23
Μ ICHAEL W ALZER Δ ΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ Α ΔΙΚΟΙ Π ΟΛΕΜΟΙ Σκοποί, κανόνες, μέσα, εγκλήματα και θεωρία πολέμου 428 π.Χ.-2003 μ.Χ. Μετάφραση: Γεωργία Δημητροπούλου Επιμέλεια στρατιωτικής ιστορίας-ορολογίας: Δημήτριος Β. Σταυρόπουλος Επιμέλεια έκδοσης: Κώστας Κοκκορόγιαννης ΙΩΛΚΟΣ ΣΕΙΡΑ ΠΟΛΕΜΟΣ & ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 19

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙexternal.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789604264575.pdf · 2017-08-02 · -11-ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ 1. Αθηναίος

  • Upload
    others

  • View
    5

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

ΜICHAEL WALZER

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ

ΠΟΛΕΜΟΙΣκοποί, κανόνες, μέσα, εγκλήματα

και θεωρία πολέμου428 π.Χ.-2003 μ.Χ.

Μετάφραση:Γεωργία Δημητροπούλου

Επιμέλεια στρατιωτικής ιστορίας-ορολογίας:Δημήτριος Β. Σταυρόπουλος

Επιμέλεια έκδοσης:Κώστας Κοκκορόγιαννης

ΙΩΛΚΟΣΣΕΙΡΑ ΠΟΛΕΜΟΣ & ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 19

Στους μάρτυρες του ΟλοκαυτώματοςΣτους επαναστάτες των γκέτοΣτους αντάρτες των δασώνΣτους εξεγερμένους των στρατοπέδωνΣτους μαχητές της αντίστασηςΣτους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεωνΣτους σωτήρες των αδελφών που κινδύνευσανΣτους γενναίους της λαθραίας μετανάστευσηςΣτην αιωνιότητα1

1. Επιγραφή απ’ το Μνημείο του Ιδρύματος Yad Va-shem της Ιερουσαλήμ.

-�-

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ . . . . . . . 13

ΕΙΣΑΓΩΓΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37

Α΄ – Η ΗΘΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

1. ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ «ΡΕΑΛΙΣΜΟ» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 43

2. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 67

3. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 85

Β΄ – Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

4. ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ . . . . . . . . . . . . . 107

5. ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 146

6. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 162

7. ΟΙ ΣΚΟΠΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 192

Γ΄ – Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

8. ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ

ΤΗΣ ΣΩΣΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ . . . . . . . . . . . . . . 215

-�-

MICHAEL WALZER

-10-

9. Η ΑΣΥΛΙΑ ΤΩΝ ΑΜΑΧΩΝ

ΚΑΙ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 229

10. ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΟΛΙΤΩΝ:

ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 259

11. ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 280

12. ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 307

13. ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 320

Δ΄ – ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

14. ΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΣΤΗ ΜΑΧΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 343

15. ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . 353

16. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 377

17. ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 402

Ε΄ – ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

18. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ:

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 425

19. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ:

ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΟΥΣ . . . . . . . . . . . 447

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ΜΗ ΧΡΗΣΗ ΒΙΑΣ

ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 479

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 489

-11-

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

1. Αθηναίος έφιππος πολεμιστής του 5ου αι. π.Χ., της εποχής του Πελοποννησιακού Πολέμου και της εκστρατείας των Αθηναίων στη δωρική Μήλο, όπως αυτός αποδόθηκε καλλιτεχνικά στη δυ-τική ζωφόρο του Παρθενώνα, ως σύμβολο της δύναμης και της αυτοπεποίθησης της πόλης του [σελ. 113].

2. Φανταστική ξυλογραφία με σκηνή από τη Μάχη του Αζενκούρ (1415). Αριστερά βρίσκονται οι Άγγλοι του Ερρίκου Ε΄ (Bettmann/CORBIS) [σελ. 114].

3. Ο Γουίλιαμ Τ. Σέρμαν (δεξιά ακουμπώντας στο πυροβόλο) και το επιτελείο του έξω από την Ατλάντα, την οποία και πυρπόλησε με την αιτιολογία ότι έτσι κι αλλιώς «ο πόλεμος είναι κόλαση» (1864, Bettmann/CORBIS) [σελ. 115].

4. Οι Σοβιετικοί λίγο μετά το τέλος του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», επιδεικνύοντας κάθε είδους γερμανικό εξοπλισμό που έπεσε στα χέρια τους μετά την επική αντίσταση κατά την πολιορ-κία του Λένινγκραντ (1945, Bettmann/CORBIS) [σελ. 116].

5. Μία από τις πλέον ανατριχιαστικές και αηδιαστικές σκηνές των συνεπειών του συμμαχικού (αμερικανοβρετανικού) στρατηγικού εναέριου βομβαρδισμού της Γερμανίας (Φεβρουάριος 1945). Οι αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης ενώ παρακολου-θούν την καύση των αποσυντιθέμενων πτωμάτων, τα οποία δεν υπήρχαν αρκετά χέρια ζωντανών για να θάψουν, πριν ξεσπάσουν επιδημίες (από το βιβλίο του Ντέιβιντ Ίρβινγκ, «Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης») [σελ. 117].

6. Ο πυρηνικός όλεθρος στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, με το «μανι-τάρι» του καπνού της έκρηξης μετά την αμερικανική επίθεση να

MICHAEL WALZER

-12-

υψώνεται και έως πάνω από τα 6.000 μ., στις 9 Αυγούστου 1945 (Bettmann/CORBIS) [σελ. 118].

7. Μία Βιετναμέζα χωρική καθώς παρακολουθεί την καταστροφή του χωριού της από τους Αμερικανούς (7 Σεπτεμβρίου 1965), οι οποίοι «εκκαθαρίζουν» θέσεις Βιετκόνγκ σκοπευτών (Bettmann/CORBIS) [σελ. 119].

8. Ένας Ισραηλινός στρατιώτης κατά τη διάρκεια της εισβολής της χώρας του στη χερσόνησο του Σινά, στον Πόλεμο των Έξι Ημερών (8 Ιουνίου 1967, Henri Bureau/Sygma/CORBIS) [σελ. 120].

-13-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αλλαγή Καθεστώτος και Δίκαιος Πόλεμος

I

ΤΟ ΕΤΟΣ 2005 ΗΤΑΝ Η ΕΞΗΚΟΣΤΗ επέτειος από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της απαρχής της αλλαγής του κα-θεστώτος και του εκδημοκρατισμού στη Γερμανία. Οι Σύμμαχοι επιβεβαίωσαν τη δημοκρατική τους πίστη τον Ιούλιο του 1945 στο Πότσνταμ, όπου οι Βρετανοί παρουσίασαν ένα λαμπρό παράδειγ-μα του τι σημαίνει δημοκρατία. Όσο διαρκούσε η διάσκεψη, στο Ηνωμένο Βασίλειο διεξάγονταν εκλογές. Ο μεγάλος ηγέτης της πολεμικής περιόδου της Βρετανίας, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ήταν ο ηττημένος – και αντικαταστάθηκε αμέσως στις συνεδριάσεις (ο Στάλιν σίγουρα εξεπλάγη) από τον αρχηγό του Εργατικού Κόμ-ματος, Κλέμεντ Άτλι. Αυτή ήταν μια τυπική δημοκρατική στιγμή: Η ικανότητα της αντιπολίτευσης να προκαλέσει και πιθανόν να νικήσει έναν ισχυρό ηγέτη, αναμφισβήτητα αποτελεί την πιο κρί-σιμη δοκιμασία του δημοκρατικού θεσμού.

Η πολιτική ανοικοδόμηση της Γερμανίας ήταν μια προσπάθεια (τουλάχιστον στις δυτικές ζώνες κατοχής), καθιέρωσης για τους Γερμανούς, στιγμών σαν αυτή. Αξίζει να σημειωθεί πως το σχέδιο ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας και όχι η δημιουργία της εκ του μηδενός (ex nihilo)· η Δημοκρατία της Βαϊμάρης απείχε χρο-νικά (το 1945) 12 μόνο χρόνια προς τα πίσω και τα παλιά πολιτικά κόμματα, όπως οι χριστιανοδημοκράτες ή οι σοσιαλδημοκράτες επαναδημιουργήθηκαν αμέσως. Για το λόγο αυτό (και για άλλους ακόμη) η γερμανική υπόθεση δεν αποτελεί αξιόπιστο παράδειγμα,

MICHAEL WALZER

-14-

όπως συχνά θεωρείται, για αυτό που πρόσφατα προσπάθησαν να κάνουν στο Ιράκ οι ΗΠΑ. Μολαταύτα, ήταν μια δια της βίας αποκατάσταση, ως συνέπεια της στρατιωτικής νίκης και κατοχής. Έτσι, προκύπτει το ερώτημα του «πότε» ή «εάν» ο εξαναγκαστι-κός εκδημοκρατισμός είναι δικαιολογημένος. Ή στη γλώσσα των σύγχρονων τηλεοπτικών αντιπαραθέσεων: Είναι η «αλλαγή του καθεστώτος» μια δικαιολογημένη αιτία πολέμου; Πρόκειται για ένα ερώτημα που μόνο έμμεσα διατυπώνεται στους «Δίκαιους και άδικους πολέμους». Είναι, λοιπόν, φρόνιμο να ασχοληθούμε με αυτό τώρα.

Στην περίπτωση του Ναζισμού, η αλλαγή του καθεστώτος δεν ήταν η αιτία, αλλά η συνέπεια του πολέμου τον οποίο κέρδισαν οι Σύμμαχοι. Ο σκοπός των πολέμων που κήρυξαν το 1939 η Πο-λωνία, η Γαλλία και η Βρετανία, δεν ήταν ο μετασχηματισμός του γερμανικού κράτους. Αντίθετα, επρόκειτο για παραδειγματικούς δίκαιους πολέμους. Στόχος τους ήταν η αντίσταση στην ένοπλη επίθεση. Και σύμφωνα με το παράδειγμα του δίκαιου πολέμου, η αντίσταση στην επίθεση λήγει με την στρατιωτική ήττα του επιτι-θέμενου. Μετά απ’ αυτό, πιθανόν επικρατεί ειρήνη κατόπιν δια-πραγματεύσεων, και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τα θύματα της επίθεσης και οι σύμμαχοί τους, μπορούν ν’ αξιώσουν νόμιμα αποζημίωση και πολιτικές εγγυήσεις έναντι οποιασδήποτε μελλοντικής επίθεσης, όμως η αλλαγή καθεστώτος δεν αποτελεί τμήμα του παραδείγματος αυτού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της θεωρίας περί δίκαιου πολέμου στην κλασική του μορφή, αποτελεί η αντιμετώπιση της επίθεσης ως εγκληματικής πολιτικής μιας κυ-βέρνησης και όχι ως πολιτικής μιας εγκληματικής κυβέρνησης. Οι ηγέτες, ενδέχεται να παραπεμφθούν ατομικά σε δίκη μετά το τέλος του πολέμου. Το κυβερνητικό σύστημα όμως δε διακυβεύεται. Αν, ωστόσο, αντιληφθούμε την επίθεση ως μια πράξη που προκύπτει από την ίδια τη μορφή του συστήματος –έτσι αντιλαμβανόμαστε τον πόλεμο που διεξήγαν οι ναζί– τότε η αλλαγή του καθεστώτος θα είναι ένας αναπόσπαστος όρος των μεταπολεμικών διακανο-νισμών.

Φυσικά, δεν ήταν μόνο οι επιθετικοί πόλεμοι που διεξήγε το ναζιστικό καθεστώς, αλλά και η πολιτική γενοκτονίας την οποία υιοθέτησε, εκείνα που δικαιολογούσαν αρχικά το αίτημα της «πα-

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

-15-

ράδοσης άνευ όρων» και στη συνέχεια το αίτημα της πολιτικής ανοικοδόμησης. Μια διαπραγματεύσιμη ειρήνη με το Χίτλερ ή τους συνεργάτες του, δεν ήταν ένα ηθικά προτιμητέο αποτέλεσμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως θα μπορούσε να είναι με τον Κάιζερ στον Α΄, αν το καθεστώς του δεν ανατρεπόταν εκ των έσω. Οι ναζί έπρεπε να φύγουν – είτε μπορούσαν να τους εξαφανίσουν οι Γερμανοί αντίπαλοί τους είτε όχι. Υπάρχει ένα γενικό επιχείρη-μα που χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις «ανθρωπιστικής επέμβασης». Όταν μια κυβέρνηση προβαίνει σε μαζική δολοφονία του ίδιου του έθνους της ή μιας υποομάδας του έθνους της, τότε κάθε ξένο κράτος ή συμμαχία κρατών που στέλνει στρατό πέρα από τα σύνορά του για να σταματήσει το φόνο, αναλαμβάνει επί-σης την αντικατάσταση της κυβέρνησης ή τουλάχιστον αρχίζει τη διαδικασία αντικατάστασης. Τότε μόνον η επιθετικότητα, αλλά και η δολοφονικότητα, καθιστούν ένα πολιτικό καθεστώς –νο-μίμως– υποψήφιο για εξαναγκαστική αλλαγή. Ωστόσο, ο κύριος στόχος της παρέμβασης είναι η λήξη των δολοφονιών. Η αλλαγή καθεστώτος προκύπτει απ’ αυτόν το σκοπό. Ένα απολυταρχικό καθεστώς που μπορεί μεν να διαπράξει μαζική δολοφονία, αλλά δεν προβαίνει σε αυτήν, δεν υπόκειται σε στρατιωτική επίθεση και πολιτική ανοικοδόμηση.

Ας υποθέσουμε πως υπήρχε (όπως σίγουρα θα έπρεπε να είχε υπάρξει), μια επέμβαση από την Αφρική, την Ευρώπη και τον ΟΗΕ, στη Ρουάντα το 1994. Αυτή η στρατιωτική πράξη θα στόχευε αρχικά στη λήξη της σφαγής των ανδρών και γυναικών της φυλής Τούτσι (και των Χούτου που τους συμπαθούσαν), αλλά για να επιτύχει κάτι τέτοιο και για να πρoστατεύσει τους επιζήσαντες, θα έπρεπε να ανατρέψει το καθεστώς της δύναμης των Χούτου. Και όποιος αναλάμβανε αυτή την ανατροπή, θα έφερε επιπλέον, θέλοντας και μη, κάποια ευθύνη για τη δημιουργία μιας εναλλα-κτικής κυβέρνησης. Θα ήταν συνετό να μοιραστεί αυτή την ευθύνη με τοπικές πολιτικές δυνάμεις και με διεθνείς παράγοντες, αλλά δε θα μπορούσε με κανέναν δίκαιο τρόπο να την αποποιηθεί.

Όταν οι επεμβατικές δυνάμεις συμμετέχουν στο έργο της πολιτι-κής ανοικοδόμησης, υπάρχουν εύλογοι λόγοι για να έχουν ως στόχο την εφαρμογή τής δημοκρατίας ή τουλάχιστον για να ανοίξουν το δρόμο για την εφαρμογή της δημοκρατίας. Οι λόγοι αυτοί σχετίζο-

MICHAEL WALZER

-16-

νται με τη νομιμότητα των βασισμένων στη δημοκρατία πολιτευμά-των, που εγκαθιδρύονται μέσω ενός πραγματικού (και συνεχούς) αυτοπροσδιορισμού, καθώς και με την ανάλογη καλή τους προαίρε-ση. Οι αληθινές δημοκρατίες δεν προβαίνουν στη μαζική δολοφονία των ίδιων των πολιτών τους (ακόμη κι αν οι επιδόσεις τους εκτός συνόρων, είναι λιγότερο ικανοποιητικές). Τι θα συνέβαινε, όμως, αν στη χώρα που υφίσταται εισβολή υπήρχαν άλλοι θεσμοί νομιμότητας – συμπεριλαμβανομένου για παράδειγμα ενός κυρίαρχου ρόλου των θρησκευτικών ηγετών; Τι θα συνέβαινε αν υπήρχε έντονη αντίθεση των παραδοσιακών συντηρητικών απέναντι στη νόμιμη ισοτιμία που αξιώνει η δημοκρατία ή (κάτι που είναι μεγαλύτερης ζωτικής σημασίας αλλά και πιο σύνηθες) υπήρχε αντίθεση απέναντι στην ισότητα των γυναικών; Μπορώ να φανταστώ περιπτώσεις, όπου ο εκδημοκρατισμός πρέπει να επιτευχθεί σταδιακά ή όπου οι δημο-κρατικές αρχές θα πρέπει να είναι αρκετά συμβιβαστικές, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ακόμη κι όταν επιβάλλεται άμεση επέμβαση σε μια ανθρωπιστική κρίση, προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε την εξαναγκαστική επιβολή ξένων ιδεών και ιδεολογιών. Οι επεμβατικές δυνάμεις έχουν εντολή να πραγματοποιήσουν πολιτική και όχι πολι-τισμική αλλαγή. Όπως και να ’χει, δεν είναι εύκολο να φανταστούμε με ποιον τρόπο μπορούν αυτές οι δυνάμεις να αλλάξουν τα έθιμα και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων που εξουσιάζουν (προσωρινά). Η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός είναι σίγουρα προτιμότερα απ’ τον εξαναγκασμό που θα ήταν απαραίτητος για μια διαδικασία εκδημοκρατισμού.

Παρόλα αυτά, οι δίκαιοι πόλεμοι και οι ανθρωπιστικές επεμβά-σεις αποτελούν συχνά αφορμή για εξαναγκαστικό και δικαιολογη-μένο εκδημοκρατισμό· και κάτι τέτοιο, ορισμένες φορές προϋπο-θέτει επίθεση στις παραδοσιακές ιεραρχίες και τις εθιμοτυπικές πρακτικές: Ο αποκλεισμός των γυναικών από την πολιτική σκηνή είναι ένα προφανές παράδειγμα. Αναλογιστείτε, λοιπόν, ένα άλλο παράδειγμα αλλαγής καθεστώτος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Την κατάληψη της Ιαπωνίας από τους Αμερικανούς. Το Σύνταγμα που επιβλήθηκε από τις αρχές κατοχής, όριζε πως όλοι οι νόμοι που διέπουν τις σχέσεις των δυο φύλων «θα θεσπιστούν σύμφωνα με τους κανόνες της ατομικής αξιοπρέπειας και της θεμελιώδους ισοτιμίας των δυο φύλων». Εξήντα χρόνια αργότερα, η δεξιά ζητά

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

-17-

πιεστικά την ανάκληση του άρθρου, προς υπεράσπιση, όπως υπο-στηρίζεται, των παραδοσιακών ιαπωνικών αξιών. Θα μπορούσε, όμως, να ισχυριστεί κανείς πως η ίδια η πιθανότητα ανάκλησης δικαιώνει την αμερικανική κατοχή. Οι Ιάπωνες καλούνται τώρα να ορίσουν την δομή των σχέσεων των δύο φύλων στην κοινωνία τους και να υιοθετήσουν τη δομή που η πλειονότητά τους διατίθεται να υποστηρίξει. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και η επιβαλλόμενη δημοκρατία είναι αποδεκτή, καθώς είναι περισσότερο ανοικτή σε τροποποιήσεις απ’ όσο θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε άλλη αλλαγή καθεστώτος.

ΙΙ

Έτσι λοιπόν, έχουμε αφενός τη λεγόμενη αφορμή του Β΄ Παγκό-σμιου Πολέμου για δικαιολογημένη αλλαγή καθεστώτος και την αφετέρου (ανεκπλήρωτη) αφορμή της Ρουάντας. Άραγε υπάρχει –ή υπήρχε– αφορμή στην περίπτωση των Ιρακινών;

Να σημειωθεί ότι στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους πολέμησαν σε πλήρη συμφωνία με το κλασικό παράδειγμα περί δίκαιου πολέμου: Τερμάτισαν τον πόλεμο όταν η εισβολή στο Κουβέιτ είχε ανατραπεί οριστικά. Δεν προέλασαν προς τη Βαγδάτη. Δεν προσπάθησαν να διώξουν ή να αντικατα-στήσουν το μπααθικό καθεστώς και ούτε βοήθησαν τους Ιρακινούς να ανατρέψουν το Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία. Αντίθετα, έχοντας ζητήσει ανταρσία ενάντια στη διακυβέρνηση του Σαντάμ, απέτυχαν να βοηθήσουν ή ακόμη χειρότερα να σώσουν τους επα-ναστάτες. Αν και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι συγκρίναν το Σα-ντάμ με το Χίτλερ, οι Σύμμαχοι δεν έδρασαν βάσει αυτής της σύγκρισης. Επρόκειτο άλλωστε για προπαγάνδα και τίποτε άλλο. Αναζητούσαν απλώς να επιβάλουν περιορισμούς στη μελλοντική συμπεριφορά του μπααθικού καθεστώτος και αυτοί οι περιορισμοί στηρίχθηκαν σε μια δυσάρεστη εντύπωση που υπήρχε για το καθε-στώς. Ωστόσο, αυτό που θεωρούσαμε ως συνταγματικό χαρακτήρα του κράτους του Ιράκ (είτε ήταν απολυταρχικός ή δημοκρατικός είτε ήταν κοσμικός ή θρησκευτικός είτε αναγνώριζε ή παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα είτε οι γραφειοκράτες του ενεργούσαν

MICHAEL WALZER

-18-

με αυθαιρεσία ή περιορίζονταν από κάποιο νομικό πλαίσιο), όλα αυτά, θεωρήθηκαν άσχετα με τις αποφάσεις για τον πόλεμο και την ειρήνη, οι οποίες ελήφθησαν από τη συμμαχία υπό την ηγεσία των Αμερικανών.

Το 2003, η θέση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, που τώρα ήταν λιγότεροι, είχε αλλάξει ριζικά. Για να είναι καλυμμένη, η κυ-βέρνηση του δεύτερου Μπους, επικαλέστηκε διάφορους λόγους για την απόφασή της να διεξαγάγει πόλεμο: Κάθε μέρα προέκυπτε και ένας άλλος λόγος. Όλοι τους, πρόβαλλαν την ανάγκη για εισβολή εκείνη την εποχή στη Βαγδάτη και ανατροπή του μπααθικού κα-θεστώτος. Ο σημαντικότερος λόγος ήταν ο κίνδυνος από τα Όπλα Μαζικής Καταστροφής που το Ιράκ «κατείχε» ή θα μπορούσε στο μέλλον να κατασκευάσει. Το γεγονός βέβαια πως η Γαλλία (για παράδειγμα) κατέχει Όπλα Μαζικής Καταστροφής δε θεωρήθηκε ποτέ αφορμή πολέμου. Ήταν ο τύπος τού καθεστώτος του, που καθιστούσε το Ιράκ επικίνδυνο. Η αμερικανική κυβέρνηση δήλωσε πως το καθεστώς του Σαντάμ ήταν εγγενώς επιθετικό και εγγενώς εγκληματικό. Έτσι όπως ακριβώς είχε επιτεθεί κατά το παρελθόν, έτσι είχε σφαγιάσει και τους ίδιους τους πολίτες του παλιότερα, και οι Αμερικανοί ηγέτες επέμεναν πως σε αυτήν την περίπτωση, το παρελθόν ήταν απλώς ο πρόλογος. Αυτά που συνέβησαν κατά το παρελθόν, θα μπορούσαν να ξανασυμβούν, αν δεν άλλαζε το καθεστώς.

Συνεπώς, η περίπτωση του Ιράκ δεν ήταν ίδια με εκείνη της Γερμανίας, της Ιαπωνίας ή της Ρουάντας (υποθετικά): Ο πόλεμος δεν ήταν απάντηση σε επίθεση ή ανθρωπιστική επέμβαση. Aιτία του δεν ήταν (όπως το 1991) μια πραγματική επίθεση του Ιράκ σε ένα όμορο κράτος ή μια επικείμενη απειλή επίθεσης· ούτε μια πραγματική σφαγή σε εξέλιξη. Η αιτία ήταν η άμεση αλλαγή του καθεστώτος – γεγονός που σημαίνει πως η αμερικανική κυβέρνηση επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας σημαντικής επέκτασης του δόγ-ματος jus ad bellum. Η ύπαρξη ενός επιθετικού και εγκληματικού καθεστώτος, διατείνονταν οι ΗΠΑ, αποτελούσε μια νόμιμη αιτία πολέμου, ακόμη κι αν το καθεστώς δεν είχε διαπράξει επίθεση ή μαζική δολοφονία. Με πιο απλά λόγια, αυτό ήταν ένα επιχείρημα υπέρ ενός προληπτικού πολέμου, όμως η αιτία αυτής της προλη-πτικής επίθεσης δεν ήταν η κλασική αντίληψη μιας επικίνδυνης με-

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

-1�-

τατόπισης στην ισορροπία ισχύος που θα άφηνε σύντομα «εμάς» αβοήθητους απέναντι σε «αυτούς». Ήταν μια πραγματικά νέα αντίληψη περί σατανικού καθεστώτος.

Όποιος έχει βιώσει ή έχει ασχοληθεί σε βάθος με την πολιτική του 20ού αιώνα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη σατανι-κών καθεστώτων. Ούτε το γεγονός ότι πρέπει να σχεδιάσουμε μια στρατιωτικοπολιτική αντίδραση σε αυτά τα καθεστώτα, η οποία να αναγνωρίζει τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν πιστεύω πως απλώς και μόνο η αλλαγή του καθεστώτος μπορεί να αποτελέσει δικαιολογημένη αιτία πολέμου. Όταν ενεργούμε σε παγκόσμιο επίπεδο –και κυρίως όταν ενεργούμε στρατιωτικά–, πρέπει να αντιδρούμε στο «κακό που πράττουν οι άνθρωποι» ή καλύτερα στο «κακό που πράττουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή», και όχι στο κακό που θα μπορούσαν να πράξουν ή έχουν πράξει στο παρελθόν. Η επίθεση και η σφαγή αποτελούν νόμιμες αιτίες πολέμου και οφείλουμε να μάθουμε αυτό που δε μάθαμε ακόμη, το να αντιδρούμε δηλαδή σε αυτές έγκαιρα και σθεναρά. Η ύπαρξη όμως καθεστώτων που είναι ικανά να επιτεθούν ή να διαπράξουν σφαγές, απαιτεί μια διαφορετική αντιμετώπιση.

Το σύστημα του αυστηρού περιορισμού που επιβλήθηκε στους Ιρακινούς μετά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, ήταν μια απόπειρα διαφορετικής αντιμετώπισης. Ο περιορισμός είχε τρία στοιχεία: Το πρώτο ήταν ένας στρατιωτικός αποκλεισμός που εμπόδιζε την εισαγωγή όπλων (και που επηρέαζε επίσης τις προμήθειες τροφίμων και φαρμάκων, αν και θα μπορούσαν να σχεδιαστούν «εξυπνότερες» τιμωρίες). Το δεύτερο στοιχείο ήταν ένα σύστημα ελέγχου που οργάνωσε ο ΟΗΕ με σκοπό να εμποδίσει την εγχώ-ρια παραγωγή Όπλων Μαζικής Καταστροφής. Το τρίτο στοιχείο ήταν η δημιουργία ζωνών «απαγόρευσης πτήσεων» στα νότια και βόρεια τμήματα της χώρας, ώστε η αεροπορική δύναμη του Ιράκ να μη χρησιμοποιείται κατά των ίδιων των πολιτών του. Το σύ-στημα περιορισμού ήταν, όπως τώρα πια γνωρίζουμε, εξαιρετικά αποδοτικό. Τουλάχιστον, ήταν αποδοτικό υπό την έννοια τού ότι εμπόδιζε τόσο την παραγωγή όπλων όσο και τη μαζική δολοφονία, με αποτέλεσμα να καταστήσει τον πόλεμο του 2003 περιττό. Υπό μια άλλη έννοια εντούτοις, θεωρείται αποτυχία, καθώς δεν κατά-φερε να αποτρέψει τον πόλεμο.

MICHAEL WALZER

-20-

Ο σημαντικότερος λόγος της αποτυχίας ήταν προφανώς η ιδε-ολογικά κατευθυνόμενη πολιτική της κυβέρνησης Μπους, η οποία τάχθηκε εξαρχής υπέρ της αλλαγής του καθεστώτος και του πο-λέμου σε βάρος της πολιτικής τού περιορισμού. Υπάρχει, όμως, ακόμη ένας λόγος, λιγότερο προφανής, που πρέπει να υπογραμ-μιστεί: Τα κράτη που αντέδρασαν στη διεξαγωγή πολέμου, επι-χειρηματολογώντας πως ο περιορισμός ήταν αποτελεσματικός, δε συντέλεσαν τα ίδια στην αποτελεσματικότητά του. Δεν ήταν ούτε συμμετέχοντα στο σύστημα του περιορισμού ούτε υποστηρικτές του. Ο περιορισμός του Ιράκ του Σαντάμ, ξεκίνησε σαν μια πο-λυμερής επιχείρηση, αλλά στο τέλος, το έργο ολοκλήρωναν μόνο οι Αμερικανοί. Αν υπήρχαν πολλά κράτη ή έστω λίγα παραπάνω από ένα, που να ενισχύουν τον αποκλεισμό, να επιβλέπουν τους ελέγχους και να πετούν πάνω από το βόρειο και νότιο Ιράκ, η μονομερής κατάργηση του συστήματος περιορισμού από την αμε-ρικανική κυβέρνηση δε θα ήταν δυνατή (ή τουλάχιστον δε θα ήταν τόσο εύκολη, όσο υπήρξε στην πραγματικότητα). Αν ο περιορισμός ήταν ένα διεθνές σχέδιο, η αμερικανική ισχύς θα περιοριζόταν και αυτή εντός των ορίων του σχεδίου.

Εδώ, εντοπίζουμε ένα απλό δίδαγμα για τη συλλογική ασφά-λεια. Αν πρόκειται να εφαρμοστούν μέτρα χωρίς πόλεμο, τα οποία θα δράσουν ενάντια σε σατανικά ή επικίνδυνα καθεστώτα, αυτά τα μέτρα θα πρέπει να αποτελούν συλλογικό έργο μιας ομάδας κρατών. Απαιτούν πολυμερή δέσμευση. Η συλλογική ασφάλεια πρέπει να είναι ένα εφαρμόσιμο σχέδιο συλλογικό. Δε θα είναι επιτυχημένη, αν το κόστος της ασφάλειας το αναλαμβάνει μονάχα ένα κράτος, ενώ τα άλλα συνεχίζουν να κάνουν μπίζνες. Το κράτος που αναλαμβάνει το κόστος, δε γίνεται να το επωμίζεται εσαεί. Οι ριψοκίνδυνοι πολιτικοί θα δελεαστούν από την ιδέα μιας γρήγορης και δραστικής εναλλακτικής λύσης στον περιορισμό. Και η προφα-νής εναλλακτική λύση, είναι η αλλαγή του καθεστώτος.

Περιέγραψα τα στοιχεία του συστήματος περιορισμού ως «μέ-τρα χωρίς πόλεμο». Στην πραγματικότητα, όλα τους πρόβλεπαν τη χρήση (ή στην περίπτωση των ελέγχων, την απειλή χρήσης) βίας, γι’ αυτό και τα κράτη που προτιμούσαν να συνεχίζουν τις συνη-θισμένες τους μπίζνες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, οι αποκλεισμοί (η νηοψία πλοίων στα διεθνή

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

-21-

ύδατα) και η επιβολή ζωνών απαγόρευσης πτήσεων (βομβαρδι-σμός των εγκαταστάσεων ραντάρ και αντιαεροπορικής άμυνας) αποτελούν πράξεις πολέμου. Βάσει της κοινής λογικής, ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι αυτές οι πράξεις διαφέρουν εντελώς από τον αληθινό πόλεμο. Ας συγκρίνουμε για παράδειγμα το Ιράκ πριν και μετά το Μάρτιο του 2003. Σίγουρα βέβαια, ο περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί πολύ πιο εύκολα από την ολοκληρωτική επίθεση. Τα επιχειρήματα ενάντια στον προληπτικό πόλεμο που εξετάζονται σ’ αυτό το βιβλίο δεν εφαρμόζονται –νομίζω– στην προληπτική χρήση βίας ενός είδους σύντομου πολέμου, καθώς προληπτική βία ενός είδους σύντομου πολέμου σημαίνει χωρίς τις απρόβλεπτες και συχνά καταστροφικές συνέπειες ενός (ενν. πλήρους κλίμακας) πολέμου. Ο δια της βίας περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από την εύλογη αναγνώριση των κινδύνων που κρύβει ένα καθεστώς σαν αυτό του Σαντάμ Χουσεΐν.

Ο περιορισμός, όμως, δεν οδηγεί –ή στην περίπτωση του Ιράκ δεν οδήγησε– σε ανατροπή του καθεστώτος. Γιατί λοιπόν να είναι προτιμότερος από έναν π.χ. βραχύβιο πόλεμο, ο οποίος δημιουργεί ένα νέο καθεστώς; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα, παρόλο που ο πόλεμος αποδείχτηκε τελικά ότι δεν ήταν βραχύβιος. Νομίζω, όμως, πως η υπομονή θα αποτελούσε μια καλύτερη στρατηγική το 2003. Ο περιορισμός είχε καταστήσει το καθεστώς του Σαντάμ ακίνδυνο, στην ουσία το αποδυνάμωσε· διότι καθεστώτα τέτοιου τύπου δεν μπορούν να αντέξουν την αποδυνάμωση. Εντούτοις, η πλήρης πραγματοποίηση αυτού του αποτελέσματος είχε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Βραχυπρόθεσμα, το καθεστώς επέζησε από τον περιορισμό. Έτσι, το πιο αληθοφανές επιχείρημα για τη διεξαγωγή πολέμου ίσως ήταν το γεγονός ότι ο περιορισμός ήταν δαπανηρός και ριψοκίνδυνος, ότι δε θα μπορούσε να εφαρμόζεται εσαεί και ότι από μια απόφαση πολέμου, ίσως προέκυπτε μια σαφής, ωφέλιμη συνεκτίμηση. Το επιχείρημα ωστόσο καταρρίπτε-ται, καθώς η συνεκτίμηση θα ήταν ωφέλιμη μόνο αν βλέπαμε την αισιόδοξη πλευρά τού πιθανού κόστους του πολέμου, και έχω την εντύπωση πως δε μας επιτρέπεται μια τέτοιου είδους αισιοδοξία. Δε μας επιτρέπεται ηθικά εννοώ, δεδομένης της φύσης των κινδύ-νων που προκαλούμε σε άλλους ανθρώπους.

Έτσι, λοιπόν, η υπόθεση του Ιράκ μάς καλεί να αναλογιστούμε

MICHAEL WALZER

-22-

τη χρήση της βίας ενός είδους «πολέμου». Το καθεστώς περιορι-σμού της περιόδου 1991-2003, το οποίο προσυπέγραψε ο ΟΗΕ και επέβαλαν οι ΗΠΑ, αποτελεί ένα μόνο πιθανό παράδειγμα αυτής της χρήσης. Παρά το επιχείρημα των Γάλλων στον ΟΗΕ το 2002 και το 2003 πως η βία πρέπει να είναι πάντοτε η έσχατη λύση, η βία ενός είδους «πολέμου» προηγείται προφανώς του ίδιου του πολέμου. Το επιχείρημα jus ad bellum πρέπει συνεπώς να επεκταθεί σε ένα επιχείρημα jus ad vim. Xρειαζόμαστε επειγόντως μια θεωρία για τη δίκαιη και άδικη χρήση της βίας. Αυτή δε θα πρέπει να είναι μια υπερβολικά μακρόθυμη και ανεκτική θεωρία, αλλά θα είναι σίγου-ρα πιο ανεκτική από τη θεωρία περί δίκαιου και άδικου πολέμου. Το άμεσο ερώτημα που μας τίθεται είναι το αν οι ανοχές μας εκτεί-νονται έως την αλλαγή του καθεστώτος και τον εκδημοκρατισμό. Όπως έχω ήδη αναφέρει, το ζήτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με θέματα πρόληψης. Ο προληπτικός πόλεμος δε δικαιολογείται ούτε από την κλασική θεωρία περί δίκαιου πολέμου, ούτε από το Διεθνές Δίκαιο, όμως η λεγόμενη «προληπτική βία» είναι δικαιο-λογημένη όταν αντιμετωπίζουμε ένα απάνθρωπο καθεστώς που έχει διαπράξει επιθέσεις και εγκλήματα κατά το παρελθόν και μας κάνει να πιστεύουμε πως ίσως τα επαναλάβει. Σε αυτές τις περι-πτώσεις, στοχεύουμε στον περιορισμό αλλά ελπίζουμε σε αλλαγή καθεστώτος. Και για να επιταχύνουμε αυτόν τον απώτερο σκοπό οργανώνουμε νόμιμα τη στρατηγική περιορισμού, όποτε αυτό είναι εφικτό, γεγονός που σημαίνει πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε βία περιορισμένης έκτασης προς όφελος της δημιουργίας ενός νέου (και συνεπώς δημοκρατικού) καθεστώτος.

Θα επανέλθω στα απαραίτητα όρια της χρήσης βίας. Πριν απ’ αυτό όμως, θέλω να αναλογιστώ ποια είναι η θέση της αναφορικά με την κλασική αρχή της μη επέμβασης, η οποία πρεσβεύει πως το καθεστώς μιας χώρας πρέπει να αντανακλά την ιστορία, τον πολιτισμό και την πολιτική αυτής της χώρας και καμίας άλλης. Ένα καθεστώς ελευθερίας απαιτεί από τους πολίτες που εκτιμούν την ελευθερία να ρισκάρουν τη ζωή τους για να την υπερασπιστούν, όπως υποστήριζε ο Τζον Στιούαρτ Μιλ. Μολαταύτα, μια αλλαγή καθεστώτος μέσω ενός είδους «πολέμου», αφήνει άφθονο χώρο για τοπικές αξιολογήσεις και ανάληψη ρίσκων σε τοπικό επίπεδο. Η ανάμειξη είναι τόσο έμμεση που δεν προκαλεί τα ερωτήματα

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

-23-

που έθεσα αναφορικά με την Ιαπωνία το 1945. Θυμηθείτε τη ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στο βόρειο Ιράκ. Ήταν σίγουρα μια μορφή ανθρωπιστικής επέμβασης, δεδομένου ότι εμπόδισε μια ενδεχόμε-νη σφαγή των Κούρδων, η οποία ήταν εύλογο να αναμένεται μετά το μακελειό των Σιιτών στο νότο. Μου φαίνεται πως αυτή η λογική ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την προληπτική επέμβαση. Η ζώνη απαγόρευσης πτήσεων προκάλεσε ένα ακόμη είδος αλλαγής καθεστώτος, υπό την έννοια ότι επέτρεψε τη δημιουργία ενός αυ-τόνομου Κουρδιστάν. Είναι και αυτό δικαιολογημένο; Η αυτονομία των Κούρδων δεν ήταν ένα καθεστώς που επιβλήθηκε εξωγενώς. Παρόλο που το σύστημα περιορισμού κατέστησε εφικτή την αυ-τονομία τους, ωστόσο αυτό το νέο καθεστώς αυτονομίας πρώτα απαιτήθηκε και στη συνέχεια δημιουργήθηκε και υποστηρίχθηκε από τους ίδιους τους Κούρδους. Ίσως ο περιορισμός να προσδοκά περισσότερο, παρά να απαντά στις τοπικές ανάγκες για αυτοδι-άθεση. Δεν είναι όμως μια αδικαιολόγητη προσδοκία, καθώς τα κράτη που οργανώνουν τον περιορισμό δεν ανατρέπουν τα ίδια το παλιό καθεστώς και δεν εγκαθιδρύουν νέο, αν είναι βέβαια δυνατό να υπάρξει νέο. Λειτουργούν στα όρια της «αρχής της μη επέμβα-σης», χωρίς να την παραβιάζουν εντελώς. Αν η προληπτική επίθεση και η μαζική δολοφονία είναι δικαιολογημένες, τότε δικαιολογημέ-νη είναι και η έμμεση εκδοχή της αλλαγής καθεστώτος.

Υπάρχουν όμως όρια στις περιπτώσεις όπου η βία μέσω ενός είδους «πολέμου» μπορεί να ασκηθεί, καθώς και στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εφαρμοστεί – όρια που αντιστοιχούν στα jus ad bellum και jus in bello. Έχω ήδη αναφερθεί στις δύο κρίσιμες περιπτώσεις, που σχετίζονται με την επίθεση ή με τη σφαγή. Ποιο κράτος όμως ή ποια κράτη δεσμεύονται ηθικά απέναντι στην ανα-γνώριση αυτής της απειλής και στην οργάνωση ενός συστήματος περιορισμού; Η συλλογική ασφάλεια εξαρτάται από τη συλλογική αναγνώριση. Μολαταύτα, αυτή τη στιγμή, η ικανότητα των διεθνών παραγόντων και των τοπικών οργανισμών στο να αντιμετωπίσουν απειλές επίθεσης και σφαγών, είναι μάλλον λιγότερο αναπτυγμένη από την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν πραγματικά περιστα-τικά επίθεσης και σφαγών. Οφείλουμε λοιπόν ν’ αναγνωρίσουμε μια ενδεχόμενη νομιμότητα της μονομερούς δράσης και στις δύο περιπτώσεις. Η μονομέρεια, ωστόσο, είναι λιγότερο αποδοτική

MICHAEL WALZER

-24-

στην πρώτη περίπτωση απ’ όσο είναι στη δεύτερη. Η βία μέσω ενός είδους «πολέμου» (κυρίως όταν σχετίζεται με κυρώσεις στις εμπορικές συναλλαγές ή με εμπάργκο όπλων) απαιτεί τη συνερ-γασία πολλών κρατών για να είναι αποτελεσματική. Το έχω ήδη αναφέρει, αλλά αξίζει να επαναληφθεί: Η αποφυγή του πολέμου και των σφαγών απαιτεί μια αφοσιωμένη ομάδα κρατών, έτοιμη να χρησιμοποιήσει βία. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η Ευρώπη σήμερα δεν επιδεικνύει μια τέτοια αφοσίωση. Ούτε η Ευρώπη σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Και οι ΗΠΑ, φαίνονται τα τελευταία χρόνια μάλλον έτοιμες να προβούν σε πόλεμο, παρά να ασκήσουν περιορισμένη βία με πολιτικά μέσα.

Όταν ασκείται η βία μέσω ενός είδους «πολέμου», θα πρέπει να είναι περιορισμένη, κατά τον ίδιο τρόπο που πρέπει να περι-ορίζεται και η διεξαγωγή ενός πολέμου πλήρους κλίμακας, ώστε να προστατεύονται οι πολίτες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση των οικονομικών αποκλεισμών, όπου οι πολί-τες τίθενται αναπόφευκτα σε κίνδυνο, ακόμη κι αν ο στόχος του αποκλεισμού είναι η κυβέρνηση και όχι οι πολίτες. Η στρατηγική που ο Κόλιν Πάουελ αποκάλεσε «έξυπνες κυρώσεις» (εννοώντας πως θα πρέπει να θεωρούνται τόσο ηθικά, όσο και πολιτικά έξυ-πνες), υποτίθεται πως μειώνει τον κίνδυνο. Θα πρέπει σίγουρα να δοκιμαστεί στην επόμενη νόμιμη περίσταση. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τον αποκλεισμό που στερεί εντελώς απ’ τους πολίτες την τροφή και τα φάρμακα. Πώς θα αντιδρούσαμε, όμως, αν μια βάρβαρη κυβέρνηση αύξανε σκόπιμα τις στερήσεις των πολιτών της με σκοπό να δυσφημίσει τον αποκλεισμό, όπως έκανε ο Σαντάμ κατά τη δεκαετία του 1990; Ο ΟΗΕ ανταποκρίθηκε με το πρόγραμμα «πετρέλαιο έναντι τροφίμων» και υποθέτω πως αυτή η προσπάθεια έχει πολλά να μας διδάξει, ώστε να μάθουμε να εφαρμόζουμε τον περιορισμό πιο σωστά. Αυτή η ανταπόκριση είναι σαφώς απαραίτητη, ακόμη και αν η πείνα και οι ασθένειες που προκαλεί ο αποκλεισμός είναι στην πραγματικότητα έργο της κυβέρνησης που αποτελεί το στόχο – μια ακόμη περαιτέρω απόδει-ξη για το γεγονός πως η στοχοποίησή της είναι δικαιολογημένη.

Η βία μέσω ενός είδους «πολέμου», δεν επιτρέπει άμεσο και εξαναγκαστικό εκδημοκρατισμό. Τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας δεν έχουν θέση εδώ. Ούτε και το παράδειγμα

ΔΙΚΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

-25-

του Ιράκ στην παρούσα κατάστασή του, με τον αναγκαστικό εκ-δημοκρατισμό να εξελίσσεται όχι και τόσο αποτελεσματικά. Έχω ταχθεί υπέρ ενός εναλλακτικού τρόπου πορείας που απορρίφθηκε λανθασμένα το 2003, αλλά σίγουρα θα ξανασυζητηθεί. Ο περι-ορισμός δημιουργεί ένα νέο τοπίο για τη δημοκρατία, όπου το πραγματικό έργο του εκδημοκρατισμού θα εκπονήσουν οι τοπικοί πολιτικοί άρχοντες, εκμεταλλευόμενοι τη διεθνή καταδίκη, τον εξοστρακισμό και τον περιορισμό των απάνθρωπων καθεστώτων. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ένα ακόμη βήμα του επιχειρήματος της αλλαγής του καθεστώτος. Ο πόλεμος μπορεί να οδηγήσει άμεσα σε πολιτική ανοικοδόμηση. Η χρήση της βίας μέσω ενός είδους «πολέμου» μπορεί να επιτύχει κάτι τέτοιο μόνο έμμεσα. Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος τρόπος άμεσης δράσης, που περιλαμβάνει τη λεγόμενη «πολιτική περιορισμένης δύναμης», τη μη εξαναγκα-στική πολιτική, το έργο των μη κυβερνητικών οργανισμών, όπως είναι το Διεθνές Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή η Διεθνής Αμνηστία, οι οποίοι επίσης στοχεύουν με διαφορετική μέθοδο στην αλλαγή του καθεστώτος.

Το σημαντικότερο έργο αυτών των οργανώσεων είναι να γα-λουχήσουν την κοινωνία των πολιτών, την οποία απαιτεί η δημο-κρατία: Τους οργανωμένους συλλόγους των ομάδων πίεσης, τα εργατικά συνδικάτα, τις επαγγελματικές κοινότητες, τα κοινωνικά κινήματα και τα πολιτικά κόμματα. Με το να αντιτίθενται στην καταστολή και τη λογοκρισία, ανοίγουν χώρο για ανεξάρτητους από το κράτος οργανισμούς και τα μέλη τους εκπαιδεύουν τους αυτόχθονες πολίτες στην ανάπτυξη οργανωτικών ικανοτήτων που διευκολύνουν την πολιτική δραστηριοποίηση. Οι οργανισμοί αυτοί και οι πολίτες που εκπαιδεύονται, είναι τουλάχιστον εν δυνάμει συνεισφέροντες στη δημοκρατική πολιτική διαδικασία. Στην πε-ρίπτωση εξαιρετικά απάνθρωπων και επικίνδυνων κυβερνήσεων, ωστόσο, η πραγματική συνεισφορά όλων των ανωτέρω μπορεί να χρειαστεί να περιμένει μια πιο εξαναγκαστική πολιτική παρέμβα-ση. Η «πολιτική περιορισμένης δύναμης», ίσως εξαρτάται από τη χρήση βίας μέσω ενός είδους «πολέμου». Στην πραγματικότητα, οφείλουμε να ενισχύσουμε και να υπερασπιστούμε αυτή τη μετα-ξύ τους διάδραση – διότι και τα δυο αυτά μαζί μπορούν να μας βοηθήσουν να αποφύγουμε τον πόλεμο.

MICHAEL WALZER

-26-

Η πολιτική των Συμμάχων στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πο-λέμου μάς υπενθυμίζει πως στον τελικό απολογισμό ενός δίκαιου πολέμου η αλλαγή καθεστώτος είναι δικαιολογημένη. Υποστήριξα πως μια πιο έμμεση προσέγγιση της αλλαγής καθεστώτος είναι εξί-σου δικαιολογημένη ακόμη και πριν από (καθώς και αντί για) ένα δίκαιο πόλεμο. Πράγματι, η αποτελεσματικότητα αυτής της προ-σέγγισης θα καθιστούσε τον πόλεμο περιττό, συνεπώς άδικο. Και αν δεσμευτούμε σε αυτήν την έμμεση επέμβαση, αν δεσμευτούμε στον αναγκαστικό περιορισμό των απάνθρωπων καθεστώτων και στη συλλογική ασφάλεια, θα βρούμε μια προσέγγιση της δικαιοσύ-νης μακριά από τη φρικτή καταστροφικότητα του πολέμου.

Μάικλ Γουόλτσερ, 2006

-27-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΔΕΝ ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΜΕΛΕΤΩ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ γενικά, αλλά συ-γκεκριμένους πολέμους, και κυρίως την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ. Ούτε ξεκίνησα ως φιλόσοφος, αλλά ως πολιτικός ακτιβιστής και ενθουσιώδης οπαδός. Αναμφισβήτητα, η πολιτική και ηθική φιλοσοφία μάς βοηθούν σε τέτοιες παρόμοιες δύσκολες στιγμές να ταχθούμε με μια πλευρά και να δεθούμε με αυτή. Αυτή η βοήθεια όμως είναι έμμεση. Σε στιγμές κρίσεων, συνήθως δε φιλοσοφούμε, γιατί τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει χρόνος. Ιδιαίτερα ο πόλεμος, επιβάλλει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που είναι μάλλον ασύμβατη με τη φιλοσοφία ως σοβαρή διαδικα-σία. Ο φιλόσοφος είναι σαν τον ποιητή τού Γουέρντσγουορθ2 που στοχάζεται με ηρεμία για τις παλαιότερες εμπειρίες του (ή εμπει-ρίες άλλων ανθρώπων) και σκέφτεται τις πολιτικές και ηθικές επιλογές που έχουν ήδη γίνει. Αυτές οι επιλογές, ωστόσο, έγιναν κατόπιν φιλοσοφικής ανάλυσης, η οποία ήταν απόρροια προηγού-μενου στοχασμού. Ήταν για παράδειγμα, μείζονος σημασίας για εμάς, τα μέλη του αμερικανικού αντιπολεμικού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το γεγονός ότι βρήκαμε ήδη έτοιμο ένα δόγμα ηθικής, μια σειρά από ονόματα που συνδέονταν μεταξύ τους και αντιλήψεις που ήδη γνωρίζαμε, και που γνώριζαν και όλοι οι άλλοι. Η οργή και η αγανάκτησή μας έπαιρναν μορφή με τις διαθέσιμες για να

2. Γουίλιαμ Γουέρντσγουορθ (1770-1850): Βρετανός ποιητής, που θεωρείται ο εισηγητής του κινήματος του Ρομαντισμού στην αγγλική ποίηση, με την έκδοση του έργου «Lyrical Ballands» (1798) [Σ.τ.Ε.].