48
1 3ο Γενικό Λύκειο Αγ. Αναργύρων Α’ Τάξη Σχολικό έτος: 2012-2013 Ομάδα: Παναγιώτα Κοντίνη, Μαρίνα Λιακοπούλου, Ελένη Τριάντου, Χριστίνα Φιλιππουπολίτη ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ3lyk-ag-anarg.att.sch.gr/wp-content/uploads/2012/12/ERGASIA.pdf · πως η συχνότερη

  • Upload
    others

  • View
    6

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

1

3ο Γενικό Λύκειο Αγ. Αναργύρων

Α’ Τάξη

Σχολικό έτος: 2012-2013

Ομάδα: Παναγιώτα Κοντίνη, Μαρίνα Λιακοπούλου, Ελένη Τριάντου, Χριστίνα Φιλιππουπολίτη

ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

2

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ – ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ -ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

ΘΕΜΑΤΟΣ ……………………………………………………………………………………………….……………………..….σελ. 3

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ …………………………………………………….…………………σελ. 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο ……………………………………………………………………………………………………….……………σελ. 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο …………….……………………………………………………………………………………………..……….σελ. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο …………………….………….………………………………………………………………….…….…………σελ. 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο …….…….…………………………………………………………………………………………………….…σελ. 11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο ……………………………………………………………………………………………………………………σελ. 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο ……….………….……………………………………………………………………………………………….σελ. 16

Επιπλέων ενότητα: σύγκριση Εκκλησίας του δήμου – Απέλλας ………………………………………σελ. 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο …………………………………………………………………………………………………………………..σελ. 21

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο …………………………………………………………………………………………………………………..σελ. 23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο .………………………………………………………………………………………………………….………σελ. 28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο …………………………………………………………………………………………………………………σελ. 30

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο …………………………………………………………………………………………………………………σελ. 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12Ο ………………………………………………………………………………………………………………...σελ. 40

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο ………………………………………………………………………………………………………………...σελ. 42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14Ο ……………………………………………………………………………………………………………..…σελ .44

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15Ο ………………………………………………………………………………………………………………..σελ. 45

Επιπλέων ενότητα: πολιτικά ζητήματα των αρχαίων που σχετίζονται με σύγχρονα και τρόπος

αντιμετώπισης ………………………………………………………………………………………………………………..σελ. 46

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ……………………….………………………………………………………...σελ. 47

3

Πρόλογος

• Η ενασχόληση με την ιστορία της Αρχαίας Αθήνας, πιο συγκεκριμένα το

πολίτευμα και τη νομοθεσία της είναι μια ενδιαφέρουσα δραστηριότητα των

μαθητών αυτής της ηλικίας που θα εξασφάλιζαν την ενεργό συμμετοχή τους

στην διερευνητική εργασία.

• Η αρχική θετική στάση των μαθητών θα μπορούσε με τις κατάλληλες τεχνικές

ενδυνάμωσης ομάδων να τους εμπλέξει στην προσδοκώμενη διαδικασία

διερεύνησης και συνεργατικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια υλοποίησης του

προγράμματος.

Ευχαριστίες

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους γονείς μας για τη βοήθεια που μας προσφέρουν μαζί με

τους καθηγητές μας κα. Βασμανόλη και κ. Λευκαδίτη για τις χρήσιμες οδηγίες και πληροφορίες

που μας παρέχουν.

Σκοπός της εργασίας

Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να εξετάσουμε το πολίτευμα κ την νομοθεσία της Αρχαίας

Αθήνας. Θα διερευνήσουμε τους παρακάτω τομείς:

• Διάκριση κοινωνικών τάξεων

• Δουλεία

• Σχέσεις των δύο φύλων

• Μέτοικοι – ξένοι

• Δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι

• Διανομή γης

• Απαλλαγή πολιτών από χρέη

• Φορολογία

• Διοίκηση και άσκηση εξουσίας

• Παιδεία - εκπαίδευση

Σημασία – αναγκαιότητα του θέματος

Το συγκεκριμένο θέμα εντάσσεται στην ευρύτερη ερευνητική εργασία ολόκληρου του

τμήματος. Η σημασία του πολιτεύματος και της νομοθεσίας της Αρχαίας Αθήνας έχει τη θέση

της στην μελέτη των αρχαίων ελληνικών πολιτευμάτων έως το 525.

4

Η σχέση νομοθεσίας και πολιτεύματος απαιτεί διεπιστημονική διερεύνηση και γι’ αυτό και

συνεργάζονται δύο καθηγητές, μια φιλόλογος και ένας νομικός. Το θέμα μας σχετίζεται κυρίως

με τους επιστημονικούς κλάδους της ιστορίας και της νομικής.

Θεωρητικό υπόβαθρο

Ως θεωρητικό υπόβαθρο – βάση για την έρευνά μας λαμβάνουμε τις γνώσεις μας για:

• Τα είδη των πολιτευμάτων ( μοναρχία, ολιγαρχία, αριστοκρατία, τυραννίδα,

δημοκρατία)

• Τις ιστορικές μας γνώσεις για τα πολιτεύματα από τα οποία πέρασε η Αρχαία

Αθήνα (βιβλίο Ιστορίας ΟΕΔΒ της Α’ Λυκείου)

• Τους νομοθετικούς θεσμούς (π.χ. φορολογία)

Μεθοδολογία

Στην συνέχεια περιγράφονται τα στάδια ανάπτυξης της δραστηριότητας:

Μέθοδοι συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων:

• Συγκέντρωση υλικού από διαφορετικές πηγές (διαδίκτυο, βιβλία)

• Ταξινόμηση αυτού του υλικού ανάλογα με το θέμα του

• Ανάλυση, ερμηνεία και σύγκριση , εντοπίζοντας τα κριτήρια και τα

χαρακτηριστικά του επιμέρους υλικού

• Σύνθεση της τελικής εργασίας, παρουσίαση

5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

Η ίδρυση της πόλης κράτους

Αθήνα είναι πανάρχαια πόλη και η ίδρυσή της χάνεται στις αναφορές των μύθων. Σύμφωνα με

τον Πλάτωνα, Αιγύπτιοι ιερείς αποκάλυψαν στο Σόλωνα που τους επισκέφτηκε ότι σύμφωνα με

τα αρχεία τους υπήρχε πόλη ακμάζουσα με το όνομα «Αθήνα» πριν από το 9.600 π.Χ.

Πρώτοι κάτοικοι της περιοχής θεωρούνται οι Πελασγοί, ενώ αργότερα αυτοί που

εγκαταστάθηκαν στην Αττική γη ήταν οι Ίωνες.

Το αρχικό όνομα της Αθήνας ήταν Ακτή ή Ακτική και το είχε πάρει από τον πρώτο της βασιλιά,

Ακταίο. Το δεύτερο όνομά της, Κεκροπία, είχε προέλθει από τον βασιλιά Κέκροπα, ο οποίος

ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι.

Σύμφωνα με το μύθο, κατά την διάρκεια των χρόνων της βασιλείας του, η θεά Αθηνά και ο θεός

Ποσειδώνας συναγωνίσθηκαν για την προστασία της πόλης, προσφέροντας δώρα. Ο

Ποσειδώνας χτύπησε με την τρίαινά του πάνω στον βράχο της Ακρόπολης και ανέβλυσε μια

πηγή με νερό. Από το χτύπημα ξεπήδησε και το πρώτο άλογο έτοιμο να υπηρετήσει τον

άνθρωπο. Η Αθηνά πρόσφερε ένα δένδρο ελιάς.

6

Ο μύθος αναφέρει, ότι όλοι οι άνδρες της Αθήνας ψήφισαν για το δώρο του Ποσειδώνα και

όλες οι γυναίκες για το δώρο της Αθηνάς και επειδή ήταν μια γυναίκα παραπάνω από τους

άνδρες, η θεά Αθηνά προτιμήθηκε. Από αυτήν, η πόλη πήρε το όνομά της.

Ο Ποσειδώνας θύμωσε που οι Αθηναίοι δεν διάλεξαν τα δικά του δώρα και έτσι καταράστηκε

την Αθήνα να μην έχει ποτέ αρκετό νερό. Έτσι από τότε ξεκίνησε και το πρόβλημα της

λειψυδρίας που ταλαιπωρεί καμιά φορά ακόμα και σήμερα την Αθήνα.

Μέγεθος και σύσταση του Αθηναϊκού πληθυσμού

Μόνο να εικάσουμε μπορούμε για τον πληθυσμό της Αττικής, καθώς οι Αθηναίοι ποτέ δεν

διεξήγαν μία πλήρη απογραφή. Ο αριθμός των σκλάβων και των μετοίκων ιδιαίτερα

διακυμαίνονταν συχνά. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. ο πληθυσμός της Αθήνας μπορεί να

περιλάμβανε περίπου 250.000-300.000. οι οικογένειες των πολιτών μπορεί να ανέρχονταν σε

100.000 και από αυτούς περίπου 30.000 ήταν οι άρρενες ενήλικες που είχαν δικαιώματα να

συμμετάσχουν στη συνέλευση. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο αριθμός των ενηλίκων πολιτών

ίσως έφθανε και τις 60.000, αλλά αυτός ο αριθμός έπεσε σημαντικά κατά τον Πελοποννησιακό

πόλεμο. Αυτή η απότομη μείωση ήταν μόνιμη λόγω της εισαγωγής ενός αυστηρότερου

ορισμού όπως περιγράφεται παρακάτω. Από μία σύγχρονη προοπτική αυτά τα μεγέθη

μοιάζουν θλιβερά μικρά, αλλά στον κόσμο των ελληνικών πόλεων-κρατών, η Αθήνα ήταν

τεράστια: περισσότερες από χίλιες πόλεις-κράτη αποτελούνταν από μόλις 1.000-1.500 ενήλικες

άρρενες πολίτες και η Κόρινθος, μία σημαντική δύναμη της εποχής, διέθετε το πολύ 15.000

πολίτες.

Πέραν των πολιτών, ο υπόλοιπος πληθυσμός διαιρούνταν στους μετοίκους και τους δούλους,

με τους τελευταίους ίσως περισσότερο πολυάριθμους. Γύρω στο 338 π.Χ., ο ρήτορας Υπερείδης

ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν 150.000 δούλοι στην Αττική, αλλά ο αριθμός είναι απλώς η εντύπωση

του ρήτορα: οι δούλοι υπερτερούσαν αριθμητικά των πολιτών αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό

7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο

Η βασιλεία στην Αθήνα

Ήταν το πρώτο πολίτευµα της Αθήνας. Κάποιοι από τους βασιλείς της Αθήνας ήταν : ο

Κέκροψ, ο Αιγέας, ο Θησέας, ο Κόδρος κ.α. Τελευταίος βασιλιάς ήταν ο Κόδρος.

Η αριστοκρατία στην Αθήνα

Με οµαλό τρόπο το πολίτευµα άλλαξε από βασιλεία σε αριστοκρατία περίπου το 750 π.Χ..

Την εξουσία ασκούσαν οι εξής :

1) Ο επώνυµος άρχοντας : συγκαλούσε την Εκκλησία του ∆ήµου

2) Ο πολέµαρχος : υπεύθυνος για τα στρατιωτικά θέµατα.

3) Ο άρχοντας –βασιλιάς : υπεύθυνος για τα θρησκευτικά θέµατα (ο θεσµός αυτός

προέρχεται από τη βασιλεία)

4) Οι 6 νοµοθέτες : υπεύθυνοι για δικαστικά θέµατα

5) Ο Άρειος Πάγος : υπεύθυνος για την τήρηση των νόµων

6) Η Εκκλησία του ∆ήµου : η συνέλευση όλων των Αθηναίων.

Προβλήµατα:

Α) Οι έµποροι και οι βιοτέχνες που πλούτιζαν άρχισαν να αµφισβητούν την εξουσία των

ευγενών.

Β) Οι αγρότες που χρωστούσαν λεφτά και κινδύνευαν να γίνουν δούλοι ζητούσαν να τους

χαριστούν τα χρέη.

Μια απόπειρα τυραννίας : «Το Κυλώνειο Άγος»

Την ένταση που υπήρχε από τα παραπάνω προβλήµατα θέλησε να εκµεταλλευτεί ο Κύλων

(ήταν Ολυµπιονίκης) που µαζί µε τους οπαδούς του το 632 π.Χ. προσπάθησε να γίνει

τύραννος. Απέτυχε όµως και δραπέτευσε στα Μέγαρα. Οι οπαδοί του, αν και είχαν

καταφύγει ως ικέτες σε βωµό, σφαγιάστηκαν έπειτα από διαταγή του Αλκµαιωνίδη

επώνυµου άρχοντα Μεγακλή (Κυλώνειο Άγος). Λίγο αργότερα ο Μεγακλής εξορίζεται µε

όλο του το γένος (Αλκµαιωνίδες). Η αναστάτωση κορυφώνεται και τα Μέγαρα

καταλαµβάνουν τη Σαλαµίνα. (20 χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι θα ξαναπάρουν τη

Σαλαµίνα από τους Μεγαρείς)

Οι νόμοι του Δράκοντα

Γύρω στα 621 π.X., όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Αρίσταιχμος, οι Aθηναίοι ανέθεσαν στο

Δράκοντα να νομοθετήσει. Για πρώτη φορά οι νόμοι βρέθηκαν καταγραμμένοι και μπορούσε ο

οποιοσδήποτε να ανατρέξει σε αυτούς. Η μεταβολή θεωρείται καθοριστικής σημασίας σε

σχέση με το παρελθόν, όταν μόνον οι ευπατρίδες είχαν τη γνώση και το δικαίωμα ερμηνείας

8

του νόμου. Από τους νόμους του Δράκοντα ο μόνος που παρέμεινε σε ισχύ, μετά το Σόλωνα με

κάποιες τροποποιήσεις μέχρι και την εποχή του Δημοσθένη, ήταν ο νόμος περί

ανθρωποκτονίας. Έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το αν τελικά ο Δράκων είχε νομοθετήσει και

για άλλα θέματα, οι οποίες όμως δε φαίνεται να ευσταθούν. Οι νόμοι του Δράκοντα υπήρξαν,

και έχουν παραμείνει παροιμιώδεις για τη σκληρότητά τους, παρότι δε γνωρίζουμε τίποτα

πέρα από αυτόν περί ανθρωποκτονίας. Έχει θεωρηθεί ότι οι νόμοι του προέβλεπαν τη θανατική

ποινή για όλα τα εγκλήματα, αλλά κι αυτό φαίνεται μάλλον υπερβολικό. Το πιθανότερο είναι

πως η συχνότερη ποινή για τα εγκλήματα ήταν η ατιμία ή η εξορία, και μόνο στην περίπτωση

της μη συμμόρφωσής του ο ένοχος διακινδύνευε τη ζωή του. Τα ελάχιστα γνωστά σπαράγματα

από τη νομοθεσία του Δράκοντα οφείλονται κυρίως στον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία

4.1-3). Για το λόγο αυτό ορισμένες αναφορές, όπως ότι η απαραίτητη περιουσία για την

κατάληψη των δημόσιων αξιωμάτων εκτιμόταν χρηματικά και ότι η αναλογία της περιουσίας

για να εκλεγεί κανείς άρχοντας ή στρατηγός ήταν ένα προς δέκα, θα πρέπει να θεωρηθούν ως

αναχρονισμοί, αταίριαστοι με τον 7ο αιώνα π.X.

Η νομοθεσία του Δράκοντα προφανώς δεν κατόρθωσε να εξομαλύνει τις αντιθέσεις της

αθηναϊκής κοινωνίας και σε διάστημα μίας γενιάς η ανάγκη για νέα μέτρα έγινε επιτακτική. Για

την αντιμετώπιση της κατάστασης κλήθηκε ο Σόλων και η επιλογή του ίσως να συνδέεται και με

το γεγονός ότι είχε πρωτοστατήσει στην ανάκτηση της Σαλαμίνας.

9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο

Νομοθεσία Σόλωνα

Στα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου αι. π.Χ., ορισμένοι Αθηναίοι είχαν αναγκαστεί να εκχωρήσουν

τη γη τους σε πλούσιους γαιοκτήμονες, στους οποίους υποχρεώνονταν να πληρώνουν ενοίκιο

με τη μορφή μέρους των παραγόμενων αγαθών. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Σόλων, η

νομοθεσία του Δράκοντα επέτρεπε στον πολίτη, όποτε υπήρχε ανάγκη, να εγγυηθεί βάζοντας

ως ενέχυρο το άτομό του. Στην περίπτωση όμως που οι όροι της συμφωνίας δεν

ακολουθούνταν, τότε κινδύνευε να υποδουλωθεί και να πουληθεί μακριά από την πόλη του. Η

καταγραφή των νόμων του Δράκοντα ικανοποίησε ένα μέρος των πολιτών. Όμως, το οξύ

οικονομικό πρόβλημα που ανάγκαζε όσους δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους,

προκαλούσε συνεχή αναταραχή. Το 594 π.Χ., οι Αθηναίοι επέλεξαν τον Σόλωνα, ποιητή και

έναν από τους επτά σοφούς, να δώσει λύση στα δύσκολα προβλήματα της πόλης.

Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του ήταν:

- Με μια σειρά νόμων, τη σεισάχθεια, διέγραψε τα χρέη και ελευθέρωσε όσους είχαν γίνει

δούλοι λόγω των χρεών τους. Παράλληλα επέστρεψε στους μικρούς γεωργούς τα

υποθηκευμένα, για χρέη, χωράφια τους και απαγόρεψε να δανείζεται κανείς με εγγύηση την

προσωπική του ελευθερία. Ο Σόλων ξανάδωσε την ελευθερία σε πολλούς Αθηναίους και όρισε

ανώτατο όριο εδαφικής ιδιοκτησίας που θα μπορούσε να κατέχει κανείς. Δεν προχώρησε σε

αναδασμό της γης.

- Ο Σόλων διατήρησε το τιμοκρατικό σύστημα και μέτρο για την κατάταξη όρισε το ετήσιο

εισόδημα σε μεδίμνους γεωργικών προϊόντων. Οι δύο πρώτες τάξεις ήταν οι

πεντακοσιομέδιμνοι και οι τριακοσιομέδιμνοι ή ιππείς, όσοι δηλαδή είχαν εισόδημα πάνω από

πεντακόσιους ή τριακόσιους μεδίμνους. Από αυτές τις δύο τάξεις, που είχαν και τις

μεγαλύτερες οικονομικές υποχρεώσεις, εκλέγονταν οι 9 άρχοντες και τα μέλη του Αρείου

Πάγου. Την τρίτη τάξη αποτελούσαν οι διακοσιομέδιμνοι ή ζευγίτες, που γίνονταν μέλη της

Βουλής, καταλάμβαναν κατώτερα αξιώματα και συγκροτούσαν τη «φάλαγγα». Τελευταία τάξη

ήταν οι θήτες, που δεν είχαν ιδιοκτησία ούτε εισόδημα. Δεν είχαν δικαίωμα να εκλεγούν σε

κανένα αξίωμα. Ήταν μέλη της εκκλησίας του δήμου με δικαίωμα ψήφου και μπορούσαν να

είναι μέλη και του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας. Οι θήτες ήταν απαλλαγμένοι από κάθε

εισφορά προς την πολιτεία και στο στρατό και υπηρετούσαν ως ελαφρά οπλισμένοι (ψιλοί).

- Ενίσχυσε την εξουσία της Εκκλησίας του δήμου, που τη συγκροτούσαν Αθηναίοι πολίτες, από

τις τέσσερις τάξεις που είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους.

- Ίδρυσε τη βουλή των τετρακοσίων, με 100 βουλευτές από κάθε μια από τις 4 φυλές. Το έργο

της ήταν «προβουλευτικό», ετοίμαζε δηλαδή τα θέματα που θα εισάγονταν για συζήτηση στην

10

εκκλησία του δήμου. Βουλευτές μπορούσαν να γίνουν πολίτες και από τις τρεις πρώτες τάξεις,

εφόσον είχαν συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας τους και η θητεία τους κρατούσε ένα χρόνο.

- `Ίδρυσε την Ηλιαία, λαϊκό δικαστήριο που τα μέλη της, οι ηλιαστές, ανέρχονταν σε 6.000. Οι

ηλιαστές εκλέγονταν με κλήρωση από τις τέσσερις τάξεις των πολιτών και χωρίζονταν σε 10

τμήματα των 500 μελών. Τα 1000 ήταν αναπληρωματικά. Στην Ηλιαία μπορούσε κάποιος να

καταγγείλει και τις αποφάσεις των αρχόντων, αν τις θεωρούσε άδικες.

- Διατηρήθηκε ο θεσμός των 9 αρχόντων και ο Άρειος Πάγος, αλλά ορισμένες δικαιοδοσίες του

μεταβιβάστηκαν στην εκκλησία του δήμου, στη βουλή των τετρακοσίων και στην Ηλιαία.

- Τέλος, θέσπισε νόμους για την υποχρεωτική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, την

προστασία του γάμου και της οικογένειας και τη ρύθμιση εξαγωγών και εισαγωγών για τα

γεωργικά προϊόντα. Ο Σόλων προσπάθησε με τη νομοθεσία του να συμβιβάσει τις αντιθέσεις

ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο

Πεισίστρατος

Η μεταρρύθμιση του Σόλωνα δεν πέτυχε μακροπρόθεσμα να

επιλύσει τις διαφορές και να συμβιβάσει τα συμφέροντα των

διάφορων κοινωνικών ομάδων. Το 560 π.Χ. τα αθηναϊκά γένη

χωρίζονταν σε τρεις παρατάξεις ανάλογα με τον τόπο καταγωγής

τους: τους Πεδιαίους, τους Παραλίους και τους Διακρίους με

επικεφαλής τους αντίστοιχα τον Ετεοβουτάδη Λυκούργο, τον

Αλκμαιωνίδη Μεγακλή και τον Πεισίστρατο. Ο τελευταίος ως

πολέμαρχος ηγήθηκε του πολέμου κατά των Μεγαρέων.

Κατηγορώντας όμως τους πολιτικούς αντιπάλους του για επίθεση,

κατάφερε να πάρει την άδεια να συγκροτήσει ένα σώμα

τριακοσίων ροπαλοφόρων, με τους οποίους κατέλαβε την

Ακρόπολη. Η πρώτη περίοδος της τυραννίδας του διήρκεσε έξι χρόνια. Ανακατέλαβε, ωστόσο,

την εξουσία έντεκα χρόνια αργότερα με την υποστήριξη των Αλκμαιωνιδών. Αφού κυβέρνησε

για αρκετά χρόνια εξορίστηκε για δεύτερη φορά, επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους

Αλκμαιωνίδες. Αφού συνέλεξε εισφορές από την Ερέτρια, τη Θήβα και την περιοχή του

Παγγαίου, συγκρότησε ένα σώμα μισθοφόρων, αποβιβάστηκε στο Μαραθώνα το 546 περίπου

π.Χ. και νίκησε τους αντιπάλους του στη μάχη της Παλλήνης.

Κατά τον Αριστοτέλη, ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική. Eξόρισε προσωρινά τους πολιτικούς

του αντιπάλους, μεταξύ των οποίων και τους Αλκμαιωνίδες, αλλά δεν κατάσχεσε τα κτήματά

τους. Ίσως να προχώρησε και στον αναδασμό της γης, το σίγουρο είναι πάντως ότι χορήγησε

άτοκα δάνεια στους μικρούς καλλιεργητές. Επιπλέον συγκρότησε τα δικαστήρια των δήμων, για

να διευκολύνει τους κατοίκους της υπαίθρου, και να περιορίσει την δύναμη των ευπατριδών, ή,

κατά τον Αριστοτέλη, γιατί η συγκέντρωση των πολιτών στην Αθήνα θα μπορούσε να

αποτελέσει απειλή για την εξουσία του.

Έκοψε τα πρώτα αθηναϊκά νομίσματα και υποστήριξε την ανάπτυξη του εμπορίου και της

βιοτεχνίας. Οι διπλωματικές ικανότητές του διαφάνηκαν στην επιτυχία του να αποκτήσει τον

έλεγχο της Xερσονήσου στον Eλλήσποντο, η οποία έλεγχε την οδό προς τις -ζωτικής σημασίας

για την Αθήνα- σιτοπαραγωγούς περιοχές της Σκυθίας. Συγχρόνως στο συμβολικό επίπεδο, με

την εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου, την ανοικοδόμηση του Παρθενώνα και τη

12

λαμπρότητα του εορτασμού των Μεγάλων Παναθηναίων, συνέβαλε στη ταύτιση των κατοίκων

της υπαίθρου με την αθηναϊκή πολιτεία και τη μείωση της σημασίας των τοπικών λατρειών, οι

οποίες ήταν υπό την εποπτεία των αριστοκρατικών γενών.

Μετά το θάνατο του Πεισιστράτου τον διαδέχθηκαν οι δύο γιοι του, ο Ιππίας και ο Ίππαρχος

που δολοφονήθηκε το 514 π.Χ. από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα. Η δολοφονία αυτή, της

οποίας τα κίνητρα παραμένουν αμφιλεγόμενα, δεν είχε ως αποτέλεσμα την άμεση πτώση της

τυραννίδας, η οποία επιτεύχθηκε με την παρέμβαση της Σπάρτης. Το 510 π.Χ. ο βασιλιάς της

Σπάρτης Κλεομένης επιτέθηκε στην Αθήνα, μετά από προτροπή των Αλκμαιωνιδών, και

εξεδίωξε τον Ιππία.

13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5Ο

Κλεισθένης

Από την πολιτική διαµάχη που ακολούθησε την πτώση της τυραννίας, ευνοηµένοι βγήκαν

οι δηµοκρατικοί, οι οποίοι µε αρχηγό τον Κλεισθένη προχώρησαν σε ενέργειες που

θεµελίωσαν το δηµοκρατικό πολίτευµα.

Πολεµικές συγκρούσεις & διανοµή γης

Προτού µπορέσει να βάλει σε εφαρµογή το µεταρρυθµιστικό του πρόγραµµα είχε να

ξεκαθαρίσει την κατάσταση µε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να θέλουν να

επιβάλουν τον Ισαγόρα και ετοιµάζονταν να εκστρατεύσουν κατά της Αττικής. Στο µεταξύ

όµως ο Κλεοµένης και ο ∆ηµάρατος, βασιλείς της Σπάρτης, διαφώνησαν ως προς την

επίθεση κατά της Αθήνας και έτσι η εκστρατεία εγκαταλείφθηκε. Οι Αθηναίοι, από την

άλλη, αποφασισµένοι να εκδικηθούν τους Χαλκιδείς, πέρασαν στην Εύβοια και τους

κατατρόπωσαν. Οι κτηµατικές περιουσίες των αριστοκρατών Χαλκιδέων κατασχέθηκαν

και ο Κλεισθένης τις µοίρασε µε κλήρο σε 4.000 Αθηναίους. Αυτοί αποτέλεσαν τους

πρώτους «κληρούχους», οι οποίοι, παρά τη µετεγκατάστασή τους, διατήρησαν τα πολιτικά

τους δικαιώµατα.

Τα θεµέλια της δηµοκρατίας – χωρισµός σε φυλές και δήµους

Τα µέτρα του Κλεισθένους, µε βάση την «ισηγορία» και την «ισονοµία», έθεσαν τα

θεµέλια της Αθηναϊκής ∆ηµοκρατίας. Με το νέο πολιτειακό σύστηµα καταργήθηκαν οι

14

θεσµοί των γενών και των φυλών που αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής διαίρεσης. H

νέα πολιτειακή δοµή βασιζόταν στην τοπογραφία. Οι τέσσερις παλαιές ιωνικές φυλές

(Αιγικορείς, Οπλητες, Γελέοντες, Αργαδείς) αντικαταστάθηκαν µε δέκα τεχνητές φυλές

που πήραν τα ονόµατά τους από «επωνύµους», δηλαδή συγκεκριµένους, ήρωες της

Αττικής, όπως ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς, ο Αίας κτλ. Ο βωµός µε τους ανδριάντες των

Επωνύµων Ηρώων βρισκόταν στην Αγορά.

H κάθε φυλή χωρίστηκε σε τρία µέρη, τις «τριττύες». Το σχέδιο απέβλεπε στη διάσπαση

της τοπικής δύναµης των φυλών, γι' αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα

«περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «µεσόγειες», και ύστερα, µε κλήρο, δόθηκαν σε

κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά µία από κάθε τοµέα (άστυ, παραλία, µεσογαία).

Παράλληλα κατανεµήθηκαν και οι δήµοι. Οι δήµοι γύρω από το άστυ ήταν οι µεγαλύτεροι.

Μπορούσε, λόγου χάρη, ένας δήµος να αποτελείται µόνο από µία τριττύα ενώ αλλού µία

τριττύα µπορούσε να περιλαµβάνει οκτώ ή και εννέα δήµους.

Βουλή των πεντακοσίων – Εκκλησία του δήµου – 10 στρατηγοί – όργανα διοίκησης

Οι κάτοικοι κάθε δήµου έπαιρναν πλέον το όνοµά τους από τον δήµο τους. Έτσι

καταργήθηκε η παλαιά διάκριση των πολιτών σε παλιούς Αθηναίους και νεοπολίτες. Κάθε

χρόνο από κάθε φυλή εκλέγονταν 50 βουλευτές και έτσι τα µέλη της Βουλής από 400

αυξήθηκαν σε 500. Οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής «πρυτάνευαν» για το ένα δέκατο του

έτους (το αττικό έτος το αποτελούσαν 12 σεληνιακοί µήνες και 354 ηµέρες), δηλαδή για

35 ή 36 ηµέρες.

Από τις σηµαντικότερες αρµοδιότητες της Βουλής ήταν η κατάρτιση των

προβουλευµάτων - των νοµοσχεδίων - που επρόκειτο να συζητηθούν και να ψηφισθούν

από την Εκκλησία του ∆ήµου. Επιπλέον ο Κλεισθένης αύξησε τις αρµοδιότητες της

Εκκλησίας του ∆ήµου, η οποία µπορούσε πλέον να επικυρώνει ή να ακυρώνει αποφάσεις

καταδίκης σε θανατική ποινή τις οποίες είχε λάβει ο Άρειος Πάγος.

Πάνω στη βάση της οργάνωσης σε 10 φυλές στηρίχτηκε και η νέα οργάνωση του

αθηναϊκού στρατού. Συγκεκριµένα ο στρατός χωρίστηκε σε 10 µεγάλες µονάδες, που

καθεµία τους αντιστοιχούσε σε µια φυλή. Τις µονάδες αυτές διοικούσαν 10 στρατηγοί,

ένας από κάθε φυλή, που εκλεγόταν κάθε χρόνο. Επικεφαλής όλου του στρατού ήταν ο

πολέµαρχος. Οι 10 στρατηγοί είχαν στην αρχή µόνο στρατιωτικά καθήκοντα. Αργότερα

όµως (από το 487 π.Χ.) απέκτησαν και πολιτικές αρµοδιότητες και έγιναν οι

σπουδαιότεροι άρχοντες του αθηναίικου κράτους.

Το σηµαντικότερο µέτρο από κοινωνική άποψη ήταν η πολιτογράφηση όλων των

µετοίκων και των απελεύθερων, µε αποτέλεσµα µεγάλος αριθµός κατοίκων της Αττικής

να αποκτήσει δικαιώµατα Αθηναίου πολίτη. Επίσης οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται

µόνο από την τάξη των πεντακοσιοµεδίµνων και εκλέγονταν πλέον και από τους

τριακοσιοµέδιµνους και τους ζευγίτες. Μόνο η τέταρτη τάξη, οι θήτες, του τιµοκρατικού

συστήµατος που είχε καθιερώσει ο Σόλων, δεν είχαν το δικαίωµα του εκλέγεσθαι,

απέκτησαν όµως το δικαίωµα του εκλέγειν.

Κατά της τυραννίδας – Οστρακισµός

Για να προστατεύσει το πολίτευµα από την πιθανότητα επιβολής τυραννίδας ο Κλεισθένης

αποµάκρυνε από την κορυφή της πολιτείας τον επώνυµο άρχοντα - ο οποίος εκλεγόταν µε

15

θητεία ενός έτους, άρα ήταν δυνάµει επικίνδυνος - και τον αντικατέστησε µε έναν απλό

βουλευτή, από τους 500, ο οποίος αναδεικνυόταν µε κλήρο και άλλαζε κάθε ηµέρα.

Άλλο µέτρο για την προστασία του πολιτεύµατος ήταν ο οστρακισµός. Οι κάτοικοι της

Αττικής µπορούσαν να γράψουν επάνω σε ένα όστρακο (κοµµάτι από σπασµένο αγγείο)

το όνοµα κάποιου τον οποίο θεωρούσαν επικίνδυνο για το πολίτευµα. Αν οι ψήφοι (τα

όστρακα) έφθαναν τις 6.000, τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν πάραυτα από την Αθήνα

για δέκα χρόνια, χωρίς όµως να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώµατα ούτε την περιουσία

του, δεδοµένου ότι, µε την ίδια διαδικασία, ο εξόριστος µπορούσε να ανακληθεί ή, όταν

τελείωνε η ποινή του, να επιστρέψει στην πατρίδα.

Μετά την καθιέρωση και εφαρµογή των µέτρων του ο Κλεισθένης εξαφανίστηκε από την

πολιτική ζωή της Αθήνας. Καµία αρχαία πηγή δεν αναφέρει πώς πέθανε.

16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο

Ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ο Περικλής (από τις λέξεις περί + κλέος = «o

περιτριγυρισμένος από δόξα», περίπου 495-429 π.Χ.) ήταν

ο άνθρωπος που το όνομά του συνδέθηκε με ολόκληρο το

«χρυσό αιώνα» (5ος π.Χ. αι.). Ήταν Αρχαίος Έλληνας

πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ.,

γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και πιο συγκεκριμένα

της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του

Πελοποννησιακού Πολέμου. Η δύναμη, δόξα και η φήμη

την οποία χάρισε στην Αρχαία Αθήνα, δικαιώνουν

απόλυτα το χαρακτηρισμό του Χρυσού Αιώνα. Η εποχή

στην οποία ήταν κύριος της πολιτικής ζωής της Αρχαίας

Αθήνας, δηλαδή μεταξύ του 461 π.Χ. και του 429 π.Χ.,

ονομάζεται μέχρι σήμερα «Εποχή του Περικλή».

Ο Περικλής είχε ένα σπουδαίο χάρισμα: ήξερε να μιλάει

ήρεμα, αλλά και συναρπαστικά και κατάφερνε να κάνει

τους άλλους να τον πιστεύουν. Λένε πως κάποτε ο

βασιλιάς της Σπάρτης ρώτησε έναν αντίπαλο του Περικλή αν μπορούσε να τον νικήσει στην

πάλη και εκείνος απάντησε: «Όταν εγώ παλεύοντας ρίχνω τον Περικλή κάτω, εκείνος λέει πως

δεν έχει πέσει, με νικά και αλλάζει τη γνώμη των θεατών». Ο Περικλής μιλούσε όταν ήταν

ανάγκη και όχι συχνά. Για την εξυπνάδα του, την ηρεμία, αλλά και τους συναρπαστικούς

λόγους του προς τους Αθηναίους πολίτες ονομάστηκε «Ολύμπιος» (δηλ. ήρεμος, έξυπνος και

δίκαιος σαν τους 12 θεούς του Ολύμπου). O Περικλής επιβαλλόταν στο πλήθος χωρίς να

περιορίζει τις ελευθερίες του. Γεγονός είναι ότι και οι προϋποθέσεις υπήρχαν-κοινωνικές,

πολιτικές, οικονομικές-και ο Περικλής είχε την πολιτική οξυδέρκεια προικισμένου ηγέτη, ώστε

17

η Αθήνα να φθάσει στο απόγειο της πολιτικής και πολιτισμικής της ανάπτυξης.

Υπήρξε μέγας προστάτης των τεχνών, της λογοτεχνίας και των επιστημών, και ο βασικός

υπεύθυνος για το γεγονός ότι η Αθήνα έγινε το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο του αρχαίου

κόσμου. Επίσης, σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή πολλών από τα σημαντικά μνημεία που

κοσμούσαν την Αρχαία Αθήνα, με εκείνα της Ακρόπολης να διατηρούν εξέχουσα θέση ανάμεσά

τους. Επίσης, υπήρξε μέγας υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και

σαν αποτέλεσμα, κατά την εποχή του, τέθηκαν οι βάσεις του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού. Η

δράση του δεν περιορίστηκε μόνο εκεί, αλλά ως ηγέτης των Αθηνών, με μία σειρά νόμων,

υποστήριξε τις λαϊκές μάζες και τις βοήθησε να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα σε βάρος

της αριστοκρατικής τάξης στην οποία ανήκε κι ο ίδιος. Ήταν τόσο ανοικτός προς τις ευρύτερες

μάζες, που πολλοί τον αποκαλούσαν λαϊκιστή.

Η πολιτική ενασχόληση του Περικλή, που ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, Ξανθίππου,

πρέπει να άρχισε το 463 π.Χ., όταν ήταν μέλος του κατηγορητηρίου εναντίον του Κίμωνα, γιου

του στρατηγού Μιλτιάδη και ηγέτη της συντηρητικής παράταξης. Ο Κίμωνας είχε καταφέρει να

εξοστρακίσει τον ηγέτη των δημοκρατικών Θεμιστοκλή και να ανελιχθεί στα πολιτικά πράγματα

της Αθήνας. Είχε κατηγορηθεί ότι είχε παραδώσει πολλά συμφέροντα των Αθηνών, στο

βασίλειο της Μακεδονίας. Τελικά, ο Κίμων αθωώθηκε αλλά η πολιτική του θέση κλονίστηκε

σοβαρά.

Μετά την δικαστική πάλη με τον ηγέτη των συντηρητικών, Κίμωνα, ο Εφιάλτης, που ήταν

ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης στην οποία ανήκε ο Περικλής, αποφάσισε γύρω στο 461

π.Χ. να περάσει ένα ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου, που θα αφαιρούσε πολλά από τα

εναπομείναντα προνόμια του Αρείου Πάγου, πού ήταν απομεινάρι του παλαιού

αριστοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Το ψήφισμα πέρασε με αρκετά μεγάλη πλειοψηφία,

και πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι με αυτό το γεγονός άρχισε η «ριζοσπαστικότερη

δημοκρατία» της εποχής του Περικλή. Ο Εφιάλτης δολοφονήθηκε μετά από συνωμοσία

ολιγαρχικών εναντίον του, λόγω της ριζικής και τολμηρής μεταρρύθμισης που επέβαλε με την

λαϊκή ψήφο την ίδια χρονιά. Και όμως την ίδια χρονιά εξοστρακίστηκε ο προηγουμένως

δημοφιλής πολιτικός Κίμωνας λόγω της λακωνόφιλης στάσης του. Ένας εξοστρακισμός του

Κίμωνα δεν ήταν καθόλου εύκολος επειδή ο Κίμωνας ήταν πλούσιος και γενναιόδωρος, ενώ και

οι στρατιωτικές του επιτυχίες δεν ήταν καθόλου μικρές. Αυτό σήμαινε πως ο εξοστρακισμός

του Κίμωνα ήταν μία τεράστια πολιτική νίκη του Περικλή.

Στα χρόνια του Περικλή ολοκληρώθηκε η αθηναϊκή δημοκρατία, που είναι η πρώτη

δημοκρατία του κόσμου. Κανείς από όλους τους αρχαίους Έλληνες δεν έχει τα χαρίσματα του

Περικλή, που υπήρξε πραγματικά μοναδικός και γι' αυτό άλλωστε ολόκληρος ο 5ος π.Χ. αι. (ο

χρυσός αιώνας) ονομάζεται και «αιώνας του Περικλή».

Μετά από τον εξοστρακισμό του Κίμωνα, ο Περικλής συνέχισε να προτείνει ολοένα και πιο

ριζοσπαστικούς νόμους, που προωθούσαν τον βαθμό της δημοκρατίας σε πραγματικά

δυσθεώρητα ύψη. Η πολιτική του Περικλή συνέχισε να είναι υπερβολικά φιλολαϊκή, πράγμα

18

που τον κράτησε στην εξουσία τις επόμενες δύο δεκαετίες και του άνοιξε τον δρόμο, ώστε να

κάνει την Αθήνα, την ισχυρότερη πόλη της Μεσογείου και την πιο ξακουστή στον αρχαίο κόσμο.

Το 458 π.Χ. μείωσε το μέγεθος της απαιτούμενης περιουσίας πού έπρεπε να έχει κάποιος ώστε

να γίνει Επώνυμος Άρχων. Λίγο μετά το 454 π.Χ., αύξησε τον μισθό των δικαστικών της Ηλιαίας.

Ο πιο ριζοσπαστικός νόμος πού επέβαλε ήταν αυτός του 451 π.Χ., πού από καθαρή ειρωνεία

της τύχης θα έχει μεγάλες συνέπειες στην κατοπινή προσωπική του ζωή. Ο νόμος αυτός,

επέτρεπε σε κάποιον να αποκτήσει την αθηναϊκή υπηκοότητα μόνο εφόσον και οι δύο του

γονείς ήταν Αθηναίοι, πλήττοντας ιδιαίτερα για άλλη μία φορά την τάξη των αριστοκρατών,

επειδή πρακτικά απαγόρευε την απόκτηση αθηναϊκής υπηκοότητας στα παιδιά των

αριστοκρατών πού είχαν το ένα γονέα από άλλη πόλη. Πολλοί πιστεύουν ότι το έκανε για να

εμποδίσει πιθανές ξένες επιρροές στην Αθήνα. Ακόμη επέτρεψε στις υποδεέστερες τάξεις να

κατέχουν υψηλότερα αξιώματα από αυτά πού τους επιτρέπονταν μέχρι την εποχή του, επειδή

ο Περικλής ήθελε μία διεύρυνση του Δήμου, του λαού πάνω στην οποία θα μπορούσε να

στηρίξει τα μελλοντικά του προγράμματα. Ο Περικλής πίστευε ότι εκτός από τα άλλα, εάν

αύξανε την δύναμη του λαού θα μπορούσε να αυξήσει την στρατιωτική και κυρίως ναυτική

δύναμη της Αθήνας. Όλα αυτά γινόντουσαν καθώς οι κωπηλάτες των αθηναϊκών πλοίων

προέρχονταν από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Ο Περικλής προώθησε μία σειρά φιλολαϊκών μέτρων τα οποία λειτούργησαν πολύ καλά όσο

αυτός ήταν στην εξουσία, όμως μετά τον θάνατό του, η Αθήνα παρασύρθηκε σε έναν ωκεανό

πολιτικής αβεβαιότητας και αναταραχής, κυβερνώμενη κυρίως από τυχοδιωκτικούς

δημαγωγούς, όπως ο ανιψιός του Αλκιβιάδης και ο στρατηγός Κλέων, δικαιώνοντας απόλυτα

τον συντηρητικό του αντίπαλο Κίμωνα, που υποστήριζε ότι η δημοκρατία δεν έχει πια

περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και εδραίωσης, και οποιεσδήποτε φιλολαϊκές υποχωρήσεις

από αυτό το σημείο και έπειτα θα σήμαναν την βαθιά διάβρωση του πολιτικού και γενικότερα

κοινωνικού ιστού της Αθήνας.

19

Επιπλέον ενότητα: ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΕΛΛΑΣ

Η Εκκλησία του Δήμου ήταν η κύρια δημοκρατική συνέλευση στην αρχαία Αθήνα, και

πραγματοποιούνταν στο λόφο της Πνύκας, στην Αγορά ή στο Θέατρο του Διονύσου. Όμοια, η

Απέλλα ήταν η συνέλευση των πολιτών στην αρχαία Σπάρτη. Μεταξύ των δύο αυτών θεσμών

εμφανίζονται κάποιες κύριες διαφορές οι οποίες θα σημειωθούν παρακάτω.

Η συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου ήταν ανοιχτή σε όλους τους άρρενες πολίτες (που είχαν

πολιτικά δικαιώματα) με ηλικία μεγαλύτερη των 18 ετών, και καθιερώθηκε από τον Σόλωνα το

594 π.Χ.. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και 43.000 Αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στη διαδικασία

των αποφάσεων της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Αντίθετα, από αρχαίους ιστορικούς

πληροφορούμαστε ότι καθεστώς Σπαρτιάτη πολίτη και κατά συνέπεια δικαίωμα συμμετοχής

στην Απέλλα είχαν όσοι Λακεδαιμόνιοι ήταν 30 ετών ή μεγαλύτεροι και κατείχαν μια ελάχιστη

έκταση γης ή είχαν τη δυνατότητα μέσω άλλης πηγή εσόδων να συνεισφέρουν ένα ελάχιστο

ποσό στα κοινά συσσίτια ή να διατηρούνται σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα χωρίς να

εργάζονται οι ίδιοι, κυρίως λόγω του φόβου για πιθανή εξέγερση των ειλώτων. Ακόμα, στην

Απέλλα δεν συμμετείχαν οι τελείως φτωχοί ούτε οι είλωτες, που αποτελούσαν τη

σημαντικότερη παραγωγική τάξη της σπαρτιατικής κοινωνίας.

Ανεξάρτητα από αυτό όμως κ οι δύο συνελεύσεις ήταν αρμόδιες για γενικά θέματα της πόλης,

αλλά και για την κήρυξη του πολέμου, τις επιλογές στρατιωτικής στρατηγικής, και της εκλογής

στρατηγών και άλλων ανώτερων αξιωματούχων. Επιπλέον η Απέλλα εξέλεγε τα μέλη της

γερουσίας και πιθανότατα τους εφόρους, ενώ μπορούσε ακόμα και να ορίσει ή να παύσει

βασιλείς, σε περίπτωση αμφισβητήσεων ή ερίδων.

Η δημοκρατικότητα του σώματος της Απέλλας περιοριζόταν όμως σημαντικά από τη διαδικασία,

η οποία δεν επέτρεπε σε πολίτες να υποβάλουν πρόταση ή αντιπρόταση νόμου ή υποψηφίους

σε εκλογές για κάποιο αξίωμα. Η αρμοδιότητα της ήταν μόνο να εγκρίνει ή να απορρίπτει

προτάσεις της γερουσίας, ενώ τα μέλη της έπαιρναν το λόγο μόνο μετά από έγκριση των

εφόρων. Η εκλογή για την αποδοχή ή απόρριψη προτάσεων γινόταν δια βοής. Μόνο αν ο

προεδρεύων είχε αμφιβολία ως προς την ένταση των φωνών χωρίζονταν οι υποστηρικτές της

κάθε άποψης και γινόταν καταμέτρηση. Την συγκαλούσαν αρχικά οι βασιλείς και οι γέροντες

της Σπάρτης και από τον 6ο αιώνα π.Χ. οι 5 έφοροι κάθε πανσέληνο. Οι έφοροι διεύθυναν

20

επίσης τις συνεδριάσεις. Ένα τμήμα της απέλλας, η μικρά εκκλησία αναφέρεται από τον

Ξενοφώντα (Ελληνικά, iii 3, 8). Σε αντίθεση με τα παραπάνω, η Εκκλησία συνερχόταν σε 4

τακτές συνεδριάσεις στη διάρκεια κάθε πρυτανείας, άρα 40 φορές το χρόνο. Η πρώτη από τις 4

συνεδριάσεις κάθε πρυτανείας λεγόταν "κυρία Εκκλησία". Ωστόσο, γίνονταν και έκτακτες

συνεδριάσεις (σύγκλητοι). Οι εργασίες άρχιζαν νωρίς το πρωί και τελείωναν με τη δύση του

ηλίου. Αρμόδιος ήταν ο επιστάτης των πρυτάνεων, ο πρόεδρος της συνεδρίασης. Τον

βοηθούσαν ένας κήρυκας κι ο γραμματέας της Βουλής. Η ημερήσια διάταξη για την εκκλησία

του δήμου γινόταν από την Βουλή. Οι ψηφοφορίες γινόντουσαν με ανάταση του χεριού.

Δικαίωμα λόγου είχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες. Συγκαλούνταν πιθανότατα με συνοπτικές

διαδικασίες από τους εφόρους όταν η γρήγορη λήψη έκτακτων αποφάσεων ήταν

επιβεβλημένη. Στη μικρά εκκλησία φαίνεται ότι συμμετείχαν κυρίως γέροντες.

21

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7Ο

Η έμμεση φορολογία

Η φορολόγηση στην Αρχαία Ελλάδα ήταν κατά κανόνα άµεση. Αυτό οφειλόταν στο

γεγονός ότι αυτή προσιδίαζε προς το δηµοκρατικό πολίτευµα σαν δικαιότερη κι έπειτα η

κοπή των µεταλλικών νοµισµάτων ήταν πάντα ένας τεχνικός ανασταλτικός παράγοντας· η

εφεύρεση του χαρτιού και η χρήση του χαρτονοµίσµατος διευκόλυνε ποικιλότροπα τα

πράγµατα στις µεταγενέστερες εποχές.

Η πόλη όµως εισέπραττε δασµούς για είδη που εισάγονταν· αυτοί βέβαια µεταφράζονταν

σε έµµεσους φόρους, µια και βάραιναν τελικά τον αγοραστή. Τα εµπορεύµατα που

φορολογούνταν ήταν είδη πολυτελείας, ενώ σιτάρι και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, αν και

εισαγµένα, δε φαίνεται να φορολογούνταν, όπως δε φορολογούνταν άλλωστε τα εγχώρια

είδη· αντίθετα η πώληση των ειδών πρώτης ανάγκης -του σταριού τουλάχιστον- ήταν

υποχρεωτική· τα 2/3 κάθε φορτίου σταριού, που περνούσε από την Αττική, παρέµενε και

πωλούνταν στη χώρα και είναι απίθανο το εισαγµένο στάρι να πουλιόταν ακριβότερο από

το εγχώριο τη στιγµή που οι τιµές ελέγχονταν αυστηρά και ήταν ενιαίες. Μάλιστα µερικών

ειδών πρώτης ανάγκης, όπως των σύκων, απαγορευόταν η εξαγωγή, µε το αιτιολογικό ότι

δεν υπήρχε επάρκεια για τη διατροφή των πολιτών και γενικότερα των κατοίκων της

χώρας. Ουσιαστικά από τα αγροτικά προϊόντα της Αττικής εξαγόταν µόνο το λάδι, γιατί

αυτουνού µονάχα η παραγωγή υπερκάλυπτε τις εγχώριες ανάγκες.

Οι αγοραστές των φορολογηµένων εµπορευµάτων, δηλαδή των ειδών πολυτελείας, ήταν,

κατά κανόνα, πλούσιοι. Έτσι πάλι τους φόρους ήταν οι πλούσιοι που τους πλήρωναν,

ακόµα και αν η φορολόγηση ήταν έµµεση.

Οι λειτουργίες και η εισφορά

Όµως εκτός από τον ετήσιο φόρο τους, οι πλούσιοι Αθηναίοι ήσαν υποχρεωµένοι να

εκτελούν και τις λειτουργίες, που τους όριζε ο Eπώνυµος Άρχοντας ή κάποια άλλη

αρµόδια αρχή.

Οι κύριες και πολύ δαπανηρές λειτουργίες ήταν: α) η τριηραρχία, β) η χορηγία, γ) η

γυµνασιαρχία, δ) η εστίαση, ε) η αρχιθεωρία και ζ) η αρρηφορία ή ερρηφορία. Αξίζει να

επισηµάνουµε πως στη δηµοκρατική Αθήνα τα έξοδα της πόλης-κράτους τα είχαν

αναλάβει, µε βάση τα δηµοκρατικά θέσµια, οι οικονοµικά ευρωστότεροι και ποτέ οι

φτωχοί.

Ένας άλλος έκτακτος φόρος ήταν η εισφορά που τον πλήρωναν οι πλούσιοι Αθηναίοι σε

περίπτωση πολέµου, για τις ανάγκες της πόλης.

Η αντίδοση

22

Ο κυριότερος όµως θεσµός του αθηναϊκού φορολογικού συστήµατος, αυτός δηλαδή που

κρατούσε το σύστηµα των λειτουργιών σε εγρήγορση, απέτρεπε κάθε ιδέα για απόκρυψη

περιουσιακών στοιχείων και εµπόδιζε τη φοροδιαφυγή, χωρίς ανάγκη ηλεκτρονικής

διοργάνωσης, ήταν η αντίδοση.

Η περιουσιακή κατάσταση κάθε Αθηναίου ήταν από γνωστή ως πολύ καλά γνωστή από

τον τρόπο της ζωής του, από τη φορολογική κλίµακα, στην οποία είχε δηλώσει ο ίδιος ότι

ανήκε· οι οµοδηµότες, οµοφυλέτες, συµπολίτες του έβλεπαν τη ζωή του. Οι διάφορες

λειτουργίες πάλι ήταν συνεισφορές στα έξοδα υπέρ του Αθηναϊκού ∆ήµου, που τις

αναλάµβαναν πολύ συχνά αυτόβουλα οι πλούσιοι Αθηναίοι. Όµως οι λειτουργίες δεν ήταν

προαιρετικές αλλά υποχρεωτικές για τους πλούσιους Αθηναίους κι αν υπήρχε αδιαφορία

για την ανάληψή τους οι κάθε φορά αρµόδιοι άρχοντες, µε βάση τους καταλόγους των

πολιτών, όριζαν τον πολίτη που είχε σειρά να «λειτουργήσει». Κανείς δε µπορούσε να

αρνηθεί τη λειτουργία, εκτός αν είχε ξαναλειτουργήσει πρόσφατα και µέσα στα χρονικά

όρια, που επιφέρανε απαλλαγή από τις λειτουργίες, ακριβώς εξαιτίας πολύ πρόσφατης

ανάληψης. Κανείς δε µπορούσε να αρνηθεί να λειτουργήσει· µπορούσε όµως να

ισχυρισθεί πως δεν ήταν επαρκώς πλούσιος, για να µπορέσει να αντεπεξέλθει στα έξοδα

και να υποδείξει κάποιον άλλο πλουσιότερό του, που θα µπορούσε να αναλάβει τη

λειτουργία. Ο υποδειγµένος ή εκείνος που έκανε την υπόδειξη µπορούσε να δεχθεί να

κάνει τη λειτουργία, µε τον όρο να δεχθεί ο αντίδικός του να ανταλλάξουν τις περιουσίες

τους, έτσι ώστε να φανεί ποιος είναι πλουσιότερος. Είναι φανερό πως ένας τέτοιος θεσµός

δεν ευνοούσε µε κανένα τρόπο την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων.

23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο

Πολιτική Ισότητα και Οικονομική Ανισότητα στην Κλασική Αθήνα

Η ιδέα της ισότητας, όπως είχε μορφοποιηθεί στη κοσμολογία των Ιώνων φιλοσόφων σε σχέση

με την έννοια της τάξης και του κόσμου, καθώς και στα μαθηματικά ως μια ιδιαίτερη σχέση

ισοδυναμίας, συνεπάγεται μια αναφορικότητα, μια σχέση των ίσων μερών ως προς κάτι, αλλά

και την ένταξή τους εντός του αυτού συνόλου βάσει μιας κοινής ιδιότητας. Όπως στο

συμμετρικό σύμπαν του Αναξίμανδρου οι πλανήτες κατέχουν ισοδύναμη θέση ως προς την ίση

απόστασή τους από το κέντρο που είναι η γη και βάσει της κοινής τους ιδιότητας ως πλανητών,

έτσι και στο σύμπαν της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας οι πολίτες που μετέχουν στο

πολιτειακό αυτό σύνολο είναι ίσοι μεταξύ τους βάσει της κοινής τους αυτής ιδιότητας και ως

προς το αναφορικό αντικείμενο που εγκαθιδρύει την σχέση ισοδυναμίας τους που είναι οι

νόμοι, οι θεσμοί της πόλης και τα δικαστικά και πολιτικά όργανά της.

Θα ήταν ωστόσο λανθασμένη μια προσέγγιση του κοινωνικού και πολιτειακού μορφώματος

της κλασικής Αθήνας με εφαλτήριο τις σταθερές εννοιακές κατηγοριοποιήσεις της φιλοσοφίας,

των μαθηματικών ή της γεωμετρίας. Για να καταστεί δυνατή η προσέγγιση και η ερμηνεία της

λειτουργίας της αρχαίας πόλης θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο που ορίζουν τα ιστορικά

συμφραζόμενα και οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο παρόν της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Η Αθήνα είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη και εσωτερικά διαφοροποιημένη κοινωνία ∙ η δομή της

παρέχει εξαρχής μια σειρά διαμεσολαβήσεων στα κρίσιμα ζητήματα της ισονομίας, και της

πολιτικής ισότητας. Το αθηναϊκό κοινωνικό σύστημα αποτελείται από τρία μεγάλα και σαφώς

διακριτά μεταξύ τους σώματα: τους πολίτες, τους μετοίκους (και τους απελεύθερους) και τους

δούλους. Η ποσοτική αναλογία των τάξεων αυτών είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για τον τρόπο

οργάνωσης της αθηναϊκής κοινωνίας. Σύμφωνα με τις απογραφές, το σώμα των πολιτών

αριθμούσε 21-40.000 μέλη, των μετοίκων 10.000, ενώ εκείνο των δούλων 60-100.000 μέλη στη

χρονική περίοδο της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας.

Κυρίαρχο σώμα μεταξύ αυτών ήταν οι πολίτες. Αποτελώντας μόλις το ¼ περίπου του

πληθυσμού της Αττικής, είναι οι μόνοι που κατέχουν το δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες

λήψης πολιτικών αποφάσεων που έχουν συνέπειες για το σύνολο της πόλης και οι μόνοι που

κατέχουν τα δημοκρατικά προνόμια της ισονομίας και της ισηγορίας, καθώς και της εγγείου

ιδιοκτησίας. Την ιδιότητα του πολίτη δικαιούνταν μόνο όσοι κατάγονταν από γονείς Αθηναίους

ελεύθερους πολίτες που είχαν συνδεθεί με νόμιμο γάμο. Οι γυναίκες, αν και έφεραν τον τίτλο

του πολίτη, αποκλείονταν από την πολιτική ζωή και η συμμετοχή τους περιοριζόταν στις

θρησκευτικές εορτές.

Οι μέτοικοι ήταν ξένοι που είχαν εγκατασταθεί και εργάζονταν στην Αθήνα. Η ιδιότητα του

μετοίκου αποδιδόταν τύποις μόνο μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα παραμονής και με

τον όρο της ισόβιας εγκατάστασης. Πρακτικά ωστόσο παραχωρούνταν ύστερα από ένα

διάστημα εφόσον ο υποψήφιος μέτοικος ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις που όριζε ο νόμος:

έπρεπε να καταβάλει φόρο παραμονής, έκτακτο πολεμικό φόρο, να αναλαμβάνει λειτουργίες

24

αλλά και να συμμετέχει στις πολεμικές εκστρατείες της Αθήνας. Κάθε μέτοικος εγγραφόταν

στον κατάλογο του δήμου όπου διέμενε και είχε έναν «προστάτη», έναν πολίτη που τον

εκπροσωπούσε στο δικαστήριο, αλλά και δρούσε ως εγγυητής σε συμφωνίες που σύναπτε ο

μέτοικος. Συνεπώς, αν και μπορούσαν να διατηρούν στενούς δεσμούς με Αθηναίους πολίτες, η

συμμετοχή των μετοίκων στη πολιτική ζωή και η δυνατότητα επηρεασμού της παρέμενε

μηδαμινή.

Οι δούλοι καταλάμβαναν την χαμηλότερη βαθμίδα στην κοινωνική οργάνωση. Αν και με τις

μεταρρυθμίσεις του Σόλωνος είχαν απελευθερωθεί οι υποδουλωμένοι Αθηναίοι, ο πληθυσμός

των δούλων αυξήθηκε τον 5ο αιώνα λόγω των οικονομικών εξελίξεων. Οι δούλοι είτε

αξιοποιούνταν από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη τους, ο οποίος οικειοποιούταν το προϊόν της

εργασίας τους, είτε νοικιάζονταν σε τρίτους προς ένα αντίτιμο που ισοδυναμούσε μ’ ένα

σταθερό εισόδημα. Ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε σχετικά με τη νομιμότητα του θεσμού

της δουλείας οδήγησε σε επιμέρους φραγμούς, όπως η απαγόρευση υποδούλωσης ελευθέρων

πολιτών στις στρατιωτικές εκστρατείες, καθώς και σε ιδιωτικές πράξεις απελευθέρωσης

δούλων. Το γεγονός ότι οι δούλοι ήταν στη πλειοψηφία τους ξενικής καταγωγής φαίνεται πως

παρείχε μερική νομιμοποίηση στο θεσμό, καθώς η συναίσθηση κάποιας κοινής ταυτότητας σε

συνδυασμό με την εγκαθίδρυση της αθηναϊκής ηγεμονίας φαίνεται πως έθιγε την ευαισθησία

των πολιτών της ως προς την υποδούλωση Ελλήνων.

Η κοινωνική ισορροπία σε μια διαφοροποιημένη κοινωνία δεν είναι δεδομένη, αλλά προκύπτει

ως προϊόν συνεχούς διαπραγμάτευσης και εντοπίζεται στις κοινωνικές, ιστορικές διεργασίες

και στις λεπτές ισορροπίες που αυτές διαμορφώνουν. Η οικονομική και επαγγελματική

διαφοροποίηση εγκαθιδρύουν ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και ορίζουν ομάδες κοινών

συμφερόντων και τρόπων ζωής που διατρέχουν τα κοινωνικά σώματα της αθηναϊκής

οργάνωσης. Η δημοκρατία στην Αθήνα, προϊόν η ίδια ιστορικών διεργασιών, συγκροτήθηκε και

βάσει συνειδητών επιλογών διαχείρισης των κοινωνικών ομάδων και της οικονομικής δομής,

μέσω μηχανισμών (θεσμικών εν πρώτοις) επιμερισμού και ενοποίησης, με αναγκαία αφετηρία

κάθε φορά τη «κληροδοτημένη» κοινωνικό-οικονομική δομή.

Μια πρώτη τέτοια προσπάθεια απαντάται στις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνος στις αρχές του 6ου

αιώνα. Προκειμένου να θέσει τέρμα στην αποσταθεροποίηση που προκαλούσε η σύγκρουση

της παλιάς αριστοκρατίας με τους μικρογαιοκτήμονες και τους φτωχούς αγρότες που

βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης και πελατείας προς τους πρώτους, ο Σόλων έλαβε μια σειρά

μέτρων ώστε να αποκαταστήσει την ενότητα της πόλης. Κατήργησε τα χρέη των αγροτών που

οδηγούσαν σταδιακά πολλούς στην υποδούλωση καθώς και τα όρια της δούλης γης,

απελευθέρωσε τους Αθηναίους που εργάζονταν ως υποτελείς των αριστοκρατών, επανέφερε

στη πόλη πολλούς πολίτες που είχαν αυτοεξοριστεί για να αποφύγουν την υποδούλωση, αλλά

δεν προχώρησε σε αναδιανομή της γης. Επίσης, συνέταξε έναν κώδικα νόμων που θα ίσχυαν

για όλους και θέσπισε ένα σύστημα κατάταξης των Αθηναίων βάσει εισοδήματος σε τέσσερις

τάξεις: πεντακοσιομέδιμνους, ιππείς, ζευγίτες και θήτες. Στους τελευταίους δεν επιτρεπόταν η

εκλογή σε αξιώματα και η συμμετοχή τους περιοριζόταν στην Εκκλησία του Δήμου και στο

λαϊκό Δικαστήριο της Ηλιαίας. Τέλος εισήγαγε τον θεσμό της Βουλής των τετρακοσίων,

μεταφέροντας πιθανότατα σ’ αυτό κάποιες από τις αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου.

Ως συνέπεια των μέτρων αυτών ενισχύθηκαν μερικώς οι φτωχοί αγρότες που κατείχαν πλέον το

αγροτεμάχιο που καλλιεργούσαν, αν και δεν καταργήθηκαν εξολοκλήρου οι πελατειακές

σχέσεις, το καθεστώς των μικρογαιοκτημόνων παρέμεινε σχετικά ανέπαφο, κυρίως όμως

αυξήθηκε ο αστικός πληθυσμός, επιφέροντας επίταση της επαγγελματικής διαφοροποίησης

και αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία και τις παραγωγικές σχέσεις.

Το σύστημα κατάταξης προϋπήρχε του Σόλωνος, ωστόσο η καινοτομία που εισήγαγε ήταν πως

πλέον το κριτήριο κατάταξης, αν και τιμοκρατικό, αφορούσε χρηματική περιουσία, γεγονός που

25

επέτρεπε στους μη έχοντες έγγεια ιδιοκτησία να καταλάβουν υψηλά αξιώματα και να

περιληφθούν στις ανώτερες τάξεις. Αυτό εξασφάλιζε ενισχυμένη εκπροσώπηση των

συμφερόντων των (νεο)αστών στα πολιτικά όργανα και προσέδιδε νέα δυναμική στο

κοινωνικοπολιτικό σύστημα, αποδυναμώνοντας τα προνόμια που σχετίζονταν με την καταγωγή

και την ιδιοκτησία γης. Αυτή η εσωτερική αναδιοργάνωση, όμως, συνέχισε να προδίδει μια

μεροληψία υπέρ των πλουσίων. Η τάξη των θητών, που ήταν και η πολυπληθέστερη, παρέμεινε

αποκλεισμένη από τα αξιώματα της πόλης, ενώ ακόμη κι οι ζευγίτες, η τάξη των οπλιτών,

πρακτικά δεν εκπροσωπήθηκε σε ανώτερα αξιώματα μέχρι τα μέσα του 5ου

αιώνα. Σημαντικό

επίσης απότοκο της μεταρρύθμισης ήταν η δημιουργία ενός κενού στο εργατικό δυναμικό σε

συνδυασμό την αρνητική φόρτιση της εξαρτημένης εργασίας για τον ελεύθερο πολίτη, που

οδήγησε στην ανάπτυξη του δουλεμπορίου.

Η δεύτερη και σπουδαιότερη μεταρρύθμιση με την οποία εγκαθιδρύθηκε πρακτικά η

δημοκρατία στην Αθήνα έγινε από τον Κλεισθένη το 508 πΧ σε μια σύμπραξη με την Εκκλησία

του Δήμου κατά του Ισαγόρα που υποστηριζόταν από την Σπάρτη. Ο Κλεισθένης

αναδιοργάνωσε ριζικά το πολιτειακό σώμα σε 10 φυλές βάσει γεωγραφικής θέσης, στις οποίες

εντάσσονταν οι 140 δήμοι της Αττικής, καθένας εκ των οποίων μπορούσε να παρέχει από 1 έως

και 22 βουλευτές, σε σύνολο 50 βουλευτών για κάθε φυλή, στο νέο διοικητικό όργανο, τη

Βουλή των Πεντακοσίων. Επίσης, κάθε φυλή προήδρευε της Βουλής περιοδικά μέσω των

αντιπροσώπων της. Με τον τρόπο αυτό φρόντισε να εμπλέξει ακόμη και τον πιο απόμακρο

δήμο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ο δήμος κατέστη μια σαφώς προσδιορισμένη

οντότητα δημοτών που λειτουργούσε ως, κοινωνική, αγροτική, νομική, οικονομική,

στρατιωτική, θρησκευτική και πολιτική μονάδα του κοινωνικού συστήματος.

Η πολιτική αυτή ορίζει μια στρατηγική επιμερισμού, αποκέντρωσης, δημοκρατικής διεύρυνσης

και ταυτόχρονα ενοποίησης. Οργανώνοντας εστιακά την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική

ζωή ο Κλεισθένης προσπάθησε να καλλιεργήσει ένα πνεύμα κοινοτισμού θεμελιωμένο σε

τοπικώς προσδιορισμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, τα οποία διαμεσολαβημένα σε

δύο επίπεδα, της φυλής και της Βουλής, εξισορροπούνταν με εκείνα των άλλων δήμων και

φυλών. Με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνονταν οι παλιές φρατρίες, ενώ αποτρεπόταν και η

ανάπτυξη ισχυρών ομάδων κοινών συμφερόντων στον οριζόντιο άξονα της οικονομικής δομής

μεταξύ πλουσίων ή φτωχών, που θα μπορούσαν να μετακινήσουν το κέντρο βάρους της

πολιτειακής οργάνωσης, που εξασφάλιζε η νομική, δικαστική και πολιτική ισότητα, προς το

μέρος τους. Με τον ίδιο τρόπο κατέστη δυνατή η ισόρροπη εκπροσώπηση του αστικού και του

αγροτικού πληθυσμού στην Εκκλησία του Δήμου και τη Βουλή. Επίσης αυτή η εξορθολογισμένη

πολιτειακή οργάνωση διευκόλυνε την εποπτεία του συστήματος των δήμων και συνεπώς την

διοίκησή τους για την διάγνωση και αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων. Ενδεχομένως να

κατέστη αναγκαία και για την σχετικά ομοιόμορφη κατανομή του εργατικού δυναμικού στην

επικράτεια του κάθε δήμου, συμπεριλαμβανομένων των μετοίκων και των δούλων. Παρά τις

καινοτόμες παρεμβάσεις του στην κοινωνική οργάνωση, ο Κλεισθένης φαίνεται πως

αξιοποίησε ιδιαίτερα τις θρησκευτικές εορτές και το εμπεδωμένο θρησκευτικό συναίσθημα ως

μέσο καλλιέργειας μιας συλλογικής συνείδησης για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Η ηγεμονία της Αθήνας στην Μεσόγειο τον 5ο αιώνα, η είσπραξη φόρων από τις συμμαχικές

πόλεις και τα εμπορικά λιμάνια, η ανάπτυξη του εμπορίου και των ανταλλαγών, η εισροή

αγαθών, η βιοτεχνική ανάπτυξη και «βιομηχανική» εκμετάλλευση των ορυχείων του Λαυρίου,

οδήγησαν σε πρωτοφανή οικονομική ακμή που τροφοδότησε και την πολιτισμική παραγωγή

της πόλης, γεγονότα που συνέβαλαν στην αύξηση του κύρους της Αθήνας και του Αθηναίου

πολίτη και συνέτειναν στην ισχυροποίηση της πολιτικής συναίνεσης. Η συμβολή των ξένων

εμπόρων και των μετοίκων στην οικονομική ζωή της πόλης αναγνωριζόταν τόσο από τους

άρχοντες όσο και από την Εκκλησία του Δήμου και γίνονταν συστηματικές προσπάθειες

26

προσέλκυσής τους. Οι έμποροι στην Αθήνα ήταν συνήθως ξένοι ή μέτοικοι, σπανιότερα

Αθηναίοι και ενώ γενικά ήταν προσοδοφόρο επάγγελμα, υπήρχαν και αρκετοί φτωχοί και

μικρέμποροι Αθηναίοι και μέτοικοι που δραστηριοποιούνταν στον Πειραιά. Οι φτωχοί έμποροι

συχνά δανείζονταν για να μεταφέρουν το εμπόρευμά τους ως φορτίο στα πλοία πλούσιων

«ναυκλήρων», οι οποίοι ήταν συχνά παλιοί έμποροι ή πλούσιοι Αθηναίοι και μέτοικοι. Αυτοί

που λειτουργούσαν ως δανειστές τόσο σε φτωχούς εμπόρους ή τεχνίτες ήταν κυρίως Αθηναίοι

εισοδηματίες. Επρόκειτο για πλούσιους γαιοκτήμονες οι οποίοι, ωστόσο δεν εργάζονταν στα

χωράφια τους, αλλά εισέπρατταν ένα σταθερό εισόδημα από την εκμετάλλευσή τους, την

οποία και ανέθεταν σε δούλους. Συχνότερη ωστόσο ήταν η περίπτωση οι δούλοι να εργάζονται

μαζί με τους ιδιοκτήτες τους για την ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής. Σε πιο εύπορους

οίκους γινόταν μεγαλύτερος καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των δούλων. Κάποιοι από

αυτούς μπορεί να λάμβαναν ρόλους οικονόμου ή επιστάτη ως αντάλλαγμα για την αφοσίωσή

τους στον ιδιοκτήτη τους. Η εργατική εξειδίκευση των δούλων αξιολογούταν πολύ θετικά και

αρκετοί δούλοι εργάζονταν ως τεχνίτες σε «εργαστήρια» και βιοτεχνίες μαζί με μετοίκους, που

συνηθέστερα καταλάμβαναν τέτοιες εργασίες, κι ενδεχομένως μαζί και με τους ιδιοκτήτες τους.

Αν ο ιδιοκτήτης ενός εργαστηρίου ήταν πλούσιος, συνέβαινε να αφήνει την ευθύνη της

εκμετάλλευσής του σε κάποιον εξειδικευμένο δούλο, ο οποίος εφόσον κατέβαλε ένα αντίτιμο

μπορούσε να κρατήσει τα υπόλοιπα έσοδα του εργαστηρίου. Τέτοιοι δούλοι ζούσαν χωριστά

από τον ιδιοκτήτη τους και νοίκιαζαν δικό τους σπίτι. Την χειρότερη τύχη μεταξύ των δούλων

είχαν οι εργαζόμενοι σε ορυχεία και εξορύξεις. Οι «επιχειρηματίες» που αναλάμβαναν την

εκμετάλλευση των ορυχείων για κάποιο χρονικό διάστημα για λογαριασμό της πόλης, έπρεπε

να καταβάλλουν ένα σημαντικό αντίτιμο, αλλά η «βιομηχανία» αυτή προσέφερε αρκετά κέρδη.

Οι παραγωγικές σχέσεις ήταν συνεπώς αρκετά πολύπλοκες, τα συμφέρονται κι η

αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων επαγγελμάτων και των ομάδων που τα ασκούσαν

αυξημένη, ενώ ποίκιλλε και το επίπεδο διαβίωσης που εξασφάλιζε στον καθένα η εργασία του.

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, όμως, ανήκε στην τάξη των θητών, συνεπώς ήταν

αρκετά φτωχοί ∙ στην πλειονότητά τους ήταν αγρότες. Στα πλαίσια αυτά διατηρήθηκε και η

σκοπιμότητα των λειτουργιών που ως πρακτική ίσχυε από την εποχή της παλαιάς

αριστοκρατίας. Οι λειτουργίες ήταν ένα είδος δημοσίων παροχών την καταβολή των οποίων

αναλάμβαναν οι πλουσιότεροι πολίτες της πόλης για την κάλυψη τόσο στρατιωτικών αναγκών

(τακτικών και μη) όσο και εξόδων για την διοργάνωση θρησκευτικών εορτών σε επίπεδο πόλης

ή δήμου καθώς και για τη διοργάνωση δραματικών αγώνων (χορηγία). Αυτές στην αρχή ήταν

ιδιωτικές και εθελοντικές σε κάποιο βαθμό, σταδιακά όμως από τον 6ο αιώνα κι ύστερα έλαβαν

τη μορφή θεσμού. Χρησίμευαν πρακτικά ως εκδήλωση γενναιοδωρίας προς τους φτωχούς και

ως μέσο αναγνώρισης και ισχυροποίησης του κοινωνικού και πολιτικού κύρους των ίδιων των

χορηγών ενώ λειτούργησαν και ιδεολογικά κατά της πρακτικής αναδιανομής της γης με την

προβολή της ιδέας πως ο ιδιωτικός πλούτος είναι στην υπηρεσία της κοινότητας, συνεπώς δεν

αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας. Μεριμνώντας για την εξασφάλιση της ισότητας μεταξύ

των πολιτών ο Περικλής θεσμοθέτησε το 451πΧ την παροχή μισθού στους δικαστές της Ηλιαίας,

ώστε να ασκούν απρόσκοπτα και οι φτωχοί πολίτες τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Με την φθίση της αθηναϊκής ηγεμονίας στα τέλη του 5ου

αιώνα, την μείωση των ανταλλαγών

και το κλείσιμο των ορυχείων του Λαυρίου, τα έσοδα της πόλης μειώθηκαν δραστικά. Αυτές οι

συνθήκες έφεραν στο προσκήνιο την αντίθεση πλουσίων και φτωχών, η οποία εκδηλώθηκε

τόσο σε πολιτικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο.

Σε επίπεδο πολιτικής επικρατούσε η αντίθεση μεταξύ εκείνων που επιθυμούσαν την

αποκατάσταση της ηγεμονικής θέσης της Αθήνας κι εκείνων που πρότειναν μια ειρηνιστική

πολιτική. Οι πρώτοι έβρισκαν υποστήριξη κυρίως στον αστικό πληθυσμό από τους εμπόρους,

τους τεχνίτες και τους ναύκληρους, η εργασία των οποίων επωφελούταν από τις στρατιωτικές

27

εκστρατείες, ενώ οι δεύτεροι έβρισκαν υποστήριξη στον αγροτικό πληθυσμό που επωφελούταν

λιγότερο από τις στρατιωτικές εκστρατείες αλλά πληττόταν από τους πολέμους, και στους

πλουσιότερους πολίτες που επωμίζονταν κυρίως τα έξοδα των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Στο δικαστικό επίπεδο άλλοτε φαίνεται πως οι πλούσιοι έκαναν χρήση της επιρροής τους για

ευνοϊκή κρίση ή για αναβολή εκδίκασης κι άλλοτε φαίνεται πως το δικαστήριο μεροληπτούσε

κατά των πλουσίων ή τουλάχιστον παρουσιαζόταν ευαίσθητο στην επίδειξη πλούτου και την

αποφυγή κάλυψης των λειτουργιών εκ μέρους των πλουσίων. Εφόσον όμως δεν γινόταν λόγος

για αναδιανομή της γης, οι πλούσιοι κάλυπταν τις δημόσιες δαπάνες, καταφεύγοντας όσο

συχνότερα μπορούσαν στην πρακτική της αντιδόσεως.

Η ιστορία της αθηναϊκής δημοκρατίας έληξε λίγο αργότερα με την επιβολή της εξουσίας του

Φιλίππου.

28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9Ο Το Νόμισμα

Η Αθήνα ήταν ανάµεσα στις πρώτες Ελληνικές πόλεις, οι οποίες έκοψαν δικά τους νοµίσµατα. Τα ορυχεία ασηµιού του Λαυρίου είχαν µεγάλα αποθέµατα. Τα πρώτα νοµίσµατα δεν είχαν επιγραφές, παρά µόνο έφεραν εµβλήµατα. Κατά τον 6ον αιώνα π.Χ., οι Αθηναίοι έκοψαν καινούργια τετράδραχµα µε την κεφαλή της θέας Αθηνάς, προστάτη της πόλεως, στην πρόσοψη και την Γλαύκα, το πουλί της σοφίας, µε το όνοµα της πόλης στην άλλη πλευρά. Αυτός ο σχηµατισµός δεν άλλαξε επί 400 χρόνια. Στις αρχές του δεύτερου αιώνος π.Χ. δηµιούργησαν το "καινούργιο στυλ".

• Ασηµένιο δίδραχµο, µε αµφορέα όρθιο µέσα σε κύκλο και το τρισκελές, 560 - 545 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται και "ΑΘΕ" εµπρός και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 520 - 480 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε κλαδί ελιάς, µ' ένα κλωνάρι επάνω αριστερά και "ΑΘΕ" εµπρός και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 454 - 449 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε κλαδί ελιάς, µ' ένα κλωνάρι επάνω αριστερά και "ΑΘΕ" εµπρός και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 449 - 419 π.Χ

• Ασηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και "Μ" αριστερά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 187 - 186 π.Χ.

• Ασηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 184 - 183 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και στάχυ δεξιά, "∆" αριστερά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 180 - 170 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και ελέφαντα δίπλα και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 163 - 130 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 163 - 130 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία,160 - 130 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 137 - 136 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα, µε τον Ήλιο δεξιά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 138 - 137 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα, µε την άγκυρα και αστέρα αριστερά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 134 - 133 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα, µε τζίτζικα αριστερά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 127 - 126 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα, µε τσαµπί από σταφύλια αριστερά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 115 - 114 π.Χ

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα, µε τον Τριπτόλεµο

29

σε άµαξα που την σέρνουν ερπετά και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 113 - 112 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο µε το άγαλµα της Αθηνάς, έργο του Φειδία και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, Ρωµαϊκοί χρόνοι.

• Aσηµένιο τετράδραχµο, µε την Γλαύκα να στέκεται πάνω σε αµφορέα, µε τους ∆ιόσκουρους δίπλα, "ΜΙΚΙΩΝ ΕΥΡΥΚΛΕΙ ΠΑΡΑ" και η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 100 π.Χ.

• Aσηµένιο τετράδραχµο µε την Αθηνά να κρατάει σκήπτρο αριστερά και δεξιά η Αθηνά να φοράει διακοσµηµένη περικεφαλαία, 2ος - 3ος αιώνας µ.Χ.

30

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10Ο

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Η Ιστορία της Ελληνικής Αστυνοµίας αρχίζει ουσιαστικά από τον 5ο αιώνα Π.Χ, κατά τον

οποίο ιστορικές έρευνες αποδεικνύουν την ύπαρξη διακεκριµένων αστυνοµικών Αρχών,

την περίοδο αυτή στη πόλη των Αθηνών.

Νωρίτερα και µέχρι τον 7ο π.χ αιώνα δεν υπήρχαν ιδιαίτερες αστυνοµικές Αρχές στην

Αθήνα, αφού η άσκηση αστυνοµικών δικαιωµάτων υπαγόταν στο βασιλιά.

Άγνωστη παραµένει η Αστυνοµική Αρχή στη µυθική εποχή των Αθηνών, τη περίοδο

δηλαδή που περιλαµβάνει την ιστορία της Αττικής από τους αρχαιότατους βασιλείς µέχρι

του Θησέα (1.300π.χ.).

Από τον 5ο π.χ αιώνα, όταν τέθηκαν οι βάσεις του µεγαλείου και της ακµής των Αθηνών,

καθιερώθηκαν και αστυνοµικές Αρχές, που είχαν σαν αποστολή ανάλογη µε αυτή των

σύγχρονων Αστυνοµικών Αρχών. Κύριο µέληµα αυτής της πρώτης αρχαίας Αστυνοµίας

ήταν η ευκοσµία, η υγιεινή και η καθαριότητα, η προστασία των ηθών, η αγορανοµική

επιτήρηση, η επιτήρηση των οικοδοµών, η επιτήρηση των ξένων, η πρόληψη των

δηµοσίων δυστυχηµάτων και πολλά άλλα αντικείµενα τα οποία σήµερα αποτελούν

συνήθεις και καθηµερινές ενασχολήσεις µιας σύγχρονης και εύρυθµης αστυνοµίας. Είναι

εξακριβωµένο ιστορικά ότι οι ποικιλόµορφες αυτές αστυνοµικές ασχολίες δεν ήταν στη

µέριµνα µιας και µόνης Αστυνοµικής Αρχής αλλά ήταν λεπτοµερώς κατανεµηµένες σε

διαφόρους αρχές της Πολιτείας.

Η εποπτεία όλων τούτων των αρχών, ως προς την αστυνοµική εξουσία, ανήκε στο

ανώτατο Αθηναϊκό δικαστήριο, τον Άρειο Πάγο.

Άρχοντες που εκτελούσαν αστυνοµικά καθήκοντα στη πολιτεία των Αθηναίων ήταν οι " Α

σ τ υ ν ό µ ο ι ", για την αστυνόµευση των οδών , οι "Α γ ο ρ α ν ό µ ο ι", οι "Σι τ ώ ν ε ς ή

Σ ι τ ο φ ύ λ α κ ε ς ", οι "Μ ε τ ρ ο ν ό µ ο ι" και οι "Ε π ι µ ε λ η τ έ ς Ε µ π ο ρ ί ο υ" για την

αστυνόµευση της αγοράς και του εµπορίου. Άλλοι άρχοντες που εκτελούσαν Αστυνοµικά

καθήκοντα ήταν οι "Γ υ ν α ι κ ο ν ό µ ο ι", οι "Τ ε ι χ ο π ο ι ο ί", οι "Επιµελητές των υδάτων

(κρουνών)", οι "φύλακες λιµένων", οι "Ένδεκα", οι "Στρατηγοί", και ιδίως ο

"Πολέµαρχος", οι "Πρυτάνεις", και οι "Περίπολοι".

Από τους ανωτέρω ειδικότερα οι "Αστυνόµοι" είχαν την επίβλεψη των οδών και της

καθαριότητας της πόλης, τη συντήρηση των κτηµατικών ορίων, για να προλαµβάνονται οι

διαφορές , την επιµέλεια του ιερού Ναού της Πανδήµου Αφροδίτης και καθήκοντα

Αστυνοµίας Ηθών.

Οι "Αγορανόµοι" ασκούσαν ειδική επίβλεψη στις τιµές και στη καθαριότητα των

τροφίµων , οι "Σιτοφύλακες" ασκούσαν εποπτεία στο εµπόριο σιτηρών ειδικά, οι δε

"Επιµελητές Εµπορίου" ασκούσαν εποπτεία στη διακοµιδή και επάρκεια των βιοτικών

αγαθών .

31

Οι "Γυναικονόµοι" κατά τον Πλούταρχο ασκούσαν αστυνόµευση επί των ηθών, "εζηµίουν

τους ακοσµούντας".

Οι "Τειχοποιοί", επόπτευαν το µεγαλύτερο έργο της Ελληνικής Αρχαιότητας. Ήταν δέκα

και εξελέγχονταν ένας από κάθε φυλή. Επιµελούνταν την συντήρηση και επισκευή του

µέρους των τειχών που είχαν ανατεθεί σε κάθε φυλή.

Οι "Επιµελητές Υδάτων" (κρουνών) ,επιµελούνταν την διανοµή του νερού και τη

καθαριότητα των πηγών, οι δε "φύλακες λιµένων", ασκούσαν εποπτεία στα πλωτά µέσα

και στην κίνηση στα λιµάνια.

Οι "Ένδεκα" επιµελούνταν κυρίως την εκτέλεση των καταδιωκτικών αποφάσεων σε

θάνατο. Οι "Στρατηγοί" ασκούσαν εξουσία στους Στρατευµένους πολίτες, ενώ επικεφαλής

των Αστυνοµικών Εξουσιών ήταν ο "Πολέµαρχος" ο οποίος είχε και την επίβλεψη των

ξένων.

Οι "Πρυτάνεις" ασκούσαν αστυνόµευση στη βουλή και την Εκκλησία του ∆ήµου, οι δε

"Περίπολοι" ήταν υποχρεωτικά στρατευµένοι νέοι από 18-20 ετών, οι οποίοι

αναλάµβαναν να φυλάνε τη πόλη και τα φρούρια της Αττικής.

Να σηµειωθεί ότι πολλές µεγάλες προσωπικότητες της Αρχαίας Αθήνας διαχειρίσθηκαν

αστυνοµικέ αρχές όπως ο νικητής της Σαλαµίνας Θεµιστοκλής ο οποίος διετέλεσε

"Επιµελητής κρουνών" ο µεγάλος ρήτορας ∆ηµοσθένης ο οποίος διετέλεσε "Σιτώνης", ο

Επαµεινώνδας των Θηβών ο οποίος διετέλεσε "Υδρονοµέας".

Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Πλάτωνας στους "Νόµους" του (ΙΑ΄ 918α΄), δραµατικοί

ποιητές, όπως ο Σοφοκλής, Φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, ο µέγας ρήτορας της

αρχαιότητας ∆ηµοσθένης µας πληροφορούν για τους Αστυνοµικούς θεσµούς στην

αρχαιότητα.

32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11Ο

Το ατοµικό δίκαιο στην αρχαία Αθήνα

Η Αθηναϊκή πολιτεία δεν υπήρξε δεσποτική σε αντίθεση με τη Σπάρτη. Ο Αθηναίος πολίτης,

μετέχοντας άμεσα και οργανικά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και έχοντας συνείδηση

αυτού του καθήκοντος, ήταν πολιτικά ελεύθερος.

Ανήλικοι: Οταν μια Αθηναία γεννούσε ένα παιδί, ο πατέρας κανονικά προέβαινε σε μία

επίσημη αναγνώριση ότι το παιδί ήταν δικό του. Η αναγνώριση αυτή της πατρότητας του

τέκνου ήταν πολύ σημαντική διότι από αυτήν εξαρτιόταν το δικαίωμά του για συμμετοχή στον

"οίκο" και το δικαίωμά του ως Αθηναίου πολίτη. Αν ο πατέρας δεν αναγνώριζε την πατρότητα

ενός παιδιού, που ήταν πράγματι δικό του, μπορούσε να εξαναγκασθεί να το κάνει με νομικές

διαδικασίες. Εχουμε ως παράδειγμα την υπόθεση του Βοιωτού, ο οποίος μήνυσε τον πατέρα

του Μαντία διότι ο τελευταίος αρνιόταν να αναγνωρίσει ότι ήταν πατέρας του, με συνέπεια να

του στερεί την ιδιότητα του πολίτη.

Όσα παιδιά ήταν Αθηνιαίοι πολίτες από καταγωγή (δηλαδή και οι δύο γονείς τους είχαν

πολιτικά δικαιώματα) είχαν το δικαιώμα να λάβουν μέρος στη διοίκηση όταν ενηλικιώνονταν

(Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία 42.1). Μέχρι τότε ο πατέρας ήταν "κύριος" του γιού του,

ενώ "κύριος" της κόρης του παρέμενε έως τον γάμο της. Η ενηλικίωση γινότανε με την εγγραφή

στον κατάλογο των δημοτών όσων νέων η ηλικία ήταν 18 έτη. Κατά τον χρόνο της εγγραφής

τους, οι δημότες, αφού δώσουν όρκο, αποφασίζουν διά ψήφου: πρώτα εάν έχουν από τον

νόμο την απαιτούμενη ηλικία - σε περίπτωση δε αρνητικής αποφάσεως, απενέρχονται πάλι

στην τάξη των παίδων - και δεύτερον εάν είναι ελεύθεροι και έχουν την νόμιμη γέννηση. Αν

κάποιος καταψηφιζόταν από τους δημότες ως μη ελεύθερος, είχε το δικαίωμα να ασκήσει

έφεση στο δικαστήριο, και αυτό αποφασίζει για το δικαίωμα ή όχι εγγραφής του στον

κατάλογο των δημοτών. Μετά την εγγραφή αυτή, ο γυιός ανεξαρτητοποιόταν νομικά από τον

πατέρα του, παρέμενε όμως μέλος του "οίκου", "κύριος" του οποίου ήταν ο πατέρας του και

γινόταν Αθηναίος πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα.

Η θέση των παιδιών δε, πριν από την εποχή του Σόλωνα (594 π.Χ.) δεν ήταν καθόλου

ικανοποιητική. Οι γονείς, χωρίς να το απαγορεύει κανένας νόμος, μπορούσαν ακόμη και να

πωλούν τα παιδιά τους όπως αναφέρει σχετικά ο Πλούταρχος (Σόλων 13). Στη συνέχεια όμως

αυτό απαγορεύτηκε από τη νομοθεσία του Σόλωνα. Υπήρχε μόνον η δυνατότητα να πουλήσει ο

πατέρας την κόρη του, η οποία, όντας άγαμη, είχε παραδοθεί σε άντρα (Σόλων 23).

Επίσης κατά την προστασία των ηθών των παιδιών είχε θεσπιστεί νόμος, ο "περί της

προαγωγείας" που όριζε τις βαρύτερες ποινές σε βάρος των προαγωγών ελευθέρων παιδιών

33

και γυναικών κοινά (Αισχίνη, κατά Τιμάρχου 14).

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Αθηναϊκός νόμος προστάτευε τα παιδιά, αλλά και τιμωρούσε όσα από

αυτά έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα. Για παράδειγμα, αποκλείονταν από το δικαίωμα να

μιλούν δημόσια όσοι έτρωγαν την πατρική τους κληρονομιά, ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία

και τούτο γιατί έκριναν ότι εκείνος που άσχημα διαχειρίσθηκε τα ιδιωτικά του συμφέροντα,

κατά τον ίδιο τρόπο θα διάθετε και τα κοινά (Αισχίνη, κατά Τιμάρχου 30).

Η ίδια ποινή επιβαλλόταν και σε όσους κακομεταχειρίζονταν τους γονείς τους ή δεν τους

εξασφάλιζαν τροφή και στέγη, άν χρησιμοποιούσαν σωματική βία εναντίον τους ή αν

παρέλειπαν να τους παράσχουν τις αρμόζουσες τελετές όταν πέθαιναν.

Αυτά, όσον αφορά τα τέκνα των οποίων οι γονείς ζούσαν και την πατρική εξουσία των

δεύτερων πάνω στα πρώτα.

Ειδικά τώρα για τα ορφανά τέκνα πρέπει να ειπωθεί ότι η μεταχείρισή τους ήταν προνομιακή,

διότι ένα ορφανό παιδί ήταν κατ' εξοχήν το πρόσωπο που χρειαζόταν την προστασία της

πολιτείας. Ετσι τα ορφανά τέκνα που οι πατέρες τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο, και τα οποία

ήταν πολυάριθμα λόγω των πολλών πολέμων, τρέφονταν από τη δημόσιο έως ότου έφθαναν

στην ηλικία των δέκα οκτώ ετών (Αριστοτέλους, πολιτικά 1269α,β και Αθηναίων πολιτεία 24.3).

Ο ίδιος νόμος υπήρχε όχι μόνο στην Αθήνα από την εποχή του Αριστείδη αλλά και σε άλλες

πόλεις.

Επίσης τα ορφανά τέκνα προστατεύονταν από τον νόμο για τυχόν κακομεταχείρισή τους από

τον κηδεμόνα τους, ο οποίος οριζόταν από τον "άρχοντα" και αναλάμβανε ευθύνη και για το

παιδί και για τη περιουσία του όσο αυτό ήταν ανήλικο. Ο νόμος λοιπόν έδιδε το δικαίωμα

υποβολής δημόσιας καταγγελίας (γνωστοποίησης δηλαδή) του αδικήματος στον "άρχοντα" για

την "κάκωση" του ορφανού, και στη συνέχεια συγκαλούνταν κανονική δίκη. (Harrsion "The Lαw

of Athens" 1968 - 71, σελ. 117 -19).

Τέλος όταν ένας ορφανός ενηλικιώνονταν, είχε το δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή μέσα στα

επόμενα πέντε χρόνια να κινήσει μια ιδιωτικής φύσης δίκη κηδεμονίας. ("Δίκη επιτροπής",

όπως λεγόταν) εναντίον του κηδεμόνα του, αν υποστήριζε ότι ο κηδεμόνας δεν του είχε

παραδώσει το πραγματικό ποσό της περιουσίας του.

Γυναίκα: Οπως μας φανερώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς, η Αθηναία γυναίκα δεν ήταν ποτέ

ανεξάρτητη, χωρίς κανένα "κύριο". "Κύριος" μιας γυναίκας ήταν ο πατέρας της μέχρις ότου

παντρευόταν, οπότε "κύριός" της γινόταν στο εξής ο άντρας της. Η παράδοση μιας γυναίκας

από τον "κύριο" στο μέλλοντα σύζυγό της λεγόταν "εγγύη" και συνίστατο στην επίσημη

εκφώνηση εκ μέρους του "κυρίου" της φράσης: "Σου παραδίδω ("εγγύω") την κόρη μου". Δεν

αποτελούσε νομική προϋπόθεση η παρουσία ή η συναίνεση της γυναίκας, ούτε καν η γνώση

της ότι επρόκειτο να παντρευτεί. "Γάμος" ήταν η μετακόμιση της γυναίκας στο σπίτι του

συζύγου της, γεγονός που ελάμβανε χώρα μετά την "εγγύη". Η νομική διαφορά μεταξύ της

"εγγύης" και του "γάμου" θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνίστατο, στο ότι η "εγγύη"

αποτελούσε σύναψη συμβολαίου, ενώ ο "γάμος' εκπλήρωση του συμβολαίου αυτού (Harrsion

"The Lαw of Athens" 1968 - 71, σελ. 3 - 9).

Η γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να παντρευτεί νόμιμα ανιόντα ή κατιόντα ευθείας γραμμής

(παππού, πατέρα, γιο, εγγονό), ούτε τον αδελφό ή τον ετεροθαλή ομομήτριο αδελφό της.

Μπορούσε όμως να παντρευτεί τον ετεροθαλή ομοπάτριο αδελφό της, τον εξ υιοθεσίας

34

αδελφό της, τον θείο, τον ανηψιό της ή ακόμα πιο μακρινό συγγενή της και φυσικά έναν άντρα

με τον οποίο δεν την συνέδεε καμμία συγγένεια (Harrsion "The Lαw of Athens" 1968 - 71, σελ

21 - 24).

Η γυναίκα επίσης είχε την υποχρέωση να μένει πιστή στο σύζυγό της πράγμα που δεν ίσχυε και

για τον ίδιο. Ο σύζυγος που έπιανε την γυναίκα του να μοιχεύεται, υποχρεούταν από τον νόμο

να τη χωρίσει.

Σε περίπτωση που έχουμε λύση του γάμου με διαζύγιο, για οποιαδήποτε λόγο η προίκα έπρεπε

να επιστραφεί μαζί με τη γυναίκα στον αρχικό "κύριό" της, ή τον κληρονόμο του. Ετσι η προίκα

ήταν για την γυναίκα και τους συγγενείς της εγγύηση κατά του διαζυγίου. Το ίδιο συνέβαινε και

αν η γυναίκα πέθαινε άτεκνη.

Αν μία γυναίκα είχε χηρέψει (έχοντας παιδιά), είχε το εξής εντυπωσιακό και εξαιρετικό

γνώρισμα: μπορούσε να διαλέξει μόνη της τον "οίκο", και τον "κύριο" που προτιμούσε. Αν

επέστρεφε στον αρχικό της "οίκο", ο "κύριος" της μπορούσε να τη δώσει σε άλλο σύζυγο με

"εγγύη", όπως αναφέραμε και πιο πάνω, μαζί μάλιστα με τη "προίκα" που είχε επιστραφεί από

τον πρώτο της άνδρα (μόνο βέβαια σε περίπτωση διαζυγίου). Επίσης ο πρώτος της άνδρας είχε

το δικαίωμα να δώσει τη χήρα γυναίκα του, με προίκα, σε ένα σύζυγο. Αν τέλος ο άνδρας

πέθαινε και η γυναίκα του ήταν έγγυος, ο "άρχοντας" έπρεπε να μεριμνήσει ώστε η έγγυος να

έχει φροντίδα διορίζοντας ενδεχομένως κάποιο είδος προσωρινού κηδεμόνα. Ας εξετάσουμε

τώρα έναν από τους βασικότερους θεσμούς του αρχαίου Ελληνικού δικαίου που αφορά τη

γυναίκα, τον θεσμό της επικλήρου. Σε περίπτωση που κάποιος πέθανε χωρίς να αφήσει

γνήσιους γιούς (εγγόνους ή δισεγγόνους) και άφηνε κόρη, υπήρχε η προσδοκία ότι αυτή

μπορούσε τελικά να αποκτήσει ένα γιο που θα κληρονομούσε την περιουσία και θα συνέχιζε

τον "οίκο", αυτό που χρειαζόταν επομένως ήταν ένας άνδρας που θα την παντρευόταν και θα

φρόντιζε την περιουσία μέχρις ότου ενηλικιωνόταν ο γιός της. Μια γυναίκα λοιπόν ή ένα

κορίτσι που αφηνόταν στην κατάσταση αυτή, ονομαζόταν "επίκληρος" (Harrsion "The Lαw of

Athens" 1968 - 71, σελ 132 - 138) και δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στην περιουσία.

Ο κανόνας που ίσχυε, όριζε ότι ο πλησιέστερος εν ζωή άρρενας συγγενής του νεκρού πατέρα

της "επικλήρου" είχε το δικαίωμα να αξιώσει να την παντρευτεί. Αν υπήρχαν πολλοί άνδρες

που είχαν εξίσου στενή συγγένεια με την "επίκληρο" (π.χ. αρκετοί θείοι από την πλευρά του

πατέρα), είχε προτεραιότητα ο μεγαλύτερος στην ηλικία. Αν υπήρχαν δύο ή περισσότερες

κόρες που ήταν "επίκληρες" από κοινού, οι δύο ή περισσότεροι πλησιέστεροι συγγενείς

μπορούσαν να διεκδικήσουν μία ο καθένας. Σε περίπτωση που η "επίκληρος" ήταν ήδη

παντρεμένη κατά τον θάνατο του πατέρα της, ο πλησιέστερος συγγενής μπορούσε ακόμη και

τότε να αξιώσει να την παντρευτεί, με αποτέλεσμα η "επίκληρος" να χωρίζει τον προηγούμενο

άνδρα της (Ισαίου, Πύρρος 3.64, 10.19).

Βέβαια τα παραπάνω συνέβαιναν κυρίως όταν ο νεκρός άφηνε μεγάλη περιουσία. Στην

περίπτωση που άφηνε μικρή ή καμμία περιουσία, μπορούσε ίσως να μην εμφανιστεί κανείς

διεκδικητής της "επικλήρου", οπότε θα εξαφανιζόταν ο "οίκος". Για το λόγο αυτό, ο νόμος όριζε

ότι αν η "επίκληρος" ανήκε στην κατώτερη οικονομικώς τάξη (δηλαδή στους "Θήτες"), ο

"άρχων" έπρεπε να εξαναγκάσει τον πλησιέστερο άρρενα συγγενή του πατέρα της είτε να την

παντρευτί ο ίδιος, είτε να την παντρέψει με κάποιον άλλον, αν προτιμούσε να την παντρέψει

με κάποιον άλλον, έπρεπε να την προικίσει από την δική του περιουσία. Οπως μας φανερώνει

35

δε ο Ανδοκίδης (Ανδοκίδης Ι 117-9) η σύναψη γάμου με φτωχή "επίκληρο" θεωρείτο αξιέπαινη

πράξη.

Πριν κλείσω την αναφορά μου στο θεσμό της "επικλήρου" θα ήθελα να επισημάνω ότι ο νόμος

δεν έδιδε στην γυναίκα (που ήταν και το βασικό πρόσωπο για τη συνέχιση του "οίκου") κανένα

δικαίωμα εκλογής στο προκείμενο θέμα. Κι' αυτό γιατί το ζήτημα ήταν η ευημερία της

οικογένειας ως συνόλου και η μεταβίβαση της περιουσίας της στην επόμενη γενιά και όχι η

ικανοποίηση της προσωπικής προτίμησης μιας γυναίκας.

Συμπερασματικά για τη θέση της γυναίκας στο δικαιϊκό σύστημα της Αθηναϊκής Πολιτείας

πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν τόσο υψηλή όσο σε άλλες πολιτείες όπως για παράδειγμα στη

Μινωϊκή Κρήτη όπου, από τα στοιχεία που έχουμε, μας είναι γνωστό ότι η γυναίκα θα πρέπει

να ήταν ισότιμη με τον άνδρα σε ελευθερία και θέση κοινωνική, αφού και στις παλαίστρες

γυμνάζονταν και ήταν ελεύθερη να παίρνει μέρος στα ταυροκαθάψια.

Δούλοι: Ο Αριστοτέλης στα "Πολιτικά" του (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1253b,32) αναφέρει ότι

όπως κάθε "κτήμα" είναι όργανο για την εξυπηρέτηση της ζωής, έτσι και ο δούλος είναι

έμψυχο κτήμα. Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου (Αριστοτέλης Πολιτικά 1254α, 23) μας λέει,

μιλώντας για τις σχέσεις αρχόντων και αρχομένων, ότι μερικά όντα από τη φύση τους

διακρίθηκαν άλλα μεν για να άρχουν και άλλα να άρχονται. Οι ιδέες αυτές του Αριστοτέλη μας

εισάγουν στην προσπάθεια κατανοήσεως της νομικής θέσεως του δούλου στην Αθηναϊκή

Πολιτεία.

Δούλος λοιπόν είναι εκείνος που έχει την ιδιότητα να ανήκει σε άλλον και να έχει τη λογική

φύση τόσο μόνον όσο του χρειάζεται για να αντιλαμβάνεται με αυτήν τον κόσμο, αλλά όχι και

να τη χρησιμοποιεί συνειδητά (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1254b, 21).

Οι περισσότεροι δούλοι στην Αρχαία Αθήνα ήταν ξένοι αιχμάλωτοι ή απόγονοί τους. Ενα

πρόσωπο λοιπόν που αιχμαλωτιζόταν από τους Αθηναίους σε κάποιο πόλεμο γινόταν δούλος

των ανθρώπων που το αιχμαλώτιζαν, εκτός εάν οι συγγενείς ή οι φίλοι του πλήρωνα λύτρα για

να το ελευθερώσουν. Υπήρχαν όμως και άλλοι τρόποι με τους οποίους ένας ελεύθερος

άνθρωπος μπορούσε να γίνει δούλος π.χ. η ποινή της μετατροπής ελεύθερου σε δούλο

μπορούσε να επιβληθεί σε ξένο, ο οποίος διέμενε στην Αττική χωρίς να εγγραφή ως μέτοικος ή

να πληρώσει το μετοίκιο (Δημοσθένης, Θειοκρίνης 25.57) και σε ξένο, μέτοικο ή όχι, ο οποίος

ασκούσε οποιοδήποτε από τα προνόμια του πολίτη (Δημοσθένους, Τιμοκράτης 24.121) ή

συζούσε με πολίτη ως σύζυγος. Ενας άνδρας που είχε αιχμαλωτισθεί στον πόλεμο και είχε στη

συνέχεια ελευθερωθεί έναντι λύτρων, υποχρεούνταν να επιστρέψει το ποσό των λύτρων σε

εκείνον που είχε καταβάλει τα λύτρα για να τον ελευθερώσει, αν δεν το έκανε, γινόταν δούλος

του. Αν όμως κάποιος γινόταν δούλος παράνομα μπορούσε να βάλει επίσημα κάποιον φίλο του

να τον "απελευθερώσει" (Λυσία "Παγκλέων" 23 9-12).

Ο δούλος συνεπώς αποτελούσε αντικείμενο: μπορούσε να αγορασθεί, να πουληθεί, να

ενοικιαστεί, να κληροδοτηθεί ή να δωρηθεί. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κατέχει τίποτα: ο κύριός

τους, εκτός από την εξασφάλιση τροφής και ρουχισμού, μπορούσε να δώσει στο δούλο

χαρτζηλίκι και άλλα πράγματα, ή να του επιτρέπει να κρατάει ένα μέρος όσων χρημάτων

κέρδιζε με την εργασία του. (Αριστοφάνους, "Σφήκες" 52). Τα παραπάνω στοιχεία όμως θα

παρέμειναν από νομική άποψη στην κυριότητα του κυρίου, όπως και ο ίδιος ο δούλος.

36

Ο κύριος ενός δούλου δεν είχε δικαίωμα να τον σκοτώσει (Harrison, "The law of Athens",

1968-71, σελ. 171-172), μπορούσε όμως να τον ξυλοκοπήσει ή να τον κακομεταχειριστεί όπως

ήθελε. Ο δούλος είχε όμως μία δυνατότητα προστασίας από την ανάρμοστη συμπεριφορά του

κυρίου του : είχε το δικαίωμα να ζητήσει άσυλο στο Θησείο και να ζητήσει να πουληθεί σε

κάποιον άλλον. Ηταν παράνομο να τιμωρηθεί ένας δούλος γι' αυτήν την ενέργεια, αλλά δεν

είναι σαφές τι συνέβαινε μετά, αν δεν εμφανιζόταν κανείς αγοραστής που να προσφέρει μια

τιμή, την οποία ο ιδιοκτήτης του δούλου ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί (Αριστοφάνους,

"Σφήκες", 561). Επίσης ένας δούλος δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει αυτοπροσώπως νομική

δράση εναντίον ενός παραβάτη, οποιαδήποτε αγωγή έπρεπε να υποβληθεί από τον ιδιοκτήτη

του και αν ο ιδιοκτήτης δεν προέβαινε σε καμμία ενέργεια, ο δούλος δεν μπορούσε να κάνει

τίποτα σχετικά με αυτό. Το ίδιο γινόταν και αν κάποιος δούλος δολοφονούταν : ήταν έργο του

κυρίου του να αναλάβει δράση κατά του δολοφόνου (Πλάτωνα, "Γοργίας", 483β). Είχαν όμως

το δικαίωμα οι δούλοι να παρίστανται ως μάρτυρες στο δικαστήριο με κάπως ιδιόρρυθμο

τρόπο: επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να εμφανισθούν στο δικαστήριο, υπήρχε η δυνατότητα

να προσκομισθεί σε αυτό ως μαρτυρία, δήλωση στην οποία είχε προβεί δούλος κατόπιν

βασανιστηρίων. Ο λόγος που οδήγηθε στη θέσπιση του κανόνα αυτού πρέπει να ήταν το ότι

ένας δούλος που γνώριζε κάτι σημαντικό θα ανήκε συνήθως σε κάποιον από τους διαδίκους

και επομένως θα φοβόταν να πει οτιδήποτε αντίθετο στα συμφέροντα του κυρίου του, εκτός

εάν η πίεση που ασκούσαν επάνω του για να αποκαλύψει την αλήθεια ήταν ακόμα μεγαλύτερη

από την τιμωρία την οποία μπορούσε να περιμένει από τον κύριό του γι' αυτήν του την

αποκάλυψη.

Εχουμε λοιπόν εδώ μία τακτική που αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της

Αθηναϊκής Πολιτείας: να βασανίζεις έναν άνθρωπο ως τιμωρία για κάποιο αδίκημα είναι λογικό,

αν και ανεπιθύμητο, να βασανίζεις έναν άνθρωπο για να τον κάνεις να ομολογήσει ένα

αδίκημα που διέπραξε ο ίδιος ή κάποιος συνεργός του είναι κατανοητό, αν και οικτρό, αλλά να

βασανίζεις έναν αθώο ή μία αθώα για να ελέγξεις την αλήθεια των πληροφοριών των σχετικών

με το αδίκημα κάποιου άλλου, φαίνεται ως πράξη αναίτιας και άσκοπιμης βαρβαρότητας. Δεν

αποτελεί άλλωστε και τόσο αποτελεσματικό τρόπο ανακάλυψης γεγονότων, διότι παρακακινεί

τον μάρτυρα να πει μάλλον ότι επιθυμεί ο βασανιστής παρά ότι είναι πράγματι αλήθεια.

Στην Αθήνα υπήρχαν ιδιωτικοί δούλοι για τους οποίους και έγινε λόγος πιο πάνω και οι

δημόσιοι δούλοι. Οι ιδιωτικοί δούλοι είτε ζούσαν στο σπίτι του ιδιοκτήτη τους (θεραπαινίδες,

τροφοί, μάγειροι, παιδαγωγοί), είτε διέμεναν και εργάζονταν έξω από το σπίτι του κυρίου τους

(διαχειρίζονταν εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια ή και τράπεζες), οι δούλοι αυτοί

ονομάζονταν "Χωρίς οικούντες". Πέρα όμως από αυτές τις εμπορικές υποθέσεις, δεν υπάρχουν

ικανοποιητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ένας δούλος που ανήκει σε κάποιον

συγκεκριμένο ιδιοκτήτη, μπορούσε να αναλάβει ανεξάρτητη νομική δράση. Σε αυτό το ζήτημα

το Αθηναϊκό δίκαιο ήταν συντηρητικό (Δημοσθένους, Κατά Φορμίωνος 34.5, Harrison "The law

of Athens", 1968-71, σελ 174-176).

Όσον αφορά τους δημόσιους δούλους θα πρέπει να ειπωθεί ότι αυτοί ανήκαν όχι σε άτομα

αλλά στην πολιτεία. Τέτοιοι ήταν οι επιστάτες των δημοσίων κτιρίων, ο δημόσιος

νομισματελεγκτής και οι τοξότες που επιτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα. Οι δούλοι αυτοί

εξαιτίας της θέσης τους είχαν εντελώς διαφορετική νομική αντιμετώπιση από τους ιδιωτικούς

37

δούλους, η κατάσταση στην οποία βρισκόταν θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί "ελευθερία".

Ισως ήταν κάτι παρόμοιο με την κατάσταση των μετοίκων.

Μέτικοι: Ο όρος δηλώνει τον ξένο κάτοικο της Αθήνας, ο οποίος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα,

γινόταν όμως αποδεκτός ως μέλος της κοινότητας. Υπέκειτο σε φορολογία, που περιλάμβανε

έναν ειδικό φόρο, το "μετοίκιο", τον οποίο αν δεν πλήρωνει κινδύνευε να γίνει δούλος. Είχε

επίσης την υποχρέωση να υπηρετήσει στον Αθηναϊκό στρατό, ή στο ναυτικό όταν του το

ζητούσαν. Σε περίπτωση που αρνούνταν κάτι τέτοιο και έφευγε για να εγκατασταθεί αλλού, δεν

του επέτρεπαν ποτέ να επιστρέψει στην Αθήνα (Υπερείδη, "Κατά Αθηνογένους", 21,33).

Ενας ξένος για να γίνει μέτοικος έπρεπε να υποβάλλει αίτηση για εγγραφή στα μητρώα

κάποιου συγκεκριμένου δήμου, είχε επίσης την υποχρέωση να έχει έναν Αθηναίο πολίτη ως

εγγυητή ή "προστάτη". Αν δεν υπήρχε "προστάτης", ήταν δυνατή η υποβολή μήνυσης ("Γραφή

αποστασίου") για την έλλειψη του, με προβλεπόμενη ποινή την μετατροπή του μετοίκου σε

δούλο.

Οι μέτοικοι είχαν το δικαίωμα να μιλούν για λογαριασμό τους στο δικαστήριο χωρίς να

χρειάζεται να μιλήσει ο "προστάτης" τους. Επίσης μπορούσαν σε ορισμένες προνομιούχες

περιπτώσεις να αποκτήσουν την κυριότητα γης και κτιρίων στην Αττική. Ηταν δυνατόν

ορισμένοι μέτοικοι να αποκτήσουν το προνόμιο της "ισοτέλειας", να πληρώνει δηλαδή ο

μέτοικος τους ίδιους με τον πολίτη φόρους και όχι τους υψηλότερους που πλήρωναν κανονικά.

Αλλο προνομιούχο δικαίωμα ορισμένων μετοίκων ήταν η υπηρέτηση στο στρατό μαζί με τους

πολίτες και όχι στο ξεχωριστό σώμα των μετοίκων.

Η θέση των ξένων τώρα στο δίκαιο της Αθηναϊκής πολιτείας ήταν αρκετά κατώτερη από τους

μετοίκους. Δεν μπορούσαν να κατέχουν κανένα δημόσιο αξίωμα, ούτε να γίνονται δικαστές ή

μέλη της Βουλής ή της Εκκλησίας του Δήμου. Δεν τους επέτρεπαν επίσης να κατέχουν γη ή

σπίτια στην Αττική, ούτε να παντρεύονται Αθηναίες. Αν ήθελαν να εμπορευτούν στην αγορά

έπρεπε να πληρώσουν έναν ειδικό φόρο αλλοδαπών, τα "ξενικά" (Δημοσθένους, Ευβουλίδης,

57.31). Εϊχε όμως το δικαίωμα ένας ξένος να μιλήσει στο Αθηναϊκό δικαστήριο, είτε ως

κατήγορος, είτε ως κατηγορούμενος, είτε ως μάρτυρας (και από αυτήν την άποψη βρισκόταν

σε καλύτερη μοίρα από έναν πολίτη που είχε αποστερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα).

Υπήρχαν, ωστόσο, τρία σημεία στα οποία τα δικαιώματά του σε νομικές υποθέσεις ήταν

λιγότερα από τα δικαιώματα ενός πολίτη. Πρώτον, υπήρχαν μερικά είδη δημοσίων υποθέσεων

τα οποία δεν μπορούσε να εισαγάγει ένας ξένος, διότι οι νόμοι που καθόριζαν την

ακολουθητέα σε αυτές τις περιπτώσεις διαδικασία, όριζαν ότι ο μηνυτής πρέπει να είναι

Αθηναίος πολίτης (Δημοσθένους, Μειδίας, 21.47). Δεύτερον, όταν υποβαλλόταν μήνυση

εναντίον κάποιου ξένου, ο μηνυτής μπορούσε να απαιτήσει εγγυητές για την εμφάνισή του

(Δηλ. του ξένου) στο δικαστήριο, πράγμα που δεν είχε δικαίωμα να κάνει για κάποιον Αθηναίο

πολίτη. Αν ο κατηγορούμενος ξένος δεν κατόρθωνε να παράσχει τέτοιους εγγυητές, κλεινόταν

στη φυλακή μέχρι την ημέρα της δίκης (Αριστοφάνους, "Σφήκες", 1042, Ισοκράτους,

Καλλίμαχος 17.12). Και τρίτον, σε πολλούς τύπους υποθέσεως ο άρχοντας ο υπεύθυνος για την

εισαγωγή μιας υπόθεσης στο δικαστήριο δεν ήταν ο ίδιος όταν εμπλεκόταν κάποιος ξένος και

όταν εμπλέκονταν μόνο πολίτες.

Αυτά για την κατηγορία των μετοίκων της Αττικής. Ας αναφερθούμε τώρα στη κατηγορία των

πολιτών. Κατά τον Αριστοτέλη (Αριστοτέλους, "Πολιτικά", 1275α, 22,1318b, 29-30) πολίτης

38

είναι εκείνος ο οποίος μετέχει στη δικαστική χρήση και στην εξουσία (.... το μετέχειν κρίσεως

και αρχής), τα ανώτατα δε αξιώματα έπρεπε να ανατίθενται σε εκείνους που είχαν την

προσήκουσα ικανότητα. Μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. ένα πρόσωπο είχε την ιδιότητα του πολίτη

αν την είχε και ο πατέρας του. Η κατάσταση αυτή άλλαξε με έναν νόμο που πρότεινε ο

Περικλής το 451/0 π.Χ. σύμφωνα με τον οποίο θα είχε κάποιος την ιδιότητα του πολίτη αν την

είχαν και οι δύο γονείς του. Για να στηρίξει λοιπόν κανείς το δικαίωμα του να έχει την ιδιότητα

του πολίτη έπρεπε να αποδείξει μόνον ότι οι γονείς του ήταν πολίτες, όχι παντρεμένοι.

Αθηναίοι Πολίτες: Ενα πρόσωπο που δεν είχε από καταγωγή το δικαίωμα να είναι πολίτης, δεν

μπορούσε κανονικά να γίνει. Εντούτοις, υπήρχαν ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις στις

οποίες απονεμόταν σε ξένους η ιδιότητα του πολίτη. Ειδικότερα ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο

Σόλων είχε θεσπίεσει ένα νόμο που επέτρεπε την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη

από έναν αλλοδαπό, αν αυτός εξοριζόταν οριστικά από την πατρίδα του ή αν μετέφερε όλο το

νοικοκυριό του για να κατοικήσει στην Αθήνα με σκοπό να εξασκήσει μια τέχνη ή ένα

επάγγελμα (Πλουτάρχου, Σόλων 24.4). Είναι γεγονός πάντως ότι ένας άνδρας δεν μπορούσε να

ασκήσει τα δικαιώματα του πολίτη μέχρι να εγγραφεί στα μητρώα κάποιου δήμου.

Θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών στην ικανοποίηση των οποίων απέβλεπε η Αθηναϊκή

πολιτεία ήταν κατ' αρχήν η "ισονομία" και η "ισηγορία". "Ισονομία" είναι η ισότητα όλων των

πολιτών προ του νόμου (Ηροδότου Ιστορία 3,86) και "Ισηγορία" η ελευθερία του λόγου

(Ηροδότου Ιστορία 5,78). Επίσης η εκ περιτροπής άσκηση της πολιτικής εξουσίας από όλους

τους πολίτες αποτελεί τη λεγόμενη πολιτική ελευθερία και είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της

δημοκρατικής Αθηναϊκής πολιτείας (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1317 b, 3). Δεύτερο δε

χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι "το ζην ως βούλεταί τις" δηλαδή η καλούμενη ατομικά

ελευθερία (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1317 b, 20), δικαίωμα το οποίο αναγνώριζε η Αθήνα στους

πολίτες της και το προστάτευε.

Επίσης οι Αθηναίοι πολίτες, σύμφωνα με το Νόμο περί Σωματείων του Σόλωνα, είχαν το

δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Τέλος η Αθηναϊκή

Πολιτεία παρείχε, σε κάποιον που αδικούταν από τον νόμο, το δικαίωμα προσφυγής στον

Αρειο Πάγο (Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία 4.4). Αυτό θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα είδος

δικαιώματος του αναφέρεσθαι εις τα αρχάς.

Η κατάσταση ενός ατόμου ως Αθηναίου Πολίτη μπορούσε να θιγεί με την "ατιμία". Σε χοντρές

γραμμές σήμαινε αποκλεισμό από τα προνόμια της Αθηναϊκής δημόσιας ζωής κια ήταν ποινή

που επιβάλλοταν μόνο σε πολίτες, χωρίς εφαρμογή σε αλλοδαπούς. Περιελάμβανε απώλεια

όχι μόνο του δικαιώματος της ψήφου, αλλά περισσοτέρων δικαιωμάτων. Ενας πολίτης που είχε

αποστερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα δεν επιτρεπόταν να μπει σε ναούς ή στην αγορά. Δεν

μπορούσε να κατέχει κανένα δημόσια αξίωμα, ούτε να είναι μέλος της Βουλής ή ένορκος. Δεν

μπορούσε να μιλήσει στην εκκλησία, ούτε και σε δικαστήρια. Είχε όμως ακόμα το δικαίωμα να

παντρευτεί Αθηναία και να κατέχει γη στην Αττική, ενώ υπέκειτο σε καταβολή φόρων και

υποχρεούταν σε εκτέλεση στρατιωτικής υπηρεσίας.

Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν κανονικά ισόβια. Μπορούσε να γίνει κληρονομική

και να ισχύει και για τους απογόνους του πολίτη, συχνότερα όμως επιβαλλόταν μόνο στον ίδιο.

Η Αθηναϊκή πολιτεία προστάτευε τον πολίτη, όχι μόνο παρέχοντας του αναφέρετα δικαιώματα,

39

αλλά και προνοώντας με διάφορους τρόπους για τον ίδιο, έτσι είχε θεσπίσει νόμο σύφμωνα με

τον οποίο οι ανάπηροι από τον πόλεμο ή από άλλες αιτίες να παίρνουν από το δημόσιο (μετά

από εξέταση από την Βουλή) δύο οβολούς ο καθένας κάθε μέρα για τη διατροφή του

(Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτεία, 49.4, Πλουτάρχου, Σόλων 31). Επίσης ο Σόλωνας με νόμο

του προέβη σε αναδασμό της γης προς όφελος των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων

(Πλουτάρχου, Σόλων 14). Τέλος, Βάσει νόμου οριζόταν με ποινή η μη υποχρέωση διατροφής

του πατέρα από τον γιο αν δεν του είχε μάθει κάποια τέχνη, ήταν προφανώς κάποια

προσπάθεια τιμωρίας των ανέργων και καταπολέμησης της ανεργίας (Πλουτάρχου, Σόλων 22).

Συμπερασματικά για την Αθηναϊκή πολιτεία μπορούμε να πούμε ότι καθώς διακυβερνούταν

από τους ικανότερους (εκ περιτροπής άσκηση της πολιτικής εξουσίας), διασφάλισε δια την προ

του νόμου ισότητα και είχε ως μέλημα το συμφέρον των περισσοτέρων. Μπορούμε λοιπόν να

υποστηρίξουμε την άποψη ότι η Αθηναϊκή δημοκρατία γνώριζε και πραγματοποιούσε κατά το

δυνατόν το θεμελιοδέστερο δικαίωμα του ανθρώπου : την πνευματική ανάπτυξη. Δικαίωμα

χάρις το οποίο δημιουργήθηκε ο κλασσικός Ελληνικός πολιτισμός, που αποτελεί οδηγητή και

του σημερι

40

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12Ο

Η Γυναίκα

Όπου υπάρχει αναφορά στο πρόσωπο της γυναίκας είναι πάντα σε σχέση με την αναπαραγωγή

της οικογένειας, την ευθύνη του οίκου και τη συμμετοχή της στην καλλιέργεια της γης στην

περίπτωση που ήταν μέλος των φτωχότερων τάξεων. Η σύζυγος ή η κόρη ενός αριστοκράτη,

αλλά και oποιουδήποτε άλλου είχε περιουσία δεν επιτρεπόταν να δουλεύει στα χωράφια,

καθώς κάτι τέτοιο ήταν υποτιμητικό και προσβλητικό για τον κύριο του οίκου. Ό,τι ενδιαφέρον

μπορεί να ειπωθεί για το ρόλο της στα οικονομικά της οικογένειας αφορά την προίκα, η οποία

περιελάμβανε ρουχισμό, στολίδια, οικιακά σκεύη, έπιπλα και χρήματα

Γάμος

Τον αρχαιότερο θεσμό του γάμου δι' αγοράς, σύμφωνα με τον οποίο ο μελλοντικός σύζυγος

έπρεπε να πληρώσει για την απόκτηση της γυναίκας του, αντικατέστησε ο γάμος δι' εγγύης. Η

εγγύη (εγγύηση) δεν ήταν παρά η συμφωνία μεταξύ του κυρίου της γυναίκας και του

μελλοντικού της συζύγου. Συνάπτονταν με αμοιβαία υπόσχεση πως η συγκεκριμένη γυναίκα θα

παραδοθεί από τον πρώτο και αντίστοιχα θα τιμηθεί ως σύζυγος από το δεύτερο. Η παράδοσή

της όμως, αποτελούσε μια εντελώς ξεχωριστή πράξη. Ο γάμος υφίστατο μόνο όταν είχε

υπάρξει συνοίκηση. Από την άλλη, για να έχει η συνοίκηση αξία γάμου και να μη θεωρείται

απλή παλλακεία, έπρεπε απαραίτητα να έχει προηγηθεί η εγγύη. Από τα χρόνια του Σόλωνα

τουλάχιστον και μετά, η εγγύη αποτελούσε προϋπόθεση για τη νομιμότητα του γάμου. Η

παλλακεία, αν και σαφώς κατώτερη του γάμου, ήταν ωστόσο κοινωνικά αποδεκτή. Υπήρχε

μάλιστα και νομικό πλαίσιο που προσδιόριζε τη σχέση της παλλακίδας και των παιδιών που

έφερνε στον κόσμο με τον κύριό της.

Το διαζύγιο στην αρχαία Αθήνα μπορούσε να οφείλεται στη θέληση του ενός από τους

συζύγους και σε ορισμένες περιπτώσεις στη θέληση κάποιου τρίτου. Όταν ο άντρας έδιωχνε τη

γυναίκα του επρόκειτο για απόπεμψη, ενώ όταν εγκατέλειπε η γυναίκα τη συζυγική εστία για

απόλειψη. Ιδιορρυθμία του αθηναϊκού δικαίου ήταν η περίπτωση της αφαίρεσης, η οποία

μπορούσε να ασκηθεί από τον πατέρα της γυναίκας, διακόπτοντας έτσι το γάμο. Σε άλλες

περιπτώσεις η αφαίρεση σχετιζόταν με τις επικλήρους. Η έννοια της μοιχείας στην αρχαία

Αθήνα ήταν διαφορετική από τη σημερινή, εφόσον για να στοιχειοθετηθεί μοιχεία δεν ήταν

απαραίτητο να είναι παντρεμένη η γυναίκα. Οι γυναίκες όφειλαν να είναι πιστές στους

συζύγους τους. Πριν από το γάμο ή στη διάρκεια της χηρείας όφειλαν πίστη στους κυρίους τους.

Η μοιχεία θεωρούνταν έγκλημα που μπορούσε να επισύρει αυτοδικία από μέρους του αρχηγού

της οικογένειας.

41

Προίκα

Η προίκα, αν και συχνά η σύστασή της συνέπιπτε χρονικά με την εγγύη, αποτελούσε μία

εντελώς ξεχωριστή πράξη. Σήμερα δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι ένας γάμος ήταν έγκυρος,

ακόμα κι αν δεν είχε υπάρξει προίκα. Η προίκα ή φερνή μπορούσε να σχετίζεται με τα

κληρονομικά δικαιώματα της γυναίκας και αποτελούνταν από ό,τι της δινόταν όταν

παντρευόταν. Σε περίπτωση λύσης του γάμου, έπρεπε να επιστραφούν όλα, ακόμα και όσα ο

σύζυγος είχε λάβει μόνο εικονικά. Δεν ήταν σπάνιο, άλλωστε, το φαινόμενο να δηλώνονται ως

προίκα από το σύζυγο περιουσιακά στοιχεία που ποτέ δεν είχε λάβει.

Η γυναίκα στο αττικό δίκαιο δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, και συνεπώς τα οικογενειακά

της δικαιώματα έπρεπε πάντα να αντιπροσωπεύονται δημοσίως από κάποιον άντρα. Αυτός

ονομαζόταν κύριος και μπορούσε να είναι ο πατέρας, ο σύζυγος, ο μεγαλύτερος γιος ή ο

αδελφός. Όταν υπήρχαν γιοι στην οικογένεια, η κόρη εξαντλούσε τα δικαιώματά της

-συμπεριλαμβανομένων και των κληρονομικών- με την προίκα, και τότε ονομαζόταν επίπροικος.

Στην περίπτωση όμως που δεν υπήρχαν γιοι, λεγόταν επίκληρος και είχε δικαίωμα σε ολόκληρη

την περιουσία, ως η μοναδική απόγονος του χωρίς άρρενες οίκου. Ο νόμος της πόλης όμως δεν

επέτρεπε στη γυναίκα να είναι κάτοχος του κλήρου. Λειτουργούσε λοιπόν ως φορέας του

κλήρου και διαμέσου αυτής ο κλήρος μεταβιβαζόταν στους γιους της. Για να μη χάνεται όμως ο

κλήρος από την οικογένεια, ο νόμος όριζε ότι η επίκληρος περιερχόταν μαζί με τον κλήρο στον

πλησιέστερο από τους εκ πλαγίου άρρενες συγγενείς. Σε περίπτωση άρνησής του, κατέληγε

στον αμέσως επόμενο και ούτω καθεξής. Ο πλησιέστερος αυτός αγχιστέας μπορούσε να την

παντρευτεί, εφόσον ήταν ανύπαντρη, ή να προβεί σε αφαίρεση επικλήρου, αν ήταν ήδη

παντρεμένη. Η μόνη περίπτωση -όπου πλέον καμία επέμβαση αγχιστέων δε γινόταν δεκτή-

προέκυπτε, όταν η επίκληρος ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει γιο, στον οποίο θα

μεταβίβαζε τον κλήρο. Η προστασία της επικλήρου υπαγόταν σε ιδιαίτερες διατάξεις, όπως η

γραφή κακώσεως και η εισαγγελία και προκαλούσε την επέμβαση του επώνυμου άρχοντα.

Εξαιρετική περίπτωση αποτελούσε η ύπαρξη στον οίκο μίας νόμιμης κόρης κι ενός

υιοθετημένου γιου. Η κόρη τότε λεγόταν φυσική επίκληρος και οι απόγονοί της συνέχιζαν να

έχουν προτεραιότητα στον κλήρο σε σχέση με τους απ' ευθείας απογόνους του υιοθετημένου.

Έτσι, η μόνη λύση, για να εξασφαλίσει τους απογόνους του κάποιος υιοθετημένος, ήταν να

παντρευτεί τη θετή αδελφή του.

42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13Ο

Η δουλεία

Οι σκλάβοι στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που

μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, πουλήσει,

νοικιάσει ή κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά,

αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από την πολιτεία, και ο κύριός τους

μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε. Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες

και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις. Κάποιο παράπτωμα

που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε

μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται πως ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή. Με μικροεξαιρέσεις η

κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων. Οι

δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης γιατί

παρέμεναν πιστοί στον κύριό τους. Διάσημο παράδειγμα πιστού δούλου ήταν ο Πέρσης

ακόλουθος του Θεμιστοκλή, ο Σίκιννος (το άκρως αντίθετο του διαβόητου Εφιάλτη), ο οποίος,

παρά την περσική καταγωγή του, πρόδωσε τον Ξέρξη και βοήθησε τους Αθηναίους στη

Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παρά τα βασανιστήρια που προαναφέρθηκαν, ο δούλος στην Αθήνα

διέθετε κάποιο είδος έμμεσης προστασίας: αν κάποιος τον κακομεταχειριζόταν, ο κύριός του

μπορούσε να ξεκινήσει δίκη για βλάβη. Αντιστρόφως, εκείνος ο πολίτης που έδειχνε μεγάλη

σκληρότητα απέναντι στο δούλο του μπορούσε να εναχθεί σε δίκη από οποιοδήποτε πολίτη,

όχι τόσο από καλοσύνη απέναντι στο δούλο, όσο για να αποφευχθεί η υπερβολή στη βία

(ύβρις).

Ο Ισοκράτης υποστήριξε πως ούτε ο πιο άχρηστος δούλος δεν πρέπει να θανατώνεται χωρίς

δίκη: η εξουσία του κυρίου απέναντι στο δούλο δεν ήταν απόλυτη όπως όριζε το Ρωμαϊκό

Δίκαιο. Οι Νόμοι του Δράκοντα μάλιστα όριζαν το θάνατο ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός

δούλου. Η κατηγορία απέναντι στο δολοφόνο ενός δούλου δεν ήταν «μήνυση για βλάβη» όπως

συνέβαινε π.χ. με τα κοπάδια ζώων, αλλά η ανθρωποκτονία, η οποία απαιτούσε τιμωρία

εξαιτίας του μιάσματος που επέφερε στην πόλη το χύσιμο αίματος. Κατά τον 4ο αιώνα ο

ύποπτος δικαζόταν από το Παλλάδιον, ένα σώμα που έκρινε περιπτώσεις ακούσιας

ανθρωποκτονίας, με την τιμωρία να ήταν αυστηρότερη του απλού προστίμου, αλλά όχι

θάνατος, ίσως εξορία όπως συνέβαινε αν λάμβανε χώρα δολοφονία κάποιου μετοίκου.

Ωστόσο οι δούλοι άνηκαν στο σπιτικό του κυρίου τους. Ένας σκλάβος που μόλις κατεύθανε στο

σπίτι γινόταν δεκτός με ξηρούς καρπούς και φρούτα, όπως η νεόνυμφη γυναίκα. Οι δούλοι

λάμβαναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές και οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα

43

πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, κατά τη δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, ενώ

επιτρεπόταν να λάβουν πρόσκληση στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κάποιος δούλος μπορούσε να

ζητήσει άσυλο σε ναό ή βωμό, όπως ακριβώς και ο ελεύθερος πολίτης. Επίσης μοιραζόταν τους

θεούς του αφέντη του, αλλά μπορούσε να κρατήσει και προσωπικά θρησκευτικά έθιμα αν το

επιθυμούσε.

Ένας δούλος δεν μπορούσε να ασκηθεί στην παλαίστρα («Ένας δούλος δεν θα ασκείται ή θα

αλείφεται στις σχολές πυγμαχίας». Νόμος που αποδίδεται στον Σόλωνα).

Οι δούλοι δεν είχαν δική τους περιουσία, ωστόσο οι αφέντες τους συχνά τους επέτρεπαν να

συγκεντρώνουν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Επιβιώνουν δε μέχρι τις

ημέρες μας μαρτυρίες βάσει των οποίων δούλοι είχαν δικές τους επιχειρήσεις, πληρώνοντας

κάποιο σταθερό ποσό στον κύριό τους. Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε

απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε κατά κάποιου που έμοιαζε

με δούλο, κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και

πολύ καλύτερα. Οι υπόλοιποι Έλληνες μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι

Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους τους να αντιμιλούν. Αθηναίοι δούλοι πολέμησαν μαζί με

απελεύθερους στη Μάχη του Μαραθώνα και τα μνημεία αναφέρουν ρητά το γεγονός.Επίσης,

πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, διατάχθηκε να προστατέψουν οι πολίτες τον εαυτό τους,

τις γυναίκες τους, τα παιδιά και τους δούλους τους.

Η σεξουαλική δραστηριότητα των δούλων περιοριζόταν από συγκεκριμένους κανόνες. Για

παράδειγμα, ένας δούλος δεν μπορούσε να συνάψει παιδεραστική σχέση με ελεύθερο αγόρι

(«Ένας δούλος δεν θα είναι εραστής ελεύθερου αγοριού ούτε θα τον ακολουθεί, ειδάλλως θα

εισπράττει πενήντα χτυπήματα με μαστίγιο δημοσίως»). Αυτός ο νόμος αποδίδεται στο Σόλωνα.

Οι πατέρες που ήθελαν να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους ανεπιθύμητους τούς

παρείχαν ένα δούλο προστάτη, τον παιδαγωγό, που τα συνόδευε στις μετακινήσεις τους. Οι

γιοι νικημένων εχθρών αιχμαλωτίζονταν και συχνά αναγκάζονταν να εργαστούν σε πορνεία,

όπως ο Φαίδων από την Ηλεία, ο οποίος μετά από παράκληση του φιλοσόφου Σωκράτη

αγοράστηκε και απομακρύνθηκε από ένα τέτοιο μέρος χάρις στους πλούσιους φίλους του

τελευταίου. Ο βιασμός δούλων ήταν παράνομος, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους

ελεύθερους ανθρώπους.

44

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14Ο

Μέτικοι Με τον όρο µέτοικος εννοείτο κατά την αρχαιότητα εκείνος που κατοικούσε στα όρια µιας πόλης-κράτους αλλά δεν καταγόταν από αυτήν. Οι µέτοικοι είχαν συνήθως περιορισµένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώµατα.

Ενασχόληση: Οι µέτοικοι συµµετείχαν ενεργά στις στρατιωτικές δραστηριότητες ως στρατιώτες κυρίως σε συνοριακά φυλάκια,όπως επίσης και στους περισσότερους παραγωγικούς τοµείς και όσον αφορά στο εµπόριο, ο ρόλος τους υπήρξε κυριαρχικός.Τα µεγάλα δηµόσια έργα,οι περισσότερες βιοτεχνίες και αρκετά επαγγέλµατα που σχετίζονταν µε τις επιστήµες, τις τέχνες, τη φιλοσοφία και τη ρητορική είχαν περιέλθει στα χέρια τους.Για να µη χάσει αυτό το σηµαντικό κεφάλαιο η Αθήνα, έδινε στους µετοίκους γενικά τα ίδια δικαιώµατα ενώπιον των δικαστηρίων, όπως και στους πολίτες. Ο Αναξαγόρας, ο ∆ηµόκριτος, ο Ιππόδαµος, ο Αριστοτέλης και άλλες σηµαντικές φυσιογνωµίες της κλασικής Αθήνας είναι παραδείγµατα τέτοιων ανθρώπων που δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αλλά πρόσφεραν σηµαντικές υπηρεσίες στην πόλη.

Μετοικιο: Ο νοµικός ορισµός του µετοίκου άλλαξε συχνά στην ιστορία του αθηναϊκού πολιτεύµατος ανάλογα µε µεταρρυθµίσεις στη νοµοθεσία πολιτογράφησης. Καθώς το καθεστώς του πολίτη στην αρχαία Αθήνα ήταν παραδοσιακά θέµα καταγωγής και όχι τόπου γέννησης ή διαµονής, ένας µετανάστης και οι απόγονοί του δε γίνονταν ποτέ πολίτες, αν δεν αποφάσιζε η πόλη να τους δώσει αυτό το καθεστώς. Πιστεύεται π.χ. ότι ο Σόλων έδωσε καθεστώς πολίτη σε πολλούς µετοίκους στα πλαίσια των µεταρρυθµίσεών του, που διεύρυναν το πολιτικό σώµα της Αθήνας µετά το 594/3 π.Χ.Tην εποχή κυριαρχίας της δηµοκρατικής µερίδας µε τον Περικλή στην εκκλησία του δήµου, ψηφίστηκε ο περί νόθων νόµος, που αφαίρεσε τα δικαιώµατα του Αθηναίου πολίτη από τους µητρόξενους, όσους δηλ. είχαν µόνο πατέρα αθηναϊκής καταγωγής, και τους κατέστησε µετοίκους διαγράφοντάς τους από τα µητρώα των πολιτών. Τα κίνητρα του Περικλή γι' αυτό το µέτρο είναι πιθανότατα οικονοµικά, καθώς την ίδια περίπου εποχή καθιερώθηκαν ηµερήσιες αποζηµιώσεις (µισθοί) για τους άρχοντες, τους βουλευτές και τους ηλιαστές όταν δίκαζαν.

Πολιτικά δικαιώµατα: Πολιτικά δικαιώµατα στην αρχαία Αθήνα χορηγούνταν µόνο σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες µη πολίτες πρόσφεραν σηµαντικές υπηρεσίες στην πόλη και µπορούσαν να γίνουν ισοτελείς,αλλά όχι πολίτες.Αυτή ήταν η προστασία του συστήµατος, καθώς ο ξένος δεν µπορούσε να συµµετέχει στις αποφάσεις του ∆ήµου ή να διεκδικήσει κάποιο είδος πολιτικής εξουσίας. Όσον αφορά στην οικονοµική βοήθεια της αθηναϊκής δηµοκρατίας προς τους µη πολίτες ήταν µάλλον ανύπαρκτη, καθώς δε δικαιούνταν µισθού. Αντίθετα, υπήρξαν οικονοµικές υποχρεώσεις των µετοίκων προς την πόλη, όπως το µετοίκιον,που συγκαταλεγόταν στα επίσηµα έσοδα του κράτους ή τα θεωρικά (για τους εύπορους µετοίκους). Η αθηναϊκή δηµοκρατία δεν κατόρθωσε, παρά τον γόνιµο σπόρο της, να µεταβληθεί σε οικονοµική δηµοκρατία. Το µικρό χρονικό διάστηµα των µεταρρυθµίσεων που απέδωσαν µετά τους περσικούς πολέµους ένα είδος οικονοµικής δηµοκρατίας, δε διατηρήθηκε επί µακρόν και δεν αγκάλιασε τις πληθυσµιακές οµάδες των µη πολιτών.

45

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15Ο

Η παιδεία

"Στην Αθήνα διδάσκουν και συμβουλεύουν τα παιδιά με φροντίδα. Στην αρχή η παραμάνα και

η μητέρα και ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατέρας φροντίζουν να γίνει το παιδί πολύ καλό,

διδάσκοντας ότι αυτό είναι δίκαιο κι αυτό είναι άδικο, αυτό είναι καλό κι αυτό είναι κακό.

Έπειτα, όταν τα παιδιά φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία, οι γονείς τα στέλνουν στους

δασκάλους, όπου οι δάσκαλοι της γραφής και της ανάγνωσης φροντίζουν να μάθουν γράμματα

και να καταλαβαίνουν τα γραπτά κείμενα, ενώ οι κιθαριστές προσπαθούν να κάνουν τα παιδιά

πιο ήρεμα με το να παίζουν μουσική, και εξοικειώνουν τις ψυχές των παιδιών με τον ρυθμό και

την αρμονία. Ακόμα τα παιδιά συχνάζουν στα γυμναστήρια και στις παλαίστρες, όπου οι

δάσκαλοι της γυμναστικής (οι παιδοτρίβες) κάνουν τα σώματά τους καλύτερα, για να μην

αναγκάζονται να δειλιάζουν εξαιτίας της κακής σωματικής κατάστασης"

46

Επιπλέων ενότητα: Ποια πολιτικά θέματα της αρχαίας Αθήνας είναι αντίστοιχα με τη

σημερινή εποχή; Ποιοι τρόποι αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών στην αρχαία εποχή

θα βοηθούσαν και σήμερα;

Στην αρχαιότητα όπως και σήμερα εμφανίζονταν πολιτικά προβλήματα που έπλητταν το λαό

και εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Οι αρχαίοι Αθηναίοι φρόντιζαν

να λάβουν μέτρα αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων μερικά απ’ τα οποία ίσως

βοηθούσαν και στην παρούσα πολιτική κατάσταση της χώρας.

Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η λαϊκή τάξη ήταν τα χρέη. Κατά τα τέλη του 7ου

αρχές του 6ου

αιώνα, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Δράκοντα ήταν επιτρεπτό όταν υπήρχε

ανάγκη ο πολίτης να δανείζεται με εγγύηση την προσωπική του ελευθερία. Εάν οι όροι της

συμφωνίας δεν τηρούνταν, τότε κινδύνευε να υποδουλωθεί και να πουληθεί μακριά από την

πόλη. Το οξύ οικονομικό πρόβλημα είχε οδηγήσει πολλούς πολίτες στην υποδούλωση. Στις

μέρες μας συμβαίνει κάτι ανάλογο όσον αφορά τα χρέη. Βέβαια σήμερα δεν μπορεί να

υποδουλωθεί όποιος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει τα χρέη του, αλλά το

κράτος προχωρά σε κατασχέσεις περιουσιών.

Στην αρχαία Αθήνα το πρόβλημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Σόλων. Με μια σειρά νόμων, τη

σεισάχθεια, διέγραψε τα χρέη και ελευθέρωσε όσους είχαν γίνει δούλοι λόγω των χρεών τους.

Παράλληλα επέστρεψε στους μικρούς γεωργούς τα υποθηκευμένα, για χρέη, χωράφια τους και

απαγόρεψε να δανείζεται κανείς με εγγύηση την προσωπική του ελευθερία. Ο Σόλων

ξανάδωσε την ελευθερία σε πολλούς Αθηναίους και όρισε ανώτατο όριο εδαφικής ιδιοκτησίας

που θα μπορούσε να κατέχει κανείς. Με παρόμοιο τρόπο θα μπορούσαν να έχουν ρυθμιστεί

και τα σημερινά πολιτικά προβλήματα που αφορούν τα χρέη.

Ένα ακόμα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι Αθηναίοι είναι η φοροδιαφυγή η οποία

δεν έχει εκλείψει μέχρι σήμερα. Οι πλούσιοι Αθηναίοι που ήταν υπεύθυνοι για την πληρωμή

των φόρων εκτός από τον ετήσιο φόρο τους, ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν τις λειτουργίες. Η

περιουσιακή κατάσταση κάθε πολίτη ήταν πολύ καλά γνωστή από τον τρόπο ζωής του και την

φορολογική κλίμακα στην οποία είχε δηλώσει ο ίδιος ότι ανήκει. Έτσι, ήταν υποχρεωμένος να

εκτελέσει τις λειτουργίες που του είχαν ανατεθεί. Κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί εκτός αν

είχε ξαναλειτουργήσει πρόσφατα ή αν ισχυριζόταν πως δεν ήταν αρκετά πλούσιος για να

λειτουργήσει. Σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να υποδείξει κάποιον πλουσιότερό του για να

λειτουργήσει ο οποίος μπορούσε να δεχτεί με τον όρο να αλλάξουν περιουσίες με τον αντίδικό

47

του ώστε να φανεί ποιος είναι πλουσιότερος. Με αυτόν τον τρόπο ήταν αδύνατη η απόκρυψη

περιουσιακών στοιχείων και παράλληλα και η δυνατότητα φοροδιαφυγής.

Συµπεράσµατα Από την έρευνά μας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι χρωστάμε πάρα πολλά στους αρχαίους

Έλληνες και πιο συγκεκριμένα στους Αθηναίους αφού μιλάμε για την θεμελίωση του

δημοκρατικού πολιτεύματος που επικρατεί μέχρι σήμερα.

Ακόμα, όπως διαπιστώσαμε, ακόμα κι αν μας χωρίζουν ολόκληροι αιώνες από τον αρχαίο

κόσμο, ακόμη και τότε βίωναν προβλήματα και καταστάσεις που ταυτίζονται με επίκαιρα

θέματα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι ωστόσο προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες με

σοφές ενέργειες και μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν και την παρούσα

κατάσταση της χώρας μας.

Βιβλιογραφία

Για τη σύνθεση της εργασίας μας αντλήσαμε πληροφορίες από:

• Το διαδίκτυο: www.ime.gr , www.sikyon.com , www.Wikipedia.com

• Άρθρα σε εφημερίδες: ΤΟ ΒΗΜΑ

• Βιβλία: Σχολικό βιβλίο Ιστορίας της Α’ Γυμνασίου και Α’ Λυκείου

48