5
μ π’ Ανα νήσεις α τον Στρατό (1970-1972) Α Το απόγευμα, στις 20.4.1970, ήμουν στην Κόρινθο, για να “παρουσιαστώ” στον Στρατό. Πρώτα, πήγα σε ένα κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο και κουρεύτηκα με την “ψιλή”, για να μη με κουρέψει μεσ’ το στρατόπεδο κανένας φαντάρος “σα γίδι”. Στο κουρείο ήταν και ένας ποδοσφαιριστής του “ Απόλλωνα Καλαμαριάς(τότε, β' εθνική), που ήταν, εντελώς “ψαρωμένος”. Μόλις άκουσε ότι είμαι απ' τη Θεσσαλονίκη, κόλλησε μαζί μου. Καθίσαμε σ’ ένα καφενείο, απέναντι απ’ την πύλη του στρατοπέδου, ως την “ τελευταία διορία παρουσίασης”, στις πέντε... Βλέπαμε, αμίλητοι, αυτούς που διστακτικά, περνούσαν την πύλη, παραλαμβάνονταν, αμέσως, απ’ τους εκπαιδευτές, οι οποίοι με αγριοφωνάρες (“τρέξτε στραβάδια”, “νέοι θα πήξετε” κ.ά.) , τους εξαφάνιζαν στο στρατόπεδο... Νιώθαμε ένα σφίξιμο στην καρδιά, που γινόταν χειρότερο, κάθε φορά, που κάποιος φαντάρος έβγαινε απ’ την πύλη και φώναζε σε όσους καθόμασταν στο καφενείο, “νέοι..., έφθασε η ώρα σας...”. Πέντε παρά πέντε, πήραμε τη μεγάλη απόφαση και περάσαμε την πύλη του στρατοπέδου... Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται..., δεν πρόλαβε να καταγραφεί στη μνήμη... Όλα έγιναν μέσα σε πανικό, με φωνές, τρέξιμο, σπρωξιές και αγωνία... Δεν προλάβαινα να δω, που πάω, ποιος είναι δίπλα μου και που βρίσκομαι... Τελικά, βρέθηκα, πάλι μαζί με τον ποδοσφαιριστή, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός θαλάμου, στον δεύτερο όροφο ενός κτιρίου... 6 ο Σύνταγμα Πεζικού, 1 ο Τάγμα, 3 ος Λόχος, 4 η Διμοιρία... Είχαμε και οι δυο στον ώμο μας, ένα μπόγο... (μια κουβέρτα, μέσα στην οποία είχαμε ρίξει, ανάκατα, φόρμες, άρβυλα, σκελέες, κάλτσες, μπογιές κάμελ...), σα γύφτοι με το “εμπόρευμα”... Απ’ την ανοιχτή πόρτα του θαλάμου βλέπαμε, ακίνητους στρατιώτες, σαν αγάλματα, μπροστά στα σιδερένια κρεβάτια τους, με βλέμμα, ακίνητο, μπροστά... Δεν ακουγόταν τίποτε... Ήταν η “ νυχτερινή αναφορά”... Ο ποδοσφαιριστής με το μπόγο του, οπισθοχώρησε ένα βήμα και κρύφτηκε πίσω μου... Μπήκα διστακτικά στο θάλαμο και με ακολούθησε... Με το πρώτο βήμα που κάναμε, ακούστηκε μια βαριά, αυστηρή φωνή..., μπήκαν νέοι στο θάλαμο και δεν έχουν ντυθεί ακόμα; ”... Αστραπιαία, 20 τουλάχιστον άτομα έπεσαν πάνω μας, άνοιξαν τους μπόγους μας, μας ξέντυσαν και μας έντυσαν στρατιωτικά, σε “ χρόνο μηδέν”... Κάποιος ψιθύρισε, Στέλιο, μη φοβάσαι και μη κάνεις τίποτε ”... Ήταν ο συνάδελφος κτηνίατρος Κωστάκης Ακριβόπουλος, που είχε παρουσιαστεί λίγες μέρες νωρίτερα. Αμέσως μετά, όλοι, στάθηκαν πάλι σαν αγάλματα μπροστά στα κρεβάτια τους κι εμείς, μείναμε, μόνοι, στη μέση του θαλάμου, κοιτάζοντας ο ένας από ‘δω, ο άλλος απο ‘κει και τους μπόγους. Αυτός, με τη βαριά φωνή, πλησίασε αργά... Ήταν ένας ξανθός, λοχίας, πολύ αδύνατος, με γαλάζια μάτια. Τον κοίταξα, αλλά το βλέμμα του, ήταν αυστηρό και ψυχρό και αμέσως, κοίταξα αλλού. Συνέχισε να πλησιάζει. Ήταν κοντός, ως το σαγόνι μου. Όταν δεν μπορούσε να πλησιάσει άλλο, είπε, “ τι είσαι 'συ!”. “Στέλιος Χαραλαμπίδης”, απάντησα. Μπακάλης, είσαι;”, μου λέει. “Όχι, κτηνίατρος”, του λέω... Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, η στιχομυθία θα έβγαζε πολύ γέλιο, αλλά εκείνη τη στιγμή, οδήγησε απλώς, σε μια παγερή αμηχανία, που έσπασε απότομα, η βαριά φωνή του, “σε χρόνο μηδέν, να μάθουν να αναφέρονται! ”. Έπεσαν πάλι όλοι πάνω μας και μας έλεγαν, πως κάθε φορά, που θα μας ρωτούσε κάποιος ή όταν ο λοχίας μας κοίταζε επίμονα…, αναφερόμαστε. Το σωστό ήταν, “Στυλιανός Χαραλαμπίδης, ΥΕΑ”, με ιδανική ένταση φωνής, κάτι μεταξύ ουρλιαχτού και τσιρίδας, που σπάζει τζάμια... Εν τω μεταξύ, χτύπησε “σιωπητήριο”. Μου έδωσαν το μοναδικό ελεύθερο κρεβάτι, που ήταν…, δίπλα στο κρεβάτι του λοχία. Την κουκέτα, πάνω απ’ το κρεβάτι μου, την πήρε ο ποδοσφαιριστής. Έβγαλα τα άρβυλα και έπεσα στο κρεβάτι, με τα ρούχα. Σχεδόν, αμέσως, με πλησίασε, έρποντας, ο Κωστάκης Ακριβόπουλος και μου ψιθύρισε, “Στέλιο, τα άρβυλά σου είναι ανοιχτόχρωμα και αύριο πρωί στην αναφορά, πρέπει να είναι μαύρα..., πήγαινε στο διάδρομο και βάψ' τα με το κάμελ, που έχεις, πριν σβήσουν τα φώτα ”. Σηκώθηκα, προσεκτικά, πήρα τα άρβυλα και το κάμελ και πήγα στα τέσσερα, στο διάδρομο και τα έβαψα με τα χέρια, στα σκοτεινά..., επειδή τα φώτα έσβησαν...

Ανα νήσειςα τονΣτρατό μ π’users.auth.gr/harala/A3 00 13.Αναμνήσεις απ'τον Στρατό,1970-1972... · κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο

  • Upload
    others

  • View
    2

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Ανα νήσειςα τονΣτρατό μ π’users.auth.gr/harala/A3 00 13.Αναμνήσεις απ'τον Στρατό,1970-1972... · κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο

μ π’ Ανα νήσειςα τονΣτρατό(1970-1972)

Α

Το απόγευμα, στις 20.4.1970, ήμουν στην Κόρινθο, για να “παρουσιαστώ” στον Στρατό. Πρώτα, πήγα σε ένακουρείο, κοντά στο στρατόπεδο και κουρεύτηκα με την “ψιλή”, για να μη με κουρέψει μεσ’ το στρατόπεδοκανένας φαντάρος “σα γίδι”. Στο κουρείο ήταν και ένας ποδοσφαιριστής του “Απόλλωνα Καλαμαριάς” (τότε, β'εθνική), που ήταν, εντελώς “ψαρωμένος”. Μόλις άκουσε ότι είμαι απ' τη Θεσσαλονίκη, κόλλησε μαζί μου.Καθίσαμε σ’ ένα καφενείο, απέναντι απ’ την πύλη του στρατοπέδου, ως την “τελευταία διορία παρουσίασης”,στις πέντε... Βλέπαμε, αμίλητοι, αυτούς που διστακτικά, περνούσαν την πύλη, παραλαμβάνονταν, αμέσως, απ’τους εκπαιδευτές, οι οποίοι με αγριοφωνάρες (“τρέξτε στραβάδια”, “νέοι θα πήξετε” κ.ά.), τους εξαφάνιζαν στοστρατόπεδο... Νιώθαμε ένα σφίξιμο στην καρδιά, που γινόταν χειρότερο, κάθε φορά, που κάποιος φαντάροςέβγαινε απ’ την πύλη και φώναζε σε όσους καθόμασταν στο καφενείο, “νέοι..., έφθασε η ώρα σας...”.

Πέντε παρά πέντε, πήραμε τη μεγάλη απόφαση και περάσαμε την πύλη του στρατοπέδου... Το τι ακολούθησεδεν περιγράφεται..., δεν πρόλαβε να καταγραφεί στη μνήμη... Όλα έγιναν μέσα σε πανικό, με φωνές, τρέξιμο,σπρωξιές και αγωνία... Δεν προλάβαινα να δω, που πάω, ποιος είναι δίπλα μου και που βρίσκομαι... Τελικά,βρέθηκα, πάλι μαζί με τον ποδοσφαιριστή, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός θαλάμου, στον δεύτερο όροφοενός κτιρίου... 6ο Σύνταγμα Πεζικού, 1ο Τάγμα, 3ος Λόχος, 4η Διμοιρία... Είχαμε και οι δυο στον ώμο μας, έναμπόγο... (μια κουβέρτα, μέσα στην οποία είχαμε ρίξει, ανάκατα, φόρμες, άρβυλα, σκελέες, κάλτσες, μπογιέςκάμελ...), σα γύφτοι με το “εμπόρευμα”...

Απ’ την ανοιχτή πόρτα του θαλάμου βλέπαμε, ακίνητους στρατιώτες, σαν αγάλματα, μπροστά στα σιδερένιακρεβάτια τους, με βλέμμα, ακίνητο, μπροστά... Δεν ακουγόταν τίποτε... Ήταν η “νυχτερινή αναφορά”...

Ο ποδοσφαιριστής με το μπόγο του, οπισθοχώρησε ένα βήμα και κρύφτηκε πίσω μου... Μπήκα διστακτικάστο θάλαμο και με ακολούθησε... Με το πρώτο βήμα που κάναμε, ακούστηκε μια βαριά, αυστηρή φωνή...,“μπήκαν νέοι στο θάλαμο και δεν έχουν ντυθεί ακόμα;”... Αστραπιαία, 20 τουλάχιστον άτομα έπεσαν πάνω μας,άνοιξαν τους μπόγους μας, μας ξέντυσαν και μας έντυσαν στρατιωτικά, σε “χρόνο μηδέν”... Κάποιος ψιθύρισε,“Στέλιο, μη φοβάσαι και μη κάνεις τίποτε”... Ήταν ο συνάδελφος κτηνίατρος Κωστάκης Ακριβόπουλος, που είχεπαρουσιαστεί λίγες μέρες νωρίτερα.

Αμέσως μετά, όλοι, στάθηκαν πάλι σαν αγάλματα μπροστά στα κρεβάτια τους κι εμείς, μείναμε, μόνοι, στημέση του θαλάμου, κοιτάζοντας ο ένας από ‘δω, ο άλλος απο ‘κει και τους μπόγους. Αυτός, με τη βαριά φωνή,πλησίασε αργά... Ήταν ένας ξανθός, λοχίας, πολύ αδύνατος, με γαλάζια μάτια. Τον κοίταξα, αλλά το βλέμματου, ήταν αυστηρό και ψυχρό και αμέσως, κοίταξα αλλού. Συνέχισε να πλησιάζει. Ήταν κοντός, ως το σαγόνιμου. Όταν δεν μπορούσε να πλησιάσει άλλο, είπε, “τι είσαι 'συ!”. “Στέλιος Χαραλαμπίδης”, απάντησα.“Μπακάλης, είσαι;”, μου λέει. “Όχι, κτηνίατρος”, του λέω... Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, η στιχομυθία θαέβγαζε πολύ γέλιο, αλλά εκείνη τη στιγμή, οδήγησε απλώς, σε μια παγερή αμηχανία, που έσπασε απότομα, ηβαριά φωνή του, “σε χρόνο μηδέν, να μάθουν να αναφέρονται!”. Έπεσαν πάλι όλοι πάνω μας και μας έλεγαν,πως κάθε φορά, που θα μας ρωτούσε κάποιος ή όταν ο λοχίας μας κοίταζε επίμονα…, αναφερόμαστε. Τοσωστό ήταν, “Στυλιανός Χαραλαμπίδης, ΥΕΑ”, με ιδανική ένταση φωνής, κάτι μεταξύ ουρλιαχτού και τσιρίδας,που σπάζει τζάμια... Εν τω μεταξύ, χτύπησε “σιωπητήριο”. Μου έδωσαν το μοναδικό ελεύθερο κρεβάτι, πουήταν…, δίπλα στο κρεβάτι του λοχία. Την κουκέτα, πάνω απ’ το κρεβάτι μου, την πήρε ο ποδοσφαιριστής.Έβγαλα τα άρβυλα και έπεσα στο κρεβάτι, με τα ρούχα. Σχεδόν, αμέσως, με πλησίασε, έρποντας, ο ΚωστάκηςΑκριβόπουλος και μου ψιθύρισε, “Στέλιο, τα άρβυλά σου είναι ανοιχτόχρωμα και αύριο πρωί στην αναφορά,πρέπει να είναι μαύρα..., πήγαινε στο διάδρομο και βάψ' τα με το κάμελ, που έχεις, πριν σβήσουν τα φώτα”.Σηκώθηκα, προσεκτικά, πήρα τα άρβυλα και το κάμελ και πήγα στα τέσσερα, στο διάδρομο και τα έβαψα μετα χέρια, στα σκοτεινά..., επειδή τα φώτα έσβησαν...

Page 2: Ανα νήσειςα τονΣτρατό μ π’users.auth.gr/harala/A3 00 13.Αναμνήσεις απ'τον Στρατό,1970-1972... · κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο

Το επόμενο πρωί, στην “αναφορά”, με πλησίασε ο λοχίας, κοιτάζοντάς με έντονα. Φώναξα, όσο πιο δυνατάμπορούσα, “Στέλιος Χαραλαμπίδηηης”, ξεχνώντας το ΥΕΑ. “Άκουσε κανείς τίποτε;” ρώτησε με τη βαριά φωνήτου και με ξανακοίταξε, επίμονα. “Όχιιιιιιιιιι”, απάντησε, σύσσωμος ο θάλαμος. “Στυλιανός, ΥΕΑΑΑΑΑΑΑΑ”,ούρλιαξα εγώ..., ξεχνώντας το Χαραλαμπίδης... “Τι είναι αυτό εδώ;” μου λέει, ο λοχίας, κοιτώντας τη ζώνη μου.Κοιτάζω..., δεν ξέρω τι είναι... “πέντε μέρες στα καζάνια”, συνεχίζει ο λοχίας, “το φοράς ανάποδα”. Ήταν η θήκητης ξιφολόγχης, που μέσ’ τον χθεσινό χαμό, την είχαν περάσει στη ζώνη μου ανάποδα... (το μεσημέρι, πουπήγα στα μαγειρεία για τα καζάνια..., ήταν εκεί, μαζεμένο, το μισό στρατόπεδο και ο μάγειρας με έδιωξε...).Βγήκαμε έξω και μαζέψαμε, ένα-ένα τα φύλα ευκαλύπτου απ’ το έδαφος. Τα βάζαμε, μέσα στα καπέλα μας.Έξω απ’ το εστιατόριο, τα ρίξαμε στους κάδους και μπήκαμε για το πρωινό... Το ίδιο γινόταν κάθε μέρα(“αποψήλωση”), επειδή το στρατόπεδο ήταν γεμάτο ευκάλυπτους...

Μετά το πρωινό, άρχιζαν οι ασκήσεις, η γυμναστική, ο βηματισμός... Δεν είχαμε καθόλου ελεύθερο χρόνο,ολόκληρη τη μέρα. Όταν βγαίναμε έξω απ’ τον θάλαμο, π.χ. για να πάμε στην τουαλέτα, έπρεπε να τρέχουμε.Γενικά, το περπάτημα απαγορευόταν. Ευτυχώς, τρώγαμε πολύ καλά και ειδικά εγώ, που τρελαινόμουν για τηνκρέμα, έτρωγα συνήθως και τις μερίδες 2-3 φίλων...

Όταν πέρασε ο πρώτος μήνας εκπαίδευσης, πήραμε όπλα, “Μ1” και “Tomsen”, που μάθαμε να τα “λύνουμε” καινα τα “δένουμε” σε “χρόνο μηδέν”. Τώρα, κάθε πρωί, πηγαίναμε για ασκήσεις και για σκοποβολή στα“Eξαμίλια”, κοντά στην Ακροκόρινθο.

Page 3: Ανα νήσειςα τονΣτρατό μ π’users.auth.gr/harala/A3 00 13.Αναμνήσεις απ'τον Στρατό,1970-1972... · κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο

Όταν το μεσημέρι γυρίζαμε με γρήγορο βηματισμό, κουβαλώντας, το, εφτά κιλών, “Μ1”, ο ιδρώτας έτρεχε απ’την άκρη της μύτης, σα βρύση. Μόλις φθάναμε στο στρατόπεδο, άρχιζαν οι αγγαρείες, η χειρότερη απ' τιςοποίες ήταν το φόρτωμα υγρών και στερεών απορριμάτων στα “ρέο” και η μεταφορά τους στονσκουπιδότοπο... Φρικτή κατάσταση, επειδή μέσα στην αφόρητη καλοκαιρινή ζέστη, τις απαίσιες μυρουδιέςκαι τις μύγες, έπρεπε να είσαι ως το γόνατο μέσα στα σκουπίδια... Με έναν φίλο θεσσαλονικιό γιατρό,επιδιώκαμε τις “καλιόπες”, που δεν τις ήθελαν οι άλλοι, ανκαι απ’ το συνεχές καθάρισμα, έλαμπαν απόκαθαριότητα (επιπλέον, εκεί είχαμε δροσιά).

Το βράδυ είχαμε δίωρες βάρδιες ως θαλαμοφύλακες. Προτιμούσα την βάρδια 02.00-04.00, που δεν την ήθελεκανένας, επειδή μπορούσα να κοιμηθώ 4,5 ώρες πριν και 3,5 ώρες μετά. Εξάλλου, εκείνη την ώρα είχεδροσιά, ακουγόταν μόνο τ’ αϊδόνια και ακουμπισμένος στις κουκέτες, χαλάρωνα, αναπολώντας, τηνκαθημερινή διαδρομή, που έκανα ως πρωτοετής φοιτητής, για το μάθημα της Οργανικής Χημείας με τονΒάρβογλη…, στις 7 το πρωί, μέσα στην πρωινή ομίχλη και το αχνό φως…, απ’ την Φοιτητική Εστία ως τοΤμήμα Χημείας, μέσα στο δάσος, που υπήρχε τότε στο Α.Π.Θ.

Τα πρωινά της Κυριακής, το δεύτερο μήνα της εκπαίδευσής μας, στην Κόρινθο, μας έβαζαν στις κερκίδες τουσταδίου του στρατοπέδου και περιμέναμε τους συγγενείς και φίλους, επισκέπτες. Όσοι δεν είχαν επισκέψειςχάζευαν τους επισκέπτες των άλλων. Θυμάμαι τον ηθοποιό Λάμπρο Κωνσταντάρα, που ερχόταν να δει το γιοτου, τον Δημήτρη, που ήταν παχουλός και συνεσταλμένος... Ο Κωνσταντάρας, φορούσε γαλάζιο, σταυρωτόκουστούμι, όπως στις ταινίες και συνοδεύονταν, συνήθως, από νεαρές, όμορφες ηθοποιούς, που αποσπούσαντην προσοχή όλων.

Την τελευταία μέρα της βασικής εκπαίδευσης, πριν αρχίσουν οι εξετάσεις ΥΕΑ (Υποψήφιοι ΕφεδροιΑξιωματικοί), γινόταν άτυποι αγώνες, που περιλάμβαναν τροχάδην, με πλήρη εξοπλισμό, απ’ τα “Εξαμίλια” ωςτο στρατόπεδο στην Κόρινθο και αμέσως μετά, άλμα εις μήκος, άλμα εις ύψος, μεταφορά τραυματία για 50μέτρα και υπερπήδηση σκάμματος, με τη χρησιμοποίηση σχοινιού. Τη ημέρα εκείνη, αντί του “Μ1”, που ζύγιζε7 κιλά, μου έδωσαν να κουβαλήσω μια, 10 κιλών, αντι-αρματική νάρκη. Με τη νάρκη αγκαλιά, έφθασα,μεταξύ των πρώτων, στο στρατόπεδο, πέρασα γρήγορα τα υπόλοιπα αγωνίσματα και σωριάστηκα,μισολιπόθυμος στη σκιά ενός δένδρου... Όσοι έφθαναν αργότερα, σωριάζονταν από δω και από κει στοστάδιο, μεσ' την κάψα του ήλιου... και ήταν Ιούνιος...

Στην Κόρινθο, κατατάσσονταν, τότε, οι “εξ αναβολής”, γιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί, κτηνίατροι,γεωπόνοι, χημικοί κ.ά., 25-35 ετών και, υποχρεωτικά, ήταν όλοι ΥΕΑ. Οι εκπαιδευτές ήταν 21-22 ετών,συνήθως χωριατόπαιδα και υπηρετούσαν τη στρατιωτική θητεία τους. Ο λοχίας μας (Ι.N.), ήταν τελειόφοιτοςγυμνασίου και δούλευε ως φωτογράφος στην Άρτα. Σε ολόκληρη τη διάρκεια της εκπαίδευσης, ήταν πολύαυστηρός, ψυχρός και απόλυτα σταθερός στη σκληρή συμπεριφορά απέναντί μας. Έλεγε, ότι δε θα φύγουμεαπ' την Κόρινθο, αν δεν σπάσουν, πρώτα, τα τζάμια του θαλάμου, απ’ το δυνατό χτύπημα το ποδιού μας στοπάτωμα, όταν διέτασσε “προσοχή”. Είναι αλήθεια ότι, στο τέλος, τα τζάμια έτριζαν και η φωνή μας έβγαινετόσο αβίαστα δυνατή, που τρόμαζα και ο ίδιος απ’ την έντασή της... Θυμάμαι, όταν στο τέλος τηςεκπαίδευσης, περνούσαμε απ’ τις διάφορες επιτροπές επιλογής ΥΕΑ, τη στιγμή που αναφερόμουν, είχαχτυπήσει τόσο δυνατά το πόδι στο έδαφος, που ο επίατρος, πρόεδρος της επιτροπής, τρόμαξε και είπε, “σιγά,παιδί μου, πιο ήρεμα”...

Σύμφωνα με “έγκυρες” πηγές, που είχαν ορισμένοι φαντάροι (“ράδιο αρβύλα”), εγώ δεν ήμουν στουςεπιτυχόντες για δόκιμος αξιωματικός, κάτι λογικό, αφού δεν έβαλα “δόντι”, ούτε είχα ποτέ ενταχθεί σεπολιτικό κόμμα... Τελικά, απ’ τους 17 κτηνιάτρους ΥΕΑ, που ήμασταν στην Κόρινθο, γίναμε δόκιμοι, οι πέντε, οιαουτσάϊντερ, αυτοί χωρίς “δόντι”...

Λίγες μέρες αργότερα, φορώντας τη στολή του δόκιμου αξιωματικού υγειονομικού, περίμενα μαζί με τον Γ.Μ.(φίλο γιατρό απ’ τη Θεσσαλονίκη), να φύγουμε για τη Χίο, όταν μας πλησίασε ο λοχίας Ι.Ν. Αυτή τη φορά ήτανχαμογελαστός και είπε, με τη βαριά φωνή του, “αρχικά, θέλω να σας συγχαρώ και μετά, να σας ευχαριστήσω γιατη συνεργασία..., φαντάζομαι, ότι δεν κρατάτε κακία”... Τον διαβεβαιώσαμε ότι παραδεχόμαστε πως ήτανάψογος, ως εκπαιδευτής και δεν πρόκειται να τον ξεχάσουμε... αν και, όταν μας τρέλαινε στα καψώνια, ο Γ.Μ.έλεγε αγανακτισμένος, “ρε, συ, γιατρός είμαι..., που θα μου πάει..., δεν θα πέσει κάποια στιγμή στα χέρια μου... θαδεις τι θα του κάνω”...

Οι δόκιμοι του υγειονομικού (γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι και φαρμακοποιοί), συνεχίσαμε την εκπαίδευσήμας, για ένα μήνα, στη Χίο, σε θέματα υγειονομικού. Παρακολουθούσαμε πέντε ώρες μάθημα και μετά,ξαπλώναμε κάτω απ’ τα δένδρα και βλέπαμε τους στρατιώτες-νοσοκόμους, να στήνουν και να μαζεύουν τιςσκηνές (“σκηνοπηγία”). Μετά τον απογευματινό ύπνο, κάναμε ντους, ξυριζόμασταν, βάζαμε τις στολές,τρώγαμε και κάναμε βόλτες στην πόλη.

Page 4: Ανα νήσειςα τονΣτρατό μ π’users.auth.gr/harala/A3 00 13.Αναμνήσεις απ'τον Στρατό,1970-1972... · κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο

Μετά τη Χίο, πήγαμε στην Αθήνα, στο “Νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ” και στο καινούργιο, τότε και ημιτελές, “401 Γεν.Στρ. Νοσοκομείο”, στου Παπάγου, μέσα στο οποίο έμενα. Οι κτηνίατροι, κάναμε, επιπλέον, μαθήματα ιππασίας,στο Γουδί. Είχαμε φθάσει, ως την υπερπήδηση χαμηλών εμποδίων...

Στο τέλος Σεπτεμβρίου, ήλθαν οι μεταθέσεις μας για τις στρατιωτικές μονάδες, μαζί με μια 10ήμερη άδεια. Ηδική μου μονάδα, ήταν το “10ο ΛΟΜ” (“Λόχος Ορεινών Μεταφορών”), στα Λουτρά της Νιγρίτας, όπου, πριν από26 χρόνια και 7 μήνες, είχα γεννηθεί και έκτοτε δεν είχα πάει, ποτέ...

Όταν έφθασα, το απόγευμα της 10ης Οκτωβρίου 1970, στο “10ο ΛΟΜ”, ο διοικητής λοχαγός, αμέσως μετά τοκαλωσόρισμα, μου λέει, “γιατρέ, τρέξε μη χάσεις το λεωφορείο..., φεύγεις για το Σιδηρόκαστρο... Είσαι'προσκολιόμενος' στο 68ο Σύνταγμα”.

Έφθασα αργά το βράδυ στο Σιδηρόκαστρο και κοιμήθηκα στο μοναδικό ξενοδοχείο, που υπήρχε. Το επόμενοπρωί, παρουσιάστηκα στο 1ο Γραφείο και ο υπεύθυνος Ταγματάρχης, με παρουσίασε στον διοικητή του “68ου

Συντάγματος”, ο οποίος, αφού με καλωσόρισε, μου είπε ότι ως “προσκολιόμενος”, εντάσσομαι στο 1ο Γραφείο(ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό του), με υποχρεώσεις, που θα πληροφορηθώ απ’ τον απολυόμενο κτηνίατρο.Τελικά, οι υποχρεώσεις μου, ήταν: 1) καθημερινός έλεγχος των κρεάτων, που αγόραζαν οι σιτιστές των 9“φυλακίων προκάλυψης” (φυλάκια συνόρων με τη Βουλγαρία), καθώς και των κρεάτων, για τη ΛέσχηΑξιωματικών, 2) καθημερινή παρακολούθηση και ρύθμιση του μηχανήματος χλωρίωσης του νερού τουΣυντάγματος, 3) εβδομαδιαία σύνταξη του μενού, στη Λέσχη Αξιωματικών, μαζί με τον αξιωματικό της λέσχηςκαι τον αρχιμάγειρα, 4) εβδομαδιαίος έλεγχος των αποθηκών τροφίμων του “3ου λόχου εφοδιασμού” (κάθεΤετάρτη), 5) εβδομαδιαίος έλεγχος, με το γιατρό της μονάδος, των μαγειρείων του “59ου“ και του “58ου

Τάγματος Πεζικού”, καθώς και του ”Τάγματος Πυροβολικού” (κάθε Παρασκευή), 6) μηνιαία κτηνιατρική εξέτασητων 14 μουλαριών και των σκύλων, στα “φυλάκια προκάλυψης”, και 7) διοργάνωση χορών και δεξιώσεων,μαζί με τους υπεύθυνους της Λέσχης Αξιωματικών.

Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο σπίτι της κυρίας Φωτεινής, κάτω απ' το βράχο του Σιδηροκάστρου, με πανοραμικήθέα στην πλατεία και κάθε πρωί, συναντούσα τους σιτιστές των φυλακίων, στην πλατεία και πηγαίναμε μαζίστα κρεοπωλεία, όπου έλεγχα την ποιότητα του κρέατος, που αγόραζαν για τα φυλάκια, στα σύνορα.Φρόντιζα, κάθε μέρα, να πηγαίνουμε σε διαφορετικό κρεοπωλείο, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Αρχικά,όλα πήγαιναν καλά. Ορισμένοι κρεοπώλες, προσπαθούσαν, φορτικά, να μου δώσουν πακέτα, με μπον-φιλέ,με συκωταριές κ.ά. “για το σπίτι”..., που βέβαια, δε δεχόμουν. Τις επόμενες, όμως μέρες, προσπάθησαν ναβάλουν κατώτερης ποιότητας κρέας ή μεγαλύτερη ποσότητα λίπους στον κιμά, κάτι, που δεν επέτρεψα. Απόόσους επέμεναν στη νοθεία, δεν αγοράζαμε κρέας για λίγες μέρες, οπότε πείθονταν, ότι έπρεπε να παρέχουντην ποιότητα του κρέατος, για την οποία πληρώνονταν. Πάντως, 18 μήνες αργότερα, όταν έφευγα απ' τονστρατό, μου είπαν όλοι τους, ότι εκτίμησαν την ειλικρίνεια και την αμεροληψία με την οποία τουςαντιμετώπισα.

Όταν τελείωνα, πήγαινα στη Λέσχη Αξιωματικών (υπεύθυνος, ήταν ο δόκιμος Ιάκωβος... και μετά, ο Π.Κ.,καθηγητής φυσικής, απ' την Κομοτηνή). Γύρω στις 11.00, πήγαινα στο Σύνταγμα, έλεγχα τη λειτουργία τουμηχανήματος χλωρίωσης και μετά, καθόμουν στο 1ο γραφείο, όπου ενημέρωνα την επετηρίδα. Πότε-πότε μεφώναζε στο γραφείο του ο συνταγματάρχης, για διάφορα ιατρικά θέματα, παρά το γεγονός ότι στις μονάδεςτου Συντάγματος υπήρχαν, τότε, 8 έφεδροι και μόνιμοι, γιατροί.

Στις 14.00, πήγαινα για φαγητό στη λέσχη, όπου συναντούσα τους δόκιμους γιατρούς, Α.Μ. και Ν.Β. και τονεπίατρο, Γ.Κ. Στη λέσχη έτρωγαν σχεδόν και οι 85 αξιωματικοί του Συντάγματος, καθώς και ο συνταγματάρχης(σε ιδιαίτερο χώρο).

Μετά το φαγητό, πήγαινα στο σπίτι. Το απόγευμα, συναντιόμασταν με τον Ν.Β. και τον Α.Μ., κάναμε βόλτες καιτρώγαμε βραδινό στη λέσχη, όπου βλέπαμε και τηλεόραση... Θυμάμαι τι γινόταν, στις 9 Μαρτίου 1971, με τογκολ του Αντωνιάδη, στο Wembley (Έβερτον - Παναθηναϊκός, 1-1), όταν ο συνταγματάρχης πετάχτηκε απ’ τηνπολυθρόνα του, όπως όλοι μας και χοροπηδούσαμε φωνάζοντας...

Μερικές φορές, πηγαίναμε με τον Ν.Β. και τον Α.Μ., στο Περίπτερο, κοντά στη λέσχη και αγοράζαμεμεταχειρισμένα Μίκυ Μάους (10 τεύχη για 1 δραχμή), λέγοντας, ο ένας στον άλλο, “λες να του αρέσουν ή μήπωςτα έχει διαβάσει;”, παριστάνοντας, τάχα, ότι ήταν για κάποιο παιδάκι... (ντρεπόμασταν τον περιπτερά).

Απ' το μεσημέρι ως το πρωί της επόμενης μέρας, ήμουν ελεύθερος (ως “προσκολιόμενος” δεν είχα “υπηρεσία”ή άλλες υποχρεώσεις). Έπρεπε, όμως, να βρίσκομαι στο Σιδηρόκαστρο, μήπως προκύψει κάποιο πρόβλημαυγείας, στα ζώα των φυλακίων. Όταν με ειδοποιούσαν, έβαζα φόρμες και άρβυλα και πήγαινα, με τζιπ, όπουχρειαζόταν. Αυτό, συνέβη δυο φορές, με κολικό σε μουλάρια, απ’ τους οποίους, πρόλαβα το ένα (τα φυλάκια

Page 5: Ανα νήσειςα τονΣτρατό μ π’users.auth.gr/harala/A3 00 13.Αναμνήσεις απ'τον Στρατό,1970-1972... · κουρείο, κοντά στο στρατόπεδο

απείχαν μισή ως μιάμιση ώρα). Από φάρμακα, διέθετα μόνο, ατροπίνη, καμφορά κι αρεκολίνη...Τη βδομάδα που πήγα στο Σιδηρόκαστρο, χτύπησε συναγερμός στις 23.00. Έβαλα γρήγορα φόρμες καιάρβυλα, το περίστροφο στη μέση και έτρεξα στο θεοσκότεινο στρατόπεδο. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία.Μπροστά στο διοικητήριο, στεκόταν αμίλητοι ο συνταγματάρχης Λ.Σ. και ο ταγματάρχης Λάσκαρης. Ότανπλησίασα, μου λέει ψιθυριστά, ο συνταγματάρχης, “γιατρέ, γρήγορα ήρθες...”. Σε λίγο, χτύπησε, “λήξησυναγερμού”. Μερικούς μήνες αργότερα, που ξαναχτύπησε συναγερμός, ήμουν πάλι απ’ τους πρώτους, επειδήείχα αλλάξει σπίτι και έμενα πιο κοντά. Με βλέπει ο συνταγματάρχης και μου λέει, “γιατρέ, δεν είναιαπαραίτητο να έρχεσαι στους συναγερμούς... και το περίστροφο, τι το θέλεις; Παράδωσέ το, να απαλλαγείς”. Έτσικαι έκανα. Μέχρι να απολυθώ, δεν ξανάγινε συναγερμός...