώσει εκείνο το αγρίμι

που του έκανε τόσες καταστροφές. Έξω από το κτήμα του βρήκε εύκολα τα χνάρια

του θηρίου. Στην αρχή ήταν μια πλατιά ματωμένη γραμμή, που έδειχνε πως το

λιοντάρι έσερνε στο χώμα τα θύματά του, που τα είχε σκοτώσει πια. Έπειτα σε μια

πλαγιά, βρήκε κόκκαλα από τα ζώα που είχε χάσει. Εκεί θα είχε καθίσει το αγρίμι

για να τα ξεκοκαλίσει με την ησυχία του. Τα χνάρια του λιονταριού διακρίνονταν

τώρα καθαρά πάνω στο χώμα. Τα πόδια του ήταν καταματωμένα, καθώς πάταγε το

αίμα των θυμάτων του, την ώρα που τα έτρωγε και έτσι στο χώμα διακρίνονταν οι

κόκκινες βαριές πατημασιές του.

Ο κυνηγός τις ακολούθησε, ώσπου έφτασε σε μια πηγή. Εκεί το λιοντάρι θα στάθηκε

για να σβήσει τη δίψα του και φλογισμένο καθώς ήταν από το πολύ φαγητό, θα

χώθηκε ολόκληρο στην πηγή, γιατί από κει και πέρα, δεν διακρίνονταν κόκκινα

σημάδια στο χώμα. Ωστόσο, ο κυνηγός ακολούθησε τα χνάρια του λιονταριού λίγο

διάστημα και ύστερα τα έχασε, γιατί ο τόπος ήταν όλος πέτρες. Είχε μπει πια μέσα

στο δάσος και τώρα του ήταν πολύ δύσκολο ν’ ανακαλύπτει τα λιγοστά ίχνη, που

άφησε στο πέρασμά του το θηρίο. Καμιά πατημασιά σε μέρος που υπήρχε χώμα, καμιά

μακριά τρίχα από τη χαίτη του, που είχε κολλήσει πάνω σε πέτρα. Προχωρώντας

έτσι ο κυνηγός, έφτασε σ’ ένα μέρος όπου κάποιος λοτόμος έκοβε δέντρα.

- Καλημέρα του είπε ο λοτόμος.

- Καλημέρα.

- Σε βλέπω οπλισμένο βαριά. Είσαι κυνηγός;

- Ναι. Κυνηγάω ένα λιοντάρι που μου έφαγε όλα τα άλογα και τα βόδια.

Παρακολουθώ τα χνάρια του από το πρωί, αλλά τα έχασα γιατί είναι πετρότοπος

και δεν φαίνονται καθαρά. Μήπως είδες εσύ τίποτα αχνάρια λιονταριού;

Page 28: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

- Αχνάρια δεν είδα γιατί δεν κοίταξα. Ξέρω όμως που είναι η σπηλιά όπου μένει το

λιοντάρι. Θέλεις να σου την δείξω;

- Όχι, όχι σ’ ευχαριστώ, βιάστηκε να του πει ο κυνηγός. Εγώ τα χνάρια του

λιονταριού σου ζήτησα να μου δείξεις κι όχι τη σπηλιά του.

Κι έφυγε κατατρομαγμένος, σα να έβλεπε μπροστά του το ίδιο το λιοντάρι. Γιατί ο

κυνηγός εδώ που τα λέμε, ήταν θρασύδειλος κι ένας θρασύδειλος παριστάνει το

παλικάρι μόνο όταν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος.

Page 29: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Η Γυναίκα και οι δουλειές

Ζούσε κάποτε μια χήρα, που ήταν πλούσια και είχε δούλες. Είχε σπίτι μεγάλο και

χωράφια κι ήταν τόσο εργατική ώστε μόλις λαλούσε ο πετεινός της, σηκωνόταν από

το κρεβάτι της, ξυπνούσε και τις δούλες κι άρχιζε αμέσως τις δουλειές. Έπρεπε να

συγυρίσουν το σπίτι, να ζυμώσουν, να ψήσουν ψωμί, να μαγειρέψουν, να ταΐσουν τις

κότες, να βγάλουν την κατσίκα και τη γελάδα στο λιβάδι να βοσκήσουν, να

κουβαλήσουν το ψωμί και το φαγητό σ’ εκείνους που δούλευαν στα χωράφια.

Οι δουλειές ήταν αμέτρητες κάθε μέρα και οι δούλες βαρυγκωμούσαν.

- Δεν είναι κατάσταση αυτή έλεγαν.

- Θα πεθάνουμε στα πόδια μας.

- Μας ξυπνάει προτού καλά, καλά χαράξει.

- Μόλις λαλήσει εκείνος ο καταραμένος πετεινός της.

Μια δούλα είπε τότε στις άλλες.

- Εκείνος ο πετεινός της τα φταίει όλα. Αν δεν λαλούσε νύχτα ακόμα εμείς θα

κοιμόμασταν ως το πρωί.

- Πετεινός είναι θα λαλήσει. Πως θα τον εμποδίσουμε;

- Να τον πνίξουμε, πρότεινε μία δούλα.

Οι άλλες βρήκαν σωστή τη συμβουλή της και το ίδιο βράδυ μπήκαν κρυφά στο

κοτέτσι και έπνιξαν τον πετεινό. Αλλά βγήκε χειρότερα γι’ αυτές. Γιατί η χήρα, τώρα

που δεν είχε τον πετεινό της να την ξυπνάει με το λάλημά του, ξυπνούσε πολύ πιο

νωρίς, γιατί φοβόταν μήπως δεν προφτάσει τις δουλειές και ξυπνούσε από εκείνη

την ώρα και τις δούλες της.

Page 30: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

Ο Γεωργός και τα Παιδιά του

Κάποτε ένας γεωργός αρρώστησε βαριά. Κάθε μέρα που περνούσε όλο και

χειροτέρευε. Τότε κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του και κάλεσε κοντά του τους

δυο γιούς του, που ήταν δυνατά και γεροδεμένα παλικάρια, αλλά είχαν ένα μεγάλο

ελάττωμα την τεμπελιά. Έτσι με αδύνατη και κουρασμένη φωνή τους είπε:

- Παιδιά μου εγώ τώρα φεύγω από αυτό τον κόσμο και αφήνω στα χέρια σας ότι

έχω. Εγώ δούλεψα όσο μπορούσα. Τώρα είναι η σειρά σας να δουλέψετε για να μη

χαθούν όλα αυτά που θα σας αφήσω. Μέσα στο αμπέλι λοιπόν σας έχω αφήσει όλη

μου την περιουσία. Τον θησαυρό τον έχω κρύψει πολύ καλά αλλά αξίζει τον κόπο

που θα κάνετε για να τον βρείτε γιατί θα σας κάνει πλούσιους. Προσέξτε όμως

καλά. Θα είναι δικός σας μόνο αν τον βρείτε χωρίς να χαλάσετε τα κλήματα από

το αμπέλι. Και κάτι ακόμα. Να τον μοιράσετε δίκαια.

Και μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τα παιδιά του. Τα παιδιά πέρασαν μέρες λύπης. Τα

τελευταία λόγια του πατέρα τους έρχονταν συνέχεια στο μυαλό τους. Έτσι ένα ωραίο

πρωινό στις αρχές της άνοιξης πήραν από ένα τσαπί και από ένα κλαδευτήρι και

τράβηξαν για το αμπέλι. Όταν έφτασαν λοιπόν στο αμπέλι κοίταξαν ολόγυρα πολύ

ώρα. Κανένα όμως σημάδι δεν έδειχνε πως εκεί μπορούσε να είναι ο θησαυρός.

- Νομίζω ότι πρέπει να σκάψουμε βαθιά όλο το αμπέλι. Έτσι όπου και να βρίσκεται

θα τον βρούμε είπε ο ένας.

- Να μη χάνουμε λοιπόν καιρό είπε ο δεύτερος.

Με τις τσάπες τους έσκαβαν βαθιά στο χώμα και το αναποδογύριζαν.

- Τα κλαδιά μας εμποδίζουν είπε ο ένας.

- Ας τα κλαδέψουμε είπε ο άλλος.

Συνεχίζοντας έτσι έφτασαν στο τέλος. Έσκαψαν και την τελευταία πιθαμή αλλά ο

θησαυρός πουθενά! Απογοητευμένοι γύρισαν στο σπίτι τους… Πέρασε πολύς καιρός,

ήρθε το καλοκαίρι και στη συνέχεια το φθινόπωρο. Ήταν η εποχή να τρυγήσουν και

Page 31: ΑΙΣΩΠΟΣ - dim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cydim-mouttagiaka-lem.schools.ac.cy/data/uploads/ekpaideutiko-yliko-… · και τον πήρε μαζί του σαν δούλο

τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν πάλι για το αμπέλι. Μα εκεί, με μεγάλη έκπληξη είδαν τις

βέργες με τόσα πολλά σταφύλια που ακουμπούσαν στη γη. Άρχισαν με χαρά να

κόβουν τα σταφύλια, να γεμίζουν τα κοφίνια και να τα σωριάζουν στα πατητήρια. Η

σοδειά του αυτό το χρόνο ήταν θησαυρός! Πουλούσαν τα σταφύλια και άλλα τα

έκαναν κρασί και το πωλούσαν κι αυτό. Κι έπαιρναν χρήματα, τα σώριαζαν επάνω στο

τραπέζι και τα μοίραζαν δίκαια, όπως τους είχε πει ο πατέρας τους. Έτσι θησαυρό

μπορεί να μη βρήκαν, όμως οι κόποι τους ξεπληρώθηκαν με το παραπάνω.