24

Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

  • Upload
    others

  • View
    0

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

Γι

ώρ

γο

ς Σ

υµ

πά

ρδ

ης

ΜΕ

ΝΤ

ΙΟ

ΥΜ Ο Γιώργος Συµπάρδης γεννήθηκε στην Ελευσίνα

το 1945. Σπούδασε νοµικά και σκηνοθεσία κινηµατογράφου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Η αφήγηση και η πλοκή του βιβλίου διαθέτουν µια παραπλανητική απλότητα. Η αφηγήτρια είναι µια ανώνυµη εικοσιεννιάχρονη που έρχεται από την επαρχία για να επισκεφθεί την έγκυο µικρότερη αδελφή της και τον γαµπρό της σε ένα αθηναϊκό προάστιο, όπου θα γνωρίσει τον γιο του σπιτονοικοκύρη, θα τον ερωτευτεί, παρόλο πουο έρωτάς της δεν θα ευοδωθεί. Η πλοκή καλύπτει λίγες µέρες ενός θερµού καλοκαιριού και η αφήγηση διαβάζεται στο µεγαλύτερο µέρος της σαν µια «φέτα ζωής». Από τα µισά και µετά του βιβλίου, ωστόσο,η αφηγήτρια περιγράφει τις σκέψεις, τις αισθήσεις και τις ενέργειές της σε Ενεστώτα και διηγείταιτα όνειρά της σαν να ήταν πραγµατικές εµπειρίες.Οι διάλογοι επίσης (οι οποίοι συχνά παίρνουντη µορφή µονολόγου) υπονοούν κρυφές πτυχές της προσωπικότητας των ηρώων οι οποίες επηρεάζουντη συµπεριφορά τους προς τους άλλους.Η αφηγήτρια συνειδητοποιεί τη θέση της στον κόσµο και συγκεκριµένα διαπιστώνει ότι η διαίσθησή της και το ένστικτό της την καθιστούν ένα είδος µέντιουµ – το οποίο άλλωστε είναι και ο τίτλος του βιβλίου.

Peter Mackridge, World Literature Today

«Η ωριµότητα της γραφής στο Μέντιουµ εντυπωσιάζει».

Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθηµερινή

«Θα είχε πολλά να πει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο […] ένα όµως είναι βέβαιο: ότι έχουµε να κάνουµε µε ένα συγγραφέα στόφας».

Μένης Κουµανταρέας, Τα Νέα

«Το πιο ενδιαφέρον από τα δευτερεύοντα στοιχεία (αυτά, τελικά, χαρακτηρίζουν ένα έργο) είναι το δροµολόγιο εσωτερικής µετανάστευσης των ηρώων του: η είσοδός τους στην Αθήνα».

Νίκος Ξυδάκης, Βαβέλ

«Η λιγοήµερη ιστορία της νέας γυναίκας είναι συναρπαστική, γεµάτη ευαισθησία, γραµµένη µε µαστοριά. […] Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντιρρήσεις, ο συγγραφέας έχει ταλέντο σπουδαίου µυθιστοριογράφου. Αξίζει να το διαβάσετε!»

Ηρακλής Παπαλέξης, ∆ιαβάζω

«Κι η γλώσσα του βρίσκεται σε ισορροπία και µε την προσωπικότητα των ηρώων του και µε τον κόσµο που τους περιβάλλει.Γι’ αυτό η ιστορία του είναι πειστικήκαι βαθιά συγκινητική».

Σπύρος Τσακνιάς, Η λέξη

Γι

ώρ

γο

ς Σ

υµ

πά

ρδ

ης

ΜΕ

ΝΤ

ΙΟ

ΥΜ

ΜΥ

ΘΙ

ΣΤ

ΟΡ

ΗΜ

Α

5196µÃ¸£. º¿¢. »¸Ì/ª¸ª

ISBN 978-960-501-196-3

Φω

τ.

: Γ

ιώ

ργ

ος

Μω

σα

ΐδ

ης

C

M

Y

CM

MY

CY

CMY

K

2357_012KP_COVER_Mentioum.pdf 1 30/01/2012 4:17 µ.µ.

Page 2: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

;

Page 3: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

Εκείνο τον Ιούλίο η Αθηνα, για άλλη μια φορά, καιγότανε.

Τα βράδια, στο σπίτι της αδελφής μου, όσο κι αν καθυστε­

ρούσα να πέσω, ο ύπνος αργούσε να με πάρει. Τελευταία

στιγμή έπλενα το πρόσωπό μου καλά καλά με κρύο νερό

και ξάπλωνα με την ελπίδα πως θα κοιμόμουν πριν αρχίσω

να κολλάω από τον ιδρώτα – εάν η ώρα έφτανε δύο χωρίς

να έχω κοιμηθεί, μ’ έπιανε ο φόβος πως δεν θα τα κατα­

φέρω και μια ζαλάδα που συνεχιζόταν και μετά και την

καταλάβαινα μέσα στον ύπνο μου, που κάποτε ερχόταν,

αλλά τόσο ελαφρύς και ψεύτικος, ώστε το άλλο πρωί ξύ­

πναγα μέσα σε μια θολούρα κι όλη η μέρα μου θα πήγαινε

στραβά, λες και μόνο μια καινούργια νύχτα μπορούσε να

με κάνει καλά.

Έφταιγε και το ξένο, στενό κρεβάτι που βούλιαζε, και

περισσότερο έφταιγε η σάλα της αδελφής μου. Ήταν γεμά­

τη με έπιπλα που κανονικά θα μπορούσαν να γεμίσουν δύο

δωμάτια – μέσα στο σκοτάδι, τη νύχτα, τα αισθανόμουνα

ακόμα πιο πολλά, κολλημένα στο κρεβάτι μου.

Την ημέρα δεν πατούσα σχεδόν καθόλου στο υπνοδω­

μάτιό μου. Πρώτα θα έκανα τα ψώνια. Η αδελφή μου ήταν

Page 4: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

10 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

έγκυος στον έκτο μήνα, εκείνες τις ημέρες έμπαινε στον

έβδομο και δεν θέλαμε να κουράζεται. Μετά θα καθά­

ριζα και θα βοηθούσα στην κουζίνα, στο μαγείρεμα. Να

μαγειρεύω δεν καλοήξερα τότε, αλλά έκανα τις χοντρές

δουλειές, καθάριζα τα λαχανικά, έπλενα τα πιάτα κι είχα

ιδέες που επέμενα να μπουν σε εφαρμογή, προκαλώντας

τη δίκαιη οργή της Αλεξάνδρας. Την έβλεπα να προσπα­

θεί να κάνει τη δουλειά της, να προσπαθεί να μ’ ευχαρι­

στήσει, να μην μπορεί να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα και

ν’ αγανακτεί. Έπεφτα τότε στην αγκαλιά της, τη φιλού­

σα, τη χάιδευα, της ζητούσα συγγνώμη, ενώ εκείνη έλεγε

πως θα έπρεπε κάποτε να σταματήσω τις ανοησίες, τα

παιδιαρίσματα και παρίστανε ή πράγματι ήτανε θυμω­

μένη μαζί μου – στο τέλος, από τις πολλές γαλιφιές, δεν

μπορούσε να κρατηθεί, έσκαγε ένα χαμόγελο και μου

’δινε κι αυτή ένα φιλί.

Όση όμως και να ήτανε η δουλειά στην κουζίνα, τον

περισσότερο χρόνο, μέχρι να φάμε, τον περνούσαμε στην

κρεβατοκάμαρα της Αλεξάνδρας και του άντρα της.

Κατά τις δώδεκα, μόλις έφευγε ο ήλιος –γιατί κι αυτό

το δωμάτιο ήταν ανατολικό–, ξαπλώναμε στο κρεβάτι,

με τα παράθυρα ορθάνοιχτα. Διαβάζαμε, ακούγαμε ρα­

διόφωνο, στο τέλος θα αρχίζαμε να μιλάμε για το μωρό,

για το φύλο του και τις προβλέψεις των διαφόρων. Της

χάιδευα απαλά την κοιλιά, που τελευταία είχε αρχίσει

Page 5: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 11

να φουσκώνει, το άκουγα να χτυπάει και προσπαθούσα

να το φανταστώ πώς θα ήταν. Έβλεπα με τη φαντασία

μου ένα μυξιάρικο, ασχημούτσικο προσωπάκι, με όλες

του τις λεπτομέρειες, αλλά, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν

μπορούσα να δω αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Η Αλεξάνδρα

μας αφηνόταν στα χέρια μου κι έτριβε το κεφάλι της στο

στήθος μου, μιμούμενη την ομιλία των μωρών. Εγώ της

έκανα αέρα μ’ ένα περιοδικό, τη χάιδευα όπως τότε που

ήταν μικρό κοριτσάκι τεσσάρων χρονών με τις ξανθές

μπουκλίτσες να της πέφτουν στο πρόσωπο και να της

κλείνουν τα μάτια. Είκοσι χρόνια αργότερα τα μαλλιά

της δεν ήταν πλέον ξανθά, είχαν σκουρύνει, αλλά ήταν

τόσο λεπτά και η ίδια τόσο όμορφη και γλυκιά, που δεν

χόρταινα να τη βλέπω.

Από την κοινή παιδική μας ηλικία, αν επιμείνω, μπο­

ρώ να θυμηθώ πολλά, αλλά οι εικόνες που έρχονται και

ξανάρχονται μόνες τους είναι λίγες. Θυμάμαι που κά­

ποια μέρα, κάποιο σούρουπο –θα ήταν δεν θα ήταν τεσ­

σάρων χρονών–, έκλαιγε με λυγμούς και οι μπούκλες της

είχαν λερωθεί από τα δάκρυα και τις μύξες της κι εγώ

την έκλεινα στην αγκαλιά μου σφιχτά κι ήθελα κι εγώ να

κλάψω, αλλά δεν έκλαιγα, γιατί ήμουν πέντε χρόνια με­

γαλύτερή της. Ίσως έκλαιγε χωρίς σπουδαίο λόγο, αλλά

το γλυκό της πρόσωπο είχε συντριβεί. Θυμάμαι που η

μητέρα μας μου έλεγε, πριν ακόμα γεννηθεί η Αλεξάν­

Page 6: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

12 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

δρα μας, ότι εμένα με είχαν παρατήσει στην πόρτα της

περαστικοί γύφτοι – τόσο μελαχρινή ήμουν. Έπεφτα τότε

πάνω της και τη χτυπούσα με λύσσα και της φώναζα

να πάρει πίσω τα λόγια της, να μου πει πως δεν ήταν

αλήθεια. Αργότερα, όταν πλησίαζα τα δώδεκα, τελειώνο­

ντας το δημοτικό σχολείο, θυμάμαι που έπλαθα ιστορίες

με τη φαντασία μου. Είχε πλέον κυλήσει πολύ νερό στο

ποτάμι. Μ’ άρεσε να σκέφτομαι ότι δεν ήμουν πραγμα­

τικό παιδί τους, ότι με είχαν υιοθετήσει. Έπαιρνα την

Αλεξάνδρα από το χέρι και φεύγαμε από το χωριό. Η

Αλεξάνδρα ήθελε να με ακολουθήσει κι εγώ θα δούλευα

στις πόλεις για να τη ζήσω.

Όταν τη ζήτησε ο Μανόλης κι η μητέρα μας δεν ήθελε

να του τη δώσουν, επειδή είχα εγώ σειρά σαν μεγαλύτε­

ρη, η Αλεξάνδρα, που τον καλόβλεπε, ζήτησε τη γνώμη

μου. Δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, κι ας της το είπα

τόσες φορές, ότι η μόνη στεναχώρια μου ήταν που θα μας

έφευγε από το σπίτι.

Είχε ηδη σύμπληρωθεί μία εβδομαδα από τον ερχομό μου

στην Αθήνα κι ακόμα δεν είχα εξοικειωθεί με το περι­

βάλλον του νέου τους σπιτιού. Στην αρχή, όταν νεόνυμ­

Page 7: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 13

φοι έφυγαν από τη Βοιωτία, έπιασαν ένα διαμέρισμα

στην Ελευσίνα για να βρίσκονται κοντά στη Χαλυβουρ­

γική, στη δουλειά του Μανόλη. Έμενε σ’ αυτή την πόλη

και πιο πριν και του άρεσε. Δεν ήταν μόνο οι φίλοι

του, από τους οποίους είχε κάπως ξεκόψει αλλά εξα­

κολουθούσαν να βρίσκονται εκεί, ήταν και οι Κρητικοί

συμπατριώτες του, όλοι μακρινοί συγγενείς, που σχημά­

τιζαν έναν δικό τους μεγάλο κύκλο, κάτι σαν παροικία.

Όμως η Ελευσίνα που ούτε προάστιο ήταν ούτε επαρχία

δεν άρεσε στην Αλεξάνδρα. Μετακομίζοντας πριν τρεις

μήνες από το διαμέρισμα της Ελευσίνας στο Περιστέ­

ρι, έπιασαν μια μικρή μονοκατοικία. Για την ακρίβεια

μοιράζονταν ένα σπίτι με τους ιδιοκτήτες. Δύο δωμάτια

και κουζίνα η Αλεξάνδρα, τρία και κουζίνα η σπιτονοι­

κοκυρά κι ανάμεσά τους μία κοινή μικρή αυλή πνιγμένη

στο πράσινο της κληματαριάς. Τριγύρω στους τοίχους

αρμπαρόριζες, κατιφέδες, ρόδινες μπιγκόνιες και κόκ­

κινα γεράνια, σε όμορφες γλάστρες και φρεσκοβαμ­

μένους γκαζοτενεκέδες. Με τη μετακόμιση πλησίαζαν

τόσο πολύ στο κέντρο της Αθήνας κι όμως ήταν σαν να

έφευγαν μίλια μακριά της.

Στις οχτώ το βράδυ, όταν ο ήλιος θα είχε πέσει για τα

καλά κι η ζέστη θα είχε σπάσει, βγαίναμε στην αυλή και

εκεί καθόμαστε ώσπου να βραδιάσει. Τα πάντα τριγύρω

από απόγευμα σε απόγευμα άλλαζαν, φαίνονταν διαφο­

Page 8: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

14 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

ρετικά από ό,τι την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου

εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο

τους σπίτι. Σιγά σιγά, βέβαια, οι εικόνες θα καταστάλα­

ζαν. Το ίδιο θα συνέβαινε ένα μήνα αργότερα, όταν θα

επέστρεφα στο σπίτι μας στο Χ. Βοιωτίας. Μετά από μια

τόσο μακριά απουσία, η αυλή, η κουζίνα, το δωμάτιό μου

θα φαίνονταν όλα τελείως διαφορετικά. Μόνο που εκεί,

μέσα σ’ ένα απόγευμα, θα έπεφτα να κοιμηθώ και όταν

ξυπνούσα όλα θα ήταν ξανά όπως και πριν να φύγω.

Ο Μανολησ γύρίζε από τη δουλειά με το πούλμαν της

Χαλυβουργικής στις τρεις. Έτρωγε γρήγορα γρήγορα κι

έπεφτε να κοιμηθεί. Εμείς, που τρώγαμε στη μιάμιση,

ήμαστε κιόλας ξαπλωμένες. Η Αλεξάνδρα, όταν το φα­

γητό χρειαζόταν ζέσταμα, σηκωνόταν η ίδια. Άλλοτε που

θα του είχε αφήσει το πιάτο του σκεπασμένο στο τρα­

πέζι, τον ρωτούσε από το κρεβάτι αν ήθελε να σηκωθεί

για να του ετοιμάσει κάτι άλλο ή να του κάνει παρέα.

Εκείνου η απάντηση ήταν πάντοτε αρνητική. Ήθελε να

τελειώνει με το φαγητό όσο το δυνατό γρηγορότερα για

να πέσει δίπλα της. Με τις μεσαρόπορτες όλες ανοιχτές,

στην αρχή ακούγονταν κάποιοι ψίθυροι, κάποιοι θόρυβοι,

Page 9: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 15

αισθανόμουν κι εγώ περισσότερο ελεύθερη, μετά άρχιζαν

σιγά σιγά οι αναπνοές τους να γίνονται ρυθμικές, όταν

κάποτε απλωνόταν η τελειωτική ησυχία του ύπνου, κλει­

δωνόμουνα στο κρεβάτι.

Εκείνο το απόγευμα με πήρε ο ύπνος λίγο πριν έρ­

θει ο Μανόλης. Με το που μπήκε στο σπίτι ξύπνησα,

αλλά κοιμήθηκα πάλι αμέσως και θα ήταν τέσσερις η

ώρα όταν ξέφυγα από ένα βύθισμα, με το πρόσωπο

λουσμένο στον ιδρώτα. Σηκώθηκα με κάθε προφύλαξη,

πήγα στο μπάνιο, πλύθηκα κι επιστρέφοντας στη σάλα

τους είδα εκεί, ξεσκέπαστους, στο διπλό τους κρεβάτι.

Είχαν επάνω στα σώματά τους κάτι καινούργιο. Η Αλε­

ξάνδρα με το σουτιέν και την κιλότα ήταν ξαπλωμένη

στα πλάγια με το αριστερό πόδι λυγισμένο. Το χέρι της

που μόλις ακουμπούσε στο μπράτσο του το είχε βάλει

εκεί πριν να την πάρει ο ύπνος ή μετά; Με τα λευκά

εσώρουχα το σώμα της φαινόταν ακόμα πιο άσπρο – η

κοιλιά της μέσα σε μια εβδομάδα είχε μεγαλώσει τόσο

πολύ, που τώρα πραγματικά έδειχνε την εγκυμοσύνη

της. Αυτός, με το μεγάλο κορμί του ξαπλωμένο ανάσκε­

λα, σε μια στάση παραλυσίας, με τα χέρια σταυρωμένα

στο στήθος και τα πόδια απλωμένα να εξέχουν από το

κρεβάτι, είχε το στόμα ανοιχτό, χωρίς να βγάζει κα­

νέναν ήχο. Φορούσε μόνο ένα γαλάζιο μακό σλιπάκι.

Είχαμε αγοράσει έξι όμοια η αδελφή μου κι εγώ την

Page 10: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

16 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

προηγούμενη μέρα. Επάνω του είχε πάρει το σχήμα των

λεπτομερειών του. Είχε παχύνει λίγο κι αυτός στον ένα

χρόνο του γάμου τους και για πρώτη φορά έβλεπα πως

δεν ήταν πια το νεαρό παλικάρι από την Κρήτη που

είχαμε γνωρίσει. Περπατούσαμε σ’ έναν μακρύ δρόμο

αλλά έφευγαν μπροστά, κι εγώ, από ένα σημείο του,

τους κοιτούσα να απομακρύνονται.

Την ίδια μέρα το βράδυ ξεκινήσαμε να πάμε οι τρεις

μας σ’ έναν από τους κινηματογράφους της συνοικίας.

Οχτώμισι η ώρα και, ενώ ακόμα δεν είχε καλά καλά σκο­

τεινιάσει, η προβολή άρχισε, έτσι που στην αρχή με δυ­

σκολία μπορούσες να δεις την εικόνα – έβλεπες περισσό­

τερο τις λεπτομέρειες της οθόνης. Οι Περιστεριώτες –οι

περισσότεροι από αυτούς που θα έπρεπε να ήταν πα­

ντρεμένοι χωρίς τις γυναίκες τους, η μεγάλη πλειοψηφία

όμως νεαροί, κι αυτοί με σορτς, μπλουτζίν μεταποιημένα

σε κοντά παντελονάκια και φανελάκια λογής λογής, με­

ρικοί ακόμα με σαγιονάρες– κατέφταναν παρέες παρέες,

μέχρι που σκοτείνιασε για τα καλά. Εννιά η ώρα και στις

πρώτες σειρές των καθισμάτων ο νεαρόκοσμος των οχτώ

έως δώδεκα ετών έχει κι αυτός ησυχάσει συνεπαρμένος.

Υπάρχει, άραγε, ανάμεσά τους κάποια μικρή δεσποινίς

που άλλοτε να κλαίει με το παραμικρό κι άλλοτε πάλι να

μην πιστεύει σε τίποτα; Και πώς να πιστέψει, αφού όλα

στον κινηματογράφο είναι ψεύτικα – μήπως δεν είναι

Page 11: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 17

ψεύτικο κι αυτό ακόμα το φαγητό που προσποιούνται

ότι τρώνε στα έργα οι ηθοποιοί; Η ύφανση, οι ραφές και

τα μπαλώματα έχουν στο μεταξύ σιγά σιγά χαθεί.

Ο πατέρας της ηρωίδας έχει το πόδι του στα σίδερα, από

τότε που, μικρό παιδί, έπαθε πολιομυελίτιδα. Ξυπνάει

νωρίς το πρωί και κουτσαίνοντας πηγαίνει έξω από την

πόλη. Σ’ ένα σκάμμα σβήνει τον ασβέστη και τον που­

λάει στους εργολάβους, στους μαστόρους και στους νοι­

κοκύρηδες που χτίζουν τριγύρω. Ψάχνει κι η κοπέλα να

βρει δουλειά, αλλά κανείς από αυτούς που ζητούν υπαλ­

λήλους δεν την προσλαμβάνει. Σκέφτεται τότε να βάλει

η ίδια μία αγγελία στην εφημερίδα. Της απαντάει μόνο

ένας δικηγόρος και την καλεί στο γραφείο του. Πηγαίνει

να τον συναντήσει και χτυπάει την πόρτα.

– Περάστε, της λέει, είναι ανοιχτά.

Ένα χολ και στο βάθος το γραφείο του. Εκεί είναι

καθισμένος κι έχει πίσω του τη βιβλιοθήκη, που καλύπτει

όλο τον τοίχο, γεμάτη σκούρα βιβλία. Είναι κι αυτός νέος,

τριάντα περίπου χρονών, σκούρος, μελαχρινός, με λεπτά

χαρακτηριστικά και έξυπνα μάτια. Τη βάζει να καθίσει

στην πολυθρόνα που βρίσκεται μπροστά στο γραφείο,

εκεί που κάθονται οι πελάτες.

– Ξέρετε γραφομηχανή; τη ρωτάει.

– Όχι.

Page 12: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

18 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

– Θα μάθετε. Ξέρετε γαλλικά;

– Όχι.

– Δεν πειράζει, της λέει, προσλαμβάνεστε. Θα απα­

ντάτε στο τηλέφωνο και θα δεχόσαστε τους πελάτες, όσο

θα λείπω στο δικαστήριο. Ούτως ή άλλως οι περισσότε­

ροι είναι από εδώ, ντόπιοι. Θέλετε ν’ αρχίσουμε τη συ­

νεργασία μας από αύριο το πρωί, στις οχτώμισι;

Σηκώνεται αυτός όρθιος για να την ξεπροβοδίσει και

τότε βλέπει το πόδι του κι ακούει το σίδερο μέσα στο

παντελόνι του. Φεύγει σαν κυνηγημένη, αντί για το ασαν­

σέρ πιάνει να κατέβει τη σκάλα – τα σκαλιά δύο δύο.

Από την άλλη μέρα συνεχίζει το ψάξιμο για δουλειά.

Του κάκου. Κανείς δεν θέλει να την προσλάβει κι ένα

απόγευμα, που γυρίζει μπαϊλντισμένη στο σπίτι της, στη

γωνία, έξω από το γαλατάδικο, την περιμένει ο δικηγό­

ρος. Την αρπάζει από το μπράτσο και την ακινητοποιεί.

– Σε παρακαλώ, άκουσέ με, της λέει. Από τότε που

έφυγες τρέχοντας, το κατάλαβα ότι χωρίς εσένα δεν θα

μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου. Το κατάλαβα πιο

πριν, από τη στιγμή που μπήκες στο γραφείο, γιατί για

τον κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος, του­

λάχιστον ένας, για μερικούς μόνον ένας, κι εγώ το είδα

ότι μέσα από τα εκατομμύρια του πλανήτη μας αυτός

για μένα ήσουν εσύ, κι είχες έρθει στην πόρτα μου. Όταν

έφυγες τρέχοντας το κατάλαβα ότι δεν θα υπήρχε άλλη,

Page 13: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 19

ήσουν η μοναδική μου ευκαιρία. Έψαξα και σε βρήκα

και δεν θα σε ξαναχάσω, πέφτω στα πόδια σου και σε

παρακαλώ να με παντρευτείς.

Εκείνη αρνείται.

– Δεν γίνεται, του λέει, παντρέψου μιαν άλλη, μια από

αυτές που λες ότι σε παρακαλάνε από το σπίτι σου. Ξέ­

χασέ με.

– Γιατί; ρωτάει και ξαναρωτάει αυτός κι όταν δεν

παίρνει καμία απάντηση της ζητάει να έρθει τουλάχιστον

να δουλέψει στο γραφείο.

Πηγαίνει, αλλά δεν το λέει του πατέρα της. «Στου

Λαμπρόπουλου» του απαντάει, όταν τη ρωτάει πού δου­

λεύει.

Ο δικηγόρος νοικιάζει ένα διαμέρισμα και της ζητάει

να του το επιπλώσει. Όταν είναι έτοιμο, μπροστά στο

κρεβάτι, τη φιλάει και την αγκαλιάζει. Εκεί πέφτουν ντυ­

μένοι και τον αφήνει να την κάνει δική του. Ύστερα η ζωή

της μοιράζεται ανάμεσα στο σπίτι με τον πατέρα της,

στο γραφείο και σ’ αυτό το διαμέρισμα μαζί του.

– Γιατί δεν με παντρεύεσαι; τη ρωτάει συνεχώς.

– Ντρέπομαι, του απαντάει μια μέρα. Δεν μπορείς να

το καταλάβεις ότι είναι μια ατέλειωτη ντροπή; Ως πού

θα φτάσει αυτή η ντροπή μου, πόσο θα διαρκέσει; Γιατί

με κυνηγάει;

– Δεν πρέπει να αισθάνεσαι ένοχη, της λέει αυτός.

Page 14: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

20 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

– Δεν αισθάνομαι ένοχη, του απαντάει. Ντροπή αισθά­

νομαι, μόνο ντροπή.

Εκτός από την ταινία, ξανάρχονται στον νου, μία προς

μία, οι λεπτομέρειες εκείνης της βραδιάς. Όσες φορές

σκέφτομαι την πρώτη συνάντησή μας, αρχίζω από τη

στιγμή που έσβησαν τα φώτα. Το φιλμ, οι άνθρωποι στο

διάλειμμα, ο ιδρώτας που γυαλίζει στα πρόσωπα, στο

δεύτερο μέρος, προς το τέλος, ένας αέρας που καίει αντί να

δροσίζει – με το που άναψαν τα φώτα, με μια κίνηση σαν

προσυνεννοημένοι, σηκωθήκαμε για να φύγουμε. Κανείς

δεν σκουντάει. Σιωπηλοί, με βήμα σημειω τόν, βαδίζου­

με στον κεντρικό διάδρομο. Κοντοστεκόμαστε μουδια­

σμένοι στην έξοδο, όπου συνωθείται και ο υπόλοιπος

κόσμος. Η επιστροφή στην πραγματικότητα δεν γίνεται

αμέσως. Μπροστά στο ταμείο άλλος κόσμος μαζεμένος

περιμένει ανυπόμονα για να μπει. Μερικοί, οι πιο βια­

στικοί, έχουν κιόλας περάσει μέσα, από τα πλάγια.

Σταθήκαμε λίγο στο πεζοδρόμιο χαζεύοντας τις φω­

τογραφίες των έργων. Η Αλεξάνδρα επέμενε στις φω­

τογραφίες της ταινίας που μόλις είχαμε δει, όταν μας

πλησίασε ένας νεαρός άντρας. Ένα λεπτό πιο πριν, σκυμ­

μένος στο πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα παραδίπλα, σιγούρευε

με μια αλυσίδα τη μηχανή του. Χαιρέτησε τώρα την Αλε­

ξάνδρα και τον Μανόλη και σ’ εμένα συστήθηκε μόνος

Page 15: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 21

του. Τον έλεγαν Άγγελο κι από τις ερωτήσεις της αδελ­

φής μου κατάλαβα, ευθύς εξαρχής, ότι ήταν ο γιος της

σπιτονοικοκυράς της.

– Γυρίσατε κιόλας από την Αίγινα; τον ρώτησε.

Όμως αυτός δεν ήταν στην Αίγινα, έλειψε μια εβδο­

μάδα στο Λαύριο όπου τον φιλοξενούσαν – έτσι είπε

τότε. Είχε επιστρέψει από το μεσημέρι, αλλά δεν το εί­

χαμε καταλάβει, γιατί τη μηχανή του, γυρίζοντας από

το Λαύριο, την άφησε για επισκευή στο συνεργείο ενός

φίλου. Οι δικοί του, ο πατέρας του κι η μητέρα του,

αργούσαν ακόμα να γυρίσουν από την Αίγινα. «Καλή η

ταινία;» «Καλή!» Τίποτ’ άλλο δεν ειπώθηκε εκείνο το

βράδυ. Καληνυχτιστήκαμε και χωρίσαμε. Αυτός κατευ­

θύνθηκε στον κινηματογράφο κι εμείς πήραμε τον δρόμο

για το σπίτι.

Προσπαθώ να θυμηθώ τι μου είχε απομείνει, όταν τον

σκεφτόμουνα τρώγοντας αργότερα στο σπίτι, και νομίζω

πως πρέπει να ήταν το πουκάμισο με τα μανίκια κατε­

βασμένα, παρά τη ζέστη, μέχρι κάτω, και τα μάτια, με το

μαύρο σημαδάκι στο ασπράδι του αριστερού που πηγαι­

νοερχότανε συνέχεια. Έπειτα, μάλλον πρώτα απ’ όλα, η

φωνή του. Κάθε φορά που απαντούσε στην Αλεξάνδρα

εκεί, έξω από τον κινηματογράφο, προαισθανόμουνα ότι

θα έλεγε κάτι σημαντικό. Και ήταν, γιατί η φωνή του

ήταν τόσο γλυκιά και ζεστή, που ακόμα και οι πιο κοινές

Page 16: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

22 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ

λέξεις βγαίνοντας από το στόμα του έπαιρναν ένα νόημα

διαφορετικό από αυτό που ήξερα. Από εκείνο κιόλας το

βράδυ θα έπρεπε να υποπτευτώ τη συνέχεια και το κα­

ταλάβαινα, γιατί δεν έφευγε από το μυαλό μου, ότι του­

λάχιστον έπρεπε να τον ξαναδώ και να τον ξανακούσω.

Ύστερα μ’ έπιασε μια ανυπομονησία, που φοβήθηκα

ότι δεν θα μου βγει σε καλό. Όταν ο Μανόλης ζήτησε

ακόμα λίγη σαλάτα, βρήκα την ευκαιρία και προθυμο­

ποιήθηκα να την κόψω εγώ, γιατί η Αλεξάνδρα ήθελε,

όπως κάθε βράδυ, να τελειώνουμε χωρίς παρατάσεις κι

είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζει το φρούτο. Όμως κι η σα­

λάτα σε λίγο θα τελείωνε, κι εγώ θα ευχόμουν να υπήρχε

τρόπος να μη μεσολαβούσε ύπνος καθόλου και να έφτα­

νε κατευθείαν το πρωί της επόμενης ημέρας. Μετά από

ώρα, στο κρεβάτι μου, όταν οι θόρυβοι του δρόμου και

του σπιτιού είχαν πλέον καταπέσει, καταλάβαινα πως

για εκείνο τουλάχιστον το βράδυ δεν υπήρχε κανένας

φόβος. Στο πακέτο μου είχα κάμποσα τσιγάρα, αλλά κι

αυτό –κι οτιδήποτε άλλο– ήταν ασήμαντο, γιατί εμένα

ήταν αλλού το μυαλό μου. Ένα δροσερό αεράκι, μια ελά­

χιστη ιδέα, σιγόπαιζε στις γρίλιες του σκούρου και μαζί

με την ώρα που περνούσε γλυκά, η ζέστη είχε κι αυτή

κάπως γλυκάνει.

Περασμένες δύο, σταμάτησε έξω από το σπίτι ένα

μηχανάκι. Το κάγκελο της αυλόπορτας άνοιξε σιγά σιγά

Page 17: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

ΜΕΝΤΙΟΥΜ 23

και η μηχανή κύλησε αργά μέσα στην αυλή. Μεσολάβησε

σιωπή, ύστερα ο θόρυβος μιας αλυσίδας που σέρνεται

και το κλικ ενός λουκέτου που κλειδώνει. Ένα κλειδί

ξεκλείδωσε την απέναντι πόρτα και λίγο αργότερα τα

πάντα είχαν βυθιστεί και πάλι στη νυχτερινή σιωπή.

Page 18: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

Τι έγραψε ο Τύπος

[…] ο πρωτοεμφανιζόμενος πεζογράφος κατορθώνει να αφηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με τρόπο που δείχνει αξιοπρόσεκτη κατάκτηση των εκφραστικών μέσων του. Το ενδιαφέρον της ιστο­ρίας του, άλλωστε, έγκειται λιγότερο σε κάποιο είδος ευρημα­τικής επινοητικότητας και περισσότερο στη διεισδυτική σύλληψη και υποβλητική παρουσίαση μιας κάθε άλλο παρά φθαρμένης ή τετριμμένης εμπειρίας. […]

Ο συγγραφέας με μιαν όχι συνηθισμένη αφηγηματική δεξιο­τεχνία δημιουργεί μιαν ανεπαίσθητη ατμόσφαιρα μυστηρίου την οποία διαποτίζει μια σιγανή και αδιόρατη ψιχάλα νοσηρότητας.

[…] κύρια αφηγηματική αρετή του βιβλίου είναι η συγκινησια­κά φορτισμένη υποδήλωση.

[…] Κι ενώ η θλιβερή ψιχάλα ποτίζει τη δοκιμαζόμενη και μο­ναχική συνείδηση των δύο πρωταγωνιστών, η καθημερινότητα βα­δίζει απτόητη στη δική της πεπατημένη: Η Αλεξάνδρα χαϊδεύει τη συνεχώς διογκούμενη κοιλιά της, ο Μανόλης, εξαντλημένος από τη δουλειά στη Χαλυβουργική και από την αφόρητη ζέστη, βγά­ζει το βράδυ το τραπέζι στην αυλή και κουτσοπίνει τα κρασάκια του, το σαββατόβραδο πάνε οι τρεις τους σινεμά και μετά σε κά­ποια υπαίθρια ταβέρνα, τα πρωινά της Κυριακής χουζουρεύουν στο κρεβάτι με καφέ και φέτες ψωμί αλειμμένες με βούτυρο και μέλι. Το «ασήμαντο» δράμα που σκιαγραφεί με διεισδυτικότη­τα κι ευαισθησία ο Γιώργος Συμπάρδης δεν βγαίνει έξω από τα όρια του μικρόκοσμου [των ηρώων]. Οι ήρωές του δεν αποκτούν

Page 19: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

192

μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που προδιαγράφουν οι κοινω­νικές και πολιτιστικές παράμετροι. Κι η γλώσσα του βρίσκεται σε ισορροπία και με την προσωπικότητα των ηρώων του και με τον κόσμο που τους περιβάλλει. Γι’ αυτό η ιστορία του είναι πειστική και βαθιά συγκινητική.

Σπύρος Τσακνιάς, Η λέξη, τεύχος 65, Ιούνιος 1987

Από τα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο καιρό, ξεχώρισα δύο Ελλήνων συγγραφέων και ενός ξένου.

Το Μέντιουμ του Γιώργου Συμπάρδη, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη εμφάνιση συγγραφέα, ο οποίος παρουσιάζεται κύριος των εκφραστικών του μέσων και την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη. Μυθιστόρημα το οποίο έχει το πλεονέκτημα να μας μεταφέρει σ’ ένα χώρο όπου έζησαν και ζουν ακόμη πολλοί Έλ­ληνες και που, παρ’ όλα αυτά, μένει ουσιαστικά ανεκμετάλλευτο από τη λογοτεχνία μας.

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ένα, τεύχος 28, 9/7/1987

Η λιγοήμερη ιστορία της νέας γυναίκας είναι συναρπαστική, γε­μάτη ευαισθησία, γραμμένη με μαστοριά. Ίσως να τη ζήλευε και ο Μένης Κουμανταρέας. […] Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντιρ­ρήσεις, ο συγγραφέας έχει ταλέντο σπουδαίου μυθιστοριογράφου. Αξίζει να το διαβάσετε!

Ηρακλής Παπαλέξης, Διαβάζω, τεύχος 172, 29/7/1987

[…] Ο Γιώργος Συμπάρδης μας «προτείνει» μια «θερμή» Αθήνα. […] Μας προτείνει συγκυρίες, αγωνία, φόβο, έρωτα. […] Αυτός είναι φοιτητής της ιατρικής, αυτή μια νέα γυναίκα απ’ τη Βοιωτία που έρχεται να μείνει στο σπίτι της μικρότερης αδερφής της που περιμένει παιδί. Αυτή ζει κοινά, χωρίς τίποτα ιδιαίτερο… μόνο που… ονειρεύεται, ζει δηλαδή αναζητώντας το καινούριο και ξα­νακοιτώντας παράλληλα το παρελθόν. Είναι μια ύπαρξη χωρίς

Page 20: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

193

πολλά όπλα μα γεμάτη όνειρα. […] Ο Άγγελος είναι ένα πρόσωπο μυστικό, ζωγραφισμένο με πολλές σκιές, το ίδιο και οι άνθρωποι που γνωρίζει. Όπως η Άννα, το μέντιουμ, που είναι γοητεία και φόβος μαζί. Κάποιες φορές εμπνέει στη γυναίκα απ’ τη Βοιω­τία εμπιστοσύνη, άλλες πάλι εντείνει την ανασφάλειά της. Τελικά αυτή η δεύτερη είναι και τυπικά μόνη της σ’ αυτόν τον θερμό αθηναϊκό Ιούλιο. Κινείται ανάμεσα στα πρόσωπα που την περι­τριγυρίζουν, άλλοτε γοητευμένη, άλλοτε τρομαγμένη, μα διαρκώς ανήσυχη, περίεργη και ερωτευμένη. Και είναι γοητευτική αυτή και η ιστορία της που την ακούμε διά στόματος Γιώργου Συμπάρδη. Γιατί ο Συμπάρδης δεν έγραψε απλώς ένα βιβλίο, μας μετέφερε και όλες τις ανησυχίες αυτής της νέας γυναίκας, οι οποίες αν δεν μας αγγίζουν θα πρέπει εμείς να αρχίσουμε να ανησυχούμε.

Αν ήθελα να δώσω ένα χαρακτηρισμό στο βιβλίο αυτό, στην ιστορία αυτή, που άλλοτε με τρόμαζε σαν ιστορία τρόμου και άλ­λοτε μ’ έφερνε σε έντονες ρομαντικές εξάρσεις, θα έλεγα: αίνιγμα. Το βιβλίο αυτό είναι ένα αίνιγμα και επειδή είναι «θλιβεροί όσοι βρίσκουν την απάντηση και λύνουν τα αινίγματα» εγώ δεν ψάχνω να βρω καμιά λύση, αφήνομαι να παρασυρθώ από έναν μεταφυσι­κό ρομαντισμό και αποφασίζω να περάσω τον φετινό Ιούλιο στην Αθήνα […]

Τ. Χαλδαίος, Θούριος, Ιούλιος – Αύγουστος 1987

Ο συγγραφέας πρωτοπαρουσιάζεται. Και σε καθηλώνει με την άνεση που διαθέτει στο χειρισμό της γλώσσας. Είναι μια ικανότη­τα που ασφαλώς χαρακτηρίζει την ύπαρξη ενός δυναμικού συγ­γραφικού ταλέντου. Και μάλιστα συνοδεύεται από ένα ακόμη ση­μαντικό προτέρημα. Αναγνώριση της αξίας της λεπτομέρειας. […] Ο Γ. Σ. ξέρει να ορά τις κρυφές στιγμές, τις μερικές καταστάσεις. Είναι δύο ενέργειες που τις διαθέτει σε βαθμό πολύπειρης συγ­γραφικής οντότητας.

Μάνος Κοντολέων, Αυγή, 2/8/1987

Page 21: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

194

Ο Γιώργος Συμπάρδης εμφανίζεται για πρώτη φορά με ένα έργο το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ονομαστεί πρωτόλειο. Η ωριμότητα της γραφής στο Μέντιουμ, αφήγημα ενός νέου –αν και όχι νεαρού– πεζογράφου, εντυπωσιάζει.

[…] Η γραφικότητα της λαϊκής συνοικίας και η ατμόσφαιρα του οικείου δεν σφραγίζουν, ωστόσο, καθοριστικά το αφήγημα. Η απειλή ενός απροσδιόριστου κινδύνου επικρέμαται ακατάπαυστα και γεννά μιαν ακαθόριστη ανησυχία. Οι χαρακτήρες της νουβέ­λας συναντιόνται, συζητούν, διασκεδάζουν, εξομολογούνται, στην πραγματικότητα όμως οι τροχιές τους είναι ασύμπτωτες.

[…] Ισχυρό πλεονέκτημα του αφηγήματος είναι η υποβολή ενός κακού προαισθήματος που διαχέεται στην ατμόσφαιρα από την αρχή ως το τέλος της νουβέλας.

Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή, 3/9/1987

Άγνωστος ο συγγραφέας Γιώργος Συμπάρδης, αφήνει περιθώρια για επανεκτιμήσεις πάμπολλες. Αν ζούσε ο συγχωρεμένος ο Ιωάν­νου θα τον ευλογούσε. Ο Ταχτσής, αν δεν τον αποκηρύξει, θα είναι επειδή το ξανασκέφθηκε πιο ψύχραιμα και έξυπνα. […] Σ’ όλο το βιβλίο αιωρείται μια περίεργη απειλή. Κάτι πρόκειται να συμβεί, αλλά δεν γίνεται ποτέ. Πρόσωπα μπαίνουν και βγαίνουν στο καρέ της δράσης, αλλά δεν δηλώνουν παρά μόνο παρών.

Η αθηναϊκή γειτονιά σκιαγραφείται με λαχτάρα, ακριβείς και ειλικρινείς περιγραφές, ενώ η αφήγηση έχει μια αφέλεια που δια­σπάται κατά διαστήματα από κάποιες επικίνδυνες αστραπές­ανα­τροπές. Τα όνειρα της ηρωίδας χαρακτηρίζονται από μια απειλη­τική αβεβαιότητα και ασάφεια. Τα φιλμ που παρακολουθεί μιλάνε όλα για περίεργες αναπηρίες. Και τα άτομα που την περιστοιχί­ζουν έχουν πάντα κάποια ιδιαιτερότητα.

Αυτό το εξόχως ερεθιστικό υλικό ρίχνεται στη φωτιά τάχατες αδιάφορα και ασυντόνιστα για να οδηγήσει τη συνταγή σε μια εντελώς ιδιότυπη γεύση. Δεν ολοκληρώνεται τίποτα και μέχρι την τελευταία σελίδα ο αναγνώστης περιμένει το κακό που δεν θα γίνει ποτέ. Η ηρωίδα δεν δίνει λύση, επειδή αυτός είναι ο τρόπος

Page 22: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

195

σκέψης της. Αυτή είναι η γραμμή της. Κλείνει την αφήγηση χωρίς να περιμένει τίποτα.

Κάπως έτσι δεν είναι και η ζωή;Η έβδομη, 5/9/1987

[…] Ο νέος πεζογράφος εισέρχεται στον χώρο του πεζού λόγου με τόλμη. Κι αυτό γιατί ευθέως επιχειρεί τη σύνθεση και οργάνωση ευρύτερων επιφανειών […] Ο Συμπάρδης –κι αυτό νομίζουμε ότι είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δόμησης του υλικού του– ενσκύπτει στον μύθο του, «ακούει» τις σιωπές του και προ­καλεί τον αναγνώστη να κάνει το ίδιο. […] Κατορθώνει να δημι­ουργήσει μια περιρρέουσα ερωτική ατμόσφαιρα που απλώνεται νωχελικά στις σελίδες του βιβλίου, καλοκαιρινή, γεμάτη υποσχέ­σεις, βλέμματα, φευγαλέες χειρονομίες. Ο συγγραφέας υποβάλλει στον αναγνώστη αυτή την ερωτική αίσθηση, εμμένοντας στις σιω­πές, δημιουργώντας πίσω απ’ αυτές τις εντάσεις, παίζοντας ανά­μεσα στο φανερό και το κρυφό, φαντάζοντας τις λεπτομέρειες των αντικειμένων και των ανθρώπινων σωμάτων. […] Ο Συμπάρδης με το πρώτο του βιβλίο αποδεικνύει ότι γνωρίζει να «χειρίζεται» εύστοχα και με ακρίβεια τους χώρους – σκηνικά όπου στήνει τον μύθο του και κινεί τα πρόσωπά του. Ο «φακός» του εστιάζεται, «κινηματογραφεί» πλάνα από την καθημερινή ζωή μιας αντιπρο­σωπευτικής λαϊκής συνοικίας της Αττικής, του Περιστεριού. Ο Συ­μπάρδης, δηλαδή, χτίζει αρκετές φορές το υλικό του με κινημα­τογραφικό τρόπο, έτσι ώστε ο αναγνώστης να κυκλοφορεί μαζί με τους ήρωές του στον δρόμο της λαϊκής συνοικίας, να μπαίνει μέσα στα σπίτια με τις αυλές –όσα έχουν διαφύγει ακόμα από την ισοπεδωτική μανία της μπουλντόζας–, να πηγαίνει στον κινημα­τογράφο οκτώ με δέκα, να ανακατώνεται με τους λαϊκούς νέους με τις σαγιονάρες και τα σορτς, να κάθεται στην καφετέρια ή να διασκεδάζει στην ταβέρνα με τους άλλους εργατικούς.

Έλενα Χουζούρη, Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 52,Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1987

Page 23: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

196

Με τον Γιώργο Συμπάρδη έχουμε να κάνουμε μ’ ένα λογοτέχνη κυριολεκτικά «έτοιμο», φτασμένο, παρά το γεγονός ότι είναι το πρώτο του βιβλίο. Έναν λογοτέχνη που ξέρει να χειρίζεται άριστα τα εκφραστικά του μέσα και να «ψιλοκεντάει» υπομονετικά τη γοητεία του άγνωστου, την ερωτική έλξη του μυστηρίου και τους λεπτούς κραδασμούς που επιφέρουν στην ψυχή του ανθρώπου οι πρώτες «ψαύσεις» του έρωτα.

Κ. Βουκελάτος, Ιχνευτής, τεύχος 25, Οκτώβριος 1987

Πρωτοεμφανιζόμενος είναι και ο Γιώργος Συμπάρδης, με τη νου­βέλα του Μέντιουμ, που απεικονίζει με ευστοχία δύο αντιθετικούς κόσμους: τον ήσυχο, οικογενειακό των ευτυχισμένων ανθρώπων και τον ανήσυχο κύκλο ανθρώπων που ζουν στο ερωτικό περιθώριο.

Θα είχε πολλά να πει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο […] ένα όμως είναι βέβαιο: ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συγγραφέα στόφας.

Μένης Κουμανταρέας, Τα Νέα, 15/12/1987

Ο συγγραφέας έχει το χάρισμα να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα αντικείμενα αφού για την κατεξοχήν αισθαντική ηρωίδα η καθη­μερινή λεπτομέρεια έχει μια εξαιρετική σημασία που σημαδεύει τη ζωή. Στο κείμενο εκφράζεται έτσι συνεχώς από την ηρωίδα η απόλαυση της ζωής που δεν τη χάνει ούτε όταν αισθάνεται δυ­στυχισμένη. Μυρίζει το φαγητό, τα ανθρώπινα σώματα, η σαλάτα είναι λαχταριστή, το κρασί αναζωογονεί, το τσιγάρο είναι και απο­λαυστική ανάγκη και αποκρουστική μυρωδιά που η ηρωίδα νιώθει με την ίδια ένταση. Το χαρακτηριστικό αυτού του ύφους, που τόσο ταιριάζει στην προσωπικότητα της αφηγήτριας και τονίζει το γενι­κότερο θέμα της κατάφασης, είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Γ. Συμπάρδη στο πρώτο του βιβλίο και το κάνει αξιόλογο.

Κρίτων Χουρμουζιάδης, Διαβάζω, τεύχος 185, 17/2/1988

Page 24: Γιώργος Συµπάρδης ΜΕΝΤΙΟΥΜ · 2017-07-31 · εδώ, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουνα στο νέο τους σπίτι

Γι

ώρ

γο

ς Σ

υµ

πά

ρδ

ης

ΜΕ

ΝΤ

ΙΟ

ΥΜ Ο Γιώργος Συµπάρδης γεννήθηκε στην Ελευσίνα

το 1945. Σπούδασε νοµικά και σκηνοθεσία κινηµατογράφου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Η αφήγηση και η πλοκή του βιβλίου διαθέτουν µια παραπλανητική απλότητα. Η αφηγήτρια είναι µια ανώνυµη εικοσιεννιάχρονη που έρχεται από την επαρχία για να επισκεφθεί την έγκυο µικρότερη αδελφή της και τον γαµπρό της σε ένα αθηναϊκό προάστιο, όπου θα γνωρίσει τον γιο του σπιτονοικοκύρη, θα τον ερωτευτεί, παρόλο πουο έρωτάς της δεν θα ευοδωθεί. Η πλοκή καλύπτει λίγες µέρες ενός θερµού καλοκαιριού και η αφήγηση διαβάζεται στο µεγαλύτερο µέρος της σαν µια «φέτα ζωής». Από τα µισά και µετά του βιβλίου, ωστόσο,η αφηγήτρια περιγράφει τις σκέψεις, τις αισθήσεις και τις ενέργειές της σε Ενεστώτα και διηγείταιτα όνειρά της σαν να ήταν πραγµατικές εµπειρίες.Οι διάλογοι επίσης (οι οποίοι συχνά παίρνουντη µορφή µονολόγου) υπονοούν κρυφές πτυχές της προσωπικότητας των ηρώων οι οποίες επηρεάζουντη συµπεριφορά τους προς τους άλλους.Η αφηγήτρια συνειδητοποιεί τη θέση της στον κόσµο και συγκεκριµένα διαπιστώνει ότι η διαίσθησή της και το ένστικτό της την καθιστούν ένα είδος µέντιουµ – το οποίο άλλωστε είναι και ο τίτλος του βιβλίου.

Peter Mackridge, World Literature Today

«Η ωριµότητα της γραφής στο Μέντιουµ εντυπωσιάζει».

Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθηµερινή

«Θα είχε πολλά να πει κανείς γι’ αυτό το βιβλίο […] ένα όµως είναι βέβαιο: ότι έχουµε να κάνουµε µε ένα συγγραφέα στόφας».

Μένης Κουµανταρέας, Τα Νέα

«Το πιο ενδιαφέρον από τα δευτερεύοντα στοιχεία (αυτά, τελικά, χαρακτηρίζουν ένα έργο) είναι το δροµολόγιο εσωτερικής µετανάστευσης των ηρώων του: η είσοδός τους στην Αθήνα».

Νίκος Ξυδάκης, Βαβέλ

«Η λιγοήµερη ιστορία της νέας γυναίκας είναι συναρπαστική, γεµάτη ευαισθησία, γραµµένη µε µαστοριά. […] Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντιρρήσεις, ο συγγραφέας έχει ταλέντο σπουδαίου µυθιστοριογράφου. Αξίζει να το διαβάσετε!»

Ηρακλής Παπαλέξης, ∆ιαβάζω

«Κι η γλώσσα του βρίσκεται σε ισορροπία και µε την προσωπικότητα των ηρώων του και µε τον κόσµο που τους περιβάλλει.Γι’ αυτό η ιστορία του είναι πειστικήκαι βαθιά συγκινητική».

Σπύρος Τσακνιάς, Η λέξηΓ

ιώ

ργ

ος

Συ

µπ

άρ

δη

ςΜ

ΕΝ

ΤΙ

ΟΥ

ΜΜ

ΥΘ

ΙΣ

ΤΟ

ΡΗ

ΜΑ

5196µÃ¸£. º¿¢. »¸Ì/ª¸ª

ISBN 978-960-501-196-3

Φω

τ.

: Γ

ιώ

ργ

ος

Μω

σα

ΐδ

ης

C

M

Y

CM

MY

CY

CMY

K

2357_012KP_COVER_Mentioum.pdf 1 30/01/2012 4:17 µ.µ.