5
Ίλμα Κοντρέρας (1913-2006) Η προσδοκία Καθώς δεν απάντησε, ένα ζεστό χέρι της άγγιξε τα γόνατα. Τότε μονάχα γκρίνιαξε: -Πήγαινε να κοιμηθείς και παράτα με ήσυχη. Αλλά το χέρι προχώρησε σε ένα χάδι. Η Χοσεφίνα θύμωσε. -Γι’ αυτό έμεινες να κοιμηθείς εδώ; Θα μας καταλάβουν, φύγε! Η άλλη απλώθηκε στο κρεβάτι με το μισό σώμα επάνω στην Χοσεφίνα, οι μυς της οποίας συσπάστηκαν σε θέση άμυνας -Παράτα με! Σου λέω Λουσία, να με παρατήσεις. Η Λουσία γέλασε υπόκωφα. -Είσαι δειλή, αλλά τρελαίνεσαι για να αφεθείς στα χάδια μου. -Χαμήλωσε την φωνή, θα σε ακούσουν… Δεν είναι αλήθεια, δίνε του! Η Χοσεφίνα στριφογύρισε στο κρεβάτι. Όλο αυτό της έφερνε ναυτία. Η αίσθηση από τα σαρκώδη χείλη στην κοιλιά της, της προκαλούσε θυμό. Με τα δάκτυλα, βιαστικά, τράβηξε τα μαλλιά της Λουσία, για να την απαγκιστρώσει από πάνω της και της είπε απειλητικά: -Αν δεν την κάνεις τώρα αμέσως, θα φωνάξω. Με ακούς; Θα φωνάξω με όλη μου την δύναμη.

Ίλμα Κοντρέρας-Η προσδοκία-Hilma Contreras-La espera

Embed Size (px)

DESCRIPTION

relato dominicano, διήγημα, República Dominicana, Hilma Contreras

Citation preview

Page 1: Ίλμα Κοντρέρας-Η προσδοκία-Hilma Contreras-La espera

Ίλμα Κοντρέρας (1913-2006)

Η προσδοκία

Καθώς δεν απάντησε, ένα ζεστό χέρι της άγγιξε τα γόνατα. Τότε μονάχα γκρίνιαξε:

-Πήγαινε να κοιμηθείς και παράτα με ήσυχη.

Αλλά το χέρι προχώρησε σε ένα χάδι. Η Χοσεφίνα θύμωσε.

-Γι’ αυτό έμεινες να κοιμηθείς εδώ; Θα μας καταλάβουν, φύγε!

Η άλλη απλώθηκε στο κρεβάτι με το μισό σώμα επάνω στην Χοσεφίνα, οι μυς της οποίας

συσπάστηκαν σε θέση άμυνας

-Παράτα με! Σου λέω Λουσία, να με παρατήσεις.

Η Λουσία γέλασε υπόκωφα.

-Είσαι δειλή, αλλά τρελαίνεσαι για να αφεθείς στα χάδια μου.

-Χαμήλωσε την φωνή, θα σε ακούσουν… Δεν είναι αλήθεια, δίνε του!

Η Χοσεφίνα στριφογύρισε στο κρεβάτι. Όλο αυτό της έφερνε ναυτία. Η αίσθηση από τα

σαρκώδη χείλη στην κοιλιά της, της προκαλούσε θυμό. Με τα δάκτυλα, βιαστικά, τράβηξε

τα μαλλιά της Λουσία, για να την απαγκιστρώσει από πάνω της και της είπε απειλητικά:

-Αν δεν την κάνεις τώρα αμέσως, θα φωνάξω. Με ακούς; Θα φωνάξω με όλη μου την

δύναμη.

Page 2: Ίλμα Κοντρέρας-Η προσδοκία-Hilma Contreras-La espera

-Δεν θα το κάνεις… Φοβάσαι πολύ την ντροπή… αν ξεσπάσει σκάνδαλο- την κορόιδεψε η

άλλη. – Φάτσα που θα έκαναν τα αδέλφια σου, αν σε έβλεπαν τσιτσίδι…

Γέλασε ξανά, πετώντας στο πρόσωπό της μια ανάσα που βρώμαγε καπνό. Είχε ανδρικά

χαρακτηριστικά, σχεδόν εύρωστη. Καταλαβαίνοντας, ότι σε μια τέτοια διαπάλη εκείνη θα

έχανε, η Χοσεφίνα, ακινητοποιήθηκε ξαφνικά, πάγωσε κάθε ίνα στο σώμα της. Η γυναίκα

πήρε τα πάνω της και άρχισε να την χαϊδεύει άπληστα, να την χουφτώνει να την φιλάει.

Ξαφνικά σταμάτησε:

-Τι τρέχει; Πέθανες;… Βλαμμένη, δεν ξέρεις τι χάνεις… ή μήπως… μίλα, υπάρχει άντρας στην

μέση, αυτό είναι, ηλίθια!

Από το απέναντι διαμέρισμα άναψαν τα φώτα. Από το άνοιγμα του παράθυρου, το φως

πέρασε στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι. Η Λουσία άφησε ένα τραχύ ψίθυρο:

-Κοίτα τι έκανες. Μας άκουσε η γριά Μαρία…

Αυτή η άθλια ποτέ δεν κοιμάται.

Έπειτα με γλύκα στην φωνή, πρόσθεσε:

-Στ’ αλήθεια δεν θέλεις να κοιμηθώ μαζί σου; Δεν είναι καλύτερα με έναν άντρα, πίστεψε

με, Χοσεφίνα.

Στο κάδρο φωτός που σχημάτιζε πάνω στον τοίχο το ανοιχτό παράθυρο, εμφανίστηκε η

σκιά ενός κεφαλιού. Γεμάτη τρόμο η νεαρή απάντησε ξεψυχισμένα:

-Αχ, κάνε μου την χάρη…

-Εντάξει, χαζή, φεύγω. Ούτε και εγώ θέλω να γίνει σκάνδαλο, αλλά δεν θα αργήσεις να με

αναζητήσεις, είμαι σίγουρη ότι θα με αναζητήσεις, γιατί δεν θα μπορέσεις να συμφιλιωθείς

με τον ύπνο, τώρα που σε αγγίζανε τα χέρια μου. Θα περιμένω… έλα εσύ στο δωμάτιο μου,

εκεί δεν θα μπορέσει να μας ακούσει αυτή η γριά σκρόφα.

Έφτυσε ακόμα μερικές βρισιές, πριν ξεγλιστρήσει κακοδιάθετη έξω από το δωμάτιο. Σχεδόν

ταυτόχρονα η γειτόνισσα έσβησε το φως και επέστρεψε η ησυχία.

Περάσανε μερικά λεπτά. Ένας γάτος νιαούρισε από δίπλα, παίρνοντας θάρρος από την

ακινησία της Χοσεφίνα. Τότε συνειδητοποίησε ότι η χτύποι της καρδιάς της

σφυροκοπούσαν σε ολόκληρο το κορμί της. Γύρισε μπρούμυτα. Η επαφή με το χλιαρό

κρεβάτι της φάνηκε ανυπόφορη, αποφάσισε να σηκωθεί. Αφού έβαλε το μάνταλο στην

πόρτα που οδηγούσε στο διπλανό δωμάτιο, κατευθύνθηκε τρέμοντας στο μπάνιο. Άνοιξε το

ντους μέσα στο σκοτάδι. Το κρύο νερό της προκάλεσε ένα βόγγο, αλλά όπως εισχωρούσε

μέσα στο αίμα της, σιγά-σιγά της υποχώρησε ο τρόμος. Υγρή πλησίασε στην εταζέρα του

νιπτήρα και άναψε το φως. Συλλογίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα, χαμογέλασε στο

σφριγηλό νεανικό της στήθος που αντανακλούσε στον καθρέφτη, ενώ μονολογούσε:

-Θα σου το κρατήσω αγνό, Αγάπη, αν και μονάχα θα συναντηθούμε ξανά σε έναν καλύτερο

κόσμο.

Page 3: Ίλμα Κοντρέρας-Η προσδοκία-Hilma Contreras-La espera

Hilma Contreras

La espera

Como no contestó, una mano cálida la sacudió por las rodillas. Entonces gruñó:

—Vete a dormir y déjame tranquila.

Pero la mano se alargó en una caricia. Josefina se indignó.

—¿Te has quedado a dormir para eso? Se van a dar cuenta, ¡vete!

La otra se tendió en la cama con medio cuerpo sobre Josefina, cuyos músculos se

contrajeron defensivamente.

—¡Déjame! Te digo, Lucía, que me dejes.

Lucía rió en sordina.

—Eres cobarde, pero estás loca por abandonarte a las caricias de mis manos.

—Baja la voz, te van a oír... No es verdad, ¡lárgate!

Josefina se revolvió en la cama. Todo aquello era nauseabundo. Al sentir los labios

carnosos sobre su vientre tuvo un acceso de ira. Con los dedos furiosos tirando de los

cabellos de Lucía para desprendérsela de encima, dijo amenazante:

—Si no te largas ahora mismo, grito. ¿Me oyes? Voy a gritar con todas mis fuerzas.

—No lo harás... Tú le temes demasiado al ridículo para armar un escándalo —se

burló la otra—. Tamaña cara pondrían tus hermanos si te vieran en cueros...

Volvió a reír echándole a la cara su aliento de tabaco.Tenía formas hombrunas, casi

corpulentas. Comprendiendo que en semejante forcejeo llevaba las de perder, Josefina

se inmovilizó de repente, un nudo en cada fibra. La mujer se sintió aliviada y comenzó a

acariciarla ávidamente, a restregarse, a besarla. De pronto, se detuvo:

—¿Qué te pasa? ¿Estás muerta?... Tonta, no sabes lo que te pierdes... O es que...

Habla ¡Hay un hombre en todo esto! ¡Idiota!

En el apartamento de enfrente hicieron luz. El hueco de la ventana se recortó

luminoso sobre la pared detrás de la cama. Lucía murmuró ásperamente:

Page 4: Ίλμα Κοντρέρας-Η προσδοκία-Hilma Contreras-La espera

—Mira lo que has hecho. La vieja María nos ha oído...

Esa maldita nunca duerme.

Luego, dulcificando la voz, agregó:

—¿De verdad no quieres que duerma contigo? Un hombre no es mejor, Josefina,

créeme.

En el cuadro de luz de la pared apareció la sombra de una cabeza. Llena de susto, la

joven replicó desfalleciente:

—Oh, por favor..

.

—Sí, tonta, me marcho. Yo tampoco quiero escándalo, pero no tardarás en llamarme,

estoy segura que me llamarás porque no podrás conciliar el sueño después que mis

manos te han tocado. Esperaré... Ven tú a mi cuarto, allí no podrá oírnos la escofieta ésa.

Masculló unas cuantas groserías más antes de escurrirse mal humorada fuera de la

habitación. Casi al mismo tiempo la vecina apagó la luz y fue de nuevo el silencio.

Pasaron unos minutos. Un gato maulló cerca, repercutiendo su reclamo en la

inmovilidad de Josefina. Entonces se dio cuenta de que los latidos del corazón

martillaban todo su cuerpo. Se viró boca abajo. Como le resultó insoportable el contacto

tibio de la cama, decidió levantarse. Después de correr el pestillo de la puerta que daba a

la habitación contigua, se dirigió temblorosa al cuarto de baño. Abrió la ducha en la

oscuridad. El agua fría le arrancó un gemido, pero a medida que le penetraba en la

sangre le fue calmando poco a poco el temblor. Chorreante, se acercó al botiquín y

encendió la luz. Al cabo de unos segundos de contemplación, sonrió jubilosamente a la

turgente juventud de su pecho reflejado en el espejo

mientras decía:

Te los guardaré puros, Amor, aunque sólo nos encontremos en un mundo

mejor.

Page 5: Ίλμα Κοντρέρας-Η προσδοκία-Hilma Contreras-La espera