63
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Ν.Ο.Π.Ε. Τμήμα Νομικής Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο Διδάσκοντες: Α.Δημητρόπουλος, Θ.Αντωνίου

Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

  • Upload
    others

  • View
    11

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝΝ.Ο.Π.Ε.

Τμήμα Νομικής

Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Διδάσκοντες: Α.Δημητρόπουλος, Θ.Αντωνίου

Ονοματεπώνυμο: Πανεζή Αργυρή Α.Μ.: 1340200400331

Έτος: 2004-2005 Εξάμηνο: Ά

Page 2: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ...................................................................................................................2

1 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ................................................................................................3

1.1 Έννοια της συνταγματικότητας.......................................................................31.1.1 Συνταγματικότητα και τυπική υπεροχή του Συντάγματος.....................31.1.2 Συνταγματικότητα και ενιαία έννομη τάξη............................................41.1.3 Συνταγματικότητα και κράτος δικαίου..................................................5

1.2 Ο έλεγχος της συνταγματικότητας...................................................................71.2.1 Θεμελίωση και αναγκαιότητα του ελέγχου............................................71.2.2 Είδη ελέγχου..........................................................................................8

1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια........................................................................101.3.1 Ιστορική αναδρομή..............................................................................101.3.2 Αιτίες διάδοσης....................................................................................131.3.3 Βασικές προϋποθέσεις.........................................................................14

2 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ...........................................................................16

2.1 Καθιέρωση....................................................................................................162.1.1 Ιστορική πορεία στην Ελλάδα..............................................................162.1.2 Τα σχετικά με τον έλεγχο άρθρα του Συντάγματος.............................19

2.2 Πρακτική εφαρμογή του ελέγχου στην Ελλάδα..............................................242.2.1 Αντικείμενο και έκταση του ελέγχου...................................................242.2.2 Δικονομικές προσβάσεις......................................................................252.2.3 Αποτελέσματα του ελέγχου.................................................................26

2.3 Συγκριτική έρευνα.........................................................................................28

2.4 Τα όρια του ελέγχου......................................................................................30

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...................................................................................................33

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ..............................................................................35

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ........................................................................................................40

2

Page 3: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι ένας θεσμός

μεγάλης σημασίας για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας, της νομιμότητας και

της ελευθερίας σε μια δημοκρατική χώρα με σύνταγμα αυξημένης τυπικής ισχύος

όπως η Ελλάδα. Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου είναι ένα πολυδιάστατο ζήτημα

με εξαιρετικό ενδιαφέρον και σπουδαιότητα.

Η παρακάτω εργασία ασχολείται με το δικαστικό έλεγχο της

συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα. Αρχικά θα εξεταστεί το θέμα αυτό σε

ένα γενικό πλαίσιο, ώστε αφού θίξουμε γενικά ζητήματα, να μπορέσουμε να

εξετάσουμε αναλυτικά το ελληνικό σύστημα.

Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει ορισμό και ανάλυση της έννοιας της

συνταγματικότητας, την οποία θα συνδέσουμε με την τυπική υπεροχή του

συντάγματος, την ενοποίηση της έννομης τάξης και το κράτος δικαίου. Θα

επιχειρηθεί να αποδειχθεί η αναγκαιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των

νόμων σε μια δικαιϊκή έννομη τάξη και θα αναφερθούν συνοπτικά όλα τα είδη

ελέγχου, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τη συνταγματική θεωρία. Τέλος, σε αυτό

το γενικό μέρος, ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει στην καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου

στη συνταγματική ιστορία. Έτσι θα παρουσιάσουμε την ιστορική αναδρομή, τις αιτίες

και τις βασικές προϋποθέσεις διάδοσης του ελέγχου από τα δικαστήρια.

Το δεύτερο μέρος της εργασίας αφορά ειδικότερα το δικαστικό έλεγχο της

συνταγματικότητας στη χώρα μας: πως αυτός καθιερώθηκε, τι ορίζουν τα σχετικά

άρθρα του Συντάγματος, ποιο είναι το αντικείμενο και η έκτασή του, ποιες οι

δικονομικές προσβάσεις σε αυτόν, ποια τα αποτελέσματα και ποια τα όριά του. Με

βάση την επισκόπηση αυτή τέλος, θα επιχειρήσουμε να χαρακτηρίσουμε το ελληνικό

σύστημα δικαστικού ελέγχου, να το συγκρίνουμε με τα συστήματα άλλων χωρών και

να οδηγηθούμε σε βασικά συμπεράσματα γι’ αυτόν.

3

Page 4: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

1 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

1.1 Έννοια της συνταγματικότητας

1.1.1 Συνταγματικότητα και τυπική υπεροχή του Συντάγματος

Το βασικό χαρακτηριστικό του τυπικού Συντάγματος είναι η νομική του

υπεροχή, τυπική και ουσιαστική, απέναντι σε όλους τους άλλους κανόνες δικαίου.1 Οι

τελευταίοι συνθέτουν το «κοινό δίκαιο» και παράγονται με διαδικασία προβλεπόμενη

από το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα είναι δηλαδή υπέρτερος νόμος (lex superior) έναντι

του κοινού δικαίου που είναι κατώτερος νόμος (lex inferior).2

Από την ιεραρχία των κανόνων δικαίου που θέτει το Σύνταγμα στην υψηλότερη

θέση ως suprema lex, δηλαδή ως ανώτατο νόμο, προκύπτει η ανάγκη συμφωνίας του

κοινού δικαίου με το περιεχόμενο του Συντάγματος που είναι θεμελιώδες (lex

fundamentalis). Η ανάγκη αυτή είναι η πρακτική σημασία της τυπικής υπεροχής του

Συντάγματος από την οποία παράγεται η έννοια της συνταγματικότητας.

Με τον όρο «συνταγματικότητα» (και «αντισυνταγματικότητα) νοείται η

συμφωνία (και αντίστοιχα η ασυμφωνία) των νόμων προς το τυπικά ανώτερο

Σύνταγμα, ως προς τον τρόπο παραγωγής και την ουσία του περιεχομένου τους.3 Από

τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι η συνταγματικότητα διακρίνεται σε τυπική και

ουσιαστική. Τυπική συνταγματικότητα (ή αντισυνταγματικότητα) είναι η συμφωνία

των νόμων με τον συνταγματικό χάρτη, όσον αφορά τη διαδικασία παραγωγής που

προβλέπεται από αυτόν, και ουσιαστική είναι η εναρμόνιση των νόμων με το

ουσιαστικό περιεχόμενο του Συντάγματος. Η πρώτη συνδέεται με την «υλική»

πλευρά του νόμου (corpus) ενώ η δεύτερη με την ουσία (animus).Η τυπική, μάλιστα,

1 Η έννοια της υπεροχής του Συντάγματος έναντι του νόμου είναι δημιούργημα της ιστορίας της Αγγλίας, όταν, επί δικτατορίας του Cromwell, το “Agreement of the people” έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της υπεροχής του Συντάγματος, ως θεμελιώδους νόμου, έναντι του κοινοβουλίου, βλ. Μαυριά Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδοση κατά το αναθεωρημένο Σύνταγμα και τους εκτελεστικούς νόμους, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ.1722 Συνδέοντας την τυπική υπεροχή του Συντάγματος με την συνταγματικότητα ο Δημητρόπουλος καταλήγει στο ότι η τυπική υπεροχή προσδίδει στο Σύνταγμα διπλό ρυθμιστικό ρόλο. Το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει μόνο άμεσα την ανθρώπινη συμβίωση, αλλά και μέσω του κοινού δικαίου. Με την έννοια αυτή είναι ο νόμος των νόμων (lex legibus). Βλ. Δημητρόπουλο Α., Το Σύνταγμα ως βάση της έννομης τάξης, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα,2002, σελ.2623 Δημητρόπουλος Α., Γενική Συνταγματική Θεωρία, σύστημα συνταγματικού δικαίου τόμος Ά, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή,2004, σελ.396

4

Page 5: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

συνταγματικότητα διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική. Η εσωτερική τυπική

συνταγματικότητα αφορά την τήρηση των κανόνων του Συντάγματος κατά την

κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του νόμου (τα intera corporis

της Βουλής), ενώ η εξωτερική τυπική αφορά την ίδια την υπόσταση του νόμου, την

έκδοση και την δημοσίευσή του στο ΦΕΚ (αρμοδιότητες του Πρ.τ.Δ. όπως

προβλέπονται στο άρθρο 42 του Συντάγματος).4

Είναι φανερό ότι η έννοια της συνταγματικότητας νοείται μόνο σε συστήματα

δικαίου που έχουν Σύνταγμα με αυξημένη τυπική ισχύ, σε συστήματα δικαίου που

θεωρούν ότι «το Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης και υπέρτατος νόμος του έθνους» (“the

fundamental and paramount law of the nation”) όπως επεσήμανε ο δικαστής Marshall

στην υπόθεση Marbury vs. Madison το 1803.5

Για παράδειγμα η Αγγλία στην οποία το Σύνταγμα δεν είναι αυξημένης τυπικής

ισχύος, αλλά «ήπιο», δεν νοείται αντισυνταγματικότητα των νόμων.

Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι συνταγματικότητα είναι νοητή μόνο επί

νόμων ή υποδεέστερων πηγών του δικαίου, και όχι επί συνταγματικών διατάξεων,

καθώς ανάμεσα στις διατάξεις του συντάγματος υπάρχει τυπική ισοτιμία.

1.1.2 Συνταγματικότητα και ενιαία έννομη τάξη

Υποχρεούμαστε να συνδέσουμε τη συνταγματικότητα με το ζήτημα της

ενοποίησης της έννομης τάξης, καθώς το περιεχόμενο της έννοιας της

συνταγματικότητας είναι διαφορετικό αν δεχτούμε την παλαιά θεωρία της δυαδικής

έννομης τάξης και διαφορετικό αν δεχτούμε τη σύγχρονη θεωρία της ενιαίας έννομης

τάξης.

Σύμφωνα με την παλαιά, κλασσική νομική θεωρία η έννομη τάξη δεν είναι

ενιαία αλλά δυαδιστική και ο δυϊσμός αυτός συνδέεται άμεσα με τη διάκριση του

δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό. Η διάκριση αυτή με τη σειρά της συνδέεται με την

ουσιαστική και την τυπική συνταγματικότητα. Ενώ λοιπόν η έννοια της δεύτερης

(τυπική συνταγματικότητα) παραμένει η ίδια τόσο για το ιδιωτικό όσο και για το

δημόσιο δίκαιο (για παράδειγμα κατά την ψήφιση ενός νόμου από τη Βουλή

ακολουθείται η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία είτε ο νόμος είναι

4 Βενιζέλος Ευ., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου,τ.1, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ 168 επ.5 Αναλυτικότερα για την υπόθεση βλ. παρακάτω σελ. 10 επ.

5

Page 6: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

δημοσίου, είτε είναι ιδιωτικού δικαίου) εντούτοις η έννοια της πρώτης (ουσιαστική

συνταγματικότητα) μεταβάλλεται.

Στην παραδοσιακή έννομη τάξη, που θέλει το Σύνταγμα ρυθμιστή των σχέσεων

μόνο δημοσίου και όχι και ιδιωτικού δικαίου, δεν τίθεται ζήτημα ουσιαστικής

συνταγματικότητας του κοινού ιδιωτικού δικαίου, παρά μόνο του κοινού δημοσίου

δικαίου, αφού το ιδιωτικό δίκαιο δεν υπόκειται στο Σύνταγμα. Έτσι το νόημα της

υπεροχής του Συντάγματος καθώς και της ουσιαστικής συνταγματικότητας

περιορίζεται σημαντικά αν δεχτούμε την παλιά δυαδιστική θεωρία που θεωρεί ότι οι

ρυθμίσεις που περιέχονται στο Σύνταγμα ανήκουν στο δημόσιο δίκαιο.

Αντίθετα, σήμερα επικρατεί η ορθότερη μονιστική αντίληψη για την έννομη

τάξη που θέτει το Σύνταγμα καθολικό ρυθμιστή της έννομης τάξης. Τον υπερδημόσιο

χαρακτήρα του Συντάγματος, καθώς και το ότι η έννομη τάξη είναι ενιαία ορίζει το

ίδιο το Σύνταγμα στην πρώτη παράγραφο (τρίτο εδάφιο) του άρθρου 25.6

Σύμφωνα με τη μονιστική αυτή αντίληψη το ζήτημα της ουσιαστικής

συνταγματικότητας τίθεται για όλους τους κανόνες δικαίου, ιδιωτικούς και

δημόσιους, αφού όλοι υπόκεινται στο Σύνταγμα.

Δεν υπάρχει περιοχή νομοθετικής δραστηριότητας που να είναι απαλλαγμένη

από τις επιταγές και τις απαγορεύσεις του Συντάγματος. Η τυπική υπεροχή του

Συντάγματος είναι υπεροχή απέναντι στο κοινό δίκαιο ανεξάρτητα από τον

χαρακτηρισμό του ως δημοσίου ή ιδιωτικού ακριβώς επειδή δεν υπάρχει περιοχή

κείμενη εκτός του Συντάγματος. Η ενότητα της έννομης τάξης επομένως ενισχύει και

διευρύνει το περιεχόμενο της συνταγματικότητας, και κυρίως αυτό της ουσιαστικής

συνταγματικότητας.

1.1.3 Συνταγματικότητα και κράτος δικαίου

Κράτος δικαίου είναι το κράτος στο οποίο η κρατική εξουσία δεν δρα

ανεξέλεγκτα και απεριόριστα (όπως στο αστυνομικό κράτος, το οποίο συχνά

αντιπαρατίθεται στο κράτος δικαίου), αλλά θέτει στη δραστηριότητά της νομικούς

φραγμούς τους οποίους υποχρεούται να σέβεται. Οι νομικοί αυτοί φραγμοί ξεκινούν

6 Ο Δημητρόπουλος αναλύοντας την ενοποίηση της έννομης τάξης αναφέρει ότι η κλασσική έννομη τάξη πράγματι υπήρξε δυαδιστική, αλλά ενοποιήθηκε ύστερα από μια μακρά διαδικασία δύο αιώνων, γνωστή ως «δημοσιοποίηση του ιδιωτικού» και «ιδιωτικοποίηση του δημοσίου» δικαίου, ό.π. σελ. 86. Αναλυτικότερα για το ζήτημα βλ. και σελ 397 επ.

6

Page 7: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

από το Σύνταγμα, που είναι ο ανώτατος κανόνας δικαίου και συνεχίζονται με το

κοινό δίκαιο του οποίου την παραγωγή με ορισμένη –οριζόμενη από το Σύνταγμα-

διαδικασία και την εφαρμογή εγγυάται το κράτος δικαίου.7

Κράτος δικαίου είναι, πρώτα από όλα, το κράτος στο οποίο υπάρχει δίκαιο. Με

αυτή την έννοια συνδέεται με την ύπαρξη Συντάγματος και άρα με το «συνταγματικό

κράτος». Έπειτα είναι εκείνο το κράτος το οποίο ορίζει εκ των προτέρων τη

διαδικασία της παραγωγής του δικαίου. Τέλος, φροντίζει για την εφαρμογή του

δικαίου αυτού. Από όλα αυτά τα στοιχεία που οριοθετούν το κράτος δικαίου

αντιλαμβανόμαστε την στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτό και την έννοια της

συνταγματικότητας που είναι η τήρηση των διαδικασιών που τίθενται από το

Σύνταγμα για τη θέσπιση κανόνων δικαίου και η μη αντίθεση του περιεχομένου

αυτών με το Σύνταγμα. Άρα και η συνταγματικότητα, όπως ακριβώς το κράτος

δικαίου, συνδέεται με το συνταγματικό κράτος, τη διαδικασία παραγωγής και την

εφαρμογή του δικαίου. Η έννοια της συνταγματικότητας δεν νοείται εκτός ενός

κράτους δικαίου και ταυτόχρονα ενισχύει την έννοια του κράτους δικαίου.8

7 Βενιζέλος Ευ., ό.π. σελ.1678 Για διεξοδική ανάλυση βλ. Μανιτάκη Α., Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων I, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994

7

Page 8: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

1.2 Ο έλεγχος της συνταγματικότητας.

1.2.1 Θεμελίωση και αναγκαιότητα του ελέγχου

Η συνταγματικότητα των νόμων έχει μεγάλη σημασία δεδομένου ότι απορρέει

από την υπεροχή του Συντάγματος. Αυτή η ιδιαίτερη σημασία θα μειωνόταν φυσικά

αν έμενε σε θεωρητικό επίπεδο και δεν εφαρμοζόταν στην πράξη. Στην πράξη έχουμε

την καθιέρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων έτσι ώστε η

θεωρητική υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίζει κανόνες σύμφωνους με το Σύνταγμα

να διασφαλίζεται έμπρακτα.

Γεννιέται λοιπόν μια καινούρια υποχρέωση, και ταυτόχρονα δικαίωμα. Είναι

δικαίωμα και καθήκον των εφαρμοστών του νόμου να ελέγχουν τη συνταγματικότητα

και να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικό νόμο. Ο έλεγχος αυτός θεμελιώνεται στην

ιεραρχία των κανόνων δικαίου και στη φύση του Συντάγματος ως νόμου ανώτατου

και θεμελιώδους.

 Υπάρχει βέβαια και το λεγόμενο «τεκμήριο» συνταγματικότητας των νόμων

σύμφωνα με το οποίο κάθε νόμος από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής

του θεωρείται σύμφωνος με τις επιταγές του Συντάγματος και έχει πλήρη νομική

ισχύ. Το τεκμήριο αυτό βέβαια δεν είναι αμάχητο.9 Κάθε νόμος είναι συνταγματικός

μέχρι να εξακριβωθεί το αντίθετο. Γι’ αυτό και το ότι υπάρχει κατ’ αρχήν το δεν

σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται έλεγχος συνταγματικότητας.

Ο έλεγχος αποτελεί μία από τις βασικότερες λειτουργίες του κράτους δικαίου

και η αναγκαιότητά του αποδεικνύεται από το ότι, πρώτον, θεωρείται μία από τις

σημαντικότερες εγγυήσεις τήρησης του θεμελιώδους και ανώτατου νόμου του

κράτους, δεύτερον, ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και τρίτον, βάζει

φραγμό στις τυχόν αυθαιρεσίες της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, ο έλεγχος αποτελεί

ασπίδα προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου που κατοχυρώνονται από το

Σύνταγμα και είναι ουσιαστικά έλεγχος αν το κοινό δίκαιο περιέχει ένα minimum

προστατευτικό περιεχόμενο των διατάξεων του Συντάγματος.10

9 Δημητρόπουλος, ό.π. σελ 39510 Δημητρόπουλος, ό.π. σελ 400

8

Page 9: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

1.2.2 Είδη ελέγχου11

Διακρίνουμε τον έλεγχο της συνταγματικότητας σε διάφορα είδη σε σχέση με

τα εξής κριτήρια:

Προληπτικός-Κατασταλτικός

Με κριτήριο τον χρόνο άσκησης του ο έλεγχος της συνταγματικότητας των

νόμων διακρίνεται σε προληπτικό και κατασταλτικό.

Προληπτικός είναι ο έλεγχος που ασκείται πριν από τη δημοσίευση και τη θέση

σε ισχύ του νόμου. Ασκείται συνήθως από παράγοντες της νομοθετικής εξουσίας και

συγκεκριμένα στην ελληνική έννομη τάξη ασκείται σε δύο αλλεπάλληλα στάδια,

πρώτα από τη Βουλή (κοινοβουλευτικός έλεγχος) και έπειτα από τον Πρόεδρο της

Δημοκρατίας ( έλεγχος από τον αρχηγό του Κράτους).

Κατασταλτικός είναι ο έλεγχος που ασκείται μετά τη δημοσίευση και τη θέση

σε ισχύ του νόμου, δηλαδή κατά την εφαρμογή του. Ο κατασταλτικός έλεγχος στην

ελληνική έννομη τάξη ταυτίζεται με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας

των νόμων όπως γίνεται από τα δικαστήρια.

Πολιτικός-Δικαστικός

Ανάλογα με τα όργανα που ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων, ο

έλεγχος διακρίνεται σε πολιτικό και δικαστικό.

Πολιτικός είναι ο έλεγχος που ασκείται από πολιτικό όργανο και πρόκειται κατά

κανόνα για προληπτικό έλεγχο.

Επικρατέστερος ωστόσο είναι ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο αναλαμβάνει η

δικαστική εξουσία, τα δικαστήρια κατά την εφαρμογή των νόμων. Ο δικαστικός

έλεγχος διακρίνεται κι αυτός με βάση ορισμένα κριτήρια σε διάφορα είδη.

Συγκεκριμένα:

Συγκεντρωτικός-Αποκεντρωτικός

Ανάλογα με την ειδικότερη μορφή οργάνωσης του δικαστικού ελέγχου ο

τελευταίος διακρίνεται σε συγκεντρωτικό και αποκεντρωτικό (διάχυτο). Ο

συγκεντρωτικός έλεγχος διενεργείται από ειδικό ανώτατο δικαστήριο, που

ονομάζεται συνταγματικό δικαστήριο και έχει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται για τη

συνταγματικότητα των νόμων. Η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου ισχύει

erga omnes και δεσμεύει τα υπόλοιπα δικαστήρια. Πρόκειται επομένως για

11 Δημητρόπουλος, ό.π. σελ 400 επ., Μαυριάς, ό.π. σελ. 173 επ., Βενιζέλος, ό.π. σελ.170 επ.

9

Page 10: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

αφηρημένο έλεγχο της συνταγματικότητας. Ο έλεγχος ονομάζεται συγκεντρωτικός

ακριβώς επειδή ασκείται από ένα (ή έστω ορισμένα) δικαστήρια, και όχι από όλα.

Αντίθετα ο αποκεντρωτικός έλεγχος (ορθότερος όρος από τον συνήθως

χρησιμοποιούμενο όρο «διάχυτος έλεγχος») είναι υποχρεωτικός (διεξάγεται

αυτεπαγγέλτως) για τον δικαστή κάθε βαθμίδας και γίνεται στο πλαίσιο

συγκεκριμένης υπόθεσης. Έτσι αποκαλείται διάχυτος και παρεμπίπτων.

Διαπιστώνουμε επίσης ότι ο προληπτικός έλεγχος είναι πάντα αφηρημένος, άρα και

συγκεντρωτικός, ενώ ο κατασταλτικός είναι είτε συγκεκριμένος είτε αφηρημένος.

Κατ’ αίτηση-Κατ’ ένσταση

Με κριτήριο τον τρόπο πρόκλησης του, ο δικαστικός έλεγχος διακρίνεται σε

κατ’ αίτηση και κατ’ ένσταση. Κατ’ αίτηση είναι ο έλεγχος που προκαλείται από τη

με ένδικο μέσο (αίτηση) προσβολή του νόμου ως αντισυνταγματικού. Συνδέεται με

το συγκεντρωτικό σύστημα, άρα ασκείται από το συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο,

αν κρίνει ένα νόμο ως αντισυνταγματικό, έχει δυνατότητα ολικής ή μερικής

ακύρωσης του. Αντίθετα, στον κατ’ ένσταση έλεγχο ο νόμος δεν προσβάλλεται

αυτοτελώς αλλά στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δηλαδή παρεμπιπτόντως.

Έτσι ο κατ’ ένσταση έλεγχος συνδέεται με τον αποκεντρωτικό και παρεμπίπτοντα, σε

αντιδιαστολή με τον κατ’ αίτηση που συνδέεται με τον συγκεντρωτικό και

αφηρημένο.

Σχετικός-Απόλυτος

Τέλος, ο δικαστικός έλεγχος διακρίνεται σε σχετικό και απόλυτο. Απόλυτο

έλεγχο έχουμε όταν το δικαστήριο έχει εξουσία ακύρωσης νόμου, ενώ σχετικό όταν ο

δικαστής δεν έχει τέτοια εξουσία αλλά μονάχα εξουσία μη εφαρμογής του

αντισυνταγματικού νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση.

10

Page 11: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια

1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Το 1788 ο πολιτικός και θεωρητικός της αμερικάνικης επανάστασης Alexander

Hamilton διατύπωσε στο Federalist σκέψεις που αποτέλεσαν την πρώτη θεωρητική

θεμελίωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Τόνισε ότι

«ένα σύνταγμα είναι πράγματι και πρέπει να θεωρείται από τους δικαστές ως

θεμελιώδης νόμος» (“a constitution is, in fact, and must be regarded by the judges as

a fundamental law”).12 Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι λίγα χρόνια πριν ο

Montesquieu χαρακτήριζε τη δικαστική εξουσία ως «κατά κάποιο τρόπο μηδαμινή»,

θα αντιληφθούμε τη σπουδαιότητα του διαβήματος του Hamilton που μιλούσε όχι

μόνο για έλεγχο συνταγματικότητας αλλά για δικαστικό έλεγχο.

Στις ΗΠΑ επομένως υπήρχε το θεωρητικό υπόβαθρο ήδη από το 1788 για να

θεμελιωθεί και πρακτικά ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας. Πράγματι, το

1803 ο chief justice του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ(Supreme Court) John

Marshall θεμελίωσε τον έλεγχο της συνταγματικότητας στην περίφημη υπόθεση

Marbury vs. Madison.

Το πραγματικό της υπόθεσης έχει πολιτική χροιά και τοποθετείται χρονικά

ανάμεσα σε δύο προεδρικές θητείες, του απερχόμενου φεντεραλιστή προέδρου John

Adams και του νέου ρεπουμπλικάνου προέδρου Thomas Jefferson. Ο Αdams πριν

παραδώσει την εξουσία θέλησε να διορίσει ανθρώπους της εμπιστοσύνης του ως

δικαστές (έτσι διορίστηκε και ο Marshall ως chief justice). Ορισμένων όμως ο

διορισμός άργησε να πραγματοποιηθεί πριν τη λήξη της θητείας του Adams. Μεταξύ

αυτών ήταν και ο William Marbury. Ο νέος πρόεδρος Jefferson αρνήθηκε μέσω του

υπουργού του James Madison την επίδοση των υπολοίπων εγγράφων διορισμού.

Ο William Marbury, που ανήκε σε αυτούς που παραλείφθηκαν, ζήτησε από το

Ανώτατο Δικαστήριο να επιβεβαιώσει στο Madison την ολοκλήρωση του διορισμού

του επικαλούμενος το judiciary act του 1789 που ανέθετε εξουσία δικαστικής εντολής

στο δικαστήριο. Ο Marshall όμως απέρριψε το αίτημα του Marbury λέγοντας ότι το

judiciary act ανέθεσε στο Supreme Court αντισυνταγματική δραστηριότητα.

12 Βλ. A. Hamilton, The Federalist No. 78 The Judiciary Department Independent Journal Saturday, June 14, 1788 όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα http://www.constitution.org/fed/federa78.htm

11

Page 12: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Ο Chief Justice λοιπόν θεώρησε το νόμο του 1789 αντισυνταγματικό και

επομένως μη εφαρμοστέο. Πρόκειται για την πρώτη νομολογιακά περίπτωση

δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

Σχολιάζοντας την υπόθεση πολλοί αναφέρονται στην ευφυή στάση του

Marshall που αφενός απέφυγε ανοικτή σύγκρουση με τη νέα κυβέρνηση Jefferson,

καθώς μια τέτοια σύγκρουση θα έθιγε το κύρος του Supreme Court, αφετέρου

εισήγαγε το δικαίωμα των δικαστηρίων να ελέγξουν τη συνταγματικότητα των

νόμων.13

Αξίζει να παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της

επιχειρηματολογίας με την οποία ο Marshall διεκδίκησε το δικαίωμα δικαστικού

ελέγχου της συνταγματικότητας:

The principles, therefore, so established, are deemed fundamental. And as the

authority, from which they proceed, is supreme, and can seldom act, they are

designed to be permanent.

Between these alternatives there is no middle ground. The constitution is

either a superior, paramount law, unchangeable by ordinary means, or it is on

a level with ordinary legislative acts, and like other acts, is alterable when the

legislature shall please to alter.

Certainly all those who have framed written constitutions contemplate them as

forming the fundamental and paramount law of the nation, and consequently

the theory of every such government must be, that an act of the legislature,

repugnant to the constitution, is void.

If the former part of the alternative be true, then a legislative act contrary to

the constitution is not law: if the latter part be true, then written constitutions

are absurd attempts, on the part of the people, to limit a power, in its own

nature illimitable.

13 βλ. Σκουρή Β., Συστήματα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ, 1982, σελ.518 επ. και Μαυριά, ό.π. σελ.179 επ.

12

Page 13: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Certainly all those who have framed written constitutions contemplate them as

forming the fundamental and paramount law of the nation, and consequently

the theory of every such government must be, that an act of the legislature,

repugnant to the constitution, is void.

Could it be the intention of those who gave this power, to say that, in using it,

the constitution should not be looked into? That a case arising under the

constitution should be decided without examining the instrument under which

it arises?

This is too extravagant to be maintained.14

Οι ΗΠΑ καθιέρωσαν το σύστημα του αποκεντρωτικού και παρεμπίπτοντος

δικαστικού ελέγχου. Το αμερικάνικο σύστημα διαδόθηκε σε πολλές άλλες χώρες

ανάμεσα στις οποίες είναι και η Ελλάδα (Λατινική Αμερική, Νορβηγία, Ιρλανδία,

Σουηδία, Ελβετία, Καναδάς, Αυστραλία). Στις διάφορες χώρες αυτές το σύστημα

εμπλουτίστηκε με πρόσθετα χαρακτηριστικά, ή διαφοροποιήθηκε ανάλογα με τη

νομική παράδοση της κάθε χώρας και τελικά μπορεί να γίνει λόγος και για μεικτά

συστήματα ελέγχου της συνταγματικότητας .

Στον αντίποδα του αμερικανικού συστήματος εισήχθη το ευρωπαϊκό σύστημα

συγκεντρωτικού ελέγχου (το οποίο είναι γνωστό και ως «αυστριακό σύστημα»),

θεωρητική κατασκευή του αυστριακού νομικού Hans Kelsen. Ο Kelsen

αντιλαμβανόταν την έννομη τάξη σαν μια πυραμίδα. Με το Σύνταγμα που βρίσκεται

στην κορυφή της πυραμίδας πρέπει να συμφωνούν οι κατώτεροι κανόνες δικαίου,

χρειάζεται δηλαδή έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Για να διασφαλίζεται

όμως η ασφάλεια του δικαίου και η ενότητα της νομολογίας, κατά τον Kelsen ο

έλεγχος δεν πρέπει να γίνεται από όλα τα δικαστήρια, όπως στις ΗΠΑ, αλλά από ένα.

Εισήγαγε λοιπόν την έννοια των συνταγματικών δικαστηρίων. Το πρώτο

συνταγματικό δικαστήριο ιδρύθηκε το 1920 στην Αυστρία και το παράδειγμα

ακολούθησαν στη συνέχεια πολλές άλλες χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία –

προληπτικού ελέγχου, συνταγματικό συμβούλιο- Ιταλία κ.α.).15

Το ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, όπως

διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα, ακολουθεί το αμερικάνικο πρότυπο (δικαστικός,

14 Όπως δημοσιεύεται στην βάση δεδομένων www . lexisnexis . com / research / lawschool στις σελίδες 19 επ. 15 Μαυριάς, ό.π. σελ.187

13

Page 14: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος) διαθέτοντας ταυτόχρονα και το Ανώτατο Ειδικό

Δικαστήριο που έχει κάποιες, υπό προϋποθέσεις, αρμοδιότητες συνταγματικού

δικαστηρίου (στοιχείο του Ευρωπαϊκού προτύπου συγκεντρωτικού και αφηρημένου

ελέγχου).

1.3.2 Αιτίες διάδοσης

Οι αιτίες διάδοσης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας, όπως

εντοπίζονται στις ιστορικές συνταγματικές και πολιτικές εξελίξεις παγκοσμίως αλλά

και στην Ελλάδα ειδικότερα, είναι πολλές.

Αρχικά πρέπει να αναφερθούμε στη διαμόρφωση ομοσπονδιακών κρατών

(ΗΠΑ, Γερμανία κ.α.) και στην ανάγκη που προέκυψε να εναρμονιστεί η τοπική

νομοθεσία, δηλαδή το δίκαιο των ομόσπονδων κρατών, με το ομοσπονδιακό

Σύνταγμα. Έπειτα η εμπειρία καταπάτησης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων

κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στην καθιέρωση συνταγματικών

δικαστηρίων στην Ευρώπη.16 Τα συνταγματικά δικαστήρια ελέγχοντας πάντα την

τήρηση του Συντάγματος θα αποτελούσαν την εγγύηση ότι ανάλογη καταπάτηση

ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θα επαναληφθεί.

Τρίτον, η καθιέρωση ελέγχου από τα δικαστήρια ενισχύθηκε από την άποψη ότι

χρειάζεται φραγμός στην αυθαιρεσία της πλειοψηφίας και προστασία της μειοψηφίας

και των ατομικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για φραγμό που αποτρέπει το κοινοβούλιο

από το να γίνει δικτάτορας ή όπως έχει αναφερθεί, «τυραννία της πλειοψηφίας», μια

πλειοψηφία που συνδέεται μάλιστα και με την κυβερνητική εξουσία, αφού την

πλειοψηφία στη Βουλή έχει το κυβερνών κόμμα.17 Η άποψη αυτή ενισχύεται από την

πολυνομία, που ειδικά στην ελληνική έννομη τάξη είναι αισθητή και τις μερικές

πιθανότητες λαθών με δεδομένους τους γρήγορους ρυθμούς ψήφισης των νόμων.

Μία επιπλέον αιτία της διάδοσης του δικαστικού ελέγχου είναι η αποτροπή

συγκέντρωσης μεγάλης εξουσίας στα ίδια πρόσωπα, στους νομοθέτες, κάτι που θα

μπορούσε να οδηγήσει σε κατάχρηση της εξουσίας αυτής. Ο δικαστικός έλεγχος υπό

16 Σταθόπουλος Μ., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Η δημοκρατία ανάμεσα στις συμπληγάδες αυταρχισμού ή λαϊκισμού και αριστοκρατισμού, ΝοΒ, 1989, σελ.4 επ.17 Ο Σταθόπουλος μιλάει συγκεκριμένα για κίνδυνο να υποβιβαστεί η Βουλή σε μηχανισμό επικύρωσης νομοσχεδίων που έχουν συνταχθεί σε κάποιο υπουργείο, ό.π. σελ.6

14

Page 15: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

αυτή την έννοια νοείται ως εξισορρόπηση στην κατανομή της εξουσίας (checks and

balances).

Τέλος, η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος και η δυσχέρεια

αναθεώρησής του (με ύπαρξη και μη αναθεωρητέων διατάξεων- στο ελληνικό

Σύνταγμα βλ.αρ.110) αποτελούν, εκτός από θεμέλια του ελέγχου της

συνταγματικότητας, όπως είδαμε παραπάνω, και αιτίες διάδοσης του δικαστικού

ελέγχου.

1.3.3 Βασικές προϋποθέσεις

Αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη και τη σωστή λειτουργία συστήματος

δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι οι εξής:

Πρώτον, η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.18 Η προϋπόθεση αυτή είναι

αυτονόητη αφού μόνο μια ανεξάρτητη δικαιοσύνη μπορεί να κρίνει αντικειμενικά αν

ένας κατώτερος κανόνας δικαίου είναι σύμφωνος ή όχι προς το Σύνταγμα, χωρίς να

επηρεάζεται από πολιτικές ή κυβερνητικές σκοπιμότητες και συμφέροντα.

Η δικαστική ανεξαρτησία όμως δεν περιορίζεται σε ανεξαρτησία μόνο από τις

άλλες δύο εξουσίες (νομοθετική και εκτελεστική) αλλά και από την ίδια τη δικαστική

εξουσία. Με αυτή την έννοια προϋπόθεση του δικαστικού ελέγχου της

συνταγματικότητας είναι να μην εξαρτάται η σύνθεση των δικαστηρίων από τη

βούληση των προέδρων και αντιπροέδρων των δικαστηρίων19 και να μη δεσμεύεται ο

κατώτερος δικαστής από την απόφαση του ανώτερου (εσωτερική δικαστική

ανεξαρτησία).20

Δεύτερη προϋπόθεση είναι η ετοιμότητα της κυβέρνησης και διοίκησης να

συμμορφωθούν με ενδεχόμενο χαρακτηρισμό μιας διάταξης νόμου ως

αντισυνταγματικής.21 Αν δεν ισχύει αυτό δεν έχει πρακτικό νόημα ο δικαστικός

έλεγχος και αντί να λειτουργεί ως ενισχυτικός θεσμός του κράτους δικαίου, θα

οδηγούσε σε κρίση και ανοικτή σύγκρουση της δικαστικής με τις άλλες εξουσίες.

18 Δαγτόγλου Πρ., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα ΄Β, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ.125019 Δαγτόγλου, ό.π. σελ. 125220 Γι’ αυτό και το ελληνικό σύστημα αποκεντρωτικού ελέγχου μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα συστήματα αφού έχει το πλεονέκτημα ότι κάθε δικαστήριο αποφασίζει ανεξάρτητα από τα άλλα και εκ νέου για την συνταγματικότητα διάταξης νόμου.21 Δαγτόγλου, ό.π. σελ. 1252

15

Page 16: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Η τελευταία προϋπόθεση έχει προαναφερθεί ως προϋπόθεση κάθε είδους

ελέγχου συνταγματικότητας, ως θεμέλιο της ίδιας της έννοιας «συνταγματικότητα».

Πρόκειται για την αποδοχή του Συντάγματος από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού

που θα προσδώσει στον καταστατικό χάρτη αυστηρό, τυπικό χαρακτήρα και

αυξημένη τυπική ισχύ.

16

Page 17: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

2 ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

2.1 Καθιέρωση

Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε σε γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία που σχετίζονται

με την έννοια της συνταγματικότητας των νόμων, τον έλεγχο και ειδικότερα τον

δικαστικό έλεγχο αυτής. Έγινε προσπάθεια να παρουσιαστούν συνοπτικά και

περιεκτικά κάποιες θεμελιώδεις αρχές και έννοιες και να θιχτούν κεντρικά ζητήματα

που αφορούν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας γενικότερα. Αφού έχουμε

πλέον ορίσει την έννοια της συνταγματικότητας έχοντας τη συνδέσει με βασικές

αρχές (υπεροχή του Συντάγματος, ενοποίηση της έννομης τάξης, κράτος δικαίου),

έχοντας θεμελιώσει την αναγκαιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας και

αναφέρει τα είδη του ελέγχου και έχοντας επιχειρήσει ιστορική ανασκόπηση της

σταδιακής καθιέρωσης του δικαστικού ειδικότερα ελέγχου, προβάλλοντας τις αιτίες

διάδοσής του και θέτοντας τις βασικές προϋποθέσεις του, μπορούμε στη συνέχεια να

ασχοληθούμε πιο συγκεκριμένα με το ελληνικό σύστημα ελέγχου της

συνταγματικότητας των νόμων. Θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση, ανάλυση και

στο σχολιασμό του ελληνικού συστήματος με έμφαση στο δικαστικό κατασταλτικό

έλεγχο (και απλή αναφορά στον πολιτικό-προληπτικό έλεγχο στην Ελλάδα).

2.1.1 Ιστορική πορεία στην Ελλάδα

Η πρώτη βασική προϋπόθεση καθιέρωσης δικαστικού ελέγχου

συνταγματικότητας, που είναι η αποδοχή του Συντάγματος από τη μεγάλη

πλειοψηφία του λαού, υπήρχε στην Ελλάδα ήδη από την ψήφιση των πρώτων

επαναστατικών συνταγμάτων. Οι Έλληνες αναγνώριζαν πάντα το Σύνταγμα ως

ανώτατο και θεμελιώδη νόμο του κράτους (suprema lex και lex fundamentalis) ως

κείμενο δεσμευτικό που εκφράζει τη λαϊκή βούληση. Επιπλέον το Σύνταγμα στην

Ελλάδα έχει συνδεθεί με την έναρξη της ελεύθερης πορείας της χώρας στα νεότερα

χρόνια (αυτό αποδεικνύουν οι πολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του

απελευθερωτικού αγώνα του 1821 και οι πρώτες εθνοσυνελεύσεις για την ψήφιση

17

Page 18: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Συντάγματος). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827

αναφέρεται:

«Επ’ ουδεμία προφάσει και περιστάσει δύναται η Βουλή ή η Κυβέρνησις να

νομοθετήση ή να ενεργήση τι εναντίον εις το παρόν Πολιτικόν Σύνταγμα»

και

«Οι παρόντες Συνταγματικοί νόμοι υπερισχύουν απ’ όλους τους λοιπούς» (άρ.

143)22

Θεωρητικό υπόβαθρο για να θεμελιωθεί δικαστικός έλεγχος βρίσκουμε στην

κλασική ελληνική Συνταγματική θεωρία από πολύ παλιά ήδη στα λόγια του

Σαρίπολου:

«επειδή και το Σύνταγμα εστίν εκ των νόμων ους καλείται εφαρμόσαι ο

δικαστής, έπεται λογικώς ότι εάν ευρή τον νόμον αντιστρατευόμενον προς τας

του Συντάγματος διατάξεις προτιμήσει τηρήσαι το πολίτευμα μάλλον παρά τον

νόμον και υποσημάναι ούτω τη νομοθετική ότι δέον ανακαλέσαι τον νόμον».23

Όσον αφορά τη νομολογία, πρέπει να πούμε ότι πριν ακόμη υπάρξει ρητή

συνταγματική διάταξη που να προβλέπει το δικαστικό έλεγχο, υπήρχε πάγια

δικαστική πρακτική ελέγχου που ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστική

είναι η απόφαση 169/1893 του Β’ Τμήματος του Αρείου Πάγου και μεγάλο

ενδιαφέρον για το ζήτημα που μας απασχολεί παρουσιάζει η επιχειρηματολογία του

Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην υπόθεση αυτή Δ. Τζιβανόπουλου. Μπορούμε

μάλιστα, συγκρίνοντας δύο αποσπάσματα, ένα από την απόφαση αυτή και ένα από

την επιχειρηματολογία του Chief Justice Marshall στην υπόθεση Marbury vs.

Madison που έχει ήδη αναφερθεί, να εντοπίσουμε αρκετά κοινά σημεία.

Ο Τζιβανόπουλος υποστήριξε ότι:

22 Μανιτάκης Α., Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ΤοΣ, 2001, σελ.17 επ.23 Σαρίπολος Ν.Ι., Πραγματεία του Συνταγματικού δικαίου, Αθήνησι, 1874, τόμος α’, σελ.159 . Ο Σαρίπολος, ακόμη, υποστηρίζει «ότι η προς τον νόμον υπακοή του δικαστού ουδ’ απαγορεύει το δικαίωμά του ουδ’ απαλλάτει αυτόν του χρέους του να βεβαιωθεί πριν ή τον νόμον εφαρμόση ότι ο νόμος αύτος διήλθε τους συνταγματικούς τύπους, όπως την ισχύν αυτού καταρτίσει. Ο δε τοιαύτα πράττων και τον νόμον εξελέγχων δικαστής, ου μόνον ουδόλως εις τα των άλλων αρχών έργα επεμβαίνει, αλλά και το προς τον θεμελιώδη της πολιτείας νόμον σέβας αυτού διατρανώνει.»

18

Page 19: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

«το Σύνταγμα, δημιουργηθέν υπό συντακτικής συνελεύσεως και ουχί υπό

νομοθετικού σώματος, έθηκεν τα θεμέλια εφ’ ων ανεγείρεται ολόκληρον το

οικοδόμημα της πολιτείας. Ηθέλομεν δε υποθέσει τον ημέτερον νομοθέτην ου

μόνον επιπόλαιον, αλλά και ωπλισμένον δια της μεγαλυτέρας απαθείας δια την

ηθικήν τάξιν και το κοινωνικό συμφέρον, αν, προκειμένου μεν περί όλων των

επί ποινή ακυρότητας διατάξεων της ποινικής δικονομίας και περί της

ερμηνείας και εφαρμογής όλων των διατάξεων του ποινικού νόμου,

ελεπτολόγησε μέχρι των άκρων, όπως προστατεύσει αυτάς, αποδούς μέγιστον

σέβας εις αυτά, προκειμένου δε περί των διατάξεων αυτού του καθεστώτος

πολιτεύματος (...) ηννόησε ν’ αφήσει ταύτας έρμαιον.»

Αντίστοιχα ο Marshall αναφέρει:

“The constitution is either a superior paramount law, unchangeable by ordinary

means, or it is on a level with ordinary legislative acts, and, like other acts, is

alterable when the legislature shall please to after. (…)if the latter part be true,

then written constitutions are absurd attempts, on the part of the people, to limit

a power in its own nature illimitable (…) If then the courts are to regard the

constitution, and the constitution is the superior to any ordinary act of

legislature, the constitution and not such ordinary act must govern the case to

which they both apply”

Και οι δύο επιχειρηματολογίες τεκμηριώνουν τη νομική υπεροχή του

Συντάγματος και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων ελέγχοντας τη συνταγματικότητα

των νόμων να μην εφαρμόζουν νόμους αντισυνταγματικούς. Για τον Τζιβανόπουλο ο

νομοθέτης που δεν θα δεχόταν να γίνεται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

από τα δικαστήρια θα ήταν όχι μόνο επιπόλαιος αλλά και οπλισμένος με την

μεγαλύτερη απάθεια για την ηθική τάξη και το κοινωνικό συμφέρον.

Ανάλογα για τον Marshall τα γραπτά συντάγματα θα ήταν παράλογες απόπειρες

(absurd attempts) αν δεν είναι αποδεκτός ο έλεγχος με βάση το Σύνταγμα και δεν

είναι λογικό τα δικαστήρια να νομιμοποιούνται να εξετάζουν ζητήματα με βάση τους

νόμους και όχι με βάση το Σύνταγμα που είναι ανώτερο από τους νόμους.24

24 Δρόσος Γ., Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σελ.188 επ. Εκεί αναλύεται και όλη η πορεία της νομολογίας, από την μη αποδοχή της τυπικής υπεροχής του Συντάγματος και την αρχική άρνηση των δικαστηρίων να ελέγχουν την

19

Page 20: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Άρνηση δικαστηρίου να εφαρμόσει αντισυνταγματικό νόμο έχουμε με την

απόφαση ΑΠ 23/1897 του Ά Τμήματος του Αρείου Πάγου, γνωστή ως η υπόθεση που

καθιέρωσε τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας στην Ελλάδα. Ένα

ενδιαφέρον απόσπασμα της απόφασης είναι το παρακάτω:

«όταν δε διάταξις νόμου αντίκειται εις το Σύνταγμα ως μεταβαλλούσα δι απλού

νομοθετήματος θεμελιώδη διάταξιν αυτού, οία η ανωτέρω, δικαιούται το

δικαστήριον να μη εφαρμόζη αυτήν εν τω θέματι περί ου δικάζει»25

Πρώτη ρητή συνταγματική ρύθμιση δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας

των νόμων εισήγαγε το Σύνταγμα του 1927 με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου

5. Στη συνέχεια έχουμε τα άρθρα 87§2, 93§4 και 100§1 ε του Συντάγματος του 1975.

Οι διατάξεις αυτές παρέμειναν αναλοίωτες και μετά την αναθεώρηση του 1986. Η

τελευταία αναθεώρηση του 2001 δεν τροποποίησε τα άρθρα 87 και 93 αλλά

τροποποίησε το άρθρο 100 εισάγοντας και την παράγραφο 5. Ανάλυση των άρθρων

αυτών καθώς και περιγραφή του ελληνικού συστήματος του δικαστικού ελέγχου

όπως διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα μετά την ιστορική αυτή πορεία που περιγράψαμε,

θα επιχειρήσουμε να κάνουμε αμέσως παρακάτω.

2.1.2 Τα σχετικά με τον έλεγχο άρθρα του Συντάγματος

Το δικαίωμα και ταυτόχρονα η υποχρέωση των ελληνικών δικαστηρίων να

ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων ρυθμίζει το Σύνταγμα με τα άρθρα 87

§2 , 93 §4 και 100 §1(στοιχείο ε)4 και 5.

Άρθρο 87 §2

Το άρθρο 87 είναι το πρώτο στη σειρά από τα άρθρα του Συντάγματος που

αφορούν τη δικαστική εξουσία. Σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο οι δικαστές

κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους

νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις

που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή, όσον αφορά την

συνταγματικότητα των νόμων (απόφαση ΑΠ 254/1883 κ.ά.), ως την πλήρη αποδοχή της υπεροχής του Συντάγματος και την καθιέρωση δικαστικού ελέγχου (αποφάσεις 6664/1892 του Πρωτοδικείου Αθηνών με την χαρακτηριστική επιχειρηματολογία του πρωτοδίκη Χατζάκου, 924/1892 του Εφετείου Αθηνών και άλλες που προετοιμάζουν το έδαφος για τις δυο βασικές αποφάσεις ΑΠ 169/1893 και ΑΠ 23/1897 που αναφέρονται στην εργασία)25 Δρόσος, ό.π., σελ.199

20

Page 21: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

καθιέρωση δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας, θεωρείται επικουρική, ενώ

βασική είναι η 93 §4. Ο κύριος στόχος της είναι άλλος: η διακήρυξη της υποχρέωσης

των δικαστών να μην συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν σκοπό την κατάλυση

της συνταγματικής τάξης, με διατάξεις δηλαδή που έχουν τεθεί από όργανα που

διεκδικούν επαναστατική εξουσία.26

Άρθρο 93 §4

Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας ρυθμίζεται κυρίως

από την παράγραφο 4 του άρθρου 93 που ορίζει ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να

μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.

Σύμφωνα με τον Β.Σκουρή «ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης δεν έκανε τίποτε

άλλο παρά να υιοθετήσει με το άρθρο 93 §4 την ιστορικά ριζωμένη στη χώρα μας

αλλά και τη συγκριτικά επικρατέστερη λύση».Προσθέτει, ακόμη, ότι ο δικαστής

«εφόσον έχει ως βασική αποστολή να ερμηνεύει και να εφαρμόζει κανόνες δικαίου,

είναι ο κατ’ αρχήν αρμόδιος ν’ ασχοληθεί και με το ζήτημα της συνταγματικότητας

των νόμων».27

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι α. το Σύνταγμα καθιερώνει σύστημα

ελέγχου από όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και κλάδων, β. ο έλεγχος δεν είναι

το βασικό αντικείμενο της δίκης, άρα είναι παρεμπίπτων και γ. ο έλεγχος αφορά

συγκεκριμένη διάταξη νόμου.28 Συνέπεια του ελέγχου είναι ο παραμερισμός της

διάταξης στην εκδικαζόμενη υπόθεση.

Το άρθρο 93 §4, όπως και το 87 §2, καθιερώνει υποχρέωση ανυπακοής του

δικαστή σε αντισυνταγματικούς νόμους. Από αυτή την άποψη μπορεί να εκληφθεί και

ως δείγμα της εμπιστοσύνης που έχει ο συντακτικός νομοθέτης στους ανεξάρτητους

δικαστικούς λειτουργούς, αφού σε αυτούς εμπιστεύεται τον έλεγχο συμφωνίας των

νόμων με το Σύνταγμα, και περαιτέρω την διαφύλαξη της αρχής της υπεροχής του

Συντάγματος. Ο συντακτικός νομοθέτης με το άρθρο αυτό δείχνει την απεριόριστη

εμπιστοσύνη του στην συνταγματική κρίση του δικαστή.29

Άρθρο 100

26 Μαυριάς, ό.π. σελ.291 και Παπαλάμπρου Α., Μερικές σκέψεις για την έννοια του «νόμου» και το πρόβλημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ, 1988, σελ.1527 Σκουρής, ό.π. σελ.179 επ. Επίσης, κατά τον Σκουρή, η διάταξη του άρθρου 93 παρ.4 έχει τόσο αυστηρή και σαφή διατύπωση ώστε δεν επιδέχεται αξιόλογες παρεκκλίσεις ούτε επιτρέπει συσταλτική ερμηνεία (σελ.542).28 Βενιζέλος, ό.π. σελ.179 επ.29 Σκουρής, ό.π. σελ.534 επ. βλ. επίσης τις ερμηνείες που δίνει ο Σκουρής για την καθιέρωση υποχρέωσης των δικαστών να μην υπακούουν σε αντισυνταγματικούς νόμους (σελ.511επ.)

21

Page 22: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Εξαίρεση στο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου που ορίζουν τα

παραπάνω άρθρα εισάγει το άρθρο 100 του Συντάγματος που αναφέρεται στο

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του ΑΕΔ είναι σύμφωνα με

το πέμπτο στοιχείο της πρώτης παραγράφου η άρση της αμφισβήτησης για την

ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν

εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου τη Επικρατείας, του

Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πρόκειται για υπό προϋποθέσεις άσκηση

συγκεντρωτικού ελέγχου. Προϋπόθεση για να φτάσει ζήτημα συνταγματικότητας στο

ΑΕΔ είναι να έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ, του ΑΠ ή του ΕΣ αλλιώς,

αν δεν συντρέξει η προϋπόθεση αυτή ο κάθε δικαστής οφείλει να εξετάζει τη

συνταγματικότητα στο πλαίσιο της υπόθεσης που δικάζει χωρίς να ζητά την

συνδρομή του ΑΕΔ. Αν όμως ένα από αυτά τα δικαστήρια αποφανθεί για την

συνταγματικότητα αντίθετα από άλλο οφείλει να παραπέμψει το θέμα με ειδική

απόφαση στο ΑΕΔ. Η υπόθεση που εκδικαζόταν παραμένει εκκρεμής μέχρις ότου

κοινοποιήσει την απόφασή του το ΑΕΔ, απόφαση με την οποία το αρχικό δικαστήριο

πρέπει να συμμορφωθεί και να προχωρήσει σε οριστική εκδίκαση της υπόθεσης.30 Η

απόφαση του ΑΕΔ ισχύει erga omnes (απόλυτος έλεγχος). Όπως ορίζεται στην

παράγραφο 4 οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι αμετάκλητες. Διάταξη νόμου, που

κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευσή της σχετικής

απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση.

Η αμφισβήτηση για ουσιαστική συνταγματικότητα εισάγεται στο ΑΕΔ ως κύριο

αντικείμενο της δίκης , όχι παρεμπιπτόντως, άρα πρόκειται για συγκεντρωτικό και

αφηρημένο έλεγχο. Ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου σε διάταξη που έχει

παραπεμφθεί για να διασαφηνιστεί η έννοιά της δεν τίθεται.31 Επίσης, σε περίπτωση

αντίθετων αποφάσεων του ΣτΕ, του ΑΠ ή του ΕΣ το ΑΕΔ καλείται να «άρει» την

αμφισβήτηση που σημαίνει όχι μόνο να διαλέξει μια από τις δυο αποφάσεις ως σωστή

αλλά να αποφανθεί το ίδιο με επιχειρήματα για το αν η διάταξη είναι συνταγματική ή

όχι.

Σύμφωνα με τον Βενιζέλο το ΑΕΔ είναι ένας από τους τρεις «μηχανισμούς

συγκέντρωσης» του ελέγχου. Οι άλλοι δύο είναι, πρώτον, η παραπομπή του

ζητήματος στις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων (βλ. επόμενη παράγραφο)

30 Δημητρόπουλος ό.π. σελ.409-41031 Παπαλάμπρου, ό.π. σελ.32 επ. ( έχει ωστόσο υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ότι το ΑΕΔ μπορεί αυτεπάγγελτα να ελέγχει την συνταγματικότητα διάταξης που έχει παραπεμφθεί σε αυτό για να διασαφηνιστεί η έννοιά της)

22

Page 23: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

καθώς και η έντονη επιρροή που ασκεί η νομολογία αυτών στα κατώτερα δικαστήρια

και, δεύτερον, η ιδιαίτερη θέση του ΣτΕ στο ελληνικό σύστημα ελέγχου της

συνταγματικότητας των νόμων.32 Πάντως, αναφορικά με το ΑΕΔ τονίζεται ότι

χαρακτηριστικό του είναι η προσοχή και η φειδώ στην άσκηση ελέγχου της

συνταγματικότητας όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν

κριθεί αντισυνταγματικές μόνο δύο διατάξεις (αποφάσεις 8/1979 και 30/1985).

Με την τελευταία αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε η παράγραφος 5 στο

άρθρο 100 που προβλέπει τα εξής: ‘Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή

του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη νόμου

αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός

αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου

Ειδικού δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό

σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή

εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων

από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτό σημαίνει ότι τα τμήματα των ανώτατων

δικαστηρίων δεν μπορούν να εφαρμόσουν το 93 §4 και υποχρεούνται να

παραπέμψουν στην ολομέλεια την υπόθεση. Ο Δημητρόπουλος επισημαίνει με

αφορμή τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη τον κίνδυνο «οι ολομέλειες να καταστούν

οιονεί συνταγματικά δικαστήρια με παρεπόμενη καθυστέρηση της διαδικασίας

απονομής δικαιοσύνης».33

Έλεγχος από άλλα όργανα

Εκτός από τα δικαστήρια, σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων

προβαίνουν και η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο

100§1 του Κανονισμού της Βουλής κατά την ψήφιση ενός νόμου ο Πρόεδρος της

Βουλής και κάθε βουλευτής ή μέλος της κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει στο στάδιο

της κατ’ αρχήν συζήτησης να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες

αντιρρήσεις που προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση και δημοσίευση νόμου μπορεί να

αναπέμψει ψηφισθέν νομοσχέδιο επειδή το έκρινε ως αντισυνταγματικό (αρ. 42 του

32 Βενιζέλος, ό.π. σελ.182 και ο ίδιος, Οι ιδιομορφίες του ελληνικού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: παράγοντες εντατικοποίησης ή περιορισμού του ελέγχου; , ΤοΣ, 1989, σελ.425επ.33 Δημητρόπουλος, ό.π. σελ.411, ακόμη βλ. σχετικά Μαυριάς, ό.π. σελ.299 και Σπηλιοτόπουλος Ε, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου II, ενδέκατη έκδοση, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002, σελ.444επ.

23

Page 24: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Συντάγματος «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή

νομοσχέδιο...εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής»).

Ο έλεγχος τόσο από τη Βουλή όσο και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι

προληπτικός και αφηρημένος.34

34 Δημητρόπουλος, ό.π., σελ.404 και Μαυριάς, ό.π. σελ. 301

24

Page 25: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

2.2 Πρακτική εφαρμογή του ελέγχου στην Ελλάδα

2.2.1 Αντικείμενο και έκταση του ελέγχου

Αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας είναι κάθε διάταξη

νόμου με κανονιστικό περιεχόμενο. Με συστηματική ερμηνεία των άρθρων 93 §4

(«…νόμου που το περιεχόμενό του είναι…») και 100 §1 («…για την ουσιαστική

συνταγματικότητα…») καταλαβαίνουμε ότι τα δικαστήρια ελέγχουν μόνο την

ουσιαστική και όχι την τυπική συνταγματικότητα. Τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία των

νόμων ελέγχονται προληπτικά από την Βουλή και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας

αλλά μπορούν να ελεγχθούν και από τα δικαστήρια –σπάνια όμως νόμος που έχει

εκδοθεί δεν έχει τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία που χρειάζονται- όμως έλεγχος των

εσωτερικών τυπικών στοιχείων του νόμου δεν γίνεται από τα δικαστήρια γιατί κάτι

τέτοιο θα συνιστούσε παρέμβαση στα intera corporis της Βουλής.35

Σημασία επίσης έχει ο ακριβής προσδιορισμός της προς κρίση διάταξης ώστε ο

έλεγχος να είναι συγκεκριμένος. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στον συγκεντρωτικό

έλεγχο αφού η διάταξη αυτή θα καταστεί ανενεργή.36

Τίθενται επίσης και άλλα ειδικότερα ζητήματα σχετικά με την έκταση του

ελέγχου:

Α. Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας αλλοδαπού δικαίου 37

Ο ελληνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας θεσμοθετεί ισότιμη δικονομική

μεταχείριση του ελληνικού και του αλλοδαπού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι τα

δικαστήρια μπορούν να ερευνούν και την συνταγματικότητα αλλοδαπού δικαίου όταν

δικάζουν σχετική υπόθεση. Τίθεται όμως το ερώτημα αν τα ελληνικά δικαστήρια, που

μπορούν όλα ανεξαιρέτως να προβαίνουν σε έλεγχο συνταγματικότητας, μπορούν να

ελέγξουν συνταγματικότητα αλλοδαπού νόμου ακόμη και αν στην έννομη τάξη από

35 Για την έννοια του νόμου στο άρθρο 93 παρ.4 βλ. Παπαλάμπρου, ό.π σελ.2επ. Ο Παπαλάμπρου διευκρινίζει ποιες παραβάσεις μπορούν να θεωρηθούν παραβάσεις ουσιαστικής και ποιες τυπικής συνταγματικότητας, ποιες εξωτερικού και ποιες εσωτερικού τύπου. Υποστηρίζει επίσης την αρχή του ελέγχου όλων των τύπων του νόμου.36 βλ. Μαυριά, ό.π., σελ.29837 Βασιλακάκης Β., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας του αλλοδαπού δικαίου, ΤοΣ, 1990, σελ. 177επ. βλ. εκεί και την θέση της νομολογίας, τις λιγοστές φορές που αντιμετωπίστηκε τέτοιο ζήτημα.

25

Page 26: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

την οποία προέρχεται ο νόμος δεν επιτρέπεται δικαστικός έλεγχος ή επιτρέπεται μόνο

σε ορισμένα δικαστήρια ή σε ένα συνταγματικό δικαστήριο. Το ζήτημα είναι βέβαια

σπάνιο και λύνεται συνήθως με το άρθρο 33 του ΑΚ που καθιερώνει την επιφύλαξη

της δημόσιας τάξης (Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται αν η εφαρμογή της

προσκρούει στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη).

Β. Νόμος αντίθετος προς διεθνή σύμβαση είναι αντισυνταγματικός;38

Νόμος που αντίκειται σε διεθνή σύμβαση, αν αναγνωρίσουμε στη διεθνή σύμβαση

συνταγματική ισχύ έχει άμεση αντισυνταγματικότητα. Αν θεωρήσουμε ότι τέτοιος

νόμος εκδίδεται κατά παράβαση του άρθρου 28 §1, που είναι άρθρο του

Συντάγματος, παρουσιάζει έμμεση αντισυνταγματικότητα. Το ζήτημα, βέβαια,

παραμένει ανοιχτό και διαμορφώνονται πολλές απόψεις σχετικά με τη θέση των

κανόνων διεθνούς δικαίου στην ιεραρχία της έννομης τάξης. Ιδιόμορφη περίπτωση

αποτελεί το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, αν και είναι εσωτερικό δίκαιο της

χώρας, δεν υπόκειται σε έλεγχο γιατί ανήκει σε αυτόνομη έννομη τάξη, την

κοινοτική.39

Γ. Δικαστικός έλεγχος της αναθεώρησης του Συντάγματος40

Ιδιαίτερο είναι, επίσης, το ζήτημα αν μπορούν τα δικαστήρια να ελέγξουν

παράβαση του άρθρου 110 του Συντάγματος που ρυθμίζει την αναθεώρηση. Αν η

Βουλή αναθεωρήσει θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος των οποίων την

αναθεώρηση δεν επιτρέπει το άρθρο 110 θα πρόκειται για ουσιαστική

συνταγματικότητα ή για εσωτερική τυπική οπότε θα έχουμε αναρμοδιότητα των

δικαστηρίων; Η αντισυνταγματικότητα στην περίπτωση αυτή φαίνεται να είναι

ουσιαστική, αλλά σε κάθε περίπτωση τα δικαστήρια θα είχαν την δυνατότητα να μην

συμμορφωθούν με τέτοιο νόμο σύμφωνα με το άρθρο 87 §2 που ορίζει ότι οι

δικαστές δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά

κατάλυση του Συντάγματος.

2.2.2 Δικονομικές προσβάσεις

38 Αρναούτογλου Φ., Νόμος αντίθετος προς διεθνή σύμβαση είναι αντισυνταγματικός; ΤοΣ, 1982, σελ.546 επ.39 Μαυριάς, ό.π., σελ.292-29340 Παπαλάμπρου, ό.π., σελ.31

26

Page 27: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

Ο αποκεντρωτικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι έλεγχος κατ’ ένσταση.

Δεν υπάρχει κάποια ξεχωριστή δικονομική διαδικασία προκειμένου να προκαλέσει

κάποιος τον έλεγχο. Σύμφωνα με το ΣτΕ (ΣτΕ 3195/2000)

«με τη διάταξη του άρθρου 93§4 του Συντάγματος καθιερούται το δικαίωμα

των δικαστηρίων να προβαίνουν και αυτεπαγγέλτως στον διάχυτο και

παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων (...) ζήτημα περί

ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου δύναται

να θέσει, πλην των διαδίκων όχι μόνο ο εισηγητής-δικαστής αλλά και

οποιοδήποτε άλλο μέλος του δικαστηρίου ή ειδικότερου σχηματισμού του...»

Όσον αφορά τον συγκεντρωτικό έλεγχο, σύμφωνα με τον νόμο 345/76,

προκαλείται:

Α. Με αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου,

του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού

Επιτρόπου της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Αίτηση μπορεί να κάνει και καθένας που

έχει έννομο συμφέρον στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Β. Με παραπεμπτική απόφαση ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια που

αποφαίνεται δεύτερο και με αντίθετη απόφαση για την ίδια κρίσιμη διάταξη για την

οποία έχει αποφανθεί διαφορετικά άλλο ανώτατο δικαστήριο.41

2.2.3 Αποτελέσματα του ελέγχου

Όσον αφορά τον αποκεντρωτικό έλεγχο τα δικαστήρια όταν κρίνουν διάταξη

νόμου ως αντισυνταγματική δεν την εφαρμόζουν ad hoc, ωστόσο η διάταξη

παραμένει ισχυρή και τίποτα δεν αποκλείει την περίπτωση να κριθεί από άλλο

δικαστήριο ως συνταγματική και να εφαρμοστεί.

Στον συγκεντρωτικό έλεγχο, όπου η απόφαση του ΑΕΔ ισχύει erga omnes

αφαιρείται από αντισυνταγματική διάταξη η νομική της ισχύς, χωρίς όμως η διάταξη

να καταργείται (αυτό είναι μονάχα νομοθετική αρμοδιότητα). Σκοπός του

συγκεντρωτικού ελέγχου, από αυτή την άποψη είναι η διασφάλιση ενότητας της

41 Μαυριάς, ό.π., σελ. 297 και Βενιζέλος, ό.π., σελ.180

27

Page 28: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

νομολογίας και ασφάλειας δικαίου (αφού για όλα πλέον τα δικαστήρια ο νόμος που

κρίθηκε από το ΑΕΔ ως αντισυνταγματικός είναι ανίσχυρος).

Οι δικαστές όμως δεν μπορούν να αρνησιδικήσουν, επομένως το ερώτημα που

γεννάται είναι ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο μετά την αναγνώριση διάταξης νόμου

ως αντισυνταγματικής. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει

προγενέστερο κανόνα δικαίου μόνο αν αυτός δεν έχει καταργηθεί ρητά από την

αντισυνταγματική διάταξη. Αν ο προγενέστερος κανόνας έχει ρητά καταργηθεί, τότε

γίνεται ερμηνευτική κατασκευή από τον δικαστή ώστε να μην καταλήξουμε σε

αρνησιδικία.42

Ένα δεύτερο ερώτημα που γεννάται εφόσον μια διάταξη νόμου κριθεί

αντισυνταγματική είναι κατά πόσον έχει ευθύνη το κράτος για αντισυνταγματικό

νόμο. Όταν πρόκειται για παραβίαση ατομικού δικαιώματος με αντισυνταγματικό

νόμο, τότε θεμελιώνεται ευθύνη του κράτους προς αποζημίωση, αστική δηλαδή

ευθύνη.43

42 Μάνεσης Αρ., Ζητήματα εκ του ανίσχυρου των συνταγματικών νόμων, στον τόμο Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, 1980, σελ.288επ. και Μαυριάς, ό.π., σελ.259επ. 43 Δημητρόπουλος, ό.π., σελ.412 και Δαγτόγλου, ό.π., σελ.1254επ. βλ. και το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ

28

Page 29: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

2.3 Συγκριτική έρευνα

Θα επιχειρήσουμε μια πολύ συνοπτική συγκριτική έρευνα στα συστήματα

ελέγχου της συνταγματικότητας άλλων χωρών με αντίστοιχο πολίτευμα με την

Ελλάδα. Σκοπός είναι μέσα από τη σύγκριση με το ελληνικό σύστημα που μας

απασχολεί να κρίνουμε καλύτερα το τελευταίο.44

Στις ΗΠΑ γεννήθηκε το αποκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της

συνταγματικότητας, ο έλεγχος λοιπόν εκεί έχει καθιερωθεί ως διάχυτος και

παρεμπίπτων. Γίνεται έλεγχος από όλα τα δικαστήρια και από το Supreme Court το

οποίο έχει βέβαια τον κύριο λόγο (και αναπόφευκτα επηρεάζει τα άλλα δικαστήρια)

αλλά δεν είναι συνταγματικό δικαστήριο. Ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών

αποφάσεων από τα δικαστήρια αποφεύγεται με την τήρηση της αρχής του stare

decisis.

Στη Γαλλία ο έλεγχος είναι μόνο προληπτικός. Η απαγόρευση κατασταλτικού

ελέγχου έχει της ρίζες της στις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης κατά την οποία

χαρακτηριστική είναι η έντονη δυσπιστία απέναντι στα δικαστήρια. Ο νόμος

θεωρείται volonté générale (γενική θέληση) και επομένως από τη στιγμή που

τίθεται σε ισχύ δεν επιτρέπεται να τον κρίνει οποιοδήποτε δικαστήριο. Με το

σύνταγμα του 1958 εισήχθηκε ο θεσμός του Συνταγματικού Συμβουλίου που ασκεί

προληπτικό και συγκεντρωτικό έλεγχο (για να επιληφθεί ζήτημα

συνταγματικότητας πρέπει να τεθεί σχετική ερώτηση από τα αρμόδια κατά το

Σύνταγμα όργανα ενώ στους οργανωτικούς νόμους ασκεί υποχρεωτικό έλεγχο)

Το σύστημα της γερμανικής Normenkontrolle περιλαμβάνει δύο στάδια:

Προκαταρκτικός έλεγχος ασκείται από όλα τα δικαστήρια (αποκεντρωτικός

έλεγχος). Αν ένα δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει θέμα αντισυνταγματικότητας,

παραπέμπει το ζήτημα στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο

(Bundesverfassungsgericht) όπου ο έλεγχος είναι οριστικός. Απευθείας

συνταγματική προσφυγή στο ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο γίνεται στην

περίπτωση προσβολής θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δίνοντας δικαίωμα

προληπτικού ελέγχου σε όλους τους δικαστές και αρμοδιότητα ακύρωσης νόμου

από το Συνταγματικό Δικαστήριο, το γερμανικό δίκαιο δίνει τη μέση λύση σε σχέση

44 Για την συγκριτική έρευνα έχουν αξιοποιηθεί πληροφορίες από τους Σκουρή, ό.π. σελ.513επ. , Δημητρόπουλο, ό.π., σελ.402 επ.

29

Page 30: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

με τον αποκεντρωτικό ή συγκεντρωτικό έλεγχο. Αποφεύγονται οι αντινομίες στις

αποφάσεις των δικαστηρίων, ενισχύεται η ασφάλεια δικαίου και ταυτόχρονα δεν

αφαιρείται το δικαίωμα ελέγχου από όλα τα δικαστήρια.45 Παρόμοιο με το

γερμανικό σύστημα είναι και το ιταλικό.

Αξίζει τέλος να γίνει αναφορά στο ελβετικό δίκαιο για να δούμε πώς

διευθετήθηκε το ζήτημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε ένα

σύστημα δικαίου με πάρα πολλά στοιχεία άμεσης δημοκρατίας. Οι νόμοι στην

Ελβετία συχνά υποβάλλονται σε δημοψήφισμα. Ευνόητο είναι ότι η ιδέα της

δικαστικής ακύρωσης νόμων που έχουν ψηφιστεί από το λαό δεν θα είχε απήχηση.

Επομένως δεν γίνεται πλήρης έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων παρά

μόνο ορίζεται στο ομοσπονδιακό σύνταγμα ότι οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεσμεύουν

το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο.

Στον αντίποδα βρίσκεται το αυστριακό δίκαιο, που πρώτο εισήγαγε το

συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και έχει

Συνταγματικό Δικαστήριο με εξουσία ακυρωτικού νόμου.

Συγκρίνοντας το ελληνικό σύστημα με τα παραπάνω συστήματα ελέγχου

συνταγματικότητας των νόμων συμπεραίνουμε ότι:

1. Στην ελληνική έννομη τάξη ακολουθείται κατ’ αρχήν το πρότυπο του

αποκεντρωτικού ελέγχου των ΗΠΑ κρίσιμη όμως διαφοροποίηση είναι η αρχή του

stare decisis που ακολουθείται στις ΗΠΑ.

2. Ομοιότητες βρίσκουμε ανάμεσα στο ελληνικό και το γερμανικό

σύστημα από την άποψη ότι και τα δύο συνδυάζουν στοιχεία αποκεντρωτικού και

συγκεντρωτικού ελέγχου. Ωστόσο το γερμανικό σύστημα είναι σχετικά πιο

πολύπλοκο.

3. Το ελληνικό σύστημα βρίσκεται αρκετά μακριά σε σχέση με τις λύσεις

που υιοθετούνται στη Γαλλία, την Ελβετία και την Αυστρία. Η Γαλλία έχει μόνο

προληπτικό έλεγχο ενώ στην Ελλάδα ο έλεγχος είναι κυρίως κατασταλτικός. Στην

Ελβετία δεν γίνεται πλήρης έλεγχος λόγω των πολλών στοιχείων άμεσης

δημοκρατίας στο πολίτευμά τους, κάτι που δεν συμβαίνει στο ελληνικό πολίτευμα.

Τέλος, σε αντίθεση με την Αυστρία, συγκεντρωτικός έλεγχος στην Ελλάδα ασκείται

μόνο υπό προϋποθέσεις (κατ’ αρχήν ο έλεγχος είναι διάχυτος).

45 Αναλυτικότερα για το γερμανικό σύστημα βλ. εργασία της φοιτήτριας Καραμάνη Θεοδώρας με τίτλο «Ο έλεγχος της Συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα και Γερμανία» όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα http://www.greeklaws.gr/pubs/ . Για το πλήρες κείμενο της εργασίας βλ. http://www.greeklaws.gr/pubs/uploads/379.pdf

30

Page 31: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

2.4 Τα όρια του ελέγχου

Ένας από τους λόγους για τους οποίους μας απασχολεί έντονα ο δικαστικός

έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι ότι θέτει το προϊόν μιας

συντεταγμένης εξουσίας, της νομοθετικής, υπό την κρίση μιας άλλης, της

δικαστικής.46 Παλιότερα το ζήτημα αυτό είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις και υπήρχε

μεγάλη θεωρητική διαμάχη και προβληματισμός. Διατυπώνονταν απόψεις κατά του

δικαστικού ελέγχου με το επιχείρημα ότι τέτοιος έλεγχος δεν συνάδει με την αρχή

της λαϊκής κυριαρχίας και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (και οι δυο από τις

πιο θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζεται το πολίτευμά μας). Υποστηριζόταν ότι

ο δικαστής, επειδή δεν είναι άμεσα δημοκρατικά νομιμοποιημένος όπως η Βουλή

που εκλέγεται από τον λαό, δεν μπορεί να ελέγχει την συνταγματικότητα των

νόμων που ψηφίστηκαν από την Βουλή.47 Απ’ την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές

του δικαστικού ελέγχου διακήρυτταν την ανάγκη κατοχύρωσης της υπεροχής του

Συντάγματος και την ανάγκη προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και της

πολιτικής μειοψηφίας.

Η θεωρητική αυτή διαμάχη ανήκει βέβαια στο παρελθόν και σήμερα ο

δικαστικός έλεγχος έχει πλέον παγιωθεί χωρίς να υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις

ότι ο έλεγχος είναι εγγύηση ύπαρξης του κράτους δικαίου, ειδικά στην Ελλάδα που

αποτελούσε πάγια νομολογιακή πρακτική και που είναι πλήρως αποδεκτός από την

κοινωνία.48 Δεν υπάρχει, επομένως, πλέον ζήτημα καθιέρωσης ή μη του δικαστικού

ελέγχου. Το ζήτημα που πρέπει όμως να μας απασχολήσει σήμερα σχετικά, είναι

ποια είναι τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας από τα δικαστήρια. Η

ανάγκη να διερευνηθεί το θέμα αυτό προκύπτει αν αναλογιστούμε, πρώτον, τους

κινδύνους που υπάρχουν από έναν όχι σωστά οριοθετημένο δικαστικό έλεγχο και,

δεύτερον, τα προβλήματα και τις δυσκολίες του ελέγχου.

Οι κίνδυνοι από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων αν

αυτός δεν ασκηθεί συνετά είναι αρκετοί. Μπορεί, πρώτον, ο έλεγχος να

χρησιμοποιηθεί ως άμυνα κατά μη αρεστού νόμου εξυπηρετώντας αντιπολιτευτικά

46 Μαυριάς, ό.π., σελ.174 επ.47 βλ. σχετικά: Σκουρή, ό.π., σελ. 535 επ. (ειδικότερα σελ.536: «Το άρθρο 93 παρ.4 ως έκφραση δυσπιστίας στη συνταγματική συνείδηση του νομοθέτη»), Ανδρουλάκη Ν., Το «κράτος των δικαστών»- ένα ανύπαρκτο σκιάχτρο; , ΝοΒ, 1985, σελ.1505επ. και Βεγλερή Φ., Τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας (ΣτΕ 105/81), ΤοΣ, 1981, σελ.444 επ. Για τη δυσκολία ερμηνείας του Συντάγματος βλ. Βενιζέλο Ευ., Η ερμηνεία του Συντάγματος μεταξύ νομικής δογματικής και επιστημολογικής ειλικρίνειας, ΤοΣ, 1986, σελ.1529 επ.48 βλ. 1.2.1 Θεμελίωση και αναγκαιότητα του ελέγχου και 1.3.2 Αιτίες διάδοσης

31

Page 32: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ή και κυβερνητικά συμφέροντα (να αποδώσει για παράδειγμα η κυβέρνηση σε

συνταγματικούς λόγους διαπιστωμένους δικαστικά την τελική προώθηση μη

δημοφιλούς μέτρου). Υπάρχει, επίσης, το ενδεχόμενο της μεταφοράς των πολιτικών

αντιθέσεων στο δικαστήριο και άρα η πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης. Ο

δικαστικός έλεγχος όμως πρέπει να μην είναι σε καμία περίπτωση έλεγχος

σκοπιμότητας, δηλαδή πολιτικός έλεγχος, αλλά νομικός καθαρά έλεγχος.

Επιπρόσθετα το έργο των δικαστών γίνεται περισσότερο περίπλοκο και λόγω της

δυσκολίας της ερμηνείας του Συντάγματος, του οποίου αρκετές διατάξεις έχουν

γενικές διατυπώσεις που επιδέχονται πολλών ερμηνειών και απλά χαράζουν το

γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο νομοθέτης χωρίς να προχωρούν σε

λεπτομέρειες. 49

Τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος της

συνταγματικότητας των νόμων από τους δικαστές πρέπει να οριοθετείται με βάση

τις εξής αρχές:

1.O έλεγχος γίνεται μόνο αν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα

οδηγούσε στην αποδοχή του ένδικου βοηθήματος.

2.Ένας νόμος δεν πρέπει να θεωρηθεί ή να κηρυχθεί αντισυνταγματικός, αν

μπορεί μέσα στα όρια του γράμματος και του σκοπού του να ερμηνευτεί κατά

τρόπο που να συμφωνεί με το Σύνταγμα

3.Ο έλεγχος περιορίζεται στην διαπίστωση αντιθέσεων μεταξύ του

Συντάγματος και της εξεταζόμενης νομοθετικής διάταξης.

4.Από τον δικαστικό έλεγχο προκύπτει τι δεν μπορεί να κάνει ο νομοθέτης,

ποτέ όμως τι πρέπει να κάνει.50

Αυτές οι αρχές μάς οδηγούν στο να μιλήσουμε για μεθόδους με τις οποίες

μπορεί ο δικαστής που ελέγχει την συνταγματικότητα των νόμων να ελέγχεται κι

αυτός με τη σειρά του.

Πώς μπορεί λοιπόν να ελέγχεται ο δικαστής;51 Πρώτα απ’ όλα ο δικαστής δεν

έχει ελευθερία να ερμηνεύει το Σύνταγμα κατά βούληση αλλά οφείλει να ακολουθεί

συγκεκριμένη επιστημονική νομική μέθοδο και να είναι πιστός στην σύμφωνη με το

Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων. Κριτήριά σε αυτή την ερμηνεία πρέπει να είναι οι

θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, το κοινωνικό περιβάλλον, οι δικονομικοί

όροι. Τα δικαστήρια είναι βέβαια και υποχρεωμένα να εκδίδουν πλήρως 49 Σταθόπουλος, ό.π., σελ.9επ. και Βενιζέλος, ό.π., σελ.187 επ.50 Δαγτόγλου, ό.π., σελ.1235 επ.51 Σταθόπουλος, ό.π., σελ.19 επ.

32

Page 33: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

αιτιολογημένες αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 93 § 3. Γνωστή είναι επίσης η

θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισμού σύμφωνα με την οποία οι δικαστές

οφείλουν να μεριμνούν ώστε η κρίση τους να μην διολισθήσει σε πολιτικές

διαφωνίες ως προς τις επιλογές του νομοθέτη. Με αυτή την έννοια η συνείδηση του

δικαστή παίζει μεγάλο ρόλο στην οριοθέτηση του δικαστικού ελέγχου.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των

νόμων είναι ένας θεσμός απαραίτητος στο σημερινό κράτος δικαίου και σε καμία

περίπτωση δεν θίγει την νομοθετική εξουσία αν παραμένει μέσα στα όρια που

οφείλει να βρίσκεται. 52

Ολοκληρώνοντας την κριτική μας για το ελληνικό σύστημα δικαστικού

ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αφού έχουμε μιλήσει για το πώς

αυτό είναι σήμερα (de constitutione lata), θα μπορούσαμε να δώσουμε ορισμένες

προτάσεις de constitutione ferenda για την καλυτέρευση του συστήματος ώστε να

έχει περισσότερα δημοκρατικά στοιχεία και να διασφαλίζεται καλύτερα η αρχή της

λαϊκής κυριαρχίας.

Καλό θα ήταν στην διαδικασία νομοθέτησης να παρεμβάλλονται εκθέσεις

ειδικών επιτροπών ή προηγούμενη γνώμη του ΑΕΔ, έτσι ώστε να

ελαχιστοποιούνται οι περιπτώσεις να κριθεί κατασταλτικά ένας νόμος

αντισυνταγματικός. Η εισαγωγή ακόμα δημοψηφίσματος σε περιπτώσεις διαρκούς

αμφιβολίας ώστε τελικά ο ίδιος ο λαός άμεσα να αποφασίζει για τη

συνταγματικότητα ή μη ενός νόμου που αφορά ζήτημα τεράστιας σημασίας θα ήταν

ένα αποτελεσματικό μέτρο με την προϋπόθεση της σφαιρικής και αντικειμενικής

ενημέρωσης των εκλογέων για το ζήτημα.53

Αυτές οι προτάσεις τείνουν όχι μόνο σε ένα δημοκρατικότερο σύστημα αλλά

και σε ένα σύστημα όπου ο δικαστής είναι περισσότερο οριοθετημένος και μπορεί

να κρίνει πιο σωστά τη συνταγματικότητα ή μη των νόμων αφού γνωρίζει ότι στις

πιο δύσκολες περιπτώσεις αμφισβητήσεων όσον αφορά ένα νόμο, η λαϊκή βούληση

θα συνδράμει ώστε να βρεθεί τελικά λύση.

52 Μπορεί, μάλιστα, ως θεσμός, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων να θεωρηθεί ο ίδιος δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή, βλ. σχετικά Μαυριά, ό.π., σελ.741επ.53 Σταθόπουλος, ό.π., σελ.28 επ.

33

Page 34: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑΑναφερθήκαμε στα σχετικά με τον έλεγχο άρθρα του Συντάγματος και είδαμε

πώς γίνεται στην πράξη ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας στην Ελλάδα.

Μπορούμε, πλέον, να δώσουμε έναν πλήρη χαρακτηρισμό του ελληνικού συστήματος

δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, και στη συνέχεια να

προχωρήσουμε στην εξαγωγή βασικών συμπερασμάτων για το σύστημα αυτό, όπως

το έχουμε περιγράψει μέχρι τώρα.

Το Σύνταγμά μας καθιερώνει κατ’ αρχήν σύστημα αποκεντρωτικού σχετικού και

κατ’ ένσταση δικαστικού ελέγχου και κατ’ εξαίρεση συγκεντρωτικό και απόλυτο

σύστημα. Πρόκειται, επομένως για μικτό σύστημα δικαστικού ελέγχου της

συνταγματικότητας των νόμων.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα δεν υιοθετείται μονόπλευρη

λύση (μόνο διάχυτος έλεγχος όπως στις ΗΠΑ ή μόνο συγκεντρωτικός όπως στην

Αυστρία) αλλά αφενός δίνεται εξουσία σε όλους τους δικαστές να μην εφαρμόζουν

αντισυνταγματικό νόμο μόνο σε συγκεκριμένη υπόθεση, αφετέρου προβλέπεται για

ιδιαίτερες περιπτώσεις και οριστική απόφανση του ΑΕΔ. Με αυτόν τον τρόπο

συγκεντρώνονται τα πλεονεκτήματα και των δυο συστημάτων (αποκεντρωτικού και

συγκεντρωτικού). Μεγάλο πλεονέκτημα του αποκεντρωτικού συστήματος που δεν

απενεργοποιεί το νόμο, απλά δεν τον εφαρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η

αποφυγή υποκατάστασης του έργου του νομοθέτη από το δικαστή και αντίστοιχα το

πλεονέκτημα του συγκεντρωτικού ελέγχου είναι η αποφυγή του κινδύνου έκδοσης

αντιφατικών αποφάσεων. Ταυτόχρονα αποφεύγονται τα μειονεκτήματα που

συνεπάγεται η υιοθέτηση ενός αμιγώς συγκεντρωτικού ή αμιγώς αποκεντρωτικού

συστήματος.54

Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα ο δικαστικός έλεγχος είναι

ένας από τους σταθερούς και βαθιά ριζωμένους θεσμούς, του οποίου η αναγκαιότητα

και η σημασία δεν αμφισβητείται ούτε παραγνωρίζεται. Αντίθετα, είναι ένας θεσμός

σεβαστός που έχει αποδείξει την λειτουργικότητά του στην σωστή λειτουργία του

σύγχρονου κράτους δικαίου.

Κλείνοντας, θα λέγαμε (λαμβάνοντας υπόψη μας και την συγκριτική έρευνα

που έγινε παραπάνω)

54 βλ. επίσης Δημητρόπουλο, ό.π., σελ.409 : «…Από τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων περιέχει πολλές ορθές ρυθμίσεις.»

34

Page 35: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα

δικαστήρια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα ορθά και αποτελεσματικά

συστήματα.

35

Page 36: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Το παράρτημα αυτό περιλαμβάνει σημαντικές αποφάσεις (δίνεται πολύ συνοπτικά το

περιεχόμενό τους, με έμφαση στο σημείο που κρίνεται η συνταγματικότητα ή μη

διάταξης νόμου) που αφορούν έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που έκαναν

τα ανώτατα δικαστήρια (ΕΣ, ΑΠ, ΣτΕ και ΑΕΔ) τη χρονιά 2004. Δίνεται ένας

συγκεντρωτικός πίνακας νομολογίας του ΑΠ και του ΣτΕ για τον χρόνο που μόλις

πέρασε έτσι ώστε να δοθεί μια όσο το δυνατόν πιο πρόσφατη εικόνα για το πώς

εφαρμόζεται στην πράξη ο έλεγχος από τα δύο αυτά δικαστήρια που αντιμετωπίζουν

συχνότατα ζητήματα ελέγχου της συνταγματικότητας (Το ΣτΕ μάλιστα έχει

χαρακτηριστεί από ορισμένους οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού παρουσιάζει

την μεγαλύτερη συχνότητα ελέγχου). Το παράρτημα συμπληρώνουμε με αποφάσεις

από το 2003 του ΑΕΔ και του ΕΣ, ενδεικτικά μία απόφαση από το κάθε ένα, καθώς

και με μια αρκετά χαρακτηριστική απόφαση του Πλημμελειοδικείου Αθηνών σχετικά

με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Ολόκληρες οι αποφάσεις βρίσκονται στο http://lawdb.intrasoftnet.com/ από όπου και

αντλήθηκαν οι πληροφορίες που παρατίθενται παρακάτω.

9/2004 ΑΠ (ΟΛΟΜ)

Χορήγηση αποζημίωσης στους απολυόμενους ή αποχωρούντες λόγω

συνταξιοδότησης από τα ΚΤΕΛ. Ρύθμιση του ν. 2556/1997 κρίνεται

αντισυνταγματική γιατί χορηγεί πλήρως την αποζημίωση σε όσους άσκησαν σχετική

αγωγή και όχι και σ΄ αυτούς που δεν άσκησαν, άρα αντιβαίνει στη συνταγματική

αρχή της ισότητας.

24/2004 ΑΠ (ΟΛΟΜ)

Κρίνεται αντισυνταγματική η επέκταση εφαρμογής του άρθρου 21 του Κώδικα περί

Δικών του Δημοσίου στον ΟΣΕ, γιατί αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας.

19/2004 ΑΠ (ΟΛΟΜ)

Εργαζόμενοι στα ΚΤΕΛ Κρίθηκε αντισυνταγματικός, ως αντίθετος προς την αρχή

της ισότητας ο αποκλεισμός της αναδρομικότητας ευνοϊκής διάταξης που προέβλεπε

διάταξη του αρ.30 του ν. 2556/1997 για τους μή ασκήσαντες αγωγή μέχρι την έναρξη

36

Page 37: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

της ισχύος της. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται κατά την απόλυσή τους ή την λόγω

συνταξιοδοτήσεως αποχώρησή τους, πλήρη αποζημίωση, ανεξάρτητα από το γεγονός

της εγέρσεως σχετικής αγωγής.

752/2004 ΑΠ

Αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ρύθμιση με νέους κανόνες εννόμων σχέσεων που

ανάγονται σε προηγούμενο χρόνο. Καθιέρωση ελάχιστης νόμιμης διάρκειας των

εμπορικών μισθώσεων και κατάργηση των εκκρεμών δικών με διάταξη νόμου

μεταγενέστερα της σύναψης τέτοιων συμβάσεων. Κρίθηκε ότι η ρύθμιση είναι

συνταγματική.

991/2004 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

ΚΕΔΕ. Το απαράδεκτο που θεσπίζουν οι διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ

και 5 του Κ.Δ. της 26-6/10-7-1944 επί μη κοινοποίησης δικογράφων σε υποθέσεις

του ΚΕΔΕ και στον Υπουργό Οικονομικών αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του

Συντάγματος. Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή του ζητήματος στο ΑΕΔ.

813/2004 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

Απαλλοτρίωση ακινήτων για την ανέγερση σχολικών κτιρίων. Το άρθρο 31 παρ. 4

του ν. 2009/1992, το οποίο θεωρεί ότι όλα τα εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού

σχεδίου οικοδομήσιμα οικόπεδα είναι κατάλληλα προς ανέγερση σχολικών κτιρίων,

αντίκειται το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος.

1467/2004 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ)

ΙΚΑ. Προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως χήρου. Αντισυνταγματική κρίθηκε η διάταξη

του άρθρου 28 παρ. 6 του Ν. 1846/1951 που εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως σε χήρο

από ιδιαίτερες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων δεν απαιτείται όταν πρόκειται

για χορήγηση της συντάξεως σε χήρα, διότι έτσι εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση των

δύο φύλων.

98/2004 ΣΤΕ

Η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του νδ 3026/1954, που αποκλείει την εγγραφή

πτυχιούχου νομικού τμήματος πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου

37

Page 38: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε ετών από την κτήση του πτυχίου του,

δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

819/2004 ΣΤΕ

Οι αποδοχές των πλοηγών, καταβαλλόμενες από το Κεφάλαιο Πλοηγικής Υπηρεσίας,

δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Η διάταξη

του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 1256/1982, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν.

1326/1983, αντίκειται στο άρθρο 88 του Συντάγματος.

725/2004 ΣΤΕ

Αντιρρησίες συνείδησης. Οι διατάξεις της ΥΑ Φ420/202/57842/Σ868/1997, οι οποίες

θεσπίζουν την αρμοδιότητα των κατά τόπους στρατολογικών γραφείων να

απορρίπτουν αιτήσεις υπαγωγής στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης λόγω μη

υποβολής των αναγκαίων δικαιολογητικών ή μη προσέλευσης προς εξέταση των

ενδιαφερομένων ενώπιον των υγειονομικών επιτροπών, βρίσκουν έρεισμα στην

εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 22 του ν. 2510/1997 και τελούν σε αρμονία προς

το άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 1763/1988. Η θέσπιση αποκλειστικών προθεσμιών

υπαγωγής στο καθεστώς αυτό δεν συνιστά υπέρβαση της εξουσιοδότησης ούτε

αντίκειται στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ ή στο ΔΣΑΠΔ.

622/2004 ΣΤΕ

Υπάλληλοι δημόσιοι και πρόσληψη αυτών. Το προσωπικό Εξωτερικής Φρούρησης

των Καταστημάτων Κράτησης στελεχώνει ειδική ένοπλη υπηρεσία του Υπουργείου

Δικαιοσύνης και εκτελεί καθήκοντα για την άσκηση των οποίων ο παράγοντας φύλο

διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, αφού απαιτείται αυξημένο επίπεδο μυϊκής

δύναμης, ταχύτητας και αντοχής, που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας διαθέτουν

σε μεγαλύτερο βαθμό οι άνδρες. Ο περιορισμός του αριθμού των γυναικών που

διορίζονται στις θέσεις αυτές σε 30 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Οδηγία

76/207/ΕΟΚ/1976. Νομίμως συντάχθηκε ο προσβληθείς πίνακας. Απορρίπτεται η

έφεση. Ομοιες οι 623/2004 ΣτΕ, 624/2004 ΣτΕ, 625/2004 ΣτΕ, 626/2004 ΣτΕ,

627/2004 ΣτΕ, 628/2004 ΣτΕ, 629/2004 ΣτΕ, 630/2004 ΣτΕ, 631/2004 ΣτΕ, 632/2004

ΣτΕ, 633/2004 ΣτΕ, 634/2004 ΣτΕ, 635/2004 ΣτΕ.

2611/2004 ΣΤΕ

38

Page 39: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΚΕΔΕ. Η προσωπική κράτηση ως μέτρο εξαναγκασμού καταβολής οφειλής προς το

Δημόσιο είναι αντισυνταγματική. Παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια.

1579/2004 ΣΤΕ

Αναίρεση. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2944/2001 είναι απαράδεκτη η αίτηση

αναίρεσης, αν το αντικείμενο της διαφοράς είναι κατώτερο των 2.000.000 δρχ. Η

επίλυση της ένδικης διαφοράς έχει για το Δημόσιο ευρύτερες οικονομικές και

δημοσιονομικές επιπτώσεις και δικαιολογείται η συνέχιση της δίκης. Δεν επιβάλλεται

η παραπομπή από Τμήμα στην Ολομέλεια του ΣτΕ του ζητήματος της

αντισυνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου, όταν η Ολομέλεια ή το ΑΕΔ έχει

ήδη κρίνει για τη συνταγματικότητα άλλης ταυτόσημης διάταξης. Η διάταξη του

άρθρου 11 παρ. 6 του ν. 1505/1984, η οποία απαγορεύει τη διπλή καταβολή

οικογενειακού επιδόματος όταν και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι, αντίκειται στα

άρθρα 4 και 21 του Συντάγματος. Το ίδιο ισχύει και για την ταυτόσημη διάταξη του

άρθρου 12 του ν. 2470/1997. Παραγραφή των σχετικών απαιτήσεων και έναρξη

αυτής.

1000/2004 ΣΤΕ

Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας. Το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α΄ του ν.

2226/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2713/1999, με το

οποίο εισάγεται απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την

πρόσβαση στο επάγγελμα του αστυνομικού υπαλλήλου και στην αναγκαία

εκπαίδευση, θεσπίζοντας ποσοστά εισαγομένων στη Σχολή γυναικών, δεν αντίκειται

στα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος και στα άρθρα 2 και 3 της Οδηγίας

76/207/ΕΟΚ. Ομοιες οι 1001/2004 ΣτΕ, 1002/2004 ΣτΕ, 1003/2004 ΣτΕ, 1004/2004

ΣτΕ.

9/2003 ΑΕΔ

Εκκλησία της Ελλάδας. Διαδικασία εκλογής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης

Ελλάδας. Εισαγωγή της ένδικης υπόθεσης στο ΑΕΔ λόγω αντιφατικών αποφάσεων

μεταξύ ΣτΕ και ΑΠ ως προς τη συνταγματικότητα ή μη του νόμου για την εκλογή

Αρχιεπισκόπου. Εννομο συμφέρον για την παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως ενώπιον

του ΑΕΔ. Προϋποθέσεις κτήσεως της ιδιότητας διαδίκου στη σχετική δίκη. Κρίση ότι

39

Page 40: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

η ένδικη αίτηση είναι απαράδεκτη, επειδή δεν υπάρχει ταυτότητα του θέματος

ανάμεσα στις σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ και σ΄ αυτήν του ΑΠ.

19-3/2003 ΕΣ (ΠΡΑΚΤ)

Πρακτικά της 7ης Γεν. Συνεδρίασης της ΟλΕΣ. Υποχρέωση συμμόρφωσης του

δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ σε δικαστικές αποφάσεις είτε τελεσίδικες είτε

προσωρινώς εκτελεστές. Με τις διατάξεις των αρ. 19 ΑΝ 1715/1951, 41 παρ. 11

Ν.2065/1992 και 15 Ν. 2521/1997 με τις οποίες εισάγεται μη δικαιολογημένη

παρέκκλιση από τον γενικό δικονομικό κανόνα του εκτελεστού των τελεσιδίκων

αποφάσεων, μετατίθεται ο χρόνος εκτελέσεως αυτών και καθιερώνεται το εκτελεστό

μόνο των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, δημιουργείται για τις αποφάσεις των

πολιτικών δικαστηρίων και ΕΣ μια διαφοροποίηση σε σχέση με τις αποφάσεις των

τ.δ.δ., αδικαιολόγητη και μη στηριζόμενη σε συγκεκριμένα κριτήρια. Παραβίαση του

αρ. 4 παρ. 1 ΣΥΝΤ, 20 παρ. 1 ΣΥΝΤ και 14 παρ. 1 ΔΣ. ΑΠΔ. Το δημόσιο, ΟΤΑ και

ΝΠΔΔ υποχρεούνται να συμμορφώνονται τόσο με τις τελεσίδικες όσο και με τις

προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων και

του ΕΣ, είτε εκδόθηκαν πριν το ν. 3068/2002 είτε μετά. Οι λοιποί εκτελεστοί τίτλοι

που δεν στηρίζονται σε δικαστική διάγνωση και δεν αποτελούν δεδικασμένο, δεν

δημιουργούν υποχρέωση συμμόρφωσης για το ΕΣ κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο

νομιμότητάς τους (αρ. 17 παρ. 3 ΠΔ 775/1980). Μειοψηφία.

340/2004 ΠΛΗΜΜ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

Ηλεκτρονικά παιχνίδια. Δεν θεωρούνται τυχερά παίγνια τα φλίπερ και τα

ποδοσφαιράκια που έχουν ψυχαγωγικό χαρακτήρα και απαιτούν τεχνική ή

πνευματική ικανότητα των παικτών. Αυτοτελής ισχυρισμός περί

αντισυνταγματικότητας του Ν. 3037/2002 απορρίπτεται.

40

Page 41: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ανδρουλάκης Ν., Το «κράτος των δικαστών»- ένα ανύπαρκτο σκιάχτρο; ,

ΝοΒ, 1985, σελ.1505επ.

2. Αρναούτογλου Φ., Νόμος αντίθετος προς διεθνή σύμβαση είναι

αντισυνταγματικός; ΤοΣ, 1982, σελ.546επ.

3. Βασιλακάκης Β., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας του

αλλοδαπού δικαίου, ΤοΣ, 1990, σελ. 177επ.

4. Βεγλερής Φ., Τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας (ΣτΕ 105/81), ΤοΣ,

1981, σελ.444επ.

5. Βενιζέλος Ευ., Η ερμηνεία του Συντάγματος μεταξύ νομικής δογματικής και

επιστημολογικής ειλικρίνειας, ΤοΣ, 1986, σελ.1529επ.

6. Βενιζέλος Ευ., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου,τ.1, εκδόσεις

Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1991

7. Βενιζέλος Ευ., Οι ιδιομορφίες του ελληνικού συστήματος ελέγχου της

συνταγματικότητας των νόμων: παράγοντες εντατικοποίησης ή περιορισμού

του ελέγχου; , ΤοΣ, 1989, σελ.425επ.

8. Δαγτόγλου Πρ., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα ΄Β, εκδόσεις

Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991

9. Δημητρόπουλος Α., Γενική Συνταγματική Θεωρία, σύστημα συνταγματικού

δικαίου τόμος Ά, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή,2004

10. Δημητρόπουλος Α., Το Σύνταγμα ως βάση της έννομης τάξης, εκδόσεις

Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα,2002

11. Δρόσος Γ., Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, εκδόσεις

Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996

12. Μάνεσης Αρ., Ζητήματα εκ του ανίσχυρου των συνταγματικών νόμων, στον

τόμο Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, 1980

13. Μανιτάκης Α., Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του

δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ΤοΣ,

2001, σελ.17επ.

14. Μανιτάκης Α., Κράτος δικαίου δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας

των νόμων I, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994

41

Page 42: Έννοια της συνταγματικότητας των νόμων · Web view8 1.3 Ο έλεγχος από τα δικαστήρια 10 1.3.1 Ιστορική αναδρομή

15. Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, τρίτη έκδοση κατά το αναθεωρημένο

Σύνταγμα και τους εκτελεστικούς νόμους, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-

Κομοτηνή, 2004

16. Παπαλάμπρου Α., Μερικές σκέψεις για την έννοια του «νόμου» και το

πρόβλημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ, 1988, σελ.15

17. Σαρίπολος Ν.Ι., Πραγματεία του Συνταγματικού δικαίου, Αθήνησι, 1874,

τόμος πρώτος

18. Σκουρής Β., Συστήματα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των

νόμων, ΤοΣ, 1982, σελ.507επ.

19. Σπηλιοτόπουλος Ε, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου II, ενδέκατη έκδοση,

εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2002

20. Σταθόπουλος Μ., Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Η

δημοκρατία ανάμεσα στις συμπληγάδες αυταρχισμού ή λαϊκισμού και

αριστοκρατισμού, ΝοΒ, 1989, σελ.1επ.

Επίσης χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από τις εξής ιστοσελίδες:

1. http://www.constitution.org/fed/federa78.htm (online, available)

2. www . lexisnexis . com / research / lawschool (online,database)

3. http://www.greeklaws.gr/pubs/ (online, available) (Από εκεί βλ. εργασίες

συμφοιτητών Καραμανη Θ. «Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

στην Ελλάδα και Γερμανία» , Τζιώτη Γ. «Το εφαρμοστέο δίκαιο μετά την

αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας συγκεκριμένης διάταξης» , Βογιατζή

Ν. «Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων» και Τσίγκα Μ. «Τα

όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων»)

4. http://eclass.uoa.gr (online, available)

5. http://www.law.uoa.gr/~adimitrop (online, available)

6. http://lawdb.intrasoftnet.com/ (online, database)

42