480

014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Embed Size (px)

DESCRIPTION

 

Citation preview

Page 1: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)
Page 2: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

"Ο σνγγραψΓα^ κοι Λ τίτλο*, οτήν κροποιί'κη έκδοοη.

Α . Μ Λ Κ Λ Ρ Ε Η Κ Ο

ΠΕΛΑΓΟΓΜ^ΕΟΚΑίΙ

Π03ΜΑ

Μ ετάφραση: Ζήνων Ζορζοβίλης 'Επιμέλεια: Θόδωρος Λ ιακόπουλος

Ή μετάφραση Εγινε άττό την ίκδοση του ’Εκδοτικού -Σοβιέτσκιι Πισάιε? ·

Page 3: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Α. Σ. MAKAPENKO

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΖΩΗ

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» Α Θ Η Ν Α 19X1

Page 4: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

C o p y r i g h t Ί ι κ ό ό α π , ; - Ι Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Γ Γ Κ >X11 I'M). ' Α Οή ν ο

I'i]/ JfOdMS- .Vi23 ΜΊ

Page 5: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Page 6: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)
Page 7: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

1. ΕΝΑ ΚΑΝΑΤΙ ΓΑΛΑ

Περάσαμε στό δεύτερο Σταθμό μιά όμορφη, ζεστή σχεδόν καλοκαιριάτικη μέρα. Οί πράσινες φυλλωσιές των δέντρων διατηρούνταν άκόμα, τό χόρτο πρασίνιζε, περνώντας τή δεύτερη νιότη του, φρεσκαρισμένη ά π ’τίς πρώτες φθινοπω ριάτικες μέ­ρες. Καί ό δεύτερος Σταθμός μας αύτή τήν περίοδο έμοιαζε μέ τριαντάρα όμορφογυναίκα: όχ ι μόνο γ ιά τούς άλλους, μά όμορφη καί γ ιά τόν έαυτό της, ήσυχη κι ευτυχισμένη, σίγουρη γιά τήν όμορφιά της. ' Ο Καλομάκ άγκάλιαζε τό Σταθμό σχεδόν ά π ’όλες τίς μεριές, έξω ά π ’τό πέρασμα τής Γκοντσαρόφκα. Πάνω ά π ’τόν Καλομάκ, κρέμονταν σ ιγανομουρμουρίζοντας οί πυκνές καί πλούσιες φυλλωσιές τού πάρκου μας, καί πολλές ήταν οί άπόκρυφες κι Ισκιωμένες γωνιές, πού μπορούσε νά κάνει μιά χαρά κανένας τό μπάνιο του, νά κουβαλήσει νεράιδες, νά πιάσει ψάρια, καί σέ μιάν άνάγκη, νά κρυφομιλήσει μ ’Ενα σύντροφό του. Τά κυριότερα ά π ’τά χτίρ ια τού Σταθμού όρθώ- νονταν σ τήν άκρη μιας ψ ηλής όχθης, καί οί έφευρετικοί καί άδιάντροποι π ιτσ ιρ ίκο ι, βουτάγανε ΐσ ια ά π ’τά παράθυρα στό ποτάμι, άφήνοντας στό περβάζι τά ρουχαλάκια τους.

Α π 'τ ί ς άλλες μεριές, όπου ξαπλωνόταν ό παλιός κήπος, ή κατηφόρα στό ποτάμι κοβόταν μέ πλατώματα, πού τό τελευταίο πρόφτασε καί τό κατέλαβε ό Σέρε. ’Εδώ είχε άπλα κι ή λ ιο , ό Καλομάκ ήταν πλατύς κι ήρεμος, μά τό μέρος έτούτο δέν ήταν καθόλου κατάλληλο γ ιά νεράιδες, μήτε καί γιά ψάρεμα, καί γενικά δέν ήταν καθόλου γ ιά ποιητές. ’Αντί γιά πο ίηση , άνθίζανε δώ λάχανα καί μαύρα φραγκοστάφυλα. Οί τρόφιμοι, μόνο γ ιά δουλιά έρχονταν έδώ, πότε μέ τό φτυάρι, πότε μέ τό τσαπί, καί πότε - πότε μαζί τους κουβαλούσαν μέ δυσκολία τό

7

Page 8: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Γεράκι ή τή Μ παντίτκα ζεμένα σ τ ’άλέτρι. Σ ’αύτό τό μέρος ήταν καί ή άποβάθρα μας, τρεις σανίδες δλες - δλες στηριγμέ­νες πάνω ά π ’τό κύμα του Καλομάκ, τρία μέτρα ά π ’τό μουράγιο.

Λίγο πιό πέρα, στό γύρισμα κατά τήν άνατολή, ό Καλομάκ, άνο ιχτοχέρης ξάπλωνε μπρός στά μάτια μας, κάμποσα έκτάρια παχύ λιβάδι, κυκλωμένο άπό δασωμένα καί θάμνους. Κ ατεβαίνα­με στό λιβάδι ισ ια ά π ’τόν καινούργιο μας κήπο κι ή καταπρά- σ ινη αύτή κατηφοριά σ ο υ ’παίρνε τό μυαλό μέ τήν όμορφιά της, καί σέ καλοΰσε νά κυλιστείς στό χορτάρι της, στόν ίσ κ ιο της κ ά τ’άπό κείνα τ ’άλαργινά της λευκάδια καί νά χαίρεσαι άχόρ- ταγα καί τό λιβάδι, καί τά δασάκια, καί τόν ουρανό, κι έκείνη τήν άκρινή γειτονιά τής Γκοντσαρόφκα στόν όρίζοντα. Ό Καλίνα Ίβ ά ν ο β ιτ ς άγαποΰσε πολύ αύτό τό μέρος, κι άπό καιρό σέ καιρό τίς Κυριακές τά μεσημέρια, μέ τραβούσε κι έμένα κα­τά δώ.

Μ ’άρεσε νά κουβεντιάζω μαζί του γιά τούς μουζίκους καί γ ιά τίς έπισκευές, τίς άδικίες τής ζωής καί τά μελλούμενα. Μ προστά μας ξάπλωνε τό λιβάδι, κι αύτό ξεστράτιζε κάπου - κάπου τόν Κ αλίνα /Ιβά νοβ ιτς άΤϊ’τόν ισ ιο φ ιλοσοφ ικό του δρόμο:

— Ξέρεις, άγαπητέ μου, ή ζωή είναι σάν τή γυναίκα. Μ ήν περιμένεις ά π ’ αύτή δικαιοσύνη. "Ο ποιος τό ’χει στριφτό τό μουστάκι, θά τόν κεράσει καί πίτα, καί γλυκό, καί βότκα, κι δποιος πάλι κατάλαβες, ούτε γενάκι δέν έχει, ή άθλια, ουτε νερό δέ θά τού δόσει νά πιει. "Οταν ήμουνα στούς ουσάρους... “Αχ σκύλας γιέ, που τό ’χεις τό κεφάλι σου; Τό ’φαγες μέ ψωμί ή τό ξέχασες στό τραίνο; Πού τ ’ άμόλησες, παράσιτο, τ ’ άλογο, πού νά σέ πάρει καί νά σέ σηκώσει; Μ έσα στά λάχανα σού ’φυγε;

' Ο Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς τελειώνει τό λόγο του μακριά κιόλας άπό μένα καί κουνάει άπειλητικά τό τσιμπούκι του.

Τρακόσια μέτρα πιό κεί, μαυρίζει μές στό χορτάρι μιά κοκκινότρ ιχη ράχη, μά κανένας «σκύλας γιός» δέ φαίνεται. ’Ό μω ς, ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς δέν κάνει λάθος στή διεύθυνση. Τό λιβάδι είναι τό βασίλειο τού Μ πράτσενκο, δπου βρίσκεται πάντα άθέατος κι ό λόγος τού Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , γ ιά νά πούμε τήν άλήθεια, είνα ι σάν τό ξόρκι. Λέει άλλα δυό - τρία κατεβατά κι ό Μ πράτσενκο υλοποιείται, καί σ ’ άπόλυτη συμφωνία μέ τά μυστήρια τού πνευματισμού, δέν έμφανίζεται πλάι σ τ ’ άλογο, μ ’άπό πίσω μας, ά π ’ τό περιβόλι.

8

Page 9: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μά τί πάθατε καί κουνάτε τά χέρια σά μαέστρος, Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς ; ΠοΟ’ναι τό λάχανο καί π ο ύ ’ναι τό άλογο;

’Α ρχίζει ζωηρή συζήτηση πού κι ό πιό άγράμματος άκόμα στά ζητήματα τής βοσκής, μπορεί νά καταλάβει πώς παραγέρα- σε πιά ό Κ αλίνα Ίβ ά νο β ιτς , πώς πολύ λίγο χαμπαρίζει ά π ’τήν τοπογραφία του Στάθμου, καί πώς ξέχασε πραγματικά που βρίσκεται τό χωράφι μέ τά λάχανα.

Τά παιδιά άφηναν τόν Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς νά γερνάει ήσυχος. Μέ τίς άγροτικές δουλιές άσχολοΰνταν άποκλειστικά ό Σέρε, καί τό μόνο πού ’ κανε ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς, ήταν νά χώνει άπό καιρό σέ καιρό τή γέρικη μύτη του σ ’ αύτές τίς δουλιές άπό καμιά χαραμάδα, μέ καμιά υψηλή καί σχολαστική έκ των υστέρων κριτική . Ό Σέρε ήξερε νά μαγκώνει αύτή τή μύτη, μ ’ ένα πρόσχαρο όχι καί πολύ τσουχτερό άστεϊο καί τότε ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς παραδινόταν.

Μά στή γενική δ ια χείρ ισ η , ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς όλο καί περισσότερο ζύγωνε τό πόστο τού βασιλιά τής 'Α γγλ ία ς — βασίλευε, μά δέν κυβερνούσε. "Ο λοι μας άναγνωρίζαμε τήν καταπληχτική νοικοκυροσύνη του, ύποκλινόμασταν μέ σεβα­σμό μπροστά στά ρητά πού άράδιαζε, κάνοντας ά π ’ τήν άλλη τή δουλιά μας όπως τήν καταλαβαίναμε μεΐς οΠ διο ι. Ούτε καί τού κακοφαινόταν αύτό τού Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , μιά κι άπό φυσικού του δέν είχε κείνο τόν άρρω στιάρικο έγωισμό, κι έξω ά π ’αύτό, άκριβότερα ά π ’ όλα ήταν γΓ αύτόν τά προσωπικά του άποφθέγ- ματα, τόσο όσο στό βασιλιά τής ’Α γγλίας τά βασιλικά λιλιά .

"Οπως καί πρίν, ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς συνέχιζε νά πηγαίνει στήν πόλη, μά αύτά τά ταξιδάκια του τώρα παίρναν κάποιο πανηγυρικό χαρακτήρα, γ ιατί ήτανε πιστός όπαδός τής παλιας πολυτέλειας, καί τά παιδιά ήξεραν τό άπόφθεγμά του:

— Τ ’ άμάξι τού τσιφλικά είναι τής μόδας κι άς είναι νηστικά τ ' άλογά του, ένώ ό φουκαράς ό χω ριάτης έχει τό κάρο του φτωχό μά τ ’ άλογά του χορτασμένα.

Τό παλιό άμάξι πού ’μοιάζε μέ νεκρόκασα, τό έστρωναν τά παιδιά μέ φρέσκο σανό καί τό σκέπαζαν μέ καθαρό καναβάτσο.

“Εζευαν τό καλύτερο άλογο καί τό σταματούσαν μπροστά στό κατώφλι τού Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς . "Ολα τά υπεύθυνα κι άρμόδια πρόσωπα είχαν κάνει κιόλας τίς άπαραίτητες έτοιμασίες: στήν τσέπη τού βοηθού τού διαχειρ ιστή Ντενίς Κουντλάτι βρίσκεται κιόλας ή κατάσταση γ ιά τίς δουλιές πού ’χαν νά κάνουν στήν πόλη, ό Ά λ ιό σ κ α Βόλκοφ χώνει κάτω ά π ’ τό σανό τά κασόνια,

9

Page 10: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τά τσουβάλια, τά σκοιν ιά καί τ ’ άλλα σύνεργα συσκευασίας. ' Ο Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς κρατάει τ ’ άμάξι μπροστά στό κατώφλι του τρία - τέσσερα λεφτά, μετά βγαίνει ντυμένος τήν καθαρούχσικη καί σιδερωμένη μουσαμαδιά του, άνάβει μ ’ ένα σπίρτο τό τσιμπούκι του, πού τό ’χει ά π ’ τά πριν έτοιμο, ρ ίχνει μιά γρήγορη ματιά στ ’ άλογο ή στ ’ άμάξι, πετώντας κάποτε σοβαρά- σοβαρά μ έσ ’ ά π ’ τά δόντια του:

— Πόσες φορές δέ στό ’χω πει: μή φοράς στήν πόλη αύτό τόν παλιοσκούφο! Μά, πού νά τό καταλάβεις έσύ!...

Ώ σ ό το υ , ν ’ άλλάξει ό Ντενίς μέ κάποιο σύντροφό του τό σκούφο του, ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς σκαρφαλώνει στό κάθισμα καί διατάζει:

— Φύγαμε, τό λοιπόν.Στήν πόλη ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς κάθεται τόν περισσότερο

καιρό στό γραφείο κάποιου μεγαλοϋπεύθυνου έπ ισ ιτ ισ τή , βα­στάει ψηλά τό κεφάλι του καί προσπαθεί νά έκπροσω πήσει μέ τιμή τή δυνατή καί πλούσια έπικράτεια: τό Σταθμό Γκόρκι. ΓΓ αύτό ακριβώς καί ο ί λόγοι, πού βγάζει άφοροΰν περισσότερο ζητήματα γενικής πολιτικής:

— Οί μουζίκοι τά ’χουν όλα. Σάς τό δηλώνω αύτό κατηγο­ρηματικά.

Τήν ίδ ια ώρα ό Ντενίς Κουντλάντι, φορώντας τόν ξένο σκούφο κολυμπάει καί κάνει βουτιές στή θάλασσα των έπισ ιτι- στικώ ν γραφείων, πού βρίσκονται στό παραπάνω πάτωμα: παίρνει διαταχτικές, μαλώνει μέ τούς διευθυντές καί τούς ύπαλλήλους των γραφείων, φορτώνει σ τ ’ άμάξι τά σακιά καί τά κασόνια, άφήνοντας άθιχτη τή θέση τού Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , ταΐζει τ ’ άλογο, καί στίς τρεις ή ώρα μπουκάρει στό γραφείο γεμάτος άλεύρια καί ροκανίδια:

— Μ πορούμε νά φύγουμε, Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς .Τό πρόσωπο τού Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς λάμπει άπό ένα διπλω ­

ματικότατο χαμόγελο, σφίγγει τό χέρι τής διεύθυνσης καί ρωτάει τόν Ντενίς:

— Τά φόρτωσες όλα, όσα έπρεπε;Γυρίζοντας στό Σταθμό ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , πού ’χει

άποκάμει ξεκουράζεται, ένώ ό Ντενίς άφού φάει στά γρήγορα τό μεσημεριανό του κρύο, περιφέρει ώς άργά τό βράδυ τή μ ογγολι­κή φυσιογνωμία του στίς διάφορες υπηρεσίες έπισ ιτισμού τού Σταθμού, καί τρώγεται μ ’ όλους σά γριά.

*0 Κουντλάτι άπό φυσικού του δέν άνεχόταν νά βλέπει

10

Page 11: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πεταμένο τό παραμικρό. ' Υπόφερε σάν ά π ’ τό κάρο κρέμονταν καί πέφτανε τ ’ άχυρα, άν χάθηκε άπό κάπου ένα λουκέτο ή άν οί πόρτες του σταύλου κρέμονται σ ’ £να μεντεσέ. Τ σ ιγγούνης στά χαμόγελα, μά χωρίς κακία ποτέ του, ρ ιχνόταν στόν καθένα πού σπαταλοϋσε τά κοινά, μά αύτό, πάντα μέ τό καλό, καί πάντα μέ μιά θαυμαστή καί συγκροτημένη πειστικότητα. “Ηξερε νά φέρνει βόλτα τούς έλαφρόμυαλους π ιτσ ιρίκους, πού ’χαν τήν άφέλεια νά πιστεύουν πώς ήταν πολύ σπουδαίο πράγμα τό σκαρφάλωμα στά δέντρα καί υπέρτατη έπίδειξη τής άνθρώπινης δραστηριότητας. Μ ” £να του μόνο νεϋμα ό Ντενίς τούς κατέβαζε άπ* τό δέντρο:

— Μά, γιατί τό ’χεις τό κεφάλι σου; Γιά νά κουβαλάς τό σκούφο; Γρήγορα θά σέ παντρέψουμε, κι έσύ κάθεσαι πάνω στήν ιτιά καί σ χ ίζεις τό παντελόνι σου; Πάμε νά σου δόσω άλλο!

— Τί λογιώ άλλο; τόν π ιτσ ιρ ίκο τόν κόβει κρύος Ιδρώτας.— Θά τό ’χεις σά φόρμα γ ιά ν ’ άνεβαίνεις στά δέντρα. Πές

μου, σέ παρακαλώ, ποΰ είδες έσύ άνθρωπο ν ’ άνεβαίνει στά δέντρα μέ καινούργιο παντελόνι; Είδες πουθενά;

' Ο Ν τενίς είχε τό νοικοκυρίστικο πνεϋμα μέσα στό α\μα του γΓ αύτό καί δέ μπορούσε νά καταλάβει τίς άνθρώπινες λόξες. Δέ μπορούσε νά καταλάβει Ενα τόσο άπλό καί άνθρώπινο συναί­σθημα: ό π ιτσ ιρ ίκος σκαρφάλωνε στό δέντρο, άκριβώς γ ιατί ένθουσιάστηκε μέ τό καινούργιο παντελόνι. Τό παντελόνι καί τό δέντρο ήταν σ χεδόν £να πράγμα, ένώ γιά τόν Ντενίς ήταν δυό άλλιώ τικα κι άσυμβίβαστα.

'Ω σ τόσ ο , ή αυστηρή πολιτική του Κουντλάτι ήταν άπαραί- τητη , μιά κι ή φτώ χεια μας άπαιτοΰσε αιματηρές οίκονομίες. Γ Γ αύτό καί τό συμβούλιο των διοικητώ ν είχε μόνιμα βοηθό διαχειρ ιστή τόν Κ ουντλάτι, άπορρίπτοντας κατηγορηματικά τά μικρόψυχα παράπονα των πιτσιρίκω ν, γ ιά τίς πιέσεις τάχα του Ντενίς σχετικά μέ τά παντελόνια. Ό Καραμπάνοφ, ό Μ πελού- χ ιν , ό Βέρσνιεφ, ό Μ πουρούν καί ή άλλη γερουσία, έκτιμοΰσαν πολύ τή δουλιά τού Κουντλάτι καί υποτάσσονταν χω ρίς άντίρ- ρηση ΰταν ό Ντενίς τήν άνοιξη στή γενική συνέλευση πρόστα-r r .ν··

— Αύριο νά παραδόσετε τά παπούτσια στήν άποθήκη, γ ιατί to καλοκαίρι μπορείτε νά περπατάτε καί ξυπόλητοι.

'Ο Ν τενίς δούλεψε πολύ τόν ’ Οχτώβρη τού 1923. Τά δέκα τμήματα των τροφίμων είχαν ταχτοποιηθεί μέ δυσκολία στά

11

Page 12: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χτίρ ια , πού *χαν έτοιμαστεί. Στό παλιό παλάτι τοϋ τσ ιφλικά, πού τό λέγαμε «ό λευκός οίκος» ήταν οί θάλαμοι καί τό σ χολειό , ένώ ή μεγάλη σάλα πού ήταν πρώτα βεράντα, έγινε ξυλουργείο. Ή τραπεζαρία κατέβηκε στό υπόγειο τού δεύτερου σπιτιού όπου τά δωμάτια τού προσωπικού. Μ πορούσαν νά τρώνε σ ’ αυτήν όχ ι παραπάνω άπό τριάντα άνθρωποι ταυτόχρονα, γΓ αύτό καί τρώγαμε σέ τρεΐς βάρδιες. Τό τσαγκαράδικο, τό καροποιεϊο καί τό ραφείο είχαν στριμω χτεΐ στίς γωνιές καί πολύ λίγο μοιάζανε γιά συνεργεία. Στό Σταθμό ζούσαμε στενό­χωρα, παιδιά καί προσωπικό. Καί σά γ ιά νά μας θυμίζει πάντα τή μελλούμενη εύημερία μας, στόν καινούργιο κήπο ύψωνόταν τό διώροφο «άμπίρ»* κεντρίζοντας τή φαντασία μας μέ τήν άπλα πού ’χαν τά ψηλοτάβανα δωμάτιά του, τίς σκαλιστές γύψινες κορνίζες τους, καί τήν εύρύχωρη άνοιχτή βεράντα του πού άπλωνόταν πάνω ά π ’ τόν κήπο. Χρειαζόταν νά φτιάξουμε έδώ πατώματα, παράθυρα, πόρτες, σκάλες, θέρμανση, καί θά 'χα με θαυμάσιους θαλάμους γιά έκατόν είκοσ ι άνθρώπους, έλευθερώ- νοντας τ ’ άλλα χτίρ ια γιά τίς άλλες παιδαγωγικές άνάγκες. Μά γ ιά μιά τέτια δουλιά μάς έλειπαν έξι χ ιλ ιάδες ρούβλια καί τά τρέχοντα έσοδά μας πήγαιναν όλα στή μάχη γ ιά τήν έξάλειψη των κατάλοιπω ν τή ς παλιάς μας φτώχειας, πού θά ’ ταν φοβερό νά μάς ξαναβρεϊ.

Ή έπίθεση πού κάναμε σ ’ αύτό τό μέτωπο, είχε πιά έξαφανίσει τά παλιοσάκακα, τούς ξεφτισμένους σκούφους, τά κρεβάτια έκστρατείας, τά παπλώματα έποχής τού τελευταίου των Ρομανόφ καί τά κουρελοτυλιγμένα ποδάρια. “Α ρχισε τώρα νά μάς έρχεται καί κουρέας δυό φορές τό μήνα καί, παρόλο πού έπαιρνε γ ιά κάθε κούρεμα μέ τή μηχανή δέκα καπίκια καί γ ιά τό χτένισμα είκοσ ι, μπορούσαμε νά έπιτρέπουμε στόν έαυτό μας τήν πολυτέλεια νά καλλιεργούμε στά κεφάλια των τροφίμων τίς μοντέρνες χτενισ ιές, καρπούς τής εύρωπαικής κουλτούρας. Ε ίν ’ άλήθεια, πώς τά έπιπλά μας ήταν άμπογιάτιστα, τρώγαμε μέ ξύλινα κουτάλια καί τά έσώρουχά μας ήταν όλο μπαλώματα, ά λ λ ’ αύτό γινόταν γ ιατί τό μεγαλύτερο μέρος ά π ’ τά έσοδά μας, τό ξοδεύαμε στήν άγορά διάφορων πραγμάτων, έργαλείων, καί γενικά πήγαιναν στό άποθεματικό μας κεφάλαιο.

Δέν είχαμε ουτε τίς έξι χ ιλ ιάδες ρούβλια, ούτε καί καμιά έλπίδα νά τά πάρουμε άπό πουθενά. Π ολύ συχνά, στίς γενικές

* Χτίριο σέ ρυθμό άμπίρ.

12

Page 13: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

συνελεύσεις, στό συμβούλιο των διοικητώ ν, στίς πλατιές συζη­τήσεις τών πιό μεγάλων παιδιών καί στούς λόγους τών κομσομό- λων, άκόμα καί στίς φλυαρίες τών μικρών μπορούσε κανένας ν ' άκούσει γι ’ αύτές τίς.έξι χ ιλ ιάδες κι ήτανε όλοφάνερο σ ' όλους, πώς δέ θά μπορούσαμε ποτέ νά φτάσουμε αύτό τό τεράστιο ποσό.

Τ ήν έποχή αύτή, ό Σταθμός Γκόρκι ύπαγόταν στό ' Επιτρο- πάτο τής Λ αϊκής Π αιδείας, κι ά π ' αύτό έπαιρνε κάποιο ποσό σύμφωνα μέ τόν προϋπολογισμό. Μ πορεί κανένας νά πάρει μιά ιδέα γΓ αύτό τό ποσό, όταν γ ιά τό ντύσιμο τού κάθε τρόφιμου έπεφταν ε ίκοσ ιοχτώ ρούβλια τό χρόνο. Ό Καλίνα Ίβ ά ν ο β ιτς ήταν όλο άγανάχτηση:

— Π οιός είναι αύτός ό έξυπνος πού καθορίζει αύτές τίς έπ ιχορηγήσ εις; "Η θελα πολύ νά δώ τί σόι χφάτσα έχει, γ ιατί έφτασα, κατάλαβες, στά έξήντα καί δέν έχω συναντήσει στόν κόσμο τέτιες χφάτσες, τά παράσιτα!

Καί γώ δέν είχα δει τέτιους άνθρώπους, &ν καί πήγαινα στό έπιτροπάτο. Αύτό τό ποσό δέν τό καθόριζε κάποιος ύπάλληλος τού όργανω τικού τμήματος, παρά έβγαινε σάν αποτέλεσμα μιας άπλής δια ίρεσης του κύματος τών έγκαταλειμμένων παιδιών καί τού συγκεκριμένου άριθμού τους.

Τό κόκκινο σπ ίτι, όπως λέγαμε άπλά τό «άμπίρ» τών Τρέπκε, τό ’χαμε ταχτοποιημένο σά νά ήταν νά δόσουμε χορό, μά όλο κι άναβαλλόταν αύτός ό χορός καί τά πρώτα του ζευγάρια — οί μαραγκοί — άκόμα δέν είχαν προσκληθεί.

Ω σ τ ό σ ο , παρά τή θλιβερή αύτή κατάσταση, τό ήθικό τών παιδιών κάθε άλλο παρά ήταν πεσμένο. ‘Ο Καραμπάνοφ τό σχέτιζε όλο αύτό μέ τούς διαβόλους:

— Νά, θά δείτε, ο ί δ ιαόλοι θά κάνουν τό θαύμα τους! Είμαστε τυχεροί πού γεννηθήκαμε μπάσταρδοι... Νά θά δείτε, άν όχ ι οί διαόλοι, κάποιος έξαποδώς, ΐσω ς καμιά σ τρ ίγγλα ή κάποιος άλλος. Δέ μπορεί ένα τέτιο σπίτι νά στέκεται μπροστά στά μάτια μας σέ τέτιο χάλι!

ΓΓ αύτό καί όταν πήραμε τηλεγράφημα, ότι στίς Εξι τού Ό χ τώ β ρ η έρχεται στό Σταθμό ή έπιθεωρήτρια ά π ' τήν Π αιδική Βοήθεια τής Ο ύκρανίας Μ πόκοβα, κν ότι θά πρέπει νά στείλουμε άλογα νά τήν πάρουν ά π ’ τό σταθμό τού Χάρκοβου. δόσαμε αρκετά μεγάλη προσοχή σ ’ αύτή τήν είδηση , καί πολλοί έκφράσανε σκέψεις πού είχαν σχέση μέ τήν έπισκευή τού κόκκινου σπιτιού:

— Αύτή ή γριά μπορεϊ νά δόσει έξι χιλιάδες...

Ι.ι

Page 14: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Κι άπό πού ξέρεις, πώς είναι γριά;— Σ ’ αύτές τίς «Π αιδικές Βοήθειες» πάντα είναι γριές,

Ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτ ς άμφέβαλλε:—’Α π ’ τήν Π αιδική Βοήθεια δέν πρόκειται νά πάρεις

τίποτα. Τά ξέρω γώ αύτά. Θά παρακαλέσει νά παραλάβουμε άλλα τρία παιδιά. Κι ύστερα δ,τι καί νά πεις, είναι γυναίκα: χθεωρητικά — γυναικεία Ισοτιμία, όμως πραχτικά , όπως ήταν γυναίκα, έτσι κι έμεινε...

Στίς πέντε τού μήνα, στό τμήμα τού Ά ν τ ό ν Μ πράτσενκο έπλεναν τό καλό τ ’ άμάξι κι έπλεκαν τίς χαίτες τού ντορή καί τής Μ αίρης. Μ ουσαφιρέοι ά π ’ τήν πόλη μας έρχονταν σπάνια στό Σταθμό, κι ό ’ Α ντόν είχε τήν τάση νά τούς βλέπει μέ μεγάλη έκτίμηση. Τό πρωί στίς έξι τού Ό χ τώ β ρ η ξεκίνησα γιά τό σταθμό. Στή θέση τού άμαξα καθόταν ό ίδ ιο ς ό Μ πράτσενκο.

Καθόμασταν σ τ ’ άμάξι μέ τόν Ά ν τ ό ν , στήν πλατεία τού σταθμού καί κοιτούσαμε προσεχτικά όλες τίς γριές, πού έβγα ι­ναν στήν πλατεία, καί γενικά όλες τίς γυναίκες πού ’ χάνε τό στύλ τών στελεχώ ν τής Λαϊκής Π αιδείας. Ξαφνικά άκούσαμε κάποιον νά ρωτάει μάλλον έμάς:

—Ά π ό πού είναι αύτά τ ’ άλογα;Ό Ά ν τ ό ν άπάντησε μ έσ ’ά π ’τά δόντια του, κάπως απότομα:— Είναι δική μας δουλιά. Νά, έκεϊ είναι οί άμαξάδες.— Μ ήπως είστε ά π ’ τό Σταθμό Γκόρκι;Τ ινάζοντας τά ποδάρια του, ό Ά ν τ ό ν έκανε πάνω στό

κάθισμα μιάν όλόκληρη στροφή γύρω στόν άξονά του. ’ Ενδια­φέρθηκα κι έγώ.

Μ προστά μας στεκόταν ένα πλάσμα, όλότελα άπίθανο: έλαφρό γκρίζο παλτό μέ μεγάλα καρώ, κάτω άπ* τό παλτό κοκέτικα μεταξωτά ποδαράκια. Π ροσωπάκι περιποιημένο, κόκ­κινο καί λακκουβίτσες στά μάγουλα άνώτερης ποιότητας, άστραφτερά μάτια καί λεπτά φρύδια. Κάτω ά π ’ τήν νταντελένια ταξιδιωτική έσάρπα μας κοιτούσαν δυό έκθαμβωτικές ξανθιές μπούκλες, κι άπό κοντά ό άχθοφόρος, μ ’ ένα τιποτένιο φόρτω­μα: ένα κουτί κι ένα σάκο άπό καλό δέρμα.

— Είστε ή συντρόφισσα Μ πόκοβα;— Βλέπετε, λοιπόν, έγώ άμέσως μάντεψα πώς είστε τού

Σταθμού Γκόρκι.Συνήλθε έπιτέλους κι ό Ά ν τ ό ν , στροφογύρισε σοβαρά το

κεφάλι του καί ξεδιάλεξε μέ φροντίδα τά χαλινάρια. Ή Μ πόκοβα πήδηξι: μέσα σ τ ’ άμάξι. σκορπώντας γΰρ<:> της ένιι

1-1

Page 15: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έλαφρό καί δροσιστικό άρωμα. Τ ραβήχτηκα πιό πέρα στήν άκρη του καθίσματος καί γενικά ήμουν πολύ ταραγμένος ά π ’ τήν ασυνήθιστη παρέα.

Σ ’ όλόκληρη τή διαδρομή ή συντρόφισσα Μ πόκοβα κελα- ϊδοϋσε γιά τά πιό διαφορετικά πράγματα. Ε ίχε άκούσει πολλά γ ιά τό Σταθμό Γκόρκι κι ήθελε φοβερά νά δει «τί λογιώ Σταθμός ε ίν ’ αύτός».

—“Α χ, ξέρετε, σύντροφε Μ ακάρενκο, έχουμε τόσες δυσκο­λίες, τόσες δυσκολίες μ ’ αύτά τά παιδιά! Τά λυπάμαι φοβερά, ξέρετε, καί θέλω μέ κατιτί νά βοηθήσω. Κι αύτός είναι τρόφιμός σας; Τί χαριτωμένο παιδί! Δέ σας πιάνει βαριεστημάρα έδώ; Σ ’αύτά τά παιδικά σπίτια , ξέρετε, είναι πολύ πληχτικά. Σέ μας λένε πολλά γιά σας. Μ όνο πού, όπως λένε, δέν μας πολυαγαπάτε.

— Ποιούς;—' Εμας, τίς γυναίκες τής νταμκοινάγ.— Δέν καταλαβαίνω.— Λένε πώς έτσι μάς όνομάζετε: ντάμες τής κοινω νικής

άγωγής.—Μ Α λλο πάλι κι αύτό! είπα. Ποτέ μου δέν όνομάτισα έτσι

κανέναν!... 'Ω στόσο... βέβαια, καλά σάς όνόμασαν έτσι.Γέλασα είλ ικρινά . Ή Μ πόκοβα ήταν ένθουσιασμένη μέ

μιά τέτια πετυχημένη όνομασία.— Ξέρετε, αύτό έχει μιά δόση άλήθειας: σ τήν κοινωνική

άγωγή ύπάρχουν πολλές γυναίκες. Κι έγώ τό ΐδ ιο είμαι. Ά π ό μένα δέ θ ’άκούσετε τίποτε τό έπιστημονικό... Είστε ευχαρ ισ τη ­μένοι;

Ό Ά ν τ ό ν όλο καί γύριζε τό κεφάλι του πίσω ά π ' τό κάθισμά του, κοιτώντας μέ γουρλωμένα τά μεγάλα μάτια του τόν άσυνήθιστο έπιβάτη.

—"Ολο σέ μένα κοιτάει! γελούσε ή Μ πόκοβα. Τί μέ κοιτάει έτσι;

γΟ Ά ν τ ό ν κοκκίνιζε μουρμουρίζοντας κάτι μές στά δόντια του, καί κεντρίζοντας τ ’ άλογα.

Στό Σταθμό μας ύποδέχθηκαν γεμάτα ένδιαφέρον τά παιδιά κι ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς . Ό Σεμιόν Καραμπάνοφ σκαρφάλωσε στη θέση του, όλότελα σαστισμένος. Ό Ζαντόροφ είχε μισο- κλείσει τόνα του μάτι καί χαμογελούσε.

Π αρουσίασα τή Μ πόκοβα στά παιδιά κι αύτά τήν πήραν πρόσχαρα νά τής δείξουν τό Σταθμό. Ό Καλίνα Ίβ ά ν ο β ιτ ς μέ τράβηξε ά π ’ τό μανίκι καί μέ ρώτησε:

15

Page 16: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί τί πρέπει νά τήν ταΐσουμε;— Μά τό θεό, ούτε καί ξέρω τί τίς ταΐζουν, άπάντησα στόν

ΐδ ιο τόνο στόν Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς .— Νομίζω πώς γι ’ αύτή θά χρειασ τεί περισσότερο γάλα. Τί

λες κι έσύ, έ;—“Ο χι, Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς . Χ ρειάζεται κάτι πιό στερεό...— Καί τί νά κάνω; Νά σφάξουμε κανένα γουρούνι; Μά ό

Έ ντουάρντ Ν ικολάγεβιτς δέ θά δόσει.Ό Καλίνα Ίβ ά ν ο β ιτ ς πήγε νά φροντίσει γιά τήν τροφοδο­

σία τής σπουδαίας μουσαφίρισσας, κι έγώ τράβηξα νά βρω τή Μ πόκοβα. Π ρόφτασε κιόλας νά γνω ριστεί μέ τά παιδιά καί τούς έλεγε:

— Νά μέ λέτε Μ αρία Κοντράτιεβνα.— Μ αρία Κοντράτιεβνα; Περίφημα!... Δέστε λοιπόν, Μ α­

ρία Κ οντράτιεβνα, νά ή σέρα μας. Μ όνοι μας τή φτιάξαμε, νά, έγώ έχω άκόμα τούς ρόζους στά χέρια άπ* τό σκάψιμο, βλέ­πετε;

' Ο Καραμπάνοφ έδειχνε στήν Μ αρία Κ οντράτιεβνα τή χερούκλα του πού ’μοιάζε μέ φτυάρι.

— Ψέματα λέει, Μ αρία Κ οντράτιεβνα. Οί ρόζοι αύτουνου είναι ά π ’ τά κουπιά!

Ή Μ αρία Κ οντράτιεβνα στριφογύριζε ζωηρά τ ’ όμορφο ξανθό κεφάλι της, χω ρίς έσάρπα πιά, κι ένδιαφερόταν πολύ λίγο γιά τή σέρα καί τίς άλλες έπιτυχίες μας.

“Εδειξαν στή Μ αρία Κ οντράτιεβνα καί τό κόκκινο σπίτι.— Καί γιατί δέν τό άποτελειώνετε; ρώτησε ή Μ πόκοβα.—"Εξι χ ιλ ιάδες, είπε ό Ζαντόροφ.— Καί δέν έχετε λεφτά; Φτωχαδάκια!— Κι έσεΐς έχετε; έβαλε ένα μουγκρητό ό Σεμιόν. ~Ω, μά

τότε πού βρίσκεται τό ζήτημα; Ξέρετε τί; Δέν καθόμαστε έδώ στό χορταράκι;

' Η Μ αρία Κ οντράτιεβνα έκατσε μέ μιά χαριτωμένη κ ίνηση στό χορτάρι πλάι στό κόκκινο σπ ίτι. Τά παιδιά τής περιέγραψαν μέ ζωηρά χρώματα πόσο στενόχω ρα περνάμε, καθώς καί τή μελλούμενη θαυμάσια ζωή πού θά κάνουμε, μετά τήν έπισκευή φυσικά τοΰ κόκκινου σπιτιού.

— Καταλαβαίνετε; Τώρα είμαστε όγδόντα παιδιά, ένώ τότε θά γίνουμε έκατόν ε’ίκοσι. Καταλαβαίνετε;

’Α π ’ τόν κήπο βγήκε ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς . Π ίσω ίου ή "Ο λια Βόρονοβα κουβάλαγε μιά πελώρια στάμνα, δυό χωματέ­

16

Page 17: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νια χωριάτικα κύπελλα καί μισό σ ικαλ ίσ ιο ψωμί. Ή Μ αρία Κ οντράτιεβνα Εμεινε μέ τό στόμα άνοιχτό:

— Κ οιτάχτε, τί ΟαΟμα, πόσο υπέροχα είναι όλα έδώ! Αύτός είναι ό παπούλης σας; Είναι μελισσοκόμος, δέν ε ίν 1 Ετσι;

—“Ο χι, δέν είμάι μελισσοκόμος, Εκανε μ ’ ένα φωτεινό χαμόγελο ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς, καί ποτέ μου δέν ήμουνα μελισσοκόμος, μόνο πού αύτό τό γάλα είναι καλύτερο άπό κάθε μέλι. Αύτό δέν τό 'φ τιάξε κάποια γυναικούλα, μά ό ’Εργατικός Σταθμός Μ αξίμ Γκόρκι. Τέτιο γάλα, στή ζωή σας δέν Εχετε ματαπιεΐ: καί κρύο καί γλυκό.

* Η Μ αρία Κοντράτιεβνα χτύπησε παλαμάκια κι Εσκυψε πάνω ά π ’ τό κύπελλο, όπου Εριχνε τελετουργικά τό γάλα ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς . Ό Ζαντόροφ βιάστηκε νά έκμεταλλευτεί αύτή τή σοβαρή στιγμή:

—’Εσείς Εχετε τίς Εξι χ ιλ ιάδες καί κάθονται τζάμπα στό συρτάρι σας, ένώ έμεΐς δέ μπορούμε νά Επισκευάσουμε τό σπίτι. Αύτό είναι άδικο, καταλάβατε;...

— Αύτό δέν είναι γάλα, μά πραγματική εύτυχία!... Ποτέ στή ζωή μου...

— Λοιπόν, κι οί Εξι χιλ ιάδες; χαμογελούσε μέ θράσος ίσ ια κατά πρόσωπο ό Ζαντόροφ.

— Μά, τί υλιστής είναι αύτό τό παιδί, είπε μ ισοκλείνοντας τά μάτια ή Μ αρία Κοντράτιεβνα. Σας χρειάζοντα ι Εξι χιλ ιάδες; Μά έγώ τί όφελος θά ’χω ά π ’ αύτό;

Ό Ζαντόροφ κοίταξε γύρω του άνίσχυρος κι άνοιξε τά χέρια του, Ετοιμος νά προτείνει γΓ άντάλλαγμα στίς Εξι χ ιλ ιάδες όλα τά ύπάρχοντά του. Ό Καραμπάνοφ δέ σκέφτηκε πολύ.

—’Εμείς μπορούμε νά σας προσφέρουμε οση θέλετε τέτια εύτυχία.

— Τί, τί εύτυχία; Ελαμψε μ ’ όλα τά χρώματα τής “ίριδας ή Μ αρία Κ οντράτιεβνα.

— Παγωμένο γάλα.Ή Μ αρία Κοντράτιεβνα Επεσε μπρούμυτα στό χορτάρι

σκασμένη στά γέλια.—Ό χ ι , δέ θά μέ ξεγελάσετε μέ τό γάλα σας! Θά σας δόσω

τίς Εξι χ ιλ ιάδες, άλλά σείς πρέπει νά μου πάρετε σαράντα παιδιά... καλά παιδιά! Μ όνο πού τώρα αύτοί... τά ξέρετε αύτά... είναι κάπως πιό βρώμικοι...

Τά παιδιά σοβαρεύτηκαν. ‘ Η Ό λ ια Βόρονοβα κουνούσε τή

17

Page 18: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στάμνα σάν έκκρεμές καί κοίταζε κατάματα τή Μ αρία Κοντρά- τιεβνα.

— Καί γιατί όχι; είπε. Θά τά πάρουμε τά σαράντα παιδιά.— Πάτε με νά πλυθώ, καί θέλω νά κοιμηθώ... Τ ίς £ξι

χιλ ιάδες θά σάς τίς δόσω.— Στά χωράφια μας δέν έχετε πάει άκόμα.— Στά χωράφια θά πάμε αύριο. Σύμφωνοι;

' Η Μ αρία Κ οντράτιεβνα έμεινε στό Σταθμό τρεις μέρες. Τό βράδυ κιόλας τής πρώτης μέρας ήξερε πολλά άπ ’ τά παιδιά μέ τό όνομά τους καί κουβέντιαζε μαζί τους ως άργά τή νύχτα καθισμένη στό παγκάκι τοΰ παλιοϋ κήπου. Τά παιδιά τήν πήγαιναν βαρκάδα, στίς κούνιες, μόνο πού δέν πρόλαβε νά δει τά χωράφια καί μόλις καί μετά βίας βρήκε καιρό νά υπογράψουμε τό συμφωνητικό. Κατά τό συμφωνητικό, ή Π αιδική Βοήθεια τής Ουκρανίας έπαιρνε τήν υποχρέω ση νά μάς μεταβιβάσει έξι χιλ ιάδες γιά τήν ανοικοδόμηση τοΰ κόκκινου σπιτιού, ένώ έμεΐς ύστερα ά π ’ τίς έπισκευές άναλαβαίναμε τήν υποχρέωση νά παραλάβουμε σαράντα έγκαταλειμμένα παιδιά.

Ή Μ αρία Κ οντράτιεβνα ήταν κατενθουσιασμένη ά π ’ τό Σταθμό.

— Είναι παράδεισος έδώ. έλεγε. “Εχετε θαυμάσιους, πώς νά τό πώ...

—’Αγγέλους;—“Ο χι αγγέλους, μά νά, άπλά άνθρώπους.Δέ συνόδεψα τή Μ αρία Κ οντράτιεβνα. Ούτε στό κάθισμα

τού άμαξά έκατσε ό Μ πράτσενκο καί τίς χαίτες τών αλόγω ν δέν τίς έπλεξαν. Στό άμάξι άνέβηκε ύ Καραμπάνοφ. Δέν ξέρω γιατί ό Ά ν τ ό ν παραχώρησε σ ’ αύτόν τή θέση του. Τά μαύρα μάτια τού Καραμπάνοφ λάμπανε, κι ήταν γεμάτος άπό διαβολεμένα χαμό­γελα, πού τά σκόρπαγε έδώ κι έκεΐ σ ’ όλόκληρη τήν αύλή.

—'Υ πογράφ τηκε τό συμφωνητικό, Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς; μέ ρώτησε ήσυχα,

—' Υπογράφτηκε.— Πολύ καλά, λοιπόν. *Έχ, ταξίδι πού θά κάνει ή μορφο­

νιά!Ό Ζαντόροφ έσφιγγε τό χέρ ι τής Μ αρία Κοντράτιεβνα:—’Ελάτε τό καλοκαίρι! “Αλλωστε, μάς τό ύποσχεθήκατ».— Θά ’ ρθω, όπωσδήποτε. Θά νοικιάσω έδώ κοντά μιά βίλα— Καί γιατί βίλα; ‘Ελάτε σέ μάς...

Ή Μ αρία Κ οντράτιεβνα κούναγε τό κεφάλι τη ςσ * όλες \ \ .

18

Page 19: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μεριές καί χάριζε σ ’ όλους άπό μιά χαϊδευτική χαρούμενη ματιά.

Ό Καραμπάνοφ γύρισε α π ’ τό σταθμό άνήσυχος. Ξέζεψε τ ’ άλογα έχοντας δίπλα του τό Ζαντόροφ, πού τόν άκουγε κι έκείνος μέ κάποια άνησυχία . Τούς πλησίασα.

— Σάς έλεγα πώς ή στρ ίγγλα Οά μας βοηθήσει, έτσι κι εγινε.

— Μά, πώς τή λες στρίγγλα;— Μπά, καί μήπως νομίζεις πώς ή στρίγγλα πρέπει όπωσ-

δήποτε νά *χει γυριστή μύτη καί μεγάλα νύχια; ’Ό χ ι . Οί άληθινές στρ ίγγλες ε ίν ’ όμορφες!

2. Ο ΟΤΣΕΝΑΣ

Ή Μ πόκοβα δέ μάς γέλασε: σέ μιά βδομάδα κιόλας πήραμε τήν έπιταγή γιά έξι χ ιλ ιάδες ρούβλια, κι ό Καλίνα Ίβ ά ν ο β ιτς άρχισε καί πάλι νά βογγάει δυνατά μέσα στόν καινούργιο οικοδομικό πυρετό. Βόγγαγε καί τό τέταρτο τμήμα τοΰ Ταρα- νέτς, πού τοΰ δόθηκε ή αποστολή νά φτιάξει άπό χλω ρή ξυλεία καλές πόρτες καί παράθυρα. Ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς τά ’χε βάλει μέ κάποιον άγνωστο άνθρωπο καί τόν κακολογούσε ασταμάτη­τα:

— Ποϋ νά τού χφτιάξουν τό κιβούρι άπό χλω ρόξυλο όταν τά τινάξει, τό παράσιτο!...

Μ πήκαμε στήν τελευταία πράξη τοΰ τετράχρονου άγώνα μέ τά χαλάσματα τού Τρέπκε. "Ολους μας, ά π ’ τόν Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς κι ως τόν Σούρκα Ζεβέλι, μας έκαιγε ό πόθος νά τελειώσουμε όσο μπορούμε γρηγορότερα τό σπίτι. “Επρεπε τό ταχύτερο νά πετύχουμε αύτό πού όνειρευόμασταν τόσο πολύ καί τόσο έπίμονα. Ε ίχαν άρχίσει νά μάς χτυπούν στά νεύρα οί άσβεσταριές, οί τούφες ά π ’ τ ’ άγρ ιόχορτα, τά κακοφτιαγμένα μονοπάτια στό πάρκο, τά σπασμένα τούβλα, καί τά σκόρπια σ ’ όλο τόν περίβολο ύπολείμματα οικοδομικών ύλικών. Είχαμε μόνο όγδόντα άνθρώπους. Τά κυριακάτικα συμβούλια τών διοικητών, ύστερα άπό μεγάλη έπιμονή έβγαζαν ά π ’ τό Σέρε δυό - τρία μικτά τμήματα γιά ταχτοποίηση τού περίβολου. ‘ Α ρπάζονταν ταχτικά μέ τόν Σέρε:

— Λόγο τιμής, αύτό πάει πολύ! Μά, έσεΐς τά έχετε όλα ταχτοποιήσει κι όλα αστράφτουν.

19

Page 20: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

' Ο Σέρε έβγαζε ήρεμα τό τσαλακωμένο μπλοκάκι του καί άνέφερε χω ρίς νά φωνάζει, πώς, άντίθετα, όλες οί δικές του δουλιές είναι παρατημένες, πώς υπάρχει δουλιά μέ τό καντάρι, κι άν δίνει δυό τμήματα γ ιά τήν ταχτοποίηση του περίβολου τό κάνει μόνο καί μόνο γιατί άναγνωρίζει τήν άνάγκη νά γίνει κι αύτή ή δουλιά, άλλιώ ς ποτέ του δέ θά τά ’δινε παρά θά τά εστελνε νά ξεδιαλέξουν τό στάρι είτε νά έπισκευάσουν τά θερμοκήπια.

Οί δ ιο ικητές μουρμουρίζουν δυσαρεστημένα, πνίγοντας μέσα τους δυό άντίμαχα συναισθήματα: τό θυμό ά π ' τό πείσμα του Σέρε καί τό θαυμασμό τους γιά τή σταθερή γραμμή πού άκολουθεΐ.

Αύτή τήν περίοδο ό Σέρε τελείωνε τήν όργάνωση τής άμειψισπορας. Τότε όλοι μας νιώσαμε ξαφνικά πόσο μεγάλωσε τό άγροτικό νοικοκυριό μας. Μέσ* άπ* τά παιδιά ξεπετάχτηκαν άνθρωποι πιστοί σ ’ αύτό τό έργο πού τό ’ βλεπαν σά δικό τους μέλλον. ’ Ιδιαίτερα ξεχώριζε άνάμεσά τους ή Ό λ ια Βόρονοβα. “Αν ή γή τραβούσε τόν Καραμπάνοφ, τόν Βόλοχοφ, τόν Μ πουρούν, τόν Ό σ ά ν τσ ι, αύτό ήταν μιά έλξη αισθητικού χαραχτήρα. ’Α γάπησαν τήν άγροτική δουλιά, τήν άγάπησαν χωρίς κάν νά σκέφτονται γιά κάποιο προσωπικό τους όφελος, μπήκαν σ ' αύτή, δίχως νά κοιτούν πίσω τους καί δίχως νά συνδέουν μ ’ αύτή τό μέλλον τους ή τίς άλλες κλίσεις πού είχαν. 'Α πλούστατα ζούσαν καί χα ίρονταν τή θαυμάσια ζωή, μάθανε νά έκτιμούν τίς δύσκολες μέρες πού πέρασαν, μάθανε νά περιμένουν τήν αύριανή μέρα σά γ ιορτή . “Η ταν σ ίγουροι πώς όλες αύτές οί μέρες, θά τούς όδηγήσουν σέ καινούργιες καί μεγάλες έπιτυχίες, μά τί θά ’ναι αύτές οί έπιτυχίες ουτε κάν τό σκέφτονταν. Είναι άλήθεια πώς όλοι τους έτοιμάζονταν γ ιά τό έργατικό πανεπιστήμιο, όμως μ ’ αύτό δέ συνέδεαν κάποιο συγκεκριμένο όνειρο, άκόμα δέν ξέρανε σέ τί κλάδο ήθελαν νά σπουδάσουν.

"Ητανε κι άλλα παιδιά πού άγαπούσαν τίς άγροτικές δουλιές, όμως αύτά Εβλεπαν τό ζήτημα πιό πραχτικά. Π αιδιά σάν τόν Ό π ρ ίσ κ ο καί τόν Φ εντορένκο, δέν ήθελαν νά πανε σ χολειό , μήτε κι ε ίχαν Ιδιαίτερες άπαιτήσεις άπό τή ζωή. Μέ μιά καλόκαρδη σεμνότητα, πίστευαν πώς τό ν ’ άποχτήσουν δικό τους άγροτικό νοικοκυριό, νά φτιάξουν Ενα καλό χω ριατόσπιτο , νά ’χουν άλογο καί γυναίκα, νά δουλεύουν τό καλοκαίρι, «άπό νύχτα σέ νύχτα», νά τά μαζεύουν καί νά τά ταχτοποιούν όλα ως

20

Page 21: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τό φθινόπωρο, καί τό χειμώ να νά τρώνε μπουγάτσες καί μπόρς, τηγανίτες καί λαρδί, γλεντώ ντας δυό φορές τό μήνα στά δικά τους ή τά γειτονικά βαφτίσια, στους γάμους, στά γενέθλια καί σ τ ’ άρραβωνιάσματα. αυτό είναι ένα θαυμάσιο μέλλον γ ιά τόν άνθρωπο.

' Η Ό λ ια Βόρονοβα τραβούσε άλλο δρόμο. Κ οίταγε τά δικά της καί τά γειτονικά χωράφια μέ τό σ τοχαστικό κι άνήσυχο μάτι τής κομσομόλας, γΓ αυτήν στά χωράφια γεννιούνταν όχ ι μόνο μπουγάτσες μά καί προβλήματα.

Οί έξήντα ντεσιατίνες μας, πού μέ τόση έπιμονή δούλευε ό Σέρε, ούτε τόν ’ίδιο, ούτε τούς μαθητές του τούς έμπόδιζαν νά όνειρεύονται ένα πλούσιο νοικοκυριό μέ τό τραχτέρ καί μ Ένα χ ιλ ιόμετρο τίς αύλακιές. Ό Σέρε ήξερε νά μιλάει στά παιδιά πάνω σ ’ αύτό τό θέμα, κι είχε σχηματιστεί γύρω του μιά όμάδα μόνιμων άκροατών. Σ ’ αύτήν, έξω ά π ’ τά παιδιά, έπαιρναν πάντα μέρος ό Σπυριντόν, ό γραμματέας τής Κ ομσομόλ τής Γκοντσαρόφκα κι ό Π άβελ Γϊάβλοβιτς.

Ό Π άβελ Π άβλοβιτς Ν ικολάενκο, άν καί ε ίκοσ ιέξι χρονώ ν, δέν είχε άκόμα παντρευτεί καί σύμφωνα μέ τά μέτρα τού χωριού θεωρούνταν γεροντοπαλίκαρο. Ό πατέρας του, ό γερο - Νικο- λάενκο, μεγαλονοικοκύρης, κουλάκος, μας παρίστανε τό φτωχό- πρόδρομο,ένώ στήν ούσία έκμεταλλευόταν έξυπνα τούς περι- πλανώμενους π ιτσ ιρ ίκους έργάτες γής.

"Ισως γ ι ’ αύτό κι ό Πάβελ Π άβλοβιτς δέν άγαπούσε τό πατρικό του, καί στριφογύριζε συνέχεια στό Σταθμό μέ τόν Σέρε, δουλεύοντας στίς πιό λεπτές δουλιές τής σποράς. Στά μάτια τών τροφίμων έπαιζε τό ρόλο τού όργανωτή. Ό Πάβελ Π άβλοβιτς ήταν άνθρωπος διαβασμένος κι ήξερε ν ’ άκούει μέ προσοχή τόν Σέρε.

Κι ό Πάβελ Π άβλοβιτς κι ό Σπυριντόν, όλο κι έφερναν τήν κουβέντα γύρω ά π ' τό θέμα τής άγροτιάς. Τό μεγάλο νοικοκυ­ριό αύτοί τό ’ βλεπαν μόνο σάν κοινό άγροτικό νοικοκυριό. Τά καστανά μάτια τής “Ο λια Βόρονοβα τούς βλέπαν έπίμονα καί Γ.λαμπαν μέ συμπάθεια, όταν ό ΙΙάβελ Π άβλοβιτς έλεγε χαμηλό­φωνα:

—Ή γώ έτσι νομίζω: Π όσοι άνθρωποι γύρω μας δουλεύουν ιΊίχο>ς κανένα όφελος; Γιά νά φέρουν κέρδος τά κόπια τους πρέπει νά τούς μορφώσεις. Καί ποιός Οά τούς μορφώσει; Μ ορφώνεται ό μουζίκος; "Ας πάει κατά διαόλοι:, αύτός δύσκολα μορφώνεται. Νά, ό 'Γ.ντουάρντ Ν ικολάγεβιτς όλα τά υπολόγισε

21

Page 22: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί μάς τά 'π ε . Ό λ α σωστά. Ετσι πρέπει νά δουλεύουμε! Μά, αυτός ό διάολος δέν πρόκειται νά δουλέψει έτσι! Αύτός θέλει τό δικό του...

— Μά, τά παιδιά τοΰ Σταθμού δουλεύουν, έλεγε προσεχτικά ό Σπυριντόν, άνθρωπος μέ βαρύ καί μυαλωμένο λόγο.

— Τά παιδιά τού Σταθμού; λέει χαμογελώντας μελαγχολικά ό Πάβελ Π άβλοβιτς, ξέρεις, δέν είναι τό ίδιο πράγμα.

Χαμογελάει τό ϊδ ιο κι ή Ό λ ια , σταυρώνει τά χέρια της, σάν νά πρόκειται νά σπάσει καρύδι, καί ξαφνικά ρίχνει ζωηρά τή ματιά της στις αντικρινές λεύκες. Οί χρυσές κοτσίδες της γλιστρούν ά π ’ τούς ώμους καί μαζί τους γλιστράει ώς κάτω χαμηλά κι ή προσεχτική γκρίζα ματιά τού Πάβελ Π άβλοβιτς.

— Τά παιδιά δουλεύουν γιατί δέ σκέφτονται καθόλου ν ’ ασχοληθούν μέ τή γή, ένώ οί μουζίκοι ολη τους τή ζωή βασανίζονται μ ' αύτή, οπως καί τά παιδιά τους κι όλοι τους...

— Καί λοιπόν; δέν καταλαβαίνει ό Σπυριντόν.- Είναι φανερό, λέει μ ’ άπορία ή Ό λ ια . Οί μουζίκοι

πρέπει νά δουλεύουν άκόμα καλύτερα στήν κομμούνα.— Καί πώς αύτό τό πρέπει; ρωτάει χαϊδευτικά ό ΙΙάβελ

Π άβλοβιτς.Ή Ολια κοιτάει θυμωμένη στά μάτια τόν Πάβελ Π άβλο­

βιτς πού ξεχνάει γιά μιά στιγμή τίς κοτσίδες της. βλέποντας μόνο αύτό τό θυμωμένο μάτι πού τώρα δέ μοιάζει σχεδόν καθόλου κοριτσ ίστικο.

— Πρέπει! Καταλαβαίνεις τί θά πει «πρέπει»; Νά, όπως δυό καί δυό μάς κάνουν τέσσερα!

Αύτή τή συζήτηση τήν άκούν ό Καραμπάνοφ κι ύ Μπου- ρούν. ΓΓ αυτούς τό θέμα εχει άκαδημαϊκή σημασία, οπως καί ή κάθε συζήτηση γιά τούς χωριάτες α π ' τούς όποιους ςέκ ο να ν μιά γιά πάντα. 'Ό μ ω ς, τόν Καραμπάνοφ τόν τραβάει ή όξυμένη συζήτηση καί δέ μπορεί ν ' άρνηθεί τή συμμετοχή σέ μιά τέτια ενδιαφέρουσα άσκηση.

—Ή 'Ό λ ια μιλάει σωστά: πρέπει, θά πει, νά τούς πιάσεις Kui νά τούς υποχρεώσεις.

— Kui πώς Οά τούς υποχρεώσεις; οίοταει ό Πάβελ Π άβλο-βιτς.

—"Οπως λάχει! ανάβει κι ό Ιεμ ιό ν . Πώς υποχρεώνουν τούς ανθρώπους; Μέ τή βία. Δός μου τώρα όλους αυτούς τους χωριάτες σου καί σέ μιά βδομάδα Οά μου δουλεύουν εμένα σάν αγγελούδια. Καί σέ δυό βδομάδες Οά μου λένε κι ευχαριστώ.

22

Page 23: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί μέ τί δύναμη; Θά τούς σπας τή μούρη; λέει μ ίσοκλεί- νοντας τά μάτια ό Πάβελ Π άβλοβιτς.

Ό Σεμιόν κάθεται γελώντας στό σκαμνί του ένώ ό Μπου- ρούν, εξηγεί συγκραχημένα καί μέ περιφρόνηση:

— Νά τούς σπας τή μούρη είναι κολοκύθια! Π ραγματική δύναμη θά πει πιστόλι!

' Η 'Ό λ ια γυρίζει καί τόν δασκαλεύει:— Τίποτε δέν καταλαβαίνεις; <5ν οί άνθρωποι μπορούν νά

κάνουν κάτι, θά τό κάνουν καί χω ρίς τό δικό σου π ιστόλι. Θά τό κάνουν μόνοι τους. Χρειάζεται μόνο νά τούς μ ιλήσεις καί νά τούς έξηγήσεις σωστά.

Ό Σεμιόν κατάπληχτος σηκώνεται α π ’ τό σκαμνί του, μέ γουρλωμένα τά μάτια:

—"Εχ. Ό λ γ ά κ ι μου... κατά πώς σκέφτεσαι, δέ βρίσκεις άκρη... Νά τούς έξηγήσεις... Ά κ ο ΰ ς , Μ πουρούν; 'Έ ; Καί τί θά τούς έξηγήσεις έλόγου σου σάν αύτός θέλει νά γίνει κουλάκος;

— Καί ποιός θέλει νά γίνει κουλάκος; ανοίγει μέ άγανάχτη- ση τά μάτια της ή ’Ό λ ια .

— Τί ρωτάς, ποιός; "Ο λοι τους. 'Ό λ ο ι ως τόν ένα. Ά κ ό μ α κι ό Σπυριντόν κι ό Π άβλο Π άβλοβιτς...

Ό ΙΙάβελ Π άβλοβιτς χαμογελάει. Ό Σπυριντόν, ξαφνια­σμένος α π ' τήν έπίθεση μπορεί μόνο νά πει:

— Γιά πρόσεχε...—Έ σ ύ πρόσεχε! Αύτός είναι κομσομόλος μόνο καί μόνο

γιατί είναι άχτήμονας. Δόστου ομως μονοκοπανιάς είκοσι ντεσιατίνες καί αγελάδα καί πρόβατα κι ενα καλό άλογο καί τότε Οά δεις! Πάνω στό σβέρκο του θά κάτσει τήν ’Ό λ γ α καί δρόμο!

Ό Μ πουρούν γελάει ξεκαρδιστικά καί βεβαιώνει έπίσημα:— Θά κάτσει! Κι ό Π άβλο Οά κάτσει!— Στό διάολο, λέρες! λέει προσβλημένος στό τέλος κι ό

Σπυριντόν, κατακόκκινος καί σφ ίγγοντας τίς γροθιές του.Ό Σεμιόν φέρνει βόλτα γύρω ά π ’ τό παγκάκι, σηκώνοντας

πόη. τόνα καί πότε τ ' άλλο του πόδι, συνεπαρμένος ά π ’ τό μεγάλο ενθουσιασμό πού τόν £πιασε. Είναι δύσκολο νά καταλά­βει^ αν μιλάει σοβαρά ή πειράζει τούς χωριάτες.

Α ντ ίκ ρ υ στό παγκάκι κάθεται χάμου στό χορτάρι ό Σ ιλάντι i.» μΐονοβιτς Ό τσ ενά ς . Εχει ενα κεφάλι «μπυροκάζανο», μου- ιρο κόκκινο, άχρωμο ψαλιδισμένο μουστάκι και σ τήν καράφλα mi ι>ί·τε μιά τρίχα. Τέτιους άνθρώπους συναντάς σήμερα πολύ

23

Page 24: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σπάνια. ’Ενώ τόν παλιό καιρό, περιφέρονταν πολλοί τέτιοι φ ιλόσοφοι σ ’ δλη τή Ρωσία, πού δέ φ ιλοσοφούσαν μόνο γύρω ά π ’ τήν άλήθεια, μά καί ήξεραν τί πάει νά πει καλό κρασί.

—Ό Σεμιόν σωστά μάς τά λέει έδώ πέρα. Ό μουζίκος δέν καταλαβαίνει άπό παρέα, γ ιά νά λέμε τήν άλήθεια. "Αμα τούτος δώ £χει Ενα άλογο, θά γυρέψει μετά καί μουλαράκι γιά νά 'χ ε ι δυό άλογα, καί μετά βάλτου ρίγανη. Νά, αύτή είναι ή ιστορία.

Ό Ό τσ ε ν ά ς χειρονομάει, κουνώντας τή γροθιά του μέ τό μεγάλο στραβό δάχτυλο τεντωμένο καί μ ισοκλείνει πονηρά τά ξεθωριασμένα ματάκια του.

— Δ ηλαδή, τί θέλεις νά πεις, ότι τ* άλογα κουμαντάρουν τόν άνθρωπο; ρωτάει πειραγμένος ό Σπυριντόν.

—’ Εδώ πέρα, αύτό είναι τό σωστό: Τά άλογα κουμαντάρουν, αύτή είναι ή ιστορία. Τά άλογα κι οί άγελάδες. Κι &ν μείνει κανείς όρφανός άπό τέτια, τότε είναι μόνο γιά νά φυλάει τά μποστάνια. Αύτή είναι ή ίστορία, δηλαδή.

Τόν Σ ιλάντι τόν άγαποΰσαν δλοι στό Σταθμό. Μ εγάλη συμπάθεια του ’τρεφε κι ή “Ο λια Βόρονοβα. Καί τώρα στέκεται πλάι του, σκύβει μέ συμπάθεια πάνω του, ένώ ό ίδ ιο ς γυρίζει σάν στόν ήλ ιο τό φαρδύ γελούμενο πρόσωπό του.

— Τό λοιπόν, όμορφούλα μου;—’Εσύ Σ ιλάντι, πας άκόμα μέ τό παλιό. Μέ τό παλιό. ’Ενώ

γύρω σου ξεπηδάει παντού τό καινούργιο.Ό Σιλάντι Σεμιόνοβιτς Ό τσ εν ά ς , μάς ήρθε ουρανοκατέβα­

τος, ούτε κάν ξέραμε άπό πού Επεσε. Δέν είχε τίποτα μαζί του, πέρ ' άπό μιά πάνινη πουκαμίσα κι Ενα κουρέλι γιά παντελόνι στά ξυπόλητα ποδάρια του. Αύτό ήταν όλο. Ούτε ραβδί δέν κράταγε στά χέρια του. Γιά κάτι ίδια ίτερο άρεσε στά παιδιά αύτός ό λεύτερος άνθρωπος, γΓ αύτό κι ένθουσιασμένα μοΰ τόν κουβάλησαν στό γραφείο.

—Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς. κοιτάξτε τί άνθρωπος μάς ήρθε!' Ο Σ ιλάντι μέ κοιτούσε μ ’ ένδιαφέρον, καί χαμογελούσε στά

παιδιά σά νά ’ταν παλιο ί του γνώριμοι.— Κι αύτός τί είναι, νά πούμε, διευθυντής σας;Καί σέ μένα άρεσε μέ τό πρώτο.—"Ηρθατε γιά καμιά δουλιά;

' Ο Σ ιλάντι διόρθωσε κάτι στή φυσιογνωμία του κι αύτή πήρε αμέσως μιά ντόμπρα έκφραση πού σέ γέμιζε έμπιστοσύνη.

— Βλέπεις, έτσι έχει τό πράμα. ’Εγώ είμαι άνθρωπος τή ν δουλιάς, έλόγου σου έχεις δουλιά, δέ χρειάζεται τίποτ* άλλο λοιπόν...24

Page 25: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί τί ξέρετε νά κάνετε;— Πώς νά τό ποΰμε δηλαδή: μιά πού δέν υπάρχει δώ πέρα

μεγάλο καπιτάλι, σάν άνθρωπος, όλα μπορώ νά τά κάνω, πού λέει ό λόγος...

Ξάψνου, γέλασε άνοιχτόκαρδα. Γέλασαν καί τά παιδιά, γέλασα καί γώ. ΤΗ ταν όλοφάνερο: τό πράμα άκριβώς ήταν γιά γέλια.

— Κι δλα μπορεΐτε νά τά κάνετε;—~Ας ποΰμε δηλαδή... Ετσι Εχει ή υπόθεση, λέει κουμπωμέ­

να τούτη τή φορά ό Σιλάντι.— Καί τί ξέρετε, π α ρ ’ ό λ ’ αύτά;

Ό Σιλάντι άρχισε νά μετράει στά δάχτυλα:— Καί νά όργώνω ξέρω. Καί νά σβαρνίζω. Καί μέ τ ’ άλογα

νά πάω καί μ ’ δλα τ ’ άλλα νά ποΰμε, τά ζωντανά. Καί στό νοικοκυριό δηλαδή δέν πάω πίσω: μαραγκοδουλιές, σ ιδεράδικο καί σόμπες. Καί μπογιατζής καί τσαγκάρης μέχρι καί παπού­τσια. Κι άν τύχει καί σπίτι νά ποΰμε, καί χρειαστεί νά χτίσουμε, μπορώ. Καί τό γουρούνι ξέρω νά τό σφάξω. Μ όνο πού δέν ξέρω νά βαφτίζω παιδιά, γ ιατί δέ μοΰ ’τυχε, δηλαδή...

Γέλασε ξάφνου καί πάλι δυνατά, τόσο, πού τοΰ 'ρθα ν δάκρυα στά μάτια.

— Δέ σου ’τυχε; Πώς Ετσι;— Δέ μέ κάλεσαν ούτε μιά φορά, Ετσι έχει ή υπόθεση,

δηλαδή.Τά παιδιά κυλιόντουσαν κάτω ά π ’ τά γέλια κι ό Τόσκα

Σολοβιόφ τσ ίρ ιζε σηκωμένος στά νύχια πάνω στόν Σιλάντι:— Γιατί δέ σέ κάλεσαν, γ ιατί δέ σέ κάλεσαν;

Ό Σιλάντι σοβαρεύτηκε, καί σάν καλός δάσκαλος άρχισε νά τοΰ έξηγεΐ:

—Έ δ ώ πέρα, καταλαβαίνεις, Ετσι Εχει τό πράμα άδερφέ μου: μόλις Ερχεται ή ώρα νά βαφτίσουν κάποιον, σκέφτομαι, δπου νά ’ναι θά καλέσουν μένα. Μά, βλέπεις, υπάρχουν καί παλιότεροι άπό μένα, καί, Ετσι Εχει τό πράμα, δηλαδή...

—Έ χ ε ις κανένα ντοκουμέντο; ρώτησα τόν Σ ιλάντι.— Ε ίχα Ενα ντοκουμέντο, μέχρι τελευταία τ ό 'χ α , έδώ τό

’χα τό ντοκουμέντο. Βλέπεις, τί ιστορία: τσέπες δέν Εχω, χά θη ­κε, κατάλαβες. Καί τί τό θές τό ντοκουμέντο, δταν ό ίδιος είμαι μπροστά σου αυτοπροσώπως, δέ βλέπεις δηλαδή πώς στέκομαι μπροστά σου σά ζωντανός;

— Καί ποΰ δουλεύατε προηγούμενα;

25

Page 26: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Αμ* που ντέ; Στούς ανθρώπους, βλέπεις, δούλευα. Σέ λογής - λογής. Καί σέ καλούς καί σέ παλιανθρώπους, σέ διάφορους, βλέπεις τί ιστορία δηλαδή. Π αστρικά καί ντόμπρα, τί νά τό κρύψω: σέ διάφορους ανθρώπους.

— Πέστε τήν αλήθεια: κλέβατε καθόλου;— Θά στό πώ ισια καί παστρικά έδώ: δέ μου 'τυχε,

κατάλαβες, νά κλέψω. Λέ μου τυχε. έδώ. νά έτσι είνα ι, δέ μου ’τυχε. Βλέπεις, τί ιστορία, δηλαδή.

Ό Σιλάντι μέ κοίταζε σαστισμένος. Φαίνεται θά σκεφτόταν πώς γιά μένα, μιά διαφορετική απάντηση θά ’τανε πιό ευχάρι­στη.

Ό Σιλάντι έμεινε νά δουλέψει στό Σταθμό μας. Δοκιμάσαμε νά τόν διορίσουμε βοηθό του Σέρε γιά τήν κτηνοτροφία, μά δέ βγήκε τίποτα. Ό Σιλάντι δέν αναγνώριζε κανένα περιορισμό στήν ανθρώπινη δραστηριότητα: γιατί ό ένας μπορεί νά τό κάνει αυτό κι ό άλλος όχι; ΓΓ αυτό κι έκανε ολα όσα θεωρούσε αυτός πώς ήταν απαραίτητα νά γίνουν, κι οταν αυτός νόμιζε πώς επρεπε νά γίνουν. ’Έ βλεπε χαμογελαστός όλους τούς υπεύθυ­νους, κι οί έντολές τους ά π ' τόνα αυτί έμπαιναν κι έβγαιναν ά π ’ τ ’ άλλο. Σάν νά τοΰ μιλούσαν σέ ξένη γλώσσα. Γύριζε όλη μέρα σά σβούρα, πρόφταινε νά δουλέψει καί στό σταΰλο καί στά χ<οράφια καί στό γουρουνάόικο καί στήν αύλή καί στό σ ιδεράδι­κο καί νά πάρει μέρος καί στό παιδαγωγικό συμβούλιο τών διοικητών. Είχε τό έξαίρετο ταλέντο νά δια ισθάνεται πού είναι τό πιό καίριο πρόβλημα στό Σταθμό, κι άμέσως νά φανερώνεται σ ’ αύτό σάν υπεύθυνο πρόσωπο. Δέν Αναγνώριζε τό θεσμό τών έντολών. έτοιμος πάντα νά πάρει τήν ευθύνη γιά τή δουλιά του, καί πάντα μπορούσες νά τόν κατσαδιάσεις γιά τά λάθη καί τίς άποτυχίες του. Σ ' αύτές τίς περιπτώσεις, έξυνε τήν καράφλα του κι άνοιγε τά χέρια:

—Έ δ ώ , οπως λέμε. πραγματικά τά μπερδέψαμε, βλέπεις τί ιστορία, δηλαδή.

Ά π ’ τήν πρώτη κιόλας μέρα ό Σιλάντι Σεμιόνοβιτς Ό τ σ ε ­νάς, ρ ίχτηκε μέ τά μούτρα στά κομσομόλικα πλάνα, καί μιλούσε μόνιμα σ ’ όλες τίς γενικές συνελεύσεις τής Κομσομόλ καί στίς συνεδριάσεις τοΰ Γραφείου. 'Ό μω ς, τύχαινε νά γίνει κι έτσι: νά έρχεται στό γραφείο μου εξαγριωμένος καί κουνώντας τό δάχτυλό του νά λέει μ ’ άγανάχτηση:

— Πάω. πού λέτε, κοντά τους...— Κοντά σι. ποιους;. ..

Page 27: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Νά, σ ’ αυτούς τούς κομσομόλους, βλέπεις, δέ μ ’ άφή- νουν νά μπω. Κ λειστή, βλέπεις, συνεδρίαση, μοΰ λένε. Ί'ούς λές μέ τό καλό: Βρέ σεϊς, βυζανιάρικα, άμα κρύβεστε άπό μένα, έτσι καί Οά ψοφήσετε, άγόυρα παιδαρέλια. Βλάκες ήσασταν, έτσι καί θά σας παραχώσουν, σ ίγουρο πράμα, δηλαδή...

— Καί τί μ ‘ αύτό;— Νά, βλέπεις τί ιστορία; Μπάς καί δέν καταλαβαίνω

δηλαδή, ή μπάς κι όλοι τους είναι μεθυσμένοι, άλλά καί γιά μεθυσμένοι δέ δείχνουν! Τούς έξηγάω: Ά π ό ποιόν τό λοιπόν πρέπει νά κρύβεστε; Ά π ’ τόν Λουκί, ά π ’ αύτόν τόν Σαφρόν, ά π ' τόν Μ ούσι, ά π ' αυτούς τό λοιπόν. Έ μένα νε, όμως, γ ιατί δέ μ ' αφήνεις νά μπω; Μπάς καί όέ μέ γνώρισες, νά ποΰμε, ή μπάς καί σου ’στρίψε; Βλέπεις, τό λοιπόν, τί ίστορία. Οϋτε κάν μ ' άκούει πού τού λέω. χαχανίζει, νά ποΰμε, σά μικρό παι­δί. Έσι» τούς μιλάς σοβαρά κι αύτοί κοροϊδεύουν καί νά, δη ­λαδή.

Ό Σιλάντι έπαιρνε, μέρος μαζί μέ τήν Κομσομόλ καί στίς υποθέσεις τοΰ σχολειού.

' Η ρεγουλαρισμένη κομσομόλικη ζωή, έκανε νά όρθοποδή- σει πρώ τ' ά π ' όλα τό σχολειό μας. "Ως τότε φυτοζωούσε, μή μπορώντας νά ξεπεράσει τήν άποστροφή γιά τή μόρφωση πού νιώθανε πολλά παιδιά.

Κι αύτό εύκολα μπορούσε νά έξηγηθεϊ. Οί πρώτες μέρες στό Σταθμό Γκόρκι ήταν μέρες άνάπαυσης ά π ’τίς βαριές δοκιμα­σίες τής άλήτικης ζωής. Κείνες τίς μέρες δένανε τά όνειρα τών παιδιών κάτω ά π ' τή σκιά τής άκαθόριστης καί φτηνής καριέ- ρας τοΰ τσαγκάρη ή τοΰ μαραγκού.

Ή θριαμβική πορεία τοΰ Σταθμού μας καί τά νικηφόρα σαλπίσματα στίς όχθες τοΰ Κιιλομάκ. άνέβασαν πολύ τήν εικόνα πού είχαν τά παιδιά γιά τόν έαυτό τους. Σχεδόν χωρίς δυσκολία καταφέραμε νά βάλουμε μπροστά μας, στή θέση τών περιορισμένων τσαγκαράδικων ιδανικών, τά συγκλονιστικά κι όμορφα γράμματα:

ΕΡΓΑ Τ1Κ Ο IIΑ ΝΕΠΙΣΤ11Μ10

Τήν έποχή έκκίνη οί λέξεις «έργατικό πανεπιστήμιο» πήμαιναν άλλο πράμα, ά π ’ αύτό πού ξέρουμε σήμερα. Αύτό σήμερα δέν είναι τ ίπ ο τ ' άλλο παρά τ ' όνομα ένός σοβαρού

27

Page 28: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έκπαιδευτικοΰ Ιδρύματος. Κείνο τόν καιρό ήταν ή σημαία τής Απελευθέρωσης τής νεολαίας ά π ’ τό σκοτάδι καί τήν άμάθεια. Τότε ήταν μιά έκθαμβωτική διακήρυξη τοΟ δικαιώματος γιά μόρφωση, πράγμα Ασυνήθιστο γ ιά όλους μας καί τήν έποχή έκείνη, λόγο τιμής, βλέπαμε τό έργατικό πανεπιστήμιο άκόμα καί μέ κάποια συγκίνηση .

Γιά μας, δ λ ’ αύτά ε ίχαν μιά έντελώς πραχτική πλευρά: τό φθινόπωρο του 1923 όλα τά παιδιά τά 'χ ε συνεπάρει ή έπιδίω ξη νά μπουν στό έργατικό πανεπιστήμιο. Ή έπιδίωξη αύτή είχε τρυπώσει στό Σταθμό Απαρατήρητα άκόμα ά π ’ τό 1921, όταν οί γυναίκες παιδαγωγοί μας είχαν πείσει τήν άτυχη τή Ραίσα νά πάει στό έργατικό πανεπιστήμιο. Στό Σταθμό μας έρχονταν πολλοί φοιτητές τοΰ έργατικοΰ πανεπιστημίου ά π ’ τή νεολαία τοΰ έργοστασίου τοΰ σ ιδηροδρομικού σταθμού. Οί τρόφιμοι τούς άκουγαν μέ ζήλεια νά διηγούνται γ ιά τίς ήρωικές μέρες τών πρώτων έργατικών σχολείω ν, κι αύτή ή ζήλεια βοηθούσε στό νά πιάνει καλύτερα ή διαφώτιση πού κάναμε γΓ αύτό τό ζήτημα. Κάναμε έπίσημες έκκλήσεις στούς τρόφιμους νά πάνε στό σχολειό καί νά πλουτίζουν τίς γνώ σεις τους. Τούς μιλούσαμε γιά τό έργατικό πανεπιστήμιο μέ τέτια λόγια, πού 'δ ε ιχν α ν πώς αύ­τός ήταν ό πιό σω στός δρόμος γ ιά τόν κάθε άνθρωπο. 'Ω σ τόσ ο , μαζί μ ’ αύτά, πρέπει νά ποΰμε, πώς ο ί εισαγωγικές έξετάσεις στό έργατικό πανεπιστήμιο , φάνταζαν στά μάτια τών παιδιών σάν ένα φοβερά δύσκολο κατόρθωμα, κι ά π ’ δ,τι λέγαν οί αύτόπτες μάρτυρες, πετύχαιναν μόνο άνθρωποι - μεγαλοφυΐες. Δυσκο­λευόμασταν πολύ νά πείσουμε τούς τροφίμους δτι, φοιτώντας καί στό δικό μας τό σ χολειό , μπορούσε κανένας νά προετοιμα­στεί γιά μιά τέτια φοβερή δοκιμασία. Π ολλά ά π ’ τά παιδιά ήταν κιόλας Ετοιμα νά μπουν στό έργατικό πανεπιστήμιο, δμως όλότελα Ασυνείδητα, τούς είχε πιάσει μιά τέτια τρομάρα, πού άποφάσισαν νά μείνουν άκόμα ?να χρόνο στό Σταθμό, γιά νά έτοιμαστοΰν καλύτερα. “Ετσι έγινε μέ τόν Μ πουρούν, τόν Καραμπάνοφ, τόν Βέρσνιεφ, τόν Ζαντόροφ. Μ άς άφηνε ιδ ια ίτε­ρα κατάπληχτους τό πάθος γιά μόρφωση τού Μ πουρούν.

' Ηταν λίγες οί περιπτώσεις πού χρειαζόταν νά τόν παρακινού­με. Μέ μιά σ ιω πηλή έπιμονή τά ’ βγάζε πέρα δχ ι μόνο μέ τίς σοφ ί­ες τής άριθμητικής καί τής γραμματικής, μά καί μέ τίς ίδιες τίς δικές του τίς μικρές σχετικά ικανότητες. Τό πιό άπλό καί τιποτένιο ζήτημα, ενα γραμματικό κανόνα, εναν τύπο άριθμητι- κοΰ προβλήματος, τά μάθαινε μέ μεγάλη προσπάθεια, φούσκω­

28

Page 29: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νε, λαχάνιαζε, Ιδρωνε καί ξεΐδρωνε, μά ποτέ του δέ θύμωνε καί δέν άμφέβαλλε γιά τήν έπιτυχία . Ή τ α ν ευτύχημα πού είχε τήν πλάνη νά πιστεύει βαθιά, 6τι ή έπιστήμη στήν πραγματικότητα είναι ένα τόσο δύσκολο καί πολύπλοκο πράγμα, πού χω ρίς νά καταβάλει κανένας τεράστιες προσπάθειες δέ μπορεϊ σέ καμιά περίπτωση νά τήν καταχτήσει. Μέ τόν π ιό θαυμάσιο τρόπο άρνιόταν νά παραδεχτεί πώς γ ιά μερικούς, αύτές οί ίδ ιες οί σοφίες είναι παιχνιδάκι δτι ό Ζαντόροφ δέ δίνει γ ιά τή μόρφωση ούτε ένα παραπανίσ ιο λεπτό Εξω ά π ’ τίς συνηθισμένες ώρες του σ χολειού , ότι ό Καραμπάνοφ άκόμα καί στίς ώρες τοΰ μαθήματος ξεχνιέτα ι, σκέφτεται άλλα άσχετα πράματα, είτε φέρνει στό μυαλό του καμιά ά π ’ τίς μ ικροϊστορ ίες τής ζωής τοΰ Σταθμού καί δέν προσέχει τά προβλήματα καί τίς άσκήσεις. Καί τέλος, ήρθε ό καιρός πού ό Μ πουρούν ξεπέρασε τούς συντρό­φους του, δταν ο ί σπίθες τών γνώσεων πού άρπαξαν αύτοί μέ τόσο ταλέντο φάνηκαν έξαιρετικά περιορισμένες μπροστά στήν πολυμάθεια τοΰ Μ πουρούν. Τό άκρο άντίθετο τοΰ Μ πουρούν ήταν ή Μ αρούσια Λέφτσενκο. Μ άς έφερε στό Σταθμό έναν άνυπόφορο κι άνάποδο χαρακτήρα , έναν κραυγαλέο υστερισμό, τήν υποψία καί τήν κλάψα. Βασανιστήκαμε μέ δαύτη. Μέ τήν ξέφρενη άπερισκεψ ία της, τήν άρρωστιάρικη νοοτροπία, ήταν ίκανή μέσα σ ’ ένα λεφτό, νά κάνει κομμάτια τά πιό πολύτιμα πράγματα: τή φ ιλία , τήν έπιτυχία, μιά καλή μέρα, ένα ήσυχο καί γαλήνιο βράδυ τά καλύτερα όνειρα καί τίς πιό φωτεινές έλπίδες. Σέ πολλές περιπτώσεις, γ ινόταν πιά όλοφάνερο, πώς δέν άπόμε- νε παρά μονάχα ένα μέσο νά συνεφέρεις αύτό τό άποκρουστικό πλάσμα, πού τό φλόγιζε διαρκώς μιά άνόητη κι άσυνάρτητη φωτιά: νά πάρεις τούς κουβάδες καί νά τή λούσεις μέ παγωμένο νερό.

*Η έπίμονη, καί κάθε άλλο παρά τρυφερή κι άκόμα πολλές φορές σκληρή άντίσταση τής κολεχτίβας, έκαναν τή Μ αρούσια νά συγκρατιέτα ι, μά τότε άρχιζε μέ τό ΐδ ιο άρρω στιάρικο πείσμα νά κάμει τόν καμπόσο καί νά κοροϊδεύει τόν έαυτό της. ' Η Μ αρούσια είχε γερή μνήμη, ήταν έξυπνη κι έξαιρετικά όμορφη. Τό μελαχρινό πρόσωπό της είχε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, τά μεγάλα μαύρα της μάτια βγάζανε πάντα άστραπές καί φλόγες. Πάνω α π ’ αύτά έβλεπες άναπάντεχα ένα ήρεμο, καθαρό κι έξυπνο μέτωπο. 'Ω σ τό σ ο , ή Μ αρούσια πίστευε πώς είναι άσ χημ η, πώς μοιάζει μέ «άραπίνα», πώς τίποτε δέν καταλαβαίνει καί ποτέ δέ θά καταλάβει. Στό καθένα, καί στό παραμικρότερο

29

Page 30: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άκόμα ζήτημα ρ ιχνόταν μέ μιά κακία πού τήν είχε ά π ’ τά πριν μαζέψει:

—Ό ,τ ι καί νά κάνετε, δέ βγαίνει τίποτα! Μέ ζορίζουν νά μάθω γράμματα. “Ας μάθουν οί δικοί σας οί Μ πουρούν! Θά πάω υπηρέτρια. Καί γιατί νά βασανίζομαι, άφοΰ δέν είμαι άξια γιά τίποτα;

Ή Ν ατάλια Μ άρκοβνα Ό σ ιπ ο β α , ένας άνθρωπος συναι­σθηματικός, μέ άγγελικά μάτια καί μ ’ ένα χαρακτήρα τό ίδ ιο άνυπόφορα άγγελικό, έκλαιγε πραγματικά υστέρα α π ’ τό μάθη­μα μέ τή Μ αρούσια.

— Τήν άγαπώ καί θέλω νά τή μάθω γράμματα, ένώ αύτή μέ στέλνει στό διάβολο καί λέει πώς τής φορτώνομαι μέ πάρα πολλή άναίδεια. Τί νά κάνω, κι έγώ δέν ξέρω!

Μ ετάθεσα τή Μ αρούσια στή γκρούπα τής Α ίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα καί πολύ φοβόμουνα τίς συνέπειες ένός τέτιου μέτρου. Ή Α ίκατερίνα Γ κρηγκόριεβνα πλησίαζε τόν άνθρωπο μέ μιάν άπλή καί ειλ ικρ ινή άπαιτητικότητα.

Τρκΐς μέρες μετά τήν έναρξη τών μαθημάτων, ή Α ίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα μοΰ ’φερε τή Μ αρούσια στό γραφείο, έκλεισε τήν πόρτα, έβαλε νά κάτσει τή μαθήτριά της πού έτρεμε ά π ’ τό θυμό καί είπε:

— Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς! Νά ή Μ αρούσια. Ά π ο φ α σ ίσ τε τώρα άμέσως τίς Οά γίνει μ ’ αύτήν. ' Ο μυλωνάς, ακριβώς τώρα, ζητάει υπηρέτρια. ' Η Μ αρούσια νομίζει πώς μπορεί νά γίνει μόνο υπηρέτρια. Ά ς τή στείλουμε, λοιπόν, στό μυλωνά. Υ π ά ρ χ ε ι, βέβαια, καί ή άλλη διέξοδος: άναλαμβάνω νά τήν έτοιμάσω καί τό έρχόμενο φθινόπωρο νά μπει στό έργατικό πανεπιστήμιο, γιατί έχει μεγάλες ικανότητες.

— Καί βέβαια, στό έργατικό πανεπιστήμιο, είπα.' Η Μ αρούσια καθόταν στό κάθισμα καί μ ’ ενα βλέμμα

γεμάτο μ ίσος, κοίταζε τό ήρεμο πρόσωπο τής Α ίκατερίνα Γ κρηγκόριεβνα.

—'Ό μω ς, δέ θά έπιτρέψω νά μέ προσβάλετε στή διάρκεια τοΰ μαθήματος. Κι έγώ είμαι έργαζόμενος άνθρωπος, καί δέ μπορεί νά μέ προσβάλει κανένας. “Αν, έστω καί γιά μιά άκόμα φορά, πει τή λέξη «διάολος», είτε μέ πεϊ ηλίθια , δέν πρόκειται νά ξανακάνω μάθημα μαζί της.

Κ αταλαβαίνω καλά πού χτυπάει ή Α ίκατερίνα Γ κρηγκόριεβ ­να. "Ομως, θλες τίς μέθοδες, σχετικά μέ τή Μ αρούσια. tu είχαμε δοκιμάσει καί τήν παιδαγωγική μου δημιουργικότητα δέν

30

Page 31: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τήν έκαιγε πιά κανένας ένθουσιασμός. Κοίταξα κουρασμένα τή Μ αρούσια κι είπα χωρίς ίχ ν ο ς προσποίησης:

— Τ ίποτα δέ θά βγει. Κι ό διάολος θά έξακολουθεΐ νά υπάρχει, καί τό ανόητη καί τό ήλίθια. 'Η Μ αρούσια δέ σέβεται τούς άνθρώπους, κι αύτή ή άρρώστια δέ γιατρεύεται τόσο γρήγορα...

— Σέβομαι τούς άνθρώπους, μ ’ άντίκοψε ή Μ αρούσια.—“Ο χι, έσύ δέ σέβεσαι κανέναν. Μά καί τί νά κάνουμε;

Είναι τρόφιμος τοΰ Στάθμου μας. “Εχω τήν έξής γνώμη, Α ίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα: έσεΐς είστε ένα ήλικιωμένος, έξυ­πνος κι έμπειρος άνθρωπος, ένώ ή Μ αρούσια ένα κοριτσάκι μ ’ άνάποδο χαρακτήρα. "Ας μήν τά βάζουμε ώστόσο μαζί της. “Ας τής δόσουμε τό δικαίωμα νά σάς βρίζει ήλίθ ια άκόμα καί χολέρα— κι αύτό έγινε — κι έσεΐς νά μήν πειράζεστε. Αύτό θά περάσει. Σύμφωνοι;

Ή Α ίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα κοίταξε χαμογελο>ντας τή Μ αρούσια κι είπε άπλά:

— Καλά. Αύτό είναι σωστό. Συμφωνώ.Τά μαϋρα μάτια τής Μ αρούσιας μέ κοίταξαν διαπεραστικά

κι ελαμψαν άπό δάκρυα ντροπής. Σκέπασε ξάφνου τό πρόσωπό της μέ τό τσεμπέρι καί βγήκε τρέχοντας μέ κλάματα ά π ’ τό δωμάτιο.

Σέ μιά βδομάδα ρώτησα τήν Α ίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα:— Πώς πάει ή Μ αρούσια; ,—“Ετσι κι έτσι. Σωπαίνει κι είναι πολύ θυμωμένη μαζί σας.Τήν έπόμενη ήρθε άργά στό γραφείο μου ό Σ ιλάντι μέ τή

Μ αρούσια κι ε.ϊπε:— Μέ τό ζόρι τήν τράβηξα έδώ, δηλαδή. Ή Μ αρούσια,

βλέπεις είναι πολύ θυμωμένη μαζί σου, ’Α ντόν Σεμιόνοβιτς. Μ ίλησέ της, είπε καί τραβήχτηκε διακριτικά σ τήν άκρη.

' Η Μ αρούσια κατέβασε τά μούτρα.— Δέν έχω νά πώ τίποτε. “Αν μέ περνάνε γ ιά τρελή, τί μ ’

αύτό; “Ας μέ περνάνε.— Γιατί είσαι θυμωμένη μαζί μου;— Μή μέ παίρνετε γιά τρελή.— Καθόλου δέ σέ παίρνω γιά τρελή.— Καί γιατί τ ό ’πατε αύτό στήν Α ίκατερίνα Γ κρηγκόρ ι­

εβνα;— Μά έκανα λάθος. Ν όμιζα πώς θά τή βρίζεις μέ τά

χειρότερα λόγια.

31

Page 32: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ή Μ αρούσια χαμογέλασε.— Μά έγώ δέν τήν βρίζω.—'Ώ σ τε δέν τή βρίζεις; Νά, λοιπόν πού έκανα έγώ λάθος.

Μου είχε φανεί, δέν ξέρω γιατί.Τό ώραϊο πρόσω πο τής Μ αρούσιας φω τίστηκε άπό μιά

προσεχτική , δύσπιστη ματιά.—Έ τ σ ι κάνετε πάντα. Χτυπάτε τόν άνθρωπο...

Ό Σιλάντι βγήκε μπροστά κι άρχισε νά χειρονομάει μέ τό σκούφο στό χέρι:

— Μά, τί τοΰ ρ ίχνεσαι τ ’ άνθρώπου; Έ σ ε ΐς , νά ποΰμε, είστε πόσοι, ένώ αύτός είναι ένας! Έ κ α ν ε ένα μικρό λάθος κι έσύ... ένώ δέν πρέπει νά πειράζεσαι, δηλαδή...

' Η Μ αρούσια χαρούμενα καί γρήγορα κοίταξε κατάφατσα τόν Σ ιλάντι κι είπε κουδουνιστά:

—Έ σ ύ , Σ ιλάντι, είσαι ένας βλάκας καί μισός κι &ς είσαι καί γέρος.

Κι έφυγε τρέχοντας ά π ’ τό γραφείο.Ό Σιλάντι σήκωσε αμήχανα τό σκοϋφο του ψηλά:— Βλέπεις δηλαδή, περί τίνος ή ιστορία, δηλαδή...Καί ξαφνικά, χτύπησε τό σκοϋφο του στό γόνατο -καί

χαχάνισε;—Έ χ , ιστορία κι αύτή, αναθεματισμένη!...

3. ΟΙ ΚΛΙΣΕΙΣ

Δέν πρόφτασαν οΐ μαραγκοί νά τελειώσουν τά παράθυρα τοΰ κόκκινου σπιτιού κι ό χειμώνας έφτασε. Ό χειμώ νας αύτή τή χρονιά ήταν συμπαθητικός: πουπουλένιος καί μέ καλό χαρακτήρα δίχω ς στεκούμενα λασπωμένα νερά ά π ’ τό λιώσιμο τών πάγων κι άγριες παγωνιές. Τρεΐς μέρες ό Κουντλάτι άσχολοΰνταν μέ τή διανομή χειμω νιάτικω ν ρούχων στούς τροφίμους. Στούς Ιπποκόμους καί τούς γουρουνάδες έδοσε τσόχινες μπότες, σ τ ’ άλλα παιδιά άρβυλάκια πού δέ λάμπανε γ ιά τό νεωτερισμό καί τή φόρμα τους, μά π ο ύ’χανε κάποια& λλα πλεονεχτήματα: καλό ύλικό, όμορφα μπαλώματα καί μιά ζηλευ­τή άνεση πού καί δυό ζευγάρια ποδόπανα βρίσκανε θέση μέσα τους. Τότε άκόμα δέν ξέραμε τί θά πεϊ παλτό καί φορούσαμε άντί γιά παλτά, κάτι μ ισογίλεκα — μισοσακάκια, παραγεμισμέ­να μέ βάτα άκόμα καί τά μανίκια τους, ήταν κληρονομ ιά τοΰ

32

Page 33: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ιμπεριαλιστικού πολέμου, πού ή φανταρία τοΰ Ν ικολάου πολύ πετυχημένα τ ά ’βγάλε «πατατοϋκες». Σέ μερικά κεφάλια έμφανί- στηκαν σκούφοι πού μύριζαν έπ ίσης τσαρική έπιμελητεία , μά ή πλειοψηφία τών παιδιών, άναγκάστηκε καί τό χειμώ να νά φορέσει φτηνή τραγιάσκα. Νά ζεστάνουμε πιό πολύ τούς τροφίμους τοΰ Σταθμού τήν έποχή έκείνη, δέν τό μπορέσαμε. Π αντελόνια καί πουκάμισα έμειναν καί γ ιά τό χειμώ να τά ΐδ ια τά μπαμπακερά πού φόραγαν τό καλοκαίρι. ΓΓ αύτό καί οί κ ινήσεις τών παιδιών ήταν κάπως άνάλαφρες, καί τούς έπέτρε- παν, άκόμα καί στίς πιό δυνατές παγωνιές νά μετακινούνται ά π ' τόνα μέρος σ τ ’ άλλο μέ μετεωρική ταχύτητα.

Τά χειμω νιάτικα βράδια είναι όμορφα στό Σταθμό. Στίς πέντε ή ώρα οί δουλιές τελειώνουν κι ώς τό βραδινό μένουν άκόμα τρεις ώρες. Ποϋ καί πού Εχουν άνάψει τίς γκαζόλαμπες, δέν είναι όμως αύτές πού δίνουν τή ζωντάνια καί τήν άνεση. Στούς θαλάμους καί στίς τάξεις άρχίζουν ν ’ άνάβουν τίς σόμπες. Πλάι σέ κάθε σόμπα δυό στίβες: τά ξύλα καί τά παιδιά. Καί τούτα καί κείνα μαζεύτηκαν έδώ όχι τόσο γιά τό ζέσταμα, όσο γιά τό φ ιλικό βραδινό κουβεντολόι. Τά ξύλα άρχίζουν πρώτα, καθώς τά σβέλτα χέρια τού π ιτσ ιρ ίκου τά χώ νουν στή σόμπα.

'Α φηγούνται τήν περίπλοκη ιστορία τους γεμάτη ένδιαφέροντα έπεισόδια, γέλια , πυροβολισμούς καί κυνηγητά, άπό παιδική ζωηράδα καί νικηφόρες ιαχές. Τά παιδιά δύσκολα καταλαβαί­νουν τή φλυαρία τους, κι οί άφηγητές διακόπτουν ό ένας τόν άλλο θαρρείς κι όλοι τους βιάζονται γ ιά κάτι, ώ στόσο, τό νόημα τής δ ιήγησ ης είναι κατανοητό καί συναρπάζει: είναι ένδιαφέρον κι εύχάριστο νά ζεϊ κανείς στόν κόσμο. Κι όταν τό τριζοβόλημα τής φωτιάς σωπαίνει, ο{ άφηγητές ξαπλώνουν πυρωμένοι γ ιά νά ξαποστάσουν, σ ιγανομουρμουρίζοντας άγνωστα λόγια κουρα­σμένα, καί τότε άρχίζουν τίς δικές τους ιστορίες τά παιδιά.

Σέ μιά άπό τίς γκροΰπες είναι ό Βετκόφσκι. Είναι παλιός παραμυθάς στό Σταθμό, καί πάντα συγκεντρώνει γύρω του άκροατές.

—Υ π ά ρ χ ε ι πολλή όμορφιά στόν κόσμο, πού λέτε. Καθόμα­στε δώ χάμου καί δέ βλέπουμε τίποτε, όμως στόν κόσμο υπάρχουν τέτια παιδιά πού τίποτε όέν τούς ξεφεύγει. Δέν είναι πολύς καιρός π ’ άντάμωσα έναν α π ’ αύτούς. Καί στήν Κ ασπία Θ άλασσα ήταν καί στόν Καύκασο. Έ κ ε ϊ έχει ένα φαράγγι μ ’ ένα βράχο — έτσι καί λέγεται «Βοήθα κύριε νά περάσω»! Γιατί άλλο δρόμο δέν έχει, ένας είναι, κατάλαβες, ό δρόμος δίπλα άπ ’

33

Page 34: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

αύτό τό βράχο. Ό ένας περνάει, μά ό άλλος δέν τά καταφέρνει όλη τήν ώρα κατρακυλάνε οί πέτρες. Καλά <5ν δέ στή φέρει κατακούτελα. Σέ πέτυχε όμως; “Ισια στό γκρεμό καί μήν τόν είδατε!

Ό Ζαντόροφ στέκεται δίπλα κι ακούει μέ προσοχή. Μέ τήν ϊό ια προσοχή κοιτάζει καί στά γαλάζια μάτια τοΰ Βετκόφσκι.

—Έ , σύ Κόστια, καί δέν πάς νά δοκιμάσεις, μπάς κι ό «κύριος» σέ περάσει;

Τά παιδιά γυρίζουν στό Ζαντόροφ τά κεφάλια τους φωτι­σμένα α π ' τήν άνταύγεια τής σόμπας.

Ό Κ όστια αναστενάζει δυσαρεστημένα:—Έ σ ύ , Σούρκα, δέν καταλαβαίνεις γιά τί πρόκειται. Είναι

ένδιαφέρον νά τά δει κανείς 6λα. Νά, έκεϊ ήταν Ενας πιτσ ιρίκος..Ό Ζαντόροφ σκάει τό συνηθισμένο του χαμόγελο γεμάτο

κοροϊδία καί πείραγμα καί λέει τοΰ Κόστια:—Ά ν ήμουνα έγώ, γ ι ' άλλο πράμα θά ρώταγα αυτόν τόν

πιτσιρίκο... Π αιδιά, μοΰ φαίνεται πώς είναι ώρα νά κλείσουμε τό φουγάρο.

— Γιά τί πράγμα θά τόν ρώταγες; λέει σκεφτικός ό Βετκόφ- σκι.

Ό Ζαντόροφ παρακολουθεί Εναν ζωηρό π ιτσ ιρ ίκο πού σκαρ­φάλωσε ψηλά καί βροντάει τά πορτάκια, προσπαθώντας νά κλείσει τό φουγάρο.

— Θά τόν ρώταγα νά μ ’ άπαντήσει τί πά νά πει πολλαπλα­σιασμός. γιατί τό στουρνάρι αλητεύει χαραμοφάης στόν κόσμο καί μένει αγράμματος! Σίγουρα ούτε κι άνάγνωση θά ξέρει. "Ο σο γιά τό «Βόηθα κύριε νά περάσω»., τέτια ζωντόβολα άξίζουνε πραγματικά νά τούς κοπανάς κατακούτελα. Ειδικά γι ’ αύτούς μπήκε κει πέρα αύτός ό βράχος!

Τά παιδιά γελούν καί κάποιος συμβουλεύει τόν Κόστια:—“Ο χι Κόστια, έσύ πιά ζεΐς μαζί μας. Δέ σ ο ΰ ’πε κανένας

πώς είσαι σύ τό στουρνάρι!Στήν άλλη σόμπα κάθεται χάμου στό πάτωμα μ ’ άπλωμένα

τά ποδάρια καί τή γυαλιστερή του φαλάκρα ό Σιλάντι. Δ ιηγιέται μιά μακρόσυρτη ιστορία:

— Λέγαμε,πού λέτε, κι έμεΐς κατά πώς λένε, πώς όλα πάνε καλά. Έ ν ώ αύτός ό παλιάνθρωπος εκλαιγε καί μάς άγκάλιαζε ό άτιμος, καί μόλις γύρισε στό γραφείο του, μάς τήν κάρφωσε, κατάλαβες; Πήρε, πού λες. κι Εστειλε σ τήν πύλη τό δοΰλο τοι Βλέπεις τί μυστήρια πράματα. Το πρωί πού λές. κοιτάμε καί :ι

34

Page 35: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά δυϋμε: χωροφυλάκοι καβάλα σ τ ’ άλογα! Μάς λένε λοιπόν οί άνθρωποι: έχουμε διαταγή νά σάς βουρδουλιάσουμε. Μά γώ μέ τόν άδελψό μου, οπως λένε, δέν αγαπούσαμε, πού λές, νά μάς κατεβάζουν τά βρακιά, καί νά μάς τίς βρέχουν, όλα κι όλα, δηλαδή. Λυπόμουνα, βέβαια, καί τό κορίτσ ι μου. Βέβαια, σκέφτομαι, πού λές, τό κορίτσ ι δέν θά τό πειράξουν...

Π ίσω ά π ’ τόν Σ ιλάντι στέκονται οί τσόχινες μπότες τού Κ αλίνα Ίβ ά νο β ιτς , ψηλότερα τους καπνίζει τό τσιμπούκι του. κι ό καπνός του, μέ μιά φ ιδίσ ια στροφή κατεβαίνει στή σόμπα, κουλυυριάζεται σ τ ’ αυτιά ένός καρπουζοκέφαλου π ιτσ ιρ ίκου, γιά νά τόν ρουφήξει τέλος λαίμαργα τό ζεστό ρεύμα τής σόμπας. Ο Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς τού μ ισοκλείνει τό μάτι κι αντικόβει τόν Σιλάντι:

— Χέ. χέ, χέ! "Ε σύ, Σ ιλάντι, πές μας καθαρά, σέ χαΐδεψαν αύτά τά παράσιτα στό Ιδιο αύτό μέρος α π ’ όπου φυτρώνουν τά πόδια, ή δέ σέ χάιδεψαν;

Ό Σιλάντι σηκώνει τό κεφάλι καί σχεδόν πέφτει τ ' άνάσκε- λα γελώντας ξεκαρδιστικά:

— Πού λές, μέ χάιδεψαν, Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , καλά τό ’πες... κι όλα αύτά γιά τό κορίτσ ι,πού νά πάει σ τ ’ ανάθεμα!

Καί στίς άλλες σόμπες, τά ίδ ια κελαρυστά ποταμάκια τών άφηγήσεων, καθώς καί στίς τάξεις καί στίς κατοικίες. Ό Βέρσνιεφ κι ό Καραμπάνοφ βρίσκονται σίγουρα στής Λίντοτ- σκα κι αύτή τούς κερνάει τσάι καί γλυκό. Τό τσάι δέν εμποδίζει τό Βέρσνιεφ νά χώνεται τοΰ Σεμιόν:

— Κ-κ-καλά, χτές κ-κορόιδευες, σήμερα κ-κοροϊδεύεις, π- πρέπει έπι-πι-τέλους νά σκεφτεΐς καί κα-κάποτε, λ ίγο σο-σοβα- ρά...

— Καί τί νά σκεφτεΐς; Μ ήπως έχεις γυναίκα, βουβάλια ή μπάς τό σπίτι σου είναι γεμάτο; Τι έχεις νά σκεφτεΐς; Ζεΐς έτσι γιά νά ζεΐς!

— Π ρέπει νά σκέφτεσαι γιά τή ζωή, πα-παράξενε άν- άνθρωπε.

— Χαζός είσαι Κόλια!... Χαζός! ’ Εσύ νομίζεις πώς σκέφτο­μαι. θά πει νά κάθεσαι στήν πολυθρόνα, νά γουρλώνεις τά μάτια που γιά νά σοϋ ’ ρθει τό... άγιο πνεύμα! "Ο ποιος έχει κεφάλι, αύτός καί σκέφτεται. Μά όποιος έχει τό δικό σου κεφάλι, Λπωσδήποτε πρέπει νά βρεϊ ένα κεφάλι πού νά σκέφτεται!...

— Μά. γιατί τόν πειράζετε τόν Ν ικολάι; λέει ή Λ ίντοτσκα. ’ Λπι. τόν άνθρωπο νά σκέφτεται, στό τέλος κάπου θά καταλήξει.

35

Page 36: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Π οιός; Ό Κόλια νά σκεφτεΐ; Ποτέ του! Ξέρετε τί μοΰτρο είναι; Χ ριστιανός όρθόδοξος, πού ψάχνει νά βρει τήν άλήθεια! Είδατε άλλον τέτιο χαζό; Τοΰ χρειάζεται ή άλήθεια! Μέ τήν αλήθεια θά λουστρίζει τά γουρνοτσάρουχα!...

’Α π ' τής Λ ίντοτσκα ό Σεμιόν κι ό Κόλια βγαίνουν όπως καί πρίν φ ίλοι, μόνο πού ό Σεμιόν τραγουδάει κάποιο τραγούδι άναστατώνοντας τό Σταθμό, ένώ ό Ν ικολάι τόν εχει άγκαλιάσει τρυφερά καί προσπαθεί νά τόν πείσει:

— Μ ιά κι έγινε ή έ-έ-έπανάσταση, κατάλαβες, π-πρέπει δ- δλα νά γίνονται σω-σωστά.

Καί στό δωμάτιό μου μέ τήν άπλή έπίπλω ση, έπ ίσης εχω μουσαφιρέους. Ζώ τώρα μέ τή μητέρα μου, πού ’χει παραγερά- σει, καί περνάει ήσυχα τίς μέρες της γεμάτες γαλήνη κι άταραξία. "Ολα τά παιδιά φωνάζουν τή μητέρα μου γιαγιά. Κοντά της τώρα βρίσκεται ό Σούρκα Ζεβέλι, ό μικρότερος αδελφός τοΰ Μ ίτκα Ζεβέλι, πού κι αύτός είναι ά π ’ τά μ ικρότερα παιδιά τοΰ Σταθμοΰ. Ό Σιούρκα Εχει μιά μύτη φοβερά σουβλε- ρή. “Εχει πολύ καιρό πού ζεΐ στό Σταθμό, δύσκολα μεγαλώνει καί γίνεται όλοένα καί περισσότερο σουβλερός πρός όρισμένες κατευθύνσεις: μύτη σουβλερή, αυτιά σουβλερά, σουβλερό πη­γούνι, καί τό βλέμμα του, τό ίδ ιο σουβλερό, διαπεραστικό.

Ό Σούρκα καταγίνεται πάντα μέ κάποια ιδιαίτερη δουλιά. Κάπου, σέ κάποιο κρυφό σκίνο τοΰ κήπου, εχει χώ σει ένα κασονάκι καί τρέφει £να ζευγάρι κουνέλια, ένώ στό υπόγειο τοΰ καρβουνιάρικου έχει μιά μ ικρή κουρούνα. Στή γενική συνέλευ­ση, οί κομσομόλοι πότε-πότε κατηγοροΰν τόν Σούρκα, πώς σέ όλόκληρο τό νοικοκυριό του προορίζεται τάχα γιά μαύρη άγορά, καί γενικά εχει άτομικό χαρακτήρα , μά ό Σούρκα υπερασπίζεται ζωηρά τόν έαυτό του κι άπαιτεΐ μ ’ εναν τραχύ τόνο:

—’Α πόδειχτο, λοιπόν, τί καί σέ ποιόν πούλησα; Μέ είδες σάμπως έσύ νά πουλάω;

— Καί τά λεφτά άπό ποΰ τά ’χεις;— Π οιά λεφτά;— Νά, αύτά πού άγόρασες χτές καραμέλες;— Κοίτα τον, πού αύτά τά λέει λεφτά! Μά ή γ ιαγιά μου

έδοσε δέκα καπίκια.Στή γενική συνέλευση δέν τά βάζουν μέ τή γιαγιά. Γύρω της

κλωθογυρίζουν πάντα κάμποσοι π ιτσ ιρ ίκο ι. ’Αριά καί ποΰ τής κάνουν θελήματα στή Γκοντσαρόφκα, μά φροντίζουν νά μήν

36

Page 37: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τούς βλέπω. 'Ό τ α ν μαθαίνουν πώς Εχω κάποια δουλιά καί θ ’άργήσω νά πάω σπίτι, στό τραπέζι γύρω στή γιαγιά κάθονται δυό - τρεις π ιτσ ιρ ίκο ι καί πίνουν τό τσάι τους ή καθαρίζουν κάποια κομπόστα πού 'το ίμαζε πάντα γιά μένα ή γιαγιά καί πού δέν άξιώθηκα νά τήν πιω ά π ’ τή βία μου. Μέ τήν άδύνατη γεροντική μνήμη της ή γιαγιά , ούτε κάν ήξερε τά όνόματα όλων τών φίλων της, όμως τόν Σούρκα τόν ξεχώριζε ά π ’ τούς άλλους, γ ιατί ήταν παλιός κάτοικος τοΰ Σταθμού, κι άκόμα ό πιό δραστήριος κι όμ ιλητικός.

Σήμερα ό Σούρκα ήρθε στή γ ιαγιά άπό κάποια ιδιαίτερη καί σοβαρή άφορμή.

— Γειά σας.— Γειά σου, Σούρκα. Τί δέ μάς φάνηκες τόσες μέρες; Μ ήν

άρρώστησες;Ό Σούρκα κάθεται στό σκαμνί καί χτυπάει στό γόνατο τό

κασκέτο του, πού ήταν άσπρο μιά φορά κι εναν καιρό. Στό κεφάλι του ξεπετάγονται σουβλερές οί άσπρόξανθες άκούρευτες τρίχες. Ό Σούρκα σηκώνει ψ ηλά τή σουβλερή του μύτη καί κοιτάει τό χαμηλό ταβάνι.

—Ό χ ι , δέν ήμουν άρρωστος. Μοϋ άρρώστησε ό κούνελος.' Η γ ιαγιά κάθεται στό κρεβάτι καί σκαλίζει τά υπάρχοντά

της. ενα ξύλινο κουτί μέ κουρέλια, κλωστές καί κουβαράκια, πού ’χει μαζεμένα άπό παλιά.

—Ά ρ ρ ώ σ τη σ ε ό κούνελος; Ό καημενούλης! Καί πώς έγινε αύτό;

— Τί νά γ ίνει; λέει σοβαρά ό Σούρκα, μόλις πνίγοντας τή συγκίνηση πού τόν κάτεχε.

— Κι άν τόν γιατρέψεις; κι ή γιαγιά κοιτάει τόν Σούρκα.— Καί μέ τί νά τόν γιατρέψω; ψιθυρίζει ό Σούρκα.— Τ ί γ ιατρικά χρειάζεται;— Νά βρίσκαμε λ ίγο κεχρί... μισό ποτήρι κεχρί φτάνει...— Τσάι θέλεις; ρωτάει ή γιαγιά . Νά, έκεΐ στή σόμπα είναι

τό τσαγερό. Πάρε τά ποτήρια καί βάλε μου κι έμένα.Ό Σούρκα άφήνει τό κασκέτο στό σκαμνάκι, παιδεύεται

άδέξια γύρω σ τή ν ψ ηλή σόμπα, ένώ ή γιαγιά σηκώνεται μέ δυσκολία στά νύχια καί κατεβάζει ά π ’ τό ράφι ενα ρόζ σακουλάκι, όπου φυλάει τό κεχρί.

Ή πιό κεφάτη καί φωνακλάδικη παρέα, μαζεύεται στήν άποθηκούλα. όπου φτιάχνει τούς τροχούς ό Κοζίρ. Έ δ ώ μέσα καί κοιμάται. Στή γωνιά τής άποθηκούλας είναι μιά χαμηλή

37

Page 38: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πρόχειρη σόμπα. Πάνω βράζει τό τσαγερό. Στήν άλλη γωνιά ενα κρεβάτι έκστρατείας, σκεπασμένο μέ μιά παρδαλή κουβέρτα. Ό ίδ ιο ς ό Κοζίρ κάθεται στό κρεβάτι, ένώ οί μουσαφιρέοι πάνω στά κούτσουρα καί σέ σωρούς άπό χάμουρα. 'Ό λ ο ι τους πασχίζουν νά ξεριζώσουν ά π ’ τήν ψυχή τοΰ Κοζίρ τό άφθονο άπόθεμα τοΰ θρησκευτικού άφιονιού, πού πότισε τή ζωή του.

Ό Κοζίρ χαμογελάει θλιμμένα:— Δέν είναι καλά πράματα αύτά, παιδιά μου, σχώ ρνα με θέ

μου. Ό κύριος θά οργιστεί...Μά ώσότου νά όργιστεΐ ό κύριος, οργίστηκε νωρίτερα ό

Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς . Βγαίνει ά π ’ τό σκοτεινό κούφωμα τής πόρτας στό φως καί κουνάει τό τσιμπούκι του:

— Τ ίν ’ αύτά τά πράματα πού σκαρώνετε τού γεροντά- κου; Καί τί δουλιά εχεις έσύ μέ τόν Ίη σ ο ΰ Χριστό, πές μου σέ παρακαλώ; Ά ν σέ βουτήξω ά π ’τό γιακά, ό χ ι μόνο τό Χ ριστό, μά καί τόν "Α ι-Ν ικόλα θ ’άρχίσεις νά προσκυνάς! Κι άν ή σοβιετική έξουσία σας απάλλαξε ά π ’ τούς θεούς, νά χα ί­ρεστε σω παίνοντας, κι όχι νά ’ ρχεστε δω καί νά κοροϊ­δεύετε.

—Ό Χ ριστός νά σ ’ έχει καλά, Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , μήν αφήνετε νά κοροϊδεύουν ένα γεροντάκο...

—Ά ν λάχει τίποτα, έλα σέ μένα. Μ ’ αύτούς τούς ξυπόλη­τους χω ρίς έμενα δέ θά τά βγάλεις πέρα καί στό Χ ριστό σου νά μήν πολυελπίζεις.

Τά παιδιά καμώθηκαν πώς φοβήθηκαν τόν Καλίνα ’ Ιβάνο- βιτς κι άδειασαν στά γρήγορα τήν άποθηκούλα, τραβώντας γιά τ ” άλλα στέκια τοΰ Σταθμού. Τώρα δέν είχαμε πιά τούς παλιούς μεγάλους θαλάμους καί τά παιδιά είχαν βολευτεί σέ μικρά δωμάτια άπό έφτά - όχτώ στό καθένα. Σ ’ αύτά τά υπνοδωμάτια, τά τμήματα τών τροφίμων συσπειρώθηκαν πιό πολύ κι άρχισαν πιό καθαρά νά ξεχωρίζουν τά χαρακτηριστικά τής καθεμιάς όμάδας. Ή δουλιά μ ’ αύτές τίς όμάόες είχε τώρα πιότερο ένδιαφέρον. ‘Εμφανίστηκε τό ένδέκατο τμήμα, τό τμήμα τών μικρούληδων, πού συγκροτήθηκε μέ τήν έπίμονη άπαίτηση τού Γκεοργκίεφσκι, πού τούς φρόντιζε μέ τήν ίδ ια πρωτινή έπιμονή: τους περιποιόταν, τούς έλουζε, έπαιζε καί μάλωνε μαζί τους, καί τούς χάιδευε σά μάνα, προκαλώντας τό θαυμασμό στούς τροφ ί­μους γιά τήν ένεργητικότητα καί τήν υπομονή του. Καί μόνο αύτή ή θαυμάσια δουλιά τού Γκεοργκίεφσκι, μετρίαζε κάπως τίς άσχημες έντυπώσεις, πού ”χαν γεννηθεί ά π ' τήν κοινή πεποίθη­

38

Page 39: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ση πώς ό Γκεοργκίεφσκι είναι γιός κάποιου κυβερνήτη τοΰ Ίρκ ούτσ κ .

Ή ρ θ α ν στό Σταθμό κι άλλοι παιδαγωγοί. "Εψαχνα Επίμονα νά ’βρω πραγματικούς άνθρώπους, κι όλο καί κάτι ψάρευα ά π ’ τίς λιγοστές καί φτω χικές έφεδρεΐες τών παιδαγωγικών στελε­χών. Στόν κήπο τοΰ συνδικάτου τών δασκάλων, κάπου κοντά στήν πόλη, άνακάλυψα τόν ΙΙάβελ Ίβ ά ν ο β ιτ ς Ζουρμπίν, πού έκανε τό φύλακα. Ή τ α ν άνθρωπος μορφωμένος, άγαθούλης, υπομονετικός κι άληθινός ιππότης. Μ ’ άρεσε γ ιά ένα ιδιαίτερο χάρισμα πού ’χε: άγαποΰσε βαθιά τόν άνθρωπο. “Ηξερε νά μιλάει μέ πάθος συλλέκτη γιά τίς ίδ ιομορφίες τοΰ άνθρώπινου χαρα­κτήρα, γιά τίς άνεπαίσθητες πτυχές τής προσω πικότητας, γιά τήν όμορφιά τοΰ άνθρώπινου ήρωισμοϋ καί γιά τά σκοτεινά μυστικά τής άνθρώπινης παλιανθρωπιάς. Πάνω σ ’ όλα αύτά σκεφτόταν έπίμονα καί προσπαθοΰσε νά 'β ρ ε ι στό άνθρώπινο πλήθος κάποιες γενικές νομοτέλειες. Τό ’βλεπα πώς θά πελάγω­νε μέσα σ ’ αύτή τήν καθαρά έρασιτεχνική προσπάθειά του, όμως πολύ μοΰ άρεσε ό άγνός χαρακτήρας αύτοΰ τοΰ άνθρώπου, γι* αύτό καί τοΰ συχώραγα τίς έπωμίδες τοΰ λοχαγοΰ του έπιτελείου στό 35ο σύνταγμα πεζικοΰ τοΰ Μ πριάνσκ, πού άλλωστε τίς είχε ξηλώσει πρίν τόν Ό χ τώ β ρ η , χω ρίς νά λερώσει τή βιογραφία του, μέ κάποιο λευκοφρουρίτικο κατόρθωμα. ΓΓ αύτό καί πήρε τό βαθμό διο ικητή ένός έφεδρικοΰ λόχου στόν Κ όκκινο Στρατό.

"Ενας άλλος ήταν ό Ζηνόβι Ίβ ά νο β ιτ ς Μ πουτσάι. Ή τ α ν μόλις είκοσιεφτά χρονών. Ε ίχε τελειώσει πρίν λ ίγο τή σχολή ζωγραφικής καί μάς τόν στείλανε σά ζωγράφο. Έ να ς τέτιος άνθρωπος μας χρειαζόταν καί γιά τό σχολειό καί γιά τό θέατρο, καί γενικά γ ιά όλη τήν κομσομόλικη δουλιά.

Ό Ζηνόβι Ίβ ά νο β ιτς Μ πουτσάι μάς άφηνε κατάπληχτους μέ μιά σειρά διάφορες ίδ ιότητες πού *χε. Ή τ α ν έξαιρετικά άδύνατος, έξαιρετικά μελαχρινός καί μίλαγε μέ μιά τόσο έξαιρε- τικά βαθιά μπάσα φωνή, πού σου ήταν δύσκολο νά συζητήσεις μαζί του: έβγαζε πάνω - κάτω κάτι ήχους κοντραμπάσου. Ξ εχώ ρι­ζε άκόμα ό Ζ ηνόβι Ίβ ά νο β ιτς , μέ τήν όλύμπια άταραξία καί νηφαλιότητά του. Ή ρ θ ε στά τέλη Νοέμβρη καί περιμέναμε όλοι μας τίς ζωγραφιές πού θά στόλιζαν τό Σταθμό μας. "Ομως, ό Ζηνόβι Ίβ ά νο β ιτς , χω ρίς ουτε μιά φορά κάν νά πιάσει στό χέρι του πινέλο, μας άφηνε κατάπληχτους μέ κάποιες άλλες Ιδιότητες τής καλλ ιτεχνικής του φύσης.

39

Page 40: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Δέν ε ίχα ν περάσει παρά λίγες μέρες ά π ’ τόν έρχομό του, καί τά παιδιά μου άνέφεραν πώς βγαίνει γυμνός άπ ’ τό δωμάτιο, μέ τό παλτό ριγμένο στήν πλάτη του καί κάνει μπάνιο στόν Καλομάκ. Στά τέλη τοΰ Νοέμβρη ό Καλομάκ άρχιζε κ ιόλας νά παγώνει καί πολύ γρήγορα Εγινε ή πίστα του πατινάζ τοΰ Στάθμου μας. * 0 Ζηνόβι Ίβ ά ν ο β ιτ ς άνοιξε μέ τή βοήθεια τοΰ Ό τσ ενά ς μιά είδική τρύπα στόν πάγο, καί κάθε πρωί συνέχιζε νά παίρνει τό φοβερό του μπάνιο. Δέν πέρασε λ ίγος καιρός κι Επεσε στό κρεβάτι άπό πλευρίτη γ ιά δυό βδομάδες. Έ γ ιν ε καλά καί ξανάρχισε καί πάλι τά μπάνια. Τό Δεκέμβρη τόν Επιασε βρογχίτιδα καί κάποια άκόμα άρρώστια. Ό Μ πουτσάι Εχανε μαθήματα καί παραβίαζε έτσι τά πλάνα τοΰ σχολειού μας. “Έ χα σ α στό τέλος τήν υπομονή μου καί τόν παρακάλεσα νά πάψει πιά αύτές τίς άνοησίες.

Ό Ζ ηνόβι Ίβ ά νο β ιτς μ ’ άπάντησε βραχνά:—Έ χ ω τό δικαίωμα νά κολυμπάω όταν αύτό τό θεωρώ

απαραίτητο. Ό κώδικας τής έργατικής νομοθεσίας δέν τό απαγορεύει. Καί ν ’ άρρωστήσω, έπίσης, Εχω κι αύτό τό δικαίω­μα, κι Ετσι δέ μπορεΐτε νά μέ κατηγορήσετε έπίσημα γιά τίποτε.

—’Α γαπητέ μου, Ζηνόβι Ίβ ά νο β ιτς , μά έγώ στά λέω αύτά άνεπίσημα. Γ ιατί βασανίζεις τόν έαυτό σου; Π ραγματικά σέ λυπάται ή ψυχή μου.

—"Αν είναι έτσι, τότε νά τί Εχω νά σάς πώ: ή ύγειά μου είναι άδύνατη, κι ό οργανισμός μου ψευτοφτιαγμένος. Μ ’ Ενα τέτιο όργανισμό, καταλαβαίνετε κι ό ίδιος, είναι φοβερό νά ζεϊ κανείς. Καί τ ’ άποφάσισα όριστικά: ή νά τόν σκληραγω γήσω Ετσι πού νά μπορώ νά ζώ ήσυχα, εϊτε άς πάει κατά διαόλου, άς χαθεί. Τό χρόνο πού μάς πέρασε, πλευριτώθηκα τέσσερις φορές, ένώ φέτος, είναι κιόλας Δεκέμβρης, μόνο μιά φορά. Φ αίνεται πώς θά σταθώ στίς δυό. Κι έδώ ήρθα ξεπίτηδες, μιά καί τό ποταμάκι είναι δίπλα σας.

Κάλεσα καί τόν Σ ιλάντι καί τοΰ ’ βαλα τίς φωνές:— Τί χάλ ια ε ίν ’ αύτά; Τ ’ άνθρώπου τού 'σ τρ ίψ ε κι έσύ τού

άνοίγεις τρύπες στόν πάγο!Ό Σ ιλάντι άνοιξε άμήχανα τά χέρια:— Μή μέ μαλώνεις, Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς, δέ γινότανε

άλλιώ τικα, κατάλαβες; Ή ξ ε ρ α κάποτε Εναν... θέλησε, τό λο ι­πόν, νά πάει στόν άλλο κόσμο. Τοϋ ’ ρθε, νά ποΰμε, νά πνιγεί. "Ωσπου νά στρίψ εις τό κεφάλι σου, αύτός είναι κιόλας στό ποτάμι, ό άλιτήρ ιος. Ε ίχα ψοφήσει, όπως λένε, νά τόν βγάζω

40

Page 41: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί νά τόν βγάζω ά π ’ τό ποτάμι. Κι αύτός, ό άχρείος, Επιασε καί κρεμάστηκε. Ούτε πού μού πέρασε ά π ’ τό μυαλό. Βλέπεις, τί μυστήρια πράματα. Μά αύτόν δέν τόν μποδάω, τελειωμένα πράματα, δηλαδή. ·

‘Ο Ζ ηνόβι Ίβ ά νο β ιτς χω νόταν στόν πάγο ώς τό Μάη. Τά παιδιά στήν άρχή χαχάνιζαν μ ' αύτό τό ψοφίμι, μετά τόν συμπάθησαν, καί τόν περιποιούνταν στά ταχτικά του πλευριτώ- ματα, σ τίς βρογχίτιδες, άκόμα καί σ τ ’ άπλά του κρυολογήματα.

"Ομως ήταν κι όλόκληρες βδομάδες, πού ή σκληραγω γία τού όργανισμού τού Ζηνόβι Ίβ ά νο β ιτς δέ συνοδευόταν άπό πυρετό, καί τότε Ελαμπε ή άληθινά καλλιτεχνική του φύση. Γύρω στό Ζ ηνόβι Ίβ ά νο β ιτς , δημιουργήθηκε σύντομα Ενας κύκλος ζω­γραφικής. Τό συμβούλιο τών δ ιο ικητώ ν τούς Εδοσε Ενα δωματιά- κι στό πατάρι, κι έκεΐ φτιάξανε τό ατελιέ τους.

Τά χειμω νιάτικα βραδινά βράζει ή δουλιά στό άτελιέ τού Μ πουτσάι, κι οί το ίχο ι στό πατάρι τρέμουν ά π ’ τό χαχανητό τών ζωγράφων καί τών φ ιλότεχνω ν μουσαφιρέων.

Κάτω άπό μιά μεγάλη γκαζόλαμπα δουλεύουν ταυτόχρονα κάμποσοι άνθρωποι σ ’ Ενα πελώριο χαρτόνι. Ξύνοντας μέ τήν άνάποδη τού πινέλου τό μυτερό μαΰρο κεφάλι του, ό Ζηνόβι Ίβ ά νο β ιτς μπουμπουνίζει σά μεθυσμένος διάκος:

— Βάλε κι άλλο μελάνι στόν Φεντορένκο. Αύτός είναι χω ριάτης καί σύ τόν Εκανες γυναίκα Εμπορα. Έ σ ύ , Βάνια, παντού βάζεις μαύρο, πάει δέν πάει.

Ό κοκκ ινοτρ ίχη ς Βάνια Λάποτ, στραβομύτης καί μέ φακι- διασμένο πρόσωπο, πάει νά μίμηθεΐ τόν Ζ ηνόβι Ίβ ά ν ο β ιτ ς κι άπαντάει κι αύτός μέ ιδια μπάσα φωνή:

— Τό μελάνι τό ξόδεψα όλο γιά τόν Λέσι.Στό γραφείο μου γίνεται κι έκεϊ φασαρία. Τ ίς προάλλες μάς

ήρθαν ά π ’ τό Χάρκοβο δυό φοιτήτριες, μ ’ αύτό τό χαρτί: «Τό παιδαγωγικό ινστιτούτο τού Χάρκοβου στέλνει τίς σ. Ξ. Βάρσκαγια καί Ρ. Λ άντσμπεργκ, μέ άποστο- λή νά γνω ριστούν πραχτικά μέ τήν παιδαγωγική δου- λιά στό Σταθμό Μ. Γκόρκι».

Μέ μεγάλο ένδιαφέρον υποδέχτηκα τίς έκπροσώπους αύτές τής καινούργιας παιδαγω γικής γενιάς. Κι ή Ξ. Βάρσκαγια κι ή Ρ. Λ άντσμπεργκ, ήταν έξαιρετικά νεαρές, δέν ήταν πάνω άπό τά είκοσι ή καθεμιά. ' Η Ξ. Βάρσκαγια ήταν όμορφούλα, παχουλή, ξανθιά, κοντούλα κι εύκίνητη. Είχε ενα λεπτό ρόδινο χρώμα σάν άκουαρέλα. Κουνώντας όλοένα τά λεπτά της φρυδάκια καί

41

Page 42: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

προσπαθώντας νά διώξει ά π ’ τό πρόσωπό της ένα χαμόγελο πού δλο καί ξαναγύριζε, μου ’κανε μιά όλόκληρη άνάκριση:

—“Εχετε παιδαγωγικό γραφείο;— Δέν έχουμε παιδαγωγικό γραφείο.— Καί πώς μελετάτε τήν προσωπικότητα;— Τήν προσωπικότητα του παιδιού; ρώτησα δσο γ ινόταν

πιό σοβαρά.— Μά, ναί. Τήν προσω πικότητα του κάθε τροφίμου.— Καί γιατί νά τήν μελετήσουμε;— Πώς «γιατί»; Καί πώς δουλεύετε; Πώς δουλεύετε πάνω

σ ’ αύτό πού δέν ξέρετε;Ή Ξ. Βάρσκαγια, τιτίβ ιζε άσταμάτητα καί μέ έκφραστικό-

τητα, γυρίζοντας άδιάκοπα πρός τή φίλη της.Ή Ρ. Λ άντσμπεργκ, μελαχρινή , μέ ύπέροχες μαύρες κοτσ ί­

δες χαμήλω νε τά μάτια, συγκροτώντας μ* έπιείκεια κι υπομονή τήν πηγαία άγανάχτηση πού τήν κατείχε.

— Καί ποιές κλίσεις υπερισχύουν στούς τροφίμους σας; ρωτούσε αυστηρά κι έπίμονα ή Ξ. Βάρσκαγια.

— Μ ιά καί στό Σταθμό δέ μελετούν τήν προσω πικότητα, είναι περιττό καί νά ρωτάει κανείς γ ιά τίς κλίσεις πού υπερισχύ­ουν, είπε ήσυχα ή Ρ. Λάντσμπεργκ.

— Μά, γιατί; είπα σοβαρά. Γιά τίς κλίσεις μπορώ νά σάς πώ. Νά, υπερισχύουν αύτές οί ίδ ιες μέ τίς δικές σας κλίσεις...

— Καί ποΰ μας ξέρετε έσεΐς; εΐπε έχθρικά ή Ξ. Βάρσκαγια.— Νά, έσεΐς τώρα κάθεστε άπέναντί μου καί συζητάτε.— Καί, μ* αύτό τί;— Μά έγώ σάς βλέπω σά νά ’στε γυάλινες, βλέπω δλα δσα

συμβαίνουν μέσα σας.Ή Ξ. Βάρσκαγια κοκκίνισε, μά τήν ίδ ια στιγμή μπήκαν

ξαφνικά στό γραφείο ό Καραμπάνοφ, ό Βέρσνιεφ, ό Ζαντόροφ καί μερικά άκόμα παιδιά.

— Μ πορούμε νά μπούμε ή έχετε μυστικά;— Καί βέβαια, μπορεΐτε! είπα. Γνωριστείτε! Μάς ήρθαν

μουσαφίρισσες, φοιτήτριες ά π ’ τό Χάρκοβο.— Μ ουσαφίρισσες; Τ ί ώραΐα! Καί πώς σάς λένε;— Ξένια Ρομάνοβνα Βάρσκαγια.— Ραχήλ Σεμιόνοβνα Λάντσμπεργκ.

Ό Σεμιόν Καραμπάνοφ έβαλε τό χέρ ι του στό μάγουλό του κι άπόρεσε:

—‘Ή , τί μακρινάρι! Δηλαδή Ό ξά να !

42

Page 43: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τό ίδ ιο κάνει, συμφώνησε ή Ξ. Βάρσκαγια.— Καί σύ ή Ραχήλ, έτσι;—Ά ς είναι κι έτσι, ψ ιθύρισε ή Ρ. Λάντσμπεργκ.— Καλά, λοιπόν. Τώρα μπορούμε νά σάς δύσουμε νά

δειπνήσετε. Φ οιτήτριες είστε;— Ναί.— Μ ιλάτε λοιπόν, γιατί θά πεινάτε σίγουρα, πώς νά τό πώ,

νά σάν... ’Ά ν ήταν ό Βέρσνιεφ μέ τόν Ζαντόροφ, θά 'λ εγα σάν σκύλοι. 'Ό μ ω ς, τώρα... άς πούμε σά γατάκια!...

— Καί πραγματικά πεινάμε, γέλασε ή Ό ξ ά ν α . Έ δ ώ μπο­ρούμε νά πλυθούμε;

— Πάμε. Θά σάς παραδόσουμε στίς κοπέλες: έκεΐ κάντε δ,τι θέλετε...

Αύτή ήταν ή πρώτη γνωρίμίά μας. Κάθε βράδυ έρχόντουσαν στό γραφείο μου, μά γ ιά λίγες μόνο στιγμές. "Οπως καί νά ’χει τό πράγμα, ή συζήτηση γιά τή μελέτη τής προσω πικότητας δέν ξανάγινε. ' Η Ό ξ ά ν α κι ή Ραχήλ δέν είχαν καιρό. Τά παιδιά τίς τράβηξαν στόν άπέραντο ώκεανό τής δουλιάς του Στάθμου, στίς διασκεδάσεις του καί στούς καυγάδες του, τίς γνώρισαν μ ’ £να σωρό άπύ πραγματικά καταραμένα ζητήματα. Τ ίς δίνες καί τούς μικρούς καταρράχτες, πού όλο καί ξέσπαγαν στήν κολεχτίβα κι ήταν δύσκολο νά τ ’ άποφύγει ζωντανός άνθρωπος. Δέν πρόφται- νες νά καλοκοιτάξεις γύρω σου, καί σ ’ άρπαζαν γιά νά σέ πετάξουν κάπου. Κάποτε, γ ινόταν κι αύτό, σέ κουβάλαγαν κατευθείαν στό γραφείο μου, κι άπό κεΐ σέ πέταγαν σ τή ν όχθη.

Κάποτε τό ρέμα κουβάλησε μιά περίεργη όμάδα: τήν Ό ξ ά ν α , τή Ραχήλ, τόν Σ ιλάντι καί τόν Μ πράτσενκο:

Ή Ό ξ ά ν α κράταγε τόν Σ ιλάντι ά π ’ τό μανίκι καί χαχάνιζε:— Μπάτε, μπάτε, τί άντιστέκεστε;

Ό Σιλάντι πραγματικά άντιστεκόταν.—Α κ ο λ ο υ θ ε ί διαλυτική γραμμή στό Σταθμό κι έσεΐς ουτε

κάν τό βλέπετε!— Τί τρέχει, Σιλάντι!

Ό Σιλάντι άπελευθέρωσε δυσαρεστημένα τό μανίκι πού του κράταγαν καί χάιδεψε τή φαλάκρα του:

— Νά, βλέπεις, τί γίνετα ι; "Α φησαν έδώ στήν αύλή κάποιο Ελκηθρο. Ό Σεμιόν κι αύτοί έδώ, τί σοφ ίστηκαν, νομίζεις; Νά γλιστράνε ά π ’ τό ύψωματάκι. Νά, ό Ά ν τ ό ν είναι δώ, άς πεΐ ό ίδιος.

Ό Ά ν τ ό ν πήρε τό λόγο:

43

Page 44: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δέ μ ’ άφηναν νά ήσυχάσω: Θέλουμε παγοδρομίες! Κ οπάνησα χω ρίς πολλές κουβέντες μέ τή σέλα τόν Σεμιόν καί τό έβαλε στά πόδια. Αυτές όμως τό δικό τους! Τραβάνε τό έλκηθρο! Τί νά κάνω δηλαδή μέ δαΰτες; Νά τούς κοπανήσω μέ τή σέλα, θά βάλουν τά κλάματα. Τούς τό ’πε ό Σ ιλάντι.

— Νά, νά! άγανάχτησε ή Ό ξ ά ν α . Ά ς έπαναλάβει ό ίδ ιος ό Σ ιλάντι αύτά πού ’πε!

— Καί τί τό σπουδαίο είπα; Βέβαια, νά ποΰμε, τό ’πα, παστρικά πράματα, δηλαδή. Τ ής λέω λοιπόν, έσύ λο ιπόν θέλεις παντρειά, καί κάθεσαι λο ιπόν καί μοΰ παίζεις μέ τό έλκηθρο! Μ υστήρια πράματα, δηλαδή!... Βλέπεις τί ίστορία;

— Δέν τά λές όλα, δέν τά λές όλα!...— Τ ί άλλο άπόμεινε νά πώ; Π αστρικά πράματα, δηλαδή.— Είπε στόν Ά ν τό ν : Ζέψε την στό Ελκηθρο καί πάνε την

μιά βόλτα ως τήν Γκοντσαρόφκα, κι άμέσως θά ήσυχάσει! Τό είπες;

— Κι έδώ μπορώ νά τό πώ: κατάγερες κοπέλες, δέν Εχουν τί νά κάνουν δηλαδή, κι έμάς τ ’ άλογα δέ μάς φτάνουν! Βλέπεις... μυστήρια πράματα, δηλαδή;...

—Ά χ ! φώναξε ή Ό ξ ά ν α . Φύγετε άπό δώ πέρα! ’Εμπρός, μάρς!

Ό Σ ιλάντι Εβαλε τά γέλια κι Εφυγε μέ τόν Ά ν τ ό ν άπ* τό γραφείο, ή Ό ξ ά ν α Επεσε στό ντιβάνι, πού άπό ώρα λαγοκοιμό­ταν ή Ραχήλ.

—Ό Σιλάντι, είναι μιά ένδιαφέρουσα προσω πικότητα, είπα. Θά μπορούσατε νά τόν μελετήσετε.

Ή Ό ξ ά ν α χύμηξε Εξω ά π ’ τό γραφείο, μά σ τή ν πόρτα σταμάτησε, καί σάν κάποιον νά μιμείται:

— Σέ βλέπω πέρα γ ιά πέρα! είπε. Γυάλινος!Κι Εφυγε τρέχοντας, πέφτοντας, μόλις βγήκε ά π ’ τό γρα­

φείο πάνω σέ μιά όμάδα παιδιών. Ά κ ο υ σ α μόνο τήν κουδουνι- στή φωνή της, πού τήν πήρε άμέσως ό άνεμος.

— Ραχήλ, πηγαίνετε νά κοιμηθείτε.— Τί; Μά, σάμπως θέλω νά κοιμηθώ; Καί σεϊς;—Έ γώ θά βγω.—Ά α , μά... βέβαια...Σκούπισε, σάν παιδί, μέ τή γροθίτσα της τ ’ άρ ιστερό μάτι,

μοΰ ’σφίξε τό χέρ ι καί βγήκε ά π ’ τό γραφείο παίρνοντας σβάρνα μέ τόν ώμο της τό πορτόφυλλο.

44

Page 45: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

4. ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

'Ό σ α άφηγηθήκαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, είνα ι ενα πολύ μικρό μέρος μονάχα άπ* τίς άσχολ ίες μας, τά χειμω νιάτικα βράδια. Σήμερα είναι κάπως ντροπή νά τ* άναγνωρίσω, μά σχεδόν όλο τόν έλεύθερο χρόνο μας τόν θυσιάζαμε στό θέατρο.

Στό δεύτερο Σταθμό φτιάξαμε Ενα πραγματικό θέατρο. Είναι δύσκολο καί νά περιγράψει κανείς τόν ένθουσιασμό πού μάς Επιασε όταν πήραμε στή διάθεσή μας τήν άποθήκη του μύλου.

Στό θέατρό μας χώ ραγαν ώς Εξακόσιοι άνθρωποι, δηλαδή, θεατές άπό κάμποσα χωριά. Οί άπα ιτήσεις άπ* τό θέατρό μας μεγάλωναν μαζί μέ τή σημασία πού άπόχτησε.

Γιά νά ποΰμε τήν άλήθεια , τό θέατρό μας είχε καί κάμποσες άτέλειες. Ό Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς θεωρούσε αύτές τίς ατέλειες τόσο σοβαρές, πού Εφτασε στό σημείο νά προτείνει τή μετατρο­πή του σέ γκαράζ γιά τά κάρα μας.

—Ά ν βάλεις έκεΐ τ ’ άμάξι, δέν Εχει νά πάθει τίποτε ά π ’ τό κρύο. Έ ν ώ γιά τούς θεατές χρειάζοντα ι σόμπες.

— Θά βάλουμε, λοιπόν, σόμπες.— Θά βοηθήσουν όσο κι ή χειραψ ία τό φτωχό. Μά τό

ξέρεις, έκεϊ δέν Εχει ταβάνι, ή στέγη είνα ι άπό τσ ίγκο , χω ρίς τίποτε άπό κάτω. Νά καις έκεΐ σόμπα, είναι σάν νά ζεστα ίνεις τό βασίλειο τών ούρανών, τά χερουβείμ καί τά σεραχφείμ κι όχι τούς θεατές! Καί τί σόμπες θά βάλεις; Έ δ ώ θά χρειαστούν, τουλάχιστο σ ιδερένιες, καί ποιός θά σ ’ άφήσει έσένα νά τό κάνεις αύτό; Τ ί θέλεις, νά πάρει άμέσως χφωτιά; « Α ρ χ ίζο υ μ ε τήν παράσταση!» κι άμέσως: «τρεχάτε νά κουβαλήσετε νερό»!

Π α ρ ' δ λ ’ αύτά δέ συμφώνησα μέ τόν Καλίνα Ίβ ά νο β ιτς , πολύ περισσότερο πού είχα μέ τό μέρος μου καί τόν Σιλάντι:

— Ε ίδες μυστήρια πράματα: καί παράσταση δηλαδή χω ρίς λεφτά, καί πυρκαγιά δηλαδή άπό πάνου τζάμπα. Κανένας δηλαδή, δέν πρόκειται νά *χει παράπονο...

Βάλαμε σόμπες άπό μαντέμι καί τίς καίγαμε μόνο τήν ώρα τής παράστασης. Οί σόμπες αύτές δέν ήταν σέ θέση μέ κανένα τρόπο νά ζεστάνουν τό θέατρο, όλη τους ή ζέστη άνέβαινε γρήγορα ψηλά στή σιδερένια σκεπή κι άπό κεΐ χανόταν. ΓΓ «ύτό, μόλο πού τίς πυρώναμε μέχρι νά κοκκινίσουν, οί θεατές προτιμούσαν τίς γούνες τους καί τά παλτά τους, κι είχανε τό νου ιούς μονάχα μήν τσουρουφλιστούνε ά π ' τ ’ άναμμένο σίδερο.

Μόνο μιά φορά πήρε φωτιά τό θέατρό μας, κι όχ ι άπό

45

Page 46: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σόμπα, μά άπό μιά λάμπα πού Επεσε στή σκηνή. Ί 'γ ιν ε πανικός, ιδιαίτερης φύσης: τό κοινό στή θέση του, οί τρόφιμοι χύθηκαν όλοι στή σκηνή μ ’ άληθινό ένθουσιασμό. Ό Καραμπάνοφ τούς Εμπηξε τίς φωνές:

— Μά τί, βλάκες είσαστε μωρέ; Δεν ξανάδατε φωτιά στά μάτια σας;

Φ τιάξαμε μιά πραγματική σκηνή: φαρδιά καί ψ ηλή, μ ' ενα πολύπλοκο σύστημα άπό κουίντες καί μέ ύποβολειο. Π ίσω ά π ’ τή σκηνή Εμενε άρκετός χώρος πού δέ μπορούσαμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε. Γιά νά πετύχουμε κάποιαν υποφερτή ζε­στασιά γιά τούς ήθοποιούς, χωρίσαμε ά π ’ αύτό τό χώρο ένα δωματιάκι, βάλαμε μέσα μιά σομπίτσα καί κεΐ μακιγιάρονταν καί ντύνονταν οπως - όπως μέ τή σειρά, πρώτα τ* άγόρια καί μετά οί κοπέλες. Στόν υπόλοιπο χώρο. στά παρασκήνια καθώς καί στή σ κηνή , Εκανε τήν ίδ ια παγωνιά, οπως καί στό ύπαιθρο.

Στήν αίθουσα είχαμε κάμποσες δεκάδες σειρές ξύλινα καθίσματα, μιά άπέραντη έκταση άπό θέσεις γιά τό κοινό, ένα πρωτόφαντο πολιτιστικό πεδίο, πού δέν άπόμενε παρά νά σπείρεις καί νά θερίσεις.

Ή θεατρική δραστηριότητα μας άναπτύχθηκε στό δεύτε­ρο Σταθμό πολύ γρήγορα. Μέσα σέ τρεΐς χειμώνες, χω ρίς νά λιγοστεύουν ουτε λεφτό οί ρυθμοί, πήρε τόσο τεράστιες δια­στάσεις, πού κι ό ϊδ ιο ς μόλις πού τό πιστεύω τώρα γράφον- :άς τα.

Στή χειμερινή περίοδο άνεβάζαμε περίπου σαράντα έργα, χωρίς νά προτιμάμε τά εύκολα, παρά μόνο εργα μέ τέσσερις - πέντε πράξεις, έπαναλαβαίνοντας συνήθως τό ρεπερτόριο τών θεάτρων τής πρωτεύουσας. Μ εγάλο θράσος φυσικά, μά λόγο τιμής, ήτανε παραστάσεις φροντισμένες κι όχι τσαπατσούλικα πράγματα.

Ά π ’ τήν τρίτη κιόλας παράσταση, ή θεατρική μας δόξα απλώθηκε κι Εξω α π ' τά σύνορα τής Γκοντααρόφκα. ’Έ ρ χο ντα ν χω ρικοί ά π ' τήν Π ιρόγκοφκα, τήν Γκραμπίλοφκα, τήν Μ παμπί- τσεφκα, ά π ’ τό Γκοντσί. τό Βάτσι, τό Σταροζεβόι, ά π ’ τ ’ άγροχτήματα τοΰ Βόλοβο, τοΰ Τσουμάτσκ, τοΰ Ό ζ ιό φ σ κ , έρχονταν έργάτες ά π ' τά προάστια, σ ιδηροδρομικοί ά π ’ τό σταθμό καί τό μηχανοστάσιο . Γρήγορα άρχισαν νά μάς έρχον­ται κι ά π ’ τήν πόλη: δάσκαλοι καί γενικά έργαζόμενοι στή Λαϊκή Π αιδεία, στρατιω τικοί κι εργαζόμενοι τών σοβιέτ, συνε­τα ιριστές καί έργαζόμενοι στόν έφοδιασμό, άγόρια καί κορί­

46

Page 47: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τσια, γνωστά τών παιδιών του Σταθμού καί γνωστοί τών γνωστών. Στά τέλη του πρώτου χειμώνα, κάθε Σάββατο, άκόμα ά π ’ τό μεσημέρι κατασκήνωναν δίπλα στό θεατρικό μας οίκημα, οί πιό μακρινοί ξένοι. Μ ουστακαλήδες μέ κοντογούνια καί γούνες ξέζευαν τ ’ άλογα, τά σκέπαζαν μέ ΰποσάγματα καί χτύπαγαν τούς κουβάδες τους στή στέρνα μέ τό μαγγάνι, ένώ τήν ίδ ια ώρα, οί συνταξιδιώ τισσές τους μέ τά κεφαλομάντηλα δεμένα ως τά μάτια, χοροπηδούσαν γύρω στά Ελκηθρα γιά νά ζεσταίνουν τά πόδια τους, πού ’χαν παγώσει στό δρόμο, κι υστέρα τρέχανε στό θάλαμο τών κοριτσιώ ν σεινάμενες καί κουνάμενες μέ τά ψηλά τους τακούνια, γιά νά ζεσταθούν καί νά συνεχίσουν τή γνωριμιά πού έπιασαν τελευταία μέ τίς κοπέλες του Σταθμού. Π ολλές τους ξετρύπωναν κάτω ά π ’ τ ’ άχυρα τά πορτοφόλια καί τά μπογαλάκια τους. Ξεκινώντας γ ιά τό μακρινό θεατρικό ταξίδι, παίρναν μαζί τους προσφάι: τηγανίτες, μπου­γάτσες, τετράγωνα κομμάτια λαρδί χαρακωμένα σταυρωτά καί μεγάλα κομμάτια σαλάμι. "Ενα μεγάλο μέρος άπ* τίς προμήθει­ες τό προόριζαν γιά νά κεράσουν τά παιδιά, κι ήταν μέρες πού γινόταν τέτιο γλέντι, πού τό γραφείο τής Κομσομόλ άπαγόρεψε κατηγορηματικά νά παίρνουν ά π ’ τούς ξένους πού έρχονταν κάθε είδους δώρα.

Τά Σάββατα οί σόμπες τού θεάτρου άναβαν άκόμα ά π ’ τίς δυό ή ώρα γιά νά δοθεί ή δυνατότητα στούς ξένους νά ζεσταθούν. "Ομως, δσο προχωρούσαν οί γνω ριμίες, τόσο οί ξένοι μας έμπαιναν στά χτίρ ια τού Σταθμού. Ά κ ό μ α καί στό μαγειρείο μπορούσες νά δεΐς όμάδες άπό ξένους, τούς πιό άγαπητούς, κι άς πούμε τούς κοινούς ξένους, πού οί τρόφιμοι τής υπηρεσίας τό έβλεπαν σωστό νά τούς καλέσουν στό τραπέζι.

Γιά τό ταμείο τού Σταθμού οί παραστάσεις ήταν ένα σοβαρό βάρος. Τά κοστούμια, οί περούκες, τά διάφορα άλλα είδη του θεάτρου μάς σ το ίχ ιζαν σαράντα - πενήντα ρούβλια. Σχεδόν κάθε μήνα γύρω στά διακόσια ρούβλια. Αύτό ήταν ένα μεγάλο έξοδο, ωστόσο, ούτε μιά φορά δέ χάσαμε τήν περηφάνεια μας καί δέ βάλαμε ποτέ ούτε μιας δεκάρας είσ ιτήρ ιο . 'Υ πολογίζαμε πώς θά * ρΟει πρώτ ’ άπ ’ όλα ή νεολαία τών χωριώ ν, κι ύστερα οί κοπέλες πού ποτέ τους δέν είχαν χαρτζιλ ίκ ι.

Στήν άρχή ή είσοδος ήταν έλεύθερη, μά γρήγορα ήρθε ό καιρός, πού ή αίθουσα τού θεάτρου δέ γινόταν νά χω ρέσει δλους όσους θέλανε, καί τότε καθιερώσαμε τά εισ ιτήρ ια πού μοιράζον­

47

Page 48: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ταν ά π ’ τά πρ ίν στούς πυρήνες τής Κομσομόλ, στά τοπικά σοβιέτ καί σέ άλλους έκπρόσωπούς μας στά χωριά.

’Εντελώς άναπάντεχα βρεθήκαμε μπροστά σέ μιά παθιασμέ­νη δίψα τών άνθρώπων του χωρίου γ ιά θέατρο. Γ ιά τά εισ ιτήρ ια είχαμε συνέχεια καυγάδες καί παρεξηγήσεις άνάμεσα στά χωριά. “Ε ρχονταν στό Σταθμό οί γραμματικοί τους, όλο φούρ­κα, κι Εβαζαν τό ζήτημα μέ μεγάλη έπιμονή:

— Καί γ ιατί δηλαδή μάς στείλατε γιά αύριο μονάχα τριάντα είσ ιτήρια;

Ό υπεύθυνος γ ιά τά είσ ιτήρ ια τοΰ θεάτρου, Ζόρκα Βόλκοφ κουνάει προκλητικά τό κεφάλι του μπροστά στά μούτρα τού γραμματέα:

— Καί πολλά είναι γιά σάς.— Ιίολλά ; Καθόσαστε δώ πέρα, γραφειοκράτες, καί λέτε

πώς είναι πολλά;— Καθόμαστε δώ καί βλέπουμε, πώς μέ τά ε ίσ ιτήρ ιά μας

έρχονται στό θέατρο τά παπαδόσογα.— Π απαδόσογα; Π οιά παπαδόσογα;— Νά, τά δικά σας. Αύτά τά μούτρα μέ τίς ξανθές γενειά­

δες.Κ αταλαβαίνει πώς πρόκειται γιά τούς παπάδες τού χωριού

του ό γραμματέας, χαμηλώ νει τή φωνή του, μά δέν τό βάζει κάτω:

—“Ας ποΰμε πώς ήρθαν καί δυό τέτιοι... Ά μ γιατί τά κατεβάσατε τά είκοσι; Πρώτα παίρναμε πενήντα, ένώ τώρα στείλατε μόνο τριάντα.

— Χάσαμε τήν έμπιστοσύνη, άπαντάει μέ κακία ό Ζόρκα. Δυό παπάδες καί πόσες παπαδιές καί μπακάλισσες καί τσ ιφλι- κοΰδες, δέν τίς βάζουμε καθόλου στό λογαριασμό! ’Εσείς έκεΐ πέρα έχετε σαπίσει καί ζητάς καί ρέστα.

— Καί ποιός, σκύλας γιός, σάς είπε τέτια πράματα; Περίεργο!

— Καί τά... σκυλόπαιδα δέν τά ύπολογίζουμε. Τριάντα καί πολλά είναι!

Ό γραμματικός ζεματισμένος φεύγει πίσω νά πάει νά ψάξει πού βρίσκεται τό σάπισμα, μά στή θέση του φτάνει άλλος διαμαρτυρόμενος:

— Τί είναι αύτά πού κάνετε, σύντροφοι; “Εχουμε πενήντα κομσομόλους κι έσεΐς μάς στείλατε μόνο δεκαπέντε κομμάτια.

— Σύμφωνα μέ τά στο ιχεία τοΰ £κτου «Π» μικτού τμήματος,

4 «

Page 49: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τήν περασμένη φορά ήρθαν άπό σάς μόνο δεκαπέντε ξεμέθυστοι κομσομόλοι, κι ά π ’ τούς άλλους, οί τέσσερις γρ ιές, κι οί υπόλοιποι στουπί στό μεθύσι.

— Κάθε άλλο. Σάς είπαν ψέματα πώς ήταν μεθυσμένοι. Οί δικοί μας δουλεύουν στό έργοστάσιο πού βγάζει τό σπ ίρτο , καί φαίνεται πώς γΓ αύτό μύριζαν Ετσι...

— Τό έξακριβώσαμε: μύριζαν ά π ’ τό στόμα καί δέ.θά τά φορτώσετε τώρα στό έργοστάσιο...

— Νά σάς τούς φέρω, γιά νά δείτε καί μόνοι σας, πώς αΰτοί Ετσι μυρίζουν πάντοτε κι έσεΐς ψάχνετε γιά καυγά καί όλο τέτια φανταζόσαστε!

—" Α σ τ’ αύτά! Οί δ ικο ί μας ξέρουν πολύ καλά που πέφτει τό έργοστάσιο καί που οί μεθύστακες!

— Δός μας λοιπόν, έστω καί πέντε ε ίσ ιτήρ ια άκόμα, πώς δέν ντρέπεστε; Τά μοιράζετε στίς διάφορες δεσποινίδες καί γνωστούς σ τή ν πόλη, ένώ τούς κομσομόλους τούς Εχετε σέ τελευταία μοίρα...

Είδαμε ξάφνου πώς τό θέατρό μας, δέν είναι καμιά διασκέ­δαση, μά ύποχρέω σή μας, κάποιος υποχρεω τικός κοινωνικός φόρος, πού δέν μπορούσαμε ν ’ άρνηθοΰμε νά τόν πληρώσουμε.

Τό γραφείο τής Κομσομόλ μελέτησε σοβαρά τό ζήτημα. *0 θεατρικός όμιλος δέν ήταν πιά σέ θέση νά σηκώσει ενα τέτιο βάρος. Ουτε νά σκέφτεται κανείς, πώς μπορούσε νά περάσει Σάββατο χω ρίς παράσταση, καί μάλιστα κάθε Σάββατο Επρεπε νά ’χουμε πρεμιέρα. Νά έπαναλάβουμε τήν προηγούμενη παρά­σταση, ήταν σά νά ΰποστέλαμε τή σημαία καί νά χαλούσαμε τή βραδιά τών κοντινότερω ν γειτόνω ν μας πού ήταν καί οί κα­λύτεροι φ ίλοι μας. Στόν όμιλο άρχισαν οί ίστορ ίες καί τά τραβήγματα.

Ά κ ό μ α κι ό Καραμπάνοφ άνοιξε τό στόμα του:— Καί τί Εγινα έγώ; Ν οικιάστηκα δηλαδή; Τ ή ν παράλλη

βδομάδα Επαιζα τόν παπά, τήν περασμένη τό στρατηγό, τώρα μοΰ λέτε νά παίξω παρτιζάνος. Που νά βρω τόση άντοχή ; Κάθε βράδυ πρόβα ώς τίς δυό ή ώρα. Καί τό Σάββατο, άντε νά κουβαλήσεις καί τά τραπέζια, καί νά καρφώσεις τά σκηνικά...

*0 Κόβαλ στηρίζετα ι μέ τά χέρια στό τραπέζι:— Νά σοΰ βάλουμε καί κανένα ντιβάνι κάτω ά π ’ τίς

άχλαδιές νά ξαπλώνεις κι άπό λιγάκι; ΕΙν* άνάγκη.—"Αμα ε ίν ’ άνάγκη, όργάνωσέ το Ετσι, πού νά δουλεύουν

όλοι.

49

Page 50: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί Οά τό οργανώσουμε.— Νά τό όργανώσεις!— Μάζεψε τό συμβούλιο τών διοικητών.Στό συμβούλιο διοικητώ ν τό γραφείο πρότεινε: Νά μήν

υπάρχει κανένας εθελοντικός θεατρικός όμιλος καί νά δουλεύ­ουν στό θέατρο όλοι.

Τό συμβούλιο είχε μανία μέ τίς διαταγές. Τή συντάξανεέτσι:

5. «Μέ βάση τήν άπόφαση του συμβουλίου διοικητώ ν, νά θεωρηθεί τό θέατρο δουλιά υποχρεω τι­κή γιά τόν κάθε τρόφιμο, γ ι ' αύτό καί γιά τό άνέβασμα του έργου “ Οί περιπέτειες τής φυλής τών Ν ιτσεβόκων” * όρίζεται νά πάρουν μέρος έπ ίσης τά μικτά τμήματα...»

’Ακολουθούσε ή άπαρίΟμηση τών μικτών τμημάτων, σά νά είχαν νά κάνουν όχι μέ τήν ύψ ηλή τέχνη, μά μέ τό ξεβοτάνισμα κοκκινογουλιώ ν ή μέ τό παράχωμα τής πατάτας. ' Η βεβήλωση τής τέχνης άρχισε μέ τήν άντικατάσταση τοΰ θεατρικού ομίλου, άπό τό £κτο «Α» μικτό, πού άποτελοΰνταν άπό 28 άτομα ύπό τή διοίκηση τοΰ Βέρσνιεφ.

Καί μικτό τμήμα σήμαινε; ακριβής κατάλογος, καμιά καθυστέρηση, βραδινή άναφορά, όπου σημειώ νονταν όσο ι άρ­γησαν καί τά λοιπά, διαταγή τοΰ δ ιο ικητή , άπάντηση μέ τό συνηθισμένο «μάλιστα» μαζί μέ χα ιρετισμό, καί σ ’ όρισμένες περιπτώ σεις νά πληρώνεις τή νύφη στό συμβούλιο τών δ ιο ικη ­τών, ή στή γενική συνέλευση, γιά τήν παραβίαση τής πειθαρχί­ας του Σταθμού. Στήν καλύτερη περίπτωση, είχες συζήτηση μαζί μου, καί κάμποσες παραπανίσιες βάρδιες, είτε περιορισμό κ α τ’ ο ίκον τή μέρα έξόδου.

Αύτό ήταν μιά πραγματική μεταρρύθμιση. Γιατί ό θεατρι­κός όμιλος ήταν μιά όργάνωση έθελοντική, όπου έπικρατοΰσε κάποια παραπανίσια δημοκρατία καί μιά ρευστότητα στή σύνθε­σή του. Ό θεατρικός όμ ιλος, πάσχει πάντα άπό μιά πάλη γούστων καί άξιώσεων, κι αύτό φαίνεται όταν γ ίνετα ι ή έπιλογή

* Ν ιτσεβόκοι/Α π" τή ρούσικη λέξη νιτσεβό, πού σημαίνει τίποτε. Έ δώ : ή φυ­λή αί·τών πού δέν κάνουν τίποτα (σημ. μετ.}.

50

Page 51: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

του Εργου κι ή διανομή τών ρόλων. Μά στό δικό μας δμίλο που καί που άρχιζαν νά χτυπάνε στό μάτι τά προσωπικά.

Τήν άπόφαση τοΰ γραφείου καί τοΰ συμβουλίου τών διοικητών, τά παιδιά-τήν είδαν σάν μιά υπόθεση φυσική πού δέ σήκωνε άντίρρηση. Τό θέατρο στό Σταθμό, ήταν Ενα Εργο τό ιδιο σοβαρό όπως κι ή άγροτική δουλιά, ή έπισκευή τοΰ άγροχτήματος, ή καθαριότητα κι ή τάξη στούς θαλάμους. ’Α π ’ τήν άποψη τών συμφερόντων τοΰ Σταθμοΰ, ήταν άδιάφορο τί ρόλο Επαιζε ό καθένας γιά τό άνέβασμα του Εργου. Ό καθένας τους επρεπε νά κάνει ό,τι τοΰ γύρευαν.

Στό κυριακάτικο συμβούλιο τών διοικητών, συνήθως άνέ- φερα τό Εργο πού θ* άνέβει τό άλλο Σάββατο, καί ποιά παιδιά χρειάζονταν γιά τούς ρόλους. Ό λ ’ αύτά τά παιδιά Εμπαιναν άμέσως στό Εκτο «Α» μικτό τμήμα κι ά π ’ αυτούς Εβγαινε ό δ ιοικητής. "Ολοι οί άλλοι τρόφιμοι, χωρίζονταν σέ θεατρικά μικτά τμήματα, πού ’χαν πάντα τό νούμερο Εξι καί λειτουργού­σαν ως τό τέλος τής δοσμένης παράστασης. 'Υ π ή ρ χα ν τέτιου είδους μικτά τμήματα:

"Εκτο «Η» — ήθοποιοί."Εκτο «Θ» — θεατές."Εκτο «Ε» — ένδυμασία."Εκτο θερμό — θέρμανση."Εκτο <«Σ» — σκηνικά."Εκτο «Ξ» — έξοπλισμός"Εκτο «Φ» — φωτισμός καί φωτιστικά έφέ."Εκτο — καθαριότητα."Εκτο «Χ·> — ήχο ι.'Έ κτο «Α>* — αύλαία.

“Αν πάρουμε ύπόψη πώς ύπήρχε περίοδος πού δλο κι δλο είχαμε όγδόντα τρόφιμους, τότε θά καταλάβει ό καθένας, πώς δέν Εμενε οΰτε Ενας τους έλεύθερος, κι άν τύχαινε τό Εργο νά Εχει πολλά πρόσωπα, τότε οί δυνάμεις μας οϋτε πού μάς Εφταναν. Συγκροτώντας τά μικτά τμήματα, τό συμβούλιο τών διοικητών, προσπαθούσε, βέβαια, νά παίρνει ύπόψη του τήν προσωπική έπιθυμία καί τήν κλίση τοΰ κάθε παιδιού, ά λ λ ’ αύτό δέν τό πετύχαινε πάντα. Συχνά ό τρόφιμος δήλωνε:

— Γιατί μέ βάλατε στό Εκτο «Η»; Έ γ ώ δέν Εχω ξαναπαί-ξει!

Τ* άπαντοΰσαν:

51

Page 52: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τ ί σ ό ι κουβέντες είν* αύτές; Στόν καθένα συμβαίνει κάποτε νά παίξει γ ιά πρώτη φορά!

'Ο λ ό κ λ η ρ η τή βδομάδα, δ λ ’ αύτά τά μ ικτά τμήματα κι Ιδιαίτερα ο ί δ ιο ικητές τους, τίς έλεύθερες ώρες τίς πέρναγαν στό Σταθμό, άκόμα καί στήν πόλη γυροφέρναν σά σβούρες. Δέν τό είχαμε στή μόδα νά παίρνουμε ύπόψη μας τίς δ ιάφορες α ίτιες πού προβάλλονταν γ ιά δ ικα ιολογία , γι ’ αύτό κι οί όμαδάρχες στρι- μώχνονταν άσχημα. Ε ίχαμε, βέβαια, στήν πόλη γνω ριμιές, κι ήταν πολλοί αύτοί πού Εβλεπαν μέ συμπάθεια τή δουλιά μας. Γ ι ’ αύτό καί βρίσκαμε π.χ. πολλά κοστούμια γ ιά όποιοδήποτε Εργο, μά κι άν άκόμα δέ βρίσκαμε, τά Εκτα «Ε» μικτά, ήξεραν νά τά φτιάχνουν Ετσι, πού νά τα ιριάζουν γ ιά όποιαδήποτε έποχή καί σ ’ όποιαδήποτε ποσότητα άπό διάφορα ύλικά πού ύπήρχαν στό Σταθμό. Στό μεταξύ θεωρούνταν πώς όχ ι μόνο τά πράγματα τοΰ Στάθμου, μά καί τά πράγματα τοΰ προσωπικού βρίσκοντα ι στήν άπόλυτη διάθεση τών θεατρικών μικτών μας τμημάτων.

"Οσο άναπτυσσόταν ή δουλιά μας δημιουργήθηκαν κι όρι- σμένες έφεδρεΐες. Έ ρ γ α πού ε ϊχαν τουφεκιές καί γενικά πο­λιτικά Εργα, άνεβάζαμε ταχτικά, γι* αύτό καί είχαμε στή διάθεσή μας Ενα όλόκληρο όπλοστάσιο καθώς καί συλλογή άπό στρατιω τικές στολές, έπωμίδες καί παράσημα. Λ ίγο - λίγο άρχισαν νά ξεχω ρίζουν άνάμεσα ά π ’ τά παιδιά τοΰ Σταθμού είδ ικοί κι ό χ ι μόνο στήν ήθοποιία , μά καί σ τ ’ άλλα είδη. Είχαμε Εξαιρετικούς πολυβολητές πού μέ τή βοήθεια διάφορων μη χα νη ­μάτων, μπορούσαν νά σοΰ φτιάξουν μιά όλόκληρη μάχη μέ πυρά πολυβόλων. Ε ίχαμε άκόμη καί πυροβολητές καί τούς δικούς μας Δ ίες πού Εφτιαχναν μιά χαρά άστραπές καί κεραυ­νούς.

Γιά νά μαθευτεί τό Εργο, δίναμε μιά βδομάδα. Στήν άρχή φροντίζαμε νά τά κάνουμε όλα όπως γίνετα ι συνήθως. ’Α ντιγρά­φαμε τούς ρόλους, καί προσπαθούσαμε νά τούς μάθουμε άπέ- ξω, μά ϋστερα παρατήσαμε αύτή τήν ταχτική . Δέν είχαμε καιρό ούτε ν ’ άντιγράψουμε, ούτε καί νά μαθαίνουμε άπέξω τούς ρόλους, γ ιατί έκτός άπ* τό θέατρο, είχαμε άκόμα τήν καθημερι­νή δουλιά τοΰ Σταθμού καί τό σχολειό . "Ο σο καί νά ’ναι στήν πρώτη γραμμή Εμπαινε νά διαβάζουν τά παιδιά τά μαθήματα.

’Α φήνοντας στήν πάντα δλους τούς θεατρικούς τύπους, άρχίσαμε νά χρησιμοποιούμε υποβολέα, καί κάναμε καλά. Τά παιδιά άπόχτη σαν τήν έξαιρετική ίκανότητα ν* άρπάζουν τά λόγια τοΰ ύποβολέα, έπιτρέπαμε άκόμα στόν έαυτό μας τήν

52

Page 53: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πολυτέλεια νά παλεύουμε ένάντια στόν αΰτοσχεδιασμό καί τήν έλευθεριότητα στή σκηνή. Ω σ τ ό σ ο , γ ιά νά πάει καλά ή παράσταση, υποχρεώ θηκα, δ ίπλα στίς ύποχρεώ σεις μου σά σκηνοθέτη , νά κ ά νω κ α ί τή δουλιά του υποβολέα, μιά κι ά π ’ τόν υποβολέα θέλαμε όχ ι μόνο νά λέει τό κείμενο, μά καί νά διευθύνει τήν παράσταση: νά διορθώνει τή στάση στή σ κηνή , νά υποδείχνει τά λάθη, νά διευθύνει τά πυρά, τά φ ιλήματα καί τούς θανάτους.

1 Από ήθοποιούς δέν είχαμε έλλειψ η. Βρέθηκαν άρκετά παιδιά μέ Ικανότητες. Ο ί κυριότερες φιγούρες τής σ κηνής ήταν ό Π ιότρ Ίβ ά ν ο β ιτ ς Γκοροβίτς, ό Καραμπάνοφ, ό Βετκόφσκι, ό Μ πουτσάι, ό Βέρσνιεφ, ό Ζαντόροφ, ή Μ αρούσια Λέφτσενκο, ό Κ ουντλάτι, ό Κόβαλ, ό Γκλέιζερ, ό Λάποτ.

Φ ροντίζαμε καί διαλέγαμε έργα μέ πολλά δρώντα πρόσωπα, μιά καί πολλά παιδιά ήθελαν νά παίξουν κι είχαμε συμφέρον νά μεγαλώνουμε τόν άριθμό τών παιδιών πού μπορούσαν νά στα­θούν στή σκηνή. "Εδινα μεγάλη σημασία στό θέατρο γιατί, χάρη σ ’ αύτό, καλυτέρευε ή γλώσσα τών παιδιών, καί γενικά, πλάταινε πολύ ό όρίζοντάς τους. ' Ω στόσο, που καί ποΰ, δέ μας έφταναν οί ήθοποιο ί καί παίρναμε ά π ’ τό προσωπικό. Ά κ ό μ α καί τόν Σ ιλάντι τόν βγάλαμε μιά φορά στή σκηνή. Στίς πρόβες έδειχνε ήθοποιός μέ πολύ λίγο ταλέντο, μά μιάς κι έπρεπε νά πεΐ μόνο μιά φράση: «Τό τραίνο έχει καθυστέρηση τρεις ώρες», δέ διακινδυνεύαμε καί πολλά πράματα. Ή πραγματικότητα ξεπέ- ρασε κάθε προσδοκία.

' Ο Σ ιλάντι βγήκε σ τήν ώρα του κι όπως έπρεπε, όμως είπε τή φράση έτσι:

— Τό τραίνο, νά ποΰμε, έχει καθυστέρηση τρεις ώρες, βλέπεις, δηλαδή, τί μυστήρια πράματα.

* Η ρέπλικα έκανε τεράστια έντύπωση στό κοινό, μά λ ίγο τό κακό. Μ εγαλύτερη έντύπωση έκανε στά παιδιά πού έπαιζαν τούς πρόσφυγες καί περίμεναν τό τραίνο στό σταθμό. Οί πρόσφυγες άρχισαν νά στριφογυρίζουν ξεκαρδισμένοι στή σκηνή χω ρίς νά δίνουν πιά καμιά προσοχή σ τίς ύποδείξεις μου ά π ’ τό υποβο­λείο, πολύ περισσότερο, πού κι ό ίδ ιο ς τά είχα κάπως χάσει ά π ' όσα γίνονταν στή σκηνή. Ό Σ ιλάντι γ ιά ένα λεφτό κοίταξε όλη αυτή τήν άνακατωσούρα κι Οστερα θύμωσε:

— Σ ’ έσάς λέω, βλάκες! Τό τραίνο, νά πούμε, καθυστερεί τρεις ώρες... τί χαίρεστε:

01 πρόσφυγες άκουγαν μ ’ ένθουσιασμό τά λόγια τοΰ

53

Page 54: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Σιλάντι κι ύστερα ρ ίχτηκαν πανικόβλητοι έξω ά π ’ τή σκηνή.Συνήλθα καί ψιθύρισα:— Ξεκουμπίσου, στοϋ διαβόλου τή μάνα! Σ ιλάντι, σύρε στό

διάβολο!Ό Σιλάντι έσκυψε πάνω μου:— Βλέπεις, τί μυστήρια πράματα... δηλαδή.

“Εγειρα τό βιβλίο στό πλευρό, σημάδι νά κλείσει ή αυ­λαία.

Μάς ήταν δύσκολο νά βρούμε γυναίκες ήθοποιούς. ’ Α π ’ τίς κοπέλες μπορούσαν κάπως νά παίξουν ή Λέφτσενκο καί ή Νά- στια Ν οτσεβνάγια, ά π ' τό προσωπικό μόνο ή Λ ίντοτσκα. 'Ό λ ες αύτές οί γυναίκες δέν ήταν γεννημένες γιά τή σ κηνή , ντρέπον­ταν, άρνιόνταν κατηγορηματικά ν ' άγκαλιάζονται καί νά φ ιλ ι­ούνται. άκόμα κι όταν αύτό τό απαιτούσε όπωσδήποτε τό έργο. Μά νά τά βγάλουμε πέρα χωρίς έρωτικούς ρόλους, δέν ήταν δυνατό. Ψ άχνοντας γιά γυναίκες ήθοποιούς, δοκιμάσαμε όλες τίς γυναίκες, τίς αδελφές, τίς θειές καί τίς άλλες συγγένισσες καί τού προσωπικού μας καί τών μυλωνάδων, ψάχναμε γιά γνωστούς σ τήν πόλη καί μόλις τά φέρναμε βόλτα. Ή Ό ξ ά ν α μέ τή Ραχήλ άπό τήν άλλη κιόλας μέρα πού ’ ρθαν στό Σταθμό, έπαιρναν μέρος στίς πρόβες. Τίς θαυμάζαμε γιά τή μεγάλη τους ικανότη­τα νά φ ιλιούνται χωρίς καθόλου νά ντρέπονται.

Κάποτε καταφέραμε νά πείσουμε κάποια γνωστή τών μυλω­νάδων πού ήταν στήν α’ίθουσα κι είχε έρθει τυχαία ά π ' τήν πόλη μουσαφίρισσά τους. ’Α ποδείχτηκε άληθινό μαργαριτάρι: όμορ­φη. φωνή βελουδένια, μάτι, περπατησιά, είχε όλα τά στοιχεία γιά νά παίξει τή διεφθαρμένη μεγαλοκυρά σέ κάποιο επαναστα­τικό έργο. Στίς πρόβες πεθαίναμε ά π ' τήν ευχαρίστηση , περιμέ- νοντας τήν καταπληχτική πρεμιέρα. ’ Η παράσταση άρχισε μέ μεγάλη έξαρση, όμως στό πρώτο διάλειμμα ήρθε στά παρασκή­νια ό άνδρας τού μαργαριταριού, ένας τηλεγραφητής τών σιδηροδρόμων καί μπροστά σ ' όλο τό συγκρότημα είπε τής γυναίκας του:

— Λέ σοΰ έπιτρέπω νά παίξεις σ ’ αύτό τό έργο. Πάμε σπίτι!Τό μαργαριτάρι τρόμαξε καί ψιθύρισε:— Καί πώς νά φύγω; Καί τό έργο:— Λέν έχο> καμιά δοι λιά έγώ μέ τό έργο. Πάμε! Δέ μπορώ

νά τό επιτρέψω νά σ ’ αγκαλιάζει ό καθένας καί νά σέ σέρνει στή σκηνή.

— Μά... πώς μπορεί νά γίνει αύτό;

54

Page 55: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δέκα φορές σέ φ ιλήσανε μόνο σέ μιά πράξη. Τί πράγμα­τα ε ίν ’ αύτά;

Στήν άρχή μείναμε άναυδοι. Μετά προσπαθήσαμε νά πεί- σουμε τό ζηλιάρη.

— Μά, σύντροφε, τό φιλί στή σκηνή δέν έχει σημασία , δλεγε ό Καραμπάνοφ.

— Βλέπω έγώ άν έχει ή δέν έχει σημασία. Τ ί, στραβός είμαι; Καθόμουνα σ τήν πρώτη σειρά...

Είπα τοΰ Λάποτ:—’ Εσύ ’σαι καπάτσος, προσπάθησε κάπως νά τόν πείσεις.

Ό Λάποτ καταπιάστηκε ζωντανά μέ τήν υπόθεση. Έ π ια σ ε τό ζηλιάρη ά π ’ τό κουμπί, τόν κάθησε σ ’ ενα σκαμνί καί τόν άρχισε όλο γαλιφιά:

— Μά τί αφελής πού είστε, τέτιο ωφέλιμο καί πολιτισμένο έργο! Καί νά φ ιληθεί άκόμα ή γυναίκα σας όπως είναι γραμμένο στό έργο, ά π ’ αύτό μόνο όφελος Οά βγει!

— Κάποιος Οά ’χει όφελος, μά όχι έγώ, έπέμενε ό τηλεγρα­φητής.

—"Ο λοι θά ’χουν όφελος.— Δηλαδή, κατά πώς λές, πρέπει νά φιλάνε όλοι τή γυναίκα

μου:—Α φ ελ ή ς πού είστε! Λύτό είναι καλύτερο, παρά νά βρεθεί

ένας μόνο παλιάνθρωπος νά τή φιλάει!— Π οιός παλιάνθρωπος;—'Υ πά ρχουν τέτιοι... Καί μετά δέστε: αύτό γίνεται έδώ,

μπροστά σ ’ όλους, τό βλέπετε καί σεΐς. Βέβαια, πολύ χειρότερο θά ’ναι άν γίνεται ένα τέτιο πίσω ά π ’ τό φράχτη καί σείς ουτε κάν θά ξέρετε τίποτα.

— Τίποτα τέτιο δέ θά γίνει.— Πώς δέ θά γίνει; ' Η γυναίκα σας ξέρει τόσο καλά νά

φιλιέται. Καί τί νομίζετε, τέτιο ταλέντο θά τ ’ άφήσει νά χαθεΐ; Καλύτερα λοιπόν είναι στή σκηνή...

Ό σύζυγος συμφώνησε μέ δυσκολία στά έπιχειρήματα τοΰ Λάποτ, καί τρίζοντας τά δόντια του, άφησε τή γυναίκα του νά τελειώσει τήν παράσταση μ ’ έναν όρο, τά φ ιλιά νά μήν είναι «άληθινά». "Εφυγε ά π ’ τά παρασκήνια πειραγμένος. Τό μαργα­ριτάρι στενοχω ρήθηκε. Φ οβηθήκαμε πώς ή παράσταση θά χαλάσει. Ό σύζυγος καθόταν στήν πρώτη σειρά καί τούς υπνώτιζε όλους σά βόας. ' Η δεύτερη πράξη πέρασε σάν κηδεία, όμως γιά μεγάλη χαρά όλονών, ό σύζυγος στήν τρίτη πράξη

55

Page 56: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έξαφανίστηκε ά π ’ τήν πρώτη σειρά. Δέ μπορούσα νά μαντέψω ποΰ πήγε. Καί μόνο μετά τήν παράσταση τό ζήτημα ξεκαθαρί­στηκε. Ό Καραμπάνοφ είπε σεμνόπρεπα:

— Τόν συμβούλεψα νά φύγει. Στήν άρχή δέν ήθελε, μά υστέρα μ ’ δκουσε.

— Καί πώς τά κατάφερες;Τά μάτια του Καραμπάνοφ άστραψαν, πήρε μιά δ ιαβολεμέ­

νη όψη καί τσίριξε:—Ά κ ο ΰ σ τε , τοΰ είπα. Ά ς μιλήσουμε καλύτερα τίμια.

Σήμερα όλα θά πάνε καλά, όμως άν άλλη φορά δέ φύγετε άπό δώ, λόγο τιμής, θά σας κερατώσουμε. "Εχουμε τέτια παιδιά έμεΐς έδώ, πού ή γυναίκα σας δέ θά τή γλιτώσει.

— Καί τί έγινε μετά; ρώτησαν οί ήθοποιοί μ* ένδιαφέρον.— Τίποτα. Μ όνο πού εϊπε: «Κοιτάξτε καλά. Δόσατε τό λόγο

σας», καί πέρασε στήν τελευταία σειρά.Π ρόβες κάναμε κάθε μέρα όλόκληρο τό Εργο. Γενικά

κοιμόμασταν πολύ λίγο. Π ρέπει νά σημειωθεί, πώς πολλοί ήθοποιοί μας ουτε πώς νά σταθούν στήν σκηνή δέν ξέρανε, γΓ α ύτό κι έπρεπε νά θυμόμαστε ά π ’ έξω όλόκληρες σκηνές, άρχίζοντας άπό κάποια ξεχω ριστή κίνηση τοΰ χεριοΰ ή τοΰ ποδιοΰ, ά π ’ τό πώς πρέπει νά κρατάνε τό κεφάλι, πώς νά κοιτάνε, πώς νά γυρίζουν πίσω. "Ο λη τήν προσοχή τήν Εριχνα σ ’ αύτό, έλπίζοντας πώς τό κείμενο θά τό έξασφαλίσει όπωσδή- ποτε ό υποβολέας. Τό Σάββατο τό βράδι τό έργο θεωροΰνταν έτοιμο.

Π ρέπει στό μεταξύ νά ποΰμε, πώς δέν παίζαμε καί τόσο άσχημα. Π ολλοί θεατές πού έρχονταν ά π ’ τήν πόλη, ήταν Ικανοποιημένοι ά π ’ τίς παραστάσεις μας. Π ροσπαθούσαμε νά παίζουμε πολιτισμένα, δέν τό παρακάναμε, δέ γινόμασταν ούρά στά γοΰστα τοΰ κοινοΰ, δέν κυνηγούσαμε τήν εύκολη έπιτυχία. Α νεβάζα με έργα ουκρανικά καί ρούσικα.

Τό Σάββατο τό θέατρο ζωντάνευε άκόμα ά π ’ τίς δυό ή ώρα τό μεσημέρι. "Οταν τά πρόσωπα ήταν πολλά ό Μ πουτσάι άρχιζε τό μακιγιάρισμα άμέσως μετά τό γεΰμα. Τόν βοήθαγε κι ό Π ιότρ Ίβ ά νο β ιτς . Α π ’ τίς δυό ώς τίς όχτώ μπορούσαν νά έτοιμάσουν γιά τήν παράσταση μέχρι έξήντα άνθρώπους κι υ σ τερ ’ ά π ’ όλα αύτά μακιγιάρονταν κι οί ίδ ιο ι.

Γιά τίς σκηνογραφ ίες τής παράστασης τά παιδιά ήταν θηρία. “Αν χρειαζόταν νά υπάρχει στή σκηνή λάμπα μέ γαλανό άμπαζούρ θά ψάχνανε όχ ι μόνο στά δωμάτια τοΰ προσωπικού,

56

Page 57: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μά καί στούς γνωστούς στήν πόλη, όμως λάμπα μέ γαλανό άμπαζούρ θά βρίσκανε όπωσδήποτε. "Οταν στή σκηνή χρειαζό­ταν νά δοθεί δείπνο δειπνούσαν πραγματικά, χω ρίς καμιά άπάτη. Αύτό τό άπαιτοΰσε όχ ι μόνο ή εύσυνειδησία τού £κτου «Ξ»,μά καί ή παράδοση. Νά δειπνήσουν στή σκηνή μέ ψεύτικα φαγιά οί ήθοποιοί μας τό θεωρούσαν άνάρμοστο γ ιά τό Σταθμό μας. Γ ι ’ αύτό καί κάπου - κάπου τό μαγειρειό μας, έβρισκε τό μπελά του. “Εφτιαχνε μεζέδες, γ ιαχνιά , Εψηνε τηγανίτες καί πιροσκί. ’Αντί γιά κρασί βρίσκαμε λεμονάδα.

"Ετρεμα πάντα στό υποβολείο όταν γινόταν τό δείπνο. Σέ τέτιες στιγμές οί ήθοποιοί άπορροφοΰνταν στό παίξιμο καί ξεχνούσαν τόν υποβολέα, τραβώντας τή σκηνή μέχρι νά μή μείνει τίποτε στό τραπέζι. Συνήθως έπιτάχυνα τό ρυθμό μέ τέτιου είδους παρατηρήσεις:

— Μά φτάνει πιά... άκούτε; Τελειώνετε μέ τό φαΐ, πού νά σάς πάρει ό διάβολος!

Οί ήθοποιοί μέ κοίταζαν μέ άμηχανία καί μοΰ δείχναν μέ τή ματιά τή χή να πού άκόμα δέν είχε ξεκοκαλιστεί, καί τελειώναν τό δείπνο, μόνο όταν πιά Εβγαινα ά π 1 τά ροΰχα μου:

— Καραμπάνοφ, φύγε ά π ’ τό τραπέζι! Σεμιόν, μίλα Επιτέ­λους, παλιάνθρωπε: «Φεύγω»».

Ό Καραμπάνοφ καταπίνει στά γρήγορα άμάσητη τή χήνα καί λέει:

— Φεύγω.Στό διάλειμμα στά παρασκήνια μοΰ χώνεται:—Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς, μά πώς δέ ντρέπεστε! Μ ιά πού

Επρεπε νά φαμε τή χήνα δέ χρειαζόταν νά μας βιάζετε...Μά συνήθως, οί ήθοποιοί προσπαθούσαν νά μήν καθυστε­

ρούν στή σκηνή γιατί έκεϊ Εκανε τόσο κρύο όσο καί στό δρόμο.Στό Εργο « Ή άνταρσία τών μηχανών», ό Καραμπάνοφ

Επρεπε νά στέκεται στή σκηνή όλόκληρη ώρα όλόγυμνος, μέ στενή μόνο ζώνη στή μέση. Τό Εργο άνέβαινε τό Φ λεβάρη, καί γιά τήν τύχη μας ή παγωνιά είχε φτάσει ως τά τριάντα κάτω ά π 1 τό μηδέν. ' Η Α ίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα ζητούσε νά ματαιωθεί ή παράσταση, καί προσπαθούσε νά μας πείσει πώς ό Σεμιόν Οά ξεπαγιάσει όπωσδήποτε. ' Η υπόθεση τελείωσε, χω ρίς μεγάλες άπώλειες: πάγωσαν μόνο τά δάχτυλα στά πόδια τοΰ Σεμιόν, κι ή Α ίκατερίνα Γ κρηγκόριεβνα μετά τήν παράσταση, τοΰ ’κανε έντριβές μέ ειδική άλοιφή.

57

Page 58: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

"Οσο καί νά ’ναι τό κρύο έ μ πόδιζε νά 'χουμε μεγάλες καλλιτεχνικές έπιτυχίες. ’Ανεβάζαμε τό έργο « Ό σύντροφος Σεμιζβόντνι». ' Η σκηνή παριστάνει κήπο τσιφλικά καί χρειαζό­ταν κι ένα άγαλμα. Τό έκτο «Ξ” δέ βρήκε άγαλμα πουθενά, άν κι έψαξε σ ’ όλα τά νεκροταφεία στήν πόλη. 'Α ποφασ ίσαμε νά παίξουμε χω ρίς άγαλμα. Μά μόλις ανοίξαμε τήν αυλαία, είδα μέ κατάπληξη καί τό άγαλμα: ό Σελαπούτιν πασαλειμμένος παντού μέ κιμωλία καί τυλιγμένος σ ’ ένα σεντόνι στεκόταν σ ' ενα ψεύτικο βάθρο καί μέ κρυφοκοίταζε πονηρά. ‘Έ κλεισ α τήν αυλαία κι έδιωξα τό άγαλμα ά π ’ τή σκηνή πρός μεγάλη δυσαρέσκεια τοΰ έκτου «Ξ».

’ Ιδιαίτερα ευσυνείδητα κι έφευρετικά ήταν τά έκτα «Χ·*. 'Α νεβάζαμε τό έργο « Ά ζεφ » . Ό Σαζόνοφ πετάει μιά μπόμπα στόν ΙΙλέβε. Ή μπόμπα πρέπει νά σκάσει. Ό δ ιο ικη τής τοΰ έκτου «X» Ό σ ά ν τσ ι λέει:

— Αύτή τήν έκρηξη θά τήν φτιάξουμε αληθινή.Μιά κι έπαιζα έγώ τόν Πλέβε μ ’ ένδιέφερε περισσότερο ά π ’

όλους τό ζήτημα.— Τί έννοεΐτε μ ' αύτό τό «αληθινή;»— Μά νά. ότι καί τό θέατρο άκόμα μπορεί νά τιναχτεί στόν

άέρα.— Αυτό πιά είναι περιττό, είπα προσεχτικά.— Μ ήν ανησυχείτε, μέ καθησύχαζε ό Ό σ ά ν τσ ι, όλα θά

πάνε καλά.Π ρίν ά π ’ τή σκηνή τής έκρηξης ό Ό σ ά ν τσ ι μοΰ ’δείξε τίς

Ιτοιμασίες. Π ίσω άπ* τά παρασκήνια είχαν βάλει κάμποσα άδεια βαρέλια. Δ ίπλα στό καθένα τους στέκεται κι ένα παιδί μέ δίκανο, μέ γέμισμα περίπου σά νά πρόκειται νά σκοτώ σει μαμούθ. 'Α π ’ τήν άλλη μεριά τής σκηνής στό πάτωμα έχουν βάλει κομμάτια γυαλιά καί πάνω α π ' τό κάθε γυαλί είναι κι ένα παιδί μ ' ένα τούβλο. Ά π ’ τήν τρίτη πλευρά μπροστά ά π ’ τίς έξόδους στή σκηνή κάθονται πέντε παιδιά, μπροστά τους καίνε κάτι λαμπάδες καί στό χέρι κρατάνε άπονα μπουκάλι μέ κάποιο υγρό.

— Τί κηδεία είν* αύτή;— Αύτό είναι τό πιό βασικό: κρατάνε πετρέλαιο. 'Ό τα ν

Hci χρειαστεί Οά γεμίσουν τό στόμα τους μέ πετρέλαιο καίτό φυπήξουν στίς λαμπάδες. Τ ' άποτέλεσμα θά ’ναι θαυ-

μ ι ϊ π ι ο .

Iltiu . οΐι* ιΜΐίβπ/.ο. Μ πορεί καί νά πάρουμε φωτιά!

Page 59: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μή φοβάστε. Κ οιταχτε μόνο μήν κάψετε τά μάτια σας. Κι όσο γιά τήν πυρκαγιά θά τή σβύσουμε.

Μοΰ ’δείξε άκόμα μιά σειρά άπό παιδιά πού ’χαν μπροστά στά πόδια τους κουβάδες γεμάτους μέ νερό.

Τριγυρισμένος ά π ’ τίς τρεϊς μεριές ά π ’ αύτές τίς προετοι­μασίες, άρχισα σ τ ’ άληθινά νά νιώθω τό άναπόφευκτο τέλος τοΰ άτυχου ύπουργοΰ, καί σκεφτόμουνα σοβαρά ότι μιάς κι ό ίδιος προσωπικά δέν πρέπει νά ευθύνομαι γ ιά όλα τά έγκλήματα τοΰ Πλέβε, σ ’ έσχατη άνάγκη, έχω κάθε δικαίωμα νά τό σκάσω ά π ’ τήν αίθουσα. Π ροσπάθησα γ ι ’ άλλη μιά φορά νά λιγοστέψω κάπως τή φόρα τοΰ Ό σ ά ντσ ι:

— Καί μήπως τό πετρέλαιο σβήνει μέ νερό;Ό Ό σ ά ν τσ ι ήταν άτρωτος, ήξερε αύτή τή δουλιά μέ τό νί

καί μέ τό σίγμα.— Τό πετρέλαιο όταν τό φυσάνε στή λαμπάδα μετατρέπεται

σέ άέριο καί γ ι ’ αύτό δέ χρειάζεται κανένα σβήσιμο. “Ισως χρειαστεί νά σβήσουμε άλλα πράγματα...

— Γιά παράδειγμα, έμένα;—’Εσάς. φυσικά, θά σάς σβήσουμε πρώτον.

'Υ ποτάχθηκα στό μοιραίο: άν δέν καώ, όπως καί νά ’χει τό ζήτημα, θά μέ περιχύσουν μέ κρύο νερό, κι αύτό σέ παγωνιά είκοσι βαθμών! Μά πώς μπορούσα νά δείξω λιποψυχιά μπροστά στό έκτο «X» μικτό, πού ξόδεψε τόση δουλιά κι έφευρετικότητα γιά νά ’τοιμάσει τήν έκρηξη!

Ό τ α ν ό Σαζόνοφ έριξε τή μπόμπα είχα μιά άκόμα φορά τήν ευκαιρία νά μπώ οτό πετσί τοΰ Πλέβε καί καθόλου δέν τόν ζήλευα: τά κυνηγετικά τουφέκια έριξαν στά βαρέλια πού βρόν- τηξαν σπάζοντας τά στεφάνια, καθώς καί τά τύμπανα ά π ’ τ ’ αυτιά μου, τά τοϋβλα έπεσαν πάνω στά γυαλιά, πέντε στόματα φύσηξαν μ ’ όλη τή δύναμη πού ’χαν τά νεανικά τους πνευμόνια τό πετρέλαιο πάνω στίς λαμπάδες κι όλόκληρη ή σκηνή τυλ ίχτηκε μονομιάς σέ μιά θύελλα καπνοΰ καί φωτιάς. "Εχασα κάθε δυνατότητα νά παίξω άσχημα τό θάνατό μου καί σω ριάστη­κα σχεδόν άναίσθητος στό πάτωμα, κάτω ά π ’ τά ξεκουφαντικά χειροκροτήματα καί τίς κραυγές ένθουσιασμοΰ τοΰ έκτου «Φ» μικτού. Πάνω μου έπεφτε μαύρη στάχτη ά π ’ τό καμένο πετρέ­λαιο.

“Επεσε ή αύλαία. Ό Ό σ ά ν τσ ι μ ’ έπιασε ά π ' τίς μασχάλες καί μέ σήκωσε, ρωτώντας μέ φροντίδα:

— Δέν καίγεστε πουθενά;

59

Page 60: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

” Εκαιγε μόνο μέσα στό κεφάλι μου, όμως γ ι ’ αύτό τό πράγμα σώπαινα: ποιός τό ξέρει τί είχε έτοιμάσει τό έκτο «X» μικτό γιά μιά τέτια περίπτωση;

Μέ τόν ίδ ιο τρόπο άνατινάξαμε κι ένα καράβι όταν ε ίχε τήν άτυχή έμπνευση νά φτάσει ώς τίς άκτές τής έπαναστατημένης Σ οβιετικής "Ενωσης. ‘ Η τεχνική στήν περίπτωση αύτή ήταν δύσκολη. Δέν έπρεπε μόνο νά βγουν φωτιές άπό κάθε φ ιν ισ τρ ίν ι τοΰ καραβιού μά καί νά φανεί πώς τό καράβι τινάζεται πραγματι­κά στόν άέρα. ΓΓ αύτό τό σκοπό κάθονταν πίσω ά π ’ τό καράβι κάμποσα παιδιά, καί πετοΰσαν ψηλά σανίδες, καθίσματα, σκα­μνάκια. Ε ίχαν πάρει ά π ’ τά πρίν μέτρα γιά νά σώζουν τό κεφάλι τους ά π ’ δ λ ’ αύτά τά πράγματα, κι έκεΐνος πού τήν πλήρωσε ήταν μόνο ό καπετάνιος τοΰ καραβιού ό Π ιότρ Ίβ ά νο β ιτς Γκοροβίτς: Π ήραν φωτιά τά χάρτινα σ ιρ ίτ ια στά μανίκια του καί μωλωπίστηκε γιά τά καλά ά π ’ τά έπιπλα πού πέφταν άπό ψηλά. Στό μεταξύ όχι μόνο δέν παραπονιόταν γιά ό λ 1 αύτά, μά χρειάστηκε νά περιμένουμε μισή ώρα, ώσπου νά σταματήσει νά γελάει, γιά νά μάθουμε στά σ ίγουρα δτι όλα τά μέλη τοΰ καπετάνιου ήταν έντάξει.

Μ ερικούς ρόλους δυσκολευόμασταν πραγματικά νά τούς παίξουμε. Τά παιδιά λχ. δέν άναγνώριζαν καθόλου τουφεκισμό στά παρασκήνια. “Αν θά ’πρεπε νά σάς σκοτώ σουν έπρεπε νά έτοιμαστεϊτε νά περάσετε άληθινή δοκιμασία. Γιά τή νέκτέλεσ ή σας έπαιρναν ένα συνηθισμένο περίστροφο, έβγαζαν ά π 1 τόν κάλυκα τή σφαίρα κι δλο τό άδειο μέρος τό γέμιζαν μέ στουπιά ή μέ βαμβάκι. Στήν κατάλληλη στιγμή σοΰ ρίχναν κατευθείαν, καί μιά κι αύτός πού πυροβολοΰσε πάντα σ υ νεπ α ίρ νο ντα νά π ’ τό ρόλο, σημάδευε όπωσδήποτε ίσ ια στά μάτια. Κι άν πάλι έπρεπε ά π ’ τό έργο νά σάς πυροβολήσουν κάμποσες φορές γέμιζαν τό περίστροφο μ ’ όσες σφαίρες γινόταν.

Ό π ω ς καί νά ’χει, τό κοινό περνούσε καλύτερα άπό μάς: κάθονταν μέ τίς ζεστές γοΰνες, ποΰ καί ποΰ οί σόμπες καίγανε, μόνο πού άπαγορευόταν νά μασάνε λιόσπορους καί νά ’ ρχονται στό θέατρο πιωμένοι. Ταυτόχρονα, πρέπει νά ποΰμε πώς, σύμφω­να μέ τήν παλιά παράδοση, πιωμένος θεωρούνταν ό κάθε πολίτης πού στή λεπτομερειακή έρευνα πού γινόταν μύριζε, έστω καί λίγο. σπίρτο. Τόν άνθρωπο μέ μιά τέτια ή μέ περίπου τέτια μυρωδιά, τά παιδιά ήξεραν νά τόν ξεχωρίζουν άνάμεσα σ ’ έκατοντάδες θεατές, κι άκόμα πιό καλά, ήξεραν νά τόν τραβούν έξω ά π ’ τά καθίσματα, νά τόν κάνουν νά ντρέπεται καί νά τόν

60

Page 61: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

βγάζουν έξω ά π ’ τήν αίθουσα, άκούγοντας βερεσέ δλες τίς δικαιολογίες του:

— Λόγο τιμής, μόνο τό πρωί ήπια ένα ποτήρι μπύρα.Σάν σκηνοθέτης πού ήμουν είχα παραπανίσιες σκοτούρες

καί στήν παράσταση καί πρίν ά π ’ αύτή. Τοϋ Κουντλάτι, γιά παράδειγμα, δέ μπορούσα σέ καμιά περίπτωση νά τοΰ μάθω μιά τέτια φράση:

«Παίρνανε φόρο καί χαράτσιΓιά όλα τά πρωτινά χρόνια».

Δέν ξέρω γιατί, ό Κουντλάτι άναγνώριζε μόνο μιά τέτια παραλλαγή:

«Παίρνανε φόρο καί σαράκιΓιά όλα τά πρωτερινά χρονάκια».

"Ετσι τό ’πε καί στήν παράσταση."Οταν άνεβάσαμε τόν « ’Επιθεωρητή», τά παιδιά έπαιξαν

καλά, όμως πρός τό τέλος τής παράστασης μ ' έφεραν στό σημείο νά βγω ά π ’ τά ροΰχα μου, γιατί τά γερά νεΰρα μου δέ μπόρεσαν ν ’ άντέξουν τέτιες ϊσχυρές δονήσεις:

Ά μ ω ς Φ ι ό ν τ ο ρ ο β ι τ ς : Ν ά πιστέψουμε δ,τι άκοΰμε, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς; Σάς ήρθε σπάνια εύτυχία;

Ά ρ τ έ μ ι Φ ι λ ί π π ο β ι τ ς : "Εχω τήν τιμή νά συγχαρώ τόν Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς γιά τή σπάνια εύτυχία. Χάρηκα μ ' όλη μου τήν ψυχή, όταν τ ’ άκουσα. "Αννα Ά ντρέγεβνα, Μαρία Ά ντόνοβνα!

Ρ α σ τ α κ ό φ σ κ ι : Τά συγχαρητήριά μου, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς. ' Ο θεός νά μακραίνει τή ζωή σας, καθώς καί στό νέο άντρόγυνο καί νά σάς δόσει άπογόνους πολλούς, έγγόνους καί δισεγγόνους! "Αννα Ά ντρέγεβνα, Μαρία ’ Αντόνοβνα!

Κ α ρ ό μ π κ ι ν : "Εχω τήν τιμή νά σάς συγχαρώ, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς.

Τό χειρότερο ά π ’ όλα ήταν πώς στή σκηνή, μέ τό κοστούμι τοΰ έπάρχου, δέ μπορούσα μέ κανένα τρόπο νά κάνω ότιδήποτε μ ’ αύτά τά τέρατα. Καί μόνο υστέρα ά π ’ τή βουβή σκηνή, άφησα στά παρασκήνια τήν όργή μου νά ξεσπάσει:

61

Page 62: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί πράματα ε ίν ’ αύτά, πού νά σάς πάρει ό διάβολος; ’Επίτηδες τό κάνατε;

Μέ κοιτούσαν μ ' άπορημένες φάτσες κι ύ έπόπτης τών ταχυδρομείων Ζαντόροφ ρωτάει:

— Μά τί τρέχει; Τί έγινε; 'Ό λα πήγαν καλά!— Γιατί μέ φωνάζατε όλοι σας Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς;— Καί πώς άλλιώς; Ά χ .. . ναι... "Ω, διάβολε!... Μά £πρεπε

Ά ντό ν Ά ντόνοβιτς, μιά καί παίζατε τόν έπαρχο.— Μά στίς πρόβες μέ φωνάζατε σωστά!—"Ενας όιάολος ξέρει... Ά λ λ ο στίς πρόβες κι άλλο έδώ.

Έ δώ τά χάνουμε.

5. ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΙΚΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ

Στίς είκοσιέξι τοΰ Μάρτη γιορτάσαμε τήν έπέτειο ά π ’ τή γέννηση τοΰ Α.Μ. Γκόρκι. Είχαμε κι άλλες γιορτές, ΐσως κάποτε νά διηγηθώ γ ι ’ αύτές περισσότερα. Φροντίζαμε στίς γιορτές καί κόσμο νά Εχουμε, καί τά τραπέζια νά ’ναι γεμάτα, καί τά παιδιά, γιά νά ποΰμε τήν άλήθεια, άγαποΰσαν τίς γιορτές κι ιδιαίτερα τίς προετοιμασίες γιά τίς γιορτές. "Ομως, ή γιορτή τοΰ Γκόρκι είχε γιά μάς μιά ξεχωριστή γοητεία. Τή μέρα αύτή καλωσορίζαμε τήν άνοιξη. Τύχαινε νά στρώνουν τά παιδιά, στό ύπαιθρο βέβαια, γιά νά μπορούν νά κάτσουν όλοι μαζί στό γιορτινό τραπέζι, καί ξάφνου ά π ’ τήν άνατολή φύσαγε δυνατός άγέρας: πάνω μας πέφταν τσουχτερές βαριές οί στάλες τής βροχής, χοροπηδούσαν στίς λακκούβες τής αυλής καί στή στιγμή μούσκευαν τά τύμπανα, πού είχαν παραταχτεί στήν αύλή, νά χαιρετήσουν τή σημαία μας μέ τήν ευκαιρία τής γιορτής. Καί, παρ’ό λ ’αύτά θά κοιτάξει ό τρόφιμος κατά τήν άνατολή μισοκλείνοντας τά μάτια καί θά πει:

— Μοσκοβολάει άνοιξη πιά!’ Η γιορτή τοΰ Γκόρκι είχε άκόμα κάτι πού οί ίδιοι τό ’χαμε

καθιερώσει, μάς άρεσε έξαιρετικά καί τό τηρούσαμε πάντα. Ά π ό καιρό άκόμα τά παιδιά είχαν άποφασίσει νά γιορτάζουμε αύτή τή γιορτή μέ κάθε λαμπρότητα χωρίς νά προσκαλούμε μουσαφίρέους. Ά ν κανένας τό μάντευε νά *ρθει. ήταν εύπρόσ- δεκτος φιλοξενούμενος μας, κι άκριβώς γιατί τό μάντεψε ό ίδιος, μά γενικά αύτή ήταν μιά δική μας οικογενειακή γιορτή κι οί ξένοι δέν είχαν σ* αύτή θέση. Καί σ τ ’ άλήθεια, ή γιορτή

62

Page 63: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

περνούσε άπλά καί μέ κάθε άνεση, ένωνε τούς τροφίμους μέ οικογενειακούς δεσμούς άκόμα πιό πολύ, άν κι έδώ πού τά λέμε, ό τρόπος πού γιορτάζαμε, δέν είχε τίποτε τό στενά οικογενειακό. Α ρχίζαμε μέ παράταξη, βγάζαμε πανηγυρικά τή σημαία, βγάζα­με λόγους, περνούσαμε σέ παρέλαση μπροστά ά π ’ τό πορτραΐτο τού Γκόρκι. ’Ύστερα στρωνόμασταν στό τραπέζι καί δέν τό κρύβουμε, στήν ύγεία τού Γκόρκι... δέν πίναμε, μά τρώγαμε... ένας διάβολος ξέρει τί καταβροχθίζαμε! "Οταν ό Καλίνα Ίβάνοβιτς σηκωνόταν ά π ’ τό τραπέζι έλεγε:

— Νομίζω, πώς τούς μπουρζουάδες δέν πρέπει νά τούς κατηγορούμε, τά παράσιτα. ’Ύ σ τερ ’ άπόνα τέτιο τραπέζι, κατάλαβες, ποιό ζωντόβολο μπορεί νά δουλέψει; Καί πολύ περισσότερο ό άνθρωπος...

Τό γεύμα είχε μπόρς, όχι ένα κοινό μπόρς, μά κάτι ξεχωριστό, τέτιο μπόρς πού φτιάχνουν οί νοικοκυράδες όταν ό νοικοκύρης έχει τά γενέθλιά του. Μετά, κρεατόπιτες, πιροσκί μέ λάχανο, μέ ρύζι, μέ μυτζήθρα, μέ πατάτα, πού δέν χωρούσαν ούτε στίς τσέπες τών παιδιών! Μετά τά πιροσκί, ψητό χοιρινό, κι όχι άπ’ τό παζάρι, μά δικής μας παραγωγής, άπό γουρούνι πού τό έθρεψε τό δέκατο τμήμα, άκόμα ά π ’ τό φθινόπωρο καί τό ’θρεψε ειδικά γιά τή γιορτή τοΰ Γκόρκι. Τά παιδιά ήξεραν νά πε­ριποιούνται τά γουρούνια. Μά μέ κανένα τρόπο δέ θέλαν νά τά σφάξουν. Ά κόμα κι ό Στουπίτσιν, ό διοικητής τοΰ δέκατου, δέ δεχόταν:

— Δέ μπορώ νά σφάξω, λυπάμαι. Ή τα ν καλή γουρούνα ή Κλεοπάτρα!

Φυσικά τήν Κλεοπάτρα τήν έσφαξε ό Σιλάντι Ό τσενάς, σχολιάζοντας τήν ένέργειά του αύτή μέ τά παρακάτω λόγια:

—“Αν ήταν κανένα ψωρογούρουνο, νά πούμε, άς τό ’σφάζε κανένας κατσικοκλέφτης, μάς μεϊς έδώ πέρα σφάζουμε ένα κατάγερο γουρούνι. Βλέπεις, τό λοιπόν, τί ίστορία...

Μετά τήν Κλεοπάτρα, μπορούσαμε καί νά ξεκουραστούμε, μά στό τραπέζι έφταναν πιάτα καί πιατάκια μ ’ άνθόγαλα καί δίπλα τους όλόκληρες στίβες οί τηγανίτες. Οΰτ* ενα παιδί δέ βιαζόταν νά σηκωθεί ά π ’ τό τραπέζι, μά άντίθετα, τιμούσαν μέ κάθε τρόπο καί τ ’ άνθόγαλα καί τίς τηγανίτες. Μετά έφτανε τό ζελέ. Κι όχι όπως - όπως στό πιατάκι, μά σέ βαθιές σουπιέρες. Δέ μού ’τυχε ποτέ μου νά δώ νά τρώνε τά παιδιά ζελέ χωρίς ψωμί, ε“ιτε χωρίς τηγανίτα. Καί μόνο υστέρα ά π ’ δ λ ’ αύτά, θεωρούνταν πώς τό γεΰμα ε{χε τελειώσει κι ό καθένας πού σηκωνόταν ά π ’ τό

63

Page 64: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τραπέζι, Επαιρνε μιά σακουλίτσα σοκολατάκια καί κουραμπιέ­δες. Σωστά τό Ελεγε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς:

—Έ χ , καί νά γεννιούνταν πιό συχνά ό Γκόρκιδες, τί καλά πού θά ’ταν!

Μετά τό φαΐ, τά παιδιά δέν πήγαιναν νά ξεκουραστοΰν, μά τραβούσαν κατευθείαν γιά τά Εκτα μικτά, νά Ετοιμάσουν τήν παράσταση «Στό βυθό»·*, πού ήταν καί τό τελευταίο τής θεατρικής περιόδου. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς ένδιαφερόταν πολύ γΓ αύτή τήν παράσταση:

— Θά τό δώ, θά τό δώ, τί Εργο είναι. Πολλά Εχω άκούσει γΓ αύτόν τόν Ίδιο τό βυθό, μά δέν τόν είδα. Καί νά τόν διαβάσω δέ μου ’τυχε.

Είναι άλήθεια, πώς κάπως παραφούσκωνε ό Καλίνα Ίβ ά νο ­βιτς τήν άτυχία του, γιατί μόλις καί μετά βίας ήταν μπασμένος στά μυστικά τής άνάγνωσης. "Ομως, ό Καλίνα Ίβάνοβιτς Εχει σήμερα θαυμάσια διάθεση καί δέ σηκώνει νά τοΰ κολλάμε. Τή γιορτή τούτη τή χρονιά τή γιορτάσαμε μ ’ Ενα ξεχωριστό τρόπο: μέ πρόταση τής Κομσομόλ καθιερώσαμε τόν τίτλο τοΰ κολονί- στα. Τή μεταρρύθμιση αύτή τή συζητούσαμε γιά πολύ κι οί παιδαγωγοί καί τά παιδιά, μά στό τέλος κατέληξαν πώς είναι σωστή. Τόν τίτλο τοΰ κολονίστα τόν έπαιρναν μόνο όσοι πραγματικά νοιάζονταν γιά τό Σταθμό καί πάλευαν γιά νά καλυτερεύει. ’ Ενώ όποιος κουτσομπόλευε πίσω μας, μουρμούρι­ζε, γκρίνιαζε, όποιος «σέρνονταν» καί μόνο πίσω ά π ’ τό Σταθμό, αύτός άπόμενε Ενας άπλός τρόφιμος. Γιά νά ποΰμε τήν άλήθεια, τέτιοι βρέθηκαν λίγοι, ώς είκοσι όλοι κι όλοι. Τόν τίτλο τοΰ κολονίστα τόν πήραν κι οί πιό παλιοί ά π ’ τό προσωπικό. Μαζί μ ’ αύτό άποφασίστηκε: άν στή διάρκεια Ενός χρόνου δουλιάς, κάποιος άπ* τούς συνεργάτες δέν πάρει αύτό τόν τίτλο, πρέπει νά φύγει ά π ’ τό Σταθμό.

Στόν κάθε κολονίστα δόθηκε κι Ενα νικελένιο σήμα πού τό Εκαναν είδικά γιά μάς παραγγελία στό Χάρκοβο. Τό σήμα είχε ζωγραφισμένο Ενα σωσίβιο, καί πάνω του τά γράμματα ΜΓ κι Ενα κόκκινο άστεράκι.

Σήμερα στήν παρέλαση πήρε τό σήμα κι ό Καλίνα Ίβ ά ν ο ­βιτς. Πολύ χάρηκε γ ι ’ αύτό καί δέν τό *κρυβε:

—"Οσο κι άν υπηρέτησα σ ’ αύτόν τόν Νικολάι Ά λεξάν-

* «Στό βυθό»: "Ενα ά π ' τά περίφημα θεατρικά εργα τοΰ Α. Μ. Γκόρκι (σημ. μεταψρ.).

64

Page 65: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τροβιτς, περισσότερο άπό ουσάρος δέν κατάφερα νά γίνω, ένώ τώρα οί ξυπόλητοι μέχρι παράσημο μου ’δοσαν, τά παράσιτα! Καί δέν Εχει νά πεις τίποτα, παρά σου ’ρχεται καί κάπως καλούτσικα! Πού θά πεϊ, πώς κρατάνε στά χέρια τους τήν κρατική έξουσίά! Ό ίδ ιος πάει ξεβράκωτος, μά παράσημα δίνει!

*Η χαρά του Καλίνα Ίβάνοβιτς δέν κράτησε πολύ. Κόπηκε ά π ’ τόν ξαφνικό έρχομό τής Μαρία Κοντράτιεβνα Μπόκοβα. Πρίν ενα μήνα εϊχε διοριστεί στό τμήμα κοινωνικής άγωγής του κυβερνείου μας, καί παρόλο πού δέν ήταν άμεσα προϊσταμένη μας, ώς ένα σημείο είχε τήν έπίβλεψή μας.

Κατεβαίνοντας ά π ’τ ’άμάξι, άπόρησε πολύ βλέποντας τό γιορτινό μας τραπέζι, όπου άποτέλειωναν τό φαΐ τους τά παιδιά τής υπηρεσίας. ‘Ο Καλίνα Ίβάνοβιτς έκμεταλλεύτηκε τήν άπορία της καί βιάστηκε νά κρυφτεί άπαρατήρητα, άφήνοντας έμενα νά λογοδοτήσω καί γιά τά δικά του έγκλήματα.

— Τί γιορτή έχετε σήμερα; ρώτησε ή Μαρία Κοντράτιεβνα.— Γιορτάζουμε τήν έπέτειο ά π ’ τή γέννηση τοΰ Γκόρκι.— Καί γιατί δέ μέ καλέσατε;— Τή μέρα αύτή δέν προσκαλοΰμε ξένους. Τό ’χουμε

συνήθειο.—“Ας είναι κι έτσι. Κάντε μου τό τραπέζι.— Μά, βέβαια! Ποΰ πήγε αύτός ό Καλίνα Ίβάνοβιτς;—“Αχ, αύτός ό άπαίσιος ό γεροντάκος; Ό μελισσοκόμος;

Αύτός πού μοΰ τό ’σκάσε πρίν λίγο; Καί σεις πήρατε μέρος σ ’ αύτή τήν παλιανθρωπιά; Στό τμήμα Λαϊκής Παιδείας μοΰ γίνανε στενός κορσές. ' Ο διαχειριστής λέει πώς θά μοΰ κρατοΰν ά π ’ τό μισθό μου δυό χρόνια. Ποΰ πήγε αύτός ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, γιά φέρτε τον έδώ!

Ή Μαρία Κοντράτιεβνα έδειχνε θυμωμένη, μά κατάλαβα πώς γιά τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς δέν ύπήρχε μεγάλος κίνδυνος: ή Μαρία Κοντράτιεβνα είχε καλές διαθέσεις. “Εστειλα ένα παιδί νά τόν φωνάξει. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς έφτασε καί ύποκλίθηκε άπό μακριά.

— Μήν τολμήσετε νά πλησιάσετε! γελοΰσε ή Μαρία Κον­τράτιεβνα. Πώς δέν ντρέπεστε; Τί πράματα ε ϊν ’ αύτά;

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς κάθησε στό παγκάκι:— Κάναμε ένα καλό.

“Ημουνα μάρτυρας γιά τό έγκλημα τού Καλίνα Ίβάνοβιτς πρίν μιά βδομάδα. Είχαμε πάει στό τμήμα Λαϊκής Παιδείας, καί περάσαμε ά π ’ τό γραφείο τής Μαρία Κοντράτιεβνα. γιά κάποια

65

Page 66: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μικροδουλιά. Τό γραφείο της ήταν τεράστιο, μέ πάρα πολλά έπιπλα, καμωμένα άπό κάποιο είδικόξύλο. Στή μέση, τό τραπέζι τής Μαρία Κοντράτιεβνα, τριγυρισμένο όπως πάντα, άπό ενα πλήθος έκπαιδευτικών, μέ τόν ένα συζητάει, άνακατεύεται κι άλλος στή συζήτηση, ένας τρίτος άκούει, άλλος μιλάει στό τηλέφωνο, κάποιος στήν άκρη του τραπέζιου γράφει, ένας άλλος διαβάζει, κι ένα χέρι τής βάζει κάτω ά π ’ τή μύτη κάτι χαρτιά γιά υπογραφή. Ε κ τό ς ά π ’ τό πλήθος αύτό τών υπαλλήλων, πολύς κόσμος στέκεται καί συζητάει. Φασαρία, τσιγαρίλα καί παντού σκουπίδια.

Καθόμαστε μέ τόν Καλίνα στό ντιβανάκι καί συζητάμε κάτι δικό μας. Ξάφνου μπαίνει μέ φούρια στό γραφείο θυμωμένη μιά άδύνατη γυναίκα, στέκεται μπροστά μας κι άρχίζει τό κατεβατό. Μέ δυσκολία καταλάβαμε πώς γίνεται λόγος γιά ενα παιδικό σπίτι, όπου υπάρχουν παιδιά, υπάρχει σωστή μέθοδος, μά δέν υπάρχει ούτ’ ένα έπιπλο. Καθώς φαίνεται, δέν ήταν ή πρώτη φορά πού έρχόταν έδώ αύτή ή γυναίκα, γιατί έβαζε τό ζήτημα πολύ έντονα καί χωρίς νά δείχνει κανένα σεβασμό πρός τό 'ίδρυμα.

— Πού νά τούς πάρει ό διάολος, γέμισαν τήν πόλη μέ παιδικά σπίτια, μά έπιπλα δέ δίνουν. Καί σάς ρωτάω: ποΰ θά κάτσουν τά παιδιά; Μάς είπαν νά ’ρθουμε σήμερα νά πάρουμε έπιπλα. Κουβάλησα καί τά παιδιά άπό τρία βέρστια μακριά, έφερα κάρα, δέ βρίσκω κανένα. Ουτε τά παράπονά σου δέν έχεις ποΰ νά κάνεις. Τί κατάσταση ε ϊν ’ αύτή; 'Ένα όλόκληρο μήνα τρέχω. Έ νώ ή ίδια βλέπετε τί έπιπλα έχει; Καί τί τά θέλει τόσα πολλά έπιπλα;

Ά ν κι ή γυναίκα μιλούσε μεγαλόφωνα, κανένας ά π ’ όλους πού περιτριγύριζαν τό τραπέζι τής Μαρία Κοντράτιεβνα δέν τής έδοσε προσοχή, ουτε κάν τήν άκουσαν μέσα στή γενική φασαρία. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς γυρόφερε τή ματιά του, χτύπη­σε μέ τήν παλάμη τό ντιβανάκι κι είπε:

—Α π ’ δ,τι καταλαβαίνω, συντρόφισσα, αύτά τά έπιπλα σάς κάνουν;

— Αύτά τά έπιπλα; χάρηκε ή γυναίκα. Μά, αύτά είναι θαυμάσια, γιά κοίτα έπιπλα!...

— Τότε λοιπόν, είπε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. Μιά καί σάς κάνουν, κι έδώ μέσα στέκονται άχρηστα, πάρτε τα γιά τά παιδιά σας.

Τά μάτια τής γυναίκας πού ώς τώρα κοίταζαν τίς γκριμάτσες

66

Page 67: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

του Καλίνα Ίβάνοβιτς, ξάφνου γούρλωσαν, άναποδογυρίστη- καν. "Υστερα πάλι ξανακοίταξαν τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς.

— Καί πώς θά γίνει;—'Απλούστατα: σηκώστε τα άπό δώ καί φορτώστε τα στά

κάρα σας.— Κύριε έλέησον. Μά πώς νά τό κάνουμε αύτό;—“Αν μιλάτε γιά τά ντοκουμέντα, μη δίνετε καμιά προσοχή:

θά βρεθούν παράσιτα νά σας γράψουν τόσα χαρτιά, πού θά τό μετανιώσετε, θά πνιγείτε σ ’ αύτά. Πάρτε τα.

—“Ετσι καί μέ ρωτήσουν, τί θά τούς πώ; Ποιός έδοσε τήν άδεια;

—“Ετσι καί νά τούς πείτε, ότι έγώ σάς εδοσα τήν άδεια.— Δηλαδή, έσεΐς μάς δίνετε τήν άδεια;— Ναί, έγώ.— Θεέ μου! άναστέναξε χαρούμενη ή γυναίκα, κι άνάλαφρα

σάν τήν πεταλούδα βγήκε πετώντας.Δέν πέρασε λεπτό καί ξαναγύρισε, αύτή τή φορά μέ καμιά

εικοσαριά παιδιά. Ρίχτηκαν χαρούμενα στά καθίσματα, στίς πολυθρονίτσες, στίς πολυθρόνες καί στά ντιβανάκια κι άρχισαν μέ κάποια δυσκολία νά τά σέρνουν πρός τήν πόρτα. “Ετριζε ολόκληρο τό γραφείο. Αύτός ό θόρυβος τράβηξε τήν προσοχή τής Μαρία Κοντράτιεβνα. Σηκώθηκε ά π ’ τό τραπέζι καί ρώτη­σε:

— Τί κάνετε κεΐ πέρα;— Μά νά, κουβαλάμε, άπάντησε ένα μελαχρινό πιτσιρικάκι

πού κουβάλαγε μ* ένα σύντροφό του μιά πολυθρόνα.— Καί δέ γίνεται χωρίς μεγάλη φασαρία; είπε ή Μαρία

Κοντράτιεβνα κι έκατσε πάλι νά συνεχίσει τή δουλιά της.Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς μέ κοίταξε άπορημένος:— Γιά δές; Μά πώς γίνεται αύτό; Αύτά τά παράσιτα, τά

πιτσιρίκια δέ θ* άφήσουν τίποτε!Κοίταζα πολλή ώρα μ ’ ένθουσιασμό τό ξεγύμνωμα τού

γραφείου τής Μαρία Κοντράτιεβνα κι ούτε ένιωθα καμιά άγανά-

χτηση 'Δυό παιδάκια έπιασαν καί τό δικό μας ντιβανάκι. Τούς δόσαμε κάθε δυνατότητα νά τό πάρουν κι αύτό. ' Η πολυάσχολη γυναίκα άφοΰ έκανε κάμποσα τελευταία όχτάρια γύρω ά π ’ τά παιδιά, έτρεξε στόν Καλίνα Ίβάνοβιτς, τού άδραξε τό χέρι καί τό ταρακούνησε δυνατά, κοιτώντας μέ χαρά καί συστολή μαζί στό πρόσωπο τό μεγαλόψυχο αύτόν άνθρωπο.

67

Page 68: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί πώς σας λένε; Πρέπει νά τό ξέρουμε. Μας σώσατε κυριολεκτικά!

— Καί τί σας χρειάζεται νά ξέρετε τ ’ όνομά μου; Τώρα, καθώς ξέρετε, δέ φχαριστάνε τούς ζωντανούς, κι ή δική μου ή σειρά γιά τόν άλλο κόσμο άργεΐ λιγουλάκι.

—"Οχι, όχι. Πέστε μας, πέστε μας...— Ξέρετε, δέν άγαπώ νά μου λένε φχαριστώ...— Καλίνα Ίβάνοβιτς Σερντιούκ, νά πώς λένε αύτόν τόν

καλό άνθρωπο, είπα μέ στόμφο.— Σας ευχαριστώ, σύντροφε Σερντιούκ, σας εύχαριστώ!— Παρακαλώ, παρακαλώ. Μόνο πού πρέπει νά τά πάρετε

γρήγορα, μήν έρθει κανένας άλλος κι άλλάξει τήν άπόφαση.‘Η γυναίκα πέταξε μέ τά φτερά τού ένθουσιασμού καί τής

εύχαρίστησης. ‘Ο Καλίνα Ίβάνοβιτς διόρθωσε τή ζώνη σ τ’ά- διάβροχό του, έβηξε κι άναψε τό τσιμπούκι του.

— Καί γιατί τής τό ’ πες; Ξέρεις, δέν άγαπώ νά μέ πολυευχα- ριστοΰν... Είμαι περίεργος νά μάθω, θά φτάσουν, άραγε, στόν προορισμό τους ή δέ θά φτάσουν;

Πολύ γρήγορα ό κύκλος πού τριγύριζε τή Μαρία Κοντρά­τιεβνα σκόρπισε στά διάφορα γραφεία του τμήματος τής Λαϊκής Παιδείας. Ή ρ θ ε ή σειρά μας. Ή Μαρία Κοντράτιεβνα τέλειω- σε στά γρήγορα μαζί μας καί κοίταξε άφηρημένα γύρω της:

— Που πήγαν τά έπιπλα; Περίεργο! Μου ξεγύμνωσαν τό γραφείο!

— Τά πήραν γιά κάποιο παιδικό σπίτι, είπε σοβαρά ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, πού είχε σωριαστεί σ ’ ένα κάθισμα.

Μόνο μετά άπό δυό μέρες έγίνε γνωστό, σάν άπό κάποιο θαύμα, πώς τά έπιπλα τά πήραν μέ άδεια του Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς. Μάς προσκάλεσαν στό τμήμα Λαϊκής Παιδείας, μά μεϊς δέν πήγαμε. *0 Καλίνα Ίβάνοβιτς είπε:

—Ά μ βέβαια καί δέ θά πάω τώρα έκεΐ γιά κάτι καρέκλες, κατάλαβες; Μοΰ φτάνει ή δική μου φαγούρα!

Γιά δλες λοιπόν αύτές τίς αίτιες ό Καλίνα Ίβάνοβιτς ένιωθε τώρα κάπως μουδιασμένα.

— Κάναμε ένα καλό. Τί τό σπουδαίο βρίσκετε σ ’ αύτό;— Πώς δέ ντρέπεστε; Τί δικαίωμα είχατε νά δύσετε τέτια

άδεια;*0 Καλίνα Ίβάνοβιτς στριφογύρισε καλοσυνάτα στό κάθι­

σμά του:—"Εχω τό δικαίωμα νά τά έπιτρέπω όλα, δπως τό ’χει κι ό

68

Page 69: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καθένας. Νά, σας δίνω τήν άδεια ν ’ άγοράσετε τώρα δά τ ’άγρόχτημα, σας έπιτρέπω καί τελείωσε. Α γοράστε το. Κι άν χθέλετε, μπορεΐτε νά τό πάρετε καί τζάμπα, σας έπιτρέπω.

— Μά τότε κι έγώ έχω τό δικαίωμα νά δίνω άδειες, κοίταξε γύρω της ή Μαρία Κοντράτιεβνα, άς πούμε νά πάρουν όλα αύτά τά σκαμνιά καί τά τραπέζια.

— Τό ’χετε.—Έ , λοιπόν; έπέμενε σαστισμένα ή Μαρία Κοντράτιεβνα.— Τί λοιπόν;— Καί πώς θά γίνει; Θά τά πάρουν καί θά φύγουν;— Ποιός θά τά πάρει;—"Ας πούμε, κάποιος.— Χά, χά, χά, άς τά πάρει! Θά ’ναι ένδιαφέρον νά δοϋμε τι

λογιώ θά φύγει ό ίδιος άπό δώ.— Δέ θά φύγει ό Ιδιος, μά θά τόν πάνε, είπε χαμογελώντας ό

Ζαντόροφ, πού άπό ώρα στεκόταν πίσω άπ* τίς πλάτες τής Μαρία Κοντράτιεβνα.

' Η Μαρία Κοντράτιεβνα άναψοκοκκίνησε, κοίταξε άπό πάνω ώς κάτω τόν Ζαντόροφ καί ρώτησε μέ άμηχανία:

—"Ετσι νομίζετε;Ό Ζαντόροφ έδειξε όλα του τά δόντια:— Ναί, έτσι νομίζω.— Τσιφλικάδικη νοοτροπία, εϊπε ή Μαρία Κοντράτιεβνα.

Έ τσ ι διαπαιδαγωγεΐτε τούς τροφίμους σας; στράφηκε αύστηρά σέ μένα.

—Έ τ σ ι περίπου...— Μά τί άγωγή είν* αύτή; Μοΰ άδειάσατε τό γραφείο άπ*

τά έπιπλα, πώς λέγεται αύτό; Τί άγωγή τούς δίνετε; Δηλαδή, άν κάτι δέν είναι καλά φυλαγμένο, μπορούν νά τό σουφρώσουν;

Ά κουγε τή συζήτησή μας ένα πλήθος παιδιά, κι ήταν φανερό πώς τούς προξενούσε τεράστιο ένδιαφέρον.'Η Μαρία Κοντράτιεβνα άναβε δλο καί πιό πολύ, στόν τόνο τής φωνής της άρχισα νά διακρίνω δλο καί πιό μεγάλη δυσαρέσκεια. Δέν ήθελα νά τραβήξω παραπέρα τή συζήτηση σ ’ αύτό τό θέμα. Είπα συμβιβαστικά:

—*Άς άφήσουμε τή συζήτηση γι* άλλη φορά, μιά καί τό ζήτημα είναι τόσο πολύπλοκο καί θέλει βαθιά άνάλυση.

Ω σ τόσο , ή Μαρία Κοντράτιεβνα δέν έλεγε νά υποχωρήσει.Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς κατάλαβε ότι ή Μαρία Κοντράτιεβνα

θύμωσε στά σοβαρά κι έκατσε πιό κοντά της.

69

Page 70: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μή θυμώνετε μέ μένα τό γεροντάκι. Μόνο πού δέν πρέπει νά λέτε έτσι: τσιφλικάδικη. Ή νοοτροπία μας είναι σοβιετική. Βέβαια, ήθελα νά κάνω ένα άστεΐο. Λέω: έδώ τώρα κάθεται ή νοικοκυρά, θά βάλει τά γέλια καί τέλειωσε τό ζήτημα. Κι ισως πάλι νά δόσει προσοχή, πώς τά παιδάκια ζουνε χωρίς καρέκλες. Μά δέν ήταν καλή ή νοικοκυρά: κάτω ά π ’ τή μύτη της άφησε καί τής φύγανε τά έπιπλα, καί τώρα τά βάζει μέ τούς φταίχτες: τσιφλικάδικη νοοτροπία...

— Δηλαδή κι οί δικοί σας τρόφιμοι, έτσι θά κάνουν; πιό αδύνατα τώρα άρχισε ν ’ άμύνεται ή Μαρία Κοντράτιεβνα.

—"Ας τό κάνουν...— Καί γιατί;— Γιά νά βάζουν μυαλό οί κακοί νοικοκυραϊοι.

’Α π' τό πλήθος τών παιδιών βγήγε ό Καραμπάνοφ, προ- τείνοντας στή Μαρία Κοντράτιεβνα μιά βέργα πού ’χε δέσει στήν κορφή της ένα κάτασπρο μαντηλάκι, ά π ’ αύτά πού είχαμε μοιράσει στά παιδιά σήμερα μέ τήν εύκαιρία τής γιορ- τής.

— Σηκώστε λευκή σημαία, Μαρία Κοντράτιεβνα, παραδο- θεΐτε. πιά.

Ξαφνικά ή Μαρία Κοντράτιεβνα έβαλε τά γέλια, τά μάτια της έλαμψαν:

— Παραδίνομαι, παραδίνομαι, δέν έχετε τσιφλικάδικη νοο­τροπία καί κανείς δέ μ ’ έξαπάτησε, παραδίνομαι! Ή νταμκοι- νάγ παραδίνεται!

’Ό ταν τή νύχτα, ντυμένος μ ’ ένα ξένο κοντογούνι έβγαινα άπ' τό υποβολείο, στήν άδεια αίθουσα καθόταν ή Μαρία Κοντράτιεβνα καί παρακολουθούσε μέ προσοχή τίς τελευταίες κινήσεις τών παιδιών. Πίσω ά π ’ τή σκηνή άκουγόταν ή ψιλή φωνή τοΰ Τόσκα Σολοβιόφ:

— Σεμιόν. έ Σεμιόν, τό παράδοσες τό κοστούμι; Δόσε τό κοστούμι καί μετά φύγε.

Τ ’ άπαντοΰσε ή φωνή τοΰ Καραμπάνοφ:— Τόσκα, όμορφόπαιδο, πού νά σκάσεις. Μά έγώ έπαιζα

τόν Σάτιν.—Ά α , ναι τόν Σάτιν! Τότε κράτησέ το γιά ένθύμιο.Στήν άκρη τής σκηνής στέκεται ό Βόλοχοφ καί φωνάζει

στό σκοτάδι:— Γκαλατένκο. έτσι δέ γίνεται, πρέπει νά σβύσεις τή

σόμπα!

70

Page 71: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί μόνη της θά σβύσει, άπαντάει νυσταγμένα καί βραχνά ό Γκαλατένκο.

— Κι έγώ σου λέω νά τή σβύσεις. Ά κουσες τή διαταγή; Νά μήν άφήνουμε τίς σόμπες άναμμένες.

— Διαταγή, διαταγή, γκρινιάζει ό Γκαλατένκο. Καλά, θά τή σβύσω!...

Στή σκηνή μιά όμάδα παιδιά χαλάνε τά πατάρια, καί κάποιος μουρμουρίζει: « Ό ήλιος βγαίνει καί βασιλεύει».

— Αύτά τά σανίδια νά τά πάτε αύριο στό ξυλουργείο, ξαναθυμίζει ό Μίτια Ζεβέλι καί ξάφνου βάζει μιά φωνή: Ά ντόν! Έ ε , Ά ντόν!

Ό Μπράτσενκο άπαντάει ά π ’ τά παρασκήνια:—Ά χά ! Τί γκαρίζεις σά γάιδαρος;— Θά δόσεις κάρο αύριο;— Θά σάς δόσω.— Κι άλογο μαζί;— Μόνοι σας δέν μπορεϊτε νά τό σύρετε;— Δέ μάς φτάνουν οί δυνάμεις.— Σάμπως λίγη βρώμη σοϋ δίνουν;— Λίγη.— Νά ’ρθεις, νά σού δόσω.Πλησιάζω τή Μαρία Κοντράτιεβνα.— Ποΰ θά κοιμηθείτε;— Μά, περιμένω τή Λίντοτσκα. Περιμένω νά ξεμακιγιαρι-

στεΐ, γιά νά πάμε στό δωμάτιό της. Πέστε μου, Ά ντό ν Σεμιό­νοβιτς, έχετε τόσο καλά παιδιά, μά δέν τούς είναι πολύ βαριά αύτή ή δουλιά; Νά, τώρα είναι τόσο άργά κι άκόμα δουλεύουν! Φαντάζομαι πόσο θά ’χουν κουραστεί! Δέ θά μπορούσατε νά τούς δόσετε τίποτε νά φάνε; Τουλάχιστο σ ’αύτούς πού δούλε­ψαν.

—’Ό λο ι δουλέψανε, καί νά δόσουμε σέ όλους δέν τό μπορούμε.

— Κι έσεΐς οί Ιδιοι; ’ Εσεΐς, οί παιδαγωγοί σας, σήμερα παίξανε κιόλας, βέβαια ό λ ’ αύτά έχουν ένδιαφέρον, μά γιατί δέ θά μπορούσατε νά μαζευτείτε κάπου, νά κάτσετε, νά κουβεντιά­σετε, νά... τσιμπήσετε καί τίποτε! Γιατί;

— Στίς £ξι πρέπει νά ξυπνήσουμε, Μαρία Κοντράτιεβνα.— Καί μόνο γΓ αύτό;— Βλέπετε... τό ζήτημα είναι, είπα σ ’ αύτή τήν άγαπητή

καί καλόκαρδη γυναίκα, ότι ή ζωή μας είναι πολύ πιό δύσκολη

71

Page 72: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άπ ό,τι φαίνεται μέ τήν πρώτη ματιά. ’Αρκετά πιό δύσκολη.Η Μαρία Κοντράτιεβνα έπεσε σέ συλλογή: ’Α π’ τή σκηνή

πήδησε ή Λίντοτσκα:—Ή παράσταση σήμερα πήγε καλά. Ψέματα;

6. ΤΑ ΒΕΛΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Μέ τή γιορτή τού Γκόρκι μπήκαμε στήν άνοιξη. Έ δώ καί κάμποσο καιρό είχαμε άρχίσει νά νιώθουμε τόν έρχομό τής άνοιξης καί σέ κάποιον άλλο είδικό τομέα.

Ή θεατρική δραστηριότητα έφερε πολύ κοντά τούς τροφί­μους του Σταθμού μέ τή νεολαία τού χωριού, καί σ ’ όρισμένα σημεία αύτής τής προσέγγισης, άρχισαν νά παρουσιάζονται αισθήματα καί σχέδια πού δέν προβλέπονταν ά π ’ τή θεωρία τής κοινωνικής άγωγής. ’Ιδιαίτερα ύπέφεραν τά παιδιά πού μέ τήν άπόφαση τού συμβουλίου διοικητών είχαν τοποθετηθεί στά πιό επικίνδυνα σημεία, στό έκτο «Θ» μικτό τμήμα, στό τμήμα δηλαδή πού είχε νά κάνει μέ τούς θεατές.

Ε κείνα τά παιδιά πού έπαιζαν στή σκηνή, στό Εκτο «Η>* μικτό, ήταν όλοκληρωτικά παρασυρμένα στή δίνη τού θεατρι­κού πάθους. Πολύ συχνά στή σκηνή τά παιδιά αύτά Ενιωθαν ρομαντικές έξάρσεις, ειτε τή σκηνική αγάπη, μά γΓ αύτό άκριβώς ήταν προφυλαγμένα ά π ’ τόν καημό τού πρώτου αισθή­ματος. Τό ίδ ιο προφυλαγμένα ήταν καί τά παιδιά τών άλλων έκτων μικτών. Τά παιδιά τοΰ έκτου «X» είχαν πάντα νά κάνουν μέ τίς έκρηχτικές ύλες, κι ό Ταρανέτς σπάνια έβγαζε τόν έπίδεσμο άπ* τό κεφάλι του, πού όλο καί κάτι θά πάθαινε στίς πολυάριθμες πυροτεχνικές έπιχειρήσεις. Καί σ ’ αύτό τό μικτό, ή άγάπη κάπως δέν πέρναγε: οί έκκωφαντικές έκρήξας τών καραβιών, τών όχυρών καί τών υπουργικών άμαξιών, άπασχο- λούσαν τά παιδιά ώς τά βάθια τής καρδιάς τους καί δέν άφηναν θέση γιά ν ’ άνάψει σ ’ αύτή ή φωτιά τού πάθους. Τέτια φωτιά δέ μπορούσε ν* άνάψει ούτε στίς καρδιές τών παιδιών, πού μετακινούσαν τά έπιπλα καί τά σκηνικά. Ά κόμα καί τά θερμά μικτά τμήματα πού άνέπτυσσαν τή δράση τους μές στή μάζα τού πλήθους τών θεατών, ήταν προφυλαγμένα ά π ’ τά βέλη τού ’Έρωτα, μιά κι ό πιό έπιπόλαιος άκόμα Έ ρω τας, δέ θά σκεφτόταν ποτέ νά σημαδέψει τίς σιλουέτες, πού ήταν κατάμαυ- ρες άπ* τήν καρβουνόσκονη καί τόν καπνό.

72

Page 73: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

' Ο τρόφιμος τοΰ έκτου «Θ» μικτοΰ τμήματος βρισκόταν στή θέση τοΰ σίγουρα καταδικασμένου άνθρώπου. ’Έμπαινε στήν αίθουσα μέ τό καλύτερό του κοστούμι, καί γιά τήν παραμικρή άκαταστασία στήν έμφάνισή του, τού έψελνε πάντα τόν άνα- βαλλόμενο. Α π ’ τό τσεπάκι τοΰ σακακιοΰ του ξεμύτιζε πάν­τα ή γωνίτσα τοΰ κάτασπρου μαντηλιού. ' Η χτενισιά του ήταν πάντα υπόδειγμα κομψότητας. Ή τα ν ύποχρεωμένος νά είναι εύγενικός σά διπλωμάτης καί προσεχτικός σάν όδοντοτε- χνίτης. Εξοπλισμένος μέ τέτια χαρίσματα, έπεφτε πάντα θύμα έκείνης τής γοητείας πού παρασκευαζόταν καί στήν Γκοντσα- ρόφκα καί στήν Πιρόγκοφκα καί σ τ ’ άγροχτήματα τού Βόλοβο, μέ τήν ’ίδια περίπου συνταγή τών παρισινών σαλονιών.

' Η πρώτη συνάντηση στόν κόσμο τοΰ θεάτρου μας, τήν ώρα τοΰ έλέγχου τών εισιτηρίων καί τής άναζήτησης έλεύθερης θέσης, φαίνεται πώς δέν παρουσίαζε κανένα μεγάλο κίνδυνο: γιά τίς κοπέλες, ό νοικοκύρης καί όργανωτής τών περίφημων αύτών θεαμάτων, μέ τά τόσο συγκινητικά λόγια καί τή θαυμάσια τεχνική, φαινόταν ακόμα σάν κάποιο άντικείμενο έλκυστικό μά κι απρόσιτο στήν αγάπη, τόσο πολύ άπρόσιτο, πού κι οί καβαλιέροι άκόμα ά π ’ τά χωριά, πού είχαν κι αύιοί τήν Ιδια γνώμη κι αισθάνονταν τόν Ίδιο θαυμασμό, δέ νιώθανε καμιά ζήλεια. 'Ω στόσο, περνοΰσε'ή δεύτερη, τρίτη, πέμπτη παράστα­ση, κι έπαναλαβαίνονταν ή παλιά, όσο κι ό κόσμος Ιστορία. ' Η Παράσκα άπό τήν Πιρόγκοφκα, είτε ή Μαρούσια ά π ’τ ’άγρό- χτημα τοΰ Βόλοβο, άρχισαν νά θυμίζουν πώς τά κόκκινα μάγουλα, τά μαΰρα φρύδια πού, βέβαια, δέν ήταν μόνο μαύρα — καί τά λαμπερά μάτια, τά τσίτινα φουστανάκια, όλοκαίνουργια καί ραμμένα μέ τήν τελευταία λέξη τής μόδας πού τύλιγαν μυριάδες άναμφίβολές άξίες, ή μουσική τοΰ ίταλο-οΰκρανέζικου «λ» πού ξέρουν νά τό προφέρουν όπως πρέπει μόνο οί κοπέλες, ό λ ’ αύτά, είναι μιά δύναμη πού άφήνει πολύ πίσω όχι μόνο τίς σκηνικές πονηριές τών παιδιών τοΰ Σταθμού Γκόρκι, μά κι όποιαδήποτε άλλη, τήν πιό άμερικανική τεχνική. Κι όταν πιά όλες αύτές οί δυνάμεις έμπαιναν σέ ένέργεια, δέν Εμενε πιά τίποτε πού νά κάνει τόν τρόφιμο άπρόσιτο. Ε ρ χό τα ν ή στιγμή, πού ό τρόφιμος μέ πλησίαζε μετά τήν παράσταση καί μ ’άράδια- ζε άσυνείδητα ένα σωρό ψευτιές:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, δόστε μου τήν άδεια νά συνοδέψω τίς κοπέλες ά π ’ τήν Πιρόγκοφκα, γιατί ξέρετε, φοβούνται νά πάνε μόνες τους...

73

Page 74: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Σ ’ αύτή τή φράση ήταν μαζεμένη μιά σπάνια συλλογή άπό ψευτιές, γιατί ήταν καί σ ’ αύτόν καί σέ μένα γνωστό, πώς κανένας κανένα δέ φοβάται, κι ετσι δέ χρειάζεται καμιά συνο­δεία, κι ό πληθυντικός άριθμός <*κοπέλες» είναι υπερβολή, καί καμιά άδεια δέ χρειάζεται: στό κάτω - κάτω ή συνοδεία κάποιας φοβιτσιάρας, μπορούσε νά όργανωθεΐ χωρίς νά ζητηθεί καμιά άδεια.

ΓΓ αυτό κι έδινα τήν άδεια, πνίγοντας στά κατάβαθα τής παιδαγωγικής μου ψυχής, δυό άντικρουόμενα αισθήματα. Είναι γνωστό, πώς ή παιδαγωγική άρνιέται κατηγορηματικά τήν άγάπη, θεωρώντας πώς αύτή ή «κατάσταση» μπορεί νά παρου­σιαστεί μόνο τότε, όταν πιά είναι φανερή ή άποτυχία τής παιδαγωγικής έπίδρασης. Σ ’ όλες τίς έποχές καί σ ' όλους τούς λαούς, οί παιδαγωγοί μίσησαν τήν άγάπη. Κι ό ”ιδιος ένιωθα ζηλότυπη δυσαρέσκεια σάν εβλεπα πώς έκεΐνος ή ό άλλος τρόφιμος, άφήνοντας τούτη ή έκείνη τή συνέλευση, χτυπούσε μέ περιφρόνηση κάτω τό βιβλίο κι άδιαφορώντας γιά όλες τίς άρετές πού πρέπει νά διακρίνουν ενα δραστήριο καί συνειδητό μέλος τής κολεχτίβας, άρχιζε ν ’ αναγνωρίζει πεισματικά μόνο τό κύρος τής Μαρούσια ή τής Νατάσα, πλάσματα πού στέκονταν πολύ πιό κάτω άπό μένα άπό παιδαγωγική, πολιτική καί ήθική πλευρά. Ω σ τόσο , είχα πάντοτε μιά τάση νά σκέφτομαι βαθιά τά ζητήματα καί δέ βιαζόμουν νά δόσω κάποια δικαιώματα στή ζηλοτυπία μου. Οί σύντροφοί μου στό Σταθμό κι ιδιαίτερα οί υπάλληλοι τού τμήματος Λαϊκής Παιδείας, ήταν πιό άποφασι- στικοί, καί πολύ νεύριαζαν ά π ’ τήν άνάμιξη τοΰ “Ερωτα, πού δέν προβλεπόταν ά π ’ τό πλάνο:

— Πρέπει νά παλέψουμε άποφασιστικά ένάντια σ ’ αύτό.Οί συζητήσεις αύτές έδιναν πάντα ενα όφελος, γιατί ξεκα­

θάριζαν ώς τό τέλος τό ζήτημα: πρέπει νά στηριχτούμε στή λογική μας καί στή λογική τής ζωής. Τότε άκόμα τέτια λογική ύπήρχε πολύ λίγη στή ζωή, κι ή ζωή ήταν άκόμα πολύ φτωχή. Νά τί όνειρευόμουν κείνη τήν έποχή: άν ήμασταν πλούσιοι θά πάντρευα όλους τούς τρόφιμους καί θά γέμιζα τά σπίτια τής περιοχής μας, μέ παντρεμένους κομσομόλους. Τί τό άσχημο υπάρχει σ ’ αύτό; Ή μασταν, ώστόσο,πολύ μακριά άπ* αύτό. Δέν πειράζει. Καί μέ τή φτωχή μας ζωή, κάτι θά σοφιστούμε. Δέν άρχισα νά κυνηγώ τούς έρωτευμένους μέ παιδαγωγικές έπεμβά- σεις, πολύ περισσότερο πού αύτοί δέ βγαίναν άπ* τά πλαίσια τής ευπρέπειας. Σέ κάποια στιγμή έξομολόγησης. ό ‘Οπρίσκο

74

Page 75: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μου έδειξε κάποια φωτογραφία τής Μαρούσια, φανερή άπόδειξη πώς όσο καιρό έμεϊς σκεφτόμασταν τό ζήτημα, ή ζωή τραβούσε τό δρόμο της.

Ή ΐδια ή φωτογραφία δέν έλεγε καί πολλά πράγματα. Ά π ’ αύτή μέ κοίταζε ένα πλατύ πλατσομύτικο πρόσωπο πού δέν πρόσθετε τίποτα στό μέσο τύπο τής Μαρούσια. Α π ' τήν άλλη όμως μεριά, ήταν γραμμένα μ ’ ένα έκφραστικό σχολικό χαρα­κτήρα τούτα δώ:

«Στόν άγαπητό Ντμίτρι ά π ’ τή Μαρούσια Λουκασένκο. Α γάπα καί μήν ξεχνάς».

Ό Ντμίτρι Ό πρ ίσκο καθόταν στήν καρέκλα κι έδειχνε μ* όλη του τή στάση πώς είναι πιά άνθρωπος χαμένος. Α π ’ τή λεβεντιά του είχαν άπομείνει μόνο κάτι θλιβερά ύπολείμματα, άκόμα καί τό μερακλίδικο κατσαρό τσουλούφι του, είχε έξαφα- νιστεϊ ά π ’ τό κεφάλι του, καί στή θέση του, έμφανίστηκε μιά σεμνή καί καλοβαλμένη χτενισιά, Τά καστανά μάτια του πού πρώτα δστραφταν τόσο εϋκολα σέ κάθε έξυπνο άστείο, κι ήταν πάντα έτοιμα νά γελάσουν καί νά χοροπηδήξουν, έκφράζανε τώρα ήσυχα - ήρεμα μιά σπιτική φροντίδα κι ύποταγή στήν τύχη πού τού χαμογελούσε.

— Καί τί σκέφτεσαι νά κάνεις;Ό Ό πρίσκο χαμογέλασε:— Χωρίς τή δίκιά σας βοήθεια θά ’ναι δύσκολο. Τού

μπαμπά της δέν του ’παμε άκόμα τίποτα κι ή Μαρούσια φοβάται. Ό μ ω ς γενικά, ό πατέρας της μέ βλέπει μέ καλό μάτι.

— Καλά, λοιπόν. "Ας περιμένουμε λιγάκι.Ό Ό π ρ ίσ κ ο έφυγε ευχαριστημένος, κρύβοντας στόν κόρφο

του μέ φροντίδα τή φωτογραφία τής άγαπημένης του.Πολύ χειρότερα ήταν τά πράγματα μέ τόνΤσόμποτ. Ή τα ν

άνθρωπος κατσούφης καί γεμάτος πάθος, άλλες άρετές δέν είχε. Κάποτε είχε άρχίσει τή ζωή του στό Σταθμό μέ μιά μεγάλη φασαρία, όπου είχαν τραβηχτεί καί μαχαίρια, άπό τότε πειθάρ­χησε, μά κρατιόταν πάντα μακριά ά π ’ τούς τόπους όπους έσφυζε ή ζωή. Είχε ένα άνέκφραστο κι άχρωμο πρόσωπο πού άκόμα καί στίς στιγμές τού θυμού φανέρωνε κάποια ήλιθιότητα. Στό σχολειό πήγαινε μέ τό ζόρι καί μόλις έμαθε νά διαβάζει. Μ ’άρεσε ό τρόπος πού έκφραζόταν, στά μετρημένα λόγια του ένιωθες πάντα μιά μεγάλη κι άπλή άλήθεια. Τόν πήραν στήν Κομσομόλ ά π ’ τούς πρώτους. Ό Κόβαλ είχε γ ι ’ αύτόν ξεκάθα­ρη γνώμη:

75

Page 76: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Διάλεξη δέ θά σου κάνει καί δέν άξίζει γιά διαφωτιστής, μά &ν τοΰ δόσεις τό πολυβόλο, θά πεθάνει άλλά δέ θά τ ’ άφήσει ά π ’ τό χέρι του.

'Ο λόκληρος ό Σταθμός τό ήξερε πώς ό Τσόμποτ ήταν φλογερά έρωτευμένος μέ τη Νατάσα Πετρένκο. ' Η Νατάσα ζοΰσε στό σπίτι τοΰ Μούσι Κάρποβιτς καί θεωρούνταν άνιψιά του, μά στήν πραγματικότητα τήν είχαν δουλεύτρα στό άγρό- χτημα. Π αρ' ό λ ’ αύτά ό Μούσι Κάρποβιτς τήν άφηνε νά έρχεται στό θέατρο, μά ντυνόταν πολύ φτωχικά: μιά κακοραμμέ­νη φούστα πού κάποιος άλλος τήν είχε φορέσει ώς νά παλιώσει, στραβωμένα, αταίριαστα στό πόδι της παπούτσια καί μιά σκούρα μπλούζα παλιάς έποχής, μέ πιέτες. Ποτέ μας δέν τήν είδαμε μέ άλλο φόρεμα. Τό ντύσιμο έδειχνε τή Νατάσα σάν ένα θλιβερό σκιάχτρο, ίσως όμως γ ι ’ αύτό, τό πρόσωπό της έδειχνε μέσα σ ’ αύτά τά κουρέλια πιό έλκυστικό. Κάτω ά π ’ τό γκρίζο φωτοστέφανο τού μαδημένου, λεκιασμένου, γεροντίστικου κε­φαλομάντηλου, σέ κοιτάει όχι πρόσωπο, μά κάποια άνώτερη έκφραση άγνότητας καί παιδικής χαρούμενης εύπιστίας. Ή Νατάσα δέν έκανε ποτέ γκριμάτσες, δέν έδειχνε κακία, άγανά- χτηση, ύποψία, θλίψη. "Ηξερε ή ν ’ ακούει σοβαρά, καί τότε μόλις καί τρεμόπαιζαν οί πυκνές μαύρες βλεφαρίδες της, ή νά χαμογελάει διακριτικά, δείχνοντας τά όμορφα μικρά δοντάκια της πού ένα ά π ’ τά μπροστινά ήτανε κάπως λοξό.

ΡΗ Νατάσα έρχόταν στό Σταθμό πάντα μαζί μ ’ ένα όλόκλη- ρο σμάρι κοπέλες καί μέσα ά π ’ αύτό τό βουερό περίγυρο ξεχώριζε μέ τήν άπλή παιδική ήρεμία καί τήν καλή της διά­θεση.

Ό Τσόμποτ τή συναντούσε όπωσδήποτε καί καθόταν κα- τσούφικα μαζί της σέ κάποιο παγκάκι, δίχως νά τής κάνει έντύπωση τό κατσούφιασμά του, καί δίχως ν* άγγίζει τόν έσωτερικό της κόσμο: άμφέβαλλα άν αύτό τό παιδί μπορεΐ ν ’ άγαπήσει τόν Τσόμποτ, μά τά παιδιά έκφράσανε άντίρρηση μ ’ ένα στόμα.

— Ποιός; ' Η Νατάσα; Καί στή φωτιά καί στό νερό άκόμα μπορεί νά πέσει γιά τόν Τσόμποτ, χωρίς δισταγμό!

Γιά νά ποΰμε τήν άλήθεια, αύτή τήν έποχή δέν ε’ίχαμε καθόλου καιρό ν ’ άσχολούμαστε μέ ρομάντσα, "Ηταν οί μέρες πού τό έβγα τού ήλιου, θεωρούνταν σά σινιάλο γενικής έπίθεσης γιά δουλιά πού κράταγε δεκαοχτώ ώρες τό είκοσιτετράωρο. Ό Σέρε μάς φόρτωνε μέ τόση πολλή δουλιά, πού τό μόνο πού μάς

76

Page 77: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άπόμενε ήταν νά κοντανασαίνουμε. Τότε θυμόμαστε, κι όχι χωρίς πίκρα, πώς άκόμα ά π ’ τό φθινόπωρο είχαμε Εγκρίνει μ ’ Ενθουσιασμό στή γενική συνέλευση τό πλάνο σποράς πού είχε προτείνει ό Σέρε. ’Επίσημα, τό σύστημα τού Σέρε θεωρούνταν Εξάχρονη άμειψισπορά, μά στήν πραγματικότητα ήταν πολύ πιό περίπλοκο. Ό Σέρε σχεδόν δέν Εσπερνε σιτηρά. Στό μαυρό­χωμα Εσπερνε κάπου Εφτά έχτάρια μέ πρώιμο στάρι, σέ κάποια άκρη ένα χωραφάκι μέ βρώμη καί κριθάρι, κι άκόμα πειραματι­κά σ ’ ενα κομμάτι γης, Εσπερνε κάποια άγνωστη ποικιλία σίκαλης, βεβαιώνοντάς μας, πώς κανένας ά π ’ τούς χωριάτες δέ θά μάντευε ποτέ ότι τούτο δώ είναι άληθινή σίκαλη.

Πρός τό παρόν μαντεύαν όχι οί χωριάτες, μά μεϊς οί Ίδιοι. Πατάτα, κοκκινογούλια, μποστάνι, λάχανα, όλόκληρη φυτεία ρεβύθι, κι 0 λ ’ αύτά σέ διάφορες ποικιλίες, πού δέν μπορούσες νά βρεις άκρη. Τά παιδιά λέγανε πώς ό Σέρε Εχει φυτέψει στά χωράφια μιά όλόκληρη άντεπανάσταση.

—’Εδώ έχει βασιλιά, πιό κεΐ τσάρο, παραπέρα βασίλισσα.Καί πραγματικά, χωρίζοντας όλα τά χωράφια μέ θαυμάσιες

όλόισιες αύλακιές καί φράχτες, ό Σέρε Εβαλε παντού ταμπέλες άπό κοντραπλακέ, στηριγμένες σέ καδρονάκια, καί στήν καθε­μιά τους Εγραψε τί καί πόσο σπάρθηκε. Τά παιδιά, Ίσως αύτά πού φύλαγαν τά σπαρτά ά π ’ τίς κουρούνες, κάποιο πρωί Εβαλαν πλάι δικές τους Επιγραφές, προσβάλλοντας μ ’ αύτό τόν τρόπο τόν Σέρε πού Εξαγριώθηκε. Ζήτησε νά συνελθεί Εκτακτα τό συμβούλιο τών διοικητών καί, πράγμα άσυνήθιστο γιά μάς, Εβαλε τίς φωνές.

— Τί σόι άστεΐα ε ίν ' αύτά, τί βλακείες; ’Ονομάζω τίς ποικιλίες Ετσι όπως τίς όνομάζουν όλοι. "Αν καθιερώθηκε νά λέγεται αύτή ή ποικιλία «βασιλιάς τής ’Ανδαλουσίας*», Ετσι τή λένε σ ’ όλο τόν κόσμο, καί δέν μπορώ έγώ νά σοφίζομαι δικές μου όνομασίες! Αύτό όμως είναι άλήτικο πράγμα! Καί γιατί Εβαλαν στρατηγός Κοκκινόγουλος, συνταγματάρχης Ροβίθης; Κι αύτά τί είναι; Λοχαγοί Πεπονήδες κι ύπολοχαγοί Ντοματού- ληδες;

Οί διοικητές χαμογελούσαν μήν ξέροντας τί νά κάνουν μ ’ όλη αύτή τήν καμαρίλα. Ρωτούσαν σοβαρά:

— Ποιός άραγε νά *κανε μιά τέτια γαϊδουριά; Ή τα νε πρώτα βασιλιάδες καί τώρα γίνανε λοχαγοί, ενας διάολος ξέρει τί γίνεται...

Τά παιδιά δέ μπορούσαν νά κρύψουν τά χαμόγελα, άν καί

77

Page 78: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

φοβούνταν τόν Σέρε. Ό Σιλάντι καταλάβαινε τή σοβαρότητα τοΰ ζητήματος καί προσπαθούσε νά καλμάρει τά πράγματα.

— Βλέπεις τί μυστήρια πράματα, δηλαδή: ένας τέτιος βασιλιάς, πού μπορεί, νά πούμε, νά τόν φάνε οί γελάδες, δέν είναι φοβερός, άς μείνει τό λοιπόν βασιλιάς!

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς έπαιρνε έπισης τό μέρος τού Σέρε:— Τί ε ίν ’ αύτό πού ξεσήκωσε τή χφασαρία; Τί θέλετε

δηλαδή νά δείξετε; "Οτι δηλαδή ε'ίσαστε τόσο έπαναστάτες, πού πολεμάτε μέ βασιλιάδες καί τούς κόβετε τά κεφάλια, τά παράσι­τα; Τί άνησυχεΐτε λοιπόν τόσο; Τότε νά σάς δόσουμε κι άπό ένα μαχαίρι, γιά νά κόβετε άράδα. Τόσο πού νά πνιγείτε στόν ίδρωτα, παράσιτα!

Τά παιδιά ήξεραν καλά τί θά πει θέρισμα, γΓ αύτό καί δέχτηκαν τή δήλωση τού Καλίνα Ίβάνοβιτς μέ βαθιά ικανοποί­ηση. Έ τσ ι, τό ζήτημα τής άντεπανάστασης στά χωράφια μας, τέλειωσε. Κι όταν ό Σέρε μεταφύτεψε άπ ' τή σέρα άπέναντι σ τ ’ άσπρο σπίτι, διακόσιες ρίζες τριανταφυλλιές κι έβαλε τήν έπιγραφή «Χιονάτη βασίλισσα»· ούτ' ένας τρόφιμος δέ διαμαρ- τυρήθηκε. Μόνο ό Καραμπάνοφ είπε:

— Βασίλισσα, άς είναι καί βασίλισσα, μόνο νά μυρίζει.Περισσότερο ά π ’ όλα βρήκαμε τό μπελά μας μέ τά κοκκινο­

γούλια. Νά πούμε τήν άλήθεια, τά κοκκινογούλια είναι μιά άπαίσια καλλιέργεια. Ηύκολα τά σπέρνεις, όμως μετά άρχίζει μιά αληθινή ύστερία. Δέν προφταίνει νά φυτρώσει ά π ’ τό χώμα, καί φυτρώνει άργά καί μαραμένα, χρειάζεται κιόλας σκάλισμα. Τό πρώτο σκάλισμα είναι δράμα. Γιά τόν πρωτόβγαλτο, τά φύτρα τού κοκκινογουλιού δέν ξεχωρίζουν καθόλου ά π ’ τά ζιζάνια, κι ό Σέρε ζητούσε γ ι ' αύτό τό σκάλισμα, νά τού δίνουν μεγάλα παιδιά. Αύτά πάλι λέγανε:

— Τί νά πεΐ κανείς, πάλι κοκκινογούλια θά σκαλίσουμε; Μά μήπως δέ σκαλίσαμε κιόλας τό μερτικό μας:

Τελείωσε τό πρώτο σκάλισμα. τό δεύτερο, όλοι θέλουν νά πάνε στά λάχανα, στά ρεβύθια. κοντά είναι κιόλας τό θέρι­σμα τού σανού, νά κι έρχεται ό Σέρε μέ τήν κυριακάτικη αί­τησή του:

«Σαράντα παιδιά γιά τό σκάψιμο τού κοκκινογουλιού».Ό Βέρσνιεφ, ό γραμματέας τού συμβουλίου, διαβάζει άπό

μέσα του αύτή τή θρασύτατη φράση καί χτυπάει τή γροθιά του στό τραπέζι:

— Μά τί πράματα είν* αύτά; Πάλι τό κοκκινογούλι; Πότε

78

Page 79: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

θά τελειώσει έπιτέλους ό διάολος του κέρατα; Μήπως μου δόσατε κατά λάθος καμιά παλιά αίτηση;

—' Η αίτηση είναι καινούργια, λέει ήρεμα ό Σέρε. Σαράντα παιδιά, καί παρακαλώ, ά π ’ τά μεγαλύτερα.

Στό συμβούλιο παραβρίσκεται ή Μαρία Κοντράτιεβνα πού νοίκιασε μιά γειτονική κάμαρα, κι οί λακκουβίτσες στά μάγου­λά της κοιτάνε παιχνιδιάρικα τούς θυμωμένους τροφίμους.

— Τί τεμπελάκηδες πού είστε! Τά κοκκινογούλια όμως στό μπόρς τ ’ άγαπάτε, έτσι;

*0 Σεμιόν σκύβει τό κεφάλι κι άπαγγέλλει στομφώδικα:— Πρώτα, τό κοκκινογούλι είναι γιά ζωοτροφή, πού νά τό

φάει ή κατάρα. Δεύτερο, έλάτε μαζί μας νά σκάψουμε. Ά ν μάς κάνετε αύτή τή χάρη καί δουλέψετε μαζί μας, έστω καί μιά μέρα, θά κάνω 6,τι πρέπει: μαζεύω ένα μικτό τμήμα καί δου­λεύω στό κοκκινογούλι, μέχρι καί τό διάολο άκόμα νά παραχώ­σουμε!

Ή Μαρία Κοντράτιεβνα, μου χαμογελάει καί δείχνοντας τά παιδιά λέει:

— Τί λογιώ! Τί λογιώ!Ή Μαρία Κοντράτιεβνα έχει άδεια, γΓ αύτό καί μπορεί νά

τή συναντήσει κανείς καί τή μέρα στό Σταθμό. ' Ωστόσο τή μέρα έδώ είναι βαριά, τά παιδιά έρχονται μόνο γιά τό φαΐ, κατάμαυρα, σκονισμένα, ήλιοκαμένα. Πετώντας τίς τσάπες στή γωνιά τού Κουντλάτι, πετάνε καλπάζοντας σάν τό ιππικό τού Μπουντιόνι άπ" τήν άπότομη όχθη, λύνοντας σέ κίνηση τίς βρακοζώνες τους, κι ό Καλομάκ άρχίζει νά βράζει ά π ’ τά κορμιά, τίς φωνές, τά παιχνίδια κι ό,τι άλλο τούς έρθει στό κεφάλι. Οί κοπέλες τσιρίζουν χωμένες στούς θάμνους στήν όχθη:

— Φτάνει, λοιπόν, φύγετε πιά! Παιδιά, ε παιδιά, φύγετε πιά, είναι ή σειρά μας.

Ό ύπεύθυνος τής ύπηρεσίας κατεβαίνει αύστηρός στήν όχθη καί τά παιδιά άρχίζουν νά φορούν στό υγρό σώμα τους τά σωβρακάκια πού είναι άκόμα καυτερά, κι ένώ οί άστέγνωτες σταγόνες τοΰ νερού άστράφτουν άκόμα στίς πλάτες τους, μαζεύονται στό τραπέζι, πλάι στό συντριβάνι στόν παλιό κήπο. Ά π ό ώρα τούς περιμένει έδώ ή Μαρία Κοντράτιεβνα, τό μόνο πλάσμα στό Σταθμό πού διατήρησε άσπρη, άνθρώπινη τήν έπιδερμίδα της καί άτσουρούφλιστα τά μαλλιά. ΓΓ αύτό καί ξεχωρίζει άνάμεσά μας, Kt άκόμα καί ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς, δέ μπορεί νά μή σημειώσει αύτό τό γεγονός:

79

Page 80: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Χφιγουράτη γυναίκα, ξέρεις, κι έτσι χάνεται έδώ τζάμπα. Μήν τή βλέπεις, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, χθεωρητικά. Αύτή σέ κοιτάει σάν άνθρωπος, κι έσύ σά χωριάτης, ουτε τής δίνεις σημασία.

— Τί ντροπής πράματα ε ϊν ’ αύτά; είπα τού Καλίνα Ίβ ά νο ­βιτς. Αύτό έλειπε ν ’ άρχίσω κι έγώ ν ’ άσχολοΰμαι στό Σταθμό μέ ρομάντσα.

—Έ χ , τί άνθρωπος είσαι, τσίριξε γεροντίστικα ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. ρουφώντας τό τσιμπούκι του. Στό ράφι θά μείνεις καί νά μοΰ τό θυμάσαι!

Δέν είχα καιρό ν ’άναλύσω θεωρητικά καί πραχτικά τίς άρετές τής Μαρία Κοντράτιεβνα. κι ίσως γΓ αύτό καί νά μέ προσκαλούσε πάντα γιά τσάι, καί πάντα πειραζόταν όταν τής έλεγα μ ’ εύγένεια:

— Λόγο τιμής, τό τσάι δέ μ ’ άρέσει.Κάποτε, μετά τό φαΐ, όταν τά παιδιά σκόρπισαν στίς

δουλιές είχαμε μείνει μόνοι μέ τή Μαρία Κοντράτιεβνα στό τραπέζι. Μοΰ είπε άπλά καί μέ φιλικό τόνο:

—Ά κούστε, «Διογένη» Σεμιόνοβιτς! Ά ν σήμερα τό βράδυ δέν έρθετε, θά θεωρήσω άπλά πώς είστε άγενής.

— Καί τί έχετε; Τσάι; ρώτησα.—"Εχω παγωτό, καταλάβατε, όχι τσάι, μά παγωτό... Τό

φτιάχνω ειδικά γιά σάς.— Καλά, τής είπα μέ δυσκολία, τί ώρα νά ’ρθω γιά παγωτό;— Στίς όχτώ.— Μά στίς όχτώμισι πρέπει νά πάρω άναφορά ά π ’ τούς

διοικητές.— Νά κι άλλο θύμα τής παιδαγωγικής... ’ Ελάτε λοιπόν στίς

έννιά.Μά, στίς έννιά ή ώρα, άμέσως μετά τήν άναφορά, τήν ώρα

πού συλλογιόμουνα τό βάσανο πού μέ περιμένει μ ’ αύτή τήν έπίσκεψη γιά τό παγωτό, άξύριστος άκόμα. νάσου καί μοΰ έρχεται τρέχοντας ό Μίτια Ζεβέλι:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, γρήγορα, γρήγορα!— Τί τρέχει;— Τά παιδιά φέρανε τόν Τσόμποτ καί τή Νατάσα. Αύτός ό

ίδιος ό γέρος... ά, ναί, ό Μούσι Κάρποβιτς.— Ποΰ είναι;— Νά έκεΐ στόν κήπο...

Έ τρεξα στόν κήπο. Στήν άλλέα μέ τίς πασχαλιές, στό

80

Page 81: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παγκάκι, καθόταν ή Νατάσα τρομαγμένη, καί γύρω της πλήθος οί κοπέλες καί οί γυναίκες του Σταθμού μας. Τά παιδιά γκρούπες- γκρούπες στέκονταν καί κουτσομπόλευαν. Τό λόγο είχε ό Καραμπάνοφ:

— Καί σωστά Εκανε. Λυπάμαι πού δέν τό σκότωσε, τό παλιοτόμαρο...

*0 Ζαντόροφ καθησύχαζε τόν Τσόμποτ πού έτρεμε κι έκλαιγε:

— Τίποτα τό φοβερό δέν έγινε. Νά, θά ’ρθει τώρα ό ’ Αντόν καί θά τά κανονίσει όλα.

Διακόπτοντας ό ένας τόν άλλο, μού άφηγήθηκαν τά παρα­κάτω:

’Επειδή ή Νατάσα δέν έβαλε νά στεγνώσουν κάτι πανικά, μπορεί καί νά ξέχασε, ό Μούσι Κάρποβιτς, σκέφτηκε νά τής βάλει μυαλό καί πρόφτασε νά τήν κοπανήσει δυό φορές μέ τά χάμουρα. Αύτή τή στιγμή μπήκε στό σπίτι ό Τσόμποτ. Τί ένέργειες έκανε ό Τσόμποτ είναι δύσκολο νά τό μάθουμε — ό ίδιος σώπαινε — όμως στίς άπελπισμένες κραυγές του Μούσι Κάρποβιτς πρόστρεξαν οί χωριάτες κι ένα μέρος άπ* τά παιδιά τού Σταθμού καί βρήκαν τό νοικοκύρη σέ μισοκαταστραμμένη κατάσταση, καταματωμένο καί κουλουριασμένο ά π ’ τήν τρομά­ρα του στή γωνιά. Στά ίδια κακά χάλια βρέθηκε κι ένας ά π ’ τούς γιούς τού Μούσι Κάρποβιτς. Ό ίδ ιος ό Τσόμποτ στεκόταν στή μέση τής κάμαρης « κι άλυχτούσε σά σκύλος», σύμφωνα μέ τήν έκφραση τοΰ Καραμπάνοφ. Τή Νατάσα τή βρήκαν μετά σέ κάποιο γείτονα.

Ά π ’ άφορμή τά έπεισόδια, έγιναν διαπραγματεύσεις άνάμε- σα στούς χωρικούς καί στά παιδιά. Ά π ’ όρισμένα σημάδια φαινόταν πώς στή διάρκεια τών διαπραγματεύσεων χρησιμοποι- ήθηκαν γροθιές κι άλλα μέσα άμυνας, μά τά παιδιά δέ λέγανε τίποτε γΓ αύτό, παρά διηγούνταν σ ’ έπικό τόνο:

— Μά τίποτα δέν έχουμε κάνει, δόσαμε μόνο... νά, τίς πρώτες βοήθειες πού δίνονται σ τ ’ άτυχήματα κι ό Καραμπάνοφ είπε τής Νατάσα: «Πάμε, Νατάσα, στό Σταθμό, τίποτε μή φοβάσαι, θά βρεθούν, ξέρεις, έκεΐ καλοί άνθρωποι πού όλα θά τά κανονίσουν».

Κάλεσα τά πρόσωπα πού έδρασαν, στό γραφείο.' Η Νατάσα κοίταγε σοβαρά μέ τά μεγάλα της μάτια τό

καινούργιο γΓ αύτήν περιβάλλον, καί μόνο στίς άνεπαίσθητες κινήσεις τών χειλιών της, μπορούσε κανείς νά διακρίνει κάποια

81

Page 82: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άπομεινάρια τρόμου, ένώ στό μάγουλό της χωρίς νά βιάζεται στέγνωνε κάποιο δάκρυ.

— Τί νά κάνουμε; είπε ό Καραμπάνοφ μέ πάθος. Πρέπει νά τελειώνουμε μ ' αύτό τό ζήτημα.

—’Ά ς τό τελειώσουμε, λοιπόν, τό ζήτημα, συμφώνησα.— Νά τούς παντρέψουμε, πρότεινε ό Μπουρούν.— Νά τούς παντρέψουμε προφταίνουμε, είπα, δέν είναι αύτό

γιά σήμερα. Έ χουμε δλο τό δικαίωμα νά πάρουμε στό Σταθμό τή Νατάσα. Έ χ ε ι κανείς άντίρρηση;... "Ησυχα λοιπόν, τί γκαρίζετε έτσι; Μέρος νά τή βάλουμε υπάρχει. Κόλια. γράψτην στήν αυριανή διαταγή στό πέμπτο τμήμα.

— Μάλιστα! έβαλε κραυγή ό Κόλια.Ξάφνου ή Νατάσα πέταξε τή φοβερή μαντήλα καί τά μάτια

της τρεμόπαιξαν σάν τή φωτιά στόν άνεμο. Έ τρεξε κοντά μου καί γέλασε χαρούμενα, όπως γΓ.λάνε μόνο τά παιδιά.

— Μά μπορεί νά γίνει αύτό; Στό Σταθμό; “Ωω, σάς ευχαρι­στώ θεϊεί

Τά παιδιά μ ’ένα γέλιο έκρυψαν τή συγκίνηση. Ό Καραμ­πάνοφ χτύπησε τό πόδι του στό πάτωμα:

— Πολύ άπλά τέλειωσε. Τόσο άπλά, πού... ό διάολος τό ξέρει, πόσο! Καί βέβαια, στό Σταθμό. Κι άν θέλουν άς δοκιμά­σουν νά πειράξουν μιά τρόφιμη.

Οί κοπέλες χαρούμενες πήραν τή Νατάσα στό θάλαμο. Τά παιδιά φλυαρούσαν άκόμα γιά πολύ. Ό Τσόμποτ καθόταν άντίκρυ καί μ ’ εύχαριστούσε:

— Τέτιο πράμα ποτέ δέν τό περίμενα... Σάς εύχαριστώ πού δόσατε σ ’ ένα άδύνατο πλάσμα προστασία... "Οσο γιά τήν παντρειά, αύτό είναι ένα δεύτερο ζήτημα...

"Ως άργά τή νύχτα συζητούσαμε γιά τό έπεισόδιο. Τά παιδιά διηγήθηκαν κάμποσες παρόμοιες περιπτώσεις, ό Σιλάντι έλεγε τή γνώμη του, φέρανε τή Νατάσα νά μοΰ τή δείξουν μέ τή στολή τοΰ Σταθμού, κι ή Νατάσα δέν Εδειχνε καθόλου σά νύφη, μά σά μιά μικρή λεπτοκαμωμένη παιδούλα. 'Ύ στερ’ ά π ’ ό λ ’ αύτά ήρθε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς κι Εκανε άνακεφαλαίωση τής βραδιάς:

— Φτάνει νά παραφουσκώνουμε τό πράγμα. Ά φ όσον δέν τοΰ σπάσανε τ ’ άνθρώπου τό κεφάλι, παναπεϊ ζεϊ ό άνθρωπος, δηλαδή όλα ε ίν ’ έντάξει. Πάμε νά περπατήσουμε στό λιβάδι... νά δεις πώς αύτά τά παράσιτα μάζεψαν τίς χθημωνιές, πού νά τούς μαζέψουν έτσι στήν κάσα όταν τά τινάξουν!

Ή ταν περασμένα μεσάνυχτα όταν βγήκαμε μέ τόν Καλίνα

82

Page 83: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ίβάνοβιτς στό λιβάδι. Ή ήσυχη ζεστή νύχτα άκουγε μέ προσοχή τί Ελεγε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. Οί λεύκες, μέ τήν αριστοκρατική άγωγή τους καί τήν άγάπη τους νά στέκονται ψηλόκορμες, στοιχημένες, φυλάγανε τριγύρω τό Σταθμό μας καί σιγανομιλουσαν μεταξύ τους. “Ισως καί ν ’ άποροΰσαν γιά όλες αύτές τίς άλλαγές πού Εγιναν γύρω τους. Είχαν φυτευτεί γιά νά φυλάνε τό Τρέπκε, καί τώρα ήταν υποχρεωμένες νά φυλάνε τό Σταθμό Γκόρκι.

Σέ μιά συστάδα άπό λεύκες βρισκόταν τό σπιτάκι πού Εμενε ή Μαρία Κοντράτιεβνα καί μάς κοίταζε μέ τά σκοτεινά του παράθυρα. "Ενα ά π ’ τά παράθυρα άνοιξε ξάφνου, κι ήσυχα πήδηξε άπ ' αύτό κάποιος. Ξεκίνησε πρός τό μέρος μας, σταμά­τησε μιά στιγμή καί χύμηξε στό δάσος. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς διέκοψε τή διήγηση γιά τήν έκκένωση τοΰ Μίργκοροντ τό 1918 κι είπε ήσυχα:

— Τό παράσιτο αύτό ήταν ό Καραμπάνοφ. Βλέπεις, αύτός κοιτάζει τά πράματα όχι χθεωρητικά, μά πραχτικά. ’Ενώ έσύ έμεινες στό ράφι κι άς είσαι καί γραμματιζούμενος άνθρωπος...

7. ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

Στό Σταθμό ήρθε ό Μούσι Κάρποβιτς. Νομίζαμε πώς θ ’ άρχιζε δικαστήριο μέ άφορμή τήν κακομεταχείριση τοΰ κεφαλιού του ά π ’ τόν άγαναχτισμένο Τσόμποτ. Κι άληθίνά. Τό κεφάλι τού Μούσι Κάρποβιτς, ήταν έπιδειχτικά δεμένο καί μίλαγε μέ τέτια φωνή, σά νά μήν ήταν ό Μούσι Κάρποβιτς, μά τό κύκνειον άσμα του. Ωστόσο» γιά τό ζήτημα πού μάς άνησυχοΰ- σε, Εμεινε ειρηνικός καί πράος σά χριστιανός:

— Λέν ήρθα γιά τό ζήτημα τής κοπελίτσας. ΓΓ άλλη υπόθεση ήρθα. Θεός φυλάξει νά μαλώσω μαζί σας. "Ας γίνει κι Ετσι... Ή ρ θ α σέ σάς γιά τό μύλο. Ή ρθα άπό μέρους τοΰ σοβιέτ τοΰ χωριού γιά σπουδαία υπόθεση.

Ό Κόβαλ κοίταξε στό κούτελο τόν Μούσι Κάρποβιτς:— Γιά τό μύλο;— Καί βέβαια γιά τό μύλο!— Ναί, ναί! ’Εσείς ένδιαφέρεστε γιά τό μύλο, γιά τό νοίκι

δηλαδή. Μά καί τό σοβιέτ τοΰ χωριοΰ Εκανε αίτηση. Σκεφτόμα­στε τό λοιπόν, όπως είστε σείς σοβιετική έξουσία. Ετσι καί τό

83

Page 84: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σοβιέτ τοΰ χωριοΟ είναι σοβιετική έξουσία, δέ μπορεΐ δηλαδή νά λέμε, άλλο μεϊς κι άλλο σείς...

—Ά χ ά , είπε ό Κόβαλ κάπως είρωνικά.■Έτσι άρχισε στό Σταθμό μας μιά μικρή διπλωματική

περίοδος. "Επεισα τόν Κόβαλ καί τά παιδιά νά φορέσουν τά διπλωματικά φράκα καί τίς άσπρες γραβάτες, κι ό Λουκά Σεμιόνοβιτς μέ τό Μούσι Κάρποβιτς, γιά Ενα διάστημα είχαν τή δυνατότητα νά Ερχονται στήν περιοχή τοΰ Στάθμου χωρίς νά κινδυνεύει ή ζωή τους.

Τήν έποχή αύτή άπασχολοΰσε πολύ τό Σταθμό ή άγορά άλογων. Τά περίφημα άλογά μας γερνούσαν μπροστά στά μάτια μας, άκόμα κι ό ντορής άρχισε νά βγάζει μιά γέρικη γενειάδα, ένώ τό Μικρούλη τό συμβούλιο τών διοικητών τόν πέρασε στήν κατάσταση τών άναπήρων καί τοΰ Εκοψε σύνταξη. Ό Μικρού­λης πήρε μιά μόνιμη θέση στό σταΰλο καί μερίδα βρώμη, καί τόν ζεύανε πιά, μόνο υστέρα άπό προσωπική δική μου άδεια. Ό Σέρε Εβλεπε πάντα μέ περιφρόνηση τή Μπαντίτκα, τή Μαίρη καί τό Γεράκι. Έ λεγε:

— Καλό νοικοκυριό, είν* αύτό πού ’χει καλά άλογα. “Αν τ ' άλογα είναι ψοφίμια, τότε καί τό νοικοκυριό είναι ψο- φίμι.

Ό Ά ντό ν Μπράτσενκο, πού είχε άγαπήσει όλα τ ’ άλογά μας μέ τή σειρά, κι ά π ’ όλα προτιμούσε τό ντορή, άκόμα κι αύτός τώρα, κάτω άπό τήν Επίδραση τοΰ Σέρε άρχιζε ν ’ άγαπάει κάποιο άλλο, μελλοντικό άλογο, πού όπου καί νά ’ναι θά φανεΐ στό βασίλειό του. Κι έγώ κι ό Σέρε κι ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, κι ό Μπράτσενκο, δέν άφήναμε οΟτε μιά ζωοπανήγυρη, είχαμε δει χιλιάδες άλογα, μά δέν άγοράσαμε οΟτε Ενα. "Η τ ’ άλογα δέν ήταν καλά σάν τά δικά μας ή θά γύρευαν πολλά είτε ό Σέρε θ ’ άνακάλυπτε σ ’ αύτά κάποια άρρώστια ή κάνα κουσούρι. Καί. γιά νά ποΰμε τήν άλήθεια, στά πανηγύρια δέ βγάζανε καλά άλογα. *0 πόλεμος κι ή Επανάσταση Εξαφάνισαν τ ’ άλογα ράτσας, καί δέν είχαν άναπτυχθει άκόμα τά καινούργια Ιπποφορ­βεία. Ό Ά ντό ν έρχόταν ά π ’ τήν κάθε ζωοπανήγυρη σέ θλιβερή κατάσταση:

— Μά πώς γίνεται αύτό; Ά λ ο γ α δέν Εχει. Κι άφοΰ μάς χρειάζεται Ενα καλό άλογο, Ενα πραγματικό άλογο, τί νά κάνουμε; Νά παρακαλέσουμε τούς μπουρζουάδες λοιπόν νά μάς δόσουν;

84

Page 85: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τού Καλίνα Ίβάνοβιτς μέ τίς παλιές άναμνησεις ά π ’ τόν καιρό τών ουσάρων, τοϋ άρεσε ν ’άνακατεύεται στό ζήτημα τών άλογων. Ά κόμ α κι ό Σέρε είχε έμπιστοσύνη στίς γνώσεις του, πνίγοντας σ ’ αύτό τό ζήτημα τή ζήλεια πού τόν κάτεχε πάντα. Κάποτε, σ ’ Ενα κύκλο άνθρώπων πού καταλάβαιναν ά π ’ αύτά τά πράγματα, ό Καλίνα Ίβάνοβιτς είχε πει:

— Λένε αύτά τά παράσιτα, ό Λουκά κι ό Μούσι, αύτός ό ίδιος, πώς τάχα σ τ ’ άγροχτήματα, οί νοικοκυραΐοι Εχουν καλά άλογα, μά δέ θέλουν νά τά βγάλουν στά πανηγύρια, φοβούνται.

— Δέν ε ίν ’ άλήθεια, είπε ό Σέρε, δέν Εχουν καλά άλογα. “Εχουν τέτια σάν κι αύτά πού βλέπουμε. Καλά άλογα θά βρούμε σέ λίγο στά Ιπποφορβεία μά άκόμα είναι νωρίς.

— Κι έγώ σάς λέω υπάρχουν, έπέμενε ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς. Ό Λουκά ξέρει... Αύτό τό βρωμόπαιδο ξέρει όλόκληρη τήν περιοχή, όπως ξέρει τή χούφτα του. Κι υστέρα σκεφτεΐτε, πού μπορεΐ νά βρει κανείς Ενα καλό άλογο άν όχι στόν καλό νοικοκύρη; Καί οί νοικοκυραΐοι ζοΰνε σ τ ’ άγροχτήματα. Αύτά τά παράσιτα κάνουν τήν πάπια, καί στά κρυφά ταΐζουν τά βαρβάτα τους, γιατί φοβούνται, τά παράσιτα, νά μήν τούς τά πάρουν. Ά ν πηγαίναμε κατακεΐ, θ ’ άγοράζαμε...

Συμφώνησα κι έγώ σ ’ αύτό, χωρίς νά πολυανακατέψω ίδεολογικά ζητήματα.

— Πάμε τήν άλλη Κυριακή νά δούμε. Kt ίσως καί ν ’ άγοράσουμε κάτι.

*0 Σέρε συμφώνησε:

— Καί γιατί νά μήν πάμε; Βέβαια, άλογα δέ θ ’ άγοράσου­με, μά θά κάνουμε Εναν καλό περίπατο. Θά δώ καί τί λογής σπαρτά Εχουν αύτοί οί «νοικοκυραΐοι».

Τήν Κυριακή ζέψαμε τό άμάξι καί πήραμε τό χωραφόδρο- μο γιά τά χωριά. Περάσαμε τή Γκοντσαρόφκα, κόψαμε τή δημοσιά τού Χάρκοβου, γλιστρήσαμε μές στό άμμουδερό δα- σάκι μέ τά πεύκα, καί βγήκαμε τέλος σέ κάποιο βασίλειο, όπου δέν είχαμε ποτέ ξανάρθει. Ά π ό να ψηλό άπότομο λόφο ξανοίχτηκε μπροστά στά μάτια μας Ενα άρκετά ευχάριστο τοπίο. ’ Αντίκρυ μας κι ώς τό βάθος τού όρίζοντα, χανόταν μιά άπέραντη πεδιάδα, όλότελα έπίπεδη, φτιαγμένη λές μέ τό

85

Page 86: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

αλφάδι. Δέν είχε τήν παραμικρή ανωμαλία, κι ίσως σ ’ αύτό ακριβώς νά ήταν κι ή όμορφιά της. Ή πεδιάδα ήταν πυκνο- σπαρμένη μέ σιτηρά. Χρυσαφένια, χρυσοπράσινα, χρυσοκίτρι­να κυμάτιζαν τά σπαρτά, καί μόνο no ν καί ποΟ σάν υπογράμμιση διακρίνονταν άνοιχτοπράσινες κηλίδες μέ τό κεχρί καί τό μαυ­ραγάνι. Καί σ ’αύτό τό χρυσαφένιο φόντο, μέ αφάνταστη ακρί­βεια ήταν χτισμένα όμάδες - όμάδες τά κάτασπρα χωριατόσπιτα, τριγυρισμένα άπό μεγάλους, άκανόνιστους κήπους. Σέ κάθε όμά- δα. ενα - δυό δέντρα: ιτιές, άγριόλευκες καί πολύ σπάνια, λεύκες καί μποστάνια μέ τίς σκουρόχρωμες καλύβες τους. Κι ό λ ’ αύτά καλοβαλμένα σέ τέτιο βαθμό, πού κι ό πιό άπαιτητικός άκόμα ζωγράφος δέ θά μπορούσε νά βρεϊ μιά λαθεμένη πινελιά.

Ή εικόνα άρεσε καί στόν Καλίνα Ίβάνοβιτς:— Νά, βλέπετε πώς ζούνε οί νοικοκυραΐοι; Ήδώ ζούν

πολιτισμένοι άνθρωποι.— Ναί. σημείωσε άνόρεχτα κι ό Σέρε.

—"Ας στρίψουμε άπό δώ, πρότεινε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς.

Ό ‘Αντόν έστριψε σ ’ ενα χορταριασμένο δρομάκο, καί βγήκαμε μπροστά σέ μιά πρωτόγονη αύλόπορτα. φτιαγμένη μέ τρεις λεπτούς κορμούς ιτιάς δεμένους μέ φλούδα. Έ να γκρίζο, ξεγδαρμένο σκυλί άνακλαδίστηκε, βγήκε κάτω άπ' τό κάρο καί γάβγισε βραχνά καί τεμπέλικα. 'Α π ' τό σπίτι πρόβαλε ό νοικοκύρης καί τινάζοντας κάτι άπ* τήν άχτένιστη γενειάδα του, κοίταζε μ ’ απορία καί κάποιο φόβο τό μισοστρατιωτικό μου κοστούμι.

— Γειά σου αφεντικό! είπε χαρούμενα ό Καλίνα Ίβ ά νο ­βιτς. ’Απ' τήν εκκλησία γύρισες;

— Στήν εκκλησία σπάνια πατάω, άπάντησε ό νοικοκύρης τοί· σπιτιού μέ τήν Ιδια βραχνή φωνή. οπως κι ό φρουρός τής περιουσίας του. Ή γυναίκα πού καί πού πάει... Κι άπό πού είστε;

—“Ηρθαμε γιά μιά καλή δουλιά: Λένε πώς μπορεΐ κανείς ν ' αγοράσει άπό σάς καλά άλογα, έ:

Ό νοικοκύρης έριξε τά μάτια του σ τ ’ άμάξι μας. Καθώς φαίνεται, τό παράταιρο ζευγάρι τού ντορή καί τής Μαίρης, τόν καθηούχασε.

— Πώ,; νά σάς πώ; Ιΐοΰ νά βρεθούν τά καλά άλογα: Ό ­

86

Page 87: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μως έχω ένα άλογάκι στόν τρίτο χρόνο που μπορεί νά σάς κάνει.

Πήγε στό σταΰλο κι έβγαλε ά π ’ τή γωνιά στό βάθος μιά τρίχρονη φοραδίτσα, χαρούμενη καί καλοθρεμμένη.

— Δέν τήν έζεψες; ρώτησε ό Σέρε.— Γιά νά τή ζέψω, δέν τήν έζεψα, παρά μόνο τήν καβάλη-

σα. Μπορεί κανείς νά πάει καβάλα. Τρέχει καλά, δέν έχω παράπονο.

—'Ό χι, είπε ό Σέρε. Είναι μικρή γιά μάς. ’ Εμείς τή θέλουμε γιά δουλιά.

— Μικρή, μικρή, συμφώνησε ό νοικοκύρης. Μά σέ καλά χέρια μπορεί νά μεγαλώσει. “Ετσι ε ίν ’ αύτή ή δουλιά. Τρία χρόνια τήν κανάκευα. Καί τήν περιποιόμουνα καλά, τό βλέπετε.

Ή φοράδα ήταν πραγματικά περιποιημένη. "Αστράψτε τό καθαρό μαλλί της, ή χαίτη της χτενισμένη, άπό κάθε άποψη πιό καθαρή ά π ’ τόν παιδαγωγό καί νοικοκύρη της.

— Καί πόσο, πάνω - κάτω, γΓ αύτή τή χφοραδίτσα. έ; ρώτησε ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς.

— Βλέπω πώς τ ’ άφεντικά θέλουν ν ’ άγοράσουν. 'Εξήντα κομμάτια.

Ό Ά ντό ν κάρφωσε τή ματιά του στήν κορφή τής άντικρι- νής ίτιάς καί τελικά, μπαίνοντας στό νόημα έβγαλε ένα «άχ!*>.

— Πόσα; ' Εξακόσια ρούβλια;— Ναί. έξακόσια, έκανε ήσυχα ό νοικοκύρης.—'Εξακόσια ρούβλια γ ι ’ αύτό τό σκ...; φώναξε ό Ά ντό ν .

μήν μπορώντας νά συγκροτήσει τό θυμό του.— Σκ... είσαι σύ, πολύ πού σου κόβει! Πρώτα δοκίμασέ το

κι υστέρα νά πεΐς.Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς είπε συμβιβαστικά:— Δέ μπορεί κανείς νά πει. πώς είναι σκ..., τ ’ άλογο είναι

καλό. μόνο γιά μάς δέν κάνει.Ό Σέρε χαμογέλασε σωπαίνοντας. Κάτσαμε σ τ ' άμάξι καί

τραβήξαμε παραπέρα. Τό σκυλί μάς άποχαιρέτησε μέ τό συνηθι­σμένο του άλύχτισμα, ένώ ό νοικοκύρης, σοαλώντας τήν αυλόπορτα, ουτε καί κοίταξε πίσω μας.

Πήγαμε σέ καμιά δεκαριά άγροχτήματα. Σ ' όλα σχεδόν υπήρχαν άλογα, μά τίποτε δέν άγοράσαμε.

Γυρίσαμε σπίτι σούρουπο πιά. Ό Σέρε δέν κοίταζε πιά τά χωράφια, μά κάτι σκεφτόταν έπίμονα. ' Ο ' Αντόν τά είχε μέ ιό ντορή, κι όλο καί τόν τσίγκλαγε μέ τό καμτσίκι, λέγοντας:

87

Page 88: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τό ’χάσες, λοιπόν; Δέν Εχεις ξαναδεϊ άγριοβότανα μήπως;

*0 Καλίνα Ίβάνοβιτς κοιτούσε μέ κακία τίς άψιθιές πού ή­ταν δίπλα στό δρόμο καί γκρίνιαζε άσταμάτητα:

— Τί παλιόκοσμος, κατάλαβες, τά παράσιτα; ‘Έ ρχονται οί άνθρωποι, πούλησες δέν πούλησες, νά ’σαι νοικοκύρης, παλιάν­θρωπε. Βλέπεις, παράσιτο, πώς ά π ’ τό πρωί οί άνθρωποι είναι στούς δρόμους, δός τους, λοιπόν, κάτι νά φάνε, μιά κι Εχεις καί μπόρς, ή τουλάχιστο μιά πατάτα!... Εϊδες ποτέ σου δηλαδή τέτιο ν, πού νά μήν Εχε ι ξυστρίσει άπό γεννησιμιού του τά γένεια του; ’ Ενώ γιά τό ψωράλογό του, τόν είδες; ' Εξακόσια ρούβλια, σοΰ λέει! Βλέπεις «αύτός τό κανάκευε». Καί νομίζεις αύτός τό περιποιόταν; Είδες πόσους άνθρώπους εχει καί τοΰ δου­λεύουν;

Είχα δει αύτούς τούς άμίλητους σκλάβους πού είχαν κοκαλώσει άσάλευτοι πλάι στά Ελκηθρα καί τούς σταύλους, παρακολουθώντας μέ προσοχή τό πρωτάκουστο γεγονός; τόν έρχομό άνθρώπων τής πόλης. Τούς είχε άφήσει σύξυλους ό τερατώδικος συνδυασμός τόσων άξιοσέβαστων προσωπικοτή­των σέ μιάν αύλή. Ποΰ καί που, αύτά τά βουβά πρόσωπα Εβγαζαν τ ’ άλογα ά π ’ τούς σταύλους καί Εδιναν ντροπαλά τά χαλινάρια στό νοικοκύρη, κάποτε μάλιστα χτυπούσαν τ ’ άλογα στά καπού­λια, ίσως γιά νά έκφράσουν Ετσι τό χάδι τους σ ’ Ενα ζωντανό πλάσμα πού τό Εχουν συνηθίσει.

Τέλος, ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς σώπασε κι άρχισε νά ρουφάει μέ μανία τό τσιμπούκι του. Μόνο όταν φτάσαμε στήν αυλόπορτα τοΰ Σταθμοΰ, είπε εϋθυμα:

— Μάς ψοφήσανε στήν πείνα, τά παράσιτα τοΰ κέρατά!..,Στό Σταθμό βρήκαμε τόν Λουκά Σεμιόνοβιτς καί τόν Μούσι

Κάρποβιτς. Ό Λουκά άπόρεσε πολύ μέ τήν άποτυχία τής άποστολής καί διαμαρτυρόταν:

— Δέ μπορεί νά ’γινε Ετσι τό πράμα! Μιά κι είπα τοΰ Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς καί τοΰ Καλίνα Ίβάνοβιτς, αύτό θά γίνει. Έ σ εΐς Καλίνα Ίβάνοβιτς μή στενοχωριέστε, γιατί δέν υπάρχει χειρότερο νά χαλάνε τά νεΰρα τοΰ άνθρώπου. Τήν άλλη βδομάδα θά πάμε μαζί, μόνο πού ό Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς δέν πρέπει νά Ερθει, γιατί Εχει τέτια θωριά, χέ, χέ. χέ, μπολσεβίκικη, πού ό κόσμος φοβάται.

Τήν άλλη Κυριακή ό Καλίνα Ίβάνοβιτς τράβηξε γιά τ ’ άγροχτήματα, μέ τόν Λουκά Σεμιόνοβιτς καί τά δικά του άλογα.

88

Page 89: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Μπράτσενκο είδε αύτό τό ζήτημα σά μιά μάταια δουλιά καί τούς άστειεύθηκε χαιρέκακα όταν ξεκινούσαν:

— Πάρτε τουλάχιστο ψωμί γιά τό δρόμο, γιατί θά ψοφήσε­τε τής πείνας.

Ό Λουκά Σεμιόνοβιτς χάιδεψε τήν ξανθή, όμορφούλικη γενειάδα του πού Επεφτε πάνω στή γιορτινή κεντητή πουκαμίσα του καί χαμογέλασε όρεξάτα μέ τά ρόδινα χείλη του:

— Τ ίν ’ αύτά πού λέτε, σύντροφε Μπράτσενκο; Σ ’ άνθρώ­πους νοικοκύρηδες πάμε, πώς μπορεί ποτέ νά πάρουμε δικό μας ψωμί! Θά 'χουμε σήμερα καί μπόρς πραγματικό κι άρνάκι κι Ισως καί κανένας νά βάλει στή μέση καί τό παγούρι.

Μ ισόκλεισε πονηρά τό μάτι στόν ένδιαφερόμενο Καλίνα Ίβάνοβιτς καί πήρε στά χέρια του τά μπιχλιμπίδικα βυσσινιά χαλινάρια. Τό φαρδυκάπουλο καλοθρεμμένο άλογο άναπεταρί- στηκε στό ζυγό κι έσυρε ξωπίσω του τό στέρεο καλοφτιαγμένο άμάξι.

Τό βράδυ όλοι οί τρόφιμοι τοΰ Σταθμού, σά νά είχε δοθεί σινιάλο πυρκαγιάς, έτρεξαν νά δοΰν τό ξαφνικό: ό Καλίνα Ίβάνοβιτς γύρισε νικητής. Πίσω ά π ’ τ ’ άμάξι ήταν δεμένο τό βαρβάτο άλογο τού Λουκά Σεμιόνοβιτς, ένώ στό ζυγό βρισκόταν μιά όμορφη γκρίζα μέ βοΰλες, μεγαλόκορμη φοράδα. Κι ό Καλίνα Ίβάνοβιτς κι ό Λουκά Σεμιόνοβιτς είχαν σημάδια γιά τήν καλή ύποδοχή πού τούς έγινε ά π ’ τούς νοικοκύρηδες τών άλογων. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς βγήκε μέ δυσκολία ά π ’ τ ’ άμάξι καί πάσχιζε μ ’ όλα του τά δυνατά νά κρατηθεί, έτσι πού τά παιδιά νά μήν προσέξουν αύτά τά σημάδια, Ό Καραμπάνοφ βοήθησε τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς νά πεζέψει:

— Δηλαδή, είχαμε τραταρίσματα;—Ά μ πώς νόμισες! Βλέπεις τί ζωντανό κουβαλήσαμε;

' 0 Καλίνα Ίβάνοβιτς χτυπούσε χαϊδευτικά τή φοράδα στά φαρδιά της καπούλια. Κι άληθινά ή φοράδα ήταν καλή. Μαλλια­ρό γερό ποδάρι, άνάστημα, λεβέντικο στήθος, καλοφτιαγμένο μεγαλόσωμο σκαρί. Ά κόμα tct ό Σέρε δέ μπόρεσε νά τής βρει κουσούρι, παρόλο πού γιά πολύ ώρα χωνόταν κάτω ά π ’ τήν κοιλιά της κι όλο καί παρακαλοΰσε χαϊδευτικά καί χαρούμενα:

— Ποδαράκι, δός μου τό ποδαράκι.,.Τά παιδιά έγκρίνανε τήν άγορά. Ό Μπουρούν μισοκλεί-

νοντας σοβαρά τά μάτια του έφερε ένα γύρο στή φοράδα κι έβγαλε τήν άπόφασή του:

—Ε πιτέλους στό Σταθμό πήραμε κι ένα άλογο τής προκο­πής.

89

Page 90: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

' Η φοράδα άρεσε καί τοΰ Καραμπάνοφ:— Ναί. είναι άλογο νοικοκύρη. 'Ένα τέτιο κοστίζει πεντα­

κόσια ρούβλια. Ά ν έχουμε καμιά δεκαριά τέτια άλογα, μπορού­με νά τρώμε ολο μπουγάτσες.

Ό Μπράτσενκο παρέλαβε τή φοράδα μ ’ άγάπη καί φροντί­δα. Γύριζε γύρω της, χτυπούσε τή γλώσσα του άπό εύχαρίστηση. έκπλησσόταν μέ μιά χαρούμενη άπορία γιά τή μεγάλη δύναμή της, γιά τόν ήσυχο καί εύπιστο χαρακτήρα της. Ά νο ιξα ν οί προοπτικές τού Ά ντό ν , τώρα κιόλας κόλλησε έπίμονα τού Σέρε:

— Πρέπει νά βρούμε ένα καλό βαρβάτο. Θά φτιάξουμε δικό μας Ιπποφορβείο, καταλαβαίνετε:

'Ο Σέρε καταλάβαινε, κοίταγε σοβαρά κι έπιδοκιμάζοντας τήν Αύγούλα (έτσι λέγανε τή φοράδα) κι έλεγε άνάμεσα στά δόντια:

— Θά ψάξω γιά βαρβάτο. Τό 'χω σταμπάρει σέ κάποιο μέρος. Μόλις μαζέψουμε τό στάρι. 6ά πάοι.

Αύτή τήν περίοδο στό Σταθμό, άπ ' τά χαράματα ώς άργάτό βράδυ δέ σταματούσε ή δουλιά, ρεγουλαρισμένη ά π ’ τόν Σέρε μέ άκρίβεια καί ρυθμό. Τά μικτά τμήματα τών παιδιών, πότε μεγάλα, πότε μικρά, πότε άπό ενήλικους, πότε πάλι έπίτηδες άπό πιτσιρίκους, έξοπλισμένα άλλοτε μέ τσάπες, άλλοτε μέ κόσες, μέ τσουγκράνες ή καί μέ τίς παλάμες άκόμα, πηγαινοέρχονταν στά χωράφια, μέ τήν άκρίβεια πού κινούνται τά τραίνα, λάμπον- τας άπό γέλια κι άστεΐα, άπό ζωηράδα κι έμπιστοσύνη στόν έαυτό τους, ξέροντας καλά τί πρέπει νά κάνουν καί πώς θά τό κάνουν. Κάποτε ή "Ολια Βόρονοβα, βοηθός τού γεωπόνου μας, ερχόταν ά π ’ τό χωράφι, κι άνάμεσα σέ δυό γουλιές νερό ά π ’ τό κύπελλο στό γραφείο, έλεγε στόν υπεύθυνο τής υπηρεσίας:

— Στείλε βοήθεια στό πέμπτο μικτό.— Τί συμβαίνει;— Καθυστερούν στό δέσιμο... ζέστη πολλή.— Πόσους;— Πέντε άνθρώπους. Κοπέλες έχεις;— Είναι μιά έδώ.

' Η "Ολια σφουγγίζει μέ τό μανίκι τά χείλια της καί φεύγει γιά κάπου. Ό υπεύθυνος μέ τό τεφτέρι στό χέρι τραβάει γιά τήν άχλαδιά, όπου. άκόμα άπ ' τό πρωί επιασε θέσεις τό έπιτελεΐο τού έφεδρικού μικτού τμήματος. Πίσω ά π ’ τό διοικητή υπηρε­σίας πάει μ ' ένα κωμικό κοφτό βάδισμα ό σαλπιγκτής ύπηρε-

90

Page 91: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σίας. Σ ’ένα λεφτό κάτω ά π ’ τήν άχλαδιά άκούγεται τό κοφτό «στακάτο» νά συγκεντρωθεί ή έφεδρεία. Πίσω ά π ’ τά σκίνα, ά π ’ τό ποτάμι, ά π ’ τούς θαλάμους βγαίνουν σάν άστραπή οί πιτσιρίκοι, μαζεύονται σέ κύκλο κάτω ά π ’ τήν άχλαδιά. Δέν περνάει ούτε ένα λεφτό καί μιά πεντάδα παιδιά μέ γοργό βήμα τραβούν γιά τό σταροχώραφο.

Είχαμε κιόλας πάρει ένισχύσεις άπό σαράντα πιτσιρίκους. Ό λόκληρη τήν Κυριακή άσχολοϋνταν μ ' αυτούς τά παιδιά, τούς έκαναν μπάνιο, τούς έντυσαν, τούς χώρισαν σέ τμήματα. Δέν αυξήσαμε τόν άριθμό τών τμημάτων, παρά μεταφέραμε τά έντεκα πού υπήρχαν στό κόκκινο σπίτι, άφήνοντας στό καθένα κι άπό κάμποσες άδειες θέσεις. ΓΓ αύτό καί οί καινούργιοι δέθηκαν γερά μέ τά παλιά στελέχη καί ένιωθαν περηφάνεια, πώς είναι τρόφιμοι τού Σταθμού Γκόρκι μόνο ποΰ δέν ήξεραν άκόμα νά βαδίσουν καθώς πρέπει, «σέρνονταν», όπως έλεγε ό Καρα­μπάνοφ.

' Ο κόσμος πού μας ήρθε εϊναι όλοι τους νεολαίοι, δεκατριών- δεκατεσσάρων χρόνων. Α νάμεσα τους μπορεϊς νά δεις θαυμά­σια μουτράκια, ιδιαίτερα συμπαθητικά, 'Ό ταν ό πιτσιρίκος ροδοκοκκινίσει στό μπάνιο, λάμπουν πάνω του τά καινούργια τσίτινα παντελονάκια, κι άν τό κεφάλι είναι άσχημα κουρεμένο, ό Μπελούχιν μάς καθησυχάζει:

— Σήμερα κουρεύτηκαν μονάχοι τους, καί βλέπετε., δέν είναι καί τόσο καλά. Το βράδυ σά θά ’ρθει ό κουρέας, θά τούς όμορφήνουμε.

' Η ένίσχυση δυό μέρες πάει κι έρχεται στό Σταθμό, ρουφών­τας τίς καινούργιες έντυπώσεις. Μπαίνει στό χοιροστάσιο καί κοιτάει μ ’ άπορία τή δουλιά τού σοβαρού Στουπίτσιν.

Ό Ά ντό ν τό ’χει σάν άρχή νά μή μιλάει μέ τίς ένισχύσεις:— Τί μοΰ κουβαληθήκατε δώ χάμω;'Η θέση σας είναι

άκόμα στήν τραπεζαρία.— Γιατί στήν τραπεζαρία;— Καί τί ξέρεις έσύ νά κάνεις; Τό μόνο πού ξέρεις είναι νά

πελεκάς τά καρβέλια;- Ο χ ι . θά δουλέψω.— Ξέρουμε, ξέρουμε πώς δουλεύετε. Πίσω σου πρέπει νά

τρέχουν δυό επιστάτες. Ψέματα,—Ό διοικητής τό ' πε: άπό μεθαύριο στή δουλιά, νά, θά

δεις.— Τώρα μέ φώτισες, «θά δεΐς». Καί σάμπως δέν έχω δει;

·<ΟΓφ, ζέστη! "Ωω, πώς διψώ! Μπαμπάκα, μαμάκα!...»91

Page 92: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Οί πιτσιρίκοι χαμογελούν ντροπαλά.— Μά, τί μαμάκα τσαμπουνάτε;Τέτιο πράμα δέ θά δεις άπό

μας.Π αρ’ δ λ ’ αύτά τό βραδάκι τής πρώτης κιόλας μέρας, ό

Ά ν τό ν πιάνει συμπάθειες. Μέ τρόπο, πού μόνο αύτός κατέχει, διαλέγει τούς μερακλήδες σ τ ’ δλογα. Κοιτάς τό δρομάκο γιά τό χωράφι, κυλάει κιόλας τό βαρέλι μέ τό νερό καί στό βαρέλι κάθεται ό καινούργιος τρόφιμος του Σταθμού Γκόρκι, ό Πέτια Ζαντορόζνι καί διευθύνει τό Γεράκι, ένώ ά π ’ τίς πόρτες του σταύλου τόν καθοδηγούν:

— Μή βιάζεις τ ’ δλογο, μήν τό βιάζεις, τό βαρέλι δέν είναι τής πυροσβεστικής.

Τήν άλλη μέρα, οί καινούργιοι μπαίνουν στά μικτά τμήμα­τα, σκοντάφτουν καί βογγούν άσυνήθιστοι ά π ’ τή δουλιά, μά νά έκεΐ μιά σειρά άπό παιδιά σκάβουν έπίμονα στό πατατοχώραφο, χωρίς νά χαλάσουν τούς ζυγούς, κι ό καινούργιος νιώθει σά νά γίνεται ίνα κι αύτός μέ τούς άλλους. Καί μόνο μετά μιά ώρα καταλαβαίνει πώς δόσανε μόνο μιά αύλακιά σέ δυό καινούργι­ους, ένώ οί παλιοί πήραν άπό μιά ό καθένας. Λουσμένος στόν ίδρωτα, ρωτάει τό γείτονά του:

— Γρήγορα θά τελειώσουμε;Μάσαμε τό στάρι καί σ τ ’ άλώνι καταπιαστήκαμε μέ τήν

άλωνιστική μηχανή. *0 Σέρε καταϊδρωμένος καί λερός, όπως κι όλοι, δοκιμάζει τά γρανάζια καί κοιτάει τή θημωνιά πού έτοιμάστηκε γιά τό άλώνισμα.

— Μεθαύριο θ* άλωνίσουμε. Αύριο θά πάμε γιά τ ’ δλογο.— Θά πάω γώ, λέει προσεχτικά ό Σεμιόν, λοξοκοιτώντας τό

Μπράτσενκο.— Καί δέν πας; λέει ό Ά ντόν. Τό βαρβάτο τί λέει, καλό

είναι;— Καλούτσικο, άπαντάει ό Σέρε.— Στό Ιπποφορβείο τ* άγοράσανε;— Στό Ιπποφορβείο.— Καί πόσο στοίχισε;— Τρακόσια.— Φτηνά.— Ναί!— Δηλαδή σοβιετικό; λέει κι ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, κοιτών­

τας τή μηχανή. Καί γιατί αύτό τό σιλό τό σκαρφαλώσατε τόσο ψηλά;

92

Page 93: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Σοβιετικό, τ* άπαντάει ό Σέρε. Δέν πειράζει πού ’ναι ψηλά, τό δχυρο είναι έλαφρύ.

Τήν Κυριακή ξεκουραζόμασταν, κάναμε μπάνιο, βαρκάδα, γυροφέρναμε μέ τούς καινούργιους καί τό βράδυ όλη ή άριστο- κρατία, δπως πάντα, μαζεύεται στό κατώφλι του «λευκοδ οίκου·*, ρουφάει τή μυρουδιά πού άφήνουν οί «χιονάτες βασίλισσες-, καί διηγοΟνται διάφορες Ιστορίες, κάνοντας νά άποροΰν οί καινούργιοι.

Ξάφνου ά π ’ τή γωνιά τοΰ μύλου, σηκώνοντας σύννεφο τή σκόνη, καί διαγράφοντας ήμικύκλιο γιά ν ’ άποφύγει ένα παλιοκάζανο πού ήταν πεταμένο στό δρόμο, φάνηκε καλπάζον­τας ένας καβαλάρης. Ό Σεμιόν, καβάλα σ ’ δνα χρυσαφένιο δλογο πετοΰσε Ίσια καταπάνω μας καί μεΐς ξάφνου σωπάσαμε κρατώντας τήν άνάσα μας: τέτια πράγματα πρίν βλέπαμε μόνο στούς πίνακες, στίς εΙκόνες γιά βιβλία μέ παραμύθια καί στή «φοβερή έκδίκηση». Τό δλογο κουβαλοΟσε τόν Σεμιόν μ ’ ένα λεύτερο, έλαφρύ καί ταυτόχρονα όρμητικό καλπασμό, άνεμίζον- τας στόν άέρα τή φουντωτή ούρά καί τήν τουφωτή, γεμάτη χρυσό φώς χαίτη. Στίς κινήσεις του μόλις καί προφταίναμε ν ‘ άνακαλύπτουμε γεμάτοι άπορία, δλο καί καινούργια καταπλη- χτικά χαρίσματα: τόν κυρτό, γεμάτο περηφάνεια καί παιχνιδί- σματα λαιμό καί τά λεπτά πόδια.

' Ο Σεμιόν σταμάτησε άπέναντί μας κι έφερε στό στήθος του τό μικρό όμορφο κεφάλι τοΰ άλόγου. Τά μαΰρα, ματωμένα στίς γωνιές, νεαρά καί καυτερά μάτια του, κοίταξαν ξάφνου ΐσ ια στήν καρδιά τοΰ Ά ν τό ν Μπράτσενκο. Ό Ά ν τό ν έπιασε τ ’ αύτιά του, έβγαλε Ινα «δχ» κι δρχισε νά τρεμουλιάζει:

— Τί, δικό μας; Τό δλογο; Δικό μας;— Καί βέβαια δικό μας, εϊπε περήφανα ό Σεμιόν.— Κατέβα στοΰ διαόλου τή μάνα ά π ’ τό δλογο! οΟρλιαξε

ξαφνικά ό ’ Αντόν τοΰ Καραμπάνοφ. Τι μοΰ στρογγυλοκάθησες έκεΐ πάνου; Δέ σοΰ ’ φτασε; Τί τό πέρασες, γιά κουλάκικο δλογο;

'Ο Ά ντό ν έπιασε τά χαλινάρια, έπαναλαβαίνοντας μέ τή ματιά του τή διαταγή.

Ό Σεμιόν κατέβηκε ά π ’ τή σέλα.— Καταλαβαίνω, άδερφέ μου, καταλαβαίνω. Τέτιο δλογο

δν υπήρχε καμιά φορά στόν κόσμο, θά τό *χε μόνο ό Ναπολέων!Ό Ά ντό ν σάν δνεμος βρέθηκε στή σέλα καί χάιδεψε τό

δλογο στό λαιμό. Ά νασηκώ θηκε ντροπαλά καί σφούγγισε μέ τό μανίκι τά μάτια του.

93

Page 94: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τά παιδιά γέλασαν, ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς χαμογέλασε, έβγαλε μιά κραυγή καί πάλι χαμογέλασε.

— Πραγματικά, τέτιο άλογο, νά σοΰ πώ... Μάλιστα θά στό πώ έτσι: δέν άξίζει γιά τά μούτρα μας. Ναί... Σέ μάς θά χαλάσει.

— Ποιός θά τό χαλάσει; έσκυψε φγρια πάνω του ό Ά ν ­τόν. Μετά. γυρίζοντας στά παιδιά, έβαλε μιά μανιασμένη φω­νή: Θά τόν σκοτώσω! "Οποιος τό πειράξει θά τόν σκοτώσω! Μέ τό παλούκι! Μέ τό σιδερένιο παλούκι στό κεφάλι!

Γύρισε άπότομα τό άλογο, κι αύτό κίνησε ύποταχτικά γιά τό σταϋλο μ ’ ενα χαριτωμένο καλπασμό, σά νά είχε χαρεΐ πού έπιτέλους έκατσε στή σέλα ό πραγματικός τοΰ νοικοκύρης.

Τό άλογο τό βαφτίσαμε «Λεβέντη».

8. ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΟ ΤΜΗΜΑ

Στίς άρχές τού ’Ιούλη νοικιάσαμε τό μύλο γιά τρία χρόνια, μέ τρεις χιλιάδες ρούβλια τό χρόνο. Πέρασε όλοκληρωτικά στή διάθεσή μας κι άρνηθήκαμε νά πάρουμε όποιοδήποτε συνεταίρο.

Οί διπλωματικές σχέσεις μέ τό σοβιέτ τοΰ χωριού διακόπη­καν καί πάλι, άλλωστε κι οί μέρες ζωής τοΰ σοβιέτ ήταν πιά μετρημένες. ' Η κατάχτηση τοΰ μύλου ήταν μιά νίκη τής Κομσομόλ τής δικής μας, στό δεύτερο τμήμα τοΰ μετώπου.

* Αναπάντεχα, ό Σταθμός άρχισε γιά καλά νά πλουταίνει καί νά παίρνει τή μορφή ένός γερού, ταχτοποιημένου καί πολιτισμέ­νου νοικοκυριού.

"Αν λίγο πρίν, δύσκολα μαζεύαμε τ ' άπαραίτητα μέσα γιά ν* αγοράσουμε δυό άλογα, στά μέσα τού καλοκαιριού μπορούσαμε χωρίς δυσκολία νά διαθέσουμε ενα άρκετά μεγάλο ποσό γιά ν 1 άγοράσουμε καλές άγελάδες, ένα κοπάδι πρόβατα, καινούργια έπιπλα.

Σχεδόν χωρίς νά έπιβαρύνει τόν προϋπολογισμό, ό Σέρε καταπιάστηκε νά χτίσει καινούργιο βουστάσιο, καί δέν προλά­βαμε νά κοιτάξουμε γύρω μας όταν στήν άκρη τής αύλής στεκόταν κιόλας τό καινούργιο χτίριο, καλοφτιαγμένο καί γερό. Ό Σέρε φύτεψε μπροστά του λουλούδια, κάνοντας θρύψαλα τήν παλιά ρούσικη προκατάληψη, ότι τάχα τό βουστάσιο ε ίν ’ένας τόπος γεμάτος κοπριά καί βρώμα. Στό καινούργιο βουστάσιο είχαμε κιόλας πέντε άγελάδες ράτσας κι ά π ’ τά μοσχαράκια ξεπετάχτηκε ένας ταύρος — ό Καίσαρας — πού κατέπληξε κι

94

Page 95: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έμάς καί τόν ίδ ιο τόν Σέρε μέ τήν πρωτόφαντη διάπλασή του.Ή τα ν πολύ δύσκολο στόν Σέρε νά πάρει ταυτότητα γιά τόν

Καίσαρα, όμως ήταν τόσο χτυπητή ή διάπλασή του. πού στό τέλος άναγκάστηκαν νά μάς δόσουν τήν ταυτότητα. "Ομοια, είχε δελτίο ταυτότητας καί ό Λεβέντης, μέ ταυτότητα ζοΰσε κι ό Βασίλι ’ Ιβάνοβιτς, ένας γούρουνος καθαρόαιμος έγγλέζος, ώς δεκάξι πούτια*, πού τόν είχαμε άπό καιρό προμηθευτεί ά π ’ τόν πειραματικό σταθμό, καί πού βαφτίστηκε Βασίλι Ίβάνοβιτς πρός τιμή τοΰ γέρο Τρέπκε.

Γύρω ά π ' αυτούς τούς έπιφανεΐς ξένους — γερμανό, βέλγο κι έγγλέζο — ήταν ευκολότερο νά στήσουμε ενα πραγματικό νοικοκυριό μέ ζώα ράτσας.

Τό βασίλειο τοΰ δέκατου τμήματος του Στουπίτσιν. τό χοιροστάσιο, μετατράπηκε κιόλας σ ’ ένα σοβαρό 'ίδρυμα, πού θεωροΰνταν μέ τήν Ισχύ πού ’χε καί τήν καθαρότητα τής ράτσας, πρώτο στήν περιοχή μας μετά τόν πειραματικό σταθμό.

Τό δέκατο τμήμα, μέ δεκατέσσερα παιδιά, δούλευε πάντα ύποδειγματικά. Τό χοιροστάσιο ήταν τό μέρος έκεϊνο στό Σταθμό, όπου ποτέ καί σέ κανέναν δέ γεννιούνταν άμφίβολίες. Τό οίκημα πού στεγαζόταν καί πού ήταν ενα θαυμάσιο χτίριο τών Τρέπκε άπό κούφιο μπετό, στεκόταν στή μέση τής αύλής, ήταν άς ποΰμε, τό γεωμετρικό μας κέντρο. Εϊχε τέτια στιλπνάδα κι έπιβλήθηκε τόσο πολύ σ ’ όλους μας, ώστε ουτε κι έρχόταν στό μυαλό κανενός νά βάλει ζήτημα ότι προσβάλλει τό Σταθ­μό Γκόρκι.

Σπάνια έπιτρεπόταν στόν τρόφιμο νά μπει στό χοιροστά­σιο. Πολλά ά π ’ τά καινούργια παιδιά πήγαιναν σ ' αύτό μόνο έκδρομή, όργανωμένη είδικά, γιά ν* άνέβει τό μορφωτικό τους έπίπεδο. Γενικά, γιά νά μπει κανείς έκεΐ μέσα, έπρεπε νά ‘χει άδεια εισόδου, ύπογραμμένη άπό μένα ή άπ* τόν Σέρε. ΓΓ αύτό καί ή δουλιά τοΰ δέκατου τμήματος, στά μάτια τών παιδιών καί τών χωρικών, έμοιαζε νά κρύβει πολλά μυστικά καί γιά νά μπει κανείς σ* αύτά θεωρούνταν μεγάλη του τιμή.

Σχετικά εΰκολα μέ άδεια τοΰ διοικητή τοΰ δέκατου τμήμα­τος Στουπίτσιν. μποροΰσε κανείς νά μπει στή λεγάμενη «αίθου­σα υποδοχής». Σ* αυτό τό χτίριο είχαμε τά γουρουνόπουλα πού ήταν γιά πούλημα, έδώ ζευγαρώνονταν καί οί γουρούνες, πού μάς φέρνανε γΓ αύτή τή δουλιά οί χωριάτες.

* Πούτι: 16.38 κιλά (σημ. μεταφρ.).

95

Page 96: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Στήν αίθουσα ύποδοχής οί πελάτες πλήρωναν τά λεφτά, άπό τρία ρούβλια γιά κάθε έπίσκεψη. Ό βοηθός του Στουπίτσιν καί ταμίας, ό Ό βτσιαρένκο, Εδινε τίς άποδείξεις. ’ Εδώ πουλιοΰνταν καί τά γουρουνόπουλα μέ σταθερές τιμές άνά κιλό, δν καί οΐ χωριάτες προσπαθοΟσαν ν ’ άποδείξουν, πώς είναι γελοίο νά πουλιοΰνται τά γουρουνόπουλα μέ τό ζύγι, καί τέτιο πράμα πουθενά δέ γίνεται.

Πολλούς μουσαφιρέους είχαμε στήν αίθουσα ύποδοχής όταν γεννούσαν οί γουροΰνες. ' Ο Σέρε κρατούσε άπό κάθε γέννα p0vj έφτά γουρουνόπουλα, τά πιό μεγάλα, τά πρωτότοκα, όλα τ* άλλα τά Εδινε σ ’ όσους θέλανε, τζάμπα. ’ Επιτόπου ό Στουπίτσιν Εδινε όδηγίες στούς πελάτες, πώς πρέπει νά περιποιούνται τά γουρουνόπουλα πού τά κόβουν άπ * τό βυζί τής μάνας τους, πώς νά φτιάχνουν τό γάλα, πώς νά τά κάνουν μπάνιο, πότε πρέπει νά τά περάσουν σ ’ άλλη τροφή. Τά γουρουνόπουλα τού γάλακτος δίνονταν μόνο μέ βεβαιώσεις τής έπιτροπής άκτημόνων καί μιά κι ό Σέρε ήξερε ά π ’ τά πρίν πότε θά γεννήσουν οί γουρούνες, στίς πύλες τού χοιροστασίου κρεμόταν πάντα τό πρόγραμμα όπου άναγραφόταν, πότε νά ’ ρθει γιά τά γουρουνόπουλα, αύτός ή ό άλλος πολίτης.

Μ ’ αύτή τή διανομή γουρουνόπουλων, γίναμε ξακουστοί σ ’ όλη τήν περιοχή καί πιάσαμε πολλούς φίλους άνάμεσα στούς χωρικούς. Σ ’ όλα τά γύρω χωριά σκορπίζαμε καλά άγγλικά γουρούνια, πού ίσως νά μήν ήταν κατάλληλα γιά ράτσα, μά παχαίνανε τόσο πού τίποτε περισσότερο δέ χρειαζόταν.

Ά λ λ ο τμήμα τοΰ χοιροστασίου, ήταν αύτό πού τρέφαμε τά δικά μας γουρουνόπουλα. Ή τα ν Ενα πραγματικό έργαστήρι, όπου γίνονταν λεπτομερειακές παρατηρήσεις τού καθενός ά π ’ αύτά πρίν άκόμα καθοριστεί ή τύχη του. Ό Σέρε μάζευε κάμποσες κατοσταριές γουρουνόπουλα, Ιδιαίτερα τήν άνοιξη. Πολλούς «πιτσιρίκους» μέ ταλέντο, τά παιδιά τούς ήξεραν προσωπικά, καί παρακολουθούσαν τήν άνάπτυξή τους μέ προ­σοχή καί μεγάλη φροντίδα. Οί πιό έπιφανεϊς προσωπικότητες ήταν γνωστές καί σέ μένα καί στόν Καλίνα Ίβάνοβιτς καί στό συμβούλιο τών διοικητών καί σέ πολλά παιδιά. Ά π* τήν πρώτη μέρα τής γέννησής του, γιά παράδειγμα, κίνησε τή γενική προσοχή ό γιός τοΰ Βασίλι Ίβάνοβιτς καί τής Ματθίλδης. Γεννήθηκε λεβεντόκορμος, Εδειξε άπ* τήν άρχή τίς μεγάλες του άρετές καί γΓ αύτό προοριζόταν νά κληρονομήσει τόν πατέρα του. Δέν ξεγέλασε τίς προσδοκίες μας, καί πολύ γρήγορα πήρε

96

Page 97: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

θέση σ τ ’ Αρχοντικό πλάι στόν πατέρα του, μέ τ 1 όνομα Πιότρ Βασίλιεβιτς, πρός τιμή του Τρέπκε του νεώτερου.

Ά κόμα πιό πέρα ήταν τό τμήμα, όπου τρέφαμε τά δικά μας γουρούνια. Κυριαρχούσαν έδώ πέρα οί συνταγές, τά στοιχεία τοΰ βάρους πού ’χαν φτάσει ώς τήν τελειότητα τής μικροαστι­κής ευτυχίας καί τής γαλήνης. Ά ν ώς τίς άρχές τοΰ ταΐσματος, μερικά ξεχωριστά γουρούνια δείχνανε σημάδια φιλοσόφου, καί μάλιστα όταν άρκετά φωναχτά διαλαλούσαν κάποιες φόρμουλες κοσμοθεωρίας καί κοσμοαντίληψης, δέν περνούσε μήνας καί θά τά ’ βλεπες νά ’ ναι ξαπλωμένα στ ’ άχυρο καί νά χωνεύουν ύπο- ταχτικά τή μερίδα τους. Τελειών αν τή βιογραφία τους μέ ύπο- χρεωτικό τάισμα, κι έφτανε μετά ή στιγμή πού παραδίνονταν στή δικαιοδοσία τοΰ Καλίνα Ίβάνοβιτς, καί ό Σιλάντι στόνάμ- μόλοφο, πλάι στόν παλιό κήπο, χωρίς κανένα φιλοσοφικό σπασμό μετέτρεπε τήν προσωπικότητα σέ προϊόν, ένώ μπροστά στήν πόρτα τής άποθήκης ό Ά λ ιό σ α Βόλκοφ έτοίμαζε τά βαρέ­λια γιά τό λίπος.

Τελευταίο τμήμα ήταν τό λεχωναριό, μά έδώ μπορούσαν νά μπουν μόνο οί άρχιερεΐς, άκόμα κι έγώ δέν ήξερα όλα τά μυστικά αύτοΰ τοΰ ίεροΰ.

Τό χοιροστάσιο μας έδινε μεγάλο κέρδος. Ουτε καί υπολο­γίζαμε ποτέ, πώς θά φτάναμε τόσο γρήγορα νά γίνουμε ένα νοικοκυριό πού θά βγάζει καί κέρδος. Τό τελειοποιημένο άγροτικό νοικοκυριό τοΰ Σέρε, μας έδινε τεράστιες ποσότητες ζωοτροφών, κοκκινογούλια, κολοκύθες, καλαμπόκι, πατάτα. Μέ μεγάλη δυσκολία τά καταφέρναμε τό φθινόπωρο καί τ ’ Αποθη­κεύαμε ό λ ’ αύτά.

Ό μύλος πού πήραμε ξάνοιγε μπροστά μας μεγάλες προο­πτικές. Δέ μας έδινε μόνο τό κέρδος ά π ' τό άλεσμα, πού ήταν τέσσερα φούντια σέ κάθε πούτι γέννημα, μά μάς άφηνε άκόμα καί πίτουρα, μιά πολύτιμη ζωοτροφή γιά τά ζωντανά μας.

Ό μύλος είχε μεγάλη σημασία κι άπό μιά άλλη πλευρά: μάς έκανε νά 'χουμε καινούργιες σχέσεις μ* όλους τούς χωρικούς τής περιοχής, κι αύτές οί σχέσεις, μάς έδιναν τή δυνατότητα ν ' Αναπτύσσουμε σοβαρή πολιτική δουλιά. Ό μύλος ήταν τό έπιτροπάτο έξωτερικών τοΰ Σταθμού. Δέ μπορούσες νά κάνεις οΰτ* ένα βήμα χωρίς νά μπεις στίς περίπλοκες άλληλοσχέσεις τοΰ χωριοΰ τής περιόδου έκείνης. Σέ κάθε χωριό υπήρχαν οί έπιτροπές άκτημόνων, στό μεγαλύτερο μέρος τους δραστήριες καί πειθαρχημένες. υπήρχαν οί μεσαίοι άγρότες, στρογγυλοί καί

97

Page 98: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σκληροί σάν τό ρεβύθι καί σκορπισμένοι σάν τό ρεβύϋι σέ ξεχωριστές δυνάμεις πού Αντιμάχονταν ή μιά τήν άλλη, υπήρ­χαν κι οί «νοικοκυραΐοι» — κουλάκοι πού καθόντουσαν κα­τσουφιασμένοι στά όχυρά τών άγροχτημάτων κι είχαν αγριέψει ά π ’ τή μαζεμένη κακία τους καί τίς δυσάρεστες Αναμνήσεις.

Οταν πήραμε στή δικαιοδοσία μας τό μύλο, Ανακοινώσαμε Αμέσως, πώς θέλουμε νΑ ’χουμε σχέσεις μ ’ ολόκληρες όμΑδες καί σ ’ αυτές τίς όμΑδες ΘΑ δίνουμε προτεραιότητα. Παρακαλέ- σαμε νΑ έγγραφοΰν αύτές οί όμΑδες άπό πρίν. Οί Αδύνατοι οίκονομικΑ, εύκολα μπαίναν σ ’ αύτές τίς όμΑδες, άρχονταν στήν ώρα τους, ύποτΑσσονταν αυστηρά στούς έκπροσώπους τους, έκαναν τούς λογαριασμούς άπλά καί γρήγορα καί ή δουλιά τού μύλου κυλούσε ρολόι. Οί «νοικοκυραΐοι» έφτιαξαν μικρές όμάδες δεμένες γερά μέ τίς αμοιβαίες συμπάθειες καί τούς οικογενειακούς δεσμούς. Δροΰσαν σοβαρά, σιοιπηλά καί πολύ συχνά ήταν δύσκολο καί νά ξεκαθαρίσεις ποιόν έχουν έπικεφα- λής.

"Οταν όμως έρχόταν στό μύλο ή συντροψιά τών μεσαίων άγροτών, ή δουλιά τών παιδιών μετατρεπόταν σέ κάτεργο. Ποτέ τους δέν έρχονταν όλοι μαζί, μά πιάνανε όλόκληρη τή μέρα. Είχαν κι αύτοί έναν έπικεφαλής, μά κείνος έδινε τό γέννημα, βέβαια, πρώτος κι έφευγε χωρίς Αργοπορία σπίτι του, παρατών­τας στό έλεος τοΰ ύψίστου τό πλήθος πού Αναταρασσόταν Από διΑφορες υποψίες κι αδικίες. Παίρνοντας τό πρωινό τους. πίνοντας μέ τήν ευκαιρία τοΰ ταξιδιού καί τό τσίπουρό τους, οί πελΑτες μας Αποχτοΰσαν μιΑ έντονη τΑση νά λύνουν Αμεσα πολλές άπό τίς οικογενειακές τους διαφορές, κι ύστερα άπό τίς εξηγήσεις καί χ' άρπΑγματα α π ' τούς σβέρκους, άπό πελΑτες τοΰ μύλου μετατρέπονταν κατΑ τό μεσημέρι σέ πελΑτες τού σταθμού πρώτων βοηθειών τής Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα, κΑνοντας μ ’ αύτό τούς τροφίμους νά λυσσάνε. Ό διοικητής τοΰ ένατου τμήματος πού δούλευε στό μύλο, ό Ό σάντσ ι, έρχόταν έπίτηδες στό «ΐατρεϊο*> γιά νά τσακωθεί μέ τήν Αίκατερίνα Γ κρηγκόριεβνα:

— Γιατί τόν επιδέσατε: Μπορεί τάχα κανείς νά τούς θερα­πεύει αύτουνούς; Αύτοί είναι χωριάτες. δέν τούς ξέρετε σείς! “Αν αρχίσετε νά τούς γιατρεύετε όλοι τους θά κατασφαχτούν. ’Αφήστε τους καλύτερα σέ μας νά τούς θεραπεύσουμε γιά τά καλά. Καλύτερα θά ήταν νά βλέπατε τί γίνεται στό μύλο!

Καί τό ένατο τμήμα κι ό διευθυντής τού μύλου, ό Ντενίς

98

Page 99: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Κουντλάτι γιά νά λέμε τήν άλήθεια, ήξεραν νά γιατρεύουν τούς νταήδες καί νά τούς έπαναφέρουν στήν τάξη, άποχτώντας μέ το πέρασμα τοΰ χρόνου μεγάλη δόξα κι ακλόνητο κύρος σ ’ όλη τήν περιοχή.

Μέχρι τό μεσημέρι τά παιδιά στέκονται άκόμα ήσυχα μπροστά στίς μηχανές, μέσα σέ μιά φουρτουνιασμένη θάλασσα άπό... έπιγράμματα γιά τή μάνα... άναθυμιάσεις τσίπουρου, άνασηκωμένα χέρια, τσουβάλια πού τ ’ άρπάζει ό ένας ά π ’ τόν άλλο καί άτέλειωτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών γιά τό ποιός έχει σειρά, άνακατεμένους μέ κάποιους άλλους παλιότερους λογα­ριασμούς κι αναμνήσεις. Στό τέλος τά παιδιά δέν αντέχουν. Ό Ό σάντσ ι κλειδώνει τό μύλο κι άρχίζει νά παίρνει μέτρα. Τρεις- τέσσερις τούς πιό μεθυσμένους καί βρωμόστομους, τά μέλη τοΰ ένατου τμήματος, τούς άρπάζουν γιά μιά στιγμή στήν άγκαλιά τους, τούς πιάνουν παραμάσχαλα καί τούς κατεβάζουν στήν όχθη τοΰ Καλομάκ. Μέ τό πιό σοβαρό ύψος, μιλώντας ήρεμα καί μέ πειθώ, τούς καθίζουν στήν όχθη καί μέ τή μεγαλύτερη ευσυνειδησία τούς ρίχνουν δέκα κουβάδες νερό. Τό θύμα στήν άρχή δέ μπορεί νά καταλάβει τήν ούσία τών γεγονότων κι έπίμονα ξαναγυρίζει στά θέματα πού θίχτηκαν στό μύλο. Ό Ό σάντσ ι μ ' άνοιχτά τά μαυρισμένα ά π ’ τόν ήλιο πόδια του καί τά χέρια χωμένα στίς τσέπες τοΰ κοντοΰ παντελονιού του, άκούει προσεχτικά τό μουρμουρητό του άσθενή καί μέ κρύα γκρίζα μάτια παρακολουθεί κάθε κίνησή του.

— Αύτός μνημόνευσε άκόμα τρεις φορές «τή μάνα»». Δό- στου άκόμα τρεις κουβάδες.

' Ο Λάποτ γεμάτος φροντίδα πετάει ά π * τήν όχθη στά γρήγορα τήν ποσότητα που χρειάζεται καί μετά ά π ’ αύτό κάνοντας τό σοβαρό, σά γιατρός, μελετάει τή φάτσα τοΰ άσθενή:

Ό άσθενής άρχίζει τελικά νά καταλαβαίνει κάτι, τρίβει τά μάτια του, κουνάει τό κεφάλι καί μάλιστα διαμαρτύρεται.

—“Έ χετε τέτια δικαιώματα; Ά χ , τί κάνετε...Ό Ό σ άντσ ι ήρεμα διατάζει:—’Ακόμα μιά μερίδα.— Μάλιστα, μιά μερίδα, άκόμα καί δύο, λέει καθαρά καί

μαλακά ό Λάποτ, καί σάν τήν τελευταία πολύτιμη δόση τοΰ φαρμάκου, χύνει προσεχτικά τόν κουβά στό κεφάλι τοΰ άρρώ- στου.

Σκύβοντας πάνω στό πολυβασανισμένο καί μουσκεμένο στήθος τοΰ «πελάτη» μαλακά κι έπίμονα άπαιτεϊ:

99

Page 100: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μήν άναπνέετε... Ά ναπνεϋστε πιό δυνατά... ΆναπνεΟ- στε άκόμα... Μήν άναπνέετε...

Μέσα στό γενικό θαυμασμό, ό καταταλαιπωρη μένος πελά­της έκτελεΐ υπάκουα τίς έντολές τοΰ Λάποτ: άλλοτε κοκαλώνει κι άλλοτε άρχίζει νά φουσκώνει τήν κοιλιά του καί νά ξεροβή­χει. Ό Λάποτ μέ πρόσωπο πού λάμπει άνασηκώνεται.

—Ή κατάσταση είναι ικανοποιητική: σφυγμός 370, πυρε­τός 15.

Ό Λάποτ σ ’ αύτές τίς περιπτώσεις τά καταφέρνει νά μη γελάει κι όλη ή διαδικασία γίνεται σέ υψηλή έπιστημονική άτμόσφαιρα. Μόνο τά παιδιά στό ποτάμι χαχανίζουν, κρατώντας στά χέρια τούς άδειους κουβάδες, καί τό πλήθος τών χωρικών στέκεται στό ύψωμα καί μέ συμπάθεια χαμογελάει. Ό Λάποτ πλησιάζει σ ’ αύτό τό πλήθος καί σοβαρά ρωτάει μέ εύγένεια:

— Ποιός είναι ό έπόμενος; Ποιός εχει σειρά γιά τό Ιατρείο υδροθεραπείας;

Οί χωρικοί μ ” άνοιχτό τό στόμα, δέχονται κάθε λέξη τοΰ Λάποτ σά νέκταρ κι άρχίζουν νά γελούν μισό λεπτό πρίν προφέρει αύτή τή λέξη.

— Σύντροφε καθηγητά, λέει ό Λάποτ στόν Ό σ άντσ ι, άλλοι άσθενεΐς δέν ύπάρχουν.

— Στεγνώστε αύτούς πού είναι στό στάδιο τής άνάρρωσης, διατάζει ό Ό σ άντσ ι.

Τό δέκατο τμήμα πρόθυμα άρχίζει νά ξαπλώνει πάνω στό χορτάρι καί νά γυρίζει πρός τόν ήλιο τούς άσθενεϊς πού σ τ ’ άλήθεια άρχίζουν νά συνέρχονται. "Ενας άπ* αύτούς μέ ξεμέθυ­στη πιά φωνή παρακαλάει χαμογελώντας:

— Δέ χρειάζεται... ‘Εγώ μονάχος μου... Είμαι κιόλας καλά...

Μόνο τώρα ό Λάποτ άρχίζει νά γελάει άνοιχτόκαρδα καί άναφέρει:

— Αύτός είναι υγιής, μπορεΐ νά πάρει έξιτήριο.ΟΙ άλλοι άκόμα φουσκώνουν και προσπαθούν μάλιστα νά

διατηρήσουν τούς προηγούμενους τύπους: «Πού νά σάς πά­ρει...», άλλά μιά σύντομη ύπενθύμιση πού τούς κάνει ό Ό σ άν- τσι γιά τόν κουβά, τούς έπαναφέρει σέ κατάσταση πλήρους νηφαλιότητας καί άρχίζουν νά παρακαλάνε:

— Δέ χρειάζεται, λόγο τιμής, μοΰ ξέφυγε, άπό συνήθεια, ξέρετε...

Ό Λάποτ κάτι τέτιους τούς έξετάζει πολύ λεπτομερειακά.

100

Page 101: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σάν τίς πιό βαριές περιπτώσεις καί κείνη τήν ώρα τά χαχανητά τών παιδιών του Στάθμου καί τών χωρικών φτάνουν στό άποκορύφωμα καί διακόπτονται μόνο γιά νά μη χάσουν τά καινούργια μαργαριτάρια τοΰ διαλόγου:

— Λέτε συνήθεια; Ά π ό καιρό σάς συμβαίνει;— Τί λέτε τώρα, ό θεός νά φυλάει, κοκκινίζει καί τά χάνει

ό άσθενής, άλλά φοβάται νά διαμαρτυρηθεΐ πιό Εντονα, γιατί στό ποτάμι τό £νατο τμήμα δέν άφησε τούς κουβάδες άπ ’ τά χέρια.

— Δηλαδή, πρόσφατα; Οί γονείς σας έβριζαν;— Αύτό έννοεΐται. χαμογελάει άβολα ό άσθενής.— Κι ό παπούς;— Κι ό παπούς...—' Ο θειος;— Ναί, βέβαια...— Κι ή γιαγιά;— Φυσικά... μά τί λέτε. δέν έχετε τό θεό σας! Ή γιαγιά

μπορεί καί νά μήν έβριζε...Μαζί μ ’ όλους χαίρεται κι ό Λάποτ πού ή γιαγιά ήταν

έντελώς υγιής. Α γκαλιάζει τόν βρεγμένο άσθενή:— Θά περάσει, σου λέω, θά περάσει. Νά μάς έρχεσθε πιό

συχνά. Δε παίρνουμε τίποτα γιά τή θεραπεία.Καί ό άσθενής κι οί φίλοι του κι οί έχθροί πεθαίνουν άπ ’ τά

γέλια. Ό Λάποτ συνεχίζει σοβαρά προχωρώντας κατά τό μύλο. όπου ό Ό σ άντσ ι ξεκλειδώνει:

—“Αν θέλετε μπορούμε νά έρχόμαστε καί στό σπίτι. ’Επί­σης δωρεάν, άλλά πρέπει νά τό δηλώσετε δυό βδομάδες πρίν, νά στείλετε άλογα γιά τόν καθηγητή κι έκτός ά π ’ αύτό οί κουβάδες καί τό νερό δικά σας. ’ Αν θέλετε γιατρεύουμε καί τόν πατέρα σας. Μπορούμε καί τή μάνα σας.

—*Η μάνα του δέν πάσχει άπ* αύτή τήν άρρώστια, φωνάζει κάποιος μέσ’ά π ’ τά χαχανητά.

— Συγνώμη, έγώ σάς ρώτησα γιά τούς γονείς κι έσεΐς είπατε: αύτό έννοεΐται...

— Σώπα! μένει έκπληκτος ό άσθενής.01 χωρικοί δέν άντέχουν άλλο:—”Α χά, χά, χά, χά... Κοίτα νά δεις... Τί είπε γιά τή μάνα

πού τόν γέννησε.— Ποιός;— Νά... Τούτος έδώ... ό άρρωστος, ό άρρωστος. ”Ωχ, δέν

101

Page 102: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μπορώ, πάει πεθαίνω, λόγο τιμής, πεθαίνω! Ά λ λ ά καί τοΰτο τό παλικάρι, ούτε χαμογελάει... Καλός γιατρός...

Τόν Λάποτ τόν φέρνουν στό μύλο σχεδόν θριαμβευτικά καί στό μηχανοστάσιο δίνεται διαταγή νά ξαναβάλει μπρός. Τώρα ή άτμόσφαιρα τής δουλιας είναι διαμετρικά αντίθετη: οί πελάτες μέ υπερβολική μάλιστα προθυμία έκτελοΰν τίς έντολές του Κουντλάτι. ακολουθούν χωρίς νά βγάζουν τσιμουδιά τή σειρά τους κι άφουγκράζονται κάθε λέξη τοΰ Λάποτ, πού είναι πραγματικά αστείρευτος σέ λόγια καί χειρονομίες. Πρός τό βράδυ τό άλεσμα τελειώνει, οί χωρικοί σφίγγουν τά χέρια τών παιδιών τού Στάθμου καί καθώς κάθονται στά κάρα άναθυμούν- ται μέ πάθος.

— Κι ή γιαγιά, βέβαια... Μπράβο στό παλικάρι. "Αν είχαμε έστω κι έναν τέτιο σέ κάθε χωριό κανένας δέ θά σκεφτόταν νά πάει στήν έκκλησία.

—Έ ι, Καρπό, τί έγινε στέγνωσες; Ά ; Καί τό κεφάλι; 'Ό λα έντάξει: Κι ή γιαγιά; Χά, χά, χά...

Ό Καρπό χαμογελάει άβολα μέσ' απ ' τά γένεια του, διορθώνοντας τά τσουβάλια στό κάρο καί γυρίζει τό κεφάλι του:

— Δέ σκεφτόμουν τίποτα. Κι επεσα στό νοσοκομείο.— Γιά βρίσε, ή ξέχασες;—Ά , οχι τώρα, μόνο σάν περάσουμε τό Στορόζεβο, τότε

μπορεί νά βρίσει τ ’ άλογο...— Χά. χά, χά.

Ή δόξα γιά τό υδροθεραπευτήριο τού ένατου τμήματος γρήγορα έγινε ξακουστή γύρω κι οί άνθρωποι ποΰ έρχονταν γιά άλεσμα θυμόνταν κάθε τόσο αύτό τό υπέροχο 'ίδρυμα κι ήθελαν όπωσδήποτε νά γνωρίσουν τόν Λάποτ. Ό Λάποτ σοβαρά καί φιλικά τούς έδινε τό χέρι.

— Έ γώ είμαι μόνο ό πρώτος βοηθός. Νά ό μεγάλος καθη­γητής: ό σύντροφος Ό σάντσ ι.

Ό Ό σάντσ ι κοιτάζει ψυχρά τούς χωρικούς. Οί χωρικοί χτυπάνε προσεχτικά τόν Λάποτ στή γυμνή πλάτη.

— Βοηθός; Σέ μάς στό χωριό τώρα. άν κανένας άρχίζει νά βρίζει του λένε: νά σού φέρω τό γιατρό μέ τό νερό ά π ’ τό Σταθμό; Γιατί λένε ότι μπορεΐτε νά κάνετε καί ίατρικές επισκέ­ψεις κατ’ οίκον...

Πολύ γρήγορα βάλαμε τή δική μας σειρά στό μύλο. Ολα έδώ ζωντάνεψαν, έγιναν χαρούμενα, ζωηρά, ή πειθαρχία είχε

102

Page 103: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άρχίσει νά μπαίνει παντοΰ, έπιανε προσεχτικά «μέ τό γάντι» τόν κάθε τυχαίο παραβάτη καί τόν έβαζε στή θέση του.

Τόν Ιο ύ λ η κάναμε έπανεκλογή τοΰ σοβιέτ τοΟ χωριοΟ. Ό Λουκά Σεμιόνοβιτς κι οί φίλοι του παράδοσαν τίς θέσεις τους άμαχητί. Πρόεδρος έγινε ό Πάβλο Πάβλοβιτς Νικολάενκο. Ά π ’ τό Σταθμό βγήκε στό σοβιέτ τοΟ χωριού ό Ντενίς Κουντλάτι.

9. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΙΚΤΟ ΤΜΗΜΑ

Στά τέλη τοΰ 'Ιούλη, άρχισε νά δουλεύει τό τέταρτο μικτό τμήμα άπό πενήντα άτομα μέ διοικητή τόν Μπουρούν. Ίο ν Μπουρούν τόν άναγνώριζαν όλοι σά διοικητή τοΟ τέταρτου τμήματος, καί κανένας ά π ’ τούς τροφίμους τοΰ Στάθμου δέ όιεκδικοϋσε τό δύσκολο μά τιμητικό τοΰ το ρόλο.

Τό τέταρτο μικτό τμήμα δουλεύει «άπό αυγή σέ αυγή». Τά παιδιά λέγανε συχνά ότι δουλεύει «χωρίς σύνθημα», γιατί γιά τό τέταρτο τμήμα δέ δινόταν ούτε σύνθημα γιά ν ' άρχίσουν, ουτε σύνθημα γιά νά τελεκόσουν τή δουλιά. Τό τέταρτο τμήμα τοΰ Μπουρούν δουλεύει τώρα στήν άλωνιστική μηχανή.

Στίς τέσσερις ή ώρα τό πρωί, μετά τό έγερτήριο καί τό πρωινό, τό τέταρτο τμήμα παρατάσσεται κατά μήκος τοΰ άνθώνα άπέναντι στήν κύρια είσοδο τοΰ «λευκού οίκου». Στή δεξιά πτέ­ρυγα τής φάλαγγας, πλάι στούς τροφίμους παρατάσσονται οί παιδαγωγοί. “Εδώ πού τά λέμε, δέν είναι όλοι τους υποχρεωμέ­νοι νά παίρνουν μέρος στή δουλιά τοΰ τέταρτου τμήματος, εκτός άπό δυό πού καθορίζονται σά βάρδια υπηρεσίας. ' Η δουλιά στό τέταρτο τμήμα, θεωρούνταν άπό καιρό σά μιά θαυμάσια νότα στή ζωή του Στάθμου μας. γι ’ αύτό κι ουτε ένας άνθρωπος πού σεβόταν τόν έαυτό του δέν άρνήθηκε ποτέ νά πάρει μέρος στή δουλιά τοΰ τέταρτου τμήματος. Στή δεξιά πτέρυγα τοποθετήθη- καν κι ό Σέρε κι ό Καλίνα Ίβάνοβιτς κι ό Σιλάντι Ό τσενάς κι ή Ό ξάνα κι ή Ραχήλ κι οί δυό πλύστρες κι ό Σπυριντόν, ό γραμματέας κι ό υπεύθυνος έλασματοποιός πού βρισκόταν τότε σέ άδεια κι ό άρχιμάστορας γιά τίς ρόδες Κοζίρ κι ό κοκκινοτρί­χης καί μουτρωμένος κηπουρός μας Μ ιζιάκμέ τή γυναίκα του, ή όμορφη Νάντενκα κι ή γυναίκα τοΰ Ζουρμπίν καί μερικοί άλλοι, πού ουτε κι έγώ τούς ξέρω.

Καί στή φάλαγγα τών τροφίμων υπάρχουν πολλοί έθελον-

103

Page 104: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τές: έλεύθερα μέλη του ένατου καί δέκατου τμήματος, τοϋ δεύτερου τμήματος τών ιπποκόμων, τοΟ τρίτου τμήματος του βουστάσιου — όλοι βρίσκονται δώ.

Μόνο ή Μαρία Κοντράτιεβνα Μπόκοβα, άν καί τά κατάφε- ρε νά σηκωθεί νωρίς καί μάς ήρθε μ ’ ένα παλιό τσίτινο καλοκαιριάτικο φουστάνι δέ στέκεται στή γραμμή, άλλά κάθε­ται στό κεφαλόσκαλο καί μιλάει μέ τόν Μπουρούν. Ή Μαρία Κοντράτιεβνα άπό καιρό τώρα δέ μέ προσκαλεϊ ουτε γιά τσάι ούτε γιά παγωτό, ώστόσο φέρνεται άπέναντί μου τό ίδιο όπως καί στούς άλλους κι έγώ δέν είμαι καθόλου δυσαρεστημένος μαζί της. Μάλιστα μ ’ άρέσει περισσότερο άπό πρίν; τά μάτια της έγιναν τώρα σοβαρότερα καί αυστηρότερα καί τ ' άστεϊα της πιό άνοιχτόκαρδα. Αύτόν τόν καιρό ή Μαρία Κοντράτιεβνα γνωρίστηκε μέ τούς πιτσιρίκους καί τίς κοπελίτσες, έπιασε φιλίες μέ τόν Σιλάντι, καί δοκίμασαν τή δύναμή της μερικοί δύσκολοι χαρακτήρες. ’Αγαπητός καί θαυμάσιος άνθρωπος ή Μαρία Κοντράτιεβνα, μά όμως, δέ μπορώ παρά νά τής πώ σιγανά:

— Μαρία Κοντράτιεβνα, μπείτε στή γραμμή. "Ολοι θά χαρούν όταν σάς δοϋν στήν έργατική φάλαγγα.

' Η Μαρία Κοντράτιεβνα χαμογελάει στό γλυκοχάραμα, διορθώνει μέ τά ρόζ δαχτυλάκια της τήν καπριτσόζα ρόζ έπίσης μπούκλα της, καί κάπως βραχνά, σάν ά π ’ τά καταβάθά της, άπαντάει:

— Εύχαριστώ. Καί τί θά κάνω σήμερα; Θ ’ άλέθω, ε;— Δέν θ ’ άλέθετε, μά θ ’ άλωνίζετε... πετάγεται ό Μπου­

ρούν. Θά γράφετε πόσο καθαρό γέννημα βγάλαμε...— Καί μπορώ νά τήν κάνω έγώ αύτή τή δουλιά;— Θά σάς δείξω έγώ πώς γίνεται.— Μήπως όμως είναι... παραεύκολη ή δουλιά πού μου

δίνετε;Ό Μπουρούν χαμογελάει:—'Ό λη ή δουλιά έδώ σ ’ έμάς είναι ίδια. Νά, τό βραδάκι,

όταν τό τέταρτο τμήμα θά μαζευτεί γιά τό βραδινό συσσίτιο, θά μάς διηγηθεϊτε γιά τή δουλιά σας...

— Θέ μου, τί όμορφα! Βραδινό φαγητό, μετά τή δουλιά...Βλέπω πόσο είναι συγκινημένη ή Μαρία Κοντράτιεβνα καί

χαμογελώντας πάω πιό πέρα. ' Η Μαρία Κοντράτιεβνα £χει μπει κιόλας στή γραμμή στή δεξιά πτέρυγα καί γελάει δυνατά γιά κάτι πού σκέφτεται, ένώ ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, γελώντας κι

104

Page 105: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

αύτός, τής σφίγγει μέ γλυκερή ευγένεια τό χέρι, σάν γαλαντόμος φαύνος.

Βγήκαν τρέχοντας καί μέ δυνατές τυμπανοκρουσίες όχτώ τυμπανιστές, παρατάχτηκαν δεξιά. Κυματίζοντας τή λυγερή μέ­ση τους πετάχτηκαν έξω κι έτοιμάστηκαν τέσσερις σαλπιγκτές.

Οί τρόφιμοι μπήκαν στή γραμμή, στοιχήθηκαν καί τά πρόσωπά τους σοβαρεύτηκαν.

— Χαιρετισμός στή σημαία. Προσοχή!Ά π ό τή φάλαγγα ξεπετάχτηκαν γυμνά χέρια: χαιρετίζουν.

' Η Νάστια Νοτσεβνάγια, υπεύθυνη τής υπηρεσίας τοΰ Σταθμού, ντυμένη με τό καλύτερο φόρεμά της, μέ κόκκινο περιβραχιόνιο) στό χέρι καί μέ δυό συνοδούς μέ έφ ’όπλου λόγχη πλάι της, έφε­ρε τή μεταξωτή σημαία τού Σταθμού Γκόρκι στή δεξιά πτέρυγα

—’Επί δεξιά, κατά τετράδες, έμπρός μάρς!Κάποιος σά νά τά ’ χασε στίς γραμμές τών μεγάλων. Ξάφνου,

ή Μαρία Κοντράτιεβνα μού ρίχνει μιάν άτολμη καί φοβισμένη ματιά, μά τό μάρς τών τυμπανιστών διορθώνει τό βήμα όλων. Τό τέταρτο τμήμα βγήκε στή δουλιά,

Ό Μπουρούν φτάνει τρέχοντας στό τμήμα, μπαίνει μπροστά καί σιάζοντας τό βήμα του, τό όδηγεϊ πρός τό μέρος όπου άπό καιρό τώρα είναι όμορφα άραδιασμένες οί θημωνιές τού στα­ριού, ή δουλιά τού Σιλάντι. Υ πήρχαν κι άλλες θημωνιές, λιγότερο καλοφτιαγμένες, άπό σίκαλη, βρώμη καί κριθάρι κι άκόμα ά π ’αύτή τήν υπέροχη σίκαλη ποΰ κι οί χωρικοί δέ μπορούσαν νά τήν ξεχωρίσουν καί τή μπέρδευαν μέ τό κριθάρι. Οί θημωνιές αύτές ήταν δουλιά τού Καραμπάνοφ, τού Τσόμποτ, τού Φεντορένκο καί πρέπει ν ’άναγνωρίσουμε πώς όσο κι άν ίδρωσαν τά παιδιά, όσο κι άν £καναν τόν καμπόσο, δέν κατάφεραν νά ξεπεράσουν τόν Σιλάντι.

Κοντά στήν άτμοκίνητη έγκατάσταση, πού τή νοικιάσαμε ά π ’τό διπλανό χωριό, περιμένουν τό τέταρτο τμήμα - οί μηχανοδηγοί, γεμάτοι λάδια καί μέ σοβαρά τά πρόσωπά τους. ‘Η άλωνιστική μηχανή είναι βέβαια δίκιά μας, ίδιοχτησία μας, πού μόλις τήν άνοιξη τήν άγοράσαμε μέ δόσεις κι είναι καινούργια όπως όλάκερη ή ζωή μας.

Ό Μπουρούν ταχτοποιεί γρήγορα τίς μπριγάδες του. Α π ’ τό βράδυ κιόλας τά*χει όλα λογαριάσει. Δέν πήγε τζάμπα ό καιρός πού είναι διοικητής τού τέταρτου τμήματος. Πάνω ά π ’τίς θημωνιές τής βρώμης πού θ ’άλωνιστούν τελευταίες, κυματίζει ή σημαία μας.

105

Page 106: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ΓΙρός τό μεσημέρι έχουν τελει<ϋσει κιόλας μέ τίς θημωνιές τοΰ σταριού. Στό πάνω μέρος τής άλωνιστικής μηχανής, κυρι- αρχεΐ ή πολυκοσμία καί τό γέλιο. 'Εδώ λάμπουν τά μάτια τών κοριτσιών σκεπασμένα ά π ’τή γκριζόχρυση σκόνη τοΰ σταριού. ’ Α π 'τ 'ά γόρ ια έδώ είναι μόνο ό Λάποτ. Δοι·λεύει ακούραστα καί δέν ξεδιπλώνει ουτε τό κορμί του. μά ουτε καί τή γλώσσα του. Στό κύριο καί πιό υπεύθυνο σημείο, ή φαλάκρα τού Σιλάντι καί τό ποτισμένο ά π ’τήν ’ίδια σκόνη άποτυχημένο μουστάκι του.

Ό Λάποτ τά βάζει τώρα μέ τήν Ό ξάνα .— Οί τρόφιμοι σας κοροΐδεψαν πώς είναι στάρι αύτό. Μά

στάρι ε ίν ’αύτό; Μπιζέλι!Ή Ό ξάνα . παίρνει ενα άλυτο άκόμα δεμάτι σταριού καί τό

φοράει στό κεφάλι τοΰ Λάποτ. άλλ 'αύτό δέ λιγοστεύει τή γενική ικανοποίηση ά π τ ά λόγια τοΰ Λάποτ.

Μ ’αρέσει τό άλώνισμα. ' Ιδιαίτερα όμορφο είναι τό δειλινό. Ό μονότονος χτύπος τών μηχανών αρχίζει πιά ν ’άκούγεται σά μουσική, τ ’αύτί συνήθισε σέ μιά ιδιόμορφη μελωδία, που κάθε λεφτό άπειρες φορές αλλάζει, μά πού παρ’όλ'αύτά, μοιάζει μέ τήν προηγούμενη, Κι αύτή ή μουσική, είναι ένα τόσο χαρούμενο φόντο σ ’αύτή τή σύνθετη, πού άρχισε νά γίνεται κουραστική, μά διαρκώς άσύχαστη δουλιά: όλάκερες σειρές άπό δεμάτια, σάν παραμυθένια ξόανα, σηκώνονται πάνω ά π ’τήν αποκεφαλισμένη θημωνιά, κι άφοΰ, τραβώντας γιά τό θάνατό τους, άκουμπήσουν γιά λίγο στά χέρια τών παιδιών τού Σταθμού, ρίχνονται μέ δύναμη στή διψασμένη κι άχόρταγη μηχανή, άφήνοντας πίσω τους ένα συννεφάκι σκόνης κι άχερου καί τούς στεναγμούς τού καρπού, πού λές πετάγεται, ξεκόβεται άπόνα ζωντανό σώμα. Καί μέσα σ τ ’άχυρα πού στροβιλίζονται, μέσα στό θόρυβο τής μηχανής, μέσα στήν άνακατωσούρα τών δεματιών πού τραβάνε γιά τόν άφανισμό τους. βλέπεις τούς τροφίμους τού Σταθμού, νά παραπατάνε ά π ’τήν κούραση καί τήν υπερένταση, μά ώστόσο, νά κοροϊδεύουν αύτή τήν κούραση. Σκύβουν, τρέχουν, λυγάνε κάτω ά π ’τό βαρύ φορτίο, μά δέν άφήνουν τά χάχανα καί τά πειράγματα, βουτηγμένοι στά άχερα καί στή σταρίσια σκόνη καί δροσισμένοι κάπως ά π ’τήν αΰρα τού ήσυχου καλοκαιριάτι­κου βραδινού. Καί προσθέτουν έτσι μέσα στήν γενική μουσική συμφωνία, δίπλα στά μονότονα χτυπήματα τής μηχανής, δίπλα στή γεμάτη σπαραγμό κακοφωνία τού πάνω μέρους τής μηχα­νής. τή νικηφόρα καί κεφάτη μουσική τής χαρούμενης άνθρώπι- νης κούρασης. Είναι πιά δύσκολο νά ξεχωρίσεις έδώ λεπτομέ­

106

Page 107: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ρειες. είναι δύσκολο ν'αποσπάσεις τά μάτια σου ά π 'τό συναρ­παστικό αύτό φαινόμενο. Είναι αδύνατο νά γνωρίσεις τούς τροφίμους, πού μέ τίς χρυσόγκ ρίζες φιγούρες τους μοιάζουνε μέ φωτογραφική πλάκα! Κι οί ξανθοκόκκινοι κι οί μαύροι κι οί ξανθοί τώρα μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι δύσκολο νά παραδε­χτεί κανείς πώς ή ακαθόριστη αύτή φιγούρα, πού στέκεται ά π 'τό πρωί μέ τό τεφτέρι στό χέρι, μέσα στά πιό πυκνά σύννεφα τής σκόνης καί τού άχυρου, είναι ή Μαρία Κοντράτιεβνα. Είναι δύσκολο ν'άναγνωρίσεις δίπλα της, άπό τήν άτσαλη, άστεία καί σκεβρωμένη σκιά του. τόν ’Εντουάρντ Νικολάγεβιτς. Καί μόνο ά π ’τή φωνή του τόν καταλαβαίνω, όταν λέει, όπως πάντα, μέ συγκροτημένη εύγένεια:

— Συντρόφισσα Μπόκοβα, πόσο κριθάρι μαζέψαμε ώς τώρα;

Ή Μαρία Κοντράτιεβνα ξεφυλλίζει τό σημειωματάριο:— Τετρακόσια πούτια κιόλας, άπαντάει μέ μιά σπασμένη,

κουρασμένη φωνούλα, έτσι πού άρχίζω πραγματικά νά τή λυπάμαι.

Ό Λάποτ νιώθει περίφημα καί στήν πιό μεγάλη του κούρα­ση δέν άφήνει τά πειράγματα,

— Γκαλατένκο! άκούγεται ή φωνή του σ 'ό λ ο τ'άλώνι. Γ καλατένκοί

Ό Γκαλατένκο κουβαλάει πάνω ά π 'τό κεφάλι του στό δικράνι όλάκερο φορτίο άχερα καί τρικλίζοντας γυρίζει γιά ν'άπαντήσει:

— Μά τί σού’ρθε τώρα;—’Έ λα δώ μιά στιγμή, χρειάζεσαι...

Γ0 Γκαλατένκο έχει τυφλή έμπιστοσύνη στόν Λάποτ. Τόν άγαπάει καί γιά τήν έξυπνάδα του καί γιά τήν καλοσύνη του καί γιά τήν άγάπη του μά καί γιατί άκόμα μονάχα ό Λάποτ έχτιμάει τόν Γκαλατένκο καί λέει σ ’όλο τόν κόσμο πώς ποτέ του ό Γκαλατένκο δέν ήταν τεμπέλης.

Ό Γκαλατένκο ρίχνει κάτω τ ’άχερο καί τρέχει πρός τήν άλωνιστική μηχανή. Ά κουμπάει στό δικράνι του, νιώθοντας μέσα του ικανοποίηση γιατί θά ξεκουραστεί λιγουλάκι μέσα στή γενική φασαρία, κι άρχίζει τήν κουβέντα:

— Γιατί μέ φώναξες;—Ά κουσε, φίλε μου. σκύβει άπό πάνω ό Λάποτ καί όλοι

τριγύρω τεντώνουν τ ’αύτί, βέβαιοι πώς ή κουβέντα θά ’χει έν­διαφέρον.

107

Page 108: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Λοιπόν, άκούω...— ΙΙετάξου στό θάλαμο...— Τί νά κάνω;— Ξέρεις, κάτω άπ’τό μαξιλάρι μου...— Τί;— Νά, κάτω ά π ’τό μαξιλάρι μου, λάη...—"Ε, λοιπόν, τί;— Νά, κάτω ά π ’τό μαξιλάρι μου θά βρας...— Καλά, κατάλαβα, κάτω ά π ’τό μαξιλάρι. .— Βρίσκονται δυό έφεδρικά χέρια.— Τό λοιπόν, τί θά φτιάξεις μέ όαΰτα; ρωτάει ό Γκαλα-

τένκο.— Φέρτα γρήγορα δώ, γιατί τούτα δώ, είναι πιά άχρηστα, κι

ό Λάποτ δείχνει τά χέρια του κάτω άπ 'τά χαχανίσματα όλων.—”Α, έτσι; λέει ό Γκαλατένκο.Καταλαβαίνει πώς όλοι γελάνε μέ τά λόγια τού Λάποτ κι

Ισως καί μ ’αύτόνε. "Εβαλε όλα του τά δυνατά νά μήν πεΐ καμιά κουταμάρα καί πραγματικά σά νά μήν είπε τίποτα τέτιο, σά νά μιλούσε μονάχα ό Λάποτ. 'Ό λο ι όμως γελάνε όλο καί πιό δυνατά, ή άλωνισπκή μηχανή χτυπάει στό βρόντο καί άρχίζει πιά «νά μπαίνει στό χορό» κι ό Μπουρούν.

— Τί συμβαίνει έδώ; Γιατί σταματήσατε; 'Ό λα σύ τά κάνεις, βλέπω, Γκαλατένκο.

—Έ γώ τίποτα δέν έκανα...'Ό λοι σταματάνε. Ό Λάποτ μέ τήν πιό σοβαρή καί βαριά

φωνή του, παρασταίνοντας περίφημα τόν παρακουρασμένο, γυρνάει όλος φροντίδα καί συντροφική έμπιστοσύνη στόν Μπουρούν:

— Καταλαβαίνεις, αύτά πιά τά χέρια είναι γιά πέταμα. Γ ι’αύτό δόσε άδεια στόν Γκαλατένκο νά πάει νά φέρει τά έφεδρικά μου.

Ό Μπουρούν μπαίνει άμέσως στό νόημα:— Μά, βέβαια, πήγαινε νά τά φέρεις. Τί, τόσο δύσκολο

είναι γιά σένα; Πολύ τεμπέλης είσαι, βλέπω, Γκαλατένκο!Πάει περίπατο ή συμφωνία τοΰ άλωνίσματος. Τώρα τά

πάντα τά κυρίεψε ή δυνατή κακοφωνία τού χαχανίσματος καί τού ξεκαρδιστικού γέλιου. ‘Ακόμα κι ό Σέρε γελάει. Οί μηχανο­δηγοί παράτησαν τή μηχανή καί κρατάνε τήν κοιλιά τους ά π ’τά γέλια. Ό Γκαλατένκο ξεκινάει γιά τό θάλαμο. Ό Σιλάντι κολλάει προσεχτικά τό βλέμμα στήν πλάτη τού Γκαλατένκο.

108

Page 109: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Κοίταξε, άδερφέ μου, ίστορία νά σου πετύχει...Ό Γκαλατένκο σταματάει καί σάν κάτι νά σκαρφίζεται. ' Ο

Καραμπάνοφ του φωνάζει πάνω άπονα σωρό άχερα:—“Ε, γιατί σταμάτησες; Τράβα λοιπόν!Μά ό Γκαλατένκο άνοίγει ώς τ ’αύτιά τό στόμα του.

Κατάλαβε τί γίνεται. Χωρίς νά βιάζεται γυρίζει πρός τό φορτίο του καί χαμογελάει. Τά παιδιά άρχίζουν καί τόν ρωτάνε:

— Ποΰ ήσουνα τόση ώρα!— Νά ό Λάποτ σοφίστηκε, καταλαβαίνεις, νά πάω νά τοΟ

φέρω έφεδρικά χέρια.— Καί τί έγινε;— Ψέματα λέει! ΠοΟ νά τά βρει τέτια χέρια;

Ό Μπουρούν δίνει έντολή:—’Αφήστε τά έφεδρικά χέρια. Νά συνεχιστεί ή δουλιά!— Τί νά κάνουμε, τ ’άφήνουμε, λέει ό Λάποτ. Θά τά

καταφέρουμε κάπως καί μέ τούτα τά χέρια.Στίς έννιά ή ώρα, ό Σέρε σταματάει τή μηχανή καί

πλησιάζει τόν Μπουρούν:— Τά παιδιά θά γονατίσουν. Κι έχουμε άκόμα μισή ώρα.— Δέν είναι τίποτα, λέει ό Μπουρούν. Θά τελειώσουμε.

Ό Λάποτ όρύεται άπό ψηλά:— Σύντροφοι! “Εχουμε άκόμα μισή ώρα! Φοβάμαι πώς σέ

μίσή ώρα θά τά τινάξουμε ά π ’τήν κούραση! Δέ συμφωνάω!—Καί τί θές, λοιπόν; έκανε άνήσυχα ό Μπουρούν.— Διαμαρτύρομαι! Σέ μισή ώρα θά λιώσουμε στά πόδια

μας! "Ετσι δέν είναι Γκαλατένκο;— ΟΟτε συζήτηση, έτσι είναι. Μισή ώρα είναι πολύ...

Ό Λάποτ σηκώνει τή γροθιά του.—Ό χ ι σέ μισή ώρα! Πρέπει νά τελειώνουμε μέσα σ ’ένα

τέταρτο! Κάτω ή μισή ώρα!— Σωστά, ξεφωνίζει κι ό Γκαλατένκο. Σωστά τά λέει!...Ξεσπάνε καινούργια χάχανα, κι ό Σέρε βάζει μπρός τή

μηχανή. Μέσα σέ είκοσι λεφτά όλα τελειώνουν. Κι άμέσως όλοι τους θέλουν νά κυλιστούν πάνω σ τ’άχερα καί νά τούς πάρει έκεΐ δά ό ύπνος. Μά ό Μπουρούν δίνει τό πρόσταγμα:

— Συνταχθεΐτε!Στήν πρώτη γραμμή τρέχουν οί σαλπιγκτές κι οί τυμπανι­

στές. πού άπό καιρό περίμεναν αύτή τήν ώρα. Τό τέταρτο τμήμα μεταφέρει τή σημαία στή θέση της, στό σπίτι. ’Εγώ μένω άκόμα στό άλώνι. ’Από τό «λευκό οίκο» φτάνουν οί ήχοι τού

109

Page 110: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χαιρετισμού τής σημαίας. Μες στό σκοτάδι διακρίνω μιά φιγού­ρα μ ένα μακρύ ραβδί στό χέρι.

— Ποιός ε ίν ’έκεϊ;—Ήγώ, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς. Νά, ήρθα γιά τήν άλωνιστική

μηχανή, δηλαδή ά π ’τό διπλανό χωριό, καί τό... έπώνυμό μου είναι Βολοβίκ...

— Καλά, πάμε σπίτι...Τραβήξαμε κι έμεΐς πρός τό «λευκό οίκο». Ό Βολοβίκ,

γέρος όπως φαίνεται, όλο καί μουρμουρίζει στό σκοτάδι.— Καλά τά φτιάνετε σείς. όπως τά φτιάναν καί παλιά οί

άνθρωποι...— Τί πάει νά πει αύτό;— Νά, βλέπετε, μέ λιτανείες καί ξαπτέρυγα κάνετε τ ’άλώ-

νισμα, καθώς πρέπει.— Μά πού τίς βλέπεις τίς λιτανείες καί τά ξαπτέρυγα; ' Η

σημαία είναι. ’Εμείς ούτε καί παπά δέν έχουμε!Ό Βολοβίκ πού πάει μπροστά, παίζει λίγο μέ τό ραβδί του

στόν άέρα:— Δέν είναι άν υπάρχει παπάς ή όχι. Ά λ λ ά νά, ότι οί

άνθρωποι γιορτάζουν σά ν ά ’ναι γιορτή. Βλέπεις, όταν μαζεύει τόν καρπό ό άνθρωπος, τό νιώθει γιά μεγάλη γιορτή, όμως πολλοί τό ξέχασαν αύτό τό πράγμα.

Πολλή φασαρία στό «λευκό οίκο*». 'Ό σο καί ν ά ’ταν κουρασμένα τά παιδιά, μόλις έπεσαν στό ποταμάκι, τό μπάνιο τούς πήρε τήν κούραση. Γύρω ά π ’τά τραπέζια στόν κήπο όλοι είναι χαρούμενοι κι όμιλητικοί. Καί τής Μαρίας Κοντράτιεβνα σά νά τής έρχεται νά κλάψει. Πολλές είναι οί αιτίες: ή κούραση, ή άγάπη της στά παιδιά, τό οτι ό σωστός άνθρώπινος νόμος μπήκε καί στή ζωή της καί δοκίμασε κι αύτή τή γοητεία τής έλεύθερης έργαζόμενης κολεχτίβας.

—Ή τα ν εύκολη ή δουλιά σας; τή ρωτάει ό Μπουρούν.— Δέν ξέρω. λέει ή Μαρία Κοντράτιεβνα. Α σφαλώ ς ήταν

δύσκολη. Μά δέν πρόκειται γΓαύτό. Ή δουλιά αύτή, όπως καί ν ά 'χε ι τό πράγμα, σοϋ δίνει εύτυχία.

Στό τραπέζι ήρθε καί στάθηκε κοντά μου ό Σιλάντι καί μοΰ σφύριξε σ τ ’αύτί:

— Νά, δέν ξέρω άν σάς τό 'πανε, νά, δηλαδή, θέλω νά πώ πώς τήν Κυριακή δηλαδή, θά ’ρθουν επισκέπτες γιά τήν ‘Ό λγα. Νά, βλέπεις λοιπόν, μυστήρια πράματα.

— Είναι άπό τόν Νικολάενκο;

110

Page 111: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Ναί, δηλαδή, άπό τόν Πάβελ Ίβάνοβιτς, τό γέρο. Έ τ σ ι πού, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, οπως λένε δηλαδή, βάλε τά δυνατά σου: πετσέτες, μεζέδες κι ό,τι άλλο πρεπούμενο δηλαδή...

—' Αγαπητέ μου Σιλάντι, όργάνωσέ τα όλα έσύ.—Έ δώ αύτό τό όργανώνω, μά, όπως λένε δηλαδή, νά,

βλέπεις, χρειάζεται, άδερφέ, μέ τήν εύκαιρία νά κοπανίσεις καί κανένα ποτηράκι βότκα!

— Βότκα άπαγορεύεται, Σιλάντι, όμως κρασάκι γλυκό, άγόρασε δυό μποτίλιες.

10. Ο ΓΑΜΟΣ

Τήν Κυριακή ήρθαν άπεσταλμένοι άπό τόν Πάβελ Ίβ ά νο ­βιτς Νικολάενκο. Ή τα ν γνωστοί: ό Κουζμά Πετρόβιτς Μογκά- ριτς κι ό Ό σ ιπ Ίβάνοβιτς- Στομούχα. "Ολοι στό Σταθμό ήξεραν καλά τόν Κουζμά Πετρόβιτς, γιατί έμενε κοντά μας, πέρα ά π ’ τό ποτάμι. Ή τα ν πολύ όμιλητικός άνθρωπος, μά όχι τόσο σοβαρός. Είχε ενα άμμουδερό χωράφι γιομάτο άγριόχορ- τα, πού ποτέ του σχεδόν δέν πήγαινε νά τό δεϊ, γ ι ’ αύτό καί φύτρωνε άπό μόνη της κάθε λογής σαβούρα. Τό χωράφι ήταν πατημένο καί τό σκίζανε £να σωρό δρομάκια, γιατί βρισκόταν πάνω στό δρόμο όλων. Τό πρόσωπο τού Κουζμά Πετρόβιτς, έμοιαζε μέ τό χωράφι του, τίποτα τής προκοπής δέν φύτρωνε πάνω σ ’ αύτό καί μάλιστα κάθε τούφα ά π ’ τό μαυρολασπόχρω- μο γενάκι του, λές καί φυτρώνει μονάχη της, χωρίς νά λογαριά­ζει άν αύτό αρέσει ή όχι σ τ ’ άφεντικό της. Κι έδώ, στό πρόσωπό του, ήταν χαραγμένα ένα σωρό μονοπατάκια κι αύλακιές. Τό μόνο πού ξεχώριζε τόν Κουζμά Πετρόβιτς άπό τό χωράφι του, ήταν ότι δέν φύτρωνε πουθενά στό χωράφι του μιά τόσο λεπτή καί μακρουλή μύτη.

Α ντίθετα, ό "Οσιπ Ίβάνοβιτς Στομούχα διακρινόταν γιά τήν όμορφιά του. Σ ’ όλη τήν Γκοντσαρόφκα δέν υπήρχε άλλος τόσο καλοφτιαγμένος κι όμορφος άντρας, σάν τόν ’Ό σ ιπ Ίβάνοβιτς. Είχε ένα μεγάλο ξανθό μουστάκι καί λαξευτά όμορ­φα μάτια, λίγο αύθάδικα, ε ϊν ' άλήθεια. Φορούσε ένα κοστούμι, μίσοπολιτικό - μισοστρατιωτικό, καί τά κατάφερνε νά φαίνεται πάντα λεπτός καί περιποιημένος. Είχε πολλούς συγγενείς, άγρότες όλους, όμως ό 'ίδιος, ποιός ξέρει γιατί, δέν είχε γη καί

I I I

Page 112: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πάχαινε άπό τό κυνήγι. Ζοΰσε στήν άντίπερα όχθη του ποταμού, σ ’ £να μοναχικό, ξεμακρισμένο απ ' τό χωριό σπίτι.

"Αν καί περιμέναμε μουσαφίρηδες, όταν ήρθαν, δέν ήμασταν οπως επρεπε προετοιμασμένοι. Μά καί ποιός ήξερε πώς θά επρεπε νά προετοιμαστούμε γιά μιά τέτια άσυνήθιστη υπόθεση; Πάντως, όταν μπήκαν στό γραφείο μου τό περιβάλλον ήταν σοβαρό, ήρεμο καί έπιβλητικό. Βρήκαν μονάχα έμένα καί τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς. Οί έπισκέπτες μπήκαν στό γραφείο, μάς Εσφιξαν τό χέρι καί κάθησαν στό ντιβάνι. Έ γώ δέν ήξερα πώς ν ’ άρχίσω. Κι άμέσως χάρηκα όταν ό "Οσιπ Ίβάνοβιτς άρχισε νά λέει άπλά;

— ΓΤαλιότερα, σέ κάτι τέτιες δουλιές, άρχιζαν νά λένε ιστορίες του κυνηγιοϋ: πήγαμε γιά κυνήγι, πήραμε άπό πίσω μιάν άλεπού, όμορφη, θηλυκιά, κι ή άλεπού αύτή, ήταν πραγμα­τικά όμορφη... Μά νομίζω πώς αύτά τώρα δέ χρειάζονται, άν κι είμαι καί κυνηγός.

— Σωστά, άπάντησα.Ό Κουζμά Πετρόβιτς, καθισμένος στό ντιβάνι, έβαλε τό ένα

πόδι πάνω σ τ’ άλλο καί χάιδεψε τά γένεια του:— Βλακείες είναι ό λ ’ αύτά καί τίποτ’ άλλο.— Δέν είναι δά καί βλακείες, μά δέν ταιριάζουν τώρα κάτι

τέτια, διόρθωσε ό Στομούχα. Δέν είναι ό καιρός τους.—Υ πάρχουν καιροί καί καιροί, άρχισε μ ’ ένα τόνο διδαχτι-

κό ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. "Οταν ό κόσμος είναι άγράμματος, κι άπό πάνου τοΰ φουσκώνουν τό ξερό μέ λογής - λογής κουταμά­ρες, τότες λοιπόν γίνεται ένας βλάκας καί μισός, πού φοβάται καί τόν Ισκιο του. Τρέμει ά π ’ τίς βροντές, ά π ’ τό χφεγγάρι, άπ ' τίς γάτες! Τώρα όμως έχουμε σοβιετική έξουσία, τώρα, χέ - χέ, μόνο τ ’ άποσπάσματα μπορεί νά φοβάται κανείς, κι αύτά δέν τά φοβούνται όλοι...

Ό Στομούχα έκοψε τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς, πού σίγουρα θά ξέχασε πώς δέ μαζεύτηκαν έδώ γιά νά κάνουν έπιστημονικές συνομιλίες:

— Νά, κοντολογίς, τί θέλουμε νά ποΰμε: μάς Εστειλε ό γνωστός σας Πάβελ Ίβάνοβιτς κι ή γυναίκα του Έ βδοκία Στεπάνοβνα. Έ σ εΐς έδώ, ε’ίσαστε, νά, σάν πατέρας όλων τών παιδιών καί τών κοριτσιών. Δέ Οά θέλατε νά δόσετε, πώς νά τό πώ, νά, τό κορίτσι σας, τήν "Ολια Βόρονοβα, σχεδόν σάν κόρη σας είναι, στό γιό τους Πάβελ Πάβλοβιτς; Τώρα είναι πρόεδρος τοΰ σοβιέτ τοΰ χωριοΰ.

112

Page 113: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Σας παρακαλοϋμε, νά μας δόσετε μιάν άπάντηση, άρχισε νά μουρμουρίζει κι ό Κουζμά Πετρόβιτς. "Αν συμφωνήσετε, όπως πολύ τό θέλουν καί τά γονικά του παλικαριού, δόστε μας τήν πετσέτα τοΰ άρραβώνα καί τό ψωμί. Ά ν πάλι δέ θά ’χουμε τό ναί σας, τότε σχωρέστε μας γιά τήν ένόχληση.

— Χά, χά, χά, καλό καί τοΰτο. Ά κ ο ΰ ς σχωρέστε μας γιά τήν ένόχληση! είπε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. Σύμφωνα μέ τόν ήλίθιο νόμο σας πρέπει νά κουβαλήσετε στό σπίτι σας καί μιά κολοκύθα!

— Κολοκύθα δέ μπορούμε, χαμογέλασε ό Ό σ ιπ Ίβάνοβιτς. Μά κι άκόμα δέν είναι ό καιρός της.

— Αύτό ε ίν ’ άλήθεια, συμφώνησε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. Παλιότερα ή κοπέλα, περήφανη κι ίσως άπό κουταμάρα, έπίτηδες κρατοΟσε όλόκληρη τσουβάλα κολοκύθες. Κι άν δέν έρχονταν οί άρραβωνιαστικοί, τό παράσιτο, έκανε κουρκούτι, ώραΐο κουρκούτι ίδίως μέ κεχρί...

— Λοιπόν, ποιά είναι ή πατρική άπάντησή σας; μέ ρώτησε ό Ό σ ιπ Ίβάνοβιτς.

— Σάς εύχαριστώ καί σάς καί τόν Πάβελ Ίβάνοβ ιτς μέ τήν Έ βδοκία Στεπάνοβνα γιά τήν τιμή πού μάς κάνετε, άπάντησα. "Ομως έγώ δέν είμαι πατέρας καί δέ μπορώ νά ’χω πατρική έξουσία. ’Εννοείται, πρέπει νά ρωτήσετε τήν “Ό λια , κι Οστερα γιά δλες τίς άλλες λεπτομέρειες, πρέπει νά ζητηθεί καί ή γνώμη τών διοικητών.

— Μά έμεϊς δέν ήρθαμε έδώ γιά συμβουλάτορες. Σείς κάνετε δ,τι πρέπει σύμφωνα μέ τίς καινούργιες συνήθειες, συμφώνησε ήσυχα ό Ό σ ιπ Ίβάνοβιτς.

Βγήκα άπ* τό γραφείο. Στό διπλανό δωμάτιο βρήκα τόν υπεύθυνο υπηρεσίας τοΰ Στάθμου, καί τόν παρακάλεσα νά σαλ­πίσει συγκέντρωση τών διοικητών. Σ ’ όλους ένιωθες μιά άσυνήθιστη φούρια κι άνησυχία. “Ερχεται τρέχοντας ή Νάστια καί μέ ρωτάει γελώντας:

— Ποΰ νά κρατήσουμε τίς πετσέτες; Δέν κάνει νά τίς φέρουμε έκεΐ; κι έδειξε τό γραφείο.

— Μή βιάζεσαι μέ τίς πετσέτες. Ά κόμα δέ συμφωνήσαμε. Ό μ ω ς, νά ’σαστε κάπου έδώ κοντά. Θά σάς φωνάξω.

— Καί ποιός θά τίς δέσει;— Τί θά δέσει;— Νά, νά τίς φορέσει σ ’ αύτούς... τούς προξενητάδες. Πώς

θά γίνει;

113

Page 114: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Δίπλα μου στεκόταν ό Τόσκα Σολοβιόφ, καί κρατούσε παραμάσχαλα Ενα μεγάλο σταρένιο ψωμί κα ί στά χέρια του μιάν άλατιέρα, ’Ανασκάλευε τήν άλατιέρα καί κοιτούσε πώς πηδάνε οί κόκκοι τ ’ άλατιοϋ. Τρέχει ό Σιλάντι.

— Τί κάνεις έδώ. μωρέ, άνακατώνεις τό ψωμί μέ τ ’ άλάτι;... Αύτό πρέπει νά μπεϊ σέ πιάτο!...

"Εσκυψε λίγο. κρύβοντας ενα γέλιο ποΰ τοΰ ’ρθε στά χείλη.— Τί κακό καί μ ’ αύτούς τούς πιτσιρίκους!... Καί μέ τούς

μεζέδες τί θά γίνει;Μπαίνει ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα. Χάρηκα.— Βοηθήστε μας σ ’ αύτή τή δουλιά.— Μά κι έγώ τούς ψάχνω! ’Α π’ τό πρωί τριγυρίζουν μ ’ αύτό

τό ψωμί σ ’ όλο τό Σταθμό. Παιδιά, έλατε μαζί μου. Καί σείς μήν άνησυχείτε. Θά ’μαστέ στίς κοπέλες, καί φωνάξτε μας όίν χρειαστεί.

Στό γραφείο ήρθαν τρέχοντας καί ξυπόλητοι οί διοικητές."Εχω φυλάξει τόν κατάλογο τών διοικητών τής ευτυχισμένης

αύτής έποχής. Είναι οί παρακάτω:Διοικητής τού πρώτου τμήματος τών τσαγκάρηδων: Γκούντ.Διοικητής τοΰ δεύτερου τμήματος τών σταυλιτών: Μπρά­

τσενκο.Διοικητής τοΰ τρίτου τμήματος τών βουστάσιων: Ό πρίσκο.Διοικητής τοΰ τέταρτου τμήματος τών μαραγκών: Ταρανέτς.Διοικητής τοΰ πέμπτου τμήματος τών κοριτσιών: Νοτσεβνά-

για.Διοικητής τοΰ έκτου τμήματος τών σιδεράδων: Μπελούχιν.Διοικητής τοΰ έβδομου τμήματος: Βετκόφσκι.Διοικητής τοΰ όγδοου τμήματος: Καραμπάνοφ.Διοικητής τοΰ ένατου τμήματος τών μυλωνάδων: Ό σάντσ ι.Διοικητής τοΰ δέκατου τμήματος διατροφής τών γουρουνι­

ών: Στουπίτσιν.Διοικητής τοΰ ένδέκατου τμήματος τών μικρών παιδιών:

Γ κεοργκίεφσκι.Γραμματέας τοΰ συμβουλίου τών διοικητών: Κόλκα Βέρ­

σνιεφ.Διευθυντής τοΰ μύλου: Κουντλάτι.

’ Αποθηκάριος: ’Αλιόσα Βόλκοφ.Βοηθός γεωπόνου: "Ολια Βόρονοβα.Ουσιαστικά, στό συμβούλιο τών διοικητών συγκεντρώνον­

ταν πολύ περισσότερος κόσμος: μέ όλα τά δικαιώματα πού δέν

114

Page 115: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τ* άμφισβητοϋσε κανείς, έρχονταν τά μέλη τής Κομσομόλ - Ζαντόροφ, Ζόρκα Βόλκοφ, Βόλοχοφ. Μπουρούν. οί «άσπρομάλ- λήδες» πιά γέροι - Πρηχόντκο. Σορόκα, Γκόλος. Τσόμποτ, Ό βτσιαρένκο, Φενιορένκο, Κορίτο, ένώ κάτω στό πάτωμα κάθονταν οί έθελοντές πιτσιρίκοι, κι άνάμεσά τους ό Μίτκα, ό Βίτκα, ό Τόσκα κι όπωσδήποτε ό Βάνκα Σελαπούτιν. Στό συμβούλιο έρχονταν πάντα οί παιδαγωγοί, ό Καλίνα Ίβάνοβιτς καί ό Σιλάντι Σεμιόνο βιτς. ΓΓ αύτό σάν είχαμε συμβούλιο, ποτέ δέν έφταναν οί καρέκλες. Κι έτσι έβλεπες νά κάθονται στά παράθυρα, στό πάτωμα ή βιγλίζαν ά π ’ έξω άπό τά παράθυρα.

Ό Κόλκα Βέρσνιεφ άνοιξε τή συνέλευση. Οί προξενητές χάσανε τήν έπισημότητά τους, στριμωγμένοι πάνω στό ντιβάνι μέ καμιά δεκαριά παιδιά, άνακατεμένοι μέ τά γυμνά χέρια καί πόδια τους.

Ά φηγήθηκα στούς διοικητές γιά τόν έρχομό τών προξενη- τών. Τό πράγμα δέν ήταν κάτι τό καινούργιο γιά τό συμβούλιο τών διοικητών. ' Από καιρό όλοι ξέρανε γιά τή φιλία τοΰ ΓΙάβελ Πάβλοβιτς μέ τήν "Ολγα. Ό Βέρσνιεφ. έτσι μόνο γιά τούς τύπους, ρώτησε τήν Ό λγα :

— Συμφωνείς νά παντρευτείς τόν Πάβελ;Ή Ό λ γ α κοκκίνησε λιγάκι κι είπε:— Μά, βέβαια.

Ό Λάποτ σούφρωσε τά χείλια του;—"Ετσι δέν κάνει κανένας. ’Έπρεπε νά κάνεις πώς δέ

δέχεσαι, κι έμείς νά σέ καταφέρουμε νά συμφωνήσεις. Έ τσ ι είναι βαρετό τό πράμα.

Επεμβαίνει ό Καλίνα Ίβάνοβιτς;— Βαρετό ή όχι, τώρα πρέπει νά μιλήσουμε πραχτικά γιά

τήν υπόθεση. Γιά πέστε μας καθαρά καί μέ τή σειρά; τί Οά γίνει μέ τό ζήτημα του νοικοκυριοΰ καί τά υπόλοιπα;

Ό Ό σ ιπ Ίβάνοβιτς χάιδεψε λίγο τό μουστάκι του;— Δηλαδή, νά, 0ν συμφωνήσετε τελικά, θά κάνουμε τά

στεφανώματα, κι υστέρα οί νιόπαντροι θά πάνε στούς γέρους, δηλαδή, μαζί θά ζήσουνε καί μαζί θά ’χουνε καί τό νοικοκυριό.

— Καί γιά ποιόν χτίστηκε τό καινούργιο σπίτι; ρώτησε ό Καραμπάνοφ.

— Τό σπίτι αύτό είναι γιά τόν Μιχαήλ.— Μά ό Πάβελ είναι μεγαλύτερος.— Βέβαια, είναι μεγαλύτερος μά ό ίδιος έτσι άποφάσισε.

Γυναίκα, βλέπεις, παίρνει ά π ’ τό Σταθμό.

115

Page 116: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί τί μ ’ αύτό, πού παίρνει ά π ’ τό Σταθμό; μουρμούρισε θυμωμένα ό Κόβαλ.

' Ο "Οσιπ Ίβάνοβιτς δέ βρήκε άμέσως τί ν ’ άπαντήσει. Μέ μιά ψιλή φωνούλα άρχισε νά μιλάει μπερδεμένα ό Κουζμά Πετρόβιτς:

—Έ τσ ι γίνεται. Ό Πάβελ Ίβάνοβιτς λέει: στό νοικοκύρη χρειάζεται νοικοκυριό, όμως νά, ή νοικοκυρά Εχει καί γονικά, πεθερό καί νά, βγαίνει δηλαδή, πώς νά πώ, ό Μ ιχάηλο παίρνει ά π ’ τόν Σεργκέι Γκρετσιάνι. Κι ή δική σας πάει νύφη στοΰ Πάβελ Πάβλοβιτς. Κι ό Πάβελ Πάβλοβιτς συμφώνησε.

* Ο Καραμπάνοφ κούνησε τό χέρι του:— Μέ τέτιες κουβέντες μπορούμε νά κατρακυλήσουμε ώς τίς

κολοκύθες. Τί μας νοιάζει έμας άν συμφώνησε ό Πάβελ Πάβλο­βιτς! Έ τσ ι βγαίνει δηλαδή, πώς είναι χαλβάς, μά τήν εύχή. Τό συμβούλιο τών διοικητών δέν μπορεϊ νά δόσει Ετσι τήν ’Ό λια . "Οπως μιλάτε, είναι σά νά ’χετε νά κάνετε μέ καμιά παραδου­λεύτρα τοΰ παλιού καιρού, ό διάολος νά...

— Σεμιόν... πέταξε θυμωμένα ό Κόλκα.— Καλά, λοιπόν, καλά. Παίρνω πίσω τό... διάολος. Αύτό

είναι τό πρώτο. Μά υστέρα, γιά ποιό στεφάνωμα είπατε;— Μά νά, γΓ αύτό πού γίνεται όπως πρέπει. Τέτια δουλιά,

δηλαδή παντρειά χωρίς παπά δέ γίνεται. Στό χωριό μας ποτέ δέν Εγινε τέτιο πράμα.

— Κι όμως Ετσι θά γίνει, είπε ό Κόβαλ.*0 Κουζμά Πετρόβιτς Εξυσε τή γενειάδα του:—“Ετσι θά γίνει ή άλλιώς θά γίνει, ποιός ξέρει. Σέ μας τό

κρίνουν άσχημα: νά, δηλαδή, βγαίνει πιά πώς θά ζεΐς άστεφάνω- τος.

’Ακολούθησε σιωπή. "Ολοι σκέφτονταν τό ιδ ιο πράμα: γάμος Ετσι δέ μπορεί νά γίνει. Κι έγώ ό ίδ ιος φοβήθηκα, πώς άν Εχουμε άποτυχία, τά παιδιά θά διώχνανε τούς προξενητές χωρίς μεγάλες ευγένειες.

—“Ολγα, έσύ τί λές, θά πας στούς παπάδες; ρώτησε ό Κόλκα.— Τί Επαθες; Νηστικός είσαι ά π ’ τό πρωί, καί σου φεύγουνε;

Ξέχασες ότι έγώ είμαι κομσομόλα;— Μέ τούς παπάδες ή δουλιά βαλτώνει, είπα στούς προξενη­

τές. Σκεφτεΐτε κάτι άλλο, μιά καί ξέρατε ποΰ ήρθατε. Πώς σάς πέρασε άπ* τό κεφάλι ότι θά συμφωνούσαμε γιά έκκλησία;

Ό Σιλάντι σηκώθηκε ά π ’ τή θέση του καί σήκωσε τό χέρι του γιά νά μιλήσει.

116

Page 117: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Σιλάντι, θά μιλήσεις; ρώτησε ό Κόλκα.— Νά, έδώ τό λοιπόν, θά ’θελα νά ρωτήσω.— Ρώτα, λοιπόν.—Έ δώ τό λοιπόν, ό Κουζμά, βλέπεις, είναι ένας τέτιος

άνθρωπος, νά, όπως λένε, δλο φαντασίες. Μά άς μιλήσει όμως ό “Οσιπ Ίβάνοβιτς: τί διάολο χρειάζονται έδώ οί παπάδες; Καλύτερα θά’ταν τό λοιπόν, ν ά ’τρεφες κανένα γουρούνι.

— Μωρέ δέν πάνε νά κουρεύονται! γέλασε ό Στομούχα.' Εγώ κυνήγι πάω κι άμα δώ κανέναν άπό δαύτους, γυρίζω πίσω!

— Τό λοιπόν, σά νά λέμε, στόν Κουζμά χρειάζονται οί μακρυμάλληδες.

Ό Κουζμά Πετρόβιτς χαμογέλασε:— Χί, χί, χί. Δέν πρόκειται γιά τό άν χρειάζονται ή άν

φέρνουνε κανένα όφελος. Αύτά τά ξέρω. Μά βλέπεις, νά, οί παποΰδες κι οί προπάποι μας, έτσι κάνανε. Κι άκόμα ό Πάβλο Ίβάνοβιτς, λέει: παίρνουμε μιά φτώχιά κοπέλα, χωρίς τέτια, καταλαβαινόμαστε, πώς νά τό πώ δηλαδή, νά, χωρίς προίκα καί τά υπόλοιπα...

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς χτύπησε τή γροθιά του στό τραπέζι:— Τί κουβέντες ε ίν ’ αύτές; Ποιός σου ’δοσε τό δικαίωμα

έσένα νά τσαμπούνας τέτια πράματα; Μωρέ, γιά δές έναν πλούσιο πού μάς ήρθε δώ νά μάς κάνει τόν καμπόσοϊ Ξέχασες πώς έσύ, μαζί μέ τόν Πάβλο σου Ίβάνοβιτς, πασαλείβατε μέ λάσπη τό σπίτι σας καί τώρα μοΰ φουσκώνετε τά χείλια σας; Αύτό τό παράσιτο μ ’ ένα τραπέζι, δυό πάγκους, καί μιά γούνα χωμένη στό σεντούκι, νάτος κιόλας έκατομμυριοΰχος!

Ό Κουζμά Πετρόβιτς φοβήθηκε καί ξεστόμισε σιγανά:— Μά ποιός ήρθε δώ νά κάνει τόν καμπόσο; Έ μ εΐς, νά,

κάναμε μονάχα κουβέντα γιά τήν προίκα...— Ξέρεις ποΰ ήρθατε ή όχι; Έ δώ έχουμε σοβιετική έξουσία

ή μπάς καί δέν τό ξέρεις; * Η σοβιετική έξουσία μπορεΐ νά δόσει τέτια προίκα, πού οί σκουληκιασμένοι παποΰδες σου νά στριφο­γυρίσουν τρεϊς φορές μές στόν τάφο τους, τά παράσιτα!

— Μά έμεΐς..., προσπάθησε ν ’ άντικόψει ό Κουζμά Πετρό- βιτς.

Τά παιδιά έβαλαν τά γέλια κι άρχισαν νά χειροκροτούν τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς.

Μά ό Καλίνα Ίβάνοβιτς είχε άνάψει στά γερά:—” Ας έξετάσει τό συμβούλιο τών διοικητών καλά τό ζήτημα.

"Ενα είναι γεγονός: Μάς ήρθαν τοϋτοι δώ γιά προξενιό. Μεΐς

Ι!7

Page 118: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πρέπει νά σκεφτοϋμε καλά, άξίζει νά δόσουμε τό κορίτσι μας, τήν “Ολγα μας, σ ’ ένα λιμασμένο σάν τόν Νικολάενκο, νά ποΰμε, πού τή βγάζει μέ πατάτες καί κρεμμύδι, τό παράσιτο, κι άντίς γιά σίκαλη στά χωράφια του φυτρώνουν μπουρμπουλιές; ' Εμείς έχουμε, μωρέ, πλούσιο βιός καί πρέπει σοβαρά νά σκεφτοϋμε τό πράμα!...

Ό γενικός ένθουσιασμός τοΰ συμβουλίου τών διοικητών κι όλωνών γύρω, έδειχνε πώς δέν υπάρχει πιά ζήτημα. Οί προξενη- τές βγήκαν έξω γιά λίγο καί τό συμβούλιο τών διοικητών άρχισε νά συζητάει τί πρέπει νά δόσουν στήν "Ολγα γιά προίκα.

Τά παιδιά ήταν ξαναμμένα ά π ’ τίς προηγούμενες συζητήσεις κι όρισαν γιά τήν ’Ό λγα. προίκα πού ξεπερνοΰσε κάθε προηγού­μενο. Φώναξαν καί τόν Σέρε, φοβούνταν πώς θ ’ άντιδρουσε στίς μεγάλες αΰτές παροχές, μά ό Σέρε ούτε μιά στιγμή δέ δίστασε κι είπε σ ’ αύστηρό τόνο:

— Σωστά κάνατε. ’ Ακόμα κι άν δυσκολευτούμε λιγάκι, στή Βόρονοβα όμως πρέπει νά δόσουμε πλούσια προικιά, τά πλου­σιότερα σ ’ όλη τήν περιοχή. Πρέπει νά τούς δόσουμε νά καταλάβουν αύτούς τούς κουλάκους.

“Ετσι δέν άκουγες άλλη άντίρρηση γιά τήν προίκα, παρά κάτι τέτιες:

— Τί τσαμπουνάς: άλογάκι! Τί άλογάκι, άλογο, μέ τά όλα του πρέπει νά δόσουμε!

Πέρασε μιά ώρα. Στό συμβούλιο φώναξαν τούς προξενητές, πού έπαιρναν τόν άέρα τους στήν αύλή. Ό Κόλκα Βέρσνιεφ σηκώθηκε καί κομπάζοντας λίγο έκφώνησε τόν παρακάτω έμπνευσμένο λόγο:

— Τό συμβούλιο τών διοικητών άποφάσισε: Νά δόσει τήν “Ολγα στόν Πάβελ. Ό Πάβελ νά περάσει σέ ξεχωριστό σπίτι καί τά γονικά του νά τοΰ δόσουν ότι μπορέσουν άπό νοικοκυριό. Καμιά συζήτηση γιά παπάδες, καί νά δηλώσουν τό γάμο στό ληξιαρχείο. Ή πρώτη μέρα τοΰ γάμου, θά γιορταστεί έδώ, σ ’ έμάς. ’Εσείς έκεΐ κάντε όπως νομίζετε. Στήν Ό λ γ α δίνουμε τά παρακάτω:

Μιά άγελάδα μέ τό μοσχαράκι της, έλβετικής ράτσας.Μιά φοράδα μέ τό πουλαράκι της.Πέντε πρόβατα.

Έ ν α γουρούνι έγγλέζικης ράτσας...Ό Κόλκα όταν έφτασε στό τέλος τοΰ μακρόσυρτου καταλό­

γου τής προίκας, είχε πιά βραχνιάσει, καί τί δέν είχε μέσα:

118

Page 119: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γεωργικά έργαλεΐα, σπόρους, κτηνοτροφές, ρούχα, έσώρουχα, έπιπλα, άκόμα καί ραφτική μηχανή. Ό Κόλκα τέλειωσε έτσι:

— Τήν "Ολγα έμεΐς, άν χρειαστεί, θά τή βοηθάμε πάντα, κι αύτοί έχουν υποχρέωση, όταν είναι άνάγκη, νά βοηθάνε τό Σταθμό χωρίς καμιά άντίρρηση. Στόν Πάβελ θά δόσουμε τόν τίτλο τοΰ τροφίμου του Στάθμου.

Οί προξενητές άνοιγόκλειναν σαστισμένα τά μάτια τους, σά νά μεταλαβαίναν πρίν τό θάνατό τους. Οί κοπέλες δλο γέλιο, καί χωρίς νά νοιάζονται άν κάνουν καλά ή όχι, έτρεξαν καί τύλιξαν τούς προξενητές μέ τίς πετσέτες, ένώ οί πιτσιρίκοι μ ’ έπικεφα- λής τόν Τόσκα, τούς έφεραν μέσα σ ’ ένα πιάτο ψωμί κι άλάτι. Οί σαστισμένοι κι άργοκίνητοι προξενητές πήραν ά π ’ τό πιάτο τό ψωμί καί δέν ήξεραν τί νά τό κάνουν. ' Ο Τόσκα τράβηξε ά π ’ τή μασχάλη τοΰ Κουζμά Πετρόβιτς τό πιάτο κι είπε εύθυμα:

—"Ε! Αύτό δόστε το πίσω, γιατί άλλιώς θά μου τίς βρέξει ό μυλωνάς. Είναι δικό του τό πιάτο, καί τί πιάτο!

Οί κοπέλες έστρωσαν στό τραπέζι μου ενα τραπεζομάντηλο κι έβαλαν πάνω τρεις μποτίλιες κρασί καί δεκαπέντε ποτήρια. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς γέμισε όλα τά ποτήρια καί σηκώνοντας τό ποτήρι του είπε:

—"Αντε λοιπόν, νά στεριώσει καλά καί ν ’ άκούει.— Καί ποιόν ν ’ άκούει; ρώτησε ό "Οσιπ Ίβάνοβιτς.— Είναι καθαρό ποιόν: τό συμβούλιο τών διοικητών καί τή

σοβιετική έξουσία.Τσουγκρίσαμε όλοι τά ποτήρια μας, ήπιαμε τό κρασί καί

φάγαμε τά ψωμάκια μέ τό σαλάμι.Ό Κουζμά Πετρόβιτς σηκώθηκε καί κάνοντας μιάν υπόκλιση

λέει:— Σας ευχαριστούμε όλους σας πού έτσι τόσο καλά πήγαν

τά πράματα. Θά παμε, πώς νά πώ, νά, νά δόσουμε τά συχαρίκια στόν Πάβελ Ίβάνοβιτς καί στήν ’Εβδοκία Στεπάνοβνα.

—"Αντε, πάντε, δόστε τους τά συχαρίκια, είπε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς.

Ό "Οσιπ Ίβάνοβιτς μάς έσφιξε δυνατά τό χέρι:— Μά σεις εΐσαστε λεβέντες, μπράβο. Ποΰ μπορεΐ κανείς νά

τά βάλει μαζί σας!Οί προξενητές ήσυχοι καί σεμνοί σά μαθήτριες παρθεναγω­

γείου, βγήκαν ά π ’ τό γραφείο κι έφυγαν γιά τό χωριό. "Ολοι μας τούς παρακολουθήσαμε μέ τό βλέμμα μας. Ό Καλίνα Ίβάνο-

119

Page 120: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

βιτς ξαφνικά μισό κλείσε τά μάτια του εύθυμα καί φώναξε τάχα πειραγμένος:

—Ά , όχι! Δέν πάει Ετσι. Τί σηκώθηκαν κι Εφυγαν σάν κουτορνίθια; Πρόφτασέ τους, Πέτρο, πέστους νά ’ρθουν στό σπίτι μου κι έσύ Ά ντό ν , ζέψε τ ' άμάξι καί σέ μιά ώρα Ετοιμάσου γιά δρόμο.

Μέσα σέ μιά ώρα τά παιδιά μέ γέλια φόρτωσαν στ* άμάξι τούς προξενητές, πού άκόμα ήταν τυλιγμένοι μέ τίς πετσέτες, πού είχαν όμως χάσει όλα τά διακριτικά τών Επίσημων προξενη- τών, μαζί καί τή μιλιά τους. Ε ίν’ άλήθεια, ό Κουζμά Πετρόβιτς, δέν ξέχασε τό ψωμί, πού τό Εσφιγγε δλο άγάπη στό στήθος του. Τ ’ άλογάκι Εσυρε σάν πούπουλο τό βαρύ άμάξι στόν άμμουδερό δρόμο.

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς Εφτυσε:— Αύτός έπίτηδες Εστειλε τέτιους κακομοίρηδες, τό παρά­

σιτο.— Ποιός;— Αύτός ντέ, ό Νικολάενκο. Δηλαδή, ήθελε νά μάς πει: νά

τέτια ή νύφη, τέτιοι κι ot προξενητάδες.—Έ δώ δέν ε ίν ’ Ετσι τό πράμα, είπε ό Σιλάντι. Νά τί

κρύβεται δώ πέρα: άλλος προξενητής δέ θά δεχόταν νά ’ ρθει χωρίς παπάδες. Κι έδώ τούς παπάδες ούτε νά τούς δούνε θέλουν. Ά λ λ ο ι άνθρωποι τούτοι! Κι ό γεροξούρας είπε στούς προξενη­τάδες: νά ζητήστε νά γίνει ό γάμος μέ παπάδες κι άν δέ δεχτούν &ς πάν στό διάολο... οί παπάδες... Βλέπεις λοιπόν, τί μυστήρια πράματα...

Ό γάμος όρίστηκε γιά τά μέσα Αύγουστου. Ά ρ χ ισ α ν νά δουλεύουν Επιτροπές, νά Ετοιμάζουν θεατρική παράσταση. Οί σκοτούρες μεγάλωναν, μά πιό πολύ μεγάλωναν τά Εξοδα. Ά κόμα κι ό Καλίνα Ίβάνοβιτς κατέβασε τά μούτρα:

— Μ ’ άν παντρέψουμε δλες τίς κοπέλες μας μ ' αύτό τόν τρόπο, καήκαμε. Πάρε τότε, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, τά παιδιά κι έμένα τόν παλιόγερο καί στείλε μας νά ζητιανεύουμε... Μά δέ μπορεί νά γίνει κι άλλιώς.

Τή μέρα τοΰ γάμου ό Σταθμός ήταν άπ* τό πρωί περικυκλω- μένος άπό φρουρούς. Α ναγκάστηκαν νά όρίσουν δυό τμήματα γιά τή φρουρά. Μόνο γιά νά μοιραστούν οί Εντυπες προσκλή­σεις χρειάστηκε νά άσχοληθούν Εβδομήντα άτομα. Οί προσκλή­σεις γράφανε:

120

Page 121: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

«Τό συμβούλιο τών διοικητών τοΰ έργατικοϋ Σταθμοϋ Μ αζί μ Γκόρκι,Σάς παρακαλεΐ νά δεχθείτε νά πάρετε μέρος στό γεϋμα

καί νά παρακολουθήσετε θεατρική παράσταση μέ τήν ευκαιρία τής άποφοίτησης ά π ’τό Σταθμό τής "Ολγα Βόρονοβα καί τοΰ γάμου της μέ τόν σ. Π.Π. Νικολάενκο.

. Τό Συμβούλιο τών διοικητών-.

Στίς δυό τό μεσημέρι στό Σταθμό ήταν όλα Ετοιμα. Στήν αυλή γύρω ά π ’ τό συντριβάνι ήταν στρωμένα τά γιορτινά τραπέζια. 'Ο στολισμός αύτοϋ τοΟ μέρους ήταν δώρο τής όμάδας τοΟ Ζηνόβι Ίβάνοβιτς: πάνω ά π ’ τήν υπαίθρια αύτή τραπεζαρία, ώσπου Εφτανε τό χέρι τών μαθητών κι όπου Επεφτε τώρα εύχάριστο τό μάτι τών Επισκεπτών, ήταν κρεμασμένες σέ λεπτές καλαμένιες βεργίτσες όμορφες πράσινες γιρλάντες άπό μικρούλικα βλασταράκια σημύδας. Στά τραπέζια ήταν μέσα σέ καλαθάκια μπουκέτα άπό ώραΐα φρέσκα λουλούδια.

Τή μέρα αύτή μπορούσε κανείς μέ σιγουριά καί χαρά νά δεϊ πόσο άναπτύχθηκε κι όμόρφηνε ό Σταθμός. Στό πάρκο, τά πλατιά δρομάκια στρωμένα μέ άμμο, δίνουν πιότερο χρώμα στήν πλούσια βλάστηση τών τριών λιακωτών, όπου κάθε δέντρο, κάθε θάμνος, κάθε σειρά τοΰ άνθόκηπου στοίχισε όλάκερα ξενύχτια σκέψης καί σχέδια κι ήτανε ποτισμένα μέ τόν έργατικό ίδρώτα τών μικτών τμημάτων καί φάνταζαν σάν πολύτιμα πετραδάκια άγκαλιασμένα ά π ’ τή φροντίδα καί τήν άγάπη τής κολεχτίβας. Τ ’ άψηλώματα κι οί κατηφοριές τοΟ ποταμίσιου δχτου, είχαν πειθαρχήσει σέ μιάν αύστηρή κι όμορφη τάξη: κάπου Εβλεπες όμορφα ξύλινα σκαλοπατάκια, άλλου Ενα μικρό κιγκλίδωμα, παραπέρα Ενα τετράγωνο χαλάκι άπό λουλούδια, άνάμεσά τους σγουρά δρομάκια, πιό κάτω μιά μικρή προβλήτα σκεπασμένη μέ άμμο. Κι δλ * αύτά, δεΐχναν άκόμα μιά φορά, πόσο ξυπνότερος κι άνώτερος ά π ’ τή φύση είναι ό άνθρωπος, κι αύτός άκόμα ό ξυπόλητος. Καί στίς εύρύχωρες αυλές τοΰ ξυπόλητου αύτοϋ νοικοκύρη, στή θέση τών βαθιών πληγών, κληρονομιά τής παλιάς του ζωής, αύτός, βλαστάρι τής αίώνιας άνθρωπότητας, Επλαθε τά πάντα γύρω του μέ τό χέρι τοΰ καλλιτέχνη. Διακόσιες ρίζες τριανταφυλλιές φύτεψαν έδώ οί μαθητές ά π ’ τήν άνοιξη ά­κόμα, καί πόσες άκόμα μαργαρίτες, γαρίφαλα, κρίνα, κατακόκ- κινα γεράνια, γαλαζόχρωμα γιούλια, καί τόσα άλλα άγνωστα κι άνώνυμα λουλούδια, πού ουτε τά μέτρησαν ποτέ τους τά παιδιά. 'Ο λόκληρες λεωφόροι άπλώνονταν ώς τίς άκρες τοΰ περίβολου τοΰ Σταθμοϋ, πού Ενωναν τίς πλατειοΰλες τών ξεχωριστών σπι- τιών. Τά τετράγωνα καί τρίγωνα άπό διακοσμητικά φυτά, Εδει­

121

Page 122: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χναν τά έλεύθερα περάσματα καί κάπου - κάπου υψώνονταν ό­μορφα τά όπωροφόρα δέντρα.

Στό Σταθμό ένιωθες πώς κυριαρχούσε ή όμορφιά, ή άνεση, ή σύνεση, καί βλέποντας τα αίσθάνθηκα περηφάνεια, καί γιά τό δικό μου μόχτο, γιά τό δικό μου μερτικό νά στολιστεί αύτό τό κομμάτι τής αιώνιας γής μας. Είχα όμως όρισμένα αίσθητικά καπρίτσια. Ούτε τά λουλούδια, ούτε τά δρομάκια, ούτε οί σκιερές γωνιές δέ μπορούν νά σκεπάσουν, δέν κρύβουν ούτε στιγμή άπ’ τά μάτια μου, νά, αύτά τά παιδάκια μέ τά μπλέ παντελονάκια καί τ ’ άσπρα πουκάμισα, πού, ν ά ’τα κιόλας τρέχουν, σεργιανούν ήσυχα άνάμεσα στούς μουσαφιρέους, φρον­τίζουν τά τραπέζια, άλλα εϊναι τής ύπηρεσίας καί δέν άφήνουν νά μπούν οί περίεργοι πού μαζεύτηκαν κατοσταριές γιά νά δουν τόν προπόφαντο αύτό γάμο - νά, αύτά είναι τά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι. Λεβέντες καί γεροδεμένοι. Λεπτή κι εύλύγιστη μέση. Μυώδη καί γερά σώματα, πού δέ γνώρισαν, πού δέν ξέρουν τί θά πεΐ γιατρός, μέ φρέσκα καί ροδοκόκκινα πρόσωπα. Τέτια πρόσωπα πλάθονται στό Σταθμό μας. Παιδιά πεταμένα στούς δρόμους, άλλάζουν, γίνονται όλότελα διαφορετικά.

Τό καθένα τους έχει τό δικό του δρόμο, κι αύτός ό δρόμος, ξεκινάει ά π ’ τό Σταθμό Γκόρκι. Νιώθω πώς στά χέρια μου κρατάω πολλές άφετηρίες τέτιων δρόμων, μά πόσο δύσκολο είναι νά δεις στή θαμπή άκόμα εικόνα τών μελλούμενων χρόνων τήν κατεύθυνσή τους, τή συνέχειά τους, τό τέλος τους. Σ ’ αύτή τή θολούρα προβάλλει καί ξεσπάει τό αυθόρμητο, πού δέ νικήθηκε άκόμη άπ ’ τόν άνθρωπο, καί πού δέν τό ' βαλαν άκόμα κάτω τό πλάνο καί τά μαθηματικά. Καί στήν πορεία μας, άνάμε­σα σ ' αύτά τ ’ αυθόρμητα φαινόμενα, υπάρχει ή δική μας αισθη­τική. ’ Η αισθητική τών λουλουδιών καί τών κήπων δέ μέ συγκι- νεΐ πιά.

Καί δέ μέ συγκινεΐ άκόμα γιατί μέ πλησιάζει ή Μαρία Κοντράτιεβνα καί μέ ρωτάει:

— Τί πάθατε καί κάθεστε, έτσι λυπημένος στή μοναξιά, πατερούλη;

— Πώς νά μήν είμαι λυπημένος, άφού όλοι μ* άφήσατε, άκόμα καί σείς;

— Μετά χαρας νά σάς παρηγορήσω, μάλιστα γ ; ' αύτό σας έψαχνα, δέν ήθελα νά δώ τήν προίκα χωρίς έσάς. Πάμε.

"Ολο τό νοικοκυριό τής "Ολγας, είχε συγκεντρωθεί σέ δυο τάξεις. Οί μουσαφίρηδες στριμώχνονταν νά τό δούν. Θυμωμένες

122

Page 123: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί γεμάτες ζήλεια οί γυναίκες σφίγγαν τά χείλια τους καί μου ρίχνανε άγριες, δλο κακία ματιές. Τή νύφη μας, ουτε τήν Οπολό- γιζαν κάν, καί θά πάντρευαν τά παιδιά τους μέ τίς κοπέλες του χωρίου, μά νά πού φάνηκε πώς οί πολύφερνες νύφες βρίσκονταν κάτω άπ ' τή μύτη τους. Α ναγνωρίζω πώς Εχουν δίκιο νά μου φέρνονται μέ τόση κακία.

' Η Μπόκοβα λέει:— Καί τί θά κάνετε, άν άρχίσουν καί σάς Ερχονται σωρό οί

προξενητάδες;— Είμαι έξασφαλισμένος ά π ’ αύτό, άπαντάω, οί νύφες μας

διαλέγουν."Αξαφνα τρέχει ενας πιτσιρίκος καί ψιθυρίζει καταφοβισμέ-

νος:—"Ερχονται!Ιτή ν αύλή σαλπίζουν κιόλας τό σύνθημα τής γενικής

συγκέντρωσης. Στήν είσοδο παραστάθηκαν όλοι οί μαθητές μέ τίς σημαίες τους καί μέ τό τμήμα τών τυμπανιστών όπως προβλέπεται. Πίσω ά π ’ τό μύλο φάνηκε τό ζευγάρι: τά άλογα στολισμένα μέ κόκκινες κορδελίτσες, στό μπροστινό κάθισμα ό Μπράτσενκο, στολισμένος κι αύτός μ ’ Ενα όμορφο φιόγκο. Δίνουμε τό χαιρετισμό στούς νέους. Ό Ά ντό ν σφίγγει τά χαλινάρια κι ή "Ολγα ρίχνεται δλο χαρά στό λαιμό μου. Είναι γεμάτη συγκίνηση, κλαίει μαζί καί γελάει καί μοΰ λέει:

— Προσέξτε, νά μή μ ’ άφήσετε, γιατί θά ’ναι γιά μένα φοβερό!

’ Αρχίζουμε τή μικρή συγκέντρωση. ' Η Μαρία Κοντράτιεβνα άπροσδόκητα μέ κάνει νά συγκινηθώ πολύ: άπό μέρους τοΰ τμήματος στοιχειώδους έκπαίδευσης, προσφέρει δώρο στούς νιόπαντρους μιά βιβλιοθήκη. Πίσω της Ερχονται δυό μαθητές κουβαλώντας όλόκληρο σωρό άπό βιβλία πάνω σ ’ Ενα λουλου- δοστολισμένο καροτσάκι.

'Ύστερα ά π ’ τή συγκέντρωση, βάζουμε τούς νιόπαντρους πίσω ά π ’ τή σημαία, καί όλη ή παράταξη, τούς συνοδεύει τιμητικά ώς τά τραπέζια. "Εχει προετοιμαστεί γ ι ’ αύτούς τιμητική θέση. Πίσω τους στέκει ή όμάδα τών σημαιοφόρων. Ό υπεύθυνος υπηρεσίας, φροντίζει μέ προσοχή γιά τήν άλλαγή τής φρουράς τής σημαίας. Είκοσι μαθητές μέ κάτασπρες μπλού­ζες. άρχίζουν νά σερβίρουν τά φαγητά. Τό είδικό τμήμα τοΰ Ταρανέτς κοιτάει μέ προσοχή τίς τσέπες τών μουσαφιρέων καί αθόρυβα πετάει στόν Καλομάκ μερικές μποτίλιες σπιτίσιο

123

Page 124: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τσίπουρο, πού κατάσχονται μέ σβελτάδα ταχυδακτυλουργών καί μέ τήν εύγενική παραχώρηση τών Ιδιοκτητών τους.

Κάθομαι δίπλα στούς νιόνυφους. ’Α π’ τήν άλλη πλευρά κάθεται ό Πάβελ Ίβάνοβιτς κι ή Έ βδοκία Στεπάνοβνα. Ό Πάβελ Ίβάνοβιτς, άνθρωπος σοβαρός καί μέ γενειάδα σάν τ 'Ά ι-Ν ικ ό λ α τοΟ θαυματουργοΟ, άνασαίνει βαριά: είτε λυπάται γιατί θά τοΰ φύγει ό γιός του είτε τοΰ έρχεται άνιαρό νά βλέπει στή μποτίλια τή μπύρα, είτε γιατί ό Ταρανέτς, μόλις καί τοΰ βούτηξε ά π ’ τήν τσέπη τό τσίπουρο.

Οί μαθητές σήμερα είναι περίφημοι. Τούς καμαρώνω συνέ­χεια. "Ολο ζωντάνια, άγαθότητα, σήμερα είναι άνοιχτόκαρδοι, καί σά νά διακρίνεις στά πρόσωπά τους κάποια λεπτή είρωνεία. ’ Ακόμα καί τό ένδέκατο τμήμα πού κάθεται στήν άλλη άκρη τοΰ τραπεζιοΰ, άνοιξε πλατιά καυγατζίδικη συζήτηση μέ μιά πεντά­δα μουσαφιρέους. ’Ανησυχώ κάπως, μήπως τά παραποΰνε όξω ά π ’ τά δόντια. Πλησιάζω. Ό Σελαπούτιν πού ώς τώρα διατηρεί τήν ψιλή φωνούλα του, βάζει μπύρα στόν Κοζίρ καί λέει:

— Μά έσάς σας στεφανώσανε παπάδες κι δτσι, βλέπεις, πήγανε άσχημα τά πράματα.

—"Αντε νά σάς ξαναστεφανώσουμε, προτείνει ό Τόσκα.Ό Κοζίρ χαμογελάει:— Ε ίν ’ άργά πιά τώρα, παιδιά μου, γιά νά ξαναστεφανωθοΰ-

με.Ό Κοζίρ κάνει τό σταυρό του καί πίνει τή μπύρα. Ό Τόσκα

σκάει στά γέλια:— Τώρα είναι πού θά σας πονέσει ή κοιλιά...— Γιά τό θεό, άπό τί;— Μά γιατί κάνατε τό σταυρό σας.Δίπλα κάθεται δνας χωριάτης μέ μιάν άχτένιστη ξανθόασπρη

γενειάδα. Ή τα ν καλεσμένος ά π ' τόν Πάβελ Ίβάνοβιτς. Πρώτη φορά έρχόταν στό Σταθμό κι δλα τοΰ κάνουν έντύπωση:

— Παιδιά, ε ίν ’ άλήθεια, πώς έσεΐς έδώ εΐσαστε τ ’ άφεντικά;—Ά μ έ ποιός άλλος, άπάντησε ό Σούρικ.— Καί τί σάς χρειάζεται £να τέτιο νοικοκυριό;

Ό Τόσκα Σολοβιόφ γυρίζει όλόκληρος:—’Αλήθεια, έσεΐς δέν ξέρετε τί μάς χρειάζεται; Χωρίς αύτό

θά ’μασταν φτωχοί μεροκαματιάρηδες, τώρα όμως δέν είμαστε.— Καί γιά πές μου, άς ποΰμε δηλαδή, έσύ τί θά γίνεις;— Γιά δές τον! λέει ό Τόσκα καί σηκώνει τήν πίτα ψηλά. Θά

γίνω μηχανικός, όπως λέει κι ό Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς. Κι ό

124

Page 125: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Σελαπούτιν θά γίνει άεροπόρος. Καί ρίχνει Ενα κοροϊδευτικό βλέμμα στόν Σελαπούτιν. Κι αύτό γιατί κανένας στό Σταθμό δέν είχε πειστεί άκόμα, ότι ό Σελαπούτιν θά πάει γΓ άεροπόρος. "Ομως ό Σελαπούτιν έπιμένει καί πετάγεται:

—Ά λ λ ά τί νομίζετε; Θά γίνω άεροπόρος!— Καλά, καί γιά τίς άγροτικές δουλιές άνθρώπους Εχετε;— Πώς δέν Εχουμε. Μόνο πού οί δικοί μας δέ θά μοιάζουν μέ

τούς άγρότες που ξέρετε, κι ό Τόσκα ρίχνει μιά γρήγορη ματιά στό συνομιλητή του.

—Ά , ώστε Ετσι! Δηλαδή, τί θά πει δέ θά μοιάζουν;— Θά πεΐ, δέ θά μοιάζουν. Θά δουλεύουν τραχτέρια. Είδατε

έσεΐς τραχτέρια;—‘Ό χ ι, δέν Ετυχε.—Έ μ εΐς όμως είδαμε. Κουβαλήσαμε κάτι γουρούνια σ ’ Ενα

σοβχόζ κι έκεΐ στεκόταν νά, Ενα μεγαααάλο τραχτέρ, καί βούιζε σά σκαθάρι...

' Η μακριά άράδα τών μουσαφιρέων μας Εχει άνακατευτεΐ γιά καλά μέ τά τμήματά μας. Ξεχωρίζω καθαρά τά σύνορα τών διάφορων τμημάτων κι άκούω τόν εύθυμο θόρυβο γύρω ά π ’ τίς παρεοΰλες τους. Μεγαλύτερο κέφι έπικρατεϊ στό Ενατο τμήμα, γιατί έκεΐ βρίσκεται ό Λάποτ, καί γύρω του κρατάνε τίς κοιλιές τους ά π ’ τά γέλια, τρόφιμοι καί μουσαφιρέοι. Σήμερα ό Λάποτ τά συμφώνησε μέ τό φίλο του τόν Ταρανέτς καί σκαρώσανε μιά μεγάλη μηχανή στήν παρέα τών ύπεύθυνων τοΰ μύλου πού καθόταν στό τραπέζι τοΰ Ενατου τμήματος, καί είχαν έντολή νά τήν προσέχουν. Ή παρέα άποτελοΰνταν ά π ’ τό χοντρομπαλά μυλωνά, άπ* τόν ξερακιανό λογιστή κι ά π ’ τό χειριστή τοΰ μύλου, Εναν ήσυχο άνθρωπάκο. Κάποτε ό Ταρανέτς ήταν πορτοφολάς, καί γι* αύτόν ήτανε παιχνιδάκι νά σουφρώσει ά π ’ τήν τσέπη τοΰ μυλωνά τή μποτίλια μέ τή βότκα καί νά τήν άλλάξει μέ μιάν άλλη πού τήν είχε γεμίσει μέ καθαρό νεράκι ά π ’ τό ποτάμι.

Ό μυλωνάς μέ τό λογιστή, στριφογύριζαν στά σκαμνιά τους, κι δλο Εριχναν δισταχτικά ματιές στά παιδιά του τμήματος τοΰ Ταρανέτς. Μά ό Λάποτ τούς καθησύχαζε συνέχεια καί τούς Εκλεινε τό μάτι:

—"Ολοι έδώ είναι δικοί μας. Θά τήν όργανώσω τή δουλιά.Σκύβει καί κάτι ψιθυρίζει στόν Ταρανέτς πού περνούσε

δίπλα του. Ό Ταρανέτς κουνάει καταφατικά τό κεφάλι.Ό Λάποτ έμπιστευτικά δίνει σιγανά τή συμβουλή:

125

Page 126: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Γεμίστε τά ποτήρια κάτω ά π ' τό τραπέζι καί νά ’χουνε καί λίγο άφρό μέσα γιά νά φαίνονται σάν άπό μπύρα. Μιά χαρά, λοιπόν.

"Υστερα άπό πολλές άκροβατικές άσκήσεις, κάτω ά π ’ τά τραπέζια, μπροστά στούς άνυπόμονους μουσαφιρέους φίγουρά- ρουν τά ποτήρια γεμάτα άπό ϋποπτη ξεθωριασμένη μπύρα, ένώ οί εύτυχισμένοι κάτοχοί τους έτοιμάζουν στά γρήγορα τό μεζεδάκι, κάτω ά π ’ τό προσεχτικό βλέμμα όλόκληρου τοΰ ένατου τμήματος πού παραμονεύει νά ξεσπάσει. Τέλος, όλα είναι έτοιμα, καί ό μυλωνάς κλείνει πονηρά τό μάτι στόν Λάποτ καί χουφτιάζει τό ποτήρι έτοιμος νά τό κατεβάσει. Ό λογιστής κι ό χειριστής κοιτάνε άνήσυχα δεξιά κι άριστερά, βλέπουν όμως, πώς όλα κυλάνε ήσυχα. 'Ο Ταρανέτς περιμένει κάτω ά π ’ τή λεύκα. Τά μάτια τοΰ Λάποτ άρχίζουν νά βγάζουν σπίθες πού τίς κρύβουν τά ματόφυλλά του.

Ό μυλωνάς λέει σιγανά:—“Αντε λοιπόν, στήν ύγειά σας.

"Ολο τό ένατο τμήμα έχει σκύψει τά κεφάλια καί παρακολου­θεί μέ προσοχή νά δεΐ τί αίσθηση θά κάνει στούς μουσαφιρέους τό περιεχόμενο τών ποτηριών. Στίς τελευταίες κιόλας γουλιές γίνεται αισθητή μιά κάποια άπορία. Ο μυλωνάς άφήνει τό άδειο ποτήρι στό τραπέζι καί ρίχνει μιά φοβισμένη ματιά στόν Λάποτ, μά τούτος έδώ κάτι μασάει άδιάφορα καί δείχνει πώς σκέφτεται έντελώς άλλα καί μακρινά πράματα. Ό λογιστής κι ό χειριστής προσπαθούν όσο μπορούν νά δείξουν πώς δέ συμβαίνει τίποτα τό ιδιαίτερο, μάλιστα μπήγουν καί τά πηρούνια τους στό μεζέ.

'Ο έμπειρος μυλωνάς σκύβει κάτω ά π ’ τό τραπέζι καί κοιτάζει προσεχτικά τή μποτίλια, όμως έκείνη τή στιγμή, κάποιος τόν πιάνει ευγενικά ά π ’ τό χέρι. Σηκώνει τό κεφάλι: πάνω του βλέπει τήν κατεργάρικη, φακιδωμένη φάτσα τοΰ Ταρανέτς.

— Ντροπή σας! λέει ό Ταρανέτς καί κοκκίνησε σά νά τόν έπνιγε τό δίκιο. ’Αφου ειπώθηκε πώς έδώ πέρα, ή βότκα άπαγορεύεται. 'Ο ρίστε... είναι καί δικός μας άνθρωπος!... Καί γιά δές, τήν ήπιανε κιόλας! Ποιός ήπιε μαζί σας;

—Ό διάολος ξέρει, τά ’χασε ό μυλωνάς, τί ήπιαμε. Ουτε κατάλαβα τί ποτό κατέβασα.

— Τί θά πεϊ δέν κατάλαβες; Γιά άνοΐξτε τό στόμα... Πούφ! Κοίτα, κοίτα, δέν κατάλαβε, λέει! Μά τό στόμα σας βγάζει μυρουδιά βοτκοβάρελου! Ντροπή σας, νά ’ρθεϊτε στό Σταθμό, κουβαλώντας τέτια πράματα μαζί σας...

126

Page 127: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί συμβαίνει; ένδιαφέρθηκε άπό μακριά ό Καλίνα Ίβά - νοβιτς.

— Βότκα, λέει ό Ταρανέτς, δείχνοντας τή μποτίλια.Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς ρίχνει μιάν άπειλητική ματιά στό

μυλωνά. Τό ένατο τμήμα βρίσκεται άπό πολύ ώρα κιόλας σέ μεγάλο κέφι, γιατί σίγουρα ό Λάποτ διηγιέται κάποιο άστεϊο γιά τόν Γκαλατένκο. Τά παιδιά έχουν άκουμπήσει τά κεφάλια στό τραπέζι κι έχουν σκάσει ά π ’ τά γέλια.

Έ δώ τό κέφι φτάνει καί περισσεύει γιατί ό Λάποτ, άπό καιρό σέ καιρό ρωτάει τό μυλωνά:

— Λίγη, έ; Οϋτε στό λαρύγγι δέν έφτασε. "Αλλη δέν Εχει; Φτού νά πάρ ’ ή εύχή!... Τ Ηταν καλή, έ; Μόνο πού ό Φιόντορ σάς μπαίνει στή μύτη. Μά τί σ ’ έπιασε κι έσένα, Φιόντορ, καί τούς κόλλησες έτσι; Δικοί μας άνθρωποι είναι!...

— Δέν κάνει, λέει σοβαρά ό Ταρανέτς. Δέν τούς βλέπεις; Μέ δυσκολία κάθονται στά σκαμνιά τους.

Μά ό Λάποτ είχε μεγάλο πρόγραμμα στό μυαλό του. Πλησιά­ζει τό μυλωνά, τόν σηκώνει προσεχτικά ά π ’ τό τραπέζι καί του ψιθυρίζει:

—"Αντε νά σάς πάμε στόν κήπο. Έ δώ είμαστε κάτω ά π ’ τά μάτια όλονών.

Τό όγδοο τμήμα τοΰ Καραμπάνοφ είναι σήμερα τής ύπηρεσί- ας, κι έτσι βρίσκει τήν ευκαιρία νά κάνει τήν έμφάνιση του σ ’ όλα τά τραπέζια. Τώρα παρακολουθεί ένα τραπέζι όπου τό ’χουν ρίξει στή φιλοσοφία ά π ’ άφορμή τόν άσυνήθιστο αύτό γάμο. Έ δώ βρίσκεται ό Κόβαλ, ό Σπυριντόν, ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, ό Ζαντόροφ, ό Βέρσνιεφ, ό Βόλοχοφ κι ό πρόεδρος τής Κομμού­νας «Λουνατσάρσκι», ό έξυπνος Νεστερένκο μέ τό κοκκινότρι- χο τραγίσιο γενάκι του.

Ή Κομμούνα πού βρίσκεται πέρ’ άπ* τό ποτάμι δέν τά πάει καί τόσο καλά. Δέν τά βγάζει πέρα μέ τά όργώματα, δέν τά καταφέρνει νά βρει άκρη καί νά βάλει μιά τάξη στίς ύποχρεώ- σεις καί τά δικαιώματα, δέ μπορεί νά κάνει τίποτα μέ τούς καυγατζίδικους χαρακτήρες πού άρπάζονται μέ τό παραμικρό, καί δέν είναι σέ θέση νά έμπνεύσει τήν υπομονή μπροστά στίς σημερινές δυσκολίες καί τήν πίστη γιά τό μέλλον. Ό Νεστε­ρένκο συνοψίζει φανερά στενοχωρημένος:

— Χρειάζεται νά βρεθούν καινούργιοι, νέοι άνθρωποι... Πού νά τούς βρεις όμως;

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς άπαντάει μ ’ έξαψη:

127

Page 128: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δέν τά λές σωστά, σύντροφε Νεστερένκο, δέν ε ίν ’ έτσι... Αύτοί οί νέοι, τά παράσιτα, είναι άνίκανοι νά κάνουν κάτι τής προκοπής. Τ ’ άντίχθετο, γερόντους πρέπει νά βρείτε...

Γύρω ά π ’ τά τραπέζια φουντώνει ή φασαρία. Φέρνουν μήλα κι άχλάδια ά π ’ τόν κήπο μας, ένώ στόν όρίζοντα Εμφανίζεται Ενα καζανάκι μέ παγωτό, καμάρι τής σημερινής βάρδιας τής ύπηρεσίας.

Πίσω ά π ' τό σπίτι άκούγεται βραχνά Ενα άκορντεόν, πού συνοδεύει Ενα φάλτσο τσιριχτό γυναικείο τραγούδι. Πέντε ήλικιωμένες γυναίκες Εχουν κυκλώσει τό μεθυσμένο καί θολω­μένο άκορντεονίστα καί χτυπούν τά πόδια τους στό ρυθμό του τραγουδιού. Σιγά - σιγά μδς πλησιάζουν,

—Τ Ηρθαν γιά τήν προίκα, λέει ό Ταρανέτς.Μιά κοκκινόμουρη κοκαλιάρα γυναίκα άρχίζει νά χορεύει,

όπως φαίνεται είδικά γιά μένα, βάζοντας τά χέρια στή μέση της καί σούρνοντας άγαρμπα τίς παπουτσάρες της πάνω στήν άμμο.

— Πατερούλη άγαπημένε, πατερούλη καλέ, πιές γιά τή νυφούλα, στόλισε τή νύφη.

Στά χέρια της βρέθηκαν, ποιός ξέρει πώς, μιά μπουκάλα μέ βότκα κι Ενα κρασοπότηρο, πού δέν ξέρω γιατί είχε Ενα καφετί χρώμα. Μέ μιά μεθυσμένη χειρονομία Εβαλε γιά μένα βότκα στό ποτήρι, Εβρεξε τό φουστάνι της καί πότισε τό χώμα. ’ Ανάμεσα μας μπήκε ό Ταρανέτς:

—"Ε! Φτάνει!Τής πήρε εύκολα ά π ’ τά χέρια τό κέρασμα, όμως αύτή μέ

είχε κιόλας ξεχάσει, καί ρίχτηκε άκράτητη στήν "Ολγα, φωνά- ζοντας μεθυσμένα:

—Ό μορφούλα μου έσύ, "Ολγα Πετρόβνα! "Ωχ,καί τίς κοτσίδες της Ελυσε! Δέν σού πάνε Ετσι, δέν σου πάνε! ΑΟριο θά σού φορέσουμε Ενα όμορφο καπελάκι! Μέ καπέλο πιά θά βγαίνεις άπό δώ καί πέρα!...

— Δέ θά τό φορέσω, είπε άναπάντεχα καί μ ’ αύστηρό τόνο ή Ό λ γ α .

— Πώς; "Ετσι μέ τίς κοτσίδες θά ’σαι;— Ναί, μέ τίς κοτσίδες.Οί γυναίκες βάλθηκαν νά τσιρίζουν, νά φωνάζουν καί

ρίχνονταν δλες πάνω της. Ό Βόλοχοφ νευριασμένος άρχισε νά τίς σπρώχνει. Γιά μιά στιγμή κοιτάζει έπίμονα μιά πού φώναζε περισσότερο.

—”Ε! Κι άν δέν τό φορέσει, τί θά γίνει;

128

Page 129: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—"Ας μήν τό φορέσει! Τί λές! ’ Εσείς τά ξέρετε καλύτερα! Κι υστερις, δέ στεφανώθηκαν!

Πλησίασαν οί μεγαλύτεροι καί διπλωματικά τράβηξαν μα- κρύτερα τίς γυναίκες που περιλουσμένες άπό βότκα έξακολου- θουσαν τά χαχανητά. Πήραμε τήν "Ολγα καί βγήκαμε ά π ’ τό πάρκο.

— Δέν τούς φοβάμαι, είπε ή "Ολγα. Μόνο πού θά δυσκολευ­τώ πολύ.

Δίπλα μας τά παιδιά κουβαλάνε διάφορα έπιπλα καί κοστού­μια. Σήμερα θά παίξουν τά «Παντρολογ.ήματα» του Γκόγκολ. Καί πρίν τήν παράσταση Οά Εχουμε καί διάλεξη ά π ’ τόν Ζουρμπίν, «Τά ήθη κι Εθιμα τοΰ γάμου στούς διάφορους λαούς».

Καί τό τέλος τής γιορτής είναι άκόμα πολύ μακριά.

II. ΛΥΡΙΣΜΟΣ

Δέν πέρασε πολύς καιρός ά π ’ τό γάμο τής Ό λ γ α ς , καί μάς ήρθε καινούργιο γεγονός, πού τό περιμέναμε, βέβαια, άπό καιρό: Επρεπε νά ξεπροβοδίσουμε τούς ύποψήφιους μαθητές τής έργα- τικής σχολής. Καί παρόλο, πού γιά τήν έργατική σχολή μιλούσαμε άκόμα ά π ’ τίς πρώτες μέρες καί γιά τή δουλιά αύτή έτοιμάζονταν καθημερινά οί μαθητές, άν καί γιά τίποτε άλλο δέν πλάθαμε μέ τέτια δίψα όνειρα, όσο γιά τούς δικούς μας μαθητές πού θά πήγαιναν στή σχολή καί παρόλο ότι αύτή ή υπόθεση μάς γέμιζε μέ χαρά καί μ ’ αίσθήματα νίκης κι έπιτυχίας, όμως, όταν ήρθε ή μέρα τοΰ χωρισμοΰ, μας φάνηκε φοβερή. 'Ό λους μάς Εσφιξε Ενας πόνος καί σέ πολλούς φάνηκαν δάκρυα στά μάτια. Νά, υπήρχε Ενας ζωντανός Σταθμός, πάλευε, δούλευε, γελοΰσε καί τώρα,., μας φεύγουν! Μας ήρθε σάν άναπάντεχο κι άπρόσμε- νο. Κι ό ίδ ιος σηκώθηκα κείνο τό πρωινό γεμάτος στενοχώρια. Μ ’ είχε κυριέψει τό συναίσθημα πώς μοΰ Εφευγε κάτι καί δέ μποροΰσα νά σταθώ σ ’ Ενα μέρος ήσυχος.

"Υστερ* ά π ’ τό πρωινό, Εβαλαν όλοι τά καθαρά τους ροΰχα, κι Ετοίμασαν στόν κήπο γιορταστικά τραπέζια. Στό γραφείο μου ή όμάδα τών σημαιοφόρων Εβγαλε τό κάλυμμα ά π ’ τή σημαία κι οί τυμπανιστές στερέωναν στή μέση τους τά τύμπανα. Κι όμως ή γιορταστική αύτή άτμόσφαιρα, δέ μπορούσε νά σβήσει τά αίσθήματα θλίψης πού μάς γέμιζαν. Τά γαλανά μάτια τής Λίντοτσκα ήταν κλαμένα ά π ’ τό πρωί κιόλας. Τά κορίτσια

129

Page 130: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έκλαιγαν φανερά μέ λυγμούς, ξαπλωμένα στά κρεβάτια τους, ένώ ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα προσπαθούσε νά τίς καθησυχά­σει, μά του κάκου, γιατί κι ή Ιδιά μόλις πού έκρυβε τή συγκίνησή της. Τά παιδιά ήταν $λα σοβαρά κι άμίλητα. Ό Λάποτ είχε ένα φοβερά βαρετό υφος, τά πιτσιρίκια είχαν βολευτεί σέ κάτι άσυνήθιστες Ίσιες γραμμές, σάν τά σπουργίτια στά σύρματα, καί ποτέ δέν είχαν τέτιο συνάχι όσο σήμερα. Κάθονται σοβαρά στά σκαμνιά καί στά κάγκελα, έχουν τά χέρια τους άνάμεσα στά γόνατα καί κοιτάνε πολύ ψηλότερα ά π ' τό συνηθισμένο όπτικό τους πεδίο: τίς στέγες, τίς κορφές τών δέντρων, τόν ούρανό.

Καταλαβαίνω καλά τή μεγάλη παιδική άπορία τους καί νιώ­θω τή θλίψη τους, τή θλίψη άνθρώπων πού είναι βαθιά χαραγμέ­νο μέσα τους τό αίσθημα τής δικαιοσύνης. Είμαι σύμφωνος μέ τόν Τόσκα Σολοβιόφ: Γιά ποιό λόγο αύριο νά μήν είναι πιά στό Σταθμό ό Ματβέι Μπελούχιν; Μά δέν είναι δυνατό νά όργανωθεΐ ή ζωή πάνω σέ πιό λογική βάση, έτσι πού νά μήν έφευγε πουθενά ό Ματβέι, καί νά μήν κυρίευε τόν Τόσκα μιά τέτια μεγάλη, άγιά- τρευτη καί άδικη πίκρα; Καί μήπως ό Ματβέι έχει ένα μόνο βλα­στάρι, τόν Τόσκα; Καί μήπως φεύγει μονάχα ό Ματβέι; Φεύγει κι ό Μπουρούν κι ό Καραμπάνοφ κι ό Ζαντόροφ κι ό Κράινικ κι ό Βέρσνιεφ κι ό Γκόλος κι ή Νάστια Νοτσεβνάγια. Κι ό καθένας τους έχει ντουζίνες όλόκληρες «βλαστάρια». Κι άνάμεσά τους ό Ματβέι, ό Σεμιόν κι ό Μπουρούν, είναι άνθρωποι μέ όλη τή ση­μασία τής λέξης, πού νά μπορεί κανείς ήσυχος ν ’ άκολουθήσει τό παράδειγμά τους, καί πού χωρίς αύτούς πρέπει νά ξαναρχί­σεις πάλι ά π ’ τήν άρχή.

Τό Σταθμό μας δέν τόν βασάνιζαν μόνο αύτά τά αίσθήματα. Καί γιά μένα τόν ιδιο, καί γιά όλους τούς τρόφιμους, ήταν όλοκάθαρο ότι τό Σταθμό τόν είχαν άνεβάσει στό ίκρίωμα καί πάνω του κρεμόταν ένα βαρύ τσεκούρι γιά νά τοΰ πάρει τό κεφάλι.

Οί ύποψήφιοι μαθητές γιά τήν έργατική σχολή, είχαν ένα υφος σά νά τούς προετοίμαζαν γιά θυσία «σέ άμέτρητους θεούς τής άνάγκης καί τής μοίρας».

Ό Καραμπάνοφ δέν ξεκολλάει άπό κοντά μου καί μοΰ λέει χαμογελώντας:

—"Ετσι είναι καμωμένη ή ζωή, πού νά νιώθεις άβολα. Τό νά πδς στήν έργατική σχολή, είναι μεγάλο λαχείο πού ουτε στό ό­νειρό μας τό βλέπαμε. Κι ε ίν ’ άλήθεια, έτσι; Μήπως ή χαρά μας

130

Page 131: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τελειώνει σήμερα κιόλας; Πώς ν ’ άφήσεις τό Σταθμό; Καίγεται ή καρδιά σου. Μου ’ρχεται νά κλάψω, νά βάλω τίς φωνές, ίσως κι άλάφρωνα λίγο. Δέν υπάρχει δικαιοσύνη στόν κόσμο.

’ Απ ’ τή γωνιά τόΰ γραφείου μάς κοιτάει ξυνισμένος ό Βέρσνιεφ:

— Μιά είναι ή άλήθεια κι ή δικαιοσύνη: οί άνθρωποι.— Μωρέ μπράβο! γελάει ό Καραμπάνοφ. Μήπως έψαχνες νά

βρεις τή δικαιοσύνη καί στίς γάτες;— Δέν πρόκειται γΓ αύτό. ’Αλλά νά, οί άνθρωποι πρέπει νά

είναι καλοί, άλλιώς πάει στό διάολο κι ή κάθε άλήθεια κι ή κάθε δικαιοσύνη. Ό παλιάνθρωπος θά μας στέκει έμπόδιο καί στό σοσιαλισμό. Αύτό έγώ σήμερα τό κατάλαβα.

Γύρισα καί κοίταξα προσεχτικά τόν Νικολάι:— Γιατί σήμερα;— Νά, πώς νά τό πώ δηλαδή, σήμερα οί άνθρωποι είναι σά

σέ καθρέφτη. Δέν ξέρω, μπορεΐ ή καθημερινή δουλιά, οί σκοτούρες... Μά σήμερα τό βλέπεις φώς φανάρι. Ό Γκόρκι έγραψε άλήθειες. Πρωτύτερα δέν τό καταλάβαινα, δηλαδή τό καταλάβαινα, μά δέν έδινα σημασία στή λέξη άνθρωπος. Έ , άνθρωπος δέν είναι κάθε παλιοτόμαρο! Καί σωστά: υπάρχουν άνθρωποι, μά υπάρχουν καί άνθρωπάκια.

Μ ' αύτές τίς κουβέντες οί μαθητές τής έργατικής σχολής έκρυβαν τόν πόνο τους φεύγοντας ά π ’ τό Σταθμό. "Ομως υπέφεραν λιγότερο άπό μας, γιατί μπροστά τους έλαμπε λουσμέ­νη στό φώς ή έργατική σχολή.

Τήν παραμονή τό βράδυ, μαζεύτηκαν στό δωμάτιό μου οί παιδαγωγοί. ’Ά λλ ο ι κάθονται, άλλοι στέκονται όρθιοι στρι- μωγμένοι ό ένας κοντά στόν άλλο καί βυθισμένοι στίς σκέψεις τους. Στό Σταθμό όλοι κοιμουνταν. Ή τα ν μιά βραδιά ήσυχη, ζεστή, ξάστερη. Ό κόσμος γύρω μοΰ φαινόταν σάν ένα θαυμάσιο σιρόπι πού τό 'φτιαξαν μ ’ ένα φοβερά πολύπλοκο τρόπο. "Ενα σιρόπι γλυκό, όμορφο, όρεξάτο πού δέν καταλαβαί­νεις όμως άπό τί έγινε, τί βρωμιές έχουν άνακατευθεϊ καί λιώσει έκεΐ μέσα. Σέ τέτιες στιγμές ζώνει τόν άνθρωπο ή άνάγκη νά φιλοσοφήσει, καί θέλει όσο γίνεται πιό γρήγορα νά έξηγήσει όλα τ ’ άγνωστα κι όλα τά δυσνόητα προβλήματα. Κι έφόσον αΰριο πρόκειται νά μάς φύγουν «γιά πάντα» οί φίλοι μας οί κοντινοί, πού μέ όχι λίγη δουλιά τούς βγάλαμε ά π ’ τήν κοινωνική άνυπαρξία, σέ τούτη τήν περίπτωση, ό άνθρωπος ρίχνει έπίσης τό βλέμμα του στόν ήσυχο ουρανό καί σωπαίνει.

131

Page 132: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Καί γιά μιά στιγμή τοΰ φαίνεται πώς οί κοντινές λεύκες, οί ιτιές κι οί φλαμουριές του ψιθυρίζουν άπαλά τίς σωστές λύσεις τοΰ προβλήματος που τόν βασανίζει.

“Ετσι κι έμεΐς καθόμασταν άνήμποροι, ό καθένας θλιμμένος, μονάχος στίς σκέψεις του, μά κι όλοι μέ μιά κοινή σκέψη, σωπαίναμε, σκεφτόμασταν κι άκούγαμε τό ψιθύρισμα τών δέν­τρων, βλέπαμε τ ’ άστρα, ψάχνοντας νά μαντέψουμε σ ’ αύτά τόν παραπέρα δρόμο μας. “Ετσι κάνουν κι οί άγριοι, μετά τήν άποτυχία τοΟ κυνηγιου.

"Οπως κι όλοι οί άλλοι, ήμουν κι έγώ βυθισμένος στίς σκέ­ψεις μου. Τή νύχτα τούτη, νύχτα τής πρώτης πραγματικής Απο­φοίτησης παιδιών ά π ’ τόΧδρυμά μας, μοΰ ’ρχοντανδιαρκώς στό κεφάλι Ενα σωρό κουταμάρες. Τότε δέν τίς εΐπα σέ κανένα. Οί συνάδελφοί μου μάλιστα νόμιζαν πώς μονάχα αύτοί είχαν δείξει άδυναμία, πώς έγώ στέκομαι όπως καί πρίν σάν δρύς άκλόνητος, άκατανίκητος καί γεμάτος δύναμη. “Ισως καί νά ντρέπονταν νά δείξουν τήν άδυναμία τους μπροστά μου.

Σκεφτόμουνα πώς ή ζωή μου ήταν ζωή κάτεργου καί άδικη- μένη. Πώς θυσίασα τό καλύτερο κομμάτι τής ζωής μου γιά νά μπορέσουν πέντε £ξι «παραβάτες τοΰ νόμου» νά μπουν στήν έργατική σχολή. "Οτι στήν έργατική σχολή καί μέσα σέ μιά μεγάλη πόλη, αύτοί θά βρεθούν πάλι κάτω άπό καινούργιες έπιδράσεις, πού έγώ δέ θά ’μαι σέ θέση νά τίς κατευθύνω καί ποιός ξέρει τί τέλος θά ’χουν ό λ ’ αύτά. Μήπως όλη αύτή ή δουλιά μου, όλη ή ξοδεμένη ένέργειά μου κι οί θυσίες μου, βγουν όλότελα άχρηστες;

Οί σκέψεις μου πετουσαν μετά άλλου: γιατί αύτή ή άδικία; Ά φ οΰ έγώ δκανα ένα ώφέλιμο έργο, χίλιες φορές πιό δύσκολο καί πιό άξιο άπ* δ,τι είναι τό διάβασμα ρομάντσων σέ μιά καλλιτεχνική βραδιά ή τό παίξιμο ένός ρόλου σ ’ Ενα καλό 2ργο, άκόμα καί στό ’Ακαδημαϊκό Θέατρο τής Μόσχας... Καί γιατί έκεΐ τούς ήθοποιούς όλοι τούς χειροκροτούν, γιατί οί ήθοποιοί πηγαίνουν σπίτι τους νά κοιμηθούν, νιώθοντας νά τούς περιβάλ­λει ή προσοχή κι ή εύγνωμοσύνη τών άνθρώπων, καί γιατί έγώ κάθομαι συντροφιά μέ τή θλίψη μου, αύτή τή σκοτεινή νύχτα μέσα στόν χαμένο στά χωράφια Σταθμό; Γιατί έμένα δέ μέ χει­ροκροτούν, εστω κι οί κάτοικοι τής Γκοντσαρόφκα; Κι άκόμα χειρότερα: όλο καί στριφογυρίζει στό μυαλό μου ή σκέψη, πώς γιά νά δόσουμε στούς μαθητές τής έργατικής σχολής «προίκα», ξόδεψα χίλια ρούβλια, ότι τέτια έξοδα δέν προβλέπονται πουθε-

132

Page 133: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά στόν προϋπολογισμό, ότι ό έλεγκτής τοΟ οικονομικού τμήματος, όταν άπευθύνθηκα σ ’ αύτόν γιά νά μου έγκρίνει τό ποσό μέ κοίταξε ξερά κι έπιτιμητικά, λέγοντας:

—Ά ν θέλετε, μπορεΐτε νά ξοδέψετε αύτό τό ποσό, όμως νά έχετε ύπόψη σας ότι πρέπει νά καλυφθεί ά π ’ τό μισθό σας...

Χαμογέλασα όταν μου ήρθε στό νοϋ αύτή ή σκηνή. Στό μυαλό μου σχηματίστηκε άμέσως ή είκόνα ένός όλόκληρου ίδρύματος: στό ένα γραφείο κάποιος θερμόαιμος έτοίμαζε ένα καταπέλτη φιλιππικό ένάντια στόν έλεγκτή, στό διπλανό γρα­φείο κάποιος πού δέν έδινε δεκάρα γιά τίποτα φώναζε «τσιμέντο νά γίνει», παραδίπλα ένας έγκεφαλικός, καί πάντα έξυπηρετικός τύπος, λογάριαζε πόσους μήνες θά επρεπε νά πληρώνω γιά νά ξοφλήσω αύτά τά χίλια ρούβλια. Τό 'ίδρυμα αύτό δούλευε εύσυνείδητα, παρόλο πού μέσα στό μυαλό μου δούλευαν κι άλλα ίδρύματα. Στό διπλανό χτίριο γινόταν πανηγυρική συνεδρίαση: στή σκηνή κάθονταν οί παιδαγωγοί του Στάθμου μας, οί μαθητές τής έργατικής σχολής. Μιά όρχήστρα άπό έκατό όργανα έπαιζε τή Διεθνή, κι ένας έπιστήμονας παιδαγωγός έβγαζε λόγο.

Πάλι μου ήρθε νά χομογελάσω; Τί καλό μπορούσε νά πεϊ ό έπιστήμονας αύτός παιδαγωγός; Μήπως είδε τόν Καραμπάνοφ μέ τό πιστόλι στό χέρι νά «φυλάει καρτέρι» στό μεγάλο δρόμο, ή τόν Μπουρούν πάνω σέ ξένα παράθυρα, τόν «σαλταδόρο» Μπουρούν, πού όλη ή λωποδύτικη παρέα του είχε τουφεκιστεΐ; Δέν είδε κανέναν ά π ’ αύτούς.

— Τί σκεφτόσαστε τόση ώρα; μέ ρωτάει ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα. "Ολο σκεφτόσαστε καί χαμογελάτε!

— Βρίσκομαι σέ πανηγυρική συνεδρίαση, τής λέω.— Αύτό είναι φανερό. 'Ό μως, γιά πέστε μας, πώς θά κάνουμε

τώρα πού μάς φεύγει ό βασικός πυρήνας τής δουλιάς μας;—"Ω, νά κι άκόμα ένα τμήμα τής μελλοντικής παιδαγωγικής

έπιστήμης: τό τμήμα πυρήνων.— Γιά ποιό τμήμα μιλάτε;— Νά, γιά τόν πυρήνα λέω. ’Ά ν υπάρχει κολεχτίβα, θά

ύπάρξει καί πυρήνας.— Τί σόι όμως πυρήνας θά ’ναι;— Τέτιος πού μάς χρειάζεται. Πρέπει νά ’χουμε καλύτερη

γνώμη γιά τήν κολεχτίβα μας, Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα. ’ Εμείς έδώ έκφράζουμε άνησυχίες γιά τόν πυρήνα, όμως ή κολε­χτίβα έχει κιόλας ξεχωρίσει αύτόν τόν πυρήνα, άλλά έσεΐς ουτε κάν τόν πήρατε είδηση. Ό καλός πυρήνας πολλαπλασιάζεται

133

Page 134: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μέ διαίρεση, γράφτε το αύτό στό σημειωματάριο γιά τή μελλον­τική έπιστήμη τής διαπαιδαγώγησης.

— Καλά, τό γράφω, συμφωνάει διαλλακτικά ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα.

Τήν άλλη μέρα τά πρόσωπα όλων τών παιδαγωγών ήταν άνέκφραστα κι έπαιρναν μέρος στίς πανηγυρικές έκδηλώσεις έντελώς έπίσημα. Δέν ήθελα νά έπηρεάσω πρός τό χειρότερο τίς διαθέσεις αύτές, κι έπαιζα σάν ήθοποιός τό ρόλο τοΰ χαρούμε­νου άνθρώπου πού γιορτάζει τήν πραγματοποίηση τών μεγαλύ­τερων πόθων κι έπιθυμιών του.

Τό μεσημέρι καθήσαμε καί φάγαμε στά γιορτινά τραπέζια κι Αναπάντεχα άπλώθηκε πολύ τό γέλιο. Ό Λάποτ άρχισε νά λέει τί θά γίνει μέ τούς μαθητές τής έργατικής σχολής ϋστερα άπό έφτά - όχτώ χρόνια. Μέ μεγάλη παραστατικότητα παρουσίαζε τό μηχανικό Ζαντόροφ νά πεθαίνει άπό φυματίωση. Πάνω ά π ’ τό κρεβάτι του, οί γιατροί του Μπουρούν καί Βέρσνιεφ, νά μοιράζουν τήν άμοιβή πού πήρανε. Μπαίνει ό μουσικάντης Κράινικ καί ζητάει νά τόν πληρώσουν άμέσως γιά νά παίξει στήν κηδεία άλλιώς δέν πάει πουθενά. "Ομως στό γέλιο μας καί σ τ ’ άστεϊα του Λάποτ διέκρινες όχι τήν αύθόρμητη, ζωντανή χαρά, άλλά μιά προσπάθεια νά φανούμε χαρούμενοι.

Στίς τρεις ή ώρα παραταχθήκαμε κι Εφεραν τή σημαία. Οί μαθητές τής έργατικής σχολής στάθηκαν στό δεξιό μέρος τής φάλαγγας. ’Α π’ τό σταΰλο βγήκε ό Ά ντό ν μέ τό Λεβέντη κι οί πιτσιρίκοι άρχισαν νά φορτώνουν τά πράγματα αύτών πού Εφευ­γαν. Δόθηκε τό παράγγελμα, άρχισαν νά χτυπουν τά τύμπανα κι ή φάλαγγα ξεκίνησε γιά τό σιδηροδρομικό σταθμό. Μετά μισή ώρα βγήκαμε άπ* τήν ξερή άμμο του Καλομάκ καί ξαλαφρωμέ- νοι μπήκαμε στόν πλατύ χορταριασμένο δρόμο, όπου παλιά περνούσαν άπό δώ οί τάταροι καί οί ζαποροζιανοί. Οί τυμπανι­στές όρθωσαν τό κορμί τους, τά τυμπανόξυλά τους άρχισαν νά παίζουν πιό χαρούμενα καί πιό όμορφα.

— Στοιχειθεΐτε καλύτερα. Ψηλότερα τό κεφάλι, φώναξα αύστηρά.

Ό Καραμπάνοφ, χωρίς νά χάσει τό βήμα του γύρισε σέ μένα κι Εδειξε πάλι τά σπάνια χαρίσματά του: στό άπλό του χαμόγελο, μου φανέρωνε τήν περηφάνεια του καί τή χαρά του καί τήν άγάπη του καί τήν πίστη του γιά τήν υπέροχη μελλοντική του ζωή. ’ Ο Ζαντόροφ πού βάδιζε πλάι του κατάλα­βε άμέσως τήν κίνηση τοΰ φίλου του, κι όπως πάντα, βιάστηκε

134

Page 135: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά κρύψει τή δική του συγκίνηση, κάρφωσε μόνο τά Εξυπνα μάτια του στόν όρίζοντα καί σήκωσε ψηλά τό κεφάλι πρός τήν κορφή τής σημαίας. ' Ο Καραμπάνοφ ξαφνικά άρχισε δυνατά νά τραγουδάει:

Γέμισαν χορταράκι οί πλαγιές Νά ’ρθονν οί κοζάκοι νά ξαπλώσουν.

Οί σειρές τών παιδιών, ή μιά μετά τήν άλλη, άρπαξαν χαρούμενα τό σκοπό. Έ νιω σα σάν νά ήμουνα στήν πλατεία τήν Πρωτομαγιά. Καταλάβαινα καθαρά ότι κι οί ίδ ιοι καί τά παιδιά είχαμε τήν ίδ ια διάθεση: σά νά νιώσαμε όλοι πώς τό πιό σοβαρό, τό πιό κύριο σήμερα είναι τοϋτο: ό Σταθμός Γκόρκι ξεπροβοδί­ζει τούς πρώτους Απόφοιτους. Πρός τιμή τους κυματίζει ή μεταξωτή σημαία, χτυπούν τά τύμπανα κι όλη ή φάλαγγα βαδίζει ρυθμικά καί περήφανα, ένώ ό ήλιος μ ’ δνα ρόδινο ά π ’ τή χαρά του χρώμα, τραβάει άργά πρός τή δύση καί σά νά τραγουδάει κι αύτός μαζί μας τό όμορφο, έξυπνο τραγούδι πού μιλάει τάχα γιά τόν έρωτοχτυπημένο κοζάκο, μά στήν ούσία λέει γιά τό τμήμα πού πάει στήν έργατική σχολή, στό Χάρκοβο, μέ βάση τή χτεσινή διαταγή του συμβουλίου τών διοικητών, «τό έβδομο μικτό τμήμα ύπό τή διοίκηση του Ά λεξάντρ Ζαντόροφ». Τά παιδιά τραγουδούσαν μ ’ ευχαρίστηση καί που καί ποΰ μέ λοξο­κοίταζαν. Έ νιω θαν ίκανοποίηση πού χαιρόμουνα κι έγώ μαζί τους.

Πίσω μας φάνηκε £να σύννεφο σκόνης καί σύντομα γνωρί­σαμε καί τόν καβαλάρη. Ή τα ν ή “Ολια Βόρονοβα.

Πήδηξε ά π ’ τ ’ δλογο καί μοΰ ’πε:—’Ανεβείτε. “Έ χει καλή σέλα, κοζάκικη. Μόλις καί σάς

πρόφτασα.— Καί τί ‘μαι γώ, στρατάρχης; τής είπα. ’ Ας άνεβεΐ ό Λά­

ποτ, αύτός είναι τώρα γραμματέας τοΰ συμβουλίου τών διοικη­τών.

— Σωστά, είπε ό Λάποτ, καί καβαλώντας μέ δυσκολία τ ’ άλογο, τράβηξε μπροστά άπ’ τή φάλαγγα βάζοντας τό ’να χέρι στή μέση του καί στρίβοντας μέ τ ’ άλλο τό άνυπαρχτο μουστάκι του.

’Αναγκάστηκα νά δόσω τό παράγγελμα «άνάπαυση» γιατί κι ή “Ολγα έπρεπε νά μάς μιλήσει κι ό Λάποτ μέ τά σκέρτσα του έκανε όλα τά παιδιά νά γελάνε.

135

Page 136: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Στό σιδηροδρομικό σταθμό, παρά τό πανηγυρικό περιβάλ­λον, νιώθαμε στενόχωρα κι ή χαρά μας ήτανε πνιχτή, χωρίς ζωντάνια. Οί σπουδαστές άνέβηκαν στό βαγόνι καί κοίταζαν περήφανα τή φάλαγγα μας καί τόν κόσμο πού είχε μαζευτεί καί μάς κοίταζε συγκινημένος.

"Οταν χτύπησε καί τό δεύτερο κουδούνι, ό Λάποτ Εβγαλε Ενα σύντομο λόγο:

— Κοιτάχτε, παιδιά, νά μήν τά κάνετε μούσκεμα! Σούρκα, νά τούς κρατάς καλά τό χαλινάρι. Καί νά μήν ξεχάσετε νά βάλετε αύτό τό βαγόνι στό μουσείο. Καί νά γράψετε πάνω σ ’ αύτό: μέ τούτο τό βαγόνι πήγε γιά τήν έργατική σχολή ό Σεμιόν Καραμπάν.

Στό γυρισμό πήγαμε μέσ’ ά π ’ τά λιβάδια, περνώντας άπό μικρά μονοπάτια, ξύλινα περάσματα, ρυάκια καί χαντάκια, πού Επρεπε νά τά πηδήξεις. Ό λόγος αύτός μδς άνάγκασε νά χωριστούμε σέ μικρές φιλικές παρέες. “Αρχισε νά σουρουπώνει, κι αύτό βοήθαγε νά ξεπηδάνε οί κρυφές σκέψεις τών παιδιών πού τίς Εκμυστηρεύονταν τό ’να σ τ ’ άλλο,

Ό Γκούντ είπε:—Έ γώ δέ θά πάω σέ καμιά έργατική σχολή. Θά γίνω

τσαγκάρης, καί θά φτιάχνω όμορφα παπούτσια. Τί δηλαδή, χειρότερο είναι; Δέν είναι χειρότερο καθόλου. Κρίμα όμως, πού Εφυγαν τά παιδιά. Κρίμα, δέν ε ίν ’ άλήθεια;

' Ο βλογιοκομμένος καί στραβοκάνης Κουντλάτι κοίταξε αυστηρά τόν Γκούντ:

— Σκιτζής θά βγει άπό σένα, όχι τσαγκάρης. Τήν περασμένη Τετάρτη μου ’βαλές Ενα μπάλωμα στό παπούτσι καί τό ιδιο βράδυ μοϋ ξεκόλλησε. Τέτιος παπουτσής, έδώ πού τά λέμε, είναι χειρότερος κι άπό γιατρό. "Ενας καλός παπουτσής όμως μπορεΐ νά ’ναι καί καλύτερος άπό γιατρό.

Τό βράδυ στό Σταθμό άπλώθηκε μιά βαριά βουβαμάρα. Μόνο όταν χτύπησε «σιωπητήριο» ήρθε ό διοικητής υπηρεσίας, ό Ό σ άντσ ι, καί μοϋ Εφερε τόν Γκούντ μεθυσμένο, Τό μεθύσι του Εβγαινε σέ λόγια όλο τρυφεράδα καί λυρισμό. Ό Γκούντ μή δίνοντας καθόλου σημασία στή γενική άγανάχτηση πού προκα- λοϋσε ή Εμφάνισή του, στεκόταν μπροστά μου καί μιλούσε σιγά μέ καρφωμένα τά μάτια στό καλαμάρι μου:

—"Ηπια, γιατί Ετσι Επρεπε. Είμαι τσαγκάρης, όμως ψυχή Ε­χω; Έ χω . Ά φ οΰ τόσα παιδιά φύγανε κάπου, άς είναι καί, στό διάολο καί μαζί τους κι ό Ζαντόροφ, μπορώ αύτό έγώ Ετσι νά τό

136

Page 137: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

υποφέρω; Πήγα κι ήπια μέ τά δικά μου λεφτά που ’ βγαλα ά π ’ τή δουλιά μου. Έ β α λα σόλες στό μυλωνά; “Εβαλα. ’Α π' τά λεφτά πού πήρα, ήπια. Μαχαίρωσα κανένα; Πρόσβαλα; Πείραξα καμιά κοπέλα; Δέν πείραξα. Αύτός όμως φωνάζει: πάμε στόν Ά ντόν! Καί τί μ ’ αύτό; Πάμε. Καί τί είναι ό Ά ντόν... δηλαδή έσεΐς Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς; Τί είναι; Θεριό; Δέν είναι θεριό. Είναι άνθρωπος, ίσως σαματατζής. “Οχι δέν είναι σαματατζής. “Ε, καί τί μ ’ αύτό; Νά ήρθα. 'Ορίστε! Μπροστά σας είναι ό κακός τσαγκάρης Γκούντ.

— Μ πορεΐς ν ’ άκούσεις τί θά σού πώ;— Μπορώ. Θ ’ άκούσω ό,τι μού πείτε. #—Ά κ ο υ , λοιπόν. Νά ράβεις παπούτσια, είναι δουλιά χρήσ ι­

μη, καλή δουλιά. Θά είσαι καλός τσαγκάρης καί θά γίνεις καί διευθυντής φάμπρικας παπουτσιών, μόνο άν δέν πίνεις.

— Ναί, μά όταν φεύγουν τόσοι άνθρωποι;— Τό ίδ ιο κάνει.— Δηλαδή, κατά σάς δέν έκανα καλά πού ήπια;—Ά σ χη μ α έκανες.— Δέ μπορεί πιά νά διορθωθεί τό πράμα; κι ό Γκούντ

χαμήλωσε τό κεφάλι. Δηλαδή θά μέ τιμωρήσετε;

— Πήγαινε νά κοιμηθείς. Αύτή τή φορά δέ θά σέ τιμωρήσω.—Έ γώ τό ’λεγα! είπε ό Γκούντ, κοιτάζοντας περιφρονητικά

τούς γύρω του καί χαιρετώντας σύμφωνα μέ τόν κανονισμό τοΰ Στάθμου.

— Μάλιστα. Πηγαίνω νά κοιμηθώ.Ό Λάποτ τόν πήρε προσεχτικά ά π ’ τό χέρι καί τόν όδήγησε

στό θάλαμο, σάν ό Γκούντ νά ήταν ή έκδήλωση τής όμαδικής θλίψης τών παιδιών, γιά τό φευγιό τών άγαπημένων τους φίλων.

'Ύστερα άπό μισή ώρα στό γραφείο μου ό Κουντλάτι, άρχισε νά μοιράζει τά παπούτσια γιά τό φθινόπωρο. “Εβγαζε μέ χαρά ά π ’ τά κουτιά τά καινούργια παπούτσια καί τά έδινε κατά τμήματα, σύμφωνα μέ τόν κατάλογο πού είχε. Στήν πόρτα άκούγονταν συχνά φωνές:

— Καί πότε θά μοΰ τ ’ άλλάξεις; Αύτά πού μοΰ ’δοσες είναι στενά.

Ό Κουντλάτι άπαντοΰσε συνέχεια σ ’ όλους, ώσπου βαρέθη­κε κι άρχισε νά θυμώνει:

— Μά σάς τό ’πα σαράντα φορές: σήμερα δέν πρόκειται νά σάς τ ’ άλλάξω. Αΰριο, μάλιστα. Βρέ τούς ξεροκέφαλους!

137

Page 138: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Στό γραφείο μου κάθεται μέ μισόκλειστα μάτια άπό τή νύστα ό Λάποτ καί λέει στόν Κουντλάτι:

— Σύντροφοι, νά ’σαστε πιό ευγενικοί πρός τούς πελάτες!

12. ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Ό χειμώνας χτυπούσε ξανά τίς πόρτες μας. Τόν Ό χτώ βρη σκεπάσαμε μιά σειρά άπό λάκκους μέ κοκκινογούλια, γιά νά τά προφυλάξουμε άπ ' τό χιόνι κι ό Λάποτ στό συμβούλιο τών διοικητών έκανε τήν παρακάτω πρόταση:

—’Αποφασίζουμε: ν ’ άνασάνουμε μ ’ άνακούφιση.Οί λάκκοι εϊναι μακρεΐς καί βαθιοί Ίσαμε είκοσι μέτρα

μάκρος ό καθένας. Ό Σέρε έτοίμασε γιά τούτο τό χειμώνα, πάνω άπό δέκα τέτιους λάκκους, καί μάλιστα έπέμενε πώς είναι λίγοι, καί πώς πρέπει καθώς έλεγε νά κάνουμε οίκονομία στά κοκκινο­γούλια.

Τά παρτέρια γεμάτα άχυρο γύρω - γύρω, έπρεπε νά τά ταχτοποιήσουμε μέ τέτια προσοχή, λές κι ήτανε όπτικές συ­σκευές. Ό Σέρε ά π ' τό πρωί ώς τό βράδυ στεκόταν πάνω ά π ’ τά κεφάλια τοΰ μικτού συνεργείου καί συνεχώς νιαούριζε:

— Σάς παρακαλώ, σύντροφοι, μήν τά πετάτε έτσι, πολύ σάς παρακαλώ. ’Έ χετε ύπόψη σας; "Αν έστω κι ένα κοκκινογούλι τό χτυπήσετε δυνατά, τό μέρος αύτό θά νεκρωθεί, θ ’ άρχίσει νά σαπίζει καί τό σάπισμα θά μεταδοθεί σ ’ όλο τό λάκκο. Σάς παρακαλώ, σύντροφοι, πιό προσεχτικά.

Τά παιδιά, κουρασμένα ά π ’ τή μονότονη αύτή «κοκκινογου- λοδουλιά», δέν άφηναν εύκαιρία νά μήν έκμεταλλευτοΰν τό θέμα πού μ*αύτό συνέχεια τούς πιπιλούσε τ ’αύτιά ό Σέρε. Ή τα ν ο,τι χρειαζόταν γιά νά σπάσουν κέφι καί νά ξεκουραστούν. Διαλέ­γουν ένα όμορφο στρογγυλό κοκινογούλι. Γύρω του μαζεύεται όλο τό τμήμα κι ό διοικητής του, άς ποΰμε σάν τόν Μίτκα ή τόν Βίτκα, σηκώνει τά χέρια μ* άνοιγμένα τά δάχτυλα καί φωνάζει δυνατά:

— Τράβα μακριά, μήν ανασαίνεις! Ποιανού τά χέρια είναι καθαρά;

Κάνει τήν έμφάνισή του ένα πρόχειρο φορείο. Τά τρυφερά χέρια τών παιδιών παίρνουν τό κοκκινογούλι ά π ’ τό σωρό, μά κείνη τή στιγμή άκούγεται μιά τρομαγμένη φωνή:

— Τί κάνεις έκεΐ! Τί κάνεις έκεϊ!

138

Page 139: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

"Ολοι σταματάνε φοβισμένοι, κουνώντας τά κεφάλια τους, μά ή φωνή ξανακούγεται:

— Μά είπαμε, μέ προσοχή!Τό πρώτο ροΰχο πού πέφτει στά χέρια τους, μετατρέπεται σ*

ένα μαλακό μαξιλαράκι πού τό βάζουν στό φορείο. Πάνω στό μαξιλαράκι ξαπλώνουν τ ’ όμορφο, στρογγυλό, ψωμωμένο κοκ­κινογούλι, πού άρχίζει πραγματικά νά σου προκαλεΐ συγκίνηση. Γιά νά κρύψει τό χαμόγελό του ό Σέρε δαγκώνει κάποιο χόρτο. Σηκώνουν τό φορείο κι ό Μίτκα ψιθυρίζει:

— Σιγά-σιγά, σύντροφοι. "Εχετε ύπόψη σας: άρχίζει ή νέκρωση, πολύ σάς παρακαλώ.

Στή φωνή τοΰ Μίτκα καταλαβαίνεις μιά κάποια μακρινή όμοιότητα μέ τή φωνή του Σέρε, γΓ αύτό κι ό Έ ντουάρντ Νικολάγεβιτς δέ σταματάει νά μασουλάει τό χόρτο.

Τελείωσε καί τό φθινοπωριάτικο όργωμα. Μιά φορά κι έναν καιρό μόνο στή φαντασία μας πλάθαμε όνειρα γιά τραχτέρ, καί μ* ένα ζευγάρι παλιάλογα, παραπάνω άπό μισό έχτάρι τή μέρα δέ μπορούσαμε νά όργώσουμε. ΓΓ αύτό κι ό Σέρε παρακολου­θούσε ανήσυχος τή δουλιά τού πρώτου καί τού δεύτερου τμήματος. Στά τμήματα αύτά δούλευαν άνθρωποι παλιού τύπου, κι είχαν έπικεφαλής τους γεροδεμένους καί μεγαλόσωμους διοικητές σάν τόν Φεντορένκο, τόν Κορίτο, τόν Τσόμποτ. Είχαν μιά δύναμη πού δέν πήγαινε πίσω ά π ’ τή δύναμη δυό ζεμένων άλογων κι ήξεραν όλα τά μυστικά τοΰ όργώματος. "Ομως οί σύντροφοι αύτοί, δυστυχώς, Εκαναν τό λάθος νά μεταφέρουν τίς μέθοδες τού όργώματός τους καί σ ’ όλες τίς άλλες έκδηλώσεις τής ζωής τους. Καί στήν κολεχτιβίστικη καί στή φιλική καί στήν άτομική τους ζωή, άγαπούσαν τίς μονοκόμματες βαθιές αύλακιές καί τούς γυαλιστερούς μεγάλους σβώλους. Κι ή σκέψη τους δέν έβγαινε άπ* τή δουλιά τοΰ μυαλού τους, ά λ λ ’ άπό κάπου άλλου: ά π ’ τά ψωμωμένα καί γερά σά σίδερο χέρια τους, άπό τά πλατιά στήθια τους, ά π ’ τά δυνατά κι άγαλματένια πόδια τους. Στό Σταθμό έκδήλωναν τήν άντίθεσή τους σ ’ όλους τούς πειρασμούς τών έργατικών σχολών, καί μέ φανερή περιφρόνηση άπόφευγαν κάθε συζήτηση πάνω σ ’ έπιστημονικά θέματα. Είχαν μιά κάποια ξεχωριστή, δική τους σιγουριά, καί σέ κανέναν άπ' τούς μαθητές δέν έβλεπες τέτιες καλοσυνάτες μά καί περήφανες κινήσεις τοΰ κεφαλιού, καί τέτιες σίγουρες καί λακωνικές κουβέντες.

Ή τα ν άπ* τούς πιό δραστήριους τρόφιμους τοΰ πρώτου καί

139

Page 140: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

του δεύτερου τμήματος κι είχαν τήν έκτίμηση όλων τών παιδιών, μά οί κακόγλωσσοι μας, δλο καί μέ κάτι θά έβρισκαν πάντα νά τούς τσιμπήσουν.

Αύτό τό φθινόπωρο, τό πρώτο καί τό δεύτερο μικτό τμήμα, μπήκαν σέ άμιλλα. Κείνο τόν καιρό, ή άμιλλα, δέν είχε γίνει άκόμα τό κοινό χαρακτηριστικό τής σοβιετικής δουλιάς. ’Ανα­γκάστηκα μάλιστα νά βασανιστώ πολύ μέσα στούς τοίχους τοΰ τμήματος τοΟ Λαϊκής Παιδείας γιά τό πρόβλημα τής άμιλλας. Τό μόνο πού μπορώ νά πώ, είναι πώς ή άμιλλα, σέ μάς άρχισε όλότελα Αναπάντεχα κι όχι μέ δική μου πρωτοβουλία.

Τό πρώτο μικτό τμήμα δούλευε ά π ’ τίς έξι τό πρωί ώς τίς δώδεκα τό μεσημέρι, καί τό δεύτερο τμήμα, ά π ’ τίς δώδεκα ώς τίς έξι τό βράδυ. Τά μικτά τμήματα τά συγκροτούσαμε γιά μιά βδομάδα. Κάθε βδομάδα ή σύνθεση τών μικτών τμημάτων άλλαζε λίγο, παρά τό γεγονός ότι στό διάστημα τής βδομάδας είχε δημιουργηθεΐ άνάμεσα στά παιδιά μιά κάποια είδίκευση.

Κάθε μέρα πρίν τελειώσει ή δουλιά του ένός τμήματος, πήγαινε στό χωράφι ό βοηθός τοΰ γεωπόνου μας Ά λ ιό σ κ α Βόλκοφ, μέ μιά ξύλινη διχάλα δυό μέτρα καί μέτραγε πόσα τετραγωνικά μέτρα δούλεψε τό μικτό τμήμα.

Τά μικτά τμήματα στό όργωμα δούλευαν καλά, είχαμε όμως μερικές φορές όρισμένα πισωδρομίσματα, πού έξαρτιόνταν άπ ' τό έδαφος, ά π ’ τ* άλογα, ά π ’ τίς άνωμαλίες του έδάφους, ά π ’ τόν καιρό κι άπό άλλες αίτιες, δλες βασικά άντικειμενικές. Ό ’Αλιόσκα Βόλκοφ, έπαιρνε τήν κιμωλία κι έγραφε πάνω σ ’ ένα πίνακα άπό κοντραπλακέ πού ήταν γιά τίς άνακοινώσεις:

«19 τού Ό χτώ βρη , Ιο μικτό τοΰ Κορίτο - 2.350 τετραγ. μέτρα.

19 του Ό χτώ βρη , Ιο μικτό τμήμα του Βετκόφσκι - 2.300 τετραγ. μέτρα.

19 τοΰ Ό χτώ βρη , 2ο μικτό τμήμα τοΰ Φεντορένκο - 2.410 τετραγ. μέτρα.

19 τοΰ Ό χτώ βρη , 2ο μικτό τμήμα τοΰ Νετσιτάιλο - 2.270 τετραγ. μέτρα.

“Ετσι άπό μόνη της ήρθε ή διάθεση στά παιδιά νά συγκρίνουν τ ’ άποτελέσματα τής δουλιάς τους, καί κάθε μικτό τμήμα, προσπαθούσε νά ξεπεράσει τ ’ άλλα. ’Αποδείχτηκε πώς οί καλύτεροι διοικητές, πού ’χαν τίς περισσότερες πιθανότητες νά βγούνε νικητές, ήταν ό Φεντορένκο κι ό Κορίτο. Ή τα νε φίλοι άπό παλιά, ά λλ’ αύτό δέν έμπόδιζε νά βλέπει μέ ζήλεια ό ένας

140

Page 141: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τίς έπιτυχίες του άλλου, νά βρίσκουν λάθη κι Αδυναμίες στή δουλιά τών τμημάτων. Παραπέρα δμως, συνέβη κάτι μέ τόν Φεντορένκο, πού Εδειξε πώς κι αύτός είχε νεύρα. "Ενα διάστημα ό Φεντορένκο προπορευόταν άπό τ ’ άλλα τμήματα, καί κάθε μέρα, στόν πίνακα του ’ Αλιόσκα Βόλκοφ έπαναλαβαίνονταν οί άριθμοί 2.500-2.600. Τό μικτό τμήμα του Κορίτο 'ίδρωνε γιά νά φτάσει τό νούμερο αύτό, μά πάντα δέν τού Εφταναν σαράντα- πενήντα τετραγωνικά μέτρα κι ό Φεντορένκο άρχιζε τήν κα­ζούρα:

—Ά σ τ α κουμπάρε, είναι φώς φανάρι πώς είσαι ζευγάς άγουρος άκόμα!

Στά τέλη τού Ό χτώ βρη άρρώστησε ή Ζόρκα κι ό Σέρε Εστειλε στό χωράφι μόνο ένα ζευγάρι, καί γιά νά μεγαλώσει ή άπόδοση τής δουλιάς, ζήτησε ά π ’ τό συμβούλιο τών διοικητών νά στείλουν τόν Φεντορένκο στό μικτό τμήμα τοΰ Κορίτο.

Ό Φεντορένκο στήν άρχή δέν κατάλαβε όλη τήν έχταση τής δραματικής αύτής κατάστασης, γιατί καί ή άρρώστια τής Ζόρκα κι ή άνάγκη νά βιαστεί νά τελειώσει τό όργωμα μόνο μ ’ Ενα ζευγάρι ζώα, τόν είχανε πολύ πικράνει. Ρίχτηκε μέ πείσμα στή δουλιά καί δέ συνήλθε παρά μόνο όταν ό ’Αλιόσκα Βόλκοφ Εγραψε στόν πίνακα του:

«24 τοΰ Ό χτώ βρη , 2ο μικτό τμήμα τοΰ Κορίτο - 2.730 τετραγ. μέτρα».

' Ο Κορίτο γιόρταζε θριαμβευτικά τή νίκη, ένώ ό Λάποτ γύριζε σ ’ όλο τό σταθμό καί κορόιδευε:

— Πού νά τά βγάλει πέρα ό Φεντορένκο μέ τόν Κορίτο! Ό Κορίτο είναι γεωπόνος μέ τά όλα του, πού νά πιάσει φράγκο ό Φεντορένκο μπροστά τουί

Τά παιδιά σηκώναν στά χέρια τόν Κορίτο καί τά «ζήτω» Επαιρναν κι Εδιναν, ένώ ό Φεντορένκο μέ τά χέρια στίς τσέπες είχε χάσει τό χρώμα του καί φώναζε:

— Τί; Ό Κορίτο γεωπόνος; Τέτιον ουτε ξαναεΐδα στά μάτια μου!

Τόν Φεντορένκο δέν τόν άφηναν ήσυχο, μέ άθώες τάχα έρωτήσεις:

— Παραδέχεσαι ότι νίκησε ό Κορίτο;Ό Φεντορένκο τό πολυσκεφτόταν τό πράμα. Στό συμβούλιο

τών διοικητών είπε:— Τί κορδώνεται ό Κορίτο; Τούτη τή βδομάδα, πάλι Ενα

ζευγάρι θά ’χουμε. Δόστε μου στό πρώτο μικτό τμήμα τόν

141

Page 142: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Κορίτο, καί Οά δείτε γιά πότε φτάνω τά τρεις χιλιάδες τή μέρα!Τό συμβούλιο τών διοικητών ένθουσιάστηκε μέ τήν έξυπνη

πρόταση του Φεντορένκο κι Ικανοποίησε τήν παράκλησή του. Ό Κορίτο κούνησε τό κεφάλι του:

—Έ χ , πονηράκο μου Φεντορένκο!— Κοίτα καλά, του είπε ό Φεντορένκο. "Οταν ήρθα σέ σένα

δούλεψα μ ’ όλη τήν ψυχή μου. Δοκίμασε μονάχα νά μου τή σκάσεις!...

Ό Κορίτο πρίν ν ’ άρχίσει τή δουλιά κατάλαβε τή δύσκολη θέση του:

— Τί πρέπει νά γίνει; Ό Φεντορένκο είναι Φεντορένκο. Έ δώ όμως πρόκειται νά όργώσω χωράφια. Κι άν τά παιδιά ποΰνε πώς δέ δούλεψα καλά, πώς τόν χαντάκωσα τόν Φεντορέν­κο τότε τήν έχω άσχημα...

Κι ό Φεντορένκο κι ό Κορίτο, τράβηξαν μέ γέλια τό πρωί γιά τά χωράφια. *0 Φεντορένκο έστησε πάνω σ τ ’ άλέτρι ενα τεράστιο παλούκι καί τό έδειξε στό φίλο του:

— Τό βλέπεις τούτο τό παλούκι; “Έ χε τό νοΰ σου. Στό χωράφι δέν πρόκειται νά χαρίσω κάστανα σέ κανένα...

Ό Κορίτο κοκκίνισε στήν άρχή ά π ’ τή σοβαρότητα τής κατάστασης κι υστέρα ά π ’ τά γέλια.

"Οταν ό ’Αλιόσκα μέ τή διχάλα του γύριζε άπ’ τά χωράφια κι έψαχνε κιόλας τίς τσέπες του νά βρεΐ τήν κιμωλία, όλος ό σταθμός έτρεξε νά τόν προϋπαντήσει καί τά παιδιά τόν ρωτού­σαν μέ άνυπομονησία:

— Λοιπόν, τί νέα;Ό ’Αλιόσκα άργά καί χωρίς κουβέντες έγραψε στόν πίνακα:«26 τοΰ Ό χτώ βρη , Ιο μικτό τμήμα τοΰ Φεντορένκο... 3.010

τ.μ.»— Μωρέ μπράβο, γιά δές, ό Φεντορένκο! Τρεις χιλιάδες!

’Α π’ τό χωράφι γύρισε κι ό Φεντορένκο μέ τόν Κορίτο. Τάπαιδιά ύποδέχτηκαν τόν Φεντορένκο σά θριαμβευτή, ένώ ό Λάποτ έλεγε:

—Έ γώ πάντα τό ’λεγα. Ποΰ πιάνει μπάζα ό Κορίτο μπροστά στόν Φεντορένκο! Ό Φεντορένκο είναι πραγματικός γεωπόνος!

Ό Φεντορένκο κοίταγε μέ δυσπιστία τόν Λάποτ, μά φοβόταν νά πει τίποτα γιά τήν καιροσκοπική πολιτική του, γιατί δέ βρισκόταν στό χωράφι, μά στήν αυλή τοΰ σταθμοϋ καί δέν κρατούσε στά χέρια του τ ’ άλέτρι πού έτριζε κι έσφαζε μέ δυσκολία τή σκληρή γής.

142

Page 143: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Πώς καί παραδόθηκες έτσι εύκολα, Κορίτο; ρώτησε ό Λάποτ.

— Νά, γιατί δέν έγινε ή δουλιά σύμφωνα μέ τόν κανονισμό σύντροφοι. Θά σάς· τό πώ: ό Φεντορένκο βγήκε στό χωράφι, παίρνοντας μαζί του κι ένα παλούκι. Αύτό ήτανε.

— Ναί, μέ παλούκι, βεβαιώνει ό Φεντορένκο. Πρέπει δά νά καθαρίζουμε καί τ ’ άλέτρι.

— Καί μοΰ ’πε, έπέμενε ό Κορίτο, πώς δέν πρόκειται νά μοΰ χαρίσει κάστανα...

— Καί γιατί νά σοΰ χαρίσω κάστανα; Καί τώρα τό λέω: καί τί μοΰ ’κάνες νά σέ χαϊδολογήσω; Σάμπως είσαι καμιά κοπελού­δα;

— Καί πόσες φορές σήκωσε τό παλούκι; ένδιαφέρθηκαν τά παιδιά.

—’Εγώ τ ’ άχρήστεψα αύτό τό παλούκι, γιατί δούλεψα φιλότιμα, κι έτσι οΰτε μιά φορά δέν τό σήκωσε πάνω μου. 'Όμως ούτε καί τ ’ άλέτρι τό καθάρισες μ ’ αύτό τό παλούκι, Φεντο­ρένκο.

— Είχα κι άλλο ρεζέρβα. Βρήκα στό χωράφι μιά πολύ βολική μαγκούρα.

— Μιά καί δέ σήκωσε οϋτε μιά φορά τό παλούκι, τίποτα δέ γίνεται, ξεκαθάρισε ό Λάποτ. Ά λ λ ά κι ή πολιτική σου Κορίτο, ήταν λαθεμένη. “Επρεπε νά μή βιάζεσαι, καί μάλιστα νά τοΰ έμπαινες καί στό ρουθούνι τοΰ διοικητή σου. Τότε θά σήκωνε καί τό παλούκι, καί τότε θά ’ταν άλλιώτικο τό πράμα: συμβού­λιο διοικητών, γραφείο, γενική συνέλευση, ό-χό-χό!

— Δέ μοΰ πέρασε ά π ’ τό μυαλό, εϊπε ό Κορίτο.’Έ τσι, ή νίκη έμεινε στόν Φεντορένκο, χάρη στή σταθερότη­

τα καί τήν έξυπνάδα του...Τό φθινόπωρο τέλειωνε μέ άφθονία, καλά προετοιμασμένο,

έλπιδοφόρο. Εϊναι άλήθεια, πώς άρκετά στενοχωρεθήκαμε καί νοσταλγήσαμε τά παιδιά πού μάς είχαν φύγει, μά κι ή καθημερι­νή δουλιά κι οί ζωντανοί άνθρωποι, έφερναν κάθε βράδυ άρκετό γέλιο καί κέφι, πού έκανε άκόμα καί τήν Αίκατερίνα Γκρηγκό­ριεβνα νά παραδεχτεί:

— Νά σάς πώ τήν άλήθεια; Μπράβο στήν κολεχτίβα μας. Σά νά μή συνέβηκε τίποτα!

Κι έγώ βέβαια, άκόμα καλύτερα κατάλαβα τώρα, πώς τίποτα δέ συνέβηκε καί δέν έπρεπε νά συμβεΐ. Ή έπιτυχία τών παιδιών τοΰ σταθμοϋ μας στίς έξετάσεις γιά τήν έργατική σχολή στό

143

Page 144: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Χάρκοβο, ή διαρκής αίσθηση πώς ζοΰν σ ’ άλλη πόλη καί σπουδάζουν, κι όμως παραμένουν μέλη τοΰ Εβδομου μικτού τμήματός μας, φούντωνε τίς έλπίδες όλων τών παιδιών. *0 διοικητής τοΰ έβδομου μικτοΰ τμήματος Ζαντόροφ μάς Εστελνε κανονικά βδομαδιάτικες έκθέσεις, πού τίς διαβάζαμε σέ συνε­λεύσεις μέσα σ ’ Ενα ευχάριστο βουητό έπιδοκιμασίας. Ό Ζαντόροφ έγραφε λεπτομερειακές έκθέσεις, γιά τό ποιός τά βρίσκει σκοΰρα καί σέ ποιό μάθημα, κι άνάμεσα στά υπηρεσια­κά Εβαζε καί μερικές άνεπίσημες παρατηρήσεις:

« Ό Σεμιόν Ετοιμάζεται νά τά μπλέξει μέ μιά κοπέλα ά π ’ τό Τσερνίγκοφ. Γράψτε του νά παρατήσει αύτές τίς δουλιές. Ό Βέρσνιεφ τό ’χει ρίξει στό χασομέρι. Λέει πώς στήν έργατική σχολή δέν ύπάρχει μάθημα γιατρικής κι ότι βαρέ­θηκε πιά τή γραμματική. Γράψτε του νά τ ’ άφήσει αύτά!». Σ ’ άλλο του γράμμα ό Ζαντόροφ Εγραφε:

«Συχνά μάς έπισκέπτονται ή Ό ξάνα μέ τή Ραχήλ. Τούς δίνουμε λίγο λαρδί κι αύτές μάς βοηθάνε, γιατί πότε ό Κόλκα δυσκολεύεται στή γραμματική, καί πότε ό Γκόλος τά μπερ­δεύει στήν άριθμητική. ΓΓ αύτό παρακαλοΰμε τό συμβούλιο τών διοικητών' νά τίς γράψει στό Εβδομο μικτό τμήμα, μιά πού κι οί δυό είναι πειθαρχικές>►,Ό Σούρκα Εγραφε άκόμα;

« Ή Ό ξάνα κι ή Ραχήλ δέν Εχουν παπούτσια, καί λεφτά δέν ύπάρχουν ν ’ άγοράσουμε. Τά δικά μας παπούτσια τά διορθώσαμε, γιατί κάνουμε κάμποσο δρόμο κι δλο σέ χαλίκι. Ά π ό τά λεφτά πού μάς Εστειλε ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, δέν Εμεινε τίποτα, γιατί άγοράσαμε βιβλία καί μιά θήκη γιά τά Εργαλεία τοΰ σχεδίου. Πρέπει νά πάρουμε παπούτσια γιά τήν Ό ξά να καί τή Ραχήλ. Κοστίζουν άπό Εφτά ρούβλια τό ζευγάρι άν τά πάρουμε ά π ’ τήν άποθήκη. Τρεφόμαστε καλούτσικα, τό μόνο κακό είναι πώς τρώμε μιά φορά τή μέρα καί τό λαρδί τό φάγαμε κιόλας. ‘ Ο Σεμιόν τρώει πολύ λαρδί. "Αν τυχόν μάς στείλετε άλλο λαρδί, γράψτε του νά τρώει λιγότερο».Τά παιδιά μέ μεγάλη χαρά άποφάσισαν στή γενική τους

συνέλευση: νά στείλουν λεφτά, νά στείλουν περισσότερο λαρδί, νά γράψουν τήν Ό ξά να καί τή Ραχήλ στό Εβδομο μικτό τμήμα, νά στείλουν σ ’ όλους τά σήματα τών τροφίμων τοΰ σταθμοϋ. Στόν Σεμιόν δέ χρειάζεται νά γράψουν γιά τό λαρδί, ύπάρχει αύτοΰ διοικητής κι άς μοιράζει τό λαρδί, πού ’ναι καί καθήκον

144

Page 145: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

του. Νά γράψουν στόν Βέρσνιεφ ότι πρέπει ν ’άφήσει στήν πάντα τά νευρικά του ξεσπάσματα, καί στόν Σεμιόν ν ά ’ναι προσεχτικός μέ τήν τσερνιγκοπούλα καί νά μή γεμίζει τό κεφάλι του μέ διάφορες τσερνιγκοπούλες. Κι άν χρειαστεί, τότε άς γράψει ή ίδ ια ή τσερνιγκοπούλα στό συμβούλιο τών διοικητών.

* Ο Λάποτ ήξερε νά κάνει τίς γενικές συνελεύσεις πραχτικές, γρήγορες κι εύχάριστες, κι Εκανε περίφημες προτάσεις γιά τήν Αλληλογραφία μέ τούς σπουδαστές τής έργατικής σχολής. Ή σκέψη ότι ή τσερνιγκοπούλα πρέπει νά γράψει στό συμβούλιο τών διοικητών, τούς ευχαρίστησε πολύ όλους κι άργότερα πήρε μιά κάποια άνάπτυξη.

Ή ζωή καί ή δράση τοΟ Εβδομου μικτού τμήματος στήν έργατική σχολή του Χάρκοβου άλλαξε ριζικά τόν τόνο καί τό ρυθμό του Στάθμου μας. Τώρα όλοι είχαν πειστεί, πώς ή έργατική σχολή είναι κάτι τό χειροπιαστό, ότι όποιος Εχει θέληση μπορεΐ νά πάει στή σχολή. ΓΓαύτό κι Εβλεπες τώρα μιά σοβαρή ένταση τής προσπάθειας στά μαθήματα του σχολείου. Πολύ σύντομα στήν έργατική σχολή πήγαν ό Μπράτσενκο, ό Γκεοργκίεφσκι, ό Ό σ άντσ ι, ό Σνάιντερ, ό Γκλέιζερ, ή Μαρού­σια Λέφτσενκο.

* Η Μαρούσια, παράτησε όριστικά τούς ύστερισμούς της καί σ ’αύτό τό διάστημα άγάπησε πολύ τήν Αίκατερίνα Γκρηγκό­ριεβνα, τήν άκολουθοΰσε παντοΰ, τή βοηθούσε όταν ήταν βάρδια καί πάντα τήν Εβλεπε μέ άγάπη κι άφοσίωση. Εύχαρι- στήθηκα πολύ πού ή Μαρούσια άρχισε νά ντύνεται κομψά καί καθαρά, κι Εμαθε νά φοράει καλοσιδερωμένα γιακαδάκια καί μπλουζίτσες ραμμένες μέ πολύ γοΰστο. ' Η Μαρούσια μπροστά στά μάτια μας γινόταν Ενα πραγματικά όμορφο κορίτσι.

Καί στίς γκρούπες τών μικρότερων παιδιών άρχισε νά φτάνει τό μοσκοβόλημα τής πολύ μακρινής άκόμα έργατικής σχολής, κι οί πιτσιρίκοι, άρχισαν νά ρωτάνε συχνά σέ ποιά έργατική σχολή, θά 'να ι καλύτερα νά πάνε.

Μέ ιδιαίτερη όρεξη ρίχτηκε στά μαθήματα ή Νατάσα Πετρένκο. Ή τα ν περίπου 16 χρονών, μά δέν ήξερε καθόλου γράμματα. ’Α π ’τίς πρώτες κιόλας μέρες του σχολειού Εδειξε έξαιρετικές Ικανότητες καί τής Εβαλα καθήκον μέσα στό χειμώνα νά περάσει τήν πρώτη καί τή δεύτερη τάξη. ’ Η Νατάσα Εκλεισε τά ματόκλαδά της σά νά μου Ελεγε ευχαριστώ, κι είπε λακωνικά:

— Καί γιατί όχι;

145

Page 146: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Δέ μ ’έλεγε τώρα «μπαρμπούλη» κι είχε φανερά άφομοιωθεΐ μέ τήν κολεχτίβα. Τήν άγαποΰσαν όλοι γιά τό θαυμάσιο χαρακτήρα της, γιά τό φωτεινό χαμόγελό της πού πάντα άνθιζε μ ’άφέλεια στά χείλη της, γιά τό μικρό λοξό δοντάκι της, γιά τίς χαριτωμένες κινήσεις της. ’ Εξακολουθούσε νά έχει φιλικές σχέσεις μέ τόν Τσόμποτ, κι αύτός συνέχιζε σιωπηλά καί κατσουφιασμένα νά φυλάει προσεχτικά τόν πολύτιμο αύτό θησαυρό ά π ’τούς έχθρούς. 'Η θέση όμως του Τσόμποτ άπό μέρα σέ μέρα γινόταν όλο καί πιό δύσκολη, γιατί γύρω στή Νατάσα δέν ύπήρχε κανένας έχθρός, ά λ λ ’άντίθετα λίγο-λίγο άπόχτησε ένα σωρό φίλους κι άνάμεσα στά κορίτσια κι άνάμεσα στά παιδιά. Ά κόμ α καί ό Λάποτ άπέναντί της φερνόταν μέ όλότελα άλλο τρόπο: δέν τήν κοροΐδευε, δέν τήν πείραζε κι ήταν προσεχτικός καί περιποιητικός μαζί της. ΓΓαύτό κι ό Τσόμποτ άναγκαζόταν νά περιμένει, ώσπου νά μείνει μόνη της, γιά νά κουβεντιάσει, ή πιό σωστά, νά μήν ποΰν λέξη γιά πράγματα αύστηρά Απαγορευμένα.

“Αρχισα νά διακρίνω στόν Τσόμποτ ΐήν άπαρχή μιάς κάποιας άνησυχίας καί δέ μοΰ φάνηκε παράξενο όταν ήρθε ένα βράδυ στό γραφείο μου καί μοΰ είπε:

—Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, έπιτρέψτε μου νά πάω στόν άδερφό μου.

—“Εχεις άδερφό;— Πώς δέν έχω. "Εχει τό νοικοκυριό του δίπλα στό Μπο-

γκοντοΰχοφ. Νά, πήρα καί γράμμα. Ό Τσόμποτ μοΰ έδοσε ένα φάκελο. Τό γράμμα έγραφε:

«Τί κάθεσαι καί μοΰ γράφεις γιά τήν κατάστασή σου. “Ελα έδώ, άγαπητέ άδελφέ Νικόλα Φιόντοροβιτς, καί μείνε κοντά μας. Σπίτι έχει μεγάλο καί τό καλύτερο έδώ γύρω νοικοκυριό, Μά κι ή χαρά μου θά ’ναι μεγάλη, πού βρέθηκε ό άδελφός μου, κι άν άγάπησες καμιά κοπέλα, φέρτην έδώ μέ όλο τό θάρρος».

— Νά, θ ά ’θελα νά πάω νά ρίξω μιά ματιά.— Μέ τή Νατάσα μίλησες;— Μίλησα.— Καί τί σοΰ’πε;—' Η Νατάσα δέν καταλαβαίνει άπ ’αύτά τά πράματα. Πρέπει

νά πάω νά τούς δώ, γιατί άπό τότε πού'φυγα ά π ’τό σπίτι, δέν ξανάδα τόν άδελφό μου.

146

Page 147: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καλά, άντε πήγαινε καί κοίτα. Θά ’ναι τσιφλικάς, φαίνεται, ό άδερφός σου.

—"Οχι, δέν είναι άπό δαύτους. Παλιότερα είχε ένα άλογο, τώρα όμως δέν ξέρω άν τό ’χει.

Ό Τσόμποτ έφυγε στίς άρχές τού Δεκέμβρη κι άργοΰσε πολύ νά γυρίσει.

Ή Νατάσα φαινόταν σά νά μήν πρόσεξε τό φευγιό του, έξακολουθοϋσε νά είναι χαρούμενη καί συγκρατημένη καί συνέχιζε τό διάβασμα μ ’ έπιμονή. Είδα πώς μέσα στό χειμώνα Οά μπορούσε νά περάσει όχι δυό, μά τρεις τάξεις.

' Η καινούργια πολιτική τών μαθητών στό σχολειό, άλλαξε κυριολεκτικά τό πρόσωπο του Σταθμοϋ. Ό Σταθμός άπόχτησε πιό πολιτισμένη όψη κι άρχισε νά μοιάζει μέ κανονικό σχολειό. Κανένας πιά τρόφιμος δέν είχε τήν παραμικρή άμφιβολίαγιά τή σπουδαιότητα καί τήν άνάγκη τής μόρφωσης. Κι αύτή ή καινούργια διάθεση μεγάλωνε, όσο περισσότερο οί σκέψεις κι οί συζητήσεις μας στρέφονταν γύρω ά π ’ τόν Μαξίμ Γκόρκι.

Σ ’ ένα ά π ’ τά γράμματά του στούς τροφίμους του Σταθμοϋ μας, ό Ά λεξέ ι Μαξίμοβιτς έγραφε:

•«Θά ’θελα πολύ, τά χινοπωριάτικα βράδια μετά τή δουλιά, νά διάβαζαν οί τρόφιμοι τά «Παιδικά χρόνια». ’Εκεί θά δοϋν πώς κι έγώ είμαι ένας άνθρωπος άκριβώς όπως κι αύτοί, μόνο πού ά π ’τά νεανικά μου χρόνια έδειχνα άκλόνητη έπιμονή στή μάθηση καί δέ μέ φόβισε ποτέ καμιά δουλιά. Πίστευα πραγματικά πώς ή μάθηση καί ή δουλιά θά τσακίσουν όλες τίς δυσκολίες».Οί τρόφιμοι άπό καιρό τώρα είχαν άλληλογραφία μέ τόν

Γκόρκι. Τό πρώτο μας γράμμα πού στείλαμε μέ τή λακωνική διεύθυνση: «Μαξίμ Γκόρκι, Σορέντο», πρός μεγάλη μας έκπλη­ξη τό πήρε, κι ό Ά λεξέ ι Μαξίμοβιτς μάς άπάντησε άμέσως μέ ένα γράμμα γεμάτο άγάπη καί φροντίδα πού τό διαβάζαμε μιά βδομάδα συνέχεια ώς τήν τελευταία γραμμούλα. Ά π ό τότε είχαμε ταχτική άλληλογραφία μαζί του. Τά παιδιά μαζεύονταν κατά τμήμα κι έγραφαν στόν Γκόρκι, μοϋ έφερναν τό γράμμα νά τό διορθώσω, έγώ όμως είχα τή γνώμη ότι δέν χρειαζόταν καμιά διόρθωση, γιατί όσο πιό πηγαία καί φυσικά ήταν τά γράμματα τόσο πιό ευχάριστα θά τά διάβαζε ό Μαξίμ Γκόρκι. ΓΓ αύτό καί οί διορθώσεις μου περιορίζονταν σέ κάτι τέτιες παρατηρήσεις:

— Πολύ άσχημο χαρτί διαλέξατε γιά νά γράψετε.

147

Page 148: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί που ’ναι οί ύπογραφές;"Οταν έρχόταν γράμμα ά π ’ τήν ’Ιταλία, πρίν φτάσει στά χέ­

ρια μου, έπρεπε νά τό ψηλαφίσουν όλα τά παιδιά πού άνοιγαν μέ θαυμασμό τά μάτια τους, βλέποντας τή διεύθυνση τοΟ γράμματος γραμμένη ά π ’ τόν ίδ ιο τόν Γκόρκι, καί ρίχνοντας Ενα βλέμμα άποδοκιμασίας στήν είκόνα τοΰ βασιλιά πάνω στό γραμματόση­μο.

— Πώς μωρέ αύτοί οί Ίταλιάνο ι κάνουν τόσο καιρό υπομο­νή; Βασιλιάς σοΰ λέει ό άλλος!... Τί χρειάζεται;

Τό γράμμα μόνο έγώ μπορούσα νά τό άνοίξω καί τό διάβαζα φωναχτά μιά καί δυό φορές. "Υστερα, τό έπαιρνε ό γραμματέας τοΰ συμβουλίου τών διοικητών καί διαβαζόταν ά π ’ όλους όσο νά τό χορτάσουν πιά, μέ ένα καί μοναδικό όμως όρο πού τούς έβαζε ό Λάποτ:

— Νά μή χώνετε τά δάχτυλά σας στό γράμμα. Μάτια έχετε; Διαβάστε μέ τά μάτια. Τί δουλιά έχουν έδώ τά δάχτυλα;

Τά παιδιά ήξεραν νά βρίσκουν στήν κάθε γραμμή τοΰ Γκόρκι όλόκληρη φιλοσοφία, όλόκληρες άλήθειες τής ζωής, πού ή βαρύτητά τους μεγάλωνε, γιατί τά γραφόμενα τοΰ Γκόρκι δέν έπιδέχονταν καμιά άμφιβολία. “Αλλο πράγμα τό βιβλίο. Έ δώ χωράει συζήτηση, διαφωνία, μπορεϊς άκόμα νά έκφράσεις τήν άποδοκιμασία σου, όταν τό βιβλίο δέ γράφει σωστά πράματα. Αύτό όμως δέν είναι βιβλίο, άλλά τό ζωντανό γράμμα τοΰ ίδιου τοΰ Μαξίμ Γκόρκι.

Τόν πρώτο καιρό, ε ίν ’ άλήθεια, άπέναντι στόν Γκόρκι τά παιδιά δείχνανε μιά κάποια θρησκευτική εύλάβεια, τόν θεωρού­σαν σάν πλάσμα άνώτερο ά π ’ όλους τούς άλλους άνθρώπους, καί τό θεωρούσαν σχεδόν Ιεροσυλία καί νά σκεφθοΰν κάν ότι μπορούσαν ν ’ άκολουθήσουν τό παράδειγμά του. Δέν πίστευαν ότι στά «Παιδικά χρόνια» περιγράφονται γεγονότα ά π ’ τή ν ’ίδια τή ζωή του:

— Γερή πένα! Σάμπως λίγα είδε στή ζωή του; "Οσα είδε έκατσε καί τά ’γράψε. Κι ό ίδιος θά ’ζησε σίγουρα σάν πιτσιρίκος, άλλά δέν ήταν σάν τούς άλλους.

Χρειάστηκε νά δουλέψω πολύ, γιά νά τούς πείσω ότι ό Γκόρκι γράφει τήν άλήθεια στά γράμματά του, ότι καί σ ’ ένα προικισμένο άκόμα άνθρωπο είναι άπαραίτητη ή μάθηση κι ή δουλιά. Τά άδρά καί ζωντανά χαρακτηριστικά τοΰ ήρωα τοΰ βιβλίου, τοΰ Ά λ ιό σ α , πού ή ζωή του έμοιαζε τόσο μέ τή ζωή πολλών ά π ’ τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ μας, γίνονταν πολύ άγαπητά

148

Page 149: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί κατανοητά σ ’όλους μας, χωρίς καμιά Ιδιαίτερη γΓαύτό προσπάθεια. Καί τότε φούντωνε ή έπιθυμία τών παιδιών νά δουν άπό κοντά τόν Ά λ εξέ ι Μαξίμοβιτς, τότε άρχιζαν νά πλάθουν όνειρα γύρω ά π ’τόν έρχομό του στό Σταθμό, μένοντας όμως μέ τήν άμφιβολία άν τελικά θά μπορούσε νά πραγματοποιηθεί τό όνειρό τους αύτό.

— Δέ μπορεί νά ’ρθει σέ μάς! Τί νομίζεις; Εϊσαι καλύτερος έσύ ά π ’όλους τούς άλλους γιά νά ’ ρθει νά σέ δεϊ; * Ο Γκόρκι έχει χιλιάδες σάν καί σένα, τί λέω, δεκάδες χιλιάδες...

— Ναί, άλλά δέ γράφει σ ’όλους αύτούς...— Καί νομίζεις πώς δέ γράφει; Γράφει τό λιγότερο είκοσι

γράμματα τή μέρα. Λογάριασε. Πόσο κάνουν τό μήνα; Ε ξ α κ ό ­σια. Βλέπεις, λοιπόν;

Πάνω στό ζήτημα αύτό τά παιδιά έκαναν όλόκληρες συζη­τήσεις κι ύπολογισμούς κι έρχονταν είδικά σέ μένα γιά νά τούς πώ πόσα γράμματα τή μέρα γράφει ό Γκόρκι.

Τούς άπαντοΰσα:— Νομίζω, όχι παραπάνω άπό ένα-δυό γράμματα τή μέρα. Κι

αύτό όχι κάθε μέρα.— Τί λέτε; Δέ μπορεϊ! Παραπάνω γράφει.—Ούτε μισό παραπάνω. Γράφει βιβλία πού θέλουνε χρόνο

πολύ. Βάλε κι αύτούς πού πηγαίνουν νά τόν δούνε, πρέπει καί νά ξεκουραστεί ή όχι;

— Δηλαδή, σά νά λέτε πώς μάς γράφει, γιατί, νά, πώς νά πώ, δηλαδή γιατί είμαστε γνωστοί του;

—“Οχι γνωστοί του, λέω, άλλά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι. Είναι ό προστάτης τοΰ Σταθμοϋ μας. Πιό συχνά θά τοΰ γράφουμε κι όπωσδήποτε θά τόν συναντήσουμε, θά γίνουμε φίλοι.

Τό ζωντάνεμα τής μορφής τοΰ Γκόρκι μέσα στήν κολεχτίβα τοΰ Σταθμοϋ μας έφτασε τελικά στά κανονικά του πλαίσια καί μόνο τότε άρχισα νά διαπιστώνω στά παιδιά όχι πιά τήν εύλάβεια μπροστά στό μεγάλο άνθρωπο, όχι τή λατρεία στό μεγάλο συγγραφέα, άλλά μιά άληθινή, ζωντανή άγάπη πρός τόν Ά λεξέι Μαξίμοβιτς καί μιά πραγματική εύγνωμοσύνη σ ’αύτόν τό μακρινό, λίγο παράξενο κι άσυνήθιστο, όμως πραγματικό, ζωντανό άνθρωπο.

Ή τα ν πολύ δύσκολο στούς μαθητές νά δείξουν αύτή τους τήν άγάπη. Δέν ήτανε σέ θέση νά έκφράσουν τήν άγάπη τους τούτη μέσα στά γράμματά τους καί μάλιστα ντρέπονταν νά γράψουν,

149

Page 150: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γΓ αύτή. γιατί ή ’ίδια ή σκληρή ζωή. τους συνήθισε νά μήν έκφράζουν τά αίσθήματά τους. Μόνο ό Γκούντ μέ ιό τμήμα του βρήκε διέξοδο. Στό γράμμα τους πού έστειλαν στόν Ά λεξέι Μαξίμοβιτς τόν παρακαλουσαν νά τούς στείλει τά μέτρα γιά νά τοΰ φτιάξουν μπότες. Τό πρώτο τμήμα είναι σίγουρο πώς ό Γκόρκι θά εκπληρώσει όπωσδήποτε τήν επιθυμία τους, μιά καί οί μπότες είχαν άσφαλώς μεγάλη άξια. Τό τσαγκαράδικό μας έπαιρνε παραγγελίες γιά μπότες άραιά καί ποΰ, κι ή δουλιά αύτή ήταν πολύ μπελαλίδικη: τρεχάματα στά παζάρια γιά κόλλα, υλικά, νά βρεις σόλες. δέρμα κι ένα σωρό άλλα πράματα. Ό τσαγκάρης έπρεπε νά βάλει όλη τήν τέχνη του γιά νά είναι οί μπότες όμορφες καί νά μή σφίγγουνε τό πόδι. Στό Γκόρκι σίγουρα θά είναι χρήσιμες οί μπότες και μάλιστα θά τοΰ είναι εύχάριστο νά ξέρει πα>ς τίς έφτιαξαν τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ κι όχι κανένας ϊταλιάνος παπουτσής.

"Ενας γνωστός τσαγκάρης άπ’ τήν πόλη, πού θεωρούνταν μεγάλος τεχνίτης στή δουλιά του, όταν ήρθε στό Σταθμό γιά ν ’ άλέσει ένα τσουβάλι άλεύρι συμφώνησε μέ τή γνώμη τών παιδιών κι είπε:

— Οί ’Ιταλοί κι οί Γάλλοι δέ φοράνε τέτιες μπότες κι ούτε καί ξέρουνε νά φτιάξουν. Ό μ ω ς, τί μπότες θά φτιάξετε τοΰ Γκόρκι; Πρέπει νά μάθετε τί σχέδιο τοΰ άρέσει, τί τακούνι θέλει, τί δέρμα. Καλό είναι τό μαλακό δέρμα, μά είναι άνθρωποι πού θέλουν σκληρό δέρμα. Τά υλικά θέλουν μεγάλη προσοχή. Καλύτερο θά ’ναι νά ράψετε μπότες άπό σεβρό καί τό πάνω μέρος άπό σκληρό καλό δέρμα. Μά καί τό ϋψος τής μπότας θέλει κι αύτό ξεκαθάρισμα: ποιό θά ’ναι;

Ό Γκούντ έμεινε μ ’ άνοιχτό τό στόμα, όταν είδε πόσο δύσκολο καί μπερδεμένο ήταν τό ζήτημα κι ήρθε νά μέ συμβουλευτεί:

— Θά ’ναι όμορφο άν φτιάξουμε τίποτα παλιομπότες γιά πέταμα; "Ασχημο θά ’ναι. Ά λ λ ά τί μπότες νά φτιάξουμε; Σεβρό ή λουστρίνι; Καί ποιός θά μάς βρει λουστρίνι δέρμα; Έ γώ άπό ποΰ θά τό βρώ; Μήπως θά μπορέσει ό Καλίνα ’ίβάνοβιτς; Αύτός όμως λέει: τί σάς ήρθε, βρέ παράσιτα, νά φτιάξετε μπότες τοΰ Γκόρκι; Αύτός τά παπούτσια του τά ράβει στόν τσαγκάρη τοΰ βασιλιά, στήν ’Ιταλία!

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς μπήκε στή συζήτηση:— Μήπως σωστά δέ σοΰ ’ πα; Δέν έχουμε άκόμα έδώ χφίρμα:

Γκούντ καί Σία... Ούτε μπορεΐτε σεις νά φτιάξετε μπότες

150

Page 151: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χφάμπρικας. Ή μπότα πρέπει νά φτιάχνεται έτσι, πού νά μπαίνει πάνω ά π ’ τήν κάλτσα καί νά μήν κάνει κάλους. Μά έσεΐς όμως, πώς συνηθίσατε; Τρία ποδόπανα φοράς καί πάλι σέ πατάει, παράσιτα! Τί λές, θά 'να ι όμορφο νά φτιάξετε στόν Γκόρκι κάλους, έ;

Τό Γκούντ τόν έτρωγε ή στενοχώρια καί μάλιστα άδυνάτισε ά π ’ όλες αύτές τίς σπαζοκεφαλιές.

Ή άπάντηση ήρθε ύστερα άπό ένα μήνα. Ό Γκόρκι έγραφε: «Μπότες δέ μου χρειάζονται. Έ γώ δά ζώ σέ χωριό κι έδώ

μπορεΐς νά βγεις καί χωρίς μπότες».Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς ρούφηξε τήν πίπα του καί σήκωσε

σοβαρά τό κεφάλι:— Αύτός είναι έξυπνος άνθρωπος καί καταλαβαίνει: καλύτε­

ρα νά περπατάει ξυπόλητος, παρά νά φοράει τίς μπότες σου, γιατί άκόμα κι ό Σιλάντι καταριέται τήν ώρα καί τή στιγμή πού γεννήθηκε, χφορώντας τά παπούτσια σου, καί δέν είναι καί κανένας παράξενος.,.

Ό Γκούντ άνοιγόκλεινε τά μάτια του κι έλεγε:— Βέβαια, πώς μπορεί κανένας νά φτιάξει καλές μπότες,

όταν ό τσαγκάρης ε ίν ' έδώ κι αύτός πού κάνει τήν παραγγελία, βρίσκεται στήν ’Ιταλία; Δέν πειράζει, Καλίνα Ίβάνοβιτς, έχουμε καιρό μπροστά μας. Ό ταν θά ’ρθει έδώ σέ μάς, τότε θά δείτε τί μπότες θά τοΰ φτιάξουμε...

Τό φθινόπωρο κυλούσε ήσυχα.Τό μόνο γεγονός πού είχαμε ήταν ό έρχομός τής έπιθεωρή-

τριας τοΰ Λαϊκού Έ πιτροπάτου Παιδείας, Λιουμπόβ Σαβέ- λιεβνα Ντζουρίνσκαγια... Ή ρ θ ε ά π ’ τό Χάρκοβο είδικά γιά νά δεϊ τό Σταθμό μας, κι έγώ τή δέχτηκα όπως δεχόμουνα συνήθως τούς έπιθεωρητές, παίρνοντας όλα τά μέτρα προφύλαξης, σάν τό λύκο πού έχει συνηθίσει νά τού στήνουν καρτέρι. Στό Σταθμό τήν εφερε ροδοκόκκινη καί χαρούμενη ή Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Νά, γνωριστείτε μέ τούτο τό άγρίμι, έκανε ή Μαρία Κοντράτιεβνα. Πίστευα πώς θά 'ταν άνθρωπος πού σού τρα­βούσε τό ένδιαφέρον, αύτός όμως είναι ένας πραγματικός καλόγερος. Φοβερό νά 'σαι μαζί του: άρχίζει νά σέ δέρνει ή συνείδηση.

' Η Ντζουρίνσκαγια έπιασε τήν Μπόκοβα άπ* τούς ώμους καί τής είπε:

—"Αντε, πήγαινε τώρα. Θά τά βολέψουμε καί χωρίς τήν έλαφρομυαλιά σου.

151

Page 152: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— ΙΙαρακαλώ, παρακαλώ, συμφώνησε χαϊδευτικά ή Μαρία Κοντράτιεβνα, ένώ στό μάγουλό της σχηματιζόταν τό όμορφο γνωστό λακκάκι της, όσο γιά τήν έλαφρομυαλιά μου, θά βρεθούνε άνθρωποι πού ξέρουν νά έχτιμάνε. Πού είναι τώρα τά πιτσιρίκια μου; Στό ποτάμι πήγανε;

— Μαρία Κοντράτιεβνα! άκούστηκε κιόλας ά π ’ τό ποταμά­κι ή ψιλή φωνούλα τού Σελαπούτιν. Μαρία Κοντράτιεβνα! Τρέξτε νά δεΐτε τί τσουλήθρα βρήκαμε!

— Καί θά μάς χωρέσει καί τούς δυό; άπάντησε ή Μαρία Κοντράτιεβνα κατηφορίζοντας πρός τό ποταμάκι.

— Θά μάς χωρέσει, άκόμα κι ό Κόλκα μπορεί νά ’ ρθει μαζί. Μόνο πού σεΐς φοράτε φούστα καί στό πέσιμο θά ’ναι κάπως...

— Μή φοβάσαι, ξέρω νά πέφτω! καί ή Μαρία Κοντράτιεβνα γύρισε τά μάτια της στή Ντζουρίνσκαγια.

Έ φυγε τρέχοντας πρός τόν παγωμένο κατήφορο πού Εβγαζε στό ποταμάκι Καλομάκ, ένώ ή Ντζουρίνσκαγια, τήν παρακο­λουθούσε μέ άγάπη:

— Τί παράξενος άνθρωπος. Φέρνεται σέ σάς έδώ σά στό σπίτι της!

— Καί μάλιστα χειρότερα, άπάντησα. Πολύ σύντομα θ ’ άρχίσω νά τήν τιμωρώ βγάζοντάς την υπηρεσία γιά τήν άσχημη διαγωγή της.

—Ά , μου θυμίσατε τίς άμεσες υποχρεώσεις μου. Ή ρ θ α άκριβώς γιά νά μιλήσουμε μαζί σχετικά μέ τό σύστημα πειθαρ­χίας πού Εχετε. Έ σ ε ΐς δηλαδή δένάρνιέστε ότι βάζετε τιμωρίες; Νά αύτή ή υπηρεσία πού ’πατε..., μετά λένε πώς, έσεΐς έδώ έφαρμόζετε κι άλλα πράματα: περιορισμό, φυλάκιση... καί μάλιστα δσους φυλακίζετε τούς δίνετε μονάχα ψωμί καί νερό!

Ή Ντζουρίνσκαγια ήταν μιά γυναίκα μεγαλόσωμη μέ καθαρό πρόσωπο καί νεανικά ζωηρά μάτια. Δέν ξέρω γιατί μού ήρθε νά τά κουβεντιάσω όλα μαζί της χωρίς καμιά διπλωματία:

— Δέν κλείνω κανέναν σέ περιορισμό μόνο μέ ψωμί καί νερό. "Ομως καμιά φορά δέν τούς δίνω φαγητό. Καί υπηρεσία βγάζω. Καί μπορώ νά κλείσω κανέναν, όχι δμως στό μπουντρού­μι, άλλά στό γραφείο μου. Σωστές είναι οί πληροφορίες σας.

— Μά αύτά Απαγορεύονται!—Ό νόμος δέν τό άπαγορεύει. "Οσο γιά τά γραφόμενα τών

διάφορων καλαμαράδων, έγώ δέν τά διαβάζω.— Δέ διαβάζετε βιβλία παιδαγωγικής; Σοβαρά μιλάτε;— Σοβαρά. Τρία χρόνια δέν άνοιξα κανένα τέτιο βιβλίο.

152

Page 153: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί δέν ντρεπόσαστε γ ι ’ αύτό; Καλά, γενικά διαβάζετε τίποτα;

— Γενικά, διαβάζω. Καί σάς τό λέω νά τό ξέρετε, καθόλου δέ ντρέπομαι. Καί πολύ λυπάμαι αύτούς πού διαβάζουν αύτά τά βιβλία παιδαγωγικής.

— Λόγο τιμής, θά χρειαστεί πολύ νά κουραστώ γιά νά σάς μεταπείσω. Μά έμεΐς πρέπει νά έφαρμόσουμε τή σοβιετική παιδαγωγική.

Α ποφάσισα νά δόσω τέλος στή συζήτηση κι είπα στή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα:

— Ξέρετε κάτι. Δέν πρόκειται νά λογομαχήσω μαζί σας. Έ χ ω τήν άτράνταχτη πεποίθηση ότι έδώ στό Σταθμό έφαρμόζε- ται ή πιό σωστή σοβιετική παιδαγωγική. ΓΓ αύτό μπορεΐ νά σάς πείσει είτε ή προσωπική πείρα, είτε μιά σοβαρή Ερευνα πού τ ’ άποτελέσματά της νά γράφουν σέ βιβλίο. Ή συζήτησή μας όμως αύτή έτσι στά πεταχτά, δέν πρόκειται νά λύσει τέτια προβλήματα. Θά μείνετε πολύ έδώ;

— Δυό μέρες.— Πολύ χαίρομαι γΓ αύτό. Στή διάθεσή σας έχετε πολλούς

τρόπους γιά νά κάνετε τή δουλιά σας. Μελετήστε όλ ’ αύτά πού θά δείτε γύρω σας, μιλήστε μέ τούς μαθητές, μπορεΐτε νά φάτε, νά δουλέψετε, νά ξεκουραστείτε μαζί τους. Βγάλετε όποια συμπεράσματα θέλετε, μπορεϊτε καί νά μ ’ Απολύσετε, άν τό νομίσετε Απαραίτητο. Μπορεϊτε νά γράψετε λεπτομερειακά δ,τι συμπεράσματα θέλετε καί νά μοϋ υποδείξετε τή μέθοδο πού σάς Αρέσει περισσότερο. Είναι δικαίωμά σας. Κι έγώ θά κάνω αύτό πού νομίζω σωστό, κι αύτό πού έγώ μπορώ νά κάνω. . Χωρίς τιμωρίες δέν ξέρω νά διαπαιδαγωγώ, καί μάλιστα καί σ ’ αύτή τήν τέχνη τής διαπαιδαγώγησης έχω πολλά άκόμα νά διδαχτώ.

Ή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα έμεινε σ ’ έμάς οχι δυό μέρες, άλλά τέσσερις καί σ ’ δλο αύτό τό διάστημα σχεδόν δέν τήν είδα. Τά παιδιά έλεγαν γ ι ’ αύτή:

—"Ω, ώ, τί αύστηρή γυναίκα, δέ χωρατεύει. "Ολα τά καταλαβαίνει.

Τίς μέρες πού ή Ντζουρίνσκαγια βρισκόταν στό Σταθμό παρουσιάστηκε στό γραφείο μου ό Βετκόφσκι:

— Φεύγω ά π ’ τό Σταθμό, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς...— Γιά ποΰ;— Κάπου θά βρεθεί νά πάω. Έ δώ άρχισε νά μή μέ τρα­

βάει τίποτα. Στήν έργατική σχολή δέ θά πάω, ούτε μαραγ­

153

Page 154: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κός θέλω νά γίνω. Θά φύγω νά πάω νά δώ λίγο κόσμο.— Κι έπειτα τί θά κάνεις;— Μετά, βλέποντας καί κάνοντας. Δόστε μου μόνο τό

άπολυτήριο.— Καλά. Τό βράδυ θά συνεδριάσει τό συμβούλιο τών διοι­

κητών. Ά ς σού δόσει τήν άδεια τό συμβούλιο τών διοικητών.Στό συμβούλιο τών διοικητών ό Βετκόφσκι κρατούσε μιά

έχθρική κάπως στάση καί προσπαθούσε νά δίνει μόνο τυπικές άπαντήσεις:

— Δέ μ ’ άρέσει δώ πέρα. Καί ποιός μπορεί νά μέ υποχρεώσει νά μείνω; "Οπου θέλω θά πάω. Τό τί θά κάνω είναι δίκιά μου δουλιά... Μπορεί καί νά κλέψω, τί σάς νοιάζει;

Ό Κουντλάτι φουρτούνιασε:— Τί θά πει μωρέ τί μάς νοιάζει; Θά τό ρίξεις στήν κλεψιά

καί δέ θά μάς νοιάξει; Κι άν σηκωθώ τώρα καί γιά τίς κουβέντες τούτες σού κοπανήσω καμιά στή μούρη, θά πιστέψεις πώς μάς νοιάζει;

' Η Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα έχασε τό χρώμα της, κάτι ήθελε νά πει μά δέν πρόφτασε. Τά παιδιά είχαν άγριέψει μέ τόν Βετκόφ- σκι. Ό Βόλοχοφ σκεκόταν κιόλας μπροστά στόν Κόστια:

— Στό νοσοκομείο πρέπει νά σέ πάμε! Τ ίποτ’ άλλο δέ σού χρειάζεται. Ά κοϋς έκεΐ, θέλει κι άπολυτήριο!... Πές τήν άλήθεια. Μήπως βρήκες καμιά δουλιά;

Πιό πολύ ά π ’ όλους είχε θυμώσει ό Γκούντ:— Μήπως έχουμε φράχτες; Δέν έχουμε. Ά φ ο ύ είσαι τέτιος

λωποδύταρος, τράβα στά τσακίδια. Μήπως φαντάστηκες πώς θά σου δόσουμε κι άλογο νά φύγεις ή θά σέ παρακαλάμε; Κανένας δέ θά σέ παρακαλέσει, ούτε θά τρέξει πίσω σου. Τράβα όπου θέλεις. Γιατί ήρθες έδώ;

Ό Λάποτ σταμάτησε τή συζήτηση:— Φτάνει, είπατε τή γνώμη σας. Ή υπόθεση τού Κόστια

είναι όλοκάθαρη: άπολυτήριο δέ θά τού δόσουμε.’ Ο Κόστια έσκυψε τό κεφάλι καί μουρμούρισε:— Μή μου δίνετε άπολυτήριο. Δέ μοΰ χρειάζεται. Έ τ σ ι κι

άλλιώς θά φύγω. Δόστε μου γιά τό δρόμο ένα δεκάρικο.— Νά τοΰ δόσουμε; ρώτησε ό Λάποτ.

Α πλώ θηκε σιωπή. Ή Ντζουρίνσκαγια τέντωσε τ ’ αΰτί της, μάλιστα έκλεινε καί τά μάτια, γέρνοντας τό κεφάλι της στήν πλάτη τοΰ ντιβανιού. Ό Κόβαλ είπε:

—Ό Κόστια έβαλε καί στήν Κομσομόλ τό Ίδιο ζήτημα.

154

Page 155: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Έ μ εΐς τόν διαγράψαμε ά π ’ τήν Κομσομόλ. "Ομως νομίζω πώς μπορούμε νά τού δόσουμε τό δεκάρικο.

— Σωστά, άκούστηκε νά λέει κάποιος. Τί, ένα δεκάρικο θά λυπηθούμε τώρα;

Έ βγα λα ά π ’ τήν τσέπη τό πορτοφόλι:— Θά του δόσω είκοσι ρούβλια. Νά, κάνε μιάν άπόδειξη.Κάτω ά π ’ τή γενική σιωπή ό Κόστια έγραψε τήν άπόδειξη,

έχωσε τά λεφτά στήν τσέπη καί φόρεσε τό καπέλο του:— Γειά χαρά, σύντροφοι!Κανένας δέν τοΰ άπάντησε. Μόνο ό Λάποτ πετάχτηκε σάν

έλατήριο κι άρχισε νά του φωνάζει ά π ’ τήν πόρτα:—'Ά ντε μωρέ θεοσκοτωμένε! Ά μ α φάς τό κοσάρι, μή

ντρέπεσαι νά ’ρθεις πίσω στό Σταθμό! Θά τό ξαναβγάλεις!Οί διοικητές έφυγαν συννεφιασμένοι. Ή Λιουμπόβ Σαβέ­

λιεβνα συνήρθε κι είπε:— Ηίναι φοβερό! Μά πρέπει νά μιλήσετε μέ τό παιδί...

"Υστερα σκέφθηκε καί συνέχισε:— Μά τί τρομερή δύναμη είναι αύτό τό συμβούλιό σας τών

διοικητών; Τί άνθρωποι είναι τούτοι;Τήν άλλη μέρα τό πρωί έφυγε. Ό Ά ντό ν έτοίμασε τό

έλκηθρο. Ή τα ν γεμάτο βρώμικο άχυρο καί παλιόχαρτα. Ή Σαβέλιεβνα κάθησε στό έλκηθρο κι έγώ ρώτησα τόν Ά ντόν:

— Γιατί είναι έτσι βρώμικο τό έλκηθρο;— Δέν πρόφτασα. μουρμούρισε ό Ά ντό ν κοκκινίζοντας.— Θά 'σαι ύπό κράτηση ώσπου νά γυρίσω ά π ’ τήν πόλη.— Μάλιστα, είπε ό Ά ν τό ν καί παραμέρισε.— Στό γραφείο; ρώτησε.— Ναί.Ο Ά ντό ν χώθηκε μουτρωμένος στό γραφείο κι εμείς βγήκα­

με σιωπηλοί ά π ’ τό Σταθμό. Μονάχα όταν φτάσαμε στό σιδηροδρομικό σταθμό ή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα* μέ πήρε ά π ’ τό χέρι καί μοΰ ’πε:

— Φτάνει πιά αύτή ή σκληράδα. Μά έσεΐς έχετε περίφημη κολεχτίβα. Σά νά 'γίνε κανένα θαύμα! ’Έμεινα μ ’ ανοιχτό τό στόμα... Μά πέστε μου. ε'ίσαστε βέβαιος πώς αύτός, ό πώς τόν λένε. ό Ά ντόν. κάθεται τώρα κρατούμενος;

Κοίταξα έκπληκτος τήν Ντζουρίνσκαγια:—Ό Ά ν τό ν είναι άνθρωπος μέ πολλά προτερήματα. Ά -

σψαλώζ κάθεται τώρα στό γραφείο, κρατούμενος. "Ομως. γενι­κά... είναι πραγματικά άγρίμια.

155

Page 156: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μά δέν κάνει έτσι. Κι ό λ ’ αύτά γΓ αύτόν τόν Κόστια; Είμαι βέβαιη πώς θά ξαναγυρίσει. Μά είναι υπέροχο! Στό Σταθμό σας έχουν δημιουργηθεϊ θαυμάσιες σχέσεις κι αύτός ό Κόστια είναι καλύτερος ά π ’ δλους.

Ά νάσανα μ ’ άνακούφιση καί δέν άπάντησα τίποτα.

13. ΓΚΡΙΜΑΤΣΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Ή ρθε τό 1925. Κι άρχισε πολύ άνάποδα.Στό συμβούλιο τών διοικητών ό Ό π ρ ίσ κ ο δήλωσε δτι θέλει

νά παντρευτεί κι ότι ό γερο-Λουκασένκο δέν πρόκειται νά τού δόσει τή Μαρούσια, άν ό Σταθμός δέ δόσει στόν Ό π ρ ίσ κ ο τήν ■ίδια προίκα πού πήρε κι ή “Ολια Βόρονοβα. Μ ’ Ενα τέτιο νοικοκυριό, ό Λουκασένκο θά δεχτεί τόν Ό π ρ ίσ κ ο σπίτι του καί θά είναι κι οί δυό νοικοκυραΐοι σ ’ όλο τό βιός.

Ό Ό πρ ίσκο στό συμβούλιο τών διοικητών φερνόταν μ ’ Εναν πολύ άσχημο τρόπο, σάν κληρονόμος κιόλας τοΟ Λουκασένκο καί σάν άνθρωπος άνεξάρτητος οίκονομικά.

Οί διοικητές σώπαιναν, μήν ξέροντας τί έξήγηση νά δόσουν σ ’ όλη τούτη τήν ίστορία. Τελικά ό Λάποτ κοιτάζοντας τόν Ό πρ ίσκο , ρώτησε σιγανά:

— Καλά, Ντμΐτρο, πώς τό σκέφτεσαι τό ζήτημα; Καλά, θά γίνεις νοικοκύρης μαζί μέ τόν Λουκασένκο, λές. Δηλαδή θά γίνεις, χωρικός.

Ό Ό πρίσκο Εριξε μιά στραβή ματιά στό Λάποτ, ένώ στά χείλια του φάνηκε Ενα χαμόγελο γεμάτο σαρκασμό:

—"Ας είναι κι Ετσι όπως τό λές: χωρικός.—Έ σ ύ πώς τό βλέπεις αύτό;— Βλέποντας καί κάνοντας.—"Ετσι λοιπόν, είπε ό Λάποτ. Λοιπόν, ποιός θά μιλήσει;Πήρε τό λόγο ό Βόλοχοφ, ό διοικητής τοΰ Εκτου τμήματος:—"Οτι τά παιδιά πρέπει νά σκέφτονται γιά τό μέλλον τους,

είναι σωστό. Δέν πρόκειται νά μείνει κανείς ώς τά γεράματά του στό Σταθμό. Καί ποιά είδίκευση παίρνουμε δώ; "Οποιος είναι στό Εχτο ή στό τέταρτο ή καί στό Ενατο τμήμα, κάτι γίνεται, μπορεΐ νά γίνει σιδεράς, μαραγκός ή νά δουλέψει σέ μύλο. Μά σ τ ’ άγροτικά τμήματα, δέν παίρνουμε καμιά είδικότητα. "Ετσι, μιά πού θέλει νά γίνει άγρότης, άς πάει. Μόνο, πού γιά τόν

156

Page 157: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό π ρίσ κ ο κάπως ύποπτα μοΰ φαίνονται τά πράματα. Μά έσύ δέν είσαι κομσομόλος;

—Έ , καί τί πού’μαι κομσομόλος;—Έ γώ νομίζω, συνέχισε ό Βόλοχοφ, πώς δέ θά’ταν άσχημο

νά συζητούσαμε πρώτα τό ζήτημα στήν Κομσομόλ. Τό συμβού­λιο τών διοικητών πρέπει νά ξέρει πώς βλέπει τό ζήτημα ή Κομσομόλ.

— Τό γραφείο τής Κομσομόλ γιά τήν υπόθεση αύτή έχει κιόλας γνώμη, εϊπε ό Κόβαλ. Ό Σταθμός Γκόρκι δέν Εγινε γιά νά βγάζει κουλάκους. Ό Λουκασένκο είναι κουλάκος.

— Τί κουλάκος κάθεσαι καί λές, άντιλόγησε ό Ό πρ ίσ κο . Ε πειδή έχει ένα σπίτι μέ σκεπή; Αύτό τίποτα δέ λέει.

— Κι άλογα πόσα; Δυό;— Δυό.—Ε ργάτες έχει;—Ό χ ι .— Κι ό Σεριόγκα;— Τόν Σεριόγκα τοΰ τόν έδοσαν Απ’τόν παιδικό σταθμό

αύτοί ά π ’τό τμήμα Λαϊκής Παιδείας γιά νά τόν κηδεμονέψει, πού λένε.

— Τό ίδιο κάνει, είτε τοΰ τόν έδοσε τό τμήμα ή όποιος άλλος. "Οπως καί ν ά 'χ ε ι τό πράμα, έργάτης είναι.

— Μά άφοΰ τόν δόσανε...— Τόν δόσανε... Νά μήν τόν πάρεις άν είσαι έντάξει

άνθρωπος.Ό Ό π ρ ίσ κ ο δέν περίμενε τέτια έξέλιξη κι είπε σά χαμένος:— Καί γιατί σέ μένα Ετσι; 'Αφοΰ στήν Ό λ γ α δόσατε!

Ό Κόβαλ άπάντησε:— Πρώτο, μέ τήν “Ολγα εϊναι άλλιώς τό ζήτημα. ' Η "Ολγα

παντρεύτηκε μέ δικό μας άνθρωπο. Τώρα αύτοί πάνε στήν Κομμούνα, όλα όσα δόσαμε θά πάνε σέ καλή μεριά. Δεύτερο, ή Ό λ γ α δέν ήταν σάν κι έσένα. Καί τρίτο, δέν έχουμε καμιά όρεξη νά βγάζουμε κουλάκους...

— Καί τί θά κάνω έγώ τώρα;— Κάνε ό,τι θέλεις.—"Οχι, δέν είναι σωστό. Είπε ό Στουπίτσιν. Ά ν άγαπιοΰνται

άς παντρευτούν. Μπορούμε νά δόσουμε καί προίκα στόν Ντμί- τρο, όμως νά πάει στήν Κομμούνα κι όχι στόν Λουκασένκο. Έ κ ε ΐ τώρα ή “Ολγα θά ’χει άνοίξει δουλιές μέ τό τσουβάλι.

—Ό πατέρας τής Μαρούσια δέ θ ’άφήσει.

157

Page 158: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—Ά ς τόν μουντζώσει ή Μαρούσια.— Δέ μπορεί νά τό κάνει αΰτο.— Δηλαδή, δέ σ ’ άγαπάει, αυτό είναι. Καί γενικά... κουλά-

κικο σόι. τί τά θές;— Καί τί σέ νοιάζει έσένα άν μ* άγαπάει ή όχι;— Νά, βλέπεις, λοιπόν; Τί μέ νοιάζει; Σϊίναι καθαρό πώς σέ

παίρνει άπό ύπολογισμό. Ά ν σ ' άγιιποϋσε...— Μπορεί καί νά μ ’ άγαπάει. όμως άκούει τόν πατέρα της.

Καί στήν Κομμούνα δέ μπορεί νά πάει.— Δέ μπορεί, δέ μπορεί... Τότε τί σκοτίζεις τά κεφάλια μας

έδώ στό συμβούλιο τών διοικητών·; πετάχτηκε άπότομα ό Κουντλάτι. Έ σ ύ θέλεις νά βολευτείς κοντά στήν κορούλα τοΰ κουλάκου, καί τοΰ Λουκασένκο τοΰ χρειάζεται γιά τό σπίτι γαμπρός μέ γεμάτη τσέπη. Κι έμεΐς τί δουλιά Εχουμε σ ’ αυτή τήν ύπόθεση; Κλείστε τή συνεδρίαση...

'Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στό πρόσωπο του Λάποτ:— Κλείνω τή συνεδρίαση έξαιτίας τής λειψής αγάπης τής

Μαρούσια.Τό χτύπημα γιά τόν ‘Οπρίσκο ήταν μεγάλο. Γύριζε σ ’όλο τό

Σταθμό συννεφιασμένος, πείραζε τούς πιτσιρίκους, τήν άλλη μέρα μέθυσε καί σήκωσε όλόκληρη φασαρία στό θάλαμο.

Τό συμβούλιο τών διοικητών μαζεύτηκε γιά νά έξετάσει τήν ύπόθεση τοΰ μεθυσιού τοΰ Ό πρίσκο .

'Ό λο ι κάθονταν σκυθρωποί. Στόν τοίχο στεκόταν μέ κατεβα- σμένα τά μούτρα κι ό Ό πρίσκο. Ό Λάποτ πήρε τό λόγο:

—Ά ν καί είσαι διοικητής, όμως τώρα πληρώνεις τή νύφη γιά προσωπικό σου ζήτημα, γ ι ' αύτό πρέπει νά σταθείς στή μέση.

Είχαμε μιά συνήθεια; ό φταίχτης επρεπε νά στέκεται στή μέση τοΰ δωματίου.

Ό Ό π ρ ίσ κ ο Εριξε μιά σκοτεινή ματιά στό πρόσωπο τοΰ προέδρου καί μουρμούρισε:

—Έ γώ δέν Εκλεψα τίποτε καί δέ θά σταθώ στή μέση.— Θά σταθείς, είπε ήσυχα ό Λάποτ.

Ό Ό π ρ ίσ κ ο κοίταξε γύρω του τό συμβούλιο καί κατάλαβε πώς θέλει δέ θέλει θά τόν στήσουν στή μέση. Ξεκόλλησε άπό τόν τοίχο καί βγήκε στή μέση.

— Καλά, λοιπόν.— Στάσου προσοχή, είπε Εντονα ό Λάποτ.

158

Page 159: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Ό π ρ ίσ κ ο σήκωσε τούς ώμους, πικροχαμογέλασε, δμως άφησε τά χέρια κι ίσιωσε τό κορμί του.

— Καί τώρα πές μας: πώς τόλμησες νά γίνεις στουπί στό μεθύσι καί νά σηκώσεις όλο τόν κόσμο στό ποδάρι, έσύ, κομσομόλος, διοικητής καί τρόφιμος τού Σταθμοϋ; Λέγε.

Ό Ό π ρ ίσ κ ο ήταν πάντα άνθρωπος μέ δυό τρόπους στή συμπεριφορά του: όταν τό σήκωνε ή περίσταση έκανε τόν ψευτοπαλικαρά, ήταν έπιθετικός κι όλους «τούς έγραφε στά παλιά του τά παπούτσια». "Ομως στήν ούσία ήταν πολύ προσεχτικός καί πονηρός διπλωμάτης. Οί τρόφιμοι τόν ήξεραν καλά, γΓ αύτό τούτη ή υπάκουα στάση τοϋ Ό π ρ ίσ κ ο κανέναν δέν παραξένεψε. Ό Ζόρκα Βόλκοφ, ό διοικητής τοΰ έβδομου τμήματος, πού πρίν λίγο καιρό είχε μπεΐ στή θέση τοΰ Βετκόφ- σκι, κούνησε τό χέρι του στόν Ό π ρ ίσ κ ο καί τοΰ 'πε:

— Νά ’τος, τώρα. Μάς κάνει τή σιγανό παπαδιά. Κι αύριο πάλι θά μάς κάνει τόν παλικαρά.

—Α φ ήσ τε τον νά μιλήσει, μουρμούρισε ό Ό σάντσ ι.— Σάμπως τί έχω νά πώ; Είμαι φταίχτης καί τίποτ’ άλλο.—Ό χ ι , νά μάς πεις πώς τόλμησες...

Ό Ό π ρ ίσ κ ο πήρε υφος κακομοίρικο, έριξε μιά καλόβολη ματιά στό συμβούλιο καί σήκωσε τά χέρια:

— Μά σάμπως χρειαζόταν έδώ νά ’ναι κανένας τολμηρός; Νά, ήπια γιά νά πάνε τά φαρμάκια κάτω. Κι ό πικραμένος δέ μπορεϊ νά ’ ναι φταίχτης γιά ό,τι φτιάχνει πάνω στό μεθύσι του.

— Κουταμάρες, είπε ό Ά ντόν. "Εχεις καί παραέχεις εύθύνη. Κάνεις λάθος νά νομίζεις πώς δέν έχεις εύθύνη. Νά τόν διώξουμε άπ’ τό Σταθμό. Αύτό καί τίποτ* άλλο. Κι όποιος πίνει θά παίρνει ποδάρι άπό δώ! Χωρίς λύπηση!

— Μά θά πάει χαμένος, άνοιξε τά μάτια του ό Γκεοργκίεφ- σκι. Θά τόν φάει ό δρόμος!...

—Ά ς τόν φάει!— Μά ά π ’ τήν πίκρα του ήπιε, ό άνθρωπος. Τί τού κολλήσα­

τε έτσι σ τ ’ άλήθεια; Τόν άνθρωπο τόν πνίγει ό πόνος κι έσεΐς τοϋ μπήκατε όλοι έδώ μέσα, είπε μ* άπροκάλυπτη είρωνία, ό Ό σάντσ ι, κοιτάζοντας τήν κακομοίρικη φυσιογνωμία τού Ό ­πρίσκο.

— Κι ό Λουκασένκο δέν τόν θέλει χωρίς τήν κουρελαρία του, είπε ό Ταρανέτς.

— Καί τί μάς νοιάζει έμάς; φώναξε ό Ά ντόν. “Αν δέν τόν θέλει ό Λουκασένκο, τότε άς βρει άλλον κουλάκο νά πάει...

159

Page 160: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Γιατί νά τόν διώξουμε; άρχισε δειλά ό Γκεοργκίεφσκι. Είναι παλιός τρόφιμος του Σταθμοϋ μας. Έ , καλά, Εκανε λάθος. Θά τό διορθώσει. Καί μήν ξεχνάμε πώς άγαπιοϋνται μέ τή Μαρούσια. Μπάς καί πρέπει νά τούς βοηθήσουμε;

— Καί τί, μήπως είναι κανένας άλήτης; γύρισε παραξενεμέ- νος ό Λάποτ. Τί θά πεϊ θά διορθωθεί; Αύτός είναι τρόφιμος του Σταθμοϋ.

Πήρε τό λόγο ό Σνάιντερ, ό νέος διοικητής τοΰ όγδοου τμήματος, πού μπήκε στή θέση τοΰ Καραμπάνοφ νά διοικήσει τό ήρωικό αύτό τμήμα. Τό όγδοο τμήμα είχε κάτι λεβέντες σάν τόν Φεντορένκο καί τόν Κορίτο. Μ ’ έπικεφαλής τόν Καραμπά­νοφ ο{ δύσκολοι χαρακτήρες τους είχαν θαυμάσια ταιριάξει κι ό Καραμπάνοφ βγάζοντας όλα τά ζιζάνια ά π ’ τή μέση, ήξερε νά τούς βάζει νά κάνουν καί τήν πιό δύσκολη δουλιά, κι αύτούς τούς διάκρινε τό ταλέντο νά έκπληρώνουν όποιαδήποτε δουλιά μέ τό γέλιο καί πάντα κρατώντας ψηλά τήν τιμή τοϋ Σταθμοϋ. "Οταν πρωτοπήγε στό τμήμα, πολλοί νόμισαν πώς βρέθηκε σ ’ αύτό κατά λάθος. Ή τα ν μιά σταλιά μπόμπιρας, άδύνατος, σάν μαυροτσούκαλο καί μέ άραιό κατσαρό μαλλί. "Υστερα ά π ’ τήν παλιά Ιστορία μέ τόν ’ Οσάντσι, ό Αντισημιτισμός δέν ξανασή- κωσε κεφάλι στό σταθμό, όμως ή στάση τών παιδιών άπέναντι στόν Σνάιντερ, ήταν γεμάτη είρωνία. Πραγματικά ό Σνάιντερ πολλές φορές μπέρδευε πολύ άστεϊα τά ρούσικά του, κι άμα τόν Εβλεπες πώς δούλευε στό χωράφι σ ’ Επιαναν τά γέλια μέ τή βραδυκινησία καί τήν Ανεμελιά του. Ό καιρός όμως περνούσε καί σιγά-σιγά στό όγδοο τμήμα δημιουργήθηκε καινούργια κα­τάσταση: ό Σνάιντερ Εγινε ό Αγαπημένος του τμήματος, πού γΓ αύτόν αίσθάνονταν περηφάνεια όλοι οί Ιππότες τοΰ Καραμπά­νοφ. Ό Σνάιντερ ήταν πολύ ξύπνιο παιδί κι ήξερε νά όργανώνει τίς δουλιές του προσεχτικά, μέ λεπτότητα καί μυαλωμένα. Ή ξερ ε ν ’ Αντιμετωπίζει μέ ήρεμη ματιά πού ’βγαίνε ά π ’ τά μεγάλα μαϋρα μάτια του, καί τήν πιό δύσκολη κατάσταση στό τμήμα του. “Ηξερε τί νά πει καί πότε νά τό πει. Καί παρόλο πού σχεδόν δέν ψήλωσε καθόλου όσο καιρό Εμενε στό Σταθμό, όμως δυνάμωσε γιά καλά, τά μούσκουλά του σκλήρυναν Ετσι πού δέν ντρεπόταν πιά τό καλοκαίρι νά φοράει φανέλα χωρίς μανίκια, καί κανένας πιά δέν κοίταγε εΙρωνικά τόν Σνάιντερ όταν τοϋ Εδιναν γιά δουλιά τό σκληρό τ ’ άλέτρι. Τό όγδοο τμήμα τόν πρότεινε όμόφωνα γιά διοικητή κι έμεΐς μέ τόν Κοβαλιόφ καταλάβαμε Ετσι τό ζήτημα:

160

Page 161: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τό τμήμα θά τό κρατάμε έμείς οί Ίδιοι, κι ό Σνάιντερ θά είναι τό στολίδι του.

Μά ό Σνάιντερ τήν άλλη κιόλας μέρϋ.άπ’ τό διορισμό του, έδειξε πώς δέν πήγε τζάμπα τό πέρασμά του ά π ’ τό σχολειό τοΰ Καραμπάνοφ. Κι έκδήλωσε άνοιχτά τή θέλησή του ν<* ΜΠν είναι μόνο τό στολίδι του τμήματός του, άλλά κι ό καθοδηγητής του. Ό Φεντορένκο πού είχε συνηθίσει στίς βροντές καί τίς άστρα- πές τοΰ Καραμπάνοφ, εύκολα πάλι άρχισε νά συνηθίζει τίς ήρεμες καί φιλικές παρατηρήσεις πού τοΰ έκανε ποΰ καί ποΰ ό καινούργιος διοικητής.

Ό Σνάιντερ είπε:—"Αν ό Ό π ρ ίσ κ ο ήταν κανένας καινούργιος, θά μπορούσα­

με νά τοΰ τά συχωρέσουμε. Τώρα όμως σέ καμιά περίπτωση δέ χωράει συχώρεση. Ό Ό π ρ ίσ κ ο έδειξε πώς γράφει στά παλιά του τά παπούτσια όλάκερη τήν κολεχτίβα. Καί νομίζετε πώς αύτό δέ θά τό ξανακάνει; "Ολοι σας τό ξέρετε πώς θά τό ξανακάνει. Έ γώ δέ θέλω νά παιδεύεται. "Ας πάει νά ζήσει έξω ά π ’ τήν κολεχτίβα μας καί τότε θά καταλάβει. Καί πρέπει σ ’ όλους νά δείξουμε ότι τέτια κουλάκικα καμώματα δέν έχουν έδώ πέραση. Τό όγδοο τμήμα ζητάει νά φύγει ό Ό π ρ ίσ κ ο ά π ’ τό Σταθμό.

Ή άπαίτηση τοΰ όγδοου τμήματος έπαιζε άποφασιστικό ρόλο: στό τμήμα δέν υπήρχε σχεδόν κανένας καινούργιος. Οί διοικητές Εριξαν τά βλέμματά τους σέ μένα κι ό Λάποτ μοϋ έδοσε τό λόγο:

— Τό ζήτημα είναι ξεκάθαρο, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, πέστε μας, ποιά είναι ή γνώμη σας:

— Νά τόν διώξουμε, είπα σύντομα.Ό Ό π ρ ίσ κ ο κατάλαβε πώς δέν ύπήρχε σωτηρία κι άφησε τό

διπλωματικό συγκροτημένο ύφος του:— Πώς θά μέ διώξετε; Καί ποΰ θά πάω; Θά πάω νά κλέψω; Τό

σκεφτήκατε; Νομίζετε πώς δέ θά τό πληρώσετε αύτό; "Ως τό Χάρκοβο θά φτάσω...

"Ολοι έβαλαν τά γέλια.—' Ωραΐα, λοιπόν. Θά πας στό Χάρκοβο. θά σοΰ δόσουν ένα

σημειωματάκι καί θά μάς ξαναγυρίσεις στό Σταθμό νά ζήσεις πάλι έδώ μ ’ όλα σου τά δικαιώματα. Μιά χαρά θά σου ’ ρθει, μπράβο!

Ό Ό π ρ ίσ κ ο κατάλαβε πιά ότι έλεγε μεγάλες βλακείες καί σώπασε.

— Δηλαδή, μόνο ό Γκεοργκίεφσκι είναι κατά, είπε ό Λάποτ

161

Page 162: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ρίχνοντας μιά ματιά στά μέλη τοΰ συμβουλίου. Διοικητής τής υπηρεσίας!

— Παρών! στάθηκε προσοχή ό Γκεοργκίεφσκι.— Νά διωχτεί ό Ό π ρ ίσ κ ο άπ* τό σταθμό.— Μάλιστα. Νά διωχτεί! άπάντησε χαιρετώντας κανονικά ό

Γκεοργίεφσκι, κι εκανε νόημα στόν Ό π ρ ίσ κ ο νά βγει Εξω.Τήν άλλη μέρα μάθαμε πώς ό Ό π ρ ίσ κ ο ζεΐ στοΰ Λουκασέν­

κο. Κάτω άπό ποιους όρους συμφώνησαν οί δυό τους δέ μάθαμε, όμως τά παιδιά έπέμεναν ότι όλα τά κανόνισε ή Μαρούσια.

Ό χειμώνας εβγαινε. Τό Μάρτη τά πιτσιρίκια γλιστρούσαν στόν Καλομάκ πάνω σέ μεγάλα κομμάτια πάγου. ' Η διασκέδαση αύτή συνοδευόταν άπό τσαλαβουτήματα πού, όσο κι άν ήταν άναπόφευκτα αύτή τήν έποχή του χρόνου, τούς ξάφνιαζαν πάντα καθώς οί δυνάμεις τής φύσης τούς άναποδογύριζαν, όπως ήταν μέ τά ρούχα τους, άπό τίς πρόχειρες σχεδίες τους, τά κομμάτια τού πάγου, ή κι ά π ’ τά κλαδιά τών δέντρων πού κρέ­μονταν πάνω άπ* τό ποτάμι. Φυσικά, άκολουθούσε ό συνηθισμέ­νος άριθμός γριπιασμένων.

Πέρασε όμως καί ή γρίππη, άρχισαν οί όμίχλες, καί πολύ γρήγορα ό Κουντλάτι άρχισε νά βρίσκει πατατοΰκες πεταμένες στή μέση τής αύλής καί ξεσήκωνε μιά συνηθισμένη άνοιξιάτι- κη φασαρία, άπειλώντας νά ντύσει τούς πιτσιρίκους μέ βρακά- κια καί φανελίτσες δυό βδομάδες νωρίτερα ά π ’ ό,τι πρόβλεπε τό ήμερολόγιο.

14. «ΟΧΙ ΓΚΡΙΝΙΕΣ!»

Στά μέσα τοΟ ’Απρίλη μάς ήρθαν οί πρώτοι σπουδαστές τής έργατικής σχολής γιά διακοπές.

Είχαν άδυνατίσει καί μαυρίσει, γι* αύτό κι ό Λάποτ Εδοσε έντολή νά μπούνε στό δέκατο τμήμα μέ αυξημένο σισσίτιο. ' Η στάση τους ήταν καλή, δέν κορδώνονταν μπροστά στά παιδιά τοΰ Σταθμού γιά τή σπουδαστική τους ίδιότητα. Μάλιστα ό Καραμπάνοφ, πρίν προφτάσει καλά-καλά νά τούς χαιρετίσει όλους, ετρεξε παντού νά δεϊ τί γίνεται στό νοικοκυριό καί στά έργαστήρια. Ό Μπελούχιν κυκλωμένος άπ’ τά πιτσιρίκια, πού είχαν κρεμαστεί πάνω του, διηγιόταν γιά τό Χάρκοβο καί γιά τή ζωή τους στή σχολή.

Τό βράδυ κάτσαμε όλοι κάτω ά π ’ τόν άνοιξιάπκο ούρανό,

162

Page 163: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί φρεσκάραμε τίς παλιές άναμνήσεις γύρω ά π ’ τά γεγονότα του Σταθμού. Στόν Καραμπάνοφ δέν άρεσαν καθόλου τά τελευ­ταία περιστατικά:

— Δέ γίνεται λόγος άν κάνατε σωστά, λέει. Μιά πού ό Κόστια εϊπε πώς δέν τού άρέσει έδώ, καλά κάνατε καί τόν στείλατε στό διάολο. "Ας πάει νά ψάξει νά βρεϊ άλλού καλύτε­ρα. Καί ό Ό πρ ίσκο , σάν κουλάκος, πήγε κεΐ πού τού 'πρεπε: στούς κουλάκους. "Αμα όμως τό σκεφτεΐς καλύτερα, δέν ξέρω, σάν κάτι νά μήν ε ίν ’ έντάξει. Πρέπει νά κάτσουμε νά τό δούμε καλύτερα τό πράμα... Νά, έμεΐς στό Χάρκοβο, είδαμε μιά διαφορετική ζωή. Έ κ εΐ ε ίν ’ άλλιώτικη ή ζωή κι άλλιώτικοι οί άνθρωποι.

— Τί, σ ' έμάς στό Σταθμό είναι κακοί άνθρωποι;— Καλοί άνθρωποι είναι στό Σταθμό, είπε ό Καραμπάνοφ,

πολύ καλοί μάλιστα. Μά γιά δές γύρω τί γίνεται, κάθε μέρα κι οί κουλάκοι γίνονται πιότεροι. Μπορεί νά δεϊ προκοπή ό Σταθμός έδώ; Έ δώ πέρα ή θά τσακώνεσαι καί θά βρίζεσαι ή θά τό κόβεις λάσπη.

— Δέν ε ίν ’ αύτό, είπε σκεφτικός ό Μπουρούν, μέ τούς κουλάκους πρέπει όλοι νά παλέψουμε. Είναι δουλιά πού ’χει ιδιαίτερη σημασία. Μά δέν ε ίν ’ αύτή ή ούσία. Έ δώ , στό Σταθμό δέν εχει κανένας τί νά κάνει. Νά τό κουμπί. Είναι 120 άτομα, δύναμη οχι άστεΐα, καί τί δουλιά κάνουν σέ παρακαλώ; Σπέρνουν, θερίζουν, σπέρνουν καί ξαναθερίζουν. * Ιδρώτας όχι λίγος, μά ποιό τ ’ όφελος; Τό νοικοκυριό είναι μικρό, "Ενας χρόνος άκόμα, κι ή ζωή θά γίνει πιό βαρετή στό Σταθμό, καί τά παιδιά 0 ” άρχίσουν νά ζητάνε μιά καλύτερη τύχη...

— Σωστά μιλάει ό Γκρίσκα, πρόσθεσε ό Μ πελούχιν καί πλησίασε κοντά μου. Ό κόσμος ό δικός μας, τά παιδιά τού δρόμου όπως τά λένε. είναι προλεταριακός κόσμος, δόστου δουλιά πού θά βγάζει παραγωγή. Στό χωράφι ε ίν ’ άλήθεια, δουλεύει κανένας ευχάριστα καί χαρούμενα, μά τί θά πάρει ά π ’ τό χωράφι; Νά, θά πάει στό χωριό, θά γίνει μικροαστάκος καί θά ντρέπεται πού δέ θά ’χει τίποτα στά χέρια του. Πρέπει νά ξέρει νά δουλεύει τά έργαλεΐα παραγωγής, τού χρειάζεται καί σπίτι, κι άλογο, κι άλέτρι. Κι όχι βέβαια νά πάει σώγαμπρος, σάν τόν Ό πρ ίσκο , αύτό είναι ρεζιλίκι. Πού θά πάει όμως; "Ενα έργο- στάσιο μόνο ύπάρχει, τό μηχανοστάσιο. Μά οί ίδ ιο ι οί έργάτες του δέν ξέρουν τί νά κάνουν τά παιδιά τους.

"Ολοι οί σπουδαστές τής έργατικής σχολής ρίχτηκαν μέ

163

Page 164: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μεγάλη όρεξη στίς άγροτικές δουλιές, καί τό συμβούλιο τών διοικητών μέ περίσσια λεπτότητα τούς διόρισε διοικητές τών μι­κτών τμημάτων. Ό Καραμπάνοφ γύρισε ά π ’ τό χωράφι ένθου- σιασμένος:

—“Ωχ καί πώς μ ’άρέσει ή δουλιά στό χωράφι. Καί πώς μοΰ κακοφαίνεται νά μή βγαίνει κανένα κέρδος άπό δαύτη! Είναι νά λυπάσαι. Τί νά πεις. “Ε, καί τί καλά πού θά’ταν νά δουλεύεις στό χωράφι, νά κοσίζεις τά σπαρτά, κι υστέρα νά ξεφυτρώνει δίπλα μιά μανουφακτούρα, νά μεγαλώνουν oi άνθρωποι, νά περνάνε τρίζοντας οί μηχανές καί τά τραχτέρια!... Κι άκορντεόν, καί ρολόγια καί γυαλιά καί τσιγάρα, εχ μεγαλείο! Γιατί δέ μέ ρώτησαν όταν φτιάξανε τόν κόσμο!... Γιατί!...

Οί σπουδαστές τής έργατικής σχολής θά έκαναν μαζί μας καί Πρωτομαγιά. Αύτό εδινε περισσότερη όμορφιά στή γιορτή πού πάντα τήν προϋπαντούσαμε μέ μεγάλη χαρά.

Ό Σταθμός ξύπνησε όπως συνήθως μέ τό έγερτήριο, κι όλα τά παιδιά έτρεξαν κατά τμήματα στό χωράφι χωρίς νά κοιτάζουν πίσω τους καί χωρίς νά σπαταλοΰν δυνάμεις καί καιρό σέ ψιλο­κουβέντες γιά τή ζωή μας. Ά κόμα κι οί παλιές «ούρές» μας, οί πάντα καθυστερημένοι Έβγκένιεφ, Ναζάρενκο, Περεπελιά- τσενκο, έπαψαν νά μάς βασανίζουν.

Πλησίαζε τό καλοκαίρι τοΰ 1925, κι ό Σταθμός έτοιμαζόταν νά τό προϋπαντήσει σά μιά πολύ σφιχτοδεμένη καί ζωντανή κολεχτίβα. “Ετσι τουλάχιστο φαινόταν άπέξω. Μονάχα ό Τσό­μποτ στύλωσε τά πόδια καί δέν τραβούσε μπροστά μαζί μας κι έγώ παρ’δλες τίς προσπάθειες δέ μπόρεσα νά τόν διορθώσω.

"Οταν ό Τσόμποτ τό Μάρτη γύρισε ά π ’τόν άδερφό του, άρχισε νά διηγιέται πώς ό άδερφός του ζεΐ καλά, όμως δέν ?.χει έργάτες, είναι ένας μεσαίος άγρότης. Δέ ζήτησε καμιά βοήθεια ά π ’τό Σταθμό, μίλησε όμως γιά τή Νατάσα. Τοΰ είπα:

— Τί μοΰ τά λές έμέν’αύτά; “Ας άποφασίσει μόνη της ή Νατάσα...

Δέν πέρασε μιά βδομάδα καί μοΰ ξανάρθε πάλι, τώρα όμως πολύ άνήσυχος καί ταραγμένος:

— Δέ μπορώ νά ζήσω χωρίς τή Νατάσα. Μιλήστε της, πείτε της ν ά ’ρθει μαζί μου.

—“Ακου, Τσόμποτ. Πολύ παράξενος άνθρωπος είσαι. Έ σ ύ πρέπει νά μιλήσεις μαζί της κι όχι έγώ.

—“Αν τής μιλήσετε έσεΐς θά’ρθει. Έ γώ τής μιλάω συνέ­χεια, μά δέ μπορώ νά τά καταφέρω, δέν κυλάει ή γλώσσα.

164

Page 165: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί τί λέει ή Νατάσα;— Τίποτα δέ λέει.— Τί θά πει αύτό τό τίποτα;— Νά, δέ λέει τίποτα. Μονάχα κλαίει.

Ό Τσόμποτ μοΰ έριξε ένα βλέμμα έντονο μά κι όλο προφύ­λαξη. Πολύ τόν ένδιέφερε νά δει τί έντύπωση μου έκαναν τά λόγια του. Δέν Εκρυψα ότι όσα μοϋ’πε μοΰ προξένησαν βαθιά έντύπωση.

Πολύ άσχημα τά πράματα... Καλά, θά τής μιλήσω.Μέ ξανακοίταξε μέ μάτια πού έκαιγαν, καί μ*ένα βλέμμα

σφαχτερό πού έφτασε ώς τά μέσα τής ψυχής μου, μού ’ πε βραχνά:— Μ ιλήστε της. Μόνο νά ξέρετε: άν δέν έρθει ή Νατάσα,

θ ’αύτοχτονήσω.— Τί βλακείες ε ϊν ’αύτές! έβαλα τίς φωνές. “Ανθρωπος

είσαι σύ ή χαμένο κορμί; Ντροπή σου!Μά ό Τσόμποτ δέ μ 'άφησε νά τελειώσω. Σωριάστηκε σ ’ένα

σκαμνί κι άρχισε νά κλαίει μ ‘ένα πικρό κλάμα γεμάτο άπελπι- σία. Τόν κοίταζα χωρίς νά μιλάω κι άκούμπησα τό χέρι μου στό κεφάλι του πού τό έτρωγε ή φλόγα τής χαμένης έλπίδας. Ξάφνου πετάχτηκε μ 'έπιασε ά π ’τούς άγκώνες καί κολλώντας τό πρόσω­πό του στό δικό μου, άρχισε νά ψελλίζει μέ κοφτά καί γρήγορα λόγια:

— Μέ συγχωρεΐτε... Ξέρω, ξέρω σάς έγινα φόρτωμα... μά δέ, δέ μπορώ πιά τίποτα νά κάνω.,. Βλέπετε πώς κατάντησα;... Έ σ εΐς όλα τά βλέπετε κι όλα τά ξέρετε. Νά, καί στά γόνατα θά πέσω.., χωρίς τή Νατάσα δέν ύπάρχει ζωή γιά μένα...

Μιλούσα μαζί του όλη τή νύχτα κι όλο αύτό τό διάστημα ένιωθα δλο καί πιό πολύ τήν άνημποριά καί τήν άδυναμία μου. Τού μίλαγα γιά φωτεινό μέλλον, γιά τήν όμορφη ζωή, ότι πολλά πράματα μπορούν νά σέ κάνουν νά εύτυχήσεις στή ζωή σου. "Οτι χρειάζεται μεγάλη προσοχή στή ζωή, στά σχέδιά σου γΓαύτήν. 'Ό τ ι ή Νατάσα πρέπει νά σπουδάσει, γιατί έχει έξαιρετικές ικανότητες, ότι μετά θά τόν βοηθήσει κι αύτόν, ότι δέν πρέπει νά τή μαντρώσει σ * ένα ξέμακρο χωριό, όπου σίγουρα θά πεθάνει άπό πλήξη. Μά δ λ ’αύτά δέν έκαναν καμιά έντύπωση στόν Τσόμποτ. Ά κ ο υ γε συννεφιασμένος τά λόγια μου καί ψιθύριζε:

— Θά γίνω χίλια κομμάτια, δέν ξέρω κι έγώ τί θά κάνω, άν δέν έρθει μαζί μου...

Τόν άφησα νά φύγει όπως είχε έρθει: άνα σ τ ατωμέ νο, άνθρω-

165

Page 166: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πο άνήμπορο νά κουμαντάρει πιά τόν έαυτό του. Τό άλλο κιόλας βράδυ, κάλεσα στό γραφείο τή Νατάσα. Ά κ ουσ ε τή σύντομή μου έρώτηση κι ένώ τά ματόφρυδά της τρεμόπαιζαν, σήκωσε τά μάτια της πάνω μου κι είπε μέ μιά κρυσταλλένια ντροπαλή φωνή:

—*0 Τσόμποτ μοΰ’σωσε τή ζωή μου... τώρα όμως έγώ θέλω νά σπουδάσω.

— Δηλαδή δέ θέλεις νά παντρευτείς καί νά πάς μαζί του;— Θέλω νά σπουδάσω... Ά ν όμως μου πείτε νά φύγω μαζί

του, θά πάω.Ξανακοίταξα πάλι αύτά τά φωτεινά καί γεμάτα ειλικρίνεια

μάτια καί θέλησα νά τή ρωτήσω άν ξέρει τίποτα ά π ’αύτά πού έχει βάλει στό μυαλό του ό Τσόμποτ. Μά δέν ξέρω γιατί, μπόρεσα μόνο τούτο νά πώ:

— Πήγαινε ήσυχα νά κοιμηθείς.— Δηλαδή δέ θά πάω; μέ ρώτησε μ*ένα παιδικό υφος,

γέρνοντας λίγο τό κεφάλι της λοξά.—“Οχι, δέ θά πάς, θά σπουδάσεις, τής άπάντησα κατσου­

φιασμένος, κι έπεσα σέ βαθιά συλλογή. Ά πορροφήθηκα τόσο, πού ούτε κάν κατάλαβα, πώς είχε βγεΐ ή Νατάσα σιγά-σιγά άπ* τό γραφείο.

Τόν Τσόμποτ τόν είδα τήν άλλη μέρα τό πρωί. Στεκόταν στήν κύρια είσοδο τοΰ χτιρίου καί φαινόταν καθαρά πώς μέ περίμενε. Τοΰ Εκανα νόημα νά ’ρθει στό γραφείο μου. Κι ένώ προσπαθούσα νά βρώ τά κλειδιά ν ’άνοίξω τό συρτάρι μου, ό Τσόμποτ πού ώς τότε καθόταν σιωπηλός μέ ρωτάει ξαφνικά:

— Δηλαδή, δέ θά ’ρθει ή Νατάσα;Τού έριξα μιά ματιά καί κατάλαβα πώς τίποτε άλλο δέν τόν

ένδιαφέρει αύτή τήν ώρα, παρά μόνο ό κίνδυνος νά χάσει τή Νατάσα. Ό Τσόμποτ, άκουμπώντας μέ τόν ένα ώμο του στήν πόρτα κοίταγε τήν έπάνω γωνιά τού παράθυρου καί κάτι ψιθύριζε. Τού φώναξα:

— Τσόμποτ!Φαίνεται πώς ό Τσόμποτ δέ μ ’άκουσε. Ξεκόλλησε άπαρα-

τήρητα ά π ’τήν πόρτα καί, χωρίς νά μέ κοιτάξει, βγήκε ά π ’τό γραφείο άθόρυβα κι έλαφρά σά φάντασμα.

Προσπάθησα νά μήν τόν χάσω ά π ’τά μάτια μου. Μετά τό μεσημεριανό φαγητό φώναξα τό διοικητή του, τόν Σνάιντερ:

— Πώς πάει ό Τσόμποτ;— Σωπαίνει.

166

Page 167: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Πώς δούλεψε;—'Ο ύπεύθυνος τής Κομσομόλ τού τμήματος, ό Νετσιτάιλο

λέει πώς δούλεψε καλά.— Νά μή σού φύγει ούτε στιγμή ά π ’τά μάτια. "Αν παρατη­

ρήσεις τίποτα, Ελα άμέσως καί πέστο μου.— Ξέρουμε, ξέρουμε,... είπε ό Σνάιντερ.Κάμποσες μέρες ό Τσόμποτ δέν Εβγαζε μιλιά, στή δουλιά

όμως πήγαινε κανονικά κι έμφανιζόταν καί στήνέστία. Μ ’έμένα άπόφευγε συστηματικά νά συναντηθεί. Τήν παραμονή τής γιορτής τού άνέθεσα μέ διαταγή νά κρεμάσει τά συνθήματα σ ’όλα τά χτίρια. Ε το ίμασε μ ’έπιμέλεια τή σκάλα κι ήρθε σέ μένα νά τού δόσω διαταχτική γιά καρφιά:

— Πόσα;Σήκωσε τά μάτια στό ταβάνι, κάτι ψιθύρισε κι άπάντησε:— Νομίζω Ενα κιλό θά φτάσει...Παρακολούθησα τή δουλιά του. Δούλεψε συνειδητά, τοπο­

θετούσε Ίσια τά συνθήματα καί μέ ήσυχο τόνο μίλαγε στό σύντροφό του πού δούλευε στήν άλλη σκάλα:

— Πιό ψηλά... ’Ακόμα ψηλότερα... Έ κεΐ... Κάρφωσε τώρα.

Πολύ άρεσαν στά παιδιά όλες αύτές οί Ετοιμασίες γιά τίς γιορτές, καί πιό πολύ άγαπούσαν τή γιορτή τής Πρωτομαγιάς, γιατί ήταν καί γιορτή τής άνοιξης. "Ομως τούτο τό χρόνο ή Πρωτομαγιά πλησίαζε μέ πολύ κακές διαθέσεις. Τήν παραμονή ά π ’τό πρωί άρχισε ψιλή βροχούλα. Σταματάει γιά μισή ώρα καί μετά πάλι άρχίζει τό ψιχάλισμα. Μοιάζει μέ φθινοπωριάτικη βροχή ψιλή, άσκοπη πού σού δίνει στά νεύρα. ΓΓαύτό όμως πρός τό σούρουπο άρχισαν νά λάμπουν τ ’άστέρια στόν ουρανό, καί μονάχα πέρα κατά τή Δύση φάνταζε Ενα βαθυγάλανο ματωμένο σύννεφο, πού Εριχνε τό σκοτεινό κι έχθρικόΊσκιο του πάνω στό Σταθμό μας. "Ολος ό Σταθμός ήταν στό πόδι. Τά παιδιά ήθελαν νά τελειώσουν όλες τίς δουλιές πρίν τή συνέλευ­ση: νά Ετοιμάσουν τά κοστούμια τους, νά κουρευτούν, νά κάνουν μπάνιο καί ν ’άλλάξουν. Στή στεγνή βεράντα τού άσπρου χτιρίου οί τυμπανιστές καθάριζαν μέ κιμωλία τά μπακιρένια σύνεργά τους. Θά ήταν οί ήρωες τής αύριανής μέρας.

01 δικοί μας τυμπανιστές είχαν κάτι τό ξεχωριστό. Δέν ήταν τίποτα κακομοίρηδες, πού δέν είχαν Ιδέα άπό τύμπανο καί πού βαροϋσαν όπως λάχει τά τύμπανά τους κι άς Εβγαινε όποιος ήχος ήθελε. Οί τυμπανιστές τού Σταθμού Γκόρκι, δέν πήγαιναν

167

Page 168: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άδικα μισό χρόνο στούς τυμπανιστές τού κοντινού συντάγματος, γιά νά τούς μάθουν τήν τέχνη τους. Καί μόνο ό ’ Ιβάν Ίβάνοβιτς είχε τότε άντιρρήσεις:

— Ξέρετε, αύτοί Εχουν μιά φοβερή μέθοδο.Κι ό Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς, μ ’όρθάνοιχτα ά π ’τή φρίκη μάτια

μού διηγήθηκε αύτή τή μέθοδο πού’ναι μιά θαυμάσια παρήχηση μελωδική, όπου γινόταν λόγος γιά τή γυναίκα, γιά τόν καπνό, γιά τό τυρί, γιά τήν πίσσα καί μόνο μιά λέξη δέν ήταν δυνατό έδώ ν ’άναφερθεΐ, μά κι αύτή ή λέξη έξυπηρετοΰσε τίμια τό Εργο τής τυμπανοκρουσίας. 'Ω στόσο ή φοβερή αύτή μέθοδος Εκανε πολύ καλά τή διαπαιδαγωγική της δουλιά καί τά μάρς πού έπαιζαν οί τυμπανιστές μας διακρίνονταν γιά τήν όμορφιά καί τήν έκφραστικότητά τους. "Επαιζαν πολλά: έμβατήρια, έγερτή- ρια, γιά τή σημαία, τής παρέλασης, τής έξόρμησης, καί στό καθένα άπ'αύτά άκουγες πότε παιχνιδιάρικες τρίλιες, πότε τό ξερό, κανονικό στακάτο, πότε Ενα πνιχτό έλαφρό βουητό, πότε άναπάντεχα ξεσπάσματα κι άλλοτε χαριτωμένα χορευτικά παι- χνιδίσματα. Οί τυμπανιστές μας είχαν τόσο καλά μάθει τή δουλιά τους πού άκόμα καί πολλοί έπιθεωρητές όταν τούς άκουγαν, άναγκάζονταν έπιτέλους νά παραδεχτούν πώς δέ μπάζουν στό Εργο τής κοινωνικής διαπαιδαγώγησης καμιά ξένη ίδεολογία.

Τό βράδυ στή συνέλευση τών μαθητών έλέγξαμε όλες τίς προετοιμασίες μας γιά τή γιορτή καί μόνο μιά λεπτομέρεια δέν ήμασταν σέ θέση νά ξεκαθαρίσουμε: "Αν θά βρέξει αύριο. Μερικοί τό ’ριξαν σ τ ’άστεϊο καί πρότειναν νά βγει διαταγή πού νά λέει: τό τμήμα τής ύπηρεσίας νά έξασφαλίσει καλό καιρό. Έ γώ ύποστήριζα πώς θά ’χουμε όπωσδήποτε βροχή, τήν Ίδια γνώμη είχε κι ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, ό Σιλάντι κι άλλοι σύντροφοι πού καταλάβαιναν άπό βροχή. Τά παιδιά όμως διαμαρτύρονταν, δέν πίστευαν στούς φόβους μας αύτούς καί φώναζαν:

— Κι άμα βρέξει τί θά κάνουμε;— Θά γίνετε μούσκεμα.<— Καί τί, σάμπως είμαστε άπό ζάχαρη;

"Ημουνα άναγκασμένος νά βάλω σέ ψηφοφορία τό ζήτημα: θά πάμε στήν πόλη άν τυχόν βρέξει; Κατά, υψώθηκαν μόνο τρία χέρια, μαζί καί τό δικό μου. Τά παιδιά μ*Ενα αίσθημα νίκης γελούσαν. Κάποιος άπό πέρα φώναζε:

— Νικήσαμε!

168

Page 169: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

"Υστερ’άπ'αύτό τούς λέω:— Καλά, κοιτάξτε όμως. Μιά πού άποφασίσαμε, θά πάμε

έστω κι άν ό ούρανός ρίχνει κοτρώνια!—Ά ς ρίχνει! φώναξε ό Λάποτ.— Καλά. καλά. Μόνο κοιτάξτε νά μήν άρχίσετε τίς γκρί­

νιες! Σήμερα μού κάνετε τό γενναίο, αύριο όμως θά μαζεύετε τή βρεμένη ούρά σας καί θ ’άρχίσετε τή μουρμούρα: ώχ, μουσκέ­ψαμε, ώχ, παγώσαμε...

— Καί πότε μεΐς γκρινιάξαμε;— Λοιπόν σύμφωνοι; “Οχι γκρίνιες.— Μάλιστα. “Οχι γκρίνιες.Τό πρωινό μάς προϋπάντησε μ ’ένα γκρίζο συννεφιασμένο

ούρανό καί μέ μιά ψιλή έκνευριστική βροχούλα, πού πότε δυνάμωνε καί πότιζε σά μεγάλο ποτιστήρι τή γή, καί πότε fiPXlCc ξανά τή σιγανή ένοχλητική μουρμούρα της, Καμιά έλπίδα δέν είχαμε πώς θά δούμε λίγο ήλιο.

"Οταν πλησίασα στό άσπρο χτίριο ήταν κιόλας έτοιμοι γιά τήν πορεία όλοι οί τρόφιμοι τού Σταθμού πού παρακολουθούσαν προσεχτικά τήν έκφραση τού προσώπου μου. Μά γώ είχα πάρει έπίτηδες ένα πέτρινο κι άνέκφραστο ύφος, κι άμέσως άρχισα νά σκορπάω γύρω μ 'έναν είρωνικό τόνο τήν ΰπενθύμιση:

—“Οχι γκρίνιες!Γιά νά καταλάβουν, όπως φαίνεται, τί σκέφτομαι, έστειλαν

γΓ άνίχνευση τό σημαιοφόρο νά με ρωτήσει:— Τή σημαία θά τήν πάρουμε;—Ά λ λ ά πώς; Χωρίς σημαία;— Νά, ή βροχή...— Μά βροχή είναι τούτη; "Ως τήν πόλη νά μήν τή

βγάλετε ά π 'τό κάλυμμά της.— Μάλιστα. Νά μή βγεϊ ά π ’τό κάλυμμά της, είπε ό

σημαιοφόρος μαλακά.Στίς £φτά τό πρωί κάναμε γενικό προσκλητήριο. "Ολος ό

Σταθμός τράβηξε γιά τήν πόλη, όπως άκριβώς έγραφε ή διαταγή. "Ως τό κέντρο τής πόλης ήταν κάπου δέκα χιλιόμετρα καί σέ κάθε χιλιόμετρο ή βροχή δυνάμωνε. Στήν κεντρική πλατεία δέ βρήκαμε κανέναν, ήταν φανερό πώς ή παρέλαση είχε άναβληθεΐ. Στό γυρισμό βαδίζαμε κάτω άπό ραγδαία βροχή, μά γιά μάς δέν είχε πιά καμιά σημασία τί σόι βροχή έπεφτε, γιατί όλοι μας είχαμε μουσκέψει ώς τό κόκαλο, κι άπό τίς μπότες μου έτρεχε τό

169

Page 170: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νερό σάν άπό ξεχειλισμένο κουβά. Σταμάτησα τή φάλαγγα κι είπα στά παιδιά:

— Τά τύμπανα μούσκεψαν. ’Εμπρός, τραγούδι! Προσέξτε, μερικές σειρές δέν είναι στοιχισμένες, δέν πάνε μέ βήμα, Καί ψηλά τό κεφάλι!

Τά παιδιά έβαλαν τά γέλια. Στά πρόσωπά τους έβλεπες νά τρέχει ποτάμι τό νερό.

— Βάδην! ’Εμπρός μάρς!' Ο Καραμπάνοφ άρχισε τό τραγούδι:

« Έ χ , κοζάκε, κοζάκε σκυλίσια πού’ναι ή ζωή σου...·»

Μά τά λόγια τού τραγουδιού φάνηκαν σ ’ όλους τόσο ταιριαστά μέ τήν κατάστασή μας πού Εβαλαν ξανά όλοι τά γέλια. Στή δεύτερη στροφή τού τραγουδιού άρπαξαν όλοι τό σκοπό κι ό άντίλαλός του πέταξε καί γέμιζε τούς άδειους δρόμους πού τούς είχε πλημμυρίσει ή βροχή.

Δίπλα μου στήν πρώτη σειρά βάδιζε ό Τσόμποτ. Δέν τραγούδαγε, ούτε εδειχνε κάν πώς τόν νοιάζει ή βροχή, έριχνε μόνο μηχανικά τό βλέμμα του κάπου μακριά, πέρα ά π ’τούς τυμπανιστές καί δέν πρόσεχε ουτε πόσο προσεχτικά παρακο­λουθούσα καί τήν κάθε κίνησή του,

"Οταν περάσαμε τό σιδηροδρομικό σταθμό Εδοσα τό παράγ­γελμα νά πηγαίνουν χωρίς βηματισμό. Τό άσχημο ήταν πώς σέ κανενός τήν τσέπη δέν ύπήρχε άβρεχτο τσιγάρο ούτε κάν μιά πρεζίτσα καπνός, γ ι ’αύτό κι όλοι τους Επεσαν πάνω στή δερμά­τινη ταμπακιέρα μου. Μέ κύκλωσαν καί μού Ελεγαν μέ καμάρι:

— Κι όμως κανένας δέν γκρίνιαξε.— Μή βιαζόσαστε. Ά ν λίγο παραπέρα άρχίζει νά ρίχνει μέ

τό τουλούμι τί θά πεΐτε;—Ά μ α ρίξει μέ τό τουλούμι θά’ναι βέβαια χειρότερα, είπε

ό Λάποτ, μά ύπάρχει κι άκόμα χειρότερο: ν ’άρχίσει νά ρίχνει ό ούρανός καρεκλοπόδαρα!

Πρίν νά μπει ή φάλαγγα στό Σταθμό συντάχθηκε ξανά, στοιχήθηκε, άρχισε πάλι τό τραγούδι, πού όμως μέ πολύ δυσκολία ξεπερνούσε τό θόρυβο πού’κανε ή φοβερή νεροποντή πού δλο καί δυνάμωνε καί τά μπουμπουνητά τών κεραυνών πού άντηχούσαν σά νά χαιρετίζουν τήν έπιστροφή μας καί πού δημιουργούσαν μέσα μας ενα παράξενο μά εύχάριστο αίσθημα, Στό Σταθμό μπήκαμε μέ περήφανο καί στητό κεφάλι καί μέ πολύ γρήγορο βήμα. 'Ό πω ς πάντα, άποδόσαμε καί τώρα χαιρετισμό

170

Page 171: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στή σημαία καί μόνο υστέρα ά π ’αύτό Ετοιμάστηκαν όλοι νά τρέξουν γιά τούς θαλάμους. Τούς σταμάτησε ή φωνή μου:

- Ζ ή τω ή Πρωτομαγιά!Τά παιδιά πέταξαν ψηλά τά μουσκεμένα καπέλα τους,

άρχισαν τά ζήτω, καί χωρίς νά περιμένουν κανένα παράγγελμα ρίχτηκαν πάνω μου. "Αρχισαν νά μέ πετάνε ψηλά, ένώ ά π ’τίς μπότες μου τρέχανε σάν άπό βρύση τά νερά.

"Υστερα άπό μιά ώρα στή λέσχη κρεμάστηκε άκόμα ενα σύνθημα. Πάνω σ''ένα μεγάλο καί μακρύ πανί ήταν γραμμένες δυό μονάχα λέξεις:

“Ο χ ι γ κ ρ ί ν ι ε ς !

15. ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Στίς τρεις τού Μάη τή νύχτα ό Τσόμποτ κρεμάστηκε.Μέ ξύπνησε ή φρουρά, κι όταν άκουσα τό δυνατό χτύπο στό

παράθυρο, άμέσως κατάλαβα τί Εχει συμβεΐ. Δίπλα στό σταύλο καί κάτω ά π ’τό φώς τών φαναριών, προσπαθούσαν νά συνεφέ- ρουν τόν Τσόμποτ, πού μόλις τού 'χανε βγάλει τή θηλιά ά π 'τό λαιμό. "Υστερα άπό πολλές προσπάθειες τής Αίκατερίνα Γκρη­γκόριεβνα καί τών παιδιών άρχισε λίγο ν ’άναπνέει, όμως δέ μπόρεσε νά συνέλθει καί πρίν άκόμα βραδιάσει πέθανε. Οί γιατροί πού φωνάξαμε ά π ’τήν πόλη μάς έξήγησαν ότι ήταν άδύνατο νά σωθεί ό Τσόμποτ. Είχε κρεμαστεί ά π ’τό μπαλκόνι τού χτιρίου τού σταύλου. "Οπως φαίνεται, βγήκε στό μπαλκόνι, Εδεσε στό λαιμό του τή θηλιά, τήν Εσφιξε κι ύστερα πήδηξε ά π ’τό μπαλκόνι. Είχαν πάθει σοβαρή ζημιά οί σπόνδυλοι τού λαιμού του.

Τά παιδιά άντιμετώπισαν ψύχραιμα τήν αυτοκτονία τού Τσόμποτ. ’ Ιδιαίτερη λύπη κανένας δέν Εκφρασε καί μόνο ό Φεντορένκο είπε:

— Κρίμα τόν κοζάκο, θά γινόταν καλός μαχητής τού Μπουντιόνι!

Στόν Φεντορένκο άπάντησε ό Λάποτ:—"Ηθελε πολύ ψωμί ό Τσόμποτ γιά νά γίνει τέτιος.

Κουλάκος γεννήθηκε καί κουλάκος πέθανε. ’Α π 'τήν τσιγγου- νιά του πέθανε.

*0 Κόβαλ κοίταγε γεμάτος άγανάχτηση καί περιφρόνηση πρός τή μεριά τής λέσχης, όπου βρισκόταν τό φέρετρο τού

171

Page 172: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τσόμποτ. Δέ θέλησε νά μπεί στήν τιμητική φρουρά κι ουτε ήρθε γιά τήν κηδεία:

— Κάτι τέτιους σάν τόν Τσόμποτ, θά τους κρέμαγα έγώ ό ίδιος. “Ηθελε νά μάς κάνει νά τόν λυπηθούμε μέ τίς βλακείες του!

Μόνο τά κορίτσια Εκλαιγαν, μά κι ή Μαρούσια Λέφτσενκο πότε πότε σκούπιζε τά μάτια της κι άρχιζε θυμωμένη:

— Βρέ τό βλάκα, βρέ τό χοντροκέφαλο! Τί νά πεις! Φαντάσου τί «νοικοκυριό» θά γινόταν μαζί του! Μωρέ εύτυχία πού 'χασε ή Νατάσα! Καλά πού δέν πήγε μαζί του. Είναι πολλοί σάν καί δαϋτον πού ζητάνε τά ίδια. Καλύτερα νά πάνε νά κρεμαστούν όλοι τους.

Ή Νατάσα δέν εκλαιγε. "Οταν μπήκα στό θάλαμο τών κοριτσιών ήταν πολύ φοβισμένη, μέ κοίταξε μέ τά μεγάλα £κπληχτα μάτια της καί μού’πε σιγανά:

— Καί τί θά κάνω έγώ τώρα;’Απάντησε ή Μαρούσια γιά μένα:— Μήπως σού’ρθεκα ί σένα νά κρεμαστείς; Πές φχαριστώ

πού αύτό τό κούτσουρο σκέφτηκε νά φύγει ά π ’τή μέση. ’Αλλιώς θά σέ τυραννοϋσε σ ’όλη σου τή ζωή. Τί θά κάνω τώρα; “Ακου κεΐ τί τήν τρώει! Θά πάς στήν έργατική σχολή καί τότε θά σού χρειαστεί νά σκέφτεσαι πολύ τί Οά κάνεις...

' Η Νατάσα σήκωσε τά μάτια της στή θυμωμένη Μαρούσια καί τήν £πιασε μαλακά ά π ’τή ζώνη:

— Καλά, καλά μή θυμώνεις.- Τ ή ν παίρνω κάτω ά π ’τήν προστασία μου, μού είπε ή

Μαρούσια, κοιτάζοντάς με μ ’£να άστραφτερό καί προκλητικό βλέμμα.

Τής έκανα μιά άστεία υπόκλιση:— Παρακαλώ, παρακαλώ, συντρόφισσα Λέφτσενκο. Μού

έπιτρέπετε όμως κι έμενα νά γίνουμε «ζευγάρι» σ ’αύτή τή δουλιά;

— Μόνο μ ’δναν όρο: νά μήν κρεμαστείτε! Γιατί είδατε τί σόι προστάτες υπάρχουν, ά λλ’αύτούς άστους νά τούς φάνε τά σκυλιά. “Οχι μόνο προστασία δέ βρίσκεις σέ δαύτους, μά μόνο άναποδιές καί μπελάδες βάζεις στό κεφάλι σου...

— Μάλιστα: νά μήν κρεμαστώ!Ή Νατάσα άφησε τή ζώνη τής Μαρούσια καί χαμογέλασε

στούς νέους προστάτες της, μάλιστα τό πρόσωπό της ρόδισε λιγάκι.

172

Page 173: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Πάμε νά τσιμπήσουμε κάτι, φτωχό μου κοριτσάκι, είπε εύθυμα ή Μαρούσια.

Τίς είδα νά φεύγουν κι ήσύχασε κάπως ή καρδιά μου. Τό βράδυ ήρθαν στό Σταθμό ένας άνακριτής μαζί μέ τή Μαρία Κοντράτιεβνα. Παρακάλεσα τόν άνακριτή νά μήν έξετάσει τή Νατάσα. Είδε τό ζήτημα μέ κατανόηση, σύνταξε ενα σύντομο πραχτικό, έφαγε λίγο κι έφυγε. ' Η Μαρία Κοντράτιεβνα έξακο- λουθούσε νά 'να ι λυπημένη. ’Αργά τή νύχτα, όταν όλοι πιά κοιμούνταν, ήρθε μαζί μέ τόν Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς στό γραφείο μου καί κάθησε κουρασμένα στό ντιβάνι:

— Ξεδιάντροποι είναι οί τρόφιμοί σας! "Ενας σύντροφός τους πέθανε κι αύτοί χασκογελάνε, κι όσο γι'αύτόν τό δικό σας τόν Λάποτ, έξακολουθεϊ νά λέει τίς σαχλαμάρες του.

Τήν άλλη μέρα ξεπροβόδισα τούς σπουδαστές τής έργατι- κής σχολής. Στό δρόμο γιά τό σιδηροδρομικό σταθμό ό Βέρσνιεφ άρχισε νά λέει:

— Τά παιδιά δέ- δέν καταλαβαίνουνε τί έγινε. Ό άνθρωπος άποφάσισε νά-νά πε-θάνει, άρα ε ίν ’άσχημη ή ζωή. Ν-νομίζουν ότι τό ’κανε γιά τή Ν-Νατάσα, όμως στήν ούσία δέν τό 'κανε γιά τή Ν-Νατάσα, άλλά γιατί τ-τέ-τέτια ε ίν ’ή παλιοζωή.

Ό Μπελούχιν κούνησε τό κεφάλι του:— Τ ίποτ’άπ'αύτά! Τί σόι ζωή έκανε ό Τσόμποτ; Καμιά.

Δέν ήταν άνθρωπος, μά δούλος. Έ παψ αν νά υπάρχουν άφεντικά κι αύτός έκανε είδωλό του τή Νατάσα.

—'Αφήστε αύτές τίς έξυπνάδες βρέ παιδιά, είπε ό Σεμιόν. Δέ μ ’άρέσουν έμένα κάτι τέτια. Κρεμάστηκε ό άνθωπος, σβύ- στον ά π ’ τόν κατάλογο καί τέλος. Πρέπει νά σκεφτόμαστε γιά τό μέλλον. Έ γώ νά τί εχω νά πώ: Κόφτε λάσπη άπό δώ μαζί μέ τό Σταθμό, yiuri έτσι όπως πάνε τά πράγματα όλοι έκεΐ σέ σάς θά κρεμαστούνε.

Στό γυρισμό είχα άπορροφηθεϊ ά π ’τίς σκέψεις γιά τό μέλλον τού Σταθμού μας. Μπροστά μου σ ’όλο της τό μέγεθος ορθωνόταν μιά τεράστια άπειλή πού έμοιαζε πώς θά ρίξει στό γκρεμό όλες τίς άναμφισβήτητες γιά μένα άξιες, άξίες ζωντανές, ζωογόνες, πού είχαν σάν άπό θαύμα δημιουργηθεί μέσα στά πέντε χρόνια σκληρής δουλιάς όλόκληρης τής κολεχτίβας, μιάς κολεχτίβας πού τή μεγάλη άξια της δέ μπορούσα έστω κι άπό μετριοφροσύνη νά τήν κρύψω ά π 'τόν έαυτό μου.

Σέ μιά τέτια κολεχτίβα ή άσάφεια, τό άξεκαθάριστο τού άτομικού τρόπου ζωής δέ μπορούσε νά παίζει καθοριστικό ρόλο.

173

Page 174: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Γιατί οί άτομικοί δρόμοι είναι πάντα μπερδεμένοι κι άκαθόρι- στοι. Καί τί σημαίνει ξεκάθαρος άτομικός δρόμος; Σημαίνει ξέκομμα άπ’τήν κολεχτίβα, σημαίνει μικροαστισμό στό τετρά­γωνο: άδιάκοπη άγωνία νά έξασφαλίσεις ενα κομμάτι ψωμί, ψροντίδα γιά ν ’άποχτήσεις αύτή τήν περιβόητη ειδίκευση. Καί ποιά ειδίκευση; Τοϋ μαραγκού, τοϋ τσαγκάρη, τοϋ μυλωνά. Ό χ ι , πιστεύω άκράδαντα πώς γιά ενα παιδί δεκάξι χρονών πού ζεΐ στή σοβιετική ζωή. ή πιό πολύτιμη ειδίκευση είναι ή ειδίκευση τοϋ άγωνιστή καί τοϋ άνθρώπου.

Έ φερα στό μυαλό μου τή δύναμη τής κολεχτίβας τών μαθητών τοϋ Σταθμοϋ κι άμέσως κατάλαβα. Μά δέ χρειαζόταν καί πολύ σκέψη. "Ολη ή ύπόθεση βρίσκεται στό σταμάτημα. Κανένα σταμάτημα δέν πρέπει νά έπιτραπεΐ στήν πορεία τής ζωής τής κολεχτίβας μας.

"Ενιωσα νά ξεχειλίζει μέσα μου μιά παιδική χαρά. Τί θαύμα! Τί θαυμάσια, τί συναρπαστική διαλεχτική! Μιά λεύτερη κολε­χτίβα τής δουλιάς, δέ μπορεί νά στέκεται στό Ίδιο μέρος. Ό νόμος τής γενικής άνάπτυξης μόνο τώρα άρχίζει νά δείχνει τήν πραγματική του δύναμη. Νόμος ζωής τής λεύτερης άνθρώπινης κολεχτίβας είναι ή κίνηση πρός τά μπρός. νόμος τοϋ θανάτου είναι τό σταμάτημα.

Ναί, σχεδόν δυό χρόνια στεκόμαστε στό Ίδιο μέρος: τά'ίδια χωράφια, οί ίδιοι κήποι, ό Ίδιος κύκλος πού έπαναλαβαίνεται κάθε χρόνο.

Τάχυνα τό βήμα μου γιά νά φτάσω μιά ώρα άρχίτερα στό Σταθμό. “Ηθελα νά κοιτάξω στά μάτια όλους τούς μαθητές καί νά δώ μέσα σ ’αύτά τήν άντανάκλαση τής μεγάλης μου άνακά- λυψης.

Στή βεράντα τοϋ άσπρου χτιρίου στέκονταν δυό άμάξια κι ό Λάποτ μέ προϋπάντησε λέγοντάς μου:

—Ή ρθε έπιτροπή ά π ’τό Χάρκοβο.«Πολύ ώραϊα, σκέφτηκα. Τώρα θά λύσουμε καί τά ζητήματα

αύτά».Στό γραφείο μέ περίμεναν ή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα Ντζου-

ρίνσκαγια, μιά παχουλή ντάμα πού φορούσε ενα σκουροκόκκινο φουστάνι όχι καί πολύ καθαρό, περασμένης λίγο ήλικίας, μέ ζωηρά καί διαπεραστικά όμως μάτια, κι ενας κακοφτιαγμένος άνθρωπάκος μισόξανθος, πού δέν καταλάβαινες άν είχε ή όχι γένεια. "Ολο τοϋ’πεφταν ά π ’τά μάτια τά γυαλιά, καί συνέχεια

174

Page 175: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τά διόρθωνε μέ τό έλεύθερο χέρι του, ένώ στό άλλο κρατούσε μιά μεγάλη τσάντα.

' Η Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα, μέ ύποχρέωσε νά χαμογελάσω καλόκαρδα όταν μέ σύστηνε στούς υπόλοιπους:

— Νά ό σύντροφος Μακάρενκο. Γνωριστείτε σάς παρα­καλώ: άπό δώ ή Βαρβάρα Βίκτοροβνα Μπρέγκελ καί ό Σεργκέι Βασίλιεβιτς Τσάικιν.

Τή Βαρβάρα Βίκτοροβνα Μπρέγκελ μπορούσα βέβαια νά τή δεχτώ στό Σταθμό, ήταν ή άνώτερη προϊσταμένη μου άρχή, μά άπό πού ώς πού βρέθηκε τούτος ό Τσάικιν; Α κουστά είχα γΓαύτόν πώς ήταν καθηγητής τής παιδαγωγικής. Μήπως διεύ- θυνε κανένα παιδικό σταθμό;

Ή Μπρέγκελ είπε:—Ή ρθαμε είδικά γιά νά μελετήσουμε καί νά έλέγξουμε τή

μέθοδό σας.— Διαμαρτύρομαι κατηγορηματικά, είπα. Δένύπάρχει καμιά

δική μου μέθοδος.— Καί ποιά μέθοδο έφαρμόζετε;— Τή συνηθισμένη σοβιετική.

Ή Μπρέγκελ χαμογέλασε μέ κακία:—Ίσ ω ς νά ’ναι κι £τσι, τή σοβιετική, όμως, όπως καί νά ’χει

τό πράγμα, όχι τή συνηθισμένη. Πρέπει όπωσδήποτε νά τήν έλέγξουμε.

“Αρχισε μιά φοβερά άχαρη συζήτηση, όταν όρισμένοι άνθρωποι παίζουν μέ τίς διάφορες όρολογίες, όντας άπόλυτα βέ­βαιοι, πώς οί όρολογίες αύτές καθορίζουν καί τήν ίδια τήν πραγματικότητα. Γ ι’αύτό κι άναγκάστηκα νά τούς πώ:

— Δέν πρόκειται νά συνεχίσω τή συζήτηση μ ’ αύτή τή μορφή. “Αν σάς είναι βολικό, μπορώ νά σάς κάνω μιά Εκθεση, άλλά σάς προειδοποιώ πώς θά κρατήσει τό λιγότερο τρεις ώρες.

' Η Μπρέγκελ συμφώνησε. Κάτσαμε άμέσως όλοι στό γραφείο, κλειδωθήκαμε κι έγώ άρχισα ν ’ άσχολούμαι μ ’ £να άφάνταστα βασανιστικό £ργο: νά μεταφράσω σέ λόγια δλες τίς έντυπώσεις, τίς σκέψεις, τίς άμφιβολίες καί τά πειράματα πού ’χαν μέσα σ ' αύτά τά πέντε χρόνια συσσωρευτεί στό μυαλό μου. Μού φαινόταν πώς μιλούσα μ ’ εύφράδεια, πώς έβρισκα τίς άκριβεΐς έκφράσεις γιά όλες τίς λεπτές έννοιες, πώς άνέλυα καί άποκάλυ- πτα προσεχτικά καί θαρραλέα όλους τούς μυστικούς κι άγνω­στους ώς τά τώρα τομείς, πώς χάραζα τίς μελλοντικές προοπτι­

175

Page 176: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κές κι άντιμετώπιζα τίς δυσκολίες πού μπορούσαν στό μέλλον νά παρουσιαστούν. Πάντως ήμουν άπόλυτα ειλικρινής, ξετίνα­ξα όλες τίς προκαταλήψεις καί δέν φοβήθηκα νά πώ ότι σέ όρισμένες περιπτώσεις ή «θεωρία» άποδείχτηκε άξιοθρήνητη καί ξένη.

' Η Ντζουρίνσκαγια μ ’ άκουγε προσεχτικά καί στό ξαγαμμένο πρόσωπό της έκφραζόταν μιά πραγματική χαρά. Ή Μπρέγκελ ήταν σά νά φορούσε μάσκα. Ό Τσάικιν δέ μ ’ ένδιέφερε καί πολύ.

"Οταν τέλειωσα, ή Μπρέγκελ χτύπησε μέ τά παχιά δάχτυλά της τό τραπέζι κι άρχισε νά μιλάει μ ’ έναν τέτιο τόνο, πού δύ­σκολα ξεκαθάριζες άν μιλάει είλικρινά ή ειρωνεύεται:

—"Ωστε έτσι... θά σάς μιλήσω άνοιχτά: Πολύ ένδιαφέροντα πράγματα. Πάρα πολύ. 'Έ τσ ι Σεργκέι Βασίλιεβιτς;

Ό Τσάικιν προσπάθησε νά διορθώσει τά γυαλιά του, χώθηκε στό σημειωματάριό του καί πολύ εύγενικά, όπως ταιριάζει σ ’ έναν έπιστήμονα, μέ μορφασμούς δλο Αβροφροσύνη καί μ ’ ένα έπίπλαστό υφος ψευτοσεβασμού άρχισε νά βγάζει ένα μακρό- συρτο λόγο:

—Ό λ ’ αύτά είναι καλά βέβαια, θέλουν όμως ξεκαθάρισμα, γιατί νά, καί τώρα άκόμα, έγώ έχω πολλές άμφιβολίες γιά μερικές, άν μπορεί νά έκφραστεϊ κανείς έτσι, θεωρητικές σας θέσεις, τίς όποιες είχατε τήν εύγενή καλοσύνη νά μάς έκθέσετε έδώ, καί μάλιστα μέ τόσο ένθουσιασμό, πού φυσικά δείχνει τήν άπόλυτη βεβαιότητά σας γιά τήν όρθότητά τους. Καλά, πολύ καλά. "Ομως έμεΐς, καί πρίν κάτι ξέραμε ά π ’ δλα αύτά, παρόλο πού έσεΐς σά νά είχατε κλειστεί στή σιωπή σας. Έ δώ έσεΐς έχετε όργανώσει έναν, άς τόν πούμε συναγωνισμό άνάμεσα στούς τροφίμους τού Σταθμού: δποιον κάνει περισσότερα τόν έπαινεϊτε, όποιον καθυστερεί τόν κατακρίνετε. Νά π.χ., όταν όργώσατε τά χωράφια εΊχατε έναν τέτιο συναγωνισμό, δέν ε ίν ’ έτσι; Αύτό τό άποσιωπήσατε, Ίσως τυχαία. Θά ήθελα δμως νά ξέρω: δέν έχετε άραγε ύπόψη σας δτι έμεΐς τή μέθοδο τού συναγωνισμού τή θεωρούμε καθαρά άστική μέθοδο, γιατί άντι- καθιστά τήν άμεση σχέση πρός τά πράγματα μέ τήν έμμεση σχέση; Πρώτο αύτό. Καί δεύτερο: δίνετε στούς τροφίμους χρήματα, κάθε γιορτή βέβαια, καί δέ δίνετε σ ’ όλους τά Ίδια, άλλ ’ άνάλογα μέ τίς υπηρεσίες πού πρόσφερε ό καθένας. Δέ σάς φαίνεται ότι άντικαθιστάτε τό έσωτερικό κίνητρο μέ κίνητρα έξωτερικά καί μάλιστα μέ καθαρά ύλικά κίνητρα; Πάμε παρακά­

176

Page 177: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τω: μιλάτε γιά τιμωρίες. Θά πρέπει νά σάς είναι γνωστό, ότι ή τιμωρία διαπαιδαγωγει δούλους κι έμεΐς πρέπει ν ’ άναπτύσσου- με τήν έλεύθερη προσωπικότητα πού καθορίζει τίς πράξεις της όχι κάτω ά π ’ τήν άκειλή τοϋ βούρδουλα ή άλλου παρόμοιου μέτρου, ά λ λ ’ άπό τά έσωτερικά κίνητρα καί τήν πολιτική αυτοσυνείδηση...

’Εξακολουθούσε νά μιλάει γιά πολύ άκόμα τούτος ό Τσάικιν. Τόν άκουγα καί στό μυαλό μου ήρθε άθελα ένα διήγημα τοϋ Τσέχοφ, όπου περιγράφεται μιά δολοφονία πού εγινε μ ' Ενα ταμπόν. Βέβαια, σκέφτηκα πώς δέ χρειάζεται νά δολοφονηθεί ό Τσάικιν, όμως τοϋ πρέπει Ενα γερό ξύλο όχι μέ βίτσα ή μέ κανένα κνούτο πού χρησιμοποιούσαν έπί τσάρου, άλλά μ ’ Ενα συνηθισμένο λουρί ά π ’ αύτό πού οί έργάτες Εδεναν τά παντελό­νια τους. Αύτό θά ήταν άπό Ιδεολογική άποψη πιό συνεπές.

*Η Μπρέγκελ, διακόπτοντας τόν Τσάικιν μέ ρώτησε:— Γιατί χαμογελάτε; Μήπως είναι γιά γέλια αύτά πού λέει ό

σύντροφος Τσάικιν;—Ώ , όχι, άπάντησα, δέν είναι γιά γέλια...— Σάς στενοχωρούν, Ε; Χαμογέλασε έπιτέλους κι ή Μπρέγκελ.— Μπά, γιατί νά μέ στενοχωρούν; Συνηθισμένα πράγματα.

Ή Μπρέγκελ μου Εριξε ενα διαπεραστικό βλέμμα, άναστένα-ξε καί τό ’ριξε στό άστεϊο:

— Σέ δύσκολη θέση βρεθήκατε μέ τή συζήτησή μας, δέν ε ίν ’ Ετσι;

— Μπά, είμαι συνηθισμένος στίς δυσκολίες. Έ χ ω περάσει πολύ δυσκολότερες στιγμές.

Ή Μπρέγκελ έβαλε άπότομα τά γέλια.—"Ολο στό άστεϊο τό ρίχνετε, σύντροφε Μακάρενκο, είπε

ήσυχάζοντας. Παρ* όλα αύτά θ ’ άπαντήσετε κάτι στόν Σεργκέι Βασίλιεβιτς.

’Έ ριξα Ενα άπαλό καί Ικετευτικό βλέμμα στή Μπρέγκελ:— Νομίζω πώς καλύτερα θά ’ναι ν ’ άσχοληθεϊ μ ’ αύτά τά

ζητήματα ή Επιστημονική παιδαγωγική Επιτροπή. Γιατί έκεΐ όλα τά κάνουν όπως χρειάζεται. Καλύτερα νά πάμε γιά φαγητό.

— Καλά, καλά, μούτρωσε λίγο ή Μπρέγκελ. Γιά πέστε μας όμως τί σόι ίστορία είναι τούτη; Αλήθεια διώξατε ά π ’ τό Σταθμό τόν Ό πρ ίσκο ;

— Ναί, γιατί μέθυσε.— Καί πού ’ναι τώρα; Σίγουρα θ ’ άλητεύει, ε;—“Οχι, ζεΐ έδώ κοντά, σ ’ Εναν κουλάκο.

177

Page 178: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δηλαδή, τί σημαίνει αύτό, τόν δόσατε σέ κηδεμόνα;— Κάτι τέτιο, είπα χαμογελώντας.— Καί ζεΐ έκεΐ; Τό ξέρετε καλά;— Ναί, τό ξέρω πολύ καλά. Ζεΐ στόν Λουκασένκο, έναν

κουλάκο τής περιοχής μας. Ό καλός αύτός άνθρωπος έχει κιόλας δυό άτομα ύπό «κηδεμονία».

— Καλά, θά τό έλέγξουμε.— Παρακαλώ.

Α Πήγαμε γιά φαγητό. Ό ταν σηκωθήκαμε ά π ’ τό τραπέζι ή Μπρέγκελ κι ό Τσάικιν άποφάσισαν νά πειστούν γιά μερικά πράγματα μέ τά ίδια τους τά μάτια. Βρήκα ευκαιρία, έβγαλα τό καπέλο καί ύποκλίθηκα μπροστά στή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα:

— Καλή, άγαπητή, χρυσή μας έπιθεωρήτρια! Έ δώ πιά νιώθουμε στενόχωρα. Τίποτα παραπάνω δέν έχουμε νά κάνουμε. Μέσα σέ μισό χρόνο όλοι θά 'μαστέ γιά τό τρελοκομείο. Δόστε μας μιά δουλιά μεγαλόπνοη, μέ προοπτική, πού νά ζαλίζεται τό κεφάλι ά π ’ τήν προσπάθεια. Πολλά πράματα έχετε στή διάθεσή σας! Δέν άσχολεΐστε μονάχα μέ τίς παιδαγωγικές αρχές!

' Η Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα γέλασε πλατιά:— Σάς καταλαβαίνω, πολύ καλά μάλιστα. Αύτό πού λέτε,

μπορεί νά γίνει. Πάμε νά μιλήσουμε πιό λεπτομερειακά. Μά γιά σταθείτε, έσεΐς δλο γιά τό μέλλον μιλάτε. Σάς πειράζει πολύ ό έλεγχος αύτός;

— Μπά, καθόλου. ’Αλλιώς δέ γίνεται.— Καλά, καί τά συμπεράσματα τοϋ Τσάικιν δέ σάς Ανησυ­

χούν;— Γιατί νά μ ’ άνησυχοϋν; ’Αφού μ ’ αύτά θά άσχοληθεϊ ή

έπιστημονική παιδαγωγική έπιτροπή. Αύτόν μπορεί ν ’ άνησυ­χοϋν, έμένα όχι.

Τό βράδυ ή Μπρέγκελ, πηγαίνοντας γιά ύπνο, μού είπε τίς έντυπώσεις της:

—Έ χετε θαυμάσια κολεχτίβα. Αύτό όμως τίποτα δέ σημαί­νει. Οί μέθοδές σας είναι φριχτές.

Έ νιω σα άφάνταστη χαρά: ευτυχώς πού δέν έμαθε τίποτα γιά τήν έκπαίδευση τών τυμπανιστών μας.

— Καληνύχτα, μοϋ είπε ή Μπρέγκελ. Ά , ναί, ν ά ’χετε ύπόψη σας πώς δέν πρόκειται κανείς νά σάς κατηγορήσει γιά τό θάνατο τοϋ Τσόμποτ...

Τή χαιρέτησα μέ μιάν υπόκλιση πού έκφραζε τή βαθιά μου εύγνωμοσύνη.

178

Page 179: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

16. ΖΑΠΟΡΟΖΙΕ

Μάς ξανάρθε τό καλοκαίρι. Ξανά τά μιχτά τμήματα μόλις έσκαγε ό ήλιος άρχιζαν τή δουλιά στά χωράφια, ξανά ξεθεωνό­ταν στή δουλιά τό τέταρτο τμήμα μ ’ έπικεφαλής πάντα τόν Μπουρούν.

Οί σπουδαστές τής έργατικής σχολής ήρθαν στό Σταθμό στά μέσα τού Ίούνη κι έφεραν μαζί τους, έκτός ά π ’ τόν ένθουσια- σμό τους πού πέρασαν στό δεύτερο χρόνο, καί δυό νέα μέλη: τήν Ό ξάνα καί τή Ραχήλ πού σάν τρόφιμοι τοΰ Σταθμοϋ μας δέν τούς έμενε παρά νά ’ρθοΰν κι αύτές στό Σταθμό. Μαζί τους ήρθε έπίσης καί ή τσερνιγκοπούλα, μιά ύπαρξη μέ πολύ μαύρα φρύδια καί σκούρα μάτια. Τήν έλεγαν Γκάλια Ποντγκόρναγια. Ό Σεμιόν τήν έφερε στή γενική συνέλευση τών τροφίμων τού Σταθμού, τήν έδειξε σ ’ όλους κι είπε:

—' Ο Σούρικ σάς έγραψε πώς τάχα έγώ ήθελα νά τά φτιάξω μέ τούτη τήν τσερνιγκοπούλα. Στήν κομσομόλικη τιμή μου, τίποτα δέν είχαμε μαζί. Τό σοβαρό είναι τοΰτο: ή Γκάλια Ποντγκόρνα- για δέν έχει κανέναν γιά νά πάει στίς διακοπές. Κρίνετέ το καί μόνοι σας, σύντροφοι, ποιός έχει δίκιο καί ποιός μπορεΐ νά ’ναι φταίχτης.

' Ο Σεμιόν κάθησε κάτω στό χώμα. ' Η συνέλευση γινόταν στό πάρκο.

' Η τσερνιγκοπούλα κοίταγε μ ’ έκπληξη τόν κόσμο γύρω της, έβλεπε πολλούς γυμνοπόδαρους, άλλους χωρίς μανίκια κι άρκε- τούς μέ γυμνές τίς κοιλιές τους. Ό Λάποτ έσφιξε τά χείλια του, μισόκλεισε τά μάτια, άνοιγόκλεισε τά μεγάλα άτριχα ματόφυλ­λά του κι είπε βραχνά:

— Γιά πέστε μας, παρακαλώ, συντρόφισσα τσερνιγκοπούλα, πώς τό λένε έκεΐνο...

Ή κοπέλα κοίταγε άνήσυχη γύρω, ένώ ή συνέλευση τέντωνε τ ' αύτιά της.

— ... νά, ξέρετε τό «ΙΊάτερ ήμών»;Ή κοπέλα χαμογέλασε άμήχανα, τά ’χασε, κοκκίνησε κι

άπάντησε δειλά:— Δέν τό ξέρω...—Ά , δέν τό ξέρετε, ό Λάποτ έσφιξε περισσότερο τά χείλια

του κι άνοιγόκλεισε πάλι τά ματόφυλλά του. Καί τό «Πιστεύω», τό ξέρετε;

—“Οχι, δέν τό ξέρω...

179

Page 180: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—Ά , έτσι. Καί τό Δνείπερο μπορεϊτε νά τόν περάσετε κολυμπώντας;

Ή τσερνιγκοπούλα κοίταξε σαστισμένα γύρω της:— Νά, τί νά σάς πώ: Κολυμπάω καλά, σίγουρα μπορώ νά τόν

περάσω...' Ο Λάποτ στράφηκε πρός τή συνέλευση μέ μιά τέτια έκφραση

στό πρόσωπό του σάν έκείνους τούς βλάκες πού στίβουν τό κεφάλι τους γιά νά ποϋν κάτι: είχε φουσκώσει, άνοιγόκλεινε τά μάτια, σήκωνε τό δάχτυλο, έξυνε τή μύτη του κι δ λ ’ αύτά χωρίς καθόλου νά χαμογελάει.

— Δηλαδή μπορούμε νά πούμε: Τό ·<Πάτερ ήμών» δέν τό ξέρει, τό «Πιστεύω» δέν τό ’ πιασε στό στόμα της, τό Δνείπερο μπορεϊ νά τόν περάσει. "Αμα όμως δέ μπορεϊ;

— Μπορεϊ, μπορεϊ, φωνάζει ή συνέλευση.— Καλά, καλά. Ά ν δέ μπορέσει νά περάσει τό Δνείπερο, θά

μπορέσει νά περάσει τόν Καλομάκ.— Θά μπορέσει, θά μπορέσει, φωνάζουν τά παιδιά σκασμένα

στά γέλια.— Βγαίνει δηλαδή ότι ή κοπέλα κάνει γιά τό Σταθμό μας τών

ιπποτών τού Ζαπορόζιε, 2;— Κάνει, κάνει.— Καί σέ ποιό τμήμα νά πάει;— Στό πέμπτο.— Τότε νά ρίξετε λίγη άμμο στό κεφάλι της καί νά τήν πάτε

στό πέμπτο τμήμα.— Τί κάνεις έκεΐ μωρέ; φωνάζει ό Καραμπάνοφ. “Αμμο

ρίχνουν μόνο σ* όσους είναι ά π ’ τό Ζαπορόζιε.— Γιά πές μου όμως, κοζάκε, ρωτάει τόν Σεμιόν ό Λάποτ. * Η

ζωή τραβάει μπροστά ή δχι;— Τραβάει μπροστά. Έ , λοιπόν;— Νά, πρώτα ραίναμε τά κεφάλια τών έκλεχτών τού Ζαπορό­

ζιε, τώρα ραίνουμε τά κεφάλια όλωνών.—Ά , έτσι; λέει ό Καραμπάνοφ. Τότε σωστά.

' Η σκέψη νά μεταφερθούμε στήν περιοχή τού Ζαπορόζιε, μάς γεννήθηκε μετά άπό ένα γράμμα τής Ντζουρίνσκαγια, δπου μάς έγραφε δτι κυκλοφορούν άνεξακρίβωτες φήμες πώς ύπάρχει σχέδιο νά όργανωθεΐ στό νησί Χόρτιτσε μεγάλος παιδικός Σταθμός. Μάλιστα τό γράμμα πρόσθετε πώς τό Λαϊκό Έ πιτρο- πάτο Παιδείας, θά χαιρόταν πολύ άν άναλάβαινε τήν όλη όργάνωση τού καινούργιου τούτου Σταθμού ό Σταθμός Γκόρκι.

180

Page 181: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Λεπτομερειακή Επεξεργασία αύτοϋ τοϋ σχεδίου δέν είχε κάν άρχίσει. Στά έρωτήματά μου, ή Ντζουρίνσκαγια άπαντοϋσε δτι θά *ρχόταν γρήγορα ή τελική άπόφαση γΓ αύτό τό ζήτημα, κι ότι όλα συνδέονται μέ τά μεγάλα Εργα τοϋ Δνείπερου.

Τί γινόταν στό Χάρκοβο έμεΐς δέν τό ξέραμε, όμως στό Σταθμό γίνονταν πολλά πράματα. ’ Ηταν δύσκολο νά περιγράψει κανείς τά όνειρα τών παιδιών: οί σκέψεις τους πετούσαν στό Δνείπερο, στό νησί, στά άπέραντα χωράφια, σέ κάποια μεγάλη φάμπρικα. Πολλοί Ενθουσιάζονταν μέ τή σκέψη ότι θά έχουμε ίσως καί δικό μας βαπόρι. Ό Λάποτ κούρντιζε τίς κοπέλες, λέγοντας ότι στό νησί Χόρτιτσε, σύμφωνα μέ κάτι παλιές παραδόσεις, δέν Επιτρέπεται νά πάνε κορίτσια, καί γΓ αύτό τό λόγο θά πρέπει νά βολευτούν κάπου έκεΐ, στίς όχθες τού Δνείπερου.

— Δέν πειράζει όμως, τίς παρηγορούσε ό Λάποτ. Έ μ εΐς θά σάς έπισκεφτόμαστε συχνά, όμως θ ’ αύτοχτονούμε στό νησί. Έ τσ ι θά ’στε καί πιό ήσυχες.

Οί σπουδαστές τής έργατικής σχολής έπαιρναν μέρος σ τ ' άστεϊα αύτά όνειροπολήματα τών παιδιών ν ’ άποχτήσουν τό νησί τοϋ Ζαπορόζιε κι έχτιμοϋσαν πολύ τήν προσπάθεια τών παιδιών νά κάνουν παιχνίδι τά όνειρά τους, ενα παιχνίδι πού δέν Εννοούσε νά σβύσει. Ό λόκλη ρες βραδιές όλος ό Σταθμός Εσκαγε στά γέλια, βλέποντας στήν αύλή τήν άναπαράσταση τής ζωής στό Ζαπορόζιε, καί γ ι ’ αύτό ή πλειοψηφία μάθαινε καλά τόν «Ταράς Μπούλμπα**·. Σέ κάτι τέτιες άναπαραστάσεις τά παιδιά είχαν άνεξάντλητες Εμπνεύσεις. Πότε Εμφανιζόταν στήν αύλή ό Καραμπάνοφ, μέ κάτι βράκες φτιαγμένες άπό τήν αύλαία τοϋ θεάτρου κι Εκανε διάλεξη πώς νά ράψεις τέτιες βράκες πού χρειάζονται τουλάχιστο Εκατόν είκοσι πήχεις ύφασμα. Πότε γινόταν στήν αύλή άναπαράσταση μιάς φοβερής Εχτέλεσης Ενός κάτοικου τοϋ Ζαπορόζιε πού κατηγοροϋνταν γιά μεγάλη κλεψιά. Παράλληλα τά παιδιά Εκαναν Ιδιαίτερη προσπάθεια νά μή θίξουν καθόλου τήν παρακάτω θρυλική λεπτομέρεια: ή Εχτέλε- ση γίνεται μέ μιά μεγάλη μαγγούρα, δικαίωμα όμως νά χτυπήσει μ ’ αύτή Εχει μονάχα Εκείνος πού πρίν άπό τή δουλιά αύτή είχε πιει Ενα «κανάτι βότκα». Κι Επειδή βότκα δέν υπήρχε, όποιος Εκανε τήν έχτέλεση έπρεπε νά πιει μιά τεράστια γαβάθα νερό, πού κι οί πιό μεγάλες κρασοκανάτες πού κατεβάζουν όκάδες δέ

* Νουβέλα τοΰ Γκόγκολ γιά τή ζωή τών κοζάκων τοΰ Ζαπορόζιε.

181

Page 182: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ϋά μπορούσαν νά τό πιουν. "Αλλοτε πάλι τό τέταρτο μικτό τμήμα, πηγαίνοντας γιά τή δουλιά, προσφέρει στόν Μπουρούν ένα κοζάκικο σκήπτρο κι ένα «μπουντσιούκ», άπό φλούδες δέντρου. Τό σκήπτρο είναι φτιαγμένο άπό κολοκύθα καί ή ούρά τού «μπουντσιούκ» άπό παλιόφλουδες, ό Μπουρούν όμως είναι ύποχρεωμένος νά δεχτεί όλα αύτά τά «δώρα» μέ πολύ σεβασμό καί νά ύποκλιθεΐ πρός όλες τίς κατευθύνσεις.

Περνούσε τό καλοκαίρι καί τά σχέδια γιά τό Ζαπορόζιε έμεναν στά χαρτιά, μέχρι πού καί τά παιδιά βαρέθηκαν νά παίζουν μαζί του. Τόν Αύγουστο έφυγαν καί οί σπουδαστές τής έργατικής σχολής καί πήραν μαζί τους άλλη μιά φουρνιά καινούργιων παιδιών. Πέντε όλόκληροι διοικητές βγήκαν έκτός μάχης κι ή πιό μεγάλη πληγή ήταν τό κενό πού έμεινε στή θέση τού διοικητή τού δεύτερου τμήματος. Έ φυγε γιά τήν έργατική σχολή κι ό ’ Αντόν Μπράτσενκο, ό πιό καλός μου φίλος κι άπό τούς ιδρυτές τού Σταθμού Γκόρκι. “Εφυγε κι ό Ό σάντσ ι πού γΓ αύτόν ξόδεψα ένα μεγάλο κομμάτι τής ζωής μου. Ή ρ θ ε στό Σταθμό σά ληστοσυμμορίτης κι έφυγε γιά τό τεχνολογικό ινστιτούτο τού Χάρκοβου λεβεντόκορμος, ώραϊος, ψηλός, δυνα­τός, συγκροτημένος καί γεμάτος άπό κάποια ξεχωριστή δύναμη καί παλικαριά. Ό Κόβαλ έλεγε γΓ αύτόν:

— Πραγματικός κομσομόλος ό Ό σάντσ ι. Κρίμα νά μάς φεύγει ένας τέτιος άνθρωπος!

Καί πολύ σωστά: ό Ό σάντσ ι σήκωνε στίς πλάτες του δυό όλόκληρα χρόνια τό δύσκολο φορτίο τού διοικητή τού τμήμα­τος τού μύλου. Κι αύτό σήμαινε άφάνταστους μπελάδες κι άτέ- λειωτους λογαριασμούς μέ τά χωριά καί τίς έπιτροπές τώνάκτη- μόνων.

Μαζί τους έφυγε κι ό Γκεοργκίεφσκι, γιός κυβερνήτη τού Ίρκούτσκ πού δέ μπόρεσε νά βγάλει άπό πάνω του αύτή τήν κηλίδα, άν καί στό έπίσημο βιογραφικό του σημείωμα ήταν γραμμένο: «τούς γονείς του δέν τούς θυμάται».

Έ φυγε κι ό Σνάιντερ. διοικητής τού περίφημου έβδομου τμήματος, έφυγε κι ή έπικεφαλής τού πέμπτου τμήματος, Μα­ρούσια Λέφτσενκο.

'Ό ταν ξεπροβοδίζαμε τούς σπουδαστές τής έργατικής σχολής άμέσως καταλάβαμε πόσο ξανάνιωσε ό κόσμος τού Σταθμού μας. ’ Ακόμα καί στό συμβούλιο τών διοικητών έπαιρναν τώρα μέρος τά χτεσινά πιτσιρίκια: ό Βίτκα Μπογκογιάβλενσκι τού δεύτε­ρου τμήματος, ό Κόστια Σαρόφσκι πού άντικατέστησε τόν

182

Page 183: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό πρίσκο στό τρίτο τμήμα, ή Νατάσα Πετρένκο τοϋ πέμπτου τμήματος, ό Μίτια Ζεβέλι τοϋ ένατου κι ό τεράστιος Φεντορέν­κο, πού έπιτέλους κατάφερε νά πάρει τό πόστο τού διοικητή στό όγδοο τμήμα. Τό τμήμα τών μικρών παιδιών τό παράδοσε στόν Τόσκα Σολοβιόφ ό Γκεοργκίεφσκι πού τρία χρόνια ήταν διοικη­τής του.

■Άρχισε ξανά ή άποθήκευση τού κοκκινογουλιού καί τής πατάτας, τό σκέπασμα τού σταύλου μέ άχυρα, τό καθάρισμα κι ή φύλαξη τού σπόρου γιά τήν άνοιξη. Τά παιδιά τού πρώτου καί τού δεύτερου μιχτού τμήματος ρίχτηκαν ξανά στή δουλιά γιά τό φθινοπωρινό όργωμα, τώρα πιά δίχως συναγωνισμό. Καί μονάχα τότε πήραμε ά π ’ τό Χάρκοβο έπίσημη πρόταση τού Λαϊκού Έπιτροπάτου Παιδείας νά πάμε νά δούμε τό χτήμα Ποπόφ στήν περιοχή Ζαπορόζιε.

' Η γενική συνέλευση τών μαθητών τού Σταθμού, άφού άκουσε προσεχτικά τήν άνακοίνωσή μου καί διάβασε τό χαρτί τού Λαϊκού Έπιτροπάτου Παιδείας πού πέρασε άπό χέρι σέ χέρι, ένιωσε άμέσως ότι ή ύπόθεση πιά ήταν πολύ σοβαρή. Γιατί μαζί μ ’ αύτό πήραμε στά χέρια μας κι ενα άλλο χαρτί πού μ ’ αύτό τό Λαϊκό Έ πιτροπάτο Παιδείας ζητούσε άπό τήν έκτελεστική έπιτροπή τού σοβιέτ περιοχής Ζαπορόζιε νά δοθεϊ τό χτήμα Ποπόφ στό Σταθμό.

Τούτη τή στιγμή τά χαρτιά αύτά μού φάνηκαν ότι δίνουν τελεσίδικη λύση στό ζήτημα. Δέν έμενε παρά ν ’ άνασάνουμε μέ άνακούφιση, νά ξεχάσουμε τίς άτέλειωτες συζητήσεις γιά τά διάφορα έγκαταλειμμένα χτήματα, τούς άποτυχημένους Σταθ­μούς, τά διάφορα μοναστήρια πού δέν είχαν άκόμα άπονεκρωθεΐ, τίς κουλάκικες φωλιές πού κρυφοκοιμούνταν άκόμα, νά σβύσου- με ά π ’ τά μυαλά μας τό παραμύθι γιά τό νησί Χόρτιτσε. Δέν έμενε τίποτ* άλλο παρά νά τά μαζέψουμε καί νά φύγουμε,

Γιά τήν έξέταση καί τήν παραλαβή τού χτήματος Ποπόφ πήγα έγώ μαζί μέ τόν Μίτκα Ζεβέλι πού τόν είχε έκλέξει γΓ αύτή τή δουλιά ή γενική συνέλευση. Ό Μίτκα ήταν δεκαπέντε χρονών. Ά π ό καιρό πιά μέσα στή γραμμή τών πιτσιρίκων ξεχώριζε ένα όλόκληρο κεφάλι ά π ’ τούς άλλους, δοκιμάστηκε στή δύσκολη δουλιά τού ύπεύθυνου τής Κομσομόλ στό τμήμα του, πάνω άπό ένα χρόνο είναι κομσομόλος καί τελευταία είχε έπάξια πάρει τό ύπεύθυνο πόστο τού διοικητή τού ένατου τμήματος. Ό Μίτκα ήταν άντιπρόσωπος τής νεώτερης γενιάς τών παιδιών τοϋ Σταθμού μας: στά δεκαπέντε του χρόνια εϊχε

183

Page 184: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άποχτήσει μεγάλη πείρα νοικοκυριού, είχε ένα σώμα σάν έλατήριο, ήξερε νά όργανώνει μ* έπιτυχία τή δουλιά του κι εϊχε μπολιαστεί ταυτόχρονα μέ τή μεγάλη πείρα τής παλιάς μαχητι­κής γενιάς του Σταθμοϋ. Ό Μίτκα άπό τήν πρώτη μέρα ήταν «βλαστάρι»» τοϋ Καραμπάνοφ κι ά π ' αύτόν είχε κληρονομήσει τ ’ άστραφτερό βλέμμα καί τήν όμορφη εύκινησίατου. 'Υ πήρχε όμως καί διαφορά μεταξύ τους, έστω κι άν παρθεϊ ύπόψη μονάχα τό γεγονός ότι ό Μίτκα στά δεκαπέντε του χρόνια ήταν στήν πέμπτη τάξη.

Ξεκινήσαμε μέ τόν Μίτκα μιάν ήλιόλουστη μέρα τοϋ Νο­έμβρη. Έ κ ανε παγωνιά, μά ήταν στεγνός ό καιρός. Μέσα σ ’ Ι-να είκοσιτετράωρο φτάσαμε στό Ζαπορόζιε. Σάν παιδιά είχαμε κιόλας σχηματίσει τήν έντύπωση πώς ή καινούργια ευτυχισμένη ζωή τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι παρουσιαζόταν περίπου έτσι: ό πρόε­δρος τής έχτελεστικής έπιτροπής περιοχής, άνθρωπος μ ’ Ενα εύχάριστο πρόσωπο πραγματικού έπαναστάτη, θά μάς προϋπαν­τήσει γεμάτος χαρά καί θά μάς πεΐ καλοσυνάτα:

— Τό χτήμα Ποπόφ; Γιά τό Σταθμό Γκόρκι; Μά πώς, ξέρω, ξέρω! 'Ο ρίστε, όρίστε! Νά, πάρτε τήν έντολή καί πηγαίνετε νά τό παραλάβετε.

Δέ μένει παρά νά μάθουμε τό δρόμο γιά τό χτήμα καί νά πεταχτοϋμε μετά στό Σταθμό άνεμίζοντας τήν έντολή:

— Γρήγορα, μαζεϋτε τα γιά τόν καινούργιο Σταθμό...Πώς θά μάς άρεσε όπωσδήποτε τό χτήμα Ποπόφ, γΓ αύτό

δέν είχαμε καμιά άμφιβολία. Ά κόμ α κι ή Μπρέγκελ, γυναίκα μετρημένη, μάς εϊπε όταν πήγαμε μέ τό Μίτκα στό Λαϊκό Έ πιτροπάτο Παιδείας στό Χάρκοβο:

— Τό χτήμα Ποπόφ; Είναι δ,τι χρειάζεται γιά τόν Μακάρεν- κο! Αύτός ό Ποπόφ ήταν πολύ παράξενος τύπος... Καί σκάρωσε τόσα πράματα έκεΐ... Θά τά δείτε καί μόνοι σας. Είναι πολύ καλό χτήμα, θά σάς άρέσει.

* Η Ντζουρίνσκαγια Ελεγε τά Ίδια:— Είναι πολύ καλά έκεΐ, καί πλούσιο καί όμορφο χτήμα. Τό

μέρος αύτό είναι σά νά φτιάχτηκε είδικά γιά παιδικό Σταθμό.Κι ή Μαρία Κοντράτιεβνα είπε:— Τό χτήμα αύτό είναι θαύμα!Τό ότι τό χτήμα αύτό τό ήξεραν όλοι, αύτό σήμαινε πολλά,

γι* αύτό κι έγώ κι ό Μίτκα κυριευτήκαμε άπό μιά αίσιόδοξη διάθεση: ή τύχη είχε έτοιμάσει είδικά γιά μάς, γιά τό Σταθμό Γκόρκι, τό χτήμα αύτό.

184

Page 185: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό μ ω ς ά π ’ ό λ ’ αύτά πού περιμέναμε Ενα μονάχα βγήκε σωστό: τό πρόσωπο τοϋ προέδρου τής έχτελεστικής έπιτροπής ήταν πραγματικά Ενα συμπαθητικό πρόσωπο Επαναστάτη. "Ολα τ ’ άλλα δέν ήταν Ετσι καί, πρίν ά π ’ όλα, τά λόγια του δέν ήταν αύτά πού περιμέναμε.

Ά φ οϋ διάβασε τό χαρτί τοϋ Έ πιτροπάτου Λαϊκής Παιδείας, ό πρόεδρος μάς είπε:

— Μά άφοϋ έκεϊ είναι άγροτική κομμούνα! Τί είναι πάλι τοϋτος ό Σταθμός Γκόρκι;

Μάς έριξε Ενα βλέμμα γεμάτο ειλικρίνεια, κι όπως φαίνεται, τού έκανε καλύτερη έντύπωση ό Μίτκα παρά έγώ, γιατί άπάν- τησε μ ’ Ενα χαμόγελο στήν έπιφυλακτικότητα τοϋ Μίτκα λέ­γοντας:

— Κι αύτά τά παιδάκια θά ’ναι έκεΐ νοικοκύρηδες;Ό Μίτκα Εγινε κατακόκκινος κι άρχισε νά βγάζει γλώσσα:— Καί τί νομίζετε πώς μόνο παιδάκια καί καπετάν φασαρίες

είμαστε στό Σταθμό; Σίγουρα θά τά καταφέρουμε καλύτερα ά π ’ τούς δικούς σας τούς χωριάτες!

"Υστερα ά π ’ τά λόγια του αύτά, ό Μίτκα κοκκίνισε άκόμα περισσότερο, ένώ ό πρόεδρος χαμογέλασε πάλι καί μάς είπε μέ όλη τήν είλικρίνειά του:

— Τούς άγρότες λοιπόν Ετσι τούς λέτε; Χωριάτες; Πραγματι­κά, άσχημα τά καταφέρνουν. Μά ξέρετε πώς έκεΐ Εχουν νά κάνουν μέ χίλια πεντακόσια έχτάρια; Τό ζήτημα αύτό είναι Εξω ά π ’ τή δικαιοδοσία τής έχτελεστικής έπιτροπής καί θά χρεια­στεί νά πιέσετε στό Λαϊκό Έ πιτροπάτο Γεωργίας.

Ό Μίτκα Εριξε Ενα δύσπιστο βλέμμα στόν πρόεδρο:— Είπατε πώς τό ζήτημα είναι Εξω... άπό τή... δικαιοδοσία,

Ε; πώς τό ’πατε αύτό; Δηλαδή τί θά πεϊ;—Έ γώ τή γλώσσα σας τήν καταλαβαίνω καλύτερα ά π ’ ό,τι

έσεΐς τή δική μου... Λοιπόν, καλά, ό διευθυντής τών γραφείων θά σάς έξηγήσει τί θά πει δικαιοδοσία. Τί μπορώ νά σάς κάνω τώρα έγώ; Νά, θά σάς δόσω αύτοκίνητο, τραβάτε καί δεϊτε άπό κοντά τά πράγματα. Μ ιλήστε καί μέ τούς άνθρώπους τής κομμούνας. Μπορεΐ καί νά συμφωνήσετε. "Ομως τό ζήτημα θά λυθεί μόνο στό Χάρκοβο, στό Λαϊκό Έ πιτροπάτο Γεωργίας.

Ό πρόεδρος χαμογελώντας Εσφιξε τό χέρι τοϋ Μίτκα:—Ά ν στό Σταθμό σας είναι όλοι, τέτιοι «πιτσιρίκοι» σάν Kt

έσένα, τότε νά εΐσαστε βέβαιοι πώς θά *χετε τήν υποστήριξή μου.

185

Page 186: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Πήγαμε μέ τό Μίτκα στό χτήμα Ποπόφ κι αιχμαλωτιστήκα­με άπό τήν όμορφιά του.

Στήν άκρη τοϋ περίφημου Μεγάλου Λιβαδιού, μοΰ φαίνεται στό μέρος πού βρισκόταν τό σπίτι τοϋ Ταράς Μπούλμπα, άνάμεσα στό Δνείπερο καί στόν Καρά - Τσεκράκ, ξεπρόβαλλε μέσα στή στέπα μιά μακριά άράδα άπό λοφίσκους. Ά νάμεσά τους ό Καρά - Τσεκράκ σάν άληθινή γλώσσα σέρνεται πρός τό Δνείπερο. Καί μάλιστα δέ μοιάζει μέ ποτάμι, άλλά μέ κανάλι πού στίς ψηλές όχθες του ύψωνόταν ένα θαύμα: ψηλοί τοίχοι, μέσ ’ άπ ' τούς τοίχους παλάτια μέ μυτερές είτε στρογγυλές στέγες πού όλες μαζί, έτσι όπως είναι σκόρπιες φτιάχνουν μιά παραμυθένια άρμονία. Σέ μερικούς πύργους στριφογύριζαν άκόμα οί άνεμο- δεϊχτες, όμως τά παράθυρα κοίταγαν νεκρά μέ τίς μαύρες τρύπες τους, δημιουργώντας μιά βαριά άντίθεση στό ζωντανό περιβάλ­λον πού έμοιαζε σάν όμορφο όνειρο μαυριτάνικης ή αραβικής φαντασίας.

Περνώντας τήν πόρτα ένός στρογγυλού διώροφου πύργου μπήκαμε σέ μιά τεράστια αύλή στρωμένη μέ μεγάλες τετράγωνες πλάκες πού άνάμεσά τους φύτρωναν μέ θράσος κάτι ξερά καί ξεπαγιασμένα άγριόχορτα, κι όπου οί γελάδες, τά γουρούνια κι οί κατσίκες άφηναν τά βρώμικα δείγματα ά π ’ τό πέρασμά τους. Μπήκαμε στό πρώτο παλατάκι. Δέν υπήρχε τίποτα μέσα. Μόνο σέ φύσαγαν τά ρεύματα πού μύριζαν άσβέστη. Στήν είσοδο, πάνω σ ’ ενα σωρό άπό σκουπίδια κυλιόταν τό γύψινο άγαλμα τής ‘Αφροδίτης τής Μήλου, πού δεν τής ελειπαν μόνο τά χέρια, μά καί τά πόδια. Σ τ” άλλα παλάτια, τό ίδιο ψηλά καί μεγαλοπρε­πή, ένιθ)θες έντονα τό πέρασμα τής έπανάστασης. Μέ τήν πείρα πού μού ’χαν δόσει οί τόσες έπισκευές, άρχισα νά λογαριάζω πόσο θά κοστίσει αύτή ή δουλιά έδώ. Γιά νά τά πούμε καθαρά, τίποτα τό φοβερό δέν έβλεπα. Χρειάζονταν νά μπουν πόρτες, παράθυρα, νά διορθωθεί τό παρκέ καί νά γίνει γενικό σοβάντι- σμα.'Η Α φ ροδίτη όέν ήταν κι άπαραίτητο νά έπισκευαστεϊ. Οί σκάλες, τά ταβάνια, οί σόμπες ήταν άπείραχτα.

Ό Μίτκα ήταν λιγότερο πεζός άπό μένα. Καμιά καταστροφή άπ ' αύτές πού εβλεπε γύρω του δέ μπορούσε νά τού σβύσει τόν ενθουσιασμό του. Τριγύριζε σ ’ όλα τά σπίτια, στους πύργους, στά δρομάκια καί στίς αύλές, καί κάθε τόσο φώναζε άπ ' τόν Ενθουσιασμό του:

—“Ωχ. νά πάρ' ή εύχή! Γιά κοίτα! Σού φεύγει τό καφάσι, λόγο τιμής! “Ιΐχ. τί μέρο^ είναι τούτο, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς! Τά

186

Page 187: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παιδιά θά πετάξουν άπ ' τή χαρά τους! Θαϋμα, λόγο τιμής, θαϋμα! Καί πόσα παιδιά μπορούν νά χωρέσουν έδώ; Μπορεϊ καί χίλια, έ;

Σύμφωνα μέ τούς υπολογισμούς μας, έδώ μπορούσαν νά στεγαστούν όχτακόσια παιδιά.

— Καί θά τά βγάλουμε πέρα; Ό χτακόσ ια καί μάλιστα τοϋ δρόμου... Κι όλοι οί διοικητές μας βρίσκονται στήν έργατική σχολή.

Γιά τό άν θά τά καταφέρναμε ή όχι δέν είχαμε τόν καιρό νά σκεφτούμε, έπρεπε νά γυρίσουμε καί νά τά δούμε όλα. Νοικοκύ­ρης έδώ ήταν ή κομμούνα, μά σ ’ έπιανε άνατριχίλα σάν έβλεπες πώς διαχειριζόταν τούτο τόν πλούτο. Ό τεράστιος σταϋλος ήταν γεμάτος κοπριές καί πάνω σ ’ αύτές, πού ποιός ξέρει πόσο καιρό είχαν νά τίς καθαρίσουν, καί χωρίς Ίχνος άχυρόστρωμα στέκονταν πού καί πού κάτι κοκαλιάρικα ψωρά- λογα. Τά καπούλια τους ήταν γεμάτα βρώμα καί σέ πολλά τούς είχε πέσει ή τρίχα. Τό μεγάλο χοιροστάσιο ήταν γεμάτο τρύπες, μέσα είχε λίγα γουρούνια κι αύτά είχαν τά χάλια τους. Πάνω στούς παγωμένους χωματένιους σβώλους ήταν πεταμένα κάρα. σπαρτικές μηχανές, ρόδες, διάφορα έργαλεϊα, κι ο λ ’ αύτά τά σκέπαζε μιά άγρια άποχαυνωτική έρημιά. Μονάχα στό χοιροστάσιο πρόβαλε τή βρώμικη γενειάδα του ένας σκεβρωμέ­νος παπούς καί μάς είπε:

—"Αν ζητάτε τό γραφείο τής κομμούνας, νά, πάτε σ ’ αύτό τό σπιτάκι.

— Καί πού 'ναι τά γουρούνια σας; ρώτησε ό Μίτκα.— Τί είπατε; Ά . τά γουρούνια;

’ Ο παπούς στριφογύρισε άμήχανα στή θέση του. χάιδεψε λίγο τά μουστάκια του μέ κάτι δάχτυλα πού φέγγανε κι έριξε μιά ματιά στά ξύλινα χωρίσματα. * Η ερώτηση τοϋ Μίτκα δέν τού άφηνε φαίνεται περιθώρια διπλωματικής άπάντησης. Ω σ τόσο , πήρε τό θάρρος κι είπε κουνώντας τό χέρι του:

— Κοίτα, οί παλιανθρώποι. τί σόι περιποίηση κάνανε στά γουρούνια!...

— Ποιοι δηλαδή:— Τί πυιοί: Νά ή κομμούνα... ή Ίδια...— Καί σύ παπού στή\, κομμούνα είσαι;— Χέ. χέ, στήν κομμούνα, περιστεράκι μου. είμαι κι έγώ,

σάν τό μοσχάρι στό κοπάδι. Τώρα όποιος σηκώνει τό χέρι καί ψηφίζει κι έχει βουλωμένο τό στόμα πιάνει τά πόστα. Στόν

187

Page 188: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παπού όμως δέ δόσανε τά γουρούνια... Μέ σχωρνάτε, τί ήρθατε νά κάνετε έδώ;

— Γιά δουλιές.—"Α, γιά δουλιές... Μιά πού ’ρθατε γ ι ’ αύτό, νά, πηγαίνετε

έκεΐ άπέναντι... Συνεδριάζουν... ’Α π’ τό πρωί ώς τό βράδυ αύτή τή δουλιά κάνουν... Συνεδριάζουν, ένώ έδώ...

Ό παπούς είχε πάρει φόρα κι ήθελε, φαίνεται, νά μάς κάνει κι άλλες άποκαλύψεις, μά δέν είχαμε καιρό γιά τέτιες δουλιές.

Μπήκαμε στό στενό γραφείο τής κομμούνας. Πάνω σέ κάτι σκοροφαγωμένες καρέκλες, πού μύριζαν παλιό άρχοντικό, κά­θονταν τά μέλη τής διοίκησης καί πραγματικά συνεδρίαζαν. Μ έσ’ ά π ’ τά σύννεφα καπνού τών τσιγάρων τους, ήταν δύσκολο νά ξεχωρίσεις πόσοι έπαιρναν μέρος, όμως ά π ’ τή φασαρία πού κάνανε, έβγαζες τό συμπέρασμα πώς θά ’ταν τουλάχιστο είκοσι άτομα. Δυστυχώς δέ μπορέσαμε νά μάθουμε τήν ήμερήσια διάταξη τής συνεορίασης, γιατί, μόλις μπήκαμε, ένας κατσαρο­μάλλης μέ μιά σκούρα γενειάδα καί κάτι λεπτά καί στρογγυλά μάτια, πού έμοιαζαν κοριτσίστικα, μάς ρώτησε:

—’ Ελόγου σας, τί παριστάνετε;"Αρχισε μιά συζήτηση, στήν άρχή ψυχρή κι έπίσημη, ύστερα

έχθρική κι δλο νεύρα καί μόνο σάν πέρασαν δυό ώρες μπήκα στήν ούσία τής υπόθεσης.

’Αποδείχθηκε πώς εϊχα κάνει λάθος, Ή κομμούνα ήταν βαριά άρρωστη, όμως δέν εϊχε σκοπό νά πεθάνει, καί μόλις είδε πώς ήρθαμε σάν άκάλεστοι νεκροθάφτες γιά νά τήν παραχώσου­με, άγανάχτησε καί συγκεντρώνοντας τίς τελευταίες δυνάμεις της, έδειξε τή δίψα της νά ζήσει.

Έ ν α ήταν καθαρό: πώς γιά τήν κομμούνα χίλια πεντακόσια έχτάρια ήταν πάρα πολλά. Αύτός ό ύπερβολικός πλούτος ήταν κι ή αϊτία τής φτώχειας της. Συμφωνήσαμε χωρίς δυσκολία, ότι μπορούμε νά μοιράσουμε τή γή. Ά κόμ α πιό εύκολα ή κομμούνα συμφώνησε νά μάς δόσει τά παλατάκια μέ τούς πύργους, μαζί μέ τήν Α φ ροδίτη τής Μήλου. "Οταν δμως έφτασε ή σειρά νά συζητήσουμε γιά τό κύριο συγκρότημα τού νοικοκυριού, τότε καί οί κομμουνάροι κι έμεΐς άνάψαμε. Μάλιστα ό Μίτκα δέ μπόρεσε νά κρατηθεί στά πλαίσια τής γενικής συζήτησης καί πέρασε στά προσωπικά:

— Καί γιατί ώς τά τώρα τά κοκκινογούλια σας είναι πεταμένα στό χώμα;

*0 πρόεδρος άπάντησε:

188

Page 189: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Είσαι μικρός άκόμα γιά νά μέ ρωτάς.Μόνο άργά τό βράδυ καταφέραμε νά έρθουμε σέ συμφωνία.

Ό Μίτκα είπε:— Μά καλά, γιατί τρωγόμαστε σάν τά γαϊδούρια; Δέ μπορού­

με νά χωρίσουμε καί τό κυρίως νοικοκυριό μ ’ έναν τοΐχο;Πάνω σ ’ αύτή τή βάση κλείσαμε τελικά τή συμφωνία.Πώς φτάσαμε ώς τό Σταθμό Γκόρκι, δέ θυμάμαι, όμως, μού

φαίνεται πώς μάλλον είχαμε βγάλει φτερά. “Οταν διηγηθήκαμε στή γενική συνέλευση όλα τά καθέκαστα έγινε πανζουρλισμός. Μάς σήκωσαν, έμένα καί τό Μίτκα, στά χέρια, παρά λίγο νά μού σπάσουν καί τά γυαλιά μου, τοΰ Μίτκα πάντως κάτι τοϋ ’σπασαν— ή τή μύτη του ή τό κούτελό του.

Στό Σταθμό άρχισε πραγματικά μιά καινούργια εύτυχισμένη έποχή. Τρεις μήνες οί τρόφιμοι έκαναν σχέδια. "Οταν ήρθε μιά μέρα ή Μπρέγκελ στό Σταθμό, άρχισε τούς υπαινιγμούς:

— Μακάρενκο, τί διαπαιδαγωγεΐτε; ‘Ονειροπόλους;“Εστω κι όνειροπόλους. Βέβαια, δέν τρέφω καί μεγάλο ένθου-

σιασμό στήν Ίδια τή λέξη «όνειροπόλημα». ’ Α π’ αύτή πραγμα­τικά βγαίνει κάτι τό άρχοντίστικο κι ίσως καί χειρότερο. Μά ύπάρχουν διάφορα όνειροπολήματα: άλλο είναι νά όνειροπολεΐς τόν Ιππότη μέ τ ’άσπρο άλογο, κι άλλο γιά όχτακόσια παιδιά στόν παιδικό Σταθμό. 'Ό ταν ζούσαμε στριμωγμένοι στούς στρα­τώνες, μήπως δέν όνειροπολούσαμε γιά τά μεγάλα φωτεινά δω­μάτια; "Οταν τυλίγαμε τά πόδια μας μέ κουρελόπανα, όνειροπο- λούσαμε γιά ένα ζευγάρι άνθρώπινα παπούτσια. ’Ονειροπολού­σαμε γιά τήν έργατική σχολή, γιά τήν Κομσομόλ, κάναμε άκό­μα όνειρα γιά τ ’άλογάκι μας τό Λεβέντη καί γιά ένα κοπάδι έλ- βετικές άγελάδες. "Οταν έφερα μέσα σ ’ένα τσουβάλι δυό γου- ρουνάκια, ένας τέτιος όνειροπόλος, ό κουρεμένος σύρριζα πι­τσιρίκος Βάνκα Σελαπούτιν, καθόταν σ ’ένα ψηλό σκαμνί, είχε σταυρώσει τά χέρια, κουνούσε τά πόδια καί κοίταγε τό ταβάνι:

— Τώρα είναι δυό γουρουνάκια. "Υστερα θά γίνουν άλλα τόσα. Κι αύτά θά γεννήσουν πάλι άλλα τόσα. Καί μέσα... σέ πέν­τε χρόνια θά ’χουμε έκατό γουρούνια! “Ω, ώ! Ά κ ο ϋς, Τόσκα; Εκατό γουρούνια!

Καί τοΰτος ό όνειροπόλος κι ό Τόσκα χαχάνιζαν καί τό άσυνήθιστο γέλιο τους σκέπαζε τίς συζητήσεις μας μέσα στό γραφείο μου γιά τά διάφορα τρέχοντα ζητήματα. Καί τώρα ό Σταθμός μας έχει πάνω άπό τρακόσια γουρούνια καί κανένας δέ θυμάται τά όνειροπολήματα τοϋ Σελαπούτιν.

189

Page 190: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ίσως. ή βασική διαφορά του δικού μας δια παιδαγωγικού συστήματος ά π ’ τό άστικό, βρίσκεται άκριβώς στό δτι σ ' έμάς. ή παιδική κολεχτίβα πρέπει όπωσδήποτε ν* άναπτΰσσεται καί νά πλουταίνει έσωτερικά, πρέπει νά όραματίζεται τό καλύτερο μέλλον καί νά έπιδιώκει νά τό καταχτήσει μέ τό δηνάμωμα τής κοινής προσπάθειας, μένοντας πάντα ένας χαρούμενος όνειρο- πόλος. Καί ’ίσως έδώ νά βρίσκεται ή άληθινή παιδαγωγική διαλεχτική.

ΓΓ αΰτό, ποτέ μου όέν έβαλα φρένο στά όνειροπολήματα των παιδιών καί μάλιστα πέταγα μαζί τους μέ τά φτερά τής φαντασίας,’ίσως καί πολύ μακρύτερα. Ω σ τόσο , αύτό ήταν ά π ’ τις πιό ευτυχισμένες στιγμές του ΣταθμοΓ μας καί τώρα όλοι οί φίλοι μου·τίς θυμούνται μ ' ένα αίσθημα χαράς. Μαζί μας έπλαθε όνειρα κι ό ’ Αλεξέι Μαξίμοβιτς, πού πάντα τού γράφαμε γιά τίς δουλιές μας μ ’ όλες τίς λεπτομέρειες.

Στό Σταθμό δεν ένιο>θαν χαρά κι ούτε έπλαθαν όνειρα ορισμένοι άνθρωποι, κι άνάμεσά τους ό Καλίνα Ίβάνοβι τς· Είχε νεανική καρδιά μά άποδείχτηκε πώς γιά νά όνειροπολήσει κανείς, δε φτάνει μονάχα ή καρδιά.’Ακόμα κι ό ίδιος ό Καλίνα Ίβάνοβι τς έλεγε:

— Εχεις δεΐ ένα καλό άλογο πώς χφοβάται τό αυτοκίνητο; Είναι γιατί θέλει, τό παράσιτο, νά ζήσει. 'Ένα ψοχφάλογσόμως, ουτ’ αυτοκίνητο ούτε τό διάολο χφοβάται. ’Αφού θά τά τινάξει καί θά τά τινάξει, τί νά χφοβηθεΐ;

Προσπάθησα νά καταφέρω τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς νά ’ρθει μαζί μας. τά παιδιά πέσανε καί τόν παρακαλούσανε, μά αυτός ήταν άμετάπειστος;

— Τώρα κι έγώ τίποτα δέ χφοβάμαι. Κι έξάλλου τί τά θέλετε κάτι παράσιτα σάν κι έμενα; ‘Αρκετό καιρό έκανα μαζί σας! Τώρα πιά σύνταξη. Τέλειωσε, Στή σοβιετική έξουσία είναι καλά γιά τούς χαραμοχφάηδες — γιά τούς γέρους ξεροβηχάκηδες.

Κι οί “Οσιποφ μοϋ δήλωσαν πώς δέν πρόκειται ν ’ άκολουθή- σουν τό Σταθμό κι ότι άρκετά τράβηξαν ώς τά τώρα.

— Εμάς δέ μάς αρέσουν τά μεγαλοπιάσματα, έλεγε ή Νατά- λια Μάρκοβνα. Καί δεν καταλαβαίνουμε τί σάς χρειάζονται οί όχτακόσιες ψυχές. Λόγο τιμής, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, θά σπάσετε τά μοϋτρα σας μ ’ αύτό πού θά κάνετε.

Σ ’ άπάντηση στή δήλωση αυτή ά ρ χ ισ α ν ’ άπαγγέλω: «<Στήν τρέλα των γενναίων, τούτο τό τραγούδι λέμε».

Τά παιδιά άρχισαν τά χειροκροτήματα καί τά γέλια, όμως

190

Page 191: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τούς Ό σ ιπ ο φ μ ’ αύτό τόν τρόπο δέ μπορούσες νά τούς μπερδέψεις. ’Εξάλλου ό Σιλάντι μέ παρακαλούσε:

—“Αστούς, άς μείνουν έδώ. ‘Εσύ, δηλαδή, Ά ντό ν Σεμιό­νοβιτς, άγαπάς, όπως λένε, όλους νά τούς έχεις πάντα ζεμένους γιά δρόμο. Ή γελάδα δέν κάνει γιά τέτια δουλιά κι έλόγου σου έπιμένεις. Βλέπεις, λοιπόν, τί γίνεται.

— Κι έσύ, Σιλάντι Σεμιόνοβιτς, μπορεΐς; Είσαι έτοιμος;— Γιά πού;— Νά, γιά δρόμο.—Έ γώ ; "Οπου θέλεις πάω. Ά κόμα καί καβαλάρης τού

Μπουντιόνι. Μήν κοιτάς πού έδώ μέ άνάγκασαν νά κουβαλάω νερό. Δέν προσέξανε, οί λέρες, τί λεβεντιά κρύβει μέσα του ό Σιλάντι.

Έ ξυσε τό κεφάλι του καί πρόστεσε λίγο καθυστερημένα:— Βλέπεις, λοιπόν, τί γίνεται...Τό γεγονός ότι όλοι οί παιδαγωγοί, κι ό Σιλάντι, ό Κοζίρ, ό

Έ λίσοφ , ό σιδεράς ό Γκαλάνοβιτς, όλες οΐ πλύστρες, οί μαγείρισσες κι άκόμα κι οί μυλωνάδες άποφάσισαν νά ’ρθουν μαζί μας. έδινε σέ τούτη τή μετακόμιση έναν ιδιαίτερο τόνο άνεσης καί σιγουριάς.

Στό μεταξύ όμως τά πράγματα στό Χάρκοβο δέν πήγαιναν καθόλου καλά. Χρειάστηκε νά πάω έκεΐ πολλές φορές. Ό Λαϊκός Ε π ίτροπος Παιδείας μάς ύποστήριζε. Ά κόμ α κι ή Μπρέγκελ μολύνθηκε ά π ’ τά όνειροπολήματά μας, παρόλο πού τότε μέ όνόμαζε Δόν Κιχώτη τοϋ Ζαπορόζιε.

'Ό σ ο γιά τό Λαϊκό Ε π ίτροπο Γεωργίας, αύτός παρόλο πού φούσκωνε καί ξεφούσκωνε τά χείλια του καί μάς όνόμαζε λαθε­μένα πότε Σταθμό Γκόρκι, πότε Σταθμό Κορολένκο καί πότε πάλι Σταθμό Σεφτσένκο, παρ’ό λ ’ αύτά κι αύτός στό τέλος ύποχώρησε: Πάρτε τίς όχτακόσιες ντεσιατίνες καί τό χτήμα Ιΐοπόφ καί ξεφορτωθείτε μας.

“Ετσι οί έχθροί μας βρέθηκαν όχι σέ παράταξη μάχης άλλά σέ ένέδρα. Ρίχτηκα πάνω τους, όντας βέβαιος πώς αύτό θά ’ ταν τό τελευταίο χτύπημα, καί πώς μετά ά π ’ αύτό, δέν έμενε παρά μόνο τό σάλπισμα τής τελικής νίκης. Νά όμως, πού στήν έπίθεσή μου, βγήκε πίσω ά π ’ τούς θάμνους έξαφνα μπροστά μου ένα μικρό άνθρωπάκι μ ’ ένα κολοβό σακάκι. “Εφτασε νά πεϊ λίγες μόνο λέξεις γιά νά βρεθώ συντριμμένος κατά κράτος καί νά τραπώ σέ φυγή, πετώντας τά όπλα καί τίς σημαίες καί τσαλακώνοντας τίς γραμμές τής φάλαγγας τών μαθητών τοϋ

191

Page 192: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Σταθμού πού είχε ξεκινήσει μέ τά φτερά τοϋ όνείρου γιά καινούργιες καταχτήσεις.

— Τό οίκονομικό τμήμα τοϋ Λαϊκού Έπιτροπάτου, δέ μπορεϊ νά δόσει τή συγκατάθεσή του σέ τέτιους τυχοδιωχτι- σμούς, νά σάς δόσει δηλαδή τριάντα χιλιάδες γιά νά έπισκευά- σετε Ενα μέγαρο πού σέ κανέναν δέ χρειάζεται. Καί στό μεταξύ οί παιδικοί σας Σταθμοί Εχουν γίνει έρείπια.

—"Ομως αύτά δέ θά πάνε μονάχα γιά έπισκευές. Έ δώ μέσα είναι καί τό ποσό γιά τά έργαλεΐα καί τήν κατασκευή τοϋ δρόμου.

— Ξέρουμε, ξέρουμε έμείς: όχτακόσιες ντεσιατίνες, όχτακό­σια έγκαταλειμμένα παιδιά, κι όχτακόσιες γελάδες. Πέρασε πιά ό καιρός γιά τέτιους τυχοδιωκτισμούς. Πόσα έκατομμύρια δόσαμε στό Λαϊκό Έ πιτροπάτο Παιδείας καί τίποτα δέν γίνεται: θά τά κατακλέψουν όλα, θά τά σπάσουν καί θά τό κό­ψουν λάσπη.

Καί ό άνθρωπάκος αύτός πάτησε μέ δύναμη στό λαιμό τό γκρεμισμένο τόσο άναπάντεχα όμορφο όνειρό μας. Κι όσο κι άν τ ’ όνειρο τούτο στέναζε κι Εκλαιγε κάτω ά π ’ τό πόδι του, όσο κι άν άπόδειχνε πώς είναι καί τοΰ ίδιου τοϋ Γκόρκι όνειρο, τίποτε δέ βοηθούσε. Καί πέθανε.

Καί νά ’ μαι τώρα, πού μέ βαριά βήματα καί μιάν άσήκωτη πέτρα στήν καρδιά, γυρίζω στό Σταθμό. ’ Ανεβαίνει τό α\μα στό κεφάλι μου άκόμα περισσότερο όταν θυμάμαι πώς στά μαθήμα­τα τού σχολειού μας γίνεται λεπτομερειακή Επεξεργασία τοΰ θέματος: «' Η όργάνωση τοΰ νοικοκυριού μας στό Ζαπορόζιε». ’ Ο Σέρε είχε πάει δυό φορές στό χτήμα Ποπόφ. “Εφτιαξε ένα περίφημο οίκονομικό σχέδιο πού τό είχε τόσο όμορφα λαμπρο- στολίσει, ώστε μπροστά στά Εκπληκτα μάτια τών παιδιών πού τόν άκουγαν Ελαμπαν λουσμένα στό φώς τά τραχτέρια, Επαιζαν στά λιβάδια κατοσταριές γελάδες, χιλιάδες πρόβατα, δεκάδες χιλιάδες κότες, Εφευγαν γιά έξαγωγή στήν ’Αγγλία φορτία όλόκληρα βούτυρο κι αύγά, άστραφταν οί έκκολαπτικές μηχα­νές κι οί μηχανές βουτύρου, άνθιζαν πλούσιοι οί κήποι.

Κι όλα αύτά όταν δέν είχε περάσει άκόμα μιά βδομάδα άπό τότε πού γύριζα Ετσι πάλι ά π ’ τό Χάρκοβο καί τά παιδιά μέ είχαν προϋπαντήσει μ’ Ενα παραλήρημα Ενθουσιασμού, μέ σήκωναν στά χέρια καί φώναζαν:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς! Ή Ζόρκα Εχει πουλαράκι! Νά, κοιτάχτε, κοιτάχτε! “Οχι, τώρα κοιτάχτε!...

192

Page 193: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μέ τράβηξαν στό σταΰλο καί κύκλωσαν τό βρεγμένο χρυσό άλογάκι πού έτρεμε άκόμα. "Ολοι σώπαιναν, μά στά χείλια τους έλαμπε ένα χαρούμενο χαμόγελο καί μονάχα ένας είπε τούτα τά λόγια πού έβγαιναν μέσ’ ά π ’ τήν καρδιά του:

— Τόν βγάλαμε Ζαποροζιανός..."Εχ, παιδιά μου άγαπημένα! Δέ σας έμελλε νά όργώσετε στό

Μεγάλο Λιβάδι, ούτε νά ζήσετε στό παραμυθένιο παλάτι, κι οί σαλπιγκτές μας δέν ήταν τυχερό νά σαλπίζουν ά π ’ τίς κορυφές των μαυριτάνικων πύργων. Καί τ ’ όμορφο χρυσό άλογάκι άδικα τό βγάλατε Ζαποροζιανός.

17. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΤΡΑΣ

Σκληρό ήταν τό χτύπημα πού μάς έδοσε ό άνθρωπος ά π ’ τό οίκονομικό τμήμα του Λαϊκού ’Επιτροπάτου Παιδείας. Σφίχτη­κε ή καρδιά των παιδιών, άρχισαν οί είρωνίες καί τά χάχανα των έχθρών κι έμένα είχε σταματήσει νά δουλεύει τό μυαλό μου. Μά άπό κανενός τό κεφάλι δέν πέρασε, ότι μπορούσαμε νά μείνουμε στόν Καλομάκ. Καί στό Λαϊκό ’Επιτροπάτο Παιδείας ένιωθαν τήν έπιμονή μας αύτή καί δέν έφερναν άντιρρήσεις, όμως τό ζήτημα γΓ αυτούς έμπαινε μονάχα έτσι: πού νά πάμε;

Γ ι’ αύτό ό Φλεβάρης κι ό Μάρτης τού 1926 ήταν γιά μάς πολύ μπερδεμένοι μήνες. Ή άποτυχία τού Ζαπορόζιε έσβησε καί τίς τελευταίες άναλαμπές τής όμορφης χαρούμενης έλπίδας μας, μά στή θέση της έμεινε μιά πεισματική πίστη όλης τής κολεχτίβας. Δέν πέρναγε βδομάδα πού νά μή συζητιόταν στή γενική συνέλευση κάποια πρόταση. Στίς άπέραντες στέπες τής Ουκρανίας υπήρχαν πολλά άκόμα μέρη πού δέν είχαν νοικοκύ­ρη. ή πού οί νοικοκυραϊοι τους ήταν γιά τά πανηγύρια. Είχαμε πολλές προτάσεις ά π ’ τό Λαϊκό ‘Επιτροπάτο Παιδείας, ά π ’ τίς κομσομόλικες όργανώσεις, άπό παλιούς κατοίκους των γειτονι­κών περιοχών κι άπό μακρινούς γνώριμούς μας. Κι έγώ κι ό Σέρε καί τά παιδιά δέν άφήσαμε τότε δρόμο γιά δρόμο, μονοπάτι γιά μονοπάτι πού νά μήν τό διασχίσουμε εϊτε μέ τό σιδηρόδρομο, ε’ίτε μ* αυτοκίνητο, είτε μέ τό Λεβέντη μας, είτε άκόμα μέ διάφορα άλογα καί ψοφίμια τής τοπικής συγκοινωνί-

ας·Ό λ ο ι αυτοί όμως οί άνιχνευτές στήν έπιστροφή τους δέν έφερναν τίποτε άλλο μαζί τους παρά μόνο τή μεγάλη τους

193

Page 194: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κούραση. Τά παιδιά στή γενική συνέλευση τούς άκουγαν μέ κρύα καρδιά καί τραβούσαν γιά τίς δουλιές τους, πετώντας σ ’ αύτόν πού μίλαγε τήν πρώτη δύσκολη έρώτηση πού τούς έρχόταν στό μυαλό:

— Πόσους χωράει έκεϊ; ' Εκατόν είκοσι άτομα; Κολοκύθια!— Ποιά πόλη είπες, Πιριάτιν; Σαχλαμάρες.Μά κι οϊ ίδιοι οί όμιλητές ένιωθαν χαρά άμα τελείωνε έτσι ή

συζήτηση, γιατί βαθιά μέσα τους πιό πολύ άπ* όλα φοβούνταν μήπως ή συνέλευση παρασυρθεΐ καί συμφωνήσει.

Κι έτσι μ ’ αύτό τόν τρόπο πέρασαν μπροστά ά π ’ τά μάτια μας τό χτήμα Σταρίτσκι στά Βάλκι, τό μοναστήρι τού Πιριάτιν, τό μοναστήρι στά Λούμπνι, τό παλάτι τού πρίγκιπα Κοτσουμπέι στή Ντικάνκα καί μερικές άλλες άκόμα σαβούρες.

Ά κόμα περισσότερα ήταν τά μέρη πού μάς πρότειναν, μά πού τ ’ άπορρίπταμε προκαταβολικά, γιατί δέν άξιζαν ουτε τήν άνίχνευση. Ά νάμεσα σ ’ αύτά ήταν καί τό Κουριάζ, ένας παιδικός Σταθμός έξω ά π ’ τό Χάρκοβο μέ τετρακόσια παιδιά, πού σύμφωνα μέ διάφορες διαδόσεις, είχαν όλότελα χαλάσει. Ή άντίληψη πού είχαμε γιά τό ξεχαρβαλωμένο 'ίδρυμα, ήταν τόσο άπαίσια, πού στό μυαλό μας τό Κουριάζ έμοιαζε μέ μικρές χτικιάρικες φουσκάλες πού έσπαγαν μόλις έκαναν τήν έμφάνισή τους.

Κάποτε, όταν πήγαινα γιά τίς συνηθισμένες δουλιές μου στό Χάρκοβο έπεσα σέ μιά συνεδρίαση τής έπιτροπής παιδικών ιδρυμάτων. Συζητιόταν τό ζήτημα τού παιδικού Σταθμού τού Κουριάζ πού ύπαγόταν στήν έπιτροπή αύτή. Ό έπιθεωρητής τοϋ τμήματος Λαϊκής Παιδείας Γιούριεφ άνέφερε ξερά καί γεμάτος όργή γιά τήν κατάσταση πού έπικρατούσε στό Σταθμό, συμπύκνωνε κι έκοβε έτσι τίς έκφράσεις του πού τά πράματα έκεΐ παρουσιάζονταν άκόμα πιό άσχημα κι έξοργιστικά. Σαράν­τα παιδαγωγοί καί τετρακόσιοι τρόφιμοι ήταν άκροατές τών πιό προβληματικών γιά τόν άνθρωπο άνεκδότων, τών έπινοήσεων κάποιου έκφυλισμένου παλιάνθρωπου καί βρωμερού μισάνθρω­που. “Ημουνα έτοιμος νά χτυπήσω μέ τή γροθιά μου στό τραπέζι καί νά φωνάξω:

— Δέν είναι δυνατό! Συκοφαντίες!Ό Γιούριεφ όμως ήταν θετικός άνθρωπος καί μέσ’ά π ’ τήν

εύγενική σοβαρότητα τού ομιλητή διαφαινόταν καθαρά ή βαθιά θλίψη γιά τίς διαπιστώσεις του αύτές, θλίψη πού άπό καιρό φαίνεται τόν βασάνιζε καί πού δέν είχα κανένα λόγο ν ’

194

Page 195: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άμφιβάλλω γι ’ αύτή. ' Ο Γιούριεφ όταν μέ είδε, σά νά ντράπηκε, καί πότε - πότε μέ κοίταζε μέ μιά τέτια έκφραση, που λές κι είχε πάθει κάποια άβαρία τό κουστούμι του. "Υστερα ά π ’ τή συνεδρίαση μέ πλησίασε καί μοϋ είπε άνοιχτά:

— Λόγο τιμής, νιώθω ντροπή νά μιλάω μπροστά σας γιά όλες αύτές τίς βρωμιές. Γιατί λένε πώς εκεί σέ σας, άν ό τρόφιμος άργήσει πέντε λεφτά στό τραπέζι τόν βάζετε άμέσως περιορισμό μέ ξερό ψωμί καί νερό έπί είκοσιτέσσερις ώρες κι αυτός χαμογελάει, λέγοντας: «Μάλιστα».

— Βέβαια, δέν είναι άκριβώς έτσι. ”Αν έφάρμοζα μιά τέτια μέθοδο, τότε θά χρειαζόταν νά μιλήσετε καί γιά τό Σταθμό Γκόρκι περίπου στό πνεύμα τής σημερινής σας όμιλίας.

’Εξακολουθήσαμε μέ τό Γιούριεφ τή συζήτηση καί τίς διαφωνίες μας. Μέ κάλεσε γιά φαγητό καί στό τραπέζι μού είπε:

— Ξέρετε κάτι; Γιατί νά μήν πάρετε έσεΐς τό Κουριάζ;— Μά, τί καλό έχει; ’Εξάλλου έκεΐ δέν έχει θέση.— Τί θά πεΐ δέν έχει θέση. Θ ’ άδειάσουμε έκατόν είκοσι

θέσεις γιά τούς δικούς σας.— Δέ θέλω. Βρώμικη δουλιά. “Ασε πού δέ θά μάς άφήσετε νά

δουλέψουμε...— Θά σάς άφήσουμε! Μά γιατί μάς φοβόσαστε τόσο; Θά σάς

δόσουμε απόλυτη έλευθερία: κάντε ότι θέλετε. Αύτό τό Κουριάζ είναι φρίκη! Σκεφτεΐτε, κάτω ά π ’ τή μύτη τής πρωτεύουσας, νά έχουμε μιά τέτια φωλιά συμμοριτών! Τ ’ άκούσατε. Ληστεύουν καί τούς διαβάτες άκόμα. Μόνο μέσα σέ τέσσερις μήνες κατακλέψανε στόνίδ ιο τό Σταθμό δεκαοχτώ χιλιάδες ρούβλια...

— Δηλαδή, έκεΐ πρέπει νά πάρει πόδι όλο τό προσωπικό.—Ό χ ι , γιατί όλο τό προσωπικό; Έ κ εΐ υπάρχουν περίφημα

στελέχη.— Σ ’ αύτές τίς περιπτώσεις είμαι όπαδός τής ολοκληρωτι­

κής άπολύμανσης.— Καλά, καλά. Διώχτε τους, διώχτε τους όλους!...—‘Ό χ ι. Στό Κουριάζ δέν παμε.— Μά έσεΐς δέν τό είδατε άκόμα.— Ναί, δέν τό είδα.— Ξέρετε κάτι; Μείνετε έδώ κι αύριο παίρνουμε μαζί καί

τόν Χαλαμπούντα καί παμε έπιτόπου νά δούμε.Συμφώνησα. Τήν άλλη μέρα πήγαμε κι οί τρεϊς στό Κουριάζ.

Πήγα έκεΐ χωρίς νά προαισθάνομαι ότι πηγαίνω νά διαλέξω τάφο γιά τό Σταθμό μου.

195

Page 196: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μαζί μας ήταν ό Χαλαμπούντα Σιντόρ Κάρποβιτς, πρόεδρος τής έπιτροπής παιδικών ιδρυμάτων.“Εκανε τίμια τή δουλιά του σ ’ αύτή τήν υπηρεσία πού είχε στή δικαιοδοσία της ξεχαρβαλω­μένα καί σαραβαλιασμένα παιδικά ιδρύματα καί σταθμούς, μπακάλικα, κινηματογράφους, μαγαζιά πλεχτών έπίπλων, κέν­τρα διασκέδασης, ρουλέτες καί λογιστήρια. Τόν Σιντόρ Κάρπο­βιτς τόν είχαν κυκλώσει ένα σωρό παράσιτα: Εμποροι, μεσίτες, κρουπιέρηδες, τσαρλατάνοι, λωποδύτες, χαρτοκλέφτες καί κα­ταχραστές κι ήθελα ά π ’ τήν καρδιά μου νά τού δωρίσω μιά μεγάλη μποτίλια δυναμωτικό λικέρ. Ά π ό καιρό τόν είχανε ζαλίσει μέ πολλές καί διάφορες προτάσεις: οικονομικές, παιδα­γωγικές, ψυχολογικές καί γΓ αύτό άπό πολύ καιρό είχε χάσει πιά κάθε έλπίδα νά καταλάβει γιατί στούς σταθμούς του ύπάρχει φτώχεια, γιατί όλοι τό σκάνε, όλοι κλέβουν, γιατί βασιλεύει ή άλητεία κι ή παλιανθρωπιά. Εϊχε υποταχτεί στήν πραγματικότη­τα καί πίστευε βαθιά πώς παιδί τού δρόμου θά πεΐ όλα μαζί τ ’ άνθρώπινα άμαρτήματα κι ά π ’ όλη τήν προηγούμενη καλοψυχία του δέν τού ’χε μείνει τίποτ’ άλλο άπό τήν πίστη σ ’ ενα πιό φωτεινό μέλλον καί σέ μιά καλύτερη ζωή. Καί πρώτ’ά π ’όλα νά Εχει ό κόσμος ψωμί γιά νά ζήσει.

Τό τελευταίο γνώρισμα τού χαρακτήρα του τό ξεκαθάρισα άργότερα, τώρα όμως, καθισμένος μ έςσ τ’ αύτοκίνητο καί χωρίς ίχνος τέτιας ύποψίας τόν άκουγα νά μού λέει:

— Πρέπει οί άνθρωποι νά ’χουν ψωμάκι νά τρώνε. "Αμα τό έχουν έξασφαλίσει, όλες τίς δυσκολίες μπορούν νά τίς ξεπερά- σουν. Τί θά καταλάβει άπό τόν Γκόγκολ πού τού σερβίρεις, όταν ή κοιλιά του παίζει ταμπουρά; ’Εξασφάλισε του ψωμί κι ύστερα δόστου καί βιβλίο... Νά, τούτοι οί συμμορίτες δέν ξέρουν ούτε στάρι νά σπείρουν, στό κλέψιμο όμως είναι μάνες.

— Παλιόκοσμος, Ε;— Αύτοί; “Εχ, καί τίς κόσμος είναι νά ’ξερες! “Ερχονται σέ

μένα: δόσμου, Σιντόρ Κάρποβιτς, Ενα τάληρο γιά τσιγάρα. Τούς δίνω, βέβαια, κι ϋστερ’ άπό μιά βδομάδα νά ’τους πάλι: Σιντόρ Κάρποβιτς, δόσμου πέντε ρούβλια. Μά καλά, λέω, δέ σού ’δοσα; Ναί, άπαντάει, Εδοσες γιά τσιγάρα, μά τώρα δόσε γιά βότκα...

Περάσαμε γρήγορα Εναν άμμουδερό καί μονότονο δρόμο κάπου έξι χιλιόμετρα, σκαρφαλώσαμε σ ’ Ενα λοφίσκο καί μπήκαμε άπό μιά ξεθωριασμένη αύλόπορτα σ ’ Ενα μοναστήρι. Στή μέση τής στρογγυλής αύλής ύψωνόταν Ενας τεράστιος άσουλούπωτος παλιός ναός. πίσω του κάποιο τριώροφο χτίριο

1 %

Page 197: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί γύρω ήταν σκορπισμένα πολλά Ισόγεια χαμηλά καί μακρό­στενα χτίσματα, πού ’χαν μπροστά τους κάτι σκεβρωμένα κεφαλόσκαλά. Λίγο πρός τήν άκρη, βρισκόταν ενας διώροφος ξενώνας, πού τόν έπισκεύαζαν. Σέ κάθε γωνιά, σέ κάθε στενό, Εκρυβαν τά χάλια τους κάτι, ό διάβολος ξέρει τί κατασκευής, σπιτάκια, άποθηκοϋλες, κουζίνες, κάθε λογής σκουπιδαριό πού είχε μαζευτεί στά τρακόσια χρόνια προσευχών. Ε μένα, π ρ ίνά π ’ όλα μου Εκανε καταπληχτική έντύπωση ή μυρωδιά πού βασίλευε στό Σταθμό. ’Ηταν ενα μίγμα μυρωδιάς άποχωρητήριου, βρα­σμένης σούπας, κοπριάς καί... λιβανιού. Μ έσ’ ά π ’ τήν έκκλη- σία άκούγονταν ψαλμωδίες, στά σκαλοπάτια κάθονταν κάτι ξερακιανές καί ζαρωμένες γριές, πού σίγουρα θά άναπολού- σαν τά ευτυχισμένα έκεΐνα χρόνια πού μπορούσαν νά ζητή­σουν άπό κάποιον έλεημοσύνη. Πουθενά όμως δέν φαίνονταν τρόφιμοι τού Σταθμού.

Ό διευθυντής τού Σταθμού, ενας άνθρωπος μέ κίτρινο καί μαραμένο πρόσωπο, κοίταγε μελαγχολικά τό αυτοκίνητό μας, χτυπούσε τό χέρι του πάνω στό φτερό καί τελικά μάς πήρε νά μας δείξει τό Σταθμό. Ή τα ν φανερό πώς είχε πιά συνηθίσει νά τό δείχνει όχι γιά έπαινο, άλλά γιά κατσάδιασμα, κι οί δρόμοι τών μαρτυρίων του ήταν γνωστοί σ ’ αυτόν:

— Νά. έδώ είναι ό κοιτώνας τής πρώτης κολεχτίβας, είπε περνώντας άπό ένα άνοιγμα πού πρίν ήταν βέβαια πόρτα, τώρα δμως δέν είχαν μείνει ούτε τά κουφώματα. Κατά τόν ίδ ιο τρόπο περάσαμε άνεμπόδιστα καί σέ δεύτερο κοιτώνα καί βγήκαμε στό διάδρομο. Τότε μόνο κατάλαβα πώς ό άέρας τού διαδρόμου δέ διέφερε σέ τίποτα ά π ’ τόν άέρα τής αύλής. Κι αύτό τό άπόδειχναν μερικές τούφες χιόνι στούς τοίχους πού ’χαν κιόλας σκεπαστεί άπό σκόνη.

— Μά πώς είναι δυνατό χωρίς πόρτες; ρώτησα.Ό διευθυντής κάτι πήγε νά πεΐ καί μέ δυσκολία μάς Εδοσε νά

καταλάβουμε πώς κάποτε ήξερε νά χαμογελάει. Προχωρήσαμε.* Ο Γιούριεφ είπε δυνατά:

— Οί πόρτες Εχουν άπό καιρό μπει στή φωτιά. Νά ’ταν μονάχα οί πόρτες! Ά κόμα καί τά πατώματα τά βγάζουν καί τά καϊνε, κάψανε καί τά ξύλινα υπόστεγα, ως καί μερικά κάρα τά Εφαγε ή φωτιά!

— Καλά, καί τί γίνεται μέ τά ξύλα;—Ό διάολος ξέρει γιατί δέν Εχουν ξύλα. Λεφτά πήραν γιά

ξύλα.

197

Page 198: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Χαλαμπούντα φύσηξε τή μύτη του καί είπε:— Ξύλα σίγουρα καί τώρα έχουν. Μά δέ θέλουν νά τά

κόψουν καί νά τά πριονίσουν. Δέν τούς βάζεις σέ δουλιά μέ κανέναν τρόπο. “Εχουνε ξύλα οί παλιανθρώποι... Ά λ λ ά σού είπα... συμμορίτες!

’Επιτέλους φτάσαμε καί σ ’ έναν κοιτώνα μέ κλειστή πραγμα­τικά πόρτα. 'Ο Χαλαμπούντα τή χτύπησε λίγο μέ τό πόδι καί τούτη άμέσως κρεμάστηκε στόν ένα ρεζέ, έτοιμη νά πέσει στά κεφάλια μας. Ό Χαλαμπούντα τήν κράτησε μέ τό χέρι κι έβαλε τά γέλια:

—Έ , όχι, στρίγγλα τού διάολου! Σέ ξέρω δά καλά...Μπήκαμε στόν κοιτώνα. Πάνω σέ κάτι σπασμένα καί βρώμι­

κα κρεβάτια όλο κουρέλια κάθονταν τά παιδιά, πραγματικά άλητόπαιδα, μ ’ όλη τή μεγαλοπρέπειά τους καί πολεμούσαν νά ζεσταθούν, κουκουλωμένα έπίσης μέ κουρέλια. Πάνω στήν ξεφλουδισμένη σόμπα δυό ά π ’ αύτούς έσπαζαν μ ’ ένα τσεκούρι ένα σανίδι κίτρινο φρεσκοβαμμένο. Οί γωνιές μά καί τά περά­σματα ήταν γεμάτα βρώμες. Έ δώ ένιωθες τίς ίδιες μυρωδιές όπως καί στήν αύλή. “Ελειπε μόνο τό λιβάνι.

Μάς παρακολουθούσαν μέ τό βλέμμα, όμως κανένας δέ γύρισε τό κεφάλι σέ μάς. Πρόσεξα πώς όλοι τους ήταν παιδιά πάνω άπό δεκάξι χρονών.

— Θά είναι οί πιό μεγάλοι μάλλον; ρώτησα.— Ναί, είναι ή πρώτη κολεχτίβα, μεγαλύτερης ήλικίας,

έξήγησε εύγενικά ό διευθυντής.Κάπου ά π ’ τήν πέρα γωνιά άκούστηκε μιά μπάσα φωνή:— Μήν πιστεύετε τί σάς λένε. "Ολο ψέματα λένε!

Ά π ό τήν άλλη άκρη μιλούσαν άνοιχτά, έλεύθερα, χωρίς καθόλου νά τονίζουν αύτό πού ’λεγαν:

— Δείχνουν... Μά τί μπορούν νά δείξουν έδώ; Καλύτερα νά δείχνανε τί κλέψανε...

Δέ δύσαμε προσοχή στίς φωνές αύτές, μόνο ό Γιούριεφ κοκκίνισε καί μού έριξε μιά κρυφή ματιά.

Βγήκαμε στό διάδρομο.— Στό χτίριο αύτό ύπάρχουν έξι κοιτώνες, είπε ό διευθυν­

τής. Θέλετε νά σάς τούς δείξουμε;— Δείξτε μας τά έργαστήρια, παρακάλεσα.

'Ο Χαλαμπούντα ζωήρεψε κι άρχισε νά μού λέει μιά μακρό- συρτη ιστορία, γιά τό πώς πέτυχε ν ’ άγοράσει μηχανήματα γιά τά έργαστήρια.

198

Page 199: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Βγήκαμε ξανά στήν αύλή. Είδα νά ’ρχεται πρός τά μάς ένας πιτσιρίκος τυλιγμένος στά κουρέλια του, πηδώντας άπό ξέρα σέ ξέρα γιά νά μήν πατήσει μέ τά γυμνά μαϋρα πόδια του τό χιόνι. Τόν σταμάτησα, μένοντας πίσω άπ’ τούς άλλους:

— Ποΰ τρέχεις, πιτσιρίκο;Σταμάτησε καί σήκωσε τό κεφάλι του.— Πήγα νά μάθω άν θά φύγουμε άπό δώ.— Γιά πού;— Λένε πώς κάπου θά μάς πάνε.— Γιατί; “Ασχημα ε ίν ’ έδώ;—’Εδώ δέν μπορεΐς νά ζήσεις πιά, είπε ήσυχα κι δλο

στενοχώρια ό πιτσιρίκος, ξύνοντας τ ’ αύτί του μέ τήν άκρη τών κουρελιών του. Έ δώ μπορεΐ καί νά παγώσεις... Καί δέρνουν κιόλας...

— Ποιός δέρνει;— Νά, όλοι τους.

Ό πιτσιρίκος ήταν ά π ’ τά παιδιά πού τούς κόβει, καί μοϋ φάνηκε σά νά μήν είχε πείρα τής ζωής τού δρόμου. Είχε μεγάλα γαλανά μάτια πού δέν τά ’χαν άκόμα άσχημήνει οί άλήτικο» μορφασμοί. “Αν τόν έπλενες θά ’χες μπροστά σου Ενα χαριτω- μένο παιδάκι.

— Καί γιατί δέρνουν;— Νά, έτσι. Ά ν δέν τούς δόσεις κάτι. Σου παίρνουν καί τό

φαΐ. Νά, έμεΐς οί μικροί, πόσο καιρό έχουμε νά κάτσουμε στό τραπέζι; Ά κόμα καί τό ψωμί μας παίρνουν πολλές φορές. “Η άν δέν κλέψεις... άν σού πούνε νά κλέψεις καί σύ δέν κλέψεις..· Έ σ εΐς ξέρετε δν θά μάς πάρουν άπό δώ;

— Δέν ξέρω, παιδί μου.— Λένε πώς γρήγορα θά ’χουμε καλοκαίρι.— Καί τί σέ νοιάζει έσένα τό καλοκαίρι;— Θά φύγω.Μέ φώναξαν στά έργαστήρια. Μού φάνηκε πώς δέ μπορούσα

νά φύγω ά π ’ τόν πιτσιρίκο χωρίς νά τού δόσω καμιά βοήθεια, αύτός δμως είχε φτάσει πηδώντας στόν κοιτώνα κι όπως καί νά είναι έκεΐ θά ήταν πιό ζεστά άπ* τήν αύλή.

Δέν καταφέραμε νά δούμε τά έργαστήρια. Κάποιος μέ μυστηριώδη τρόπο είχε πάρει τά κλειδιά κι δσο καί νά ’ψαξε ύ διευθυντής δέν μπόρεσε νά λύσει τό μυστήριο. Περιοριστήκαμε μόνο νά κοιτάξουμε άπ* τά παράθυρα. Είδαμε κάπου δώδεκα μηχανές κι άνάμεσά τους δυό τόρνους, δυό μηχανικές σφύρεζ

19 9

Page 200: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί δυό ξυλουργικές μηχανές. Σέ ξεχωριστά χτίρια υπήρχε Ενα τσαγκαράδικο κι Ενα ραφείο, στήριγμα στή βάση τής παιδαγωγι­κής.

— Μά τί, σήμερα Εχετε γιορτή;Ό διευθυντής δέν άπάντησε. Ό Γιούριεφ πήρε πάλι άπάνω

του τό φοβερό βάρος τής άπάντησης:— Elvr»i ν ’ άπορεΐ κανείς μέ σάς, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς. Μά

πρέπει πιά νά τά ’χετε καταλάβει όλα έδώ. Κανένας δέ δουλεύει, είναι γενικός νόμος. Κι έχτός ά π ’ αύτό, όλα τά έργαλεΐα τά Εκλεψαν, ύλικά δέν υπάρχουν, ήλεκτρική ένέργεια δέν ύπάρχει, καμιά παραγγελία δέ δόθηκε. Δηλαδή, τίποτα δέν υπάρχει. Μά καί κανένας δέν ξέρει νά δουλέψει.

'Ο Ιδιόχτητος ήλεκτροσταθμός, πού γ ι ’ αύτόν ό Χαλαμπούν­τα μού διηγήθηκε πάλι όλόκληρη ιστορία, δέ δούλευε. Κάτι είχε σπάσει.

— Καλά, καί τό σχολειό;— Σχολειό ύπάρχει, είπε ό διευθυντής, μόνο πού δέν είμαστε

γιά σχολειό...' Ο Χαλαμπούντα έπέμενε νά πάμε στά χωράφια. Βγήκαμε άπό

τή στρογγυλή αύλή μέ τούς χοντρούς ψηλούς τοίχους, καί μπροστά στά μάτια μας άπλώθηκε μιά λεκάνη μιάς παλιάς φαίνεται λίμνης καί πίσω ά π Τ τή λεκάνη, ώς πέρα στό δάσος, έκτείνονταν τά χωράφια, σκεπασμένα μ* Ενα λεπτό στρώμα χιονιού. * Ο Χαλαμπούντα άπλωσε τό χέρι σάν τόν Ναπολέοντα κι είπε μ ’ έπισημότητα:

—‘ Εκατόν είκοσι ντεσιατίνες! Πλούτος!— Κι ή άνοιξιάτικη σπορά Εγινε; ρώτησα δειλά.—Ά λλά ; φώναξε ένθουσιασμένος ό Χαλαμπούντα. Τριάντα

ντεσιατίνες δημητριακά, λογαριάστε άπό έκατό πούτια, μάς κάνουν τρεϊς χιλιάδες πούτια μόνο δημητριακά. Δέ θά μείνουν χωρίς ψωμί. Καί τί ψωμί! Ά ν οί άνθρωποι σπέρνουν σίκαλη εΐτε κριθάρι τά βγάζουν πέρα μιά χαρά. Τί είναι τό στάρι; Τό σικαλίσιο ψωμί πού δέν μπορούν νά τό φάνε οί Γερμανοί, ούτε οί Γάλλοι, εϊναι θαύμα...

Είχαμε γυρίσει κιόλας στ* αυτοκίνητο κι ό Χαλαμπούντα μιλούσε άκόμα γιά τό σικαλίσιο ψωμί. Στήν άρχή αύτό μάς Εδινε στά νεύρα, ύστερα όμως άρχισε νά μάς τραβάει τό ένδιαφέρον: γιά νά δούμε, τί Εχει νά πει άκόμα γιά τό σικαλίσιο ψωμί;

Μπήκαμε στ* αύτοκίνητο καί φύγαμε. Ό μοναδικός πού μάς

200

Page 201: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ξεπροβόδισε ήταν ό πληχτικός τούτος διευθυντής. Μέχρι τό βουνό Ψυχρό δέ μιλούσαμε."Οταν περνούσαμε μέσ’ ά π ’ τό παζά­ρι ό Γιούριεφ μου έδειξε μιά όμάδα αλητόπαιδα καί μου είπε:

— Είναι τρόφιμοι του Κουριάζ... Τί λέτε, άναλαβαίνετε;—"°ΧΙ·— Μά τί φοβόσαστε! Ά φ οΰ κι ό Σταθμός Γκόρκι παίρνει

κακοποιούς. "Ο,τι καί νά κάνετε, ή Πανουκρανική έπιτροπή σάς στέλνει συνέχεια ο,τι σαβούρα βρεθεί. Έ μ εΐς όμως έδώ σας δίνουμε κανονικά παιδιά.

Ά κόμα κι ό Χαλαμπούντα έβαλε τά γέλια:— Κανονικά! Μωρέ πού τό βρήκε!...

Ό Γιούριεφ έπέμενε στό δικό του:— Πάμε τώρα στή Ντζουρίνσκαγια νά μιλήσουμε. Ή έπι­

τροπή παιδικών ιδρυμάτων θά δόσει τό Σταθμό στό Λαϊκό’Επιτροπάτο Παιδείας. Τό Χάρκοβο είναι δύσκολα νά στέλνει σέ σάς κακοποιούς καί δικό του Σταθμό δέν έχει. Κι έδώ θ ' άποχτήσει δικό του καί μάλιστα τί Σταθμό: γιά τετρακόσια άτομα! Θαυμάσιο π^αγμα! Καί τά έργαστήρια δέν είναι άσχημα. Σιντόρ Κάρποβιτς θά τόν δόσετε τό Σταθμό;

'Ο Χαλαμπούντα σκέφτηκε:— Τριάντα ντεσιατίνες σίκαλη σημαίνει διακόσια σαράντα

πούτια σπόρο. Καί τή δουλιά πού θά χρειαστεί θά τήν πληρώσε­τε; "Οσο γιά τό Σταθμό, γιατί νά μήν τόν δόσουμε; Θά τόν δόσουμε.

— Πάμε στήν Ντζουρίνσκαγια, έπέμενε ό Γιούριεφ. Ε κ α ­τόν είκοσι παιδιά, τά πιό μικρά κάπου θά βρούμε νά τά στείλουμε, καί διακόσια όγδόντα θά σάς τ ’ άφήσουμε. Αύτά άν καί δέν είναι τυπικά κακοποιά στοιχεία, υστέρα όμως ά π ’ τή διαπαιδαγώγηση πού πήρανε στό Κουριάζ. έγιναν χειρότερα...

— Μά γιατί νά χωθώ σ* αύτό τό λάκκο; είπα στό Γιούριεφ. Κι έκτός ά π ’ αύτό, γιά νά βάλεις μιά στοιχειώδη τάξη θά χρειαστούν τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες ρούβλια.

—Ό Σιντόρ Κάρποβιτς θά σάς τά δόσει.Ό Χαλαμπούντα ξύπνησε:— Τί είναι αύτές οί είκοσι χιλιάδες;—* Η τιμή τοΰ α'ίματος, είπε ό Γιούριεφ, ή τιμή τού έγκλήμα-

τ° ς·— Καί γιατί είκοσι χιλιάδες; άπόρεσε ξανά ό Χαλαμπούντα.—’Επισκευές, πόρτες, έργαλεΐα, στρώματα, ρούχα, τά πάντα.

Γ0 Χαλαμπούντα φούσκωσε:

201

Page 202: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Είκοσι χιλιάδες! Μέ είκοσι χιλιάδες καί μόνοι μας τά φτιάχνουμε ό λ ' αύτά.

Ό Γιούριεφ έξακολούθησε τήν προπαγάνδα καί στή Ντζου- ρίνσκαγια. ' Η Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα τόν άκουγε, χαμογελούσε κι όλο περιέργεια έριχνε τό βλέμμα της σέ μένα.

— Τό πείραμα αύτό 0ά μάς κοστίσει πολύ άκριβά. Δέ μπορούμε νά κάνουμε κουτουράδα μέ τό Σταθμό Γκόρκι. 'Α ­πλούστατα πρέπει νά κλείσουμε τό Κουριάζ καί τά παιδιά νά τά μοιράσουμε στούς άλλους Σταθμούς. ’Ά λλω στε κι ό σύντροφος Μακάρενκο δέν πηγαίνει στό Κουριάζ.

- Ο χ ι . δέν πηγαίνω, είπα.— Είναι όριστική ή άπάντηση; ρώτησε ό Γιούριεφ.— Θά μιλήσω μέ τά παιδιά τού Σταθμού, όμως μάλλον θ ’

άρνηθούν."Ο Χαλαμπούντα γούρλωσε τά μάτια.— Τί; Ποιός θ ’ άρνηθεϊ;— Τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ.— Οί τρόφιμοί σας δηλαδή;— Ναί.— Καί τί καταλαβαίνουν αύτοί άπό δαύτα;

' Η Ντζουρίνσκαγια άκούμπησε άπαλά τό χέρι της στά χέρια τοϋ Χαλαμπούντα:

—Α γαπητέ μου Σιντόρ! Τά παιδιά αύτά καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα άπό μάς. Πόσο θά’θελα νά ’βλεπα τά πρόσωπά τους όταν θά δούνε τό Κουριάζ σας.

Ό Χαλαμπούντα νεύριασε:— Τί μού κολλάτε συνέχεια: «Τό Κουριάζ καί τό Κουριάζ

σας!» Γιατί είναι δικό μου; Σάς Εδοσα πενήντα χιλιάδες ρούβλια. Καί κινητήρα. Καί δώδεκα μηχανές. Έ σ εΐς δόσατε τούς παιδαγωγούς... Καί τί φταίω γώ πού δουλεύουν ετσι άσχημα;

"Αφησα τούς υπεύθυνους γιά τήν κοινωνική άγωγή νά λογα­ριαστούν μεταξύ τους καί τράβηξα γρήγορα γιά νά προφτάσω τό τραίνο. Στό σιδηροδρομικό σταθμό μέ ξεπροβόδισε ό Καρα­μπάνοφ μέ τό Ζαντόροφ. Ό ταν άκουσαν όσα τούς είπα γιά τό Κουριάζ κόλλησαν τό βλέμμα τους στή ρόδα τοϋ τραίνου καί βυθίστηκαν στίς σκέψεις ΐους. Τελικά ό Καραμπάνοφ είπε:

— Νά καθαρίσεις άπόπατους... δέν είναι καί μεγάλη τιμή γιά τά παιδιά τοϋ Σταθμού Γκόρκι. Νά πάρει ό διάολος όμως, χρειάζεται σκέψη τό πράμα...

2 0 2

Page 203: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Ναί, αλλά μήν ξεχνάς πώς Οά’μαστέ κι έμεΐς κοντά καί Οά βοηθήσουμε, είπε ό Ζαντόροφ. Ξέρεις κάτι, Σεμιόν... 0ά κάμε αύριο στό Κουριάζ νά δοϋμε...

Στή γενική συνέλευση τών παιδιών τοΰ Στάθμου μας όλοι άκουσαν τήν έκθεσή μου συγκρατημένα καί σκεφτικά. Αύτό άλλωστε συνέβαινε σέ όλες τίς συνελεύσεις τόν τελευταίο καιρό, 'Ό ταν μιλούσα δέν παρακολουθούσα μονάχα τίς άντιδρά- σεις τής συνέλευσης, άλλά καί τήν ίδια τή δική μου ψυχολογία. Μ ού'ρθε ξαφνικά στό στόμα ενα πικρό χαμόγελο. Μά τί πραγματικά συμβαίνει; Μήπως δέν ήμουν έγώ, πού πρίν τέσ­σερις μήνες φώναζα σάν παιδάκι άπό ένθουσιασμό καί μαζί μέ τ ’ άλλα τταιδιά χτίζαμε στό μυαλό μας τά παλάτια τοϋ Ζαπορόζιε; Τί Επαθα; Μήπως μεγάλωσα τόσο μέσα σ ’ αύτούς τούς τέσ­σερις μήνες, ή άπλώς φτώχυνε τόσο τό μυαλό κι ή γλώσσα μου; Στά λόγια μου, στόν τόνο τής φωνής, στίς κινήσεις τού προ­σώπου μου ένιωθα καθαρά μιά δυσάρεστη άβεβαιότητα. 'Ο λ ό ­κληρο χρόνο μάς είχαν συνεπάρει τά μεγάλα καί φωτεινά σχέδιά μας. Μά είναι δυνατό σ τ ' άλήθεια, ο λ ’ αύτά τά όνειρα καί τά σχέδια νά καταλήξουν σ ’ ενα θλιβερό καί βρώμικο Κουριάζ; Πώς έγινε, έγώ ό ίδιος, μέ τή δική μου θέληση, νά μιλάω στά παιδιά γιά ενα τέτιο άνυπόφορο καί θλιβερό μέλλον; Τί μπορούσε νά μάς τραβήξει στό Κουριάζ; Σ τ’ όνομα ποιών άνώτερων σκο­πών έπρεπε ν ' άφήσουμε τήν όμορφη ζωή μας, πού τήν όμόρφαι- ναν άκόμα περισσότερο τά γύρω λουλούδια καί τό ποταμάκι μας, ν ' άφήσουμε τά σάν άπό παρκέ χωράφια μας, τό άνα- συγκροτημένο νοικοκυριό μας;

Ταυτόχρονα όμως στίς μετρημένες καί σωστές αύτές σκέψεις μου, πού δέν μπορούσες νά προσθέσεις ουτε μιά φαεινή κι έλπιδοφόρα λέξη, Ενιωθα μιάν άναπάντεχη γιά μένα, μιά μεγάλη κι αύστηρή έκκληση, πού πίσωθέ της κρυβόταν κάπου έκεΐ μακριά, μιά δειλή καί ντροπαλή χαρά.

Τά παιδιά κάπου-κάπου έκοβαν τήν Εκθεσή μου μέ τά γέλια τους κι ακριβώς σ 'έκεΐνα τά σημεία πού υπολόγιζα νά τούς προκαλέσω άναστάτωση. Σταματούσαν τά γέλια καί μού έβαζαν έρωτήματα, κι ύστερα άπό τίς άπαντήσεις μου. έσκαγαν περισ­σότερο στά γέλια. Αύτό δέν ήταν γέλιο έλπίδας ε'ίτε ευτυχίας, ήταν κοροϊδία.

— Καί τί κάνουν έκεΐ οί σαράντα παιδαγωγοί;— Δέν ξέρω.Χάχανα.

Page 204: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—' Αντόν Σεμιόνοβιτς, δέ σπάσατε κανενός τά μούτρα έκεΐ; ’Εγώ αν ήμουνα δέ Οά κρατιόμουνα, λόγο τιμής!

Χάχανα.—Ε στιατόρ ιο Εχει έκεΐ;—Υ πά ρχει έστιατόριο, μά τά παιδιά είναι ξυπόλητα κι ετσι

φέρνουν τά καζάνια στους κοιτώνες κι έκεΐ τρώνε...Χάχανα.— Καί ποιός κουβαλάει τά καζάνια.— Δέν είδα. Σίγουρα τά παιδιά...— Μέ τή σειρά;—’Ασφαλώς μέ τή σειρά.— Δηλαδή όργανιομένα.Χάχανα.— Καλά, Κομσομόλ υπάρχει;

Έ δώ πιά, χο)ρίς νά περιμένουν τήν άπάντησή μου ξεσπανε σέ μεγαλύτερα γέλια.

— Καί ποιά είναι ή γνώμη σας; φώναξε κάποιος.—Ή δική μου; Νά, όπως κι ή δική σας...

' Ο Λάποτ μου εριξε μιά ματιά πού Εδειχνε πώς δέν ίκανοποιή- Οηκε καθόλου ά π ’τήν άπάντησή μου.

— Πέστε, λοιπόν τή γνώμη σας.., Γιατί σωπαίνετε; Είμαι περίεργος νά δώ μέχρι πότε θά σωπαίνετε...

Σήκωσε τό χέρι ό Ντενίς Κουντλάτι.—“Αντε, Ντενίς. Γιά νά δοΰμε τί Οά μας πεις;..,Ο Ντενίς άπό γνωστή τοπική συνήθεια, Εβαλε τό χέρι στό

σβέρκο του. άμέσως όμως θυμήθηκε ότι τήν άδυναμία του αυτή πάντα τήν παρατηρούν τά παιδιά καί κατέβασε τό χέρι του.

Τά παιδιά όμως, π α ρ 'ό λ ’αϋτά, είδαν όλη τή σκηνή κι έβαλαν τά γέλια.

—’Εγώ δέν Εχω νά πώ καί πολλά πράματα. Ούτε συζήτηση πώς έκεΐ είναι κοντά τό Χάρκοβο, σωστά... Μά νά καταπιαστού­με μέ μιά τέτια δουλιά... Καί ποιός Εμεινε γιά νά τήν κάνει; "Ολοι στήν εργατική σχολή πήγανε...

"Αρχισε νά στριφογυρνάει τό κεφάλι του σά νά τόν τσίμπη­σε μύγα.

— Γιά νά ποϋμε τήν άλήθεια, δέν άξίζει τόν κόπο νά κουβεντιάζουμε γιά τό Κουριάζ. Γιατί νά παμε νά σιγοβράσουμε στό ζουμί μας έκεΐ; Κι υστέρα γιά λογαριάστε: αυτοί είναι διακόσιοι ογδόντα, έμεϊς έκατόν είκοσι. Κι Εχουμε Ενα σωρό καινούργιους, ά π ’τούς παλιούς τί Εμεινε; Νά, ό Τόσκα διοι-

204

Page 205: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κητιής, ή Νατασούλα διοικητής, άν πεις καί γιά τόν Περεπε- λιάτσενκο, τόν Γκουστοϊβάν, τόν Γκαλατένκο...

— Τί έχεις μέ τόν Γκαλατένκο; άκούστηκε μιά νυσταλέα καί θυμωμένη φωνή.. "Οπως όλοι κι αύτός...

— Σώπαινε σύ, τόν έκοψε ό Λάποτ.— Καί γιατί νά σωπάσω; Νά, ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς μάς

είπε τί σόι άνθρωποι είναι κεϊ. Έ γώ τί δηλαδή, δέ δουλεύω;— Καλά, καλά, είπε ό Ντενίς, ζητάω συγνώμη, όμως έκεϊ θά

μάς σπάσουν όλωνών τά μούτρα, νά, τέτιες δουλιές θά ’χουμε.— Κόφτο λίγο, σήκωσε τό κεφάλι ό Μίτκα Ζεβέλι.— Καί σύ τί θά κάνεις;— Νά μείνεις ήσυχος γιά μένανε,..

Ό Κουντλάτι κάθησε. Πήρε τό λόγο ό Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς:— Σύντροφοι μαθητές, έγώ, όπως καί νά γίνει δέν πρόκειται

νά πάω πουθενά. Έ τσ ι λοιπόν, τά βλέπω καλύτερα τά πράματα σάν άνθρωπος πού άμεσα δέν ένδιαφέρεται. Γιατί νά πάτε στό Κουριάζ; Θ ά ’χετε νά κάνετε μέ τρακόσια παιδιά άπό τά πιό χαλασμένα καί μάλιστα ά π ’τό Χάρκοβο...

— Κι έδώ δέ στέλνουν παιδιά ά π ’τό Χάρκοβο; ρώτησε ό Λάποτ.

— Στέλνουν. Κοιτάξτε λοιπόν καί κρίνετε: τρακόσια! Κι ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς λέει πώς είναι όλα μεγάλα παιδιά. Καί πάρτε άκόμα τούτο ύπόψη σας: έσεΐς θά πάτε σ ’αύτούς, ένώ αύτοί θά νιώθουν σά στό σπίτι τους. Ά φ οϋ κλέψανε κάπου δεκαοχτώ χιλιάδες ρούβλια μόνο άπό ρούχα, καταλαβαίνετε τί θά σάς κάνουν...

— Κιμά!— Τόν κιμά άκόμα μπορεΐς καί νά τόν ψήσεις, ζωντανούς

θά μάς φάνε.— Ναί, καί πολλούς δικούς μας θά τούς μάθουν νά κλέ­

βουν, συνέχισε ό Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς. Σάμπως δέν έχουμε καί τέτιους;

—"Οσους θέλετε, άπάντησε ό Κουντλάτι. Έ χουμ ε καμιά σαρανταριά λωποδύτες, μόνο πού φοβούνται νά κλέψουν.

— Νά, δέ σάς τά 'πα έγώ; χάρηκε ό Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς. Λογαριάστε: ’ Εσεΐς θ ά ' σαστε όγδόντα κι αύτοί τρακόσιοι είκοσι. Βγάλτε μάλιστα τίς κοπέλες καί τά πιτσιρίκια. Καί γιατί ό λ ’αύτά; Γιατί νά καταστραφεΐ ό Σταθμός Γκόρκι; Τραβάτε γιά τό χαμό, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς.

Ό Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς κάθησ*. στή θέση του ρίχνοντας γύρω

205

Page 206: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

του ένα νικηφόρο βλέμμα. Τά παιδιά άρχισαν νά θορυβουν μισοσυμφωνώντας μέ τά λεγάμενα του Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς, δμως στή φασαρία αύτή δέν ένιωσα καμιά όριστική τους άπόφαση.

Μέ τή γενική έπιδοκιμασία δλων, βγήκε νά μιλήσει ό Καλίνα Ίβάνοβιτς. Φορούσε τό παλιωμένο άδιάβροχό του. κι ήταν όπως πάντα ξυρισμένος καί καθαρός. Ό Καλίνα Ίβ ά νο ­βιτς στενοχωριόταν πολύ βλέποντας τήν ανάγκη νά άποχωρι- στει τό Σταθμό, καί τώρα μέσα στά γαλανά του μάτια, πού'βγα- ζαν ένα τρεμάμενο γεροντίστικο κι άβέβαιο φώς, έβλεπα τή μεγάλη, τή βαθιά του θλίψη.

— Νά πώς ήρθαν λοιπόν τά πράματα, άρχισε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς άργά. Κι έγώ έπίσης δέ θά 'ρθω μαζί σας. Καί τί, μήπως τούτο σημαίνει πώς δέν πρέπει νά νοιαστώ γιά σας; Νοιάζομαι καί πολύ μάλιστα. Τό που θά πάτε καί τό πού θά σάς πάει ή ζωή, είναι δυό πράματα πού’χουνε μεγάλη διαχφορά. Τόν περασμένο μήνα σχεδιάζατε καί λέγατε: Οά φτιάχνουμε βούτυρο καί θά τό πουλάμε στούς ’Εγγλέζους. Μά πέστε μου, μέ τό συμπάχθειο, πώς είναι δυνατό νά έπιτρέψουμε ένα τέτιο πράμα: νά δουλεύουμε γΓαύτά τά παράσιτα, τούς Ε γγλέζους; Καί πηδάγατε δλοι σας: θά πάμε, θά παμε! Ώ ρα ΐα . θά πηγαίνατε στό Ζαπορόζιε, κι υστέρα; Χθεωρητικά δλα φαίνονται ώραΐα, πρα- χτικά δμως; Θά βοσκοΰσες ά π ’τό πρωί ώς τό βράδυ γελάδες κι αύτό ε ίν ’δλο. Ώ σ ότου νά φτάσει τό βούτυρό σου στούς ’Εγγλέζους, λογάριασες πόσο ιδρώτα χρειάζεται νά χύσεις; Καί τίς γελάδες πρέπει νά τίς βοσκήσεις καί τίς σβουνιές νά κουβαλήσεις καί τά πισινά τους νά πλύνεις. Κι δν αύτός ό Ε γγλέζος, τό παράσιτο, δέν τό θέλει τό βούτυρό σου; Ό λ ’αύτά δέν τά σκέφτηκες, κουτορνίθι, κι δμως: Οά πάω, έλεγες, όπωσδή- ποτε θά πάω. Καί καλά πού'ρθαν έτσι τά πράματα, καί δέν πήγες, κι έτσι ό ’Εγγλέζος τρώει ξερό τό ψωμί του. Καί τώρα μπροστά σου βγαίνει τό Κουριάζ. Καί κάθεσαι καί τό ’χεις ρίξει στίς βαθιές σκέψεις. Μά τί χρειάζεται έδώ ή πολλή σκέψη; ’ Εσύ είσαι άνθρωπος πρωτοπόρος, δες πού τριακόσια άδέρφια σου χάνονται, άνθρωποι σάν κι έσάς, παιδιά τοΰ Μαξίμ Γκόρκι. Έ δώ μας μιλούσε ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς κι έσεΐς χαχανίζατε. Καί πού βρίσκετε τ ’άστεΐο; Πώς είναι δυνατό νά έπιτρέψει ή σοβιετική έξουσία δίπλα στήν ίδια τήν πρωτεύουσα στό Χάρκο- βο, δίπλα στόν ίδ ιο τόν άρχηγό τής Ούκρανικής κυβέρνησης, νά μεγαλώνουν τετρακόσιοι συμμορίτες; Καί νά ή σοβιετική έξου­σία σας λέει: τραβάτε λοιπόν, άνασκουμπωθείτε, δουλέψτε γιά

2 Oh

Page 207: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά βγουν ά π ’αύτούς καλοί άνθρωποι. Είναι τρακόσιες ψυχές, όχι άστεΐα! Τό σκεφτήκατε αύτό; Καί θά παρακολουθάνε τή δουλιά σας όχι κανένας κλεφταράς, κανένας Λουκά Σεμιόνοβιτς, άλλά όλάκερο τό προλεταριάτο τοϋ Χάρκοβου! Κι έσεΐς τό δικό σας: όχι! Καλύτερα νά μπουκώσουμε μέ βούτυρο τούς ‘Εγ­γλέζους καί νά πνιγούνε! Καί πιάνετ’ή καρδιά μας: πώς ν ’άφή­σουμε τίς ώραΐες τριανταφυλλιές μας. Καί κόβονται τά γόνατά μας: έμεΐς είμαστε έκατό, ένώ αύτοί, τά παράσιτα, τρακόσιοι. Ξέ­ρετε όμως πώς έμεΐς οί δυό μονάχα, έγώ μέ τόν ’ Αντόν Σεμιό­νοβιτς, άρχίσαμε τή δουλιά σέ τούτο τό Σταθμό; Μπάς καί νομί­ζετε πώς κάναμε συνελεύσεις καί βγάζαμε λόγους; Νά έδώ είναι ό Βόλοχοφ, ό Ταρανέτς, ό Γκούντ, άς πούνε άν τούς πιπιλίσαμε έμεΐς τά μυαλά τους. Καί τούτη ή δουλιά είναι κρατική, χρειαζούμενη στή σοβιετική έξουσία. ’Εγώ μονάχα τούτο έχω νά σάς πώ: πηγαίνετε καί τ ίποτ’άλλο κι ό Μαξίμ Γκόρκι θά πει: πραγματικοί λεβέντες αύτά τά παιδιά. Πήγανε, τά παράσιτα, μονάχοι τους, χωρίς νά φοβηθούν!

"Οσο περισσότερο μιλούσε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς τόσο πιό πολύ κοκκίνιζαν τά μάγουλά του καί τόσο περισσότερες φωτιές πετούσαν τά μάτια τών παιδιών. Πολλοί πού κάθονταν στό πάτωμα ήρθαν πιό κοντά μας καί μερικοί άκούμπησαν τό μάγουλό τους στόν ώμο τοΰ διπλανού τους, είχαν στυλώσει έπίμονα τά μάτια τους όχι στόν Καλίνα Ίβάνοβιτς μά κάπου άλλοϋ, μακριά σά νά συγκέντρωναν κιόλας τίς σκέψεις τους στά μελλοντικά τους κατορθώματα. Κι όταν ό Καλίνα Ίβάνοβιτς άνέφερε γιά τό Μαξίμ Γκόρκι, τά μάτια τών παιδιών έβγαλαν φλόγες, ξέσπασαν σέ ξεφωνητά, βγήκαν μπροστά τά πιτσιρίκια, κι όλοι ήταν έτοιμοι γιά χειροκροτήματα μά δέν πρόφτασαν. Ό Μίτκα Ζεβέλι στάθηκε στή μέση αύτών πού κάθονταν στό πάτωμα καί φώναζε στίς πίσω σειρές, γιατί φαίνεται άπό κεΐ περίμενε άντίστάση:

— Θά πάμε, παράσιτα, λόγο τιμής θά πάμε!Μά ταυτόχρονα οί πίσω σειρές άρχισαν νά κοροϊδεύουν τό

Μίτκα μέ διάφορες γκριμάτσες καί τότε ό Μίτκα ρίχτηκε στόν Καλίνα Ίβάνοβιτς, πού τόν είχαν περικυκλώσει σά σφήκες όλα τά πιτσιρίκια καί τώρα ή μόνη ικανότητα πού δείχναν ήταν νά τσιρίζουν όλα μαζί:

— Καλίνα Ίβάνοβιτς, άφοϋ ε ίν ‘έτσι, έλάτε κι έσεΐς μαζίμας!

Στό πρόσωπο τοΰ Καλίνα Ίβάνοβιτς έσκασε ένα πικρό

207

Page 208: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χαμόγελο. Χωρίς νά πει τίποτα, γέμισε ώς πάνω τήν πίπα του. Ό Λάποτ σηκώθηκε σοβαρός:

— Γ;ά κοιτάχτε τί γράφει τό σύνθημα! Διαβάστε το!'Ό λοι άρχισαν νά φωνάζουν:—"Οχι γκρίνιες!— Διαβάστε το άλλη μιά φορά!

Ό Λάποτ κατέβασε τό χέρι του σφιγμένο σέ γροθιά κι όλοι μαζί έπανάλαβαν μ ’άπαιτητικότητα πιά:

—Ό χ ι γκρίνιες!— Κι όμως έμεΐς γκρινιάζουμε. Μωρέ όλοι μαθηματικοί

μοϋ γίνανε. Λογαριάζουν: όγδόντα καί τρακόσιοι είκοσι. Μά έτσι λογαριάζουν; Έ μεΐς δεχτήκαμε σαράντα ά π ’τό Χάρκοβο, ποιός τότε Εκανε τέτιους λογαριασμούς; Πού είναι τους;

—Έ δώ είμαστε, έδώ, φώναξαν οί πιτσιρίκοι.—’Έ , λοιπόν;— Μιά χαρά είμαστε!— Γιά ποιό διάβολο λοιπόν, νά λογαριάσουμε έτσι; Ά ν

ήμουνα στή θέση τού Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς έγώ, τοΰτο τό λογαρια­σμό θά’ κανα: έμεΐς δέν έχουμε ψείρες, ένώ αύτοί έχουν χιλιάδες, καθήστε, λοιπόν, στή θέση σας.

Μέσα στό γενικό χαχανητό, τά μάτια όλων τών παιδιών έπεσαν πάνω στόν Ίβ ά ν Ίβάνοβιτς, πού’χε γίνει κόκκινος σάν παντζάρι άπό τή ντροπή του.

—’ Εμείς πρέπει νά κάνουμε έναν άπλό λογαριασμό, συνέχι­σε ό Λάποτ, έχουμε στό πλευρό μας τό Σταθμό Γκόρκι, ένώ αύτοί ποιόν έχουνε; Κανένα.

Ό Λάποτ τέλειωσε. Τά παιδιά φώναζαν:— Σωστά. Θά πάμε, τέλειωσε. “Ας γράψει ό Ά ν τό ν Σεμιό­

νοβιτς στό Λαϊκό Έπιτροπάτο!'Ο Κουντλάτι είπε:— Καλά! Νά πάμε. Ά λ λ ά πρέπει νά τήν κάνουμε αύτή τή

δουλιά μυαλωμένα. Αύριο μπαίνει κιόλας ό Μάρτης, καί δέν πρέπει ούτε μιά μέρα νά χάσουμε. Δέ χρειάζεται γράμμα, μά τηλεγράφημα, γιατί άλλιώς θά μείνουμε χωρίς περιβόλι. Κι άκόμα χωρίς λεφτά δέ μπορούμε νά ξεκινήσουμε. Είκοσι χιλιάδες μπορεί νά 'να ι πολλά, όμως όπωσδήποτε χρειάζονται λεφτά.

— Νά περάσουμε στήν ψηφοφορία; ζήτησε ό Λάποτ τή συμβουλή μου.

—Ά ς πεΐ ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς τή γνώμη του φώναξαν ά π 'τό πλήθος.

20Χ

Page 209: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καλά, έσύ δέν Εχεις μάτια νά δεις; Ό μ ω ς γιά τήν τάξη δίνω τό λόγο στόν Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς.

Σηκώθηκα κι είπα στή συνέλυση σύντομα:— Ζήτω ό Σταθμός Γκόρκι!...

"Υστερα άπό μισή ώρα ό καινούργιος ύπεύθυνος του σταύ- λου καί διοικητής του δεύτερου τμήματος Βίτκα Μπογκογιά- βλενσκι £φευγε καβάλα σ ’£να άλογο γιά τήν πόλη, τραγου­δώντας:

Γιατί φυλάει τό σκούφο του;

Στό καπέλο του καβαλάρη ήταν χωμένο τό σημείωμα:

«Χάρκοβο, Έ πιθεωρήτρια Ντζουρίνσκαγια.Παρακαλοΰμε θερμά νά μάς παραδόσετε τό Κουριάζ δσογίνεται γρηγορότερα γιά έξασφάλιση σποράς. Προϋπολο­γισμός συμπληρωματικά.Γενική συνέλευση τροφίμων Στάθμου

Μακάρενκο»

18. ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ

Ή Ντζουρίνσκαγια μέ κάλεσε τηλεγραφικά τήν άλλη κιό- λας μέρα. Τά παιδιά καλόπιστα Εδοσαν μεγάλη σημασία στό τηλεγράφημα αύτό.

— Είδατε, Πώ, πώ, πώ! Τηλεγράφημα, τηλεγράφημα!...Στήν ούσία δμως, δλη αύτή ή ίστορία ξετυλιγόταν δχι καί

πολύ σβέλτα. Παρόλο πού δλοι παραδέχονταν πώς ήταν άνυπό- φορη ή κατάσταση στό Κουριάζ, παρόλο πού δλα τά γύρω σπίτια καί χωριά, έπίμονα ζητούσαν νά διαλυθεί αύτή ή «φωλιά κακοποιών», βρέθηκαν έντούτοις καί ύπερασπιστές του Κου­ριάζ. ’ Εδώ πού τά λέμε, μόνο ή Ντζουρίνσκαγια κι ό Γιούριεφ, ζητούσαν νά πάρουμε έμεϊς τό Κουριάζ χωρίς κανέναν δρο καί καμιά έπιφύλαξη. Ταυτόχρονα ό Γιούριεφ δέν είχε τήν παραμι­κρή άμφιβολία γιά τήν όρθότητα δλης αύτής τής δουλιας, ή Ντζουρίνσκαγια δμως, τόν άκολουθούσε 'κυρίως μόνο γιατί πίστευε σέ μένα καί σέ μιά στιγμή μάλιστα είλικρίνειας μού έξομολογήθηκε:

— Φοβάμαι, παρ 'δλ 'α ύτά , Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς. Τίποτα δέν μπορώ νά κάνω. Φοβάμαι...

209

Page 210: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ή Μπρέγκελ υποστήριζε τήν ύπόθεση, μά πρότεινε τέτια πράματα πού έγώ δέν μπορούσα καθόλου νά συμφωνήσω: μιά είδική τριμελής έπιτροπή θά έπρεπε νά όργανώσει όλη αύτή τή δουλιά, οί μορφές δουλιάς τοϋ Σταθμού Γκόρκι θά έπρεπε νά έφαρμοστούν βαθμιαία στήν καινούργια κολεχτίβα καί γιά ένα μήνα θά έπρεπε νά κινητοποιηθούν πενήντα κομσομόλοι ά π ’τό Χάρκοβο γιά νά μάς βοηθήσουν.

Τόν Χαλαμπούντα τόν φούσκωνε τό κατεργάρικο περιβάλ­λον του καί δέν ήθελε ούτε ν ’άκούσει γιά τήν έπιχορήγηση τών είκοσι χιλιάδων ρουβλιών, έπαναλαβαίνοντας διαρκώς τό ίδιο μοτίβο:

— Μέ είκοσι χιλιάδες καί μόνοι μας τή φτιάχνουμε αύτή τή δουλιά.

Μάς ρίχτηκαν κι άπρόσμενοι έχθροί ά π ’τά συνδικάτα. Τή μεγαλύτερη φασαρία τήν ξεσήκωνε ό Κλιάμερ, ένας παθιασμέ­νος μαυρομάλλης καί φίλος τοΰ λαοϋ. Ά κόμα καί τώρα δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί έβγαινε ά π ’ τά ρούχα του, όταν άκουγε γιά τό Σταθμό Γκόρκι. "Οταν μιλούσε γ ι ’αύτόν, μιλούσε πάντα μέ τό πρόσωπο μαύρο άπό κακία, έφτυνε θυμωμένα καί χτυπούσε τίς γροθιές στό τραπέζι:

— Στό κάθε σου βήμα, νάσου αύτοί οί ρεψορμάτορες! Ποιός ε ίν ’αύτός ό Μακάρενκο; Γιατί πρέπει γιά κάποιον Μακάρενκο νά παραβιάσουμε τούς νόμους καί τά συμφέροντα τών έργαζομένων; Καί ποιός ξέρει τό Σταθμό Γκόρκι; Ποιός τόν είδε; Ή Ντζουρίνσκαγια τόν είδε, έτσι; Μά ή Ντζουρίνσκαγια όλα τά καταλαβαίνει;

Ό Κλιάμερ φουρκιζόταν μέ κάτι τέτιες άπαιτήσεις πού πρόβαλλα:

1. Ν ’ άπολυθεϊ όλο τό προσωπικό τού Κουριάζ χωρίς καμιά άπολύτως ίδιαίτερη συζήτηση τού ζητήματος.

2. Νά ύπάρχουν στό Σταθμό Γ'κόρκι δεκαπέντε παιδαγωγοί (σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς έπρεπε νά είναι σαράντα).

3. Οί παιδαγωγοί νά πληρώνονται όχι σαράντα άλλά όγδόν- τα ρούβλια τό μήνα.

4. Τό παιδαγωγικό προσωπικό θά τό διάλεγα έγώ. Τά συνδικάτα θά ’χουν μόνο τό δικαίωμα άπόρριψης κάποιας ύπο- ψηφίότητας.

Οί λογικές αύτές άπαιτήσεις έκαναν τόν Κλιάμερ νά βράζει ά π ’τά νεύρα του.

— Θ ά'θελα νά δώ ποιός θά τολμήσει καί νά συζητήσει

210

Page 211: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έστω αύτό τό θρασύτατο τελεσίγραφο! Έ δώ σέ κάθε λέξη χλευάζεται τό σοβιετικό δίκαιο. Αύτουνοΰ του χρειάζονται δεκαπέντε μόνο παιδαγωγοί. Κι οί άλλοι είκοσιπέντε, θά πετα- χτοϋν στό δρόμο; Θέλει νά φορτώσει τούς παιδαγωγούς μέ δουλιά κάτεργου καί φαίνεται φοβάται ν ά ’χει σαράντα παιδα­γωγούς.

Δέ θέλησα νά τά βάλω μέ τόν Κλιάμερ γιατί δέ μπορούσα νά μαντέψω ποιές ήταν οί πραγματικές αίτιες τής στάσης του αύτής.

Γενικά προσπάθησα νά μήν άνακατευτώ στίς συζητήσεις καί στίς λογομαχίες αύτές, γιατί, γιά νά μιλήσω είλικρινά, δέ μπορούσα νά έγγυηθώ γιά τήν έπιτυχία αύτής τής δουλιας καί δέν ήθελα νά πάρει κανένας τήν εύθύνη πάνω του, μιά εύθύ- νη πού νά μή δικαιώνεται ά π ’τή ν ίδ ια τή λογική του. Έ γώ , έδώ πού τά λέμε, είχα μονάχα ένα έπιχείρημα: τό Σταθμό Γκόρκι. Πολύ λίγοι δμως τόν είχανε δεΐ καί δέ μοΰ’ρχόταν βολικό ν ’άρχίσω νά διηγιέμαι γιά τή ζωή καί τή δράση του.

Γύρω ά π 'τό ζήτημα τής μεταβίβασης τού Κουριάζ μπλέ­χτηκαν τόσα πρόσωπα, τόσα πάθη καί τόσες άντιπάθειες, πού γρήγορα έχασα τελείως τόν προσανατολισμό μου, όταν μάλιστα παρθεΐ ύπόψη δτι στό Χάρκοβο δέν πήγαινα παρά μόνο γιά μιά μέρα, καί έτσι δέν έπεφτα σέ καμιά ά π ’τίς γνωστές συνεδριά­σεις. Γ ι’αύτό καί δέν πίστευα στήν είλικρίνεια τών έχθρών μου καί υποπτευόμουν δτι πίσω ά π ’τά έπιχειρήματα πού έφερναν κρύβονται κάποιοι άλλοι σκοποί.

Μόνο σ 'ένα μέρος στό Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας, έπεσα πάνω σ ’έναν άνθρωπο μ ’ένα τέτιο πάθος πού σού τραβούσε πραγματικά τήν προσοχή. Μόνο άπ’τά ρούχα της φαινόταν πώς είναι γυναίκα, δμως, πιθανόν, δέν άνήκε σέ κανένα φύλο: κοντή, μέ άλογίσιο πρόσωπο, μέ στήθος σανίδι καί μέ τεράστια άγαρμπα πόδια. Πάντα κουνούσε τά ξανθοκόκκινα χέρια της, είτε χειρονομώντας διαρκώς. είτε διορθώνοντας τ ’άχτένιστα ςανθαχυρένια μαλλιά της. Τή φώναζαν συντρόφισσα Ζώγια. Στό γραφείο τής Μπρέγκελ είχε κάποια έπιρροή.

Ή συντρόφισσα Ζώγια δέ μέ χώνεψε άμέσως μέ τήν πρώτη της ματιά κι αύτό δέν τό ’κρύβε καταφεύγοντας μάλιστα καί στίς πιό βαριές έκφράσεις.

—Έ σ εΐς Μακάρενκο, εισαστε στρατιώτης κι δχι παιδαγω­γός. Λένε δτι εισαστε πρώην συνταγματάρχής κι αύτό φαίνεται ν ά ’ναι άλήθεια. Δέν καταλαβαίνω γιατί έδώ κάθονται κι άσχο-

211

Page 212: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

λοΰνται μέ σας. ’ Εγώ δέ θά σάς άφηνα ουτε νά πλησιάσετε στά παιδιά.

Μου άρεσε αύτή ή καθαρή σάν τό κρύσταλλο είλικρίνεια καί τό πάθος αύτής τής συντρόφισσας Ζώγια, πού άλλωστε δέν τό ’κρύβε. Καί τής τό ’λεγα άνοιχτά στήν κάθε συνηθισμένη άπάντησή μου:

— Εϊναι νά σάς θαυμάζει κανείς, συντρόφισσα Ζώγια, μόνο πού ποτέ μου δέν ήμουνα συνταγματάρχης.

Τή μεταβίβαση τοϋ Κουριάζ τήν έβλεπε σά σίγουρη κατα­στροφή, χτυπούσε τά χέρια της στό τραπέζι τής Μπρέγκελ καί τσίριζε:

— Μά τί, τυφλωθήκατε; Μέ τίς σάς άποχαύνωσε τούτος έδώ..., καί κοίταγε μένα...

— ό συνταγματάρχης... ψιθύριζα στά σοβαρά έγώ.— Ναί, ό συνταγματάρχης. ’Εγώ θά σάς πώ, πώς θά

τελειώσει όλη αύτή ή Ιστορία: μέ μακελειό! Θά φέρει τούς δικούς του τούς έκατόν είκοσι καί θ ’άρχίσει τό μακελειό! Τί λέτε γΓαύτό, σύντροφε Μακάρενκο;

— Είμαι άφάνταστα ένθούσιασμένος μ ’αύτές τίς σκέψεις σας, μά μέ τρώει μιά άπορία: ποιός ποιόν θά σφάξει;

Ή Μπρέγκελ έμπαινε στή μέση κι έσβυνε αύτούς τούς καυγάδες.

— Ζώγια! Μά δέ ντρέπεσαι; Ά κ ο ΰ ς μακελειό! Κι έσεΐς, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, όλο σ τ ’άστεΐα τό ρίχνετε...

Τό κουβάρι αύτό τών λογομαχιών καί τών διαφωνιών, έφτασε μέχρι καί τίς άνώτερες κομματικές σφαίρες κι αύτό μέ ήσύχασε κάπως. "Ομως μέ ήσύχαζε καί κάτι άλλο: τό Κουριάζ έβγαζε όλο καί έντονότερη βρωμιά, όλο καί μεγάλωνε ή άποσύν- θεσή του κι αύτό άπαιτούσε άποφασιστικά κι έπείγοντα μέτρα. Τό ίδ ιο τό Κουριάζ Εσπρωχνε στή λύση τοϋ ζητήματος, παρά τό γεγονός ότι οί παιδαγωγοί του διαμαρτύρονταν.

— Τό Σταθμό τόν διαλύουν περισσότερο οί συζητήσεις γιά νά περάσει στό Σταθμό Γκόρκι.

Οί ίδ ιοι οί παιδαγωγοί, άνακοίνωναν στά κρυφά, ότι στό Κουριάζ έτοιμάζονται νά σφάξουν τά παιδιά τοΰ Σταθμού Γκόρκι. ' Η συντρόφισσα Ζώγια μού πέταξε κατά πρόσωπο:

— Βλέπετε; βλέπετε;— Ναί, τής άπάντησα, δηλαδή ξεκαθαρίστηκε πώς αύτοί

πρόκειται νά σφάξουν έμάς κι όχι έμεΐς αύτους.— Ναί, ναί... ξεκαθαρίστηκε... Βαρβάρα, νά ξέρεις, γιά ό,τι

Page 213: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

συμβεΐ, έσύ θά φέρνεις τήν ευθύνη! Πού άκούστηκε καλέ! Νά βάζουν δυό όμάδες άλητόπαιδα νά φαγωθούν μεταξύ τους!

Τελικά μέ φώναξαν στά γραφεία τής άνώτερης όργάνωσης. "Ενας καλοξυρισμένος άνθρωπος σήκωσε τά μάτια ά π ’τά χαρ­τιά του κι είπε:

— Καθήστε, σύντροφε Μακάρενκο.Στό γραφείο ήταν ή Ντζουρίνσκαγια κι ό Κλιάμερ.Κάθησα.

Ό ξυρισμένος ρώτησε σιγανά:— Εισαστε βέβαιος πώς μέ τούς τρόφιμούς σας, θά μπορέ­

σετε νά ξεπεράσετε τήν άποσύνθεση πού έπικρατεί στό Κουριάζ;Σίγουρα θά κιτρίνισα, γιατί ήμουν άναγκασμένος νά πώ

ψέματα δταν πρόσωπο μέ πρόσωπο μπήκε τό έρώτημα τούτο καθαρά καί τίμια;

— Είμαι βέβαιος.' Ο ξυρισμένος μέ κοίταξε διαπεραστικά καί συνέχισε:— Τώρα άκόμα Ενα τεχνικό ζήτημα, νά ’χετε ύπόψη σας,

σύντροφε Κλιάμερ, τεχνικό κι όχι ζήτημα άρχών, πέστε μας, σύντομα μόνο, γιατί σάς χρειάζονται μόνο δεκαπέντε παιδαγω­γοί κι δχι σαράντα, καί γιατί εισαστε άντίθετος στό μισθό τών σαράντα ρουβλιών;

"Υστερα άπό λίγη σκέψη απάντησα:— Ξέρετε, γιά νά μήν τά πολυλογώ: σαράντα παιδαγωγοί μέ

σαράντα ρούβλια τό μήνα μπορούν νά διαλύσουν τελείως δχι μόνο μιά κολεχτίβα πρώην άλητόπαιδων, άλλά κι όποιαδήποτε άλλη κολεχτίβα.

‘Ο ξυρισμένος Εγειρε στή ράχη τής καρέκλας του, σκασμέ­νος στά γέλια καί δείχνοντας μέ τό δάχτυλο τόν Κλιάμερ ρώτησε:

— Καί μιά κολεχτίβα άκόμα κι άπό τέτιους σάν τόν Κλιάμερ;

—' Οπωσδήποτε, άπάντησα σοβαρά.’ Α π’τό πρόσωπο τού ξυρισμένου Εξαφανίστηκε σάν άέρας ή

έπιφυλαχτική έπισημότητά του. "Απλωσε τό χέρι του στή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα:

— Δέ σάς τ ό ’λεγα πώς τό πολύ είναι καί φτηνό;Ξαφνικά κούνησε κουρασμένα τό κεφάλι του καί, δίνοντας

πάλι στή συζήτηση έπίσημο υπηρεσιακό τόνο, είπε στή Ντζου- ρίνσκαγια:

—“Ας πάνε στό Κουριάζ! Κι όσο γίνεται πιό γρήγορα!

213

Page 214: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Είκοσι χιλιάδες, είπα έγώ καί σηκώθηκα.— Θά τίς έχετε. Δέν είναι πολλά;— Λίγα είναι.— Καλά. ’Αντίο. Πηγαίνετε καί κοιτάξτε καλά: πρέπει

ν ά ’χετε πλήρη έπιτυχία.Στό Σταθμό Γκόρκι όλο τοϋτο τόν καιρό, οι πρώτες

φλογερές καί γεμάτες ένθουσιασμό άποφάσεις, δίνανε τή θέση τους στίς ήσυχες, άκριβεις κι όλόπλευρες προετοιμασίες. Ου­σιαστικά τό Σταθμό τόν διοικούσε ό Λάποτ, τόν βοηθούσε κι ό Κόβαλ όταν δυσκόλευαν τά πράγματα, όμως ή διοίκηση τοΰ Σταθμοϋ δέν συναντούσε πολλές δυσκολίες. Ποτέ δέν υπήρξε στό Σταθμό μιά τέτια φιλική άτμόσφαιρα, Ενα τέτιο βαθύ αίσθημα τοϋ καθήκοντος καί τής άλληλεγγύης. Ά κόμ α καί τά παραμικρότέρα παραπτώματα δημιουργούσαν τήν πιό μεγάλη κατάπληξη καί μιά σύντομη έκφραστική διαμαρτυρία:

— Καί θέλεις νά πάς καί στό Κουριάζ!Δέν ύπήρχε ούτε ένας άνθρωπος στό Σταθμό πού νά τοϋ’χε

μείνει ή παραμικρή άμφιβολία γιά τήν ούσία τοϋ καθήκοντος πού έμπαινε μπροστά μας. Τά παιδιά μάλιστα, όχι μόνο τό καταλάβαιναν, άλλά ένιωθαν βαθιά τήν άπόλυτη, τήν έπιταχτι- κή άνάγκη νά ύποταχτοϋν όλα στήν κολεχτίβα κι αύτό δέν τό θεωρούσαν θυσία. Ή τα ν γ ι ’αύτούς μιά βαθιά εύχαρίστηση, ή πιό γλυκιά ίσως εύχαρίστηση στόν κόσμο, όταν ένιωθαν τό σφιχτό δέσιμό τους, τήν άντοχή καί τήν εύελιξία, τήν έλαστι- κότητα στίς σχέσεις τους, πού στηριζόταν στή μεγάλη δύναμη τής κολεχτίβας. Κι δ λ ’αύτά τά ’βλεπες στά μάτια τους, στίς κινήσεις τους, στήν περπατησιά τους, στίς χειρονομίες καί στή δουλιά τους. Τά μάτια όλωνών ήταν στραμμένα έκεΐ, πρός τό Βορρά, όπου πίσω ά π ’τούς ψηλούς χοντρούς τοίχους, καθόταν καί γρύλιζε πρός τό μέρος μας μιά σκοτεινή όρδή πού τήν ένωνε ή φτώχεια, ή αύθαιρεσία, ό έτσιθελισμός, ή κουταμάρα καί τό πείσμα.

Παρατήρησα ότι στά παιδιά δέν ύπήρχε κανένας άπολύτως κομπασμός. Μπορεί κρυφά ό καθένας, νά ’χε κάποιο φόβο ή δυσπιστία, πράγμα έξάλλου πολύ φυσικό, όμως σέ κανενός τά μάτια δέν είδα άρνηση.

Τήν κάθε έπιστροφή μου τήν περίμεναν μ ’άνυπομονησία, διψασμένοι γιά νέα. “Εβαζαν ύπηρεσία στούς δρόμους καί στά δέντρα, άνέβαιναν καί στίς στέγες άκόμα γιά νά δοϋν άπό μακριά άν έρχομαι. Μόλις τ ’άμάξι μου έμπαινε στήν αύλή, ό

214

Page 215: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σαλπιγκτής έπαιρνε τή σάλπιγγα καί σάλπιζε γενική συγκέν­τρωση, χωρίς νά ζητήσει τήν έγκρισή μου. Πήγαινα χωρίς άντιρρήσεις στή συνέλευση. Είχε γίνει πιά συνήθεια νά με υποδέχονται σά λαϊκό καλλιτέχνη, μέ χειροκροτήματα. Βέβαια, αϋτά δέν άφοροΟσαν τόσο έμενα, δσο τό γενικό, τό κοινό καθήκον δλων μας.

’Επιτέλους, τίς πρώτες μέρες του Μάη ήρθα σέ μιά τέτια συνέλευση μ ’έτοιμο τό συμφωνητικό.

Σύμφωνα μ ’αύτό καί μέ διαταγή τοϋ Λαϊκοϋ ’Επιτροπάτου Παιδείας ό Σταθμός Μαξίμ Γκόρκι περνούσε μέ δλους τούς παιδαγωγούς καί τό προσωπικό του, μέ δλη τήν κινητή κι άκίνητη περιουσία του, μέ δλα τά ζώα του, στό Κουριάζ. Ό Σταθμός τοϋ Κουριάζ διαλυόταν, κι οί διακόσιοι όγδόντα τρόφιμοί του κι δλη ή περιουσία του έμπαινε στή διάθεση καί κάτω ά π ’τή διοίκηση του Στάθμου Γκόρκι. 'Ό λ ο τό προσωπικό τοϋ Κουριάζ θ ’άπολυόταν μόλις ό Σταθμός έμπαινε στή διάθεση τοϋ διευθυντή τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι. ’Εξαιρούνταν μόνο μερικοί ειδικοί άπό τό τεχνικό προσωπικό.

Τήν παραλαβή τού Κουριάζ έπρεπε νά τήν κάνω στίς πέντε τοϋ Μάη. "Ως τίς δεκαπέντε τοϋ Μάη έπρεπε νά τελειώσει ή μεταφορά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι.

"Οταν άκουσαν τό περιεχόμενο τού συμφωνητικού, τά παιδιά δέ φώναξαν ούτε «ούρά>», ούτε σήκωσαν στά χέρια κανέναν. Μονάχα ό Λάποτ μέσα στή γενική σιωπή είπε:

— Θά γράψουμε γΓαύτό στόν Γκόρκι. Καί τό πιό σπου­δαίο, παιδιά: Ό χ ι γκρίνιες!

— Μάλιστα, δχι γκρίνιες! μουρμούρισε κάποιος πιτσιρί­κος.

Κι ό Καλίνα ’ Ιβάνοβιτς κούνησε τό χέρι του καί πρόσθεσε:— Γκρεμίστε! Μή φοβόσαστε νά γκρεμίσετε τό παλιό,

παιδιά!

Page 216: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)
Page 217: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Page 218: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)
Page 219: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

1. ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

Αύριο πρέπει ν ’άρχίσω νά παραλαβαίνω τό Σταθμό Κου­ριάζ. Καί σήμερα στό συμβούλιο τών διοικητών πρέπει όπωσδή­ποτε κάτι νά κάνω, κάτι νά πώ, έτσι πού τά παιδιά νά μπορέσουν χωρίς έμένα νά όργανώσουν τή φοβερά δύσκολη τούτη έπιχεί- ρηση: νά σηκώσουν όλο τό νοικοκυριό μας καί νά τό μεταφέ­ρουν στό Κουριάζ.

Στό Σταθμό βλέπει κανείς καί φόβους, κι έλπίδες, καί νευρικότητα, καί μάτια πού λάμπουν, καί άλογα, καί άμάξια, καί φοβερά κύματα άπό λεπτομέρειες, ξεχασμένες «σημειώσεις» καί χαμένα σκοινιά, ό λ ’αύτά τυλιγμένα σ ’ενα τόσο μπερδεμένο κουβάρι πού δέ μπορούσα νά πιστέψω ότι τά παιδιά θά κατάφερ- ναν νά τό ξεμπερδέψουν.

Ά π ό τότε πού πήρα στά χέρια τό συμφωνητικό γιά τό Κουριάζ, είχε περάσει όλο κι όλο μιά νύχτα κι ό Σταθμός είχε κιόλας μεταβληθει σ ’έκστρατευτικό σώμα: αύτό τό ’δειχναν καί οί διαθέσεις καί τό πάθος καί οί ρυθμοί τής δουλιάς. Τά παιδιά δέ φοβούνταν τό Κουριάζ, ϊσως γιατί δέν τό ’χανε δεΐ σ ’όλη του τή μεγαλοπρέπεια. 'Ό μως γιά μένα, τό Κουριάζ στεκόταν διαρκώς μπροστά μου σάν ενας φοβερός μυθικός νεκρός, ικανός νά μ ’άρπάξει ά π ’τό λαιμό, παρόλο πού ό θάνατός του είχε έπίσημα διαπιστωθεί άπό καιρό.

Τό συμβούλιο διοικητών άποφάσισε: μαζί μέ μένα νά πάνε στό Κουριάζ μονάχα έννιά παιδιά κι £νας παιδαγωγός. Ζήτησα περισσότερους. Είπα πώς μέ μιά τέτια μικρή δύναμη τίποτα δέ θά μπορέσουμε νά κάνουμε, μόνο θά χαντακώσουμε τό κύρος τοΰ Σταθμού Γκόρκι. 'Ό τ ι στό Κουριάζ άπολύθηκε όλο τό προσω­πικό, ότι πολλοί έκεϊ είναι έξαγριωμένοι ένάντιά μας.

219

Page 220: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μου άπάντησε ό Κουντλάτι μ Ένα έλαφρό είρωνικό χαμό­γελο:

—Έ δώ πού τά λέμε, είτε δέκα πάρετε μαζί σας είτε είκοσι, τό Ιδιο κάνει. Τίποτα δέ θά κάνετε. Ό τ α ν παμε δλοι έκεΐ, τότε άλλάζει τό πράγμα, θά πέσουμε μέ τά μούτρα στή δουλιά. ’ Εσείς μόνο θά τούς παραλάβετε: τριακόσια άτομα. ’ Εδώ χρειάζεται νά προετοιμαστούμε καλά. Ό μ ω ς γιά κοιτάξτε τί γίνεται: δέν ξέρω τί είπανε στό Χάρκοβο, ισως νά τό κάνουν κι έπίτηδες: κάθε μέρα μας στέλνουν καί καινούργιους.

Πολύ μέ στενοχωρούσαν τούτοι οί καινούργιοι. Χαλούσαν τή συνοχή τής κολεχτίβας μας κι έμπόδιζαν τό Σταθμό Γκόρκι νά διατηρήσει δλη τήν καθαρότητα καί τή δύναμή του. Κι ή μικρή αύτή δύναμη Επρεπε νά χτυπήσει ένα πλήθος άπό τρακόσια άτομα.

Κάνοντας δλες τίς έτοιμασίες γιά τήν πάλη με τό Κουριάζ λογάριαζα πολύ στό κεραυνοβόλο χτύπημα, τό Κουριάζ Επρεπε νά πέσει μέ τήν πρώτη. Κάθε άναβολή, κάθε τραινάρισμα, κάθε έλπίδα γιά έξέλιξη πρός τό καλύτερο, κάθε προσανατολισμός στή «βαθμιαία διείσδυση», θά μετέτρεπε δλη αύτή τή σοβαρή μας έπιχείρηση σέ μιά πολύ άμφίβολη ύπόθεση. "Ηξερα πολύ καλά δτι δέ θά «διείσδυαν βαθμιαία» μόνο oi δικές μας μορφές παράδοσης, οί τρόποι δουλιδς, άλλά καί οΐ παραδόσεις τής κουριάζικης άναρχίας. Οί σοφολογιότατοι του Χάρκοβου, έπι- μέναν στή μέθοδο τής «βαθμιαίας διείσδυσης», κι έδώ πού τά λέμε, δέν Εκαναν τίποτ 'άλλο άπό τό ν ’άναμασοΰν τίς παλιές Ερασιτεχνικές μεθόδους δουλιας: τά καλά παιδιά θά έπιδροΰν ώφέλιμα στά κακά παιδιά. ’ Εγώ δμως είχα κιόλας τήν προηγού- μένη πείρα δτι καί τά πιό καλά παιδιά μέσα σέ μιά χαλαρή καί πλαδαρή κολεχτίβα πολύ εύκολα μετατρέπονται σέ άγρια θηρία. Μέ τούς «σοφολογιότατους» δέν άνοιξα καυγά, υπολογίζοντας μέ μαθηματική άκρίβεια, πώς τό άποφασιστικό χτύπημα θά τελειώσει νωρίτερα, πρίν άκόμα προλάβουν ν ’άρχίσουν οί διάφορες φασαρίες. Σ 'αύτό δμως πολύ μάς έμπόδιζαν οί και­νούργιοι. Ό Εξυπνος Κουντλάτι καταλάβαινε καλά πώς καί τούτοι Επρεπε νά προετοιμαστούν γιά τό Κουριάζ μέ τήν Τδια προσοχή καί φροντίδα πού δίναμε γιά δλους.

Γ ι’αύτό, φεύγοντας γιά τό Κουριάζ, έπικεφαλής τού «πρω­τοπόρου μιχτοϋ τμήματος», δέ μπορούσα νά μή ρίξω πίσω μιά ματιά γεμάτη άνησυχία. Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, παρόλο πού ύποσχέθηκε νά καθοδηγεί δλο τό νοικοκυριό ώς τήν τελευταία

220

Page 221: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στιγμή, ήταν τόσο συντριμμένος, πού τόσο γρήγορα θ ’άποχω- ριζόταν τό Σταθμό, ώστε δέν ήταν Ικανός νά κάνει τίποτε άλλο ά π ’τό νά στριφογυρίζει άνάμεσα στά παιδιά, νά θυμάται μέ δυσκολία μερικές λεπτομέρειες τοΰ νοικοκυριού, πού τίς ξέχνα­γε άμέσως όταν τόν Επνιγε ό πικρός γεροντίστικος πόνος του. Οί μαθητές άκουγαν μέ προσοχή κι άγάπη τίς έντολές τοΰ Καλίνα Ίβάνοβιτς, άπαντούσαν άμέσως, χαιρετώντας καί μέ τή λέξη «μάλιστα», σέ κάθε ύπόδειξή του, όμως στούς τόπους δουλιάς άπόδιωχναν γρήγορα άπό πάνω τους τό δυσάρεστο αίσθημα λύπης πρός τό γέροντα κι άρχιζαν νά ταχτοποιούν μονάχοι τους τίς διάφορες δουλιές.

Στό Σταθμό άφησα έπικεφαλής τόν Κόβαλ πού έκεϊνο πού φοβόταν περισσότερο ήταν πώς θά τόν «ξεγελάσει» ή Κομμούνα Λουνατσάρσκι πού θά παραλάβαινε άπό μάς τό χτήμα, τά σπαρμένα χωράφια καί τό μύλο. Οί άντιπρόσωποι τής Κομμού­νας δέν Επαιρναν κιόλας τά μάτια τους ά π ’τή μηχανή τού Σταθμοϋ κι ό κοκκινογένης πρόεδρος Νεστερένκο κοίταγε μέ δυσπιστία τόν Κόβαλ. ' Η “Ολια Βόρονοβα δέν άγαποϋσε τίς διπλωματικές μονομαχίες αύτών τών δυό άνθρώπων καί προσπα­θούσε νά πείσει τόν Νεστερένκο:

— Νεστερένκο, πήγαινε σπίτι. Τί φοβάσαι; Έ δώ δέν ύπάρ- χουν άπατεώνες. Πήγαινε σπίτι σοϋ λέω!

Ό Νεστερένκο χαμογελάει πονηρά κλείνοντας τό Ενα του μάτι καί δείχνει τόν Κόβαλ πού’χει κοκκινίσει ά π ’τό θυμό του:

— Ξέρεις, Ό λετσ κ α , αύτόν τόν άνθρωπο; Είναι κουλάκος. Ά π ό γεννησιμιού του κουλάκος...

Ό Κόβαλ νευριάζει περισσότερο, τά μάτια του βγάζουν φλόγες, μά δέν τά χάνει κι έπιμένει:

— Καί τί νόμισες; Τόση δουλιά ρίξανε έδώ τά παιδιά, κι έσύ θέλεις νά στό δόσουμε τσάμπα; Γιατί; Ε π ε ιδή είσαι ά π ’τό Σταθμό Λουνατσάρσκι; Χόρτασαν οί κοιλιές σας καί μοϋ παριστάνετε τούς άχτήμονες!... Πληρώστε!...

— Μά τό σκέφτηκες; Μέ τί θά σέ πληρώσω;— Καί τί μέ νοιάζει νά σκέφτομαι γ ι ’αύτό; "Οταν σέ

ρώταγα: νά σπείρουμε, δέ σκέφτηκες, Ε; Τότε μοϋ’κάνες τό άφεντικό: νά σπείρετε! Νά λοιπόν, πλήρωνε τώρα! Καί γιά τό στάρι, καί γιά τή σίκαλη καί γιά τά κοκκινογούλια...

Ό Νεστερένκο γέρνει πλάγια τό κεφάλι του, λύνει τήν καπνοσακούλα του, ψάχνει προσεχτικά κάτι νά βρεϊ στό βάθος της καί χαμογελάε'ι:

Page 222: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Σωστά, Εχεις δίκιο... Γιά τούς σπόρους βέβαια... Μά γιατί ζητάς καί γιά τή δουλιά; Δηλαδή, δέν κάνει νά δουλέψουν τά παιδιά γιά τήν κοινωνία;...

'Ο Κόβαλ πετάγεται άγριος ά π ’τήν καρέκλα καί βγαίνοντας πιά, γυρίζει κι Εξω φρένων φωνάζει:

— Πού τό βρήκατε, χαραμοφάηδες τού διαόλου; ’Ά ρρω ­στοι είστε; Λέγεστε καί κομμουνάροι, μά τή δουλιά τών παιδιών άνοίξατε τά στόματά σας έτοιμοι νά τή φάτε... Δέν πληρώνετε; Θά τά δόσω στούς χωριάτες!

Ή "Ολια Βόρονοβα διώχνει τό Νεστερένκο σπίτι κι ύστερα άπόνα τέταρτο, σιγοκουβεντιάζει μέ τόν Κόβαλ στόν κήπο καί μ ’Ενα γνήσιο γυναικείο ταλέντο συμβιβάζει μέσα της τίς άντιθέσεις τού Σταθμού καί τής Κομμούνας. ' Ο Σταθμός γιά τήν “Ολια είναι ή μάνα της, στήν Κομμούνα πάλι είναι στά μέσα καί στά έξω, βάζοντας κάτω τούς άντρες μέ τίς γεωπονικές της γνώσεις, πού τίς κληρονόμησε ά π ’τόν Σέρε, τραβώντας καί τίς γυναίκες γύρω της μ ’Ενα Επίμονο κήρυγμα χειραφέτησής τους. "Οσο γιά τίς δύσκολες πάλι περιστάσεις καί περιπτώσεις, όργάνωνε όμάδες κρούσης άπό καμιά είκοσαριά άγόρια καί κορίτσια πού τήν άκολουθούσαν σά νά ήταν ή Ζάν ν τ ’ Ά ρ κ . "Οταν τήν Εβλεπες Ενιωθες πώς είναι μιά ζωντανή, πολιτισμένη, δραστήρια καί καλόκαρδη κοπέλα κι ό Κόβαλ, ρίχνοντάς της μιά ματιά, Ελεγε μέ περηφάνεια:

— Δικό μας Εργο!‘ Η ’Ό λ ια Ενιωθε περηφάνεια μέ τό πλούσιο δώρο πού άφηνε

ό Σταθμός Γκόρκι στήν Κομμούνα: Ενα έξαιρετικό χτήμα μέ θαυμάσια χωράφια. Γιά μάς όμως τό δώρο αύτό σήμαινε οίκο νομική καταστροφή. Πουθενά άλλού δέ γίνεται τόσο χειρο­πιαστή ή μεγάλη σημασία τής δουλιάς πού Εχει ξοδευτεί στό παρελθόν, όσο στήν άγροτική οικονομία. Ξέραμε πολύ καλά τί θά πεΐ νά ξεριζώνεις τ ’άγριόχορτα, νά όργανώνεις καλά τή σπορά, νά προσέχεις καί νά Ετοιμάζεις τήν κάθε λεπτομέρεια, νά φυλάς καί νά διατηρείς σέ άπόλυτη τάξη κι Ετοιμότητα κάθε, καί τό πιό μικρό στοιχείο αύτής τής άργής, άπαρατήρητης, μακρό­χρονης δουλιάς. Ό πραγματικός θησαυρός μας βρισκόταν κάπου έκεΐ βαθιά, στίς μπερδεμένες ρίζες τών φυτών, στά συνηθισμένα κι Επιστημονικά δουλεμένα παχνιά, μέσα στήν καρδιά αύτών τών άπλών τροχών, τών τιμονιών άπ ’ τά κάρα, τών πιό άπλών Εργαλείων κι Εξαρτημάτων. Καί τώρα πού πολλά ά π ’αύτά πρέπει νά τ ’άφήσεις, κι άλλα νά τ ’άποσπάσεις ά π ’τή

222

Page 223: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γενική αύτή άρμονία καί νά τά στριμώξεις μέσα στά άποπνιχτι- κά έμπορικά βαγόνια, τώρα καταλαβαίνεις γιατί ό Σέρε έγινε πράσινος ά π ’τή θλίψη, γιατί στίς κινήσεις του φάνηκε κάτι πού σου θυμίζει άνθρωπο πού άρπαξε τό σπίτι του φωτιά!

'Ω στόσο, τό γενικό κλίμα τής θλίψης αύτής δέν έμπόδισε τόν Έ ντουάρντ Νικολάγεβιτς νά έτοιμάσει ήσυχα καί μεθοδικά δλα τά πολύτιμα πράγματά του γιά μεταφορά, κι έγώ, φεύγοντας γιά τό Χάρκοβο μέ τό πρωτοπόρο τμήμα, προσπέρασα καθη­συχασμένος ά π ’τή σκυμμένη φιγούρα του. Γύρω μας, σάν άερικό στριφογύριζε πολυάσχολο καί χαρούμενο τό πλήθος των παιδιών...

"Εφευγαν στό παρελθόν οί πιό ευτυχισμένες ώρες τής ζωής μου. Τώρα, πολλές φορές νιώθω βαθιά λύπη γιατί τότε δέ στάθηκα νά δόσω μιά Ιδιαίτερη, ευλαβική προσοχή σ ’δλα αύτά, γιατί δέν άνάγκασα τόν έαυτό μου νά κοιτάξει μ ’δλη τή δύναμη τής ψυχής τήν υπέροχη τούτη ζωή, γιατί δέν τυπώθηκαν γιά πάντα στή μνήμη μου οί άναλαμπές, οί γραμμές, οί άποχρώσεις τής κάθε στιγμής, τής κάθε κίνησης, τής κάθε λέξης.

Τότε μού φαινόταν πώς οί έκατόν είκοσι τρόφιμοι, δέν ήταν άπλώς έκατόν είκοσι πρώην άλητόπαιδα πού βρήκαν στέγη καί δουλιά. Ό χ ι . Ή τα ν μιά έκατοντάδα ήθικών προσπαθειών, μιά έκατοντάδα έναρμονισμένων δραστηριοτήτων, μ^ά έκατοντάδα ευλογημένων βροχών, πού ή ΐδια ή φύση, ή περήφανη καί δεσποτική αύτή γυναίκα, τίς περίμενε μέ άφάνταστη άνυπομο- νησία καί χαρά.

Τούτες τίς μέρες ήταν δύσκολο νά δεις £στω κι £ναν τρόφιμο νά βαδίζει ήσυχα. "Ολοι είχαν άποχτήσει τή συνήθεια νά τρέχουν ά π ’τόνα μέρος στ*άλλο, νά φτερουγίζουν σάν χελιδονάκια, καί νά τιτιβίζουν συνέχεια γιά τίς δουλιές τους, μέ τήν ίδια καθαρή κι ευτυχισμένη πειθαρχία κι όμορφιά σέ δλες τίς κινήσεις τους. Ή τα ν στιγμές πού κι έγώ ό ΐδιος έκανα τό άμάρτημα νά σκεφτώ: γιά νά 'να ι ευτυχισμένοι οί άνθρωποι, δέ χρειάζεται καμιά έξουσία, πρέπει νά τήν άντικαθιστάει κανείς, νά, μέ τούτο τό χαρούμενο, τό καινούργιο, τό άνθρώπινο ένστίχτο, οπου_ό_κάθε άνθρωπος ξέρει άκριβώς τί πρέπει νά κάνει, πώς πρέπει νά τό κάνει καί γιά ποιό σκοπό πρέπει νά τό κάνει.

Ή τα ν κάτι τέτιες στιγμές... Μά γρήγορα μέ προσγείωναν πάντα οί άγριοφωνάρες κάποιου Ά λ ιόσ κ α Βόλκοφ πού στό

223

Page 224: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

φακιδιάρικο μούτρο του έβλεπες τήν άνησυχία καί τή δυσαρέ­σκεια:

— Τί κάνεις βρέ χοντροκέφαλε; Μέ τί καρφιά καρφώνεις αύτό τό κιβώτιο; Μήπως σού πέρασε άπ’τό νοϋ πώς τέτια χοντρά καρφιά βρίσκονται πεταμένα στό δρόμο;

*0 ζωηρός πιτσιρίκος κοκκινίζει κι άφήνει άδύναμα νά πέσει τό σφυρί. Τ ά ’χει σαστίσει καί ξύνει μέ τό σφυρί τή γυμνή φτέρνα του.

— Καλά, καί μέ τί καρφιά νά καρφώσω;— Νά πάρεις παλιά καρφιά γΓαύτή τή δουλιά, καταλαβαί­

νεις; Χρησιμοποιημένα. Γιά στάσου, πού τά βρήκες τούτα τά χοντρά καρφιά;

Κι άρχίζει ή Ιστορία! *0 Βόλκοφ κάθεται πάνω στήν ψυχή τοϋ πιτσιρίκου καί τόν περνάει γενιές δεκατέσσερις, γιατί δέν £χει Ιδέα τί θά πει καινούργια χοντρά καρφιά!

Ναί! ' Υπάρχουν λοιπόν άκόμα τραγωδίες στόν κόσμο!Λίγοι ξέρουν τί σημαίνει καρφί παλιάς χρήσης!Πρέπει μέ τή βοήθεια διάφορων Εξυπνων μεθόδων νά τά

ξεκαρφώσεις άπό παλιά σανίδια, άπό σπασμένα νεκρά πιά πράματα. Καί βγαίνουν τούτα τά κακόμοιρα τά καρφιά σκεβρω­μένα. στραβά καί ρευματικά, σκουριασμένα, μέ τά κεφάλια τους πατημένα, χωρίς μύτη. πολλές φορές διπλωμένα δυό καί τρεις φορές σάν κόμπος πού κι ό καλύτερος έφαρμοστής δέ θά μπορούσε νά τόν φτιάξει κι άς έβαζε άκόμα κι όλη του τήν τέχνη. "Επειτα όλα τούτα θέλουν ίσιωμα πάνω σ ’ένα κομμάτι σίδερο. Τά παιδιά κάθονται γΓαύτή τή δουλιά άνακούρκουδα καί πολύ συχνά τό σφυρί δέν πέφτει στό καρφί μά στά δάχτυλα. Κι όταν έπιτέλους άρχίζουν νά καρφώνουν μέ τά παλιά καρφιά, τούτα τά κακομοίρα στραβώνουν άμέσως, σπάζουν καί χώνον­ται όχι έκεϊ πού χρειάζεται. “Ισως γ ι ’αύτό, τά πιτσιρίκια τού Σταθμοϋ δέ χωνεύουν τά παλιά καρφιά καί φτιάχνουν πολλές ύποπτες κομπίνες μέ τά καινούργια καρφιά, δημιουργώντας Ετσι συνεχώς ζητήματα καί σπιλώνοντας τό μεγάλο, τό χαρούμενο έργο τής έκστρατείας πρός τό Κουριάζ.

Μά μήπως είναι μονάχα τά καρφιά; 'Ό λα τούτα τ ’άβαφα τραπέζια, οί πάγκοι, ό σωρός τά σκαμνιά, οί παλιές ρόδες, τά καλαπόδια τοϋ τσαγκαράδικου, τά χαλασμένα ροκάνια, τά σκισμένα βιβλία, όλο τό κατακάθι τής σπαγγοραμένης ζωής μας καί τοϋ νοικοκυρίστικου ματιού πρόσβαλε τήν ήρωική μας έκστρατεία... Μά καί νά τά πετάξεις δέν πήγαινε ή καρδιά σου.

Page 225: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ά μ κι αυτοί οί καινούργιοι; “Αρχισαν νά πονάνε τά μάτια μου όταν τούς Εβλεπα μπροστά μου κακοντυμένους, νά στέκον­ται σάν ξένοι. Μήπως θά ’ταν καλύτερο νά τούς άφήσουμε δώ ή νά τούς στείλουμε &ί κανένα άλλο φτωχοπαιδικό σταθμό, δίνοντας, γιά νά τούς πάρουν, ένα-δυό γουρουνάκια ή καμιά δεκαριά κιλά πατάτες; Κι δλο τούς ξαναμελετούσα έναν-έναν, τούς χώριζα σέ μικρές όμάδες καί τούς ταξινομούσα άνάλογα μέ τήν αξία τους σά μέλη τής κοινωνίας καί σάν άνθρώπους. Τήν έποχή έκείνη είχε άρκετά έκπαιδευτεΐ τό μάτι μου καί μπορούσα μέ τήν πρώτη ματιά, ά π ’τά έξωτερικά γνωρίσματα, άπ*τούς παραμικρότερους μορφασμούς τού προσώπου, άπό τή φωνή, ά π ’τό βάδισμα, άκόμα κι ά π ’τίς πιό άμελητέες έκδηλώσεις τής προσωπικότητας, ίσως άκόμα κι ά π ’τή μυρωδιά, νά προκαθορί­σω μέ σχετική άκρίβεια τί προϊόν θά ’βγαίνε στήν κάθε περί­πτωση ά π ’αύτήν τήν πρώτη υλη.

“Ας πάρουμε γιά παράδειγμα τόν Ό λ έγκ Ό γκνιόφ . Νά τόν πάρουμε μαζί μας στό Κουριάζ, ή δέν άξίζει τόν κόπο; “Οχι, δέν πρέπει νά τόν παρατήσουμε. Είναι μιά σπάνια κι ένδιαφέρουσα μάρκα. Ό Ό λ έγκ Ό γκνιόφ είναι τυχοδιώκτης, δέ μένει ποτέ σ ’ένα μέρος, κι είναι θρασύς. "Ισως καί νά ’ναι άπόγονος των παλιών Νορμανδών, πού έξάλλου τούς μοιάζει, έτσι δπως είναι ψηλός, ξερακιανός, ξασπρόξανθος. “Ισως άνάμεσα σ ’αύτόν καί στούς βαριάγκους πρόγονούς του, νά μεσολάβησαν κάμποσες γενιές ά π ’τήν καλή ρούσικη διανόηση, γιατί ό Ό λ έγκ είχε ένα μεγάλο καθαρό μέτωπο κι ένα έξυπνο στόμα, πού δταν τ ’άνοιγε έφτανε ώς τ ’αύτιά του, μά πού μαζί μέ τά σβέλτα καί καλοσυνά­τα μάτια του άποτελούσαν ένα άρμονικό σύνολο. Τόν Ό λέγκ τόν έπιασαν γιά κάποιο ξάφρισμα στά ταχυδρομεία, γ ι ’αύτό καί τόν έφεραν στό Σταθμό μέ τή συνοδεία δυό πολιτοφυλάκων. Ό Ό λ έγκ Ό γκνιόφ περπατούσε πρόσχαρα καί καλόκαρδα άνά- μεσά τους, κοιτάζοντας περίεργα δ λ ’αύτά γύρω του πού συνδέ­ονταν μέ τό άγνωστο γ ι ’αύτόν μέλλον του. “Οταν τέλος έφυγαν οί πολιτοφύλακες, ό Ό λ έγκ άκουσε εύγενικά καί μέ προσοχή τίς πρώτες νουθεσίες μου, γνωρίστηκε έγκάρδια μέ τούς παλιούς τρόφιμους τού Σταθμού, έριξε ένα έκπληκτο καί χαρούμενο βλέμμα στούς πιτσιρίκους καί σταματώντας στή μέση τής αυλής, έστησε τά λιγνοπόδαρά του κι έβαλε τά γέλια:

—"Ωστε τούτος είναι ό Σταθμός Μαξίμ Γκόρκι! Γιά κοίτα! Δηλαδή πρέπει νά δοκιμάσουμε...

225

Page 226: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τόν έβαλαν στό όγδοο τμήμα. Ό Φεντορένκο τόν κοίταξε μ 'ένα μάτι φιλύποπτο:

— Χέ, έδώ έχει καί δουλιά καί δέν είναι όπως ήξερες... Κατάλαβες; Καί τό σακάκι πού φοράς δέ σού πολυπάει, φίλε!...

Ό Ό λ έγκ κοίταξε χαμογελαστός τό λιμοκοντόρικο σακάκι του κι έριξε μιά εύθυμη ματιά στό διοικητή του:

— Λεν πειράζει, σύντροφε διοικητή. Τό σακάκι δέν εμποδί­ζει σέ τίποτα. Κι άμα τό θέλεις, πάρτο, στό χαρίζω.

Ό Φεντορένκο έσκασε ά π ’τά γέλια καί τό γέλιο διαδόθηκε σέ όλα τά παιδιά τού όγδοου τμήματος:

— Γιά δόστο λοιπόν, νά δούμε πώς μοΰ’ρχεται...Μέχρι τό βράδυ ό Φεντορένκο γύριζε χωμένος στό κοντό

σακάκι τού Ό λέγκ , καί τά παιδιά έσπαζαν πλάκα γιά τήν πρωτόφαντη στό Σταθμό αύτή πολυτέλεια. Ό μ ω ς τό βράδυ γύρισε τό σακάκι στόν κάτοχό του καί τοϋ’πε αύστηρά:

— Γούτο τό κολοκύθι χώστο όπου θές, καί νά φοράς αύτή τή φόρμα. Αύριο θά βολτάρεις μέ τή σπαρτική μηχανή.

Ό Ό λ έγκ κοίταξε μ 'έκπληξη τό διοικητή κι έριξε μιά πονηρή ματιά στό σακάκι:

— Ληλαδή τούτη ή χλαμύδα δέν ταιριάζει έδώ στήν αύλήσας;

Πρωί-πρωί φορούσε τή φόρμα καί μουρμούριζε ειρωνικά μόνος του:

— Προλετάριος! Πρέπει νά βολτάρω μέ τή σπαρτική μηχανή... Δηλαδή, καινούργιες δουλιές άνοίγουμε!

Στίς καινούργιες αύτές δουλιές ό Ό λέγκ δέν τά κατάφερνε πάντα. ΓΗ σπαρτική μηχανή σά νά μήν ήταν στά μέτρα του καί περπατούσε πίσω της μουτρωμένος, σκουντουφλώντας στούς χωματένιους σβώλους κι ολο πηδούσε ά π ’τόνα πόδι σ τ ’άλλο μέ μιάν άδέξια προσπάθεια νά βγάλει τίς άγκίδες πού τού μπαίνανε. Δέ μπορούσε νά διορθώσει τό ύνί καί κάθε τρία λεφτά φώναζε στόν μπροστινό:

— Σινιόρ, κρατήστε λίγο τά ζώα σας, έδώ έχουμε μιά μικρή καραμπόλα!...

Ό Φεντορένκο άλάφρωσε τόν Ό λέγκ ά π 'τή δύσκολη δουλιά καί τού άνάθεσε νά όδηγήσει τό δεύτερο ζευγάρι μέ τή σβάρνα, μά ύστερα άπό μισή ώρα ό ' Ολέγκ έφτασε τρέχοντας τό Φεντορένκο καί μέ ύφος πού‘στάζε εύγένεια τού λέει:

— Ξέρετε, σύντροφε διοικητή; Τό δικό μου κάθησε!— Ποιός κάθησε;

226

Page 227: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Νά, τ ’δλογό μου κάθησε! Δόστε προσοχή: κάθησε, ξέρετε κι εξακολουθεί νά κάθεται! Πέστε του κάνα-δυό κουβέν­τες σάς παρακαλώ!

Ό Φεντορένκο τρέχει στή Μαίρη πού τό ’χει στρώσει γιά καλά στήν ξάπλα καί φωνάζει δλο άγανάχτηση:

— Νά πάρει ό διάολος! Τί σού ’ρθε μωρέ; Τ ά ’ κάνες μούσκε­μα! Τί θέλει μωρέ τούτο τό παλούκι έδώ;

Ό Ό λ έγκ προσπαθεί τίμια νά καλμάρει τή συγκίνηση τοΰ διοικητή:

— Καταλαβαίνεις, οί μύγες φαίνεται τό πειράζουν! Κάθεται άκριβώς τήν ώρα πού πρέπει νά δουλέψει, κατάλαβες;

Ή Μαίρη, πού τή χτυπάει ή λαιμαριά σ τ ’αύτί, άγριοκοιτά- ζει τόν Ό λέγκ . Θυμώνει κι ό Φεντορένκο:

— Κάθεται... Μπορεΐ μωρέ νά κάτσει ή φοράδα; Τσίγκλα τη λίγο!

Ό Ό λ έγκ άρπάζει τά χαλινάρια καί ξεφωνίζει στή Μαίρη:— Ντέ έ έ έ έ!

Ό Φεντορένκο σκάει στά γέλια:— Τί φωνάζεις «ντέ»! Μπάς κι είσαι άμαξας;— Νά, βλέπεις, σύντροφε διοικητή!...— Τί μοΰ κοπανάς ολο: σύντροφε διοικητή καί σύντροφε

διοικητή...—’Αλλά πώς;— Τί πώς; ’Αφοΰ εχω όνομα.— Χμ, βλέπεις, σύντροφε Φεντορένκο, έγώ δέν είμαι, φυ­

σικά. άμαξάς, όμως νά μέ πιστέψετε: στή ζωή μου πρώτη φορά έρχομαι σέ άμεση έιταφή μέ τοΰτες σάν τή Μαίρη. Είχα γνωστές μου, πού 'χαν κι αύτές τ ’όνομα τής Μαίρης... όμοις, νά, μ ’αύτές βέβαια, κάπως αλλιώς ήταν τά πράματα... Έ δώ αύτά τά «παλού­κια», τά «χαλινάρια»...

' Ο Φεντορένκο κοιτάζει άγρια μέ τά διαπεραστικά μάτια του τή λεπτεπίλεπτη καί μαραμένη φυσιογνωμία τοϋ Ό λ έγκ καί φτύνει.

—"Ασε τίς πολλές κουβέντες, καί πρόσεχε τά χάμουρα!Τό βράδυ ό Φεντορένκο κουνάει άμήχανα τά χέρια καί

χωρίς νά βιάζεται βγάζει τήν καταδικαστική άπόφαση:— Μά αύτός δέν κάνει ουτε γιά τό διάολο πεσκέσι! Πάστες

ξέρει νά κατεβάζει καί νά τρέχει πίσω ά π ’τίς κοπέλες... Νομίζω πώς δέ μας κάνει καί δέ χρειάζεται νά τόν κουβαλάμε μαζί μας στό Κουριάζ.

227

Page 228: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό διοικητής τοΰ όγδοου τμήματος, μέ κοιτάζει σοβαρά καί μέ κάποια άνησυχία, περιμένοντας τήν έγκριση τής άπόφασής του. Καταλαβαίνω ότι στήν άπόφαση είναι σύμφωνο όλόκληρο τό όγδοο τμήμα, πού όπως είναι γνωστό ξεχωρίζει πάντα μέ τή μαζική άπαιτητικότητά του. Π αρ’δ λ ’αύτά, άπάντησα στό Φεν­τορένκο:

— Τόν Ό γκνιόφ Οά τόν πάρουμε στό Κουριάζ. Έ ξήγησέ τους στό τμήμα ότι ά π ’τόν Ό γκν ιόφ πρέπει νά βγει ένας άνθρωπος τής δουλιάς. Κι άν αύτό δέν τό φτιάξετε σείς, κανένας άλλος δέ θά μπορέσει νά τό φτιάξει. Καί θά βγει ά π ’τόν Ό γκνιόφ ένας έχθρός τής σοβιετικής έξουσίας, ένας άλήτης. Κατάλαβες;

— Κατάλαβα, λέει ό Φεντορένκο.— Κουβέντιασε λοιπόν τό ζήτημα στό τμήμα...— Τί νά γίνει, θά τό κουβεντιάσουμε, συμφωνάει πρόθυμα

ό Φεντορένκο, όμως μέ τή ν ’ίδια προθυμία τό χέρι του σηκώνεται στό ίερό έκεΐνο μέρος όπου στούς σλάβους είναι καταχωνια­σμένα τά πιό καταραμένα ζητήματα.

“Ετσι, λοιπόν, ό Ό λ έγκ Ό γκνιόφ θά πάει στό Κουριάζ. Ό Ούζικοφ όμως; ’Απαντώ κατηγορηματικά καί θυμωμένα: ό ’Αρκάντι Ούζικοφ δέν πρέπει νά πάει καί γενικά καλύτερα νά πάει στό διάβολο!

Σέ κάθε άλλη περίπτωση, δταν στήν παραγωγή σού χώσουν ένα τέτιο άχρηστο υλικό, θά ζητήσεις νά γίνουν ένα σωρό έπιτροπές, θά γράψεις δεκάδες πρωτόκολλα, θά φωνάξεις νά έρ­θουν νά κάνουν έλεγχο κι άπό τό Λαϊκό Έ πιτροπάτο Ε σ ω τερ ι­κών, θ ’άπαιτήσεις νά γίνει έλεγχος ά π ’όλες τίς ύπηρεσίες έλέγχου πού ύπάρχουν, στό κάτω-κάτω θά γράψεις καί στήν «Πράβντα» κι έτσι, δπως καί ν ά ’χει τό ζήτημα ό φταίχτης θά βρεθεί. Κανένας δέ μπορεϊ νά σ ’ άναγκάσει νά φτιάξεις άτμομη- χανή άπό παλιοτενεκέδες, ούτε κονσέρβες άπό πατατόφλουδες. Κι έγώ πρέπει νά φτιάξω όχι άτμομηχανή καί κονσέρβες, άλλά έναν πραγματικό σοβιετικό άνθρωπο. Κι άπό τί; ’Α π’τόν ’Αρ- κάντι Ούζικοφ;

’Από μικρός άκόμα ό ’Αρκάντι Ούζικοφ γυρνάει στούς πέντε δρόμους καί τό καρότσι τής ιστορίας καί τής γεωγραφίας του ταξίδευε πάντα πάνουσέ σιδεροτροχιές. Πολύ νωρίς έγκατέ- λειψε τήν οίκογένεια ό πατέρας. Τό γονικό σπίτι τού ’Αρκάντι, τό στόλισε καινούργιος πατέρας, πού κάποια δουλιά έκανε στόν πλανόδιο θίασο τής κυβέρνησης τοϋ Ντενίκιν. Μαζί μέ τούτη

228

Page 229: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τήν κυβέρνηση, ό καινούργιος μπαμπάς του Ουζικοφ μέ δλη τήν οικογένεια άποφάσισε νά φύγουν ά π ’τή χο')ρα καί νά έγκατα- σταθοϋν στό έξωτερικό. ' Η παράξενη τύχη δέν ξέρω γιατί τούς πρόσφερε ένα πολύ άβολο μέρος: τήν ’Ιερουσαλήμ. Σ ’αύτή τήν πόλη ό Ά ρκάντι Ουζικοφ έχασε δλα τά πολυποίκιλα γονικά του πού πέθαναν όχι τόσο ά π ’τίς άρρώστιες, δσο ά π ’τήν ανθρώπινη άχαριστία κι έμεινε σ ’ένα πολύ άσυνήθιστο περιβάλλον άπό “Αραβες κι άλλες έθνικές μειονότητες. Ό καιρός περνούσε κι ό πραγματικός πατέρας τοϋ Ουζικοφ πού τά ’χε καταφέρει νά μπεΐ στά μυστικά τής Νέας Οικονομικής Πολιτικής καί νά χωθεΐ σέ κάποιο κομπινάτ, άποφάσισε ξαφνικά ν ’άλλάξει τή στάση του άπέναντι στόν απόγονό του. "Αρχισε νά ψάχνει γιά νά βρει τό δυστυχισμένο γιό του, καί τά κατάφερε μέ τέτια έπιτυχία νά έκμεταλλευτεΐ τή διεθνή κατάσταση, πού τόν Ά ρκάντι τόν φόρτωσαν άμέσως σέ πλοΐο, τοϋ’δοσαν άκόμα καί συνοδό καί τόν έφεραν ώς τό λιμάνι τής ’Οδησσού όπου βρέθηκε στήν άγκαλιά τοϋ γονιού του. "Ομως, υστέρα άπό δυό μήνες, ό πατέρας είδε μέ φρίκη τίς πρώτες έκδηλώσεις τής διαπαιδαγώ­γησης τού παιδιού του στό έξωτερικό. Στόν Ά ρκάντι συνδυά­ζονταν πετυχημένα ή ρούσικη όρμή μέ τήν αραβική φαντασία, μέ μιά κουβέντα ό γερο-Οϋζικοφ βρέθηκε ένα ώραΐο πρωί μαδημένος κυριολεχτικά. *0 Ά ρκάντι δέν ξεπούλησε στό παζάρι μονάχα τά οικογενειακά κειμήλια: ρολόγια, ασημένια κουτάλια καί δισκοπότηρα, κοστούμια, έσώρουχα κι έπιπλα, μά ιδιαιτέρα έξυπνα χρησιμοποίησε τό υπηρεσιακό βιβλιάριο καταθέσεων’ τοΰ πατέρα του, ανακαλύπτοντας δτι ή νεανική τζίφρα του, είχε μεγάλη συγγενική όμοιότητα μέ τήν μπερδεμέ­νη υπογραφή τού πατέρα του.

Τ ά ΐδ ια έκεΐνα ισχυρά χέρια πού’χαν βγάλει τόν Ά ρκάντι ά π ’τήν πόλη τοΰ τάφου τοϋ Χριστοϋ, μπήκαν καί πάλι σέ κίνηση. 'Ό ταν στό Σταθμό είχαν ριχτεί όλοι στή μάχη τής προετοιμασίας, ό πατέρας Ουζικοφ, σοβαρός καί μ ’εύρωπαϊκή έμφάνιση, άρκετά καλοδιατηρημένος, κάθησε σ ’ένα κάθισμα άπέναντί μου καί μοϋ διηγήθηκε λεπτομερειακά τή βιογραφία τοϋ Ά ρκάντι, τελειώνοντας μέ τρεμάμενη φωνή:

— Μονάχα έσεΐς, μπορεΐτε νά μοϋ ξαναδόσετε τό γιό μου!“Εριξα μιά ματιά στόν γιό Ουζικοφ πού καθόταν στό ντιβάνι

καί μοϋ έκανε τόσο άσχημη έντύπωση, πού μοϋ’ρθε νά τόν έπιστρέψω άμέσως στόν άπαρηγόρητο πατέρα του. Ό πατέρας όμως μοϋ’χε φέρει μαζί μέ τό παιδί καί κάτι χαρτιά κι έγώ δέν

229

Page 230: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μπορούσα νά τ ’άγνοήσω ή νά τ ’άμφισβητήσω. Ό ’Αρκάντι εμεινε στό Σταθμό.

Ή τα ν ψηλός, άδύνατος κι άσουλούπωτος. Ά π ’τά πλάγια τοΰ άσπρόξανθου κεφαλιού του ξεπηδούν δυό τεράστια διαφανή κόκκινα αύτιά, τ ’άφρυδο πρόσωπό του πού’ναι γεμάτο φακίδες δλο κοιτάει χαμηλά, ένώ ή μεγάλη καί πρησμένη μύτη του, νιώθεις πώς βαραίνει πολύ σέ σχέση μέ τ'άλλα μέρη τοϋ προσώπου. Ό Α ρκάντι σέ κοιτάει πάντα δύσπιστα, έχθρικά. Τά θολά μάτια του, σκεπασμένα συνεχώς μ ’ενα κίτρινο χρώμα, σού προξενούν άμέσως μιά φοβερή άποστροφή. Προσθέστε σ 'αύτά καί τό σαλιάρικο πάντα άνοιχτό στόμα του μαζί μέ τό αιώνια κατσουφιασμένο ύφος του κι έχετε μπροστά σας όλοκλη- ρωμένη τήν εικόνα του.

"Ηξερα πώς τά παιδιά τοϋ Σταθμού θά τόν στριμώχνουν στίς σκοτεινές γωνιές καί θά τόν χειροτονούν, θ ’άποφεύγουν τήν παρέα του, δέ θά θέλουν νά κοιμηθούν στόν ίδιο θάλαμο μαζί του, νά φάνε στό 'ίδιο τραπέζι, ότι θά τόν μισήσουν μέ τ ' άληθινό καί δυνατό έκεΐνο άνθρώπινο μίσος πού κι έγώ ό ίδιος τό ’πνιγα μέσα μου μονάχα όταν έβαζα όλες τίς παιδαγωγικές μου δυνάμεις.

Ό Ούζικοφ άπό τήν πρώτη κιόλας μέρα άρχισε νά κλέβει τούς συντρόφους του, νά τρώει καί νά τά φτιάχνει όλα στό κρεβάτι του. Ή ρθε ό Μίτκα Ζεβέλι στό γραφείο καί μέ ρώτησε σοβαρά, σουφρώνοντας τά μαύρα φρύδια του.

—Ά ντόν Σεμιόνοβιτς, πέστε μου τήν άλήθεια, τί τό θέλου­με μαζί μας τέτιο μούτρο; Κοιτάξτε: ά π ’τήν 'Ιερουσαλήμ στήν 'Οδησσό, ά π ’τήν 'Ο δησσό στό Χάρκοβο, άπ 'τό Χάρκοβο έδώ, κι ύστερα στό Κουριάζ! Γιατί νά τόν κουβαλάμε; Δέν έχουμε άλλα πράματα νά κουβαλήσουμε; “Οχι, πέστε μου άλήθεια...

Σωπαίνω. Ό Μίτκα περιμένει υπομονετικά τήν άπάντησή μου καί ρίχνοντας τό βλέμμα του στόν Λάποτ πού χαμογελάει δίπλα ζαρώνει τά φρύδια του. "Υστερα άρχίζει ξανά:

— Ποτέ μου δέν είδαν τά μάτια μου τέτιους άνθρώπους. Αύτουνού πρέπει νά τού δόσουμε στρυχνίνη ή νά κάνουμε μπαλάκια μέ ψωμί, νά τά παραγεμίσουμε μέ καρφίτσες καί νά τού ρίξουμε!

— Δέ θά τά πάρει! βάζει τά γέλια ό Λάποτ.— Ποιός; Ό Ούζικοφ δέ θά τά πάρει; “Αντε. τό φτιάχνουμε

ετσι στ'άστεϊα νά δεις γιά πότε θά τά κατεβάσει;... Ξέρεις τί

230

Page 231: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πεινάλας είναι; Έ χ καί νά τόν δεϊς πώς τρώει! Μόλις τό σκέφτομαι...

' Ο Μίτκα κάνει μιά κίνηση βαθιάς σιχαμάρας. ' Ο Λάποτ τοϋ ρίχνει μιά συμπονετική ματιά. ’ Εγώ μέσα μου συμφωνάω μαζί τους καί σκέφτομαι: «Τί νά κάνω λοιπόν;... Ό Ούζικοφ μάς ήρθε μέ τέτια χαρτιά...»

Τά παιδιά κάθονται στό ξύλινο ντιβάνι βυθισμένα στίς σκέψεις τους. Στήν πόρτα τοϋ γραφείου προβάλλει τό καθαρό, χαμογελαστό μουτράκι τοϋ Βάσκα Ά λεξέγεφ καί τό πρόσωπο τοϋ Μίτκα φωτίζεται άμέσως άπό χαρά:

— Νά, τέτιους δόστε μας καί κατοσταριές άκόμα!... Βάσκα, έλα δώ!

Τά μάγουλα τοϋ Βάσκα κοκκινίζουν, πλησιάζει προσεχτι­κά τόν Μίτκα μ ’ένα ντροπαλό χαμόγελο, καί μέ τά μάτια κολλημένα μ ’άγάπη πάνω του, κάθεται κοντά στά γόνατά του καί δείχνει τά αίσθήματα πού τόν πλημμυρίζουν μ ’ένα τρόπο πού είναι άδύνατο νά τόν περιγράψεις μέ λόγια: μ ‘ένα μίσοστε- ναγμό, μισοχαμόγελο, μισόγελο.

— Χμ...Ό Βάσκα Ά λεξέγεφ ήρθε στό Σταθμό μονάχος του. Δέν

άντεξε τήν άλήτικη ζωή κι ήρθε σέ μάς κλαίγοντας. "Επεσε κατευθείαν στή συνεδρίαση τοϋ συμβουλίου τών διοικητών μιά μέρα πού’κανε κατακλυσμό. Οί μετεωρολογικές συνθήκες, κάθε άλλο παρά εύνοϊκές, ήταν παρ’δ λ ’αύτά αίτία νά πετύχει ό Βάσκα τό σκοπό του, γιατί μέ καλό καιρό δέ θά τόν άφηνανΐσως ούτε στήν πόρτα νά πατήσει τό πόδι του. Τώρα όμως ό διοικητής τής ύπηρεσίας φρούρησης τόν έφερε στό γραφείο καί ρώτησε:

— Τί νά τόν κάνουμε τούτον έδώ; Στέκεται κάτω άπ’τά δέντρα καί κλαίει. Κι όξω ρίχνει μέ τό τουλούμι...

Οί διοικητές σταμάτησαν τή συζήτηση γιά τά τρέχοντα ζητήματα καί κάρφωσαν τά μάτια τους στό νιοφερμένο. Ό Βάσκα μ ’δλα τά μέσα πού’χε στή διάθεσή του — μανίκια, δάχτυλα, γροθιές, σκοϋφο — έδειξε πώς τοϋ φεύγει σιγά-σιγά ή πίκρα του καί κάρφωσε τά κλαμένα άκόμα μάτια του στόν Λάποτ, πού κατάλαβε κιόλας πώς ήταν ό πρόεδρος. Είχε ένα όμορφο ροδαλό πρόσωπο, φορούσε καθαρά χωριάτικα ρούχα, μόνο πού τό τριμμένο καί στενό σακάκι του δέν ταίριαζε μέ τή γενικά καλή έμφάνισή του. Ή τα ν δλο κι όλο δεκατριών χρονών.

— Τί θέλεις; τόν ρώτησε αύστηρά ό Λάποτ.

231

Page 232: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Νά μέ πάρετε στό Σταθμό, άπάντησε σοβαρά ό πιτσιρί­κος.

— Γιατί;—Ό πατέρας μάς άφησε κι έφυγε κι ή μάνα λέει: τράβα

δπου θέλεις...— ΙΙώς γ ίνετ’αύτό; Μιά μάνα δέ μιλάει ποτές έτσι.— Δέν είναι μάνα μου πραγματική...

Ό Λάποτ σταματάει γιά μιά στιγμή. Τό καινούργιο τοΟτο γεγονός τόν βάζει σέ σκέψη, μά άμέσως συνεχίζει:

— Γιά στάσου... Τί θά πει τούτο πάλι; Καλά, δέν είναι πραγματική μάνα. Ό πατέρας δμως πρέπει νά σέ πάρει. Είναι υποχρεωμένος, καταλαβαίνεις;

Τά μάτια τοϋ πιτσιρίκου γέμισαν πάλι πικρά δάκρυα κι άρχισε ξανά τή δύσκολη δουλιά νά τά καταπίνει, γιατί Επρεπε νά έτοιμαστεΐ ν ’άπαντήσει. Τά διαπεραστικά μάτια των διοικητών άρχισαν νά χαμογελούν, βλέποντας τόν πρωτότυπο τρόπο συμπεριφοράς του πιτσιρίκου. Τέλος ό Βάσκα μουρμούρισε μ Έναν άθελο άναστεναγμό:

— Νά, κι ό πατέρας δέν είναι πραγματικός...Γιά μιά στιγμή στό συμβούλιο βασίλεψε ήσυχία καί ξάφνου

ξέσπασαν άκράτητα γέλια. Ά κόμα κι ό Λάποτ σκούπιζε τά δάκρυα ά π ’τά γέλια:

—Ά σ χη μ ο μπλέξιμο είχες, άδερφούλη... Πώς τά κατάφερεςέτσι;

Ό πιτσιρίκος χωρίς νά ξεκολλάει τό βλέμμα ά π ’τό εύθυμο πρόσωπο τού Λάποτ, άρχισε άπλά καί μέ άφέλεια νά λέει πώς τ ’όνομά του είναι Βάσκα καί τό έπώνυμό του Ά λεξέγεφ . Ό πατέρας δούλευε άμαξας, παράτησε τήν οικογένεια «κι εγινε λαγός >► κι ή μάνα παντρεύτηκε μ 'ένα ράφτη. ’Ύ στερα ή μάνα άρχισε νά βήχει καί τόν περασμένο χρόνο πέθανε. Ό ράφτης τά ’φτιάξε μέ μιάν άλλη καί τήν παντρεύτηκε. Καί τώρα έφυγε σ ’άλλη πόλη κι έγραψε πώς δέ θά ξαναγυρίσει. «Ζήστε δπως θέλετε», γράφει.

— Θά πρέπει νά τόν πάρουμε, είπε ό Κουντλάτι. Μόνο μή τυχόν, έδώ πού τά λέμε, μάς άραδιάζεις ψέματα; "Ε; Ποιός σ ’όρμήνεψε;

— Τί νά μ ’όρμηνέψει; Νά, βρέθηκε ένας άνθρωπος καί μού λέει: έκεΐ ζούν παιδιά καί σπέρνουν καί στάρι.

“Ετσι, πήραμε τό Βάσκα Ά λεξέγεφ στό Σταθμό. Γρήγορα έγινε τ'άγαπημένο παιδί δλων μας καί σ ’δλες τίς παρασκήνια-

Page 233: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κές συζητήσεις, κανένας δέν έβαλε ποτέ ζήτημα ότι μπορούμε νά πάμε στό Κουριάζ χωρίς τό Βάσκα. Καί δέ μπορούσε νά μπει τέτιο ζήτημα γιά τόν πρόσθετο λόγο ότι ό Βάσκα μπήκε στό Σταθμό μέ άπόφαση τοϋ συμβουλίου τών διοικητών, συνεπώς είχε όλο τό δικαίωμα νά θεωρεί τόν έαυτό του «πρίγκιπα έξ αίματος».

Ά νάμεσα στούς καινούργιους ήταν ό Μάρκ Σέινγκαουζ κι ή Βέρα Μπερεζόφσκαγια.

Τόν Μάρκ Σέινγκαουζ μάς τόν έστειλε ή έπιτροπή προστα­σίας άνηλίκων τής ’Οδησσού, γιά κλοπή, όπως άνέφερε τό συνοδευτικό χαρτί. Ή ρθε μαζί μ ’έναν πολιτοφύλακα, μέ τήν πρώτη όμως ματιά πού τού’ριξα, κατάλαβα πώς ή έπιτροπή λάθεψε: άνθρωπος μέ τέτια μάτια δέν μπορεί νά κλέψει. Νά περιγράψω τά μάτια τοϋ Μάρκ δέ θά μπορέσω. Στή ζωή σπάνια τά συναντάς, καί μπορεϊς νά τά βρεις μονάχα στούς πίνακες μεγάλων ζωγράφων σάν τόν Νέστεροφ, τόν Κάουλμπαχ, τόν Ραφαήλ. Γενικά, τέτια μάτια μπορεΐς νά δεις μόνο στίς είκόνες τών άγίων καί ιδίως τής Παναγίας. Πώς ξέπεσαν στή φυσιογνω­μία ένός φτωχού ’ Εβραίου τής ’Οδησσού, ήταν σχεδόν άδύνατο νά τό συλλάβει κανείς. Κι όλα τά σημάδια έδειχναν πώς ό Μάρκ Σέινγκαουζ ήταν φτωχός: τό άδύνατο δεκαεφτάχρονο σώμα του, μόλις καί τό σκέπαζαν κάτι κουρέλια, άπ’τά γεμάτα τρύπες παπούτσια του έβγαιναν ξεδιάντροπα τά δάχτυλά του, τό πρό­σωπο όμως τού Μάρκ ήταν καθαρό, πλυμένο καί τό κατσαρό- μαλλο κεφάλι του χτενισμένο. Είχε τόσο πυκνά, τόσο χνουδάτα ματοτσίνορα πού όταν τ ’άνοιγόκλεινε νόμιζες πώς κάνουν άέρα.

Τόν ρώτησα:—’Εδώ γράφει πώς έκλεψες. Μά ε ίν ’άλήθεια;—Α λή θεια είναι... έγώ... ναί... έκλεψα...—Ή πείνα σ ’έσπρωξε;- Ο χ ι , δέ μπορώ νά πώ ότι πεινούσα κι έκλεψα. Δέν έκλεψα

γιατί πεινούσα.' Ο Μάρκ έξακολουθοϋσε νά μέ κοιτάζει μ ’ένα ύφος σοβαρό,

πικραμένο κι ήσυχο."Αρχισα νά νιώθω ντροπή: γιατί σ τ ’άλήθεια βασανίζω ένα

κουρασμένο καί στενοχωρημένο παιδί; Προσπάθησα νά χαμο­γελάσω λίγο τρυφερά καί τού’πα:

— Βέβαια, δέν πρέπει νά σού θυμίζω αύτά τά πράματα. “Ο,τι έγινε, έγινε. Κάθε άνθρωπος συναντάει χίλιες άναποδιές στή ζωή του. Πρέπει νά τίς ξεχνάει. Πήγες σέ κανένα σχολειό;

233

Page 234: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Ναί, πήγα. Τέλειωσα τήν πέμπτη τάξη καί θέλω νά συνεχίσω.

— Περίφημα! Μπράβο... Θά πας στό τέταρτο τμήμα τοΰ Ταρανέτς. Νά, πάρε τό σημείωμα καί πήγαινε νά βρεις τό διοικητή του τέταρτου τμήματος Ταρανέτς. Αύτός θά τά κανονί­σει δλα.

Ό Μάρκ πήρε τό χαρτί, άντί δμως νά τραβήξει γιά τήν πόρτα, καρφώθηκε σαστισμένος δίπλα στό τραπέζι:

— Σύντροφε διευθυντή, θά ’θελα νά σάς πώ κάτι, πρέπει νά σάς πώ γιατί ήρθα έδώ... Πολύ τό σκέφτηκα... Πώς νά σάς τό πώ... Τώρα όμως δέ μπορώ πιά νά σας τό κρύψω...

Ό Μάρκ πικροχαμογέλασε καί μέ κοίταξε στά μάτια μ ’Ενα παρακλητικό βλέμμα.

— Τί συμβαίνει; 'Ο ρίστε, μίλα...—Έ γώ έκανα παλιότερα σέ παιδικό σταθμό καί δέ μπορώ

νά πώ πώς ήτανε άσχημα έκεΐ. Έ νιω θα δμως πώς ό χαρακτήρας μου δέ γινόταν αύτός πού’πρεπε. Τόν πατέρα μου τόν σκότωσαν οί συμμορίτες τού Ντενίκιν, έγώ είμαι κομσομόλος, μά ό χαρα­κτήρας μου είναι πολύ μαλακός. Αύτό είναι πολύ άσχημο, τό καταλαβαίνω. Πρέπει νά φτιάξω μπολσεβίκικο χαρακτήρα. Κι αύτό άρχισε πολύ νά μέ βασανίζει. Πέστε μου δέ θά μέ διώξετε στήν 'Ο δησσό άμα σάς πώ δλη τήν άλήθεια;

' Ο Μάρκ μέ κοίταξε δύσπιστα κατά πρόσωπο μέ τά θαυμάσια μεγάλα μάτια του.

—'Ό ,τι καί νά μοϋ πεις, δέ θά σέ διώξω ά π ’τό Σταθμό.— Σάς εύχαριστώ, σύντροφε διευθυντή, πολύ σάς εύχαρι-

στώ. Ή ξερ α πώς αύτό θά μοϋ πεΐτε, γ ι ’αύτό κι άποφάσισα νά σάς μιλήσω. Καί σκέφτηκα Ετσι, γιατί διάβασα στήν έφημερίδα «Βίστι» Ενα άρθρο «Τό σφυρηλάτημα τοϋ καινούργιου άνθρώ- που», έγραφε γιά τό δικό σας Σταθμό. Τότε είδα ποιός ήταν ό δρόμος μου κι άρχισα νά τρέχω, νά παρακαλάω. "Οσους κι άν παρακάλεσα τίποτα δέν εγινε. Μοϋ λέγανε: ό Σταθμός αύτός είναι γιά τούς παραβάτες τοϋ νόμου, τί δουλιά έχεις έσύ έκεΐ; Τ ό ’σκασα λοιπόν κι έγώ άπό τόν άλλο Σταθμό κι άνέβηκα σ ’Ενα τράμ. "Ολα Εγιναν τόσο γρήγορα πού ούτε νά τό φανταστείτε δέ μπορεΐτε: μόλις Εχωσα τό χέρι μου σέ μιά ξένη τσέπη άμέσως μ ’άρπάξανε καί ήθελαν νά μοϋ τίς βρέξουν. "Υστερα μέ πήγανε στήν έπιτροπή.

— Κι ή έπιτροπή πίστεψε πώς Εκλεψες;— Καί πώς μπορούσε νά μήν πιστέψει; Είναι δίκαιοι

234

Page 235: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άνθρωποι, παρουσιάστηκαν καί μάρτυρες, γράφτηκε πραχτικό, κι δλα εγιναν όπως χρειάζονταν. Τούς είπα πώς κι άλλες φορές Εβαλα χέρι σέ ξένες τσέπες.

Έ βαλα τά γέλια.. Έ νιω θα εύχαρίστηση γιατί ή δυσπιστία μου στήν άπόφαση τής έπιτροπής άποδείχτηκε σωστή. ' Ο Μάρκ ήρεμος πιά κι εύχαριστημένος τράβηξε νά ταχτοποιηθεί στό τέταρτο τμήμα.

Ή Βέρα Μπερεζόφσκαγια, όμως, είχε ένα έντελώς άλλιώτι- κο χαρακτήρα.

1 Ηταν χειμώνας. Πήγα στό σιδηροδρομικό σταθμό γιά νά ξεπροβοδίσω τή Μαρία Κοντράτιεβνα Μπόκοβα καί νά τής δόσω έναν έπείγοντα φάκελο γιά τό Χάρκοβο. Τή Μαρία Κοντράτιεβνα τή βρήκα στήν άποβάθρα τοϋ σταθμοϋ νά ’χει άνοίξει γερό καυγά μ ’ενα σκοπό τής σιδηροδρομικής φρουράς. Ό σκοπός κρατούσε ά π ’τό χέρι μιά κοπέλα ώς δεκάξι χρονών μέ κάτι γαλότσες στά γυμνά της πόδια. Ιτούς ώμους της ήταν ριγμένη μιά κοντή μπέρτα παλιάς μόδας, δώρο ίσως κάποιου καλού άνθρωπάκου παλιάς έποχής. Τό ξέσκεπο κεφάλι τής κοπέλας είχε φριχτή όψη. Τ ’άχτένιστα ξανθά μαλλιά της είχαν χάσει άπό καιρό τό ξανθό τους χρώμα, στά πλάγια ήταν πεταμένα πίσω ά π ’τ ’αύτί κολλητά, ένώ κάτι σκούρες βρώμικες τούφες Επεφταν στό μέτωπο καί στά μάγουλα. Προσπαθούσε νά ξεφύγει ά π ’τά χέρια τού σιδηροδρομικού, όμως ά π ’τό πρόσωπό της δέν Εφευγε ενα πλατύ χαμόγελο πού Εκανε πιό χτυπητή τήν όμορφιά της. Μά στά γελαστά καί ζωηρά μάτια της πρόφτασα νά δώ μερικές θαμπές σπιθίτσες άνίσχυρης άπελπισίας ένός άδύνα- μου μικρού θηρίου. Τό χαμόγελό της ήταν τό μοναδικό μέσο ύπεράσπισής της, ήταν ή μικρή διπλωματία της.

Ό σιδηροδρομικός Ελεγε στή Μαρία Κοντράτιεβνα:— Εύκολο είναι, συντρόφισσα, νά μάς βάζετε τίς φωνές,

ρωτήστε όμως τί τραβάμε μέ τούτα δώ τά φρούτα!... καί γυρίζοντας στήν κοπέλα άγρια: ’Ή σουνα τήν περασμένη βδομά­δα στό τραίνο... μεθυσμένη, ναί ή όχι;

— Πότε ήμουνα έγώ μεθυσμένη; Ό λ ’ά π ’τό μυαλό του τά βγάζει, άφησε νά φανεί Ενα καθαρά πιά γοητευτικό χαμόγελο ή κοπέλα καί ξεκόλλησε τό χέρι της ά π 'τό σιδηροδρομικό, χουφτιάζοντας τά χείλη της σάμπως τάχα νά πόναγε φοβερά. 'Ύστερα είπε άπαλά καί φιλάρεσκα: Νά πού σού ξέφυγα!

Ό σιδηροδρομικός Εκανε νά τήν ξαναπιάσει, αύτή όμως

235

Page 236: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πήδησε άμέσως πρός τά πίσω κι έβαλε τά γέλια χωρίς νά δίνει καμιά σημασία στόν κόσμο πού 'χε μαζευτεί.

Ή Μαρία Κοντράτιεβνα έριξε μιά σαστισμένη ματιά γύρω της καί μόλις μέ είδε φώναξε:

—’Αγαπητέ μου Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, καλά πού ήρθατε!...Μέ τράβηξε στήν άκρη καί μοϋ ψιθύρισε άναστατωμένη:—Ά κοϋστε, είναι φρίκη! Μά πώς είναι δυνατό νά φέρνον­

ται έτσι σέ μιά γυναίκα, σέ μιά θαυμάσια γυναίκα... "Οχι γιατί είναι όμορφη, άλλά γιατί δέν έπιτρέπεται στό κάτω-κάτω! Ντροπή!

— Μαρία Κοντράτιεβνα, λοιπόν, τί θέλετε;— Τί θέλω; Μήν καμώνεστε πώς δέν καταλαβαίνετε, σάς

παρακαλώ, θηρίο άγριο!— Γιά κοίτα καλά!...— Ναί, ναί, θηρίο άγριο καί πονηρό! "Ολο τά καλά καί

συμφέροντα; Έ ; Αύτό δέ σάς συμφέρει, έ; Κι έτσι άς άφήσουμε τούς σιδηροδρομικούς ν ’άσχολοϋνται μέ τήν κοπέλα, έ;

— Μά άκοϋστε κι έμενα... Ά φ οϋ είναι πόρνη... Γίνεται νά τή βάλουμε μέσα σέ κολεχτίβα άγοριών;

— Βάλτε κατά μέρος αύτές τίς κρίσεις σας, άτυχε... παιδα­γωγέ!

"Εχασα τό χρώμα μου ά π ’τήν προσβολή κι είπα μέ άγριο τόνο:

—' Ωραία λοιπόν, θά τήν πάρω τώρα άμέσως γιά τό Σταθμό.Ή Μαρία Κοντράτιεβνα μ 'έπιασε ά π ’τόν ώμο:—Α γα πητέ μου Μακάρενκο, ευγενική ψυχή, εύχαριστώ,

εύχαριστώ!...Έ τρεξε στήν κοπέλα, τήν επιασε ά π ’τούς ώμους καί τής

ψιθύρισε κάτι σ τ ’αύτί. Ό σιδηροδρομικός φώναξε θυμωμένα στόν κόσμο:

— Τί χάσκετε όλοι σας έδώ; Θέατρο τό περάσατε; Τραβάτε στίς δουλιές σας!...

"Εριξε μιά ματιά γύρω, έφτυσε μέ άηδία κι έφυγε.Ή Μαρία Κοντράτιεβνα μέ πλησίασε μαζί μέ τήν κοπέλα

πού άκόμα δέν είχε σβύσει τό χαμόγελο στό στόμα της:— Σάς τή συστήνω: Βέρα Μπερεζόφσκαγια. Συμφωνάει

νά ’ρθει στό Σταθμό... Βέρα, είναι ό διευθυντής μας, κοιτάξτε, είναι πολύ καλός άνθρωπος καί θά περάσετε καλά.

Ή Βέρα χάρισε καί σέ μένα τό χαμόγελό της:— Θά έρθω... Γιατί όχι...

236

Page 237: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

’ Αποχαιρετηθήκαμε με τή Μαρία Κοντράτιεβνα καί καθή- σαμε στό έλκηθρο.

— Θά ξεπαγιάσεις έτσι, τής είπα. "Εβγαλα κάτω ά π ’τό κάθισμα ένα ύπόσαγμα καί τής τό ’δοσα.

Ή Βέρα κουκουλώθηκε μ ’αύτό καί ρώτησε εύθυμα:— Καί τί θά κάνω έγώ έκεΐ στό Σταθμό;— Θά μάθεις γράμματα καί θά δουλεύεις.

' 11 Βέρα σώπασε γι ’ άρκετή ώρα, ύστερα γυρίζει καί μοϋ λέει μέ μιά καπριτσόζικη δλο θηλυκότητα φωνή:

—Ώ , θεέ μου!... Δέν πρόκειται νά μάθω γράμματα καί μή βάζετε τέτια πράματα στό μυαλό σας...

Ζύγωνε μιά συννεφιασμένη, σκοτεινή νύχτα πού τίποτα τό καλό δέν προμηνούσε. Πηγαίναμε μέσ’ά π ’τά χωράφια πού ή μεγάλη άπλωσιά τους έκανε πιό δυνατές τίς άστραπές καί τίς βροντές. Γύρισα κι είπα σιγά στή Βέρα γιά νά μήν άκούσει ό Σορόκα πού καθόταν μπροστά:

— Σέ μας έκεΐ δλα τ ’άγόρια καί τά κορίτσια πάνε στό σχολειό. Καί σύ θά πας. Καί θά δεις τί καλά πού θά μάθεις τά γράμματα. Καί θά ξημερώσουν καί γιά σένα καλύτερες μέρες.

Στριμώχτηκε κοντά μου κι είπε δυνατά:— Καλύτερες μέρες... Ώ , τί σκοτάδι! Σέ πιάνει τρομάρα!...

Πού μέ πατε;— Σώπαινε τώρα.Σώπασε. Μπήκαμε στό δάσος. Ό Σορόκα κάτι ψιθύριζε

μονάχος του, φαίνεται θά βλαστημούσε αύτόν πού’φτιάξε τή νύχτα καί τό στενό δρομάκι τοϋ δάσους.

Ή Βέρα άρχισε νά λέει σιγά:— Θά σάς πώ κάτι. Ξέρετε τί;— Λέγε.— Ξέρετε τί; Είμαι έγκυος!...

"Υστερα άπό λίγα λεφτά τή ρώτησα:— Πώς τό σκαρφίστηκες πάλι τοϋτο;— Τίποτα δέ σκαρφίστηκα. Καί γιά ποιό λόγο; Λόγο τιμής

σάς είπα όλη τήν αλήθεια.‘Από μακριά φάνηκαν τά φώτα τοΰ Σταθμοϋ. ’Αρχίσαμε

πάλι τήν ψιθυριστή κουβέντα μας. Είπα στή Βέρα:— Θά κάνουμε έκτρωση. Πόσων μηνών είσαι;— Δυό.— Θά τήν κάνουμε.— Θά γίνω περίγελο.

2 } 7

Page 238: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Ποιανού;— Νά, όλων τών παιδιών σας έκεΐ...— Δέ θά μάθει κανένας τίποτα.— Θά μάθουνε.—"Οχι. Μονάχα έγώ κι έσύ θά τό ξέρουμε. Καί κανένας

άλλος.Ή Βέρα ξέσπασε σ ’ένα αύθάδικο γέλιο.— Ναί, ναί... Πέστε κι άλλα!Σώπασα. Φτάνοντας στό ύψωμα τού Σταθμοϋ κατεβήκαμε

νά πάμε μέ τά πόδια. Ό Σορόκα κατέβηκε ά π ’τό έλκηθρο, καί πήγαινε δίπλα στή μούρη τ ’άλόγου, σφυρίζοντας ενα σκοπό. ' Η Βέρα ξαφνικά έπεσε στά γόνατά μου κι άρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς.

— Τί έπαθε τούτη δώ; ρώτησε ό Σορόκα.— Τήν τρώει μεγάλος πόνος, άπάντησα.— Σίγουρα θά’χει συγγενείς, Εκανε σκεφτικά ό Σορόκα.

Δέν ύπάρχει χειρότερο πράμα.Σκαρφάλωσε στό κάθισμα τοϋ άμαξά κι άνέμισε τό καμτσί­

κι:— Δρόμο τώρα, συντρόφισσα Μαίρη, δρόμο! “Ετσι μπρά­

βο!Μπήκαμε στήν αύλή τού ΣταθμοΓ.

"Υστερα άπό τρεις μέρες γύρισε ά π ’τό Χάρκοβο ή Μαρία Κοντράτιεβνα. Δέν τής είπα τίποτα γιά τήν τραγωδία τής Βέρας. Πέρασαν λίγες μέρες κι ανακοινώσαμε στό Σταθμό πώς ή Βέρα πρέπει νά πάει οτό νοσοκομείο γιατί τά νεφρά της δέν πάνε καθόλου καλά. Γύρισε ά π ’τό νοσοκομείο μ ’ενα ύφος θλιμμένο κι ύποταχτικό καί μέ ρώτησε σιγανά:

— Καί τί θά κάνω τώρα;Σκέφτηκα γιά λίγο καί τής άπάντησα άπλά:— Τώρα θά κοιτάξουμε καί λιγάκι τή ζωή.

Ά π ό τό σαστισμένο καί φευγαλέο βλέμμα της, κατάλαβα πώς ή ζωή γι ’αύτήν ήταν τό πιό δύσκολο κι άκατανόητο πράμα.

Φυσικά, ή Βέρα θά’ρθει μαζί μας στό Κουριάζ. Κι όπως πάνε τά πράματα, θά ’ρθουνε όλοι, θά ’ρθουν κι οί εϊκοσι καινούργιοι πού μάς τούς πάσαρε τό Λαϊκό ’ Επιτροπάτο Παι­δείας τίς τελευταίες μέρες, χωρίς ούτε κάν νά δόσει σημασία στά στρατηγικά μου σχέδια. Τί καλά θά ήταν ν ά ’ρχονταν μαζί μου μόνο τά παλιά δοκιμασμένα εντεκα τμήματα. Τούτα τά τμήματα είχαν περάσει τήν εξάχρονη ιστορία μας δίνοντας συνέχεια

Page 239: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μάχες. Τά παιδιά των τμημάτων αύτών είχαν στενά συνδεθεί μέ τίς κοινές σκέψεις, τίς παραδόσεις, τήν πείρα, τά ίδανικά, τίς συνήθειες. Μ ’αυτούς μπορούσες κάπως νά μή φοβάσαι. Τί καλά θά ήταν νά μήν είχαμε τούτους τούς καινούργιους πού δν καί άφομοιώθηκαν κάπως μέσα στά τμήματα, δμως μπερδεύονται σέ κάθε βήμα στά πόδια μου καί μου δίνουν στά νεΰρα: καί τό περπάτημα κι ή ομιλία καί τό βλέμμα τους δέν είναι αύτό πού πρέπει, έχουν άκόμα άσχημα πρόσωπα, «τρίτης ποιότητας».

Δέν πειράζει, τά έντεκα τμήματά μου είναι άτσαλωμένα. Ά λ λ ’άν τά έντεκα τούτα μιχτά τμήματα χαντακωθούν στό Κουριάζ; Τί καταστροφή θά ’ναι τούτη! Τήν παραμονή τής άναχώρησης τοϋ πρωτοπόρου κοινού τμήματος, ένιωθα μιά φοβερή βαρυθυμιά κι άμηχανία. Μέ τό βραδινό τραίνο ήρθε ή Ντζουρίνσκαγια, κλείστηκε μαζί μου στό γραφείο κι είπε:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, φοβάμαι. Δέν είναι άκόμα αργά, μπορεϊ καί νά μή δεχτείς.

— Τί συνέβηκε, Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα;— Χτές ήμουνα στό Κουριάζ. Φρίκη! Α νατριχιάζω σάν

σκέφτομαι αύτά πού είδα. “Εκανα φυλακή, ήμουνα στό μέτωπο, μά ποτέ μου δέν Οπέφερα δσο τώρα.

— Μά γιατί, τί πάθατε;— Δέν ξέρω, ’ίσως νά μήν μπορώ νά τά πώ δλα μέ τή σειρά

τους. Μά καταλαβαίνετε; Τριακόσια άποκτηνωμένα, διεφθαρμέ­να, έξαγρκομένα άγόρια... νά, πώς νά τό πώ, σάν ένα βιολογικό, ζωο')δικο κατάλοιπο... Ούτε άναρχία μπορεΐς νά τήν πεις... Κι αυτή ή φτώχεια, ή βρώμα, οί ψείρες! Φοβερό! Δέν πρέπει νά πάτε, κάναμε βλακεία πού τό σκεφτήκαμε καί τ ’άποφασίσαμε αύτό.

— Μέ συγχωρεΐτε! Ά ν τό Κουριάζ σάς έκανε τόσο τρομε­ρή έντύπωση πού σάς άνάγκασε νά τά διπλώσετε κιόλας, έγώ νομίζω πώς ισα-ΐσα είναι άνάγκη κάτι νά γίνει γιά νά διορθωθεί ή κατάσταση.

Ή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό:—Ά χ , θά χρειαστεί πολύ ώρα νά μιλήσω. Φυσικά, κάτι

πρέπει νά κάνουμε, είναι υποχρέωσή μας, δχι δμως καί νά θυσιάσουμε τήν κολεχτίβα σας. Δέν ξέρετε τήν άξία της, ’ Αντόν Σεμιόνοβιτς. Τούτη ή κολεχτίβα πρέπει νά διαφυλαχτεΐ, ν ’άνα- πτυχθεΐ, νά καλλιεργηθεί, δέν πρέπει νά σπαταληθεΐ άδικα στό πρώτο τυχαίο καπρίτσιο.

— Ποιανού καπρίτσιο;

239

Page 240: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δέν ξέρω ποιανού, είπε κουρασμένα ή Λιουμπόβ Σαβέ­λιεβνα, δέ λέω γώ γιά σάς: έσεΐς άντιμετωπίζετε τελείως άλ- λιώτικα τό ζήτημα. Νά όμως τί θέλω νά σάς πώ: έχετε πολύ περισσότερους έχθρούς ά π 'ό ,τ ι νομίζετε.

—Έ , καί λοιπόν;—'Υπάρχουν άνθρωποι πού θά τρίβουν τά χέρια τους άπό

ίκανοποίηση, άν έσεΐς ρεζιλευτείτε στό Κουριάζ.— Τό ξέρω.—"Ας ένεργήσουμε, λοιπόν, άμέσως καί μέ όλη τή σοβαρό­

τητα. Τό καλύτερο είναι ν ’άρνηθοϋμε. Αύτό δέν είναι άκόμα δύσκολο νά γίνει.

Τό μόνο πού μπορούσα νά κάνω ήταν νά χαμογελάσω μέ τήν πρόταση τής Ντζουρίνσκαγια:

— Είστε φίλος μας. Ή προσοχή κι ή άγάπη σας γιά μάς άξίζει περισσότερο κι ά π ’τό χρυσάφι. ’Όμως... νά μέ συγχωρεΐ- τε: τώρα στεκόσαστε μέσα στά παλιά παιδαγωγικά καλούπια.

— Δέν καταλαβαίνω.—' Η πάλη μέ τό Κουριάζ δέ χρειάζεται μονάχα γιά τούς

Κουριαζινούς. άλλά καί γιά τούς έχθρούς μου, χρειάζεται καί γιά μάς. γιά κάθε τρόφιμο τοϋ Σταθμοϋ μας. Ή πάλη αύτή έχει μεγάλη σημασία. ’Ανακατευτείτε έδώ μέ τά παιδιά καί θά δείτε πώς δέ χωράει πιά υποχώρηση.

Τό άλλο πρωί τό πρωτοπόρο μιχτό τμήμα έφυγε γιά τό Χάρκοβο. Στό ίδ ιο βαγόνι μαζί μας ήταν καί ή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα.

2. ΤΟ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟ ΜΙΧΤΟ ΤΜΗΜΑ

’Επικεφαλής τοϋ πρωτοπόρου μιχτοϋ τμήματος μπήκε ό Βόλοχοφ. *0 Βόλοχοφ είναι πολύ τσιγγούνης στά λόγια, στίς χειρονομίες, στούς μορφασμούς, ξέρει όμως πολύ καλά νά έκφράζει καί νά καθορίζει τή στάση του άπέναντι στά γεγονότα καί στούς άνθρώπους κι ή στάση του αύτή είναι πάντα γεμάτη μέ κάποια κρυφή είρωνία καί μέ μιά ήρεμη έμπιστοσύνη στόν έαυτό του. Οί ιδιότητες αύτές σέ πρωτόγονη μορφή υπάρχουν σέ κάθε έξυπνο μόρτη, όμως, όταν λαξεύονται ά π ’τήν κολεχτίβα προσδίνουν στήν προσωπικότητα μιά άκτινοβολία συγκροτημέ­νης εύγένειας καί ήρεμης, άκατανίκητης δύναμης. Στήν πάλη είναι άπαραίτητοι τέτιοι διοικητές, γιατί συνδυάζουν τή μεγάλη

240

Page 241: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τόλμη μέ τήν ικανότητα νά βρίσκονται έγκαιρα έκεΐ πού χρειάζεται. Έ μενα, αύτό πού μέ καθησύχαζε πιό πολύ ά π ’όλα ήταν τό γεγονός δτι τό Βόλοχοφ δέν τόν απασχολούσε καθόλου ούτε τό Κουριάζ, ούτε οί Κουριαζινοί. Κι δταν τόν προκαλοϋσαν οί ατέλειωτες φλυαρίες των παιδιών πέταγε άκεφα τήν κουβέντα του:

— Πάψτε πιά μ ’αυτούς τούς Κουριάζινούς. Θά δείτε: ε ίν ’ άπ ' τήν ίδια πάστα δπως όλοι.

Αύτό, ωστόσο, δέν έμπόδιζε τόν Βόλοχοφ νά δείχνει έξιιιρετική προσοχή δταν γινόταν· ή διαλογή γιά τό πρωτοπόρο τμήμα. Καθόταν σιωπηλός, πέρναγε προσεχτικά κάθε υποψή­φιο άπό ψιλή κρισάρα κι έβγαζε τή λιγόλογη άπόφαση:

— Δέ μάς κάνει!... Ε λαφρώ ν βαρών!Τό πρωτοπόρο τμήμα συγκροτήθηκε πολύ έξυπνα. Ή τα ν

όλόκληρο κομσομόλικο, ταυτόχρονα όμως περιλάβαινε έκπρο- σώκους δλων τών βασικών κατευθύνσεων, ιδεών, συνηθειών τοϋ Σταθμοϋ μας. Στό πρωτοπόρο μιχτό τμήμα μπήκαν:

I /O Βίτκα Μπογκογιάβλενσκι πού τό συμβούλιο τών διοικητών τοΰ άλλαξε τό έπίθετο μ ’ένα καινούργιο, έντελώς άθώο: Γκόρκοφσκι. ' Ο Γκόρκοφσκι ήταν άδύνατος, άσχημος κι έξυπνος σάν φόξ-τεριέ. Ή τανε πολύ πειθαρχικός, πάντα Ετοι­μος γιά δουλιά καί γιά δλα είχε τή δική του γνώμη. "Οσο γιά τούς άνθρώπους. τούς ζύγιαζε γρήγορα, ξεκάθαρα καί σίγουρα. Ό Γκόρκοφσκι είχε τοϋτο τό άνεπανάληπτο ταλέντο: μέ τήν πρώτη ματιά νά εντοπίζει άλάθητα τί πραγματικά έκρυβε μέσα του τό κάθε παιδί. Παράλληλα, ό Βίτκα ποτέ δέ σκόρπιζε τίς δυνάμεις καί τίς ικανότητες του, καί τόν κάθε άνθρωπο τόν τοποθετούσε άμέσως, άνάλογα μέ τή στάση του, τίς ιδέες του, τίς διαφορές του καί τά τυπικά φαινόμενά του, στά πλαίσια τών άναγκών τής κολεχτίβας.

2 . 'Ο Μίτκα Ζεβέλι, παλιός γνώριμός μας, ό πιό σωστός κι ώραΐος έκφραστής τοϋ άληθινοΰ πνεύματος τοϋ Σταθμοϋ Γκόρ- κι. Ό Μίτκα μεγάλωσε κι έγινε ένα θαυμάσιο γεροδεμένο παλικάρι μ ’ένα δμορφο άρμονικό κεφάλι. Είχε ένα βλέμμα ζωηρό πού σπίθιζε όταν έβγαινε ά π ’τά λίγο λοξά μάτια του. Στό Σταθμό είχαμε πολλούς πιτσιρίκους πού θέλανε νά μιμηθούν τό Μίτκα καί στόν ζωηρό τρόπο πού μιλοϋσε κάνοντας μιάν άναπάντεχη μικρή χειρονομία, καί στήν καθαριότητα τοϋ πάντα καλοσιδερωμένου κοστουμιού του, κι άκόμα στό σίγουρο, εύθυμο καί καλόκαρδο πατριωτισμό τοΰ τροφίμου τοϋ Σταθμοϋ

241

Page 242: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Γκόρκι. Τόν πηγαιμό μας στό Κουριάζ, ό Μίτκα τόν είδε σάν πολύ σοβαρή ύπόθεση μεγάλης πολιτικής σημασίας. Ή τα ν βέβαιος πώς έμεΐς είχαμε βρει σωστές μορφές «όργάνωσης τών πιτσιρίκων» καί γιά τό καλό τής προλεταριακής δημοκρατίας Επρεπε νά διαδόσουμε τήν πείρα καί τίς μεθόδους μας.

3 . 'Ο Μ ιχάηλο Ό βτσιαρένκο, λιγάκι άγαθός ε ίν ’άλήθεια, όμως περίφημος δουλευτής, καί μ ’έπεχτατικές τάσεις σ ’ό,τι άφορά τό Σταθμό μας καί τά συμφέροντά του. Ό Μίσα είχε μιά πολύ μπερδεμένη βιογραφία πού κι αύτός ό ίδιος δύσκολα τά κατάφερνε νά τήν ξεκαθαρίσει. Είχε περάσει ά π ’όλες σχεδόν τίς πόλεις τής Σοβιετικής "Ενωσης, μά ά π ’αύτές δέν είχε πάρει τίποτα: ούτε μόρφωση, ούτε καμιά άνάπτυξη. ’ Α π’τήν πρώτη μέρα άγάπησε τό Σταθμό καί σχεδόν ποτέ δέν κατηγορήθηκε γιά παραπτώματα. Καταπιανόταν μέ πολλές δουλιές, όμως δέν κατάφερνε νά είδικευθεΐ πουθενά, γιατί δέ χώνευε νά μένει κολλημένος σ ’ενα μέρος, σέ μιά μηχανή, σέ μιά δουλιά. “Ομως, σ ’άντιστάθμισμα είχε άναμφισβήτητο ταλέντο νοικοκύρη, ήτα- νε ικανός νά ταχτοποιήσει άμέσως κάθε δουλιά τοϋ τμήματος, νά όργανώνει κάθε είδους μεταφορές γρήγορα καί πετυχημένα, συνοδεύοντας τή δουλιά μέ μιά νοικοκυρίστικη γκρίνια καί μέ ήθικοδιδασκαλίες, πού δέν κούραζαν όμως, γιατί μύριζαν καλο­προαίρετη άγαθότητα κι άνεξάντλητη καλοσύνη. *0 Μίσα Ό βτσιαρένκο τούς ξεπερνοϋσε όλους στή δύναμη, άκόμα καί τό Σιλάντι Ό τσενάς κι όπως φαίνεται, ό Βόλοχοφ διάλεξε τόν Μίσα γιά τό τμήμα, έχοντας, κυρίως, ύπόψη του τήν ίδιότητά του αύτή.

4 .Ό Ντενίς Κουντλάτι, ή πιό δυνατή φυσιογνωμία τού Σταθμοϋ τήν έποχή τής έπίθεσης στό Κουριάζ. Πολλά παιδιά τά Επιανε κρύος ιδρώτας όταν ό Ντενίς Επαιρνε τό λόγο στή γενική συνέλευση κι άνάφερε τά όνόματά τους. “Ηξερε μεστωμένα καί θεμελιωμένα νά κατακεραυνώνει όποιονδήποτε καί μέ τόν πιό πειστικό τρόπο νά ζητάει τό διώξιμό του ά π ’τό Σταθμό. Τό πιό σοβαρό ήταν πώς ό Ντενίς ήταν πραγματικά Εξυπνος καί τά έπιχειρήματά του πολλές φορές Επεφταν σάν καταπέλτης. Ή στάση του άπέναντι στό Σταθμό, καθοριζόταν ά π ’τή βεβαιότητά του πώς ό Σταθμός χρειάζεται νά είναι γερά όργανωμένος καί συσπειρωμένος.“Ισως νά ’βλεπε τό Σταθμό σάν Ενα καλά λαδω­μένο κι έπισκευασμένο άμάξι πού μπορεϊς μ ’αύτό νά διασχίσεις ήσυχα καί χωρίς βιασύνη χίλια όλόκληρα βέρστια, ύστερα γιά μισή ώρα νά στριφογυρίσεις γύρω του μ ’ενα σφυρί κι Εναν

242

Page 243: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κουβά μέ γράσο καί μετά νά ταξιδέψεις άλλα χίλ ια βέρστια. Τό έξωτερικό του Κουντλάτι σοΰ θύμιζε κλασικό τύπο κουλάκου καί στό θέατρό μας έπαιζε πάντα κουλάκικους ρόλους. Κι όμως αύτός ήταν ό πρώτος όργανωτής τής Κομσομόλ καί τό πιό δραστήριο στέλεχος της. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τοϋ Σταθ­μοϋ μας δέν ήταν πολυλογάς, τούς ρήτορες τούς άνεχόταν μέ μιά σιωπηλή άποδοκίμασία, κι όσο γιά τούς μακρόσυρτους λόγους ένιωθε φριχτό μαρτύριο σάν τούς άκουγε.

5. Τόν ’ Εβγκένιεφ ό διοικητής τόν διάλεξε γιά νά τόν χρησιμοποιήσει σά δόλωμα. Ή τανε καλός κομσομόλος κι εύθυμος, γερός σύντροφος, στή γλώσσα του όμως καί στή συμπεριφορά του ζοϋσαν άκόμα οί άναμνήσεις τής θυελλώδικης έποχής τής άλητείας καί, μιά πού ήταν καί καλός ήθοποιός, δέν τοϋ κόστιζε καί τίποτα νά μιλάει, όταν χρειαζόταν, στήν άνάλογη γλώσσα.

6 . 'Ο Ζόρκα Βόλκοφ, τό δεξί κομσομόλικο χέρι τοϋ Κόβαλ εϊχε μπει στό πρωτοπόρο τμήμα σάν είδος πολιτικού έπίτροπου, καί ύπερασπιστή τών άρχών τοϋ καινούργιου συντάγματος. Ό Ζόρκα λές κι είχε γεννηθεί γιά πολιτικός: όλο πάθος, φανατικός, Επίμονος. "Οταν ό Κόβαλ τόν έστελνε γιά τό Κουριάζ έλεγε:

—Ό Ζόρκα θά ταρακουνήσει έκεΐ τά πολιτικά νεύρα τών παλιανθρώπων, γιατί νομίζουν, πού νά τούς πάρει ό διάολος, πώς βρίσκονται άκόμα στήν έποχή τοϋ ιμπεριαλισμού! Κι άν τά πράματα φτάσουν ώς τις γροθιές, ό Ζόρκα πάλι δέ θά μείνει πίσω.

7 καί 8 / 0 Τόσκα Σολοβιόφ κι ό Βάνια Σελαπούτιν, έκπρόσωποι τής νεώτερης γενιάς είχαν καί οί δυό όμορφα κατσαρά μαλλιά, μόνο πού ό Τόσκα ήταν ξανθός ένώ ό Βάνκα καστανός. Ό Τόσκα είχε ένα όμορφούτσικο παιδικό φρέσκο μουτράκι, ένώ ό Βάνκα ήταν λίγο πλατσομύτης καί τό πρόσωπό του είχε πάντα μιά πονηρή καί ζωηρή έκφραση.

Τέλος, ένατος ήταν ό τρόφιμος Κόστια Βετκόφσκι. Ή έπιστροφή του στό Σταθμό έγινε μ ’ένα γρήγορο, πεζό καί πραχτικό τρόπο. Τρεις μέρες πρίν νά ξεκινήσουμε γιά τό Κουριάζ ό Κόστια ήρθε στό Σταθμό, άδύνατος καί σκεβρωμένος. Τό πρόσωπό του είχε πάρει ένα μπλε χρώμα καί σά νά τά ’χε χαμένα. Τόν δέχτηκαν ήρεμα καί συγκροτημένα καί μονάχα ό Λάποτ είπε:

— Λοιπόν, πώς τά πέρασες; Βρήκες τήν παλιοπαρέα;Ό Κόστια χαμογέλασε μ'άξιοπρέπεια:

243

Page 244: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δέν πήγα έκεΐ, νά τούς πάρει ό διάολος!— Κρίμα, είπε ό Λάποτ, τσάμπα περιμένει ή άναθεματι-

σμένη.Ό Βόλοχοφ μισόκλεισε φιλικά στόν Κόστια τό μάτι:— Δηλαδή, κατέβασες πολλά ώραΐα πράματα μέχρι σκα­

σμού, ε;Ό Κόστια άπάντησε χωρίς νά κοκκινίσει:— Κατέβασα.— Καί δέ σού’ μείνε καμιά λιχουδιά;

Ό Κόστια έσκασε στά γέλια:—Νά, βλέπεις, περιμένω τό συμβούλιο τών διοικητών.

Αύτοί είναι μαστόροι καί στά γλυκά καί στά πικρά...—Έ μεΐς τώρα δέν έχουμε καιρό ν ’άσχολούμαστε μέ τό

μενού τό δικό σου, έκανε αυστηρά ό Βόλοχοφ. "Ομως, νά τί εχω νά σου πώ: ό Ά λ ιό σ κ α Βόλκοφ έγδαρε τό ποδάρι του, στή θέση του θά πας έσύ. Λάποτ, τί λές έσύ;

— Λέω ότι κάνει.— Καί τό συμβούλιο; ρώτησε ό Κόστια.— Τώρα βρισκόμαστε σέ κατάσταση πολέμου, γίνεται καί

χωρίς τό συμβούλιο.Έ τσ ι άναπάντεχα καί γ ι ’αύτόν καί γιά μάς, χωρίς διαδικα­

σίες καί ψυχολογικούς πειραματισμούς, ό Κόστια έπεσε στό πρωτοπόρο μιχτό τμήμα. Τήν άλλη κιόλας μέρα γυρνοϋσε, φορώντας τό κοστούμι του τρόφιμου.

Μαζί μας ήρθε άκόμα κι ό Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς Κιργκίζοφ, ένας καινούργιος παιδαγωγός πού τόν ξελόγιασα καί τόν τράβηξα κι αυτόν στά παιδαγωγικά κατορθώματα στή θέση τοϋ ’ Ιβάν ’ Ιβάνοβιτς πού έφυγε. Σ 'έναν Αμύητο παρατηρητή ό ’ Ιβάν Ντενίσοβιτς φαινόταν ένας άπλός δάσκαλος τοϋ χωριού, όμως ούσιαστικά ό Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς ήταν ό θετικός αύτός ήρωας πού τόσο καιρό καί τόσο έπίμονα καί προσεχτικά ψάχνει νά βρει ή ρούσικη λογοτεχνία. Ή τα νε τριάντα χρονών, καλο­συνάτος, έξυπνος, ήρεμος καί κυρίως δουλευτής καί γιά τήν τελευταία τούτη ιδιότητα δέ μπορούν νά καυχιώνται οί ήρωες τής ρούσικης λογοτεχνίας, ούτε οί θετικοί ούτε ο{ άρνητικοί. Ό Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς δλα ξέρει νά τά κάνει καί πάντοτε κάτι φτιάχνει τό χέρι του, όμως άπό μακριά δίνει τήν έντύπωση πώς μπορεϊς καί κάτι άλλο νά τοϋ άναθέσεις άκόμα. Πλησιάζεις δμως κοντύτερα κι άρχίζεις νά ξεκαθαρίζεις πώς είναι άδύνατο νά τού άναθέσεις τίποτ ’ άλλο, ή γλώσσα σου πού ’ χει πιά

244

Page 245: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

συνηθίσει σ ’έναν όρισμένο τρόπο όμιλίας, δέν τά καταφέρνει έτσι γρήγορα ν ’άλλάξει ρυθμό, κι ένώ κοκκινίζεις άρχίζεις νά λές μπερδεύοντας τά λόγια σου:

—Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς... πρέπει... νά... έκεΐ... ν ’άμπαλάρουμε τό έργαστήριο φυσικής...

Ό Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς σηκώνεται άπό κάποιο κασόνι είτε άπό κάνα τετράδιο πού θά’τανε σκυμμένος καί γελάει;

— Τό έργαστήριο; Ναί, ναί... Πολύ καλά! Θά πάρω μερικά παιδιά καί θά τ ’άμπαλάρουμε...

'Απομακρύνεσαι μ ’ένα α’ίσθημα ντροπής, ένώ ό Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς ξέχασε κιόλας τήν άπανθρωπιά σου καί λέει χαϊδευτικά σέ κάποιον:

— Πετάξου, περιστεράκι μου, καί φώναξε μου μερικά παι­διά...

Στό Χάρκοβο φτάσαμε πρωί. Στό σιδηροδρομικό σταθμό μάς προϋπάντησε ό έπιθεωρητής Γιούριεφ, πού έλαμπε όλόκλη- ρος καί τό παρουσιαστικό του ταίριαζε μέ τό μαγιάτικο τούτο πρωινό καί τό μαχητικό μας πνεύμα. Μάς χτυποϋσε όλους στόν ώμο κι όλο μουρμούριζε:

— Νά τί θά πει παιδιά τού Σταθμοϋ Γκόρκι! Μπράβο σας, μπράβο!... Είναι κι ή Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα έδώ; Μπράβο! Ξέρετε κάτι; Έ χ ω αύτοκίνητο, πάμε νά πάρουμε τόν Χαλαμ­πούντα καί δρόμο γιά τό Κουριάζ. Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα, θά ’ρθετε κι έσεΐς; Ώ ρα ϊα , μπράβο! Τά παιδιά άς πάρουν τό τραίνο ώς τό Ρίζοφ. Κι ά π ’τό Ρίζοφ είναι κοντά δυό χιλιόμετρα όλο κι όλο... μόλις περάσουν τό λιβαδάκι, φτάσανε. Μόνο πού πρέπει νά φάτε. Θ ά'σαστε νηστικοί, έ; “Η καλύτερα νά φάτε στό Κουριάζ, τί λέτε;

Τά παιδιά μέ κοίταζαν προσεχτικά καί περίμεναν, ένώ ρίχνανε έρευνητικές ματιές στόν Γιούριεφ. Οί μαχητικές τους κεραίες είχαν φτάσει στόν άνώτατο βαθμό εύαισθησίας καί ψηλάφιζαν δικασμένα τό πρώτο άντικείμενο τού Χάρκοβου, τόν Γ ιούρικφ.

“Εσπασα τή σιωπή:— Βλέπετε, τό πρωτοπόρο τμήμα μας είναι τό πρώτο

κλιμάκιο τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι. Μιά πού πάμε έμεΐς, άς έρθουν μαζί μας. Μοϋ φαίνεται μπορούμε νά βροΰμε δυό αύτοκίνητα.

Ό Γιούριεφ άναπήδησε κι είπε μέ θαυμασμό:— Μπράβο σας, λόγο τιμής! Πώς τά καταφέρνετε... Πάντα

τό δικό σας γίνεται... Θαϋμα! Καί ξέρετε κάτι; Θά νοίκιάσω

245

Page 246: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τ ’αύτοκίνητα γιά λογαριασμό τοΰ τμήματος Λαϊκής Παιδείας. Καί ξέρετε καί κάτι άλλο; Θά πάω μαζί τους... μέ τά παιδιά!

— Πάμε, εδειξε τά δόντια ό Βόλοχοφ.— Περίφημα, περίφημα!... "Ωστε πάμε... πάμε νά βρούμε

αυτοκίνητα!Ό Βόλοχοφ έδοσε διαταγή:— Τρέχα, Τόσκα.

' Ο Τόσκα χαιρέτησε, φώναξε «μάλιστα», ένώ ό Γιούριεφ δέν ξεκολλούσε τό γεμάτο ένθουσιασμό βλέμμα του ά π 'τό ν Τόσκα, έτριβε τά χέρια του καί χοροπηδούσε:

— Τί νά πεις! Τί νά πεις! Θαύμα!...Έ τρεξε στήν πλατεία τού σταθμού, μήν αφήνοντας ά π 'τά

μάτια του τόν Τόσκα, πού δέ μπορούσε φυσικά νά ξεχάσει ότι σά μέλος τοΰ πρωτοπόρου τμήματος επρεπε νά ’ναι σοβαρός καί νά μήν άρχίσει τά χοροπηδήματα μπροστά στόν κόσμο.

Τά παιδιά άλληλοκοιτάζονται μ ’άπορία. 'Ο Γκόρκοφσκι ρώτησε σιγανά;

—Ποιός είναι τούτος πάλι ό παράξενος;’Ύστερα άπό τρεις ώρες τ ’αυτοκίνητά μας είχαν περάσει

κιόλας τό ύψωμα τού Κουριάζ καί σταμάτησαν δίπλα στόν ξεφλουδισμένο τοΐχο τής έκκλησίας. Μερικές άκούρευτες καί βρώμικες φιγούρες πλησίασαν τεμπέλικα πρός τ ’αύτοκίνητο σβαρνίζοντας στό χώμα τά κουρελιάρικα παντελόνια τους καί χωρίς νά δείχνουν καμιά ιδιαίτερη περιέργεια, άρχισαν νά κοιτάνε τά παιδιά τοΰ Σταθμού Γκόρκι πού στέκονταν στητοί σά μαθητές στρατιωτικής σχολής κι αύστηροί σάν άνακριτές.

Δειλά-δειλά μάς πλησίασαν καί δυό παιδαγωγοί. Μόλις καί μετά βίας έκρυβαν τήν άντιπάθειά τους κι άλλαζαν μεταξύ τους ματιές.

— Ποΰ θά βάλουμε τά παιδιά; Γιά σάς μπορούμε νά βάλουμε ενα κρεβάτι στήν αίθουσα τών δασκάλων. Τά παιδιά εύκολα θά ταχτοποιηθούν στούς θαλάμους.

— Μήν ανησυχείτε. Κάπου θά ταχτοποιηθούμε. Ποΰ είναι ό διευθυντής;

Ό διευθυντής ήταν στήν πόλη. Βρέθηκε δμως κάποιος μέ κάτι άνοιχτόγκριζα παντελόνια, στολισμένα μ*£να σωρό στρογ­γυλούς λεκέδες ριγμένους άταχτα έδώ κι έκεΐ, μάς άνακοίνωσε πώς είναι τής υπηρεσίας καί συμφώνησε νά μάς δείξει τό Σταθμό. ’ Εγώ δέν είχα καί τίποτα νά κοιτάξω, ό Γ ιούριεφ έπίσης δέν ένδιαφερόταν καί πολύ, ή Ντζουρίνσκαγια ήταν βυθισμέ­

246

Page 247: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νη στίς μελαγχολικές σκέψεις της καί τά παιδιά, χωρίς νά περιμένουν τόν έπίσημο συνοδό, σκόρπισαν μόνα τους γιά νά οοϋν άπό κοντά τόν πλούτο του Σταθμοϋ. Πίσω τους έσερνε άρ- γά τά πόδια του κι ό ’Ιβάν Ντενίσοβιτς.

Ό Χαλαμπούντα σήκωνε τή μαγγούρα του πρός τά διάφορα μέρη τού ορίζοντα, άρχισε νά διηγιέται διάφορες λεπτομέρειες τής όργανωτικής του δράσης κι έκανε λογαριασμούς γιά τήν άκίνητη περιουσία τοϋ Κουριάζ κι όλα τά έξαρτοϋσε άπόνα παράγοντα: τή σίκαλη. Τά παιδιά γύρισαν πίσω τρέχοντας μέ κάτι πρόσωπα άλλαγμένα φοβερά ά π ’τήν έκπληξη. Ό Κουντλά­τι γυρίζει σέ μένα μέ μιά τέτια έκφραση σά νά θέλει νά μού πει: «Πώς μπορέσατε έσεΐς, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, νά τυλιχτείτε σέ τούτη τήν ήλίθια ίστορία πού τραβάει σίγουρα στήν άποτυχία;»

Τά μάτια τοϋ Μίτκα Ζεβέλι πετάνε σπίθες ά π 'τό κακό του, στέκει μέ τά χέρια στίς τσέπες καί κοιτάζει γύρω του μ ’ένα τόσο περιφρονητικό τρόπο πού άμέσως τό καταλαβαίνει ή Ντζουρίν- σκαγια:

— Τί συμβαίνει παιδιά; “Ασχημα ε ίν ’έδώ;Ό Μίτκα δέ λέει τίποτα. Ό Βόλοχοφ σκάει έξαφνα στά

γέλια:—Έ γώ λέω πώς χωρίς κατραπακιές έδώ δέ μπορεΐ νά γίνει

τίποτα.— Τί ε ίν ’αύτά πού λές; χάνει τό χρώμα της ή Λιουμπόβ

Σαβέλιεβνα.— Θά χρειαστεί νά τούς άρπάξεις άπ’τό λαιμό όλους

τούτους έδώ, έξήγησε ό Βόλοχοφ καί ξαφνικά πιάνει μέ τά δυό του δάχτυλα ά π ’τό μανίκι καί φέρνει στήν Ντζουρίνσκαγια ένα μαυριδερό, άδύνατο καί κακομοίρικο πλάσμα, ξυπόλητο, ξε­σκούφωτο πού φορούσε ένα τρυπιοσάκακο:

— Κοιτάξτε τ ’αύτιά του.'Ο πιτσιρίκος γυρίζει ύποταχτικά. Τ ’αύτιά του πραγματικά

άξίζουν τήν προσοχή. Ό χ ι γιατί είναι μαύρα, όχι γιατί ή βρώμα πρόφτασε νά σκεπάσει καί νά ίσιώσει δλες τίς αύλακιές, άλλά γιατί τοΰτα τ ’αύτιά είναι στολισμένα μ ’ένα σωρό ματωμένες πληγίτσες καί σπυριά καινούργια καί παλιά.

— Γιατί τ ’αύτιά σου έχουν τέτια χάλια; ρωτάει ή Ντζου- ρίνσκαγια.

Ό κουρελής χαμογελάει ντροπαλά καί ξύνει τό πόδι του μέ

247

Page 248: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τ ’άλλο πόδι. Τά πόδια του δέν βρίσκονταν σέ καλύτερη κατάσταση.

—Ά π ’τό ξύσιμο είναι, λέει ό πιτσιρίκος βραχνά.— Πόσες μέρες σού μείνανε μέχρι νά πεθάνεις; ρώτησε

ό Τόσκα.— Ποιός θά πεθάνει! Χί, χί, σάν κι έμένα όσους θές έχει

έδώ, μά κανένας δέν πέθανε!Ποιός ξέρει γιατί γύρω δέν βλέπεις κανέναν ά π ’τούς

τρόφιμους τοΰ Κουριάζ. Μονάχα στήν άσκούπιστη καί βρώμικη λέσχη, στίς σκάλες πού’ναι γεμάτες φτύματα καί στά δρομάκια, πού παίζουν φαίνεται τό ρόλο άποχωρητηρίων, τριγυρίζουν μερικές θλιβερές φυσιογνωμίες. Στούς θαλάμους, όπου 6λα είναι άνω-κάτω καί σέ πιάνει άπό μακριά ή βρώμα, καί πού άκόμα κι ό ήλιος δέ μπορεΐ νά περάσει ά π ’τά καταλερωμένα ά π ’τίς μύγες παράθυρα, δέν υπάρχει έπίσης κανένας.

— Μά ποΰ είναι οί τρόφιμοί σας; ρωτάω τό συνοδό μας τής υπηρεσίας.

Γυρίζει περήφανα καί μοΰ λέει μέσ’ά π ’τά δόντια:— Τούτη ή έρώτηση είναι περιττή.Δίπλα μας έρχεται, προσπαθώντας νά μή μείνει πίσω κι ένα

στρογγυλοπρόσωπο αγόρι δεκαπέντε πάνω-κάτω χρόνων. Τό ρωτάω:

— Λοιπόν, πώς τά περνάτε, παιδιά;Σηκώνει τό έξυπνο μουτράκι του, άπλυτο κι αύτό. όπως

είναι άπλυτα κι όλα τά μουτράκια στό Κουριάζ.— Πώς ζοΰμε; Μά ζωή λέγεται τούτη: Λένε πώς γρήγορα θά

καλυτερέψει, άλήθεια;— Ποιός τά λέει αύτά;— Τά παιδιά λένε πώς γρήγορα θ'άλλάξουν τά πράματα,

μόνο πού θά μάς δέρνουν, λένε, μέ κληματόβεργα!— Νά σάς δέρνουν; Γιατί;— Τούς κλέφτες νά δέρνουν. Έ δώ έχει πολλούς κλέφτες.— Γιά πές μας, γιατί δέν πλένεσαι;— Μέ τί νά πλυθώ; Ά φοΰ νερό δέν έχει. Ό ήλεκτροσταθ-

μός χάλασε καί δέν άνεβάζει τό νερό. Καί πετσέτες δέν έχουμε, ούτε σαπούνι...

— Μά καλά, δέν σάς δίνουν;— Παλιότερα δίνανε... μά τά κλέψανε όλα. Έ δώ δέν

άφήνουν τίποτα. Τώρα ούτε στήν άποθήκη δέν έμεινε τίποτα.— Γιατί;

24Χ

Page 249: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

- Τ ή νύχτα τή σηκώσαν όλη τήν αποθήκη. Σπάσαν τίς κλειδαριές καί τά πήρανε όλα. ' Ο διευθυντής ήθελε νά τούς ρίξει μέ τ'όπλο .

— Καί λοιπόν; ■— Μπά, δέν τούς έριξε. Φώναζε: θά σάς ρίξω! Καί τά παιδιά

λέγανε: Ρίξε! Μά δέν τούς έριξε, μονάχα έστειλε νά φωνάξουν τήν πολιτοφυλακή.

— Καί τί έκανε ή πολιτοφυλακή;— Δέν ξέρω.—’Εσύ πήρες τίποτα ά π ’τήν άποθήκη;—Οχι, δέν πήρα. Ή θελα νά πάρω ένα παντελόνι, όμως έκεΐ

είχε μόνο μεγάλα κι όταν πήγα πήρα μονάχα δυό κλειδιά πού ήταν πεταμένα στό πάτωμα.

— Elvat πολύς καιρός πού έγινε αύτό;— Τό χειμώνα.—’Ώ στε έτσι... Πώς σέ λένε;— Μάλικοφ Πιότρ.Τραβήξαμε γιά τό σχολειό. Ό Γιούριεφ άκούει σιωπηλός

τήν κουβέντα μας. Πιό πίσω μας έρχεται ό Χαλαμπούντα πού τόν έχουν κιόλας περικυκλώσα τά παιδιά του Σταθμού Γκόρκι. Πώς μυρίζονται τούς διασκεδαστικούς άνθρώπους. Ό Χαλαμ- πούντα ξύνει τό πρόσωπό του, χαϊδεύει τά γένεια του καί διηγιέται στά παιδιά γιά τό πώς βγαίνει ή καλή σοδιά. Πίσω του σέρνεται καί τσουγκρανίζει τή γή ή χοντρή ροζιάρικη μαγγούρα του.

Τελικά μπαίνουμε στό σχολειό. Είναι ό παλιός ξενώνας τού μοναστηριού πού τόν μεταρρύθμισε γιά σχολειό ή υπηρεσία παιδικών ιδρυμάτων. Είναι τό μοναδικό χτίριο στό Σταθμό, πού δέν έχει κοιτώνες: έχει ένα μακρύ διάδρομο πού στά πλάγια άπό δώ κι άπό κεϊ είναι οί στενόμακρες τάξεις. Γιατί νά γίνει έδώ τό σχολειό; Τά δωμάτια αύτά κάνουν μόνο γιά κοιτώνες.

"Ενα ά π ’τά δωμάτια πού στούς τοίχους είναι κολλημένα διάφορα πλακάτ καί πολλές άσχημοφτιαγμένες παιδικές ζωγρα­φιές, μάς τό παρουσιάζουν γιά πιονιέρικη γωνιά. "Οπως φαίνε­ται τό ' χουν είδικά γιά τίς έπιτροπές έλέγχου καί γιά νά δείχνουν τήν πολιτική τους εύπρέπεια. Χρειάστηκε νά περιμένουμε πάνω άπό μισή ώρα ώσπου νά βρεθεί τό κλειδί καί ν ’άνοίξουν τήν πιονέρικη γωνιά.

Καθήσαμε σ ’ένα θρανίο νά ξεκουραστούμε. Τά παιδιά μας

249

Page 250: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

δέ μίλαγαν. Μόνο ό Βίτκα προσεχτικά πίσω ά π ’τόν ώμο μοΰ ψιθυρίζει:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, σέ τούτο τό δωμάτιο νά κοιμηθούμε.Ό λο ι μαζί. Μονάχα κρεβάπα μήν πάρετε. Βράζει ή ψείρα, μανούλα μου!

Σκύβει πάνω ά π ’τά γόνατα τού Μίτκα καί μού λέει:—’Έ χει καί καλά παιδιά έδώ. Μόνο οί παιδαγωγοί τους...

δέν τούς άγαπάνε καθόλου! "Οσο γιά δουλιά, έτσι δέν πρόκειται νά δουλέψουν...

—Ά λ λ ά πώς;— Χωρίς φασαρία καί καυγά δέ θά δουλέψουν...

Α ρ χίζε ι ή συζήτηση γιά τόν τρόπο παράδοσης καί παραλα­βής. Ή ρθε μέ τ ’άμάξι κι ό διευθυντής. Κοιτάζω τό άνόητο κι άχρωμο πρόσωπό του καί σκέφτομαι: έδώ πού τά λέμε ούτε στό δικαστήριο δέν πρέπει νά τόν στείλει κανείς. Ποιός έβαλε σ ’αύ- τή τήν ιερή θέση τού διευθυντή τούτο τό θλιβερό υποκείμενο;

Ό διευθυντής παίρνει ένα μαχητικό ύφος καί προσπαθεί ν 'άποδείςει δτι πρέπει νά παραδόσει τό γρηγορότερο τό Σταθμό κι ότι αύτός γενικά δέν εύθύνεται γιά τίποτα.

Ό Γιούριεφ ρωτάει:— Τί θά πεΐ δέν εύθύνεστε γιά τίποτα;— Νά, οί τρόφιμοι έχουν πολύ κακές διαθέσεις. Μπορεΐ νά

συμβούν τίποτε άκρότητες. Α φ ού έχουν πάνω τους καί δπλα.— Καί γιατί έχουν τόσο κακές διαθέσεις; Μήπως έσεΐς τούς

προδιαθέσατε άσχημα;— Δέ χρειαζόταν ένα τέτιο πράμα. Αύτοί καί μονάχοι τους

καταλαβαίνουν τί μυρίζει τούτη ή υπόθεση. Νομίζετε πώς δέν ξέρουν; "Ολα τά ξέρουν.

— Τί άκριβώς ξέρουν;— Ξέρουν τί τούς περιμένει, λέει μέ σημασία ό διευθυντής

καί γυρίζει πρός τό παράθυρο, θέλοντας πιό έντονα νά δείξει πώς άκόμα καί τό παρουσιαστικό μας τίποτε τό καλό δέν υπόσχεται στούς τροφίμους τού Κουριάζ.

Ό Βίτκα μου ψιθυρίζει σ τ ’αύτί:— Βρέ τό κάθαρμα, βρέ τόν παλιάνθρωπο!...— Σώπασε έσύ, Βίτκα. τού λέω. "Ο,τι άκρότητες κι άν

γίνουν έδώ. τήν εύθύνη όπωσδήποτε θά τήν έχετε έσεΐς, ανεξάρ­τητα άν θά συμβούν πρίν ή μετά τήν παράδοση. ’ Εξάλλου κι έγώ έπίσης παρακαλώ νά τελειώνουμε μέ δλα τά τυπικά ζητήματα τής παράδοσης μιά ώρα γρηγορότερα.

250

Page 251: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

’Αποφασίσαμε νά γίνει ή παράδοση τήν άλλη μέρα στίς δυό ή ώρα τό μεσημέρι. "Ολο τό προσωπικό — μόνο οί παιδαγωγοί ήταν σαράντα — άπολύεται καί σέ τρεις μέρες πρέπει ν ’άδειάσει τά δωμάτια. Γιά τήν· παραλαβή όλης τής κινητής περιουσίας όρίζεται πρόσθετος χρόνος πέντε ήμερών.

— Καί πότε θά 'ρθει ό οίκονομικός υπεύθυνός σας;— Δέν Εχουμε οίκονομικό υπεύθυνο. Θά όρίσουμε γιά τήν

παραλαβή Εναν τρόφιμο τοϋ Σταθμού μας.— Δέν πρόκειται νά παραδόσω τίποτα σέ τρόφιμο, άρχίζει

νά φουσκώνει ό διευθυντής.Ά ρχίζουν νά μοϋ δίνουν στά νεύρα όλες τούτες οί κουταμά­

ρες μέ περικεφαλαία. Έ δώ πού τά λέμε, τί Εχει σ τ ’ άλήθεια τούτος νά παραδόσει;4 — Ξέρετε κάτι; τοϋ λέω. Τό ίδ ιο μού κάνει άν θά γίνει

ή παραλαβή μέ πρωτόκολλο ή δίχως πρωτόκολλο. Τό μόνο πού Εχει γιά μένα σημασία είναι μέσα σέ τρεις μέρες νά μήν Εχει μείνει έδώ ουτε Ενας άπό σάς.

—Ά χ ά , δηλαδή, γιά νά μή σάς έμποδίζουμε;—Α κριβώ ς γ ι’ αύτό.

Ό διευθυντής τινάζεται ά π ’ τήν προσβολή καί συννεφιασμέ­νος τραβάει γρήγορα πρός τήν πόρτα. Πίσο) του τρέχει ό άνθρωπος πού μάς είπε πώς ήταν τής υπηρεσίας. Ό διευθυντής μόλις φτάνει στήν πόρτα, γυρίζει καί ξεστομίζει:

—’ Εμεΐς δέ θά σάς έμποδίσουμε, όμως άλλοι θά σάς Εμποδί­σουν!

Τά παιδιά χαχανίζουν, ή Ντζουρίνσκαγια βαριαναστενάζει, ό Γιούριεφ κάτι κοιτάζει σαστισμένος στό περβάζι τοϋ παράθυ­ρου καί μονάχα ό Χαλαμπούντα άτάραχος έξετάζει προσεχτικά τά πλακάτ στόν τοϊχο.

— Λοιπόν, τί λέτε, νά πηγαίνουμε; λέει ό Γιούριεφ. Αύριο Ερχόμαστε ξανά, Λιουμπόβ Σαβέλιεβνα, Ε;

Ή Ντζουρίνσκαγια μού ρίχνει Ενα θλιβερό βλέμμα.— Δέν είναι άνάγκη νά ’ρθεΐτε, λέω.— Μά πώς;— Γιατί νά ’ρθεΐτε; Σέ τίποτα δέ θά μπορούσατε νά μέ

βοηθήσετε, μονάχα πού θά τρώμε τίς ώρες μας στό κουβεντολόι.Ό Γιούριεφ χαιρετάει λίγο προσβλημένος. Ή Λιουμπόβ

Σαβέλιεβνα σφίγγει δυνατά τό χέρι τό δικό μου καί τών παιδιών καί ρωτάει:

— Δέ φοβόσαστε; Ε;

25!

Page 252: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Φεύγουν γιά τήν πόλη. Μπαίνουμε στήν αύλή. 'Ό πω ς φαίνεται, μοιράζουν τό μεσημεριανό φαγητό, γιατί ά π ’ τήν κουζίνα κουβαλάνε στούς κοιτώνες τίς κατσαρόλες μέ τή σούπα. Ό Κόστια Βετκόφσκι μέ τραβάει ά π ’ τό μανίκι καί γελάει. Ό Μίτκα κι ό Βίτκα σταματούν δυό παιδιά πού κουβαλούν τίς κατσαρόλες.

— Μά κάνει νά φερνόσαστε έτσι; τά μαλώνει ό Μίτκα. Τί άνθρωποι είναι τούτοι! Μά δέν καταλαβαίνεις πώς έτσι μοιάζεις μέ άνθρωποφάγο;

Δέν κατάλαβα άμέσως τίς συνέβαίνε. ’ Ο Κόστια σηκώνει μέ τά δυό δάχτυλα τό μανίκι τοϋ ένός παιδιού. Στό άλλο του χέρι ό πιτσιρίκος κρατάει ένα ψωμί πού τή μίσή κόρα του τήν έχει κιόλας γδάρει. Ό Κόστια τινάζει τό μανίκι τοΰ παιδιοΰ, πού τά έχει χαμένα: δλο τό μανίκι είναι βουτηγμένο στή λαχανόσουπα, στάζει άπό παντού καί μέχρι πάνω στόν ώμο είναι γεμάτο λάχανα.

— Ν ά’τος λοιπόν! σκάει στά γέλια ό Κόστια, άλλά κι έμεΐς δέ μπορούμε νά κρατηθούμε: στή γροθιά τού πιτσιρίκου είναι ζουληγμένο ένα κομμάτι κρέας.

— Κι ό άλλος;— Τό ίδιο! λέει ό Μίτκα χαχανίζοντας. Βουτάνε τό κρέας

ά π ’τή σούπα ώσπου νά τό κουβαλήσουν... Δέ ντρέπεσαι, κου­τορνίθι; Δέ μάζευες τουλάχιστο τό μανίκι σου;

—Ώ χ , μαύρα τά βλέπω τά πράματα έδώ, Ά ντό ν Σεμιόνο­βιτς! είπε ό Κόστια.

Τά παιδιά τοϋ τμήματός μου σκόρπισαν κάπου έκεΐ γύρω. ' Η άπαλή μαγιάτικη μέρα χάιδεψε τό ύψωμα τού μοναστηριού, μά τό ύψωμα τούτο δέ δίνει ούτε ένα ζεστό χαμόγελο σάν άπάντη- ση. Στό μυαλό μου, ό κόσμος χωρίζεται μ ’ ένα οριζόντιο διαφανές επίπεδο σέ δυό μέρη: στό πάνω βρίσκεται ό ποτισμέ­νος μέ γαλανό φως ούρανός, ό ζωογόνος άέρας, ό ήλιος, τά πουλιά πού πετάνε, τ ’ άπαλά άσπρα συννεφάκια. Στίς άκρες τ ’ ούρανού πού κατεβαίνουν πρός τή γή κρέμονται μακριές σειρές σπιτιών. όμορφα δασάκια κι ένα χαρούμενο φιδωτό ποταμάκι πού τρέχει γιά τή θάλασσα. Τά μαύρα, πράσινα καί ξανθά χαμηλώματα κείτονται δμορφα στή σειρά κάτω ά π ’ τόν ήλιο, σά νά έτοιμάζονται γιά γιορτή. Είναι δλα τούτα καλά ή άσχημα, δέν ξέρω, δμως είναι ευχάριστο νά τά κοιτάς, σού φαίνονται τόσο άπλά καί φιλικά, πού θέλεις νά γίνεις κι έσύ ένα μέ τούτη τήν άπαλή κι όμορφη μαγιάτικη μέρα.

Page 253: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τριγυρίζω στό Σταθμό, μά κανένας δέ μέ πλησιάζει, άν κι οί τρόφιμοι βλέπω πώς πληθαίνουν. Μέ παρακολουθούν άπό μακριά. Μπαίνω σ ’ ένα θάλαμο. 'Υπάρχουν Ενα σωρό θάλαμοι, κι είναι άδύνατο νά ξεκαθαρίσω ποΰ δέν Εχει θάλαμο, άφοϋ δεκάδες σπίτια, σπιτάκια καί γωνιές Εχουν γίνει κοιτώνες. Στούς θαλάμους βρίσκεις τώρα πολλούς τρόψιμους. Κάθονται πάνω σέ βρώμικα κουρέλια ή στίς γυμνές σανίδες ή στά σίδερα τών κρεβατιών. Κάθονται μέ τά χέρια πάνω στά κομματιασμένα γόνατά τους καί χωνεύουν τό φαί. Κάποιος σκοτώνει ψείρες, στίς γωνιές όμάδες - όμάδες τό ’χουν ρίξει στό χαρτί, άλλοϋ μερικοί τρώνε ά π ’ τίς μαυρισμένες κατσαρόλες τή σούπα πού περίσσεψε. Κανένας δέ μού δίνει σημασία, σά νά μήν ύπάρχω. Σ ’ Ενα θάλαμο ρωτάω μιά όμάδα παιδιών πού. γιά μεγάλη μου έκπληξη, κοιτάνε κάτι ζωγραφιές σ ’ Ενα παλιό βιβλίο:

— Γιά έξηγήστε μου, σάς παρακαλώ παιδιά, πού έξαφανί- στηκαν τά μαξιλάρια σας;

Γυρίζουν όλοι καί μέ κοιτάνε. "Ενα άγόρι μέ σουβλερή μύτη διασταυρώνει έλεύθερα τό είρωνικό του βλέμμα μέ τό δικό μου:

— Μαξιλάρια; Είσαστε ό σύντροφος Μακάρενκο; "Ε; Ό Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς;

— Ναί.— Γυρίζετε έδώ, τά έξετάζετε όλα;— Ναί, γυρίζω, τά έξετάζω.— Αύριο, υστέρα ά π ’ τίς δυό ή ώρα...— Ναί. ϋστερ’ ά π ’ τίς δυό ή ώρα, τόν κόβω, όμως δέ μοϋ

άπάντησες στό έρώτημά μου: τί γίνανε τά μαξιλάρια σας;—“Ά ντε νά σάς τό πούμε, σύμφωνοι; Μού γνέφει εύγενικά κι

άπελευθερώνει λίγο χώρο στό μπαλωμένο καί βρώμικο στρώμα του. Κάθομαι κι έγώ.

— Πώς σέ λένε; ρωτάω.— Βάνια Ζάιτσενκο.— Ξέρεις γράμματα;— Πέρσι ήμουνα στήν τέταρτη τάξη... Μά τούτο τό χειμώ­

να... σίγουρα θά ξέρετε... μαθήματα δέν κάναμε...— Καλά, καλά... Τά μαξιλάρια όμως καί τά σεντόνια πού

είναι;Τά γκρίζα μάτια τού Βάνια γελάνε, ρίχνει μιά γρήγορη ματιά

στούς συντρόφους του κι άνεβαίνει νά κάτσει στό τραπέζι. Τό κουρελιασμένο παπούτσι του στηρίζεται στό γόνατό μου. Τά

Page 254: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παιδιά στριμώχνονται στό κρεβάτι. Ά νάμεσά τους βλέπω άξαφνα καί τόν στρογγυλοπρόσωπο Μάλικοφ.

— Κι έσύ έδώ;—’Αλλά; ΗΙν’ ή παρέα μου. Νά, αύτός είναι ό Τίμκα

Ό νταριούκ, τούτος είναι ό Ή λιά ... Ή λ ιά Φοναρένκο!*0 Τίμκα είναι ξανθός, φακιδιάρης, τά μάτια του είναι χωρίς

ματοτσίνορα καί τό χαμόγελό του χωρίς προκατάληψη. Ό Ή λ ιά έχει μοϋτρο χοντρό, κίτρινο, δλο σπυριά, τά μάτια του δμως λάμπουν: είναι καστανά καί πολύ ταιριασμένα στό πρόσω­πό του. *0 Βάνια Ζάιτσενκο κοιτάζει πάνω ά π ’ τά κεφάλια τών άλλων τόν άδειο σχεδόν θάλαμο κι άρχίζει μέ μιά πνιχτή συνωμοτική φωνή:

— Ρωτάτε ποΰ είναι τά μαξιλάρια. έ; Θά σάς τό πώ άνοιχτά: Δέν υπάρχουν μαξιλάρια, τ ίποτ’ άλλο!

Βάζει ξαφνικά τά γέλια καί σηκώνει τά χέρια μ ’ άνοιγμένα τά δάχτυλα. Βάζουν τά γέλια κι οί ύπόλοιποι,

—Έ δώ τό γλεντάμε καλά, λέει ό Ζάιτσενκο, γιατί δλα έδώ είναι πολύ άστεΐα! Μαξιλάρια δέν εχει... Είχαμε στήν άρχή, μά υστέρα... φφφού... καί πανε!

Πάλι χαχανίζει.—Ό ξανθός £πεσε νά κοιμηθεί μέ μαξιλάρι καί ξύπνησε

χωρίς μαξιλάρι... φφφού... καί πάει...Ό Ζάιτσενκο κοιτάζει μέ τά πονηρά μισόκλειστα μάτια του

τόν Ό νταριούκ. Πάνω στό γέλιο του τινάζεται πίσω καί μέ τό πόδι του μου δίνει μιά γερή κλωτσιά στό γόνατο.

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, γιά πέστε μας: γιά νά Εχουμε μαξιλά­ρια έπρεπε νά ’ναι δλα κάπου γραμμένα, £τσι; Πρέπει νά τά μετρήσεις καί νά τά γράψεις, ετσι; Κάποτε δόσανε σέ κάποιον μαξιλάρια κι αύτό ήταν δλο. Σ ’ έμας δμως δχι μαξιλάρια δέ γράφουνε μά οϋτε τούς άνθρώπους δέν ένδιαφέρεται κανένας νά τούς γράψει... Κανένας! Κι οϋτε τούς μετράνε!... Κανένας!

— Μά πώς γίνεται αύτό;— Πώς γίνεται; Πολύ άπλά! Μπάς καί νομίζετε πώς Εγραψε

κανένας δτι ζεΐ έδώ ό Ή λ ιά Φοναρένκο; Κανένας! Καί κανένας δέν τόν ξέρει! Ο ύτ’ έμένα μέ ξέρει κανένας! Ώ , ποΟ νά ξέρετε, ποϋ νά ξέρετε! “Εχουμε πολλούς τέτιους: σήμερα ζεϊ έδώ, ϋστερα φεύγει πάει κάπου άλλοϋ νά τήν περάσει, μετά Ερχεται ξανά έδώ καί πάει λέγοντας. Νά, κοιτάξτε: μπάς καί νομίζετε δτι τόν Τίμκα τόν φώναξε κανένας έδώ; Κανένας! Μ ονάχος του ήρθε καί ζεϊ έδώ.

254

Page 255: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Δηλαδή, τοϋ άρέσει έδώ;— Μπά. "Εχει δυό βδομάδες πού ήρθε. Τ ό ’σκάσε ά π ’ τό

Σταθμό Μπογκοντοϋχοψ. Ξέρετε;Ή θελε νά πάει στό Σταθμό Γκόρκι.

— Καί στό Μπογκοντοϋχοψ ξέρανε τό Σταθμό Γκόρκι;—Ά χά ! "Ολοι τόν ξέρουνε! Πώς νά μήν τόν ξέρουνε!— Καί γιατί ένας μονάχα ήρθε έδώ;— Χμ, νά, όπως τοϋ άρέσει τοϋ καθένα. Σέ πολλά παιδιά δέν

άρέσει ή αύστηρότητα. Καί σέ σάς, λένε, πώς είναι πολύ στριμωγμένα τά πράματα: προσοχή, χαιρετοϋρες. Χτυπάει ή σάλπιγγα, τρεχάλα, έγερτήριο στά γρήγορα! Βλέπετε; Κι ύστερα νά δουλεύεις κιόλας. Κι έδώ τά παιδιά δέν τά θέλουνε κάτι τέτια...

— Θά τό σκάσουν όλοι, είπε ό Μάλικοφ.— Ποιοί; Τά παιδιά τοϋ Κουριάζ;— Ναί, θά γίνουν λαγοί όλοι τους. Ξέρετε τί λένε; «Ξέρετε τί

θά πει Μακάρενκο; Νά, θέλει νά παίρνει παράσημα μέ τή δουλιά τή δίκιά μας!». Θά τό σκάσουν όλοι.

— Καί πού θά πάνε;— Σάμπως λίγα μέρη υπάρχουν; Σ ’ όποιο Σταθμό θέλεις,

πάς.— Κι έσεϊς;—“Α, έμεΐς Εχουμε τήν παρέα μας, βιάστηκε ν ’ άπαντήσει

ό Ζάιτσενκο. Είμαστε τέσσερις. Ξέρετε κάτι; Έ μ εΐς δέν κλέβου­με. Δέν τήν άγαπάμε αύτή τή δουλιά. "Ο,τι πει ή παρέα... τί λές Τίμκα;

Ό Τίμκα κοκκινίζει καί μέ κοιτάζει ντροπαλά μέσ’ ά π ’ τά μισόκλειστα ματόφυλλά του...

— Λοιπόν, παρέα γειά σας, τούς λέω. Φαίνεται πώς έδώ μαζί θά τήν πε ράσου με, Ε;

’Ό λ ο ι άπαντάνε μ ’ Ενα «γειά σας*» καί στά χείλια τους σκάει τό χαμόγελο.

Προχωράω παραπέρα. Έ τ σ ι λοιπόν, Εχουμε γιά τήν ώρα τέσσερις στό πλευρό μας. Μά Ελα πού άν βγάλεις αύτούς τούς τέσσερις μένουν άλλοι διακόσιοι Εβδομήντα Εξι ή καί περισσό­τεροι. *0 Ζάιτσενκο Εχει σίγουρα δίκιο: έδώ τούς άνθρώπους κανένας δέν τούς μετράει, ούτε τούς γράφει. Νιώθω ξαφνικά τρόμο μπροστά σ ’ αύτόν τό φοβερό κι άμέτρητο άριθμό. ’Αλή­θεια, πώς μπόρεσα μέ τόση Ελαφρότητα νά μπλεχτώ σέ μιά τέτια όλέθρια ύπόθεση; Πώς μπόρεσα νά παίξω κορώνα - γράμματα

255

Page 256: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

δχι μονάχα αύτό πού πέτυχα ώς τά τώρα, μά καί τή ζωή όλόκληρης τής κολεχτίβας; "Οσο ό άριθμός «280» άντιπροσώ- πευε γιά μένα μονάχα τρία ψηφία γραμμένα στό χαρτί, Εμενα μέ τήν έντύπωση πώς είχα τή δύναμη νά τά βγάλω εύκολα πέρα. Σήμερα δμως, πού αύτοί οί διακόσιοι όγδόντα τριγυρνούσαν μέσα σέ τούτο τό βρώμικο στρατόπεδο, γύρω άπ* τό μηδαμινό τμήμα μας, άρχισε νά μέ πιάνει σύγκρυο, καί στά πόδια μου νιώθω μιά δυσάρεστη άνησυχητική τρεμούλα.

Στή μέση τής αύλής μέ πλησίασαν τρεις. Δέ θά ήταν παραπάνω άπό δεκαεφτά χρονών, τά κεφάλια τους ήταν κουρε­μένα καί φορούσαν άρκετά καλούτσικα παπούτσια /Ο πρώτος είχε ένα σχετικά καινούργιο σακάκι, άπό κάτω δμως τό πουκά­μισό του ήταν λεκιασμένο άπό σάλτσες. Ό άλλος φορούσε Ενα πέτσινο σακάκι κι ό τρίτος ένα καθαρό άσπρο πουκάμισο. Ό κάτοχος τοΰ καλοΰ σακακιού έβαλε τά χέρια στίς τσέπες τοΰ παντελονιού του, έσκυψε τό κεφάλι σέ μένα, κι άρχισε άξαφνα νά μοϋ σφυράει κατά πρόσωπο ένα γνωστό μόρτικο μοτίβο τής ’Οδησσού, δείχνοντας τά δμορφα άσπρα δόντια του. Παρατή­ρησα πώς έχει μεγάλα θολά μάτια καί ξανθά φουντωτά φρύδια. Οί άλλοι δυό στέκονταν δίπλα άγκαλιασμένοι α π ’ τόν ώμο καί κάπνιζαν τσιγάρο πού τό πήγαιναν ά π ’ τή μιά μεριά τοϋ στόματος στήν άλλη. Κοντά μας ήρθαν καί μερικές άλλες φυσιογνωμίες τοΰ Κουριάζ.

Ό ξανθός μισόκλεισε τό ένα μάτι κι είπε δυνατά:— Δηλαδή, έσεΐς εισαστε ό Μακάρενκο, έ;Στάθηκα μπροστά του κι άπάντησα ήρεμα, βάζοντας δλα μου

τά δυνατά νά μή φανεΐ στό πρόσωπό μου τίποτα ά π ’ αύτό πού μ ’ έτρωγε μέσα μου:

— Ναι, αύτό είναι τ ’ όνομά μου. Κι έσένα πώς σέ λένε;Ό ξανθός, χωρίς ν ' απαντήσει, ξανάρχισε τό σφύριγμα

κοιτώντας με διαπεραστικά μέ τό μισόκλειστο μάτι καί κουνών­τας πέρα δώθε τόνα του πόδι. “Αξαφνα γύρισε απότομα τήν πλάτη, σήκωσε τούς ώμους κι έξακολουθώντας τό σφύριγμα άπομακρύνθηκε μέ μεγάλα βήματα, σκάβοντας άκόμα βαθύτερα τίς τσέπες μέ τά χέρια του. Οί φίλοι του τόν άκολούθησαν άπό πίσω, δπως καί πρωτύτερα άγκαλιασμένοι καί ξεφωνίζοντας φάλτσα:

«Γλέντα, ντουνιά μου, γλέντησε δπως έγώ γλεντάω...»

25b

Page 257: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Οί φυσιογνωμίες πού μάς είχαν περιτρυγιρίσει έξακολουθού- σαν νά μέ κοιτούν. Ή μιά είπε σιγά στήν άλλη:

— Είναι ό νέος διευθυντής...—'Ό λοι τους οί ίδιοι διάολοι είναι, άπάντησε τό ΐδ ιο σιγά ή

άλλη.— Σκεφτόσαστε πώς ν ’ άρχίσετε, σύντροφε Μακάρενκο;Κοιτάζω; μπροστά μου στέκει μιά μαυρομάτα νεαρή γυναίκα

πού χαμογελάει. Πολύ παράξενο μού ’ ρθε πού είδα έδώ μιά τόσο κάτασπρη μπλουζίτσα μέ μιά σοβαρή μαύρη γραβάτα.

—Έ γώ είμαι ή Γκουλιάγεβα.Τήν έχω ύπόψη μου; είναι ή καθοδηγήτρια τοϋ ραφείου, τό

μοναδικό μέλος τού Κόμματος στό Κουριάζ. "Εχει πολύ εύχάρι- στο παρουσιαστικό. ’Αρχίζει βέβαια νά παχαίνει, όμως έχει λε­πτή μέση, θαυμάσιες μαύρες μποϋκλες καί νιώθεις πώς έχει άκό­μα πολλά άποθέματα ψυχικής δύναμης. Τής άπαντάω εύθυμα:

—Ε μπρός, ν ’ άρχίσουμε μαζί.—Ά , όχι, άσχημο βοηθό διαλέξατε. Δέν τά καταφέρνω.— Θά σάς μάθω.— Καλά, καλά... Ή ρ θ α νά σάς προσκαλέσω νά πάμε στίς

κοπέλες, δέν τίς είδατε άκόμη. Σάς περιμένουν... Καί μέ άνυ- πομονησία μάλιστα... Μπορώ λιγάκι νά περηφανευτώ: οί κο­πέλες έδώ ήταν κάτω άπ’τήν έπίδράσή μου, μάλιστα άνάμεσά τους είναι καί τρεις κομσομόλες. Πάμε.

Τραβήξαμε γιά τό κεντρικό δίπατο κτίριο.— Κάνατε πολύ καλά, λέει ή Γκουλιάγεβα, πού ζητήσατε νά

φύγει όλο τό προσωπικό. Διώξτε τους όλους, μήν άφήνετε κανέναν... Καί μένα διώξτε,,.

—Ό χ ι , όσο γιά σάς έχουμε συμφωνήσει νά μείνετε. Μάλι­στα πολύ ύπολογίζω στή βοήθειά σας,

— Κοιτάξτε όμως νά μήν τό μετανιώσετε άργότερα.Ό κοιτώνας τών κοριτσιών είναι πολύ μεγάλος, έχει κάπου

έξήντα κρεβάτια. “Ετριψα τά μάτια μου: σέ κάθε κρεβάτι κουβέρτα, παλιά, ε ίν ’ άλήθεια, καί τριμμένη. Κάτω ά π ’ τίς κουβέρτες σεντόνια, Ά κόμα καί μαξιλάρια ύπάρχουν.

Πραγματικά τά κορίτσια μάς περίμεναν. Ή τα ν ντυμένα μέ παλιά καί μπαλωμένα τσίτινα φορεματάκια. Τό πιό μεγάλο θά ’ταν δεκαπέντε χρονών.

— Γειά σας, κορίτσια, τούς λέω.— Νά πού σάς έφερα τόν Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς. Δέ θέλατε νά

τόν δείτε; είπε ή Γκουλιάγεβα.

257

Page 258: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Οί κοπέλες άφήνουν Ενα ψιθυριστό χαιρετισμό καί σιγά- σιγά μας πλησιάζουν, διορθώνοντας στό δρόμο τους τά κρεβά­τια. Δέν ξέρω γιατί νιώθω μιάν άφάνταστη λύπη γΓ αυτές τίς κοπελίτσες καί πολύ θέλω νά κάνω κάτι πού νά τίς εύχαριστή- σει. Κάθονται στά κρεβάτια γύρω μας καί μού ρίχνουν δειλές ματιές. Δέ μπορώ νά καταλάβω τί μού’ρθε καί νιώθω τόσο λύπη γ ι ’ αύτές. "Ισως γιατί είναι κίτρινες, ή γιατί τά χείλια τους είναι άσπρα, ή άκόμα γιατί τά φορεματάκια τους είναι μπαλωμένα. Γιά μιά στιγμή σκέφτομαι: δέν πρέπει νά δίνουν στίς κοπέλες νά φοράνε τέτια κουρέλια, αύτό μπορεϊ νά τούς πληγώσει τήν ψυχή γιά δλη τους τή ζωή.

— Γιά πέστε μου, κορίτσια, πώς ζεϊτε, τά ρωτάω.Οί κοπέλες σωπαίνουν, μέ κοιτούν ένώ στά χείλια τους μόλις

καί σκάει Ενα χαμόγελο. Ξάφνου βλέπω καθαρά: μόνο τά χείλια τους ξέρουν νά χαμογελούν. Στήν πραγματικότητα δέν έχουν ιδέα τί θά πεΐ άληθινό, ζωντανό χαμόγελο. Κοιτάζω μέ προσοχή δλα τά πρόσωπα, ή ματιά μου περνάει καί στή Γκουλιάγεβα καί τή ρωτάω:

— Ξέρετε, είμαι άνθρωπος μέ κάποια πείρα, δμως έδώ συμβαίνει κάτι πού δέ μπορεΐ νά τό πιάσει τό μυαλό μου.

— Σάν τί;Ξαφνικά μιά κοπέλα πού καθόταν άκριβώς άπέναντί μου,

μελαχρινούλα μέ μιά πολύ κοντή ρόζ φούστα πού άφηνε πάντα νά φαίνονται τά γόνατά της, λέει γιά μιά στιγμή κοιτάζοντας με μέ σταθερό βλέμμα:

— Ν ά’ρθετε έδώ μαζί μέ τά παιδιά σας δσο μπορείτε πιό γρήγορα, γιατί έδώ είναι πολύ έπικίνδυνο νά ζεΐς.

Κι άμέσως κατάλαβα τί τρέχει: στό πρόσωπο τής μελαχρι- νούλας, στό παράξενο βλέμμα της, στό τρεμούλιασμα τού στό­ματός της ζεΐ ό φόβος. Ενας πραγματικός ένστιχτώδικος φόβος.

— Είναι φοβισμένα τά κορίτσια, λέω στή Γκουλιάγεβα.— Πολύ βαριά ε ίν ' ή ζωή τους, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, πάρα

πολύ βαριά.Ή Γκουλιάγεβα σηκώνεται, τά μάτια της είναι κόκκινα καί

φεύγει γρήγορα πρός τό παράθυρο.Ρωτάω έπίμονα τίς κοπέλες:— Τί φοβάστε; Γιά πέστε μου!Δειλά - δειλά στήν άρχή. σπρώχνοντας καί διακόπτοντας

ήμιά τήν άλλη, υστέρα μέ δλη τήν ειλικρίνεια καί μέ φοβερές λεπτομέρειες οί κοπέλες μου διηγούνται τή ζωή τους.

258

Page 259: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό ψόβος τίς άφήνει κάπως μονάχα όταν βρίσκονται στό θάλαμό τους. Φοβούνται νά βγουν στήν αύλή, γιατί τά παιδιά τίς κυνηγούν καί τίς τσιμπάνε, λένε άσχημες κουβέντες, κρυφο- κοιτάν στό άποχωρητήριο καί άνοίγουν τίς πόρτες. ΟΙ κοπέλες συχνά μένουν νηστικές, γιατί δέν τίς άφήνουν φαγητό στό έστιατόριο πού τ ’ άρπάζουν τ ’ άγόρια καί τό κουβαλούν στούς θαλάμους. Δέν έπιτρέπεται τό φαγητό στούς θαλάμους, τό προσωπικό τών μαγειρείων δέν άφήνει, μά τ ’ άγόρια δέν άκοϋν κανένα, κουβαλούν τίς κατσαρόλες καί τό ψωμί, ένώ οί κοπέλες τέτιο πράμα δέν μπορούν νά τό κάνουν. Πάνε στό έστιατόριο καί περιμένουν κι ύστερα τίς λένε πώς τ ’ άγόρια άρπάξαν όλο τό φαγητό καί δέν έμεινε γΓ αύτές τίποτα, καί πού καί πού τίς δίνουν λίγο ψωμί. Μά καί στό έστιατόριο είναι έπικίνδυνο νά μείνουν γιατί έκεΐ μέσα πάνε τ ’ άγόρια κι άνοίγουν καυγά, τίς φωνάζουν πουτανίτσες κι άλλα χειρότερα λόγια καί θέλουν να τίς μάθουν αίσχρόλογα. Τ ’ άγόρια ζητούν άκόμα ά π ’ αύτές διάφορα πράγματα γιά νά τά πουλήσουν, μά οί κοπέλες δέν τούς δίνουν. Τότε αύτοί τρέχουν στό θάλαμο, άρπάζουν κουβέρτες, μαξιλάρια κι ό,τι άλλο βρούν καί δρόμο γιά τό παζάρι τής πόλης. Τά ρούχα τους οί κοπέλες τά πλένουν μόνο νύχτα, τώρα όμως καί τή νύχτα ύπάρχει κίνδυνος: τ ’άγόρια παραφυλάνε στό πλυντήριο καί κάνουν τέτια πράματα, πού μέ λόγια δέ λέγονται. " Η Βάλια Γοροντκόβα κι ή Μάνια Βασιλένκο πήγαν ένα βράδυ νά πλύνουν τά ρούχα τους κι όταν ήρθαν στό θάλαμο κλαΐγαν όλη τή νύχτα. Τό πρωί τά μάζεψαν καί φύγανε ά π ’ τό Σταθμό ποιός ξέρει γιά πού. Κάποτε μιά κοπέλα πήγε καί παραπονέθηκε στό διευθυντή. Τήν άλλη μέρα, όταν βγήκε στό άποχωρητήριο, τήν άρπαξαν καί τής πασάλειψαν τό πρόσωπο μέ βρωμιές ά π ’ τόν άπόπατο. Τώρα όλοι λένε πώς θ ’ άλλάξουν τά πράματα, άλλοι όμως έπιμένουν πώς δέ θά γίνει τίποτα, γιατί τά παιδιά τοϋ Σταθμού Γκόρκι είναι πολύ λίγα κι όπωσδήποτε θά τά σκορπί­σουν καί θά τά διαλύσουν.

' Η Γκουλιάγεβα άκουγε τίς κοπέλες καί δέν ξεκόλλαγε τό μάτι της ά π ’ τό πρόσωπό μου. Χαμογέλασα όχι τόσο σ ’ αύτή, όσο στά δάκρυά της πού μόλις είχαν πάλι πλημμυρίσει τά μάτιατης.

Οί κοπέλες τελείωσαν τή θλιβερή τους διήγηση καί μιά άπ’ αύτές πού τή λέγανε Σμένα μέ ρώτησε σοβαρά:

— Πέστε μου, έπιτρέπεται νά γίνονται τέτια πράματα στή σοβιετική έξουσία;

259

Page 260: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

’ Απάντησα:—Ό λ ’ αύτά μού μού'πατε, είναι αίσχος μεγάλο, καί στή

σοβιετική έξουσία τέτια αίσχη δέν πρέπει νά ύπάρχουν. Κάντε ύπομονή λίγες μέρες κι όλα αύτά θά περάσουν. Ή ζωή σας θ ’ άλλάξει, θά γίνει χαρούμενη, κανένας δέ θάσάς προσβάλλει καί τούτα τά φορέματα θά πεταχτοϋνε.

— Μέσα σέ λίγες μέρες; ρώτησε μιά άνοιχτόξανθη κοπελί­τσα πού καθόταν σκεφτική στό παράθυρο.

—’Ακριβώς ύστερα άπό δέκα μέρες, άπάντησα.Τριγύριζα στό Σταθμό ώσπου νά σκοτεινιάσει, ένώ στό

μυαλό μου στριφογύριζαν £να σωρό βαριές σκέψεις.Σ ’ αύτόν τόν άρχαΐο κυκλικό χώρο, κλεισμένο γύρω-γύρω μέ

κάτι τριακοσάχρονους ψηλούς τοίχους, μέ τό ξεθωριασμένο κι άσουλούπωτο ναό στή μέση, στό κάθε τετραγωνικό μέτρο τής βρώμικης καί σκουπιδιασμένης τούτης γής, γεννιούνται σωρό τά παιδαγωγικά προβλήματα σάν τ ’ άγριόχορτα πού τίποτα δέ σταματάει τό μεγάλωμά τους. Στό σαραβαλιασμένο παλιό σταΰ- λο, πού δέ μπορούσες νά μπεις ά π ’ τή βρώμα καί τίς κοπριές, στό βουστάσιο πού’μοιάζε μέ γηροκομείο γιά τίς δέκα παλιογε­λάδες, σ ’ όλο τό νοικοκυριό, στόν καταστραμμένο άπό παλιά κήπο μέ τό σπασμένο φράχτη του, σ ’ όλο τό γύρω χώρο πού μέ τριγύριζε πρόβαλλαν τά μαραμένα βλαστάρια τής κοινωνικής άγωγής. Καί στούς θαλάμους τών τροφίμων κι άκόμα κοντύτερα, στά άδεια δωμάτια τού προσωπικού, στίς λεγόμενες λέσχες, στό μαγειρείο, στό έστιατόριο, πάνω σ ’ αύτά τά μαραμένα βλαστά­ρια κουνιούνται κάτι σαρκωμένοι, φαρμακεροί καρποί πού ήμουν ύποχρεωμένος νά τούς καταπιώ καί πολύ γρήγορα μάλιστα.

Μαζί μ ’ αύτές τίς σκέψεις άρχισε ν ’ άναδεύεται μέσα μου £να αίσθημα κακίας. “Ενιωσα τήν άγανάχτηση τοϋ χίλια έννιακόσια είκοσι. Ξαφνικά φανερώθηκε μέσα μου ό ξελογια- στής δαίμονας ένός άμείλιχτου μίσους. “Ηθελα τώρα άμέσως, χωρίς νά κουνηθώ ά π ’ τή θέση μου, ν ’ άρπάξω όποιον πετύχω ά π ’ τό γιακά, νά τοϋ χώσω τή μύτη μέσα στούς σωρούς τής βρώμας καί στά λασπόνερα καί νά ζητήσω τά πιό στοιχειώδη πράματα... όχι, όχι παιδαγωγικές θεωρίες καί άρχές τής κοινωνι­κής άγωγής, οχι έκτέλεση τού έπαναστατικού χρέους, όχι κομμουνιστικό πάθος, όχι, όχι, μά λίγο μυαλό μόνο, κοινό μυαλό, μιά κοινή εστω καί περιφρονημένη μικροαστική τιμιό­τητα. Τό μίσος μοϋ’σβυσε τό φόβο τής άποτυχίας. Τά ξεσπά­

260

Page 261: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σματα τής αβεβαιότητας πού κυριαρχούσαν γιά μιά στιγμή Εκμηδενίζονταν άδυσώπητα άπό τήν υπόσχεση έκείνη πού είχα δόσει στίς κοπέλες. Τούτες οί λίγες δεκάδες τών φοβισμένων, ήσυχων, κίτρινων κοριτσιών, πού τόσο άπερίσκεπτα τούς εϊχα έγγυηθεϊ πώς σέ δέκα μέρες ή ζωή τους θ ’ άλλάξει καί θά γίνει άνθρο'ιπινη, μέσα μου i-γιναν ξαφνικά άντιπρόσωποι τής ΐδιας τής δικής μου συνείδησης.

"Επαιρνε νά σκοτεινιάζει. Φωτισμό ό Σταθμός δέν είχε. ’Απ' τούς ψηλούς τοίχους τοϋ μοναστηριού Επεφταν πάνω στήν έκκλησιά οί μαύρες σκιές τοϋ σούρουπου. Σ ’ όλες τίς γωνιές, στίς άκρες, στά περάσματα στριφογύριζαν όλα τούτα τ ’ άπρο- στάτευτα παιδιά, μερικοί είχαν προφτάσει ν* αρπάξουν τό βραδινό φαγητό καί τραβούσαν γιά τό θάλαμο. Οϋτε γέλιο, οϋτε τραγούδι, οϋτε χαρούμενη φωνή. Πού καί ποϋ άκουγόταν άπό μακριά μιά υπόκωφη γκρίνια κι ό συνηθισμένος καυγάς ανάμεσα σέ τεμπέληδες. Στό κεφαλόσκαλο ένός θαλάμου πού τοϋ λείπανε τά σκαλοπάτια, σκαρφάλωναν δυό μεθυσμένοι καί βρίζαν σιγα­νά. Μ έσ’ά π ’τό σκοτάδι πού’ρίχνε τό σούρουπο τούς κοίταζαν μέ σιωπηλή περιφρόνηση ό Κόστια Βετκόφσκι κι ό Βόλοχοφ.

3. ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΖΩΗΣ

Τήν δλλη μέρα στίς δυό ή ώρα ό διευθυντής τού Κουριάζ υπόγραψε κορδωμένος τό πρωτόκολλο παράδοσης τής έξουσίας καί τήν άπόλυση όλου τοϋ προσωπικού, άνέβηκε σ τ ’ άμάξι κι έφυγε. Παρακολούθησα μέ τό βλέμμα μου τό χοντρόλαιμο σουλούπι του πού δλο κι απομακρυνόταν καί γιά μιά στιγμή ζήλεψα τή μεγάλη τύχη αύτοϋ τοϋ ανθρώπου: τώρα ήταν λεύτερος σά σπουργίτης καί κανένας δέ θά τόν πάρει άπό πίσω νά τοϋ πετάξει έστω καί μιά πέτρα.

Έ γώ δέν έχω τέτια φτερά. γΓ αύτό καί τριγυρίζω μέ βαριά καρδιά άνάμεσα στά γήινα όντα τού Κουριάζ, νιώθοντας έναν πόνο στό στήθος.

Ό Βάνκα Σελαπούτιν είναι όλόκληρος λουσμένος στίς άχτί- δες τοϋ μαγιάτικου ήλιου. ’Αστράφτει σάν μπριλάντι μέ τ ’ όμορφο κι αύθόρμητο χαμόγελό του. Μαζί μ ’ αΰτόν θέλει νά αστράψει κι ή χάλκινη καμπάνα πού κρέμεται ά π ’ τό ψηλό καμπαναριό. Μά ή καμπάνα είναι παλιά καί λερωμένη καί τό μόνο πού μπορεΐ νά κάνει είναι νά μορφάζει θολά κάτω ά π ’ τόν

261

Page 262: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ήλιο. Μά, έκτός άπ'αύτό, είναι καί σπασμένη κι όσο κι άν θέλει ό Βάνκα δέν πρόκειται νά γίνει καμιά προκοπή μέ τούτη τήν καμπάνα. Καί τού χρειάζεται γιά νά δίνει τά σινιάλα γιά τή γενική συνέλευση.

' Η συναίσθηση τής εύθύνης πού διεισδύει δυσάρεστη καί βαριά παντού, ά π ’ τή ν ιδ ια τη ς τή φύση είναι παράλογη. Γίνεται τσιμπούρι γιά τά πιό άσήμαντα ζητηματάκια, καταφέρνει νά χωθεί στίς πιό μικρές χαραμάδες, θρονιάζεται έκεΐ καί τρέμει ά π ” τήν κακία καί τήν άνησυχία. "Οσο χτυπάει τήν καμπάνα ό Σελαπούτιν, ή συναίσθηση τούτη τής εύθύνης γίνεται φόρτω­μα στήν καμπάνα: μά έπιτρέπεται τέτιοι άπίθανοι, φάλτσοι καί ξετσίπωτοι ήχοι νά γεμίζουν τό Σταθμό;

Δίπλα μου στέκει ό Βίτκα Γκόρκοφσκι καί μελετάει προσε­χτικά τό πρόσωπό μου. 'Ύστερα ρίχνει μιά ματιά στό καμπανα­ριό πάνω ά π ’ τήν πύλη τοϋ μοναστηριού, τά μάτια του γιά μιά στιγμή σκοτεινιάζουν καί μετά άνοίγουν πλατιά. ’Απέναντι μιά ντουζίνα διαβολάκια κοιτάνε προσεχτικά. Ό Βίτκα γελάει σιγανά, ξύνοντας τό κεφάλι του, τό πρόσωπό του ροδίζει λίγο καί λέει βραχνά:

— Τώρα θά τήν όργανώσουμε τή δουλιά, λόγο τιμής!Τρέχει πρός τό καμπαναριό, καί στό δρόμο κάνει μιά

πεταχτή σύσκεψη μέ τόν Βόλοχοφ. Στό μεταξύ ό Βάνια γιά δεύτερη κιόλας φορά άναγκάζει τήν καμπάνα νά ξεροβήξει καί γελάει:

— Μά δέν καταλαβαίνουν τούτοι δώ, χτυπάω, χτυπάω καί κανένας δέν παίρνει χαμπάρι!

' Η λέσχη βρίσκεται στήν παλιά ζεστή έκκλησία. Ψηλά παράθυρα μέ σιδερένια κάγκελα, σκόνη καί δυό σκεβρωμένες σόμπες. Στό μισοστρόγγυλο ίερό πάνω σέ μιά χιλιοτρύπητη έξέδρα βρίσκεται ένα άναιμικό τραπεζάκι. Ή κινέζικη σοφία πού ύποστηρίζει ότι «καλύτερα είναι νά κάθεσαι παρά νά στέκεις όρθιος*» φαίνεται πώς έδώ στό Κουριάζ δέν έχει καί μεγάλη έχτίμηση: στή λέσχη δέν ύπάρχει ούτε ένα κάθισμα. Μά οί Κουριαζινοί ούτε κι έχουν σκοπό νά κάθονται έκεΐ. Πού καί πού ρίχνει ά π ’ τήν πόρτα μιά ματιά ένα πονηρό κεφάλι κι άμέσως χάνεται. Στήν αύλή στριφογυρίζουν μπουλούκια - μπουλούκια άπό τρία - τέσσερα παιδιά, περιμένοντας μέ άνυπο- μονησία τό φαγητό, πού ποιός ξέρει γιατί σήμερα θ ’ άργήσει. "Ομως όλοι τούτοι είναι ή πλεμπάγια. Οί πραγματικοί άρχιτέ- κτονες τού κουριαζινού πολιτισμού κάπου έχουν κρυφτεί.

262

Page 263: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Παιδαγωγοί δέ φαίνονται πουθενά. Τώρα βέβαια ξέρω τί συμβαίνει. Τή νύχτα δέν κοιμηθήκαμε καί τόσο γλυκά πάνω στά σκληρά τραπέζια τής πιονέρικης γωνιάς καί τά παιδιά μου διηγήθηκαν συναρπαστικές ιστορίες ά π ’ τή ζωή του Κουριάζ.

Σαράντα παιδαγωγοί είχανε στό Σταθμό σαράντα δωμάτια. Έ νάμιση χρόνο πρίν, είχαν γεμίσει θριαμβευτικά τά δωμάτιά τους μ ’ Ενα σωρό άντικείμενα πολιτισμού, μέ πλεχτά τραπεζο- μάντηλα καί τούρκικα ντιβάνια. Είχαν κι άλλα πολύτιμα πράγ­ματα πιό εύκολομετακόμιστα πού μπορούσαν εύκολότερα νά περάσουν ά π ’ τόν ενα κάτοχο στόν άλλο. Αύτά άκριβώς τά πράγματα άρχισαν νά περνάνε στήν κατοχή τών τροφίμων τοϋ Κουριάζ μέ τόν πιό άπλό τρόπο, τόν γνωστό ά π ’ τήν έποχή άκόμη τής Ρώμης πού όνομάζεται: διάρρηξη. ' Η κλασική αύτή μορφή διαδόθηκε τόσο πολύ στό Κουριάζ ώστε οί παιδαγωγοί, ό Ενας μετά τόν άλλον, Ετρεχαν νά κουβαλήσουν στήν πόλη τά τελευταία άντικείμενα πολιτισμού. “Ετσι στά δωμάτιά τους άπόμεινε μιά πολύ σεμνή έπίπλωση, άν μπορεΐ κανείς νά λογαριάσει έπίπλωση κάνα - δυό έφημερίδες « ’ Ιζβέστια» άπλω- μένες στό πάτωμα, πού έπαιζαν τό ρόλο κρεβατιού, δταν οί παιδαγωγοί ήταν τής υπηρεσίας.

Μιά κι οί παιδαγωγοί τοϋ Κουριάζ συνήθισαν νά τρέμουν δχι μονάχα γιά τήν περιουσία τους, άλλά καί γιά τή ζωή τους καί γενικά γιά τήν άρημέλειά τους, γιά Ενα όρισμένο διάστημα τά σαράντα δωμάτιά τους εϊχαν πάρει τό χαρακτήρα πολεμικών φρουρίων, πού πίσω άπ’ τούς τοίχους τό παιδαγωγικό προσωπι­κό περνούσε Εντιμα τίς καθορισμένες ώρες υπηρεσίας. Σέ δλη μου τή ζωή, καί πρίν καί μετά τό Κουριάζ, δέν είχα συναντήσει τέτιες φοβερές άμυντικές Εγκαταστάσεις, σάν κι αύτές πού ε’ίχανε βάλει στά παράθυρα, στίς πόρτες καί σ ’ δλες τίς τρύπες τών δωματίων τους οί παιδαγωγοί τοΰ Κουριάζ. Τεράστιοι γάντζοι, χοντρά σιδερένια δοκάρια, μεγάλα ούκρανέζικα κοφτή­ρια, φοβερά ρούσικα λουκέτα κρέμονταν στίς πόρτες καί στά περβάζια.

’Απ* τή μέρα πού ήρθα μαζί μέ τό μιχτό τμήμα, δέν είδα κανέναν άπό τούς παιδαγωγούς. Γι* αύτό καί ή άπόλυσή τους είχε τό χαρακτήρα μιας καθαρά συμβολικής πράξης. Ά κ ό μ α καί τά δωμάτιά τους τά δέχτηκα σάν Ενα συμβολικό τους άπομεινάρι, γιατί τό μόνο πού θύμιζε πώς Εμεναν έκεΐ μέσα άνθρωποι, ήτανε οί μπουκάλες τής βότκας καί οί κοριοί.

Πέρασε δίπλα μου στά πεταχτά κάποιος Λόσκιν, άνθρωπος

263

Page 264: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άκαθόριστης ήλικίας καί περίεργου παρουσιαστικοϋ. Έ κανε μιά προσπάθεια νά μου δείξει τήν παιδαγωγική του δύναμη καί πρότεινε νά μείνει στό Σταθμό Γκόρκι «έτσι πού κάτω ά π ’ τήν καθοδήγησή σας νά όδηγήσουμε παραπέρα τή νεολαία πρός τήν πρόοδο». Πάνω άπό μισή ώρα μέ τριγύριζε φλυαρώντας γιά πολλές καί διάφορες παιδαγωγικές λεπτομέρειες.

—Έ δώ είναι σκορποχώρι! Διαλυμένα τά πάντα! Νά, έσεΐς χτυπάτε τήν καμπάνα καί κανένας δέ βγαίνει. Πολύ σωστά λένε: πρέπει νά έπιβληθεΐ τάξη, μά πώς είναι δυνατόν νά έπιβληθεΐ όταν, μέ συγχωρεϊτε, κλέβουν καί κανένας δέν τούς έμποδίζει; Έ γώ τούς φέρνομαι μέ Ιδιαίτερο τρόπο καί πάντα μέ συμβου­λεύονται καί μέ σέβονται, όμως, τί τά θέλετε... όταν πήγα γιά δυό μέρες στή θειά μου πού είχε άρρωστήσει, βγάλανε τά τζάμια καί δέ μ ' άφησαν τίποτα. ’Έμεινα όπως μέ γέννησε ή μάνα μου, μέ μιά μακριά πουκαμίσα. Γεννιέται τό έρώτημα, γιατί τά κάνουν αύτά; Μά πάρε άπ* αύτόν πού σού φέρνεται άσχημα, όχι όμως κι ά π ' αύτόν πού σού φέρνεται καλά! ’Επιμένω: χρειάζεται παιδα­γωγικός τρόπος άντιμετώπισης. Θά μαζέψω τά παιδιά, θά τούς μιλήσω μιά, δυό, τρεις, καταλαβαίνετε; Θά τούς κεντρίσω τό ένδιαφέρον. Θά τούς βάλω κι ένα προβληματάκι. Στή μιά τσέπη είναι έφτά καπίκια περισσότερα ά π ’ τήν άλλη, μαζί καί στίς δυό τσέπες είναι είκοσι τρία καπίκια, πόσα καπίκια είναι σέ κάθε τσέπη; Πονηρό πρόβλημα, ε;

Ό Λόσκιν μέ κοιτάζει μ ’ ενα κατεργάρικο βλέμμα καί μισοκλείνει τό μάτι.

—Έ , καί λοιπόν; τόν ρωτάω άπό εύγένεια.—“Οχι, μά πέστε μου έσεΐς: Πόσα;— Τί πόσα;— Νά, πόσα καπίκια είναι σέ κάθε τσέπη; έπιμένει ό Λόσκιν.— Δηλαδή... θέλετε έγώ νά σάς τό πώ;— Ναί, ναί. Πέστε μου πόσα καπίκια βρίσκονται σέ κάθε

τσέπη;—’ Ακουστέ, σύντροφε Λόσκιν. τοϋ λέω νευριασμένος, πήγα­

τε σέ κανένα σχολειό;— Πώς δέν πήγα. "Ομως περισσότερο άσχολήθηκα μέ τήν

αύτομόρφωση. "Ολη ή ζωή μου είναι αύτομόρφωση, καί φυσικά δέ μπόρεσα νά πάω ούτε σέ μεσαία ούτε σέ άνώτερη παιδαγωγι­κή σχολή. Ξέρετε όμως κάτι; Είχαμε δώ καί κάτι τέτιους πού τελείωσαν άνώτερη έκπαίδευση, ένας μάλιστα τέλειωσε σχολή στενογραφίας, κι ένας άλλος τή νομική σχολή, δόστους όμως

264

Page 265: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ένα τέτιο πρόβλημα... Ή τοΰτο: δυό άδέρφια πήρανε κληρονο­μιά...

— Κι αυτός πού’γράψε αύτά έκεΐ στόν τοίχο, ό στενογρά­φος ήτανε;

— Ναί. ναι αυτός... "Ηθελε νά όργανώσει Εναν κύκλο στενογραφίας, μά μόλις τόν κλέψαν είπε: δέ θέλω νά δουλέψω μέσα σ ’Ενα τέτιο άπολίτιστο περιβάλλον, καί σταμάτησε τόν κύκλο στενογραφίας. "Εκανε μονάχα παιδαγωγική δουλιά...

Στή λέσχη δίπλα ά π ’τή σόμπα κρεμόταν Ενα κομμάτι χαρτόνι μέ τό σύνθημα:

Η ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Ό Λόσκιν Εξακολουθούσε τή φλυαρία του, ύστερα, έντελώς άπαρατήρητα. Εξαφανίστηκε καί τό μόνο πού θυμάμαι είναι πώς ό Βόλοχοφ τοΰ πέταξε μέσ’ά π 'τά δόντια του σάν τελευταίο χαιρετισμό:

— Τί φαφλατάς!Στή λέσχη μάς περίμενε μιά δυσάρεστη άπογοήτευση: οί

Κουριαζινοί δέν ήρθαν στή γενική συνέλευση. Τά μάτια τοΰ Βόλοχοφ κοίταζαν μέ θλίψη τούς ψηλούς, άθλιους τοίχους τής λέσχης. Ό Κουντλάτι, πράσινος άπό τό κακό του. Εσφιγγε τά δόντια καί κάτι ψιθύριζε, ό Μίτκα χαμογελούσε περιφρονητικά καί μονάχα ό Μίσα Ό βτσιαρένκο ήταν ήρεμος καί συνέχιζε μιά συζήτηση θαρρείς καί τήν είχε άρχίσει άπό καιρό:

— Τό πιό βασικό είναι τό όργωμα... Κι ή σπορά. Μά πώς γίνεται, γιά σκεφτεΐτε το: Μάης μπήκε, τ ’άλογα στέκονται, όλα έδώ στέκονται!...

— Ούτε στούς θαλάμους δέ βρίσκεις κανέναν, όλοι πήγανε στή πόλη, είπε ό Βόλοχοφ κι άρχισε νά βρίζει χωρίς νά τόν Εμποδίζει ή παρουσία μου.

— Μέχρι νά μαζευτούν, νά μήν τούς δόσουν φαγητό, πρότεινε ό Κουντλάτι.

—“Οχι, είπα.— Πώς όχι; φώναξε ό Κουντλάτι. Έ δώ πού τά λέμε γιατί

καθόμαστε δώ; Τά χωράφια τά*πνιξαν τ ’άγριόχορτα, οϋτε τά πλησίασε κανένας γιά όργωμα! Τί είναι τοΰτο δώ! Καί μόνο νά

265

Page 266: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

περιδρομιάζουν ξέρουνε; Δηλαδή, βασίλειο τών χαραμοφάη­δων, έ;

Ό Βόλοχοφ έγλυψε τά ξεραμένα ά π ’ τό θυμό χείλια του, κούνησε τούς ώμους σά ν ά ’νιώθε κρυάδες κι είπε:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, πάμε νά μιλήσουμε.— Καί τό φαγητό;—"Ας περιμένουν, πού νά τούς πάρει ό διάολος. ’Εξάλλου

όλοι τους είναι στήν πόλη.Στήν πιονέρικη γωνιά, άφοϋ κάτσαμε όλοι στά σκαμνιά,

σηκώθηκε ό Βόλοχοφ κι έβγαλε τόν παρακάτω λόγο:— Πρέπει νά όργώσουμε; Πρέπει νά σπείρουμε; Μά πώς

διάολο νά σπείρεις όταν τούτοι δώ δέν έχουν τίποτα, ούτε καί πατάτες άκόμα; Ά ς πάνε στό διάολο, έμεΐς καί μόνοι μας θά σπέρναμε, μά δέν ύπάρχει τίποτα. Κι ύστερα όλη τούτη ή βρω­μιά κι ή μπόχα! Σάν έρθουν οί δικοί μας θά ’ναι ντροπή, ένας καθαρός άνθρωπος δέν μπορεϊ πουθενά ν* άκουμπήσει. Ά μ οί θάλαμοι, τά στρώματα, τά κρεβάτια, τά μαξιλάρια; Τί νά πεΐς καί γιά τά ρούχα; 'Ό λο ι γυρίζουν ξυπόλητοι καί τά έσώρουχα έχουν έξαφανιστεΐ. Ούτε πιάτα, ούτε κουτάλια, ούτε τίποτα! Ά π ό πού ν ’άρχινήσει κανένας; Πρέπει άπό κάπου ν ’άρχινήσουμε, έ;

Τά παιδιά κάρφωσαν τά βλέμματά τους σέ μένα καί περίμε- ναν μέ άγωνία. Μά μήπως ήξερα κι έγώ άπό ποϋ ν ’ άρχίσουμε;

’Εμένα δέ μ ’ άνησυχοϋσε τόσο τό ζήτημα τών παιδιών τοϋ Κουριάζ, όσο τούτες οί άμέτρητες λεπτομέρειες καθαρά ύλικοϋ χαρακτήρα, πού δημιούργησαν ένα τέτιο φοβερό μπέρδεμα καί πού μέσα σ ’ αύτό μπορούσαν νά χαθούν καί τά τριακόσια παιδιά τοϋ Κουριάζ.

Μέ τόν ύπεύθυνο τών παιδικών ιδρυμάτων είχαμε συμφωνή­σει νά μάς χορηγηθούν είκοσι χιλιάδες ρούβλια γιά νά βάλουμε τό Κουριάζ σέ κάποια τάξη, τώρα όμως φαινόταν καθαρά πώς τό ποσό αύτό ήτανε σταγόνα στόν ώκεανό, σέ σύγκριση μέ τίς τεράστιες άνάγκες τοϋ καινούργιου Σταθμοϋ. Τά παιδιά τά δικά μας πολύ σωστά συντάξανε τόν κατάλογο τών έλλείψεων. * Η φοβερή φτώχεια τοϋ Κουριάζ διαπιστώθηκε όλοκληρωτικά όταν ό Κουντλάτι άρχισε τήν παραλαβή τών περιουσιακών στοιχεί­ων. Ό διευθυντής άδικα άνησυχοϋσε έπειδή τό πρωτόκολλο παράδοσης καί παραλαβής δέ θά είχε άξιόπιστες υπογραφές. ' Ο διευθυντής ήταν άπλούστατα ξεδιάντροπος. Τό πρωτόκολλο ήταν πολύ σύντομο. Στά έργαστήρια βρέθηκαν κάτι παλιομηχα- νές, στό σταϋλο ήταν μερικά σκεβρωμένα ξυλοκρέβατα καί

266

Page 267: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τίποτ’ άλλο. Ούτε έργαλεϊα, οΟτε ύλικά, οΟτε γεωργικά σύνεργα. Στό Ελεεινό καί τρισάθλιο χοιροστάσιο, γεμάτο άπό χωνεμένη κοπριά, τσίριζαν μισή ντουζίνα γουρούνια. Τά παιδιά, δταν τά είδαν δέ μπόρεσαν νά κρατήσουν τά γέλια τόσο λίγο θύμιζαν τούς δικούς μας «Εγγλέζους» τούτα τά σβέλτα καί πονηρά ζώα, πού τό μεγάλο κεφάλι τους κρεμόταν πάνω στά ψιλούτσικα ποδαράκια τους. Σέ μιά γωνιά τής αυλής, ό Κουντλάτι, ξέθαψε Ενα άλέτρι κι άρχισε νά χοροπηδάει ά π ’ τή χαρά του. Προηγού­μενα σ ’ Ενα παλιό σωρό άπό τούβλα είχε βρεθεί μιά σβάρνα. Στό σχολειό βρέθηκαν μονάχα μερικά πόδια άπό τραπέζια καί καρέκλες καί κάτι κατάλοιπα άπό μαυροπίνακες - φαινόμενο έντελώς φυσικό, γιατί κάθε χειμώνας κάποτε τελειώνει καί στόν κάθε νοικοκύρη μένουν πάντοτε γιά τήν άνοιξη λίγες έφεδρεϊες καύσιμης Ολης.

"Ολα Επρεπε ν ’ άγοραστοϋν, νά φτιαχτούν, νά διορθωθούν, νά Επισκευαστούν. Καί πρίν ά π ’ δλα, πρίν άπό κάθε άλλη δουλιά επρεπε τό δίχως άλλο νά γίνουν άποχωρητήρια. Στίς παιδαγωγι­κές μεθόδους καί στά βιβλία δέν άναφέρεται τίποτα γιά τ ’άπο- χωρητήρια, γ ι ’αύτό φαίνεται άπουσίαζε μέ τέτια Ελαφρότητα ά π ’ τό Κουριάζ τούτος ό τόσο χρήσιμος γιά τόν άνθρωπο θεσμός. Τό μοναστήρι τού Κουριάζ, ήτανε χτισμένο πάνω σέ ύψωμα καί γύρω του ά π ’ δλες τίς πλευρές ήταν περιτριγυρισμέ­νο μέ άπότομους γκρεμούς. Μόνο ή νότια πλευρά δέν είχε τοίχο κι έδώ μέσα άπ* τά βαλτονέρια τής μικρής λίμνης τού μοναστη­ριού, ξανοιγόταν ή θέα άπό τίς άχυρένιες σκεπές τοϋ χωριού Ποντβόρκα. ' Η θέα ήταν άπό κάθε άποψη καλή, μιά θέα γεμάτη ούκρανέζικη κομψότητα, πού θά συγκινούσε όποιαδήποτε ποι­ητική ψυχή, μεγαλωμένη στό ρυθμό καί τίς όμοιοκαταληξίες: μανούδια, σπιτούδια, κοπελούδια, γαρνιρισμένες καί μέ λίγη δόση πάθια μέσ’ά π ’τά γλυκά βάθια. Οί Κουριαζινοί, Ενώ χαίρονταν τούτη τήν δμορφη θέα, πλήρωναν τούς κάτοικους τής Ποντβόρκα μέ μιά μαύρη άχαριστία, Εκθέτοντας στά βλέμ­ματά τους όλόκληρες σειρές μισοκαθισμένων πάνω ά π ’τό γκρεμό άνθρώπων, άπασχολημένων μέ τή μετατροπή τών Εκα­τομμυρίων πού χορηγούσε ό προϋπολογισμός τής κοινωνικής άγωγής, σ ’Ενα προϊόν ά π ’τό όποϊο τίποτα πιά χρήσιμο δέ μπορούσε νά βγει.

Τά παιδιά πολύ τά βασάνιζε τό πρόβλημα αύτό. *0 Μίσα Ό βτσιαρένκο Επιστρατεύοντας δλη τή σοβαρότητά του καί τήν Επιχειρηματολογία του άρχισε τά παράπονα:

267

Page 268: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μά τ ί ’ναι σ τ ’ άλήθεια τοϋτο πάλι; Τί θά κάνουμε; Θά πηγαίνουμε δηλαδή στό Χάρκοβο, γι ’ αύτή τή δουλιά; Καί μέ τί θά πάμε;

Βρισκόταν πιά στό τέλος ή σύσκεψή μας, όταν στήν πόρτα τής πιονέρικης γωνιάς στέκονταν δυό ξένοι μαραγκοί κι ό μεγαλύτερος μέ στρατιωτικό παράστημα καί μ ’ενα χακί κασκέ­το ύποστήριζε πρόθυμα τά σχέδιά μου:

— Ούτε συζήτηση. Πού άκούστηκε αύτό! ’ Εφόσον ό άνθρω­πος τρώει, δέν μπορεΐ νά γίνεται ετσι... 'Ό σ ο γιά σανίδια έδώ στό Ρίζοφ έχει άποθήκη. Μή ντρεπόσαστε, έμενα μέ ξέρουν όλοι έδώ, δόστε τό ποσό πού’χει καθοριστεί γ ι ’ αύτή τή δουλιά καί θά τό φτιάξουμε. Ούτε κι οί καλόγεροι δένε’ίχανε τέτιο. ‘Ά ν βέβαια θέλετε νά κοστίσει φτηνά, θά τό φτιάξουμε άπό ξεφλού- δια είτε άπό κλαδιά, άν όμως τό θέλετε καλό, σάς συμβουλεύω νά πάρετε χοντρές σανίδες. Θά γίνει πολύ πιό βολικό καί γιά τήν ύγεία καλύτερο: δέ θά σέ φυσάει ό άέρας, τό χειμώνα δέ θά παγώνεις καί τό καλοκαίρι δέ θά σέ ψήνει ή ζέστη.

Μού φάνηκε πώς πρώτη φορά στή ζωή μου ένιωσα τέτια τρυφερότητα, κοιτάζοντας τούτον τόν θαυμάσιο άνθρωπο, τόν οικοδόμο κι όργανωτή έργων γιά χειμώνα καί καλοκαίρι, γιά τούς άέρηδες καί τίς παγωνιές. Καί τό έπώνυμό του ήτανε εύχάριστο - Μποροβόι. Τ οϋ’δοσα μιά χούφτα χρήματα κι ένιωσα γ ι ’ άλλη μιά φορά χαρά, άκούγοντάς τον νά λέει ζωηρά καί μ ’ έπιβλητικό τόνο στό βοηθό του τόν παχουλούτσικο καί κοκκινομάγουλο Βάνια:

—Έ γώ , Βάνια, πηγαίνω γιά τά σανίδια. Έ σύ μπορεις ν ’ άρχίσεις. Τρέχα καί πάρε τό δικό μου τό φτυάρι, καί κάτι άπό δώ, κάτι άπό κεί, όλο καί κάτι θά χτίσουμε γιά τούς άνθρώπους...

Ό Κιργκίζοφ κι ό Κουντλάτι χαμογελώντας πήγαν γιά νά δείξουν τό μέρος, ένώ ό Μποροβόι φάσκιωσε τά λεφτά μ ’ Ενα κουρελόπανο καί γιά μιάν άκόμα φορά υπογράμμισε τήν ήθική του ύποστήριξη σέ μένα:

— Θά τό φτιάξουμε, σύντροφε διευθυντή, μή χάνετε τίς έλπίδες!,..

Δέν έχασα τίς έλπίδες. Κάπως ξαλάφρωσε ή καρδιά, τινάξα­με άπό πάνω μας ενα φοβερά άργοκίνητο καί πληχτικό προκα- ταρτικό στάδιο κι άρχίσαμε τήν παιδαγωγική δουλιά στό Κουριάζ.

Τό δεύτερο ζήτημα πού τό λύσαμε κάπως ικανοποιητικά έκεϊνο τό βράδυ ήταν £να πρόβλημα πού άφορούσε κι αύτό τίς

268

Page 269: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

συνθήκες ζωής: τά πιάτα καί τά κουτάλια. Στή θολωτή τραπεζα­ρία, πού στούς τοίχους της καί κάτω ά π ’ τό σοβά κοίταζαν τά μαύρα σοβαρά μάτια τών άγιων καί τής Παναγίας καί πού καί πού διακρίνονταν τά· δάχτυλά τους πού εύλογοϋσαν, υπήρχαν τραπέζια καί σκαμνιά, δμως οί Κουριαζινοί ούτε πιάτο, οΟτε κουτάλι βλέπανε.' Ο Βόλοχοφ, υστερ ’ άπό πολλά τρεχάματα καί διπλωματικές ένέργειες, Εβαλε τόν Έ βγκένιεφ πάνω σ ’ Ενα παλιό άμάξι καί τόν Εστειλε στήν πόλη ν ’ άγοράσει τετρακόσια πιάτα κι άλλα τόσα κουτάλια.

"Οταν τ ’ άμάξι μέ τόν Έ βγκένιεφ Εβγαινε ά π ’ τήν πύλη Επεσε πάνω σ ’ Ενα όλόκληρο τσούρμο άνθρώπων. Φωνές Ενθουσιασμού, άγκαλιάσματα, χαιρετοΰρες. Τά παιδιά Ενιωσαν άμέσως τό γνωστό χαρούμενο άέρα τών συντρόφων τους καί τρέξαν πρός τήν πύλη. Έ τρεξα κι έγώ καί χωρίς νά τό καταλάβω Επεσα στίς χερούκλες τοΰ Καραμπάνοφ πού άπό παλιά συνήθεια Εδειχνε τή δύναμή του σφίγγοντάς με δσο μπορούσε πιό δυνατά.

Τό Εβδομο μιχτό τμήμα μέ διοικητή τόν Ζαντόροφ Εφτασε όλόκληρο κι άμέσως μέσα μου δλοι τοΰτοι οί συνωμοτικοί κι Επικίνδυνοι Κουριαζινοί μετατράπηκαν σ ’ Ενα μικροπροβλημα- τάκι πού δέ θά τού’δινε καμιά σημασία άκόμα κι έκείνος ό Λόσκιν.

Ή τανε μεγάλη χαρά σ ’ αύτές τίς δύσκολες στιγμές, μέσα σ ’ αύτό τό μπέρδεμα νά συναντήσεις τούς σπουδαστές τής Εργατι­κής σχολής: τόν γερό καί βαρύ Μπουρούν, τόν Σεμιόν Καρα­μπάνοφ, πού ήτανε τόσο εύχάριστο νά διακρίνεις στό μαύρο πρόσωπό του Ενα λεπτό διάνθισμα Επιστημονικής σκέψης, τόν

Ά ντό ν Μπράτσενκο πού ή μεγάλη του καρδιά ήξερε νά χωράει μέσα στά στενά πλαίσια τής κτηνιατρικής, τόν πάντα χαρούμενο καί καλοσυνάτο Ματβέι Μπελούχιν, τόν σοβαρό Ό σ άντσ ι μέ τήν άτσαλένια θέληση, τό Βέρσνιεφ, διανοούμενο κι άναζητητή τής άλήθειας, τή μαυρομάτα κι Εξυπνη Μαρούσια Λέφτσενκο, τή Νάστια Νοτσεβνάγια, «τό γιό τοϋ κυβερνήτη τοϋ Ίρκούτσκ» Γκεοργκίεφσκι, τόν Σνάιντερ, τόν Κράινικ, τόν Γκόλος καί τέλος τόν άγαπημένο μου βαφτισιμιό, τό διοικητή τοϋ Εβδομου μιχτοΰ τμήματος Ά λεξάντρ Ζαντόροφ. Οί παλιοί τοϋ Εβδομου τμήματος τέλεκοναν πιά τή σχολή καί δέν είχαμε τήν παραμικρή άμφιβολία πώς θά προχωρήσουν μέ τή ν ’ίδια Επιτυχία καί στήν άνώτερη έκπαίδευση.Γιά μάς βέβαια ήταν περισσότερο τρόφι­μοι τοΰ Σταθμοϋ μας παρά σπουδαστές, καί τώρα δέν είχαμε

269

Page 270: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καθόλου καιρό ν ’ άσχοληθοϋμε μέ τίς έπιτυχίες τους στή σχολή. "Υστερα άπό τούς πρώτους χαιρετισμούς καί τίς συγκι­νήσεις μαζευτήκαμε ξανά στήν πιονέρικη γωνιά. Ό Καραμπά­νοφ στριμώχτηκε σέ μιά καρέκλα κι είπε:

— Ξέρουμε, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς. Έ δώ τά πράματα είναι ξεκάθαρα: είτε θά φυλάξουμε την ύπόληψή μας, είτε όλη ή ύπόθεση θά χρεωκοπήσει. IV αύτό κι ήρθαμε!

Διηγηθήκαμε λεπτομερειακά στούς σπουδαστές γιά τήν πρώτη μέρα μας στό Κουριάζ. Τά παιδιά κατσούφιασαν, κοίταγε ό ένας τόν άλλον μ ’ άνησυχία, τρίζανε οί καρέκλες τους. Ό Ζαντόροφ κάρφωσε σκεφτικός τό βλέμμα του στό παράθυρο κι είπε μισοκλείνοντας τά μάτια του:

— Μπά, δυναμικά τίποτα δέ μπορεϊ νά γίνει. Είναι πολλοί!' Ο Μπουρούν κούνησε τούς βαριούς ώμους του καί χαμογέλα­

σε:— Δέν ε ίν ’ αύτό, Σάσκα, καταλαβαίνεις; Στά παλιά μου τά

παπούτσια άν είναι πολλοί. Δέν εΐναι πολλοί, μά τό ζήτημα είναι πώς διάολο θά μπορέσουμε νά τούς καταφέρουμε. Λές: είναι πολλοί, μά πού’ναι τους; Πού; Μέ ποιόν θά καταπιαστείς; Πρέπει κάπως νά μπορέσουμε νά τούς μαζέψουμε. Πώς όμως νά τούς μαζέψεις;

Μπήκε ή Γκουλιάγεβα, άκουσε τή συζήτησή μας, άπάντησε μ ’ ένα χαμόγελο στό καχύποπτο βλέμμα τοϋ Καραμπάνοφ κι είπε:

—"Ολους μαζί, ό,τι καί νά κάνετε δέ θά τούς μαζέψετε! Ό ,τ ι καί νά κάνετε!...

— Θά τό δούμε αύτό!— Τί θά πεϊ: ό,τι καί νά κάνετε! είπε θυμωμένα ό Σεμιόν. Θά

τούς μαζέψουμε. “Ας μήν έρθουνε διακόσιοι όγδόντα, άς έρθου­νε εκατόν όγδόντα. Βλέποντας καί κάνοντας. Τί κερδίζουμε πού καθόμαστε μέ σταυρωμένα χέρια;

Κάτσαμε καί κάναμε ένα σχέδιο δράσης. Τώρα θά μοιραστεί τό φαγητό. Τούς Κουριαζινούς τούς έχει κόψει άρκετά ή πείνα κι όλοι στούς θαλάμους περιμένουν νά φάν. Στό διάβολο, άς περιδρομιάσουν! Τήν ώρα πού θά τρώνε θά πάμε όλοι στούς θαλάμους καί θ ’ άρχίσει ή διαφώτιση. Πρέπει νά είπωθεϊ στούς παλιανθρώπους αύτούς: έλάτε στή συνέλευση, άν εϊσαστε άν­θρωποι κι όχι τίποτ’ άλλο. Έλάτε! Ε σ ά ς βρέ παλιόμουτρα, πρώτα- πρώτα έσάς ενδιαφέρει, άρχινάει γιά σάς μιά καινούργια ζωή, μά έσάς, σάν ψόφιες γάτες, σάς τρώει ή βρώμα καί ή

270

Page 271: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σαπίλα! Κι άν κανένας σας θελήσει νά κάνει τόν έξυπνο, δέν πρέπει νά φάμε τήν ώρα μαζί του. Καλύτερα νά τού πούμε: κάνεις τόν ήρωα έδώ δίπλα στήν κατσαρόλα μέ τή σούπα, μά έλα στή συνέλευση καί πές ό,τι θέλεις. Τ ίποτ’ άλλο. Καί μετά τό φαγητό θά χτυπήσει ή καμπάνα γιά τή συνέλευση.

’Έξω άπ ' τήν πόρτα τοϋ μαγειρείου κάθονταν πολλοί Κουρια- ζινοί καί περίμεναν νά μοιραστεί τό φαγητό. Ό Μίσκα Ό β - τσιαρένκο στεκόταν στήν πόρτα κι έκανε διαφώτιση σ ’ έκεϊνον τόν ξανθό πού χτές ένδιαφέρθηκε νά μάθει πώς λέγομαι:

—“Οποιος δέ δουλεύει, φαγητό δέν παίρνει. Κι έσύ μοϋ κοπανάς συνέχεια: παίρνει! Τίποτα δέν έχεις νά πάρεις! Καταλα­βαίνεις φίλε; Πρέπει καλά νά τό καταλάβεις, άν σοϋ κόβει τό νιονιό σου. Βέβαια, μπορεϊ καί νά σού δόσω νά φάς, όμως αύτό, άγαπητέ μου. μονάχα άν θέλω τό κάνω. Γιατί, φιλαράκο, έσύ δέ δούλεψες γιά νά ’χεις τό δικαίωμα νάφάς, καταλαβαίνεις; Κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος νά βγάζει τό ψωμί του, μά έσύ άγαπητέ μου, είσαι τεμπελχανάς καί χαραμοφάης καί δέν έχεις τό δικαίωμα νά ζητήσεις νά φάς. Μπορώ άν θέλω νά σοϋ δόσω νά φάς μονάχα άπό λύπηση. Τέλειωσε.

Ό ξανθός κοίταζε τό Μίσκα μέ τόνα μάτι σάν πληγωμένο θεριό. Τ ' άλλο τό μάτι του ήταν κλειστό καί γενικά άπό χτές στή φυσιογνωμία τοϋ ξανθού είχαν γίνει μεγάλες άλλαγές: σέ μερικά μέρη ή φάΐσα του είχε φουσκώσει κι είχε πάρει μιά μελανιά άπόχρωση, τό πάνω χείλι του καί τό δεξί μάγουλο ήταν ματωμένο. Ό λ ’ αύτά μού δόσαν τό δικαίωμα νά ρωτήσω σοβαρά τό Μίσκα:

— Τί τρέχει έδώ; Ποιός τοϋ'κάνε έτσι τά μούτρα του;Ό Μίσκα πήρε ένα σοβαρό ύφος, χαμογέλασε κι άρχισε ν ’

άμφισβητεϊ τήν όρθότητα τής έρώτησής μου:— Γιά ποιό λόγο, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, ρωτάτε έμένα; Έ ­

χουν τίποΐα τά δικά μου τά μούτρα; “Οχι. Αύτουνοϋ έχουν, τοϋ Χόβραχ, ’ Εγώ έδώ κάνω τή δουλιά μου, καί γιά τή δουλιά μου τούτη μπορώ νά σάς κάνω έκθεση σά διευθυντής πού’σαστε. Ό Βόλοχοφ μοϋ είπε: κάτσε στήν πόρτα καί νά μήν άφήσεις κανέναν στό μαγειρείο! Αύτό έκανα καί κάνω. Ουτε τούτον έδώ τόν κυνήγησα, ούτε πήγα νά τόν βρώ στό θάλαμό του, ούτε τοϋ’γινα τσιμπούρι γιά τίποτα. Ά ς πεϊ κι ό ίδ ιος ό Χόβραχ: όλοι χώνουν τή μύτη τους έδώ χωρίς νά ’χουν καμιά δουλιά, ίσως κι αύτός άπό κουταμάρα του νά βρήκε κανέναν μπελά.

Ό Χόβραχ άρχισε ξαφνικά τό κλαψούρισμα, κούνησε άπει-

271

Page 272: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

λώντας τό κεφάλι του στό Μίσκα κι είπε τή δική του άποψη:— Καλά! Που τό βρήκατε νά μάς ξεκάνετε ά π ’ τήν πείνα; Κι

έσένα ποιός σοΟ’δοσε τό δικαίωμα νά χτυπάς; Δέ μέ ξέρεις έμένανε. Γρήγορα δμως θά δεις ποιός είμαι, έννοια σου!...

Τότε δέν είχαμε άκόμα έπεξεργαστεϊ θέσεις γιά τήν Αντιμε­τώπιση έπίθεσης κι ήμουν Αναγκασμένος νά τό σκεφτώ τό ζήτημα. Τέτια άξεκαθάριστα προβήματα γνώρισε κι ή Ιστορία καί πάντα λύνονταν μέ πολύ μεγάλη δυσκολία. Θυμήθηκα τά λόγια τοΰ Ναπολέοντα μετά τή δολοφονία τοΰ πρίγκιπα Ά ν - γκιένσκι: «Αύτό ίσως νά ήταν έγκλημα, δμως δέν ήταν λάθος».

Προσπάθησα προσεχτικά ν ’ άκολουθήσω μιά μέση όδό:— Καί ποιό δικαίωμα είχες νά τόν χτυπήσεις;

Ό Μ ίσκα,χωρίς νά πάψει νά χαμογελάει, βγάζει καί μοϋ δείχνει μιά κάμα:

— Τό βλέπετε τούτο; Είναι κάμα φινλανδική. Ά π ό πού τήν πήρα; Μπάς καί τήν Εκλεψα ά π ’ τόν Χόβραχ; ’Εδώ ή συζήτηση πήρε κι έδοσε. Ό Βόλοχοφ μού’πε: κανέναν στήν κουζίνα! Κι έγώ δέν τό κούνησα ά π ’ αύτή τή θέση, τούτος δμως Ερχεται μέ τήν κάμα κι έπιμένει: άσε νά περάσω! ’Εγώ φυσικά, δέν τόν άφήνω, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, καί τούτος τό δικό του: φύγε ά π ’ τή μέση καί μοΰ χώνεται. “Ε, τόν έσπρωξα κι έγώ. “Ετσι λιγάκι τόν έσπρωξα μ ’ εύγένεια, μά τούτος ό βλάκας σηκώνει μ ’ όρμή τήν κάμα κι Απειλεί. Δέν τοΰ κόβει τό ξερό πώς έδώ υπάρχει τάξη. Σάν χαζοκρεμανταλάς έκανε...

—"Ομως τόν χτύπησες, νά... τόν μάτωσες. Τοϋ κατέβασες καί γροθιές, έ;

' Ο Μίσκα κοίταξε τίς γροθιές του καί σά νά τά σάστισε λίγο.— Βέβαια, οί γροθιές δικές μου είναι, τί νά κάνω; "Ομως έγώ

ούτε κουνήθηκα άπ* τή θέση μου. 'Ό πω ς μοΰ’πε ό Βόλοχοφ, έτσι κι έμεινα καρφωμένος στή θέση μου. Τούτος δμως σήκωσε χέρι, ό κρεμανταλάς...

— Κι έσύ δέ σήκωσες χέρι;— Καί ποιός μπορεΐ νά μ* Απαγορέψει νά κουνάω τά χέρια

μου; "Οταν στέκομαι στό πόστο μου μπορώ ν ’ Αλλάξω καί νά ξεκουράσω τό ποδάρι μου, ή άς πούμε νά βάζω τό χέρι μου Απ’ τή μιά μεριά στήν άλλη; Ποιός τοΰ φταίει πού μοϋ’γινε κολλητσίδα; "Ε, Χόβραχ, πρέπει νά ξέρεις γιά ποΰ τραβας! “Ας πούμε πώς έρχεται ένα τραίνο... Ά φ ο ΰ βλέπεις πώς έρχεται όλάκερο τραίνο κάνε στήν άκρη καί κοίτα. "Οταν δμως κόβεις τό δρόμο του καί κουνάς τήν κάμα σου, τότε φυσικά τό τραίνο δέ

272

Page 273: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μπορεϊ ουτε νά σταματήσει, ουτε νά στρίψει πουθενά, κι υστέρα θά ψάχνουν νά βρουν τά κομματάκια σου καί τέλειωσε. Κι άμα μιά μηχανή δουλεύει πρέπει νά πάς κοντά της μέ προσοχή, δέν είσαι δά καί μικρός!.

Ό λ ’ αύτά ό Μίσα τά έξηγοϋσε στόν Χόβραχ μέ καλοσυνάτη φωνή μάλιστα λίγο χαϊδευτική. Τ ά 'λεγε μέ πειστικότητα καί κουνώντας τό δεξί του χέρι έδειχνε άπό πού μπορούσε νά περάσει τό τραϊνο καί πού θά’πρεπε νά στέκει κείνη τήν ώρα ό Χόβραχ. Ό Χόβραχ τόν άκουγε προσεχτικά καί χωρίς νά βγάζει κουβέντα, τό αιμα στό μάγουλό του είχε άρχίσει νά στεγνώνει κάτω ά π ’ τίς μαγιάτικες άχτίδες τού ήλιου.' Η όμάδα τών σπουδαστών τής έργατικής σχολής άκουγε σοβαρά τά λόγια τού Μίσα Ό βτσιαρένκο, έχτιμώντας όπως άξιζε τή δύσκολη θέση τοϋ Μίσα καί τήν άπλή σοφία τών έπιχειρημάτων του.

'Ό σ ο κρατούσε ή συζήτηση μαζεύονταν κι άλλοι Κουριαζι- νοί. ’Απ' τά πρόσωπά τους κατάλαβα πώς τούς είχαν γοητέψει οί αύστηροί συλλογισμοί τού Μίσα, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί προέρχονταν άπό’να νικητή. Μέ πολλή Ικανοποίηση διαπίστωσα πώς άρχίζω κάπως νά διαβάζω τά πρόσωπα τών καινούργιων μου τροφίμων. Πολύ μ ' ένδιέφεραν τ ’ άνεπαίσθη- τα έκεϊνα σημάδια χαιρεκακίας πού σάν τά γράμματα ένός λιωμένου τηλεγραφήματος άρχιζαν νά διακρίνονται πάνω στά βρώμικα καί τά πασαλειμμένα στή σούπα πρόσωπα. Μονάχα στό μουτράκι τού Βάνια Ζάιτσενκο, πού στεκόταν μπροστά άπό τήν παρέα του, τό χαιρέκακο τούτο αίσθημα ήταν γραμμένο καθαρά καί μέ μεγάλα γράμματα σά νά ’ ταν σύνθημα γιορτής. * Ο Βάνια έβαλε τά χέρια στή ζώνη τοϋ παντελονιού του, άνοιξε τά ξυπόλητα πόδια του καί κοίταγε προσεχτικά, όλο είρωνία τό πρόσωπο τοϋ Χόβραχ. “Άξαφνα, χωρίς νά κινηθεί ά π ’ τή θέση του, έβγαλε μιά φωνή τραγουδιστή, κουνώντας τήν όμορφη παιδική μέση του:

— Χόβραχ!... Δηλαδή δέ σ ’ άρέσει άμα σού τίς βρέχουνε! Δέ σ ’ άρέσει έ;

— Σώπασε σύ, ψείρα! είπε συννεφιασμένος ό Χόβραχ.— Χά, χά! Δέν τ ’ άρέσει! κι ό Βάνια έδειξε μέ τό δάχτυλο

τόν Χόβραχ. Τού σπάσανε τή μούρη, αύτό είναι όλο.' Ο Χόβραχ όρμησε στό Ζάιτσενκο, μά ό Καραμπάνοφ

πρόφτασε νά βάλει τό χέρι του στόν ώμο του κι ό ώμος τοϋ Χόβραχ κατέβηκε πολύ πρός τά κάτω, στραβώνοντας τή μοδάτη φιγούρα του. Έ δώ πού τά λέμε, ό Βάνια δέ φοβήθηκε. Μονάχα

273

Page 274: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πήγε πιό κοντά στό Μ ίσα 'Ο βτσ ιαρένκο/Ο Χόβραχ Εριξε μιά ματιά στόν Σεμιόν, στράβωσε τό στόμα του καί ξέσπασε. Ό Σεμιόν χαμογέλασε καλοσυνάτα. Οί δλο κακία ματιές τοΰ Χόβραχ πέφτανε σ ' δλους τριγύρω καί πάλι σκόνταφταν στό εύθυμο, είρωνικό καί προσεχτικό μάτι τοϋ Βάνια. Ή τα ν φανερό πώς ό Χόβραχ τά ’χε χαμένα: ή άναποδιά πού τόν βρήκε κι ή άπομόνωσή του, τά άίματα στό μάγουλο πού μόλις είχαν στεγνώσει, τά καυτερά λόγια τοϋ Μίσα καί τό χαμόγελο τοϋ Καραμπάνοφ δ λ ’ αυτά θέλανε κάποιο χρόνο γιά νά τά σκεφτεϊ, νά βγάλει κάποιαν άκρη. "Ολα τούτα τόν δυσκόλευαν άκόμα περισσότερο νά ξεφύγει ά π ’ τή μισητή μηδαμινότητα τοϋ Βάνια καί νά πνίξει τό άκατανίκητο, δπως νόμιζε, καταστρεπτικό κι αύθάδικο πείσμα του. Μά ό Βάνια άντιμετώπισε τό πείσμα του αύτό μέ μιά φοβερή δόση σαρκασμού:

— Πώ, πώ, λυθήκανε τά γόνατά μας άπ’ τήν τρομάρα! Δέ θά μπορέσω νά κοιμηθώ άπόψε, πάει! Πάει ό Οπνος!

"Ολοι γύρω, καί τά παιδιά τού Γκόρκι καί οί Κουριαζινοί Εσκασαν στά γέλια. Ό Χόβραχ άφρισε:

— Παλιοτόμαρο! κι Ετοιμάστηκε νά ξεστομίσει κι άλλες, άνώτερης μορφής, βλαστήμιες.

— Χόβραχ! φωνάζω.— Τί τρέχει; ρωτάει μουτρωμένος.—Έ λ α δώ!Δέ βιάζεται νά έκτελέσει τήν έντολή μου, κοιτάζει τά

παπούτσια μου κι δπως συνήθως, Εξακολουθεί νά ’χει χωμένα τά χέρια στίς τσέπες. Ε ντείνω λίγο τήν αυστηρότητα τής Εντολής μου:

— Πιό κοντά Ελα, έσένα μιλάνε!Γύρω άπλώνεται ήσυχία καί μονάχα ό Πέτκα Μάλικοφ

ψιθυρίζει φοβισμένα:—Ό χό !

Ό Χόβραχ πλησιάζει, φουσκώνει τά χείλια καί μέ κοιτάει μ 1 Ενα διαπεραστικό βλέμμα. Ελπίζοντας νά μέ κάνει νά τά χάσω. Σταματάει δυό βήματα άπό μένα καί κουνάει τό πόδι του δπως χτές.

— Κάτσε προσοχή!— Αύτό μδς Ελειπε τώρα. Ά κ ο υ , προσοχή! ξεστόμισε

ό Χόβραχ, δμως τεντώθηκε κι Εβγαλε τά χέρια ά π ’τίς τσέπες, μά τό δεξί χέρι τό*βαλε φιλάρεσκα στό γοφό μ ’ άνοιχτά δλα τά δάχτυλα.

274

Page 275: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Καραμπάνοφ τοΰ τράβηξε τό χέρι ά π ’ τό γοφό:—"Ακουσε, φίλε, άμα σοΰ’πανε «προσοχή», δέν πάει νά πει

πώς θά στήσεις έδώ χορό. Πιό ψηλά τό κεφάλι!Ό Χόβραχ σούφρωσε τά φρύδια, μά έγώ είδα πώς ήτανε πιά

έτοιμος γιά όλα. Τοΰ είπα:—Έ σ ύ τώρα είσαι τρόφιμος τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι. Πρέπει νά

σέβεσαι τούς συντρόφους σου. Δέν θά πειράζεις πιά τούς μικρότερους, έτσι;

Ό Χόβραχ άνοιγόκλεισε τά ματόφυλλά του καί στό κάτω χείλι του έσκασε ένα θαμπό χαμόγελο. Στήν έρώτησή μου ύπήρχε περισσότερη άπειλή παρά εύγένεια, κι είδα πώς ό Χόβραχ στό σημείο αύτό έδοσε πιά Ιδιαίτερη προσοχή. 'Α πάν­τησε μονολεχτικά:

— Γίνεται...—Ό χ ι γίνεται, άλλά μάλιστα, νά πάρει ό διάολος! κουδούνι­

σε ή ψιλή φωνή τοϋ Μπελούχιν,Ό Ματβέι χωρίς πολλές τσιριμόνιες έπιασε τόν Χόβραχ άπ'

τούς ώμους τόν γύρισε, χτύπησε τά πεσμένα καί στίς δυό μεριές χέρια του, τοϋ πήρε τό δεξί χέρι, τό σήκωσε όμορφα σέ στάση χαιρετισμού κι είπε τονίζοντας τίς λέξεις:

— Μάλιστα, δέ θά πειράζω τούς μικρότερους! Έπανάλαβέτο!

Ό Χόβραχ τά ’χασε περισσότερο κι έμεινε μ ’ άνοιχτό τό στόμα:

— Μά γιατί ριχτήκατε όλοι σέ μένα; Τί σάς έκανα; Τίποτα δέν έκανα! Αύτός μοϋ κοπάνησε τή μούρη. Ψέματα; Έ γώ τίποτα δέν έκανα...

Οί Κουριαζινοί πού τούς είχε κοπεί ή άνάσα ά π ’ όσα έβλεπαν μπροστά τους, ήρθαν πιό κοντά. Ό Καραμπάνοφ άγκάλιασε τόν Χόβραχ άπ ' τόν ώμο καί τοΰ 'πε δυνατά καί μέ φιλικό τόνο:

— Φίλε μου άγαπητέ! Μά έσύ είσαι έξυπνος άνθρωπος. Ό Μίσα στέκει στό πόστο του, δέν ύπερασπίζει τά δικά του συμφέροντα, μά τά συμφέροντα όλονών. Ά ν τε , πάμε νά κά­τσουμε σ ’ έκεΐνο τό κούτσουρο, θέλω νά σοϋ έξηγήσω μερικά πράματα...

Ά νο ίγουν δρόμο στόν κύκλο τών φίλων τών ήθικών προβλη­μάτων καί συζητήσεων καί ξεμακραίνουν πρός τό κούτσουρο.

* Ο Βόλοχοφ έδοσε τελικά έντολή νά μοιραστεί τό φαγητό. ' Ο μουστακαλής μάγειρας μ ’ έναν άσπρο σκούφο πού άπό ώρα

275

Page 276: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τώρα στριφογύριζε πίσω ά π ’ τόν Μίσκα έγνεψε φιλικά στόν Βόλοχοφ κι έξαφανίστηκε. Ό Βάνια Ζάιτσενκο τραβούσε όλη τήν παρέα του ά π ’ τά μανίκια κι έλεγε δυνατά:

—Ά κοΰς, φόρεσε κι άσπρο σκούφο! Πώς νά τό έξηγήσεις τούτο πάλι; Τίμκα! Γιά βρές το έσύ!

Ό Τίμκα κοκκίνισε, κατέβασε τά μάτια κι είπε:— Είναι δικός του ό σκούφος, αύτό τό ξέρω!Στίς πέντε ή ώρα Εγινε ή γενική συνέλευση. Δέν ξέρω τί

βοήθησε: ή διαφώτιση τών σπουδαστών τής έργατικής σχολής ή τίποτ’ άλλο πάντως ή λέσχη είχε γεμίσει. Κι δταν ό Βόλοχοφ έβαλε στήν πόρτα τόν Μίσια Ό βτσιαρένκο, κι ό Ό σ ά ντσ ι μέ τόν Σελαπούτιν άρχισαν νά καταγράφουν τούς παρόντες, Αρχή άπαραίτητη γιά τή διαπαιδαγώγηση, στήν πόρτα πλάκωσαν οί καθυστερημένοι καί ρώταγαν άνήσυχοι:

— Καί σ ’ όποιον δέ γραφτεί θά τού δόσουνε φαΐ;Ή παλιά αίθουσα τής έκκλησιάς μόλις καί χωρούσε στριμω­

χτά δλο τούτο τό άνθρώπινο Ολικό, 'Α π ' τό ίερό πού βρισκόταν λίγο ψηλότερα κοίταγα προσεχτικά τό τσούρμο τούτο τών Αλητόπαιδων, κι έμεινα κατάπληχτος κι ά π ’ τόν δγκο τους κι ά π ’ τ ’ Ανέκφραστα σχεδόν πρόσωπά τους. Πού καί πού μονάχα μέσα στό πλήθος ξεχώριζες μερικά ζωηρά πρόσωπα, Ανθρώπινες πραγματικά κουβέντες καί Ανοιχτό παιδικό γέλιο. Οί κοπέλες είχαν στριμωχτέ! στήν πίσω σόμπα κι ΑνΑμεσά τους βασίλευε μιά φοβισμένη μουγκαμάρα. Μέσα στή γκριζόμαυρη θάλασσα τών λερωμένων ρούχων, τών άναμαλλιασμένων κεφαλιών καί τής Αβάσταχτης βρώμας, πρόβαλλαν σά νεκρές στρογγυλές κηλίδες τά πρόσωπα, Αδιάφορα, πρωτόγονα, μ* ΑνοιχτΑ στόμα­τα, μ ’ άγρια μΑτια, μέ κΑτι μΑγουλα σΑν στουπιΑ.

Τούς είπα μέ λίγα λόγια γιΑ τό Σταθμό Γκόρκι, γιΑ τή ζωή καί τή δουλιά του. ’Ανέφερα σύντομα ποιά είναι έδώ τά καθήκοντα δλων μας; ή καθαριότητα, ή δουλιά, ή μάθηση, ή καινούργια ζωή, ή καινούργια Ανθρώπινη εύτυχία. Ζοϋνε σέ λεύτερη χώρα δπου δέν υπάρχουν Αφέντες καί καπιταλιστές κι όπου ό κάθε άνθρωπος μπορεΐ λεύτερα ν ’Αναπτυχθεί καί νά προκόψει μέσα στή χαρΑ τής δημιουργικής δράσης. Πολύ γρήγορα κουρΑστηκα, νιώθοντας πώς οί Ακροατές μου δέ δίνουν προσοχή σ ’αύτΑ πού λέω. “Εμοιαζε σΑ νά μίλαγα σέ ντουλάπες, σέ βαρέλια ή σέ κιβώτια. Τούς Ανακοίνωσα πώς οί τρόφιμοι πρέπει νΑ όργανωθούν σέ τμήματα Από είκοσι άτομα τό καθένα, ζήτησα νΑ μοϋ πούν δεκατέσσερα όνόματα γιά νά μπουν

276

Page 277: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

διοικητές στά τμήματα αύτά. Μουγκαμάρα. Ζήτησα νά ύποβάλ- λουν έρωτήσεις. Πάλι μουγκαμάρα. Στήν έξέδρα βγήκε ό Κουντλάτι κι είπε:

—Έ δώ πού τά λέμε, δέ ντρεπόσαστε λέω γώ; Τό ψωμί τό καταβροχθίζετε, τήν πατάτα τήν κατεβάζετε, όπως καί τή σούπα, καί ποιός είναι ύποχρεωμένος νά σάς τά κάνει όλα αύτά; Ποιός; Κι άμα αύριο δέ σάς δόσω νά φάτε; Πώς θά σάς φανεί τότε, ε;

Καί σέ τούτη τήν έρώτηση κανένας δέν άπάντησε. Γενικά όλοι τους είχαν μουγκαθεϊ.

Ό Κουντλάτι νεύριασε:— Τότε προτείνω άπ’αύριο νά δουλεύουμε έξι ώρες τή

μέρα, καί νά σπείρουμε, πού νά σάς πάρει ό διάολος! Θά δουλέψετε;

Ά κούστηκε μιά φωνή ά π ’τή γωνία πέρα:— Θά δουλέψουμε!

"Ολοι γύρισαν άργά τό κεφάλι πρός τό μέρος πού άκούστη­κε ή φωνή, μά άμέσως οί θαμπές τούτες φυσιογνωμίες ξανάρθαν στίς θέσεις τους.

“Έ ριξα μιά ματιά στόν Ζαντόροφ. Μόλις είδε τήνάμηχανία μου έβαλε τά γέλια κι άκούμπησε τό χέρι του στόν ώμο μου:

— Δέν είναι τίποτα, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, θά περάσει κι αύτό!

4, «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ»

"Ως τά βαθιά μεσάνυχτα παιδευόμασταν νά όργανώσουμε τούς Κουριαζινούς. Τά παιδιά τής έργατικής σχολής γύριζαν σέ όλους τούς θαλάμους, έκαναν καταστάσεις τών τρόφιμων προ­σπαθώντας νά συγκροτήσουν τά τμήματα. Στριφογύριζα στούς θαλάμους κι έγώ, έχοντας δίπλα μου τόν Γκόρκοφσκι σάν έργαλεϊο μέτρησης. Έ πρεπε νά ξεδιαλύνουμε, έστω καί μέ τό μάτι τά πρώτα γνωρίσματα κολεχτιβίστικης ζωής, νά βρούμε έστω καί σέ σπάνιες περιπτώσεις Ίχνη μιάς στοιχειώδικης όμαδικότητας. Ό Γκόρκοφσκι έμπαινε στό σκοτεινό θάλαμο καί ρώταγε:

— Λοιπόν; Ποιά παρέα ε ίν ’έδώ;Ούτε παρέες, ούτε καί μονάδες δέ βρήκαμε στούς θαλάμους.

'Ο διάολος ξέρει τί σκορποχώρι ήταν τούτοι οί Κουριαζινοί. Τούς ρωτάγαμε ποιοί άλλοι μένουν στό θάλαμο, ποιοί κάνουν

277

Page 278: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μεταξύ τους παρέα, ποιός είναι καλός, ποιός είναι άνάποδος, μά οί άπαντήσεις τους δέν μάς ενθουσίαζαν καί πολύ. Στή πλειο- ψηφία τους δέν ξέραν ποιός ήταν ό διπλανός τους, σπάνια ξέραν άκόμα καί τά όνόματα ό ένας τοϋ άλλου, στήν καλύτερη περίπτωση άλληλοφωνάζονταν μέ τά παρατσούκλια τους: Φτί- κας, Σόλας, Κουνούπης, Σωφεράντζας. Ψείρας, ή Ουμόνταν τόν πλαϊνό τους άπό μερικά άλλα έξωτερικά γνωρίσματα:

— Σ 'αύτό τό κρεβάτι μένει ό Βλογιοκομμένος, σέ τούτο αύτός πού τό ’σκάσε ά π ’τό Βάλοκ.

Σέ μερικές περιπτώσεις νιώσαμε τήνάδύνατη μυρουδιά μιάς κάποιας όμαδικότητας, όμως όχι τής όμαδικότητας πού μάς χρειαζόταν.

Τελικά, κατά τά μεσάνυχτα είχα κάποια άντίληψη γιά τή σύνθεση τοϋ Κουριάζ.

Φυσικά, όλοι τους ήταν άλητόπαιδα, όμως άλητόπαιδα όχι τής γνωστής κλασικής μορφής. Δέν ξέρω γιατί στή λογοτεχνία μας κι άνάμεσα στή διανόησή μας τό άλητόπαιδο εχει ταυτιστεί μέ τόν τύπο κάποιου ήρωα τού Μπάυρον. Τό άλητόπαιδο είναι δήθεν πρίν ά π ’όλα ένας φιλόσοφος καί μάλιστα πολύ σπιρτό­ζος, ένας άναρχικός καί γκρεμιστής τών πάντων, πού βρίζει καί μισεϊ κάθε ήθική άξια καί σύστημα. Οί κατατρομαγμένοι καί δακρύβρεχτοι παιδαγωγικοί παράγοντες πρόσθεταν άκόμα σ ’ αύτόν τόν τύπο έναν όλόκληρο κατάλογο άπό πολύχρωμα φτερά, μαδημένα ά π ’τίς ούρές τής κοινωνιολογίας, τής έπιστή- μης τών άντανακλαστικών κι άπό άλλες παρόμοιες επιστήμες. Πίστευαν βαθιά πώς τ'άλητόπαιδα ήταν οργανωμένα, είχαν αρχηγούς, αύστηρή πειθαρχία, κι όλόκληρη στρατηγική λωπο- δυτικών έξορμήσεων, άκόμα κι εσωτερικό κανονισμό. Γιά τ ’άλητόπαιδα χρησιμοποιούσαν άφθονα ειδικούς επιστημονι­κούς όρους: «αύτογενής κολεχτίβα» κλπ.

Στόν άρκετά όμορφα στολισμένο αύτό τύπο τοϋ άλητόπαι- δου μερικοί εύσεβεϊς μικροαστοί (Ρώσοι καί ξένοι), πρόσθεσαν στά έργα τους κι άλλα μπιχλιμπίδια. "Ολα τ ’άλητόπαιδα είναι κλέφτες, μεθύστακες, έκφυλοι, χασισοπότες καί συφιλιδικοί. Σ ’ολη τήν παγκόσμια ιστορία, μονάχα τόν Πέτρο τόν Α ' τόν στολίσανε μέ τόσα πολλά άνθρώπινα άμαρτήματα. Έ δώ όμως πού τά λέμε. όλα τούτα βοήθησαν πολύ τούς Λυτικοευρωπαίους συκοφάντες, νά συνθέσουν τά πιό ήλίθια κι εξοργιστικά άνέκδο- τα γιά τή ζωή μας.

Στό μεταξύ τίποτα τέτιο στήν πραγματικότητα δέν υπάρχει.

278

Page 279: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ΙΙρέπει ν 'άπορριφθεϊ κατηγορηματικά ή θεωρία δτι υπάρ­χει μόνιμη καί σταθερή άλήτικη κοινωνία, πού δέ γεμίζει μονάχα τούς δρόμους μέ τά «φοβερά της έγκλήματα» καί τά γραφικά της σουλούπια, μά καί μέ τήν Ιδιαίτερη δική της «ιδεολογία». 'Ό λ ο ι αύτοί πού έγραψαν τά ρομαντικά κουτσομ­πολιά γιά τό σοβιετικό άναρχικό, τόν άνθρωπο τοΰ δρόμου, δέν είδαν δτι, μετά τόν έμφύλιο πόλεμο καί τήν πείνα, έκατομμύρια παιδιά, μέ μιά φοβερή Ενταση τών προσπαθειών δλης τής χώρας, μπήκαν σέ παιδικά ιδρύματα καί σώθηκαν ά π ’τήν άλητεία καί τή μαύρη ζωή. Στή συντριπτική τους πλειοψηφία δλα αύτά τά παιδιά Εχουν πιά μεγαλώσει καί δουλεύουν στά σοβιετικά έργοστάσια καί στά σοβιετικά Ιδρύματα. “Αλλο είναι βέβαια τό ζήτημα κατά πόσο παιδαγωγικά άνώδυνη ήταν ή διαδικασία διαπαιδαγώγησης αύτών τών παιδιών.

Ή δουλιά στά παιδικά ίδρύματα, έξαιτίας άκριβώς αύτών τών "ίδιων τών ρομαντικών, συναντούσε φοβερές δυσκολίες πού τά όδηγοϋσε στήν κατάσταση πού βρίσκονταν τό Κουριάζ. ΓΓαύτό πολλά άγόρια (γίνεται λόγος μονάχα γι'άγόρ ια ) πολύ συχνά τό 'σκαγαν κι έπιαναν τούς δρόμους, όχι βέβαια γιά νά ζήσουν μόνιμα στό δρόμο, ούτε γιατί νόμιζαν πώς ή ζωή τού δρόμου τούς ταίριαζε πιό πολύ. Καμιά ιδιαίτερη Ιδεολογία τής άλητείας δέν είχαν στό μυαλό τους, άλλά έφευγαν μέ τήν έλπίδα νά βροϋν κανένα καλύτερο Σταθμό ή παιδικό ίδρυμα. Χτυπού­σαν δλες τίς πόρτες τών παιδικών Ιδρυμάτων καί έπιτροπών κοινωνικής άγωγής, προνοίας, μά πιό πολύ ά π ’δλα άγαπούσαν τά μέρη έκεΐνα πού έδιναν τήν έλπίδα νά τούς φέρουν σ ’έπαφή μέ τήν οίκοδόμηση τής καινούργιας ζωής, νά πάρουν μέρος σ ’αύτή, άποφεύγοντας τή μεσολάβηση τής ξερής καί ξεκομμέ­νης παιδαγωγικής.

Τό τελευταίο δέν τό πετύχαιναν συχνά. Οί παιδαγωγικοί κύκλοι, δλο πείσμα καί αυτοπεποίθηση δέν άφηναν εύκολα ά π ’τά χέρια τους τά θύματά τους καί γενικά δέν μπορούσαν νά φανταστούν τή ζωή τού άνθρώπου χωρίς προκαταβολική διαπαι- δαγωγική έπεξεργασία. Γι 'αύτόν άκριβώς τό λόγο όσα παιδιά τό έσκαγαν ά π ’τούς Σταθμούς άναγκάζονταν νά ξαναδεχθοΰν πάλι δλη τούτη τήν παιδαγωγική έπεξεργασία σ ’εναν άλλο Σταθμό ά π ’δπου ήτανε πολύ πιθανόν νά τό ξανασκάσουν. "Ολο τό διάστημα έξω ά π ’τούς σταθμούς τό περνούσαν στούς δρόμους. Καί μιά πού δέν είχαν ούτε καιρό ουτε τή συνήθεια ούτε γραφεία γιά ν ’άσχολούνται μέ ζητήματα ήθικής καί άρχών, ήτανε

279

Page 280: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

φυσικό νά λύνουν τά ζητήματα διατροφής τους χωρίς νά τηρυΰν τίς άρχές τής ήθικής. Καί σ ’άλλους τομείς οί τρόφιμοι τοΰ δρόμου δέν έπιμέναν καί πολύ ν ’άντιστοιχοϋν άκριβώς οί ένέργειες καί οί πράξεις τους μέ τίς φορμαλιστικές θέσεις τής έπιστήμης τής ήθικής. Γενικά τ'άλητόπαιδα ποτέ δέν είχαν κλίση στό φορμαλισμό. Μέ θολή τήν εικόνα μες στό μυαλό τους γιά τό τί πρόκειται στή ζωή νά τά ώφελήσει, πίστευαν βαθιά πώς άκολουθοΰν τόν πιό σύντομο δρόμο, γιά νά γίνουν μεταλλουργοί, ειτε σωφέρ κι ότι γΓαύτό μονάχα δυό πράματα χρειάζονταν: νά πατήσουν όσο γίνεται πιό στέρεα πάνω στή γή, εστω κι άν γΓαύτό θά χρειαζόταν νά κρατηθούν ά π ’τίς γυναι­κείες τσάντες ή τ ’άντρικά πορτοφόλια καί νά ταχτοποιηθούν κάπως σ ’ξνα γκαράζ ή σέ κάποιο μηχανουργείο.

Στήν έπιστημονική φιλολογία μας εγιναν κάμποσες προ­σπάθειες νά καταρτιστεί ένα ικανοποιητικό σύστημα ταξινόμη­σης τών άνθρώπινων χαρακτήρων. Παράπλευρα, μέσα σ ’αύτό τό σύστημα προσπάθησαν πολύ νά κατατάξουν τ ’άλητόπαιδα στήν ειδική στήλη τών άνήθικων καί τών έλαττωματικών παιδιών. ’Α π 'όλες όμως τίς ταξινομήσεις, νομίζω πώς ή πιό σωστή είναι έκείνη πού κατάρτισαν γιά πραχτική χρήση στήν Κομμούνα Τζερζίνσκι.

Σύμφωνα μέ τή γνώμη τών κομμουνάρων αύτών τής δουλιάς, τ ’άλητόπαιδα διαιρούνται σέ τρεΐς κατηγορίες. Ή «πρώτη κατηγορία·* άποτελεϊται ά π ’αυτούς πού μέ τόν πιό δραστήριο τρόπο παίρνουν μέρος στήν κατάρτιση τοϋ ίδιου τοϋ δικοϋ τους ώροσκόπιου, δίχως νά σταματούν μπροστά καί στήν πιό μεγάλη άναποδιά, καί πού κυνηγώντας τ ’όνειρο νά γίνουν μεταλλουρ­γοί είν 'έτοιμοι νά σκαρφαλώσουν σέ όποιοδήποτε μέρος ένός έπιβατικοϋ βαγονιού πού περισσότερο άπό κάθε άλλο τούς χτυπάει στό πρόσωπο ό δυνατός άέρας τών ταχυκίνητων τραί- νων-έξπρές. Κι αύτό όχι γιατί τούς αρέσουν τά βαγόνια- έστιατόρια καί τά μαλακά στρώματα, είτε ή ευγένεια τών σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Υ πάρχουν άνθρωποι πού θέλουν νά δυσφημήσουν αύτούς τούς ταξιδιώτες, υποστηρίζοντας ότι τούς τραβάει ό σιδηρόδρομος μόνο καί μόνο γιά νά πάνε ν'άπολαύσουν τήν εύωδιά τής Κριμαίας ή τά όμορφα νερά τοϋ Σότσι. Είναι ψέμα. Αύτό πού πρίν ά π ’όλα ένδιαφέρει τούς ταξιδιώτες αύτούς είναι οί γίγαντες τοϋ Ντνεπροπετρόφσκ, τοϋ Ντονέτς καί τοϋ Ζαπορόζιε. τά καράβια τής Ό δησσοϋ καί τοϋ Νικολάγεφ, τά έργοστάσια τής Μόσχας καί τοϋ Χάρκοβου.

2X0

Page 281: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ή ««δεύτερη κατηγορία» τών άλητόπαιδων έχει κι αύτή πολλά προσόντα όμως δέν κατέχει όλόκληρο τό μπουκέτο τών εύγενικών ήθικών προτερημάτων πού έχει ή «πρώτη κατηγο­ρία». Καί τούτα τ ’άλητόπαιδα ψάχνουν. Ω σ τό σ ο τά βλέμματά τους δέν κοιτάνε περιφρονητικά τά υφαντουργεία καί τίς φάμ­πρικες παπουτσιών, καί μάλιστα είναι έτοιμοι νά συμβιβαστούν καί μ ’ένα ξυλουργείο. Είναι ικανοί χαρτοπαϊχτες καί τέλος δέν ντρέπονται νά μαζεύουν θεραπευτικά βότανα.

Ή «δεύτερη κατηγορία» ταξιδεύει έπίσης, όμως προτιμάει νά σκαρφαλώνει πίσω ά π 'τά τράμ καί δέν ξέρει τό θαυμάσιο σιδηροδρομικό σταθμό τής Ζμερίνκας καί τίς αύστηρότητες τής Μόσχας.

Οί κομμουνάροι τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι προτιμούσαν πάντα νά τραβήξουν στήν Κομμούνα τούς πολίτες τής πρώτης μονάχα κατηγορίας. Γ ι’αύτό συμπλήρωναν τίς γραμμές τους κάνοντας διαφώτιση στίς άμαξοστοιχίες- ταχείες καί έξπρές. Τή «δεύτερη κατηγορία» οί κομμουνάροι τήν είχαν γιά πολύ πιό άδύνατη.

Στό Κουριάζ όμως δέν έπικρατοΰσε ούτε ή «πρώτη κατηγο­ρία», ούτε ή «δεύτερη», άλλά ή «τρίτη». Στόν κόσμο τών άλητόπαιδων. όπως καί στόν κόσμο τών έπιστημόνων, πολύ λί­γοι είναι «πρώτης κατηγορίας», περισσότεροι κάπως είναι «δεύ­τερης κατηγορίας», κι ή συντριπτική πλειοψηφία «τρίτης κατη­γορίας». ' Η συντριπτική αύτή πλειοψηφία δέν τρέχει πουθενά, ούτε ψάχνει νά βρει τίποτα, άλλά προσφέρει άπλοϊκά τά τρυφερά άνθοπέταλα τών παιδικών της ψυχών στήν όργανωτική έπίδραση τής κοινωνικής άγωγής.

Στό Κουριάζ έπεσα πάνω στήν πλούσια φλέβα τής «τρίτης» άκριβώς κατηγορίας. Τά παιδιά αύτά έχουν περάσει στή λιγό- χρονη Ιστορία τους άπό τρία ή τέσσερα παιδικά ίδρύματα καί σταθμούς, πολλές φορές κι άπό περισσότερα, άκόμα καί μέχρι έντεκα, αύτό όμως δέν είναι άποτέλεσμα τών δικών τους προσπαθειών γιά ένα καλύτερο μέλλον, άλλά άποτέλεσμα τών προσπαθειών τής λαϊκής παιδείας γιά νέες δημιουργικές άνα- ζητήσεις, προσπαθειών τόσο μπερδεμένων καί θολών πού καί τό πιό έμπειρο αύτί δέ μπορεϊ νά ξεχωρίσει άπό πού άρχίζει καί ποϋ τελειώνει ή άναδιοργάνωση, ή σύμπτυξη, ή σμίκρυνση, ή συμπλήρωση, ό περιορισμός, ή άνάπτυξη, ή διάλυση, ή άνα- συγκρότηση, ή έπέκταση, ή τυποποίηση, ή στανταρτοποίηση, ή έκκένωση, ή έπάνοδος μετά τήν έκκένωση.

281

Page 282: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Κι άφοϋ έγώ ήρθα στό Κουριάζ μέ προθέσεις άναδιοργάνω- σης ήταν φυσικό νά μέ προϋπαντήσουν μέ τήν ιδια άδιαφορία πού είναι καί τό μόνο προστατευτικό κάλυμμα γιά κάθε άλητό- παιδο.

Ή βουβή άδιαφορία ήταν προϊόν τής μακρόχρονης διαδικα­σίας διαπαιδαγώγησης κι ώς ένα βαθμό άποδείχνει τή μεγάλη δύναμη τής παιδαγωγικής.

' Η πλειοψηφία τών Κουριαζινών ήταν ήλικίας δεκατριών ώς δεκαπέντε χρονών, στίς φυσιογνωμίες τους όμως είχανε προφτά- σει ν ’ άποτυπωθούν πολυποίκιλα στοιχεία άταβισμοϋ. Πρώτ’ άπ* όλα χτυπούσε στό μάτι ή όλοκληρωτική έλλειψη κάθε κοινωνικότητας, παρόλο πού, ά π ’ τόν καιρό πού γεννήθηκαν, όλα τους τά χρόνια τά περάσαν καί μεγαλώσαν κάτω άπ' τό σύνθημα τής «κοινωνικής άγωγής». ' Ο πρωτόγονος αύθορμητι- σμός τους διαπερνούσε όλες τίς κινήσεις τους, όμως αύτός δέν ήτανε ό αύθορμητισμός τοϋ παιδιού πού μέ όλη τήν έμφυτη ειλικρίνεια του δείχνει εύαισθησία σ ’ όλα τά φαινόμενα τής ζωής. Τούτοι δώ δέν ξέρανε τή ζωή, καμιά ζωή. Οί όρίζοντές τους κλείνονταν στίς καταστάσεις τών είδών διατροφής πού κι αύτά τούς τραβούσαν μηχανικά κι άπό ένστιχτο. Στό καζάνι τής μάσας έπρεπε νά ριχτούν άνοίγοντας δρόμο μ έσ’ άπό ένα τσούρμο παρόμοιων μικρών θηρίων. Αύτό ήταν όλο κι όλο τό πρόβλημα. Μερικές φορές τό πρόβλημα είχε αίσια λύση. άλλοτε δέν είχε. Τό έκκρεμές τής άτομικής τους ζωής, δέν γνώριζε άλλου είδους αίωρήσεις. Οί Κουριαζινοί έκλεβαν άπό ένστικτο μονάχα έκεΐνα τά πράματα πού πραγματικά δέ βρίσκονταν στή θέση τους. ή έκεΐνα πού όλοι ήταν έτοιμοι νά ριχτούν γιά νά τ ’άρπάξουν. Ή άτομική θέληση αύτών τών παιδιών είχε άπό καιρό τσακιστεί μέ τό ξύλο, μέ τίς μπουνιές καί τίς κλωτσιές τών μεγαλύτερων, πού τούς λέγανε «ρουφήχτρες» καί πού είχαν πλούσια άνθίσει στό έδαφος τής μή άντίστασης καί τής «αύτο- πειθαρχίας» πού έφάρμοζε ή κοινωνική άγωγή.

Ταυτόχρονα, αύτά τά παιδιά δέν ήταν καθόλου χαλασμένα κι άνόητα. στήν ούσία ήταν συνηθισμένα παιδιά πού ή τύχη τους τά ’χε φέρει σέ μιά φοβερά παράλογη κατάσταση: ένώ ά π ’ τή μιά μεριά στερούνταν όλα τ ' άγαθά τού άνθρώπινου πολιτισμού, άπ* τήν άλλη μεριά τούς είχαν άποσπάσει ά π ’ τίς σωτήριες συνθήκες τοϋ στοιχειώδικου άγώνα ύπαρξης, προσφέβόντάς τους τό καθημερινό, εστω καί κακής ποιότητας, καζάνι.

Στό φόντο τής βασικής τούτης μάζας τών παιδιών, ξεχώριζαν

2X2

Page 283: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μερικές όμάδες άλλης φύσης. Στό θάλαμο πού ζοϋσε ό Χόβραχ βρισκόταν σίγουρα τό έπιτελεΐο τής «ρουφήχτρας». Τά παιδιά μοΰ λέγαν πώς θά ’ναι πάνω - κάτω καμιά δεκαπενταριά κι δτι τόν κύριο ρόλο τόν Επαιζε ό Κοροτκόφ. Τόν ίδιο τόν Κοροτκόφ άκόμα δέν τόν είχα δει καί γενικά δλοι αυτοί οί τρόφιμοι τόν περισσότερο καιρό τόν περνούσαν στήν πόλη. 'Ο Έ βγκένιεφ, πού άνάμεσά τους βρήκε κάτι παλιούς γνώριμους, υποστήριζε πώς 5λοι αύτοί είναι συνηθισμένοι κλέφτες τής πόλης, κι δτι ό Σταθμός τούς χρειάζεται μονάχα γιά υπνο. Ό Βίτκα Γκόρκοφ- σκι δέ συμφωνούσε μέ τόν Έ βγκένιεφ.

— Τί κλέφτες κάθεσαι καί μου λές! Μικρολωποδύτες!Ό Βίτκα Ελεγε πώς καί ό Κοροτκόφ, κι ό Χόβραχ, κι ό

Πέρετς, κι ό Τσουρίλο κι ό Ποντνεμπέσνι κι δλοι οί υπόλοιποι άλώνιζαν στό Σταθμό. Στήν άρχή κατακλέψαν τά δωμάτια τών παιδαγωγών, τά έργαστήρια καί τίς άποθήκες. Ά κόμ α κι οί τρόφιμοι είχαν κάτι γιά κλέψιμο: γιά τήν Πρωτομαγιά σέ πολλούς μοιράστηκαν καινούργια παπούτσια. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοϋ Γκόρκοφσκι κύριος στόχος τής δράσης κάθε «ρου­φήχτρας» ήταν άκριβώς αΰτά τά παπούτσια. Παραπέρα δλοι τοϋτοι καταστρώναν σχέδια γιά δράση καί στά γύρω χωριά καί μερικοί μάλιστα καί στά γύρω περάσματα. ' Ο Σταθμός στεκόταν σάν απειλητικός βραχνάς πάνω ά π ’ τήν περιοχή.

Ό Βίτκα άξαφνα μισόκλεισε τό μάτι κι Εβαλε τά γέλια:— Καί τώρα ξέρετε τί σκαρφίστηκαν τά παλιόμουτρα; Τά

πιτσιρίκια τούς φοβούνται, τρέμουν μπροστά τους καί τούτοι τί κάνουν; Μεγάλοι όργανωτές, κατάλαβες; Τά πιτσιρίκια τά λένε «σκυλάκια». Ό καθένας Εχει καί μερικά τέτια «σκυλάκια». Κάθε πρωί τούς λένε: τράβα δπου σοϋ καπνίσει, τό βράδυ δμως νά μήν Ερθεις μέ άδεια χέρια... Μερικοί πάνε καί κλέβουν στό παζάρι, άλλοι στά τραίνα, μά οί περισσότεροι — ποΰ μπορούν νά κλέψουν οί φουκαράδες — τό ρίχνουν στή ζητιανιά. Στέκον­ται μέ άπλωμένο τό χέρι στούς δρόμους, στή γέφυρα καί στό Ρίζοφ. Λένε πώς γιά μιά μέρα μαζεύουν δυό - τρία ρούβλια. Ό Τσουρίλο κχει τά πιό καλά «σκυλάκια», τοϋ φέρνουν καί μέχρι πέντε ρούβλια. ’Έ χουν καί τή νόρμα τους: Τό Ενα τέταρτο στό «σκυλάκι» καί τά τρία τέταρτα σ τ ’ άφεντικό. Έ , μήν κοιτάτε πού δέν Εχουν τίποτα στούς θαλάμους τους. “Εχουν καί κοστού­μια, καί λεοτά, μονάχα πού τά ‘χουν κρυμμένα. Έ δώ στήν Ποντβόρκα εχει μάλιστα μπόλικα τέτια σπίτια μ ‘όσους θέτε παλιανθρώπους: έκεϊ πάνε κάθε βράδυ καί γλεντούν.

Page 284: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τή δεύτερη γκρούπα τήν άποτελούσανε παιδιά σάν τόν Ζάιτσενκο καί τόν Μάλικοφ. 'Ο ταν γνωριζόσουνα άπό πιό κοντά μέ τή ζωή τού Σταθμού έβρισκες πώς δέν ήτανε καί λίγοι, κάπου τριάντα παιδιά. Σάν άπό θαύμα είχανε καταφέρει νά διατηρήσουν, παρά τίς άναποδιές τής ζωής, τά σπιθοβόλα μάτια τους, τήν ύπέροχη παιδική έπιθετικότητα, καί τήν άσί- γαστη περιέργεια πού τούς έκανε γιά κάθε ζήτημα νά σού γίνονται φόρτωμα. Πολύ άγαπάω αύτό τό κομμάτι τήςάνθρωπό- τητας, τ ’άγαπάω γιά τήν όμορφιά καί τήν εύγένεια τού ψυχικού του κόσμου, γιά τό βαθύ αίσθημα τιμιότητας, άκόμα καί γιά τό ότι όλοι τους είναι φανατικοί... έργένηδες καί σιχαίνονται τήν παντρειά. Ά π ό τά πρώτα βήματα τού πρωτοπόρου μικτού τμήματός μας, όλοι τούτοι σήκωσαν μύτη, άνασάνανε βαθιά καί γεμίσανε τά στήθια τους καθαρόν άέρα, ύστερα σκόρπισαν στούς θαλάμους κι έξαφνα χάνονταν, βάζοντας σέ κίνηση όλα τά έσωτερικά προσόντα πού άναφέραμε παραπάνω. Ά κόμα φοβόντουσαν νά περάσουν άνοιχτά μέ τό μέρος μου, ή ύποστή- ριξή τους όμως ήτανε σίγουρα έξασφαλισμένη.

Στήν τρίτη γκρούπα τών στοιχείων τούτων τής κοινωνίας σκοντάψαμε μαζί μέ τόν Βίτκα άπροσδόκητα, χωρίς νά τό θέλουμε, κι ό Βίτκα σταμάτησε μπροστά της σάν τό κυνηγόσκυ­λο μπροστά στό λαγό, σαστισμένος καί κατάπληχτος. Σέ μιά μακρινή γωνιά τής αύλής έγερνε άκουμπισμένο στόν παλιό τοίχο ένα μοναχικό σπιτάκι μέ μιά ξύλινη βεράντα. Ό Βάνια Ζάιτσενκο δείχνοντας τό σπιτάκι είπε:

—Έ κ εΐ ζούνε οί γεωπόνοι.— Ποιοί γεωπόνοι; Καί πόσοι είναι;— Είναι δεκατέσσερα άτομα.— Δεκατέσσερις γεωπόνοι; Καί γιατί τόσοι πολλοί;— Νά, αύτοί σπείρανε σίκαλη καί τώρα τήν περνάνε έκεϊ

στό σπιτάκι...Ό άέρας μύρισε Χαλαμπούντα κι άρχισα περισσότερο νά

ένδιαφέρομαι:—Έ σ εΐς τούς βγάλατε έτσι, έ; Γιά καζούρα;

'Ό μως τό πρόσωπο τού Βάνια σοβάρεψε καί γύρισε πιό έπίμονα τό κεφάλι του πρός τήν κατεύθυνση τού σπιτιού:

—Ό χ ι . είναι πραγματικά γεωπόνοι, νά, κοιτάξτε! ’Οργώσα­νε καί σπείρανε σίκαλη! Καί δέστε: μεγάλωσε! Νά, τόσοέφτασε κιόλας!

Ό Βίτκα κοίταξε θυμωμένος τόν Ζάιτσενκο:

284

Page 285: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Είναι αύτοί μέ τά θαλασσιά πουκάμισα; Μά τούτοι είναι τρόφιμοι του Στάθμου σας! Γιατί μας κοπανάς ψέματα;

—Έ γώ ψέματα; μουρμούρισε ό Βάνια. Δέ λέω καθόλου ψέματα. Αύτοί θά πάρουν καί διπλώματα. Καί μόλις τά πάρουν, θά φύγουν...

— Καλά, καλά. “Ας πδμε καί στούς γεωπόνους σας.Τό σπιτάκι είχε δυό θαλάμους. Στά κρεβάτια πού ήτανε

σκεπασμένα μέ κάπως καινούργιες κουβέρτες κάθονταν μερικά παιδιά μέ θαλασσιά πραγματικά πουκάμισα, χτενισμένα καλά καί μέ κάποια Ιδιαίτερα άθώα Εκφραση στά πρόσωπά τους. Στούς τοίχους ήτανε κολλημένες μέ τάξη Εγχρωμες καρτοΰλες, είκόνες άπό περιοδικά καί μέσα σέ ξύλινες κορνίζες μικρά καθρεφτάκια. Τά περβάζια τών παραθύρων ήταν σκεπασμένα μέ καθαρό χαρτί μέ στολίδια στίς άκρες.

Τά παιδιά όλο σοβαρότητα άπάντησαν ξερά στό χαιρετισμό μου καί δέ θυμώσαν καθόλου δταν ό Ζάιτσενκο γεμάτος ένθουσιασμό μάς τούς σύστησε:

— Νά, αύτοί είναι οί γεωπόνοι, πού σας Ελεγα! Κι αύτός είναι ό Επικεφαλής τους, ό Βοσκομπόινικοφ!

'Ο Βίτκα Γκόρκοφσκι μέ κοίταζε μέ μιά τέτια Εκφραση λές καί δέ μας σύστηναν γεωπόνους, άλλά τίποτα στοιχειά καί νεράιδες πού σέ καμιά περίπτωση ό Βίτκα δέ μπορούσε νά πιστέψει δτι υπάρχουν σ τ ’άλήθεια.

— Παιδιά, δέν πιστεύουμε νά σας πειράζει δν σας ρωτήσου­με κάτι: γιατί σας λένε γεωπόνους;

Ό Βοσκομπόινικοφ, Ενα ζωηρό παιδί πού ή ώχράδα τού προσώπου του πάλευε μέ τή σοβαροσύνη του, δίχως καί τά δυό μαζί νά σκεπάζουνε τήν άσάλευτη, σκοτεινή καί ξερή Εκφρασή του, σηκώθηκε άπ* τό κρεβάτι, Εβαλε μέ μεγάλο κόπο τά χέρια του στίς τσέπες τοΰ παντελονιού του καί είπε:

— Ναί,έμεϊς είμαστε γεωπόνοι. Γρήγορα θά πάρουμε τά διπλώματα..

— Καί ποιός θά σας δόσει τά διπλώματα;— Τί θά πεΐ ποιός θά τά δόσει; Ό διευθυντής.— Ποιός διευθυντής;—' Ο παλιός διευθυντής.

Ό Βίτκα Εβαλε τά γέλια:— Λές νά μου δόσει κι έμένανε δίπλωμα;— Ποΰ τό βρίσκεις έδώ τό άστεΐο; είπε ό Βοσκομπόινικοφ.

285

Page 286: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Έ σύ τίποτα δέν καταλαβαίνεις ά π ’αύτά κι έτσι δέ σου πέφτει λόγος. Τί καταλαβαίνεις έσύ;

Ό Βίτκα νεύριασε:— Εγώ αυτό καταλαβαίνω: όλοι σας έδώ μέσα είσαστε

κουτορνίθια. Πέστε μας μέ όλα τά καθέκαστα ποιός έδώ μέσα τό έχει ρίξει στήν τρελή;

— Στήν τρελή μπορεϊ νά τό ’χεις ρίξει σύ, άρχισε τίς έξυπνάδες ό Βοσκομπόινικοφ, μά ό Βίτκα δέ μπορεϊ ν ’άντέξει περισσότερο όλο τούτο τό νεραϊδολόγι:

—Ά σ τ* αύτά σού λέω, καί μίλα...Κάτσαμε στά κρεβάτια. Οί γεωπόνοι, παρατώντας τό σπου­

δαίο ύφος τους καί τήν άθώα τους έκφραση, πότε μέ κάποιες άντιφάσεις πότε μέ μιά δήθεν εύθιξία, έμπλουτίζοντας τά φειδωλά τους λόγια, μέ γκριμάτσες γεμάτες δυσπιστία καί περιφρόνηση, μάς άποκάλυψαν τά μυστικά τής χαλαμπούντικης σίκαλης καί τής άτομικής του Ιλιγγιώδικης καριέρας. Τήν άνοιξη στό Κουριάζ δούλευε κάποιος έντολοδόχος τού Χαλαμ­πούντα πού είχε είδική έντολή άπ* τόν ίδ ιο τόν Χαλαμπούντα νά σπείρει σίκαλη. “Επεισε δεκαπέντε ά π ’ τά μεγαλύτερα παιδιά νά δουλέψουν σ ’ αύτή τή δουλιά καί τούς πλήρωσε πολύ γενναιό­δωρα: τούς έβαλε σέ ξεχωριστό σπίτι, τούς άγόρασε κρεβάτια, έσώρουχα, κουβέρτες, κοστούμια, παλτά, έδοσε κι άπό πενήντα ρούβλια στόν καθένα καί τούς ύποσχέθηκε μόλις τελειώσουν τή δουλιά νά τούς δόσει καί δίπλωμα γεωπόνου. Μιά κι δλες οί υποσχέσεις καί οί συμφωνίες πραγματοποιήθηκαν — κρεβάτια, ρούχα κτλ. — τά παιδιά δέν είχαν κανένα λόγο ν ’ άμφιβάλλουν καί γιά τήν έκπλήρωση τής άλλης ύπόσχεσης, τής άπόχτησης διπλώματος, άφού μάλιστα όλοι τους ξέρανε λίγα γράμματα καί κανένας τους δέν είχε πάει παραπάνω ά π ’ τή δεύτερη τάξη τού δημοτικού. Ή ρ θ ε ή άνοιξη καί διπλώματα δέν τούς είχαν δόσει άκόμα. "Ομως τό γεγονός αύτό δέν άνησυχούσε καί τόσο τά παιδιά, παρόλο πού ό έντολοδόχος τού Χαλαμπούντα είχε γίνει καπνός κι δλες τίς ύποχρεώσεις του τίς είχε άναλάβει ευγενικά ό παλιός διευθυντής τοϋ Σταθμού. Χτές φεύγοντας βεβαίωσε τά παιδιά πώς τά διπλώματα είναι ήδη έτοιμα, καί τό μόνο πού μένει είναι νά τά φέρουν στό Κουριάζ καί νά τά μοιράσουν στούς γεωπόνους σέ είδική πανηγυρική γιορτή.

Είπα στά παιδιά:— Παιδιά, σάς φουσκώσανε ψέματα! Γιά νά γίνει κανείς

286

Page 287: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γεωπόνος πρέπει πολύ νά σπουδάσει, νά ριχτεί στά βιβλία χρόνια όλόκληρα. 'Υπάρχουν τέτια Ινστιτούτα καί μέσες σχο­λές μά γιά νά πας έκεΐ πρέπει νά δόσεις έξετάσεις, καί γ ι ’ αύτό έπίσης πρέπει νά έχεις βγάλει τό πρώτο σχολειό, κάμποσα χρόνια. Έ σ ε ΐς δμως; Πόσο κάνει έφτά έπί όχτώ;

Έ ν α μαυριδερό συμπαθητικό παιδί πού τοΰ έριξα έπίμονα τήν έρώτηση, άπάντησε δισταχτικά:

— Σαράντα όχτώ.' Ο Βάνια Ζάιτσενκο έβγαλε μιά φωνή καί γούρλωσε τά μάτια.—*Οχού, κάτι γεωπόνοι! Σαράντα όχτώ. Νά γεωπόνος, νά

μάλαμα! Γιά δές τους!— Κι έλόγου σου τί χώνεις τή μύτη σου; Τί δουλιά έχεις ν ’

άνακατώνεσαι; φώναξε στό Βάνια ό Βοσκομπόινικοφ.— Πενήντα έξι κάνει! συνέχισε ό Βάνια πού’χε χλωμιάσει

ά π ’ τό πείσμα του. Πενήντα έξι!— Καί τώρα τί θά γίνει;ρώτησε ένα γεροδεμένο μά άχαρο

παλικαράκι πού δλοι τόν φωνάζανε Σβάτκο. Μας ύποσχέθηκαν πώς θά μας βρουν θέση στό σοβχόζ, τώρα δμως τί θά γίνει;

— Αύτό μπορεΐ νά γίνει, άπάντησα. Είναι καλό πράμα νά δουλεύεις σέ σοβχόζ, δμως έκεΐ δέ θά πατε σάν γεωπόνοι, άλλά σάν έργάτες.

ΟΙ γεωπόνοι πηδήξανε ά π ’ τά κρεβάτια τους πνιγμένοι άπ' τήν άγανάχτηση. Ό Σβάτκο χλώμιασε ά π ’ τό θυμό του:

— Καί νομίζετε πώς δέ θά βρούμε τό δίκιο μας; Ε μ ε ίς καταλαβαίνουμε, δλα τά καταλαβαίνουμε! Έ μ δς μάς προειδο­ποίησε κι ό διευθυντής, ναί! Έ σ εΐς τώρα θέλετε νά όργώσετε, μά κανένας δέν έχει τέτια δρεξη, γι ’ αύτό καί τά κλώθετε! Καί τή φέρατε καί τοΰ σύντροφου Χαλαμπούντα! Μά δέ θά γίνει τό δικό σας, δέ θά γίνει!

*0 Βοσκομπόινικοφ έχωσε πάλι τά χέρια στίς τσέπες καί τέντωσε ξανά ώς τό ταβάνι τό μικρό σώμα του.

— Τί ήρθατε δώ, γιά νά μας ξεγελάσετε; ’ Εμας μας μιλήσανε άνθρωποι πού ξέρουν ά π ’ αύτά. Έ μ εΐς σπείραμε, αύτή ήταν ή δουλιά μας. Έ σ ε ΐς δμως θέλετε νά μας έκμεταλλευόσαστε, έ; Ό χ ι! Φτάνει!

— Βρέ τό βλάκα, είπε ήσυχα ό Βίτκα.— Νά σοΰ κοπανήσω καμιά στή μούρη, νά δεΐςΐ... Μας

ήρθατε έδώ γιά ν* άρπάξετε άπ* τά έτοιμα, έ;Σηκώθηκα άπ* τό κρεβάτι. Οί γεωπόνοι τόξευαν πάνω μας

287

Page 288: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άγριες θολές ματιές. Προσπάθησα όσο γινόταν πιό ήρεμα νά τούς άποχαιρετήσω.

— Αύτό είναι δική σας ύπόθεση, παιδιά. Θέλετε νά γίνετε γεωπόνοι; Καμιά άντίρρηση. Τώρα όμως ή δουλιά σας δέ μάς χρειάζεται, μπορούμε νά τά καταφέρουμε καί χωρίς αυτήν...

Τραβήξαμε γιά τήν έξοδο. 'Ο Βίτκα παρ’όλ* αύτά δέν κρατήθηκε καί βγαίνοντας τούς δήλωσε μέ πείσμα:

—"Ο,τι καί νά πείτε, εισαστε βλάκες.Ή δήλωση τούτη ξεσήκωσε τέτια άγανάχτηση άνάμεσα

στούς γεωπόνους πού ό Βίτκα άναγκάστηκε νά πηδήξει γρήγορα τίς σκάλες καί ν ’ άναπτύξει τρίτη ταχύτητα.

Στήν πιονέρικη γωνιά ό Ζόρκα Βόλκοφ έκανε έπιθεώρηση στούς Κουριαζινούς πού μέ διάφορα ψέματα ή άλήθειες είχανε ξεχωρίσει γιά διοικητές. Έ γώ είχα πει καί νωρίτερα στόν Ζόρκα πώς άπό δαύτους δέ θά βγεΐ τίποτα, πώς τέτιοι διοικητές δέ μάς χρειάζονται. Μά ό Ζόρκα ήθελε νά πειστεί μέ τήν ίδια του τήν πείρα γ ι ’ αύτό.

Οί ύποψήφιοι διοικητές κάθονταν στά σκαμνιά, κι όπως κάνουν οί μύγες, ξύνανε τόνα πόδι μέ τ ’ άλλο. Ό Ζόρκα μοιάζει τώρα μέ τίγρη: τά μάτια του σφάζουν καί βγάζουν σπίθες. Οί ύποψήφιοι έχουν ένα ύφος σά νά τούς κουβάλησαν έδώ γιά νά παίξουν κανένα καινούργιο παιχνίδι, μά δέν καταλαβαίνουν τούς κανόνες του καί γενικά προτιμούν τά παλιά παιχνίδια πού είναι καλύτερα. Στά χείλια τους χαράζει ένα λεπτό χαμόγελο σάν άπάντηση στίς παθιασμένες έξηγήσεις τοϋ Ζόρκα, μά τούτο τό άποτέλεσμα πολύ λίγο χαροποιεί τόν Ζόρκα.

— Τί άνοίγεις σά χάχας τό στόμα σου; Τί σ ’ έπιασε καί γελάς; Καταλαβαίνεις ναί ή όχι; “Ισαμε πότε θά ’σαι παράσιτο; Ξέρεις τί θά πει σοβιετική έξουσία;

Τά πρόσωπα τών υποψηφίων παίρνουν ένα ύφος σοβαρό καί στήν προσπάθειά τους νά κάνουν πώς χαμογελούν, τά μάγουλά τους τρεμοπαίζουν ντροπαλά.

— Σάς τό έξηγάω ξανά: άφού είσαι διοικητής, ή διαταγή πρέπει νά έκτελεΐται.

— Κι άν κανένας δέ θέλει; τόν κόβει μ ’ ένα χαμόγελο κάποιος ξανθός μέ μεγάλο κεφάλι, τεμπέλαρος όπως φαίνεται καί χάχας, πού άκουγε σ τ ’ όνομα Πετρούσκο.

’Ανάμεσα στούς υποψηφίους κάθεται κι ό Σπυριντόν Χόβραχ.* Η συζήτηση πού έκανε πρίν λίγο μέ τόν Μπελούχιν καί τόν Καραμπάνοφ τού * χει άγγίξει κάπως τήν καρδιά, μά τώρα

288

Page 289: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κοιτούσε άπογοητευμένος: ζητούσαν ά π ’αύτόν νά τσακωθεί καί νά τά χαλάσει μέ τούς συντρόφους του.

Τό ίδιο βράδυ, μετά τούς γεμάτους πάθος λόγους του Ζόρκα καί παρά τή χαμογελαστή άδιαφορία τών Κουριαζινών, φτιάξα­με £να συμβούλιο διοικητών, καταγράψαμε δλους τούς τρόφι- μους τοΰ Στάθμου κι άκόμα κανονίσαμε τίς υπηρεσίες γιά τίς αυριανές δουλιές. Ταυτόχρονα ό Βόλοχοφ καί ό Κουντλάτι έτοιμάσανε τά έργαλεΐα γιά τό αυριανό όργωμα. Καί τό συμβού­λιο τών διοικητών καί τά έργαλεΐα βρίσκονταν σ ’ έλεεινή καί τρισάθλια κατάσταση, γ ι ’ αύτό δταν πέσαμε νά κοιμηθούμε μας είχε κυριέψει ενα βαρύ αίσθημα άποτυχίας καί κούρασης. Παρόλο πού ό Μποροβόι μέ μερικούς Αλλους άρχισαν τή δουλιά καί γύρω ά π ’ τούς σωρούς τών σκουπιδιών φάνηκαν νά γυαλί­ζουν μερικά φρέσκα πελεκούδια, τό δλο πρόβλημα του Κουριάζ φαινόταν φοβερά μπερδεμένο καί δέν έβλεπες πουθενά τόν σωτήριο έκεϊνο κρίκο ά π ’ δπου θά ’πρεπε νά πιαστείς γιά ν ’άρχίσεις τή δουλιά σου.

Τήν άλλη μέρα τό πρωί οί σπουδαστές τής έργατικής σχολής φύγανε γιά τό Χάρκοβο. "Οπως είχε συμφωνηθεϊ στό συμβούλιο τών διοικητών, έγερτήριο θά χτυπούσε στίς έξι ή ώρα. Παρόλο πού στό καμπαναριό κρεμόταν καινούργια καμπάνα μέ κουδου- νιστό δμορφο ήχο, τό έγερτήριο δέν είχε καμιά έπίδραση στούς Κουριαζινούς. Ό υπεύθυνος τής υπηρεσίας του Στάθμου Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς Κιργκίζοφ μέ τό καινούργιο κόκκινο περιβραχιό­νιό του £ριξε μιά ματιά σέ μερικούς θαλάμους, μά τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά συννεφιάσει περισσότερο τό πρόσωπό του. "Ολος ό Σταθμός κοιμόταν. Μονάχα τά παιδιά τού πρωτοπόρου μιχτού τμήματός μας είχαν κιόλας μαζευτεί στό σταύλο κι έτοιμάζονταν γιά τό χωράφι. Σέ είκοσι λεφτά είχαν έτοιμάσει τρία ζευγάρια άλέτρια καί σβάρνες. Ό Κουντλάτι άνέβηκε σ τ ’άμάξι καί τράβηξε στήν πόλη γιά νά προμηθευτεί σπόρο πατάτας. Στό δρόμο του συνάντησε Ενα σωρό χλωμές φάτσες πού έρχονταν ά π ’ τήν πόλη καί σέρναν τά βήματά τους πρός τό Σταθμό. Δέ μου’χαν πιά μείνει δυνάμεις γιά νά τούς σταματήσω καί νά τούς ψάξω, νά τούς μιλήσω γιά δλα οσα γίναν έδώ τήν περασμένη βραδιά. Μπήκαν χωρίς νά τούς έμποδίσει κανένας στήν αύλή, σκαρφάλωσαν στούς θαλάμους κι £τσι ό άριθμός αύτών πού συνέχιζαν νά κοιμούνται αυξήθηκε.

Σύμφωνα μέ τό πλάνο δουλιας πού είχε καταρτιστεί χτές κι εϊχε έγκριθεϊ όμόφωνα ά π ’ τό συμβούλιο τών διοικητών,

289

Page 290: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

προβλεπόταν όλη ή ύπόθεση τών Κουριαζινών νά ριχτεί στό σκούπισμα τών θαλάμων καί τής αύλής, στό καθάρισμα ένός χώρου γιά θερμοκήπιο, στό σκάψιμο ένός κήπου γύρω ά π ’ τόν τοίχο τού μοναστηριού καί στό ξήλωμα τού ίδιου τοϋ τοίχου. 'Ό ταν τρεμόπαιζαν μέσα μου μερικές άναλαμπές αισιοδοξίας, άρχιζα νά νιώθω πάλι νά μέ πλημμυρίζουν καινούργιες δυνάμεις. Τετρακόσιοι τρόφιμοι! Σκέφτομαι πόσο θά χαιρόταν ό ’Αρχι­μήδης άν τού προτείνανε τετρακόσιους τρόφιμους! Πολύ πιθα­νό, στά σχέδιά του νά κινήσει τή γή νά μήν είχε πιά άνάγκη άπό κανένα ύπομόχλιο. Καί γιά μένα οί διακόσιοι όγδόντα Κουρια- ζινοί ήταν μιά σοβαρή πρόσθετη δύναμη στούς έκατόν είκοσι τρόφιμους τοϋ Σταθμού Γκόρκι.

' Η δύναμη όμως αύτή κυλιέται στά βρώμικα στρώματα κι ούτε βιάζεται γιά τό πρωινό. Τώρα είχαμε καί πιάτα καί κουτάλια, κι όλα τούτα μέ άρκετή σχετικά τάξη ήταν τοποθετημένα στά τραπέζια τοϋ έστιατορίου, μά παρόλο πού ό Σελαπούτιν χτύπαγε συνέχεια τήν καμπάνα του, μόλις ύστερα άπό μιά ώρα άρχισαν νά κάνουν τήν έμφάνισή τους οί πρώτες φυσιογνωμίες. Τό πρωινό τράβηξε ώς τίς δέκα. Στό έστιατόριο μίλησα πολλές φορές, έπανέλαβα πέντε καί δέκα φορές σέ ποιό τμήμα άνήκει ό καθένας, ποιός είναι διοικητής σέ κάθε τμήμα καί ποιά δουλιά Εχει νά κάνει κάθε τμήμα. Οί τρόφιμοι άκουγαν τά λόγια μου χωρίς νά σηκώνουν τό κεφάλι ά π ’ τό πιάτο. Βρέ τούς διαβόλους! Δέν έχτιμήσαν τουλάχιστο τό γεγονός ότι ό μάγειρας τούς είχε έτοιμάσει μιά πολύ παχιά καί νόστιμη σούπα κι ότι πάνω στό ψωμί τους είχε κομματάκια βούτυρο. Καταβρόχθιζαν άδιάφορα τή σούπα καί τό βούτυρο, χώνανε στίς τσέπες τους κομματάρες ψωμί καί έβγαιναν άπ ' τό έστιατόριο, γλύφοντας τά βρώμικα δάχτυλά τους καί μή δίνοντας δεκαράκι στίς ματιές πού τούς Εριχνα καί πού ήταν γεμάτες άρχιμηδικές έλπίδες.

Ό Μίσα Ό βτσ ιαρένκο δίπλα στό νάρθηκα τής έκκλησίας ταχτοποιούσε πάνω στά σκαλιά τά καινούργια φτυάρια, τίς τσουγκράνες καί τίς σκούπες πού είχαμε άγοράσει. Μά κανένας δέν πλησίαζε πρός τά κεΐ. Στά χέρια του ό Μίσα κρατούσε ένα καινούργιο έπίσης σημειωτάριο. Σ ’ αύτό έπρεπε νά γράφει ποιό τμήμα χρεώνεται μέ τά διάφορα σύνεργα. Ό Μίσα, έτσι όπως στεκόταν δίπλα στήν πραμάτεια του, είχε ένα υφος πολύ κουτό, βλέποντας πώς κανένας δέν τόν πλησίαζε. Ά κόμα κι ό Βάνια Ζάιτσενκο, διοικητής τού δέκατου τμήματος τών Κουριαζινών, πού συγκροτήθηκε άπό τά παιδιά τής παρέας του καί πού

290

Page 291: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στήριξα πολλές έλπίδες πάνω του, δέν έκανε ουτ’ ένα βήμα πρός τά σύνεργα κι ούτε φάνηκε στό Εστιατόριο γιά τό πρωινό. ' Α π’τούς καινούργιους διοικητές στό έστιατόριο μέ πλησίασε ό Χόβραχ, στάθηκε δίπλα μου καί κοίταγε μ ’ ένα αυθάδικο ύφος δλους αύτούς πού περνούσαν πλάι μας. Τό τμήμα του — τό τέταρτο — επρεπε ν ’άρχίσει τό γκρέμισμα τοϋ τοίχου τού μοναστηριού κι ό Μίσα τοϋ είχε κιόλας ξεχωρίσει τούς λο­στούς. Μά ό Χόβραχ οϋτε κάν θυμόταν τή δουλιά πού τοϋ’χε άνατεθεΐ. Μέ τήν Ίδια αυθάδεια άρχισε νά μοϋ μιλάει γιά ζητήματα πού δέν είχανε καμιά σχέση μέ τόν τοΐχο τού μοναστηριού:

— Γιά πέστε, άλήθεια, ό Σταθμός Γκόρκι έχει όμορφα κορίτσια;

Τόν δφησα καί τράβηξα πρός τήν έξοδο, μά κείνος ήρθε μαζί μου καί κοιτάζοντάς με στό πρόσωπο έξακολούθησε τό βιολί του:

— Λένε άκόμα πώς έχετε κάτι κοπέλες παιδαγωγούς... μπου­κιά καί συχώριο. Χά, χά, φίνα θά ’ναι δταν θά ’ρθουνε! Κι έμεϊς έδώ είχαμε κάτι καλούτσικες... Έ χ ! καί πώς φοβόντουσαν τίς ματιές πού τούς έριχνα! Μόλις τίς κοίταζα κοκκίνιζαν σάν παντζάρια! ’Αλήθεια, γιά πέστε μου, γιατί ε ίν ’ έτσι κοφτερό τό μάτι μου, έ;

— Γιατί τό τμήμα σου δέ βγήκε στή δουλιά;—Ό διάολος ξέρει γιατί, έξάλλου τί μέ νοιάζει έμενα; Ο ύτ’

έγώ ό ίδιος δέ βγήκα...— Γιατί;— Δέ θέλω, χά, χά, χά!...Μισόκλεισε τά μάτια καί κοίταξε πρός τό σταυρό τής

έκκλησίας:— Κι έδώ στήν Ποντβόρκα έχει κάτι γυναίκες... πιπεράτες!..

"Αμα θέλετε μπορώ νά σας συστήσω καμιά...Ό θυμός μου άπό χτές άκόμα είχε πνιγεί κάτω ά π ’ τή

θανάσιμη λαβίδα μιας φοβερής έσωτερικής τροχοπέδης. Γ ι’ αύτό, πολύ βαθιά μέσα μου, ένιωθα κάτι νά μεγαλώνει απότομα κι έπίμονα, δμως στήν έπιφάνεια έφταναν μόνο μερικά πνιχτά τριξίματα καί καταλάβαινα ένα κάψιμο στήν καρδιά. Στό κεφάλι κάποιος έδινε τό πρόσταγμα «προσοχή» κι δλα τά αίσθήματα, οί σκέψεις, άκόμα κι οί φευγαλέες, τρέχανε νά ζυγιστούν καί νά τεντωθούν σέ στάση προσοχής. Αύτός ό «κάποιος» έδινε τήν αυστηρή διαταγή:

291

Page 292: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

«'Α φήστε τόν Χόβραχ! Πρέπει άμέσως νά ξεκαθαρίσετε γιατί ό Βάνια Ζάιτσενκο δέ βγήκε στή δουλιά καί γιατί ό Βάνια δέ φάνηκε στό έστιατόριο γιά τό πρωινό!»

Καί γ ι ’ αύτό καί γ ι ’ άλλες μαζί αίτιες, είπα στόν Χόβραχ:— Χάσου άπό μπροστά μου! Στοϋ διαόλου τή μάνα! Δρόμο!..

' Ο Χόβραχ τά ’χασε μέ τή στάση μου αύτή κι άμέσωςέξαφανίστηκε. Έ τρεξα στό θάλαμο τού Ζάιτσενκο.

Ό Βάνια ήταν ξαπλωμένος πάνω σ ’ Ενα παλιόστρωμα καί γύρω του καθόταν όλη ή παρέα του. ' Ο Βάνια είχε βάλει τό χέρι κάτω άπ* τό κεφάλι του καί τό χλωμό άδύνατο χεράκι του στό φόντο τού βρώμικου μαξιλαριού φαινόταν σάν καθαρό.

— Τί συμβαίνει; ρώτησα.Ή παρέα χωρίς κουβέντες μού’κανε θέση στό κρεβάτι. Ό

Ό νταριούκ χαμογέλασε μέ τό ζόρι καί ψιθύρισε σιγανά:— Τόν χτυπήσανε.— Ποιός τόν χτύπησε;

Ό Βάνια πετάχτηκε ξαφνικά κι είπε δυνατά:— Πού νά ξέρουμε ποιός; Μπορεϊ νά σάς περάσει ά π ’ τό

μυαλό; Νά, ήρθανε νύχτα, μέ τύλιξαν στήν κουβέρτα καί μέ κάνανε τ* άλατιού!... Τό στήθος μου μέ σφάζει ά π ’ τόν πόνο!

*Η καμπανιστή φωνή τοΰ Βάνια Ζάιτσενκο έρχόταν σέ φανερή άντίθεση μέ τό άδύνατο καί μελανιασμένο προσωπάκι του.

"Ηξερα πώς άνάμεσα στά διάφορα σπιτάκια τοΰ Κουριάζ τόνα τό ’χαν όνομάσει μικρό νοσοκομείο. ’Ανάμεσα στά άδεια καί βρώμικα δωμάτιά του ήταν κι Ενα όπου Εμενε μιά γριά νοσοκό­μα.

"Εστειλα τόν Μάλικοφ νά τή φωνάξει. Στήν πόρτα ό Μάλικοφ τρακάρησε μέ τόν Σελαπούτιν:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, κάτω ήρθε Ενα αυτοκίνητο μέ κάτι έπισκέπτες καί σάς ψάχνουνε.

Δίπλα σ ’ Ενα μεγάλο μαύρο Φίατ στεκόταν ή Μπρέγκελ, ή συντρόφισσα Ζώγια κι ό Κλιάμερ. ' Η Μπρέγκελ είχε Ενα χαμόγελο θριάμβου!

— Τό παραλάβατε;— Τό παράλαβα.— Πώς πάνε τά πράματα;—"Ολα πάνε καλά.—’Εντελώς καλά;— Κάτι θά γίνει.

292

Page 293: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ή συντρόφισσα Ζώγια μοΰ έριξε μιά δύσπιστη ματιά. *0 Κλιάμερ κοίταζε προσεχτικά γύρω του. Σίγουρα θά ’θελε νά δει τούς παιδαγωγούς μου μέ τά έκατό ρούβλια μισθό. Δίπλα μας πέρασε βιαστική, σκουντουφλώντας σέ κάθε βήμα της ή νοσοκόμα πηγαίνοντας γιά τόν Βάνια Ζάιτσενκο. ’Α π’ τό σταύλο άκούγονταν οί άγαναχτισμένες φωνές τού Βόλοχοφ:

— Παλιανθρώποι! Καί τούς άνθρώπους τούς χαλάσατε, μά καί τ ’ άλογα τά σακατέψατε! Ούτε ενα ζευγάρι δέν όργώνει, κάνατε τ ’ άλογα νά στυλώσουνε τά πόδια τους, παλιοτόμαρα, σάν νά μήν είναι άλογα μά πόρνες!

Ή συντρόφισσα Ζώγια έγινε κατακόκκινη, άναπήδησε καί κούνησε τό άσουλούπωτο κεφάλι της:

— Αύτό μάλιστα, λέγεται κοινωνική άγωγή!"Εβαλα τά γέλια:— Αύτό δέν είναι κοινωνική άγωγή. Ά πλούστατα ό άνθρω­

πος δέ μπορεϊ νά βρει τίς κατάλληλες λέξεις.— Πώς δέ μπορεϊ νά τίς βρεΐ; χαμογέλασε πικρόχολα

ό Κλιάμερ. Μοϋ φαίνεται πώς βρήκε άκριβώς αύτό πού ήθελε.— Μά βέβαια, στήν άρχή δέν τίς έβρισκε, μά ύστερα πιά τίς

βρήκε.Ή Μπρέγκελ κάτι ήθελε νά πει, μού’ριξε μιά διαπεραστική

ματιά, μά ά π ’ τό στόμα της δέ βγήκε ούτε λέξη.

5. ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Τήν άλλη μέρα έστειλα στόν Κόβαλ τό παρακάτω τηλεγρά­φημα:

■«Σταθμό Γκόρκι - Κόβαλ,’Επιταχύνετε άναχώρηση Σταθμού. Παιδαγωγικό προ­σωπικό έλθει όλόκληρο στό Κουριάζ μέ πρα'>τυ τραίνο".Τό βράδυ τής έπόμενης πήρα τήν απάντηση: ««Καθυστερούμε άπό έλλειψη βαγονιών. Παιδαγωγοί άναχωροϋν σήμερα».

Στίς δυό ή ώρα τή νύχτα τό μοναδικό άμάξι τού Κουριάζ Εφερε ά π ’ τό σιδηροδρομικό σταθμό Ρίζοφ τήν Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα, τή Λίντια Πετρόβνα, τόν Μπουτσάι, τόν Ζουρ- μπίν καί τόν Γκοροβίτς. Ά π ’τά πολυάριθμα φρούρια τών παλιών παιδαγωγών διαλέξαμε μερικά δωμάτια γιά τούς και­

29}

Page 294: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νούργιους, βάλαμε κάτι κρεβάτια, στρώματα δμως άναγκαστή- καμε ν ’ άγοράσουμε ά π ’ τήν πόλη.

Τούς προϋπαντήσαμε μέ φωνές χαράς. Ό Σελαπούτιν κι ό Ζόρκα, πού τά ’χε πιά τά δεκαπέντε, άρχισαν τ ’ άγκαλιάσματα καί τά φιλιά σάν κορίτσια, φώναζαν καί κρέμονταν στό λαιμό, σηκώνοντας ψηλά τά πόδια. Οί παιδαγωγοί τού Σταθμού Γκόρκι ήρθαν γεμάτοι ζωντάνια καί φρεσκάδα καί στά πρόσωπά τους διάβασα κιόλας τήν έκθεσή τους γιά τήν κατάσταση τού Σταθμού Γκόρκι. Ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα έπιβεβαίωσε λακωνικά τίς σκέψεις μου:

—'Ό λα έκεΐ είναι έτοιμα. Ταχτοποιημένα. Μονάχα τά βαγό­νια μάς καθυστερούν.

— Καί τά παιδιά, πώς πάνε;— Κάθονται πάνω στά κιβώτια καί τούς τρώει ή άνυπομονη-

σία. Νομίζω πώς τά παιδιά μας είναι πολύ τυχερά. Κι έμεϊς έχω τή γνώμη πώς είμαστε τυχεροί. Έ σ εΐς δμως;

— Κι έγώ έπίσης είμαι γεμάτος χαρά. άπάντησα συγκροτη­μένα. 'Όμως στό Κουριάζ άλλοι καλότυχοι δέν υπάρχουν...

— Τί συνέβη; ρώτησε άνήσυχα ή Λίντοτσκα.— Μπά, τίποτα τό φοβερό, είπε ό Βόλοχοφ μ ’ ένα κρύο

χαμόγελο. Νά, έχουμε λίγη δύναμη. Καί μάς βιάζει τ ’ δργωμα. Τώρα έμεΐς είμαστε καί πρώτο μιχτό τμήμα, καί δεύτερο καί δέν ξέρω ποιό άκόμα.

— Καί οί τρόφιμοι τού Κουριάζ;Τά παιδιά βάλανε τά γέλια:— Θά δείτε μονάχοι σας.

Ό ΙΙιότρ Ίβάνοβιτς Γκόροβιτς δάγκωσε τά όμορφα χείλια του κι έριξε διαδοχικά τό βλέμμα του στά παιδιά, στά σκοτεινά παράθυρα καί σέ μένα:

— Πρέπει ν ά ’ρθουνε τά παιδιά όπωσδήποτε γρήγορα;—'Ό σ ο γίνεται πιό γρήγορα, είπα. Πρέπει όλόκληρος ό

Σταθμός νά τρέξει σά νά ’γινε πυρκαγιά. ’Αλλιώς χαθήκαμε.‘ Ο Πιότρ Ίβάνοβιτς έβαλε τίς φωνές:—Ά σ χη μ ο θά *ναι... μά πρέπει νά πάτε όπωσδήποτε στό

Σταθμό Γ κόρκι, έστω καί άν δυσκολευτούμε πολύ έμεΐς έδώ στό Κουριάζ. Ζητάνε, ένα σωρό λεφτά γιά φορτωτικά στά βαγόνια, δέν κάνουν κανένα σκόντο κι δλο τό τραβούν καί μάς χασομε­ρούν... Πρέπει έστω καί γιά μιά μέρα νά πάτε... Ό Κόβαλ έγινε μαλλιά κουβάρια μέ τούς σιδηροδρομικούς...

294

Page 295: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

I Ιέσαμε όλοι σέ σκέψεις. ' Ο Βόλοχοφ κούνησε τούς ώμους ιου κι άρχισε νά βγάζει μιά βραχνή γεροντίστικη φωνή:

— Μπά, τίποτα... Πάτε γρήγορα... κάπως 0ά τά καταφέρουμε .. κι όπως καί ν ά ’ναι; δέ θά τά βρείτε έδώ χειρότερα ά π ’ ο,τι

ι.Ιναι, όταν γυρίσετε. Μονάχα νά μήν καθυστερήσουν οί δικοί μας έκεΐ.

*0 Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς πού καθόταν στό παράθυρο, ψευτοχα- μογέλασε λίγο καί κοίταξε τό ρολόι του:

— Σέ δυό ώρες έχει τραίνο. Καί ποιές έντολές θά δόσετε;—’ Εντολές; Τί έντολές μοϋ λέτε, νά πάρει ό διάολος!

Φυσικά, δέ θά χρησιμοποιήσετε καθόλου βία. Τώρα εΐσαστε έξι. Ά ν καταφέρετε καί μάς άκολουθήσουν δυό - τρία τμήματα θά ι;1ναι περίφημα. Προσπαθήστε όμως νά τραβήξετε όχι χωριστά άτομα, άλλά τμήματα.

— Δηλαδή, διαφώτιση; ρώτησε ό Γκοροβίτς άκεφα.— Ναί, διαφώτιση, όμως κάπως όχι χοντροκομμένη. Πιό

πολύ πέστε τους γιά τό Σταθμό, διηγηθεϊτε τους διάφορα περιστατικά, μιλήστε τους γιά τήν οίκοδόμηση. Μά τώρα γιά τέτια μαθήματα εΐσαστε; Ούτε συζήτηση πώς άμέσως δέν θά μπορέσετε νά τούς άνοίξετε τά μάτια, όμως προσπαθήστε κάπως νά τούς καταλάβετε.

Έ νιω θα στό κεφάλι μου ένα φοβερό άνακάτωμα. Διάφορες κι οί πιό άπίθανες σκέψεις καί μορφές πηδούσαν, έπεφταν, κυ­λιούνταν, καί ξανασηκώνονταν κι άν καμιά έβγαζε πού καί πού κανένα χαρούμενο τόνο, άρχιζα νά υποπτεύομαι πώς ήταν μεθυσμένη.

Υ πάρχει παιδαγωγική μηχανική, φυσική, χημεία, άκόμα καί παιδαγωγική γεωμετρία, ώς καί παιδαγωγική μεταφυσική. Γεν­νιέται τό έρώτημα: γιατί άφησα έγώ έδώ, στό Κουριάζ, αύτή τή σκοτεινή κι άχαρη νύχτα αύτούς τούς έξι πρωτοπόρους κι ήρωικούς άνθρώπους; Πρίν λίγο φλυαρούσα μαζί τους περί διαφώτισης, μά ούσιαστικά στό μυαλό μου έκανα διάφορους ύπολογισμούς: νά, αύριο άνάμεσα στούς Κουριαζινούς θά πα­ρουσιαστούν έξι πολιτισμένοι, σοβαροί καί καλοί άνθρωποι. Λόγο τιμής, αύτό έμοιαζε σά ν ά ’βαζες ένα κουτάλι μέλι σ ’ ένα βαρέλι κατράμι· καί μάλιστα μόνο κατράμι; Κακομοίρη χημεία. Έ δώ φυσικά ή χημική άντίδραση θά ‘ναι κακομοίρικη, ψόφια, άτέλειωτη. Ά ν χρειάζεται έδώ χημεία, άλλη χημεία πρέπει νά βρεθεί: ό δυναμίτης, ή νιτρογλυκερίνη, γενικά μιά άναπάντεχη, ξαφνική, πειστική έκρηξη, έτσι πού νά διαλύονταν καί νά

295

Page 296: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πετάγονταν σά σφαίρες πρός τόν ουρανό καί ο{ τοίχοι του μοναστηριού, καί οί «βελάδες» καί οί παιδικές ψυχές καί οί «ρουφήχτρες» καί οί γεωπονικοί διπλωμάτες.

Έ δώ πού τά λέμε, ήμουν έτοιμος νά βάλω καί τόν έαυτό μου κι όλόκληρο τό πρωτοπόρο τμήμα μέσα σ ’ ένα βαρέλι. Θά είχαμε μπόλικη, λόγο τιμής, έκρηχτική δύναμη. Ό νούς μου πήγε στό 1920. Τότε μάλιστα άρχίζανε πιό δυναμικά, τότε υπήρχαν πραγματικές έκρήξεις πού κι έμένα τόν ΐδ ιο μ ’ άνέβαζαν στά σύννεφα σάν τόν ήρωα τού Γκόγκολ Βακούλα. Καί δέ φοβόμουν τίποτα τότε. Τώρα δμως στριφογυρίζουν στό κεφάλι μου ένα σωρό φιογκάκια πού μ ’ αύτά σά ν ά ’ταν άπαραίτητο νά στολίσεις έναν ταρτούφο: τήν παιδαγαιγική. * Έ χετε τήν καλοσύνη...grande maman, νά μού έπι τρέψετε νά πεταχτώ στόν άέρα». « 'Ο ρίστε, παρακαλώ», άπαντάει έκείνη, «πετάξτε, μονάχα τά παιδιά νά μή θιχτούνε».

Μά τότε πάνε περίπατο οί έκρήξεις!— Βόλοχοφ, ζέψε τ ’ άμάξι, φεύγω.Σέ μιά ώρα κοιτούσα τ ’άστρα μέσ’άπό τ 'ανο ιχτό παράθυρο

τού τραίνου. Ή τα νε τραίνο τέταρτης κατηγορίας καί δέν είχε πουθενά μέρος γιά νά καθήσεις. Μήπως τό ’σκασα έπονείδιστα άπό ιό Κουριάζ, μήπως φοβήθηκα τά ΐδια τά δικά μου αποθέματα έκρηχτικής δύναμης, τό δικό μου δυναμίτη; Έ πρεπε νά καθη­συχάσω τόν έαυτό μου. Ό δυναμίτης είναι έπικίνδυνο πράμα, μά καί γιατί ν ’άπασχοληθεΐ κανείς μ ’αυτόν άφοΰ υπάρχουν στόν κόσμο τά θαυμάσια παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι; Σέ τέσ­σερις ώρες θ ’άφήσω τό άποπνιχτικό καί βρώμικο τούτο βαγό­νι καί θά βρεθώ άνάμεσα στόν όμορφο κόσμο τους.

Έ φτασα στό Σταθμό μ* ένα άμάξι, δταν πιά ό ήλιος είχε γείρει πρός τή δύση του, λυπημένος γιατί έπαιρνε τή ζέστα μαζί του. Τά παιδιά, μόλις μέ είδαν, τά παράτησαν δλα κι έτρεξαν κοντά μου. "Ενιωσα σά νά μέ ζεσταίνουν οί άπαλές άχτίδες τού ήλιου παρόλο πού’χε δύσει. Ά κόμ α κι ό Γκαλατένκο, πού πρωτύτερα άρνιόταν κατηγορηματικά πώς τό τρέξιμο είναι άξιοπρεπής τρόπος κίνησης, τώρα μόλις μέ είδε ά π ’ τήν πόρτα τοΰ σιδεράδικου, πετάχτηκε άμέσως έξω κι άρχισε νά τρέχει κάνοντας μέ τό δυνατό ποδοβολητό του νά τρέμει ή γή, σά νά ’ταν πολεμικός έλέφαντας τού Δαρείου τού Ύ στάσπους.

Μέσα σέ δλη αύτή τή φασαρία, άνάμεσα στίς χαιρετοΰρες, καί σ τ ’ άνυπόμονα έρωτήματα άνακατεύτηκε κι ή δική του φωνή:

2%

Page 297: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί γίνεται; Γίνεται τίποτα έκεΐ, ή όχι, Ά ν τό ν Σεμιόνο-β>τς;

Ποΰ βρέθηκε σέ σένα, Γκαλατένκο, αύτό τό άνοιχτό, τό άντρίκιο χαμόγελό, πώς τά ’κάνες τά όμορφα μούσκουλα, πού κάνουν νά τρεμοπαίζει μέ τέτια χάρη τό ματόκλαδό σου, μέ τί άλειψες τά μάτια σου, μέ μπριγιαντίνη, μέ κινέζικο ρίμελ ή μέ γάργαρο καθαρό νερό; Καί άν ή βαριά γλώσσα του δέν είναι άκόμα τόσο σβέλτη, όμως όλο τό είναι του. όλόκληρη ή έκφρασή του δείχνει συγκίνηση, αίσθημα. Ναί. πού νά πάρει ό διάβολος, συγκίνηση!

— Τί πάθατε κι εΐσαστε όλοι έτσι καλοντυμένοι, χορό έχετε; ρώτησα τά παιδιά.

—Ά χ ά ! άπάντησε ό Λάποτ. Πραγματικό χορό! Πρώτη μέρα σήμερα πού δέ δουλεύουμε καί τό βραδάκι θά δόσουμε τήν τελευταία παράσταση μέ τόν «Ψύλλο» καί θ ’ άποχαιρετιστούμε μέ τούς χωρικούς. Μά γιά πέστε μας, πώς πάνε τά πράματα έκεΐ;

Μέ τά καινούργια παντελονάκια καί τά όμορφα βελούδινα κεντημένα μπερεδάκια τους, φτιαγμένα είδικά γιά νά θαμπώσουν τούς Κουριαζινούς, όλα τά παιδιά είχανε γιορταστική όψη. Τά παιδιά τού έκτου τμήματος στριφογυρίζουν σ 'ό λ ο τό Σταθμό, προετοιμάζοντας τήν παράσταση, Στούς θαλάμους, στό σχο­λείο, στά έργαστήρια, στή λέσχη, βλέπεις καρφωμένα κιβώτια, διάφορα πράγματα τυλιγμένα μέ ψάθες, σωρούς άπό στρώματα καί στίβες άπό μπογαλάκια. Παντού ήταν καθαρά καί σφουγγα­ρισμένα, όπως ταιριάζει σέ κάθε γιορτή, Στό δωμάτιό μου είχε μαζευτεί τό ένδέκατο τμήμα μ ’ έπικεφαλής τόν Σούρκα Ζεβέλι. Κι αύτή άκόμα ή γιαγιά καθόταν πάνω στίς βαλίτσες, τά παιδιά όμως είχαν άποφασίσει μεγαλόψυχα νά τής άφήσουν ένα κρεβάτι έκστρατείας καί μάλιστα ό Σούρκα όλο καί κορδωνόταν μέ τή μεγαλοψυχία τούτη:

— Δέ μπορεί ή γιαγιά νά κοιμάται όπως έμεΐς. Βλέπετε; Τώρα όλα τά παιδιά κοιμούνται σ τ ’ άλώνι, ό σανός είναι καλύτερος κι ά π ’ τά κρεβάτια. Καί τά κορίτσια πάνω στά κάρα, Γιά κοιτάξτε: ό Νεστερένκο μόλις χτές παράλαβε τό νοικοκυριό καί σήμερα κιόλας τρώγεται γιά τό σανό.Τόν χαλάμε, λέει. Είδες έκεΐ, έμεΐς τού δόσαμε όλάκερο Σταθμό κι αύτός λυπάται τό σανό! Ά μ καί τής γιαγιάς τά πράματα άσχημα τά έτοιμάσα- με, έ; Τί λέτε σεΐς, γιαγιά;

Ή γιαγιά χαμογέλαγε ταπεινά στά παιδιά, όμως είχε καί μερικές διαφωνίες μαζί τους:

297

Page 298: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καλά τά Ετοιμάσατε, μά ποΰ Οά κοιμηθεί ό διευθυντής σας;

—“Εχει μέρος! φώναξε ό Σούρκα.— Στό τμήμα τό δικό μας, στό Ενδέκατο, Εχουμε τόν

καλύτερο σανό, στρογγυλό καί άπαλό. Ά κόμα κι ό Έ ντουαρντ Νικολάγεβιτς μάς μάλωσε: πώς μπορεϊ, λέει, νά κοιμούνται πάνω σέ τέτιο σανό; Έ μεΐς δμως κοιμηθήκαμε μιά χαρά καί μετά τόν δόσαμε νά τόν φάει ό Λεβέντης. Καί νά δεις πώς τόν κατέβαζε! Θά τά ταχτοποιήσουμε ολα γιαγιά, μή φοβόσαστε!

ΓΙολλά παιδιά εϊχαν έγκατασταθεΐ στά δωμάτια τών παιδαγω­γών πού τά ’χαν μετατρέψει σέ δλόκληρες υπηρεσίες συσκευα- σίας κι Αμπαλαρίσματος. Στό δωμάτιο τής Λίντοτσκα ήτανε τό Επιτελείο τοϋ Κόβαλ καί τοϋ Λάποτ. *0 Κόβαλ, πράσινος ά π ’ τό θυμό καί τήν κούραση, κάθεται στό περβάζι, κουνάει τή γροθιά του καί βρίζει τούς σιδηροδρομικούς:

— Γραφειοκράτες, καλαμαράδες, Ά κάκιο ι! Τούς λέω: παι­διά θά ταξιδέψουνε, δέν πιστεύουν. Τί θέλεις μωρέ, τοϋ λέω, νά σού φέρω πιστοποιητικά γέννησης; Τέτιο πράμα τά παιδιά τά δικά μας ποτέ δέν είδαν στά μάτια τους. Μά τί νά τοΰ πεϊς, δταν εΐναι ξεροκέφαλος; Μοϋ άραδιάζει: ξέρεις, μ ’ έναν μεγάλο Επιτρέπεται κι Ενα παιδί χωρίς είσιτήριο, δταν δμως είναι δλα παιδιά... Τοΰ λέω τοΰ τρισκατάρατου: τί παιδιά μοϋ τσαμπουνάς, πού νά πάρει ό διάολος! Πρόκειται γιά Εργατικό σταθμό, Εξάλλου τά βαγόνια είναι φορτηγά... Αύτός τό βιολί του, θά πληρώσω πρόστιμο: φορτώματα, χασομέρια... Ξέθαψε καί κάτι κανονισμούς: γιά τή μεταφορά άλόγων τόση ταρίφα, γιά τά Επιπλα τόση, μά γιά τή μεταφορά όμάδων όργώματος. άλλη ταρίφα. Τί Επιπλα τοϋ λέω, μοϋ κοπανάς; Μπάς καί νομίζεις πώς θά ταξιδέψουν τίποτα μικροαστάκηδες μέ τά έπιπλάκια τους;... Νά τέτιοι ξετσίπωτοι γραφειοκράτες είναι! Κάθονται οί άθλιοι καί κάνουν δ,τι τούς καπνίσει: δέν ξέρουμε τί λές Εσύ γιά μικροαστούς κι άγρότες, Εμεϊς ξέρουμε τοϋτο μονάχα: Επιβάτες καί άποστολεΐς φορτίων. Μά, τούς λέω, τήν ταξική άποψη δέν τή λογαριάζετε; Μέ κοιτάνε κατάματα καί μ ’άπαντοϋν: Εμεϊς έδώ Εχουμε βιβλίο τιμολογίων, ή ταξική άποψη δέν παίζει κανένα ρόλο.

Τοΰ Λάποτ ά π ’ τόνα αύτί μπαίνει κι άπ* τ* άλλο βγαίνει δλη τούτη ή Ιστορία του Κόβαλ γιά τούς σιδηροδρομικούς, καθώς κι οί θλιβερές διηγήσεις μου γιά τό Κουριάζ κι δλο γυρίζει τήν κουβέντα σέ εύθυμα ντόπια θέματα, σά νά μήν υπάρχει κανένα

298

Page 299: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Κουριάζ, σά νά μήν πρόκειται σέ λίγες μέρες νά μπει έπικεφα- λής τοΰ συμβουλίου τών διοικητών στό έγκαταλειμμένο καί παραμελημένο τοΰτο κουριαζινό κράτος. ’Αρχίζει νά μοΰ κάνει έντύπωση καί νά μέ πειράζει ή έλαφρότητά του, μά ή άσχημη αύτή έντύπωση έξαφανίζεται άμέσως μπροστά στίς καταπληχτι- κές κι έξυπνες έπινοήσεις του. Τόν άκούω καί σκάω μαζί μ ’ όλους τούς άλλους στά γέλια, ξεχνώντας άκόμα καί τό Κουριάζ. Τώρα ό Λάποτ είναι άπαλλαγμένος ά π ’ τίς καθημερινές φροντί­δες καί τίς φασαρίες, κι αύτό βοήθησε νά πλουτίσει καί ν ’ άνθίσει πιό πολύ τό άνεπανάληπτο ταλέντο του. Είναι Ενας θαυμάσιος συλλέκτης. Γύρω του μαζεύονται πάντα σάν τίς μύγες στό μέλι, όλοι οί χαζούληδες, οί παραξενιάρηδες, οί λίγο βλαμμένοι κι οί κουτεντέδες πού τόν άκοΰν μ ’ άνοιχτό τό στόμα, τόν άγαπούν καί τόν πιστεύουν. Ό Λάποτ ξέρει περίφημα νά τούς ταξινομεί, νά βάζει τόν καθένα στό κουτάκι του, νά τούς παίζει χαϊδευτικά στή χούφτα του. 'Ό λο ι αύτοί στά χέρια τοϋ Λάποτ γίνονται ένα καταπληχτικό παιχνίδι όμορφιάς μέ άφάν- ταστα λεπτές άποχρώσεις καί φαίνονται μπροστά στά μάτια σου σάν έξαιρετικά ένδιαφέροντες έκπρόσωποι τού άνθρώπινου είδους.

Στόν χλωμό καί σιωπηλό Γκουστοϊβάν λέει μέ συμπόνια:— Ναί, ναί. Στή μέση τής αύλής έκεΐ έχει έκκλησία. Καί

γιατί νά πάρουμε ξένο διάκο; Έ σ ύ θά ’σαι διάκος.Ό Γκουστοϊβάν σαλεύει τά λεπτά ρόζ χείλια του. Πρίν νά

έρθει στό Σταθμό κάποιος τοΰ ’ ριξε στόν άπλαστο άκόμα ψυχικό του κόσμο μιά φοβερή δόση δπιου κι άπό τότε δέ μπορεϊ νά ξεκόψει: Προσεύχεται κάθε βράδυ στίς σκοτεινές γωνιές τών θαλάμων, καί τά πειράγματα τών παιδιών τά παίρνει σάν ένα άπαραίτητο γλυκό, ψυχικό μαρτύριο.

‘Ο πάντα δύσπιστος Κοζίρ μπαίνει στή μέση:— Γιατί μιλάτε έτσι, σύντροφε Λάποτ, ό θεός νά μέ συχωρέ-

σει; Πώς μπορεϊ ό Γκουστοϊβάν νά γίνει διάκος, όταν τήν ψυχή του δέν τήν εύλόγησε ό Κύριος;

Ό Λάποτ ξύνει τή μαλακή φακιδιασμένη μύτη του:— Μωρέ, σπουδαίο πράμα: εύλογία! Νά, θά τοϋ φορέσουμε

μιά χλαμύδα καί τέλειωσε! Τέτιος διάκος θά *ναι!— Χρειάζεται ή εύλογία! έπιμένει μέ τή μουσική λεπτή

φωνή του ό Κοζίρ. ' Ο Κύριος ήμών πρέπει νά δόσει τήν εύλογία του.

Ό Λάποτ κάθεται άνακούρκουδα μπροστά στόν Κοζίρ καί

299

Page 300: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τόν διαπερνάει μέ μιά έπίμονη ματιά πού βγαίνει μέσ’ ά π ’ τά γυμνά καί πρησμένα ματόφυλλά του:

— Πρέπει νά καταλάβεις, παπού: «κύριος» 0ά πεϊ κάτοχος, δηλαδή, έξουσία, έτσι;

— Μμ, φυσικά ό κύριος έχει έξουσία...— Καί τί νομίζεις, τό συμβούλιο τών διοικητών δέν έχει;

Ά ν τό συμβούλιο τών διοικητών δόσει τήν ευλογία του, αύτό έγώ καταλαβαίνω!

— Τό συμβούλιο τών διοικητών, περιστεράκι μου, δέ μπο- ρεΐ, δέν έχει δικαίωμα ευλογίας, σκύβει τό κεφάλι ό Κοζίρ πού ή συζήτηση τούτη πολύ τον συγκινοϋσε.

Μά ό Λάποτ άκουμπάει τά χέρια στά γόνατα τοϋ Κοζίρ καί μ ’ ένα ϋφος άνυπόκριτο καί γαλήνιο τόν βεβαιώνει:

— Μπορεϊ, Κοζίρ, μπορεΐ! Τό συμβούλιο τών διοικητών μπορεϊ νά δόσει μιά τέτια εύλογία πού μόνο νά τή φανταστεί μπορεϊ ό Κύριος ό δικός σου!

' Ο καλός τοϋτος γερο-Κοζίρ, άκούει προσεχτικά τά λόγια τού Λάποτ πού τού άγγίζουν τήν ψυχή κι είναι έτοιμος νά υποχωρή­σει. Α λή θεια , τί τού δόσανε ώς τώρα καί ό Κύριος καί όλοι οί άγιοί του: Τίποτα δέν τοϋ δόσανε. Τό συμβούλιο όμως τών διοικητών εδοσε στόν Κοζίρ μιά χειροπιαστή καί πολύ καλή εύλογία: τόν προστάτεψε ά π ’ τή γυναίκα του, τοϋ ’δοσε ένα φωτεινό καί καθαρό δωμάτιο μέ κρεβάτι καί στρώματα, τόν πόδεσε μέ γερά καί καλά παπούτσια πού τά ’φτιάξε τό πρώτο τμήμα τού Γκούντ. "Ισως στόν παράδεισο, όταν πιά πεθάνει ό γερο-Κοζίρ, νά υπάρχει έλπίδα ν ’άποζημιωθεί ά π ’ τόν Κύριο καί θεό του, όμως στήν έγκόσμια ζωή του γιά τόν Κοζίρ τό συμβούλιο τών διοικητών δέ μπορεϊ ν ’άντικατασταθεΐ μέ τίποτα.

— Λάποτ, έδώ είσαι; άκούγεται μιά φωνή καί στό παράθυρο φαίνεται τό κατσουφιασμένο μοϋτρο τού Γκαλατένκο.

—Έ δώ είμαι.Τί θές; κόβει τήν ήθικοθρησκευτική κουβέντα του 6 Λάποτ.

Ό Γκαλατένκο κάθεται μέ άργές κινήσεις στό περβάζι καί ξεσπάει μπροστά στόν Λάποτ τήν ξεχειλισμένη του άγανάχτηση πού συνδέεται μέ μιάν έλαφρή άπόχρωση ανθρώπινου πόνου. Στά μεγάλα γκρίζα μάτια τοϋ Γκαλατένκο γυαλίζει ένα χοντρό δάκρυ.

— Μ ίλησέ του. Λάποτ... πές τοι τίποτα, γιατί θά τοϋ σπάσω τά μούτρα...

— Ποιανού;

300

Page 301: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Νά, τοΰ Ταρανέτς.Ό Γκαλατένκο παίρνει είδηση πώς βρίσκομαι κι έγώ στό

δωμάτιο, χαμογελάει καί σκουπίζει τά δάκρυα:— Τί τρέχει Γκαλατένκο;— Ποΰ τό βρήκε τό δικαίωμα; Τί δηλαδή πού είναι διοικη­

τής τοΰ τέταρτου τμήματος; Τί μ ’ αύτό; Τ οϋ’πανε: φτιάξε £να ξυλοβάσταγο γιά τ ’ άλογο τό Λεβέντη κι αύτός λέει: θά φτιάξουμε ένα γιά τό Λεβέντη κι ένα γιά τόν Γκαλατένκο.

— Σέ ποιόν τό ’πε;— Νά, στά παιδιά, στούς μαραγκούς του.—“Ε, λοιπόν;— Βέβαια γιά τό Λεβέντη χρειάζεται τό ξυλοβάσταγο γιά νά

μήν πηδήσει άπ* τό βαγόνι, μά τούτοι άρπάζουν έμενα καί μοΰ παίρνουν τά μέτρα μπροστά στόν Ταρανέτς πού τούς λέει: γιά τό Λεβέντη νά τό κάνετε ά π ’ τήν άριστερή μεριά, καί γιά τόν Γκαλατένκο ά π ’ τή δεξιά!

— Ποιό πάλι;— Νά, τό ξυλοβάσταγο.

*0 Λάποτ ξύνει σκεφτικός τ* αύτί του, ένώ ό Γκαλατένκο περιμένει υπομονετικά τί άπόφαση θά βγάλει ό Λάποτ.

— Μά σοβαρά μπορεϊς νά πηδήξεις ά π ’ τό βαγόνι; ’Αδύνα­το πράμα!

*0 Γκαλατένκο πίσω ά π ’ τό παράθυρο κάτι άνακατεύει μέ τά πόδια του γιατί τά μάτια του τά ’χει καρφωμένα έκεΐ.

— Μά τί λές τώρα. Ά κ ο υ θά πηδήξω λέει! Πού θά πηδήξω; Κι αύτός τό βιολί του: φτιάξε γερό τό ξυλοβάσταγο, γιατί τούτος θά πάρει σβάρνα καί τό βαγόνι...

— Ποιός;—’ Εγώ, ποιός άλλος...— Καί δέ θά τό πάρεις σβάρνα;— Τί ε ίν ’ αύτά πού λές, σ τ ’ άλήθεια...—*0 Ταρανέτς σ ' έχει γιά πολύ γερό. Μή θυμώνεις λοιπόν.—'Ό τι είμαι γερός, είμαι... Τί δουλιά όμως Εχει έδώ τό

ξυλοβάσταγο;Ό Λάποτ πηδάει άπό τό παράθυρο καί τραβάει γρήγορα πρός

τό ξυλουργείο. Πίσω του πηγαίνει σκουντουφλώντας ό Γκαλα­τένκο.

Στή συλλογή τοϋ Λάποτ είναι κι ό Α ρκάντι Ούζικοφ. Ό Λάποτ τόν έχει κατατάξει στούς πιό σπάνιους τύπους καί μιλάει γΓ αύτόν μέ πραγματικό πάθος:

301

Page 302: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τέτιους, σάν τόν ’Αρκάντι, σ ’ όλη σου τή ζωή μιά φορά μόνο μπορεις νά τούς βρεϊς μπροστά σου. Παραπάνω άπό δέκα βήματα δέν ξεκολλάει άπό κοντά μου. Φοβάται τά παιδιά. Καί τρώει καί κοιμάται δίπλα μου.

— Σ ’ άγαπάει;—Ά χά ! Μονάχα κάποτε πού ’χα κάτι λεφτά — μοϋ τά ’χε

δόσει ό Κόβαλ γιά σκοινί — μοϋ τά σούφρωσε...Ό Λάποτ σκάει άξαφνα στά γέλια καί ρωτάει τόν ’Αρκάντι

πού κάθεται πάνω σ ’ ένα κασόνι:— Γιά πες, βρέ χαζέ, πού τά ’κρυψες;

Ό 'Αρκάντι άπαντάει άδιάφορα καί άψυχα χωρίς ν ’ άλλάξει πόζα καί δίχως καθόλου νά δείξει πώς ντρέπεται:

— Τά ’κρυψα στό παλιό σου τό παντελόνι.— Καί τί έγινε ύστερα;—"Υστερα τά βρήκες έσύ.— Δέν τά βρήκα, φιλαράκο, μά σέ μάγκωσα στόν τόπο τού

έγκλήματος. Έ τσ ι;— Ναί, μ ’ έπιασες.Τά τσιμπλιάρικα μάτια τού’Αρκάντι δέν ξεκολλάνε ά π ’ τό

πρόσωπο τοϋ Λάποτ, τούτα όμως, σά νά μήν είναι μάτια άνθρώπου, μοιάζουν σά θολά κι άψυχα γυάλινα κατασκευά­σματα.

— Αύτός είναι ικανός καί σάς νά κλέψει, Ά ντό ν Σεμιόνο- βιτς. Λόγο τιμής σάς λέω! Λέγε, δέν τόν κλέβεις άμα βρεις ευκαιρία;

Ό Ούζικοφ δέ βγάζει μιλιά,— Θά σάς κλέψει, λέει μέ κέφι ό Λάποτ, ένώ ό Ούζικοφ μέ

τήν ΐδια πάντα άπάθεια παρακολουθεί τήν έκφραστική χειρονο­μία του.

Ούρά τοϋ Λάποτ είναι καί ό Νιτσένκο. Έ χ ε ι ενα λεπτό, μακρύ λαιμό μέ μεγάλο καρύδι, κι ένα μικρό κεφαλάκι πού έτσι όπως κάθεται στόν ώμο του σού θυμίζει τήν ψωροπερηφάνεια τής γκαμήλας.

Ό Λάποτ λέει γΓ αύτόν:— ’Α π’αύτόν τό χαζό, μπορεϊ νά φτιάξεις ένα σωρό πράμα­

τα: τιμόνια, κουτάλια, σκάφες, φτυάρια. Μά τού’χει καρφωθεί στό μυαλό πώς είναι άλήτης!

"Ημουνα εύχαριστημένος πού όλη τούτη τήν παρέα τήν τραβούσε γύρω του ό Λάποτ. Γιατί έτσι τήν ξεχώριζα εύκολότε- ρα ά π ’ολα τ ’άλλα τά παιδιά. Ή άνεξάντλητη πηγή τών

Μ)2

Page 303: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Αποφθεγμάτων τοϋ Λάποτ περιλούζει όλη τούτη τήν παρέα σάν ένα είδος Απολυμαντικού κι έτσι δυναμώνει μέσα μου ή Εντύπω­ση πώς στό Σταθμό Επικρατεί καλή τάξη κι Ενότητα. Καί τώρα αύτή ή Εντύπωσή μρυ προβάλλει πολύ καθαρά, κι άγνωστο γιατί, μοϋ φαίνεται άκόμα καί καινούργια, πρωτοφανέρωτη.

"Ολα τά παιδιά άρχισαν νά μέ ρωτοϋν γιά τό Κουριάζ, μά ταυτόχρονα βλέπω πώς δλες οί Ερωτήσεις στήν ούσία γίνονται άπό εύγένεια, δπως είναι καθιερωμένο νά ρωτοϋν δταν Ανταμώ­νουν κάποιον: «Πώς είστε;». Τό ζωντανό Ενδιαφέρον γιά τό Κουριάζ σά νά ξεράθηκε καί χάθηκε σέ κάτι μακρινές γωνίτσες τής κολεχτίβας μας. Τώρα κυριαρχούν άλλα ζωτικά θέματα καί στενοχώριες: τά βαγόνια, τά ξυλοβάσταγα γιά τό Λεβέντη καί τό Γκαλατένκο, τά γεμάτα άπό πράγματα δωμάτια τών παιδαγωγών, πού βρίσκονται κάτω ά π ’ τή φροντίδα τών παιδιών, ό ύπνος πάνω σ τ ’ άχυρα, ό «Ψύλλος», ή τσιγγουνιά τοϋ Νεστερένκο, οί μπόγοι, τά κασόνια, τά κάρα, τά καινούργια βελούδινα μπερεδά- κια, τά λυπημένα μουτράκια άπό τίς Μαρούσιες, τίς Νατάλιες καί τίς Τατιάνες ά π ’ τήν Γκοντσαρόφκα — τά τρυφερά αυτά βλαστάρια Αγάπης καταδικασμένης τώρα στό μαρασμό. Ε π ι ­φανειακά φαινόταν πώς ή κολεχτίβα άσχολεϊται μέ άστεϊα κι άνέκδοτα, πνίγεται στό γέλιο κι Αναταράζεται ά π ’ τά φιλικά κι άκακα πειράγματα. “Ετσι άκριβώς οπως στό χωράφι κυματίζει τό ώριμο στάρι πού άπό μακριά σοϋ φαίνεται Ελαφρόμυαλο καί παιχνιδιάρικο. "Ομως στό κάθε του στάχυ υπάρχει μιά σιγουριά κι δταν τό λικνίζει χαϊδευτικά ό άέρας ουτ’ ένας κόκκος δέν πέφτει άπό πάνω του, καί δέ νιώθει τήν παραμικρή άνησυχία. Κι δπως τό στάχυ δέ χρειάζεται νά φροντίσει γιά τ'Αλώνισμα έτσι καί τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ δέ χρειάζεται ν ’άνησυχοϋν γιά τό Κουριάζ. Καί τ ’ αλώνισμα θά γίνει στόν καιρό του καί στό Κουριάζ θ ’ άρχίσει στόν καιρό της ή δουλιά.

Πάνω στά ζεστά δρομάκια τοϋ Σταθμοϋ βλέπεις νά περπα­τούν άργά καί μέ χάρη τά ξυπόλητα πόδια τών παιδιών, Ενώ οί μέσες τους, σφιγμένες στά στενά λουριά τους, μόλις καί κουνιούνται. Ί α μάτια τους μοϋ χαμογελούν ήρεμα, καί τά χείλια τους μόλις κι άναδεύονται στό φιλικό χαιρετισμό τους. Στό πάρκο, στόν κήπο, στά σκαμνάκια πού στέκονται λυπημένα γιατί γρήγορα θά μείνουν έρημα, στό χορταράκι κοντά στό ποταμάκι έχουνε σκορπιστεί δλοι οί τρόφιμοι. Οί παλιοί μιλούν γιά τά περασμένα: γιά τή μάνα τους,γιά τ ’ άμάξια, γιά τ ’ άποσπάσματα πού τρέχανε στίς στέπες καί στά δάση. Ά π ό

303

Page 304: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πάνω τους κρέμονται άκίνητες οί φυλλωσιές τών δέντρων, γύρω τους βουίζουν οί μέλισσες καί σκορπούν τό άρωμά τους τά τριαντάφυλλα κι οί κατάλευκες άκακίες.

Θολά μέσα στό μυαλό μου άρχίζει νά σχηματίζεται μιά ειδυλλιακή εικόνα. Τό κεφάλι μου γεμίζει άπό κάτι άστειούτσι- κες βοσκοποϋλες, άπό Ζέφυρους καί “Ερωτες. Κάτω άπό μιά φουντωμένη πασχαλιά κάθεται ένας πλατσομύτης, όλο ζάρες πιτσιρίκος μέ τ ’ όνομα «Μπουλντοκάκι» καί παίζει φλογέρα. Βέβαια, δέν είναι φλογέρα, ισως νά είναι καί φλάουτο καί τό Μπουλντοκάκι έχει ενα πονηρό μουτράκι σάν μικρής μαϊμου- δίτσας. Στήν άκρη τοϋ λιβαδιού οί κοπέλες πλέκουν στεφάνια κι ή Νατάσα Πετρένκο μέ τό βαθυγάλαζο στεφάνι της είναι ένα όνειρο όμορφιάς πού μοϋ φέρνει δάκρυα συγκίνησης. Πίσω ά π ’ τήν όμορφη σειρά τών τριαντάφυλλων βγαίνει στό δρομάκι ό Πάνας, χαμογελάει ένώ τό γκρίζο μουστάκι του άναδεύεται καί μισοκλείνει τά γαλανόφωτα μάτια:

—“Α, κι έγώ σ ’ έψαχνα! Μ οΰ’πανε πώς πήγες στήν πόλη. Τί είπες λοιπόν σ ' αύτά τά παράσιτα;

—“Ακου, Καλίνα Ίβάνοβιτς, τοϋ λέω, όσο είναι άκόμα τά παιδιά έδώ, καλύτερα είναι νά μετακομίσεις στήν πόλη, στό γιό σου. Γιατί άμα φύγουμε, θά σοϋ’ναι δύσκολο.

Ό Καλίνα Ίβάνοβιτς χώνει τά χέρια στίς μεγάλες τσέπες τού σακακιού του καί ψάχνει τήν πίπα του:

—Έ γώ πρώτος ήρθα έδώ καί τελευταίος θά φύγω. Οί μουζίκοι μέ μεταφέραν έδώ, οί μουζίκοι καί θά μέ πάρουν, τά παράσιτα. Συμφώνησα κιόλας μ ’ αύτόν τόν Μούσια. Τ ’ είναι ή μεταχφορά μου; Τιποτένιο πράμα. Έ σ ύ θά διάβασες σίγουρα στά βιβλία σου πόσους αΙώνες ύπάρχει τούτος ό κόσμος. Καί σέ όλα αύτά τά χρόνια πόσους γεροξούρηδες σάν κι έμένα τούς μεταχφέρανε έδώ κι έκεΐ χωρίς νά χαθεΐ κανένας; Θά μέ μεταχφέρουνε κι έμένα!... Χέ, χέ...

Περπατάμε, μέ τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς κάτω άπ ' τή δεντρο­στοιχία. ’ Ανάβει τήν πίπα καί κοιτάζει μέ τά μισόκλειστα μάτια του τά κλαδιά, τούς θάμνους, τόν θαυμάσιο κολπίσκο τοϋ Καλομάκ, τίς κοπέλες μέ τά στεφάνια καί τό Μπουλντοκάκι μέ τή φλογέρα του.

—“Αν ήξερα νά ψεματίζω, όπως μερικά παράσιτα, θά ’λεγα: θά ’ρθώ νά ρίξω μιά ματιά στό Κουριάζ. Μά γώ μιλάω άνοιχτά: δέ θά 'ρθώ. Καταλαβαίνεις, ό άνθρωπος άσχημα έχει φτιαχτεί, ένα ντελικάτο ζωντανό, όχι τόσο γιά δουλιά, όσο γιά σκοτούρες.

304

Page 305: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Mu ΛοίιλΓ.ύεις εΐτε δέ δουλεύεις, κοίτα τί γίνεται: χθεωρητικά I if νι ι >, άνθρωπος, πραχτικά δμως, μονάχα γιά ψαρόκολλα κά­νη». Ο τα ν οί άνθρωποι γίνουν πιό έξυπνοι, θά βγάζουνε άπό m i\ //.ρους κόλλα. Καί μπορεϊ νά βγει καλή κόλλα...

Υπτι.ρα άπό τή χτεσινή άγρύπνια καί τά ταξίδια στήν πόλη, νιιιιΗιΐ) σά νά λαμποκοπάνε δλα γύρω μου, κι ό κρουσταλένιος

τους νά φτάνει άπαλά ως τ ’ αύτιά μου. 'Ο Καλίνα ' ||Μνοβιτς θυμάται διάφορα Επεισόδια τής ζωής του, μά έγώ στή ΙΜηη πού είμαι νιώθω μονάχα τά σημερινά του γηρατειά κι αύτό <ΐι»λι> μέ πειράζει.

“Ομορφα χρόνια πέρασες, Καλίνα...- Νά σού πώ, σταμάτησε ό Καλίνα Ίβάνοβιτς, καθαρίζον-

m<, τήν πίπα του. Μή μέ περνάς γιά κανένα χαζό καί ξέρω τί |ΙΜ·λ». ις νά πεις. Μά ζωή ήτανε αύτή; Χφα ί·, ΰπνο. ξανά χφαί·...

— Καλά κι ή δουλιά;- Μά ποιανού χρειαζότανε αύτή ή δουλιά; ’Εσύ ξέρεις πώς

ήτιινι: στρωμένα τά πράματα: όποιανοΟ χρειαζόταν ή δουλιά, ιιύιός δέ δούλευε, τό παράσιτο, κι όποιανοΟ δέν του χρειαζότανε δούλευε, δούλευε σάν τό σκυλί!...

Σώπασε γιά λίγο.— Κρίμα, πού λίγο έζησα μέ τούς μπολσεβίκους, συνέχισε.

ΙοΟιοι οί διάολοι τά κάνουνε δλα όπως χθέλουν κι είναι καί χοντροκομμένοι, κι έγώ δέ χωνεύω τίς χοντροκοπιές. "Ομως μονάχα δταν ήρθανε αύτοί άλλαξ’ή ζωή. Σέ ρωτοϋν: έχφαγες, 5ίν Γ,χφαγες; Ποϋ χθέλεις νά πας; Ποϋ θές νά δουλέψεις;... Τό (ιινάδες τοϋτο; ’ Η δουλιά άρχισε νά 'να ι χρειαζούμενη σ ’δλους. Ηίβαια ύπάρχουν κάτι χαζοί σάν κι έμένα καί δέν καταλαβαί­νουν τίποτα καί καμιά χφορά πάνω στή δουλιά προσβάλλουν κανένα σάν τίς παραξενιάρες τίς γυναίκες. Σάμπως δέ χθυμάσαι; Ί ΐρ θα μιά χφορά καί σοϋ λέω: Παραξηγήθηκες; Είχε βραδιά- iUi. Κι έσύ κάθεσαι καί σκέφτεσαι, σκέφτεσαι, ουτε χθυμωμένος *Ιηαι ουτε ξεχθύμωτος. Είχες πειραχτεϊ, μά σά ν ά ’τανε χτές οοΟ’χε περάσει. Τ ό ’χες ξεχάσει. Χέ, χέ... Πανάδες τέτιο πράμα;

"ίίσπου σκοτείνιασε γυρίζαμε μέ τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς στό «άρκο. "Οταν πιά άρχισαν ν ’ άνάβουν τά φώτα τής υπηρεσίας ή,Χ)Γ. καί μάς βρήκε τρέχοντας ό Κόστια Σαρόφσκι, καί διώχνον­τας μ ' ένα κλαδάκι τά κουνούπια ά π ’ τά ξυπόλητα πόδια του line σά θυμωμένος λιγάκι:

— Τά παιδιά έχουν κιόλας μακιγιαριστει καί σείς δέν η. λειώνετε τόν περίπατό σας! Μ ’ έστειλαν νά σάς φωνάξω. Έ χ ,

305

Page 306: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

καί τί γέλια θά κάνουμε μέ τό βασιλιά! Τόν παίζει ό Λάποτ. Κι έχει ένα μύτο!...

Στό θέατρο μαζεύτηκαν όλοι οί φίλοι μας άπ ' τά γύρω χωριά καί τούς συνοικισμούς. ' Η Κομμούνα Λουνατσάρσκι ήρθε όλόκληρη. 'Ο Νεστερένκο καθόταν πίσω ά π ’ τήν κλειστή αύλαία πάνω στό θρόνο, καί προσπαθούσε ν ’ άπαλλαγεΐ ά π ’ τούς πιτσιρίκους πού τοΰ’χανε χωθεί κατηγορώντας τον γιά τήν τσιγκουνιά του, τήν άχαριστία καί τήν άναισθησία του. Ή Ό λ ια Βόρονοβα, πού θά παράσταινε τήν κόρη τοϋ βασιλιά, μακιγιαριζόταν μπροστά σ ’έναν καθρέφτη κι ήταν όλο άνη- συχία:

—" Αχ, θά τού βγάλουνε τό λάδι τού καημένου τυϋ Νεστε­ρένκο.

Ό «Ψύλλος» δέν άνέβαινε γιά πρώτη φορά άπόψε, όμως τώρα ή παράσταση είχε προετοιμαστεί μέ πολύ κόπο, γιατί οί βασικοί μακιγιαριστές, ό Μπουτσάι καί ό Γκοροβίτς είχανε πάει στό Κουριάζ. Έ τ σ ι τό μακιγιάζ ήταν πολύ χτυπητό. Αύτό όμως δέ στενοχωρούσε κανένα: ή παράσταση ήταν μονάχα ή άφορμή γιά τούς τελευταίους άποχαιρετισμούς. Σέ πολλά μέρη τού Σταθ­μού ή άποχαιρετιστήρια έθιμοτυπία δέν έχει άνάγκη άπό καμιά έπισημότητα. Οί κοπέλες άπό τήν Πιρόγκοφκα καί τήν Γκον- τσαρόφκα, έχουν πέσει ξανά στήν προϊστορική έποχή, γιατί στό μυαλό τους ή ιστορία άρχίζει ά π ’ τόν καιρό πού ήρθαν στόν Καλομάκ οί λεβέντες τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι. Στίς γωνιές τοϋ μύλου, δίπλα στίς σόμπες πού’χανε σβύσει άκόμα ά π ’ τό Μάρτη, στά σκοτεινά περάσματα πίσω ά π ’ τή σκηνή, στά παγκάκια, στά κούτσουρα, πάνω σέ διάφορα θεατρικά σκηνικά κάθονταν οί κοπέλες καί τά όμορφα ζωγραφιστά μαντήλια τους χύνονταν στούς ώμους τους, άφήνοντας νά φανεί ή πικρή θλίψη τους στά σκυφτά ξανθά πρόσωπά τους. Ούτε τ ’άνθρώπινα λόγια, ούτε οί φωνές τών πουλιών, ούτε οί άναστεναγμοί ήταν σέ θέση νά γεμίσουν μέ χαρά τίς καρδιές τών κοριτσιών. Τά όμορφα λεπτά δαχτυλάκια τους τσαλάκωναν πάνω στά γόνατά τους τά κρόσια τών μαντηλιών, κι αύτό ήταν άκόμα μιά περιττή καί καθυστερημένη ίσως έκδήλωση γυναικείας χάρης. Δίπλα στίς κοπέλες στέκονταν τά παιδιά κι είχαν ένα ύφος σά νά τούς έτρωγε βαθύς πόνος. ’Α π’ τά καμαρίνια τών ήθοποιών έβγαζε ποΰ καί ποϋ τό κεφάλι του ό Λάποτ, σούφρωνε είρωνικά τή μύτη του σ ’ ένα όμοίωμα τοΰ Έ ρω τα κι έλεγε μέ μιά τρυφερή καί θλιβερή φωνή:

306

Page 307: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Πέτια, περιστεράκι μου!... ' Η Μαρούσια καί χωρίς έσένα Ν ν πρόκειται ν ’ άνοίξει τό στόμα της. *Εσύ όμως πρέπει νά Μιιψ<ιππ:ϊς. Μήν ξεχνάς πώς σήμερα θά παίξεις τό άλογο!...

Ο Μέτια κρύβει 'κατεργάρικα τόν ξετσίπωτο στεναγμό άνα- *·»υψισης μ ’ ένα ντελικάτο άναστεναγμό άποχωρισμοϋ κι άφή- νιι ιή Μαρούσια στή μοναξιά της. Εύτυχώς πού ή καρδιά τής Μιψηι ιοια είναι φτιαγμένη μέ βάση τήν άρχή τής άλληλοαντι- Mitrtn τάσης τών έξαρτημάτων της. Θά περάσουν δυό μήνες, θά ϊ,ι βιδώοει ή Μαρούσια τήν τριμμένη καί σκουριασμένη μορφή η·Ιι 1Ιέτια, καί καθαρίζοντας τήν καρδιά της μέ τό πετρέλαιο τής ΜπίΛας, θά βιδώσει τό καινούργιο γυαλιστερό έξάρτημα — τή μορφή τού ΙΤανάς ά π ’ τό Στοροζεβόι, πού τώρα άποχαιρετάει θλιμμένος τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ, καί πού άν τόν σκαλίσεις |ΜΙιά θά δεις πώς μέ τό μυαλό του άρχισε κιόλας νά βιδώνεται ι»/ κάποια γωνιά τής καρδιάς τής Μαρούσια. Γενικά όλα στόν κόσμο πάνε περίφημα, κι ό Πέτια είναι κι αύτός ικανοποιημέ­νοι,, παίζοντας τό ρόλο τοϋ άλόγου στήν τρόικα τοϋ άταμάνου I Ιλάτοφ.

’ Αρχισε τό έπίσημο μέρος. Μετά τά όμορφα καί ζεστά λόγια ιού άποχαιρετισμοϋ, τίς εύχαριστίες, τίς συμβουλές γιά τήν Αργατική ένότητα άνοιξε ή αύλαία καί γύρω ά π ’ τήν αύτοϋ μηΛαμινότητα τό χαζοβασιλιά, στριφογυρίζουν οί γεροξούρη- Ars, στρατηγοί, ένώ ενας παράξενος κι άργοκίνητος σκουπιδιά­ρη», σκουπίζει τό γεροντίστικο μπαρούτι πού άφήνουν πίσω ίουι, ’ Α π’ τήν πίσω πόρτα τής μυλαποθήκης βγαίνει θυελλώδι- μι μιά τρόικα μέ τρία άλογα. * Ο Γκαλατένκο, ό Κορίτο, ό Φκντορένκο δαγκώνουν τά χαλινάρια, κουνούν βαριά τά κεφά- λ κι τους καί, τσαλαπατώντας τά πάντα στό διάβα τους, βγάζουν ιπή σκηνή πού τρέμει όλόκληρη τήν τρόικα μέ τόν άμαξά της, ιόν Ταρανέτς. ’Α π’ τή ζώνη τοϋ Ταρανέτς κρατιέται ό άταμάνος ΙΙλάτοφ, μ ’ £να άστεϊο παλικαρίσιο ύφος. Είναι τό κύριο άστέρι ιήι, σκηνής καί τόν παίζει ό Ό λ έγκ Ό γκνιόφ . Οί θεατές πετοϋν Ληό πάνω τους καί τό τελευταίο ίχνος θλίψης. Τούς συνεπαίρνει ή Λίνη τής όμορφιάς τοϋ θεατρικού μύθου. Στήν πρώτη σειρά Μΐθι:ται ό Καλίνα Ίβάνοβιτς καί κλαίει, σκουπίζοντας τά ΙΜκρυά του μέ τό ρυτιδιασμένο κίτρινο δάχτυλό του, δέ μπορεϊ vrt κρατηθεί ά π ’ τά γέλια.

Τ μένα άξαφνα μοϋ’ρθε στό μυαλό τό Κουριάζ.‘Ο χ ι, τώρα δέ γίνεται νά προσεύχεται κανείς καί νά ζητάει

f πιι Ικπα. Καί κανένας δέ θά θελήσει νά πιει γιά μένα τούτο τό

307

Page 308: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ποτήρι. Έ νιωσα άπότομα πώς είμαι φοβερά κουρασμένος, πώς είχαν Εξαντληθεί δλες μου οί δυνάμεις.

Μέσα στό καμαρίνι τών ήθοποιών ήταν όλα δμορφα καί χαρούμενα. Ό Λάποτ μέ τή βασιλική φορεσιά του καί μέ μιά κορώνα πού τή φορούσε στραβά καθόταν πάνω στή μεγάλη πολυθρόνα τής Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα καί βεβαίωνε τόν Γκαλατένκο δτι έπαιξε περίφημα τό ρόλο του άλογου:

—Έ γώ , όχι μονάχα στό θέατρο, μά πουθενά ώς τά τώρα δέν είδα τέτιο άλογο!

' Η "Ολια Βόρονοβα λέει στόν Λάποτ:— Σήκω, Βάνκα, άσε νά ξεκουραστεί λιγάκι ό Ά ν τό ν

Σεμιόνοβιτς.Σ ’ αύτή τή θαυμάσια πολυθρόνα μέ πήρε ό ύπνος πρίν νά

τελειώσει άκόμα ή παράσταση. Μέσα στόν ύπνο μου άκουγα τά πιτσιρίκια τοϋ Ενδέκατου τμήματος νά τσακώνονται,σηκώνον- τας τόν κόσμο στό ποδάρι ά π ’ τίς φωνές τους:

—'Ά ντε νά τό κουβαλήσουμε! Κράτα καλά! Ε μπρός!Ό Σιλάντι, άνίθετα, προσπαθούσε ψιθυριστά νά πείσει τούς

πιτσιρίκους:— Μή φωνάζετε μωρέ έδώ πέρα! Α φ ήσ τε τόν άνθρωπο νά

κοιμηθεί καί σταματάτε τή φασαρία!... Βρήκατε τήν ώρα...

6. ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ

Τήν άλλη μέρα φιληθήκαμε μέ τόν Καλίνα Ίβάνοβιτς, τήν 'Ό λ ια , τόν Νεστερένκο κι έφυγα. * Ο Κόβαλ πήρε τήν Εντολή νά τελειώσει έγκαιρα τό πλάνο τοϋ φορτώματος καί σέ πέντε μέρες νά ’ρθει μέ όλόκληρο τό Σταθμό στό Χάρκοβο.

Δέν ένιωθα καλά. Μέσα μου σά ν ά ’χα χάσει τήν ψυχική μου ίσορροπία κι δλα μοϋ φαίνονταν άβολα κι άνάποδα. Στό μοναστήρι τοϋ Κουριάζ έφτασα στή μία μετά τό μεσημέρι καί μόλις πάτησα τό πόδι μου στήν αύλή πέσανε στό κεφάλι μου άμέσως δλα δσα τά όνομάζουν συνήθως: άναποδιές.

Στό Κουριάζ βρισκόταν όλόκληρη άνακριτική έπιτροπή: ή Μπρέγκελ, ό Κλιάμερ, ό Γιούριεφ, ό εισαγγελέας κι άνάμεσά τους στριφογύριζε, άγνωστο γιατί, 6 παλιός διευθυντής τοϋ Σταθμού. Ή Μπρέγκελ μοϋ είπε αύστηρά:

—Έ δώ άρχισαν Kt-όλας νά δέρνονται.— Καί ποιός ποιόν δέρνει;

308

Page 309: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Λυστυχώς αύτό δέν τό ξέρουμε άκόμα, ουτε καί ποιός |1ιιί,ι ι τέτια φυτίλια.

’ ί ) εισαγγελέας ένας χοντρούτσικος μέ γυαλιά, κοίταξε ηυνι.σταλμένα τή Μπρέγκελ κι είπε σιγανά:

Νομίζω πώς τά περιστατικά... είναι... ξεκάθαρα. Μπορεϊ νά μήν υπάρχει υποκινητής. Νά, κάτι λογαριασμούς φαίνε-

κιι ί.Ιχαν μεταξύ τους. Τά χτυπήματα έξάλλου είναι έλαφράς μι »μψής. Π αρ' όλα αύτά άξίζει τόν κόπο νά δούμε ποιός τό ' κανε ιΐύιό Νά, ήρθε κι ό διευθυντής... Έ σεΐς μπορεϊτε νά μάθετε ιυ μισσότερες λεπτομέρειες καί νά μάς πεϊτε.

’ Η Μπρέγκελ έδειχνε καθαρά πώς δέν τής άρεσε ή στάση τοϋ Ηηαγγελέα. Χωρίς νά μοΰ πεΐ ούτε λέξη μπήκε στό αυτοκίνητο. ‘Ο Γιούριεφ μοϋ χαμογέλασε δισταχτικά. Ή επιτροπή έφυγε.

Ιον τρόφιμο Ντορόσκο τόν είχαν δείρει τή νύχτα στήν αύλή, Λπιν μέ καμιά ντουζίνα καινούργια κάπως παπούτσια, πού τά 'χε βουτήξει λίγα-λίγα ά π ’ τούς θαλάμους, έβγαινε ά π ’ τήν πύλη. Ιά πι.ριστατικά τοϋ νυχτερινού έπεισοδίου έδειχναν πώς είχαν «ολύ καλά όργανωθεϊ όλα κι ότι τόν Ντορόσκο τόν παρακολού­θησαν ά π ’ τήν άρχή άκόμα, όταν άρχισε νά σουφρώνει τά Λίΐηούτσια. "Οταν πιά πλησίαζε στό καμπαναριό, πετάχτηκαν μιμικοί πού ήταν κρυμμένοι πίσω ά π ’τά κλαδιά τής άκακίας, ιόν κουκούλωσαν μέ μιά κουβέρτα, τόν έριξαν κάτω καί τόν ΓΛι ιραν. Ό Γκόρκοφσκι πού έρχόταν άπ ' τό σταϋλο κείνη τήν ι&ριι, είδε μέσα στό σκοτάδι κάτι μικρές φιγούρες νά τό βάζουν otrt πόδια, παρατώντας τόν Ντορόσκο, παίρνοντας όμως μαζί ΐι*ι\ τήν κουβέρτα. Έ γ ινε άμέσως έρευνα στούς θαλάμους μά δέ Μ **· τίποτα. "Ολοι κοιμοϋνταν. Ό Ντορόσκο ήταν γεμάτος μιλανιέι;, χρειάστηκε νά τόν πάνε στό μικρό νοσοκομείο τοΰ ΧϊαΟμού καί νά φωνάξουν γιατρό, πού δέ βρήκε καί σοβαρές |1λάβκ στόν οργανισμό του. Ό Γκοροβίτς άνάφερε άμέσως τό Hi ριστατικό στόν Γιούριεφ.

’ 11 άνακριτική έπιτροπή πού ήρθε μ 'έπικεφαλής τή Μπρέ- γκ»λ καταπιάστηκε πολύ δραστήρια μέ τήν ύπόθεση. 'Ο λόκληρο ιό πρωτοπόρο τμήμα μας τό γύρισαν ά π 'τό χωράφι καί τό Λνακρίναν, τόν καθένα χωριστά. Ό Κλιάμερ έψαχνε νά βρει Ληοδι.ιχτικά πού νά ένοχοποιούν τά παιδιά τού Σταθμοϋ Γκόρκι.

Α π ’ ιούς παιδαγωγούς δέ ρωτήσανε κανέναν καί γενικά μ ' ■ιΰtoi>s ·>ύτε μιλούσαν, άλλά περιορίζονταν νά τους δίνουν t ν ΐ ι ή ποιόν νά φωνάξουν ά π ’ τά παιδιά. ’Απ' τούς Κουριαζι- ν·οΐ\ κάλεσαν γ ι ' άνάκριση σ ’ ενα ξεχοφίστό δωμάτιο, μονάχα

.KW

Page 310: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τόν Χόβραχ καί τόν Πέρετς κι αύτό ’ίσως γιατί κι οί δυό τούτοι φώναζαν κάτω ά π ’ τά παράθυρα:

—Ε μ ά ς νά ρωτήσετε! Τί τούς ρωτάτε αύτούς; Τούτοι θά μάς δέρνουν κι έμεΐς δέ θά μπορούμε πουθενά νά παραπονεθοϋμε;

Στό κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν ξαπλωμένο ένα βλογιο- καμένο άγόρι δεκάξι πάνω-κάτω χρόνων. ' Ο Ντορόσκο μέ κοίταξε προσεχτικά μ ’ ένα στεγνό βλέμμα καί ψιθύρισε:

—Ά π ό καιρό ήθελα νά σάς μιλήσω...— Ποιός σέ χτύπησε;— Τί θέλανε κι ήρθαν; Τί τούς νοιάζει ποιός μέ χτύπησε; Ιό ς

τό λέω δμως: δέ μέ χτύπησαν οί δικοί σας κι αύτοί θέλουν ντέ καί καλά ν ’ άποδείξουν πώς οί δικοί σας... Κι άν δέν ήταν οί δικοί σας θά μέ σκότωναν. Νά» αύτός ό διοικητής περνούσε κείνη τήν ώρα κι οί άλλοι τό έσκασαν, οί πιτσιρίκοι...

— Μά, ποιοί ήταν;— Δέ θά τό πώ... Έ γώ δέν έκλεψα γιά μένα... Ά κόμα ά π ’τό

πρωί μοΟ’πε αύτός ό...—Ό Χόβραχ;Σιωπή.—Ό Χόβραχ;

' Ο Ντορόσκο έχωσε τό κεφάλι στό προσκέφαλό του κι άρχισε νά κλαίει. Μ έσ’άπ' τά άναφιλητά του μόλις καί ξεχώρι­ζα τά λόγια του:

— Αύτός... θά τό μάθει... ’Εγώ νόμισα... γιά τελευταία φορά... ‘Έ τσι νόμισα...

Περίμενα νά ήσυχάσει λιγάκι καί τόν ξαναρώτησα:— Δηλαδή, δέν ξέρεις ποιός σέ χτύπησε;Ξαφνικά άνασηκώθηκε στό στρώμα, έπιασε τό κεφάλι του μέ

τά χέρια κι άρχισε νά τό κουνάει δώθε κεΐθε γεμάτος άπελπισία. "Υστερα, χωρίς ν ’ άφήσει τό χέρι άπ ' τό κεφάλι, μέ γεμάτα άκόμα τά μάτια δάκρυα χαμογέλασε:

—"Οχι, πώς νά ξέρω; "Ομως δέν είναι τά παιδιά σας. Αύτοί δέν Οά χτυπούσαν έτσι...

—Ά λ λ ά πώς;— Δέν ξέρω πώς, δμως δέ θά έριχναν κουβέρτα... Δέν

μπορούνε μέ κουβέρτα...— Καί γιατί κλαΐς; Πονάς πουθενά;— Δέν πονάω, μονάχα, νά... έγώ νόμισα γιά τελευταία

φορά... Κι δτι έσεΐς δέ θά τό μάθετε...— Δέν πειράζει, τού είπα. Γίνε καλά κι δλα θά ξεχαστούν...

310

Page 311: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Αλήθεια, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς; Θά ξεχαστοΰν; 'Όλα;...Τπιτέλους ήσύχασε.Αρχισα τή δική μου άνάκριση. ' Ο Γκοροβίτς κι ό Κιργκίζοφ

Μήκιιιπαν τά χέρια Kt άρχισαν άμέσως νά νευριάζουν. Ό Ίβ ά ν Νπνίσοβιτς μάλιστα, μου μούτρωσε καί σούφρωσε τά φρύδια, μιΐ ο ι ή φυσιογνωμία του ήτανε τόσο γερά τυπωμένη ή καλοσύνη ηου γο μόνο πού έκαναν οί γκριμάτσες του ήταν νά μου ηροκαλέσουν τό γέλιο:

Τί φουσκώσατε Ετσι, Ίβ ά ν Ντενίσοβιτς;Μά ρωτάτε γιατί φούσκωσα; Τούτοι δώ πέρα θά σφάξουν

Λ ίνιις ιόν άλλον κι έγώ θά τά τραβάω; Δείραν τόν Ντορόσκο, 2, hill λοιπόν; Θά ξοφλήσαν τίποτα παλιούς λογαριασμούς.

ΙΙολύ άμφιβάλλω άν είναι παλιοί...Ά λ λ ά τί είναι;"Ολοι τούτοι οί λογαριασμοί φαίνεται νά ’ναι καινούργιοι,

ktii δέ μου λέτε, εισαστε βέβαιος πώς δέ χτύπησαν τά παιδιά τά Λικά μας;

• Τί ε ϊν ’ αύτά πού λέτε, γιά τό θεό, γούρλωσε τά μάτια ό Ί|Μ ν Ντενίσοβιτς. Τί στό διάολο τούς χρειαζόταν ενα τέτιο »!(>άγμα;

Ό Βόλοχοφ μοΰ’ριξε μιά θυμωμένη ματιά:-- Ποιός; Οί δικοί μας; Νά δείρουν αύτή τήν ψείρα; Μά

Οά κάνει μιά τέτια δουλιά; Ν ά’ταν, άς πούμε, τόν Χόβραχ, ή ιόν Ί σουρίλα ή καί τόν Κοροτκόφ τό καταλαβαίνω. ’ Αφήστε ΙΗΐι, μονάχα καί θά δεϊτε τί θά πάθουν. Καί τί μ ’ αύτό πού ιΐούψρωσε τά παπούτσια; τούτοι δώ κάθε μέρα κλέβουν. Καί «Λπ« παπούτσια μείναν; "Πσπου ν ά ’ρθει έδώ ό Σταθμός μας δέ ΙΓ Λψήσουν τίποτα. “Ας τά κλέψουν πού νά τούς πάρει ό ΛκΙολος. Έ μ εΐς σ ’ αύτό τό ζήτημα ούτε. καί δίνουμε προσοχή. Λι'»ιό πού μάς καίει είναι πού δέ θέλουν νά δουλέψουν.

I ήν Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα καί τή Λίντοτσκα τίς βρήκα ιίΐό ήδι.ιο δωμάτιό τους. Τ ά 'χανε έντελώς χαμένα. Τούς είχε Βΐιλΰ φοβίσει ό έρχομός τής άνακριτικής Επιτροπής. Ή Λίντοτ- ιη ιι στεκόταν κοντά στό παράθυρο καί κοίταγε έπίμονα τά «ιΐιοιιίτίδια στήν αύλή. Ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα μοϋ 'ρίξε |Mit βιιριά ματιά:

Ησαστε ικανοποιημένος; μέ ρώτησε.Ά π ό τί;Ά π ' όλα: άπ* τή διαμονή μας έδώ, ά π ’ τά παιδιά, ά π ’ τούς

ιψοίηταμένους.

311

Page 312: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Γιά μιά στιγμή μου πέρασε ή σκέψη ά π ’ τό κεφάλι: 'Αλήθεια, είμαι ικανοποιημένος; Ά λ λ ά καί ποιες Ιδιαίτερες αίτιες υπάρχουν γιά νά μήν είμαι Ικανοποιημένος; "Ολα σχεδόν αύτά τά περιστατικά δέν ήταν κάτι πού δέν τό περίμενα.

— Ναί, είπα, καί γενικά δέ μ ’ άρέσει ή γκρίνια...—Έ γώ δμως θά γκρινιάξω, είπε σοβαρά κι άκεφα ή Αίκατε­

ρίνα Γκρηγκόριεβνα, ναί, θά γκρινιάξω. Δέ μπορώ νά καταλάβω, γιατί είμαστε έτσι όλομόναχοι. Έ δώ βλέπεις όλοζώντανη τή δυστυχία, ένα πραγματικό άνθρώπινο δράμα, μιά φριχτή ζωή καί σοΰ κουβαλιούνται κάτι... βογιάροι, κάνουν τόν κάμποσο καί μάς περιφρονούν δλους. 'Ά μα μείνουμε έτσι μοναχοί, πάμε χαμένοι όπωσδήποτε. Δέν τό θέλω αύτό. Κι είναι πάνω ά π ’ τίς δυνάμεις μου...

' Η Λίντοτσκα άρχισε νά χτυπάει άργά μέ τή γροθίτσα της τό περβάζι καί άρχισε νά μιλάει, μόλις συγκροτώντας τούς λυγ­μούς της:

—Έ γώ είμαι πρόσωπο άσήμαντο, είμαι μικρός άνθρωπος... Μά θέλω νά δουλέψω, θέλω νά ριχτώ μέ πάθος στή δουλιά... Είμαι έτοιμη άκόμα νά παλέψω μέ ήρωισμό γΓ αύτό... "Ομως είμαι άνθρωπος... καταλαβαίνετε; άνθρωπος!... Δέν είμαι μαμού­δι!...

Γύρισε πάλι πρός τό παράθυρο. Έ γώ έκλεισα καλά τήν πόρτα καί βγήκα στό ψηλό σαραβαλιασμένο ξώστεγο. Δίπλα στό ξώστεγο στέκονταν ό Βάνια Ζάιτσενκο κι ό Κόστια Βετκόφσκι. Ό Κόστια έβαλε τά γέλια:

—Έ , λοιπόν. Τίς καταβρόχθισαν;Ό Βάνια πήρε υφος έπίσημο, έκανε στόν όρίζοντα μιά

γραμμή μέ τό χέρι του κι είπε:— Ού, ν ά ’ταν κι άλλες! Ά νάψ αν φωτιές, τίς έψησαν καί τίς

κατάπιανε! Δέν δμεινε τίποτα! Βλέπεις; Βλέπεις ύστερα έπεσαν νά κοιμηθούν. Καί κάναν εναν ϋπνο!... Τό τμήμα μου δούλευε δίπλα, σπέρναμε πεπονόσπορους. Βάζουμε έμεΐς τά γέλια, παίρ­νουν καί τό δικό τους τό διοικητή, τόν Πετροϋσκο τά γέλια... Κι αύτό ήταν δλο! Ω ρα ία , λέει, είναι ή ψημένη πατάτα!

— Καί τή φάγανε δλη; ’ Εκεΐ ήταν πάνω άπό σαράντα πούτια πατάτα!

— Τή φάγανε! Τήν ψήσανε καί τή φάγανε! "Αλλη τήν έκρυψαν στό δάσος, ή τήν πέταξαν στά χωράφια. "Υστερα τό έριξαν στόν ύπνο. Ούτε γιά φαή- δέν πήγαν. ' Ο Πετρούσκο λέει: γιατί νά πάμε γιά φα ί·; Έ μ εΐς σήμερα φυτέψαμε πατάτες! ‘Ο

Page 313: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό νταριούκ τοΰ ρίχνεται: είσαι γουρούνι! Πιάνονται στά χέρια. ’ Εκεΐ στήν άρχή ήτανε κι ό δικός σας ό Μίσα κι έδειχνε πώς φυτεύουν τήν πατάτα, μά υστέρα τόν φώναξαν στήν έπιτροπή.

Σήμερα ό Βάνια δέ φοράει έκεϊνο τό μακρύ κουρελιασμένο παντελόνι, άλλά ένα καλό παντελονάκι μέ τσέπες. Τέτια έφτια­χναν μονάχα στό Σταθμό Γκόρκι. Σίγουρα ό Σελαπούτιν ή ό Τόσκα μοίρασαν μέ τό Βάνια τή γκαρνταρόμπα τους. ' Ο Βάνια περιγράφοντας δ λ ’ αύτά στό Βετκόφσκι τά συνόδευε μέ χειρο­νομίες καί χτυπούσε κάτω τά ποδαράκια του. Γιά μιά στιγμή γύρισε σέ μένα, μισόκλεισε τά μάτια του, μά έγώ πρόφτασα νά δώ σ ’ αύτά μιά χαριτωμένη παιδική είρωνία.

—Έ γινες κιόλας καλά, Βάνια; τόν ρώτησα.—’ Αχά, είπε ό Βάνια, χαϊδεύοντας τό στήθος του. Γέρεψα!

Σήμερα τό τμήμα μου ήταν στό «πρώτο μικτό πέ». Χά-χά-χά «πρώτο μικτό πέ» — δηλαδή πε-πόνια! Δουλέψαμε μέ τόν Ντενίς, υστέρα αύτόν τόν φώναξαν κι έφυγε. Θά δεϊτε τί πεπονάρες θά βγοΰν. Καί πότε θά’ρθουν τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι; Μέσα σέ πέντε μέρες; Έ χ καί πόσο είμαι περίεργος νά δώ τί σόι παιδιά είναι! ’Αξίζουν τόν κόπο, έ;

— Βάνια, τί λές; Ποιός χτύπησε τόν Ντορόσκο;Ό Βάνια γύρισε άμέσως σέ μένα τό σοβαρό πρόσωπό του καί

κάρφωσε τό βλέμμα του στά γυαλιά μου. 'Ύστερα φούσκωσε τά μάγουλά του, τά ξεφούσκωσε, ξανά τά φούσκωσε καί τελικά κούνησε τό κεφάλι του, έξυσε τ ’ αυτί του καί χαμογέλασε.

— Δέν ξέρω.Κι έκανε γρήγορα νά φύγει μ ' ένα ϋφος πολύ Απασχολημέ­

νου ανθρώπου.— Βάνια, γιά περίμενε! Έ σύ ξέρεις καί πρέπει νά μοϋ πεις.

* Ο Βάνια σταμάτησε στόν τοίχο τής έκκλησίας, κοιτώντας μεάπό μακριά.Γιά μιά στιγμή φάνηκε σά νά τά σάστιζε, ϋστερα όμως τεντώθηκε σάν άντρας, καί τονίζοντας μιά-μιά τίς λέξεις είπε σύντομα καί ψυχρά:

— Θά σας πώ τήν άλήθεια: έγώ ήμουν έκεΐ, όμως δέ θά σας πώ ποιοί άλλοι άκόμα ήταν. Κι άς πάψει νά κλέβει!

Κι έγώ κι ό Βάνια πέσαμε σέ σκέψεις. Ό Κόστια είχε φύγει νωρίτερα. “Ημασταν άπορροφημένοι στίς σκέψεις μας άρκετή ώρα. Γιά μιά στιγμή τοΰ λέω:

— Είσαι κρατούμενος. Θά πας στήν πιονέρικη γωνιά. Πές στόν Βόλοχοφ πώς είσαι κρατούμενος ώσπου νά σημάνει «σιωπητήριο».

Page 314: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Βάνια σήκωσε τά μάτια, είπε ναί μέ τό κεφάλι κι Εφυγε τρέχοντας γιά τήν πιονέρικη γωνιά.

Οί πέντε αύτές μέρες άντιπροσωπεύουν στό φόντο ολης τής ζωής μου μιά μακρόσυρτη μαύρη παύλα. Μιά παύλα καί τίποτ’άλλο. Τώρα μόλις καί μετά βίας φέρνω στό μυαλό μου μερικές λεπτομέρειες τής τοτινής μου δράσης. Στήνούσία αύτό δέν ήταν δράση μά κάποια έσωτερική μονάχα κίνηση πού βασιζόταν Ίσως σ ’ ένα πραγματικό άπόΟεμα δυνάμεων, σέ μιά ήρεμία γερά πειθαρχημένων καί συγκροτημένων δυνάμεων. Τότε μοϋ φαινόταν ότι βρίσκομαι μέσα σέ θυελλώδικους ρυθ­μούς δουλιάς, ότι κάνω βαθιά άνάλυση όλων τών γεγονότων κι ότι κάπως δίνω όρισμένες λύσεις στά ζητήματα, Στήν ουσία όμως δέν έκανα τίποτ ’ άλλο άπό τό νά περιμένω τόν έρχομό τών παιδιών τοϋ Σταθμού Γκόρκι.

Ω σ τόσ ο κάτι φτιάξαμε.Τώρα θυμάμαι καλά: κάθε μέρα σηκωνόμασταν άκριβώς στίς

πέντε ή ώρα τό πρωί. Τό ίδ ιο κάθε μέρα σκάζαμε ά π ’ τό κακό μας βλέποντας τούς Κουριαζινούς νά μήν έχουν καμιά όρεξη ν ’ ακολουθήσουν τό παράδειγμά μας. Πολλές φορές στό πρωτο­πόρο τμήμα μας δέν έμενε σχεδόν καιρός ουτε γιά νά κοιμηθεί: ήταν δουλιές πού δέ χωρούσαν άναβολή. Ό Σέρε ήρθε μιά μέρα μετά άπό μένα. Γιά δυό ώρες συνέχεια μετρούσε μέ τό θυμωμένο του βλέμμα τά χωράφια, τίς αύλές, τά χτίρια, τις πλατείες, τά περνούσε μετρώντας τα μ ’ ένα κορδωμένο στρατιωτικό βήμα, δέν έβγαζε κουβέντα, καί μασούλαγε συνεχώς όποιοδήποτε χορτάρι τοΰ*πεφτε στό χέρι ά π ’ τό βασίλειο τών φυτών. Τό βράδυ τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι κουρασμένα, μαυρισμένα άπ* τόν ήλιο καί κατασκονισμένα άρχισαν νά μετρούν καί νά κάνουν υπολογισμούς γιά τό πού θά πρέπει νά έγκαταστήσουν τό τεράστιο κοπάδι τών γουρουνιών τοϋ Σταθμοϋ μας.

Βάλθηκαν άμέσως νά σκάβουν λάκκους γιά τά θερμοκήπια. Αύτές τίς μέρες ό Βόλοχοφ άποκάλυψε όλες τίς έξαιρετικές του ικανότητες σάν διοικητής καί σάν όργανωτής. Τά κατάφερε ν 'άφήσει στό χωράφι ένα μονάχα άνθρωπο γιά δυό ζευγάρια, καί τούς άλλους τούς έριξε σ ’ άλλη δουλιά. Ό Πιότρ Ίβ ά νο ­βιτς Γκοροβίτς έβγαινε κάθε πρωί μ ’ένα γυαλιστερό φτυάρι στό χέρι καί κουνώντας το φώναζε στό τσούρμο τών Κουριαζινών πού κοίταζαν περίεργα:

— Πάμε γιά σκάψιμο, λεβέντες!Οί «λεβέντες» γύριζαν τίς πλάτες τους καί τραβούσαν όπου

314

Page 315: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ιούς κάπνιζε. Στό δρόμο τους πέσαν έπάνω στόν μαύρο σάν άράπη Μπουτσάι, καί μέ τήν Ίδια άκριβώς ντροπαλοσύνη τόν άκουγαν νά τούς καλεΐ γιά δουλιά μέ τούς πιό χαμηλούς τόνους τής μουσικής κλίμακας:

—"Αντε βρέ πού νά σάς πάρει ό διάολος, χαραμοφάηδες! Ίσαμε πότε θά δουλεύω γιά σας;

Τά βράδια Ερχονταν καί κανένας ά π ’ τούς σπουδαστές τής Εργατικής σχολής κι έπιανε τό φτυάρι νά βοηθήσει, μά τούς Γ.διωχνα άμέσως πίσω στό Χάρκοβο. Ό καιρός δέ σήκωνε τέτια άπτεϊα, γιατί έτοιμάζονταν γιά τίς ανοιξιάτικες έξετάσεις. Ή πρώτη όμάδα τών παιδιών τοΰ Σταθμοϋ μας πού*χαν τελειώσει τήν έργατική σχολή τήν άνοιξη είχε περάσει κιόλας στό πανεπιστήμιο.

Θυμάμαι πώς αύτές τίς πέντε μέρες έγιναν πολλές καί Λιάφορες δουλιές. Σ ’ άλλες πάλι είχε γίνει μιά άρχή.Μαζί μέ τόν Μποροβόι, πού είχε φτιάξει στό άψε - σβήσε κάτι εύρύχωρα, χωρίς ρεύματα παραγκάκια ειδικής χρήσης, δούλευε τώρα όλόκληρη μπριγάδα μαραγκών: διόρθωναν τά κελάρια, τό οχολεΐο, τά δωμάτια, τά θερμοκήπια... Στόν ήλεκτρικό σταθμό Ανακατεύονταν τρεις ήλεκτρολόγοι, άλλοι τρεις κάναν έρευνες οκάβοντας τή γή: είχαμε μάθει άπό κάτι γέρους, πώς όταν λειτουργούσε άκόμα τό μοναστήρι υπήρχε στό Κουριάζ ύδραγω- γcSς. Πραγματικά, στό πάνω μέρος τοϋ καμπαναριού ήταν ένα μκγάλο ντεπόζιτο κι όταν σκάψαμε λιγάκι πετύχαμε καί τούς νΓ,ροσωλήνες.

"Ολη ή αύλή τοΰ Κουριάζ μέσα σέ δυό μέρες γέμισε άπό οανίδια, πελεκούδια καί κούτσουρα. Παντοϋ ήταν σκαμμένα χαντάκια. “Αρχισε ή περίοδος τής άνασυγκρότησης μ ’ όλη τή οημασία τούτης τής λέξης.

Πολύ λίγα κάναμε γιά τή βελτίωση τής υγιεινής τών Κουριαζινών, μά γιά νά ποΰμε τήν αλήθεια, κι έμεΐς οί ίδιοι οηάνια πλενόμασταν. Πρωί - πρωί ό Σελαπούτιν κι ό Σολοβιόφ «ήγαιναν μέ τούς κουβάδες στή «‘θαυματουργή»» πηγή κάτω ά π ’ ΐι\ ΰψωμα, όμως, ώσπου νά σκαρφαλώσουν στήν Απότομη Βλίίγιά χύνανε τό πολύτιμο τοϋτο νερό, κι έμεϊς, χωρίς νά τούς nr.j η μένουμε, πηγαίναμε στίς δουλιές μας, τά παιδιά έφευγαν γιά ΐΛ χ(ι>ράφι, κι οί κουβάδες άχρηστοι πιά, Εμεναν καί ζεσταίνον- tiiv πτή θερμή πιονέρικη γωνιά μας. Τήν ίδια άσχημη κατάστα- «Π| ι;Ίχαμε καί στούς άλλους τομείς πού είχαν σχέση μέ τήν ύγεία Mil τήν καθαριότητα. Τό δέκατο τμήμα τοΰ Βάνια Ζάιτσενκο,

315

Page 316: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πού χωρίς πολλές κουβέντες καί συζητήσεις είχε περάσει μέ τό μέρος μας, μάζεψε τά στρώματά του χωρίς νά ρωτήσει κανέναν καί κουβαλήθηκε γιά υπνο στό δωμάτιό μας. Τό τμήμα είχε βέβαια πολύ καλά παιδιά, μά μαζί τους κουβαληθήκαν στό δω­μάτιό μας καί κάμποσες γενιές ψείρες.

‘Από τήν άποψη τών παγκόσμιων παιδαγωγικών προβλημά­των αύτό δέν ήταν καί τόσο μεγάλο κακό, ώστόσο ή Λίντοτσκα καί ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα μας παρακάλεσαν πολύ νά μήν πηγαίνουμε στό δωμάτιό τους, κι δταν πηγαίναμε δέ μάς άφηναν νά καθήσουμε στίς καρέκλες, ουτε νά πλησιάσουμε τά τραπέζια, τά κρεβάτια καί τ ’ άλλα πράγματά τους. Πώς είχαν όργανώσει τή ζωή τους οί ίδιες καί γιατί έδειχναν τόση σχολαστικότητα άπέναντί μας, δυσκολεύομαι νά πώ, δμως παράλληλα, όλόκληρη τή μέρα δέν έβγαιναν άπ* τούς κοιτώνες τών τροφίμων τοΰ Κουριάζ, έξηγώντας κι άναλύοντας πολλές καί διάφορες λεπτομέρειες ά π ’ τούς κανόνες τής κοινοκατοικί- ας, μέ βάση ένα ειδικό πρόγραμμα πού τό ’χε έπεξεργαστεί ή κομσομόλικη όργάνωσή μας.

Σχέδιαζα νά κάνω γενική άναδιοργάνωση σέ δλες τίς αίθου­σες καί τούς χώρους τοΰ Σταθμοϋ. Τά μεγάλα μακρόστενα δωμάτια τοΰ παλιοΰ ξενώνα του μοναστηριού πού οί Κουριαζι- νοί τόν λέγαν σχολείο, σκόπευα νά τά κάνουμε κοιτώνες. 'Υπολόγιζα πώς μονάχα σ* αύτό τό χτίριο θά μποροΰσαν νά στεγαστούν δλοι, καί οί τετρακόσιοι τρόφιμοι. Δέν ήταν καί πολύ δύσκολο νά πετάξεις ά π ’ αύτό τό χτίριο δλα τ ’ άπομεινά- ρια τών σχολικών έπίπλων καί νά ρίξεις μέσα έκεΐ νά δουλέψουν οί σοβατζήδες, οί μαραγκοί, οί μπογιατζήδες, οί τζαμάδες. Γιά σχολείο όρισα έκεΐνο τό χτίριο πού ήταν δίχως πόρτες κι δπου έμενε ή «πρώτη κολεχτίβα». Δέν μπορούσε βέβαια νά γίνει λόγος γιά τήν έπισκευή του, άφοΰ φώλιαζαν άκόμα σ ’ αύτό οί Κουριαζινοί.

Ναί, δέ χωράει συζήτηση πώς δείξαμε έξαιρετική δραστη­ριότητα, ή δραστηριότητά μας δμως αύτή δέν ήταν παιδαγωγι­κή. Δέν υπήρχε μέρος στό Σταθμό πού νά μή δούλευαν άν­θρωποι. Παντοΰ έβλεπες νά έπιδιορθώνουν, νά βάφουν, νά λα­δώνουν, νά πλένουν. Ά κόμα καί τά τραπέζια τοΰ έστιατορίου τά πετάξαμε στήν αύλή κι άρχίσαμε νά σκεπάζουμε τίς μορφές τών άγίων δούλων τοΰ θεοϋ άρσενικοΰ καί θηλυκοΰ γένους. Μονάχα τούς θαλάμους ουτε πέρασε ά π ’ τό νοΰ μας νά τούς έπιδιορθώ- σουμε.

316

Page 317: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Σ ’ αύτούς τραβιόνταν δλη μέρα οί Κουριαζινοί, κοίμοΰνταν, χωνεύαν τό φ α ί' τους, τρέφαν τίς ψείρες τους, κλέβαν ό ένας τ ’ άλλουνοΰ δ,τι βρίσκανε κι δλο καί κάτι σκέφτονταν στά κρυφά γιά μένα καί γιά τή.δουλιά μου. Σταμάτησα νά πηγαίνω στούς θαλάμους καί γενικά έπαψα νά ένδιαφέρομαι γιά τήν έσωτερική ζωή πού έκαναν οί έξι κουριαζινές «κολεχτίβες».Μέ τούς Κου- ριαζινούς εϊχα σχέσεις αυστηρές καί τυπικές. Στίς £φτά ή ώρα, στίς δώδεκα καί στίς έξι τό άπόγευμα άνοιγε τό έστιατόριο, κάποιος άπό τά παιδιά μας χτύπαγε τήν καμπάνα καί οί Κουριαζινοί τραβούσαν σερνάμενοι γιά τό φ α ί '.Ά ν καί, γιά νά ποΰμε τήν άλήθεια, δέν τούς σύμφερνε νά σέρνονται καί πολύ άργά δχι τόσο γιατί τό έστιατόριο έκλεινε στήν καθορισμένη ώρα, άλλά γιατί δποιοι έρχονταν νωρίτερα καταβρόχθιζαν καί τίς δικές τους μερίδες, μά καί τίς μερίδες τών καθυστερημένων: οί καθυστερημένοι τά έβαζαν μέ μένα, μέ τό προσωπικό τοϋ μαγειρείου καί μέ τή σοβιετική έξουσία, ώστόσο δέν άποφάσι- ζαν νά διαμαρτυρηθοΰν πιό δραστήρια, γιατί υπεύθυνος τοΰ τμήματος διατροφής έξακολουθοΰσε νά ’ναι ό Μίσα Ό βτσ ια - ρένκο.

Εϊχα μάθει όχι χωρίς μιά μικρή χαιρεκακία νά βλέπω μέ πόσες τώρα δυσκολίες επρεπε οί Κουριαζινοί νά φτάσουν ώς τό έστιατόριο καί νά τραβήξει μετά τό φαγητό ό καθένας στή δουλιά του: στό δρόμο τους έπεφταν πάνω σέ κούτσουρα, χαντάκια, δοκάρια, πεταμένα τσεκούρια, σβώλους λάσπης άνα- κατεμένους μέ κομμάτια άσβέστη... καί στίς Ιδιες τίς ψυχές τους. Στίς ψυχές αύτές, σύμφωνα μέ δλα τά σημάδια, άρχιζε μιά τραγωδία, μιά τραγωδία όχι μέ κάποια άστεία έννοια, άλλά μιά πραγματική σαιξπηρική τραγωδία. “Ημουν βέβαιος πώς τήν έποχή έκείνη πολλοί Κουριαζινοί ήταν έτοιμοι νά ποΰν στομ- φώδικα: «Νά ζεΐ κανείς ή νά μή ζεΐ; ’Ιδού ή άπορία...».

Μικρές - μικρές όμάδες στέκονταν γιά λίγο γύρω ά π ’ τούς τόπους δουλιάς, έριχναν μερικά δειλά βλέμματα στούς συντρό­φους πού δούλευαν καί μ* ένα ένοχο κι άργό βήμα έφευγαν γιά τούς θαλάμους. Μά έκεί δέν είχε τίποτα πού νά τούς τραβάει, άκόμα καί γιά κλέψιμο δέν ύπήρχε τίποτα. “Εβγαιναν λοιπόν πάλι έξω καί στριφογύριζαν στούς τόπους δουλιάς, δμως άπό μιά ψεύτικη ντροπή δέν άποφάσιζαν νά σηκώσουν λευκή σημαία μπροστά στούς συντρόφους καί νά ζητήσουν νά κουβαλήσουν έστω καί μιά πετρίτσα ά π ’ τόνα μέρος σ τ ’ άλλο. Δίπλα τους περνούσαν σά βενζινάκατοι δλο ζωντάνια τά παιδιά τού Σταθμοϋ

317

Page 318: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Γκόρκι, πηδώντας μ ’ εύκολία δλα τά έμπόδια πού βρίσκαν μπροστά τους. ' Η όρεξή τους γιά δουλιά άφηνε τούς Κούριαζι- νούς μ ’άνοιχτό τό στόμα, κι έτσι άρχιζαν καί πάλι νά παίρνουν τίς πόζες τοΰ Ά μ λ ετ ή τοΰ Κοριολανοΰ. "Ισως ή θέση τών Κουριαζινών ν ά ’ταν καί τραγικότερη, γιατί τοΰ Ά μ λ ετ κανένας δέν τοΰ’βαζε τέτιες φωνές γεμάτες είρωνία:

— Μήν μπερδεύεσαι στά ποδάρια μας, ως τό φαγητό άκόμα έχουμε δυό ώρες!

Μέ τήν ίδια, άνεπίτρεπτη βέβαια χαιρεκακία διαπίστωνα ένα πάγωμα καί μιάν άρρυθμία στίς καρδιές τών Κουριαζινών, δταν τούς θυμίζαμε τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι. Τά μέλη τοΰ πρωτοπόρου μικτού τμήματός μας μερικές φορές έκαναν τέτιους υπαινιγμούς πού φυσικά δέ θά τούς έκαναν, άν είχαν τελειώσει παιδαγωγική άκαδημία:

— Περίμενε... δέ θά 'ρθουν οί δικοί μας: Τότε θά δεις τί θά πει νά ζεΐς στήν πλάτη τ ’ άλλουνοΰ...

Μερικοί μεγαλύτεροι καί πιό αύθάδικοι τύποι άπ* τούς Κουριαζινούς άρχισαν νά δείχνουν άμφιβολία γιά τή σημασία τών έπερχομένων γεγονότων καί ρωτούσαν μέ κάποια είρωνία:

—Έ , καί τί φοβερά καί τρομερά πράματα θά γίνουν;Ό Ντενίς Κουτλάντι σέ κάτι τέτιες έρωτήσεις άπαντοΰσε:— Τί θά γίνει; Ό χ ό ! Έ δώ πού τά λέμε, θά σέ κομποδέσουν

έτσι... χειρότερα κι άπό παντρεμένο... νά μοΰ τό θυμάσαι!Ό Μίσα Ό βτσιαρένκο πού γενικά δέν άγαποΰσε τά μισόλο-

γα, έκφραζόταν πιό καθαρά:—'Ό σοι χαραμοφάηδες είσαστε, κάπου διακόσιοι όγδόντα,

τόσες φάτσες θά μελανιάσουν ά π ’ τό ξύλο! “Ωχ, καί τί ξύλο έχει νά πέσει, θά βλέπεις τά μούτρα τους καί θά σέ πιάνει τρομάρα!

Τούτα τά λόγια τ ’ άκούει κι ό Χόβραχ κι άμολάει μέσ’ ά π ’ τά δόντια του:

—Ά κ ο υ , θά πέσει ξύλο!... Έ δώ δέν είναι Σταθμός Γκόρκι. Έ δώ είναι Χάρκοβο!

' Ο Μίσα θεωρεί τό ζήτημα τούτο τόσο σοβαρό, πού άφήνει τή δουλιά του κι άρχίζει γλυκομίλητα:

—Ά κουσε, άγαπητέ μου! Τί κάθεσαι καί μοΰ λές: έδώ δέν είναι Σταθμός Γκόρκι, άλλά είναι Χάρκοβο καί κάτι τέτια... Κατάλαβέ τό φιλαράκο. Κανένας δέ θά σ 'άφ ήσει νά καθήσεις στό σβέρκο του! Σέ τί είσαι χρειαζούμενος φιλαράκο μου, καί σέ ποιόν, έ;

Ό Μίσα ξαναπιάνει τή δουλιά. κάποιο έργαλεΐο έχει πιάσει

318

Page 319: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κιόλας στό χέρι του καί ά π ’ τά χείλια του βγαίνει τό τελευταίο άκόρντο:

— Πώς σέ λένε;Ό Χόβραχ τινάζεται:— Τί;— Πώς σέ λένε είπα. Πόντικα; Πώς; Μήπως σέ λένε

Σκαντζόχοιρο;Ό Χόβραχ τά χάνει καί γίνεται κατακόκκινος α π ’ τήν προ­

σβολή:— Τί διάολο σ ’ επιασε;— Μωρέ πες τ ’ όνομά σου. Τί, οίκονομία κάνεις;— Μά, Χόβραχ μέ λένε. Λοιπόν;—Ά , ναί, Χόβραχ... Σωστά. Κι έγώ άρχισα κιόλας νά τό

ξεχνάω. Βλέπω, βλέπω. Μπερδεύτηκε στά ποδάρια μου ένας κοκκινοτρίχης πού τίποτα δέ βγαίνει άπό δαύτονε... "Αν δούλευ­ες, φιλαράκο, θά κοίταγα γύρω μου, καί καμιά φορά θά χρειαζό­τανε νά σοϋ πώ: «Χόβραχ, κουβάλησε αύτό τό δοκάρι. Χόβραχ, τελειώνεις γρήγορα; Χόβραχ, κράτα σέ παρακαλώ τούτο τό ξύλο». “Ετσι δμως τώρα καί βέβαια μπορώ νά σέ ξεχάσω... Καλά λοιπόν, τράβα νά κάνεις τόν περίπατό σου, άγαπητέ, γιατί δπως βλέπεις, έγώ έχω δουλιά, πρέπει νά καλαφατίσω τοΰτο τό πραματάκι, γιατί στό Ιδιο τό βυτίο κουβαλούν καί τή σούπα, καί τό τσάι καί τά πιατικά. Καί πρέπει νά σέ θρέψουμε. Βλέπεις, άν δέ σέ ταΐσουμε, θά ψοφήσεις, καί θ ’ άρχίσεις νά βρωμάς καί καταλαβαίνεις τί θά πάθουνε οί μύτες μας. “Ασε πού θά χρειαστεί νά σοϋ κάνουν καί νεκρόκασα — άλλη πάλι τούτη φασαρία...

Ό Χόβραχ τελικά ξεγλιστράει ά π ’ τ* άγκαλιάσματα τής γλώσσας τοϋ Μίσα καί φεύγει. Ό Μίσα τοΰ πετάει πίσω του μέ γλυκιά φωνή:

— Τράβα νά πάρεις καθαρό άέρα... Πολύ θά σ ’ ωφελήσει. Πάρα πολύ...

Κανένας δέν ξέρει άν ό Χόβραχ πείστηκε γιά τήν ώφέλεια τοΰ καθαρού άέρα κι άν μαζί μ ’ αύτόν πείστηκε κι δλη ή κουριαζινή άριστοκρατία. Τίς τελευταίες μέρες δλοι τους προσπαθούν νά έμφανίζονται δσο γίνεται λιγότερο μπροστά στά μάτια μας, δμως έγώ πρόφτασα νά γνωριστώ μέ τούς γαλαζοαί- ματους τού Κουριάζ. Γενικά δέν ήταν κακά παιδιά, είχαν μιά κάποια προσωπικότητα καί αύτό πάντοτε έμένα μ ’ άρεσε: είχες άπό ποΰ ν ’ άρχίσεις, άπό πού νά καταπιαστείς. Περισσότερο

319

Page 320: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άπ ’ όλους μ ’ άρεσε ό Πέρετς. Ε ίν ' άλήθεια πώς γυρίζει σκόπιμα άσουλούπωτος, τά τσουλούφια του πέφτουν στά μάγουλά του καί τό κασκέτο τού κλείνει τόνα μάτι. Καπνίζει κρατώντας τό τσιγάρο στό κάτω χείλι του καί ξέρει νά φτύνει μέ καλλιτεχνικό τρόπο. "Ομως έγώ παρ’ 6 λ ’ αύτά βλέπω πώς τό βλογιοκομμένο πρόσωπό του μέ βλέπει μέ περιέργεια — κι είναι μιά περιέργεια έξυπνου καί ζωντανού παλικαριού.

Πρίν λίγο καιρό πλησίασα βραδάκι τήν παρέα τους πού καθόταν πάνω σέ κάτι ταφόπλακες πού προορίζονταν γιά τό καινούργιο χοιροστάσιο. Κάπνιζαν καί τό ’ χαν ρίξει σέ μιάν άκε- φη συζήτηση. Σταμάτησα μπροστά τους κι άρχισα νά στρίβω τσιγάρο, λογαριάζοντας νά τούς ζητήσω ν ’ άνάψω. Ό Πέρετς μοΰ’ριξε μιά φιλική ματιά κι είπε δυνατά κι εύθυμα:

— Κοπιάζετε, σύντροφε διευθυντή, όμως καπνίζετε μαχόρ- κα. Μά πώς μπορεϊ ή σοβιετική έξουσία νά μήν έχει γιά σάς τσιγάρα;

Πλησίασα τόν Πέρετς, έσκυψα κι άναψα ά π ’ αύτόν. "Υστερα τοϋ είπα τό Ίδιο δυνατά κι εΰθυμα μέ μιά πολύ μικροσκοπική δόση διαταγής:

— Γιά βγάλε τό καπέλο σου!Τά χαμογελαστά μάτια τοϋ Πέρετς γούρλωσαν ά π ’ τήν

έκπληξη, ένώ στό στόμα του διατηρούνταν άκόμα τό χαμόγελο.— Τί τρέχει;— Βγάλε είπε τό καπέλο σου, καταλαβαίνεις ή όχι;— Καλά, τό βγάζω...Σήκωσα μέ τό χέρι μου τά τσουλούφια του, κοίταξα προσε-

στικά τή φοβισμένη λίγο φάτσα του κι εϊπα:—"Ετσι, έντάξει.

Ό Πέρετς κάρφωσε τό βλέμμα του πάνω μου, έγώ δμως άφοϋ ρούφηξα δυό - τρεις φορές δυνατά τό στριφτό τσιγάρο μου, έκανα μιάν άπότομη στροφή καί τράβηξα γρήγορα γιά τούς μαραγκούς.

Τή στιγμή αύτή στήν κάθε κυριολεχτικά κίνησή μου, στήν κάθε σκέψη μου, ένιωθα νά ξεχειλίζει τό παιδαγωγικό χρέος: πρέπει νά προκαλέσω τή συμπάθεια τούτων τών παιδιών, πρέπει νά κυριέψει τήν καρδιά τους ή άκατανίκητη καί ξελογιάστρα αύτή συμπάθεια, μά ταυτόχρονα χρειάζεται όπωσδήποτε καί γρήγορα νά πειστούν βαθιά πώς τή συμπάθειά τους τούτη έγώ τή γράφω στά παλιά μου τά παπούτσια, έστω κι άν αύτό τούς

υ ο

Page 321: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πειράζει, έστω κι άν τούς κάνει νά βρίζουν καί νά τρίζουν τά δόντια τους.

Οί μαραγκοί τελειώναν τή δουλιά τους κι ό Μποροβόι είχε άρχίσει ν* άποδείχνει μ* όλες του τίς δυνάμεις πώς τό καλό καμένο λάδι είναι πολύ καλύτερο ά π ’ τ ’ άσχημο καμένο λάδι. Είχα τόσο άπορροφηθεϊ ά π ’ τό καινούργιο τούτο ζήτημα πού δέν κατάλαβα δτι κάποιος μέ τραβάει ά π ’ τό μανίκι. "Οταν ένιωσα γιά δεύτερη φορά τό τράβηγμα, γύρισα. Μπροστά μου στεκόταν ό Πέρετς κοιτάζοντάς με προσεχτικά.

— Τί τρέχει;—’ Ακοϋστε... Γιά πέστε, γιατί πρωτύτερα μέ κοιτάζατε έτσι, έ;— Μπά, δέν είναι τίποτα... "Ακου τώρα τόν Μποροβόι,

πρέπει όπωσδήποτε νά βροΰμε καλό λάδι...' Ο Μποροβόι έξακολουθοΰσε χαρούμενος τή διάλεξή του γιά

τό καλό λάδι, ένώ ό Πέρετς τόν κοίταζε μέ κακία, περιμένοντας άνυπόμονα νά τελειώσει τό λόγο του. ’Επιτέλους ό Μποροβόι σήκωσε μέ βρόντο τό κασόνι του καί τραβήξαμε πρός τό καμπαναριό. Δίπλα μου έρχόταν ό Πέρετς δαγκώνοντας τό πάνω χείλι του. ' Ο Μποροβόι κατηφόρισε πρός τό χωριό. * Εγώ έβαλα τά χέρια πίσω καί στάθηκα μπροστά στόν Πέρετς:

— Τί τρέχει λοιπόν;— Γιατί μέ κοιτάξατε έτσι; Πέστε μου.— Πώς σέ λένε; Πέρετς;— Ναί.— Καί τ ’ όνομά σου εϊναι Στεφάν;—’Από ποϋ τό ξέρετε;—’Α π’ τό Σβερντλόφσκ, έ;— Ναί... βέβαια... Μά άπό ποΰ τό ξέρετε;—"Ολα τά ξέρω. Ξέρω καί πώς κλέβεις, πώς άλητεύεις. "Ενα

μονάχα δέν ξέρω: άν είσαι έξυπνος ή βλάκας.— Τό λοιπόν;— Μ οΰ’κάνες μιά πολύ ήλίθια έρώτηση γιά τά τσιγάρα,

πολύ ήλίθια, φοβερά ήλίθια νά πάρει ό διάολος! Μέ συγχωρεϊς βέβαια...

Παρόλο πού’χε σκοτεινιάσει φάνηκε καθαρά πόσο κοκκίνι­σε ό Πέρετς. Τό α\μα άνέβηκε κι έβαψε τό πρόσωπό του κι άρχισε νά ξεφυσάει άπ* τή ζέστη. Μετακίνησε άβολα τά πόδια του κι έριξε ένα άσκοπο βλέμμα γύρω του:

— Καλά... τί κάνατε γιά νά ζητάτε συγνώμη... ’Ασφαλώς... Μά τί κουταμάρα έκανα;...

Page 322: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—' Απλούστατα. Ξέρεις καλά πώς έγώ έχω πολύ δουλιά καί δέ μοΰ μένει καιρός νά πάω στήν πόλη γιά τσιγάρα. Αύτό τό ξέρεις. Καί δέν έχω καιρό γιατί ή σοβιετική έξουσία μέ φορτώνει τόση δουλιά, γιά νά γίνει ή δική σου ή ζωή καλή, χρήσιμη κι ευτυχισμένη, ή δική σου, καταλαβαίνεις;... "Η μήπως δέν καταλαβαίνεις; Ά ν ε ίν ’ έτσι, τότε πδμε γιά ΰπνο.

— Καταλαβαίνω, μουρμούρισε ό Πέρετς ξύνοντας μέ τόνα πόδι του τό χώμα.

— Καταλαβαίνεις;Τόν κοίταξα περιφρονητικά κατάματα, κατευθείαν στίς

κόρες τών ματιών του. Είδα πώς οί βιδίτσες τής σκέψης καί τής θέλησής μου βιδώνονται μέσα στίς ίδιες αύτές κόρες τών ματιών του. Ό Πέρετς κατέβασε τό κεφάλι.

— Καταλαβαίνεις, τεμπέλα ρε, δμως γαυγίζεις ένάντια στή σοβιετική έξουσία. Είσαι βλάκας, μέ περικεφαλαία βλάκας!

Τοΰ γύρισα τίς πλάτες καί τράβηξα γιά τήν πιονέρικη γωνιά. Ό Πέρετς μέ σταμάτησε άπλώνοντας τό χέρι:

— Καλά, ώραΐα, πές πώς είμαι βλάκας... Κι υστέρα;— Νά, υστέρα κοίταξα προσεχτικά τό πρόσωπό σου. ‘Ή θελα

νά έξακριβώσω δν είσαι βλάκας ή δχι.— Κι έξακριβώσατε;— Ναί.— Καί τί βγήκε;— Τράβα νά κοιτάξεις τά μοΰτρα σου στόν καθρέφτη.

Έ φυγα γιά τό δωμάτιό μου χωρίς νά δώ ποΰ όδήγησεπαραπέρα ή ψυχική άναταραχή τοΰ Πέρετς.

Τά πρόσωπα τών Κουριαζινών άρχισαν νά μοΰ γίνονται πιό γνώριμα, μπορούσα κιόλας νά τά διαβάζω καί λίγο. Πολλοί μέ κοιτάζαν μέ μιάν άνυπόκριτη συμπάθεια καί στό πρόσωπό τους άνθιζε τό γνωστό αύτό άγαπημένο, είλικρινές καί σαστισμένο χαμόγελο πού άνθίζει μονάχα στά χείλια τών έγκαταλειμμένων παιδιών. "Ηξερα πιά πολλούς μέ τ ’ δνομά τους καί τά κατάφερ- να νά ξεχωρίζω μερικούς ά π “ τή φωνή τους.

Κοντά μου στριφογυρίζει συχνά ό φοβερά πλατσομύτης Ζόρεν, πού ή αίώνια άπλυσιά του καί ή βρώμα του δέ μπορούν νά σκεπάσουν τό υπέροχο ρόδινο χρώμα πού*χουν τά μάγουλά του, ούτε τήν τεμπέλικη χάρη τών ματιών του. Είναι δεκατριώ χρονών, τά χέρια του τά ’χει πάντα πίσω, δέ μιλάει κι δλο χαμογελάει. Είναι όμορφο άγοράκι μέ κυρτά σκούρα τσίνορα. Τ “ άνοίγει άργά, στά μαΰρα του μάτια λάμπει ένα μακρινό φώς,

322

Page 323: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σκαλίζει μέ νωχέλεια τή μύτη του, σωπαίνει καί χαμογελάει. Τόν ρωτάω:

— Ζόρεν, πές μου Εστω καί μιά λεξούλα. Θέλω πολύ ν ’ άκούσω τή φωνή σου.

Κοκκινίζει καί φεύγει, βγάζοντας ένα βραχνό ψιθύρισμα:— Ναί-αι-αι...

Ό Ζόρεν έχει ένα φίλο τό Ιδιο ροδομάγουλο κι όμορφο, τόν στρογγυλοπρόσωπο Μίτκα Νισίνοφ, μιά άγαθή καί καθαρή ψυχή. Ά π ό τέτιες ψυχές κάνανε στό παλιό καθεστώς παραγιούς στά τσαγκάρικα καί γκαρσόνια στίς ταβέρνες. Τόν κοιτάζω καί σκέφτομαι: «Μίτκα, Μίτκα, τί νά σέ κάνουμε; Πώς νά χαράξου­με τή ζωή σου στό σοβιετικό φόντο;».

' Ο Μίτκα κοκκινίζει κι αύτός καί φεύγει, μά δέ μουρμουρίζει, μονάχα κουνάει τά ίσ ια μαύρα φρύδια του καί σουφρώνει τά χείλια του. Τή φωνή του δμως τήν ξέρω. Έ χ ε ι μιά βαθιά γυναικεία φωνή κοντράλτο, μιά φωνή χαϊδεμένης γυναίκας μέ τά δμορφα κι άναπάντεχα έκεΐνα γυναικεία τιτιβίσματα δπως τών άηδονιών. Πολύ μ ’ άρέσει ν ’ άκούω αύτή τή φωνή δταν ό Μίτκα μου διηγιέται γιά τούς κατοίκους τοΟ Κουριάζ:

— Τ ό ’σκάσε πού λέτε... Έ χ , καί που τό ’σκάσε ό διάολος;... Βολόντκα, κοίτα, νά ό Μπουριάκ τό ’σκάσε!... Ό Μπουριάκ, δέν τόν ξέρετε; Μιτορεΐ νά κατεβάσει μεμιάς τριάντα ποτήρια γάλα... τό ’σκάσε γιά τό βουστάσιο.. Κι αύτό, είναι ένα πολύ κακό παιδί, νάτος, μάς βλέπει άπ' τό παράθυρο, έχ καί νά ξέρετε τί κακός είναι! Είναι κι ένας τσανακογλύφτης, πραγματικός ξεσκονίστρας. Σίγουρα καί σέ σάς κάνει τόν κόλακα. Έ χ , έγώ βλέπω πόσο ξερογλύφεται γύρω σας, λόγο τιμής, βλέπω!

—*0 Βάνκα Ζάιτσενκο, μπαίνει ξανά στή συζήτησή μας ό πειραγμένος Ζόρεν καί... κοκκινίζει.

Ό Μίτκα είναι έξυπνος, πραγματικό διαβολάκι. Συνοδεύει μέ μιά ένοχη ματιά τόν πειραγμένο Ζόρεν, κι υστέρα μέ παρακαλεΐ μέ τό βλέμμα του νά συγχωρήσω τήν άπρεπη συμπεριφορά τοΰ συντρόφου του.

—"Οχι, λέει ό Μίτκα. Δέν είναι ό Βάνκα! Γιά τό Βάνκα ύπάρχει άλλη γραμμή!

— Ποιά γραμμή;— Νά, τέτια γραμμή, τί νά γίνει..,

Ό Μίτκα μέ τό μεγάλο δάχτυλο τοΰ ποδιοΰ του ζωγραφίζει κάτι στό χώμα.

— Γιά πές λοιπόν.

Page 324: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί νά πώ. Νά, ό Βάνκα μόλις ήρθε στό Σταθμό μπήκε σ ’ έκείνη τήν παρέα, έτσι Βολόντκα; Βέβαια, Επεφτε καί ξύλο, αύτή τή γραμμή είχαν...

Καταλαβαίνω θαυμάσια τή βαθιά φιλοσοφία τού Νισίνοφ πού «ούτε νά τήν όνειρευτοΰν δέ μπορούν οί σοφοί μας».

Έ δώ ύπάρχουν πολλά ροδομάγουλα όμορφα ή κι όχι πολύ όμορφα παιδιά, πού δέν είχαν τήν τύχη ν ά ’χουν δική τους γραμμή. Ά νάμεσα σ ’ αύτά τά παιδιά πού’ναι άκόμα ξένα σέ μένα, μέσα ά π ’τά κατσουφιασμένα κι έπιφυλαχτικά πρόσωπά τους βλέπω δλο καί πιό πολύ, πώς σέ πολλά ά π ’αύτά τή ζωή τους τή σέρνει όχι ή δική τους άλλά μιά ξένη γραμμή. Είναι Ενα συνηθισμένο γιά τόν παλιό κόσμο φαινόμενο, ή έξαρτημένη, ή καταναγκαστική ζωή.

Κι ό Ζόρεν, κι ό Νισίνοφ, κι ό άναμαλλιασμένος καί τσουχτερός Σόμπτσενκο, κι ό σοβαρός μελαγχολικός Βάσια Γκάρντινοφ, κι ό σκουροπρόσωπος Σεργκέι Χραμπρένκο στρι­φογυρίζουν δίπλα μου καί πικροχαμογελοΰν, κουνώντας τά φρύδια τους, δμως δέν άποφασίζουν νά περάσουν άνοιχτά μέ τό μέρος μου. Ζηλεύουν πολύ τήν παρέα τοΰ Βάνια Ζάιτσενκο, τό βλέμμα τους συνοδεύει μέ θλίψη τίς τολμηρές έξορμήσεις τής παρέας αύτής καί... περιμένουν.

'Ό λ ο ι περιμένουν. Κι αύτό είναι καθαρό καί κατανοητό. Περιμένουν τόν έρχομό τών μυστήριων καί άυλων αύτών δντων, τών παράξενων καί φοβερά έλκυστικών παιδιών τοΰ Σταθμού Γ κόρκι. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή πλησιάζει ίσως τό μεγάλο κακό, ίσως ή μεγάλη χαρά. Ά κόμ α κι οί κοπέλες κάθε μέρα γίνονται καί πιό ζωηρές. Ή "Ολια Λάποβα σκάρωσε κιόλας τό Εκτο τμήμα της, όλο ζωντάνια καί δράση. Τό τμήμα Εχει βαλθεΐ νά συγυρίσει τό θάλαμό του, δλο καί κάτι διορθώνει, πλένει, άσπρίζει, ώς καί τραγούδια άκοΰς έκεΐ τά βράδια. Αύτοΰ τρέχει ή Γκουλιάγεβα γεμάτη φροντίδες καί κοιτάει νά κρύψει άπό μένα μιά τριμμένη καί τσαλακωμένη μπλουζίτσα. Συχνό μουσα­φίρη Εχουν τόν Κουντλάτι πού παριστάνει τόν προστάτη άγγελο. Στό χωράφι, δμως, τό Εχτο τμήμα δέ βγαίνει, φοβάται πώς οί κουριαζινές παραδόσεις, Ερεθισμένες άπό κάτι τέτιες έ- ξόδους, θά θάψουν τό τμήμα κάτω άπ* τά συντρίμμια του.

Περιμένει κι ό Κοροτκόφ. Είναι τό κύριο κέντρο τών κουριαζινών παραδόσεων. Είναι καταπληχτικός διπλωμάτης. Δέν μπορεϊς νά τοΰ βρεϊς τίποτα, ουτε τό παραμικρό, στή συμπεριφορά του γιά νά τόν κατηγορήσεις σέ κάτι. Ή τα ν τό

324

Page 325: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ίδιο φταίχτης οπως κι οί άλλοι: δέν έβγαινε δηλαδή γιά δουλιά. Αύτό μονάχα. "Ολα τά παιδιά του πρωτοπόρου τμήματος σκάνε ά π ’τό κακό τους καί δέ μπορούν νά χωνέψουν τόν Κοροτκόφ ποΰ τόν θεωροΰν μ ’άπόλυτη βεβαιότητα πώς είναι ό κύριος έχθρός τους έδώ στό Κουριάζ.

’Αργότερα έμαθα πώς ό Βόλοχοφ, ό Γκόρκοφσκι κι ό Ζόρκα Βόλκοφ έκαναν μιά άπόπειρα νά βάλουν τέλος σ ’αύτή τήν ύπόθεση μέ τή βοήθεια μιάς μικρής σύσκεψης. Τή νύχτα φώναξαν τόν Κοροτκόφ έκεΐ πρός τόν δχτο τής λιμνούλας καί τοΰ πρότειναν νά τά μαζέψει καί νά πάει στά τσακίδια. Ό Κοροτκόφ δμως άρνήθηκε:

— Γιά τήν ώρα δέ σκέφτομαι νά τό κουνήσω άπό δώ. Θά μείνω.

Ή σύσκεψη τελείωσε έδώ. Ό Κοροτκόφ ουτε μιά φορά δέ μίλησε μαζί μου καί γενικά δέν έδειχνε κανένα ένδιαφέρον γιά τήν προσωπικότητά μου. "Οταν δμως συναντιόμασταν έβγαζε ευγενικά τό κομψό άνοιχτόχρωμο κασκέτο του καί πρόφερνε μέ μιά μπάσα φωνή:

— Χαίρετε, σύντροφε διευθυντή.Τό δμορφο πρόσωπό του μέ τά σκοϋρα καί φωτεινά του

μάτια γυρίζει προσεχτικά καί μ 'ευγένεια πρός τό μέρος μου κι έντελώς ξεκάθαρα μοΰ δίνει νά τό καταλάβω: «Βλέπετε, οί δρόμοι μας διαφέρουν, μά δέν έμποδίζουν ό ένας τόν άλλον. Έ σ εΐς συνεχίστε τόν δικό σας κι όσο γιά μένα έχω κι έγώ τούς δικούς μου λογαριασμούς. Τά σέβη μου, σύντροφε διευθυντή *>.

Μονάχα υστέρα άπό τή βραδινή συζήτησή μου μέ τόν Πέρετς, ό Κοροτκόφ μέ συνάντησε τήν άλλη μέρα, τήν ώρα τοΰ πρωινού κοντά στό παράθυρο τής κουζίνας, παραμέρισε ευγενι­κά κι άφοΰ περίμενε νά τελειώσω κάτι δουλιές, ξαφνικά μέ ρώτησε σοβαρά:

— Πέστε μου. σάς παρακαλώ, σύντροφε διευθυντή, στό Σταθμό Γκόρκι ύπάρχει κρατητήριο;

—“Οχι, δέν ύπάρχει κρατητήριο, άπάντησα τό ιδιο σοβαρά κι έγώ.

Συνέχισε ήρεμα, κοιτάζοντάς με προσεχτικά σά νά ’μουνα κανένα καλλιτεχνικό έκθεμα:

— Κι δμως λένε πώς έσεΐς φυλακίζετε τά παιδιά.—’ Ρ.λόγου σου προσωπικά μπορεΐς νά ‘σαι ήσυχος. Φυλακί­

ζω μονάχα τούς φίλους μου. είπα ξερά κι άπομακρύνθηκα

325

Page 326: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άμέσως, χωρίς νά μέ νοιάξουν ο{ λεπτές γκριμάτσες στή φυσιογνωμία του.

Στίς 15 του Μάη πήρα Ενα τηλεγράφημα: «Αϋριο τό βράδυ φτάνουμε δλοι μέ τό τραίνο. Λάποτ».

’Ανακοίνωσα τό τηλεγράφημα τήν ώρα του βραδινού φαγη­τού καί είπα:

— Μεθαύριο θά προϋπαντήσουμε τούς συντρόφους μας. Πολύ, παρά πολύ θά ήθελα νά τούς προϋπαντήσετε σάν φίλοι. Γιατί τώρα θά ζεΐτε μαζί... καί θά δουλεύετε μαζί.

Τά κορίτσια ήσύχασαν φοβισμένα, δπως τά πουλάκια πρίν τήν καταιγίδα. Τά πιτσιρίκια δλων τών εϊδών καί ποιοτήτων λοξοκοιτάχτηκαν, σέ μερικά πρόσωπα μεγάλωσαν τά στόματα καί γιά μιά στιγμή δλοι έμειναν σ* αύτή τήν κατάσταση.

Στή γωνιά, δίπλα στό παράθυρο, δπου γύρω ά π ’ τά τραπέζια δέν έχει σκαμνιά, μά καρέκλες, τήν παρέα τού Κοροτκόφ τήν πιάνει ξαφνικά μεγάλο κέφι, ξεκαρδίζεται στά γέλια κι δπως φαίνεται διηγούνται διάφορα άνέκδοτα καί καλαμπούρια.

Τό βράδυ, τό πρωτοπόρο τμήμα συζήτησε δλες τίς λεπτομέ­ρειες γιά τήν υποδοχή τών παιδιών τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι καί μελέτησε έξονυχιστικά τήν είδική προκήρυξη τοϋ κομσομόλι- κου πυρήνα. Ό Κουντλάτι περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά έξυνε τό σβέρκο του.

— Λόγο τιμής, έδώ πού τά λέμε, είναι ντροπή νά φέρουμε τά παιδιά έδώ.

"Ανοιξε σιγά-σιγά ή πόρτα καί μέ δυσκολία χώθηκε μέσα ό Ζόρκα Βόλκοφ. Κρατήθηκε ά π ’ τό τραπέζι καί μόλις καί μετά βίας εφτασε ώς τόν πάγκο, κοιτάζοντάς μας μέ τόνα μονάχα μάτι του πού κι αύτό έμοιαζε μέ μιά χαραμαδούλα στό φουσκωμένο μελανιασμένο καί καταματωμένο πρόσωπό του.

— Τί τρέχει;— Μέ χτύπησαν, ψιθύρισε ό Ζόρκα.— Ποιός;— Ποΰ νά ξέρω; Οί χωριάτες... ’Ερχόμουν ά π ’ τό σιδηρο­

δρομικό σταθμό... Στή διασταύρωση... Πέσανε πάνω μου καί... μέ χτύπησαν...

— Μά γιά στάσου! θύμωσε ό Βόλοχοφ. «Μέ χτύπησαν, μέ χτύπησαν». Στραβοί είμαστε; Βλέπουμε πώς σέ χτύπησαν... Πές μας, πώς έγινε; ’Αλλάξατε τίποτα κουβέντες, ή έγινε τίποτ’ άλλο;

— Τί κουβέντες; άπάντησε μέ μιά γκριμάτσα πόνου ό Ζόρκα,

326

Page 327: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ενας μονάχα είπε: «Ά α α! ό κομσομόλος, 2;» Καί πέσαν ά- πάνω μου.

— Καί σύ;—“Ε, κι έγώ δέν Εμεινα μέ σταυρωμένα τά χέρια. Αύτοί δμως

ήταν τέσσερις.— Δηλαδή τό ’βαλές στά πόδια; ρώτησε ό Βόλοχοφ.—Ό χ ι , δέν τό ’σκασα, άπάντησε ό Ζόρκα.—Ά λλά ;— Νά, δέ βλέπεις τί ώραία φάτσα Εχω;Τά παιδιά ξεκαρδίστηκαν στά γέλια καί μονάχα ό Βόλοχοφ

Εριξε μιάν έπιτιμητική ματιά στό χαλασμένο χαμόγελο τοϋ φίλου του.

7. ΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ-ΒΗΤΑ

Στίς δεκαεφτά τοΰ μήνα τά χαράματα Εφυγα γιά νά προϋπαν­τήσω τά παιδιά στό σιδηροδρομικό σταθμό: στήν άκάθαρτη άποβάθρα τού σταθμού βασίλευε ή φτώχεια καί ή ζέστη. Τριγύρω Εσερναν τά τεμπέλικα καί βαριεστημένα βήματά τους οί χωριάτες, τσαλακωμένοι κι άγαναχτισμένοι ά π ' τήν άθλια αύτή κατάσταση τοΰ σταθμού, ένώ παραπέρα τρίζαν οί μπότες τών άργοκίνητων, μουντζουρωμένων καί λαδωμένων μηχανοδή- γών τών φορτηγών τραίνων. Σά νά ’χαν συμφωνήσει δλοι τους σήμερα νά χαλάσουν μέ τά χάλια τους τό γιορταστικό κι όμορφο μετάξι πού μ ’ αύτό είχα ντύσει τήν ψυχή μου. “Ισως δμως αύτό νά μήν είναι καί μετάξι άλλά κάτι πολύ πιό άπλό: «μιά τρίγωνη ρεπούμπλικα ή Ενα γκρί κοστούμι έκστρατείας».

Σήμερα είναι μέρα όλομέτωπης μάχης. Δέν ήταν δά καί τίποτα δταν Ενας θεόρατος μπάρμπας, άχθοφόρος, άφοΰ μέ τσαλάκωσε μέ τίς σπρωξιές, οΟτε κάν Ιδρωσε τ ’ αύτί του, μάλιστα ούτε κάν σημείωσε τήν ύπαρξή μου. Δέν ήταν έπίσης τίποτα δταν ό σιδηροδρομικός τής ύπηρεσίας δέ μοΰ’δείξε καί τόσο σεβασμό κι εύγένεια, σάν τόν ρώτησα νά μοΰ πεΐ ποΰ βρισκόταν τό τριακοστό έβδομηκοστό τρίτο-βήτα. Τί παράξενοι άνθρωποι. "Εκαναν πώς δέν καταλαβαίναν πώς τό τριακοστό έβδομηκοστό τρίτο-βήτα είναι οί κύριες δυνάμεις μου, είναι οί δοξασμένες λεγώνες τών στραταρχών Κόβαλ καί Λάποτ, πώς ό σταθμός Λιουμπότιν προορίζεται σήμερα νά γίνει τό προγεφύ­ρωμα γιά τήν έπίθεση ένάντια στό Κουριάζ. Πώς νά έξηγήσεις

327

Page 328: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

δμως στούς ανθρώπους αύτούς πώς τά δικά μου άτού τή μέρα τούτη ήταν, λόγο τιμής, πιό μεγάλα καί πιό σημαντικά άπό τά άτού όποιουδήποτε Ά ουστερλιτς; 'Ο ήλιος του Ναπολέοντα είναι ζήτημα άν μπορούσε νά έπισκιάσει τή σημερινή μου δόξα. Γιατί ό Ναπολέοντας μπορούσε νά πολεμάει πολύ πιό εΟκολα άπό μένα. Θ ά ’θελα νά ’βλεπα τί θά ’κανε ό Ναπολέοντας, άν οί μέθοδοι τής κοινωνικής άγωγής ήταν καί γ ι ’ αυτόν τό ίδιο υποχρεωτικές, δπως καί γιά μένα.

Τριγυρίζοντας στήν άποβάθρα Ιριχνα τό βλέμμα μου πρός τήν κατεύθυνση τού Κουριάζ καί στό μυαλό μου έρχόταν ή σκέψη πώς ό έχθρός σήμερα φανέρωσε κάποια σημάδια ψυχικής άδυναμίας.

Παρόλο πού σηκώθηκα νωρίς, στό Σταθμό είχε άρκετή κίνηση. Ά γνω σ το γιατί, πολλοί σπρώχνονταν γύρω ά π ’ τά παράθυρα τής πιονέρικης γωνίας, άλλοι πάλι, βροντώντας τούς κουβάδες, κατέβαιναν γιά νερό στή «θαυματουργή» πηγή. Στήν αυλόπορτα μέ τό καμπαναριό στέκονταν ό Ζόρεν κι ό Νισίνοφ.

— Καί πότε θά’ρθουν τά παιδιά ά π ’ τό Σταθμό Γκόρκι; Τό πρωί; ρώτησε σοβαρά ό Μίτκα.

— Ναί, τό πρωί. "Ομως γιατί σήμερα σηκωθήκατε τόσο νωρίς;

— ΟΟ, οϋ, οϋ! Νά, δέ μας πιάνει ύπνος...— Θ ά’ρθουν μέ τό τραίνο στό Ρίζοφ;— Ναί, στό Ρίζοφ. ’ Εσείς όμως θά τούς προϋπαντήσετε έδώ.— Καί θά φτάσουν γρήγορα;— Προφταίνετε νά πλυθείτε.— Πάμε, Μίτκα, Εκανε ό Ζόρεν γιά νά κάνει πράξη τήν

πρότασή μου.Έ δοσ α έντολή στόν Γκοροβίτς νά συντάξει τούς Κουριαζι-

νούς στήν αύλή γιά τήν υποδοχή τών παιδιών καί γιά τό χαιρετισμό τής σημαίας, χωρίς δμως νά έφαρμόσει καμιά ιδιαίτερη πίεση.

—Α π λ ώ ς νά τούς προσκαλέσετε.’ Επιτέλους βγήκε άπό τά άδυτα τοϋ σιδηροδρομικού σταθμοϋ

Λιουμπότιν τό πνεύμα τοϋ καλού μέ τή μορφή ένός άσουλού- πωτου φύλακα καί χτύπησε τό καμπανάκι. "Οταν τελείωσε, μοϋ είπε τό μυστικό τής συμβολικής τούτης πράξης:

— Ζήτησε νά μπεϊ τό τριακόσια έβδομήντα τρία - βήτα. Σέ είκοσι λεπτά θά’ναι δώ.

Ξαφνικά τό σχέδιο πού’χαμε καταστρώσει γιά τήν ύποδοχή

Page 329: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

αναπάντεχα άλλαξε κι ολα τά παρακάτω ξετυλίχτηκαν κάπως μπερδεμένα καί σέ μιάν άτμόσφαιρα παιδιάστικης χαράς. Πρίν νά φτάσει τό τριακοστό Εβδομηκοστό τρίτο - βήτα, ήρθε ά π ’ τό Χάρκοβο τό τοπικό τραίνο κι ά π ’ τά βαγόνια του ξεχύθηκε κι επεσε πάνω μου τό δροσερό ράντισμα τών κομσομόλων σπουδα­στών τής έργατικής σχολής. 'Ο Μπελούχιν κρατούσε στό χέρι ενα μπουκέτο λουλούδια:

— Αύτά είναι γιά τό πέμπτο τμήμα, θά τό υποδεχτούμε σά ν ά ’ρχονται τίποτα κόμησσες. Έ , σέ μένα τόν παλιότερο έπιτρέ- πεται νά τό κάνω αύτό.

Ά νάμεσα στά παιδιά τιτίβιζε κατασυγκινημένη ή χρυσομάλ- λα Ό ξάνα , ένώ παρακάτω άνθιζε κάτω ά π ’ τόν ήλιο τό ήρεμο χαμόγελο τής Ραχήλ. Ό Μπράτσενκο κούναγε τά χέρια του σά νά κρατούσε κανένα καμτσίκι καί φώναζε σέ κάποιον:

—Ό χ ό ! Έ γώ τώρα είμαι λεύτερος κοζάκος. Σήμερα θ ’ άνέβω στόν Λεβέντη.

Κάποιος έτρεξε βάζοντας τίς φωνές:— Τό τραίνο έχει έρθει άπό ώρα!... Στή δέκατη γραμμή...— Τί λές μωρέ;— Ναί. στή δέκατη γραμμή... Στέκει άπό ώρα!...Ούτε κάν προφτάσαμε νά τά χάσουμε ά π ’ τήν άναπάντεχη

τούτη άνακοίνωση.Μέσα άπό ένα φορτηγό βαγόνι τής τρίτης γραμμής μάς

κοίταγε κιόλας ή κατεργάρικη φάτσα τοϋ Λάποτ καί τά πρησμέ­να του μάτια έριχναν είρωνικά βλέμματα στήν όμάδα μας.

— Γιά δές, φώναξε ό Καραμπάνοφ. Ό Βάνκα βγήκε άπ ' τό βαγόνι.

Ό λ ο κείνο τό τσούρμο ρίχτηκε πάνω στόν Λάποτ, μά τούτος χώθηκε πιό βαθιά κάτω ά π ’ τό βαγόνι καί δήλωσε σοβαρά:

— Νά κρατήσετε σειρά! Καί θά φιληθούμε μονάχα μέ τήν Ό ξάνα καί τή Ραχήλ. Μέ τούς άλλους μονάχα χειραψία.

Ό Καραμπάνοφ άρπαξε ά π ’ τά πόδια τόν Λάποτ καί τόν έσυρε εξω, κάνοντας έτσι νά φανούν οί γυμνές παποϋσες του.

— Νά σάς πάρει ό διάολος, άντε φιλήστε με! είπε ό Λάποτ, κάθησε στό χώμα καί πρότεινε τό φακιδιάρικο μάγουλό του.

' Η Ό ξάνα κι ή Ραχήλ άρχισαν πραγματικά τήν Ιεροτελεστία τού φιλήματος, ένώ οί υπόλοιποι ρίχτηκαν στά βαγόνια.

Ό Λάποτ μού τράνταζε γιά πολλή ώρα τό χέρι κι άκτινοβο- λούσε όλόκληρος μέ μιάν άσυνήθιστη γιά τό πρόσωπό του έκφραση άπλής κι άδολης χαράς.

32ι>

Page 330: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Πώς ταξιδέψατε;— Σάν σέ πανηγύρι, είπε ό Λάποτ.— Μονάχα ό Λεβέντης μάς τά μούσκεψε. "Ολη τή νύχτα

τράνταζε μέ τίς κλωτσιές τό βαγόνι. Καί δέ μείνανε παρά μόνο τά στηρίγματα τοΰ βαγονιού. Θά κάτσουμε πολύ έδώ; Έ δοσ α έντολή νά είναι δλοι τους έτοιμοι. Ά ν θά μείνουμε άρκετά έδώ θά πρέπει νά πλυθοΰμε λιγάκι καί γενικά...

— Πήγαινε νά μάθεις.'Ο Λάποτ έτρεξε πρός τό σιδηροδρομικό σταθμό κι έγώ

τράβηξα γρήγορα πρός τό τραίνο. Είχε σαρανταπέντε βαγόνια. Ά π ” τίς όρθάνοιχτες πόρτες καί τά παραθυράκια κοιτοΟσαν τά υπέροχα πρόσωπα τών παιδιών τού Σταθμοϋ Γκόρκι, γελούσαν, φώναζαν, κουνούσαν τά μπερεδάκια τους. Ά π ’ τό πιό κοντινό παραθυράκι γλίστρισε ώς τή μέση ό Γκούντ, άνοιγόκλεισε μέ τρυφεράδα τά μάτια του καί μουρμούρισε:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς,μιλάω σάν στόν πατέρα μου. Μά κατάσταση ε ίν ’ αύτή; ’Επιτρέπεται έτσι; "Ετσι λέει ό νόμος; Δέ λέει τέτια πράματα ό νόμος.

— Γειά σου, Γκούντ, γιά ποιόν κάνεις παράπονα;— Νά. γΓ αύτόν τόν διαολο-Λάποτ. Μάς λέει: δποιος

κατέβει ά π ’ τό βαγόνι πρίν τό παράγγελμα θά τοΰ κόψω τό κεφάλι. Πάρτε τό γρηγορότερο τή διοίκηση γιατί ό Λάποτ μας έχει βγάλει τήν ψυχή. Μά μπορεϊ αύτός νά διοικήσει; Δέ μπορεϊ, έτσι δέν είναι;

Πίσω μου στέκει κιόλας ό Λάποτ καί συνεχίζει πρόθυμα στό ϋφος τοΰ Γκούντ:

— Γιά δοκίμασε λοιπόν νά πηδήξεις ά π ’ τό βαγόνι πρίν τό παράγγελμα! “Αντε ντέ, δοκίμασε! Νομίζεις πώς μοΰ είναι ευχάριστο νά σκοτίζομαι μέ κάτι κουτεντέδες σάν κι έσένα; Πήδα λοιπόν!

Ό Γκούντ συνεχίζει μέ τήν ίδ ια τρυφεράδα:— Μπάς καί νομίζεις πώς έχω καμιά δρεξη νά πηδήξω; Καλά

είμαι κι έδώ. Νά, τό βάζω ζήτημα άρχής. Δέν πηδάω.— Μωρέ τί μάς λές! άπάντησε ό Λάποτ. Τότε δόσμου έδώ

τόν Σίνενκι!Μέσα σ ’ ένα λεφτό πάνω άπ ’ τόν ώμο τοΰ Γκούντ φάνηκε τ ’

όμορφο παιδικό μουτράκι τοΰ Σίνενκι, άνοιγόκλεισε άπορημένο τά νυσταγμένα ματάκια του, ένώ τό μικρό στρογγυλό στοματάκι του ψέλλιζε:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς...

330

Page 331: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— «Χαίρετε»* πές, βλακέντιε! Δέν καταλαβαίνεις; τόν μάλω­σε ό Γκούντ.

Ό Σίνενκι δμως έξακολουθεϊ νά μέ κοιτάζει, κοκκινίζει καί μέσα στή σαστιμάρα του φωνάζει:

—Ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς... Γιά κοίτα... νά, ό Ά ν τό ν Σεμιό­νοβιτς!.. .

"Ετριψε μέ τίς γροθίτσες τά μάτια του καί ξαφνικά τά ’βαλε πειραγμένος μέ τόν Γκούντ:

— Καί σύ μοϋ’λεγες: 0ά σέ ξυπνήσω! "Ετσι δέν Ελεγες; Κι είσαι καί διοικητής! Ό ίδιος ξύπνησε, γιά δές... Τί, φτάσαμε κιόλας στό Κουριάζ; "Ε, είμαστε στό Κουριάζ;

Ό Λάποτ εβαλε τά γέλια:— Ποιό Κουριάζ; ’Εδώ είναι τό Λιουμπότιν! Ξύπνα τό

γρηγορότερο, άρκετά χουζούρεψες! ‘Ά ντε δόσε τό παράγγελμα!' Ο Σίνενκι σοβάρεψε κι άποξύπνησε:— Τό παράγγελμα; Ά μέσως!Στό πρόσωπό του άνθισε ίίνα χαμόγελο γεμάτο είλικρίνεια

καί μου λέει χαϊδευτικά:— Χαίρετε, ’ Αντόν Σεμιόνοβιτς! κι άρχισε νά ψάχνει σ ' Ενα

ράφι.Μέσα σέ δυό δευτερόλεπτα βρήκε τή σάλπιγγα, μοΰ χάρισε

άκόμα ένα θαυμάσιο χαμόγελο, καθάρισε τά χείλια του μέ τό γυμνό του χέρι καί τά κόλλησε μέ μιά άπερίγραπτη χαριτωμένη κίνηση στό έπιστόμιο τής σάλπιγγας. Πάνω ά π ’ δλο τό σιδηροδρομικό σταθμό άκούστηκε τό παλιό μας σάλπισμα τοΰ έγερτηρίου.

Ά π ’ τά βαγόνια άρχισαν άμέσως νά πηδοΰν οί τρόφιμοι, κι έ­γώ δέν πρόφταινα νά χαιρετάω. Ό Λάποτ καθόταν πάνω στή στέγη ένός βαγονιοΰ καί στραβομουτσούνιαζε άγαναχτισμένος κοιτάζοντας πρός τό μέρος μας:

— Δέ μοΰ λέτε, γιατί ήρθατε έδώ; Γιά ν ’ άρχίσετε χωρίς τελειωμό τίς τρυφεράδες; Καί πότε θά πλυθείτε, πότε θά καθαρί­σετε τά βαγόνια; “Η μήπως πέρασε ά π ’ τό μυαλό σας Λώς θά παραδόσουμε τά βαγόνια Ετσι βρώμικα, πού νά σάς πάρει ό διάολος; Πάρτε το χαμπάρι, χάρη δέν Εχει γιά κανέναν! Καί νά φορέστε τά καινούργια παντελόνια. Ποΰ είναι ό διοικητής υπηρεσίας; "Ε;

Ά π ’ τό διπλανό έξώστη τοΰ βαγονιού φάνηκε ό Ταρανέτς. Φοροΰσε κάτι τσαλακωμένα καί ξεθωριασμένα παντελόνια, ένώ στό γυμνό χέρι του φάνταζε ενα καινούργιο κόκκινο περιβρα­χιόνιο.

331

Page 332: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Παρών!— Καμιά τάξη δέν βλέπω! Εβαλε τίς φωνές ό Λάποτ. Ποΰ

έχει νερό, ξέρεις; Πόσο θά μείνουμε άκόμα έδώ, ξέρεις; Πρωινό θά δόσουμε, ε; Λέγε λοιπόν!

' Ο Ταρανέτς σκαρφάλωσε κι αύτός στή στέγη τοΰ βαγονιού κι άνάφερε στό Λάποτ δτι θά περιμένουμε έδώ σαράντα λεπτά, ότι τά παιδιά μπορούν νά πλυθούν έκεΐ δίπλα στόν πυργίσκο. Ό σ ο γιά τό πρωινό, ό Φεντορένκο τό Ετοίμασε κιόλας καί

μπορεϊ νά τό μοιράσει όποτε τού πούνε.— Τ ’ άκούσατε αύτό; είπε στά παιδιά ό Λάποτ. “Αν τ ’

άκούσατε τότε τί καθόσαστε καί πιάνετε μύγες;Τά μαυρισμένα πόδια τών παιδιών γέμισαν δλους τούς

δρόμους καί τίς γραμμές τοΰ σταθμού Λιουμπότιν. Μέσα στά βαγόνια μπήκαν σέ κίνηση οί σκούπες, ένώ τό τέταρτο μικτό τμήμα περνούσε μπροστά ά π ’ τά βαγόνια καί μάζευε μέσα σέ τενεκέδες τά σκουπίδια. Ά π* τό τελευταίο βαγόνι ό Βέρσνιεψ καί ό Ό σ άντσ ι έβγαλαν στά χέρια τόν κοιμισμένο άκόμα Κόβαλ καί προσπάθησαν νά τόν στεριώσουν νά σταθεί σ ’ ένα στύλο.

— Γιά κοίτα τον, άκόμα δέν ξύπνησε, είπε ό Λάποτ καί κάθησε άνακοΰκουρδα δίπλα στόν Κόβαλ.

Ό Κόβαλ κατρακύλησε δίπλα στό στύλο.— Τώρα πιά ξύπνησε, σημείωσε τό γεγονός αύτό ό Λάποτ.— Πόσο σέ βαρέθηκα, βρέ κοκκινοτρίχη, τού άπάντησε ό

Κόβαλ και δίνοντάς μου τό χέρι μού έξήγησε: Δέν έχει ήσυχία αύτός ό άνθρωπος! "Ολη τή νύχτα τόν έβλεπες πότε στίς στέγες τών βαγονιών. πότε στήν άτμομηχανή, πότε πάλι τού φαινόταν πώς τά γουρούνια κάτι πάθανε. Μάς ξεθέωσε κυριολεχτικά αύτές τίς μέρες τούτος ό Λάποτ! Πού έχει νά πλυθοΰμε;

— Ξέρουμε έμεΐς. είπε ό Ό σάντσ ι. Πάμε Κόλκα.Ά ρπάξαν σέρνοντας τόν Κόβαλ καί τράβηξαν πρός τόν

πυργίσκο, ένώ ό Λάποτ έλεγε πίσω τους:— Κάνει καί τό δυσαρεστημένο... Ξέρετε δμως κάτι, Ά ν τό ν

Σεμιόνοβιτς; "Ολη τούτη τή βδομάδα, ό Κόβαλ πρώτη νύχτα είναι πού κοιμήθηκε.

Μέσα σέ μισή ώρα τά βαγόνια είχαν καθαριστεί καί τά παιδιά μέ τά γυαλιστερά μπλέ σκοΰρα παντελονάκια καί τ ’ άσπρα πουκαμισάκια τους έκατσαν γιά τό πρωινό τους. Ε μένα μέ τράβηξαν στό έπιτελικό βαγόνι καί μέ άνάγκασαν νά φάω μιά μερίδα άπό τό σφαγμένο γουρούνι μας, τή “Μαρία Ίβάνοβνα».

332

Page 333: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ά π ό κάτω χαμηλά άκούστηκε μιά δυνατή φωνή:— Λάποτ, ό σταθμάρχης είπε πώς σέ πέντε πάνου κάτου

λεφτά φεύγουμε."Εριξα μιά ματιά' πρός τό μέρος τής γνώριμης φωνής. Τά

όλοστρόγγυλα μεγάλα μάτια του Μάρκ Σέινγκαουζ μέ κοίταζαν σοβαρά. Μέσα τους Εβλεπες νά περνούν άκόμα τά σκοτεινά έκεΐνα νήματα του φόβου.

— Γειά σου, Μάρκ! Που ήσουν καί δέ σέ είδα τόση ώρα;—"Ημουν στή φρουρά τής σημαίας, είπε λιγόλογα καί

άκριβολογημένα ό Μάρκ.— Πώς τά πάς; Είσαι τώρα ευχαριστημένος ά π ’ τό χαρακτή­

ρα σου;Πήδηξα κάτω. ' Ο Μάρκ μέ βοήθησε καί μέ τήν ευκαιρία μου

ψιθύρισε βάζοντας τά δυνατά του νά φανεί ήρεμος:—Ά κόμα δέν είμαι πολύ ευχαριστημένος ά π ’ τό χαρακτήρα

μου, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς. Μά τήν άλήθεια, δέν είμαι πολύ εύχαριστημένος.

— Καί γιατί;— Νά, καταλαβαίνετε, τά παιδιά βαδίζουν, τραγουδουν κι

έγώ τίποτα. 'Ό λ ο σκέφτομαι, σκέφτομαι καί δέ μπορώ νά τραγουδήσω μαζί τους. Μά εϊναι άραγε χαρακτήρας αύτός πού Εχω;

— Καλά, καί τί σκέφτεσαι;— Νά, λέω μέσα μου: γιατί αύτοί δέ φοβούνται κι έγώ

φοβάμαι;— Γιά τόν έαυτό σου φοβάσαι;—"Οχι, γιατί νά φοβάμαι γιά τόν έαυτό μου; Δέ φοβάμαι γιά

μένα, άλλά γιά σάς, γιά δλους. Νά, νιώθω ενα γενικό φόβο. Τά παιδιά ώς τώρα ζουσαν καλά, μά τώρα σίγουρα θά χειροτε­ρέψει ή ζωή τους καί ποιός ξέρει ποΰ θά καταλήξει δλη τούτη ή ίστορία.

— Ναί, μά τά παιδιά άνασκουμπώθηκαν γιά νά παλέψουν. Κι αύτό, Μάρκ, ή πάλη γιά μιά καλύτερη ζωή, σέ γεμίζει εύτυχία.

— Μά έγώ σάς τό ’πα. Τά παιδιά είναι εύτυχισμένα, γΓ αύτό καί τραγουδοΰν. ’Εγώ δμως γιατί δέ μπορώ νά τραγουδήσω κι δλο μέ τρώνε οί σκέψεις;

Δίπλα, κυριολεχτικά σ τ ’ αύτί μου, ό Σίνενκι άρχισε μέ τή σάλπιγγά του νά μέ ξεκουφαίνει δίνοντας τό παράγγελμα τής γενικής συγκέντρωσης.

«Σάλπισμα έφόδου» μου' ρθε στό νοΰ καί μαζί μέ τούς άλλους

V I3

Page 334: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

βιάστηκα γιά τό βαγόνι. ’Ανεβαίνοντας είδα πόσο έλεύθερα ό Μάρκ. δείχνοντας τίς γυμνές πατούσες του, Ετρεχε πρός τό βαγόνι του καί σκέφτηκα: σήμερα τό παλικαράκι τοϋτο θά μάθει τί θά πει νίκη ή ήττα. Τότε θά γίνει μπολσεβίκος.

Σφύριξε τό τραίνο. *0 Λάποτ έβριζε κάποιον πού είχε καθυστερήσει. Ξεκινήσαμε.

Σέ σαράντα λεφτά τό τραίνο έμπαινε σιγά-σιγά στό σιδηρο­δρομικό σταθμό Ρίζοφ καί σταμάτησε στήν τρίτη γραμμή. Στήν άποβάθρα στέκονταν ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα, ή Λίντοτ- σκα κι ή Γκουλιάγεβα. Τά πρόσωπά τους λάμπαν άπό χαρά.

Μέ πλησίασε ό Κόβαλ:— Δέ χρειάζονται χασομέρια. Νά ξεφορτώσουμε;

"Ητρεξε στό σταθμάρχη. ’ Εκεΐ τού’ πανε πώς γιά νά ξεφορτω­θεί τό τραίνο έπρεπε νά περάσει στήν πρώτη γραμμή. Μά δέν ύπήρχε άτμομηχανή γιά νά τραβήξει τά βαγόνια, γιατί αύτή που μάς έφερε, είχε φύγει κιόλας γιά τό Χάρκοβο. “Επρεπε νά περιμένουμε νά ’ρθει είδική άτμομηχανή γιά τό μανουβράρισμα. Στό σταθμό Ρίζοφ δέν είχε ξανάρθει τέτιο τραίνο κι έτσι ό σταθμός δέν είχε στή διάθεσή του άτμομηχανή γιά μανούβρα.

Στήν άρχή αυτή τήν είδηση τή δεχτήκαμε μέ ήρεμία. "Ομως πέρασε μισή, ’υστέρα μιά ώρα καί στό τέλος βαρεθήκαμε νά ξεροσταλιάζουμε δίπλα στά βαγόνια. Είχαμε καί τή φασαρία τοΰ Λεβέντη πού οσο ψηλότερα σηκωνόταν ό ήλιος τόσο τά ’κανε γυαλιά καρφιά μέσα στό βαγόνι. ’Ακόμα ά π ’ τή νύχτα είχε προφτάσει νά ξεχαρβαλώσει δλα τά σανίδια τού βαγονιού καί τώρα άποτελειωνε τό έργο του. Γύρω άπ ' τό βαγόνι του στριφογύριζαν μερικοί σιδηροδρομικοί καί κάτι έγραφαν στά λαδωμένα βιβλία τους. ' Ο σταθμάρχης χοροπηδούσε σέ όλες τίς γραμμές σά ν ά ’τρεχε στόν ιππόδρομο καί φώναζε στά παιδιά νά μή βγαίνουν άπ" τά βαγόνια, ούτε νά στριφογυρίζουν πάνω στίς γραμμές, γιατί πηγαινοέρχονται συνέχεια έπιβατικά καί φορτη­γά τραίνα.

— Μά πότε θά ’ρθει ή άτμομηχανή; κόλλησε στό σταθμάρχη ό Ταρανέτς.

—"Οσο ξέρετε έσεΐς, ξέρω κι έγώ! νεύριασε, άγνωστο γιατί, ό σταθμάρχης. Μπορεί ν ά ’ρθει κ\ αύριο.

— Τί; αύριο; Τότε έγώ ξέρω περισσότερα άπό σένα...— Τί περισσότερα; Έ ; Τί;— Ξέρω περισσότερα άπό σάς.— Καί πώς ξέρετε περισσότερα άπό μένα;

334

Page 335: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Νά, άμα δέν έρθει ή άτμομηχανή, θά κυλήσουμε μόνοι μιι·. ui βαγόνια στήν πρώτη γραμμή.

'() σταθμάρχης παράτησε τόν Ταρανέτς κι Εφυγε. Τότε ό |»ιρ«ν/:τς κόλλησε σέ μένα:

- (-)ά τά κυλήσουμε, ' Αντόν Σεμιόνοβιτς, νά, θά δείτε. ’ Εγώ ζί.ριιΐ. Τά βαγόνια κυλούν εύκολα, άκόμα κι άν είναι φορτωμένα. ΙΗ.ψτουν τρία άτομα γιά κάθε βαγόνι. "Ας πάμε νά μιλήσουμε μ/, τό σταθμάρχη.

— Σταματήστε αύτές τίς άνοησίες, Ταρανέτς.Ό Καραμπάνοφ σήκωσε τά χέρια:—“Ακου τί σκέφτηκε! Νά κυλήσει, λέει, τό τραίνο! Πρέπει

νά τό μετακινήσεις ως τό σηματοδότη καί νά τό περάσεις ά π ’ Λλυυς τούς δείχτες!

Ό Ταρανέτς δμως τό βιολί του. Πολλά παιδιά συμφωνούν μαζί του κι ό Λάποτ προτείνει:

— Γιατί νά τσακωνόμαστε; "Ας δοκιμάσουμε καί βλέπουμε. Τό κυλήσαμε - πάει καλά, δέν τό κυλήσαμε - νά μένει. Θά περά- σουμε τή νύχτα μέσα στά βαγόνια.

— Κι ό σταθμάρχης; ρώτησε ό Καραμπάνοφ, πού τά μάτια του άρχισαν κιόλας νά παίζουν.

—Ό σταθμάρχης! άπάντησε ό Λάποτ. 'Ό λο κι δλο δυό χέρια κι Ενα λαρύγγι Εχει. "Αστόν νά κουνάει τά χέρια του κώί νά φωνάζει. Θά σπάμε πιό πολύ πλάκα.

—"Οχι, είπα, δέν κάνει. Μπορεΐ νά κλείσουμε τή γραμμή γιά τ ’ άλλα τραίνα, ή νά μάς κλείσουν έμάς πίσω ά π ’ τούς δείχτες. Τί, θέλετε νά τά κάνετε μούσκεμα;

— Τό καταλαβαίνουμε αύτό! Πρέπει νά κλείσουμε τό σημα­τοδότη!

—’Αφήστε τα αύτά, παιδιά!Τά παιδιά δμως μέ περικύκλωσαν σά μέλισσες. ΟΙ πίσω

άνέβηκαν στίς στέγες καί στά σκαλοπάτια τών βαγονιών κι δλοι μαζί άρχισαν τίς φωνές νά μέ καταφέρουν. Τό μόνο πού μού ζητούσαν ήταν: νά μετακινήσουν τό τραίνο δυό μέτρα.

— Μονάχα δυό μέτρα καί στόπ. Ποιόν πειράζει αύτό; Κανέναν. Μονάχα δυό μέτρα κι ύστερα μονάχος θά μας πείτε.

Τελικά υποχώρησα. ‘Ο Σίνενκι σάλπισε τό παράγγελμα τής δουλιάς καί τά παιδιά, πού άπό πρίν κιόλας ήξεραν τί θά Εκαναν, τοποθετήθηκαν μπροστά στά στηρίγματα τών βαγονιών. Κάπου έκεΐ μπροστά τιτίβιζαν οί κοπέλες. Ό Λάποτ πήδησε στήν άποβάθρα καί κούνησε τό μπερέ του.

.1.^

Page 336: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Στάσου! φώναξε ό Ταρανέτς. Θά φέρω έδώ τώρα τό σταθμάρχη, πού μέ ξέρει.

Ό σταθμάρχης Εφτασε τρέχοντας στήν άποβάθρα καί σήκω­σε τά χέρια:

— Τί κάνετε δώ μωρέ! Τί κάνετε;— Μονάχα δυό μέτρα, είπε ό Ταρανέτς.— Καμιά συζήτηση! Ά κ ο ϋ ς έκεΐ! Πώς μπορεϊ νά γίνει Ενα

τέτιο πράμα!— Μά δυό μέτρα μονάχα, Εβαλε τίς φωνές ό Κόβαλ. Τί, δέν

καταλαβαίνετε;' Ο σταθμάρχης κάρφωσε Ενα καυτό βλέμμα στόν Κόβαλ καί

ξέχασε νά κατεβάσει τά χέρια του. Τά παιδιά άρχισαν ά π ’τά βαγόνια τό χαχανητό. ' Ο Λάποτ σήκωσε ξανά τό χέρι μέ τό μπερεδάκι κι δλοι άκούμπησαν τά στηρίγματα, στήριξαν τά γυμνά τους πόδια στό χώμα καί, δαγκώνοντας τά χείλια τους κοίταζαν τό Λάποτ. Αυτός άνέμισε τό μπερεδάκι, ένώ ό σταθ­μάρχης, παρακολουθώντας τίς κινήσεις του, κούνησε τό κεφάλι κι Εμεινε μέ τό στόμα άνοιχτό. Κάποιος άπό πίσω φώναξε:

—*Ώ, ώ, ώπ! "Ολοι μαζί!

Γιά λίγες στιγμές μοϋ φάνηκε πώς δέ θά γίνει τίποτα. Τό τραίνο Εστεκε άκίνητο, όμως, κοιτάζοντας τίς ρόδες, είδα ξαφνικά πώς σιγά-σιγά άρχίζουν νά γυρίζουν. Μετά είδα νά κινείται κι όλόκληρο τό τραίνο, όμως άπότομα σταμάτησε υστέρα άπό τίς φωνές τοΰ Λάποτ. Ό σταθμάρχης μοΰ’ριξε μιά ματιά, σκούπισε τή φαλάκρα του καί στό πρόσωπό του φάνηκε Ενα χαριτωμένο γεροντίστικο, ξεδοντιασμένο χαμόγελο.

— Κυλήστε το, πού νά σάς πάρ’ ή εΰχή!... Μονάχα προσέ- χτε νά μήν τσαλαπατηθεϊ κανένας!

Κούνησε πάλι τό κεφάλι του κι Εβαλε ξαφνικά τά γέλια:—“Εχ, παλιόπαιδα! Τί νά τούς πεις! “Ε; "Αντε, κυλήστε το!...— Κι ό σηματοδότης;— Μή νοιάζεστε γ ι ’αύτό.—Έ εεεεετοιμοι! φώναξε ό Ταρανέτς κι ό Λάποτ σήκωσε

πάλι τό μπερεδάκι του.Μέσα σέ μισό λεφτό τό τραίνο κύλησε πρός τό σηματοδότη

σά νά τό ’σπρώχνε καμιά δυνατή άτμομηχανή. Φαινόταν σά νά πηγαίνουν τά παιδιά δίπλα στά βαγόνια καί νά κρατιούνται άπό τά στηρίγματα.

Παραπέρα στέκονταν άλλα παιδιά — πώς βρεθήκαν κιόλας

336

Page 337: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ίκκΐ, ήταν απίστευτο — πού προορίζονταν νά σταματήσουν τό ιραΐνο στο μέρος πού έπρεπε.

Ά π ό τό δείχτη έξόδου, επρεπε νά σπρώξουμε τό τραίνο στή δεύτερη γραμμή, στήν άντίθετη άκρη τού σταθμού, ώστε άπό κεΐ νά το βάλουμε στή γραμμή πού θέλαμε. Τή στιγμή πού τό τραίνο περνούσε δίπλα άπό τήν άποβάθρα κι έγώ έπαιρνα μιά βαθιά άνάσα ρουφώντας τόν άλμυρό άέρα δλης τούτης τής φούριας, άκούω νά μέ φωνάζουν:

— Σύντροφε Μακάρενκο!Γυρίζω καί τί νά δώ. Στήν αποβάθρα στέκονταν ή Μπρέγκελ,

Λ Χαλαμπούντα κι ή συντρόφισσα Ζώγια. Ή Μπρέγκελ έτσι ψηλά στήν αποβάθρα καί μέ τό γκρί φαρδύ φόρεμά της μοϋ θύμιζε το άγαλμα τής Αίκατερίνης τής Μεγάλης, τόση μεγα­λοπρέπεια είχε.

Καί μέ τήν ίδια μεγαλοπρέπεια μου άπηύθυνε άπό κεΐ ψηλά τήν έρώτηση:

— Σύντροφε Μακάρενκο, αύτοί είναι οί τρόφιμοί σας;Σήκωσα ένοχα τά μάτια πρός τή Μπρέγκελ, τή στιγμή δμως

αύτή έπεσε στό κεφάλι μου ένα όλόκληρο άπόφθεγμα πού θύμιζε τή Μεγάλη Αικατερίνη:

— Φέρνετε βαριά εύθύνη γιά κάθε πόδι πού θά κοπεϊ.Στή φωνή τής Μπρέγκελ υπήρχε τόσο σίδερο καί ξύλο πού

θά τή ζήλευε όποιαδήποτε αύτοκράτειρα. Καί γιά νά όλοκληρω- θεϊ ή όμοιότητα, τό χέρι της άπλώθηκε μέ τεντωμένο τό δάχτυλο σέ μιά ά π ’ τίς ρόδες τοϋ τραίνου μας.

' Ετοιμάστηκα νά φέρω άντίρρήσεις. “Ηθελα νά πώ δτι τά παιδιά είναι πολύ προσεχτικά κι ότι έλπίζω νά πάνε δλα καλά, ή συντρόφισσα δμως Ζώγια έμπόδισε τό ειλικρινές ξέσπασμα τής εύπείθειάς μου. Πλησίασε τήν άκρη τής άποβάθρας κι άρχισε νά μιλάει γρήγορα κουνώντας τό τεράστιο κεφάλι της στό ρυθμό τών λόγων της:

— Φλυαρούσαν κι έλεγαν πώς ό σύντροφος Μακάρενκο άγαπάει πολύ τούς τρόφιμούς του. Πρέπει δλοι νά δοϋν έδώ πώς τούς άγαπάει...

"Ενιωσα κάτι νά μέ πνίγει στό λαιμό. Ταυτόχρονα δμως μοϋ φάνηκε πώς μιλούσα πολύ συγκρατημένα κι ευγενικά:

—*Ώ, συντρόφισσα Ζώγια, σάς γελάσαν ξετσίπωτα! Είμαι τόσο άναίσθητος άνθρωπος πού πάντα προτιμάω τήν ψυχρή λογική άπ* τήν πιό θερμή άγάπη.

Ή συντρόφισσα Ζώγια θά πηδοϋσε κατά πάνω μου ά π ’ τό

337

Page 338: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ϋψος τής άποβάθρας κ ιϊσω ς νά τελείωνε έδώ τό άντιπαιδαγωγι- κό μου ποίημα, άν ό Χαλαμπούντα δέν έλεγε σέ μιά άπλή, έργατική γλώσσα:

— Μπράβο τά παλιόπαιδα, δές, κυλήσανε όλάκερο τραίνο! Γιά κοίτα, Μπρέγκελ, γιά κοίτα!... Βρέ τά διαβόλια!

Ό Χαλαμπούντα βαδίζει κιόλας δίπλα στό Βάσκα Ά λεξέγεφ , ένα όρφανό μέ άγνωστους γονείς. Κάτι κουβεντιάσαν μέ τό Βάσκα, έμάς δέ μάς είχε περάσει άκόμα ό θυμός, δταν είδαμε κιόλας τό Χαλαμπούντα νά σπρώχνει μέ τά χέρια κάποιο στήριγμα τοϋ βαγονιού.

"Εριξα μιά πεταχτή ματιά στήν άπολιθωμένη μεγαλοπρέπεια τοϋ άγάλματος τής Αίκατερίνης, δρασκέλισα τή λίμνη τής χολής πού’βγαίνε ά π ’ τή συντρόφισσα Ζώγια καί τράβηξα γρήγορα πρός τά βαγόνια.

Σέ είκοσι λεφτά βγάλαμε τό Λεβέντη ά π ’ τό στραπατσαρι- σμένο βαγόνι κι ό Ά ντό ν Μπράτσενκο πέταξε μέ τ ’ άμάξι στό Κουριάζ, αφήνοντας πίσω του βουνό τή σκόνη καί τά λυσσασμέ­να γαυγίσματα τών σκυλιών τοϋ Ρίζοφ.

Α φήσαμε τό μικτό τμήμα μέ διοικητή τόν Ό σ άντσ ι καί συνταχθήκαμε γρήγορα στή μικρή πλατεία τοϋ σιδηροδρομικού σταθμοϋ. ' Η Μπρέγκελ μέ τή φίλη της μπήκαν στό αυτοκίνητο κι έγώ γιά μιά φορά άκόμα ένιωσα τήν εύχαρίστηση νά δώ νά πρασινίζουν τά πρόσωπά τους μόλις άκουσαν νά παίζουν οί σάλπιγγες καί νά χτυπούν τά τύμπανα στό χαιρετισμό τής σημαίας πού τυλιγμένη στή μεταξωτή της θήκη περνούσε μέ δλη τήν έπισημότητα άπό μπροστά μας γιά νά μπεΐ έπικεφαλής τής φάλαγγας. Πήρα κι έγώ τή θέση μου. Ό Κόβαλ έδοσε τό παράγγελμα κι ή φάλαγγα περιτριγυρισμένη ά π ’ τά πιτσιρίκια τής περιοχής ξεκίνησε γιά τό Κουριάζ.

Τ ’ αύτοκίνητο τής Μπρέγκελ, προσπερνώντας τή φάλαγγα, σταμάτησε δίπλα κι ή Μπρέγκελ μοϋ είπε:

—’ Ελάτε μαζί μας!Σήκωσα μ ’ έκπληξη τούς ώμους κι έβαλα τό χέρι μου στήν

καρδιά.Γύρω δλα ήταν ήσυχα κι έκανε ζέστη. Ό δρόμος περνούσε

μέσα άπό ένα λιβάδι μ ’ ένα γεφυράκι ριγμένο πάνω στό στενό ποταμάκι. Πηγαίναμε κατά έξάδες. Μπροστά οί τέσσερις σαλ­πιγκτές, πίσω τους έγώ κι ό διοικητής ύπηρεσίας Ταρανέτς. Α κολουθούσε ή φρουρά τής σημαίας. * Η σημαία ήταν τυλιγμέ­νη στή θήκη της, άφήνοντας έξω μονάχα τίς χρυσές φουντίτσες

338

Page 339: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

της πού γυαλίζαν στόν ήλιο καί κινιουνταν πάνω ά π ’ τό κεφάλι τού Λάποτ. Πίσω ά π ’ τό Λάποτ άστραφτε γεμάτη νεανικό ρυθμό μέσα σ τ ’ άσπρα πουκάμισα καί μέ ξυπόλητα πόδια ή φάλαγγα τών τροφίμων. Τό κέντρο της τό στόλιζαν τέσσερις γραμμές κοριτσιών μέ μπλέ φούστες.

Κάπου - κάπου έβγαινα ά π ’ τή γραμμή, κι άμέσως έβλεπα πόσο σοβαρές καί λυγερές είχαν γίνει οί κορμοστασιές τών παιδιών. Ά ν καί βάδιζαν σ ’ άπάτητο λιβάδι δέν έχαναν τή στοίχηση κι δταν καμιά φορά τούς χαλούσε τό βήμα καμιά λακκούβα, βιάζονταν γρήγορα νά τό διορθώσουν.Χτυπούσαν μονάχα τά τύμπανα κι άκούγονταν άπό μακριά ή ξερή ήχώ τους πού ξεχώριζε καθαρά στά τείχη τού Κουριάζ. Σήμερα τό μάρς πού έπαιζαν τά τύμπανα δέ νάρκωνε ούτε ίσοπέδωνε τό παιχνίδι τής συνείδησης. Α ντίθετα, δσο πιό πολύ πλησιάζαμε στό Κουριάζ, τόσο ό κρότος πού έβγαζαν τά τύμπανα μού φαινόταν πιό ζωντανός καί πιό άπαιτητικός καί μέ κυρίευε ή έπιθυμία νά ύποταχτούν στόν αύστηρό ρυθμό του δχι μονάχα τά βήματα μά κι ή κάθε κίνηση τής καρδιάς.

Ή φάλαγγα μπήκε στό Ποντβόρκι. Πίσω άπό τούς φράχτες καί τίς αύλόπορτες στέκονταν οί κάτοικοι τού χωριού, καί τά άγρια σκυλιά τους, άπόγονοι τών παλιών σκυλιών τού μοναστη­ριού πού φύλαγαν κάποτε τόν πλούτο του, πηδούσαν καί γαύγι­ζαν σά λυσσασμένα. Σέ τούτο τό χωριό δχι μονάχα τά σκυλιά, μά καί οί άνθρωποι είχαν μεγαλώσει στά παχιά βοσκοτόπια τού μοναστηριού. Τούς γεννούσαν, τούς έτρεφαν, τούς διαπαιδαγω- γούσαν μέ τίς πεντάρες καί τίς δεκάρες πού έπαιρναν γιά τή σωτηρία τής ψυχής, γιά τή γιατριά άπό κάθε άρρώστια, γιά τά δάκρυα τής ύπεραγίας Θεοτόκου καί γιά τά πούπουλα ά π ' τίς φτερούγες τού άρχάγγελου Γαβριήλ.Τό Ποντβόρκι ήταν γεμάτο άπό παλιούς παπάδες, καλόγερους, καλογερόπαιδα, σταυλίτες καί παρακεντέδες, μαγείρους τοϋ μοναστηριού, μπαξεβάνηδες καί πόρνες.

Γι ’ αύτό καί περνώντας μέσ ’ άπ ’ τό χωριό ένιωθα έντονα τά έχθρικά βλέμματα καί τά ψίθυρίσματα δλων αύτών πού είχαν στριμωχτεΐ πίσω άπ’ τούς φράχτες, καί μάντευα μέ άκρίβεια καί τίς σκέψεις,καί τίς κουβέντες, καί τούς ευσεβείς πόθους τους γιά μάς.

Ναί, έδώ, στούς δρόμους τού Ποντβόρκι κατάλαβα καθαρά τή μεγάλη ιστορική σημασία τοϋ δικού μας μάρς, άν κι αύτό έκφραζε ένα έλάχιστο μόριο ά π ’ τά φαινόμενα τής έποχής μας.

339

Page 340: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ή άντίληψή μου γιά τό Σταθμό Γκόρκι ξαφνικά άπαλλάχτηκε άπό τούς τύπους καί τά στολίδια τής παιδαγωγικής. Δέν υπήρ­χαν πιά ούτε ή καμπή τού ποταμού Καλομάκ, ούτε τό δμορφο χτίριο τοϋ Τρέπκε, ούτε οί διακόσιες τριανταφυλλιές, ουτε τό τσιμεντένιο χοιροστάσιο. Ξεράθηκαν έπίσης καί σκόρπισαν κάπου στό δρόμο τά πονηρά προβλήματα τής παιδαγωγικής. Μείναν μονάχα οί άγνοί άνθρωποι, οί άνθρωποι νέου τύπου, πού έβλεπαν τόν κόσμο μέ καινούργιο μάτι. Καί τότε κατάλαβα άμέ­σως δτι ό Σταθμός μας έκπληρώνει αύτή τή στιγμή ενα, μικρό Ίσως, δμως καίριο πολιτικό κι αληθινά σοσιαλιστικό καθήκον.

Βαδίζοντας μέσα ά π ’ τούς δρόμους τοϋ Ποντβόρκι, περνού­σαμε άπόναν έχθρικό πραγματικά τόπο, δπου άνασαλεύονταν στοιβαγμένοι κι οί παλιοί άνθρωποι καί τά παλιά συμφέροντα κι οί παλιές μέθοδες τής άχόρταγης άράχνης. Καί στούς τοίχους τοϋ μοναστηριού πού άρχισε κιόλας νά διακρίνεται μπροστά μας, είχαν στοιβαχθεΐ όλόκληροι σωροί μισητές σέ μένα Ιδέες καί προλήψεις: σαλιάρικος διανοουμενίστικος ιδεολογισμός, άχαρος καί ξερός φορμαλισμός, φτηνό γυναικείο δάκρυ καί σκοταδιστική γραφειοκρατική άγραμματοσύνη. “Εφερα στό νού μου μιά τεράστια πλατεία μέ δλη αύτή τήν άτέλειωτη σαβούρα: πόσα χρόνια περάσαμε μπροστά της, πόσες χιλιάδες χιλιόμετρα κάναμε κι δμως ή βρωμιά της μάς βουλώνει άκόμα τή μύτη κι είμαστε κι ά π ’ τά δεξιά κι ά π ’ τ ’ άριστερά κι ά π ’ δλες τίς μεριές περιτριγυρισμένοι ά π ’ αύτή τή σαβούρα. Γ ι’ αύτό καί φαίνεται τόσο ασήμαντη στήν δλη ζωή, ή μικρή τούτη φάλαγγα τών παιδιών τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι πού δέν Εχει τώρα στά χέρια της τίποτα: ούτε ύλική βάση, οϋτε μέσα συγκοινωνίας, ούτε συγγενείς. Τό Τρέπκε τό άφησαν γιά πάντα, τό Κουριάζ δέν καταχτήθηκε άκόμα.

Οί τυμπανιστές ξεκίνησαν γιά τό ύψωμα, ή πύλη τοϋ μοναστηριού βρισκόταν πιά μπροστά μας. * Α π’ τήν αύλή βγήκε τρέχοντας ό Βάνια Ζάιτσενκο, γιά μιά στιγμή καρφώθηκε σάν άγαλμα στή θέση του κι ύστερα κατηφόρησε πηδώντας πρός έμάς. “Αρχισαν νά μέ ζώνουν τά φίδια: μήπως έγινε πάλι τίποτα στό Κουριάζ; ' Ο Βάνια δμως σταμάτησε, άπότομα μπροστά μου κι άρχισε νά μέ παρακαλάει σκουπίζοντας μέ τό δάχτυλο τά δάκρυα του:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς. θά ’ρθω μαζί σας, δέ θέλω νά στέκω έκεΐ πέρα.

—“Ελα δώ.

340

Page 341: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

r Ο Βάνια στοιχήθηκε μαζί μου, πήρε προσεχτικά τό βήμα, καί σήκωσε ψηλά τό κεφάλι. "Υστερα είδε πού τόν κοίταζα προσε­χτικά, σκούπισε τά δάκρυα καί χαμογέλασε πλατιά, άφήνοντας ένα στεναγμό άνακούφισης.

Τά τύμπανα έσπαγαν τ ’ αύτιά όταν μπήκαμε στή στοά τού καμπαναριού. Ή άτέλειωτη μάζα τών Κουριαζινών ήταν συν­ταγμένη σέ κάμποσες σειρές καί μπροστά της στεκόταν άκίνη- τος μέ υψωμένο τό χέρι σέ χαιρετισμό ό Γκοροβίτς.

8. ΓΟΠΑΚ*

Ή φάλαγγα τών παιδιών τού Σταθμού Γκόρκι στάθηκε άντίκρυ στούς Κουριαζινούς, σέ άπόσταση έφτά - όχτώ μέτρων. Οί γραμμές τών Κουριαζινών πού τίς είχε φτιάξει στά γρήγορα ό Πιότρ ’ Ιβάνοβιτς άρχισαν βέβαια σύντομα νά χαλάν, μά μόλις σταμάτησε ή φάλαγγά μας, οί γραμμές αύτές άνακατεύθηκαν κι άραίωσαν μέχρι τήν έκκλησία, ένώ οί άκρες τους είχαν τόσο λυγίσει πού άπειλούσαν νά μάς πλευρίσουν ή κι άκόμα νά μάς περικυκλώσουν άπό παντού.

Κι οί Κουριαζινοί καί τά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι σώπαιναν: οί πρώτοι σά ζαβλακωμένοι, οί δεύτεροι άπό πειθαρ­χία τής φάλαγγας καί σεβασμό πρός τή σημαία. Μέχρι τώρα οί Κουριαζινοί είχαν δει τούς τροφίμους μονάχα τού πρωτοπόρου τμήματος, πάντα μέ τήν έργατική τους στολή, ξεθεωμένους, κατασκονισμένους κι άπλυτους. Τώρα δμως μπροστά τους ήταν παραταγμένα σέ Ίσες καί κανονικές γραμμές προσεχτικά κι ήσυχα πρόσωπα, γυαλιστερές άγκράφες κι όμορφα κοντά παν- τελονάκια στά γερά κι ήλιοκαμένα πόδια τους.

Μέ μιά άφάνταστη ένταση θέλησα μέσα σέ έλάχιστα δέκατα τοϋ δευτερολέπτου νά συλλάβω καί νά τυπώσω στή συνείδησή μου ίναν κάποιο βασικό τόνο στήν έκφραση τοϋ κουριαζινοϋ πλήθους, μά δέν τά κατάφερα. Λέν είχα πιά μπροστά μου τό μονότονο, τό άποβλακωμένο έκεϊνο μπουλούκι πού είχα δει τήν πρώτη μέρα τού έρχομοϋ μου στό Κουριάζ. Ρίχνοντας τό βλέμμα μου ά π ’ τή μιά όμάδα στήν άλλη συναντούσα δλο καί καινούρ­

* Γοπακ ουκρανικός λαϊκός χορός

341

Page 342: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γιες έκφράσεις, πολλές φορές μάλιστα έντελώς άναπάντεχες, Λίγοι μονάχα ήταν έκεΐνοι πού κοιτούσαν μέ μιάν άδιάφορη κι ούδέτερη ήρεμία. Ή πλειοψηφία τών μικρών παιδιών έδειχνε άνοιχτά τόν ένθουσιασμό της, τόν Ιδιο έκεϊνο ένθουσιασμό πού τούς δίνει ένα παιχνίδι που θέλουν νά τό πιάσουν στά χέρια τους καί πού ή μαγευτική του όμορφιά δέν προκαλεΐ ζήλεια οϋτε θίγει τόν έγωισμό. Ό Νισίνοφ κι ό Ζόρεν στέκονταν αγκαλιασμένοι καί κοίταζαν τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι, άκουμπώντας τά κεφάλια τους ό ενας στόν ώμο τ ’ άλλουνοΰ, όνειροπολώντας ϊσως πώς θά ’ ρθει καί γ ι ' αύτούς ό καιρός νά καμαρώνουν σέ μιά τέτια μαγευτική φάλαγγα, ένώ γύρω τους θά τούς κοιτάει μ 'άνο ιχτό τό στόμα καί μέ τά Ίδια όνειρα ή «έλεύθερη» πι- τσιρικάόα. Ή τα ν πολλοί πού κοίταζαν μέ μεγάλη κι άναπάν- τεχη προσοχή πού χαραζόταν στά ξαναμμένα πρόσωπά τους καί στήν προσπάθεια νά ρίξουν άλλυυ καί πιό βολικά τή μα­τιά τους. Σ ’αύτά τά πρόσωπα περνούσε θυελλώδικα ή είκόνα τής ζωής. Μέσα σ ’έλάχιστα δέκατα τοϋ δευτερολέπτου αύτά τά πρόσωπα καθρέφτιζαν πότε έγκριση κι έπιδοκίμασία, πότε ικανοποίηση, πότε άμφιβολία καί πότε φθόνο. Παράλληλα, άργά-άργά, διαλύονταν οί φαρμακερές νάρκες πού είχαν άπό πρίν προετοιμαστεί, νάρκες εΐρωνίας καί περιφρόνησης. Γ0 κρότος ά π ’ τά τύμπανά μας άκουγόταν άκόμα άπό πολύ μακριά, δταν οί άνθρωποι αύτοί έχωσαν τά χέρια τους στίς τσέπες καί λυγίσαν τή μέση τους, παίρνοντας μιά τεμπέλικη συγκαταβατι­κή πόζα. Μά οί περισσότεροί τους παρέδοσαν τίς θέσεις τους άμέσως, μπροστά στίς υπέροχες κορμοστασιές καί τά γυμνασμέ­να μούσκουλα τών πρώτων σειρών τής φάλαγγας: τοΰ Φεντορένκο, τοΰ Κορίτο. τοΰ Νετσιτάιλο, πού μπροστά τους τά δικά τους σουλούπια φαντάζαν νερουλιασμένα καί θλιβερά. "Αλλοι πάλι τά έχασαν άργότερα, δταν φάνηκε πολύ καθαρά πώς αύτά τά εκατόν είκοσι παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι κανέναν, ουτε καί τόν μικρότερο, δέ μπορεΐς άτιμώρητα νά τόν πειράξεις. Κι ό μικρότερος — ό Βάνια Σίνενκι — στεκόταν μπροστά, άκουμπώντας τή σάλπιγγα στό γόνατό του κι έριχνε τίς λαμπερές ματιές του τόσο λεύτερα, σά νά μήν ήταν αύτός ό χτεσινός αλήτης, άλλά ενας οδοιπόρος πρίγκιπας πού πίσω του στεκόταν άκίνητη κι όλο σεβασμό ή πλούσια καί μεγάλη συνοδεία πού τοϋ χορήγησε ύ βασιλιάς - πατέρας του.

Τό σιωπηρό τούτο άλληλοκοίταγμα κράτησε μερικά μονάχα δευτερόλεπτα. 'Ήμουν· υποχρεωμένος νά διαλύσω άμέσως αύτή

142

Page 343: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τήν έφτάμετρη άπόσταση άνάμεσα στά δυό στρατόπεδα καί τό άμοιβαϊο άλληλοκοίταγμά τους.

— Σύντροφοι, είπα. Ά π ό τή στιγμή αύτή δλοι μας, τετρακό­σια άτομα, άποτελούμε μιά κολεχτίβα πού όνομάζεται: ’Εργατι­κός Σταθμός Γκόρκι. Αύτό πρέπει δλοι πάντα νά τό θυμούνται, πρέπει ό καθένας σας νά ξέρει πώς είναι τρόφιμος του Σταθμού Γκόρκι, πρέπει νά βλέπει τόν άλλον τρόφιμο σάν τόν πιό κοντι­νό του σύντροφο καί πρώτο φίλο, είναι ύποχρεωμένος νά τόν σέβεται, νά τόν υπερασπίζει, νά τόν βοηθάει δταν λαθεύει. Στό Σταθμό έχουμε αύστηρή πειθαρχία. Αύτή μάς χρειάζεται, γιατί τό έργο μας είναι δύσκολο κι έχουμε πολλές δουλιές νά κάνουμε. Κι άν δέν έχουμε πειθαρχία δέ θά έκπληρώσουμε τήν άποστολή μας.

Τούς μίλησα άκόμα γιά τά καθήκοντα πού στέκονται μπρο­στά μας, γιά τό πώς μάς είναι άπαραίτητο νά πλουτίσουμε τό νοικοκυριό μας, νά μορφωθούμε, ν* άνοίξουμε τό δρόμο τής προκοπής καί γιά τόν έαυτό μας καί γιά τούς μελλοντικούς τροφίμους τού Σταθμού μας, πώς πρέπει νά κάνουμε σωστή κι άρμονική ζωή, οπως ταιριάζει στούς πραγματικούς προλετάρι­ους καί νά βγούμε ά π ’ τό Σταθμό πραγματικοί κομσομόλοι, έτοιμοι νά δόσουμε τή δύναμή μας γιά τό χτίσιμο καί τό δυνάμωμα τοϋ προλεταριακού κράτους.

Μ οΰ'κάνε έκπληξη ή άναπάντεχη προσοχή πού έδιναν οί Κουριαζινοί στά λόγια μου, ένώ τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι μέ άκουγαν δχι καί μέ τόσο μεγάλη προσοχή, ίσως γιατί τά λόγια μου τούτα δέν τούς λέγαν καί τίποτα καινούργιο, μιά πού δ λ ’ αύτά άπό καιρό πιά είχαν καρφωθεί γερά στήν κάθε ινα τοϋ μυαλού τους.

Γιατί, όμως, αύτοί οί ίδιοι Κουριαζινοί μόλις πρίν δυό βδομάδες, άκουγαν δ λ ’ αύτά πού τούς έλεγα καί μάλιστα μέ μεγαλύτερη θέρμη καί πειστικότητα, άλλά άπ’ τόνα αύτί τους μπαίνανε κι ά π ' τό άλλο βγαίναν; Τί δύσκολη έπιστήμη ε ίν ' αύτή ή παιδαγωγική! Δέ μπορεϊ νά πεϊ κανείς πώς τώρα μέ άκουγαν έπειδή πίσω μου στεκόταν ή λεγεώνα τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι, είτε γιατί στή δεξιά πλευρά τής λεγεώνας αυτής στεκόταν άκίνητη καί σοβαρή ή σημαία μέσα στή μεταξωτή θήκη της. Αύτό δέ μπορεϊ σέ καμιά περίπτωση νά τό παραδεχτεί κανείς, γιατί έρχεται σέ άντίθεση μ* δλα τ ’ άξιώματα καί τίς θεωρητικές θέσεις τής παιδαγωγικής.

Τελείωσα τό λόγο μου κι άνακοίνωσα πώς σέ μισή ώρα θά

343

Page 344: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γίνει γενική συνέλευση τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι. Μέσα σ ’ αύτή τή μισή ώρα οί τρόφιμοι πρέπει νά γνωριστοϋν μεταξύ τους, νά σφίξει ό £νας τ ’ άλλουνοΰ τό χέρι καί ν ά ’ρθουν μαζί στή συνέλευση. Καί τώρα, δπως έπιβάλλεται, θά πάμε τή σημαία μας στή θέση της, στό είδικό δωμάτιο...

— Τούς ζυγούς λύσατε!Οί έλπίδες μου δτι τά παιδιά τοϋ Σταθμού Γκόρκι θά πάν

στούς Κουριαζινούς καί θά τούς δόσουν τά χέρια διαψεύστηκαν. Τά παιδιά διαλύθηκαν στό άψε - σβήσε καί ρίχτηκαν τρέχοντας στούς κοιτώνες, στή λέσχη καί στά έργαστήρια. Οί Κουριαζινοί δέν πειράχτηκαν ά π ’ αύτή τήν άδιαφορία καί £τρεξαν ξοπίσω. Μονάχα ό Κοροτκόφ στεκόταν άνάμεσα στούς γνωστούς του καί κάτι ψιλοκουβεντιάζανε. Μπροστά στήν έκκλησία στέκονταν στίς πλάκες ή Μπρέγκελ καί ή συντρόφισσα Ζώγια. Τίς πλησίασα.

— Πολύ κοκέτικα είναι ντυμένοι οί δικοί σας, είπε ή Μπρέγκελ.

— Οί κοιτώνες τους έχουν έτοιμαστεΐ; ρώτησε ή συντρόφισ­σα Ζώγια.

— Θά τά βολέψουμε καί χωρίς κοιτώνες, άπάντησα καί βιάστηκα νά ένδιαφερθώ γιά ενα καινούργιο φαινόμενο.

Περιτριγυρισμένο ά π ’ τούς τροφίμους τοϋ τμήματος τοϋ Στουπίτσιν έμπαινε ά π ’ τήν αύλή τοϋ μοναστηριού άργά καί βαριά τό κοπάδι τών γουρουνιών μας. Πήγαινε σέ τρεις γκροΰ- πες: μπροστά οί γουρουνομάνες, πίσω τά νεογέννητα καί τελευ­ταίοι οί πατεράδες τους. Τό κοπάδι τό προϋπάντησε δλο χαμόγελα ό Βόλοχοφ μέ τό έπιτελεΐο του κι ό Ντενίς Κουντλάτι άρχισε κιόλας νά ξύνει τ* αΰτί τοϋ χαϊδεμένου δλου τοϋ Σταθμοϋ, «Τσάμπερλαΐν», μόλις πέντε μηνών, πού’χε πάρει αύτό τ ’ δνομα σ ’ άνάμνηση τοΰ περιβόητου τελεσίγραφου τοΰ πολιτικοΰ αύτοΰ παράγοντα.

Τό κοπάδι τράβηξε γιά τό φράχτη πού είχε έτοιμαστεϊ γ ι ’ αύτή τή δουλιά, καί ά π ’ τήν πύλη μΛήκαν ό Στουπίτσιν, ό Σέρε κι ό Χαλαμπούντα άπορροφημένοι άπό μιά πολύ διασκεδαστική δπως φαίνεται κουβέντα. Ό Χαλαμπούντα κουνούσε τόνα του χέρι ένώ μέ τ ’ άλλο ζουλούσε τό πιό μικρό καί τό πιό όμορφόχρωμο γουρουνάκι.

— Γιά δές μωρέ κάτι γουρούνια πού έχουν! είπε ό Χαλα­μπούντα πλησιάζοντάς με. “Αν κι οί άνθρωποί τους είναι τέτιοι

344

Page 345: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

οπως αύτά τά γουρούνια, θά γίνει καλή δουλιά, άκούτε πού σάς λέω, θά ’χουν προκοπή.

Ή Μπρέγκελ σηκώθηκε ά π ’ τήν πλάκα τοϋ μνημουριού κι είπε:

— Μήπως, παρ 'δλα αύτά, ό σύντροφος Μακάρενκο τήν κύρια προσοχή τή ρίχνει στούς άνθρώπους;

—’Αμφιβάλλω, είπε ή Ζώγια. Γιά τά γουρούνια έτοίμασαν μέρος, γιά τά παιδιά όμως: «θά τά βολέψουμε»,..

Ή Μπρέγκελ ξαφνικά Εδειξε ένδιαφέρον γιά τήν πρωτότυπη αύτή κατάσταση:

—’Αλήθεια, ή Ζώγια σωστά τό παρατήρησε. Θ ά 'χε ι Ενδια­φέρον νά δούμε τί θά πεί ό σύντροφος Μακάρενκο καί μάλιστα δχι δ χοιροτρόφος Μακάρενκο, μά ό παιδαγωγός Μακάρενκο!

"Ημεινα κατάπληχτος άκούγοντας τά γιομάτα εχθρητα αύτά λόγια, δμως δέ θέλησα τούτη τή μέρα ν ’ άπαντήσω μέ τή ν ’ίδια άνοιχτή σκαιότητα.

—’Επιτρέψτε μου ν ’άπαντήσω στούς δυό αύτούς παράγον­τες, έτσι, δπως λέμε, κολεχτιβίστικα, είπα τοϋ Χαλαμπούντα.

—’ Ορίστε!— Βλέπετε, έδώ οί τρόφιμοι είναι τ ’ άφεντικά, ένώ τά

γουρούνια οί προστατευόμενοι.— Καί σείς τί εΐσαστε; είπε ή Μπρέγκελ κοιτάζοντας άλλού.—"Αν τό θέλετε, είμαι πιό κοντά σ τ ’ άφεντικά.— Ναί, άλλά γιά σάς έχει έξασφαλιστεΐ κοιτώνας;— Κι έγώ θά τά βολέψω χωρίς κοιτώνα.

Ή Μπρέγκελ φουρκισμένη κούνησε σά ν ’ άνατρίχιασε τούς ώμους καί πρότεινε ξανά στή Ζώγια:

—Ά ς σταματήσουμε αύτές τίς συζητήσεις. Ό σύντροφος Μακάρενκο άγαπάει τά χωρατά.

Γ0 Χαλαμπούντα έβαλε δυνατά τά γέλια:— Μά τί τό κακό βρίσκετε; Καί σωστά κάνει, χά, χά, χά...

άγαπάει, λέει, τά χωρατά! Ά μ έ! Τί, τίς κουταμάρες θ ’ άγαπάει;Χωρίς νά τό θέλω χαμογέλασα, κι αύτό έκανε τή Ζώγια νά

μοϋ ξαναεπιτεθεΐ:— Δέν ξέρω δμως τί είναι: χωρατό ή κουταμάρα νά θέλει νά

διαπαιδαγωγήσει κανείς τούς άνθρώπους στό πρότυπο τών γουρουνιών!

Ή συντρόφισσα Ζώγια έβαλε μπρός κάτι θυμωμένα μοτέρια καί τά γουρλωμένα μάτια της άρχισαν νά τρυπανίζουν τό ύποκείμενό μου μέ μιά ταχύτητα είκοσι χιλιάδων στροφών τό

345

Page 346: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

δευτερόλεπτο. Αρχισε νά μέ ζώνει φόβος. Τή στιγμή δμως αύτή £τρεςε μαζί μέ τή σάλπιγγά του ξαναμμένος ό ροδοκόκκινος Σίνενκι και μέ τήν ΐδια ταχύτητα ψέλλισε:

—Έ κεΐ... ό Λάποτ είπε... μά ό Κόβαλ λέει: περίμενε. Ό Λάποτ βρίζει καί λέει: νά κάνεις αύτό πού σού λέω, άκούς; Κι άν κάνεις δ.τι σού καπνίσει... καί τά παιδιά τό Ίδιο... “Ωχ καί νά δείτε κάτι κοιτώνες, πώ, πώ... καί τά παιδιά λένε: φτάνει ή ύπομονή, μά ό Κόβαλ λέει: θά μιλήσει μαζί σας...

— Καταλαβαίνω τί λένε τά παιδιά καί τί λέει ό Κόβαλ, δέν καταλαβαίνω δμως καθόλου τί θέλεις άπό μένα.

Ό Σίνενκι ντράπηκε:—Έγώ; Τίποτα δέ θέλω... Νά, ό Λάποτ μονάχα λέει...— Λοιπόν;— Κι ό Κόβαλ άπαντάει: νά μαζευτούμε νά μιλήσουμε...— Τί συγκεκριμένα λέει ό Λάποτ; Αύτό είναι πολύ σοβαρό,

σύντροφε Σίνενκι.Τού Σίνενκι τόσο τοΰ άρεσε ή έρώτησή μου, πού έκανε σά

νά μήν τήν άκουσε:— Πώς;— Τί είπε ό Λάποτ;—Ά . ναί... Είπε: δόσε τό παράγγελμα γιά συγκέντρωση.— Νά, αύτό επρεπε νά πεϊς ά π ’τήν άρχή.— Μά έγώ σάς είπα...

Ή συντρόφισσα Ζώγια επιασε μέ τά δυό δάχτυλά της τά ροδοκόκκινα μάγουλα τοΰ Σίνενκι καί ζούληξε τά χείλια του κάνοντάς τα ένα μικρό ρόζ φιογκάκι:

— Μά τί υπέροχο παιδάκι!Ό Σίνενκι τραβήχτηκε νευριασμένος ά π ’τά χαϊδευτικά

χέρια τής Ζώγια. σκούπισε μέ τό μανίκι τοΰ πουκάμισού του τό στόμα καί τή στραβοκοίταξε πειραγμένος:

— Παιδάκι... Γιά κοίτα καλά! Κι άν έκανα κι έγώ τό Ιδιο; Λεν είμαι καθόλου παιδάκι... Είμαι τρόφιμος τοΰ Σταθμοϋ...

' Ο Χαλαμπούντα πή ρε στά χέρια τόν Σίνενκι καί τόν σήκωσε σάν πούπουλο ψηλά μαζί μέ τή σάλπιγγά του:

— Καλά τό 'πες , λόγο τιμής, πολύ καλά: δμως παρ’δ λ ’ αύτά, είσαι γουρουνάκι.

Ό Σίνενκι άκουσε εύχαριστημένος αύτές τίς κουβέντες καί δέν έφερε καμιά άντίρρηση πού τόν έκανε γουρουνάκι. Ή Ζώγια τό παρατήρησε κι αυτό:

346

Page 347: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—'Ό πως φαίνεται, σ ’ αύτούς ή λέξη γουρουνάκι, είναι ή πιό τιμητική.

— Μά σταμάτα! είπε νευριασμένα ό Χαλαμπούντα κι άφησε κάτω τόν Σίνενκι.

"Αρχισε ν* άνάβει κάποιος καβγάς, μά ήρθε ό Κόβαλ καί πίσω του ό Λάποτ.

‘ Ο Κόβαλ, κάπως χωριάτικα, φοβόταν τούς παραπάνω καί χειρονομούσε πίσω ά π ’ τούς ώμους τής Μπρέγκελ, προτείνον- τάς μου νά μοϋ μιλήσει Ιδιαίτερα. ' Ο Λάποτ δέν ήταν άπ* αύτούς πού ντρέπονταν:

— Νόμισε, βλέπετε, ό Κόβαλ, πώς έδώ τοϋ Εχουν έτοιμάσει πουπουλένια στρώματα. Έ γώ δμως λέω πώς καμιά δουλιά δέν πρέπει νά τήν άναβάλουμε. Νά κάνουμε τώρα άμέσως συγκέν­τρωση καί νά τούς διαβάσουμε τή διακήρυξή μας.

Ό Κόβαλ κοκκίνισε κι αίσθάνθηκε τήν άνάγκη νά μιλήσει μπροστά στούς άνθρώπους καί μάλιστα μπροστά καί σέ γυναί­κες, πού στό βάθος τής ψυχής του τίς θεωρούσε πάντα άφεντικά δεύτερης ποιότητας, μά τελικά δέ μπόρεσε νά μήν έκθέσει τήν άποψή του:

— Τί μού χρειάζονται έμένα τά πουπουλένια στρώματα; "Ασε αύτές τίς κουταμάρες. Έ γώ τοϋτο μόνο λέω: πώς θά τούς άναγκάσουμε νά πειθαρχήσουν στή διακήρυξή μας; Μέ ποιό τρόπο; Θά τούς πάρουμε άπό τό μανίκι ή θ ’ άρπαχτούμε;

*0 Κόβαλ εριξε έν* άνήσυχο βλέμμα στή Μπρέγκελ, δμως ό πραγματικός κίνδυνος ήταν ά π ’ τήν άλλη μεριά.

— Τί θά πει «θ’ άρπαχτούμε»; ρώτησε άναστατωμένη ή συντρόφισσα Ζώγια.

—“Οχι, νά, τό λέει ό λόγος, άκόμα περισσότερο κοκκίνισε ό Κόβαλ. Τί μοϋ χρειάζεται ν ’ άρπαχτώ, δρεξη πού’χα! Έ γώ αύριο θά πάω στήν έπιτροπή πόλης, μέ στέλνει γιά μιά δουλιά στό χωριό...

—Έ σ εΐς δμως είπατε: «« θά τούς άναγκάσουμε». Καί πώς θέλετε νά τούς άναγκάσετε;

*0 Κόβαλ άπ ' τό κακό του έχασε άμέσως τό σεβασμό στούς προϊσταμένους καί μάλιστα βρέθηκε στήν άλλη άκρη;

— Μά τί, δέν πάνε στό διάολο λέω ’γώ! Δουλιά κάνουμε’δώ ή τό ρίξαμε στή γυναικεία φλυαρία... Νά πάρει ό διάολος!... Καί τράβηξε γρήγορα πρός τή λέσχη, κλωτσώντας μέ τίς σκονισμένες μπότες του τά σπασμένα τούβλα άπό τά κράσπεδα τοϋ μοναστηριού.

347

Page 348: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Γ0 Λάποτ στεκόταν άμήχανος μπροστά στή Ζώγια:— Νά, θέλω νά σας έξηγήσω τί έννοοΰμε μέ τό «θά τούς

άναγκάσουμε». Θά τούς άναγκάσουμε σημαίνει... νά, σημαίνει... νά τούς άναγκάσουμε νά πάρ* ή εύχή!

— Βλέπεις, βλέπεις, άναπήδησε ή συντρόφισσα Ζώγια μπρο­στά στή Μπρέγκελ. Λοιπόν τί έχεις τώρα νά πεις;

— Σίνενκι, σάλπισε συγκέντρωση, έδοσα έντολή.' Ο Σίνενκι άρπαξε τή σάλπιγγα ά π ’ τά χέρια τού Χαλαμπούν­

τα, τή σήκωσε πρός τό σταυρό τής έκκλησιάς κι Εσκισε τήν ήσυχία μ ’ ένα καθαρό, ζωηρό καί έγερτήριο στακάτο. Ή συντρόφισσα Ζώγια έβαλε τά χέρια της στ ' αύτιά:

— Θέ μου, μέ τούτες τίς σάλπιγγες!... Τούς διοικητές!... Τούς στρατώνες!...

— Δέν πειράζει, εϊπε ό Λάποτ. ΓΓ αύτό δμως καταλάβατε τί συμβαίνει.

— Τό κουδούνι θά’ταν πολύ καλύτερα, άναγνώρισε μηχανι­κά ή Μπρέγκελ.

— Μά τί θά πει κουδούνι! Τό κουδούνι είναι σάν τό βλάκα πού λέει συνέχεια τό ίδιο πράμα, Αύτό δμως είναι σάλπισμα μέ σημασία: είναι ή γενική συγκέντρωση. Κι ύπάρχει έπίσης τό σάλπισμα γιά τή «συγκέντρωση τών διοικητών», τό «σιωπητή­ριο», κι άκόμα ό συναγερμός. Ά λ λ ά ; "Αν τώρα δά ό Βάνκα σαλπίσει συναγερμό, άκόμα κι οί μακαρίτες θά πεταχτοϋν τρομαγμένοι ά π ’ τόν τάφο τους, κι έσεΐς θά τό βάλετε στά πόδια!

Ά π ’ τίς διάφορες γωνιές τών μικρών σπιτιών, ά π ’ τά ύπόστεγα κι ά π ’ τούς τοίχους τού μοναστηριού άρχισαν νά φαίνονται οί τρόφιμοι πού τραβούσαν γιά τή λέσχη. Τά πιτσιρί­κια συχνά έτρεχαν, όμως άμέσως τούς σταματούσαν διάφορες τυχαίες καί συμπτωματικές έντυπώσεις. Τά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι κι οί Κουριαζινοί είχαν πιά άνακατευθεΐ κι άντάλλασσαν κάπου - κάπου μερικές κουβέντες, πού δπως φαίνεται είχαν ήθικοπλαστικό χαρακτήρα. "Ομως ή πλειοψηφία τών Κουριαζι- νών έξακολουθούσε νά μένει ουδέτερη σέ δλ* αύτά.

Στήν άδεια καί κρύα λέσχη στριμώχτηκε δλο τούτο τό πλήθος, δμως τ ’ άσπρα πουκάμισα τών παιδιών τοϋ Σταθμού Γκόρκι διακρίνονταν συγκεντρωμένα κοντά στό ύψωμα τού ιερού. Κατάλαβα πώς αύτό έγινε μέ ύπόδειξη τού Ταρανέτς έτσι πού ν ά ’ναι γιά κάθε ένδεχόμενο συγκεντρωμένες οί δυνάμεις.

Χτυπούσε άμέσως στό μάτι πόσο μικρή ήταν ή δύναμη κρούσης τών παιδιών τού Σταθμού Γκόρκι. Στά τετρακόσια άτο­

348

Page 349: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μα τής συγκέντρωσης, ήταν τό πολύ πενήντα. Τό δεύτερο, τό τρίτο καί τό δέκατο τμήμα βολοδέρναν μέ τήν ταχτοποίηση τών ζώων, κι ό Ό σ άντσ ι κράτησε στό Ρίζοφ καμιά είκοσαριά παιδιά, χωρίς νά λογαριάζουμε καί τούς σπουδαστές τής άγροτι- κής σχολής. ’Εκτός άπ ' αύτό, τά κορίτσια μας μείνανε έξω άπ’ τό λογαριασμό. Οί κοπέλες του Κουριάζ τίς δέχτηκαν μέ συγκινητική τρυφεράδα, μέ φιλιά καί κλάματα καί τίς βάλανε στόν κοιτώνα τους όπου ή "Ολια Λάνοβα δέν ξόδεψε μάταια τόσο ένθουσιασμό καί δουλιά γιά νά τόν βάλει σέ κάποια τάξη.

Πρίν ν* άρχίσει ή συνέλευση ό Ζόρκα Βόλκοφ μέ ρώτησε ψιθυριστά:

— Δηλαδή, ν ’ άρχίσουμε άνοιχτά άμέσως;—"Αρχισε, άπάντησα.

’ Ο Ζόρκα βγήκε στό ιερό κι έτοιμάστηκε νά διαβάσει αύτό πού έμεΐς στ* άστεΐα τό λέγαμε διακήρυξη. Ή τα ν ή άπόφαση τής κομσομόλικης όργάνωσης τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι όπου ό Ζόρκα, ό Βόλοχοφ, ό Κουντλάτι, ό Ζεβέλι κι ό Ι'κόρκοφσκι, είχαν βάλει δλα τ ’ άποθέματά τους τής πρωτοβουλίας, τής έξυπνάδας, τής πλατιάς ρούσικης Εξαρσης καί τοϋ ύπολογιστι- κοϋ άμερικάνικου πνεύματος, προσθέτοντας σ ’ δλα τοϋτα μιά μέτρια δόση σπιρτάδας, καλής συντροφικής άγάπης καί στοργι­κής συντροφικής μά άμεΐλιχτης άδιαλλαξίας.

Ή «Διακήρυξη» θεωρούνταν ώς τά τώρα άπόρρητο ντοκου­μέντο, άν καί στή συζήτησή του πήρανε μέρος πάρα πολλά παιδιά. Συζητήθηκε άρκετές φορές στή συνεδρίαση τών μελών τοϋ κομσομόλικου γραφείου κι όταν πήγα στό Σταθμό τό ξανακοιτάξαμε καί τό έλέγξαμε μέ τόν Κόβαλ καί τό άχτίφ τών κομσομόλων.

Ό Ζόρκα Εβγαλε ενα σύντομο έναρκτήριο λόγο:— Σύντροφοι τρόφιμοι, θά μιλήσουμε άνοιχτά: ό διάολος

ξέρει άπό ποϋ ν ’ άρχίσει κανείς! Νά, έγώ θά σάς διαβάσω τήν άπόφαση τοϋ κομσομόλικου πυρήνα καί θά δείτε άμέσως άπό ποϋ πρέπει ν ’ άρχίσετε καί πώς θά πάνε τά πράματα παραπέρα. Τώρα έσύ δέ δουλεύεις, δέν είσαι κομσομόλος, οϋτε πιονέρος, νά πάρει ό διάολος, κάθεσαι μές στή βρώμα καί πραγματικά, τί είσαι άν καλοεξετάσεις; Ά π ό ποιά άποψη νά σ ' έξετάσει κανείς; Καθαρά άπό τούτη τήν άποψη: δτι είσαι έπισιτιστική βάση γιά τούς κοριούς, τίς ψείρες, τίς κατσαρίδες, τούς ψύλλους καί κάθε τέτιου παράσιτου.

— Καί τί. έμεΐς τάχα φταίμε; φώναξε κάποιος.

349

Page 350: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—Ά λλά ; Βέβαια καί φταίτε, άπάντησε άμέσως ό £όρκα. Φταίτε καί παραφταΐτε μάλιστα. Που τό βρήκατε τό δικαίωμα νά ’σαστε χαραμοφάηδες, τεμπέληδες καί λωποδύτες; Δέν έχετε αύτό τό δικαίωμα. Τ ’ άκούτε; Δέν τό ’χετε. Τέλειωσε. Καί τί βρώμα είναι τούτη πού’χετε! Μά ποιός άνθρωπος, έχει δικαίωμα νά ζεΐ μέσα σέ μιά τέτια βρώμα; Έ μεΐς καί τά γουρούνια μας τά πλένουμε κάθε βδομάδα μέ σαπούνι, πρέπει νά πάτε νά τά δεΐτε. Μπάς καί νομίζετε ότι τού γουρουνιού δέν τ ' άρέσει τό πλύσιμο είτε λέει; «Δέν μέ παρατάτε καί σεΐς καί τό σαπούνι σας;>· Κάθε άλλο. Κάνει μιάν υπόκλιση καί λέει: «Εύχαριστώ». Καί σεΐς έδώ έχετε δυό μήνες νά δείτε σαπούνι!...

—Ά φ ού δέ μάς δίνανε! άκούστηκε άπό τό πλήθος μιά φωνή δλο πικράδα καί προσβολή.

Τό στρογγυλό πρόσωπο τοϋ Ζόρκα πού δέν τοΰ’χανε φύγει άκόμα οί μελανιές τής νυχτερινής συνάντησης μέ τόν ταξικό έχθρό κατσούφιασε καί σά νά γέρασε.

— Καί ποιός ε ίν ’ υποχρεωμένος νά σοϋ δόσει; Έ δώ άφεντι- κό είσαι σύ! Έ σ ύ ό ίδιος πρέπει νά ξέρεις νά κάνεις τό κουμάντο σου!

— Καί σέ σάς ποιός ε ίν ’ άφεντικό; Μήπως ό Μακάρενκο; ρώτησε κάποιος καί κρύφτηκε μέσα στό πλήθος.

Τά κεφάλια γυρίσαν πρός τό μέρος πού άκούστηκε ή έρώτηση μά καί σ ’ αύτό τό μέρος έβλεπες μονάχα μερικά κεφάλια νά στριφογυρίζουν καί μόνο στό κέντρο μερικά πρόσω­πα άρχισαν τά ειρωνικά χαμόγελα,

Στό πρόσωπο τοϋ Ζόρκα χαράχτηκε ένα πλατύ χαμόγελο:—“ Ακου τό βλακέντιο. Μά έμεΐς έμπιστευόμαστε σέ δλα τόν

Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, γιατί είναι δικός μας άνθρωπος κι όλες τίς δουλιές τίς κάνουμε μαζί. Κι αύτός ό άρχιβλάκας κάθεται καί ρωτάει. Ό μως, άς μήν άνησυχεΐ, έμεΐς κάτι τέτιους βλακέντιους θά τούς βάλουμε σέ λογαριασμό, γιά νά μήν κάθεται ό καθένας καί κοιτάει γύρω του νά βρει: «πού είναι τ ’ άφεντικό μου;»

Στή λέσχη ξέσπασαν δυνατά χάχανα: ό Ζόρκα παράστησε πολύ πετυχημένα τή χαζή φάτσα τοΰ βλακέντιου πού ζητάει νά βρει τ* άφεντικό.

Ό Ζόρκα συνέχισε:— Στή σοβιετική χώρα, άφεντικό είναι ό προλετάριος κι

ό έργάτης. ’Ενώ έσεΐς καθόσαστε δώ καί τρώτε τά έτοιμα, βρωμίζετε πάνω σας κι ε’ίχατε τόση πολιτική συνείδηση δση έχουνε καί τά κοκόρια!

350

Page 351: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

’Αρχίζουν νά μέ ζώνουν τά φίδια: σάν πολύ ό Ζόρκα νά τούς μπήκε στή μύτη. Δέ θά ’ταν άσχημα νά μαλάκωνε λιγάκι. Μά τή στιγμή άκριβώς αύτή ή Ίδια ή άγνωστη κι άπιαστη φωνή μπήκε στή μέση:

— Νά δούμε κι έσεΐς πώς θά βρωμίζετε πάνω σας!Στή λέσχη πέρασε ένα κύμα συγκροτημένου έχθρικοϋ γέλιου

ένώ άρκετοί χαμογελούσαν εύχαριστημένοι καί μέ κατανόηση.— Μπορεΐς έλεύθερα νά ’ρχεσαι νά μάς βλέπεις, άπάντησε

σοβαρά κι ευγενικά ό Ζόρκα. Μάλιστα μπορούν νά σού βάζουν καί μιά πολυθρόνα δίπλα στό άποχωρητήριο, νά κάθεσαι νά μας κοιτάς. Καί θά 'να ι καί πολύ καλό γιά σένα, γιατί φαίνεται ούτε νά περπατάς στήν αύλή δέν τά καταφέρνεις. Αύτό θά 'ναι μιά μικρή έστω εΙδίκευση, δμως στόν καθένα χρειάζεται σέ κάτι νά είδικευτεϊ.

Ά ν καί οί Κουριαζινοί κοκκίνισαν, δμως δέ μπόρεσαν νά κρατήσουν τά γέλια, κράταγε ό ενας τόν άλλον καί τρίκλιζαν άπό τήν ικανοποίηση. Τά κορίτσια άρχισαν τή μουρμούρα, γύρισαν τά πρόσωπά τους πρός τή σόμπα, πειραγμένα ά π ’ τά λόγια του όμιλητή. Μονάχα τά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι συγκροτούσαν ένα λεπτό χαμόγελο καί κοίταγαν μέ περηφάνεια τό Ζόρκα.

Οί Κουριαζινοί γελούσαν καί οί ματιές πού έριχναν στό Ζόρκα έγιναν ζεστότερες καί πλατύτερες, σά ν ’ άκούγαν πραγ­ματικά τό Ζόρκα νά τούς άραδιάζει ένα πρόγραμμα έντελώς άποδεχτό καί χρήσιμο.

Τό πρόγραμμα παίζει μεγάλο ρόλο στή ζωή τοϋ άνθρώπου. Ά κόμα κι ό πιό μηδαμινός άνθρωπάκος δταν βλέπει μπροστά του δχι άπλώς ένα κομμάτι γής μέ λόφους, χαράδρες, βάλτους καί σβώλους άπό χώμα, άλλά έστω καί τήν πιό μετριόφρονη προοπτική — δρομάκους ή δρόμους μέ στροφές, γεφυρούλες, δέντρα καί όδοδεϊχτες — άρχίζει νά ταχτοποιεί τόν έαυτό ταυ καί τή ζωή κατά καθορισμένα στάδια, κοιτάζει πιό αίσιόδοξα τό μέλλον, καί στά μάτια του ή ίδια ή φύση τοϋ φαίνεται κι αύτή πιό ταχτοποιημένη, πότε πρός τ ’ άριστερά, πότε πρός τά δεξιά, πότε κοντά στόν καθορισμένο δρόμο, δμως πάντα μπροστά,

“Ημασταν άπό τούς άνθρώπους πού συνειδητά δίναμε μεγάλη σημασία σέ όποιαδήποτε προοπτική, άκόμα καί σέ μιά τέτια προοπτική πού ήτανε γεμάτη στερήσεις καί δυσκολίες, χωρίς ένα κομμάτι γλυκό ψωμί ή ένα γραμμάριο ζάχαρης. Ά κριβώ ς σ ' αύτή τή βάση ήτανε γραμμένη κι ή διακήρυξη τοϋ κομσομό-

35!

Page 352: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

λικυυ πυρήνα, πού τελικά άρχισε ό Ζόρκα νά τή διαβάζει στή συνέλευση:

« ’Απόφαση τού κομσομόλικον πυρήνα του 'Εργατικού Σταθμοϋ Γκόρκι τής 15 τοΰ Μάη 1926.

1. "Ολα τά τμήματα τού πα/.ιοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι καί τον Κουριάζ θεωρούνται διαλυμένα. Νά όργανωβούν άμέσως είκοσι νέα τμήματα μέ τήν παρακάτω σύνθεση... ( Ό Ζόρκα διαβάζει τόν κατάλογο τών τροφίμων κατά τμήματα καί rd όνόματα τών διοικητών ξεχωριστά).

2. Γραμματέας τού συμβουλίου τών διοικητών παραμένει ό σύντροφος Λάποτ, διαχειριστής ό Ντενίς Κουντλάτι καίάποθηκάριος ό Άλεξέι Βόλκοφ.

J. Προτείνεται στό συμβούλιο τών διοικητών νά έφαρμόσει όλα όσα προβλέπονται στήν απόφαση αύτή καί νά παραδόσει τό Σταθμό Ετοιμο κα θ ' δλα τήν πρώτη μέρα τού θερισμού καθώς πρέπει, γιορταστικά.

4. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, δηλαδή ώς τό βράδυ τής 17 τού Μάη νά μαζευτεί άπ ’ τούς τροφίμους τού παλιού Σταθμοϋ τού Κουριάζ όλος ό ρουχισμός καί r ’ άσπρόρουχά τους. σεντόνια, μαξιλαροθήκες, κουβέρτες, στρώματα^ πετσέτες κλπ. όχι μόνο τά κρατικά, μά καί τά άτομικά σέ όποιον υπάρχουν, νά δοθούν γιά άπολύμανση καί μετά γιά έπιδιόρθωση.

5. Νά δοθούν σέ όλους τούς τροφίμους παντελονάκια καί φανέλες ραμμένες ά π ’ τίς κοπέλες στόν παλιό Σταθμό, καί νά δοθεί δεύτερη άλλαξιά μετά μιά βδομάδα, όταν ή πρώτη θά δοθεί γιά πλύσιμο.

6. 'Όλοι οί τρόφιμοι, ίκτός ά π ' τίς κοπέ/χς, νά κουρευτούν σύρριζα μέ τή μηχανή καί νά τούς χορηγηθούν άμέσως βελουδένια σκουφάκια.

7. "Ολοι οί τρόφιμοι σήμερα νά κάνουν μπάνιο, όπιος κι όπου μπορεϊ ό καθένας, καί τό πλυντήριο νά μπει στή διάθεση τών κοριτσιών.

8. Κανένα τμήμα δέ θά κοιμάται στούς κοιτώνες, ά/JA στήν αύλή, κάτω άπ ' τούς θάμνους καί τά χαμόδεντρα ή όπου μπορεί ό καθένας, μετά άπό υπόδειξη τοϋ διοικητή. Αύτό θά συνεχιστεί μέχρι νά τελειώσει ή έπισκευή τών θαλάμων καί νά έπιπλωθονν οί νέοι κοιτώνες στό παλιό σχολειό.

9. "Ολοι θά κοιμηθούν στά στρώματα, στίς κουβέρτες καί στά μαξιλάρια πού ίφεραν οί παλιοί τρόφιμοι τού Σταθμού Γκόρκι. "Ολ ’ αύτά θά μοιραστούν κατά τμήμα έξίσου χωρίς συζητήσεις άν είναι λίγα ή πολλά.

352

Page 353: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ΙΟ. Νά μήν υπάρξουν παράπονα καί γκρίνιες, πώς δέν έχει κανείς ποϋ νά κοιμηθεί κλπ., άλλα νά βρεθεί έξυπνη καί λογική διέξοδος άπ ’ τήν κατάσταση.

11. Στό φαγητό πού θά δίνεται σέ δυό βάρδιες θά πηγαίνουν ό /.άκληρα τά τμήματα καί δέ θ ' άνακατεύεται τόνα τμήμα μέ τ ’ώλλο.

12. Ή πιό μεγ&.η προσοχή πρέπει να δοθεί στήν καθαριότητα.13. "Ως τήν 1 Αύγουστου τά έργαστήρια νά μή δουλέψουν, έκτός

ά π ' τό ραφείο, άλλά νά γίνουν οί παρακάτω δουλιές:Νά ξηλωθεί ό τοίχος του μοναστηριού κι άπ ’τά τούβλα του νά

χτιστεί χοιροστάσιο γιά 300 γουρούνια.Νά μπογιατιστοΰν παντού τά παράθυρα, οί πόρτες, τά κάγκελα,

τά κρεβάτια.Νά τελειώσουν οί δου/.ιές στό χωράφι καί στό περιβόλι.Νά έπιδιορθωθοΰν όλα τά έπιπλα.Νά γίνει γενική καθαριότητα τής αυλής καί παντού στή γύρω

πλαγιά, νά γίνουν δρομάκια, νά φτιαχτούν άνθώνες καί θερμοκήπια.Νά ραφτεί γιά καθέναν άπ ' όλους τούς τροφίμους ένα καλό

κοστούμι καί ν ' άγοραστοϋν γιά τό χειμώνα παπούτσια. Τό καλοκαί­ρι θά περπατάμε ξυπόλητοι.

Νά καθαριστεί ή δεξαμενή γιά μπάνιο.Νά φυτευτεί καινούργιος κήπος στή νότια πλ.αγιά του βουνού.Νά έτοιμαστοΰν οί μηχανές, τά ύλικά καί τά έργαλεΐα στά

συνεργεία γιά ν " άρχίσει ή δουλιά τόν Αύγουστο».

Παρά τήν έπιφανειακή της άπλότητα ή διακήρυξη έκανε πολύ μεγάλη έντύπωση σέ δλους. Ά κόμα καί μάς, τούς συντά- χτες της, μάς άφηνε κατάπληχτους ή ώμή σαφήνειά της καί ή άπαιτητικότητά της. Έ κτός ά π ’ αύτό — πού άργότερα τό σημείωσαν ιδιαίτερα οί Κουριαζινοί — ή διακήρυξη έδειξε ξάφνου σέ δλους δτι ή άδράνειά μας πρίν τόν έρχομό τών παιδιών τοΰ Στάθμου Γκόρκι, έκρυβε τίς άνυποχώρητες διαθέ­σεις μας καί τή μυστική συνεργασία πού κάναμε, παίρνοντας μέ μεγάλη προσοχή ύπόψη τά διάφορα φαινόμενα τής ζωής καί τής πραγματικότητας.

Οί κομσομόλοι είχαν θαυμάσια συγκροτήσει τά νέα τμήμα­τα. ' Η μεγαλοφυία τοΰ Ζόρκα, τού Γ κόρκοφσκι καί τού Ζεβέλι, συντέλεσε ώστε οί Κουριαζινοί νά μοιραστούν κατά τμήματα μέ άκρίβεια φαρμακείου, άφού πάρθηκαν ύπόψη καί οί φιλικοί δεσμοί καί τά φοβερά μίση καί οί χαρακτήρες καί οί κλίσεις καί οί έπιδιώξεις καί οί άρνητικές έκδηλώσεις. Δέ στριφογύριζε

Page 354: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τζάμπα δυό όλόκληρες βδομάδες στούς θαλάμους τό πρωτοπόρο μιχτό τμήμα.

Μέ τήν ΐδια φιλότιμη προσοχή μοιράστηκαν καί τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι: οί δυνατοί κι οί άδύνατοι, οί δραστήριοι κι οί νερόβραστοι, οί σοβαροί κι οί εύθυμοι, οί πραγματικοί άνθρωποι καί οί κατά προσέγγιση άνθρωποι: όλοι τους βρήκαν τήν άνάλογη θέση.

Ά κόμα καί γιά πολλά παιδιά τοϋ παλιού Σταθμοϋ Γκόρκι τό κατηγορηματικό υφος τής διακήρυξης, ήταν κάτι καινούργιο. ‘Ό σ ο γιά τούς Κουριαζινούς τό διάβασμα τοϋ Ζόρκα τούς είχε άφήσει μέ άνοιχτό τό στόμα. Τήν ώρα πού διάβαζε, ποϋ καί πού κανένας ρωτούσε τό διπλανό του γιά κάποια λέξη πού δέν τήν άκουσε καλά, άλλος πάλι σηκωνόταν μ ’ έκπληξη στά νύχια καί κοίταγε τριγύρω κι άλλος άφηνε νά τοϋ φύγει ένα: Ό χ ό ! στό πιό καίριο μέρος τής διακήρυξης. "Οταν όμως ό Ζόρκα τέλειωσε, στήν αίθουσα Επικράτησε άπόλυτη σιωπή, καί μέσ’ά π ’αύτή όρθώθηκαν δειλά, σιωπηλά τά πρώτα έρωτήματα πού μόλις διακρίνονταν: Τί νά κάνουν; Ποϋ νά τραβήξουν; Νά ύποταχτοϋν, νά διαμαρτυρηθοϋν, νά βάλουν τίς φωνές; Ν 'άρχίσουν τά χει­ροκροτήματα καί τά γέλια ή νά τό ρίξουν στίς βρισιές;

Ό Ζόρκα δίπλωσε σεμνά τό φύλλο τοϋ χαρτιού. 'Ο Λάποτ έριξε ένα ειρωνικό καί προσεχτικό βλέμμα μέ τά πρησμένα μάτια του πάνω ά π ’ όλο τό τσούρμο τών συγκεντρωμένων κι άνοιξε δλο πονηράδα τό στόμα του:

—Έ μένα δέ μ* άρέσει αύτό. Είμαι παλιός τρόφιμος τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι, είχα τό δικό μου κρεβάτι, τό δικό μου στρώμα, τή δίκιά μου κουβέρτα. Καί τώρα μού λέτε πώς είμαι υποχρεωμέ­νος νά κοιμηθώ κάτω ά π ’ τά χαμόδεντρα. Μά πού βρεθήκανε έδώ χαμόδεντρα; ’Έ , Κουντλάτι, έσύ είσαι καί διοικητής μου, γιά πές μου ποϋ υπάρχουν έδώ τέτια χαμόδεντρα;

— Γιά σένα έχω διαλέξει άπό καιρό.— Καί φυτρώνει τίποτα σ ’ αύτό τό μέρος πού διάλεξες;

Μήπως είναι κάτω άπό βυσσινιές καί μηλιές; Έ χ , τί ώραϊα νά έχει κι άηδόνια... Κουντλάτι, έχει έκεΐ άηδόνια;

— Γιά τήν ώρα δέν έχει άηδόνια, έχει δμως κάργες.— Κάργες; Δέ μοϋ ταιριάζουν. Τραγουδούν άγαρμπα κι

ύστερα είναι δλο τσαπατσουλιά. "Αν τουλάχιστο μοϋ ’βαζες κανένα καναρινάκι!

— Καλά, καλά, θά σοϋ βάλουμε καναρινάκι, σκάει στά γέλια δ Κουντλάτι.

354

Page 355: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Παμε παρακάτω..., ό Λάποτ έριξε όλόγυρα μιά συγκινη- μένη ματιά. Τό τμήμα μας είναι τό τρίτο... Δόσε μου τόν κατάλογο... Ναί, τό τρίτο... Ό χ τώ κουβέρτες, όχτώ μαξιλάρια, κι όχτώ στρώματα, καί τό τμήμα έχει είκοσιδυό παιδιά... Δέ μ' άρέσει έμένα αύτό. Ποιοί είναι γραμμένοι στό τμήμα; "Ας ποΰμε ό Στέγκνι. Εϊναι έδώ ό Στέγκνι; Νά σηκώσει τό χέρι του. "Α, έλα δώ λοιπόν! "Ελα, έλα, μή φοβάσαι!

Στό ίερό σκαρφάλωσε ένας πιτσιρίκος πού ’χε νά πλυθεί καί νά κουρευτεί ά π ’ τόν καιρό τού Νώε. Τό κεφάλι του ήτανε ξεθωριασμένο στίς άκρες καί τό μούτρο του, πού πάνω του ή κοκκινάδα, ή μαυρίλα κι ή βρωμιά είχαν άπό καιρό μετατραπεΐ σέ μιά πολύπλοκη σύνθεση, άρχισαν κιόλας νά τό σκεπάζουν ρυτίδες. ' Ο Στέγκνι, έκανε στό ίερό μερικά βήματα μέ τά μαύρα πόδια του καί κάρφωσε άδέξια τ 1 άργοκίνητα μάτια του στό πλήθος, δείχνοντας τά μεγάλα άσπρα δόντια του.

— Δηλαδή είμαι υποχρεωμένος νά κοιμάμαι μαζί μέ σένα κάτω ά π ’ τήν ίδια κουβέρτα; Γιά λέγε, κλωτσάς στόν ύπνο σου;

Τοϋ Στέγκνι τού φύγανε τά σάλια, θέλησε νά σκουπίσει τό στόμα μέ τή γροθιά του, μά ντράπηκε νά δείξει τό μαύρο ά π ’ τή βρώμα χέρι του καί καθάρισε τό στόμα μέ τήν άτέλειωτη άκρη τής μισολιωμένης πουκαμίσας του.

—’Ό χ ι... δέν κλωτσάω...— Καλά... Γιά πές, σύντροφε Στέγκνι, τί θά κάνουμε άν

πιάσει βροχή;— Θά τό κόψουμε λάσπη...— Γιά ποϋ;

*0 Στέγκνι σκέφτηκε λίγο;— Σάμπως ξέρω κι έγώ;

Ό Λάποτ κοίταξε δλο έγνοια τό Ντενίς:— Ντενίς, καί ποϋ θά τό κόψουμε λάσπη, άν πιάσει βροχή;

Ό Ντενίς βγήκε μπροστά καί μισόκλεισε πονηρά τά μάτια:— Δέν ξέρω τί σκέφτονται οί άλλοι διοικητές γ ι ’ αύτή τήν

περίπτωση, κι έδώ πού τά λέμε, κι ή διακήρυξη δέ λέει τίποτα γΓ αύτό. "Ομως έχω νά πώ τοϋτο: άμα βρέξει ή συμβεΐ κάτι παρόμοιο, τό τρίτο τμήμα δέν έχει νά φοβηθεϊ τίποτα. Τό ποταμάκι είναι κοντά, θά πάρω τό τμήμα καί θά τό πάω στό ποταμάκι. ” Εδώ πού τά λέμε, άμα μπεις στό νερό ή βροχή δέ σου κάνει τίποτα, κι δταν μάλιστα κάνεις βουτιά ούτε μιά σταγόνα δέν πρόκειται νά σέ πιάσει. Κι έτσι δέν υπάρχει ούτε φόβος, μά κι άπό άποψη υγιεινής θά μάς κάνει καλό.

355

Page 356: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Ντενίς κοίταξε άθώα τόν Λάποτ κι έκανε στήν άκρη. "Ο Λάποτ ξαφνικά θύμωσε κι Εβαλε τίς φωνές στόν Στέγκνι πού ’χε άπορροφηθεϊ βλέποντας τά μεγάλα γεγονότα πού ξετυλίγονταν μπροστά του.

—Ά κ ουσ ες ή δχι;—Ά κουσα , είπε εύθυμα ό Στέγκνι.— Λοιπόν, δές. Θά κοιμούμαστε μαζί κάτω ά π ’ τή δίκιά μου

κουβέρτα, πού νά σέ πάρει ό διάολος. "Ομως πρωτύτερα θά σού κάνω μπουγάδα στό ίδ ιο τό ποταμάκι καί θά σοϋ κουρέψω δλο τό μαλλί ά π ’ τό κεφάλι. Μπήκες;

— Κατάλαβα, χαμογέλασε ό Στέγκνι.Ό Λάποτ πέταξε άπό πάνω του τή μάσκα τοϋ χαζού καί

πλησίασε στήν άκρη τοϋ ίεροϋ:— Δηλαδή, τά καταλάβατε όλα καλά;— Τά καταλάβαμε, άκούστηκαν φωνές άπό διάφορα μέρη

τής αίθουσας.—Ά φ ο ϋ λοιπόν καταλάβατε θά τά ποϋμε Εξω ά π ' τά δόντια:

Ή άπόφαση δέν είναι βέβαια καί πολύ... ευχάριστη. "Ομως πρέπει όπωσδήποτε νά τήν ψηφίσει ή γενική συνέλευση, άλλος δρόμος δέν ύπάρχει.

Ξαφνικά σήκωσε άνέλπιδα τό χέρι του καί μέ μιά φανερή, άπελπισιά λέει:

— Βάλε ψηφοφορία, Ζόρκα!*Η συνέλευση ξεκαρδίζεται. Ό Ζόρκα σηκώνει τό χέρι:— Ψηφίζουμε: "Ο ποος συμφωνάει μέ τήν άπόφαση νά

σηκώσει τό χέρι του!Μιά θάλασσα άπό χέρια σηκώνεται ψηλά. Κοιτάζω προσε­

χτικά δλο τό πλήθος. Ψηφίζουν δλοι, άκόμα κι ή όμάδα τοϋ Κοροτκόφ κοντά στήν πόρτα, Ot κοπέλες σηκώνουν τά όμορφα χεράκια τους μέ μιά εύγενική χάρη καί χαμογελούν, γέρνοντας χαριτωμένα τό κεφάλι. Μένω κατάπληχτος: γιατί ψήφισαν τά παιδιά τοϋ Κοροτκόφ; ' Ο ίδιος ό Κοροτκόφ στεκόταν κολλημέ­νος στόν τοϊχο καί κρατούσε υπομονετικά σηκωμένο τό χέρι, κοιτάζοντας ήρεμα μέ τά υπέροχα μάτια του όλους έμάς πού βρισκόμασταν πάνω στή σκηνή.

* Η έπισημότητα κι ή πανηγυρικότητα αυτής τής στιγμής, διαταράχτηκε μέ τήν έμφάνιση τοϋ Μποροβόι. Μπήκε ξαφνικά στήν αίθουσα φτιαγμένος γιά τά καλά, τράκαρε στήν πόρτα, κι εσπασε τ ’ αύτιά μας μέ τ ’ άγριο μουγκανητό τοϋ τεράστιου άκορντεόν του.

356

Page 357: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—Ά , ήρθαν τ ’ άφεντικά; άρχισε νά φωνάζει. Τώρα, περιμέ­νετε... θά παίξω τό χαιρετιστήριο σάλπισμα... ξέρω γώ ένα τέτιο καλό...

Ό Κοροτκόφ έβαλε τό χέρι στόν ώμο τοϋ Μποροβόι καί τοΰ έκανε κάποιο νόημα μέ τό μάτι. Ό Μποροβόι σήκωσε τό κεφάλι, άνοιξε τό στόμα κι ήσύχασε, τό άκορντεόν δμως έξακολουθοΰσε νά τό κρατάει σ ’ έπιφυλακή, κι άπό στιγμή σέ στιγμή μπορούσες ν ' άκούσεις πάλι τό μουγκανητό τής μουσι­κής του.

Ό Ζόρκα άνακοίνωσε τ ’ άποτελέσματα τής ψηφοφορίας.— Ψηφίσανε τίς προτάσεις τοΰ πυρήνα τής Κομσομόλ

τριακόσιοι πενήντα τέσσερις. Κατά — κανένας. Δηλαδή μπο­ρούμε νά πούμε πώς ψηφίστηκε όμόφωνα.

Τά παιδιά τού παλιοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι χαμογελούσαν, άλ- ληλοκοιτάζονταν χαρούμενα καί χειροκροτούσαν, οί Κουριαζι- νοί πήρανε κι αύτοί φωτιά κι άκολούθησαν τούτη τήν άσυνήθι- στη γΓ αύτούς μορφή έκφρασης τών αισθημάτων. "Ισως γιά πρώτη φορά ά π ’ τόν καιρό πού ιδρύθηκε τό μοναστήρι ν ' άκούστηκαν κάτω άπ ' τούς θόλους του τέτιοι χαρούμενοι κι άνάλαφροι ήχοι σάν τά χειροκροτήματα τής μικρής άνθρώπινης κολεχτίβας. Τά πιτσιρίκια χειροκροτούσαν περισσότερο ά π ’ δλους, καί σταματούσαν μονάχα γιά νά ξύσουν τό κεφάλι τους ή τ ’ αύτί τους. Κόψανε τά παλαμάκια μονάχα δταν φάνηκε στό ίερό ό Ζαντόροφ.

Δέν κατάλαβα πότε μπήκε στήν αίθουσα. 'Ό πω ς φαίνεται, κάτι έφερε ά π ' τό Ρίζοφ, γιατί καί τά μούτρα του κι δλα του τά ρούχα ήταν κάτασπρα. Καί τώρα, δπως καί πάντα, μού προκα- λοΰσε τήν έντύπωση τής άσπιλης άγνότητας καί τής ειλικρινούς κι άπλής χαράς. Καί τώρα τήν προσοχή τής συνέλευσης τήν τράβηξε πρίν ά π ’ δλα τό θαυμάσιο χαμόγελό του:

—Α γαπητο ί φίλοι, θέλω νά σάς πώ δυό λόγια. Νά, έγώ είμαι ό πρώτος τρόφιμος τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι, ό πιό παλιός. Μάλιστα κάποτε ήμουν ό χειρότερος. Ό Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, ασφαλώς θά τό θυμάται καλά. Τώρα όμως, είμαι σπουδαστής στόν πρώτο χρόνο τοΰ Τεχνολογικού Ινστιτούτου. ΓΓ αύτό άκοΰστε: σήμερα ψηφίσατε μιά καλή άπόφαση, μιά θαυμάσια λόγο τιμής άπόφαση, δμως δύσκολη στήν έφαρμογή της, πρέπει ανοιχτά νά τό πούμε, ώχ, καί πόσο δύσκολη!

Κούνησε τό κεφάλι γιά νά τονίσει τή δυσκολία. Ή κίνησή του αύτή προκάλεσε τά φιλικά γέλια τών παιδιών.

157

Page 358: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Οπως δμως καί νά 'χ ε ι τό πράγμα, μιά πού τήν ψηφίσατε, πάει τέλειωσε. Αύτό πρέπει νά τό θυμόσαστε. "Ισως κανένας νά σκέφτεται: έ, μπορεϊ νά τήν ψηφίσαμε μά παραπέρα βλέπουμε. Αύτός δέν ε ίν ’ άνθρωπος, δχι, είναι χειρότερος κι άπό κάθαρμα, είναι παλιάνθρωπος. Σύμφωνα μέ τούς νόμους τούς δικούς μας, καί γιά δποιον δέν έφαρμόζει τίς άποφάσεις τής γενικής συνέλευσης Ενας είναι ό δρόμος: τό διώξιμο ά π ’ τό Σταθμό μας.

Ό Ζαντόροφ Εσφιξε δυνατά τ ’ άσπρα χείλια του καί σήκωσε τή γροθιά του πάνω άπ’ τό κεφάλι.

— Τό διώξιμο! είπε δυνατά, κατεβάζοντας τή γροθιά.Τό πλήθος κοκάλωσε, περιμένοντας καινούργια φοβερά καί

τρομερά πράματα, δμως μέσ’ ά π ’ τά παιδιά άνοιγε κιόλας δρόμο ό Καραμπάνοφ, πασαλειμμένος καί κατάμαυρος. Μέσα στήν ήσυχία τοϋ κατάπληχτου πλήθους ρώτησε:

— Ποιόν άπό δώ πρέπει νά διώξετε; Νά πάρει δρόμο άμέσως!— Μά, έμεΐς γενικά είπαμε, είπε άτάραχος ό Λάποτ.— Καί γενικά καί δπως θέλετε, Ετοιμος είμαι. "Ομως τί

στεκόσαστε καί φουσκώσατε σάν τό διάνο στό παζάρι;— Νά, Ετσι, τί νά κάνουμε; εϊπε κάποιος.—"Α Ετσι; Δηλαδή ήρθατε καί κρεμάσατε τά κεφάλια σας.

“Ε; Καί ποϋ ’ναι ή μουσική;— Μουσική; "Εχουμε, πώς δέν Εχουμε, φώναξε δλο Ενθου­

σιασμό ό Μποροβόι ένώ τό άκορντεόν του άφηνε μιά στριγγλιά.—’Ώ ! "Εχουμε καί μουσική! 'Εμπρός, κάντε κύκλο! "Αντε

κορίτσια, μπάτε στό χορό. "Ολοι νά χορέψουμε γοπάκ! Νατάσα, έμπρός! Κοιτάξτε, παιδιά, τί λεβεντιά είναι ή Νατάσα μας!

Τά παιδιά πού ξαναβρήκαν τό κέφι τους, κοίταγαν τά παιχνιδιάρικα φωτεινά μάτια τής Νατάσα, τίς πλεξούδες της καί τό στραβό δοντάκι της πού φάνηκε στό χαμογελαστό καί ροδοκοκκινισμένο πρόσωπό της.

— Δηλαδή, ή παραγγελία σας, σύντροφε είναι γοπάκ, Εκανε μ ’ ενα ύφος πραγματικού μαέστρου ό Μποροβόι κι άφησε πάλι νά μουγκρίσει τό άκορντεόν του.

— Κι έσύ ποιό θέλεις;— Μπορώ νά παίξω καί βάλς, καί παντεπατινέρ καί ν τ ’έ-

σπάν. 'Ό λα μπορώ νά τά παίξω.— Παντεπατινέρ, φιλαράκο, άργότερα. Τώρα βάρα γοπάκ.

Ό Μποροβόι χαμογέλασε συγκαταβατικά, βλέποντας τήλειψή χορογραφική άπαιτητικότητα τοϋ Καραμπάνοφ, σκέφτη- κε λίγο, Εγειρε τό κεφάλι, τέντωσε ξαφνικά τό άκορντεόν του κι

35Χ

Page 359: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άρχισε νά παίζει κάποιον Ιδιαίτερα κοφτό καί τριζάτο χορό. Ό Καραμπάνοφ άπλωσε τά χέρια κι άμέσως ρίχτηκε σ ’ Εναν όρμητικό καί παλαβό μισοκαθιστό χορό. Τά ματοτσίνορα τής Νατάσα φτερούγισαν πάνω στό ξαναμμένο πρόσωπό της καί μετά χαμηλώσανε. Χωρίς νά κοιτάζει μπροστά μπήκε άθόρυβα κι ήσυχα στό χορό, Ετσι πού οί σιδερωμένες πιέτες τοϋ όμορφου καί σεμνού φουστανιού της μόλις καί κυμάτιζαν. *0 Σεμιόν Εβγαλε Ενα άχ, χτύπησε τό πάτωμα μέ τό τακούνι του καί πήγε γύρω ά π ’ τή Νατάσα μ ' Ενα πονηρό χαμόγελο, κάνοντας ενα σωρό τσαλίμια μέ τά ευκίνητα πόδια του. ' Η Νατάσα σήκωσε τά ματοτσίνορα καί κοίταξε τό Σεμιόν μ ’ έκεΐνο τό ίδιαίτερο φωτεινό βλέμμα πού μόνο στό γοπάκ συναντιέται καί στά ρούσικα μεταφράζεται Ετσι: «Είσαι όμορφος καί χορεύεις καλά, όμως κοίταξε νά ’σαι προσεχτικός μαζί μου!...».

Ό Μποροβόι πρόσθεσε λίγο πιπέρι στή μουσική του, ό Σεμιόν πρόσθεσε λίγη φλόγα, ή Νατάσα πρόσθεσε κι αύτή λίγη χαρά: τώρα πιά δέν κυμάτιζε καθόλου ή φούστα της άλλά όλες οί πιέτες της πετοϋσαν γύρω ά π ’τά ποδαράκια τής Νατάσα. Οί Κουριαζινοί άνοιξαν πιό πολύ τόν κύκλο, σκούπισαν γρήγορα τίς μύτες τους μέ τό μανίκι, καί κάτι ξεφώνιζαν. Τό τσακίσματα, τά τσαλίμια κι ή όρμητικότητα τοΰ γοπάκ Εκαναν τό γύρο τής λέσχης, ένώ ό πιπεράτος ρυθμός τοΰ άκορντεόν σκέπαζε τά πάντα.

Ξαφνικά μέσ’ ά π ’ τά βάθη τού πλήθους τεντώθηκαν δυό χέρια καί παραμέρισαν τούς άλλους άδίστακτα γιά νά φανοΰν τά ποδαράκια ένός πιτσιρίκου κι ό Πέρετς σοβαρά-σοβαρά μπήκε μπροστά στό χείμαρρο τοΰ χορού, τινάζοντας τά ποδαράκια του καί κλείνοντας τό μάτι στή Νατάσα. * Η στοργική καί τρυφερή Νατάσα Εριξε περήφανα μιά μισόκλειστη ματιά στόν Πέρετς, κούνησε κάτω άπ* τή μύτη του τόν τεντωμένο ώμο της, κι Εξαφνα τοϋ χαμογέλασε άπλά καί φιλικά σά σύντροφος, Εξυπνα κι δλο κατανόηση σάν κομσομόλα πού μόλις είχε δόσει χέρι βοήθειας στόν Πέρετς.

*0 Πέρετς δέν άντεξε σ ’ αύτό τό βλέμμα. Γιά μιά στιγμή πού φάνηκε άτέλειωτη, κοίταξε άνήσυχα γύρω του, τοΰ ‘ρθανε στό νοϋ ποιός ξέρει τί πύργοι, φρούρια κι ήρωισμοί, καί πηδώντας στόν άέρα βρόντηξε τό παλιό κασκέτο του στό πάτωμα καί ρίχτηκε στό χορό. Ό Σεμιόν ψευτοχαμογέλασε, ή Νατάσα άκόμα πιό γρήγορα Εκανε μπροστά στούς Κουριαζινούς τά

359

Page 360: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σκέρτσα του χορού. Ό Πέρετς χόρευε κάτι δικό του, κάτι χωρίς νόημα, εΙρωνικό, κοροϊδευτικό καί λίγο μόρτικο.

Κοίταξα γύρω μου. Τ ” άνέκφραστα μάτια του Κοροτκόφ ήταν μισόκλειστα, τό πρόσωπό του σοβαρό, καί μερικές σκιές που μόλις διακρίνονταν κυλούσαν ά π ’ τ ’ άσπρο μέτωπό του πρός τ ’ άνήσυχο στόμα του. Έ β η ξε, κοίταξε γύρω του, είδε τήν προσεχτική ματιά μου καί ξαφνικά άρχισε νά ’ ρχεται πρός τό μέρος μου. "Αν κι άνάμεσά μας στεκόταν κάποιο παιδί, αύτός άπλωσε τό χέρι καί μού ’πε βραχνά:

—Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς! Σήμερα δέ σας χαιρέτισα άκόμα.— Γειά σου, χαμογέλασα, κοιτώντας τον στά μάτια.Γύρισε πρός τό χορό, Εστριψε πάλι τό πρόσωπό του σέ μένα,

εξυσε τό κεφάλι του καί θέλησε κάτι νά πεΐ μέ κέφι, όμως μίλησε δπως πάντα βραχνά:

— Λεβέντικα χορεύουνε οί λέρες!

9. Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

' Η μεταμόρφωση άρχισε άμέσως μετά τή γενική συνέλευση καί κράτησε τρεις ώρες, διάστημα πού άποτελεϊ ρεκόρ γιά κάθε είδους μεταμόρφωση.

"Οταν ό Ζόρκα σήκωσε τό χέρι γιά νά δείξει πώς ή συνέλευση τέλειωσε, στή λέσχη άρχισε φασαρία. Οί διοικητές σηκώνονταν στίς μύτες τών ποδιών τους καί φώναζαν μ ’ δλη τή δύναμή τους τά μέλη τών τμημάτων τους. Στή λέσχη έμφανίστηκαν καμιά είκοσαριά ρεύματα, καί γιά μερικά λεφτά τά ρεύματα αύτά άλληλοσπρώχνονταν καί άλληλομπερδεύονταν γεμίζοντας τούς θόλους τής παλιάς έκκλησιάς μ ’ Ενα άνείπωτο βουητό. Σέ μερικές γωνιές τής λέσχης, πίσω ά π ’ τίς σόμπες, είχαν άρχίσει παντού κιόλας συγκεντρώσεις τών τμημάτων πού τό καθένα τους άντιπροσώπευε Ενα βρώμικο σταχτί τσούρμο κουρελήδων. Καί άνάμεσά τους διάκρινες νά τριγυρίζουν ήρεμα καί καθαρά τά παιδιά τοΰ Σταθμού Γκόρκι.

"Υστερα άπό λίγο ά π ’ τίς πόρτες τής λέσχης ξεχύθηκαν οί τρόφιμοι στήν αύλή καί στούς θαλάμους. Μέσα σέ πέντε λεφτά καί στή λέσχη καί στήν αύλή έπικράτησε ήσυχία καί μονάχα οί σύνδεσμοι τών τμημάτων Ετρεχαν σά δαιμονισμένοι γιά νά μεταδόσουν τίς έπείγουσες έντολές φτεροκοπώντας μέ τά πόδια τους.

360

Page 361: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μπορώ τώρα νά ξεκουραστώ λιγάκι. Πλησίασα τήν όμάδα τών γυναικών στό προαύλιο τής έκκλησιάς κι άπό κεΐ έβλεπα τήν παραπέρα έξέλιξη τών γεγονότων. Αύτή τή στιγμή δέν ήθελα ούτε νά μιλάω ούτε νά σκέφτομαι. ' Η Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα κι ή Λίντοτσκα, χαρούμενες κι ήρεμες, άντι- κρούαν άνόρεχτα καί τεμπέλικα κάτι ζητήματα πού τούς έβαζε ή συντρόφισσα Ζώγια. ' Η Μπρέγκελ στεκόταν στά σκονισμένα κάγκελα τοϋ προαύλιου κι έλεγε στή Γκουλιάγεβα:

— Ξέρεις κάτι; Βλέπω πώς δλ* αύτά έδώ γύρω δίνουν τήν έντύπωση μιάς κάποιας άρμονίας. ’Αλλά τί; "Ολα είναι Επιφα­νειακά.

Ή Γκουλιάγεβα μοϋ ’ριξε μιά ματιά:—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, γιά πέστε σεΐς, έγώ τίποτα δέν

καταλαβαίνω ά π ’ αύτά.— Κι έγώ στή θεωρία είμαι πολύ άδύνατος, άπάντησα

άνόρεχτα.Ή συζήτηση κόπηκε. ’Επιτέλους, μπορούσα κι έγώ ν ’

άπολαύσω μιά Ελάχιστη δόση ξεκούρασης καί ρίχνοντας τή ματιά μου γύρω άγκάλιασα τό θαυμάσιο αύτό πράγμα πού πάντα τό λέγανε φύση ή τοπίο. Ή τα ν δυό ή ώρα μετά τό μεσημέρι. Πέρα ά π ’ τή μικρή λίμνη ό ήλιος ζέσταινε τίς άχυρένιες στέγες τοϋ χωριού. Στόν ουρανό ήταν καρφωμένα μερικά συννεφάκια, άσπρα σά μπαμπάκι, πού’χαν σταματήσει πάνω άπ’ τό Κουριάζ, περιμένοντας ίσως κάποια έντολή νά συνεχίσουν τό δρόμο τους.

"Ηξερα τί γινόταν τώρα στό Σταθμό. Στούς θαλάμους τά παιδιά ξεστρώνουν τά κρεβάτια τους, βγάζουν τό άχυρο ά π 1 τά στρώματα καί τά μαξιλάρια καί δένουν δλα τά πράματά τους μπόγο. Στούς μπόγους βρίσκονται κουβέρτες, σεντόνια, παλιά καί καινούργια παπούτσια, τά πάντα. Στό υπόστεγο τ ’ άμαξιοϋ ό Α λ ιόσ κ α Βόλκοφ παραλαβαίνει δλη τούτη τήν κουρελαρία, τήν καταγράφει καί τή στέλνει στό άπολυμαντήριο, πού μάς ήρθε ά π ’ τήν πόλη. Είναι πάνω σέ τροχούς καί δουλεύει μέ ρεϋμα. Υ πεύθυνος έκεΐ είναι ό Ντενίς Κουντλάτι. Α πέναντι ά π ’ τό προαύλιο, ά π ’ τήν άλλη μεριά τής έκκλησίας, ό Ντμίτρι Ζεβέλι μοιράζει μέ κατάλογο σέ όλους τούς διοικητές ή στούς βοηθούς τους, καινούργια ροϋχα καί σαπούνι.

Πίσω ά π ’ τόν τοΐχο πετάχτηκε ξαφνικά σοβαρός-σοβαρός ό Σίνενκι, καί σηκώνοντας τή σάλπιγγά του βιάστηκε νά πει:

— Είπε ό Ταρανέτς νά σαλπίσω συγκέντρωση τών διοικητών στήν τραπεζαρία.

361

Page 362: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Σάλπισε!Ό Σίνενκι σά νά 'χ ε κρυμμένα φτερά πέταξε πρός τήν πόρτα

τής τραπεζαρίας. Έ κ ε ΐ σταμάτησε κι άρχισε νά σαλπίζει κάμποσες φορές τό κοφτό σάλπισμα τής συγκέντρωσης.

Ή Μπρέγκελ κοίταξε προσεχτικά τόν Σίνενκι καί γύρισε σέ μένα:

— Γιατί αύτός ό μικρός δλο ζητάει τή συγκατάθεσή σας γιά νά παίξει έκεϊνα τά σαλπίσματα; Χρειάζεται ή έγκρισή σας καί γιά ψύλλου πήδημα;

—Έ χουμ ε τόν έξής κανόνα: "Οταν δοθεί σάλπισμα Εξω ά π ’ τό πρόγραμμα, πρέπει νά ξέρω τήν αίτία.

—"Ολ* αύτά... δμως, νά, είναι δλα έξωτερικά, έπιφανειακά. Αύτό δέν τό παίρνετε ύπόψη;

"Αρχισαν νά φουντώνουν τά νεύρα μου. Πού τά βρήκαν νά μοϋ γίνουν τσιμπούρι άκριβώς σήμερα; Κι Εξω άπ ' αύτό, τί θέλουν στό κάτω-κάτω άπό μένα; Μήπως τούς Επιασε λύπηση γιά τό Κουριάζ;

—"Ολα τούτα: οί σημαίες, τά τύμπανα, οί χαιρετισμοί, έξωτερικά μονάχα συντελούν στήν όργάνωση τής νεολαίας.

Ή θελα νά φωνάξω: «"Αι παράτα μας»*, δμως είπα λίγο πιό εύγενικά:

—Ε σ ε ίς τή νεολαία ή, άς πούμε, τά παιδάκια τά φαντάζεστε μέ τή μορφή ένός μικρού κουτιού: ύπάρχει τό έξωτερικό, τό περίβλημα καί τό έσωτερικό, τά μέσα όργανα. Δηλαδή σύμφωνα μέ τή γνώμη σας, πρέπει ν ’ άπασχολούμαστε μόνο μέ τά έσωτερικά δργανα; Μά χωρίς τό περίβλημα, αύτά τά πολύτιμα έσωτερικά δργανα θά διαλυθούν.

Ή Μπρέγκελ παρακολούθησε μ ’ Ενα μοχθηρό βλέμμα τό Βετκόφσκι πού Ετρεχε πρός τήν τραπεζαρία.

—‘Ό ,τ ι καί νά μοϋ λέτε, έγώ βλέπω πώς έδώ δλα μοιάζουν μέ στρατιωτικό σχολείο τής παλιάς Ρωσίας.

— Ξέρετε κάτι, Βαρβάρα Βίκτοροβνα; είπα δσο μπορούσα πιό εύγενικά. "Ας σταματήσουμε καλύτερα. Μάς είναι πολύ δύσκολη ή συζήτηση μαζί σας χωρίς...

— Τί, χωρίς;— Χωρίς διερμηνέα.

Ή φαρδιά σταχτιά φιγούρα τής Μπρέγκελ τραβήχτηκε άργά ά π ’ τά κάγκελα καί κινήθηκε πρός τό μέρος μου. Έ γώ Εσφιγγα τίς γροθιές μου πίσω άπ* τίς πλάτες μου, όμως αύτή δέν ξέρω πώς Εβγαλε άπ* τό μανίκι της Ενα πρόχειρο χαμόγελο καί χωρίς

362

Page 363: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά βιάζεται έντυσε μ ’ αύτό τό πρόσωπό της δπως κάνουν οί μύωπες δταν βάζουν τά γυαλιά τους.

— Θά βρεθούν διερμηνείς, σύντροφε Μακάρενκο.— Θά περιμένουμε.

‘Α π’ τήν πόρτα πέρασε τό πρώτο τμήμα κι ό διοικητής του, ό Γκούντ άφοϋ έριξε μιά γρήγορη ματιά στό νάρθηκα, ρώτησε δυνατά:

— Μά τί κάθεσαι καί λές πώς ά π ’ αύτή τήν πόρτα δέν μπαίνουν, Ούστινένκο;

"Ενα μαυριδερό άγοράκι άπ* τούς Κουριαζινούς, κάπου δεκαπέντε χρονών άπλωσε τό χέρι πρός τήν πόρτα:

—"Οχι, δχι... Σοϋ λέω τήν άλήθεια. Κανένας δέ μπαίνει άπό δώ. Είναι πάντα κλειστή. Δέ μπαίνουν ά π ’ αύτή μ ά ά π ’ τήν άλλη πόρτα, άλήθεια σοϋ λέω.

—Έ κ εΐ πέρα είναι κάτι ντουλάπες, έχουνε κεριά καί κάτι άλλα... είπε κάποιος άπό πίσω.

Ό Γκούντ έκανε τρέχοντας τό γύρο τοϋ νάρθηκα κι έβαλε τά γέλια:

— Καί τί άλλο μάς χρειάζεται; Ό χ ό ! Θά ’χουμε διαμέρισμα πολυτελείας! Καί τί διάολο χρειαζόταν σ ’ αύτούς αύτό έδώ; "Εχει καί σκέπαστρο γιά τή βροχή... Μονάχα πού θά ’ναι σκληρό ή δχι;

‘Ο Καρπίνσκι, παλιός τρόφιμος τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι, καί παλιός τσαγκάρης τοϋ τμήματος τοϋ Γκούντ, κοίταξε κεφάτος τίς πλάκες τοϋ νάρθηκα.

— Τί θά πεϊ σκληρό; "Εξι άχυροστρώματα έχουμε κι έξι κουβέρτες. "Ισως μπορεί νά βρεθεί καί τ ίποτ’ άλλο άκόμα.

— Σωστά, έκανε ό Γκούντ.Γύρισε πρός τή μεριά τής λίμνης καί φώναξε:— Γιά νά τό ξέρετε δλοι σας: τούτο τό μέρος έχει πιαστεί

άπ’ τό πρώτο τμήμα. Κι ούτε κουβέντα. ’Αντόν Σεμιόνοβιτς, εΐσαστε μάρτυρας.

— Καλά!—"Ετσι λοιπόν, άρχίστε... ποιός είναι δώ; Στάσου!

‘Ο Γκούντ έβγαλε άπ* τήν τσέπη τόν κατάλογο:— Σλίβα καί Χλέπτσενκο, γιά βγείτε νά σάς δούμε.

Ό Χλέπτσενκο ήταν μικρούτσικος, άδύνατος καί χλωμός. Τά μαύρα ίσ ια μαλλιά του δέ μεγαλώνουν πρός τά πάνω άλλά κάπως μπροστά. *Η μύτη του είναι γεμάτη μαύρες βούλες. Τό βρώμικο πουκάμισό του φτάνει ώς τά γόνατα, ένώ μιά σκισμένη άκρη του

363

Page 364: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σέρνεται κάτω. Χαμογελάει άδέξια καί κοιτάζει γύρω του. *0 Γκούντ τοΰ ρίχνει μιά έξεταστική ματιά καί γυρίζει πρός τό Σλίβα. Είναι κι αύτός τό ίδ ιο αδύνατος, χλωμός καί κουρελής όπως κι ό Χλέπτσενκο, δμως πολύ ψηλότερος. Στόν ψηλούτσικο λαιμό του στέκει δρθιο ένα μακρόστενο κεφάλι μέ κάτι κατα- πληχτικά χοντρά καί κόκκινα χείλια. Ό Σλίβα χαμογελάει κάπως πονεμένα καί κοιτάζει πρός τή γωνιά τοΰ προαύλιου.

—Ό διάολος ξέρει μέ τί σάς ταΐζουν έδώ πέρα! λέει ό Γκούντ. Μά, τί εισαστε έτσι δλοι σας σά στέκες,., σάν πειναλέοι σκύλοι! Πρέπει νά ταϊστει τό τμήμα, Ά ντό ν Σεμιόνοβτιςί Μά τί σόι τμήμα είναι τοΰτο δώ; Μπορεϊ νά ’ναι τέτιο τό πρώτο τμήμα; Δέ μπορεϊ! Τό φαΐ φτάνει; Λοιπόν, τί θά γίνει; Τά καταφέρνετε νά κατεβάζετε στήν κοιλιά σας;

Τά παιδιά γελάνε, ρίχνει άκόμα μιά δύσπιστη ματιά στά πρόσωπα τοΰ Σλίβα καί τοΰ Χλέπτσενκο καί λέει μαλακά:

—Ά κοΰστε, άγαπητοί μου, Σλίβα καί Χλέπτσενκο. Τώρα άμέσως αύτό τό μέρος πρέπει νά πλυθεϊ καί νά γίνει λαμπίκος. Ξέρετε μέ τί πρέπει νά τό πλύνετε; Μέ νερό. Καί ποΰ θά βάλετε νερό; Στόν κουβά. Καρπίνσκι, γρήγορα τρέχα καί πάρε ά π ’ τό Μίτκα τόν κουβά μας καί τό σφουγγαρόπανο! Καί τή σκούπα! Ξέρετε νά σφουγγαρίζετε;

Ό Σλίβα κι ό Χλέπτσενκο γνέφουν καταφατικά. Ό Γκούντ γυρίζει σέ μάς, βγάζει ά π ’ τό κεφάλι τό σκουφάκι καί μέ τό χέρι του μάς δείχνει ένα μέρος μακρύτερα:

— Σάς παρακαλώ νά μέ συγχωρέσετε άγαπητοί σύντροφοι, τό μέρος έδώ είναι γιά τό πρώτο τμήμα χωρίς καμιά συζήτηση. Καί μιά πού έδώ θά 'χουμε γενική καθαριότητα, θά σάς δείξω Ενα καλό μέρος πού Εχει καί σκαμνάκια. ’Εδώ θά μείνει μονάχα τό πρώτο τμήμα.

Τό τμήμα παρακολουθάει μέ θαυμασμό δλη τούτη τή γεμάτη εύγένεια διαδικασία. Ευχαριστώ τό Γκούντ γιά τό καλό μέρος καί τά σκαμνάκια κι άρνοΰμαι εύγενικά.

Σέ λίγο Ερχεται τρέχοντας ό Καρπίνσκι, βροντώντας τούς κουβάδες. 'Ο Γκούντ δίνει τίς τελευταίες έντολές καί κουνάει εύθυμα τό χέρι του:

— Καί τώρα κούρεμα καί ξύρισμα!Ή Μπρέγκελ βγαίνοντας ά π ’ τό νάρθηκα, παρακολουθεί

σιωπηλά καί μέ προσοχή τόν τρόπο πού τά πόδια της κατεβαί­νουν τά σκαλοπάτια. Θέλω μέ δλη μου τήν ψυχή νά φύγουν μιά ώρα άρχίτερα οί έπισκέπτες μας. ‘Εκεϊ μπροστά ά π ’ τό προαύ­

364

Page 365: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

λιο πού δουλεύουν τά παιδιά τοϋ Ζεβέλι κι δπου βλέπεις κιόλας νά κάθονται στή σειρά τά παιδιά περιμένοντας τούς άλλους νά τούς φορτώσουν στήν πλάτη τούς μπόγους μέ τά έσώρουχα καί τά πουκάμισα καί γύρω νά βροντάνε οί κουβάδες, νά κουβαλούν κάτω ά π ’ τίς μασχάλες τά καφετιά κουτιά μέ τό σαπούνι, έκεΐ, δίπλα σέ δλον αύτόν τό χαλασμό, στέκει καί τ ’ αυτοκίνητο τής Εκτελεστικής έπιτροπής. Ό σωφέρ του, μίσοκοιμισμένος καί βαριεστημένος κοιτάει μελαγχολικά τή Μπρέγκελ.

Προχωρούμε πρός τήν πύλη χωρίς ν ’άλλάξουμε κουβέντα. Δέν ξέρω πρός τά ποΰ θά ’ταν καλύτερο νά πάμε. “Αν ήμουνα μονάχος θά ξάπλωνα στό χορτάρι δίπλα στόν τοίχο τής έκκλη- σιάς καί θά συνέχιζα νά κοιτάζω τή φύση γύρω μου σέ δλες τίς θαυμαστές λεπτομέρειές της. Στή διάθεσή μου έχω μιά ώρα περίπου κι ύστερα θά μέ πιάσουν πάλι ά π ’ τό λαιμό οί δουλιές. Κοντολογίς, καταλαβαίνω πολύ καλά τίς μελαγχολικές ματιές τοϋ σωφέρ.

Βλέπω νά βγαίνει μέ γέλια καί φωνές άπ’ τήν πύλη μιά ζωηρή όμάδα καί νιώθω ξανά στήν ψυχή μου χαρά. Είναι τό δγδοο τμήμα πού τό γνώρισα γιατί μπροστά του βρίσκεται ή θαυμάσια κορμοστασιά τοΰ Φεντορένκο καί γιατί σ ’ αύτήν βλέπω καί τόν Κορίτο, τό Νετσιτάιλο, τόν Ό λ έγκ ’Ογκνιόφ. Τά μάτια μου μέ μιά αυθόρμητη άπορία καρφώνονται πάνω σέ κάτι έντελώς καινούργιες φυσιογνωμίες, πού φορούν τελείως άφύσι- κα πάνω τους τά γνωστά σέ μάς ρούχα τών παιδιών τοϋ Σταθμού Γκόρκι. Τελικά άρχίζω νά μπαίνω στό νόημα: είναι δλοι τους πρώην Κουριαζινοί. Αύτό είναι κι ή μεταμόρφωση Εκείνη πού γιά νά τή φτιάξουμε ξοδέψαμε δυό όλόκληρες βδομάδες. Φρέ­σκα πλυμένα πρόσωπα, βελουδένια στητά μπερεδάκια πάνω στά φρεσκοκουρεμένα κεφάλια. Καί τό πιό σπουδαίο, τό πιό εύχάρι- στο: χαρούμενες ματιές γεμάτες Εμπιστοσύνη καί μιά χάρη πού μόλις τή γέννησε ή καθαριότητα τού άνθρώπου πού άπαλλάχτη- κε Επιτέλους ά π ’ τίς ψείρες.

Ό Φεντορένκο μέ τό χαρακτηριστικό μεγαλόπρεπο κι άργό τόνο του κάνει στήν άκρη καί λέει στρογγυλά καί μέ βαρύτονη φωνή:

—Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, μπορεϊτε νά δεχτείτε κανονική άνα­φορά άπ’ τό δγδοο τμήμα τοϋ Φεντορένκο.

Δίπλα του ό Ό λ έγκ Ό γκνιόφ τεντώνει τά λεπτά διανοουμε- νίστικα χείλη του καί υποκλίνεται συγκρατημένα πρός τό μέρος μου:

365

Page 366: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τό βάφτισμα αύτοΰ του κόσμου έγινε μέ τή βοήθεια τή δίκιά μου. Σημειώστε το στό μπλόκ σας δν τυχόν έκανα καί καμιά άπρεπη ένέργεια.

Σφίγγω φιλικά τούς ώμους του Ό λ έγκ κι αύτό τό κάνω γιά νά μή ριχτώ καί τόν φιλήσω κι αύτόν καί τό Φεντορένκο κι δλα τ ’ άλλα χαριτωμένα καί θαυμάσια πιτσιρίκια μου. Είναι δύσκο­λο τώρα νά σημειώσω ότιδήποτε καί στό μπλόκ μου καί στήν ψυχή μου. Μέσα μου νιώθω νά μέ ζώνουν ένα σωρό σκέψεις, συλλογισμοί, έγνοιες, πανηγυρικά τραγούδια καί χορευτικοί ρυθμοί. Μ όλις καί προλαβαίνω νά τσακώσω κάτι ά π ’ τήν ούρά, μά τό χάνω άμέσως γιατί έμφανίζεται κάτι δλλο καινούργιο καί φωνακλάδικο πού μοΰ τραβάει τήν προσοχή. «Βάφτισμα καί με­ταμόρφωση — σκέφτομαι βαδίζοντας — δλα τοΰτα σά νά μοιάζουν μέ θρησκευτικά πράματα». Μά τό χαμογελαστό πρό­σωπο τοΰ Κοροτκόφ σαρώνει κι αύτή τήν παράξενη κατασκευή τής σκέψης μου. Ναί, έγώ ό ίδ ιος έπέμεινα νά μπει ό Κοροτκόφ στό δγδοο τμήμα. Ή μεγαλοφυ ί α τοΰ Φεντορένκο κατάλαβε άμέσως τό σκοπό τής έπιμονής μου αύτής, άγκαλιάζει τόν Κοροτκόφ καί λέει, ένώ οί γκρίζες κόρες τών ματιών του μόλις κι άνασαλεύουν:

— Καλό παιδί δόσατε στό τμήμα μας, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς. Έ γώ μίλησα κιόλας μαζί του. "Αμα περάσει λίγο καιρός θά γίνει ένας ά π ’ τούς καλύτερους διοικητές.

Ό Κοροτκόφ μοΰ ρίχνει μιά σοβαρή ματιά καί λέει μέ φιλική διάθεση:

— Μετά θέλω νά μιλήσω μαζί σας.Ό Φεντορένκο κεφάτα καί μέ μιά δόση είρωνίας κοιτάζει

κατάφατσα τόν Κοροτκόφ:— Παράξενος είσαι, στ* άλήθεια! Τί έχεις νά πεις; Δέ

χρειάζονται κουβέντες.Ό Κοροτκόφ ρίχνει κι αύτός μιά προσεχτική ματιά στόν

πονηρό Φεντορένκο:— Ξέρεις; “Εχω ένα Ιδιαίτερο ζήτημα.— Κανένα Ιδιαίτερο ζήτημα δέν έχεις. Σαχλαμάρες!...— Νά, θέλω κι έμένα νά μέ πιάσετε, νά μέ φυλακίσετε.

Ό Φεντορένκο βάζει τά γέλια:—“Ακου, λέει, τί θέλει!... Πολύ γρήγορα άρχισες νά θέλεις...

Πρέπει νά πάρεις τόν τίτλο τοΰ τροφίμου τοΰ Σταθμοϋ, νά φορέσεις καί τό σήμα, κατάλαβες; Κι έσένα δέν έπιτρέπεται νά σέ πιάσουνε, θά τούς πεις: «Γιατί; Έ γώ δέν είμαι ένοχος».

366

Page 367: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Κι άν πραγματικά δέν είμαι ένοχος;— Βλέπεις λοιπόν; ’Α π’ αύτές τίς δουλιές δέν καταλαβαί­

νεις. ’ Εσύ τώρα σκέφτεσαι έτσι: δέν είμαι ένοχος κι αύτό είναι πολύ σπουδαία ύπόθεση. "Οταν δμως γίνεις τρόφιμος, τότε κάπως άλλιώς θά τά καταλαβαίνεις αύτά. Νά, πώς νά τό πώ: σπουδαία ύπόθεση θά ’ναι ή πειθαρχία, καί τό άν είσαι τώρα ένοχος ή δχι δέν είναι στήν ούσία καί τόσο σπουδαίο πράμα. "Ετσι δέν είναι, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς;

"Εγνεψα καταφατικά στό Φεντορένκο. *Η Μπρέγκελ μάς κοίταζε έπίμονα σάν τέρατα μέσα σέ γυάλινο δοχείο καί τά μάγουλά της άρχισαν νά παίρνουν φόρμα μπουλντόκ. Βιάστηκα νά τής άποσπάσω τήν προσοχή ά π ’ αύτά τά δυσάρεστα πράμα­τα:

— Τί σόι παρέα είναι τούτη; Ποιός είναι αύτός;— Ε ίν ’ ό πιτσιρίκος έκεΐνος, λέει ό Φεντορένκο,... πού τόν

τσακίσανε, δπως λένε, στό ξύλο. Τό λέει ή καρδιά του.— Σωστά, είναι ά π ’ τό τμήμα τού Ζάιτσενκο, λέω κι έγώ.— Καί ποιός τόν χτύπησε; ρωτάει ή Μπρέγκελ.— Τή νύχτα τόν χτυπήσανε... κάτι ντόπιοι, δπως φαίνεται...— Καί γιά ποιό λόγο; Κι έσεΐς γιατί δέ μάς τό άναφέρατε;

Είναι καιρός πού τόν χτυπήσανε;— Βαρβάρα Βίκτοροβνα, τής λέω κάπως τραχιά, έδώ στό

Κουριάζ χρόνια όλόκληρα βασάνιζαν τά παιδιά. Καί μιά πού γ ι ’ αύτό τό ζήτημα δείξατε πολύ λίγο ένδιαφέρον, είχα δλο τό δικαίωμα νά πιστεύω πώς κι ή περίπτωση αύτή δέν άξιζε τόν κόπο νά σάς άνησυχήσει... Καί μάλιστα τή στιγμή πού ένδια- φέρθηκα κι άσχολήθηκα έγώ ό Ιδιος...

‘ Η Μπρέγκελ τίς αύστηρές αύτές κουβέντες μου τίς πήρε σάν ηρόταση νά σηκωθεί νά φύγει καί μού *πε ξερά:

— Είς τό έπανιδεΐν!Καί τράβηξε γιά τ ’ αύτοκίνητο πού μέσα έβλεπες κιόλας τό

κκφάλι τής συντρόφισσας Ζώγιας,Ά νάσανα μ ’ άνακούφιση. Τράβηξα γιά νά βρώ τό δέκατο

Λγδοο τμήμα τοΰ Ζάιτσενκο.Ό Βάνια όδηγούσε τό τμήμα πανηγυρικά καί μέ βήμα. Τό

ΑΑκατο δγδοο τμήμα τό συγκροτήσαμε έπίτηδες μονάχα μέ Κουριαζινούς. Κι αύτό έδινε στό τμήμα καί στό Βάνια μιάν Αχ πνοβολία Ιδιαίτερης άξίας. Ό Βάνια τό ’χε καταλάβει αύτό. ‘Ο Φ»;νιορένκο άρχισε νά γελάει δυνατά:

— “ Ιίχ. γιά κοίτα τήν πιτσιρικάδα!

367

Page 368: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τό δέκατο δγδοο τμήμα πλησίαζε σέ μας. Τά παιδιά κορδώ­νουν τό κορμί τους γιά νά πάρουν στρατιωτικό παράστημα. Είκοσι πιτσιρίκια βάδιζαν κατά τετράδες, πήγαιναν μέ βήμα καί μάλιστα καί τά χέρια τους τά κουνούσαν μέ στρατιωτικό ρυθμό. Πότε ό Ζάιτσενκο κατάφερε νά πετύχει αύτή τή στρατιωτικο- ποίηση; ’Αποφάσισα νά ένισχύσω τό στρατιωτικό πνεύμα τού δέκατου όγδοου τμήματος καί σήκωσα τό χέρι μου στό γεΐσο τού κασκέτου μου:

— Γειά σας, σύντροφοι!Τό δέκατο όγδοο δμως τμήμα δέν ήταν προετοιμασμένο γιά

ένα τέτιο άναπάντεχο. Τά παιδιά δρχισαν νά ξεφωνίζουν άταχτα κι ό Βάνκα πειραγμένος κούνησε τό χέρι:

— Τί νά σοΰ κάνουνε; Χωριάτες!...' Ο Φεντορένκο ένθουσιασμένος χτύπησε τά χέρια στά γόνατά

του:— Γιά δές, ξεφτέρι έγινε κιόλας!Γιά νά δόσω κάποιο τέλος στήν κατάσταση είπα:— Δέκατο δγδοο τμήμα άνάπαυση! Πέστε, πώς πήγε τό

μπάνιο;* Ο Πιότρ Μάλικοφ χαμογέλασε:

— Πώς πήγε τό μπάνιο; Πολύ καλά. “Ετσι, Τίμκα;Ό Ό νταριούκ γύρισε κι είπε σιγανά:— Μέ σαπούνι...

Ό Ζάιτσενκο μέ κοίταξε δλο περηφάνεια:— Τώρα κάθε μέρα θά πλενόμαστε μέ σαπούνι! “Εχουμε

διαχειριστή τόν Ό νταριούκ.Κι έδειξε τό καφετί κουτί πού κρατούσε ό Ό νταριούκ.— Δυό πλάκες σαπούνι χαλάσαμε σήμερα. Δυό όλάκερες

πλάκες! "Ομως, αύτό ήτανε γιά τήν πρώτη μέρα. ’Από δώ κι έμπρός θά ξοδεύουμε λιγότερο. “Εχουμε δμως Ενα ζήτημα... Βέβαια, έμας δέ μας άρέσει νά γκρινιάζουμε... Έ τσ ι, παιδιά; δέ γκρινιάζουμε, γύρισε πρός τό τμήμα του.

—Έ χ , πιτσιρίκια τού διαόλου! ένθουσιάστηκε ό Φεντο­ρένκο.

—* Εμείς δέ γκρινιάζουμε, δχι, δέ γκρινιάζουμε, φώναζαν τά παιδιά.

Ό Βάνια δριχνε συνέχεια τή ματιά του σ ’ δλες τίς πλευρές:— Νά, έχουμε, ξέρετε, ένα ζήτημα...— Καλά. Καταλαβαίνω, έσεΐς δέ γκρινιάζετε, μονάχα θέλετε

νά βάλετε ένα ζήτημα.

36Κ

Page 369: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Βάνια τέντωσε τά χείλη του καί τά μάτια του έλαμψαν:— Ναί, ναί! Θέλουμε νά βάλουμε ένα ζήτημα: Τ ’ άλλα

τμήματα έχουν καί παλιούς τρόφιμους τού Σταθμού Γκόρκι, έστω τρεις, έστω πέντε. Δέν ε ίν ’ έτσι; Έ μεΐς δμως δέν έχουμε ούτε έναν. Ούτε γιά δείγμα!

'Ό ταν ό Βάνια πρόφερε τό «ούτε γιά δείγμα» ύψωσε τσιριχτά τή φωνή του κι έκανε μέ τ ’ άνοιχτά του δάχτυλα μιά κίνηση έκπληξης.

“Αξαφνα ό Βάνια έβαλε τά γέλια:— Ούτε κουβέρτες έχουμε! Ούτε γιά δείγμα! "Οσο γιά

στρώματα, νά μή γίνεται κουβέντα!Ό Βάνια συνέχισε νά γελάει πιό δυνατά καί σέ λίγο τόν

άκολούθησαν κι δλα τά παιδιά τού δέκατου δγδοου τμήματος.Έ δο σ α στό διοικητή τού δέκατου δγδοου τμήματος σημείω­

μα γιά τόν ’Αλιόσκα Βόλκοφ: νά δόσει άμέσως έξι κουβέρτες κι έξι στρώματα.

Στό δρόμο πρός τό ποταμάκι υπήρχε μεγάλη κίνηση. Τά τμήματα τών τροφίμων τού Σταθμού πηγαινοέρχονταν σά νά έκαναν γυμνάσια.

Πίσω ά π ’ τό σταύλο, άνάμεσα σέ κάτι χαμόκλαδα, είχον στήσει τό έπιτελεϊο τους τέσσερις κουρεϊς πού τούς είχαμε φέρει άπ ' τήν πόλη πρωί-πρωί. *Η κουριαζινή κρούστα ξεκόλλαγε κομμάτι-κομμάτι άπ* τόν όργανισμό τών Κουριαζινών, Επιβε­βαιώνοντας έτσι τή σταθερή μου άποψη: δτι οί Κουριαζινοί ήταν κι αύτοί δπως δλα τ ’ άλλα παιδιά, ζωηροί, φωνακλάδες καί γενικά «χαρούμενος κόσμος».

“Εβλεπα μέ τί είλικρινή Ενθουσιασμό θαυμάζουν τά παιδιά τά καινούργια τους ρούχα, μέ τί άναπάντεχη φιλαρέσκεια διορθώ­νουν τίς ζάρες άπ* τά πουκάμισά τους καί στριφογυρίζουν στά χέρια τους τά μπερεδάκια. Ό πανέξυπνος ’Αλιόσκα Βόλκοφ πού ’χε ταχτοποιήσει δλο αύτό τό παζάρι τών πιό διαφορετικών πραγμάτων γύρω άπ* τήν έκκλησιά, πρώ τ’ άπ’ δλα έβγαλε στήν Επιφάνεια τό μοναδικό μας καθρέφτη πού δυό πιτσιρίκοι τόν ταχτοποίησαν πάνω σ ’ ένα μικρό ύψωματάκι. Γύρω ά π ’ τόν καθρέφτη σχηματίστηκε άμέσως όλόκληρο τσούρμο άπό παιδιά πού θέλαν νά δούν τό σουλούπι τους καί νά τό θαυμάσουν. ’Ανάμεσα στούς Κουριαζινούς, βρέθηκαν πολλά δμορφα παιδιά μά καί τά υπόλοιπα γρήγορα θά όμορφαίναν, γιατί ή όμορφιά εί­ναι άποτέλεσμα τής δουλιάς καί τής τροφής.

Μεγαλύτερη άκόμη χαρά έπικρατούσε άνάμεσα στίς κοπέ­

369

Page 370: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

λες. Τά κορίτσια τοΰ Σταθμού Γκόρκι φέρανε γιά τίς κουριαζι- νές κοπέλες όμορφα ροΰχα είδικά ραμμένα γ ι ’ αυτές: μπλέ φοΰ- στες μέ φαρδιές πιέτες, άσπρα μπλουζάκια άπό καλό ϋφασμα, γαλάζιες κάλτσες καί παπούτσια χορού όπως τά λέγανε. Ό Κουντλάτι είχε έπιτρέψει στά τμήματα τών κοριτσιών νά πάρουν στούς θαλάμους τους τίς ραπτομηχανές κι έκεΐ άρχισαν τό συνηθισμένο γυναικείο όργιο: κοψίματα, ραψίματα, ξαναραψί- ματα, πρόβες, διορθώματα. Τό πλυντήριο τού Κουριάζ τό ’χαμε βάλει προσωρινά στήν όλοκληρωτική διάθεση τών κοριτσιών. Συνάντησα τόν Πέρετς καί τοΰ ’πα αυστηρά:

— Βάλε τά ροΰχα τής δουλιάς κι άναψε τό καζάνι νά πλύνουν τά κορίτσια. "Ομως, σέ παρακαλώ, χωρίς χασομέρια. Τόνα πόδι έδώ κ α ί 'τ ’ άλλο έκεΐ. Κατάλαβες;

* Ο Πέρετς τέντωσε πρός έμένα τό τσουγκρανισμένο πρόσωπό του, χτύπησε μέ τό χέρι τό στήθος του καί ρώτησε:

— Δηλαδή νά ζεστάνω νερό γιά τίς κοπέλες;— Ναί.

' Ο Πέρετς μάζεψε τήν κοιλιά του, φούσκωσε τά μάγουλά του κι άρχισε νά φωνάζει σέ όλο τό μοναστήρι χαιρετώντας μέ τό χέρι, όπως κάνουνε συνήθως όλοι οί στρατιωτικοί:

— Μάλιστα! Θά ζεστάνω νερό!Τοΰτο τό είπε κάπως άτσαλα, όμως άρκετά ζωηρά. Μά

υστέρα ά π ’ τό τόσο πανηγυρικό κι έπίσημο υφος ό Πέρετς ξάφνου κατσούφιασε:

— Καλά, μά πού θά βρώ έργατική φόρμα; Τό ένατο τμήμα μας δέν πήρε άκόμα...

Τοΰ λέω:—Ά κ ο υ . Μήπως πρέπει νά σέ πάρω άπό τό χεράκι καί νά σέ

ντύσω; Καί πές μου, πόσην ώρα άκόμη θά κάθεσαι έδώ καί θά φλυαρείς;

Τά παιδιά πού βρίσκονταν γύρω μας έβαλαν τά γέλια. *0 Πέρετς στριφογύρισε τό κεφάλι του καί φώναξε χωρίς πιά καμιά έπισημότητα:

— Θά γίνει!... Μείνετε ήσυχος!Κι έφυγε τρεχάτος.

Ό Λάποτ έδοσε έντολή νά σαλπίσουν γιά νά μαζευτεί τό συμβούλιο τών διοικητών, αύτή τή φορά στό νάρθηκα τής έκκλησιας, όπου είχε ταχτοποιηθεί τό τμήμα τοΰ Γκούντ.

Μπροστά στό προαύλιο ό Λάποτ είπε:— Διοικητές! Δέν πρόκειται νά κάτσουμε, σάς θέλω μονάχα

370

Page 371: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γιά ένα λεπτό. Νά πείτε σάς παρακαλώ στά παιδιά τών τμημάτων σας πώς νά καθαρίζουν τίς μΰτες τους. Τί είναι τοΰτο πάλι; Στριφογυρίζουν σ ’δλη τήν αύλή καί τή γεμίζουν μύξες! Κι ύστερα κάτι άλλο: 'νά τούς πείτε γιά τό άποχωρητήριο, σάς μίλησε γ ι ’ αύτό ό Ζόρκα στή συνέλευση. Καί παρακάτω: ό Α λ ιόσ κ α έβαλε κάτι κουτιά γιά τά σκουπίδια, δμως αύτοί έδώ τά πετάνε δπου λάχει.

— Μή βιάζεσαι, πρώτα πρέπει νά καθαρίσουμε δλη αύτή τή βρωμιά γύρω. Τί κάθεσαι καί τσαμπουνάς γιά κουτιά, χαμογέ­λασε ό Βετκόφσκι.

—Ά σ τ ’ αύτά, Κόστια! Ή καθαριότητα - καθαριότητα κι ή τάξη - τάξη... Βρέ τόν περιηγητή! Ά κούστε! Μήν ξεχνάτε πώς δλοι τους πρέπει νά ξέρουν τόν κανονισμό, γιά νά μή λέει κανείς ύστερα: Ά , δέν ξέραμε! Ά π ό πού νά ξέρουμε!

— Ποιόν κανονισμό;— Τό δικό μας κανονισμό γιά τό φτύσιμο... ’Εμπρός, πέστε

το δλοι μαζί...Ό Λάποτ έκανε μέ τό χέρι τό μαέστρο κι οί διοικητές

σκασμένοι στά γέλια άρχισαν ν ’ άπαγγέλλουν όμαδικά:«Μιά φορά φτύνεις - τρεις μέρες καθαρίζεις»».Τά εύκολόπιστα πιτσιρίκια ά π ’ τό Κουριάζ, πού τό συμβού­

λιο τών διοικητών τό ’βλεπαν μέ ίερό δέος σά νεοφώτιστοι μασόνοι, έβγαλαν ένα « Ό ι!» καί σκεπάσανε τά στόματά τους μέ τίς παλάμες τους. *0 Λάποτ διάλυσε τό συμβούλιο καί τά παιδιά πήραν τό καινούργιο σύνθημα καί τό μετέφεραν ώς τίς φωλιές τών τμημάτων τους. Έ φτασε κι ώς τό Χαλαμπούντα πού έντελώς άναπάντεχα βγήκε ά π ’ τό βουστάσιο γεμάτος άχυρα καί σκόνη σά νά έρχόταν άπό καμιά έξόρμηση γιά ζωοτροφές κι είπε μέ τή μπάσα φωνή του:

— Βρέ τά διαβολογύναικα! Μ ’ άφήσαν στό δρόμο καί τώρα πρέπει νά πάω ώς τό σιδηροδρομικό σταθμό μέ τά πόδια. Ναί. Μιά φορά φτύνεις - τρεις καθαρίζεις! Μπράβο!... Βίτκα, λυπή­σου κι έμένα τό γέρο έσύ σάν άφεντικό σ τ ’ άλογα, ζέψε κάνα ψοφίμι καί πήγαινέ με στό σταθμό.

Ό Μίτκα έριξε μιά λοξή ματιά στόν Ά ν τό ν Μπράτσενκο έτσι πού κι αύτός μπόρεσε νά καυχηθεί μέ τή μπάσα φωνή του:

— Τί ψοφίμι μάς λέτε! Ζέψε τό Λεβέντη στ* άμαξάκι καί πήγαινε τόν άνθρωπο στό σταθμό! Σήμερα ό ίδιος καθάρισε τή Ζόρκα, άντε τώρα νά σάς καθαρίσουμε άπ* τίς σκόνες έμεΐς.

371

Page 372: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μέ πλησίασε ταραγμένος ό Ταρανέτς μέ τό περιβραχιόνιο υπηρεσίας:

—Έ κ εΐ πέρα... ζοΰν κάτι γεωπόνοι... Ά ρνήθηκαν νά καθα­ρίσουν τούς θαλάμους καί λεν πώς δέν έχουν καμιά δουλιά μέ τά τμήματα.

— Φαίνεται άπό καθαριότητα θά ’ναι καλά.—Ά π ’ αύτούς μόλις έρχομαι. Κοίταξα τά κρεβάτια τους...

μανούλα μου, ψείρες μέ τήν οκά... καί κοριοί, στρατιές όλάκε- ρες... οί κρεμάστρες είναι γεμάτες κουρελαρία...

— Πάμε.Τό δωμάτιο τών γεωπόνων είχε τά χάλια του. Ά π ό μακριά

φαινόταν πώς είχε μήνες νά σκουπιστεί. Ό Βοσκομπόινικοφ, πού είχε μπει διοικητής τού τμήματος τών βουστασίων κι άλλοι δυό άκόμα τού τμήματός του, είχαν συμμορφωθεί μέ τήν άπόφαση τής συνέλευσης, παράδοσαν τά πράγματά τους στήν άπολύμανση καί έφυγαν, άφήνοντας στή φωλιά τών γεωπόνων κάτι μεγάλες άνοιχτές τρύπες, σκουπίδια καί σπασμένα κατά­λοιπα τής διαβίωσής τους. Στό δωμάτιο βρίσκονταν κάμποσα άτομα. Μέ υποδέχτηκαν κατσουφιασμένοι. 'Ό μως κι έγώ κι όλοι τους ξέρανε πού θά έκλινε ή νίκη καί τό ζήτημα ήταν μονάχα μέ ποιόν τρόπο θά γινόταν ή συνθηκολόγηση.

Ρώτησα:— Δέ θέλετε νά έφαρμόσετε τήν άπόφαση τής γενικής

συνέλευσης;Σιωπή.—"Ησασταν στή συνέλευση;Σιωπή. ' Ο Ταρανέτς άπάντησε:— Δέν ήταν.— Σάς έδοσα άρκετό καιρό νά σκεφτεΐτε καί ν ’ άποφασί-

σετε. Τί θεωρείτε τούς έαυτούς σας; Τρόφιμους τού Σταθμού ή νοικάρηδες;

Σιωπή.—Ά ν εΐσαστε νοικάρηδες, μπορώ νά σάς έπιτρέψω νά

μείνετε έδώ όχι παραπάνω άπό δέκα μέρες. Τροφή βέβαια δέ θά έχει.

— Καί ποιός θά μάς θρέψει; είπε ό Σβάτκο.' Ο Ταρανέτς χαμογέλασε:— Γιά δές ψώνιο πού τό ’χουν!— Δέν ξέρω, είπα. Έ γώ πάντως δέ θά σάς θρέψω.— Ούτε σήμερα δέ θά δόσετε φαΐ;

Page 373: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

“ - "Ο χ ι .— Κι έχετε τό δικαίωμα;— Τό 'χω .— Κι άν δουλέψουμε;—’ Εδώ θά δουλεύουν μόνο οί τρόφιμοι του Σταθμοϋ.—Έ μ εΐς θά ’μαστέ τρόφιμοι, μονάχα πού θά ζοΰμε σέ τοΰτο

τό δωμάτιο.—Ό χ ι .— Καί τί θά κάνουμε, λοιπόν;Κοίταξα τό ρολόι μου:—"Εχετε πέντε λεφτά γιά νά σκεφτεΐτε. Τήν άπόφασή σας

πέστε την στόν υπεύθυνο τής υπηρεσίας.— Μάλιστα! είπε ό Ταρανέτς.Μετά μισή ώρα ξαναπέρασα ά π ' τό μέρος πού ζούσαν οί

γεωπόνοι. Ό Ά λ ιόσ κ α Βόλκοφ έβαζε λουκέτο στή φωλιά τους. Ό Ταρανέτς στεκόταν έκεΐ μ ’ έπίσημο ύψος.

— Ξεκολλήσανε έπιτέλους;— Νά 'ταν κι άλλοι, γέλασε ό Ταρανέτς.— Πήγανε δλοι τους σέ διάφορα τμήματα;— Ναί, ένας σέ κάθε τμήμα.

Ή ρ θ ε ή ώρα τοΰ μεσημεριανού φαγητού. ' Η τραπεζαρία είχε γίνει αγνώριστη. Τά τραπέζια ήταν στρωμένα μέ άσπρα τραπε- ζομάντηλα. Τό πρωτοπόρο τμήμα μας είχε σηκωθεί π ρ ίν ά π ' τά χαράματα κι είχε στολίσει όλα τά τραπέζια μέ λουλούδια. Ό Ά λ ιόσ κ α Βόλκοφ μόλις είχε έρθει ά π ’ τό σιδηροδρομικό σταθμό, είχε κρεμάσει στίς κατάλληλες θέσεις τά πορτραΐτα τοΰ Λένιν, τοΰ Βοροσΐλοφ καί του Γκόρκι. Ό Σελαπούτιν μέ τόν Τόσκα είχαν κρεμάσει διάφορα συνθήματα πού άνάμεσά τους ξεχώριζε πάνω απ ' τό κεφάλι όλωνών τό:

ΟΧΙ ΓΚΡΙΝΙΕΣ!

Σ ' αύτό τό πανηγυρικό περιβάλλον άρχισε τό φαγητό.Οί Κουριαζινοί καταπτοημένοι, μέ τελείως πεσμένο τό

ήθικό. κουρεμένοι όλοι. πλυμένοι, ντυμένοι μέ τά καινούργια άσπρα τους πουκάμισα, τοποθετημένοι άνάμεσα στά άδύνατα πλαίσια τών παιδιών τού Σταθμού Γκόρκι, άπ’ όπου δέ μπορούν νά ξεφύγουν εύκολα, κάθονται ήσυχα στά τραπέζια μέ τά χέρια τους πάνω στά γόνατα καί μέ μεγάλο σεβασμό κοιτάζουν τά

373

Page 374: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κομμάτια ψωμιού στις πιατέλες καί τίς κρυστάλλινες διαφανείς κανάτες του νεροίι.

Οί κοπέλες μ ’ άσπρες ποδιές, ό Ζεβέλι, ό Σελαπούτιν κι ό Μπελούχιν μ ’ άσπρες μπλούζες πηγαινοέρχονται αθόρυβα, άλλάζουν ψιθυριστά μερικές κουβέντες, διορθώνουν τά πηρού- νια καί τά μαχαίρια πάνω στά τραπέζια, προσθέτουν κάτι πού έχει ξεχαστεϊ, βρίσκουν θέση γιά κανένα καθυστερημένο. Οι Κουριαζινοί τούς άκούν υπάκουα, σάν άρρωστοι σέ σανατόριο, κι ό Μπελούχιν τούς περιποιείται σά νά ’ναι πραγματικά άρρωστοι.

Στέκομαι κάτω ά π ’ τά πορτραίτα καί βλέπω ώς πέρα στήν άκρη δλη τούτη τήν όαση τής τραπεζαρίας πού σάν ένα άναπάντεχο θαύμα γεννήθηκε άνάμεσα στή βρωμιά τής έρήμου τού μοναστηριού. Στήν τραπεζαρία έπικρατεΐ μιά καταπληχτική ήσυχία, δμως στά κοκκινισμένα μάγουλα, στά μάτια πού λάμ­πουν στήν άβολη χάρη τής πρώτης σαστιμάρας, αύτή μοιάζει σάν μιά ήρεμη άλήθεια, σάν τό μυστικό τής γέννησης τού καινούργιου.

Τό ΐδιο άθόρυβα, σχεδόν άπαρατήρητητα, μπαίνουν ό ένας μετά τόν άλλον οί σαλπιγκτές καί οί τυμπανιστές, άλλάζουν ήσυχα ματιές, κοκκινίζουν ά π ’ τήν εύθύνη πού νιώθουν καί παρατάσσονται στόν τοίχο. Μονάχα τότε τούς βλέπουν δλοι καί καρφώνουν τά βλέμματα πάνω τους, ξεχνώντας άκόμα καί τό φαγητό.

Στήν πόρτα εμφανίζεται ό Ταρανέτς:— Προσοχή! Χαιρετισμό στή σημαία!Τά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι, συνηθισμένα σ ’ αύτό,

σηκώθηκαν. Οί Κουριαζινοί άποσβωλωμένοι ά π ’ τ ' άναπάντεχο παράγγελμα, μόλις πρόλαβαν νά άλληλοκοιταχτούν καί νά στη­ριχτούν μέ τά χέρια στά τραπέζια γιά νά σταθούν όρθιοι, δταν τούς άποσβόλωσε γιά δεύτερη φορά ή βροντή τής όρχήστρας.

Ό Ταρανέτς πήρε τή σημαία μας, χωρίς θήκη τώρα πιά, μέ τά κόκκινα μεταξωτά κρόσια της νά παίζουν μέ χάρη στόν άέρα καί τήν τοποθέτησε κάτω ά π ' τά πορτραίτα. Ή σημαία έδοσε στήν τραπεζαρία τήν έκφραση ένός γιορταστικού καί πανηγυρικού σοβιετικού περιβάλλοντος.

— ΚαΟήστε.Είπα στά παιδιά μερικά λόγια, χο>ρίς ν ’ άναφέρω τίποτε γιά

δουλιά, γιά πειθαρχία, πράγματα εξάλλου γνωστά κι άναμφι- σβήτητα. Μονάχα τούς συγχάρηκα μέ τήν ευκαιρία ποΰ άρχιζε

ΜΑ

Page 375: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μιά καινούργια ζωή γΓ αύτούς κι έκδήλωσα τήν πεποίθησή μου πώς ή ζωή αύτή έχει θαυμάσιο μέλλον.

Τούς τόνισα:— Θά ζήσουμε όμορφα καί χαρούμενα, σύμφωνα μέ τίς

απαιτήσεις τής λογικής, γιατί είμαστε άνθρωποι, γιατί έχουμε μυαλό καί γιατί έτσι θέλουμε νά ζήσουμε. Καί ποιός μπορεϊ νά μας έμποδίσει; Δέν ύπάρχει στόν κόσμο άνθρωπος πού Οά μπορέσει νά μάς πάρει άπό τά χέρια τή δουλιά καί τόν ιδρώτα μας. Δένύπάρχουν στή Σοβιετική μας "Ενωση τέτιοι άνθρωποι. Γιά κοιτάχτε τί άνθρωποι βρίσκονται γύρω μας. Δέστε, άνάμεσά μας όλόκληρη τή μέρα σήμερα, βρισκόταν ένας παλιός έργάτης παρτιζάνος, ό σύντροφος Χαλαμπούντα. Μαζί μ 'όλους κουβα­λούσε πράγματα, ξεφόρτωνε τά βαγόνια, καθάριζε τ ’άλογα. Είναι δύσκολο νά λογαριάσεις πόσοι καλοί άνθρωποι, πόσοι μεγάλοι άνθρωποι, οί ίδιοι οί άρχηγοί μας, οί μπολσεβίκοι σκέφτονται γιά μάς καί θέλουν νά μάς βοηθήσουν. Νά, θά σάς διαβάσω τώρα δυό γράμματα. Θά δείτε πώς δέν είμαστε μονάχοι, θά δείτε πώς σάς άγαπάνε καί φροντίζουν γιά σάς.

«Γράμμα τον Μαξίμ Γκόρκι στόν πρόεδρο τής Εκτελεστικής 'Επιτροπής τον Χάρκοβου:

’Επιτρέψτε μου νά σας ευχαριστήσω μέ. δλη μου τήν καρδιά γιά τήν προσοχή και τή βοήθεια πού δόσατε στό Σταθμό I κόρκι.

“Αν καί ξέρω τό Σταθμό μόνο άπ ’ τήν Αλληλογραφία μέ τά παιδιά καί τό διευθυντή, δμως εχω τή γνώμη πώς ό Σταθμός άξιζα τήν πιό μεγάλη προσοχή καί μιά η ιό ένεργητική βοήθεια.

'Ανάμεσα σέ άπροστάτευτα παιδιά μεγαλώνει ή έγκληματικό- τητα καί όίπλα στά θαυμάσια γερά φυντάνια φυτρώνουν καί πολλά άρρο>ατα καί παραμορφωμένα. Ελπίζω πώς ή δουλιά τέ.τιων Σταθμών σάν αύτόν πού βοηθήσατε. θά μάς δείξει τό δρόμο τής πάλ.ης κατά τής παραμόρφωσης αύτής, τό σάπιο θά τό φτιάξει γερό, δπως εμαϋε κιόλας νά τό κάνει.

Σάς σφίγγω θερμά τό χέρι, σύντροφε.Σάς εύχομαι υγεία, ευτυχία καί καλ.ή έπιτυχία στή δύσκολη

δουλιά σας.Μ. Γκόρκι*»

« ‘Απάντηση τοΰ προέδρου τής 'Εκτελεστικής 'Επιτροπής τοΰ Χάρκοβου στόν Μαξίμ Γκόρκι:

Αγαπητέ σύντροφε! Τό προεδρείο τής ‘Εκτελεστικής ‘Επιτροπής

Page 376: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τού Χάρκοβου Σάς παρακαλα νά δεχτείτε τίς βαθιές ευχαριστίες του γιά τήν προσοχή πού δείξατε στόν παιδικό Σταθμό πού φέρνει τ ' ό­νομά σας.

Τά ζητήματα τής πάλης κατά τής παιδικής άλητείας καί τής παιδικής έγκληματικότητας τραβούν τήν ιδιαίτερη προσοχή μας καί μάς έπιβάλλουν νά πάρουμε τά πιό σοβαρά κι έπείγοντα μέτρα διαπαιδαγώγησης αύτών τών παιδιών, προετοιμάζοντας τα ταυτό­χρονα γιά μιά γερή, δημιουργική ζωή.

Βέβαια, τό καθήκον αύτό είναι δύσκολο, δέ μπορεϊ να πραγματο­ποιηθεί σέ σύντομο χρονικό διάστημα, όμως γιά τήν πραγματοποί­ησή του δίνουμε όλες μας τίς δυνάμεις.

Τό προεδρείο τής Εκτελεστικής Έπιτροπής είναι βέβαιο πώς ή δουλιά τού Σταθμοϋ στίς καινούργιες συνθήκες θά ταχτοποιηθεί περίφημα, πώς πολύ σύντομα ή δουλιά αύτή θά πλατύνει, καί πώς μέ τίς κοινές προσπάθειες θά φτάσει στό ύψος πού αρμόζει σ ‘ενα Ιδρυμα πού φέρνει τ ’όνομά Σας.

Επιτρέψτε μας, άγαπητέ σύντροφε, νά σάς ευχηθούμε άπό όλη τήν καρδιά μας, δύναμη καί υγεία γιά τήν παραπέρα πολύτιμη κι εύεργετική δράση σας καί γιά τά μελλοντικά σας εργα».

Διαβάζοντας αύτά τά γράμματα Εριχνα στά παιδιά κλεφτΕς ματιές πάνω ά π ’ τήν άκρη τού χαρτιού. Μ ’ άκούγανε προσεχτι­κά κι ή ψυχή τους, όλόκληρο τό είναι τους είχε συγκεντρωθεί στά μάτια τους, πού ήταν γεμάτα Εκπληξη καί χαρά, μά ταυτόχρονα άνίκανα νά συλλάβουν δλη τήν αΐνιγματικότητα καί τό πλάτος τοΰ καινούργιου κόσμου. Μερικοί μισοσηκώθη- καν ά π ν τό τραπέζι, κι άκουμπώντας στούς άγκώνες τους πλησίασαν σέ μένα τά πρόσωπά τους. Τά παιδιά τής έργατικής σχολής χαμογελούσαν κι είχαν ένα όνειροπόλο βλέμμα, τά κο­ρίτσια άρχιζαν κιόλας νά σκουπίζουν τά μάτια τους, Ενώ οί πι­τσιρίκοι πού θέλαν νά κάνουν τό σκληρό τούς Εριχναν κρυφές ματιές. Στό δεξιό τραπέζι καθόταν ό Κοροτκόφ, βυθισμένος στίς σκέψεις του, μέ σουφρωμένα τά όμορφα φρύδια του. Ό Χόβραχ κοίταζε στό παράθυρο, ζουλώντας δυνατά τά μάγουλά του.

Τέλειωσα. Στά τραπέζια ξέσπασαν κύματα άπό λέξεις καί κινήσεις, ό Καραμπάνοφ δμως σήκωσε τό χέρι:

— Ξέρετε κάτι; Τί χρειάζονται δώ τά λόγια; Έ δώ... ό διάο­λος ξέρει... νά, έδώ τραγούδι χρειάζεται κι δχι λόγια. Ε μπρός ν* άρχίσουμε τή «Διεθνή».

Τά παιδιά φώναζαν, γελούσαν, δμως γιά μιά στιγμή είδα πώς

37ft

Page 377: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πολλοί ά π ’ τούς Κουριαζινούς τά 'χ α ν σαστίσει καί δέ βγαζαν άχνα. Κατάλαβα. Δέν ήξεραν τά λόγια τής «Διεθνούς».

Ό Λάποτ σκαρφάλωσε σ ’έναν πάγκο:—"Αντε. Κορίτσια, πιό δυνατά έσεΐς!Σήκωσε τό χέρι κι άρχίσαμε τό τραγούδι.Τραγουδούσαμε τόν ύμνο μας δλο χαρά κι ένθουσιασμό,

ίσως γιατί κάθε στροφή τής «Διεθνούς» ήταν τώρα τόσο κοντά στή ζωή καί στήν καρδιά μας. Τά παιδιά είχαν καρφώσει τά μά­τια στό Λάποτ κι άθελά τους μιμούνταν τίς ζωηρές κινήσεις του, πού μ ’ αύτές κατάφερνε νά έκφράσει δλες τίς άνθρώπινες Ιδέες. Κι δταν τραγουδούσαμε

«το δίκιο ά π ' τόν κρατήρα βγαίνει σά βροντή, σάν κεραυνός»

ό Λάμποτ μέ μιά έκφραστική κίνηση έδειξε τούς σαλπιγκτές μας, πού οί δμορφες νότες ά π ’ τίς κορνέτες τους, μπλέκονταν μέ τίς φωνές μας.

Τέλειωσε τό τραγούδι. *0 Ματβέι Μπελούχιν σήκωσε ένα άσπρο μαντήλι καί φώναξε δυνατά πρός τό παράθυρο τοΰ μαγειρείου:

— Ν ’ άρχίσει ή διανομή ψητής χήνας, μπύρας, μεζέδων, βότκας. Κι άπόνα πιάτο γεμάτο παγωτό!

Τά παιδιά ξεκαρδίστηκαν στά γέλια, άκούγοντας τόν Μπε­λούχιν, κι αύτός ρίχοντάς το σ τ ’ άστεϊο άλλαξε τό βιολί, λέγοντας μέ μιά ψηλή συγκροτημένη φωνούλα:

— Βότκα καί μεζέδες δέ φέρανε, άγαπητοί σύντροφοι, παγω­τό δμως έχει, λόγο τιμής! Τώρα δμως κατεβάστε γιά τήν ώρα τή σούπα σας!

Στήν τραπεζαρία δλα τά πρόσωπα λάμπανε. Παρακολουθών­τας τα έπεσε τό βλέμμα μου στά όρθάνοιχτα μάτια τής Ντζου- ρίνσκαγια. Στεκόταν στήν πόρτα τής τραπεζαρίας καί πίσω άπ’ τίς πλάτες της φαινόταν ή χαμογελαστή φυσιογνωμία τού Γιού- ριεφ. Πήγα γρήγορα πρός τό μέρος τους.

* Η Ντζουρίνσκαγια σαστισμένη μοΰ ’δοσε τό χέρι, μήν ξεκολλώντας τό βλέμμα της ά π ’ τή σειρά μέ τά κουρεμένα κεφάλια, τ ’ άσπρα πουκάμισα καί τά φιλικά καί χαρούμενα χαμόγελα:

— Μά τί συμβαίνει έδώ; Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς,.. μά γιά σταθείτε! Μπά, δέν είναι δυνατό!... τά χείλη της τρέμανε- δλα

377

Page 378: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τούτα είναι τά δικά σας παιδιά; Κι οί άλλοι τοϋ Κουριάζ που εί­ναι; Μά πέστε μου, τί £χει γίνει έδώ;

— Τί έχει γίνει; Ό διάολος ξέρει τί έχει γίνει καί τί γίνεται... Μου φαίνεται πώς έγινε αύτό πού τό λένε μεταμόρφω­ση. Κι έδώ πού τά λέμε... δ λ ’ αύτά τά παιδιά είναι δικά μας.

10. ΣΤΑ ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Ό Μάης κι ό Ίούνης στό Κουριάζ ήταν μέχρι άπελπισίας φορτωμένοι άπό δουλιά. Δέ θέλω τώρα νά μιλήσω γιά τή δουλιά αύτή μ ’ ένθουσιασμό.

Ά ν έξετάζεις γενικά τή δουλιά μέ βάση τή λογική, πρέπει όπωσδήποτε νά παραδεχτείς πώς ύπάρχουν πολλές δουλιές δύσκολες, δυσάρεστες, άχαρες, πού χρειάζονται μεγάλη ύπομο- νή, μεγάλη θέληση γιά νά ξεπερνάς τίς άναποδιές πού προξε­νούν πόνο καί ψυχικό καί σωματικό. Πάρα πολλές δουλιές μπορούν καί γίνονται μόνο καί μόνο γιατί ό άνθρωπος συνήθισε στά βάσανα καί στήν υπομονή.

Οί άνθρωποι έμαθαν άπό πολύ παλιά νά ξεπερνούν τή δυσκολία τής δουλιάς, πού τή θεωρούσαν σά μιά δυσάρεστη κι άχαρη άπασχόληση, σήμερα δμως δέ μπορεί πάντα νά μάς ικανοποιεί τό πώς αίτιολογεΐται αύτό τό ξεπέρασμα τών δυσκο­λιών τής δουλιάς. Φαινόμαστε συγκαταβατικοί μπροστά στό άδύναμο τής άνθρώπινης φύσης κι άνεχόμαστε πολλές φορές καί σήμερα άκόμα μερικές δικαιολογίες πού τελικά άφορούν τήν άτομική ικανοποίηση, δικαιολογίες πού σχετίζονται μέ τήν προσωπική καλοπέραση, έμεΐς δμως προσπαθούμε πάντα νά καλλιεργούμε πλατιά τό αίσθημα τού συλλογικού συμφέροντος. Ω σ τό σ ο πολλά προβλήματα γύρω ά π ’ αύτό τό ζήτημα είναι πολύ μπερδεμένα, καί στό Κουριάζ άναγκαστήκαμε νά τά λύσουμε μόνοι μας χωρίς καμιά βοήθεια ά π ’ έξω.

Κάποτε ή πραγματική, ή άληθινή παιδαγωγική θά έπεξεργα- στεϊ λεπτομερειακά αύτό τό ζήτημα, Οά μελετήσει τό μηχανισμό τής άνθρώπινης προσπάθειας καί θά υποδείξει τί ποσοστό μέσα στήν προσπάθεια αύτή κατέχει ή θέληση, ό έγωισμός, ή ντροπή, ή υποβολή, τό παράδειγμα, ό φόβος, ή άμιλλα, καί μέ τί τρόπο δ λ ’ αύτά συνδυάζονται μέ τά φαινόμενα τής άγνής συνείδησης, τής πίστης καί τής λογικής. ' Η πείρα μου, έδώ πού τά λέμε, έπιβεβαιώνει κατηγορηματικά δτι ή άπόσταση άνάμεσα στά

378

Page 379: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στοιχεία τής άγνής συνείδησης καί τής άμεσης μυϊκής δαπάνης είναι άρκετά μεγάλη κι δτι είναι έντελώς άπαραίτητη μιά κάποια άλυσίδα πού νά συνδέει τά πιό άπλά καί τά πιό Ολικά στοιχεία μεταξύ τους.

Τή μέρα του έρχομοΰ τών παιδιών του Σταθμού Γκόρκι στό Κουριάζ λύθηκε μέ άρκετή έπιτυχία τό πρόβλημα τής συνείδη­σης. Τό κουριαζινό πλήθος μέσα σέ μιά μέρα άρχισε νά πείθεται πώς τά τμήματα τών παιδιών πού ήρθαν έδώ, τούς φέρναν μιά καλύτερη ζωή, δτι ήρθαν άνθρωποι μέ πείρα καί μέ διάθεση νά βοηθήσουν κι δτι πρέπει νά βαδίσουν μαζί μ ’ αύτούς τούς άνθρώπους γιά δνα καλύτερο μέλλον. Έ δώ τό άποφασιστικό, δέν ήταν τό πρόσκαιρο άτομικό όφελος, έδώ μεταδόθηκε τό κολεχτιβίστικο πνεύμα. Έ δώ τόν άποφασιστικό ρόλο δέν τόν έπαιξαν οί άτομικοί υπολογισμοί, μά τά μάτια, τά αύτιά, ή φωνή καί τό γέλιο. ’Έ τσ ι, μετά τήν πρώτη κιόλας μέρα, οί Κουριαζι- νοί ήθελαν χωρίς πολλές συζητήσεις νά γίνουν μέλη τής κολε­χτίβας τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι, £στω κι δν τήν κολεχτίβα τή βλέ­πανε σάν ένα γλύκισμα πού δέν τ ό ’χαν δοκιμάσει άκόμα στή ζωή τους.

"Ομως έγώ κέρδισα μέ τό μέρος μου μονάχα τή συνείδηση, κι αύτό ήταν φοβερά λίγο. Τήν δλλη κιόλας μέρα αύτό φάνηκε σέ δλη τήν Εχταση καί τήν πολυπλοκότητά του. ’Αποβραδίς άκόμα είχαν καθοριστεί σέ ποιες δουλιές θά πάνε τά μικτά τμήματα, σύμφωνα μέ τή διακήρυξη τής Κομσομόλ. Σχεδόν σέ δλα τά μικτά τμήματα είχαν μπει παιδαγωγοί, είτε μεγαλύτερα παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Γ κόρκι. ' Η διάθεση τών Κουριαζινών άπό τό πρωί άκόμα ήταν θαυμάσια καί παρ’ ό λ ’ αύτά, πρός τό μεσημέρι φάνηκε πώς δουλεύουν πολύ άσχημα. Μετά τό μεσημεριανό φαγητό, πολλοί δέν ξαναφάνηκαν στή δουλιά. Κάπου καταχω­νιάστηκαν, μερικοί άπό παλιά συνήθεια τράβηξαν γιά τήν πόλη καί τό Ρίζοφ.

ΓΙέρασα ό ίδιος άττ'δλα τά μικτά τμήματα. Ή είκόνα ήταν παντοΰ ή Ίδια. Τά παιδιά τοΰ Στάθμου Γ κόρκι χάνονταν μέσα στή θάλασσα τών Κουριαζινών κι ήταν κίνδυνος νά έπικρατήσει καί τό στύλ τής δουλιάς τών Κουριαζινών, δταν μάλιστα άνάμεσα στά παιδιά τοΰ Στάθμου Γκόρκι υπήρχαν πολλοί καινούργιοι, καί μερικοί παλιοί δρχισαν νά διαλύονται μέσα στήν κουριαζινή τεμπελοθάλασσα, κινδυνεύοντας νά χάσουν κάθε δραστηριότητα καί θέληση γιά δουλιά.

Ή τα ν έπικίνδυνο νά έφαρμόσει κανείς έξωτερικά μέτρα

379

Page 380: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πειθαρχίας πού έχουν πολύ καλή κι εύεργετική έπίδραση δταν μιά κολεχτίβα είναι καλά όργανωμένη καί συγκροτημένη. Οί παραβάτες τής πειθαρχίας ήταν πάρα πολλοί. Τό ν ’ άσχοληθεΐς μ ’ αύτούς ήταν δουλιά δύσκολη πού’θελε χρόνο, άσε πού δέ θά ’χε κι άποτέλεσμα, γιατί κάθε τιμωρία μονάχα τότε £χει εύεργετική έπίδραση όταν βγάζει αύτόν πού τιμωρείται J ut* τή γενική γραμμή τοΰ συνόλου καί συνδυάζεται μέ τήν άνεπιφύλα- κτη καταδίκη του ά π ’ τήν κοινή γνώμη. Ταυτόχρονα τά έξωτερικά μέτρα πολύ λίγο έπιδρούν στόν τομέα τής όργάνωσης τής μυϊκής προσπάθειας.

"Ενας άνθρωπος μέ λιγότερη πείρα θά αύτοπαρηγοριόταν μέ τίς έξής σκέψεις: "Ε, τά παιδιά δέ συνήθισαν άκόμα στήν έργατική προσπάθεια, δέν £χουν πείρα, δέν ξέρουν νά δουλεύ­ουν, δέ συνήθισαν νά εύθυγραμμίζονται μέ τήν έργατική προ­σπάθεια τών συντρόφων τους, δέν Εχουν τήν περηφάνεια έκείνη τοΰ έργαζόμενου άνθρώπου πού διακρίνει πάντα τό μέλος τής όργανωμένης κολεχτίβας. Κι δ λ ’ αύτά δέ μπορούν νά δημιουρ- γηθοΰν μέσα σέ μιά μέρα, χρειάζεται χρόνος καί πολύς μάλιστα. Δυστυχώς, έγώ δέ μπορούσα ν ’ άρπαχτώ άπό μιά τέτια αύτοπα- ρηγοριά. Στό σημείο αύτό θυμήθηκα τό γνωστό παιδαγωγικό κανόνα: στά παιδαγωγικά φαινόμενα δέν υπάρχουν άπλοί συνδυ­ασμοί, έδώ πολύ λίγο είναι δυνατή ή συλλογιστική φόρμουλα, τό γρήγορο έπαγωγικό άλμα.

Μέσα στίς μαγιάτικες συνθήκες τοΰ Κουριάζ ύπήρχε ό κίνδυνος μέ τή βαθμιαία κι άργή άνάπτυξη τής έργατικής προσπάθειας νά δημίουργηθεΐ £να γενικό στύλ δουλιάς τής πιό κοινής καί μέτριας άπόδοσης καί νά έξαφανιστεϊ ή ζωντανή, δραστήρια κι έπιμελημένη πείρα δουλιάς τών παιδιών τοΰ Στάθμου Γκόρκι.

Ό τομέας τοΰ στύλ καί τοΰ τόνου άγνοοΰνταν πάντα ά π ’ τήν παιδαγωγική «θεωρία», κι δμως είναι τό πιό ούσιαστικό, τό πιό σοβαρό μέρος τής συλλογικής άγωγής. Τό στύλ είναι τό πιό εύθραυστο πράγμα πού πολύ εύκολα καταστρέφεται. Πρέπει νά τό φροντίζεις συνέχεια, νά τό παρακολουθείς καθημερινά καί θέλει μιά τέτια σχολαστική φροντίδα δπως καί τά λουλούδια. Τό στύλ διαμορφώνεται μέ πολύ άργούς ρυθμούς, γιατί χρειάζεται άπαραίτητα νά συσσωρευθοϋν παραδόσεις, δηλαδή κανόνες καί συνήθειες πού δέν έφαρμόζονται άπό τήν άγνή συνείδηση, μά άπό τό συνειδητό σεβασμό πρός τήν πείρα τών παλιότερων γενεών, πρός τό μεγάλο κύρος όλόκληρης κολεχτίβας πού ζεΐ

380

Page 381: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στήν έποχή της. ' Η άποτυχία πολλών παιδικών Ιδρυμάτων όφείλεται στό δτι δέ δόθηκε προσοχή στό στυλ καί στή δημουργία συνηθειών καί παραδόσεων, κι δταν άρχιζαν νά δημιουργοΰνται τέτιες, οί διάφοροι Επιθεωρητές τής Λαϊκής Παιδείας τίς κατέστρεφαν, έπικαλούμενοι τίς πιό περίεργες αίτιες. "Ετσι τά «παιδάκια» πού τά ’χε άναλάβει ή κοινωνική άγωγή ζοϋσαν πάντα μέ τό αίσθημα τοΰ προσωρινού.

Ή νικημένη συνείδηση τών Κουριαζινών μοΰ έπέτρεψε ν ά ’ρθω πιό κοντά στά παιδιά καί νά τά δώ μέ μεγαλύτερη Εμπιστοσύνη. Αύτό δμως ήταν λίγο. Γιά τήν όριστική νίκη χρειαζόταν τώρα ν ’ άκολουθήσει μιά ουσιαστική παιδαγωγική τεχνική. Σ ’ αύτόν τόν τομέα Ενιωθα μόνος, δπως καί στά 1920, άν καί δέν ήμουν τώρα βέβαια τόσο φοβερά δμαθος δπως τότε. Ή μοναξιά μου αύτή ήταν μιά μοναξιά Ιδιαίτερης φύσης. Καί στήν κολεχτίβα τών παιδαγωγών καί στήν κολεχτίβα τών παιδιών είχα άρκετούς καί καλούς βοηθούς. Στηριγμένος σ ’ αύτούς μπορούσα νά προχωρήσω σ ’ όποιαδήποτε δουλιά. Ό λ ’ αύτά, δμως υπήρχαν μονάχα στή γή.

Στούς ουρανούς, καί λίγο πιό κάτω ά π ’ αύτούς, στίς κορυφές τοΰ παιδαγωγικού « Όλύμπου», κάθε παιδαγωγική τεχνική πού άφοροΰσε τήν πραγματική διαπαιδαγώγηση θεωρούνταν αίρεση.

Στούς «ουρανούς» τό παιδάκι λογαριαζόταν σάν Ενα πλάσμα, φουσκωμένο μέ άέριο εϊδικής σύνθεσης πού δέν είχαν προλάβει άκόμα νά τοΰ δόσουν καί όνομασία. 1 Εδώ πού τά λέμε, πρόκειται γιά τήν Ιδια έκείνη ψυχή τής παλιάς μόδας, πού πάνω της πειραματίζονταν τόν παλιό καιρό ο! άπόστολοι. Προϋπόθε- ταν πώς τό άέριο αύτό είχε τήν Ικανότητα νά αύτοαναπτύσσεται, μόνο πού δέν άπρεπε νά Εμποδίζεις αυτή τήν άνάπτύξη. Γιά δ λ ’ αύτά είχαν γραφτεί Ενα σωρό βιβλία, δλα δμως έπαναλάβαιναν ουσιαστικά τά άποφθέγματα τοΰ Ρουσσώ:

«φερθείτε στά παιδιά μέ σεβασμό...»«φοβηθείτε νά έμποδίζετε τή φύση...»·

Τό κύριο δόγμα τής διδασκαλίας αύτής ύποστηρίζει δτι στίς συνθήκες Ενός τέτιου σεβασμού πρός τό παιδί καί τή φύση τοΰ άερίου πού1 παμε παραπάνω, θά ξεπηδήσει όπωσδήποτε ή κομ­μουνιστική προσωπικότητα. Στήν πραγματικότητα, δμως, στίς συνθήκες τής καθαρής φύσης, άναπτυσσόταν μονάχα αύτό πού φυσιολογικά μποροΟσε ν ’ άναπτυχθεϊ, δηλαδή Ενα συνηθισμένο άγριόχορτο. Μά αύτό κανέναν δέ στενοχωρούσε. Γ ι’αύτούς πού

381

Page 382: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ζούσαν στόν ουρανό, άξια είχαν οί άρχές καί οί Ιδέες. 'Ό ταν τούς £λεγα, πώς στήν πράξη, στή ζωή δέν άντιστοιχοϋσε τό άγριόχορτο αύτό μέ τήν κομμουνιστική προσωπικότητα, δπως τή θέλαμε καί τή σχεδιάζαμε, άπαντούσαν πώς τά λόγια μου δείχνουν άνθρωπο στενά πραχτικιστή, κι δταν ήθελαν νά μέ χαρακτηρίσουν πιό καλά, έλεγαν:

—Ό Μακάρενκο στήν πραχτική είναι καλός, άλλά στή θεωρία είναι πολύ άδύνατος.

Πολλές συζητήσεις γίνονταν καί γιά τήν πειθαρχία. Στή βάση τής θεωρίας γιά τήν πειθαρχία, έμπαιναν δυό λέξεις πού συχνά άνέφερε ό Λένιν: «συνειδητή πειθαρχία». Γιά κάθε λογικό άνθρωπο, μέσα σ ’ αύτές τίς λέξεις ύπάρχει μιά άπλή, κατανοητή κι άπαραίτητη πραχτική ίδέα: ή πειθαρχία πρέπει νά συνοδεύεται άπό τήν κατανόηση τής άναγκαιότητάς της, τής ώφελιμότητάς της, τής ύποχρεωτικότητάς της, τής ταξικής της σημασίας. Στήν παιδαγωγική θεωρία αύτό έβγαινε κάπως άλ- λιώς: ή πειθαρχία δέν πρέπει νά γεννιέται καί ν ’ άναπτύσσεται ά π ’ τήν κοινωνική πείρα, ά π ’ τήν πραχτική, τή συντροφική κολεχτιβίστικη δράση, άλλά άπ* τήν καθαρή συνείδηση, άπό τή γυμνή διανοητική πεποίθηση, ά π ’τά βάθη τής ψυχής, άπό τίς Ιδέες. Οί θεωρητικοί αύτοί προχώρησαν παραπέρα κι άποφάσι- σαν δτι ή «συνειδητή πειθαρχία» δέν άξίζει τίποτα, δταν δημιουργεΐται κάτω άπό τήν έπίδραση τών μεγαλυτέρων. Αύτή δέν είναι πιά πειθαρχία πραγματικά συνειδητή άλλά έπιβολή καί μάλιστα βίαιη, πάνω στήν ψυχή τού παιδιού. Δέ μάς χρειάζεται ή συνειδητή πειθαρχία, μά ή «αυτοπειθαρχία». "Ετσι άκριβώς δέ μάς χρειάζεται, καί είναι κι έπικίνδυνη, κάθε λογής όργάνωση τών παιδιών, είναι δμως άπαραίτητη ή «αύτοοργάνωση»».

Γυρίζοντας στήν άπόμερη έδρα μου άρχιζα νά συλλογίζομαι. "Εκανα τήν έξής σκέψη: δλοι μας ξέρουμε θαυμάσια τί άνθρωπο πρέπει νά διαπαιδαγωγοΰμε. Αύτό τό πράγμα τό ξέρει ό κάθε συνειδητός καί γραμματισμένος έργάτης, τό κάθε μέλος τού Κόμματος, Συνεπώς, ή δυσκολία δέ βρίσκεται στό τί πρέπει νά κάνουμε, άλλά στό πώς πρέπει νά τό κάνουμε. Κι αύτό είναι ζήτημα τής παιδαγωγικής τεχνικής.

Καί βάση τής τεχνικής είναι μονάχα ή πείρα. Οί νόμοι τής κοπής τοΰ μετάλλου δέ θά βρίσκονταν, άν στή διάρκεια τής ζωής τής άνθρωπότητας κανένας δέν έκανε άπό πείρα νά κόψει μέταλλα. Μόνο δταν υπάρχει ή πείρα τής τεχνικής, τότε μονάχα

382

Page 383: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μπορούν νά γίνουν Εφευρέσεις, βελτιώσεις, τελειοποιήσεις, έπιλογή τοΟ καλού καί πέταγμα τοϋ σκάρτου.

Ή παιδαγωγική μας παραγωγή ποτέ δέ βασίστηκε στήν τεχνολογική λογική, άλλά πάντα στή λογική τής ήθικοδιδασκα- λίας. Αύτό φαίνεται καθαρότερα στόν τομέα τής άτομικής άγωγής.

’Ακριβώς έπειδή λείπουν άπό μάς δλοι οί βασικοί τομείς τής παραγωγής: τό τεχνολογικό προτσί,ς. Λ προγραμματισμός τών παραγωγικών έργασιών, ή σχεδιαστική δουλιά, ή χρήση μηχα­νισμών καί έργαλείων, τό νορμάρισμα τής δουλιάς, ό Ελεγχος, ή παραλαβή καί τό ξεσκαρτάρισμα.

Ό τ α ν πρόφερα δειλά παρόμοια λόγια στά ριζά τοϋ « Ό λ υ ­μπου», οί θεοί άρχιζαν νά μοϋ πετάνε τούβλα καί φώναζαν πώς αύτή ή θεωρία είναι μηχανιστική.

Κι έγώ δσο πιό πολύ σκεφτόμουν καί προβληματιζόμουν, τόσο Εβρισκα πιό πολλές όμοιότητες άνάμεσα στά προτσές διαπαιδαγώγησης καί στά συνηθισμένα προτσές τής ύλικής παραγωγής, καί σ ’ αύτή τήν όμοιότητα δέν ύπήρχε καμιά φοβερή καί τρομερή μηχανιστικότητα. Ή προσωπικότητα τού άνθρώπου Εξακολουθούσε μέσα στή σκέψη μου νά μένει τέτια μέ δλη της τήν πολυπλοκότητα, τόν πλούτο καί τήν όμορφιά της, δμως μοβ φαινόταν πώς άκριβώς γι* αύτό άπέναντί της πρέπει νά χρησιμοποιήσεις πιό άκριβολογημένους μετρητές, μέ μεγαλύ­τερη εύθύνη κι Επιστημοσύνη, κι δχι νά καταφεύγεις σέ κοινές κι άκατάληπτες κραυγές. "Ενας βαθύς καί μελετημένος συσχε­τισμός άνάμεσα στήν παραγωγή καί στή διαπαιδαγώγηση, δχι μονάχα δέν πρόσβαλε τή γνώμη μου γιά τήν άξία τοϋ άνθρώπου, ά λλ’ άντίθετα, μέ πότιζε μ ’ Εναν άφάνταστο σεβασμό πρός τόν άνθρωπο, γιατί καί μιά καλή σύνθετη μηχανή άπαιτεϊ Εναν τέτιο σεβασμό.

Ό π ω ς καί ν ά 'χ ε ι τό πράγμα, γιά μένα ήταν καθαρό πώς πάρα πολλά Εξαρτήματα τής άνθρώπινης προσωπικότητας καί τής άνθρώπινης διαγωγής θά μπορούσαν νά κατασκευαστούν σέ πρέσσες, μ ’ Ενα άπλό φρεζάρισμα Ετοιμων καλουπιών, δμως γι* αύτό χρειάζεται μιά πολύ λεπτή δουλιά γιά νά γίνουν αύτά τά καλούπια, δουλιά Επίμονη, Εξονυχιστική κι άκριβολογημένη. "Αλλα Εξαρτήματα, άντίθετα, άπαιτούσαν άτομική Επεξεργασία άπό χέρι μεγάλου τεχνίτη,- άνθρώπου μέ χρυσά χέρια καί μέ κοφτερό μάτι. Γιά πολλά Εξαρτήματα ήταν άπαραίτητοι πολλοί σύνθετοι είδικοί μηχανισμοί, πού άπαιτούσαν μεγάλη έφευρετι-

383

Page 384: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κότητα καί μιά Εξαρση τής άνθρώπινης μεγαλοφυ·ί·ας. ’ Αλλά γιά δλα τά έξαρτήματα καί γιά δλη τή δουλιά τής διαπαιδαγώγησης χρειάζεται μιά είδική έπιστήμη. Γιατί στίς άνώτερες τεχνικές σχολές νά μαθαίνουμε τήν άντοχή τών υλικών καί στίς παιδαγω­γικές νά μή μαθαίνουμε τήν άντοχή τής άνθρώπινης προσωπικό­τητας δταν άρχίζει ή διαπαιδαγώγησή της; Κι άφοϋ εϊναι κοινό μυστικό δτι υπάρχει τέτιο πρόβλημα άντοχής; Γιατί, τέλος, δέν έχουμε Ενα τμήμα Ελέγχου πού θά μποροΟσε νά πεί στούς διάφορους τσαπατσούληδες παιδαγωγούς:

—’Αγαπητοί μου, Ενενήντα τά Εκατό τής δουλι&ς σας είναι σκάρτα. Ό χ ι μονάχα κομμουνιστική προσωπικότητα δέ φτιά­ξατε, μά καταφέρατε νά σκαρώσετε παλιανθρώπους, μεθύστακες, τεμπελχανάδες καί φιλοτομαριστές. “Εχετε τήν καλοσύνη νά πληρώσετε τά σκάρτα ά π ’ τό μισθό σας;

Γιατί δέν Εχουμε καμιά έπιστήμη γιά τίς πρώτες Ολες καί γιατί κανένας δέν ξέρει μέ άκρίβεια τί πρέπει νά φτιάξει ά π ’ τό υλικό του, Ενα κουτί σπίρτα ή Ενα άεροπλάνο;

Ά π ’τίς κορυφές τοΰ «Ό λύμπου» καί μέσ’ά π ’τά γραφεία τους, δέ μποροΟν νά ξεχωρίσουν ούτε έξαρτήματα, οδτε κομμά­τια όλόκληρα τής δουλι&ς αύτής. ‘Από δώ μπορεϊ νά δεΐ κανείς μονάχα τήν άπέραντη θάλασσα τοΰ άκαθόριστου κι άμορφου παιδικού κόσμου, ένώ μέσα στό Ιδιο τό γραφείο τους στέκει τό μοντέλο Ενός άφηρημένου παιδιοΰ, κατασκευασμένο ά π ’ τά πιό εύκολα κι έλαφρά ύλικά: Ιδέες, τυπογραφικό χαρτί, άνεδαφικά όνειροπολήματα. "Οταν οί άνθρωποι τοΰ «Ό λύμπου» Ερχονται στό Σταθμό μας, δέν άνοίγουν τά μάτια τους, καί τή ζωντανή κολεχτίβα τών παιδιών δέν τή βλέπουν καθόλου σάν μιά περίπτωση πού θέλει πρίν ά π ’ δλα τεχνική καί πραχτική φροντίδα. Κι έγώ συνοδεύοντάς τους στό Σταθμό, κι άφοβ Εχουν πιά σηκωθεί οί τρίχες τοΰ κεφαλιού μου ά π ’ τά θεωρητικά τραβήγματα μαζί τους, δέ μπορώ ν ’ άποσπαστώ ά π ’ τό παραμι­κρό Εστω τεχνικό ζητηματάκι.

Στό θάλαμο τοβ τέταρτου τμήματος σήμερα δέ σφουγγάρισαν, γιατί χάθηκε ό κουβάς. ‘Εμένα μ ’Ενδιαφέρει καί ή ύλική πλευρά τοΰ ζητήματος καί ή τεχνική τής Εξαφάνισης τοΰ κουβά. Οί κου­βάδες παραδίνονται στά τμήματα μέ ευθύνη τοΟ βοηθοΰ τοβ διοι­κητή, πού καθορίζει καί τή σειρά γιά τήν καθαριότητα καί συνε­πώς καί τόν υπεύθυνο κάθε φορά. * Ακριβώς αύτό — ή εύθύνη γιά τήν καθαριότητα, γιά τόν κουβά, γιά τό σφουγγαρόπανο — αύτό είναι γιά μένα, τό τεχνολογικό μέρος τοΟ ζητήματος.

384

Page 385: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

'Ό λ ο τοΟτο μοιάζει μ ’ Ινα παλιό καί σκουριασμένο τόρνο έργοστασίου, χωρίς μάρκα καί χωρίς χρόνο κατασκευής. Κάτι τέτιοι τόρνοι μπαίνουν στίς άχρηστες καί βρώμικες, γεμάτες λάδια γωνιές τοϋ έργοστασίου. Σ ’ αύτά τά βοηθητικά μηχανή­ματα, πού τά λένε «κατσίκες» φτιάχνουν διάφορα μικροεξαρτή- ματα: βίδες, βιδίτσες, παξιμάδια, συνδετήρες, ροδελίτσες κΛ . Κι όμως, όταν μιά τέτια «κατσίκα» άρχίζει νά κοντανασαίνει, σ ’ όλο τό έργοστάσιο ξαπλώνεται Ενα κύμα άνησυχίας. Μόλις άρχίζει νά διακρίνεται στό τμήμα συναρμογής, έμφανίζεται άπροσδόκητα μιά «συμβολική παραγωγή» καί στίς άποθήκες έμφανίζεται ή πικρή ταμπέλα «άσυμπλήρωτα».

‘Η ευθύνη γιά τόν κουβά καί τό σφουγγαρόπανο είναι γιά μένα ό Ίδιος έκεϊνος τόρνος, έστω κι ό τελευταίος ά π ’ όλους, πού σ ’ αύτόν όμως φτιάχνονται έξαρτήματα γιά τήν πιό σπουδαία Ιδιότητα τοΰ άνθρώπου: τή συναίσθηση τής εύθύνης. Χωρίς αύτή τήν Ιδιότητα δέν μπορεΐ νά ύπάρξει κομμουνιστικός άνθρωπος, θά ’χουμε μπροστά μας δνα «άσυμπλήρωτο» προϊόν.

ΟΙ κάτοικοι τοΰ « Ό λύμπου» περιφρονοΰν τήν τεχνική. Χάρη στήν κυριαρχία τους, στά άνώτερα παιδαγωγικά ίδρύματά μας άπό καιρό τώρα έξαφανίστηκε ή παιδαγωγική τεχνική σκέψη κι Ιδιαίτερα στόν τομέα τής καθαυτό άγωγής. Σέ όλη τή σοβιετική ζωή δέν ύπάρχει πιό θλιβερή κατάσταση ά π ’ τόν τομέα τής παιδαγωγικής τεχνικής. Καί γ ι ' αύτό ή δουλιά τής διαπαιδαγώ­γησης βρίσκεται στό χειροτεχνικό στάδιο καί μάλιστα στήν πιό καθυστερημένη του μορφή. ’Ακριβώς γ ι ’ αύτό παραμένει μέχρι τώρα τό παράπονο τοΟ Λουκά Λουκίτς Χλόποφ άπ * τόν «* Επιθε­ωρητή».

«Δέν υπάρχει χειρότερο πράγμα ά π ’ τό νά ύπηρετεϊς σ ' έπιστημονική ύπηρεσία, ό καθένας άνακατεύεται, ό καθένας θέλει νά δείξει πώς είναι κι αύτός έξυπνος».

Κι αύτό δέν είναι άστεΐο, δέν είναι έπίδειξη ύπερβολής, άλλά μιά πολύ άπλή καί πεζή άλήθεια. «Σέ ποιόν δέν φτάνει τό μυαλό» γιά νά λύσει δλα τά προβλήματα διαπαιδαγώγησης; Φτάνει νά στρογγυλοκαθήσει κάποιος πίσω άπό Ενα γραφείο, ν ’ άρχίσει κιόλας νά λογαριάζει, νά δένει καί νά λύνει. Μέ ποιό βιβλίο μπορείς νά τόν χαλιναγωγήσεις; Μά τί χρειάζεται τό βιβλίο άφοβ ό Ίδιος είναι πατέρας, έχει παιδί; Τήν Ίδια δμως στιγμή ό καθηγητής τής παιδαγωγικής, είδικός γιά τά ζητήματα τής διαπαιδαγώγησης, στέλνει σημείωμα στήν Γκεπεού ή στό Λαϊκό Επιτροπάτο τών Εσω τερικών:

385

Page 386: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

«... τό παιδί μου πολλές φορές μ ’Ικλεψε, δέν κοιμάται σπίτι. ’Απευθύνομαι σέ σάς μέ τή θερμή παράκληση...»

Γεννιέται τό έρώτημα γιατί οί τσεκίστες πρέπει νά κατέχουν πιό καλά τήν παιδαγωγική τεχνική ά π ’ τόν καθηγητή τής παιδαγωγικής;

Σ ’ αύτό τό καυτό έρώτημα άπάντησα άργότερα, τό 1926, κι δσο γιά τήν τεχνική μου δέν ήμουν σέ καλύτερη θέση ά π ’ τόν Γαλιλαίο μέ τό τηλεσκόπιό του. Μπροστά μου στεκόταν μιά άπλή καί σύντομη έκλογή: είτε χρεωκοπία στό Κουριάζ, είτε χρεωκοπία στόν «Ό λυμπο» καί διώξιμο ά π ’ τόν παράδεισο. Διάλεξα τό τελευταίο. Ό παράδεισος Ελαμπε πάνω άπ* τό κεφάλι μου, ξεχύνοντας δλα τά άνθη τής θεωρίας, έγώ δμως πήγα στό μικτό τμήμα τών Κουριαζινών κι είπα στά παιδιά:

— Παιδιά, ή δουλιά σας είναι γιά κλάματα... Θά τά πούμε σήμερα στή συνέλευση. Θά μάς πάρει ό διάβολος άν δουλεύουμε Ετσι!

Τά παιδιά κοκκίνισαν κι Ενας τους, λίγο ψηλότερος ά π ’ τούς άλλους, μοβ’δείξε τόν κασμά του κι είπε τσιριχτά:

— Νά, κοιτάξτε μέ τί κασμάδες δουλεύουμε. Δέ σκάβουν.— Ψέματα λές, τοϋ λέει ό Τόσκα Σολοβιόφ. Παραδέξου το

πώς λές ψέματα...— Τί; Σκάβουν οί κασμάδες;— Δέν τ ’ άφήνεις αύτά; 'Ο λάκερη ώρα στρογγυλοκαθόσου­

να στό χαντάκι. Ναί ή δχι;—Ά κοϋστε! εϊπα στό μικτό τμήμα. "Ως τ ’ άπογευματινό

φαγητό πρέπει νά ’χετε τελειώσει τή δουλιά σ ’ αύτό τό μέρος. Ά ν δέν τήν τελειώσετε θά δουλέψουμε κι ϋστερα ά π ’ τό φαγητό. Θ ά’μαι κι έγώ μαζί σας.

— Θά τελειώσουμε, φώναξε ό κάτοχος τοΟ σκεβρωμένου κασμά. Δέ θέλει δά καί πολύ δουλιά.

Ό Τόσκα Εβαλε τά γέλια:— Βρέ τόν πονηρόγατο!

Έ δώ δέν ύπάρχουν αΙτίες γιά στενοχώρια. Ό τ α ν οί άνθρωποι θέλουν νά ξεγλιστρήσουν άπό τή δουλιά, δμως προσπαθούν νά σκαρφιστούν διάφορες δικαιολογίες γ ι ’αύτό τό ξεγλίστρημά τους, αύτό σημαίνει πώς δείχνουν πρωτοβουλία καί δημιουργη- κότητα, πράγματα πού Εχουν μεγάλη άξία γιά τό παζάρι τοΟ Ό λύμπου. Σύμφωνα μέ τή δική μου τεχνική, δέν Εμεινε τίποτε άλλο παρά νά σβύσω αύτή τή δημιουργικότητα μέ άποτέλεσμα νά δώ μέ Ικανοποίηση δτι σταμάτησαν σχεδόν έντελώς οί

386

Page 387: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άνοιχτές άρνήσεις γιά δουλιά. Μερικοί κρύβονταν άκόμα, κάπου καταχωνιάζονταν, ά λλ’ αύτό δέ μέ στενοχωρούσε καί πολύ: τά πιτσιρίκια είχαν πάντα γ ι ’ αύτούς Ετοιμη μιά Ιδιόμορ­φη τεχνική. "Οπου κι άν σουλατσάριζε ό τεμπέλης, ήθελε δέν ήθελε θά’ρχονταν στό τμήμα του γιά φα·ί\ ΟΙ Κουριαζινοί τόν ύποδέχονταν άμέσως άτάραχα καί πότε - πότε τόν ρωτούσαν τάχα μέ άφέλεια:

— Μά δέν τ ό ’σκασες άπ’ τό Σταθμό;Τά παιδιά τοΟ Σταθμού Γκόρκι είχαν γλώσσα καί χέρια πιό

εύαίσθητα. Ό τεμπέλης πλησιάζει τό τραπέζι καί προσπαθεί νά δόσει τήν έντύπωση πώς είναι Ενας συνηθισμένος άνθρωπος πού δέν άξίζει Ιδιαίτερης προσοχής, ό διοικητής δμως πρέπει νά άνταμείψει τόν καθένα σύμφωνα μέ τίς ύπηρεσίες πού πρόσφερε. Ό διοικητής μιλάει αύστηρά σέ κάποιον Κόλκα:

— Κόλκα, τί κάθεσαι; Δέ βλέπεις; ΤΗρθε ό Κριβοροϋτσκο! Καθάρισε τό μέρος γιά νά καθήσει, γρήγορα! Καθαρό πιάτο! Τί τοΰ δίνεις μωρέ τέτιο κουτάλι, I;

Τό κουτάλι Εξαφανίζεται πίσω ά π ’ τό παραθυράκι του μαγειρείου.

— Γέμισέ του τό πιάτο μέ τήν καλύτερη λαδιά! ΓΤέτκα, τρέχα στό μάγερα καί φέρε Ενα καλό κουτάλι! Γρήγορα! Στέπκα, κόφτου ψωμί... Μά τί κάνεις έκεϊ; Ό χ ι τέτιες κομματάρες. Οί χωριάτες τρώνε Ετσι, κόψτου ψιλές φετοϋλες... ΓΤέτκα, άκόμα τό κουτάλι; Κάνε γρήγορα λοιπόν! Βάνκα, φώναξε τόν ΓΤέτκα μέ τό κουτάλι!...

' Ο Κριβοροϋτσκο κάθεται μπροστά στό πιάτο τής σούπας μέ πραγματικά πηχτή λαδιά καί κοκκινίζει. Ά π ’ τό διπλανό τραπέζι κάποιος ρωτάει σοβαρά:

—Έ , σεΐς. Επισκέπτες φέρατε;— Μιά πού ήρθανε θά φάνε... Πέτκα, άντε λοιπόν, φέρε τό

κουτάλι!..Ό ΓΤέτκα μ* Ενα άποβλακωμένο ϋφος μπαίνει στήν τραπεζα­

ρία κρατώντας μ* Επισημότητα στά δυό του χέρια Ενα συνηθι­σμένο κουτάλι. Ό διοικητής άγριεύει:

— Τί κουτάλι Εφερες μωρέ; Τέτιο έγώ σοΟ’πα; Τράβα νά φέρεις τό πιό μεγάλο πού ύπάρχει!...

Ό ΓΤέτκα κάνει πώς τά ’χασε καί τρέχει σά ζεματισμένος σέ δλη τήν τραπεζαρία καί πάει νά βγεϊ άπ ’ τό παράθυρο άντίς άπό τήν πόρτα. Α ρ χ ίζ ε ι Ενα περίεργο μυστήριο πού παίρνουν μέρος άκόμα κι οί άνθρωποι τοΟ μαγειρείου. Μερικών τούς κόβεται ή

387

Page 388: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άνάσα, γιατί, έδώ πού τά λέμε, τυχαία δέ γίναν κι αύτοί άντικείμενο μιας τέτιας θερμής φιλοξενίας. Ό Πέτκα ξαναμπαί­νει τρεχάτος στήν τραπεζαρία κρατώντας στά χέρια μιά τερά­στια πηρούνα καί μιά κουτάλα μαγειρείου .Ό λη ή τραπεζαρία σκάει στά γέλια. Τότε ό Λάποτ σηκώνεται άργά άπό τό τραπέζι του καί πλησιάζει στόν τόπο τών έπεισοδίων. Σωπαίνει, ρίχνει μιά ματιά σέ δλους αύτούς πού παίρνουν μέρος στή μελοδραμα­τική παράσταση καί κοιτάζει αύστηρά τό διοικητή. "Υστερα, τό αύστηρό του πρόσωπο μπρός στά κατάπληχτα βλέμματα δλων, παίρνει μιά δψη γεμάτη θλίψη καί πόνο, αίσθήματα, πού δλοι ξέρουν πώς ό Λάποτ είναι άνίκανος νά τά ’χει. Ή τραπεζαρία κρατάει τήν άνάσα της περιμένοντας τό πιό άνώτερο καί λεπτό σημείο τής θεατρικής σκηνής. Ό Λάποτ βάζει τό χέρι του πάνω στό κεφάλι τοϋ Κριβοροΰτσκο καί λέει δίνοντας τίς πιό λεπτές άποχρώσεις στή φωνή του:

— Φάε, παιδί μου, φάε, μή φοβάσαι... Γιατί τόν κοροϊδεύετε; "Ε; Φάε, παιδί μου... Τί; κουτάλι δέν έχεις; Γιά δές γαϊδουριά. Δόστε του ένα κουτάλι γρήγορα... Νά έκεΐνο έκεΐ...

Τό παιδί δμως δέ μπορεϊ νά φάει. Βάζει δυνατά τά κλάματα καί φεύγει ά π ’ τό τραπέζι, άφήνοντας τήν παχιά σούπα στό πιάτο. ’ Ο Λάποτ ρίχνει μιά ματιά στό θύμα, ένώ τό πρόσωπό του δείχνει άνθρωπο πού ξέρει βαθιά νά ύποφέρει.

— Τί είναι αύτά; λέει ό Λάποτ καί λές δπου καί νά ’ναι θ ’ άρχίσουν νά τρέχουν τά δάκρυα ά π ’ τά μάτια του, οϋτε νά φας δέ θέλεις; Κοιτάχτε ποΰ καταντήσατε τόν άνθρωπο!

Ό Λάποτ κοιτάζει τά παιδιά καί γελάει πνιχτά. ’Αγκαλιάζει τούς ώμους τοΰ Κριβοροΰτσκο πού άνεβοκατεβαίνουν ά π ’ τούς λυγμούς καί τόν βγάζει δλο τρυφεράδα ά π ’ τήν τραπεζαρία. Τό άκροατήριο κρατάει τήν κοιλιά του ά π ’ τά γέλια. 'Υπάρχει δμως άκόμα καί ή τελευταία πράξη τοΰ μελοδράματος πού τό κοινό δέν μπορεϊ νά παρακολουθήσει. Ό Λάποτ πηγαίνει τό φιλοξενούμενο στό μαγειρείο, τόν καθίζει σ ’ ένα μεγάλο τραπέζι καί δίνει έντολή στό μάγειρα νά ταΐσει «αύτόν τόν άνθρωπο» δσο μπορεϊ καλύτερα, γιατί τόν πειράζουν καί τόν κοροϊδεύουν. Καί τήν ώρα πού ό Κριβοροΰτσκο ρούφαγε μ ’ άναφιλητά τή σούπα του, καί μέ γαληνεμένη πιά ψυχή βάλθηκε νά σφουγγίζει τή μύτη του καί τά δάκρυά του, ό Λάποτ τοΰ καταφέρνει τό τελευταίο ύπουλο χτύπημα, πού άκόμα κι ό ’Ιούδας ό Ίσκαριώ της μπροστά του θά έμοιαζε μέ άθώα περιστερά!

388

Page 389: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μά γιατί τά βάλανε μέ σένα; Σίγουρα δέ θά πήγες στή δουλιά, ε;

Ό Κριβορούτσκο κουνάει καταφατικά τό κεφάλι του, τόν πιάνει λόξυγκας, άναστενάζει καί γενικά περισσότερο συνεννο­είται μέ νοήματα, παρά μιλάει:

— Βρέ τούς παλαβούς! Τί νά τούς πεις!... Μά άφοϋ έσύ δέν πρόκειται νά τό ξανακάνεις. Τελευταία φορά ήταν αύτή, έτσι; Τί κάθεσαι καί σέ τρώει ή στενοχώρια; Λίγα συμβαίνουν στόν κόσμο; 'Ό ταν πρωτόρθα έγώ στό Σταθμό έφτά μέρες δέ βγήκα στή δουλιά!... Κι έσύ μονάχα δυό! Γιά νά δώ τά μούσκουλά σου;... Ό χ ό ! Ούτε συζήτηση, μέ τέτια μούσκουλά πρέπει νά δουλεύεις! "Ετσι δέν είναι;

Ό ΚριβοροΟτσκο κουνάει ξανά τό κεφάλι καί ρίχνεται στό φαΐ. Ό Λάποτ φεύγει γιά τήν τραπεζαρία, πετώντας στόν ΚριβοροΟτσκο ενα άναπάντεχο κομπλιμέντο:

—Έ γώ ά π ’ τήν πρώτη στιγμή κατάλαβα πώς είσαι δικό μας παιδί...

Φτάναν μιά - δυό τέτιες Ιεροτελεστίες γιά νά μήν τολμήσει πιά κανείς νά φύγει ά π ’ τή δουλιά τοϋ τμήματός του. Αύτός ό τρόπος πολύ γρήγορα σταμάτησε νά έφαρμόζεται στό Κουριάζ. Δυσκολευτήκαμε άρκετά μέ κάτι τεμπέληδες καί υποκριτές σάν τόν Χόβραχ. Τήν τρίτη κιόλας μέρα επαθε, λέει. ήλίαση, ξάπλωσε βαριαναστενάζοντας κάτω ά π ’ τά κλαδιά καί τό*στρώ­σε στόν ύπνο. Μέ κάτι τέτιους τά*βγάζε περίφημα πέρα ό Ταρανέτς. Ζητούσε άπ* τόν ’ Αντόν τ ’ άμάξι καί τό Λεβέντη, καί μέ μιά όλόκληρη όμάδα νοσοκόμων μέ σημαίες καί κόκκινους σταυρούς, τράβαγε στό χωράφι. Τό πιό άποτελεσματικό μέσο τού Ταρανέτς ήταν ό Κουζμά Λιόσι, μέ τό πραγματικό γύφτικο φυσερό του. Δέν προφταίνει ό Χόβραχ νά τό ρίξει στήν ξάπλα κι άπάνω του πέφτουν «οί πρώτες βοήθειες». ' Ο Λιόσι βάζει άμέσως άπέναντι ά π ’ τόν άρρωστο τό φυσερό του ένώ οί υπόλοιποι άρχίζουν νά δουλεύουν τό φυσερό μ* άληθινό πάθος. Φυσούν τό Χόβραχ άπ* δλες τίς μεριές κι ιδιαίτερα έκεΐ πού μπορούν νά 'χουν κρυφτεϊ οί άχτίδες τοϋ ήλιου πού άρρώστησαν τόν άνθρωπο κι ύστερα τόν τραβούν στ * άμάξι. Μά ό Χόβραχ έχει γίνει κιόλας καλά καί τ* άμάξι γυρίζει ήσυχα στό Σταθμό. Πολύ βαριά ήταν γιά τό Χόβραχ δλη αύτή ή Ιατρική περίθαλψη, μά άκόμα βαρύτερη ήταν ή έπιστροφή στό τμήμα του, δπου σωπαίνοντας, υποχρεωνόταν νά πάρει καινούργιες δόσεις φαρ­μάκων μέ τή μορφή τών πιό άπλών έρωτήσεων:

389

Page 390: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Λοιπόν, Χόβραχ, σέ βοήθησε, Ε; Καλό φάρμακο, Ετσι;Βέβαια, όλες αύτές ήταν παρτιζάνικες Ενέργειες, ξεπηδουσαν

δμως άπ ' τό γενικό τόνο, ά π ’ τήν κοινή προσπάθεια τής κολεχτίβας νά στρώσει τή δουλιά της. Κι αύτός ό τόνος, αύτή ή προσπάθεια ήταν καί τό πραγματικό άντικείμενο τής τεχνικής μου φροντίδας.

Τό βασικό τεχνολογικό στοιχείο, παρέμεινε, βέβαια, τό τμή­μα. Τί σημαίνει τμήμα δέν είχαν Ιδέα οί άνθρωποι του « Ό λ υ ­μπου», οϋτε κι άποχτήσανε ώς τό τέλος τής Ιστορίας μας αύτής. Στό μεταξύ προσπάθησα μέ δλες μου τίς δυνάμεις νά τούς έξηγήσω τή σημασία τοϋ τμήματος καί τήν ξεκάθαρη ώφελιμό- τητά της στό προτσές τής άγωγής. Μιά δμως πού μιλούσαμε σέ διαφορετικές γλώσσες ήταν άδύνατο νά τούς έξηγήσω καί νά μέ καταλάβουν. Θ ’ άναφέρω έδώ σχεδόν όλόκληρη τή συζήτηση πού έκανα μ ' Εναν καθηγητή τής παιδαγωγικής πού ήρθε στό Σταθμό μας, Ενα περιποιημένο άνθρωπάκι μέ γυαλιά, μέ σακάκι καί παντελόνια, άνθρωπάκι σκεφτούμενο κι άγαθό. Μ οϋ’γινε φόρτωμα νά μέ ρωτάει γιατί τά τραπέζια γιά τά τμήματα στήν τραπεζαρία τά κανονίζει ό ύπεύθυνος τής ύπηρεσίας κι δχι ό παιδαγωγός.

— Σας μιλάω σοβαρά, σύντροφε, σίγουρα θ ’ άστειεύεστε. Σάς παρακαλώ μαζί μου νά μιλάτε σοβαρά. ΙΙώς είναι δυνατόν ένα παιδάκι τής ύπηρεσίας, νά ρυθμίζει δλα τά ζητήματα τής τραπεζαρίας κι έσεΐς νά στέκεστε ήσυχος στήν άκρη; Εισαστε βέβαιος δτι θά τά φτιάξει δλα καλά, πώς δέ θά τά θαλασσώσει μέ κανέναν; Στό κάτω - κάτω... μπορεϊ άπλούστατα νά λαθέψει!

—Ό καταμερισμός τών τραπέζιών δέν είναι καί δύσκολη δουλιά, άπάντησα στόν καθηγητή. Μά έκτός ά π ’ αύτό έμεΐς έδώ Εχουμε Εναν παλιό καί πολύ καλό κανόνα.

— Πολύ Ενδιαφέρον. Κανόνα είπατε;— Ναί, κανόνα. Κι ό κανόνας είναι αύτός: δλα τά εύχάριστα

καί τά δυσάρεστα ή τά δύσκολα νά μοιράζονται άνάμεσα στά τμήματα μέ τή σειρά, άνάλογα μέ τόν αϋξοντα άριθμό τοϋ κάθε τμήματος.

— Πώς είπατε; Τίν* αύτό πάλι! Δέν καταλαβαίνω...— Είναι πολύ άπλό. Τώρα τό πρώτο τμήμα παίρνει τήν

καλύτερη θέση στήν τραπεζαρία, δστερα ά π 'τό πρώτο τμήμα, μέσα σ ’ Ενα μήνα θά’ρθει ή σειρά τοϋ δεύτερου κ.ο.κ.

— Καλά. Καί τά «δυσάρεστα», τί ’ναι πάλι αύτά;— Πολύ συχνά Εχουμε καί τά λεγόμενα δυσάρεστα. Νά, γιά

390

Page 391: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παράδειγμα άν τώρα δά είναι άνάγκη νά γίνει κάποια έκτακτη δουλιά, θά φωνάξουμε τό πρώτο τμήμα νά τήν κάνει καί τήν άλλη φορά τό δεύτερο τμήμα. "Οταν θά γίνει ό καταμερισμός γιά τήν καθαριότητα, στό πρώτο τμήμα θ ’ άνατεθεΐ πρώτα - πρώτα νά καθαρίσει τ ' άποχωρητήρια. Αύτό, βέβαια, Ισχύει γιά τίς συνηθισμένες δουλιές.

—Έ σ εΐς σκαρφιστήκατε αύτό τό φοβερό κανόνα;—Ό χ ι , γιατί έγώ; Τά παιδιά. Έ τσ ι τούς είναι πιό βολικά,

γιατί κάθε καταμερισμός είναι πολύ δύσκολος καί πάντα θά μένανε δυσαρεστημένοι. Έ νώ τώρα αύτό γίνεται μηχανικά. Κά­θε μήνα άλλάζει ή σειρά.

— Δηλαδή, τό είκοστό τμήμα σας θά καθαρίσει τ ' άποχωρη­τήρια ϋστερα άπό είκοσι μήνες.

—‘Ασφαλώς, δμως καί τήν πιό καλή θέση στήν τραπεζαρία θά τήν πάρει ύστερα άπό είκοσι μήνες.

— Είναι νά φρίξει κανείς! Μά ϋστερ’ άπό είκοσι μήνες, στό είκοστό τμήμα θά’ναι καινούργια παιδιά. Έ τσ ι δέν είναι;

—Ό χ ι , ή σύνθεση τών τμημάτων σχεδόν δέν άλλάζει. ’ Εμείς είμαστε όπαδοί τής μόνιμης κολεχτίβας. Βέβαια, μπορεϊ κανέ­νας νά φύγει ή ν ά ’ρθουν δυό - τρεις καινούργιοι. Μά κι άκόμα άν τό μεγαλύτερο μέρος τοϋ τμήματος άνανεωθεΐ δέν ύπάρχει σ ’αύτό τίποτα τό φοβερό καί φριχτό.Τό τμήμα είναι μιά κολεχτίβα πού έχει τίς παραδόσεις της, τήν Ιστορία της, τίς καλές ύπηρεσίες της, τήν άξία της καί τή δόξα της. Ε Ιν’ άλήθεια πώς έμεΐς τώρα τ ’ άνακατέψαμε άρκετά τά τμήματα, δμως οί βασικοί πυρήνες μείνανε.

— Δέν καταλαβαίνω. Ό λ ’ αύτά ε ίν ’ έπινοήσεις. Δέν είναι σοβαρά πράματα. Τί σημασία Ιχει τό τμήμα, ή δόξα του, δταν σ ’ αύτό είναι καινούργιοι άνθρωποι. Μέ τί μοιάζει τοδτο δώ πάλι;

— Μοιάζει μέ τή μεραρχία Τσαπάγεφ, είπα χαμογελώντας.—"Αχ, πάλι τό δικό σας... στρατιωτικοποίηση... Καλά, καί

ποϋ 'να ι δώ αύτό πού λέτε... τό τσαπαγεφικό;— Στή μεραρχία δέν υπάρχουν σήμερα οί άνθρωποι πού

ύπήρχαν πρίν. Οϋτε κι ό Τσαπάγεφ ύπάρχει. Καινούργιοι άνθρωποι. "Ομως πάνω στούς ώμους τους φέρνουν τή δόξα καί τήν τιμή τοϋ Τσαπάγεφ καί τών συνταγμάτων του, τό καταλαβαί­νετε αύτό ή δχι; Φέρνουν εύθύνη γιά τή δόξα καί τή φήμη τοϋ Τσαπάγεφ. Κι άν ντροπιαστούν, μετά πενήντα χρόνια τή ντροπή αύτή θά τή φέρνουν στούς ώμους τους οί καινούργιοι άνθρωποι.

— Δέν καταλαβαίνω. Μά τί σάς χρειάζονται δ λ ’ αύτά;

391

Page 392: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

"Ετσι χωρίσαμε μέ τόν καθηγητή, χωρίς νά καταλάβει τίποτα. Τί άλλο μπορούσα νά κάνω;

Στό Κουριάζ τίς πρώτες μέρες έγινε σοβαρή δουλιά στά τμήματα. Ή τα ν άπό παλιά καθιερωμένο νά μπαίνει ένας παιδα­γωγός σέ κάθε δυό - τρία τμήματα.

Σκοπός και δουλιά τών παιδαγωγών ήταν νά προκαλοΰν καί νά καλλιεργούν στά τμήματα τή σωστή άντίληψη γιά τήν τιμή τής κολεχτίβας καί νά τά παρακινούν στήν κατάχτηση μιας καλής κι άξιας θέσης στό Σταθμό. Ή καλλιέργεια τοϋ εύγενι- κοϋ κολεχτιβίστικου πνεύματος δέ γινόταν βέβαια μέσα σέ μιά μέρα, ώστόσο τό πνεύμα αύτό καλλιεργούνταν πιό γρήγορα, πολύ πιό γρήγορα ά π ’ δ,τι άν έμεΐς στηριζόμασταν στήν άτομική δουλιά μέ τό κάθε παιδί.

Δεύτερο βασικό στοιχείο τής δουλιάς μας ήταν τό σύστημα τής γραμμής προοπτικής. "Οπως είναι γνωστό, υπάρχουν δυό δρόμοι στόν τομέα τής όργάνωσης τής προοπτικής καί συνεπώς καί τής έργατικής προσπάθειας. Ό πρώτος είναι ό δρόμος τής άτομικής προσπάθειας πού, έδώ πού τά λέμε, έπηρεάζεται άπό τά υλικά συμφέροντα τοϋ άτόμου. Αύτός ό δρόμος άπαγορευόταν κατηγορηματικά ά π ’ τούς παλιότερους διανοητές - παιδαγω­γούς. 'Ό ταν ή υπόθεση έφτανε ως τή χορήγηση καί τού παραμικρού ποσού στά παιδιά γιά μισθό τους ή έπιβράβευση, στόν «’Όλυμπο» ξέσπαγε πραγματική θύελλα. Οί διανοητές αύτοί, ήταν ύπερβέβαιοι δτι τά λεφτά προέρχονται άπό τό διάολο. Τζάμπα δέν τό ’χανε άκούσει αύτό στόν «Φάουστ»:

«Οί άνθρωποι Οά πεθάνουν γιά τό μέταλλο...»

"Οταν άκούγαν γιά μισθό καί γιά λεφτά τούς έπιανε πανικός κι έτσι δέν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε τόπος γιά έπιχειρηματολο- γία ύπέρ τής άποψης αύτής. Έ δώ τό μόνο πού μπορούσε νά βοηθήσει ήταν ενας άγιασμός μέ τήν αγιαστούρα, μά έγώ δέν ήξερα άπό τέτια πράματα.

Ώ σ τόσο , ό μισθός καί τό μεροκάματο είναι πολύ μεγάλη καί σοβαρή υπόθεση. ' Ο τρόφιμος μέ τό μισθό πού παίρνει καλλιερ­γεί τήν ικανότητα νά συνδυάζει τά άτομικά μέ τά κοινωνικά συμφέροντα, πέφτει μέσα στήν απέραντη θάλασσα τού σοβιετι­κού οίκονομικού σχεδιασμού, τής οίκονομικής ίδιοσυντήρησης καί τής ά ποδοτικό τη τας, μαθαίνει δλο τό σύστημα τής σοβιετι­κής έργοστασιακής οικονομίας κι άπό άποψη άρχών άκολουθεϊ

392

Page 393: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τίς κοινές θέσεις, τήν κοινή πορεία πού άκολουθεϊ κι ό κάθε άλλος έργάτης. Τέλος, μαθαίνει νά έχτιμάει τό μισθό καί δέ βγαίνει ά π ’ τό παιδικό'ίδρυμα σάν ένας άπροστάτευτος άνθρω­πος πού δέν τά καταφέρνει στήν πραχτική ζωή, κι άς είναι γεμάτο τό κεφάλι του μέ Ιδανικά.

Τί νά γίνει δμως; Σέ δ λ ’ αύτά είχε μπει ένα αυστηρό «άπαγορεύεται».

Ή μόνη δυνατότητα πού μοϋ έμενε ήταν νά χρησιμοποιήσω μονάχα τό δεύτερο δρόμο: τή μέθοδο τής άνύψωσης τοΰ συλλογικού τόνου, όργανώνοντας ταυτόχρονα καί τό πολυσύν­θετο σύστημα τής συλλογικής προοπτικής. ' Η μέθοδος αύτή δέ μύριζε τόσο πονηρό καί διαβολικό πνεΰμα κι οί κάτοικοι τοϋ Ό λυμπου τήν άνέχονταν κάπως, άν καί πολλοί μουρμούριζαν μέ δυσπιστία.

Ό άνθρωπος δέ μπορεϊ νά ζήσει, άν δέν έχει μπροστά του κάτι φωτεινό καί χαρούμενο. ’Αληθινό κίνητρο τής άνθρώπινης ζωής είναι ή προοπτική τής χαράς. Στήν παιδαγωγική τεχνική, ή αύριανή αύτή χαρά άποτελεΐ τό πιό σπουδαίο άντικείμενο τής δουλιάς της. Στήν άρχή πρέπει νά όργανώσεις αύτή τήν ίδια τή χαρά, νά τήν προσφέρεις στή ζωή καί νά τήν κάνεις ζωντανή πραγματικότητα. Δεύτερο, πρέπει μ ’ έπιμονή νά μετατρέπεις τίς πιό άπλές μορφές τής χαράς σέ πιό σύνθετες, σέ πιό σημαντικές κι άνάγΐ2ϊΐες γιά τόν άνθρωπο. Έ δώ χαράζεται μιά πολύ ένδιαφέρουσα γραμμή: ά π ’ τήν πρωτόγονη ικανοποίηση μέ τό φάγωμα ένός κουλουριού μέχρι τήν πιό βαθιά συναίσθηση τοϋ καθήκοντος.

Τό πιό σοβαρό πού συνηθίσαμε νά έκτιμάμε στόν άνθρωπο είναι ή δύναμη κι ή όμορφιά. Καί τόνα καί τ ’ άλλο καθορίζεται στόν άνθρωπο άποκλειστικά καί μόνο άπό τή στάση του άπέναντι στήν προοπτική τής ζωής. ' Ο άνθρωπος πού καθορίζει τήν ταχτική καί τή διαγωγή του, μέ βάση τήν πιό κοντινή προοπτική, τό σημερινό μεσημεριανό άς ποϋμε φαγητό, τό μεσημεριανό άκριβώς, είναι ά π ’ τούς πιό άδύναμους άνθρώπους. Ά ν Ικανοποιείται μονάχα μέ τήν προοπτική τή δική του, τήν άτομική, έστω καί μακρινή, μπορεϊ νά φαίνεται δυνατός, δμως δέ νιώθουμε τήν όμορφιά του τήν άτομική, τήν πραγματική του άξία. "Οσο πιό πλατιά είναι ή κολεχτίβα, πού οί προοπτικές της είναι γιά τά μέλη της καί άτομικές προοπτικές, τόσο κι ό άνθρωπος είναι όμορφότερος καί καλύτερος.

Διαπαιδαγώγηση τοΰ άνθρώπου, σημαίνει νά τοΰ καλλιεργή­

393

Page 394: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σεις τούς δρόμους τής προοπτικής, τούς δρόμους δπου θά ’βρει τήν αυριανή {κανοποίηση καί χαρά. Μπορεϊ νά γράψει κανείς όλόκληρη μεθοδολογία γιά τή σοβαρή αύτή δουλιά. * Η ούσία της βρίσκεται στό νά όργανώσεις καινούργιες προοπτικές, νά χρησιμοποιήσεις τίς παλιές καί βαθμιαία νά βάζεις πιό σύνθετες καί πιό πολύτιμες. Μπορεΐς ν ’ άρχίσεις κι άπόνα καλό μεσημε­ριανό φαγητό κι άπό μιά έκδρομή στό τσίρκο κι άπό τό καθά­ρισμα τής δεξαμενής, δμως πάντα πρέπει νά προκαλεΐς, νά όργανώνεις καί νά πλαταίνεις τίς προοπτικές τής ζωής όλόκλη- ρης τής κολεχτίβας, ύψώνοντάς τις ίδς τίς προοπτικές δλης τής Σοβιετικής Πατρίδας.

Ή πιό άμεση συλλογική προοπτική μετά τήν κατάχτηση τοΰ Κουριάζ, ήταν ό γιορτασμός τοΰ θερισμοΰ.

Πρέπει ώστόσο νά πώ γιά μιά έξαιρετική βραδιά, πού στάθηκε άληθινή στροφή στήν έργατική προσπάθεια τών Κου- ριαζινών. Έ δώ πού τά λέμε, κι έγώ ό Ίδιος δέ λογάριαζα νά ’χουμε Ενα τέτιο άποτέλεσμα, κι Εκανα δ,τι ήταν άπαραίτητο νά κάνω, χωρίς άλλους πραχτικούς σκοπούς.

ΟΙ καινούργιοι τρόφιμοι δέν ξέρανε ποιός ήταν ό Γκόρκι. Λίγες μέρες μετά τόν έρχομό μας όργανώσαμε μιά βραδιά άφιερωμένη στόν Γκόρκι. Τήν κάναμε πολύ σεμνά. Δέ θέλησα συνειδητά νά τής δόσω τό χαρακτήρα κοντσέρτου ή φ ιλολογι­κής βραδιάς. Οΰτε καί προσκαλέσαμε κανέναν. Στήν καθαρή σκηνή κρεμάσαμε τό πορτραίτο τοΰ Ά λ εξέ ι Μαξίμοβιτς.

Μ ίλησα στά παιδιά γιά τή ζωή καί τό Εργο τοΰ Γκόρκι. Τούς είπα πολλές λεπτομέρειες. Μ ερικοί παλιοί τρόφιμοι διάβασαν άποσπάσματα ά π ’ τά «Παιδικά χρόνια».

ΟΙ καινούργιοι τρόφιμοι πρακολουθοΰσαν τά λόγια μου άμίλητοι. Τά μάτια τους είχαν άνοίξει ά π ’ τήν Εκπληξη: δέ χωρούσε στό μυαλό τους πώς μποροΰσε νά ύπάρχει στόν κόσμο μιά τέτια ζωή. Δέ μοΟ βάλανε έρωτήματα καί δέν είχαν συγκινη- θεΐ τόσο πολύ ίδς τή στιγμή πού ό Λάποτ Εφερε τό φάκελο μέ τά γράμματα τοΰ Γκόρκι.

— Αύτός τά ’γράψε; * Ο Ιδιος; “Εγραφε ό Ιδιος στούς τροφί­μους τοΰ Σταθμοϋ; Γιά δείξτε μας...

'Ο Λάποτ άνοιξε προσεχτικά τό φάκελο μέ τ ’ άνοιχτά γράμματα τοΰ Γκόρκι καί πέρασε μπροστά ά π ’ τά παιδιά. Μερικοί κρατούσαν τό χέρι τοϋ Λάποτ καί προσπαθοΰσαν νά μποΰν καλύτερα στό βαθύτερο νόημα αύτών πού περνοΰσαν άπό μπροστά τους.

394

Page 395: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Βλέπεις; Νά, δές: « ’Αγαπητοί μου σύντροφοι»»... "Ετσι γράφει!...

"Ολα τά γράμματα διαβάστηκαν στή συγκέντρωση. Μετά τούς ρώτησα:

— Μήπως θέλει κανένας νά πεΐ τίποτα;Πέρασαν δυό λεφτά καί κανείς δέ μίλαγε. Μετά δμως

σηκώθηκε ό Κοροτκόφ, βγήκε στή σκηνή καί μέ κατακόκκινο πρόσωπο είπε:

— Νά τί θέλω νά πώ στούς καινούργιους τρόφιμους τού Σταθμοϋ Γκόρκι, δπως είμαι κι έγώ. Μονάχα πού δέν ξέρω νά μιλάω... Ά λ λ ά δέν πειράζει. Παιδιά. "Ημασταν στραβοί, λόγο τιμής! Κρίμα, τόσα χρόνια πήγαν χαμένα! Νά, σήμερα μάς μίλησαν μονάχα γιά τόν Γκόρκι... Λόγο τιμής, μέσα μου δλα άναποδογυρίστηκαν... δέν ξέρω σέ σάς...

' Ο Κοροτκόφ πλησίασε τήν άκρη τής σκηνής καί μισόκλεισε τά σοβαρά δμορφά του μάτια:

— Χρειάζεται δουλιά, παιδιά... καί δουλιά άλλιώτικη... Κα­ταλαβαίνετε;

— Καταλαβαίνουμε! φώναξαν δυνατά τά παιδιά καί ξέσπα­σαν σέ χειροκροτήματα.

Τήν άλλη μέρα δλοι τους ήταν άγνώριστοι. Κοντανασαίνον- τας, βογγώντας, κουνώντας τά κεφάλια τους ύπερνικοδσαν, ε ίν ’ άλήθεια μέ μεγάλο κόπο, τήν προαιώνια άνθρώπινη τεμπελιά. Βλέπανε μπροστά τους τήν πιό χαρούμενη προοπτική: τήν άξία τής άνθρώπινης προσωπικότητας.

11. Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ

Οί τελευταίες μέρες τοϋ Μάη μάς Εφεραν καινούργια δώρα: καινούργιες πλατειοΰλες στήν αύλή, καινούργια παράθυρα καί πόρτες, καινούργιες μυρωδιές τής αύλής καί καινούργιες διαθέ­σεις. ΟΙ τελευταίοι παροξυσμοί τής τεμπελιάς ψυχορραγούσαν πιά. Ό λ ο καί δυνατότερα άρχιζε νά λάμπει μπροστά μας ή γιορτή τής νίκης μας. Ά π* τά Εγκατα τοϋ λόφου του μοναστη­ριού, άπ*τ* άναρίθμητα κελιά του βγαίναν στήν έπιφάνεια οί τελευταίες άναθυμιάσεις πού τίς άρπαζε άμέσως τό καλοκαιριά­τικο άπαλό άεράκι καί τίς Εδιωχνε μακριά, στά σκουπίδια τής Ιστορίας.

Τώρα πιά δέν ήταν δύσκολη ή δουλιά: οί γεροί λοστοί τών

395

Page 396: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μικτών τμημάτων μέσα σέ δυό βδομάδες γκρέμισαν κι έστειλαν στό διάβολο τά σκεβρωμένα τείχια του μοναστηριού. Τό Γερά­κι, ή Μαίρη καί τ ’ άλλα άλογα τοϋ Κουριάζ πού’χαν ξαναζων­τανέψει καί πού τό συμβούλιο τών διοικητών τούς είχε δόσει καινούργια, πιό άξιοπρεπή όνόματα — Βασιλιόκ, Μονάχ, Ό ρ λ ικ — κουβαλούσαν τά λείψανα τοϋ τοίχου στόν πρεπούμε­νο τόπο: τά καλά τοϋβλα γιά τό χτίσιμο τοϋ χοιροστάσιου, τά σπασμένα γιά τά δρομάκια, τ ’ αυλάκια καί τίς λακκούβες. “Αλλα τμήματα μέ φτυάρια, χειράμαξα, καζάκες, πλάταιναν, καθάριζαν, Ισοπέδωναν τ ’ άκρινά τοϋ λόφου μας, έσκαβαν άνοίγματα πρός τήν πεδιάδα, έφτιαχναν σκαλοπάτια. ' Η μπρι- γάδα τοϋ Μποροβόι σκάρωσε κιόλας καμιά δεκαριά παγκάκια γιά νά τά βάλει στά λιακωτά καί στά δρομάκια. ' Η αύλή μας άνοιξε κι έγινε φωτεινή, ό ουρανός μας μεγάλωσε καί τό δμορφο πράσινο μαζί μέ τό μακρινό γαλανό όρίζοντα δημιουργούσαν γύρω μας ένα θαυμάσιο πλαίσιο.

Καί στήν αύλή καί γύρω ά π ’ τό λόφο έβλεπες τά λείψανα τών έκατομμυρίων πού’χανε ξοδευτεί άπό τήν κοινωνική άγωγή τοϋ παιδιού κι ό κηπουρός μας ό Μίζιακ, άνθρωπος λιγομίλητος καί πάντα κατσούφης, δπως είναι συχνά οί άσχημοι άντρες τών όμορφων γυναικών, μαζί μέ τά παιδιά έσκαβε τίς άκρες τής αυλής καί τών δρόμων, στοίβαζε κανονικά τά τοϋβλα πού κουβαλούσαν άπ* τό χάλασμα τών κράσπεδων τοϋ μοναστηριού.

Στό βόρειο μέρος τής αύλής φτιάχναν τά θεμέλια γιά τό χοιροστάσιο. Θά γινόταν χτίριο μέ τά δλα του καί μέ δλες τίς έγκαταστάσεις. Ό Σέρε δέν τρέχει πιά πέρα - δώθε σάν παλαβός, τώρα ένιωσε κι αύτός τήν προσδοκία τοϋ ’Αρχιμήδη: κάθε μέρα βγαίνουν στή δουλιά τριάντα μικτά τμήματα καί στά χέρια μας υπάρχει μιά τεράστια δύναμη. Καί τότε είδα τί φοβερές έφεδρεΐες έργατικής δίψας έκρυβε μέσα του ό Σέρε. ’Αδυνάτισε άκόμα πιό πολύ άπ* τή δίψα του αύτή: δουλιά πολλή, έργατική δύναμη μπόλικη, δμως ό ίδιος έχει περιορι­σμένες δυνατότητες κι Ικανότητες όργανωτή. *0 Έ ντουάρντ Νικολάγεβιτς λιγόστεψε τίς ώρες τού Οπνου του, μάκρυνε κάπως τά πόδια του, έσβυσε ά π ’ τήν ήμερήσια διαταγή δλα τά περιττά δπως τό πρωινό, τό μεσημεριάτικο καί τό βραδινό φαγητό, κι ώστόσο δέν πρόφταινε καί πάλι νά τά φτιάξει δλα.

Στά έκατό έχτάρια πού είχαμε, ό Σέρε ήθελε μέσα σ ’ένάμιση μήνα νά γίνει δουλιά πού παλιά θά χρειαζόταν έξι τουλάχιστον χρόνια. “Εριχνε μεγάλα μικτά τμήματα νά ξεχορταριάσουν τά

396

Page 397: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χωράφια, γιά νά βγάλουν καί τά παραμικρά χορταράκια, χωρίς λύπηση καί δισταγμό ξαναόργωνε τά κομμάτια πού δέν πετύχαι­νε ή καλλιέργεια κι Εβαζε σ ’ αύτά κάτι δψιμα φυτά. Στά χωράφια χαραχτήκαν όλόισια χαντάκια, καθαρισμένα άπό τά άγριόχορτα και μέ δμορφες ταμπελίτσες δπως «βασίλισσα τής ’Ανδαλουσίας» καί «πριγκίπίσσες» δλων τών είδών. Στό κέν­τρο, μπροστά στό χωραφόδρομο ό Σέρε άπλωσε Ενα μποστάνι, παίρνοντας ύπόψη τίς παιδαγωγικές μου προοπτικές. Στό συμ­βούλιο τών διοικητών ή πρωτοβουλία αύτή θεωρήθηκε άρκετά χρήσιμη κι ό Λάποτ άμέσως καταπιάστηκε νά βρει τούς πιό άδύναμους κι άνάπηρους γιά νά συγκροτήσει μ ’ αύτούς Ενα είδικό τμήμα γιά τό μποστάνι.

'Ό σ η δουλιά καί νά ’χε ό Σέρε, τά παιδιά βρήκαν καιρό καί δυνάμεις γιά νά καθαρίσουν τή δεξαμενή. Διοικητής τοΟ μικτού τμήματος γ ι ’ αύτή τή δουλιά όρίστηκε ό Καραμπάνοφ. Σαράντα γυμνά παιδιά, φορώντας τά πιό άχρηστα βρακιά πού βρεθήκαν στόν Ντενίς Κουντλάτι, άρχισαν ν ’ άδειάζουν τό νερό. Στόν πάτο τής δεξαμενής βρέθηκαν πολλά Ενδιαφέροντα πράματα: τουφέκια, κοντόκανα, πιστόλια. *0 Καραμπάνοφ Ελεγε:

—“Αν ψάξει κανένας καλά, μέχρι καί παντελόνια θά βρει. Έ γώ πιστεύω πώς έδώ θά’χουν πετάξει καί παντελόνια, γιατί χωρίς παντελόνια τό κόβεις λάσπη καλύτερα...

Νά βγάζεις τά δπλα ά π ’ τή λάσπη δέν ήταν καί τόσο δύσκολο, μά νά βγάζεις τήν ιδια τή λάσπη ήταν δουλιά πολύ βαριά. * Η δεξαμενή ήταν άρκετά μεγάλη, κι άν Εβγαζες τή λάσπη μέ κουβάδες καί καζάκες δέ θά τέλειωνες ποτέ. Μονάχα δταν τά παιδιά σκάρωσαν κάτι μεγάλα σανιδόφτιαρα πού τά Εσερναν τέσσερα άλογα, ή λάσπη άρχισε νά λιγοστεύει.

Τό «είδικό δεύτερο μικτό τμήμα» τού Καραμπάνοφ, χαιρό­σουνα νά τό βλέπεις. Λασπωμένα ά π ’ τά νύχια ώς τήν κορφή τά παιδιά μοιάζαν μέ μαύρους, δύσκολα τούς γνώριζες, κι δλοι τους θαρρείς κι ήρθαν άπό κάποια παράξενη καί μακρινή χώρα. Τήν τρίτη κιόλας μέρα μάς δόθηκε ή δυνατότητα νά καμαρώσουμε Ενα θαύμα πρωτόφαντο κι άπίθανο: τά παιδιά βγήκαν στή δουλιά φορώντας κομψές φούστες άπό φύλλα άκακίας καί βαλανιδιάς. Ό λαιμός, τά χέρια καί τά πόδια ήταν στολισμένα έπίσης μέ σύρματα, σιδερικά καί κομμάτια τενεκέ. Πολλοί σκαρφίστηκαν νά περάσουν στίς μύτες τους βεργίτσες καί σ τ ’ αύτιά σκουλαρί­κια άπό καρφιά, ροδέλες καί παξιμάδια.

Οί μελανόδερμοι, βέβαια, δέν ήξεραν ούτε ρούσικα, ούτε

397

Page 398: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ουκρανικά καί μιλούσαν μιά ξένη διάλεχτο, έντελώς άγνωστη στά παιδιά, πού δέν ήταν τ ίποτ’ άλλο άπό κάτι άναρθρες κραυγές κι άγριοφωνάρες πού σού τρυποΰσαν τ ’ αύτιά. Γιά μεγάλη μας έκπληξη τά παιδιά τού δεύτερου είδικού τμήματος δχι μονάχα συνεννοούνταν μιά χαρά μεταξύ τους, μά σκαρφίζον­ταν δλο καί καινούργιες άκατανόητες λέξεις καί φράσεις καί στόν τεράστιο βυθό τής δεξαμενής γινόταν πανζουρλισμός. ΟΙ μελανόδερμοι βουτηγμένοι στή λάσπη ζεύουν τή Στρεκοζά καί τό Γεράκι στό σανιδόφτιαρο στό πιό βαθύ μέρος τής δεξαμενής κι άρχίζουν νά όρύονται.

Ό Καραμπάνοφ, γυαλίζοντας μές στή μαύρη λάσπη, δπως κι δλοι οί άλλοι, είχε φτιάξει μέ τό μαλλί του 'ένα καταπληχτικό τσουλούφι πού τού’πεφτε στό κούτελο κι άγριεύοντας τ ’ άσπρα μάτια του φώναζε τρίζοντας τά φοβερά του δόντια:

— Καρρράμπα!Δεκάδές ζευγάρια μάτια τό Ιδιο άγρια καί τό ίδ ιο άσπρα,

γυρνάνε σ ’ ένα σημείο πού δείχνει τό ξωτικό χέρι τοΰ Καραμπά­νοφ φορτωμένο σιδερένια βραχιόλια, κουνάνε τό κεφάλι τους καί περιμένουν. Ό Καραμπάνοφ ξεφωνίζει:

— Πχανανιάι, πχανανιάι!Οί άγριοι σάν άστραπή ρίχνονται στό σανιδόφτιαρο κι δλοι

μαζί, σάν άγριο κοπάδι βοηθούν ουρλιάζοντας τή Στρεκοζά νά τραβήξει στήν δχθη όλόκληρο τόννο πηχτής καί βαριάς λά­σπης.

Αύτός ό έθνογραφικός σαματάς δυναμώνει περισσότερο πρός τό βράδυ, πού στήν πλαγιά τοΰ λόφου μας κάθεται όλόκληρος ό Σταθμός καί τά ξυπόλητα πιτσιρίκια περιμένουν άνυπόμονα τή γλυκιά έκείνη στιγμή πού ό Καραμπάνοφ θά ξεφωνίσει: «Σφάχτε τούς όχτρούς!...» κι οί μαύροι μ* άγριεμένες φάτσες θά ριχτούν νά πιούνε τό α\μα τών λευκών. Οί λευκοί πανικόβλητοι τρέχουν νά σωθούν στήν αύλή τού Σταθμού κι άπό τίς πόρτες καί τίς χαραμάδες φαίνονται τά φοβισμένα πρόσωπά τους. Οί μαύροι δμως δέν κυνηγούν παραπέρα τούς λευκούς καί γενικά ή υπόθεση δέ φτάνει ώς τόν κανιβαλισμό, γιατί, άν κι είναι άγριοι καί δέν ξέρουν τά ρούσικα, καταλαβαίνουν περίφη­μα πώς άν κουβαλήσουν λάσπες καί βρώμες στά σπίτια πού μένουμε, θά τήν πληρώσουν μέ κράτηση καί περιορισμό.

Μονάχα μιά φορά Ενα συμπτωματικό γεγονός έδοσε τή δυνατότητα στούς άγριους νά κάνουν τόν νταή στό λευκό πληθυσμό στά περίχωρα του Χάρκοβου.

398

Page 399: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

'Έ να βράδυ ξερό καί ζεστό, ά π ’ τά δυτικά μάς ήρθε ξαφνικά Ινα μαύρο καί βαρύ σύννεφο. ' Η σταχτιά κορφή του πού στριφογύριζε δαιμονισμένα σκέπασε τόν ουρανό καί ρίχτηκε πάνω στό λόφο μας. Τό είδικό δεύτερο τμήμα ύποδέχτηκε τό σύννεφο μ ’ ένθουσιασμό κι ό βυθός τής δεξαμενής άντήχησε άπό φωνές θριάμβου. Τό σύννεφο άρχισε νά βομβαρδίζει τό Κουριάζ μ ’ δλα του τά βαριά πυροβόλα καί ξάφνου, μήν μπορώντας φαίνεται νά κρατηθεί στούς ουρανούς, Επεσε πάνω μας, άνακατεύοντας στή δίνη του ραγδαία βροχή, άστρα πές, βροντές καί μανιασμένη όργή. Τό είδικό δεύτερο τμήμα άπάντη- σε σ ’ αύτό μέ ξεκουφαντικά ούρλιάσματα κι άρχισε έναν Εξαλλο χορό μές στόν πάτο τής δεξαμενής.

Σ ’ αύτήν δμως τήν εύχάριστη στιγμή ά π ’ τήν άκρη τοϋ λόφου καί μέσ’ άπό τό θόρυβο τής βροχής καί τής άνεμοθύελ­λας άκούστηκε ό αύστηρός κι άνήσυχος Σίνενκι νά παίζει τίς στροφές τού συνθήματος συναγερμού. Οί άγριοι σταμάτησαν τό χορό καί θυμήθηκαν τά ρούσικα:

— Τί σ ’ Επιασε καί σαλπίζεις; Έ ; Τί; Σ ’ έμάς;... Πού;Ό Σίνενκι Εδειξε μέ τή σάλπιγγά του τό Ποντβόρκι δπου

έτρεχαν κιόλας τά παιδιά βγαίνοντας σά σίφουνας ά π ’ τήν αύλή τού Σταθμού, παρακάμπτοντας τή δεξαμενή. Λίγο πιό κάτω ένα χωριατόσπιτο είχε γίνει λαμπάδα ζωσμένο στίς φλόγες ένώ γύρω του έβλεπες μερικούς, πού θαρρείς κάνανε λιτανεία. Κι οί σαράντα μαύροι μ ’ έπικεφαλής τόν άρχηγό τους ρίχτηκαν στό σπίτι. Καμιά δεκαπενταριά φοβισμένοι γέροι καί γριές έκείνη τή στιγμή είχαν φράξει μέ είκόνες άγίων τό δρόμο στά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ πού’χαν τρέξει νωρίτερα κι ένας ά π ’ τούς γενειοφό- ρους άρχισε νά φωνάζει:

— Τί δουλιά έχετε σείς έδώ; ‘Ο μεγαλοδύναμος τήν άναψε τή φωτιά κι ό μεγαλοδύναμος θά τή σβύσει...

Βλέποντας δμως τή φωτιά πού φούντωνε, κι αύτός κι οί άλλοι δούλοι τού θεού πείστηκαν πώς ό κύριος ήμών δέ δείχνει καμιά πυροσβεστική φροντίδα. Μέ τήν άνοχή τοϋ θεού άναλάβανε τό Ιργο τής πάλης μέ τή φωτιά οί δυνάμεις τοΰ Σταθμοϋ: κουνώντας τά μελανά μπατζάκια καί κουδουνίζοντας τά σιδερένια βραχιό­λια, τό κοπάδι τών μαύρων μέ άγριες κραυγές πλησιάζει τό σπίτι. Οί μαυρολασπωμένες τους φάτσες, παραμορφωμένες άπό τ* άγριοτσούλουφα καί τά ξύλα στίς μύτες δέν άφηναν καμιά άμφιβολία: δέν είχαν σίγουρα κανένα άλλο σκοπό, παρά ν ’ άρπάξουν δλα τά γερόντια μέ τίς είκόνες τους καί νά τά ρίξουν

399

Page 400: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στή φωτιά. ΟΙ γέροι κι οί γριές άρχισαν νά τσιρίζουν, νά χτυπούν τά πόδια τους, σφίγγοντας τίς εΙκόνες στίς άμασχάλες τους. Τά παιδιά ρίχτηκαν στό σταύλο καί στό βουστάσι, ήταν δμως άργά, τά ζώα είχαν ψοφήσει. * Ο Σεμιόν, δλο νεύρα άρπαξε τό πρώτο κούτσουρο πού βρήκε μπροστά του, Εσπασε τό τζάμι καί μπήκε στό σπίτι. Σ ’ Ενα λεφτό φάνηκε στό παράθυρο Ενα άσπρο κεφάλι μέ μακριά γενειάδα κι ό Σεμιόν φώναξε άπό μέσα:

—Ά ν τε , πάρτε τόν παπού...Τά παιδιά Ετρεξαν καί πήραν τό γέρο, ένώ ό Σεμιόν πήδησε

άπόνα άλλο παράθυρο καί κυλίστηκε στό ύγρό χορτάρι τής αυλής γιά νά γλιτώσει τά Εγκαύματα. "Ενας ά π ' τούς μαύρους ετρεξε στό Σταθμό γιά νά φέρει τό άμάξι.

Τό σύννεφο τράβηξε πρός τήν Α να τολή , σέρνοντας πίσω του μιά μεγάλη μαύρη οΰρά. ’Α π’ τό Σταθμό Εφτασε σάν άστραπή ό Ά ν τό ν Μπράτσενκο καβάλα πάνω στό Λεβέντη:

— Τώρα φτάνει τό άμάξι... Μά ποΟ’ναι οί χωριάτες; Γιατί μείνανε μονάχα τους τά παιδιά;

Βάλαμε τόν παπού σ τ ' άμάξι καί τραβήξαμε κι έμεΐς πίσω του γιά τό Σταθμό. Πίσω ά π ’ τίς πόρτες καί τούς φράχτες μας κοίταζαν οί χωριάτες μέ τ ’ άπλανή τους μάτια πού σ ’ αύτά διάβαζες μόνο κατάρες.

* Η στάση τοΰ χωριοΰ άπέναντί μας ήταν ψυχρή, δν κι Εφτανε σ τ ’ αυτιά μας, πώς άρεσε στούς χωριάτες ή πειθαρχία πού δρχισε νά Επικρατεί στό Σταθμό.

Τά Σαββατοκύριακα, ή αύλή μας γέμιζε άπό πιστούς. Στήν έκκλησιά συνήθως πήγαιναν οί γέροι κι οί γριές, ή νεολαία προτιμούσε νά σουλατσάρει γύρω άπ* τό ναό. Τά τμήματα φρουράς Εβαλαν τέρμα καί σ ’ αύτή τή μορφή Επικοινωνίας: μαζί μας ή μέ τό θεό; "Οσο κρατοΰσε ή λειτουργία Εβγαινε περίπολο μέ γαλάζια περιβραχιόνια καί πρότεινε στούς πιστούς νά διαλέξουν:

—’Εδώ δέν είναι βουλεβάρτο. ”Η πηγαίνετε στήν έκκλησιά ή άδειάστε μας τή γωνιά. Δέν Εχετε έδώ καμιά δουλιά νά σουλατσάρετε μαζί μέ τίς προλήψεις σας.

Οί περισσότεροι ά π ’ τούς πιστούς προτιμοΰσαν νά φύγουν. Μέχρι τότε δέν είχαμε άρχίσει έπίθεση ένάντια στή θρησκεία. Α ντίθετα , παρατηρούσε κανείς μιά κάποια έπαφή άνάμεσα στήν ίδεαλιστική καί στήν υλιστική κοσμοθεωρία.

Τό ένοριακό συμβούλιο τής έκκλησίας πότε - πότε έρχόταν σέ μένα γιά νά λύσω μερικά ζητηματάκια τών σχέσεών μας.

4(Μ)

Page 401: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Κάποτε δέ βάσταξα κι έκδήλωσα τά αίσθήματά μου στό συμβού­λιο:

— Ξέρετε κάτι; Μήπως θά ’ναι καλύτερα νά πάτε σέ κείνη τήν έκκλησιά πού’ναι πάνω ά π ’τή θαυματουργή πηγή, 6; ’Εκεί τώρα τό μέρος είναι καθαρισμένο, μιά χαρά θά ’ναι γιά σάς...

— Πολίτη προϊστάμενε! είπε ό πρόεδρος του συμβουλίου, πώς μποροΟμε νά πάμε έκεΐ, άφοΰ αύτή δέν είναι έκκλησιά, μά έρημοκλήσι; Ούτε άγια τράπεζα Εχει οΰτε τίποτα... Μά τί, σάς έμποδίζουμε τάχα έμεΐς;

— Μοΰ χρειάζεται πολύ ή αύλή. Δέν Εχουμε ποΰ νά γυρίσου­με. Καί γιά κοιτάξτε: έμεΐς έδώ δλα τά ’χουμε μπογιατισμένα, άσπρισμένα, καθαρά, μέ τάξη, ένώ τοΰτος ό ναός σας στέκει βρώμικος, ξεμαδημένος... Πηγαίνετε στήν έκκλησιά πού σάς είπα, κι δσο γιά τό ναό τοΰτο, στό άψε σβύσε τόν γκρεμίζω καί σέ δυό βδομάδες γίνεται Ενας θαυμάσιος άνθόκηπος.

Οί γενειοφόροι χαμογελούν. Τί, μήπως τούς άρέσει τό σχέδιό μου;

— Εΰκολο είναι τό γκρέμισμα, λέει ό πρόεδρος τοΰ συμβου­λίου. Μά τό χτίσιμο δμως; Χέ, χέ! Πρίν τριακόσια χρόνια τό χτίσαν, πολλά καπίκια χρειαστήκανε κι έσεΐς τώρα λέτε: θά τό γκρεμίσω. "Ισως νά νομίζετε πώς πάει πιά, πεθαίνει ή θρησκεία κι ή πίστη. Νά δμως πού ή πίστη δέν πεθαίνει, ό λαός πιστεύει.

Ό πρόεδρος κάθησε γιά καλά στόν άποστολικό θρόνο καί μάλιστα άρχισε νά κουδουνίζει ή φωνή του δπως στά πρώτα χρόνια τοΰ χριστιανισμοΟ, μά Ενας άλλος γεροντάκος τόν σταμάτησε:

— Γιατί μιλάτε Ετσι, Ίβ ά ν Ά κίμοβ ιτς; Ό διευθυντής τοΰ Στάθμου ένδιαφέρεται γιά τή δουλιά του, είναι σοβιετική έξουσία κι δπως φαίνεται Ισως νά μήν τοΰ χρειάζεται ό ναός. Βέβαια, κάτω χαμηλά, δπως είπατε, ύπάρχει μονάχα Ενα έρημο­κλήσι. Ναί, έρημοκλήσι. Καί δέ μποροΰμε νά τό φτιάξουμε, νά τό μεγαλώσουμε, δέ μποροΰμε νά βεβηλώσουμε τό Ιερό αύτό μέρος, πρέπει νά σάς τό ποΰμε καθαρά.

— Ραντίστε το μέ τ* άγιο μύρο, τούς συμβουλεύει ό Λάποτ.Ό γέρος τά σάστισε λίγο κι Εξυσε τά γένεια του:— Τό άγιο μύρο, παιδί μου, δέν τό χρησιμοποιοΰν δπου

λάχει.— Καί γιατί νά μήν τό χρησιμοποιούν;— Δέν κάνει, παιδί μου. Νά, άν άς ποΰμε ραντίσουν έσένα

μ ’ αύτό, σέ τίποτα δέ θά βοηθήσει, Ετσι;

401

Page 402: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—"Ισως νά μή βοηθήσει, άμφίβάλλει ό Λάποτ.— Βλέπεις λοιπόν; Δέ θά βοηθήσει. Έ δώ κάθε περίπτωση

θέλει μελέτη.— Κι oi παπάδες τά μελετούν δλα;— Οί παπάδες μας; Αύτοί καταλαβαίνουν, βέβαια. Καταλα­

βαίνουν, παιδί μου.—Ά μ βέβαια, αύτοί καταλαβαίνουν τί τούς χρειάζεται, είπε

ό Λάποτ, έσεΐς δμως δέν καταλαβαίνετε. Χτές ξέσπασε πυρκα­γιά... Ά ν δέν ήταν τά παιδιά θά’χε καεϊ ό παπούς. Θά καιγόταν σά λαμπάδα.

— Αύτό θά πεΐ πώς Ετσι ήταν τό θέλημα τού θεού. Ίσ ω ς ό Ίδιος ό παντοδύναμος χάραξε γιά τό γέροντα αύτόν τό θάνατο άπό τή φωτιά...

— Τά παιδιά δμως μπήκαν στή μέση καί τοΰ χάλασαν τά σχέδια...

Ό γέρος Εβαλε τίς φωνές:— Είσαι μικρός άκόμα γιά νά βάζεις στό στόμα σου τέτια

λόγια.— Τί μδς λές!— Σας τό ’χω πει, κάτω ά π ’ τό λόφο δέν υπάρχει παρά

μονάχα Ενα έρημοκλήσι. Καί χωρίς δγια τράπεζα, ναί.Τά γερόντια Εφυγαν άφού μας χαιρέτησαν ταπεινά. Τήν άλλη

μέρα στούς τοίχους τής έκκλησιας έμφανίστηκαν σκαλωσιές κι άπάνω τους μαστόροι μέ κουβάδες. "Οπως καί νά τό πάρεις τό ζήτημα, θές γιατί τό συμβούλιο τής έκκλησίας Ενιωθε ντροπή γιά τούς ξεφτισμένους τοίχους της, θές γιατί ήθελαν νά έπιδεί- ξουν τή ζωτικότητα τής θρησκευτικής πίστης, ή κατάληξη ήταν νά χορηγήσουν τετρακόσια ρούβλια γιά τό άσπρισμα.

Οί τρόφιμοι δλο αύτό τό διάστημα, περισσότερο περιέργεια Εδειχναν πρός τήν έκκλησία, παρά Εχθρα, Τά πιτσιρίκια ήρθαν καί μέ παρακάλεσαν:

— Μπορούμε νά δούμε κι έμεϊς τί κάνουν έκεΐ μέσα στήν έκκλησία;

—"Αντε, κοιτάξτε.Ό Ζόρκα προειδοποίησε τά παιδιά:— Προσέχτε μονάχα νά μήν κάνετε σαχλαμάρες καί μόρτικα

πράματα. ’ Εμεϊς παλεύουμε τή θρησκεία μέ τήν πειθώ καί μέ τήν άλλαγή τής ζωής κι δχι μέ τίς βρισιές καί τίς μορτιές.

— Καί τί; ’ Αλήτες είμαστε μεΐς καί μδς τά λές; πειράχτηκαν οί μικροί.

402

Page 403: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί γενικά πρέπει νά μήν προσβάλετε κανέναν... Κάπως ντελικάτα νά φερόσαστε... ’Εντάξει;

“Αν κι ό Ζόρκα δλες αύτές τίς συμβουλές τίς Εκανε μέ τή βοήθεια μορφασμών καί χειρονομιών, οί πιτσιρίκοι τόν κατά­λαβαν.

— Ξέρουμε μεΐς, θά δείς, δλα θά πάνε μιά χαρά.‘Ωστόσο, μετά μιά βδομάδα, μέ πλησιάζει ένας ρυτιδιασμένος

γέρος, ό παπάς, καί μοΰ ψιθυρίζει:— Μιά παράκληση, πολίτη προϊστάμενε. Βέβαια, δέ μπορώ

νά πώ, τά παιδιά σας δέν κάνανε κανένα κακό, δμως, νά, ξέρετε... σκανδαλίζουν τούς πιστούς... πώς νά τό πώ... νά, δέν είναι καλό πράμα... Ε ίν ’ άλήθεια, κάνουν προσπάθεια, ό θεός μαζί τους, τίποτα δέ μπορώ νά πώ γ ι ’ αύτό, δμως δόστε έντολή νά μήν Ερχονται στήν έκκλησία.

— Δηλαδή, κάνουν μορτιές λιγάκι, Ε;—“Οχι, θεός φυλάξει, δέν κάνουν τέτια πράματα, δχι. "Ομως

νά, Ερχονται μέ τά βρακάκια τους, καί μέ κείνα τά καπελάκια... Καί μερικοί κάνουν τό σταυρό τους, δμως μέ τ ' άριστερό τους χέρι, δέν ξέρουν. Καί κοιτάνε άπό δώ κι άπό κεϊ, δέν ξέρουν πώς νά σταθούν, γυρίζουν πότε τό πλευρό καί πότε τήν πλάτη τους πρός τό Ιερό. “Ολα γύρω τούς κινάνε βέβαια τό ένδιαφέρον, μά πώς νά τό κάνεις, έδώ είναι οίκος προσευχής, ό οίκος τής μεγαλοσύνης καί τοΰ φόβου τοΰ θεοΰ. Μπαίνουν μές στό Ιερό, σεμνά βέβαια, κοιτάνε, σκαλίζουν τίς είκόνες, βλέπουν μέ προσοχή τήν άγια τράπεζα, Ενας μάλιστα άνέβηκε στήν πύλη τοΰ ίεροΰ καί κοίταζε τούς πιστούς πού προσεύχονταν. Δέν είναι καλό πράμα, ξέρετε.

Καθησύχασα τόν παπά καί τοΰ’πα πώς δέ θά τόν άνησυχή- σουμε άπό δώ κι έμπρός, καί στή συγκέντρωση τών παιδιών τόνισα:

— Παιδιά, στήν έκκλησία δέ θά ξαναπάτε, μάς Εκανε παρά­πονα ό παπάς.

Τά παιδιά άγανάχτησαν:— Τί; Τίποτα δέν κάναμε! “Οποιος μπήκε μέσα κάθησε

ήσυχα. “Εριξε μιά ματιά καί σπίτι. Λέει ψέματα ό άγιογδύτης!— Καί γιατί έκεΐ μέσα κάνατε τό σταυρό σας; Τί σάς

χρειαζόταν; Μήπως πιστεύετε στό θεό Ε;— Μά σεΐς μάς είπατε νά προσέξουμε νά μήν τούς προσβά­

λουμε. Σάμπως καί ξέρουμε πώς νά τούς φερθοΟμε; "Ολοι τους έκεΐ μοιάζουν σά νά τήν Εχουν ψωνίσει. Στέκονται, στέκονται κι

403

Page 404: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

υστέρα πέφτουν στά γόνατα καί κάνουν τό σταυρό τους. Καί ξανά πάλι τά Ίδια. Νά καί τά παιδιά κάνανε τό Ίδιο γιά νά μήν τούς προσβάλουν.

— Καλά, όμως μήν ξαναπατε, δέ χρειάζεται.—’Έ τσ ι κι άλλιώς δέν θά ξαναπηγαίναμε. "Ομως τί άστεΐα

πού’ναι κεΐ! 'Ό λ ο ι τους μιλάνε άκαταλαβίστικα. Καί στέκονται όρθιοι, γιατί; Καί μέσα σ ’ αύτό τό χώρισμα, πώς τό λένε; “Α, ίερό, έκεΐ είναι καθαρά, μέ χαλάκια κάτω,μυρίζει όμορφα καί μονάχα ό παπάς δουλεύει, σηκώνει ψηλά τά χέρια καί κάτι μουρμουρίζει... Ώ ρ α ΐα πράματα!

— Κι έσύ ήσουνα μέσα στό ίερό;— Νά, έτσι μπήκα κι έκείνη τήν ώρα άκριβώς ό παπάς

σήκωσε τά χέρια κι άρχισε νά τσαμπουνάει τ ’ άκαταλαβίστικά του. Έ γώ στεκόμουν χωρίς νά τόν πειράζω καθόλου, έκεΐνος δμως μου λέει: φύγε, τράβα άπό δώ, μ ’ έμποδίζεις. Κι έφυγα,τί δουλιά είχα έγώ έκεΐ;

Τά παιδιά πολύ ένδιαφέρονταν γιά τή στάση του Γκουστοϊ- βάν άπέναντι στήν έκκλησία. Πραγματικά, μιά μέρα τράβηξε γιά τήν έκκλησία, μά γύρισε άπό κεΐ πολύ άπογοητευμένος. Ό Λάποτ τόν ρωτάει:

— Γρήγορα λοιπόν θά σέ δοϋμε διάκο;—Ό ό ό χ ι, άπάντησε χαμογελώντας ό Γκουστοϊβάν.— Γιατί;— Νά, τά παιδιά λένε, πώς αύτή ή δουλιά μυρίζει άντίδραση.

Κι έξά? λου στήν έκκλησία δέν Εχει τίποτα, μονάχα εΙκόνες καί ζωγραφιές...

Μέχρι τά μέσα τοΰ Ίούνη , ό Σταθμός είχε μπει σέ καλή τάξη, Στίς δέκα τοΰ ‘ Ιούνη ό ήλεκτροσταθμός είχε δόσει τό πρώτο ρεΰμα. Τίς λάμπες πετρελαίου τίς βάλαμε στήν άποθήκη. Τό νερό τό ταχτοποιήσαμε λίγο άργότερα.

Στά μέσα τοΰ ‘ Ιούνη τά παιδιά μεταφέρθηκαν πιά στούς θαλάμους. Τά κρεβάτια είχαν γίνει σχεδόν καινούργια στό σιδεράδικό μας, μπήκαν καινούργια στρώματα καί μαξιλάρια, δμως οί κουβέρτες δέ μας Εφταναν καί δέ θέλαμε νά στρώσουμε τά κρεβάτια μέ όποιαδήποτε κουρελαρία. Γιά κουβέρτες Επρεπε νά ξοδέψουμε δέκα χιλιάδες ρούβλια. Τό συμβούλιο τών διοικη­τών άπασχολήθηκε κάμποσες φορές μ ’ αύτό τό θέμα, μά ή άπόφαση ήταν πάντα ή Ίδια, πού ό Λάποτ τή διατύπωνε Ετσι:

—“Αν άγοράσουμε κουβέρτες δέ θά φτιάξουμε χοιροστάσιο. Οί κουβέρτες λοιπόν θά πδνε γιά τά γουρούνια!

404

Page 405: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τό καλοκαίρι οί κουβέρτες χρειάζονταν μονάχα γιά τήν καλή έμφάνιση κι όλοι είχαν τή μεγάλη έπιθυμία στή γιορτή του θέρου νά φτιάξουν τούς θαλάμους τους όσο γίνεται πιό ταχτο­ποιημένους κι όμορφους. Τότε όμως οί θάλαμοι στέκονταν ετσι άχαροι μέσα στή γενική αισιοδοξία μας.

"Ομως φανήκαμε τυχεροί.*0 Χαλαμπούντα μάς έρχόταν συχνά στό Σταθμό, γύριζε

στούς θαλάμους, κοιτούσε τίς έπισκευές, τά χτισίματα, Εστηνε κουβέντα μέ τά παιδιά κι ήταν πολύ ευχαριστημένος πού δλοι Ετοιμάζονταν νά θερίσουν πανηγυρικά τήν άδυναμία του: τή σίκαλη. 'Ο Χαλαμπούντα άγάπησε τό Σταθμό καί τά παιδιά κι Ελεγε:

—Έ κ εΐ σ ’ έμάς οί γυναίκες δλο φλυαρούν: πότε τόνα δέν είναι σωστό, πότε τ ’ άλλο είναι λάθος. Δέ μπορώ νά καταλάβω κι ουτε μοϋ’δοσε κανένας νά καταλάβω τί διάολο θέλουνε. Έ δώ τά παιδιά δουλεύουν, κάνουν προσπάθειες, είναι παιδιά καλά, κομσομόλοι. Κι αύτές δόστου καί τά πιάνουν στή γλώσσα τους.

Ω σ τό σ ο ό Χαλαμπούντα, ένώ γιά δλα τά φλέγοντα ζητήματα μάς υποστήριζε μέ θέρμη, μόλις γινόταν λόγος γιά τίς κουβέρ­τες, άλλαζε κουβέντα καί σοβάρευε. *0 Λάποτ προσπαθούσε νά χρησιμοποιήσει δλους τούς τρόπους — εύθεΐς καί πλάγιους — γιά νά συγκινήσει τό Σιντόρ Κάρποβιτς.

—"Αχ, στενάζει ό Λάποτ, δλοι οί άνθρωποι Εχουν μιά κουβέρτα, μονάχα έμεΐς μείναμε Ετσι. Πάλι καλά πού ό Σιντόρ Κάρποβιτς μάς υποστηρίζει. Θά δείτε, θά μάς κάνει δώρο.

Ό Χαλαμπούντα γυρίζει τίς πλάτες καί φωνάζει νευριασμέ­νος:

— Βρέ τά πονηρόμουτρα, τά παλιόπαιδα. ‘Ακοΰς έκεί «ό Σιντόρ Κάρποβιτς θά μάς κάνει δώρο...»».

Τήν άλλη μέρα ό Λάποτ πρόσθετε στό κλειδί του πεντάγραμ- μου Ενα μπεμόλ:

—Έ χ , βγαίνει δηλαδή πώς κι ό Σιντόρ Κάρποβιτς, δέ θά μάς βοηθήσει. Φουκαριάρικα παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι!

Μά καί τό μπεμόλ δέ βοηθάει, άν καί γίνεται φανερό πώς ή καρδιά τού Χαλαμπούντα κάπως τσιμπάει,

"Ενα βράδυ μάς ήρθε μέ μιά πολύ καλή διάθεση, παίνευε τή δουλιά στά χωράφια, τό βουστάσιο, τά γουρούνια. Εύχαριστή- θηκε πολύ δταν είδε στούς θαλάμους τήν τάξη τών κρεβατιών, τά καλογυαλισμένα, κι όλόφωτα τζάμια στά παράθυρα, τά φρεσκο- πλυμένα πατώματα καί τά παχουλά μαξιλάρια. Τά κρεβάτια ε ίν ’

405

Page 406: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άλήθεια χτυπούσαν στά μάτια μέ τή γύμνια τών σεντονιών τους, δμως δέν ήθελα πιά νά γίνω βαρετός, άναφέροντας καί πάλι γιά τίς κουβέρτες. ' Ο Χαλαμπούντα μονάχος του τώρα κατσούφιασε καί βγαίνοντας ά π ’ τούς θαλάμους είπε:

— Ναί, πού νά πάρ’ ό διάολος... χρειάζονται κουβέρτες... αύτός, πώς τόν λένε... αύτός πρέπει νά πάει νά βρει...

"Οταν βγήκαμε μέ τό Χαλαμπούντα στήν αύλή, δλοι, κι οί τετρακόσιοι τρόφιμοι είχαν συγκεντρωθεί. Ή τα ν ή ώρα τής γυμναστικής. *0 Πιότρ ’Ιβάνοβιτς Γκοροβίτς, σύμφωνα μέ τόν κανονισμό τού Σταθμού, Εδοσε τό παράγγελμα:

— Σύντροφοι τρόφιμοι, προσοχή! Χαιρετισμό!Τετρακόσια χέρια σηκώθηκαν σάν άστραπή καί κέρωσαν

πάνω άπ’ τίς γραμμές τών παιδιών πού’χαν στρέψει σέ μας τά σοβαρεμένα πρόσωπά τους. Ή όμάδα τών τυμπανιστών ξαπό- στελνε μακριά πρός τούς όρίζοντες τόν τυμπανισμό τού χαιρετι­σμού. Ό Γκοροβίτς πλησίασε νά δόσει άναφορά καί στάθηκε προσοχή μπροστά στόν Χαλαμπούντα:

— Σύντροφε πρόεδρε τής έπιτροπής βοήθειας στά παιδιά! Στή σύνταξη τών τροφίμων τοΰ Σταθμοϋ Γκόρκι γιά τό μάθημα τής γυμναστικής είναι παρόντες τριακόσιοι όγδόντα έννιά, άπουσιάζουν τρεΐς τής ύπηρεσίας καί δυό άρρωστοι.

Ό Πιότρ ‘Ιβάνοβιτς, παλιός ίππέας, Εκανε Ενα βήμα στά πλάγια κι άφησε έλεύθερο τό βλέμμα τοΰ Σιντόρ Κάρποβιτς νά χαρεΐ τό υπέροχο θέαμα τών παιδιών τού Σταθμού πού σάν κολώνες καί μέ θαυμάσια στοίχιση, κρατούσαν άκίνητο τό χέρι τους γιά τό χαιρετισμό.

Ό Σιντόρ Κάρποβιτς συγκινημένος Εστριψε τό μουστάκι του. σοβάρεψε κάμποσες φορές, περισσότερο άπ’δ,τι τό συνήθιζε, χτύπησε μέ τή μαγκούρα τό χώμα κι είπε μέ τή συνηθισμένη μπάσα φωνή του:

— Γειά σας, λεβέντες!Ό Σιντόρ Κάρποβιτς άναγκάστηκε ν ’ άνοιγοκλείσει κατά-

πληχτος τά μάτια, δταν άπό τετρακόσια νεανικά στόματα άκούστηκε Ενα δυνατό:

— Ούράαα!Ό Χαλαμπούντα δέν κρατήθηκε, χαμογέλασε, Εριξε μιά

ματιά γύρω καί φώναξε σαστισμένος:— Γιά δές τά παλιόπαιδα! Κοίτα τά άφανισμένα! Θέλω νά

τούς μιλήσω, δυό λόγια μονάχα.—’ Ανάπαυση!

406

Page 407: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Τά παιδιά βγάλαν μπροστά τ ’ άριστερό πόδι, Εριξαν τά χέρια τους πίσω, λίκνισαν τή μέση καί χαμογέλασαν στό Σιντόρ Κάρποβιτς.

*0 Χαλαμπούντα χτύπησε ξανά τή μαγκούρα του στό χώμα κι έστριψε πάλι τό μουστάκι του.

—Έ σ εΐς ξέρετε πώς έμένα δέ μ ’ άρέσει νά βγάζω λόγους, δμως τώρα θά σάς πώ λίγα πράματα. Μπράβο σας! Σάς τό λέω καθαρά: Είσαστε λεβεντιά! Κι δλα τά φτιάνετε σύμφωνα μέ τή θέλησή σας, σύμφωνα μέ τό έργατικό πνεύμα. Μιά χαρά τά καταφέρνετε, κι άν είχα γιό, θ ά ’θελα νά γίνει σάν κι έσάς, ναί, σάν κι έσάς! Κι δσο γιά τά λόγια τών γυναικών, μή δίνετε σημασία. Σάς τό λέω άνοιχτά: τραβάτε τό δρόμο σας, γιατί έγώ είμαι παλιός έργάτης καί παλιός μπολσεβίκος καί βλέπω. "Ολα έδώ γίνονται σύμφωνα μέ τό μεγάλο σκοπό μας. "Αμα κανένας σάς πεΐ πώς δέν είναι Ετσι, μήν τόν άκοΰτε, μονάχα τραβάτε μπροστά. Καταλαβαίνετε; Πάντα μπροστά. Αύτό είναι! Καί γιά νά σάς δείξω πώς πιστεύω δτι θά πάτε μπροστά σάς τό λέω καθαρά: θά σάς δωρίσω κουβέρτες, νά σκεπάζεστε μέ κουβέρτες!

Τά παιδιά διαλύσανε μεμιάς τή θαυμάσια παράταξη καί ρίχτηκαν πάνω μας. *0 Λάποτ πετάχτηκε μπροστά, κοντοστά- θηκε, σήκωσε τά χέρια καί φώναξε:

— Τί; "Ωστε έτσι! Ζήτω ό Σιντόρ Κάρποβιτς!Έ γώ μαζί μέ τόν Γκοροβίτς, προλάβαμε νά τραβηχτούμε

στήν άκρη. Τόν Χαλαμπούντα τόν σήκωσαν στά χέρια, τόν πετάξανι ψηλά κάμποσες φορές καί τόν τράβηξαν στή λέσχη. Είχε χαθεΐ μέσα στό τσούρμο τών παιδιών κι έβλεπες μονάχα τή μαγκούρα του ν ’ άνεμίζει.

Στήν πόρτα τής λέσχης κατέβασαν τόν Χαλαμπούντα ά π ’ τά χέρια. Τσαλακωμένος, μελανιασμένος καί συγκινημένος, διόρ­θωσε σαστισμένα τό σακάκι του κι άρχισε νά ψάχνει έπίμονα τίς τσέπες του, έκείνη δμως τή στιγμή τόν πλησιάζει ό Ταρανέτς καί τού λέει μέ σεμνότητα:

—'Ο ρίστε τό ρολόγι σας, τό πορτοφόλι καί τά κλειδιά σας.—"Ολα μοΰ πέσανε; ρώτησε παραξενεμένος ό Χαλαμπούντα.— Δέν πέσανε, είπε ό Ταρανέτς, μά έγώ τά παράλαβα, γιατί

μποροΰσαν νά πέσουν καί νά χαθούν... Πολλά συμβαίνουν, τό ξέρετε...

Ό Χαλαμπούντα πήρε τά πράματά του κι ό Ταρανέτς τράβηξε γιά τά παιδιά.

— Τί κόσμος είναι τούτος, λόγο τιμής! Καί ξαφνικά έβαλε τά γέλια:

407

Page 408: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—“Εχ, έσεΐς! Μά σ τ ’ άλήθεια, τί είναι αύτό πού βλέπουν τά μάτια μου; Π ού’ναι αύτός... ό πώς τόν λένε... αύτός πού «παράλαβε» τά πράματά μου;

νΕφυγε γιά τήν πόλη κατασυγκινημένος.Μά τήν άλλη μέρα μοϋ’ρθε κυριολεχτικά ταμπλάς, δταν ό

Ιδιος αύτός ό Σιντόρ Κάρποβιτς μέσα στό πλούσιό του γραφείο μέ υποδέχτηκε μέ μεγάλη ψυχρότητα. Δέ μού μιλούσε, άλλά είχε χωθεΐ στά συρτάρια τού γραφείου του, ξεφύλλιζε κάτι σημειώ­σεις καί ξεφυσούσε.

— Δέν Εχουμε κουβέρτες, μού λέει. Ούτε μιά!— Δόστε μας χρήματα καί θά βρούμε ν* άγοράσουμε.— Καί λεφτά δέν ύπάρχουν... Δέν Εχουμε... Κι ύστερα ό

προϋπολογισμός μας δέν προβλέπει τέτια Εξοδα...— Μά καλά, τί μάς λέγατε χτές;—“Ε, λοιπόν καί τί μ ’ αύτό; Κουβέντες κάναμε κεί... ’Αφού

σοϋ λέω δέν ύπάρχει τίποτα, τί θές νά κάνω...’Έφερα στό μυαλό μου τό περιβάλλον πού ζοϋσε καί δούλευε

ό Χαλαμπούντα, θυμήθηκα τόν Δαρβίνο, χαιρέτισα κι Εφυγα.Στό Σταθμό τήν είδηση γιά τήν προδοσία τοϋ Σιντόρ

Κάρποβιτς τή δέχτηκαν δλο φούρκα. Ά κόμα κι ό Γκαλατένκο άγανάχτησε:

— Γιά δές άνθρώπους! Ά π ό δώ καί πέρα δέν πρέπει ούτε νά πατήσει στό Σταθμό. Κι αύτός μάς Ελεγε: «Θά*ρχομαι στό μποστάνι καί θά μπαίνω καί φύλακας...»

Τήν άλλη μέρα ύπόβαλα στήν έπιτροπή διαιτησίας άναφορά κατά τοΰ προέδρου τής έπιτροπής βοήθειας στά παιδιά. Δέ στηρίχτηκα στή νομική πλευρά τοΰ ζητήματος, άλλά στήν πολιτική: δέν έπιτρεπόταν Ενας παλιός μπολσεβίκος ν ’ άθετήσει τό λόγο του.

Πρός μεγάλη μας Εκπληξη τήν τρίτη κιόλας μέρα κάλεσαν έμένα καί τόν Λάποτ στήν έπιτροπή. Μπροστά στό κόκκινο γραφείο τών δικαστών στεκόταν ό Χαλαμπούντα κι άρχισε ν ’ άραδιάζει κάποιες δικαιολογίες. Πίσω του κρυφοφαίνονταν οί έκπρόσωποι ά π ’ τό περιβάλλον του, άλλος μέ γυαλιά, άλλη μέ δαντελένιο λαιμό, άλλος μ ’ άμερικάνικο μουστακάκι καί κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ό πρόεδρος μέ τή μαύρη πουκαμίσα του, καστανομάτης καί μέ μεγάλο κούτελο, Εβαλε τήν άνοιχτή παλάμη του πάνω σέ κάποιο χαρτί κι Εκοψε τό Χαλαμπούντα:

— Σταμάτα, Σιντόρ. Μίλα καθαρά: Ύ ποσχέθηκες κουβέρ­τες;

40Κ

Page 409: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Χαλαμπούντα κοκκίνισε καί σήκωσε τά χέρια:— Μά, νά, Εγινε μιά τέτια συζήτηση... Καί τί μ ’ αύτό;— Μπροστά στούς τροφίμους;— Σωστά... ήταν παραταγμένα τά παιδιά.— Καί σέ σήκωσαν στά χέρια;— Τά πιτσιρίκια! Μέ πέταξαν ψηλά... Μπορούσα νά κάνω κι

άλλιώς;— Πλήρωσε τότε.- Τ ί ;— Πλήρωσε σού λέω. Τίς κουβέρτες πρέπει νά τίς δόσεις,

αύτή είναι ή άπόφασή μας.Οί δικαστές χαμογέλασαν. Ό Χαλαμπούντα γύρισε πρός

τούς άνθρώπους τής ύπηρεσίας του καί κάτι τούς ψιθύρισε μέ άπειλητικό υφος.

’Αφού περιμέναμε νά περάσουν λίγες μέρες, είπαμε στό Ζαντόροφ νά πάει στό Χαλαμπούντα νά παραλάβει τίς κουβέρ­τες ή τά χρήματα. Ό Σιντόρ Κάρποβιτς δέν τόν δέχτηκε κι ό διευθυντής τού τμήματος τού έξήγησε:

— Δέν καταλαβαίνω πώς σάς ήρθε στό κεφάλι νά κάνετε όλόκληρο δικαστήριο μαζί μας. Μά πράματα ε ίν ’αύτά; Νά, όρίστε, μπροστά μου £χω τήν άπόφαση τής έπιτροπής διαιτησί­ας. Τή βλέπετε, νάτην!

—Έ , λοιπόν;— Νά, £τσι καί θά μείνει. Καί παρακαλώ άλλη φορά νά μήν

ξανάρθετε δώ γ ι ’ αύτή τήν υπόθεση. Μπορεϊ νά κάνουμε κι έφεση στήν άπόφαση. Τό πολύ - πολύ νά βάλουμε τό ποσό πού ζητάτε στόν προϋπολογισμό τής έρχόμενης χρονιάς. Τί, μπάς καί νομίσατε πώς ήρθατε σέ παζάρι ν ’ άγοράσετε τετρακόσιες κουβέρτες £τσι στό άψε - σβύσε; Έ δώ είναι σοβαρό δημόσιο Ιδρυμα...

Ό Ζαντόροφ γύρισε άπό τήν πόλη ζεματισμένος κι δλο νεύρα. "Ολο τό βράδυ στό συμβούλιο τών διοικητών έβραζαν οί θυελλώδικες συζητήσεις. ’ Αποφασίστηκε νά γράψουν στόν Γκρηγκόρι Ίβάνοβιτς Πετρόφσκι.

Τήν άλλη, δμως, μέρα βρέθηκε μιά άπλή καί φυσική διέξοδος, τόσο μάλιστα διασκεδαστική πού δλα τά παιδιά ξεκαρδίστηκαν στά γέλια ά π ’ τό άναπάντεχο τούτο εύρημα καί περίμεναν άνυπόμονα πότε θά ’ρθει ό Χαλαμπούντα γιά νά τά πούνε μαζί του. Κι ή διέξοδος ήταν αύτή: ό δικαστικός κλητήρας κατάσχεσε τόν τρεχούμενο λογαριασμό τής έπιτρο-

409

Page 410: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πής βοήθειας στά παιδιά. Πέρασαν άκόμα δυό μέρες. Μέ κάλεσαν στό μεγαλόπρεπο γνωστό γραφείο, δπου βρήκα τόν •ίδιο έκεΐνο ξυρισμένο σύντροφο, πού κάποτε είχε ένδιαφερθεί νά μάθει γιατί δέ μού άρεσαν οί παιδαγωγοί τών σαράντα ρουβλιών. Καθόταν στή βαθιά πολυθρόνα του κι ήταν κατακόκ- κινος άπ* τό γέλιο καί τό κέφι, κοιτάζοντας νά σουλατσάρει δώθε - κείθε μέσα στό γραφείο τό Χαλαμπούντα, κατακόκκινο κι αύτόν, μά άπό άλλη έντελώς αίτία.

Σταμάτησα στήν πόρτα χωρίς νά μιλήσω κι ό ξυρισμένος μοϋ’κανε νόημα μέ τό χέρι, κρατώντας μέ δυσκολία τά γέλια:

—Έ λ α δώ... Μά πώς τά κατάφερες Ετσι; Έ σύ , άγαπητέ μου, νά τολμήσεις ένα τέτιο πράμα; Αύτό είναι άπαράδεχτο, πρέπει άμέσως νά άρθεΐ ή κατάσχεση, γιατί άλλιώς... νά, δές τον, δλη τή μέρα έδώ είναι, ά π ’ τό ταμείο του δέν τόν άφήνουν ούτε δεκάρα νά πάρει! Ή ρ θ ε νά κάνει παράπονα γιά σένα. Ε π ιμ ένει πώς δέ θέλει άλλο πιά νά δουλέψει, γιατί τόν πρόσβαλε ό διευθυντής του Σταθμού Γκόρκι.

Συνέχιζα νά μή βγάζω λέξη, γιατί δέν καταλάβαινα τί μηχανή έστηνε ό ξυρισμένος.

—* Η κατάσχεση πρέπει νά άρθεϊ, είπε.Τί, καινούργιες μόθες θά ’χουμε τώρα; "Ακου, κατασχέσεις λέει!

Καί ξανά δέν κρατήθηκε καί χώθηκε πιό βαθιά στήν πολυθρόνα του γελώντας πνιχτά. *0 Χαλαμπούντα έβαλε τά χέρια στίς τσέπες καί κοίταζε έξω τήν πλατεία.

— Δίνετε έντολή νά γίνει άρση τής κατάσχεσης; ρώτησα.— Μά βλέπεις, ή δυσκολία είναι πώς δέν έχω τό δικαίωμα νά

δόσω τέτια έντολή. Ά κοΰς, Σιντόρ Κάρποβιτς; Δέν έχω τέτιο δικαίωμα! ’ Εγώ θά του πώ: νά άρεις τήν κατάσχεση κι αύτός θά μ ’ άπαντήσει: δέ θέλω! Βλέπω πώς στήν τσέπη σου έχεις τό βιβλιάριο έπιταγών. 'Υπόγραψέ του μιά έπιταγή, πόσο; Γιά δέκα χιλιάδες, £; Κι αύτό ε ίν ’ δλο...

Ό Χαλαμπούντα ξεκόλλησε άπ* τό παράθυρο, έβγαλε τά χέρια ά π ’ τίς τσέπες, έστριψε τό μουστάκι καί χαμογέλασε:

—Έ χ μωρέ, τί κόσμος ε ίν ’ αύτός, τά παλιόπαιδα! Μπορείς νά πεΐς δχι;

Μέ πλησίασε καί μέ χτύπησε φιλικά στόν ώμο.— Μπράβο, μαζί μας έτσι χρειάζεται νά φέρνονται! Γιατί, τί

είμαστε; Γραφειοκράτες! “Έ τσ ι μάς πρέπει!*0 ξυρισμένος έβαλε ξανά τά γέλια καί μάλιστα έβγαλε τό

μαντήλι του νά σκουπίσει τά δάκρυά του. Ό Χαλαμπούντα

410

Page 411: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

χαμογελαστός Εβγαλε τό βιβλιάριο καί υπόγραψε τήν έπιταγή.Τό πρώτο δεμάτι τό γιορτάσαμε στίς πέντε του ’Ιούλη.

Ή τα ν ά π ’ τίς πιό παλιές γιορτές μας, καί στό ήμερολόγιο τής ζωής μας άποτελοΰσε σημαντικό σταθμό, γ ι ’ αύτό κι ή όργάνω- ση τής γιορτής γινόταν πολύ φροντισμένα. Τώρα δμως έπικρα- τοΰσε ή σκέψη νά δοθεϊ στό γιορτασμό τό χρώμα τής νίκης Οστερ’ άπό πολεμική έπιχείρηση. Ή σκέψη αύτή κυρίεψε καί τόν πιό μικρό πιτσιρίκο τοϋ Σταθμοϋ, γι ’ αύτό κι ή προετοιμα­σία τής γιορτής γινόταν «χωρίς σινιάλα», μ ’ Ενα άσίγαστο καί φλογερό πάθος καί μέ μιά σταθερή άπόφαση: νά γίνουν δλα στήν έντέλεια. Πουθενά δέν Εβλεπες μισοτελειωμένες δουλιές: τά κρεβάτια τώρα ήταν στολισμένα μέ τίς καινούργιες κόκκινες κουβέρτες, ή δεξαμενή γυάλιζε σάν καθρέφτης, στίς πλαγιές τοϋ λόφου Απλώνονται έφτά καινούργια λιακωτά γιά τό μελλοντικό μας κήπο. "Ολα είχαν προβλεφθεϊ κι δλα είχαν γίνει. * Ο Σιλάντι Εσφαξε κάτι γουρούνια, τό μιχτό τμήμα τοΰ Μπουτσάι κρέμασε γιρλάντες καί συνθήματα. Πάνω άπ’ τήν πύλη καί στό άσπρο φόντο τοΰ θόλου ό Κόστια Βετκόφσκι είχε γράψει:

ΚΑΙ ΘΑ Π Ή Ζ Ο Υ Μ Ε ΠΑΝΩ ΣΤΗ Γ Η ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ ΔΟΥΑΙΑΣΙ

καί στήν έσωτερική πλευρά τής πύλης:

ΘΑ ΓΙΝΕΙ!

Στίς δυό τοΰ μήνα τό δέκατο τρίτο μικτό τμήμα τοΰ Ζεβέλι, καλοντυμένο καί περιποιημένο, μοίρασε στήν πόλη τίς προ­σκλήσεις.

Τή μέρα τής γιορτής, πρωί - πρωί τό μισό έχτάριο σίκαλης πού προοριζόταν γιά θερισμό περιτριγυρίστηκε μέ κόκκινες σημαιοΰλες κι ό δρομάκος πού’βγαινε σ ’ αύτό, στολίστηκε έπίσης μέ σημαίες καί γιρλάντες. Στήν πύλη μπήκε Ινα τραπεζά­κι γιά τήν έπιτροπή φιλοξενίας. Κοντά στή δεξαμενή στήθηκαν τραπέζια γιά πεντακόσια άτομα καί τό γιορτινό άεράκι άνέμιζε τίς άκρες τών άσπρων τραπεζομάντηλων, τ* άνθόφυλλα τών λουλουδιών καί τίς μπλούζες τής έπιτροπής τραπεζαρίας.

Π έρ’ ά π ’ τήν πύλη, στήν κατηφοριά τοΰ δρόμου Εχουν βγει υπηρεσία ό Σίνενκι κι ό Ζάιτσενκο καβάλα πάνω στό Λεβέντη καί τή Μαίρη, φορώντας κόκκινα παντελονάκια καί πουκάμισα καί άσπρα καυκασιανά καλπάκια. Στούς ώμους τους κυματίζουν οί λεπτές βραχείες τους μ* ένα κόκκινο άστρο άπό πραγματική

411

Page 412: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

γούνα κουνελιού. Ό Βάνια Ζάιτσενκο όλόκληρη βδομάδα μάθαινε τά δώδεκα σαλπίσματά μας κι ό διοικητής τής όμάδας τών σαλπιγκτών Γκόρκοφσκι παραδέχτηκε πώς άξίζει τήν τιμή νά είναι κι ό Βάνια σαλπιγκτής υπηρεσίας στή γιορτή. Οί σάλπιγγες ήταν περασμένες διαγώνια στούς ώμους τους μέ ταινίες άπό άτλάζι.

Στίς δέκα ή ώρα φάνηκαν οί πρώτοι καλεσμένοι, πεζοπόροι άπό τό σιδηροδρομικό σταθμό Ρίζοφ. Ή τα ν οί έκπρόσωποι τών κομσομόλικων όργανώσεων του Χάρκοβου. Οί καβαλάρηδες σήκωσαν τίς σάλπιγγες, στυλώθηκαν καλά στούς άναβολεΐς καί παίξαν τρεις φορές τό χαιρετιστήριο σάλπισμα.

"Αρχισε ή γιορτή. Τούς μουσαφιρέους τούς υποδέχεται στήν πύλη ή έπιτροπή φιλοξενίας μέ γαλανά περιβραχιόνια, κολλάει στό πέτο τοϋ καθενός τρία μικρά στάχια σίκαλης τυλιγμένα σέ μιά κόκκινη ταινκ>ύλα καί τούς δίνει ένα μικρό χαρτάκι πού’ναι γραμμένα πάνω - κάτω τοΰτα:

«Τό 11ο τμήμα τών τροφίμων τοΰ Σταθμού Γκόρκι σάς προσκαλεϊ νά γευματίσετε στό τραπέζι του.

Ό διοικητής τοΰ τμήματος Ντ. Ζεβέλι»

Τούς ξένους τούς γυρίζουν νά δούν τό Σταθμό, ένώ άπό πέρα άκούγονται καινούργια χαιρετιστήρια σαλπίσματα ά π ’ τούς υπέροχους καβαλάρηδές μας.

' Η αύλή κι δλες οί αίθουσες τού Σταθμού γεμίζουν μουσαφι­ρέους. "Ερχονται έκπρόσωποι τών έργοστασίων του Χάρκοβου, στελέχη τής έκτελεστικής έπιτροπής περιοχής καί τού Λαϊκού ’Επιτροπάτου Παιδείας, άντιπρόσωποι τών γειτονικών σοβιέτ, άνταποκριτές έφημερίδων, φτάνουν μπροστά στήν πύλη μέ τ* αυτοκίνητά τους ή Ντζουρίνσκαγια, ό Γιούριεφ, ό Κλιάμερ, ή Μπρέγκελ κι ή συντρόφισσα Ζώγια, στελέχη τών κομματικών όργανώσεων, Ερχεται κι ό ξυρισμένος σύντροφος. Καταφθάνει μέ τ ’ αύτοκίνητό του κι ό Χαλαμπούντα. Τό συμβούλιο τών διοικητών τού κάνει Ιδιαίτερη ύποδοχή. Μόλις βγαίνει άπό τ ’ αύτοκίνητο τόν άρπάζουν καί τόν πετάνε στόν άέρα. ’Α π’ τήν άλλη μεριά τοΰ αύτοκινήτου στέκει ό ξυρισμένος, σκασμένος στά γέλια. "Οταν τελικά άφήνουν τό Χαλαμπούντα νά πατήσει χώμα, ό ξυρισμένος ρωτάει:

— Γιατί σέ πήραν στά χέρια;Ό Χαλαμπούντα θύμωσε:

412

Page 413: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί νόμισες πώς δέ σηκώνουν στά χέρια; Αύτοί πάντα έτσι κάνουν.

— Ναί, μά γιά ποιό λόγο;— Γιά τό τραχτέρ μέ σήκωσαν στά χέρια! Θά τούς δόσω

καινούργιο τραχτέρ Φόρντσον... Πετάξτε με ψηλά πού νά σάς πάρει ό διάολος, μονάχα πού τό φτιάξατε αύτό κιόλας, άλλο δέ χρειάζεται...

Μά ό Χαλαμπούντα δέ γλίτωσε καί τό καινούργιο άεροπέ- ταγμα καί σέ λίγο έξαφανίστηκε μέ τά παιδιά.

Ή αύλή τοϋ Σταθμού γέμισε κόσμο, σά ν ά ’ναι ό κεντρικός δρόμος τής πόλης. Οί τρόφιμοι, στολισμένοι μέ λουλούδια στή μπουντονιέρα τους, σουλατσάρουν όμάδες - όμάδες στά δρομά­κια μαζί μέ τούς φιλοξενούμενους, τούς χαμογελούν μέ τά κόκκινα χειλάκια τους, τούς φωτίζουν τά πρόσωπα, πότε μέ τό σαστισμένο, πότε μέ τό χαρούμενο σπιθοβόλημα τών ματιών, τούς τραβούν στά πιό ένδιαφέροντα μέρη.

Στίς δώδεκα ή ώρα μπαίνουν στήν αύλή ό Σίνενκι κι ό Ζάιτσενκο, σκύβουν ά π ’τή σέλα καί κάτι ψιθυρίζουν στήν υπεύθυνη τής ύπηρεσίας Νατάσα Πετρένκο, κι ό Σίνενκι παρα­μερίζοντας τά παιδιά καί τούς μουσαφιρέους πού γελούν τρέχει μέ καλπασμό στό βάθος τής αύλής. Μέσα σ ’ Ενα λεφτό άπό κεΐ ξαποστέλνονται ώς τά ούράνια οΐ ήχοι τής γενικής συγκέντρω­σης πού πάντα βρίσκεται μιά όκτάβα παραπάνω ά π ' όποιοδ ή πο­τέ άλλο σάλπισμα. Ό Βάνια Ζάιτσενκο άρπάζει κι αύτός τό σκοπό. ΟΙ τρόφιμοι άφήνουν τούς μουσαφιρέους καί τρέχουν στήν κεντρική πλατεία, καί πρίν άκόμα προφτάσουν οί ήχοι τού σαλπίσματος νά φτάσουν στό Ρίζοφ, τά παιδιά παρατάσσονται μέ μιά καταπληχτική γρηγοράδα. Τό κάθε νεύρο μου άρχίζει νά νιώθει τό θρίαμβο. Ή χαρούμενη αύτή παιδική παράταξη, ή άσπρογάλανη τούτη γραμμή πού φύτρωσε ξαφνικά δίπλα στόν άνθώνα, χτυπούσε πιά στά μάτια, στίς αίσθήσεις καί στίς συνήθειες δλων τών συγκεντρωμένων έδώ, γι * αύτό κι άπαιτοΰσε αύτοσεβασμό. Τά πρόσωπα τών φιλοξενουμένων, πού ώς αύτή τή στιγμή Εδειχναν καλή διάθεση καί προστατευτικό Οφος, δπως γίνεται συνήθως στούς μεγαλύτερους πού φέρνονται μεγαλόψυ­χα στά παιδιά, δλα αύτά τά πρόσωπα τεντώθηκαν καί κοίταζαν τά συμβαίνοντα γύρω τους μέ όρθάνοιχτα τά μάτια γιά νά μήν τούς φεύγει τίποτα. Ό Γιούριεφ πού στεκόταν πίσω μου είπε δυνατά:

— Μπράβο, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς! Μπράβο τους!

413

Page 414: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Οί τρόφιμοι τελείωναν προσεχτικά τή στοίχισή τους κι δλο κοίταζαν σέ μένα. “Ημουν βέβαιος πώς δλα ήταν Ετοιμα, γι* αύτό καί δέν καθυστέρησα τό Επόμενο παράγγελμα:

— Προσοχή! Περνάει ή σημαία!Ά π ’ τόν τοίχο τής Εκκλησίας βγήκε ή Νατάσα καί βαδίζον­

τας μέ τό ρυθμό του σαλπίσματος όδήγησε τή φρουρά τής σημαίας στό δεξί πλευρό τής παράταξης.

Είπα λίγα λόγια στά παιδιά, τούς συγχάρηκα γιά τή γιορτή καί γιά τή νίκη.

— Καί τώρα άς κάνουμε τήν τιμή στούς καλύτερους συντρό­φους μας τοΰ δγδοου μικτού τμήματος τοΰ Μπουρούν νά θερί­σουν πρώτοι.

Ά κούστηκαν ξανά χαιρετιστήρια σαλπίσματα. Ά π ό τήν πύλη τής αύλής τής διαχείρισης βγήκε τό δγδοο τμήμα. ”Ω, Αγαπητοί φιλοξενούμενοι, καταλαβαίνω τή συγκίνησή σας, νιώθω τά Εκπληκτα μάτια σας πού δέν ξεκολλάνε ά π ' τό θέαμα, γιατί κι έγώ ό ίδιος πολλές φορές Εμενα κατάπληκτος μέ τό ύπέροχο αύτό θέαμα τοΰ δγδοου μικτοΰ τμήματος! Κι έγώ, Εχω ίσως πιό πολλές δυνατότητες άπό σας νά δώ καί νά νιώσω δλο αύτό τό μεγαλείο.

Μπροστά ά π ’ τό τμήμα βάδιζε λεβέντικα ό άξιος Μπουρούν, πού ώς τά σήμερα πολλές φορές όδήγησε τά Εργατικά τμήματα στίς πιό δύσκολες δουλιές. Στούς φαρδεΐς ώμους του Εχει μιάν άκονισμένη κόσσα πού λάμπει στόν ήλιο, στολισμένη μέ μαργαρίτες. Ό Μπουρούν Εχει μιά μεγαλόπρεπη όμορφιά σήμερα, μιά Ιδιαίτερη όμορφιά γιά μένα,γιατί έγώ ξέρω: δέν είναι μονάχα μιά διακοσμητική φιγούρα μέσα στή ζωντανή τούτη ζωγραφιά, δέν είναι μονάχα ό τρόφιμος τοΰ Σταθμοϋ μας πού άξίζει νά τόν καμαρώνει κανείς, είναι πρίν Απ'δλα Ενας πραγματικός διοικητής πού ξέρει ποιούς Εχει πίσω του καί ποΰ τούς πάει. Στό αυστηρό κι ήρεμο πρόσωπο τοΰ Μπουρούν βλέπω νά καθρεφτίζεται ή Εγνοια γιά τό καθήκον πού Εχει άναλάβει: πρέπει σήμερα, μέσα σέ τριάντα λεφτά νά θερίσει καί νά θημωνιάσει μισό έκτάριο σίκαλη. Οί ξένοι μας δέ θά τό δοΰν αύτό. "Οπως δέ θά δοΰν καί δέν ξέρουν κι άλλα πράγματα: δτι ό διοικητής τών σημερινών θεριστάδων είναι φοιτητής τής Ιατρι­κής, κι αύτός ό συνδυασμός δουλιάς καί μάθησης δείχνει μέ τόν πιό πειστικό τρόπο τή γραμμή πορείας τής σοβιετικής πραγμα­τικότητας. Μά πολλά άλλα άκόμα δέ θά δοΰν οΰτε καί μποροΰν νά δουν οΐ ξένοι μας, γιατί δέν ρίχνουν τό βλέμμα τους μονάχα

414

Page 415: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στόν Μπουρούν. Πίσω ά π ’ τόν Μπουρούν βαδίζουν κατά τετράδες δεκάξι θεριστάδες μέ τά Ιδια άσπρα πουκάμισα καί μέ τίς Ίδιες άνθοστόλιστες κόσσες. Δεκάξι θεριστάδες! Τ ί εύκολο είναι νά τούς μετρήσεις! Μά ά π ’ αύτούς τούς δεκάξι πόσα δοξασμένα όνόματα: Καραμπάνοφ, Ζαντόροφ, Μπελούχιν, Σνά- ιντερ, Γκεοργκίεφσκι! Μονάχα ή τελευταία σειρά ήταν άπό νεαρούς τρόφιμους: τό Βοσκομπόινικοφ, τόν Σνάτκο, τόν Πέ­ρετς καί τόν Κοροτκόφ.

Πίσω ά π ’ τούς θεριστάδες πήγαιναν δεκάξι κοπέλες. Στά κεφάλια τους είχαν άπόνα στεφάνι μέ λουλούδια καί στήν ψυχή τους άπόνα στεφάνι ά π ’ τίς υπέροχες σοβιετικές μέρες μας. Ή τα ν οί κοπέλες γιά τό δεμάτιασμα.

Τό δγδοο μιχτό τμήμα Εφτανε κιόλας κοντά μας δταν άπ ’ τήν πύλη μπαίνουν μέ τροχασμό δυό ζευγάρια άλογα πού είναι ζεμένα σέ δυό θεριστικές μηχανές. * Η χαίτη καί τά χάμουρα τών άλόγων είναι γεμάτα λουλούδια, δπως καί τά φτερά τών μηχα­νών. Στά δεξιά άλογα πάνω σέ σέλες ε ίν ’ αύτοί πού κρατούν τά χαλινάρια, στό κάθισμα τής πρώτης μηχανής καμαρώνει ό ’ Αντόν Μπράτσενκο καί τής δεύτερης ό Γ κόρκοφσκι. Πίσω άπό τίς θεριστικές μηχανές Ερχονται καβαλάρηδες μέ δικράνια καί πιό πίσω Ενα βαρέλι μέ νερό. Πάνω στό βαρέλι ό Γκαλατένκο, ό πιό τεμπέλης τού Σταθμού, πού τό συμβούλιο δμως τών διοικη­τών τόν βράβευσε γιά τή συμμετοχή του στό δγδοο μικτό τμήμα. Τώρα μπορεϊ νά δει κανείς τί κόπο Εκανε ό Γκαλατένκο, διώχνοντας κάθε τεμπελιά γιά νά στολίσει μέ λουλούδια τό βαρέλι του. Αύτό δέν είναι βαρέλι, μά δλόκληρος εύωδιαστικός άνθώνας, άκόμα καί στίς ρόδες Εχει βάλει λουλούδια. Πίσω ά π ’ τόν Γκαλατένκο πηγαίνει ή όμάδα πρώτων βοηθειών μ ’ Επικε­φαλής τήν Έ λένα Μ ιχάηλοβνα καί τή Σμένα, γιατί πού ξέρεις, πάνω στή δουλιά πολλά συμβαίνουν.

Τό δγδοο τμήμα σταμάτησε μπροστά μας. Ά π ’ τήν παράτα­ξη βγαίνει ό Λάποτ καί λέει:

—"Ογδοο τμήμα! ’Επειδή εΤσαστε καλοί κομσομόλοι, καλοί τρόφιμοι καί καλοί σύντροφοι, δ Σταθμός σάς βράβευσε κάνον- τάς σας τήν τιμή νά θερίσετε πρώτοι τή σίκαλη. Κάντε το αύτό δπως χρειάζεται νά γίνει καί δεϊξτε γιά μιά άκόμα φορά στούς νεώτερους πώς πρέπει νά δουλεύει καί νά ζεϊ κανένας. Τό συμβούλιο τών διοικητών σδς συγχαίρει καί παρακαλεί τό διοικητή σας, τό σύντροφο Μπουρούν ν ’ άναλάβει τή διοίκηση δλων μας.

415

Page 416: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό λόγος αύτός, δπως κι δλοι ο( ύπόλοιποι, δέν ξέρω άπό ποιόν συνταχτήκανε. Λέγονται κάθε χρόνο μέ τίς ίδ ιες λέξεις, πού τίς £χει γραμμένες σ ’ ένα χαρτί τό συμβούλιο τών διοικη­τών. Κι άκριβώς γ ι ' αύτό άκούγονται πάντα μ ’ έξαιρετική προσοχή κι δλοι οί τρόφιμοι μέ ίδιαίτερη συγκίνηση στέκονται άκίνητοι δταν ό Μπουρούν μέ πλησιάζει, μου σφίγγει τό χέρι καί λέει τ ’ άπαραίτητα πού άπαιτεΐ ή παράδοση.

— Σύντροφε διευθυντή, έπιτρέψτε νά όδηγήσω τό δγδοο τμήμα στή δουλιά καί δόστε μου γιά βοήθεια αύτά τά παιδιά.

Πρέπει κι έγώ ν ’ άπαντήσω στόν ίδ ιο τόνο καί λέω:— Σύντροφε Μπουρούν, όδήγησε τό δγδοο τμήμα στή

δουλιά καί πάρε γιά βοήθεια αύτά τά παιδιά.Ά π ’ τή στιγμή αύτή, διοικητής του Σταθμού γίνεται ό

Μπουρούν. Δίνει άμέσως μιά σειρά έντολές καί μέσα σ ' Ενα λεφτό ό Σταθμός είναι έτοιμος γιά δρόμο. Πίσω άπ* τούς τυμπανιστές καί τίς σημαίες πηγαίνουν ο ί θεριστάδες κι οί θεριστικές μηχανές, άκολουθάει δλος ό Σταθμός μέ τελευταίους τούς ξένους μας, πού κι αύτοί μπαίνουν στή γραμμή καί πδνε βήμα. Ό Χαλαμπούντα βαδίζει δίπλα μου καί λέει στόν ξυρισμένο:

— Νά πάρει ό διάολος μ ’έκεΐνες τίς κουβέρτες! “Αν δέ γινό­ταν αύτό, θά 'μουν κι έγώ τώρα στή γραμμή μέ τούς θεριστές!

Κάνω νόημα στό Σιλάντι πού άμέσως τρέχει στή διαχείριση. "Οταν πλησιάζουμε στόν τόπο τοΰ θερισμού ό Μπουρούν σταματάει τή φάλαγγα καί, παραβιάζοντας τήν παράδοση, ρωτάει τούς τροφίμους:

—“Εγινε πρόταση νά μπεΐ στό δγδοο τμήμα καί στή μπριγάδα τοΰ Ζαντόροφ σάν πέμπτος θεριστής ό Σιντόρ Κάρπο­βιτς Χαλαμπούντα. 'Υ πάρχει άντίρρηση;

Τά παιδιά βάζουν τά γέλια καί χειροκροτούν. Ό Μπουρούν παίρνει άπό τά χέρια τοΰ Σιλάντι τή στολισμένη κόσσα καί τή δίνει στό Χαλαμπούντα. ' Ο Σιντόρ Κάρποβιτς γρήγορα - γρήγορα, σά νεολαίος, βγάζει τό σακάκι του, τό πετάει σ ’ £να χαντάκι καί κουνάει τήν κόσσα:

— Εύχαριστώ!Ό Χαλαμπούντα μπαίνει στή γραμμή τών θεριστάδων, πέμ­

πτος στήν μπριγάδα τοΰ Ζαντόροφ πού τόν άπειλεΐ μέ τό δάχτυλο:

— Κοιτάξτε νά μήν μπήγετε τήν κόσσα στό χώμα! Θά ντροπιαστεί ή μπριγάδα μας.

416

Page 417: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Σταμάτα, του λέει ό Χαλαμπούντα, έχετε πολλά άκόμα νά μάθετε άπό μένα...

1Η φάλαγγα τών τροφίμων παρατάσσεται στή μιά πλευρά τοϋ χωραφιού. Φέρνουν τή σημαία στό μέρος πού θά γίνει τό πρώτο δεμάτι. Στή σημαία πλησιάζουν ό Μπουρούν, ή Νατάσα καί βρίσκεται σ ’ έπιφυλακή ό πιό μικρός τρόφιμος τοϋ Σταθμοϋ ό Ζόρεν.

— Προσοχή!*0 Μπουρούν άρχίζει νά θερίζει. "Υστερα άπό λίγες κοσσιές

μπροστά στά πόδια τής Νατάσα μαζεύεται ένας σωρός ώριμα στάχυα. ' Η Νατάσα άρχίζει νά δεματίζει μέ δυό - τρεις έπιδέξιες κινήσεις, ένώ δυό κοπέλες βάζουν στό δεμάτι μιά γιρλάντα άπό λουλούδια. Ή Νατάσα παίρνει τό δεμάτι καί τό δίνει στό Μπουρούν πού τό σηκώνει στόν ώμο καί λέει δυνατά στόν πλατσομύτη Ζόρεν πού’χει πάρει ένα σοβαρό ύφος:

— Πάρε αύτό τό δεμάτι άπό τά χέρια μου καί κοίταξε νά δουλέψεις καί νά σπουδάσεις έτσι πού νά μεγαλώσεις, νά γίνεις κομσομόλος καί νά σού κάνουν τήν τιμή πού κάνανε καί σέ μένα— νά κοσσίσεις τό πρώτο δεμάτι.

Ή ρ θ ε ή σειρά τοϋ Ζόρεν. Μέ ψιλή καμπανιστή σάν κορυδαλ­λού φωνή άπαντάει στόν Μπουρούν:

— Σ ’ εύχαριστώ, Γκρίσκο! Θά δουλέψω καί θά σπουδάσω. Κι δταν μεγαλώσω θά γίνω κομσομόλος, καί θά πετύχω νά μοΰ γίνει ή τιμή πού’γινε καί σέ σένα: νά κοσσίσω τό πρώτο δεμάτι καί νά τό παραδόσω στό νεώτερο τρόφιμο.

Ό Ζόρεν παίρνει τό δεμάτι καί χάνεται όλόκληρος μέσα σ ’ αύτό. "Εχουν δμως τρέξει στό μεταξύ τά παιδιά μέ τίς καζάκες καί στό άνθισμένο μέρος τών έπισήμων δ Ζόρεν άφήνει τό πλούσιο δώρο του.

Ά κούγετα ι βροντερός ό χαιρετισμός τής σημαίας καί τό πρώτο δεμάτι μεταφέρεται στή δεξιά πτέρυγα.

*0 Μπουρούν δίνει τή διαταγή.— Θεριστάδες καί δεματιστές: στίς θέσεις σας!Οί τρόφιμοι σκορποΰν στίς καθορισμένες θέσεις καί στίς

τέσσερις γωνιές τοΰ χωραφιοΰ. *0 Σίνενκι καβάλα στ* άλογο καί καμαρωτός σημαίνει τό σάλπισμα τής δουλιδς. Μέ τό σάλπισμα κι οί δεκαεφτά θεριστάδες έπιασαν τά γύρω τού χωραφιού καί κοσσίσαν ένα πλατύ άνοιγμα γιά τίς θεριστικές μηχανές.

Κοιτάζω τό ρολόι μου. Περνάνε πέντε λεφτά κι οί θεριστάδες

417

Page 418: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σηκώνουν τίς κόσσες ψηλά. 01 κοπέλες δένουν τό τελευταίο δεμάτι καί τό μεταφέρουν κι αύτό στήν άκρη.

Πλησιάζει ή πιό ύπεύθυνη στιγμή τής δουλιάς. Ό Ά ν τό ν καί ό Βίτκα, καθώς καί τά καλοταϊσμένα καί ξεκούραστα άλογα είναι στή θέση τους.

— Τρόκ! Μάάάρς!01 θεριστικές μηχανές ξεκινούν καί μπαίνουν στά κοσσι-

σμένα δρομάκια. Σέ δυό - τρία δευτερόλεπτα άρχίζουν νά περνούν τρίζοντας μέσ' ά π ’ τό γέννημα ή μιά πίσω ά π ’ τήν άλλη. ‘Ο Μπουρούν παρακολουθεί δλος αύτιά τίς θεριστικές μηχανές. Τίς τελευταίες μέρες μαζί μέ τόν ’ Αντόν καί τό Σέρε φάγανε πολύ καιρό μ ’ αύτές τίς μηχανές καί δυό φορές τίς δοκίμασαν στό χωράφι. Θ ά’ναι μεγάλη ντροπή άν τ ’ άλογα πεισμώσουν καί δέν κάνουν βήμα, άν άρχίσουν νά τούς βάζουν τίς φωνές κι άν ή θεριστική μηχανή σταματήσει.

Τό πρόσωπο δμως τού Μπουρούν σιγά - σιγά φωτίζεται. Οί θεριστικές μηχανές δουλεύουν ρολόι, τ ’ άλογα τρέχουν έλεύθε- ρα, δέ σταματούν ούτε καί στίς στροφές καί τά παιδιά κάθονται άκίνητα στίς σέλες. Έ να ς , δυό γύροι. "Οταν άρχισε ό τρίτος γύρος, πού κι αύτός γίνεται τό ΐδ ιο ρυθμικά κι δμορφα, ό Ά ν τό ν μέ σοβαρό υφος πετάει τοϋ Μπουρούν:

—"Ολα πδνε καλά, σύντροφε διοικητή!*0 Μπουρούν γυρίζει πρός τήν παράταξη τών τροφίμων καί

σηκώνει τήν κόσσα:—"Ετοιμοι! Προσοχή!Οί τρόφιμοι κρέμασαν τά χέρια τους στή στάση τής προσο­

χής, μά μέσα τους καίει ή φλόγα, δέ μπορούν νά κρατηθούν.— Στό χωράφι... τροχάδην!

*0 Μπουρούν κατέβασε τήν κόσσα. Τριακόσια πενήντα παιδιά χυθήκαν στό χωράφι. Σέ λίγο Εβλεπες τά πόδια καί τά χέρια τους νά μπαινοβγαίνουν στά σπαρτά. Μέ γέλια, παιχνίδια, πειράγματα, κοσσίζουν, δένουν τά δεμάτια καί βοηθούν τίς θεριστικές μηχανές,

Οί μουσαφιρέοι γελούν κι αύτοί κι ό Χαλαμπούντα πού ξαναγύρισε πιά κοντά μας, ρίχνει μιά αύστηρή ματιά στή Μπρέγκελ:

— Κι έσύ δλο μουρμούριζες... Γιά κοίτα τώρα...Ή Μπρέγκελ χαμογελάει:—"Ε, καί τί; Νά, κοιτάζω. Δουλεύουν περίφημα καί χαρούμε­

να. Μ ’ αύτό δμως είναι μονάχα ό τομέας τής δουλιάς.

4ΙΧ

Page 419: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό Χαλαμπούντα κάτι μουρμούρισε καί σταμάτησε τήν κου­βέντα μέ τή Μπρέγκελ, γύρισε δμως στόν ξυρισμένο καί Αγριεμένος τοϋ λέει:

— Μίλα της έσύ...Ό Γιούριεφ συγκινημένος κι δλος χαρά μοΰ’σφίξε τό χέρι

καί λέει στή Ντζουρίνσκαγια:— Σοβαρά σδς λέω!... “Εχω συγκινηθεϊ τόσο πού δέ λέγεται,

χωρίς νά ξέρω καί τό γιατί. Βέβαια, σήμερα είναι γιορτή, δέν είναι μέρα δουλιδς... Μά ξέρετε... αύτό είναι... είναι τό μυστήριο τής δουλιδς. Τό καταλαβαίνετε αύτό;

Ό ξυρισμένος κοιτάζει προσεχτικά τό Γιούριεφ:— Μυστήριο τής δουλιδς; Τί πάει νά πεΐ αύτό; Κατά τήν

γνώμη μου έδώ πέρα, αύτό είναι τό καλό: είναι εύτυχισμένοι, είνα* όργανωμένοι καί ξέρουν νά δουλεύουν. Καί σάν πρώτο βήμα, λόγο τιμής, αύτό είναι πολύ καλό. Ποιά είναι ή γνώμη σας συντρόφισσα Μπρέγκελ;

Ή Μπρέγκελ δέν πρόφτασε νά σκεφτεΐ, γιατί μπροστά μας Εφτασε καβάλα στό Λεβέντη ό Σίνενκι κι είπε βροντόφωνα:

— Μ ’ δστειλε δ Μπουρούν.., Φτιάνουμε τίς θημωνιές! "Ολοι νά συγκεντοωθοϋν στίς θημωνιές!

Δίπλα σ \ίς θημωνιές ψάλλαμε δλοι τή «Διεθνή-. "Υστερα άκούστηκαν διάφοροι λόγοι, καλοί καί Ασχημοι, δμως δλοι τό Ιδιο είλικρινείς, γιατί τούς Εβγαλαν άνθρωποι μέ αίσθήματα, άνθρωποι καλοί, πολίτες τής χώρας τών έργαζομένων, συγκινη- μένοι κατάβαθα κι άπό τή γιορτή K t άπό τά παιδιά κι άπ* τό γαλανό ούρανό κι ά π ’ τά τερετίσματα τών τριζονιών στό χωράφι.

"Οταν γύρισαν ά π ' τό χωράφι, Ανακατεύτηκαν στό τραπέζι τοΰ φαγητού, ξεχνώντας μάλιστα καί βαθμούς καί πόστα. Ά κόμ α κι ή συντρόφισσα Ζώγια σήμερα Αστειευόταν καί γελοΰσε.

Ή γιορτή κράτησε πολύ. “Αρχισαν τά παιχνίδια: τό λουρί τής μάνας, τό μπίζ, ή τυφλόμυγα. Τοϋ Χαλαμπούντα τοϋ δέσανε τά μάτια, τοϋ Εδοσαν στό χέρι Ενα λουρί καί τόν Εβαλαν νά κυνηγάει Εναν εύκίνητο πιτσιρίκο, πού’χε Ενα κουδουνάκι κρεμασμένο πάνω του. Τζάμπα δμως Ιδρωνε δ Χαλαμπούντα. "Υστερα πήγανε τούς μουσαφιρέους στή δεξαμενή καί τούς πρότειναν νά κάνουνε μπάνιο. Τέλος, τά παιδιά παρουσίασαν Ενα φαντασμαγορικό θέαμα στήν κεντρική πλατεία, πού άρχιζε μέ μιά δμαδική Απαγγελία:

419

Page 420: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

«77 θά'μαστέ μ ε τά ’πό πέντε χρόνια δλοι; σάν θά ’χει γίνει έδώ ολάκερη μιά πόλη, μέ τά καινούργια έργαστήρια μέσα στήν αυλή κι ό λόφος δλος γύρω κήπος, πράσινο χα/J,

πολύ θά θέλαμε νά ‘χονμε ηλεκτρικές κούνιες γιά παιδιά.

Καί ή άπαγγελία τελείωνε έτσι:

Καί τά παιδιά θά είν ’ιμάντες άτσαλένιοι καί δχι σάν παλιοτροχοί καί λαστιχένιοι».

’Ακολούθησαν τά πυροτεχνήματα στήν άκρη τής δεξαμενής, καί μετά οί φιλοξενούμενοι άρχισαν νά φεύγουν. "Οσοι είχαν αυτοκίνητο φύγαν πρωτίτερα καί ό ξυρισμένος — «τ ’ άφεντικό»— μοΰ’πε άποχαιρετώντας με:

— Λοιπόν; Τραβάτε μπροστά σύντροφε Μακάρενκο!— Θά τραβήξουμε! άπάντησα.

12. Η ΖΩΗ ΚΥΛΑΕΙ ΠΑΡΑΠΕΡΑ

Καί ξανά πάλι ή μιά μετά τήν άλλη άρχισαν οί αυστηρές καί χαρούμενες μέρες τής δουλιάς, ολο φροντίδες, μικροεπιτυχίες πού δέ μάς άφήνουν πολλές φορές νά δοϋμε τίς μεγάλες Αλλαγές πού καθορίζουν τή μελλοντική μας ζωή. Κι έτσι, δπως καί πρώτα, στίς έργατικές αύτές μέρες καί τίς ήσυχες μετά τή δουλιά βραδιές πλούτιζαν οί σκέψεις, έβγαιναν συμπεράσματα, άρχιζαν νά διαγράφονται τά διάφανα πλαίσια τοΰ μέλλοντος, πού μόλις άκόμα διακρίνονταν.

’Ερχόταν δμως αύτό τό άμεσο μέλλον κι Αποδειχνόταν πώς δέν ήταν καί τόσο εύχάριστο κι δτι μπορούσε νά τοΰ φερθεί κανείς καί χωρίς προσχήματα. Δέν καθόμασταν καί πολύ νά θρηνολογούμε γιά τίς δυνατότητες πού είχαμε χάσει, κάτι είχαμε μάθει τόσο καιρό κι ή πείρα μας είχε πλουτιστεί πιό πολύ, γιά νά κάνουμε ξανά καινούργια λάθη καί νά προχωράει έτσι ή ζωή μας.

"Οπως καί πρίν, μάς παρακολουθούσαν άγρυπνα κι αυστηρά μάτια, μάς μάλωναν καί ήθελαν νά μάς Αποδείξουν πώς δέν έπρεπε νά κάνουμε λάθη, πώς πρέπει νά όργανώνουμε σωστά τή ζωή μας, πώς δέν κατέχουμε τή θεωρία, πώς πρέπει... πρέπει... κοντολογίς ήμασταν περικυκλωμένοι άπό... πρέπει...

420

Page 421: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Στό Σταθμό όργανώθηκε στό μεταξύ ή παραγωγή. Μέ διάφορες άλήθειες καί ψέματα όργανώσαμε ένα ξυλουργικό έργαστήριο μέ καλές μηχανές: πλάνες, κορδελοπρίονο κι άλλες δικής μας κατασκευής. Κλείσαμε συμφωνίες, πήραμε καί προ­καταβολή καί φτάσαμε σέ τέτιο θράσος πού άνοίξαμε στήν τράπεζα καί τρεχούμενο λογαριασμό!

Κάναμε καί κυψέλες. Ά ποδείχτηκε πώς δέν ήταν εύκολο πράμα νά τίς φτιάξεις, γιατί χρειαζόταν μεγάλη άκρίβεια, μά κι έδώ τά καταφέραμε κι άρχίσαμε νά φτιάχνουμε κατοσταριές όλόκληρες. Κάναμε έπιπλα, όμορφες ντουλάπες κι άλλα. Ά ν ο ί­ξαμε κι ένα έργαστήρι έπεξεργασίας μετάλλου, μά τόν τομέα αύτό δέν προφτάσαμε νά τόν χαρούμε, άποτύχαμε...

"Ετσι περνούσαν οί μήνες. Ά λλ ο τε , κάποιο παραπάτημα, άλλοτε προσαρμογή, άλλοτε κάναμε τόν άγριο καί τρίζαμε τά δόντια μας, άλλοτε άπειλούσαμε κι άλλοτε άρπάζαμε καί κανέναν ά π ’ τό λαιμό, “Ετσι προχωρούσαμε καί πλουτίζαμε τό Σταθμό μας.

Πλουτίσαμε καί σέ φίλους. Έ ξ ω ά π ’ τή Ντζουρίνσκαγια καί τόν Γιούριεφ, στό ίδιο τό Λαϊκό 'Επιτροπάτο Παιδείας βρέθη­καν πολλοί πού έβλεπαν ρεαλιστικά τά πράγματα, τούς διέκρινε τό αίσθημα τής δικαιοσύνης, ή θέληση νά κάτσουν νά προβλη­ματιστούν πάνω στίς λεπτομέρειες τής δύσκολης δουλιδς μας. Περισσότερους δμως φίλους είχαμε στό κοινωνικό μας περι­βάλλον, στά κομματικά καί σοβιετικά δργανα, στόν τύπο κι άνάμεσα στούς έργάτες. Μονάχα χάρη σ ’ αύτούς, τό οξυγόνο έφτανε γιά τή δουλιά μας.

Βάθυνε ή πολιτιστική δουλιά. Τό σχολείο μας έγινε έξατά- ξιο. ’Εμφανίστηκε στό Σταθμό κι ό Βασίλη Νικολάγεβιτς Πέρσκι, ένας περίφημος άνθρωπος. Ή τα ν ένας Δόν Κιχώτης τελειοποιημένος κι έξευγενισμένος μέσα στούς αίώνες άπό τήν τεχνική, τή φιλολογία καί τήν τέχνη. Ή τα ν ψηλός κι αδύνατος σάν τόν ήρωα τοϋ Θερβάντες, κι αύτό τόν βοηθούσε πολύ νά δργανώσει καλά τή δουλιά τής λέσχης. Ή φαντασία του σκαρφιζόταν καταπληχτικά πράγματα καί δέ δίνω έγγύηση πώς γ ι ’αύτόν ό κόσμος δέν ήταν γεμάτος άπό κακά καί καλά πνεύματα. Ώ σ τό σ ο συστήνω σ ’ δλους νά βάζουν σέ τέτιες δουλιές μονάχα Δόν Κιχώτες. Ξέρουν νά βλέπουν καί στό παραμικρό πραγματάκι τό μέλλον, ξέρουν νά φτιάχνουν άπό χαρτόνι καί μπογιά θαύματα, μαζί τους τά παιδιά βγάζουν έφημερίδες τοίχου “ίσαμε 40 μέτρα μακριές καί στό χάρτινο

421

Page 422: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μοντέλο του άεροπλάνου μπορούν νά ξεχωρίσουν τό βομβαρδι­στικό άπ' χ ' άνιχνευτικό κι Ίσαμε τόν αίώνα τόν δπαντα νά υπερασπίζονται πώς τό μέταλλο είναι άνώτερο ά π ’ τό ξύλο! Οί τέτιοι Δόν Κιχώτες συνδυάζουν σ ’αύτές τίς δουλιές τό Απαραί­τητο πάθος, γιά νά βγοΰν ταλέντα καί δημιουργοί. Δέ θά κάτσω έδώ νά περιγράψω δλα τά κατορθώματα τού Πέρσκι, θά σημειώ­σω σύντομα μονάχα πώς μεταμόρφωσε τελείως τίς βραδιές μας καί τίς γέμισε ρινίσματα, ροκανίδια, κόλλα, λάμπες οίνοπνεύμα­τος καί θόρυβο πριονοκορδέλας, φασαρία προπέλας, δμαδική Απαγγελία καί παντομίμα.

’Αρχίσαμε νά ξοδεύουμε άρκετά λεφτά γιά βιβλία. Στό ίερό τής παλιας έκκλησίας δέν έφτανε πιά τό μέρος γιά τίς ντουλάπες μέ τά βιβλία καί τό Αναγνωστήριο ήταν πιά μικρό γιά τούς Αναγνώστες.

Είχαμε καί κάτι άλλα άκόμα.Πρώτα — τήν όρχήστρα! Στήν Ουκρανία, κι Ίσως σέ

δλάκερη τή Σοβιετική “Ενωση ό Σταθμός μας ήταν δ πρώτος πού όργάνωσε αύτή τή δουλιά. Φύγαν ά π ’ τή συντρόφισσα Ζώγια κι οί τελευταίες πιά Αμφιβολίες πώς ήμουν πρώην συνταγ­ματάρχης, μά γΓ αύτό, τό συμβούλιο τών διοικητών ήταν Ικανοποιημένο. Είναι Αλήθεια πώς γιά νά φτιαχτεί όρχήστρα στό Σταθμό χρειάστηκαν γερά νεύρα, γιατί τέσσερις δλόκλη- ρους μήνες δέ μπορούσατε νά βρείτε ούτε μιά γωνιά πού νά μήν κάθονται στούς πάγκους, στά τραπέζια, στά παράθυρα τά διάφορα μπάσα καί κοντραμπάσα καί νά μή σου τρυπάνε τ ' αυτιά μέ τίς φάλτσες νότες τους. "Ομως τήν Πρωτομαγιά κατεβήκαμε στήν πόλη μέ τή δική μας όρχήστρα. Πόσες συγκινήσεις αύτή τή μέρα, πόσα δάκρυα τρυφερότητας, κατά­πληξης καί θαυμασμού στή διανόηση τοϋ Χάρκοβου, στά γερόντια, στούς δημοσιογράφους καί στά πιτσιρίκια £να γύρω!

Δεύτερη κατάχτηση ήταν δ κινηματογράφος. Μάς έδοσε τήν εύκαιρία νά καταπιαστούμε στά σοβαρά μέ τήν παλιά έκκλησία πού στεκόταν στή μέση τής αύλής. "Οσο καί ν ’ Απειλούσε τό έκκλησιαστικό συμβούλιο, δσο καί νά παραπονιόταν, έμεΐς Αρχίζαμε τίς κινηματογραφικές παραστάσεις κάθε βράδυ καί μέ τό χτύπημα τής καμπάνας. Ποτέ αύτό τό παλιό κουδούνισμα δέν είχε συγκεντρώσει τόσο κόσμο, τόσους πιστούς, δσο τώρα. Καί στά γρήγορα μάλιστα. Δέν πρόφταινε νά σβύσει τό χτύπημα τής καμπάνας καί στίς πόρτες τής λέσχης ήταν κιόλας μαζεμένα πάνω άπό τριακόσια άτομα. ’Ερχόταν κι δ παπάς κι άρχιζε νά

422

Page 423: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

βάζει τά ράσα, ένώ ό όπερατέρ έβαζε τήν ταινία. Ό παπάς δρχιζ£ «Ευλογητός ό θεός» κι ό όπερατέρ τή δουλιά του. ’Απόλυτη άρμονία!

' Η άρμονία αύτή γι.ά τή Βέρα Μπερεζόφσκαγια, είχε θλιβερό τέλος. * Η Βέρα ήταν άπό τίς τρόφιμες πού ή άξία της στήν δική μου τήν παραγωγή ήταν πολύ μεγάλη καί ουτε ή Ιδια τήν είχε κάν όνειρευτεΐ.

Τόν πρώτο καιρό μετά τήν «άρρώστια τοϋ νεφρού» της ή Βέρα ήσύχασε κι άρχισε νά δουλεύει. Μόλις δμως άρχιζαν νά κοκκινίζουν λίγο τά μάγουλά της κι έπαιρνε λίγο πάνω της, ή φωνή, τά μάτια, οί ώμοι της, όλα της άρχιζαν νά παιχνιδίζουν. Συχνά τήν έπιασα σέ κάτι σκοτεινές γωνιές, δίπλα σέ κάποια άκαθόριστη φυσιογνωμία. Είδα πόσο φευγαλέο είχε γίνει τό βλέμμα της καί μέ τί άποκρουστικό τρόπο προσπαθούσε νά δικαιολογηθεί:

— Μά τί, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς; Ούτε νά μιλήσουμε δέ μπορούμε;

Στό έργο τής άναδιαπαιδαγώγησης δέν υπάρχει πιό δύσκολο πράμα ά π ’ τίς κοπέλες πού γνώρισαν τή ζωή. "Ενα άγόρι, όσο καί νά γυρίσει στούς δρόμους, σ ’ όσες παράνομες περιπέτειες κι άν μπλέχτηκε, όσο κι άν άντιστάθηκε στήν παιδαγωγική μας έπέμβαση, άν έχει λιγάκι έστω μυαλό, σέ μιά καλή κολεχτίβα θά βγεί άνθρωπος. Κι αύτό γιατί τό άγόρι αύτό στήν ούσία καθυστέρησε καί σωματικά καί πνευματικά κι αύτή τήν καθυ­στέρηση μπορεις νά τή βρεις καί νά τή συμπληρώσεις. Μιά κοπέλα δμως πού πολύ νωρίς, άκόμα ά π ’ τά παιδικά της χρόνια γνώρισε τή σεξουαλική ζωή, δχι μονάχα έχει καθυστερήσει καί σωματικά καί πνευματικά, άλλά έχει καί βαθύ τραύμα πολύπλο­κο κι δλο όδύνες. Ά π ’ δλες τίς πλευρές πέφτουν πάνω της ματιές «κατανόησης», πότε δειλές καί χυδαίες, πότε θρασείς, πότε δακρύβρεχτες. Σ ’ δλες αύτές τίς ματιές μιά είναι ή τιμή καί μιά έχουν όνομασία: έγκλημα. Δέν άφήνουν τήν κοπέλα νά ξεχάσει τήν πίκρα της καί τήν κρατούν σ * αίώνια κατάθλιψη μέ βαθύ τό αίσθημα τής κατωτερότητάς της. Καί παράλληλα σ ’αύτές τίς κοπέλες μέ τήν κουτσουρεμένη προσωπικότητα, ύπάρχει μιά πρωτόγονη καί χοντροκομμένη περηφάνεια. Οί άλλες κοπέλες είναι τίποτα μπροστά της, κοριτσάκια, ένώ αύτή είναι πιά γυναίκα πού δοκίμασε αύτό πού γιά τίς άλλες είναι άγνωστο καί μυστήριο καί πού έχει στούς άντρες μιά Ιδιαίτερη έπιρροή πού τήν έκμεταλλεύεται. Μέσα στό φοβερό αύτό

423

Page 424: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μπλέξιμο τοϋ πόνου καί τής ξιπασιάς, τής φτώχειας καί τοϋ πλούτου, τών νυχτερινών λυγμών καί τών παιχνιδισμάτων τής μέρας, πρέπει ν ά ’χει κανείς διαβολικό χαραχτήρα γιά νά χαράξει καί νά βρει τό σωστό δρόμο, νά δημιουργήσει καινούρ­γιες συνθήκες καί νέες μορφές προφύλαξης καί συμπεριφοράς.

Τέτιος δύσκολος χαρακτήρας γιά μένα ήταν ή Βέρα Μπερε- ζόφσκαγια. Πολλές φορές μέ πίκρανε έδώ στό Κουριάζ κι υποψιαζόμουνα πώς πολλές άκόμα θηλιές είχε πλέξει στό κουβάρι τής ζωής της. Μέ τή Βέρα έπρεπε νά μιλάς μέ πολύ προσοχή καί λεπτότητα. Εϋκολα πειραζόταν, τήν πιάναν τά καπρίτσια. "Οταν μ ’ έβλεπε προσπαθούσε νά μ* άποφύγει όσο γινόταν γρηγορότερα κι έτρεχε δπου έβρισκε γιά νά κλάψει, έκεΐ μονάχη, λεύτερα. Αύτό δμως δέν τήν έμπόδιζε νά τά μπλέκει μέ καβαλιέρους πού δέν ήταν καί δύσκολο νά τούς άλλάζει, γιατί ό καθένας αύτό πού φοβοταν πιό πολύ ήταν νά σταθεί μπροστά στό συμβούλιο τών διοικητών καί ν ’ άπαντάει στίς έρωτήσεις τοϋ Λάποτ:

— Κάτσε προσοχή καί ξήγα μας δλα τά καθέκαστα.Τελικά ή Βέρα πείστηκε πώς οί τρόφιμοι δέν είναι κόσμος

κατάλληλος γιά ρομάντσα καί μετάφερε τίς έρωτικές της περιπέτειες σ ’ άλλο έδαφος, λιγότερο όλισθηρό. Γύρω της άρχισε νά στριφογυρίζει ένας τηλεγραφητής ά π ’ τό Ρίζοφ, υποκείμενο σπυριάρικο καί κατσουφιασμένο πού πίστευε βαθιά πώς υψιστη έκφραση πολιτισμού πάνω σ* δλη τή γή είναι τά κίτρινα σειρήτια του. * Η Βέρα άρχισε νά πηγαίνει ραντεβού μαζί του στό δάσος. Τά παιδιά πού τούς βλέπανε έκεΐ άρχισαν νά διαμαρτύρονται, μά βαρεθήκαμε πιά ν ’ Ασχολούμαστε μέ τά ραντεβουδάκια τής Βέρας. * Ο μόνος πού μποροϋσε κάτι νά κάνει καί τό ’κανε, ήταν 0 Λάποτ. Ξεμονάχιασε τόν τηλεγραφητή καί τοϋ’πε.

—Έ σ ύ πας νά παρασύρεις τή Βέρα. Κοίτα καλά: θά σέ παντρέψουμε!

Ό τηλεγραφητής έστριψε τό σπυριασμένο πρόσωπό του:— Ποϋ τό βρήκατε: «θά σέ παντρέψουμε»!— Κοίτα καλά, Σιλβέστροφ, άν δέν τήν πάρεις, θά σέ

κάνουμε τ* άλατιοϋ, μάς ξέρεις δά έμδς... Δέν πρόκειται νά μας ξεφύγεις, δπου καί νά πάς θά σέ βροϋμε...

Ή Βέρα άφησε δλα τά προσχήματα καί μόλις έβρισκε καιρό έτρεχε στά ραντεβού. “Οταν μέ συναντούσε κοκκίνιζε, διόρθωνε κάτι στά μαλλιά της κι έξαφανιζόταν άπό μπροστά μου.

424

Page 425: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

'Επιτέλους ήρθε ή ώρα καί τής Βέρας. "Ενα βράδυ άργά τή νύχτα ήρθε στό γραφεΐο μου, κάθησε αυθάδικα σέ μιά καρέκλα, Εβαλε τόνα πόδι πάνω σ τ ’ άλλο, κατακοκκίνισε, άλλά είπε μέ δυνατή φωνή καί κρατώντας ψηλά τό κεφάλι:

—"Εχω ένα ζήτημά μου νά σας πώ.—Ό ρ ίσ τε , λέγε, τής άπάντησα μέ τόν Ίδιο έπίσημο τόνο.— Είναι άνάγκη νά κάνω έκτρωση.— Μπά;— Ναί. Καί σας παρακαλώ νά μού δόσετε ένα σημείωμα γιά

τήν κλινική.Σώπαινα κοιτάζοντάς την. Κατέβασε τό κεφάλι.— Νά, αύτό ε ίν ’ δλο.

’Εξακολουθούσα νά σωπαίνω. Ή Βέρα δοκίμασε νά μέ κοιτάξει μέ πλάγια ματιά καί σ ’ αύτό τό βλέμμα της κατάλαβα πώς αύτή τή στιγμή έχει χάσει κάθε Ίχνος ντροπής: κι οί ματιές της, καί τό κοκκινάδι στά μάγουλα, κι ή μιλιά της τό μαρτυρούν.

— Θά γεννήσεις, είπα ξερά.*Η Βέρα μέ λοξοκοίταζε ναζιάρικα καί κούνησε τό κεφάλι:—"Οχι, δέ θά γεννήσω.Δέν τής άπάντησα, κλείδωσα τό συρτάρι μου κι έβαλα τό

κασκέτο. Σηκώθηκε καί μέ κοίταξε πάλι πλάγια κι άβολα.— Πάμε! Είναι ώρα γιά ύπνο, τής είπα.— Μά μοΰ χρειάζεται τό σημείωμα. Δέ μπορώ, δέν κάνει νά

περιμένω! Μά δέν καταλαβαίνετε λοιπόν;Μπήκαμε στό σκοτεινό δωμάτιο τοΰ συμβουλίου τών διοικη­

τών καί σταματήσαμε.— Σοΰ μίλησα σοβαρά καί τήν άπόφαση δέν πρόκειται νά

τήν άλλάξω. Θ* Αποχτήσεις παιδί.—"Αχ! έβαλε μιά φωνή ή Βέρα κι έφυγε τρέχοντας, χτυπών­

τας πίσω της τήν πόρτα."Υστερα άπό τρεις μέρες μέ συνάντησε έξω ά π ' τήν πύλη,

δταν γύριζε άργά τό βράδυ άπ* τό χωριό. Μέ πλησίασε κι άρχισε νά βαδίζει δίπλα μου, λέγοντας μέ μιά ήρεμη καί γατίσια φωνούλα:

—Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, έσεΐς άστειεύεστε μά ή υπόθεσή μου δέ σηκώνει άστεΐα!

— Τί θέλεις;— OC, κάνουν πώς δέν καταλαβαίνουν!... Νά, μοΰ χρειάζεται

σημείωμα, γιατί δέ μοΰ τό δίνετε;Τήν πήρα ά π ’ τό χέρι καί τήν έβγαλα στό χωραφόδρομο:

425

Page 426: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—"Αντε νά τά πούμε καλύτερα.— Μά τί χρειάζονται τά λόγια τά πολλά!... Κύριε έλέησον!

Δόστε μου τό σημείωμα καί τό ζήτημα τελειώνει!—“Ακου, Βέρα, τής είπα, έγώ δέν κάνω πείσματα ούτε

άστειεύομαι. ' Η ζωή είναι υπόθεση σοβαρή καί δέ μπορεϊς νά παίζεις μαζί της, γιατί είναι έπικίνδυνο πράμα. Στή ζωή σου Ετυχε Ενα σοβαρό γεγονός: άγάπησες εναν άνθρωπο... Παντρέ­ψου τον λοιπόν.

—“Ας πάει στόν άγύριστο ό άνθρωπός σας! Νά παντρευτώ, λέει! Κοίτα τί σκέφτηκε!... Μήπως θά μου πεΐτε άκόμα νά νταντεύω καί παιδιά; Δόστε μου τό σημείωμα!... Καί κανέναν έγώ δέν άγάπησα!

— Δέν άγάπησες κανένα; Δηλαδή πεζοδρόμιο;—Έ , λοιπόν; Πέστε το κι Ετσι! "Ολα μπορεϊτε σείς νά τά

πεΐτε!— Ναί, τό λέω: δέ θά σού έπιτρέψω νά κάνεις τέτια ζωή!

Πήγες μέ άντρα, καί τώρα θά γίνεις μητέρα!— Δόστε μου τό σημείωμα σάς λέω! Εβαλε τίς φωνές ή Βέρα

μέ δάκρυα πιά στά μάτια. Τί μέ βασανίζετε Ετσι;— Σημείωμα δέ θά δόσω. Κι &ν έξακολουθήσεις νά τό ζητάς,

θά βάλω τό ζήτημα στό συμβούλιο τών διοικητών.—Ώ , θεέ μου! Εβγαλε μιά φωνή καί κάθησε στό χώμα Ετοιμη

νά κλάψει, κουνώντας λυπητερά τούς ώμους της καί σιγομουρ- μουρίζοντας.

Στεκόμουνα δίπλα της καί σώπαινα. Ά π ’ τή μεριά τού μποστανιού μάς πλησίασε ό Γκαλατένκο, κοίταξε έπίμονα τή Βέρα κι είπε άργόσυρτα:

— Κι έγώ λέω τί τρέχει έδώ; Κάποιος κλέφτης; Καί νά, ή Βέρα κλαίει... ένώ πάντα της είναι γελούμενη... Καί τώρα κλαίει...

Ή Βέρα ήσύχασε, σηκώθηκε, διόρθωσε τό φόρεμά της, κατάπιε κανονικά τό τελευταίο άναφιλητό της καί τράβηξε γιά τό Σταθμό, μέ μιάν άδιάφορη κίνηση τού χεριού καί κοιτάζοντας τ ’ άστρα.

Ό Γκαλατένκο είπε:— Πάμε, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς στό καλύβι. Θά σάς τρατάρω

φρέσκο καρπούζι! Καρπούζαρο δχι άστεΐα! Είναι καί τά παιδιά έκεϊ.

Περάσαν δυό μήνες. ' Η ζωή μας κυλούσε σάν ενα καλό καί καινούργιο τραίνο: πότε όλοταχώς, στ ‘ άσχημα γεφύρια σιγά -

426

Page 427: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σιγά, φρενάροντας στίς κατηφοριές, καί στά υψώματα φουσκώ­νοντας καί κοντανασαίνοντας. Καί μαζί μέ τή ζωή μας κυλοϋσε άπό κεκτημένη ταχύτητα κι ή ζωή τής Βέρας Μπερεζόφσκαγία, μόνο πού ήταν λαθρεπιβάτης στό τραίνο μας.

Ή έγκυμοσύνη της δέ μποροϋσε νά μείνει κρυφή ά π ’ τά παιδιά, κι ίσως ή Βέρα είπε τό μυστικό της στίς φιλενάδες της, άλλά τί σόι μυστικό, όταν πιά τό ’μαθε Ενας, δεύτερος, πού θά πει: όλοι. Είχα τήν ευκαιρία νά έχτιμήσω τήν ευγένεια καί τήν καλοσύνη τών τροφίμων μας γιά τήν όποία βέβαια ποτέ δέν είχα άμφιβολίες. ΟΟτε πείραζαν, ουτε κορόιδευαν τή Βέρα. ' Η έγκυμοσύνη καί ή γέννηση παιδιού στά μάτια τους δέν ήταν ντροπή, οΟτε δυστύχημα. ΟΟτε μιά λέξη προσβλητική δέν άκουσε ή Βέρα ά π ’ τό στόμα τών παιδιών, ουτε Ενα περιφρονητι­κό βλέμμα δέν είδε. "Ομως, γιά τόν Σιλβέστροφ, τόν τηλεγρα­φητή γινόταν μιά ιδιαίτερη συζήτηση. Στούς θαλάμους, στίς αίθουσες, στά τμήματα, στή λέσχη, στά έργαστήρα, σ τ ’ άλώνια, φαίνεται πώς ξετίναζαν όλόπλευρα δλες τίς λεπτομέρειες τοϋ ζητήματος, γι ’ αύτό κι ό Λάποτ μοϋ πρότεινε αύτό τό θέμα σάν Εντελώς ώριμο γιά συζήτηση:

— Σήμερα στό συμβούλιο τών διοικητών θά μιλήσουμε γιά τόν Σιλβέστροφ. Συμφωνείτε;

— Δέν Εχω άντίρρηση, δμως μκορει νά μή συμφωνάει ό Σιλβέστροφ.

— Θά τόν φέρουν. Κι &ς πάψει νά παριστάνει τόν κομσομό-λο!

Τόν Σιλβέστροφ τόν φέραν τό βράδυ ό Ζόρκα κι ό Βόλοχοφ, καί παρά τήν τραγικότητα τής υπόθεσης δέ μπόρεσα νά κρατή­σω Ενα χαμόγελο, δταν τόν Εβαλαν στή μέση κι 0 Λάποτ είπε ξερά κι αύστηρά:

— Κάτσε προσοχή!Τόν Σιλβέστροφ τόν Εκοβε κρύος (δρώτας δταν άκουγε γιά τό

συμβούλιο τών διοικητών. “Οχι μονάχα πήγε καί στάθηκε στή μέση, δχι μόνο κάθησε προσοχή, μά ήταν έτοιμος νά κάνει όποιοδήποτε κατόρθωμα, νά ξεδιαλύνει όποιοδήποτε αίνιγμα, φτάνει νά ξεφύγει σώος κι άβλαβής ά π ’ τό φοβερό τοϋτο συμβούλιο. ’Αναπάντεχα δλα πήρανε μιά τέτια στροφή, πού τό αίνιγμα καταπιάστηκε νά τό ξεδιαλύνει τό Ιδιο τό συμβούλιο, μιά πού ό Σιλβέστροφ καθόταν έκεΐ στή μέση άναποφάσιστος καί τούς χασομερούσε δλους:

— Σύντροφοι τρόφιμοι, μά μήπως έγώ πρόσβαλα κανένα, ή

427

Page 428: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

είμαι κάνας άλήτης;... Έ σ ε ΐς λέτε: παντρέψου την. Μετά χαράς τό κάνω, μά πώς νά γίνει άφοϋ αύτή άρνιέται;

— Τί, δέ θέλει; πετάχτηκε ό Λάποτ. Ποιός σ τό ’πε;— Νά, ή Ίδια μοϋ τό ’πε, ή Βέρα...— Γιά φέρτε την κι αύτήν έδώ στό συμβούλιο! Ζόρεν!— Μάλιστα, άμέσως!

*0 Ζόρεν τράβηξε τρέχοντας στήν πόρτα, καί σέ δυό λεφτά ξαναμπήκε σά σίφουνας στό γραφείο, κόλλησε τή μυτίτσα του σ τ ’ αύτί τοΰ Λάποτ καί κάτι τοϋ ψιθύρισε δείχνοντας μακριά πρός τό μέρος πού βρισκόταν ή Βέρα:

— Δέ θέλει ν ά ’ρθει... Νά, τής μιλάω κι αύτή μ ’ άπαντάει: «Τσακίσου άπό δώ»!...

Τό βλέμμα τοΰ Λάποτ άγκάλιασε τό συμβούλιο καί σταμάτη­σε στό Φεντορένκο. Αύτός σηκώθηκε σοβαρός ά π ’ τή θέση του, σήκωσε φιλικά τό χέρι του, είπε σιγανά καί ζουμερά «Μάλιστα» καί τράβηξε γιά τήν πόρτα. Περνώντας κάτω ά π ’ τίς χερούκλες του ξεγλίστρησε ά π ’ τήν πόρτα 0 Ζόρεν καί πανικόβλητος κατέβηκε κουτρουβαλώντας τίς σκάλες. *0 Σιλβέστροφ κιτρί­νισε κι άπόμεινε στήλη άλατος έκεΐ στή μέση, περιμένοντας πώς μπροστά στά ίδ ια του τά μάτια οί τρόφιμοι θά γδέρναν ζωντανή τήν άπελπισμένη άγγελική άγάπη του.

Πρόφτασα τόν Φεντορένκο καί τόν σταμάτησα στήν πόρτα:— Κάτσε στό συμβούλιο, θά πάω έγώ στή Βέρα,

Ό Φεντορένκο χωρίς κουβέντα μοΰ’κανε δρόμο.’ Η Βέρα καθόταν στό κρεβάτι της καί περίμενε ύπομονετικά

τά μαρτύρια καί τό κρέμασμά της, παίζοντας στά δάχτυλά της κάτι μεγάλα άσπρα κουμπιά. *0 Ζόρεν είχε φτάσει ίδρωμένος μπροστά της καί τής φώναζε μέ τή φωνίτσα του:

— Πήγαινε,Βέρα, πήγαινε σού λέω! Γιατί θά ’ρθει ό Φεντο­ρένκο... Τράβα! Καλύτερα νά πδς μόνη σου! καί τής ψιθύρισε: Τράβα σοΰ λέω, γιατί θά ’ρθει ό Φεντορένκο καί θά σέ πάει σηκωτή!

*0 Ζόρεν μέ είδε κι δγινε άφαντος.Π λησίασα τό κρεβάτι τής Βέρας, κι Εκανα νόημα σέ δυό -

τρεις κοπέλες πού βρίσκονταν έκεΐ νά φύγουν.— Δέ θέλεις νά παντρευτείς τόν Σιλβέστροφ;— Δέ θέλω.— Καί δέ χρειάζεται. Σωστά.

' Η Βέρα έξακολουθοΰσε ν ’ άνακατεύει τά κουμπιά κι είπε σέ μένα κι δχι στά κουμπιά της:

428

Page 429: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—"Ολοι θέλουν νά μέ παντρέψουν! Κι δταν έγώ δέ θέλω; Έ γώ θέλω νά κάνω Εκτρωση.

—Ό χ ι,δ έ θά κάνεις!— Κι έγώ σδς λέω θά κάνω! ’ Εφόσον έγώ τό θέλω, δέν έχετε

τό δικαίωμα...— Είναι πιά άργά.—“Ας είναι.— Πολύ άργά. Κανένας γιατρός δέ θά συμφωνήσει, ουτε θά

μπορέσει.— Θά μπορέσει. Ξέρω γώ! Αύτό τό λένε καισαρική τομή.— Ξέρεις τί σημαίνει αύτό;— Ξέρω, θά μέ κόψουν καί τελειώνει.— Είναι πολύ έπικίνδυνο.—Ά ς είναι. Καλύτερα νά πάω άπό μαχαίρι, παρά νά μείνω μέ

παιδί! Δέ θέλω!Σταμάτησα μέ τό χέρι μου τό άνακάτεμα τών κουμπιών της.

Γύρισε τό βλέμμα στό μαξιλάρι.— Βλέπεις, Βέρα, κι οί γιατροί έχουνε νόμους Απαραβία­

στους. Καισαρική τομή γίνεται μονάχα δταν ή μητέρα δέ μπορεϊ νά γεννήσει.

— Κι έγώ τό ίδιο: δέ μπορώ νά γεννήσω!—Ό χ ι , έσύ μπορεΐς. Καί θ ’ άποχτήσεις παιδί!

Έ σπρω ξε τό χέρι μου, σηκώθηκε ά π ’ τό κρεβάτι, καί πέταξε μέ δύναμη τά κουμπιά στό στρώμα:

— Δέ μπορώ! Καί δέ θά γεννήσω! Νά τό ξέρετε! Θά κρεμαστώ ή θά πνιγώ, άλλά δέ θά γεννήσω!

Έ π εσ ε στό κρεβάτι κι άρχισε νά κλαίει.Στό θάλαμο ήρθε σίφουνας 0 Ζόρεν:—Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, 0 Λάποτ ρωτάει, νά περιμένουν τή

Βέρα ή δχι; Καί τί θά γίνει μέ τό Σιλβέστροφ;— Πές δτι ή Βέρα δέ θά παντρευτεί τό Σιλβέστροφ.— Καί στό Σιλβέστροφ;— Νά πάει στά τσακίδια!

' Ο Ζόρεν σάν άστραπή τράβηξε στήν πόρτα, άφήνοντας πίσω του ένα σφύριγμα στροβίλου.

Τί μου"μείνε νά κάνω; Πόσους αΙώνες ζοΰν οί άνθρωποι πάνω στή γή κι άκόμα δέν έχει μπεΐ τάξη στό ζήτημα τής άγάπης; Ρωμαίος κι * Ιουλιέτα, Ό θέλλος καί Δεισδαιμόνα, Ό νέγκ ιν καί Τατιάνα, Βέρα καί Σιλβέστροφ... Πότε έπιτέλους θά τελειώσει αύτό; Πότε έπιτέλους στίς καρδιές τών έρωτευμέ-

429

Page 430: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νων θά μπουν μανόμετρα, άμπερόμετρα, βολτόμετρα καί γρήγο­ρες αύτόματες πυροσβεστικές συσκευές; Τότε πιά δέ θά χρειάζε­ται νά στέκεσαι άπό πάνω τους καί νά σκέφτεσαι: θά κρεμαστεί ή δέ θά κρεμαστεί;

Θύμωσα κι Εφυγα. Τό συμβούλιο ξεπροβοδοϋσε τόν υποψή­φιο γαμπρό. Παρακάλεσα νά μείνουν οί κοπέλες - διοικητές, γιά νά μιλήσουμε γιά τή Βέρα. Ή γεμάτη καί κοκκινομάγουλη Ό λ ια Λάνοβα μ ’ άκουσε σοβαρή κι είπε:

— Σωστά. Ά ν τής κάνατε αύτό πού ζητούσε, θά πήγαινε χαμένη.

Ή Νατάσα Πετρένκο τό ίδ ιο ήρεμη μέ κοίταζε μέ τά Εξυπνα μάτια της καί σώπαινε.

— Νατάσα, ποιά είναι ή γνώμη σου;—Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, μ ’ άπάντησε, άν ό άνθρωπος Αποφα­

σίσει νά κρεμαστεί, δέ μπορεϊ κανείς νά κάνει τίποτα. Κι οΟτε μπορεϊ νά τόν παρακολουθεί κανείς διαρκώς. Τά κορίτσια λένε: θά τήν προσέχουμε. Βέβαια, θά τήν προσέχουμε, δμως δέν πρόκειται νά βγει τίποτα.

Χωρίσαμε. Τά κορίτσια πήγαν γιά ύπνο κι έγώ Εμεινα μέ τίς σκέψεις μου καί περιμένοντας ν ’ άκούσω κανένα ξαφνικό χτύπο στό τζάμι μου.

Μ ' αύτή τήν «ώραΐα» άπασχόληση πέρασα κάμποσες βρα­διές. Κάποτε ή νύχτα άρχιζε μέ τήν έπίσκεψη τής Βέρας πού έρχόταν συντριμμένη, γεμάτη δάκρυα καί πίκρα, καθόταν άπέ- ναντί μου καί κλαψούριζε γιά τή χαμένη πιά ζωή της, γιά τή σληράδα μου, γιά πολλές καί διάφορες πετυχημένες έγχειρήσεις καισαρικής τομής.

Βρήκα τήν εύκαιρία νά τής κάνω μερικά στοιχειώδη μαθή­ματα φιλοσοφίας τής ζωής, πού τ ’ άγνοοΰσε σ ’ έξοργιστικό βαθμό.

— Βασανίζεσαι, τής Ελεγα, γιατί είσαι άχόρταγη. Θέλεις νά περνάς τή ζωή σου μέ γλέντια καί χαρές. “Εχεις τή γνώμη πώς ή ζωή είν" Ενα γλέντι τζάμπα. Πάς στό γλέντι, σέ κερνούν, σέ χορεύουν καί σού κάνουν δλα τά κέφια. "Ετσι;

— Καί, λοιπόν; Γιά σάς, δηλαδή, ό άνθρωπος πρέπει νά παιδεύεται σ ’ δλη του τή ζωή;

— Γιά μένα, ζωή δέ θά πει αίώνιο γλέντι, τά γλέντια κι οί γιορτές δέ γίνονται συχνά, τόν πιό πολύ καιρό ό άνθρωπος δουλεύει, Εχει φροντίδες στό κεφάλι του, υποχρεώσεις, Ετσι ζοΰν δλοι οί έργαζόμενοι. Παλιότερα ύπήρχαν άνθρωποι πού

430

Page 431: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ένώ οί Ίδιοι δέ δούλευαν,τό ρίχναν κάθε μέρα στό γλέντι καί έκαναν δλα τά κέφια τους. ’ Εσύ τό ξέρεις δμως, πώς αύτούς τούς άνθρώπους τούς διώξαμε γιά πάντα.

— Ναί, λέει σιγοκλαίγοντας ή Βέρα, γιά σας ό έργαζόμενος άνθρωπος πρέπει νά παιδεύεται πάντα.

— Γιατί νά παιδεύεται; ' Η δουλιά φέρνει κι αύτή χαρά. Νά, θά γεννήσεις γιό, θά τόν άγαπήσεις, θά κάνεις οίκογένεια, θά ’χεις φροντίδες καί γιά σένα καί γιά τό γιό σου. Θά δουλεύεις δπως δλοι, θ ’ άναπαύεσαι, αύτή ε ίν ’ ή ζωή. Κι δταν μεγαλώσει ό γιός σου θά ’ ρχεσαι συχνά νά μού λές εύχαριστώ, γιατί δέ σέ άφησα νά τόν σκοτώσεις.

Πολύ, μά πολύ άργά, ή Βέρα άρχισε νά βάζει αύτί στά λόγια μου καί νά κοιτάζει τό μέλλον χωρίς φόβο κι άποστροφή. Κινητοποίησα δλες τίς γυναικείες δυνάμεις τού Σταθμοϋ πού Αγκάλιασαν μέ τρυφερή φροντίδα τή Βέρα καί μέ άκόμα τρυφερότερη έξήγηση τών καλών καί κακών φαινομένων τής ζωής. Τό συμβούλιο τών διοικητών δδοσε στή Βέρα Ιδιαίτερο δωμάτιο. Ό Κουντλάτι μπήκε έπικεφαλής μιας τριμελούς έπιτροττής πού έφοδίασε τό δωμάτιο μέ Επιπλα, πιατικά κι άλλα Απαραίτητα είδη. Ά κόμα καί τά πιτσιρίκια άρχισαν νά ένδια- φέρονται καί μαζεύαν διάφορα πραματάκια γιά τό δωμάτιο τής Βέρας, δμως δέ μποροΰσαν ν* Απαλλαγούν Απ' τήν Αλαφρομυα­λιά τής ήλικίας τους. Γι* αύτό καί κάποτε έπιασα τόν Σίνενκι νά φοράει μιά παιδική σκουφίτσα:

— Τί είναι τοΰτο πάλι; Γιατί τό φόρεσες;Ό Σίνενκι κατέβασε Απ' τό κεφάλι του τή σκουφίτσα κι

Αναστέναξε βαθιά:— Ποΰ τή βρήκες;— Νά, είναι γιά τό παιδάκι τής Βέρας... σκουφίτσα... τή

ράψαν τά κορίτσια...— Σκουφίτσα! Καί τί θέλει σέ σένα;— Νά, περνοΰσα άπό κεϊ...—Έ , λοιπόν;— Περνοΰσα, καί τήν είδα πεσμένη κάτω.— Τί, Απ’ τό ραφείο περνούσες;

Ό Σίνενκι καταλαβαίνει πώς «δέ χρειάζονται παραπανίσια λόγια» καί γ ι ' αύτό σωπαίνει κουνώντας καταφατικά τό κεφάλι καί κοιτάζοντας πέρα.

— Τά κορίτσια τή ράβαν γιά νά πιάσει τόπο, κι έσύ πας νά τή σκίσεις, νά τή λερώσεις καί νά τήν πετάξεις; Τί είναι αύτά τά πράγματα, £;

431

Page 432: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Έ , αύτή ή κατηγορία είναι πάνω ά π ’ τίς μικρές δυνάμεις τοΰ Σίνενκι:

— Μά δχι, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, ρωτήστε τά παιδιά!... Έ γώ πήρα τή σκουφίτσα κι ή Νατάσα μοΰ λέει: «Ποΰ κατάντησες». Έ γώ τής λέω: «Θά τήν πάω στή Βέρα». Κι αύτή μ ’ άπαντάει: « Έ , καλά, πήγαινέ της την!» Έ τρ εξα στή Βέρα, αύτή δμως είχε πάει στό νοσοκομείο, κι έσεΐς μοΰ λέτε — θά τή σκίσεις...

Πέρασε άκόμα Ενας μήνας κι ή Βέρα συμφιλιώθηκε μαζί μας, μέ τό ίδιο πάθος πού μοΰ ζητοΰσε νά τής κάνουμε καισαρική τομή. Τώρα τήν κυρίεψε ή μητρική στοργική φροντίδα. Στό Σταθμό ξανάκανε τήν έμφάνισή του ό Σιλβέστροφ, κι ό Γκαλα- τένκο, άνθρωπος πού τοΰ’κοβε σήκωσε τά χέρια:

— Τίποτα δέ μπορεϊ νά καταλάβει κανείς: μάλλον θά παν­τρευτούν.

Ή ζωή μας κυλούσε. Στό τραίνο τής ζωής μας προστέθηκαν κι άλλες έγνοιες καί φροντίδες, μά τραβούσε μπροστά, σκεπά­ζοντας μέ τό μυρωδάτο κι εύθυμο καπνό του τίς πλατιές σοβιετικές καλές μέρες. Οί σοβιετικοί άνθρωποι παρακολου­θούσαν τή ζωή μας καί χαίρονταν γι* αύτήν. Τίς Κυριακές μδς έρχονταν πολλοί ξένοι: φοιτητές, έργάτες, παιδαγωγοί, δημοσι­ογράφοι. Στίς στήλες τών έφημερίδων καί τών περιοδικών δημοσιεύονταν πολλά άπλά καί φιλικά ρεπορτάζ γιά τή ζωή μας, φωτογραφίες παιδιών τοΰ χοιροστάσιου καί τού ξυλουργείου. Οί ξένοι έφευγαν συγκινημένοι, μάς έσφιγγαν τό χέρι, κι δταν τούς προσκαλούσαμε νά ξανάρθουν μάς χαιρετούσαν σηκώνοντας τό χέρι καί λέγοντας «Μάλιστα».

'Ό λ ο καί συχνότερα άρχισαν νά μάς Ερχονται ξένοι άπό άλλες χώρες. Οί καλοντυμένοι τούτοι τζέντλεμαν, δλο εύγένεια, κοίταζαν μέ μισόκλειστα μάτια τά πρωτόγονα πλούτη μας, τούς άρχαίους θόλους τοΰ μοναστήριοΰ, τίς μπαμπακερές φόρμες τών παιδιών. Ά κ ό μ α καί τό βουστάσιό μας δέ στάθηκε Ικανό νά τούς προξενήσει Εκπληξη. Τά ζωντανά δμως μουτράκια τών παιδιών, ή συγκροτημένη φασαρία τής δουλιδς καί τά λίγο ειρωνικά βλέμματα, πού Εριχναν στίς παρδαλές κάλτσες καί τά κολοβά σακάκια, στά καλοθρεμμένα πρόσωπα καί στά μικρο- σκοπικά σημειωματάρια, αύτά πραγματικά προξενούσαν τήν Εκπληξη στούς ξένους.

Μέσω τών διερμηνέων έπιμέναν νά κάνουν Ενα σωρό φαρμα­κερές έρωτήσεις καί δέ θέλαν μέ κανένα τρόπο νά πιστέψουν δτι γκρεμίσαμε τούς τοίχους τού μοναστηριού, άν καί μπροστά τους

432

Page 433: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

έβλεπαν πώς δέν υπάρχουν πιά τοίχοι. Ζήτησαν νά τούς έπιτρέψουμε νά μιλήσουν μέ τά παιδιά. Δέχτηκα μ ’ ένα κατηγο­ρηματικό 6ρο: νά μή ρωτήσουν τίποτα γιά τό παρελθόν τών παιδιών. “Αρχιζαν νά γίνονται προσεχτικοί καί νά έπιμένουν. Ό διερμηνέας μοΰ’λεγε λίγο σαστισμένος:

— Αύτοί ρωτάνε: γιατί κρύβετε τό παρελθόν τών τροφίμων σας; Ά ν είχαν άσχημο παρελθόν, τότε σάς πρέπει μεγαλύτερη τιμή.

Μέ πλήρη δμως Ικανοποίηση ό διερμηνέας διαβίβαζε τήν άπάντησή μου:

— Τέτια τιμή δέ μας χρειάζεται. ’ Απαιτώ τήν πιό κοινή λεπτότητα. 'Εξάλλου έμεΐς δέν ένδιαφερόμαστε γιά τό παρελθόν τών ξένων μας.

Οί ξένοι σκάγανε ένα χαμόγελο καί έλεγαν φιλικά:— Γιές, γιές!

Α ναχω ρούσαν οί ξένοι μας μέ τά πολυτελή τους αυτοκίνητα κι έμεΐς συνεχίζαμε τή ζωή μας.

Τό φθινόπωρο μας έφυγε κι άλλη μιά όμάδα γιά τήν έργατική σχολή. Τό χειμώνα μέσα στίς τάξεις τοΰ σχολείου άρχίζαμε ξανά υπομονετικά, τοΰβλο τό τοΰβλο, νά χτίζουμε τό αύστηρό οίκοδόμημα τής σχολικής παιδείας.

Καί νάτην πάλι ή άνοιξη! Καί μάλιστα πρώιμη.Μέσα σέ τρεις μέρες δλα είχαν τελειώσει. Στό μεγάλο καί περιποιημένο δρομάκο περνάει ήρεμα τίς τελευταίες μέρες του ένα φαγωμένο ξερό κομμάτι πάγου. Κάποιος πηγαίνει μέ τ ’ άμάξι, καί πάνω στό κάρο μπουμπουνίζει ένας άδειος τενεκές. Ό ούρανός γαλανός, πανύψηλος, όμορφος. *Η κόκκινη σημαία μας κυματί­ζει περήφανα στόν Ανοιξιάτικο ζεστό άνεμο. *Η στολισμένη πόρτα τής λέσχης είναι όρθάνοιχτη καί στήν άσυνήθιστη ψύχρα τής εΙσόδου ύπάρχει μιά καταπληχτική καθαριότητα μέ τά χαλάκια νά λάμπουν μετά τό ξεσκόνισμά τους.

Στά θερμοκήπια έβραζε ή δουλιά. Οί άχυρένιες ψάθες έχουν κιόλας στρωθεί στίς άκρες καί οί τζαμένιες στέγες στερεώνονται στά υποστηρίγματα. Τά πιτσιρίκια μαζί μέ τίς κοπέλες γονατι­στοί άνοίγουν τρύπες γιά τά βλαστάρια, καί φλυαρούν γιά τούς πάντες καί τά πάντα. Ή Ξένια Ζουρμπινά, άνθρωπος πού πρωτοεΐδε τό φώς τό χίλ ια έννιακόσια είκοσι τέσσερα καί πού πρώτη φορά στή ζωή της έτρεχε λεύτερα, κοιτάζει τούς τεράστι­ους λάκκους γιά τά θερμοκήπια, ρίχνει μιά φοβισμένη ματιά στό σταΰλο, δπου ζεΐ ό Λεβέντης, καί λέει κι αύτή τό λογάκι της γιά τά ζητήματα πού τή νοιάζουν:

433

Page 434: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί ποιός θά όργώσει; Τά παιδιά, έ; Κι ό Λεβέντης θά όργώσει; Μέ ποιόν, μέ τά παιδιά; Καί πώς θά γίνει τό δργωμα;

Οί χωρικοί γιορτάζουν τό πάσχα! 'Ο λόκληρη τή νύχτα σπρώχνονταν στήν αύλή, κουβαλούσαν μπόγους καί κεριά. 'Ο λόκληρη τή νύχτα χτύπαγε ή καμπάνα. Τό πρωί Εφυγαν, άφοΰ είχαν κατεβάσει δλες τίς λιχουδιές τους καί γύριζαν μεθυσμένοι στό χωριό καί γύρω άπ ' τό Σταθμό. Ό μ ω ς, ή καμπάνα δέ σταμάτησε, άνέβηκαν στό καμπαναριό καί συνέχιζαν νά τή χτυπάνε μέ τή σειρά. Ό διοικητής υπηρεσίας άνέβηκε τελικά κι αύτός στό καμπαναριό κι Εδοσε πόδι σ ’ δλοκληρο τσούρμο άπό τέτιους μουζικάντες. Φτάσαν ντυμένοι στά καλά τους καί τά μέλη τοΰ έκκλησιαστικοΰ συμβουλίου μέ τά παιδιά καί τ ’άδέρ- φια τους, άρχισαν νά κουνοΰν τά χέρια κάπως πιό θαρρετά άπό πρίν καί Εβαλαν τίς φωνές:

— Δέν έχετε τό δικαίωμα! * Η σοβιετική έξουσία έπιτρέπει τίς άγιες γιορτές. Ά νο ίξτε τό καμπαναριό! Είναι ή γιορτή τών γιορτών σήμερα! Ποιός μπορεϊ ν ’ άπαγορέψει τό χτύπημα τής καμπάνας;

— Μά έσύ καί χωρίς τήν καμπάνα εΐσαι σουρωμένος, είπε ό Λάποτ.

— Κοίτα τή δουλιά σου έσύ. Καί γιατί άπαγορεύεται ή καμπάνα;

— Πατερούλη, άπάντησε ό Κουντλάτι, βαρεθήκαμε πιά, καταλαβαίνεις; Μά γιά ποιό γεγονός γίνεται τούτη ή γιορτή; Ό χριστός άνέστη, ε; Καί τί σέ νοιάζει έσένανε; Στό χωριό άναστήθηκε κανένας; “Οχι! Τί άνακατευόσαστε λοιπόν σέ ξένες υποθέσεις;

Τά μέλη τοΰ έκκλησιαστικοΰ συμβουλίου τρικλίζουν, σηκώ­νουν τά χέρια κι όρύονται:

—Ό ,τ ι καί νά γίνει ή καμπάνα θά χτυπήσει! Τ ’ άκοΰς;Τά παιδιά γελοΰν, κάνουν άλυσίδα καί σπρώχνουν τήν

πασχαλινή τούτη άφρόκρεμα πρός τήν πύλη. Αύτή τή σκηνή τήν παρακολουθεί άπό μακριά ό Κοζίρ καί λέει έπιτιμητικά, χαϊδεύοντας τή γενειάδα του:

— Γιά δές πώς κακόμαθε ό κόσμος! Θές νά γιορτάσεις, γιόρτασε σπίτι σου ήσυχα. Ποΰ τρέχεις καί τσακώνεσαι, θέ μου συχώρεσέ με;

Τό βράδυ στό χωριό οί μεθυσμένοι τρέχαν μέ τά μαχαίρια στό χέρι, ξεφωνίζαν, καυγάδιζαν, καί στό τέλος μας κουβαλή- σαν στό μικρό νοσοκομείο μας όλόκληρα τσαμπιά μαχαιρωμέ­

434

Page 435: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νους καί χτυπημένους. Ά π ’ τήν πόλη έφτασε άπόσπασμα τής πολιτοφυλακής. Γύρω άπ ' τό νοσοκομείο στριμώχνονταν οί συγγενείς τών θυμάτων, οί μάρτυρες κι οί συμπαθοΰντες, τά μέλη έπίσης τής έκκλησιαστικής έπιτροπής, τά παιδιά καί τ ' άδέρφια τους. Οί τρόφιμοι τούς περικυκλώνουν καί τούς ρωτούν μ ’ ένα εΙρωνικό χαμόγελο:

— Πατερούλη, νά βαρέσουμε τήν καμπάνα;Μετά τό πάσχα μδς ήρθαν φήμες, δτι ά π ’τήν δλλη μεριά τοϋ

Χάρκοβου, ή Γκεπεού χτίζει ένα καινούργιο οίκημα πού προορί­ζεται γιά παιδικός σταθμός δχι τοΰ Λαϊκού Έ πιτροπάτου Παιδείας, μά τής Γκεπεού. Τά παιδιά είδαν τήν είδηση αύτή σά γνώρισμα μιδς καινούργιας έποχής.

— Χτίζουν καινούργιο σπίτι καταλαβαίνετε; Ό λότελα και­νούργιο!

Στά μέσα τού καλοκαιριοΰ κύλησε ώς τήν αύλή μας ένα αύτοκίνητο, κι Ενας δνθρωπος μέ κάτι κοκκινωπά σειρήτια μοΰ * πε:

—“Αν έχετε καιρό, παμε σας παρακαλώ. Τελειώνουμε τό οίκημα γιά τό Σταθμό Τζερζίνσκι. Θά θέλαμε νά τόν δείτε... άπό παιδαγωγική δποψη.

Φύγαμε.“Εμεινα μ ’ άνοιχτό τό στόμα! Πώς γίνεται αύτό; Γιά τ*

άλητάκια χτίζουν ένα τέτιο μεγάλο, εύρύχωρο κι ήλιόλουστο παλατάκι; Μέ παρκέ καί ζωγραφιστά ταβάνια;

Δέν έπλαθα άνώφελα όνειρα τόσα χρόνια. Δέν όνειρευόμουν μάταια τέτια παλάτια τής παιδαγωγικής. Μ ’ ένα βαρύ αίσθημα ζήλειας καί προσβολής άνάπτυξα στούς τσεκίστες τήν «παιδα­γωγική δποψη» τοΰ ζητήματος. Τήν πήραν καλόπιστα, σάν καρπό τής παιδαγωγικής μου πείρας καί μ ’ εύχαρίστησαν.

Γύρισα στό Σταθμό μαραζωμένος ά π ’ τή ζήλεια. Ποιός θά 6ουλέψει δραγε σ ’ αύτό τό παλάτι; Δέν είναι δύσκολο νά τό χτίσεις, δμως ύπάρχουν καί κάτι δλλα πράγματα, πολύ δυσκολό­τερα. Μά τό κατσούφιασμά μου δέν κράτησε καί πολύ. Μήπως ή κολεχτίβα μου δέν είναι καλύτερη άπό όποιοδήποτε παλάτι;

Τό Σεπτέμβρη ή Βέρα γέννησε άγοράκι. Ή ρ θ ε στό Σταθμό ή συντρόφισσα Ζώγια, έκλεισε τήν πόρτα κι άρχισε τό κόλ­λημα:

— Στό Σταθμό σας οί κοπέλες γεννδνε;— Γιατί στόν πληθυντικό άριθμό; Καί γιατί φοβηθήκατε

τόσο;

435

Page 436: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί θά πει «γιατί φοβηθήκατε τόσο»; "Ωστε τά κορίτσια γεννάνε παιδιά;

— Μά βέβαια παιδιά γεννάνε, τί άλλο μπορούν νά γεννή­σουν;

—’Αφήστε τ ’ άστεΐα, σύντροφε!— Μά έγώ δέν Αστειεύομαι!— Πρέπει άμέσως νά συνταχτεΐ πρωτόκολλο.— Τό ληξιαρχείο Εκανε δλα τ ’ άπαραίτητα χαρτιά.—Ά λ λ ο τό ληξιαρχείο κι άλλο έμεΐς.— Μά, έσας δέν σάς Εχει έξουσιοδοτήσει κανένας νά κάνετε

πρωτόκολλα γέννησης.—Ό χ ι γέννησης, άλλά κάτι... χειρότερο!— Χειρότερο ά π ’ τή γέννηση; Μοϋ φαίνεται πώς τίποτα δέ

μπορεί νά ’ναι χειρότερο. Ό Σοπενχάουερ ή κάποιος άλλος Ελεγε...

— Σύντροφε, άφήστε αύτό τό ΰφος!— Δέν τό άφήνω!— Δέν τό άφήνετε; Τί σημαίνει αύτό;— Θέλετε νά σάς μιλήσω σοβαρά; Αύτό σημαίνει ότι

βαρέθηκα πιά, καταλαβαίνετε; Βαρέθηκα, πάει τέλειωσε! Π η­γαίνετε, καί κανένα πρωτόκολλο δέν πρόκειται νά κάνετε!

— Καλά.— Παρακαλώ.

Έ φ υγε κι άπό τά «καλά» της δέ βγήκε τίποτα.Στή Βέρα άποκαλύφθηκε Ενα υπέροχο ταλέντο μητέρας δλο φροντίδα, άγάπη κι έξυπνάδα. Τί δλλο μοΰ χρειαζόταν; Τής δόθηκε δουλιά στό λογιστήριο τοΰ Σταθμοϋ.

Ά π ό καιρό πιά τά χωράφια είχαν θεριστεί κι άλωνιστεϊ, παραχώσαμε δ,τι λαχανικό μάς χρειάζονταν, γεμίσαμε μέ υλικά τά έργαστήρια, δεχτήκαμε καί καινούργιους τρόφιμους.

Πολύ νωρίς Επεσε τό πρώτο χιόνι. Τίς παραμονές Εκανε άκόμα ζέστη, μά τή νύχτα ήσυχα κι άθόρυβα κύκλωσαν τό Κουριάζ οί νιφάδες τοΰ χιονιοΰ. Ή Ζένια Ζουρμπινά βγήκε νωρίς - νωρίς στό ξώστεγο, καί μέ τά ματάκια της κοίταξε μέ Εκπληξη τήν άσπρη πλατεία τής αύλής:

— Ποιός άλάτισε τήν αύλή, μαμά;... Σίγουρα τά παιδιά, Ε;

436

Page 437: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

13. «ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ»

Τό κτίριο τοΰ Σταθμού Τζερζίνσκι τελείωνε πιά. Στήν κατηφοριά τοΰ νεαρού δάσους τών βαλανιδιών, πρός τή μεριά τού Χάρκοβου, ύψώθηκε ένα γκρίζο, όμορφο σπίτι πού άστρα- φτε όλόκληρο .Τό χτίριο είχε ψηλούς, φωτεινούς θαλάμους, αίθουσες εύρύχωρες κι όμορφες, πλατιές σκάλες, κουρτίνες, πορτραϊτα. "Ολα είχαν γίνει μέ έξυπνο γούστο, πάντως όχι στό στύλ τού τμήματος Λαϊκής Παιδείας.

Γιά τά έργαστήρια διατέθηκαν δυό αίθουσες. Στή γωνιά τής μιας ά π ’ αύτές, είδα τό έργαστήριο παπουτσιών καί πολύ παραξενεύτηκα.

Στό ξυλουργείο τοΰ Σταθμού είχαν μπει καινούργιες περίφη- μες μηχανές. Π αρ ' ό λ ’ αύτά, έδώ ένιωθες μιά κάποια δισταχτι- κότητα τών όργανωτών του. Οί οικοδόμοι τοΰ Σταθμού ανέθεσαν σέ μένα καί στό Σταθμό Γ κόρκι νά έτοιμάσουμε τά έγκαίνια τοϋ καινούργιου ιδρύματος. Ξεχώρισα γ ι ’ αύτή τή δουλιά τόν Κιργκίζοφ μέ τό τμήμα του. Ή νέα τους αύτή δουλιά τούς άπορρόφησε τελείως.

Ό Σταθμός Τζερζίνσκι είχε υπολογιστεί γιά έκατό παιδιά, κι έπειδή αύτό ήταν πρός τιμή τής μνήμης τοΰ Φέλιξ ’Εντμούντο- βιτς, οί ούκρανοί τσεκίστες βάζαν έδώ δλη τους τήν ψυχή καί τή σκέψη, μή λογαριάζοντας ούτε δυνάμεις, ούτε μέσα. Μονάχα ένα πράμα δέ μπορούσαν νά δόσουν στό Σταθμό. ΟΙ τσεκίστες ήταν άδύνατοι στή θεωρία τής παιδαγωγικής. "Ομως τήν παιδαγωγική πραχτική, δέν ξέρω γιατί, δέν τήν φοβούνταν.

* Εμένα πολύ μ* ένδιέφερε τό ζήτημα, γιά τό πώς οί σύντροφοι τσεκίστες θά έβγαιναν ά π ’ τή δύσκολη αύτή θέση. “Ισως θά μπορούσαν νά άγνοήσουν τή θεωρία, μά ή θεωρία θά συμφωνού­σε νά άγνοήσει τούς τσεκίστες; Σ ’ αύτό τό έντελώς καινούργιο έργο δέ θά ’ταν άραγε καλό νά χρησιμοποιηθεί ή τελευταία άνακάλυψη τής παιδαγωγικής έπιστήμης, δπως π.χ. ή παράνομη αύτοδιοίκηση; “Ισως οί τσεκίστες συμφωνήσουν νά θυσιάσουν χάρη τής έπιστήμης τά ζωγραφιστά ταβάνια καί τά όμορφα έπιπλα;

Στίς μέρες πού άκολούθησαν άποδείχτηκε πώς οί τσεκίστες δέ συμφωνούσαν, νά θυσιάσουν τίποτα. Ό σύντροφος Μπ. μέ κάθησε σέ μιά βαθιά πολυθρόνα στό γραφείο του καί μού’πε:

— Ξέρετε, έχω μιά παράκληση γιά σας: δέν πρέπει ν ’ άφήσουμε νά καταστραφούν καί νά σκορπίσουν δλα τοϋτα. Ό

437

Page 438: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Σταθμός χρειάζεται βέβαια, καί γιά πολύ καιρό άκόμα θά χρειάζεται. Ξέρουμε ότι έσεΐς Εχετε μιά πειθαρχημένη κολεχτί­βα. Δόστε μας, γιά νά βάλουμε τά σκαριά, πενήντα άνθρώπους, κι υστέρα θά συμπληρώνουμε τόν άριθμό ά π ’ τά παιδιά τοΰ δρόμου. Θ ά 'χουν £τσι άμέσως καί αύτοδιοίκηση καί τάξη. Καταλαβαίνετε;

Ά ν καταλαβαίνω, λέει! Μά κατάλαβα θαυμάσια πώς αύτός ό έξυπνος άνθρωπος δέν £χει Ιδέα άπό παιδαγωγική έπιστήμη. Έ δώ πού τά λέμε, τή στιγμή αύτή ϊκανα δνα Εγκλημα: Εκρυψα άπό τό σύντροφο Μπ. 6τι ύπάρχει παιδαγωγική έπιστήμη καί δέ μοΰ ξέφυγε οϋτε λέξη γιά τήν «παράνομη αύτοδιοίκηση». Είπα «μάλιστα», καί μέ μικρά ήσυχα βήματα, άπομακρύνθηκα, κοι­τώντας έδώ κι έκεΐ καί χαμογελώντας δόλια.

Έ νιω θα ικανοποίηση πού άνατίθονταν στά παιδιά τοΰ Σταθ- μοΰ Γκόρκι νά όργανώσουν μιά καινούργια κολεχτίβα, δμως στό ζήτημα αύτό ύπήρξαν καί τραγικές στιγμές. Νά δόσεις τούς καλύτερους - μά πώς μπορεϊ; Μήπως ή κολεχτίβα τοΰ Σταθμού Γκόρκι δέν ένδιαφερόταν γιά τό κάθε καλό μέλος της;

' Η δουλιά τοΰ τμήματος τοϋ Κιργκίζοφ πλησίαζε στό τέλος της. Στά έργαστήρια μας κατασκευάζονταν δπιπλα γιά τόν καινούργιο Σταθμό, ένώ στό ραφείο είχαν άρχίσει νά ράβουν γιά τούς τρόφιμούς του ροΰχα. Γιά νά τά ράψουν καλά δπρεπε νά ξεχωριστοϋν κιόλας τά πενήντα παιδιά πού προορίζονταν γιά τόν καινούργιο Σταθμό Τζερζίνσκι καί νά τούς πάρουμε τά μέτρα.

Στό συμβούλιο τών διοικητών τό ζήτημα συζητήθηκε μέ ιδιαίτερη σοβαρότητα. Ό Λάποτ είπε:

— Στόν καινούργιο Σταθμό πρέπει νά στείλουμε καλά παιδιά καί δέ χρειάζεται νά στείλουμε μονάχα παλιούς. Οί παλιοί άς μείνουν έδώ. "Οπως καί ν ά ’χει τό πράγμα, αύτοί γρήγορα θά φύγουν άπό δώ.

Οί διοικητές συμφώνησαν μέ τό Λάποτ, δταν δμως έφτασαν στόν καταλογο τών παιδιών πού θά εφευγαν, άρχισαν μεγάλες συζητήσεις. 'Ό λ ο ι ήθελαν νά μποΰν παιδιά ά π ’ τ ’ άλλα τμήματα κι δχι ά π ’ τό δικό τους. ΚαΟήσαμε ώς άργά τά μεσάνυχτα καί τελικά φτιάξαμε Εναν κατάλογο σαράντα άγο- ριών καί δέκα κοριτσιών. Στόν κατάλογο μπήκαν κι οί δυό Ζεβέλι, ό Γκόρκοφσκι, ό Βάνια Ζάιτσενκο, ό Μάλικοφ, ό Ό νταριούκ, ό Ζόρεν, ό Νισίνοφ, ό Σίνενκι, ό Σαρόφσκι, ό Γκάρντινοφ, ή Ό λ ια Λάποβα, ή Σμένα, ό Βάσκα Ά λεξέγεφ , ό

438

Page 439: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μάρκ Σέινγκαουζ. Γιά κάποια σοβαρότητα καί μονάχα γΓ αύτό, προστέθηκε κι ό Μίσα Ό βτσιαρένκο. Κοίταξα Αλλη μιά φορά ιόν κατάλογο κι ήμουν πολύ Ικανοποιημένος: καλά καί γερά παιδιά, άς είναι καί νεαρά.

"Οσοι προορίζονταν γιά τόν καινούργιο Σταθμό, άρχισαν νά ΐτοιμάζονται. Δέν ήξεραν τό καινούργιο τους σπίτι, γΓ αύτό κι ήταν άρκετά στενοχωρημένοι δταν άποχαιρετιοΰνταν μέ τούς συντρόφους τους. Κάποιος μάλιστα Ελεγε:

— Ποιός ξέρει τί θά βρούμε έκεΐ. Τό χτίριο μπορεΐ νά 'να ι καλό, άλλα οί άνθρωποι τί σόι θά’ναι;

Στά τέλη τοϋ Νοέμβρη δλα ήταν Ετοιμα γιά τήν άποστολή. "Αρχισα νά φτιάχνω τόν κατάλογο τοΰ προσωπικού γιά τόν καινούργιο Σταθμό. Τόν Κιργκίζοφ τόν προόρισα γιά κεΐ σάν Ενα είδος καλής μαγιάς.

Ό λ ’ αύτά γίνονταν στό φόντο μιας όλοκληρωτικής διακοπής τών σχέσεων μέ τούς «σκεπτόμενους παιδαγωγικούς κύκλους» τοΰ τοπικοΰ Λαϊκοΰ Έ πιτροπάτου Παιδείας τής Ούκρανίας. Τόν τελευταίο καιρό ή στάση τους άπέναντί μου δέν ήταν μονάχα άρνητική, μά σχεδόν περιφρονητική. Κι οί κύκλοι αύτοί δέν ήταν καί πολύ πλατείς, ουτε οί άνθρωποι ήταν χωρίς κατανόηση, δμως τά πράματα γίνονταν κάπως Ετσι πού γιά μένα σωτηρία δέν υπήρχε.

Δέν περνούσε μέρα πού, εΐτε γιά άπλά, είτε γιά ζητήματα άρχών, νά μή μοΰ τόνιζαν πόσο χαμηλά έπεσα. “Αρχιζα πιά νά υποπτεύομαι τόν ιδιο τόν έαυτό μου μήπως δέν τά πάω καλά;

Τά πιό καλά, τά πιό εύχάριστα γεγονότα, μετατρέπονταν ξαφ­νικά σέ άναποδιές. Μήπως πραγματικά είμαι γιά δλα υπεύθυνος;

Στό Χάρκοβο γινόταν τότε Ενα συνέδριο τών «φίλων τοΰ παιδιοΰ» κι ό Σταθμός πήγε νά τό χαιρετίσει. Συνεννοηθήκαμε νά πάμε στό συνέδριο στίς τρεις ή ώρα άκριβώς.

"Επρεπε νά περάσουμε βάδην μιάν άπόσταση δέκα χιλιομέ­τρων. Βαδίζουμε χωρίς νά βιαζόμαστε. Παρακολουθώ μέ τό ρολόι τήν ταχύτητα τής φάλαγγας, δέν τήν άφήνω νά βιάζεται, έπιτρέπω στά παιδιά ν* άναπαυτοΰν, νά πιουν νερό, νά ρίξουν μιά ματιά στήν πόλη. Τέτιες πορείες Ενθουσιάζουν τούς τροφί­μους. Στούς δρόμους στέκονται καί μας παρακολουθούν μέ προσοχή, δταν κάνουμε στάση μας περικυκλώνουν κι άρχίζουν τίς έρωτήσεις καί τίς γνωριμιές. Τά παιδιά καλοντυμένα καί χαρούμενα Αστειεύονται, ξεκουράζονται πραγματικά, νιώθοντας τήν όμορφιά τής κολεχτίβας τους. "Ολα πάνε καλά, τό μόνο πού

439

Page 440: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μας άνησυχεΐ είναι ό σκοπός τοϋ έρχομοϋ μας έδώ. Τό ρολόι μου δείχνει τρεις, δταν ή φάλαγγα μ ' έπικεφαλής τήν όρχήστρα καί μέ ξεδιπλωμένη τή σημαία, κατευθύνεται στόν τόπο τοϋ συνε­δρίου. Τρέχει νά μάς συναντήσει μιά όμάδα άγαναχτισμένων διανοουμένων πού άρχίζουν τίς φωνές:

— Γιατί ήρθατε τόσο νωρίς; Τώρα τά παιδιά πρέπει νά μείνουν στό δρόμο;

Δείχνω τό ρολόι.— Καί τί μ ’ αύτό; Πρέπει νά γίνει ή σχετική προετοιμασία.— Είχαμε συμφωνήσει στίς τρεις.—’Εσείς, σύντροφε, δλο καπρίτσια εΐσαστε.Τά παιδιά δέν καταλαβαίνουν σέ τί Εφταιξαν γιά νά τούς

κοιτάνε μέ τέτια περιφρόνηση.— Καί γιατί πήρατε μαζί σας καί τά μικρά παιδιά;—Ό Σταθμός ήρθε όλόκληρος.— Μά έπιτρέπεται νά τραβολογατε τέτια μικρά παιδιά δέκα

χιλιόμετρα; Δέν κάνει τέλος πάντων ν ά ’σαστε τόσο σκληρός μόνο καί μόνο γιατί θέλετε νά κάνετε τό κομμάτι σας!

— Τά παιδιά πήδηξαν ά π ’ τή χαρά τους δταν Εμαθαν πώς θά ’ρθουν μαζί μας. Κι ύστερα, δταν τελειώσει ή άποστολή μας έδώ, θά παμε στό τσίρκο. Πώς μπορούσαμε, λοιπόν, νά τ ’άφή­σουμε τά μικρά στό Σταθμό;

— Στό τσίρκο; Καλά καί πότε θά γυρίσετε;— Τή νύχτα.— Σύντροφε, άμέσως ν ’ άφήσετε τά μικρά παιδιά νά γυρί­

σουν στό Σταθμό!Τά «μικρά» — ό Ζάιτσενκο, ό Μάλικοφ, ό Ζόρεν, ό Σίνενκι

χάνουν τό χρώμα τους καί τά μάτια τους καρφώνονται πάνω μου δλο έλπίδα.

—Ά ς ρωτήσουμε τά ιδια τά παιδιά, προτείνω.— Δέν Εχουμε τίποτα νά ρωτήσουμε. Τό ζήτημα είναι

καθαρό. Νά τά στείλετε άμέσως πίσω.— Νά μέ συγχωρεΐτε, άλλά έγώ δέ μπορώ νά έκτελέσω τήν

έντολή σας.— Τότε θά δόσω μόνη μου έντολή.Κρύβοντας ενα χαμόγελο λέω:—'Ο ρίστε, παρακαλώ!Πλησιάζει κοντά στήν άριστερή πλευρά τής φάλαγγας:— Παιδιά!... Νά έσεΐς έκεΐ!... Νά γυρίσετε άμέσως στό

Σταθμό! Σίγουρα θά κουραστήκατε...

440

Page 441: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ό χαϊδευτικός τόνος τής φωνής της δέν ξεγελάει κανένα. Κάποιο παιδί λέει:

— Τί; Νά γυρίσουμε πίσω; Μπάάάά!— Καί στό τσίρκο δέ θά πατε. Θά τελειώσει πολύ άργά.Τά «μικρά» γελοΰν. Του Ζόρεν τά μάτια παίζουν:—"Ωχ, τί πονηρή πού 'να ι, γιά κοίτα!... 'Α ντόν Σεμιόνοβιτς,

κοιτάξτε τί πονηρή είναι!Ό Βάνια Ζάιτσενκο μέ μιά χαρακτηριστική κίνηση, άπλώνει

έπίσημα τό χέρι πρός τό μέρος τής σημαίας:— Πώς μας μιλάτε Ετσι; Σέ παραταγμένη φάλαγγα δέ μιλούν

Ετσι... Πρέπει Ετσι: παράγγελμα, Εν - δυό... Ά φ ο ϋ βλέπετε είμαστε παραταγμένοι καί μέ τή σημαία μας!

Αύτή γυρίζει καί βλέπει δλο θλίψη αύτά τά «στρατιωτικό- ποιημένα»» παιδιά καί φεύγει.

Τέτιες συγκρούσεις δέν είχαν βέβαια θλιβερά έπακόλουθα στήν Αμεση δουλιά μας, δμως δημιουργούσαν γύρω μου μιάν άνυπόφορη κι όργανωμένη άπομόνωση, στήν όποία, έδώ πού τά λέμε, μπορεΐ καί νά συνηθίσει κανείς. Είχα μάθει πιά στήν κάθε καινούργια περίπτωση νά Ετοιμάζομαι κατσουφιασμένα νά τήν ξεπεράσω κάπως καί νά κάνω υπομονή. Προσπαθούσα νά μήν μπλέκομαι μέ καυγάδες, κι Αν καμιά φορά άγρίευα, τό ’κανα λόγω τιμής, Ετσι άπό ευγένεια, γιατί δέ μπορεϊ κανείς τέλος πάντων νά κόψει κάθε κουβέντα μέ τούς προϊσταμένους του.

Τόν ‘Οχτώβρη είχαμε Ενα άτύχημα μέ τόν Α ρκάντι Οϋζι- κοφ πού δημιούργησε άνάμεσα σέ μένα καί σέ «κείνους» τό τελευταίο κι Αξεπέραστο χάσμα.

Μιά Κυριακή ήρθαν μουσαφιρέοι στό Σταθμό οί φοιτητές τής έργατικής σχολής. Τούς ταχτοποιήσαμε γιά υπνο σέ μιά αίθουσα τοΰ σχολειοΰ καί τή μέρα όργανώσαμε μιά έκδρομή στό δάσος. "Οταν τά παιδιά λείπανε, ό Ούζικοφ τρύπωσε στό δωμάτιό τους κι Εκλεψε μιά τσάντα πού σ ’ αυτήν οί φοιτητές είχαν βάλει δλα τά έπιδόματά τους τοΰ μήνα.

"Ολα τά παιδιά άγαποΰσαν πολύ τούς σπουδαστές μας. "Ολοι μας νιώσαμε άφάνταστη ντροπή. ' Ο κλέφτης Εμεινε Αγνωστος κι αύτό ήταν τό πιό σοβαρό γιά μένα. ' Η κλεψιά σέ μιά συσπειρω­μένη κολεχτίβα δέν είναι τόσο φοβερή γιατί χάθηκε κάποιο άντικείμενο, είτε γιατί ντροπιάζει δλους, ουτε γιατί ζωντανεύει μιά παράδοση πού*χε Εξαφανιστεί, άλλά κύρια, γιατί καταστρέ­φει τό γενικό τόνο τής ευτυχισμένης ζωής, τσακίζει τήν Εμπιστοσύνη τών συντρόφων μεταξύ τους, προκαλεΐ τά πιό

441

Page 442: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Αντιπαθητικά αισθήματα καχυποψίας, Ανησυχίας γιά τά Ατομικά πράγματα του καθενός, έναν γεμάτο έπκρυλάξεις κρυμμένο έγωισμό. “Αν δέ βρεθεί ό ένοχος τής κλεψιάς, ή κολεχτίβα διασπάται άμέσως καί πρός πολλές κατευθύνσεις: στούς θαλά­μους Αρχίζουν οί ψίθυροι, στίς κρυφοσυζητήσεις άκούγονται διάφορα όνόματα υπόπτων, δεκάδες χαρακτήρες μπαίνουν κάτω άπό σκληρή δοκιμασία καί μάλιστα τέτιοι χαρακτήρες πού χρειάζονται προσοχή, προφύλαξη καί πού μόλις έχουν βρεΐ τό δρόμο τους. “Εστω κι άν ό κλέφτης βρεθεί μετά άπό λίγες μέρες, έστω κι άν τιμωρηθεί παραδειγματικά, όπως καί νά 'να ι, αύτό δέ θά γιατρέψει τήν πληγή, δέ θά έξαφανίσει τή ντροπή καί τήν προσβολή, δέ θά ξαναφέρει τήν ήρεμία στήν κολεχτίβα. Σέ μιά τέτια μοναδική έστω κλεψιά βρίσκεται ή άπαρχή τής πιό θλιβερής καί μακρόχρονης έχθρας, κακίας, άπομόνωσης καί πραγματικού μισανθρωπισμοϋ. *Η κλεψιά άνήκει σέ κείνα τά πολυάριθμα φαινόμενα στήν κολεχτίβα, πού δέν υπάρχει αντι­κείμενο έπίδρασης, κι δπου βρίσκεις περισσότερες χημικές άντιδράσεις, παρά κακόπιστη θέληση. Ή κλεψιά δέν είναι φοβερή, μόνο έκεΐ δπου δέν ύπάρχει κολεχτίβα καί κοινή γνώμη. Στήν περίπτωση αύτή ή υπόθεση λύνεται άπλά: ό ένας είναι ό κλέφτης, ό άλλος είναι τό θύμα καί οί υπόλοιποι δέν άνακατεύονται. Ή κλεψιά σέ μιά κολεχτίβα προκαλεϊ τήν αποκάλυψη τών κρυφών σκέψεων, καταστρέφει τή λεπτότητα καί τήν υπομονή τής κολεχτίβας, πράγμα έξαιρετικά όλέθριο γιά μιά κολεχτίβα πού τήν άποτελοΰν «παραβάτες τοΰ νόμου».

Ή κλενιά τοΰ Ουζικοφ άποκαλύφθηκε τήν τρίτη μέρα. "Εκλεισα άμέσως τόν Ουζικοφ στό γραφείο τής διαχείρισης κι έβαλα φρουρά στήν πόρτα γιά ν ' άποτρέψω τήν αυτοδικία. Τό συμβούλιο τών διοικητών Αποφάσισε νά παραπέμψει τήν υπόθε­ση στό συντροφικό δικαστήριο. Τέτιο δικαστήριο κάναμε πολύ σπάνια, γιατί τά παιδιά είχαν έμπιστοσύνη στίς άποφάσεις τοϋ συμβουλίου τών διοικητών. Ό Ουζικοφ δέ μπορούσε τίποτα καλό νά περιμένει ά π ’ τό συντροφικό δικαστήριο. Οί έκλογές γιά τό συντροφικό δικαστήριο εγιναν στή γενική συνέλευση πού έξέλεξε όμόφωνα πέντε όνόματα: Κουντλάτι, Γκόρκοφσκι, Ζάιτσενκο. Στουπίτσιν και Πέρετς. Τόν Πέρετς τόν έκλέξαν γιά νά μή δυσαρεστηθούν οί Κουριαζινοί, ό Στουπίτσιν διακρινόταν γιά τή δικαιοσύνη του κι οί πρώτοι τρεις άποτελοΰσαν τήν εγγύηση δτι όέ θά ύπάρξει έπιείκεια ούτε συγκαταβατικότητα.

Ιό δικαστήριο άρχισε τό βράδυ μέσα σέ γεμάτη αίθουσα.

442

Page 443: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μέσα βρίσκονται ή Μπρέγκελ κι ή Ντζουρίνσκαγια πού ήρΗαν είδικά γ ι ’ αύτή τήν ύπόθεση.

*0 Ούζικοφ καθόταν σ ’ £να ξεχωριστό σκαμνί. "Ολες αι’·π\. τίς μέρες κρατούσε μιά στάση γεμάτη αυθάδεια, φερνόταν άσχημα καί σέ μένα καί στά παιδιά, ειρωνευόταν κι είχε προκαλέσει τή γενική άποστροφή. Ό ’Αρκάντι είχε £ήσπ πτό Σταθμό πάνω άπό Ενα χρόνο, καί στό διάστημα αύτό τραβούπ*. χωρίς άμφιβολία σέ δχι καλό δρόμο. Βέβαια είχε γίνει πιό καθαρός, ύψωνε κάπως τό κορμί του, ή μύτη του δέν κρεμόταν Ετσι πάνω στό πρόσωπό του καί μάλιστα είχε μάθει νά χιιμογ». λάει. Μά παρ’ δ λ ’ αυτά είχε μείνει ό παλιός ’Αρκάντι Οι’Ό μ 'Φ . Ενας άνθρωπος πού δέ σεβόταν τίποτα, κι άκόμα περισσότερο τήν κολεχτίβα, Ενας άνθρωπος άπληστος πού ζοϋσε μονάχα /ια τόν έαυτούλη του.

Παλιότερα ό Ούζικοφ φοβόταν τόν πατέρα του καί τήν πο/.ι τοφυλακή. "Ομως στό Σταθμό δέν τόν Απειλούσε κανείς, έκτικ. άπό τό συμβούλιο τών διοικητών καί τή γενική συνέλευση, μα τήν κατηγορία τών φαινομένων αύτών ό ΟΓζικοφ δέν τήν ε\ uutl> Τό συναίσθημα τής ευθύνης είχε έντελώς πνιγεί και y i'aw .i χαμογελούσε μέ θρασύτητα καί μεγάλωνε ή ξετσιπωσιά τοι

Τώρα δμως ό Ούζικοφ είναι κατακίτρινος: φαίνεται πώ.: :ό συντροφικό δικαστήριο τοϋ φέρνει κάποιο φόβο.

Ό διοικητής υπηρεσίας δίνει τήν έντολή νά σηκωθούν <ν.οΐ καί μπαίνουν οί δικαστές. Ό Κουντλάτι άρχίζει τήν έξέτααη τών μαρτύρων καί τών· θυμάτων. Οί καταθέσεις τούς ήταν γεμάτες αύστηρότητα καί είρωνία. ' Ο Μίσα Ό βτσ ιαρένκο ε ί π ε .

— Μά, έδώ λένε τά παιδιά, πώς τούτος ό ’Αρκάντι, ντρόπια­σε τό Σταθμό. * Εγώ θά σάς πώ, άγαπητοί, πώς δέ μπορεί νά κάνει τέτιο πράμα, νά ντροπιάσει τό Σταθμό μας. Αύτός δέν είναι τρόφιμος, μά ούτε καί άνθρωπο μπορεϊ νά τόν πει κανένας. Να, δέστε καί μόνοι σας. άνθρωπος είναι αύτός; Καλύτερα είναι τό σκυλί ή ή γάτα, λόγο τιμής. Κι άν ρωτήσετε τί νά τόν κάνουμε; Δέν πρέπει νά τόν διώξουμε, αύτό δέ θά τόν βοηθήσει. Έ γώ προτείνω νά τοΰ φτιάξουμε ενα σκυλόσπιτο καί νά τόν μ ά θ ο υ μ ι νά γαυγίζει. “Αν μείνει νηστικός τρεις μέρες, λόγο τιμής Ηα μάθει νά γαυγίζει. Καί στά δωμάτια νά τοϋ άπαγορευτεϊ ή είσοδος.

Τά λόγια αύτά ήταν προσβλητικά καί έξοντωτικά. Ό Βάνια Ζάιτσενκο Εβαλε τά γέλια. *0 ’Αρκάντι κοίταξε σοβαρά τό Μίσα. κοκκίνισε καί γύρισε τό κεφάλι.

14 <

Page 444: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Ζήτησε τό λόγο ή Μπρέγκελ. Ό Κουντλάτι τής πρότεινε:— Δέ θά ’ναι καλύτερα υστερ’ ά π ’ τά παιδιά;

' Η Μπρέγκελ έπέμεινε κι ό Ντενίς υποχώρησε. * Η Μπρέγκελ προχώρησε στή σκηνή κι έβγαλε ένα θερμό λόγο. Μερικές θέσεις του λόγου αύτοϋ τίς θυμάμαι τώρα:

—Έ σ ε ΐς τώρα κρίνετε καί δικάζετε τό παιδί αύτό γιατί έκλεψε. "Ολοι έδώ λένε πώς είναι φταίχτης, πώς πρέπει νά τιμωρηθεί αύστηρά καί μερικοί μάλιστα ζητούν νά διωχτεί ά π ’ τό Σταθμό. Είναι βέβαια φταίχτης, δμως πιό πολύ φταίχτες είναι οί τρόφιμοι.

Τά παιδιά σώπασαν καί τέντωσαν τούς λαιμούς τους γιά νά δουν καλύτερα τόν άνθρωπο πού Ισχυριζόταν πώς αύτοί φταιν* γιά τήν κλεψιά τοϋ Ουζικοφ.

—Έ ζη σ ε μαζί σας πάνω άπόνα χρόνο κι δμως κλέβε». Αύτό σημαίνει πώς άσχημα τόν διαπαιδαγωγήσατε, δέν πήγατε κοντά του οά σύντροφοι, σά φίλοι γιά νά τού δείξετε τό σωστό δρόμο. Έ δώ είπατε πώς δέ δουλεύει καλά κι δτι Εκλεβε καί πρωτίτερα. Αύτό άποδείχνει πώς δλοι έσεΐς δέν προσέξατε δσο πρέπει τόν Ά ρκάντι.

Στά έξυπνα μάτια τών παιδιών φάνηκε ό κίνδυνος κι Αρχί­ζουν νά κοιτάζονται άνήσυχα. Πρέπει όπωσδήποτε νά παραδε­χτούμε πώς τά παιδιά είχαν λόγους ν ’άνησυχούν, γιατί τούτη τή στιγμή πάνω ά π ’τήν κολεχτίβα κρεμόταν μιά σοβαρή άπειλή. Μά ή Μπρέγκελ δέν είδε τήν Ανησυχία αύτής τής συνέλευσης. Καί συνέχισε μέ μεγαλύτερο πάθος:

— Τό νά τιμωρήσετε τόν Ά ρκάντι σημαίνει νά τόν έκδικη- Οεΐτε, κι έσεΐς δέν πρέπει νά κατρακυλήσετε ώς έκεΐ. Πρέπει νά καταλάβετε ότι ό Ά ρκάντι τώρα χρειάζεται πολύ βοήθεια άπό σάς. βρίσκεται σέ πολύ δύσκολη κατάσταση, γιατί τόν βάλατε αύτόν μονάχο του Αντιμέτωπο σέ δλους σας, καί μερικοί τόν παρομοιάζουν μέ ζώο. Πρέπει νά διαλέξετε μερικά καλά παιδιά πού νά πάρουν τόν Ά ρκάντι κάτω Απ* τήν προστασία τους καί νά τόν βοηθήσουν.

"Οταν ή Μπρέγκελ κατέβηκε ά π ’ τή σκηνή Ανάμεσα στά παιδιά Ακούστηκαν ψιθυρίσματα. ψιλοκουβέντες καί πολλά χαμογελούσαν. Κάποιος μάλιστα ρώτησε σοβαρά:

— Τί ήθελε καί μάς τά ’πε δλα τούτα, έ;Μιά άλλη φωνή Απάντησε κάπως συγκρατημένα, δμως

Αρκετά πικρόχολα:— Παιδιά, βοηθήστε τόν Ουζικοφ!

444

Page 445: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Στήν αίθουσα αντήχησαν καμπανιστά γέλια. Ό δικαστής Βάνια Ζάιτσενκο δέν κρατήθηκε απ' τά γέλια, ξάπλωσε στήν καρέκλα του καί κλώτσησε μέ τά πόδια του τό συρτάρι τοΟ γραφείου. Ό Κουντλάτι τοΰ λέει άγρια:

— Βάνια, δέ μου λές, τί σόι δικαστής είσαι;Ό Ουζικοφ έξακολουθούσε νά κάθεται μέ σκυμμένο τό

κεφάλι, μά ξαφνικά ξέσπασε κι αυτός στά γέλια, γρήγορα όμως συνήρθε καί κατέβασε πιό πολύ τό κεφάλι. Ό Κουντλάτι κάτι θέλησε νά τοϋ πεΐ, όμως κούνησε μονάχα τό κεφάλι καί τρύπησε μέ τό βλέμμα του τόν Ουζικοφ.

Φαίνεται ή Μπρέγκελ δέν πήρε είδηση τί γινόταν στήν αίθουσα, γιατί κείνη τήν ώρα συζητούσε ζωηρά μέ τή Ντζουρίν- σκαγια.

Ό Κουντλάτι Ανακοίνωσε πώς τά μέλη τού δικαστηρίου άποσύρονται γιά νά βγάλουν τήν άπόφαση. Ξέραμε πώς ή δουλιά αύτή μέ τίς συζητήσεις, τίς διαφωνίες καί μέ τό γράψιμο τής Απόφασης δέ θά κρατούσε λιγότερο άπό ώρα. Κάλεσα τούς ξένους μας στό γραφείο μου.

' Η Ντζουρίνσκαγια κάθησε έξουθενωμένη σέ μιάν άκρη του ντιβανιου, κρύφτηκε πίσω ά π ’ τήν πλάτη τής Γκουλιάγεβα καί κοίταζε μ ’ ένα σβυσμένο βλέμμα τούς άλλους. Σίγουρα ζήταγε νά βρεί που είναι ή Αλήθεια. ' Η Μπρέγκελ ήταν βέβαιη πώς σήμερα μάς εδοσε £ να μάθημα «μιάς πραγματικής διαπαιδαγωγι- κής δουλιάς». “Ενιωθα μέσα μου ένα φοβερό πείσμα, δχ ι πείσμα έπιμονής, δχι πείσμα θριάμβου, δχι. Μά £να πείσμα πίκρας καί κάποιου Ακαθόριστου αίσθήματος γιά τό πόσο άχαρη είναι ή δουλιά μου.

Ή Μπρέγκελ ρώτησε:—‘Ασφαλώς δέ θά συμφωνάτε μαζί μου!Τής άπάντησα:— Θέλετε τσάι;01 άνθρωποι αύτοί έχουν μιά υπερτροφία συλλογισμού.

Αύτό τό μέσο είναι καλό, αύτό τό μέσο είναι άσχημο, συνεπώς πρέπει πάντα νά μεταχειρίζεσαι τό πρώτο μέσο. Πόσος καιρός χρειάζεται γιά νά τούς μάθει κανείς τή διαλεχτική λογική; Πώς νά τούς άποδείξεις δτι ή δουλιά μου άποτελεΐται άπό μιά Αδιάκοπη σειρά πράξεων κι ένεργειών λίγο ή πολύ μακρόχρο­νων, πού μερικές φορές διαρκούν όλόκληρα χρόνια, πού παράλ­ληλα έχουν πάντοτε τό χαρακτήρα συγκρούσεων, καί πού τά συμφέροντα τής κολεχτίβας καί τών ξεχωριστών άτομων είναι

445

Page 446: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μπλεγμένα σέ πολύ μπερδεμένο κόμπο; Πώς νά τούς πείσεις πώς στά έφτά αύτά χρόνια πού δουλέψαμε στό Σταθμό, δέ συνάντησα δυό περιπτώσεις πού νά μοιάζουν άπόλυτα μεταξύ τους; Πώς νά τούς έξηγήσεις δτι δέν πρέπει νά μαθαίνεις τήν κολεχτίβα νά δοκιμάζει κάποια Ακαθόριστη ένταση ένεργειών, νά αίσθάνεται κοινωνική άδυναμία, 6τι στή σημερινή δίκη άντικείμενο τής διαπαιδαγωγικής δουλιάς δέν είναι ό Ουζικοφ, ούτε τά τετρακό­σια ξεχωριστά παιδιά, άλλά ή κολεχτίβα άκριβώς;

Ό υπεύθυνος τής ύπηρεσίας μάς φώναξε νά περάσουμε στήν αίθουσα.

'Ό λ ο ι οί τρόφιμοι δρθιοι άκουσαν μέσα σέ άπόλυτη σιγή τήν άπόφαση:

ΑΠΟΦΑΣΗ

« Ό Ουζικοφ πρέπει νά φύγει στιγματισμένος ά π ’τό Σταθμό σάν έχθρός τών έργαζομένων καί κλέφτης. "Ομως τό συντροφι­κό δικαστήριο παίρνοντας ύπόψη τήν παράκληση τού Λαϊκού Έ πιτροπάτου Παιδείας, άποφασίζει:

1. Νά παραμείνει ό Οϋζικοφ στό Σταθμό.2. Νά μή θεωρείται μέλος τοΰ Σταθμού έπί ένα μήνα, νά

διαγραφεϊ ά π ’τό τμήμα του, νά μή στέλνεται στά μικτά τμήματα, ν ’Απαγορευτεί σέ δλους τούς τροφίμους νά μιλούν μαζί του, νά κάθονται στό ΐδ ιο τραπέζι, νά κοιμούνται στόν Ίδιο θάλαμο, νά κάνουν περίπατο μαζί του.

3. Νά παραμείνει κάτω ά π ’τή διοίκηση τού παλιού διοικητή του Ντμίτρι Ζεβέλι, καί μπορεΐ νά μιλάει μαζί του μονάχα γιά τά ύπηρεσιακά ζητήματα, κι έπίσης άν άρρωστήσει, μέ τό γιατρό.

4 / 0 Ουζικοφ νά κοιμάται στό διάδρομο τών θαλάμων, νά κάθεται σέ ξεχωριστό τραπέζι, πού θά τού υποδείξει τό συμβού­λιο τών διοικητών καί νά δουλεύει, fiv θέλει, μονάχος του, μέ τήν έντολή τού διοικητή.

5."Οποιος παραβιάσει τήν Απόφαση αύτή νά διωχτεί άμέσως ά π ’τό Σταθμό.

6 .Ή άπόφαση Ισχύει άμέσως μετά τήν έγκρισή της ά π 'τό διευθυντή τού Σταθμού».

*Η Απόφαση έπιδοκιμάστηκε μέ τά χειροκροτήματα τής συνέλευσης. Ό Κουζμά Λιέσι γύρισε σέ μάς:

— Μπράβο! Αύτό μάλιστα, θά βοηθήσει. "Οχι σά μερικούς

446

Page 447: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ποΰ λένε: βοηθήστε τό φτωχό παιδάκι, κάντε του κι ένα άντικλείδι, χέ, χέ, χέ!

Ό άγαθόψυχος Κουζμά, τά ’λεγε δλα τοϋτα κατάμουτρα στήν Μπρέγκελ χωρίς νά καταλαβαίνει δτι αύθαδιάζει. ' Η Μπρέγκελ Εριξε μιά έπιτιμητική ματιά στό Λιέσι καί μού’πε έπίσημα:

—’Ασφαλώς δέ θά έγκρίνετε τήν άπόφαση αύτή, έτσι;— Πρέπει νά έγκριθεΐ, άπάντησα.Στό άδειο δωμάτιο του συμβουλίου τών διοικητών μέ πήρε

παράμερα ή Ντζουρίνσκαγια:— Θέλω νά μιλήσουμε μαζί. Τί σόι άπόφαση ε ϊν ’ αύτή; Πώς

τά βλέπετε δ λ ’ αύτά;—* Η άπόφαση είναι καλή. άπάντησα. Βέβαια, τό μποϋκοτά­

ρισμα, ή άπομόνωση δέν είναι ώραΐα πράγματα, είναι ίσως έπικίνδυνο καί δέν πρέπει νά τά συστήνει κανείς γιά πλατιά έφαρμογή, στή συγκεκριμένη δμως περίπτωση, έδώ θά φανούν χρήσιμα.

— Καί δέν άμφιβάλλετε γ ι ’ αύτό;—“Ό χ ι. Βλέπετε, αύτόν τόν Οΰζικοφ δέν τόν άγαπάει κανείς

στό Σταθμό, δλοι τόν περιφρονοΰν. Τό μποϋκοτάρισμα γιά ενα μήνα, θά δημιουργήσει μιά νέα νόμιμη μορφή σχέσεων. Ά ν ό Οΰζικοφ άντέξει τό μποϋκοτάρισμα, ό σεβασμός άπέναντί του θ ’άνέβει. Γιά τόν Οΰζικοφ αύτό είναι £να καθήκον τιμητικό.

— Κι άν δέν άντέξει;— Τά παιδιά θά τόν διώξουν.— Κι έσεΐς θά τό έγκρίνετε αύτό;— Θά τό έγκρίνω.— Μά πώς εϊναι δυνατό!— Πώς μπορεϊ νά γίνει διαφορετικά; *Η κολεχτίβα Εχει τό

δικαίωμα νά προστατέψει τόν έαυτό της.— Θυσιάζοντας τόν Οΰζικοφ;—* Ο Οΰζικοφ θά ψάξει νά βρεΐ άλλο περιβάλλον. Κι αύτό θά

τοΰ φέρει έπίσης δφελος.Ή Ντζουρίνσκαγια πικροχαμογέλασε:— Καί πώς λέγεται ή τέτια παιδαγωγική;Δέν τής άπάντησα. Τό μάντεψε ξαφνικά ή ίδια:—"Ισως παιδαγωγική πάλης;—“Ισως.

Ή Μπρέγκελ ήταν στό γραφείο κι έτοιμαζόταν γΓ άναχώρη- ση. *0 Λάποτ ήρθε μέ τή διαταγή στό χέρι:

— Θά τήν έγκρίνετε, Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς;

447

Page 448: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Βέβαια καί Οά τήν έγκρίνω, Θαυμάσια άπόφαση.— Θά σπρώξετε τό παιδί ώς τήν αύτοκτονία, είπε ή Μπρέ­

γκελ.— Ποιόν; Τόν Οϋζικοφ; ξαφνιάστηκε ό Λάποτ. Ώ ς τήν

αύτοκτονία; Ό χ ό ! "Αν κρεμιόταν δέ θά ’κανε κι άσχημα... "Ομως δέν πρόκειται νά κρεμαστεί.

— Είναι φοβερό! τί νά πει κανείς, μουρμούρισε ή Μπρέγκελ κι έφυγε.

Οί γυναίκες αύτές δέν ήξεραν καλά ουτε τόν Ουζικοφ ούτε τό Σταθμό. Καί ό Σταθμός καί ό Ουζικοφ άρχισαν τό μποϋκοτάρι- σμα μέ μεγάλη δρεξη. Πραγματικά, τά παιδιά σταμάτησαν κάθε έπικοινωνία μέ τόν Ούζικοφ, δμως οϋτε μίσος, ουτε προσβολές, οϋτε περιφρόνηση δέν ένιωθαν Απέναντι στόν παλιάνθρωπο αύτόν. Σά νά τά πήρε όλα στήν πλάτη της ή καταδικαστική άπόφαση. Τά παιδιά κοιτούσαν άπό μακριά τόν Ουζικοφ μέ μεγάλο ένδιαφέρον καί συνέχεια μιλούσαν μεταξύ τους γιά δλα αύτά πού έγιναν καί γιά τό μέλλον πού περιμένει τόν Οϋζικοφ. Πολλοί ύποστήριζαν πώς ή τιμωρία πού δόθηκε στόν Οϋζικοφ δέν αξίζει πενταράκι. Τήν ίδ ια γνώμη είχε καί ό Κόστια Βετκόφσκι.

— Μά τιμωρία είναι αύτή; Γιά δές τον, στριφογυρίζει σάν ήρωας. Γιά σκέψου, δλος ό Σταθμός νά κοιτάει τόν Οϋζικοφ! Μά οϋτε τ ’ άξίζει αύτό!

Ό Ούζικοφ πραγματικά γύριζε σάν ήρωας. Στό πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ή κενοδοξία κι ή περηφάνεια. Περνούσε άνάμεσα ά π ’ τά παιδιά σά βασιλιάς πού κανένας δέν έχει τό δικαίωμα νά τοϋ υποβάλει έρώτηση ή νά συζητήσει μαζί του. Στήν τραπεζα­ρία καθόταν σ ’ ένα ιδιαίτερο μικρό τραπεζάκι πού τοϋ φαινόταν σάν θρόνος.

Ή θελκτική δμως πόζα του ήρωα γρήγορα ξεθύμανε. Πέρα- σαν μερικές μέρες κι ό ‘Αρκάντι άρχισε νά νιώθει τ* Αγκάθια τοϋ στεφανιού τής ντροπής πού του’χε φορέσει στό κεφάλι του τό συντροφικό δικαστήριο. Τά παιδιά γρήγορα συνήθισαν τήν έξαιρετική θέση του, δμως ή απομόνωση έμεινε. Ό Ά ρκάντι άρχισε νά περνάει τίς δύσκολες μέρες μιας όλοκληρωτικής απομόνωσης, μέρες άδειες, μονότονες, πού περνούσαν όλόκλη- ρες χωρίς νά στολίζονται οϋτε μέ τήν παραμικρή ζέστα τής άνθρώπινης έπικοινωνίας. Ταυτόχρονα, γύρω Απ’τόν Οϋζικοφ έσφυζε δπως πάντα άπό ζωή ή κολεχτίβα, Αντηχούσε τό γέλιο, έπαιρναν κι έδιναν τ ’ Αστεία, σπίθιζαν οί χαρακτήρες, έλαμπαν

448

Page 449: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

nl φωτιές τής φιλίας καί τής άγάπης. 'Ό ση φτώχεια κι άν είχε οτό μυαλό καί στό χαρακτήρα ό Οΰζικοφ. δλα τούτα τά χαρούμενα τά ’χε, δπως καί ν ά ’ναι, συνηθίσει.

Μετά μιά βδομάδα ό διοικητής του ό Ζεβέλι μου είπε:—*0 Οΰζικοφ ζητάει νά τοΰ έπιτρέψετε νά μιλήσει μαζί σας.—"Όχι, είπα. Θά μιλήσω μαζί του δταν περάσει άξια τή

δοκιμασία. "Ετσι πές του.Γρήγορα είδα μέ χαρά πώς τά φρύδια του ’Αρκάντι, πού

μέχρι τότε έμεναν άκίνητα κι άνέκφραστα, άρχισαν νά κάνουν στό μέτωπο μιάν Εκφραστική ρυτίδα, πού μόλις διακρινόταν. Έ π ί ώρες κοιτούσε τά παιδιά, βυθιζόταν σέ σκέψεις καί κάτι σά νά όνειροπολοΰσε. "Ολοι σημείωσαν τήν καταπληχτική άλλαγή τής στάσης του άπέναντι στή δουλιά. ' Ο Ζεβέλι τόν Εστελνε τίς περισσότερες φορές νά καθαρίσει τήν αύλή. *0 ’Αρκάντι Επιανε δουλιά μέ μεγάλη άκρίβεια, σκούπιζε τή μεγάλη μας αύλή, καθάριζε τά δοχεία σκουπιδιών, διόρθωνε τούς φράχτες στούς άνθώνες. Συχνά τόν Εβλεπες τά βράδια νά Εμφανίζεται στήν αύλή μέ τό φαράσι του, νά μαζεύει τά χαρτάκια καί τ ’άποτσίγαρα καί νά κοιτάζει άν είναι καθαρές οί πρασιές. Μιά βραδιά όλόκληρη κάθησε στή λέσχη πάνω άπόνα μεγάλο φύλλο χαρτιού καί τό πρωί κόλλησε τό χαρτί σ ’Ενα μέρος πού νά φαίνεται ά π ’δλους:

ΤΡΟΦΙΜΕ ΝΑ ΣΕΒΕΣΑΙ ΤΗ ΔΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΣΟΥ ΜΗΝ ΠΕΤΑΣ ΧΑΡΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ

— Γιά δές, είπε ό Γκόρκοφσκι, εχει καί τόν Εαυτό του γιά σύντροφο... Στή μέση τής δοκιμασίας τού Ούζικοφ, Εφτασε στό Σταθμό ή συντρόφισσα Ζώγια. ’Εκείνη τήν ώρα άκριβώς τρώγαμε. ' Η Ζώγια πήγε κατευθείαν στό τραπεζάκι τοΰ Οΰζικοφ καί στήν ήσυχία δλης τής τραπεζαρίας τόν ρώτησε γεμάτη άνησυχία:

—Έ σ εΐς εΐσαστε ό Οΰζικοφ; Πέστε μου πώς αισθάνεστε;* Ο Οΰζικοφ σηκώθηκε, κοίταξε σοβαρά στά μάτια τή Ζώγια κι

είπε φιλικά:— Δέ μπορώ νά μιλήσω μαζί σας, πρέπει νά μοΰ Επιτρέψει ό

διοικητής.Ή συντρόφισσα Ζώγια βάλθηκε νά βρεΐ τόν Μίτκα. Ή ρ θ ε ό

Μίτκα ζωηρός, κεφάτος.

449

Page 450: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί συμβαίνει;— Νά μου έπιτρέψετε νά μιλήσω μέ τόν Ουζικοφ.—"Οχι, άπάντησε ό Ζεβέλι.— Τί θά πει αύτό τό «δχι»;— Νά, δέν έπιτρέπω... καί τέλειωσε!

* Η συντρόφισσα Ζώγια ήρθε στό γραφείο καί άρχισε νά μου άραδιάζει διάφορες άνοησίες:

— Μά τί είναι αύτά τά πράγματα! Κι άν τό παιδί έχει νά κάνει παράπονα; "Αν βρίσκεται μπροστά σέ βάραθρο; Δοκιμα­σία τή λέτε αύτή, δ;

— Δέ μπορώ νά κάνω τίποτα, συντρόφισσα Ζώγια.Τήν άλλη μέρα στή γενική συνέλευση τών τροφίμων πήρε τό

λόγο ή Νατάσα Πετρένκο:— Παιδιά, είναι πιά καιρός νά συχωρέσουμε τόν Ά ρκάντι.

Δουλεύει καλά καί τήν τιμωρία του τήν κάνει άξια, δπως άρμόζει σ ’ έναν τρόφιμο. Προτείνω νά τού δόσουμε άμνηστεία.

Στή γενική συνέλευση άκούστηκε θόρυβος έπιδοκιμασίας:— Αύτό μπορεϊ νά γίνει...—Ό Οϋζικοφ διορθώθηκε πολύ...—Ά χά !— Καιρός είναι πιά, καιρός...— Νά βοηθήσουμε τό παιδί!Ζητήσανε τή γνώμη τοΰ διοικητή. Ό Ζεβέλι είπε:— Μιλάω άνοιχτά: Εγινε άλλος άνθρωπος. Καί χτές ήρθε

έδώ αύτή... ή πώς τή λένε... Τήν ξέρετε δά!— Τήν ξέρουμε!— Πήγε κοντά του κι άρχισε: «Παιδάκι μου, παιδάκι μου»,

αύτός δμως, μπράβο του δέν έπηρεάστηκε. Πρωτίτερα κι έγώ ό ίδιος έλεγα πώς τίποτα τό καλό δέ θά βγει ά π ’τόν Ά ρκάντι, τώρα δμως μπορώ νά πώ: 2χει κάτι μέσα του... κάτι δικό μας...

Ό Λάποτ χαμογέλασε καί φάνηκαν τά δόντια του:— Δηλαδή, άμνηστεία.— Ψήφισε, φώναξαν τά παιδιά.

*0 Οϋζικοφ είχε κρυφτεί πίσω ά π ’ τή σόμπα μέ τό κεφάλι κατεβασμένο. ’ Ο Λάποτ Εριξε μιά ματιά στά σηκωμένα χέρια κι είπε μέ κέφι:

— Λοιπόν; Παμψηφεί βλέπω... Ά ρκάντι ποΰ χάθηκες; Συγ­χαρητήρια, είσ* έλεύθερος!

Ό Ουζικοφ βγήκε μπροστά, κοίταξε τή συνέλευση, άνοιξε τό στόμα του καί πνίγηκε στό κλάμα.

450

Page 451: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Συγκίνηση στήν αίθουσα. Κάποιος φώναξε:—"Αστε τον, αϋριο θά μάς μιλήσει...

’Όμως ό Οΰζικοφ σκούπισε μέ τό μανίκι τά δάκρυά του. Τόν κοίταξα καί κατάλαβα πώς πολύ υποφέρει. Τέλος ό ’Αρκάντι μίλησε:

— Σας εύχαριστώ, παιδιά... καί κορίτσια... Καί σένα... Νατάσα... Έ γώ ... νά... τά καταλαβαίνω δλα... μή νομίσετε... Σάς παρακαλώ...

— Ξέχασέ τα αύτά... είπε αύστηρά ό Λάποτ.Ό Ούζικοφ κούνησε υπάκουα τό κεφάλι. Ό Λάποτ Εκλεισε

τή συνέλευση καί στόν Οΰζικοφ ρίχτηκαν τά παιδιά. Τά σημερινά δείγματα συμπάθειας πληρώθηκαν μέ καθαρό χρυ­σάφι.

Πήρα μιά βαθιά άνάσα, σάν τό γιατρό υστέρα ά π ’ τό τρυπάνισμα τοΰ κρανίου.

Τό Δεκέμβρη £γιναν τά έγκαίνια τοΰ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι, καί Εγιναν μέ ίδιαίτερη έπισημότητα καί θέρμη.

Λίγο πρίν, μιά χιονισμένη μέρα, τά πενήντα παιδιά πού είχε καθοριστεί νά πάνε στόν καινούργιο Σταθμό, έβαλαν τά και­νούργια τους κοστούμια, τά χνουδάτα καστόρινα παλτά τους, άποχαιρετιστήκαν μέ τούς συντρόφους τους καί περνώντας μέσα ά π ’ τήν πόλη τράβηξαν γιά τή νέα τους κατοικία. “Ετσι μαζεμένοι οπως βάδιζαν μάς φαίνονταν πολύ μικρούτσικοι καί μοιάζανε σάν κάτι δμορφα μαϋρα κλωσοπούλια. Έ φτασαν στό Σταθμό Τζερζίνσκι βουτηγμένοι στό χιόνι, χαρούμενοι καί ροδοκόκκινοι. ’Ακριβώς δπως κάνουν καί τά κλωσοπούλια, άρχισαν νά τρέχουν σ ’ δλο τό Σταθμό καί νά καταπιάνονται μ*δλα τά όργανωτικά ζητήματα. Μέσα σ ’ ’ένα τέταρτο κιόλας Εβγαλαν συμβούλιο τών διοικητών καί τό τρίτο μικτό τμήμα άρχισε τή μεταφορά τών κρεβατιών.

Στά έγκαίνια τοϋ νέου Σταθμοϋ τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι ήρθαν σέ φάλαγγα, μέ τή μουσική καί τή σημαία τους. Τώρα πιά ήταν φιλοξενούμενοι στούς συντρόφους τους πού άπό τή μέρα αύτή, άρχισαν νά φέρνουν τό καινούργιο τιμητικό κι άσυνήθιστο όνομα τοϋ κομμουνάρου. ’Ανάμεσα στά τετρακόσια άτομα πού είχαν μαζευτεί γιά τά έγκαίνια, ή όμάδα τών τσεκιστών, αύτών τών πιό υπεύθυνων, τών πιό άπασχολημένων καί τών πιό άξιων άνθρώπων, δέν φάνταζε καθόλου σάν όμάδα εύεργετών. ’Ανάμεσα σ ’ αύτούς καί σέ δλους τούς άλλους

451

Page 452: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

δημιουργήθηκαν φιλικές καί θερμές σχέσεις, μά στίς σχέσεις αύτές φαινόταν καθαρά καί ή διαφορά ήλικίας καί ό ίδιαίτερος σεβασμός μας, ό σοβιετικός σεβασμός τών παιδιών πρός τούς μεγαλυτέρους. Παράλληλα δμως τά παιδιά δέν παρουσιάζονταν Ετσι άπλά σά μιά άσήμαντη προστατευόμενη όμάδα, μά είχαν τή δική τους όργάνωση, τούς δικούς τους κανόνες καί τή δική τους σφαίρα δράσης, δπου ύπήρχε καί άξιοπρέπεια καί εύθύνη καί χρέος.

Ή ρ θ ε κάπως άπό μονάχο του νά άναθέσουν σέ μένα, τή διεύθυνση τοΟ Στάθμου Τζερζίνσκι, άν καί δέν υπήρξε ουτε προηγούμενη συμφωνία, ούτε είχε γίνει καμιά τέτια Ανακοίνω­ση.

Ό Σταθμός Γκόρκι σέ σύγκριση μέ τό Σταθμό Τζερζίνσκι ήταν πιό σύνθετη καί πιό δύσκολη δουλιά. 'Αφού έχασαν πενήντα συντρόφους, άμέσως προσέλαβαν πενήντα καινούρ­γιους ά π ’ τήν πρωτεύουσα, πού’χαν δει καί περάσει πολλά στή ζωή τους. “Οπως καί πρίν, Ετσι καί τώρα oi καινούργιοι γρήγορα προσαρμόζονταν στήν πειθαρχία καί τίς παραδόσεις του Στάθμου, δμως ή πραγματική διαπαιδαγώγηση καί τό πραγματικό πρόσωπο τού κάθε τροφίμου φαινόταν πολύ Αργότε­ρα. Κι δ λ ’ αύτά είχαν γίνει πιά πράγματα συνηθισμένα.

Μπροστά μας είχαμε διάφορες προοπτικές: άρχίσαμε νά φτιάχνουμε σχέδια γιά δική μας έργατική σχολή, γιά τό νέο χτίριο του μηχανοστασίου, γιά καινούργιες άποφοιτήσεις στό δρόμο τής ζωής. Καί σέ λίγο διαβάζαμε στίς έφημερίδες, πώς ό Γκόρκι, ό δικός μας ό Γκόρκι Ερχεται στή Σοβιετική "Ενωση.

14. Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ

Ή περίοδος αύτή, Απ’ τό Δεκέμβρη ώς τόν ’Ιούλη, ήταν μιά θαυμάσια περίοδος. Στό διάστημα αύτό, τό καράβι μου ριχνόταν στίς δυνατές φουρτούνες, μά στό καράβι αύτό ήταν δυό κολεχτί­βες πού ή καθεμιά είχε τή δική της, Ιδιαίτερη όμορφιά.

*0 άριθμός τών παιδιών στό Σταθμό Τζερζίνσκι γρήγορα Εφτασε τά 150 άτομα. Ή ρθα ν καί τρεις όμάδες άπό τριάντα καινούργια άτομα, δλα παιδιά του δρόμου. * Η ζωή κυλούσε πολιτισμένα κι άπ* Εξω φαινόταν πώς τά παιδιά τού Σταθμού

452

Page 453: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μόνο νά τά ζηλεύεις μπορούσες. Καί πολλοί τά ζήλευαν καί μάλιστα περισσότερο οί άλλοι παρά τ ’ άλητόπαιδα.

Τά παιδιά του Σταθμοϋ Τζερζίνσκι παρουσιάζονταν στόν κόσμο μέ δμορφα τσόχινα κοστούμια πού τά όμόρφαιναν οί φαρδιοί άσπροι γιακάδες. Είχαν όρχήστρα πνευστών όργάνων άπό άσπρο μέταλλο, καί στίς σάλπιγγές τους φιγουράριζε ή μάρ­κα μιάς πασίγνωστης φάμπρικας τής Πράγας. Τά παιδιά τά προ- σκαλοϋσαν συχνά στίς έργατικές λέσχες καί στή λέσχη τών τσεκιστών δπου πήγαιναν σοβαροί, ευγενικοί, καλοντυμένοι καί μ ’ άνοιχτή καρδιά. Ή κολεχτίβα του Στάθμου είχε πάντα μιά τέτια πολιτισμένη δψη, πού μερικές κεφαλές πού είχανε φυράνει λίγο στό μυαλό, Ελεγαν μ ’ άγανάχτηση:

— Γιά δές, διαλέξανε μερικά καλά παιδιά, τά Εντυσαν καί τά δείχνουν. Νά πάρετε άλητόπαιδα νά τά φτιάξετε!

Μά δέν είχα καιρό νά πειράζομαι μέ κάτι τέτια. Μόλις καί πρόφταινα μέσα στό είκοσιτετράωρο νά τελειώσω τίς άπαραίτη- τες δουλιές μου. Έ τρ εχα ά π ’ τή μιά κολεχτίβα στήν άλλη Εχοντας στή διάθεσή μου Ενα ζευγάρι άλογα, καί τήν ώρα πού Εκανα αύτή τή δουλιά τή θεωρούσα χαμένη άδικα στόν προϋπο­λογισμό τοϋ χρόνου μου. Παρόλο πού οί γραμμές τών παιδιών δέν κλονίζονταν κι έμεΐς δέ βγαίναμε άπ ’ τίς δχθες μιάς πλήρους εύτυχίας, τά παιδαγωγικά στελέχη δούλευαν έξαντλητικά. Στό διάστημα αύτό κατέληξα στή θέση πού υποστηρίζω καί τώρα, δσο κι άν αύτή φαίνεται παράξενη. Τά κανονικά παιδιά ή τά παιδιά πού μπήκαν σέ μιά κανονική κατάσταση, είναι τό πιό δύσκολο άντικείμενο διαπαιδαγώγησης. Ή φύση τους είναι λεπτότερη, οί άπαιτήσεις τους περισσότερες, ό πολιτισμός τους βαθύτερος, οί σχέσεις τους πολύμορφες. Δέν άπαιτοϋν άπό σένα οΰτε μεγάλη θέληση καί συγκινησιακές μεθόδους πού χτυπούν στό μάτι, μά μιά πολύ ευλύγιστη καί πολύπλοκη ταχτική.

Καί τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι, καί τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι Επαψαν πιά άπό καιρό ν ’ άποτελοϋν όμάδες άνθρώπων άπομονωμένων άπό τήν κοινωνία. Καί οί δυό κολε­χτίβες είχαν δημιουργήσει στενές κοινωνικές σχέσεις: κομσο- μόλικες, πιονέρικες, άθλητικές, στρατιωτικές, πολιτιστικές. 'Ανάμεσα στά παιδιά καί στήν πόλη, είχαν στρωθεί πολλοί δρόμοι καί δρομάκια πού πάνω τους δέ μετακινούνταν μονάχα άνθρωποι, μά καί σκέψεις, ίδέες κι έπιρροές.

Γι* αύτό καί ή γενική είκόνα τής παιδαγωγικής δουλιάς πήρε άλλο χρώμα. Ή πειθαρχία κι ή καθημερινή τάξη, Επαψαν

453

Page 454: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά ’ναι άντικείμενο τής δικής μου μονάχα φροντίδας. Έ γ ινα ν πιά παράδοση τής κολεχτίβας πού ξεκαθαρίζει τά ζητήματα καλύτερα άπό μένα, πού τά παρακολουθεί δχι ευκαιριακά κι δταν ξεσπάει καμιά φασαρία, άλλά κάθε λεφτό, σάν άπαίτηση τού συλλογικού αίσθήματος θά ’λεγα.

"Οσο καί νά δυσκολευόμουν, ή ζωή μου τήν περίοδο έκείνη ήταν εύτυχισμένη. Είναι άδύνατο νά περιγράψει κανείς τήν δλοκληρωτική αύτή εύτυχία πού γεύεσαι μέσα στόν κόσμο τών παιδιών, σά μεγαλώνουν μαζί σου, πού σ ’ έμπιστεύονται τυφλά, πού τραβούν μαζί σου γιά τό μέλλον. Σ ’ Εναν τέτιο κόσμο άκόμα κι οί άποτυχίες δέν σέ πληγώνουν, μάλιστα οί πίκρες κι οί Απογοητεύσεις σοΰ φαίνονται πολύτιμες.

' Η κολεχτίβα τών παιδιών τού Σταθμού Γ κόρκι ήταν γιά μένα πιό κοντινή ά π ’ τήν κολεχτίβα τών παιδιών τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι. Είχε πιό βαθεϊς καί δυνατούς φιλικούς δεσμούς, περισσότερους άξιους άνθρώπους, πιό Εντονη ήταν έκεΐ ή πάλη. Καί γιά τά παιδιά αύτά έπίσης ήμουν πιό άπαραίτητος. Οί τρόφιμοι τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι άπό τήν άρχή είχαν τήν εύτυχία νά Εχουν προστάτες, σάν τούς τσεκίστες, ένώ τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γ κόρκι Εξω άπό μένα κι Ενα μικρό κύκλο παιδαγω­γών, άλλους κοντινούς άνθρώπους δέν διέθεταν. ΓΓ αύτό καί ποτέ δέ μοϋ πέρασε άπ’ τό μυαλό πώς θά ’ρθει καιρός νά τούς Αποχωριστώ. "Ημουν γενικά άνίκανος νά φανταστώ τέτιο πράγ­μα. Θ ά’ταν Ενα φοβερό δυστύχημα στή ζωή μου.

Πήγαινα στό Σταθμό, στό σπίτι μου, Επαιρνα μέρος στίς γενικές συνελεύσεις τών τροφίμων, στό συμβούλιο τών διοικη­τών, δέν άφηνα καμιά, μά καί τήν πιό δύσκολη υπόθεση καί σύγκρουση, μάλιστα τότε ένιωθα πραγματική ξεκούραση. Στό διάστημα αύτό ριζώθηκε γιά καλά μιά άπ* τίς συνήθειές μου: Εχασα τήν Ικανότητα νά δουλεύω σέ ήσυχο περιβάλλον. Μονά­χα δταν δίπλα μου, πλάι στό Ίδιο τό γραφείο τής δουλιάς μου καμπανίζανε τά παιδικά ξεφωνητά, τότε Ενιωθα πραγματικά βολικά, ζωντάνευε ή σκέψη μου κι Εκοβε καλύτερα τό μυαλό μου. Καί αύτό τό χρωστούσα Ιδιαίτερα στά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι.

Ώ σ τό σ ο δ Σταθμός Τζερζίνσκι άπαιτοϋσε άπό μένα καθημε­ρινά δλο καί περισσότερα πράγματα. Κι οί φροντίδες έδώ ήταν καινούργιες, καθώς κι οί παιδαγωγικές προοπτικές.

Πολύ καινούργιος κι άναπάντεχος γιά μένα ήταν δ κόσμος τών τσεκιστών. Οί τσεκίστες ήταν πρίν ά π ’ δλα μιά γερή

454

Page 455: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κολεχτίβα, πράγμα πού δέ μπορούσες νά τό πεις γιά τά στελέχη του Λαϊκού ’ Επιτροπάτου Παιδείας. Κι δσο περισσότερο παρα­κολουθούσα αύτή τήν κολεχτίβα, τόσο πιό πολύ άφομοίωνα τίς έργατικές σχέσεις, τόσο καθαρότερα άνοιγόταν μπροστά μου Ενας καινούργιος, θαυμάσιος νεωτερισμός. Πώς άκριβώς Εγινε αύτό, λόγο τιμής, δέν ξέρω, δμως ή κολεχτίβα τών τσεκιστών είχε κείνες άκριβώς τίς Ιδιότητες πού έγώ έπί όχτώ όλόκληρα χρόνια προσπαθούσα νά καλλιεργήσω στήν κολεχτίβα τοΰ Σταθμοϋ. Είδα μπροστά μου ξαφνικά τό πρότυπο, πού ώς τά τώρα μονάχα τό φανταζόμουν, πού λογικά καί καλλιτεχνικά δημιουργοΰσα μέσ’ ά π ’ δλα τά γεγονότα κι δλη τή φιλοσοφία τής Επανάστασης, καί πού ώστόσο, ποτέ μου δέν τό ’χα δεϊ, καί μάλιστα, είχα χάσει καί τήν έλπίδα νά τό δώ.

Ή άνακάλυψή μου αύτή ήταν τόσο πολύτιμη καί σημαντική γιά μένα, πού άρχισα νά φοβάμαι μήπως άπογοητευθώ. Τήν κρατούσα βαθιά μυστική, γιατί δέν ήθελα νά γίνουν οί σχέσεις μου μ ’ αύτούς τούς άνθρώπους τεχνητές.

Τό γεγονός αύτό Εγινε ή άφετηρία γιά τήν καινούργια παιδαγωγική μου σκέψη. Μέ χαροποιούσε Ιδιαίτερα πού οί Ιδιότητες τής κολεχτίβας τών τσεκιστών, πολύ εύκολα κι άπλά έξηγοΰσαν πολλές άσάφειες καί θολούρες σχετικά μέ τό πρότυ­πο πού καθοδηγοΰσε τή δουλιά μου ώς τώρα. Μοΰ δόθηκε ή δυνατότητα νά ξεκαθαρίσω ώς τίς τελευταίες τους λεπτομέρει­ες πολλά πράγματα, γιά τομείς άγνωστους ώς τά τώρα σέ μένα. ΟΙ τσεκίστες είχαν ύψηλή διανοητικότητα πού συνδυαζόταν μέ τή μόρφωση καί τήν κουλτούρα, μιά διανοητικότητα πού δέν Επαιρνε ποτέ τήν Εκφραση τοΰ ρώσου διανοουμένου πού πάντα μοΰ ήταν μισητή... "Ηξερα καί πρίν πώς Ετσι Επρεπε ν ά ’ναι, δμως πώς αύτό έκφράζεται στή ζωή, στίς ζωντανές κινήσεις τοΰ άνθρώπου, ήταν δύσκολο νά τό φανταστώ. Τώρα δμως μοΰ δόθηκε ή δυνατότητα νά μελετήσω καί νά μάθω τόν τρόπο όμιλίας, τούς δρόμους τής λογικής Εξήγησης, τή νέα μορφή τής νοητικής συγκίνησης, τίς καινούργιες άπόψεις τής φιλοκαλίας καί τοΟ γούστου, τίς καινούργιες διαρθρώσεις τών νεύρων καί, τό κυριότερο, τήν καινούργια μορφή χρησιμοποίησης τοΰ Ιδανικού. "Οπως είναι γνωστό οί διανοούμενοί μας θεωρούν τό Ιδανικό σάν Ενα πράγμα πού μοιάζει μ* Ενα θρασύ νοικάρη: κάθεται σέ ξένο σπίτι, δέν πληρώνει νοίκι, διαβάλλει τούς πάντες καί τά πάντα, κάθεται σέ δλων τό στομάχι, δλοι γκρινιάζουν πού τόν Εχουν γείτονα καί προσπαθούν ν* άπομα-

455

Page 456: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κρυνθοϋν δσο μπορούν άπό τό «{δανικό» αύτό. Τώρα δμως είδα κι ένα άλλο: τό Ιδανικό δέν είναι νοικάρης, άλλά καλός διαχειριστής, πού σέβεται τή δουλιά του γείτονα, φροντίζει γιά τίς Επισκευές, γιά τή θέρμανση, καί πού μαζί του δλοι δουλεύουν άνετα καί εύχάριστα. Δεύτερο, ένδιαφέρθηκα γιά τή διάρθρωση τής προσήλωσης στίς άρχές. Οί τσεκίστες είναι άνθρωποι άρχών, μά οί άρχές γ ι ’ αυτούς δέν είναι έπίδεσμος στά μάτια, δπως γιά μερικούς ά π ’τούς «φίλους» μου. Γιά τούς τσεκίστες, άρχές είναι μιά συσκευή μέτρησης πού τή χρησιμοποιούν τό Ίδιο ήρεμα, δπως καί τά ρολόγια, χωρίς γραφειοκρατία, μά καί χωρίς υπερβολική βιασύνη. Είδα, τέλος, τό κανονικό, τό φυσιολογικό περιεχόμενο τών άρχών αύτών καί πείστηκα όρι- στικά πώς ή άποστροφή μου στήν άρχειακότητα τοϋ διανοούμε­νου ήταν σωστή καί δίκαιη. Γιατί είναι πασίγνωστο: δταν ό διανοούμενος κάνει κάτι ά π ’ άποψη άρχών, αύτό σημαίνει πώς μέσα σέ μισή ώρα, κι δ ίδιος κι δλοι οί γύρω του, πρέπει νά πάρουν καρδιοτονωτικό.

Είδα καί πολλά άλλα καινούργια: μιά ζωντάνια πού εισχωρεί παντοϋ, κουβέντες λίγες μά σωστές, άποστροφή στά καλούπια, άνικανότητα νά ξαπλώνουν τήν άρίδα στό ντιβάνι ή νά κάθονται μέ τήν κοιλιά στό γραφείο, τέλος, είδα τή χαρούμενη, ττ]ν άφάνταστα άποδοτική δουλιά, χωρίς ύφος μάρτυρα ή υποκρισία, χωρίς υπαινιγμούς γιά τή σιχαμερή συνήθεια νά παριστάνΌΤΚ^τό «άγιο θύμα»1 Καί, τέλος, εΐδα κι ένιωσα χειροπιαστά τό πολύτι­μο αύτό πράγμα πού δέ μπορώ νά τό πώ άλλιώς παρά μονάχα σάν κοινωνική προσκόλληση: είναι τό αίσθημα τής κοινωνικής προοπτικής, ή Ικανότητα σέ κάθε στιγμή τής δουλιάς σου, νά βλέπεις καί νά νιώθεις δλα τά μέλη τής κολεχτίβας, ή σταθερή γνώση τών μεγάλων κοινών σκοπών, γνώση πού ποτέ δέν παίρνει δογματικό χαρακτήρα, ούτε τή μορφή κενής φλυαρίας. Κι αύτή ή κοινωνική προσκόλληση δέν άγοράστηκε στό περίπτερο μέ πέντε καπίκια μονάχα γιά τίς συνδιασκέψεις ή τά συνέδρια, δέν είναι ένα τύπος εύγένειας, χαμόγελου στό διπλανό μας, είναι μιά πραγματική κοινότητα, είναι μιά ένότητα κίνησης καί δουλιδς, εύθύνης καί βοήθειας, είναι μιά ένότητα παρα­δόσεων.

Τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι, μιά καί Εγιναν άντικείμε- νο τής φροντίδας τών τσεκιστών, βρέθηκαν μέσα σέ θαυμάσιες συνθήκες. Δέν τούς Εμενε τ ίποτ’ άλλο άπ* τό νά βλέπουν γύρω τους. Κι έγώ δέν ύπήρχε πιά λόγος νά σπάω τό κεφάλι μου καί νά

Page 457: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ψ/.χω όλημερίς γιά νά πείσω τούς προϊσταμένους μου, δτι χίΜ.ιάζονται κι είναι άνάγκη ν ’ άγοράσουμε μαντήλια γιά τά πιιιδιά.

* Μ Ικανοποίησή μου ήταν βαθιά. Μπορώ νά τό πώ αύτό Ετσι: γνο>ρίστηκα άπό κοντά μέ πραγματικούς μπολσεβίκους καί «κίστηκα όριστικά δτι ή παιδαγωγική μου είναι παιδαγωγική μπολσεβίκικη, ότι ό τύπος του άνθρώπου πού πάντα είχα σάν πρότυπο μπροστά μου, δέν είναι μονάχα ένα όμορφο δνειρο κι ί.πινόηση δική μου, μά καί μιά ζωντανή πραγματικότητα, πού μάλιστα τήν ένιωθα πιό πολύ, γιατί έγινε κομμάτι τής δουλιάς μου.

Κι ή δουλιά μου στό Σταθμό Τζερζίνσκι, πού δέν τήν δηλητηρίαζαν οί υστερικές φωνές κανενός καί καμιάς, ήταν μιά δουλιά δύσκολη βέβαια, μά όπωσδήποτε δυνατή γιά τό άνθρώπι- νο λογικό.

' Η ζωή τών παιδιών τοΰ Σταθμού Τζερζίνσκι δέν ήταν καθόλου τόσο πλούσια κι εύκολη όπως νόμιζαν πολλοί. Οί τσεκίστες έβγαζαν άπό τό μισθό τους ένα όρισμένο ποσοστό γιά τή συντήρηση τοΰ Σταθμοϋ, μά αύτό ήταν άπαράδεχτο καί γιά μας καί γιά τούς τσεκίστες.

Μέσα σέ τρεις μήνες κιόλας, ό Σταθμός άρχισε νά σφίγγεται άπ’ τίς άνάγκες. Καθυστερούσαμε τούς μισθούς τών παιδαγω­γών, δυσκολευόμαστε νά καλύψουμε άκόμα καί τά έξοδα διατρο­φής. Τά έργαστήρια έδιναν έλάχιστα έσοδα, γιατί στήν ούσία ήταν έργαστήρια μαθητευομένων. Είναι άλήθεια, πώς τό τσα­γκαράδικο ά π ’ τίς πρώτες κιόλας μέρες τό πνίξαμε σέ μιά σκοτεινή γωνιά. Οί τσεκίστες έκαναν πώς δέν είδαν αύτό τό έγκλημα. Μά καί σ τ ’ άλλα έργαστήρια δέ μπορούσαμε νά στρώσουμε τή δουλιά έτσι πού νά δόσουν έσοδα.

Κάποτε μέ φώναξε ό προϊστάμενός μας,κατσούφιασε, σκέ- φτηκε, σκέφτηκε, άπόθεσε πάνω στό τραπέζι του ένα τσέκ καί είπε:

— Αύτά είναι δλα κι δλα.Κατάλαβα άμέσως.— Καί πόσα είναι;— Δέκα χιλιάδες. Τά τελευταία. Τά πήραμε προκαταβολή

γιά δλο τό χρόνο. Δυστυχώς άλλα δέν έχει, καταλαβαίνετε; Χρησιμοποιήστε κι αύτόν τόν... είναι άνθρωπος πολύ ένεργητι- κός καί δραστήριος...

Σέ μερικές μέρες έφτασε στό Σταθμό Τζερζίνσκι, ένας

457

Page 458: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άνθρωπος κάθε άλλο παρά παιδαγωγικής φτιασιάς, ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς Κόγκαν. "Ητανε πιά γέρος, γύρω στά έξήντα, άρρωστος άπό καρδιά, άπό στηθάγχη, άπό νεΰρα καί παχυσαρ­κία. Μέσα σ ’ αύτό τόν άνθρωπο βρισκόταν ένας δαίμονας δραστηριότητας, μά ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς δέ μπορούσε νά γλυκάνει τήν κατάστασή μας μέ τό δαίμονά του αύτόν. Δέν έφερε μαζί του ουτε κεφάλαια, ουτε υλικά, οΰτε έφευρετικότητα, δμως μέσα σ ’ αύτό τό μαλθακό γερόντιο υπάρχουν δυνάμεις πού δέ μπόρεσε νά τίς ξοδέψει στό παλιό καθεστώς: έπιχειρηματικό πνεύμα, αίσιοδοξία κι έπιμονή, γνώση τών άνθρώπων καί μιά μικρή συχωρητέα έλλειψη άρχών πού κατά έναν παράξενο τρόπο συνδυάζεται μέ λεπτά αίσθήματα καί μέ τήν άφοσίωση στά Ιδανικά μας. Είναι πολύ πιθανό δλ ’ αύτά νά ένώνονταν μέ τό στεφάνι τής περηφάνειας, γιατί ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς άγα- πούσε πάντα νά λέει:

— Δέν ξέρετε άκόμα τί θά πεϊ Κόγκαν! "Οταν θά μάθετε τί έστί Κόγκαν, τότε θά δείτε.

Κι είχε δίκιο. Μάθαμε τί θά πεΐ Κόγκαν καί λέμε: είναι ένας άνθρωπος υπέροχος. Πολύ χρειαζόμασταν τή σοφή πείρα του. Ε ϊν’ άλήθεια πώς μερικές φορές ή πείρα του αύτή παρουσιαζό­ταν μέ τέτιες μορφές πού μάς έπιανε κρύος ιδρώτας καί δέ μπορούσαμε νά πιστέψουμε στά ’ίδια μας τά μάτια.

Ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς κάποτε κουβάλησε ά π ’ τήν πόλη ένα φορτίο ξυλεία. Τί τήν ήθελε;

— Τί τήν θέλω; Κι οί άποθήκες πώς θά φτιαχτούν; Πήρα παραγγελία γιά έπιπλα ά π ’τό ’Ινστιτούτο Οίκοδόμησης κι έτσι πρέπει κάπου νά τήν άποθηκέψουμε.

— Πουθενά δέν θά τήν άποθηκέψουμε. Θά φτιάξουμε τά έπιπλα καί θά τά παραδόσουμε στό ’Ινστιτούτο.

— Χά-χά-χά! Μπάς καί νομίζετε δτι πρόκειται γιά πραγματι­κό Ινστιτούτο; Μπαλαμούτι κι δχι Ινστιτούτο! Μά άν ήταν άληθινό Ινστιτούτο θ ’ άνοιγα νταραβέρια μαζί του;

— Δέν είναι Ινστιτούτο;— Τί ίνστιτοΰτο; Δέν πάνε νά τό λένε δπως θέλουν. Τό

βασικό είναι πώς διαθέτει χρήμα. Κι άφοϋ έχει χρήμα, θέλει ν ’ άποχτήσει κι έπιπλα. "Ομως γιά τά έπιπλα χρειάζεται στέγη. Τό ξέρετε αύτό. Στέγη, δμως, μόλις τώρα θ ’ άρχίσουν νά φτιά­χνουν, γιατί άκόμα ούτε τούς τοίχους δέν Εχουν.

—“Οπως καί νά ’ναι έμεΐς δέν πρόκειται νά φτιάξουμε άποθήκες.

458

Page 459: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Κι έγώ τό ίδ ιο τούς είπα. Σκέφτηκαν πώς ό ΣταθμόςI ζΓ.ρζίνσκι είναι υποδειγματικό Ίδρυμα καί δέ μπορεϊ ν ’ άσχο- λι:ϊται μέ τό φτιάξιμο άποθηκών! "Ομως έμεϊς έχουμε χρόνο γΓ ιιύτή τή δουλιά!

— Κι αύτοί τί είπαν;— Μοΰ λένε: φτιάξτε τίς άποθήκες! Καί μιά πού έτσι τό

Μλησαν τούς λέω: θά στοιχίσει αύτή ή δουλιά είκοσι χιλιάδες. Ά ν τώρα, έσεις έπιμένετε, πώς δέν πρέπει νά τίς χτίσουμε άς ylvr.i δπως λέτε. Καί γιατί νά χτίσουμε άποθήκες, άφοΰ γενικά μάς χρειάζεται ένα έργαστήριο συναρμολόγησης;

"Υστερ’ άπό δυό βδομάδες δ Σολομόν Μ πορίσοβιτς άρχίζει νά χτίζει τό τμήμα συναρμολόγησης. Σκάφτηκαν τά θεμέλια, μκήκαν οί στύλοι, οί μαραγκοί άρχισαν νά ντύνουν τό χτίριο.

— Σολομόν Μ πορίσοβιτς άπό ποΰ βρήκατε τά λεφτά γΓ αύτό τό τμήμα συναρμολόγησης;

— Τί θά πεΐ άπό ποΰ; Μά άφοΰ σάς είπα. Μάς χορήγησαν 4ΐκοσι χιλιάδες,..

— Ποιός;— Μά νά, τό ίδ ιο αύτό τό ίνστιτοΰτο..,— Γιά ποιό λόγο;— Τί έρώτηση ε ίν ’ αύτή; Ά φ οΰ θέλουν νά γίνουν οί

άποθήκες,.. Λοιπόν; Μπάς καί θά λυπηθώ τά λεφτά τους;— Μά γιά σταθείτε, Σολομόν Μ πορίσοβιτς. Έ σ ε ΐς χτίζετε

τμήμα συναρμολόγησης κι δχι άποθήκες.Ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς άρχίζει νά νευριάζει:—* Ωραΐα τά λέτε! "Ομως, ποιός είπε πώς δέ χρειάζονται

άποθήκες; Έ σ ε ΐς τό είπατε...— Πρέπει νά έπιστρέψουμε τά χρήματα.

Ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς συννεφιάζει:—Ά κοΰστε, Δέν πρέπει ν ά ’σαστε πιά τέτιος άνθρωπος

χωρίς πραχτικά πνεΰμα, Είδατε ποτέ νά έπιστρέφουν ρευστό χρήμα; “Ίσω ς έσεΐς νά Εχετε πολύ γερά νεΰρα, έγώ, δμως, είμαι Αρρωστος άνθρωπος ι^αί δέ μπορώ νά βάζω σέ δοκιμασία τά νεΰρα μου... Ά κ ο ΰ ς έκεΐ... νά έπιστρέψουμε τά χρήματα!..

— Μά θά μάθουν τί κάνουμε.—Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς, είσαστε έξυπνος άνθρωπος. Τί μπο-

ροΰν νά μάθουν; "Ας ποΰμε πώς έρχονται έδώ αΰριο: οί Ανθρωποι έδώ χτίζουν, έτσι; Είναι δμως γραμμένο πουθενά πώς χτίζουν τμήμα συναρμολόγησης;

— Καλά, κι δταν τό τμήμα άρχίσει νά δουλεύει;

459

Page 460: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Καί ποιός μπορεϊ νά μ ’ άπαγορέψει νά δουλεύω; Μπάς τό Ίνστιτοΰτο Οικοδόμησης μπορεϊ νά τό άπαγορέψει; Κι άμα θέλω νά δουλεύω στό ύπαιθρο, στόν καθαρό άέρα ή στίς άποθήκες, ύπάρχει κανένας νόμος cou νά τό όρίζει αύτό; Δέν υπάρχει τέτιος νόμος.

Ή λογική τοΰ Σολομόν Μ πορίσοβιτς περνούσε δλα τά όρια. "Εμοιαζε μέ παντοδύναμο κριό πού τρυποϋσε δλα τά έμπόδια. Δέν γινόταν νά τοϋ φέρουμε άντίρρηση, γιατί ά π ’ τήν άρχή οί άντιρρήσεις μας τινάζονταν στόν άέρα.

Τήν άνοιξη, δταν τ ’ άλογά μας άρχισαν νά περνούν τίς νύχτες τους στό λιβάδι ό Βίτκα Γκόρκοφσκι μέ ρώτησε:

— Καί τί χτίζει έκεΐ στό σταΰλο ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς;— Τί έκανε λέει;— Νά, χτίζει κιόλας! Έ β αλε ένα καζάνι καί φτιάχνει καί

σωλήνες.— Φώναξέ τον γρήγορα έδώ!

"Ερχεται ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς δπως πάντα πασαλειμμένος μέ λάδια, καταϊδρωμένος καί λαχανιασμένος.

— Τί χτίζετε έκεΐ στό σταΰλο;— Τί θά πει τί χτίζω; Μά ξέρετε καλά τί χτίζω.— Τό χυτήριο; Μά άφοΰ άποφασίστηκε τό χυτήριο νά

χτιστεί πίσω άπ* τό μπάνιο.— Γιατί πίσω ά π ’ τό μπάνιο, άφοϋ έχουμε έτοιμο μέρος;— Σολομόν Μπορίσοβιτς!— Τί σημαίνει, «Σολομόν Μ πορίσοβιτς»;— Καί τ ' άλογα; ρωτάει ό Γκόρκοφσκι.— Τ ’ άλογα θά τήν περνοϋν στόν καθαρό άέρα. Μπάς καί

νομίζετε πώς έσεΐς μονάχα έχετε άνάγκη άπό καθαρό ν άέρα, ένώ τά άλογα μπορούν ν ’ άναπνέουν τήν κάθε βρωμιά; Έ ; Καλοί νοικοκυραΐοι νά σοΰ πετύχουν!

Έ δώ πού τά λέμε, έχουμε κιόλας άφοπλιστεΐ. Π αρ’ δ λ ’ αύτά ό Βίτκα συνεχίζει φουσκωμένος:

— Κι δταν έρθει ό χειμώνας;Μά ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς τόν κάνει στάχτη:— Πόσο καλά τό ξέρετε πώς θά ’ρθει χειμώνας!— Σολομόν Μ πορίσοβιτς, φωνάζει συντριμμένος ό Βίτκα.

Ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς κάνει μιά μικρή υποχώρηση.— Μά κι άν άκόμα έρθει ό χειμώνας τί μ ’ αύτό; Μπάς καί δέ

μπορούμε νά φτιάξουμε τό σταΰλο τόν Ό χτώ βρη ; Τό ιδιο δέν

460

Page 461: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

κάνει; Ή μήπως σάς είναι πολύ Απαραίτητο ν<ι -,-··-*···'* ·· δυό χιλ ιάδες ρούβλια;

Α φ ή ν ο υ μ ε έναν άναστεναγμό καί παραδινόμιιο 11 μ ).·*·>μόν Μ πορίσοβιτς μάς λυπάται καί μάς έξηγάκι μ ι ......................... . «»

δάχτυλα:— Μάης, Ί ο ύ ν η ς , ’ Ιούλης, παρακάτω; "Λ, Λι·, .......

Σεπτέμβρης...Γ ιά μιά στιγμή άμφιβάλλει, υστέρα δμως συνεχι μ ι - . ν..—Ό χ τώ β ρ η ς . . . Σκεφτειτε... έξι μήνες! Μέσα σ* <ιύι..............

μήνες οί δυό χ ιλ ιάδες ρούβλια θά γεννήσουν άλλες δυό / 1 ·* «.·■·*., Κι έσεΐς θέλετε νά μείνει ό σταυλος έξι μήνες άδειανό., Νι *|·ό κεφάλαιο; Μά είναι Απαράδεχτο!

Τό νεκρό κεφάλαιο, άκόμα καί στίς πιό άθώες μορψί mu, ήταν κάτι πού δέ μπορούσε νά τό υποφέρει ό Σολομόν Μ μ . σοβιτς.

— Δέ μπορώ νά κοιμηθώ, έλεγε. Πώς μπορεΐς νά κοιμηΟι ι·. δταν μπροστά σου υπάρχουν τόσες δουλιές, δταν κάθε λι.ψι·· σημαίνει καί μιά οικονομική πράξη; Π οιός τό σκαρφίστηκι ν·· κοιμάται τόσο ό άνθρωπος;

Είχαμε μείνει μ ’ ανοιχτό τό στόμα: μόλις πρίν λ ίγο καιρ·· είμαστε χαμένοι στή φτώχεια, καί τώρα στό Σολομόν Μπορί<ι«· βιτς θά βρεις βουνά άπό σανίδια, μέταλλα, μηχανές. Ή έργά<Μ μη μέρα μας τώρα είναι γεμάτη άπό έμβάσματα, γραμμάτια, προκαταβολές, τιμολόγια, δέκα χιλ ιάδες, είκοσι χιλιάδες. Ι ι ό συμβούλιο τών διοικητών ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς μέ μιά νυσταλέα περιφρόνηση άκουγε τά λόγια τών παιδιών πού ζητούσαν έγκριση τριακοσίων ρουβλιών γιά παντελόνια κι έλεγε:

— Μά είναι σοβαρό ζήτημα τώρα αύτό; Στά παιδιά χρειάζον­ται παντελόνια... Κι δχ ι τριακόσια ρούβλια, μ ’ αύτά άγοράζεις παλιόβρακα, άλλά χ ίλ ια ρούβλια...

— Καί λεφτά; ρωτάνε τά παιδιά.— Μά έσεΐς έχετε καί χέρια καί κεφάλι. Σκεφτήκατε ποτέ

γιατί τ ό ’χετε τό κεφάλι; Μπάς γιά νά φοράτε τό κασκέτο σας; Καθόλου! Προσθέστε ένα τέταρτο τής ώρας στήν έργάσιμη μέρα σας στό έργαστήριο καί θά σάς βρώ τώρα δά κιόλας χ ίλ ια ρούβλια, κι ίσω ς καί περισσότερα, άν βγάλετε περισσότερη δουλιά.

Τά διάφορα τμήματα πού έμοιαζαν πολύ μέ άποθήκες, ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς τά γέμισε μέ παλιές καί φτηνές μηχανές,

461

Page 462: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

μ ’ ένα σωρό παλιά υλικά, μά τά παιδιά ένιωθαν ένθουσιασμό μέσα σ ’ αύτό τό δημοπρατήριο. Έ κ ε ΐ κατασκευαζόταν δ,τι ήθελες:έπιπλα γιά λέσχες, γωνίες κρεβατιών, λαδωτήρια, παντε- λονάκια, πουκαμίσες, θρανία, καρέκλες, έπικρουστήρες γιά κατασβεστήρες, κι δλα γίνονταν σέ άμύθητες ποσότητες, γιατί στήν παραγωγή του Σολομόν Μ πορίσοβιτς ό καταμερισμός τής δουλιάς είχε φτάσει στό άπόγειό του:

— Μπάς καί θά γίνεις μαραγκός; Δέν πρόκειται ποτέ νά γίνεις, έσύ θά γίνεις γιατρός, ξέρω έγώ. Γιατί λοιπόν νά κάνεις όλόκληρη καρέκλα; Κάνε μονάχα τά ποδάρια της. Γιά δυό πόδια θά σέ πληρώσω ένα καπίκι κι έτσι τή μέρα θά βγάλεις πενήντα καπίκια. Γυναίκα δέν έχεις, ουτε καί παιδιά...

Τά παιδιά σκάγαν στά γέλια στό συμβούλιο τών διοικητών καί μάλωναν τό Σολομόν Μ πορίσοβιτς γιά τήν «τσαπατσούλικη δουλιά», μά έμεΐς είχαμε πιά τό οικονομικό - παραγωγικό πλάνο μας καί τό πλάνο ήταν ίερή ύπόθεση.

Ή πληρωμή τών παιδιών γιά τή δουλιά τους είχε πάρει μιά τέτια μορφή, λές καί δέν ύπήρχε καμιά παιδαγωγική, κανένας διάβολος μέ τούς ξελογιαστές του. "Οταν οί παιδαγωγοί έπιστή- σανε τήν προσοχή τοϋ Σολομόν Μ πορίσοβιτς πάνω στό παιδα­γωγικό πρόβλημα τοϋ μισθού, αύτός άπαντούσε:

— Μά έμεΐς πρέπει νά διαπαιδαγωγήσουμε νομίζω έξυπνους άνθρώπους. Τί σόι έξυπνος άνθρωπος θά 'να ι αύτός πού θά δουλεύει δωρεάν, χωρίς μισθό;

— Καλά κι οί Ιδέες, Σολομόν Μ πορίσοβιτς, δέν άξίζουν τίποτα;

—"Οταν ό άνθρωπος παίρνει τό μισθό του, γεννιούνται τόσες ίδέες στό κεφάλι του πού δέν ξέρει τί νά τίς κάνει. "Οταν δμως δέν έχει λεφτά, μονάχα μιά Ιδέα τοϋ’ρχεται: άπό ποιόν νά δανειστεί. Αύτό λένε τά γεγονότα.

Ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς ήταν πολύ καλή μαγιά γιά τήν έργαζόμενη κολεχτίβα μας. Ηέραμε πώς ή λογική του ήταν ξένη σέ μάς κι άστεία πολλές φορές, μά ή λογική αύτή μέ τήν έπιμονή της χτυπούσε κεφάτα, καί τσεκουράτα δλες τίς προκαταλήψεις καί τήν άντίδραση, γεννούσε τήν άνάγκη άλλιώτικου παραγωγι­κού στύλ.

Ή πλήρης ίδιοσυντήρηση τού Σταθμού Τζερζίνσκι ήρθε άπλά καί σχεδόν χωρίς μεγάλες προσπάθειες καί σέ μάς τούς ίδιους πιά δέ φάνηκε καί σάν πολύ μεγάλη νίκη. Ό Σολομόν Μ πορίσοβιτς είχε δίκιο δταν έλεγε:

462

Page 463: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Τί δηλαδή; 'Εκατόν πενήντα τρόφιμοι δέ μπορούν νά βγάλουν τά έξοδα τής σούπας πού τρώνε; Καί μπορεΐ νά γίνεται Αλλιώς; Ουτε σαμπάνια τούς χρειάζεται, ούτε οί γυναίκες τους ντύνονται μέ γούνες!

Τά τρίμηνα οικονομικά μας πλάνα τό ένα πίσω ά π ’ τ ’ άλλο οί τρόφιμοι τά έκπλήρωσαν έπιστρατεύοντας τίς κοινές δυνά­μεις όλης τής κολεχτίβας. Οί τσεκίστες έρχονται σέ μάς σχεδόν καθημερινά. Μαζί μέ τά παιδιά καταπιάνονται μέ τήν κάθε λεπτομέρεια, μέ τήν κάθε μικροκαθυστέρηση, μέ τίς τσαπατσου- λίστικες τάσεις τοΰ Σολομόν Μ πορίσοβιτς, μέ τή χαμηλή ποιότητα τής παραγωγής, μέ τά σκάρτα. Κάθε μέρα πού περνοϋ- σε πλούτιζε τήν πείρα τών παιδιών πού άρχισαν νά δαγκώνουν μέ τήν κριτική τους τόν Σολομόν Μ πορίσοβιτς πού τούς άπαντοΰσε θυμωμένα:

— Τί είναι πάλι τοΰτος ό νεωτερισμός; Μωρέ τοΰτοι άρχι­σαν δλα νά τά ξέρουν! Μοϋ λένε πώς αύτό πρέπει νά γίνει άπό τό ’ Εργοστάσιο ’ Εργαλείων τοΰ Χάρκοβου, σάμπως κι έχουνε δεΐ ποτές τους αύτό τό έργοστάσιο!

Ξαφνικά μπροστά μας φωτίστηκε τό άναγνωρισμένο ά π ’ δλους σύνθημα: «Μάς χρειάζεται ένα πραγματικό έργοστάσιο».

Γιά τό έργοστάσιο άρχισαν νά μιλοϋν δλο καί πιό συχνά. Στό βαθμό πού στόν τρέχοντα λογαριασμό μας στήν τράπεζα προστίθενταν ή μιά χιλιάδα πάνω στήν άλλη, τά γενικά όνειρο- πολήματα γιά τό έργοστάσιο χωρίστηκαν σέ πιό κοντινές καί πραγματοποιήσιμες δυνατότητες. Αύτό έγινε άργότερα. Τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι συχνά συναντιόνταν μέ τά παιδιά τοϋ Σταθμοϋ Γκόρκι. Τίς Κυριακές πήγαιναν έπίσκεψη πότε οί πρώτοι πότε οί δεύτεροι κατά όλόκληρα τμήματα, έπαιζαν ποδόσφαιρο, βόλευ, έκαναν μαζί μπάνιο, παγοδρομίες, περιπάτους, πήγαιναν μαζί στό θέατρο.

Πολύ συχνά οί δυό Σταθμοί ένώνονταν γιά νά κάνουν κοινές κομσομόλικες καί πιονέρικες έκδηλώσεις, έπισκέψεις, έκδρο- μές. Μου άρεσαν πολύ αύτές οί μέρες, ήταν μέρες πραγματικής γιορτής κι δμως, ήξερα πιά πώς οί γιορτές αύτές ήταν οί τελευταίες γιά μένα.

Τίς μέρες αύτές καί στούς δυό Σταθμούς έβγαιναν κοινές διαταγές, ύποδειχνόταν τό είδος τής στολής, ό τόπος κι ό χρόνος συνάντησης.

Τά παιδιά καί τών δυό Σταθμών φορούσαν τήν Ίδια στολή: κιλότα, γκέτες, πλατιά άσπρα γιακαδάκια, μπερεδάκια. Συνήθως

463

Page 464: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

άποβραδίς Εμενα στό Σταθμό Γκόρκι άφήνοντας τό Σταθμό Τζερζίνσκι στόν Κιργκίζοφ. Βγαίναμε άπό τό Κουριάζ ύπολογί- ζοντας νά κάνουμε τρεις ώρες πορεία. Κατεβαίναμε άπό τό βουνό πρός τήν πόλη. Ή συνάντηση γινόταν πάντα στήν πλατεία Τέβελιεφ, πάνω στόν πλατύ άσφαλτο στρωμένο δρόμο, μπροστά στό χτίριο τής Πανουκρανικής Κεντρικής Ε κ τελ ε ­στικής Έ πιτροπής.

"Οπως πάντα, ή φάλαγγα τού Σταθμοϋ Γκόρκι είχε περίφημη έμφάνιση. * Η φάλαγγα ήταν κατά έξάδες κι Επιανε δλο τό δρόμο, πιάνοντας καί τή γραμμή τοϋ τράμ. Πίσω μας σταματού­σαν τά τράμ, οί όδηγοί νευριάζαν καί χτυπούσαν συνέχεια τό κουδούνι τους. Τά πιτσιρίκια τής άριστερής πλευράς τής φάλαγγας ήξεραν καλά τίς υποχρεώσεις τους: βάδιζαν βήμα, καμαρωτοί καμαρωτοί, μεγάλωναν λιγάκι τό βήμα τους, Εριχναν κάπου - κάπου μιά πονηρή ματιά στό πεζοδρόμιο, μά ούτε τά τράμ, ούτε οί όδηγοί, ούτε τά κουδουνίσματα τούς άποσποΰσαν τήν προσοχή. Πίσω ά π ’όλους Ερχεται ό Πετρό Κράβτσενκο μέ μιά τριγωνική σημαιούλα. Ό κόσμος τόν κοιτάζει μέ ιδιαίτερη περιέργεια καί συμπάθεια, γύρω του στριφογυρίζουν Εκπληχτα τά πιτσιρίκια τής γειτονιάς, γι* αύτό κι ό Πετρό τά σαστίζει καί κατεβάζει τά μάτια. ' Η σημαιούλα του κυματίζει κυριολεχτικά πάνω ά π ' τή μύτη τοΰ όδηγοΰ τοΰ τράμ, δμως ό Πετρό δέν βαδίζει, μά κολυμπάει πάνω στό κύμα τών ξεκουφαντικών κουδουνισμάτων τοΰ τράμ.

Στήν πλατεία Ρόζα Λούξεμπουργκ ή φάλαγγα άφήνει έπιτέ­λους λεύτερη τή γραμμή τών τράμ, Τά τράμ τό Ενα πίσω άπό τό άλλο μάς προσπερνοΰν, ά π ’ *τά παράθυρα μάς κοιτάζουν τά περίεργα μάτια τών έπιβατών, γελοΰν κι άπειλοϋν μέ τό δάχτυλο τά παιδιά. Κι αύτά, χωρίς νά χάσουν τήν Ισορροπία καί τό βήμα τους, χαμογελούν μ ’ Ενα ζημιάρικο παιδικό χαμόγελο. Καί γιατί νά μή χαμογελούν; Τί δηλαδή; Δέν κάνει ν ’ άστειευτοΰν λίγο μέ τόν κόσμο τής πόλης, νά τοΰ σκαρώσουν μιά μικρή κατεργαριά;

Ό κόσμος είναι δικοί του άνθρωποι, καλοί, στούς δρόμους δέν πάνε πιά βογιάροι κι Αριστοκράτες, δέ βλέπεις πιά άξιωματι- κούς νά τραβούν ά π ’ τό χεράκι παρφουμαρισμένες κυράδες, δέ μάς κοιτούν πιά μέ περιφρόνηση οί διάφοροι μαγαζάτορες. Κι έμεΐς προχωρούμε μέ τό αίσθημα τοΰ νοικοκύρη, τοΰ άφέντη μές στούς δρόμους τής πόλης καί δέν είμαστε τά «παιδιά τοΰ όρφανοτροφείου», μά οί τρόφιμοι τοΰ Σταθμού Γκόρκι. Δέν κυματίζει τού κάκου μπροστά ή κόκκινη σημαία μας, τζάμπα δέν

464

Page 465: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παίζουν τ; χάλκινα όργανα τής μπάντας μας τό «Μάρς του Μ πουντιό' ι».

Στρίβουμε ά π ’ τήν πλατεία Τέβελιεφ, καί μόλις κάνουμε ν ’ άνεβοΰμε τό ύψωματάκι, ν ά ’σου μπροστά μας κιόλας βλέπουμε τήν' κορυφή τής σημαίας του Στάθμου Τζερζίνσκι. Νά κι ή μακρινή γραμμή τών άσπρων γιακάδων καί τά προσεχτικά άγαπημένα πρόσωπα, τά παραγγέλματα του Κιργκίζοφ, τά σηκωμένα χέρια κι ή μουσική. Μάς προϋπαντούν μέ τό χαιρετι­σμό τής σημαίας. Σ ’ ένα δευτερόλεπτο ή όρχήστρα μας σταμα­τάει τό μάρς κι άπαντάει μέ τόν ΐδ ιο χαιρετισμό.

Μονάχα ένα δευτερόλεπτο, όταν ό Κιργκίζοφ δίνει άναφορά, στεκόμαστε σιωπηλοί ό ένας Σταθμός άπέναντι στόν άλλον. Κι όταν χαλοϋν οί γραμμές καί τά παιδιά ρίχνονται σ τ ’ άγκαλιά- σματα, σφίγγουν τά χέρια, γελούν κι άστειεύονται, τότε μου έρχεται στό νοϋ ό δόκτορας Φάουστ: μπορεϊ νά μέ ζηλέψει ό πονηρός αύτός Γερμανός. Δέν τά κατάφερε καθόλου καλά ό δόκτορας τούτος, διάλεξε άσχημο αιώνα κι άκατάλληλη κοινω­νική διάρθρωση.

"Οταν συναντιόμασταν τίς Κυριακές, κι αύτό γινόταν συχνά, έρχόταν σέ μένα ό Μίτκα Ζεβέλι καί μού πρότεινε:

— Ξέρετε κάτι; "Ας πάμε όλοι στό Σταθμό Γκόρκι. Σήμερα παίζεται έκεΐ τό «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Καί τό φα ί· θά φτάσει.

Καί τίς μέρες αύτές ξεσηκώναμε τούς κάτοικους τής Ποντ- βόρκα μέ τίς δυό όρχήστρες μας, θυρυβούσαμε ώρες στήν τραπεζαρία καί στούς θαλάμους, στή λέσχη, οί παλιότεροι θυμοΰνταν τίς φουρτούνες καί τή γαλήνη τών περασμένων χρόνων κι οί νεώτεροι άκουγαν καί ζήλευαν.

’Α π’ τόν ’Απρίλη, κύριο θέμα τών συζητήσεών μας έγινε ό έρχομός τοΰ Γκόρκι. Ό Ά λεξέ ι Μαξίμοβιτς μάς έγραψε πώς τόν ’Ιούλη θά’ρθει είδικά στό Χάρκοβο γιά νά ζήσει μαζί μας τρεΐς μέρες. ' Η άλληλογραφία μας μαζί του άπό πολύν καιρό είχε γίνει ταχτική. Τά παιδιά πού δέν τόν είχαν δεΐ καμιά φορά, ένιωθαν τήν παρουσία του άνάμεσά τους καί τό χαίρονταν αύτό, δπως χαίρονταν τά παιδιά τή μάνα τους. Μονάχα αύτός πού έχα­σε στά παιδικά του χρόνια γονιούς καί οίκογένεια, καί σέ δλη του τή ζωή δέν ένιωσε ζεστό χάδι κι άγάπη, μονάχα αύτός ξέρει πόσο φοβερά κρύος γίνεται πολλές φορές ό κόσμος γύρω του, μονάχα αύτός μπορεϊ νά καταλάβει πόσο άξίζει ή φροντίδα καί τό χάδι ένός μεγάλου άνθρώπου μέ μεγάλη καί πλούσια καρδιά.

Τά παιδιά τοΰ Σταθμού Γκόρκι δέν ήξεραν νά έκφράσουν

465

Page 466: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

αισθήματα τρυφερότητας, άν κι είχαν σέ μεγάλη έχτίμηση αύτή τήν τρυφερότητα. Έ ζη σ α μαζί τους όχτώ χρόνια, πολλοί έδει­χναν άγάπη απέναντι μου, όμως ό λ ’ αύτά τά χρόνια κανείς τους δέν ήταν άπέναντί μου τρυφερός μέ τή συνηθισμένη έννοια αύτής τής λέξης. Μπορούσα νά διαβάσω τά αίσθήματά τους άπό σημάδια πού μονάχα έγώ τά καταλάβαινα: ά π ’ τό βάθος τής ματιάς, ά π ’ τό βαθμό σαστίσματος, ά π ' τήν προσοχή πού’δει- χναν Απαρατήρητοι, ά π ’ τή μόλις διακρινόμενη βραχνάδα τής φωνής, ά π ’ τά πηδήματα καί τά τρεξίματα υστέρα ά π ’ τή συνάντησή μας. Γ ι ’ αύτό κι είδα μέ τί καταπληχτική τρυφεράδα τά παιδιά μιλούσαν γιά τόν Γκόρκι, μέ τί άφάνταστη δίψα ρουφούσαν κάθε είδηση γιά τόν έρχομό του στό Σταθμό.

Ό έρχομός τοϋ Γκόρκι ήταν γιά μάς μεγάλη άνταμοιβή. Στά μάτια μας, λόγο τιμής, φαινόταν σά νά μήν τήν άξίζαμε καί τόσο. Καί μάλιστα αύτή ή μεγάλη άνταμοιβή μάς δόθηκε τόν καιρό πού όλη ή Σοβιετική "Ενωση άνέμισε τίς σημαίες της γιά νά ύποδεχτεΐ τό μεγάλο συγγραφέα, τόν καιρό πού ή μικρή μας κολεχτίβα μπορούσε νά χαθεΐ μέσα στό μεγάλο κύμα ένΟουσια- σμοϋ όλόκληρου λαού.

Μά δέ χάθηκε όμως, κι αύτό μάς συγκίνησε άφάνταστα καί πρόσθεσε στή ζωή μας καινούργιες δυνάμεις κι άξία.

Οί προετοιμασίες γιά τήν υποδοχή τοϋ Γ κόρκι άρχισαν μόλις πήραμε τό γράμμα, Ό Ά λεξέι Μαξίμοβιτς σάν προκατα­βολή τής έπίσκεψής του μάς έστειλε ένα πλούσιο δώρο, πού χάρη σ ’ αύτό μπορέσαμε νά γιατρέψουμε τίς τελευταίες πληγές πού’χαν μείνει άγιάτρευτες Ακόμα στό Κουριάζ.

’Εκείνον άκριβώς τόν καιρό μοϋ ζητήσανε Απολογισμό. "Επρεπε νά πώ στούς έπιστημονικούς έγκεφάλους καί στούς σοφούς τής παιδαγωγικής ποιά είναι ή παιδαγωγική μου πίστη καί ποιές άρχές καλλιεργώ. Μπόλικες ήταν οί αιτίες καί οί άφορμές γιά νά μοϋ ζητήσουν έναν τέτιο άπολογισμό.

* Ετοιμάστηκα μέ δλη τήν καλή διάθεση γιά τόν άπολογισμό. άν καί δέν περίμενα οΰτε λύπηση, οϋτε έπιείκεια.

Στήν ευρύχωρη ψηλή αίθουσα είδα έπιτέλους κατάφατσα δλο τό τσούρμο τών προφητών καί τών άποστόλων. Αύτό ήταν... οϋτε λίγο οϋτε πολύ... συνέδριο. ’Εδώ οί όμιλίες στάζαν εύγένεια. Μιλούσαν στρογγυλά μέ κανονικές περιόδους κι ά π ’ τίς κουβέντες τους μόλις έβγαινε μιά ευχάριστη μυρωδιά έγκε- φαλικής ούσίας, παλιών βιβλίων καί πολυκαθισμένης πολυθρό­νας. Μά οί προφήτες καί οί άπόστολοι δέν είχαν οϋτε άσπρες

466

Page 467: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

ΐτ»·νι:ιάδες, ουτε μεγάλα όνόματα, ουτε σοβαρές Ανακαλύψεις.' Λπό ποΰ κι ώς ποΰ φοροΰν φωτοστέφανο καί γιατί στά χέρια τους κρατούν τήν άγία γραφή: Ή τα ν άρκετά σβέλτο; άνθρωποι m ά π ’ τά μουστάκια τους κρέμονταν τά ύπολείμματα τής ποβιετικής πίτας πού μόλις είχανε καταβροχθίσει.

Πιό πολύ ά π ’ δλους άλώνιζε έκεΐ μέσα ό καθηγητής Τσάικιν, αύτός ό ίδ ιος Τσάικιν πού πρίν κάμποσα χρόνια μ ’ ίκανε νά θυμηθώ ένα διήγημα τοΰ Τσέχοφ.

Στό κλείσιμό του ό Τσάικιν μοΰ’ψαλε τόν άναβαλλόμενο:«' Ο σύντροφος Μακάρενκο θέλει νά στήσει δλο τό παιδαγω­

γικό προτσές πάνω στήν ιδέα τοΰ χρέους. Είν* άλήθεια πώς ιτροσθέτει καί τή λέξη «προλεταριακού», δμως αύτό δέ μπορεί νά κρύψει άπό μάς τήν άληθινή ούσία τής ίδέας. Συμβουλεύουμε τό σύντροφο Μακάρενκο νά παρακολουθήσει προσεχτικά τήν Ιστορική γένεση τής Ιδέας τοΰ χρέους. Είναι Ιδέα τών άστικών σχέσεων, ίδέα καθαρά έμπορικής μορφής. * Η σοβιετική παιδα­γωγική έπιδιώκει νά καλλιεργήσει στήν προσωπικότητα τοϋ παιδιού τήν έλεύθερη έκδήλωση τών δημιουργικών δυνάμεων καί κλίσεών του, τήν πρωτοβουλία, καί σέ καμιά περίπτωση τήν άστική κατηγορία τοΰ χρέους.

»Μέ μεγάλη λύπη κι έκπληξη άκούσαμε σήμερα άπό τό σεβαστό καθοδηγητή δυό υποδειγματικών Ιδρυμάτων μιά έκ­κληση γιά τήν καλλιέργεια τοΰ αίσθήματος τής τιμής. Δέ μπορούμε νά μή διαμαρτυρηθοΰμε ένάντια σ* αύτή τήν έκκλη­ση. Ή σοβιετική κοινή γνώμη ένώνει τή φωνή της μέ τή φωνή τής έπιστήμης, δέν άνέχεται νά διαστρέφεται αύτή ή έννοια, πού τόσο καθαρά μάς θυμίζει τά προνόμια τών άξιωματικών,τίς στολές καί τά σειρήτια.

»Δέ μποροΰμε ν ’ άρχίσουμε έδώ τή συζήτηση πάνω σ ’ δλες τίς άνακοινώσεις τοΰ όμιλητή σχετικά μέ τήν παραγωγή. “Ισως ά π ’ τήν άποψη τής υλικής έξασφάλισης τού Σταθμοϋ αύτό νά ώφέλησε, μά ή παιδαγωγική έπιστήμη δέ μπορεϊ νά περιλάβει στούς παράγοντες τής παιδαγωγικής έπίδρασης τήν παραγωγή, καί πολύ περισσότερο δέν μπορεϊ νά έγκρίνει κάτι τέτιες θέσεις τοΰ όμιλητή δπως “ τό οίκονομικό παραγωγικό πλάνο είναι ό καλύτερος παιδαγωγός” . Αύτές οί θέσεις δέν είναι τ ίπ ο τ’άλλο παρά έκχυδαίσμός τής ίδέας τής έργατικής διαπαιδαγώγησης».

Μιλήσανε κι άλλοι πολλοί, άλλοι πάλι σωπαίνανε έπιτιμητι- κά. Τέλος βγήκα άπό τά ρούχα μου κι δλος νεύρα έριξα στή φωτιά όλόκληρο κουβά πετρέλαιο.

467

Page 468: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—"Ισως ν ά ’χετε δίκιο, δέν πρόκειται νά βρούμε κοινό έδαφος συνεννόησης. Έ γώ δέ σάς καταλαβαίνω. Γιά σας πρωτοβουλία θά πεϊ κάτι σάν έμπνευση. Έ ρ χετα ι άγνωστο άπό ποΰ, άπό μιά καθαρή κι άδεια άργοσχολία. Τρίτη πιά φορά προσπαθώ νά σάς έξηγήσω πώς ή πρωτοβουλία θά ’ ρθεϊ τότε πού Οά υπάρξει ύποχρέωση, καθήκον, ευθύνη γιά τήν εκπλήρωσή του, ευθύνη γιά τό χαμένο χρόνο, τότε πού Οά υπάρξει άπαιτητι- κότητα τής κολεχτίβας. Καί παρ’ 6 λ ’ αύτά δέ μέ καταλαβαίνετε καί ξανά έπιμένετε γιά κάποια πρωτοβουλία ευνουχισμένη κι Απαλλαγμένη άπό δουλιά. Γιά σας, γιά νά ύπάρξει πρωτοβουλία, φτάνει νά κοιτάξεις τόν ίδιο τό δικό σου τόν άφαλό...

Έ χ , πώς τούς ήρθε αύτό! Πώς άρχισαν τίς φωνές, τά σταυρο- κοπήματα καί τά φτυσίματα τοΰτοι οί άπόστολοι! Κι δταν είδα πώς ή φωτιά φούντωσε, πώς δλοι οί Ρουβίκωνες είναι πολύ πίσω πιά, κι δτι δέν έχω νά χάσω τίποτα άλλο, γιατί δλα είχανε χαθεί, είπα:

— Εισαστε άνίκανοι νά μιλάτε καί γιά διαπαιδαγώγηση καί γιά πρωτοβουλία, γιατί σ ’ αύτά τά ζητήματα έχετε μεσάνυχτα.

— Κι έσεΐς ξέρετε τί είπε ό Λένιν γιά τήν πρωτοβουλία;— Ξέρω.— Δέν ξέρετε!Τράβηξα τό σημειωματάριό μου καί διάβασα άργά καί

καθαρά:— « Η πρωτοβουλία πρέπει νά περικλ.εΐνεται στό να υποχωρείς

μέ τάξη καί νά διατηρείς έντελώς τήν πειθαρχία», είπε ό Λένιν στό ένδέκατο συνέδριο τοΰ ΚΚΡ (μπ) στίς 27 τοΰ Μάρτη 1922.

Οί άπόστολοι γιά μιά στιγμή μονάχα τά χάσανε κι υστέρα άρχισαν τίς φωνές:

— Καί τί δουλιά Εχει έδώ ή ύποχώρηση;—’Ή θελα νά έπιστήσω τήν προσοχή σας πάνω στή σχέση

πειθαρχίας καί πρωτοβουλίας. Καί πέρ’ά π ’ αύτό ήταν άνάγκη νά υποχωρήσω μέ τάξη...

Οί άπόστολοι άνοιγόκλεισαν τά μάτια τους, υστέρα άρχισαν τά ψί-ψί-ψί καί τά σημειώματα μεταξύ τους. Τό συνέδριο πήρε όμόφωνα τήν άπόφαση:

«Τό προτεινόμενο σύστημα τοΰ παιδαγωγικοΰ προτσές δέν είναι σοβιετικό σύστημα».

Στή συγκέντρωση αύτή υπήρχαν πολλοί φίλοι μου, μά σώπαιναν! 1 Ηταν καί μιά όμάδα τσεκίστες. Ά κουσ α ν προσεχτι-

468

Page 469: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

hu τή συζήτηση, κάτι γράψανε στά σημειωματάριά τους καί φύγανε, χωρίς νά περιμένουν τήν καταδικαστική άπόφαση.

Στό Σταθμό γυρίσαμε άργά τή νύχτα. Μαζί μου ήταν οί παιδαγωγοί καί μερικά μέλη τοΰ γραφείου τής Κομσομόλ. Ό /,όρκα Βόλκοφ στό δρόμο έφτυσε κι είπε:

— Μά πώς μπορούν νά μιλούν έτσι! Πώς γίνεται δηλαδή, δέν ίιπάρχει τιμή, δηλαδή δέν ύπάρχει τιμή τής κολεχτίβας, έ; "Ετσι λ^νι; αύτοί! Πώς δέν ύπάρχει!

— Μήν τό παίρνετε στά σοβαρά, Ά ντό ν Σεμιόνοβιτς, είπε ό Λάποτ. Μαζεύτηκαν έκεΐ πέρα δλοι οί τεμπελχανάδες...

— Μά δέν τό παίρνω στά σοβαρά, παρατήρησα στά παιδιά.Τό ζήτημα ήταν, ώστόσο, άποφασισμένο πιά.Χωρίς νά δείξω τή συγκίνησή μου καί χωρίς νά χαμηλώσω

τό γενικό τόνο άρχισα νά περιμαζεύω τήν κολεχτίβα. “Επρεπε Λσο μπορεϊ γρηγορότερα νά διώξω ά π ’ τό Σταθμό τούς φίλους μου, Αύτό ήταν απαραίτητο καί γιά νά μήν ύποστούν τή δοκιμασία τής νέας τάξης πραγμάτων καί γιά νά μήνάφήσω στό Σταθμό ούτε μιάν έστία διαμαρτυρίας.

Τήν άλλη μέρα κιόλας ύπέβαλα τήν παραίτησή μου στό Γιούριεφ. Βυθίστηκε στίς σκέψεις του, κρατώντας μου τό χέρι. "Οταν πιά έφευγα, τότε ξεσηκώθηκε:

— Σταθείτε! Πώς είναι δυνατό!... Ό Γκόρκι έρχεται...— Μά πώς σάς πέρασε ά π ’ τό νού πώς θά έπιτρέψω ποτέ σέ

κανέναν νά ύποδεχτεΐ αύτός τόν Γκόρκι άντί γιά μένα!—“Α, έτσι!...Βημάτιζε νευρικά στό γραφείο καί μουρμούριζε:— Στό διάολο!... Στοΰ ίηαόλου τή μάνα!...— Πρός τί αύτό;— Φεύγω στοΰ διαόλου τή μάνα.Τόν άφησα σ ’ αύτή τήν καλή διάθεση. Μ ’ έφτασε στό

διάδρομο:—Ά γα πητέ μου Ά ν τό ν Σεμιόνοβιτς. τό φέρνετε βαριά, έ;— Νάτα μας! γέλασα. Τί πάΟατε; Ά χ , διανοούμενε!... Έ τσ ι,

φ»:ύγω ά π ’ τό Σταθμό ύστερα άπ* τήν αναχώρηση τοϋ Γκόρκι. Οά παραδόσω τή διεύθυνση στό Ζουρμπίν κι έσεΐς κάνετε δ,τι νομίζετε...

—“Ετσι λοιπόν...Στό Σταθμό δέν είπα τίποτα γιά τήν παραίτησή μου κι

«*» Γιούριεφ μοΰ’δοσε τό λόγο του πώς δέ θά πει κι αύτός τίποτα.' Γτρεξα σέ όλα τά εργοστάσια, στούς προϊσταμένους, στούς

469

Page 470: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

τσεκίστες. Μιά καί τό ζήτημα τής Αποφοίτησης τών τροφίμων τοΟ Σταθμοϋ άπό καιρό έκκρεμοΰσε, δλες αύτές οί ένέργειές μου δέν έντυπωσίασαν κανέναν. Μέ τή βοήθεια τών φίλων, χωρίς μεγάλη δυσκολία έβαλα τά παιδιά σέ δουλιά στά έργοστάσια του Χάρκοβου, έξασφαλίζοντάς τα καί μέ στέγη. Ή Αίκατερίνα Γκρηγκόριεβνα κι ή Γκουλιάγεβα φρόντισαν γιά κάτι μικρές προίκες καί σ 'αύτό τό ζήτημα είχαν καί κάποια πείρα. "Ως τόν έρ- χομό τοΰ Γκόρκι ήταν μπροστά μας δυό μήνες, χρόνος Αρκετός.

Ό ενας μετά τόν άλλο μπαίνανε στή ζωή τά παιδιά ά π ’ τή «γερουσία». Μάς αποχαιρετούσαν κλαίγοντας, δχι δμως άπό πίκρα: Θά ξανασυντηθοΰμε πάλι στό δρόμο τής ζωής. Τούς ξεπροβοδίζαμε μέ τιμητικά άποσπάσματα καί μέ μουσική, μέ Αναδιπλωμένες τίς σημαίες τοΰ Στάθμου. “Ετσι φύγανε: ό Ταρανέτς, ό Βόλοχοφ, ό Γκούντ, ό Λέσι, ό Γκαλατένκο, ό Φεντορένκο, ό Κορίτο, ό ’Αλιόσα καί ό Ζόρκα Βόλκοφ, ό Λάποτ, ό Κουντλάτι, ό Στουπίτσιν, ό Σορόκα καί πολλοί άλλοι. Σέ συμφωνία μέ τόν Κόβαλ άφήσαμε μερικούς ά π ’τούς παλιούς γιά νά μή στερηθεί έντελώς ό Σταθμός άπό τήν καθοδήγησή του. "Οσους Ετοιμάζονταν γιά τήν έργατική σχολή τούς στείλαμε ώς τό φθινόπωρο στό Σταθμό Τζερζίνσκι. Τό παιδαγωγικό προσω­πικό έπρεπε νά μείνει ένα όρισμένο διάστημα στό Σταθμό γιά νά μή δημιουργηθεΐ πανικός. Μονάχα ό Κόβαλ δέν έμεινε καί χωρίς νά περιμένει ώς τό τέλος, έφυγε γιά τήν περιοχή.

Καί μέσα στήν Ακτινοβολία τών άνταμοιβών πού πέσανε σέ μένα αύτό τόν καιρό, μιά έλαμπε πιό πολύ κι άναπάντεχα: ή θέληση μιας κολεχτίβας τετρακοσίων Ανθρώπων νά ζήσει. Στή θέση αύτών πού έφυγαν ήρθαν άμέσως καινούργια πιτσιρίκια, τό ίδιο ζωντανά, έξυπνα καί κεφάτα. Οί γραμμές τών τροφίμων δένονταν, δπως στόν καιρό τοΰ πολέμου οί γραμμές τών μαχη­τών. Ή κολεχτίβα δχι μονάχα δέν ήθελε νά πεθάνει, μά ουτε κάν νά σκεφτεΐ γιά θάνατο ήθελε. Ζοΰσε όλοκληρωμένα τή ζωή της, τραβούσε γρήγορα μπροστά σέ δρόμο στρωτό καί σωστό, κι έτοιμαζόταν νά υποδεχτεί γιορταστικά κι δλο άγάπη καί τρυφε­ράδα τόν Ά λ εξέ ι Μαξίμοβιτς.

Κυλοΰσαν οί μέρες, καί τώρα άκόμα θαυμάσιες κι ευτυχισμέ­νες, στολισμένες μέ τά λουλούδια τής δουλιάς, μέ τό χαμόγελο τής ικανοποίησης, μέ τήν καθαρότητα τών σκοπών καί τοΰ δρόμου πορείας, μέ τίς θερμές λέξεις άγάπης. ΤόΤδιο στέκονταν Από πάνω μας τά ούράνια τόξα τών φροντίδων, τό ίδ ιο άκουμ- ποΰσαν στόν ουρανό οί προβολείς τών όνείρων μας.

470

Page 471: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Kui τό ίδιο χαρούμενα κι άγαπημένα, δπως πρίν, προϋπαντή- <ΐ(ΐμ»; τή γιορτή, τήν πιό μεγάλη γιορτή τής Ιστορίας μας.

Ή μέρα αύτή έπιτέλους ήρθε.Ά π ’ τό πρωί γύρω ά π ’ τό Σταθμό κατασκηνώσανε χιλιάδες

Ανθρωποι ά π ’ τήν πόλη, αύτοκίνητα, οί προϊστάμενες άρχές, ΛλΛκληρο τάγμα δημοσιογράφων, φωτογράφων καί κινηματο­γραφιστών. Στά χτίρια σημαίες καί γιρλάντες, σέ δλες τίς «λατειούλες μας λουλούδια. ' Η παράταξη τών παιδιών άπλωνό- tuv βαθιά καί σέ μάκρος, στήν πύλη τιμητικό άπόσπασμα.

Ό Γκόρκι ψηλός μέ τό άσπρο μουστάκι του, συγκινημένος, μ* Ενα πρόσωπο σοφού καί μέ μάτια άγαπημένου φίλου, βγήκε Ληό τό αυτοκίνητο, Εριξε γύρω μιά ματιά, χάιδεψε μέ χέρι πού Μρεμε τά πλούσια μουστάκια του καί χαμογέλασε:

— Γειά σας... Αύτά... εϊναι τά παιδιά σας; Μάλιστα!... Πάμε λοιπόν!

’ Η όρχήστρα παίζει τόν χαιρετισμό τής σημαίας, θρο ί ζουν τά χέρια τών παιδιών, λάμπουν τά μάτια τους, δ λ ’ αύτά κι οΐ Λρθάνοιχτες καρδιές μας στρώνονται χαλί γιά τόν φίλο μας.

Ό Γκόρκι πέρασε ά π ’ τίς σειρές τής παράταξης...

15. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κύλησαν έφτά χρόνια. Γενικά, δ λ ’ αύτά γίνανε πολύ καιρό πρίν.

"Ομως καί τώρα θυμάμαι πολύ καλά, θυμάμαι ώς τίς τελευ­ταίες λεπτομέρειες, τή μέρα έκείνη πού μόλις ξεκινούσε τό τραίνο μέ τόν Γκόρκι. Οί σκέψεις καί τά αϊσθήματά μας Ετρεχαν πίσω ά π ’ τό τραίνο, τά μάτια τών παιδιών σπίθιζαν άκόμα ά π ’ τή ζέστα τοΰ άποχαιρετισμοΰ, καί στήν ψυχή μου εϊχε μείνει άκόμα νά κάνω μιά «άπλή» έπιχείρηση. Σ ’ δλο τό μήκος τής άποβά- θρας ήταν άπλωμένες οί γραμμές τών παιδιών καί τών δυό Σταθμών, γυάλιζαν οί σάλπιγγες καί τά δργανα στίς δυό Λρχήστρες καί τ ’ άστέρια στίς σημαίες τους. Στή διπλανή άποβάθρα ήταν Ετοιμο τό τραίνο γιά τό Ρίζοφ. Ό Ζουρμπίν μέ πλησίασε:

— Τά παιδιά τοΰ Σταθμού Γ κόρκι μπορούν νά μποΰν στά [Ιαγόνια;

— Ναί.Δίπλα μου άρχισαν τά τρεχάματα, περνούσαν τά δργανα, οί

471

Page 472: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

σάλπιγγες, τά τύμπανα. Νά κι ή παλιά μεταξωτή σημαία μας. Σ ’ ένα λεφτό σ ' όλα τά παράθυρα του τραίνου βγήκαν ανθοδέσμες άπ ’ τά κεφαλάκια τών άγοριών καί τών κοριτσιών. Μισοκλείνα- νε τά μάτια καί φώναζαν:

— Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς, έλάτε στό βαγόνι μας!— Τί, δέ θ ά ’ρΟετε μαζί μας; Θά πάτε μέ τά παιδιά τοϋ

Σταθμοί; Τζερζίνσκι, ε;— Κι αύριο θ ά ’ρθετε σέ μάς, έτσι;Τότε ήμουνα δυνατός χαρακτήρας καί χαμογέλασα στά

παιδιά. Κι όταν μέ πλησίασε ό Ζουρμπίν, τ ο ϋ 'δ ο σ α τ ή διαταγή πού εγραφε πώς λόγω τής αναχώρησής μου γιά «άδεια», άνατίθεται ή διεύθυνση τοΰ Στάθμου Γκόρκι στόν Ζουρμπίν.

Ό Ζουρμπίν σά χαμένος κοιτάει τή διαταγή:— Ληλαδή, τέλος;— Ναί, τέλος, τοϋ είπα.— Μά πώς..., άρχισε νά λέει ό Ζουρμπίν, κείνη δμως τήν

ώρα μάς ξεκούφανε ό είσπράχτορας μέ τή σφυρίχτρα του κι ό Ζουρμπίν δέν είπε τίποτα, κούνησε τό χέρι κι εφυγε μέ κατεβα- σμένο τό κεφάλι.

Τό τραίνο ξεκίνησε. Οί Ανθοδέσμες τών παιδικών κεφαλιών επλεαν δίπλα μου σά ν ά ’ταν γιορτή. Φώναζαν «άντίο» κι άστειευόμενα σήκωναν μέ τά δυό δαχτυλάκια τά μπερεδάκια τους. Στό τελευταίο παράθυρο στεκόταν ό Κοροτκόφ. “Εκανε σ ιωπηλός τό σήμα τοΰ χαιρετισμού καί χαμογέλασε.

Βγήκα στήν πλατεία. Τά παιδιά τοΰ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι μέ ιτερίμεναν παραταγμένα. Έ δ ο σ α τό παράγγελμα καί περνώντας μ έσ ’ ά π ’ τήν πόλη, τραβήξαμε γιά τό Σταθμό.

Στό Κουριάζ. δέν ξαναπήγα.

Ά π ό τότε πέρασαν έφτά σοβιετικά χρόνια καί τό διάστημα αύτό είναι πολύ μεγαλύτερο ά π ’δ,τι. άς ποϋμε, έφτά αύτοκρατο- ρικά χρόνια. Μέσα σ ' αύτά. ή χώρα μας δημιούργησε τό ένδοξο πρώτο πεντάχρονο πλάνο, μεγάλο μέρος τοϋ δεύτερου πεντάχρο­νου, στό διάστημα αύτό τήν άνατολική πεδιάδα τής Ευρώπη,» μάθανε νά τή σέβονται πολύ περισσότερο ά π ’ δ,τι τή σέβονταν στά τριακόσια χρόνια τών Ρομανόφ. Στούς σοβιετικούς άνθρώ πους βγήκαν καινούργια μούσκουλά καί δήμιουργήθηκε ή καινούργια δ ιανόησή μας.

Τά παιδιά μου τοι Σταθμού Γκόρκι άναπτύχΟηκαν έπίαη... άπλωσαν σ ’ ολη τή σοβιετική χώρα καί κόρα μοϋ είναι δ ύ σ κ ο /ο

472

Page 473: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

νά τούς βάλω όλους στό μυαλό μου. Πουθενά δέ μπορεϊ νά βρεις τό μηχανικό Ζαντόροφ π ο ύ 'χ ε πέσει μέ τά μούτρα σέ κάτι τεράστια έργα στό Τουρκμενιστάν, 6έ μπορεϊς νά συναντήσεις τό γιατρό τής Ειδικής ’ Υπηρεσίας "Απω ' Ανατολής Βέρσνιεφ ή τό γιατρό τού Γιαροσλάβ Μπουρούν. ’Ακόμα καί ό Νισίνοφ καί ό Ζόρεν πο ύ ’ναι παιδιά άκόμα, κι αύτοί πέτα^αν μακριά μου φτερουγίζοντας, όμως τώρα δέν έχουν έκεΐνα τά παλιά φτερά, τά τρυφερά φτερά τής παιδαγωγικής μου άγάπης, μά τ ’ ατσάλινα φτερά τών σοβιετικών άεροπλάνων. Kui ό Σελαπούτιν δέν έκανε λάθος όταν έπέμεινε πώς Οά γίνει άεροπόρος. όπως άεροπόρος έγινε κι ό Σούρκα Ζεβέλι, πού δέ θέλησε ν ' άντιγράψει τό δρόμο τοϋ άδελφοϋ του πού διάλεξε τήν κατάκτηση τής ’Αρκτικής.

Πολλές φορές οί ξένοι μας πού έρχονταν στό Σταθμό ρωτούσαν;

— Γιά πέστε μας, λένε πώς άνάμεσα στά πρώην άλητόπαιδα. ύπάρχουν πολλά παιδιά μέ ταλέντο... ‘Αλήθεια; Έ χ ε τ ε συγγρα­φείς εΐτε καλλιτέχνες;

Είχαμε βέβαια καί συγγραφείς καί καλλιτέχνες, χωρίς τέ­τιους άνθρώπους καμιά κολεχτίβα δέ μπορεϊ νά ζήσει, χωρίς αύτούς ούτε μιά έφημερίδα τοίχου δέ θά μπορέσεις νά κάνεις. ’Εδώ όμως όφείλω μέ πίκρα νά παρΗδεχτώ πώς άπό τά παιδιά τού Σταθμού Γκόρκι δέ βγήκαν ούτε συγγραφείς ούτε καλλιτέ­χνες, καί δέ βγήκαν δχι γιατί δέν υπήρχαν ταλέντα, μά άπό άλλες αιτίες: τούς είχε κυριέψει ή δίνη τής ζωής καί οί πραχτικές καθημερινές ανάγκες της.

Κι ό Καραμπάνοφ δέ μπόρεσε νά γίνει γεωπόνος. Τελείωσε τήν Έ ρ γ α τ ικ ή Γεωπονική Σχολή, ομως δέ μπήκε στό ’ Ινστιτού­το καί μ ο ύ ’πε κατηγορηματικά:

— Δέν πρόκειται νά προκόψει ή γεωργία άπό μένα! Έ γ ώ δέ μπορώ νά κάνω χωρίς παιδιά. Πόσα άκόμα καλά παιδιά ύπάρ­χουν στόν κόσμο πού τεμπελχανιάζουν, ού-ού! Π όσα χρόνια δουλέψατε γι* αύτή τή δουλιά, Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς! Κι ένώ Οά’θελα ν ’ άφιερωθώ σ ' αυτήν.

‘Έ τσ ι ό Σεμιόν Καραμπάνοφ τράβηξε τό δρόμο τής κοινωνι­κής άγωγής καί δέν τόν πρόδοσε ώς τά σήμερα, άν καί στό μερτικό του έπεσε πολύ χειρότερός λαχνός ά π ’ όποιονδήποτε Αλλον. Παντρεύτηκε ό Σεμιόν μιά μελαχρινή κοπέλα κι ό γιός ιούς έφτασε τριών χρονών, μαυρομάτης σάν τή μάνα του, καί ζωηρός σάν τόν πατέρα του. Κι αύτό τό χαριτωμένο παιδάκι ΐι'>*σφάξε μέρα μεσημέρι ένας ά π ’ τους τροφίμους τού Σεμιόν

Page 474: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

πού τόν έστειλαν στό Σταθμό τών «δύσκολων» ψυχοπαθών, δταν είχε κάνει κιόλας κι άλλα τέτια κατορθώματα. Ουτε υστέρα ά π ’ αύτό δέν ταλαντεύθηκε ό Σεμιόν. ουτε παράτησε τό μέτωπό μας, δέν κλαψούριζε, ουτε βλαστημούσε κανέναν, μονάχα σέ μένα έγραψε ένα σύντομο γράμμα γεμάτο δχ ι τόσο άπό πίκρα, όσο άπό έκπληξη.

Δέν μπήκε σέ άνώτερο έκπαιδευτικό ίδρυμα κι ό Ματβέι Μπελούχιν. Ξάφνου πήρα ένα γράμμα του:

« ’Επίτηδες, Ά ν τ ό ν Σεμιόνοβιτς, δέν σάς εϊπα τίποτα. Μέ συγχωρεΐτε γ Γ αύτό, άλλά τί σόι μηχανικός Οά’βγαίνε άπό μένα, άφοΰ μέ τραβάει τόσο τό στρατιωτικό; Τώρα βρίσκομαι στή στρατιωτική σχολή του ιππικού. Βέβαια, φάνηκα γάιδαρος μπορώ νά πώ. Παράτησα τήν έργατική σχολή. Ά σ χ η μ ο πράμα, ξέρω. "Ομως θά σάς παρακαλέσω νά μου γράψετε δυό λόγια, γιατί κάπως μέ βασανίζει ή συνείδησή μου».

'Ό τα ν κάτι τέτιους σάν τόν Μπελούχιν τούς τρώει ή συνείδη­σή τους, μπορεϊ νά ζήσει κανείς. Καί μπορεϊ νά ζήσει πολύ άκόμα, δταν έπικεφαλής στίς σοβιετικές 'ίλες ίππικού βρίσκον­ται τέτιοι 'ίλαρχοι σάν τόν Μπελούχιν. Καί βεβαιώθηκα περισ­σότερο γι ’ αύτό δταν ό Ματβέι μ ’ έπισκέφτηκε ψηλός, δμορφος στή στολή του, δυνατός, έτοιμος άνθρωπος, «πλήρες συγκρό­τημα».

Δέν ήταν μονάχα δ Ματβέι, πολλοί έρχονταν σέ μένα καί δυσκολευόμουνα νά συνηθίσω νά τους βλέπω μπροστά μου ώριμους πιά άντρες, κι ό Ό σ ά ν τ σ ι τεχνολόγος, κι δ Μίσκα ό Ό β τσ ια ρένκ ο σωφέρ, κι ό είδικός στά έγγειοβελτιωτικά έργα τής Κασπίας Ό λ έ γ κ Ό γ κ ν ιό φ , κι ή παιδαγωγός Μ αρούσιαΛέφ- τσενκο. κι ό όδηγός τραίνου Σορόκα, κι ό έφαρμοστής Βόλο­χοφ, κι ό τορναδόρος Κορίτο. κι ό μάστορας τοϋ Μ ηχανοτρα- κτερικου Σταθμού Φεντορένκο καί τά κομματικά στελέχη, Ά λ ιό σ κ α Βόλκοφ, Ντενίς Κουντλάτι καί Ζόρκα Βόλκοφ καί ό πάντα λεπτός Μάρκ Σέινγκαους μέ τόν πραγματικό μπολσεβίκι­κο χαρακτήρα, καί πολλοί, πάρα πολλοί άλλοι.

"Ομως έχασα καί πολλούς μέσα σ ’ αύτά τά έφτά χρόνια. Μέσα σέ κάποια θάλασσα άπό άλογα μπλέχτηκε καί δέν έδοσε σημεία ζωής ό Ά ν τ ό ν , κάπου χάθηκαν τά ίχνη τοΰ φλογερού Λάποτ, τοϋ καλού παπουτσή Γκούντ καί τού μεγάλου όργανωτή Ταρανέτς. Δέν πικραίνομαι γΓ αυτό Kt ουτε κατηγορώ αύτά τά

474

Page 475: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

παιδιά δτι είναι ξεχασιάρηδες. Ή ζωή μας είναι πάρα πολύ γεμάτη καί τά καπριτσιόζικα αίσθήματα τών πατεράδων καί τών παιδαγωγών, δέν είναι άπαραίτητο νά τά θυμάται κανείς πάντα. Μά καί άπό «τεχνική» άποψη είναι άδύνατο νά τούς συγκεντρώ- πι:ις δλους. Π όσα άγόρια καί κορίτσ ια πέρασαν ά π ’ τό Σταθμό Γκόρκι καί δέ γίνεται λόγος γΓ αύτούς έδώ, τό Ιδ ιο δμως ζωντανά, τό Ίδιο κοντινά κι άγαπητά. Μετά τό θάνατο τής κολεχτίβας τού Σταθμοϋ Γκόρκι πέρασαν έφτά χρόνια, κι δμως Λλοι αύτοί έξακολουθούν ν ά ’χουν τή ζωηράδα τών παιδικών γραμμών τού Σταθμού, είναι γεμάτοι άπό τό πνεύμα τής πάλης, άπό τά αίσθήματα νίκης καί ήττας, ά π ’ τό λαμπίρισμα τών άγαπητών βλεμμάτων καί ά π ’ τό παιχνίδι τών όμορφων χαμόγε­λων.

' Η κολεχτίβα τού Σταθμού Τζερζίνσκι καί σήμερα έξακολου- Οεΐ νά ζεΐ έντονα καί γιά τή ζωή αύτή μπορεΐ κανείς νά γράψει δέκα χιλιάδες ποιήματα.

Γιά τήν κολεχτίβα στή σοβιετική χώρα θά γραφτούνε πολλά βιβλία, γιατί ή Σοβιετική "Ενωση είναι κυρίως χώρα τών κολεχτίβων. Θά γραφτούν φυσικά βιβλία πιό έξυπνα ά π ’ αύτά πού γράφουν οί φίλοι μου - κάτοικοι τού ’Ολύμπου πού όρισαν Ετσι τήν κολεχτίβα;

«Κολεχτίβα είναι μιά όμάδα άλληλοεπιδρουσών προσωπι­κοτήτων, πού στό σύνολό της άντιδρά στούς μέν ή στούς δέ Ερεθισμούς».

Μονάχα πενήντα παιδιά ά π ’ τό Σταθμό Γκόρκι ήρθαν μιά χειμωνιάτικη μέρα στά όμορφα δωμάτια τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίν- οκι, μά μαζί τους έφεραν ένα πλέγμα ευρημάτων, παραδόσεων καί ικανοτήτων προσαρμογής, ύλόκληρο δειγματολόγιο κολε- χτιβίστικης τεχνικής, τής νεαρής αΰτής τεχνικής π ο ύ ’ναι άπαλ- λαγμένη άπό τήν κυριαρχία τού άτόμου. Κι άπ * τό γερό αύτό καί καινούργιο έδαφος ό Σταθμοί Τζερζίνσκι, περιτριγυρισμένος άπό τίς φροντίδες τών τσεκιπτών, τήν καθημερινή τους δράση, ιήν κουλτούρα καί τό ταλέντο τους, άναπτύχθηκε σέ μιά κολεχτίβα έκθαμβωτικής όμορφιάς, πραγματικού έργατικοϋ πλούτου, μεγάλης σοσ ιαλιστικής κουλτούρας, μήν άφήνοντας η{ τριι πάνω στήν πέτρα ά π ’ τό γελοίο πρόβλημα τής «όιόρθω- οΐ|^ τού άνθρώπου-.

Ί φτιίι χρόνια ζωής τού Σταθμού Τζερζίνσκι. είναι έπίσης / φ ni -χρόνια πάλης, έφτά χρόνια φοβερής έντασης.

Από καιρό πιά ςεχάστηκαν τά κατεδαφισμένα καί καμένα

47s;

Page 476: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

στά λεβητοστάσια έργαστήρια άπό κόντρα πλακέ τοϋ Σολομόν Μ πορίσοβιτς. Καί στή θέση τοϋ Ίδιοι* τοΰ Σολομόν Μ πορ ίσο ­βιτς ήρθαν δεκάδες μηχανικοί πού πολλών τά όνόματα στέκον­ται δίπλα στά πιό άξια όνόματα τών έργαζομένων τής ΕΣΣΔ.

’Α π ’ τό 1931 άκόμα, οί τρόφιμοι τοϋ Σταθμοϋ Τζερζίνσκι έχτισαν τό πρώτο τους έργοστάσιυ: έργοστάσιυ κατασκευής έργαλείων. Σέ μιά μεγάλη καί φωτεινή αίθουσα στολισμένη μέ λουλούδια καί πορτραΐτα στήθηκαν δεκάδες έξυπνες μηχανές όλων τών είδών. Ά π ό τά χέρια τών παιδιών δέ βγαίνουν τώρα παντελονάκια ή βέργες γιά κρεβάτια, άλλά καλλιτεχνικά μ η χα ­νήματα καί συσκευές μέ έκατοντάδες έξαρτήματα πού θέλουν σύνθετους μαθηματικούς υπολογισμούς γιά νά γίνουν.

Καί τά σύνθετα αύτά μαθηματικά έρεθίζουν καί συγκινοϋν τήν κοινωνία τών παιδιών, 6πως παλιά κάποτε μάς συγκινοΰσαν τά λαχανικά, οί έλβετικής ράτσας αγελάδες, ό Λεβέντη; κι ή Μαίρη.

'Ό τ α ν τελείωσε ή συναρμολόγηση τής μηχανής -Φ .Ντ.Ζ» καί τή βάλανε στό τραπέζι γιά δοκιμή, ό Βάσκα Ά λ ε ξ έ γε φ πού άπό καιρό πιά έχει γίνει σωστός «άντρας**, πάτησε τό διακόπτη καί εΊκοσι κεφάλια μηχανικών, έργατών, παιδιών έσκυψαν μέ άνησυχία πάνω ά π ’ τό βόμβο της. Ό αρχιμηχανικός Γκορ- μπουνόφ είπε μέ θλίψη;

— Βγάζει σπίθες...— Βγάζει ή καταραμένη, έπανέλαβε ό Βάσκα.

Κρύβοντας τήν πίκρα τους μ 'έ ν α χαμόγελο, τά παιδιάξανακουβάλησα\’ τή μηχανή στό τμήμα συναρμολόγησης, τρεΐ; μέρες τή λύναν, τή δοκίμαζαν, έκαναν μαθηματικούς υπολογι­σμούς. ξανακοίταζαν τά σχέδια. Βημάτιζαν πάνω στά σχέδια τά πόδια τοϋ διαβήτη, οί λειαντικές μηχανές έπαιρναν άπό τά έξαρτήματα τό τελευταίο λεπτό στρώμα τους, τά λεπτά χέρια τών παιδιών συναρμολογούσαν ιά πιό υπεύθυνα μέρη τής μηχανής καί οί τρυφερές ψυχές τους περίμεναν άνυπόμονα κι άνήσυχα τήν καινούργια δοκιμή.

Σέ τρεις μέρες έστησαν ξανά τή μηχανή «Φ.Ντ.Ζ>· στο τραπέζι τής δοκιμής, ξανά είκοσι κεφάλια έπεσαν πάνω της καί πάλι ό άρχιμηχαν ικός Γκορμπουνόψ είπε μέ θλίψη:

— Βγάζει σπίθες...— Βγάζει πανάϋιμά την. έπανέλαβε ό Βάσκα.—' Η Αμερικάνικη δέν έβγαζε, είπε ζηλόφθονα ό Γκορμπου-

νόφ.

476

Page 477: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

Μ > »|ΙρΓ.ι, θυμήθηκε ό Βάσκα.Μ··ι Λί ν Ιΐβγαζι., β».βαίωσε ένας άκόμα μηχανικός.Κ«ιΙ |W |1αια iS/;v Εβγαζε, είπαν όλα τά παιδιά μήν ξέροντας

ιιιμι'ιν νιι ρίξουν τ ν εύθύνη: στόν έαυτό τους, στίς μηχανές,........Ιμ φ φ ο λο ά ισάλι No 4, στίς κοπέλες πού τύλιξαν τά πηνία ή• in', μηχανικό I κορμπουνόφ.

Λ μ ι ι » ΓσοΟρμο τών παιδιών σηκίόθηκε στίς μύτες τών....... . tut» δείχνοντας τήν ξανθιά φακιδιασμένη φάτσα του

ΙΙμκο 'Ονταριούκ, έκλεισε τά μάτια, κοκκίνισε κι cine:II αμερικάνικη έβγαζε σπίθες κι αύτή κάνει τό Ίδιο.Καί ποϋ τό ξέρεις;θυμάμαι όταν άρχισε νά δουλεύει. Κι έτσι πρέπει, νά

|tyu(,M σπίθες, γιατί ό ανεμιστήρας είναι τέτιος.Λέν πιστέψανε τόν Τίμκα, ξαναφέρανε τή μηχανή στό τμήμα

Μκναρμολόγησης, ξαναρχίσανε νά δουλεύουν γύρω της τά μυαλά, οί μηχανές καί τά νεύρα. Ή τ α ν φανερό πώς άνέβηκε ό πυρετός στήν κολεχτίβα, στούς θαλάμους, στή λέσχη , στίς τάξεις, παντού φώλιαζε ή άνησυχία.

Γύρω ά π ' τόν ’Ονταριούκ σχηματίστηκε όλόκληρο τσούρμο όπαδών:

— Οί δικοί μας παρασύρονται βέβαια, γιατί ε ί ν ’ ή πρώτη μηχανή. 'Ό μ ω ς σάς λέω κι ή άμερικάνικη έβγαζε περισσότερες σπίθες.

— Δέν έβγαζε!—Έ β γ α ζε!— Δέν έβγαζε σοϋ λένε!—"Εβγαζε, άκοϋς;Καί τελικά τά νεύρα μας δέν κράτησαν. Ζητήσαμε άπό τή

Μ όσχα νά μάς στείλει μιάν άμερικάνικη μηχανή.Μάς τήν έστειλαν.Τήν έφεραν στό Σταθμό, τήν έστησαν στό τραπέζι τής

δοκιμής. Τώρα πιά δέν έσκυβαν πάνω της μονάχα είκοσι κεφάλια, μά σ ' όλο τό τμήμα ανησυχούσαν τριακόσιες ψυχές. Κ ίτρινος ό Βάσκα άνοιξε τό ρεύμα, ένώ οί μηχανικοί έκοψαν τήν άνάσα τους. Καί μές στό βουητό της φώναξε μέ άναπάντεχη δύναμη ό ’Ονταριούκ:

— Νά, δέ σάς τ ό ’λεγα έγώ;Καί τήν Ίδια στιγμή βγήκε ά π ’ όλο τό Σταθμό ένας στεναγ­

μός άνακούφισης κι έφτασε ώς τά ούράνια, ένώ όλα γύρω χαμογελούσαν:

477

Page 478: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

—'Α λ ή θε ια έλεγε 6 Τίμκα!Είναι καιρός πού ξεχύσαμε πιά αύτή τή μέρα τή γεμάτη

άνησυχία καί συγκίνηση, γιατί τώρα βγαίνουν πενηνταριές - πενηνταριές οί μηχανές πού δέ βγάζουνε σπίθες, γιατί άν κι είπε άλήθεια ό Τίμκα, υπήρχε καί μιά άλλη αλήθεια τών αριθμών καί τών υπολογισμών πού τήν είπε ό Αρχιμηχανικός Γκορμπουνόφ:

— Δέν πρέπει νά βγάζουν σπίθες!Τά ξεχάσαμε ό λ ’ αύτά γιατί μάς τύλιξαν καινούργιες φρον τί­

δες. καινούργιες έγνοιες καί καινούργιες δουλιές.Τό 1932 ειπώθηκε στό Σταθμό:— Θά φτιάχνουμε φωτογραφικές μηχανές.Γό 'πε ένας τσεκίστας, επαναστάτης εργάτης, ούτε μηχανι­

κός. ούτε όπτικός, ούτε σχεδιαστής φωτογραφικών μηχανών. Κι άλλοι τσεκίστες, Επαναστάτες καί μπολσεβίκοι είπαν:

— Ά ς Αρχίσουν τά παιδιά νά φτιάχνουν φωτογραφικές μηχανές!

Τά παιδιά μέ τήν πρόταση αυτή δέν τά 'χασαν:— Φωτογραφικές μηχανές; Οϋτε συζήτηση, μπορούμε ν '

άρχίσουμε...Ομως εκατοντάδες μηχανικοί, οπτικοί, σχεδιαστές απαντού­

σαν:— Τί; Φωτογραφικές μηχανές; Εισαστε καλά; Χά-χά-χά!...Καί άρχισε ένας καινούργιος άγώναν μιά πολύπΧοκη σοβιε­

τική επιχείρηση, σάν κι αυτές πού αύτά τά χρόνια έγιναν όχι λί /ες στήν πατρίδα μας. Κι ή πάλη αυτή εκφραζόταν μέ χιλιάδες διάφορες έμπνεύσεις, μέ πετάγματα τής σκέψης* μέ πετάγματα πάνω στά φτερά σοβιετικών Αεροπλάνων, μέ πολυποίκιλα σ χ έ ­δια. δοκιμές, σιωπηρές Εργαστηριακές λειτουργίες, μέ τή σκόνη τής καθημερινής οικοδομικής δουλιάς καί μέ τίς απανωτές επιθέσεις καί τίς ξαναεπιθέσεις. μέ τά άπεγνωσμένα χτυπήματα τών παιδιών στά Εργοστασιακά τμήματα. Καί γύρω μας τά 'ίδια εκείνα άναστενάγματα αμφιβολίας, οί Ίδιες εκείνες στρεβλωμέ­νες ά π ’ τά γυαλιά ματιές:

— Φωτογραφικές μηχανές; Τά παιδάκια; Νά φτιάξουνε φα­κούς μέ ακρίβεια χιλιοστού; Χέ-χέ!

Ό μ ω ς πεντακόσια αγόρια καί κορίτσια ρ ίχτηκαν στόν κόσμο τών χιλιοστομέτρων, στή λεπτότατη Αράχνη τών τόρνων τής πιό μεγάλης ακρίβειας, στίς σφαιρικές παρεκκλίσεις καί στίς καμ­πύλες τών οπτικών γυαλιών, γελώντας καί ρ ίχνοντας τή ματιά τους στούς τσεκίστες:

47S

Page 479: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

— Μπά, 6cv είναι τίποτα, μή φοβόσαστε, λέγανε οί τσακι­στές.

Στό Σταθμό γεννήθηκε τό θαυμάσιο κι βμορφο έργοστάσιο κατασκευής μηχανών ΦΗΝΤ, στολισμένο γύρω μέ λουλούδια. Ασφαλτοστρωμένους δρόμους καί συντριβάνια. Αύτές τίς μέρες τά παιδιά έβαλαν πάνω στό τραπέζι τοϋ Λαϊκού Έ πιτροπά του μιά θαυμάσια κι όμορφη μηχανή ΦίίΝΊ μέ τόν αριθμό 1 ().()()(}.

Πολλά τά σκεπάζει ό χρόνος καί πολλά ξεχνιούνται. *() χρόνος έχει σκεπάσει μέ τή λήΗη καί τόν πρωτόγονο έκεΐνο ήρωισμό, καί τήν αλήτικη αργκό, κι άλλα πολλά Αμαρτήματα. Κάθε άνοιςη , άπό τήν έργατική σχολή τού Σταθμοϋ, Αποφοιτούν δεκάδες παιδιά πού πάνε στά πανεπιστήμια καί πολλές δεκάδες τελειώνουν κιόλας τίς Ανώτερες σχολές: μελλοντικοί μηχανικοί, γιατροί, ιστορικοί, γεωλόγοι, αεροπόροι, ναυπηγοί. Ασυρματι­στές. παιδαγωγοί, μουσικοί, ήΟοποιοί, τραγουδιστές. Κάθε κα­λοκαίρι ολη αυτή ή διανόηση μαζεύεται στό Σταθμό καί ζεΐ μαζί μέ τά έργατικά άόέρφιά της: τούς τορναδόρους, τούς εφαρμο­στές. τούς φρεζαδόρους, .καί τότε αρχίζουν οί καλοκαιριάτικες μακρινές εκδρομές. Οί φάλαγγες τοϋ Σταθμού πέρασαν πολλές χιλιάδες χ ιλ ιόμετρα συνταγμένες κατά έςάδες, μέ τή μουσική τους μπροστά. Πέρασαν τό Βόλγα, τήν Κριμαία, τόν Καύκασο, τή Μόσχα, τήν ’Οδησσό, τά παράλια τής Ά ζο φ ικ ή ς .

Μά καί στό Σταθμό, καί στίς καλοκαιριάτικες έκόρομές, καί στίς μέρες έκεΐνες πού «βγάζαν σπίθες·* καί σ ’ αύτές πού ήρεμα πλέκεται ή έργατική ζωή τών παιδιών, ολο καί τρέχει στό ξώ σιεγο ενας στρογγυλοπρόσωπος κι άστραφτομάτης π ιτσ ιρ ί­κος. σηκώνει τή σάλπιγγά του πρός τόν ούρανό καί παίζει τή ••συγκέντρωση τών διοικητών». Καί τό Ίδιο. όπως παλιά, κάθον­ται οί διοικητές κάτω άπό τούς τοίχους, στέκονται στήν πόρτα οί περίεργοι, κάθονται κάτω στό πάτωμα τά πιτσιρίκια. Κι έτσι τό Ίδιο τό συμβούλιο τών διοικητών μ ’ £να π ικροσοβαρό τόνο λέει σέ κάποιον πού παρανόμησε:

—“Εβγα στή μέση!... Κάτσε προσοχή καί δόσε έξηγήσεις γιά τό πώς γενήκανε τά πράματα!

Καί μέ τόνΊδιο τρόπο συμβαίνουν πάλι δ ιάφορα γεγονότα, μέ τόν Ίδιο τρόπο διαμορφώνονται οί χαρακτήρες, Ετσι πού καί ποϋ, 6πως γίνεται καί μέ τίς μέλισσες, πού σάν σημαίνει συναγερμός, ρίχνεται όλόκληρη ή κολεχτίβα έκεΐ πού έμφανίζε- ται κίνδυνος. Κι έτσι τό Ίδιο δύσκολη καί πονηρή παραμένει ή έπιστήμη τής παιδαγωγικής.

I " >

Page 480: 014 παιδαγωγικό ποίημα τόμος β (α σ μακαρένκο)

"Ομως, τά πράματα είναι τώρα πιά κάπως ευκολότερα. Είναι μακριά, πολύ μακριά ή πρώτη έκείνη μέρα μου στό Σταθμό Γκόρκι, ή γιομάτη ντροπή κι άνημπόρια. Τώρα ζωγραφίζεται λίγο - λίγο μπροστά μου ή είκόνα ένός χαρούμενου πανοράμα­τος. Εύκολότερα είναι τώρα πιά. Σέ πολλά κιόλας μέρη τής Σοβιετικής Ένο)σης μπήκαν τά θεμέλια μιάς σοβαρής παιδαγω­γικής δουλιάς, τώρα πιά τό Κόμμα δίνει τά τελευταία χτυπήματα στίς τελευταίες φωλιές τού άτυχου κι άλητοποιημένου παιδικού κόσμου.

Κι Ίσως πολύ γρήγορα στή χώρα μας Οά σταματήσουν νά γράφουν «παιδαγωγικά ποιήματα·» γιά νά γράψουν ενα άπλό καί πραχτικό βιβλιαράκι: «Μέθοδος κομμουνιστικής διαπαιδαγώ­γησ ης”.

Χάρκοβο, 1925 - 1935