447

28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά
Page 2: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έργα του συγγραφέα που εκδόθηκαν

στη σειρά BELL Best Seller:

Κριστίν Οι Νυχτερίτες

Το Πρόσωπο του Φόβου Χρήσιμα Αντικείμενα

Μίζερι Αϋπνία

Ρόουζ Μάντερ Εφιάλτες και Ονειρότοποι

Ντεσπερέϊσον Το Πράσινο Μίλι Σάκος με Κόκαλα

Καρδιές στην Ατλαντίδα Το Φυλαχτό (με τον Πίτερ Στράουμπ)

Νεκρή Ζώνη Ονειροπαγίδα

Το Μαύρο Σπίτι (με τον Πίτερ Στράουμπ) Όλα Είναι Δυνατά

Ως Ρίτσαρντ Μπάκμαν: Οι Ρυθμιστές

Page 3: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

STEPHEN KING

Όλα Είναι Δυνατά

Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ

ΤΗΛ.: 210360.9438 - 210.362.9723

Elifrac
Sticky Note
pdf by elifrac
Page 4: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Περιεχόμενα Αυτό που έκανα ήταν να βγάλω όλα τα μπαστούνια από μια τράπουλα, συν έναν μπαλαντέρ. Από τον Άσο έως το Ρήγα = 1 έως 13. Μπαλαντέρ = 14. Ανακάτεψα τα χαρτιά και τα μοίρασα. Η σειρά με την οποία έπεσαν έγινε η σειρά των διηγημάτων, βάσει της θέσης τους στη λίστα που μου έστειλε ο εκδότης μου. Και, για την ακρίβεια, πέτυχα μια πολύ καλή ισορροπία μεταξύ των πιο «λογοτεχνικών» διηγημάτων και των αμιγώς τρομακτικών. Επίσης, πρόσθεσα ένα επεξηγηματικό σημείωμα πριν ή μετά από κάθε διήγημα, αναλόγως με το ποια θέση μου φάνηκε καταλληλότερη. Η επιλογή στην επόμενη συλλογή θα γίνει με μια τράπουλα... ταρό. Εισαγωγή: Ασκώντας τη (Σχεδόν) Χαμένη Τέχνη Δωμάτιο Νεκροψιών 4 Ο Άντρας με το Μαύρο Κουστούμι Ό,τι Αγαπάς θα Χαθεί Ο θάνατος του Τζακ Χάμιλτον Στο Δωμάτιο του θανάτου Οι Μικρές Αδελφές της Ελούρια Όλα Είναι Δυνατά Η Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ. Ο Ιός του Δρόμου Ταξιδεύει Βόρεια Γεύμα στο Γκόθαμ Καφέ Αυτή η Αίσθηση που Μόνο στα Γαλλικά Μπορείς να την Πεις 1408 Η Σφαίρα του Τρόμου Το Τυχερό Κέρμα

Page 5: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Εισαγωγή: Ασκώντας τη (Σχεδόν) Χαμένη Τέχνη

Έχω γράψει κάμποσες φορές για τη χαρά της συγγραφής και δεν βλέπω κάποιο λόγο να αναφερθώ ξανά σ' αυτό το θέμα, όμως να μια εξομολόγηση: η επιχειρηματική του πλευρά είναι κάτι που απολαμβάνω επίσης, ένα τρελό χόμπι μου κατά κάποιον τρόπο. Μου αρέσει να παίζω μ' αυτή, να δοκιμάζω καινούριους τρόπους, να μεταπηδώ από το ένα μέσο στο άλλο. Έχω δοκιμάσει να φτιάξω οπτικά μυθιστορήματα (Η Καταιγίδα του Αιώνα, Ρόουζ Ρεντ), μυθιστορήματα σε συνέχειες (Το Πράσινο Μίλι) και μυθιστορήματα σε συνέχειες στο Ίντερνετ (Το Φυτό). Το ζήτημα δεν είναι να βγάλω περισσότερα λεφτά, ούτε ακριβώς να δημιουργήσω νέες αγορές· είναι να δοκιμάσω να δω στην πράξη και την τέχνη της συγγραφής με διαφορετικούς τρόπους, ανανεώνοντας έτσι τη διαδικασία και διατηρώντας τα δημιουργήματα -τις ιστορίες, με άλλα λόγια- όσο πιο ζωντανά γίνεται. Στην προηγούμενη πρόταση αρχικά πήγα να γράψω «διατηρώντας [τις ιστορίες] φρέσκες» και ύστερα έσβησα τη φράση, για να είμαι ειλικρινής, θέλω να πω, ελάτε τώρα, κυρίες και κύριοι, ποιον θα μπορούσα να κοροϊδέψω τώρα πια, πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό; Πούλησα την πρώτη μου ιστορία όταν ήμουν είκοσι ενός ετών και τριτοετής στο πανεπιστήμιο. Τώρα είμαι πενήντα τεσσάρων κι έχω γράψει κάμποσες λέξεις στον υπολογιστή πάνω στον οποίο κρεμώ το καπελάκι μου των Ρεντ Σοξ. Η τέχνη της συγγραφής ιστοριών δεν είναι καινούρια για μένα εδώ και πολύ καιρό, όμως αυτό δεν σημαίνει πως έχει χάσει τη γοητεία της. Αν δεν βρίσκω τρόπους, όμως, για να τη διατηρώ ζωντανή και ενδιαφέρουσα, γρήγορα θα καταντήσει γέρικη και κουρασμένη. Δεν θέλω να συμβεί αυτό, γιατί δεν θέλω να κοροϊδεύω τον κόσμο που διαβάζει αυτά που γράφω (δηλαδή εσένα, αγαπητέ Σταθερέ Αναγνώστη), και δεν θέλω να κοροϊδεύω ούτε εμένα. Εντέλει, σ' αυτή την υπόθεση είμαστε μαζί. Είναι το ραντεβού μας. Πρέπει να περάσουμε καλά μαζί, να χορέψουμε, να διασκεδάσουμε. Έτσι, έχοντας αυτό κατά νου, θα σας πω άλλη μια ιστορία. Η σύζυγος μου κι εγώ έχουμε δύο ραδιοφωνικούς σταθμούς, τον WZON-AM, που είναι αθλητικός, και τον WKIT-FM, με κλασικό ροκ (Το Ροκ του Μπάνγκορ,

Page 6: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

όπως τον λέμε). Το ραδιόφωνο είναι δύσκολη υπόθεση αυτή την εποχή, ειδικά σε μια αγορά σαν του Μπάνγκορ, όπου υπάρχουν πάμπολλοι σταθμοί και όχι αρκετοί ακροατές. Παίζουμε σύγχρονη κάντρι μουσική, κλασική κάντρι, παλιά τραγούδια, κλασικά παλιά τραγούδια, Ρας Λίμπο, Πολ Χάρβεϊ και Κέϊσι Κέϊσεμ. Οι σταθμοί του Στιβ και της Τάμπι Κινγκ είναι ζημιογόνοι εδώ και κάμποσα χρόνια -όχι πολύ ζημιογόνοι, όμως αρκετά ώστε να με ενοχλούν. Βλέπετε, μου αρέσει να είμαι νικητής, και, ενώ είχαμε το προβάδισμα στην ακροαματικότητα, στο τέλος της χρονιάς εμφανίζαμε έλλειμμα. Μου εξήγησαν πως δεν ήταν αρκετά τα έσοδα από τις διαφημίσεις στην αγορά του Μπάνγκορ, πως παραήταν πολλά τα κομμάτια στα οποία ήταν χωρισμένη η πίτα. Έτσι, είχα μια ιδέα. Σκέφτηκα να γράψω ένα θεατρικό έργο για το ραδιόφωνο, σαν εκείνα που άκουγα με τον παππού μου όταν μεγάλωνα (κι αυτός γερνούσε) στο Ντέραμ του Μέϊν. Ένα θεατρικό για το Χαλοουίν! Φυσικά, ήξερα για την περιβόητη -ή διαβόητη- ραδιοφωνική διασκευή του Πολέμου των Κόσμων για το Χαλοουίν στο Μέρκιουρι θίατερ από τον Όρσον Γουέλς. Η ιδέα του Γουέλς, η ευφυέστατη ιδέα του Γουέλς, ήταν να παρουσιάσει την κλασική ιστορία εξωγήινης εισβολής του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς υπό μορφή δελτίων ειδήσεων και ανταποκρίσεων. Και είχε επιτυχία. Είχε τόση επιτυχία, που προκάλεσε πανικό σε όλη τη χώρα, και ο Γουέλς (ο Όρσον, όχι ο Χέρμπερτ Τζορτζ) αναγκάστηκε να ζητήσει δημοσίως συγνώμη στο μερκιουρι θιατερ της επόμενης εβδομάδας. (Στοιχηματίζω πως το έκανε μ' ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του· τουλάχιστον ξέρω πως εγώ θα χαμογελούσα αν σκάρωνα ποτέ ένα τόσο δυνατό και πειστικό ψέμα.) Σκέφτηκα πως ό,τι είχε λειτουργήσει για τον Όρσον Γουέλς θα λειτουργούσε και για μένα. Αντί να ξεκινήσει με χορευτική μουσική από ορχήστρα, όπως η διασκευή του Γουέλς, το δικό μου έργο θα άρχιζε με τον Τεντ Νιούτζεντ να κλαψουρίζει στο «Cat Scratch Fever». Ύστερα, ένας εκφωνητής θα διέκοπτε το πρόγραμμα, ένας απ' αυτούς που είχαμε όντως στον WKIT. «Είμαι ο Τζέϊ-Τζει Γουέστ κι αυτές είναι οι ειδήσεις στον WKIT», θα έλεγε. «Βρίσκομαι στο κέντρο του Μπάνγκορ, όπου περίπου χίλιοι άνθρωποι συνωστίζονται στην Πίκερινγκ Σκουέαρ για να δουν ένα μεγάλο ασημί αντικείμενο με σχήμα δίσκου, που κατεβαίνει προς το έδαφος... μισό λεπτό, αν σηκώσω το μικρόφωνο, μπορεί να το ακούσετε».

Page 7: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Κι έτσι θα «σκίζαμε», θα χρησιμοποιούσαμε τις τεχνικές δυνατότητες του σταθμού μας για να παραγάγουμε τα ηχητικά εφέ, ντόπιους ηθοποιούς για τους ρόλους... και το καλύτερο; Το καλύτερο απ' όλα; θα ηχογραφούσαμε το αποτέλεσμα και θα το πουλούσαμε σε σταθμούς σε όλη τη χώρα! Το κέρδος, σκέφτηκα (κι ο λογιστής μου συμφώνησε), θα ήταν «εισόδημα ραδιοφωνικού σταθμού» και όχι «εισόδημα από δημιουργική γραφή». Ήταν ένας τρόπος να ξεπεράσουμε το πρόβλημα των λιγοστών εσόδων από τις διαφημίσεις και, στο τέλος της χρονιάς, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί θα μπορούσαν επιτέλους να είναι επικερδείς. Η ιδέα για το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο ήταν συναρπαστική, όπως και η προοπτική να βοηθήσω με το συγγραφικό μου ταλέντο τους σταθμούς μου να γίνουν επικερδείς. Και τι συνέβη; Δεν μπόρεσα να το κάνω, να τι. Προσπάθησα και ξαναπροσπάθησα, όμως ό,τι κι αν έγραψα ήταν σαν αφήγηση. Όχι σαν θεατρικό, κάτι που βλέπεις να εκτυλίσσεται ολοζώντανο στη φαντασία σου (όσοι είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να θυμούνται ραδιοφωνικά προγράμματα όπως το Σασπένς και το Γκάνσμοουκ θα καταλάβουν τι εννοώ), αλλά σαν βιβλίο σε κασέτα. Είμαι βέβαιος πως, παρ' όλα αυτά, θα κατορθώναμε να το πουλήσουμε σε κάποιους σταθμούς και να βγάλουμε μερικά λεφτά, όμως ήξερα πως δεν θα γινόταν επιτυχία, θα κορόιδευε τον ακροατή. Είχε ναυαγήσει και δεν ήξερα πώς να το ανελκύσω. Η συγγραφή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο είναι, πιστεύω, μια χαμένη τέχνη. Έχουμε χάσει την ικανότητα να βλέπουμε με τ' αυτιά μας, αν και κάποτε την είχαμε, θυμάμαι να ακούω κάποιον τύπο στο ραδιόφωνο να χτυπά τις αρθρώσεις των δαχτύλων του σ' ένα κούφιο κομμάτι ξύλο... και βλέπω ολοκάθαρα τον Ματ Ντίλον να βαδίζει με τις σκονισμένες του μπότες προς το μπαρ του Λονγκ Μπραντς Σαλούν. Αυτό δεν υπάρχει πια. Εκείνη η εποχή έχει περάσει. Η συγγραφή θεατρικών έργων στο σαιξπηρικό ύφος -κωμωδίες και τραγωδίες σε ανομοιοκατάληκτους στίχους- έχει χαθεί επίσης. Ο κόσμος πηγαίνει ακόμη να δει τις πανεπιστημιακές παραστάσεις του Άμλετ και του Βασιλιά Ληρ, αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς, πόση επιτυχία πιστεύετε πως θα είχαν στην τηλεόραση, μπροστά στον Πιο Αδύναμο Κρίκο ή το Οι Επιζώντες No 5: Εγκαταλειμμένοι στη Σελήνη, ακόμη κι αν έπαιζε ο Μπραντ Πιτ τον Άμλετ και ο Τζακ Νίκολσον τον Πολώνιο; Και, παρ' ότι ο κόσμος εξακολουθεί να πηγαίνει σε ελισαβετιανά θεατρικά έργα όπως ο Βασιλιάς Ληρ και ο Μάκβεθ, η απόλαυση μιας μορφής τέχνης απέχει έτη φωτός από την ικανότητα δημιουργίας αντίστοιχων καινούριων έργων. Κάπου κάπου γίνονται προσπάθειες να ανέβουν έργα σε

Page 8: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ανομοιοκατάληκτους στίχους, εντός και εκτός Μπρόντγουεΐ. Μοιραία, αποτυγχάνουν. Η ποίηση δεν είναι χαμένη τέχνη. Η ποίηση είναι καλύτερη από ποτέ. Φυσικά, υπάρχει το συνηθισμένο τσούρμο ηλιθίων (όπως αυτοαποκαλούνταν οι συνεργάτες του περιοδικού Μαντ) που κρύβονται πίσω από τη μεγαλοστομία τους, έχοντας μπερδέψει την εκζήτηση με τη μεγαλοφυΐα, όμως υπάρχουν και οι αληθινά λαμπροί ποιητές. Αν δεν με πιστεύετε, ρίξτε μια ματιά στα λογοτεχνικά περιοδικά στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας. Για κάθε έξι ανόητα ποιήματα, θα βρείτε ένα δυο καλά. Και αυτό, πιστέψτε με, είναι μια πολύ καλή αναλογία σκουπιδιών-θησαυρών. Το διήγημα, επίσης, δεν είναι χαμένη τέχνη, όμως θα έλεγα πως είναι πολύ πιο κοντά από την ποίηση στο χείλος του βαράθρου της λήθης. Όταν πούλησα το πρώτο μου διήγημα, στο υπέροχα μακρινό παρελθόν, δηλαδή το 1968, ήδη θρηνούσα για τη σταθερή εξαφάνιση της αγοράς του διηγήματος: τα φτηνά λαϊκά περιοδικά είχαν χαθεί, τα περιοδικά-συλλογές χάνονταν, τα εβδομαδιαία έντυπα (όπως το Σάτερντεϊ Ίβνινγκ Ποστ) ψυχορραγούσαν. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, έχω δει την αγορά του διηγήματος να συρρικνώνεται κι άλλο. Ο θεός να ευλογεί τα μικρά περιοδικά, στα οποία νέοι συγγραφείς μπορούν ακόμη να δημοσιεύσουν τα διηγήματα τους με αμοιβή κάποια αντίτυπα του περιοδικού, ο θεός να ευλογεί τους συντάκτες που εξακολουθούν να διαβάζουν ό,τι ανοησίες τους στέλνουν, και μάλιστα μετά από όλο αυτό τον πανικό με τον άνθρακα το 2001, και ο θεός να ευλογεί τους εκδότες που περιστασιακά δίνουν ακόμη το πράσινο φως για κάποια ανθολογία αδημοσίευτων διηγημάτων, όμως δεν θα χρειαστεί να σπαταλήσει ο θεός όλη του τη μέρα -ακόμη και το διάλειμμα του για καφέ- ευλογώντας τους. Δέκα δεκαπέντε λεπτά αρκούν. Είναι λιγοστοί, και κάθε χρόνο λιγοστεύουν κι άλλο. Το περιοδικό Στόρι, που έδειχνε με το φως του το δρόμο στους νέους συγγραφείς (όπως τον έδειξε και σ' εμένα, κι ας μη δημοσίευσα ποτέ κάποια ιστορία μου εκεί), δεν υπάρχει πια. Το Αμέϊζινγκ Στόρις επίσης δεν υπάρχει, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να κυκλοφορήσει ξανά. Ενδιαφέροντα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας σαν το Βέρτεξ δεν υπάρχουν πια, και, φυσικά, τα περιοδικά τρόμου όπως το Κρίπι και το 7ρ. Είναι πολύς ο καιρός που αυτά τα υπέροχα περιοδικά έχουν πάψει να κυκλοφορούν. Κατά διαστήματα έχουν γίνει προσπάθειες να εκδοθούν ξανά· τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, γίνεται μια τέτοια προσπάθεια για το Γουίαοντ Τέϊλς. Συνήθως αποτυγχάνουν. Είναι σαν εκείνα τα θεατρικά έργα σε ανομοιοκατάληκτους στίχους, που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν εν ριπή οφθαλμού. Όταν χαθεί κάτι, χάνεται οριστικά και δεν υπάρχει τρόπος να αναστηθεί. Όλα αυτά τα

Page 9: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

χρόνια, συνέχισα να γράφω διηγήματα, εν μέρει γιατί οι ιδέες εξακολουθούν να ξεπηδούν στο μυαλό μου κάπου κάπου -όμορφες, σύντομες, συμπυκνωμένες ιδέες, που φωνάζουν για τρεις χιλιάδες λέξεις, ίσως για εννέα χιλιάδες, το πολύ για δεκαπέντε- και εν μέρει γιατί είναι ένας τρόπος να επιβεβαιώνω, τουλάχιστον στον εαυτό μου, πως δεν ξεπουλήθηκα, ό,τι κι αν πιστεύουν οι πιο σκληροί επικριτές μου. Ένα διήγημα μοιάζει με το μοναδικό χειροποίητο κομμάτι που αγοράζει κανείς στο μαγαζί ενός τεχνίτη. Αν έχει δηλαδή την υπομονή να περιμένει καθώς φτιάχνεται με το χέρι στο πίσω δωμάτιο-εργαστήρι. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να προωθούνται τα διηγήματα στην αγορά με τις παλαιές, πατροπαράδοτες μεθόδους, μόνο και μόνο γιατί τα ίδια τα διηγήματα φτιάχνονται με αυτό τον τρόπο, ούτε υπάρχει λόγος να θεωρούμε, όπως κάνουν τόσοι στενόμυαλοι κριτικοί, πως ο τρόπος με τον οποίο πωλείται ένα λογοτέχνημα μολύνει ή υποβιβάζει, κατά κάποιον τρόπο, το ίδιο το προϊόν. Εν προκειμένω αναφέρομαι στη «Σφαίρα του Τρόμου», που σίγουρα ήταν από τις πιο παράξενες εμπειρίες που είχα όσον αφορά την προώθηση του έργου μου στην αγορά, και δείχνει αυτό που προσπαθώ να πω εδώ: πως ό,τι έχει χαθεί δεν μπορεί εύκολα να ανακτηθεί, πως, όταν φτάσουν πια τα πράγματα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, η εξαφάνιση είναι μάλλον αναπόφευκτη, αλλά πως μια νέα προοπτική σε μια από τις πλευρές της δημιουργικής γραφής -την εμπορική- μπορεί κάποιες φορές να αναζωογονήσει το σύνολο. Η «Σφαίρα του Τρόμου» γράφτηκε μετά το «Για τη Συγγραφή» και ενώ ανέρρωνα ακόμη από ένα ατύχημα που με έκανε να υποφέρω σωματικά σχεδόν διαρκώς. Το γράψιμο με βοήθησε να ξεχάσω τους πιο έντονους από αυτούς τους πόνους- ήταν (και συνεχίζει να είναι) το καλύτερο παυσίπονο στο περιορισμένο μου οπλοστάσιο. Η ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ ήταν η πεμπτουσία της απλότητας· για την ακρίβεια, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια ιστορία με φαντάσματα που αφηγείται κάποιος στην παρέα του ένα βράδυ δίπλα στη φωτιά. Ήταν η ιστορία Αυτού Που Έκανε Οτοστόπ Και Τον Πήρε Με Το Αμάξι Του Ένας Νεκρός. Καθώς έγραφα την ιστορία μου στον πλασματικό κόσμο της φαντασίας μου, το μπαλόνι του www.com φούσκωνε στον εξίσου πλασματικό κόσμο του ηλεκτρονικού εμπορίου. Μία πλευρά του ήταν το λεγόμενο ηλεκτρονικό βιβλίο, το οποίο, σύμφωνα με κάποιους, θα σήμαινε το τέλος των βιβλίων όπως τα ξέραμε μέχρι τώρα, ως προϊόντα βιβλιοδεσίας, με σελίδες που τις γύριζες με το χέρι (και που κάποιες φορές ξεκολλούσαν κι έπεφταν αν η

Page 10: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κόλλα ήταν αδύναμη ή το δέσιμο παλιό). Στις αρχές του 2000, εκδηλώθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για ένα δοκίμιο του Άρθουρ Κλαρκ, που δημοσιεύτηκε μονάχα στον κυβερνοχώρο. Ωστόσο, ήταν εξαιρετικά σύντομο (σαν να φιλάς την αδερφή σου· αυτό σκέφτηκα όταν το πρωτοδιάβασα). Το διήγημα μου, όταν τελείωσε, ήταν αρκετά μακροσκελές. Η Σούζαν Μόλντοου, η επιμελήτρια μου στον οίκο Σκρίμπνερ (ως οπαδός των X-Files, την αποκαλώ πράκτορα Μόλντοου... μαντέψτε γιατί), μου τηλεφώνησε μια μέρα ύστερα από παρότρυνση του Ραλφ Βισινάντσα και με ρώτησε αν είχα τίποτε που θα ήθελα να προωθήσω στην ηλεκτρονική αγορά. Της έστειλα τη «Σφαίρα του Τρόμου» και οι τρεις μας -η Σούζαν, ο Σκρίμπνερ κι εγώ- γράψαμε κατά κάποιον τρόπο ιστορία στο χώρο των εκδόσεων. Κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι «κατέβασαν» το διήγημα και κατέληξα να κερδίσω τόσα χρήματα, που ένιωσα αμηχανία. (Μόνο που αυτό είναι ψέμα -δεν ένιωσα καθόλου αμηχανία.) Ακόμη και τα δικαιώματα για την κυκλοφορία του σε audio ξεπέρασαν τα εκατό χιλιάδες δολάρια, που είναι ένα κωμικά υπέρογκο ποσό. Τι κάνω, καυχιέμαι; Σας κάνω τον έξυπνο; Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Επίσης, όμως, έχω να σας πω ότι η «Σφαίρα του Τρόμου» με τρέλανε. Συνήθως, όταν βρίσκομαι σε μια από αυτές τις ψυχρές-μοντέρνες αίθουσες κάποιου αεροδρομίου, οι υπόλοιποι γύρω μου με αγνοούν παραείναι απασχολημένοι με το να μιλούν στο τηλέφωνο ή να κλείνουν συμφωνίες στο μπαρ. Πράγμα που δεν με πειράζει καθόλου. Κάπου κάπου, με ζυγώνει κάποιος και μου ζητά το αυτόγραφο μου σε μια χαρτοπετσέτα, για τη σύζυγο του. Η σύζυγος -θεωρούν συνήθως χρέος τους να με πληροφορήσουν αυτοί οι καλοντυμένοι τύποι με τους χαρτοφύλακες- έχει διαβάσει όλα τα βιβλία μου. Οι ίδιοι, από την άλλη, δεν έχουν διαβάσει κανένα, κάτι που θεωρούν επίσης χρέος τους να μου πουν. Είναι πολύ απασχολημένοι. Έχουν διαβάσει το Οι Επτά Συνήθειες των Εξαιρετικά Αποτελεσματικών Ανθρώπων, το Ποιος Πήρε το Τυρί Μου, την προτεσταντική Προσευχή του Ιαβής και τίποτ' άλλο. Πρέπει να βιαστώ, πρέπει να τρέξω, σε τέσσερα πέντε χρονάκια έχω ραντεβού με το έμφραγμα και θέλω να 'μαι σίγουρος πως θα είμαι εκεί παρέα με τις μετοχές μου. Μετά τη δημοσίευση της «Σφαίρας του Τρόμου» σε ηλεκτρονική μορφή (με εξώφυλλο, με το σήμα του Σκρίμπνερ, με τα πάντα), αυτό άλλαξε. Με πολιορκούσαν στις αίθουσες των αεροδρομίων, μέχρι και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βοστόνης. Με στρίμωχναν στο δρόμο. Για λίγο, βρέθηκα να απορρίπτω προσκλήσεις για τρία τοκ-σόου την ημέρα (περίμενα

Page 11: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πότε θα με καλούσε και ο Τζέρι Σπρίνγκερ, όμως δεν τηλεφώνησε ποτέ). Μέχρι που έγινα εξώφυλλο στο Τάιμ, και οι Νιου Γιορκ Τάιμς μίλησαν από καθέδρας για την υποτιθέμενη επιτυχία της «Σφαίρας του Τρόμου» και την υποτιθέμενη αποτυχία του ηλεκτρονικού διαδόχου της με τίτλο Το Φυτό. θεέ μου, μπήκα μέχρι και στην πρώτη σελίδα της Γουόλ Στρητ Τζέρναλ. Άθελα μου, είχα γίνει μεγιστάνας. Και τι με τρέλαινε; Τι έκανε όλα αυτά να φαίνονται τόσο μάταια; Μα το ότι κανένας δεν νοιαζόταν για το διήγημα. Διάβολε, κανένας δεν ρώτησε ποτέ για το διήγημα, και ξέρετε κάτι; Είναι αρκετά καλό, αν μπορώ να μιλήσω ο ίδιος για κάτι δικό μου. Απλό αλλά ψυχαγωγικό. Αν σας έκανε να σβήσετε την τηλεόραση, για μένα προσωπικά αυτό είναι απόλυτη επιτυχία (όπως το ίδιο ισχύει για τα υπόλοιπα διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή). Ύστερα από τη «Σφαίρα του Τρόμου», όμως, το μόνο που ήθελαν να μάθουν οι τύποι με τις γραβάτες ήταν «Πώς τα πηγαίνει; Πουλάει;» Πώς να τους πω πως δεν μου καιγόταν καρφί για το πώς τα πήγαινε στην αγορά, πως αυτό που με ένοιαζε ήταν πώς τα πήγαινε στην καρδιά του αναγνώστη; Εκεί πετύχαινε; Αποτύχαινε; Το ένιωθε ο αναγνώστης μέσα του; Προκαλούσε αυτές τις μικρές ανατριχίλες που είναι ο λόγος ύπαρξης της ιστορίας τρόμου; Σταδιακά συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για ένα ακόμη βήμα προς τη δημιουργική παρακμή, ένα ακόμη βήμα άλλης μιας τέχνης που μπορεί να βρίσκεται στο δρόμο για την εξαφάνιση. Υπάρχει κάτι αλλόκοτα παρακμιακό στο να εμφανίζεσαι στο εξώφυλλο ενός μεγάλου περιοδικού απλώς επειδή χρησιμοποίησες έναν εναλλακτικό τρόπο προώθησης στην αγορά. Και υπάρχει κάτι ακόμη πιο αλλόκοτο στο να συνειδητοποιείς πως όλοι αυτοί οι αναγνώστες μπορεί να ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την καινοτομία του ηλεκτρονικού περιτυλίγματος παρά για το τι υπήρχε μέσα από το περιτύλιγμα, θέλω να μάθω πόσοι από τους αναγνώστες που «κατέβασαν» τη «Σφαίρα του Τρόμου» όντως διάβασαν τη «Σφαίρα του Τρόμου»; Δεν θέλω. Μπορεί να απογοητευτώ βαθιά. Το ηλεκτρονικό βιβλίο μπορεί να είναι ή να μην είναι το βιβλίο του μέλλοντος. Γι' αυτό δεν μου καίγεται καρφί, πιστέψτε με. Για μένα, το να ακολουθήσω αυτόν το δρόμο ήταν απλώς άλλος ένας τρόπος να συνεχίσω να γράφω ιστορίες κι αυτές οι ιστορίες να φτάνουν σε όσο πιο πολύ κόσμο είναι δυνατόν. Αυτό το βιβλίο μάλλον θα καταλήξει για λίγο στους καταλόγους των μπεστ σέλερ· από αυτή την άποψη έχω σταθεί πολύ τυχερός. Αν το δείτε όμως εκεί, θα σας συμβούλευα να αναρωτηθείτε πόσα άλλα βιβλία με διηγήματα καταλήγουν στους καταλόγους των μπεστ σέλερ στη διάρκεια μιας

Page 12: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

οποιασδήποτε χρονιάς και για πόσο διάστημα θα συνεχίσουν οι εκδότες να εκδίδουν βιβλία ενός είδους που δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους αναγνώστες. Για μένα, όμως, υπάρχουν λιγοστές απολαύσεις τόσο υπέροχες όσο το να κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα μια παγερή βραδιά, μ' ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι, να ακούω τον αέρα έξω και να διαβάζω μια καλή ιστορία που, μέχρι να ξαπλώσω, θα την έχω τελειώσει. Η συγγραφή τους δεν είναι τόσο απολαυστική. Δεν μπορώ να θυμηθώ παρά δύο διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή -το «Όλα Είναι Δυνατά» και το «Η Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ.»- που γράφτηκαν δίχως πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από το συγκριτικά πενιχρό αποτέλεσμα. Κι όμως, πιστεύω πως πέτυχα να διατηρήσω την τέχνη μου φρέσκια, τουλάχιστον για μένα, κυρίως γιατί αρνούμαι να περάσει μια χρονιά δίχως να γράψω τουλάχιστον ένα δυο διηγήματα. Όχι για τα λεφτά, ούτε ακριβώς από αγάπη, αλλά ως χρέος. Γιατί, αν θέλεις να γράφεις διηγήματα, πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω από το να το σκέφτεσαι. Δεν είναι σαν να κάνεις ποδήλατο, αλλά σαν να ασκείσαι στο γυμναστήριο. Έχεις δύο επιλογές: είτε το κάνεις είτε το χάνεις. Το να τα βλέπω συγκεντρωμένα εδώ είναι μεγάλη χαρά για μένα. Ελπίζω να είναι και για σας. Πείτε το μου στο www.stephenking.com, και μπορείτε επίσης να κάνετε κάτι άλλο για μένα (και για σας): αν απολαύσετε αυτά τα διηγήματα, αγοράστε και κάποια άλλη συλλογή. το Sam the Cat του Μάθιου Κλαμ, για παράδειγμα, ή το The Hotel Eden τον Ρον Κάρλσον. Αυτοί είναι μονάχα δύο από τους καλούς συγγραφείς που παράγουν αληθινά καλό έργο και, παρ' ότι έχουμε πλέον μπει στον εικοστό πρώτο αιώνα, το κάνουν με τον παλιό τρόπο, λέξη λέξη. Η μορφή με την οποία εμφανίζεται το έργο τους τελικά δεν το αλλάζει αυτό. Αν νοιάζεστε, στηρίξτε τους. Και η καλύτερη μέθοδος για να τους στηρίξετε, επίσης, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα: διαβάστε τις ιστορίες τους. Θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους που διάβασαν τις δικές μου: τον Μπιλ Μπάφορντ στο Μου Λορκερ" τη Σούζαν Μόλντοου στον Σκρίμπνερ· τον Τσακ Βέριλ, που έχει επιμεληθεί τόσα από τα έργα μου όλα αυτά τα χρόνια· τον Ραλφ Βισινάντσα, τον Άρθουρ Γκριν, τον Γκόρντον Βαν Γκέλντερ και τον Εντ Φέρμαν στο Μάγκαζιν οφ Φάντασι εντ Σάιενς Φίκσιον τον Ναι Γουίλντεν στο Καβαλίερ· και το μακαρίτη τον Ρόμπερτ Α. Γ. Λόουντς, που αγόρασε εκείνο το πρώτο διήγημα το '68. Και επίσης -το σημαντικότερο- τη σύζυγο μου, Τάμπιθα, που παραμένει η αγαπημένη μου Σταθερή Αναγνώστρια. Όλοι αυτοί είναι άνθρωποι που έχουν προσπαθήσει και εξακολουθούν να προσπαθούν για να μη γίνει το διήγημα μια χαμένη τέχνη. Όπως προσπαθώ κι εγώ. Και -ανάλογα με το τι αγοράζεις (και

Page 13: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

επομένως επιλέγεις να στηρίξεις) και το τι διαβάζεις- όπως προσπαθείς κι εσύ. Εσύ, πρώτος απ' όλους, Σταθερέ Αναγνώστη. Πάντα Εσύ.

Στίβεν Κινγκ Μπάνγκορ, Μέϊν

11 Δεκεμβρίου 2001

Page 14: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δωμάτιο Νεκροψιών 4 Είναι τόσο σκοτεινά, που για λίγο -δεν ξέρω για πόσο- θαρρώ πως είμαι ακόμη αναίσθητος. Ύστερα, αργά, συλλογίζομαι πως, όταν είναι αναίσθητος κανείς, δεν νιώθει κίνηση μέσα στο σκοτάδι, μαζί με έναν αχνό, ρυθμικό ήχο που δεν μπορεί να είναι παρά από μια ρόδα που τρίζει. Και ύστερα αισθάνομαι κάτι να με αγγίζει, από την κορυφή του κεφαλιού μου ως τις φτέρνες μου. Οσμίζομαι κάτι, ίσως βινύλιο ή δέρμα. Δεν είναι αναισθησία αυτή, και υπάρχει κάτι πολύ... πολύ τι; Πολύ λογικό σ' αυτά που νιώθω για να είναι όνειρο. Τότε τι είναι; Ποιος είμαι; Και τι μου συμβαίνει; Παύει αυτός ο ανόητος ήχος της ρόδας που τρίζει κι εγώ σταματώ να κινούμαι. Τώρα τρίζει αυτό γύρω μου που μυρίζει σαν λάστιχο. Μια φωνή: «Σε ποιο είπαν;» Σιωπή για λίγο. Δεύτερη φωνή: «Στο τέσσερα, νομίζω. Ναι, στο τέσσερα». Ξαναρχίζουμε να κινούμαστε, αλλά πιο αργά. Τώρα ακούω το αμυδρό σούρσιμο ποδιών που φορούν, ίσως, παπούτσια με μαλακή σόλα, μπορεί πάνινα. Φωνές και παπούτσια ανήκουν στους ίδιους. Με σταματούν ξανά. Ακούγεται ένας γδούπος κι ένας αχνός ήχος που θυμίζει ανάσα. Είναι, θαρρώ, ο ήχος του ανοίγματος μιας πόρτας που λειτουργεί αυτόματα με πεπιεσμένο αέρα. Τι συμβαίνει εδώ; ουρλιάζω, όμως το ουρλιαχτό είναι μονάχα μέσα στο κεφάλι μου. Τα χείλη μου δεν σαλεύουν. Τα νιώθω -και τη γλώσσα μου, να κείται μέσα στο στόμα μου σαν ζαλισμένος τυφλοπόντικας-, όμως δεν μπορώ να τα κινήσω. Το πράγμα πάνω στο οποίο βρίσκομαι αρχίζει πάλι να κινείται. Ένα κινούμενο κρεβάτι; Ναι. Ένα φορείο, μ' άλλα λόγια. Είχα εμπειρία από

Page 15: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δαύτα, παλιά, όταν μας έμπλεξε ο Λίντον Τζόνσον στη διαολεμένη περιπέτεια του Βιετνάμ. Ξάφνου σκέφτομαι πως είμαι σ' ένα νοσοκομείο, πως κάτι κακό μου συνέβη, κάτι σαν την έκρηξη που παραλίγο να με ευνουχίσει πριν από είκοσι τρία χρόνια, και πως θα με χειρουργήσουν. Είναι μια ιδέα που δίνει κάμποσες απαντήσεις -οι περισσότερες λογικές-, όμως δεν πονώ πουθενά. Είμαι κατατρομαγμένος, όμως κατά τ' άλλα νιώθω μια χαρά. Και αν με πηγαίνουν τούτοι οι νοσοκόμοι στο χειρουργείο, γιατί δεν μπορώ να δω; Γιατί δεν μπορώ να μιλήσω; Μια τρίτη φωνή: «Από δω, παιδιά». Σπρώχνουν το κρεβάτι μου με τις ρόδες προς άλλη κατεύθυνση, και η ερώτηση που με βασανίζει είναι: Πού στο διάβολο έχω μπλέξει; Δεν εξαρτάται αυτό από το ποιος είσαι; αναρωτιέμαι, τουλάχιστον αυτό όμως είναι κάτι που ξέρω. Είμαι ο Χάουαρντ Κότρελ. Είμαι χρηματιστής και κάποιοι συνάδελφοι με φωνάζουν με το παρατσούκλι Χάουαρντ ο Κατακτητής. Δεύτερη φωνή (πάνω ακριβώς απ' το κεφάλι μου): «Δείχνεις πολύ όμορφη σήμερα, γιατρέ». Τέταρτη φωνή (γυναικεία και ψυχρή): «Χαίρομαι πάντα όταν σ' αρέσω, Ράστι. Μπορείς να βιαστείς λιγάκι; Η μπέϊμπι σίτερ με περιμένει να γυρίσω στις εφτά. Έχει κανονίσει να φάει με τους γονείς της». Να γυρίσει στις εφτά, να γυρίσει στις εφτά. Είναι ακόμη απόγευμα, ίσως, ή νωρίς το βράδυ, όμως εδώ είναι σκοτεινά, κατασκότεινα, θεοσκότεινα, πίσσα σκοτάδι, και τι συμβαίνει; Πού είμαι, πού ήμουν; Τι κάνω; Γιατί δεν είμαι μ' ένα τηλέφωνο στο χέρι; Γιατί είναι Σάββατο, ψιθυρίζει μια μακρινή φωνή. Ήσουν... ήσουν... Ένας χαρακτηριστικός γδούπος. Ένας ήχος που αγαπώ, που λίγο πολύ ζω γι' αυτόν. Ο ήχος... τίνος πράγματος; Μα ενός μπαστουνιού του γκολφ φυσικά. Που χτυπά την μπάλα απ' την αφετηρία. Στέκομαι, τη βλέπω να σκίζει τον γαλανό ουρανό... Με αρπάζουν από τους ώμους και τις γάμπες, με σηκώνουν. Ξαφνιάζομαι, τρομάζω, θέλω να ουρλιάξω. Όμως δεν βγαίνει ήχος απ' το στόμα μου... ή μπορεί να βγαίνει, ένα τόσο δα σκλήρισμα, αχνότερο κι από το τρίξιμο της ρόδας από κάτω μου. Και ούτε καν αυτό. Μπορεί να είναι απλώς στη φαντασία μου. Αιωρούμαι τυλιγμένος στο σκοτάδι, σαν να είναι έτοιμοι αυτοί που με βαστούν να με πετάξουν -Ε, μη με ρίξετε, η πλάτη μου είναι ευαίσθητη! πασχίζω να πω, αλλά και πάλι τα χείλη μου, τα δόντια μου

Page 16: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μένουν ασάλευτα· η γλώσσα μου συνεχίζει να κείται στο στόμα μου· ίσως δεν είναι απλώς ζαλισμένος ο τυφλοπόντικας αλλά νεκρός· και μια φρικτή σκέψη ξεπηδά στο νου μου, μια σκέψη που με φέρνει ένα βήμα πιο κοντά από το φόβο στον πανικό: αν δεν με ακουμπήσουν καλά και γλιστρήσει προς τα πίσω η γλώσσα μου και μου φράξει την τραχεία; Δεν θα μπορώ να ανασάνω! Αυτό εννοεί ο κόσμος όταν λέει πως κάποιος «κατάπιε τη γλώσσα του», έτσι δεν είναι; Δεύτερη φωνή (του Ράστι): «θα σ' αρέσει αυτός, γιατρέ, μοιάζει στον Μάικλ Μπόλτον». Γιατρίνα: «Ποιος είναι τούτος πάλι;» Τρίτη φωνή -μοιάζει με νεαρού άντρα, με εφήβου: «Είναι αυτός ο λευκός τραγουδιστής που θα 'θελε να είναι μαύρος. Δε μου φαίνεται να 'ναι αυτός». Γελούν, μαζί τους και η γυναίκα (λιγάκι διστακτικά), και, καθώς με αφήνουν σε κάτι σαν μαλακό τραπέζι, ο Ράστι λέει ένα καινούριο αστείο -έχει ολόκληρο ρεπερτόριο, απ' ό,τι φαίνεται. Αυτό δεν το ακούω όμως, γιατί ξάφνου με πλημμυρίζει ο τρόμος. Στη θέση της προηγούμενης σκέψης μου, πως δεν θα μπορώ να ανασάνω αν φράξει η γλώσσα μου την τραχεία μου, τώρα ξεπηδά η σκέψη: αν ήδη δεν ανασαίνω όμως; Αν είμαι νεκρός; Αν είναι έτσι ο θάνατος; Ταιριάζει. Ταιριάζει φρικτά με όλα, ταιριάζει τέλεια σαν εφαρμοστό προφυλακτικό. Η σκοτεινιά. Η μυρωδιά λάστιχου. Είμαι λοιπόν ο Χάουαρντ ο Κατακτητής, εξαίρετος χρηματιστής, τρόμος της λέσχης μου στο Ντέρι και επισκέπτης τακτικός της Τρύπας Δεκαεννιά, όπως είναι γνωστή σε όλα τα γήπεδα γκολφ του κόσμου, όμως το '71 ήμουν νοσοκόμος στο δέλτα του Μεκόνγκ, ένας φοβισμένος πιτσιρικάς που ξυπνούσε κάποιες νύχτες με μάτια δακρυσμένα γιατί είχε ονειρευτεί το σκύλο που είχε από μικρός, και ξάφνου ξέρω τι είναι τούτη η αίσθηση, τούτη η μυρωδιά. Θεέ μου, είμαι μέσα σε έναν απ' αυτούς τους σάκους για τα πτώματα. Πρώτη φωνή: «Γιατρέ, υπογράφεις αυτό; Και πίεσε το στυλό, γιατί είναι τριπλότυπο». Ακούγεται το ξύσιμο ενός στυλό πάνω σε χαρτί. Φαντάζομαι την «πρώτη φωνή» να κρατά ένα χαρτί για να το υπογράψει η γιατρίνα. Χριστέ μου, κάνε να μην είμαι νεκρός! πασχίζω να ουρλιάξω, όμως δεν βγαίνει κανένας ήχος απ' το στόμα μου.

Page 17: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αλλά ανασαίνω... έτσι δεν είναι; θέλω να πω, δεν νιώθω να το κάνω, όμως αισθάνομαι τα πνευμόνια μου εντάξει, δεν τα νιώθω να πονούν, να θέλουν απεγνωσμένα αέρα, όπως όταν κάνω ένα μεγάλο μακροβούτι, άρα πρέπει να είμαι εντάξει, σωστά; Μόνο που, αν ήσουν νεκρός, ψιθυρίζει η μακρινή φωνή, δεν θα ήθελαν απεγνωσμένα αέρα, έτσι δεν είναι; Όχι γιατί τα νεκρά πνευμόνια δεν ανασαίνουν. Τα νεκρά πνευμόνια απλώς... αδρανούν. Ράστι: «Τι θα κάνεις το σαββατόβραδο, γιατρέ;» Αν είμαι νεκρός, όμως, πώς νιώθω; Πώς μυρίζω το σάκο μέσα στον οποίο βρίσκομαι; Πώς ακούω αυτές τις φωνές, τη γιατρίνα να λέει τώρα ότι το σαββατόβραδο θα πλύνει το σκύλο της, που τ' όνομα του είναι -τι σύμπτωση!- Ράστι, και όλους να γελούν; Αν είμαι νεκρός, γιατί δεν έχω πάψει απλώς να υπάρχω, ή δεν βρίσκομαι μέσα σ' εκείνο το λευκό φως που τόσο συχνά το αναφέρουν στην τηλεόραση; Ακούγεται ένας τραχύς ήχος σαν σκίσιμο και ξάφνου βρίσκομαι σ' ένα λευκό φως. Είναι εκθαμβωτικό, σαν ήλιος που ξαφνικά προβάλλει μέσα από τα σύννεφα ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Πασχίζω να σφαλίσω τα μάτια μου, αλλά μάταια. Τα βλέφαρα μου είναι σαν ανοιχτά παντζούρια που έχουν σκουριάσει. Ένα πρόσωπο σκύβει από πάνω μου, μισοκρύβοντας τη λάμψη, που δεν πηγάζει από κάποιο υπέρλαμπρο αστρικό επίπεδο αλλά από μια σειρά λαμπτήρων φθορισμού. Το πρόσωπο είναι ενός νεαρού, όμορφου -δίχως να είναι κάτι ξεχωριστό-, περίπου είκοσι πέντε χρόνων, θυμίζει τα γομάρια με τα μαγιό στο Μπέϊγουοτς και τη λεωφόρο του Μέλροουζ, αν και φαίνεται λίγο πιο ξύπνιος. Πυκνά κατάμαυρα μαλλιά εξέχουν κάτω από τον φορεμένο απρόσεκτα, πράσινο χειρουργικό σκούφο του. Φοράει και ποδιά. Έχει γαλάζια μάτια, στην απόχρωση του κοβαλτίου, από εκείνα που κάνουν τα κορίτσια να λιγοθυμούν. Τα ζυγωματικά του είναι πιτσιλισμένα με φακίδες. «Πω, πω!» κάνει. Είναι η τρίτη φωνή. «Αυτός ο τύπος όντως μοιάζει στον Μάικλ Μπόλτον! Ίσως είναι λιγάκι πιο μεγάλος...» Σκύβει πιο κοντά. Ένας από τους φιόγκους που συγκρατούν την ποδιά του με γαργαλά στο μέτωπο. «...αλλά ναι. Του μοιάζει. Ε, Μάικλ, για τραγούδα μας κάτι». Βοήθεια! να τι πασχίζω να τραγουδήσω, όμως το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω με το παγωμένο μου βλέμμα τα μάτια του άντρα· δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν είμαι νεκρός· αν αυτό είναι που συμβαίνει, αν αυτό είναι που περνούν όλοι όταν τα τινάζουν. Αν είμαι ακόμη ζωντανός,

Page 18: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πώς και δεν είδε ο άντρας να συστέλλονται οι κόρες μου μόλις τις χτύπησε το φως; Ξέρω όμως την απάντηση σ' αυτό... έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Δεν συστάλθηκαν. Γι' αυτό είναι η λάμψη των φώτων τόσο οδυνηρή. Ο φιόγκος με γαργαλά σαν πούπουλο στο μέτωπο. Βοήθεια! ουρλιάζω στο γομάρι του Μπέϊγονοτς, που ίσως δεν είναι καν γιατρός αλλά απλώς ένας φοιτητής ιατρικής, ένα βρομόπαιδο. Βοήθα με, σε παρακαλώ! Τα χείλη μου ούτε καν τρέμουν. Το πρόσωπο τραβιέται, ο φιόγκος παύει να με γαργαλά και όλο το λευκό φως τρυπά τα ανίκανα να κινηθούν, φτωχά μου μάτια, βαθιά ως το μυαλό μου. Είναι ένα απαίσιο συναίσθημα, σαν βιασμός, θα τυφλωθώ αν συνεχίσω να κοιτάζω, έτσι νομίζω, και θα 'ναι ανακούφιση αυτή η τύφλωση. Γδούπος! Ο ήχος του μπαστουνιού που χτυπά την μπάλα, όμως τούτη τη φορά λιγάκι υπόκωφος· και η αίσθηση του μπαστουνιού στα χέρια μου είναι άσχημη. Το μπαλάκι είναι ψηλά, πετά... όμως λοξά... λοξά... λοξά προς... Διάβολε. Σκούρα τα πράγματα. Τώρα ένα άλλο πρόσωπο προβάλλει στο οπτικό μου πεδίο, από πάνω μου. Με λευκή ποδιά αντί για πράσινη από κάτω του και με αχτένιστα πορτοκαλιά μαλλιά στην κορυφή του. Δείκτης ευφυΐας επικινδύνως χαμηλός, να ποια είναι η πρώτη εντύπωση μου. Δεν μπορεί παρά να είναι ο Ράστι. Ένα πλατύ ηλίθιο χαμόγελο είναι ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, ένα απ' αυτά τα χαμόγελα που έχω συνδέσει στο μυαλό μου με τους εφήβους στο λύκειο. Έτσι θα χαμογελούσε ένας πιτσιρικάς με ένα τατουάζ που θα 'λεγε ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΑΖΩ ΤΙΣ ΡΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΣΟΥΤΙΕΝ στο παραγυμνασμένο μπράτσο του. «Μάικλ!» αναφωνεί ο Ράστι. «Χριστέ μου, φαίνεσαι μια χαρά! Τι τιμή! Τραγούδα μας, αγόρι μου! Μέχρι να τα τινάξεις απ' το πολύ τραγούδι!» Από κάπου πίσω μου ακούγεται η φωνή της γιατρίνας, ψυχρή, δίχως πια να παριστάνει καν πως διασκεδάζει μ' αυτά τα καμώματα. «Κόφ' το, Ράστι». Και ύστερα, προς άλλη κατεύθυνση: «Τι έπαθε, Μάικ;» Η φωνή του Μάικ είναι η πρώτη -του συναδέλφου του Ράστι. Νιώθει αμηχανία, έτσι ακούγεται, να δουλεύει μ' έναν τύπο που θέλει να γίνει ο Άντριου Ντάις Κλέϊ όταν μεγαλώσει. «Τον βρήκαμε στη δέκατη τέταρτη

Page 19: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τρύπα στη λέσχη του Ντέρι. Έξω απ' το γήπεδο, για την ακρίβεια, στη φύση. Αν δεν είχε μόλις ρίξει το μπαλάκι του ανάμεσα σε τέσσερις παίκτες κι αν δεν είχαν δει το ένα του πόδι να εξέχει από τους θάμνους, τώρα θα τον είχαν σκεπάσει τα μυρμήγκια». Ξανακούω εκείνον το γδούπο μέσα στο κεφάλι μου, μόνο που αυτή τη φορά τον ακολουθεί ένας άλλος, πολύ λιγότερο ευχάριστος ήχος: το θρόισμα των θάμνων καθώς ψάχνω μέσα τους με το μπαστούνι μου. θα 'πρεπε να είναι η δεκατέσσερα, εκεί όπου υποτίθεται πως είναι ο φαρμακερός κισσός. Ο φαρμακερός κισσός και... Ο Ράστι με κοιτάζει ακόμη με το ανόητο και πεινασμένο βλέμμα του. Δεν είναι ο θάνατος που τον απασχολεί· είναι η ομοιότητα μου με τον Μάικλ Μπόλτον. Α, ναι, το ξέρω, δεν δίστασα να την εκμεταλλευτώ στη σχέση μου με μερικές πελάτισσες. Ειδάλλως, σκουριάζει. Και μάλιστα κάτω από τις τωρινές συνθήκες... θεέ μου. «Ποιος γιατρός τον κοίταξε;» ρωτά η γιατρίνα. «Ο Καζάλιαν;» «Όχι», λέει ο Μάικ και για μια στιγμή με κοιτάζει. Είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Ράστι. Με μαύρα, λίγο γκριζαρισμένα μαλλιά. Φοράει γυαλιά. Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπει κανένας τους πως δεν είμαι νεκρός; «Για την ακρίβεια, ένας από τους τέσσερις παίκτες που τον βρήκαν ήταν γιατρός. Αυτή είναι η υπογραφή του, στην πρώτη σελίδα.. βλέπεις;» θρόισμα χαρτιού και ύστερα: «Χριστέ μου, ο Τζένινγκς. Τον ξέρω. Αυτός εξέτασε τον Νώε όταν προσάραξε η κιβωτός πάνω στο Αραράτ». Ο Ράστι δεν δείχνει να έχει καταλάβει το αστείο, όμως παρ' όλα αυτά ξεσπάει σε γέλια, με το πρόσωπο του αντίκρυ στο δικό μου. Η ανάσα του βρωμοκοπά κρεμμύδι, από το μεσημεριανό του, και το ότι μυρίζω το κρεμμύδι σημαίνει πως πρέπει να ανασαίνω. Πρέπει, σωστά; Μόνο να .. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω αυτή τη σκέψη, ο Ράστι σκύβει ακόμη πιο κοντά και με πλημμυρίζει η ελπίδα. Είδε κάτι! Είδε κάτι και θα μου κάνει τεχνητή αναπνοή. Ο θεός να σ' έχει καλά, Ράστι! Ο θεός να έχει καλά κι εσένα και την ανάσα σου που βρωμοκοπά κρεμμύδι! Το ηλίθιο χαμόγελο του, όμως, δεν αλλάζει, και, αντί να βάλει το στόμα του στο δικό μου, γλιστρά το χέρι του γύρω από το σαγόνι μου. Ύστερα αρπάζει τη μια μεριά με τον αντίχειρα του και την άλλη με τα υπόλοιπα δάχτυλα.

Page 20: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ζει!» κραυγάζει ο Ράστι. «Ζει και θα τραγουδήσει για τους θαυμαστές του Μάικλ Μπόλτον στο δωμάτιο τέσσερα!» Σφίγγει τα δάχτυλα του -ο πόνος είναι αχνός, όπως όταν συνέρχεσαι από τοπική αναισθησία- και αρχίζει να κινεί το σαγόνι μου πάνω κάτω, χτυπώντας τα δόντια μου. «Αν κακή είναι κείνη, αυτός να το δει δεν μπορεί», τραγουδά ο Ράστι με μια φρικτή, φάλτσα φωνή, που θα έκανε το κεφάλι του Πέρσι Σλετζ να εκραγεί. «Λάθος να κάνει δεν μπορειειει» Τα σαγόνια μου ανοιγοκλείνουν σπρωγμένα βίαια απ' το χέρι του· η γλώσσα μου ανεβοκατεβαίνει σαν ψόφιος σκύλος πάνω σ' ένα στρώμα γεμάτο με νερό που κινείται συνεχώς. «Κόφ' το!» λέει απότομα η γιατρίνα. Ακούγεται πραγματικά ταραγμένη. Ο Ράστι, ίσως νιώθοντας αυτή την ταραχή, αντί να πάψει, συνεχίζει εύθυμα. Τα δάχτυλα του τώρα τσιμπούν τα μαγουλά μου. Τα παγωμένα μάτια μου κοιτάζουν τυφλά προς τα πάνω. «Την πλάτη του στον καλύτερο φίλο του γύρισε αν εκείνη » Και να τη, μια γυναίκα με πράσινη ποδιά, με το σκούφο της δεμένο γύρω απ' το λαιμό της, να κρέμεται στην πλάτη της σαν το σομπρέρο του Σίσκο Κιντ, και με τα κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά της τραβηγμένα πάνω από το μέτωπο της· όμορφη αλλά αυστηρή -μάλλον κομψή, για την ακρίβεια, παρά όμορφη. Τα δάχτυλα της, με τα κοντοκομμένα τους νύχια, αρπάζουν τον Ράστι και τον τραβούν μακριά μου. «Ε!» κάνει αγανακτισμένα ο Ράστι. «Παρ' τα χέρια σου από πάνω μου!» «Κι εσύ πάρε τα δικά σου από πάνω του», του λέει, με την οργή της πρόδηλη στη φωνή της. «Έχω βαρεθεί τα παιδιάστικα αστεία σου, Ράστι, και την επόμενη φορά θα σε αναφέρω». «Ε, ας ηρεμήσουμε», λέει το γομάρι του Μπέϊγουοτς -ο βοηθός της γιατρίνας. Ακούγεται ανήσυχος, σαν να περιμένει την προϊσταμένη του και τον Ράστι να πιαστούν εδώ και τώρα στα χέρια. «Ας δώσουμε ένα τέλος σ' αυτή την υπόθεση». «Γιατί είναι τόσο σκύλα μαζί μου;» λέει ο Ράστι. Πασχίζει ακόμη ν' ακουστεί αγανακτισμένος, τώρα όμως κλαψουρίζει στην πραγματικότητα. «Γιατί είσαι τόσο σκύλα; Έχεις περίοδο, γι' αυτό;» Γιατρίνα, ακούγεται αηδιασμένη: «Πάρτε τον από δω». Μάικ: «Έλα, Ράστι. Πάμε να υπογράψουμε ότι τον φέραμε». Ράστι: «Ναι. Και να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα».

Page 21: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Εγώ τ' ακούω όλα αυτά σαν από ραδιόφωνο. Καθώς απομακρύνονται προς την πόρτα, τα παπούτσια τους τρίζουν. Τώρα ο Ράστι ξεφυσά θιγμένος και τη ρωτά γιατί δεν φορά κάτι, κανένα δαχτυλίδι που να αλλάζει χρώμα ανάλογα με τη διάθεση, για να ξέρουν οι άλλοι αν έχει όρεξη ή δεν έχει. Μαλακά παπούτσια τρίζουν πάνω σε πλακάκια και ξάφνου αυτός ο ήχος δίνει τη θέση του στο θόρυβο του μπαστουνιού μου, που χτυπά τους θάμνους καθώς αναζητώ το αναθεματισμένο το μπαλάκι μου, που να είναι, δεν πήγε πολύ μέσα, είμαι βέβαιος, αλλά πού να είναι, Χριστέ μου, μισώ τη δεκατέσσερα, υπάρχει φαρμακερός κισσός εκεί, υποτίθεται, και με όλους αυτούς τους θάμνους εύκολα θα μπορούσε... Και ύστερα κάτι με δάγκωσε, σωστά; Ναι, είμαι σχεδόν βέβαιος. Στην αριστερή γάμπα, πάνω ακριβώς από την άσπρη αθλητική μου κάλτσα. Ένας διαβολεμένος οξύς πόνος, που στην αρχή ήταν σ' ένα σημείο μόνο κι έπειτα άρχισε να απλώνεται... ...και ύστερα σκοτάδι. Μέχρι που βρέθηκα στο φορείο, κλεισμένος μέσα σ' ένα σάκο για πτώματα και ακούγοντας τον Μάικ («Σε ποιο είπαν;») και τον Ράστι («Στο τέσσερα, νομίζω. Ναι, στο τέσσερα»). Ήταν κάποιου είδους φίδι, έτσι μου φαίνεται, αν και μπορεί να το πιστεύω απλώς γιατί σκεφτόμουν τα φίδια καθώς γύρευα το μπαλάκι μου. θα μπορούσε να είναι κάποιο έντομο, δεν θυμάμαι παρά μόνο τον πόνο, και εν τέλει έχει σημασία; Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι πως είμαι ζωντανός και δεν το ξέρουν. Όσο απίστευτο κι αν είναι, δεν το ξέρουν. Φυσικά, ήμουν άτυχος -ξέρω το δόκτορα Τζένινγκς, θυμάμαι που του μίλησα καθώς τους προσπερνούσα, αυτόν και τους συμπαίκτες του, στην ενδέκατη τρύπα. Συμπαθητικός τύπος αλλά εντελώς ξεκουτης. Και ο ξεκούτης αποφάνθηκε για το θάνατο μου. Ύστερα ο Ράστι, με τα ανόητα πράσινα μάτια του και το απείθαρχα παιδιάστικο χαμόγελο του, αποφάνθηκε για το θάνατο μου. Η γιατρίνα, η κυρία Σίσκο Κιντ, δεν μ' έχει καν κοιτάξει ακόμη. Όταν το κάνει, ίσως... «Τον μισώ αυτόν το βλάκα», λέει η γιατρίνα, αφού έχει κλείσει πια η πόρτα. Τώρα είμαστε οι τρεις μας, μόνο που η κυρία Σίσκο Κιντ πιστεύει πως είναι μονάχα οι δυο τους. «Γιατί μου τυχαίνουν πάντα οι ηλίθιοι, Πίτερ;» «Δεν ξέρω», λέει ο κύριος Μέλοοουζ, «όμως ο Ράστι είναι ειδική περίπτωση, ακόμη και στα χρονικά των πιο διάσημων ηλιθίων. Ένας νεκρός εγκέφαλος με πόδια». Η γιατρίνα γελά, ένας μεταλλικός κρότος ακούγεται και ύστερα ένας ήχος που με τρομοκρατεί: ατσάλινα εργαλεία που χτυπούν το ένα πάνω στ' άλλο.

Page 22: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Είναι πέρα στα αριστερά μου και, παρ' ότι δεν τους βλέπω, ξέρω τι ετοιμάζονται να κάνουν: τη νεκροψία. Ετοιμάζονται να με κόψουν, θέλουν να βγάλουν την καρδιά του Χάουαρντ Κότρελ και να δουν τι είδους εξάρτημα, πιστόνι ή βαλβίδα, ήταν αυτό που έπαψε να λειτουργεί. Το πόδι μου! ουρλιάζω μέσα στο κεφάλι μου. Κοιτάξτε στο αριστερό μου πόδι! Το πρόβλημα είναι έκει, όχι στην καρδιά μου! Τελικά, ίσως τα μάτια μου να έχουν προσαρμοστεί λιγάκι. Τώρα διακρίνω, στο πάνω μέρος του οπτικού πεδίου μου, ένα ανοξείδωτο ατσάλινο περίβλημα, θυμίζει γιγάντιο οδοντιατρικό εργαλείο, μόνο που το πράγμα στην άκρη του δεν είναι τρυπάνι. Είναι πριόνι. Από κάπου βαθιά, εκεί όπου αποθηκεύει ο εγκέφαλος τα κάθε λογής ασήμαντα πράγματα που τα χρειάζεσαι μονάχα όταν παίζεις Τζέπαρντι! στην τηλεόραση, ανασύρω ακόμη και το όνομα του. Είναι ένα πριόνι Gigli. το χρησιμοποιούν για να αφαιρέσουν το πάνω μέρος του κρανίου σου. Αφού σου έχουν βγάλει πρώτα σαν αποκριάτικη μάσκα το πρόσωπο, μαζί με τα μαλλιά. Και ύστερα σου αφαιρούν τον εγκέφαλο. Κλινκ. Κλινκ. Κλανκ. Μια σύντομη σιωπή κι έπειτα ένας μεταλλικός κρότος, τόσο δυνατός, που θα είχα αναπηδήσει, αν μπορούσα δηλαδή να αναπηδήσω. «Θες να κόψεις το περικάρδιο;» ρωτά η γιατρίνα. Πιτ, διστακτικά: «θες να το κάνω;» Δόκτωρ Σίσκο, με ευχάριστη φωνή, σαν να του έκανε χάρη αναθέτοντας του αυτή την ευθύνη: «Ναι, έτσι νομίζω». «Εντάξει», της λέει. «θα με βοηθήσεις;» «Ο έμπιστος συγκυβερνήτης σου», του λέει γελώντας. Τονίζει το γέλιο της μ' έναν κοφτό ήχο, τον ήχο ενός ψαλιδιού που κόβει τον αέρα. Τώρα ο πανικός γεμίζει το κεφάλι μου σαν σμήνος μαυροπούλια που φτεροκοπούν σπασμωδικά, κλεισμένα μέσα στη σοφίτα. Έχει περάσει πολύς καιρός από το Βιετνάμ, όμως είδα πέντ' έξι νεκροψίες εκεί -«μεταθανάτιο τσίρκο», έτσι τις έλεγαν οι γιατροί, γιατί γίνονταν μέσα σε σκηνή- και ξέρω τι σκοπεύουν να κάνουν η Σίσκο και ο Πάντσο. Το ψαλίδι έχει μακριές, κοφτερές λεπίδες, πολύ κοφτερές λεπίδες, και χοντρή λαβή. Για να το χρησιμοποιήσεις, πρέπει να έχεις αρκετή δύναμη. Η κάτω λεπίδα βυθίζεται στο στομάχι σαν σε βούτυρο. Ύστερα, σνιπ-σνιπ, μέσα από το κουβάρι των νεύρων στο ηλιακό πλέγμα και μέσα στο ινώδες πλέγμα από μυς και

Page 23: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τένοντες, από πάνω. Ύστερα στο στέρνο. 'Όταν συναντώνται τούτη τη φορά οι λεπίδες, ακούγεται ένα δυνατό κριτσάνισμα καθώς τα κόκαλα και τα πλευρά χωρίζουν σαν δυο βαρέλια δεμένα το ένα με το άλλο με σκοινί. Και ύστερα ανεβαίνει το ψαλίδι, που τόσο μοιάζει μ' αυτά που χρησιμοποιούν οι χασάπηδες για τα κοτόπουλα -κόψιμο-κριτσάνισμα, κόψιμο-κριτσάνισμα, καθώς χωρίζει κόκαλα και κόβει μυς, ελευθερώνοντας τα πνευμόνια, ανεβαίνοντας προς την τραχεία, μετατρέποντας τον Χάουαρντ τον Κατακτητή σε δείπνο της Ημέρας των Ευχαριστιών, σε μια γαλοπούλα που δεν θα γευτεί κανείς. Ένα ψιλό κλαψούρισμα -αυτό ηχεί σαν τρυπάνι οδοντογιατρού. Πιτ: «Μπορώ να...» Δόκτωρ Σίσκο, με τόνο κάπως μητρικό: «Όχι. Αυτό». Σνιπ-σνιπ. Του το δείχνει. Δεν μπορουν να το κάνουν αυτό, συλλογίζομαι. Δεν μπορουν να με πετσοκόψουν... ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ! «Γιατί;» τη ρωτά. «Γιατί έτσι θέλω», του λέει, με λιγότερο μητρικό τόνο τώρα. «'Όταν θα είσαι μόνος σου, Πιτ, αγόρι μου, θα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Όμως στο δωμάτιο νεκροψιών της Κέϊτι Άρλεν αρχίζεις με το περικαρδικό ψαλίδι». Δωμάτιο νεκροψιών. Ορίστε λοιπόν, θέλω να ανατριχιάσω από την κορυφή ως τα νύχια, αλλά φυσικά τίποτε δεν συμβαίνει· το δέρμα μου παραμένει λείο. «Μην ξεχνάς», λέει η δόκτωρ Άρλεν (τώρα σαν να δίνει διάλεξη), «οποιοσδήποτε ανόητος μπορεί να μάθει ν' αρμέγει με το μηχάνημα, αλλά με τα χέρια είναι πάντα καλύτερα». Υπάρχει ένα αόριστο υπονοούμενο στον τόνο της. «Εντάξει;» «Εντάξει», αποκρίνεται εκείνος. Θα το κάνουν. Πρέπει να κάνω κάποιου είδους θόρυβο ή μια κίνηση, ειδάλλως θα το κάνουν. Αν κυλήσει ή τιναχτεί αίμα με την πρώτη ψαλιδιά, θα καταλάβουν πως κάτι τρέχει, ίσως όμως τότε να είναι πια αργά· το πρώτο κόψιμο-κριτσάνισμα θα έχει γίνει· τα πλευρά μου θα είναι ριγμένα πια πάνω στα μπράτσα μου και η καρδιά μου θα πάλλεται ξέφρενα κάτω από τα φώτα της οροφής, μέσα στο σάκο που θα γυαλίζει από το αίμα... Συγκεντρώνω όλες μου τις δυνάμεις στο στήθος μου. Σπρώχνω, ή πασχίζω να σπρώξω... και κάτι συμβαίνει.

Page 24: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ένας ήχος! Βγάζω έναν ήχο! Βασικά είναι μέσα στο σφαλισμένο μου στόμα, όμως τον ακούω και τον νιώθω και μέσα στη μύτη μου -ένα σιγανό βουητό. Συγκεντρώνομαι, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις και το ξανακάνω, και τούτη τη φορά ο ήχος είναι λίγο πιο δυνατός, βγαίνει μέσα από τα ρουθούνια μου σαν καπνός τσιγάρου: Nφφφ... Μου φέρνει στο νου ένα παλιό επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς του Άλφρεντ Χίτσκοκ που είδα πριν από πάρα πολλά χρόνια, όπου ο Τζόζεφ Κότεν είχε μείνει παράλυτος σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα και κατόρθωσε με ένα μοναδικό δάκρυ να τους δείξει τελικά πως ζούσε ακόμη. Και, αν όχι τίποτ' άλλο, αυτό το ανεπαίσθητο βούισμα,σαν κουνουπιού, απέδειξε σ' εμένα πως είμαι ζωντανός, πως δεν είμαι μονάχα ένα πνεύμα μέσα στο πήλινο ομοίωμα του νεκρού κορμιού μου. Συγκεντρώνοντας όλη μου την προσοχή, νιώθω την ανάσα μου να περνά μέσα από τη μύτη μου και από το λαιμό μου, αντικαθιστώντας τον αέρα που μόλις εξέπνευσα, και ύστερα την ξαναβγάζω, μοχθώντας περισσότερο απ' όσο είχα μοχθήσει ποτέ όταν ήμουν έφηβος και δούλευα τα καλοκαίρια για μια εταιρεία οδοποιίας, μοχθώντας περισσότερο απ' όσο έχω μοχθήσει ποτέ στη ζωή μου, γιατί τώρα μοχθώ για τη ζωή μου και πρέπει να με ακούσουν, Χριστέ μου, πρέπει. Nφφφφ... «Να βάλω λίγη μουσική;» ρωτά η γιατρίνα. «Έχω Μάρτι Στιούαρτ, Τόνι Μπένετ...» Εκείνος απαντά μ' ένα επιφώνημα απελπισίας. Μετά βίας τον ακούω και ούτε βγάζω αμέσως νόημα από αυτό που του λέει εκείνη... που ίσως είναι «συγνώμη». «Εντάξει», του λέει γελώντας. «Έχω και Ρόλινγκ Στόουνς». «Εσύ;» «Εγώ. Δεν είμαι τόσο βαρετά καθώς πρέπει όσο δείχνω, Πίτερ». «Δεν εννοούσα...» Ακούγεται ταραγμένος. Ακούστε με! ουρλιάζω μέσα στο κεφάλι μου, καθώς τα παγωμένα μάτια μου κοιτάζουν το παγερά λευκό φως. Σταματήστε τη φλυαρία και ακούστε με!

Page 25: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Νιώθω κι άλλο αέρα να μπαίνει λίγος λίγος στο λαιμό μου και σκέφτομαι πως ό,τι μου συνέβη μπορεί να αρχίζει να περνά... όμως είναι μια φευγαλέα σκέψη. Μπορεί να αρχίζει όντως να περνά, σύντομα όμως δεν θα έχει πια καμιά σημασία έτσι κι αλλιώς. Βάζω όλες μου τις δυνάμεις για να μ' ακούσουν, κι αυτή τη φορά θα με ακούσουν, το ξέρω. «Στόουνς, λοιπόν», του λέει. «Εκτός κι αν θέλεις να πεταχτώ να φέρω ένα CD του Μάικλ Μπόλτον, για να γιορτάσουμε την πρώτη σου περικαρδική τομή». «Όχι, σε παρακαλώ», αναφωνεί εκείνος και ύστερα βάζουν και οι δύο τα γέλια. Ο ήχος αρχίζει να βγαίνει, κι αυτή τη φορά είναι πιο δυνατός. Όχι τόσο δυνατός όσο ήλπιζα, αλλά αρκετά. Ναι, αρκετά, θα με ακούσουν, πρέπει. Ύστερα, πάνω που αρχίζω να σπρώχνω τον ήχο, σαν να είναι ένα υγρό που στερεοποιείται γρήγορα για να βγει από τη μύτη μου, μια εκκωφαντική βραχνή κιθάρα γεμίζει το δωμάτιο και η φωνή του Μικ Τζάγκερ αναπηδά από τοίχο σε τοίχο: «Ωωωω, όχι, είναι μονάχα ροκ εν ρολ, αλλά μ' αρέσει...» «Χαμήλωσε το», ουρλιάζει κωμικά η δόκτωρ Σίσκο και, μέσα σ' αυτούς τους ήχους, ο δικός μου, ένα απεγνωσμένο αχνό βούισμα μέσα από τα ρουθούνια μου, δεν ακούγεται περισσότερο από έναν ψίθυρο μέσα σ' ένα χυτήριο. Τώρα το πρόσωπο της χαμηλώνει ξανά από πάνω μου και νιώθω πάλι να με πλημμυρίζει ο τρόμος καθώς τη βλέπω να έχει φορέσει διάφανα γυαλιά και μάσκα πάνω από το στόμα. Ρίχνει μια ματιά πίσω της. «Θα σου τον ετοιμάσω», λέει του Πιτ και σκύβει προς το μέρος μου, μ' ένα νυστέρι να γυαλίζει στο γαντοφορεμένο της χέρι, σκύβει προς το μέρος μου μέσα στον ορυμαγδό των Ρόλινγκ Στόουνς. Βουίζω απεγνωσμένα, αλλά μάταια. Δεν ακούω ούτε ο ίδιος τον εαυτό μου. Το νυστέρι αιωρείται ασάλευτο και ύστερα κόβει. Ουρλιάζω μέσα στο κεφάλι μου, όμως δεν νιώθω πόνο, μονάχα το μπλουζάκι μου να πέφτει κομμένο στα δύο, στα πλευρά μου. Να χωρίζεται όπως θα χωριστεί ο θώρακας μου όταν ο Πιτ θα κάνει άθελα του την πρώτη του περικαρδική τομή σ' ένα ζωντανό ασθενή. Η γιατρίνα με ανασηκώνει. Το κεφάλι μου πέφτει άψυχο πίσω και για μια στιγμή βλέπω τον Πιτ ανάποδα, να φορά τα δικά του γυαλιά δίπλα σ' έναν

Page 26: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ατσαλένιο πάγκο, με μια τρομακτική σειρά εργαλείων μπροστά του. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το μεγάλο ψαλίδι. Το βλέπω φευγαλέα: ανελέητες λεπίδες που λαμποκοπούν σαν σατέν. Ύστερα η γιατρίνα με αφήνει ξανά, τώρα δίχως το μπλουζάκι μου. Είμαι γυμνός ως τη μέση. Κάνει κρύο στο δωμάτιο. Κοίτα το στήθος μου! της ουρλιάζω. Δεν μπορεί να μην το βλέπεις να ανεβοκατεβαίνει, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι η ανάσα μου! Γιατρός είσαι, διάβολε! Εκείνη, όμως, κοιτάζει στην πέρα μεριά του δωματίου, υψώνοντας τη φωνή της για ν' ακουστεί πάνω από τη μουσική. (Μ' άρεσε;, μ' αρέσει, ναι, μ' αρέσει, τραγουδούν οι Στόουνς και μου φαίνεται πως θ' ακούω αυτό το ηλίθιο ένρινο ρεφρέν αιώνια στους θαλάμους της κόλασης.) «Τι λες; Μποξεράκι ή σλιπ;» Με τρόμο και οργή καταλαβαίνω για τι μιλούν. «Σλιπ!» της αποκρίνεται φωναχτά. «Εννοείται! Δες τον!» Ηλίθιε! θέλω να ουρλιάξω, θα νομίζεις πως όλοι, πάνω από τα σαράντα, φορουν σλιπ! θα νομίζεις πως όταν γίνεις κι εσύ σαράντα θα... «Έχασες, Πιτ, αγόρι μου», του λέει. «Μποξεράκι. Ένα δολάριο». «Όταν πληρωθώ», της λέει ζυγώνοντας. Το πρόσωπο του προβάλλει δίπλα στο δικό της· με κοιτάζουν πίσω από τις διαφανείς μάσκες τους, σαν εξωγήινο ζεύγος που παρατηρεί κάποιον απαχθέντα γήινο. Πασχίζω να τους κάνω να προσέξουν τα μάτια μου, να με δουν να τους κοιτάζω, όμως οι δυο ηλίθιοι έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο εσώρουχο μου. «Ωωωω, και κόκκινο», λέει ο Πιτ. «Σαν σαγκουίνι!» «Μάλλον ξεπλυμένο ροζ, θα 'λεγα», του απαντά. «Κράτησε τον μου, Πίτερ, ζυγίζει έναν τόνο. Δεν είναι ν' απορεί κανένας που έπαθε καρδιακή προσβολή. Ας σου γίνει μάθημα». Είμαι σε φόρμα! της ουρλιάζω. -Σε καλυτερη φορμα από σένα, σκύλα! Ξάφνου, στιβαρά χέρια τραβούν τους γοφούς μου προς τα πάνω. Η πλάτη μου κροταλίζει και ο ήχος κάνει την καρδιά μου να βροντοχτυπήσει. «Συγνώμη, φιλαράκο», λέει ο Πιτ, και ξαφνικά κρυώνω ακόμη περισσότερο, γιατί δεν φορώ ούτε το κόκκινο εσώρουχο μου πια. «Με το ένα», λέει η γιατρίνα, σηκώνοντας το ένα μου πόδι, «με το δυο», σηκώνοντας και το άλλο, «και αντίο μοκασίνια, και αντίο κάλτσες...»

Page 27: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ξάφνου σταματά και με πλημμυρίζει ξανά η ελπίδα. «Ε, Πιτ». «Ναι;» «Κανονικά, φορούν οι άντρες μοκασίνια και βερμούδα όταν παίζουν γκολφ;» Πίσω της (αυτή, βέβαια, είναι μονάχα η πηγή- ο ήχος είναι ολόγυρα μας) οι Ρόλινγκ Στόουνς τώρα τραγουδούν το «Emotional Rescue», θα 'μαι ο ιππότης σου, με πανοπλία αστραφτερή, λέει ο Μικ Τζάγκερ, και αναρωτιέμαι πώς θα χοροπηδούσε με τρία μασούρια δυναμίτη σφηνωμένα μέσα στον κοκαλιάρη πισινό του. «Αν θες τη γνώμη μου, αυτός ο τύπος πήγαινε γυρεύοντας», συνεχίζει η γιατρίνα. «Νόμιζα πως είχαν αυτά τα ειδικά παπούτσια, κάτι κακάσχημα που είναι μονάχα για το γκολφ, με μικρά μικρά εξογκώματα στις σόλες...» «Ναι, αλλά δεν τα φορούν υποχρεωτικά όλοι», λέει ο Πιτ. Κρατά τα γαντοφορεμένα χέρια του πάνω από το στραμμένο προς τα πάνω πρόσωπο μου, πλέκει τα δάχτυλα του και τα λυγίζει προς τα πίσω. Οι αρθρώσεις τους κροταλίζουν και πούδρα πέφτει σαν ψιλό χιόνι. «Όχι ακόμη τουλάχιστον. Δεν είναι σαν τα παπούτσια του μπόουλινγκ. Έτσι και σε πιάσουν να παίζεις μπόουλινγκ δίχως αυτά τα παπούτσια, μπορούν να σε πάνε φυλακή». «Αλήθεια;» «Ναι». «Θες να αναλάβεις εσύ τη θερμοκρασία και τη γενική εξέταση;» Όχι! ουρλιάζω. Όχι, είναι πιτσιρικάς ακόμη, τι ΚΑΝΕΙΣ; Την κοιτάζει σαν να έχει περάσει η ίδια σκέψη κι από το δικό του μυαλό. «Αυτό δεν είναι... ε... ακριβώς νόμιμο, έτσι δεν είναι, Κέϊτι; θέλω να πω...» Του μιλά κοιτάζοντας τριγύρω, κάνοντας δήθεν πως ψάχνει στο δωμάτιο, και αρχίζω να υποψιάζομαι κάτι που μπορεί να αποδειχτεί πως είναι πραγματικά άσχημο για μένα: νομίζω πως η Σίσκο -άλλως δόκτωρ Κέϊτι Άρλεν-, ανεξάρτητα από το αν είναι αυστηρή, είναι τσιμπημένη με τον πιτσιρικά τον Πιτ με τα βαθυγάλαζα μάτια. Χριστέ μου, με κουβάλησαν ακινητοποιημένο από το γήπεδο του γκολφ σ' ένα επεισόδιο του Γενικού Νοσοκομείου, με τίτλο, αυτή την εβδομάδα: «Η Αγάπη Ανθίζει στο Δωμάτιο Νεκροψιών Τέσσερα». «Πω, πω», κάνει εκείνη με θεατρικά ψιθυριστή βραχνή φωνή. «Δε βλέπω παρά μόνο εμάς τους δύο».

Page 28: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Το κασετό...» «Δε γράφει ακόμη», του λέει. «Κι όταν αρχίσει να γράφει, δεν πρόκειται να πάρω ούτε στιγμή τα μάτια μου από πάνω σου... αυτή θα είναι τουλάχιστον η εντύπωση των άλλων. Και, ουσιαστικά, δε θα τα πάρω. θέλω απλώς να τακτοποιήσω αυτές τις διαφάνειες και τα διαγράμματα. Κι αν νιώθεις άβολα...» Ναι! του ουρλιάζω, με το πρόσωπο μου παγωμένο, ασάλευτο. Νιώσε άβολα! ΠΟΛΥ άβολα! ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ άβολα! Όμως είναι το πολύ είκοσι τεσσάρων χρόνων, και τι θα πει σ' αυτή την όμορφη, αυστηρή γυναίκα που στέκει μέσα στο χώρο του, που έχει εισβάλει μέσα του με έναν τρόπο που δεν μπορεί να σημαίνει παρά μόνο ένα πράγμα; 'Όχι, μαμά, φοβάμαι; Συν τοις άλλοις, θέλει να το κάνει. Βλέπω την ανυπομονησία στα μάτια του πίσω από τα διαφανή γυαλιά του, τη βλέπω να χοροπηδάει μέσα τους σαν ένα τσούρμο ανώριμοι αιώνιοι πιτσιρικάδες που ακούν τους Στόουνς. «Ε, αν με καλύψεις...» «Φυσικά», του λέει. «Κάπου κάπου, πρέπει να κάνουμε βουτιές στα βαθιά, Πίτερ. Και, αν το θες αληθινά, μπορώ να γυρίσω στην αρχή την κασέτα». Φαίνεται ξαφνιασμένος. «Μπορείς να το κάνεις;» Του χαμογελά. «Μάιν χερ, έχουμε πολλά μυστικά στο Δωμάτιο Νεκροψιών Τέσσερα». «Πάω στοίχημα», της λέει χαμογελώντας της κι αυτός και ύστερα χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Όταν το χέρι του εμφανίζεται ξανά, κρατά ένα μικρόφωνο που κρέμεται μ' ένα μαύρο καλώδιο από την οροφή. Το μικρόφωνο είναι σαν ατσαλένιο δάκρυ. Στη θέα του, ο τρόμος γίνεται αληθινός έτσι όπως δεν ήταν ποτέ προηγουμένως. Δεν μπορεί να με πετσοκόψουν, έτσι δεν είναι; Ο Πιτ δεν είναι κανένας βετεράνος, όμως έχει εκπαιδευτεί· σίγουρα θα δει τα σημάδια από ό,τι ήταν αυτό που με δάγκωσε καθώς έψαχνα το μπαλάκι μου μέσα στους θάμνους και κάτι θα υποψιαστούν, τουλάχιστον. Πρέπει να υποψιαστούν. Βλέπω όμως συνεχώς το ψαλίδι με την απάνθρωπη σατινέ λάμψη του -ψαλίδι για υπερμεγέθη πουλερικά- και αναρωτιέμαι αν θα είμαι ακόμη ζωντανός όταν θα βγάλει την καρδιά μου από το στήθος μου και θα τη σηκώσει ψηλά, με το αίμα να στάζει, μπροστά στο παγωμένο βλέμμα μου, πριν την αφήσει να πέσει χαλαρή στη ζυγαριά, θα μπορούσα, έτσι μου φαίνεται· πραγματικά θα μπορούσα.

Page 29: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν λένε πως ο εγκέφαλος μπορεί να παραμείνει ζωντανός μέχρι τρία λεπτά αφότου σταματήσει η καρδιά; «Έτοιμος, γιατρέ», λέει ο Πιτ και ο τόνος της φωνής του είναι σχεδόν τυπικός τώρα. Κάπου, μια κασέτα γυρίζει. Η διαδικασία της νεκροψίας έχει αρχίσει. «Έλα να αναποδογυρίσουμε αυτή την τηγανίτα», του λέει χαρωπά και με γυρίζουν επιδέξια. Το δεξί μου χέρι τινάζεται και ύστερα ξαναπέφτει με δύναμη στο πλάι του τραπεζιού, και η υπερυψωμένη μεταλλική άκρη χώνεται στο δικέφαλο μου. Με πονά πολύ, ο πόνος είναι σχεδόν αφόρητος, όμως δεν με νοιάζει. Προσεύχομαι να σκίσει η άκρη το δέρμα μου, προσεύχομαι να ματώσω, κάτι που τα αληθινά πτώματα δεν κάνουν ποτέ. «Οπ», κάνει η δόκτωρ Άρλεν. Σηκώνει το χέρι μου και το αφήνει να ξαναπέσει στο πλευρό μου. Αυτό που νιώθω περισσότερο τώρα είναι η μύτη μου. Ζουλιέται πάνω στο τραπέζι, ενώ τα πνευμόνια μου μου στέλνουν για πρώτη φορά ένα εναγώνιο σήμα -μια αίσθηση φραξίματος, στέρησης. Το στόμα μου είναι σφαλισμένο, η μύτη μου ζουληγμένη, μισόκλειστη (δεν ξέρω πόσο ακριβώς· στην πραγματικότητα δεν νιώθω καν να αναπνέω). Κι αν πεθάνω έτσι, από ασφυξία; «Παίρνω τη θερμοκρασία», λέει ο Πίτερ. «Έβαλα το χρονόμετρο για να υπολογίσω ακριβώς την ώρα». «Καλή ιδέα», του λέει και τραβιέται μακρύτερα. Του αφήνει χώρο. Τον αφήνει με το πρώτο ολοδικό του πτώμα. Με εμένα. Η μουσική χαμηλώνει λίγο. «Λευκός, σαράντα τεσσάρων χρόνων», λέει ο Πιτ, τώρα μιλώντας στο μικρόφωνο, μιλώντας στις μέλλουσες γενεές. «Όνομα: Χάουαρντ Ράντολφ Κότρελ· διεύθυνση: Λόρελ Κρεστ Λέϊν 1566, Ντέρι». Δόκτωρ Άρλεν, από κάπου πιο μακριά: «Στο Μερί Μιντ». Σύντομη σιωπή και ύστερα ο Πιτ ξανά, λιγάκι ταραγμένος τώρα: «Η δόκτωρ Άρλεν με πληροφορεί πως ο Χάουαρντ Κότρελ ζει για την ακρίβεια στο Μερί Μιντ, που χωρίστηκε από το Ντέρι το...» «Φτάνει το μάθημα ιστορίας, Πιτ». Θεέ μου, τι μου έβαλαν στον πισινό; θερμόμετρο για ανθρώπους ή για γελάδια; Λίγο μακρύτερο να ήταν και θα μου έφτανε η άκρη του ως το στόμα. Και έκαναν και οικονομία στη βαζελίνη. Αλλά γιατί όχι; Στο κάτω κάτω, νεκρός δεν είμαι;

Page 30: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Νεκρός. «Συγνώμη, γιατρέ», λέει ο Πιτ. Πασχίζει να βρει τι πρέπει να πει στη συνέχεια, και τελικά τα καταφέρνει. «Αυτές οι πληροφορίες είναι από το έντυπο του ασθενοφόρου. Προέρχονται από ένα δίπλωμα οδήγησης της Πολιτείας του Μέϊν. Ο γιατρός που αποφάνθηκε για το θάνατο του ήταν ο... χμ... Φρανκ Τζένινγκς. Ο θάνατος εξακριβώθηκε επιτόπου». Τώρα είναι η μύτη μου που ελπίζω να αιμορραγήσει. Σε παρακαλώ, της λέω, μάτωσε. Όχι απλώς μάτωσε. Βγάλε ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙΑ αίμα. Αυτή όμως δεν ματώνει. «Ο θάνατος μπορεί να οφείλεται σε καρδιακή προσβολή», λέει ο Πίτερ. Ένα ελαφρύ χέρι γλιστρά στη γυμνή μου πλάτη ως τη σχισμή του πισινού μου. Προσεύχομαι να βγάλει το θερμόμετρο, όμως δεν το κάνει. «Η σπονδυλική στήλη φαίνεται ανέπαφη, δεν υπάρχουν καθόλου εφελκυστικά φαινόμενα». Εφελκυστικά φαινόμενα; Τι στην ευχή είναι τα εφελκυστικά φαινόμενα στη σπονδυλική στήλη; Σηκώνει το κεφάλι μου, με τα ακροδάχτυλά του στα ζυγωματικά μου, κι εγώ βουίζω απεγνωσμένα -Nφφφφ- ξέροντας πως αποκλείεται να με ακούσει, με τον Κιθ Ρίτσαρντς να παίζει εκκωφαντικά κιθάρα, αλλά ελπίζοντας να νιώσει τον παλμό του ήχου στα ρουθούνια μου. Δεν τον νιώθει. Αυτό που κάνει είναι να γυρίσει το κεφάλι μου πέρα δώθε. «Κανένας φανερός τραυματισμός στο λαιμό, καμία ακαμψία», λέει, και εύχομαι να μου αφήσει το κεφάλι, να αφήσει το πρόσωπο μου να σκάσει πάνω στο τραπέζι -αυτό θα κάνει τη μύτη μου να ματώσει, εκτός κι αν είμαι αληθινά νεκρός-, όμως το κατεβάζει απαλά, προσεκτικά, πιέζοντας μου τη μύτη ξανά και κάνοντας πιθανό, για άλλη μια φορά, το να πεθάνω από ασφυξία. «Δε φαίνονται καθόλου πληγές στην πλάτη και στα οπίσθια», λέει, «αν και υπάρχει μια παλιά ουλή ψηλά στον δεξιό μηρό, που μοιάζει με κάποιου είδους τραύμα, ίσως από οβίδα. Άσχημο». Ήταν άσχημο και ήταν από οβίδα. Το τέλος του πολέμου για μένα. Ένας όλμος έπεσε σ' ένα χώρο ανεφοδιασμού, δύο άντρες σκοτώθηκαν, ένας άντρας -εγώ- στάθηκε τυχερός. Είναι πολύ πιο άσχημο μπροστά και σε πιο ευαίσθητο σημείο, όμως τα πάντα λειτουργούν μια χαρά... ή λειτουργούσαν,

Page 31: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μέχρι σήμερα. Ούτε ένα εκατοστό πιο αριστερά και θα 'πρεπε να μου προσαρμόσουν ένα δοχείο με διοξείδιο του άνθρακα και μια χειροκίνητη αντλία για να τα βγάζω πέρα στις τρυφερές, ιδιωτικές μου στιγμές. Τελικά βγάζει το θερμόμετρο -αχ, θεέ μου, τι ανακούφιση- και βλέπω στον τοίχο τον ίσκιο του να το κρατά ψηλά. «34,5», λέει. «Ω, καθόλου χαμηλή. Ούτε ζωντανός να ήταν, Κέϊτι... δόκτορ Άρλεν». «Μην ξεχνάς πού τον βρήκαν», λέει η γιατρίνα από την άλλη μεριά του δωματίου. Στη σιωπή ανάμεσα σε δύο τραγούδια, για μια στιγμή ακούω ολοκάθαρα τη φωνή της, που είναι σαν να δίνει διάλεξη. «Σε γήπεδο του γκολφ; Καλοκαίρι, μέσα στο καταμεσήμερο; Και 37 βαθμούς να είχε, δε θα ξαφνιαζόμουν». «Σωστά, σωστά», λέει σαν να τον έχουν μαλώσει. Και ύστερα: «θα ακούγονται γελοία όλα αυτά στην κασέτα;» Μετάφραση: θα ακούγομαι γελοίος στην κασέτα; «Θα ακούγονται σαν μάθημα», του λέει, «πράγμα που είναι άλλωστε». «Εντάξει, κανένα πρόβλημα. Ωραία». Τα γαντοφορεμένα δάχτυλα του ανοίγουν τα οπίσθια μου, ύστερα τ' αφήνουν και γλιστρούν στους μηρούς μου, cm» πίσω. θα τιναζόμουν τώρα, αν μπορούσα δηλαδή να τιναχτώ. Στο αριστερό πόδι, του λέω τηλεπαθητικά. Στο αριστερο πόδι, Πιτ, αγόρι μου, στη γάμπα, δεν το βλέπεις; Πρέπει να το βλέπει, πρέπει, γιατί το νιώθω, πονά σαν τσίμπημα μέλισσας, ή σαν ένεση από μια αδέξια νοσοκόμα που την έκανε στο μυ και όχι στη φλέβα. «Το θύμα είναι ένα άριστο παράδειγμα του πόσο κακή ιδέα είναι να παίζει κανείς γκολφ φορώντας κοντό παντελόνι», λέει και πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να είχε γεννηθεί ο Πιτ τυφλός. Διάβολε, μπορεί να γεννήθηκε τυφλός· σίγουρα πάντως η παρατηρητικότητα του αυτό δείχνει. «Βλέπω κάθε λογής γρατσουνιές, τσιμπήματα από έντομα και κάμπιες...» «Ο Μάικ είπε πως τον βρήκαν στους θάμνους», φωνάζει η Άρλεν. Κάνει φοβερή φασαρία, σαν να πλένει πιάτα σε κουζίνα καφετέριας και όχι να τακτοποιεί απλώς διαγράμματα και διαφάνειες. «Είναι πολύ πιθανό να έπαθε καρδιακή προσβολή ενώ αναζητούσε το μπαλάκι του». «Ναι...»

Page 32: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Συνέχισε, Πίτερ, τα πηγαίνεις μια χαρά». Κάτι που βρίσκω εξαιρετικά αμφισβητήσιμο. «Εντάξει». Κι άλλα σκουντήματα και ζουλήγματα. Απαλά. Υπερβολικά απαλά, ίσως. «Υπάρχουν τσιμπήματα από κουνούπια στην αριστερή γάμπα που φαίνονται μολυσμένα», λέει και, αν και το άγγιγμα του παραμένει απαλό, αυτή τη φορά ο πόνος είναι τόσο αφόρητος, που θα ούρλιαζα αν μπορούσα να βγάλω οποιονδήποτε ήχο πέρα από αυτό το σιγανό βουητό. Ξάφνου μου έρχεται στο νου η σκέψη πως η ζωή μου μπορεί να κρέμεται όχι από μια κλωστή, αλλά από τη διάρκεια της κασέτας των Ρόλινγκ Στόουνς που ακούν... αν υποθέσουμε πάντα πως είναι κασέτα και όχι CD που παίζει συνεχώς. Αν τελειώσει προτού με κόψουν... αν κατορθώσω να μουρμουρίσω αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσουν προτού τη γυρίσουν από την άλλη πλευρά... «Μετά τη γενική νεκροψία, μπορεί να ρίξω μια ματιά στα τσιμπήματα από τα έντομα», του λέει, «αν και δε θα χρειαστεί, αν έχουμε δίκιο πως έπαθε καρδιακή προσβολή. Ή μήπως θες να ρίξω τώρα μια ματιά; Σε ανησυχούν;» «Όχι, είναι ολοφάνερα τσιμπήματα από κουνούπια», λέει ο Γκίμπελ ο Ηλίθιος[1]. «Πέρα, στη δυτική μεριά, είναι θεριεμένα. Έχει πέντε... εφτά... οχτώ... πω, πω, πάνω από δέκα μονάχα στο αριστερό του πόδι». «Ξέχασε το εντομοαπωθητικό του». «Ποιο εντομοαπωθητικό· δηλητήριο χρειαζόταν, δακτυλιδίνη», της λέει και βάζουν και οι δυο τα γέλια μ' αυτό το αστείο, το τόσο ταιριαστό με μια νεκροψία. Αυτή τη φορά με γυρίζει μόνος του, ίσως νιώθοντας χαρούμενος που του δίνεται η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τους καλογυμνασμένους μυς του, κρύβοντας τα δήγματα από το φίδι και τα τσιμπήματα από τα κουνούπια τριγύρω τους, καλύπτοντας τα. Βρίσκομαι να κοιτάζω πάλι τα φώτα της οροφής. Ο Πιτ τραβιέται έξω από το οπτικό μου πεδίο. Το τραπέζι αρχίζει να γέρνει, και ξέρω γιατί. Όταν με ανοίξουν, τα υγρά θα κυλήσουν προς τα κάτω, σε σημεία συλλογής στη βάση του. Μπόλικα δείγματα για το πολιτειακό εργαστήριο στην Ογκάστα, αν προκύψουν απορίες από τη νεκροψία.

1 Gimpel the Fool: Ήρωας του ομότιτλου διηγήματος του πολωνοεβραΐκής καταγωγής Αμερικάνου νομπελίστα Isaac Bashevis Singer (1904-1991). (Σ.τ.Μ.)

Page 33: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Συγκεντρώνω όλη τη θέληση και τη δύναμη μου για να σφαλίσω τα μάτια μου, ενώ ο Πιτ κοιτάζει το πρόσωπο μου, και δεν κατορθώνω ούτε μια τόση δα σύσπαση. Το μόνο που ήθελα ήταν να βάλω σε δεκαοχτώ τρύπες την μπαλίτσα μου ένα σαββατιάτικο απόγευμα και κατάντησα μια Χιονάτη με τριχωτό στήθος. Κι ούτε μπορώ να πάψω να αναρωτιέμαι πώς θα νιώσω όταν βυθιστεί στο στομάχι μου αυτό το μαχαίρι για κοτόπουλα. Ο Πιτ κρατά ένα χαρτί. Το κοιτάζει, το αφήνει παράμερα και μιλά στο μικρόφωνο. Η φωνή του είναι πολύ λιγότερο σφιγμένη τώρα. Μόλις έκανε την πιο φρικτή, λανθασμένη διάγνωση στη ζωή του, όμως δεν το ξέρει κι έτσι αρχίζει να ζωηρεύει. «Αρχίζω τη νεκροψία στις 5:49 μ.μ.», λέει, «το Σάββατο, 20 Αυγούστου 1994». Σηκώνει τα χείλη μου, περιεργάζεται τα δόντια μου όπως κάποιος που σκέφτεται να αγοράσει ένα άλογο και ύστερα τραβά το σαγόνι μου προς τα κάτω. «Καλό χρώμα», λέει, «και καθόλου πετέχειες στα μάγουλα». Το τραγούδι τελειώνει και ακούω έναν κοφτό ήχο καθώς ο Πιτ πατά το πετάλι που σταματά την κασέτα της νεκροψίας. «Χριστέ μου, αυτός ο τύπος θα μπορούσε αληθινά να ζει ακόμη!» Μουρμουρίζω ξέφρενα και την ίδια στιγμή η δόκτωρ Άρλεν ρίχνει κάτι που ηχεί σαν ουροδοχείο. «Πολύ θα το ήθελε», λέει γελώντας. Ο Πιτ γελά επίσης, κι αυτή τη φορά τους εύχομαι να πάθουν καρκίνο, μη εγχειρήσιμο και μακροχρόνιο. Τα δάχτυλα του κατεβαίνουν γρήγορα στο κορμί μου, ψηλαφίζουν το στήθος μου («Κανένα εξωτερικό σημάδι καρδιακής προσβολής, μώλωπες ή πρήξιμο», λέει, που είναι αληθινή έκπληξη, διάβολε) και ύστερα την κοιλιά μου. Ρεύομαι. Με κοιτάζει, τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, το στόμα του κρεμά λιγάκι, κι εγώ πασχίζω ξανά να μουρμουρίσω, ξέροντας πως δεν θα με ακούσει μέσα στο θόρυβο του «Start Me Up», αλλά σκεπτόμενος πως ίσως, μαζί με το ρέψιμο, να παρατηρήσει τελικά αυτό που υπάρχει ακριβώς μπροστά στα μάτια του... «Ζήτα συγνώμη, Χάουι», λέει η σκύλα η δόκτωρ Άρλεν από πίσω μου και χαχανίζει. «Πρόσεχε, Πιτ -αυτά τα μεταθανάτια ρεψίματα είναι τα χειρότερα».

Page 34: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Εκείνος κουνά θεατρινίστικα το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του και ύστερα καταπιάνεται ξανά με τη δουλειά του. Δεν αγγίζει το υπογάστριο μου, αν και παρατηρεί πως η ουλή στην πίσω μεριά του δεξιού μου ποδιού συνεχίζεται από μπροστά. Σου ξέφυγε η μεγάλη, όμως, συλλογίζομαι, ίσως γιατί είναι λιγάκι πιο ψηλά από κει που κοιτάζεις. Δεν είναι τίποτα σημαντικό, φιλαράκι μου από το Μπέϊγουοτς, όμως σου ξέφυγε και το ότι ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΗ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, και αυτό ΕΙΝΑΙ σημαντικό! Συνεχίζει να μιλά μονότονα στο μικρόφωνο· ακούγεται όλο και πιο άνετος (για την ακρίβεια, ακούγεται λίγο σαν τον Τζακ Κλάγκμαν στη σειρά Ιατροδικαστής Κουίνσι), και ξέρω πως η συνεργάτιδα του από πίσω μου, η Πολυάννα των γιατρών, δεν σκέφτεται ότι θα χρειαστεί να γυρίσει πίσω την κασέτα σ' αυτό το σημείο της νεκροψίας. Πέρα από το ότι του διαφεύγει πως η πρώτη περικαρδική του τομή θα γίνει σ' έναν άνθρωπο που είναι ακόμη ζωντανός, ο πιτσιρικάς τα πηγαίνει περίφημα. Τελικά λέει: «Νομίζω πως είμαι έτοιμος να συνεχίσω, γιατρέ». Όμως ακούγεται διστακτικός. Εκείνη ζυγώνει, μου ρίχνει μια φευγαλέα ματιά και ύστερα σφίγγει τον ώμο του Πιτ. «Εντάξει», λέει. «Φύγαμε!» Τώρα πασχίζω να βγάλω τη γλώσσα μου. Μια απλή κίνηση παιδιάστικης αναίδειας, όμως θα ήταν αρκετή... και θαρρώ πως νιώθω μια αμυδρή φαγούρα βαθιά μέσα από τα χείλη μου -η αίσθηση που έχεις όταν αρχίζει να υποχωρεί η επίδραση της νοβοκαΐνης. Και νιώθω μια σύσπαση; Όχι, ευσεβής πόθος είναι μονάχα... Ναι! Ναι! Αλλά είναι μόνο μία σύσπαση και όταν ξαναπροσπαθώ δεν γίνεται τίποτε. Καθώς ο Πιτ πιάνει το ψαλίδι, οι Ρόλινγκ Στόουνς ξεκινούν το «Hang Fire». Βάλτε έναν καθρέφτη μπροστά στη μύτη μου! τους ουρλιάζω. δείτε τον να θολώνει! δεν μπορείτε να κάνετε αυτό τουλάχιστον; Σνιπ-σνιπ, ανοιγοκλείνει το ψαλίδι. Ο Πιτ το γυρίζει έτσι που το φως γλιστρά πάνω στη λεπίδα, και για πρώτη φορά είμαι βέβαιος, αληθινά βέβαιος, πως αυτή η κωμωδία θα συνεχιστεί ως το τέλος. Ο σκηνοθέτης δεν πρόκειται να παγώσει την εικόνα. Ο διαιτητής δεν πρόκειται να σταματήσει τον αγώνα στον δέκατο γύρο. Δεν θα διακόψουμε για ένα μήνυμα από τους χορηγούς της εκπομπής. Το αγόρι μας ο Πιτ θα βυθίσει το ψαλίδι στο

Page 35: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στομάχι μου, ενώ εγώ θα κείτομαι ανίσχυρος, και ύστερα θα με ανοίξει σαν πακέτο σταλμένο με το ταχυδρομείο. Κοιτάζει διστακτικά τη δόκτορα Άρλεν. Όχι! Ουρλιάζω. Η φωνή μου αντηχεί στο σκοτεινό εσωτερικό του κρανίου μου, δίχως όμως να βγαίνει ούτε ένας ήχος από το στόμα μου. Όχι, σε παρακαλώ, όχι! Εκείνη νεύει. «Προχώρα. Μια χαρά θα τα πας». «Ε... θες να κλείσω τη μουσική;» Ναι! Ναι, σταμάτα τη! «Σε ενοχλεί;» Ναι! Τον ενοχλεί! Τον έχει ζαλίσει τόσο, που νομίζει πως ο ασθενής του δεν ζει! «Ε...» «Εντάξει», του λέει και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Αμέσως μετά ο Μικ και ο Κιθ σωπαίνουν τελικά. Πασχίζω να βγάλω το βουητό και διαπιστώνω κάτι φρικτό: από τον τρόμο μου, τώρα, δεν μπορώ να κάνω ούτε αυτό. Οι φωνητικές χορδές μου έχουν κοκαλώσει από το φόβο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω, καθώς η γιατρίνα προβάλλει ξανά πλάι του και με κοιτάζουν και οι δύο, σαν συνοδοί νεκρού σ' έναν ανοιχτό τάφο. «Ευχαριστώ», της λέει. Ύστερα παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνει το ψαλίδι. «Αρχίζω την περικαρδική τομή». Το κατεβάζει αργά. Το βλέπω... το βλέπω... και ύστερα χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Ύστερα από μια ατελείωτη στιγμή, νιώθω παγερό ατσάλι να αγγίζει την κοιλιά μου. Κοιτάζει διστακτικά τη γιατρίνα. «Είσαι σίγουρη πως δε θέλεις » «Θες ή δε θες να μάθεις πώς γίνεται, Πίτερ;» τον ρωτά κάπως τραχιά. «Το ξέρεις πως θέλω, όμως...» «Τότε, κόβε». Νεύει, σφίγγοντας τα χείλη του. θα έκλεινα τα μάτια μου αν μπορούσα, αλλά φυσικά δεν μπορώ να κάνω ούτε αυτό· μπορώ μονάχα να ατσαλώσω το κουράγιο μου και να ετοιμαστώ για τον πόνο που τώρα δεν είναι παρά

Page 36: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ένα δυο δευτερόλεπτα μακριά -να ατσαλώσω το κουράγιο μου περιμένοντας το ατσάλι. «Κόβω», λέει σκύβοντας μπροστά. «Στάσου λίγο!» του φωνάζει. Η πίεση κάτω από το ηλιακό μου πλέγμα χαλαρώνει λιγάκι. Στρέφει τα μάτια του και την κοιτάζει ξαφνιασμένος, αναστατωμένος, ίσως ανακουφισμένος που αναβλήθηκε η κρίσιμη στιγμή Τη νιώθω να γλιστρά το γαντοφορεμένο χέρι της γύρω από το πέος μου, σαν να θέλει να το παίξει με τούτο τον αλλόκοτο τρόπο -Ασφαλές Σεξ με τους Νεκρούς-, και ύστερα λέει: «Σου ξέφυγε αυτή, Πιτ». Ο Πιτ σκύβει, κοιτάζοντας αυτό που ανακάλυψε η γιατρίνα -την ουλή στο βουβώνα μου, στο πάνω μέρος του δεξιού μου μηρού, ένα στιλπνό βαθούλωμα στη σάρκα, δίχως πόρους. Το χέρι της κρατά ακόμη το πέος μου, απλώς για να μην εμποδίζει, αυτό όλο κι όλο. Γι' αυτή είναι το ίδιο σαν να κρατά ψηλά ένα μαξιλάρι του καναπέ για να δείξει σε κάποιον το θησαυρό που έχει βρει από κάτω -κέρματα, ένα χαμένο πορτοφόλι, ίσως το νυχοκόπτη που γύρευε μάταια παντού-, όμως κάτι συμβαίνει. Ναι, που να πάρει, κάτι συμβαίνει. «Και δες», του λέει. Γαργαλώντας με, το δάχτυλο της χαϊδεύει μια αχνή γραμμή στο πλάι του δεξιού μου όρχεως. «Δες αυτές τις λεπτές ουλές. Οι όρχεις του πρέπει να έγιναν σαν γκρέϊπφρουτ από το πρήξιμο». «Ήταν τυχερός που δεν έχασε τον έναν, ή και τους δύο». «Πάω στοίχημα το δικό σου, ξέρεις ποιο, πως έτσι είναι», λέει και γελά πάλι σαν να υπονοεί κάτι με το γέλιο της. Το γαντοφορεμένο χέρι της χαλαρώνει, κινείται, ύστερα σπρώχνει δυνατά προς τα κάτω, για να φανεί ολοκάθαρα αυτό που θέλει να δείξει. Κατά λάθος κάνει κάτι που μπορεί να σου κοστίσει είκοσι πέντε τριάντα δολάρια για να σ' το κάνουν υπό άλλες συνθήκες, φυσικά. «Είναι τραύμα από μάχη, μου φαίνεται. Δώσε μου τον μεγεθυντικό φακό, Πιτ». «Μα δε θα 'πρεπε να…» «Σε ένα λεπτό», του λέει. «Άλλωστε, δεν πρόκειται να πάει πουθενά». Αυτό που έχει βρει την έχει απορροφήσει εντελώς. Με κρατά ακόμη, πιέζοντας προς τα κάτω, και αυτό που συνέβαινε φαίνεται πως συμβαίνει ακόμη, αν

Page 37: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

και μπορεί να κάνω λάθος. Πρέπει να κάνω λάθος, ειδάλλως θα το έβλεπε, θα το ένιωθε. Σκύβει, και τώρα δεν βλέπω παρά την πρασινοντυμένη πλάτη της, με τα κορδόνια του σκούφου της να κρέμονται σαν αλλόκοτα κοτσιδάκια. Και τώρα, αχ, θεέ μου, νιώθω την ανάσα της εκεί κάτω. «Δες πώς ανοίγουν προς τα έξω», λέει. «Ήταν ένα τραύμα από κάποιου είδους έκρηξη, πριν από δέκα χρόνια τουλάχιστον, θα μπορούσαμε να ελέγξουμε το στρατιωτικό του μ… » Η πόρτα ανοίγει με δύναμη. Ο Πιτ φωνάζει ξαφνιασμένος. Η δόκτωρ Άρλεν όχι, όμως το χέρι της κλείνει αθέλητα, με σφίγγει ξανά, και ξάφνου όλα αυτά είναι σαν μια εφιαλτική παραλλαγή της παμπάλαιας φαντασίωσης με τη Σκανταλιάρα Νοσοκόμα. «Μην τον κόψετε!» ουρλιάζει κάποιος και η φωνή του είναι τόσο στριγκή και τρεμάμενη από το φόβο, που μετά βίας αναγνωρίζω τον Ράστι. «Μην τον κόψετε· υπήρχε ένα φίδι στο σάκο του του γκολφ και δάγκωσε τον Μάικ!» Στρέφονται προς το μέρος του, με μάτια γουρλωμένα και μισάνοιχτα στόματα· το χέρι της με σφίγγει ακόμη, δίχως όμως η ίδια να το συνειδητοποιεί, προς το παρόν τουλάχιστον, περισσότερο απ' όσο συνειδητοποιεί το αγόρι μας ο Πιτ πως κρατάει το αριστερό μέρος της ποδιάς του, στο ύψος του στήθους. Για την ακρίβεια, είναι αυτός που δείχνει να έχει πάθει καρδιακή προσβολή. «Τι... τι θες να...» κάνει να πει ο Πιτ. «Τον έριξε τέζα!» λέει -ψελλίζει- ο Ράστι. «θα γίνει καλά, φαντάζομαι, όμως μετά βίας μιλά! Ένα καφετί φιδάκι· δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο στη ζωή μου· χώθηκε κάτω από τη ράμπα, είναι εκεί τώρα, όμως το σημαντικό δεν είναι αυτό! Νομίζω ότι είχε δαγκώσει τον τύπο που φέραμε εδώ, ότι... που να πάρει ο διάβολος, γιατρέ, τι προσπαθείς να κάνεις; Του τον παίζεις για να τον ζωντανέψεις;» Η γιατρίνα στρέφει το βλέμμα της, στην αρχή δίχως να είναι βέβαιη για τι πράγμα της μιλά... μέχρι που συνειδητοποιεί πως τώρα κρατά ένα πέος σε στύση. Και, καθώς ουρλιάζει -ουρλιάζει και αρπάζει το ψαλίδι από το γαντοφορεμένο χέρι του Πιτ, ο οποίος έχει παραλύσει-, πιάνω τον εαυτό μου να ξανασκέφτεται εκείνη την παλιά εκπομπή του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ο φτωχός ο παλιόφιλος ο Τζόζεφ Κότεν, συλλογίζομαι. Αυτός μονάχα έκλαψε.

Page 38: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Πάει ένας χρόνος από την εμπειρία μου στο Δωμάτιο Νεκροψιών Τέσσερα και έχω συνέλθει εντελώς, αν και η παράλυση ήταν και επίμονη και τρομακτική" πέρασε ένας ολόκληρος μήνας ώσπου ν' αρχίσω να κινώ ξανά, καλά, τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών μου. Εξακολουθώ να μην μπορώ να παίξω πιάνο" από την άλλη, όμως, ποτέ δεν μπορούσα. Αυτό ήταν αστείο, και δεν πρόκειται να απολογηθώ που αστειεύτηκα. Πιστεύω πως τους πρώτους τρεις μήνες μετά τη δυσάρεστη περιπέτεια μου το ότι μπορούσα να αστειεύομαι ήταν το λεπτό αλλά ζωτικό φράγμα ανάμεσα στη λογική και σ' ένα νευρικό κλονισμό. Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι εννοώ, εκτός κι αν έχετε νιώσει τη μύτη ενός ψαλιδιού νεκροψιών να σας πιέζει το στομάχι. Δύο εβδομάδες περίπου μετά τον παραλίγο θάνατο μου, μια γυναίκα στην Ντυπόν Στρητ κάλεσε την Αστυνομία του Ντέρι παραπονούμενη πως μια «απαίσια δυσωδία» έβγαινε από το διπλανό σπίτι. Το σπίτι ανήκε σε έναν εργένη τραπεζικό υπάλληλο ονόματι Γουόλτερ Κερ. Η αστυνομία το βρήκε άδειο... από ανθρώπους, τουλάχιστον. Στο υπόγειο βρήκαν πάνω από εξήντα φίδια διαφόρων ειδών. Περίπου τα μισά ήταν νεκρά -από την πείνα και την αφυδάτωση-, πολλά όμως ήταν εξαιρετικά ζωηρά... και εξαιρετικά επικίνδυνα. Κάμποσα ήταν πολύ σπάνια, και ένα ανήκε σ' ένα είδος που θεωρούνταν εξαφανισμένο από τα μέσα του αιώνα, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες ερπετολόγους. Ο Κερ δεν εμφανίστηκε στη δουλειά του στην Ντέρι Κομιούνιτι Μπανκ στις 22 Αυγούστου, δύο ημέρες αφότου με δάγκωσε το φίδι και μία ημέρα αφότου η είδηση (ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΛΥΣΙΑΣ ΓΛΙΤΩΝΕΙ ΑΠΟ ΜΟΙΡΑΙΑ ΝΕΚΡΟΨΙΑ, έλεγε ο τίτλος, και σ' ένα σημείο αναφερόταν πως είπα ότι είχα «παραλύσει από το φόβο μου») δημοσιεύτηκε στον Τύπο. Υπήρχε ένα φίδι για κάθε κλουβί στο υπόγειο θηριοτροφείο του Κερ, εκτός από ένα. Το άδειο κλουβί δεν είχε ταμπέλα και το φίδι που είχε ξεπροβάλει από το σάκο μου του γκολφ (οι νοσοκόμοι τον είχαν πάρει μαζί με το «πτώμα» μου και προπονούνταν στις χαμηλές μπαλιές στο χώρο στάθμευσης των ασθενοφόρων) δεν βρέθηκε ποτέ. Η τοξίνη στο αίμα μου -η ίδια που βρέθηκε σε πολύ μικρότερη ποσότητα στο αίμα του νοσοκόμου Μάικ Χόπερ- εντοπίστηκε, αλλά δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Έχω κοιτάξει πάμπολλες φωτογραφίες φιδιών τον τελευταίο χρόνο και έχω βρει τουλάχιστον ένα που αναφέρεται πως έχει προκαλέσει πλήρη παράλυση σε ανθρώπους. Είναι ο περουβιανός

Page 39: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δισφόλιδος, ένα απαίσιο δηλητηριώδες φίδι που έχει εξαφανιστεί, υποτίθεται, από τη δεκαετία του 1920. Η Ντυπόν Στρητ δεν απέχει ούτε ένα χιλιόμετρο από το Δημοτικό Γήπεδο Γκολφ του Ντέρι, και στο ενδιάμεσο υπάρχουν κυρίως θαμνώδεις εκτάσεις και αλάνες. Μια τελευταία σημείωση. Η Κέϊτι Άρλεν κι εγώ τα είχαμε για τέσσερις μήνες, από το Νοέμβρη του 1994 ως το Φλεβάρη του 1995. Τα χαλάσαμε κοινή συναινέσει, γιατί δεν ταιριάζαμε σεξουαλικά. Ήμουν ανίκανος, εκτός κι αν φορούσε λαστιχένια γάντια.

Νομίζω πως δεν υπάρχει συγγραφέας τρομαχτικών ιστοριών που να μην καταπιαστεί κάποια στιγμή με το θέμα της πρόωρης ταφής, μόνο και μόνο γιατί φαίνεται να είναι μια τόσο διαδεδομένη φοβία. 'Όταν ήμουν παιδί, γύρω στα εφτά, το πιο τρομακτικό τηλεοπτικό πρόγραμμα ήταν το Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ Παρουσιάζει και το πιο τρομακτικό επεισόδιο -οι φίλοι μου κι εγώ συμφωνούσαμε απόλυτα- ήταν εκείνο στο οποίο ο Τζόζεφ Κότεν έπαιζε έναν άντρα που τραυματίζεται σε αυτοκινητικό ατύχημα. Τραυματίζεται τόσο άσχημα, για την ακρίβεια, που οι γιατροί τον θεωρούν νεκρό. Είναι αδύνατο να βρουν το σφυγμό του. Είναι έτοιμοι να του κάνουν νεκροψία -με άλλα λόγια, να τον κόψουν ενώ είναι ακόμη ζωντανός και ουρλιάζει από μέσα του-, όταν χύνει ένα και μοναδικό δάκρυ φανερώνοντας τους πως ζει ακόμη. Ήταν συγκινητικό, όμως τα συγκινητικά πράγματα δεν συμπεριλαμβάνονται συνήθως στο δικό μου ρεπερτόριο. Όταν έφερα εγώ στο νου μου αυτό το θέμα, σκέφτηκα μια πιο –ας πούμε μοντέρνα;- μέθοδο να δείξει κανείς πως είναι ζωντανός, και το αποτέλεσμα ήταν αυτή η ιστορία. Ένα τελευταίο σχόλιο σχετικά με το φίδι: πολύ αμφιβάλλω αν υπάρχει ερπετό με την ονομασία περουβιανός δισφόλιδος, όμως σε ένα από τα μυστήρια της Μις Μαρπλ η κυρία Αγκάθα Κρίστι αναφέρει έναν αφρικανικό δισφόλιδο. Απλώς μου άρεσε τόσο πολύ η λέξη (το δισφόλιδος, όχι το αφρικανικός), που δεν μπορούσα να μην τη χρησιμοποιήσω στην ιστορία μου.

Page 40: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Άντρας με το Μαύρο Κουστούμι Τώρα είμαι πολύ γέρος και αυτό είναι κάτι που μου συνέβη όταν ήμουν πολύ μικρός -μόλις εννέα χρόνων. Ήταν το 1914, το καλοκαίρι μετά το θάνατο του αδερφού μου του Νταν στον δυτικό αγρό και τρία χρόνια προτού μπει η Αμερική στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν έχω ξαναμιλήσει σε κανέναν γι' αυτό που συνέβη στη διχάλα του ρέματος εκείνη τη μέρα και ούτε θα το κάνω... τουλάχιστον όχι με το στόμα μου. Αποφάσισα να καθίσω να το γράψω, όμως, σε τούτο το τετράδιο που θ' αφήσω στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι μου. Δεν μπορώ να γράφω πολλή ώρα, γιατί το χέρι μου τρέμει πια και δεν έχω σχεδόν καθόλου δύναμη, όμως δεν νομίζω να μου πάρει πολλή ώρα. Αργότερα, μπορεί κάποιος να βρει αυτό που έγραψα. Δεν μου φαίνεται διόλου απίθανο, καθώς είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση να κοιτάζει κάποιος ένα τετράδιο που γράφει πάνω ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, όταν αυτός που το έγραψε είναι πια νεκρός. Επομένως, ναι, τα λόγια μου μάλλον θα διαβαστούν. Ένα καλύτερο ερώτημα είναι αν θα βρεθεί κανείς να τα πιστέψει. Είναι σχεδόν βέβαιο πως όχι, όμως δεν έχει σημασία. Δεν με ενδιαφέρει να με πιστέψουν, αλλά να λυτρωθώ. Το γράψιμο χαρίζει αυτή τη λύτρωση, να τι έχω ανακαλύψει. Για είκοσι χρόνια έγραφα μια στήλη με τίτλο «Πολύ Παλιά, Πολύ Μακριά» στην Κολ του Καστλ Ροκ και ξέρω πως έχει αυτό το αποτέλεσμα κάποιες φορές -αυτό που γράφεις φεύγει μερικές φορές από μέσα σου για πάντα· ξεθωριάζει και σβήνει, όπως οι παλιές φωτογραφίες που μένουν ξεχασμένες στον λαμπερό ήλιο. Προσεύχομαι γι' αυτού του είδους τη λύτρωση. Ένας άντρας στα ενενήντα του θα 'πρεπε να έχει ξεπεράσει τους τρόμους της παιδικής του ηλικίας, όμως, καθώς η αρρώστια με ζυγώνει σιγά, αθόρυβα, όπως τα κύματα ένα αδιάφορα χτισμένο κάστρο από άμμο, εκείνο το φρικτό πρόσωπο προβάλλει στο νου μου όλο και πιο καθαρά. Λάμπει σαν μαύρο αστέρι στους γαλαξίες της παιδικής μου ηλικίας. Ό,τι μπορεί να έκανα χτες, όλοι αυτοί που μπορεί να είδα εδώ στο δωμάτιο μου στο νοσοκομείο, ό,τι μπορεί να τους είπα και να μου είπαν... αυτά τα πράγματα έχουν χαθεί, όμως το πρόσωπο του άντρα με το μαύρο κουστούμι γίνεται όλο και πιο καθαρό και κοντινό, και θυμάμαι κάθε λέξη που είπε. Δεν θέλω να τον συλλογίζομαι, όμως το κάνω άθελα μου, και κάποιες φορές τη νύχτα η γέρικη καρδιά μου χτυπά τόσο γρήγορα και δυνατά, που θαρρώ πως θα πεταχτεί μέσα από το στήθος μου. Έτσι, βγάζω το καπάκι από το στυλό μου και αναγκάζω το τρεμάμενο γέρικο χέρι μου να γράψει τούτο το άσκοπο ανέκδοτο στο ημερολόγιο που μία από τις

Page 41: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

εγγονές μου -δεν είμαι βέβαιος για τ' όνομα της, όχι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, ξέρω όμως πως αρχίζει από Σ- μου χάρισε τα περασμένα Χριστούγεννα και στο οποίο δεν έχω γράψει τίποτε ως τώρα. Τώρα θα γράψω, θα γράψω για το πώς συνάντησα τον άντρα με το μαύρο κουστούμι στην όχθη του Καστλ Στριμ ένα απόγευμα το καλοκαίρι του 1914. Η πόλη του Μότον ήταν ένας διαφορετικός κόσμος εκείνο τον καιρό -πολύ πιο διαφορετικός απ' όσο θα μπορούσα να σας πω. Ήταν ένας κόσμος δίχως αεροπλάνα να βουίζουν από πάνω, ένας κόσμος σχεδόν δίχως αυτοκίνητα και φορτηγά, ένας κόσμος στον οποίο οι ουρανοί δεν ήταν χωρισμένοι σε φέτες και λωρίδες από τα καλώδια του ηλεκτρικού. Δεν υπήρχε ούτε ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος σε ολόκληρη την πόλη, και στο κέντρο υπήρχαν μόνο το εμπορικό του Κόρσον, το κατάστημα εργαλείων και σιδηρικών του Δατ, η εκκλησία των Μεθοδιστών στην Κράιστ'ς Κόρνερ, το σχολείο, το δημαρχείο και το Εστιατόριο του Χάρι, που ήταν οχτακόσια μέτρα παρακάτω και η μητέρα μου το αποκαλούσε με ολοφάνερη καταφρόνια «το σπίτι του αλκοόλ». Κυρίως, όμως, η διαφορά ήταν στο πώς ζούσαν οι άνθρωποι -πόσο απομακρυσμένοι ήταν. Δεν είμαι βέβαιος για το αν αυτοί που γεννήθηκαν μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα θα μπορούσαν να το πιστέψουν, αν και ίσως να έλεγαν ότι μπορούν, από ευγένεια απέναντι στους γέρους σαν εμένα. Κατ' αρχάς δεν υπήρχαν καθόλου τηλέφωνα στο Δυτικό Μέϊν τότε. Το πρώτο θα το έφερναν ύστερα από πέντε χρόνια, και ήμουν δεκαεννέα χρόνων όταν πια βάλαμε τηλέφωνο στο δικό μας σπίτι, και πήγαινα στο Πανεπιστήμιο του Μέϊν στο Ορόνο. Αυτό όμως δεν είναι παρά μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το πλησιέστερο μέρος όπου υπήρχε γιατρός ήταν το Κάσκο, και μια ντουζίνα σπίτια αποκαλούνταν πόλη. Δεν υπήρχαν γειτονιές (δεν είμαι καν βέβαιος αν ξέραμε τη λέξη, αν και είχαμε την έκφραση σχέσεις γειτονίας, που περιέγραφε τις εκδηλώσεις της εκκλησίας και τους χορούς στους αχυρώνες) και οι ανοιχτοί αγροί ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Έξω από την πόλη τα σπίτια ήταν αγροικίες, μακριά η μία από την άλλη, και το διάστημα από το Δεκέμβρη ως τα μέσα του Μάρτη το περνούσαμε κυρίως στα ζεστά σπιτικά μας. Μαζεμένοι, ακούγαμε τον αέρα στην καμινάδα και ευχόμαστε κανείς να μην αρρώσταινε, να μην έσπαζε το πόδι του, να μην του έμπαιναν κακές ιδέες στο μυαλό, όπως εκείνου του αγρότη στο Καστλ Ροκ, που είχε κομματιάσει τη σύζυγο και τα παιδιά του πριν από τρεις χειμώνες και ύστερα είχε πει στο δικαστήριο πως ήταν τα φαντάσματα που τον είχαν βάλει να το κάνει. Εκείνες τις ημέρες πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, το μεγαλύτερο μέρος του Μότον ήταν δάση και έλη, σκοτεινοί μεγάλοι τόποι

Page 42: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γεμάτοι αλκές και κουνούπια, γεμάτοι μυστικά και φίδια. Εκείνες τις ημέρες υπήρχαν παντού φαντάσματα. Αυτό για το οποίο σας μιλώ συνέβη ένα Σάββατο. Ο πατέρας μου μου έδωσε έναν ολόκληρο κατάλογο από δουλειές, ανάμεσα τους και κάποιες που θα ήταν του Νταν αν ζούσε ακόμη. Ήταν ο μοναδικός αδερφός μου και είχε πεθάνει από τσίμπημα μέλισσας. Ένας χρόνος είχε περάσει και η μητέρα μου συνέχιζε να μην το παραδέχεται. Έλεγε πως ήταν κάτι άλλο, έπρεπε να είναι κάτι άλλο, πως κανένας δεν πέθαινε από τσίμπημα μέλισσας. Όταν η Γλυκιά Μαμά, η πιο ηλικιωμένη γυναίκα στο Σύλλογο Κυριών της Εκκλησίας των Μεθοδιστών, είχε προσπαθήσει να της πει, στο δείπνο της εκκλησίας τον προηγούμενο χειμώνα, πως το ίδιο είχε συμβεί στον αγαπημένο της θείο το '73, η μητέρα μου έκλεισε με τα χέρια της τ' αυτιά της, σηκώθηκε και βγήκε από το υπόγειο της εκκλησίας. Δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι της εκεί και ό,τι κι αν της έλεγε ο πατέρας μου ήταν αδύνατο να τη μεταπείσει. Η μητέρα μου απαντούσε πως η εκκλησία ήταν τελειωμένη υπόθεση γι' αυτή και πως, αν έβλεπε ξανά μπροστά της την Έλεν Ρομπισό (αυτό ήταν το αληθινό όνομα της Γλυκιάς Μαμάς), θα ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί και να μην της βγάλει τα μάτια. Εκείνη την ημέρα, ο πατέρας μου ήθελε να φέρω ξύλα για την εστία, να βοτανίσω τα κουκιά και τα φασόλια, να βγάλω το σανό από το πατάρι του στάβλου, να βάλω δυο κανάτια νερό στο κελάρι και να ξύσω όσο καλύτερα μπορούσα την παλιά μπογιά από την καμαρούλα πάνω από το υπόγειο. Ύστερα, είπε, μπορούσα να πάω για ψάρεμα, αν δεν με πείραζε να πάω μόνος -αυτός έπρεπε να βρει τον Μπιλ Έβερσαμ για κάτι αγελάδες. Του είπα πως δεν με πείραζε να πάω μόνος και ο πατέρας μου χαμογέλασε, σαν να μην ήταν αυτό κάτι που τον ξάφνιαζε. Την περασμένη εβδομάδα μου είχε χαρίσει ένα καλάμι -όχι γιατί είχα γενέθλια ή γιορτή, αλλά γιατί κάποιες φορές του άρεσε να μου χαρίζει πράγματα- και δεν έβλεπα την ώρα να το δοκιμάσω στο Καστλ Στριμ, που ήταν, απ' όλα τα ρέματα όπου είχα ψαρέψει, αυτό με τις περισσότερες πέστροφες. «Μην μπεις όμως βαθιά στο δάσος», μου είπε. «Όχι πέρα από κει που διακλαδώνεται το ρέμα». «Όχι, μπαμπά». «Θέλω να μου το υποσχεθείς». «Ναι, μπαμπά, σ' το υπόσχομαι». «Τώρα υποσχέσου το και στη μητέρα σου».

Page 43: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στεκόμαστε στην πίσω βεράντα. Πήγαινα με τα κανάτια του νερού στο κελάρι, όταν με σταμάτησε ο μπαμπάς. Με γύρισε προς τη μητέρα μου, που έστεκε στον μαρμάρινο πάγκο μέσα στο λαμπερό πρωινό ηλιόφως που έμπαινε από το διπλό παράθυρο πάνω από το νεροχύτη. Μια μπούκλα έπεφτε στο πλάι του μετώπου της και άγγιζε το φρύδι της -βλέπετε πόσο καλά τα θυμάμαι όλα; Το λαμπερό φως έκανε εκείνη την μπούκλα χρυσαφένια κι εμένα να θέλω να τρέξω στη μητέρα μου και να την αγκαλιάσω. Εκείνη τη στιγμή την είδα σαν γυναίκα, την είδα όπως πρέπει να την έβλεπε ο πατέρας μου. Φορούσε ένα πρόχειρο φουστάνι με μικρά κόκκινα ρόδα, θυμάμαι, και ζύμωνε ψωμί. Ο Κάντι Μπιλ, το μικρό μαύρο σκοτσέζικο τεριέ μας, έστεκε ζωηρός πλάι της, κοιτάζοντας ψηλά, περιμένοντας μήπως έπεφτε κάτι. Η μητέρα μου με κοίταζε. «Το υπόσχομαι», είπα. Μου χαμογέλασε, όμως ήταν εκείνο το ανήσυχο χαμόγελο που έμοιαζε να ζωγραφίζεται πάντα στο πρόσωπο της, αφότου είχε φέρει ο πατέρας μου στην αγκαλιά του τον Νταν από τον δυτικό αγρό. Ο πατέρας μου είχε μπει γυμνόστηθος και κλαίγοντας με αναφιλητά. Είχε βγάλει το πουκάμισο του και είχε σκεπάσει μ' αυτό το πρόσωπο του Νταν, που είχε πρηστεί και μελανιάσει. το αγόρι μου! έλεγε κλαίγοντας. Αχ, δείτε το αγόρι μου! Χριστέ μου, δείτε το αγόρι μου! Το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ήταν η μόνη φορά που άκουσα τον μπαμπά μου να αναφέρει το όνομα του Σωτήρα επί ματαίω. «Τι υπόσχεσαι, Γκάρι;» με ρώτησε η μητέρα μου. «Υπόσχομαι να μην πάω στο δάσος πιο βαθύτερα από τη διχάλα του ρέματος, μαμά». «Πιο βαθιά». «Πιο βαθιά». Με κοίταξε καρτερικά, βουβή, ενώ τα χέρια της έπλαθαν το ζυμάρι, που η όψη του ήταν τώρα μεταξένια, στιλπνή. «Υπόσχομαι να μην πάω στο δάσος πιο βαθιά από τη διχάλα του ρέματος, μαμά». «Σ' ευχαριστώ, Γκάρι», μου είπε. «Και μην ξεχνάς πως η γραμματική είναι για κάθε στιγμή και όχι μονάχα για το σχολείο». «Μάλιστα, μαμά». Ο Κάντι Μπιλ με ακολούθησε καθώς έκανα τις δουλειές μου και κάθισε ανάμεσα στα πόδια μου καθώς έτρωγα λαίμαργα το μεσημεριανό μου, κοιτάζοντας με με την ίδια προσήλωση με την οποία κοίταζε τη μητέρα μου

Page 44: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

όταν ζύμωνε το ψωμί, αλλά, όταν πήρα το καινούριο μου καλάμι και το παλιό και ραγισμένο μου κοφίνι για τα ψάρια κι έκανα να βγω από την αυλή, σταμάτησε και απέμεινε να στέκει εκεί, δίπλα σ' ένα ρολό παλιό συρματόπλεγμα, κοιτάζοντας με. Τον φώναξα, όμως δεν ήρθε. Γάβγισε μια δυο φορές, σαν να μου έλεγε να γυρίσω, αλλά αυτό όλο κι όλο. «Τότε μείνε», είπα, πασχίζοντας να ακουστώ σαν να μη μ' ένοιαζε. Όμως με ένοιαζε, λιγάκι τουλάχιστον. Ο Κάντι Μπιλ ερχόταν πάντα για ψάρεμα μαζί μου. Η μητέρα μου βγήκε στην πόρτα και με κοίταξε σκιάζοντας τα μάτια της με το αριστερό της χέρι. Τη βλέπω ακόμη να στέκει έτσι και είναι σαν να βλέπω τη φωτογραφία κάποιου που αργότερα έγινε δυστυχισμένος, ή πέθανε ξαφνικά. «Μην ξεχνάς τι σου είπε ο πατέρας σου, Γκάρι!» «Ναι, μαμά, δε θα το ξεχάσω». Μου κούνησε το χέρι της κι εγώ την αντιχαιρέτησα κουνώντας το δικό μου. Ύστερα της γύρισα την πλάτη και απομακρύνθηκα. Στην αρχή, για μισό χιλιόμετρο περίπου, ένιωθα τον ήλιο δυνατό και καυτό στο σβέρκο μου, ύστερα όμως μπήκα στο δάσος και με τύλιξαν η σκιά, η δροσιά, η μυρωδιά του ελάτου, το σφύριγμα του αέρα στις πυκνές φυλλωσιές. Βάδιζα με το καλάμι στον ώμο μου όπως έκαναν τότε τα αγόρια, κρατώντας με το άλλο μου χέρι το κοφίνι όπως ένας πλασιέ τη βαλίτσα του. Κάπου τρία χιλιόμετρα παραμέσα στο δάσος, σ' ένα δρόμο που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά δυο αυλακιές με μια καμπουρωτή χορταριασμένη λωρίδα στη μέση, άρχισα να ακούω τη γοργή, ζωηρή φλυαρία του Καστλ Στριμ. Πέστροφες με λαμπερή στικτή ράχη και κάτασπρη κοιλιά ξεπήδησαν στο νου μου και ένιωσα την καρδιά μου να σκιρτά. Το ρέμα κυλούσε κάτω από μια ξύλινη γεφυρούλα και οι όχθες που κατηφόριζαν ως το νερό ήταν απότομες και θαμνώδεις. Κατέβηκα προσεκτικά, φροντίζοντας να πιάνομαι απ' όπου μπορούσα και να κρατώ κόντρα με τις φτέρνες μου. Ένιωθα να κατηφορίζω από το καλοκαίρι στην άνοιξη, καθώς με τύλιγαν η απαλή δροσιά του νερού και μια μυρωδιά που θύμιζε μούχλα. 'Όταν έφτασα στην άκρη του νερού, απέμεινα για λίγο ασάλευτος, ανασαίνοντας βαθιά τη βρυώδη μυρωδιά και βλέποντας τις λιβελούλες να κάνουν κύκλους στον αέρα και μακροπόδαρα μαμούνια να γλιστρούν στο ρέμα. Ύστερα, παρακάτω, είδα μια πέστροφα να χάφτει μ' ένα πήδημα μια πεταλούδα -μια μεγαλούτσικη πέστροφα, με μήκος γύρω στα τριάντα πέντε εκατοστά- και θυμήθηκα πως δεν είχα έρθει εδώ απλώς για βόλτα.

Page 45: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Βάδισα κατά μήκος της όχθης ακολουθώντας το ρέμα κι έριξα για πρώτη φορά την πετονιά μου στο νερό βλέποντας ακόμη, παραπίσω, τη γεφυρούλα. Κάτι τράβηξε μια δυο φορές το καλάμι μου κι έφαγε το μισό μου σκουλήκι, όμως ήταν πολύ πανούργο για τα εννιάχρονα χέρια μου -ή δεν πεινούσε τόσο ώστε να είναι απρόσεκτο- κι έτσι συνέχισα. Σταμάτησα σε δυο τρία μέρη ακόμη, προτού φτάσω στο σημείο όπου το ρέμα διακλαδώνεται και συνεχίζει νοτιοδυτικά στο Καστλ Ροκ και νοτιοανατολικά στην πόλη Καογουάκαμακ, και σε ένα από αυτά τα μέρη ψάρεψα τη μεγαλύτερη πέστροφα που είχα πιάσει στη ζωή μου, ένα πανέμορφο ψάρι. Το μέτρησα με τον μικρό χάρακα που είχα μέσα στο κοφίνι. Από το ρύγχος ως την ουρά, είχε μήκος σαράντα εφτά εκατοστά. Ακόμη και για κείνο τον καιρό, ήταν γιγάντια πέστροφα. Αν είχα αρκεστεί σε τούτο το δώρο και είχα γυρίσει, δεν θα έγραφα τώρα τούτες τις γραμμές (και θα είναι μεγαλύτερη αυτή η αφήγηση απ' όσο είχα φανταστεί, το βλέπω ήδη), όμως δεν το έκανα. Αυτό που έκανα ήταν ό,τι μου είχε δείξει ο πατέρας μου όταν έπιανε ένα ψάρι -το καθάρισα, το έβαλα πάνω σε ξερό χορτάρι στον πάτο του κοφινιού και ύστερα το σκέπασα με υγρό χορτάρι- και συνέχισα. Στα εννιά μου, δεν σκέφτηκα πως το να πιάσω μια πέστροφα με μήκος σαράντα εφτά εκατοστά ήταν κάτι σπάνιο, αν και θυμάμαι πως ξαφνιάστηκα που δεν είχε κοπεί η πετονιά μου όταν, όχι μόνο δίχως μαστοριά αλλά και δίχως απόχη, την τράβηξα αδέξια έξω και προς το μέρος μου και το ψάρι διέγραψε σπαρταρώντας ένα τόξο στον αέρα. Ύστερα από ένα δεκάλεπτο, έφτασα εκεί όπου χωριζόταν το ρέμα εκείνες τις ημέρες (το μέρος αυτό δεν υπάρχει πια· ένας οικισμός με διπλοκατοικίες βρίσκεται εκεί που κυλούσε κάποτε το Καστλ Στριμ, καθώς και ένα δημοτικό σχολείο, και, αν υπάρχει ρέμα, κυλά στη σκοτεινιά), γύρω από έναν πελώριο γκρίζο βράχο μεγάλο σχεδόν σαν το παράσπιτο μας. Υπήρχε ένα όμορφο ίσωμα εκεί, με απαλό χορτάρι και θέα προς το σκέλος του ρέματος που ο πατέρας μου το ονόμαζε Νότιο Κλάδο. Κάθισα στις φτέρνες μου, έριξα την πετονιά μου στο νερό και σχεδόν αμέσως έπιασα μια όμορφη ιριδωτή πέστροφα. Δεν ήταν μεγάλη σαν την προηγούμενη –ήταν μονάχα τριάντα εκατοστά περίπου-, όμως ήταν καλό ψάρι. Το καθάρισα πριν πάψουν τα βράγχια του να ανοιγοκλείνουν, το έβαλα στο κοφίνι μου και ξανάριξα την πετονιά μου στο νερό. Αυτή τη φορά δεν τσίμπησε αμέσως κι έτσι έγειρα πίσω και απέμεινα να κοιτάζω τη γαλάζια λωρίδα ουρανού που φαινόταν κατά μήκος του ρέματος. Σύννεφα ταξίδευαν από τα δυτικά προς τα ανατολικά και άρχισα να σκέφτομαι με τι έμοιαζαν. Είδα ένα μονόκερω, ύστερα έναν πετεινό, ύστερα

Page 46: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ένα σκύλο που θύμιζε λιγάκι τον Κάνη Μπιλ. Περίμενα το επόμενο, όταν μισοκοιμήθηκα. Ή μπορεί να κοιμήθηκα κανονικά, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως ένα τράβηγμα στην πετονιά μου, τόσο δυνατό που λίγο έλειψε να μου πάρει το καλάμι από τα χέρια, μ' έφερε πίσω στο απόγευμα. Ανακάθισα, άρπαξα το καλάμι και ξαφνικά ένιωσα κάτι να κάθεται στην άκρη της μύτης μου. Αλληθώρισα και είδα μια μέλισσα. Η καρδιά μου σφίχτηκε και για μια φρικτή στιγμή ήμουν βέβαιος πως θα κατουριόμουν πάνω μου. Ξανάνιωσα το τράβηγμα στην πετονιά μου, πιο δυνατό αυτή τη φορά, αλλά, αν και συνέχισα να κρατώ σφιχτά το καλάμι για να μην πέσει στο νερό και ίσως παρασυρθεί από το ρέμα (νομίζω πως σκέφτηκα ακόμη και να τυλίξω την πετονιά γύρω από το δείκτη μου), δεν έκανα καμιά προσπάθεια να τραβήξω το ψάρι έξω. Τρομαγμένος, είχα όλη μου την προσοχή στραμμένη στο παχύ μαύρο και κίτρινο πράγμα που αναπαυόταν στη μύτη μου. Αργά, κίνησα προς τα έξω το κάτω χείλι μου και φύσηξα προς τα πάνω. Η μέλισσα ταλαντεύτηκε λιγάκι, όμως συνέχισε να κάθεται. Φύσηξα ξανά και η μέλισσα ταλαντεύτηκε πάλι... όμως αυτή τη φορά σαν να σάλεψε κιόλας ενοχλημένη κι έτσι δεν τόλμησα να ξαναφυσήξω, γιατί φοβόμουν μήπως έχανε εντελώς την ψυχραιμία της και με τσιμπούσε. Ήταν πολύ κοντά για να μπορώ να διακρίνω τι έκανε, όμως ήταν εύκολο να τη φανταστώ να βυθίζει μέσα στο ρουθούνι μου το κεντρί της και να εκτοξεύει προς τα πάνω το φαρμάκι της, προς τα μάτια μου. Προς το μυαλό μου. Μια φρικτή ιδέα ξεπήδησε στο νου μου: πως αυτή ήταν η ίδια μέλισσα που είχε σκοτώσει τον αδερφό μου. Ήξερα πως δεν ήταν δυνατόν να αληθεύει κάτι τέτοιο, και όχι μόνο γιατί οι μέλισσες μάλλον δεν ζουν πάνω από ένα χρόνο (με εξαίρεση, ίσως, τις βασίλισσες· γι' αυτές δεν ήμουν τόσο βέβαιος). Δεν ήταν δυνατόν να αληθεύει, γιατί οι μέλισσες, όταν κεντρίσουν κάποιον, πεθαίνουν, και αυτό ήταν κάτι που ήξερα ακόμη και στα εννιά μου. Τα κεντριά τους είναι αγκαθωτά και, όταν πασχίζουν να πετάξουν μακριά μετά το κέντρισμα, ξεκοιλιάζονται. Δεν έπαψα όμως να το σκέφτομαι. Ήταν μια ξεχωριστή μέλισσα αυτή, διαβολική, και είχε γυρίσει για να ξεπαστρέψει και το δεύτερο αγόρι του Άλμπιον και της Λορέτα. Και να κάτι ακόμη: με είχαν κεντρίσει ξανά μέλισσες και, παρ' ότι τα τσιμπήματα μου είχαν προκαλέσει πρηξίματα μεγαλύτερα από τα συνηθισμένα (ίσως, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος), δεν είχα πεθάνει από αυτά. Αυτή ήταν η μοίρα του αδερφού μου μόνο, μια φρικτή παγίδα που είχε στηθεί γι' αυτόν μέσα στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο ήταν

Page 47: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

καμωμένος, μια παγίδα από την οποία εγώ κάπως είχα ξεφύγει. Όμως, καθώς αλληθώριζα μέχρι που με πόνεσαν τα μάτια μου, πασχίζοντας να δω τη μέλισσα, η λογική μου είχε πάψει να υπάρχει. Το μόνο που υπήρχε ήταν η μέλισσα, μονάχα αυτή, η μέλισσα που είχε σκοτώσει τον αδερφό μου, τον είχε σκοτώσει με τόσο φρικτό τρόπο, που ο πατέρας μου είχε κατεβάσει τις τιράντες της φόρμας του για να βγάλει το πουκάμισο του και να σκεπάσει το πρησμένο, φουσκωμένο πρόσωπο του Νταν. Κι ας ήταν βυθισμένος στην οδύνη, σκέφτηκε να το κάνει, γιατί δεν ήθελε να δει η γυναίκα του τι είχε απογίνει ο πρωτότοκος της. Και τώρα η μέλισσα είχε γυρίσει και θα με σκότωνε, θα με σκότωνε και θα πέθαινα σφαδάζοντας στην ακροποταμιά, σπαρταρώντας όπως μια πέστροφα όταν της βγάζεις το αγκίστρι από το στόμα. Εκεί που καθόμουν και έτρεμα, στα πρόθυρα του πανικού -έτοιμος να τιναχτώ και να αρχίσω να τρέχω σαν τρελός, στα τυφλά-, ακούστηκε ένας κρότος από πίσω μου. Ήταν κοφτός, απότομος σαν πιστολιά, αλλά ήξερα πως δεν ήταν πιστολιά· ήταν κάποιος που χτύπησε παλαμάκια. Μία μόνο φορά. Μόλις ακούστηκε ο κρότος, η μέλισσα έπεσε από τη μύτη μου στα πόδια μου. Απέμεινε εκεί, στο παντελόνι μου, με τα πόδια της απλωμένα προς τα πάνω και με το κεντρί της να μην είναι παρά μια ακίνδυνη μαύρη κλωστή πάνω στο παλιό φθαρμένο καφετί κοτλέ. Αμέσως κατάλαβα πως ήταν ψόφια. Την ίδια στιγμή, ένιωσα άλλο ένα τράβηγμα στο καλάμι -το δυνατότερο ως τώρα- και παραλίγο, πάλι, να μου φύγει από τα χέρια. Το έσφιξα και με τα δύο χέρια και το τράβηξα μ' ένα βλακώδη τρόπο που θα έκανε τον πατέρα μου να τραβήξει τα μαλλιά του αν ήταν εκεί και με έβλεπε. Μια ιριδωτή πέστροφα, αρκετά μεγαλύτερη από την προηγούμενη, πετάχτηκε υγρή, λαμπερή, σπαρταριστή μέσα από το νερό, τινάζοντας στάλες από τη ριπιδωτή ουρά της, θυμίζοντας εκείνες τις εξιδανικευμένες εικόνες ψαρέματος στα εξώφυλλα των αντρικών περιοδικών όπως το Γρου και το Μαν'ς Αντβέντσονο τη δεκαετία του '40 και του '50. Εκείνη τη στιγμή, όμως, το να βγάλω ένα μεγάλο ψάρι ήταν το τελευταίο πράγμα που είχα στο νου μου κι όταν κόπηκε η πετονιά και το ψάρι ξανάπεσε στο νερό ούτε που το πρόσεξα. Είχα γυρίσει το κεφάλι μου για να δω ποιος είχε χτυπήσει παλαμάκια. Ένας άντρας έστεκε από πάνω μου, στην άκρη των δέντρων. Το πρόσωπο του ήταν πολύ μακρύ και ωχρό. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν χτενισμένα κολλητά στο κρανίο του και χωρισμένα με μεγάλη προσοχή στην αριστερή μεριά του στενού κεφαλιού του. Ήταν πανύψηλος. Φορούσε ένα μαύρο κουστούμι με γιλέκο και ευθύς κατάλαβα πως δεν ήταν άνθρωπος, γιατί τα μάτια του είχαν το πορτοκαλί-κόκκινο χρώμα της

Page 48: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

φλόγας στην εστία. Δεν εννοώ μονάχα οι ίριδες, γιατί δεν είχε ίριδες, ούτε κόρες, και σίγουρα καθόλου ασπράδι. Τα μάτια του ήταν εντελώς πορτοκαλιά -ένα πορτοκαλί που τρεμόπαιζε και άλλαζε. Και είναι πολύ αργά πια, για να μην πω ακριβώς τι εννοώ, σωστά; Μέσα του φλεγόταν και τα μάτια του ήταν σαν τα μικρά παραθυράκια που βλέπεις καμιά φορά στις πόρτες των φούρνων. Κατουρήθηκα και το φθαρμένο καφετί ύφασμα, πάνω στο οποίο ήταν πεσμένη η μέλισσα, σκούρυνε. Μετά βίας συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί, και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από τον άντρα που έστεκε στο πάνω μέρος της όχθης και με κοίταζε, τον άντρα που είχε ξεπροβάλει μέσα από πενήντα χιλιόμετρα δάσους του Δυτικού Μέϊν, δίχως δρόμους, φορώντας ένα καλό μαύρο κουστούμι και στενά γυαλιστερά δερμάτινα παπούτσια. Είδα την αλυσίδα του ρολογιού του πάνω στο γιλέκο του να λάμπει στο καλοκαιρινό ηλιόφως. Δεν υπήρχε ούτε μια πευκοβελόνα πάνω του. Και μου χαμογελούσε. «Ω, ένας μικρός ψαράς!» είπε με φωνή ευχάριστη, γλυκιά. «Για φαντάσου! Γνωριζόμαστε, αγόρι μου;» «Γεια σας, κύριε», είπα. Η φωνή που βγήκε από μέσα μου δεν ήταν τρεμάμενη, όμως ούτε θύμιζε τη φωνή μου. Ήταν σαν ενός μεγαλύτερου αγοριού. Σαν του Νταν, ίσως. Ή και του πατέρα μου ακόμη. Και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως ίσως να με άφηνε να φύγω αν έκανα πως δεν έβλεπα τι ήταν. Αν έκανα ότι δεν έβλεπα πως φλόγες έλαμπαν και χόρευαν εκεί όπου θα έπρεπε κανονικά να είναι τα μάτια του. «Σε έσωσα από ένα άσχημο τσίμπημα, ίσως», είπε και έντρομος τον είδα να ζυγώνει εκεί όπου καθόμουν, με μια ψόφια μέλισσα πάνω στο βρεγμένο παντελόνι μου κι ένα καλάμι ψαρέματος στα άτονα χέρια μου. Τα παπούτσια του, που ήταν για την πόλη, με λείες σόλες, θα έπρεπε να γλιστρήσουν πάνω στα χαμηλά αγριόχορτα της απότομης όχθης, όμως δεν γλίστρησαν ούτε άφησαν ίχνη πίσω τους, όπως πρόσεξα. Εκεί όπου πάτησαν τα πόδια του -ή φάνηκαν να πάτησαν- δεν υπήρχε ούτε ένα σπασμένο κλαράκι ούτε ένα τσαλακωμένο φύλλο ούτε μια πατημασιά. Πριν καν φτάσει πλάι μου, αναγνώρισα την οσμή που αναδιδόταν από το δέρμα κάτω από το κουστούμι του –τη μυρωδιά καμένων σπίρτων. Τη μυρωδιά θείου. Ο άντρας με το μαύρο κουστούμι ήταν ο Διάβολος. Είχε βγει από το πυκνό δάσος ανάμεσα στο Μότον και το Κασγουάκαμακ και τώρα έστεκε εδώ, δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου είδα ένα χέρι χλομό, σαν χέρι κούκλας σε βιτρίνα μαγαζιού. Τα δάχτυλα ήταν φρικτά μακριά.

Page 49: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Κάθισε στις φτέρνες του δίπλα μου και τα γόνατα του κροτάλισαν σαν οποιουδήποτε φυσιολογικού ανθρώπου, όταν κρέμασε όμως τα χέρια του ανάμεσα στα γόνατα του, είδα πως εκείνα τα μακριά δάχτυλα δεν κατέληγαν σε ανθρώπινα νύχια αλλά σε μακριά κίτρινα νύχια αρπακτικού. «Δεν απάντησες στην ερώτηση μου, μικρέ ψαρά», είπε με τη γλυκιά του φωνή. θύμιζε, τώρα που το συλλογίζομαι, τη φωνή εκείνων των εκφωνητών του ραδιοφώνου στις εκπομπές με τις μεγάλες ορχήστρες, χρόνια αργότερα, αυτών που διαφήμιζαν το Τζεριτόλ, το Σερουτάν, την Οβαλτίνη και τις πίπες του δόκτορα Γκράμποου. «Γνωριζόμαστε;» «Σας παρακαλώ, μη μου κάνετε κακό», ψιθύρισα με τόσο σιγανή φωνή, που μετά βίας την άκουσα κι εγώ ο ίδιος. Φοβόμουν περισσότερο απ' όσο θα μπορούσα να περιγράψω εδώ, απ' όσο θέλω να θυμάμαι... όμως το θυμάμαι. Ναι, το θυμάμαι. Δεν μου πέρασε ούτε μια στιγμή από το νου η ελπίδα πως μπορεί να ονειρευόμουν, αν και θα μπορούσε να μου είχε περάσει, φαντάζομαι, αν ήμουν μεγαλύτερος. Όμως δεν ήμουν μεγαλύτερος· ήμουν εννέα χρόνων και ήξερα να ξεχωρίζω τι ήταν αληθινό όταν το έβλεπα δίπλα μου. Ήξερα να ξεχωρίζω ποιος ήταν ο αμνός και ποιο το ερίφιο, όπως θα 'λέγε ο πατέρας μου. Ο άντρας που είχε προβάλει από το δάσος εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα στα μέσα του καλοκαιριού ήταν ο Διάβολος και μέσα στις άδειες κόγχες των ματιών του το μυαλό του φλεγόταν. «Α, μήπως μυρίζω κάτι;» ρώτησε σαν να μη με είχε ακούσει... αν και ξέρω πως είχε ακούσει. «Μήπως μυρίζω κάτι... υγρό;» Έγειρε προς το μέρος μου, προτείνοντας τη μύτη του, όπως κάποιος που σκύβει για να μυρίσει ένα λουλούδι. Και πρόσεξα κάτι φρικτό: καθώς ο ίσκιος του κεφαλιού του γλιστρούσε πάνω στην όχθη, το χορτάρι από κάτω του κιτρίνιζε και μαραινόταν. Έσκυψε το κεφάλι του προς το παντελόνι μου και οσμίστηκε. Τα λαμπερά του μάτια μισόκλεισαν, σαν να είχε εισπνεύσει κάποιο υπέροχο άρωμα και ήθελε να συγκεντρωθεί μονάχα σ' αυτό. «Αχ, άσχημο!» αναφώνησε. «Υπέροχα άσχημο!» Και ύστερα είπε τραγουδιστά: «Οπάλιο, διαμάντι, ζαφείρι και νεφρίτη! Του Γκάρι η λεμονάδα μου έσπασε τη μύτη!» Ύστερα σωριάστηκε ανάσκελα κι έσκασε στα γέλια. Ήταν το γέλιο ενός παράφρονα. Σκέφτηκα να αρχίσω να τρέχω, αλλά τα πόδια μου έμοιαζαν να είναι δύο Κομητείες μακριά από το μυαλό μου. Δεν έκλαιγα όμως· είχα κατουρηθεί πάνω μου σαν μωρό, αλλά δεν έκλαιγα. Ήμουν πολύ τρομαγμένος για να κλάψω. Ξάφνου ήξερα πως θα πέθαινα, μάλλον με

Page 50: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

οδυνηρό, φρικτό τρόπο, και το χειρότερο ήταν πως αυτό ίσως να μην ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο ίσως να ερχόταν αργότερα. Αφού θα είχα πεθάνει. Ξαφνικά ανακάθισε, με την οσμή καμένων σπίρτων να βγαίνει από το μαύρο του κουστούμι πνίγοντας με. Με κοίταξε σοβαρά με το στενό λευκό του πρόσωπο και τα φλεγόμενα μάτια του, όμως είχε και κάτι εύθυμο πάνω του. Δεν έφευγε ποτέ από πάνω του αυτή η αίσθηση ευθυμίας. «Άσχημα μαντάτα, μικρέ ψαρά», είπε. «Φέρνω άσχημα μαντάτα». Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον κοιτάζω -το μαύρο κουστούμι, τα καλά μαύρα παπούτσια, τα μακριά άσπρα δάχτυλα που δεν κατέληγαν σε νύχια ανθρώπου αλλά αρπακτικού. «Η μητέρα σου είναι νεκρή». «Όχι!» φώναξα. Τη συλλογίστηκα να φτιάχνει ψωμί, να στέκει στο δυνατό πρωινό ηλιόφως μ' εκείνη την μπούκλα να πέφτει στο μέτωπο της και ν' αγγίζει το φρύδι της, και ο τρόμος με πλημμύρισε ξανά... όμως όχι για μένα αυτή τη φορά. Ύστερα συλλογίστηκα την όψη της όταν έφευγα με το καλάμι μου κι εκείνη έστεκε στην πόρτα της κουζίνας σκιάζοντας με το χέρι της τα μάτια της, πώς μου είχε φανεί εκείνη τη στιγμή, σαν φωτογραφία κάποιου που περίμενες ν' αντικρίσεις ξανά, όμως δεν τον ξανάδες ποτέ. «Όχι, λες ψέματα!» ούρλιαξα. Χαμογέλασε θλιμμένα, καρτερικά, όπως κάποιος που έχει συχνά κατηγορηθεί άδικα. «Φοβάμαι πως όχι», είπε. «Της συνέβη το ίδιο που έπαθε ο αδερφός σου, Γκάρι. Την τσίμπησε μέλισσα». «Όχι, δεν είναι αλήθεια», είπα και τώρα έβαλα τα κλάματα. «Είναι μεγάλη, τριάντα πέντε χρόνων, αν μπορούσε ένα τσίμπημα μέλισσας να τη σκοτώσει όπως τον Ντάνι, θα είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό! Είσαι ένας βρομερός ψεύτης!» Είχα αποκαλέσει τον Διάβολο βρομερό ψεύτη. Κάπου μέσα μου το συνειδητοποιούσα, όμως ολόκληρο το μπροστινό μέρος του μυαλού μου ήταν πλημμυρισμένο από τη φρίκη αυτού που μου είχε πει. Η μητέρα μου νεκρή; Θα μπορούσε κάλλιστα να μου είχε πει πως υπήρχε ένας καινούριος ωκεανός εκεί που ως τότε βρίσκονταν τα Βραχώδη Όρη. Όμως τον πίστευα. Κάπου μέσα μου τον πίστευα απόλυτα, όπως πιστεύουμε πάντα, κάπου μέσα μας, ό,τι χειρότερο μπορεί να φανταστεί η καρδιά μας.

Page 51: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Κατανοώ τη θλίψη σου, μικρέ ψαρά, όμως πολύ φοβάμαι πως το επιχείρημα σου δεν έχει καμία βάση». Μιλούσε με μια ψευτοπαρηγορητική φωνή που ήταν απαίσια, εξοργιστική, δίχως συμπόνια ή τύψεις. «Κάποιος μπορεί σε όλη του τη ζωή να μην αντικρίσει ποτέ ούτε ένα κοτσύφι, ξέρεις, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν κοτσύφια. Η μητέρα σου...» Ένα ψάρι πήδηξε από κάτω μας. Ο άντρας με το μαύρο κουστούμι μόρφασε και ύστερα το έδειξε με το δάχτυλο του. Η πέστροφα συσπάστηκε στον αέρα, λυγίζοντας τόσο το κορμί της, που για μια στιγμή φάνηκε να σπάζει στην ουρά, και ύστερα ξανάπεσε στο Καστλ Στριμ και απέμεινε να επιπλέει άψυχη, νεκρή. Χτύπησε στον μεγάλο γκρίζο βράχο, εκεί όπου τα νερά χωρίζονταν, έκανε δυο κύκλους στη δίνη σ' εκείνο το σημείο και ύστερα συνέχισε προς την κατεύθυνση του Καστλ Ροκ. Στο μεταξύ, ο φρικτός ξένος είχε στρέψει πάλι τη φλεγόμενη ματιά του προς το μέρος μου και χαμογελούσε σαν ανθρωποφάγος, με τα λεπτά του χείλη τραβηγμένα προς τα πίσω, φανερώνοντας δυο σειρές μικροσκοπικά, μυτερά δόντια. «Η μητέρα σου απλώς δεν είχε τσιμπηθεί ποτέ ως τώρα στη ζωή της από μέλισσα», είπε. «Τώρα όμως -για την ακρίβεια, λιγότερο από μία ώρα πριν-, μια μέλισσα μπήκε από το παράθυρο της κουζίνας καθώς έβγαζε η μητέρα σου το ψωμί από το φούρνο και το ακουμπούσε στον πάγκο για να κρυώσει». «Όχι, δε θέλω να τ' ακούσω αυτό, δε θέλω να τ' ακούσω, δε θέλω!» Σήκωσα τα χέρια μου και τα πίεσα στα αυτιά μου. Εκείνος σούφρωσε τα χείλη του σαν να ήθελε να σφυρίξει και με φύσηξε απαλά. Δεν ήταν παρά μια τόση δα ανάσα, όμως η δυσωδία της ήταν απίστευτη, ανυπόφορη -μια δυσωδία από φραγμένους υπονόμους, από τουαλέτες που δεν είχαν καθαριστεί ποτέ, από ψόφια κοτόπουλα ύστερα από πλημμύρα. Τα χέρια μου έπεσαν από τα πλάγια του προσώπου μου. «Ωραία», είπε. «Πρέπει να το ακούσεις αυτό, Γκάρι· πρέπει να το ακούσεις, μικρέ μου ψαρά. Ήταν από τη μητέρα σου που κληρονόμησε αυτή τη μοιραία αδυναμία ο αδερφός σου ο Νταν πήρες κι εσύ λίγη, μαζί όμως κληρονόμησες και μια προστασία από τον πατέρα σου, που έλειπε από τον άμοιρο τον Νταν». Σούφρωσε πάλι τα χείλη του, μόνο που αυτή τη φορά έβγαλε έναν κωμικό σιγανό ήχο, ένα τσ-τσ-τσ, αντί να φυσήξει καταπάνω μου τη βρομερή ανάσα του. «Έτσι, αν και δε μου αρέσει να κακολογώ τους νεκρούς, είναι κατά κάποιον τρόπο σαν θεία δίκη, σωστά; Στο κάτω κάτω, η μητέρα σου σκότωσε τον αδερφό σου τον Νταν. Είναι το ίδιο με το να του κολλούσε ένα όπλο στο κεφάλι και να πίεζε τη σκανδάλη».

Page 52: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όχι», ψιθύρισα. «Όχι, δεν είναι αλήθεια». «Σε διαβεβαιώνω πως είναι», είπε. «Η μέλισσα μπήκε από το παράθυρο και προσγειώθηκε στο λαιμό της. Η μητέρα σου τη χτύπησε ενστικτωδώς, δίχως να συνειδητοποιήσει τι έκανε -εάν αποδείχτηκες σοφότερος, έτσι δεν είναι, Γκάρι;- και η μέλισσα την κέντρισε. Η μητέρα σου ένιωσε αμέσως το λαιμό της να φράζεται. Αυτό συμβαίνει, ξέρεις, σε όσους είναι αλλεργικοί στο φαρμάκι της μέλισσας. Κλείνει ο λαιμός τους και πνίγονται, κι ας είναι στον ανοιχτό αέρα. Γι' αυτό ήταν το πρόσωπο του Νταν τόσο πρησμένο και μενεξελί. Γι' αυτό το σκέπασε ο πατέρας σου με το πουκάμισο του». Τον κοίταζα καλά καλά, άλαλος. Δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά μου. Δεν ήθελα να τον πιστέψω, κι ήξερα από το κατηχητικό πως ο Διάβολος είναι ο πατέρας όλων των ψεμάτων, όμως τον πίστευα, παρ' όλα αυτά. Πίστευα πως είχε σταθεί εκεί, στην πόρτα της αυλής μας, και είχε δει απ' το παράθυρο της κουζίνας τη μητέρα μου να πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας τον πρησμένο της λαιμό, ενώ ο Κάντι Μπιλ έτρεχε γύρω της γαβγίζοντας στριγκά. «Οι ήχοι που έβγαλε η μητέρα σου ήταν υπέροχα φρικτοί», είπε στοχαστικά ο άντρας με το μαύρο κουστούμι, «και πολύ φοβάμαι πως έγδαρε άσχημα το πρόσωπο της με τα ίδια της τα νύχια. Τα μάτια της εξείχαν σαν του βατράχου. Έκλαιγε». Σώπασε για μια στιγμή και ύστερα πρόσθεσε: «Έκλαιγε καθώς πέθαινε, δεν είναι γλυκό αυτό, ε; Και το ωραιότερο απ' όλα είναι αυτό: αφού πέθανε... αφού ήταν σωριασμένη για κάνα τέταρτο στο πάτωμα, μ' εκείνο το μικρό, το τόσο δα κεντρί της μέλισσας να εξέχει ακόμη από το λαιμό της κι ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν της εστίας, ξέρεις τι έκανε ο Κάντι Μπιλ; Το καθαρματάκι έγλειψε τα δάκρυα της. Πρώτα από τη μια μεριά... και ύστερα από την άλλη». Κοίταξε συλλογισμένος προς το ρέμα για μια στιγμή, με το πρόσωπο του θλιμμένο. Ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος μου και η πένθιμη έκφραση του έσβησε σαν όνειρο. Το πρόσωπο του ήταν πεινασμένο και άτονο, σαν το πρόσωπο κάποιου που είχε λιμοκτονήσει. Τα μάτια του φλέγονταν. Είδα τα μυτερά δοντάκια του ανάμεσα στα ωχρά του χείλη. «Πεινώ», είπε ξάφνου, «θα σε σκοτώσω, θα σε σκίσω και θα σου φάω τα σωθικά, μικρέ ψαρά. Τι λες γι' αυτό;» Όχι, πάσχισα να πω, όχι, σε παρακαλώ, όμως δεν βγήκε κανένας ήχος από το στόμα μου. Και είδα ότι το εννοούσε. Το εννοούσε πραγματικά. «Είμαι τόσο πεινασμένος·», είπε, μαζί νευρικά και κοροϊδευτικά. «Κι εσύ δεν πρόκειται έτσι κι αλλιώς να ζήσεις δίχως τη λατρεμένη σου μαμά, πίστεψε με. Γιατί ο πατέρας σου είναι απ' τους άντρες που έχουν ανάγκη

Page 53: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

από μια ζεστή τρύπα για να τον χώνουν, πίστεψε με, και αν ο μόνος διαθέσιμος είσαι εσύ, τότε θα αναγκαστεί να βολευτεί μ' εσένα, θα σε γλιτώσω απ' όλη αυτή τη δυστυχία και την ταλαιπωρία. Και, συν τοις άλλοις, θα πας στον Παράδεισο, για σκέψου το. Οι δολοφονημένες ψυχές πηγαίνουν πάντα στον Παράδεισο. Έτσι, σήμερα το απόγευμα θα υπηρετήσουμε και οι δύο τον θεό, Γκάρι. Δεν είναι όμορφο αυτό;» Έκανε να με αρπάξει με τα μακριά χλομά του χέρια και, δίχως να το σκεφτώ, άνοιξα το κοφίνι μου, έχωσα το χέρι μου ως τον πάτο κι έβγαλα τη γιγάντια πέστροφα που είχα πιάσει νωρίτερα -αυτή που θα 'πρεπε να μου ήταν αρκετή. Κρατώντας την, άπλωσα το χέρι μου στα τυφλά προς το μέρος του, με τα δάχτυλα μου στην κόκκινη σχισμή της κοιλιάς της, απ' όπου είχα βγάλει τα σπλάχνα όπως είχε απειλήσει ο άντρας με το μαύρο κουστούμι πως θα έβγαζε τα δικά μου. Τα γυάλινα μάτια του ψαριού με κοίταζαν ονειροπόλα, το χρυσό δαχτυλίδι γύρω από τη μαύρη μέση του μου θύμιζε τη βέρα της μητέρας μου. Κι εκείνη τη στιγμή την είδα να κείται μέσα στο φέρετρο της, με τη βέρα να λάμπει στο ηλιόφως, και κατάλαβα πως ήταν αλήθεια -μια μέλισσα την είχε κεντρίσει, είχε πνιγεί η μητέρα μου μέσα στον ζεστό αέρα της κουζίνας που ευωδίαζε ψωμί, και ύστερα ο Κάνυ Μπιλ είχε γλείψει τα δάκρυα του θανάτου της από τα πρησμένα μαγουλά της. «Μεγάλο ψάρι!» είπε ο άντρας με το μαύρο κουστούμι με βραχνή και λαίμαργη φωνή. «Ω,μεγάααλο ψάρι!» Μου το άρπαξε και το έχωσε στο στόμα του, που άνοιξε περισσότερο απ' όσο θα μπορούσε ποτέ ν' ανοίξει στόμα ανθρώπου. Έπειτα από πολλά χρόνια, όταν ήμουν εξήντα πέντε (ξέρω πως ήταν τότε, γιατί εκείνο το καλοκαίρι σταμάτησα να διδάσκω και βγήκα στη σύνταξη), πήγα στο Ενυδρείο της Νέας Αγγλίας και είδα τελικά έναν καρχαρία. Το στόμα του άντρα με το μαύρο κουστούμι ήταν σαν το στόμα του καρχαρία όταν άνοιξε, μόνο που ο οισοφάγος του άντρα ήταν κατακόκκινος, ίδιο χρώμα με τα απαίσια μάτια του, και ένιωσα στο πρόσωπο μου τη ζέστη που έβγαινε από μέσα του όπως νιώθεις ένα ξαφνικό κύμα ζέστης να βγαίνει από ένα τζάκι όταν αναφλέγεται ένα ξερό κούτσουρο. Και δεν τη φαντάστηκα αυτή τη ζέστη, το ξέρω, γιατί, πριν βάλει το κεφάλι της γιγάντιας πέστροφας μου ανάμεσα στα ολάνοιχτα σαγόνια του, είδα τα λέπια στα πλευρά του ψαριού να σηκώνονται και να κουλουριάζονται σαν κομματάκια χαρτιού που αιωρούνται πάνω από έναν ανοιχτό κλίβανο. Έβαλε στο στόμα του το ψάρι σαν καλλιτέχνης του τσίρκου που καταπίνει ένα σπαθί. Δεν το μάσησε, και τα φλεγόμενα μάτια του γούρλωσαν, σαν να κατέβαλλε προσπάθεια. Το ψάρι έμπαινε κι έμπαινε κι ο λαιμός του άντρα

Page 54: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

φούσκωνε καθώς γλιστρούσε η πέστροφα στον οισοφάγο του, και τώρα άρχισε κι εκείνος να κλαίει... μόνο που τα δάκρυα του ήταν αιμάτινα, πηχτά και άλικα. Θαρρώ πως ήταν εκείνα τα δάκρυα που μ' έκαναν να συνέλθω. Δεν ξέρω γιατί, όμως πιστεύω πως έτσι έγινε. Τινάχτηκα όρθιος, σαν φασουλής μέσα από το κουτί του, στράφηκα κρατώντας ακόμη το καλάμι μου και ανέβηκα τρεχάτος στην όχθη, σκυφτός και ξεριζώνοντας αγριόχορτα με το ελεύθερο χέρι μου, στην προσπάθεια μου να ανέβω γρηγορότερα. Εκείνος έβγαλε έναν πνιχτό, οργισμένο θόρυβο –το θόρυβο κάποιου με υπερβολικά γεμάτο στόμα- κι εγώ, φτάνοντας στην κορυφή, κοίταξα πίσω. Ερχόταν στο κατόπι μου, με τη ράχη του σακακιού του να ανεμίζει και τη λεπτή χρυσή αλυσίδα του ρολογιού του να λαμπυρίζει στο ηλιόφως. Η ουρά του ψαριού εξείχε ακόμη από το στόμα του και μύριζα το υπόλοιπο να ψήνεται μέσα στο φούρνο του λαιμού του. Έκανε να με αρπάξει με τα γαμψά του νύχια κι εγώ έτρεξα κατά μήκος της όχθης. Ύστερα από καμιά εκατοστή μέτρα βρήκα τη φωνή μου κι άρχισα να ουρλιάζω –να ουρλιάζω από φόβο, φυσικά, αλλά και από τον πόνο για την όμορφη, νεκρή μητέρα μου. Ερχόταν στο κατόπι μου. Άκουγα κλαριά να σπάνε και θάμνους να αναδεύονται, αλλά δεν ξανακοίταξα πίσω. Χαμήλωσα το κεφάλι μου, μισόκλεισα τα μάτια μου για να τα προστατεύσω από τους θάμνους και τα χαμηλά κλαριά στην όχθη του ρέματος και συνέχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Και, σε κάθε βήμα, περίμενα να νιώσω τα χέρια του να πέφτουν στους ώμους μου και να με τραβούν πίσω, σ' ένα στερνό καυτό αγκάλιασμα. Δεν έγινε αυτό όμως. Δεν ξέρω ύστερα από πόση ώρα -δεν μπορεί να ήταν περισσότερο από πέντε δέκα λεπτά, φαντάζομαι, όμως εμένα μου φάνηκε αιώνας- είδα τη γέφυρα, μισοκρυμμένη από τους κορμούς των ελάτων και τις πυκνές φυλλωσιές. Ουρλιάζοντας ακόμη, όμως ξέπνοα τώρα -ακουγόμουν σαν τσαγιέρα που το νερό της έχει σχεδόν εξατμιστεί-, έφτασα σ' αυτή τη δεύτερη, πιο απότομη όχθη και ανέβηκα τρέχοντας. Στη μέση της απόστασης ως την κορυφή, γλίστρησα, έπεσα στα γόνατα, κοίταξα πίσω και είδα τον άντρα με το μαύρο κουστούμι να μ' έχει φτάσει σχεδόν, με το άσπρο πρόσωπο του να έχει συσπαστεί από την οργή και τη λαιμαργία. Τα μαγουλά του ήταν πιτσιλισμένα από τα αιμάτινα δάκρυα του και το καρχαρίσιο στόμα του ήταν ανοιχτό, με το σαγόνι του να κρέμεται, σαν μεντεσές.

Page 55: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Μίκρε ψαρά!» γρύλισε και άρχισε να ανεβαίνει στην όχθη ξοπίσω μου, αρπάζοντας με το μακρύ του χέρι το πόδι μου. Ελευθερώθηκα, στράφηκα και του πέταξα το καλάμι μου. Το απέκρουσε εύκολα, όμως με κάποιον τρόπο μπερδεύτηκε στα πόδια του κάνοντας τον να πέσει στα γόνατα. Δεν έχασα ούτε στιγμή· στράφηκα και ανέβηκα τρεχάτος ως την κορυφή της όχθης. Φτάνοντας πάνω, σχεδόν γλίστρησα, αλλά κατόρθωσα να αρπάξω ένα από τα υποστηρίγματα της γέφυρας και σώθηκα. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις, μικρέ ψαρά!» κραύγασε από πίσω μου. Ακούστηκε έξω φρενών, αλλά και σαν να γελούσε. «Χρειάζομαι πάνω από μια μεγάλη πέστροφα για να χορτάσω!» «Άσε με ήσυχο!» του ούρλιαξα. Πιάστηκα από το κιγκλίδωμα της γέφυρας και πήδηξα με μια αδέξια τούμπα από πάνω, γεμίζοντας τα χέρια μου με σκλήθρες και χτυπώντας με τόση δύναμη το κεφάλι μου στα σανίδια, καθώς έπεφτα, που είδα αστέρια. Γύρισα μπρούμυτα και άρχισα να σέρνομαι. Πριν φτάσω στην άκρη της γέφυρας, σηκώθηκα με δυσκολία, σκόνταψα μια φορά, βρήκα το ρυθμό μου κι άρχισα να τρέχω. Έτρεξα όπως μονάχα ένα εννιάχρονο αγόρι μπορεί να τρέξει, δηλαδή σαν τον άνεμο. Ένιωθα τα πόδια μου να αγγίζουν κάθε τρεις τέσσερις δρασκελιές τη γη, που, απ' όσο ξέρω, μπορεί να ήταν η αλήθεια. Ακολούθησα τη δεξιά αυλακιά στο δρόμο τρέχοντας, μέχρι που άρχισα να νιώθω ένα σφυροκόπημα στα μηλίγγια μου και τα μάτια μου να πάλλονται μέσα στις κόγχες τους, τρέχοντας, μέχρι που ένας καυτός πόνος διαπέρασε το αριστερό μέρος του κορμού μου, από τα πλευρά μου, κάτω κάτω, ως τη μασχάλη, τρέχοντας, μέχρι που ένιωσα μια μεταλλική γεύση στον οισοφάγο μου και μια γεύση αίματος πλημμύρισε το στόμα μου. Όταν δεν μπορούσα να τρέξω άλλο, στάθηκα παραπατώντας και κοίταξα πίσω, ξεφυσώντας και ασθμαίνοντας σαν άλογο με κομμένη την ανάσα. Ήμουν βέβαιος πως θα τον αντίκριζα να στέκει εκεί, πίσω μου, με το κομψό μαύρο κουστούμι του, την αλυσίδα του ρολογιού λαμπερή πάνω στο γιλέκο του και τα μαλλιά του χτενισμένα άψογα. Όμως ήταν άφαντος. Ο δρόμος που ξετυλιγόταν πίσω προς το Καστλ Στριμ, ανάμεσα στα σκοτεινά πυκνά έλατα, ήταν έρημος. Κι όμως τον ένιωσα κάπου κοντά, μέσα στο δάσος, να με κοιτάζει με τα φλεγόμενα μάτια του, μυρίζοντας καμένα σπίρτα και ψημένο ψάρι. Στράφηκα και άρχισα να βαδίζω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, κουτσαίνοντας λιγάκι -είχα τραβήγματα στους μυς και των δύο ποδιών μου κι όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι το επόμενο πρωί πονούσα τόσο, που μετά βίας μπορούσα να περπατήσω. Τότε, όμως, δεν το πρόσεξα. Κοίταζα συνεχώς πάνω απ' τον ώμο μου, γιατί ένιωθα ξανά και ξανά την ανάγκη να βεβαιωθώ

Page 56: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πως ο δρόμος πίσω μου ήταν έρημος. Ήταν, κάθε φορά που κοιτούσα, όμως αυτές οι ματιές προς τα πίσω μεγάλωναν το φόβο μου αντί να τον λιγοστεύουν. Τα έλατα έδειχναν πιο σκοτεινά και πυκνά και έβλεπα συνεχώς στο νου μου τι υπήρχε πίσω από τα δέντρα που ορθώνονταν στο πλάι του δρόμου: πυκνό δάσος με μπερδεμένους κλώνους, με πεσμένους κορμούς, όπου θα μπορούσες να τσακιστείς, με ρεματιές μέσα στις οποίες μπορούσε να ζει οτιδήποτε. Μέχρι εκείνο το Σάββατο του 1914, νόμιζα πως οι αρκούδες ήταν το χειρότερο πράγμα μέσα στο δάσος. Τώρα ήξερα καλύτερα. Γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο παρακάτω, πέρα ακριβώς από το σημείο όπου ο δρόμος έβγαινε από το δάσος στην Γκίγκαν Φλατ Ρόουντ, είδα τον πατέρα μου να βαδίζει προς το μέρος μου σφυρίζοντας το «Old Oaken Bucket». Είχε το δικό του καλάμι, αυτό με το φανταχτερό καρούλι από το Μάνκι Γουόρντ. Στο άλλο χέρι κρατούσε το κοφίνι του, αυτό με την κορδέλα που είχε τυλίξει η μητέρα μου στη λαβή όταν ζούσε ακόμη ο Νταν. ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ, έλεγε η κορδέλα. Βάδιζα, αλλά, όταν τον είδα, ξανάρχισα να τρέχω, ουρλιάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσα Μπαμπά! Μπαμπά! Μπαμπά! και τρεκλίζοντας πέρα δώθε σαν μεθυσμένος ναύτης, γιατί ένιωθα αφόρητους πόνους στα πόδια. Η έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο του όταν με αναγνώρισε θα μπορούσε, κάτω από άλλες συνθήκες, να είναι κωμική, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν. Έριξε το καλάμι και το κοφίνι του στο δρόμο, χωρίς καν να τα κοιτάξει, κι έτρεξε προς το μέρος μου. Δεν είχα ξαναδεί, ούτε ξαναείδα ποτέ τον πατέρα μου να τρέχει τόσο γρήγορα. Όταν συναντηθήκαμε, ήταν θαύμα που δεν σωριαστήκαμε και οι δύο από την πολλή φόρα, κι εγώ χτύπησα με τόση δύναμη το πρόσωπο μου στην αγκράφα του, που άνοιξε η μύτη μου. Δεν το πρόσεξα, όμως, παρά μόνο αργότερα. Εκείνη τη στιγμή απλώς τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Απέμεινα να τρίβω πέρα δώθε το καυτό μου πρόσωπο πάνω στο στομάχι του, γεμίζοντας με αίμα, δάκρυα και μύξα το παλιό γαλάζιο του πουκάμισο. «Γκάρι, τι τρέχει; Τι συνέβη; Είσαι καλά;» «Η μαμά είναι νεκρή!» είπα με αναφιλητά. «Συνάντησα έναν άντρα στο δάσος και μου το είπε! Η μαμά είναι νεκρή! Την κέντρισε μια μέλισσα και πρήστηκε όπως ο Νταν και είναι νεκρή! Είναι πεσμένη στην κουζίνα και ο Κάνη Μπιλ... έγλειψε τα δ...δ... δάκρυα... τα δάκρυα από το...» Πρόσωπο της ήταν οι τελευταίες λέξεις που θα έλεγα, όμως το στήθος μου με πονούσε πια τόσο πολύ, που δεν κατόρθωσα να τις πω. Έκλαιγα ξανά και το ξαφνιασμένο, φοβισμένο πρόσωπο του πατέρα μου είχε θολώσει και είχε

Page 57: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γίνει τριπλό. Άρχισα να σκούζω -όχι σαν πιτσιρίκι που έγδαρε το γόνατο του, αλλά σαν σκυλί που αντίκρισε κάτι κακό στο φεγγαρόφωτο- κι ο πατέρας μου πίεσε πάλι το κεφάλι μου στο σκληρό και επίπεδο στομάχι του. Εγώ όμως γλίστρησα από την αγκαλιά του και κοίταξα πίσω. Ήθελα να σιγουρευτώ πως δεν ζύγωνε ο άντρας με το μαύρο κουστούμι. Ήταν άφαντος και ο δρόμος που χανόταν φιδωτός στο δάσος ήταν έρημος. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπατήσω το πόδι μου σ' αυτόν το δρόμο, ποτέ, ό,τι κι αν συνέβαινε· και τώρα πια φαντάζομαι πως η μεγαλύτερη ευλογία που χάρισε ο θεός στα πλάσματα Του είναι πως δεν μπορούν να δουν το μέλλον. Μπορεί να μου τσάκιζε τα λογικά, αν ήξερα πως, ούτε δύο ώρες αργότερα, θα πατούσα ξανά το πόδι μου σ' αυτόν το δρόμο. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένιωσα μονάχα ανακούφιση βλέποντας πως ήμαστε ακόμη μόνοι. Ύστερα συλλογίστηκα τη μητέρα μου -την όμορφη, νεκρή μητέρα μου- και πίεσα ξανά το πρόσωπο μου στο στομάχι του πατέρα μου κι έκλαψα πάλι γοερά. «Γκάρι, άκουσε με», μου είπε ύστερα από λίγο. Εγώ συνέχισα να κλαίω με λυγμούς. Με άφησε λίγο ακόμη και ύστερα μου σήκωσε το πιγούνι για να μπορεί να με βλέπει και να μπορώ να τον κοιτάζω κατάματα. «Η μαμά σου είναι μια χαρά», είπε. Άλαλος, συνέχισα να τον κοιτάζω, με δάκρυα να κυλούν στα μαγουλά μου. Δεν τον πίστευα. «Δεν ξέρω ποιος σου είπε κάτι άλλο, ή ποιο παλιόσκυλο θα ήθελε να τρομάξει έτσι ένα αγοράκι, όμως σου τ' ορκίζομαι πως η μητέρα σου είναι μια χαρά». «Μα... μα είπε...» «Δε με νοιάζει τι είπε. Γύρισα από του Έβερσαμ νωρίτερα απ' ό,τι υπολόγιζα -ήταν απλώς λόγια του αέρα πως είχε αγελάδες για πούλημα- και αποφάσισα να έρθω να σε βρω. Πήρα το καλάμι και το κοφίνι μου και η μητέρα σου μας ετοίμασε φέτες ψωμί με μαρμελάδα. Με το φρέσκο της ψωμί. Είναι ζεστό ακόμη. Ήταν λοιπόν μια χαρά πριν από ένα μισάωρο, Γκάρι, και μια χαρά είναι ακόμη, σου το υπόσχομαι. Δεν έπαθε τίποτε μέσα σ' αυτό το μισάωρο». Κοίταξε πάνω απ' τον ώμο μου. «Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Και πού ήταν; θα τον βρω και θα τον λιώσω». Χίλιες διαφορετικές σκέψεις πέρασαν απ' το μυαλό μου μέσα σε μια στιγμή -έτσι μου φάνηκε, τουλάχιστον-, όμως η τελευταία ήταν αυτή που με τάραξε περισσότερο: αν συναντούσε ο μπαμπάς μου τον άντρα με το μαύρο

Page 58: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κουστούμι, δεν θα τον έλιωνε ο μπαμπάς μου· δεν θα έφευγε καν ζωντανός από εκεί. Στο νου μου έρχονταν ξανά και ξανά εκείνα τα μακριά άσπρα δάχτυλα και τα γαμψά νύχια στην άκρη τους. «Γκάρι;» «Δε νομίζω πως θυμάμαι», είπα. «Ήσουν εκεί όπου χωρίζεται το ρέμα; Στον μεγάλο βράχο;» Δεν μπορούσα να πω ψέματα στον πατέρα μου όταν μου έκανε μια ξεκάθαρη ερώτηση -ούτε καν για να σώσω τη ζωή του ή τη δική μου. «Ναι, όμως μην πας εκεί». Άρπαξα και με τα δυο μου χέρια το μπράτσο του και το τράβηξα δυνατά. «Όχι, σε παρακαλώ. Ήταν τρομακτικός». Ξάφνου, μια φαεινή ιδέα ξεπήδησε στο νου μου. «Νομίζω πως ήταν οπλισμένος». Με κοίταξε συλλογισμένος. «Ίσως να μην υπήρχε κανένας άντρας», είπε υψώνοντας λιγάκι τη φωνή του στην τελευταία λέξη και κάνοντας τη να ακουστεί σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς, σαν ερώτηση. «Ίσως να κοιμήθηκες καθώς ψάρευες, γιε μου, και να είδες ένα κακό όνειρο. Σαν αυτά που έβλεπες με τον Ντάνι, το χειμώνα». Είχα δει όντως πολλά κακά όνειρα με τον Νταν τον προηγούμενο χειμώνα, όνειρα στα οποία άνοιγα την πόρτα της ντουλάπας μας ή της σκοτεινής οιναποθήκης με τη βαριά μυρωδιά φρούτου και τον έβλεπα να στέκει εκεί και να με κοιτάζει με το πρόσωπο του μενεξελί από την ασφυξία· και πολλές φορές είχα ξυπνήσει ουρλιάζοντας, ξυπνώντας και τους γονείς μου. Άλλωστε, είχα κοιμηθεί για λίγο στην όχθη του ρέματος -είχα λαγοκοιμηθεί, τουλάχιστον-, αλλά δεν είχα ονειρευτεί και ήμουν βέβαιος πως είχα ξυπνήσει πριν χτυπήσει παλαμάκια ο άντρας με το μαύρο κουστούμι, ρίχνοντας νεκρή τη μέλισσα από τη μύτη μου στα πόδια μου. Δεν τον είχα ονειρευτεί όπως είχα ονειρευτεί τον Νταν, ήμουν σίγουρος, αν και είχε αρχίσει ήδη η συνάντηση μου μαζί του να μοιάζει με όνειρο, όπως θα συμβαίνει πάντα, φαντάζομαι, με τα υπερφυσικά γεγονότα. Ίσως να ήταν καλύτερα, όμως, αν πίστευε ο μπαμπάς μου πως απλώς είχα φανταστεί τον άντρα. Καλύτερα γι' αυτόν. «Ναι, θα μπορούσε να είναι όνειρο», είπα. «Λοιπόν, πρέπει να πάμε πίσω για να βρούμε το καλάμι και το κοφίνι σου». Έκανε να προχωρήσει και αναγκάστηκα να του τραβήξω με μανία το χέρι για να τον σταματήσω ξανά και να τον γυρίσω προς το μέρος μου.

Page 59: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Αργότερα», είπα. «Σε παρακαλώ, μπαμπά, θέλω να δω τη μητέρα. Πρέπει να τη δω με τα ίδια μου τα μάτια». Το συλλογίστηκε και ύστερα έγνεψε. «Ναι, μάλλον πρέπει. Πρώτα θα πάμε σπίτι και θα βρούμε αργότερα το καλάμι και το κοφίνι σου». Έτσι, γυρίσαμε μαζί στο αγρόκτημα. Ο πατέρας μου είχε ακουμπήσει το καλάμι του στον ώμο όπως οι φίλοι μου, εγώ κρατούσα το κοφίνι, και τρώγαμε και οι δύο φέτες απ' το ψωμί της μητέρας μου αλειμμένες με μαρμελάδα βατόμουρο. «Έπιασες τίποτε;» με ρώτησε όταν πρόβαλε μπροστά μας ο αχυρώνας. «Ναι, μπαμπά», είπα. «Μια ιριδωτή πέστροφα. Αρκετά μεγάλη». Και μια πολύ μεγαλύτερη, σκέφτηκα, όμως δεν το είπα. Για την ακρίβεια, τη μεγαλύτερη που εγώ δει ποτέ, αλλά δεν την έχω πια για να σ' τη δείξω, μπαμπά. Την έδωσα στον άντρα με το μαύρο κουστούμι, για να μη με φάει. Παραλίγο να μην πιάσει το κόλπο... αλλά έπιασε. «Μονάχα αυτή; Τίποτ' άλλο;» «Αφού την έπιασα, αποκοιμήθηκα». Δεν ήταν αληθινή απάντηση αυτή, αλλά ούτε ψέμα ήταν. «Πάλι καλά που δεν έχασες το καλάμι σου. Δεν το έχασες, έτσι δεν είναι, Γκάρι;» «Όχι, μπαμπά», είπα απρόθυμα. Αυτό το ψέμα δεν θα μου έβγαινε σε καλό, ακόμη κι αν κατόρθωνα να σκαρφιστώ κάποιο παραμύθι -όχι, αν γύριζε ο πατέρας μου για να βρει το κοφίνι, και από την όψη του καταλάβαινα πως θα το έκανε. Ο Κάντι Μπιλ ξεπρόβαλε τρέχοντας από την πίσω πόρτα, γαβγίζοντας στριγκά και κουνώντας ολόκληρο τον πισινό του πέρα δώθε, όπως κάνουν τα σκοτσέζικα τεριέ όταν κάτι τα ξεσηκώνει. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο· ένιωθα την ελπίδα και την αγωνία να μου φράζουν το λαιμό. Έτσι, έτρεξα προς το σπίτι, κουβαλώντας ακόμη το κοφίνι του και όντας βέβαιος, ακόμη, στα τρίσβαθα της καρδιάς μου, πως θα έβρισκα τη μητέρα μου άψυχη στο πάτωμα της κουζίνας, με το πρόσωπο της πρησμένο και μενεξελί όπως ήταν του Νταν όταν τον έφερε ο πατέρας μου από τον δυτικό αγρό, κλαίγοντας και φωνάζοντας το όνομα του Ιησού. Εκείνη όμως έστεκε στον πάγκο, μια χαρά, όπως όταν την άφησα, σιγοτραγουδώντας και καθαρίζοντας μπιζέλια σε μια λεκάνη. Με κοίταξε,

Page 60: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πρώτα ξαφνιασμένη και ύστερα έντρομη, όταν πρόσεξε τα ολάνοιχτα μάτια μου και τα χλομά μαγουλά μου. «Γκάρι, τι τρέχει; Τι συμβαίνει;» Δεν αποκρίθηκα, παρά μόνο έτρεξα κοντά της και άρχισα να τη φιλώ. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου μπήκε μέσα και είπε: «Μην ανησυχείς, Λο, είναι καλά. Είδε απλώς ένα απ' αυτά τα κακά όνειρα ξανά, πέρα, στην ακροποταμιά». «Προσευχήσου να ήταν το τελευταίο», είπε η μητέρα μου και με αγκάλιασε πιο σφιχτά, ενώ ο Κάντι Μπιλ χόρευε γύρω απ' τα πόδια μας γαβγίζοντας στριγκά. «Δε χρειάζεται να έρθεις μαζί μου αν δε θες, Γκάρι», είπε ο πατέρας μου, αν και το είχε ξεκαθαρίσει ήδη πως πίστευε ότι θα έπρεπε να πάω -ότι θα έπρεπε να γυρίσω, να αντιμετωπίσω το φόβο μου, όπως θα έλεγε κάποιος σήμερα, φαντάζομαι. Όλα αυτά είναι πολύ καλά αν αυτό που φοβήθηκες δεν υπάρχει αληθινά, όμως η σιγουριά μου πως ο άντρας με το μαύρο κουστούμι ήταν αληθινός δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα μέσα σε ένα δίωρο. Δεν θα κατόρθωνα όμως να πείσω τον πατέρα μου. Δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ ένα εννιάχρονο παιδί που να έπεισε τον πατέρα του πως είδε τον Διάβολο να βγαίνει μέσα από το δάσος φορώντας ένα μαύρο κουστούμι. «Θα έρθω», είπα. Είχα βγει από το σπίτι για να πάω μαζί του, πριν ξεκινήσει, μαζεύοντας όλο μου το κουράγιο για να κάνω τα πόδια μου να κινηθούν, και τώρα στεκόμαστε δίπλα στο κούτσουρο όπου κόβαμε τα ξύλα, στην πλαϊνή αυλή, όχι πολύ μακριά από τα στοιβαγμένα καυσόξυλα. «Τι έχεις πίσω από την πλάτη σου;» με ρώτησε. Το έβγαλα αργά. θα πήγαινα μαζί του, με την ελπίδα να είχε φύγει ο άντρας με το μαύρο κουστούμι και την ολόισια χωρίστρα στην αριστερή μεριά του κεφαλιού του... αλλά, αν δεν είχε φύγει, ήθελα να είμαι έτοιμος. Όσο πιο έτοιμος μπορούσα, τέλος πάντων. Στο χέρι που είχα προηγουμένως πίσω από την πλάτη μου κρατούσα την οικογενειακή Βίβλο μας. Σκόπευα να πάρω μονάχα την Καινή Διαθήκη μου, που είχα κερδίσει απομνημονεύοντας τους περισσότερους ψαλμούς στο Διαγωνισμό Μικρών Πιστών που γινόταν τα βράδια της Πέμπτης (είχα κατορθώσει να μάθω οχτώ, αν και σε μία βδομάδα είχα ξεχάσει τους περισσότερους, εκτός από τον εικοστό τρίτο), αλλά η μικρή κόκκινη Καινή Διαθήκη δεν μου φάνηκε αρκετή όταν είχε κάποιος ν' αντιμετωπίσει, ίσως, τον ίδιο τον Διάβολο, κι ας ήταν τα λόγια του Ιησού με κόκκινα γράμματα για να ξεχωρίζουν.

Page 61: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο πατέρας μου κοίταξε την παλιά Βίβλο, που ήταν γεμάτη οικογενειακά έγγραφα και φωτογραφίες, και νόμισα πως θα μου έλεγε να τη βάλω πίσω, αλλά δεν μου το είπε. Απλώς ένευσε και μια έκφραση θλίψης και συμπόνιας ζωγραφίστηκε φευγαλέα στο πρόσωπο του. «Εντάξει», είπε. «Ξέρει η μητέρα σου ότι την πήρες;» «Όχι, μπαμπά». Ένευσε ξανά. «Τότε ελπίζω να μην το προσέξει ώσπου να γυρίσουμε. Έλα. Και κοίτα μη σου πέσει». Ύστερα από ένα μισάωρο περίπου, στεκόμαστε πλάι πλάι στην όχθη και κοιτάζαμε το σημείο όπου το Καστλ Στριμ διακλαδωνόταν, και το ίσωμα, εκεί όπου είχα συναντήσει τον άντρα με τα πορτοκαλιά-κόκκινα μάτια. Κρατούσα το καλάμι μου -το είχα μαζέψει από τη γέφυρα- και το κοφίνι μου ήταν παρακάτω, στο ίσωμα. Το ψάθινο σκέπασμα του ήταν βγαλμένο. Στεκόμαστε για κάμποση ώρα κοιτάζοντας κάτω, ο πατέρας μου κι εγώ, ολότελα βουβοί. Οπάλιο, διαμάντι, ζαφείρι και νεφρίτη! Του Γκαρί η λεμονάδα μου έσπασε τη μύτη! Αυτό ήταν το δυσάρεστο ποιηματάκι του και, μόλις το απήγγειλε, σωριάστηκε ανάσκελα γελώντας σαν πιτσιρίκι που μόλις είχε ανακαλύψει ότι είχε το θάρρος να πει λέξεις της τουαλέτας, όπως κάτουρο και σκατά. Το ίσωμα κάτω ήταν καταπράσινο, σαν οποιοδήποτε μέρος στο Μέϊν που το βλέπει ο ήλιος στις αρχές Ιουλίου... εκτός από το μέρος όπου είχε ξαπλώσει ο ξένος. Εκεί υπήρχε μια αντρική σιλουέτα από μαραμένο κίτρινο χορτάρι. Χαμήλωσα τα μάτια και είδα ότι κρατούσα μπροστά μου τη φουσκωμένη παλιά οικογενειακή μας Βίβλο, με τους αντίχειρες μου να πιέζουν με τόση δύναμη το εξώφυλλο, που είχαν ασπρίσει. Την κρατούσα όπως κρατούσε ο σύζυγος της Γλυκιάς Μαμάς, ο Νόρβιλ, το διχαλωτό κλαρί του από ιτιά, όταν πάσχιζε να βρει πού υπήρχε νερό μέσα στη γη. «Μείνε εδώ», είπε τελικά ο πατέρας μου και κατέβηκε στην όχθη γλιστρώντας πλάγια, κρατώντας κόντρα με τις φτέρνες του στο μαλακό χώμα και τεντώνοντας τα χέρια του για να μη χάσει την ισορροπία του. Εγώ συνέχισα να στέκω ασάλευτος, με τα χέρια μου απλωμένα μπροστά μου, άκαμπτα, να κρατούν τη Βίβλο σαν διχαλωτό κλαρί ραβδοσκόπου, και με την καρδιά μου να βροντοχτυπά. Δεν ξέρω αν είχα την αίσθηση πως κάποιος με παρακολουθούσε· ήμουν πολύ τρομαγμένος για να νιώσω οτιδήποτε πέρα από το ότι ήθελα να βρεθώ μακριά από κείνο το μέρος, από κείνο το δάσος.

Page 62: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο μπαμπάς μου έσκυψε, μύρισε εκεί όπου το χορτάρι ήταν μαραμένο και μόρφασε. Ήξερα τι μύριζε: κάτι σαν καμένα σπίρτα. Ύστερα πήρε το κοφίνι μου και ξανανέβηκε βιαστικά στην όχθη. Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά πίσω, σιγουρεύτηκε πως τίποτε δεν τον ακολουθούσε. Όταν μου έδωσε το κοφίνι, το σκέπασμα κρεμόταν ακόμη από τα καλοφτιαγμένα δερμάτινα λουράκια του. Κοίταξα μέσα και δεν είδα παρά δυο χούφτες χορτάρι. «Δεν είπες πως έπιασες μια ιριδωτή πέστροφα;» ρώτησε ο πατέρας μου. «Μπορεί να το ονειρεύτηκες κι αυτό». Κάτι στη φωνή του με πείραξε. «Όχι, μπαμπά», είπα. «Την έπιασα». «Σίγουρα πάντως δεν πήδηξε έξω, αν ήταν ξεντερισμένη και καθαρισμένη. Και δε θα έβαζες ένα ψάρι στο κοφίνι δίχως να το καθαρίσεις πρώτα, έτσι δεν είναι, Γκάρι; Σου το έχω μάθει αυτό». «Ναι, μπαμπά, μου το έχεις μάθει, όμως...» «Άρα, αν δεν ονειρεύτηκες πως την έπιασες και αν ήταν ψόφια μέσα στο κοφίνι, κάτι πρέπει να ήρθε και να την έφαγε», είπε ο πατέρας μου και ύστερα ξανάριξε μια φευγαλέα ματιά πίσω, με τα μάτια του ολάνοιχτα, σαν να είχε ακούσει κάτι να κινείται μέσα στο δάσος. Δεν ξαφνιάστηκα ακριβώς βλέποντας στάλες ιδρώτα να στολίζουν σαν μεγάλα διάφανα πετράδια το μέτωπο του. «Έλα», είπε. «Πάμε να φύγουμε από δω». Δεν είχα την παραμικρή αντίρρηση, και αρχίσαμε ξανά να βαδίζουμε γοργά, αμίλητοι, κατά μήκος της όχθης προς τη γέφυρα. Όταν φτάσαμε, ο μπαμπάς μου γονάτισε και περιεργάστηκε το μέρος όπου είχαμε βρει το καλάμι μου. Υπήρχε ακόμη ένα σημείο με μαραμένο χορτάρι εκεί, και οι ορχιδέες που ονομάζονται «πασουμάκια» ήταν καφετιές και ζαρωμένες, σαν να τις είχε κάψει ένα κύμα ζέστης. Καθώς ο πατέρας μου ήταν σκυμμένος, εγώ κοίταξα μέσα στο άδειο κοφίνι μου. «Πρέπει να γύρισε και να έφαγε και το άλλο ψάρι μου», είπα. Ο πατέρας μου με κοίταξε. «Το άλλο ψάρι;» «Ναι, μπαμπά. Δε σ' το είπα, αλλά έπιασα άλλη μια πέστροφα. Μια πολύ μεγάλη. Πεινούσε φοβερά αυτός ο άντρας». Ήθελα να πω κι άλλα κι ένιωσα τις λέξεις να τρέμουν πίσω ακριβώς από τα χείλη μου, όμως τελικά δεν μίλησα. Σκαρφαλώσαμε ως τη γέφυρα και βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο για να περάσουμε πάνω από την κουπαστή. Ο πατέρας μου πήρε το κοφίνι μου, κοίταξε μέσα, ύστερα πήγε ως την κουπαστή και το 'ρίξε στο νερό. Στάθηκα

Page 63: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πλάι του και το είδα να πέφτει στο ρέμα και να πλέει σαν βάρκα, ενώ συνάμα βυθιζόταν καθώς περνούσε το νερό μέσα από την πλέξη του. «Μύριζε άσχημα», είπε ο πατέρας μου, αλλά δεν με κοίταζε λέγοντας το, και μίλησε σαν να δικαιολογούνταν. Ήταν η μοναδική φορά που τον άκουσα να μιλά έτσι. «Ναι, μπαμπά». «Θα πούμε στη μητέρα σου πως δεν μπορέσαμε να το βρούμε. Αν ρωτήσει. Αν δε ρωτήσει, δε θα της πούμε τίποτε». «Ναι, μπαμπά, δε θα της πούμε τίποτε». Και δεν ρώτησε, και δεν της είπαμε τίποτε, κι αυτό ήταν. Πάνε ογδόντα ένα χρόνια από εκείνη την ημέρα στο δάσος και για κάμποσα απ' αυτά τα χρόνια δεν τη συλλογίστηκα ούτε μια στιγμή... όχι στον ξύπνο μου, τουλάχιστον. Όπως οποιοσδήποτε άλλος άντρας ή γυναίκα που έζησε ποτέ, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για τα όνειρα μου. Τώρα όμως είμαι γέρος και ονειρεύομαι στον ξύπνο μου, έτσι μου φαίνεται. Οι αρρώστιες με ζυγώνουν όπως τα κύματα που δεν θ' αργήσουν να γκρεμίσουν ένα εγκαταλειμμένο κάστρο χτισμένο από ένα παιδί στην άμμο και μαζί ζυγώνουν ακόμη πιο πολύ οι αναμνήσεις, φέρνοντας μου στο νου ένα παλιό ποιηματάκι που σ' ένα σημείο έλεγε: «Σημασία μην τους δώσεις εσύ, κι αυτά στο σπίτι θα γυρίσουν, με την ουρά τους κουνιστή», θυμάμαι φαγητά που έφαγα, παιχνίδια που έπαιξα, κορίτσια που φίλησα στα αποδυτήρια του σχολείου όταν παίζαμε «Ταχυδρομείο»[2], αγόρια που έκανα παρέα μαζί τους, το πρώτο ποτό που ήπια, το πρώτο τσιγάρο που κάπνισα (στριφτό, με φλούδα καλαμποκιού· το κάπνισα πίσω από το χοιροστάσιο του Ντίκι Χάμερ και ύστερα έκανα εμετό). Απ' όλες τις αναμνήσεις, όμως, αυτή του άντρα με το μαύρο κουστούμι είναι η πιο έντονη· λάμπει με το δικό της απόκοσμο φως. Ήταν αληθινός, ήταν ο Διάβολος, κι εκείνη τη μέρα είτε είχε ξεκινήσει για να με βρει είτε ήταν καθαρή τύχη που με βρήκε. Πάντως, όλο και πιο πολύ νιώθω πως ήταν χάρη στη δική μου καλή τύχη που γλίτωσα –απλώς στην καλή μου τύχη κι όχι στην παρέμβαση του θεού που λατρεύω και υμνώ όλη μου τη ζωή. Ξαπλωμένος εδώ, στο δωμάτιο μου στο νοσοκομείο, και μέσα στο ρημαγμένο κάστρο του κορμιού μου από άμμο, λέω στον εαυτό μου πως δεν χρειάζεται να φοβάμαι τον Διάβολο -πως έζησα μια καλή, ευγενική ζωή και

2 Παιδικό παιχνίδι, στο οποίο αυτός που κάνει τον ταχυδρόμο μοιράζει φιλιά αντί για γράμματα. (Σ.τ.Μ.)

Page 64: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δεν χρειάζεται να τον φοβάμαι. Κάποιες φορές υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως ήμουν εγώ, και όχι ο πατέρας μου, αυτός που τελικά έπεισε τη μητέρα μου να γυρίσει στην εκκλησία εκείνο το καλοκαίρι. Στο σκοτάδι, όμως, αυτές οι σκέψεις δεν μπορούν να με καθησυχάσουν, να με ανακουφίσουν. Στο σκοτάδι μια φωνή μου ψιθυρίζει πως ούτε το εννιάχρονο αγόρι που ήμουν κάποτε είχε κάνει κάτι για να πρέπει να φοβάται τον Διάβολο... κι όμως ο Διάβολος είχε έρθει. Και κάποιες φορές ακούω στο σκοτάδι εκείνη τη φωνή να γίνεται σιγανή όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μια φωνή ανθρώπου. Μεγάλο ψάρι! ψιθυρίζει πνιχτά, λαίμαργα, και όλες οι αλήθειες του ηθικού κόσμου γκρεμίζονται μπροστά στην πείνα της. Μεγάααλο ψάρι! Ο Διάβολος ήρθε σ' εμένα μια φορά, πριν από πολύ, πολύ καιρό· κι αν ξανάρθει; Είμαι πολύ γέρος πια για να το βάλω στα πόδια· δεν μπορώ ούτε στο μπάνιο να πάω δίχως το πι μου. Και ούτε έχω καμιά μεγάλη πέστροφα για να τον ημερώσω, έστω και για μια στιγμή· είμαι γέρος και το κοφίνι μου είναι αδειανό. Αν γύριζε και μ' έβρισκε έτσι; Κι αν είναι ακόμη πεινασμένος;

Page 65: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η αγαπημένη μου ιστορία του Ναθάνιελ Χόθορν είναι αυτή με τον τίτλο «Ο Νεαρός Νοικοκύρης Μπράουν». Πιστεύω πως είναι μια από τις δέκα καλύτερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ από κάποιον Αμερικανό. Το διήγημα «Ο Άντρας με το Μαύρο Κουστούμι» είναι ο φόρος τιμής μου σ' αυτή. Όσο για τις λεπτομέρειες, μια μέρα κουβέντιαζα με ένα φίλο μου και έτυχε να αναφέρει πως ο παππούς του πίστευε -αληθινά πίστευε- πως είχε δει τον Διάβολο στο δάσος, κάπου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο παππούς έλεγε πως ο Διάβολος είχε βγει πεζός από το δάσος και είχε αρχίσει να του μιλά όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Καθώς ο παππούς φλυαρούσε μαζί του, κατάλαβε πως αυτός που είχε εμφανιστεί από το δάσος είχε φλεγόμενα κόκκινα μάτια και μύριζε θειάφι. Ήταν σίγουρος πως ο διάβολος θα τον σκότωνε αν καταλάβαινε πως ήξερε, ο παππούς του φίλου μου, ποιος ήταν κι έτσι έβαλε τα δυνατά του για. να κάνει φυσιολογική κουβέντα, ώσπου να κατορθώσει να φύγει. Η ιστορία μου βγήκε από την ιστορία του φιλου μου. Η συγγραφή της δεν ήταν πολύ ευχάριστη, όμως τη συνέχισα παρ' όλα αυτά. Κάποιες φορές είναι σαν να σου φωνάζουν οι ιστορίες να τις αφηγηθείς, τόσο δυνατά, που τις γράφεις απλώς για να τις κανείς να σωπάσουν. Καθώς την τελείωνα, μου έδινε την εντύπωση ενός κοινότοπου θρύλου ειπωμένου με πεζή γλώσσα, που σίγουρα απείχε πάρα πολύ από την ιστορία του Χόθορν που τόσο μου άρεσε. Όταν το Νιου Γιόρκερ μου ζήτησε να τη δημοσιεύσει, ξαφνιάστηκα. Όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Διαγωνισμό Διηγήματος Ο. Χένρι το 1996, ήμουν βέβαιος πως κάποιος είχε κάνει λάθος (ωστόσο, αυτό δεν με εμπόδισε να πάρω το βραβείο). Η ανταπόκριση του κοινού ήταν επίσης θετική, γενικά. Αυτή η ιστορία αποδεικνύει πως οι συγγραφείς είναι συχνά οι χειρότεροι κριτές- των γραπτών τους.

Page 66: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ό,τι Αγαπάς θα Χαθεί Ήταν ένα Μοτέλ 6 στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80 δυτικά του Λίνκολν στη Νεμπράσκα. Είχε αρχίσει να χιονίζει από το απόγευμα κι έτσι η πινακίδα με το φαρμακερό κίτρινο χρώμα έπαιρνε μια γλυκύτερη παστέλ απόχρωση καθώς το φως έσβηνε στο σούρουπο του Γενάρη. Ο ήχος του αέρα ήταν βαθύς και δυνατός, όπως είναι μονάχα στις επίπεδες κεντρικές περιοχές της χώρας και συνήθως το χειμώνα. Προς το παρόν, αυτό σήμαινε απλώς ενόχληση, ταλαιπωρία, αν όμως χιόνιζε πολύ απόψε -οι μετεωρολόγοι φαίνονταν αναποφάσιστοι-, τότε, το πρωί πια, ο αυτοκινητόδρομος θα ήταν κλεισμένος. Αυτό δεν ενδιέφερε τον Άλφι Ζίμερ. Πήρε το κλειδί του από έναν άντρα με κόκκινο γιλέκο και πήγε με τα πόδια ως την άκρη του κτιρίου από τσιμεντόλιθους. Ήταν είκοσι χρόνια πλασιέ στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και είχε πια τέσσερις βασικούς κανόνες για το πώς να εξασφαλίζει τη βραδινή του ξεκούραση. Πρώτον, να κάνει πάντα κράτηση εγκαίρως. Δεύτερον, να κάνει κράτηση σ' ένα μοτέλ που ανήκε σε αλυσίδα, αν ήταν δυνατόν -σ' ένα Χόλιντεϊ Ινν, σ' ένα Ραμάντα Ινν, σ' ένα Κόμφορτ Ινν, σ' ένα Μοτέλ 6. Τρίτον, να ζητά πάντα ένα δωμάτιο στην άκρη. Έτσι, το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί ήταν να είναι θορυβώδεις οι ένοικοι σε ένα μόνο γειτονικό δωμάτιο. Και, τέταρτον, να ζητά ένα δωμάτιο που ο αριθμός του να αρχίζει από ένα. Ο Άλφι ήταν σαράντα τεσσάρων ετών, πολύ μεγάλος για να πηδά πόρνες των αυτοκινητοδρόμων, να τρώει τηγανητό κοτόπουλο ή να κουβαλά τις αποσκευές του στους πάνω ορόφους. Σήμερα πια τα δωμάτια του πρώτου ορόφου ήταν συνήθως για τους μη καπνιστές. Ο Άλφι έκλεινε ένα τέτοιο δωμάτιο, αλλά, παρ' όλα αυτά, κάπνιζε. Κάποιος είχε καταλάβει το χώρο στάθμευσης μπροστά στο Δωμάτιο 190. Όλοι οι χώροι κατά μήκος του κτιρίου ήταν κατειλημμένοι. Ο Άλφι δεν ξαφνιάστηκε. Μπορούσες να κάνεις κράτηση, να προπληρώσεις, αλλά, αν έφτανες αργά (για μια ημέρα σαν αυτή αργά σήμαινε μετά τις τέσσερις το απόγευμα), αναγκαζόσουν να παρκάρεις μακριά και να περπατήσεις. Τα αυτοκίνητα αυτών που είχαν φτάσει νωρίς ήταν παρκαρισμένα κολλητά στο γκρίζο κτίριο και τις φωτεινές κίτρινες πόρτες, σε μία μακριά σειρά, και το

Page 67: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μπαμπακένιο χιόνι σκέπαζε ήδη τα παράθυρα τους. Ο Άλφι έστριψε στη γωνία και πάρκαρε με το μπροστινό μέρος της Σεβρολέτ του στραμμένο προς έναν αγρό που απλωνόταν κάτασπρος και έσβηνε στο γκρίζο σούρουπο. Στο βάθος, μόλις που διακρίνονταν τα φωτάκια μιας αγροικίας. Εκεί μέσα θα ήταν καθισμένοι στα ζεστά. Εδώ έξω, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά, που ταρακουνούσε το αυτοκίνητο. Τα φώτα του αγροτόσπιτου χάθηκαν για μια στιγμή πίσω από ένα σύννεφο χιονιού. Ο Άλφι ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με ροδαλό πρόσωπο και σφυριχτή ανάσα από το κάπνισμα. Φορούσε παλτό, γιατί με τέτοιο ήθελε να σε βλέπει ο κόσμος όταν πάσχιζες να του πουλήσεις κάτι και όχι με μπουφάν. Οι μαγαζάτορες πουλούσαν πράγματα σε ανθρώπους με μπουφάν και διαφημιστικά καπέλα τζόκεϊ, δεν αγόραζαν απ' αυτούς. Το κλειδί του δωματίου ήταν δίπλα του, στο κάθισμα, περασμένο σ' ένα μπρελόκ μ' ένα πράσινο πλαστικό διαμάντι. Το κλειδί ήταν αληθινό κλειδί, όχι κάρτα. Στο ραδιόφωνο, ο Κλιντ Μπλακ τραγουδούσε το «Nothin' but the Tail Lights». Ήταν ένα τραγούδι κάντρι. Τώρα, το Λίνκολν είχε δικό του ροκ σταθμό στα FM, όμως του Άλφι το ροκ-εν-ρολ δεν του φαινόταν πολύ ταιριαστό. Όχι εδώ, όπου στα AM άκουγες ακόμη οργισμένους γέρους να κραυγάζουν για τις φωτιές της κόλασης. Έσβησε τη μηχανή, έβαλε το κλειδί του 190 στην τσέπη του και σιγουρεύτηκε πως το τετράδιο του βρισκόταν ακόμη εκεί μέσα. Ο παλιός του φίλος. «Σώστε τους Ρωσοεβραίους», θύμισε στον εαυτό του. «Κερδίστε πολύτιμα δώρα». Βγήκε από το αυτοκίνητο και τον χτύπησε μια ριπή, σπρώχνοντας τον προς τα πίσω. Τα μπατζάκια του κυμάτισαν γύρω από τα πόδια του και ο Άλφι, ξαφνιασμένος, γέλασε βραχνά από το κάπνισμα. Τα δείγματα του ήταν στο πορτ μπαγκάζ, όμως δεν θα τα χρειαζόταν απόψε. Όχι, όχι απόψε. Πήρε τη βαλίτσα του και το χαρτοφύλακα του από το πίσω κάθισμα, έκλεισε την πόρτα και ύστερα πίεσε το μαύρο κουμπάκι στο μπρελόκ των κλειδιών του αυτοκινήτου. Το μαύρο κλείδωνε όλες τις πόρτες. Το κόκκινο ενεργοποιούσε ένα συναγερμό, που υποτίθεται πως τον χρησιμοποιούσες αν δοκίμαζε κάποιος να σε ληστέψει. Τον Άλφι δεν τον είχαν ληστέψει ποτέ. Φανταζόταν πως δεν θα είχαν ληστέψει πολλούς πλασιέ εδεσμάτων για καλοφαγάδες σ' αυτά εδώ τα μέρη. Υπήρχε μια αγορά για τέτοια εδέσματα στη Νεμπράσκα, την Αιόβα, την Οκλαχόμα και το Κάνσας· ακόμη και στη Βόρεια και τη Νότια Ντακότα, όσο απίθανο κι αν

Page 68: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

φαινόταν. Ο Άλφι τα είχε καταφέρει αρκετά καλά, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, όταν πια είχε μάθει τα μυστικά της αγοράς -που δεν θα έφτανε όμως ποτέ την αγορά, ας πούμε, των λιπασμάτων. Κι αυτά τα λιπάσματα τα μύριζε ακόμη και τώρα, στον χειμωνιάτικο αέρα που πάγωνε τα μαγουλά του κοκκινίζοντας τα ακόμη περισσότερο. Στάθηκε εκεί για λίγο ακόμη, περιμένοντας να κοπάσει ο αέρας. Κόπασε και ο Άλφι είδε ξανά τα φωτάκια στο βάθος. Το αγροτόσπιτο. Πίσω από κείνα τα φωτισμένα παράθυρα, ίσως μια γυναίκα να ζέσταινε μια μπιζελόσουπα ή μια κρεατόπιτα «Ο Αγρότης», ή ένα κοτόπουλο, ενώ ο άντρας της θα παρακολουθούσε τις βραδινές ειδήσεις, αφού θα είχε βγάλει τα παπούτσια του και θα είχε ακουμπήσει τα πόδια του σ' ένα μαξιλάρι, και πάνω ο γιος τους θα έπαιζε ένα βιντεοπαιχνίδι στο GameCube και η κόρη τους θα καθόταν στην μπανιέρα, βυθισμένη ως το πιγούνι μέσα σε ευωδιαστές φυσαλίδες και με τα μαλλιά της δεμένα ψηλά με μια κορδέλα, και θα διάβαζε τη Χρυσή Πυξίδα του Φίλιπ Πούλμαν, ή ίσως ένα από τα βιβλία του Χάρι Πάτερ, που ήταν τα αγαπημένα της κόρης του Άλφι, της Καρλίν. Όλα αυτά συνέβαιναν πίσω από κείνα τα φωτισμένα παραθυράκια, μια οικογένεια έκανε ό,τι κάνουν οι οικογένειες σε όλο τον κόσμο, όμως ανάμεσα σ' εκείνους και σ' αυτόν εδώ το χώρο στάθμευσης υπήρχαν δύο χιλιόμετρα επίπεδου, νεκρού, χειμωνιάτικου αγρού, κάτασπρου στο λιγοστό φως του μολυβένιου ουρανού. Ο Άλφι φαντάστηκε φευγαλέα τον εαυτό του να μπαίνει με τα χαμηλά του παπούτσια σ' αυτό το χωράφι, με το χαρτοφύλακα του στο ένα χέρι και τη βαλίτσα του στο άλλο, να διασχίζει τα παγωμένα χαντάκια, τελικά να φτάνει, να χτυπά· η πόρτα θα ήταν ανοιχτή και από μέσα θα ερχόταν η ευωδιαστή μυρωδιά μπιζελόσουπας και θα ακουγόταν ο μετεωρολόγος του KETV να λέει: «Δείτε όμως τώρα αυτό το χαμηλό βαρομετρικό που έρχεται από τα Βραχώδη Όρη». Και τι θα έλεγε ο Άλφι στη γυναίκα του αγρότη; Πως είπε να περάσει για να του κάνουν το τραπέζι; θα τη συμβούλευε να σώσει τους Ρωσοεβραίους κερδίζοντας πολύτιμα δώρα; θα άρχιζε λέγοντας, «Κυρία μου, σύμφωνα με τουλάχιστον μία πηγή που διάβασα πρόσφατα, ό,τι αγαπάτε θα χαθεί»; Αυτή θα ήταν μια καλή αρχή για κουβέντα, σίγουρα η γυναίκα του αγρότη θα ενδιαφερόταν γι' αυτά που είχε να της πει τούτος ο άγνωστος οδοιπόρος που θα είχε διασχίσει το ανατολικό χωράφι του άντρα της για να χτυπήσει την πόρτα της. Κι όταν θα τον προσκαλούσε να μπει, να της πει κι άλλα, αυτός θα άνοιγε το χαρτοφύλακα του και θα της έδινε ένα από τα βιβλιαράκια-δείγματα, λέγοντας της πως, όταν θα ανακάλυπτε τις έτοιμες λιχουδιές για καλοφαγάδες «Ο Αγρότης», σίγουρα θα ήθελε να γευτεί και την πιο

Page 69: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

εκλεπτυσμένη απόλαυση των Μα Μερ. Και, επί τη ευκαιρία, της άρεσε το χαβιάρι; Σε πολλούς άρεσε. Ακόμη και στη Νεμπράσκα. Πάγωνε. Στεκόταν εδώ και πάγωνε. Γύρισε την πλάτη του στον αγρό και στα φωτάκια στο βάθος του και βάδισε προς το μοτέλ, με μικρά, προσεκτικά βήματα για να μη γλιστρήσει. Το είχε πάθει κάμποσες φορές· είχε σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο χώρο στάθμευσης μερικών δεκάδων μοτέλ. Για την ακρίβεια, είχε κάνει σχεδόν τα πάντα κάμποσες φορές, κι αυτό ήταν το πρόβλημα. Το κτίριο είχε πρόστεγο κι έτσι ο Άλφι κατόρθωσε να προφυλαχτεί από το χιόνι. Υπήρχε ένας αυτόματος πωλητής αναψυκτικών με μια πινακίδα που έλεγε ΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ· υπήρχε επίσης ένα μηχάνημα με παγωτά κι ένα με σοκολάτες και διαφόρων ειδών πατατάκια πίσω από μεταλλικές σπείρες που θύμιζαν σομιέ, χωρίς πινακίδα που να λέει ΒΑΖΕΤΕ ΤΑ ΣΩΣΤΑ ΚΕΡΜΑΤΑ. Από το δωμάτιο στα αριστερά εκείνου όπου σκόπευε να αυτοκτονήσει, ο Άλφι άκουσε τις απογευματινές ειδήσεις, όμως θα ακούγονταν καλύτερα σ' εκείνο το αγροτόσπιτο στο βάθος, ήταν βέβαιος. Ο άνεμος μούγκρισε. Χιόνι στροβιλίστηκε γύρω από τα χαμηλά παπούτσια του και ύστερα ο Άλφι μπήκε στο δωμάτιο του. Ο διακόπτης για το φως ήταν στα αριστερά. Τον πίεσε κι έκλεισε την πόρτα. Ήξερε το δωμάτιο· ήταν το δωμάτιο που έβλεπε στα όνειρα του. Τετράγωνο. Με άσπρους τοίχους. Στον έναν υπήρχε η φωτογραφία ενός μικρού αγοριού με ψάθινο καπέλο, που κοιμόταν μ' ένα καλάμι στο χέρι. Στο πάτωμα υπήρχε ένα πράσινο συνθετικό χαλάκι όλο κόμπους. Έκανε κρύο μέσα, όταν όμως θα πατούσε ο Άλφι το κουμπί της υψηλής θερμοκρασίας στο κλιματιστικό κάτω από το παράθυρο, ο χώρος θα ζεσταινόταν γρήγορα και η ζέστη ίσως να γινόταν αφόρητη. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένας πάγκος, πάνω μια τηλεόραση, πάνω στην τηλεόραση ένα χαρτόνι που έγραφε ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΕ ΕΝΑ ΑΓΓΙΓΜΑ! Υπήρχαν δύο διπλά κρεβάτια, με λαμπερά χρυσαφιά καλύμματα που τα είχαν περάσει πρώτα κάτω από τα μαξιλάρια και τα είχαν τεντώσει ύστερα από πάνω, έτσι που τα μαξιλάρια ήταν σαν πτώματα βρεφών. Υπήρχε ένα τραπέζι ανάμεσα στα κρεβάτια και πάνω μια Βίβλος μαζικής παραγωγής, ένα πρόγραμμα τηλεόρασης κι ένα τηλέφωνο στην απόχρωση της σάρκας. Πέρα από το δεύτερο κρεβάτι ήταν η πόρτα του μπάνιου. Όταν άναβες το φως μέσα, άναβε ταυτόχρονα ο ανεμιστήρας. Αν ήθελες φως, είχες υποχρεωτικά και τον ανεμιστήρα. Δεν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγεις. Ο λαμπτήρας θα ήταν φθορισμού, με φαντάσματα ψόφιων μυγών μέσα του. Στον πάγκο δίπλα στο νεροχύτη θα υπήρχαν ένα μάτι, μια ηλεκτρική

Page 70: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τσαγιέρα και φακελάκια στιγμιαίου καφέ. Η μυρωδιά μέσα στο δωμάτιο ήταν ένα μείγμα έντονης οσμής καθαριστικού υγρού και μούχλας από την κουρτίνα του ντους. Ο Άλφι τα ήξερε όλα. Τα είχε ονειρευτεί, ακόμη και το πράσινο χαλάκι, όμως δεν ήταν κανένα κατόρθωμα αυτό, ήταν εύκολο όνειρο. Σκέφτηκε να ανάψει τη θέρμανση, αλλά θα έκανε θόρυβο, κι έπειτα, ποιο το νόημα; Ξεκούμπωσε το παλτό του και άφησε τη βαλίτσα του στο πάτωμα, στα πόδια του κρεβατιού που ήταν πιο κοντά στο μπάνιο. Ακούμπησε το χαρτοφύλακα του στο χρυσαφί κάλυμμα. Κάθισε, με τα πλαϊνά του παλτού του να απλώνονται σαν φούστα. Άνοιξε το χαρτοφύλακα, έψαξε ανάμεσα σε διάφορα φυλλάδια, καταλόγους και έντυπα παραγγελιών και τελικά βρήκε το όπλο, ένα 38άρι περίστροφο Σμιθ & Γουέσον. Το άφησε στο μαξιλάρι στο πάνω μέρος του κρεβατιού. Άναψε τσιγάρο, έκανε να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου και ύστερα θυμήθηκε το τετράδιο. Έβαλε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του παλτού του και το έβγαλε. Ήταν παλιό, με σπιράλ· το είχε αγοράσει ένα δολάριο και σαράντα εννέα σεντς στο τμήμα χαρτικών ενός ξεχασμένου πια μαγαζιού στην Όμαχα ή στο Σιού Σίτι, ή ίσως στο Τζούμπιλι στο Κάνσας. Το εξώφυλλο ήταν τσαλακωμένο και όποια γράμματα υπήρχαν απέξω είχαν σβηστεί πια. Κάποιες από τις σελίδες είχαν μισοσκιστεί από το σπιράλ, όμως δεν έλειπε καμία. Ο Άλφι είχε αυτό το τετράδιο σχεδόν εφτά χρόνια, από τότε που πουλούσε συσκευές ανάγνωσης γραμμωτού κώδικα για τη Σίμονεξ. Υπήρχε ένα σταχτοδοχείο στο ράφι κάτω από το τηλέφωνο. Σ' αυτές τις περιοχές, κάποια δωμάτια μοτέλ είχαν ακόμη σταχτοδοχεία, μέχρι και στον πρώτο όροφο. Ο Άλφι το έπιασε, στερέωσε πάνω το τσιγάρο του και άνοιξε το τετράδιο του. Γύρισε σελίδες γραμμένες με εκατό διαφορετικά στυλό (και μερικά μολύβια), σταματώντας για να διαβάσει μερικά από τα μηνύματα. Ένα έλεγε: «Πήρα το πουλί του Τζιμ Μόρισον στα σουφρωμένα αγορίστικα χείλια μου (ΛΟΡΕΝΣ ΚΣ)». Οι δημόσιες τουαλέτες ήταν γεμάτες με ομοφυλοφιλικά γκράφιτι, τα περισσότερα επαναλαμβανόμενα και ανιαρά, όμως αυτό το «σουφρωμένα αγορίστικα χείλια» ήταν αρκετά καλό. Ένα άλλο ήταν: «Η αγαπημένη μου πουτάνα είναι ο Άλμπερτ Γκορ (ΜΕΡΝΤΟΣ ΝΤΑΚ)».

Page 71: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τα τρία τέταρτα του τετραδίου ήταν γραμμένα, και στην τελευταία σελίδα υπήρχαν μόνο δύο γκράφιτι. «Μη μασάς τα Τρόγιαν δεν είναι τσίχλες (ΑΒΟΚΑΙΑ)». Και: «Poopie doopie you so loopy (ΠΑΠΙΛΙΟΝ ΝΕΜΠ)»[3]. Ο Άλφι τρελαινόταν γι' αυτό το τελευταίο. Ήταν αυτά τα δύο ie και μετά, ξαφνικά, ένα y. θα μπορούσε να είναι απλώς το λάθος κάποιου ανορθόγραφου (σίγουρα αυτή την εξήγηση θα έδινε η Μόρα), αλλά γιατί να το βλέπει έτσι; Όχι· ο Άλφι προτιμούσε (ακόμη και τώρα) να πιστεύει ότι αυτά τα δύο ie και το απροσδόκητο y ήταν ηθελημένα. Ήταν κάτι κρυφό και παιχνιδιάρικο, που έδινε την αίσθηση ενός ποιήματος του Ε.Ε. Κάμινγκς. Έψαξε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, ανάμεσα σε χαρτιά, μια παλιά απόδειξη διοδίων, ένα μπουκαλάκι χάπια -που είχε πάψει να τα παίρνει-, και τελικά βρήκε το στυλό που φρόντιζε να έχει πάντα κάπου μέσα σ' όλα αυτά τα σκουπίδια. Ήταν ώρα να γράψει ό,τι είχε βρει σήμερα. Υπήρχαν δύο καλά, και τα δύο από την ίδια τουαλέτα, το ένα πάνω από τη λεκάνη όπου ούρησε ο Άλφι και το άλλο γραμμένο με μαρκαδόρο στον πίνακα δίπλα στον αυτόματο πωλητή της Χεβ-Ε-Μπάιτ. (Η Σναξ, που είχε καλύτερη σειρά προϊόντων κατά τη γνώμη του Άλφι, για κάποιο λόγο είχε εξοριστεί από τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80 πριν από τέσσερα χρόνια.) Τώρα πια ο Άλφι βρισκόταν μερικές φορές δύο βδομάδες στο δρόμο και διήνυε πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα δίχως να δει τίποτε καινούριο, ούτε καν μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή ενός παλιού γκράφιτι. Και τώρα, δύο την ίδια ημέρα. Δύο την τελευταία ημέρα. Ήταν σαν οιωνός. Το στυλό του έγραφε πάνω «Ο ΑΓΡΟΤΗΣ» ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΡΟΦΙΜΑ! με χρυσά γράμματα δίπλα στο σήμα, μια καλύβα με αχυροσκεπή και με καπνό να βγαίνει από τη χαριτωμένα, αλλόκοτα γερτή καμινάδα της. Καθισμένος στο κρεβάτι, φορώντας ακόμη το παλτό του, ο Άλφι έσκυψε με ζήλο πάνω από το παλιό τετράδιο του και ο ίσκιος του έπεσε στη σελίδα. Κάτω από το «Μη μασάς τα Τρόγιαν δεν είναι τσίχλες» και το «Poopie doopie you so loopy», ο Άλφι πρόσθεσε τα «Σώστε τους Ρωσοεβραίους, κερδίστε πολύτιμα δώρα (ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΝΕΜΠ)» και «Ό,τι αγαπάς θα χαθεί (ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΝΕΜΠ)». Δίστασε. Σπάνια πρόσθετε σχόλια, γιατί του άρεσε ό,τι έβρισκε να υπάρχει ασχολίαστο. Οι εξηγήσεις έκαναν το εξωτικό κοινότοπο (τουλάχιστον έτσι πίστευε πια· τα πρώτα χρόνια σχολίαζε πολύ πιο ελεύθερα), όμως κάπου κάπου μια υποσημείωση έμοιαζε περισσότερο να διαφωτίζει παρά να εξαφανίζει το μυστήριο.

3 Σε ελεύθερη μετάφραση, «Σκατούλη, είσαι θεόμουρλος». (Σ.τ.Μ.)

Page 72: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έβαλε αστερίσκο στη δεύτερη φράση -«Ό,τι αγαπάς θα χαθεί (ΓΟΥΟΛΤΟΝ ΝΕΜΠ)»-, τράβηξε μια γραμμή πέντε εκατοστά πάνω από το τέλος της σελίδας και έγραψε.[4] Ξανάβαλε το στυλό στην τσέπη του, διερωτώμενος γιατί να συνεχίζει κάποιος να κάνει οτιδήποτε όταν ετοιμάζεται να βάλει ένα τέλος στα πάντα. Δεν μπόρεσε να βρει ούτε μία απάντηση. Αλλά φυσικά το ίδιο συμβαίνει και με την αναπνοή. Μέχρι να πεθάνεις, συνεχίζεις να ανασαίνεις. Ο αέρας λυσσομανούσε έξω. Ο Άλφι κοίταξε φευγαλέα προς το παράθυρο, όπου η κουρτίνα (επίσης πράσινη αλλά σε διαφορετική απόχρωση από το χαλάκι) ήταν κλειστή. Αν την τραβούσε, θα έβλεπε αλυσίδες φώτων στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80, με κάθε φωτεινή κόκκινη χάντρα να αντιπροσωπεύει έλλογα πλάσματα που κινούνταν με ταχύτητα κατά μήκος του δρόμου. Ύστερα ξανακοίταξε το τετράδιο του. Σκόπευε να το κάνει, ναι. Αυτό ήταν απλώς... λοιπόν... «Σαν να ανασαίνω», είπε και χαμογέλασε. Σήκωσε το τσιγάρο από το σταχτοδοχείο, κάπνισε, το ακούμπησε ξανά και φυλλομέτρησε πάλι το τετράδιο. Οι φράσεις του έφερναν στο νου χιλιάδες χώρους στάθμευσης και εστιατόρια των αυτοκινητοδρόμων, όπως σου θυμίζουν κάποια τραγούδια που ακούς στο ραδιόφωνο συγκεκριμένα μέρη, στιγμές, ανθρώπους που ήταν μαζί σου, τι έπινες, τι συλλογιζόσουν. «Να με που κάθομαι εδώ, κι είναι η καρδιά στο στήθος μου βαριά, να χέσω πάλεψα πολύ, μα άφησα μόνο μια κλανιά». Όλοι το ήξεραν αυτό, όμως να μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή από το εστιατόριο Νταμπλ-Ντι Στέϊκς στο Χούκερ της Οκλαχόμα: «Να με που κάθομαι εδώ, δεν ξέρω τι να κάνω, απ' την πολλή προσπάθεια μπορεί και να πεθάνω. Ξέρω, πολύ μεγάλο θα είναι τούτο το σκατό, προσεύχομαι μονάχα, θεέ μου, μην εκραγώ». Και από το Κέϊσι της Αιόβα, εκεί όπου ο Νότιος Σιδηρόδρομος 25 διασταυρώνεται με τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 80: «Η μαμά μου μ' έκανε πόρνη». Σ' αυτό, κάποιος είχε προσθέσει με πολύ διαφορετική γραφή: «Αν έχω τα προσόντα, θα με κάνει κι εμένα;» Είχε αρχίσει να τα μαζεύει όταν πουλούσε τις συσκευές ανάγνωσης γραμμωτού κώδικα· σημείωνε διάφορα γκράφιτι στο τετράδιο με το σπιράλ δίχως να ξέρει στην αρχή γιατί το έκανε. Απλώς τον διασκέδαζαν, ή τον σάστιζαν, ή και τα δύο. Όμως, σιγά σιγά, είχαν αρχίσει να τον συναρπάζουν

4 Για να το διαβάσεις αυτό, πρέπει επίσης να κοιτάς στην έξοδο του μεγάλου πάρκινγκ του σταθμού ανάπαυλας Γουόλτον προς τον αυτοκινητόδρομο, δηλαδή τους περαστικούς που απομακρύνονται.

Page 73: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αυτά τα μηνύματα από τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο, όπου η μόνη άλλη επικοινωνία ήταν να αναβοσβήνεις τους προβολείς σου όταν προσπερνούσες κάποιον στη βροχή, ή να σου δείχνει κάποιος κακοδιάθετος το μεσαίο δάχτυλο του όταν τον προσπερνούσες σηκώνοντας πίσω σου μια ουρά κοκόρου από χιόνι. Σταδιακά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει -ή απλώς να ελπίζει πως κάτι συνέβαινε εδώ. Το μήνυμα στο στυλ του Ε.Ε. Κάμινγκς, για παράδειγμα, ή η άλογη οργή του «Δυτική Λεωφόρος 1380 σκοτώστε τη μητέρα μου ΠΑΡΤΕ ΤΗΣ ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ». Ή αυτό το παλιό: «Να με που κάθομαι εδώ, γεννώντας απ' τον πισινό, έναν ακόμη Τεξανό». Πώς λεγόταν αυτό το μέτρο; Μήπως ήταν ιαμβικό; Πάντως η μορφή του μηνύματος -τρεις ομοιοκατάληκτοι στίχοι- σε διευκόλυνε να το θυμάσαι. Είχε σκεφτεί πολλές φορές πως θα μπορούσε να ξαναπάει σχολείο και να κάνει μερικά μαθήματα μετρικής. Να μάθει για τι πράγμα μιλούσε αντί να ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της διαίσθησης. Το μόνο που θυμόταν καθαρά απ' το σχολείο ήταν το ιαμβικό πεντάμετρο: «Να ζει κανείς ή να μη ζει, ιδού η απορία». Για την ακρίβεια, είχε δει τον συγκεκριμένο στίχο σε μια αντρική τουαλέτα στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 70· κάποιος άλλος είχε προσθέσει: «Η αληθινή απορία είναι ποιος ήταν ο πατέρας σου, ηλίθιε». Αυτά τα τρίστιχα. Πώς λέγονταν; Τροχαϊκά; Δεν είχε ιδέα. Το ότι θα μπορούσε να το μάθει δεν του φαινόταν σημαντικό πια, όμως θα μπορούσε να το μάθει, ναι. Ήταν κάτι που διδασκόταν δεν ήταν δα κανένα σπουδαίο μυστικό. Υπήρχε και μια άλλη παραλλαγή, που επίσης είχε δει ο Άλφι σε όλη τη χώρα: «Να με που κάθομαι εδώ, και απ' τον κώλο μου γεννώ, του Μέϊν τον αστυνομικό». Ήταν πάντα από το Μέϊν, όπου κι αν βρισκόσουν, ο αστυνομικός ήταν πάντα από το Μέϊν. Γιατί; Γιατί καμιά άλλη Πολιτεία δεν ταίριαζε. Το Μέϊν είναι η μόνη που τ' όνομα της είναι τόσο μικρό. Και εδώ υπήρχαν οι τρεις ομοιοκατάληκτοι στίχοι. Είχε σκεφτεί να γράψει ένα βιβλίο. Ένα μικρό. Ο πρώτος τίτλος που είχε σκεφτεί ήταν «Μην Κοιτάζεις Εδώ Πάνω, Κατουράς τα Παπούτσια Σου», όμως δεν μπορούσες να δώσεις τέτοιο τίτλο σ' ένα βιβλίο -αν ήλπιζες, τουλάχιστον, να το βάλει κάποιο μαγαζί στα ράφια του. Και, συν τοις άλλοις, ήταν ελαφρύς τίτλος. Ρηχός. Και με το πέρασμα των χρόνων ο Άλφι είχε πειστεί πως κάτι συνέβαινε εδώ, κάτι καθόλου ρηχό. Ο τίτλος στον οποίο είχε καταλήξει ήταν μια παραλλαγή μιας φράσης που είχε δει σε μια τουαλέτα έξω από το Φορτ Σκοτ, στο Κάνσας, στον Αυτοκινητόδρομο 54. «Σκότωσα τον Τεντ Μπάντι: Ο Μυστικός Ταξιδιωτικός Κώδικας των

Page 74: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αμερικανικών Αυτοκινητοδρόμων». Του Άλφρεντ Ζίμερ. Ακουγόταν μυστηριώδης και απειλητικός, σχεδόν ακαδημαϊκός. Όμως δεν το έκανε. Και, παρ' ότι είχε δει σε όλη τη χώρα το «Αν έχω τα προσόντα, θα με κάνει κι εμένα;» δίπλα στο «Η μαμά μου μ' έκανε πόρνη», δεν είχε καθίσει ποτέ να εξηγήσει (τουλάχιστον γραπτώς) την απουσία συμπόνιας σ' αυτή την ερώτηση του τύπου «και γιατί κλαίγεσαι;» Ή το «Ο Μαμμωνάς είναι ο Βασιλιάς του Νιου Τζέρσι»; Πώς μπορούσε να εξηγήσει κανείς γιατί το Νιου Τζέρσι το έκανε ν' ακούγεται αστείο, κάτι που ίσως δεν θα συνέβαινε με το όνομα μιας άλλης Πολιτείας; Ακόμη και το να προσπαθήσεις έμοιαζε αλαζονικό. Στο κάτω κάτω, ο Άλφι δεν ήταν παρά ένας ανθρωπάκος, με μια δουλειά ανθρωπάκου. Πουλούσε πράγματα. Έτοιμα γεύματα, το τελευταίο διάστημα. Και τώρα, φυσικά... τώρα... Ο Άλφι τράβηξε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά απ' το τσιγάρο του, το έσβησε και τηλεφώνησε στο σπίτι του. Δεν περίμενε να βρει τη Μόρα, και δεν τη βρήκε. Του απάντησε η δική του ηχογραφημένη φωνή, δίνοντας στο τέλος τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του. Πολύ που θα χρησίμευε σε κάποιον το κινητό τηλέφωνο βρισκόταν στο πορτ μπαγκάζ της Σεβρολέτ, χαλασμένο. Ήταν πάντα άτυχος με τις κάθε λογής συσκευές. Μετά το σήμα του τηλεφωνητή, είπε: «Γεια, εγώ είμαι. Βρίσκομαι στο Λίνκολν. Χιονίζει. Μην ξεχάσεις το βραστό που θα πήγαινες στη μητέρα μου. Το περιμένει. Και με ρώτησε για τα κουπόνια του χορού. Ξέρω πως σ' αυτό το θέμα τη θεωρείς τρελή, όμως καν' της το χατίρι, εντάξει; Είναι μεγάλη. Πες στην Καρλίν πως ο μπαμπάς λέει γεια». Σώπασε για μια στιγμή και ύστερα, για πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια, είπε: «Σ' αγαπώ». Έκλεισε το τηλέφωνο, σκέφτηκε να καπνίσει κι άλλο τσιγάρο -δεν είχε ν' ανησυχεί πια μήπως πάθαινε καρκίνο του πνεύμονα- και τελικά αποφάσισε πως δεν χρειαζόταν. Ακούμπησε το τετράδιο δίπλα στο τηλέφωνο, ανοιχτό στην τελευταία σελίδα. Έπιασε το όπλο και έβγαλε τον κύλινδρο. Ήταν γεμάτο. Ξανάβαλε με μια απότομη κίνηση τον κύλινδρο στη θέση του, ύστερα έχωσε την κοντή κάννη στο στόμα του και γεύτηκε παγερό μέταλλο και γράσο. Συλλογίστηκε: Να με που κάθομαι εδώ, τώρα θα γαληνέψω, στο στόμα μου ετοιμάζομαι μια σφαίρα να φυτέψω- Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, γύρω από την κάννη. Ήταν απαίσιο αυτό το ποιηματάκι. Δεν θα το σημείωνε ποτέ στο τετράδιο του. Ύστερα, όμως, συλλογίστηκε κάτι άλλο και ακούμπησε ξανά το όπλο στο βαθούλωμα του μαξιλαριού, τράβηξε πάλι το τηλέφωνο προς το μέρος του και ξανατηλεφώνησε στο σπίτι του. Περίμενε να πει πάλι η φωνή του τον άχρηστο αριθμό του κινητού τηλεφώνου και ύστερα είπε ο Άλφι: «Εγώ είμαι πάλι. Μην ξεχάσεις να πας

Page 75: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τον Ράμπο στον κτηνίατρο μεθαύριο, εντάξει; Και να του δίνεις τα χάπια του, του ανακουφίζουν τους γοφούς. Γεια». Έκλεισε το τηλέφωνο και ξανασήκωσε το όπλο. Πριν προλάβει να βάλει την κάννη στο στόμα του, η ματιά του έπεσε στο τετράδιο. Συνοφρυώθηκε και άφησε πάλι το όπλο. Το τετράδιο ήταν ανοιχτό στις τέσσερις τελευταίες φράσεις. Το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζε κάποιος που θα άκουγε τον πυροβολισμό θα ήταν το άψυχο κορμί του στο κρεβάτι που βρισκόταν πιο κοντά στο μπάνιο, με το κεφάλι του να κρέμεται κάτω, αιμορραγώντας στο συνθετικό πράσινο χαλάκι. Το δεύτερο που θα έβλεπε, όμως, θα ήταν το τετράδιο, ανοιχτό στην τελευταία γραμμένη σελίδα. Ο Άλφι φαντάστηκε κάποιον αστυνομικό, κάποιον της Πολιτειακής Αστυνομίας της Νεμπράσκα, που δεν θα είχε υμνηθεί ποτέ σε κανέναν τοίχο τουαλέτας γιατί το απαγόρευαν οι κανόνες της μετρικής, να διαβάζει αυτές τις τελευταίες φράσεις, ίσως στρέφοντας το τσαλακωμένο παλιό τετράδιο προς το μέρος του με την άκρη του δικού του στυλό, θα διάβαζε τις τρεις πρώτες φράσεις -το «Μη μασάς τα Τρόγιαν», το στιχάκι στο στυλ του Ε.Ε. Κάμινγκς και το «Σώστε τους Ρωσοεβραίους»- και θα τις θεωρούσε λόγια τρελού, θα διάβαζε την τελευταία, «Ό,τι αγαπάς θα χαθεί», και θα σκεφτόταν πως ο νεκρός είχε ξαναβρεί κάπως τα λογικά του στο τέλος, αρκετά ώστε να γράψει κάτι που έβγαζε κάποιο νόημα, πριν αυτοκτονήσει. Του Άλφι δεν του άρεσε η ιδέα να νομίσουν οι άνθρωποι πως ήταν τρελός (μια περαιτέρω ανάγνωση του τετραδίου, που θα αποκάλυπτε πληροφορίες του τύπου «Ο Μέτζερ Έβερς ζει και βασιλεύει στην Ντίσνεΐλαντ», απλώς θα επιβεβαίωνε αυτή την εντύπωση). Δεν ήταν τρελός, ούτε ήταν ανοησίες οι φράσεις που είχε γράψει εδώ όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν βέβαιος. Κι αν έκανε λάθος, αν ήταν απλώς λόγια τρελών, άξιζε να τα εξετάσει κάποιος πιο προσεκτικά. Αυτό το «μην κοιτάζεις εδώ πάνω, κατουράς τα παπούτσια σου», για παράδειγμα, ήταν χιούμορ; Ή οργισμένη κραυγή; Σκέφτηκε να ξεφορτωθεί το τετράδιο πετώντας το στη λεκάνη και ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Θα κατέληγε να ψάχνει γονατιστός και ανασκουμπωμένος, πασχίζοντας να το ξαναβγάλει το αναθεματισμένο. Με τον ανεμιστήρα να κροταλίζει και το λαμπτήρα φθορισμού να βουίζει. Και, παρ' ότι θα απλωνόταν η μελάνη με το νερό, οι λέξεις δεν θα χάνονταν εντελώς. Όχι όσο θα έπρεπε. Επιπλέον, το τετράδιο ταξίδευε τόσο καιρό μαζί του, είχε διασχίσει τόσες εκτάσεις και είχε διανύσει τόσα έρημα χιλιόμετρα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, μέσα στην τσέπη του. Δεν του άρεσε η ιδέα να καταλήξει στη λεκάνη. Τότε, λοιπόν, μόνο την τελευταία σελίδα; Σίγουρα, μια τσαλακωμένη σελίδα θα εξαφανιζόταν μέσα στο

Page 76: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στρόβιλο του νερού, θα έμεναν όμως οι υπόλοιπες, για να τις ανακαλύψουν αυτοί («αυτοί» υπήρχαν πάντα), όλες αυτές οι ολοκάθαρες αποδείξεις πως του είχε σαλέψει, θα έλεγαν: «Πάλι καλά που δεν αποφάσισε να μπει οπλισμένος σε κανένα προαύλιο σχολείου. Να πάρει μερικά παιδάκια μαζί του στον τάφο». Και αυτό θα ακολουθούσε τη Μόρα, όπως ακολουθεί κάποιο σκύλο ένα κονσερβοκούτι δεμένο στην ουρά του. «Άκουσες για τον άντρα της;» θα έλεγαν οι γυναίκες στο σούπερ μάρκετ. «Αυτοκτόνησε σ' ένα μοτέλ. Και άφησε ένα τετράδιο γεμάτο παλαβά πράγματα μέσα. Πάλι καλά που δε σκότωσε κι εκείνη». Εντάξει, θα μπορούσε και να το παραβλέψει αυτό. Στο κάτω κάτω η Μόρα ήταν ενήλικη. Η Καρλίν, όμως... Η Καρλίν ήταν... Ο Άλφι κοίταξε το ρολόι του. Αυτή τη στιγμή, η Καρλίν έπαιζε μπάσκετ με την ομάδα της. Οι συμπαίκτριές της θα έλεγαν περίπου τα ίδια πράγματα με τις γυναίκες στο σούπερ μάρκετ, μόνο που δεν θα πρόσεχαν να μην τις ακούσει και θα συνόδευαν τα λόγια τους μ' αυτά τα ανατριχιαστικά εφηβικά κοριτσίστικα χάχανα. Με τα μάτια τους γεμάτα αγαλλίαση και φρίκη. Ήταν δίκαιο αυτό; Όχι, εννοείται πως όχι, όμως ούτε σ' αυτό που συνέβαινε στον ίδιο υπήρχε κάτι δίκαιο. Κάποιες φορές, ταξιδεύοντας στον αυτό-κινητόδρομο, έβλεπες κομμάτια λάστιχο ξεκολλημένα από τα αναγομωμένα ελαστικά που χρησιμοποιούσαν κάποιοι από τους ανεξάρτητους οδηγούς νταλίκας. Έτσι ένιωθε και ο ίδιος τώρα: σαν πεταμένο ελαστικό. Και τα χάπια χειροτέρευαν την κατάσταση. Σου καθάριζαν το μυαλό, τόσο ώστε να δεις σε τι τρομακτικό αδιέξοδο βρισκόσουν. «Όμως δεν είμαι τρελός», είπε. «Αυτό δε με κάνει τρελό». Όχι. Ίσως να ήταν καλύτερα αν ήταν τρελός. Ο Άλφι έπιασε το τετράδιο του και το έκλεισε, απότομα όπως είχε ξαναβάλει τον κύλινδρο του περιστρόφου στη θέση του, και απέμεινε να το χτυπά νευρικά στο πόδι του. Αυτό ήταν γελοίο. Ωστόσο, είτε ήταν γελοίο είτε όχι, τον τυραννούσε. Όπως τον τυραννούσε κάποιες φορές στο σπίτι η ιδέα πως είχε αφήσει το φούρνο αναμμένο, μέχρι που σηκωνόταν τελικά για να ελέγξει και τον έβρισκε σβηστό. Μόνο που αυτό ήταν χειρότερο. Γιατί αγαπούσε ό,τι ήταν γραμμένο στο τετράδιο. Να μαζεύει γκράφιτι -να τα συλλογίζεται-, αυτή ήταν η αληθινή δουλειά του τα τελευταία χρόνια, όχι να πουλάει συσκευές ανάγνωσης γραμμωτού κώδικα και συνηθισμένα έτοιμα γεύματα με φανταχτερή συσκευασία. Για παράδειγμα, η ανοησία αλλά και η ζωντάνια του «Η Έλεν Κέλερ δεν ντρεπόταν με το φίλο της πηδιόταν!» Να όμως που το τετράδιο μπορεί να αμαύρωνε το όνομα του όταν θα ήταν πια νεκρός, θα ήταν σαν να κρεμιόσουν κατά λάθος μέσα στην τουαλέτα, καθώς θα πειραματιζόσουν μ'

Page 77: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

έναν καινούριο τρόπο αυνανισμού, και να σ' έβρισκαν με το βρακί σου κατεβασμένο και χεσμένο. Κάποιες από τις φράσεις στο τετράδιο του μπορεί να δημοσιεύονταν στην εφημερίδα δίπλα στη φωτογραφία του. Κάποτε δεν θα του καιγόταν καρφί, αλλά τώρα πια, που ακόμη και οι χριστιανικές εφημερίδες ασχολούνταν με την κρεατοελιά στο πέος του Προέδρου, ήταν δύσκολο να αδιαφορήσεις. Να το κάψει λοιπόν; Όχι, θα έμπαινε σε λειτουργία ο συναγερμός. Να το κρύψει πίσω από την κορνίζα στον τοίχο; Την εικόνα του μικρού αγοριού με το καλάμι ψαρέματος και το ψάθινο καπέλο; Ο Άλφι το συλλογίστηκε και ύστερα ένευσε αργά. Δεν ήταν καθόλου άσχημη ιδέα. Το τετράδιο μπορεί να έμενε εκεί για χρόνια. Και ύστερα, μια μέρα στο μακρινό μέλλον, θα έπεφτε. Κάποιος, ίσως ένας ένοικος ή -το πιο πιθανό- μια καθαρίστρια, θα το σήκωνε με περιέργεια, θα το φυλλομετρούσε. Πώς θα ένιωθε αυτός ο άνθρωπος; Θα ταραζόταν; θα χαμογελούσε; Απλώς θα απέμενε να το κοιτάζει σαστισμένος; Ο Άλφι ήλπιζε να συνέβαινε το τελευταίο. Γιατί αυτά που υπήρχαν μέσα στο τετράδιο ήταν αινιγματικά. «Ο Έλβις σκότωσε το Μεγάλο Μουνί», είχε γράψει κάποιος από το Χάκμπερι του Τέξας. «Γαλήνη είναι να 'σαι ντόμπρος» ήταν η γνώμη κάποιου από το Ράπιντ Σίτι στη Νότια Ντακότα. Και κάτω απ' αυτό κάποιος είχε γράψει: «Όχι, βλάκα, γαλήνη = (να)2 + b, αν ν = γαλήνη, α = ικανοποίηση και b = ερωτική συμβατότητα». Πίσω από την κορνίζα, λοιπόν. Ο Άλφι είχε φτάσει ως τη μέση του δωματίου, όταν θυμήθηκε τα χάπια στην τσέπη του παλτού του. Και υπήρχαν κι άλλα στο ντουλαπάκι στη θέση του συνοδηγού, διαφορετικών ειδών, αλλά για το ίδιο πράγμα. Ήταν αγορασμένα με συνταγή γιατρού, όμως δεν ήταν από εκείνα που θα σου χορηγούσε αν ένιωθες... να... φίνα. Έτσι, οι αστυνομικοί θα έψαχναν εξονυχιστικά το δωμάτιο για άλλα φάρμακα κι όταν θα τραβούσαν την κορνίζα από τον τοίχο, το τετράδιο θα έπεφτε στο πράσινο χαλάκι. Οι φράσεις που ήταν γραμμένες εκεί μέσα θα φαίνονταν ακόμη χειρότερες, ακόμη πιο τρελές, γιατί ο Άλφι θα είχε φροντίσει να τις κρύψει. Και θα πίστευαν πως η τελευταία σχετιζόταν με την αυτοκτονία του, απλώς γιατί ήταν η τελευταία. Όπου κι αν άφηνε το τετράδιο, θα συνέβαινε το ίδιο. Σίγουρα, όπως κολλά το σκατό στης Αμερικής τον πισινό, όπως είχε γράψει κάποτε ένας ποιητής των διοδίων στο Ανατολικό Τέξας. «Αν το βρουν», είπε και ξάφνου η λύση ξεπήδησε στο νου του. Το χιόνι είχε πυκνώσει, ο αέρας είχε δυναμώσει κι άλλο και τα φωτάκια στο βάθος του αγρού είχαν σβήσει. Ο Άλφι στάθηκε δίπλα στο χιονοσκέπαστο

Page 78: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αυτοκίνητο του στην άκρη του χώρου στάθμευσης, με το παλτό του να κυματίζει μπροστά του. Στο αγροτόσπιτο, τώρα θα έβλεπαν τηλεόραση. Όλη η οικογένεια. Αν δηλαδή δεν είχε ξεκολλήσει το δορυφορικό πιάτο από τη σκεπή του αχυρώνα. Στο δικό του σπίτι, η γυναίκα και η κόρη του μόλις θα είχαν γυρίσει από τον αγώνα μπάσκετ της Καρλίν. Η Μόρα και η Καρλίν ζούσαν σ' έναν κόσμο που είχε ελάχιστη σχέση με τους διαπολιτειακούς αυτοκινητοδρόμους, τα βενζινάδικα-εστιατόρια, το σφύριγμα των φορτηγών που σε προσπερνούσαν τρέχοντας με εκατόν είκοσι, ακόμη και με εκατόν σαράντα χιλιόμετρα την ώρα. Δεν παραπονιόταν (έτσι ήλπιζε τουλάχιστον)· απλώς το επισήμαινε. «Κανείς δεν είναι εδώ, ακόμη κι αν είναι», είχε γράψει κάποιος από το Τσοκ Λέβελ του Μιζούρι σ' έναν τοίχο τουαλέτας, και κάποιες φορές σ' αυτές τις τουαλέτες υπήρχε αίμα, συνήθως λίγο, αλλά μια φορά είχε δει ο Άλφι ένα βρόμικο νιπτήρα κάτω από ένα γρατσουνισμένο ατσάλινο καθρέφτη, μισογεμάτο με αίμα. Το είχε προσέξει κανείς; Ειδοποιούσε κανείς όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το ανέφερε; Σε κάποιες δημόσιες τουαλέτες το δελτίο καιρού ακουγόταν διαρκώς από ηχεία τοποθετημένα ψηλά, και του Άλφι η φωνή του εκφωνητή του φαινόταν σαν να ανήκε σε φάντασμα, σ' έναν νεκρό που μιλούσε. Στο Κάντι του Κάνσας, στον Αυτοκινητόδρομο 283, στην Κομητεία Νες, κάποιος είχε γράψει, «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω», και κάποιος άλλος είχε προσθέσει: «Αν δεν είσαι από το Συμψηφιστικό Γραφείο Εκκαθαρίσεων, φύγε, Κακό Αγόρι». Ο Άλφι στάθηκε στην άκρη του χώρου στάθμευσης, κοντανασαίνοντας λιγάκι, γιατί ο αέρας ήταν τόσο παγερός και γεμάτος χιόνι. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε το τετράδιο, σχεδόν λυγισμένο στα δύο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να το καταστρέψει τελικά, θα το έριχνε απλώς στο ανατολικό χωράφι του αγρότη, εδώ, στη δυτική μεριά του Λίνκολν. Ο άνεμος θα τον βοηθούσε. Το τετράδιο μπορεί να έπεφτε γύρω στα εφτά οχτώ μέτρα μακριά κι ο άνεμος θα το παρέσερνε ακόμη πιο μακριά, μέχρι κάποιο χαντάκι, όπου θα το σκέπαζε το χιόνι, θα απέμενε θαμμένο όλο το χειμώνα, για κάμποσο καιρό αφότου θα έθαβαν και το δικό του κορμί. Την άνοιξη, ο αγρότης θα ερχόταν κατά δω με το τρακτέρ του, με την καμπίνα του πλημμυρισμένη από τη μουσική της Πάτι Λάβλες ή του Τζορτζ Τζόουνς ή, ίσως, του Κλιντ Μπλακ, και θα όργωνε το τετράδιο δίχως να το δει, θάβοντας το μέσα στον κύκλο της ζωής. Αν υπήρχε κύκλος της ζωής, δηλαδή. «Ηρέμησε, απλώς φεύγει το παλιό για να 'ρθει το καινούριο», είχε γράψει κάποιος δίπλα σ' ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη στον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 35, κοντά στο Κάμερον του Μιζούρι.

Page 79: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Άλφι σήκωσε το τετράδιο για να το πετάξει και ύστερα κατέβασε το χέρι του. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να το ξεφορτωθεί. Αυτή ήταν λοιπόν η περιβόητη μεγάλη απόφαση για την οποία μιλούσαν διαρκώς οι πάντες. Ωστόσο, τα πράγματα ήταν άσχημα τώρα. Ξανασήκωσε το χέρι του και το κατέβασε για άλλη μια φορά. Μέσα στην απόγνωση και την αναποφασιστικότητα του, έβαλε τα κλάματα δίχως να το καταλάβει. Ο αέρας περνούσε ορμητικός, σαν να βιαζόταν να πάει κάπου. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει ο Άλφι όπως ζούσε ως τώρα, γι' αυτό τουλάχιστον ήταν βέβαιος. Ούτε μία μέρα ακόμη. Και μια σφαίρα στο στόμα ήταν ευκολότερη από οποιαδήποτε αλλαγή στη ζωή του, και γι' αυτό ήταν βέβαιος. Πολύ ευκολότερη από το να προσπαθήσει να γράψει ένα βιβλίο που ίσως θα το διάβαζαν ελάχιστοι, ή δεν θα το διάβαζε κανένας. Ξανασήκωσε το χέρι του, έκανε να πετάξει το τετράδιο όπως ένας παίκτης του μπέϊζμπολ την μπάλα και απέμεινε να στέκει έτσι. Μια ιδέα του είχε έρθει στο νου. θα μετρούσε ως το εξήντα. Αν σ' αυτό το διάστημα εμφανίζονταν ξανά τα φωτάκια του αγροτόσπιτου, θα προσπαθούσε να γράψει το βιβλίο. Για να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο, συλλογίστηκε, θα 'πρεπε να ξεκινήσεις μιλώντας για το πώς ήταν να μετράς την απόσταση και την ίδια την απέραντη γη με πράσινους χιλιομετροδείκτες και για το πώς ηχούσε ο αέρας όταν έβγαινες από το αυτοκίνητο σου σ' ένα από κείνα τα μαγαζιά των αυτοκινητοδρόμων στην Οκλαχόμα ή τη Βόρεια Ντακότα. Για το πώς ηχούσε σχεδόν σαν ομιλία. Θα 'πρεπε να εξηγήσεις τη σιωπή και να περιγράψεις πώς οι τουαλέτες μύριζαν πάντα κάτουρο και πορδές περαστικών ταξιδιωτών, να εξηγήσεις πώς μέσα σε τούτη τη σιωπή οι φωνές στους τοίχους άρχιζαν να ακούγονται. θα ήταν οδυνηρό να μιλήσει για όλα αυτά, αν κόπαζε όμως ο αέρας και φαίνονταν ξανά τα φωτάκια του αγροτόσπιτου, θα το έκανε. Αν όχι, θα έριχνε το τετράδιο στο χωράφι, θα γύριζε στο Δωμάτιο 190 (αριστερά από τον αυτόματο πωλητή) και θα αυτοκτονούσε όπως το είχε σχεδιάσει. Ένα από τα δύο. Ένα από τα δύο. Ο Άλφι απέμεινε εκεί, να μετράει ως το εξήντα από μέσα του, περιμένοντας να δει αν θα κόπαζε ο άνεμος.

Page 80: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μου αρέσει να οδηγώ και είμαι εθισμένος σ' αυτούς τους μεγάλους ευθείς διαπολιτειακούς αυτοκινητοδρόμους όπου δεν βλέπεις παρά πεδιάδες στις δυο μεριές και κάποιο μαγαζί κάθε εξήντα χιλιόμετρα πάνω κάτω. Οι τουαλέτες αυτών των μαγαζιών είναι πάντα γεμάτες γκράφιτι, κάποια από αυτά εξαιρετικά αλλόκοτα. Άρχισα να μαζεύω αυτά τα μηνύματα από το πουθενά και να τα κρατώ σ' ένα μικρό σημειωματάριο, βρήκα κι άλλα στο Ίντερνετ (υπάρχουν δυο τρεις ιστότοποι αφιερωμένοι σ' αυτά), και τελικά βρήκα την ιστορία με την οποία ταίριαζαν. Αυτή εδώ. δεν ξέρω αν είναι ή δεν είναι καλή, όμως ένιωσα συμπόνια για τον μοναχικό κεντρικό χαρακτήρα της και εύχομαι αληθινά να τα καταφέρει. Στο προσχέδιο της ιστορίας τα κατάφερνε, όμως ο Μπιλ Μπάφορντ του Νιου Γιόρκερ μου πρότεινε ένα πιο διφορούμενο τέλος. Μάλλον είχε δίκιο, αλλά θα μπορούσαμε όλοι να κάνουμε μια προσευχή για τους Άλφι Ζίμερ αυτού του κόσμου.

Page 81: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο θάνατος του Τζακ Χάμιλτον

Θέλω να σας ξεκαθαρίσω εξαρχής κάτι: δεν υπήρχε άνθρωπος, ούτε ένας, που να μη συμπαθούσε το φιλαράκο μου τον Τζόνι Ντίλινγκερ, εκτός από τον Μέλβιν Πέρβις του FBI. Ο Πέρβις ήταν το δεξί χέρι του Τζ. Έντγκαρ Χούβερ και μισούσε βαθιά τον Τζόνι. Όλοι οι υπόλοιποι... να, ο Τζόνι είχε έναν τρόπο να κάνει τους άλλους να τον συμπαθούν, αυτό όλο κι όλο. Κι είχε έναν τρόπο να κάνει τους ανθρώπους να γελούν. Ο θεός τα κάνει να έρθουν όλα δεξιά στο τέλος, να κάτι που συνήθιζε να λέει. Και πώς να μη συμπαθήσεις κάποιον με τέτοια φιλοσοφία; Ο κόσμος δεν θέλει ν' αφήσει έναν τέτοιο άνθρωπο να πεθάνει, θα ξαφνιαζόσαστε από το πόσοι λένε πως δεν ήταν ο Τζόνι αυτός που σκότωσαν οι ομοσπονδιακοί στο Σικάγο δίπλα στον κινηματογράφο Μπάιογκραφ στις 22 Ιουλίου του 1934. Άλλωστε, επικεφαλής στην ανηλεή καταδίωξη του Τζόνι ήταν ο Μέλβιν Πέρβις και, πέρα από τη μοχθηρία του, ο Πέρβις ήταν ανόητος (από εκείνους που θα προσπαθούσαν να κατουρήσουν από ένα παράθυρο δίχως να θυμηθούν να το ανοίξουν πρώτα). Ούτε εγώ θα σας πω κάτι καλύτερο γι' αυτόν. Πώς τον μισούσα το λιμοκοντόρο! Πώς τον μισούσαμε όλοι! Ξεφύγαμε από τον Πέρβις και τους άντρες του FBI μετά το πιστολίδι στη Μικρή Βοημία του Ουισκόνσιν –όλοι μας! Το μεγαλύτερο μυστήριο της χρονιάς ήταν πώς δεν είχε χάσει αυτή η αναθεματισμένη αδερφή τη δουλειά της. Ο Τζόνι είπε κάποτε: «Δε θα βρίσκει ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ κάποια να του παίρνει τόσο καλές πίπες». Πώς γελάσαμε! Δε λέω, ο Πέρβις έφαγε τον Τζόνι στο τέλος, όμως αφού του έστησε ενέδρα έξω από το Μπάιογκραφ και τον πυροβόλησε πισώπλατα καθώς έτρεχε σ' ένα σοκάκι. Σωριάστηκε στη λάσπη και στα γατίσια περιττώματα, είπε «Αυτό ήταν λοιπόν;» και πέθανε. Ο κόσμος όμως εξακολουθεί να μην το πιστεύει. Ο Τζόνι ήταν όμορφος, λένε, σχεδόν σαν κινηματογραφικός αστέρας. Αυτός που πυροβόλησαν οι άντρες του FBΙ έξω από το Μπάιογκραφ είχε χοντρό πρόσωπο, πρησμένο, φουσκωμένο σαν μαγειρεμένο λουκάνικο. Ο Τζόνι δεν ήταν ούτε τριάντα ενός ετών, λένε, κι ο κακοποιός που πυροβόλησαν οι αστυνομικοί εκείνο το βράδυ έδειχνε τουλάχιστον σαράντα! Επίσης (και εδώ χαμηλώνουν τη φωνή τους, μιλούν ψιθυριστά), όλοι ξέρουν πως ο Τζον Ντίλινγκερ είχε ένα πουλί

Page 82: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μεγάλο σαν ρόπαλο του μπέϊζμπολ. Του τύπου που έπεσε στην ενέδρα του Πέρβις έξω από το Μπάιογκραφ ήταν ένα συνηθισμένο πουλί, μόλις δεκαπέντε εκατοστά. Και ύστερα είναι και η ουλή στο πάνω χείλι του. Τη βλέπεις ολοκάθαρα στις φωτογραφίες τις βγαλμένες στο νεκροτομείο (όπως εκείνη που ένας ηλίθιος κρατά ψηλά το κεφάλι του παλιόφιλού μου και κοιτάζει όλο σοβαρότητα, σαν να λέει στον κόσμο πως το Έγκλημα Δεν Σε Βγάζει Πουθενά, τελεία και παύλα). Η ουλή κόβει το πλάι του μουστακιού του Τζόνι στα δύο. Όλοι ξέρουν πως ο Τζον Ντίλινγκερ δεν είχε τέτοια ουλή, λέει ο κόσμος· απλώς δείτε οποιαδήποτε από τις άλλες φωτογραφίες. Ένας θεός ξέρει αν δεν υπάρχουν μπόλικες από δαύτες. Υπάρχει ακόμη κι ένα βιβλίο που λέει πως ο Τζόνι δεν πέθανε, πως εξακολουθούσε να ζει όταν οι υπόλοιποι καταδιωγμένοι σύντροφοι του ήταν νεκροί, και πέθανε στο Μεξικό, όπου έμενε σ' ένα υποστατικό και ικανοποιούσε κάμποσες σενιόρας και σενιορίτας με το τεράστιο εργαλείο του. Το βιβλίο ισχυρίζεται πως ο παλιόφιλός μου πέθανε στις 20 του Νοέμβρη του 1963 -δύο ημέρες πριν από τον Κένεντι-, στην ώριμη ηλικία των εξήντα ετών, και πως δεν ήταν μια ομοσπονδιακή σφαίρα που τον έφαγε αλλά μια συνηθισμένη καρδιακή προσβολή, και πως ο Τζον Ντίλινγκερ πέθανε στο κρεβάτι. Είναι όμορφη ιστορία, όμως δεν αληθεύει. Το πρόσωπο του Τζόνι δείχνει μεγάλο σ' εκείνες τις στερνές φωτογραφίες, γιατί πραγματικά είχε πάρει βάρος. Ήταν τύπος που έτρωγε όταν ένιωθε νευρικότητα και, μετά το θάνατο του Τζακ Χάμιλτον στην Ορόρα του Ιλινόι, ο Τζόνι ένιωσε πως είχε έρθει η σειρά του. Το είπε, όταν πήγαμε σ' εκείνον το λάκκο τον άμοιρο τον Τζακ. Κι αυτό με φέρνει στην ουλή στο πάνω χείλι του Τζόνι, εκείνη που φαίνεται να κόβει το μουστάκι του στις φωτογραφίες όπου είναι ξαπλωμένος στο τραπέζι του νεκροτομείου. Ο λόγος για τον οποίο δεν φαίνεται η ουλή σε οποιαδήποτε από τις παλιές φωτογραφίες του Τζόνι είναι πως την απέκτησε κοντά στο θάνατο του. Συνέβη στην Ορόρα, όταν ο Τζακ (Κόκκινος) Χάμιλτον, ο παλιόφιλός μας, ξεψυχούσε. Γι' αυτό θέλω να σας μιλήσω: για το πώς απέκτησε ο Τζόνι Ντίλινγκερ την ουλή στο πάνω χείλι του. Εγώ, ο Τζόνι κι ο Κόκκινος Χάμιλτον ξεφύγαμε από το πιστολίδι στη Μικρή Βοημία πηδώντας από τα παράθυρα της κουζίνας στην πίσω μεριά και κατηφορίζοντας δίπλα στη λίμνη, ενώ ο Πέρβις και οι βλάκες του εξακολουθούσαν να πυροβολούν στην μπροστινή μεριά του μοτέλ. Φίλε μου, εύχομαι ο Γερμαναράς ιδιοκτήτης του να το είχε ασφαλισμένο! Το πρώτο αμάξι που βρήκαμε ανήκε σ' ένα ζεύγος ηλικιωμένων γειτόνων και

Page 83: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δεν έλεγε να πάρει μπρος. Ήμαστε πιο τυχεροί με το δεύτερο -το Φορντ κουπέ ενός μαραγκού που έμενε παραπάνω στο δρόμο. Ο Τζόνι τον κάθισε στη θέση του οδηγού και μας πήγε πίσω, μέχρι λίγο πριν από το Σεντ Πολ. Ύστερα τον προστάξαμε να βγει -κάτι που έκανε πρόθυμα- και κάθισα εγώ στο τιμόνι. Διασχίσαμε το Μισισιπή κάπου τριάντα χιλιόμετρα παρακάτω από το Σεντ Πολ και, παρ' ότι σύσσωμη η τοπική αστυνομία αναζητούσε την αποκαλούμενη Συμμορία του Ντίλινγκερ, θαρρώ πως θα ήμαστε μια χαρά αν δεν έχανε ο Τζακ Χάμιλτον το καπέλο του καθώς δραπετεύαμε. Ήταν κάθιδρος -κάτι που συνέβαινε πάντα όταν ήταν νευρικός- κι όταν βρήκε ένα κουρέλι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του μαραγκού, το έστριψε μέχρι που έγινε σαν χοντρό σκοινί και το έδεσε γύρω από το κεφάλι του όπως οι Ινδιάνοι. Αυτό ήταν που τράβηξε την προσοχή των αστυνομικών που περίμεναν στη γέφυρα Σπάιραλ από τη μεριά του Ουισκόνσιν, καθώς τους προσπερνούσαμε, και μας ακολούθησαν για να μας ελέγξουν. Αυτό μπορεί να σήμαινε το τέλος μας, όμως ο Τζόνι είχε πάντα μια διαβολεμένη τύχη -ως το Μπάιογκραφ, τουλάχιστον. Ένα φορτηγό με γελάδια παρεμβλήθηκε ανάμεσα σ' εμάς και σ' εκείνους και οι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να το προσπεράσουν. «Σανίδωσέ το, Χόμερ!» μου φώναξε ο Τζόνι. Ήταν στο πίσω κάθισμα και από τη φωνή του κατάλαβα πως ήταν εξαιρετικά καλοδιάθετος. «Δώσ' του να καταλάβει!» Έκανα αυτό ακριβώς κι έτσι αφήσαμε πίσω μας το φορτηγό με τα γελάδια μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης, με τους αστυνομικούς κολλημένους από πίσω του. Αντίο, μαμά, θα σου γράψω όταν βρω δουλειά. Χα! 'Όταν φάνηκε πια πως τους είχαμε αφήσει πίσω μας για τα καλά, ο Τζακ είπε: «Πιο σιγά, ηλίθιε, αυτό μας έλειπε, να μας σταματήσουν για υπερβολική ταχύτητα». Έτσι μείωσα την ταχύτητα στα πενήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα και για κάνα τέταρτο όλα πήγαιναν μια χαρά. Κουβεντιάζαμε για τη Μικρή Βοημία και για το αν ο Λέστερ (αυτός που αποκαλούσαν πάντα Μπέϊμπι Φέϊς) είχε κατορθώσει να ξεφύγει, όταν ξάφνου ακούστηκε ο κρότος τουφεκιών και πιστολιών και ο σφυριχτός ήχος σφαιρών που εξοστρακίζονταν στο οδόστρωμα. Ήταν αυτοί οι χωριάτες αστυνομικοί από τη γέφυρα. Μας είχαν προφτάσει, μας ζύγωναν σιγά σιγά τα τελευταία ενενήντα εκατό μέτρα, και τώρα ήταν αρκετά κοντά ώστε να ρίχνουν στα λάστιχα -μάλλον δεν ήταν απολύτως βέβαιοι, και τότε ακόμη, πως ήταν ο Ντίλινγκερ.

Page 84: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν έμειναν για πολύ με την αμφιβολία. Ο Τζόνι έσπασε το πίσω τζάμι του Φορντ με τη λαβή του πιστολιού του και άρχισε να πυροβολεί. Γκάζωσα ξανά και ανέβασα την ταχύτητα του Φορντ στα εβδομήντα πέντε -μια ταχύτητα που για κείνη την εποχή ήταν ιλιγγιώδης. Δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα στο δρόμο, όμως όποιο συναντούσαμε φρόντιζα να το προσπεράσω όπως μπορούσα -από τα αριστερά, από τα δεξιά, από το χαντάκι. Δυο φορές ένιωσα τις ρόδες από τη μεριά του οδηγού να τινάζονται ψηλά, αλλά δεν ντεραπάραμε. Δεν υπήρχε καλύτερο αυτοκίνητο από ένα Φορντ όταν σε καταδίωκαν και ήθελες να ξεφύγεις. Κάποτε ο Τζόνι έγραψε στον ίδιο τον Χένρι Φορντ. «Όταν είμαι σ' ένα Φορντ, όλα τα υπόλοιπα αμάξια τρώνε τη σκόνη μου», είπε στον κύριο Φορντ, και σίγουρα έφαγαν τη σκόνη μας εκείνη τη μέρα. Πληρώσαμε ένα τίμημα, όμως. Ακούστηκαν κάτι θόρυβοι, σαν από χοντρές στάλες βροχής, ένα ράγισμα εμφανίστηκε στο παρμπρίζ και μια σφαίρα -είμαι βέβαιος πως ήταν από 45άρι- έπεσε στο ταμπλό. Ήταν σαν μεγάλο μαύρο σκαθάρι. Ο Τζακ Χάμιλτον καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Είχε ακουμπήσει το τόμιγκάν του στο δάπεδο και έλεγχε το γεμιστήρα, έτοιμος να γείρει έξω από το παράθυρο, φαντάζομαι, όταν ξανακούστηκε εκείνος ο θόρυβος σαν από χοντρή στάλα βροχής. Ο Τζακ είπε: «Διάβολε! Χτυπήθηκα!» Η σφαίρα πρέπει να είχε μπει από το σπασμένο παράθυρο, και δεν έχω ιδέα πώς δεν πέτυχε τον Τζόνι αλλά τον Τζακ. «Είσαι καλά;» φώναξα. Ήμουν κρεμασμένος από το τιμόνι σαν μαϊμού και μάλλον οδηγούσα σαν μαϊμού επίσης. Προσπέρασα το φορτηγό ενός γαλατά από τα αριστερά, κορνάροντας ασταμάτητα και ουρλιάζοντας στον ασπροντυμένο ηλίθιο χωριάτη να φύγει από μπροστά μου. «Τζακ, είσαι καλά;» «Καλά είμαι, μια χαρά!» είπε και βγήκε με το τόμιγκαν από το παράθυρο, σχεδόν ως τη μέση. Μονάχα που το φορτηγό με τα γάλατα ήταν ακόμη στη μέση. Είδα τον οδηγό στον καθρέφτη, να μας κοιτάζει χάσκοντας κάτω από το καπελάκι του. Και ύστερα κοίταξα τον Τζακ καθώς έσκυβε έξω και είδα μια τρύπα, ολοστρόγγυλη σαν ζωγραφισμένη με μολύβι, στη μέση του πανωφοριού του. Δεν υπήρχε καθόλου αίμα, μονάχα εκείνη η μαύρη τρυπίτσα. «Άσε τον Τζακ και απλώς οδήγα!» μου φώναξε ο Τζόνι. Και αυτό έκανα. Αφήσαμε κάνα χιλιόμετρο πίσω μας το φορτηγό του γαλατά, με τους αστυνομικούς να είναι ακόμη κολλημένοι από πίσω του, γιατί υπήρχε

Page 85: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

προστατευτικό κιγκλίδωμα στη μια μεριά και μια σειρά αυτοκίνητα που κινούνταν αργά στην αντίθετη κατεύθυνση. Πήραμε μια απότομη στροφή και για μια στιγμή το φορτηγό του γαλατά και το περιπολικό χάθηκαν. Ξάφνου, στα δεξιά, πρόβαλε ένας χαλικωτός χορταριασμένος δρόμος. «Εκεί μέσα!» είπε με κομμένη την ανάσα ο Τζακ, πέφτοντας πίσω στο κάθισμα του συνοδηγού, όμως εγώ έστριβα ήδη. Ήταν ένα παλιό δρομάκι. Κάπου εβδομήντα μέτρα παρακάτω, στην άλλη μεριά ενός μικρού υψώματος, κατέληγε σ' ένα αγροτόσπιτο που φαινόταν εγκαταλειμμένο εδώ και χρόνια. Έσβησα τη μηχανή, βγήκαμε όλοι και σταθήκαμε πίσω από το αμάξι. «Αν έρθουν, θα καλοπεράσουν», είπε ο Τζακ. «Δεν πρόκειται να καταλήξω στην ηλεκτρική καρέκλα σαν τον Χάρι Πίρποντ». Όμως κανένας δεν ήρθε και ύστερα από δέκα λεπτά περίπου ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο και βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, αργά και προσεκτικά. Και τότε είδα κάτι που δεν μου πολυάρεσε. «Τζακ», είπα, «αιμορραγείς από το στόμα. Πρόσεχε, θα λερώσεις το πουκάμισο σου». Ο Τζακ σκούπισε το στόμα του με τον δεξιό του αντίχειρα, κοίταξε το αίμα στο δάχτυλο του και ύστερα με κοίταξε μ' ένα χαμόγελο που βλέπω ακόμη στα όνειρα μου: πλατύ και γεμάτο τρόμο. «Δάγκωσα απλώς το μάγουλο μου από μέσα», είπε. «Είμαι μια χαρά». «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Τζόνι. «Δε μου ακούγεσαι πολύ καλά». «Απλώς δεν μπορώ να ανασάνω πολύ εύκολα ακόμη», είπε ο Τζακ. Σκούπισε ξανά με το δάχτυλο του το στόμα του και είδε ευχαριστημένος πως τώρα υπήρχε λιγότερο αίμα. «Πάμε να φύγουμε από δω». «Γύρνα προς τη γέφυρα Σπάιραλ, Χόμερ», είπε ο Τζόνι και εγώ υπάκουσα. Δεν αληθεύουν όλες οι ιστορίες για τον Τζόνι Ντίλινγκερ, όμως ήταν άνθρωπος που έβρισκε πάντα το δρόμο για το σπίτι, ακόμη κι αν δεν είχε πια σπίτι, και δεν υπήρξε περίπτωση που να μην τον εμπιστευτώ. Πηγαίναμε πάλι απολύτως νόμιμα, με σαράντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα, σαν νομοταγείς παπάδες στο δρόμο για την ενορία τους, όταν είδε ο Τζόνι ένα βενζινάδικο της Τέξακο και μου είπε να στρίψω δεξιά. Ύστερα από λίγο διασχίζαμε χαλικωτούς επαρχιακούς δρόμους, με τον Τζόνι να μου λέει πότε να στρίψω δεξιά και πότε αριστερά, κι ας μου φαίνονταν όλοι οι δρόμοι ίδιοι: απλώς αυλακιές από τροχούς ανάμεσα σε χωράφια καλαμποκιού. Οι δρόμοι ήταν λασπεροί και υπήρχαν ακόμη σημεία με χιόνι σε μερικούς αγρούς. Κάπου κάπου προσπερνούσαμε κάποιο χωριατόπαιδο. Ο Τζακ

Page 86: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

βουβαινόταν όλο και πιο πολύ. Τον ρώτησα πώς ήταν και μου είπε: «Είμαι μια χαρά». «Μόλις πάρουμε μια ανάσα, πρέπει να σε πάμε να σε δει γιατρός», είπε ο Τζόνι. «Και πρέπει να σου φτιάξουμε το πανωφόρι. Μ' αυτή εδώ την τρύπα, είναι σαν να σε πυροβόλησε κάποιος!» Γέλασε, κι εγώ το ίδιο. Ακόμη και ο Τζακ γέλασε. Ο Τζόνι σου έφτιαχνε πάντα το κέφι. «Δε νομίζω πως μπήκε βαθιά», είπε ο Τζακ καθώς βγαίναμε στον Αυτοκινητόδρομο 43. «Δεν αιμορραγώ από το στόμα πια -δες». Στράφηκε για να δείξει στον Τζόνι το δάχτυλο του, που τώρα είχε μια καστανέρυθρη κηλίδα. Όταν στράφηκε όμως πάλι προς τα εμπρός, αίμα ανέβλυσε από το στόμα και τη μύτη του. «Νομίζω πως μπήκε αρκετά βαθιά», είπε ο Τζόνι. «θα σε φροντίσουμε -αφού μπορείς ακόμη και μιλάς, είσαι μια χαρά». «Φυσικά», είπε ο Τζακ. «Είμαι μια χαρά». Η φωνή του ήταν πιο αδύναμη από ποτέ. «Μια χαρά και δυο τρομάρες», είπα εγώ. «Α, κλείσ' το, κουφιοκέφαλε», είπε ο Τζακ και γελάσαμε όλοι. Άρχισαν να με κοροϊδεύουν κεφάτα. Γύρω στα πέντε λεπτά αφότου βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο, ο Τζακ λιποθύμησε. Έγειρε προς το παράθυρο και μια κλωστίτσα από αίμα κύλησε από την άκρη του στόματος του λερώνοντας το τζάμι. Μου θύμισε το αίμα που βγαίνει όταν λιώνεις ένα χορτάτο κουνούπι -το βαθύ κόκκινο, παντού. Ο Τζακ φορούσε ακόμη το κουρέλι στο κεφάλι του. Ο Τζόνι του το έβγαλε και καθάρισε μ' αυτό το αίμα από το πρόσωπο του Τζακ. Ο Τζακ μουρμούρισε και σήκωσε τα χέρια του σαν να ήθελε να σπρώξει τον Τζόνι μακριά, ύστερα όμως τα άφησε να ξαναπέσουν στα πόδια του. «Αυτοί οι αστυνομικοί θα έχουν ειδοποιήσει να μας περιμένουν», είπε ο Τζόνι. «Αν πάμε στο Σεντ Πολ, είμαστε χαμένοι. Να τι πιστεύω. Εσύ τι λες, Χόμερ;» «Το ίδιο», είπα. «Τι μας απομένει λοιπόν; Το Σικάγο;» «Σωστά», αποκρίθηκε. «Μόνο που πρώτα πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτό το αμάξι. Τώρα πια θα έχουν τον αριθμό κυκλοφορίας. Ακόμη κι αν δεν τον έχουν, είναι γκαντεμιά. Είναι γρουσούζικο». «Κι ο Τζακ;» ρώτησα.

Page 87: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ο Τζακ θα τα καταφέρει μια χαρά», αποκρίθηκε, και ήξερα πως δεν είχε νόημα να πω τίποτ' άλλο. Σταματήσαμε κάπου ενάμισι χιλιόμετρο παρακάτω και ο Τζόνι πυροβόλησε το μπροστινό λάστιχο του γρουσούζικου Φορντ, ενώ ο Τζακ ήταν γερμένος πάνω στο καπό, με την όψη του κάτωχρη, άρρωστη. 'Όταν χρειαζόμαστε ένα αυτοκίνητο, ήταν δική μου δουλειά να το βρω. «Αυτοί που δε θα σταματούσαν για μας τους υπόλοιπους, θα σταματήσουν για σένα», είχε πει κάποτε ο Τζόνι. «Γιατί άραγε; Αναρωτιέμαι». Ο Χάρι Πίρποντ του είχε απαντήσει. Αυτή η κουβέντα είχε γίνει την εποχή που η συμμορία ήταν ακόμη του Πίρποντ και όχι του Ντίλινγκερ. «Γιατί είναι αληθινός Χόμερ», είπε. «Δεν υπήρξε άλλος τόσο Χόμερ όσο ο Χόμερ βαν Μίτερ». Όλοι είχαμε γελάσει μ' αυτό, και τώρα να με πάλι, κι αυτή τη φορά ήταν αληθινά σημαντικό. Ζήτημα ζωής και θανάτου, θα 'λέγε κανείς. Τρία τέσσερα αμάξια πέρασαν κι εγώ έκανα πως σκάλιζα το λάστιχο. Ύστερα φάνηκε ένα αγροτικό φορτηγό, όμως παραήταν αργό και δυσκίνητο. Επίσης, κάποιοι κάθονταν στην καρότσα. Ο οδηγός έκοψε ταχύτητα και είπε: «θες καμιά βοήθεια, αμίγκο;» «Όχι, τα καταφέρνω», είπα εγώ. «Ίσα ίσα, που η γυμναστική μου ανοίγει την όρεξη. Να πας στο καλό». Γέλασε και συνέχισε. Αυτοί στην καρότσα με χαιρέτησαν επίσης. Ύστερα φάνηκε ένα άλλο Φορντ, ολομόναχο. Στάθηκα σ' ένα σημείο απ' όπου φαινόταν καθαρά το σκασμένο λάστιχο και τους έκανα νόημα να σταματήσουν. Επίσης, τους χαμογέλασα. Με το πλατύ μου χαμόγελο, αυτό που είναι σαν να λέει πως δεν είμαι παρά ένας ακίνδυνος Χόμερ που έμεινε από λάστιχο. Έπιασε. Το Φορντ σταμάτησε. Υπήρχαν τρία άτομα μέσα, ένας άντρας, μια νεαρή γυναίκα κι ένα χοντρό μωρό. Μια οικογένεια. «Απ' ό,τι βλέπω, έμεινες από λάστιχο, φίλε», είπε ο άντρας. Φορούσε κουστούμι και πανωφόρι, και τα δύο καθαρά, αλλά όχι πρώτης ποιότητας. «Δεν ξέρω πόσο άσχημο είναι», είπα. «Έχει κλατάρει μονάχα από κάτω». Γελούσαμε ακόμη, σαν να ήταν κανένα σπουδαίο αστείο, όταν πρόβαλαν ο Τζόνι και ο Τζακ από τα δέντρα κρατώντας τα όπλα τους. Ο άντρας κοίταξε τον Τζακ, κοίταξε τον Τζόνι, ξανακοίταξε τον Τζακ. Ύστερα η ματιά του έπεσε πάλι στον Τζόνι και το σαγόνι του κρέμασε. Το είχα δει χίλιες φορές αυτό, αλλά δεν είχε πάψει να με διασκεδάζει.

Page 88: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Είσαι ο Ντίλινγκερ!» είπε με κομμένη την ανάσα και ύστερα σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Χαίρω πολύ, κύριε», είπε ο Τζόνι και άρπαξε το σηκωμένο χέρι του άντρα. «Και τώρα κατέβασε τα χέρια σου, εντάξει;» Καθώς τα κατέβαζε, φάνηκαν δυο τρία αυτοκίνητα -επαρχιώτες που πήγαιναν στην πόλη, καθισμένοι σαν να είχαν καταπιεί μπαστούνι μέσα στα λασπωμένα αμάξια τους. Φαινόμαστε απλώς σαν κάποιοι τύποι που ετοιμάζονταν να αλλάξουν ένα λάστιχο στην άκρη του δρόμου. Ο Τζακ, στο μεταξύ, πήγε από τη μεριά του οδηγού του καινούριου Φορντ, έσβησε τη μηχανή και πήρε τα κλειδιά. Ο ουρανός ήταν άσπρος εκείνη τη μέρα, σαν να ήταν γεμάτος βροχή ή χιόνι, όμως το πρόσωπο του Τζακ ήταν ακόμη πιο λευκό. «Κυρία μου, πώς σας λένε;» ρώτησε ο Τζακ τη γυναίκα, που φορούσε ένα μακρύ γκρίζο πανωφόρι κι ένα χαριτωμένο ναυτικό καπελάκι. «Ντίλι Φράνσις», είπε εκείνη. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και σκούρα σαν δαμάσκηνα. «Από δω ο Ρόι. Ο σύζυγος μου. Θα μας σκοτώσετε;» Ο Τζόνι την κοίταξε αυστηρά και είπε: «Είμαστε η Συμμορία του Ντίλινγκερ, κυρία Φράνσις, και δεν έχουμε σκοτώσει ποτέ κανέναν». Ο Τζόνι πάντα το τόνιζε αυτό. Ο Χάρι Πίρποντ τον κορόιδευε και τον ρωτούσε γιατί χαράμιζε το σάλιο του, όμως πιστεύω πως ο Τζόνι είχε δίκιο που το έκανε. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους θα τον θυμούνται όταν πια η αδερφή με το ψάθινο καπέλο θα έχει ξεχαστεί. «Σωστά», είπε ο Τζακ. «Έχουμε ληστέψει απλώς κάποιες τράπεζες, και ούτε τις μισές απ' όσες λένε. Και τον μικρό κύριο, πώς τον λένε;» Χάιδεψε το πιτσιρίκι στο πιγούνι. Ήταν παχύ, αυτό να λέγεται· θύμιζε τον κωμικό Γουίλιαμ Φιλντς. «Αυτός είναι ο Μπάστερ», είπε η Ντίλι Φράνσις. «Είναι τροφαντός, ε;» Ο Τζακ χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν ματωμένα. «Πόσων χρόνων είναι; Τριών;» «Μόλις δυόμισι», είπε με καμάρι η κυρία Φράνσις. «Αλήθεια;» «Ναι, αλλά είναι μεγαλόσωμος για την ηλικία του. Κύριε, είστε καλά; Είστε κατάχλομος. Και τα δόντια σας είναι...»

Page 89: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Τζόνι τη διέκοψε. «Τζακ, μπορείς να βάλεις αυτό εδώ μέσα στα δέντρα;» Έδειξε το παλιό Φορντ του μαραγκού. «Φυσικά», είπε ο Τζακ. «Κι ας είναι το λάστιχο του σκασμένο;» «Μην έχεις καμία αμφιβολία. Απλώς... διψώ τρομερά. Κυρία μου... κυρία Φράνσις... έχετε τίποτε να πιω;» Εκείνη έκανε μεταβολή, έσκυψε -κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο μ' εκείνο το πελώριο μωρό στην αγκαλιά της- και έβγαλε ένα θερμός από πίσω. Άλλα δύο αυτοκίνητα πέρασαν με θόρυβο. Οι επιβάτες τους μας κούνησαν το χέρι και εμείς τους αντιχαιρετήσαμε. Συνέχιζα να χαμογελώ από το ένα αυτί ως το άλλο, πασχίζοντας να δείχνω όσο πιο Χόμερ γινόταν. Ανησυχούσα για τον Τζακ και δεν ήξερα πώς θα κατόρθωνε να σταθεί στα πόδια του, πόσο μάλλον να γείρει εκείνο το θερμός και να πιει ό,τι περιείχε. 'Όταν της το ξανάδωσε, δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά του. Την ευχαρίστησε κι εκείνη τον ξαναρώτησε αν ήταν καλά. «Τώρα, ναι», είπε ο Τζακ. Μπήκε στο γρουσούζικο Φορντ και το τσούλησε ως τους θάμνους. Το λάστιχο που είχε πυροβολήσει ο Τζόνι έκανε το αυτοκίνητο να τινάζεται πάνω κάτω. «Γιατί δεν πυροβόλησες ένα από τα πίσω, ηλίθιε;» Ο Τζακ ακούστηκε θυμωμένος και ξέπνοος. Ύστερα έβαλε το αυτοκίνητο ανάμεσα στα δέντρα, χάθηκε και ξαναφάνηκε βαδίζοντας αργά, με τα μάτια του καρφωμένα στα πόδια του, σαν γέρος που βαδίζει πάνω στον πάγο. «Εντάξει», είπε ο Τζόνι. Χάιδευε το λαγοπόδαρο απ' όπου κρέμονταν τα κλειδιά του κυρίου Φράνσις, μ' έναν τρόπο που με έκανε να καταλάβω πως ο κύριος Φράνσις δεν θα ξανάβλεπε το Φορντ του. «Όλοι εδώ είμαστε φίλοι και θα κάνουμε μια βολτούλα». Ο Τζόνι οδήγησε. Ο Τζακ κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Εγώ στριμώχτηκα πίσω με τους Φράνσις και πάσχισα να κάνω το θρεφτάρι να μου χαμογελάσει. «Όταν φτάσουμε στην επόμενη μικρή πόλη», είπε ο Τζόνι στην οικογένεια Φράνσις στο πίσω κάθισμα, «θα σας αφήσουμε με αρκετά λεφτά για να πάρετε το λεωφορείο που θα σας πάει εκεί που πηγαίνατε, θα πάρουμε το αμάξι σας. Δε θα του κάνουμε την παραμικρή ζημιά και, αν δεν του ανοίξει κανένας τίποτε τρύπες με το όπλο του, θα το ξαναπάρετε ολοκαίνουριο. Ένας από μας θα σας τηλεφωνήσει να σας πει πού θα βρίσκεται».

Page 90: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Δεν έχουμε τηλέφωνο ακόμη», είπε η Ντίλι. Για την ακρίβεια κλαψούρισε. Έμοιαζε να είναι απ' τις γυναίκες που χρειάζονται ένα χαστούκι κάθε δυο βδομάδες για να συνέλθουν. «Έχουμε κάνει αίτηση, όμως αυτοί της τηλεφωνικής εταιρείας είναι πιο αργοί κι από σαλιγκάρια». «Τότε», είπε ο Τζόνι, καλοδιάθετος και καθόλου σαστισμένος, «θα τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία και θα σας βρουν εκείνοι. Αν παραπονεθείτε, όμως, θα το πάρετε πίσω σμπαράλια». Ο κύριος Φράνσις ένευσε, σαν να πίστευε κάθε λέξη του Τζόνι. Μπορεί όντως να πίστευε κάθε λέξη. Στο κάτω κάτω, αυτή ήταν η Συμμορία του Ντίλινγκερ. Ο Τζόνι σταμάτησε σ' ένα βενζινάδικο της Τέξακο, γέμισε το ντεπόζιτο και αγόρασε αναψυκτικά για όλους. Ο Τζακ κατέβασε ένα μπουκάλι χυμό σταφύλι σαν να ήταν στην έρημο και να πέθαινε από τη δίψα, όμως η γυναίκα δεν άφησε τον Αφέντη θρεφτάρι να πιει το δικό του. Ούτε μια γουλιά. Το μωρό είχε απλώσει τα χέρια του για να το πάρει και έκλαιγε. «Δεν κάνει να πιει αναψυκτικό πριν από το μεσημεριανό του», είπε στον Τζόνι. «Τι θέλατε και του το αγοράσατε;» Ο Τζακ είχε το κεφάλι του γερμένο στο τζάμι του συνοδηγού και τα μάτια του σφαλιστά. Νόμιζα πως είχε λιποθυμήσει ξανά, όμως είπε: «Κάνε το μυξιάρικο να το βουλώσει, κυρά μου, ειδάλλως θα το κάνω εγώ». «Ξέχασες, νομίζω, σε ποιανού το αμάξι βρίσκεσαι», είπε αλαζονικά εκείνη. «Δώσ' του το αναψυκτικό του, σκύλα», είπε ο Τζόνι. Χαμογελούσε ακόμη, τώρα όμως το χαμόγελο του ήταν διαφορετικό. Εκείνη τον κοίταξε και τα μαγουλά της χλόμιασαν. Κι έτσι ο Αφέντης θρεφτάρι πήρε το αναψυκτικό του, παρ' ότι δεν έπρεπε να το πιει πριν από το μεσημεριανό. Τριάντα χιλιόμετρα παρακάτω τους αφήσαμε σε μια μικρή πόλη και συνεχίσαμε προς το Σικάγο. «Κάποιος που παντρεύεται μια τέτοια γυναίκα είναι άξιος της μοίρας του», είπε ο Τζόνι, «που δε θα είναι καθόλου καλή». «Η σκύλα θα ειδοποιήσει την αστυνομία», είπε ο Τζακ, με τα μάτια του ακόμη σφαλιστά. «Αποκλείεται», είπε με απόλυτη σιγουριά ο Τζόνι. «θα τσιγκουνευτεί την πεντάρα για το τηλεφώνημα». Και είχε δίκιο. Είδαμε μονάχα δυο περιπολικά πριν μπούμε στο Σικάγο, και τα δύο να πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, και κανένα δεν έκοψε καν ταχύτητα για να μας ρίξουν μια ματιά. Για άλλη μια φορά, μας βοήθησε η καλοτυχία του Τζόνι. Όσο για

Page 91: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τον Τζακ, αρκούσε μόνο μια ματιά για να καταλάβεις πως η τύχη του στέρευε γρήγορα. Όταν πια φτάσαμε στο Λουπ, παραληρούσε και μιλούσε στη μητέρα του. «Χόμερ!» είπε ο Τζόνι, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, όπως μιλούσε πάντα όταν ήθελε να με διασκεδάσει. Σαν κορίτσι που φλερτάρει. «Τι;» είπα, κοιτάζοντας τον κι εγώ σαν να του έκανα τα γλυκά μάτια. «Δεν έχουμε πού να πάμε. Εδώ είναι χειρότερα από το Σεντ Πολ». «Πάμε στο Μέρφι'ς», είπε ο Τζακ δίχως να ανοίξει τα μάτια του. «θέλω μια παγωμένη μπίρα. Διψάω». «Στο Μέρφι'ς», είπε ο Τζόνι. «Ξέρεις, δεν είναι καθόλου κακή ιδέα». Το Μέρφι'ς ήταν ένα ιρλανδικό σαλούν στο Σάουθ Σάιντ. Πριονίδι, ένας πάγκος, δύο μπάρμαν, τρεις μπράβοι, φιλικές κοπέλες στο μπαρ κι ένα δωμάτιο πάνω, όπου μπορούσες να πας μαζί τους. Κι άλλα δωμάτια πίσω, όπου κάποιοι συναντιούνταν μερικές φορές, ή κρύβονταν για καμιά δυο μέρες. Ξέραμε τέσσερα τέτοια μέρη στο Σεντ Πολ, όμως μόνο δύο στο Σικάγο. Έβαλα το Φορντ των Φράνσις σ' ένα σοκάκι. Ο Τζόνι ήταν στο πίσω κάθισμα με το φίλο μας που παραληρούσε -δεν ήμαστε ακόμη έτοιμοι να τον πούμε φίλο μας που ψυχορραγούσε- και κρατούσε το κεφάλι του Τζακ στον ώμο του πανωφοριού του. «Μπες μέσα και φέρε τον Μπράιαν Μούνι από το μπαρ», είπε ο Τζόνι. «Κι αν λείπει;» «Τότε δεν ξέρω», είπε ο Τζόνι. «Χάρι!» φώναξε ο Τζακ, προφανώ απευθυνόμενος στον Χάρι Πίρποντ. «Αυτή η σκύλα που μου έστειλες με κόλλησε βλεννόρροια!» «Πήγαινε», μου είπε ο Τζόνι, στρώνοντας σαν μάνα τα μαλλιά του Τζακ. Λοιπόν, ο Μπράιαν Μούνι ήταν εκεί -πάλι η καλοτυχία του Τζόνι- κι έτσι βρήκαμε ένα δωμάτιο για το βράδυ, αν και κόστιζε διακόσια δολάρια, που ήταν κάμποσα λεφτά αν αναλογιζόταν κανείς πως έβλεπε σ' ένα στενοσόκακο και η τουαλέτα ήταν στην πέρα άκρη του διαδρόμου. «Παιδιά, είστε κίνδυνος-θάνατος», είπε ο Μπράιαν. «Ο Μίκι Μακλιούρ θα σας είχε στείλει πίσω στο δρόμο. Όλες οι εφημερίδες και οι σταθμοί στο ραδιόφωνο μιλούν για τη Μικρή Βοημία». Ο Τζακ κάθισε σ' ένα ράντζο σε μια γωνιά, άναψε τσιγάρο και άνοιξε μια παγωμένη μπίρα. Η μπίρα τον συνέφερε· ήταν πάλι ο εαυτός του, σχεδόν. «Ξέφυγε ο Λέστερ;» ρώτησε τον Μούνι. Τον κοίταξα όταν μίλησε και είδα

Page 92: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κάτι φρικτό. Όταν τράβηξε μια ρουφηξιά απ' το τσιγάρο του και εισέπνευσε, ένα συννεφάκι βγήκε από την τρύπα στη ράχη του πανωφοριού του, σαν σήμα καπνού. «Ο Μπέϊμπι Φέϊς εννοείς;» ρώτησε ο Μούνι. «Κοίτα να μην τον φωνάξεις ποτέ έτσι», είπε χαμογελώντας ο Τζόνι. Ήταν πιο χαρούμενος τώρα που ο Τζακ είχε συνέλθει, όμως δεν είχε δει το συννεφάκι να βγαίνει από τη ράχη του. Ευχόμουν να μην το είχα δει ούτε εγώ. «Πυροβόλησε δύο του FBI και ξέφυγε», είπε ο Μούνι. «Ο ένας, τουλάχιστον, είναι νεκρός, ίσως και οι δύο. Όπως και να 'χει, αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Μπορείτε να μείνετε εδώ απόψε, όμως ως αύριο το απόγευμα πρέπει να έχετε φύγει». Βγήκε έξω. Ο Τζόνι περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα έβγαλε σαν πιτσιρίκι τη γλώσσα του πίσω από τον Μούνι. Έβαλα τα γέλια -ο Τζόνι μ' έκανε πάντα να γελώ. Ο Τζακ πάσχισε επίσης να γελάσει, ύστερα όμως εγκατέλειψε την προσπάθεια. Τον πονούσε υπερβολικά. «Ήρθε η ώρα να βγάλουμε αυτό το πανωφόρι και να δούμε πόσο άσχημα είσαι, παλιόφιλε», είπε ο Τζόνι. Μας πήρε πέντε λεπτά. 'Όταν πια είχε απομείνει με το εσώρουχο του, ήμαστε και οι τρεις κάθιδροι. Τέσσερις πέντε φορές αναγκάστηκα να κλείσω το στόμα του Τζακ με τα χέρια μου. Οι μανσέτες μου γέμισαν αίμα. Στη φόδρα του πανωφοριού του δεν υπήρχε παρά μια κηλίδα σαν ρόδο, όμως το λευκό πουκάμισο του είχε μισοκοκκινίσει και το εσώρουχο του ήταν μουσκεμένο. Στο αριστερό πλευρό του, κάτω ακριβώς από την ωμοπλάτη, υπήρχε ένα εξόγκωμα με μια τρύπα στη μέση, σαν μικρό ηφαίστειο. «Όχι άλλο», είπε κλαίγοντας ο Τζακ. «Σας παρακαλώ, όχι άλλο». «Εντάξει», είπε ο Τζόνι, στρώνοντας πάλι με τη χούφτα του τα μαλλιά του Τζακ. «Τελειώσαμε. Μπορείς να ξαπλώσεις τώρα. Κοιμήσου. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση». «Δεν μπορώ», είπε. «Με πονά πάρα πολύ. Αχ, θεέ μου, αν ξέρατε μόνο πόσο πονά! Και θέλω άλλη μια μπίρα. Διψώ. Μόνο μη βάλετε τόσο αλάτι μέσα αυτή τη φορά. Πού είναι ο Χάρι, πού είναι ο Τσάρλι;» Ο Χάρι Πίρποντ και ο Τσάρλι Μάκλι, φαντάστηκα –ο Τσάρλι ήταν αυτός που είχε βγάλει τον Χάρι και τον Τζακ στην πιάτσα όταν ήταν μυξιάρικα ακόμη.

Page 93: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Άρχισε πάλι», είπε ο Τζόνι. «Πρέπει να τον δει γιατρός, Χόμερ, κι εσύ είσαι αυτός που θα τον βρει». «Χριστέ μου, Τζόνι, δεν είναι η πόλη μου αυτή!» «Δεν έχει σημασία», είπε ο Τζόνι. «Αν βγω εγώ έξω, ξέρεις τι θα συμβεί, θα σου γράψω μερικά ονόματα και διευθύνσεις». Τελικά, δεν ήταν παρά ένα όνομα και μία διεύθυνση, και το μόνο που έκανα πηγαίνοντας εκεί ήταν μια τρύπα στο νερό. Ο γιατρός (ένας αγύρτης που το λειτούργημα του περιοριζόταν στο να κάνει εκτρώσεις και να δίνει όξινα τήγματα που εξαφάνιζαν τα δακτυλικά αποτυπώματα) είχε πεθάνει ευτυχισμένος, παίρνοντας ο ίδιος το λάβδανό του πριν από δύο μήνες. Μείναμε πέντε ημέρες σ' εκείνο το άθλιο δωμάτιο πίσω από το Μέρφι'ς. Ο Μίκι Μακλιοϋρ εμφανίστηκε και προσπάθησε να μας διώξει, όμως ο Τζόνι του μίλησε μ' αυτό τον δικό του, ξεχωριστό τρόπο -όταν χρησιμοποιούσε τη γοητεία του ο Τζόνι, ήταν σχεδόν αδύνατο να του πεις όχι. Και, συν τοις άλλοις, πληρώσαμε. Το πέμπτο βράδυ πια, το νοίκι ήταν τετρακόσια δολάρια και μας απαγορευόταν να πατήσουμε το πόδι μας στο μπαρ μήπως μας έβλεπε κάποιος. Κανένας δεν μας είδε και, απ' όσο ξέρω, η αστυνομία δεν ανακάλυψε ποτέ πού ήμαστε εκείνες τις πέντε ημέρες στα τέλη του Απρίλη. Αναρωτιέμαι πόσα έβγαλε ο Μίκι Μακλιούρ -σίγουρα πάνω από χίλια. Είχαμε κάνει ληστείες σε τράπεζες όπου είχαμε βγάλει λιγότερα. Αναγκάστηκα να πάω σε πέντ' έξι τύπους που είχαν μερικές πρακτικές γνώσεις για τα τραύματα. Ούτε ένας δεν δέχτηκε να έρθει να ρίξει μια ματιά στον Τζακ. Παραήταν επικίνδυνο, μου είπαν. Δεν θυμάμαι να είχαμε ζήσει πιο άσχημες στιγμές, κι ακόμη και τώρα δεν θέλω να συλλογίζομαι εκείνες τις μέρες. Ας πούμε ότι εγώ κι ο Τζόνι καταλάβαμε πώς πρέπει να ένιωσε ο Ιησούς όταν ο Πέτρος τον απαρνήθηκε τρεις φορές στον Κήπο της Γεθσημανή. Για λίγο, ο Τζακ πότε παραληρούσε και πότε όχι, και ύστερα άρχισε να παραληρεί σχεδόν διαρκώς. Μιλούσε για τη μητέρα του, για τον Χάρι Πίρποντ, για τον Μπούμπι Κλαρκ, μια διαβόητη αδερφή από το Μίσιγκαν Σίτι, γνωστή σε όλους μας. «Ο Μπούμπι δοκίμασε να με φιλήσει», είπε ένα βράδυ ο Τζακ και ύστερα άρχισε να το επαναλαμβάνει, ξανά και ξανά, μέχρι που νόμισα πως θα τρελαινόμουν. Τον Τζόνι δεν τον πείραζε όμως. Απλώς καθόταν στο ράντζο δίπλα στον Τζακ και του χάιδευε τα μαλλιά. Είχε κόψει ένα τετράγωνο κομμάτι από το εσώρουχο του Τζακ, γύρω από το τραύμα, και του έβαζε διαρκώς μερκουροχρώμ, όμως το δέρμα είχε γίνει σταχτοπράσινο και μια

Page 94: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μυρωδιά έβγαινε από την τρύπα. Αρκούσε να τη μυρίσεις φευγαλέα για να δακρύσεις. «Είναι γάγγραινα», είπε ο Μίκι Μακλιούρ όταν ήρθε για να πάρει το ενοίκιο. «Είναι ξοφλημένος». «Δεν είναι ξοφλημένος», είπε ο Τζόνι. Ο Μίκι έγειρε μπροστά, με τα χοντρά του χέρια στα χοντρά του γόνατα. Μύρισε την ανάσα του Τζακ όπως ένας αστυνομικός θα μύριζε έναν μεθυσμένο και τραβήχτηκε. «Κοίτα να βρεις γρήγορα ένα γιατρό. Αν τη μυρίζεις σε μια πληγή, τα πράγματα είναι άσχημα. Αν τη μυρίζεις στην ανάσα κάποιου...» Ο Μίκι κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε. «Χέσ' τον», είπε ο Τζόνι στον Τζακ, χαϊδεύοντας του ακόμη τα μαλλιά. «Τι ξέρει αυτός;» Μόνο που ο Τζακ δεν μίλησε. Κοιμόταν. Ύστερα από λίγες ώρες, αφού ο Τζόνι κι εγώ είχαμε κοιμηθεί επίσης, ο Τζακ βρέθηκε στην άκρη του ράντζου, να παραληρεί για τον Χένρι Κλόντι, το διευθυντή των φυλακών στο Μίσιγκαν Σίτι. «Ο θεός κι εγώ», έτσι τον φωνάζαμε, γιατί έλεγε πάντα, «Ο θεός κι εγώ λέμε αυτό», «Ο θεός κι εγώ πιστεύουμε εκείνο». Ο Τζακ ούρλιαζε πως θα σκότωνε τον Κλόντι αν δεν μας άφηνε ελεύθερους. Ύστερα κάποιος άρχισε να χτυπά τον τοίχο και να μας φωνάζει να τον κάνουμε να το βουλώσει. Ο Τζόνι κάθισε δίπλα στον Τζακ και τον ηρέμησε ξανά μιλώντας του. «Χόμερ;» είπε ύστερα από λίγο ο Τζακ. «Ναι, Τζακ», είπα εγώ. «Θα κάνεις το κόλπο με τις μύγες;» με ρώτησε. Ξαφνιάστηκα που το θυμόταν. «Δε θα είχα καμιά αντίρρηση»; είπα, «όμως δεν υπάρχουν μύγες εδώ μέσα. Σ' αυτά τα μέρη, δεν έχει έρθει ακόμη η εποχή των μυγών». Με σιγανή, βραχνή φωνή, ο Τζακ είπε τραγουδιστά:

«Μπορεί σε μερικούς από σας να κάθονται μύγες,

παιδιά, όμως σ' εμένα ούτε μία. Σωστά, φιλαράκο;»

Δεν μπορούσα να καταλάβω αν απευθυνόταν σ' εμένα, όμως ένευσα και τον χτύπησα απαλά στον ώμο. Ήταν καυτός και κολλούσε απ' τον ιδρώτα. «Σωστά, Τζακ». Υπήρχαν μεγάλοι μενεξελιοί κύκλοι κάτω από τα μάτια του

Page 95: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

και ξεραμένο σάλιο στα χείλη του. Είχε αρχίσει ήδη να αδυνατίζει. Και τον μύριζα. Μια μυρωδιά ούρων, που δεν ήταν τόσο άσχημη, και τη μυρωδιά της γάγγραινας, που ήταν άσχημη. Ο Τζόνι, όμως, δεν έδειξε ούτε μια στιγμή να ενοχλείται. «Περπατά με τα χέρια για χάρη μου, Τζον», είπε ο Τζακ. «Όπως έκανες παλιά». «Σ' ένα λεπτό», είπε ο Τζόνι. Έβαλε ένα ποτήρι νερό στον Τζακ. «Πρώτα πιες αυτό. Να ξεδιψάσεις. Και ύστερα θα δω αν μπορώ να διασχίσω ακόμη το δωμάτιο ανάποδα. θυμάσαι όταν έτρεχα με τα χέρια στο εργαστήρι των πουκαμίσων; Αφού έφτασα ως την πύλη τρεχάτος, μ' έχωσαν στην απομόνωση». «Θυμάμαι», είπε ο Τζακ. Ο Τζόνι δεν περπάτησε με τα χέρια εκείνο το βράδυ. 'Όταν πια έβαλε το ποτήρι με το νερό στα χείλη του Τζακ, ο άμοιρος είχε ξανακοιμηθεί με το κεφάλι του στον ώμο του Τζόνι. «Θα πεθάνει», είπα. «Όχι», είπε ο Τζόνι. Το επόμενο πρωί, ρώτησα τον Τζόνι τι θα κάναμε. Τι μπορούσαμε να κάνουμε. «Ο Μακλιούρ μου έδωσε άλλο ένα όνομα. Τζο Μόραν. Ο Μακλιούρ λέει πως ήταν ο μεσολαβητής στην απαγωγή του Μπρέμερ. Αν κάνει καλά τον Τζακ, του δίνω και χίλια δολάρια». «Έχω εξακόσια», είπα. Και θα τα έδινα, αλλά όχι για τον Τζακ Χάμιλτον. Ο Τζακ δεν χρειαζόταν γιατρό πια· ο Τζακ χρειαζόταν ιερέα, θα τα έδινα για τον Τζόνι Ντίλινγκερ. «Σ' ευχαριστώ, Χόμερ», είπε. «θα γυρίσω σε μία ώρα. Στο μεταξύ, το μωρό και τα μάτια σου». Όμως ο Τζόνι ήταν σκυθρωπός. Ήξερε πως, αν δεν μας βοηθούσε ο Μόραν, θα έπρεπε να φύγουμε από την πόλη. Και τούτο σήμαινε πως θα έπρεπε να πάμε τον Τζακ πίσω στο Σεντ Πολ και να δοκιμάσουμε εκεί. Και μάλλον ξέραμε τι θα συνέβαινε αν γυρνούσαμε μ' ένα κλεμμένο Φορντ. Ήταν άνοιξη του 1934 και ήμαστε και οι τρεις -εγώ, ο Τζακ και ειδικά ο Τζόνι- στον κατάλογο των «δημόσιων κινδύνων» του Τζ. Έντγκαρ Χούβερ. «Λοιπόν, καλή τύχη», του είπα. «Η κωμωδία συνεχίζεται».

Page 96: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Βγήκε. Εγώ απέμεινα να χαζεύω. Είχα σιχαθεί πια το δωμάτιο. Ήταν σαν να ξαναβρισκόμουν στις φυλακές του Μίσιγκαν Σίτι, αλλά πολύ χειρότερα. Γιατί, όταν ήσουν στη στενή, σου είχαν κάνει το χειρότερο που μπορούσαν να σου κάνουν. Ενώ εδώ, στην κρυψώνα πίσω από το Μέρφι'ς, τα πράγματα μπορούσαν να χειροτερέψουν κι άλλο. Ο Τζακ μουρμούρισε και ύστερα κοιμήθηκε ξανά. Στα πόδια του ράντζου υπήρχε μια καρέκλα μ' ένα μαξιλάρι. Το πήρα και κάθισα δίπλα στον Τζακ. θα τέλειωνα αμέσως αυτό που σκόπευα να κάνω, έτσι πίστευα. Κι όταν θα γύριζε ο Τζόνι, θα του έλεγα απλώς πως ο άμοιρος ο Τζακ πήρε μια στερνή ανάσα και παρέδωσε το πνεύμα. Το μαξιλάρι θα βρισκόταν πάλι στην καρέκλα. Θα έκανα χάρη στον Τζόνι. Και στον Τζακ. «Σε βλέπω, φιλαράκο», είπε ξάφνου ο Τζακ. Μου 'κοψε τη χολή. «Τζακ!» είπα, ακουμπώντας τους αγκωνές μου σ εκείνο το μαξιλάρι. «Πώς τα πας;» Τα μάτια του έκλεισαν. «Κάνε το κόλπο... με τις μύγες», είπε και ύστερα κοιμήθηκε ξανά. Όμως είχε ξυπνήσει ακριβώς τη σωστή στιγμή, ειδάλλως ο Τζόνι θα έβρισκε ένα πτώμα σ' εκείνο το ράντζο. Όταν γύρισε τελικά ο Τζόνι, μόνο που δεν γκρέμισε την πόρτα. Είχα βγάλει το όπλο μου. Το είδε κι έβαλε τα γέλια. «Κρύψ' το πιστολάκι σου, παλιόφιλε, και ξεχνά τα προβλήματα σου!» «Τι τρέχει;» «Φεύγουμε από δω, να τι». Φαινόταν πέντε χρόνια νεότερος. «Καιρός ήταν, δε νομίζεις;» «Ναι». «Ήταν εντάξει όσο έλειπα;» «Ναι», είπα. Το μαξιλάρι στην καρέκλα είχε κεντημένη πάνω τη φράση ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΣΙΚΑΓΟ. «Καμία αλλαγή;» «Καμία. Πού πηγαίνουμε;» «Στην Ορόρα», είπε ο Τζόνι. «Είναι μια μικρή πόλη στα βόρεια της Πολιτείας, θα πάμε με τον Βόλνι Ντέϊβις και τη φιλενάδα του». Έσκυψε πάνω από το ράντζο. Τα κόκκινα μαλλιά του Τζακ, που ήταν έτσι κι αλλιώς αραιά, είχαν αρχίσει να πέφτουν. Είχαν σκορπίσει στο μαξιλάρι και φαινόταν η κορυφή του κεφαλιού του, άσπρη σαν το χιόνι. «Το άκουσες

Page 97: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αυτό, Τζακ;» φώναξε ο Τζόνι. «Τώρα είμαστε μπλεγμένοι, όμως γρήγορα θα ξεμπλέξουμε. Το κατάλαβες;» «Περπατά με τα χέρια όπως έκανε ο Τζόνι Ντίλινγκερ», είπε ο Τζακ, δίχως ν' ανοίξει τα μάτια. Ο Τζόνι συνέχισε απλώς να χαμογελά. Μου έκλεισε το μάτι. «Καταλαβαίνει», είπε. «Απλώς κοιμάται, αυτό όλο κι όλο». «Ναι, βέβαια», είπα εγώ. Στο ταξίδι για την Ορόρα, ο Τζακ ήταν ακουμπισμένος στο παράθυρο και το κεφάλι του τιναζόταν και χτυπούσε στο τζάμι κάθε φορά που πέφταμε σε μια λακκούβα. Έκανε μεγάλες, ψιθυριστές συζητήσεις με ανθρώπους αόρατους σ' εμάς. Μόλις βγήκαμε από την πόλη, εγώ κι ο Τζόνι αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε τα παράθυρα, γιατί η μυρωδιά ήταν αποπνικτική. Ο Τζακ σάπιζε από μέσα προς τα έξω, όμως δεν έλεγε να πεθάνει. Έχω ακούσει να λένε πως η ζωή είναι φευγαλέα και εύθραυστη, όμως δεν το πιστεύω. Καλύτερα να ήταν. «Αυτός ο δόκτωρ Μόραν ήταν κλαψιάρης», είπε ο Τζόνι. «Αποφάσισα πως δεν ήθελα να φροντίσει το σύντροφο μου ένας κλαψιάρης. Όμως δε θα έφευγα με άδεια χέρια». Ο Τζόνι κυκλοφορούσε πάντα μ' ένα 38άρι χωμένο μέσα από τη ζώνη του. Το τράβηξε και μου το έδειξε, όπως θα το είχε δείξει στο δόκτορα Μόραν. «Του είπα: "Αν δεν μπορώ να πάρω τίποτ' άλλο, γιατρέ, θα αναγκαστώ να σου πάρω τη ζωή". Κατάλαβε πως το εννοούσα και επικοινώνησε με κάποιον από κει πέρα. Με τον Βόλνι Ντέϊβις». Ένευσα, σαν να μου έλεγε κάτι αυτό το όνομα. Αργότερα ανακάλυψα πως ο Βόλνι ήταν μέλος της Συμμορίας της Μα Μπάρκερ. Ήταν συμπαθητικός τύπος. Το ίδιο και ο Ντοκ Μπάρκερ. Καθώς και η φιλενάδα του Βόλνι, που τη φώναζαν Κουνέλα. Τη φώναζαν Κουνέλα γιατί είχε βγει μερικές φορές από τη φυλακή σκάβοντας. Ήταν η καλύτερη απ' όλους. Αστέρι. Η Κουνέλα, τουλάχιστον, προσπάθησε να βοηθήσει τον άμοιρο, ενοχλητικό Τζακ. Κανένας άλλος δεν το είχε κάνει· ούτε οι γιατροί της συμφοράς, οι αγύρτες, και σίγουρα όχι ο δόκτωρ Τζόζεφ (Κλαψιάρης) Μόραν. Καταδίωκαν επίσης τους Μπάρκερ ύστερα από μια αποτυχημένη απαγωγή· η μαμά του Ντοκ είχε φύγει ήδη -είχε πάει στη Φλόριντα. Η κρυψώνα στην Ορόρα δεν ήταν τίποτε σπουδαίο -τέσσερα δωμάτια, χωρίς ηλεκτρικό, και με εξωτερική τουαλέτα στο πίσω μέρος-, όμως ήταν καλύτερη από το Μέρφι'ς. Και, όπως είπα, τουλάχιστον η φιλενάδα του Βόλνι προσπάθησε να κάνει κάτι. Αυτό συνέβη το δεύτερο βράδυ που περάσαμε εκεί.

Page 98: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έβαλε λάμπες κηροζίνης γύρω από το κρεβάτι και ύστερα αποστείρωσε ένα μαχαίρι σε μια κατσαρόλα με βραστό νερό. «Αν νιώσετε αναγούλα, παιδιά», είπε, «κοιτάξτε να συγκρατηθείτε μέχρι να τελειώσω». «Δε θα 'χουμε πρόβλημα», είπε ο Τζόνι. «Έτσι δεν είναι, Χόμερ;» Ένευσα, αλλά είχα αρχίσει να ανακατεύομαι πριν καν αρχίσει η φιλενάδα του Βόλνι. Ο Τζακ ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, με το κεφάλι στραμμένο προς το πλάι, κι έμοιαζε να μουρμουρίζει ασταμάτητα. Σε όποιο δωμάτιο κι αν βρισκόταν, ήταν γεμάτο με ανθρώπους που μονάχα αυτός μπορούσε να δει. «Το ελπίζω», μας είπε, «γιατί, μόλις αρχίσω, δε θα μπορώ να κάνω πίσω». Σήκωσε τα μάτια της και είδε τον Ντοκ να στέκει στην πόρτα. Και τον Βόλνι Ντέϊβις. «Άντε, τι κάθεσαι εδώ;» είπε στον Ντοκ. «Και πάρε μαζί σου τον μεγάλο αρχηγό». Ο Βόλνι Ντέϊβις δεν ήταν περισσότερο Ινδιάνος από μένα, όμως τον κορόιδευαν γιατί είχε γεννηθεί ανάμεσα στους Τσερόκι. Κάποιος δικαστής του είχε ρίξει τρία χρόνια γιατί είχε κλέψει ένα ζευγάρι παπούτσια κι έτσι είχε γίνει κακοποιός. Ο Βόλνι και ο Ντοκ βγήκαν έξω. Όταν έφυγαν, η Κουνέλα γύρισε τον Τζακ και άνοιξε με το μαχαίρι ένα Χ στο κορμί του. Δεν άντεχα να τη βλέπω να τον κόβει έτσι. Εγώ κρατούσα τα πόδια του Τζακ. Ο Τζόνι καθόταν δίπλα στο κεφάλι του και πάσχιζε να τον γαληνέψει, αλλά μάταια. 'Όταν άρχισε ο Τζακ να ουρλιάζει, ο Τζόνι του έβαλε μια πετσέτα στο κεφάλι και έγνεψε στην Κουνέλα να συνεχίσει, χαϊδεύοντας ασταμάτητα το κεφάλι του Τζακ και λέγοντας του να μην ανησυχεί, πως όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Αυτή η Κουνέλα. Τις λένε αδύναμες, όμως δεν είχε τίποτε αδύναμο πάνω της. Δεν είδα ούτε μια στιγμή τα χέρια της να τρέμουν. Αίμα -ένα μέρος απ' αυτό ήταν μαύρο και πηγμένο- ξεπήδησε από το βαθουλωμένο σημείο όταν το άνοιξε με το μαχαίρι. Έκοψε βαθύτερα και βγήκε το πύον. Ένα μέρος απ' αυτό ήταν λευκό, αλλά υπήρχαν μεγάλα πράσινα κομμάτια σαν κάκαδα. Αυτό ήταν άσχημο. 'Όταν έφτασε όμως στον πνεύμονα, η μυρωδιά ήταν χίλιες φορές χειρότερη. Ούτε στη Γαλλία, στις επιθέσεις με αέριο, δεν θα ήταν χειρότερα. Ο Τζακ έπαιρνε βαθιές, σφυριχτές ανάσες. Τις άκουγες στο λαιμό του, καθώς και μέσα από την τρύπα στη ράχη του. «Βιάσου», είπε ο Τζόνι. «Δεν μπορεί να ανασάνει».

Page 99: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Νομίζεις πως δεν το βλέπω;» είπε εκείνη. «Η σφαίρα είναι μέσα στον πνεύμονα του. Κράτα τον, όμορφε». Για την ακρίβεια, ο Τζακ δεν χτυπιόταν πολύ. Παραήταν αδύναμος. Ο ήχος του αέρα που μπαινόβγαινε σφυρίζοντας μέσα του γινόταν όλο και πιο σιγανός. Η ζέστη, με όλες εκείνες τις λάμπες γύρω από το κρεβάτι, ήταν αφόρητη και η δυσωδία της καυτής κηροζίνης ήταν σχεδόν εξίσου έντονη με της γάγγραινας. Ευχήθηκα να είχαμε σκεφτεί να ανοίξουμε κάνα παράθυρο πριν αρχίσουμε, όμως ήταν πολύ αργά πια. Η Κουνέλα είχε μια τσιμπίδα, αλλά δεν μπόρεσε να τη βάλει μέσα στην τρύπα. «Χέσ' την αυτή!» φώναξε, την πέταξε παράμερα και ύστερα έχωσε τα δάχτυλα της στη ματωμένη τρύπα, έψαξε, μέχρι που βρήκε τη σφαίρα, την τράβηξε και την πέταξε στο πάτωμα. Ο Τζόνι έκανε να σκύψει για να την πιάσει κι εκείνη του είπε: «Μπορείς να πάρεις αργότερα το ενθύμιο σου, όμορφε. Τώρα, κοίτα απλώς να τον κρατάς». Άρχισε να βάζει γάζες μες στην άτσαλα ανοιγμένη πληγή. Ο Τζόνι σήκωσε την πετσέτα και κοίταξε από κάτω. «Πάνω στην ώρα», της είπε χαμογελώντας. «Ο παλιόφιλος ο Κόκκινος Χάμιλτον είχε αρχίσει να γίνεται λιγάκι γαλάζιος». Έξω, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στο δρόμο. Ακόμη κι αν ήταν η αστυνομία, όμως, εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε. «Κράτα την κλειστή», μου είπε η Κουνέλα δείχνοντας την τρύπα με τις γάζες. «Δεν είμαι καμιά σπουδαία μοδίστρα, όμως πέντ' έξι βελονιές θα τις καταφέρω». Δεν ήθελα να βάλω τα χέρια μου πουθενά κοντά σ' εκείνη την τρύπα, όμως δεν θα της έλεγα όχι. Την έκλεισα κι από μέσα βγήκε κι άλλο υδαρές πύον. Το στομάχι μου σφίχτηκε κι έβγαλα έναν ήχο σαν να ήμουν έτοιμος να κάνω εμετό. Ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ. «Άντε λοιπόν», μου είπε κάπως χαμογελαστά. «Αν είσαι αρκετά άντρας ώστε να πιέσεις τη σκανδάλη, είσαι αρκετά άντρας για να τα βγάλεις πέρα με μια τρύπα». Ύστερα τον έραψε με μεγάλες, πλατιές βελονιές, διαπερνώντας τη σάρκα του με τη βελόνα. Ύστερα από τις πρώτες δύο, δεν μπορούσα να κοιτάζω άλλο. «Σ' ευχαριστώ», της είπε ο Τζόνι όταν τέλειωσε, «θέλω να ξέρεις πως θα σε ανταμείψω γι' αυτό που έκανες». «Μην περιμένεις θαύματα», του είπε. «Δε θα του έδινα ούτε μία πιθανότητα στις εκατό».

Page 100: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Τώρα θα τα καταφέρει», είπε ο Τζόνι. Ύστερα ο Ντοκ και ο Βόλνι ξαναμπήκαν ορμητικά. Πίσω τους ερχόταν ένα άλλο μέλος της συμμορίας –ο Μπάστερ Νταγκς, ή Ντραγκς, δεν θυμάμαι ποιο από τα δύο. Όπως και να 'χει, είχε μιλήσει από το τηλέφωνο που χρησιμοποιούσαν στο βενζινάδικο στην πόλη και είπε πως το FBI συλλάμβανε στο Σικάγο όσους θεωρούσε πως θα μπορούσαν να έχουν κάποια σχέση με την απαγωγή του Μπρέμερ, που ήταν η τελευταία μεγάλη δουλειά της Συμμορίας Μπάρκερ. Ένας από αυτούς που είχαν συλλάβει ήταν ο Τζον Μακλάφλιν, το «Αφεντικό», ένας υψηλά ιστάμενος με βρόμικα χέρια στην πολιτική σκηνή του Σικάγου. Ένας άλλος ήταν ο δόκτωρ Τζόζεφ Μόραν, επίσης γνωστός και ως Κλαψιάρης. «Ο Μόραν θα τους μιλήσει γι' αυτό το μέρος όπως με βλέπετε και σας βλέπω», είπε ο Βόλνι. «Μπορεί να μην είναι αλήθεια», είπε ο Τζόνι. Ο Τζακ είχε λιποθυμήσει τώρα. Τα κόκκινα μαλλιά του ήταν απλωμένα σαν σύρματα στο μαξιλάρι. «Μπορεί να είναι απλώς φήμη». «Ούτε να το σκέφτεσαι», είπε ο Μπάστερ. «Το έμαθα από τον Τίμι Ο' Σι». «Ποιος είναι ο Τίμι Ο' Σι; Ο σφουγγοκωλάριος του Πάπα;» είπε ο Τζόνι. «Είναι ο ανιψιός του Μόραν», είπε ο Ντοκ κι εκεί το ζήτημα έκλεισε. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, όμορφε», είπε η Κουνέλα στον Τζόνι, «και μπορείς, αυτή τη στιγμή κιόλας, να πάψεις να το συλλογίζεσαι. Βάλε αυτό τον τύπο σ' ένα αυτοκίνητο που θα διασχίσει τους χωματόδρομους από δω ως το Σεντ Πολ και το πρωί θα είναι νεκρός». «Θα μπορούσατε να τον αφήσετε», είπε ο Βόλνι. «Αν εμφανιστούν οι μπάτσοι, θα αναγκαστούν να τον φροντίσουν εκείνοι». Ο Τζόνι είχε απομείνει να κάθεται εκεί, με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στο πρόσωπο του. Φαινόταν αποκαμωμένος, όμως χαμογελούσε. Ο Τζόνι κατόρθωνε πάντα να χαμογελά. «Ναι, θα τον φρόντιζαν», είπε, «όμως όχι πηγαίνοντας τον στο νοσοκομείο. Μάλλον θα του έβαζαν ένα μαξιλάρι στο πρόσωπο και θα κάθονταν πάνω». Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, με τάραξε. «Λοιπόν, κοιτάξτε ν' αποφασίσετε», είπε ο Μπάστερ, «γιατί το πολύ ως το χάραμα αυτό εδώ το μέρος θα είναι περικυκλωμένο. Εγώ πάντως θα γίνω καπνός». «Φύγετε όλοι», είπε ο Τζόνι. «Κι εσύ, Χόμερ. Εγώ θα μείνω εδώ με τον Τζακ».

Page 101: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Τι διάολο», είπε ο Ντοκ. «θα μείνω κι εγώ». «Γιατί όχι;» είπε ο Βόλνι Ντέϊβις. Ο Μπάστερ Νταγκς, ή Ντραγκς, τους κοίταξε σαν να ήταν τρελοί, όμως ξέρετε κάτι; Δεν είχα ξαφνιαστεί καθόλου. Αυτή την επίδραση είχε ο Τζόνι στους ανθρώπους. «Θα μείνω κι εγώ», είπα. «Εγώ πάντως φεύγω», είπε ο Μπάστερ. «Ωραία», είπε ο Ντοκ. «Πάρε την Κουνέλα μαζί σου». «Ξεχνά το», είπε η Κουνέλα. «Έχω όρεξη για μαγείρεμα». «Τρελάθηκες;» τη ρώτησε ο Ντοκ. «Είναι μία το πρωί και είσαι ματωμένη ως τους αγκώνες». «Δε με νοιάζει τι ώρα είναι και το αίμα φεύγει με το νερό», είπε εκείνη, «θα σας φτιάξω, αγόρια, το πιο χορταστικό πρωινό που φάγατε ποτέ -αβγά, μπέϊκον, μπισκότα, σάλτσα, πατάτες». «Παντρέψου με, σ' αγαπώ», είπε ο Τζόνι και βάλαμε όλοι τα γέλια. «Διάβολε», είπε ο Μπάστερ. «Αν έχει πρωινό, θα μείνω». Κι έτσι καταλήξαμε να μείνουμε όλοι σ' εκείνο το αγροτόσπιτο στην Ορόρα, έτοιμοι να πεθάνουμε για έναν άνθρωπο που, είτε άρεσε στον Τζόνι είτε όχι, επρόκειτο να ξεψυχήσει. Ασφαλίσαμε την μπροστινή πόρτα μ' έναν καναπέ και μερικές καρέκλες, και την πίσω πόρτα με τη σόμπα γκαζιού, που δεν δούλευε έτσι κι αλλιώς. Μονάχα η ξυλόσομπα δούλευε. Εγώ και ο Τζόνι πήραμε τα τόμιγκάν μας από το Φορντ και ο Ντοκ κατέβασε μερικά ακόμη από τη σοφίτα, καθώς και μια κάσα χειροβομβίδες, ένα ολμοβόλο και μια κάσα με όλμους. Πάω στοίχημα πως ούτε ο στρατός σ' εκείνα τα μέρη δεν είχε τόσα πυρομαχικά όσα εμείς. Χα, χα! «Λοιπόν, δε με νοιάζει πόσους θα φάμε, αρκεί ένας απ' αυτούς να είναι το κάθαρμα ο Μέλβιν Πέρβις», είπε ο Ντοκ. Όταν πια σερβίρισε η φιλενάδα του Βόλνι το πρωινό, ήταν σχεδόν η ώρα που προγευματίζουν οι αγρότες. Φάγαμε με βάρδιες, γιατί δύο από μας πρόσεχαν πάντα το δρόμο. Κάποια στιγμή ο Μπάστερ σήμανε συναγερμό και τρέξαμε όλοι στις θέσεις μας, όμως δεν ήταν παρά το φορτηγό του γαλατά στον κεντρικό δρόμο. το FBI δεν ήρθε ποτέ. θα μπορούσες να το πεις κακή πληροφόρηση· εγώ το λέω καλοτυχία του Τζον Ντίλινγκερ. Στο μεταξύ ο Τζακ πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Το απόγευμα της επομένης πια, μέχρι και ο Τζόνι πρέπει να είχε καταλάβει πως δεν θα άντεχε

Page 102: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

για πολύ ακόμη, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί ανοιχτά. Εγώ ένιωθα άσχημα για τη γυναίκα. Η Κουνέλα, βλέποντας να ξαναβγαίνει πύον ανάμεσα από εκείνα τα μεγάλα μαύρα ράμματα της, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Ήταν σαν να ήξερε τον Τζακ Χάμιλτον όλη της τη ζωή. «Δεν έχει σημασία», είπε ο Τζόνι. «Μη στενοχωριέσαι, κούκλα μου. Έκανες ό,τι μπορούσες. Άλλωστε, μπορεί να συνέλθει». «Φταίει που έβγαλα τη σφαίρα με τα δάχτυλα μου», είπε. «Δε θα έπρεπε να το κάνω. 'Έπρεπε να έχω περισσότερο μυαλό». «Όχι», είπα, «δε φταίει αυτό. Φταίει η γάγγραινα. Η πληγή ήταν ήδη γαγγραινιασμένη». «Βλακείες», είπε ο Τζόνι και με κοίταξε αγριεμένος. «Δεν ήταν γάγγραινα· μια μόλυνση, ίσως. Ούτε τώρα έχει γάγγραινα». Τη μύριζες, όμως, στο πύον. Δεν είχα τι να πω. Ο Τζόνι με κοίταζε ακόμη, «Θυμάσαι πώς σε φώναζε ο Χάρι όταν ήμαστε στο Γϊέντλτον;» Ένευσα. Ο Χάρι Πίρποντ και ο Τζόνι ήταν πάντα οι καλύτεροι φίλοι, όμως εμένα ο Χάρι δεν με συμπάθησε ποτέ. Αν δεν ήταν ο Τζόνι, σίγουρα δεν θα μ' έπαιρνε στη συμμορία, που τότε ήταν η Συμμορία του Πίρποντ. Ο Χάρι με θεωρούσε ανόητο. Αυτό ήταν κάτι ακόμη που δεν θα παραδεχόταν ποτέ ο Τζόνι, ούτε θα κουβέντιαζε γι' αυτό. Ο Τζόνι ήθελε να είναι όλοι φίλοι. «Θέλω να βγεις έξω και να πιάσεις μερικές μεγάλες», είπε ο Τζόνι, «όπως όταν ήσουν στο Πέντλτον. Μερικές παχιές παχιές». Όταν μου το ζήτησε αυτό, ήξερα πια πως τελικά είχε καταλάβει ότι ο Τζακ ήταν ξοφλημένος. Αγόρι των Μυγών με αποκαλούσε ο Χάρι Πίρποντ στο Αναμορφωτήριο Πέντλτον, όταν ήμαστε όλοι πιτσιρικάδες κι εγώ έκλαιγα συχνά ώσπου να κοιμηθώ, με το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι για να μη με ακούσουν οι φύλακες. Λοιπόν, ο Χάρι έσκαψε το λάκκο του στην Πολιτεία του Οχάιο κι έτσι ίσως να μην ήμουν ο μόνος ανόητος. Η Κουνέλα ήταν στην κουζίνα και έκοβε λαχανικά για το βραδινό. Κάτι έβραζε πάνω στο μάτι. Τη ρώτησα αν είχε κλωστή και είπε πως ήξερα πολύ καλά, διάολε, ότι είχε, μπροστά δεν ήμουν όταν έραβε το φίλο μου; Ναι, είπα, όμως εκείνη ήταν μαύρη κι εγώ ήθελα άσπρη. Πέντ' έξι κομμάτια, κάπου τόσο μακριά. Κράτησα τους δείκτες μου κάπου είκοσι εκατοστά τον έναν απ' τον άλλο. Με ρώτησε τι θα έκανα. Της είπα πως, αν ήταν τόσο περίεργη, μπορούσε να με παρακολουθήσει από το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη. «Το μόνο που υπάρχει εκεί έξω είναι η τουαλέτα», είπε. «Δεν έχω καμιά διάθεση να σε δω να κάνεις την ανάγκη σου, κύριε Βαν Μίτερ».

Page 103: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έψαξε σε μια σακούλα που είχε κρεμασμένη στην πόρτα της αποθήκης, έβγαλε μια κουβαρίστρα άσπρη κλωστή και μου έκοψε έξι κομμάτια. Την ευχαρίστησα ευγενικά και ύστερα τη ρώτησα αν είχε ένα τσιρότο. Έβγαλε μερικά από το συρτάρι δίπλα ακριβώς στο νεροχύτη -τα είχε εκεί γιατί έκοβε πάντα τα δάχτυλα της, είπε. Πήρα ένα και πήγα προς την πόρτα. Βρέθηκα στο Πέντλτον γιατί έκλεβα πορτοφόλια στον κεντρικό σταθμό της Νέας Υόρκης μ' εκείνο τον ίδιο Τσάρλι Μάκλι -είναι μικρός ο κόσμος, ε; Χα! Τέλος πάντων, στο αναμορφωτήριο στο Πέντλτον της Ιντιάνα υπήρχαν πολλοί τρόποι για να κρατά κανείς τα κακά αγόρια απασχολημένα. Είχαν πλυντήριο, ξυλουργείο και εργαστήριο ρούχων, όπου οι ανειδίκευτοι εργάτες έφτιαχναν πουκάμισα και παντελόνια, κυρίως για τους φύλακες-θεράποντες του σωφρονιστικού συστήματος της Ιντιάνα. Κάποιοι έλεγαν αυτό το εργαστήριο φάμπρικα των πουκαμίσων κάποιοι άλλοι φάμπρικα των περιττωμάτων. Εκεί μου έλαχε να πάω -κι εκεί γνώρισα τον Τζόνι και τον Χάρι Πίρποντ. Ο Τζόνι και ο Χάρι δεν είχαν ποτέ πρόβλημα στην απόδοση τους, όμως εγώ έβγαζα δέκα πουκάμισα ή πέντε παντελόνια λιγότερα κι έτσι μ' έβαζαν να σταθώ για τιμωρία πάνω στο χαλί. Οι φύλακες πίστευαν πως έφταιγε ότι έκανα συνεχώς τον παλιάτσο. Ο Χάρι πίστευε το ίδιο. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν αργός και αδέξιος -κάτι που ο Τζόνι φαινόταν να το καταλαβαίνει. Γι' αυτό έκανα τον παλιάτσο. Αν δεν έβγαζες την ποσότητα που έπρεπε, περνούσες την επομένη στο πειθαρχείο, όπου υπήρχε ένα ψάθινο ορθογώνιο χαλάκι. Έπρεπε να βγάλεις από πάνω σου τα πάντα εκτός από τις κάλτσες σου και ύστερα να σταθείς εκεί όλη μέρα. Αν κατέβαινες μία φορά από το χαλάκι, σου έδιναν μερικές ξυλιές στον πισινό. Αν κατέβαινες δύο φορές, ένας φύλακας σε κρατούσε κι ένας άλλος σ' τις έβρεχε για τα καλά. Αν κατέβαινες και τρίτη φορά, περνούσες μια εβδομάδα στην απομόνωση. Σου επιτρεπόταν να πιεις όσο νερό ήθελες, αλλά αυτό ήταν απάτη, κατεργαριά, γιατί δεν σε άφηναν να πας παρά μόνο μία φορά στην τουαλέτα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αν σε έπιαναν να στέκεις εκεί, με το κάτουρο να τρέχει πάνω στα πόδια σου, σε περίμενε και ξύλο και η απομόνωση. Ήταν βαρετά. Βαρετά στο Πέντλτον, βαρετά στο Μίσιγκαν Σίτι, τη φυλακή του «Ο θεός κι εγώ» για μεγάλα αγόρια. Κάποιοι έλεγαν μόνοι τους ιστορίες. Κάποιοι έφτιαχναν λίστες με όλες τις γυναίκες που θα πηδούσαν όταν θα έβγαιναν. Εγώ έμαθα να πιάνω μύγες με κλωστή. Μια τουαλέτα είναι ένα τέλειο μέρος για να πιάσει κανείς μύγες. Στάθηκα έξω από την πόρτα και ύστερα έφτιαξα θηλιές με τις κλωστές που μου είχε δώσει η Κουνέλα. Στη συνέχεια, απλώς έπρεπε να περιμένω ασάλευτος. Αυτές ήταν οι ικανότητες που είχα αποκτήσει πάνω στο χαλάκι, και δεν τις είχα ξεχάσει.

Page 104: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν μου πήρε πολλή ώρα. Οι μύγες έχουν εμφανιστεί πια στις αρχές του Μάη, αλλά είναι αργές. Και οποιοσδήποτε θεωρεί αδύνατο το πιάσιμο μιας αλογόμυγας με το λάσο... λοιπόν, το μόνο που έχω να του πω είναι πως, αν θέλει μια αληθινή πρόκληση, να δοκιμάσει το ίδιο με κουνούπια. Με τρεις ριξιές έπιασα την πρώτη. Αυτό δεν ήταν τίποτε· μερικές φορές πάνω στο χαλάκι περνούσα το μισό πρωινό ώσπου να πιάσω την πρώτη μου μύγα. Μόλις την έπιασα, η Κουνέλα φώναξε: «Τι στην ευχή κάνεις; Τι είναι, κανένα μαγικό κόλπο;» Από μακριά ήταν σαν μαγικό κόλπο. Φανταστείτε τι έβλεπε από απόσταση είκοσι μέτρων: έναν άντρα να στέκει δίπλα σε μια τουαλέτα και να ρίχνει ένα κομμάτι κλωστή στον αέρα, απ' όσο μπορούσε να δει εκείνη- που, αντί να πέφτει κάτω, απέμενε να αιωρείται! Η άκρη της κλωστής ήταν δεμένη σε μια μεγάλη αλογόμυγα. Ο Τζόνι θα την έβλεπε, όμως η Κουνέλα δεν είχε τα μάτια του Τζόνι. Στερέωσα την άκρη της κλωστής με το τσιρότο στο πόμολο της τουαλέτας. Ύστερα έπιασα κι άλλη μύγα, κι άλλη. Η Κουνέλα βγήκε για να δει καλύτερα και της είπα πως μπορούσε να μείνει, αν καθόταν ήσυχα. Προσπάθησε να καθίσει ήσυχα, όμως δεν τα κατάφερε κι έτσι της είπα τελικά πως φόβιζε τα θηράματα και την ξανάστειλα μέσα. Έμεινα έξω από την τουαλέτα για μιάμιση ώρα -τόσο, που στο τέλος έπαψα να προσέχω τη μυρωδιά της. Ύστερα άρχισε να κάνει κρύο και οι μύγες μου να γίνονται νωθρές. Είχα πιάσει πέντε. Με τα κριτήρια του Πέντλτον, αυτό ήταν αληθινό σμήνος, αν και δεν ήταν τόσο πολλές για κάποιον που καθόταν δίπλα σε ένα αποχωρητήριο. Όπως και να 'χε, έπρεπε να ξαναμπώ στο σπίτι πριν πιάσει τόσο κρύο ώστε να μην μπορούν να πετάξουν. Όταν μπήκα και διέσχισα αργά την κουζίνα, ο Ντοκ, ο Βόλνι και η Κουνέλα γελούσαν και χειροκροτούσαν. Η κάμαρα του Τζακ βρισκόταν στην άλλη μεριά του σπιτιού και ήταν σκοτεινή, γεμάτη σκιές. Γι' αυτό είχα ζητήσει άσπρη κλωστή αντί για μαύρη. Ήταν σαν να κρατούσα μια χούφτα σπάγκους δεμένους σε αόρατα μπαλόνια. Μονάχα που άκουγες τις μύγες να βουίζουν -ξαφνιασμένες, έξαλλες, όπως κάθε πλάσμα που το έχουν πιάσει δίχως να ξέρει πώς. «Διάβολε, Χόμερ», είπε ο Ντοκ Μπάρκερ. «Πού έμαθες να το κάνεις αυτό;» «Στο Αναμορφωτήριο Πέντλτον», είπα εγώ. «Ποιος σου το έδειξε;» «Κανένας», είπα. «Απλώς το έκανα μια μέρα».

Page 105: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Γιατί δεν μπερδεύουν τις κλωστές;» ρώτησε ο Βόλνι. Τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν σταφύλια και μου ερχόταν να βάλω τα γέλια. «Δεν ξέρω», είπα. «Πετούν πάντα στον δικό τους χώρο, δίχως να διασταυρώνονται ποτέ. Είναι μυστήριο». «Χόμερ!» φώναξε ο Τζόνι από το άλλο δωμάτιο. «Αν τις έπιασες, είναι η κατάλληλη στιγμή για να τις φέρεις εδώ μέσα!» Έκανα να διασχίσω την κουζίνα, τραβώντας σαν καλός μυγοκαουμπόι πίσω μου τις μύγες, και η Κουνέλα μου άγγιξε το χέρι. «Να προσέχεις», είπε. «Ο φιλαράκος σου πεθαίνει κι αυτό έχει τρελάνει τον άλλο σου φίλο. Ύστερα, όταν αυτή η υπόθεση θα έχει τελειώσει πια, θα είναι εντάξει, όμως τώρα δεν είναι ασφαλής». Το ήξερα καλύτερα από κείνη. Όταν ο Τζόνι καταπιανόταν ολόψυχα με κάτι, σχεδόν πάντα το κατόρθωνε. Όχι αυτή τη φορά όμως. Ο Τζακ ήταν ανασηκωμένος στα μαξιλάρια, με το κεφάλι του στη γωνιά, και, παρ' ότι το πρόσωπο του ήταν άσπρο σαν κερί, είχε ξαναβρεί τα λογικά του. Τώρα, στο τέλος, είχε συνέλθει, όπως συμβαίνει κάποιες φορές. «Χόμερ!» είπε κεφάτα. Και ύστερα είδε τις κλωστές κι άρχισε να γελά. Το γέλιο του ήταν στριγκό, σφυριχτό, καθόλου ευχάριστο, και αμέσως άρχισε να βήχει. Να βήχει και να γελά συνάμα. Αίμα βγήκε από το στόμα του -και λίγο πιτσίλισε τις κλωστές μου. «Όπως στο Μίσιγκαν Σίτι!» είπε χτυπώντας το πόδι του. Κι άλλο αίμα βγήκε, κύλησε στο πιγούνι του κι έσταξε στη φανέλα του. «Όπως παλιά!» Έβηξε ξανά. Η όψη του Τζόνι ήταν φρικτή. Κατάλαβα πως ήθελε να βγω από το δωμάτιο για να ηρεμήσει ο Τζακ, ενώ συνάμα ήξερε πως δεν είχε καμιά σημασία και πως, αν αυτός ήταν ο τρόπος για να πεθάνει ευτυχισμένος ο Τζακ, κοιτάζοντας μερικές δεμένες σκατόμυγες, τότε ας γινόταν έτσι. «Τζακ», είπα, «πρέπει να ηρεμήσεις». «Μπα, είμαι μια χαρά τώρα», είπε χαμογελώντας και ασθμαίνοντας. «Φέρ' τες εδώ! Φέρ' τες εδώ για να τις δω!» Πριν προλάβει όμως να πει οτιδήποτε άλλο, άρχισε να βήχει ξανά, διπλωμένος και με τα γόνατα ψηλά, έχοντας το ματωμένο σεντόνι σαν γούρνα ανάμεσα τους. Κοίταξα τον Τζόνι κι εκείνος ένευσε. Έμοιαζε να το έχει πάρει απόφαση πια. Μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Προχώρησα αργά, με τις κλωστές στο χέρι μου να αιωρούνται σαν λευκές γραμμές στη σκοτεινιά. Και ο Τζακ διασκέδαζε πολύ και δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως, βήχοντας, ταυτόχρονα πέθαινε.

Page 106: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Άσ' τες», μου είπε, με τη φωνή του τόσο βραχνή και αδύναμη, που δυσκολεύτηκα να τον καταλάβω, «θυμάμαι...» Κι αυτό έκανα. Άφησα τις κλωστές από το χέρι μου. Για ένα δυο δευτερόλεπτα, έμειναν ενωμένες στην άκρη -κολλημένες από τον ιδρώτα στη χούφτα μου- και ύστερα, ξάφνου, χωρίστηκαν και βρέθηκαν να αιωρούνται κάθετα. Ξαφνικά έφερα στο νου μου τον Τζακ να στέκει στο δρόμο μετά τη ληστεία της τράπεζας στο Μέϊσον Σίτι. Έριχνε με το τόμιγκάν του, καλύπτοντας εμένα, τον Τζόνι και τον Λέστερ, που πηγαίναμε τους ομήρους στο αυτοκίνητο. Σφαίρες σφύριζαν ολόγυρα του και παρ' ότι ήταν ελαφρά τραυματισμένος έδινε την εντύπωση πως θα ζούσε για πάντα. Και τώρα ήταν σωριασμένος, με τα γόνατα του να προβάλλουν από ένα σεντόνι γεμάτο αίμα. «Πω, πω, κοίτα τες», είπε, καθώς οι λευκές κλωστές σηκώνονταν σαν από μόνες τους. «Και δεν είναι μονάχα αυτό», είπε ο Τζόνι. «Κοίτα». Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα της κουζίνας, στράφηκε και υποκλίθηκε. Χαμογελούσε, αλλά ήταν το πιο θλιμμένο χαμόγελο που είχα αντικρίσει στη ζωή μου. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε· δεν μπορούσαμε να του δώσουμε το στερνό γεύμα του ετοιμοθάνατου, έτσι δεν είναι; «θυμάσαι πώς περπατούσα με τα χέρια στη φάμπρικα των πουκαμίσων;» «Ναι! Μην ξεχάσεις αυτά που έλεγες πρώτα!» «Κυρίες και κύριοι!» είπε ο Τζόνι. «Τώρα, στην κεντρική σκηνή, απολαύστε τον εκπληκτικό Τζον Χέρμπερτ Ντίλινγκερ!» Πρόφερε έντονα το «ρ», όπως έκανε ο πατέρας του, όπως το έλεγε και ο ίδιος πριν γίνει τόσο διάσημος. Ύστερα χτύπησε μια φορά παλαμάκια κι έκανε κατακόρυφο. Ούτε ο Μπάστερ Κραμπ[5] δεν θα τα είχε καταφέρει καλύτερα. Τα μπατζάκια του γλίστρησαν ως τα γόνατα του και φάνηκαν οι μακριές του κάλτσες και οι κνήμες του. Τα ψιλά του έπεσαν κροταλίζοντας από τις τσέπες του στα σανίδια του πατώματος. Άρχισε να προχωρεί έτσι, σβέλτος όπως πάντα, τραγουδώντας με όλη τη δύναμη της φωνής του «Τραλαλά-μπουμ-έϊ-ο!» Τα κλειδιά του κλεμμένου Φορντ έπεσαν κι αυτά από την τσέπη του. Ο Τζακ γελούσε βραχνά, σφυριχτά -σαν να είχε γρίπη-, και ο Ντοκ Μπάρκερ, η Κουνέλα και ο Βόλνι, όλοι στριμωγμένοι στην πόρτα, είχαν σκάσει κι αυτοί στα γέλια. Η Κουνέλα χτύπησε παλαμάκια και φώναξε: «Μπράβο! Κι άλλο!» Πάνω από το κεφάλι μου, οι λευκές κλωστές αιωρούνταν ακόμη και

5 Αμερικανός ολυμπιονίκης κολυμβητής και ηθοποιός (1910-1983). Υποδύθηκε τον Φλας Γκόρντον και τον Μπακ Ρότζερς στις αντίστοιχες σειρές. (Σ.τ.Μ.)

Page 107: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

λίγο λίγο απομακρύνονταν η μία από την άλλη. Γελούσα μαζί με τους υπόλοιπους, και ύστερα είδα τι θα συνέβαινε και σταμάτησα. «Τζόνι!» φώναξα. «Τζόνι, πρόσεξε, το όπλο σου! Το όπλο σου!» Ήταν το αναθεματισμένο το 38άρι που είχε χωμένο πάντα μέσα στο παντελόνι του. Είχε αρχίσει να γλιστρά από τη ζώνη. «Ε;» έκανε και ύστερα το όπλο έπεσε στο πάτωμα, πάνω στα κλειδιά, και εκπυρσοκρότησε. Τα 38άρια δεν είναι τα πιο ηχηρά όπλα στον κόσμο, όμως αυτό ήχησε αρκετά δυνατά σ' εκείνη τη μικρή κάμαρα. Και η λάμψη του πυροβολισμού ήταν αρκετά έντονη. Ο Ντοκ ούρλιαξε, η Κουνέλα στρίγκλισε. Ο Τζόνι δεν μίλησε, έκανε απλώς μια ολόκληρη τούμπα κι έπεσε μπρούμυτα. Τα πόδια του έσκασαν με βρόντο και λίγο έλειψε να χτυπήσουν το κρεβάτι όπου ψυχομαχούσε ο Τζακ Χάμιλτον. Ύστερα απέμεινε σωριασμένος. Έτρεξα δίπλα του, παραμερίζοντας τις λευκές κλωστές. Στην αρχή νόμισα πως ήταν νεκρός γιατί, όταν τον γύρισα, το στόμα και το μάγουλο του ήταν καταματωμένα. Ύστερα ανακάθισε. Σκούπισε το πρόσωπο του, κοίταξε το αίμα και ύστερα εμένα. «Διάβολε, Χόμερ, μόλις αυτοπυροβολήθηκα;» είπε ο Τζόνι. «Έτσι νομίζω», είπα. «Είναι σοβαρό;» Πριν προλάβω να του πω πως δεν ήξερα, η Κουνέλα με παραμέρισε και σκούπισε με την ποδιά της το αίμα. Τον κοίταξε καλά καλά για μια στιγμή και ύστερα είπε: «Καλά είσαι. Δεν είναι παρά μια γρατσουνιά». Μόνο που αργότερα, όταν του έβαζε ιώδιο, είδαμε πως στην πραγματικότητα ήταν δύο γρατσουνιές. Η σφαίρα είχε γδάρει το δέρμα πάνω από το χείλι του στη δεξιά μεριά, ύστερα είχε σκίσει για πέντε εκατοστά τον αέρα και τον είχε γδάρει ξανά στο δεξί ζυγωματικό κάτω από το μάτι. Έπειτα είχε καρφωθεί στην οροφή, προηγουμένως όμως είχε πετύχει μία από τις μύγες μου. Ξέρω πως ακούγεται απίστευτο, όμως είναι αλήθεια, τ' ορκίζομαι. Η μύγα είχε πέσει στο πάτωμα, για την ακρίβεια τα δυο πόδια της που είχαν απομείνει, με τη λευκή κλωστίτσα μαζεμένη τριγύρω τους. «Τζόνι;» είπε ο Ντοκ. «Σου έχω άσχημα νέα, φίλε». Δεν χρειάστηκε να μας πει τι νέα είχε. Ο Τζακ ήταν ακόμη ανακαθισμένος, όμως με το κεφάλι του τόσο σκυμμένο τώρα, που τα μαλλιά του άγγιζαν το σεντόνι ανάμεσα στα γόνατα του. Καθώς κοιτάζαμε πόσο άσχημα ήταν λαβωμένος ο Τζόνι, ο Τζακ είχε πεθάνει.

Page 108: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Ντοκ μας είπε να πάμε το πτώμα σ' ένα λάκκο κάπου τρία χιλιόμετρα παρακάτω στο δρόμο, λίγο μετά το όριο της Ορόρα. Υπήρχε ένα μπουκάλι αλισίβα κάτω από το νεροχύτη και η Κουνέλα μας το έδωσε. «Ξέρετε τι να κάνετε μ' αυτό, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Φυσικά», είπε ο Τζόνι. Ένα από τα τσιρότα της ήταν κολλημένο στο πάνω χείλι του και σ' εκείνο το σημείο το μουστάκι του δεν ξαναφύτρωσε ποτέ. Απέφυγε να την κοιτάξει κατάματα και η φωνή του ήταν άτονη. «Φρόντισε να το κάνει, Χόμερ», είπε εκείνη και ύστερα έδειξε με τον αντίχειρα της προς την κάμαρα όπου βρισκόταν ο Τζακ τυλιγμένος με το ματωμένο σεντόνι. «Αν τον βρουν και τον αναγνωρίσουν πριν ξεφύγετε, τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα για σας. Και για μας, ίσως». «Μας κρύψατε όταν κανένας άλλος δε δεχόταν να το κάνει», είπε ο Τζόνι, «και δε θα το μετανιώσετε». Του χαμογέλασε. Οι γυναίκες ερωτεύονταν σχεδόν πάντα τον Τζόνι. Νόμιζα πως αυτή θα ήταν εξαίρεση, γιατί ήταν τόσο μεθοδική και πρακτική, τότε όμως κατάλαβα πως δεν ήταν. Φερόταν όπως φερόταν γιατί ήξερε πως δεν είχε καμιά σπουδαία εμφάνιση. Επίσης, όταν μια χούφτα οπλισμένοι άντρες είναι κλεισμένοι κάπου, όπως ήμαστε εμείς, καμιά μυαλωμένη γυναίκα δεν θα δημιουργούσε ποτέ προβλήματα μεταξύ τους. «Όταν γυρίσετε, θα έχουμε φύγει», είπε ο Βόλνι. «Η μαμά λέει να πάμε στη Φλόριντα, σ' ένα μέρος στη λίμνη...» «Κλείσ' το, Βολ», είπε ο Ντοκ σκουντώντας τον με δύναμη στον ώμο. «Τέλος πάντων, φεύγουμε από δω», είπε τρίβοντας τον πονεμένο του ώμο. «Κι εσείς να κάνετε το ίδιο. Πάρτε τα πράγματα σας από τώρα. Μη σταματήσετε γυρίζοντας. Η κατάσταση μπορεί να αλλάξει απ' τη μια στιγμή στην άλλη». «Εντάξει», είπε ο Τζόνι. «Τουλάχιστον πέθανε ευτυχισμένος», είπε ο Βόλνι. «Πέθανε γελώντας». Δεν είπα τίποτε. Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πως ο Κόκκινος Χάμιλτον -ο παλιός μου σύντροφος και φιλαράκος- ήταν αληθινά νεκρός. Ένιωθα αφόρητη θλίψη. Σκέφτηκα πώς είχε γρατσουνίσει η σφαίρα τον Τζόνι (σκοτώνοντας ύστερα τη μύγα), πιστεύοντας ότι αυτό θα μου έφτιαχνε τη διάθεση. Δεν την έφτιαξε όμως. Ίσα ίσα, με έκανε να νιώσω χειρότερα. Ο Ντοκ μου έσφιξε το χέρι και ύστερα το χέρι του Τζόνι. Ήταν χλομός και σκυθρωπός. «Αλήθεια, δεν ξέρω πώς καταλήξαμε έτσι», είπε. «Όταν ήμουν

Page 109: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μικρός, το μόνο πράγμα που ήθελα να γίνω, διάολε, ήταν μηχανικός στους σιδηροδρόμους». «Λοιπόν, θα σου πω κάτι», είπε ο Τζόνι. «Δε χρειάζεται ν' ανησυχούμε. Ο θεός τα κάνει να 'ρθουν όλα δεξιά στο τέλος». Ο Τζακ έκανε το στερνό του ταξίδι τυλιγμένος στο ματωμένο σεντόνι και στριμωγμένος στο πίσω κάθισμα του κλεμμένου Φορντ. Ο Τζόνι οδήγησε ως την πέρα μεριά του λάκκου, με το αυτοκίνητο να τραντάζεται και να χοροπηδά (στους κακοτράχαλους δρόμους, ένα Τέραπλεΐν είναι χίλιες φορές καλύτερο από ένα Φορντ). Ύστερα έσβησε τη μηχανή και άγγιξε το τσιρότο στο πάνω χείλι του. Είπε: «Όση καλή τύχη μου απέμενε, Χόμερ, την εξάντλησα σήμερα. Τώρα θα με πιάσουν». «Μη μιλάς έτσι», είπα. «Γιατί όχι; Είναι η αλήθεια». Ο ουρανός από πάνω μας ήταν λευκός και γεμάτος βροχή. Μάλλον μας περίμενε ένας λασπερός κατακλυσμός ανάμεσα στην Ορόρα και το Σικάγο (ο Τζόνι είχε αποφασίσει ότι θα έπρεπε να γυρίσουμε εκεί, γιατί οι ομοσπονδιακοί θα μας περίμεναν στο Σεντ Πολ). Από κάπου, κοράκια έκρωζαν. Ο μόνος άλλος ήχος ήταν της μηχανής που κρύωνε. Κοίταζα ολοένα στον καθρέφτη, το τυλιγμένο πτώμα στο πίσω κάθισμα. Διέκρινα τα εξογκώματα των αγκώνων και των γονάτων, και τις κόκκινες κηλίδες, εκεί που είχε διπλωθεί ο Τζακ στο τέλος, γελώντας και βήχοντας. «Κοίτα το αυτό, Χόμερ», είπε ο Τζόνι κι έδειξε το 38άρι που ήταν χωμένο πάλι στη ζώνη του. Ύστερα στριφογύρισε τα κλειδιά του κυρίου Φράνσις στα ακροδάχτυλά του, όπου οι γραμμές εμφανίζονταν πάλι παρά τις προσπάθειες του Τζόνι να τις σβήσει για να μην αφήνει αποτυπώματα. Υπήρχαν τέσσερα πέντε κλειδιά στον κρίκο, εκτός από του Φορντ. Κι εκείνο το τυχερό λαγοπόδαρο. «Η λαβή του όπλου χτύπησε σ' αυτό όταν έπεσε», είπε. Κούνησε το κεφάλι του. «Χτύπησε στο γούρι μου. Και τώρα όλη η τύχη μου έκανε φτερά. Βοήθα με να τον κουβαλήσω». Σύραμε τον Τζακ ως την άκρη του λάκκου. Ύστερα ο Τζόνι έβγαλε το μπουκάλι με την αλισίβα. Στην ετικέτα είχε μια μεγάλη καφετιά νεκροκεφαλή και δυο κόκαλα χιαστί. Ο Τζόνι γονάτισε και τράβηξε πίσω το σεντόνι. «Πάρε τα δαχτυλίδια του», είπε και του τα έβγαλα. Ο Τζόνι τα έβαλε στην τσέπη του. Τελικά τα δώσαμε για σαράντα πέντε δολάρια στο Κάλιουμετ Σίτι, αν και ο Τζόνι, εξοργισμένος, επέμενε πως το μικρό είχε ένα αληθινό διαμάντι. «Τώρα, κράτα τα χέρια του τεντωμένα».

Page 110: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τα κράτησα κι ο Τζόνι άδειασε ένα καπάκι αλισίβα σε κάθε ακροδάχτυλο. Αυτές οι γραμμές δεν θα εμφανίζονταν ποτέ ξανά. Ύστερα έσκυψε πάνω από το πρόσωπο του Τζακ και τον φίλησε στο μέτωπο. «Δε θέλω να το κάνω αυτό, Κόκκινε, όμως ξέρω πως κι εσύ θα μου έκανες το ίδιο αν ήμουν στη θέση σου». Ύστερα έχυσε στα μάγουλα, στο στόμα και στο μέτωπο του Τζακ την αλισίβα, που σύριξε, άφρισε και έγινε λευκή. Όταν άρχισε να κατατρώγει τα σφαλιστά του βλέφαρα, απέστρεψα το βλέμμα μου. Και, φυσικά, όλα αυτά ήταν μάταια. Το πτώμα βρέθηκε από έναν αγρότη που πήγε για να πάρει χαλίκι από το λάκκο. Μια αγέλη σκύλων είχε τραβήξει από πάνω του τις περισσότερες πέτρες με τις οποίες τον είχαμε σκεπάσει και έτρωγε ό,τι είχε απομείνει από το πρόσωπο του και τα χέρια του. Όσο για τον υπόλοιπο, είχε αρκετές ουλές ώστε να τον αναγνωρίσει η αστυνομία. Κι αυτό ήταν το τέλος της καλοτυχίας του Τζόνι. Κάθε κίνηση που έκανε ύστερα -μέχρι το βράδυ που ο Πέρβις και η παρέα του από οπλοφόρους ομοσπονδιακούς τον σκότωσαν στο Μπάιογκραφ- ήταν κακή. Δεν θα μπορούσε να σηκώσει απλώς τα χέρια του εκείνο το βράδυ και να παραδοθεί; Πιστεύω πως όχι. Ο Πέρβις τον ήθελε νεκρό. Γι' αυτό το FBI δεν είπε ποτέ στην Αστυνομία του Σικάγου πως ο Τζόνι ήταν στην πόλη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς γέλασε ο Τζακ όταν εμφανίστηκα μ' εκείνες τις μύγες στην άκρη των κλωστών τους. Ήταν καλός τύπος. Οι περισσότεροι ήταν -καλοί τύποι, που μπλέχτηκαν σε λάθος δουλειά. Κι ο Τζόνι ήταν ο καλύτερος απ' όλους. Κανένας δεν είχε ποτέ πιο πραγματικό φίλο. Ληστέψαμε ακόμη μια τράπεζα μαζί, τη Μέρτσαντς Νάσιοναλ στο Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα. Μαζί μας ήταν κι ο Λέστερ Νέλσον. Όταν βγαίναμε από την πόλη, ήταν σαν να μας πυροβολούσαν όλοι μαζί οι χωριάτες της Ιντιάνα, όμως κατορθώσαμε να ξεφύγουμε. Και τι κερδίσαμε; Περιμέναμε πάνω από εκατό χιλιάδες, αρκετές για να πάμε στο Μεξικό και να ζήσουμε σαν βασιλιάδες. Καταλήξαμε με είκοσι ψωροχιλιάδες, τις περισσότερες σε κέρματα των δέκα σεντς και βρόμικα χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου. Ο θεός τα κάνει να έρθουν όλα δεξιά στο τέλος, αυτό είπε ο Τζόνι στον Ντοκ Μπάρκερ πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας. Η ανατροφή μου ήταν χριστιανική -παραδέχομαι πως παραστράτησα λιγάκι-, και το πιστεύω αυτό: ο καθένας μας έχει ό,τι έχει, όμως δεν πειράζει· στα μάτια του θεού δεν είμαστε παρά μύγες δεμένες σε κλωστές και το μόνο που έχει σημασία είναι πόση ευτυχία θα σκορπίσει κανείς στο δρόμο του. Η τελευταία φορά που είδα τον Τζόνι Ντίλινγκερ ήταν στο Σικάγο, και γελούσε με κάτι που είπα. Αυτό μου φτάνει.

Page 111: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Όταν ήμουν μικρός, με μάγευαν οι ιστορίες με παρανόμους την εποχή της οικονομικής κρίσης, ένα ενδιαφέρον που κορυφώθηκε, ίσως, με την πολύ καλή ταινία του Άρθουρ Πεν Μπόνι και Κλάιντ. Το καλοκαίρι του 2000 ξαναδιάβασα την ιστορία εκείνης της περιόδου από τον Τζον Τόλαντ, με τίτλο Οι Ημέρες του Ντίλινγκερ, και βρήκα ιδιαίτερα συναρπαστικό το πώς ο συνεργάτης του Ντίλινγκερ, ο Χόμερ βαν Μίτερ, έμαθε μόνος του πώς να πιάνει με μια θηλιά μύγες στο Αναμορφωτήριο Πέντλτον. Ο αργός θάνατος του Τζακ «Κόκκινου» Χάμιλτον είναι τεκμηριωμένο γεγονός· η ιστορία μου για το τι συνέβη στην κρυψώνα του Ντοκ Μπάρκερ είναι, φυσικά, καθαρή φαντασία... ή μύθος, αν προτιμάτε αυτή τη λέξη. Εγώ την προτιμώ.

Page 112: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στο Δωμάτιο του θανάτου

Ήταν ένα δωμάτιο θανάτου. Ο Φλέτσερ το κατάλαβε μόλις άνοιξε η πόρτα. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με γκρίζα πλακάκια. Οι τοίχοι ήταν από ξεθωριασμένη λευκή πέτρα, με σκουρότερες κηλίδες εδώ κι εκεί, που θα μπορούσαν να είναι αίμα -σίγουρα, πάντως, είχε χυθεί αίμα σ' αυτό το δωμάτιο. Τα φώτα στην οροφή ήταν κλεισμένα μέσα σε συρμάτινα πλέγματα. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι και τρεις άνθρωποι κάθονταν πίσω του. Μπροστά από το τραπέζι υπήρχε μια άδεια καρέκλα -για τον Φλέτσερ. Δίπλα στην καρέκλα ήταν ένα τραπεζάκι με ρόδες. Ένα ύφασμα κάλυπτε το αντικείμενο πάνω του, όπως θα σκέπαζε ένας γλύπτης το ατελείωτο έργο του στα διαλείμματα της δουλειάς του. Οδήγησαν, ή ίσως έσπρωξαν, τον Φλέτσερ προς την καρέκλα, που ήταν βαλμένη εκεί γι' αυτόν. Ένιωσε να χάνει την ισορροπία του και αφέθηκε. Αν έδειχνε πιο ζαλισμένος απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα, πιο κλονισμένος και σαστισμένος, αυτό θα ήταν προς το συμφέρον του. Πίστευε πως οι πιθανότητες του να βγει ποτέ από αυτό το υπόγειο δωμάτιο στο υπουργείο Πληροφοριών ήταν ίσως μία ή δύο στις τριάντα, και μάλλον ήταν αισιόδοξος στους υπολογισμούς του. Όποιες κι αν ήταν, όμως, δεν είχε κανένα σκοπό να τις λιγοστέψει κι άλλο με το να δείχνει πως ήταν σε εγρήγορση. Το πρησμένο μάτι του, η πρησμένη του μύτη και το σκισμένο κάτω χείλι του μπορεί να τον βοηθούσαν από αυτή την άποψη· όπως και το ξεραμένο αίμα, σαν βαθυκόκκινο γενάκι, γύρω από το στόμα του. Για ένα πράγμα ήταν βέβαιος ο Φλέτσερ: αν όντως έφευγε, οι υπόλοιποι -ο φρουρός και οι τρεις που κάθονταν σαν ανακριτική επιτροπή στο τραπέζι- θα ήταν νεκροί. Ήταν δημοσιογράφος εφημερίδας και δεν είχε σκοτώσει ποτέ τίποτε μεγαλύτερο από σφήκα, αλλά, αν αναγκαζόταν να σκοτώσει για να αποδράσει απ' αυτό το δωμάτιο, θα το έκανε. Συλλογίστηκε την αδερφή του στο ερημητήριό της. Τη σκέφτηκε να κολυμπά σ' ένα ποτάμι με ισπανικό όνομα. Φαντάστηκε το φως στο νερό το μεσημέρι να σαλεύει εκτυφλωτικό. Έφτασαν στην καρέκλα μπροστά στο τραπέζι. Ο φρουρός τον έσπρωξε να καθίσει, τόσο δυνατά, που ο Φλέτσερ παραλίγο να σωριαστεί.

Page 113: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Προσοχή, δε θέλουμε ατυχήματα», είπε ο ένας από τους άντρες στο τραπέζι. Ήταν ο Εσκομπάρ. Μίλησε στο φρουρό στα ισπανικά. Αριστερά από τον Εσκομπάρ καθόταν ο δεύτερος άντρας. Στα δεξιά του καθόταν μια γυναίκα περίπου εξήντα χρόνων. Η γυναίκα και ο δεύτερος άντρας ήταν λεπτοί. Ο Εσκομπάρ ήταν παχύς και λιπαρός σαν στεάτινο κερί. θύμιζε Μεξικανό σε ταινία. Όμως ήταν ο υπουργός Πληροφοριών. Κάποιες φορές έλεγε το δελτίο καιρού στα αγγλικά στον τηλεοπτικό σταθμό της πόλης. Όποτε το έκανε, έπαιρνε γράμματα από θαυμαστές του. Με κουστούμι δεν φαινόταν λιπαρός, απλώς μπουλούκος. Ο Φλέτσερ τα ήξερε όλα αυτά. Είχε γράψει τρία τέσσερα άρθρα για τον Εσκομπάρ. Ήταν γραφικός. Επίσης, σύμφωνα με τις φήμες, ήταν ενθουσιώδης βασανιστής. Ένας Χιμλερ της Κεντρικής Αμερικής, συλλογίστηκε ο Φλέτσερ, και ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας πως η αίσθηση του του χιούμορ -έστω και υποτυπώδης- δεν είχε χαθεί παρά τον τρόμο του. «Χειροπέδες;» ρώτησε ο φρουρός, επίσης στα ισπανικά, και σήκωσε ένα ζευγάρι πλαστικές. Ο Φλέτσερ πάσχισε να διατηρήσει τη ζαλισμένη, σαστισμένη του έκφραση. Αν του φορούσαν χειροπέδες, ήταν χαμένος. Πάει κι αυτή η μία πιθανότητα στις τριάντα, ακόμη και στις τριακόσιες. Ο Εσκομπάρ στράφηκε φευγαλέα προς τη γυναίκα στα δεξιά του. Το πρόσωπο της ήταν πολύ σκούρο και τα μαλλιά της μαύρα με κάτασπρες τούφες. Ήταν τραβηγμένα από το μέτωπο της και έπεφταν προς τα πίσω, σαν να τα φυσούσε ένας θυελλώδης άνεμος. Τα μαλλιά της θύμισαν στο Φλέτσερ την Έλσα Λάντσεστερ στο Η Μνηστή του Φρανκενστάιν. Γραπώθηκε με νύχια και με δόντια από αυτή την ομοιότητα, όπως είχε γραπωθεί από τη σκέψη του λαμπερού φωτός στο ποτάμι, ή της αδερφής του να γελά με τις φίλες της καθώς βάδιζαν προς το νερό. Ήθελε εικόνες, όχι ιδέες. Οι εικόνες ήταν πολύτιμες τώρα. Και οι ιδέες δεν ήταν καθόλου καλές σ' ένα τέτοιο μέρος. Σ' ένα τέτοιο μέρος, όλες οι ιδέες που ξεπηδούσαν στο νου σου ήταν κακές. Η γυναίκα έγνεψε στον Εσκομπάρ. Ο Φλέτσερ την είχε δει να κυκλοφορεί στο κτίριο, πάντα με ασουλούπωτα φουστάνια σαν αυτό που φορούσε τώρα. Ήταν αρκετά συχνά με τον Εσκομπάρ, ώστε να υποθέσει ο Φλέτσερ πως ήταν η γραμματέας του, η προσωπική του βοηθός, ίσως ακόμη και η βιογράφος του -ένας θεός ήξερε πόσοι άνθρωποι σαν τον Εσκομπάρ είχαν τόσο υπερδιογκωμένα Εγώ, που χρειάζονταν τέτοια παρελκόμενα. Τώρα, ο Φλέτσερ αναρωτήθηκε αν είχε καταλάβει ανάποδα, αν ήταν εκείνη το δικό του αφεντικό. Όπως και να 'χε, το νεύμα φάνηκε να ικανοποιεί τον

Page 114: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Εσκομπάρ. Όταν στράφηκε ξανά προς τον Φλέτσερ, χαμογελούσε. Και όταν μίλησε, μίλησε στα αγγλικά. «Μην είσαι ανόητος, παρ' τες από δω. Ο κύριος Φλέτσερ βρίσκεται εδώ μονάχα για να μας βοηθήσει σε μερικά θέματα. Σύντομα θα γυρίσει στη χώρα του » Ο Εσκομπάρ αναστέναξε βαθιά για να δείξει πόσο στεναχωριόταν γι' αυτό. «...στο μεταξύ, όμως, είναι τιμώμενος προσκεκλημένος μας». Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν τις αναθεματισμένες τις χειροπέδες, σκέφτηκε ο Φλέτσερ. Η γυναίκα που θύμιζε τη Μνηστή του Φρανκενστάιν, αλλά με βαθύ μαύρισμα, έγειρε προς τον Εσκομπάρ και του ψιθύρισε για λίγο πίσω από το χέρι της. Ο Εσκομπάρ ένευσε χαμογελώντας. «Φυσικά, Ραμόν, αν ο καλεσμένος μας δοκιμάσει να κάνει καμιά ανοησία ή κινηθεί επιθετικά, θα πρέπει να τον πυροβολήσεις λιγάκι». Γέλασε βροντερά -το γέλιο του μπουλούκου της τηλεόρασης- και ύστερα επανέλαβε τα λόγια του στα ισπανικά, για να καταλάβει κι ο Ραμόν αυτό που είχε ακούσει ήδη ο Φλέτσερ. Ο Ραμόν ένευσε σοβαρά, ξανάβαλε τις χειροπέδες στη ζώνη του και τραβήχτηκε στην άκρη του οπτικού πεδίου του Φλέτσερ. Ο Εσκομπάρ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Φλέτσερ. Από μια τσέπη του στολισμένου με φυλλωσιές και παπαγάλους γκουαγιαμπέρα του, έβγαλε ένα λευκό και κόκκινο πακέτο: Μάρλμπορο, τα αγαπημένα τσιγάρα όλων των λαών του Τρίτου Κόσμου. «Τσιγάρο, κύριε Φλέτσερ;» Ο Φλέτσερ άπλωσε το χέρι του προς το πακέτο, που είχε ακουμπήσει ο Εσκομπάρ στην άκρη του τραπεζιού, και ύστερα το τράβηξε. Το είχε κόψει πριν από τρία χρόνια και φανταζόταν πως ίσως να το ξανάρχιζε αν γλίτωνε -ίσως επίσης να άρχιζε να πίνει πολύ-, όμως αυτή τη στιγμή δεν ένιωθε καμιά λαχτάρα ή ανάγκη να καπνίσει. Ήθελε απλώς να τους δείξει πώς έτρεμε το χέρι του. «Ίσως αργότερα. Αυτή τη στιγμή ένα τσιγάρο μπορεί...» Μπορεί τι; Δεν ενδιέφερε τον Εσκομπάρ· απλώς ένευσε με κατανόηση και άφησε το πακέτο εκεί που ήταν, στην άκρη του τραπεζιού. Με την καρδιά του να σκιρτά, ο Φλέτσερ είδε ξαφνικά στη φαντασία του τον εαυτό του να σταματά σ' ένα περίπτερο στην Τεσσαρακοστή Τρίτη Οδό και να αγοράζει ένα πακέτο Μάρλμπορο. Να είναι ελεύθερος και να αγοράζει το δηλητήριο του σ' ένα δρόμο της Νέας Υόρκης. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως, αν γλίτωνε, θα το έκανε, θα το έκανε όπως κάποιοι πηγαίνουν για προσκύνημα στη Ρώμη ή στα Ιεροσόλυμα όταν θεραπεύονται από τον καρκίνο ή βλέπουν ξανά.

Page 115: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Αυτοί που σ' το έκαναν αυτό...» Ο Εσκομπάρ έδειξε το πρόσωπο του Φλέτσερ με μια κίνηση του όχι ιδιαίτερα καθαρού χεριού του. «...τιμωρήθηκαν. Όχι πολύ αυστηρά όμως, κι εγώ δε σου ζητώ συγνώμη, όπως θα πρόσεξες. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πατριώτες, όπως εμείς εδώ. Όπως εσύ, κύριε Φλέτσερ, σωστά;» «Ναι, μάλλον». Η δική του δουλειά ήταν να δείχνει πειθήνιος και φοβισμένος, κάποιος που θα έλεγε οτιδήποτε για να φύγει από κει. Η δουλειά του Εσκομπάρ ήταν να είναι κατευναστικός, να πείσει τον άντρα στην καρέκλα πως το πρησμένο του μάτι, το σκισμένο του χείλι και τα μισοβγαλμένα του δόντια δεν σήμαιναν τίποτε, πως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια παρεξήγηση που σύντομα θα λυνόταν και τότε ο Φλέτσερ θα ήταν ελεύθερος ξανά. Πάσχιζαν ακόμη να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλο, ακόμη και μέσα σ' αυτό το δωμάτιο του θανάτου. Ο Εσκομπάρ έστρεψε την προσοχή του στο φρουρό, τον Ραμόν, και μίλησε σε γρήγορα ισπανικά. Τα ισπανικά του Φλέτσερ δεν ήταν αρκετά καλά ώστε να καταλάβει τα πάντα, όμως δεν μπορούσες να περάσεις κοντά πέντε χρόνια σ' αυτή τη βρομερή πρωτεύουσα δίχως να αποκτήσεις ένα καλό λεξιλόγιο. Τα ισπανικά δεν ήταν η πιο δύσκολη γλώσσα στον κόσμο, όπως αναμφίβολα θα ήξεραν ο Εσκομπάρ και η φίλη του η Μνηστή του Φρανσκενστάιν. Ο Εσκομπάρ ρώτησε αν τα πράγματα του Φλέτσερ είχαν μαζευτεί κι αν είχε αφήσει το δωμάτιο του στο ξενοδοχείο Μαγκνίφισεντ: Σι. Ρώτησε αν περίμενε κάποιο αυτοκίνητο έξω από το υπουργείο Πληροφοριών για να πάει τον κύριο Φλέτσερ στο αεροδρόμιο όταν θα τέλειωνε η ανάκριση. Σι, στη γωνιά της Οδού Πέμπτης Μαΐου. Ο Εσκομπάρ στράφηκε πάλι προς τον Φλέτσερ και είπε: «Κατάλαβες τι τον ρώτησα;» Η αγγλική προφορά του έφερε πάλι στο νου του Φλέτσερ την τηλεοπτική-μεξικανική εμφάνιση του Εσκομπάρ. «Ρώτησα αν άφησες το δωμάτιο σου -αν και θα το νιώθεις σαν σπίτι σου ύστερα από τόσο καιρό, σωστά;- και αν περιμένει κάποιο αμάξι για να σε πάει στο αεροδρόμιο μετά το τέλος της συζήτησης μας». Μόνο που δεν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη συζήτηση. «Ναι;» Ο Φλέτσερ μίλησε σαν να μην πίστευε πως μπορούσε να είναι τόσο τυχερός. Τουλάχιστον ήλπιζε να έδωσε αυτή την εντύπωση. «Θα πάρεις την πρώτη πτήση για το Μαϊάμι», είπε η Μνηστή του Φρανκενστάιν δίχως ίχνος ισπανικής προφοράς. «Το διαβατήριο σου θα σου επιστραφεί μόλις το αεροπλάνο θα αγγίξει το αμερικανικό έδαφος. Δε θα σου κάνουμε κακό, ούτε θα σε κρατήσουμε εδώ, κύριε Φλέτσερ -όχι, αν

Page 116: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

συνεργαστείς και μας απαντήσεις-, όμως σ' το ξεκαθαρίζω πως σε απελαύνουμε. Σε διώχνουμε. Παίρνεις πόδι από δω, όπως λέτε εσείς οι Αμερικανοί». Ήταν πολύ πιο γλυκομίλητη από τον Εσκομπάρ. Ο Φλέτσερ το έβρισκε διασκεδαστικό που την είχε πάρει για βοηθό του Εσκομπάρ. Και θες να λέγεσαι δημοσιογράφος, συλλογίστηκε. Φυσικά, αν ήταν απλώς δημοσιογράφος, ο άνθρωπος των Τάιμς στην Κεντρική Αμερική, δεν θα βρισκόταν εδώ, στο υπόγειο του υπουργείου Πληροφοριών, όπου οι κηλίδες στους τοίχους έμοιαζαν ανησυχητικά με αίμα. Είχε πάψει να είναι δημοσιογράφος πριν από δεκάξι μήνες περίπου, όταν πρωτογνώρισε τον Νούνιες. «Καταλαβαίνω», είπε ο Φλέτσερ. Ο Εσκομπάρ είχε πάρει ένα τσιγάρο. Το άναψε με έναν επιχρυσωμένο Ζίπο. Υπήρχε ένα ψεύτικο ρουμπίνι στο πλάι του αναπτήρα. Είπε: «Είσαι έτοιμος να μας βοηθήσεις στις έρευνες μας, κύριε Φλέτσερ;» «Έχω άλλη επιλογή;» «Πάντα έχεις άλλη επιλογή», είπε ο Εσκομπάρ, «όμως πιστεύω πως έσκαψες ο ίδιος τη λακκούβα σου στη χώρα μας, σωστά; Έτσι δεν το λέτε, σκάβω τη λακκούβα μου;» «Περίπου», είπε ο Φλέτσερ, ενώ σκεφτόταν: Αυτό που πρέπει να καταπνίξεις είναι η Λαχταρά σου να τους πιστέψεις. Είναι φυσικό να θες να πιστέψεις, όπως είναι ίσως φυσικό να θες να πεις την αλήθεια -ειδικά αφού σε άρπαξαν έξω από το αγαπημένο σου καφέ και σε χτύπησαν άσχημα άντρες που μύριζαν ξανατηγανισμένα φασόλια-, όμως το να τους δώσεις αυτό που θέλουν δεν θα σε βοηθήσει. Αυτό πρέπει να θυμάσαι, αυτή είναι η μόνη ιδέα που έχει κάποια αξία μέσα σ' αυτό το δωμάτιο. Το τι λένε δεν σημαίνει τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι το πράγμα πάνω σ' εκείνο το τραπεζάκι, το πράγμα κάτω από το ύφασμα. Αυτό που έχει σημασία είναι ο άντρας που δεν έχει μιλήσει ακόμη. Και οι κηλίδες στον τοίχο, φυσικά. Ο Εσκομπάρ έγειρε μπροστά, με ύφος σοβαρό. «Αρνείσαι ότι τους τελευταίους δεκατέσσερις μήνες έχεις δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες σε κάποιον ονόματι Τομάς Ερέρα, που με τη σειρά του τις διοχέτευσε σ' έναν κομμουνιστή αντάρτη ονόματι Πέδρο Νούνιες;» «Όχι», είπε ο Φλέτσερ. «Δεν το αρνούμαι». Για να παίξει σωστά το ρόλο του -ένα ρόλο που συνοψιζόταν από τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις

Page 117: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

συζήτηση και ανάκριση- θα 'πρεπε τώρα να εξηγήσει, να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί. Λες και υπήρξε ποτέ κανείς που βγήκε κερδισμένος εκθέτοντας τα πολιτικά του επιχειρήματα σ' ένα δωμάτιο σαν αυτό. Όμως, δεν το είχε μέσα του να το κάνει. «Αν και κράτησε λίγο παραπάνω. Σχεδόν ενάμισι χρόνο, νομίζω». «Πάρε ένα τσιγάρο, κύριε Φλέτσερ». Ο Εσκομπάρ άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα λεπτό φάκελο. «Όχι ακόμη. Ευχαριστώ». «Εντάξει», είπε με την ισπανική του προφορά ο Εσκομπάρ. Όταν παρουσίαζε το δελτίο καιρού, τα αγόρια στο στούντιο πρόβαλλαν μερικές φορές τη φωτογραφία μιας γυναίκας με μπικίνι πάνω στο χάρτη. Όταν το έβλεπε αυτό, ο Εσκομπάρ γελούσε, κουνούσε τα χέρια του και χάιδευε το στήθος του. Αυτό άρεσε στους θεατές. Ήταν κωμικό. Ήταν σαν την ισπανική του προφορά όταν μιλούσε αγγλικά. Ο Εσκομπάρ άνοιξε το φάκελο, με το τσιγάρο του καρφωμένο στη μέση του στόματος του και με τον καπνό να του μπαίνει στα μάτια, θύμιζε τους γέρους που κάπνιζαν στις γωνίες των δρόμων εδώ, αυτούς που φορούσαν ψάθινα καπέλα, πέδιλα και φαρδιά άσπρα παντελόνια. Τώρα ο Εσκομπάρ χαμογελούσε. Είχε τα χείλη του σφιγμένα για να μην του πέσει το Μάρλμπορο από το στόμα πάνω στο τραπέζι, όμως χαμογελούσε. Έβγαλε μια γυαλιστερή ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον λεπτό φάκελο και την έσπρωξε προς τον Φλέτσερ. «Να ο φίλος σου ο Τομάς. Δεν είναι πολύ όμορφος, ε;» Ήταν μια φωτογραφία του προσώπου του με μεγάλο κοντράστ. Έφερε στο νου του Φλέτσερ τις εικόνες εκείνου του αρκετά γνωστού φωτογράφου από τις δεκαετίες του '40 και του '50, που αυτοαποκαλούνταν Γουί-τσι. Ήταν το πορτραίτο ενός νεκρού. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και αντανακλούσαν το φλας, που κάπως τα ζωντάνευε. Δεν υπήρχε καθόλου αίμα, μονάχα ένα σημάδι, αλλά καθόλου αίμα, όμως ο καθένας θα μπορούσε να καταλάβει αμέσως πως ο άντρας ήταν νεκρός. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα, φαίνονταν ακόμη τα σημάδια από τα δόντια της χτένας, και υπήρχαν ακόμη εκείνα τα φωτάκια μέσα στα μάτια του, αλλά δεν ήταν παρά αντανακλάσεις. θα μπορούσε κανείς να καταλάβει με την πρώτη ματιά πως ο άντρας ήταν νεκρός. Το σημάδι ήταν στο αριστερό μηλίγγι, ένα σχήμα που θύμιζε κομήτη και έμοιαζε σαν κάψιμο από μπαρούτι, όμως δεν φαινόταν καμιά τρύπα από σφαίρα, ούτε αίμα, και το κρανίο δεν ήταν παραμορφωμένο. Ακόμη κι ένα

Page 118: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πιστόλι μικρού διαμετρήματος, όπως ένα 22άρι, αν έριχνε αρκετά κοντά στο δέρμα ώστε να φαίνεται κάψιμο από μπαρούτι, θα είχε παραμορφώσει το κρανίο. Ο Εσκομπάρ ξαναπήρε τη φωτογραφία, την έβαλε στο φάκελο, τον έκλεισε κι ανασήκωσε τους ώμους σαν να έλεγε Τα βλέπεις; Βλέπεις τι συμβαίνει; Όταν ανασήκωσε τους ώμους του, η στάχτη έπεσε από το τσιγάρο του στο τραπέζι. Την έριξε με την κόψη του χοντρού χεριού του στο γκρίζο λινόλαιο. «Δε θέλαμε να σε ενοχλήσουμε», είπε ο Εσκομπάρ. «Γιατί να θέλουμε; Αυτή είναι μια μικρή χώρα. Είμαστε ένας μικρός λαός σε μια μικρή χώρα. Οι Νιου Λορκ Τάιμς είναι μια μεγάλη εφημερίδα σε μια μεγάλη χώρα. Έχουμε την περηφάνια μας, φυσικά, αλλά επίσης έχουμε...» Ο Εσκομπάρ χτύπησε με το δάχτυλο του το μηλίγγι του. «Καταλαβαίνεις;» Ο Φλέτσερ ένευσε. Η εικόνα του Τομάς δεν έλεγε να φύγει από μπροστά του. Ακόμη κι όταν είχε ξαναμπεί η φωτογραφία στο φάκελο, τον έβλεπε, έβλεπε τα σημάδια της χτένας στα σκούρα μαλλιά του Τομάς. Είχε φάει φαγητό μαγειρεμένο από τη σύζυγο του Τομάς, είχε καθίσει στο πάτωμα και είχε παρακολουθήσει κινούμενα σχέδια με το μικρότερο παιδί του Τομάς, ένα κοριτσάκι κάπου πέντε χρόνων. Τομ και Τζέρι, με τους διάλογους στα ισπανικά. «Δε θέλαμε να σε ενοχλήσουμε», έλεγε ο Εσκομπάρ, με τον καπνό του τσιγάρου να ανεβαίνει, να σκορπίζει στο πρόσωπο του και να τυλίγεται γύρω από τα αυτιά του, «όμως εδώ και πολύ καιρό σε παρακολουθούσαμε. Δε μας είδες -ίσως γιατί είσαι τόσο μεγάλος κι εμείς τόσο μικροί-, όμως σε παρακολουθούσαμε. Ξέραμε πως ήξερες ό,τι ήξερε ο Τομάς κι έτσι πήγαμε και τον βρήκαμε. Πασχίσαμε να τον κάνουμε να μας πει ό,τι ήξερε, για να μη σε ενοχλήσουμε, όμως αρνήθηκε. Τελικά είπαμε στον Χάινζ από δω να προσπαθήσει να τον κάνει να μας πει. Χάινζ, δείξε στον κύριο Φλέτσερ πώς προσπάθησες να κάνεις τον Τομάς να μας πει, όταν ο Τομάς καθόταν εκεί που κάθεται τώρα ο κύριος Φλέτσερ». «Μπορώ να το κάνω», είπε ο Χάινζ. Μιλούσε αγγλικά με ένρινη νεοϋορκέζικη προφορά. Ήταν φαλακρός, μόνο με λίγα μαλλιά γύρω από τα αυτιά. Φορούσε μικρά γυαλιά. Ο Εσκομπάρ θύμιζε Μεξικανό σε ταινία, η γυναίκα την Έλσα Λάντσεστερ στο Η Μνηστή του Φρανκενστάιν και ο Χάινζ έναν ηθοποιό σε μια τηλεοπτική διαφήμιση, αυτόν που εξηγούσε γιατί το Εξεντρίν είναι καλύτερο για τον πονοκέφαλο σας. Έκανε το γύρο του τραπεζιού, μέχρι το τραπεζάκι με τις ρόδες, έριξε ένα πανούργο, συνωμοτικό βλέμμα στον Φλέτσερ και τράβηξε το ύφασμα. Υπήρχε ένα

Page 119: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μηχάνημα από κάτω, κάτι με ρολόγια και φωτάκια που τώρα ήταν όλα σβηστά. Ο Φλέτσερ σκέφτηκε αρχικά πως ήταν ανιχνευτής ψεύδους -φαινόταν λογικό-, όμως μπροστά στον υποτυπώδη πίνακα ελέγχου, που ήταν συνδεδεμένος μ' ένα χοντρό μαύρο καλώδιο στο πλάι της συσκευής, υπήρχε ένα αντικείμενο με λαστιχένια λαβή. θύμιζε κάποιου είδους γραφίδα ή στυλό. Όμως δεν είχε μύτη, απλώς λέπταινε καταλήγοντας σε μια αμβλεία ατσαλένια άκρη. Κάτω από τη συσκευή υπήρχε ένα ράφι. Πάνω στο ράφι ήταν μια μπαταρία αυτοκινήτου που πάνω έγραφε ΝΊΈΛΚΟ. Λαστιχένια καλύμματα σκέπαζαν τους πόλους της μπαταρίας. Σύρματα έβγαιναν από τα καλύμματα και κατέληγαν στη ράχη της συσκευής. Όχι, δεν ήταν ανιχνευτής ψεύδους. Μόνο που γι' αυτούς τους ανθρώπους ήταν. Ο Χάινζ μίλησε κοφτά, με την ικανοποίηση κάποιου που του αρέσει να εξηγεί αυτό που κάνει. «Στην πραγματικότητα είναι αρκετά απλό, μια παραλλαγή της συσκευής που χρησιμοποιούν οι νευρολόγοι για να κάνουν ηλεκτροσόκ σε ανθρώπους που υποφέρουν από μονοπολική νεύρωση. Μόνο που αυτή προκαλεί πολύ ισχυρότερο σοκ. Ο πόνος είναι επουσιώδης, όπως έχω διαπιστώσει. Οι περισσότεροι δεν τον θυμούνται καν. Αυτό που τους κάνει τόσο πρόθυμους να μιλήσουν είναι μια αποστροφή απέναντι στην ίδια τη μέθοδο, θα μπορούσαμε σχεδόν να την αποκαλέσουμε αταβισμό. Ελπίζω κάποια στιγμή να γράψω μια εργασία γι' αυτό». Ο Χάινζ σήκωσε τη γραφίδα από τη μονωτική λαστιχένια λαβή της και την κράτησε μπροστά στα μάτια του. «Μπορείς να την ακουμπήσεις στα άκρα... στο κορμί... στα γεννητικά όργανα, φυσικά... όμως μπορείς επίσης να τη βάλεις, και σας ζητώ συγνώμη για τη χοντροκοπιά, εκεί που ο ήλιος δε λάμπει ποτέ. Ένας άνθρωπος που του έχουν ηλεκτρίσει τα σκατά δεν το ξεχνά ποτέ, κύριε Φλέτσερ». «Αυτό κάνατε στον Τομάς;» «Όχι», είπε ο Χάινζ και ξανάβαλε προσεκτικά τη γραφίδα μπροστά από το μηχάνημα. «Του κάναμε ηλεκτροσόκ με τη μισή ισχύ στη χούφτα, για να δει τι τον περίμενε, και όταν συνέχισε να αρνείται να μιλήσει για τον Κόντορ...» «Δεν έχει σημασία», είπε η Μνηστή του Φρανκενστάιν. «Συγνώμη. Όταν επέμενε να μη μας λέει αυτό που θέλαμε να μάθουμε, έβαλα τη ράβδο στο μηλίγγι του και του έκανα άλλο ένα, ήπιο ηλεκτροσόκ. Πολύ προσεκτικά, σας διαβεβαιώνω, με τη μισή ένταση, ούτε αμπέρ παραπάνω. Έπαθε αποπληξία και πέθανε. Πιστεύω πως μπορεί να ήταν επιληπτική κρίση. Ξέρετε αν ήταν επιληπτικός, κύριε Φλέτσερ;» Ο Φλέτσερ ένευσε αρνητικά.

Page 120: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Τέλος πάντων, πιστεύω πως αυτό έφταιγε. Η νεκροψία δε φανέρωσε κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του». Ο Χάινζ σταύρωσε μπροστά του τα μακροδάχτυλα χέρια του και κοίταξε τον Εσκομπάρ. Ο Εσκομπάρ έβγαλε το τσιγάρο του από το κέντρο του στόματος του, το κοίταξε, το πέταξε στο γκρίζο πάτωμα και το πάτησε. Ύστερα κοίταξε τον Φλέτσερ και χαμογέλασε. «Πολύ θλιβερό, φυσικά. Τώρα θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις, κύριε Φλέτσερ. Πολλές -σ' το λέω ειλικρινά- είναι ερωτήσεις που ο Τομάς Ερέρα αρνήθηκε να απαντήσει. Εύχομαι να μην αρνηθείς, κύριε Φλέτσερ. Σε συμπαθώ. Κάθεσαι εκεί όλο αξιοπρέπεια, δεν κλαις, ούτε τα κάνεις πάνω σου. Σε συμπαθώ. Ξέρω πως δεν κάνεις παρά αυτό που πιστεύεις. Είναι πατριωτισμός. Γι' αυτό σ' το λέω, φίλε μου, θα ήταν καλό να απαντήσεις στις ερωτήσεις μου γρήγορα και με ειλικρίνεια. Δε θα 'θελες να χρησιμοποιήσει ο Χάινζ τη συσκευή του». «Είπα πως θα σε βοηθήσω», είπε ο Φλέτσερ. Ο θάνατος ήταν κοντύτερα κι από τα φώτα στην οροφή μέσα στα συρμάτινα πλέγματα τους. Ο πόνος, δυστυχώς, ήταν ακόμη πιο κοντά. Και πόσο κοντά ήταν ο Νούνιες, ο Κόντορ; Πιο κοντά απ' όσο φαντάζονταν αυτοί οι τρεις, όμως όχι αρκετά για να τον βοηθήσει. Αν περίμεναν ο Εσκομπάρ και η Μνηστή του Φρανκενστάιν άλλες δύο μέρες, ίσως και ένα εικοσιτετράωρο μόνο... όμως δεν περίμεναν, κι έτσι βρισκόταν εδώ, στο δωμάτιο του θανάτου. Τώρα θα μάθαινε από τι ήταν πλασμένος. «Το είπες και κοίτα να το εννοείς», είπε η γυναίκα, μιλώντας ολοκάθαρα. «Δεν αστειευόμαστε εδώ πέρα, γκρίνγκο». «Το ξέρω», είπε ο Φλέτσερ με ψιθυριστή, τρεμάμενη φωνή. «Τώρα, θα θέλεις εκείνο το τσιγάρο, φαντάζομαι», είπε ο Εσκομπάρ κι όταν ο Φλέτσερ ένευσε αρνητικά, πήρε ο ίδιος ένα, το άναψε και φάνηκε να βυθίζεται σε σκέψεις. Τελικά σήκωσε τα μάτια του. Το τσιγάρο ήταν σφηνωμένο στη μέση του στόματος του, όπως το προηγούμενο. «Ο Νούνιες θα έρθει σύντομα;» ρώτησε. «Σαν τον Ζορό σ' εκείνη την ταινία;» Ο Φλέτσερ ένευσε καταφατικά. «Πόσο σύντομα;» «Δεν ξέρω». Ο Φλέτσερ ένιωθε τον Χάινζ να στέκει δίπλα στη σατανική συσκευή του με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του, έτοιμος με ένα νεύμα να μιλήσει για τρόπους ανακούφισης του πόνου. Ένιωθε επίσης τον Ραμόν να στέκει δεξιά του, στην άκρη του οπτικού του πεδίου. Δεν έβλεπε το χέρι του Ραμόν, όμως φανταζόταν πως θα ήταν στη λαβή του όπλου του. Και ύστερα έγινε η επόμενη ερώτηση.

Page 121: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όταν έρθει, θα επιτεθεί στη φρουρά στους λόφους του Ελ Κάντιντο, τη φρουρά στην Αγία Θηρεσία, ή θα έρθει κατευθείαν στην πόλη;» «Στη φρουρά στην Αγία Θηρεσία», είπε ο Φλέτσερ. Θα 'ρθει στην πόλη, είχε πει ο Τομάς, ενώ η σύζυγος του και η κόρη του έβλεπαν κινούμενα σχέδια, καθισμένες πλάι πλάι στο πάτωμα, τρώγοντας ποπκόρν από ένα άσπρο μπολ με μια γαλάζια λωρίδα στο χείλος. Ο Φλέτσερ θυμόταν τη γαλάζια λωρίδα. Την έβλεπε ολοκάθαρα. Ο Φλέτσερ θυμόταν τα πάντα, θα χτυπήσει στην καρδιά. Δε θα σπαταλήσει το χρόνο του άλλου, θα χτυπήσει στην καρδιά, όπως κάποιος που θέλει να σκοτώσει ένα βρικόλακα. «Δε θα θελήσει να καταλάβει το σταθμό της τηλεόρασης;» ρώτησε ο Εσκομπάρ. «Ή τον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό;» Πρώτα τον ραδιοφωνικό σταθμό στο λόφο Σιβίλ, είχε πει ο Τομάς, ενώ τα κινούμενα σχέδια ακούγονταν από την τηλεόραση. Τώρα ήταν το Ρόουντ Ράνερ, που γινόταν πάντα καπνός προτού να το τσακώσει το Κογιότ με τα τεχνάσματα που σκαρφιζόταν κάθε φορά –έκανε μπιπ-μπιπ και γινόταν καπνός. «Όχι», είπε ο Φλέτσερ. «Άκουσα πως ο Κόντορ λέει: "Άσ' τους να φλυαρούν"». «Έχει πυραύλους; Αέρος-εδάφους; Μπορεί να ρίξει ενάντια στα ελικόπτερα;» «Ναι». Ήταν η αλήθεια. «Πολλούς;» «Όχι πολλούς». Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ο Νούνιες είχε πάνω από εξήντα. Ολόκληρη η θλιβερή πολεμική αεροπορία της χώρας δεν είχε παρά μια ντουζίνα ελικόπτερα -άθλια ρωσικά ελικόπτερα, που δεν έμεναν ποτέ για πολύ στον αέρα. Η Μνηστή του Φρανκενστάιν χτύπησε τον Εσκομπάρ στον ώμο. Ο Εσκομπάρ έγειρε προς το μέρος της. Του ψιθύρισε κάτι δίχως να σκεπάσει το στόμα της. Δεν χρειαζόταν να σκεπάσει το στόμα της, γιατί τα χείλη της μόλις που σάλευαν. Αυτή ήταν μια ικανότητα που στο μυαλό του Φλέτσερ συνδεόταν με τις φυλακές. Δεν είχε βρεθεί ποτέ στη φυλακή, όμως είχε δει ταινίες. Όταν της αποκρίθηκε ο Εσκομπάρ ψιθυριστά, σκέπασε με το χοντρό του χέρι το στόμα του. Ο Φλέτσερ περίμενε παρακολουθώντας τους, ξέροντας πως η γυναίκα ψιθύριζε στον Εσκομπάρ ότι τους έλεγε ψέματα. Σύντομα ο Χάινζ θα είχε καινούρια στοιχεία για την εργασία του: Κάποιες Πρώτες Παρατηρήσεις για

Page 122: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τις Επιπτώσεις της Ηλέκτρισης των Σκατών Απρόθυμων Ανακρινόμενων Υποκειμένων. Ο Φλέτσερ ανακάλυψε πως ο τρόμος είχε πλάσει δύο καινούριους ανθρώπους μέσα του, τουλάχιστον δύο υπο-Φλέτσερ που ο καθένας είχε τις δικές του, άχρηστες αλλά ισχυρές απόψεις για το ποια θα ήταν η εξέλιξη. Ο ένας ήταν θλιβερά αισιόδοξος, ο άλλος απλώς θλιβερός. Ο θλιβερά αισιόδοξος ήταν ο κύριος Μπορεί Να Συμβεί, δηλαδή μπορεί όντως να με αφήσουν να φύγω, μπορεί όντως να με περιμένει ένα αυτοκίνητο στη γωνιά της Οδού Πέμπτης Μαΐου, μπορεί όντως να θέλουν να με διώξουν από τη χώρα, μπορεί όντως να προσγειωθώ αύριο το πρωί στο Μαϊάμι, κατατρομαγμένος αλλά ζωντανός, και ό,τι συμβαίνει τώρα να μοιάζει ήδη σαν κακό όνειρο. Ο άλλος, ο θλιβερός δεύτερος Φλέτσερ, ήταν ο κύριος Ακόμη Κι Αν Το Κάνω. Μπορεί να κατόρθωνε να τους ξαφνιάσει με μια αιφνίδια κίνηση -ήταν χτυπημένος και εκείνοι ήταν αλαζόνες, άρα, ναι, θα μπορούσε να τους αιφνιδιάσει. Όμως ο Ραμόν θα με πυροβολήσει ακόμη κι αν το κάνω. Και αν ορμούσε στον Ραμόν; Αν κατόρθωνε να του πάρει το όπλο; Απίθανο αλλά όχι αδύνατο· ήταν παχύς, τουλάχιστον δεκαπέντε κιλά βαρύτερος από τον Εσκομπάρ, και ανάσαινε με δυσκολία. Ακόμη κι αν το κάνω, ο Εσκομπάρ και ο Χάινζ θα μου ορμήσουν πριν προλάβω να πυροβολήσω. Ίσως και η γυναίκα· μιλούσε δίχως να κινεί τα χείλη της" ίσως να ήξερε τζούντο ή καράτε ή τάε κβον ντο. Κι αν τους πυροβολούσε όλους και κατόρθωνε να ξεφύγει από το δωμάτιο; Ακόμη κι αν το κάνω, θα υπάρχουν κι άλλοι φρουροι παντού -θα ακούσουν τους πυροβολισμούς και θα έρθουν τρέχοντας. Φυσικά, τα δωμάτια αυτού του είδους συνήθως ήταν ηχομονωμένα για προφανείς λόγους, αλλά, ακόμη κι αν ανέβαινε τις σκάλες και έβγαινε στο δρόμο, αυτή δεν θα ήταν παρά η αρχή. Και αν ο κύριος Ακόμη Κι Αν Το Κάνω έτρεχε συνεχώς μαζί του, για πόσο θα διαρκούσε η φυγή του; Το θέμα ήταν πως ούτε ο κύριος Μπορεί Να Συμβεί ούτε ο κύριος Ακόμη Κι Αν Το Κάνω μπορούσε να τον βοηθήσει· δεν ήταν παρά περισπασμοί, ψέματα που πάσχιζε το όλο και πιο φοβισμένο μυαλό του να πει στον εαυτό του. Άνθρωποι σαν αυτόν δεν έβγαιναν από τέτοιου είδους δωμάτια απλώς με τη δύναμη της πειθούς, θα μπορούσε, ίσως, να πασχίσει να πλάσει έναν τρίτο υποΦλέτσερ, τον κύριο Ίσως Μπορώ, και να τα παίξει όλα για όλα. Δεν είχε τίποτε να χάσει. Έπρεπε απλώς να σιγουρευτεί πως δεν ήξεραν πως το ήξερε. Ο Εσκομπάρ τραβήχτηκε από τη Μνηστή του Φρανκενστάιν, ξανάβαλε το τσιγάρο του στο στόμα του και χαμογέλασε θλιμμένα στον Φλέτσερ. «Αμίγκο, λες ψέματα».

Page 123: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όχι», αποκρίθηκε ο Φλέτσερ. «Γιατί να πω ψέματα; Λες να μη θέλω να φύγω από δω;» «Δεν έχουμε ιδέα γιατί θα ήθελες να πεις ψέματα», είπε η γυναίκα με το στενό, λογχωτό πρόσωπο. «Δεν έχουμε ιδέα γιατί διάλεξες κατ' αρχάς να βοηθήσεις τον Νούνιες. Κάποιοι είπαν πως ήταν αμερικανική αφέλεια, και δεν έχω καμιά αμφιβολία πως έπαιξε κι αυτή το ρόλο της, όμως δεν μπορεί να είναι μονάχα αυτό. Δεν έχει σημασία. Νομίζω πως ήρθε η ώρα για μια μικρή επίδειξη. Χάινζ;» Χαμογελώντας, ο Χάινζ στράφηκε προς τη συσκευή του και πάτησε ένα διακόπτη. Ακούστηκε ένα βουητό, όπως ενός παλιού ραδιοφώνου όταν ζεσταίνεται, και τρία πράσινα φωτάκια άναψαν. «Όχι», είπε ο Φλέτσερ, πασχίζοντας να σηκωθεί, σκεφτόμενος πως παρίστανε μια χαρά τον πανικόβλητο, και γιατί όχι; Ήταν πανικόβλητος, ή σχεδόν. Σίγουρα η ιδέα να τον αγγίξει οπουδήποτε ο Χάινζ μ' αυτό τον ανοξείδωτο ατσαλένιο φαλλό για πυγμαίους ήταν τρομακτική. Όμως υπήρχε κι ένα άλλο μέρος του εαυτού του, πολύ ψυχρό και προσεκτικό, που ήξερε πως θα 'πρεπε να υποστεί τουλάχιστον ένα ηλεκτροσόκ. Δεν είχε ένα σαφές σχέδιο, όχι, αλλά έπρεπε να υποστεί τουλάχιστον ένα ηλεκτροσόκ. Ο κύριος Ίσως Μπορώ επέμενε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Ο Εσκομπάρ ένευσε στον Ραμόν. «Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, είμαι Αμερικανός πολίτης και δουλεύω για τους Νιον Γιορκ Τάιμς, ο κόσμος ξέρει ποιος είμαι». Ένα βαρύ χέρι τον πίεσε στον αριστερό ώμο, σπρώχνοντας τον να ξανακαθίσει. Την ίδια στιγμή, η κάννη ενός πιστολιού χώθηκε βαθιά στο δεξί του αυτί. Ο πόνος ήταν τόσο ξαφνικός, που φωτεινές κουκκίδες άρχισαν να χορεύουν ξέφρενα μπροστά στα μάτια του. Ούρλιαξε, και το ουρλιαχτό του του φάνηκε πνιχτό. Ίσως γιατί το ένα του αυτί ήταν βουλωμένο, φυσικά -το ένα του αυτί ήταν βουλωμένο. «Τέντωσε το χέρι σου, κύριε Φλέτσερ», είπε ο Εσκομπάρ, κι ένα χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί πάλι γύρω από το τσιγάρο του. «Το δεξί», είπε ο Χάινζ. Κρατούσε τη ράβδο από τη μαύρη λαστιχένια της λαβή σαν μολύβι και η συσκευή του βούιζε. Ο Φλέτσερ έσφιξε το μπράτσο της καρέκλας με το δεξί του χέρι. Δεν ήταν πια βέβαιος αν υποκρινόταν -το σύνορο ανάμεσα στην ηθοποιία και τον πανικό είχε χαθεί.

Page 124: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Καν' το», είπε η γυναίκα. Είχε τα χέρια της σταυρωμένα πάνω στο τραπέζι και έγειρε από πάνω τους. Υπήρχε μια φωτεινή κουκκίδα σε καθεμιά από τις κόρες της, που μεταμόρφωνε τα σκούρα μάτια της σε βελόνες. «Καν' το, ειδάλλως δεν ξέρω ποιες θα είναι οι συνέπειες». Ο Φλέτσερ άρχισε ν' ανοίγει τα δάχτυλα του πάνω στο μπράτσο της καρέκλας, όμως, προτού προλάβει να σηκώσει το χέρι του, ο Χάινζ όρμησε μπροστά και ακούμπησε την άκρη της αμβλείας γραφίδας στην ανάστροφη του αριστερού του χεριού. Μπορεί να ήταν αυτός ο σκοπός του από την αρχή -σίγουρα το αριστερό του χέρι ήταν πιο κοντά στον Χάινζ. Ακούστηκε ένας ήχος σπασίματος, πολύ αδύναμος, σαν να έσπαζε ένα κλαράκι, και το αριστερό χέρι του Φλέτσερ έκλεισε τόσο σφιχτά σε γροθιά, που τα νύχια του χώθηκαν στη χούφτα του. Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε, από τον καρπό του, τον πήχη του, τον αγκώνα του που τιναζόταν, τον ώμο του, ως τα ούλα του. Τον ένιωσε ακόμη και μέσα στα δόντια του από αυτή τη μεριά, μέσα στα σφραγίσματα του. Βόγκηξε. Δάγκωσε τη γλώσσα του και τινάχτηκε πλάγια στην καρέκλα του. Ο Ραμόν, που είχε βγάλει το όπλο από το αυτί του, τον έπιασε, γιατί διαφορετικά θα είχε σωριαστεί στο γκρίζο δάπεδο. Η γραφίδα τραβήχτηκε. Εκεί που τον είχε αγγίξει, ανάμεσα στην άρθρωση του δεύτερου και του τρίτου δαχτύλου του αριστερού του χεριού, υπήρχε ένα μικρό καυτό σημείο. Εκεί ήταν ο μόνος αληθινός πόνος, αν και το χέρι του εξακολουθούσε να τινάζεται και οι μύες να συσπώνται. Όμως ήταν φρικτό να σου κάνουν έτσι ηλεκτροσόκ. Ο Φλέτσερ ένιωθε πως θα σκεφτόταν να πυροβολήσει και τη μητέρα του ακόμη για να μην τον ξαναγγίξει ο μικρός χαλύβδινος φαλλός. Αταβισμό, έτσι το είχε αποκαλέσει ο Χάινζ. Και κάποια μέρα ήλπιζε να γράψει μια εργασία. Το πρόσωπο του Χάινζ πρόβαλε μπροστά του, χαμογελώντας ηλίθια, με τα δόντια του να φαίνονται μέσα από τα τραβηγμένα του χείλη και με τα μάτια του να λάμπουν. «Πώς θα το περιέγραφες;» φώναξε. «Τώρα, που η εμπειρία είναι ακόμη νωπή, πώς θα το περιέγραφες;» «Σαν να πέθαινα», είπε ο Φλέτσερ με μια φωνή που του φάνηκε ξένη. Ο Χάινζ φάνηκε να εκστασιάζεται. «Ναι! Και, να, δείτε, κατουρήθηκε πάνω του! Όχι πολύ, λιγάκι, αλλά ναι... και, κύριε Φλέτσερ...» «Κάνε στην άκρη», είπε η Μνηστή του Φρανκενστάιν. «Μην είσαι ηλίθιος. Άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας». «Και αυτό ήταν μονάχα το ένα τέταρτο της ισχύος της συσκευής», είπε με δέος, εμπιστευτικά, ο Χάινζ και ύστερα παραμέρισε και σταύρωσε πάλι τα χέρια του μπροστά του.

Page 125: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Κύριε Φλέτσερ, δε φέρθηκες καλά», είπε επιτιμητικά ο Εσκομπάρ. Έβγαλε το απομεινάρι του τσιγάρου του από το στόμα του, το περιεργάστηκε και το πέταξε στο πάτωμα. Το τσιγάρο, συλλογίστηκε ο Φλέτσερ. Το τσιγάρο, ναι. Το ηλεκτροσόκ ήταν επώδυνο για το χέρι του –οι μύες συνέχιζαν να συσπώνται και υπήρχε αίμα στη μισόκλειστη χούφτα του-, όμως έμοιαζε να έχει αναζωογονήσει, να έχει ξαναζωντανέψει το μυαλό του. Φυσικά, αυτό υποτίθεται πως έκαναν τα ηλεκτροσόκ. «Όχι... θέλω να βοηθήσω...» Όμως ο Εσκομπάρ κουνούσε το κεφάλι του. «Ξέρουμε πως ο Νούνιες θα έρθει στην πόλη. Ξέρουμε πως καθ' οδόν θα καταλάβει τον ραδιοφωνικό σταθμό, αν μπορέσει... και μάλλον θα μπορέσει». «Για λίγο», είπε η Μνηστή του Φρανκενστάιν. «Μονάχα για λίγο». Ο Εσκομπάρ ένευσε. «Μονάχα για λίγο. Για λίγες ημέρες, ίσως για λίγες ώρες. Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι πως σου αφήσαμε λίγο σκοινί λάσκα για να δούμε αν θα φτιάξεις τη θηλιά σου... και την έφτιαξες». Ο Φλέτσερ κάθισε πάλι στητός στην καρέκλα του. Ο Ραμόν είχε τραβηχτεί ένα δυο βήματα. Ο Φλέτσερ κοίταξε την ανάστροφη του αριστερού του χεριού και είδε μια μικρή μουντζούρα εκεί, σαν αυτή στο άψυχο πρόσωπο του Τομάς στη φωτογραφία. Και ο φονιάς του φίλου του Φλέτσερ, ο Χάινζ, έστεκε δίπλα στη συσκευή του με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του, χαμογελώντας και σκεφτόμενος, ίσως, την εργασία που θα έγραφε· λέξεις και γραφικές παραστάσεις και εικονίδια με λεζάντες που θα έλεγαν Σχήμα 1, Σχήμα 2, ίσως ακόμη και Σχήμα 994. «Κύριε Φλέτσερ;» Ο Φλέτσερ κοίταξε τον Εσκομπάρ και τέντωσε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Οι μύες αυτού του χεριού συνέχιζαν να συσπώνται, όμως όλο και πιο λίγο. Σκέφτηκε πως, όταν θα ερχόταν η στιγμή, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το χέρι. Και τι σημασία θα είχε αν τον πυροβολούσε ο Ραμόν; Ας έβλεπαν ύστερα αν μπορούσαν ο Χάινζ και η συσκευή του να αναστήσουν έναν νεκρό. «Έχουμε την προσοχή σου, κύριε Φλέτσερ;» Ο Φλέτσερ ένευσε. «Γιατί θέλεις να προστατεύσεις αυτό τον Νούνιες;» ρώτησε ο Εσκομπάρ. «Γιατί θέλεις να υποφέρεις για να προστατεύσεις αυτό τον άντρα; Παίρνει

Page 126: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κοκαΐνη. Αν κερδίσει την επανάσταση του, θα κηρύξει τον εαυτό του ισόβιο πρόεδρο και θα πουλά την κοκαΐνη στη χώρα σου. Την Κυριακή θα πηγαίνει στη λειτουργία και την υπόλοιπη εβδομάδα θα πηδά τις κοκαϊνομανείς πόρνες του. Ποιος θα κερδίσει στο τέλος; Μπορεί οι κομμουνιστές. Μπορεί η Γιουνάιτεντ Φρουτ Κόμπανι. Πάντως όχι ο λαός». Ο Εσκομπάρ μιλούσε σιγανά. Το βλέμμα του ήταν ατάραχο. «Βοήθησε μας, κύριε Φλέτσερ. Με τη δική σου ελεύθερη βούληση. Μη μας αναγκάσεις να σε κάνουμε να μας βοηθήσεις. Μη μας αναγκάσεις να πάρουμε τη βοήθεια σου με το ζόρι». Κοίταξε κάτω από τα ενωμένα δασιά του φρύδια τον Φλέτσερ. Τον κοίταξε με τα πράα σκυλίσια μάτια του. «Σου δίνεται ακόμη η ευκαιρία να πάρεις εκείνο το αεροπλάνο για το Μαϊάμι. Και στο ταξίδι να πιεις ένα δροσιστικό ποτό». «Ναι», είπε ο Φλέτσερ. «θα σας βοηθήσω». «Ωραία». Ο Εσκομπάρ χαμογέλασε και ύστερα κοίταξε τη γυναίκα. «Έχει πυραύλους;» ρώτησε εκείνη. «Ναι». «Πολλούς;» «Τουλάχιστον εξήντα». «Ρωσικούς;» «Μερικοί είναι ρωσικοί. Άλλοι ήρθαν μέσα σε ξύλινα κιβώτια με εβραϊκά γράμματα πάνω, όμως τα γράμματα στους ίδιους τους πυραύλους μοιάζουν ιαπωνικά». Η γυναίκα ένευσε, και φαινόταν ευχαριστημένη. Ο Εσκομπάρ χαμογέλασε. «Πού βρίσκονται;» «Παντού. Δεν μπορείτε απλώς να κάνετε έφοδο και να τους μαζέψετε. Μπορεί να υπάρχουν ακόμη καμιά ντουζίνα στο Ορτίζ». Ο Φλέτσερ ήξερε πως δεν υπήρχαν. «Και ο Νούνιες;» τον ρώτησε η γυναίκα. «Είναι ο Κόντορ ακόμη στο Ορτίζ;» Η γυναίκα ήξερε πως δεν ήταν. «Είναι στη ζούγκλα», αποκρίθηκε ο Φλέτσερ. «Την τελευταία φορά που άκουσα γι' αυτόν, ήταν στην επαρχία Μπελέν». Αυτό ήταν ψέμα. Την τελευταία φορά που τον είχε δει ο Φλέτσερ, ο Νούνιες ήταν στο Κριστόμπαλ, ένα προάστιο της πρωτεύουσας. Μάλλον βρισκόταν ακόμη εκεί. Όμως, αν ο Εσκομπάρ και η γυναίκα το ήξεραν αυτό, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να τον ανακρίνουν. Και γιατί να

Page 127: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πιστέψουν, έτσι κι αλλιώς, πως ο Νούνιες θα φανέρωνε στον Φλέτσερ πού βρισκόταν; Σε μια τέτοια χώρα, όπου ο Εσκομπάρ, ο Χάινζ και η Μνηστή του Φρανκενστάιν ήταν μονάχα τρεις από τους εχθρούς σου, γιατί να εμπιστευτείς σ' ένα Γιάνκη δημοσιογράφο πού βρισκόσουν; Τρέλα! Και, κατ' αρχάς, γιατί ήταν μπλεγμένος ο Γιάνκης δημοσιογράφος; Όμως, είχαν πάψει να αναρωτιούνται γι' αυτό, τουλάχιστον προς το παρόν. «Σε ποιον μιλά στην πόλη;» ρώτησε η γυναίκα. «Όχι ποιον πηδά, σε ποιον μιλά». Αν ήταν να κινηθεί, έπρεπε να το κάνει τώρα. Δεν ήταν πια ασφαλές να πει την αλήθεια, και ίσως να καταλάβαιναν το ψέμα. «Είναι κάποιος...» άρχισε να λέει και ύστερα σταμάτησε. «θα μπορούσα να έχω αυτό το τσιγάρο τώρα;» «Κύριε Φλέτσερ! Φυσικά!» Ο Εσκομπάρ έκανε για μια στιγμή σαν οικοδεσπότης που νοιάζεται για τον καλεσμένο του. Του Φλέτσερ δεν του φάνηκε να υποκρίνεται. Ο Εσκομπάρ έπιασε το άσπρο και κόκκινο πακέτο -που οποιοσδήποτε ελεύθερος άντρας ή γυναίκα μπορούσε να αγοράσει σε οποιοδήποτε περίπτερο σαν αυτό που θυμόταν ο Φλέτσερ στην Τεσσαρακοστή Τρίτη Οδό- και έβγαλε ένα τσιγάρο. Ο Φλέτσερ το πήρε, ξέροντας πως, πριν προλάβει να το καπνίσει όλο, μπορεί να ήταν νεκρός, να είχε αφήσει τα εγκόσμια. Δεν ένιωθε τίποτε, μονάχα τις αμυδρές συσπάσεις των μυών στο αριστερό του χέρι και μια παράξενη γεύση στα σφραγίσματα σ' εκείνη τη μεριά του στόματος του. Έβαλε το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. Ο Εσκομπάρ έγειρε ακόμη πιο πολύ μπροστά, σήκωσε το σκέπασμα του επιχρυσωμένου αναπτήρα του και, τραβώντας απότομα τον αντίχειρα του, τον άναψε. Η σατανική συσκευή του Χάινζ βούιζε σαν παλιό ραδιόφωνο με λυχνίες. Η γυναίκα, που δίχως ίχνος χιούμορ ο Φλέτσερ την είχε βαφτίσει Μνηστή του Φρανκενστάιν, τον κοίταζε όπως το Κογιότ στα κινούμενα σχέδια το Ρόουντ Ράνερ. Ένιωθε το τσιγάρο στο στόμα του, αυτή την παλιά αίσθηση -«ένας μοναδικής απόλαυσης κύλινδρος», το είχε αποκαλέσει κάποιος θεατρικός συγγραφέας-, ένιωθε την καρδιά του να βροντοχτυπά, αλλά απίστευτα αργά, έτσι του φαινόταν. Τον περασμένο μήνα του είχε ζητηθεί να μιλήσει μετά το επίσημο γεύμα στο Κλαμπ Ιντερνασιονάλ, όπου σύχναζαν όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι, και τότε η καρδιά του χτυπούσε ταχύτερα. Και τώρα, τι; Ακόμη κι ένας τυφλός θα έβρισκε το δρόμο του· ακόμη και η αδερφή του τον είχε βρει, τότε, δίπλα στο ποτάμι. Ο Φλέτσερ έσκυψε προς τη φλόγα. Η άκρη του Μάρλμπορο άναψε και έλαμψε κόκκινη. Ο Φλέτσερ ρούφηξε βαθιά και ήταν εύκολο ν' αρχίσει να

Page 128: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

βήχει· ύστερα από τρία χρόνια δίχως τσιγάρο, θα ήταν δυσκολότερο να μη βήξει. Έγειρε πίσω στην καρέκλα και, βήχοντας, έβγαλε ταυτόχρονα έναν τραχύ ήχο σαν να πνιγόταν. Άρχισε να τρέμει, τινάζοντας τους αγκώνες του, ρίχνοντας το κεφάλι του αριστερά, χτυπώντας τα πόδια του. Και, το καλύτερο, θυμήθηκε ένα παιδικό ταλέντο του και γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω, ώσπου δεν φαίνονταν παρά μόνο τα ασπράδια. Το τσιγάρο ήταν ακόμη στο στόμα του. Ο Φλέτσερ δεν είχε δει ποτέ μια αληθινή κρίση επιληψίας, αν και θυμόταν αόριστα την Πάτι Ντιουκ να παθαίνει μια τέτοια κρίση στο θαύμα της Άννι Σάλιβαν. Δεν μπορούσε να ξέρει αν έκανε ό,τι κάνουν οι επιληπτικοί, όμως ήλπιζε πως ο απρόσμενος θάνατος του Τομάς Ερέρα θα τους έκανε να παραβλέψουν ό,τι δεν φαινόταν αληθινό στη δική του παράσταση. «Διάβολε, όχι πάλι!» σχεδόν ούρλιαξε στριγκά ο Χάινζ. Σε μια ταινία, μπορεί να ήταν κωμικό. «Πιάσ' τον, Ραμόν», κραύγασε στα ισπανικά ο Εσκομπάρ. Έκανε να σηκωθεί και χτύπησε τόσο δυνατά με τους χοντρούς του μηρούς το τραπέζι, που τινάχτηκε ψηλά και ξανάπεσε. Η γυναίκα δεν σάλεψε κι ο Φλέτσερ συλλογίστηκε: Με Υποψιάζεται. Δεν νομίζω πως είναι σίγουρη ακόμη, όμως είναι εκατό φορές πιο ξύπνια από τον Εσκομπάρ και με υποψιάζεται. Ήταν αλήθεια; Με τα μάτια του γυρισμένα προς τα πάνω, δεν έβλεπε παρά το φάντασμα της κι έτσι δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν ή δεν ήταν... όμως ήξερε. Τι σημασία είχε; Η παράσταση είχε αρχίσει και τώρα θα έφτανε ως το τέλος, θα έφτανε στο τέλος, και πολύ γρήγορα. «.Ραμόν!» κραύγασε ο Εσκομπάρ. «Μην τον αφήσεις να πέσει κάτω, ηλίθιε! Μην τον αφήσεις να καταπιεί τη γλώ...» Ο Ραμόν έσκυψε και άρπαξε τους τρεμάμενους ώμους του Φλέτσερ, ίσως θέλοντας να του γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω, ίσως θέλοντας να σιγουρευτεί πως δεν είχε καταπιεί τη γλώσσα του (δεν μπορούσε κανείς να καταπιεί την ίδια του τη γλώσσα, εκτός κι αν του την έκοβαν ήταν φανερό πως ο Ραμόν δεν παρακολουθούσε το Στην Εντατική). Δεν είχε σημασία τι ήθελε. 'Όταν το πρόσωπο του βρέθηκε εκεί που το έφτανε ο Φλέτσερ, του βύθισε την αναμμένη άκρη του Μάρλμπορο στο μάτι. Ο Ραμόν ούρλιαξε και τινάχτηκε προς τα πίσω. Το δεξί του χέρι σηκώθηκε προς το πρόσωπο του, εκεί που το ακόμη αναμμένο τσιγάρο κρεμόταν μέσα από την κόγχη του ματιού του, όμως το αριστερό του χέρι συνέχισε να σφίγγει τον ώμο του Φλέτσερ με τόση δύναμη, που, όταν τραβήχτηκε πίσω, έριξε και την καρέκλα. Ο Φλέτσερ έπεσε, κύλησε και τινάχτηκε όρθιος. Ο Χάινζ ούρλιαζε κάτι, ίσως λέξεις, όμως του Φλέτσερ του φάνηκαν σαν τσιρίγματα

Page 129: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δεκάχρονου κοριτσιού που αντικρίζει τον αγαπημένο του τραγουδιστή -έναν από τους Χάνσονς, ίσως. Ο Εσκομπάρ δεν ακουγόταν καθόλου κι αυτό ήταν κακό. Ο Φλέτσερ δεν κοίταξε προς το τραπέζι. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να καταλάβει πως ο Εσκομπάρ ερχόταν καταπάνω του. Αυτό που έκανε ήταν να τινάξει και τα δυο του χέρια προς τα μπρος, να αρπάξει τη λαβή του περιστρόφου του Ραμόν και να το τραβήξει από τη θήκη του. Του Φλέτσερ του φάνηκε πως ο Ραμόν δεν κατάλαβε καν πως του το πήρε. Ούρλιαζε ασταμάτητα στα ισπανικά και έπιανε το πρόσωπο του. Χτύπησε το τσιγάρο, αλλά, αντί να πέσει, η αναμμένη άκρη συνέχισε να είναι καρφωμένη στο μάτι του. Ο Φλέτσερ στράφηκε. Ο Εσκομπάρ είχε κάνει ήδη το γύρο του τραπεζιού και ερχόταν καταπάνω του με τα χοντρά του χέρια απλωμένα. Ο Εσκομπάρ δεν θύμιζε πια κάποιον που λέει μερικές φορές τον καιρό στα αγγλικά, αλλά με ισπανική προφορά, στην τηλεόραση. «Πιάσ' το κάθαρμα τον Γιάνκη!» κραύγασε η γυναίκα. Ο Φλέτσερ κλότσησε την αναποδογυρισμένη καρέκλα μπροστά στον Εσκομπάρ, που σκόνταψε πάνω της. Καθώς σωριαζόταν, ο Φλέτσερ, κρατώντας ακόμη και με τα δυο του χέρια το όπλο, πυροβόλησε τον Εσκομπάρ στην κορυφή του κεφαλιού του. Τα μαλλιά του Εσκομπάρ τινάχτηκαν. Αίμα τινάχτηκε σε πίδακες από τη μύτη του, από το στόμα του και κάτω από το πιγούνι του, εκεί που βγήκε η σφαίρα. Με το πρόσωπο του καταματωμένο, ο Εσκομπάρ σωριάστηκε μπρούμυτα. Τα πόδια του τινάχτηκαν μερικές φορές στο γκρίζο δάπεδο. Η μυρωδιά περιττωμάτων διαχύθηκε από το ετοιμοθάνατο κορμί του. Η γυναίκα δεν καθόταν πια στην καρέκλα της, αλλά δεν είχε κανένα σκοπό να πλησιάσει τον Φλέτσερ. Έτρεξε προς την πόρτα, σβέλτη σαν ελάφι μέσα στο ασουλούπωτο μαύρο φουστάνι της. Ο Ραμόν, μουγκρίζοντας ακόμη, έστεκε ανάμεσα στον Φλέτσερ και στη γυναίκα, και τώρα έκανε να αρπάξει τον Φλέτσερ από το λαιμό και να τον στραγγαλίσει. Ο Φλέτσερ τον πυροβόλησε δύο φορές, μία στο στήθος και μία στο πρόσωπο. Η σφαίρα που δέχτηκε ο Ραμόν στο πρόσωπο διέλυσε τη μύτη και το δεξί μάγουλο του, όμως ο μεγαλόσωμος άντρας με την καφετιά στολή συνέχισε να έρχεται καταπάνω του μουγκρίζοντας, με το τσιγάρο να κρέμεται ακόμη από το μάτι του και με τα μεγάλα σαν λουκάνικα δάχτυλα του, που στο ένα έλαμπε ένα ασημένιο δαχτυλίδι, να ανοιγοκλείνουν. Ο Ραμόν σκόνταψε στον Εσκομπάρ, όπως είχε σκοντάψει ο Εσκομπάρ στην καρέκλα. Ο Φλέτσερ σκέφτηκε για μια στιγμή μια διάσημη γελοιογραφία, στην οποία εικονίζονται ψάρια στη σειρά, με τα στόματα ανοιχτά, έτοιμα να

Page 130: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

φάνε το καθένα το μπροστινό του, που είναι μικρότερο. Η Τροφική Αλυσίδα, ήταν ο τίτλος της γελοιογραφίας. Ο Ραμόν, πεσμένος μπρούμυτα και με δύο σφαίρες φυτεμένες μέσα του, άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τον αστράγαλο του Φλέτσερ. Ο Φλέτσερ ελευθερώθηκε, τρέκλισε και έριξε άλλη μια σφαίρα, που καρφώθηκε στην οροφή, απ' όπου έπεσε σκόνη. Τώρα, η μυρωδιά της πυρίτιδας ήταν πολύ έντονη στο δωμάτιο. Ο Φλέτσερ κοίταξε προς την πόρτα. Η γυναίκα ήταν ακόμη εκεί και τραβούσε το πόμολο με το ένα χέρι, ενώ πάσχιζε να την ξεκλειδώσει με το άλλο, όμως δεν μπορούσε να την ανοίξει, γιατί διαφορετικά θα το είχε κάνει ήδη, θα βρισκόταν ήδη στην πέρα άκρη του διαδρόμου, ουρλιάζοντας, καλώντας σε βοήθεια. «Ε», έκανε ο Φλέτσερ. Ένιωθε σαν συνηθισμένος άνθρωπος που έχει βγει έξω μια καθημερινή για να παίξει μπόουλινγκ. «Ε, σκύλα, κοίτα με». Εκείνη στράφηκε και κόλλησε τις χούφτες της στην πόρτα, σαν να την κρατούσε όρθια. Υπήρχε ακόμη μια φωτεινή τελίτσα μέσα σε κάθε της μάτι. Άρχισε να του λέει πως δεν έπρεπε να της κάνει κακό. Πρώτα μίλησε στα ισπανικά, δίστασε, ύστερα είπε το ίδιο στα αγγλικά. «Δεν πρέπει να μου κάνεις κακό, κύριε Φλέτσερ. Είμαι η μόνη που μπορώ να εγγυηθώ την ασφαλή αναχώρηση σου από εδώ και σ' τ' ορκίζομαι πως θα το κάνω, όμως δεν πρέπει να μου κάνεις κακό». Πίσω τους, ο Χάινζ θρηνούσε σαν ερωτευμένο ή τρομαγμένο παιδί. Τώρα που ο Φλέτσερ ήταν τόσο κοντά στη γυναίκα -η οποία στηριζόταν πάνω στην πόρτα του δωματίου του θανάτου, με τις χούφτες της κολλημένες στο μέταλλο-, μύριζε ένα γλυκόπικρο άρωμα. Τα μάτια της ήταν αμυγδαλωτά. Τα μαλλιά της έπεφταν χυτά από το μέτωπο της. Δεν αστειευόμαστε εδώ πέρα, του είχε πει κι ο Φλέτσερ σκέφτηκε: Ούτε εγώ. Η γυναίκα είδε το θάνατο της στα μάτια του και άρχισε να μιλά πιο γρήγορα, πιέζοντας τον πισινό της και τις χούφτες της όλο και πιο δυνατά στη μεταλλική πόρτα καθώς μιλούσε. Ήταν σαν να πίστευε πως, αν έσπρωχνε με αρκετή δύναμη, θα κατόρθωνε κάπως να περάσει μέσα από την πόρτα λιώνοντας και να βγει σώα από την άλλη μεριά. Είχε χαρτιά, είπε, χαρτιά στο όνομα του, και θα του τα έδινε. Επίσης, είχε λεφτά, πολλά λεφτά, και χρυσάφι· υπήρχε ένας λογαριασμός σε ελβετική τράπεζα, στον οποίο είχε πρόσβαση από τον υπολογιστή στο σπίτι της. Ο Φλέτσερ σκέφτηκε πως τελικά δεν υπήρχε παρά ένας τρόπος για να ξεχωρίζει κανείς τους κακοποιούς από τους πατριώτες: όταν έβλεπαν στα μάτια σου το θάνατο τους, οι πατριώτες έβγαζαν λόγους. Οι κακοποιοί, από την άλλη,

Page 131: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

σου έλεγαν τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού τους στην Ελβετία και το πώς θα είχες πρόσβαση σ' αυτόν μέσω υπολογιστή. «Κλείσ' το», είπε ο Φλέτσερ. Αν αυτό το δωμάτιο δεν ήταν αληθινά καλά μονωμένο, σίγουρα καμιά ντουζίνα στρατιώτες από πάνω θα ήταν μάλλον καθ' οδόν τώρα. Δεν θα κατόρθωνε να τους ξεφύγει, αλλά αυτή εδώ δεν θα γλίτωνε. Η γυναίκα σώπασε, κολλημένη ακόμη στην πόρτα, πιέζοντας τη με τις χούφτες της. Με τις φωτεινές κουκκίδες να λάμπουν ακόμη στα μάτια της. Πόσων χρόνων ήταν; Και πόσους είχε σκοτώσει σ' αυτό το δωμάτιο, ή σε άλλα παρόμοια; Πόσους είχε προστάξει να σκοτώσουν; «Άκουσε με», είπε ο Φλέτσερ. «Μ' ακούς;» Πάντως, σίγουρα τέντωνε τ' αυτιά της για ν' ακούσει το θόρυβο στρατιωτών που ζύγωναν. Ξεχνά το, σκέφτηκε ο Φλέτσερ. «Ο εκφωνητής του καιρού είπε πως ο Κόντορ παίρνει κοκαΐνη, πως είναι κομμουνιστικό κατακάθι, πόρνη της Γιουνάιτεντ Φρουτ και ποιος ξέρει τι άλλο. Μπορεί να είναι κάποια απ' αυτά τα πράγματα, μπορεί και τίποτα απ' όλα αυτά. Δεν ξέρω, ούτε με νοιάζει. Το μόνο που ξέρω, το μόνο που με νοιάζει, είναι πως δεν ήταν αυτός επικεφαλής των στρατιωτών που περιπολούσαν στον ποταμό Κάγια το καλοκαίρι του 1994. Ο Νούνιες βρισκόταν στη Νέα Υόρκη τότε. Στο πανεπιστήμιο. Επομένως, δεν ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που βρήκαν τις μοναχές που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη Λα Κάγια. Έμπηξαν σε πασσάλους τα κεφάλια τριών μοναχών στην ακροποταμιά. Το μεσαίο ήταν της αδερφής μου». Ο Φλέτσερ την πυροβόλησε δύο φορές και ύστερα το όπλο του Ραμόν άδειασε. Οι δύο ήταν αρκετές. Η γυναίκα γλίστρησε πάνω στην πόρτα, με τα λαμπερά της μάτια καρφωμένα στον Φλέτσερ. Εσύ έπρεπε να πεθάνεις, έλεγαν εκείνα τα μάτια. Δεν το καταλαβαίνω, εσύ έπρεπε να πεθάνεις. Το χέρι της έπιασε μια δυο φορές το λαιμό της και ύστερα απέμεινε ασάλευτο. Τα μάτια της συνέχισαν να τον κοιτάζουν για λίγο ακόμη, τα λαμπερά μάτια ενός παλιού θαλασσινού που είχε να αφηγηθεί μια ιστορία γιγάντια σαν φάλαινα, και ύστερα το κεφάλι της έγειρε μπροστά. Ο Φλέτσερ έκανε μεταβολή και βάδισε προς τον Χάινζ με το όπλο του Ραμόν σηκωμένο. Βαδίζοντας, συνειδητοποίησε πως το δεξί του παπούτσι είχε φύγει. Κοίταξε τον Ραμόν, που ήταν πεσμένος μπρούμυτα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο Ραμόν κρατούσε ακόμη το παπούτσι του Φλέτσερ. Ήταν σαν ετοιμοθάνατη νυφίτσα που αρνείται να αφήσει ένα κοτόπουλο. Ο Φλέτσερ στάθηκε και το φόρεσε.

Page 132: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Χάινζ στράφηκε, σαν να ήθελε να το βάλει στα πόδια, και ο Φλέτσερ του κούνησε το όπλο. Ήταν άδειο, όμως ο Χάινζ δεν φαινόταν να το ξέρει. Και μπορεί να θυμήθηκε πως δεν είχε πού να κρυφτεί έτσι κι αλλιώς, όχι εδώ, στο δωμάτιο του θανάτου. Σταμάτησε και απέμεινε να κοιτάζει τον άντρα με το όπλο να τον ζυγώνει. Έκλαιγε. «Ένα βήμα πίσω», είπε ο Φλέτσερ και, κλαίγοντας ακόμη, ο Χάινζ έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Φλέτσερ στάθηκε μπροστά στη συσκευή του Χάινζ. Ποια ήταν η λέξη που είχε χρησιμοποιήσει ο Χάινζ; Αταβισμός, σωστά; Η συσκευή πάνω στο τραπεζάκι φαινόταν πολύ απλή για έναν άνθρωπο με την ευφυΐα του Χάινζ -τρία καντράν, ένας διακόπτης με τις ενδείξεις ON και OFF (τώρα στο OFF) κι ένας ροοστάτης που ήταν έτσι γυρισμένος ώστε η λευκή γραμμή πάνω του να δείχνει έντεκα η ώρα περίπου. Οι βελόνες στα καντράν ήταν όλες στο μηδέν. Ο Φλέτσερ έπιασε τη γραφίδα και την κούνησε προς τον Χάινζ. Ο Χάινζ έβγαλε έναν αδύναμο ήχο, κούνησε το κεφάλι του κι έκανε άλλο ένα βήμα προς τα πίσω. Το πρόσωπο του σφίχτηκε, μια ταυτόχρονα πονεμένη και περιφρονητική έκφραση ζωγραφίστηκε πάνω του, και ύστερα χαλάρωσε ξανά. Το μέτωπο του ήταν κάθιδρο, τα μαγουλά του υγρά από τα δάκρυα. Αυτό το δεύτερο βήμα προς τα πίσω τον έφερε σχεδόν κάτω από ένα από τα φώτα μέσα στα πλέγματα και η σκιά του μαζεύτηκε σε μια λιμνούλα γύρω από τα πόδια του. «Παρ' το, ειδάλλως θα σε σκοτώσω», είπε ο Φλέτσερ. «Κι αν κάνεις άλλο ένα βήμα προς τα πίσω, θα σε σκοτώσω». Δεν είχε χρόνο γι' αυτό, ούτε του φαινόταν σωστό, όμως ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Στο νου του έβλεπε ολοένα τη φωτογραφία του Τομάς, τα ανοιχτά του μάτια, το μικρό κάψιμο σαν από μπαρούτι. Κλαίγοντας με αναφιλητά, ο Χάινζ πήρε το αμβλύ αντικείμενο που θύμιζε στυλό, προσέχοντας να το πιάσει από τη λαστιχένια λαβή του. «Βάλ' το στο στόμα σου», είπε ο Φλέτσερ. «Γλείψ' το σαν γλειφιτσούρι». «Όχι!» φώναξε κλαίγοντας ο Χάινζ. Κούνησε το κεφάλι του και ιδρώτας και δάκρυα τινάχτηκαν από το πρόσωπο του. Το πρόσωπο του συνέχιζε να συσπάται: σφιγγόταν και χαλάρωνε, σφιγγόταν και χαλάρωνε. Μια φυσαλίδα πράσινης μύξας έφραζε το ένα του ρουθούνι· φούσκωνε και μαζευόταν καθώς ο Χάινζ ανάσαινε κοφτά, αλλά δεν έσπαζε. Ο Φλέτσερ δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. «Όχι, δεν μπορείς να με αναγκάσεις!» Όμως ο Χάινζ ήξερε πως ο Φλέτσερ μπορούσε. Η Μνηστή του Φρανκενστάιν ίσως να μην το είχε πιστέψει, κι ο Εσκομπάρ μάλλον δεν είχε

Page 133: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

το χρόνο να το πιστέψει, όμως ο Χάινζ ήξερε πως δεν είχε δικαίωμα να το αρνηθεί. Βρισκόταν στη θέση του Τομάς Ερέρα, στη θέση του Φλέτσερ. Από μια άποψη, αυτή ήταν αρκετά σκληρή εκδίκηση, όμως από μια άλλη άποψη δεν ήταν. Το να ξέρεις ήταν μια ιδέα. Οι ιδέες δεν μετρούσαν εδώ μέσα. Εδώ μέσα, πίστευε κανείς μονάχα ό,τι έβλεπε. «Βάλ' το στο στόμα σου ειδάλλως θα σε πυροβολήσω στο κεφάλι», είπε ο Φλέτσερ και κόλλησε το άδειο όπλο στο πρόσωπο του Χάινζ. Ο Χάινζ τραβήχτηκε κλαψουρίζοντας φοβισμένα. Και τώρα ο Φλέτσερ άκουσε τη φωνή του να χαμηλώνει, να γίνεται εμπιστευτική, γεμάτη ειλικρίνεια. Κατά κάποιον τρόπο του θύμισε τη φωνή του Εσκομπάρ. «Δε θ' ανάψω τη συσκευή αν κάνεις αυτό που σου λέω. θέλω απλώς να νιώσεις πώς είναι». Ο Χάινζ κοίταξε καλά καλά τον Φλέτσερ. Τα μάτια του ήταν γαλάζια και κόκκινα γύρω γύρω, πλημμυρισμένα από δάκρυα. Δεν πίστευε τον Φλέτσερ, φυσικά· αυτό που έλεγε ο Φλέτσερ δεν είχε νόημα, όμως ήταν προφανές ότι λαχταρούσε να το πιστέψει, γιατί, είτε έβγαζε νόημα είτε δεν έβγαζε, ο Φλέτσερ κρατούσε τη ζωή του στα χέρια του. Έπρεπε απλώς να παρακινηθεί λιγάκι ακόμη. Ο Φλέτσερ χαμογέλασε. «Καν' το για την έρευνα σου». Ο Χάινζ πείστηκε -όχι απόλυτα, αλλά αρκετά ώστε να πιστέψει πως ο Φλέτσερ θα μπορούσε να είναι εν τέλει ο κύριος Μπορεί Να Συμβεί. Έβαλε τη χαλύβδινη ράβδο στο στόμα του. Τα γουρλωμένα μάτια του καρφώθηκαν στον Φλέτσερ. Από κάτω τους και πάνω από τη γραφίδα -που δεν θύμιζε γλειφιτσούρι αλλά παλιομοδίτικο θερμόμετρο-, εκείνη η πράσινη φυσαλίδα μύξας φούσκωνε και μαζευόταν, φούσκωνε και μαζευόταν. Σημαδεύοντας ακόμη με το όπλο τον Χάινζ, ο Φλέτσερ γύρισε το διακόπτη στον πίνακα της συσκευής από το OFF στο ON, καθώς και το ροοστάτη. Η λευκή γραμμή πήγε από τις έντεκα η ώρα στις πέντε. Ο Χάινζ μπορεί να είχε το χρόνο να φτύσει τη γραφίδα, όμως ήταν τόση η ταραχή του, που έκανε το αντίθετο: έσφιξε τα χείλη του πάνω στην ατσαλένια ράβδο. Ο ήχος σαν κάτι να έσπαζε ήταν δυνατότερος αυτή τη φορά -ένας ήχος κλώνου κι όχι μικρού κλαριού. Τα χείλη του Χάινζ σφίχτηκαν ακόμη πιο πολύ. Η πράσινη φυσαλίδα στο ρουθούνι του έσκασε. Όπως και το ένα του μάτι. Όλο του το κορμί έμοιαζε ξάφνου να δονείται μέσα στα ρούχα του. Τα χέρια του λύγισαν στους καρπούς, τα μακριά του δάχτυλα άνοιξαν. Τα μαγουλά του, από λευκά, έγιναν τεφρά και ύστερα σκούρα μενεξελιά. Καπνός άρχισε να βγαίνει από τη μύτη του. Το άλλο του μάτι πετάχτηκε από την κόγχη του στο μάγουλο του. Πάνω από τα βγαλμένα μάτια, δυο άδειες κόγχες κοίταζαν τώρα σαστισμένα τον Φλέτσερ.

Page 134: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το ένα μάγουλο του Χάινζ σκίστηκε ή έλιωσε. Καπνός και μια δυνατή μυρωδιά καμένης σάρκας βγήκαν από την τρύπα και ο Φλέτσερ είδε φλογίτσες μέσα, πορτοκαλιές και γαλάζιες. Το στόμα του Χάινζ είχε πάρει φωτιά. Η γλώσσα του καιγόταν σαν χαλάκι. Τα δάχτυλα του Φλέτσερ ήταν ακόμη στο ροοστάτη. Τον έστριψε αριστερά ως το τέλος και ύστερα γύρισε το διακόπτη στο OFF. Οι βελόνες, που είχαν φτάσει στην ένδειξη +50 στα μικρά τους καντράν, ξανάπεσαν αμέσως στο μηδέν. Μόλις σταμάτησε το ρεύμα να τον διαπερνά, ο Χάινζ σωριάστηκε στο γκρίζο δάπεδο, βγάζοντας καπνό από το στόμα. Η γραφίδα έπεσε και ο Φλέτσερ είδε κομματάκια από τα χείλη του Χάινζ κολλημένα πάνω της. Ένιωσε να ανακατεύεται, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν είχε το χρόνο να κάνει εμετό· είχε καθυστερήσει ήδη αρκετά με τον Χάινζ. Μπορεί να αφηνόταν να κάνει εμετό κάποια στιγμή αργότερα. Όμως καθυστέρησε άλλο λίγο, σκύβοντας πιο κοντά στο στόμα του Χάινζ που κάπνιζε και στα βγαλμένα μάτια του. «Πώς θα το περιέγραφες;» ρώτησε το πτώμα. «Τώρα, που η εμπειρία είναι ακόμη νωπή; Τι, δεν έχεις τίποτε να πεις;» Ο Φλέτσερ έκανε μεταβολή και διέσχισε τρέχοντας το δωμάτιο, παρακάμπτοντας τον Ραμόν, που ήταν ακόμη ζωντανός και βογκούσε, σαν κάποιος που βλέπει εφιάλτη. Θυμήθηκε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ο Ραμόν την είχε κλειδώσει, και το κλειδί θα ήταν στον κρίκο στη ζώνη του. Ο Φλέτσερ γύρισε στο φρουρό, γονάτισε πλάι του και τράβηξε τον κρίκο από τη ζώνη. Εκείνη τη στιγμή, ο Ραμόν άπλωσε το χέρι του και άρπαξε ξανά τον αστράγαλο του Φλέτσερ, ο οποίος κρατούσε ακόμη το όπλο. Με τη λαβή, χτύπησε στο κεφάλι τον Ραμόν. Για μια στιγμή το χέρι σφίχτηκε ακόμη πιο δυνατά στον αστράγαλο του και ύστερα τον άφησε. Ο Φλέτσερ έκανε να σηκωθεί και ύστερα συλλογίστηκε: Σφαίρες. Πρέπει να έχει κι άλλες. Το όπλο είναι άδειο. Η επόμενη σκέψη του ήταν ότι δεν τις χρειαζόταν τις αναθεματισμένες τις σφαίρες, ότι το όπλο του Ραμόν τον είχε βοηθήσει όσο μπορούσε. Αν πυροβολούσε έξω από αυτό το δωμάτιο, οι στρατιώτες θα μαζεύονταν σαν μύγες. Παρ' όλα αυτά, ο Φλέτσερ ψαχούλεψε στη ζώνη του Ραμόν, ανοίγοντας τα δερμάτινα σακούλια, μέχρι που βρήκε ένα γεμιστήρα και γέμισε το όπλο. Δεν ήξερε αν θα κατόρθωνε να ρίξει σε στρατιώτες που δεν ήταν παρά άνθρωποι σαν τον Τομάς, άνθρωποι που είχαν οικογένειες να θρέψουν, όμως στους αξιωματικούς μπορούσε να ρίξει, και θα φύλαγε την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του. Μάλλον δεν θα κατάφερνε να βγει από το κτίριο -θα ήταν σαν να κέρδιζε απανωτά σε δύο 300άρια παιχνίδια στο μπόουλινγκ-, όμως δεν θα γύριζε ξανά σ' αυτό το δωμάτιο, δεν θα καθόταν ποτέ ξανά σ' αυτή την καρέκλα δίπλα στη συσκευή του Χάινζ.

Page 135: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έσπρωξε με το πόδι του τη Μνηστή του Φρανκενστάιν από την πόρτα. Τα μάτια της καρφώθηκαν γυάλινα στην οροφή. Ο Φλέτσερ συνειδητοποιούσε όλο και πιο πολύ πως αυτός είχε επιζήσει κι εκείνοι όχι. Πάγωναν. Στο δέρμα τους, γαλαξίες βακτηρίων είχαν αρχίσει ήδη να πεθαίνουν. Ήταν κακές σκέψεις αυτές όταν γίνονταν στο υπόγειο του υπουργείου Πληροφοριών, κακές σκέψεις όταν υπήρχαν στο μυαλό ενός ανθρώπου που είχε γίνει -ίσως για λίγο μόνο, ή μάλλον για πάντα- ένας desaparecido.[6]

Όμως δεν μπορούσε να τις διώξει από το μυαλό του. Με το τρίτο κλειδί άνοιξε την πόρτα. Έβγαλε το κεφάλι του και είδε τοίχους από τσιμεντόλιθους, που ήταν βαμμένοι πράσινοι κάτω και βρόμικοι κιτρινωποί πάνω, σαν τοίχοι σε διάδρομο παλιού σχολείου. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με ξεθωριασμένο κόκκινο λινόλαιο. Ο διάδρομος ήταν έρημος. Περίπου δέκα μέτρα στα αριστερά, ένα καφετί σκυλάκι κοιμόταν κολλητά στον τοίχο. Τα πόδια του τινάζονταν. Ο Φλέτσερ δεν ήξερε αν το σκυλάκι ονειρευόταν πως κυνηγούσε ή πως το κυνηγούσαν, όμως του φάνηκε πως δεν θα κοιμόταν αν οι πυροβολισμοί και τα ουρλιαχτά του Χάινζ είχαν ακουστεί πολύ δυνατά εδώ έξω. Αν γυρίσω ποτέ, συλλογίστηκε, θα γράψω ότι η ηχομόνωση είναι ο μεγάλος θρίαμβος της δικτατορίας. θ' ανοίξω τα μάτια του κόσμου. Αν και δεν έχω πολλές ελπίδες να γυρίσω· αυτά τα σκαλιά στα δεξιά είναι μάλλον όσο πιο κοντά θα φτάσω ποτέ στην Τεσσαρακοστή Τρίτη Οδό, όμως... Όμως υπήρχε ο κύριος Ίσως Μπορώ. Ο Φλέτσερ βγήκε στο διάδρομο κι έκλεισε πίσω του την πόρτα του δωματίου του θανάτου. Το καφετί σκυλάκι σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Φλέτσερ, γάβγισε σχεδόν ψιθυριστά και ύστερα χαμήλωσε πάλι το κεφάλι του και φάνηκε να αποκοιμιέται ξανά. Ο Φλέτσερ έπεσε στα γόνατα, έβαλε τα χέρια του στο πάτωμα (κρατώντας ακόμη το όπλο του Ραμόν), έσκυψε και φίλησε το λινόλαιο. Κάνοντας αυτή την κίνηση, συλλογίστηκε την αδερφή του -πώς ήταν όταν έφυγε για το πανεπιστήμιο, οχτώ χρόνια πριν από το θάνατο της στην ακροποταμιά. Φορούσε μια φούστα από ταρτάν την ημέρα που έφυγε για το πανεπιστήμιο και το κόκκινο της φούστας της δεν ήταν ακριβώς σαν του ξεθωριασμένου λινολαίου, αλλά έμοιαζε. Έμοιαζε σαν αδερφός με αδερφή, όπως λένε. Ο Φλέτσερ σηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει στο διάδρομο, προς τις σκάλες, προς το διάδρομο του πρώτου ορόφου, το δρόμο, την πόλη, τον Αυτοκινητόδρομο 4, τις περιπόλους, τα μπλόκα, τα σύνορα, τα φυλάκια, το νερό. Οι Κινέζοι έλεγαν πως ένα ταξίδι χιλίων χιλιομέτρων αρχίζει με ένα 6 Εξαφανισμένος, αγνοούμενος. (Σ.τ.Μ.)

Page 136: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μοναδικό βήμα. Θα δω πόσο μακριά θα φτάσω, συλλογίστηκε ο Φλέτσερ φτάνοντας στο πρώτο σκαλί. Μπορεί να ξαφνιάσω κι ο ίδιος τον εαυτό μου. Όμως ήταν ήδη ξαφνιασμένος που ζούσε. Χαμογελώντας αμυδρά, με το όπλο του Ραμόν σηκωμένο μπροστά του, άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. Ύστερα από ένα μήνα, ένας άντρας στάθηκε στο περίπτερο του Κάρλο Αρκούτσι στην Τεσσαρακοστή Τρίτη Οδό. Ο Κάρλο κατατρόμαξε για μια στιγμή, θαρρώντας πως ο άντρας ήθελε να του κολλήσει ένα όπλο στο πρόσωπο και να τον ληστέψει. Ήταν μόλις οχτώ η ώρα, είχε ακόμη φως και υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω, όμως θα σταματούσαν όλα αυτά κάποιον που ήταν pazzo; Κι αυτός ο άντρας έδειχνε πολύ pazzo -ήταν τόσο λεπτός, που κολυμπούσε στο λευκό του πουκάμισο και στο γκρίζο του παντελόνι, και τα μάτια του ήταν βυθισμένα στις γκρίζες κόγχες τους. Ήταν σαν να είχε μόλις ελευθερωθεί από στρατόπεδο συγκέντρωσης ή (εξαιτίας κάποιου κολοσσιαίου λάθους) από το τρελάδικο. Όταν χώθηκαν τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του, ο Κάρλο Αρκούτσι σκέφτηκε: Τώρα θα βγάλει το όπλο. Αντί για όπλο, όμως, έβγαλε ένα παλιό φθαρμένο πορτοφόλι κι από μέσα ένα δεκαδόλαρο. Ύστερα, με απόλυτα λογική φωνή, ο άντρας με το άσπρο πουκάμισο και το γκρίζο παντελόνι ζήτησε ένα πακέτο Μάρλμπορο. Ο Κάρλο το έπιασε, κι ένα πακέτο σπίρτα μαζί, και τα έσπρωξε πάνω στον πάγκο του περιπτέρου του. Καθώς ο άντρας άνοιγε τα Μάρλμπορο, ο Κάρλο μετρούσε τα ρέστα. «Όχι», είπε ο άντρας όταν είδε τα ρέστα. Είχε βάλει ένα τσιγάρο στο στόμα του. «Όχι; Τι εννοείς όχι;» «Εννοώ κράτα τα ρέστα», είπε ο άντρας. Πρόσφερε τσιγάρο στον Κάρλο. «Καπνίζεις; Πάρε ένα, αν θέλεις». Ο Κάρλο κοίταξε με δυσπιστία τον άντρα με το άσπρο πουκάμισο και το γκρίζο παντελόνι. «Δεν καπνίζω. Είναι βλαβερή συνήθεια». «Πολύ βλαβερή», συμφώνησε ο άντρας, ύστερα άναψε το τσιγάρο του και ρούφηξε με ολοφάνερη απόλαυση. Στάθηκε καπνίζοντας και βλέποντας τον κόσμο στην άλλη μεριά του δρόμου. Υπήρχαν κοπέλες στην άλλη μεριά του δρόμου. Ήταν φυσικό για έναν άντρα να κοιτάζει τις κοπέλες με τα καλοκαιρινά τους ρούχα. Ο Κάρλο δεν πίστευε πια πως ο πελάτης του ήταν τρελός κι ας είχε αφήσει τα ρέστα από το δεκαδόλαρο στον στενό πάγκο του περιπτέρου.

Page 137: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο λεπτός άντρας κάπνισε το τσιγάρο ως το φίλτρο. Στράφηκε προς τον Κάρλο τρεκλίζοντας λιγάκι, σαν να μην ήταν συνηθισμένος στο κάπνισμα και το τσιγάρο να τον είχε ζαλίσει. «Όμορφη βραδιά», είπε ο άντρας. Ο Κάρλο ένευσε. Ήταν. Ήταν όμορφη βραδιά. «Είμαστε τυχεροί που ζούμε», είπε ο Κάρλο. Ο άντρας ένευσε. «Όλοι μας. Πάντα». Πήγε ως την άκρη του πεζοδρομίου, όπου υπήρχε ένα καλάθι για τα σκουπίδια, και πέταξε μέσα το πακέτο, από το οποίο έλειπε μόνο ένα τσιγάρο. «Όλοι μας», είπε. «Πάντα». Απομακρύνθηκε. Ο Κάρλο τον είδε να φεύγει και σκέφτηκε πως ίσως τελικά να ήταν pazzo. Ή ίσως όχι. Είναι δύσκολο να πει κανείς τι είναι τρελό και τι όχι.

Αυτή είναι μια αμυδρά καφκική ιστορία για ένα δωμάτιο ανακρίσεων σε μια λατινοαμερικανική εκδοχή της κόλασης. Σε τέτοιες ιστορίες, αυτός που ανακρίνεται συνήθως καταλήγει να φανερώνει τα πάντα και ύστερα να θανατώνεται (ή να τρελαίνεται). Ήθελα να γράψω μία με φωτεινότερο τέλος, όσο μη ρεαλιστική κι αν θα έδειχνε. Και να την.

Page 138: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Οι Μικρές Αδελφές της Ελούρια

Αν υπάρχει ένα magnum opus στή ζωή μου, μάλλον είναι η ακόμη ατελείωτη επτάτομη σειρά για τον Ρόλαντ Ντεσέϊν τον Γκίλιαντ και την αναζήτηση του για τον Μαύρο Πύργο, που είναι το κέντρο της ύπαρξης. Το 1996 ή 1997, ο Ραλφ Βισινάντσα (ο πράκτορας μου και υπεύθυνος για τα συγγραφικά δικαιώματα μου στο εξωτερικό) με ρώτησε αν θα ήθελα να γράψω μια ιστορία για τα νεότερα χρόνια του Ρόλαντ, για μια μεγάλη ανθολογία φαντασίας που επιμελούνταν ο Ρόμπερτ Σίλβερμπεργκ. Δεν κατόρθωσα να σκεφτώ τίποτε, κι Αυτό ήταν. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, όταν ξύπνησα ένα πρωί σκεφτόμενος το Φυλαχτό και τη μεγάλη σκηνή στην οποία ο Τζακ Σόγιερ πρωτοβλέπει τη Βασίλισσα των Περιοχών. Στο ντους (όπου αναμφίβολα μου έρχονται οι καλύτερες ιδέες -έχει να κάνει κάτι με τη μήτρα, νομίζω), άρχισα να φαντάζομαι αυτή τη σκηνή κουρελιασμένη... όμως γεμάτη ακόμη με γυναίκες που 'ψιθυρίζουν. Φαντάσματα. Ίσως βρικόλακες. Μικρές Αδελφές. Νοσοκόμες όχι της ζωής αλλά του θανάτου. Το να συνθέσω μια ιστορία από εκείνη την κεντρική εικόνα ήταν απίστευτα δύσκολο. Είχα κάμποσο χώρο για να κινηθώ -ο Σίλβερμπεργκ ήθελε νουβέλες, όχι διηγήματα-, όμως παρ' όλα αυτά ήταν δύσκολο. Αυτό τον καιρό, ό,τι έχει να κάνει με τον Ρόλαντ και τους φίλους του έχει την τάση να είναι όχι απλώς μεγάλο αλλά επικό. Ένα πλεονέκτημα αυτής της ιστορίας είναι πως δεν χρειάζεται να έχετε διαβάσει τα μυθιστορήματα της σειράς του Μαύρου Πύργου για να την απολαύσετε. Και, επί τη ευκαιρία, για σας τους φανατικούς του Πύργου, το πέμπτο βιβλίο έχει τελειώσει, και οι εννιακόσιες σελίδες του. Λέγεται Λύκοι του Καλά.

Page 139: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

[Σημείωμα του Συγγραφέα: Τα βιβλία του Μαύρου Πύργου αρχίζουν με τον Ρόλαντ του Γκίλιαντ, τον τελευταίο πιστολά σ' έναν κόσμο εγκατάλειψης, που κυνηγά ένα μαυροφορεμένο μάγο. Ο Ρόλαντ κυνηγά πολύ καιρό τον Γουόλτερ. Στο πρώτο βιβλίο του κύκλου τελικά τον προφταίνει. Αυτή η ιστορία, όμως, εκτυλίσσεται όταν ο Ρόλαντ αναζητεί ακόμη τα ίχνη του Γουόλτερ. Σ. Κ.]

Ι. Η ΠΛΗΡΗΣ ΓΗ. Η ΕΡΗΜΗ ΠΟΛΗ. ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ. ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΑΓΟΡΙ. ΤΟ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΈΝΟ ΚΑΡΟ.

ΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Μια μέρα στην Πλήρη Γη, τόσο ζεστή, που ήταν σαν να ρουφούσε την ανάσα από το στήθος του πριν προλάβει να τη χρησιμοποιήσει το κορμί του, ο Ρόλαντ του Γκίλιαντ έφτασε στις πύλες μιας πόλης στα όρη Ντεσατόγια. Τότε πια ταξίδευε μονάχος, και σύντομα θα ταξίδευε πεζός επίσης. Όλη την περασμένη εβδομάδα ήλπιζε να βρει ένα γιατρό για το άλογο του, όμως φανταζόταν πως δεν είχε νόημα πια, ακόμη κι αν υπήρχε ένας στην πόλη. Το άλογο του, ένα σκουρόχρωμο με βούλες, είχε ξοφλήσει πια. Οι πύλες της πόλης, στολισμένες ακόμη με άνθη από κάποια γιορτή, ήταν ανοιχτές και τον καλωσόριζαν, όμως η σιγαλιά από πίσω τους ήταν ανησυχητική. Ο πιστολάς δεν άκουγε άλογα να καλπάζουν, ρόδες κάρων να βροντούν, εμπόρους να διαλαλούν την πραμάτεια τους στο παζάρι. Οι μόνοι ήχοι ήταν το σιγανό βουητό των γρύλων (κάποιου ζουζουνιού, τέλος πάντων το τραγούδι ήταν πιο μελωδικό απ' του γρύλου), ένας αλλόκοτος ήχος σαν χτύποι σε ξύλο κι ένα αχνό, ονειρικό κουδούνισμα. Επίσης, τα άνθη που ήταν πλεγμένα γύρω από τα σιδερένια κάγκελα της διακοσμητικής πύλης ήταν τελείως μαραμένα. Ανάμεσα στα γόνατα του, ο Τόπσι φταρνίστηκε πνιχτά δυο φορές και τρέκλισε. Ο Ρόλαντ πέζεψε, εν μέρει από σεβασμό προς το άλογο, εν μέρει από σεβασμό προς τον εαυτό του -δεν ήθελε να σπάσει κανένα πόδι κάτω από τον Τόπσι, αν το άλογο διάλεγε εκείνη τη στιγμή για να φτάσει τριποδίζοντας στο τέλος του δρόμου της ζωής του. Ο πιστολάς στάθηκε με τις σκονισμένες του μπότες και το ξεθωριασμένο του μπλουτζίν κάτω από τον ανελέητο ήλιο, χαϊδεύοντας την μπλεγμένη χαίτη του αλόγου, σταματώντας κάπου κάπου για να τραβήξει τα δάχτυλα

Page 140: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

του μέσα από τις μπερδεμένες τρίχες και μια φορά για να διώξει τις μυγίτσες που είχαν μαζευτεί στις άκρες των ματιών του Τόπσι. Ας γεννούσαν εκεί τα αβγά τους και ας εκκολάπτονταν τα σκουλήκια τους αφού θα ήταν ο Τόποι νεκρός, όχι νωρίτερα. Ο Ρόλαντ έδειξε έτσι το σεβασμό του προς το άλογο του όσο περισσότερο μπορούσε, καθώς έφταναν ως τα αυτιά του εκείνα τα μακρινά, ονειρικά κουδουνίσματα και οι παράξενοι χτύποι. Ύστερα από λίγο σταμάτησε να περιποιείται μηχανικά το άλογο και κοίταξε συλλογισμένος την ανοιχτή πύλη. Ο σταυρός πάνω από το κέντρο της ήταν λιγάκι ασυνήθιστος, κατά τ' άλλα όμως ήταν μια κλασική πύλη του είδους της, κοινή στη Δύση, όχι χρήσιμη αλλά παραδοσιακή -όλες οι μικρές πόλεις που είχε επισκεφθεί το τελευταίο δεκάμηνο έμοιαζαν να έχουν μια τέτοια πύλη στην είσοδο (μεγαλοπρεπή) και άλλη μία στην έξοδο (όχι τόσο μεγαλοπρεπή). Καμία δεν ήταν φτιαγμένη για να εμποδίζει την είσοδο στους επισκέπτες, και σίγουρα όχι αυτή. Ορθωνόταν ανάμεσα σε δύο τοίχους από ροζ πλίθους, που συνεχίζονταν για έξι εφτά μέτρα στην πετρώδη πλαγιά, στις δυο μεριές του δρόμου, και ύστερα απλώς σταματούσαν. Αν έκλειναν και αμπάρωναν την πύλη, αυτός που θα ήθελε να μπει θα έπρεπε απλώς να κάνει το γύρο του πλίθινου τοίχου από τη μία ή από την άλλη μεριά. Πέρα από την πύλη, ο Ρόλαντ έβλεπε έναν κεντρικό δρόμο που φαινόταν απόλυτα συνηθισμένος -ένα πανδοχείο, δύο σαλούν (το ένα λεγόταν Το Βιαστικό Γουρούνι, και τα γράμματα στην πινακίδα πάνω από το άλλο είχαν ξεθωριάσει και δεν φαίνονταν), ένα εμπορικό, ένα σιδηρουργείο, μια Αίθουσα Συγκεντρώσεων. Επίσης, υπήρχε ένα μικρό αλλά όμορφο ξύλινο κτίριο μ' ένα καμπαναριό από πάνω, με γερά πέτρινα θεμέλια και μ' ένα σταυρό βαμμένο χρυσαφή πάνω στη διπλή θύρα του. Ο σταυρός, όπως εκείνος πάνω από την πύλη, φανέρωνε πως αυτός ήταν ένας τόπος λατρείας για κείνους που πίστευαν ακόμη στον Άνθρωπο Ιησού. Η θρησκεία αυτή δεν ήταν κοινή στον Μεσαίο Κόσμο, όμως ούτε άγνωστη ήταν, και το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τις περισσότερες θρησκείες εκείνες τις μέρες, συμπεριλαμβανομένης της λατρείας του Βάαλ, του Ασμοδαίου και άλλων εκατό. Η πίστη είχε χαθεί όπως και καθετί άλλο στον κόσμο αυτές τις μέρες. Απ' όσο ήξερε ο Ρόλαντ, ο θεός του Σταυρού ήταν άλλη μια θρησκεία που δίδασκε πως η αγάπη και ο φόνος ήταν δυο πράγματα άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους -πως τελικά ο θεός έπινε πάντα αίμα.

Page 141: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στο μεταξύ, υπήρχε το μελωδικό βουητό των εντόμων, που ακούγονταν σχεδόν σαν γρύλοι. Τα ονειρικά κουδουνίσματα. Κι εκείνοι οι αλλόκοτοι χτύποι, σαν γροθιάς πάνω σε πόρτα. Ή στο καπάκι ενός φέρετρου. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ περά, σκέφτηκε ο πιστολάς. Πρόσεχε, Ρόλαντ· αυτό το μέρος έχει μια κόκκινη μυρωδιά. Οδήγησε τον Τόποι μέσα από τη στολισμένη με μαραμένα άνθη πύλη στον κεντρικό δρόμο. Στην μπροστινή βεράντα του εμπορικού, όπου θα έπρεπε να είναι μαζεμένοι οι γέροι και να κουβεντιάζουν για τη σοδειά, την πολιτική και τις τρέλες της νεότερης γενιάς, δεν υπήρχε παρά μια σειρά άδειες κουνιστές καρέκλες. Κάτω από μία, σαν ριγμένη από ένα απρόσεκτο (και νεκρό πια) χέρι, υπήρχε μια καρβουνιασμένη πίπα από κότσαλο καλαμποκιού. Οι δέστρες για τα άλογα μπροστά στο Βιαστικό Γουρούνι έστεκαν έρημες και τα τζάμια του σαλούν ήταν σκοτεινά. Ένα από τα φύλλα της παλινδρομικής πόρτας ήταν βγαλμένο και ακουμπισμένο στο πλάι του κτιρίου, και το άλλο κρεμόταν μισάνοιχτο, με τις ξεθωριασμένες πράσινες γρίλιες του πιτσιλισμένες με καστανέρυθρες κηλίδες που θα μπορούσαν να είναι μπογιά, αλλά μάλλον δεν ήταν. Σαν μακιγιαρισμένο αλλά γερασμένο πρόσωπο γυναίκας, η βιτρίνα του στάβλου διανυκτέρευσης και ενοικίασης ήταν ανέπαφη, όμως ο ίδιος ο στάβλος από πίσω δεν ήταν παρά ένας καρβουνιασμένος σκελετός. Πρέπει να κάηκε μια βροχερή μέρα, σκέφτηκε ο πιστολάς, ειδάλλως όλη η πόλη θα είχε καεί μαζί του· μια αληθινή φαντασμαγορία για τον τυχαίο περαστικό. Στα δεξιά του τώρα, στη μέση της απόστασης ως την πλατεία, ήταν η εκκλησία. Υπήρχαν χορταριασμένες λωρίδες στα πλαϊνά της, που η μία χώριζε την εκκλησία από την Αίθουσα Συγκεντρώσεων της πόλης και η άλλη από το σπιτάκι του ιερέα και της οικογένειας του (αν δηλαδή επρόκειτο για μία από τις σέκτες του Ιησού που επέτρεπαν στους σαμάνους τους να έχουν γυναίκα και οικογένεια· κάποιες, με ολοφάνερα παράφρονες ηγέτες, απαιτούσαν να μένουν τουλάχιστον τυπικά άγαμοι). Υπήρχαν λουλούδια σ' αυτές τις χορταριασμένες λωρίδες και, ενώ φαίνονταν ξεραμένα, τα περισσότερα ήταν ακόμη ζωντανά. Επομένως, ό,τι είχε συμβεί εδώ και είχε ερημώσει την πόλη είχε συμβεί σχετικά πρόσφατα. Πριν από μία βδομάδα, ίσως. Δύο το πολύ, με δεδομένη αυτή τη ζέστη. Ο Τόπσι φταρνίστηκε ξανά και χαμήλωσε κουρασμένα το κεφάλι του. Ο πιστολάς είδε από πού ακούγονταν τα κουδουνίσματα. Πάνω από το σταυρό, στις πόρτες της εκκλησίας, ένα σκοινί ήταν κρεμασμένο σχηματίζοντας ένα χαλαρό μακρύ τόξο. Από πάνω του κρέμονταν καμιά εικοσαριά αργυρά κουδουνάκια. Δεν φυσούσε σχεδόν καθόλου, αλλά και το

Page 142: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

λιγοστό αεράκι αρκούσε για να μη μένουν ποτέ ασάλευτα... και αν φυσούσε αληθινά, σκέφτηκε ο Ρόλαντ, το κουδούνισμα τους θα ήταν πολύ λιγότερο ευχάριστο· σαν ένα πλήθος κουτσομπόλες που φλυαρούν στριγκά. «Γεια!» φώναξε ο Ρόλαντ, κοιτάζοντας στην πέρα μεριά του δρόμου, σ' αυτό που μια μεγάλη πινακίδα έλεγε πως ήταν το Ξενοδοχείο «Καλή Κλίνη». «Γεια σου, πόλη!» Καμία απόκριση εκτός από τα κουδουνίσματα, το βουητό των εντόμων και εκείνους τους παράξενους χτύπους. Καμία απόκριση, καμία κίνηση... όμως υπήρχαν άνθρωποι εδώ. Άνθρωποι ή κάτι. Τον παρακολουθούσαν. Οι τριχούλες στο σβέρκο του είχαν ανασηκωθεί. Ο Ρόλαντ προχώρησε, οδηγώντας τον Τόπσι προς το κέντρο της πόλης, σηκώνοντας σε κάθε βήμα σύννεφα σκόνης από τον κεντρικό χωματόδρομο. Σαράντα βήματα παρακάτω, στάθηκε μπροστά σ' ένα χαμηλό κτίσμα που πάνω του είχε γραμμένη μόνο μία κοφτή λέξη: ΝΟΜΟΣ. Το γραφείο του σερίφη (αν είχαν σερίφη τόσο μακριά από την Ενδοχώρα) ήταν σχεδόν ολόιδιο με την εκκλησία -με ξύλινα σανίδια, με άσχημες σκούρες καφετιές κηλίδες και με πέτρινα θεμέλια. Τα κουδουνάκια πίσω του συνέχιζαν να ψιθυρίζουν. Άφησε το άλογο στη μέση του δρόμου και ανέβηκε τα σκαλιά ως το γραφείο του ΝΟΜΟΥ. Ένιωθε τα κουδουνάκια να σαλεύουν ασταμάτητα, τον ήλιο στο σβέρκο του, τον ιδρώτα να κυλά στα πλευρά του. Η πόρτα ήταν κλειστή αλλά ξεκλείδωτη. Την άνοιξε και ύστερα τραβήχτηκε μορφάζοντας, μισοσηκώνοντας το χέρι του, καθώς η ζέστη που ήταν παγιδευμένη μέσα βγήκε ορμητικά. Αν ήταν όλα τα κλειστά κτίρια τόσο ζεστά μέσα, σκέφτηκε, σύντομα κι άλλα θα ακολουθούσαν τη μοίρα του απανθρακωμένου στάβλου. Και, δίχως βροχή για να σβήσει τις φλόγες (και σίγουρα δίχως εθελοντές πυροσβέστες πια), η πόλη δεν θα συνέχιζε να υπάρχει για πολύ ακόμη. Μπήκε στο γραφείο, πασχίζοντας να ανασαίνει λίγο λίγο στον αποπνικτικό αέρα παρά να παίρνει βαθιές ανάσες. Αμέσως άκουσε το σιγανό βουητό των μυγών. Υπήρχε ένα μοναδικό κελί, ευρύχωρο και άδειο, με την καγκελωτή πόρτα του ανοιχτή. Ένα ζευγάρι βρόμικα μοκασίνια, το ένα ξηλωμένο, ήταν πεταμένα κάτω από μια κουκέτα μουσκεμένη από την ίδια καστανέρυθρη ουσία που είχε κηλιδώσει και το Βιαστικό Γουρούνι. Εδώ ήταν οι μύγες, μαζεμένες πάνω στην κηλίδα. Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα βιβλίο. Ο Ρόλαντ το γύρισε προς το μέρος του και διάβασε τα ανάγλυφα γράμματα στο κόκκινο εξώφυλλο του:

Page 143: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ΜΗΤΡΩΟ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ

ΕΛΟΥΡΙΑ Τώρα τουλάχιστον ήξερε το όνομα της πόλης -Ελούρια. Όμορφο, όμως κάπως απειλητικό επίσης. Αλλά οποιοδήποτε όνομα θα ηχούσε απειλητικό, φαντάστηκε ο Ρόλαντ, κάτω από αυτές τις συνθήκες. Έκανε μεταβολή για να φύγει και είδε μια πόρτα σφαλισμένη μ' ένα ξύλινο μάνταλο. Πήγε ως εκεί, στάθηκε μπροστά στην πόρτα για μια στιγμή και ύστερα τράβηξε το ένα από τα μεγάλα περίστροφα που είχε στις θήκες χαμηλά στους γοφούς του. Στάθηκε για μια στιγμή ακόμη, με το κεφάλι σκυφτό, σκεφτικός (ο Κάθμπερτ, ο παλιός του φίλος, έλεγε πως οι τροχοί μέσα στο κεφάλι του Ρόλαντ γύριζαν αργά αλλά με θαυμαστή ακρίβεια), και ύστερα ξεμαντάλωσε την πόρτα, την άνοιξε και αμέσως τραβήχτηκε πίσω, σηκώνοντας το όπλο του, περιμένοντας κάποιο πτώμα (ίσως του σερίφη της Ελούρια) να σωριαστεί στο δωμάτιο, με το λαρύγγι του κομμένο και τα μάτια του βγαλμένα, θύμα ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ παρά ΤΙΜΩΡΙΑΣ... Τίποτε. Εντάξει, πέντ' έξι κηλιδωμένες φόρμες, που μάλλον τις φορούσαν όσοι ήταν φυλακισμένοι για πολύ καιρό, δυο τόξα, μια φαρέτρα, μια παλιά σκονισμένη μηχανή, ένα τουφέκι που φαινόταν να μην έχει χρησιμοποιηθεί τα τελευταία εκατό χρόνια και μια σφουγγαρίστρα... όμως για τον πιστολά όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτε. Δεν ήταν παρά μια αποθηκούλα. Γύρισε στο γραφείο, άνοιξε το βιβλίο και το φυλλομέτρησε. Ακόμη και οι σελίδες ήταν ζεστές, σαν να είχε ψηθεί το βιβλίο. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς είχε συμβεί. Αν η διάταξη του κεντρικού δρόμου ήταν διαφορετική, θα περίμενε να βρει μέσα ένα μεγάλο αριθμό θρησκευτικών παραπτωμάτων, όμως τώρα δεν ξαφνιάστηκε που δεν υπήρχε κανένα -αν η εκκλησία του Ανθρώπου Ιησού συνυπήρχε με δύο σαλούν, οι πιστοί πρέπει να ήταν αρκετά λογικοί άνθρωποι. Αυτό που βρήκε ο Ρόλαντ ήταν τα συνηθισμένα μικροπταίσματα και μερικά όχι τόσο μικρά αδικήματα –ένα φόνο, μια κλοπή αλόγου, την Ατίμωση μιας Κυρίας (που μάλλον σήμαινε βιασμός). Ο φονιάς είχε μεταφερθεί σε ένα μέρος ονόματι Λέξινγκγουορθ για να απαγχονιστεί. Ο Ρόλαντ δεν το είχε ξανακούσει. Μια σημείωση προς το τέλος έλεγε Εντεύθεν σταλμένοι

Page 144: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πράσινοι άνθρωποι. Ο Ρόλαντ δεν είχε ιδέα τι σήμαινε. Η πιο πρόσφατη καταχώριση ήταν η εξής: 12/ΠΓ/99. Τσας. Φρίμπορν, ζωοκλέφτης, θα δικαστεί. Ο Ρόλαντ απόρησε μ' αυτό το 12/ΠΓ/99 και σκέφτηκε πως το ΠΓ θα μπορούσε να σημαίνει Πλήρης Γη. Όπως και να 'χε, η μελάνη φαινόταν εξίσου νωπή με το αίμα στην κουκέτα, στο κελί, και του πιστολά του φαινόταν πως ο Τσας. Φρίμπορν, ζωοκλέφτης, είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου της ζωής του. Βγήκε στη ζέστη και στα σιγανά κουδουνίσματα. Ο Τόπσι τον κοίταξε άψυχα και υστέρα χαμήλωσε το κεφάλι του ξανά, σαν να υπήρχε κάτι για να βοσκήσει στη σκόνη του κεντρικού δρόμου. Σαν να υπήρχε περίπτωση να βοσκήσει ποτέ ξανά. Ο πιστολάς σήκωσε τα γκέμια, τα ξεσκόνισε χτυπώντας τα στο ξεθωριασμένο, σχεδόν άχρωμο τζιν του και προχώρησε. Οι χτύποι στο ξύλο ακούγονταν όλο και πιο δυνατοί καθώς βάδιζε (δεν είχε βάλει στη θήκη το όπλο του βγαίνοντας από το γραφείο του ΝΟΜΟΥ, ούτε του περνούσε τώρα από το νου να το κάνει), και καθώς ζύγωνε στην πλατεία της πόλης, όπου σε πιο φυσιολογικές εποχές θα βρισκόταν η αγορά της Ελούρια, είδε τελικά κίνηση. Στην πέρα μεριά της πλατείας, υπήρχε μια μακριά ποτίστρα, που φαινόταν φτιαγμένη από σιδερόξυλο (αυτό που κάποιοι σε τούτες τις περιοχές ονόμαζαν «σεκόγια») και προφανώς σε κάποιες καλύτερες εποχές γέμιζε από ένα σκουριασμένο ατσάλινο σωλήνα, που τώρα εξείχε δίχως νερό πάνω από τη νότια άκρη της ποτίστρας. Κρεμάμενο πάνω από τη μια μεριά αυτής της μικρής όασης, κάπου στο κέντρο, ήταν ένα πόδι μέσα σ' ένα ξεθωριασμένο γκρίζο μπατζάκι, που κατέληγε σε μια μασουλημένη καουμπόικη μπότα. Αυτό που την είχε μασουλήσει ήταν ένα μεγάλο σκυλί, ίσως δύο τόνους πιο γκρίζο από το κοτλέ μπατζάκι. Κάτω από άλλες συνθήκες, φαντάστηκε ο Ρόλαντ, ο κοπρίτης θα είχε βγάλει εδώ και πολύ καιρό την μπότα, ίσως όμως το πόδι μέσα να είχε πρηστεί. Όπως και να 'χε, ο σκύλος σχεδόν είχε πετύχει το στόχο του απλώς μασουλώντας την μπότα. Την άρπαζε και την τραβούσε μπρος πίσω. Κάπου κάπου το τακούνι της χτυπούσε στην ξύλινη ποτίστρα, ηχώντας υπόκωφα. Ο πιστολάς δεν είχε κάνει και τόσο μεγάλο λάθος, τελικά, όταν του είχε έρθει στο νου το καπάκι ενός φέρετρου. Γιατί δεν τραβιέται μερικά βήματα, για να πηδήξει μέσα στην ποτίστρα και να τον φάει; αναρωτήθηκε ο Ρόλαντ. Δεν βγαίνει νερό από το σωλήνα, επομένως αποκλείεται να φοβάται μήπως πνιγεί.

Page 145: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Τόπσι φταρνίστηκε πάλι κουρασμένα, πνιχτά, και όταν ο σκύλος γύρισε ξαφνιασμένος, ο Ρόλαντ κατάλαβε γιατί το ζώο ταλαιπωρούνταν έτσι. Το ένα μπροστινό του πόδι είχε σπάσει άσχημα και είχε κολλήσει στραβά, θα δυσκολευόταν να βαδίσει, πόσο μάλλον να πηδήξει. Στο τρίχωμα του στέρνου του είχε μια βρόμικη λευκή κηλίδα και στο κέντρο της μαύρες τρίχες που σχημάτιζαν, περίπου, ένα σταυρό. Ένα σκυλί του Ιησού, ίσως, στην απογευματινή του μετάληψη. Όμως δεν υπήρχε τίποτε θρησκευτικό στο γρύλισμα που άρχισε να βγαίνει από το στέρνο του, ή στον τρόπο με τον οποίο στρέφονταν πέρα δώθε τα τσιμπλιάρικα μάτια του. Το πάνω χείλι του τραβήχτηκε τρεμάμενο, φανερώνοντας δυο σειρές μεγαλούτσικα δόντια. «Φύγε», είπε ο Ρόλαντ. «Όσο μπορείς ακόμη». Ο σκύλος τραβήχτηκε, μέχρι που τα πίσω πόδια του κόλλησαν στη μασουλημένη μπότα. Κοίταξε φοβισμένα τον άντρα που ζύγωνε, όμως ήθελε ολοφάνερα να υπερασπιστεί τη λεία του. Το περίστροφο στο χέρι του Ρόλαντ δεν σήμαινε τίποτε για το σκύλο. Ο πιστολάς δεν ξαφνιάστηκε· φαντάστηκε πως το ζώο δεν είχε ξαναδεί περίστροφο, πως γι' αυτό δεν ήταν παρά κάποιου είδους ραβδί, που μπορούσε απλώς να ριχτεί καταπάνω του μια φορά. «Φύγε, τώρα», είπε ο Ρόλαντ, όμως το σκυλί παρέμεινε ασάλευτο. Θα 'πρεπε να το πυροβολήσει -δεν είχε νόημα να ζει, ούτε για το ίδιο, έτσι σακατεμένο που ήταν, ούτε για κανέναν άλλο, τώρα που είχε γευτεί ανθρώπινη σάρκα-, όμως για κάποιο λόγο δεν ήθελε. Το να σκοτώσει το μόνο ζωντανό πλάσμα σ' αυτή την πόλη (εκτός από τα μελωδικά έντομα, δηλαδή) ήταν σαν να προκαλούσε την τύχη του. Πυροβόλησε στο χώμα δίπλα στο αλάβωτο μπροστινό πόδι του σκύλου κι ο πυροβολισμός ήχησε εκκωφαντικός στον καυτό αέρα κι έκανε τα έντομα να σωπάσουν για λίγο. Αποδείχτηκε πως το σκυλί μπορούσε να τρέξει, όμως η καρδιά του Ρόλαντ ράγισε λιγάκι καθώς το έβλεπε να μοχθεί για να το βάλει στα πόδια κουτσαίνοντας. Στάθηκε στην πέρα μεριά της πλατείας, δίπλα σ' ένα αναποδογυρισμένο κάρο δίχως πλαϊνά τοιχώματα (πιτσιλισμένο επίσης με ξεραμένο αίμα), και κοίταξε πίσω. Έβγαλε ένα απελπισμένο ουρλιαχτό, που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του Ρόλαντ να σηκωθούν ακόμη περισσότερο. Ύστερα στράφηκε, έκανε το γύρο του κατεστραμμένου κάρου και συνέχισε κουτσαίνοντας σ' ένα δρομάκι ανάμεσα σε δύο από τους πάγκους. Αυτός ήταν ο δρόμος προς την πίσω πύλη της Ελούρια, φαντάστηκε ο Ρόλαντ. Οδηγώντας ακόμη το ετοιμοθάνατο άλογο του, ο πιστολάς διέσχισε την πλατεία ως την ποτίστρα από σιδερόξυλο και κοίταξε μέσα. Ο ιδιοκτήτης της μασουλημένης μπότας δεν ήταν άντρας αλλά αγόρι, που μόλις είχε

Page 146: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αρχίσει να παίρνει μπόι -και θα ήταν μεγάλο μπόι, αυτό φαινόταν, άσχετα με το πρήξιμο του από τον καιρό που είχε μείνει μέσα στο νερό κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. Τα μάτια του αγοριού, που τώρα δεν ήταν παρά γαλακτώδεις σφαίρες, κοίταζαν τυφλά τον πιστολά, σαν μάτια αγάλματος. Τα μαλλιά του ήταν λευκά σαν γέρου, αν και γι' αυτό έφταιγε το νερό· το αγόρι μάλλον ήταν κατάξανθο. Φορούσε ρούχα καουμπόι, αν και δεν ήταν πάνω από δεκατεσσάρων δεκαπέντε χρόνων. Από το λαιμό του κρεμόταν ένα χρυσαφένιο μενταγιόν, που έλαμπε θαμπά μέσα στο νερό που είχε αρχίσει να πετσιάζει. Ο Ρόλαντ έβαλε το χέρι του στο νερό δίχως να θέλει, αλλά νιώθοντας την υποχρέωση να το κάνει. Τύλιξε τα δάχτυλα του γύρω από το μενταγιόν και το τράβηξε. Η αλυσίδα έσπασε και ο Ρόλαντ το σήκωσε, βρεγμένο, στον αέρα. Περίμενε να είναι ένα σίγκουλ του Ανθρώπου Ιησού -όπως λεγόταν ο σταυρός, ή και ολόκληρος ο Εσταυρωμένος-, όμως ένα μικρό ορθογώνιο κρεμόταν απ' την αλυσίδα. Φαινόταν φτιαγμένο από ατόφιο χρυσάφι. Πάνω του ήταν χαραγμένες αυτές οι λέξεις: Τζέϊμς. Αγαπημένος από την οικογένεια του. Αγαπημένος από τον ΘΕΟ. Ο Ρόλαντ, που είχε νιώσει αποστροφή βάζοντας το χέρι του στο μολυσμένο νερό (πιο νέος, δεν θα το είχε κάνει ποτέ), τώρα χάρηκε που το έκανε. Μπορεί να μη συναντούσε ποτέ αυτούς που είχαν αγαπήσει το αγόρι, όμως ήξερε αρκετά για το κα, ώστε να πιστεύει πως ίσως να συνέβαινε. Όπως και να 'χε, ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει. Όπως και το να κηδέψει κανονικά το αγόρι... αν κατόρθωνε, φυσικά, να το βγάλει από την ποτίστρα δίχως να διαλυθεί το πτώμα μέσα στα ρούχα του. Ο Ρόλαντ το συλλογιζόταν αυτό, πασχίζοντας να ζυγιάσει από τη μια το καθήκον του κι από την άλλη την όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα του να φύγει απ' αυτή την πόλη, όταν ο Τόπσι σωριάστηκε νεκρός. Το άλογο έπεσε με τους χαλινούς να τρίζουν, βγάζοντας ένα στερνό πνιχτό βογκητό. Ο Ρόλαντ στράφηκε και αντίκρισε οχτώ ανθρώπους στο δρόμο, να βαδίζουν προς το μέρος του, ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν κυνηγοί που θέλουν να βγάλουν τα πουλιά και τα μικρά ζώα από τους θάμνους. Το δέρμα τους ήταν κερένιο, πράσινο. Άνθρωποι με τέτοιο δέρμα θα έλαμπαν στο σκοτάδι σαν φαντάσματα. Ήταν δύσκολο να πει κανένας το φύλο τους, και

Page 147: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τι σημασία είχε άλλωστε -γι' αυτούς ή για οποιονδήποτε άλλο; Ήταν βραδυκίνητοι μεταλλαγμένοι, που βάδιζαν σκυφτοί, προσεκτικά, σαν κουφάρια που είχαν ζωντανέψει με απόκρυφα μαγικά. Η σκόνη έπνιγε τα βήματα τους σαν παχύ χαλί. Με το σκύλο να έχει εξαφανιστεί, μπορεί να είχαν ζυγώσει τον Ρόλαντ δίχως να τους καταλάβει, αν δεν είχε βρει ο Τόπσι αυτή την κατάλληλη στιγμή για να ξεψυχήσει. Ο Ρόλαντ δεν είδε να κρατούν κανένα πυροβόλο όπλο· ήταν οπλισμένοι με αυτοσχέδια ρόπαλα, που στην πραγματικότητα ήταν πόδια από καρέκλες και τραπέζια, αν και ο Ρόλαντ είδε ένα που έμοιαζε αληθινό όπλο, με σκουριασμένα καρφιά πάνω του, και φαντάστηκε πως κάποτε το είχε ο μπράβος κάποιου σαλούν, ίσως του Βιαστικού Γουρουνιού. Ο Ρόλαντ σήκωσε το πιστόλι του, σημαδεύοντας αυτόν στη μέση της γραμμής. Τώρα άκουγε το σούρσιμο των ποδιών τους και την υγρή, θορυβώδη ανάσα τους, σαν να είχαν όλοι πνευμονία. Μάλλον βγήκαν από τα ορυχεία, συλλογίστηκε ο Ρόλαντ. Υπάρχουν ορυχεία ραδίου κάπου εδώ γύρω. Έτσι εξηγείται το χρώμα του δέρματος τους. Αναρωτιέμαι πώς δεν τους σκοτώνει ο ήλιος. Και ύστερα, καθώς παρακολουθούσε, αυτός που ήταν στην άκρη -ένα πλάσμα με όψη σαν από λιωμένο κερί πέθανε... ή κατέρρευσε, τουλάχιστον. Ο άντρας (ο Ρόλαντ ήταν βέβαιος πως ήταν αρσενικός) έπεσε στα γόνατα βγάζοντας μια σιγανή, πνιχτή κραυγή και πασχίζοντας να αρπάξει το χέρι του διπλανού του, ενός πλάσματος με άμορφο άτριχο κεφάλι και κόκκινα έλκη που τσιτσίριζαν στο λαιμό του. Το πλάσμα αγνόησε το σύντροφο του που είχε σωριαστεί, συνεχίζοντας να έχει τα σβησμένα μάτια του καρφωμένα στον Ρόλαντ και να βαδίζει τρεκλίζοντας μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. «Σταθείτε ακίνητοι!» είπε ο Ρόλαντ. «Υπακούστε, αν θέλετε να σας βρει το τέλος της μέρας ζωντανούς! Υπακούστε με!» Μίλησε βασικά σ' εκείνον στο κέντρο, που φορούσε παλιές κόκκινες τιράντες πάνω από ένα κουρελιασμένο πουκάμισο και βρόμικο σκληρό καπέλο. Αυτός ο τζέντλεμαν δεν είχε παρά ένα μάτι, που κοίταζε με φρικτή και ολοφάνερη λαιμαργία τον πιστολά. Εκείνη δίπλα στο Σκληρό Καπέλο (ο Ρόλαντ πίστευε πως μάλλον ήταν γυναίκα, γιατί υποτυπώδη στήθη φαίνονταν να κρέμονται κάτω απ' το γιλέκο της) πέταξε το καρεκλοπόδαρο που κρατούσε. Είχε σημαδέψει σωστά, όμως το πόδι έπεσε σε απόσταση τριών μέτρων από τον Ρόλαντ. Ο Ρόλαντ πίεσε τη σκανδάλη του περιστρόφου του και πυροβόλησε ξανά. Αυτή τη φορά η σφαίρα, αντί να σηκώσει ένα σύννεφο σκόνης μπροστά στο

Page 148: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πόδι ενός κουτσού σκυλιού, έκανε το ίδιο στα κουρελιασμένα απομεινάρια του παπουτσιού του Σκληρού Καπέλου. Οι πράσινοι άνθρωποι δεν το έβαλαν στα πόδια όπως ο σκύλος, όμως στάθηκαν, με τα άψυχα, λαίμαργα μάτια τους καρφωμένα πάνω του. Άραγε είχαν καταλήξει οι άφαντοι κάτοικοι της Ελούρια στο στομάχι αυτών των πλασμάτων; Ο Ρόλαντ δεν μπορούσε να το πιστέψει... αν και ήξερε πολύ καλά πως τέτοια όντα δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να γίνουν κανίβαλοι. (Και ίσως να μην ήταν κανιβαλισμός στην πραγματικότητα" πώς θα μπορούσαν τέτοια πλάσματα να θεωρηθούν άνθρωποι, ό,τι κι αν ήταν κάποτε;) Ήταν πολύ αργά και ανόητα. Αν είχαν τολμήσει να έρθουν στην πόλη αφού τα έδιωξε ο σερίφης, θα τα είχαν κάψει ή θα τα είχαν λιθοβολήσει. Δίχως να σκεφτεί τι έκανε, θέλοντας μονάχα να ελευθερώσει το άλλο του χέρι για να τραβήξει και το δεύτερο όπλο του αν δεν λογικεύονταν αυτά τα φαντάσματα, ο Ρόλαντ έβαλε στην τσέπη του τζιν του το μενταγιόν που είχε πάρει από το νεκρό αγόρι, σπρώχνοντας μέσα και τη λεπτή αλυσίδα του. Στέκονταν και τον κοίταζαν, με τους παράξενα παραμορφωμένους ίσκιους τους να απλώνονται πίσω τους. Και τώρα τι; Να τους έλεγε να πάνε από κει που είχαν έρθει; Ο Ρόλαντ δεν ήξερε αν θα το έκαναν και, όπως και να 'χε, είχε αποφασίσει ότι τους προτιμούσε σ' ένα μέρος όπου θα μπορούσε να τους βλέπει. Και τουλάχιστον τώρα δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει για να θάψει το αγόρι, τον Τζέϊμς· αυτό το πρόβλημα είχε λυθεί. «Ακίνητοι», είπε σιγανά, αρχίζοντας να οπισθοχωρεί. «Ο πρώτος που θα κινηθεί...» Πριν τελειώσει τη φράση του, ένας τους -ένα ευρύστερνο ξωτικό με σουφρωμένο βατραχίσιο στόμα και κάτι σαν βράγχια στα πλάγια του σαρκώδους λαιμού του όρμησε μπροστά, κραυγάζοντας με στριγκή και παράξενα άτονη φωνή. Μπορεί να ήταν κάποιου είδους γέλιο. Κράδαινε κάτι που έμοιαζε με πόδι πιάνου. Ο Ρόλαντ πυροβόλησε. Το στήθος του κυρίου Βάτραχου βούλιαξε σαν κακοφτιαγμένη στέγη. Έκανε κάμποσα βήματα προς τα πίσω, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία του και πιάνοντας το στήθος του με το χέρι που δεν κρατούσε το πόδι του πιάνου. Τα πόδια του, με βρόμικες κόκκινες βελούδινες παντόφλες γυριστές στην άκρη, μπερδεύτηκαν και το πλάσμα σωριάστηκε, βγάζοντας έναν αλλόκοτο σπαραξικάρδιο πνιχτό ήχο. Έριξε το ρόπαλο του, γύρισε στο πλάι, πάσχισε να σηκωθεί και ύστερα ξανάπεσε στο χώμα. Τα ολάνοιχτα μάτια του έλαμπαν στο εκτυφλωτικό ηλιόφως, και ο Ρόλαντ είδε άσπρους πλοκάμους

Page 149: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ατμού να ξετυλίγονται από το δέρμα του, που έχανε γρήγορα την πράσινη απόχρωση του. Επίσης, ακουγόταν ένας σφυριχτός ήχος, σαν σάλιου πάνω σε καυτό μάτι κουζίνας. Τουλάχιστον έτσι δεν χρειάζεται να εξηγώ, συλλογίστηκε ο Ρόλαντ και κάρφωσε τα μάτια του στους υπόλοιπους. «Εντάξει, ήταν ο πρώτος που σάλεψε. Ποιος θέλει να είναι ο επόμενος;» Κανένας δεν φάνηκε να θέλει. Συνέχισαν απλώς να στέκουν εκεί, κοιτάζοντας τον, ούτε ζυγώνοντας... αλλά ούτε οπισθοχωρώντας. Σκέφτηκε (όπως και για το σκυλί με το σταυρό) πως θα έπρεπε να τους σκοτώσει εκεί όπου στέκονταν, απλώς να τραβήξει το άλλο του όπλο και να τους θερίσει. Δεν θα του έπαιρνε παρά μερικά δευτερόλεπτα όλα κι όλα, και θα ήταν παιχνιδάκι για τα ταλαντούχα χέρια του, ακόμη κι αν κάποιοι το έβαζαν στα πόδια. Όμως δεν μπορούσε. Όχι έτσι, εν ψυχρώ. Δεν ήταν τέτοιου είδους φονιάς... όχι ακόμη τουλάχιστον. Πολύ αργά, άρχισε να οπισθοχωρεί, πρώτα κάνοντας το γύρο της ποτίστρας, για να την έχει ανάμεσα στον ίδιο και σ' εκείνους. Όταν το Σκληρό Καπέλο έκανε ένα βήμα μπροστά, ο Ρόλαντ δεν έδωσε στους άλλους την ευκαιρία να τον μιμηθούν φύτεψε μια σφαίρα στο χώμα της κεντρικής οδού, δυο τρία εκατοστά μπροστά από το πόδι του Σκληρού Καπέλου. «Αυτή είναι η τελευταία προειδοποίηση», είπε, εξακολουθώντας να μιλά σιγανά. Δεν είχε ιδέα αν καταλάβαιναν τα λόγια του, ούτε τον ένοιαζε. Φανταζόταν πως μπορούσαν να καταλάβουν το νόημα τους από τον τόνο της φωνής του. «Η επόμενη σφαίρα που θα ρίξω θα είναι στην καρδιά κάποιου. Λοιπόν, εσείς μένετε κι εγώ φεύγω. Σας δίνω αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Ακολουθήστε με και θα πεθάνετε. Κάνει πολλή ζέστη για να παίζουμε παιχνίδια κι έχω αρχίσει να χάνω την...» «Μπου!» Είχε ακουστεί από πίσω του, μια τραχιά, υγρή φωνή, με ολοφάνερη αγαλλίαση. Ο Ρόλαντ είδε έναν ίσκιο να ξεχωρίζει από τη σκιά του αναποδογυρισμένου κάρου, όπου είχε σχεδόν φτάσει τώρα, και μόλις που πρόφτασε να καταλάβει πως άλλος ένας από τους πράσινους ανθρώπους κρυβόταν από πίσω του. Καθώς γύριζε, ένα ρόπαλο τον χτύπησε στον ώμο, μουδιάζοντας το δεξί του χέρι ως τον καρπό. Κατόρθωσε να κρατήσει το όπλο και πυροβόλησε μια φορά, όμως η σφαίρα πέτυχε μία από τις ρόδες του κάρου, θρυμματίζοντας μια από τις ξύλινες ακτίνες και κάνοντας τη ρόδα να γυρίσει τρίζοντας στριγκά. Πίσω του άκουσε τους πράσινους ανθρώπους στο δρόμο να εφορμούν βγάζοντας βραχνές κραυγές σαν γαβγίσματα.

Page 150: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το πλάσμα που ήταν κρυμμένο πίσω από το αναποδογυρισμένο κάρο ήταν ένα τέρας με δυο κεφάλια, το ένα με υποτυπώδες, άτονο πρόσωπο σαν πτώματος. Το άλλο, αν και εξίσου πράσινο, ήταν πιο ζωηρό. Ένα εύθυμο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα μεγάλα του χείλη, καθώς σήκωνε το ρόπαλο του για να τον χτυπήσει ξανά. Ο Ρόλαντ τράβηξε το άλλο του περίστροφο με το αριστερό του χέρι, που δεν το ένιωθε μουδιασμένο, νεκρό, όπως το δεξί. Πρόλαβε να φυτέψει μια σφαίρα στο χαμόγελο του δικέφαλου πλάσματος, τινάζοντας το προς τα πίσω μέσα σ' έναν πίδακα δοντιών και αίματος, καθώς το ρόπαλο έπεφτε από τα άψυχα δάχτυλα του. Ύστερα οι υπόλοιποι έπεσαν πάνω του, χτυπώντας τον με τα ρόπαλα τους. Ο πιστολάς κατόρθωσε να ξεφύγει από τα πρώτα δύο χτυπήματα και για μια στιγμή του φάνηκε πως ίσως να κατόρθωνε να κρυφτεί πίσω από το αναποδογυρισμένο κάρο, να κρυφτεί και να χρησιμοποιήσει τα όπλα του. Σίγουρα θα τα κατάφερνε. Σίγουρα η αναζήτηση του για τον Μαύρο Πύργο δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει στον σφυροκοπημένο από τον ήλιο δρόμο μιας μικρής πόλης στη Δύση, με την ονομασία Ελούρια, στα χέρια πέντ' έξι νωθρών μεταλλαγμένων με πράσινο δέρμα. Σίγουρα το χα δεν μπορούσε να είναι τόσο βάναυσο. Όμως το Σκληρό Καπέλο του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα με την κόψη του χεριού του κι ο Ρόλαντ, αντί να κρυφτεί πίσω από το κάρο, έπεσε πάνω στην πίσω ρόδα του, που στριφογύριζε αργά. Πέφτοντας στα τέσσερα και πασχίζοντας ακόμη να ξεφύγει, να στραφεί, να αποφύγει τα χτυπήματα που έπεφταν βροχή, είδε πως τώρα ήταν πολύ περισσότεροι από πέντ' έξι. Τουλάχιστον τριάντα πράσινοι άντρες και γυναίκες διέσχιζαν το δρόμο προς την πλατεία. Δεν ήταν μια μικρή ομάδα αλλά ολόκληρη φυλή. Και μάλιστα στο λαμπερό ηλιόφως! Οι νωθροί μεταλλαγμένοι, απ' όσο ήξερε, ήταν πλάσματα που αγαπούσαν τη σκοτεινιά, σχεδόν σαν μανιτάρια με μυαλό, και δεν είχε ξαναδεί άλλους σαν αυτούς. Ήταν... Αυτό με το κόκκινο γιλέκο ήταν θηλυκό. Τα γυμνά της στήθη, που ταλαντεύονταν κάτω από το βρόμικο κόκκινο γιλέκο της, ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε καθαρά καθώς μαζεύονταν γύρω του κι από πάνω του, χτυπώντας με τα ρόπαλα τους. Το ρόπαλο με τα σκουριασμένα καρφιά κατέβηκε στη δεξιά του γάμπα, τρυπώντας τη βαθιά. Πάσχισε ξανά να σηκώσει το ένα από τα μεγάλα του όπλα (τώρα δεν έβλεπε καλά, τα πάντα μπροστά του είχαν αρχίσει να θολώνουν, όμως αυτό δεν θα τους βοηθούσε αν άρχιζε να πυροβολεί· ήταν πάντα ο πιο ταλαντούχος απ' όλους τους. Ο Τζέϊμι Ντεκάρι είχε δηλώσει κάποτε πως ο Ρόλαντ μπορούσε να ρίξει με

Page 151: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δεμένα τα μάτια, γιατί είχε μάτια και στα δάχτυλα), όμως το κλότσησαν από το χέρι του κι έπεσε στο χώμα. Αν και ένιωθε ακόμη τη λεία ξύλινη λαβή του άλλου όπλου στο χέρι του, του φαινόταν πως επίσης δεν το κρατούσε πια. Τους μύριζε -την έντονη οσμή σαπισμένου κρέατος. Ή μήπως ήταν μονάχα από τα χέρια του, όταν τα σήκωσε πασχίζοντας αδύναμα, μάταια, να προστατεύσει το κεφάλι του; Από τα χέρια του, που τα είχε βάλει στο μολυσμένο νερό, όπου επέπλεαν κομματάκια από το δέρμα του νεκρού αγοριού; Τα ρόπαλα έπεφταν σε όλα τα σημεία του σώματος του, σαν να μην ήθελαν οι πράσινοι άνθρωποι απλώς να τον σκοτώσουν, αλλά και να κάνουν το κρέας του τρυφερό. Και, καθώς βυθιζόταν στη σκοτεινιά του βέβαιου -έτσι πίστευε- θανάτου του, άκουσε τα έντομα να τραγουδούν και τα κουδουνάκια που κρέμονταν από την πόρτα της εκκλησίας να ηχούν. Αυτοί οι ήχοι πλέχτηκαν σε μια παράξενα γλυκιά μουσική, που ύστερα χάθηκε, την κατάπιε το σκοτάδι.

II. ΑΝΑΔΥΣΗ. ΑΙΩΡΗΣΗ ΛΕΥΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ.

ΔΥΟ ΑΛΛΟΙ. ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ.

Η επιστροφή του πιστολά στον κόσμο δεν ήταν σαν ανάκτηση των αισθήσεων του ύστερα από χτύπημα, κάτι που του είχε συμβεί πάμπολλες φορές, ούτε ήταν σαν ξύπνημα. Ήταν σαν ανάδυση. Είμαι νεκρός, συλλογίστηκε κάποια στιγμή ενώ συνερχόταν. . όταν μπορούσε πάλι να σκέφτεται, εν μέρει. Είμαι νεκρός και ξυπνώ στη μετά θάνατον ζωή. Αυτό συμβαίνει. Το τραγούδι που ακούω είναι το τραγούδι νεκρών ψυχών. Η απόλυτη σκοτεινιά έγινε πρώτα ένα σκούρο γκρι, σαν το χρώμα ενός σύννεφου, και ύστερα ένα ανοιχτό σαν της ομίχλης, που σταδιακά απέκτησε μια ομοιόμορφη διαύγεια, θυμίζοντας το πρωινό πούσι λίγο πριν από το χάραμα, και ταυτόχρονα ο Ρόλαντ είχε διαρκώς εκείνη την αίσθηση της ανάδυσης, σαν να τον παρέσερνε ένα σιγανό αλλά δυνατό ανοδικό ρεύμα. Καθώς η αίσθηση της ανάδυσης σταδιακά ελαττωνόταν και η φωτεινότητα πίσω από τα βλέφαρα του αυξανόταν, ο Ρόλαντ άρχισε να πιστεύει πως ήταν ακόμη ζωντανός. Αυτό που τον έπεισε ήταν το τραγούδι. Δεν ήταν νεκρές ψυχές, ούτε η στρατιά των αγγέλων στον παράδεισο, που ανέφεραν κάποιες φορές οι ιερείς του Ανθρώπου Ιησού, αλλά εκείνα τα έντομα. Που θύμιζαν γρύλους, αλλά το τραγούδι τους ήταν γλυκύτερο. Αυτά που είχε ακούσει στην Ελούρια.

Page 152: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μ' αυτή τη σκέψη, άνοιξε τα μάτια του. Η πεποίθηση του πως ήταν ακόμη ζωντανός δοκιμάστηκε αληθινά, γιατί ο Ρόλαντ βρέθηκε να αιωρείται σ' έναν κόσμο λευκής ομορφιάς· η πρώτη του σκέψη, μέσα στο σάστισμά του, ήταν πως βρισκόταν στον ουρανό και έπλεε σ' ένα άσπρο σύννεφο. Τριγύρω του ακουγόταν το σφυριχτό τραγούδι των εντόμων. Δοκίμασε να γυρίσει το κεφάλι του και ταλαντεύτηκε μέσα σε κάτι σαν αιώρα. Το άκουσε να τρίζει. Το απαλό τραγούδι των εντόμων, που θύμιζε των γρύλων στο χορτάρι στο τέλος της ημέρας, πίσω στο Γκίλιαντ, έχασε το ρυθμό του κι ένα δέντρο πόνου απλώθηκε στη ράχη του Ρόλαντ. Δεν ήξερε ποιοι ήταν οι καυτοί κλώνοι του δέντρου, όμως ο κορμός ήταν σίγουρα η ραχοκοκαλιά του. Κι ένας πολύ πιο οξύς πόνος διαπέρασε τη μια του γάμπα -ο πιστολάς ήταν τόσο σαστισμένος, που δεν ήξερε ποια. Είναι εκεί που με πέτυχε το ρόπαλο με τα καρφιά, συλλογίστηκε. Ένιωσε κι άλλο πόνο, στο κεφάλι του. Αισθάνθηκε το κρανίο του σαν αβγό ραγισμένο παντού. Φώναξε και του φάνηκε απίστευτο ότι βγήκε από το δικό του λαρύγγι εκείνο το βραχνό κρώξιμο. Του φάνηκε πως άκουσε επίσης, αχνά, το γάβγισμα του σκύλου με το σταυρό, όμως σίγουρα αυτό ήταν στη φαντασία του. Πεθαίνω; Ξύπνησα για τελευταία φορά στο τέλος μου; Ένα χέρι του χάιδεψε το μέτωπο. Το ένιωσε μονάχα, δεν το είδε -δάχτυλα να γλιστρούν στο δέρμα του, σταματώντας κάπου κάπου για να μαλάξουν. Υπέροχα, σαν δροσερό νερό μια καυτή μέρα. Έκανε να κλείσει τα μάτια του, όταν μια φρικτή ιδέα ξεπήδησε στο νου του: και αν το χέρι ήταν πράσινο και η ιδιοκτήτρια του φορούσε ένα κουρελιασμένο κόκκινο γιλέκο πάνω από τα κρεμασμένα στήθη της; Κι αν είναι; Τι θα μπορούσες να κάνεις; «Ησύχασε τώρα», είπε μια νεανική γυναικεία φωνή... ή, ίσως, η φωνή ενός κοριτσιού. Σίγουρα το πρώτο πρόσωπο που του ήρθε στο νου ήταν η Σούζαν, η κοπέλα από το Μέτζις, αυτή που του 'λέγε ω, εσύ. «Που... πού...» «Ησύχασε, μη σαλεύεις. Είναι πολύ νωρίς ακόμη». Ο πόνος στη ράχη του υποχώρησε τώρα, όμως η εικόνα του πόνου ως δέντρου παρέμενε, γιατί το ίδιο του το δέρμα έμοιαζε να σαλεύει σαν φύλλα στο αεράκι. Πώς ήταν δυνατόν; Αγνόησε την ερώτηση -αγνόησε όλες τις ερωτήσεις- και συγκεντρώθηκε στο μικρό δροσερό χέρι που του χάιδευε το μέτωπο. «Ησύχασε, όμορφε μου, κι είθε να έχεις την αγάπη του θεού. Είσαι λαβωμένος όμως. Μη σαλεύεις. Κοίτα να γιατρευτείς».

Page 153: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο σκύλος δεν γάβγιζε πια (αν είχε όντως γαβγίσει δηλαδή) και ο Ρόλαντ ξανάκουσε εκείνο το σιγανό τρίξιμο. Του θύμιζε λουριά αλόγου ή κάτι παρόμοιο (σχοινί κρεμάλας) που προτιμούσε να μην το συλλογίζεται. Τώρα, του φάνηκε πως ένιωθε πίεση κάτω από τους μηρούς του, τα οπίσθια του και ίσως... ναι... τους ώμους του. Δεν είμαι σε κάποιο κρεβάτι. Νομίζω πως είμαι πάνω από ένα κρεβάτι. Είναι δυνατόν; Φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να είναι κρεμασμένος από λουριά, θυμήθηκε ότι είχε δει κάποτε, όταν ήταν παιδί, κάποιον να κρέμεται έτσι σ' ένα ιατρείο, πίσω από τη Μεγάλη Αίθουσα: έναν ιπποκόμο που είχε καεί πολύ άσχημα από κηροζίνη, για να ξαπλώσει σε κρεβάτι. Ο άντρας είχε πεθάνει, αλλά όχι πολύ γρήγορα· για δύο νύχτες, τα ουρλιαχτά του γέμιζαν τον γλυκό καλοκαιρινό αέρα των Αγρών της Συνάθροισης. Είμαι καμένος, λοιπόν· ένα αποκαΐδι με πόδια, κρεμασμένο από λουριά; Τα δάχτυλα άγγιξαν το κέντρο του μετώπου του, σβήνοντας το συνοφρύωμά του, και θα 'λέγε πως η φωνή που συνόδευε το χέρι είχε διαβάσει με τα έξυπνα, κατευναστικά ακροδάχτυλά της τις σκέψεις του. «Με τη βοήθεια του θεού, θα γίνεις καλά», είπε η φωνή που συνόδευε το χέρι. «Ο χρόνος όμως είναι του θεού, όχι δικός σου». Όχι, θα είχε πει αν μπορούσε. Ο χρόνος είναι του Πύργου. Ύστερα έχασε τις αισθήσεις του ξανά, απαλά όπως τις είχε ξαναβρεί, και το χέρι και οι ονειρικοί ήχοι των μελωδικών εντόμων και των μικρών κουδουνιών έσβησαν. Για λίγο μπορεί να κοιμήθηκε, ή να έμεινε αναίσθητος, όμως δεν βυθίστηκε ξανά σε βαθύ λήθαργο. Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε τη φωνή της κοπέλας, αν και δεν ήταν βέβαιος, γιατί αυτή τη φορά ήταν οργισμένη, ή φοβισμένη, ή και τα δύο. «Όχι!» φώναξε. «Δεν μπορείς να του το πάρεις, και το ξέρεις! Φύγε και σταμάτα να το συζητάς, εμπρός!» Όταν συνήλθε ξανά, για δεύτερη φορά, δεν ένιωθε το σώμα του πιο δυνατό, αλλά το πνεύμα του ήταν λιγάκι διαυγέστερο. Αυτό που αντίκρισε όταν άνοιξε τα μάτια του δεν ήταν το εσωτερικό ενός σύννεφου, όμως στην αρχή η ίδια φράση -λευκή ομορφιά- ξεπήδησε πάλι στο νου του. Από μερικές απόψεις, ήταν το ομορφότερο μέρος που είχε δει στη ζωή του ο Ρόλαντ... εν μέρει γιατί ήταν ακόμη στη ζωή, φυσικά, αλλά κυρίως γιατί ήταν τόσο γαλήνιο και απόκοσμο. Ήταν μια πελώρια κάμαρα, ψηλή και μακριά. Όταν γύρισε τελικά ο Ρόλαντ το κεφάλι του -με πολλή, με απέραντη προσοχή-, για να δει όσο καλύτερα μπορούσε τις διαστάσεις της, του φάνηκε πως το μήκος της πρέπει να ήταν

Page 154: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τουλάχιστον διακόσια μέτρα από τη μία ως την άλλη άκρη. Ήταν στενή, αλλά το ύψος της της χάριζε μια αίσθηση απίστευτης απλοχωριάς. Δεν υπήρχαν τοίχοι, ούτε ταβάνια, σαν αυτά που είχε συνηθίσει να βλέπει ο Ρόλαντ, αν και ήταν λιγάκι σαν να βρισκόταν μέσα σε μια μεγάλη σκηνή. Από πάνω του, το ηλιόφως διαχεόταν μέσα από λεπτά κυματιστά λευκά μεταξωτά πανιά, μεταμορφώνοντας τα στις φωτεινές μπαμπακένιες μάζες που αρχικά είχε περάσει για σύννεφα. Κάτω από αυτόν το μεταξένιο θόλο, η κάμαρα ήταν γκρίζα σαν το λυκόφως. Οι τοίχοι, επίσης μεταξένιοι, κυμάτιζαν σαν ιστία στο αεράκι, και από πάνω τους κρέμονταν καμπυλωτά σκοινιά με κουδουνάκια, που ακουμπούσαν στο ύφασμα και ηχούσαν όλα μαζί, σιγανά και μελωδικά, σαν κρεμαστά μεταλλικά μικρά σήμαντρα του ανέμου, όταν χόρευαν απαλά οι τοίχοι. Ένας διάδρομος διέσχιζε το κέντρο της μακριάς κάμαρας και στις δυο μεριές του υπήρχαν πάμπολλα κρεβάτια, το καθένα στρωμένο με καθαρά λευκά σεντόνια και κάτασπρα μαξιλάρια. Υπήρχαν γύρω στα σαράντα στην πέρα μεριά του διαδρόμου, όλα άδεια, και άλλα τόσα στη μεριά του Ρόλαντ. Άλλα δύο κρεβάτια, εδώ, ήταν κατειλημμένα, το ένα δίπλα στον Ρόλαντ, στα δεξιά. Αυτός που ήταν ξαπλωμένος εκεί... Είναι το αγόρι. Αυτό που ήταν μέσα στην ποτίστρα. Με αυτή τη σκέψη, ο Ρόλαντ ανατρίχιασε και τινάχτηκε ταραγμένος. Κοίταξε καλύτερα το κοιμισμένο αγόρι. Δεν μπορεί. Απλώς είσαι ζαλισμένος ακόμη, αυτό όλο κι όλο· δεν μπορεί. Ωστόσο, όταν το περιεργάστηκε ακόμη πιο προσεκτικά, συνέχισε να έχει την ίδια εντύπωση. Σίγουρα έμοιαζε να είναι το αγόρι από την ποτίστρα, ίσως άρρωστο (ειδάλλως γιατί να βρίσκεται σ' ένα τέτοιο μέρος;), αλλά ούτε κατά διάνοια νεκρό. Ο Ρόλαντ έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει αργά και τα δάχτυλα του που κρέμονταν από το πλάι του κρεβατιού να τινάζονται κάπου κάπου. Δεν τον κοίταξες αρκετά καλά ώστε να είσαι σίγουρος για οτιδήποτε, και άλλωστε, υστέρα από μερικές ημέρες μέσα σ' εκείνη την ποτίστρα, ούτε η ίδια του η μητέρα δεν θα τον αναγνώριζε με σιγουριά. Ο Ρόλαντ, όμως, που κάποτε είχε μητέρα, ήξερε πως δεν ήταν έτσι, κι επίσης ήξερε πως είχε δει το χρυσαφί μενταγιόν να κρέμεται από το λαιμό του αγοριού. Πριν του επιτεθούν οι πράσινοι άνθρωποι, το είχε πάρει από το πτώμα και το είχε βάλει στην τσέπη του. Τώρα κάποιοι -οι ιδιοκτήτες αυτού του μέρους, κατά πάσα πιθανότητα, αυτοί που είχαν ξαναζωντανέψει με κάποιο μαγικό τρόπο το αγόρι που λεγόταν Τζέϊμς- το είχαν ξαναπάρει από τον Ρόλαντ και το είχαν φορέσει πάλι στο λαιμό του αγοριού. Το είχε κάνει άραγε η κοπέλα με το υπέροχα δροσερό χέρι και θεωρούσε τον Ρόλαντ νεκρόσυλο; Αυτή η ιδέα δεν του άρεσε καθόλου. Για την ακρίβεια,

Page 155: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τον έκανε να νιώθει πιο άβολα απ' όσο η ιδέα πως το πρησμένο σώμα του νεαρού καουμπόι είχε επανέλθει στο φυσιολογικό του μέγεθος και στη ζωή. Παρακάτω στο διάδρομο, από αυτή τη μεριά, ίσως καμιά δεκαριά άδεια κρεβάτια πιο πέρα από το αγόρι και τον Ρόλαντ Ντεσέϊν, ο πιστολάς είδε άλλο έναν τρόφιμο αυτού του αλλόκοτου νοσοκομείου. Φαινόταν τουλάχιστον τέσσερις φορές πιο μεγάλος από το αγόρι και δύο από τον πιστολά. Είχε μακριά γενειάδα, περισσότερο γκρίζα παρά μαύρη, που κρεμόταν μπλεγμένη και διχαλωτή ως το στέρνο του. Το πρόσωπο από πάνω ήταν ηλιοκαμένο, ρυτιδιασμένο και με σακούλες κάτω από τα μάτια. Ένα χοντρό σκούρο σημάδι σαν ουλή ξεκινούσε από το αριστερό του μάγουλο και διέσχιζε τη ράχη της μύτης του. Ο γενειοφόρος ήταν είτε κοιμισμένος είτε αναίσθητος -ο Ρόλαντ τον άκουσε να ροχαλίζει- και κρεμόταν ένα μέτρο πάνω από το κρεβάτι του, από ένα περίπλοκο πλέγμα άσπρων λουριών που έλαμπαν στον σκοτεινό αέρα. Τα λουριά διασταυρώνονταν, φτιάχνοντας μια σειρά από οχτάρια γύρω από το κορμί του άντρα. Ήταν σαν έντομο τυλιγμένο στον ιστό μιας εξωτικής αράχνης. Ήταν ντυμένος με μια αραχνοΰφαντη άσπρη φορεσιά. Ένα από τα λουριά περνούσε κάτω από τα οπίσθια του, υψώνοντας το βουβώνα του, σαν να πρόσφερε τα γεννητικά του όργανα στον ονειρικά γκρίζο αέρα. Παρακάτω στο κορμί του, ο Ρόλαντ διέκρινε τις σκοτεινές φιγούρες των ποδιών του, σαν σκιές. Φαίνονταν παραμορφωμένα και στρεβλά, σαν πανάρχαια νεκρά δέντρα. Ο Ρόλαντ ανατρίχιασε αναλογιζόμενος σε πόσα μέρη πρέπει να είχαν σπάσει για να φαίνονται έτσι. Κι όμως έμοιαζαν να σαλεύουν. Πώς ήταν δυνατόν, αν ήταν αναίσθητος ο άντρας; Ήταν ένα παιχνίδι του φωτός, ίσως, ή των σκιών... ίσως το αραχνοΰφαντο μονοκόμματο ένδυμα που φορούσε ο άντρας να ανασάλευε στο αεράκι ή... Ο Ρόλαντ απέστρεψε τα μάτια του και κοίταξε τα κυματιστά μεταξωτά πανιά από πάνω, πασχίζοντας να ηρεμήσει την καρδιά του που βροντοχτυπούσε. Αυτό που είχε δει δεν ήταν κάτι που είχε προκαλέσει ο άνεμος, οι ίσκιοι ή οτιδήποτε άλλο. Τα πόδια του άντρα κάπως σάλευαν δίχως να σαλεύουν... όπως ένιωθε ο Ρόλαντ τη ράχη του να σαλεύει ασάλευτη. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να προκαλέσει κάτι τέτοιο, ούτε ήθελε να μάθει, όχι ακόμη τουλάχιστον. «Δεν είμαι έτοιμος», ψιθύρισε. Ένιωθε τα χείλη του τελείως στεγνά. Ξανάκλεισε τα μάτια του, θέλοντας να κοιμηθεί, θέλοντας να μη συλλογίζεται τι μπορεί να σήμαιναν για τη δική του κατάσταση τα παραμορφωμένα πόδια του γενειοφόρου άντρα. Όμως... Όμως, καλύτερα να είσαι έτοιμος.

Page 156: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αυτή ήταν η φωνή που του μιλούσε πάντα όταν κόντευε να αδρανήσει, να κάνει πρόχειρα μια δουλειά, ή να παρακάμψει με τον εύκολο τρόπο ένα εμπόδιο. Ήταν η φωνή του Κορτ, του παλιού δασκάλου του. Του ανθρώπου που τη βέργα του την έτρεμαν όλοι όταν ήταν μικροί. Ακόμη περισσότερο από τη βέργα του, όμως, φοβούνταν το στόμα του. Το σαρκασμό του όταν ήταν αδύναμοι, την καταφρόνια του όταν παραπονούνταν ή κλαψούριζαν για την τύχη τους. Είσαι πιστολάς, Ρόλαντ; Αν είσαι, κοίτα να ετοιμαστείς. Ο Ρόλαντ ξανάνοιξε τα μάτια του, γύρισε πάλι το κεφάλι του αριστερά και ταυτόχρονα ένιωσε κάτι να σαλεύει πάνω στο στήθος του. Πολύ αργά, σήκωσε το δεξί του χέρι από τα λουριά που το βαστούσαν. Ο πόνος στη ράχη του έγινε εντονότερος. Έμεινε ασάλευτος μέχρι να σιγουρευτεί πως ο πόνος δεν θα χειροτέρευε (αν πρόσεχε, τουλάχιστον) και ύστερα σήκωσε το χέρι του ως το στήθος του. Έπιασε αραχνοΰφαντο ύφασμα. Βαμβάκι. Κόλλησε το πιγούνι του στην κλείδα του και είδε πως φορούσε ένα ένδυμα σαν εκείνο του γενειοφόρου άντρα. Ο Ρόλαντ έβαλε το χέρι του κάτω από το λαιμό του ενδύματος του και ψηλάφισε μια λεπτή αλυσίδα. Λιγάκι παρακάτω, τα δάχτυλα του συνάντησαν ένα ορθογώνιο μεταλλικό αντικείμενο. Του φάνηκε πως ήξερε τι ήταν, όμως έπρεπε να σιγουρευτεί. Το τράβηξε, σαλεύοντας ακόμη με μεγάλη προσοχή, δίχως να κινήσει κανέναν από τους μυς της ράχης του. Ένα χρυσό μενταγιόν. Αψηφώντας τον πόνο, το σήκωσε ως εκεί που μπορούσε να διαβάσει αυτό που ήταν χαραγμένο πάνω του: Τζέϊμς. Αγαπημένος από την οικογένεια του. Αγαπημένος από τον ΘΕΟ. Το έχωσε ξανά μέσα από το ύφασμα και κοίταξε πάλι το κοιμισμένο αγόρι στο διπλανό κρεβάτι -στο κρεβάτι, όχι κρεμασμένο από πάνω. Το σεντόνι ήταν ανεβασμένο ως το θώρακα του αγοριού και το μενταγιόν ακουμπούσε στο κάτασπρο στήθος του ενδύματος του. Το ίδιο μενταγιόν που φορούσε τώρα ο Ρόλαντ. Μόνο που... Του Ρόλαντ του φάνηκε πως καταλάβαινε, και το να καταλαβαίνει ήταν ανακούφιση. Ξανακοίταξε τον γενειοφόρο άντρα και είδε κάτι εξαιρετικά παράξενο: η χοντρή μαύρη ουλή στο μάγουλο και τη μύτη του άντρα είχε χαθεί. Εκεί που ήταν προηγουμένως, τώρα υπήρχε ένα ροζ-κοκκινωπό σημάδι σαν από τραύμα που επουλώνεται... από κόψιμο ή μαχαιριά, ίσως.

Page 157: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τη φαντάστηκα. Όχι, πιστολά, ξανακούστηκε η φωνή του Κορτ. Δεν είσαι πλασμένος για να φαντάζεσαι, και το ξέρεις. Οι λιγοστές κινήσεις που είχε κάνει τον είχαν εξαντλήσει ξανά... ή μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν η σκέψη που τον είχε εξαντλήσει. Ήταν αδύνατο να αντισταθεί άλλο στο νανούρισμα των μελωδικών εντόμων και των μικρών κουδουνιών. Αυτή τη φορά ο Ρόλαντ έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε.

III. ΠΕΝΤΕ ΑΔΕΛΦΕΣ. ΤΖΕΝΑ. ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΟΥΡΙΑ. ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ.

ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΙΩΠΗΣ.

'Όταν ο Ρόλαντ ξύπνησε ξανά, στην αρχή ήταν σίγουρος πως κοιμόταν ακόμη. Πως έβλεπε όνειρο. Εφιάλτη. Κάποτε, όταν είχε γνωρίσει και ερωτευτεί τη Σούζαν Ντελγκάντο, ήξερε μια μάγισσα ονόματι Ρέα -την πρώτη αληθινή μάγισσα του Μεσαίου Κόσμου που είχε συναντήσει. Ήταν εκείνη που είχε προκαλέσει το θάνατο της Σούζαν, αν και ο Ρόλαντ είχε παίξει κάποιο ρόλο επίσης. Τώρα, ανοίγοντας τα μάτια του και αντικρίζοντας τη Ρέα όχι μονάχα μία φορά αλλά πέντε, συλλογίστηκε: Να τι συμβαίνει όταν αναθυμάσαι τα παλιά. Ζωντανεύοντας στη μνήμη σου τη Σούζαν, ζωντάνεψες και τη Ρέα του Κόος. Τη Ρέα και τις αδελφές της. Και οι πέντε φορούσαν κυματιστά ενδύματα σαν ράσα μοναχών, άσπρα όπως οι τοίχοι και τα πανιά στην οροφή. Τα πρόσωπα τους, πρόσωπα γραϊδίων, ήταν πλαισιωμένα από εξίσου πάλλευκες καλύπτρες και το δέρμα τους έδειχνε, συγκριτικά, τεφρό και αυλακωμένο σαν ξεραμένη γη. Σειρές από μικροσκοπικά κουδουνάκια, κρεμασμένα σαν φυλαχτά από τις μεταξένιες λωρίδες που έκλειναν μέσα τους τα μαλλιά τους (αν είχαν μαλλιά, δηλαδή), ηχούσαν καθώς οι γυναίκες κινούνταν ή μιλούσαν. Πάνω στο κάτασπρο στήθος του ενδύματος τους ήταν κεντημένο ένα αιμάτινο ρόδο... το σίγκουλ του Μαύρου Πύργου. Βλέποντας το, ο Ρόλαντ συλλογίστηκε: Δεν ονειρεύομαι. Αυτές οι μέγαιρες είναι αληθινές. «Ξυπνά!» φώναξε η μία, με φρικτά σκερτσόζικη φωνή.

Page 158: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ωωω!» «Ααα!» «Πω, πω!» Σάλεψαν νευρικά σαν πουλιά. Αυτή στο κέντρο ζύγωσε και ταυτόχρονα τα πρόσωπα τους φάνηκαν να τρεμοπαίζουν όπως οι μεταξένιοι τοίχοι του θαλάμου. Δεν ήταν γριές τελικά, όπως είδε -μεσήλικες, ίσως, αλλά όχι γριές. Ναι. Είναι γριές. Απλώς άλλαξαν. Αυτή που ανέλαβε τώρα την πρωτοβουλία ήταν ψηλότερη από τις άλλες και με φαρδύ, ελαφρά εξογκωμένο μέτωπο. Έσκυψε προς τον Ρόλαντ, και τα κουδουνάκια γύρω από το μέτωπο της ήχησαν. Ο ήχος τους τον έκανε να νιώσει κατά κάποιον τρόπο άρρωστος και πιο αδύναμος απ' ό,τι μια στιγμή νωρίτερα. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του. Λαίμαργα, ίσως. Άγγιξε φευγαλέα το μάγουλο του κι εκείνο το σημείο μούδιασε. Ύστερα κοίταξε κάτω και μια έκφραση ανησυχίας, ίσως, έκανε το πρόσωπο της να σφιχτεί. Τράβηξε το χέρι της. «Ξύπνησες, ω όμορφε άντρα. Ναι. Εύγε». «Ποιες είστε; Πού βρίσκομαι;» «Είμαστε οι Μικρές Αδελφές της Ελούρια», του είπε. «Είμαι η αδελφή Μαρία. Από δω οι αδελφές Λουίζα, Μικέλα και Κοκίνα...» «Και η αδελφή Τάμρα», είπε η τελευταία. «Μια όμορφη κυρά είκοσι ενός χειμώνων και καλοκαιριών». Χαχάνισε. Το πρόσωπο της τρεμόπαιξε και για μια στιγμή ήταν ξανά γριά όσο ο κόσμος. Γερακομύτα, με τεφρό δέρμα. Στο μυαλό του Ρόλαντ ξανάρθε η Ρέα. Ζύγωσαν γύρω από τα πλεγμένα λουριά μέσα στα οποία κρεμόταν κι όταν ο Ρόλαντ τραβήχτηκε, ο πόνος διαπέρασε ξανά τη ράχη του και το λαβωμένο του πόδι. Βόγκηξε. Τα λουριά που τον κρατούσαν έτριξαν. «Ωωω!» «Πονά!» «Τον πονά!» «Ω, πόσο τον πονά!» Ζύγωσαν ακόμη περισσότερο, σαν να τις μάγευε ο πόνος του. Και τώρα τις μύρισε· μια μυρωδιά ξερή, που θύμιζε σκόνη. Η αδελφή Μικέλα άπλωσε το χέρι της... «Φύγετε! Αφήστε τον! Δε σας το ξανάπα;»

Page 159: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στο άκουσμα της φωνής τραβήχτηκαν ξαφνιασμένες. Η αδελφή Μαρία φάνηκε να έχει ενοχληθεί ιδιαίτερα, όμως έκανε πίσω ρίχνοντας μια τελευταία άγρια ματιά (ο Ρόλαντ ήταν βέβαιος) στο μενταγιόν στο στήθος του. Το είχε ξαναβάλει κάτω από τη φορεσιά του την τελευταία φορά που ξύπνησε, όμως τώρα ήταν έξω ξανά. Μια έκτη αδελφή φάνηκε και παραμέρισε απότομα τη Μαρία και την Τάμρα. Αυτή ίσως ήταν είκοσι ενός χρόνων, με ξαναμμένα μάγουλα, λείο δέρμα και σκούρα μάτια. Η λευκή φορεσιά της κυμάτιζε ονειρικά. Το ερυθρό ρόδο ξεχώριζε σαν αρά στο στήθος της. «Φύγετε! Αφήστε τον!» «Ωωω, πω, πω!» αναφώνησε η αδελφή Λουίζα με φωνή συνάμα θυμωμένη και εύθυμη. «Να η Τζένα, το μωρό, και η καρδιά της πώς σκιρτά για τον νεαρό!» «Ναι!» είπε γελώντας η Τάμρα. «Είναι δική του η καρδιά της, να την κάνει ό,τι ποθεί!» «A, έτσι!» συμφώνησε η αδελφή Κοκίνα. Η Μαρία στράφηκε προς τη νεοφερμένη, με τα χείλη της σφιγμένα. «Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ, ξεδιάντροπο κορίτσι». «Αν λέω ότι έχω, τότε έχω», αποκρίθηκε η αδελφή Τζένα. Φαινόταν πιο ψύχραιμη τώρα. Μια μαύρη μπούκλα είχε ξεφύγει από την καλύπτρα της και σχημάτιζε ένα κόμμα στο μέτωπο της. «Φύγετε τώρα. Είναι πολύ αδύναμος για τα χωρατά σας και τα γέλια σας». «Μη μας προστάζεις», είπε η αδελφή Μαρία, «γιατί δε χωρατεύουμε ποτέ. Το ξέρεις, αδελφή Τζένα». Το πρόσωπο της κοπέλας μαλάκωσε λιγάκι· ο Ρόλαντ είδε πως φοβόταν και φοβήθηκε κι αυτός για κείνη. Καθώς και για τον εαυτό του. «Φύγετε», επανέλαβε. «Δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. Δεν υπάρχουν άλλοι να φροντίσετε;» Η αδελφή Μαρία φάνηκε να το σκέφτεται. Οι άλλες την παρακολουθούσαν. Τελικά ένευσε και χαμογέλασε στον Ρόλαντ. Το πρόσωπο της ξαναφάνηκε να τρεμοπαίζει, σαν κάτι ιδωμένο μέσα από τα κύματα ζέστης πάνω από μια φωτιά. Αυτό που είδε (ή του φάνηκε πως είδε) από κάτω ήταν φρικτό και σε επαγρύπνηση. «Δείξε υπομονή, ωραίε», είπε στον Ρόλαντ. «Δείξε υπομονή και θα σε γιατρέψουμε».

Page 160: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τι άλλη επιλογή έχω; συλλογίστηκε ο Ρόλαντ. Οι υπόλοιπες γέλασαν. Σαν τιτίβισμα πουλιών, το γέλιο τους ξετυλίχτηκε στη σκοτεινιά. Η αδελφή Μικέλα, μάλιστα, του έστειλε ένα φιλί. «Ελάτε, κυρίες μου!» φώναξε η αδελφή Μικέλα. «Ν' αφήσουμε την Τζένα για λίγο μόνη μαζί του, προς τιμήν της μητέρας της, που τόσο την αγαπούσαμε!» Και, λέγοντας το αυτό, οδήγησε τις άλλες· πέντε λευκά πουλιά που διέσχισαν τον κεντρικό διάδρομο, με τις φορεσιές τους να κυματίζουν πέρα δώθε. «Σ' ευχαριστώ», είπε ο Ρόλαντ κοιτάζοντας την κοπέλα με το δροσερό χέρι... γιατί ήξερε πως ήταν εκείνη που τον είχε γαληνέψει. Σαν να ήθελε να του δείξει πως είχε δίκιο, η κοπέλα του χάιδεψε τα δάχτυλα. «Δεν ήθελαν να σε βλάψουν», είπε... όμως ο Ρόλαντ είδε πως δεν το πίστευε, όπως και ο ίδιος. Η θέση του εδώ ήταν άσχημη, πολύ άσχημη. «Τι είναι αυτό το μέρος;» «Ο οίκος μας», του είπε απλώς. «Ο οίκος των Μικρών Αδελφών της Ελούρια. Το μοναστήρι μας, αν προτιμάς». «Δεν είναι μοναστήρι αυτό», είπε ο Ρόλαντ, κοιτάζοντας τα άδεια κρεβάτια πίσω της. «Είναι θεραπευτήριο, σωστά;» «Νοσοκομείο», του είπε, χαϊδεύοντας του ακόμη τα δάχτυλα. «Υπηρετούμε τους γιατρούς... και μας υπηρετούν». Τον είχε μαγέψει η μαύρη μπούκλα στο πάλλευκο μέτωπο της -θα τη χάιδευε, αν τολμούσε να σηκώσει το χέρι του. Απλώς για να νιώσει την υφή της. Του φαινόταν όμορφη, γιατί ήταν το μόνο σκούρο πράγμα μέσα σε τόση λευκότητα. Το λευκό είχε χάσει τη μαγεία του γι' αυτόν. «Είμαστε ελεημοσυνάριοι... ή ήμαστε πριν εγκαταλειφθεί ο κόσμος μας». «Είστε πιστές του Ανθρώπου Ιησού;» Εκείνη φάνηκε να ξαφνιάζεται για μια στιγμή, σχεδόν να ταράζεται, και ύστερα γέλασε χαρωπά. «Όχι, όχι εμείς!» «Αν είστε ελεημοσυνάριοι... νοσοκόμες... πού είναι οι γιατροί;» Τον κοίταξε δαγκώνοντας το χείλι της, σαν να πάσχιζε να αποφασίσει κάτι. Ο Ρόλαντ βρήκε την αμφιβολία της γοητευτική και κατάλαβε πως, ανεξάρτητα από το αν ήταν άρρωστος, κοίταζε μια γυναίκα ως γυναίκα για πρώτη φορά μετά το θάνατο της Σούζαν Ντελγκάντο, και είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Όλος ο κόσμος είχε αλλάξει από τότε, και όχι προς το καλύτερο.

Page 161: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Θες αληθινά να μάθεις;» «Ναι, φυσικά», είπε λιγάκι ξαφνιασμένος. Και λιγάκι ανήσυχος. Περίμενε να δει το πρόσωπο της να τρεμοπαίζει και να αλλάζει, όπως των άλλων. Δεν άλλαξε όμως. Ούτε υπήρχε πάνω της εκείνη η δυσάρεστη μυρωδιά στέρφας γης. Περίμενε, προειδοποίησε τον εαυτό του. Μην πιστεύεις τίποτε εδώ, και σίγουρα όχι τις αισθήσεις σου. Όχι ακόμη. «Μάλλον πρέπει να μάθεις, φαντάζομαι», είπε μ' έναν αναστεναγμό που έκανε να ηχήσουν τα κουδουνάκια στο μέτωπο της. Ήταν πιο σκούρα από αυτά των υπολοίπων -όχι μαύρα σαν τα μαλλιά της αλλά κάπως μαυρισμένα, σαν να είχαν μείνει κρεμασμένα πάνω από μια φωτιά. Ο ήχος τους, όμως, ήταν πιο κρυστάλλινος, «Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα ουρλιάξεις ξυπνώντας τον έφηβο στο κρεβάτι εκεί πέρα». «Τον έφηβο;» «Το αγόρι. Μου το υπόσχεσαι;» «Ναίχι», είπε, χρησιμοποιώντας δίχως να το καταλάβει τη μισοξεχασμένη ντοπιολαλιά του Εξωτερικού Τόξου. Τη διάλεκτο της Σούζαν. «Πάει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ούρλιαξα, γλυκιά μου». Στο άκουσμα αυτής της προσφώνησης, η κοπέλα φούντωσε ακόμη περισσότερο, ρόδα πιο φυσικά και ζωντανά από κείνο στο στήθος της ζωγραφίστηκαν στα μαγουλά της. «Μη λες γλυκό αυτό που δεν μπορείς καλά να δεις», του είπε. «Γιατί δε βγάζεις, τότε, την καλύπτρα σου;» Το πρόσωπο της το έβλεπε πολύ καλά, ήθελε όμως να δει και τα μαλλιά της -το λαχταρούσε. Μια μακριά μαύρη κόμη μέσα σε τόση λευκότητα. Φυσικά, ίσως να ήταν κουρεμένα· αυτές του τάγματος της μπορεί να τα έκοβαν κοντά, όμως για κάποιο λόγο δεν το πίστευε. «Όχι, δεν επιτρέπεται». «Από ποιον;» «Από τη Μεγάλη Αδελφή». «Αυτή που ονομάζεται Μαρία;» «Ναι». Έκανε να απομακρυνθεί, ύστερα κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω. Σε μια άλλη, συνομήλικη της κοπέλα, και τόσο όμορφη, αυτό το βλέμμα προς τα πίσω θα ήταν ερωτικό. Αυτής της κοπέλας ήταν απλώς σοβαρό. «Μην ξεχνάς, μου το υποσχέθηκες».

Page 162: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ναι, δε θα ουρλιάξω». Ζύγωσε στον γενειοφόρο άντρα, με τη φορεσιά της να ταλαντεύεται. Στο μισοσκόταδο, δεν έριχνε παρά μια θολή σκιά στα άδεια κρεβάτια δίπλα από τα οποία περνούσε. Όταν έφτασε στον άντρα (ήταν αναίσθητος, σκέφτηκε ο Ρόλαντ, δεν κοιμόταν απλώς), ξανάριξε μια ματιά στον Ρόλαντ. Εκείνος ένευσε. Η αδελφή Τζένα ζύγωσε στον κρεμασμένο άντρα, στην πέρα μεριά του κρεβατιού του, και ο Ρόλαντ την έβλεπε τώρα μέσα από τα κενά των πλεγμένων λευκών μεταξωτών λουριών. Ακούμπησε απαλά το χέρι της στην αριστερή μεριά του στήθους του, έσκυψε πάνω του... και κούνησε το κεφάλι της δεξιά αριστερά, σαν να διαφωνούσε κατηγορηματικά. Τα κουδουνάκια στο μέτωπο της ήχησαν διαπεραστικά και ο Ρόλαντ ένιωσε ξανά εκείνη την αλλόκοτη κίνηση στη ράχη του, μαζί μ' ένα αχνό κύμα πόνου. Ήταν σαν να είχε αναριγήσει δίχως να αναριγήσει αληθινά, ή σαν να αναρίγησε στο όνειρο του. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια λίγο έλειψε να τον κάνει πραγματικά να ουρλιάξει. Δάγκωσε τα χείλη του για να συγκρατηθεί. Για άλλη μια φορά τα πόδια του αναίσθητου άντρα σαν να σάλεψαν δίχως να σαλέψουν... γιατί ήταν ό,τι υπήρχε πάνω τους που κινήθηκε. Τα τριχωτά καλάμια του άντρα, οι αστράγαλοι του, οι πατούσες του φάνηκαν κάτω από την άκρη της φορεσιάς του. Πλήθος μαύρα έντομα κινούνταν πάνω τους. Τραγουδούσαν όλα μαζί, ασταμάτητα, σαν στρατιά σε πορεία. Ο Ρόλαντ θυμήθηκε τη μαύρη ουλή στο μάγουλο και τη μύτη του άντρα -την ουλή που είχε εξαφανιστεί. Ήταν εκείνα, φυσικά. Και βρίσκονταν πάνω του επίσης. Γι' αυτό αναριγούσε δίχως να αναριγεί. Σκέπαζαν τη ράχη του. Τρέφονταν πάνω του. Όχι, δεν ήταν τόσο εύκολο να πνίξει το ουρλιαχτό του. Τα έντομα έφτασαν τρέχοντας ως τις άκρες των ποδιών του κρεμασμένου άντρα και πήδηξαν κατά κύματα, σαν πλάσματα που πηδούν από μια όχθη σ' ένα νερόλακκο. Οργανώθηκαν γρήγορα και εύκολα στο κάτασπρο σεντόνι από κάτω κι άρχισαν να βαδίζουν προς το πάτωμα σε μια φάλαγγα με φάρδος γύρω στα τριάντα εκατοστά. Ο Ρόλαντ δεν τα έβλεπε πολύ καλά, η απόσταση παραήταν μεγάλη και το φως λιγοστό, όμως το μέγεθος τους του φάνηκε διπλάσιο από μυρμηγκιού και λιγάκι μικρότερο από των παχιών μελισσών που γέμιζαν τα παρτέρια στην πατρίδα του.

Page 163: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Καθώς βάδιζαν, τραγουδούσαν. Ο γενειοφόρος άντρας δεν τραγουδούσε. Καθώς το πλήθος των εντόμων που σκέπαζε τα παραμορφωμένα πόδια του άρχισε να μειώνεται, ο άντρας αναρίγησε και βόγκηξε. Η κοπέλα έβαλε το χέρι της στο μέτωπο του και τον γαλήνεψε, κάνοντας τον Ρόλαντ να ζηλέψει λιγάκι, παρά την αποστροφή του γι' αυτό που έβλεπε. Και ήταν αυτό που έβλεπε τόσο φρικτό; Στο Γκίλιαντ, χρησιμοποιούσαν βδέλλες για συγκεκριμένες αρρώστιες -για τα πρηξίματα στον εγκέφαλο, τις μασχάλες και το βουβώνα, κυρίως. Ειδικά για τον εγκέφαλο, οι βδέλλες, όσο αηδιαστικές κι αν ήταν, σίγουρα ήταν προτιμότερες από το επόμενο βήμα, δηλαδή τον τρυπανισμό. Ναι, υπήρχε κάτι αποκρουστικό πάνω τους, ίσως απλώς γιατί δεν τα έβλεπε καλά, και κάτι φρικτό όταν πάσχιζε να τα φανταστεί να σκεπάζουν τη ράχη του καθώς κρεμόταν ανίσχυρος εκεί. Δεν τραγουδούσαν όμως; Γιατί; Γιατί τρέφονταν; Κοιμούνταν; Και τα δύο; Τα βογκητά του άντρα λιγόστεψαν. Τα έντομα απομακρύνθηκαν βαδίζοντας στο πάτωμα προς έναν από τους απαλά κυματιστούς, μεταξωτούς τοίχους και χάθηκαν στις σκιές. Η Τζένα γύρισε στον Ρόλαντ, κοιτάζοντας τον ανήσυχα. «Τα κατάφερες καλά, βλέπω όμως πώς νιώθεις, το βλέπω στο πρόσωπο σου». «Οι γιατροί», είπε εκείνος. «Ναι. Η δύναμη τους είναι πολύ μεγάλη, όμως...» Χαμήλωσε τη φωνή της. «Πιστεύω πως δεν μπορούν να σώσουν πια αυτό τον καροτσέρη. Τα πόδια του είναι λιγάκι καλύτερα και οι πληγές στο πρόσωπο του έχουν σχεδόν επουλωθεί, όμως είναι λαβωμένος εκεί που δεν μπορούν να φτάσουν οι γιατροί». Έσυρε το χέρι της πάνω στο στομάχι της, δείχνοντας του, αν όχι τη φύση των τραυμάτων, τουλάχιστον πού βρίσκονταν. «Κι εγώ;» ρώτησε ο Ρόλαντ. «Σου όρμησαν οι πράσινοι άνθρωποι», του είπε. «Πρέπει να τους θύμωσες πολύ αφού δε σε σκότωσαν αμέσως. Αυτό που έκαναν ήταν να σε δέσουν και να σε σύρουν. Η Τάμρα, η Μικέλα και η Λουίζα ήταν έξω και μάζευαν βοτάνια. Είδαν τους πράσινους ανθρώπους να σ' έχουν πιάσει και τους πρόσταξαν να σταματήσουν, όμως...» «Οι μεταλλαγμένοι σας υπακούν πάντα, αδελφή Τζένα;» Του χαμογέλασε, ίσως ευχαριστημένη που είχε θυμηθεί το όνομα της. «Όχι πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές. Αυτή τη φορά υπάκουσαν διαφορετικά, θα είχες φτάσει στο τέλος του δρόμου της ζωής σου».

Page 164: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Μάλλον ναι». «Σου είχαν γδάρει σχεδόν ολότελα τη ράχη –ήσουν κόκκινος από το σβέρκο ως τη μέση. Θα έχεις για πάντα τις ουλές, όμως οι γιατροί σ' έχουν σχεδόν γιατρέψει. Και το τραγούδι τους είναι όμορφο, δε συμφωνείς;» «Ναι», είπε ο Ρόλαντ, όμως η ιδέα εκείνων των μαύρων πραγμάτων να σκεπάζουν τη ράχη του, να φωλιάζουν στην πληγιασμένη του σάρκα, εξακολουθούσε να τον απωθεί. «Σ' ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Ό,τι μπορώ να κάνω για σένα...» «Πες μου το όνομα σου λοιπόν. Αυτό να κάνεις, να μου πεις το όνομα σου». «Είμαι ο Ρόλαντ του Γκίλιαντ. Ένας πιστολάς. Είχα περίστροφα, αδελφή Τζένα. Τα είδες;» «Δεν είδα κανένα όπλο», είπε, όμως απέστρεψε το βλέμμα της. Τα ρόδα άνθισαν ξανά στα μαγουλά της. Μπορεί να ήταν καλή νοσοκόμα και όμορφη, όμως καλή ψεύτρα δεν ήταν. Ο Ρόλαντ χάρηκε γι' αυτό. Οι καλοί ψεύτες ήταν κάτι συνηθισμένο. Η ειλικρίνεια, από την άλλη, ήταν κάτι σπάνιο. Ας κάνω πως την πίστεψα προς το παρόν, είπε από μέσα του. Το είπε γιατί φοβάται, θαρρώ. «Τζένα!» Η κραυγή ακούστηκε από τις βαθύτερες σκιές στην πέρα άκρη του αναρρωτηρίου -που σήμερα φαινόταν πιο μακρύ από κάθε άλλη φορά στον Ρόλαντ- και η αδελφή Τζένα αναπήδησε, σαν να την τσάκωσαν τη στιγμή που έκανε κάτι ανεπίτρεπτο. «Φύγε! Όσα του είπες θα αρκούσαν και για είκοσι άντρες! Άσ' τον να κοιμηθεί!» «Ναι!» φώναξε εκείνη και ύστερα στράφηκε πάλι προς τον Ρόλαντ. «Μην πεις πως σου έδειξα τους γιατρούς». «Δε θα πω κουβέντα, Τζένα». Η κοπέλα στάθηκε για μια στιγμή, δαγκώνοντας το χείλι της, και ύστερα τράβηξε την καλύπτρα της. Έπεσε στο σβέρκο της, με τα κουδουνάκια να ηχούν απαλά. Ελεύθερα τώρα, τα μαλλιά της γλίστρησαν στα μαγουλά της σαν σκιές. «Είμαι όμορφη; Είμαι; Πες μου την αλήθεια, Ρόλαντ του Γκίλιαντ -δε θέλω κολακείες. Η κολακεία είναι σαν φτενό κερί». «Όμορφη σαν καλοκαιρινή βραδιά». Αυτό που είδε η κοπέλα στο πρόσωπο του φάνηκε να την ευχαριστεί περισσότερο από τα λόγια του, γιατί χαμογέλασε ζεστά. Ξανάβαλε την

Page 165: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

καλύπτρα της, χώνοντας γοργά μέσα, με τα δάχτυλα της, τα μαλλιά της. «Η όψη μου είναι κόσμια;» «Κόσμια όσο και όμορφη», της είπε και ύστερα σήκωσε προσεκτικά το χέρι του κι έδειξε το μέτωπο της. «Μια μπούκλα είναι έξω... εκεί πέρα». «Ναι, πάντα φεύγει αυτή η άτιμη». Με μια κωμική γκριμάτσα, την ξανάβαλε μέσα. Ο Ρόλαντ σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να φιλήσει τα ρόδινα μαγουλά της... και τα τριανταφυλλένια χείλη της επίσης. «Όλα καλά», της είπε. «Τζένα!» Η κραυγή ήχησε πιο ανυπόμονη από πριν. «Θρησκευτική περισυλλογή!» «Έρχομαι!» φώναξε εκείνη και μάζεψε τη φαρδιά φορεσιά της για να φύγει, ύστερα όμως στράφηκε πάλι προς το μέρος του, τώρα με την όψη της πολύ σοβαρή. «Κάτι ακόμη», είπε σχεδόν ψιθυριστά. Κοίταξε βιαστικά τριγύρω. «Το χρυσό μενταγιόν που φοράς... το φοράς γιατί είναι δικό σου. Κατάλαβες... Τζέϊμς;» «Ναι». Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει το κοιμισμένο αγόρι. «Αυτός είναι ο αδερφός μου». «Αν ρωτήσουν, ναι. Αν πεις κάτι άλλο, η Τζένα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση». Δεν τη ρώτησε σε πόσο δύσκολη θέση· άλλωστε, είχε φύγει πια, μοιάζοντας να πετά στο διάδρομο ανάμεσα σε όλα τα άδεια κρεβάτια, σηκώνοντας με το ένα χέρι τη φορεσιά της. Τα ρόδα είχαν σβήσει από το πρόσωπο της, αφήνοντας το μέτωπο και τα μαγουλά της τεφρά. Ο Ρόλαντ θυμήθηκε τη λαίμαργη έκφραση στα πρόσωπα των άλλων, πώς είχαν μαζευτεί ασφυκτικά γύρω του... και πώς τρεμόπαιζαν οι μορφές τους. Έξι γυναίκες, πέντε γριές και μία νέα. Γιατροί που τραγουδούσαν και ύστερα, στο άκουσμα των μικρών κουδουνιών, άφηναν τη δουλειά τους και σέρνονταν στο πάτωμα. Και ένας απίστευτος θάλαμος νοσοκομείου με καμιά εκατοστή κρεβάτια, ένας θάλαμος με μεταξένια οροφή και μεταξένιους τοίχους... ...και με όλα τα κρεβάτια άδεια, εκτός από τρία. Ο Ρόλαντ δεν καταλάβαινε γιατί είχε βγάλει η Τζένα το μενταγιόν του νεκρού αγοριού από την τσέπη του και του το είχε βάλει στο λαιμό, όμως του φαινόταν πως, αν ανακάλυπταν οι Μικρές Αδελφές της Ελούρια ότι το είχε κάνει, μπορεί να τη σκότωναν. Έκλεισε τα μάτια και το απαλό τραγούδι των γιατρών-εντόμων τον αποκοίμισε ξανά.

Page 166: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

IV. ΕΝΑ ΜΠΟΛ ΣΟΥΠΑ.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΚΡΕΒΑΤΙ. ΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ.

Ο Ρόλαντ ονειρεύτηκε πως ένα πολύ μεγάλο έντομο (ένας γιατρός-έντομο, ίσως) πετούσε γύρω από το κεφάλι του και χτυπούσε ξανά και ξανά στη μύτη του -προσκρούσεις που ήταν περισσότερο ενοχλητικές παρά επώδυνες. Προσπάθησε επανειλημμένα να χτυπήσει το έντομο, όμως, αν και κάτω από κανονικές συνθήκες τα χέρια του ήταν αφύσικα γρήγορα, του ξέφευγε συνεχώς. Και κάθε φορά που αστοχούσε, το έντομο χαχάνιζε. Είμαι αργός γιατί αρρώστησα, συλλογίστηκε. Όχι, μου επιτέθηκαν. Με έσυραν βραδυκίνητοι μεταλλαγμένοι και μ' έσωσαν οι Μικρές Αδελφές της Ελούρια. Ο Ρόλαντ είδε ξαφνικά, ολοζώντανα, τη σκιά ενός άντρα να προβάλλει από τη σκιά ενός αναποδογυρισμένου κάρου και άκουσε μια τραχιά, εύθυμη φωνή να κάνει «Μπου!» Ξύπνησε μ' ένα τίναγμα τόσο δυνατό, που το κρεμασμένο από τα λουριά κορμί του ταλαντεύτηκε και η γυναίκα που έστεκε δίπλα στο κεφάλι του, χαχανίζοντας και χτυπώντας ελαφρά τη μύτη του μ' ένα ξύλινο κουτάλι, τραβήχτηκε τόσο απότομα, που το μπολ στο άλλο της χέρι γλίστρησε από τα δάχτυλα της. Τα χέρια του Ρόλαντ τινάχτηκαν, και ήταν γρήγορα όπως πάντα -η αποκαρδιωτική αποτυχία του να πιάσει το έντομο ήταν απλώς κομμάτι του ονείρου του. Άρπαξε το μπολ δίχως να χυθούν παρά μερικές σταγόνες. Η γυναίκα -η αδελφή Κοκίνα- το κοίταξε με ολάνοιχτα μάτια. Όταν κινήθηκε έτσι ξαφνικά, ένας πόνος διαπέρασε απ' άκρη σ' άκρη τη ράχη του, όμως δεν ήταν οξύς όπως προηγουμένως, ούτε είχε ο Ρόλαντ την αίσθηση κίνησης στο δέρμα του. Ίσως οι «γιατροί» απλώς να κοιμούνταν, όμως πίστευε πως είχαν φύγει. Άπλωσε το χέρι του για να πάρει το κουτάλι με το οποίο τον πείραζε η αδελφή Κοκίνα (διαπίστωσε πως δεν ένιωθε καθόλου ξαφνιασμένος που μια απ' αυτές πείραζε με τέτοιο τρόπο έναν άρρωστο και κοιμισμένο άνθρωπο· θα ξαφνιαζόταν μονάχα αν ήταν η Τζένα) κι εκείνη του το έδωσε, με τα μάτια της ακόμη ολάνοιχτα.

Page 167: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Τι γρήγορος που είσαι!» είπε. «Ήταν σαν ταχυδακτυλουργικό κόλπο, κι ακόμη δεν έχεις ξυπνήσει εντελώς!» «Να το θυμάσαι», της είπε και δοκίμασε τη σούπα. Κομματάκια κοτόπουλο επέπλεαν μέσα. Μάλλον θα του είχε φανεί άγευστη κάτω από άλλες συνθήκες, αλλά κάτω απ' αυτές ήταν αληθινή αμβροσία. Άρχισε να τρώει λαίμαργα. «Τι εννοείς;» τον ρώτησε. Το φως ήταν λιγοστό τώρα και ο τοίχος απέναντι ρόδινος-πορτοκαλής, πράγμα που σήμαινε πως σουρούπωνε. Σ' αυτό το φως, η Κοκίνα φαινόταν αρκετά νέα και όμορφη... όμως δεν ήταν παρά μαγικό κόλπο, φτιασίδωμα. «Δεν εννοώ τίποτε συγκεκριμένο». Του φάνηκε πως έτρωγε πολύ αργά με το κουτάλι κι έτσι το άφησε, έγειρε το μπολ στα χείλη του και ήπιε τη σούπα σε τέσσερις μεγάλες γουλιές. «Ήσαστε καλές μαζί μου...» «Ναι, ήμαστε!» είπε εκείνη κάπως αγανακτισμένα. «...και ελπίζω η καλοσύνη σας να μην είχε κάποια κρυφά κίνητρα. Αν είχε όμως, αδελφή, να θυμάσαι πως είμαι γρήγορος. Και δεν είμαι πάντα καλός απέναντι στους άλλους». Εκείνη δεν αποκρίθηκε· μονάχα πήρε το μπολ που της έδωσε ο Ρόλαντ, προσεκτικά, μη θέλοντας να αγγίξει τα δάχτυλα του. Τα μάτια της έπεσαν στο μενταγιόν του, που ήταν κρυμμένο πάλι κάτω από το στήθος της φορεσιάς του. Ο Ρόλαντ δεν είπε τίποτ' άλλο, μη θέλοντας να αποδυναμώσει την απειλή του θυμίζοντας της πως ήταν άοπλος, σχεδόν γυμνός, και κρεμόταν στον αέρα γιατί η ράχη του δεν μπορούσε ακόμη να κρατήσει το βάρος του κορμιού του. «Πού είναι η αδελφή Τζένα;» τη ρώτησε. «Ωωω», έκανε η αδελφή Κοκίνα ανασηκώνοντας τα φρύδια της. «Τη συμπαθούμε, έτσι δεν είναι; Κάνει την καρδιά μας να...» Έβαλε το χέρι της στο ρόδο στο στήθος της και το κούνησε γρήγορα. «Καθόλου, καθόλου», είπε ο Ρόλαντ, «όμως είναι ευγενική. Δε νομίζω πως θα με πείραζε μ' ένα κουτάλι, σαν κάποιες άλλες». Το χαμόγελο της αδελφής Κοκίνα έσβησε. Φάνηκε ταυτόχρονα θυμωμένη και ανήσυχη. «Μην το πεις στη Μαρία, αν περάσει αργότερα. Μπορεί να με βάλεις σε μπελάδες». «Και θα 'πρεπε να με νοιάζει;»

Page 168: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Μπορεί να εκδικηθώ αυτόν που με έβαλε σε μπελάδες κάνοντας το ίδιο στην αδελφή Τζένα», είπε η αδελφή Κοκίνα. «Έτσι κι αλλιώς, είναι στα μαύρα κατάστιχα της Μεγάλης Αδελφής. Η αδελφή Μαρία δε νοιάζεται γι' αυτά που της είπε η Τζένα για σένα... ούτε της αρέσει που η Τζένα γύρισε σ' εμάς φορώντας τις Σκοτεινές Καμπανούλες». Αλλά, πριν καλά καλά προλάβει να βγει όλη η φράση από το στόμα της, η αδελφή Κοκίνα έβαλε το χέρι της πάνω από αυτό το συχνά απερίσκεπτο όργανο της, σαν να κατάλαβε πως είχε πει περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Ο Ρόλαντ, με την περιέργεια του να έχει κεντριστεί από αυτό που του είπε, όμως μη θέλοντας να το δείξει αυτή τη στιγμή, απλώς αποκρίθηκε: «Θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό αν το κρατήσεις κι εσύ και δεν πεις στην αδελφή Μαρία για την Τζένα». Η Κοκίνα φάνηκε ανακουφισμένη. «Εντάξει, είμαστε σύμφωνοι». Έγειρε προς το μέρος του εμπιστευτικά. «Εκείνη είναι στο Σπίτι του Στοχασμού, τη μικρή σπηλιά στη λοφοπλαγιά, όπου πηγαίνουμε και διαλογιζόμαστε όποτε θεωρεί η Μεγάλη Αδελφή πως ήμαστε κακές. Πρέπει να μείνει εκεί και να αναλογιστεί την αναίδεια της, μέχρι να την αφήσει η Μαρία να βγει». Σώπασε για μια στιγμή και ύστερα είπε απότομα: «Ποιος είναι αυτός δίπλα σου; Τον ξέρεις;» «Αν τον ξέρω;» ρώτησε ο Ρόλαντ, με τον σωστό τόνο καταφρόνιας, όπως ήλπιζε. «Δε θα ήξερα τον ίδιο μου τον αδερφό;» «Έχεις τόσο νεότερο αδερφό;» Μια άλλη από τις αδελφές πρόβαλε μέσα από το σκοτάδι· η αδελφή Τάμρα, που είχε πει πως δήθεν ήταν είκοσι ενός χειμώνων και καλοκαιριών. Μια στιγμή προτού φτάσει στο κρεβάτι του Ρόλαντ, το πρόσωπο της ήταν μιας μέγαιρας εκατό χρόνων. Ύστερα τρεμόπαιξε και ξανάγινε το στρουμπουλό, υγιές πρόσωπο μιας τριαντάχρονης νοσοκόμας. Με εξαίρεση τα μάτια. Συνέχισαν να τον κοιτάζουν καλά καλά, με το ασπράδι τους κιτρινιάρικο και τις άκρες τους τσιμπλιασμένες. «Είναι ο μικρότερος και εγώ ο μεγαλύτερος», είπε ο Ρόλαντ. «Ανάμεσα μας υπάρχουν αλλά εφτά αδέρφια, που έκαναν οι γονείς μας μέσα σε είκοσι χρόνια». «Τι γλυκό! Αν είναι αδερφός σου, λοιπόν, θα ξέρεις το. όνομα του, έτσι δεν είναι; θα το ξέρεις πολύ καλά». Πριν προλάβει ο Ρόλαντ να κομπιάσει, ο νεαρός είπε: «Θαρρούν πως ξέχασες ένα όνομα τόσο απλό όσο το Τζον Νόρμαν. Τι ανόητες που είναι, ε, Τζίμι;»

Page 169: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η Κοκίνα και η Τάμρα κοίταξαν το χλομό αγόρι στο κρεβάτι δίπλα στον Ρόλαντ ολοφάνερα θυμωμένες... και ολοφάνερα αποστομωμένες. «Τον ταΐσατε τα σκουπίδια σας», είπε το αγόρι (που το μενταγιόν του έλεγε αναμφίβολα Τζον, Αγαπημένος από την οικογένεια. Αγαπημένος από τον ΘΕΟ). «Γιατί δε φεύγετε τώρα να μας αφήσετε να μιλήσουμε;» «Ε, λοιπόν...» είπε ξεφυσώντας η αδελφή Κοκίνα. «Μ' αρέσει η ευγνωμοσύνη μερικών μερικών!» «Είμαι ευγνώμων γι' αυτό που μου δίνουν», αποκρίθηκε ο Νόρμαν, κοιτάζοντας τη σταθερά, «αλλά όχι γι' αυτό που θέλουν να μου πάρουν». Η Τάμρα ξεφύσηξε περιφρονητικά, έκανε τόσο απότομα μεταβολή, που ο Ρόλαντ ένιωσε στο πρόσωπο του το ρεύμα του αέρα από τη φορεσιά της, και έφυγε. Η Κοκίνα έμεινε για μια στιγμή ακόμη. «Κράτα το στόμα σου κλειστό κι ίσως κάποια που συμπαθείς περισσότερο από μένα να είναι ξανά ελεύθερη το πρωί και όχι σε μια βδομάδα από απόψε». Δίχως να περιμένει κάποια απάντηση, έκανε μεταβολή και ακολούθησε την αδελφή Τάμρα. Ο Ρόλαντ και ο Τζον Νόρμαν περίμεναν ώσπου να φύγουν και οι δύο και ύστερα ο Νόρμαν στράφηκε προς τον Ρόλαντ και μίλησε σιγανά; «Ο αδερφός μου; Είναι νεκρός;» Ο Ρόλαντ ένευσε. «Πήρα το μενταγιόν μήπως έβρισκα κανέναν απ' τους δικούς του. Σου ανήκει. Λυπάμαι για το χαμό του». «Σ' ευχαριστώ». Το κάτω χείλι του Τζον Νόρμαν τρεμούλιασε για μια στιγμή. «Ήξερα τι του έκαναν οι πράσινοι άνθρωποι, αν και αυτές οι γριές καρακάξες δεν ήθελαν να μου πουν. Σκότωσαν πολλούς και λάβωσαν τους υπόλοιπους». «Μπορεί οι αδελφές να μην ήξεραν με σιγουριά». «Ήξεραν. Να είσαι βέβαιος. Δε λένε πολλά, όμως ξέρουν παρά πολλά. Η μόνη που διαφέρει είναι η Τζένα. Γι' αυτή δε μιλούσε η γριά μέγαιρα;» Ο Ρόλαντ ένευσε. «Και είπε κάτι για τις Σκοτεινές Καμπανούλες. Ξέρεις τι εννοούσε;» «Είναι ξεχωριστή η Τζένα, ναι. Περισσότερο σαν πριγκίπισσα -κάποια με θέση σφραγισμένη από την καταγωγή της- παρά σαν τις υπόλοιπες αδελφές. Κάθομαι ξαπλωμένος εδώ και παριστάνω τον κοιμισμένο -είναι ασφαλέστερο, νομίζω-, όμως τις έχω ακούσει να μιλούν. Η Τζένα γύρισε

Page 170: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πρόσφατα σ' αυτές, κι εκείνες οι Σκοτεινές Καμπανούλες σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο... όμως το πρόσταγμα το έχει ακόμη η Μαρία, θαρρώ πως οι Σκοτεινές Καμπανούλες είναι κάτι εθιμοτυπικό μονάχα, σαν τα δαχτυλίδια που έδιναν οι παλιοί βαρόνοι, ο πατέρας στο γιο. Αυτή δεν ήταν που σου έβαλε στο λαιμό το μενταγιόν του Τζίμι;» «Ναι». «Μην το βγάλεις, σε καμία περίπτωση». Το πρόσωπο του ήταν σφιγμένο, βλοσυρό. «Δεν ξέρω αν είναι εξαιτίας του χρυσού ή του θεού, όμως δεν τους αρέσει να το ζυγώνουν. Νομίζω πως είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο είμαι ακόμη εδώ». Τώρα η φωνή του έγινε ψιθυριστή. «Δεν είναι άνθρωποι». «Ίσως να έχουν κάτι απόκοσμο, μαγικό, όμως...» «Όχι!» Με ολοφάνερη προσπάθεια, το αγόρι σηκώθηκε στον έναν αγκώνα και κάρφωσε τη ματιά του στον Ρόλαντ. «Έχεις στο νου σου τις φαρμακεύτριες και τις μάγισσες. Αυτές δεν είναι φαρμακεύτριες, όμως, ούτε μάγισσες. Δεν είναι άνθρωποι!» «Και τότε τι είναι;» «Δεν ξέρω». «Πώς βρέθηκες εδώ, Τζον;» Μιλώντας σιγανά, ο Τζον Νόρμαν είπε στον Ρόλαντ όσα ήξερε για ό,τι του είχε συμβεί. Αυτός, ο αδερφός του και άλλοι τέσσερις νέοι, γρήγοροι και με καλά άλογα, είχαν προσληφθεί σαν ανιχνευτές, για να προστατεύουν, ως εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή, ένα καραβάνι από εφτά κάρα φορτωμένα με σπόρους, τροφή, εργαλεία, γράμματα και τέσσερις προξενεμένες νύφες, μέχρι μια πόλη που δεν ήταν αναγνωρισμένη καν ως πόλη, ονόματι Τέχουας, κάπου τριακόσια χιλιόμετρα δυτικά της Ελούρια. Οι ανιχνευτές πήγαιναν μπροστά και πίσω από το καραβάνι σε δύο ομάδες, εναλλάξ, και τα δυο αδέρφια ήταν σε άλλη ομάδα το καθένα, γιατί, όποτε βρίσκονταν μαζί, τρώγονταν σαν... σαν... «Σαν αδέρφια», είπε ο Ρόλαντ. Ο Τζον Νόρμαν κατόρθωσε να χαμογελάσει πονεμένα, αχνά. «Ναι», είπε. Η τριάδα στην οποία ήταν ο Τζον πήγαινε κάπου τρία χιλιόμετρα πίσω από τα κάρα, όταν τους επιτέθηκαν οι πράσινοι μεταλλαγμένοι στην Ελούρια. «Πόσα κάρα είδες όταν έφτασες εκεί;» ρώτησε τον Ρόλαντ. «Ένα μονάχα. Αναποδογυρισμένο».

Page 171: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Και πόσα πτώματα;» «Μονάχα του αδερφού σου». Ο Τζον Νόρμαν ένευσε βλοσυρά. «Δεν τον πήραν εξαιτίας του μενταγιόν, θαρρώ». «Οι μεταλλαγμένοι;» «Οι αδελφές. Οι μεταλλαγμένοι δε νοιάζονται ούτε για το χρυσό ούτε για τον θεό. Αυτές οι σκύλες, όμως...» Κοίταξε στη σκοτεινιά, που τώρα ήταν σχεδόν απόλυτη. Ο Ρόλαντ ένιωσε έτοιμος να αποκοιμηθεί ξανά, όμως δεν κατάλαβε παρά μόνο αργότερα πως η σούπα είχε μέσα ναρκωτικό. «Τα υπόλοιπα κάρα;» ρώτησε ο Ρόλαντ. «Αυτά που δεν αναποδογύρισαν;» «Θα τα πήραν οι μεταλλαγμένοι, και ό,τι αγαθό υπήρχε πάνω τους επίσης», είπε ο Νόρμαν. «Αυτοί δε νοιάζονται για το χρυσό και τον θεό και οι αδελφές δε νοιάζονται για τα αγαθά. Έχουν το δικό τους φαγητό, κάτι που δε θέλω ούτε να σκέφτομαι τι μπορεί να είναι. Κάτι απαίσιο... σαν εκείνα τα έντομα». Αυτός και οι υπόλοιποι καβαλάρηδες της οπισθοφυλακής μπήκαν στην Ελούρια, όμως η μάχη είχε πια τελειώσει. Άντρες ήταν σωριασμένοι ολόγυρα, κάποιοι νεκροί, αλλά πολύ περισσότεροι ζωντανοί ακόμη. Επίσης, τουλάχιστον δύο από τις προξενεμένες νύφες ζούσαν ακόμη. Οι πράσινοι άνθρωποι οδηγούσαν σαν γελάδια τους επιζήσαντες που μπορούσαν να βαδίσουν -ο Τζον Νόρμαν θυμόταν πολύ καλά εκείνον με το σκληρό καπέλο και τη γυναίκα με το κουρελιασμένο κόκκινο γιλέκο. Ο Νόρμαν και οι άλλοι δύο πάσχισαν να δώσουν μάχη. Είδε ένα βέλος να πετυχαίνει έναν από τους συντρόφους του στο στομάχι και ύστερα τα πάντα σκοτείνιασαν -κάποιος τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι από πίσω. Ο Ρόλαντ αναρωτήθηκε αν αυτός ο κάποιος είχε φωνάξει «Μπου!» πριν τον χτυπήσει, αλλά δεν ρώτησε. «'Όταν συνήλθα ξανά, βρισκόμουν εδώ», είπε ο Νόρμαν. «Είδα πως κάποιοι από τους άλλους -οι περισσότεροι- είχαν εκείνα τα αναθεματισμένα έντομα πάνω τους». «Από τους άλλους;» Ο Ρόλαντ κοίταξε τα άδεια κρεβάτια. Στο σκοτάδι που γινόταν όλο και πιο βαθύ, έλαμπαν σαν λευκά νησιά. «Πόσους έφεραν εδώ;»

Page 172: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Τουλάχιστον είκοσι. Γιατρεύτηκαν... τα έντομα τους γιάτρεψαν... και ύστερα, ένας ένας, χάθηκαν. Κοιμόσουν κι όταν ξυπνούσες υπήρχε άλλο ένα άδειο κρεβάτι. Ένας ένας χάθηκαν, ώσπου μείναμε μονάχα εγώ κι αυτός εκεί πέρα». Τον κοίταξε καλά καλά. «Και τώρα εσύ». «Νόρμαν», είπε ο Ρόλαντ, νιώθοντας το κεφάλι του να γυρίζει. «Δεν...» «Ξέρω τι σου συμβαίνει», είπε ο Νόρμαν. Έμοιαζε να μιλά από πολύ μακριά... ίσως από την άλλη μεριά της γης. «Φταίει η σούπα. Ένας άντρας δεν μπορεί να μη φάει όμως. Και μια γυναίκα. Αν είναι φυσιολογική γυναίκα, δηλαδή. Αυτές δεν είναι φυσιολογικές. Ακόμη και η αδελφή Τζένα δεν είναι φυσιολογική. Καλή δε σημαίνει φυσιολογική». Η φωνή του, όλο και πιο μακριά. «Και θα γίνει σαν τις άλλες στο τέλος. Να μου το θυμάσαι». «Δεν μπορώ να κινηθώ». Ακόμη και για να το πει, χρειάστηκε τρομερή προσπάθεια. Ήταν σαν να έσπρωχνε τεράστιους βράχους. «Όχι». Ο Νόρμαν ξάφνου γέλασε. Ήταν ένας τρομακτικός ήχος, που αντήχησε στη σκοτεινιά που γέμιζε το κεφάλι του Ρόλαντ. «Δε βάζουν μονάχα κάτι για να κοιμάσαι στη σούπα τους· βάζουν και κάτι για να μην μπορείς να κινηθείς. Δεν έχω τίποτε, αδερφέ... επομένως, γιατί λες να είμαι ακόμη εδώ;» Ο Νόρμαν δεν μιλούσε τώρα από την άλλη μεριά της γης αλλά απ' το φεγγάρι. Είπε: «Δε νομίζω κάποιος από τους δυο μας να ξαναδεί τον ήλιο να φωτίζει τη γη». Κάνεις λάθος σ' αυτό, πάσχισε να πει ο Ρόλαντ, καθώς και άλλα παρόμοια, όμως μάταια. Βρισκόταν πια στη σκοτεινή μεριά του φεγγαριού, και όλα τα λόγια του είχαν χαθεί στο κενό που βρήκε εκεί. Δεν είχε χάσει όμως εντελώς τη συνείδηση του εαυτού του. Ίσως η δόση του «γιατρικού» στη σούπα της αδελφής Κοκίνα να μην ήταν σωστά υπολογισμένη, ή ίσως να μην είχαν ξανακάνει τις διαβολιές τους σ' έναν πιστολά και να μην ήξεραν τι ήταν αληθινά ο Ρόλαντ. Εκτός, βέβαια, από την αδελφή Τζένα· εκείνη ήξερε. Κάποια στιγμή τη νύχτα, εύθυμες ψιθυριστές φωνές και σιγανά κουδουνίσματα τον έβγαλαν από ένα σκοτάδι που δεν ήταν ούτε ακριβώς αναισθησία ούτε ύπνος. Γύρω του, με το τραγούδι τους τόσο σταθερό που μετά βίας το άκουγε ο Ρόλαντ, βρίσκονταν οι «γιατροί».

Page 173: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Άνοιξε τα μάτια του και είδε ένα χλομό και ασταθές φως να χορεύει στον σκοτεινό αέρα. Τα χάχανα και οι ψίθυροι ήταν πιο κοντά. Πάσχισε να γυρίσει το κεφάλι του και στην αρχή δεν μπόρεσε. Περίμενε μαζεύοντας όλο του το κουράγιο και προσπάθησε ξανά. Αυτή τη φορά το κεφάλι του στράφηκε. Λιγάκι μόνο, όμως και το λιγάκι ήταν αρκετό. Ήταν πέντε από τις Μικρές Αδελφές -η Μαρία, η Λουίζα, η Τάμρα, η Κοκίνα και η Μικέλα. Διέσχιζαν τον μακρύ διάδρομο του νοσοκομείου, γελώντας όλες μαζί σαν σκανταλιάρικα παιδιά και κρατώντας μακριά κεριά σε ασημένια κηροπήγια, με τα κουδουνάκια στις καλύπτρες τους, στο μέτωπο τους, να ηχούν κρυσταλλένια. Μαζεύτηκαν γύρω από το κρεβάτι του γενειοφόρου άντρα. Μέσα από τον κύκλο τους, το φως των κεριών τρεμόφεγγε και χανόταν στη μέση της απόστασης ως τη μεταξένια οροφή. Η αδελφή Μαρία μίλησε για λίγο. Ο Ρόλαντ κατάλαβε τη φωνή της αλλά όχι τα λόγια της -δεν ήταν ειπωμένα ούτε στην απλή γλώσσα ούτε στην Υψηλή, αλλά σε κάποια εντελώς διαφορετική. Μια φράση ξεχώρισε -καν ντε λαχ, μι χιμ εν τόον-, που ο Ρόλαντ δεν είχε ιδέα τι σήμαινε. Συνειδητοποίησε πως τώρα δεν άκουγε παρά μόνο τα κουδουνάκια -τα έντομα-γιατροί είχαν σιωπήσει. «Ρας μι! Ον! Ον!» κραύγασε με τραχιά, δυνατή φωνή η αδελφή Μαρία. Τα κεριά έσβησαν. Το φως που έλαμπε μέσα από τις καλύπτρες τους, όπως ήταν μαζεμένες γύρω από το κρεβάτι του γενειοφόρου άντρα, χάθηκε και το σκοτάδι σκέπασε τα πάντα ξανά. Ο Ρόλαντ περίμενε για το επόμενο που θα συνέβαινε, με το δέρμα του παγωμένο. Πάσχισε να λυγίσει τα χέρια ή τα πόδια του. Είχε κατορθώσει να στρέψει γύρω στις δεκαπέντε μοίρες το κεφάλι του, όμως κατά τ' άλλα ήταν παράλυτος σαν μύγα τυλιγμένη σε αραχνιά. Ακούστηκαν τα σιγανά κουδουνίσματα στη σκοτεινιά... και ύστερα ρουφήγματα. Μόλις τα άκουσε, ο Ρόλαντ, κατάλαβε τι τους περίμενε. Κάπου μέσα του ήξερε από την αρχή τι ήταν οι Μικρές Αδελφές της Ελούρια. Αν μπορούσε να σηκώσει τα χέρια του, θα τα είχε βάλει στα αυτιά του για να μην ακούει τους ήχους. Τώρα, όμως, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κείται ασάλευτος, ακούγοντας και περιμένοντας τες να σταματήσουν. Συνέχισαν για κάμποση ώρα -για έναν αιώνα, έτσι του φάνηκε. 'Έπιναν και γρύλιζαν σαν γουρούνια που καταβροχθίζουν τη νερουλή τροφή τους μέσα από την ταΐστρα. Ακούστηκε ακόμη κι ένα ηχηρό ρέψιμο και ύστερα σιγανά χάχανα ξανά (που έπαψαν όταν η αδελφή Μαρία ψιθύρισε μια μοναδική, κοφτή λέξη -«Χάις!»). Και κάποια στιγμή ακούστηκε μια σιγανή, θρηνητική

Page 174: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κραυγή -από τον γενειοφόρο άντρα, ο Ρόλαντ ήταν βέβαιος. Αν όντως ήταν απ' αυτόν, ήταν η τελευταία του στο δρόμο της ζωής. Τελικά, τα ρουφήγματα άρχισαν να σβήνουν και συνάμα τα έντομα να τραγουδούν ξανά -πρώτα διστακτικά και ύστερα με περισσότερη σιγουριά. Οι ψίθυροι και τα χάχανα ακούστηκαν πάλι. Τα κεριά άναψαν ξανά. Τώρα ο Ρόλαντ ήταν ξαπλωμένος, με το κεφάλι του στραμμένο προς την άλλη μεριά. Δεν ήθελε να καταλάβουν πως είχε δει, όμως δεν ήταν μονάχα αυτό· δεν είχε καμιά διάθεση να δει κι άλλα. Είχε δει και είχε ακούσει αρκετά. Όμως τα χάχανα και οι ψίθυροι τον ζύγωναν τώρα. Ο Ρόλαντ σφάλισε τα μάτια του και συγκεντρώθηκε στο μενταγιόν στο στήθος του. Δεν ξέρω αν είναι εξαιτίας του χρυσού ή του θεού, όμως δεν τους αρέσει να το ζυγώνουν, είχε πει ο Τζον Νόρμαν. Ήταν καλό που είχε να θυμάται κάτι τέτοιο καθώς τον ζύγωναν οι Μικρές Αδελφές φλυαρώντας και ψιθυρίζοντας στην παράξενη άγνωστη γλώσσα τους, όμως το μενταγιόν έμοιαζε να μην του παρέχει παρά λιγοστή προστασία στη σκοτεινιά. Αχνά, μακριά, ο Ρόλαντ άκουσε το σκύλο με το σταυρό να γαβγίζει. Καθώς οι Αδελφές στέκονταν γύρω του, ο πιστολάς συνειδητοποίησε πως τις μύριζε. Ήταν μια αχνή, δυσάρεστη οσμή, σαν χαλασμένου κρέατος. Και τι άλλο να μύριζαν, άλλωστε, πλάσματα όπως αυτές; «Τι ωραίος άντρας». Ήταν η αδελφή Μαρία. Μίλησε σιγανά, συλλογισμένα. «Αλλά τι άσχημο σίγκουλ που φορά». Η αδελφή Τάμρα. «Θα του το βγάλουμε!» Η αδελφή Λουίζα. «Και ύστερα θα τον φιλήσουμε!» Η αδελφή Κοκίνα. «Θα τον φιλήσουμε όλες!» αναφώνησε η αδελφή Μικέλα, με τόσο ενθουσιασμό, που έβαλαν όλες τα γέλια. Ο Ρόλαντ ανακάλυψε πως δεν ήταν όλος παράλυτος τελικά. Ένα κομμάτι του, για την ακρίβεια, είχε βγει από το λήθαργο του στο άκουσμα των φωνών τους και τώρα έστεκε ντούρο. Ένα χέρι χώθηκε κάτω από τη φορεσιά του, άγγιξε το σκληρό πέος του, το έσφιξε, το χάιδεψε. Έντρομος, ασάλευτος, συνέχισε να παριστάνει πως κοιμόταν, καθώς μια υγρή ζέστη ξεχυνόταν σχεδόν αμέσως από μέσα του. Το χέρι συνέχισε να τον σφίγγει για μια στιγμή, με τον αντίχειρα του να ανεβοκατεβαίνει στο πέος του που ζάρωνε ξανά. Ύστερα το άφησε, ανέβηκε λιγάκι παραπάνω και βρήκε την πηχτή λιμνούλα στην κοιλιά του. Χάχανα ακούστηκαν, σιγανά σαν τον άνεμο. Και κουδουνίσματα. Ο Ρόλαντ άνοιξε ελάχιστα τα μάτια του και αντίκρισε τα γέρικα πρόσωπα να τον κοιτάζουν γελώντας στο φως των κεριών -μάτια λαμπερά, μάγουλα

Page 175: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ωχρά, δόντια αραιά, πεταχτά. Οι αδελφές Μικέλα και Λουίζα έμοιαζαν να έχουν βγάλει γενάκι, αλλά φυσικά δεν ήταν τρίχες αυτή η μαυρίλα· ήταν το αίμα του άντρα. Η Μαρία είχε το χέρι της μισόκλειστο. Το πέρασε από τη μια αδελφή στην άλλη, που έγλειψαν τη χούφτα της στο φως των κεριών. Ο Ρόλαντ σφάλισε τα μάτια του ξανά και περίμενε να φύγουν. Τελικά έφυγαν. Δεν θα ξανακοιμηθώ ποτέ, συλλογίστηκε, και ύστερα από ένα πεντάλεπτο ο εαυτός του κι ο κόσμος βυθίστηκαν στη λήθη.

V. Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΙΑ. ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ. ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΑΛΦ. Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΝΟΡΜΑΝ. Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΡΙΑ ΞΑΝΑ.

Όταν ξύπνησε ο Ρόλαντ, ήταν μέρα πια και η μεταξένια οροφή από πάνω φωτιζόταν κάτασπρη και κυματιστή στο αεράκι. Τα έντομα-γιατροί τραγουδούσαν χαρωπά. Δίπλα του, στα αριστερά, ο Νόρμαν κοιμόταν βαθιά, με το κεφάλι του τόσο γερμένο, που το αξύριστο μάγουλο του ακουμπούσε στον ώμο του. Ο Ρόλαντ και ο Τζον Νόρμαν ήταν μόνοι τους. Παρακάτω στη δική τους μεριά του νοσοκομείου, το κρεβάτι του γενειοφόρου άντρα ήταν άδειο, με το πανωσέντονό του καλοστρωμένο και το μαξιλάρι του μέσα σε μια ατσαλάκωτη, άσπρη μαξιλαροθήκη. Ούτε τα λουριά μέσα στα οποία κρεμόταν το κορμί του υπήρχαν πια. Ο Ρόλαντ θυμήθηκε τα κεριά -πώς ενωνόταν η λάμψη τους και ανέβαινε σε μια στήλη, φωτίζοντας τις αδελφές που ήταν μαζεμένες γύρω από τον άντρα. Χαχανίζοντας. Με τα αναθεματισμένα τα κουδουνάκια τους να ηχούν. Ξάφνου, σαν να την κάλεσαν οι σκέψεις του, φάνηκε η αδελφή Μαρία, βαδίζοντας γοργά, ακολουθούμενη από την αδελφή Λουίζα. Η Λουίζα κρατούσε ένα δίσκο και φαινόταν νευρική. Η Μαρία ήταν συνοφρυωμένη, ολοφάνερα κακοδιάθετη. Γιατί να είσαι κακόκεφη υστέρα από ένα τόσο καλό γεύμα; σκέφτηκε ο Ρόλαντ. Ντροπή, αδελφή. Έφτασε στο κρεβάτι του πιστολά και τον κοίταξε. «Δεν περιμένεις να σε ευχαριστήσω κιόλας», είπε αμέσως.

Page 176: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Σου ζήτησα να με ευχαριστήσεις;» αποκρίθηκε εκείνος, με φωνή που ήταν σαν να είχε πιάσει σκόνη από την αχρηστία, όπως οι σελίδες ενός παλιού βιβλίου. Δεν του έδωσε σημασία. «Κάποια που ήταν μονάχα αναιδής και ανήσυχη εσύ την έκανες απείθαρχη. Έτσι ήταν και η μητέρα της, και πέθανε λίγο καιρό αφού ξανάβαλε την Τζένα στη θέση της, εκεί που ανήκε. Σήκωσε το χέρι σου, αχάριστε άνθρωπε». «Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να κουνηθώ καθόλου». «Ω ανόητε! Δεν έχεις ακούσει που λένε "όποιος τη μητέρα του πάει να ξεγελάσει, πάει γυρεύοντας"; Ξέρω πολύ καλά τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις. Τώρα, σήκωσε το χέρι σου». Ο Ρόλαντ σήκωσε το δεξί του χέρι, πασχίζοντας να φανεί πως δυσκολευόταν περισσότερο απ' όσο στην πραγματικότητα. Σκέφτηκε πως σήμερα το πρωί μπορεί να ήταν αρκετά δυνατός ώστε να ελευθερωθεί από τα λουριά... ύστερα όμως; Έπρεπε να περάσουν ώρες για να μπορέσει πραγματικά να βαδίσει, ακόμη και δίχως άλλη μια δόση «γιατρικού»... και, πίσω από την αδελφή Μαρία, η αδελφή Λουίζα ξεσκέπαζε πάλι ένα μπολ σούπα. Στη θέα του, το στομάχι του Ρόλαντ γουργούρισε. Η Μεγάλη Αδελφή το άκουσε και χαμογέλασε λιγάκι. «Ακόμη και ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι, ένας ρωμαλέος άντρας δε χάνει την όρεξη του. Δε συμφωνείς, Τζέϊσον, αδελφέ του Τζον;» «Το ξέρεις πολύ καλά πως με λένε Τζέϊμς, αδελφή». «Το ξέρω;» Γέλασε θυμωμένα. «Πω, πω! Κι αν μαστίγωνα την καλή σου μέχρι να τρέξει το αίμα σαν ιδρώτας από τη ράχη της, δε θα μου έλεγε πως άλλο είναι τ' όνομα σου; Ή δεν της το εμπιστεύτηκες, μήπως, στην κουβεντούλα σας;» «Άγγιξε την και θα σε σκοτώσω». Ξαναγέλασε. Το πρόσωπο της τρεμόπαιξε· το σφιγμένο στόμα της θύμισε ξάφνου μέδουσα που αργοπεθαίνει. «Μη μας μιλάς για σκοτωμούς, ανόητε, εκτός κι αν μιλήσουμε εμείς για σκοτωμούς σ' εσένα». «Αδελφή, αν είναι τόσο το μίσος ανάμεσα σ' εσένα και την αδελφή Τζένα, γιατί δεν την απαλλάσσεις από τους όρκους της ώστε να τραβήξει τον δικό της δρόμο;»

Page 177: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Κάποια σαν εμάς δεν μπορεί ποτέ να απαλλαγεί από τους όρκους της, ούτε να τραβήξει τον δικό της δρόμο. Η μητέρα της το προσπάθησε και γύρισε ξανά, αυτή ετοιμοθάνατη και το κορίτσι άρρωστο. Εμείς γιατρέψαμε την Τζένα, όταν η μητέρα της δεν ήταν πια παρά σκόνη στον άνεμο που φυσά κατά τον Ακραίο Κόσμο, κι όμως, τι λιγοστό που ήταν το ευχαριστώ της! Συν τοις άλλοις, φορά τις Σκοτεινές Καμπανούλες, το σίγκουλ της αδελφότητας μας. Του κα-τετ μας. Τώρα τρώγε -το στομάχι σου λέει πως πεινάς!» Η αδελφή Λουίζα του πρόσφερε το μπολ, όμως ρίχνοντας συνεχώς το βλέμμα της στο μενταγιόν που φαινόταν κάτω από το στήθος της φορεσιάς του. Δεν σ' αρέσει, ε; συλλογίστηκε ο Ρόλαντ και ύστερα θυμήθηκε τη Λουίζα στο φως των κεριών, με το αίμα του γενειοφόρου άντρα στο πιγούνι της και με τα γέρικα μάτια της γεμάτα λαχτάρα καθώς έσκυβε για να γλείψει το σπέρμα του από το χέρι της αδελφής Μαρίας. Απέστρεψε το πρόσωπο του. «Δε θέλω τίποτε». «Μα πεινάς!» διαμαρτυρήθηκε η Λουίζα. «Αν δε φας, Τζέϊμς, πώς θα δυναμώσεις ξανά;» «Στείλε την Τζένα. Ό,τι μου φέρει εκείνη θα το φάω». Η αδελφή Μαρία συνοφρυώθηκε κι άλλο. «Δε θα την ξαναδείς. Βγήκε από το Σπίτι του Στοχασμού με την υπόσχεση να διπλασιάσει το χρόνο της περισυλλογής της... και να μην ξαναπατήσει στο νοσοκομείο. Και τώρα φάε, Τζέϊμς, ή όποιος είσαι. Φάε ό,τι είναι μέσα στη σούπα σου, ειδάλλως θα σε κόψουμε με μαχαίρια και θα σ' το βάλουμε σαν κατάπλασμα στις πληγές. Όπως και να 'ναι, μας κάνει το ίδιο. Έτσι δεν είναι, Λουίζα;» «Ναι», είπε η Λουίζα. Είχε τεντωμένο ακόμη το χέρι της με το μπολ. Αχνός έβγαινε από μέσα και η ευωδιά κοτόπουλου. «Όμως, μπορεί να έχει διαφορά για σένα». Η αδελφή Μαρία χαμογέλασε δίχως ίχνος ευθυμίας, φανερώνοντας τα αφύσικα μεγάλα δόντια της. «Είναι επικίνδυνο να τρέχει αίμα εδώ μέσα. Δεν αρέσει στους γιατρούς. Τους αναστατώνει». Δεν αναστατώνονταν μονάχα τα έντομα στη θέα του αίματος, ο Ρόλαντ το ήξερε πια. Επίσης, ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή παρά να φάει τη σούπα. Πήρε το μπολ από τη Λουίζα και έφαγε αργά. Και τι δεν θα 'δίνε για να μπορούσε να σβήσει την έκφραση ικανοποίησης από το πρόσωπο της αδελφής Μαρίας.

Page 178: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ωραία», του είπε, αφού πήρε από τον Ρόλαντ το μπολ και κοίταξε μέσα για να σιγουρευτεί πως ήταν εντελώς άδειο. Το χέρι του ξανάπεσε στα λουριά, ήδη πολύ βαρύ για να μπορεί να το κρατήσει ψηλά. Ένιωσε τον κόσμο να σβήνει ξανά. Η αδελφή Μαρία έσκυψε μπροστά, με το κυματιστό πάνω μέρος της φορεσιάς της να αγγίζει το δέρμα στον αριστερό του ώμο. Τη μύρισε, μια μυρωδιά έντονη και ξερή, και θα είχε κάνει εμετό, αν είχε τη δύναμη. «Όταν ξαναβρείς λιγάκι τη δύναμη σου, βγάλε αυτό το χρυσαφένιο πράγμα από πάνω σου -βάλ' το στο ουροδοχείο κάτω από το κρεβάτι. Εκεί που είναι η θέση του. Γιατί, ακόμη και το να βρίσκομαι κοντά του, κάνει το κεφάλι μου να πονά και το λαιμό μου να κλείνει». Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια για να μιλήσει, ο Ρόλαντ είπε: «Αν το θέλεις, παρ' το. Πώς μπορώ να σε εμποδίσω, σκύλα;» Για άλλη μια φορά μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στο πρόσωπο της. Του φάνηκε πως θα τον είχε χαστουκίσει, αν τολμούσε να πλησιάσει το χέρι της στο μενταγιόν του. Όμως έμοιαζε να μην μπορεί να τον αγγίξει από τη μέση και πάνω. «Θαρρώ πως θα σε ωφελούσε να το σκεφτείς λιγάκι καλύτερα», του είπε. «Αν θέλω, ξέρεις, μπορώ να μαστιγώσω την Τζένα. Φορά τις Σκοτεινές Καμπανούλες, όμως η Μεγάλη Αδελφή είμαι εγώ. Σκέψου το καλά». Έφυγε, και η αδελφή Λουίζα την ακολούθησε, ρίχνοντας πίσω της μια τελευταία ματιά -έναν παράξενο συνδυασμό λαγνείας και φόβου. Ο Ρόλαντ συλλογίστηκε: Πρέπει να φύγω από δω -πρέπει. Αυτό που έκανε, όμως, ήταν να βυθιστεί ξανά σ' εκείνο το σκοτεινό μέρος που δεν ήταν ακριβώς ύπνος. Ή μπορεί να κοιμήθηκε, τουλάχιστον για λίγο, και μπορεί να ονειρεύτηκε. Δάχτυλα χάιδεψαν ξανά τα δάχτυλα του, χείλη του φίλησαν πρώτα το αυτί και ύστερα ψιθύρισαν μέσα του: «Κοίτα κάτω από το μαξιλάρι σου, Ρόλαντ... όμως μη φανερώσεις σε κανέναν πως ήρθα εδώ». Κάποια στιγμή έπειτα απ' αυτό, ο Ρόλαντ ξανάνοιξε τα μάτια του, σχεδόν περιμένοντας να αντικρίσει από πάνω του το όμορφο νεανικό πρόσωπο της αδελφής Τζένα, μ' εκείνη τη μαύρη μπούκλα να προβάλλει σαν κόμμα κάτω από την καλύπτρα της. Αλλά δεν υπήρχε κανείς. Οι μεταξωτές λωρίδες από πάνω ήταν ολόφωτες και, παρ' ότι του ήταν αδύνατο να καταλάβει με ακρίβεια την ώρα εκεί μέσα, φαντάστηκε πως είχε μεσημεριάσει. Ίσως να 'χαν περάσει τρεις ώρες από το δεύτερο μπολ σούπα των αδελφών. Δίπλα

Page 179: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

του, ο Τζον Νόρμαν κοιμόταν ακόμη, ροχαλίζοντας σιγανά, σφυριχτά, από τη μύτη. Ο Ρόλαντ πάσχισε να σηκώσει το χέρι του και να το βάλει κάτω από το μαξιλάρι. Το χέρι του, όμως, δεν έλεγε να σαλέψει. Μπορούσε να κινήσει τα ακροδάχτυλά του, αλλά αυτό όλο κι όλο. Περίμενε, ηρεμώντας όσο μπορούσε το νου του και επιστρατεύοντας όλη του την υπομονή. Δεν ήταν εύκολο πράγμα η υπομονή. Δεν έφευγαν από το μυαλό του τα λόγια του Νόρμαν -πως είχαν επιζήσει είκοσι άτομα από την ενέδρα... αρχικά τουλάχιστον. Ένας ένας χάθηκαν, ώσπου μείναμε μονάχα εγώ κι αυτός εκεί πέρα. Και τώρα εάν. Η κοπέλα δεν ήταν εδώ, άκουσε να λέει η απαλή, θλιμμένη φωνή του Άλεν, ενός από τους παλιούς του φίλους, που ήταν νεκρός εδώ και πολλά χρόνια. Δεν θα τολμουσε, όχι με τις άλλες να παρακολουθούν. Απλώς ονειρευτηκες. Ωστόσο, ο Ρόλαντ σκέφτηκε πως ίσως να ήταν κάτι παραπάνω από όνειρο. Κάποια στιγμή αργότερα -από την αργή αλλαγή του φωτός στην οροφή, φαντάστηκε πως θα είχε περάσει καμιά ώρα- ο Ρόλαντ ξαναπροσπάθησε να κινήσει το χέρι του. Αυτή τη φορά κατόρθωσε να το βάλει κάτω από το μαξιλάρι. Ήταν φουσκωτό και μαλακό, καλά στερεωμένο στο πλατύ λουρί που του υποβάσταζε το λαιμό. Στην αρχή δεν βρήκε τίποτε, όμως, καθώς τα δάχτυλα του χώνονταν σιγά σιγά βαθύτερα, άγγιξαν κάτι που έμοιαζε με μάτσο από σκληρές και λεπτές βέργες. Σταμάτησε, μαζεύοντας λίγη δύναμη ακόμη (κάθε κίνηση του ήταν σαν να κολυμπούσε μέσα σε κόλλα), και ύστερα ψαχούλεψε βαθύτερα. Ήταν σαν ξεραμένη ανθοδέσμη. Κάτι σαν κορδέλα ήταν τυλιγμένο γύρω της. Ο Ρόλαντ κοίταξε τριγύρω για να σιγουρευτεί πως ο θάλαμος ήταν ακόμη έρημος και ο Νόρμαν κοιμόταν και ύστερα έβγαλε αυτό που υπήρχε κάτω από το μαξιλάρι. Ήταν έξι εύθρυπτοι, αχνοπράσινοι βλαστοί, με καφετιά στάχυα σαν της καλαμιάς στην κορυφή. Ανέδιδαν ένα παράξενο άρωμα σαν μαγιά, που θύμισε στον Ρόλαντ τότε που έκανε επιδρομή, όταν ήταν μικρός, στην κουζίνα του Μεγάλου Σπιτιού, νωρίς το πρωί και συνήθως μαζί με τον Κάθμπερτ, για να ζητιανέψει φαγητό. Οι καλαμιές ήταν δεμένες με μια φαρδιά λευκή κορδέλα και μύριζαν σαν καμένο ψωμί. Κάτω από την κορδέλα υπήρχε ένα διπλωμένο ύφασμα. Όπως και όλα τα άλλα σ' αυτό το αναθεματισμένο μέρος, το ύφασμα ήταν μεταξωτό. Ο Ρόλαντ ανάσαινε με δυσκολία και ένιωθε στάλες ιδρώτα στο μέτωπο του. Όμως ήταν ακόμη μόνος -ωραία. Πήρε το ύφασμα και το ξεδίπλωσε. Γραμμένο προσεκτικά με κάρβουνο, ήταν το μήνυμα:

Page 180: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ΤΡΩΓΕ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΑΧΥΑ. ΚΑΘΕ ΜΙΑ ΩΡΑ. ΑΝ ΦΑΣ ΠΟΛΥ, ΕΧΕΙΣ ΣΠΑΣΜΟΥΣ Ή ΘΑΝΑΤΟ.

ΑΥΡΙΟ ΒΡΑΔΥ. ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΩΡΙΤΕΡΑ. ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ!

Δεν υπήρχε καμία εξήγηση, όμως ο Ρόλαντ φαντάστηκε πως δεν χρειαζόταν. Ούτε είχε άλλη επιλογή· αν παρέμενε εδώ, θα πέθαινε. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να του πάρουν το μενταγιόν, και ήταν βέβαιος πως η αδελφή Μαρία ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να βρει κάποιον τρόπο να το καταφέρει. Μασούλησε ένα από τα ξερά στάχυα. Η γεύση του δεν θύμιζε καθόλου τη γεύση του φρυγανισμένου ψωμιού που ζητιάνευαν στην κουζίνα όταν ήταν μικροί· ήταν πικρό στο λαιμό του και καυτό στο στομάχι του. Λιγότερο από ένα λεπτό αργότερα, οι χτύποι της καρδιάς του είχαν διπλασιαστεί. Οι μύες του είχαν ξυπνήσει, όμως όχι μ' έναν ευχάριστο τρόπο, όπως ύστερα από έναν καλό ύπνο· στην αρχή έτρεμαν και ύστερα ήταν σκληροί σαν να ήταν δεμένοι σε κόμπους. Αυτή η αίσθηση έσβησε γρήγορα και η καρδιά του άρχισε πάλι να χτυπά κανονικά πριν ξυπνήσει ο Νόρμαν, ύστερα από καμιά ώρα, όμως κατάλαβε γιατί τον είχε προειδοποιήσει η Τζένα να μη φάει πάνω από ένα στάχυ τη φορά -ήταν πολύ δυνατά. Ξανάβαλε το μπουκέτο κάτω από το μαξιλάρι του, προσέχοντας να τινάξει τα λιγοστά ψίχουλα που είχαν πέσει στο σεντόνι. Ύστερα έσβησε με τον αντίχειρα του από το μετάξι το μήνυμα που ήταν γραμμένο με τόσο κόπο. Όταν τέλειωσε, στο ύφασμα υπήρχαν μόνο μουντζούρες δίχως νόημα. Έπειτα το έχωσε ξανά κάτω από το μαξιλάρι του. 'Όταν ξύπνησε ο Νόρμαν, αυτός και ο πιστολάς κουβέντιασαν για λίγο για την πατρίδα του νεαρού ανιχνευτή -το Ντιλέϊν, που κάποιες φορές ονομαζόταν κοροϊδευτικά Λημέρι του Δράκου ή Παράδεισος του Ψεύτη. Όλες οι απίθανες ιστορίες λεγόταν πως προέρχονταν από το Ντιλέϊν. Το αγόρι ζήτησε από τον Ρόλαντ να πάει το μενταγιόν του και το μενταγιόν του αδερφού του στο σπίτι του, στους γονείς του, αν μπορούσε, και να εξηγήσει τι είχε συμβεί στον Τζέϊμς και τον Τζον, τους γιους του Τζέσε. «Θα το κάνεις ο ίδιος», είπε ο Ρόλαντ. «Όχι». Ο Νόρμαν πάσχισε να σηκώσει το χέρι του, ίσως για να ξύσει τη μύτη του, και δεν κατάφερε ούτε καν αυτό. Το χέρι του υψώθηκε κάπου δεκαπέντε εκατοστά και ύστερα ξανάπεσε μ' ένα σιγανό γδούπο στο κλινοσκέπασμα. «Δε νομίζω. Ξέρεις, λυπάμαι που συναντηθήκαμε έτσι-σε συμπαθώ».

Page 181: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Κι εγώ σε συμπαθώ, Τζον Νόρμαν. Καλύτερα να είχαμε συναντηθεί σε διαφορετικές συνθήκες». «Ναι. Δίχως αυτές τις συναρπαστικές κυρίες». Ύστερα από λίγο ξανακοιμήθηκε. Ο Ρόλαντ δεν του ξαναμίλησε ποτέ... αν και τον άκουσε. Ναι. Ο Ρόλαντ ήταν ξαπλωμένος πάνω από το κρεβάτι του, κάνοντας πως κοιμόταν, καθώς ο Τζον Νόρμαν ούρλιαζε για στερνή φορά. Η αδελφή Μικέλα ήρθε με τη βραδινή του σούπα πάνω που σταματούσαν να τρέμουν οι μύες του και να βροντοχτυπά η καρδιά του αφού είχε φάει το δεύτερο καφετί στάχυ. Η Μικέλα κοίταξε ανήσυχα το φουντωμένο του πρόσωπο, όμως αναγκάστηκε να δεχτεί τις διαβεβαιώσεις του πως δεν είχε πυρετό· δεν μπορούσε να τον αγγίξει και να κρίνει η ίδια -το μενταγιόν την κρατούσε μακριά. Μαζί με τη σούπα υπήρχε ψωμί, μπομπότα, αλλά πολύ σκληρή, και το κρέας μέσα στη σούπα ήταν επίσης σκληρό, όμως ο Ρόλαντ έφαγε λαίμαργα. Η Μικέλα παρακολουθούσε μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, με τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της, νεύοντας κάπου κάπου. Όταν απόφαγε, του πήρε το μπολ προσεκτικά, έτσι ώστε να μην αγγίξει τα δάχτυλα του. «Αναρρώνεις», του είπε. «Σύντομα θα φύγεις κι εμείς θα μείνουμε με τη θύμηση σου μόνο, Τζιμ». «Αλήθεια;» τη ρώτησε σιγανά. Εκείνη απλώς τον κοίταξε, άγγιξε με τη γλώσσα της το πάνω χείλι της, χαχάνισε κι έφυγε. Ο Ρόλαντ έκλεισε τα μάτια του και έγειρε πίσω στο μαξιλάρι, νιώθοντας έτοιμος να αποκοιμηθεί ξανά. Τα εξεταστικά μάτια της... η άκρη της γλώσσας της. Είχε δει γυναίκες να κοιτάζουν κοτόπουλα και κομμάτια πρόβειο κρέας με τον ίδιο τρόπο, υπολογίζοντας πότε να τα μαγειρέψουν. Το κορμί του λαχταρούσε να κοιμηθεί, όμως ο Ρόλαντ κατόρθωσε να παραμείνει για καμιά ώρα ξύπνιος και ύστερα έβγαλε ένα από τα καλάμια από κάτω από το μαξιλάρι του. Έχοντας πάρει μια δόση ακόμη από το ναρκωτικό «γιατρικό» τους που προκαλούσε παράλυση, χρειάστηκε τεράστια προσπάθεια, και δεν ήταν βέβαιος πως θα τα είχε καταφέρει, αν δεν είχε βγάλει το καλάμι από την κορδέλα που κρατούσε τα υπόλοιπα. Αύριο το βράδυ, έλεγε το μήνυμα της Τζέντα. Αν σήμαινε πως αύριο το βράδυ θα κατόρθωνε να αποδράσει, φαινόταν γελοίο. Όπως ένιωθε τώρα, θα μπορούσε να μείνει ξαπλωμένος για πάντα. Μασούλησε. Ενέργεια τον πλημμύρισε, κάνοντας τους μυς του να σφιχτούν και την καρδιά του να βροντοχτυπήσει, όμως το σφρίγος του χάθηκε σχεδόν αμέσως, υπό την επήρεια του ισχυρότερου ναρκωτικού των αδελφών. Δεν μπορούσε παρά να

Page 182: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ελπίζει... και να κοιμηθεί. 'Όταν ξύπνησε, ήταν απόλυτο σκοτάδι και ανακάλυψε πως μπορούσε να κινήσει σχεδόν κανονικά τα χέρια και τα πόδια του μέσα στα λουριά. Έβγαλε ένα καλάμι από κάτω από το μαξιλάρι και το μασούλησε προσεκτικά. Η κοπέλα του είχε αφήσει έξι, και τα πρώτα δύο είχαν φαγωθεί τώρα σχεδόν εντελώς. Ο πιστολάς ξανάβαλε το βλαστό κάτω από το μαξιλάρι και ύστερα άρχισε να τρέμει σαν βρεγμένο σκυλί στη νεροποντή. Έφαγα πολύ, συλλογίστηκε, θα είμαι τυχερός αν δεν έχω συσπάσεις... Η καρδιά του δούλευε γρήγορα σαν ξέφρενη ατμομηχανή. Και ύστερα, για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, φως κεριού φάνηκε στην πέρα άκρη του διαδρόμου. Αμέσως μετά άκουσε τις φορεσιές τους να θροΐζουν και τις παντόφλες τους να σέρνονται. Θεοί, γιατί τώρα; θα με δουν να τρέμω, θα καταλάβουν... Επιστρατεύοντας όλη τη θέληση και τον αυτοέλεγχο του, ο Ρόλαντ έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στο να κάνει τα μέλη του να σταματήσουν να τινάζονται. Μακάρι να ήταν σε κρεβάτι και όχι σ' αυτά τα αναθεματισμένα λουριά, που έμοιαζαν να τρέμουν ακόμη περισσότερο από τον ίδιο, σαν ζωντανά! Οι Μικρές Αδελφές ζύγωσαν. Το φως των κεριών τους άνθισε κόκκινο μέσα από τα σφαλιστά του βλέφαρα. Απόψε δεν χαχάνιζαν, ούτε ψιθύριζαν μεταξύ τους. Μόνο όταν βρέθηκαν σχεδόν από πάνω του, ο Ρόλαντ κατάλαβε πως υπήρχε ένας ξένος ανάμεσα τους -ένα πλάσμα που έπαιρνε βαθιές, υγρές ανάσες από τη βουλωμένη του μύτη. Ο πιστολάς συνέχισε να έχει τα μάτια του κλειστά, με τις έντονες συσπάσεις και τα τινάγματα των χεριών και των ποδιών του να έχουν πάψει τώρα, αλλά με τους μυς του να είναι ακόμη σφιγμένοι, μουδιασμένοι, παλλόμενοι κάτω από το δέρμα. Αν κανείς τον κοίταζε προσεκτικά, θα καταλάβαινε πως κάτι συνέβαινε. Η καρδιά του κάλπαζε σαν άλογο χτυπημένο με το καμουτσίκι· σίγουρα θα το έβλεπαν... Όμως δεν κοίταζαν αυτόν -όχι ακόμη, τουλάχιστον. «Βγάλ' του το», είπε η Μαρία. Μίλησε σε μια μπασταρδεμένη μορφή της απλής γλώσσας, που ο Ρόλαντ μετά βίας κατάλαβε. «Και ύστερα του άλλου. Εμπρός, Ραλφ». «Μου δώσετε ουίσκι;» ρώτησε ο μυξιάρης και σαλιάρης, σε μια διάλεκτο ακόμη βαρύτερη από της Μαρίας. «Μου δώσετε ταμπάκο;» «Ναι, μπόλικο ουίσκι και μπόλικο καπνό, όμως όχι μέχρι να βγάλεις αυτά τα απαίσια πράγματα!» Με ανυπομονησία. Ίσως με φόβο, επίσης.

Page 183: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Ρόλαντ γύρισε προσεκτικά το κεφάλι του αριστερά και άνοιξε λίγο τα βλέφαρα του. Πέντε από τις έξι Μικρές Αδελφές της Ελούρια ήταν μαζεμένες γύρω από την πέρα μεριά του κρεβατιού του κοιμισμένου Τζον Νόρμαν, με τα κεριά τους σηκωμένα για να τον φωτίζουν. Το φως έπεφτε επίσης στα πρόσωπα τους, πρόσωπα που θα προκαλούσαν εφιάλτες και στον πιο δυνατό άντρα. Τώρα, μέσα στη νύχτα, δίχως τα σαγηνευτικά τους προσωπεία, δεν ήταν παρά αρχαία κουφάρια με φαρδιές φορεσιές. Η αδελφή Μαρία κρατούσε ένα από τα όπλα του Ρόλαντ. Βλέποντας τη να το κρατά, ο Ρόλαντ ένιωσε ένα βαθύ μίσος για την αδελφή και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως θα την ξεπλήρωνε για το θράσος της. Το πράγμα που έστεκε στα πόδια του κρεβατιού, όσο παράξενο κι αν ήταν, έδειχνε σχεδόν φυσιολογικό δίπλα στις αδελφές. Ήταν ένας από τους πράσινους ανθρώπους. Ο Ρόλαντ αναγνώρισε αμέσως τον Ραλφ. θα περνούσε πολύς καιρός για να ξεχάσει εκείνο το σκληρό καπέλο. Τώρα ο Ραλφ πήγε αργά από τη μεριά του κρεβατιού του Νόρμαν που ήταν πιο κοντά στον Ρόλαντ, κόβοντας του στιγμιαία τη θέα των αδελφών. Ο μεταλλαγμένος συνέχισε, όμως, ως το κεφάλι του Νόρμαν, και οι μέγαιρες πρόβαλαν ξανά μπροστά στα ελάχιστα ανοιχτά μάτια του πιστολά. Το μενταγιόν του Νόρμαν ήταν έξω από τη φορεσιά του -ίσως το αγόρι να είχε ξυπνήσει φευγαλέα και να το είχε βγάλει ελπίζοντας πως έτσι θα τον προστάτευε καλύτερα. Ο Ραλφ το έκλεισε στο χέρι του, που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από λιωμένο κερί. Οι αδελφές κοίταζαν καλά καλά στο φως των κεριών τους, καθώς ο πράσινος άνθρωπος το τράβηξε ως την άκρη της αλυσίδας του... και ύστερα το άφησε ξανά. Τα πρόσωπα τους κρέμασαν από την απογοήτευση. «Δε με νοιάζει εμένα αυτό!» είπε με την πνιχτή φωνή του ο Ραλφ. «θέλω ουίσκι! θέλω ταμπάκο!» «Θα τα έχεις», είπε η αδελφή Μαρία. «Αρκετό ουίσκι και καπνό για σένα και για όλους τους υπόλοιπους της μολυσματικής σου φάρας. Πρώτα, όμως, πρέπει να του βγάλεις αυτό το απαίσιο πράγμα! Κι από τον άλλο! Καταλαβαίνεις; Και πάψε να μας κοροϊδεύεις». «Αλλιώς;» ρώτησε ο Ραλφ. Γέλασε. Ήταν ένας πνιχτός, υγρός ήχος, το γέλιο ενός ανθρώπου που πεθαίνει από κάποια φρικτή αρρώστια του λαιμού και των πνευμόνων, όμως ο Ρόλαντ τον προτιμούσε από τα χαχανητά των αδελφών. «Αλλιώς θα μου πιεις το αίμα, αδελφή Μαρ-ρία; Θα πέφτατε ψόφιες, λάμποντας στο σκοτάδι, αν το πίνατε!» Η Μαρία σήκωσε το περίστροφο του πιστολά και σημάδεψε τον Ραλφ. «Βγάλε αυτό το άθλιο πράγμα, ειδάλλως θα πεθάνεις αυτή τη στιγμή!»

Page 184: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Και μάλλον θα πάθω το ίδιο αφού κάνω αυτό που θέλετε». Η αδελφή Μαρία δεν μίλησε. Οι άλλες τον κοίταξαν καλά καλά με τα μαύρα τους μάτια. Ο Ραλφ χαμήλωσε το κεφάλι του και φάνηκε να συλλογίζεται. Του Ρόλαντ του φαινόταν πως ο παλιόφιλος το Σκληρό Καπέλο μπορούσε όντως να σκεφτεί. Η αδελφή Μαρία και η κουστωδία της μπορεί να μην το πίστευαν, όμως ο Ραλφ έπρεπε να είναι ξύπνιος για να έχει επιβιώσει ως τώρα. Φυσικά, όμως, είχε έρθει εδώ δίχως να υπολογίσει τα όπλα του Ρόλαντ. «Ο μορφονιός δεν έκανε καλά που σου έδωσε τα όπλα του», είπε τελικά. «Σου τα έδωσε και δε μου το 'πες. Του δώσατε ουίσκι; Του δώσατε ταμπάκο;» «Να μη σ' ενδιαφέρει», αποκρίθηκε η αδελφή Μαρία. «Βγάλε αυτό το χρυσαφένιο πράγμα από το λαιμό του αγοριού, ειδάλλως θα φυτέψω μία από τις σφαίρες του άντρα στα απομεινάρια του μυαλού σου». «Εντάξει», είπε ο Ραλφ. «Όπως επιθυμείς». Έσκυψε ξανά και έκλεισε το χρυσό μενταγιόν στη λιωμένη του γροθιά. Αυτό το έκανε αργά, αλλά ό,τι συνέβη ύστερα συνέβη γρήγορα. Το τράβηξε, σπάζοντας την αλυσίδα και πετώντας το αδιάφορα στη σκοτεινιά, και την ίδια στιγμή άπλωσε το άλλο του χέρι, βύθισε τα μακριά και ακανόνιστα νύχια του στο λαιμό του Τζον Νόρμαν και τον έσκισε. Απ' το λαρύγγι του δύσμοιρου αγοριού βγήκε ένας πίδακας αίματος, περισσότερο μαύρος παρά κόκκινος στο φως των κεριών, και ο Νόρμαν έβγαλε μια μοναδική, πνιχτή κραυγή. Οι γυναίκες στρίγκλισαν -όμως όχι με τρόμο. Στρίγκλισαν όπως κάνουν οι γυναίκες όταν είναι συνεπαρμένες. Ξέχασαν τον πράσινο άντρα, ξέχασαν τον Ρόλαντ· ξέχασαν τα πάντα, εκτός από το αίμα της ζωής, που ανέβλυζε από το λαιμό του Τζον Νόρμαν. Έριξαν τα κεριά τους. Η Μαρία έριξε το περίστροφο του Ρόλαντ με την ίδια αδιαφορία, χωρίς καμία προσοχή. Το τελευταίο πράγμα που είδε ο πιστολάς καθώς ο Ραλφ χανόταν στις σκιές (άλλη φορά το ουίσκι και το ταμπάκο, πρέπει να σκέφτηκε ο πονηρός Ραλφ· απόψε το καλύτερο θα ήταν να ασχοληθεί με το πώς θα έσωζε το τομάρι του) ήταν οι αδελφές να σκύβουν για να πιουν όσο περισσότερο αίμα μπορούσαν προτού στερέψει. Ο Ρόλαντ απέμεινε ξαπλωμένος στη σκοτεινιά, με τους μυς του να τρέμουν και την καρδιά του να βροντοχτυπά, ακούγοντας τις μέγαιρες να πίνουν το αίμα του αγοριού στο διπλανό κρεβάτι. Του φάνηκε πως πέρασε ένας αιώνας, όμως κάποια στιγμή τελείωσαν. Οι αδελφές ξανάναψαν τα κεριά τους και έφυγαν μουρμουρίζοντας. 'Όταν η επίδραση της σούπας υπερνίκησε την επίδραση

Page 185: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

των καλαμιών, ο Ρόλαντ ένιωσε ευγνωμοσύνη... όμως για πρώτη φορά από τότε που βρέθηκε εδώ ο ύπνος του ήταν ταραγμένος. Στο όνειρο του έστεκε κοιτάζοντας το πρησμένο πτώμα μέσα στην ποτίστρα, στην πόλη, και συλλογιζόταν μια φράση σ' ένα βιβλίο που πάνω έγραφε ΜΗΤΡΩΟ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΩΝ. Εντεύθεν σταλμένοι πράσινοι άνθρωποι, έλεγε, και μπορεί οι πράσινοι άνθρωποι να είχαν σταλεί εντεύθεν, όμως ύστερα μια χειρότερη φυλή είχε έρθει. Ονομαζόταν Μικρές Αδελφές της Ελούρια. Και, σε ένα χρόνο από τώρα, μπορεί να ήταν οι Μικρές Αδελφές του Τέχουας ή του Καμπέρα ή κάποιου άλλου χωριού στα βάθη της Δύσης. Είχαν έρθει με τα έντομα τους και τα κουδουνάκια τους... από πού; Ποιος ήξερε; Είχε σημασία; Μια σκιά έπεσε δίπλα στη δική του, στο βρόμικο νερό της ποτίστρας. Ο Ρόλαντ δοκίμασε να κάνει μεταβολή. Δεν μπόρεσε· είχε παγώσει. Ύστερα, ένα πράσινο χέρι τον άρπαξε από τον ώμο και τον γύρισε. Ήταν ο Ραλφ. Το σκληρό καπέλο του ήταν γερμένο πίσω στο κεφάλι του και στο λαιμό του κρεμόταν το μενταγιόν του Τζον Νόρμαν, τώρα κόκκινο από το αίμα. «Μπου!» έκανε ο Ραλφ και τα χείλη του τανύστηκαν σ' ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο. Σήκωσε ένα μεγάλο περίστροφο με φθαρμένη λαβή από σανταλόξυλο. Τράβηξε με τον αντίχειρα του τον κόκορα... ...και ο Ρόλαντ ξύπνησε μ' ένα τίναγμα, τρέμοντας σύγκορμος, με το δέρμα του βρεγμένο και συνάμα παγωμένο. Κοίταξε στο κρεβάτι στ' αριστερά του. Ήταν άδειο, με το σεντόνι καλοστρωμένο και το μαξιλάρι μέσα σε μια πάλλευκη μαξιλαροθήκη. Από τον Τζον Νόρμαν δεν υπήρχε ούτε ίχνος, θα μπορούσε να είναι άδειο για χρόνια εκείνο το κρεβάτι. Τώρα ο Ρόλαντ ήταν μόνος. Ο θεός να τον βοηθούσε· ήταν ο τελευταίος ασθενής των Μικρών Αδελφών της Ελούρια, εκείνων των γλυκών και υπομονετικών νοσοκόμων. Ο τελευταίος ζωντανός άνθρωπος σ' αυτό το φρικτό μέρος, ο τελευταίος με ζεστό αίμα να κυλά στις φλέβες του. Ο Ρόλαντ, κρεμασμένος από τα λουριά, έσφιξε το χρυσαφένιο μενταγιόν στη χούφτα του και κοίταξε τη μακριά σειρά των άδειων κρεβατιών ως την άκρη του διαδρόμου. Ύστερα από λίγο, έβγαλε ένα από τα καλάμια από κάτω από το μαξιλάρι του και το μασούλησε. Όταν γύρισε η Μαρία, ύστερα από κάνα τέταρτο, ο πιστολάς πήρε το μπολ που του έφερε, με μια αδυναμία που δεν ένιωθε αληθινά. Αυτή τη φορά ήταν χυλός, όχι σούπα... όμως δεν είχε καμία αμφιβολία πως το βασικό συστατικό ήταν το ίδιο. «Πόσο καλά φαίνεσαι σήμερα το πρωί», είπε η Μεγάλη Αδελφή. Κι εκείνη φαινόταν καλά -το πρόσωπο της δεν τρεμόπαιζε φανερώνοντας το αρχαίο βαμπίρ που κρυβόταν μέσα της. Είχε δειπνήσει καλά και η όψη της ήταν

Page 186: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στερεή τώρα. Μόλις το σκέφτηκε αυτό, ο Ρόλαντ ανακατεύτηκε. «Σύντομα θα μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου, σ' το εγγυώμαι». «Αηδίες», γρύλισε αγριεμένα ο Ρόλαντ. «Αν προσπαθήσεις να με στήσεις στα πόδια μου, ύστερα θα με μαζεύεις από το πάτωμα. Έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως βάζετε κάτι στο φαγητό μου». Ακούγοντας το αυτό η αδελφή, γέλασε εύθυμα. «Εσείς τα παλικαράκια! θέλετε πάντα να φορτώνετε την ευθύνη για την αδυναμία σας σε κάποια πανούργα γυναίκα! Πόσο μας φοβάστε -ναι, βαθιά στις αγορίστικες καρδιές σας, μας τρέμετε!» «Πού είναι ο αδερφός μου; Ονειρεύτηκα πως κάτι συνέβαινε γύρω του τη νύχτα, ένας σάλος, και τώρα το κρεβάτι του είναι άδειο». Το χαμόγελο της έσβησε λιγάκι. Τα μάτια της λαμπύρισαν. «Είχε πυρετό κι έπαθε κρίση. Τον πήγαμε στο Σπίτι του Στοχασμού, που έχει κι άλλες φορές φιλοξενήσει αρρώστους». Στον τάφο του τον πήγατε, συλλογίστηκε ο Ρόλαντ. Που μπορεί να είναι ένα Σπίτι του Στοχασμού, όμως εσείς δεν θα είχατε ιδέα γι' αυτό. «Ξέρω πως δεν είσαι αδερφός εκείνου του αγοριού», είπε η Μαρία βλέποντας τον να τρώει. Ο Ρόλαντ ένιωθε ήδη την ουσία μέσα στο χυλό να τον εξασθενίζει για άλλη μια φορά. «Ανεξάρτητα από το σίγκουλ, ξέρω πως δεν είσαι αδερφός του. Γιατί λες ψέματα; Είναι αμαρτία». «Τι σε έκανε να το σκεφτείς αυτό;» ρώτησε ο Ρόλαντ, περίεργος να δει αν θα ανέφερε τα όπλα. «Η Μεγάλη Αδελφή ξέρει ό,τι ξέρει. Γιατί δεν εξομολογείσαι την αμαρτία σου, Τζίμι; Η εξομολόγηση, λένε, είναι ευεργετική για την ψυχή». «Στείλε μου την Τζένα για να περάσει η ώρα και ίσως να σου πω κι άλλα», είπε ο Ρόλαντ. Το σφιγμένο χαμόγελο στο πρόσωπο της αδελφής Μαρίας χάθηκε σαν γραμμή από κιμωλία στη νεροποντή. «Γιατί να θες να μιλήσεις με κάποια σαν του λόγου της;» «Είναι καλή», είπε ο Ρόλαντ. «Όχι σαν κάποιες άλλες». Τα χείλη της τραβήχτηκαν φανερώνοντας τα μεγάλα της δόντια. «Δε θα την ξαναδείς, ανόητε. Την ξεσήκωσες, να τι έκανες, κι αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτώ».

Page 187: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έκανε μεταβολή για να φύγει. Πασχίζοντας ακόμη να δείχνει αδύναμος και ελπίζοντας πως δεν το παράκανε (η ηθοποιία δεν ήταν ποτέ ανάμεσα στα ταλέντα του), ο Ρόλαντ άπλωσε το χέρι του που κρατούσε το μπολ. «Δε θες να το πάρεις αυτό;» «Βάλ' το στο κεφάλι σου και φόρα το σαν σκούφια για τον ύπνο, το ίδιο μου κάνει. Ή χώσ' το στον πισινό σου. Θα μιλήσεις προτού τελειώσω μαζί σου, ανόητε -θα μιλήσεις μέχρι να σε προστάξω να πάψεις και ύστερα θα εκλιπαρείς για να μιλήσεις λίγο ακόμη!» Και μ' αυτά τα λόγια έκανε μεγαλοπρεπώς μεταβολή, σηκώνοντας την μπροστινή μεριά της φορεσιάς της από το πάτωμα. Ο Ρόλαντ είχε ακούσει πως πλάσματα σαν αυτή δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν στο φως του ήλιου, και σ' αυτό οι παλιές ιστορίες έλεγαν σίγουρα ψέματα. Όμως, απ' ό,τι φαινόταν, σε κάτι άλλο έλεγαν σχεδόν την αλήθεια: ένα θολό, άμορφο σχήμα την ακολουθούσε, γλιστρώντας στη σειρά των κενών κρεβατιών στα δεξιά της, αλλά η αδελφή δεν είχε αληθινή σκιά.

VI. ΤΖΕΝΑ. ΑΔΕΛΦΗ ΚΟΚΙΝΑ. ΤΑΜΡΑ,

ΜΙΚΕΛΑ, ΛΟΥΙΖΑ. Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ. ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΙΣ ΑΡΤΕΜΙΣΙΕΣ.

Αυτή ήταν μια από τις πιο ατελείωτες ημέρες στη ζωή του Ρόλαντ. Κοιμήθηκε, όμως ποτέ βαθιά· τα καλάμια έκαναν τη δουλειά τους και είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα κατόρθωνε, με τη βοήθεια της Τζένα, να φύγει από δω. Και ήταν και το θέμα των όπλων -ίσως μπορούσε να τον βοηθήσει και σ' αυτό. Πέρασε εκείνες τις ώρες που κυλούσαν αργά αναθυμούμενος τις παλιές ημέρες -το Γκίλιαντ, τους φίλους του, τότε που κόντεψε να κερδίσει λύνοντας το γρίφο σ' ένα Πανηγύρι της Ευρείας Γης. Στο τέλος, κάποιος άλλος πήρε τη χήνα, όμως σχεδόν τα είχε καταφέρει ο Ρόλαντ, ναι. Σκέφτηκε τη μητέρα του και τον πατέρα του· τον χωλό Εϊμπελ Βάνει, που ζούσε ευγενικά και καλοσυνάτα, και τον επίσης χωλό Έλντρεντ Τζόνας, που ζούσε κακόβουλα... μέχρι που τον έριξε ο Ρόλαντ από τη σέλα του με μια σφαίρα, μία ωραία πρωία στην έρημο. Και σκέφτηκε, όπως πάντα, τη Σούζαν. Αν μ' αγαπάς, αγάπα με λοιπόν, του είχε πει... κι αυτό είχε κάνει ο Ρόλαντ. Αυτό είχε κάνει.

Page 188: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Κι έτσι γέμισε το χρόνο του. Ανά μία ώρα περίπου, έβγαζε ένα από τα καλάμια και το μασουλούσε. Τώρα οι μύες του δεν έτρεμαν τόσο άσχημα καθώς η ουσία κυκλοφορούσε στον οργανισμό του, ούτε η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα. Το φάρμακο μέσα στα καλάμια δεν χρειαζόταν πια να δίνει μάχη με το γιατρικό των αδελφών τα καλάμια κέρδιζαν. Η διαχυμένη λάμψη του ήλιου κινιόταν στη λευκή μεταξωτή οροφή του θαλάμου και τελικά η σκοτεινιά που έμοιαζε πάντα να πλανιέται στο ύψος των κρεβατιών άρχισε να ανεβαίνει. Στον δυτικό τοίχο του θαλάμου άνθισε το κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα του σούρουπου. Ήταν η αδελφή Τάμρα που του έφερε το δείπνο του εκείνο το βράδυ -σούπα και μπομπότα ξανά. Επίσης, έβαλε δίπλα στο χέρι του έναν κρίνο της ερήμου, ενώ συνάμα του χαμογελούσε. Τα μαγουλά της έλαμπαν κατακόκκινα. Όλες τους έλαμπαν κατακόκκινες σήμερα, σαν βδέλλες που έχουν φάει τόσο ώστε είναι έτοιμες να σκάσουν. «Από τη θαυμάστρια σου, Τζίμι», είπε. «Είναι τόσο γλυκιά μαζί σου! Το κρίνο σημαίνει "Μην ξεχνάς τι σου έταξα". Τι σου έταξε, Τζίμι, αδερφέ του Τζόνι;» «Πως θα με ξανάβλεπε και θα κουβεντιάζαμε». Η Τάμρα γέλασε τόσο δυνατά, που τα κουδουνάκια στο μέτωπο της ήχησαν. Έπλεξε χαρωπά, εκστατικά, τα δάχτυλα της. «Γλυκιά σαν μέλι! Α, ναι!» Έσκυψε χαμογελαστή πάνω από τον Ρόλαντ. «Κρίμα που δεν μπορεί μια τέτοια υπόσχεση να τηρηθεί. Δε θα την ξαναδείς, όμορφε μου». Πήρε το μπολ. «Η Μεγάλη Αδελφή αποφάσισε». Σηκώθηκε, χαμογελώντας ακόμη. «Γιατί δε βγάζεις από πάνω σου αυτό το απαίσιο χρυσό σίγκουλ;» «Καλύτερα να μείνει εκεί που είναι». «Ο αδερφός σου έβγαλε το δικό του -κοίτα!» Έδειξε και ο Ρόλαντ είδε το χρυσαφένιο μενταγιόν που ήταν πεσμένο παραπέρα στο διάδρομο, εκεί που το είχε ρίξει ο Ραλφ. Η αδελφή Τάμρα τον κοίταξε, συνεχίζοντας να χαμογελά. «Αποφάσισε πως έφταιγε κι αυτό για την αρρώστια του και το ξεφορτώθηκε. Αν ήσουν έξυπνος, θα έκανες κι εσύ το ίδιο». Ο Ρόλαντ επανέλαβε: «Καλύτερα να μείνει εκεί που είναι». «Εντάξει λοιπόν», είπε εκείνη και τον άφησε μονάχο, με τα άδεια κρεβάτια να λάμπουν στο σκοτάδι που βάθαινε. Ο Ρόλαντ περίμενε, κι ας ήθελε να αποκοιμηθεί, μέχρι που τα ζεστά διαχυμένα χρώματα στον δυτικό τοίχο του νοσοκομείου έγιναν ψυχρά, τεφρά. Ύστερα μασούλησε ένα από τα καλάμια

Page 189: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κι ένιωσε δύναμη να τον πλημμυρίζει -αληθινή δύναμη, όχι ένα υποκατάστατο της που έκανε τους μυς του να τρέμουν και την καρδιά του να βροντοχτυπά. Κοίταξε προς το πεταμένο μενταγιόν, που έλαμπε στο στερνό φως της μέρας, και έδωσε μια βουβή υπόσχεση στον Τζον Νόρμαν πως θα το πήγαινε με το άλλο στην οικογένεια του Νόρμαν, αν το έφερνε το κα να τη συναντήσει στα ταξίδια του. Νιώθοντας απόλυτα γαλήνιος για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, ο πιστολάς αποκοιμήθηκε. 'Όταν ξύπνησε, ήταν απόλυτο σκοτάδι. Τα έντομα-γιατροί τραγουδούσαν απίστευτα στριγκά. Είχε βγάλει ένα από τα καλάμια και το μασουλούσε, όταν μια παγερή φωνή είπε: «Λοιπόν, είχε δίκιο η Μεγάλη Αδελφή. Κάτι μας έκρυβες». Η καρδιά του Ρόλαντ σαν να νεκρώθηκε ξάφνου μέσα στο στήθος του. Γύρισε και αντίκρισε την αδελφή Κοκίνα να σηκώνεται όρθια. Είχε συρθεί αθόρυβα και είχε κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι στα δεξιά του, για να τον παρακολουθήσει. «Πού το βρήκες αυτό;» τον ρώτησε. «Ήταν...» «Εγώ του το 'δωσα». Η Κοκίνα στράφηκε απότομα. Η Τζένα διέσχιζε το διάδρομο προς το μέρος τους, φορώντας ένα απλό καρό πουκάμισο αντί για τη φορεσιά της, αλλά έχοντας ακόμη στο κεφάλι της την καλύπτρα με τα κουδουνάκια στο μέτωπο. Από κάτω φορούσε τζιν και φθαρμένες καουμπόικες μπότες. Κρατούσε κάτι. Ήταν πολύ σκοτεινά για να είναι βέβαιος ο Ρόλαντ, όμως του φάνηκε σαν... «Εσύ», ψιθύρισε με απέραντο μίσος η αδελφή Κοκίνα. «Όταν το πω στη Μεγάλη Αδελφή...» «Δε θα πεις σε κανέναν τίποτε», είπε ο Ρόλαντ. Αν είχε σχεδιάσει την απόδραση του από τα λουριά που τον τύλιγαν, σίγουρα δεν θα τα είχε καταφέρει πολύ καλά, όμως, όπως πάντα, ο πιστολάς τα κατάφερνε καλύτερα όταν σκεφτόταν λιγότερο. Την επόμενη στιγμή τα χέρια του ήταν ελεύθερα, καθώς και το αριστερό του πόδι. Το δεξί του, όμως, πιάστηκε στον αστράγαλο, γύρισε, και ο Ρόλαντ απέμεινε να κρέμεται με τους ώμους στο κρεβάτι και τα πόδια στον αέρα. Η Κοκίνα όρμησε καταπάνω του συρίζοντας σαν γάτα. Τα χείλη της ήταν τραβηγμένα και φαίνονταν τα μυτερά σαν βελόνες δόντια της. Του χίμηξε, με τα δάχτυλα της τεντωμένα και ανοιχτά. Τα νύχια στις άκρες τους φαίνονταν μυτερά και ακανόνιστα. Ο Ρόλαντ άρπαξε το μενταγιόν και το έστρεψε προς το μέρος της. Εκείνη τραβήχτηκε, συρίζοντας ακόμη, και στράφηκε προς την αδελφή Τζένα, με

Page 190: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τη λευκή φορεσιά της να κυματίζει, «θα σου δείξω εγώ, που χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές των άλλων, τσούλα!» είπε με σιγανή, τραχιά φωνή. Ο Ρόλαντ πάσχισε να ελευθερώσει το πόδι του, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν γερά πιασμένο· για την ακρίβεια, το αναθεματισμένο το λουρί είχε τυλιχτεί γύρω από τον αστράγαλο του σαν θηλιά. Η Τζένα σήκωσε τα χέρια της και ο Ρόλαντ είδε πως είχε δίκιο: η αδελφή είχε φέρει τα περίστροφα του, τοποθετημένα στις θήκες τους και κρεμασμένα από τις δύο παλιές ζώνες που φορούσε ο πιστολάς φεύγοντας από το Γκίλιαντ μετά την τελευταία πυρκαγιά. «Ρίξε της, Τζένα! Ρίξε της!» Εκείνη, όμως, κρατώντας ακόμη τα όπλα ψηλά, μέσα στις θήκες τους, κούνησε το κεφάλι της όπως την ημέρα που την έπεισε ο Ρόλαντ να βγάλει την καλύπτρα της για να δει τα μαλλιά της. Τα κουδουνάκια ήχησαν τόσο διαπεραστικά, που ένιωσε να του διαπερνούν το μυαλό σαν σουβλιά. Οι Σκοτεινές Καμπανούλες. Το σίγκουλ τον κα-τετ τους. Τι... Ο ήχος των εντόμων-γιατρών έγινε στριγκός, σφυριχτός, θυμίζοντας ανατριχιαστικά τις καμπανούλες της Τζένα. Δεν είχε τίποτε γλυκό τώρα. Τα χέρια της αδελφής Κοκίνα, που είχαν τιναχτεί προς το λαιμό της Τζένα, ξάφνου έμειναν ακίνητα, σαν να δίσταζε. Η ίδια η Τζένα δεν έκανε ούτε ένα βήμα προς τα πίσω· δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια της. «Όχι», ψιθύρισε η Κοκίνα. «Δεν μπορείς» «Μπορώ», είπε η Τζένα και ο Ρόλαντ είδε τα έντομα. Είχε δει ένα πλήθος να κατεβαίνει από τα πόδια του γενειοφόρου άντρα. Αυτό που αντίκρισε τώρα να προβάλλει από το σκοτάδι ήταν μια απέραντη στρατιά. Αν ήταν άνθρωποι και όχι έντομα, μπορεί να ήταν περισσότεροι απ' όσους ανθρώπους είχαν κρατήσει ποτέ όπλο σε όλη την ιστορία του Μεσαίου Κόσμου. Δεν ήταν όμως η θέα τους, καθώς βάδιζαν στα σανίδια του διαδρόμου, που θα θυμόταν για πάντα ο Ρόλαντ και θα την έβλεπε στα όνειρα του για πάνω από ένα χρόνο· ήταν το πώς σκέπαζαν τα κρεβάτια. Δύο δύο, μαύριζαν και από τις δυο μεριές του διαδρόμου, σαν ζεύγη ορθογώνιων φώτων που σβήνουν διαδοχικά. Η Κοκίνα σκλήρισε και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της, κάνοντας τα δικά της καμπανάκια να ηχήσουν. Ο ήχος που έβγαλαν ήταν σιγανός και μάταιος σε σχέση με αυτόν από τις διαπεραστικές Σκοτεινές Καμπανούλες. Και τα έντομα συνέχισαν να προχωρούν, μαυρίζοντας τα κρεβάτια.

Page 191: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η Τζένα όρμησε δίπλα από την αδελφή Κοκίνα που σκλήριζε, πέταξε τα όπλα του Ρόλαντ πλάι του και ύστερα τράβηξε με το ένα χέρι το στριμμένο λουρί. Ο Ρόλαντ ελευθέρωσε το πόδι του. «Έλα», του είπε. «Τα κάλεσα, όμως το να τα συγκρατήσω είναι άλλη υπόθεση». Τώρα, τα ουρλιαχτά της αδελφής Κοκίνα δεν ήταν τρόμου αλλά πόνου. Τα έντομα την είχαν φτάσει. «Μην κοιτάζεις», είπε η Τζένα βοηθώντας τον Ρόλαντ να σηκωθεί. Του φάνηκε πως το να στέκει όρθιος δεν τον είχε ξανακάνει να νιώσει τόσο χαρούμενος. «Έλα. Πρέπει να βιαστούμε· θα την ακούσουν οι υπόλοιπες και θα έρθουν. Έχω αφήσει τις μπότες και τα ρούχα σου, όσα μπορούσα να κουβαλήσω, στο μονοπάτι που ξεκινά από δω. Πώς είσαι; Νιώθεις δυνατός;» «Ναι, και το χρωστώ σ' εσένα». Δεν ήξερε πόσο θα συνέχιζε να νιώθει δυνατός .. κι αυτή τη στιγμή ήταν κάτι που δεν τον απασχολούσε. Είδε την Τζένα να αρπάζει δύο από τα καλάμια -μέσα στην προσπάθεια του να ξεφύγει από τα λουριά, είχαν σκορπίσει παντού στην κεφαλή του κρεβατιού του- και ύστερα διέσχισαν τρέχοντας το διάδρομο, μακριά από τα έντομα και την αδελφή Κοκίνα, που τα ουρλιαχτά της είχαν αρχίσει να εξασθενούν. Ο Ρόλαντ φόρεσε τις ζώνες με τα όπλα του και τις στερέωσε δίχως να κοντοσταθεί. Τρία κρεβάτια παρακάτω, έφτασαν στην είσοδο της σκηνής... και ήταν σκηνή, όπως είδε ο Ρόλαντ, αλλά πελώρια. Οι μεταξένιοι τοίχοι και η οροφή ήταν τελικά από φθαρμένο καραβόπανο, αρκετά λεπτό ώστε ν' αφήνει να μπαίνει το φως της παρά ένα τέταρτο γεμάτης Σελήνης των Φιλιών. Και τα κρεβάτια δεν ήταν κρεβάτια αλλά μονάχα δυο σειρές άθλια ράντζα. Στράφηκε και είδε ένα μαύρο όγκο που σφάδαζε, εκεί όπου προηγουμένως έστεκε η αδελφή Κοκίνα. Στη θέα της, μια δυσάρεστη σκέψη ξεπήδησε στο νου του Ρόλαντ. «Ξέχασα το μενταγιόν του Τζον Νόρμαν!» Μια έντονη θλίψη -σχεδόν οδύνη- τον διαπέρασε σαν παγερός άνεμος. Η Τζένα έβαλε το χέρι της στην τσέπη του τζιν της και το έβγαλε. Λαμπύρισε στο φεγγαρόφωτο. «Το μάζεψα από κάτω». Δεν ήξερε τι τον έκανε πιο χαρούμενο, η θέα του μενταγιόν ή το ότι κρατούσε εκείνη το μενταγιόν στο χέρι της. Αυτό σήμαινε πως δεν ήταν σαν τις άλλες. Ύστερα, όμως, σαν να έπρεπε να διώξει η Τζένα αυτή την ιδέα προτού την πιστέψει αληθινά ο Ρόλαντ, του είπε:

Page 192: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Παρ' το, Ρόλαντ, δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο». Και, παίρνοντας το εκείνος, είδε πως τα δάχτυλα της ήταν καμένα. Πήρε το χέρι της και φίλησε κάθε κάψιμο. «Σ' ευχαριστώ», του είπε, και την είδε να κλαίει. «Σ' ευχαριστώ, καλέ μου. Τόσο γλυκά φιλιά αξίζουν κάθε πόνο. Και τώρα.» Ο Ρόλαντ είδε τα μάτια της να στρέφονται και ακολούθησε το βλέμμα της. Φώτα κατηφόριζαν χοροπηδώντας σ' ένα πετρώδες μονοπάτι. Πίσω τους είδε το κτίριο όπου έμεναν οι Μικρές Αδελφές -όχι ένα μοναστήρι αλλά μια ερειπωμένη χασιέντα, που φαινόταν παμπάλαια, αρχαία. Φαίνονταν τρία κεριά και, όταν ζύγωσαν, ο Ρόλαντ είδε πως ήταν μονάχα τρεις αδελφές. Η Μαρία δεν ήταν μαζί τους. Τράβηξε τα όπλα του. «Ωωω, είναι πιστολάς!» Αυτή ήταν η Λουίζα. «Τρομακτικός!» Η Μικέλα. «Και δε βρήκε τα πιστόλια του μονάχα, μα και την καλή του!» Η Τάμρα. «Την πόρνη του!» Η Λουΐζα. Γελώντας θυμωμένα. Δίχως να φοβούνται... τουλάχιστον όχι τα δικά του όπλα. «Βάλ' τα στις θήκες τους», του είπε η Τζένα και, όταν έστρεψε το βλέμμα της, είδε πως ο Ρόλαντ το είχε κάνει ήδη. Οι άλλες, στο μεταξύ, είχαν ζυγώσει. «Πω, πω, κλαίει!» Η Τάμρα. «Έβγαλε τη φορεσιά της, το σχήμα της!» Η Μικέλα. «Ίσως να κλαίει για τους όρκους της που έχει αθετήσει». «Γιατί τόσα δάκρυα, ομορφούλα;» Η Λουίζα. «Γιατί μου φίλησε τα δάχτυλα εκεί που είχαν καεί», είπε η Τζένα. «Δε μ' έχουν ξαναφιλήσει. Μ' έκανε να κλάψω». «Ωωω!» «Τι όμορφο!» «Την επόμενη φορά θα βάλει μέσα της το πράμα του! Ακόμη πιο όμορφο!» Η Τζένα υπέμενε τις κοροϊδίες τους δίχως ίχνος θυμού. Όταν τέλειωσαν, είπε: «Φεύγω μαζί του. Κάντε στην άκρη». Την κοίταξαν χάσκοντας, με το ψεύτικο γέλιο τους να έχει χαθεί από την ταραχή.

Page 193: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όχι!» ψιθύρισε η Λουίζα. «Είσαι τρελή; Ξέρεις τι θα συμβεί!» «Δεν ξέρω, κι ούτε εσείς ξέρετε», είπε η Τζένα. «Άλλωστε, δε με νοιάζει». Μισογύρισε και τέντωσε το χέρι της προς την είσοδο της σκηνής-νοσοκομείου. Το χρώμα της ήταν ξεθωριασμένο φαιοπράσινο στο φεγγαρόφωτο και είχε έναν παλιό κόκκινο σταυρό ζωγραφισμένο στη στέγη της. Ο Ρόλαντ αναρωτήθηκε σε πόσες πόλεις να είχαν βρεθεί οι αδελφές μ' αυτή τη σκηνή, που φαινόταν τόσο μικρή και συνηθισμένη απέξω, ενώ το μισοσκότεινο εσωτερικό της ήταν τόσο πελώριο και μεγαλόπρεπο. Σε πόσες πόλεις και σε πόσα χρόνια. Τώρα, στην είσοδο της στριμώχνονταν, σαν μαύρη γυαλιστερή γλώσσα, τα έντομα-γιατροί. Είχαν σταματήσει να τραγουδούν. Η σιωπή τους ήταν τρομερή. «Κάντε στην άκρη, ειδάλλως θα τα κάνω να σας ορμήσουν», είπε η Τζένα. «Δε θα το έκανες!» είπε σιγανά, με τρόμο, η αδελφή Μικέλα. «Ναι. Το έκανα ήδη στην αδελφή Κοκίνα. Τώρα είναι κι αυτή μέρος του γιατρικού τους». Ανάσαναν βαθιά, με τα στόματα τους ολάνοιχτα από τη φρίκη, και ήταν η ανάσα τους σαν παγερός αέρας μέσα από κλώνους νεκρών δέντρων. Και αυτό δεν ήταν φόβος μόνο για τον εαυτό τους. Ολοφάνερα, δεν είχαν διανοηθεί καν πως θα μπορούσε η Τζένα να κάνει κάτι τέτοιο. «Τότε, είσαι καταραμένη», είπε η αδελφή Τάμρα. «Εσείς λέτε εμένα καταραμένη! Κάντε στην άκρη». Παραμέρισαν. Όταν πέρασε από μπροστά τους ο Ρόλαντ, μαζεύτηκαν φοβισμένες... και όταν πέρασε εκείνη, μαζεύτηκαν ακόμη περισσότερο. «Καταραμένη;» τη ρώτησε όταν πέρασαν τη χασιέντα κι έφτασαν στο μονοπάτι από πίσω. Η Σελήνη των Φιλιών έλαμπε πάνω από μια πλαγιά γεμάτη πέτρες. Στο φως της, ο Ρόλαντ διέκρινε ένα μικρό μαύρο άνοιγμα χαμηλότερα στην πλαγιά. Φαντάστηκε ότι ήταν η σπηλιά που οι αδελφές ονόμαζαν Σπίτι του Στοχασμού. «Τι εννοούσαν;» «Δεν έχει σημασία. Για το μόνο που πρέπει να ανησυχούμε είναι για την αδελφή Μαρία. Δε μου αρέσει που δεν ήταν μαζί τους». Έκανε να βαδίσει ταχύτερα, όμως εκείνος της άρπαξε το χέρι· και τη γύρισε προς το μέρος του. Ο Ρόλαντ άκουγε ακόμη το τραγούδι των εντόμων αλλά αχνά. Εγκατέλειπαν τις αδελφές, καθώς και την Ελούρια· αυτό του έλεγε τουλάχιστον η πυξίδα μέσα στο κεφάλι του. Του φαινόταν πως η πόλη ήταν

Page 194: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το κουφάρι της πόλης, διόρθωσε από μέσα του. «Πες μου τι εννοούσαν». «Ίσως τίποτε. Μη με ρωτάς, Ρόλαντ· τι νόημα έχει; Έγινε και δεν ξεγίνεται. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Ακόμη κι αν μπορούσα, δε θα το έκανα». Χαμήλωσε τα μάτια της, δαγκώνοντας το χείλι της, κι όταν τα ξανασήκωσε, ο Ρόλαντ είδε δάκρυα να κυλούν πάλι στα μαγουλά της. «Έχω φάει μαζί τους. Υπήρχαν φορές που ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ, όπως δεν μπορούσες εσύ να συγκρατηθείς και να μη φας την άθλια σούπα τους κι ας ήξερες τι είχε μέσα». Ο Ρόλαντ θυμήθηκε τον Τζον Νόρμαν να λέει Ένας άντρας· δεν μπορεί να μη φάει... και μια γυναίκα. Ένευσε. «Δε θα συνέχιζα άλλο έτσι. Αν είμαι καταδικασμένη, ας είμαι με τον τρόπο που θα διαλέξω εγώ, όχι με τον δικό τους. Η μητέρα μου ήθελε το καλό μου όταν με έφερε πίσω σ' αυτές, όμως έσφαλε». Τον κοίταξε ντροπαλά και φοβισμένα... αλλά κατάματα, «Θα σε ακολουθήσω στον δικό σου δρόμο, Ρόλαντ του Γκίλιαντ. Όσο μπορώ, όσο με θέλεις». «Είσαι καλοδεχούμενη να μοιραστείς το δρόμο μου», της είπε. «Κι είναι για μένα...» Ευλογία η συντροφιά σου, θα είχε πει, αλλά, προτού προλάβει, μια φωνή μίλησε από το κουβάρι των σκιών και του φεγγαρόφωτου μπροστά τους, εκεί που έβγαινε τελικά το μονοπάτι από την πετρώδη, στέρφα κοιλάδα όπου έκαναν οι Μικρές Αδελφές τα μάγια τους. «Είναι θλιβερό καθήκον να εμποδίζει κανείς δυο τόσο όμορφους εραστές να κλεφτούν, αλλά πρέπει». Η αδελφή Μαρία πρόβαλε από το σκοτάδι. Η πάλλευκη φορεσιά της με το βαθυκόκκινο ρόδο είχε ξαναγίνει αυτό που ήταν στ' αλήθεια: το σάβανο ενός πτώματος. Μέσα από τις βρόμικες πτυχές της, πρόβαλλε ένα ρυτιδιασμένο πρόσωπο με κρεμασμένη σάρκα και κατάμαυρα μάτια σαν σάπια φρούτα. Από κάτω τους, τέσσερις μεγάλοι κοπτήρες λαμπύριζαν μέσα στο χαμογελαστό στόμα του πλάσματος. Πάνω στο τσιτωμένο δέρμα του μετώπου της αδελφής Μαρίας, κουδουνάκια ηχούσαν... όμως όχι οι Σκοτεινές Καμπανούλες, συλλογίστηκε ο Ρόλαντ. Κι αυτό ήταν σημαντικό. «Κάνε στην άκρη», είπε η Τζένα. «Ειδάλλως θα προστάξω τα καν ταμ να σου χιμήξουν».

Page 195: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όχι», είπε η αδελφή Μαρία ζυγώνοντας, «δε θα το κάνεις. Δε θα λοξοδρομούσαν ποτέ τόσο πολύ. Κι ας κουνάς το κεφάλι σου όσο θες, κι ας κουδουνίζουν οι αναθεματισμένες καμπανούλες σου μέχρι να τους πέσουν τα γλωσσίδια, δεν πρόκειται να έρθουν». Η Τζένα άρχισε να κουνάει δυνατά το κεφάλι της πέρα δώθε. Οι Σκοτεινές Καμπανούλες ήχησαν διαπεραστικά, όμως δίχως εκείνη την απόκοσμη οξύτητα που του είχε διαπεράσει το μυαλό σαν σουβλί. Και τα έντομα-γιατροί -αυτά που η Τζένα είχε ονομάσει καν ταμ- δεν ήρθαν. Χαμογελώντας ακόμη πιο πλατιά (του Ρόλαντ του φάνηκε πως και η ίδια η Μαρία δεν ήταν απολύτως βέβαιη πως δεν θα έρχονταν, πριν δοκιμάσει η Τζένα), η γυναίκα-κουφάρι τους ζύγωσε, μοιάζοντας να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Τα μάτια της στράφηκαν προς το μέρος του. «Και βάλ' το στη θήκη του αυτό», είπε. Ο Ρόλαντ χαμήλωσε τα μάτια του και είδε πως κρατούσε ένα από τα όπλα του. Δεν θυμόταν πότε το τράβηξε. «Αν δεν το έχουν ευλογήσει, ή δεν το έχουν βουτήξει σε οποιονδήποτε αγιασμό -αίμα, νερό ή σπέρμα-, δεν μπορεί να με βλάψει, πιστολά. Γιατί είμαι περισσότερο σκιά παρά ύλη... κι όμως αντάξια σου». Παρ' όλα αυτά, η αδελφή πίστευε πως θα δοκίμαζε να την πυροβολήσει· ο Ρόλαντ το έβλεπε στα μάτια της. Αυτά τα περίστροφα είναι το μόνο πράγμα που έχεις, έλεγαν τα μάτια της. Δίχως αυτά, θα ήσουν ακόμη μέσα στη φανταστική σκηνή που πλάσαμε τριγύρω σου, κρεμάμενος ακόμη από τα χοντρά σου και περιμένοντας να σε γευτούμε. Αντί να πυροβολήσει, ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη του και της όρμησε με τεντωμένα χέρια. Η αδελφή Μαρία έκανε να ουρλιάξει, περισσότερο από το ξάφνιασμα, αλλά τα δάχτυλα του Ρόλαντ σφίχτηκαν στο λαιμό της και έπνιξαν τον ήχο που έβγαινε από μέσα. Η αίσθηση του δέρματος της ήταν απαίσια -δεν το ένιωθε μονάχα ζωντανό αλλά πολύμορφο, και σαν να πάλευε να συρθεί μακριά του. Το ένιωθε να κυλά σαν υγρό, να ρέει, και ήταν αυτή η αίσθηση απερίγραπτα φρικτή, όμως την έσφιξε κι άλλο, αποφασισμένος να στραγγίσει τη ζωή από μέσα της. Και ύστερα μια γαλάζια λάμψη (όχι στον αέρα, θα σκεφτόταν αργότερα ο Ρόλαντ· ήταν μέσα στο κεφάλι του εκείνη η λάμψη, σαν να είχε εκλυθεί από το μυαλό της αδελφής μια σύντομη αλλά δυνατή καταιγίδα) έκανε τα χέρια του να τιναχτούν από το λαιμό της. Για μια στιγμή είδε ζαλισμένος μεγάλα γκρίζα βαθουλώματα στο τεφρό δέρμα της -βαθουλώματα που είχαν το σχήμα των χεριών του. Ύστερα τινάχτηκε πίσω, έπεσε με την πλάτη στην

Page 196: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πλαγιά, γλίστρησε και χτύπησε το κεφάλι του σ' ένα βράχο που προεξείχε, τόσο δυνατά, που μια δεύτερη, πιο αδύναμη λάμψη φάνηκε μπροστά του. «Όχι, όμορφε μου», του είπε μορφάζοντας, με τα φρικτά άψυχα μάτια της να τον κοιτάζουν γελαστά. «Δεν μπορείς να πνίξεις κάποια σαν εμένα, και για το θράσος σου θα σε θανατώσω αργά, σκίζοντας σε σ' εκατό μεριές για να σβήσω τη δίψα μου! Πρώτα, όμως, θα σκοτώσω την κοπέλα που αθέτησε τους όρκους της... συνάμα παίρνοντας της τις αναθεματισμένες καμπανούλες». «Για δοκίμασε να δεις αν μπορείς!» φώναξε η Τζένα με τρεμάμενη φωνή, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της. Οι Σκοτεινές Καμπανούλες ήχησαν κοροϊδευτικά, προκλητικά. Το φρικτό χαμόγελο της Μαρίας έσβησε. «Α, ναι, μπορώ», ψιθύρισε. Το στόμα της άνοιξε διάπλατα. Στο φεγγαρόφωτο, τα μυτερά της δόντια έλαμψαν μέσα από τα ούλα της σαν κοκάλινες βελόνες χωμένες σ' ένα κόκκινο μαξιλαράκι. «Μπορώ και θα...» Ακούστηκε ένα γρύλισμα από πάνω τους. Δυνάμωσε και ύστερα έγινε τραχιά γαβγίσματα. Η Μαρία γύρισε αριστερά και, λίγο πριν πηδήξει το βρυχώμενο πλάσμα από το βράχο όπου έστεκε, ο Ρόλαντ είδε ολοκάθαρα τη σαστισμένη έκφραση στο πρόσωπο της αδελφής. Όρμησε καταπάνω της, μια σκοτεινή φιγούρα με φόντο τα αστέρια, με τα πόδια της τεντωμένα, μοιάζοντας με αλλόκοτη νυχτερίδα· πριν πέσει όμως στη γυναίκα, χτυπώντας στο στήθος της πάνω από τα μισοσηκωμένα της χέρια και βυθίζοντας τα δόντια του στο λαιμό της, ο Ρόλαντ κατάλαβε τι ήταν αυτό το πλάσμα. Καθώς η φιγούρα την έριχνε ανάσκελα, η αδελφή Μαρία έβγαλε μια άναρθρη κραυγή που διαπέρασε το κεφάλι του Ρόλαντ όπως προηγουμένως ο ήχος από τις Σκοτεινές Καμπανούλες. Ο Ρόλαντ σηκώθηκε τρεκλίζοντας, με κομμένη την ανάσα. Το σκοτεινό πλάσμα δάγκωσε την αδελφή, με τα μπροστινά του πόδια από τις δυο μεριές του κεφαλιού της και τα πίσω να πατούν γερά πάνω στο σάβανο της, στο στήθος της, εκεί που ήταν προηγουμένως το ρόδο. Ο Ρόλαντ άρπαξε την Τζένα, που κοίταζε παγωμένη, συνεπαρμένη, τη σωριασμένη αδελφή. «Έλα!» φώναξε. «Πριν αποφασίσει να δοκιμάσει καμιά μπουκιά κι από σένα!» Το πλάσμα δεν τους έδωσε καμιά σημασία καθώς ο Ρόλαντ περνούσε από δίπλα του τραβώντας την Τζένα. Είχε σχεδόν αποκόψει το κεφάλι της αδελφής Μαρίας.

Page 197: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η σάρκα της έμοιαζε να αλλάζει -να αποσυντίθεται, κατά πάσα πιθανότητα- αλλά, ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Ρόλαντ δεν ήθελε να το δει· και δεν ήθελε να το δει ούτε η Τζένα. Βάδισαν γρήγορα, σχεδόν έτρεξαν ως την κορυφή του λόφου και, φτάνοντας εκεί, στάθηκαν για να πάρουν ανάσα στο φεγγαρόφωτο, με τα κεφάλια χαμηλωμένα, χέρι χέρι, κοντανασαίνοντας. Τα γρυλίσματα και τα μουγκρητά από κάτω τους είχαν σχεδόν σβήσει, όμως ακούγονταν ακόμη, αχνά, όταν η αδελφή Τζένα σήκωσε το κεφάλι της και τον ρώτησε: «Τι ήταν; Ξέρεις -το είδα στο πρόσωπο σου. Και πώς μπόρεσε να της επιτεθεί; Έχουμε όλες κάποια εξουσία πάνω στα ζώα, εκείνη όμως έχει -είχε-την περισσότερη». «Όχι πάνω σ' αυτό το ζώο». Ο Ρόλαντ έφερε στο νου του το δύσμοιρο αγόρι στο διπλανό κρεβάτι. Ο Νόρμαν δεν ήξερε γιατί τα μενταγιόν εμπόδιζαν τις αδελφές να ζυγώσουν -αν ήταν εξαιτίας του χρυσού ή του θεού. Τώρα ο Ρόλαντ ήξερε την απάντηση. «Ένας σκύλος ήταν. Ένας συνηθισμένος σκύλος της πόλης. Τον είδα στην πλατεία, πριν με ρίξουν αναίσθητο οι πράσινοι άνθρωποι και με πάνε στις αδελφές. Φαντάζομαι πως τα άλλα ζώα, όσα μπορούσαν να το βάλουν στα πόδια, έφυγαν, όμως όχι αυτό. Δεν είχε να φοβηθεί τίποτε από τις Μικρές Αδελφές της Ελούρια, και με κάποιον τρόπο το ήξερε. Στο στήθος του έχει το σημάδι του Ανθρώπου Ιησού. Μαύρο, πάνω σε άσπρη γούνα. Τυχαία, από τη γέννα του, φαντάζομαι. Όπως και να 'χει, πάντως, ξέσκισε την αδελφή Μαρία. Ήξερα πως το ζώο παραμόνευε. Μια δυο φορές, το άκουσα να γαβγίζει». «Γιατί;» ψιθύρισε η Τζένα. «Γιατί να έρθει; Γιατί να μείνει; Και γιατί να τη σκοτώσει όπως το έκανε;» Η απάντηση του Ρόλαντ του Γκίλιαντ ήταν αυτή που έδινε και θα έδινε πάντα όταν του έκαναν τέτοιες άχρηστες ερωτήσεις για ανεξιχνίαστα πράγματα: «Ήταν το κα της. Έλα τώρα. Ας απομακρυνθούμε όσο μπορούμε απ' αυτό το μέρος, πριν έρθει το ξημέρωμα και χρειαστεί να κρυφτούμε». Αυτό το «όσο μπορούσαν» αποδείχτηκε πως ήταν το πολύ δώδεκα χιλιόμετρα... και πιθανότατα, σκέφτηκε ο Ρόλαντ καθώς πλάγιαζαν ανάμεσα στις ευωδιαστές αρτεμισίες κάτω από ένα βράχο που προεξείχε, πολύ λιγότερο. Εφτά ή οχτώ, ίσως. Ήταν αυτός που έφταιγε για την καθυστέρηση· ή, μάλλον, το κατάλοιπο της επίδρασης του δηλητηρίου στη σούπα. Όταν κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να βαδίσει άλλο δίχως βοήθεια, της ζήτησε ένα από τα καλάμια. Εκείνη αρνήθηκε, λέγοντας πως ο συνδυασμός της ουσίας μέσα του και της σωματικής προσπάθειας μπορεί να απέβαινε μοιραίος για την καρδιά του.

Page 198: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Άλλωστε», του είπε όταν είχαν ξαπλώσει πια σ' εκείνο το απόμερο σημείο, «δε θα μας ακολουθήσουν. Όσες απέμειναν -η Μικέλα, η Λουίζα, η Τάμρα- θα τα μαζεύουν για να πάνε αλλού. Ξέρουν πότε είναι η στιγμή να φύγουν από κάπου· γι' αυτό έχουν κατορθώσει οι αδελφές να επιβιώσουν τόσο πολύ. Να επιβιώσουμε. Είμαστε δυνατές από κάποιες απόψεις αλλά αδύναμες από πολλές άλλες. Η αδελφή Μαρία το ξέχασε αυτό. Μπορεί να τη σκότωσε ο σκύλος με το σταυρό, όμως η έπαρση της έφταιγε εξίσου για το χαμό της· έτσι νομίζω». Η Τζένα δεν είχε κρύψει μονάχα τις μπότες και τα ρούχα του πέρα από την κορυφή του λόφου, αλλά και το μικρότερο από τα δυο πουγκιά του. Όταν πήγε να απολογηθεί που δεν έφερε την κλινοστρωμνή του και το μεγαλύτερο πουγκί (προσπάθησε, του είπε, όμως παραήταν βαριά), ο Ρόλαντ έβαλε το δάχτυλο του στα χείλη της, κάνοντας της νόημα να σωπάσει. Το να έχει όσα είχε του φαινόταν ήδη αληθινό θαύμα. Και, συν τοις άλλοις (δεν της το είπε, ίσως εκείνη να το ήξερε, όμως, έτσι κι αλλιώς), τα όπλα ήταν τα μόνα πράγματα που είχαν αληθινά σημασία. Τα όπλα του πατέρα του και του πατέρα του πατέρα του, ως τις ημέρες του Άρθουρ Ελντ, όταν υπήρχαν ακόμη δράκοι και όνειρα στη γη. «Θα τα καταφέρεις;» τη ρώτησε εκεί που είχαν πλαγιάσει. Το φεγγάρι είχε χαθεί, όμως έμεναν τουλάχιστον τρεις ώρες ως το χάραμα. Η γλυκιά ευωδιά της αρτεμισίας τους τύλιγε. Μια μενεξελιά ευωδιά, έτσι του φάνηκε τότε... κι έτσι τη σκεφτόταν από τότε. Ήδη την ένιωθε από κάτω του σαν μαγικό χαλί, πάνω στο οποίο θα πετούσε ως τη χώρα του ύπνου. Του φαινόταν πως δεν είχε ξανανιώσει τόσο αποκομισμένος. «Ρόλαντ, δεν ξέρω». Ακόμη και τότε, όμως, του φάνηκε πως ήξερε. Η μητέρα της την είχε γυρίσει πίσω μια φορά, όμως καμιά μητέρα δεν θα τη γύριζε πίσω ξανά. Και είχε φάει με τις άλλες, είχε κοινωνήσει με τις αδελφές. Ήταν μια ρόδα το κα, αλλά κι ένα δίχτυ που κανείς δεν ξέφευγε από μέσα του. Ήταν πολύ αποκαμωμένος, όμως, για να τα σκεφτεί όλα αυτά... και σε τι θα ωφελούσε άλλωστε η σκέψη; Όπως του είπε η Τζένα, ό,τι είχε γίνει δεν μπορούσε να ξεγίνει. Ο Ρόλαντ φανταζόταν πως, ακόμη κι αν γύριζαν στην κοιλάδα, δεν θα έβρισκαν παρά τη σπηλιά που οι αδελφές ονόμαζαν Σπίτι του Στοχασμού. Όσες αδελφές είχαν απομείνει θα είχαν μαζέψει τη σκηνή τους, το εφιαλτικό νοσοκομείο τους, και θα είχαν φύγει, με το νυχτερινό αεράκι να φέρνει από μακριά τον ήχο των μικρών κουδουνιών τους και το τραγούδι των εντόμων. Την κοίταξε, σήκωσε το χέρι του (που το ένιωθε βαρύ) και άγγιξε την μπούκλα που έπεφτε ξανά στο μέτωπο της. Η Τζένα γέλασε αμήχανα.

Page 199: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Πάντα μου φεύγει αυτή. Είναι ιδιότροπη. Σαν την κυρά της». Έκανε να σηκώσει το χέρι της για να την πάρει από το μέτωπο της, όμως ο Ρόλαντ της έπιασε τα δάχτυλα. «Είναι όμορφη», είπε. «Μαύρη σαν τη νύχτα και όμορφη σαν την αιωνιότητα». Ανακάθισε με κόπο, γιατί η κούραση του τραβούσε σαν απαλά δάχτυλα το κορμί. Φίλησε την μπούκλα της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε. Την ένιωσε να τρέμει κάτω από τα χείλη του. Το μέτωπο της ήταν δροσερό· η μαύρη καμπυλωτή ιδιότροπη μπούκλα της μεταξένια. «Βγάλε την καλύπτρα σου, όπως την προηγουμένη φορά», της είπε. Την έβγαλε αμίλητη. Για μια στιγμή ο Ρόλαντ απέμεινε να την κοιτάζει, κι εκείνη τον κοίταξε επίσης, κατάματα, σοβαρά. Της χάιδεψε τα μαλλιά, νιώθοντας το στιλπνό τους βάρος (ήταν σαν βροχή, συλλογίστηκε, σαν βροχή με βάρος), ύστερα έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και της φίλησε πρώτα το ένα μάγουλο και ύστερα το άλλο. «Θα με φιλούσες όπως ένας άντρας μια γυναίκα, Ρόλαντ; Στο στόμα;» «Ναι». Και, όπως είχε σκεφτεί να κάνει όταν ήταν ξαπλωμένος στη μεταξένια σκηνή του νοσοκομείου, της φίλησε τα χείλη. Εκείνη ανταπέδωσε το φιλί, με την αδέξια γλυκύτητα κάποιας που δεν έχει ξαναφιλήσει παρά μόνο στα όνειρα της. Ο Ρόλαντ σκέφτηκε να κάνουν έρωτα εκείνη τη στιγμή -ήταν τόσος ο καιρός που είχε μείνει μόνος, και ήταν όμορφη-, αλλά αποκοιμήθηκε φιλώντας την ακόμη. Ονειρεύτηκε το σκυλί με το σταυρό, να γαβγίζει σ' ένα απέραντο ανοιχτό τοπίο. Το ακολούθησε, θέλοντας να δει γιατί ήταν έτσι ταραγμένο, και σύντομα είδε. Στην πέρα άκρη της πεδιάδας υψωνόταν ο Μαύρος Πύργος, με τον θαμπό πορτοκαλή κύκλο του δύοντας ήλιου να τυλίγει την καπνισμένη πέτρα του και με τα τρομακτικά παράθυρα του να υψώνονται ελικωτά. Το σκυλί πάγωσε αντικρίζοντας τον κι άρχισε να ουρλιάζει. Καμπάνες -αλλόκοτα στριγκές και φρικτές σαν προμήνυμα αφανισμού- άρχισαν να ηχούν. Σκοτεινές Καμπάνες αλλά με ήχο κρυστάλλινα διαυγή. Μόλις ήχησαν, τα σκοτεινά παράθυρα του Πύργου έλαμψαν αιμάτινα, βαθυκόκκινα σαν φαρμακερά ρόδα. Ένα ουρλιαχτό απερίγραπτου πόνου έσκισε τη νύχτα. Το όνειρο έσβησε ευθύς, όμως το ουρλιαχτό συνεχίστηκε και σταδιακά έγινε βογκητό. Ήταν αληθινό -αληθινό σαν τον Πύργο, που έστεκε ζοφερός στην εσχατιά του Ακραίου Κόσμου. Ο Ρόλαντ βρέθηκε ξανά στο αυγινό φως και στην απαλή μενεξελιά ευωδιά της αρτεμισίας.

Page 200: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Είχε τραβήξει και τα δυο του όπλα και είχε σηκωθεί πριν συνειδητοποιήσει καλά καλά πως ήταν ξύπνιος. Η Τζένα ήταν άφαντη. Οι μπότες της έστεκαν άδειες δίπλα στο πουγκί του. Λίγο παραπέρα, το τζιν της ήταν πεσμένο κάτω σαν δέρμα φιδιού. Από πάνω του ήταν το πουκάμισο της. Ο Ρόλαντ είδε σαστισμένος πως ήταν περασμένο ακόμη μέσα στο παντελόνι. Πιο πέρα ήταν πεσμένη η άδεια καλύπτρα με τα κουδουνάκια, μέσα στη σκόνη. Για μια στιγμή του φάνηκε πως χτυπούσαν, όμως δεν ήταν εκείνα που ηχούσαν. Δεν ακούγονταν κουδουνάκια αλλά έντομα. Τα έντομα-γιατροί. Τραγουδούσαν μέσα στις αρτεμισίες και το τραγούδι τους έμοιαζε λίγο με των γρύλων, αλλά ήταν πολύ γλυκύτερο. «Τζένα;» Καμία απάντηση... εκτός κι αν αποκρίθηκαν τα έντομα· γιατί το τραγούδι τους ξάφνου σταμάτησε. «Τζένα;» Τίποτε. Μονάχα ο άνεμος και η ευωδιά της αρτεμισίας. Δίχως να σκεφτεί τι έκανε (όπως η ηθοποιία, η έλλογη σκέψη δεν ήταν από τα δυνατά του σημεία), έσκυψε, σήκωσε την καλύπτρα και την κούνησε. Οι Σκοτεινές Καμπανούλες ήχησαν. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτε. Ύστερα, χίλια μικρά μαύρα πλάσματα συνέρρευσαν τρέχοντας στο ανώμαλο έδαφος, μέσα από τις αρτεμισίες. Ο Ρόλαντ θυμήθηκε το πλήθος που κατέβαινε από το πλάι του κρεβατιού του καροτσέρη κι έκανε ένα βήμα πίσω. Έπειτα απέμεινε ασάλευτος κι είδε τα έντομα να κάνουν το ίδιο. Του φάνηκε πως επιτέλους καταλάβαινε, εν μέρει θυμούμενος πώς είχε νιώσει το δέρμα της αδελφής Μαρίας, πώς το είχε νιώσει πολυμορφο, όχι ένα πράγμα αλλά πολλά, και εν μέρει εξαιτίας εκείνου που του είχε πει η Τζένα: Έχω φάει μαζί τους. Τέτοια πλάσματα μπορεί να μην πέθαιναν ποτέ... όμως μπορούσαν να αλλάξουν. Το τρεμάμενο μαύρο σύννεφο των εντόμων σκέπαζε τη λευκή γη. Ο Ρόλαντ κούνησε πάλι τις καμπανούλες. Ένα ρίγος τα διαπέρασε σαν απαλό κύμα και ύστερα άρχισαν να φτιάχνουν ένα σχήμα. Δίστασαν, σαν να μην ήξεραν με σιγουριά πώς να συνεχίσουν, ανασυντάχθηκαν και άρχισαν πάλι. Αυτό που έφτιαξαν τελικά πάνω στην άσπρη άμμο, ανάμεσα στις φουντωτές μενεξελιές αρτεμισίες που ανασάλευαν στο αεράκι, ήταν ένα κεφαλαίο γράμμα, ένα C. Μονάχα που στην πραγματικότητα δεν ήταν γράμμα, όπως είδε ο πιστολάς, αλλά μια μπούκλα. Άρχισαν να τραγουδούν και του Ρόλαντ του φάνηκε πως τραγουδούσαν το όνομα του.

Page 201: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Φοβισμένος, άφησε τις καμπανούλες να πέσουν από το χέρι του και, όταν χτύπησαν κάτω και ήχησαν, τα έντομα σκόρπισαν κι έτρεξαν προς κάθε κατεύθυνση. Σκέφτηκε να τα καλέσει να γυρίσουν -αν κουνούσε ξανά τις καμπανούλες, μπορεί να τα κατάφερνε-, όμως για ποιο λόγο; Για να πετύχει τι; Μη με ρωτάς, Ρόλαντ. Έγινε και δεν ξεγίνεται. Όμως του είχε μιλήσει για άλλη μια, στερνή φορά, επιβάλλοντας τη θέληση της σε χίλια διαφορετικά κομμάτια, που θα έπρεπε να είχαν χάσει την ικανότητα τους να σκέφτονται όταν έχασε το σύνολο τη συνοχή του... κι όμως είχε σκεφτεί η Τζένα, με κάποιον τρόπο, και είχε φτιάξει εκείνο το σχήμα. Πόσο κόπο να χρειάστηκε; Απλώθηκαν και εξαφανίστηκαν, άλλα μέσα στις αρτεμισίες κι άλλα στις ρωγμές του βράχου που προεξείχε, περιμένοντας ίσως να πέσει η ζέστη για να ξαναβγούν. Χάθηκαν. Χάθηκε. Ο Ρόλαντ κάθισε στην άμμο κι έβαλε τα .χέρια του στο πρόσωπο του. Του φάνηκε πως θα έκλαιγε, όμως ήταν μια παροδική παρόρμηση. Όταν ξανασήκωσε το κεφάλι του, τα μάτια του ήταν στεγνά σαν την έρημο όπου θα έφτανε τελικά, ακολουθώντας ακόμη τα ίχνη του Γουόλτερ, του μαυροντυμένου άντρα. Αν είμαι καταδικασμένη, είχε πει, ας είμαι με τον τρόπο που θα διαλέξω εγώ, όχι με τον δικό τους. Ήξερε κι αυτός τι σήμαινε να είσαι καταδικασμένος... και κάτι του έλεγε πως θα το μάθαινε ακόμη περισσότερο· αυτή δεν ήταν παρά η αρχή. Του είχε φέρει το σακούλι με τον καπνό του. Έστριψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε καθισμένος ανακούρκουδα. Το κάπνισε μέχρι που δεν απέμεινε παρά η πυρωμένη καύτρα, με τη ματιά του καρφωμένη στα άδεια ρούχα της, θυμούμενος τα μαύρα μάτια της να τον κοιτάζουν σταθερά. θυμούμενος τα καψίματα στα δάχτυλα της, από την αλυσίδα του μενταγιόν. Κι όμως το είχε μαζέψει, γιατί ήξερε πως θα το θελε ο Ρόλαντ· είχε αψηφήσει τον πόνο και τώρα ο Ρόλαντ φορούσε και τα δύο στο λαιμό του. Όταν ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει πια στον ουρανό, ο πιστολάς κίνησε προς τα δυτικά. Κάποια στιγμή θα έβρισκε ένα καινούριο άλογο, ή κάποιο μουλάρι, αλλά τώρα δεν τον πείραζε να βαδίσει. Όλη τη μέρα ηχούσε βασανιστικό στα αυτιά του ένα μελωδικό κουδούνισμα που έμοιαζε να προέρχεται από καμπανούλες. Κάμποσες φορές σταμάτησε και κοίταξε πίσω, βέβαιος πως θα έβλεπε μια μαυρίλα στο κατόπι του, να γλιστρά πάνω στο έδαφος, κυνηγώντας τον όπως κυνηγούν κάποιον οι καλύτερες και οι χειρότερες αναμνήσεις του, όμως δεν είδε τίποτε. Ήταν μονάχος στις λοφώδεις εκτάσεις δυτικά της Ελούρια. Ολομόναχος.

Page 202: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά
Page 203: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Όλα Είναι Δυνατά

Μια μέρα, από το πουθενά, ξεπήδησε ολοκάθαρη στο νου μου η εικόνα ενός νέου άντρα που έριχνε νομίσματα στη σχάρα ενός υπονόμου έξω από το μικρό σπίτι όπου ζούσε, στα προάστια. Δεν είδα τίποτ' άλλο, όμως η εικόνα ήταν τόσο καθαρή -και τόσο ενοχλητικά παράδοξη-, που έπρεπε να γράψω μια ιστορία γι' αυτή. Βγήκε στρωτά και δίχως τον παραμικρό δισταγμό, αποδεικνύοντας την πεποίθηση μου ότι οι ιστορίες είναι σαν αρχαιολογικά ευρήματα: όχι πράγματα που πλάθουμε και μπορούμε να καυχηθούμε γι' αυτά, αλλά προϋπάρχοντα αντικείμενα τα οποία ξεθάβουμε.

Ι Έχω μια καλή δουλειά τώρα και δεν έχω κανένα λόγο για να είμαι στις μαύρες μου. Δεν χρειάζεται πια να έχω πάρε δώσε με τους ανόητους στο σούπερ μάρκετ, δεν χρειάζεται να φυλάω τα καροτσάκια, δεν χρειάζεται να ανέχομαι ηλίθιους σαν τον Σκιπερ. Ο Σκίπερ πήγε στα θυμαράκια, αλλά ένα πράγμα που έχω μάθει στα δεκαεννιά χρόνια της ζωής μου στον πλανήτη Γη είναι να μην επαναπαύομαι, γιατί υπάρχουν Σκίπερ παντού. Και δεν χρειάζεται να μοιράζω πίτσες τις βροχερές βραδιές, με το παλιό μου Φορντ με τη χαλασμένη εξάτμιση, μέσα στην παγωνιά, με το παράθυρο του οδηγού κατεβασμένο και με μια ιταλική σημαιούλα να προβάλλει από μέσα δεμένη σ' ένα σύρμα. Λες και κάποιος στο Χάκερβιλ θα στεκόταν σούζα και θα χαιρετούσε στο πέρασμα μου. Πίτσα Ρόμα. Είκοσι πέντε σεντς φιλοδώρημα από ανθρώπους που δεν σε βλέπουν καν, γιατί το μυαλό τους είναι ακόμη στο ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Νομίζω πως οι διανομές για την Πίτσα Ρόμα ήταν το ναδίρ μου. Από τότε μέχρι που έχω ταξιδέψει με ιδιωτικό τζετ· πώς λοιπόν θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι άσχημα; «Να τι παθαίνει κανείς όταν δεν παίρνει καν το απολυτήριο του», έλεγε η μαμά την εποχή των διανομών πίτσας. Και: «Αυτή θα είναι η μοίρα σου για

Page 204: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

όλη την υπόλοιπη ζωή σου». Η λατρεμένη μου μαμά. Δεν έλεγε να το κλείσει και μ' έφερνε στο σημείο να θέλω να την ξεφορτωθώ. Ξέρετε τι μου είπε ο κύριος Σάρπτον εκείνο το βράδυ στο αμάξι του; «Δεν είναι μια απλή δουλειά, Ντινκ, είναι μια διαολεμένη περιπέτεια». Και είχε δίκιο. Μπορεί σε άλλα να είχε άδικο, όμως σ' αυτό είχε δίκιο. θα αναρωτιέστε, φαντάζομαι, για το μισθό μου σ' αυτή την περίφημη δουλειά. Λοιπόν, πρέπει να σας πω ότι τα λεφτά δεν είναι πολλά. Να το ξεκαθαρίσουμε απ' την αρχή. Όμως το θέμα σε μια δουλειά δεν είναι μονάχα τα λεφτά ή οι προαγωγές. Αυτό μου είπε ο κύριος Σάρπτον. Ο κύριος Σάρπτον μου είπε πως το θέμα σε μια αληθινή δουλειά είναι οι πρόσθετες παροχές. Εκεί είναι η δύναμη, μου είπε. Ο κύριος Σάρπτον. Τον είδα μονάχα μια φορά, καθισμένο στο τιμόνι της μεγάλης παλιάς Μερσεντές του, όμως σε μερικές περιπτώσεις και η μια φορά είναι αρκετή. Πάρτε το όπως θέλετε αυτό. Όπως στο διάβολο θέλετε.

II Έχω ένα σπίτι, εντάξει; Κατάδικο μου. Αυτή είναι η πρόσθετη παροχή υπ' αριθμόν ένα. Κάποιες φορές τηλεφωνώ στη μαμά, τη ρωτώ πώς είναι το πονεμένο της πόδι, τέτοιες αηδίες, αλλά δεν την έχω προσκαλέσει ποτέ εδώ, αν και το Χάκερβιλ δεν απέχει παρά εκατόν δέκα χιλιόμετρα, και ξέρω πως κοντεύει να σκάσει από την περιέργεια. Δεν είμαι καν υποχρεωμένος να πάω να τη δω, εκτός κι αν το θέλω. Συνήθως δεν το θέλω. Αν ξέρατε τη μητέρα μου, ούτε εσείς θα το θέλατε. Καθίστε στο σαλόνι μαζί της κι ακούστε τη να μιλά για τους συγγενείς της και να κλαψουρίζει για το πρησμένο της πόδι. Επίσης, μέχρι που έφυγα, δεν είχα προσέξει ποτέ πόσο βρομούσε το σπίτι σκατά γάτας. Δεν θα πάρω ποτέ κατοικίδιο. Τα κατοικίδια είναι μονάχα μπελάς. Συνήθως κάθομαι εδώ. Δεν έχει παρά μία κρεβατοκάμαρα, αλλά είναι θαυμάσιο σπίτι. Δυνατό, όπως έλεγε ο Παγκ. Ήταν ο μόνος που συμπαθούσα στο σχολείο. Όταν ήθελε να πει πως κάτι ήταν αληθινά καλό, ο Παγκ δεν έλεγε ποτέ πως ήταν τρομερό ή απίθανο ή φανταστικό, όπως οι περισσότεροι· έλεγε πως ήταν δυνατό. Αυτό κι αν είναι τρελό. Ο παλιόφιλος ο Παγκμάιστερ. Αναρωτιέμαι πώς να τα πηγαίνει. Καλά, φαντάζομαι. Όμως δεν μπορώ να του τηλεφωνήσω και να σιγουρευτώ. Μπορώ να τηλεφωνήσω στη μαμά μου, κι έχω έναν αριθμό για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, αν κάτι πάει στραβά, ή μου φανεί πως κάποιος περίεργος πάει να φυτρώσει εκεί που δεν τον σπέρνουν, αλλά δεν μπορώ να πάρω κανέναν από τους παλιούς μου φίλους (λες και κανενός του

Page 205: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

καίγεται καρφί για τον Ντίνκι Έρνσο, εκτός από τον Παγκ). Αυτοί είναι οι κανόνες του κυρίου Σάρπτον. Δεν έχει σημασία όμως. Ας γυρίσουμε στο σπίτι εδώ στο Κολούμπια Σίτι. Πόσους δεκαεννιάχρονους δίχως απολυτήριο ξέρετε που να έχουν δικό τους σπίτι; Συν ένα καινούριο αμάξι; Ένα Χόντα είναι, όχι τίποτε σπουδαίο, όμως τα πρώτα τρία ψηφία στην ένδειξη του οδόμετρου είναι ακόμη μηδέν, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Έχει ραδιοκασετόφωνο και CD πλέϊερ, και δεν κάθομαι στο τιμόνι κάνοντας την προσευχή μου να πάρει μπρος, όπως έκανα στο Φορντ, έχοντας από πάνω τον Σκίπερ να κοροϊδεύει. Αμάξι για άτομα με ειδικές ανάγκες, έτσι το έλεγε. Γιατί να υπάρχουν τόσοι Σκίπερ σ' αυτό τον κόσμο; Αναρωτιέμαι. Και, παρεμπιπτόντως, κερδίζω μερικά λεφτά. Περισσότερα απ' όσα χρειάζομαι. Ακούστε. Καθημερινά, γευματίζοντας, παρακολουθώ το Καθώς Γυρίζει ο Κόσμος, και τις Πέμπτες, περίπου στη μέση της εκπομπής, ακούω να ρίχνουν κάτι από τη θυρίδα για τα γράμματα. Τότε δεν κάνω τίποτε· δεν επιτρέπεται. Όπως είπε ο κύριος Σάρπτον: «Αυτοί είναι οι κανόνες, Ντινκ». Απλώς βλέπω την υπόλοιπη εκπομπή. Τα πιο συναρπαστικά πράγματα στις σαπουνόπερες συμβαίνουν πριν και μετά τα Σαββατοκύριακα -φόνοι τις Παρασκευές, πηδήματα τις Δευτέρες-, όμως εγώ παρακολουθώ κάθε επεισόδιο ως το τέλος καθημερινά. Τις Πέμπτες, φροντίζω ως το τέλος του επεισοδίου να μη βγω από το σαλόνι. Δεν πηγαίνω καν στην κουζίνα για να βάλω άλλο ένα ποτήρι γάλα. Όταν τελειώνει ο Κόσμος, σβήνω την τηλεόραση για λίγο -ύστερα είναι η Όπρα Γουίνφρι, και μισώ την εκπομπή της, όλες αυτές τις φλυαρίες και τις αηδίες για το λαουτζίκο- και βγαίνω στο χολ. Στο πάτωμα κάτω από τη θυρίδα, υπάρχει πάντα ένας ολόλευκος φάκελος, σφραγισμένος. Δεν γράφει τίποτε μπροστά. Μέσα υπάρχουν είτε δεκατέσσερα πεντοδόλαρα είτε εφτά δεκαδόλαρα. Αυτό είναι το βδομαδιάτικο μου. Και να τι κάνω μ' αυτό. Πηγαίνω δυο φορές σινεμά, πάντα το απόγευμα, όταν κοστίζει μονάχα τέσσερα δολάρια και πενήντα σεντς. Σύνολο εννέα δολάρια. Το Σάββατο φουλάρω το Χόντα μου -συνήθως το φουλάρισμα κοστίζει κάπου εφτά δολάρια. Δεν οδηγώ πολύ. Δεν το έχω μέσα μου, όπως θα 'λέγε ο Παγκ. Έτσι, τώρα είμαστε στα δεκάξι δολάρια. Τρώω έξω περίπου τέσσερις φορές στο Μίκι Ντι'ς, είτε πρωινό (αβγό μάτι, καφές, τηγανητές πατάτες) είτε βραδινό (κλασικό μπιφτέκι, και να πάνε στο διάολο αυτές οι αηδίες των Μακντόναλντ'ς· αναρωτιέμαι ποιος ηλίθιος τις σκέφτηκε). Μια φορά την εβδομάδα φορώ ένα απλό παντελόνι κι ένα πουκάμισο και βλέπω πώς ζει το άλλο μισό του πληθυσμού, παραγγέλλοντας ένα ακριβό γεύμα στο Άνταμ'ς Ριμπς ή στο Τσακ

Page 206: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Γουάγκον. Όλα αυτά μου στοιχίζουν γύρω στα είκοσι πέντε δολάρια, έτσι τώρα είμαστε στα σαράντα ένα. Ύστερα μπορεί να περάσω από το πρακτορείο Τύπου και να αγοράσω κάνα δυο τολμηρά περιοδικά, όχι τίποτε διεστραμμένο, απλώς κάνα βαριέϊσονς ή κάνα Πεντχάουζ. Έχω δοκιμάσει να συμπεριλάβω αυτά τα περιοδικά στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI, όμως μάταια. Μπορώ να τα αγοράζω ο ίδιος, και δεν εξαφανίζονται την ημέρα της καθαριότητας, όμως ούτε εμφανίζονται, αν με πιάνετε, όπως τα περισσότερα από τα υπόλοιπα πράγματα. Φαντάζομαι πως δεν αρέσει στους καθαριστές του κυρίου Σάρπτον να αγοράζουν βρομιές (αυτό ήταν λογοπαίγνιο). Επίσης, δεν μπορώ να δω τίποτα σεξουαλικό στο Ίντερνετ. Έχω προσπαθήσει, αλλά με κάποιον τρόπο έχουν μπλοκάρει τον υπολογιστή. Συνήθως είναι εύκολο να ξεπεράσεις τέτοιου είδους εμπόδια -περνάς γύρω ή από κάτω τους, αν δεν μπορείς να περάσεις από μέσα τους-, όμως αυτή η περίπτωση είναι διαφορετική. Δεν θέλω να γίνω κουραστικός μ' αυτό το θέμα, όμως ούτε να σχηματίσω αριθμούς τηλεφώνου από 900 μπορώ. Η αυτόματη κλήση δουλεύει, φυσικά, κι αν θέλω να τηλεφωνήσω σε κάποιον τυχαία, οπουδήποτε στον κόσμο, και να φλυαρήσω μαζί του, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αυτό γίνεται. Όμως όχι για τους αριθμούς από 900. Μου βγαίνει πάντα σήμα κατειλημμένου. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Αυτό που ξέρω από τη δική μου εμπειρία είναι πως το να σκέφτεσαι το σεξ είναι σαν να ξύνεσαι όταν σε τσίμπησε τσουκνίδα. Απλώς σε τρώει περισσότερο. Άλλωστε, το σεξ δεν είναι κανένα σπουδαίο πράγμα, για μένα τουλάχιστον. Υπάρχει, αλλά δυνατό δεν είναι. Από την άλλη, όμως, αν αναλογιστεί κανείς αυτό που κάνω, αυτή η σεμνοτυφία είναι κάπως αλλόκοτη. Σχεδόν αστεία... μόνο που πιστεύω πως έχω χάσει το χιούμορ μου στο συγκεκριμένο ζήτημα. Καθώς και σε μερικά ακόμη. Τέλος πάντων, ας ξαναγυρίσουμε στον εβδομαδιαίο προϋπολογισμό μου. Αν πάρω το Βαριέϊσονς, ξοδεύω τέσσερα δολάρια και φτάνουμε στα σαράντα πέντε. Με κάποια από τα λεφτά που απομένουν μπορεί να αγοράσω κάνα CD, αν και δεν είμαι υποχρεωμένος, ή μια δυο σοκολάτες (αν και ξέρω πως δεν θα 'πρεπε, γιατί είμαι ακόμη γεμάτος σπυριά, κι ας έχω σχεδόν βγει πια από την εφηβεία). Κάποιες φορές μου έρχεται να παραγγείλω πίτσα ή κινέζικο, όμως το απαγορεύουν οι κανονισμοί της Τράνσκορπ. Συν τοις άλλοις, θα ένιωθα παράξενα αν το έκανα, σαν να έμπαινα έτσι κι εγώ στην τάξη των καταπιεστών. Μην ξεχνάτε, έκανα κι εγώ διανομές για πιτσαρία. Ξέρω τι παλιοδουλειά είναι. Όμως, αν μπορούσα

Page 207: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παρ' όλα αυτά να παραγγείλω πίτσα, αυτός που θα την έφερνε δεν θα έφευγε από αυτό το σπίτι με είκοσι πέντε σεντς φιλοδώρημα, θα του έδινα πέντε δολάρια και θα έβλεπα τα μάτια του να φωτίζονται. Αρχίζετε όμως να καταλαβαίνετε τι εννοώ λέγοντας πως δεν χρειάζομαι πολλά λεφτά, έτσι δεν είναι; Όταν φτάνει το πρωί της επόμενης Πέμπτης, συνήθως μου έχουν μείνει τουλάχιστον οχτώ δολάρια, και κάποιες φορές πάνω από είκοσι. Αυτό που κάνω με τα κέρματα είναι να τα ρίχνω στον υπόνομο μπροστά απ' το σπίτι μου. Ξέρω πως οι γείτονες μου θα τρελαίνονταν αν με έβλεπαν να το κάνω (μπορεί να μην έχω απολυτήριου λυκείου, αλλά να ξέρετε πως δεν παράτησα το σχολείο γιατί ήμουν βλάκας) κι έτσι βγάζω το γαλάζιο πλαστικό καλάθι της ανακύκλωσης, με τις εφημερίδες μέσα (και κάποιες φορές με κάνα Πεντχάονζ ή Βαριέϊσονς θαμμένο παραμέσα, γιατί δεν κρατώ αυτές τις αηδίες πολύ καιρό –ποιος θα τις φύλαγε άλλωστε;), και, καθώς το αφήνω στην άκρη του πεζοδρομίου, ανοίγω το χέρι μου με τα ψιλά και τα ρίχνω μέσα από τη σχάρα στον υπόνομο. Τινκλ-τινκλ-τινκλσπλας. Σαν ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Τώρα το βλέπεις, τώρα όχι. Κάποια μέρα ο υπόνομος θα βουλώσει κι αυτός που θα στείλουν εκεί κάτω θα τρίβει τα χέρια του, σαν να κέρδισε τον πρώτο αριθμό στο λαχείο, εκτός κι αν παρασύρει καμιά πλημμύρα όλα τα ψιλά ως τη μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων, ή όπου πηγαίνουν τα σκουπίδια, τέλος πάντων. Τότε, πια, εγώ θα έχω φύγει. Δεν θα περάσω τη ζωή μου στο Κολούμπια Σίτι, σας το λέω. Σύντομα θα φύγω. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Με τα χαρτονομίσματα τα πράγματα είναι πιο απλά. Απλώς τα ρίχνω στο σκουπιδοφάγο στην κουζίνα. Κι άλλο ταχυδακτυλουργικό κόλπο, άμπρα κατάμπρα, τη μια στιγμή είναι χρήμα, την επόμενη στιγμή κομφετί. Ίσως να το βρίσκετε αλλόκοτο να ρίχνει κάποιος λεφτά στο σκουπιδοφάγο. Κι εγώ το έβρισκα αλλόκοτο στην αρχή, όμως μπορεί κανείς να συνηθίσει σχεδόν τα πάντα ύστερα από λίγο και, συν τοις άλλοις, από τη θυρίδα θα πέσουν άλλα εβδομήντα. Ο κανόνας είναι απλός: απαγορεύεται να τα καταχωνιάσω. Τελειώνω τη βδομάδα αδέκαρος. Αφήστε που δεν μιλάμε για εκατομμύρια, παρά μόνο για οχτώ δέκα δολάρια τη βδομάδα. Ψιλοπράγματα.

III ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI. Αυτή είναι άλλη μια πρόσθετη παροχή. Γράφω ό,τι θα χρειαστώ στη διάρκεια της εβδομάδας και μου τα φέρνουν όλα (με εξαίρεση τα περιοδικά, όπως σας είπα). Μπορεί τελικά να το βαρεθώ, αλλά ακόμη είναι σαν να 'ρχεται ο Αΐ-Βασίλης όλη τη

Page 208: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

χρονιά. Αυτά που γράφω είναι κυρίως είδη μπακαλικής, όπως κάνουν όλοι στο πινακάκι που έχουν στην κουζίνα τους, όμως όχι μόνο αυτά. Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να γράψω «Καινούρια Βιντεοταινία με τον Μπρους Γουίλις» ή «Καινούριο CD των Γουίζερ» ή κάτι τέτοιο. Και κάτι αστείο γι' αυτό το CD των Γουίζερ, μια και το 'φέρε η κουβέντα. Μια Παρασκευή, μετά τον κινηματογράφο (πηγαίνω πάντα στην απογευματινή παράσταση της Παρασκευής, ακόμη κι αν δεν παίζει τίποτε που να θέλω να δω, γιατί τότε έρχονται οι καθαριστές), έτυχε να μπω στο Τουνς Εξπρές, απλώς για να σκοτώσω την ώρα μου γιατί έβρεχε κι έτσι δεν μπορούσα να πάω στο πάρκο, και, καθώς κοίταζα τις νέες κυκλοφορίες, ένας πιτσιρικάς ρώτησε τον υπάλληλο για το καινούριο CD των Γουίζερ. Ο υπάλληλος του είπε πως θα το έφερναν σε δέκα ημέρες το λιγότερο, όμως εγώ το είχα από την περασμένη Παρασκευή. Πρόσθετες παροχές, όπως σας είπα. Αν γράψω «σπορ πουκάμισο» στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI, όταν γυρίσω σπίτι το βράδυ της Παρασκευής θα το βρω, και πάντα σε μια από τις γήινες αποχρώσεις που μ' αρέσουν. Αν γράψω «καινούριο τζιν» ή «χακί παντελόνι», μου το φέρνουν. Και όλα από το Γκαπ, απ' όπου θα ψώνιζα κι εγώ. Αν θέλω ένα συγκεκριμένο αφτερσέϊβ ή μια κολόνια, γράφω το όνομα της στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI και, γυρίζοντας στο σπίτι, τη βρίσκω στο ράφι του μπάνιου. Δε βγαίνω με κοπέλες, όμως λατρεύω τις κολόνιες. Άντε να καταλάβεις γιατί. Να κάτι που θα βρείτε αστείο, πάω στοίχημα. Μια φορά έγραψα «Πίνακας του Ρέμπραντ» στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI. Ύστερα πέρασα το απόγευμα στον κινηματογράφο και σουλατσάροντας στο πάρκο· βλέποντας ζευγάρια να χαϊδεύονται, σκυλιά να πιάνουν φρίσμπι και σκεφτόμενος πόσο δυνατό θα ήταν αν μου έφερναν όντως οι καθαριστές τον αναθεματισμένο τον Ρέμπραντ μου. Σκεφτείτε το, ένας αυθεντικός πίνακας μεγάλου Ευρωπαίου ζωγράφου στον τοίχο ενός σπιτιού στην περιοχή Σάνσετ Νολ του Κολούμπια Σίτι. Αυτό κι αν θα ήταν δυνατό! Κι έγινε, κατά κάποιον τρόπο. Όταν γύρισα στο σπίτι, ο Ρέμπραντ μου κρεμόταν στον τοίχο του καθιστικού, πάνω από τον καναπέ, εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν οι βελούδινοι παλιάτσοι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς διέσχιζα το δωμάτιο προς τον πίνακα. Όταν ζύγωσα, είδα πως δεν ήταν αυθεντικός· ήταν απλώς ένα αντίγραφο. Απογοητεύτηκα, όμως όχι πολύ. θέλω να πω, ήταν Ρέμπραντ. Απλώς δεν ήταν αυθεντικός Ρέμπραντ. Μια άλλη φορά, έγραψα «Φωτογραφία της Νικόλ Κίντμαν με Αυτόγραφο» στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI. Πιστεύω πως είναι η

Page 209: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ομορφότερη ηθοποιός σήμερα, τη γουστάρω αληθινά. Κι όταν γύρισα στο σπίτι εκείνη τη μέρα, υπήρχε μια φωτογραφία της πάνω στο ψυγείο. Καθόταν στην κούνια του Μουλέν Ρουζ. Και δεν ήταν σαν τον Ρέμπραντ, γιατί πάνω στη φωτογραφία υπήρχε μια αυθεντική αφιέρωση, που έλεγε: «Στον Ντίνκι Έρνσο, με αγάπη & φιλιά, Νικόλ». Πω, πω! Θα σας πω κάτι, φίλοι μου: αν δούλευα σκληρά και το ήθελα αληθινά, μπορεί να είχα έναν αυθεντικό Ρέμπραντ στον τοίχο μου κάποια μέρα. Φυσικά. Σε μια τέτοια δουλειά, ο μόνος δρόμος είναι προς τα πάνω. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι και το τρομακτικό.

IV

Δεν χρειάζεται να κάνω ποτέ λίστες με φαγώσιμα. Οι καθαριστές ξέρουν τι μ' αρέσει -κατεψυγμένα γεύματα, ειδικά αυτό που βράζεις μέσα στη σακούλα και λέγεται ψιλοκομμένο βοδινό με κρέμα και η μαμά μου το 'λέγε πάντα «λευκά σκατά»· κατεψυγμένες φράουλες· πλήρες γάλα" έτοιμα μπιφτέκια, που δεν χρειάζεται παρά να τα ρίξεις στο καυτό τηγάνι (σιχαίνομαι να πλάθω τον ωμό κιμά)· πουτίγκες, αυτές στα πλαστικά κυπελλάκια (είναι κακές για την επιδερμίδα μου, όμως τις λατρεύω), τέτοιου είδους, συνηθισμένα φαγητά. Αν θέλω κάτι ειδικό, το γράφω στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ του NTINKI. Μια φορά ζήτησα μια σπιτική μηλόπιτα, και όχι από το σούπερ μάρκετ, κι όταν γύρισα εκείνο το βράδυ την ώρα που σκοτείνιαζε, η μηλόπιτα μου ήταν μέσα στο ψυγείο μαζί με τα υπόλοιπα φαγώσιμα της εβδομάδας. Μονάχα που δεν ήταν συσκευασμένη, απλώς τοποθετημένη σ' ένα γαλάζιο πιάτο. Έτσι κατάλαβα πως ήταν όντως σπιτική. Στην αρχή δίσταζα λιγάκι να τη φάω, μη ξέροντας ποιος την είχε φτιάξει, και ύστερα αποφάσισα πως ήμουν ανόητος. Ούτε ποιος φτιάχνει το φαγητό του σούπερ μάρκετ ξέρουμε, θέλω να πω, φανταζόμαστε πως είναι εντάξει γιατί είναι τυλιγμένο ή κονσερβαρισμένο ή «αεροστεγώς συσκευασμένο για την ασφάλεια σας», αλλά οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το έχει πιάσει με βρόμικα δάχτυλα πριν συσκευαστεί αεροστεγώς, ή να είναι συναχωμένος και να 'χει φταρνιστεί πάνω του, ακόμη και να 'χει σκουπίσει τον πισινό του μ' αυτό. Δεν θέλω να σας αηδιάσω, όμως είναι η αλήθεια, έτσι δεν είναι; Ο κόσμος είναι γεμάτος αγνώστους, και πολλοί απ' αυτούς δεν θέλουν το καλό σου. Έχω προσωπική πείρα, πιστέψτε με. Όπως και να 'χει, δοκίμασα τη μηλόπιτα και ήταν υπέροχη. Έφαγα τη μισή το βράδυ της Παρασκευής και την υπόλοιπη το επόμενο πρωί, ελέγχοντας τους αριθμούς στο Τσεγιέν του Γουαϊόμινγκ.

Page 210: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Πέρασα το σαββατόβραδό μου στην τουαλέτα, γιατί με είχε πιάσει ένα φρικτό κόψιμο απ' όλα αυτά τα μήλα, αλλά δεν μ' ένοιαξε. Η μηλόπιτα το άξιζε και με το παραπάνω. «Όπως το έφτιαχνε η μητέρα σας», λέει ο κόσμος, όμως δεν θα εννοεί τη δική μου μητέρα. Η μαμά μου δεν μπορούσε ούτε ένα αβγό να βράσει.

V Δεν χρειάζεται να γράψω ποτέ για εσώρουχα στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΊΝΚΙ. Κάθε πέντε βδομάδες περίπου, τα παλιά εξαφανίζονται και εμφανίζονται ολοκαίνουρια μποξεράκια στα συρτάρια μου, τέσσερις τριάδες μέσα στις πλαστικές τους σακούλες ακόμη. Αεροστεγώς τυλιγμένα για την ασφάλεια μου, χα, χα. Ούτε χρειάζεται να γράψω ποτέ για χαρτί τουαλέτας, σαπούνι, υγρό πιάτων, για τέτοιες αηδίες. Απλώς εμφανίζονται. Πολύ δυνατό, δεν συμφωνείτε;

VI

Δεν έχω δει ποτέ τους καθαριστές, περισσότερο απ' όσο έχω δει τον τύπο (ή μπορεί να είναι τύπισσα) που φέρνει τα εβδομήντα δολάρια κάθε Πέμπτη, στη διάρκεια του Καθώς Γυρίζει ο Κόσμος. Ούτε θέλω να τους δω. Κατ' αρχάς, δεν το χρειάζομαι. Κι έπειτα, ναι, εντάξει, τους φοβάμαι. Όπως φοβόμουν τον κύριο Σάρπτον μέσα στη μεγάλη γκρίζα Μερσεντές του το βράδυ που βγήκα για να τον συναντήσω. Λοιπόν; Κάντε μου μήνυση αν θέλετε. Τις Παρασκευές δεν γευματίζω στο σπίτι μου. Βλέπω το Καθώς Γυρίζει ο Κόσμος, ύστερα μπαίνω στο αυτοκίνητο μου και πηγαίνω στην πόλη. Τρώω ένα χάμπουργκερ στο Μίκι Ντι'ς, ύστερα πάω στον κινηματογράφο και μετά στο πάρκο, αν ο καιρός είναι καλός. Μου αρέσει το πάρκο. Είναι καλό μέρος για περισυλλογή, κι αυτή την εποχή έχω κάμποσα να σκεφτώ. Αν ο καιρός είναι κακός, πηγαίνω στο εμπορικό κέντρο. Τώρα που αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες, σκέφτομαι να ξαναρχίσω να παίζω μπόουλινγκ. θα είχα κάτι να κάνω, τουλάχιστον, τα απογεύματα της Παρασκευής. Κάπου κάπου πήγαινα με τον Παγκ. Η αλήθεια είναι ότι μου λείπει λίγο ο Παγκ. θα 'θελα να του τηλεφωνήσω, απλώς να κουβεντιάσουμε, να του πω μερικά από τα νέα μου. Όπως για κείνο τον Νεφ, για παράδειγμα. Κι αν θέλω, τι έγινε; Όσο λείπω, οι καθαριστές κάνουν όλο το σπίτι μου λαμπίκο -πλένουν τα πιάτα (αν και το κάνω και ο ίδιος), τα πατώματα, τα βρόμικα

Page 211: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ρούχα· αλλάζουν σεντόνια, πετσέτες· αγοράζουν φαγώσιμα και ό,τι άλλο τυχαίνει να έχω γράψει στις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΙΝΚΙ. Είναι σαν να ζω σ' ένα ξενοδοχείο με το πιο ικανό (το πιο δυνατό) προσωπικό στον κόσμο. Το μόνο που δεν πειράζουν ιδιαίτερα είναι το γραφείο δίπλα στην τραπεζαρία. Έχω αυτό το δωμάτιο πάντα μισοσκότεινο, με τα στόρια κατεβασμένα, και δεν τα έχουν σηκώσει ποτέ για να μπει έστω και λίγο φως του ήλιου όπως κάνουν στο υπόλοιπο σπίτι. Δεν μυρίζει ποτέ Πλετζ λεμόνι εκεί μέσα, αν και όλα τα υπόλοιπα δωμάτια σχεδόν βρομοκοπούν τα βράδια της Παρασκευής. Κάποιες φορές η μυρωδιά είναι τόσο έντονη, που με πιάνει φτάρνισμα. Δεν είναι αλλεργία αλλά μάλλον ρινική διαμαρτυρία. Κάποιος σκουπίζει το πάτωμα εκεί μέσα, και αδειάζουν το καλάθι των αχρήστων, όμως κανένας δεν έχει μετακινήσει ποτέ τα χαρτιά πάνω στο γραφείο, όσο ακατάστατα κι αν φαίνονται. Μια φορά κόλλησα ένα κομματάκι σελοτέϊ-π στην κάτω μεριά του συρταριού του γραφείου, πάνω από το άνοιγμα για τα πόδια, κι όταν γύρισα το βράδυ ήταν ακόμη εκεί που το είχα βάλει. Όχι πως φυλάω τίποτε άκρως απόρρητο σ' εκείνο το συρτάρι· απλώς ήθελα να ελέγξω. Επίσης, αν ο υπολογιστής και το μόντεμ είναι αναμμένα όταν φεύγω, εξακολουθούν να είναι αναμμένα όταν γυρίζω, με μία από τις εικόνες του σκρινσέϊβερ στην οθόνη (συνήθως αυτή με τους ανθρώπους που κάνουν διάφορα πίσω από τα στόρια τους σ' έναν ουρανοξύστη, γιατί είναι η αγαπημένη μου). Αν είναι σβηστά όταν φεύγω, είναι σβηστά κι όταν γυρίζω. Δεν χώνουν τη μύτη τους στο γραφείο του Ντίνκι. Ίσως και να με φοβούνται λιγάκι οι καθαριστές.

VII

Το τηλεφώνημα που άλλαξε τη ζωή μου έγινε όταν πίστευα πια πως ο συνδυασμός μαμάς και διανομών πίτσας θα με τρέλαινε. Ξέρω πόσο μελοδραματικό ακούγεται, όμως σ' αυτή την περίπτωση αληθεύει. Το τηλεφώνημα έγινε τη βραδιά που είχα ρεπό. Η μαμά είχε πάει με τις φιλενάδες της στην εκκλησία για να παίξουν μπίνγκο, μ' ένα τσιγάρο στο στόμα όλες και γελώντας κάθε φορά που αυτός που τραβούσε τα νούμερα απ' το κουτί έβγαζε το Β-12 κι έλεγε: «Εντάξει, κυρίες μου, ήρθε η ώρα να πάρετε τις βιταμίνες σας». Εγώ έβλεπα μια ταινία με τον Κλιντ Ίστγουντ στο ΤΝΤ και ευχόμουν να βρισκόμουν οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη Γη. Ακόμη και στο Σασκάτσεγουαν.

Page 212: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το τηλέφωνο χτυπά κι εγώ συλλογίζομαι, Α, ο Παγκ θα είναι, κι έτσι, το σηκώνω και λέω με την πιο γλυκιά μου φωνή: «Καλέσατε την Εκκλησία των Δυνατών Πάντων στο Χάκερβιλ. Σας μιλά ο αιδεσιμότατος Ντινκ». «Γεια σας, κύριε Έρνσο», μου απάντησε κάποιος. Δεν είχα ξανακούσει τη φωνή του, αλλά δεν φαινόταν να έχει σαστίσει καθόλου απ' τις ανοησίες μου. Εγώ είχα ταραχτεί όμως αρκετά και για τους δυο μας. Έχετε προσέξει πως, όποτε κάνεις κάτι τέτοιο στο τηλέφωνο –να πουλήσεις πνεύμα μόλις το σηκώνεις-, δεν είναι ποτέ αυτός που περιμένεις; Κάποτε άκουσα για κείνη την κοπέλα που σήκωσε το τηλέφωνο και είπε, «Γεια, είμαι η Έλεν και θέλω να μου πετάξεις τα μάτια έξω», γιατί ήταν βέβαιη πως ήταν ο φίλος της, μόνο που τελικά ήταν ο πατέρας της. Μάλλον κάποιος έβγαλε αυτή την ιστορία απ' το μυαλό του, όπως εκείνη για τους αλιγάτορες στους υπονόμους της Νέας Υόρκης (ή τα γράμματα στο Πεντχάονζ), όμως καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. «Ω, συγνώμη», είπα, πολύ ταραγμένος για να αναρωτηθώ πώς ήξερε αυτός με την άγνωστη φωνή πως ο αιδεσιμότατος Ντινκ λεγόταν στην πραγματικότητα Ρίτσαρντ Έλερι Έρνσο. «Νόμιζα πως ήταν κάποιος άλλος». «Είμαι κάποιος άλλος», είπε η φωνή και, παρ' ότι δεν γέλασα τότε, όταν το σκέφτηκα αργότερα έβαλα τα γέλια. Ο κύριος Σάρπτον ήταν οπωσδήποτε το κάτι άλλο. Σίγουρα, δυνατά, το κάτι άλλο. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησα. «Αν θέλετε τη μητέρα μου, θα πρέπει να μου αφήσετε κάποιο μήνυμα γιατί...» «...έχει πάει να παίξει μπίνγκο. Το ξέρω. Όπως και να 'χει, θέλω εσάς, κύριε Έρνσο. θέλω να σας προσφέρω μια δουλειά». Για μια στιγμή έμεινα άφωνος από το ξάφνιασμα. Και ύστερα κατάλαβα -ήταν μια από κείνες τις τηλεφωνικές απάτες. «Έχω δουλειά», είπα. «Λυπάμαι». «Διανομές πίτσας;» είπε εύθυμα. «Ναι, μάλλον. Αν το λέτε αυτό δουλειά». «Ποιος είστε, κύριε;» ρώτησα. «Ονομάζομαι Σάρπτον. Και τώρα ας κόψουμε τις μαλακίες, όπως θα λέγατε κι εσείς, κύριε Έρνσο. Ντινκ; Μπορώ να σε λέω Ντινκ;» «Φυσικά», είπα. «Μπορώ να σε λέω Σάρπι;» «Λέγε με όπως θέλεις. Απλώς άκου». «Ακούω». Όντως άκουγα. Γιατί όχι; Η ταινία στην τηλεόραση ήταν Το Δίκιο Σου Το Πληρώνεις Με Αίμα, όχι από τις καλύτερες του Κλιντ.

Page 213: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Θέλω να σου προσφέρω την καλύτερη δουλειά που σου πρόσφεραν και μάλλον που θα σου προσφέρουν ποτέ. Δεν είναι μια απλή δουλειά, Ντινκ, είναι μια περιπέτεια». «Πω, πω, σαν κάπου να το 'χω ξανακούσει αυτό». Είχα ένα μπολ με ποπκόρν στα πόδια μου κι έβαλα μια χούφτα στο στόμα μου. Το πράγμα είχε αρχίσει να γίνεται διασκεδαστικό. «Άλλοι δίνουν υποσχέσεις· εγώ ό,τι λέω το πραγματοποιώ. Όμως αυτή είναι μια κουβέντα που πρέπει να κάνουμε από κοντά, θα με συναντήσεις;» «Είσαι αδερφή;» ρώτησα. «Όχι». Υπήρχε μια νότα ευθυμίας στη φωνή του. Ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να τον πιστέψω. Και είχα πιαστεί ήδη στη φάκα, που λέει ο λόγος, από τον εξυπνακίστικο τρόπο με τον οποίο είχα απαντήσει στο τηλέφωνο. «Οι σεξουαλικές μου προτιμήσεις είναι άλλου είδους». «Τι θέλεις από μένα λοιπόν; Δεν ξέρω κανέναν που θα με έπαιρνε στις εννέα και μισή το βράδυ, διάβολε, για να μου προσφέρει δουλειά». «Κάνε μου μια χάρη. Κλείσε το τηλέφωνο και ρίξε μια ματιά στο χολ σου». Το πράγμα όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο τρελό. Όμως, τι είχα να χάσω; Έκανα ό,τι μου είπε και βρήκα ένα φάκελο στο χολ. Κάποιος τον είχε ρίξει από τη θυρίδα για τα γράμματα καθώς έβλεπα τον Κλιντ Ίστγουντ να κυνηγά τον Ντον Στράουντ στο Σέντραλ Παρκ. Ο πρώτος από τους πολλούς φακέλους που θα ακολουθούσαν, αν και τότε ακόμη δεν το ήξερα, φυσικά. Τον άνοιξα και εφτά δεκαδόλαρα έπεσαν στο χέρι μου. Καθώς κι ένα σημείωμα. Αυτά μπορεί να είναι η αρχή μιας σπουδαίας σταδιοδρομίας! Γύρισα στο καθιστικό, κοιτάζοντας ακόμη τα χρήματα. Ξέρετε πόσο σαστισμένος ήμουν; Παραλίγο να καθίσω πάνω στα ποπκόρν μου. Είδα το μπολ την τελευταία στιγμή, το έβαλα στην άκρη και σωριάστηκα ξανά στον καναπέ. Σήκωσα το ακουστικό, περιμένοντας να το έχει κλείσει ο Σάρπτον όμως, όταν είπα ναι, μου απάντησε. «Τι είναι όλα αυτά;» τον ρώτησα. «Γιατί μου έστειλες τα εβδομήντα δολάρια; θα τα κρατήσω, αλλά όχι γιατί πιστεύω πως μου χρωστάς κάτι. Δεν ζήτησα κάτι, διάβολε». «Τα λεφτά είναι κατάδικά σου», είπε ο Σάρπτον, «δίχως να έχεις καμιά υποχρέωση. Όμως, θα σου φανερώσω ένα μυστικό, Ντινκ -μια δουλειά δεν είναι μονάχα τα λεφτά. Το θέμα σε μια αληθινή δουλειά είναι οι πρόσθετες παροχές. Εκεί είναι η δύναμη».

Page 214: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Αν το λες εσύ». «Το λέω. Και το μόνο που σου ζητώ είναι να με συναντήσεις και να ακούσεις λίγα ακόμη, θα σου κάνω μια προσφορά που θα σου αλλάξει τη ζωή, αν τη δεχτείς, θα σου ανοίξει την πόρτα σε μια νέα ζωή, για την ακρίβεια. Όταν θα σου κάνω αυτή την προσφορά, μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Αν και πρέπει να είμαι ειλικρινής και να σου πω πως δε θα λάβεις όλες τις απαντήσεις που θα ήθελες». «Και αν αποφασίσω απλώς να αρνηθώ;» «Θα σου σφίξω το χέρι, θα σε χτυπήσω φιλικά στην πλάτη και θα σου ευχηθώ καλή τύχη». «Πότε θέλεις να συναντηθούμε;» Ένα μέρος του εαυτού μου -το μεγαλύτερο μέρος- πίστευε ακόμη πως δεν ήταν παρά μια φάρσα, όμως τότε πια είχε αρχίσει να υπάρχει κι ένα δεύτερο, μικρότερο μέρος, με διαφορετική άποψη. Κατ' αρχάς ήταν τα λεφτά· τόσα ήταν τα φιλοδωρήματα δύο εβδομάδων στις διανομές πίτσας, αν είχε δουλειά. Κυρίως όμως ήταν ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε ο Σάρπτον. Έμοιαζε να 'ναι άνθρωπος που είχε τελειώσει το σχολείο... και δεν εννοώ το κρατικό αγελαδοτροφείο στο Βαν Ντρούζεν. Και, αλήθεια, τι μπορούσα να πάθω; Μετά το ατύχημα του Σκίπερ, δεν υπήρχε κανένας στον πλανήτη Γη που να ήθελε να μου προκαλέσει αληθινά κακό. Εντάξει, ίσως η μαμά, όμως το μοναδικό της όπλο ήταν το στόμα της... και οι φάρσες δεν ήταν το ταλέντο της. Επίσης, δεν μπορούσα να τη φανταστώ να πετά εβδομήντα δολάρια. Όχι, τουλάχιστον, όσο παιζόταν κάποιο παιχνίδι μπίνγκο στη γειτονιά. «Απόψε», είπε. «Τώρα, για την ακρίβεια». «Εντάξει, γιατί όχι; Έλα από δω. Φαντάζομαι πως, αν μπορείς να ρίξεις ένα φάκελο γεμάτο δεκαδόλαρα από τη θυρίδα, δε χρειάζεται να σου πω τη διεύθυνση». «Όχι στο σπίτι σου. θα σε συναντήσω στο χώρο στάθμευσης του σούπερ μάρκετ». Το στομάχι μου σφίχτηκε ξαφνικά σαν γροθιά, και η συζήτηση δεν ήταν πια καθόλου διασκεδαστική. Μπορεί να ήταν κάποιου είδους παγίδα -ίσως της αστυνομίας. Είπα από μέσα μου πως κανένας δεν ήξερε για τον Σκίπερ, και σίγουρα όχι η αστυνομία, όμως, θεέ μου... Ήταν το γράμμα· μπορεί να το είχε αφήσει κάπου ο Σκίπερ. Τίποτε εκεί μέσα δεν έβγαζε νόημα (πέρα από το όνομα της

Page 215: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αδερφής του, όμως υπάρχουν εκατομμύρια Ντέμπι στον κόσμο), όπως δεν έβγαζαν νόημα αυτά που είχα γράψει στο πεζοδρόμιο έξω από την αυλή της κυρίας Μπουκόφσκι... έτσι πίστευα τουλάχιστον, πριν χτυπήσει το τηλέφωνο. Όμως πόσο βέβαιος μπορούσα να είμαι; Και ξέρετε τι λένε για τις τύψεις. Δεν ένιωθα ακριβώς τύψεις για τον Σκίπερ, όχι τότε, αλλά πάλι... «Το σούπερ μάρκετ είναι κάπως αλλόκοτο μέρος για συνέντευξη για δουλειά, δε νομίζεις; Ειδικά όταν είναι κλειστό από τις οχτώ». «Αυτό είναι που το κάνει καλό, Ντινκ. Ότι είναι ένα δημόσιο μέρη; αλλά έρημο, θα παρκάρω δίπλα στο χώρο με τα καροτσάκια, θα με βρεις εύκολα -θα είμαι σε μια μεγάλη γκρίζα Μερσεντές». «Θα σε βρω γιατί θα είσαι ο μόνος εκεί», είπα, όμως είχε κλείσει ήδη. Κατέβασα το ακουστικό και έβαλα σχεδόν ασυναίσθητα τα λεφτά στην τσέπη μου. Ήμουν λιγάκι ιδρωμένος, παντού. Ο άνθρωπος που μου είχε μιλήσει στο τηλέφωνο ήθελε να με συναντήσει δίπλα στο χώρο για τα καροτσάκια, εκεί όπου με κορόιδευε τόσο συχνά ο Σκίπερ. Εκεί όπου μου είχε λιώσει κάποτε τα δάχτυλα ανάμεσα σε δυο καρότσια, γελώντας καθώς ούρλιαζα. Είναι ο χειρότερος πόνος, να σου ζουλάνε τα δάχτυλα. Δυο νύχια μαύρισαν και έπεσαν. Τότε ήταν που αποφάσισα να δοκιμάσω να στείλω το γράμμα. Και τα αποτελέσματα ήταν απίστευτα. Αν είχε γίνει όμως ο Σκίπερ Μπράνιγκαν φάντασμα, θα σύχναζε εκεί, στο χώρο για τα καροτσάκια, γυρεύοντας καινούρια θύματα για να τα βασανίσει. Αυτός που μου είχε μιλήσει στο τηλέφωνο δεν ήταν δυνατόν να είχε διαλέξει τυχαία αυτό το μέρος. Πάσχισα να πείσω τον εαυτό μου πως όλα αυτά ήταν αηδίες, πως οι συμπτώσεις ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο, αλλά δεν μπόρεσα να το πιστέψω. Ο κύριος Σάρπτον ήξερε για τον Σκίπερ. Με κάποιον τρόπο, το ήξερε. Φοβόμουν να τον συναντήσω, αλλά δεν έβλεπα τι άλλη επιλογή είχα. Αν όχι τίποτ' άλλο, έπρεπε να ανακαλύψω πόσα ήξερε. Και σε ποιον θα μπορούσε να τα πει. Σηκώθηκα, φόρεσα το παλτό μου (ήταν αρχές άνοιξης και τα βράδια έκανε ακόμη κρύο· αν και μου φαίνεται πως πάντα κάνει κρύο τα βράδια, έτσι κι αλλιώς, στη Δυτική Πενσιλβάνια), έκανα να βγω από την πόρτα και ύστερα γύρισα πίσω κι άφησα ένα σημείωμα για τη μαμά. «Βγήκα να συναντήσω κάποιους», έγραψα. «Μέχρι τα μεσάνυχτα, θα είμαι πίσω». Σκόπευα να γυρίσω πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, όμως το σημείωμα μου φάνηκε καλή ιδέα. Δεν ήθελα να καθίσω να σκεφτώ γιατί μου είχε φανεί καλή ιδέα, όχι τότε, όμως μπορώ να το κάνω τώρα: αν κάτι μου

Page 216: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

συνέβαινε, κάτι άσχημο, ήθελα να είμαι σίγουρος πως η μαμά θα ειδοποιούσε την αστυνομία.

VIII Υπάρχουν δύο ειδών φοβισμένοι -αυτή είναι η θεωρία μου, τουλάχιστον. Υπάρχουν οι φοβισμένοι της τηλεόρασης και οι πραγματικά φοβισμένοι, θαρρώ πως την περισσότερη ζωή μας δεν είμαστε παρά φοβισμένοι της τηλεόρασης. Όπως όταν περιμένουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος, ή γυρίζουμε το βράδυ στο σπίτι από τη βιβλιοθήκη και φανταζόμαστε πως κάποιος παραμονεύει στους θάμνους. Δεν φοβόμαστε αληθινά με τέτοιου είδους ανοησίες, γιατί βαθιά μέσα μας ξέρουμε πως οι εξετάσεις θα είναι εντάξει και πως δεν υπάρχουν άνθρωποι κρυμμένοι στους θάμνους. Γιατί; Γιατί τέτοιου είδους πράγματα συμβαίνουν μονάχα στην τηλεόραση. Όταν είδα εκείνη τη μεγάλη γκρίζα Μερσεντές, το μοναδικό αυτοκίνητο σ' έναν τεράστιο έρημο χώρο στάθμευσης, φοβήθηκα πραγματικά για πρώτη φορά μετά το συμβάν με τον Σκίπερ Μπράνιγκαν στο δωμάτιο με τα κιβώτια, τότε που παραλίγο να «γνωριστούμε» αληθινά. Το αυτοκίνητο του κυρίου Σάρπτον ήταν παρκαρισμένο κάτω από τις κίτρινες λάμπες υδραργύρου του χώρου στάθμευσης· ένα μεγάλο παλιό Κράουτμομπιλ, μοντέλο 450, ή ίσως 500, απ' αυτά που κοστίζουν πια εκατόν είκοσι χιλιάδες. Περίμενε εκεί, δίπλα στο χώρο με τα καρότσια (που τώρα ήταν σχεδόν άδειος, καθώς όλα τα καρότσια εκτός από ένα σακάτικο με τρεις ρόδες ήταν κλειδωμένα μέσα), με τα φώτα στάθμευσης αναμμένα, με λευκά καυσαέρια να βγαίνουν από την εξάτμιση και με τη μηχανή του να γουργουρίζει σαν κοιμισμένη γάτα. Οδήγησα το αυτοκίνητο μου προς το μέρος του, με την καρδιά μου να χτυπά αργά αλλά δυνατά και με μια μεταλλική γεύση στο στόμα μου. Ήθελα απλώς να πατήσω ως το τέρμα το γκάζι του Φορντ μου (που εκείνο τον καιρό μύριζε πάντα σαν πίτσα με λουκάνικο) και να γίνω καπνός, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω από το νου μου την ιδέα πως ο τύπος ήξερε για τον Σκίπερ. Μπορεί να έλεγα από μέσα μου ότι δεν υπήρχε τίποτε για να ξέρει, πως ο Τσαρλς «Σκίπερ» Μπράνιγκαν είτε ήταν θύμα ατυχήματος είτε αυτοκτόνησε, η αστυνομία δεν ήξερε με σιγουριά τι από τα δύο (προφανώς δεν τον ήξεραν πολύ καλά· αν τον γνώριζαν, θα είχαν απορρίψει δίχως δεύτερη κουβέντα την ιδέα της αυτοκτονίας -τύποι σαν τον Σκίπερ δεν αυτοκτονούν, τουλάχιστον όχι στα είκοσι τρία), αλλά αυτό δεν σταμάτησε εκείνη τη φωνή που έλεγε πως ήμουν μπλεγμένος, πως κάποιος είχε

Page 217: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

καταλάβει τι είχε συμβεί, κάποιος είχε βρει το γράμμα και το είχε καταλάβει. Αυτή η φωνή δεν είχε τη λογική με το μέρος της, αλλά ούτε τη χρειαζόταν. Είχε γερά πνευμόνια και σκέπαζε τη λογική με τα ουρλιαχτά της. Σταμάτησα δίπλα στη Μερσεντές που δούλευε στο ρελαντί και κατέβασα το παράθυρο μου. Την ίδια στιγμή κατέβηκε και το παράθυρο του οδηγού της Μερσεντές. Κοιταχτήκαμε, εγώ κι ο κύριος Σάρπτον, σαν δυο παλιόφιλοι που συναντιούνται στο ντράιβ-ιν. Δεν τον πολυθυμάμαι τώρα. Αυτό είναι παράδοξο, αν αναλογιστεί κανείς για πόσο καιρό τον είχα στο νου μου ύστερα, όμως είναι αλήθεια, θυμάμαι μόνο πως ήταν λεπτός και φορούσε κουστούμι. Ακριβό, νομίζω, αν και δεν είμαι καλός στο να κρίνω τέτοια πράγματα. Παρ' όλα αυτά, το κουστούμι με ηρέμησε λιγάκι. Υποσυνείδητα, φαντάζομαι, πίστευα πως ένα κουστούμι σημαίνει μπίζνες κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι κατεργαριά. «Γεια σου, Ντινκ», είπε. «Είμαι ο κύριος Σάρπτον. Μπες μέσα και κάθισε». «Γιατί να μη μείνουμε εδώ που είμαστε;» ρώτησα. «Μπορούμε να κουβεντιάσουμε απ' το παράθυρο. Όλος ο κόσμος το κάνει». Απλώς με κοίταξε αμίλητος. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, έσβησα το Φορντ και βγήκα. Δεν ξέρω ακριβώς το λόγο, όμως το έκανα. Ήμουν πιο φοβισμένος από κάθε άλλη φορά, σας το λέω. Πραγματικά φοβισμένος. Τόσο φοβισμένος, όσο γίνεται να είναι κανείς φοβισμένος. Ίσως γι' αυτό να έκανα αυτό που ήθελε. Στάθηκα για μια στιγμή ανάμεσα στο αυτοκίνητο του κυρίου Σάρπτον και στο δικό μου, κοιτάζοντας το χώρο για τα καρότσια και αναλογιζόμενος τον Σκίπερ. Ήταν ψηλός, με τα κυματιστά ξανθά του μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω. Είχε φακίδες και κόκκινα χείλη, σαν κορίτσι που φορά κραγιόν. «Γεια σου, Ντίνκι, αγοράκι, με το τόσο δα πουλάκι», έλεγε. Ή «Έλα, Ντίνκι, αγοράκι, να μου γλείψεις το πουλάκι». Ξέρετε, τέτοιες εξυπνάδες. Κάποιες φορές, όταν μαζεύαμε τα καρότσια, με κυνηγούσε με ένα, χτυπώντας με στις φτέρνες και κάνοντας «Βρουμ! Βρουμ! Βρουμ!» σαν αγωνιστικό αυτοκίνητο, που να πάρει ο διάβολος. Μια δυο φορές με είχε ρίξει. Το βράδυ, στο διάλειμμα που κάναμε για να φάμε, αν είχα το φαγητό μου στα πόδια μου, έπεφτε πάνω μου με δύναμη για να δει αν θα έριχνε κάτι. Ξέρετε για τι είδους πράγματα μιλάω. Ήταν σαν να μην είχε ξεπεράσει ποτέ ό,τι θεωρούν αστείο τα βαριεστημένα πιτσιρίκια στην πίσω σειρά της τάξης.

Page 218: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στη δουλειά είχα αλογοουρά. Αν ήταν μακριά τα μαλλιά σου, έπρεπε να τα έχεις πιασμένα σε αλογοουρά -ήταν κανονισμός του σούπερ μάρκετ-, και κάποιες φορές ο Σκίπερ ερχόταν από πίσω μου, άρπαζε το λαστιχάκι μου και το τραβούσε. Μερικές φορές το λαστιχάκι μπλεκόταν στα μαλλιά μου και τα έβγαζε. Κάποιες άλλες κοβόταν και με χτυπούσε στο σβέρκο. Έτσι, έβαζα άλλα δυο τρία λαστιχάκια στην τσέπη του παντελονιού μου πριν φύγω για τη δουλειά. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι γιατί το έκανα, τι υπέμενα. Αν το σκεφτόμουν, μάλλον θα άρχιζα να μισώ τον εαυτό μου. Μια φορά γύρισα απότομα όταν το έκανε και κάτι πρέπει να διέκρινε στο πρόσωπο μου, γιατί το κοροϊδευτικό χαμόγελο του έσβησε κι ένα άλλο ζωγραφίστηκε στη θέση του. Όταν χαμογελούσε κοροϊδευτικά δεν φαίνονταν τα δόντια του, όμως στο καινούριο χαμόγελο φαίνονταν. Αυτό συνέβη στο δωμάτιο με τα κιβώτια, εκεί όπου ο βορινός τοίχος είναι πάντα κρύος γιατί συνορεύει με το ψυγείο των κρεάτων. Σήκωσε τα χέρια του και έσφιξε τις γροθιές του. Οι υπόλοιποι κάθονταν τριγύρω με το κολατσιό τους και μας κοίταζαν, και ήξερα πως κανένας δεν θα με βοηθούσε. Ούτε καν ο Παγκ, που είναι ένα και εξήντα, έτσι κι αλλιώς, και ζυγίζει κάπου πενήντα πέντε κιλά. Ο Σκίπερ θα τον έκανε του αλατιού και ο Παγκ το ήξερε. «Έλα, ηλίθιε», είπε ο Σκίπερ μ' εκείνο το καινούριο χαμόγελο. Το σπασμένο λαστιχάκι που είχε βγάλει από τα μαλλιά μου κρεμόταν ανάμεσα σε δύο απ' τις αρθρώσεις των δαχτύλων του, σαν μικρή κόκκινη γλώσσα σαύρας. «Έλα, θέλεις να παλέψεις μαζί μου; Έλα λοιπόν. Δεν έχω καμία αντίρρηση». Αυτό που ήθελα ήταν να ρωτήσω γιατί τα είχε βάλει μαζί μου, γιατί είχε επιλέξει εμένα για θύμα του, γιατί θα έπρεπε να υπάρχει οποιοσδήποτε που να είναι θύμα του. Όμως δεν θα είχε κάποια απάντηση να μου δώσει. Οι τύποι σαν τον Σκίπερ ποτέ δεν έχουν. Απλώς θέλουν να σου σπάσουν τα δόντια. Έτσι, αυτό που έκανα ήταν να καθίσω κάτω και να ξαναπιάσω το σάντουιτς μου. Αν δοκίμαζα να παλέψω με τον Σκίπερ, μάλλον θα μ' έστελνε στο νοσοκομείο. Άρχισα να τρώω, αν και δεν πεινούσα πια. Με κοίταξε για ένα δύο δευτερόλεπτα ακόμη και η σκέψη ότι μπορεί να με χτυπούσε έτσι κι αλλιώς, ύστερα όμως ξέσφιξε τις γροθιές του. Το σπασμένο λαστιχάκι έπεσε στο πάτωμα δίπλα σ' ένα διαλυμένο καφάσι από μαρούλια. «Άχρηστε», είπε ο Σκίπερ. «Άχρηστε μακρυμάλλη χίπη». Ύστερα απομακρύνθηκε, λίγες ημέρες αργότερα μου έλιωσε τα δάχτυλα ανάμεσα στα δύο καρότσια και μερικές ημέρες ύστερα απ' αυτό ο Σκίπερ ήταν ξαπλωμένος πια, πάνω σε

Page 219: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

σατέν, στην εκκλησία των μεθοδιστών, με το εκκλησιαστικό όργανο να παίζει. Τα 'θελε και τα 'πάθε όμως. Τουλάχιστον αυτό πίστευα τότε. «Ταξιδάκι στη Λεωφόρο των Αναμνήσεων;» ρώτησε ο κύριος Σάρπτον κι αυτό με ξανάφερε απότομα στο παρόν. Έστεκα ανάμεσα στο αυτοκίνητο του και το δικό μου, δίπλα στο χώρο για τα καρότσια, όπου ο Σκίπερ δεν θα έλιωνε ξανά τα δάχτυλα κανενός. «Δεν ξέρω για τι μιλάς». «Κι ούτε έχει σημασία. Έλα μέσα να κουβεντιάσουμε, Ντινκ». Άνοιξε την πόρτα της Μερσεντές και μπήκα. Φίλε μου, τι μυρωδιά. Δέρματος, αλλά όχι απλού δέρματος. Ξέρετε, στη Μονόπολη, την κάρτα που σου λέει να βγεις από τη φυλακή δίχως να πληρώσεις; Όταν είσαι αρκετά πλούσιος ώστε να μπορείς να έχεις ένα αυτοκίνητο που να μυρίζει σαν την γκρίζα Μερσεντές του κυρίου Σάρπτον, σίγουρα έχεις και μια κάρτα για να βγαίνεις από τα πάντα δίχως να πληρώσεις. Πήρα βαθιά ανάσα, την κράτησα, ύστερα την έβγαλα και είπα: «Αυτό κι αν είναι δυνατό». Ο κύριος Σάρπτον γέλασε, με τα φρεσκοξυρισμένα μαγουλά του να λάμπουν στο φως του ταμπλό. Δεν με ρώτησε τι εννοούσα· ήξερε. «Όλα είναι δυνατά, Ντινκ», είπε. «Ή μπορούν να είναι, για τον κατάλληλο άνθρωπο». «Λες;» «Το ξέρω». Δίχως ίχνος αμφιβολίας στη φωνή του. «Μ' αρέσει η γραβάτα σου», είπα. Το είπα απλώς για να πω κάτι, όμως ήταν αλήθεια. Η γραβάτα δεν ήταν αυτό που θα έλεγα δυνατή, αλλά ήταν καλή. Ξέρετε εκείνες τις γραβάτες που έχουν πάνω νεκροκεφαλές, δεινόσαυρους, μπαστουνάκια του γκολφ, τέτοια πράγματα; Του κυρίου Σάρπτον είχε σπαθιά, μ' ένα σφιγμένο χέρι να κρατά το καθένα. Γέλασε και γλίστρησε το χέρι του πάνω της σαν να τη χάιδευε. «Είναι η τυχερή μου γραβάτα», είπε. «'Όταν τη φορώ, νιώθω σαν το βασιλιά Αρθούρο». Το χαμόγελο έσβησε σιγά σιγά από το πρόσωπο του και κατάλαβα πως δεν αστειευόταν. «Ο βασιλιάς Αρθούρος που μαζεύει τους καλύτερους άντρες που υπήρξαν ποτέ. Ιππότες για να καθίσουν μαζί του στη Στρογγυλή Τράπεζα και να ξαναφτιάξουν τον κόσμο». Ανατρίχιασα ακούγοντας το αυτό, όμως προσπάθησα να μην το δείξω. «Τι θες από μένα, Αρθούρε; Να σε βοηθήσω να βρεις το Άγιο Δισκοπότηρο, ή όπως λέγεται, τέλος πάντων;»

Page 220: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Μια γραβάτα δεν κάνει κάποιον βασιλιά», είπε. «Μη νομίζεις πως δεν το ξέρω». Μετατοπίστηκα στη θέση μου, νιώθοντας λιγάκι άβολα. «Ε, δεν ήθελα να σε αποπά...» «Δεν έχει σημασία, Ντινκ. Αλήθεια. Η απάντηση στην ερώτηση σου είναι πως είμαι είκοσι πέντε τοις εκατό κυνηγός ταλέντων, είκοσι πέντε τοις εκατό ανιχνευτής και πενήντα τοις εκατό κινούμενο και ομιλούν πεπρωμένο. Τσιγάρο;» «Δεν καπνίζω». «Μπράβο σου, θα ζήσεις περισσότερο. Το τσιγάρο είναι φονιάς. Ένας γνωστός μου τα έλεγε "καρφιά του φέρετρου"». «Λοιπόν, είμαι όλος δικός σου», είπα. «Το ελπίζω», είπε ο κύριος Σάρπτον καπνίζοντας. «Ειλικρινά το ελπίζω. Είσαι αληθινός θησαυρός, Ντινκ. Αμφιβάλλω αν το πιστεύεις ο ίδιος, αλλά είσαι». «Πες μου την προσφορά σου λοιπόν». «Εσύ πες μου τι συνέβη στον Σκίπερ Μπράνιγκαν». Να λοιπόν που ο χειρότερος φόβος μου γινόταν πραγματικότητα. Δεν μπορούσε να ξέρει, κανένας δεν μπορούσε, όμως να που ήξερε. Απέμεινα μουδιασμένος, με το κεφάλι μου να γυρίζει και τη γλώσσα μου να έχει δεθεί κόμπος. «Εμπρός, λοιπόν, πες μου». Η φωνή του έμοιαζε να έρχεται από μακριά, όπως ακούγεται ένας ραδιοφωνικός σταθμός στα βραχέα αργά τη νύχτα. Η γλώσσα μου λύθηκε. Χρειάστηκε να προσπαθήσω, αλλά τα κατάφερα. «Δεν έκανα τίποτε». Και η δική μου φωνή ακούστηκε σαν εκπομπή στα βραχέα. «Ο Σκίπερ έπαθε ένα ατύχημα, αυτό όλο κι όλο. Γύριζε σπίτι με το αυτοκίνητο και βγήκε από το δρόμο. Το αυτοκίνητο του γκρεμίστηκε στον ποταμό Λόκερμπι. Βρήκαν νερό στα πνευμόνια του, επομένως μάλλον πνίγηκε, αυτή ήταν τουλάχιστον τυπικά η αιτία του θανάτου του, όμως η έκθεση έλεγε πως μάλλον θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Το κεφάλι του τσακίστηκε καθώς γκρεμιζόταν το αυτοκίνητο· έτσι λέει ο κόσμος τουλάχιστον. Και κάποιοι λένε πως δεν ήταν ατύχημα, πως αυτοκτόνησε, όμως εγώ δεν το πιστεύω. Ο Σκίπερ ήταν... ήταν τύπος που διασκέδαζε πολύ, για να αυτοκτονήσει». «Ναι. Κι ένα κομμάτι της διασκέδασης του ήσουν κι εσύ, σωστά;»

Page 221: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν μίλησα, όμως τα χείλη μου έτρεμαν και είχα δακρύσει. Ο κύριος Σάρπτον άπλωσε το χέρι του και μου έπιασε το μπράτσο. Ήταν μια κίνηση που θα περίμενε κανείς από ένα γέρο σαν αυτόν, αν καθόταν μαζί του μέσα στο μεγάλο γερμανικό του αυτοκίνητο σ' έναν έρημο χώρο στάθμευσης, όμως το δικό του άγγιγμα δεν ήταν τέτοιου είδους- ο Σάρπτον δεν μου έκανε τα γλυκά μάτια. Το άγγιγμα του μ' έκανε να νιώσω όμορφα. Ως τότε δεν είχα καταλάβει πόσο θλιμμένος ήμουν. Κάποιες φορές δεν το καταλαβαίνεις, γιατί είναι κάτι, να, που το έχεις συνεχώς και παντού. Χαμήλωσα το κεφάλι μου. Δεν ξέσπασα σε λυγμούς, όχι, αλλά δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά μου. Τα σπαθιά στη γραβάτα του διπλασιάστηκαν και ύστερα τριπλασιάστηκαν. «Αν φοβάσαι μήπως είμαι αστυνομικός, μπορείς να τα παρατήσεις. Και σου έδωσα λεφτά, επομένως δεν μπορώ να σε καταγγείλω. Ακόμη κι αν μπορούσα, όμως, κανένας δε θα πίστευε αυτό που συνέβη αληθινά στον νεαρό κύριο Μπράνιγκαν. Και δημόσια να το ομολογούσες, στην τηλεόραση, δε θα το πίστευαν, έτσι δεν είναι;» «Όχι», ψιθύρισα. Και ύστερα, πιο δυνατά: «Ανέχτηκα πολλά. Τελικά δεν μπορούσα να ανεχτώ άλλα. Αυτός με ανάγκασε, πήγαινε γυρεύοντας». «Πες μου τι συνέβη», είπε ο κύριος Σάρπτον. «Του έγραψα ένα γράμμα», είπα. «Ένα ειδικό γράμμα». «Ναι, πράγματι, πολύ ειδικό. Και τι έβαλες μέσα για να έχει πάνω του το αποτέλεσμα που είχε;» Ήξερα τι εννοούσε, όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν έκανες τα γράμματα προσωπικά, αύξανες τη δύναμη τους. Τα έκανες φονικά, όχι απλώς επικίνδυνα. «Το όνομα της αδερφής του», είπα. Θαρρώ πως τότε ήταν που ενέδωσα εντελώς. «Της αδερφής του, της Ντέμπι».

IX Πάντα είχα κάτι, κάτι διαφορετικό, και κάπως το ήξερα, όμως δεν ήξερα πώς να το χρησιμοποιήσω, ή πώς το έλεγαν, ή τι σήμαινε. Και ήξερα πως δεν έπρεπε να το φανερώσω, γιατί οι άλλοι δεν το είχαν. Πίστευα πως μπορεί να μ' έβαζαν στο τσίρκο αν το μάθαιναν. Ή στη φυλακή.

Page 222: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Θυμάμαι μια φορά -αόριστα, μπορεί να ήμουν τριών ή τεσσάρων, είναι απ' τις πρώτες αναμνήσεις μου- να στέκομαι σ' εκείνο το βρόμικο παράθυρο και να κοιτάζω έξω στην αυλή. Υπήρχε ένα κούτσουρο για το κόψιμο των ξύλων κι ένα κουτί για τα γράμματα με μια κόκκινη σημαιούλα, έτσι πρέπει να ήταν όταν ήμαστε στης θείας Μέϊμπελ, στην εξοχή. Εκεί ζούσαμε αφού το έσκασε ο πατέρας μου. Η μαμά έπιασε δουλειά σ' ένα φούρνο στο Χάκερβιλ και αργότερα γυρίσαμε στην πόλη, όταν ήμουν περίπου πέντε ετών. Ζούσαμε στην πόλη όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο, γι' αυτό είμαι βέβαιος, γιατί έπρεπε να περνώ πέντε φορές την εβδομάδα μπροστά από τον αναθεματισμένο τον ανθρωποφάγο σκύλο της κυρίας Μπουκόφσκι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν το σκύλο. Ήταν ένα μποξέρ μ' ένα άσπρο αυτί. Αυτή κι αν είναι μνήμη. Τέλος πάντων, κοίταζα έξω, και ήταν εκείνες οι μύγες που έκαναν κύκλους βουίζοντας στην πάνω μεριά του παραθύρου· ξέρετε πώς κάνουν οι μύγες. Δεν μου άρεσε ο ήχος τους, αλλά δεν μπορούσα να φτάσω ως εκεί, ακόμη και μ' ένα τυλιγμένο περιοδικό, για να τις σκοτώσω ή να τις διώξω. Έτσι, αυτό που έκανα ήταν να φτιάξω δυο τρίγωνα στο τζάμι, σχεδιάζοντας στη βρόμα με το ακροδάχτυλό μου, και ύστερα να φτιάξω εκείνο το άλλο σχήμα, σαν κύκλο, για να ενώσω τα τρίγωνα μεταξύ τους. Και μόλις το έκανα αυτό, μόλις έκλεισα τον κύκλο, οι μύγες -ήταν τέσσερις πέντε- σωριάστηκαν νεκρές στο περβάζι. Ήταν μεγάλες σαν καραμελίτσες -εκείνες τις μαύρες με γεύση από γλυκόρριζα. Σήκωσα μία και την περιεργάστηκα, όμως δεν ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, κι έτσι την έριξα στο πάτωμα και συνέχισα να κοιτάζω απ' το παράθυρο. Τέτοια πράγματα συνέβαιναν κάπου κάπου, όμως ποτέ ηθελημένα, ποτέ γιατί τα έκανα να συμβούν. Την πρώτη φορά που θυμάμαι να κάνω κάτι εντελώς εσκεμμένα -πριν από τον Σκίπερ, εννοώ- ήταν όταν χρησιμοποίησα τη δύναμη μου, ό,τι κι αν ήταν, πάνω στο σκύλο της κυρίας Μπουκόφσκι. Η κυρία Μπουκόφσκι ζούσε στη γωνία του δρόμου μας όταν νοικιάσαμε το σπίτι μας στην Ντάγκγουεϊ Άβενιου. Ο σκύλος της ήταν μοχθηρός και επικίνδυνος· όλα τα παιδιά στο Γουέστ Σάιντ φοβούνταν αυτόν το σατανά με το άσπρο αυτί. Τον είχε δεμένο στην πλαϊνή αυλή της -διάβολε, τον είχε κυριολεκτικά φυλακισμένο στην αυλή της, για την ακρίβεια- και γάβγιζε σ' όποιον περνούσε. Όχι άκακα, όπως κάνουν κάποια σκυλιά, αλλά σαν να έλεγε: Αν μπορούσα να σ' έκλεινα εδώ μέσα μαζί μου, ή να έβγαινα εκεί έξω μαζί σου, θα σου έκοβα τ' αρχίδια, φίλε. Μια φορά ο σκύλος κατόρθωσε να λυθεί και δάγκωσε το αγόρι που μοίραζε τις εφημερίδες. Αν ο σκύλος ήταν οποιουδήποτε άλλου, θα τον είχαν σκοτώσει, όμως ο γιος της κυρίας Μπουκόφσκι ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας και κάπως τα

Page 223: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μπάλωσε. Μισούσα εκείνον το σκύλο όπως μισούσα τον Σκίπερ. Φαντάζομαι πως, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ο Σκίπερ. Στο δρόμο για το σχολείο έπρεπε να περνώ από της κυρίας Μπουκόφσκι, εκτός κι αν ήθελα να κάνω το γύρο ολόκληρου του τετραγώνου και να με φωνάζουν ύστερα χέστη και αδερφή, και ο σκύλος με τρομοκρατούσε έτσι που έτρεχε τεντώνοντας το σκοινί του και γαβγίζοντας τόσο δυνατά, που αφροί τινάζονταν από τα δόντια και το ρύγχος του. Κάποιες φορές τέντωνε με τόση δύναμη το σκοινί ως την άκρη του, που τιναζόταν στον αέρα, κάτι που σε κάποιους μπορεί να φαινόταν αστείο, αλλά εμένα δεν μου φάνηκε ποτέ· εγώ απλώς έτρεμα πως το σκοινί (όχι αλυσίδα, αλλά ένα συνηθισμένο παλιό σκοινί) θα κοβόταν κάποια μέρα και ο σκύλος θα πηδούσε πάνω από τον χαμηλό φράχτη ανάμεσα στην αυλή της κυρίας Μπουκόφσκι και την Ντάγκγουεϊ Άβενιου για να μου ξεσκίσει το λαιμό. Και ύστερα, μια μέρα, ξύπνησα με μια ιδέα. θέλω να πω, ξύπνησα και ήταν στο μυαλό μου, όπως ξυπνούσα κάποιες μέρες με μια απίστευτη στύση. Ήταν ένα φωτεινό σαββατιάτικο πρωινό, νωρίς, και δεν ήμουν υποχρεωμένος να περάσω από της κυρίας Μπουκόφσκι αν δεν ήθελα, όμως εκείνη την ημέρα ήθελα. Σηκώθηκα και ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έκανα τα πάντα βιαστικά, γιατί δεν ήθελα να μου φύγει εκείνη η ιδέα. Και θα μου έφευγε -θα την ξεχνούσα όπως ξεχνάς κάποιες φορές τα όνειρα που σε ξυπνούν (ή ξυπνούν το πουλί σου, για να γίνω λιγάκι χυδαίος)-, αλλά εκείνη τη στιγμή την είχα κρυστάλλινα καθαρή στο μυαλό μου: λέξεις με τρίγωνα τριγύρω και φιοριτούρες από πάνω, κύκλους που κρατούσαν όλο το σχέδιο ενωμένο... δυο τρεις, επικαλυπτόμενοι, για να χαρίζουν περισσότερη δύναμη. Μόνο που δεν πετούσα καθώς διέσχιζα το καθιστικό ως την κουζίνα (η μαμά κοιμόταν ακόμη, την άκουγα να ροχαλίζει, και η ροζ στολή που φορούσε στο φούρνο κρεμόταν στο ντους). Η μαμά είχε ένα μικρό μαυροπίνακα δίπλα στο τηλέφωνο, όπου σημείωνε τηλέφωνα και πράγματα που δεν ήθελε να ξεχάσει -οι ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ αντί του NTINKI, θα μπορούσε να πει κανείς-, και κοντοστάθηκα ίσα ίσα για να πάρω τη ροζ κιμωλία που κρεμόταν από ένα σπάγκο δίπλα στον πίνακα, θυμάμαι πόσο όμορφο πρωινό ήταν, δροσερό αλλά όχι κρύο, με ουρανό τόσο γαλάζιο, σαν να τον είχε βάψει κάποιος όλο με λουλάκι, και δίχως ψυχή έξω ακόμη, γιατί οι περισσότεροι κοιμούνταν, όπως κάνει ο κόσμος τα Σάββατα, όποτε μπορεί. Ο σκύλος της κυρίας Μπουκόφσκι, όμως, δεν κοιμόταν. Διάβολε, όχι. Εκείνος ο σκύλος δεν εγκατέλειπε ποτέ το πόστο του. Μέσα από τα κενά στο φράχτη, με είδε να έρχομαι και όρμησε τεζάροντας με όσο περισσότερη δύναμη μπορούσε το σκοινί του, κι

Page 224: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ίσως ακόμη πιο δυνατά, σαν να ήξερε κάπου μέσα στο ανόητο σκυλίσιο μυαλό του πως ήταν Σάββατο και δεν είχα καμιά δουλειά να βρίσκομαι εκεί. Τέντωσε το σκοινί και τινάχτηκε προς τα πίσω. Αμέσως μετά ξανασηκώθηκε, όμως, και βάλθηκε να γαβγίζει στην άκρη του τεντωμένου του σκοινιού, δίχως να νοιάζεται αν κινδύνευε να πνιγεί. Φαντάζομαι, πως η κυρία Μπουκόφσκι ήταν συνηθισμένη σ' αυτό τον ήχο, μπορεί να της άρεσε κιόλας, όμως αναρωτιέμαι πώς τον άντεχαν οι γείτονες. Δεν του έδωσα καμία σημασία εκείνη τη μέρα. Ήταν τόση η έξαψη μου, που δεν μπορούσα να τρομοκρατηθώ. Έβγαλα την κιμωλία από την τσέπη μου και γονάτισα. Για μια στιγμή νόμισα πως είχα ξεχάσει το σχέδιο, κι αυτό ήταν κακό. Ένιωσα να με πλημμυρίζουν η απελπισία και η θλίψη και σκέφτηκα: Όχι, μην τ' αφήνεις, μην τ' αφήνεις να χαθεί, Ντίνκι, πολέμα το. Γράψε οτιδήποτε, ακόμη κι αν είναι ΓΑΜΙΕΤΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ. Όμως δεν έγραψα αυτό. Εκείνο που έκανα ήταν να φτιάξω ένα σχέδιο· νομίζω πως ήταν ένα ανθεμίδιο. Ένα αλλόκοτο σχήμα, που όμως ήταν το σωστό, γιατί μεμιάς τα πάντα ξεπήδησαν ξανά στο νου μου πλημμυρίζοντας τον. Ήταν υπέροχο αλλά και αληθινά τρομακτικό, γιατί ήταν τόσο πολλά. Τα επόμενα πέντε λεπτά περίπου, ήμουν γονατισμένος στο πεζοδρόμιο, μούσκεμα στον ιδρώτα, κι έγραφα σαν τρελός. Έγραφα λέξεις που δεν είχα ξανακούσει κι έφτιαχνα σχέδια που δεν είχα ξαναδεί -σχέδια που κανένας δεν είχε ξαναδεί: όχι μονάχα ανθεμίδια, αλλά και ιδεοσχήματα και σπινθήρια και ερέβεια. Έγραφα και σχεδίαζα, μέχρι που το δεξί μου χέρι έγινε ροζ ως τον αγκώνα και η κιμωλία της μαμάς δεν ήταν πια παρά ένα σβολαράκι ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη μου. Ο σκύλος της κυρίας Μπουκόφσκι δεν πέθανε όπως οι μύγες, συνέχισε να μου γαβγίζει και μάλλον τραβήχτηκε μια δυο φορές και τέντωσε ξανά το σκοινί του με δύναμη, αλλά δεν έδωσα σημασία. Ήμουν εντελώς απορροφημένος. Δεν θα μπορούσα να σας το περιγράψω, όμως πάω στοίχημα πως έτσι νιώθουν οι μεγάλοι μουσικοί όπως ο Μότσαρτ και ο Έρικ Κλάπτον όταν γράφουν τη μουσική τους, ή οι ζωγράφοι όταν ζωντανεύουν τα καλύτερα έργα τους στο μουσαμά. Αν ερχόταν κάποιος, θα τον είχα αγνοήσει. Διάβολε, ακόμη κι αν ο σκύλος της κυρίας Μπουκόφσκι έκοβε τελικά το σκοινί του, πηδούσε πάνω από το φράχτη και βύθιζε τα δόντια του στον πισινό μου, πάλι δεν θα 'δινα σημασία. Ήταν δυνατό, φίλε μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο διαβολεμένα δυνατό ήταν. Κανένας δεν ήρθε, αν και πέρασαν μερικά αυτοκίνητα και μπορεί οι άνθρωποι μέσα να αναρωτήθηκαν τι έκανε εκείνο το πιτσιρίκι, τι

Page 225: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

σχεδίαζε στο πεζοδρόμιο· κι ο σκύλος της κυρίας Μπουκόφσκι συνέχιζε να γαβγίζει. Στο τέλος κατάλαβα πως έπρεπε να το κάνω πιο δυνατό, κι ο τρόπος ήταν να το κάνω να απευθύνεται μονάχα στο σκύλο. Δεν ήξερα το όνομα του κι έτσι έγραψα με όση κιμωλία είχε απομείνει τη λέξη ΜΠΟΞΕΡ, έκανα έναν κύκλο γύρω της και ύστερα έφτιαξα ένα βέλος στην κάτω μεριά του κύκλου, που έδειχνε προς τα υπόλοιπα. Ένιωθα το κεφάλι μου να γυρίζει, να πονά, όπως έπειτα από ένα αληθινά δύσκολο διαγώνισμα, ή από πολλές ώρες μπροστά στην τηλεόραση. Ήθελα να κάνω εμετό... αλλά συνάμα ένιωθα εντελώς δυνατά. Κοίταξα το σκύλο· ήταν ολοζώντανος, γάβγιζε και αναπηδούσε στα πίσω πόδια του στην άκρη του τεντωμένου σκοινιού, όμως αυτό δεν με πείραξε καθόλου. Γύρισα σπίτι νιώθοντας ξαλαφρωμένος. Ήξερα πως ο σκύλος της κυρίας Μπουκόφσκι ήταν ξεγραμμένος, με τον ίδιο τρόπο που ένας ζωγράφος ξέρει πως ζωγράφισε έναν καλό πίνακα, ή ένας συγγραφέας πως έγραψε μια καλή ιστορία. Όταν είναι κάτι σωστό, θαρρώ πως απλώς το ξέρεις, το νιώθεις μέσα σου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο σκύλος τα τίναξε. Το έμαθα από την πιο έγκυρη πηγή σ' ό,τι έχει να κάνει με μοχθηρούς ηλίθιους σκύλους: τον ταχυδρόμο της γειτονιάς. Κύριος Σέρμερχορν λεγόταν. Ο κύριος Σέρμερχορν είπε πως το μποξέρ της κυρίας Μπουκόφσκι άρχισε για κάποιο λόγο να τρέχει γύρω από το δέντρο όπου ήταν δεμένο και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω όταν τεζάρισε το σκοινί του (και έπεσε τέζα, χα, χα). Η κυρία Μπουκόφσκι έλειπε για ψώνια κι έτσι δεν μπόρεσε να το βοηθήσει. Όταν γύρισε σπίτι, βρήκε το σκύλο της πεσμένο κάτω από το δέντρο στην πλαϊνή αυλή της, πνιγμένο. Τα σχέδια και οι λέξεις στο πεζοδρόμιο έμειναν εκεί για καμιά εβδομάδα· ύστερα έβρεξε πολύ και δεν απέμεινε παρά μια ροζ μουντζούρα. Μέχρι να βρέξει, όμως, φαίνονταν ολοκάθαρα. Και, όσο φαίνονταν έτσι καθαρά, κανένας δεν περνούσε από πάνω τους. Το είδα με τα μάτια μου. Τα παιδιά στο δρόμο τους για το σχολείο, οι κυρίες που πήγαιναν προς το κέντρο της πόλης, ο κύριος Σέρμερχορν ο ταχυδρόμος, όλοι τα απέφευγαν. Φαίνονταν να το κάνουν ασυναίσθητα. Κι ούτε μίλησε ποτέ κανείς γι' αυτά· κανείς δεν είπε: «Τι είναι αυτές οι αλλόκοτες αηδίες στο πεζοδρόμιο;» ή «Πώς να λέγεται άραγε αυτό το πράμα εκεί πέρα;» (Σπινθήριο λέγεται, βλάκα.) Ήταν σαν να μην τα έβλεπαν καν. Μόνο που με κάποιον τρόπο πρέπει να τα έβλεπαν. Ειδάλλως, γιατί να τα αποφεύγουν;

Χ

Page 226: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν τα είπα στον κύριο Σάρπτον όλα αυτά, όμως του είπα αυτό που ήθελε να μάθει για τον Σκίπερ. Είχα αποφασίσει ότι μπορούσα να τον εμπιστεύομαι. Ίσως αυτό το κρυφό κομμάτι μέσα μου να ήξερε ότι μπορούσα να τον εμπιστεύομαι, αλλά δεν το νομίζω, θαρρώ πως ο λόγος ήταν ο τρόπος με τον οποίο μου έπιασε το χέρι, σαν να ήταν πατέρας μου. Όχι πως έχω πατέρα, αλλά μπορώ να το φανταστώ. Άλλωστε, είχε δίκιο σ' αυτό που είπε: ακόμη κι αν ήταν αστυνομικός και με συλλάμβανε, ποιος δικαστής ή ένορκος θα πίστευε πως ο Σκίπερ Μπράνιγκαν είχε βγάλει το αυτοκίνητο του από το δρόμο εξαιτίας ενός γράμματος που του έστειλα; Και μάλιστα γεμάτου ακατανόητες λέξεις και σύμβολα, γραμμένα από ένα νεαρό διανομέα πίτσας, που είχε μείνει μετεξεταστέος, δυο φορές, στη γεωμετρία στο λύκειο; Όταν τέλειωσα, για αρκετή ώρα απομείναμε βουβοί, και τελικά ο κύριος Σάρπτον είπε: «Του άξιζε. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Και για κάποιο λόγο σαν να κατέρρευσε μ' αυτή τη φράση ένα φράγμα μέσα μου κι άρχισα να κλαίω σαν μωρό. Πρέπει να έκλαψα για κάπου δεκαπέντε λεπτά. Ο κύριος Σάρπτον με σφιχταγκάλιασε και τα δάκρυα μου μούσκεψαν το πέτο του. Αν περνούσε κάποιος και μας έβλεπε έτσι, θα μας έπαιρνε σίγουρα για αδερφές, όμως κανένας δεν πέρασε. Ήμαστε μονάχα οι δυο μας, κάτω από τις κίτρινες λάμπες υδραργύρου, δίπλα στο χώρο για τα καρότσια. Ίπι-ίπι-άκι, τρέχα καροτσάκι, τραγουδούσε ο Παγκ, το σούπερ μάρκετ Ευκαιρία θα 'ναι η νέα σου κατοικία. Γελούσαμε μέχρι δακρύων. Τελικά κατόρθωσα να σταματήσω. Ο κύριος Σάρπτον μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισα τα μάτια μου. «Πώς το έμαθες;» ρώτησα. Η φωνή μου ακούστηκε βαθιά και αλλόκοτη, σαν μπουρού. «Μόλις σε εντοπίσαμε, δε χρειάστηκε παρά μια στοιχειώδης έρευνα». «Ναι, αλλά πώς με εντοπίσατε;» «Έχουμε κάποιους ανθρώπους -καμιά δεκαριά συνολικά- που ψάχνουν για τύπους σαν εσένα», είπε. «Για την ακρίβεια, μπορούν να δουν τύπους σαν εσένα, Ντινκ, όπως μπορούν κάποιοι δορυφόροι στο διάστημα να εντοπίζουν τα πυρηνικά απόβλητα και εργοστάσια. Φαίνεστε κίτρινοι. Σαν φλόγα σπίρτου, έτσι σας περιέγραψε ένας απ' αυτούς που κάνουν αυτή τη δουλειά». Κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε πικρά, «θα ήθελα να δω μια φορά στη ζωή μου κάτι τέτοιο. Ή να μπορέσω να κάνω αυτό που κάνεις εσύ. Φυσικά, θα ήθελα να μπορούσα για μια μέρα -μια μέρα θα μου ήταν αρκετή- να ζωγραφίσω σαν τον Πικάσο, ή να γράψω όπως ο Φόκνερ».

Page 227: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τον κοίταξα χάσκοντας. «Αλήθεια; Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δουν...» «Ναι. Είναι τα λαγωνικά μας. Γυρίζουν σ' όλη τη χώρα -και σ' όλες τις υπόλοιπες χώρες- ψάχνοντας γι' αυτή τη ζωηρή κίτρινη λάμψη. Ψάχνοντας για αναμμένα σπίρτα στη σκοτεινιά. Η γυναίκα που σε εντόπισε ήταν στον Αυτοκινητόδρομο 90, καθ' οδόν για το Πίτσμπουργκ, για να γυρίσει αεροπορικώς στο σπίτι της -να ξεκουραστεί λιγάκι-, όταν σε είδε. Ή σε ένιωσε. Ή ό,τι κάνουν, τέλος πάντων. Οι ανιχνευτές δεν ξέρουν αληθινά τη φύση της δύναμης τους, όπως δεν ήξερες κι εσύ αληθινά τι έκανες στον Σκίπερ. Έτσι δεν είναι;» «Τι...» Σήκωσε το χέρι του. «Σου είπα πως δεν πρόκειται να λάβεις όλες τις απαντήσεις που θα ήθελες -αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφασίσεις σύμφωνα με ό,τι νιώθεις και όχι με ό,τι ξέρεις-, αλλά μπορώ να σου πω ένα δυο πράγματα. Κατ' αρχάς, Ντινκ, δουλεύω για μια μονάδα που ονομάζεται Τρανς Κορπορέϊσον. Η δουλειά μας είναι να ξεφορτωνόμαστε τους Σκίπερ Μπράνιγκαν του κόσμου -τους μεγάλους, αυτούς που έχουν αληθινή δύναμη. Η έδρα μας είναι στο Σικάγο και το κέντρο εκπαίδευσης στην Πιόρια... όπου θα περάσεις μία εβδομάδα αν δεχτείς την πρόταση μου». Δεν είπα τίποτε, αλλά ήξερα ήδη πως θα τη δεχόμουν. Όποια κι αν ήταν, θα τη δεχόμουν. «Είσαι χαρισματικός, φίλε μου. Κοίτα να το χωνέψεις». «Τι εννοείς;» «Αυτό που έχεις είναι ένα έμφυτο, ένα αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας σου. Υπάρχουν άνθρωποι στην οργάνωση μας που θεωρούν αυτό που έχεις... αυτό που μπορείς να κάνεις... ταλέντο ή ικανότητα, ή ακόμη και κάποιου είδους λάθος ή ατύχημα, όμως σφάλλουν. Το ταλέντο και η ικανότητα γεννιούνται από τα έμφυτα χαρακτηριστικά. Τα έμφυτα χαρακτηριστικά είναι κάτι γενικό, ενώ το ταλέντο και η ικανότητα είναι πιο συγκεκριμένα». «Εξήγησε μου το αυτό. Μην ξεχνάς πως δεν τέλειωσα καν το λύκειο». «Το ξέρω», είπε. «Επίσης ξέρω πως δεν τα παράτησες γιατί ήσουν χαζός· τα παράτησες γιατί ήσουν διαφορετικός. Απ' αυτή την άποψη, είσαι σαν όλους τους άλλους χαρισματικούς που έχω γνωρίσει». Γέλασε κοφτά, όπως γελά κάποιος όταν δεν βρίσκει κάτι αληθινά αστείο.

Page 228: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Και τους είκοσι έναν. Τώρα άκουσε με και μην κάνεις τον χαζό. Η δημιουργικότητα είναι σαν ένα χέρι. Ένα χέρι έχει πολλά δάχτυλα, σωστά;» «Τουλάχιστον πέντε». «Πες πως αυτά τα δάχτυλα είναι ικανότητες. Ένας δημιουργικός άνθρωπος μπορεί να γράψει, να ζωγραφίσει, να σμιλέψει, ή να σκαρώσει μαθηματικούς τύπους· μπορεί να χορέψει ή να τραγουδήσει ή να παίξει μουσική. Αυτά είναι τα δάχτυλα, αλλά η δημιουργικότητα είναι το χέρι που τους δίνει ζωή. Κι όπως όλα τα χέρια είναι ουσιαστικά ίδια -η μορφή υπακούει στη λειτουργία-, όλοι οι δημιουργικοί άνθρωποι είναι ίδιοι από κει που ενώνονται τα δάχτυλα και πάνω.» Η υπεραισθητική δύναμη είναι επίσης σαν χέρι. Κάποιες φορές τα δάχτυλα της έχουν την ικανότητα να βλέπουν το μέλλον και κάποιες άλλες το παρελθόν –έχουμε κάποιον που γνωρίζει ποιος σκότωσε τον Τζον Κένεντι, και δεν ήταν ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ· για την ακρίβεια, ήταν γυναίκα. Υπάρχουν τηλεπαθητικοί, πυροκινητικοί, τηλεσυναισθητικοί και ποιος ξέρει πόσοι ακόμη. Δεν είμαστε βέβαιοι· είναι ένας καινούριος κόσμος αυτός, και μόλις αρχίσαμε να εξερευνούμε τις ηπείρους του. Η υπεραισθητική δύναμη, όμως, από μια ζωτική άποψη διαφέρει από τη δημιουργικότητα: είναι πολύ σπανιότερη. Ένας στους οχτακόσιους είναι αυτό που ονομάζουν οι επαγγελματίες ψυχολόγοι "προικισμένος". Πιστεύουμε πως μπορεί να μην υπάρχει παρά ένας με υπεραισθητικές δυνάμεις στα οχτώ εκατομμυρια». Αυτό μου έκοψε την ανάσα -η ιδέα πως μπορεί να είσαι ένας στα οχτώ εκατομμύρια θα έκοβε την ανάσα οποιουδήποτε, έτσι δεν είναι; «Δηλαδή, εκατόν είκοσι για κάθε δισεκατομμυριο συνηθισμένων ανθρώπων», είπε. «Πιστεύουμε πως μπορεί να μην υπάρχουν περισσότερα από τρεις χιλιάδες υπεραισθητικά χαρισματικά άτομα σε ολόκληρο τον κόσμο. Τους βρίσκουμε έναν έναν. Είναι αργή δουλειά. Η ικανότητα εντοπισμού τους είναι ένα σχετικά απλό υπεραισθητικό χάρισμα, αλλά δεν έχουμε παρά μια δεκαριά ανιχνευτές, και ο καθένας χρειάζεται κάμποση εκπαίδευση. Είναι δύσκολη δουλειά... αλλά η ανταμοιβή είναι τεράστια. Βρίσκουμε χαρισματικά άτομα και τα επιστρατεύουμε. Αυτό θέλουμε να κάνουμε μ' εσένα, Ντινκ: να σε επιστρατεύσουμε, θέλουμε να σε βοηθήσουμε να εστιάσεις το ταλέντο σου, να το οξύνεις και να το χρησιμοποιήσεις για τη βελτίωση όλης της ανθρωπότητας. Δε, θα ξαναδείς τους παλιούς σου φίλους -έχουμε διαπιστώσει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από έναν παλιό φίλο-, ούτε τα χρήματα είναι πολλά, τουλάχιστον στην αρχή, όμως η ηθική ανταμοιβή είναι μεγάλη, κι αυτό που θα σου

Page 229: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

προσφέρω δεν είναι παρά η χαμηλότερη βαθμίδα μιας σκάλας που μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά ψηλή». «Είναι κι αυτές οι πρόσθετες παροχές», είπα, κάπως υψώνοντας τη φωνή μου στην τελευταία λέξη, σαν να ρωτούσα, αν ήθελε να το εκλάβει ως ερώτηση. Χαμογέλασε και με χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Σωστά», είπε. «Οι περίφημες πρόσθετες παροχές». Τότε πια είχα αρχίσει να νιώθω συνεπαρμένος. Οι αμφιβολίες μου δεν είχαν χαθεί, όμως σιγά σιγά εξανεμίζονταν. «Λοιπόν, σ' ακούω», είπα. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε, αλλά όχι από το φόβο. Όχι πια. «Κάνε μου μια προσφορά που δε θα μπορώ να αρνηθώ». Και αυτό ακριβώς έκανε.

XI Ύστερα από τρεις εβδομάδες ταξίδευα για πρώτη φορά στη ζωή μου με αεροπλάνο -και τι πρώτη φορά! Ως μοναδικός επιβάτης σ' ένα Λίαρ Τζετ 35, ακούγοντας τους Κάουντινγκ Κρόουζ από τετραφωνικά ηχεία, με μια Κόκα Κόλα στο χέρι, και βλέποντας την ένδειξη στο μετρητή ύψους να φτάνει στα σαράντα δύο χιλιάδες πόδια· πάνω από ένα μίλι ψηλότερα από τα περισσότερα πολιτικά τζετ, όπως μου είπε ο πιλότος. Και η πτήση ήταν απαλή σαν κοριτσίστικο σλιπάκι. Πέρασα μια εβδομάδα στην Πιόρια και ένιωσα νοσταλγία για το σπίτι μου. Αληθινή νοσταλγία. Ξαφνιάστηκα. Δυο βράδια, μάλιστα, αποκοιμήθηκα κλαίγοντας. Ντρέπομαι που το λέω, όμως ως τώρα ήμουν ειλικρινής και δεν θέλω ν' αρχίσω να λέω ψέματα ή να παραλείπω πράγματα. Λιγότερο απ' όλα μου έλειπε η μαμά. θα πίστευε κανείς πως θα ήμαστε κοντά, καθώς «έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, αντιμέτωποι με τον κόσμο», που λέει ο λόγος, όμως η μητέρα μου δεν ήταν άνθρωπος που πρόσφερε ποτέ ιδιαίτερη αγάπη και παρηγοριά. Δεν με χτυπούσε στο κεφάλι, ούτε μου έσβηνε τα τσιγάρα της στο μπράτσο, όμως και τι έγινε; θέλω να πω, σιγά το πράμα. Δεν έκανα ποτέ παιδιά κι έτσι δεν μπορώ να είμαι βέβαιος, αλλά μου φαίνεται πως το να είσαι καλός γονιός δεν έχει σχέση με το τι δεν έκανες στα βλαστάρια σου. Η μαμά ασχολιόταν πάντα περισσότερο με τις φίλες της παρά μ' εμένα, καθώς και με το ραντεβού της στο κομμωτήριο, κάθε βδομάδα, και με τις βραδιές μπίνγκο τις Παρασκευές. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία της στη ζωή ήταν να γυρίσει ένα βράδυ στο σπίτι οδηγώντας ένα

Page 230: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ολοκαίνουριο Μόντε Κάρλο κερδισμένο στο μπίνγκο. Δεν κλαψουρίζω. Απλώς σας λέω πώς είχαν τα πράγματα. Ο κύριος Σάρπτον τηλεφώνησε στη μαμά και της είπε πως είχα επιλεγεί για να παρακολουθήσω το εξελιγμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης στους υπολογιστές της Τρανς Κορπορέϊσον, που ήταν ειδικό για παιδιά δίχως απολυτήριο αλλά με προοπτικές. Η ιστορία του ήταν αρκετά πιστευτή. Ήμουν κακός στα μαθηματικά και άθλιος στα φιλολογικά, σ' ένα μάθημα που έπρεπε να μπορείς να εκφραστείς, όμως τα πήγαινα πάντα καλά με τους υπολογιστές στο σχολείο. Για την ακρίβεια, αν και δεν μου αρέσει να καυχιέμαι (και δεν έχω φανερώσει ποτέ σε κανέναν καθηγητή αυτό το μικρό μυστικό), μπορούσα να σκαλίζω τα προγράμματα του κυρίου Ζακιμπουά και της κυρίας Γουίλκοξεν. Δεν με ενδιέφεραν ποτέ ιδιαίτερα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια -κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι για τους ανόητους-, όμως ήμουν άσος στον προγραμματισμό. Ο Παγκ περνούσε μερικές φορές και μ' έβλεπε. «Δεν το πιστεύω», είπε μια φορά. «Φίλε μου, είσαι σαΐνι σ' αυτό το πράμα». Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Ο καθένας μπορεί να ξεφλουδίσει το Μήλο[7]», είπα. «Η μαγκιά είναι να φτάσεις μέχρι το κουκούτσι». Έτσι, η μαμά το πίστεψε (μπορεί να είχε μερικές ερωτήσεις ακόμη να κάνει, αν ήξερε πως η Τρανς Κορπορέϊσον με πήγαινε στο Ιλινόι μ' ένα ιδιωτικό τζετ, όμως δεν το ήξερε), και δεν μου έλειψε ιδιαίτερα. Όμως μου έλειψαν ο Παγκ και ο Τζον Κάσιντεϊ, που ήταν ο άλλος φίλος μας από το σούπερ μάρκετ. Ο Τζον παίζει μπάσο σ' ένα συγκρότημα πανκ, φορά χρυσό σκουλαρίκι στο αριστερό του φρύδι κι έχει άπειρους δίσκους. Έκλαψε όταν πέθανε ο Κερτ Κομπέϊν. Κι ούτε προσπάθησε να το κρύψει ή να δικαιολογηθεί πως ήταν αλλεργικός. Απλώς είπε: «Είμαι στενοχωρημένος γιατί πέθανε ο Κερτ». Ο Τζον είναι δυνατός. Και μου έλειψε το Χάκερβιλ. Διαστροφή, αλλά ήταν η αλήθεια. Η παραμονή μου στο κέντρο εκπαίδευσης στην Πιόρια ήταν σαν να γεννήθηκα ξανά, κατά κάποιον τρόπο, και φαντάζομαι πως το να γεννιέσαι είναι πάντα οδυνηρό. Πίστευα πως μπορεί να συναντούσα κι άλλους σαν εμένα· αν ήταν βιβλίο ή ταινία (ή απλώς ένα επεισόδιο των X-Files), θα γνώριζα μια χαριτωμένη κοπέλα με στητά μικρά βυζιά και με την ικανότητα να κλείνει τις πόρτες από την απέναντι μεριά του δωματίου, όμως δεν έγινε τίποτε τέτοιο. Είμαι βέβαιος πως υπήρχαν κι άλλοι χαρισματικοί στην Πιόρια κατά την 7 Apple, η γνωστή εταιρεία πληροφορικής. (Σ.τ.Μ.)

Page 231: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παραμονή μου εκεί, όμως ο δόκτωρ Γουέντγουορθ και οι υπόλοιποι υπεύθυνοι φρόντιζαν να μην ερχόμαστε σε επαφή. Κάποια στιγμή ρώτησα γιατί και μου απάντησαν με υπεκφυγές. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω πως ούτε φίλοι μου ήταν ούτε υποκατάστατα του ανύπαρκτου μπαμπά μου όλοι όσοι φορούσαν πουκάμισα ή κρατούσαν ντοσιέ που έγραφαν πάνω ΤΡΑΝΣΚΟΡΠ. Και η εκπαίδευση μου ήταν στο να σκοτώνω ανθρώπους. Αυτοί στην Πιόρια δεν το ανέφεραν συνεχώς, όμως ούτε προσπαθούσε κανείς να χρυσώσει το χάπι. Απλώς μου υπενθύμιζαν πως οι στόχοι ήταν κακοί τύποι, δικτάτορες και κατάσκοποι και κατ' εξακολούθηση δολοφόνοι, και, όπως έλεγε ο κύριος Σάρπτον, στον πόλεμο όλοι σκοτώνουν, έτσι κι αλλιώς. Άλλωστε, το θέμα δεν ήταν προσωπικό. Δεν ήταν σκοτωμοί με όπλα, μαχαίρια, βρόχους. Δεν θα έβαφα τα χέρια μου με αίμα. Όπως σας είπα, δεν ξαναείδα τον κύριο Σάρπτον -δεν τον έχω ξαναδεί ακόμη, τουλάχιστον-, όμως του μιλούσα καθημερινά την εβδομάδα που βρισκόμουν στην Πιόρια και αυτό αλάφρυνε σημαντικά τον πόνο και την αποξένωση. Το να του μιλώ ήταν σαν να είχα πυρετό και να μου έβαζε κάποιος στο μέτωπο ένα δροσερό πανί. Μου έδωσε το τηλέφωνο του τη βραδιά που μιλήσαμε στη Μερσεντές του και μου είπε να τον πάρω όποτε ήθελα. Ακόμη και στις τρεις τα χαράματα, αν ένιωθα ταραγμένος. Μια φορά το έκανα. Παραλίγο να το κλείσω στο δεύτερο κουδούνισμα, γιατί μπορεί κάποιος να σου λέει να του τηλεφωνήσεις οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και στις τρεις τα χαράματα, αλλά δεν περιμένει αληθινά να το κάνεις. Δεν το έκλεισα όμως. Ένιωθα νοσταλγία, ναι, αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Το κέντρο δεν ήταν όπως το περίμενα και ήθελα να το πω στον κύριο Σάρπτον. Να δω πώς θα το έπαιρνε. Το σήκωσε στο τρίτο κουδούνισμα και, παρ' ότι ακουγόταν νυσταγμένος (τι έκπληξη, ε;), δεν μου φάνηκε καθόλου τσατισμένος. Του είπα πως κάποια απ' αυτά που έκαναν ήταν αλλόκοτα. Η εξέταση με τα φώτα που αναβόσβηναν, για παράδειγμα. Είπαν πως έτσι έλεγχαν αν είχες επιληψία, όμως... «Στη μέση αποκοιμήθηκα», είπα. «Κι όταν ξύπνησα, είχα πονοκέφαλο και δυσκολευόμουν να σκεφτώ. Ξέρεις πώς ένιωθα; Σαν αρχειοθήκη που κάποιος είχε ψάξει μέσα της, κάνοντας τα πάντα άνω κάτω». «Πού θες να καταλήξεις, Ντινκ;» ρώτησε ο κύριος Σάρπτον. «Νομίζω πως με υπνώτισαν», είπα.

Page 232: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Για λίγο δεν μίλησε και ύστερα είπε: «Μπορεί. Κατά πάσα πιθανότητα το έκαναν». «Μα γιατί; Γιατί να το κάνουν; Κάνω ό,τι μου ζητήσουν, γιατί να θέλουν λοιπόν να με υπνωτίσουν;» «Δεν ξέρω όλες τις μεθόδους τους, αλλά φαντάζομαι πως σε προγραμματίζουν. Καταχωνιάζουν βαθιά στο μυαλό σου κάμποσα πράγματα που έχουν να κάνουν με τις καθημερινές σου ανάγκες, για να μην επηρεάζουν το συνειδητό κομμάτι... και ίσως να βλάπτουν το χάρισμα σου. Δε διαφέρει καθόλου από τον προγραμματισμό ενός υπολογιστή, ούτε είναι περισσότερο επικίνδυνο· δεν κρύβει καμιά κακοβουλία». «Δεν είσαι σίγουρος όμως;» «Όχι· όπως σου είπα, η εκπαίδευση και οι έλεγχοι δεν είναι στη δική μου δικαιοδοσία. Όμως θα κάνω κάποια τηλεφωνήματα και ο δόκτωρ Γουέντγουορθ θα σου μιλήσει. Μπορεί και να σου ζητήσει συγνώμη. Να είσαι σίγουρος πως θα το κάνει, Ντινκ, αν υπάρχει αληθινά λόγος. Οι χαρισματικοί μας είναι πολύ σπάνιοι και πολύτιμοι για να τους αναστατώνουμε άσκοπα. Λοιπόν, τίποτ' άλλο;» Το σκέφτηκα και είπα όχι. Ύστερα τον ευχαρίστησα και έκλεισα. Ήμουν έτοιμος να του πω πως πίστευα ότι μου είχαν δώσει, επίσης, κάποιου είδους αντικαταθλιπτικό φάρμακο για να με βοηθήσουν να ξεπεράσω τη νοσταλγία μου, αλλά τελικά αποφάσισα να μην τον ενοχλήσω άλλο. Στο κάτω κάτω, ήταν τρεις τα χαράματα, κι αν μου έδιναν κάτι, μάλλον ήταν για το καλό μου.

XII Ο δόκτωρ Γουέντγουορθ ήρθε να με δει την επομένη -ήταν ο επικεφαλής γιατρός- και μου ζήτησε συγνώμη. Ήταν πολύ ευγενικός, αλλά είχε μια έκφραση, δεν ξέρω, σαν να του είχε τηλεφωνήσει ο κύριος Σάρπτον δύο λεπτά αφού κλείσαμε και να του τα 'χε ψάλει. Κάναμε έναν περίπατο στην καταπράσινη, ανοιξιάτικη, κυματιστή έκταση πίσω από το κέντρο και μου ζήτησε συγνώμη που δεν με είχε ενημερώσει. Η εξέταση για επιληψία ήταν όντως εξέταση για επιληψία, είπε (καθώς και μια αξονική τομογραφία)· όμως, μια και στα περισσότερα υποκείμενα επέφερε ύπνωση, συνήθως το εκμεταλλεύονταν για να δώσουν μερικές «βασικές οδηγίες». Στην περίπτωση μου, ήταν οδηγίες για τα προγράμματα υπολογιστή που θα χρησιμοποιούσα στο Κολούμπια Σίτι. Ο δόκτωρ Γουέντγουορθ με ρώτησε

Page 233: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αν είχα άλλες ερωτήσεις. Είπα ψέματα πως δεν είχα. θα σας φαίνεται αλλόκοτο αυτό, αλλά δεν είναι, θέλω να πω, είχα μια μακρά και άθλια σχολική σταδιοδρομία, που είχε λήξει τρεις μήνες προτού αποφοιτήσω. Είχα καθηγητές που συμπαθούσα και καθηγητές που μισούσα, όμως κανέναν που να εμπιστευόμουν απόλυτα. Ήμουν από τα παιδιά που κάθονταν πάντα πίσω πίσω στην αίθουσα, αν δεν έβαζε ο δάσκαλος τους μαθητές κατά αλφαβητική σειρά, και δεν συμμετείχα ποτέ στις συζητήσεις στην τάξη. Βασικά έλεγα «Ε;» όταν άκουγα το όνομα μου κι ούτε με το τσιγκέλι δεν μπορούσαν να μου βγάλουν μια κουβέντα από το στόμα. Ο κύριος Σάρπτον ήταν, απ' όσους είχα γνωρίσει, ο μόνος που είχε κατορθώσει να δει βαθιά μέσα μου και ο παλιόφιλος ο δόκτωρ Γουέντγουορθ με το άτριχο κεφάλι και την έντονη ματιά πίσω από τα δίχως σκελετό, μικρά γυαλιά του δεν ήταν κύριος Σάρπτον. Πιο πιθανό ήταν να έβγαζαν τα γουρούνια φτερά και να μετανάστευαν νότια το χειμώνα, παρά να ανοιγόμουν σ' αυτό τον τύπο, πόσο μάλλον να έκλαιγα στον ώμο του. Και, διάβολε, έτσι κι αλλιώς δεν ήξερα τι άλλο να ρωτήσω. Τον περισσότερο καιρό μου άρεσε στην Πιόρια και με είχαν συνεπάρει οι προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά μου -καινούρια δουλειά, καινούριο σπίτι, καινούρια πόλη. Οι άνθρωποι στην Πιόρια μου φέρονταν πολύ καλά. Ακόμη και το φαγητό ήταν πολύ καλό -ρολό, τηγανητό κοτόπουλο, μιλκσέϊκ, ό,τι μου άρεσε. Εντάξει, δεν μου πολυάρεσαν τα διαγνωστικά τεστ, αυτές οι ανοησίες που σε βάζουν να κάνεις μ' ένα μολύβι IBM, κι άλλοτε ένιωθα αποχαυνωμένος, σαν να μου είχαν βάλει κάτι στον πουρέ, άλλοτε σε υπερένταση, και υπήρχαν μερικές άλλες φορές -δύο τουλάχιστον- που ήμουν βέβαιος πως με είχαν υπνωτίσει ξανά. Και λοιπόν; Θέλω να πω, τίποτε απ' όλα αυτά δεν ήταν σπουδαίο όταν σε είχε κυνηγήσει στο χώρο στάθμευσης ενός σούπερ μάρκετ ένας μανιακός που γελούσε και έκανε θορύβους σαν αγωνιστικό αυτοκίνητο και πάσχιζε να σε πατήσει μ' ένα καρότσι.

XIII Έκανα άλλη μια κουβέντα, που φαντάζομαι πως πρέπει να αναφέρω, στο τηλέφωνο, με τον κύριο Σάρπτον. Αυτό συνέβη μία ημέρα πριν από το δεύτερο αεροπορικό μου ταξίδι για το Κολούμπια Σίτι, όπου με περίμενε κάποιος με τα κλειδιά του καινούριου μου σπιτιού. Τότε πια ήξερα για τους καθαριστές και για τον βασικό κανόνα σε σχέση με τα λεφτά -να ξεκινώ κάθε βδομάδα απένταρος, να τελειώνω κάθε βδομάδα απένταρος-, κι επίσης ήξερα με ποιον να επικοινωνήσω στο Κολούμπια Σίτι αν υπήρχε κάποιο

Page 234: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πρόβλημα. (Για οποιοδήποτε μεγάλο πρόβλημα πρέπει να επικοινωνήσω με τον κύριο Σάρπτον, που υποτίθεται πως είναι υπεύθυνος για μένα.) Είχα χάρτες, καταλόγους εστιατορίων, τη διεύθυνση του πολυκινηματογράφου και του εμπορικού κέντρου. Ήξερα τα πάντα, εκτός από το πιο σημαντικό. «Κύριε Σάρπτον, δεν ξέρω τι να κάνω», είπα. Του μιλούσα από το τηλέφωνο έξω από την καφετέρια. Είχα τηλέφωνο στο δωμάτιο μου, αλλά ένιωθα πολύ νευρικός για να μπορώ να καθίσω, πόσο μάλλον να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Αν έβαζαν ακόμη αηδίες στο φαγητό μου, σίγουρα δεν είχαν καμία επίδραση εκείνη τη μέρα. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σ' αυτό, Ντινκ», είπε, ήρεμος όπως πάντα. «Λυπάμαι». «Τι εννοείς; Πρέπει να με βοηθήσεις! Εσύ με επιστράτευσες, για τ' όνομα του θεού!» «Ας κάνουμε μια υπόθεση. Ας πούμε πως είμαι ο πρόεδρος ενός εύπορου κολεγίου. Ξέρεις τι σημαίνει εύπορος;» «Με πολύ χρήμα. Δεν είμαι βλάκας, σ' το είπα». «Ναι, μου το είπες. Σου ζητώ συγνώμη. Τέλος πάντων, ας πούμε πως εγώ, ο πρόεδρος Σάρπτον, χρησιμοποιώ κάποια από τα πολλά λεφτά της σχολής μου για να προσλάβω ως καθηγητή ένα σπουδαίο μυθιστοριογράφο ή κάποιο μεγάλο πιανίστα. Αυτό θα μου έδινε το δικαίωμα να πω στο μυθιστοριογράφο τι να γράψει, ή στον πιανίστα τι να συνθέσει;» «Μάλλον όχι». «Σίγουρα όχι. Ας πούμε, όμως, πως μου το έδινε αυτό το δικαίωμα. Αν έλεγα στο μυθιστοριογράφο, "Γράψε μια κωμωδία με την Μπέτσι Ρος[8] να κάνει τρέλες με τον Τζορτζ Ουάσιγκτον στο εύθυμο Παρίσι", λες να μπορούσε να το κάνει;» Δεν μπόρεσα να μη βάλω τα γέλια. Ο κύριος Σάρπτον ήταν το κάτι άλλο. «Μπορεί», είπα. «Ειδικά αν του έδινες κάποιο πριμ». «Εντάξει, όμως ακόμη κι αν έλεγε "κομμάτια να γίνει" και το έκανε, κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν ένα κάκιστο μυθιστόρημα. Γιατί οι δημιουργικοί άνθρωποι δεν έχουν πάντα τον έλεγχο αυτού που κάνουν. Κι όταν παράγουν

8 Betsy Ross (1752-1836). Αμερικανίδα ράφτρα που λέγεται πως έφτιαξε την πρώτη αμερικανική σημαία κατά παραγγελία του Ουάσιγκτον. (Σ.τ.Μ.)

Page 235: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

το καλύτερο έργο τους, δεν έχουν τον έλεγχο σχεδόν ποτέ. Απλώς αφήνονται να παρασυρθούν σαν παιδιά στην τσουλήθρα». «Τι σχέση έχουν όλα αυτά μ' εμένα; Άκου, κύριε Σάρπτον όταν προσπαθώ να φανταστώ τι θα κάνω στο Κολούμπια Σίτι, το μόνο που βλέπω είναι ένα μεγάλο κενό. Βοήθα τους ανθρώπους, λες. Κάνε καλύτερο τον κόσμο. Ξεφορτώσου τους Σκίπερ. Όλα αυτά ακούγονται σπουδαία, μόνο που δεν ξέρω πώς να το κάνω!» «Θα το μάθεις», είπε. «Όταν έρθει η στιγμή, θα το μάθεις». «Είπες πως ο Γουέντγουορθ και οι συνεργάτες του θα εστίαζαν το ταλέντο μου. θα το όξυναν. Αυτό που έκαναν, βασικά, ήταν να μου κάνουν μερικά ηλίθια τεστ σαν να ήμουν ξανά στο σχολείο. Είναι όλα στο υποσυνείδητο μου; Είναι όλα στον σκληρό δίσκο;» «Εμπιστέψου με, Ντινκ», είπε. «Εμπιστέψου με και εμπιστέψου τον εαυτό σου». Κι αυτό έκανα. Αυτό κάνω. Τελευταία, όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά. Καθόλου, μα καθόλου καλά. Αυτός ο αναθεματισμένος ο Νεφ -όλα τα κακά ξεκίνησαν απ' αυτόν. Μακάρι να μην είχα δει ποτέ τη φωτογραφία του. Κι αν έπρεπε οπωσδήποτε να δω τη φωτογραφία του, μακάρι να είχα δει μία στην οποία δεν θα χαμογελούσε.

XIV Την πρώτη μου εβδομάδα στο Κολούμπια Σίτι δεν έκανα τίποτε. Εννοώ, τίποτε απολύτως. Δεν πήγαινα καν στον κινηματογράφο. Όταν ήταν να έρθουν οι καθαριστές, πήγαινα απλώς στο πάρκο και καθόμουν σ' ένα παγκάκι, νιώθοντας πως όλος ο κόσμος με κοίταζε καλά καλά. Όταν ήρθε η στιγμή να ξεφορτωθώ τα περισσευούμενα λεφτά, την Πέμπτη, έριξα πάνω από πενήντα δολάρια στο σκουπιδοφάγο. Και τότε ακόμη, αυτό ήταν κάτι καινούριο για μένα, μην το ξεχνάτε. Δεν έχετε ιδέα πόσο παράξενα ένιωθα, καθώς στεκόμουν εκεί και άκουγα το μηχάνημα κάτω από το νεροχύτη να αλέθει. Σκεφτόμουν τη μαμά. Αν ήταν εκεί η μαμά και έβλεπε τι έκανα, θα μου είχε ορμήσει μ' ένα χασαπομάχαιρο για να με κάνει να σταματήσω. Μια ντουζίνα παιχνίδια μπίνγκο (ή δυο ντουζίνες επισκέψεις στο κομμωτήριο) πεταμένα στο σκουπιδοφάγο! Εκείνη την εβδομάδα κοιμόμουν όλη την ώρα. Κάπου κάπου έμπαινα στο μικρό γραφείο. Δεν το ήθελα, ήταν σαν να πήγαιναν τα πόδια μου από μόνα τους. Ήταν όπως αυτό που λένε για τους φονιάδες, φαντάζομαι, πως

Page 236: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γυρίζουν πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Τέλος πάντων, έστεκα στην πόρτα και κοίταζα τη σκοτεινή οθόνη του υπολογιστή και το μόντεμ, κάθιδρος από τις ενοχές, την αμηχανία, το φόβο. Ακόμη και το ότι το γραφείο ήταν καθαρό και συγυρισμένο, δίχως ούτε ένα χαρτί ή σημείωμα πάνω του, μ' έκανε να ιδρώνω. Σχεδόν άκουγα τους τοίχους να μουρμουρίζουν φράσεις όπως «Μπα, δε συμβαίνει τίποτε εδώ μέσα» ή «Ποιος είναι αυτός, ο ηλεκτρολόγος;» Έβλεπα εφιάλτες. Σε έναν εφιάλτη, χτύπησε το κουδούνι και, όταν άνοιξα την πόρτα, αντίκρισα τον κύριο Σάρπτον. Κρατούσε ένα ζευγάρι χειροπέδες. «Άπλωσε τα χέρια σου, Ντινκ», είπε. «Σε πήραμε για χαρισματικό, όμως προφανώς κάναμε λάθος. Τυχαίνει κάποιες φορές». «Όχι, είμαι», είπα. «Είμαι χαρισματικός, απλώς χρειάζομαι ακόμη λίγο χρόνο για να εγκλιματιστώ. Δεν έχω ξαναβρεθεί μακριά από το σπίτι μου, μην το ξεχνάς». «Είχες πέντε χρόνια στη διάθεση σου», είπε. Ξαφνιάστηκα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Κάπου μέσα μου, όμως, ήξερα πως ήταν αλήθεια. Ένιωθα σαν να μην είχαν περάσει παρά μερικές ημέρες, αλλά στην πραγματικότητα είχαν περάσει πέντε αναθεματισμένα χρονια και δεν είχα ανάψει ούτε μια φορά τον υπολογιστή. Αν δεν υπήρχαν οι καθαριστές, η σκόνη θα είχε πνίξει το γραφείο. «Τέντωσε τα χέρια σου, Ντινκ. Μη δυσκολεύεις τα πράγματα και για τους δυο μας». «Δε θα το κάνω», είπα, «κι ούτε μπορείς να με αναγκάσεις». Τότε κοίταξε πίσω του, και να, ο Σκίπερ Μπράνιγκαν ανέβαινε τα σκαλιά. Φορούσε το κόκκινο πλαστικό του χιτώνιο, μόνο που τώρα δεν είχε πάνω του το λογότυπο του σούπερ μάρκετ, αλλά το όνομα ΤΡΑΝΣΚΟΡΠ. Ήταν χλομός, όμως εντάξει κατά τ' άλλα. Δεν ήταν νεκρός, θέλω να πω. «Νόμιζες πως μου έκανες κακό, αλλά δε μου έκανες τίποτε», είπε ο Σκίπερ. «Δε θα μπορούσες να κάνεις σε κανέναν τίποτε. Δεν είσαι παρά ένας άχρηστος χίπης». «Θα του φορέσω αυτές τις χειροπέδες», είπε ο κύριος Σάρπτον στον Σκίπερ. «Αν δημιουργήσει πρόβλημα, πάτα τον μ' ένα καροτσάκι». «Πολύ δυνατό», είπε ο Σκίπερ, και ξύπνησα ο μισός πεσμένος απ' το κρεβάτι στο πάτωμα ουρλιάζοντας.

XV

Page 237: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ύστερα, καμιά δεκαριά μέρες αφότου εγκαταστάθηκα, είδα ένα άλλου είδους όνειρο. Δεν το θυμάμαι, αλλά πρέπει να ήταν καλό, γιατί, όταν ξύπνησα, χαμογελούσα. Το ένιωθα στο πρόσωπο μου· ένα πλατύ χαμόγελο ευτυχίας. Ήταν όπως όταν ξύπνησα μ' εκείνη την ιδέα για το σκύλο της κυρίας Μπουκόφσκι. Σχεδόν όπως τότε. Φόρεσα ένα τζιν και πήγα στο γραφείο. Άναψα τον υπολογιστή και επέλεξα τα ΕΡΓΑΛΕΙΑ. Υπήρχε ένα πρόγραμμα εκεί, το ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ του NTINKI. Το άνοιξα και όλα τα σύμβολα μου ήταν εκεί μέσα -κύκλοι, τρίγωνα, ιδεοσχήματα, ερέβεια, ρομβοειδή, εξώψεια, κυμάτια, σπινθήρια, εκατοντάδες άλλα. Χιλιάδες. Ίσως εκατομμνοια. Ήταν όπως είχε πει ο κύριος Σάρπτον: ένας καινούριος κόσμος, κι εγώ βρισκόμουν στην ακτή της πρώτης ηπείρου. Το μόνο που ξέρω είναι πως ξάφνου απλωνόταν μπροστά μου· είχα στη διάθεση μου ένα μεγάλο υπολογιστή Macintosh, αντί για ένα κομματάκι ροζ κιμωλία, και το μόνο που είχα να κάνω ήταν να πληκτρολογήσω τη λέξη για κάθε σύμβολο, και το σύμβολο θα εμφανιζόταν. θεέ μου, ήταν σαν ένας ποταμός φωτιάς να έκαιγε μέσα στο μυαλό μου. Άρχισα να γράφω, να καλώ σύμβολα, να βάζω με το ποντίκι τα πάντα στη θέση τους, και στο τέλος είχα μπροστά μου ένα γράμμα. Ένα από τα ειδικά γράμματα. Όμως ένα γράμμα για ποιον; Ένα γράμμα για πού; Και ύστερα κατάλαβα ότι δεν είχε σημασία. Μερικές μικροαλλαγές, και υπήρχαν πολλά άτομα που θα μπορούσαν να το λάβουν... αν και το συγκεκριμένο ήταν γραμμένο μάλλον για άντρα παρά για γυναίκα. Δεν ξέρω πώς το ήξερα· απλώς το ήξερα. Αποφάσισα ν' αρχίσω από το Σινσινάτι, απλώς γιατί το Σινσινάτι ήταν η πρώτη πόλη που μου ήρθε στο νου. Στη θέση του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Ζυρίχη της Ελβετίας, ή το Γουότερβιλ του Μέϊν. Δοκίμασα να ανοίξω το πρόγραμμα ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ του NTINKI στα ΕΡΓΑΛΕΙΑ. Πριν με αφήσει ο υπολογιστής να μπω, με προέτρεψε να ανάψω το μόντεμ μου. Όταν το άναψα, ο υπολογιστής μου ζήτησε έναν κωδικό περιοχής, το 312. Το 312 είναι του Σικάγου, και φαντάζομαι πως, για την τηλεφωνική εταιρεία, οι κλήσεις μου μέσω υπολογιστή γίνονται από την έδρα της Τράνσκορπ. Για μένα δεν είχε καμιά διαφορά· αυτό ήταν δική τους δουλειά. Εγώ είχα βρει τη δική μου και κοίταζα να την κάνω. Με το μόντεμ αναμμένο και συνδεδεμένο με το Σικάγο, στην οθόνη αναβόσβησε η φράση: ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΝΊΊΝΚΙ ΕΤΟΙΜΗ Επέλεξα το ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ. Τότε πια βρισκόμουν τρεις ώρες στο γραφείο, μ' ένα διάλειμμα μονάχα, για να κατουρήσω, και είχα ιδρώσει και βρομούσα σαν μαϊμού σε θερμοκήπιο. Δεν με ένοιαζε. Μου άρεσε η μυρωδιά.

Page 238: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Περνούσα φίνα. Ήμουν συνεπαρμένος. Έγραψα τη λέξη ΣΙΝΣΙΝΑΤΙ κι έδωσα την εντολή ΕΚΤΕΛΕΣΗ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΝΣΙΝΑΤΙ είπε ο υπολογιστής. Εντάξει, κανένα πρόβλημα. Δοκίμασα το Κολόμπους, που, έτσι κι αλλιώς, ήταν πιο κοντά. Και ναι, φίλοι μου! Μπίνγκο! ΔΥΟ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΛΟΜΠΟΥΣ Υπήρχαν δύο αριθμοί τηλεφώνου. Επέλεξα τον πρώτο, περίεργος και λιγάκι φοβισμένος για το τι θα εμφανιζόταν. Όμως δεν ήταν κανένας φάκελος ή βιογραφικό ή, θεός φυλάξοι, καμιά φωτογραφία. Δεν υπήρχε παρά μόνο μία λέξη: ΚΕΪΚ Πώς; Ύστερα όμως κατάλαβα. Κέϊκ λεγόταν το κατοικίδιο του κυρίου Κολόμπους. Γάτα, μάλλον. Ξανάνοιξα το ειδικό γράμμα μου, μετακίνησα δύο σύμβολα και έσβησα ένα τρίτο. Ύστερα πρόσθεσα πάνω τη λέξη ΚΕΪΚ, μ' ένα βέλος να δείχνει προς τα κάτω. Ορίστε. Τέλειο. Αναρωτήθηκα ποιο ήταν το αφεντικό του Κέϊκ, ή τι είχε κάνει ώστε να τραβήξει την προσοχή της Τράνσκορπ, ή τι θα του συνέβαινε; Όχι. Η ιδέα πως η «εκπαίδευση» μου στην Πιόρια μπορεί να ευθυνόταν εν μέρει γι' αυτή την αδιαφορία μου ούτε που μου πέρασε από το μυαλό. Έκανα τη δουλειά μου, αυτό όλο κι όλο. Απλώς έκανα τη δουλειά μου και ήμουν ευτυχισμένος σαν το ψάρι στο νερό. Κάλεσα τον αριθμό στην οθόνη. Είχα ανοιχτό το ηχείο του υπολογιστή, όμως δεν απάντησε κανείς, μονάχα ένας άλλος υπολογιστής. Ακόμη καλύτερα. Η ζωή είναι ευκολότερη όταν αφαιρείς το ανθρώπινο στοιχείο. Είναι σαν εκείνη την ταινία, τους Ατσαλένιους Αετους, σαν να πετάς πάνω από το Βερολίνο με το πιστό σου Β-25, κοιτάζοντας από το πιστό σου όργανο σκόπευσης και περιμένοντας τη σωστή στιγμή για να πατήσεις το πιστό σου κουμπί. Μπορεί να έβλεπες καπνοδόχους ή στέγες εργοστασίων, όμως όχι ανθρώπους. Αυτοί που έριχναν τις βόμβες από τα Β-25 τους δεν άκουγαν τις κραυγές των μανάδων που τα παιδιά τους είχαν γίνει κιμάς, κι εγώ δεν άκουσα κανέναν να σηκώνει το τηλέφωνο και να μου απαντά. Έξοχα. Έτσι κι αλλιώς, ύστερα από λίγο έκλεισα το ηχείο. Μου αποσπούσε την προσοχή. Η φράση ΜΟΝΊΈΜ ΒΡΕΘΗΚΕ αναβόσβησε στην οθόνη και ύστερα ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΝΑΙ/ΟΧΙ

Page 239: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Πληκτρολόγησα ΝΑΙ και περίμενα. Αυτή τη φορά η αναμονή ήταν μεγαλύτερη. Νομίζω πως ο υπολογιστής είχε επιστρέψει πάλι στο Σικάγο για να βρει την ηλεκτρονική διεύθυνση του κυρίου Κολόμπους. Σε λιγότερο από μισό λεπτό, όμως, στον υπολογιστή μου εμφανίστηκε η φράση ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΒΡΕΘΗΚΕ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΜΗΝΥΜΑΤΟΣ ΝΤΙΝΚΙ ΝΑΙ/ΟΧΙ Δίχως κανένα δισταγμό, πληκτρολόγησα ΝΑΙ. Στην οθόνη αναβόσβησε η φράση ΑΠΟΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΜΗΝΥΜΑ ΝΤΙΝΚΙ και ύστερα ΜΗΝΥΜΑ ΝΤΙΝΚΙ ΑΠΕΣΤΑΛΗ Αυτό όλο κι όλο. Δίχως φανφάρες. Αναρωτιέμαι, όμως, τι να απέγινε ο Κέϊκ. Ξέρετε. Μετά.

XVI Εκείνο το βράδυ τηλεφώνησα στον κύριο Σάρπτον και είπα: «Δουλεύω». «Μπράβο, Ντινκ. Σπουδαία. Νιώθεις καλύτερα;» Ήρεμος όπως πάντα. Ο κύριος Σάρπτον είναι σαν τον καιρό στην Ταϊτή. «Ναι», είπα. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθα αγαλλίαση. Ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Ανεξάρτητα από τις αμφιβολίες και τις ανησυχίες μου, συνεχίζω να το πιστεύω. Η πιο δυνατή μέρα της ζωής μου. Ήταν σαν ποταμός φωτιάς μέσα στο κεφάλι μου, πραγματικά, σαν ποταμός φωτιάς, το καταλαβαίνετε; «Εσύ νιώθεις καλύτερα, κύριε Σάρπτον; Ανακουφισμένος;» «Χαίρομαι για σένα, αλλά δεν μπορώ να πω πως είμαι ανακουφισμένος, γιατί...» «...έτσι κι αλλιώς δεν ανησυχούσες». «Ακριβώς», είπε. «Όλα είναι δυνατά, με άλλα λόγια». Γέλασε. Πάντα γελά όταν το λέω. «Σωστά, Ντινκ. Όλα είναι δυνατά». «Κύριε Σάρπτον;» «Ναι;»

Page 240: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Η ηλεκτρονική αλληλογραφία δεν είναι ακριβώς απαραβίαστη. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τη διαβάσει, αν το ήθελε πραγματικά». «Υποδεικνύεις στον παραλήπτη να σβήσει το μήνυμα απ' όλα του τα αρχεία, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά δεν μπορώ να είμαι απόλυτα βέβαιος πως θα το κάνει». «Ακόμη κι αν δεν το σβήσει, δεν μπορεί να συμβεί τίποτε σε κάποιον άλλο που θα τύχει να το διαβάσει, σωστά; Γιατί είναι... προσωπικό». «Εντάξει, μπορεί να του προκαλούσε πονοκέφαλο, αλλά αυτό όλο κι όλο». «Και το ίδιο το μήνυμα θα του φαινόταν απλώς ασυναρτησίες». «Ή κρυπτογραφημένο». Γέλασε δυνατά. «Ας δοκιμάσουν λοιπόν να σπάσουν τον κώδικα, Ντίνκι, ε; Ας το δοκιμάσουν!» Αναστέναξα. «Μάλλον έχεις δίκιο». «Ας συζητήσουμε για κάτι πιο σημαντικό, Ντινκ... Πώς ένιωσες;» «Υπέροχα, μα το θεό». «Ωραία. Όταν κάτι είναι υπέροχο, να το δέχεσαι όπως είναι, Ντινκ. Όπως είναι». Κι έκλεισε.

XVII Κάποιες φορές είμαι αναγκασμένος να στέλνω κανονικά γράμματα· να εκτυπώνω αυτά που γράφω στο ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΝΤΊΝΚΙ, να τα βάζω σ' ένα φάκελο, να σαλιώνω γραμματόσημα και να τα ταχυδρομώ σε κάποιον, κάπου. Προς: Καθηγήτρια Ανν Τέβιτς, Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού, Λας Κρούσες· Κύριο Άντριου Νεφ, Νιου Γιορκ Ποστ, Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη· Μπίλι Άνγκερ, Στόβινγκτον, Βερμόντ. Ήταν απλώς ονόματα, αλλά με τάραζαν περισσότερο από τους αριθμούς τηλεφώνων. Ήταν πιο προσωπικά από τους αριθμούς τηλεφώνων. Ήταν σαν να βλέπεις ξάφνου πρόσωπα μέσα στο όργανο σκόπευσης του βομβαρδιστικού σου. Φρίκη, ε; Είσαι εκεί πάνω, στα είκοσι πέντε χιλιάδες πόδια· τα πρόσωπα απαγορεύονται εκεί κι όμως να που κάποιο εμφανίζεται φευγαλέα.

Page 241: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αναρωτήθηκα πώς τα έβγαζε πέρα ένας καθηγητής πανεπιστημίου δίχως μόντεμ (ή κάποιος που η διεύθυνση του ήταν μια αναθεματισμένη νεούορκέζικη εφημερίδα), αλλά δεν κάθισα να χολοσκάσω κιόλας. Δεν υπήρχε λόγος. Μπήκαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα, αλλά δεν είναι απαραίτητο τα γράμματα να στέλνονται ηλεκτρονικά. Υπάρχει ακόμη το σαλιγκαροταχυδρομείο. Κι αυτά που χρειαζόμουν υπήρχαν πάντα στη βάση δεδομένων. Το ότι ο Άνγκερ είχε ένα θάντερμπερντ του 1957, για παράδειγμα, Ή πως η Ανν Τέβιτς είχε ένα αγαπημένο πρόσωπο -ίσως σύζυγο, ίσως γιο, ίσως πατέρα- ονόματι Σάιμον. Και οι άνθρωποι σαν την Τέβιτς και τον Άνγκερ ήταν εξαιρέσεις. Οι περισσότεροι είναι σαν τον πρώτο στο Κολόμπους -πλήρως εξοπλισμένοι για τον εικοστό πρώτο αιώνα. ΑΠΟΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΜΗΝΥΜΑ ΝΤΊΝΚΙ, ΜΗΝΥΜΑ ΝΤΊΝΚΙ ΑΠΕΣΤΑΛΗ, Όλα καλά, τελειώσαμε. Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι για κάμποσο καιρό, ίσως για πάντα -να κοιτάζω τυχαία στη βάση δεδομένων (δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που πρέπει να ακολουθώ, ούτε κάποια λίστα κυρίων πόλεων και στόχων τα πάντα εξαρτώνται μονάχα από μένα... εκτός κι αν όλα αυτά είναι επίσης στο υποσυνείδητο μου, γραμμένα στον σκληρό δίσκο), το απόγευμα να πηγαίνω σινεμά, να απολαμβάνω τη δίχως μαμά σιωπή του μικρού σπιτιού μου και να ονειρεύομαι το επόμενο βήμα μου στην ανώτερη βαθμίδα- μόνο που μια μέρα ξύπνησα καυλωμένος. Δούλεψα για καμιά ώρα, κοιτάζοντας τυχαία στην Αυστραλία, όμως του κάκου· το πουλί μου συνέχιζε να ταλανίζει το μυαλό μου. Έσβησα τον υπολογιστή και πήγα στο πρακτορείο Τύπου για να δω μήπως έβρισκα κάποιο περιοδικό γεμάτο όμορφες κυρίες με δαντελένια εσώρουχα. Καθώς έφτανα εκεί, ένας τύπος έβγαινε, διαβάζοντας την Ντισπάτς του Κολόμπους. Εγώ δεν διαβάζω ποτέ εφημερίδα. Γιατί να μπω στον κόπο; Κάθε μέρα οι ίδιες αηδίες: δικτάτορες που κοπανάνε τον κόσμο, τύποι με στολές που κοπανάνε μια μπάλα, πολιτικοί που φιλούν μωρά και κώλους. Κυρίως άρθρα για τους Σκίπερ Μπράνιγκαν αυτού του κόσμου, μ' άλλα λόγια. Και δεν θα είχα δει αυτό το άρθρο, ακόμη κι αν ήμουν μέσα και τύχαινε να πέσει το μάτι μου στις εφημερίδες, γιατί ήταν χαμηλά στην πρώτη σελίδα, κάτω από την τσάκιση. Όμως εκείνος ο αναθεματισμένος ηλίθιος βγήκε με την εφημερίδα ανοιχτή και τη μούρη του χωμένη στις σελίδες της. Στην κάτω δεξιά γωνιά υπήρχε η φωτογραφία ενός ασπρομάλλη που κάπνιζε πίπα και χαμογελούσε. Έμοιαζε κεφάτος τύπος, ίσως Ιρλανδός, με

Page 242: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δασιά φρύδια και ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Και ο τίτλος πάνω από τη φωτογραφία -όχι μεγάλος αλλά ευανάγνωστος- έλεγε Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΦ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΛΙΨΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΤΟΥ. Για ένα δυο δευτερόλεπτα μου φάνηκε πως δεν θα έμπαινα τελικά στο πρακτορείο. Δεν είχα πια καμιά όρεξη για κυρίες με δαντελένια εσώρουχα. Ίσως να γύριζα απλώς σπίτι και να κοιμόμουν. Αν έμπαινα μέσα, μάλλον θα αγόραζα την Ντισπάτς, δεν θα μπορούσα να συγκρατηθώ, και δεν ήμουν βέβαιος πως ήθελα να μάθω για τον τύπο με την ιρλανδέζικη όψη περισσότερα απ' όσα ήξερα ήδη... που δεν ήταν τίποτε απολύτως, διάολε· έτσι προσπαθούσα, τουλάχιστον, να πείσω τον εαυτό μου. Το Νεφ δεν ήταν τόσο παράξενο όνομα τελικά, δεν είχε παρά τρία γράμματα, όχι σαν το Σιτεντούκας ή το Χορεκέϊκ· πρέπει να υπήρχαν χιλιάδες Νεφ από τη μια ακτή ως την άλλη. Δεν ήταν ανάγκη να είναι αυτός ο Νεφ που ήξερα, αυτός που αγαπούσε τα τραγούδια του Φρανκ Σινάτρα. Όπως και να 'χε, θα ήταν προτιμότερο να φύγω και να ξαναπεράσω την επομένη. Την επομένη, η φωτογραφία του τύπου με την πίπα δεν θα υπήρχε στην εφημερίδα. Την επομένη θα υπήρχε η φωτογραφία κάποιου άλλου στη θέση της, στην κάτω δεξιά γωνιά της πρώτης σελίδας. Άνθρωποι πεθαίνουν διαρκώς, έτσι δεν είναι; Άνθρωποι που δεν είναι τίποτε αστέρες πρώτου μεγέθους, αλλά που είναι αρκετά διάσημοι ώστε να μπει η φωτογραφία τους στην κάτω δεξιά γωνιά της πρώτης σελίδας. Και κάποιες φορές οι άλλοι σαστίζουν με το θάνατο τους, όπως είχε σαστίσει ο κόσμος στο Χάκερβιλ με το θάνατο του Σκίπερ· δεν υπήρχε ίχνος αλκοόλ στο αίμα του, ήταν ξάστερη βραδιά, ο δρόμος ήταν στεγνός, δεν ήταν τύπος που θα αυτοκτονούσε. Όμως, ο κόσμος είναι γεμάτος τέτοιου είδους μυστήρια και κάποιες φορές είναι προτιμότερο να μη λύνονται. Κάποιες φορές οι λύσεις δεν είναι, ξέρετε, πολύ δυνατές. Η δύναμη της θέλησης, όμως, δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου. Δεν κατορθώνω πάντα να συγκρατηθώ και να μη φάω σοκολάτα, κι ας ξέρω πως δεν αρέσει στο δέρμα μου, και δεν μπόρεσα να μην πάρω την Ντισπάτς εκείνη τη μέρα. Μπήκα και την αγόρασα. Ξεκίνησα για το σπίτι και ύστερα μια παράξενη σκέψη ξεπήδησε στο νου μου. Η παράξενη σκέψη ήταν ότι δεν ήθελα να είναι μέσα στα υπόλοιπα σκουπίδια μου η εφημερίδα με τη φωτογραφία του Άντριου Νεφ στην πρώτη σελίδα. Οι οδοκαθαριστές έρχονταν μ' ένα απορριμματοφόρο του δήμου, σίγουρα δεν είχαν -δεν μπορούσαν να έχουν- κάποια σχέση με την Τράνσκορπ, όμως...

Page 243: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ήταν εκείνη η σειρά που παρακολουθούσαμε, εγώ κι ο Παγκ, ένα καλοκαίρι, όταν ήμαστε πιτσιρίκια. –Χρυσά χρονια. λεγόταν. Μάλλον δεν θα τη θυμάστε. Τέλος πάντων, ήταν ένας τύπος στη σειρά, που έλεγε, «Η απόλυτη παράνοια είναι η απόλυτη επαγρύπνηση». Ήταν το σήμα κατατεθέν του αυτή η φράση· και κατά κάποιον τρόπο πιστεύω πως έτσι είναι. Τέλος πάντων, αντί να γυρίσω στο σπίτι, πήγα στο πάρκο. Κάθισα σ' ένα παγκάκι, διάβασα το άρθρο και, όταν τέλειωσα, πέταξα την εφημερίδα σ' ένα καλάθι. Ακόμη κι αυτό δεν μου άρεσε, όμως, αν ο κύριος Σάρπτον είχε βάλει κάποιον να με ακολουθεί παντού και να ελέγχει κάθε πράγμα που πετούσα, έτσι κι αλλιώς την είχα βαμμένη. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ο Άντριου Νεφ, εξήντα δύο χρόνων και αρθρογράφος στην Ποστ από το 1970, είχε αυτοκτονήσει. Πήρε μια χούφτα χάπια που μάλλον θα τον είχαν σκοτώσει έτσι κι αλλιώς, ύστερα μπήκε στην μπανιέρα του, έβαλε μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι του και τέλειωσε τη βραδιά κόβοντας τις φλέβες του. Να ένας άνθρωπος που χρειαζόταν επειγόντως ψυχοθεραπεία. Δεν είχε αφήσει κανένα σημείωμα, όμως, και η νεκροψία δεν έδειξε να έπασχε από κάτι. Οι συνάδελφοί του απέκλειαν την περίπτωση της νόσου Αλτσχάιμερ ή της πρώιμης άνοιας. «Και ως την ημέρα του θανάτου του ακόμη, ήταν ο ευφυέστερος άνθρωπος που ήξερα», είπε κάποιος ονόματι Πιτ Χάμιλ. «θα μπορούσε να λάβει μέρος στο Τσάλεντζ Τζέπαρντι! και να κερδίσει και στα δύο ταμπλό. Δεν έχω ιδέα γιατί θα αποφάσιζε ο Άντι να κάνει κάτι τέτοιο». Ο Χάμιλ έλεγε ύστερα πως μία από τις «γοητευτικές παραξενιές» του Νεφ ήταν η κατηγορηματική άρνηση του να συμμετάσχει στην ηλεκτρονική επανάσταση. Δεν είχε μόντεμ, δεν είχε φορητό υπολογιστή, ούτε ηλεκτρονικό ορθογραφικό λεξικό. Δεν είχε καν στερεοφωνικό που να παίζει CD, είπε ο Χάμιλ. Ο Νεφ ισχυριζόταν, μάλλον μισοαστεία, πως τα CD ήταν πράγματα του διαβόλου. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον Διάβολο, αρκεί να ήταν σε μορφή βινυλίου. Αυτός ο Χάμιλ και κάμποσοι άλλοι έλεγαν πως ο Νεφ ήταν πάντα χαρωπός, μέχρι το απόγευμα που παρέδωσε το στερνό του χρονογράφημα, γύρισε σπίτι, ήπιε ένα ποτήρι κρασί και ύστερα αυτοκτόνησε. Η Λιζ Σμιθ, που είχε μια από τις στήλες με κουτσομπολιά της Ποστ, είπε πως είχαν φάει ένα κομμάτι πίτα μαζί πριν φύγει ο Νεφ εκείνη την τελευταία ημέρα και της είχε φανεί «λιγάκι αφηρημένος αλλά κατά τ' άλλα μια χαρά».

Page 244: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Νεφ, συνέχιζε το άρθρο, ήταν κάτι σαν ανωμαλία για την Ποστ, που γενικά είναι μια συντηρητική εφημερίδα η οποία μπορεί να μη λέει ξεκάθαρα, φαντάζομαι, πως θα 'πρεπε να εκτελούν όσους μένουν πάνω από τρία χρόνια δίχως δουλειά και εξακολουθούν να εισπράττουν επίδομα ανεργίας, αλλά αφήνει να εννοηθεί πως αυτό δεν παύει να είναι μια εναλλακτική λύση. Ο Νεφ ήταν μάλλον η προοδευτική φωνή της εφημερίδας. Είχε μια στήλη με τον τίτλο «Νεφ-τάνει!»[9] και μιλούσε για το πώς θα έπρεπε να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονταν στη Νέα Υόρκη οι ανύπαντρες ανήλικες μητέρες, πρότεινε την ιδέα πως η έκτρωση δεν ήταν απαραιτήτως φόνος, υποστήριζε πως η φτηνή στέγαση στις εκτός κέντρου περιοχές της Νέας Υόρκης ήταν μια αυτοδιαιωνιζόμενη μηχανή μίσους. Κοντά στο τέλος της ζωής του, έγραφε άρθρα για το μέγεθος του στρατού, διερωτώμενος γιατί ως χώρα νιώθαμε την ανάγκη να συνεχίζουμε να ξοδεύουμε τόσα λεφτά, όταν ουσιαστικά δεν απέμενε κανένας για να πολεμήσουμε εκτός από τους τρομοκράτες. Έλεγε πως θα ήταν προτιμότερο να τα ξοδεύουμε για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Και οι αναγνώστες της Ποστ, που θα σταύρωναν οποιονδήποτε άλλο τολμούσε να πει κάτι τέτοιο, λάτρευαν τον τρόπο που το έλεγε ο Νεφ. Γιατί είχε χιούμορ. Γιατί ήταν γοητευτικός. Ίσως γιατί ήταν Ιρλανδός και μπορεί να είχε φιλήσει την πέτρα του Μπλάρνι.[10] Αυτά ήταν όλα. Ξεκίνησα για το σπίτι. Καθ' οδόν λοξοδρόμησα, όμως, και τελικά έφτασα με τα πόδια ως το κέντρο. Έστριβα δεξιά αριστερά, κατηφόριζα σε λεωφόρους, έκοβα δρόμο μέσα από αλάνες, ενώ στο μυαλό μου είχα συνεχώς την εικόνα του Άντριου Νεφ να μπαίνει στην μπανιέρα του με μια σακούλα στο κεφάλι. Μια μεγάλη σακούλα, που διατηρεί όλα τα αποφάγια σας φρέσκα σαν να τα αγοράσατε μόλις απ' το σούπερ μάρκετ. Είχε χιούμορ. Ήταν γοητευτικός. Και τον είχα σκοτώσει. Ο Νεφ είχε ανοίξει το γράμμα μου και του είχε σαλέψει. Από αυτά που είχα διαβάσει στην εφημερίδα, συμπέρανα ότι χρειάστηκαν τρεις ημέρες για να τον κάνουν οι ειδικές λέξεις και τα σύμβολα να χάσει τα λογικά του, να καταπιεί τα χάπια και να μπει στην μπανιέρα. Του άξιζε. Αυτό είχε πει ο κύριος Σάρπτον για τον Σκίπερ, και μπορεί να είχε δίκιο... τότε. Του Νεφ, όμως, του άξιζε; Άραγε υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερα γι' 9 Eneff Is Eneff, στο πρωτότυπο, κατά το «enough is enough» (φτάνει, αρκετά). (Σ.τ.Μ.) 10 Η πέτρα του Μπλάρνι βρίσκεται στο ομώνυμο κάστρο της Κομητείας Κορκ, στην Ιρλανδία, και λέγεται πως όποιος τη φιλά αποκτά το ταλέντο να καλοπιάνει και να πείθει τους άλλους. (Σ.τ.Μ.)

Page 245: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αυτόν; Μήπως του άρεσαν τα κοριτσάκια, ή ήταν έμπορος ναρκωτικών, ή κυνηγούσε όσους δεν είχαν τη δύναμη να αντισταθούν, όπως κυνηγούσε ο Σκίπερ εμένα με το καρότσι; Θέλουμε να σε βοηθήσουμε να χρησιμοποιήσεις το ταλέντο σου για τη βελτίωση όλης της ανθρωπότητας, είχε πει ο κύριος Σάρπτον, και σίγουρα αυτό δεν σήμαινε να κάνουμε κάποιον να αυτοκτονήσει γιατί πίστευε πως το υπουργείο Άμυνας ξόδευε πολλά στις «έξυπνες» βόμβες. Τέτοιες παρανοϊκές αηδίες είναι καλές μονάχα για τις ταινίες με τον Στίβεν Σίγκαλ και τον Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ. Και ύστερα μια κακή ιδέα, μια τρομακτική ιδέα, ξεπήδησε στο νου μου. Ίσως η Τράνσκορπ να μην ήθελε να πεθάνει ο Νεφ επειδή έγραφε αυτά τα πράγματα. Μπορεί να ήθελαν να πεθάνει επειδή κάποιοι που δεν έπρεπε να συλλογίζονται αυτά που έγραφε είχαν αρχίσει να το κάνουν. «Αυτό είναι τρελό», είπα δυνατά και μια γυναίκα που κοίταζε στη βιτρίνα του Κολούμπια Σίτι-Της Ομορφιάς Το Σπίτι γύρισε και με στραβοκοίταξε. Κατέληξα στη δημόσια βιβλιοθήκη κατά τις δύο, με τα πόδια μου να με πονούν και το κεφάλι μου να γυρίζει. Δεν έλεγε να φύγει από το νου μου η εικόνα εκείνου του τύπου στην μπανιέρα, με τα ζαρωμένα γέρικα στήθη του και τις άσπρες του τρίχες στο στέρνο, και με μια απόκοσμη ατενή έκφραση να έχει αντικαταστήσει το κεφάτο χαμόγελο του. Τον έβλεπα να φορά μια σακούλα στο κεφάλι, σιγοτραγουδώντας μια μελωδία του Σινάτρα (το «My Way» ίσως) καθώς τη στερέωνε, και ύστερα να κοιτάζει από μέσα της, σαν μέσα από θολό παράθυρο, τις φλέβες του που ετοιμαζόταν να τις κόψει. Δεν ήθελα να τα βλέπω αυτά, όμως δεν μπορούσα να σταματήσω. Αυτό που προηγουμένως ήταν όργανο σκόπευσης είχε μετατραπεί σε τηλεσκόπιο. Είχαν μια αίθουσα υπολογιστών στη βιβλιοθήκη και μπορούσες με λιγοστά λεφτά να μπεις στο Ίντερνετ. Έπρεπε να βγάλω και κάρτα βιβλιοθήκης, όμως δεν με πείραζε. Είναι καλό να έχει κανείς μια κάρτα βιβλιοθήκης· ποτέ δεν βλάπτει ένα αποδεικτικό στοιχείο ταυτότητας παραπάνω. Με τρία δολάρια, βρήκα την Ανν Τέβιτς και την είδηση του θανάτου της. Νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι, είδα πως άρχιζε στην κάτω δεξιά γωνιά της πρώτης σελίδας, τη Γωνιά των Νεκρών Επωνύμων, και συνεχιζόταν στη σελίδα με τις αναγγελίες θανάτων. Η καθηγήτρια Τέβιτς ήταν μια όμορφη γυναίκα, ξανθιά, τριάντα εφτά χρόνων. Στη φωτογραφία κρατούσε τα γυαλιά της στο χέρι, σαν να ήθελε να δείξει στον κόσμο πως, ναι, φορούσε γυαλιά... αλλά ταυτόχρονα να δείξει και πόσο όμορφα μάτια είχε. Αυτό μ' έκανε να νιώσω θλίψη και ενοχές.

Page 246: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο θάνατος της θύμιζε τρομακτικά το θάνατο του Σκίπερ -είχε βραδιάσει, γύριζε σπίτι της απ' το γραφείο της στο πανεπιστήμιο, ίσως έτρεχε λιγάκι γιατί ήταν η σειρά της να μαγειρέψει βραδινό, όμως, τι στο διάβολο, ο καιρός ήταν καλός και η ορατότητα άριστη. Το αυτοκίνητο της -που, όπως τύχαινε να γνωρίζω, η πινακίδα του έγραφε DNA FAN[11]- βγήκε από το δρόμο, ντεραπάρισε κι έπεσε σ' έναν ξεροπόταμο. Ζούσε ακόμη όταν είδε κάποιος τους προβολείς της και τη βρήκε, όμως δεν είχε καμιά ελπίδα· τα τραύματα της ήταν πολύ σοβαρά. Δεν υπήρχε ίχνος οινοπνεύματος στο αίμα της, ούτε αντιμετώπιζε προβλήματα στο γάμο της (τουλάχιστον δεν είχε παιδιά, δόξα σοι ο θεός), κι έτσι η ιδέα της αυτοκτονίας ήταν παρατραβηγμένη. Έβλεπε με αισιοδοξία το μέλλον, μέχρι που σχεδίαζε να αγοράσει υπολογιστή για να γιορτάσει μια καινούρια επιδότηση που κατόρθωσε να πάρει για την ερευνά της. Από το 1988, αρνιόταν να πάρει υπολογιστή· αυτός που είχε ως τότε είχε χαλάσει, και πολύτιμα δεδομένα είχαν χαθεί, κι έκτοτε δεν τους εμπιστευόταν. Όταν ήταν απόλυτα αναγκαίο, χρησιμοποιούσε κάποιον υπολογιστή του πανεπιστημίου, αλλά αυτό όλο κι όλο. Ο ιατροδικαστής είχε αποφανθεί πως επρόκειτο για ατύχημα. Η καθηγήτρια Ανν Τέβιτς ήταν κλινική βιολόγος και βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της έρευνας για το AIDS στη Δυτική Ακτή. Ένας επιστήμονας από την Καλιφόρνια δήλωσε πως ο θάνατος της μπορεί να πήγαινε πέντε χρόνια πίσω την έρευνα για τη θεραπεία. «Η συμβολή της ήταν βασική», είπε. «Ήταν εύστροφη, ναι, αλλά και κάτι παραπάνω· κάποτε άκουσα κάποιον να λέει γι' αυτή πως "είχε το χάρισμα να κάνει τα πράγματα ευκολότερα", και συμφωνώ απόλυτα. Η Ανν ήταν αυτή που κρατούσε την ομάδα ενωμένη. Ο θάνατος της ήταν μεγάλη απώλεια για τους δεκάδες ανθρώπους που τη γνώριζαν και την αγαπούσαν, όμως είναι ακόμη μεγαλύτερη απώλεια για το σκοπό στον οποίο ήταν ταγμένη». Ήταν εξίσου εύκολο να βρω τον Μπίλι Άνγκερ. Η φωτογραφία του βρισκόταν στην κορυφή της πρώτης σελίδας της Γουικλι Κουράντ του Στόβινγκτον, και όχι χαμηλά, στη Γωνιά των Νεκρών, όμως ο λόγος μπορεί να ήταν πως δεν υπήρχαν πολλοί διάσημοι στο Στόβινγκτον. Ο Άνγκερ ήταν ο στρατηγός Γουίλιαμ Άνγκερ, γνωστός με το παρατσούκλι «Σαρώστε τους», παρασημοφορημένος με τον Αργυρό και τον Ορειχάλκινο Αστέρα στην Κορέα. Στην κυβέρνηση του Κένεντι, ήταν υφυπουργός Άμυνας και ένα από τα μεγάλα γεράκια της εποχής. Φάτε τα κομμούνια,

11 DNA fan σημαίνει «θαυμαστής του DNA» αλλά και «έλικα του DNA». (Σ.τ.Μ.)

Page 247: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πιείτε τους το αίμα, προστατέψτε την Αμερική για να έχουμε και την επόμενη χρονιά την Παρέλαση των Πολυκαταστημάτων Μέϊσις την Ημέρα των Ευχαριστιών τέτοια πράγματα. Ύστερα, την εποχή που ο Λίντον Τζόνσον κλιμάκωνε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ο Μπίλι Άνγκερ άλλαξε νοοτροπία και στάση. Άρχισε να στέλνει επιστολές στις εφημερίδες. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως αρθρογράφου λέγοντας πως χειριζόμαστε με λάθος τρόπο τον πόλεμο. Ύστερα ισχυρίστηκε πως ακόμη και η παρουσία μας στο Βιετνάμ ήταν λάθος. 'Έπειτα, γύρω στο 1975, έφτασε να λέει πως όλοι οι πόλεμοι ήταν λάθος. Οι περισσότεροι από το Βερμόντ ήταν σύμφωνοι. Υπηρέτησε εφτά φορές στο νομοθετικό σώμα της Πολιτείας, ξεκινώντας από το 1978. Όταν μια ομάδα προοδευτικών Δημοκρατικών του ζήτησε να θέσει υποψηφιότητα για τη Γερουσία το 1996, είπε πως «ήθελε να μελετήσει λιγάκι και να σκεφτεί τις επιλογές του», αφήνοντας να εννοηθεί πως θα ήταν έτοιμος για μια τέτοιου είδους σταδιοδρομία ως το 2000, το πολύ το 2002. Γερνούσε, αλλά στους κατοίκους του Βερμόντ αρέσουν οι γέροι, φαντάζομαι. Το 1996 πέρασε δίχως να θέσει ο Άνγκερ υποψηφιότητα για οτιδήποτε (ίσως γιατί η σύζυγος του πέθανε από καρκίνο) και πριν φτάσει το 2002 τα είχε τινάξει. Υπήρχε μια μικρή αλλά πιστή μερίδα κατοίκων του Στόβινγκτον που ισχυρίζονταν πως ο θάνατος του Άνγκερ ήταν ατύχημα, πως οι παρασημοφορημένοι με τον Αργυρό Αστέρα δεν πηδούσαν από τη στέγη τους, ακόμη κι αν έχασαν τη σύζυγο τους από καρκίνο την προηγούμενη χρονιά, όμως οι υπόλοιποι έλεγαν πως ήταν απίθανο να επιδιόρθωνε τα κεραμίδια στις δύο τη νύχτα και φορώντας την πιτζάμα του. Αυτοκτονία ήταν το πόρισμα. Ναι. Σωστά. Αυτοκτονία και πράσινα άλογα.

XVIII Έφυγα από τη βιβλιοθήκη πιστεύοντας πως θα γύριζα σπίτι, αλλά ξαναγύρισα στο ίδιο παγκάκι στο πάρκο. Κάθισα εκεί μέχρι που σουρούπωσε και άδειασε το πάρκο από πιτσιρίκια και σκυλιά που κυνηγούσαν φρίσμπι. Και, παρ' ότι βρισκόμουν πια τρεις μήνες στο Κολούμπια Σίτι, δεν είχα μείνει ξανά τόσο αργά έξω. Αυτό είναι θλιβερό, φαντάζομαι. Πίστευα πως ζούσα κανονικά εκεί, πως είχα ξεφύγει επιτέλους από τη μαμά και ζούσα τη δική μου ζωή, όμως δεν ήταν παρά ένα υποκατάστατο ζωής. Αν υπήρχαν κάποιοι που με έλεγχαν, μπορεί να αναρωτιούνταν γιατί είχε αλλάξει το πρόγραμμα μου. Έτσι σηκώθηκα, πήγα σπίτι, έβρασα μια

Page 248: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

σακούλα «λευκά σκατά» και άναψα την τηλεόραση μου. Έχω καλωδιακή, πλήρη συνδρομή, συμπεριλαμβανομένων των έξτρα καναλιών με ταινίες, και δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ ούτε μία. Αυτό κι αν είναι δυνατό. Έβαλα το Σίνεμαξ. Ο Ρούτγκερ Χάουερ έπαιζε έναν τυφλό καρατίστα. Κάθισα στον καναπέ δίπλα στο αντίγραφο του Ρέμπραντ. Δεν είδα την ταινία, απλώς έφαγα κοιτάζοντας τη. Συλλογίστηκα όλα αυτά που είχα ανακαλύψει: για έναν αρθρογράφο με προοδευτικές ιδέες και συντηρητικούς αναγνώστες· για μια επιστήμονα που ασχολιόταν με την έρευνα για τη θεραπεία του AIDS και ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ άλλων συναδέλφων της· για ένα γέρο στρατηγό που είχε αλλάξει άποψη. Συλλογίστηκα το γεγονός ότι δεν ήξερα παρά αυτούς τους τρεις με το όνομα τους γιατί δεν είχαν μόντεμ και ηλεκτρονική διεύθυνση. Είχα κι άλλα να συλλογιστώ. Όπως το πώς μπορούσε κανείς να υπνωτίσει κάποιον ταλαντούχο, ή να τον ναρκώσει, ή ακόμη και να χρησιμοποιήσει άλλους ταλαντούχους για να τον εμποδίσει να κάνει λαθεμένες ερωτήσεις ή λαθεμένες πράξεις. Για το πώς μπορούσε κάποιος να σιγουρευτεί ότι αυτός ο ταλαντούχος δεν θα το έβαζε στα πόδια ακόμη κι αν τύχαινε να ανακαλύψει την αλήθεια. θα το πετύχαινε κάνοντας τον να ζει, ουσιαστικά, δίχως λεφτά... μια ζωή στην οποία ο υπ' αριθμόν ένα κανόνας θα ήταν να μην κρατάει καθόλου επιπλέον χρήματα, ούτε καν ψιλά. Τι είδους άνθρωπος θα ήταν αυτός ο ταλαντούχος που θα το δεχόταν; Κάποιος αφελής, με λίγους φίλους και σχεδόν ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση. Κάποιος που θα πουλούσε τη χαρισματική ψυχή του για μερικά φαγώσιμα και εβδομήντα δολάρια την εβδομάδα, γιατί θα πίστευε πως τόσο αξίζει. Δεν ήθελα να τα συλλογιστώ όλα αυτά. Πάσχισα να συγκεντρωθώ στον Ρούτγκερ Χάουερ, που έκανε όλα αυτά τα διασκεδαστικά κόλπα καράτε δίχως να βλέπει (ο Παγκ θα είχε σκάσει στα γέλια αν ήταν εκεί, πιστέψτε με), για να μη χρειαστεί να τα συλλογιστώ. Το διακόσια, για παράδειγμα. Να ένας αριθμός που δεν ήθελα να συλλογιστώ. 200. 10 x 20, 40 Χ 5. CC, για τους αρχαίους Ρωμαίους. Τουλάχιστον διακόσιες φορές είχα πατήσει το κουμπί που εμφάνιζε στην οθόνη μου τη φράση ΜΗΝΥΜΑ ΝΤΙΝΚΙ ΑΠΕΣΤΑΛΗ. Σκέφτηκα -για πρώτη φορά, σαν να ξυπνούσα επιτέλους- ότι ήμουν δολοφόνος. Κατ' εξακολούθηση δολοφόνος. Πράγματι. Αυτό δεν ήμουν, εν τέλει;

Page 249: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Καλό για την ανθρωπότητα; Κακό για την ανθρωπότητα; Αδιάφορο για την ανθρωπότητα; Ποιος το αποφάσιζε αυτό; Ο κύριος Σάρπτον; Τα αφεντικά του; Τα δικά τους αφεντικά; Και είχε σημασία; Αποφάσισα πως δεν είχε την παραμικρή σημασία, διάβολε. Επιπλέον, αποφάσισα πως δεν είχα το δικαίωμα να σπαταλώ το χρόνο μου κλαψουρίζοντας (ακόμη κι από μέσα μου) για το πώς με νάρκωσαν, με υπνώτισαν, με προγραμμάτισαν. Η αλήθεια ήταν πως έκανα ό,τι έκανα γιατί μου άρεσε αυτό που ένιωθα όταν έφτιαχνα τα ειδικά γράμματα, το συναίσθημα πως ένας ποταμός φωτιάς έρεε στο μυαλό μου. Κυρίως, το έκανα γιατί μπορούσα να το κάνω. «Δεν είναι αλήθεια», είπα... όμως όχι δυνατά. Το ψιθύρισα μέσα από τα δόντια. Μάλλον δεν είχαν βάλει «κοριούς» εδώ μέσα, ήμουν βέβαιος πως δεν είχαν βάλει, όμως καλύτερα να ήμουν σίγουρος. Άρχισα να γράφω αυτή την... τι είναι; Μια αναφορά, ίσως. Άρχισα να γράφω αυτή την αναφορά αργότερα εκείνο το βράδυ... μόλις τέλειωσε η ταινία με τον Ρούτγκερ Χάουερ, για την ακρίβεια. Όμως γράφω σ' ένα σημειωματάριο, όχι στον υπολογιστή μου, και στα αγγλικά. Δίχως ανθεμίδια, δίχως εξώψεια, δίχως κυμάτια. Είναι ένα πλακάκι που έχει ξεκολλήσει στο πάτωμα κάτω από το τραπέζι του πινγκ πονγκ στο υπόγειο. Εκεί φυλάω την αναφορά μου. Μόλις έριξα μια ματιά στην αρχή της. Έχω μια καλή δουλειά τώρα, έγραψα, και δεν έχω κανένα λόγο για να είμαι στις μαύρες μου. Ανόητο. Αλλά, φυσικά, ποιος ανόητος καταλαβαίνει τη βλακεία του; Όταν πλάγιασα χθες το βράδυ, ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στο χώρο στάθμευσης του σούπερ μάρκετ. Ο Παγκ ήταν εκεί, φορώντας το κόκκινο αντιανεμικό του κι ένα καπέλο σαν αυτό που φορούσε ο Μίκυ Μάους στη Φαντασία, την ταινία στην οποία ο Μίκυ έπαιζε τον μαθητευόμενο μάγο. Στο κέντρο του χώρου στάθμευσης υπήρχαν καρότσια στη σειρά. Ο Παγκ σήκωνε το χέρι του και ύστερα το κατέβαζε. Κάθε φορά που το έκανε, ένα καρότσι άρχιζε να κυλά από μόνο του και να αναπτύσσει ταχύτητα καθώς διέσχιζε το χώρο στάθμευσης, μέχρι που έπεφτε με φόρα πάνω στα τούβλα στον πλαϊνό τοίχο του σούπερ μάρκετ. Στοιβάζονταν εκεί, ένας λαμπερός σωρός από μέταλλα και ρόδες. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Παγκ δεν χαμογελούσε. Ήθελα να τον ρωτήσω τι έκανε και τι νόημα είχε, αλλά φυσικά ήξερα. «Μου φέρθηκε καλά», είπα στον Παγκ στο όνειρο. Φυσικά, εννοούσα τον κύριο Σάρππον. «Ήταν αληθινά δυνατός».

Page 250: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Παγκ στράφηκε τότε προς το μέρος μου και είδα πως δεν ήταν ο Παγκ τελικά. Ήταν ο Σκίπερ, και το κεφάλι του ήταν τσακισμένο ως τα φρύδια. Κομμάτια από το κρανίο του στεφάνωναν το πρόσωπο του σαν να φορούσε οστέινη κορόνα. «Δεν κοιτάζεις μέσα από ένα όργανο σκόπευσης», είπε ο Σκίπερ και χαμογέλασε. «Είσαι το όργανο σκόπευσης. Πώς σου φαίνεται αυτό, Ντίνκι;» Μάλλον δεν μου φαινόταν πολύ καλό, γιατί ξύπνησα στο σκοτάδι του δωματίου μου, κάθιδρος, με τα χέρια στο στόμα για να πνίξω ένα ουρλιαχτό.

XIX Γράφοντας το αυτό, πήρα ένα θλιβερό μάθημα. Ήταν ένα καλωσόρισμα στον αληθινό κόσμο. 'Όταν συλλογίζομαι τι μου συνέβη, σκέφτομαι πώς έβαζα τα λεφτά στο σκουπιδοφάγο, αυτή η εικόνα ξεπηδά στο νου μου, αλλά ξέρω πως ο μόνος λόγος είναι ότι μου είναι ευκολότερο να σκέφτομαι πως αλέθω λεφτά (ή τα πετώ στον υπόνομο) παρά πως ξεπαστρεύω ανθρώπους. Κάποιες φορές μισώ τον εαυτό μου, κάποιες άλλες φοβάμαι για την τύχη της αθάνατης ψυχής μου (αν έχω, δηλαδή) και κάποιες άλλες απλώς ντρέπομαι. Δείξε μου εμπιστοσύνη, είχε πει ο κύριος Σάρπτον, και του έδειξα. Πόσο ανόητος μπορεί να είναι κανείς; Λέω στον εαυτό μου ότι δεν είμαι παρά ένας πιτσιρικάς, συνομήλικος με τους πιτσιρικάδες των πληρωμάτων εκείνων των Β-25, και ότι στους πιτσιρικάδες επιτρέπεται να 'ναι ανόητοι. Όμως, αναρωτιέμαι αν αυτό είναι αλήθεια όταν διακυβεύονται ζωές. Και, φυσικά, συνεχίζω να το κάνω. Ναι. Στην αρχή νόμιζα πως δεν θα μπορούσα, όπως δεν μπορούσαν τα παιδιά στη Μαίρη Πόπινς να συνεχίσουν να πετούν μες στο σπίτι όταν έχαναν τις χαρούμενες σκέψεις τους... όμως μπόρεσα. Μόλις καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή κι εκείνη η φωτιά με πλημμύριζε, χανόμουν. Βλέπετε (νομίζω, τουλάχιστον, πως το βλέπετε), πλάστηκα γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. Μπορεί να με κατηγορήσει κανείς που κάνω αυτό που με ολοκληρώνει; Απάντηση: ναι. Και βέβαια. Όμως, δεν μπορώ να σταματήσω. Κάποιες φορές λέω στον εαυτό μου πως συνεχίζω γιατί, αν όντως σταματήσω, ακόμη και για μία μέρα, θα καταλάβουν πως κατάλαβα και οι καθαριστές θα κάνουν μια έκτακτη στάση. Μόνο που αυτό που θα καθαρίσουν αυτή τη φορά θα είμαι εγώ. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος. Το κάνω γιατί είμαι ακόμη ένας εθισμένος, σαν αυτόν που καπνίζει κρακ χωμένος σ' ένα

Page 251: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στενοσόκακο, όπως εκείνη που μπήγει μια βελόνα στο χέρι της. Το κάνω γιατί με πλημμυρίζει αυτή η μισητή έξαψη, το κάνω γιατί γράφω το ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΝΤΊΝΚΙ και γιατί όλα είναι δυνατά. Είμαι σαν μύγα κολλημένη στο μέλι. Και για όλα φταίει εκείνος ο ηλίθιος που βγήκε από το πρακτορείο Τύπου κρατώντας την αναθεματισμένη την εφημερίδα του ανοιχτή. Αν δεν ήταν αυτός, δεν θα 'βλεπα παρά θολά κτίρια στο όργανο σκόπευσης. Όχι ανθρώπους, απλώς στόχους. Είσαι το όργανο σκόπευσης, είπε ο Σκίπερ στο όνειρο μου. Είσαι το όργανο σκόπευσης, Ντίνκι. Όντως. Το ξέρω. Είναι φρικτό αλλά αληθινό. Δεν είμαι παρά ένα όργανο, ο φακός που από μέσα του κοιτάζει ο αληθινός βομβαρδιστής και το κουμπί που πατά. Ποιος βομβαρδιστής, ρωτάς; Ω, έλα τώρα, ας είμαστε σοβαροί. Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω· αυτό κι αν είναι τρελό. Ή μπορεί να μην είναι. «Τηλεφώνησε μου όποτε θέλεις, Ντινκ. Ακόμη και στις τρεις τα χαράματα». Να τι μου είπε, κι είμαι βέβαιος πως το εννοούσε· σ' αυτό, τουλάχιστον, ο κύριος Σάρπτον δεν έλεγε ψέματα. Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω και να του πω: «θέλετε να μάθετε τι πονάει περισσότερο, κύριε Σάρπτον; Αυτό που είπατε, πως θα μπορούσα να κάνω τον κόσμο καλύτερο ξεπαστρεύοντας ανθρώπους σαν τον Σκίπερ. Η αλήθεια είναι πως εσείς είστε οι άνθρωποι σαν τον Σκίπερ». Φυσικά. Κι εγώ είμαι το καρότσι με το οποίο κυνηγούν τον κόσμο, γελώντας, χαχανίζοντας, φωνάζοντας. Συν τοις άλλοις, δεν δουλεύω παρά για ένα ξεροκόμματο. Ως τώρα έχω σκοτώσει πάνω από διακόσιους ανθρώπους, και τι έχω στοιχίσει στην Τράνσκορπ; Ένα σπιτάκι σε μια ασήμαντη πόλη του Οχάιο, εβδομήντα δολάρια την εβδομάδα κι ένα αμάξι Χόντα. Συν καλωδιακή τηλεόραση. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Στάθηκα για λίγο εκεί, κοιτάζοντας το τηλέφωνο, και ύστερα κατέβασα ξανά τ' ακουστικό. Δεν μπορούσα να πω τίποτε απ' όλα αυτά. θα 'ταν το ίδιο σαν να φορούσα μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι και ύστερα να 'κοβα τις φλέβες μου. Τι θα κάνω λοιπόν; Θεέ μου, τι θα κάνω;

Page 252: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

XX Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που έβγαλα για τελευταία φορά αυτό το σημειωματάριο από κάτω απ' το πλακάκι στο υπόγειο κι έγραψα. Δύο Πέμπτες άκουσα το πορτάκι για τα γράμματα να κροτεί, ενώ έβλεπα στην τηλεόραση το Καθώς Γυρίζει ο Κόσμος, και βγήκα στο χολ για να πάρω τα λεφτά μου. Πήγα σε τέσσερις ταινίες, όλες στην απογευματινή παράσταση. Δύο φορές άλεσα λεφτά στο σκουπιδοφάγο της κουζίνας και πέταξα όσα ψιλά είχα στη σχάρα του υπονόμου, κρύβοντας τις κινήσεις μου πίσω από το γαλάζιο πλαστικό καλάθι της ανακύκλωσης, που το ακούμπησα στην άκρη του πεζοδρομίου. Μια μέρα πήγα στο πρακτορείο Τύπου, σκοπεύοντας ν' αγοράσω το Βαριέϊσονς ή το Φόρουμ, όμως ένας πρωτοσέλιδος τίτλος στην Ντισπάτς εξανέμισε τις ερωτικές μου ορέξεις. Ο ΠΑΠΑΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΕ ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ, έλεγε. Εγώ το έκανα; Μπα, το άρθρο έλεγε πως είχε πεθάνει στην Ασία, και τις τελευταίες εβδομάδες εγώ ασχολιόμουν αποκλειστικά με τις Βορειοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως θα μπορούσα να το είχα κάνει. Αν ασχολιόμουν με το Πακιστάν την τελευταία εβδομάδα, θα μπορούσα. Δύο εβδομάδες σαν μέσα σε εφιάλτη. Και ύστερα, σήμερα το πρωί, ήρθε κάτι με το ταχυδρομείο. Όχι γράμμα, δεν είχα λάβει παρά τρία τέσσερα (όλα από τον Παγκ, και πια έχει σταματήσει να μου γράφει και μου λείπει αληθινά), αλλά ένα διαφημιστικό της Κέϊ-Μαρτ. Καθώς πήγαινα να το πετάξω στα σκουπίδια, άνοιξε και κάτι έπεσε από μέσα. Ένα μήνυμα, με κεφαλαία γράμματα. ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΞΕΦΥΓΕΙΣ; έλεγε. ΑΝ ΝΑΙ, ΣΤΕΙΛΕ ΜΗΝΥΜΑ: το «DON'T STAND SO CLOSE TO ME» ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΣ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, όπως την ημέρα που μπήκα στο σπίτι μου και αντίκρισα το αντίγραφο του Ρέμπραντ πάνω από τον καναπέ, εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν οι βελούδινοι παλιάτσοι. Κάτω από το μήνυμα, κάποιος είχε σχεδιάσει ένα σπινθήριο. Έτσι, μόνο του, ήταν άκακο, όμως στη θέα του ένιωσα το στόμα μου να στεγνώνει. Ήταν αληθινό μήνυμα, το σπινθήριο το αποδείκνυε, αλλά από ποιον είχε σταλεί; Και πώς ήξερε ο αποστολέας για μένα; Πήγα στο γραφείο, βαδίζοντας αργά, με σκυφτό κεφάλι, συλλογισμένος. Ένα μήνυμα μέσα σε διαφημιστικό φάκελο. Χειρόγραφο και βαλμένο σ' ένα διαφημιστικό φάκελο. Αυτό σήμαινε πως ήταν από κάποιον που βρισκόταν κοντά. Κάποιον που βρισκόταν στην πόλη.

Page 253: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Άναψα τον υπολογιστή και το μόντεμ και μπήκα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Κολούμπια Σίτι, απ' όπου μπορείς να ψάξεις στο Ίντερνετ φτηνά... και ανώνυμα. Οτιδήποτε έστελνα θα περνούσε από την Τράνσκορπ στο Σικάγο, αλλά δεν είχε σημασία. Δεν θα υποψιάζονταν τίποτε. Όχι, αν ήμουν προσεκτικός. Και, φυσικά, αν υπήρχε κάποιος εκεί. Υπήρχε. Ο υπολογιστής μου συνδέθηκε μ' αυτόν της βιβλιοθήκης κι ένα μενού εμφανίστηκε στην οθόνη μου. Για μια στιγμή, εμφανίστηκε και κάτι άλλο στην οθόνη μου. Ένα κυμάτιο. Στην κάτω δεξιά γωνιά. Φευγαλέα. Έστειλα το μήνυμα για το καλύτερο τραγούδι των Πολίς και πρόσθεσα μια μικρή δική μου πινελιά στη Γωνιά των Νεκρών: ένα ανθεμίδιο. Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα -διάφορα πράγματα έχουν αρχίσει να συμβαίνουν και πιστεύω πως σύντομα θα συμβαίνουν πιο γρήγορα-, αλλά δεν νομίζω πως θα ήταν ασφαλές. Ως τώρα, έχω μιλήσει μονάχα για μένα. Αν συνέχιζα, θα έπρεπε να μιλήσω και για άλλους. Όμως υπάρχουν άλλα δύο πράγματα που θέλω να πω. Πρώτον, πως λυπάμαι για ό,τι έχω κάνει -ακόμη και γι' αυτό που έκανα στον Σκίπερ. Αν μπορούσα, θα το έπαιρνα πίσω. Δεν ήξερα τι έκανα. Ξέρω πως αυτό δεν είναι δικαιολογία, όμως είναι η μόνη που έχω. Δεύτερον, πως σκοπεύω να γράψω ακόμη ένα ειδικό γράμμα... το πιο ειδικό απ' όλα. Έχω την ηλεκτρονική διεύθυνση του κυρίου Σάρπτον. Κι έχω κάτι ακόμη καλύτερο: θυμάμαι πώς χάιδευε την τυχερή γραβάτα του όταν καθόμαστε μέσα στη μεγάλη ακριβή του Μερσεντές, πώς γλιστρούσε τρυφερά την παλάμη του πάνω σ' εκείνα τα μεταξένια σπαθιά. Έτσι, βλέπετε, ξέρω όσα χρειάζομαι γι' αυτόν. Ξέρω ακριβώς τι να προσθέσω στο γράμμα του, πώς να το κάνω δυνατό. Μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να δω μια λέξη να αιωρείται στη σκοτεινιά πίσω από τα βλέφαρα μου –να αιωρείται σαν μαύρη φωτιά, φονική σαν βέλος που τρυπά το μυαλό, κι είναι η μόνη λέξη που έχει σημασία· ΕΞΚΑΛΙΜΠΕΡ.

Page 254: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ.

Φαντάζομαι πως αν έχω μια αγαπημένη ιστορία σ' αυτή τη συλλογή, είναι η «Λ. Τ.». Απ' όσο θυμάμαι, την εμπνεύστηκα αρχικά από ένα χρονογράφημα που έλεγε πως ένα κατοικίδιο ζώο είναι το χειρότερο δώρο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον. Κατ' αρχάς, όποιος κάνει ένα τέτοιο δώρο θεωρεί δεδομένο ότι το ζώο και αυτός που θα το λάβει θα τα πάνε καλά· και υστέρα πως το να ταΐζει κάποιος ένα ζώο δυο φορές την ημέρα και να καθαρίζει τις βρομιές του (και μέσα στο σπίτι και έξω) είναι αυτό που θα 'θελε να κάνει. Απ' όσο θυμάμαι, η χρονικογράφος έλεγε πως το να χαρίζεις ζώα είναι «άσκηση αλαζονείας», θαρρώ ότι αυτό είναι λιγάκι Υπερβολικό. Η σύζυγος μου μου χάρισε ένα σκύλο για τα τεσσαρακοστά γενέθλια μου, και ο Μάρλοου -ένα κόργκι που τώρα είναι δεκατεσσάρων χρόνων και μονόφθαλμο- υπήρξε από τότε αληθινό μέλος της οικογένειας. Για πέντε χρόνια είχαμε επίσης μια μάλλον τρελή γάτα του Σιάμ ονόματι Περλ. Παρακολουθώντας τη συνύπαρξη του Μάρλοου και της Περλ -τα δυο ζώα αντιμετώπιζαν το ένα το άλλο με επιφυλακτικότητα και σεβασμό-, άρχισα να σκέφτομαι μια ιστορία στην οποία τα κατοικίδια ζώα ενός παντρεμένου ζευγαριού θα δένονταν, το καθένα, όχι με τον κατ' όνομα ιδιοκτήτη του αλλά με τον άλλο. Πέρασα υπέροχα γράφοντας την και, όποτε καλούμαι να διαβάσω μεγαλόφωνα μια ιστορία, επιλέγω αυτή, εφόσον έχω βέβαια στη διάθεση μου τα πενήντα λεπτά που απαιτούνται. Κάνει τους ανθρώπους να γελούν, κι αυτό μου αρέσει. Αυτό που μου αρέσει ακόμη περισσότερο είναι η απροσδόκητη αλλαγή τόνου, από το χιούμορ στη θλίψη και τον τρόμο, που γίνεται κοντά στο τέλος. Όταν συμβαίνει, βρίσκει τον αναγνώστη χαλαρό και απροετοίμαστο κι έτσι η επίδραση που έχει πάνω του είναι κάπως εντονότερη. Για μένα, αυτός ο συναισθηματικός αντίκτυπος μιας ιστορίας είναι η ουσία της. θέλω να σας κάνω να γελάσετε ή να κλάψετε διαβάζοντας την... ή να κάνετε και τα δυο ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, εγώ θέλω απλώς την καρδιά σας. Αν θέλετε να μορφωθείτε, να πάτε στο σχολείο.

Page 255: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο φίλος μου ο Λ. Τ. δεν μιλά σχεδόν ποτέ για το πώς εξαφανίστηκε η σύζυγος του, ή για το ότι είναι ίσως νεκρή, άλλο ένα θύμα του Ανθρώπου με το Τσεκούρι, αλλά του αρέσει να μιλά για το πώς τον παράτησε. Το κάνει γυρίζοντας τα μάτια του προς τα πάνω, σαν να λέει: «Με ξεγέλασε, παιδιά, μου την έσκασε κανονικά!» Μερικές φορές λέει την ιστορία σε κάποια ομάδα αντρών που γευματίζουν καθισμένοι σε μια από τις πλατφόρμες πίσω από το εργοστάσιο" τρώγοντας κι ο ίδιος το φαγητό που έχει ετοιμάσει μόνος του, γιατί δεν υπάρχει πια Λούλουμπελ να του μαγειρέψει. Συνήθως γελούν όταν τους αφηγείται την ιστορία, που τελειώνει πάντα με την Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ. Διάβολε, κι εγώ γελούσα. Είναι αστεία ιστορία, ακόμη κι αν ξέρεις ποια ήταν η κατάληξη. Όχι πως ξέρει κανείς μας, απόλυτα τουλάχιστον. «Σχόλασα στις τέσσερις, ως συνήθως», έλεγε ο Λ. Τ., «και ύστερα πήγα στο Ντεμπ'ς Ντεν για καμιά δυο μπίρες, όπως σχεδόν κάθε μέρα. Έπαιξα ένα παιχνίδι στα φλιπεράκια κι έπειτα γύρισα στο σπίτι. Και τότε ήταν που τα πράγματα έπαψαν να είναι όπως συνήθως. 'Όταν κάποιος ξυπνά το πρωί, δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το πόσο μπορεί ν' αλλάξει η ζωή του ώσπου να γείρει το ίδιο βράδυ το κεφάλι του στο μαξιλάρι. "Δεν ξέρεις ούτε την ημέρα ούτε την ώρα", λέει η Βίβλος. Νομίζω πως αυτό το εδάφιο αναφέρεται στο θάνατο, όμως ταιριάζει και σ' όλα τ' άλλα, παιδιά. Στα πάντα. Δεν ξέρεις πότε θα σπάσει του βιολιού σου η χορδή. »Όταν έστριψα στο δρόμο του σπιτιού μου, είδα την πόρτα του γκαράζ ανοιχτή και το μικρό Σουμπαρού της να λείπει, αλλά αυτό δε μου φάνηκε πολύ παράξενο. Πάντα, όταν πήγαινε κάπου, για ψώνια, οπουδήποτε, άφηνε την αναθεματισμένη την πόρτα του γκαράζ ανοιχτή. Της έλεγα: "Δούλου, αν συνεχίσεις να το κάνεις αυτό, κάποιος θα μπει τελικά και θα βουτήξει κάτι, μια τσουγκράνα, ένα σακούλι τύρφη, ίσως και τη χλοοκοπτική μηχανή. Διάβολε, ακόμη κι ένας ένθερμος Αντβεντιστής της Έβδομης Ημέρας θα έκλεβε αν τον έβαζες στον πειρασμό, άσε που δεν υπάρχει χειρότερο είδος ανθρώπου για να βάλεις σε πειρασμό, γιατί τον νιώθει πολύ βαθύτερα από μας τους υπόλοιπους". Τέλος πάντων, εκείνη πάντα έλεγε: "θα βάλω τα δυνατά μου, Λ. Τ., αληθινά θα τα βάλω, γλυκέ μου". Κι έβαλε τα δυνατά της, απλώς κάπου κάπου επαναλάμβανε το λάθος της όπως κάθε αμαρτωλός. »Άφησα το αυτοκίνητο στην άκρη, για να μπορέσει να βάλει μέσα το δικό της όταν θα γύριζε απ' όπου ήταν, όμως έκλεισα την πόρτα του γκαράζ.

Page 256: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ύστερα μπήκα από την κουζίνα. Είχα κοιτάξει μήπως είχαμε κανένα γράμμα, όμως το κουτί ήταν άδειο και τα γράμματα ακουμπισμένα μέσα, πάνω στον πάγκο, επομένως πρέπει να είχε φύγει μετά τις έντεκα, γιατί ο ταχυδρόμος δεν έρχεται ποτέ νωρίτερα από εκείνη την ώρα. »Λοιπόν, η Λούσι είναι δίπλα στην πόρτα και νιαουρίζει όπως όλες οι γάτες του Σιάμ. Μ' αρέσει αυτό το νιαούρισμα, το βρίσκω χαριτωμένο, όμως η Λούλου το μισούσε πάντα, ίσως γιατί της θύμιζε κλάμα μωρού και δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με μωρά. "Τι το χρειάζομαι το μυξιάρικο;" έλεγε. »Ούτε το ότι βρισκόταν η Λούσι στην πόρτα ήταν ασυνήθιστο. Αυτή η γάτα με λάτρευε. Ακόμη με λατρεύει. Είναι δυο χρόνων τώρα. Την πήραμε στις αρχές της τελευταίας χρονιάς του γάμου μας. Κάπου τότε. Μου φαίνεται απίστευτο ότι η Λούλου λείπει ένα χρόνο και ήμαστε μαζί μόλις τρία. Η Λούλουμπελ δεν ήταν γυναίκα που περνούσε απαρατήρητη. Είχε κάτι από σταρ πάνω της. Ξέρετε ποια μου θύμιζε πάντα; Τη Λουσίλ Μπολ. Τώρα που το συλλογίζομαι, φαντάζομαι πως αυτός ήταν ο λόγος που έβγαλα τη γάτα Λούσι, αν και δε θυμάμαι να το είχα σκεφτεί τότε. Μπορεί να ήταν αυτό που θα λέγαμε υποσυνείδητος συνειρμός. Έμπαινε σ' ένα δωμάτιο -η Λούλουμπελ, εννοώ, όχι η γάτα- και ήταν σαν να το φώτιζε. Όταν ένας τέτοιος άνθρωπος χάνεται, δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις και δεν παύεις να περιμένεις να γυρίσει. »Όμως έλεγα για τη γάτα. Λεγόταν Λούσι, αλλά η Λούλουμπελ τη μισούσε τόσο πολύ, που άρχισε να τη λέει Τρελολούσι, και της έμεινε. Αλλά η Λούσι δεν ήταν παλαβή, απλώς ήθελε να την αγαπούν, περισσότερο απ' όσο το ήθελε οποιοδήποτε άλλο κατοικίδιο είχα στη ζωή μου, και είχα μπόλικα. »Τέλος πάντων, μπήκα στο σπίτι, έπιασα τη γάτα, τη χάιδεψα λιγάκι κι εκείνη ανέβηκε στον ώμο μου και κάθισε εκεί, γουργουρίζοντας και μιλώντας γατίσια. Κοίταξα την αλληλογραφία στον πάγκο, έβαλα τους λογαριασμούς στο καλάθι και ύστερα πήγα στο ψυγείο για να δώσω λίγο φαγητό στη Λούσι. Έχω πάντα μια ανοιγμένη κονσέρβα για γάτες εκεί μέσα, σκεπασμένη μ' ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο. Ειδάλλως, είναι τόση η έξαψη της Λούσι όταν ακούει το ανοιχτήρι για τις κονσέρβες, που βυθίζει τα νύχια της στον ώμο μου. Οι γάτες είναι ξύπνιες, ξέρετε. Πολύ πιο ξύπνιες από τους σκύλους. Και από άλλες απόψεις διαφέρουν. Μπορεί η μεγαλύτερη διάκριση στον κόσμο να μην είναι ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, αλλά σ' αυτούς που αγαπούν τις γάτες και σ' εκείνους που αγαπούν τους σκύλους. Το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό, παιδιά; »Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο γκρίνιαζε η Λούλου που έβαζα μια ανοιγμένη κονσέρβα για γάτες στο ψυγείο, κι ας ήταν σκεπασμένη με

Page 257: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αλουμινόχαρτο. Έλεγε πως έδινε στα πάντα μια μυρωδιά μπαγιάτικου τόνου, αλλά δε σκόπευα να της κάνω το χατίρι. Στα περισσότερα πράγματα της το έκανα, αλλά αυτό ήταν από τις λίγες εξαιρέσεις, τελεία και παύλα. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε να κάνει με την τροφή της γάτας αλλά με την ίδια τη γάτα. Απλώς δε χώνευε τη Λούσι. Η Λούσι ήταν η γάτα της, αλλά δεν τη χώνευε. »Τέλος πάντων, πήγα στο ψυγείο και είδα ένα σημείωμα στερεωμένο πάνω μ' ένα μαγνήτη. Ήταν από τη Λούλουμπελ. Να τι έλεγε, απ' όσο θυμάμαι: «"Αγαπημένε μου Λ. Τ. - Σ' αφήνω, γλυκέ μου. θα είμαι πια μακριά όταν θα διαβάζεις αυτό το σημείωμα, εκτός κι αν έχεις γυρίσει νωρίς στο σπίτι. Δε νομίζω πως θα γυρίσεις νωρίς στο σπίτι, δεν το έχεις κάνει ποτέ τόσο καιρό που είμαστε παντρεμένοι, τουλάχιστον όμως ξέρω ότι θα βρεις το μήνυμα μου με το που θα μπεις, γιατί το πρώτο πράγμα που κάνεις όταν έρχεσαι στο σπίτι δεν είναι να μου λες 'Γεια σου, γλυκιά μου, ήρθα' και να μου δίνεις ένα φιλί, αλλά να πηγαίνεις στο ψυγείο, να βγάζεις τα βρομερά απομεινάρια της τελευταίας κονσέρβας για γάτες και να ταΐζεις την Τρελολούσι. Έτσι, ξέρω, τουλάχιστον, πως δεν πρόκειται ν' ανέβεις πάνω και να μείνεις άφωνος βλέποντας να λείπουν ο πίνακας μου, Ό Μυστικός Δείπνος του Έλβις', καθώς και τα ρούχα μου από την ντουλάπα και θαρρώντας πως μπήκε κάποιος διαρρήκτης που τρελαίνεται για γυναικεία φορέματα (ανΐίθετα με κάποιους που δε νοιάζονται παρά γι' αυτό που υπάρχει από μέσα). »"Κάποιες φορές με εκνευρίζεις, καλέ μου, όμως εξακολουθώ να πιστεύω πως είσαι γλυκός και ευγενικός, και 0α είσαι πάντα το λουκουμάκι μου, όπου κι αν βγάλει, τον καθέναν από μας, ο δρόμος του. Απλώς αποφάσισα πως δεν είμαι φτιαγμένη για σύζυγος κάποιου που συσκευάζει χοιρινό σε κονσέρβες. Δεν το λέω με έπαρση αυτό. Μέχρι που τηλεφώνησα σε ανοιχτή γραμμή μέντιουμ την περασμένη εβδομάδα, όταν πάλευα να πάρω αυτή την απόφαση ξενυχτώντας κάθε βράδυ (και ακούγοντας σε να ροχαλίζεις. Δε θέλω να σε πληγώσω, αλλά ροχαλίζεις φρικτά), και το μήνυμα που πήρα ήταν το εξής: 'Ένα σπασμένο κουτάλι μπορεί να γίνει πιρούνι'. Δεν το κατάλαβα στην αρχή, αλλά δε σήκωσα τα χέρια ψηλά. Δεν είμαι ξύπνια σαν κάποιους άλλους (ή σαν κάποιους που θαρρούν πως είναι ξύπνιοι), όμως δεν παραδίδω τα όπλα. Ο καλύτερος μύλος αλέθει αργά αλλά καλά, έλεγε η μητέρα μου, κι εγώ το άλεσα αυτό σαν τους μύλους που έχουν για το πιπέρι στα κινέζικα εστιατόρια, στριφογυρίζοντας το στο μυαλό μου αργά τη νύχτα, όταν εσύ ροχάλιζες και αναμφίβολα ονειρευόσουν πόσα γουρουνίσια μουσούδια χωρούν σε μια κονσέρβα. Και σκέφτηκα πόσο όμορφο είναι

Page 258: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αυτό, ότι ένα σπασμένο κουτάλι μπορεί να γίνει πιρούνι. Γιατί ένα πιρούνι έχει δόντια. Και μπορεί να πρέπει αυτά τα δόντια να χωρίσουν, όμως δεν παύουν να έχουν την ίδια λαβή. Όπως εμείς. Είμαστε και οι δυο άνθρωποι, Λ. Τ., ικανοί να αγαπούμε και να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Κοίτα πόσες φορές καβγαδίσαμε για τον Φρανκ και την Τρελολούσι, κι όμως κατορθώσαμε να τα μπαλώσουμε. Τώρα ήρθε η στιγμή, όμως, να αναζητήσω την τύχη μου σε διαφορετικά μονοπάτια απ' το δικό σου, να σκαλίσω μονάχη μου μέσα στο μεγάλο κατσαρόλι της ζωής, για να δω τι κρύβει για μένα. Άλλωστε, μου λείπει η μητέρα μου"». (Δεν είμαι βέβαιος αν όλα αυτά υπήρχαν στο σημείωμα που βρήκε ο Λ. Τ. πάνω στο ψυγείο του· δεν φαίνεται πολύ πιθανό, οφείλω να ομολογήσω· όμως, οι άντρες που άκουγαν την ιστορία του, σ' εκείνο το σημείο πια, κυλιούνταν στο πάτωμα -για την ακρίβεια, στην πλατφόρμα- από τα γέλια· και αυτά τα λόγια ήταν σίγουρα στο ύφος της Λούλουμπελ, αυτό μπορώ να σας το βεβαιώσω.) «"Σε παρακαλώ, μην προσπαθήσεις να με ακολουθήσεις, Λ. Τ., και, παρ' ότι θα είμαι στης μητέρας μου και ξέρω πως έχεις το τηλέφωνο της, αν περιμένεις να σε πάρω εγώ αντί να μου τηλεφωνήσεις πρώτος, θα το εκτιμούσα. Κάποια στιγμή θα το κάνω, αλλά στο μεταξύ έχω πολλά να σκεφτώ και, παρ' ότι τα πράγματα είναι πια αρκετά ξεκάθαρα για μένα, δεν παύουν να είναι ακόμη λιγάκι θολά. Φαντάζομαι πως τελικά θα σου ζητήσω διαζύγιο, και θεωρώ πως είναι δίκαιο να σου το πω. Δε μου αρέσει να κάνω τους άλλους να ελπίζουν μάταια· πιστεύω πως η αλήθεια είναι ο φόβος και ο τρόμος του Διαβόλου. Σε παρακαλώ, μην ξεχνάς πως, ό,τι κάνω, το κάνω με αγάπη, όχι με πικρία και μίσος. Και, σε παρακαλώ, να θυμάσαι αυτό που μου είπαν και που τώρα σου λέω: ένα σπασμένο κουτάλι μπορεί να κρύβει μέσα του ένα πιρούνι. Με αγάπη, Λούλουμπελ Σιμς"». Ο Λ. Τ. σταματούσε εκεί, έπαιρνε ξανά εκείνο το χαρακτηριστικό του ύφος, με τα μάτια του γυρισμένα προς τα πάνω, και τους άφηνε να χωνέψουν το γεγονός πως η σύζυγος του χρησιμοποιούσε ξανά το πατρικό της όνομα. Ύστερα τους έλεγε τι έγραφε στο υστερόγραφο κάτω από το σημείωμα της. «"Πήρα τον Φρανκ και σου άφησα την Τρελολούσι. Σκέφτηκα πως ήταν αυτό που θα 'θελες. Αγάπη, Λούλου"». Αν η οικογένεια Ντεγουίτ ήταν ένα πιρούνι, η Τρελολούσι και ο Φρανκ ήταν τα άλλα δύο δόντια του. Πάντως, κι αν δεν υπήρχε πιρούνι (κι εγώ, τουλάχιστον, πίστευα και πιστεύω πως ο γάμος μοιάζει περισσότερο με μαχαίρι αληθινά επικίνδυνο, δίκοπο), η Τρελολούσι και ο Φρανκ συνόψιζαν

Page 259: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ό,τι πήγε στραβά στο γάμο του Λ. Τ. και της Λούλουμπελ. Γιατί, σκεφτείτε το· αν και η Λούλουμπελ αγόρασε τον Φρανκ για τον Λ. Τ. (στην πρώτη επέτειο του γάμου τους) και ο Λ. Τ. αγόρασε τη Λούσι, τη μετέπειτα Τρελολούσι, για τη Λούλουμπελ (στη δεύτερη επέτειο του γάμου τους), κατέληξαν ο καθένας με το κατοικίδιο ζώο του άλλου όταν έφυγε η Λούλου. «Μου πήρε αυτόν το σκύλο γιατί μ' άρεσε εκείνος στο Φρέϊζερ», έλεγε ο Λ. Τ. «Η ράτσα αυτού του σκύλου είναι τεριέ, αλλά δε θυμάμαι τώρα τι είδους. Τζακ κάτι. Τζακ Σπρατ; Τζακ Ρόμπινσον; Τζακ Σκατά; Ξέρετε πώς είναι όταν έχεις κάτι στην άκρη της γλώσσας σου». Κάποιος του έλεγε πως ο σκύλος στο Φρέϊζερ ήταν Τζακ Ράσελ τεριέ και ο Λ. Τ. συμφωνούσε κουνώντας το κεφάλι. «Σωστά!» αναφωνούσε. «Ναι! Ακριβώς! Αυτό ήταν ο Φρανκ, ναι, Τζακ Ράσελ τεριέ. Όμως ξέρετε ποια είναι η μαύρη αλήθεια; Σε καμιά ώρα από τώρα θα το έχω ξεχάσει ξανά· θα υπάρχει κάπου μέσα στο μυαλό μου, αλλά σαν να βρίσκεται πίσω από ένα βράχο. Σε καμιά ώρα από τώρα θα αναρωτιέμαι ξανά: "Τι είπε αυτός ο τύπος πως ήταν ο Φρανκ; Τζακ Χαντλ τεριέ; Τζακ Ράμπιτ τεριέ; Αυτό μοιάζει, ξέρω ότι μοιάζει..." κ.λπ., κ.λπ. Γιατί; Ο λόγος είναι, θαρρώ, πως μισούσα τόσο πολύ αυτόν το διάολο, αυτό το ποντίκι με τη σκυλίσια φωνή, αυτή τη μαλλιαρή σκατομηχανή. Το μίσησα από την πρώτη στιγμή που το είδα. Να λοιπόν. Τώρα που το είπα, που το έβγαλα από μέσα μου, νιώθω ανακούφιση. Και ξέρετε κάτι; Ο Φρανκ έτρεφε τα ίδια αισθήματα απέναντι μου. Με το που με αντίκρισε, με μίσησε. «Ξέρετε πώς κάποιοι άντρες εκπαιδεύουν τα σκυλιά τους να τους φέρνουν τις παντόφλες; Ο Φρανκ αρνιόταν να μου τις φέρει, αλλά ξερνούσε πάνω τους. Ναι. Την πρώτη φορά που το έκανε, έβαλα μέσα το δεξί μου πόδι. Ήταν σαν να βάζεις το πόδι σου σε ζεστή σούπα με μεγάλα κομμάτια κρέας. Αν και δεν τον είδα, η θεωρία μου ήταν πως περίμενε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας μέχρι να με δει να έρχομαι -παραμόνευε, διάβολε, έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας-, έπειτα μπήκε μέσα, ξέρασε στη δεξιά μου παντόφλα και ύστερα κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι για να παρακολουθήσει το γλέντι. Το συμπεραίνω από το ότι ο εμετός ήταν ακόμη ζεστός. Γαμημένο σκυλί. Ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, λένε. Χα! Σκατά! Ήθελα να το δώσω στον μπόγια, του είχα φορέσει ήδη το λουρί του, όμως η Λούλου έπαθε κρίση, θα νόμιζε κανένας πως είχε μπει στην κουζίνα και με είχε αντικρίσει να κάνω στο βρομόσκυλο κλύσμα με οξύ.

Page 260: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

»"Αν δώσεις τον Φρανκ στον μπόγια, δώσε μαζί κι εμένα", είπε βάζοντας τα κλάματα. "Τόσο τον νοιάζεσαι, και τόσο νοιάζεσαι κι εμένα. Καλέ μου, δε σου είμαστε παρά μπελάδες που θα 'θελες να ξεφορτωθείς. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια". Είχε πάρει μπρος και δεν έλεγε να σταματήσει. »"Ξέρασε μέσα στην παντόφλα μου", είπα. »"Ο σκύλος ξέρασε μέσα στην παντόφλα του, γι' αυτό πάρτε του το κεφάλι", είπε εκείνη. "Αχ, γλυκέ μου, μονάχα να 'σουν από μια μεριά και να άκουγες τον εαυτό σου!" »"Ε, για δοκίμασε να βάλεις το δικό σου πόδι σε μια παντόφλα γεμάτη ξερατά σκύλου και να δεις πώς θα νιώσεις", είπα. Τότε, πια, είχα γίνει έξω φρενών. »Μόνο που ήταν ανώφελο να γίνεσαι έξω φρενών με τη Λούλου. Τις περισσότερες φορές, αν είχες το ρήγα, είχε τον άσο. Αν είχες τον άσο, είχε ατού. Και χόντραινε το παιχνίδι. Αν συνέβαινε κάτι και ενοχλιόμουν, τσατιζόταν. Αν τσατιζόμουν, εξοργιζόταν. Αν εξοργιζόμουν, εξαπέλυε ολόκληρο πυρηνικό οπλοστάσιο καταπάνω μου. Δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Συνήθως δεν άξιζε τον κόπο. Μονάχα που, κάθε φορά που καβγαδίζαμε, το ξεχνούσα. »Μου είπε λοιπόν: "Πω, πω. Το τσουρεκάκι μου έβαλε το ποδαράκι του σε λίγο σάλιο". Προσπάθησα να της εξηγήσω πως δεν ήταν σάλιο, πως το σάλιο δεν έχει τέτοια πελώρια κομμάτια μέσα, όμως δε με άφηνε ν' αρθρώσω λέξη. Τότε, πια, είχε πάρει μπρος και τίποτε δεν τη σταματούσε. »"θα σου πω κάτι, γλυκέ μου", μου είπε. "Λιγάκι σάλιο μέσα στην παντόφλα σου δεν είναι τίποτε μπροστά σ' αυτά που υποφέρω εγώ από τους άντρες. Για δοκίμασε να δεις πώς είναι να 'σαι γυναίκα. Για δοκίμασε να 'σαι εσύ αυτός που καταλήγει ξαπλωμένος ανάσκελα να περιμένει" αυτός που πηγαίνει μέσα στη νύχτα στην τουαλέτα και βρίσκεται ξαφνικά καθισμένος στην κρύα πορσελάνη, με τον πισινό του μες στο νερό, γιατί ο άντρας έχει ξεχάσει να κατεβάσει το κάθισμα της λεκάνης. Μια μικρή μεταμεσονύχτια ψυχρολουσία. Ψιλοπράγματα. Και συνήθως δεν έχει τραβήξει καν το καζανάκι. Οι άντρες νομίζουν πως έρχεται η Νεράιδα των Ούρων στις δύο τη νύχτα και το τραβά, και να σε, καθισμένη στο κάτουρο, και ξάφνου νιώθεις και τα πόδια σου βουτηγμένα μέσα του επίσης, βρίσκεσαι να πλατσουρίζεις μέσα στη λεμονάδα, γιατί οι περισσότεροι άντρες θαρρούν πως είναι δεινοί σκοπευτές όταν σημαδεύουν με το πουλί τους, κι ας γεμίζουν τον κόσμο κάτουρο. Μεθυσμένοι, ξεμέθυστοι, πρέπει να καταβρέξουν πρώτα παντού, προτού πετύχουν τη λεκάνη. Όλη μου τη ζωή είμαι υποχρεωμένη να το ανέχομαι αυτό, γλυκέ μου, μ' έναν πατέρα,

Page 261: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τέσσερις αδερφούς, έναν πρώην σύζυγο, κι εσύ είσαι έτοιμος να στείλεις τον άμοιρο τον Φρανκ στο θάλαμο αερίων γιατί σου σάλιωσε λιγάκι την παντόφλα". »"Τη γούνινη παντόφλα", της είπα, αλλά είχα καταθέσει πια τα όπλα. Ένα γεγονός στη ζωή μου με τη Λούλου, και ίσως προς τιμήν μου, ήταν πως ήξερα πότε είχα νικηθεί. Όταν έχανα, ήταν οριστικό. Κάτι που δε θα της έλεγα, κι ας ήξερα πως ήταν αλήθεια, ήταν πως ο σκύλος είχε ξεράσει στην παντόφλα μου επίτηδες, όπως κατουρούσε επίτηδες στα εσώρουχα μου αν ξεχνούσα να τα βάλω στο καλάθι πριν φύγω για τη δουλειά. Εκείνη μπορούσε να αφήσει τα σουτιέν και τα βρακιά της σκορπισμένα από την Κόλαση ως το Χάρβαρντ, που λέει ο λόγος -και τα άφηνε-, αλλά, αν έκανα εγώ ν' αφήσω ένα ζευγάρι αθλητικές κάλτσες στη γωνιά, γύριζα σπίτι και ανακάλυπτα πως το διαολεμένο το Τζακ Σκατά τεριέ τις είχε καταβρέξει με τη λεμονάδα του. Να της το πω, όμως; θα μ' έστελνε στον ψυχίατρο, θα το έκανε, κι ας ήξερε πως ήταν αλήθεια. Γιατί, διαφορετικά, θα 'πρεπε να πάρει στα σοβαρά αυτά που της έλεγα, και δεν το ήθελε. Βλέπετε, λάτρευε τον Φρανκ, κι εκείνος τη λάτρευε επίσης. Ήταν σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. »Ο Φρανκ πήγαινε στην πολυθρόνα της όταν βλέπαμε τηλεόραση, καθόταν στο πάτωμα δίπλα της κι έβαζε το μουσούδι του στο παπούτσι της. Έμενε ξαπλωμένος εκεί, όλο το βράδυ, κοιτάζοντας την όλο συναίσθημα και αγάπη, με τον πισινό του στραμμένο προς το μέρος μου, για να έχω το προνόμιο να αναπνέω τις πορδές του. Τη λάτρευε και τον λάτρευε. Γιατί; Ένας θεός ξέρει. Η αγάπη είναι ένα μυστήριο για όλους, εκτός από τους ποιητές, φαντάζομαι, και κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει ούτε λέξη απ' ό,τι γράφουν γι' αυτή. Νομίζω πως ούτε οι ίδιοι τα καταλαβαίνουν, τις λίγες φορές που παύουν να πετάνε στα σύννεφα. »Όμως η Λούλουμπελ δε μου χάρισε εκείνον το σκύλο για να τον έχει η ίδια, αυτό να το ξεκαθαρίσουμε. Ξέρω πως κάποιοι κάνουν τέτοιου είδους πράγματα· ένας άντρας κάνει δώρο στη γυναίκα του ένα ταξίδι στο Μαϊάμι γιατί θέλει να πάει εκεί ο ίδιος, ή μια γυναίκα χαρίζει στον άντρα της ένα ποδήλατο γυμναστηρίου γιατί πιστεύει πως πρέπει να κάνει κάτι με το στομάχι του· εμείς όμως δεν ήμαστε έτσι. Ήμαστε τρελά ερωτευμένοι στην αρχή· της ήμουν δοσμένος, και θα στοιχημάτιζα τη ζωή μου πως μου ήταν δοσμένη κι εκείνη. Όχι, μου αγόρασε εκείνον το σκύλο γιατί γελούσα πάντα τόσο πολύ μ' αυτόν στο Φρέϊζερ. Ήθελε να με κάνει ευτυχισμένο, αυτό όλο κι όλο. Δεν ήξερε πως ο Φρανκ θα την ερωτευόταν, ή πως εκείνη θα ερωτευόταν αυτόν, όπως δεν ήξερε πως ο σκύλος θα με αντιπαθούσε τόσο πολύ, που η μεγαλύτερη του διασκέδαση θα ήταν να ξερνά στην παντόφλα

Page 262: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μου, ή να μασούλα τις κουρτίνες από τη δική μου μεριά του κρεβατιού». Ο Λ. Τ. κοίταζε τριγύρω τους χαμογελαστούς άντρες, δίχως να χαμογελά ο ίδιος· όμως έπαιρνε πάλι εκείνη τη βασανισμένη έκφραση, με τα μάτια του γυρισμένα προς τα πάνω, κι εκείνοι γελούσαν, αδημονώντας να συνεχίσει. Κι εγώ το ίδιο, κι ας ήξερα ό,τι ήξερα για τον Άνθρωπο με το Τσεκούρι. «Δε με είχαν μισήσει ξανά ποτέ», έλεγε, «ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, και αυτό με τάραξε πολύ. Με τάραξε αληθινά. Προσπάθησα να γίνω φίλος με τον Φρανκ, για χάρη δική μου αλλά και δική της που μου τον είχε χαρίσει· όμως δεν τα κατάφερα. Μπορεί να προσπάθησε κι εκείνος να γίνει φίλος μου... μ' ένα σκύλο ποιος μπορεί να ξέρει; Αν το προσπάθησε, ούτε εκείνος τα κατάφερε. Κάποια στιγμή αργότερα διάβασα -στην εφημερίδα, στη στήλη της Άμπι, νομίζω- πως ένα κατοικίδιο ζώο είναι το χειρότερο δώρο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον, και συμφωνώ, θέλω να πω, ακόμη κι αν συμπαθείς το ζώο και το ζώο σε συμπαθεί, αυτός που σ' το δωρίζει είναι σαν να σου λέει: "Καλέ μου, πάρε αυτό το υπέροχο δώρο από μένα, είναι μια μηχανή που τρώει απ' τη μια μεριά και χέζει απ' την άλλη, θα την έχεις για δεκαπέντε χρόνια πάνω κάτω, και Καλά Χριστούγεννα". Αυτά, όμως, είναι πράγματα που συνήθως τα σκέφτεσαι υστέρα, αν με καταλαβαίνετε. »Πιστεύω πως βάλαμε τα δυνατά μας εγώ κι ο Φρανκ. Τελικά, αν και μισούσαμε φρικτά ο ένας τον άλλο, αγαπούσαμε και οι δύο τη Λούλουμπελ. Αυτός είναι ο λόγος, νομίζω, που, αν και μερικές φορές μου γρύλιζε όταν καθόμουν δίπλα της στον καναπέ και βλέπαμε κάποια σειρά ή ταινία στην τηλεόραση, δε με δάγκωσε ποτέ. Και πάλι, όμως, μ' έκανε έξω φρενών. Ακούς εκεί, να έχει το θράσος, η μαλλιαρή βρομόμπαλα, να μου γρυλίζει. »"Κοίτα τον", έλεγα, "μου γρυλίζει". »Κι εκείνη του χάιδευε το κεφάλι όπως δε χάιδευε σχεδόν ποτέ το δικό μου, εκτός κι αν τα είχε τσούξει, κι έλεγε πως δεν ήταν παρά ο τρόπος που είχαν οι σκύλοι για να γουργουρίζουν. Πως ήταν ευτυχισμένος που βρισκόταν μαζί μας, που περνούσαμε μια ήσυχη βραδιά στο σπίτι. θα σας πω κάτι, όμως· δε δοκίμασα ποτέ να τον χαϊδέψω όταν δεν ήταν μπροστά κι εκείνη. Κάποιες φορές τον τάιζα, και ποτέ δεν τον κλότσησα (αν και μπήκα μερικές φορές στον πειρασμό, θα ήμουν ψεύτης αν το αρνιόμουν), όμως δε δοκίμασα ποτέ να τον χαϊδέψω. Πιστεύω πως θα με είχε δαγκώσει και ύστερα θα ήμαστε πραγματικά σε πόλεμο. Σχεδόν σαν δυο τύποι που ζουν με την ίδια όμορφη κοπέλα. Menage a trois το λένε στο "Φόρουμ" του Πεντχάουζ. Την αγαπούμε και οι δύο κι εκείνη μας αγαπά και τους δύο, αλλά, καθώς περνά ο καιρός, αρχίζω να συνειδητοποιώ πως η πλάστιγγα

Page 263: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γέρνει και αρχίζει να αγαπά τον Φρανκ λιγάκι περισσότερο από μένα. Ίσως γιατί ο Φρανκ δεν αντιμιλά ποτέ, ούτε ξερνά μέσα στις δικές της παντόφλες, και με τον Φρανκ δεν τίθεται ζήτημα με το αναθεματισμένο το σκέπασμα της λεκάνης γιατί κατουρά έξω. Εκτός κι αν τύχει, δηλαδή, να ξεχάσω κάνα σορτσάκι μου στη γωνιά ή κάτω από το κρεβάτι». Σ' αυτό το σημείο ο Λ. Τ. συνήθως έπινε όσο παγωμένο καφέ είχε απομείνει στο θερμός του, τεντωνόταν, ή και τα δύο. Ήταν ο τρόπος του για να πει πως η πρώτη πράξη είχε τελειώσει και θα άρχιζε η δεύτερη. «Κι έτσι, μια μέρα, ένα Σάββατο, η Λούλου κι εγώ ήμαστε στο εμπορικό κέντρο. Απλώς τριγυρίζαμε, όπως κάνει ο κόσμος. Ξέρετε. Φτάνοντας σ' ένα μαγαζί με κατοικίδια ζώα, είδαμε ένα πλήθος μαζεμένο μπροστά στη βιτρίνα. "Α, πάμε να δούμε", είπε η Λούλου κι έτσι πήγαμε, χωθήκαμε ανάμεσα στον κόσμο και φτάσαμε μπροστά μπροστά. »Υπήρχε ένα ψεύτικο δέντρο με γυμνά κλαριά και ψεύτικο χορτάρι τριγύρω και κάτι γατάκια του Σιάμ, πέντ’ έξι, που κυνηγούσαν το ένα το άλλο, σκαρφάλωναν στο δέντρο, χτυπούσαν το ένα τ' αυτιά του άλλου. »"Αχ, δεν είναι χαριτωμένα;" είπε η Λούλου. "Αχ, δεν είναι σκέτη γλύκα; Κοίτα, καλέ μου, κοίτα!" «"Κοιτάζω", είπα, κι αυτό που σκεφτόμουν ήταν πως μόλις είχα βρει τι θα έπαιρνα στη Λούλου για την επέτειο μας. Κι αυτό ήταν ανακούφιση. Ήθελα να είναι κάτι αληθινά ξεχωριστό, κάτι που αληθινά θα την ενθουσίαζε, γιατί τα πράγματα δεν πήγαιναν φίνα μεταξύ μας την τελευταία χρονιά. Σκέφτηκα πώς θα ήταν με τον Φρανκ, αλλά δίχως ν' ανησυχώ ιδιαίτερα" οι σκύλοι και οι γάτες καβγαδίζουν πάντα στα κινούμενα σχέδια, όμως στην αληθινή ζωή η εμπειρία μου μου έχει δείξει πως συνήθως τα πηγαίνουν καλά. Συνήθως τα πηγαίνουν καλύτερα απ' ό,τι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ειδικά όταν κάνει κρύο έξω. »Για να μη μακρηγορώ, αγόρασα ένα γατάκι και της το χάρισα στην επέτειο μας. Του έβαλα ένα βελούδινο λουράκι στο λαιμό κι από κάτω στερέωσα μια μικρή κάρτα που έλεγε "ΓΕΙΑ, είμαι η ΛΟΥΣΙ! Έρχομαι με αγάπη από τον Λ. Τ.! Σου εύχομαι ευτυχισμένη δεύτερη επέτειο!" »Μάλλον ξέρετε τι θα σας πω τώρα, έτσι δεν είναι; Φυσικά. Ήταν πάλι όπως με τον αναθεματισμένο τον Φρανκ το τεριέ, αλλά αντίστροφα. Στην αρχή ήμουν ευτυχισμένος σαν γουρούνι μέσα στη λάσπη με τον Φρανκ, και στην αρχή η Λούλουμπελ ήταν ευτυχισμένη σαν γουρούνι μέσα στη λάσπη με τη Λούσι. Την κρατούσε πάνω από το κεφάλι της και της μιλούσε σαν σε μωρό: "Αχ, κοίτα το, κοίτα το καλό μου, είναι

Page 264: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τόσο χαριτωμένο" κ.λπ., κ.λπ... μέχρι που η Λούσι, μ' ένα ουρλιαχτό, χτύπησε τη Λουλουμπελ στην άκρη της μύτης, και μάλιστα με τα νύχια της βγαλμένα. Ύστερα το έβαλε στα πόδια και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Η Λούλου έβαλε τα γέλια, σαν να ήταν το πιο αστείο πράγμα που της συνέβη ποτέ, σαν να ήταν τόσο χαριτωμένο, όμως είδα πως είχε τσατιστεί. »Κι εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Φρανκ. Κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα μας, στα πόδια του κρεβατιού από τη δική της μεριά, αλλά η Λούλου είχε βγάλει μια μικρή κραυγή όταν της χτύπησε το γατάκι τη μύτη κι έτσι ο σκύλος κατέβηκε να δει τι συνέβαινε. »Είδε αμέσως τη Λούσι κάτω από το τραπέζι και τη ζύγωσε μυρίζοντας το λινόλαιο εκεί που ήταν προηγουμένως η γάτα. «"Σταμάτα τα, γλυκέ μου, σταμάτα τα, Λ. Τ., θα τσακωθούν", είπε η Λούλουμπελ. "Ο Φρανκ θα τη σκοτώσει". »"Άσ' τα για λίγο μόνα τους", της είπα, "να δούμε τι θα γίνει". »Η Λούσι κύρτωσε τη ράχη της όπως κάνουν οι γάτες και κάρφωσε τα μάτια της στον Φρανκ, όμως δεν το έβαλε στα πόδια. Η Λούλου έκανε να μπει ανάμεσα τους, αγνοώντας ό,τι της είχα πει (το να ακούει δεν ήταν ακριβώς το χάρισμα της), όμως την έπιασα από τον καρπό εμποδίζοντας την. Είναι προτιμότερο να τα αφήνεις να λύνουν τις διαφορές τους μόνα τους, αν μπορείς. Είναι πάντα καλύτερο. Ταχύτερο. »Λοιπόν, ο Φρανκ έφτασε στην άκρη του τραπεζιού, έχωσε τη μύτη του από κάτω κι άρχισε να γρυλίζει σιγανά. "Άσε με, Λ. Τ., πρέπει να την πιάσω", είπε η Λούλουμπελ. "Ο Φρανκ της γρυλίζει". »"Όχι, δε γρυλίζει", της είπα. "Απλώς γουργουρίζει. Έτσι δε γουργούριζε και σ' εμένα;" »Μου 'ρίξε μια ματιά που τσουρούφλιζε σαν καυτό λάδι, όμως δεν είπε τίποτε. Οι μόνες περιπτώσεις στα τρία χρόνια του γάμου μας που είχα εγώ την τελευταία λέξη ήταν πάντα για τον Φρανκ και την Τρελολούσι. Παράξενο αλλά αληθινό. Για οποιοδήποτε άλλο θέμα, η Λούλου δε θα υποχωρούσε αν δε γινόταν το δικό της. Όταν το θέμα ήταν τα ζώα, όμως, σαν να της τέλειωναν ξαφνικά οι έξυπνες απαντήσεις. Αυτό την έκανε έξω φρενών. »Ο Φρανκ έχωσε το κεφάλι του λίγο παραμέσα, κάτω από το τραπέζι, και η Λούσι του χτύπησε τη μύτη όπως είχε χτυπήσει της Λουλουμπελ· μόνο που τώρα δεν έβγαλε τα νύχια της. Νόμισα πως ο Φρανκ θα της ορμούσε, αλλά

Page 265: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δεν το έκανε. Απλώς ξεφύσηξε κι έκανε μεταβολή. Όχι τρομαγμένος, αλλά σαν να σκεφτόταν: "Α, ώστε έτσι έχει το πράμα". Ύστερα γύρισε στο καθιστικό και ξάπλωσε μπροστά στην τηλεόραση. »Κι αυτή ήταν η μόνη σύγκρουση μεταξύ τους. Όρισαν το καθένα την περιοχή του, όπως ορίσαμε εγώ και η Λούλου τις δικές μας την τελευταία χρονιά του γάμου μας, όταν τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Η κρεβατοκάμαρα ανήκε στον Φρανκ και τη Λούλου, η κουζίνα σ' εμένα και τη Λούσι -μόνο που τα Χριστούγεννα, πια, η Λούλουμπελ τη φώναζε Τρελολούσι και το καθιστικό ήταν ουδέτερο έδαφος. Οι τέσσερις μας περάσαμε πολλές βραδιές εκεί τον τελευταίο χρόνο, η Τρελολούσι στα πόδια μου, ο Φρανκ με το μουσούδι του στο παπούτσι της Λούλου κι εμείς οι άνθρωποι στον καναπέ, η Λούλουμπελ διαβάζοντας ένα βιβλίο κι εγώ παρακολουθώντας τον Τροχό της Τύχης ή το Πλούσιοι και Διάσημοι, που η Λούλουμπελ αποκαλούσε πάντα Πλούσιοι και Βλαμμένοι. »Η γάτα δεν είχε από την πρώτη στιγμή καμιά σχέση μαζί της. Όσο για τον Φρανκ, κάπου κάπου έδινε την εντύπωση πως αυτός τουλάχιστον προσπαθούσε να τα πάει καλά μαζί μου. Τελικά ενέδιδε πάντα στη φύση του και μασουλούσε μία από τις παντόφλες μου, ή κατουρούσε στα εσώρουχα μου, αλλά κάπου κάπου έμοιαζε να προσπαθεί. Μου έγλειφε το χέρι, ίσως μου χαμογελούσε. Συνήθως, όμως, κρατούσα ένα πιάτο με κάτι που λιμπιζόταν. »Οι γάτες είναι διαφορετικές, όμως. Μια γάτα δεν κάνει γαλιφιές ακόμη κι αν είναι για το συμφέρον της. Μια γάτα δεν μπορεί να είναι υποκρίτρια. Αν φέρονταν περισσότεροι κληρικοί όπως οι γάτες, αυτή η χώρα θα ξαναγυρνούσε στη θρησκεία. Αν μια γάτα σε συμπαθεί, το καταλαβαίνεις. Αν δε σε συμπαθεί, επίσης το καταλαβαίνεις. Η Τρελολούσι δε συμπάθησε ποτέ τη Λούλου, ούτε λίγο, και το ξεκαθάρισε από την αρχή. Αν ετοιμαζόμουν να την ταΐσω, η Λούσι τριβόταν στα πόδια μου και γουργούριζε, καθώς έβγαζα με το κουτάλι το φαγητό της και το έριχνα στο πιάτο της. Αν την τάιζε η Λούλου, η Λούσι καθόταν στην άλλη μεριά της κουζίνας, μπροστά στο ψυγείο, κοιτάζοντας την. Και δεν πλησίαζε στο πιάτο αν δεν έφευγε η Λούλου. Έκανε τη Λούλου έξω φρενών. "Αυτή η γάτα θαρρεί πως είναι η Βασίλισσα του Σαβά", έλεγε. Τότε πια είχε πάψει να της μιλά σαν σε μωρό. Είχε πάψει να την πιάνει, επίσης. Αν το έκανε, τις περισσότερες φορές κατέληγε με γρατσουνισμένο καρπό. »Λοιπόν, εγώ προσπαθούσα να υποκρίνομαι πως συμπαθούσα τον Φρανκ και η Λούλου πως συμπαθούσε τη Λούσι, όμως η Λούλου έπαψε να υποκρίνεται πιο γρήγορα από μένα. Φαντάζομαι ότι καμιά τους, ούτε η

Page 266: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γυναίκα ούτε η γάτα, δεν μπορούσε να είναι υποκρίτρια. Δε νομίζω πως η Λούσι ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο έφυγε η Λούλου -διάβολε, το ξέρω πως δεν ήταν-, όμως είμαι βέβαιος πως η Λούσι βοήθησε τη Λούλουμπελ να πάρει την τελική της απόφαση. Ένα κατοικίδιο μπορεί να ζήσει κάμποσα χρόνια, ξέρετε. Έτσι, το δώρο μου για τη δεύτερη επέτειο μας ήταν στην πραγματικότητα η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αυτό να πείτε στη στήλη της Άμπι! »Αυτό που ενοχλούσε περισσότερο τη Λούλου ήταν η φωνή της γάτας. Δεν μπορούσε να την υποφέρει. Ένα βράδυ η Λούλουμπελ μου είπε: "Αν δε σταματήσει αυτή η γάτα να κλαψουρίζει, Λ. Τ., μου φαίνεται πως θα της πετάξω την εγκυκλοπαίδεια στο κεφάλι". »"Δεν κλαψουρίζει", της είπα. "Μιλάει". »"Τέλος πάντων", είπε η Λούλου. "Τότε, θα ήθελα να κάψει να μιλά". »Κι εκείνη τη στιγμή, η Λούσι πήδηξε στα πόδια μου και σταμάτησε. Πάντα σταματούσε, αν εξαιρέσει κανείς ένα σιγανό γουργούρισμα, βαθιά στο λαιμό της. Γουργούρισμα που ήταν αληθινό γουργούρισμα. Χαϊδεύοντας την ανάμεσα στα αυτιά, όπως της αρέσει, σήκωσα συμπτωματικά τα μάτια μου. Η Λούλου κοίταξε αμέσως στο βιβλίο της, όμως πρόλαβα να διακρίνω το βλέμμα της. Ήταν ένα βλέμμα αληθινού μίσους. Όχι για μένα. Για την Τρελολούσι. Να της πετάξει την εγκυκλοπαίδεια στο κεφάλι; Μάλλον θα ήθελε να τη βάλει ανάμεσα σε δυο εγκυκλοπαίδειες και να τη ζουλήξει μέχρι θανάτου. »Κάποιες φορές η Λούλου έμπαινε στην κουζίνα, τσάκωνε τη γάτα πάνω στο τραπέζι και την πετούσε κάτω. Κάποια στιγμή τη ρώτησα αν με είχε δει να πετάω έτσι τον Φρανκ από το κρεβάτι -ο σκύλος ανέβαινε πάνω, ξέρετε, πάντα από τη δική της μεριά, και γέμιζε το κρεβάτι άσπρες τρίχες. Όταν της το είπα, η Λούλου μου χαμογέλασε. Τέλος πάντων, τα χείλη της τραβήχτηκαν και φάνηκαν τα δόντια της. "Αν το δοκίμαζες ποτέ, μάλλον θα βρισκόσουν με δυο τρία δάχτυλα λιγότερα", είπε. »Μερικές φορές η Λούσι ήταν αληθινή Τρελολούσι. Οι γάτες είναι κυκλοθυμικές και μπορούν να γίνουν αληθινά μανιακές· ρωτήστε όποιον είχε ποτέ γάτα. Με τα μάτια τους να λάμπουν ολάνοιχτα και τη φουντωτή τους ουρά τεντωμένη, τρέχουν γύρω γύρω στο σπίτι· κάποιες φορές σηκώνονται στα πίσω πόδια και κάνουν σαν να πυγμαχούν με κάποιον που για μας είναι αόρατος. Η Λούσι έκανε έτσι ένα βράδυ, όταν ήταν ενός έτους περίπου -δε θα ήταν πάνω από τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα που γύρισα σπίτι και ανακάλυψα ότι η Λούλουμπελ είχε φύγει.

Page 267: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

»Τέλος πάντων, η Λούσι μπήκε τρεχάτη από την κουζίνα, γλίστρησε στο ξύλινο πάτωμα, πήδηξε πάνω από τον Φρανκ, γαντζώθηκε από τις κουρτίνες του καθιστικού ανοίγοντας τους μερικές μεγαλούτσικες τρύπες, σκαρφάλωσε ως επάνω, κάθισε στο κουρτινόξυλο και απέμεινε να κοιτάζει κάτω, με τα γαλάζια της μάτια ορθάνοιχτα και αγριεμένα και με την άκρη της ουράς της να τινάζεται πέρα δώθε. »Ο Φρανκ μονάχα ανασηκώθηκε λιγάκι και ύστερα ξανάβαλε το μουσούδι του στο παπούτσι της Λούλουμπελ, όμως η Λούλου, που ήταν απορροφημένη με το βιβλίο της, κατατρόμαξε κι όταν κοίταξε τη γάτα, είδα ξανά στα μάτια της εκείνο το απροκάλυπτο μίσος. »"Εντάξει", είπε, "ως εδώ και μη παρέκει. Τέρμα τ' αστεία. θα βρούμε ένα καλό σπίτι γι' αυτό το γαλανομάτικο τέρας και αν αποδειχτούμε ανίκανοι να βρούμε ένα σπίτι για μια καθαρόαιμη γάτα του Σιάμ, θα την πάμε στη μάντρα για τα αδέσποτα. Ξεχείλισε το ποτήρι". »"Τι εννοείς;" τη ρώτησα. »"Τυφλός είσαι;" μου είπε. "Κοίτα τι έκανε στις κουρτίνες μου! Είναι γεμάτες τρύπες!" »"Αν θες να δεις τρύπιες κουρτίνες", της είπα, "γιατί δεν πας πάνω να δεις αυτές από τη δική μου μεριά του κρεβατιού; Είναι κουρελιασμένες στο στρίφωμα, γιατί τις μασά αυτός". »"Δεν είναι το ίδιο", είπε αγριοκοιτάζοντάς με. "Δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις". »Λοιπόν, σ' αυτή την περίπτωση δε θα έκανα πίσω. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω. "Ο μόνος λόγος που πιστεύεις πως δεν είναι το ίδιο είναι γιατί συμπαθείς το σκύλο που μου έδωσες και όχι τη γάτα που σου χάρισα", είπα. "Όμως θα σου πω ένα πράγμα, κυρία Ντεγουίτ· αν πας σήμερα τη γάτα στη μάντρα για τα αδέσποτα επειδή τρύπησε με τα νύχια της τις κουρτίνες του καθιστικού, σου εγγυώμαι πως αύριο θα της κάνει συντροφιά ο σκύλος γιατί μασούλησε τις κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας. Έγινα κατανοητός;" »Με κοίταξε κι έβαλε τα κλάματα. Μου πέταξε το βιβλίο της και με αποκάλεσε κάθαρμα. Κακόβουλο κάθαρμα. Προσπάθησα να την αρπάξω, να την κρατήσω όσο χρειαζόταν για να προσπαθήσω τουλάχιστον να επανορθώσω, αν υπήρχε δηλαδή κάποιος τρόπος να επανορθώσω δίχως να κάνω πίσω, γιατί το είχα πάρει απόφαση πως εκείνη τη φορά δε θα έκανα πίσω· όμως η Λούλου τράβηξε το μπράτσο της από τα δάχτυλα μου και

Page 268: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ο Φρανκ έτρεξε από πίσω της. Πήγαν πάνω και η πόρτα της κρεβατοκάμαρας έκλεισε με βρόντο. »Την άφησα κάνα μισάωρο να ηρεμήσει και ύστερα ανέβηκα κι εγώ. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν ακόμη κλειστή και, όταν έκανα να την ανοίξω, ο Φρανκ ήταν από πίσω της. Μπορούσα να τον σπρώξω, όμως γρύλιζε. Κι όταν λέω γρύλιζε, εννοώ γρύλιζε, φίλοι μου· δε γουργούριζε. Αν έμπαινα εκεί μέσα, πιστεύω πως θα έβαζε τα δυνατά του να μου κόψει με τα δόντια το πουλί. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα στον καναπέ. Για πρώτη φορά. »Ύστερα από ένα μήνα περίπου η Λούλουμπελ με εγκατέλειψε». Αν είχε υπολογίσει ο Λ. Τ. σωστά το χρόνο που χρειαζόταν για να αφηγηθεί την ιστορία του (τις περισσότερες φορές τον υπολόγιζε, έπειτα από τόσες φορές που την είχε πει), το κουδούνισμα για να ξαναπιάσουμε δουλειά στο Εργοστάσιο Επεξεργασίας Κρέατος Γ. Σ. Χέπερτον στο έϊμς της Αιόβα ηχούσε εκείνη τη στιγμή περίπου, γλιτώνοντας τον από τις ερωτήσεις των νεοφερμένων (οι παλιοί ήξεραν... και ήξεραν πως το καλύτερο ήταν να μη ρωτούν) για το αν τα ξαναβρήκαν ή όχι ο Λ. Τ. και η Λούλουμπελ, ή αν ήξερε πού ήταν εκείνη σήμερα, ή -η ερώτηση του εκατομμυρίου- αν εκείνη και ο Φρανκ ήταν ακόμη μαζί. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από αυτό το κουδούνισμα, της επιστροφής στη δουλειά, αν θέλει κάποιος να ξεφύγει από ερωτήσεις που θα τον έφερναν σε αληθινά δύσκολη θέση. «Λοιπόν», έλεγε ο Λ. Τ., έβαζε στο σάκο του το θερμός του, σηκωνόταν και τεντωνόταν. «Όλα αυτά με οδήγησαν σ' αυτό που ονομάζω Περί Κατοικίδιων θεωρία του Λ. Τ. Ντεγουίτ». Τον κοίταζαν με προσμονή, όπως κι εγώ την πρώτη φορά που τον άκουσα να χρησιμοποιεί αυτή την επιβλητική φράση, όμως πάντα κατέληγαν να νιώθουν αποκαρδιωμένοι, όπως είχα νιώσει κι εγώ. Μια τόσο καλή ιστορία άξιζε μια καλύτερη κατακλείδα, αλλά του Λ. Τ. ήταν πάντα η ίδια. «Αν ο σκύλος σας και η γάτα σας τα πηγαίνουν καλύτερα απ' ό,τι εσείς και η γυναίκα σας», έλεγε, «καλά θα κάνατε να είστε προετοιμασμένοι να γυρίσετε ένα βράδυ στο σπίτι και να βρείτε στην πόρτα σας ένα σημείωμα του στυλ "Αγαπημένε μου Τζον..."». Έλεγε συχνά αυτή την ιστορία, όπως σας είπα, κι ένα βράδυ, όταν ήρθε στο σπίτι μου για φαγητό, την αφηγήθηκε στη γυναίκα μου και την αδερφή της. Η γυναίκα μου είχε προσκαλέσει τη Χόλι, που ήταν σχεδόν δύο χρόνια χωρισμένη, για να είναι τ' αγόρια και τα κορίτσια ισάριθμα. Είμαι βέβαιος πως ο λόγος ήταν μονάχα αυτός, γιατί η Ρόσλιν δεν συμπάθησε ποτέ τον Λ.

Page 269: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τ. Ντεγουίτ. Οι περισσότεροι τον συμπαθούν, νιώθουν γι' αυτόν όπως τα χέρια για το ζεστό νερό, αλλά η Ρόσλιν δεν ήταν ποτέ σαν τους περισσότερους. Ούτε η ιστορία με το σημείωμα στο ψυγείο και τα κατοικίδια της άρεσε· το καταλάβαινα πως δεν της άρεσε, αν και χαχάνιζε στα σωστά σημεία. Όσο για τη Χόλι, δεν ξέρω. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι έχει στο μυαλό του αυτό το κορίτσι. Συνήθως κάθεται απλώς με τα δάχτυλα της πλεγμένα πάνω στα πόδια της, χαμογελώντας σαν τη Μόνα Λίζα. Το λάθος όμως εκείνη τη φορά ήταν δικό μου, τ' ομολογώ. Ο Λ. Τ. δεν ήθελε να αφηγηθεί την ιστορία, όμως τον πίεσα γιατί ήμαστε όλοι βουβοί στο τραπέζι, δεν ακούγονταν παρά τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια, και σχεδόν ένιωθα την απέχθεια της συζύγου μου για τον Λ. Τ. Ήταν σαν να έβγαινε από μέσα της σε κύματα. Και αν ο Λ. Τ. ένιωθε την αντιπάθεια εκείνου του μικρού Τζακ Ράσελ τεριέ, μάλλον θα ένιωθε και την αντιπάθεια της γυναίκας μου. Αυτό πίστευα, τουλάχιστον. Κι έτσι την αφηγήθηκε, βασικά για να με ευχαριστήσει, φαντάζομαι, γυρίζοντας σε όλα τα σωστά σημεία τα μάτια του προς τα πάνω, σαν να έλεγε, «θεέ μου, μου την έσκασε κανονικά, έτσι δεν είναι;» και η γυναίκα μου χαχάνιζε κάπου κάπου -τα χαχανητά της μου φαίνονταν τόσο ψεύτικα όσο τα λεφτά στη Μονόπολη- και η Χόλι χαμογελούσε σαν τη Μόνα Λίζα, με τα μάτια της χαμηλωμένα. Κατά τ' άλλα, το δείπνο κύλησε καλά, και στο τέλος ο Λ. Τ. ευχαρίστησε τη Ρόσλιν για το «έξοχα φίνο γεύμα», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, κι εκείνη του είπε να ξανάρθει όποτε ήθελε, πως μας άρεσε, και σ' εκείνη και σ' εμένα, να τον έχουμε στο σπίτι μας. Αυτό ήταν ψέμα, αλλά δεν πιστεύω να υπήρξε ποτέ δείπνο στην ιστορία του κόσμου στο οποίο να μην ειπώθηκαν μερικά ψέματα. Έτσι, όλα πήγαν καλά, τουλάχιστον μέχρι την ώρα που τον γύρισα σπίτι με το αυτοκίνητο. Ο Λ. Τ. μου είπε ότι σε μία εβδομάδα περίπου θα έκλεινε ένας χρόνος από τότε που είχε φύγει η Λούλουμπελ· θα είχαν την τέταρτη επέτειο τους, που σημαίνει λουλούδια αν είσαι ντεμοντέ και ηλεκτρικές συσκευές αν είσαι μοντέρνος. Ύστερα είπε για το πώς η μητέρα της Λούλουμπελ -στης οποίας το σπίτι η Λούλουμπελ δεν εμφανίστηκε ποτέ- θα έβαζε μια ταφόπετρα με το όνομα της Λούλουμπελ στο τοπικό κοιμητήριο. «Η κυρία Σιμς λέει πως πρέπει να τη θεωρήσουμε νεκρή», είπε ο Λ. Τ. και ύστερα άρχισε να κλαίει γοερά. Ταράχτηκα τόσο, που παραλίγο να βγω από το δρόμο. Έκλαιγε τόσο πολύ, που, όταν μου πέρασε η ταραχή, άρχισα να φοβάμαι πως, με τόση οδύνη που ένιωθε, μπορεί να πάθαινε αποπληξία, ή κάποιο αγγείο του να έσπαζε και να πέθαινε. Κουνιόταν μπρος πίσω στο κάθισμα, χτυπώντας τις παλάμες του στο ταμπλό. Ήταν σαν να είχε ξεσπάσει ένας ανεμοστρόβιλος μέσα του. Τελικά σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και άρχισα να τον χαϊδεύω στον

Page 270: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ώμο. Μέσα από το πουκάμισο του, ένιωθα το δέρμα του καυτό σαν να ψηνόταν. «Έλα, Λ. Τ.», είπα. «Φτάνει». «Απλώς μου λείπει», είπε με φωνή τόσο βραχνή από τα δάκρυα, που με δυσκολία καταλάβαινα τι έλεγε. «Μου λείπει τόσο πολύ, διάβολε. Γυρίζω σπίτι και δε με περιμένει παρά μόνο η γάτα, που νιαουρίζει ασταμάτητα, σαν να κλαίει, και τελικά κλαίω κι εγώ, κλαίμε και οι δυο, καθώς της γεμίζω το πιάτο με την αναθεματισμένη την αηδία που τρώει». Γύρισε το αναψοκοκκινισμένο, δακρυσμένο του πρόσωπο προς το μέρος μου. Πιέστηκα για να τον κοιτάξω κατάματα· ήταν οδυνηρό, αλλά τον κοίταξα· ένιωθα πως έπρεπε να το κάνω. Στο κάτω κάτω, ποιος τον είχε βάλει να πει την ιστορία για τη Λούσι και τον Φρανκ και το σημείωμα πάνω στο ψυγείο εκείνο το βράδυ; Πάντως όχι ο Μάικ Γουάλας ή ο Νταν Ράδερ. Έτσι, τον κοίταξα. Δεν τόλμησα να τον αγκαλιάσω, γιατί φοβόμουν μήπως εκείνος ο ανεμοστρόβιλος που μαινόταν μέσα του πηδούσε μέσα σ' εμένα, όμως συνέχισα να του χαϊδεύω το χέρι. «Πιστεύω πως είναι ακόμη ζωντανή κάπου· αυτό πιστεύω», είπε. Η φωνή του ήταν ακόμη βραχνή και πνιχτή, αλλά και με μια αξιοθρήνητη, αδύναμη νότα αντίστασης τώρα μέσα της. Δεν μου έλεγε αυτό που πίστευε, αλλά αυτό που θα ήθελε να πιστεύει. Είμαι σχεδόν βέβαιος. «Λοιπόν», είπα, «έχεις το δικαίωμα να το πιστεύεις. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να το απαγορεύει, σωστά; Άλλωστε, δε βρέθηκε νεκρή, έτσι δεν είναι;» «Θέλω να τη φαντάζομαι κάπου στη Νεβάδα, να τραγουδά σ' ένα μικρό ξενοδοχείο με καζίνο», είπε. «Όχι στο Βέγκας ή το Ρίνο, δε θα τα κατάφερνε στις μεγαλουπόλεις, όμως στη Γουινεμάκα ή το Τλι, σ' ένα τέτοιο μέρος, είμαι βέβαιος πως θα τα πήγαινε μια χαρά. Είδε κάποια ταμπέλα που έλεγε ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ και αποφάσισε να μη γυρίσει στη μητέρα της. Διάβολε, οι δυο τους δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά έτσι κι αλλιώς, έτσι έλεγε η Λου. Και μπορούσε να τραγουδήσει, ξέρεις. Δεν ξέρω αν την άκουσες ποτέ, όμως μπορούσε. Δε νομίζω πως ήταν σπουδαία, αλλά ήταν καλή. Την πρώτη φορά που την είδα, τραγουδούσε στο σαλόνι του ξενοδοχείου Μάριοτ, στο Κολόμπους του Οχάιο. Ή μπορεί να...» Δίστασε, και ύστερα συνέχισε με πιο σιγανή φωνή. «Η πορνεία είναι νόμιμη στη Νεβάδα, ξέρεις. Όχι σε όλες τις Κομητείες, αλλά στις περισσότερες, θα μπορούσε να δουλεύει σ' ένα από κείνα τα τροχόσπιτα. Πολλές γυναίκες κρύβουν και μια πόρνη μέσα τους. Η Λου,

Page 271: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πάντως, ναι. Δε θέλω να πω ότι ξενοκοιμόταν κι έτσι δεν μπορώ να εξηγήσω πώς το ξέρω, όμως το ξέρω. Ναι... θα μπορούσε να κάνει αυτό». Σώπασε, με τη ματιά του απόμακρη, ίσως βλέποντας στη φαντασία του τη Δούλου μ-πελ σ' ένα κρεβάτι στην πίσω κάμαρα ενός τροχόσπιτου-πορνείου στη Νεβάδα, τη Λούλουμπελ να φορά κάλτσες και τίποτ' άλλο και να ξεπλένει από μέσα της το σπέρμα κάποιου άγνωστου καουμπόι, ενώ από τη διπλανή κάμαρα ακούγονται ο Στιβ Ερλ και οι Ντιουκς να τραγουδούν το «Six Days on the Road», ή η τηλεόραση παίζει. Η Λούλουμπ:ελ να είναι πόρνη αλλά όχι νεκρή και να μη σημαίνει τίποτε το ότι το αυτοκίνητο της, το μικρό Σουμπαρού που είχε από τότε που παντρεύτηκαν, βρέθηκε στην άκρη του δρόμου. Όπως η έκφραση ενός ζώου, που μοιάζει να σε κοιτάζει με τόση προσήλωση, συνήθως δεν σημαίνει τίποτε. «Μπορώ να το πιστεύω αν θέλω», είπε, σκουπίζοντας με την εσωτερική μεριά των καρπών του τα πρησμένα του μάτια. «Φυσικά», είπα εγώ, «φυσικά μπορείς, Λ. Τ.», ενώ αναρωτιόμουν τι θα σκέφτονταν οι χαμογελαστοί άντρες που άκουγαν την ιστορία του γευματίζοντας, αν αντίκριζαν τον τωρινό Λ. Τ., αυτό τον άντρα που έτρεμε, με τα κάτωχρα μάγουλα, τα κόκκινα μάτια και το καυτό δέρμα. «Διάβολε», είπε. «Το πιστεύω». Δίστασε, και ύστερα το είπε ξανά: «Το πιστεύω». Όταν γύρισα, η Ρόσλιν ήταν ξαπλωμένη, μ' ένα βιβλίο στα χέρια και σκεπασμένη ως το στέρνο. Μέχρι να πάω τον Λ. Τ. σπίτι του και να γυρίσω, η Χόλι είχε φύγει για το δικό της σπίτι. Η Ρόσλιν ήταν κακοδιάθετη και σύντομα ανακάλυψα το λόγο. Η γυναίκα πίσω από το χαμόγελο της Μόνα Λίζα είχε σαγηνευτεί από το φίλο μου και σίγουρα η σύζυγος μου δεν το ενέκρινε αυτό. «Πώς του πήραν το δίπλωμα οδήγησης;» με ρώτησε και, πριν προλάβω να απαντήσω, είπε: «Έπινε, σωστά;» «Έπινε, ναι. Ουί». Κάθισα στη δική μου μεριά του κρεβατιού κι έβγαλα τα παπούτσια μου. «Όμως πάνε έξι μήνες από τότε, κι αν μείνει μακριά από το ποτό για άλλους δύο μήνες θα το ξαναπάρει. Πιστεύω πως θα τα καταφέρει. Πηγαίνει στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, ξέρεις». Η γυναίκα μου γρύλισε. Ήταν φανερό ότι δεν είχε εντυπωσιαστεί καθόλου. Έβγαλα το πουκάμισο μου, μύρισα τις μασχάλες και το ξανάβαλα στην ντουλάπα. Δεν το είχα φορέσει παρά μια δυο ώρες, μόνο για το δείπνο.

Page 272: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ξέρεις», είπε η γυναίκα μου, «πιστεύω πως είναι θαύμα που η αστυνομία δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί τον μετά την εξαφάνιση της συζύγου του». «Του έκαναν μερικές ερωτήσεις», είπα, «όμως μόνο για να πάρουν όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν. Δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα να της έκανε κάτι, Ρος. Δεν τον υποψιάστηκαν ούτε στιγμή». «Α, φαίνεσαι απόλυτα βέβαιος». «Για την ακρίβεια, είμαι. Ξέρω κάποια πράγματα. Η Λούλουμπελ τηλεφώνησε στη μητέρα της από ένα ξενοδοχείο στο Κολοράντο την ημέρα που έφυγε και της ξανατηλεφώνησε την επομένη από το Σολτ Λέϊκ Σίτι. Ήταν μια χαρά τότε. Ήταν καθημερινές και ο Λ. Τ. βρισκόταν στο εργοστάσιο. Και ήταν στο εργοστάσιο την ημέρα που βρήκαν το αυτοκίνητο της σ' εκείνο τον επαρχιακό δρόμο κοντά στο Καλιέντε. Δεν τη σκότωσε αυτός, εκτός κι αν μπορεί να πηδά ως δια μαγείας από μέρος σε μέρος εν ριπή οφθαλμού. Συν τοις άλλοις, δε θα το έκανε. Την αγαπούσε». Εκείνη γρύλισε. Είναι αυτός ο απαίσιος ήχος δυσπιστίας που βγάζει μερικές φορές. Ύστερα από περίπου τριάντα χρόνια γάμου, αυτός ο ήχος με κάνει ακόμη να θέλω να της ουρλιάξω να σταματήσει, να πει ό,τι θέλει να πει, ή να το βουλώσει. Αυτή τη φορά σκέφτηκα να της πω πώς είχε βάλει ο Λ. Τ. τα κλάματα· πώς ήταν, σαν να είχε ξεσπάσει ένας ανεμοστρόβιλος μέσα του, ξηλώνοντας ό,τι δεν ήταν στερεωμένο. Το σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. Οι γυναίκες δεν εμπιστεύονται τους άντρες όταν κλαίνε. Μπορεί να ισχυρίζονται το αντίθετο, όμως κατά βάθος δεν τους εμπιστεύονται. «Ίσως θα 'πρεπε να τηλεφωνήσεις εσύ στην αστυνομία», της είπα. «Να τους βοηθήσεις με την εμπειρία σου. Να τους δείξεις αυτά που μπορεί να τους διέφυγαν, όπως η Άντζελα Λάνσμπερι στο Η Συγγραφέας Ντετέκτιβ». Ανέβασα τα πόδια μου στο κρεβάτι. Εκείνη έσβησε το φως. Απομείναμε ξαπλωμένοι στη σκοτεινιά. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή της ήταν πιο απαλή. «Δεν τον συμπαθώ. Απλώς αυτό συμβαίνει. Ποτέ δεν τον συμπάθησα». «Ναι», είπα. «Αυτό είναι προφανές». «Και δε μου άρεσε ο τρόπος που κοίταζε τη Χόλι». Που σήμαινε, όπως διαπίστωσα τελικά, πως δεν της άρεσε ο τρόπος που κοίταζε η Χόλι εκείνον. Όταν δεν είχε τα μάτια της καρφωμένα στο πιάτο της, δηλαδή. «Θα ήθελα να μην τον ξανακαλέσεις για φαγητό», είπε.

Page 273: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν μίλησα. Ήταν αργά. Ήμουν κουρασμένος. Ήταν μια δύσκολη μέρα κι ένα ακόμη πιο δύσκολο βράδυ και ήμουν κουρασμένος. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να καβγαδίσω με τη γυναίκα μου ενώ εγώ ήμουν αποκαμωμένος κι εκείνη ανήσυχη. Είναι το είδος τσακωμού μετά τον οποίο ο ένας από τους δύο καταλήγει να περάσει τη νύχτα στον καναπέ. Και ο μόνος τρόπος για να αποφύγει κανείς έναν τέτοιο τσακωμό είναι να μη μιλήσει. Σ' ένα γάμο, τα λόγια είναι σαν βροχή. Και η γη ενός γάμου είναι γεμάτη ξεροπόταμους και ρεματιές που μπορούν να μετατραπούν σε ορμητικούς χείμαρρους εν ριπή οφθαλμού. Οι ψυχοθεραπευτές πιστεύουν στην κουβέντα, αλλά οι περισσότεροι είναι είτε χωρισμένοι είτε αδελφές. Η σιωπή είναι ο καλύτερος φίλος ενός γάμου. Σιωπή. Ύστερα από λίγο, ο καλύτερος φίλος μου την τύλιξε παίρνοντας τη μακριά μου, εκεί που πηγαίνει η Ρόσλιν όταν πέφτει τελικά η αυλαία της μέρας της. Έμεινα ξύπνιος λιγάκι ακόμη, σκεφτόμενος ένα μικρό σκονισμένο αυτοκίνητο, ίσως άσπρο κάποτε, αφημένο με το μπροστινό μέρος προς τα κάτω στο χαντάκι, στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου στην έρημο της Νεβάδα, κοντά στο Καλιέντε. Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή, ο καθρέφτης ήταν ξηλωμένος και πεσμένος στο δάπεδο του αυτοκινήτου, το μπροστινό κάθισμα ματωμένο και με πατημασιές ζώων που είχαν μπει για να δουν, και ίσως να γευτούν, ό,τι υπήρχε μέσα. Υπήρχε ένας άντρας -υπέθεταν πως ήταν άντρας σχεδόν πάντα είναι- που είχε σφαγιάσει πέντε γυναίκες σ' αυτή τη γωνιά του κόσμου· πέντε μέσα σε τρία χρόνια, κυρίως όσο ζούσε ο Λ. Τ. με τη Λούλουμπελ. Τέσσερις από τις γυναίκες ήταν περαστικές. Με κάποιον τρόπο τις έκανε να σταματήσουν, ύστερα τις έβγαζε από τα αυτοκίνητα τους, τις βίαζε, τις διαμέλιζε μ' ένα τσεκούρι και τις άφηνε λίγο παρακάτω, για να τις φάνε τα γεράκια, τα κουνάβια και τα κοράκια. Η πέμπτη ήταν σύζυγος ενός ηλικιωμένου κτηματία. Η αστυνομία ονομάζει το φονιά Άνθρωπο με το Τσεκούρι. Τώρα που γράφω, ο Άνθρωπος με το Τσεκούρι δεν έχει συλληφθεί ακόμη. Ούτε έχει σκοτώσει ξανά· αν η Σίνθια Λούλουμπελ Σιμς Ντεγουίτ ήταν το έκτο θύμα του Ανθρώπου με το Τσεκούρι, ήταν επίσης το τελευταίο του, ως τώρα τουλάχιστον. Όμως, ακόμη δεν είναι βέβαιο αν ήταν το έκτο θύμα του. Αν όχι στο μυαλό των περισσοτέρων, αυτό το ερώτημα υπάρχει σ' εκείνο το κομμάτι του μυαλού του Λ. Τ. που του επιτρέπει να ελπίζει ακόμη. Το αίμα στο κάθισμα δεν ήταν ανθρώπινο, βλέπετε· οι ειδικοί δεν χρειάστηκαν ούτε ένα πεντάωρο για να το εξακριβώσουν. Ο αγρότης που βρήκε το Σουμπαρού της Λούλουμπελ είδε ένα σύννεφο πουλιά να κάνουν κύκλους σε απόσταση οχτακοσίων μέτρων κι όταν έφτασε εκεί, δεν βρήκε μια διαμελισμένη γυναίκα αλλά ένα διαμελισμένο σκυλί. Δεν είχαν

Page 274: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

απομείνει παρά τα κόκαλα του και τα δόντια του· τα πλάσματα που τρέφονται με θνησιμαία και σάρκες το είχαν ξεψαχνίσει, και, έτσι κι αλλιώς, ένα Τζακ Ράσελ τεριέ δεν έχει πολύ κρέας. Ο Άνθρωπος με το Τσεκούρι είναι σχεδόν βέβαιο πως σκότωσε τον Φρανκ. Η μοίρα της Λούλουμπελ είναι πιθανή αλλά καθόλου σίγουρη. Ίσως, σκέφτηκα, να ζει. Να τραγουδά το «Tie a Yellow Ribbon» ή το «Take a Message to Michael» σε κάποιο μαγαζί του Ίλι ή του Χόθορν. Μ' ένα τζαζ τρίο να τη συνοδεύει. Γέροι που προσπαθούν να δείχνουν νέοι φορώντας κόκκινα γιλέκα και λεπτές μαύρες γραβάτες. Ή μπορεί να παίρνει πίπες σε καουμπόηδες στο Όστιν ή το Γουέντοβερ, σκύβοντας μέχρι να ζουληχτούν τα στήθη της στους μηρούς της, κάτω από ένα ημερολόγιο με μια φωτογραφία ενός ολλανδικού αγρού με τουλίπες, σφίγγοντας τον έναν πλαδαρό πισινό μετά τον άλλο, ενώ το μυαλό της είναι στο τι θα δει στην τηλεόραση το βράδυ, όταν σχολάσει. Ίσως απλώς να παράτησε το αυτοκίνητο της στην άκρη του δρόμου. Δεν θα ήταν η πρώτη. Το ξέρω, και ίσως να το ξέρετε κι εσείς. Κάποιες φορές οι άνθρωποι σηκώνονται και φεύγουν, αφήνοντας τα πάντα να πάνε στο διάβολο. Ίσως να άφησε τον Φρανκ, πιστεύοντας πως κάποιος θα ερχόταν και θα τον έπαιρνε σπίτι του, μόνο που αυτός που ήρθε ήταν ο Άνθρωπος με το Τσεκούρι... Όμως όχι. Είχα γνωρίσει τη Λούλουμπελ και δεν μπορούσα σε καμιά περίπτωση να τη φανταστώ να παρατά ένα σκύλο για να πεθάνει από τη ζέστη και την πείνα στην έρημο. Και μάλιστα όταν τον αγαπούσε όσο αγαπούσε τον Φρανκ. Όχι· ο Λ. Τ. δεν ήταν υπερβολικός σε ό,τι είχε να κάνει μ' αυτό" τους είχα δει μαζί και ήξερα. Μπορεί να είναι ακόμη ζωντανή, κάπου, θεωρητικά, τουλάχιστον, ο Λ. Τ. έχει δίκιο. Το ότι δεν μπορώ να σκεφτώ ένα σενάριο που να οδηγεί από κείνο το παρατημένο αυτοκίνητο κοντά στο Καλιέντε, με την ανοιχτή πόρτα, τον σπασμένο καθρέφτη και τον νεκρό σκύλο να κείται λίγο παρακάτω φαγωμένος από τα κοράκια, σ' ένα μέρος όπου η Λούλουμπελ Σιμς τραγουδά ή ράβει ή παίρνει πίπες σε φορτηγατζήδες, ασφαλής και άγνωστη δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει αυτό το σενάριο. Όπως είπα στον Λ.Τ., δεν τη βρήκαν νεκρή· βρήκαν απλώς το αυτοκίνητο της και τα απομεινάρια του σκύλου λίγο πιο μακριά, θα συμφωνείτε, φαντάζομαι, πως η ίδια η Λούλουμπελ θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και διψούσα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήγα στο μπάνιο κι έβγαλα τις οδοντόβουρτσες από το ποτήρι στο νιπτήρα. Το γέμισα με νερό Ύστερα κάθισα στο κλειστό σκέπασμα της λεκάνης, ήπια το νερό και απέμεινα να συλλογίζομαι το αλλόκοτο νιαούρισμα μιας γάτας του

Page 275: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Σιάμ, πόσο όμορφο πρέπει να είναι αν την αγαπάς πώς πρέπει να νιώθεις ακούγοντας το, ότι γύρισες αληθινά στο σπιτικό σου

Page 276: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Ιός του Δρόμου Ταξιδεύει Βόρεια Έχω όντως την εικόνα που περιγράφεται σ' αυτή την ιστορία, όσο αλλόκοτο κι αν ακούγεται. Η σύζυγος· μου την είδε και σκέφτηκε πως θα μου άρεσε (ή, τουλάχιστον, πως θα είχε κάποια επίδραση πάνω μου) και μου τη δώρισε... για τα γενέθλια μου; Για τα Χριστούγεννα; Δεν θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι πως δεν άρεσε σε κανένα από τα τρία παιδιά μου. Την κρέμασα στο γραφείο μου και μου είπαν πως ένιωθαν τα μάτια τον οδηγού να τους ακολουθούν καθώς διέσχιζαν το δωμάτιο (μια φωτογραφία τον Τζιμ Μόρισον είχε την ίδια επίδραση στο γιο μου τον Όουεν όταν ήταν πολύ μικρός). μου αρέσουν οι ιστορίες για εικόνες που αλλάζουν, και τελικά έγραψα αυτήν για τη δική μου εικόνα. Η μοναδική άλλη φορά που θυμάμαι να εμπνεύστηκα μια ιστορία από κάποια υπαρκτή εικόνα ήταν το «Σπίτι της Μέϊπλ Στρητ» από ένα ασπρόμαυρο σχέδιο τον Κρις Βαν Άλσμπεργκ. Αυτή η ιστορία υπάρχει στο Εφιάλτες και Ονειρότοποι. Επίσης, έγραφα ένα μυθιστόρημα για μια εικόνα που αλλάζει. Λέγεται Ρόουζ Μάντερ και είναι ίσως το πιο πολυδιαβασμένο από τα βιβλία μου (δίχως, μάλιστα, να γίνει ταινία). Σ' εκείνη την ιστορία, ο Ιός του Δρόμου ονομάζεται Νόρμαν.

Ο Ρίτσαρντ Κίνελ δεν φοβήθηκε όταν πρωτοείδε την εικόνα ανάμεσα στα υπόλοιπα μεταχειρισμένα πράγματα στο Ρόουζγουντ. Τον μάγεψε κι ένιωσε τυχερός που βρήκε κάτι που μπορεί να ήταν αληθινά ξεχωριστό- όμως δεν φοβήθηκε, σε καμία περίπτωση. Δεν σκέφτηκε παρά μόνο αργότερα («όταν ήταν πια αργά», όπως ίσως θα έγραφε σ' ένα από τα τρομερά επιτυχημένα του μυθιστορήματα) ότι είχε νιώσει το ίδιο για κάποιες παράνομες ουσίες όταν ήταν νέος. Είχε πάει στη Βοστόνη για να συμμετάσχει σ' ένα συνέδριο του παραρτήματος της Διεθνούς Ένωσης Ποιητών, θεατρικών Συγγραφέων, Επιμελητών, Δοκιμιογράφων και Μυθιστοριογράφων στη Νέα Αγγλία, με τίτλο «Η Απειλή της Δημοτικότητας». Μπορούσες να βασίζεσαι στην Ένωση ότι θα σκαρφιζόταν τέτοια θέματα, είχε διαπιστώσει ο Κίνελ. Για

Page 277: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

την ακρίβεια, ήταν ανακουφιστικό κατά κάποιον τρόπο. Διήνυσε με το αυτοκίνητο του τα τετρακόσια χιλιόμετρα από το Ντέρι, αντί να πάει αεροπορικώς, γιατί είχε φτάσει σε αδιέξοδο στο τελευταίο του βιβλίο και ήθελε λίγο χρόνο για να το δουλέψει στο μυαλό του. Στο συνέδριο, συμμετείχε σε μια επιτροπή και κλήθηκε να απαντήσει από πού εμπνεόταν και αν τρόμαζε ποτέ τον εαυτό του, σε ανθρώπους που θα περίμενε κανείς να έχουν τη λογική να μην κάνουν τέτοιες ερωτήσεις. Έφυγε από την πόλη από τη γέφυρα Τόμπιν και υστέρα βγήκε στον Αυτοκινητόδρομο 1. Δεν ταξίδευε ποτέ σε δρόμους με αραιή κίνηση όταν είχε κάποια προβλήματα να λύσει· τέτοιοι δρόμοι τον νανούριζαν και κατέληγε να ταξιδεύει σαν να κοιμόταν ξύπνιος και δίχως να ονειρεύεται. Ήταν ξεκούραστο αλλά όχι πολύ δημιουργικό. Το σταμάτα ξεκίνα στον παραλιακό δρόμο, όμως, ήταν σαν χαλίκι μέσα σε στρείδι· γεννούσε αρκετή εγκεφαλική δραστηριότητα... και κάποιες φορές ακόμη κι ένα μαργαριτάρι. Όχι πως οι επικριτές του θα χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη. Σ' ένα τεύχος του Εσκουάιρ την προηγούμενη χρονιά, ο Μπράντλι Σάιμονς είχε αρχίσει την κριτική του για το Η Πόλη τον Εφιάλτη μ' αυτό τον τρόπο: «Ο Ρίτσαρντ Κίνελ, που γράφει όπως μαγειρεύει ο κατ' εξακολούθηση δολοφόνος Τζέφρι Ντάμερ, ξέρασε ξανά, δίνοντας στον τελευταίο του εμετό τον τίτλο Η Πόλη τον Εφιάλτη». Ο Αυτοκινητόδρομος 1 τον οδήγησε μέσα από το Ριβίρ, το Μόλντεν, το Έβερετ, και ψηλότερα στην ακτή, ως το Νιούμπεριπορτ. Πέρα από το Νιούμπεριπορτ και νότια του συνόρου Μασαχουσέτης -Νιου Χαμσάιρ, βρισκόταν η νοικοκυρεμένη μικρή πόλη του Ρόουζγουντ. Ενάμισι χιλιόμετρο μετά το κέντρο της πόλης, είδε φτηνοπράγματα αραδιασμένα στην αυλή ενός διώροφου σπιτιού τύπου Κέϊπ Κοντ. Στηριγμένη σε μια ηλεκτρική κουζίνα με απόχρωση αβοκάντο, μια ταμπέλα έλεγε ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ. Αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα και στις δυο μεριές του δρόμου και είχε δημιουργηθεί ένα απ' αυτά τα μποτιλιαρίσματα που αναθεματίζουν όσοι οδηγοί μένουν ανεπηρέαστοι από τη μυστηριώδη γοητεία αυτών των ιδιωτικών παζαριών. Του Κίνελ του άρεσαν τα ιδιωτικά παζάρια, ιδιαίτερα τα κουτιά με παλιά βιβλία που έβρισκες μερικές φορές σ' αυτά. Διέσχισε τη στενωπό ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, άφησε το Άουντί του μπροστά μπροστά στη σειρά που έβλεπε προς το Μέϊν και το Νιου Χαμσάιρ και γύρισε με τα πόδια. Καμιά δεκαριά άνθρωποι τριγύριζαν στη γεμάτη πράγματα μπροστινή αυλή του γαλάζιου και γκρίζου σπιτιού. Μια μεγάλη τηλεόραση ήταν

Page 278: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τοποθετημένη στα αριστερά του τσιμεντένιου δρόμου, με τα πόδια της φυτεμένα σε τέσσερα χάρτινα σταχτοδοχεία που δεν προστάτευαν καθόλου το γρασίδι. Πάνω υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε ΚΑΝΤΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ - ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΑΦΝΙΑΣΤΕΙΤΕ. Ένα καλώδιο με μπαλαντέζα ξεκινούσε από την τηλεόραση και χανόταν μέσα στο σπίτι. Μια παχιά γυναίκα καθόταν σε μια καρέκλα κήπου μπροστά στην τηλεόραση, στη σκιά μιας πολύχρωμης διαφημιστικής ομπρέλας του ΤΣΙΝΖΑΝΟ. Δίπλα της υπήρχε ένα τραπεζάκι μ' ένα κουτί πούρων, ένα σημειωματάριο και άλλη μία χειρόγραφη ταμπέλα, που έλεγε ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΗΤΟΙΣ, ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ. Η τηλεόραση ήταν αναμμένη και οι δυο νέοι όμορφοι πρωταγωνιστές μιας απογευματινής σαπουνόπερας, στην οθόνη, φαίνονταν έτοιμοι να κάνουν εντελώς επισφαλές σεξ. Η παχιά γυναίκα έριξε μια ματιά στον Κίνελ, ύστερα στράφηκε πάλι προς την τηλεόραση, για μια στιγμή, και μετά τον ξανακοίταξε. Αυτή τη φορά το στόμα της είχε κρεμάσει λιγάκι. Α, μια θαυμάστρια, σκέφτηκε ο Κίνελ, κοιτάζοντας τριγύρω για το κουτί από ποτά, με βιβλία τσέπης μέσα, που σίγουρα θα υπήρχε κάπου. Δεν είδε καθόλου βιβλία τσέπης, αλλά είδε την εικόνα, ακουμπισμένη σε μια σανίδα σιδερώματος και στερεωμένη με δύο πλαστικούς κουβάδες· και του κόπηκε η ανάσα. Την ήθελε. Ζύγωσε με μια αδιαφορία που φαινόταν υπερβολική και γονάτισε μπροστά της. Ήταν μια ακουαρέλα φτιαγμένη με μαστοριά. Τον Κίνελ δεν τον ένοιαζε αυτό, δεν τον ενδιέφερε η τεχνική (ένα γεγονός που οι επικριτές του έργου του είχαν φροντίσει να τονίσουν). Αυτό που ίου άρεσε σ' ένα έργο τέχνης ήταν το περιεχόμενο, και όσο πιο ανησυχητικό ήταν, τόσο καλύτερα. Και αυτή η εικόνα ήταν πραγματικά ανησυχητική. Είχε γονατίσει ανάμεσα στους δύο πλαστικούς κουβάδες, που ήταν γεμάτοι μικρές συσκευές, και γλίστρησε τα δάχτυλα του στο τζάμι του πίνακα. Κοίταξε φευγαλέα τριγύρω, ψάχνοντας για άλλους παρόμοιους, και δεν είδε κανέναν μονάχα τις συνηθισμένες, στα ιδιωτικά παζάρια, εικόνες με χέρια σε θέση προσευχής, αγόρια που χαρτόπαιζαν και μικρούς προφήτες. Ξανακοίταξε την κορνιζαρισμένη ακουαρέλα και με τη φαντασία του έβαζε ήδη τη βαλίτσα του στο πίσω κάθισμα του Άουντι για να χωρέσει άνετα η εικόνα στο πορτ μπαγκάζ. Έδειχνε έναν νεαρό στο τιμόνι ενός μαύρου καμπριολέ αυτοκινήτου -ίσως ήταν Γκραντ Αμ, ίσως GTX, πάντως είχε όψη αγωνιστικού-, να διασχίζει το σούρουπο τη γέφυρα Τόμπιν. Το αριστερό χέρι του νεαρού ήταν ακουμπισμένο στην πόρτα και ο δεξιός καρπός του, αδιάφορα, πάνω στο

Page 279: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τιμόνι. Πίσω του, ο ουρανός ήταν μια κίτρινη και γκρίζα μάζα σαν μελανιά, με ροζ φλέβες. Ο νεαρός είχε ολόισια ξανθά μαλλιά που του έπεφταν στο μέτωπο. Χαμογελούσε και μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη του φαίνονταν δόντια, που δεν ήταν όμως φυσιολογικά ανθρώπινα αλλά μυτερά. Ή μπορεί να είναι λιμαριαμένα, σκέφτηκε ο Κίνελ. Μπορεί να είναι κανίβαλος. Του άρεσε αυτό· η ιδέα πως ένας ανθρωποφάγος μπορεί να διέσχιζε το σούρουπο τη γέφυρα Τόμπιν. Σε μια Γκραντ Αμ. Ήξερε πως το μεγαλύτερο μέρος του κοινού στο συνέδριο της Ένωσης θα σκεφτόταν, Α, ναι, σπουδαία εικόνα για τον Ριτς Κίνελ· θα τη θέλει για πηγή έμπνευσης· αυτή η εικόνα θα είναι το πούπουλο που θα γαργαλίσει το κουρασμένο γέρικο λαρύγγι για να ξεράσει ξανά, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς ήταν αδαείς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε το έργο του, και, συν τοις άλλοις, λάτρευαν την άγνοια τους, την ντάντευαν, όπως κάποιοι λατρεύουν και παραχαϊδεύουν αυτά τα ανόητα μοχθηρά μικρά σκυλιά που γαβγίζουν στους επισκέπτες και κάποιες φορές δαγκώνουν τον αστράγαλο του αγοριού που μοιράζει τις εφημερίδες. Δεν τον είχε προσελκύσει ο πίνακας γιατί έγραφε ιστορίες τρόμου" έγραφε ιστορίες τρόμου γιατί τον προσέλκυαν πράγματα σαν αυτό τον πίνακα. Οι θαυμαστές του του έστελναν πράγματα -εικόνες, κυρίως- και τα περισσότερα τα πετούσε, όχι γιατί ήταν κακή τέχνη, αλλά γιατί ήταν βαρετά και προβλέψιμα. Ένας θαυμαστής του από την Όμαχα, όμως, του είχε στείλει ένα μικρό κεραμικό γλυπτό, ένα τρομοκρατημένο μαϊμουδίσιο κεφάλι που πρόβαλλε ουρλιάζοντας μέσα από ένα ψυγείο, κι αυτό το είχε κρατήσει. Ήταν κακοφτιαγμένο, αλλά υπήρχαν πάνω του διαφορετικά στοιχεία, που η συνύπαρξη τους τον είχε ερεθίσει. Το ίδιο συνέβαινε μ' αυτή την εικόνα τώρα· όμως η εικόνα ήταν καλύτερη. Πολύ καλύτερη. Κάνοντας να την πιάσει, να την πάρει δίχως άλλη καθυστέρηση, να τη βάλει στη μασχάλη του και να πει ότι ήθελε να την αγοράσει, άκουσε μια φωνή από πίσω του: «Δεν είσαι ο Ρίτσαρντ Κίνελ;» Αναπήδησε και στράφηκε. Η παχιά γυναίκα έστεκε ακριβώς από πίσω του, κρύβοντας το μεγαλύτερο μέρος του τοπίου. Είχε βάψει τα χείλη της πριν τον ζυγώσει και τώρα το στόμα της είχε μεταμορφωθεί σε ματωμένο χαμόγελο. «Ναι, είμαι», είπε ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Τα μάτια της έπεσαν στην εικόνα, «θα 'πρεπε να το είχα καταλάβει πως θα διάλεγες κατευθείαν αυτή», είπε χαμογελώντας ανόητα. «Σου ταιριάζει».

Page 280: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ναι, μου ταιριάζει», είπε, χαρίζοντας της το χαμόγελο του ξακουστού συγγραφέα. «Πόσα θέλεις για τον πίνακα;» «Σαράντα πέντε δολάρια», είπε εκείνη, «θα είμαι ειλικρινής μαζί σου· στην αρχή την έδινα εβδομήντα, αλλά δεν αρέσει σε κανέναν κι έτσι τώρα έχω ρίξει την τιμή. Αν ξανάρθεις αύριο, μπορεί να την πάρεις μόνο με τριάντα». Το χαμόγελο της είχε πλατύνει τρομακτικά. Γκρίζες στάλες σάλιου στόλιζαν τα λακκάκια στις άκρες των τεντωμένων χειλιών της. «Δε νομίζω πως θα ήθελα να το ρισκάρω», της είπε. «θα σου κόψω μια επιταγή τώρα». Το ανόητο χαμόγελο συνέχισε να πλαταίνει, κάνοντας τη να θυμίζει μια από τις αλλόκοτες φιγούρες στις ταινίες του Τζον Γουότερς. Την Ντιβάιν να μιμείται τη Σίρλεϊ Τεμπλ. «Κανονικά δε δέχομαι επιταγές, όμως εντάξει», είπε με τόνο κοπέλας στην εφηβεία που τελικά δέχεται να κάνει έρωτα με το φίλο της. «Μόνο που, μια και θα βγάλεις το στυλό σου, θα μπορούσες να γράψεις μια αφιέρωση για την κόρη μου; Τη λένε Ρόμπιν». «Τι όμορφο όνομα», είπε μηχανικά ο Κίνελ. Πήρε τον πίνακα και ακολούθησε την παχιά γυναίκα προς το τραπεζάκι. Στην οθόνη της τηλεόρασης, δίπλα του, στη θέση των λάγνων νέων, μια ηλικιωμένη γυναίκα καταβρόχθιζε δημητριακά. «Η Ρόμπιν διαβάζει όλα σου τα βιβλία», είπε η παχιά γυναίκα. «Από πού στην ευχή σου έρχονται όλες αυτές οι τρελές ιδέες;» «Δεν ξέρω», είπε ο Κίνελ, χαμογελώντας πιο πλατιά από ποτέ. «Απλώς μου έρχονται. Απίστευτο δεν είναι;» Η επιτηρήτρια του ιδιωτικού παζαριού λεγόταν Τζούντι Ντίμεντ και έμενε στο διπλανό σπίτι. Όταν τη ρώτησε ο Κίνελ αν ήξερε ποιος ήταν ο ζωγράφος, του είπε πως φυσικά ήξερε· τον είχε ζωγραφίσει ο Μπόμπι Χέϊστινγκς, που ήταν και ο λόγος του ξεπουλήματος των πραγμάτων των Χέϊστινγκς. «Είναι ο μόνος πίνακας που δεν έκαψε», του είπε. «Φτωχή Άιρις! Αυτή λυπάμαι. Δε νομίζω πως τον Τζορτζ τον ένοιαξε και πολύ. Και ξέρω πως δεν έχει καταλάβει γιατί θέλει η Άιρις να πουλήσει το σπίτι». Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω, σαν να έλεγε, Για φαντάσου, με το μεγάλο της πρόσωπο να είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Πήρε την επιταγή που της έδωσε ο Κίνελ και ύστερα του έδωσε το σημειωματάριο στο οποίο είχε γράψει όλα τα πράγματα που είχε πουλήσει και πόσα λεφτά είχε πάρει για το καθένα. «Στη Ρόμπιν, εντάξει;» του είπε. «Και, σε παρακαλώ, γράψε κάτι γλυκό». Το ανόητο χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά, σαν παλιός γνωστός που

Page 281: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πολύ θα ήθελες να ήταν νεκρός. «Εντάξει», είπε ο Κίνελ κι έγραψε την κλασική αφιέρωση Στη θαυμάστριά μου... Με τις ευχαριστίες μου... Τώρα πια δεν χρειαζόταν καν να κοιτάζει τα χέρια του ή να σκέφτεται, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια αυτόγραφων και αφιερώσεων. «Πες μου για τον πίνακα και τους Χέϊστινγκς». Η Τζούντι Ντίμεντ σταύρωσε τα στρουμπουλά της χέρια σαν γυναίκα που ετοιμάζεται να αφηγηθεί την αγαπημένη της ιστορία. «Ο Μπόμπι ήταν μόλις είκοσι τριών όταν αυτοκτόνησε, φέτος την άνοιξη. Το πιστεύεις; Ήταν τυραννισμένη ιδιοφυΐα, τέτοιος τύπος, ξέρεις, όμως έμενε ακόμη στο πατρικό του». Ξαναγύρισε τα μάτια της προς τα πάνω. Για φαντάσου. «Πρέπει να είχε φτιάξει εβδομήντα, ογδόντα πίνακες, συν τα σχέδια του. Κάτω στο υπόγειο τα είχε». Έδειξε με το πιγούνι της προς το διώροφο σπίτι και ύστερα κοίταξε την εικόνα του δαιμονικού νεαρού που διέσχιζε με το αυτοκίνητο του τη γέφυρα Τόμπιν το σούρουπο. «Η Άιρις, η μητέρα του Μπόμπι, μου είχε πει πως οι περισσότεροι ήταν αληθινά κακοί, πολύ χειρότεροι απ' αυτόν. Με πράματα που σε έκαναν να ανατριχιάζεις». Χαμήλωσε τη φωνή της, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά σε μια γυναίκα που κοίταζε τα αταίριαστα μαχαιροπίρουνα των Χέϊστινγκς και μια μεγαλούτσικη συλλογή από παλιά πλαστικά ποτήρια των Μακντόναλντ'ς που πάνω έγραφαν Αγάπη μου, Συρρίκνωσα τα Παιδιά, και είπε ψιθυριστά: «Οι περισσότεροι είχαν σεξ μέσα». «Τι λες», είπε ο Κίνελ. «Τους χειρότερους τους έφτιαξε αφού έμπλεξε με τα ναρκωτικά», συνέχισε η Τζούντι Ντίμεντ. «Όταν πέθανε -κρεμάστηκε στο υπόγειο, εκεί όπου ζωγράφιζε-, βρήκαν πάνω από εκατό απ' αυτά τα μπουκαλάκια που μέσα τους πουλάνε το κρακ. Δεν είναι φρικτό πράγμα τα ναρκωτικά, κύριε Κίνελ;» «Φυσικά είναι». «Τέλος πάντων, φαντάζομαι πως τελικά παρατέντωσε το σκοινί, και δεν το λέω αυτό σαν λογοπαίγνιο ή καλαμπούρι. Έβγαλε όλα τα σχέδια και τους πίνακες του στην πίσω αυλή, εκτός από αυτόν εδώ, φαντάζομαι, και τα έκαψε. Ύστερα κρεμάστηκε στο υπόγειο. Καρφίτσωσε ένα σημείωμα στο πουκάμισο του. Έλεγε: "Δεν μπορώ ν' αντέξω αυτό που μου συμβαίνει". Δεν είναι φρικτό, κύριε Κίνελ; Δεν είναι το πιο φρικτό πράγμα που ακούσατε ποτέ σας;» «Ναι», είπε με αρκετή ειλικρίνεια ο Κίνελ. «Σχεδόν».

Page 282: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όπως είπα, θαρρώ πως ο Τζορτζ, αν αποφάσιζε μόνος του, θα συνέχιζε να ζει σ' αυτό το σπίτι», είπε η Τζούντι Ντίμεντ. Πήρε το χαρτί με την αφιέρωση στη Ρόμπιν, το έβαλε δίπλα στην επιταγή του Κίνελ και κούνησε το κεφάλι της, σαν να είχε ξαφνιαστεί από την ομοιότητα των υπογραφών. «Όμως οι άντρες είναι διαφορετικοί». «Είναι;» «Α, ναι, πολύ λιγότερο ευαίσθητοι. Λίγο πριν πεθάνει, ο Μπόμπι Χέϊστινγκς ήταν πετσί και κόκαλο, μύριζε πάντα απ' την πολλή βρόμα και φορούσε κάθε μέρα το ίδιο κοντομάνικο μπλουζάκι, με μια φωτογραφία των Λεντ Ζέπελιν επάνω. Τα μάτια του ήταν κόκκινα· στα αξύριστα μαγουλά του φύτρωναν τρίχες που δε θα μπορούσες όμως να τις πεις μούσι· και τα σπυριά του είχαν αρχίσει να βγαίνουν πάλι, σαν να ήταν έφηβος ξανά. Εκείνη όμως τον αγαπούσε, γιατί η αγάπη της μητέρας τα παραβλέπει όλα». Η γυναίκα που κοιτούσε τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια ζύγωσε κρατώντας ένα σετ σουπλά με εικόνες από τον Πόλεμο των Λατρών. Η κυρία Ντίμεντ τα έδωσε για πέντε δολάρια, σημείωσε προσεκτικά την πώληση στο μπλοκάκι της, κάτω από το ΜΙΑ ΝΤΟΥΖΙΝΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΓΑΝΤΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΝΑ ΣΟΥΠΛΑ και ύστερα στράφηκε πάλι προς τον Κίνελ. «Πήγαν στην Αριζόνα», είπε, «για να μείνουν με την οικογένεια της Άιρις. Ξέρω πως ο Τζορτζ ψάχνει για δουλειά στο Φλάγκσταφ -είναι σχεδιαστής-, αλλά δεν ξέρω αν βρήκε τίποτε ακόμη. Αν βρήκε, φαντάζομαι πως δε θα τους ξαναδούμε εδώ στο Ρόουζγουντ. Η Άιρις ξεχώρισε όσα πράγματα ήθελε να πουλήσω και μου είπε να κρατήσω το είκοσι τοις εκατό για τον κόπο μου. θα της στείλω μια επιταγή με το υπόλοιπο ποσό. Δεν πρόκειται να είναι μεγάλο». Αναστέναξε. «Ο πίνακας είναι πολύ καλός», είπε ο Κίνελ. «Ναι. Κρίμα που έκαψε τους άλλους, γιατί τα πιο πολλά από τα υπόλοιπα πράγματα είναι αυτά που βρίσκει κανείς σε οποιοδήποτε ιδιωτικό παζάρι· δηλαδή, και χωρίς παρεξήγηση, σκουπίδια. Τι είναι αυτό;» Ο Κίνελ είχε γυρίσει την εικόνα ανάποδα. Ένα κομμάτι ταινία ήταν κολλημένο από πίσω. «Ένας τίτλος, νομίζω». «Τι λέει;»

Page 283: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Κίνελ έπιασε την εικόνα από τα πλάγια και τη σήκωσε για να τον διαβάσει μόνη της. Τώρα ο πίνακας ήταν στο ύψος των ματιών του και τον περιεργάστηκε, συνεπαρμένος για άλλη μια φορά από το απλό αλλά αλλόκοτο θέμα του: ένας νεαρός στο τιμόνι ενός γρήγορου αυτοκινήτου, ένας νεαρός με ευφυές αλλά απειλητικό χαμόγελο και με μυτερά δόντια, ακόμη πιο απειλητικά από το χαμόγελο του. Ταιριάζει, συλλογίστηκε. Αν υπήρξε ποτέ τίτλος αληθινά ταιριαστός μ' έναν πίνακα, είναι αυτός. «Ο Ιός του Δρόμου Ταξιδεύει Βόρεια·», διάβασε η κυρία Ντίμεντ. «Δεν το πρόσεξα όταν τα αγόρια μου έβγαζαν τα πράγματα. Πιστεύεις πως είναι ο τίτλος;» «Πρέπει να είναι». Ο Κίνελ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το χαμόγελο του ξανθού αγοριού. Ξέρω κάτι, έλεγε το χαμόγελο. Ξέρω κάτι που δεν θα μάθετε ποτέ. «Τέλος πάντων φαίνεται, φαντάζομαι, πως αυτός που τον έφτιαξε ήταν ναρκομανής», είπε και του φάνηκε αναστατωμένη -αληθινά αναστατωμένη, σκέφτηκε ο Κίνελ. «Δεν είναι ν' απορεί κανείς που αυτοκτόνησε, ραγίζοντας την καρδιά της μαμάς του». «Πρέπει να πάω κι εγώ βόρεια», είπε ο Κίνελ βάζοντας τον πίνακα κάτω από τη μασχάλη του. «Ευχαριστώ για...» «Κύριε Κίνελ;» «Ναι;» «Μπορώ να δω το δίπλωμα οδήγησής σου;» Ήταν ολοφάνερο πως δεν της φαινόταν να υπάρχει τίποτε ειρωνικό ή διασκεδαστικό σ' αυτό που του ζητούσε. «Πρέπει να γράψω τον αριθμό του στην πίσω μεριά της επιταγής». Ο Κίνελ άφησε τον πίνακα για να ψάξει στο πορτοφόλι του. «Ναι, βέβαια». Η γυναίκα που είχε αγοράσει τα σουπλά με τις εικόνες από τον Πόλεμο των Άστρων είχε κοντοσταθεί καθώς γύριζε στο αυτοκίνητο της, για να παρακολουθήσει λιγάκι τη σαπουνόπερα στην τηλεόραση στο γρασίδι, και τώρα είχε καρφώσει τα μάτια της στον πίνακα που είχε ακουμπήσει ο Κίνελ πάνω στα καλάμια του. «Πω, πω», έκανε. «Ποιος θα ήθελε έναν τόσο άσχημο πίνακα; Κάθε φορά που θα έσβηνα τα φώτα, θα τον σκεφτόμουν». «Και είναι κακό αυτό;» ρώτησε ο Κίνελ.

Page 284: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η θεία του Κίνελ, η Τρούντι, ζούσε στο Γουέλς, κάπου δέκα χιλιόμετρα βόρεια από τα σύνορα Μέϊν-Νιου Χαμσάιρ. Ο Κίνελ βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο στην έξοδο που έκανε τον κύκλο της φωτεινής πράσινης δεξαμενής νερού του Γουέλς, αυτής με την κωμική πινακίδα (ΔΙΑΤΗΡΗΣΤΕ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟ ΜΕΪΝ, ΞΟΔΕΨΤΕ ΕΔΩ ΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ ΣΑΣ, με γράμματα ενάμισι μέτρο ψηλά), και ύστερα από ένα πεντάλεπτο έστριβε στο δρομάκι μπροστά στο απλό και όμορφο σπιτάκι της θείας του. Εδώ δεν υπήρχε τηλεόραση στο γρασίδι, πάνω σε χάρτινα σταχτοδοχεία, αλλά μόνο τα όμορφα παρτέρια της θείας Τρούντι. Ο Κίνελ κατουριόταν και δεν ήθελε να σταματήσει σε κάποιο βενζινάδικο αφού μπορούσε να έρθει εδώ, και επίσης ήθελε ν' ακούσει τα τελευταία οικογενειακά κουτσομπολιά. Στο κουτσομπολιό, η θεία Τρούντι ήταν αληθινός θησαυρός. Και, φυσικά, ήθελε να της δείξει το καινούριο του απόκτημα. Βγήκε για να τον προϋπαντήσει, τον αγκάλιασε και τον φίλησε ανάλαφρα παντού στο πρόσωπο, με τον χαρακτηριστικό της τρόπο που, όταν ήταν μικρός, τον έκανε να αναριγεί. «Θέλεις να δεις κάτι;» τη ρώτησε, «θα σου πέσει το βρακί από το ξάφνιασμα». «Τι γοητευτική σκέψη», είπε η θεία Τρούντι σταυρώνοντας τα χέρια της και κοιτάζοντας τον εύθυμα. Ο Κίνελ άνοιξε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε τον καινούριο του πίνακα. Της έκανε εντύπωση, ναι, όμως όχι με τον τρόπο που περίμενε εκείνος. Αντικρίζοντας τον, αμέσως χλόμιασε -ο Κίνελ δεν είχε ξαναδεί τέτοια αντίδραση στη ζωή του. «Είναι φρικτός», του είπε με σφιγμένη φωνή. «Τον μισώ. Καταλαβαίνω τι σου άρεσε σ' αυτόν, Ρίτσι, όμως αυτό που για σένα είναι παιχνίδι σ' αυτόν εδώ είναι αληθινό. Βάλ' τον πίσω στο πορτ μπαγκάζ σου, σαν καλό αγόρι. Και, όταν φτάσεις στον ποταμό Σάκο, σταμάτα στην άκρη του δρόμου και ρίξ' τον στο νερό». Απέμεινε να την κοιτάζει χάσκοντας. Τα σφιγμένα χείλη της θείας Τρούντι έτρεμαν και τα μακριά λεπτά της χέρια έσφιγγαν το ένα τον αγκώνα του άλλου, σαν να πάσχιζε η θεία να μην πετάξει. Εκείνη τη στιγμή δεν έδειχνε εξήντα ενός ετών αλλά ενενήντα ενός. «Θεία;» Ο Κίνελ μίλησε διστακτικά, μη ξέροντας ακριβώς τι συνέβαινε, «Θεία, τι τρέχει;» «Αυτός·», είπε, ξεσφίγγοντας το δεξί της χέρι και δείχνοντας τον πίνακα. «Απορώ, με τόση φαντασία που έχεις, πώς δεν το νιώθεις πιο έντονα ο ίδιος».

Page 285: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Εντάξει, προφανώς ένιωθε κάτι, ειδάλλως δεν θα είχε βγάλει ποτέ, κατ' αρχάς, το μπλοκ των επιταγών του. Η θεία Τρούντι, όμως, ένιωθε κάτι άλλο... ή κάτι περισσότερο. Γύρισε τον πίνακα για να τον ξαναδεί (τον κρατούσε στραμμένο προς το μέρος της, έτσι που ο ίδιος δεν έβλεπε παρά μόνο τον τίτλο) και τον κοίταξε ξανά. Αυτό που είδε τον έκανε να νιώσει σαν να του έριξαν δυο απανωτές γροθιές στο στήθος και στο στομάχι. Ο πίνακας είχε αλλάξει, αυτή ήταν η πρώτη γροθιά. Όχι πολύ, αλλά η αλλαγή ήταν ολοφάνερη. Το χαμόγελο του ξανθού νεαρού ήταν πλατύτερο και φαίνονταν περισσότερα από κείνα τα λιμαρισμένα κανιβαλικά δόντια. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, επίσης, και έκαναν την έκφραση του ακόμη πιο απειλητική, εντείνοντας την αίσθηση πως κάτι ήξερε, κάτι έκρυβε. Η ένταση του χαμόγελου... τα λίγο περισσότερα αιχμηρά δόντια... το πόσο ανοιχτά και γερτά ήταν τα μάτια... όλα αυτά ήταν υποκειμενικά. Κάποιος μπορούσε να κάνει λάθος, και φυσικά δεν είχε περιεργαστεί αληθινά τον πίνακα πριν τον αγοράσει. Επίσης, ήταν και η κυρία Ντίμεντ, που του αποσπούσε την προσοχή· η κυρία Ντίμεντ, που μπορούσε να ζαλίσει και πεθαμένο ακόμη με τη φλυαρία της. Ωστόσο, ήταν και η δεύτερη γροθιά, κι αυτή δεν είχε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο. Στη σκοτεινιά του πορτ μπαγκάζ του Άουντι, ο ξανθός νεαρός είχε γυρίσει το αριστερό του χέρι, αυτό που ήταν ακουμπισμένο στην πόρτα, και τώρα ο Κίνελ διέκρινε ένα τατουάζ που νωρίτερα ήταν κρυμμένο. Ήταν ένα εγχειρίδιο με ματωμένη αιχμή και ένα κλήμα γύρω γύρω. Από κάτω υπήρχαν λέξεις. Φαίνονταν δύο, ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΕΚΡΟΣ, και δεν χρειαζόταν να είσαι μάντης για να καταλάβεις τις υπόλοιπες. Το ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΕΚΡΟΣ ΠΑΡΑ ΑΤΙΜΑΣΜΈΝΟΣ ήταν, εντέλει, η φράση που ένας τέτοιος ταξιδιώτης θα είχε γραμμένη στο μπράτσο του. Κι έναν άσο μπαστούνι στο άλλο, σκέφτηκε ο Κίνελ. «Τον μισείς, έτσι δεν είναι, θεία;» ρώτησε. «Ναι», του είπε, και τώρα ο Κίνελ είδε κάτι ακόμη πιο απίστευτο: είχε αποστρέψει το βλέμμα της και έκανε πως κοίταζε στο δρόμο (που ήταν βουβός και έρημος στο ζεστό απογευματινό ηλιόφως) για να μη βλέπει τον πίνακα. «Για την ακρίβεια, η θεία τον απεχθάνεται. Τώρα, παρ' τον από δω κι έλα στο σπίτι. Πάω στοίχημα πως θέλεις να πας στην τουαλέτα». Μόλις ξανάβαλε την ακουαρέλα στο πορτ μπαγκάζ, η θεία Τρούντι ξαναβρήκε το τακτ της. Κουβέντιασαν για τη μητέρα του Κίνελ (στην

Page 286: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Πασαντίνα), την αδερφή του (στο Μπατόν Ρουζ) και την πρώην σύζυγο του, τη Σάλι (στο Νάσουα). Η Σάλι είχε τρέλα με τα UFO. Είχε ένα καταφύγιο αδέσποτων ζώων έξω από ένα μεγάλο τροχόσπιτο και εξέδιδε δύο έντυπα κάθε μήνα. Το Επιζήσαντες ήταν γεμάτο πληροφορίες για το υπερπέραν και, υποτίθεται, αληθινές ιστορίες για τον κόσμο των πνευμάτων το Επισκέπτες είχε αφηγήσεις ανθρώπων που είχαν έρθει σε επαφή με εξωγήινους. Ο Κίνελ είχε πάψει να πηγαίνει σε συνέδρια που οργάνωναν οι λάτρεις της φαντασίας και του τρόμου. Μία Σάλι στη ζωή του του έφτανε και του περίσσευε. Όταν η θεία Τρούντι τον ξεπροβόδισε ως το αυτοκίνητο, ήταν τέσσερις και μισή κι εκείνος είχε απαντήσει αρνητικά στην παραδοσιακή πρόσκληση της σε δείπνο. «Θα είναι μέρα ακόμη, στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ως το Ντέρι, αν φύγω τώρα». «Εντάξει», του είπε. «Και συγνώμη που ήμουν τόσο κακή με τον πίνακα σου. Φυσικά σου αρέσει, πάντα σου άρεσαν οι... παραξενιές σου. Απλώς με τάραξε. Αυτό το φρικτό πρόσωπο». Αναρίγησε. «Σαν να μην τον κοιτάζαμε μονάχα... αλλά να μας κοίταζε κι αυτός». Ο Κίνελ χαμογέλασε και τη φίλησε στην άκρη της μύτης. «Και η δική σου φαντασία δεν πάει πίσω, γλυκιά μου». «Φυσικά, το έχει η οικογένεια. Είσαι σίγουρος πως δε θέλεις να ξαναπάς στην τουαλέτα;» Ένευσε αρνητικά. «Δεν είναι αυτός ο λόγος που περνώ από δω, έτσι κι αλλιώς». «Ναι; Και ποιος είναι;» Χαμογέλασε. «Γιατί ξέρεις ποιος έκανε αταξίες και ποιος ήταν καλός. Και δε σε πειράζει να το πεις και στους άλλους». «Εμπρός, πήγαινε», του είπε σπρώχνοντας του τον ώμο, αλλά ολοφάνερα ευχαριστημένη. «Αν ήμουν στη θέση σου, θα ήθελα να γυρίσω γρήγορα σπίτι. Δε θα ήθελα αυτό τον απαίσιο τύπο να ταξιδεύει πίσω μου στη σκοτεινιά, ακόμη και μέσα στο πορτ μπαγκάζ. θέλω να πω, είδες τα δόντια του; Χριστέ μου!» Βγήκε στον αυτοκινητόδρομο, θυσιάζοντας το όμορφο τοπίο για την ταχύτητα, και έφτασε ως το επόμενο βενζινάδικο-εστιατόριο προτού αποφασίσει να ρίξει άλλη μια ματιά στον πίνακα. Είχε κολλήσει λίγη από την ανησυχία της θείας του, σαν να ήταν μικρόβιο, αλλά δεν πίστευε ότι το

Page 287: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πρόβλημα, στην πραγματικότητα, ήταν αυτό. Το πρόβλημα ήταν η εντύπωση του πως ο πίνακας είχε αλλάξει. Το εστιατόριο είχε τη συνηθισμένη εκλεκτή κουζίνα -χάμπουργκερ και παγωτά- κι ένα μικρό, βρόμικο χώρο για φαγητό στην ύπαιθρο και για τους σκύλους από πίσω. Ο Κίνελ άφησε το αυτοκίνητο του δίπλα σ' ένα φορτηγάκι με πινακίδες του Μιζούρι, πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε. Η ειρωνεία ήταν πως είχε πάει με το αυτοκίνητο ως τη Βοστόνη για να σκοτώσει τους καλικάντζαρους που σαμποτάριζαν το καινούριο του βιβλίο. Πηγαίνοντας, δεν σκεφτόταν παρά μόνο τι θα έλεγε στο συνέδριο αν του έκαναν κάποιες συγκεκριμένες, δύσκολες ερωτήσεις, πράγμα που δεν έγινε όμως· όταν ανακάλυψαν πως δεν ήξερε από πού πήγαζαν οι ιδέες του και πως, ναι, κάποιες φορές τρόμαζε τον εαυτό του, το μόνο που ήθελαν να μάθουν ήταν πώς βρίσκει κανείς έναν ατζέντη. Και τώρα, γυρίζοντας, δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο τον αναθεματισμένο τον πίνακα. Είχε αλλάξει; Αν ναι, αν το χέρι του ξανθού αγοριού είχε μετακινηθεί τόσο ώστε να διαβάσει ο Κίνελ ένα τατουάζ που προηγουμένως ήταν κρυμμένο, τότε θα μπορούσε κάλλιστα να γράψει μια στήλη σε ένα από τα περιοδικά της Σάλι. Διάβολε, μια ολόκληρη ιστορία σε τέσσερις συνέχειες. Αν, από την άλλη, δεν άλλαζε, τότε... τι; Είχε παραισθήσεις; Κάτι δεν πήγαινε καλά με τα νεύρα του; Αυτά ήταν ανοησίες. Η ζωή του ήταν μια χαρά και ο ίδιος ένιωθε καλά· τουλάχιστον μέχρι που ο ενθουσιασμός του για τον πίνακα άρχισε να μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, κάτι σκοτεινότερο. «Α, διάβολε, απλώς κατάλαβες λάθος την πρώτη φορά», είπε δυνατά καθώς έβγαινε από το αμάξι. Ναι, μπορεί. Μπορεί. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που η φαντασία του τον έκανε να δει πράγματα που δεν υπήρχαν. Αυτό ήταν ένα κομμάτι της δουλειάς του. Κάποιες φορές η φαντασία του, να, λιγάκι... «Οργιάζει», είπε ο Κίνελ και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Έβγαλε τον πίνακα και τον κοίταξε, και ήταν σ' εκείνα τα δέκα δευτερόλεπτα, καθώς τον κοίταζε με κομμένη την ανάσα, που τον φοβήθηκε για πρώτη φορά αληθινά, τον φοβήθηκε όπως φοβάται κάποιος ακούγοντας ένα ξαφνικό κροτάλισμα στους θάμνους, ή αντικρίζοντας ένα έντομο έτοιμο να τον τσιμπήσει αν το ενοχλήσει. Ο ξανθός οδηγός του χαμογελούσε παρανοϊκά τώρα -ναι, σ' αυτόν, ο Κίνελ ήταν βέβαιος-, με τα λιμαρισμένα κανιβαλικά του δόντια να φαίνονται ως τα ούλα. Τα μάτια του ήταν ταυτόχρονα αγριεμένα και χαμογελαστά. Και η γέφυρα Τόμπιν είχε χαθεί. Το ίδιο και η Βοστόνη στο βάθος. Το ίδιο και το σούρουπο. Ήταν σχεδόν νύχτα στον πίνακα τώρα, με το αυτοκίνητο και τον

Page 288: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

άγριο οδηγό του να φωτίζονται από ένα μοναδικό φανοστάτη που έριχνε μια λάμψη σαν φακού στο δρόμο και στο γυαλιστερό μέταλλο του αυτοκινήτου. Του Κίνελ του φάνηκε πως το αυτοκίνητο (ήταν σχεδόν βέβαιος πως ήταν μια Γκραντ Αμ) βρισκόταν στις παρυφές μιας μικρής πόλης στον Αυτοκινητόδρομο 1, και επίσης ήταν σχεδόν βέβαιος πως ήξερε ποια πόλη ήταν -την είχε διασχίσει ο ίδιος πριν από λίγες μόλις ώρες. «Ρόουζγουντ», μουρμούρισε. «Είναι το Ρόουζγουντ. Είμαι βέβαιος». Ο Ιός του Δρόμου ταξίδευε βόρεια, ναι, διασχίζοντας τον Αυτοκινητόδρομο 1, όπως ο Κίνελ. Το αριστερό χέρι του ξανθού νεαρού ήταν ακόμη ακουμπισμένο στην πόρτα, όμως είχε γυρίσει προς την αρχική του θέση και ο Κίνελ δεν έβλεπε πια το τατουάζ. Ήξερε όμως πως ήταν εκεί, έτσι δεν είναι; Ναι, αυτό να λέγεται. Το ξανθό αγόρι θύμιζε οπαδό των Μετάλικα που το είχε σκάσει από ένα άσυλο επικίνδυνων φρενοβλαβών. «Χριστέ μου!» "ψιθύρισε ο Κίνελ και του φάνηκε πως οι λέξεις δεν βγήκαν από μέσα του αλλά από κάπου αλλού. Ξάφνου, όλη η δύναμη στέρεψε από το κορμί του, χάθηκε σαν νερό από τρύπιο κουβά, και ο Κίνελ κάθισε βαριά στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στο χώρο στάθμευσης και το χώρο για τους σκύλους. Ξαφνικά κατάλαβε πως αυτή ήταν η αλήθεια που έλειπε από όλα του τα βιβλία, πως έτσι αντιδρούσαν στην πραγματικότητα οι άνθρωποι όταν έρχονταν αντιμέτωποι με κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Ένιωθες σαν να αιμορραγούσες μέχρι θανάτου, αλλά μέσα στο κεφάλι σου. «Δεν είναι ν' απορεί κανείς που αυτός που τον ζωγράφισε αυτοκτόνησε», είπε βραχνά, με το βλέμμα του καρφωμένο ακόμη στον πίνακα, στο άγριο χαμόγελο, στα μάτια που ήταν συνάμα πανούργα και ανόητα. Καρφίτσωσε ένα σημείωμα στο πουκάμισο του, είχε πει η κυρία Ντίμεντ. «Δεν μπορώ ν' αντέξω αυτό που μου συμβαίνει». Δεν είναι φρικτό, κυρία, Κίνελ; Ναι, ήταν φρικτό, αυτό να λέγεται. Αληθινά φρικτό. Σηκώθηκε, αρπάζοντας τον πίνακα απ' την πάνω μεριά, και διέσχισε με μεγάλα βήματα το χώρο για τους σκύλους. Είχε τα μάτια του καρφωμένα μπροστά του, προσέχοντας να μην πατήσει καμιά από τις βρομερές νάρκες των σκύλων. Δεν κοίταξε ούτε φευγαλέα τον πίνακα. Ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν, σαν να μην μπορούσαν να κρατήσουν το βάρος του, όμως δεν σωριάστηκε. Μπροστά του, κοντά στα δέντρα στο πίσω μέρος του βενζινάδικου-εστιατορίου, ήταν μια όμορφη κοπέλα με λευκό σορτς και κόκκινη ξώπλατη μπλούζα. Πήγαινε βόλτα ένα κόκερ. Χαμογέλασε στον

Page 289: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Κίνελ και ύστερα είδε κάτι στο πρόσωπο του που έκανε το χαμόγελο της να παγώσει. Η κοπέλα έστριψε αριστερά και απομακρύνθηκε γρήγορα. Το κόκερ ήθελε να προχωρήσουν πιο αργά κι έτσι αναγκάστηκε να το σύρει πίσω της, κάνοντας το να βήχει και να πνίγεται. Τα καχεκτικά πεύκα πίσω από το εστιατόριο κατηφόριζαν προς μια βαλτώδη έκταση που βρομούσε φυτική και ζωική αποσύνθεση. Το στρώμα από πευκοβελόνες ήταν γεμάτο σκουπίδια από το δρόμο: περιτυλίγματα χάμπουργκερ, πλαστικά ποτήρια, χαρτοπετσέτες, κουτάκια μπίρας, άδεια μπουκάλια αναψυκτικών, αποτσίγαρα. Ο Κίνελ είδε ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό να κείται σαν ψόφιο σαλιγκάρι δίπλα σε μια σκισμένη κιλότα με τη λέξη ΤΡΙΤΗ κεντημένη πάνω με κοριτσίστικα γράμματα. Τώρα που βρισκόταν εδώ, τόλμησε να ξανακοιτάξει την εικόνα. Οπλίστηκε με θάρρος, για τις καινούριες αλλαγές που μπορεί να αντίκριζε, ακόμη και για την πιθανότητα ο πίνακας να κινιόταν, σαν τις εικόνες μιας ταινίας, αλλά δεν είδε τίποτε. Ύστερα, όμως, ο Κίνελ συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόταν να υπάρχει κάποια αλλαγή. Αρκούσε το πρόσωπο του ξανθού αγοριού. Εκείνο το τρελό, παγερό χαμόγελο και τα μυτερά δόντια. Το πρόσωπο έλεγε: Ε, γέρο, ξέρεις κάτι; Τον πολιτισμό τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια. Ανήκω στην πραγματική γενιά-Χ· η επόμενη χιλιετία είναι εδώ, στο τιμόνι αυτού του γοργού, φίνου αμαξιού. Η πρώτη αντίδραση της θειας Τρούντι, μόλις αντίκρισε τον πίνακα, ήταν να συμβουλεύσει τον Κίνελ να τον πετάξει στον ποταμό Σάκο. Η θεία είχε δίκιο. Ο Σάκο ήταν μόλις τριάντα χιλιόμετρα παραπίσω, όμως... «Αυτό αρκεί», είπε. «Νομίζω πως αυτό είναι αρκετό». Σήκωσε τον πίνακα πάνω απ' το κεφάλι του, σαν αθλητής που σηκώνει ψηλά ένα κύπελλο για να τον απαθανατίσουν οι φωτογράφοι, και ύστερα τον πέταξε στην πλαγιά. Έκανε δυο κύκλους, με την κορνίζα να λαμπυρίζει στο θαμπό απογευματινό φως, και ύστερα χτύπησε σ' ένα δέντρο. Το τζάμι θρυμματίστηκε. Ο πίνακας έπεσε καταγής κι έπειτα γλίστρησε σαν έλκηθρο στη σκεπασμένη από ξερές πευκοβελόνες πλαγιά ως το βάλτο. Εκτός από τη μια γωνιά του, που πρόβαλλε μέσα από τις πυκνές καλαμιές, το μόνο που φαινόταν ήταν τα σκορπισμένα γυαλιά, που δεν ξεχώριζαν από όλα τα υπόλοιπα σκουπίδια. Έκανε μεταβολή και γύρισε στο αυτοκίνητο του, με το μυστρί της φαντασίας του ανά χείρας ήδη. θα έχτιζε αυτό το περιστατικό στη δική του, ξεχωριστή γωνιά... και σκέφτηκε πως μάλλον αυτό έκαναν οι περισσότεροι όταν τους συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Οι ψεύτες και όσοι θα ήθελαν να έχουν ζήσει μια τέτοια εμπειρία έγραφαν τις φαντασιώσεις τους σε περιοδικά σαν

Page 290: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

το Επιζήσαντες και τις αποκαλούσαν αλήθεια. Αυτοί, από την άλλη, που είχαν μια αληθινή μεταφυσική εμπειρία κρατούσαν το στόμα τους κλειστό και χρησιμοποιούσαν το μυστρί της φαντασίας. Γιατί, όταν εμφανίζονταν τέτοιες ρωγμές στη ζωή σου, έπρεπε κάπως να τις αντιμετωπίσεις- αν δεν το έκανες, θα μεγάλωναν και, αργά ή γρήγορα, τα πάντα θα γκρεμίζονταν. Ο Κίνελ σήκωσε τα μάτια του και είδε την όμορφη κοπέλα να τον παρακολουθεί ανήσυχη, από μια απόσταση που της φαινόταν ασφαλής. Όταν τον είδε να την κοιτάζει, έκανε μεταβολή και προχώρησε γρήγορα προς το εστιατόριο, σέρνοντας πάλι από πίσω της το κόκερ και πασχίζοντας, όσο γινόταν, να μη λικνίζει τους γοφούς της. Με θεωρείς τρελό, έτσι δεν είναι, ομορφούλα; Σκέφτηκε ο Κίνελ. Είδε πως είχε αφήσει το πορτ μπαγκάζ του ανοιχτό. Έχασκε σαν στόμα. Το έκλεισε με δύναμη. Όμως δεν είμαι τρελός. Όχι. Απλώς έκανα ένα μικρό λάθος, αυτό όλο κι όλο. Σταμάτησα σ' ένα ιδιωτικό παζάρι, ενώ θα έπρεπε να το είχα προσπεράσει. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να χάνει το ίδιο. Κι εσύ ακόμη. Κι αυτός ο πίνακας... «Ποιος πίνακας;» ρώτησε ο Ριτς Κίνελ το ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, πασχίζοντας να χαμογελάσει. «Δε βλέπω κανέναν πίνακα». Κάθισε στο τιμόνι του Άουντι κι έβαλε μπρος. Ύστερα κοίταξε τη βελόνα της βενζίνης και είδε πως ήταν κάτω από τη μέση. θα χρειαζόταν να βάλει βενζίνη πριν φτάσει σπίτι, όμως μπορούσε να σταματήσει σε κάποιο βενζινάδικο παρακάτω. Τώρα, το μόνο που ήθελε ήταν να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γινόταν από τον πεταμένο πίνακα. Έξω από τα όρια του κέντρου του Ντέρι, η Κάνσας Στρητ ερημώνει και γίνεται Κάνσας Ρόουντ. Καθώς ζυγώνει στα εντός σχεδίου πόλεως όρια του (μια περιοχή που στην πραγματικότητα είναι εξοχή), γίνεται επαρχιακός δρόμος και ονομάζεται Κάνσας Λέϊν. Όχι πολύ μετά, ο επαρχιακός δρόμος περνά ανάμεσα σε δύο πέτρινους στύλους. Η άσφαλτος γίνεται χαλίκι. Αυτός που, δεκατρία χιλιόμετρα ανατολικά, είναι ένας από τους πιο πολυσύχναστους κεντρικούς δρόμους του Ντέρι έχει γίνει ένα δρομάκι που ανηφορίζει σ' ένα χαμηλό λόφο και τις φεγγαροφώτιστες καλοκαιρινές βραδιές λαμπυρίζει σαν να έχει βγει από ποίημα του Άλφρεντ Νόιζ. Στην κορυφή του λόφου υψώνεται ένα γωνιώδες όμορφο ξύλινο κτίσμα που στα παράθυρα του έχει τζάμια-καθρέφτες, ένα στάβλο που στην πραγματικότητα είναι γκαράζ κι ένα δορυφορικό πιάτο στραμμένο προς τ' αστέρια. Ένας χωρατατζής της Νιουζ του Ντέρι το ονόμασε κάποτε Σπίτι που Έχτισε ο

Page 291: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Γκορ... και δεν εννοούσε τον αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών[12]. Ο Ρίτσαρντ Κίνελ το έλεγε απλώς σπίτι, κι εκείνο το βράδυ παρκάρισε μπροστά του νιώθοντας κούραση αλλά και ανακούφιση. Ένιωθε σαν να είχε περάσει μια βδομάδα από τότε που έφυγε από το ξενοδοχείο Μπόστον Χάρμπορ, στις εννιά εκείνο το πρωί. Τέρμα τα ιδιωτικά παζάρια, συλλογίστηκε κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ποτέ ξανά ιδιωτικά παζάρια. «Αμήν», είπε και ξεκίνησε για το σπίτι. Ίσως θα 'πρεπε να είχε βάλει το αυτοκίνητο στο γκαράζ, αλλά στο διάβολο το αυτοκίνητο. Αυτό που χρειαζόταν επειγόντως ήταν ένα ποτό, ένα ελαφρύ γεύμα -κάτι που να ετοιμάζεται στο φούρνο μικροκυμάτων- και ύστερα έναν καλό ύπνο, δίχως όνειρα. Αδημονούσε να τελειώσει αυτή η μέρα. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, το γύρισε και πληκτρολόγησε τον αριθμό 3817 για να μη χτυπήσει ο συναγερμός. Άναψε το φως του χολ, διάβηκε το κατώφλι, έκλεισε πίσω του την πόρτα, έκανε να γυρίσει, είδε τι υπήρχε στον τοίχο, εκεί που πριν από δύο ημέρες ήταν η συλλογή του από κορνιζαρισμένα εξώφυλλα βιβλίων, και ούρλιαξε. Ούρλιαξε μέσα στο κεφάλι του. Από το στόμα του δεν βγήκε παρά αέρας. Άκουσε ένα γδούπο κι ένα κακόηχο κουδούνισμα μόλις έπεσαν τα κλειδιά του από το άψυχο χέρι του στο χαλί ανάμεσα στα πόδια του. Ο Ιός του Δρόμου που Ταξιδεύει Βόρεια δεν ήταν πια στους θάμνους πίσω από το βενζινάδικο-εστιατόριο στον αυτοκινητόδρομο. Κρεμόταν στον τοίχο του χολ του. Και είχε αλλάξει ξανά. Τώρα, το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στο δρομάκι του σπιτιού όπου γινόταν το ιδιωτικό παζάρι. Τα πράγματα ήταν ακόμη σκορπισμένα παντού -γυαλικά, έπιπλα, κεραμικά μπιχλιμπίδια (σκοτσέζικα τεριέ που κάπνιζαν πίπα, γυμνά πιτσιρίκια, ψάρια που έκλειναν το μάτι)-, τώρα όμως έλαμπαν στο φως του ίδιου φεγγαριού, με όψη κρανίου, που αιωρούνταν πάνω από το σπίτι του Κίνελ. Η τηλεόραση υπήρχε ακόμη, επίσης, και συνέχιζε να παίζει, ρίχνοντας το δικό της χλομό φως στο γρασίδι και σ' αυτό που ήταν σωριασμένο μπροστά της, δίπλα σε μια αναποδογυρισμένη καρέκλα κήπου. Η Τζούντι Ντίμεντ ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, και όχι ολόκληρη. Ύστερα από μια στιγμή, ο Κίνελ είδε την υπόλοιπη. Ήταν πάνω στη σιδερώστρα, με τα άψυχα μάτια της να λάμπουν σαν φλουριά στο φεγγαρόφωτο.

12 Gore σημαίνει «πηχτό αίμα» και, συνεκδοχικά, «φρίκη», «τρόμος». (Σ.τ.Μ.)

Page 292: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τα πίσω φώτα της Γκραντ Αμ ήταν σαν θολές κηλίδες ροζ-κόκκινης νερομπογιάς. Πρώτη φορά έβλεπε ο Κίνελ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου. Τρεις λέξεις ήταν γραμμένες πάνω, με γοτθικά γράμματα: Ο ΙΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό», ψιθύρισε, μόνο που συνέβαινε. Μπορεί να μην είχε συμβεί σε κάποιον λιγότερο ανοιχτό απέναντι σε τέτοιου είδους πράγματα, όμως συνέβαινε. Και, κοιτάζοντας την εικόνα, θυμήθηκε την ταμπελίτσα στο μικρό τραπέζι της Τζούντι Ντίμεντ. ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΤΟΙΣ ΜΕΤΡΗΤΟΙΣ, έλεγε (αν και είχε δεχτεί τη δική τον επιταγή, απλώς σημειώνοντας καλού κακού τον αριθμό του διπλώματος του). Και έλεγε κάτι ακόμη. ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ. Ο Κίνελ πέρασε μπροστά από τον πίνακα και μπήκε στο καθιστικό. Αισθανόταν σαν ξένος μέσα στο ίδιο του το κορμί κι ένιωθε ένα κομμάτι του μυαλού του να ψάχνει στα τυφλά για εκείνο το μυστρί που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως. Έμοιαζε να του έχει παραπέσει κάπου. Άναψε την τηλεόραση και ύστερα τον δορυφορικό δέκτη από πάνω, γυρίζοντας τον στο V-14, δίχως να πάψει ούτε στιγμή να νιώθει τον πίνακα σαν να του πίεζε από πίσω το μυαλό. Τον πίνακα που με κάποιον τρόπο είχε φτάσει πριν από τον ίδιο εδώ. «Θα ξέρει κάποιο συντομότερο δρόμο», είπε ο Κίνελ κι έβαλε τα γέλια. Στην τωρινή εκδοχή του πίνακα ο ξανθός νεαρός δεν φαινόταν πολύ· ήταν απλώς μια θολή φιγούρα στη θέση του οδηγού. Ο Ιός του Δρόμου είχε τελειώσει ό,τι είχε να κάνει στο Ρόουζγουντ. Ήταν καιρός να συνεχίσει βόρεια. Η επόμενη στάση... Απέδιωξε αυτή τη σκέψη προτού την ολοκληρώσει. «Εν τέλει, υπάρχει ακόμη η πιθανότητα να είναι όλα στη φαντασία μου», είπε στο άδειο καθιστικό. Αντί να τον ανακουφίσει, η βραχνή τρεμάμενη φωνή του τον φόβισε ακόμη περισσότερο, «θα μπορούσε...» Όμως δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει. Το μόνο που του ήρθε στο νου ήταν ένα παλιό τραγούδι, τραγουδισμένο από κάποιον κλώνο του Σινάτρα στο ψευτομοντέρνο στυλ των αρχών της δεκαετίας του πενήντα: θα μπορούσε να 'ναι η αρχή για κάτι αληθινά ΜΕΓΑΛΟ... Η μελωδία που έβγαινε από τα στερεοφωνικά ηχεία της τηλεόρασης δεν ήταν του Σινάτρα αλλά του Πολ Σάιμον, διασκευασμένη για έγχορδα. Τα λευκά γράμματα στη γαλάζια οθόνη έλεγαν ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΝΙΟΥΖΓΟΥΑΪΡ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ. Από κάτω υπήρχαν οδηγίες, όμως ο Κίνελ δεν χρειαζόταν να τις διαβάσει· ήταν εθισμένος στο Νιούζγουαϊρ

Page 293: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

και τις ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Πληκτρολόγησε τον αριθμό της πιστωτικής του κάρτας και ύστερα το 508. «Ζητήσατε τις ειδήσεις για την [σύντομη παύση] Κεντρική και Βόρεια Μασαχουσέτη», είπε η ρομποτική φωνή. «Σας ευχαριστούμε για...» Ο Κίνελ κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου και απέμεινε να κοιτάζει το λογότυπο του Νιούζγουαϊρ της Νέας Αγγλίας, χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλα του. «Άντε λοιπόν», είπε. «Άντε λοιπόν». Η οθόνη τρεμόπαιξε και το γαλάζιο φόντο έγινε πράσινο. Λέξεις άρχισαν να εμφανίζονται, κάτι για μια φωτιά σ' ένα σπίτι στο Τόντον. Η επόμενη είδηση ήταν το τελευταίο σκάνδαλο στις κυνοδρομίες και ύστερα ο αποψινός καιρός: ήπιος και χωρίς σύννεφα. Ο Κίνελ είχε αρχίσει να ηρεμεί, να αναρωτιέται αν όντως είχε δει αυτό που νόμιζε πως είδε στον τοίχο του χολ, ή αν ήταν απλώς παραίσθηση από την κούραση, όταν η τηλεόραση τσίριξε και εμφανίστηκαν οι λέξεις ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ. Ο Κίνελ απέμεινε να βλέπει τα κεφαλαία γράμματα να περνούν στην οθόνη. 19/8: ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΡΟΟΥΖΓΟΥΝΤ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΜΕ ΦΡΙΚΤΟ ΤΡΟΠΟ ΕΝΩ ΕΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΟΥΣΑ ΦΙΛΗ ΤΗΣ. Η 38ΧΡΟΝΗ ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΝΤΙΜΕΝΤ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΉΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ, ΕΝΩ ΕΠΕΒΛΕΠΕ ΤΗΝ ΠΩΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑΣ ΤΗΣ. ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΤΗΚΑΝ ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΝΤΙΜΕΝΤ ΒΡΕΘΗΚΕ ΜΟΛΙΣ ΣΤΙΣ ΟΧΤΩ Η ΩΡΑ, ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΗΓΕ ΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΕΘΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΟΡΥΒΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ, Ο ΜΑΘΙΟΥ ΓΚΡΕΪΒΣ, ΕΙΠΕ ΠΩΣ Η ΚΥΡΙΑ ΝΤΙΜΕΝΤ ΗΤΑΝ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΈΝΗ. «ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΒΡΙΣΚΌΤΑΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΙΔΕΡΩΣΤΡΑ», ΕΙΠΕ. «ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΙΟ ΦΡΙΚΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ». Ο ΓΚΡΕΪΒΣ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΥΣΕΙ ΗΧΟΥΣ ΠΑΛΗΣ, ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΚΑΙ, ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΒΡΕΙ ΤΟ ΠΤΩΜΑ, ΕΝΑ ΘΟΡΥΒΩΔΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ, ΙΣΩΣ ΜΕ ΑΛΛΑΓΜΈΝΗ ΕΞΑΤΜΙΣΗ ΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ 1. ΕΙΚΑΖΕΤΑΙ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ... Μονάχα που αυτό δεν ήταν εικασία αλλά γεγονός. Ανασαίνοντας με δυσκολία, σχεδόν ασθμαίνοντας, ο Κίνελ ξαναπήγε βιαστικά στο χολ. Ο πίνακας ήταν ακόμη εκεί, όμως είχε αλλάξει ξανά. Τώρα φαίνονταν δυο εκτυφλωτικοί άσπροι κύκλοι -οι προβολείς-, με τη σκοτεινή σιλουέτα του αυτοκινήτου από πίσω τους.

Page 294: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ταξιδεύει ξανά, σκέφτηκε ο Κίνελ, τώρα έχοντας βασικά στο μυαλό του τη θεία Τρούντι -τη γλυκιά θεία Τρούντι, που ήξερε πάντα ποιος έκανε αταξίες και ποιος ήταν καλός. Τη θεία Τρούντι, που ζούσε στο Γουέλς, όχι πάνω από εξήντα πέντε χιλιόμετρα από το Ρόουζγουντ. «Σε παρακαλώ, θεέ μου, κάνε τον να πάει από τον παραλιακό δρόμο», είπε ο Κίνελ, απλώνοντας τα χέρια του για να πιάσει τον πίνακα. Ήταν στη φαντασία του, ή βρίσκονταν τώρα οι προβολείς μακρύτερα ο ένας από τον άλλο, σαν να κινιόταν το αμάξι μπροστά στα μάτια του... αλλά αργά, όπως κινείται ο λεπτοδείκτης σ' ένα ρολόι τσέπης; «Κάνε τον να πάει από τον παραλιακό δρόμο, σε παρακαλώ». Τράβηξε βίαια τον πίνακα από τον τοίχο και γύρισε τρέχοντας στο καθιστικό. Φυσικά, το πλέγμα ήταν τοποθετημένο μπροστά στο τζάκι· θα περνούσαν τουλάχιστον άλλοι δυο μήνες προτού χρειαστεί να ανάψει φωτιά. Ο Κίνελ το έσπρωξε στην άκρη και έριξε μέσα τον πίνακα, σπάζοντας πάνω στις σιδεροστιές το τζάμι, που είχε ήδη σπάσει μια φορά στο βενζινάδικο-εστιατόριο. Ύστερα έτρεξε στην κουζίνα, διερωτώμενος τι θα έκανε αν δεν κατόρθωνε ούτε αυτή τη φορά να τον ξεφορτωθεί. «Πρέπει να τα κατάφερα», σκέφτηκε, «θα τα κατάφερα γιατί πρέπει, τελεία και παυλα». Άνοιξε τα ντουλάπια της κουζίνας και έψαξε μέσα, ρίχνοντας το κουάκερ, ένα δοχείο αλάτι, το ξίδι. Το μπουκάλι έσπασε πάνω στον πάγκο και η δυνατή μυρωδιά του ξιδιού τον τύλιξε πνίγοντας τον και φέρνοντας του δάκρυα στα μάτια. Δεν ήταν εκεί· αυτό που γύρευε δεν ήταν εκεί. Μπήκε τρέχοντας στην αποθήκη, κοίταξε πίσω από την πόρτα -δεν υπήρχε τίποτε, εκτός από έναν πλαστικό κουβά και μερικά απορρυπαντικά- και ύστερα στο ράφι δίπλα στο στεγνωτήριο. Να το, δίπλα στις μπρικέτες. Υγρό αναπτήρα. Το άρπαξε και γύρισε τρέχοντας πίσω, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στο τηλέφωνο καθώς περνούσε από μπροστά του. Ήθελε να σταματήσει, να τηλεφωνήσει στη θεία Τρούντι. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον πιστέψει· αν ο αγαπημένος της ανιψιός της τηλεφωνούσε και της έλεγε να φύγει από το σπίτι, να φύγει τώρα, θα το έκανε... όμως, αν την ακολουθούσε το ξανθό αγόρι; Αν την κυνηγούσε; Και θα το έκανε. Ο Κίνελ ήξερε πως θα το έκανε. Διέσχισε βιαστικά το καθιστικό και στάθηκε μπροστά στο τζάκι. «Χριστέ μου!» ψιθύρισε. «Χριστέ μου, όχι!»

Page 295: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η εικόνα κάτω από το θρυμματισμένο γυαλί δεν έδειχνε πια προβολείς που ζύγωναν. Αυτό που έδειχνε τώρα ήταν η Γκραντ Αμ σε μια απότομη στροφή, που δεν μπορούσε παρά να είναι μια έξοδος από τον αυτοκινητόδρομο. Το φεγγαρόφωτο έλαμπε σαν υγρό βελούδο πάνω στο σκοτεινό αμάξι. Στο φόντο υπήρχε μια δεξαμενή νερού και τα γράμματα πάνω φαίνονταν καθαρά στο φως του φεγγαριού. ΔΙΑΤΗΡΗΣΤΕ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟ ΜΕΪΝ, έλεγαν. ΞΟΔΕΨΤΕ ΕΔΩ ΤΑ ΔΟΛΑΡΙΑ ΣΑΣ. Ο Κίνελ δεν πέτυχε την εικόνα την πρώτη φορά που ζούληξε το μπουκάλι του υγρού για αναπτήρες· τα χέρια του έτρεμαν πολύ και το αρωματικό υγρό κύλησε απλώς πάνω στη μεριά του τζαμιού που δεν είχε σπάσει, θολώνοντας το πίσω μέρος του σκοτεινού αμαξιού. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σημάδεψε και ζούληξε ξανά. Αυτή τη φορά το υγρό πέρασε μέσα από την ακανόνιστη τρύπα που είχε ανοίξει η μία από τις σιδεροστιές και κύλησε πάνω στην εικόνα, διαλύοντας το χρώμα και μεταμορφώνοντας ένα λάστιχο αμαξιού σε μαύρο δάκρυ. Πήρε ένα από τα διακοσμητικά σπίρτα από το βαζάκι στην κορνίζα του τζακιού, το άναψε και το έριξε μέσα από την τρύπα στο τζάμι. Ο πίνακας πήρε αμέσως φωτιά και οι φλόγες τύλιξαν την Γκραντ Αμ και τη δεξαμενή νερού. Όσο από το τζάμι είχε απομείνει στον πίνακα μαύρισε και ύστερα έσπασε προς τα έξω, σκορπίζοντας φλεγόμενα θραύσματα. Ο Κίνελ τα έσβησε με το παπούτσι του προτού πιάσει φωτιά το χαλί. Πήγε στο τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της θείας Τρούντι, δίχως να έχει συνειδητοποιήσει πως έκλαιγε. Στο τρίτο κουδούνισμα, απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής της θείας του. «Γεια», είπε η θεία Τρούντι, «ξέρω πως, λέγοντας κάτι τέτοιο, ενθαρρύνω τους διαρρήκτες, όμως έχω πάει στο Κένεμπανκ για να δω τη νέα ταινία με τον Χάρισον Φορντ. Αν σκοπεύεις να μου διαρρήξεις το σπίτι, σε παρακαλώ να μην πάρεις τα πορσελάνινα γουρούνια μου. Αν, πάλι, θέλεις ν' αφήσεις κάποιο μήνυμα, καν' το μετά τον χαρακτηριστικό ήχο». Ο Κίνελ περίμενε και ύστερα, προσπαθώντας να είναι η φωνή του όσο πιο σταθερή γινόταν, είπε: «Ο Ρίτσι είμαι, θεία Τρούντι. Τηλεφώνησε μου όταν γυρίσεις, εντάξει; Όσο αργά κι αν είναι». Έκλεισε, κοίταξε την τηλεόραση και ύστερα ξανακάλεσε το Νιούζγουαΐρ, αυτή τη φορά πληκτρολογώντας τον κωδικό του Μέϊν. Ενώ οι υπολογιστές στην άλλη άκρη της γραμμής επεξεργάζονταν την εντολή του, ξαναπήγε στο τζάκι και μ' ένα σκαλιστήρι για τη φωτιά σκούντηξε το μαυρισμένο,

Page 296: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παραμορφωμένο πράγμα εκεί μέσα. Η δυσοσμία ήταν φρικτή -συγκριτικά, έκανε το χυμένο ξίδι να μυρίζει σαν ανθόκηπος-, όμως τον Κίνελ δεν τον ένοιαζε. Η εικόνα είχε χαθεί εντελώς, είχε αποτεφρωθεί, κι αυτό τον αποζημίωνε και με το παραπάνω. Κι αν ξανάρθει; «Δε θα ξανάρθει», είπε ξαναβάζοντας το σκαλιστήρι στη θέση του και γυρίζοντας στην τηλεόραση. «Είμαι βέβαιος πως δε θα ξανάρθει». Κάθε φορά, όμως, που ξανάρχιζαν οι ίδιες ειδήσεις, σηκωνόταν για να ελέγξει. Ο πίνακας δεν ήταν παρά στάχτες μέσα στο τζάκι... και δεν υπήρχε ούτε λέξη για δολοφονία κάποιας ηλικιωμένης γυναίκας στην περιοχή Γουέλς-Σάκο-Κένεμπανκ. Ο Κίνελ συνέχισε να παρακολουθεί, σχεδόν περιμένοντας να δει μια είδηση του τύπου ΓΚΡΑΝΤ ΑΜ ΕΠΕΣΕ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΣΕ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΚΕΝΕΜΠΑΝΚ ΑΠΟΨΕ, ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΔΕΚΑ ΑΤΟΜΑ, αλλά δεν εμφανίστηκε τίποτε τέτοιο. Στις έντεκα παρά τέταρτο το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Κίνελ άρπαξε το ακουστικό. «Ναι;» «Η Τρούντι είμαι, καλέ μου. Είσαι καλά;» «Ναι, μια χαρά». «Δεν ακούγεσαι καλά», του είπε. «Η φωνή σου τρέμει και είναι... παράξενη. Τι συμβαίνει; Τι είναι;» Και ύστερα, προκαλώντας του ανατριχίλα, αλλά δίχως να τον ξαφνιάσει αληθινά, είπε: «Έχει σχέση μ' εκείνη την εικόνα που σου άρεσε; Μ' εκείνη την αναθεματισμένη εικόνα;» Τον ηρέμησε κάπως που το είχε μαντέψει... και, φυσικά, που τώρα ήξερε πως ήταν σώα. «Ναι, ίσως», της είπε. «Μ' έκανε να νιώθω νευρικός σε όλο το δρόμο ως εδώ κι έτσι την έκαψα. Στο τζάκι». Θα μάθει για την Τζουντι Ντίμεντ, ξέρεις, τον προειδοποίησε μια φωνή μέσα του. Δεν έχει δορυφορικό εξοπλισμό αξίας είκοσι χιλιάδων δολαρίων, όμως είναι συνδρομήτρια στη Γιούνιον Λίντερ, κι αυτή η είδηση θα είναι στην πρώτη σελίδα. Ναι, έτσι ήταν, αναμφίβολα, αλλά οι περαιτέρω εξηγήσεις μπορούσαν να περιμένουν ως το πρωί, όταν θα ήταν λιγότερο τρομαγμένος... όταν θα είχε βρει έναν τρόπο να σκέφτεται τον Ιό του Δρόμου δίχως να κινδυνεύει να

Page 297: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

χάσει τα λογικά του... κι όταν θα είχε σιγουρευτεί ότι δεν θα συνέβαινε τίποτ' άλλο. «Ωραία!» του είπε κατηγορηματικά, «θα 'πρεπε να σκορπίσεις τις στάχτες». Σώπασε, κι όταν μίλησε ξανά, η φωνή της ήταν πιο σιγανή. «Ανησυχούσες για μένα, έτσι δεν είναι; Γιατί μου την έδειξες». «Ναι, λιγάκι». «Όμως τώρα νιώθεις καλύτερα;» Ο Κίνελ έγειρε πίσω κι έκλεισε τα μάτια του. Όντως, ένιωθε καλύτερα. «Ναι. Πώς ήταν η ταινία;» «Καλή. Ο Χάρισον Φορντ δείχνει υπέροχος με στολή. Αν μπορούσε να ξεφορτωθεί κι αυτό το μικρό εξόγκωμα στο πιγούνι του...» «Καληνύχτα, θεία Τρούντι. θα τα πούμε αύριο». «Αλήθεια;» «Ναι», είπε. «Έτσι πιστεύω». Έκλεισε, ξαναπήγε στο τζάκι και ανάδεψε τις στάχτες με το σκαλιστήρι. Φαινόταν ένα κομματάκι από τον προφυλακτήρα και ένα από το δρόμο, αλλά τίποτ' άλλο. Προφανώς, αυτό που χρειαζόταν από την αρχή ήταν η φωτιά. Έτσι δεν σκοτωνόταν συνήθως το υπερφυσικό κακό; Φυσικά. Την είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος μερικές φορές, με μεγαλύτερη επιτυχία στο Η Αναχώρηση, το μυθιστόρημα του για ένα στοιχειωμένο σιδηροδρομικό σταθμό. «Ναι», είπε. «Κάψου, μωρό μου, κάψου». Σκέφτηκε να πιει το ποτό που είχε τάξει στον εαυτό του και ύστερα θυμήθηκε το χυμένο ξίδι (που τώρα μάλλον θα μούσκευε το επίσης χυμένο κουάκερ). Τελικά αποφάσισε να πέσει απλώς στο κρεβάτι. Σ' ένα βιβλίο –κάποιο του Ρίτσαρντ Κίνελ, για παράδειγμα- αποκλείεται ο ήρωας να κοιμόταν έπειτα από αυτό που είχε συμβεί στον ίδιο. Στην πραγματική ζωή, του φάνηκε πως θα κοιμόταν μια χαρά. Για την ακρίβεια, αποκοιμήθηκε στο ντους, γερμένος πάνω στον τοίχο, με τα μαλλιά του γεμάτα σαμπουάν και με το νερό να τον χτυπάει δυνατά στο στήθος. Ξαναβρέθηκε στο ιδιωτικό παζάρι και η τηλεόραση που ήταν στημένη στα χάρτινα σταχτοδοχεία έδειχνε την Τζούντι Ντίμεντ. Το κεφάλι της ήταν πάλι στη θέση του, όμως ο Κίνελ διέκρινε τα πρόχειρα ράμματα του ιατροδικαστή, σαν αποτρόπαιο περιδέραιο γύρω από το λαιμό της. «Και τώρα, οι τελευταίες ειδήσεις από το Νιούζγουαιρ της Νέας

Page 298: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αγγλίας», είπε η Ντίμεντ και ο Κίνελ, που έβλεπε πάντα ολοζώντανα όνειρα, είδε τα ράμματα στο λαιμό της να τανύζονται και να χαλαρώνουν καθώς μιλούσε. «Ο Μπόμπι Χέϊστινγκς πήρε όλους τους πίνακες του και τους έκαψε, μαζί και τον δικό σου, κύριε Κίνελ... και είναι δικός σου, όπως θα ξέρεις κι εσύ, είμαι βέβαιη. Δε γίνονται επιστροφές, είδες την ταμπέλα, θα 'πρεπε να είσαι ευχαριστημένος που δέχτηκα την επιταγή σου». Έκαψε όλους τους πίνακες του, ναι, φυσικά τους έκαψε, συλλογίστηκε στο υγρό όνειρο του ο Κίνελ. Δεν μπορούσε ν' αντέξει αυτό που του συνέβαινε, αυτό έλεγε το σημείωμα, κι όταν φτάνεις σ' αυτό το σημείο, δεν κοντοστέκεσαι για να δεις αν θέλεις να γλιτώσεις ένα συγκεκριμένο πίνακα σου από την πυρά. Απλώς υπήρχε κάτι ξεχωριστό στον Ιό του Δρόμου που Ταξιδεύει Βόρεια, έτσι δεν είναι, Μπόμπι; Και μάλλον εντελώς τυχαία. Ήσουν ταλαντούχος, το κατάλαβα ευθύς αμέσως, αλλά το ταλέντο όεν έχει καμία σχέση μ' αυτό που συμβαίνει στον πίνακα σου. «Κάποια πράγματα δε λένε να πεθάνουν», είπε η Τζούντι Ντίμεντ στην τηλεόραση. «Εμφανίζονται ξανά και ξανά, όσο σκληρά κι αν πασχίσεις να τα ξεφορτωθείς. Εμφανίζονται ξανά και ξανά, σαν ιοί». Ο Κίνελ άπλωσε το χέρι του και άλλαξε σταθμό, όμως προφανώς όλοι πρόβαλλαν το Τζούντι Ντίμεντ Σόου. «Θα μπορούσε να πει κανείς πως άνοιξε μια τρύπα στο υπόγειο του σύμπαντος», έλεγε τώρα. «Ο Μπόμπι Χέϊστινγκς, εννοώ. Κι από μέσα βγήκε αυτό. Καλό, ε;» Κι εκείνη τη στιγμή τα πόδια του Κίνελ γλίστρησαν, όχι τόσο ώστε να σωριαστεί, αλλά αρκετά ώστε να ξυπνήσει απότομα. Άνοιξε τα μάτια του, μόρφασε, γιατί έτσουξαν από το σαμπουάν που είχε κυλήσει πηχτό στο πρόσωπο του ενόσω κοιμόταν, και έβαλε τα χέρια του κάτω από το ντους για να ξεπλυθεί. Έκανε να ξαναγεμίσει τις χούφτες του με νερό, όταν άκουσε έναν ακανόνιστο ήχο σαν μουγκρητό. Μην είσαι ανόητος, είπε από μέσα του. Το μόνο που ακούς είναι το ντους. Τα Υπόλοιπα είναι στη φαντασία σου. Στην ανόητη, οργιώδη φαντασία σου. Μόνο που δεν ήταν. Ο Κίνελ άπλωσε το χέρι του και έκλεισε τη βρύση. Το μουγκρητό συνεχιζόταν. Σιγανό και επίμονο. Απέξω. Βγήκε από το ντους και διέσχισε στάζοντας την κρεβατοκάμαρα του στον πάνω όροφο. Υπήρχε ακόμη αρκετό σαμπουάν στα μαλλιά του, ώστε να δείχνουν σαν να είχαν ασπρίσει ενώ κοιμόταν -σαν να τα είχε ασπρίσει το όνειρο με την Τζούντι Ντίμεντ.

Page 299: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Γιατί να σταματήσω σ' εκείνο το ιδιωτικό παζάρι; αναρωτήθηκε, όμως δεν είχε να δώσει κάποια απάντηση ο ίδιος. Φανταζόταν πως κανένας δεν είχε. Το μουγκρητό δυνάμωσε καθώς ζύγωνε ο Κίνελ στο παράθυρο που έβλεπε στο δρομάκι του σπιτιού· το δρομάκι που λαμπύριζε στο καλοκαιρινό φεγγαρόφωτο σαν κάτι βγαλμένο από ένα ποίημα του Άλφρεντ Νόιζ. Καθώς τραβούσε την κουρτίνα και κοίταζε έξω, βρέθηκε να συλλογίζεται την πρώην σύζυγο του, τη Σάλι, που την είχε γνωρίσει στο Παγκόσμιο Συνέδριο Φαντασίας το 1978. Τη Σάλι, που τώρα εξέδιδε δύο περιοδικά από το τροχόσπιτο της, με τίτλους Επιζήσαντες, το ένα, και Επισκέπτες, το άλλο. Καθώς κοίταζε κάτω, στο δρομάκι, αυτοί οι δύο τίτλοι πρόβαλαν μαζί στο μυαλό του Κίνελ σαν διπλή εικόνα σε στερεοπτικόν13. Είχε έναν επισκέπτη που ήταν σίγουρα από τους επιζήσαντες. Η Γκραντ Αμ ήταν σταματημένη μπροστά στο σπίτι, με τη μηχανή αναμμένη και με την άσπρη αχλή από τη διπλή επιχρωμιωμένη της εξάτμιση να ξετυλίγεται στον βουβό νυχτερινό αέρα. Τα γοτθικά γράμματα στο πίσω μέρος φαίνονταν ολοκάθαρα. Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή, και όχι μόνο· το φως στα μπροστινά σκαλοπάτια φανέρωνε πως και η εξώπορτα του Κίνελ ήταν ανοιχτή. Ξέχασα να την κλειδώσω, συλλογίστηκε ο Κίνελ, σκουπίζοντας τον αφρό από το μέτωπο του με ένα χέρι που δεν το ένιωθε πια. Και ξέχασα να ξαναβάλω το συναγερμό... Όχι πως θα τον πτοούσε ο συναγερμός, δηλαδή. Τέλος πάντων, μπορεί να τον είχε κάνει να παρακάμψει τη θεία Τρούντι, κι αυτό ήταν κάτι· αν και αυτή η σκέψη δεν μπορούσε να ανακουφίσει τώρα τον Κίνελ. Επιζήσαντες. Το σιγανό μουγκρητό του μεγάλου κινητήρα, που ήταν τουλάχιστον 4,4 λίτρων, με διπλό καρμπιρατέρ και ιντζέξιον. Ο Κίνελ, ένας γυμνός άντρας με σαπουνάδα στο κεφάλι, έκανε αργά μεταβολή, με τα πόδια του να έχουν μουδιάσει τελείως, και είδε τον πίνακα πάνω απ' το κρεβάτι του, όπως το περίμενε. Η Γκραντ Αμ ήταν σταματημένη στο δρομάκι του, με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή και με δυο τολύπες καυσαερίου να βγαίνουν από τη διπλή επιχρωμιωμένη της εξάτμιση. Από αυτή τη γωνία έβλεπε επίσης την εξώπορτα του, ανοιχτή, με μια μακρόστενη αντρική σκιά να εκτείνεται στο χολ. Επιζήσαντες. Επιζήσαντες και επισκέπτες. 13 Προβολέας διαφανειών που επιτρέπει, ενώ σβήνει η προηγούμενη εικόνα, να εμφανίζεται η επόμενη. (Σ.τ.Μ.)

Page 300: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Άκουσε πόδια να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Ήταν βαριά περπατησιά, και, δίχως να έχει δει τον ξανθό νεαρό, ο Κίνελ ήξερε πως φορούσε μπότες μοτοσικλετιστή. Πάντα φορούσαν μπότες μοτοσικλετιστή αυτοί που είχαν ένα τατουάζ που έλεγε ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΕΚΡΟΣ ΠΑΡΑ ΑΤΙΜΑΣΜΈΝΟΣ στο μπράτσο, όπως κάπνιζαν πάντα άφιλτρα Κάμελ. Αυτά τα πράγματα ήταν νομοτελειακά. Και το μαχαίρι, θα είχε ένα μακρύ και κοφτερό μαχαίρι, σαν μασέτα, που θα μπορούσε να κόψει το κεφάλι κάποιου με μία μαχαιριά. Και θα χαμογελούσε, θα χαμογελούσε και θα φαίνονταν όλα εκείνα τα λιμαρισμένα κανιβαλικά δόντια. Ο Κίνελ τα ήξερε αυτά τα πράγματα. Εν τέλει, ήταν ευφάνταστος άνθρωπος. Δεν χρειαζόταν να του το δείξει κάποιος ζωγραφισμένο. «Όχι», ψιθύρισε, ξάφνου συνειδητοποιώντας τη γύμνια του, ξάφνου νιώθοντας να ανατριχιάζει από το κρύο. «Φύγε, σε παρακαλώ». Τα βήματα, όμως, συνέχισαν να ζυγώνουν. Φυσικά. Δεν μπορούσες να πεις σ' έναν τέτοιο τύπο να φύγει. Όχι, δεν τέλειωναν έτσι αυτού του είδους οι ιστορίες. Ο Κίνελ τον άκουσε να ζυγώνει στο κεφαλόσκαλο. Έξω, η Γκραντ Αμ συνέχιζε να μουγκρίζει στο φεγγαρόφωτο. Τώρα τα βήματα διέσχιζαν το διάδρομο. Οι μπότες χτυπούσαν με τα φθαρμένα τους τακούνια στα γυαλισμένα ξύλινα σανίδια. Ο Κίνελ είχε παραλύσει. Καταβάλλοντος μεγάλη προσπάθεια, κατόρθωσε τελικά να κινηθεί, να τρέξει προς την πόρτα για να την κλειδώσει πριν μπει αυτό το πράγμα στην κρεβατοκάμαρα του· όμως γλίστρησε σε μια λιμνούλα σαπουνόνερο και αυτή τη φορά σωριάστηκε ανάσκελα στα δρύινα σανίδια, κι αυτό που είδε, καθώς άνοιγε η πόρτα και οι μπότες μοτοσικλετιστή διέσχιζαν την κάμαρα προς τα εκεί όπου ήταν σωριασμένος, γυμνός και με τα μαλλιά του γεμάτα σαμπουάν, ήταν ο πίνακας στον τοίχο πάνω απ' το κρεβάτι του, η εικόνα με το αυτοκίνητο του Ιού του Δρόμου να είναι σταματημένο μπροστά στο σπίτι του, με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Το κάθισμα του οδηγού, όπως είδε, ήταν γεμάτο αίμα. θα βγω έξω, θαρρώ, σκέφτηκε ο Κίνελ και σφάλισε τα μάτια του.

Page 301: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Γεύμα στο Γκόθαμ Καφέ

Μια μέρα, όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη, πέρασα μπροστά από ένα εστιατόριο που φαινόταν πολύ καλό. Μέσα, ο αρχισερβιτόρος οδηγούσε ένα ζευγάρι ατό τραπέζι τον. Το ζευγάρι λογομαχούσε. Ο αρχισερβιτόρος με είδε να κοιτάζω και μου έκλεισε με απίστευτο κυνισμό το μάτι. Γύρισα στο ξενοδοχείο μου κι έγραψα αυτή την ιστορία. Τις τρεις ημέρες της συγγραφής της, ήμουν απολύτως απορροφημένος. Για μένα, το σημαντικό σ' αυτήν δεν είναι ο τρελός αρχισερβιτόρος, αλλά η αλλόκοτη, τρομακτική σχέση τον ζευγαριού που πρόκειται να χωρίσει. Με τον τρόπο τους, είναι απείρως πιο τρελοί από εκείνον.

Μια ημέρα γύρισα στο σπίτι από το μεσιτικό γραφείο όπου δούλευα και βρήκα ένα γράμμα από τη σύζυγο μου -ένα σημείωμα, για την ακρίβεια- πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Έλεγε πως είχε αποφασίσει να χωρίσουμε, πως είχε βάλει μπρος το διαζύγιο και πως θα μιλούσα με το δικηγόρο της. Κάθισα στην καρέκλα στην άκρη του τραπεζιού, από τη μεριά της κουζίνας, και διάβασα και ξαναδιάβασα το σημείωμα, μη μπορώντας να το πιστέψω. Ύστερα από λίγο σηκώθηκα, μπήκα στην κρεβατοκάμαρα και κοίταξα στην ντουλάπα. Όλα τα ρούχα της έλειπαν, εκτός από ένα παντελόνι φόρμας και μια κολεγιακή μπλούζα που της είχε χαρίσει κάποιος και πάνω έγραφε με γυαλιστερά γράμματα ΠΛΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΞΑΝΘΙΑ. Γύρισα στην τραπεζαρία (που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά η μια μεριά του καθιστικού· το διαμέρισμα είχε μονάχα τέσσερα δωμάτια) και ξαναδιάβασα τις έξι προτάσεις. Το σημείωμα ήταν το ίδιο, όμως τώρα, που είχα κοιτάξει στη μισοάδεια ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, είχα αρχίσει να πιστεύω αυτό που έλεγε. Ήταν ψυχρό. Κάτω κάτω, δεν έγραφε «Αγάπη» ή «Φιλιά», ούτε καν «Καλή τύχη». «Να φροντίζεις τον εαυτό σου» ήταν η

Page 302: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

θερμότερη φράση της. Και από κάτω είχε γράψει βιαστικά το όνομα της: Νταϊάν. Μπήκα στην κουζίνα, έβαλα ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και ύστερα, κάνοντας να το πιάσω, το έριξα στο πάτωμα. Η πορτοκαλάδα πιτσίλισε τα κάτω ντουλάπια και το ποτήρι έσπασε. Ήξερα πως θα κοβόμουν αν δοκίμαζα να μαζέψω τα γυαλιά -τα χέρια μου έτρεμαν-, όμως τα μάζεψα παρ' όλα αυτά και κόπηκα. Σε δύο σημεία, αλλά όχι βαθιά. Σκεφτόμουν συνεχώς ότι ήταν αστείο και ύστερα συνειδητοποιούσα ότι δεν ήταν. Της Νταϊάν δεν της πολυάρεσαν τα αστεία. Το θέμα είναι πως δεν είχα καταλάβει τίποτε. Δεν είχα την παραμικρή υποψία. Ήμουν ανόητος, λοιπόν, ή μήπως ήμουν αναίσθητος; Καθώς περνούσαν οι μέρες και συλλογιζόμουν τους τελευταίους εφτά οχτώ μήνες του γάμου μας, συνειδητοποίησα ότι ήμουν και τα δύο. Εκείνο το βράδυ τηλεφώνησα στους γονείς της στο Πάουντ Ριτζ και ρώτησα αν η Νταϊάν ήταν εκεί. «Είναι, και δε θέλει να σου μιλήσει», αποκρίθηκε η μητέρα της. «Μην ξαναπάρεις», είπε και μου το έκλεισε. Ύστερα από δύο ημέρες, μου τηλεφώνησε ο δικηγόρος της Νταϊάν, που συστήθηκε με το όνομα Γουίλιαμ Χάμπολντ και, όταν βεβαιώθηκε πως όντως μιλούσε με τον Στίβεν Ντέϊβις, άρχισε να με λέει Στιβ. Ακούγεται απίστευτο, όμως είναι αλήθεια. Οι δικηγόροι είναι αληθινά αλλόκοτοι. Ο Χάμπολντ μου είπε πως θα λάμβανα τα «προκαταρκτικά έντυπα» στις αρχές της επόμενης εβδομάδας και μου πρότεινε να ετοιμάσω μία «απογραφή της οικογενειακής περιουσίας, προ της λύσης της γαμήλιας συμφωνίας». Με συμβούλευσε, επίσης, να μην κάνω καμία «αιφνίδια καταπιστευματική κίνηση» και μου πρότεινε να κρατώ τις αποδείξεις για κάθε αγορά, ακόμη και την πιο μικρή, κατά τη διάρκεια αυτού του «διαστήματος οικονομικής δυσχέρειας». Στο τέλος, μου πρότεινε να βρω, επίσης, ένα δικηγόρο. «Άκουσε με μισό λεπτό, εντάξει;» του είπα. Καθόμουν στο γραφείο μου, με το κεφάλι μου σκυφτό και το αριστερό μου χέρι να κρατά το μέτωπο μου. Είχα τα μάτια μου κλειστά για να μη βλέπω τη φωτεινή κενή οθόνη του υπολογιστή. Είχα κλάψει πολύ και ένιωθα τα μάτια μου σαν να ήταν γεμάτα άμμο. «Φυσικά», μου είπε. «Είμαι όλος αυτιά, Στιβ». «Έχω δύο πράγματα να σου πω. Πρώτον, εννοείς "πριν από τη διάλυση του γάμου σας", όχι "προ της λύσης της γαμήλιας συμφωνίας"... και αν νομίζει η

Page 303: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Νταϊάν πως θα δοκιμάσω να πάρω κάτι που της ανήκει, κάνει μεγάλο λάθος». «Ναι», είπε ο Χάμπολντ, για να μου δείξει πως είχε καταλάβει αυτό που του είπα κι όχι πως συμφωνούσε. «Δεύτερον, είσαι δικός της δικηγόρος, όχι δικός μου. Θεωρώ πως είναι προσβλητικό, αληθινή γαϊδουριά, να με φωνάζεις με το μικρό μου όνομα. Έτσι και το ξανακάνεις στο τηλέφωνο, θα σ' το κλείσω. Κι αν το κάνεις μπροστά μου, θα σου σπάσω τα μούτρα». «Στιβ... κύριε Ντέϊβις... δε νομίζω πως...» Του το 'κλεισα. Ήταν το πρώτο πράγμα που με έκανε να νιώσω λίγη ευχαρίστηση από τότε που είχα βρει εκείνο το σημείωμα πάνω στο τραπέζι, στερεωμένο κάτω από τα τρία δικά της κλειδιά του διαμερίσματος. Εκείνο το απόγευμα μίλησα σ' ένα φίλο στο νομικό τμήμα και μου σύστησε ένα φίλο του που ασχολιόταν με διαζύγια. Ο ειδικός στα διαζύγια λεγόταν Τζον Ρινγκ και έκλεισα ραντεβού μαζί του την επομένη. Γύρισα σπίτι απ' το γραφείο όσο πιο αργά μπορούσα, για λίγο βάδισα πέρα δώθε στο διαμέρισμα, αποφάσισα να πάω σινεμά, δεν βρήκα τίποτε που να θέλω να δω, ύστερα έψαξα μάταια να βρω κάτι στην τηλεόραση και ξανάρχισα να πηγαίνω πέρα δώθε. Κάποια στιγμή βρέθηκα στην κρεβατοκάμαρα, να στέκω μπροστά σ' ένα ανοιχτό παράθυρο δεκατέσσερις ορόφους πάνω από το δρόμο και να πετάω έξω όλα μου τα τσιγάρα, ακόμη και το μπαγιάτικο πακέτο Βάισροϊς που ήταν πίσω πίσω στο πάνω συρτάρι του γραφείου μου, ένα πακέτο που βρισκόταν εκεί πάνω από δέκα χρόνια· προτού να φανταστώ, με άλλα λόγια, πως υπήρχε στον κόσμο ένα πλάσμα σαν την Νταϊάν Κόσλοου. Αν και κάπνιζα από είκοσι έως σαράντα τσιγάρα την ημέρα για είκοσι χρόνια, δεν θυμάμαι να πήρα κάποια ξαφνική απόφαση να το κόψω, ούτε να αμφιταλαντεύτηκα μέσα μου· ούτε να μου πέρασε από το νου πως ίσως δεν είναι η καλύτερη στιγμή να κόψεις το κάπνισμα δύο ημέρες αφότου σε παράτησε η γυναίκα σου. Απλώς πέταξα την κλειστή κούτα, τη μισή κούτα και τα δυο τρία μισοάδεια πακέτα που βρήκα τριγύρω έξω απ' το παράθυρο, στη σκοτεινιά. Ύστερα έκλεισα το παράθυρο (δεν μου πέρασε ούτε στιγμή απ' το μυαλό πως ίσως θα ήταν πιο αποτελεσματικό να πετάξω το χρήστη απ' το παράθυρο αντί για το προϊόν δεν ήταν αυτή η περίπτωση), ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έκλεισα τα μάτια μου. Καθώς με έπαιρνε ο ύπνος, σκέφτηκα πως η επομένη μάλλον θα ήταν μία από τις χειρότερες ημέρες της ζωής μου. Επίσης σκέφτηκα πως ως το μεσημέρι της επομένης μάλλον θα είχα ξαναρχίσει το κάπνισμα. Είχα δίκιο για το πρώτο και άδικο για το δεύτερο.

Page 304: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Οι επόμενες δέκα ημέρες -το διάστημα που υπέφερα περισσότερο από την έλλειψη νικοτίνης- ήταν δύσκολες και συχνά δυσάρεστες, αλλά ίσως όχι τόσο άσχημες όσο πίστευα πως θα ήταν. Και, παρ' ότι βρέθηκα δεκάδες -όχι, εκατοντάδες- φορές στα πρόθυρα να καπνίσω, δεν κάπνισα. Υπήρχαν στιγμές που νόμιζα πως θα τρελαινόμουν αν δεν άναβα τσιγάρο και όταν περνούσα στο δρόμο δίπλα από ανθρώπους που κάπνιζαν ήθελα να ουρλιάξω Δώσ' το μου, κάθαρμα, είναι δικό μου! όμως δεν το έκανα. Οι χειρότερες στιγμές ήταν αργά τη νύχτα. Νομίζω (όμως δεν είμαι βέβαιος· το μυαλό μου είναι θολό από τότε που με παράτησε η Νταϊάν) πως πίστευα ότι θα κοιμόμουν καλύτερα αν έκοβα το τσιγάρο, πράγμα που δεν συνέβη όμως. Κάποιες νύχτες έμενα ξάγρυπνος ως τις τρεις, με τα δάχτυλα μου πλεγμένα κάτω από το μαξιλάρι, κοιτάζοντας το ταβάνι και ακούγοντας τις σειρήνες και τη βοή των φορτηγών που πήγαιναν προς το κέντρο της πόλης. Εκείνες τις φορές, σκεφτόμουν το κορεάτικο παντοπωλείο στην απέναντι μεριά του δρόμου, που έμενε ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Σκεφτόμουν το λευκό φως φθορισμού μέσα, ένα φως εκτυφλωτικό σαν εκείνο που τυλίγει όσους πεθαίνουν για λίγο και ύστερα επανέρχονται στη ζωή, και το πώς ανέβρυζε στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στις βιτρίνες που, σε καμιά ώρα, δυο νεαροί Κορεάτες με άσπρα χάρτινα καπέλα θα άρχιζαν να γεμίζουν με φρούτα. Σκεφτόμουν τον μεγαλύτερο άντρα στο ταμείο, που ήταν επίσης Κορεάτης και επίσης με χάρτινο καπέλο, και τα αραδιασμένα τσιγάρα πίσω του, σε ράφια μεγάλα σαν τις πέτρινες πλάκες που κατέβασε ο Τσάρλτον Ίστον από το όρος Σινά στις Δέκα Εντολές. Σκεφτόμουν να σηκωθώ, να ντυθώ, να πάω απέναντι, να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα (ή ίσως εννιά δέκα) και να καθίσω στο παράθυρο καπνίζοντας το ένα Μάρλμπορο μετά το άλλο, μέχρι να φωτιστεί ο ουρανός στην ανατολή και να προβάλει ο ήλιος. Δεν το έκανα, αλλά πολλά πρωινά, νωρίς τα χαράματα, κοιμήθηκα μετρώντας μάρκες τσιγάρων αντί για πρόβατα: Γουίνστον... Γουίνστον 100άρια... Βιρτζίνια Σλιμς... Ντόραλ... Μέριτ 100άρια... Κάμελ... Κάμελ Άφιλτρα... Κάμελ Λάιτς. Αργότερα -για την ακρίβεια, την εποχή που άρχιζα να βλέπω πιο καθαρά τους τελευταίους τρεις τέσσερις μήνες του γάμου μας-, άρχισα να καταλαβαίνω πως η απόφαση μου να κόψω το κάπνισμα όταν το έκανα ίσως δεν ήταν τόσο απερίσκεπτη όσο έδειχνε στην αρχή, και σίγουρα δεν ήταν λανθασμένη. Δεν είμαι ευφυής άνθρωπος, ούτε θαρραλέος, όμως αυτή η απόφαση μπορεί να ήταν και τα δύο. Σίγουρα είναι πιθανό· κάποιες φορές

Page 305: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ξεπερνούμε τον εαυτό μας. Όπως και να 'χει, μου έδωσε κάτι χειροπιαστό για να σκέφτομαι την περίοδο αφότου έφυγε η Νταϊάν έδωσε στη δυστυχία μου ένα λεξιλόγιο που σε διαφορετική περίπτωση θα της έλειπε. Φυσικά, έχω σκεφτεί πως το ότι έκοψα το κάπνισμα όταν το έκοψα μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο σε όσα συνέβησαν εκείνη τη μέρα στο Γκόθαμ Καφέ, και είμαι βέβαιος πως όντως έπαιξε. Ποιος μπορεί να προβλέψει κάτι τέτοιο; Κανένας μας δεν μπορεί να μαντέψει το αποτέλεσμα των πράξεων μας, και οι περισσότεροι δεν το προσπαθούμε καν απλώς κάνουμε ό,τι κάνουμε για να παρατείνουμε μια φευγαλέα απόλαυση ή να σταματήσουμε τον πόνο. Και, ακόμη κι όταν δρούμε με τα ευγενέστερα κίνητρα, από τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας συχνά στάζει το αίμα κάποιου. Ο Χάμπολντ μου τηλεφώνησε ξανά δύο εβδομάδες μετά τη βραδιά που βομβάρδισα τη Δυτική Ογδοηκοστή Τρίτη Οδό με τα τσιγάρα μου, αυτή τη φορά αποκαλώντας με, τυπικά, κύριο Ντέϊβις. Με ευχαρίστησε για τα διάφορα έντυπα που του είχαν σταλεί μέσω του κυρίου Ρινγκ και είπε πως είχε έρθει η στιγμή να γευματίσουμε «και οι τέσσερις μαζί». Και οι τέσσερις μαζί σήμαινε και η Νταϊάν. Είχα να τη δω από το πρωινό της ημέρας που με εγκατέλειψε, και ακόμη και τότε δεν την είχα δει αληθινά· κοιμόταν με το πρόσωπο της βυθισμένο στο μαξιλάρι. Δεν της είχα μιλήσει καν. Καρδιοχτύπησα και ένιωσα μια φλέβα να πάλλεται στον καρπό του χεριού μου που κρατούσε το τηλέφωνο. «Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να διευθετηθούν και κάποιοι σχετικοί διακανονισμοί που πρέπει να συζητηθούν, και αυτή μοιάζει να είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει η αρχή», είπε ο Χάμπολντ. Χαχάνισε μέσα στο αυτί μου, σαν αποκρουστικός ενήλικος που δίνει μια ψωροκαραμέλα σ' ένα παιδί. «Είναι πάντα προτιμότερο να περνά κάποιο διάστημα προτού συναντηθούν οι δύο εντολείς, μια περίοδος κατευνασμού, αλλά θεωρώ πως μια συνάντηση αυτή τη στιγμή θα διευκόλυνε...» «Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους», είπα, «μιλάμε για...» «Ένα γεύμα», είπε. «Μεθαύριο; Μπορείτε να βρείτε το χρόνο;» Φυσικά μπορείς, έλεγε η φωνή του. Απλώς για να την ξαναδείς... για να ξανανιώσεις έστω και φευγαλέα το άγγιγμα της, έτσι δεν είναι, Στιβ; «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω κανονίσει τίποτε για την Πέμπτη. Και πρέπει να φέρω το δικηγόρο μου;» Το χαχάνισμά του ξανά, τρεμουλιαστό σαν ζελέ μέσα στο αυτί μου. «Φαντάζομαι πως ο κύριος Ρινγκ θα ήθελε να είναι παρών, ναι».

Page 306: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Έχεις κάποιο μέρος κατά νου;» Για μια στιγμή αναρωτήθηκα ποιος θα πλήρωνε το γεύμα και ύστερα χαμογέλασα με την αφέλεια μου. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη για να πάρω ένα τσιγάρο κι αυτό που κατόρθωσα ήταν να τρυπηθώ με μια οδοντογλυφίδα κάτω από το νύχι. Μόρφασα, έβγαλα την οδοντογλυφίδα και κοίταξα αν η μύτη της ήταν ματωμένη. Δεν ήταν, κι έτσι την έβαλα στο στόμα μου. Ο Χάμπολντ είχε πει κάτι που δεν άκουσα. Στη θέα της οδοντογλυφίδας, είχα θυμηθεί ξανά πως αρμένιζα πια στον κόσμο χωρίς τσιγάρα. «Συγνώμη;» «Ρώτησα αν ξέρετε το Γκόθαμ Καφέ στην Πεντηκοστή Τρίτη Οδό», είπε, λιγάκι ανυπόμονα τώρα. «Μεταξύ Μάντισον και Σέντραλ Παρκ». «Όχι, αλλά δε θα δυσκολευτώ να το βρω». «Στις δώδεκα;» «Στις δώδεκα είναι μια χαρά», είπα και σκέφτηκα να του ζητήσω να πει στην Νταϊάν να φορέσει το πράσινο φόρεμα με τα μικρά μαύρα πουά και το σκίσιμο στο πλάι. «Μόνο να ενημερώσω το δικηγόρο μου». Σκέφτηκα πως αυτή ήταν μια πομπώδης, μισητή φράση, μια φράση που δεν έβλεπα την ώρα να πάψω να χρησιμοποιώ. «Κάντε το και, αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα, τηλεφωνήστε μου ξανά». Τηλεφώνησα στον Τζον Ρινγκ, που ξερόβηξε κι έκανε αρκετά χμ! και αχά! ώστε να δικαιολογήσει την όχι εξωφρενική, αλλά πάντως καθόλου ευκαταφρόνητη προκαταβολή του, και ύστερα είπε πως μάλλον είχε έρθει η στιγμή για μια συνάντηση. Έκλεισα το τηλέφωνο, γύρισα ξανά προς την οθόνη του υπολογιστή μου και αναρωτήθηκα πώς θα κατόρθωνα να συναντήσω πάλι την Νταϊάν δίχως να έχω καπνίσει νωρίτερα τουλάχιστον ένα τσιγάρο. Το πρωινό της ημέρας του γεύματος, τηλεφώνησε ο Τζον Ρινγκ και μου είπε πως δεν μπορούσε να έρθει και θα έπρεπε να το αναβάλω. «Η μητέρα μου», είπε κουρασμένα, ανήσυχα. «Έπεσε από την αναθεματισμένη τη σκάλα και έσπασε το γοφό της. Στο Μπάμπιλον. Φεύγω τώρα για το σταθμό, για να προφτάσω το τρένο». Ο τόνος του ήταν σαν κάποιου που λέει πως πρέπει να διασχίσει με καμήλα την έρημο Γκόμπι. Το συλλογίστηκα για μια στιγμή, παίζοντας με την οδοντογλυφίδα που είχα στα δάχτυλα μου. Δίπλα στην οθόνη του υπολογιστή μου, υπήρχαν άλλες

Page 307: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δύο, δαγκωμένες. θα έπρεπε να το προσέξω, ειδάλλως το στομάχι μου θα γέμιζε με μυτερές μικρές παρασχίδες. Η αντικατάσταση μιας κακής συνήθειας με μια άλλη μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, όπως έχω προσέξει. «Στίβεν; Είσαι εκεί;» «Ναι», είπα. «Λυπάμαι για τη μητέρα σου, αλλά δε θα το ακυρώσω». Αναστέναξε κι όταν μίλησε ξανά, η φωνή του δεν ήταν μονάχα ανήσυχη αλλά και πονετική. «Καταλαβαίνω ότι θέλεις να τη δεις, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός και να μην κάνεις κανένα λάθος. Μπορεί να μην είσαι ο Ντόναλντ Τραμπ κι εκείνη η Ιβάνα, όμως ούτε έχουμε να κάνουμε με μια ιδανική περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, στην οποία η απόφαση στέλνεται στους δύο πρώην συζύγους με το ταχυδρομείο. Τα έχεις καταφέρει πολύ καλά, Στιβ, ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια». «Το ξέρω, όμως...» «Και τα τρία απ' αυτά τα χρόνια», με διέκοψε ο Ρινγκ, τώρα φορώντας τη δικηγορική του φωνή σαν πανωφόρι, «η Νταϊάν Ντέϊβις δεν ήταν σύζυγος σου, ούτε ερωτική σου σύντροφος, ούτε σύντροφος σου απλώς. Δεν ήταν παρά η Νταιάν Κόσλοου από το Πάουντ Ριτζ και δε σε υποδέχτηκε στη ζωή της με ροδοπέταλα». «Όχι, όμως θέλω να τη δω». Κι αυτό που σκεφτόμουν θα τον έκανε έξω φρενών: ήθελα να δω αν θα φορούσε το πράσινο φόρεμα με τα μαύρα πουά, γιατί η Ντάίάν ήξερε πολύ καλά πως ήταν το αγαπημένο μου. Αναστέναξε ξανά. «Δεν μπορώ να κάνω αυτή την κουβέντα, γιατί θα χάσω το τρένο μου, και το επόμενο είναι στη μία και ένα λεπτό». «Τρέχα να το προλάβεις, λοιπόν». «Θα τρέξω, αλλά πρώτα θα κάνω άλλη μια προσπάθεια να σου ανοίξω τα μάτια. Μια τέτοια συνάντηση είναι σαν γιόστρα. Οι δικηγόροι είναι οι ιππότες· οι πελάτες δεν είναι παρά ιπποκόμοι με το κοντάρι του Σερ Δικηγόρου στο ένα χέρι και το χαλινό του αλόγου του στο άλλο». Ο τόνος του φανέρωνε πως αυτή ήταν μια παλιά και πολυαγαπημένη εικόνα. «Αυτό που μου λες είναι πως, από τη στιγμή που δεν μπορώ να παρευρίσκομαι, θα πηδήξεις στο άλογο μου και θα ορμήσεις εναντίον του άλλου δίχως κοντάρι, δίχως πανοπλία, δίχως περικεφαλαία και κατά πάσα πιθανότητα δίχως καν σπασουάρ». «Θέλω να τη δω», είπα. «θέλω να δω τι κάνει. Πώς είναι. Κοίτα, αν δεν είσαι κι εσύ, ο Χάμπολντ μπορεί να μη θέλει καν να μιλήσει».

Page 308: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Α, καλά δε θα ήταν;» είπε κι ένα σιγανό, κυνικό γέλιο βγήκε ταυτόχρονα από το στόμα του. «Δεν πρόκειται να σε μεταπείσω, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Εντάξει· τότε θέλω να ακολουθήσεις κάποιες οδηγίες που θα σου δώσω. Αν μάθω πως δεν το έκανες, πως τα θαλάσσωσες, μπορεί να αποφασίσω ότι θα είναι προτιμότερο απλώς να παραιτηθώ. Με ακούς;» «Σ'ακούω». «Ωραία. Μην της φωνάξεις, Στίβεν. Αυτό είναι το πρώτο. Το άκουσες;» «Ναι. Δεν είχα κανένα σκοπό να της φωνάξω. Από τη στιγμή που μπόρεσα να κόψω το κάπνισμα δύο ημέρες αφότου με παράτησε και να μην το ξαναρχίσω, μπορώ, φαντάζομαι, να υπομείνω εκατό λεπτά με ορεκτικό, κυρίως πιάτο και επιδόρπιο, δίχως να την αποκαλέσω σκύλα». «Και μη φωνάξεις σ' εκείνον. Αυτό είναι το δεύτερο». «Εντάξει». «Μη λες απλώς εντάξει. Ξέρω πως δεν τον συμπαθείς και πως ούτε εκείνος σε συμπαθεί ιδιαίτερα». «Δε με έχει δει καν. Πώς μπορεί να έχει οποιαδήποτε γνώμη για μένα;» «Μην κάνεις τον χαζό», είπε. «Πληρώνεται για να έχει γνώμη, να πώς. Επομένως, να λες εντάξει σαν να το εννοείς». «Εντάξει· το λέω σαν να το εννοώ». «Ωραία». Τώρα όμως ήταν εκείνος που το είπε σαν να μην το εννοούσε, σαν να το 'λέγε κοιτάζοντας το ρολόι του. «Μη θίξεις τίποτε ουσιαστικό», είπε. «Μην κάνεις καμιά συζήτηση για οικονομικά ή περιουσιακά ζητήματα, ούτε καν του τύπου "Τι θα 'λεγες αν πρότεινα αυτό". Αν τσατιστεί ο δικηγόρος της και σε ρωτήσει γιατί δεν ανέβαλες το γεύμα αφού είχες σκοπό να κουβεντιάσεις περί ανέμων και υδάτων, πες του ό,τι είπες σ' εμένα, πως ήθελες να ξαναδείς τη σύζυγο σου». «Εντάξει». «Κι αν σηκωθούν και φύγουν, μπορείς να το αντέξεις;» «Ναι». Δεν ήξερα αν μπορούσα, αλλά νόμιζα ότι μπορούσα, και ήξερα πως ο Ρινγκ ήθελε να προφτάσει το τρένο του. «Σαν δικηγόρος, σαν δικός σου δικηγόρος, σου λέω πως αυτή είναι ανόητη κίνηση και πως, αν αποβεί σε βάρος σου στο δικαστήριο, θα ζητήσω

Page 309: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

διακοπή για να σε βγάλω στο διάδρομο και να σου πω ότι σε είχα προειδοποιήσει. Λοιπόν, αυτό το κατάλαβες;» «Ναι. Δώσε τους χαιρετισμούς μου στη μητέρα σου». «Μπορεί να μιλήσουμε απόψε», είπε ο Ρινγκ και τώρα ακούστηκε απαυδισμένος. «Ως τότε θα είμαι πνιγμένος. Πρέπει να βιαστώ, Στίβεν». «Εντάξει». «Εύχομαι η σύζυγος σου να σε στήσει». «Το ξέρω πως το εύχεσαι». Έκλεισε και πήγε να δει τη μητέρα του στο Μπάμπιλον. Όταν τον ξαναείδα, ύστερα από λίγες ημέρες, υπήρχε μεταξύ μας κάτι που δεν μπορούσε να συζητηθεί, αν και πιστεύω ότι θα το είχαμε κουβεντιάσει αν γνωριζόμαστε λιγάκι καλύτερα. Το είδα στα μάτια του και φαντάζομαι πως το είδε κι αυτός στα δικά μου: πως, αν δεν είχε γκρεμιστεί η μητέρα του από τις σκάλες και δεν είχε σπάσει το γοφό της, ίσως ο Ρινγκ να είχε καταλήξει νεκρός σαν τον Γουίλιαμ Χάμπολντ. Πήγα με τα πόδια απ' το γραφείο μου στο Γκόθαμ Καφέ, φεύγοντας στις έντεκα και τέταρτο και φτάνοντας απέναντι απ' το εστιατόριο στις δώδεκα παρά τέταρτο. Έφτασα νωρίτερα για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο -με άλλα λόγια, για να είμαι σίγουρος πως βρισκόταν εκεί που μου είχε πει ο Χάμπολντ. Έτσι είμαι και ήμουν ανέκαθεν. Η Νταιάν το αποκαλούσε «μικρή δόση ψυχαναγκασμού» όταν ήμαστε νιόπαντροι, αλλά θαρρώ πως στο τέλος πια είχε αλλάξει γνώμη. Απλώς δεν εμπιστεύομαι εύκολα την ικανότητα των άλλων. Καταλαβαίνω ότι είναι μπελάς και ξέρω ότι την τρέλαινε, όμως αυτό που δε συνειδητοποίησε ποτέ ήταν πως ούτε εμένα μου άρεσε ιδιαίτερα αυτό το χαρακτηριστικό μου. Απλώς κάποια πράγματα, για ν' αλλάξουν, θέλουν περισσότερο χρόνο από τα υπόλοιπα. Και κάποια δεν μπορείς να τα αλλάξεις ποτέ, όσο κι αν προσπαθήσεις. Το εστιατόριο ήταν εκεί που μου είχε πει ο Χάμπολντ, με την πράσινη τέντα του να γράφει ΓΚΟΘΑΜ ΚΑΦΕ. Στις βιτρίνες του καθρεφτίζονταν οι λευκές κορυφές των πανύψηλων κτιρίων. Φαινόταν σικ, με τον τρόπο της Νέας Υόρκης. Επίσης, φαινόταν αρκετά συνηθισμένο, απλώς ένα από τα περίπου οχτακόσια ακριβά εστιατόρια που συνωστίζονταν δίπλα στο κέντρο της πόλης. Έχοντας ηρεμήσει προσωρινά (περίπου, τουλάχιστον ήμουν ταραγμένος που θα ξανάβλεπα την Νταϊάν και λαχταρούσα ένα τσιγάρο), τώρα που είχα βρει το μέρος του μεσημεριανού μας ραντεβού, προχώρησα λίγο παραπάνω στη

Page 310: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μάντισον και χάζεψα για ένα τέταρτο μέσα σ' ένα κατάστημα με βαλίτσες. Δεν ήθελα να περάσω την ώρα μου χαζεύοντας απλώς στις βιτρίνες. Αν έρχονταν η Νταϊάν και ο Χάμπολντ από κείνη την κατεύθυνση, μπορεί να με έβλεπαν. Η Νταϊάν θα με αναγνώριζε ακόμη κι από πίσω, από τους ώμους μου και από τον τρόπο με τον οποίο κρεμόταν το πανωφόρι μου, και δεν το ήθελα αυτό. Δεν ήθελα να καταλάβουν πως είχα φτάσει νωρίς, θα έδινα την εντύπωση ζητιάνου. Έτσι, μπήκα μέσα. Αγόρασα μια ομπρέλα που δεν χρειαζόμουν κι έφυγα από το μαγαζί όταν το ρολόι μου έλεγε δώδεκα ακριβώς, ξέροντας πως θα δρασκέλιζα το κατώφλι του Γκόθαμ Καφέ στις δώδεκα και πέντε. Ο πατέρας μου έλεγε: αν τους χρειάζεσαι, να είσαι εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα· αν σε χρειάζονται, να είσαι πέντε λεπτά αργότερα. Είχα φτάσει σ' ένα σημείο που δεν ήξερα ποιος χρειαζόταν τι ή γιατί ή για πόσο, όμως το απόφθεγμα του πατέρα μου έμοιαζε να είναι η ασφαλέστερη μέθοδος. Αν ήταν μονάχα η Νταϊάν, θαρρώ πως θα είχα φτάσει στις δώδεκα ακριβώς. Όχι, αυτό είναι μάλλον ψέμα. Φαντάζομαι πως, αν ήταν μονάχα η Νταϊάν, θα είχα μπει στις δώδεκα παρά τέταρτο, μόλις έφτασα, και θα την περίμενα. Στάθηκα κάτω από την τέντα για μια στιγμή κοιτάζοντας μέσα. Το μαγαζί ήταν φωτεινό, κάτι που θεωρώ θετικό. Απεχθάνομαι τα σκοτεινά εστιατόρια, στα οποία δε βλέπεις τι τρως ή τι πίνεις. Οι τοίχοι ήταν άσπροι και στολισμένοι με ζωηρόχρωμους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες. Δεν καταλάβαινες τι ήταν, αλλά δεν είχε σημασία· με τα βασικά τους χρώματα και τις πλατιές, σφριγηλές πινελιές τους, επιδρούσαν στη ματιά σου σαν οπτική καφεΐνη. Έψαξα για την Νταϊάν και είδα μια γυναίκα που ίσως ήταν αυτή, καθισμένη κάπου στη μέση της μακριάς αίθουσας, δίπλα στον τοίχο. Ήταν δύσκολο να καταλάβω, γιατί είχε γυρισμένη την πλάτη και δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω κάποιον αν δεν τον βλέπω καλά. Όμως ο παχύς, φαλακρός άντρας που καθόταν μαζί της σίγουρα έδειχνε σαν Χάμπολντ. Πήρα βαθιά ανάσα, άνοιξα την πόρτα του εστιατορίου και μπήκα. Υπάρχουν δύο φάσεις απεξάρτησης από τη νικοτίνη, και είμαι πεπεισμένος πως είναι στη δεύτερη που εμφανίζονται οι περισσότερες περιπτώσεις υποτροπής. Η σωματική απεξάρτηση διαρκεί από δέκα ημέρες έως δύο εβδομάδες και ύστερα τα περισσότερα συμπτώματα -ιδρώτας, πονοκέφαλοι, μυϊκές συσπάσεις, πονεμένα μάτια, αϋπνία, ευερεθιστότητα- εξαφανίζονται. Αυτό που ακολουθεί είναι μια πολύ μακρύτερη περίοδος εγκεφαλικής απεξάρτησης. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν μια ήπια έως

Page 311: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μέτρια κατάθλιψη, μελαγχολία, ατονία και αδιαφορία, αφηρημάδα, ακόμη κι ένα είδος πρόσκαιρης δυσλεξίας. Τα ξέρω όλα αυτά γιατί τα έχω διαβάσει. Ύστερα από ό,τι συνέβη στο Γκόθαμ Καφέ, μου φαινόταν πολύ σημαντικό να το κάνω. Φαντάζομαι πως θα έλεγε κανείς ότι το ενδιαφέρον μου για το συγκεκριμένο θέμα ενοικούσε κάπου ανάμεσα στον Τόπο των Χόμπι και το Βασίλειο της Ιδεοληψίας. Το πιο κοινό σύμπτωμα της δεύτερης φάσης της απεξάρτησης είναι μια ήπια αίσθηση μη πραγματικότητας. Η νικοτίνη βελτιώνει τη λειτουργία των νευροδιαβιβαστών και τη συγκέντρωση· πλαταίνει την πληροφοριακή λεωφόρο του εγκεφάλου, με άλλα λόγια. Δεν είναι τόσο μεγάλη αυτή η βελτίωση, ούτε είναι αληθινά απαραίτητη για την επιτυχή σκέψη (αν και οι περισσότεροι ανίατα εθισμένοι στη νικοτίνη πιστεύουν το αντίθετο), όμως, όταν τη στερηθείς, έχεις μια αίσθηση -μια έντονη αίσθηση, στη δική μου περίπτωση- πως ο κόσμος έχει αποκτήσει μια ονειρική χροιά. Υπήρξαν πολλές φορές που μου φάνηκε πως έβλεπα τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα, τα στιγμιότυπα στο πεζοδρόμιο σαν σε κινούμενη οθόνη· σαν κάτι που κινούσαν κρυμμένοι μηχανικοί σκηνής γυρίζοντας γιγάντιους στρόφαλους και περιστρέφοντας πελώριους κυλίνδρους. Επίσης, ήταν λιγάκι σαν να ήμουν διαρκώς ελαφρώς μαστουρωμένος, γιατί αυτή η αίσθηση συνοδευόταν από ένα συναίσθημα αδυναμίας και ηθικής εξάντλησης, μια αίσθηση ότι τα πράγματα έπρεπε απλώς να συνεχίσουν να συμβαίνουν όπως συνέβαιναν κι ας γινόταν ό,τι ήθελε, γιατί εσύ (μόνο που, φυσικά, μιλώ για μένα) παραήσουν απασχολημένος με το στερητικό σου σύνδρομο για να ασχοληθείς με οτιδήποτε άλλο. Δεν είμαι βέβαιος για το πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν όλα αυτά σε ό,τι συνέβη, όμως ξέρω πως έπαιξαν κάποιο ρόλο, γιατί ήμουν βέβαιος πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον αρχισερβιτόρο από τη στιγμή που τον αντίκρισα και μόλις του μίλησα κατάλαβα τι. Ήταν ψηλός, γύρω στα σαράντα πέντε, λεπτός (μέσα στο σμόκιν του, τουλάχιστον με κανονικά ρούχα θα φαινόταν κοκαλιάρης) και μυστακοφόρος. Στο ένα χέρι κρατούσε έναν κατάλογο με δέρμα απέξω. Με άλλα λόγια, θύμιζε τα πλήθη των αρχισερβιτόρων στα πλήθη των σικ νεούορκέζικων εστιατορίων, με μόνη εξαίρεση πως το παπιγιόν του ήταν στραβό και υπήρχε κάτι σαν λεκές στο πουκάμισο του, πάνω ακριβώς από το τελευταίο κουμπί του σακακιού του. Έδειχνε σαν από σάλτσα ή σκούρο ζελέ. Επίσης, κάμποσα από τα μαλλιά του, πίσω, πετούσαν, φέρνοντας μου στο νου τον Αλφάλφα στα παλιά επεισόδια των Μικρών Διαβολάκων. Αυτό

Page 312: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παραλίγο να με κάνει να σκάσω στα γέλια -μην ξεχνάτε πως ήμουν υπερβολικά νευρικός- και χρειάστηκε να δαγκωθώ για να συγκρατηθώ. «Μάλιστα, κύριε;» με ρώτησε με μια παράξενη προφορά καθώς ζύγωνα στο αναλόγιο του. Όλοι οι αρχισερβιτόροι στη Νέα Υόρκη έχουν ιδιάζουσα προφορά αλλά απροσδιόριστη. Μια κοπέλα με την οποία τα είχα στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα και που είχε αίσθηση του χιούμορ (μαζί με μια σοβαρή εξάρτηση από τα ναρκωτικά, δυστυχώς) μου είπε κάποτε πως μεγάλωναν όλοι στο ίδιο νησάκι κι έτσι μιλούσαν όλοι την ίδια γλώσσα. «Ποια γλώσσα;» τη ρώτησα. «Την Ψηλομυτική», μου αποκρίθηκε κι έσκασα στα γέλια. Το θυμήθηκα καθώς κοίταζα πέρα, τη γυναίκα που είχα δει για λίγο απέξω και που τώρα ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ήταν η Νταΐάν, και χρειάστηκε να δαγκωθώ ξανά, έτσι που τ' όνομα του Χάμπολντ ήχησε σαν φτάρνισμα καθώς έβγαινε από το στόμα μου. Το ψηλό, χλομό μέτωπο του αρχισερβιτόρου ζάρωσε. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Μου είχαν φανεί καστανά στην αρχή, όμως τώρα έδειχναν μαύρα. «Συγνώμη, κύριε;» είπε και ο τόνος του ήταν σαν να έλεγε Σ' έχω χεσμένο. Τα μακριά του δάχτυλα, που ήταν ωχρά σαν το μέτωπο του και θύμιζαν δάχτυλα πιανίστα της κλασικής μουσικής, ανεβοκατέβηκαν νευρικά στον κατάλογο. «Χάμπολντ», είπα. «Τραπέζι για τρεις». Διαπίστωσα πως δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το παπιγιόν, που ήταν τόσο στραβό, ώστε η αριστερή του μεριά σχεδόν άγγιζε το διπλοσάγονο του αρχισερβιτόρου, κι από κείνον το λεκέ στο κάτασπρο πουκάμισο του. Από πιο κοντά, δεν έμοιαζε με σάλτσα ή ζελέ αλλά με μισοξεραμένο αίμα. Κοίταζε το τετράδιο του με τις κρατήσεις, με την ατίθαση τούφα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του να ταλαντεύεται μπρος πίσω πάνω από τα υπόλοιπα καλοχτενισμένα μαλλιά του. Έβλεπα το δέρμα του κρανίου του στις αυλακιές που είχε αφήσει η χτένα του κι έναν κόκκο πιτυρίδα στον ώμο του σμόκιν του. Σκέφτηκα πως ένας καλός αρχισερβιτόρος μπορεί να είχε απολύσει έναν υφιστάμενο του αν ήταν τόσο ατημέλητος. «Α, μάλιστα, μεσιέ·». Είχε βρει το όνομα. «Η παρέα σας είναι...» Έκανε να σηκώσει τα μάτια του. Ξάφνου σταμάτησε και το βλέμμα του έγινε ακόμη πιο διαπεραστικό, αν ήταν αυτό δυνατόν, δηλαδή, καθώς κοίταζε πίσω από μένα και κάτω. «Δεν μπορείτε να φέρετε αυτόν το σκύλο εδώ μέσα», είπε

Page 313: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

απότομα. «Τόσες φορές σας έχω πει πως δεν μπορείτε να φέρετε αυτόν το σκύλο εδώ μέσα!» Δεν φώναξε ακριβώς, αλλά μίλησε τόσο δυνατά, που αρκετοί από τους πελάτες που κάθονταν πιο κοντά στο αναλόγιο σταμάτησαν να τρώνε και κοίταξαν παραξενεμένοι. Εγώ γύρισα και κοίταξα επίσης. Ήταν τόσο κατηγορηματικός, που περίμενα να δω το σκύλο κάποιον, αλλά δεν υπήρχε κανείς πίσω μου, και σίγουρα κανένας σκύλος. Τότε σκέφτηκα, δεν ξέρω γιατί, πως μιλούσε για την ομπρέλα μου, πως ίσως στο νησί των αρχισερβιτόρων η λέξη σκύλος να σήμαινε ομπρέλα, ειδικά όταν την κρατούσε ένας πελάτης μια ημέρα που φαινόταν απίθανο να βρέξει. Ξανακοίταξα τον αρχισερβιτόρο και είδα πως είχε αρχίσει ήδη να απομακρύνεται από το αναλόγιο του, κρατώντας τον κατάλογο μου. Πρέπει να ένιωσε πως δεν τον ακολουθούσα, γιατί γύρισε το κεφάλι του, με τα φρύδια λίγο υψωμένα. Τώρα δεν υπήρχε παρά μια έκφραση ευγενικής απορίας στο πρόσωπο του -Έρχεστε, μεσιέ; κι έτσι τον ακολούθησα. Ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά μ' αυτόν, αλλά τον ακολούθησα. Δεν μπορούσα να αφιερώσω το χρόνο ή την προσπάθεια που απαιτούνταν για να αποφασίσω τι μπορεί να συνέβαινε με τον αρχισερβιτόρο ενός εστιατορίου στο οποίο δεν είχα ξαναπατήσει το πόδι μου και μάλλον δεν θα πήγαινα ξανά. Είχα να τα βγάλω πέρα με τον Χάμπολντ και την Νταϊάν, και να τα καταφέρω δίχως να καπνίσω, κι έτσι ο αρχισερβιτόρος του Γκόθαμ Καφέ θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του με τα προβλήματα του, συμπεριλαμβανομένου του σκύλου. Η Νταϊάν γύρισε και στην αρχή δεν είδα τίποτε στο πρόσωπο της και στα μάτια της εκτός από μια παγερή ευγένεια. Ύστερα, από πίσω διέκρινα θυμό, ή έτσι μου φάνηκε. Είχαμε καβγαδίσει πολύ τους τελευταίους τρεις τέσσερις μήνες που ήμαστε μαζί, αλλά δεν θυμόμουν να είχα ξαναδεί αυτού του είδους τον υποβόσκοντα θυμό που ένιωθα τώρα, ένα θυμό που υποτίθεται πως κρυβόταν από το μακιγιάζ, το καινούριο φόρεμα (γαλάζιο, δίχως πουά και δίχως σκίσιμο στο πλάι) και το καινούριο χτένισμα. Ο παχύς άντρας δίπλα της της έλεγε κάτι κι εκείνη άπλωσε το χέρι της και του έπιασε το μπράτσο. Καθώς εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και έκανε να σηκωθεί, είδα κάτι ακόμη στο πρόσωπο της. Δεν ένιωθε μονάχα θυμό απέναντι μου αλλά και φόβο. Και, παρ' ότι δεν είχε πει ούτε μια λέξη, ήμουν ήδη έξω φρενών μαζί της. Τα πάντα στο πρόσωπο της και στα μάτια της

Page 314: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ήταν αρνητικά· θα μπορούσε κάλλιστα να είχε μια ταμπέλα που να έγραφε ΚΛΕΙΣΤΟ ΕΠ' ΑΟΡΙΣΤΟΝ κρεμασμένη στο μέτωπο της. Πίστευα πως άξιζα κάτι καλύτερο. «Μεσιέ», είπε ο αρχισερβιτόρος τραβώντας την καρέκλα στα αριστερά της Νταϊάν. Μετά βίας τον άκουσα, και σίγουρα οποιαδήποτε σκέψη για την εκκεντρική συμπεριφορά του και το στραβό παπιγιόν του είχε εξανεμιστεί από το νου μου. θαρρώ πως ακόμη και το ζήτημα του τσιγάρου είχε φύγει για λίγο απ' το μυαλό μου, για πρώτη φορά από τότε που είχα κόψει το κάπνισμα. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η παγερή αταραξία του προσώπου της, απορώντας πώς μπορούσα να είμαι έξω φρενών μαζί της και παρ' όλα αυτά να τη θέλω τόσο πολύ, ώστε και μόνο στη θέα της υπέφερα. Η απουσία μπορεί να κάνει ή να μην κάνει πιο τρυφερή την καρδιά, αλλά σίγουρα αναζωογονεί το μάτι. Επίσης, πρόφτασα να αναρωτηθώ αν είχα όντως δει ό,τι φαντάστηκα πως είδα. θυμωμένη; Ναι, ήταν πιθανό, σχεδόν βέβαιο. Αν δεν ήταν θυμωμένη μαζί μου, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, δεν θα με παρατούσε. Αλλά φοβισμένη; Γιατί, για τ' όνομα του θεού, να με φοβόταν η Νταϊάν; Δεν είχα απλώσει ποτέ χέρι πάνω της. Ναι, φαντάζομαι πως είχα υψώσει τη φωνή μου σε μερικούς καβγάδες μας, αλλά το ίδιο είχε κάνει κι εκείνη. «Καλή όρεξη, μεσιέ», είπε ο αρχισερβιτόρος από ένα άλλο σύμπαν αυτό όπου κατοικούν όσοι μας εξυπηρετούν και απ' όπου προβάλλουν στο δικό μας μονάχα όταν τους καλούμε, είτε γιατί χρειαζόμαστε κάτι είτε για να παραπονεθούμε. «Κύριε Ντέϊβις, είμαι ο Μπιλ Χάμπολντ», είπε ο σύντροφος της Νταϊάν. Άπλωσε το μεγάλο του χέρι, που έδειχνε κόκκινο και σκασμένο. Το έσφιξα φευγαλέα. Ο υπόλοιπος ήταν μεγάλος σαν το χέρι του, και το φαρδύ του πρόσωπο είχε το κόκκινο χρώμα που παίρνει το πρόσωπο ενός πότη μετά το πρώτο ποτό της ημέρας. Τον υπολόγισα γύρω στα σαράντα πέντε, με καμιά δεκαετία μπροστά του προτού γίνουν τα χαλαρά του μάγουλα προγούλια. «Χαίρω πολύ», είπα, δίχως να σκέφτομαι τι έλεγα περισσότερο απ' όσο σκεφτόμουν τον αρχισερβιτόρο με το λεκέ στο πουκάμισο, μονάχα θέλοντας να τελειώνουμε με τις χειραψίες για να ξαναγυρίσω προς την όμορφη ξανθιά με τη λευκή και ρόδινη επιδερμίδα, τα χλομά ροζ χείλη και τη λεπτή σιλουέτα. Τη γυναίκα που, όχι πριν από πολύ καιρό, της άρεσε να ψιθυρίζει «Κι άλλο κι άλλο κι άλλο» στο αυτί μου, καθώς κρατούσε σφιχτά τον πισινό μου σαν σέλα με διπλό μπροστάρι. «Πού είναι ο κύριος Ρινγκ;» ρώτησε ο Χάμπολντ κοιτάζοντας τριγύρω (λιγάκι θεατρινίστικα, μου φάνηκε).

Page 315: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ο κύριος Ρινγκ είναι καθ' οδόν για το Λονγκ Άιλαντ. Η μητέρα του έπεσε από τις σκάλες κι έσπασε το γοφό της». «Α, θαυμάσια», είπε ο Χάμπολντ. Σήκωσε το μισοτελειωμένο μαρτίνι από το τραπέζι μπροστά του και το ήπιε μονορούφι, μέχρι που η ελιά με την οδοντογλυφίδα ακούμπησε στα χείλη του. Την έφτυσε, ύστερα άφησε το ποτήρι και με κοίταξε. «Και στοιχηματίζω πως μπορώ να μαντέψω τι σας είπε». Άκουσα τι είπε, αλλά δεν έδωσα σημασία. Προς το παρόν, ο Χάμπολντ δεν ήταν πιο σημαντικός από λίγα παράσιτα σ' ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα που θέλεις αληθινά ν' ακούσεις. Αυτό που έκανα ήταν να κοιτάξω την Νταϊάν. Ήταν θαυμαστό το πώς έδειχνε πιο έξυπνη και πιο όμορφη από παλιά. Σαν να είχε μάθει πράγματα -ναι, ύστερα από μόλις δύο εβδομάδες χωρισμού, και μάλιστα μένοντας με τον Έρνι και την Ντι-Ντι Κόσλοου στο Πάουντ Ριτζ- που εγώ δεν θα τα μάθαινα ποτέ. «Πώς είσαι, Στιβ;» ρώτησε. «Καλά», της είπα. Και ύστερα: «Όχι τόσο καλά, για την ακρίβεια. Μου λείπεις». Η μόνη απάντηση που έλαβα ήταν η επιφυλακτική σιωπή της, εκείνα τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια καρφωμένα πάνω μου· αυτό και τίποτ' άλλο, κανένα Κι εσύ μου λείπεις σε ανταπόδοση. «Κι έκοψα το κάπνισμα, που επίσης είναι βασανιστικό». «Τα κατάφερες; Μπράβο». Ο ευγενικά περιφρονητικός τόνος της μ' έκανε να ξανανιώσω θυμό, αυτή τη φορά άγριο. Σαν να μην έλεγα την αλήθεια, αλλά ακόμη κι αν την έλεγα να μην είχε σηi μασία. Μου γκρίνιαζε καθημερινά για το τσιγάρο για ' δύο χρόνια -για το πώς θα πάθαινα καρκίνο, πώς θα πάθαινε εκείνη καρκίνο, πώς δεν μπορούσε καν να σκεφτεί να μείνει έγκυος αν δεν το έκοβα, επομένως να μη σκεφτόμουν καν να θίξω αυτό το θέμα- και ξάφνου δεν είχε πια σημασία, γιατί δεν είχα πια εγώ σημασία. «Έχουμε μια δουλειά να κάνουμε», είπε ο Χάμπολντ. «Αν δεν έχετε αντίρρηση, δηλαδή». Στο πάτωμα δίπλα του υπήρχε ένας από κείνους τους μεγάλους δικηγορίστικους χαρτοφύλακες. Τον σήκωσε βογκώντας και τον ακούμπησε στην καρέκλα όπου θα καθόταν ο δικηγόρος μου αν δεν είχε σπάσει η μητέρα του το γοφό της. Ο Χάμπολντ έκανε να τον ανοίξει, όμως σ' εκείνο το σημείο έπαψα να του δίνω σημασία. Το θέμα ήταν πως είχα αντίρρηση.

Page 316: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν ήταν ζήτημα επιφυλακτικότητας αλλά προτεραιοτήτων. Ένιωσα μια φευγαλέα ευγνωμοσύνη που δεν είχε έρθει ο Ρινγκ. Σίγουρα αυτό είχε ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Κοίταξα την Νταϊάν και είπα: «θέλω να ξαναπροσπαθήσω. Μπορούμε να συμφιλιωθούμε; Υπάρχει πιθανότητα;» Η έκφραση απόλυτου τρόμου στο πρόσωπο της γκρέμισε μεμιάς τις ελπίδες που δεν είχα καταλάβει καν πως έτρεφα. Αντί να μου απαντήσει, κοίταξε τον Χάμπολντ. «Είπες πως δε θα χρειαζόταν να κάνουμε αυτή την κουβέντα!» Η φωνή της ήταν τρεμάμενη, γεμάτη μομφή. «Είπες πως δε θα το άφηνες να συμβεί!» Ο Χάμπολντ φαινόταν λιγάκι ταραγμένος. Ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε φευγαλέα το άδειο ποτήρι του, πριν κοιτάξει ξανά την Νταϊάν. Νομίζω πως θα ήθελε να είχε παραγγείλει διπλό μαρτίνι. «Δεν ήξερα πως ο κύριος Ντέϊβις θα ερχόταν χωρίς το δικηγόρο του. θα έπρεπε να μου έχετε τηλεφωνήσει, κύριε Ντέϊβις. Αφού δεν το κάνατε, είμαι υποχρεωμένος να σας πληροφορήσω πως η Νταϊάν δεν έδωσε τη συγκατάθεση της γι' αυτή τη συνάντηση έχοντας κατά νου κάποια συμφιλίωση. Η απόφαση της να ζητήσει διαζύγιο είναι οριστική». Της έριξε μια φευγαλέα ματιά, γυρεύοντας τη συγκατάθεση της, και την πήρε. Η Νταϊάν ένευσε κατηγορηματικά. Τα μαγουλά της ήταν πολύ πιο κόκκινα τώρα, και δεν ήταν το είδος του φουντώματος που έχω συνδέσει με την αμηχανία. «Σίγουρα είναι», είπε, και ξαναείδα εκείνη την οργισμένη έκφραση στο πρόσωπο της. «Νταϊάν, γιατί;» Σιχαινόμουν τον κλαψιάρικο τόνο στη φωνή μου, έναν τόνο σχεδόν σαν προβατίσιο βέλασμα, αλλά δεν ήμουν κύριος του εαυτού μου. «Γιατί;» «Χριστέ μου», είπε εκείνη, «θέλεις να πεις πως δεν ξέρεις;» «Ναι...» Τα μαγουλά της ήταν πιο φουντωμένα από ποτέ, σχεδόν ως τα μηλίγγια της. «Όχι, μάλλον δεν ξέρεις. Δεν απορώ». Έπιασε το ποτήρι της κι έχυσε δυο δάχτυλα νερό στο τραπεζομάντιλο, γιατί το χέρι της έτρεμε. Ξάφνου ξεπήδησε στο μυαλό μου η μέρα που έφυγε η Νταϊάν, θυμήθηκα πώς είχα ρίξει το ποτήρι με την πορτοκαλάδα στο πάτωμα, πώς είχα προειδοποιήσει τον εαυτό μου να μη δοκιμάσει να μαζέψει τα γυαλιά μέχρι να πάψουν τα χέρια μου να τρέμουν και πώς παρ' όλα αυτά τα είχα μαζέψει κι είχα κοπεί.

Page 317: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Σταματήστε, αυτό είναι αντιπαραγωγικό», είπε ο Χάμπολντ, σαν διαιτητής που πασχίζει να εμποδίσει έναν καβγά προτού ξεσπάσει, όμως τα μάτια του γύρευαν στο πίσω μέρος της αίθουσας το σερβιτόρο μας, οποιονδήποτε σερβιτόρο, για να του κάνει νόημα. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ενδιαφερόταν πολύ λιγότερο για μας και περισσότερο για άλλη μια δόση μαρτίνι. «Θέλω απλώς να μάθω...» έκανα να πω. «Το τι θέλετε να μάθετε δεν έχει καμιά σχέση με το λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ», είπε ο Χάμπολντ και για μια στιγμή η φωνή του ήταν ζωηρή και έντονη όπως θα ήταν όταν είχε βγει από την πόρτα της Νομικής με το πτυχίο του ανά χείρας. «Ναι, σωστά», είπε η Νταϊάν. Μίλησε κοφτά, γοργά. «Τελικά, δεν έχει καμιά σχέση με το τι θέλεις, με το τι χρειάζεσαι». «Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά είμαι διατεθειμένος ν' ακούσω», είπα. «θα μπορούσαμε να ζητήσουμε τις συμβουλές κάποιου ειδικού, δε θα είχα αντίρρηση αν...» Σήκωσε τα χέρια της στο ύψος των ώμων της, με τις παλάμες προς τα έξω. «θεέ μου, να που ο παραδοσιακός μας άντρας απέκτησε ξαφνικά μοντέρνες απόψεις», είπε και ύστερα ξανάριξε τα χέρια της στους μηρούς της. «Ύστερα από τόσο καιρό που παρίστανες τον μοναχικό και σκληρό καουμπόι. Αν έχω άδικο, να μου το πεις, Τζο». «Σταμάτα», της είπε ο Χάμπολντ. Τα μάτια του πήγαν από την πελάτισσα του στον εντός ολίγου πρώην σύζυγο της (θα συνέβαινε, ναι· ακόμη κι αυτή η ελαφριά αίσθηση μη πραγματικότητας, εξαιτίας της έλλειψης νικοτίνης, δεν μπορούσε να κρύψει αυτή την αυταπόδεικτη αλήθεια). «Άλλη μια κουβέντα ν' ακούσω από οποιονδήποτε απ' τους δυο σας και θα θεωρήσω πως έχει τελειώσει αυτό το γεύμα». Μας χάρισε ένα αχνό χαμόγελο, τόσο φανερά προσποιητό, που το βρήκα διεστραμμένα ελκυστικό. «Κι ακόμη δεν ακούσαμε καν ποια είναι τα πιάτα ημέρας». Αυτή η πρώτη φορά που αναφέρθηκε το ζήτημα του φαγητού ήταν μόλις πριν πάνε τα πράγματα κατά διαβόλου, και θυμάμαι πως από ένα από τα γειτονικά τραπέζια μου μύριζε σολομός. Στις δύο εβδομάδες από τότε που είχα κόψει το κάπνισμα, η όσφρηση μου είχε οξυνθεί απίστευτα, αλλά δεν το θεωρώ ευλογία αυτό, ειδικά σε ό,τι αφορά το σολομό. Παλιά μου άρεσε, όμως τώρα δεν αντέχω τη μυρωδιά του, πόσο μάλλον τη γεύση του. Μου μυρίζει πόνο, φόβο, αίμα και θάνατο.

Page 318: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Αυτός το ξεκίνησε», είπε μουτρωμένη η Νταϊάν. Εάν το ξεκίνησες, εσύ σηκώθηκες κι έφυγες, σκέφτηκα, αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό. Ο Χάμπολντ ολοφάνερα εννοούσε αυτό που είχε πει. θα έπαιρνε την Νταϊάν από το χέρι και θα έφευγε από το εστιατόριο αν αρχίζαμε τα παιδιάστικα όχι, δεν το έκανα, ναι, το έχανες. Ούτε καν η προοπτική ενός ακόμη ποτού δεν θα τον μετέπειθε. «Εντάξει», είπα ήρεμα... και χρειάστηκε να πασχίσω αληθινά για να πετύχω αυτό τον ήρεμο τόνο, πιστέψτε με. «Εγώ το ξεκίνησα. Και τώρα;» Ήξερα, φυσικά. Χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά. Και ίσως η μοναδική ικανοποίηση που θα είχα από αυτή τη θλιβερή υπόθεση θα ήταν πως θα τους έλεγα ότι δεν σκόπευα να υπογράψω τίποτε, ούτε καν να ρίξω μια ματιά, όπως με είχε συμβουλεύσει ο δικηγόρος μου. Ξανάριξα μια φευγαλέα ματιά στην Νταϊάν, όμως κοίταζε κάτω, το άδειο πιάτο της, και τα μαλλιά της της έκρυβαν το πρόσωπο. Ένιωσα μια έντονη παρόρμηση να την αρπάξω από τους ώμους και να την ταρακουνήσω μέσα στο καινούριο γαλάζιο της φόρεμα, σαν χαλίκι μέσα σε κολοκύθα, θαρρείς πως είσαι η μόνη που υποφέρεις; Θα της φώναζα, θαρρείς πως είσαι η μόνη που υποφέρεις; Λοιπόν, ο καουμπόι έχει μαντάτα για σένα, γλυκιά μου· είσαι μια εγωίστρια καλομαθημένη... «Κύριε Ντέϊβις;» είπε ευγενικά ο Χάμπολντ. Γύρισα και τον κοίταξα. «Ωραία», είπε. «Νόμιζα πως ήσαστε πάλι μακριά μας». «Όχι, όχι», είπα. «Ωραία λοιπόν». Κρατούσε κάμποσες δεσμίδες χαρτιά, πιασμένα μ' εκείνους τους συνδετήρες που βγαίνουν σε διάφορα χρώματα -κόκκινοι, γαλάζιοι, κίτρινοι, μοβ. Ταίριαζαν με τους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες στους τοίχους του Γκόθαμ Καφέ. Σκέφτηκα πως είχα έρθει εντελώς απροετοίμαστος γι' αυτή τη συνάντηση, και όχι απλώς γιατί ο δικηγόρος μου βρισκόταν στο τρένο των δώδεκα και τριάντα τρία για Μπάμπιλον. Η Νταϊάν είχε το καινούριο της φόρεμα- ο Χάμπολντ είχε τον μεγάλο του χαρτοφύλακα και τα χαρτιά του, πιασμένα με χρωματιστούς συνδετήρες· το μόνο που είχα εγώ ήταν μια καινούρια ομπρέλα μια ηλιόλουστη μέρα. Κοίταξα κάτω, εκεί όπου την είχα ακουμπήσει, δίπλα στην καρέκλα μου (νωρίτερα, δεν μου είχε περάσει ούτε

Page 319: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στιγμή από το νου να της ρίξω μια ματιά), και είδα πως η ταμπελίτσα με την τιμή κρεμόταν ακόμη απ' τη λαβή. Ξάφνου ένιωσα σαν τη Μίνι Περλ[14]. Η αίθουσα μύριζε υπέροχα, όπως τα περισσότερα εστιατόρια από τότε που απαγορεύτηκε το κάπνισμα μέσα -άνθη, κρασί, φρέσκο καφέ, σοκολάτα και γλυκά-, όμως αυτό που μύριζα καθαρότερα εγώ ήταν ο σολομός, θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι μύριζε όμορφα κι ότι μπορεί να παρήγγειλλα. Επίσης θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι, αν μπορούσα να φάω σε μια τέτοια συνάντηση, μάλλον μπορούσα να φάω οπουδήποτε. «Έχω εδώ κάποια έντυπα που θα επιτρέψουν και σ' εσάς και στην κυρία Ντέϊβις να παραμείνετε οικονομικά ευέλικτοι, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, πως κανένας σας δε θα αδικηθεί όσον αφορά την πρόσβαση στο κεφάλαιο που εργαστήκατε και οι δυο τόσο σκληρά για να αποκτήσετε», είπε ο Χάμπολντ. «Επίσης, έχω προκαταρκτικά ειδοποιητήρια από το δικαστήριο, που πρέπει να υπογραφούν από εσάς, και έντυπα που θα επιτρέψουν τη δέσμευση των ομολόγων και των μετοχών σας μέχρι να διευθετηθεί η παρούσα κατάσταση σας από το δικαστήριο». Άνοιξα το στόμα μου για να του πω πως δεν σκόπευα να υπογράψω τίποτε κι ας συνεπαγόταν αυτό το τέλος της συνάντησης μας, όμως δεν κατόρθωσα να αρθρώσω ούτε λέξη. Προτού προλάβω, με διέκοψε ο αρχισερβιτόρος. Ούρλιαζε και μιλούσε ταυτόχρονα. Προσπάθησα να αποδώσω αυτό τον ήχο, αλλά καμιά σειρά από φωνήεντα δεν θα μπορούσε να τον μιμηθεί. Ήταν σαν να είχαν σκαλώσει μια ατμομηχανή και μια σφυριχτή τσαγιέρα μέσα στο λαιμό του. «Αυτός ο σκύλος... Ιιιιιιι... σου είπα τόσες φορές για το σκύλο... Ιιιιιιι... Εγώ να μένω ξάγρυπνος... Ιιιιιι!... Κι εκείνη να λέει να πας να κόψεις το λαιμό σου, η σκύλα... Ιιιιιι!... Πώς με βασανίζεις!... Ιιιιιι!... Και τώρα φέρνεις αυτόν το σκυλο εδώ μέσα... Ιιιιιι!» Φυσικά, η αίθουσα βουβάθηκε αμέσως, με τους πελάτες να έχουν διακόψει έκπληκτοι το φαγητό τους και τις συζητήσεις τους, καθώς η λεπτή, χλομή, μαυροντυμένη φιγούρα διέσχιζε με μεγάλα βήματα το εστιατόριο, με το λαιμό της τεντωμένο προς τα εμπρός και τα μακριά της πόδια, σαν ενός πελαργού, να ανοιγοκλείνουν σαν ψαλίδι. Το παπιγιόν του αρχισερβιτόρου είχε γυρίσει κατά ενενήντα ολόκληρες μοίρες από την κανονική του θέση και τώρα έμοιαζε με δείκτες ρολογιού που έδειχναν έξι ακριβώς. Με τα χέρια του να σφίγγουν το ένα το άλλο πίσω από την πλάτη του και 14 Minnie Pearl (1912-1996). Αμερικανίδα σοουγούμαν, με σήμα κατατεθέν της ένα καπέλο που είχε πάντα την τιμή επάνω ($1,98). (Σ.τ.Μ.)

Page 320: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

βαδίζοντας λίγο σκυφτός από τη μέση και πάνω, μου έφερε στο νου ένα σχέδιο στο βιβλίο λογοτεχνίας της έκτης, μια εικόνα του άτυχου δασκάλου του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, του Ίκαμποντ Κρέϊν. Είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου καθώς ζύγωνε. Τον κοίταζα νιώθοντας σχεδόν υπνωτισμένος –ήταν σαν εκείνα τα όνειρα στα οποία ανακαλύπτεις πως δεν έχεις μελετήσει για το διαγώνισμα που θα δώσεις, ή πως βρίσκεσαι τσίτσιδος σ' ένα δείπνο στον Λευκό Οίκο που δίνεται προς τιμήν σου- και μπορεί να παρέμενα έτσι, αν δεν κινιόταν ο Χάμπολντ. Άκουσα την καρέκλα του να σέρνεται στο πάτωμα και του έριξα μια φευγαλέα ματιά. Σηκωνόταν, κρατώντας χαλαρά την πετσέτα του. Φαινόταν ξαφνιασμένος αλλά και έξω φρενών. Ξάφνου συνειδητοποίησα δύο πράγματα: πως ήταν μεθυσμένος, για την ακρίβεια αρκετά μεθυσμένος, και πως θεωρούσε ότι αυτό προσέβαλλε και τη φιλοξενία του και την ικανότητα του. Στο κάτω κάτω, αυτός είχε επιλέξει το εστιατόριο, και τώρα να -είχε παραφρονήσει ο μαιτρ. «Ιιιιιι!... θα σου μάθω εγώ! Για τελευταία φορά, θα σου μάθω...» «Θεέ μου, έχει κατουρηθεί πάνω του», μουρμούρισε μια γυναίκα σ' ένα διπλανό τραπέζι. Η φωνή της ήταν σιγανή αλλά ολοκάθαρη μέσα στη σιγαλιά, καθώς ο αρχισερβιτόρος έπαιρνε ανάσα για να ουρλιάξει ξανά, και είδα πως είχε δίκιο. Το παντελόνι του κοκαλιάρη άντρα ήταν μούσκεμα στο βουβώνα. «Για άκουσε δω, ηλίθιε», είπε ο Χάμπολντ, γυρίζοντας προς τον αρχισερβιτόρο, που έβγαλε το αριστερό του χέρι από πίσω απ' την πλάτη του. Κρατούσε το μεγαλύτερο χασαπομάχαιρο που έχω δει ποτέ μου. Πρέπει να είχε μήκος κάπου εβδομήντα εκατοστά, με το πάνω μέρος της κόψης του ελαφρά καμπυλωτό, σαν σπάθη σε παλιά πειρατική ταινία. «Πρόσεξε!» ούρλιαξα στον Χάμπολντ και, σ' ένα από τα τραπέζια που ήταν κολλητά στον τοίχο, ένας κοκαλιάρης άντρας με γυαλιά δίχως σκελετό στρίγκλισε, εκτοξεύοντας από το στόμα του έναν πίδακα μασημένα καφετιά κομματάκια φαγητού στο τραπεζομάντιλο μπροστά του. Ο Χάμπολντ, που έμοιαζε να μην έχει ακούσει ούτε την κραυγή μου ούτε τη στριγκλιά του άντρα, αγριοκοίταζε τον αρχισερβιτόρο. «Μην περιμένεις να με ξαναδείς εδώ, αν είναι αυτός ο τρόπος...» «Ιιιιιιι! ΙΙΠΙΙΠΠ!» ούρλιαξε ο αρχισερβιτόρος κι έσκισε με το χασαπομάχαιρο τον αέρα. Ο ήχος του ήταν πνιχτός, σαν ψιθυριστής πρότασης. Η τελεία μπήκε στην πρόταση όταν η λεπίδα χώθηκε στο δεξί

Page 321: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μάγουλο του Γουίλιαμ Χάμπολντ. Ένας αιμάτινος πίδακας τινάχτηκε από την πληγή, στολίζοντας το τραπεζομάντιλο με κόκκινες ριπιδωτές στιγμές, και είδα ολοκάθαρα (δεν θα το ξεχάσω ποτέ) μια κατακόκκινη σταγόνα να πέφτει στο νερό μου και να βυθίζεται ξετυλίγοντας μια ροζ κλωστίτσα πίσω της, μοιάζοντας με ματωμένο γυρίνο. Το μάγουλο του Χάμπολντ άνοιξε και φανερώθηκαν τα δόντια του και, καθώς έβαζε το χέρι του στην πληγή που αιμορραγούσε, είδα κάτι ροζ-λευκό στον ώμο του ανθρακί σακακιού του. 'Όταν τέλειωσαν πια όλα, συνειδητοποίησα πως πρέπει να ήταν ο λοβός του αυτιού του. «Πες το Αυτό στ' αυτιά σου!» ούρλιαξε οργισμένα ο αρχισερβιτόρος στον αιμόφυρτο δικηγόρο της Νταϊάν, που έστεκε εκεί με το ένα του χέρι κολλημένο στο μάγουλο του. Αν εξαιρούσε κανείς το αίμα που έρεε πάνω από τα δάχτυλα του και ανάμεσα τους, ο Χάμπολντ θύμιζε αλλόκοτα τον Τζακ Μπένι όταν έκανε ένα από τα ξακουστά κωμικά του νούμερα. «Πες το στις μισητές κουτσομπόλες φίλες σου στο δρόμο... βάσανο μου, δυστυχία μου... Ιιιιιιι!... ΣΚΥΛΟΦΙΛΗ!» Τώρα κι άλλοι ούρλιαζαν, κυρίως στη θέα του αίματος. Ο Χάμπολντ ήταν μεγαλόσωμος άντρας και αιμορραγούσε σαν μαχαιρωμένο γουρούνι. Άκουγα το αίμα να πέφτει στο πάτωμα σαν νερό από σπασμένο σωλήνα και το στήθος του πουκαμίσου του ήταν κόκκινο τώρα. Η γραβάτα του, που ήταν έτσι κι αλλιώς κόκκινη, τώρα είχε γίνει μαύρη. «Στιβ;» είπε η Νταϊάν. «Στίβεν;» Ένας άντρας και μια γυναίκα γευμάτιζαν πίσω της και λίγο αριστερά. Τώρα ο άντρας -γύρω στα τριάντα και όμορφος όπως ήταν παλιά ο Τζορτζ Χάμιλτον- τινάχτηκε όρθιος κι έτρεξε προς την μπροστινή μεριά του εστιατορίου. «Τρόι, μη μ' αφήνεις μόνη!» ούρλιαξε η ντάμα του, όμως ο Τρόι δεν γύρισε καν να κοιτάξει. Είχε ξεχάσει, φαίνεται, πως έπρεπε να επιστρέψει ένα βιβλίο επειγόντως στη βιβλιοθήκη, ή πως είχε υποσχεθεί να γυαλίσει το αυτοκίνητο. Αν οι πελάτες είχαν παραλύσει -δεν ξέρω αν είχαν ή δεν είχαν, αν και είδα αρκετά και τα θυμάμαι όλα-, μ' αυτό σαν να ζωντάνεψαν μεμιάς. Ακούστηκαν κι άλλα ουρλιαχτά, κι άλλοι άνθρωποι σηκώθηκαν. Κάμποσα τραπέζια έγειραν κι έπεσαν στο πλάι. Ποτήρια και πιάτα θρυμματίστηκαν στο πάτωμα. Είδα κάποιον να περνά τρέχοντας πίσω από τον αρχισερβιτόρο, με το χέρι του γύρω από τη μέση της ντάμας του, που είχε το δικό της χέρι περασμένο στον ώμο του και τον πίεζε με τα νύχια της σαν αρπακτικό. Για μια στιγμή το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό μου, και

Page 322: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ήταν κενό σαν τα μάτια ελληνικής προτομής. Το πρόσωπο της ήταν κάτωχρο, γερασμένο από τον τρόμο. Όλα αυτά μπορεί να συνέβησαν μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα, ή ίσως σε είκοσι. Τα θυμάμαι σαν σειρά φωτογραφιών ή καρέ ταινίας, αλλά δίχως καθορισμένη χρονική διάρκεια. Ο χρόνος έπαψε να υπάρχει για μένα τη στιγμή που ο Αλφάλφα ο αρχισερβιτόρος έβγαλε το χέρι από πίσω απ' την πλάτη του και αντίκρισα το χασαπομάχαιρο. Και, σ' αυτό το διάστημα, ο άντρας με το σμόκιν συνέχισε να λέει ασυναρτησίες στην ιδιόλεκτο των αρχισερβιτόρων, αυτή που η παλιά μου φίλη αποκαλούσε Ψηλομυτική. Κάποια από τα λόγια του ήταν όντως σε μια ξένη γλώσσα, κάποια ήταν αγγλικά αλλά δίχως κανένα νόημα και κάποια ήταν αληθινά εντυπωσιακά, σου καρφώνονταν στο μυαλό. Έχετε διαβάσει κάποιο απόσπασμα από τη μακριά και συγκεχυμένη επιθανάτια δήλωση του Ντατς Σουλτζ; Ήταν κάπως έτσι. Τα περισσότερα δεν τα θυμάμαι. Όσα θυμάμαι, φαντάζομαι πως δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Ο Χάμπολντ τρέκλισε προς τα πίσω, κρατώντας ακόμη το κομμένο του μάγουλο. Χτύπησε με την πίσω μεριά των γονάτων του στην καρέκλα του και κάθισε βαριά. Είναι σαν κάποιος που μόλις τον είπαν πως τον αποκλήρωσαν, σκέφτηκα. Έκανε να στραφεί προς την Νταιάν κι εμένα, με τα μάτια του κλονισμένα, ολάνοιχτα. Πρόφτασα να δω δάκρυα να κυλούν από μέσα τους και ύστερα ο αρχισερβιτόρος τύλιξε και τις δυο του χούφτες γύρω από τη λαβή του χασαπομάχαιρου και το βύθισε στο κέντρο του κεφαλιού του Χάμπολντ. Έβγαλε έναν ήχο σαν να χτυπούσε κάποιος μια στοίβα πετσέτες μ' ένα μπαστούνι. «Όπα!» φώναξε ο Χάμπολντ. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως αυτή ήταν η τελευταία του λέξη στον πλανήτη Γη -«όπα». Ύστερα, τα δακρυσμένα του μάτια γύρισαν προς τα πάνω, έτσι που δεν φαίνονταν παρά μόνο τα ασπράδια, και έγειρε μπροστά, στο πιάτο του, τινάζοντας το χέρι του και ρίχνοντας τα δικά του ποτήρια απ' το τραπέζι στο πάτωμα. Καθώς συνέβαινε αυτό, ο αρχισερβιτόρος -με όλα τα μαλλιά του να πετούν από πίσω τώρα, και όχι μονάχα μερικά- ξεκάρφωσε το μακρύ μαχαίρι από το κεφάλι του. Αίμα, σαν κόκκινο παραπέτασμα, τινάχτηκε από την πληγή και πιτσίλισε το στήθος του φορέματος της Νταϊάν, που ξανασήκωσε τα χέρια της στο ύψος των ώμων της με τις παλάμες προς τα έξω, όμως τώρα από τον τρόμο κι όχι από την οργή. Ούρλιαξε και ύστερα έβαλε τα ματωμένα της χέρια στο πρόσωπο της, στα μάτια της. Ο αρχισερβιτόρος δεν της έδωσε καμιά σημασία. Αυτό που έκανε ήταν να στραφεί προς εμένα. «Ο σκύλος σου», είπε ήρεμα, σαν να κουβέντιαζε

Page 323: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

απλώς μαζί μου. Έμοιαζε να αγνοεί τους ανθρώπους που έτρεχαν προς τις πόρτες ουρλιάζοντας έντρομοι. Τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα και ολοσκότεινα. Μου ξαναφάνηκαν καστανά, αλλά έμοιαζαν να υπάρχουν μαύροι κύκλοι γύρω από τις ίριδες. «Ο σκύλος σου· είναι φρικτός ο θόρυβος που κάνει. Δεν τον φτάνουν ούτε όλα τα ραδιόφωνα του Κόνι Άιλαντ, μ' ακούς, κάθαρμα;» Κρατούσα την ομπρέλα και το μόνο που δεν θυμάμαι, όσο κι αν προσπαθώ, είναι πότε την είχα αρπάξει, θαρρώ πως πρέπει να ήταν όταν ο Χάμπολντ έστεκε αποσβολωμένος, συνειδητοποιώντας ότι το στόμα του είχε πλατύνει καμιά δεκαπενταριά πόντους, όμως δεν θυμάμαι. θυμάμαι τον άντρα που έμοιαζε στον Τζορτζ Χάμιλτον, να τρέχει προς την πόρτα, και ξέρω πως τον έλεγαν Τρόι, γιατί έτσι τον είχε φωνάξει η ντάμα του, όμως δεν θυμάμαι να πιάνω την ομπρέλα που είχα αγοράσει στο μαγαζί με τις βαλίτσες. Ήταν στο χέρι μου, όμως, με την τιμή να προβάλλει μέσα απ' τη γροθιά μου, κι όταν ο αρχισερβιτόρος έσκυψε μπροστά σαν να έκανε ρεβεράντζα κι έσκισε με το μαχαίρι τον αέρα προς το μέρος μου, σκοπεύοντας, θαρρώ, να μου το χώσει στο λαιμό, τη σήκωσα και του την κατέβασα στον καρπό, σαν παλιός δάσκαλος που χτυπά έναν άτακτο μαθητή με τη βέργα. «Οχ!» γρύλισε ο αρχισερβιτόρος, καθώς το χέρι του, σπρωγμένο από την ομπρέλα, έσκισε με τη λεπίδα το μουσκεμένο κοκκινωπό τραπεζομάντιλο αντί να τη βυθίσει στο λαιμό μου. Κατόρθωσε να κρατήσει το μαχαίρι, όμως, και το τράβηξε πίσω. Αν είχα ξαναδοκιμάσει να του χτυπήσω το χέρι, είμαι βέβαιος πως θα είχα αστοχήσει, αλλά δεν το έκανα. Κατέβασα την ομπρέλα στο πρόσωπο του, δίνοντας του ένα έξοχο χτύπημα -τόσο έξοχο, τουλάχιστον, όσο μπορεί να είναι ένα χτύπημα με μια ομπρέλα- στο πλάι του κεφαλιού, και την ίδια στιγμή η ομπρέλα άνοιξε, σαν να τέλειωνε μ' αυτό τον τρόπο μια κωμική σκηνή. Δεν μου φάνηκε αστείο, όμως. Η ανοιχτή ομπρέλα μου τον έκρυψε εντελώς, καθώς τρέκλιζε προς τα πίσω Σάζοντας το ελεύθερο χέρι του εκεί που τον είχα χτυπήτει, και δεν μου άρεσε που δεν μπορούσα να τον δω. Για ηγν ακρίβεια, αυτό με γέμισε τρόμο. Όχι πως δεν ήμουν ήδη τρομοκρατημένος, δηλαδή. Άρπαξα την Νταΐάν από τον καρπό και τη σήκωσα, τραβώντας τη. Στάθηκε στα πόδια της δίχως να πει λέξη, έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου, πήγε πέρα δώθε πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της κι έπεσε άτσαλα στην α'καλιά μου. Ένιωσα τα στήθη της να πιέζονται πάνω μου, κάτω από το μουσκεμένο, απ' το ζεστό και πηχτό αίμα, φόρεμα της.

Page 324: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ιιιιιι! Σαμαρτζή!» ούρλιαξε ο αρχισερβιτόρος, ή μπορεί να με αποκάλεσε «σαματατζή». Μάλλον δεν έχει σημασία, το ξέρω, κι όμως, συχνά μου φαίνεται πως έχει. Αργά τη νύχτα, τα μικρά ερωτήματα με τυραννούν τόσο όσο και τα μεγάλα. «Κάθαρμα, σαμαρτζή! Τόσα ραδιόφωνα! Το σκασμό, βγάλτε το σκασμό! Γαμήσου, ξάδερφε Μπρουσι! Γαμήσου!» Ύστερα έτρεξε γύρω από το τραπέζι, προς το μέρος μας. Τώρα, ο χώρος πίσω του ήταν εντελώς άδειος και θύμιζε σαλούν σε γουέστερν ύστερα από καβγά. Η ομπρέλα μου ήταν ακόμη πάνω στο τραπέζι, με το ανοιχτό ύφασμα της να εξέχει από την πέρα μεριά, και ο αρχισερβιτόρος τη χτύπησε με το γοφό του. Έπεσε μπροστά του και, καθώς την κλοτσούσε παράμερα, έστησα πάλι την Νταΐάν στα πόδια της και την τράβηξα προς την πέρα άκρη της αίθουσας. Δεν είχε νόημα να τρέξουμε προς την εξώπορτα, ήταν πολύ μακριά· όμως, ακόμη κι αν κατορθώναμε να φτάσουμε ως εκεί, ήταν ακόμη φραγμένη από ανθρώπους που ούρλιαζαν έντρομοι. Αν ήθελε εμένα, ή και τους δυο μας, δεν θα δυσκολευόταν να μας προφτάσει και να μας σφάξει σαν γαλοπούλα. «Ζωύφια! Ζωύφια!... Ιιιιιιι!... Πηγαίνατε γυρεύοντας. Πηγαίνατε γυρεύοντας, εσείς κι ο φωνακλάς ο σκύλος σας!» «Σταμάτα τον!» ούρλιαξε η Νταΐάν. «Χριστέ μου, θ' μας σκοτώσει και τους δυο, σταμάτα τον!» «θα σαπίσετε, βδελύγματα!» Πιο κοντά τώρα. Σίγουρα η ομπρέλα δεν τον είχε καθυστερήσει πολύ. «Θα σαπίσετε, εσείς κι όλες οι πόρνες σας!» Είδα τρεις πόρτες· οι δυο απ' αυτές ήταν αντικριστές σε μια μικρή εσοχή, όπου υπήρχε επίσης ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη. Αντρική και γυναικεία τουαλέτα. Όχι. Ακόμη κι αν ήταν μονές τουαλέτες με μάνταλο στην πόρτα, θα ήταν λάθος να καταφύγουμε εκεί. Ένας παράφρονας σαν αυτόν στο κατόπι μας δεν θα δυσκολευόταν να ξηλώσει ένα μάνταλο τουαλέτας, και τότε δεν θα είχαμε πού να κρυφτούμε. Την τράβηξα προς την τρίτη πόρτα και, σπρώχνοντας τη, βρεθήκαμε σ' ένα σύμπαν με καθαρά πράσινα πλακάκια, δυνατά φώτα φθορισμού, αστραφτερές μεταλλικές επιφάνειες και μυρωδάτους αχνούς. Εντονότερη απ' όλες ήταν η μυρωδιά του σολομού. Ο Χάμπολντ δεν είχε προφτάσει να ρωτήσει για τα πιάτα ημέρας, αλλά θαρρώ πως ήξερα πια τι ήταν τουλάχιστον το ένα απ' αυτά. Ένας σερβιτόρος έστεκε μ' ένα γεμάτο δίσκο να ισορροπεί στη χούφτα του και με το στόμα και τα μάτια του ολάνοιχτα, θύμιζε τον Γκίμπελ τον Ηλίθιο

Page 325: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

σ' εκείνη την ιστορία του Άιζακ Σίνγκερ. «Τι...» έκανε να πει και τον έσπρωξα παράμερα. Ο δίσκος του έφυγε από το χέρι και πιάτα και ποτήρια θρυμματίστηκαν στον τοίχο. «Ε!» κραύγασε ένας άντρας. Ήταν πελώριος και φορούσε μια λευκή ποδιά κι ένα άσπρο καπέλο αρχιμάγειρα σαν σύννεφο. Είχε ένα κόκκινο μαντίλι δεμένο στο λαιμό του και στο ένα χέρι κρατούσε μια κουτάλα που έσταζε μια καφετιά σάλτσα. «Ε, δεν μπορείτε να μπείτε έτσι εδώ μέσα!» «Πρέπει να βγούμε έξω», είπα. «Είναι παράφρονας. Είναι...» Και τότε μου ήρθε μια ιδέα, ένας τρόπος να εξηγήσω δίχως να εξηγήσω, κι έβαλα για μια στιγμή το χέρι μου στο αριστερό στήθος της Νταϊάν, πάνω στο μουσκεμένο της φόρεμα. Ήταν η τελευταία φορά που την άγγιξα έτσι, και δεν ξέρω αν μου άρεσε. Ύστερα τέντωσα το χέρι μου προς τον αρχιμάγειρα, δείχνοντας του μια χούφτα βαμμένη από το αίμα του Χάμπολντ. «Χριστέ μου!» είπε. «Εδώ. Από πίσω». Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα απ' όπου είχαμε μπει άνοιξε ορμητικά κι ο αρχισερβιτόρος χίμηξε μέσα, με μάτια αγριεμένα και μαλλιά πεταχτά σαν αγκάθια κουλουριασμένου σκαντζόχοιρου. Κοίταξε τριγύρω, είδε το σερβιτόρο, τον αγνόησε, ύστερα είδε εμένα και μου όρμησε. Έτρεξα ξανά, σέρνοντας μαζί μου την Νταϊάν και σπρώχνοντας στα τυφλά τον κοιλαρά, πελώριο αρχιμάγειρα. Περάσαμε από μπροστά του, και το ματωμένο φόρεμα της Νταϊάν άφησε μια κόκκινη κηλίδα στη λευκή του ποδιά. Είδα πως, αντί να μας ακολουθήσει, γύρισε προς τον αρχισερβιτόρο, και ήθελα να τον προειδοποιήσω, να του πω πως δεν θα κατάφερνε τίποτε, πως ήταν η χειρότερη ιδέα στον κόσμο και μάλλον θα ήταν και η στερνή του, αλλά δεν προλάβαινα. «Ε!» φώναξε ο αρχιμάγειρας. «Ε, τι τρέχει, Γκι;» Πρόφερε το όνομα του αρχισερβιτόρου όπως οι Γάλλοι, Γκι, και όχι Γκάι, και ύστερα βουβάθηκε. Ακούστηκε ένας βαρύς γδούπος που μου θύμισε τον ήχο του μαχαιριού καθώς βυθιζόταν στο κρανίο του Χάμπολντ και ύστερα ο μάγειρας ούρλιαξε. Ήταν ένα υγρό ουρλιαχτό, και το ακολούθησε ένας πηχτός ήχος σαν χαστούκι με βρεγμένη παλάμη, που με τυραννά ακόμη στα όνειρα μου. Δεν ξέρω τι ήταν, ούτε θέλω να μάθω. Τραβώντας την Νταϊάν, διέσχισα ένα στενό διάδρομο ανάμεσα σε δυο κουζίνες που μας τύλιξαν με μια φρικτή ζέστη. Υπήρχε μια διπλομανταλωμένη πόρτα στο βάθος. Έκανα να τραβήξω το πάνω μάνταλο

Page 326: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κι άκουσα τον Γκι, τον αρχισερβιτόρο της κολάσεως, να έρχεται καταπάνω μας λέγοντας ασυναρτησίες. Ήθελα να συνεχίσω να παλεύω με το μάνταλο, πιστεύοντας πως θα άνοιγα την πόρτα και θα βγαίναμε προτού μας φτάσει ο αρχισερβιτόρος, όμως μια φωνή μέσα μου -η φωνή που ήταν αποφασισμένη να ζήσει- ήξερε ότι αυτό ήταν λάθος. Έσπρωξα την Νταϊάν πάνω στην πόρτα και στάθηκα μπροστά της -μια κίνηση προστασίας που πρέπει να ανάγεται στην Εποχή των Παγετώνων για να τον αντιμετωπίσω. Διέσχισε τρέχοντας τον στενό διάδρομο ανάμεσα στις κουζίνες, σφίγγοντας με το αριστερό του χέρι το μαχαίρι, υψωμένο πάνω από το κεφάλι του. Το στόμα του ήταν ανοιχτό και φαίνονταν τα βρόμικα, φαγωμένα του δόντια. Από τον Γκίμπελ τον Ηλίθιο δεν μπορούσα να περιμένω καμιά βοήθεια. Είχε μαζευτεί στον τοίχο δίπλα στην πόρτα που έβγαζε στο εστιατόριο, με τα δάχτυλα του βυθισμένα στο στόμα του, και φαινόταν περισσότερο από ποτέ σαν τον τρελό του χωριού. «Να με ξεχάσεις, ω, δεν έπρεπε!» ούρλιαξε ο Γκι, μιλώντας σαν τον Γιόντα στον Πόλεμο των Άστρων. «Εσύ, ω μισητό σκυλίί... Η δυνατή σου μουσική, τόσο παράφωνη, κακή!... Ιιιιι!... Ιιιιιί... Πώς μπόρεσες...» Υπήρχε μια μεγάλη κατσαρόλα πάνω σε ένα από τα μπροστινά μάτια της αριστερής κουζίνας. Την πέταξα καταπάνω του. Πέρασε μια ολόκληρη ώρα για να καταλάβω πόσο άσχημα είχα κάψει το χέρι μου κάνοντας το αυτό· η χούφτα μου ήταν γεμάτη φλύκταινες σαν τσουρεκάκια, και τα τρία μεσαία μου δάχτυλα επίσης. Η κατσαρόλα γλίστρησε πάνω στο μάτι και αναποδογύρισε στον αέρα, περιλούζοντας από τη μέση και κάτω τον Γκι με καλαμπόκι, ρύζι και κάπου δυο γαλόνια καυτό νερό. Ούρλιαξε, τρέκλισε προς τα πίσω και ακούμπησε το ελεύθερο χέρι του στην άλλη κουζίνα, σχεδόν μέσα στη γαλαζοκίτρινη φλόγα υγραερίου κάτω από ένα τηγάνι με καρβουνιασμένα πια μανιτάρια σοτέ. Ούρλιαξε ξανά, αυτή τη φορά τόσο διαπεραστικά, που μου πόνεσαν τ' αυτιά, και κράτησε το χέρι του ψηλά, μπροστά στα μάτια του, σαν να μην πίστευε αυτό που του είχε συμβεί. Κοίταξα δεξιά και είδα μερικά σύνεργα καθαρισμού δίπλα στην πόρτα: απορρυπαντικά σ' ένα ράφι· μια σκούπα με ένα φαράσι τοποθετημένο στην κορυφή του κονταριού της σαν καπέλο· μια σφουγγαρίστρα μέσα σ' έναν ατσάλινο κουβά, με ειδικό εξάρτημα στο πλάι για να τη στύβεις. Καθώς ο Γκι ορμούσε καταπάνω μου ξανά, κρατώντας το μαχαίρι με το χέρι που δεν ήταν κόκκινο, ούτε φούσκωνε σαν σουφλέ, άρπαξα το κοντάρι της σφουγγαρίστρας, έσυρα μ' αυτό προς το μέρος μου τον κουβά, που είχε

Page 327: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

μικρά ροδάκια, και ύστερα τον τίναξα καταπάνω του. Ο Γκι έγειρε τον κορμό του προς τα πίσω, αλλά δεν το κούνησε ρούπι. Ένα παράξενο χαμόγελο τρεμόπαίζε στα χείλη του. Ήταν σαν σκύλος που είχε ξεχάσει, προσωρινά τουλάχιστον, πώς να γρυλίζει. Σήκωσε το μαχαίρι μπροστά στο πρόσωπο του κι έκανε κάμποσες παράξενες κινήσεις, σαν να ξιφομαχούσε. Τα φώτα φθορισμού, από πάνω, έντυναν με μια υγρή λάμψη τη λεπίδα... όπου δεν ήταν ματωμένη, δηλαδή. Δεν φαινόταν να νιώθει πόνο στο καμένο χέρι του ή στα πόδια του, αν και είχαν περιλουστεί με βραστό νερό και κόκκοι ρυζιού ήταν διάσπαρτοι στο παντελόνι του. «Άθλιε», είπε ο Γκι, συνεχίζοντας την παράξενη ξιφασκία του. Ήταν σαν σταυροφόρος που ετοιμαζόταν για τη μάχη. Αν, δηλαδή, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα σταυροφόρο με σμόκιν γεμάτο ρύζι. «θα σε σκοτώσω, ναι, όπως σκότωσα το φωνακλάδικο σκυλί σου». «Δεν έχω σκύλο», είπα. «Δεν επιτρέπεται να έχω. Αναφέρεται ρητά στο μισθωτήριο». Νομίζω πως ήταν το μόνο πράγμα που του είπα όσο διήρκεσε εκείνος ο εφιάλτης, και δεν είμαι απολύτως βέβαιος ότι το είπα όντως δυνατά. Μπορεί να ήταν μια σκέψη μόνο. Πίσω του, είδα τον αρχιμάγειρα να πασχίζει να σηκωθεί. Είχε το ένα του χέρι σφιγμένο γύρω απ' το χερούλι του ψυγείου και το άλλο κολλημένο στη ματωμένη του ποδιά, που ήταν σκισμένη πάνω στο μεγάλο του στομάχι, σαν να είχε ένα πλατύ μενεξελί χαμόγελο ζωγραφισμένο πάνω της. Έβαζε τα δυνατά του για να κρατήσει μέσα του τα υδραυλικά του, αλλά μάταια. Λίγο έντερο, γυαλιστερό και μελανό, κρεμόταν ήδη πάνω στην αριστερή πλευρά του σαν αποτρόπαιο ρολόι τσέπης. Ο Γκι έκανε μια προσποίηση με το μαχαίρι του. Αντεπιτέθηκα με σφουγγαρίστρα και κουβά κι αυτός τραβήχτηκε. Τράβηξα πάλι τον κουβά προς το μέρος μου και απέμεινα ασάλευτος, τυλίγοντας σφιχτά τα δάχτυλα μου γύρω από το ξύλινο κοντάρι, έτοιμος να τον αποκρούσω πάλι με τον κουβά. Το χέρι μου πονούσε κι ένιωθα τον ιδρώτα να κυλά στα μαγουλά μου σαν στάλες καυτό λάδι. Πίσω από τον Γκι, ο μάγειρας κατόρθωσε να σηκωθεί. Αργά, σαν σακάτης που αναρρώνει ύστερα από μια βαριά εγχείρηση, άρχισε να διασχίζει το διάδρομο προς τον Γκίμπελ τον Ηλίθιο. Του ευχήθηκα καλή τύχη. «Ξεμαντάλωσε», είπα στην Νταΐάν. «Τι;» «Ξεμαντάλωσε την πόρτα. Άνοιξε την».

Page 328: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Δεν μπορώ να κινηθώ», είπε. Έκλαιγε τόσο, που μετά βίας την καταλάβαινα. «Με πιέζεις». Πήγα λιγάκι μπροστά για να έχει χώρο. Ο Γκι μόρφασε με τραβηγμένα χείλη. Τίναξε δήθεν το μαχαίρι του προς το μέρος μου και ύστερα το τράβηξε πίσω, χαμογελώντας πάλι νευρικά, σαν να μου γρύλιζε, καθώς εγώ, για άλλη μια φορά, έσπρωχνα καταπάνω του τον κουβά με τις ρόδες που έτριζαν. «Ψωριασμένο ουροδοχείο», είπε, αλλά σαν να κουβέντιαζε απλώς μ' έναν γνωστό του. «θα ξανακούσεις τόσο δυνατά ραδιόφωνο, ουροδοχείο; Σου έγινε μάθημα αυτό, ε; Φσστ!» Έκανε να καρφώσει. Έσπρωξα τον κουβά. Αυτή τη φορά, όμως, δεν τραβήχτηκε τόσο πίσω και κατάλαβα πως μάζευε το κουράγιο του για να μου ορμήσει. Ένιωθα τα στήθη της Νταΐάν να με αγγίζουν ελαφρά στην πλάτη, καθώς πάσχιζε να ξαναβρεί την ανάσα της. Της είχα κάνει χώρο, όμως δεν είχε γυρίσει για να ξεμανταλώσει την πόρτα. Απλώς έστεκε εκεί. «Άνοιξε την πόρτα», της είπα, μιλώντας με κλειστά τα χείλη, σαν φυλακισμένος σε συγκροτούμενο του. «Ξεμαντάλωσε την, Νταΐάν, που να πάρει». «Δεν μπορώ», είπε με αναφιλητά. «Δεν μπορώ, τα χέρια μου δεν έχουν καθόλου δύναμη. Σταμάτα τον, Στίβεν, μην κάθεσαι εκεί και του μιλάς, σταμάτα τον». Πραγματικά, ήμουν έξω φρενών μαζί της. «Γύρισε και ξεμαντάλωσε την πόρτα, Νταΐάν, ειδάλλως θα κάνω στην άκρη και...» «Ιιιιιιιι!» τσίριξε ο αρχισερβιτόρος και όρμησε κουνώντας και τινάζοντας μπροστά το μαχαίρι. Έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη τον κουβά, χτυπώντας τον στα πόδια. Στρίγκλισε και κατέβασε απεγνωσμένα το μαχαίρι. Αν είχε έρθει λίγο πιο κοντά, θα μου είχε κόψει την άκρη της μύτης. Έπεσε στα γόνατα, με το πρόσωπο του πάνω από το εξάρτημα για το στύψιμο της σφουγγαρίστρας, στο πλάι του κουβά. Τέλειο! Του κατέβασα τη σφουγγαρίστρα στο σβέρκο. Τα κορδόνια της απλώθηκαν στους ώμους του μαύρου σακακιού του σαν περούκα μάγισσας. Το πρόσωπο του έπεσε μέσα στο εξάρτημα του στυψίματος. Έσκυψα, άρπαξα με το ελεύθερο χέρι μου τη λαβή και έκλεισα το εξάρτημα. Ο Γκι τσίριξε πονεμένα, ενώ η σφουγγαρίστρα έπνιγε το ουρλιαχτό του. «ΞΕΜΑΝΤΑΛΩΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!» ούρλιαξα στην Νταΐάν. «ΞΕΜΑΝΤΑΛΩΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ, ΑΧΡΗΣΤΗ ΤΣΟΥΛΑ! ΞΕΜΑ...»

Page 329: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μπαμ! Κάτι σκληρό και αιχμηρό με χτύπησε στον αριστερό γλουτό. Τρέκλισα προς τα εμπρός κραυγάζοντας, περισσότερο από το ξάφνιασμα παρά από τον πόνο, θαρρώ, αν και με πόνεσε. Έπεσα στο ένα γόνατο και η λαβή του εξαρτήματος για το στύψιμο μου έφυγε απ' το χέρι. Ο Γκι τραβήχτηκε πίσω, ελευθερώνοντας το κεφάλι του από τη σφουγγαρίστρα και ανασαίνοντας τόσο δυνατά, που ακουγόταν σχεδόν σαν να γάβγιζε. Δεν του είχε κοπεί όμως ιδιαίτερα η φόρα. Μόλις τραβήχτηκε από τον κουβά, μου όρμησε με το μαχαίρι. Έκανα πίσω, νιώθοντας το ρεύμα της λεπίδας που έσκιζε τον αέρα δίπλα από το μάγουλο μου. Μόνο όταν κατόρθωσα να σταθώ πάλι στα πόδια μου, κατάλαβα τι είχε συμβεί, τι είχε κάνει η Νταΐάν. Την κοίταξα φευγαλέα πάνω από τον ώμο μου και μου ανταπέδωσε το βλέμμα προκλητικά, πιέζοντας την πλάτη της στην πόρτα. Μια τρελή σκέψη ξεπήδησε στο νου μου: ήθελε να σκοτωθώ. Ίσως να το είχε σχεδιάσει κιόλας. Να βρήκε έναν παράφρονα αρχισερβιτόρο... Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Πρόσεξε!» Στράφηκα και τον είδα να χιμά καταπάνω μου ξανά. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο στο πλάι, με εξαίρεση τα μεγάλα άσπρα σημάδια που είχαν αφήσει οι τρύπες του εξαρτήματος για το στύψιμο. Τίναξα καταπάνω του τη σφουγγαρίστρα, σημαδεύοντας το λαιμό του, αλλά πετυχαίνοντας τον στο στήθος. Ανέκοψα την επίθεση του και τον έσπρωξα ένα βήμα παραπίσω. Αυτό που συνέβη ύστερα ήταν καθαρή τύχη. Γλίστρησε στο νερό από τον αναποδογυρισμένο κουβά και σωριάστηκε με δύναμη, χτυπώντας το κεφάλι του στα πλακάκια. Δίχως να σκέφτομαι ή να συνειδητοποιώ ότι ούρλιαζα, άρπαξα από το μάτι το τηγάνι με τα μανιτάρια και του το κατέβασα με όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο. Ακούστηκε ένας πνιχτός γδούπος και ύστερα ένας φρικτός (αλλά δόξα σοι ο θεός σύντομος) σφυριχτός ήχος, καθώς το δέρμα στα μάγουλα και το μέτωπο του καιγόταν και φουσκάλιαζε. Γύρισα, έσπρωξα την Νταΐάν στην άκρη και ξεμαντάλωσα την πόρτα. Την άνοιξα και το ηλιόφως με χτύπησε σαν σφυρί. Και η μυρωδιά του αέρα. Δεν θυμάμαι να μου έχει ξαναφανεί ο αέρας τόσο ευωδιαστός, ούτε καν όταν ήμουν μικρός και ερχόταν η πρώτη μέρα των καλοκαιρινών διακοπών. Έπιασα την Νταΐάν από το μπράτσο και την τράβηξα έξω, σ' ένα στενοσόκακο με σκουπιδοτενεκέδες κλειδωμένους με λουκέτο. Στην πέρα άκρη του πέτρινου στενοσόκακου, σαν εικόνα από τον παράδεισο, ήταν η Πεντηκοστή Τρίτη Οδός, με την κυκλοφορία και στα δύο ρεύματα να συνεχίζεται σαν να μην έτρεχε τίποτε. Κοίταξα φευγαλέα πίσω, μέσα από

Page 330: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. Ο Γκι ήταν πεσμένος ανάσκελα, με καρβουνιασμένα μανιτάρια γύρω απ' το κεφάλι του σαν χειροπιαστό φωτοστέφανο. Το τηγάνι είχε γλιστρήσει στο πλάι, φανερώνοντας ένα πρησμένο, κατακόκκινο, φουσκαλιασμένο πρόσωπο. Το ένα του μάτι ήταν ανοιχτό, όμως κοίταζε τυφλά τα φώτα φθορισμού. Πίσω του, η κουζίνα ήταν άδεια. Υπήρχε μια λιμνούλα αίμα στο πάτωμα και σημάδια από ματωμένες χούφτες στην άσπρη εμαγιέ πόρτα του μεγάλου ψυγείου, αλλά και ο αρχιμάγειρας και ο Γκίμπελ ο Ηλίθιος ήταν άφαντοι. Έκλεισα με δύναμη την πόρτα και έδειξα προς την άκρη του στενοσόκακου. «Πήγαινε!» Δεν σάλεψε· μονάχα συνέχισε να με κοιτάζει. Την έσπρωξα ελαφρά στον αριστερό ώμο. «Πήγαινε!» Σήκωσε το χέρι της σαν τροχονόμος, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και μ' έδειξε με το δάχτυλο. «Μη μ' αγγίζεις». «Τι θα κάνεις; θα φωνάξεις το δικηγόρο σου; Νομίζω πως τα έχει τινάξει, γλυκιά μου». «Μη μου λες εμένα τι να κάνω. Μη διανοηθείς καν να το κάνεις. Και μη μ' αγγίζεις, Στίβεν, σε προειδοποιώ». Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε με δύναμη. Αντιδρώντας ενστικτωδώς, δίχως να το σκεφτώ, την ξανάκλεισα. Πάνω που έκλεινε, άκουσα μια πνιχτή κραυγή, που δεν ήξερα αν ήταν από τον πόνο ή την οργή, κι ούτε με ένοιαζε. Έπεσα με την πλάτη πάνω της και στήριξα γερά τα πόδια μου κάτω. «θέλεις να καθίσουμε εδώ και να το συζητήσουμε;» τη ρώτησα. «Απ' ό,τι φαίνεται, εξακολουθεί να είναι ολοζώντανος». Ο αρχισερβιτόρος ξαναχτύπησε την πόρτα. Τραντάχτηκα και ύστερα την έκλεισα ξανά. Περίμενα πότε θα προσπαθούσε πάλι, αλλά δεν προσπάθησε. Η Νταΐάν μου έριξε μια επίμονη, άγρια και αβέβαιη ματιά και ύστερα προχώρησε προς την άκρη του στενοσόκακου, με το κεφάλι της κατεβασμένο και τα μαλλιά της να κρέμονται στις δυο μεριές του λαιμού της. Συνέχισα να στέκομαι με την πλάτη μου στην πόρτα, μέχρι που η Νταΐάν σχεδόν έφτασε στο δρόμο, και ύστερα τραβήχτηκα ανήσυχος. Κανένας δεν βγήκε, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να με ηρεμήσει. Έσυρα έναν από τους σκουπιδοτενεκέδες μπροστά απ' την πόρτα και ύστερα έτρεξα πίσω απ' την Νταϊάν. Όταν έφτασα στην είσοδο του στενοσόκακου, δεν ήταν πια εκεί. Κοίταξα δεξιά, προς τη Μάντισον, και δεν- την είδα. Κοίταξα αριστερά, και να τη, να διασχίζει αργά την Πεντηκοστή Τρίτη, διαγώνια, με τα μαλλιά της να κρέμονται ακόμη σαν κουρτίνες στις δυο μεριές του προσώπου της.

Page 331: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Κανένας δεν της έδινε σημασία. Οι συγκεντρωμένοι μπροστά από το Γκόθαμ Καφέ κοίταζαν χάσκοντας μέσα από τις βιτρίνες, σαν επισκέπτες στο ενυδρείο, μπροστά στους καρχαρίες, την ώρα του ταΐσματος. Διέσχισα το δρόμο, έκανα να της πιάσω τον ώμο, το ξανασκέφτηκα και προτίμησα απλώς να τη φωνάξω. Γύρισε, με τα μάτια της άψυχα από τον τρόμο και τον κλονισμό. Το μπροστινό μέρος του φορέματος της ήταν σαν βρόμικη μενεξελιά σαλιάρα. Έζεχνε αίμα και αδρεναλίνη. «Άσε με ήσυχη», είπε. «Δε θέλω να σε ξαναδώ, Στίβεν». «Με κλότσησες εκεί μέσα», είπα. «Με κλότσησες και παραλίγο να με σκοτώσεις. Λίγο έλειψε να σκοτωθούμε και οι δύο. Δεν το πιστεύω, Νταϊάν». «Ήθελα να σε κλοτσήσω εδώ και δεκατέσσερις μήνες», είπε. «Δεν μπορούμε να διαλέξουμε εμείς τη στιγμή που θα γίνει ένα όνειρο μας πραγματικότητα, έτσι δεν...» Τη χαστούκισα. Δεν το σκέφτηκα, απλώς το έκανα, και λίγα πράγματα στην ενήλικη ζωή μου μου έχουν δώσει τόση χαρά. Ντρέπομαι γι' αυτό, όμως έχω ήδη πει πολλά, για να πω ψέματα τώρα, ακόμη και για να παραλείψω κάτι. Το κεφάλι της τινάχτηκε πίσω. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την ταραχή και τον πόνο, χάνοντας εκείνο το άψυχο, πονεμένο βλέμμα τους. «Κάθαρμα!» κραύγασε, βάζοντας το χέρι της στο μάγουλο της. Τώρα, δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της. «Αχ, κάθαρμα!» «Σου έσωσα τη ζωή», είπα. «Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν μπορείς να το καταλάβεις, ε; σου έσωσα τη γαμημένη τη ζωή σου». «Βρομιάρη», ψιθύρισε. «Καταπιεστικέ, εγωκεντρικέ, μικρόμυαλε, αυτάρεσκε βρομιάρη. Σε μισώ». «Άκουσες τι σου είπα; Αν δεν ήταν ο εγωκεντρικός, μικρόμυαλος βρομιάρης, τώρα θα ήσουν νεκρή». «Αν δεν ήσουν εσύ, κατ' αρχάς δε θα βρισκόμουν εκεί», είπε καθώς τα τρία πρώτα περιπολικά κατηφόριζαν την Πεντηκοστή Τρίτη Οδό με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν και σταματούσαν μπροστά στο Γκόθαμ Καφέ. Αστυνομικοί ξεχύθηκαν από μέσα τους σαν παλιάτσοι σε νούμερο τσίρκου. «Αν με ξαναγγίξεις, θα σου βγάλω τα μάτια, Στιβ», είπε. «Μείνε μακριά μου».

Page 332: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αναγκάστηκα να βάλω τα χέρια μου στις μασχάλες μου. Ήθελαν να τη σκοτώσουν να τεντωθούν, να τυλιχτούν γύρω από το λαιμό της και να τη σκοτώσουν. Έκανε εφτά οχτώ βήματα και ύστερα γύρισε προς το μέρος μου. Χαμογελούσε. Ήταν φρικτό χαμόγελο, πιο απαίσιο από οποιαδήποτε έκφραση είχα δει στο πρόσωπο του Γκι του Δαιμονικού Σερβιτόρου. «Είχα εραστές», είπε, με το φρικτό της χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της. Έλεγε ψέματα, όλο της το πρόσωπο αυτό έλεγε, πράγμα που δεν με έκανε, όμως, να πονέσω λιγότερο. Ευχόταν να ήταν αλήθεια· αυτό ήταν επίσης ζωγραφισμένο σε όλο της το πρόσωπο. «Τρεις τον τελευταίο χρόνο. Δε μου αρκούσες κι έτσι βρήκα άντρες που να με ικανοποιούν». Στράφηκε και κατηφόρισε στο δρόμο, μοιάζοντας εξήντα πέντε χρόνων και όχι είκοσι εφτά. Είχα απομείνει να τη βλέπω ασάλευτος. Πριν φτάσει στη γωνία, το φώναξα ξανά. Ήταν το μόνο που δεν μπορούσα να ξεπεράσω· είχε σκαλώσει σαν κόκαλο από κοτόπουλο στο λαιμό μου. «Σου έσωσα τη ζωή! Σου έσωσα τη γαμημένη τη ζωή σου!» Στάθηκε στη γωνία και γύρισε προς το μέρος μου. Το φρικτό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο ακόμη στο πρόσωπο της. «Όχι», είπε. «Δε μου την έσωσες». Ύστερα έστριψε στη γωνία. Δεν την έχω ξαναδεί από τότε, αν και φαντάζομαι πως είναι κάτι που θα γίνει, θα τα πούμε στο δικαστήριο, όπως λένε. Βρήκα ένα παντοπωλείο στο επόμενο τετράγωνο και αγόρασα ένα πακέτο Μάρλμπορο. Όταν γύρισα στη γωνία Μάντισον και Πεντηκοστής Τρίτης, η Πεντηκοστή Τρίτη ήταν κλεισμένη απ' αυτά τα γαλάζια εμπόδια που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να κρατά τον κόσμο σε κάποια απόσταση από τις παρελάσεις και τους τόπους των εγκλημάτων. Όμως, έβλεπα το εστιατόριο. Το έβλεπα ολοκάθαρα. Κάθισα στην άκρη του πεζοδρομίου, άναψα ένα τσιγάρο και παρακολούθησα τις εξελίξεις. Πέντ' έξι ασθενοφόρα κατέφθασαν, με τα λάστιχα τους να στριγκλίζουν. Έβαλαν τον αρχιμάγειρα στο πρώτο, αναίσθητο αλλά ζωντανό. Τη σύντομη εμφάνιση του μπροστά στους οπαδούς του στην Πεντηκοστή Τρίτη Οδό ακολούθησε ένας σάκος για πτώματα πάνω σ' ένα φορείο –ο Χάμπολντ. Ύστερα βγήκε ο Γκι, σφιχτοδεμένος σ' ένα φορείο και κοιτάζοντας αγριεμένα τριγύρω καθώς τον έβαζαν στο ασθενοφόρο. Μου φάνηκε πως για μια στιγμή τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου, αλλά μάλλον το φαντάστηκα.

Page 333: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Καθώς το ασθενοφόρο του Γκι απομακρυνόταν, περνώντας από το χώρο που του έκαναν δύο ένστολοι αστυνομικοί τραβώντας δύο εμπόδια, πέταξα το τσιγάρο που κάπνιζα στο ρείθρο. Σκέφτηκα πως δεν είχα επιζήσει από αυτή την ημέρα για να ξαναρχίσω να σκοτώνω τον εαυτό μου με τη νικοτίνη. Κοιτάζοντας το ασθενοφόρο που έφευγε, πάσχισα να φανταστώ τον άντρα μέσα να ζει εκεί όπου ζουν οι αρχισερβιτόροι· στο Κουίνς ή το Μπρούκλιν, ή ίσως το Ράι ή το Μαμάρονεκ. Πάσχισα να φανταστώ πώς μπορεί να ήταν η τραπεζαρία του, τι πίνακες μπορεί να κρέμονταν στους τοίχους. Δεν τα κατάφερα, όμως ανακάλυψα ότι μπορούσα να φανταστώ σχετικά εύκολα την κρεβατοκάμαρα του, αλλά όχι αν τη μοιραζόταν με μια γυναίκα. Τον είδα ξαπλωμένο, ξύπνιο αλλά εντελώς ασάλευτο, να κοιτάζει το ταβάνι, τις μικρές ώρες, όταν το φεγγάρι αιωρούνταν στο σκοτεινό στερέωμα σαν μισόκλειστο μάτι πτώματος" τον φαντάστηκα να κείται εκεί και να ακούει το σκυλί του γείτονα να γαβγίζει σταθερά και μονότονα, δίχως τελειωμό, μέχρι που ο ήχος ήταν σαν καρφί που του χωνόταν στο μυαλό. Τον φαντάστηκα ξαπλωμένο κοντά σε μια ντουλάπα γεμάτη σμόκιν μέσα σε πλαστικούς σάκους καθαριστηρίου. Τους είδα να κρέμονται σαν εκτελεσμένοι κακούργοι. Αναρωτήθηκα αν είχε σύζυγο. Αν ναι, την είχε σκοτώσει προτού πάει στη δουλειά; Σκέφτηκα το λεκέ στο πουκάμισο του και μου φάνηκε πιθανό. Επίσης, αναρωτήθηκα για το σκύλο του γείτονα, αυτόν που δεν έλεγε να σωπάσει. Και για την οικογένεια του γείτονα. Κυρίως, όμως, συλλογίστηκα τον Γκι, ξαπλωμένο, ξάγρυπνο όλες τις νύχτες που είχα περάσει κι εγώ άυπνος στο κρεβάτι μου, να ακούει το σκυλί από δίπλα, ή από κάπου παρακάτω στο δρόμο, όπως άκουγα τις σειρήνες και το μουγκρητό των φορτηγών που πήγαιναν στο κέντρο. Τον συλλογίστηκα ξαπλωμένο εκεί, να κοιτάζει τους ίσκιους που ξεδίπλωνε το φεγγάρι στο ταβάνι. Συλλογίστηκα εκείνη την κραυγή -Ιιιιιιι!- να γεμίζει σιγά σιγά το μυαλό του σαν αέριο που γεμίζει μια κλειστή κάμαρα. «Ιιιιιι», έκανα... απλώς για να δω πώς ακουγόταν. Πέταξα το πακέτο των Μάρλμπορο στο ρείθρο και άρχισα να το πατώ μεθοδικά, καθισμένος στην άκρη του πεζοδρομίου. «Ιιιιιι. Ιιιιιι. Ιιιιιι». Ένας από τους αστυνομικούς που έστεκαν δίπλα στα εμπόδια κοίταξε προς το μέρος μου. «Ε, φιλαράκο, θα σταματήσεις να μας σπας τα νεύρα;» φώναξε. «Αρκετά προβλήματα έχουμε εδώ πέρα». Φυσικά έχετε προβλήματα, συλλογίστηκα. Όλοι μας δεν έχουμε;

Page 334: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Όμως, δεν είπα τίποτε. Σταμάτησα να πατώ το πακέτο, που έτσι κι αλλιώς είχε ψοφήσει πια για τα καλά, και σταμάτησα να βγάζω αυτό τον ήχο. Συνέχισα, όμως, να τον ακούω μέσα στο κεφάλι μου, και γιατί όχι; Είναι λογικό, όσο και οτιδήποτε άλλο. Ιιιιιι. Ιιιιιι. Ιιιιιι.

Page 335: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αυτή η Αίσθηση που Μόνο στα Γαλλικά Μπορείς να την Πεις

Φλόιντ, τι είναι αυτό έχει; Αχ, διάβολε. Η αντρική φωνή που είπε αυτά τα λόγια ήταν αόριστα γνώριμη, αλλά τα ίδια τα λόγια δεν ήταν παρά ένα ξεκομμένο απόσπασμα διαλόγου, σαν αυτά που ακούει κανείς καθώς αλλάζει σταθμούς με το τηλεχειριστήριο. Δεν υπήρχε κανένας Φλόιντ στη ζωή της. Παρ' όλα αυτά, η αρχή ήταν αυτή. Προτού δει το κοριτσάκι με την κόκκινη ποδίτσα, άκουσε αυτά τα ξεκομμένα λόγια. Όμως ήταν το κοριτσάκι που την έκανε να το νιώσει έντονα. «Ω, έχω αυτή την αίσθηση», είπε η Κάρολ. Το κοριτσάκι καθόταν μπροστά σ' ένα παντοπωλείο που η ταμπέλα του έγραφε Κάρσον'ς -ΜΠΙΡΕΣ, ΚΡΑΣΙ, ΤΡΟΦΙΜΑ, ΖΩΝΤΑΝΑ ΔΟΛΩΜΑΤΑ, ΛΑΧΕΙΑ-, με τον πισινό του ανάμεσα στους αστραγάλους του και μ' ένα φωτεινό κόκκινο φόρεμα με ποδίτσα χωμένο ανάμεσα στους μηρούς του, κι έπαιζε με μια κούκλα. Η κούκλα ήταν ξανθομάλλα και βρόμικη, στρουμπουλή και μαλακή. «Ποια αίσθηση;» ρώτησε ο Μπιλ. «Ξέρεις. Αυτή που μόνο στα γαλλικά μπορείς να την πεις. Βοήθησε με». «Deja vu», της είπε. «Ναι», είπε εκείνη και γύρισε για να ξαναδεί το κοριτσάκι. θα κρατήσει από το ένα πόδι την κούκλα, σκέφτηκε η Κάρολ. θα την κρατήσει ανάποδα από το ένα πόδι, με τα βρόμικα ξανθά μαλλιά της κούκλας να κρέμονται. Όμως το κοριτσάκι είχε παρατήσει την κούκλα στα ραγισμένα γκρίζα σκαλιά του μαγαζιού και είχε πάει για να δει ένα σκυλί κλεισμένο στο πίσω μέρος ενός στέϊσον βαγκόν. Ύστερα ο Μπιλ και η Κάρολ Σέλτον έστριψαν και το μαγαζί χάθηκε απ' τα μάτια τους. «Πόσο απέχουμε ακόμη;» ρώτησε η Κάρολ. Ο Μπιλ την κοίταξε, με το φρύδι του υψωμένο και μ' ένα λακκάκι στη μια άκρη του στόματος του· αριστερό φρύδι, δεξί λακκάκι, πάντα το ίδιο. Η έκφραση που έλεγε: θαρρεί? πως μου φαίνεται αστείο, όμως είμαι εκνευρισμένος. Για εκατομμυριοστή φορά στο γάμο μας, είμαι αληθινά

Page 336: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

εκνευρισμένος. Δεν το ξέρεις, όμως, γιατί δεν μπορείς να δεις παρά λίγο πιο μέσα απ' το πετσί μου, κι έπειτα είσαι τυφλή. Όμως δεν ήταν τόσο τυφλή όσο νόμιζε εκείνος. Αυτό ήταν ένα από τα μυστικά της στο γάμο τους. Ίσως να είχε κι εκείνος μερικά δικά του μυστικά. Και υπήρχαν, φυσικά, αυτά που μοιράζονταν. «Δεν ξέρω», της είπε. «Δεν έχω ξαναπάει». «Όμως είσαι σίγουρος πως είμαστε στον σωστό δρόμο». «Δεν υπάρχει παρά μόνο ένας δρόμος με το που περνάς τη γέφυρα και βρίσκεσαι στο Σάνιμπελ Άιλαντ», της είπε. «Φτάνει ως την Καπτίβα κι εκεί τελειώνει. Το Σπίτι με τη Φοινικιά είναι πιο πριν όμως, σ' το υπόσχομαι». Το φρύδι του άρχισε να κατεβαίνει. Το λακκάκι άρχισε να σβήνει. Επανερχόταν σ' αυτό που εκείνη ονόμαζε Απόλυτη Αταραξία. Η Κάρολ είχε φτάσει να απεχθάνεται επίσης την Απόλυτη Αταραξία, όμως όχι σαν το φρύδι και το λακκάκι, ή το σαρκαστικό του ύφος όταν ρωτούσε «Πώς είπες;» γιατί θεωρούσε πως είχες πει κάτι ανόητο, ή τη συνήθεια του να βγάζει το κάτω χείλι του προς τα έξω όποτε ήθελε να δείξει βαθιά συλλογισμένος. «Μπιλ;» «Μμμ;» «Ξέρεις κανέναν που να λέγεται Φλόιντ;» «Τον Φλόιντ Ντένινγκ. Είχαμε το κυλικείο στο Ιησούς ο Σωτήρας όταν ήμαστε στην τελευταία τάξη. Σου έχω πει γι' αυτόν, έτσι δεν είναι; Μια Παρασκευή έκλεψε λεφτά από το ταμείο και πέρασε το Σαββατοκύριακο με την κοπέλα του στη Νέα Υόρκη. Τον έπιασαν και τον απέβαλαν. Πώς τον σκέφτηκες τώρα;» «Δεν ξέρω», είπε εκείνη. Ήταν ευκολότερο από το να πει πως ο Φλόιντ με τον οποίο ήταν συμμαθητής στο λύκειο ο Μπιλ δεν ήταν ο Φλόιντ στον οποίο μιλούσε η φωνή μέσα στο κεφάλι της. Τουλάχιστον, της φαινόταν πως δεν ήταν ο ίδιος. Δεύτερο γαμήλιο ταξίδι, έτσι το λες εσύ αυτό, συλλογίστηκε η Κάρολ, κοιτάζοντας τους φοίνικες στις δυο μεριές του Αυτοκινητοδρόμου 867, ένα άσπρο πουλί που βάδιζε στητό σαν οργισμένος ιεροκήρυκας στην άκρη του δρόμου και μια πινακίδα που έλεγε ΠΑΡΚΟ ΑΓΡΙΩΝ ΖΩΩΝ ΣΕΜΙΝΟΛ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΕΙΣΙΤΉΡΙΟ 10 ΔΟΛΑΡΙΑ.

Page 337: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Φλόριντα, η Πολιτεία της Λιακάδας. Φλόριντα, η Πολιτεία της Φιλοξενίας. Και... Φλόριντα, η Πολιτεία τον Δεύτερον Γαμήλιου Ταξιδιού. Φλόριντα, όπου ο Μπιλ Σέλτον και η Κάρολ Σέλτον, πρώην Κάρολ Ο' Νιλ από το Λιν της Μασαχουσέτης, ήρθαν στο πρώτο τους γαμήλιο ταξίδι, πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Μονάχα που Αυτό ήταν στην άλλη μεριά, τη μεριά τον Ατλαντικού, σ' ένα χωριουδάκι με καλύβες· μέσα στα συρτάρια της σιφονιέρας υπήρχαν κατσαρίδες κι αυτός δεν σταματούσε ούτε στιγμή να με αγγίζει, μόνο που τότε δεν πείραζε, τότε ήθελα να με αγγίζουν. Διάβολε, ήθελα να πάρω φωτιά σαν την Ατλάντα στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος, κι αυτός με πυρπόλησε και με ξανάφτιαξε και με πυρπόλησε ξανά. Και τώρα είναι η αργυρή μας επέτειος. Τα είκοσι πέντε είναι η αργυρή. Και κάποιες φορές έχω αυτή την αίσθηση. Ζύγωναν σε μια στροφή κι εκείνη συλλογίστηκε: Τρεις σταυροί στη δεξιά μεριά του δρόμου. Δυο μικροί κι ένας μεγαλύτερος ανάμεσα τους. Οι μικροί είναι προχειροφτιαγμένοι ξύλινοι. Ο μεσαίος είναι από λευκή σημύδα, με μια εικόνα πάνω, μια τόση δα φωτογραφία τον δεκαεφτάχρονου αγοριού που σκοτώθηκε μια βραδιά με το αυτοκίνητο τον σ' αυτή τη στροφή μετά το στερνό του μεθύσι· ένας σταυρός τοποθετημένος εδώ από την κοπελιά του αγοριού και τις φίλες της... Ο Μπιλ έστριψε. Δυο μαύρα κοράκια, στρουμπουλά και γυαλιστερά, σηκώθηκαν από κάτι ματωμένο, κολλημένο στην άσφαλτο. Τα πουλιά είχαν φάει τόσο πολύ, που η Κάρολ δεν ήταν σίγουρη ότι θα κατόρθωναν να αποφύγουν το αυτοκίνητο, μέχρι που τα κατάφεραν. Δεν υπήρχαν σταυροί, ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Απλώς ένα κουφάρι στη μέση, μπορεί μια μαρμότα, κι ένα πολυτελές αυτοκίνητο που τώρα περνούσε από πάνω της και που ποτέ δεν είχε βρεθεί βόρεια από το σύνορο Πενσιλβάνια-Μέριλαντ. Φλόιντ, τι είναι αυτό εκεί πέρα; «Τι τρέχει;» «Ε;» Τον κοίταξε σαστισμένη, καρδιοχτυπώντας λιγάκι. «Κάθεσαι σαν να έχεις καταπιεί μπαστούνι. 'Έπαθες κράμπα στην πλάτη;»

Page 338: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Μια ελαφριά». Λίγο λίγο, κάθισε πιο βολικά. «Είχα αυτή την αίσθηση ξανά. το deja vu». «Χάθηκε;» «Ναι», του είπε, όμως ήταν ψέμα. Είχε ελαττωθεί λιγάκι, όμως αυτό όλο κι όλο. Την είχε ξανανιώσει, αλλά ποτέ με τόση διάρκεια. Άλλοτε δυνάμωνε και άλλοτε υποχωρούσε, όμως δεν έλεγε να σβήσει. Την ένιωθε από τότε που άκουσε μέσα στο κεφάλι της εκείνη τη φράση με το όνομα Φλόιντ και ύστερα αντίκρισε το κοριτσάκι με την κόκκινη ποδίτσα. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είχε νιώσει κάτι πριν απ' αυτά τα δυο πράγματα; Δεν είχε αρχίσει, στην πραγματικότητα, όταν κατέβηκαν από τα σκαλιά του Λίαρ Τζετ στην αποπνικτική ζέστη του Φορτ Μάιερς; Ή νωρίτερα; Όταν ήταν καθ' οδόν απ' τη Βοστόνη; Ζύγωναν σε μια διασταύρωση. Από πάνω ένα κίτρινο φανάρι αναβόσβηνε και η Κάρολ συλλογίστηκε: .Στα δεξιά υπάρχει μια μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και μια πινακίδα για το Δημοτικό θέατρο του Σάνιμπελ. Ύστερα σκέφτηκε: Όχι, θα είναι σαν τους ανύπαρκτους' σταυρούς. Είναι έντονη αίσθηση αλλά λανθασμένη. Να η διασταύρωση. Στα δεξιά υπήρχε μια μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα Αυτοκίνητα Πάλμντεϊλ. Η Κάρολ καρδιοχτύπησε, νιώθοντας κάτι πιο έντονο από απλή ανησυχία. Μην είσαι ανόητη, είπε, από μέσα της. Θα υπήρχαν μάντρες αυτοκινήτων παντού στη Φλόριντα κι αν άρχιζες να προβλέπεις πως θα συναντούσες μία σε κάθε διασταύρωση, αργά ή γρήγορα ο νόμος των πιθανοτήτων θα σ' έκανε προφήτη. Αυτό ήταν, εδώ και αιώνες, το τέχνασμα των μέντιουμ. Συν τοις άλλοις, δεν υπάρχει καμιά πινακίδα θεάτρου. Όμως υπήρχε μια άλλη πινακίδα. Ήταν η θεομήτωρ Μαρία, το φάντασμα των παιδικών της χρόνων, που άπλωνε τα χέρια της όπως στο μενταγιόν που είχε χαρίσει στην Κάρολ η γιαγιά της για τα δέκατα γενέθλια της. Η γιαγιά της της το είχε βάλει στη χούφτα και είχε τυλίξει την αλυσίδα γύρω απ' τα δάχτυλα της, λέγοντας: «Μην τη βγάλεις ποτέ από πάνω σου καθώς θα μεγαλώνεις, γιατί σε περιμένουν δύσκολες μέρες, σκληροί καιροί». Και δεν την είχε βγάλει από πάνω της, ναι. Τη φορούσε στο δημοτικό και στο γυμνάσιο της Κυρίας των Αγγέλων, και ύστερα στο λύκειο Σεν Βενσάν ντε Πολ. Φορούσε το μενταγιόν μέχρι που τα στήθη της μεγάλωσαν ως εκ θαύματος γύρω του και ύστερα κάπου το έχασε, ίσως στη σχολική εκδρομή στην παραλία Χάμπτον. Γυρίζοντας με το πούλμαν στο σπίτι, έδωσε για πρώτη φορά φιλί «με

Page 339: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γλώσσα». Το αγόρι ήταν ο Μπουτς Σούσι και η Κάρολ γεύτηκε το μαλλί της γριάς που είχε φάει ο Μπουτς. Η Παναγία σ' εκείνο το μενταγιόν που ήταν χαμένο εδώ και χρόνια και η Παναγία σ' αυτή την πινακίδα είχαν ακριβώς την ίδια έκφραση, που σ' έκανε να νιώθεις τύψεις για τις ανήθικες σκέψεις σου, ακόμη κι αν το μόνο που σκεφτόσουν ήταν πόσο θα ήθελες να είχες ένα σάντουιτς με φιστικοβούτυρο. Κάτω από την Παναγία, η πινακίδα έλεγε ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΟΥΣ ΑΣΤΕΓΟΥΣ ΤΗΣ ΦΛΟΡΙΝΤΑ - ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ; Ε, Μαρία, ποια είναι η ιστορία... Όχι μονάχα μία φωνή αυτή τη φορά· πολλές φωνές, κοριτσίστικες, τραγουδιστές φωνές φαντασμάτων. Στην καθημερινή ζωή δεν υπήρχαν μονάχα θαύματα αλλά και φαντάσματα. Αυτά ήταν πράγματα που μάθαινες καθώς μεγάλωνες. «Τι τρέχει μ' εσένα;» Ήξερε αυτή τη φωνή τόσο καλά, όσο ήξερε την έκφραση με το φρύδι και το λακκάκι. Ο τόνος του Μπιλ ήταν σαν να έλεγε, Μονάχα υποκρίνομαι πως είμαι τσατισμένος, που σήμαινε πως ήταν αληθινά τσατισμένος, λιγάκι τουλάχιστον. «Τίποτε». Του χαμογέλασε όσο πλατύτερα μπορούσε. «Φαίνεσαι παράξενη. Ίσως δε θα 'πρεπε να κοιμηθείς στο αεροπλάνο». «Μάλλον έχεις δίκιο», του είπε, κι όχι απλώς για να συμφωνήσει μαζί του. Στο κάτω κάτω, πόσες γυναίκες πήγαιναν για δεύτερο γαμήλιο ταξίδι στη νήσο Καπτίβα, για την εικοστή πέμπτη επέτειο του γάμου τους; Και μάλιστα με Λίαρ Τζετ, και στον πηγεμό και στην επιστροφή; Ένα δεκαήμερο σ' ένα από κείνα τα μέρη όπου είχες τα πάντα δίχως να ξοδέψεις ούτε δολάριο (τουλάχιστον μέχρι να σου έρθει ο λογαριασμός της Μάστερ Καρντ στο τέλος του μήνα) και όπου, αν ήθελες να σου κάνουν μασάζ, ένας μεγαλόσωμος Σουηδός κούκλος ερχόταν και σε μάλαζε στο παραλιακό σου σπίτι με τα έξι δωμάτια; Τα πράγματα ήταν διαφορετικά στην αρχή. Ο Μπιλ, που η Κάρολτον γνώρισε σ' ένα σχολικό χορό και ύστερα τον συνάντησε ξανά τρία χρόνια αργότερα στο πανεπιστήμιο (άλλο ένα από τα θαύματα της καθημερινής

Page 340: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ζωής), στην αρχή του γάμου τους δούλευε ως επιστάτης, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου θέσεις στον τομέα των υπολογιστών. Τότε ήταν ακόμη 1973, οι υπολογιστές ήταν στα σπάργανα κι αυτοί ζούσαν σ' ένα άσχημο μέρος στο Ριβίρ, όχι στην παραλία αλλά κοντά, όπου όλη τη νύχτα κόσμος ανέβαινε τα σκαλιά για ν' αγοράσει ναρκωτικά από τα δυο κάτωχρα πλάσματα που έμεναν στο διαμέρισμα από πάνω και άκουγαν πρωί μεσημέρι βράδυ χαυνωτική ψυχεδελική μουσική. Η Κάρολ περίμενε συνήθως, ξάγρυπνη, ν' αρχίσουν οι κραυγές, ενώ έλεγε από μέσα της: Δεν θα φύγουμε ποτέ από δω, θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε ακούγοντας τους Κοιμ και τα συγκρουόμενα στο λούνα παρκ της παραλίας. Ο Μπιλ, αποκαμωμένος μετά τη βάρδια του, κοιμόταν παρά το θόρυβο, γυρισμένος στο πλάι, κάποιες φορές με το χέρι του στο γοφό της. Κι όταν δεν είχε εκεί το χέρι του, του το έβαζε εκείνη, ειδικά αν τα πλάσματα από πάνω καβγάδιζαν με τους πελάτες. Ο Μπιλ ήταν το μόνο που είχε. Οι γονείς της την είχαν ουσιαστικά αποκηρύξει όταν τον παντρεύτηκε. Ήταν καθολικός, όμως όχι του σωστού είδους. Η γιαγιά την είχε ρωτήσει γιατί ήθελε να πάει μ' εκείνο το αγόρι, όταν όλοι καταλάβαιναν πως ήταν ένας αχαΐρευτος, πώς ήταν δυνατόν να είχε πιστέψει ό,τι φούμαρα της είχε πουλήσει, γιατί ήθελε να ραγίσει την καρδιά του πατέρα της. Και τι μπορούσε να της απαντήσει η Κάρολ; Έτη φωτός χώριζαν εκείνο το διαμέρισμα στο Ριβίρ από το ταξίδι με Λίαρ Τζετ στα σαράντα ένα χιλιάδες πόδια κι απ' αυτό το νοικιασμένο αυτοκίνητο, ένα Κράουν Βικτόρια -που οι μαφιόζοι στις γκανγκστερικές ταινίες το έλεγαν πάντα Κράουν Βικ-, καθ' οδόν για ένα δεκαήμερο σ' ένα μέρος που θα τους στοίχιζε... τέλος πάντων, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Φλόιντ;... Αχ, διάβολε. «Κάρολ; Τι τρέχει τώρα;» «Τίποτε», του είπε. Μπροστά, δίπλα στο δρόμο, υπήρχε ένα μικρό ροζ μπανγκαλόου με φοίνικες δίπλα στη βεράντα -στη θέα αυτών των δέντρων, με τα φύλλα τους μπροστά στον γαλανό ουρανό, ξεπήδησαν στο νου της ιαπωνικά αεροσκάφη Ζερό που ζύγωναν πετώντας χαμηλά και πολυβολώντας· ένας συνειρμός που ολοφάνερα οφειλόταν σε μια παιδική ηλικία χαραμισμένη μπροστά στην τηλεόραση- και, καθώς θα το προσπερνούσαν, μια μαύρη γυναίκα θα έβγαινε έξω. θα σκούπιζε τα χέρια της με μια ροζ πετσέτα, παρακολουθώντας τους ανέκφραστα να περνούν, αυτούς τους πλούσιους με το Κράουν Βικ, καθ' οδόν για την Καπτίβα, δίχως να ξέρει πως η Κάρολ Σέλτον ξαγρυπνούσε κάποτε σ' ένα διαμέρισμα με

Page 341: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ενενήντα δολάρια νοίκι, ακούγοντας τη μουσική και τις αγοραπωλησίες ναρκωτικών από πάνω και νιώθοντας κάτι ζωντανό μέσα της, κάτι που της έφερνε στο νου τσιγάρο που έχει πέσει πίσω από τις κουρτίνες σ' ένα πάρτι, μικρό και αθέατο, αλλά αναμμένο δίπλα στο ύφασμα. «Γλυκιά μου;» «Τίποτε, είπα». Προσπέρασαν το σπίτι. Δεν υπήρχε καμιά γυναίκα. Ένας γέρος -λευκός, όχι μαύρος- τους παρακολούθησε να περνούν καθισμένος σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Φορούσε γυαλιά δίχως σκελετό και στα πόδια του είχε μια κουρελιασμένη ροζ πετσέτα, στην ίδια απόχρωση με το σπίτι. «Είμαι καλά τώρα. Απλώς ανυπομονώ να φτάσουμε για να φορέσω το σορτς μου». Το χέρι του της άγγιξε το γοφό, όπου τόσο συχνά την άγγιζε εκείνο τον πρώτο καιρό, και ύστερα γλίστρησε λιγάκι παραμέσα. Η Κάρολ σκέφτηκε να τον σταματήσει (πώς ήταν εκείνη η έκφραση; Χέρια Ρωμαίου, δάχτυλα Ρώσου), αλλά δεν το έκανε. Άλλωστε, ήταν στο δεύτερο γαμήλιο ταξίδι τους. Και, επίσης, μπορεί ο Μπιλ να θύμωνε ξανά. «Ίσως», της είπε, «θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα. Ξέρεις, αφού βγει το φουστάνι και προτού μπει το σορτς». «Να μια αληθινά καλή ιδέα», του είπε κι έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του, πιέζοντας το πάνω της. Μπροστά, θα συναντούσαν μια πινακίδα και, όταν θα ζύγωναν αρκετά ώστε να διακρίνουν τι έλεγε, θα διάβαζαν ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗ ΦΟΙΝΙΚΙΑ 5 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Για την ακρίβεια, η πινακίδα έλεγε ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗ ΦΟΙΝΙΚΙΑ 3 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Πιο πίσω, υπήρχε άλλη μία πινακίδα, με την Παρθένο Μαρία ξανά, με τα χέρια της τεντωμένα και μ' εκείνο το ηλεκτρικό φως που τρεμόσβηνε και που δεν ήταν ακριβώς φωτοστέφανο γύρω απ' το κεφάλι της. Αυτή η εκδοχή έλεγε ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΟΥΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΦΛΟΡΙΝΤΑ - ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ; Ο Μπιλ είπε: «Η επόμενη θα 'πρεπε να λέει Μπούρμα Σέϊβ[15]». 15 Κρέμα ξυρίσματος που έγινε διάσημη χάρη στις χιουμοριστικές διαφημίσεις της με τις οποίες ήταν γεμάτοι οι αμερικανικοί αυτοκινητόδρομοι. (Σ.τ.Μ.)

Page 342: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η Κάρολ δεν κατάλαβε τι εννοούσε, αλλά επρόκειτο ολοφάνερα για αστείο κι έτσι χαμογέλασε. Η επόμενη θα έλεγε «Δίνοντας τον Οβολό σας στην Παναγία του Ελέους Βοηθάτε τους Πεινασμένους της Φλόριντα», όμως δεν μπορούσε να του το πει. Αγαπημένε Μπιλ. Ήταν αγαπημένος, παρά τις ενίοτε ανόητες εκφράσεις του και τους ενίοτε ασαφείς υπαινιγμούς του. Μάλλον θα σε αφήσει, και ξέρεις κάτι; Αν τα βγάλεις περά, θα είναι ό,τι καλύτερο θα σου έχει συμβεί. Αυτό σύμφωνα με τον πατέρα της. Ο αγαπημένος Μπιλ, που είχε αποδείξει πως για μια μοναδική φορά, για μια μοναδική, καθοριστική φορά, η κρίση της ήταν πολύ καλύτερη από του πατέρα της. Ήταν ακόμη παντρεμένη με τον άντρα που είχε αποκαλέσει η γιαγιά της «μεγάλο φανφαρόνο». Με ένα τίμημα, ήταν η αλήθεια, όμως τι έλεγε εκείνο το παλιό αξίωμα; Ο θεός λέει πάρε ό,τι θέλεις... και πλήρωσε γι' αυτό. Είχε φαγούρα στο κεφάλι. Το έξυσε αφηρημένα, περιμένοντας να εμφανιστεί η επόμενη πινακίδα με την Παναγία του Ελέους. Όσο φρικτό κι αν ακουγόταν, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν έχασε το μωρό. Αυτό συνέβη προτού βρει ο Μπιλ τη δουλειά στην Μπιτς Κομπιούτερς, στον Αυτοκινητόδρομο 128· προτού αρχίσουν να φυσούν οι πρώτοι άνεμοι της αλλαγής στον τομέα της πληροφορικής. Έχασε το μωρό, απέβαλε· όλοι το πίστευαν, εκτός ίσως από τον Μπιλ. Σίγουρα η οικογένεια της το είχε πιστέψει: ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά. «Αποβολή», αυτή ήταν η ιστορία που είπαν, και αν υπήρχε μια ιστορία που να ταίριαζε σ' έναν καθολικό ήταν η αποβολή. Ε, Μαρία, ποια είναι η ιστορία; τραγουδούσαν κάποιες φορές όταν πηδούσαν σκοινάκι, νιώθοντας τολμηρές, νιώθοντας αμαρτωλές, με τη φούστα τους να ανεβοκατεβαίνει στα κακαδιασμένα γόνατα τους. Αυτό γινόταν στην Κυρία των Αγγέλων, όπου η αδελφή Ανουνσιάτα σε χτυπούσε με το χάρακα της στα δάχτυλα αν σε τσάκωνε να κοιτάζεις έξω από το παράθυρο την ώρα της γραμματικής, και όπου η αδελφή Ντορματίλα σου έλεγε πως ένα εκατομμύριο χρόνια δεν ήταν παρά ο πρώτος χτύπος του ωρολογίου της αιωνιότητας (και μπορούσες να περάσεις την αιωνιότητα στην κόλαση, οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό έκαναν, ήταν εύκολο). Στην κόλαση θα ζούσες για πάντα με το δέρμα σου να καίγεται και τα οστά σου να ψήνονται. Τώρα η Κάρολ βρισκόταν στη Φλόριντα, τώρα ήταν μέσα σ' ένα Κράουν Βικ, δίπλα στο σύζυγο της, που το χέρι του βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στα πόδια της· το φόρεμα της θα τσαλακωνόταν, όμως τι πείραζε αν μπορούσε αυτό να σβήσει εκείνη την έκφραση από το πρόσωπο του, αλλά γιατί δεν έπαυε η αίσθηση;

Page 343: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Είδε στο νου της ένα γραμματοκιβώτιο με το όνομα ΡΑΓΚΛΑΝ γραμμένο στο πλάι και μ' ένα αυτοκόλλητο με την αμερικανική σημαία κολλημένο μπροστά, και, παρ' ότι το όνομα αποδείχτηκε πως ήταν Ρίγκαν και η σημαία ένα αυτοκόλλητο των Γκρέϊτφουλ Ντεντ, το γραμματοκιβώτιο υπήρχε. Είδε στο νου της ένα μαύρο σκυλάκι να τρέχει στην άκρη του δρόμου, με το κεφάλι του κατεβασμένο" και το μαύρο σκυλάκι υπήρχε. Είδε πάλι στο νου της την πινακίδα και, ναι, να τη: ΔΙΝΟΝΤΑΣ τον ΟΒΟΛΟ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΦΛΟΡΙΝΤΑ - ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ; Ο Μπιλ έδειχνε. «Να, βλέπεις; θαρρώ πως είναι το Σπίτι με τη Φοινικιά. Όχι, όχι εκεί που είναι η ταμπέλα, στην άλλη μεριά. Αναρωτιέμαι γιατί τους αφήνουν να βάζουν τις διαφημίσεις τους εδώ». «Δεν ξέρω». Ένιωθε φαγούρα στο κεφάλι. Το έξυσε και μαύρη πιτυρίδα άρχισε να πέφτει μπροστά από τα μάτια της. Κοίταξε τα δάχτυλα της και τρομοκρατήθηκε αντικρίζοντας μαύρες μουντζούρες στις άκρες. Ήταν σαν να είχε πάρει κάποιος τα δακτυλικά της αποτυπώματα. «Μπιλ;» Πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα ξανθά της μαλλιά κι αυτή τη φορά οι νιφάδες ήταν μεγαλύτερες. Είδε πως δεν ήταν κομματάκια δέρμα αλλά χαρτί. Πάνω σε ένα, υπήρχε ένα πρόσωπο που κοίταζε μέσα από το μαυρισμένο χαρτί σαν μέσα από μουντζουρωμένο αρνητικό. «Μπιλ;» «Τι; Τι...» Ύστερα η φωνή του άλλαξε εντελώς κι αυτό τη φόβισε περισσότερο από τον τρόπο με τον οποίο το αυτοκίνητο ξαφνικά λοξοδρόμησε. «Χριστέ μου, γλυκιά μου, τι είναι αυτό στα μαλλιά σου;» Το πρόσωπο της φάνηκε πως ήταν της Μητέρας Τερέζας. Ή ήταν απλώς η εντύπωση της, γιατί σκεφτόταν την Κυρία των Αγγέλων; Η Κάρολ το έπιασε από το φουστάνι της, σκοπεύοντας να το δείξει στον Μπιλ, όμως, προτού προλάβει, έγινε σκόνη ανάμεσα στα δάχτυλα της. Στράφηκε προς το μέρος του και είδε ότι τα γυαλιά του είχαν λιώσει στα μαγουλά του. Το ένα του μάτι είχε βγει από την κόγχη του και είχε ανοίξει σαν σταφύλι γεμάτο αίμα. Και το ήξερα, συλλογίστηκε. πριν ακόμη γυρίσω, το ήξερα. Γιατί είχα εκείνη την αίσθηση. Ένα πουλί έκρωζε στα δέντρα. Στην πινακίδα, η Παναγία είχε τα χέρια της απλωμένα. Η Κάρολ πάσχισε να ουρλιάξει. Πάσχισε να ουρλιάξει.

Page 344: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Κάρολ;» Η φωνή του Μπιλ, από χίλια χιλιόμετρα μακριά. Και ύστερα το χέρι του, που δεν πίεζε το φόρεμα της ανάμεσα στα πόδια της αλλά τον ώμο της. «Είσαι καλά, μωρό μου;» Άνοιξε τα μάτια της στο λαμπερό ηλιόφως και τα αυτιά της στο σταθερό βουητό των κινητήρων του Λίαρ Τζετ. Και υπήρχε κάτι ακόμη· μια πίεση στα τύμπανα της. Κοίταξε από το κάπως ανήσυχο πρόσωπο του Μπιλ στο μετρητή ύψους κάτω από το δείκτη της θερμοκρασίας, στην καμπίνα, και είδε πως είχε πέσει στις είκοσι οχτώ χιλιάδες. «Προσγειωνόμαστε;» είπε ζαλισμένα, έτσι της φάνηκε. «Κιόλας;» «Είναι γρήγορο, ε;» Ακούστηκε ευχαριστημένος, σαν να το είχε πιλοτάρει ο ίδιος κι όχι μονάχα να το είχε νοικιάσει. «Ο πιλότος λέει πως θα προσγειωθούμε στο Φορτ Μάιερς σε είκοσι λεπτά. Τινάχτηκες στον ύπνο σου, γλυκιά μου». «Είδα έναν εφιάλτη». Ο Μπιλ γέλασε, μ' αυτό το βαθύ και ηχηρό γέλιο του, που έμοιαζε να λέει Δεν είσαι χαζουλα; και η Κάρολ το σιχαινόταν αληθινά. «Οι εφιάλτες απαγορεύονται στο δεύτερο γαμήλιο ταξίδι, γλυκιά μου. Τι ήταν;» «Δε θυμάμαι», είπε, και ήταν αλήθεια, θυμόταν μονάχα σκόρπιες εικόνες: τον Μπιλ με τα γυαλιά του να έχουν λιώσει στο πρόσωπο του και ένα από τα τρία τέσσερα απαγορευμένα τραγουδάκια που έλεγαν μερικές φορές στην πέμπτη και την έκτη όταν πηδούσαν σκοινάκι. Αυτό το τραγουδάκι έλεγε Ε, Μαρία, ποια είναι η ιστορία... και ύστερα κάτι-κάτι-κάτι. Ήταν αδύνατο να θυμηθεί το υπόλοιπο, θυμόταν το Δεν το λέω για αστείο, είδα τον μπαμπά μου το θηοίο, όμως δεν θυμόταν αυτό για τη Μαρία. Η Μαρία βοηθά τους αρρώστους της Φλόριντα, σκέφτηκε, δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι σήμαινε αυτή η σκέψη, κι εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος, μόλις άναψε ο πιλότος το φωτεινό σήμα για να προσδεθούν. Είχαν αρχίσει την τελική τους κάθοδο. Ας αρχίσει το γλέντι, σκέφτηκε και έσφιξε τη ζώνη της. «Αλήθεια δε θυμάσαι;» τη ρώτησε, σφίγγοντας κι αυτός τη δική του ζώνη. Το μικρό αεροπλάνο μπήκε σ' ένα σύννεφο γεμάτο αναταράξεις, ένας από τους χειριστές στο πιλοτήριο κάτι έκανε στον πίνακα ελέγχου και η πτήση

Page 345: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ξανάγινε ομαλή. «Γιατί, συνήθως, όταν ξυπνάς, θυμάσαι ακόμη. Μέχρι και τους εφιάλτες». «Θυμάμαι την αδελφή Ανουνσιάτα από την Κυρία των Αγγέλων. Τη δασκάλα της γραμματικής». «Αυτό κι αν είναι εφιάλτης». Έπειτα από ένα δεκάλεπτο, το σύστημα προσγείωσης κατέβηκε μ' ένα στριγκό ήχο κι ένα γδούπο. Ύστερα από πέντε λεπτά, προσγειώθηκαν. «Υποτίθεται πως θα έφερναν το αυτοκίνητο στο αεροπλάνο», είπε ο Μπιλ, αρχίζοντας ήδη τα νευρωτικά του καμώματα. Δεν της άρεσαν, τουλάχιστον όμως δεν τα σιχαινόταν όπως το ηχηρό του γέλιο και το ρεπερτόριο του από συγκαταβατικές εκφράσεις. «Ελπίζω να μην προέκυψε κανένα πρόβλημα». Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, σκέφτηκε η Κάρολ κι εκείνη η αίσθηση την πλημμύρισε ξάφνου, θα το δω απ' το παράθυρο μου σε κάνα δυο δευτερόλεπτα. Το τέλειο αυτοκίνητο διακοπών στη Φλόριντα, μια μεγάλη άσπρη αναθεματισμένη Κάντιλακ, ή μπορεί να είναι μια Λίνκολν... Και, ναι, να το, και τι αποδείκνυε αυτό; Λοιπόν, αν αποδείκνυε κάτι, σκέφτηκε η Κάρολ, ήταν πως όταν είχες αυτή την αίσθηση, το deja vu, αυτό που πίστευες πως θα συμβεί ύστερα όντως συνέβαινε. Τελικά δεν ήταν Κάντιλακ ή Λίνκολν αλλά μια Κράουν Βικτόρια, μια Κράουν Βικ, όπως θα την έλεγαν αναμφίβολα οι μαφιόζοι σε μια ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε. «Πω, πω», έκανε, καθώς τη βοηθούσε ο Μπιλ να κατέβει τα σκαλιά του αεροπλάνου, ζαλισμένη από τον καυτό ήλιο. «Τι τρέχει;» «Τίποτε, τίποτε. Έχω μια αίσθηση deja vu. Κατάλοιπο από το όνειρο μου, φαντάζομαι. Ότι έχουμε ξαναβρεθεί εδώ· μια τέτοια αίσθηση». «Είναι που βρίσκεσαι σε ένα άγνωστο μέρος, αυτό όλο κι όλο», της είπε φιλώντας τη στο μάγουλο. «Έλα, ας αρχίσει το γλέντι». Πήγαν στο αυτοκίνητο. Ο Μπιλ έδειξε το δίπλωμα του στη γυναίκα που το είχε φέρει. Η Κάρολ τον είδε να κοιτάζει καλά καλά τον ποδόγυρο της και ύστερα να υπογράφει το χαρτί που του έδωσε. Θα της πέσει, σκέφτηκε η Κάρολ. Η αίσθηση ήταν τόσο έντονη τώρα, που ήταν σαν να βρίσκεσαι σ' ένα τρενάκι του λούνα παρκ που πηγαίνει λιγάκι γρηγορότερα απ' όσο πρέπει· ξάφνου συνειδητοποιείς πως έχεις περάσει από τη Χώρα της Ψυχαγωγίας στη Χώρα της Ναυτίας. θα της πέσει, κι ο Μπιλ

Page 346: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

θα πει «Οπ» και θα της το σηκώσει, κοιτάζοντας ακόμη καλύτερα τα πόδια της. Όμως, δεν της έπεσε το χαρτί. Ένα άσπρο φορτηγάκι είχε εμφανιστεί, για να την πάει πίσω στο κτίριο του αεροδρομίου. Χάρισε ένα τελευταίο χαμόγελο στον Μπιλ -την Κάρολ την είχε αγνοήσει εντελώς- και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Έκανε να μπει και γλίστρησε. «Οπ», έκανε ο Μπιλ και την έπιασε από τον αγκώνα για να τη στηρίξει. Του χαμογέλασε, αυτός έριξε μια αποχαιρετιστήρια ματιά στα πόδια της και η Κάρολ απέμεινε να στέκει δίπλα στη στοίβα των αποσκευών τους, που ολοένα μεγάλωνε, ενώ στο νου της στριφογύριζε το τραγουδάκι: Ε, Μαρία... «Κυρία Σέλτον;» Ήταν ο συγκυβερνήτης. Κρατούσε την τελευταία τσάντα, αυτή με τον φορητό υπολογιστή του Μπιλ, και φαινόταν ανήσυχος. «Νιώθετε καλά; Είστε πολύ χλομή». Ο Μπιλ άκουσε και γύρισε την πλάτη του στο άσπρο φορτηγάκι που απομακρυνόταν, με το πρόσωπο του ανήσυχο. Αν τα ισχυρότερα αισθήματα της για τον Μπιλ ήταν τα μόνα αισθήματα της για τον Μπιλ, τώρα που είχαν κλείσει είκοσι πέντε χρόνια γάμου, θα τον είχε παρατήσει όταν έμαθε για τη γραμματέα, μια ξανθιά σαν αυτές στις διαφημίσεις της Κλερόλ, αλλά πολύ νέα για να θυμάται το σλόγκαν της Κλερόλ, που άρχιζε με τη φράση: «Αν έχω μόνο μια ζωή να ζήσω». Όμως υπήρχαν κι άλλα αισθήματα. Υπήρχε αγάπη, για παράδειγμα. Ακόμη. Αγάπη ενός είδους που δεν φαντάζονταν τα κορίτσια με τη στολή του καθολικού σχολείου· μια χορταριασμένη και άχαρη αγάπη, αλλά πολύ επίμονη για να πεθάνει. Συν τοις άλλοις, δεν ήταν μονάχα η αγάπη που κρατούσε δυο ανθρώπους μαζί. Υπήρχαν μυστικά, και το τίμημα που πλήρωνες για να τα διαφυλάξεις. «Κάρολ;» της είπε. «Μωρό μου; Είσαι καλά;» Σκέφτηκε να του πει πως όχι, δεν ήταν καλά, πως πνιγόταν, ύστερα όμως κατόρθωσε να χαμογελάσει και είπε: «Απλώς με πείραξε η ζέστη. Νιώθω λιγάκι ζαλισμένη. Βάλε με στο αυτοκίνητο, άνοιξε τον κλιματισμό και θα 'μια μια χαρά». Ο Μπιλ την κράτησε από τον αγκώνα (Πάω στοίχημα, όμως, πως δεν κοιτάζεις τα πόδια μου, σκέφτηκε η Κάρολ. Ξέρεις που καταλήγουν, έτσι δεν είναι;) και την οδήγησε προς την Κράουν Βικ σαν να ήταν γριά. 'Όταν πια βρισκόταν μέσα, με την πόρτα κλειστή και τον δροσερό αέρα να τη χτυπά στο πρόσωπο, είχε αρχίσει να νιώθει λιγάκι καλύτερα.

Page 347: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αν έχω πάλι αυτή την αίσθηση, θα τον το πω, σκέφτηκε η Κάρολ. Πρέπει. Είναι Υπερβολικά έντονη. Δεν είναι φυσιολογικό. Έτσι κι αλλιώς, φανταζόταν πως η αίσθηση του deja vu δεν ήταν ποτέ φυσιολογική· ήταν εν μέρει όνειρο, εν μέρει χημεία και εν μέρει (ήταν βέβαιη πως το είχε διαβάσει αυτό, ίσως στο ιατρείο του γυναικολόγου της, περιμένοντας να της εξετάσει το πενηνταδυάχρονο αιδοίο της) αποτέλεσμα εγκεφαλικής διάλειψης, που έκανε νέες εμπειρίες να προσλαμβάνονται ως παλαιές. Μια παροδική τρύπα στους σωλήνες· απ' όπου αναμειγνύονταν το κρύο και το ζεστό νερό. Έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε να μην της ξανάρθει. Ω Παναγία, άσπιλη, προσευχήσου για εμάς, που σ' εσένα προσφεύγουμε. Ω! Έλεος! είπε από μέσα της· δεν θα ξαναγινόταν μαθητριούλα του κατηχητικού. Σε διακοπές ήταν, όχι... Φλόιντ, τι είναι αυτό εκεί περά; Αχ, διάβολε! Αχ, ΔΙΑΒΟΛΕ! Ποιος ήταν ο Φλόιντ; Ο μόνος Φλόιντ που ήξερε ο Μπιλ ήταν ο Φλόιντ Ντόρνινγκ (ή μπορεί να ήταν Ντάρλινγκ), ο πιτσιρικάς που ήταν μαζί του στο κυλικείο, αυτός που το έσκασε στη Νέα Υόρκη με τη φίλη του. Η Κάρολ δεν θυμόταν πότε της είχε πει ο Μπιλ για κείνο το αγόρι, όμως ήξερε πως της είχε μιλήσει. Παράτα τα, κορίτσι μου. Δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη. Απλώς πάψε να τα σκέφτεσαι. Και τα κατάφερε. Άκουσε έναν τελευταίο ψίθυρο -ποια είναι η ιστορία- και ύστερα δεν ήταν παρά η Κάρολ Σέλτον, καθ' οδόν για τη νήσο Καπτίβα, καθ' οδόν για το Σπίτι με τη Φοινικιά, με το σύζυγο της, τον ξακουστό δημιουργό λογισμικού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, καθ' οδόν για τις παραλίες και τα κοκτέϊλ με ρούμι και τον ήχο μιας εξωτικής μπάντας κρουστών που θα έπαιζε το «Margaritaville». Προσπέρασαν ένα εμπορικό κέντρο. Προσπέρασαν ένα γέρο σ' έναν υπαίθριο πάγκο με φρούτα, που της έφερε στο νου τους ηθοποιούς στις ταινίες της δεκαετίας του τριάντα -από αυτές που έδειχνε το Αμέρικαν Μούβι Τσάνελ-, του τύπου Μάλιστα, αφεντικό, με εργατική φόρμα και ψάθινο καπέλο με στρογγυλό τεπέ. Ο Μπιλ αερολογούσε κι αυτή αερολογούσε επίσης. Ήταν λιγάκι ξαφνιασμένη που το κοριτσάκι που φορούσε ένα μενταγιόν με την Παναγία κάθε μέρα από τα δέκα ως τα δεκάξι είχε γίνει αυτή η γυναίκα με το φόρεμα Ντάνα Κάραν, που το απελπισμένο ζευγάρι σ' εκείνο το διαμέρισμα στο Ριβίρ ήταν αυτοί οι πλούσιοι μεσήλικοι που ταξίδευαν σ' έναν αυτοκινητόδρομο με φοίνικες δεξιά κι αριστερά,

Page 348: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

όμως να που ήταν αυτοί οι ίδιοι. Κάποτε, την εποχή του Ριβίρ, ο Μπιλ είχε γυρίσει σπίτι μεθυσμένος κι εκείνη τον είχε χτυπήσει ματώνοντας τον κάτω από το μάτι. Κάποτε φοβόταν την κόλαση, και είχε βρεθεί ξαπλωμένη, μισοναρκωμένη, στην καρέκλα του γυναικολόγου, να σκέφτεται: Είμαι καταραμένη, η αιώνια καταδίκη με περιμένει. Ένα εκατομμύριο χρόνια, και δεν είναι παρά ο πρώτος χτύπος του ρολογιού. Σταμάτησαν στα διόδια και η Κάρολ σκέφτηκε: Ο υπάλληλος έχει ένα κόκκινο σημάδι εκ γενετής στην αριστερή μεριά τον μετώπου τον, που χάνεται μέσα στο φρύδι του. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι· ο υπάλληλος ήταν ένας συνηθισμένος πενηντάρης, πάνω κάτω, με γκρίζα μαλλιά σαν συρμάτινα και γυαλιά με κοκάλινο σκελετό, ένας άντρας σαν αυτούς που λένε με επαρχιώτικη προφορά: «Να περάσετε καλά, εντάξει;»· όμως η Κάρολ είχε αρχίσει να έχει ξανά την αίσθηση και συνειδητοποίησε πως τώρα τα πράγματα που νόμιζε πως ήξερε ήταν πράγματα που όντως ήξερε, στην αρχή όχι όλα, ύστερα όμως, όταν πια έφταναν στο παντοπωλείο στη δεξιά μεριά του Αυτοκινητοδρόμου 41, σχεδόν όλα. Το παντοπωλείο λέγεται Κόρσον'ς, και ύπαρχε; Ένα κοριτσάκι μπροστά, σκέφτηκε η Κάρολ. Φορά μια κόκκινη ποδίτσα. Έχει μια κούκλα με βρόμικα ξανθά μαλλιά και την έχει αφήσει στα σκαλιά τον μαγαζιού για να δει ένα σκυλί στο πίσω μέρος ενός στέϊσον βαγκόν. Το όνομα του παντοπωλείου ήταν Κάρσον'ς και όχι Κόρσον'ς, όμως όλα τα υπόλοιπα ήταν ίδια. Καθώς περνούσε η άσπρη Κράουν Βικ, το κοριτσάκι με την κόκκινη ποδίτσα γύρισε το σοβαρό του πρόσωπο προς την Κάρολ· ένα πρόσωπο επαρχιωτοπούλας, αν και η Κάρολ δεν ήξερε τι δουλειά μπορεί να είχε ένα κορίτσι της επαρχίας, με τη βρόμικη ξανθιά του κούκλα, εδώ, στη χώρα των πλούσιων τουριστών. Τώρα ρωτώ τον Μπιλ πόσο απέχουμε ακόμη, μονάχα που δεν θα το κάνω, γιατί πρέπει να ξεφύγω απ' Αυτό τον κύκλο, απ' Αυτό το αυλάκι. Πρέπει. «Πόσο απέχουμε ακόμη;» τον ρώτησε. Λέει πως δεν υπάρχει παρά ένας δρόμος κι έτσι αποκλείεται να χαθούμε. Λέει πως μου υπόσχεται ότι θα φτάσουμε δίχως κανένα πρόβλημα στο Σπίτι με τη Φοινικιά. Και, επί τη ευκαιρία, ποιος είναι ο Φλόιντ; Το φρύδι του Μπιλ υψώθηκε. Εμφανίστηκε το λακκάκι δίπλα στο στόμα του. «Δεν υπάρχει παρά μόνο ένας δρόμος με το που περνάς τη γέφυρα και βρίσκεσαι στο Σάνιμπελ Άιλαντ», της είπε, αλλά η Κάρολ δεν τον άκουγε

Page 349: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πια. Της μιλούσε ακόμη για το δρόμο, ο σύζυγος της, που πριν από δύο χρόνια είχε περάσει ένα βρόμικο Σαββατοκύριακο στο κρεβάτι με τη γραμματέα του, ρισκάροντας ό,τι είχαν κάνει μαζί και ό,τι είχαν φτιάξει· ο Μπιλ, που το είχε κάνει αυτό με το άλλο του πρόσωπο, αυτό που η μητέρα της Κάρολ την είχε προειδοποιήσει πως θα της ράγιζε την καρδιά. Και αργότερα, ακούγοντας τον να της λέει πως δεν είχε καταφέρει να συγκρατηθεί, ήθελε να του ουρλιάξει: Κάποτε δολοφόνησα ένα παιδί για χάρη σου' την προοπτική ενός παιδιού, τέλος πάντων. Τόσο υψηλό τίμημα, και τι κέρδισα; Να φτάσω στα πενήντα μου και να ανακαλύψω πως ο άντρας μου δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην κατεβάσει το βρακί της ξανθιάς γραμματέως του. Πες του το! ούρλιαξε. Πες του να σταματήσει στην άκρη του δρόμου, να κάνει οτιδήποτε, αρκεί να ξεφύγεις από τον κύκλο! Αν αλλάξει ένα πράγμα, θα αλλάξουν όλα. Μπορείς να το κάνεις· αφού μπόρεσες ν' ανοίξεις τα πόδια σου τότε, στην καρέκλα τον γυναικολόγου, μπορεί να κάνεις τα πάντα! Όμως στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε κι όλα άρχισαν να συμβαίνουν ταχύτερα. Τα δύο κοράκια που είχαν βαρύνει από το πολύ φαγητό πέταξαν μακριά από το ματωμένο τους γεύμα. Ο σύζυγος της τη ρώτησε γιατί καθόταν έτσι, μήπως είχε πάθει κράμπα, κι αυτή είπε: Ναι, ναι, στην πλάτη, αλλά περνούσε σιγά σιγά. Το στόμα της έλεγε πράγματα που είχαν ειπωθεί ξανά, σαν να πνιγόταν μέσα τους, και η Κράουν Βικ κινιόταν σαν ένα από κείνα τα σαδιστικά συγκρουόμενα στην παραλία του Ριβίρ. Να τα Αυτοκίνητα Πάλμντεϊλ στα δεξιά. Και στ' αριστερά; Μια διαφήμιση για το τοπικό δημοτικό θέατρο για μια παράσταση της Άτακτης Μαριέτα. Όχι, είναι Μαρία, όχι Μαριέτα, η Μαρία, η μητέρα του Ιησού, η θεομήτωρ Μαρία, με τα χέρια απλωμένα... Η Κάρολ επιστράτευσε όλη της τη θέληση για να πει στο σύζυγο της τι συνέβαινε, γιατί ο σωστός Μπιλ καθόταν στο τιμόνι, ο σωστός Μπιλ μπορούσε ακόμη να την ακούσει. Το να σε ακούει ο άλλος, αυτό ήταν το νόημα της αγάπης σε ένα γάμο. Τίποτε δεν βγήκε από το στόμα της. Στο μυαλό της, άκουσε τη γιαγιά της να της λέει: «Γιατί σε περιμένουν δύσκολες μέρες, σκληροί καιροί». Στο μυαλό της, μια φωνή ρώτησε τον Φλόιντ τι συνέβαινε εκεί και ύστερα είπε «Αχ, διάβολε» και ύστερα ούρλιαξε «Αχ, διάβολε!» Κοίταξε το κοντέρ και είδε πως δεν ήταν σε χιλιόμετρα ανά ώρα αλλά σε χιλιάδες πόδια: βρίσκονταν στα είκοσι οχτώ χιλιάδες και κατέβαιναν. Ο

Page 350: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μπιλ της έλεγε πως δεν θα έπρεπε να έχει κοιμηθεί στο αεροπλάνο κι εκείνη συμφωνούσε. Υπήρχε ένα ροζ σπίτι μπροστά, λίγο μεγαλύτερο από μπανγκαλόου, με φοινικόδεντρα στο πλάι· σαν τα σπίτια που έβλεπες στις πολεμικές ταινίες: φύλλα φοινικιών και ανάμεσα τους Λίαρ Τζετ να εφορμούν, με τα πολυβόλα τους να φτύνουν φωτιά... Φωτιά. Ξάφνου το περιοδικό που κρατά ο σύζυγος της μεταμορφώνεται σε φλεγόμενη δάδα. Παναγία, μητέρα τον θεού, ε, Μαρία, ποια είναι η ιστορία... Προσπέρασαν το σπίτι. Ο γέρος τους είδε να περνούν καθισμένος στην μπροστινή βεράντα, με τα τζάμια των δίχως σκελετό γυαλιών του να λάμπουν στον ήλιο. Το χέρι του Μπιλ της έπιασε το γοφό. Της είπε κάτι για το πώς θα μπορούσαν να κάνουν ένα αναζωογονητικό διάλειμμα, από τη στιγμή που θα έβγαζε το φόρεμα της μέχρι που θα έβαζε το σορτς της, κι εκείνη συμφώνησε, αν και δεν θα έφταναν ποτέ στο Σπίτι με τη Φοινικιά, θα διέσχιζαν αυτόν το δρόμο ξανά και ξανά, ανήκαν στην άσπρη Κράουν Βικ και η άσπρη Κράουν Βικ τους ανήκε εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν. Η επόμενη πινακίδα θα έλεγε ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗ ΦΟΙΝΙΚΙΑ 3 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ και παραπίσω θα υπήρχε άλλη μία πινακίδα που θα έλεγε πως, δίνοντας τον οβολό σας στην Παναγία του Ελέους, βοηθάτε τους αρρώστους της Φλόριντα. Δεν θα τους βοηθήσετε; Τώρα που ήταν πια αργά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Είχε αρχίσει να βλέπει την αλήθεια όπως έβλεπε τον υποτροπικό ήλιο να λαμπυρίζει στο νερό στα αριστερά τους. Διερωτώμενη πόσα λάθη είχε κάνει στη ζωή της, πόσες αμαρτίες, αν σας αρέσει αυτή η λέξη περισσότερο· πάντως, στους γονείς και στη γιαγιά της σίγουρα άρεσε· μη αυτό, είναι αμαρτία, μη εκείνο, είναι αμαρτία, και φόρα αυτό το μενταγιόν ανάμεσα στα πράγματα που φουσκώνουν μέρα με τη μέρα στο στήθος σου και τραβούν το βλέμμα των αγοριών. Και, χρόνια αργότερα, είχε περάσει κάποιες καυτές νύχτες του καλοκαιριού ξαπλωμένη στο κρεβάτι, νιόπαντρη, ξέροντας πως έπρεπε να παρθεί μια απόφαση, ξέροντας πως το ρολόι έκανε τικ-τακ και πως το αποτσίγαρο έκαιγε ακόμη, και θυμόταν να παίρνει την απόφαση, δίχως να του τη λέει, γιατί για κάποια πράγματα δεν χρειαζόταν να μιλάς. Είχε φαγούρα στο κεφάλι. Το έξυσε. Μαύρες νιφάδες έπεσαν στριφογυρίζοντας μπροστά από το πρόσωπο της.

Page 351: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στο ταμπλό της Κράουν Βικ το κοντέρ πάγωσε στα δεκάξι χιλιάδες πόδια και ύστερα εξερράγη, αλλά ο Μπιλ φάνηκε να μην το προσέχει. Να ένα γραμματοκιβώτιο μ' ένα αυτοκόλλητο των Γκρέϊτφουλ Ντεντ κολλημένο μπροστά· να ένα μαύρο σκυλάκι που έτρεχε με το κεφάλι του κατεβασμένο, και, θεέ μου, πόσο την έτρωγε το κεφάλι της, μαύρες νιφάδες έπεφταν σιγά σιγά σαν ραδιενεργά κατάλοιπα και σε μια απ' αυτές αντίκρισε η Κάρολ το κεφάλι της Μητέρας Τερέζας να την κοιτάζει. ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΦΛΟΡΙΝΤΑ - ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ; Φλόιντ; Τι είναι Αυτό εκεί; Αχ, διάβολε. Η Κάρολ προλαβαίνει να δει κάτι μεγάλο. Και να διαβάσει τη λέξη ΔΕΛΤΑ. «Μπιλ; Μπιλ;» Η απάντηση του, αρκετά καθαρή, αλλά σαν να έρχεται από την άλλη άκρη του σύμπαντος: «Χριστέ μου, γλυκιά μου, τι είναι αυτό στα μαλλιά σου;» Έπιασε από τα πόδια της το καρβουνιασμένο απομεινάρι του προσώπου της Μητέρας Τερέζας και του το έδειξε, το έδειξε στην παλιότερη εκδοχή του άντρα που είχε παντρευτεί η Κάρολ, στον άντρα που είχε παντρευτεί και ύστερα τον είχε πιάσει να πηδά τη γραμματέα του, στον άντρα που παρ' όλα αυτά την είχε σώσει από τους ανθρώπους που θαρρούσαν πως θα κατόρθωνες να ζήσεις για πάντα στον παράδεισο αν άναβες αρκετά κεριά και φορούσες τη γαλάζια στολή κι έλεγες μονάχα τα τραγούδια που έπρεπε όταν πηδούσες σκοινάκι. Πλαγιασμένη μ' αυτό τον άντρα μια καυτή καλοκαιρινή νύχτα, όταν από πάνω γίνονταν αγοραπωλησίες ναρκωτικών και οι Άιρον Μπατερφλάι τραγουδούσαν για εκατομμυριοστή φορά το «.In-A-Gadda-Da-Vida», τον είχε ρωτήσει τι πίστευε πως σε περίμενε, να, μετά. 'Όταν τέλειωνε ο δικός σου ρόλος στην παράσταση. Την είχε σφίξει στην αγκαλιά του, τα κουδουνίσματα των παιχνιδιών του λούνα παρκ και οι κρότοι των συγκρουόμενων ακούγονταν από την παραλία, και ο Μπιλ... Τα γυαλιά του Μπιλ είχαν λιώσει στο πρόσωπο του. Το ένα του μάτι είχε βγει από την κόγχη του. Το στόμα του ήταν μια ματωμένη τρύπα. Στα δέντρα ένα πουλί έκρωζε, ένα πουλί ονολιαζε, και η Κάρολ άρχισε να ουρλιάζει μαζί του, κρατώντας στο απλωμένο της χέρι το καρβουνιασμένο κομματάκι χαρτί με τη φωτογραφία της Μητέρας Τερέζας· να ουρλιάζει, βλέποντας τα μαγουλά του να γίνονται μαύρα, το μέτωπο του να σαλεύει, να κυλά, το λαιμό του να ανοίγει σαν να είχε πρηστεί ο θυρεοειδής του αδένας από το φαρμάκι· να ουρλιάζει... Από κάπου

Page 352: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ακούγονταν οι Άιρον Μπατερφλάι να τραγουδούν το «In-A-Gadda-Da-Vida» κι εκείνη ούρλιαζε. «Κάρολ;» Ήταν η φωνή του Μπιλ, από χίλια χιλιόμετρα μακριά. Το χέρι του ήταν ακουμπισμένο στο δικό της, αλλά στο άγγιγμα του υπήρχε περισσότερο ανησυχία παρά λαγνεία. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω, την ηλιοφώτιστη καμπίνα του Λίαρ Τζετ 35, και για μια στιγμή κατάλαβε τα πάντα, με τον τρόπο που κάποιος καταλαβαίνει την τρομερή σημασία ενός ονείρου τη στιγμή που ξυπνά. Θυμόταν να τον ρωτά τι πίστευε πως σε περίμενε, να, μετά, κι εκείνον να λέει πως μάλλον σε περίμενε αυτό που πίστευες πάντα πως σε περίμενε· πως, αν πίστευε ο Τζέρι Λη Λιούις ότι θα πήγαινε στην κόλαση γιατί έπαιζε μπούγκι-γούγκι, τότε θα πήγαινε. Στον παράδεισο, στην κόλαση, στο Γκραντ Ράπιντς, η επιλογή ήταν δική σου, ή αυτών που σε είχαν δασκαλέψει τι να πιστεύεις. Ήταν το στερνό μεγάλο τέχνασμα του ανθρώπινου μυαλού: να αντιλαμβάνεται την αιωνιότητα εκεί που περίμενε πάντοτε να την περάσει. «Κάρολ; Είσαι καλά, γλυκιά μου;» Κρατούσε στο ένα χέρι το περιοδικό που διάβαζε, ένα Νιούζγουικ με τη Μητέρα Τερέζα στο εξώφυλλο. ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΤΩΡΑ; Έλεγε με λευκά γράμματα. Κοιτάζοντας καλά καλά τριγύρω, σκέφτηκε: Συμβαίνει στα δεκάξι χιλιάδες πόδια. Πρέπει να τους το πω, να τους προειδοποιήσω. Αλλά έσβηνε, όλο, όπως έσβηναν πάντα αυτού του είδους οι εντυπώσεις. Χάνονταν σαν όνειρα, ή σαν μαλλί της γριάς που γίνεται γλυκιά ομίχλη πάνω στη γλώσσα σου. «Προσγειωνόμαστε; Κιόλας;» Ένιωθε ολότελα ξύπνια, όμως μιλούσε ζαλισμένα. «Είναι γρήγορο, ε;» Ακούστηκε ευχαριστημένος, σαν να το είχε πιλοτάρει ο ίδιος κι όχι μονάχα να το είχε νοικιάσει. «Ο Φλόιντ λέει πως θα προσγειωθούμε σε...» «Ποιος;» τον ρώτησε. Η καμπίνα του μικρού αεροσκάφους ήταν ζεστή, αλλά τα δάχτυλα της ήταν παγωμένα. «Ποιος;» «Ο Φλόιντ. Ξέρεις, ο πιλότος». Έδειξε με τον αντίχειρα προς την αριστερή θέση του πιλοτηρίου. Κατέβαιναν μέσα σε σύννεφα που έμοιαζαν με πυκνό βαμβάκι. Το αεροσκάφος άρχισε να τρέμει. «Λέει πως θα προσγειωθούμε

Page 353: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στο Φορτ Μάιερς σε είκοσι λεπτά. Τινάχτηκες στον ύπνο σου, γλυκιά μου. Και πρωτύτερα βογκούσες». Η Κάρολ άνοιξε το στόμα της για να πει πως ήταν εκείνη η αίσθηση, αυτή που μόνο στα γαλλικά μπορείς να την πεις, κάτι σαν vu ή vous, όμως έσβηνε, και το μόνο που είπε ήταν: «Είδα έναν εφιάλτη». Ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος μόλις ο Φλόιντ ο πιλότος άναψε το φωτεινό σήμα για να προσδεθούν. Η Κάρολ γύρισε το κεφάλι της. Κάπου κάτω, θα τους περίμενε τώρα και για πάντα ένα νοικιασμένο άσπρο αυτοκίνητο, ένα μαφιόζικο αυτοκίνητο, από εκείνα που οι ήρωες σε μια ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε θα έλεγαν Κράουν Βικ. Κοίταξε το εξώφυλλο του περιοδικού, το πρόσωπο της Μητέρας Τερέζας, και ξάφνου θυμήθηκε να πηδά σκοινάκι πίσω από την Κυρία των Αγγέλων, να πηδά λέγοντας ένα από τα απαγορευμένα τραγουδάκια, να πηδά τραγουδώντας αυτό που έλεγε Ε, Μαρία, ποια είναι η ιστορία, τον κώλο μας να σώσουμε από την τιμωρία. Σε περιμένουν δύσκολες μέρες, σκληροί καιροί, της είχε πει η γιαγιά της. Είχε πιέσει το μενταγιόν στη χούφτα της Κάρολ και είχε τυλίξει την αλυσίδα γύρω απ' τα δάχτυλα της. Σκληροί καιροί.

Πιστεύω πως το θέμα αυτής της ιστορίας είναι η κόλαση. Μια εκδοχή της, κατά την οποία είσαι καταδικασμένος να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Υπαρξισμός, φίλε μου τι ιδέα. Δες: Αλμπέρ Καμύ. Κάποιοι θεωρούν πως η κόλαση είναι οι άλλοι γύρω μας. Εγώ θεωρώ πως μπορεί να είναι η επανάληψη.

Page 354: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

1408

Όπως συμβαίνει για την πάντα δημοφιλή πρόωρη ταφή, κάθε συγγραφέας ιστοριών αγωνίας και τρόμου οφείλει να γράψει τουλάχιστον μια ιστορία για τη Στοιχειωμένη Κάμαρα στο Πανδοχείο. Αυτή είναι η δική μου εκδοχή. Το μόνο ασυνήθιστο στοιχείο της είναι πως δεν σκόπευα ποτέ να την τελειώσω. Έγραψα τις τρεις τέσσερις αρχικές σελίδες ως κομμάτι ενός παραρτήματος του Για τη Συγγραφή, θέλοντας να δείξω στους αναγνώστες πώς εξελίσσεται μια ιστορία από το πρώτο ως το δεύτερο προσχέδιο. Πάνω απ' όλα, ήθελα να δώσω χειροπιαστά παραδείγματα των κανόνων για τους οποίους φλυαρούσα προηγουμένως στο κείμενο. Όμως συνέβη κάτι όμορφο: η ιστορία με σαγήνεψε και κατέληξα να τη γράψω όλη. Πιστεύω πως το τι μας τρομάζει διαφέρει πολύ από τον ένα στον άλλο (για παράδειγμα, δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω γιατί κάποιοι φοβούνται τόσο πολύ τους περουβιανούς δισφόλιδους), όμως αυτή η ιστορία με τρόμαξε καθώς την έγραφα. Αρχικά βγήκε σε audio, σε μια συλλογή με τίτλο Αίμα και Καπνός, και ακούγοντας την τρόμαξα ακόμη περισσότερο. Μου κόπηκαν τα ήπατα, για την ακρίβεια. Όμως τα δωμάτια των ξενοδοχείων είναι από τη φύση τους τρομακτικά, δεν συμφωνείτε; θέλω να πω, πόσοι έχουν κοιμηθεί σ' αυτό το κρεβάτι πριν από σένα; Πόσοι ήταν άρρωστοι; Πόσοι είχαν αρχίσει να χάνουν τα λογικά τους; Πόσοι σκέφτηκαν, ίσως, να διαβάσουν μερικά στερνά εδάφια από τη Βίβλο που βρισκόταν μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου δίπλα τους και υστέρα να κρεμαστούν μέσα στην ντουλάπα δίπλα στην τηλεόραση; Μπρρρ. Όπως και να 'χει, το δωμάτιο σας σας περιμένει. Να το κλειδί σας... και ίσως να προσέξετε ποιο είναι το άθροισμα αυτών των τεσσάρων αθώων αριθμών. Είναι στο βάθος του διαδρόμου.

Page 355: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Μάικ Ένσλιν ήταν ακόμη στην περιστρεφόμενη πόρτα όταν είδε τον Όλιν, το διευθυντή του ξενοδοχείου Δελφίνι, να κάθεται σε μια από τις παραφουσκωμένες πολυθρόνες του λόμπι. Η καρδιά του Μάικ σφίχτηκε. Ίσως θα 'πρεπε να είχα ξαναφέρει το δικηγόρο μαζί μου, σκέφτηκε. Τέλος πάντων, ήταν πολύ αργά πια. Και ακόμη κι αν ο Όλιν αποφάσιζε να βάλει κι άλλα εμπόδια ανάμεσα στον Μάικ και το δωμάτιο 1408, δεν θα ήταν δα και το τέλος του κόσμου. Υπήρχαν πράγματα που θα μπορούσαν να τον αποζημιώσουν. Ο Όλιν διέσχισε την αίθουσα με το παχουλό του χέρι τεντωμένο, καθώς ο Μάικ έμπαινε από την περιστρεφόμενη πόρτα. Το Δελφίνι βρισκόταν στην Εξηκοστή Πρώτη Οδό, μετά τη γωνία της Πέμπτης Λεωφόρου, και ήταν μικρό αλλά κομψό. Ένας άντρας και μια γυναίκα με βραδινά ρούχα πέρασαν μπροστά από τον Μάικ καθώς έπιανε το βαλιτσάκι του με το αριστερό χέρι για να σφίξει με το δεξί το χέρι του Όλιν. Η γυναίκα ήταν ξανθιά, φυσικά μαυροντυμένη, και η απαλή ευωδιά λουλουδιών του αρώματος της έδινε, συνοπτικά, την αίσθηση της Νέας Υόρκης. Σαν να ήθελε να υπογραμμίσει αυτή την αίσθηση, κάποιος έπαιζε το «Night and Day» στο μπαρ στον ημιώροφο. «Κύριε Ένσλιν. Καλησπέρα». «Κύριε Όλιν. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» Ο Όλιν έδειχνε να υποφέρει. Για μια στιγμή κοίταξε τριγύρω, στο μικρό κομψό λόμπι, σαν να γύρευε κάποια βοήθεια. Στον πάγκο της ρεσεψιόν, κάποιος κουβέντιαζε για εισιτήρια θεάτρου με τη σύζυγο του, ενώ ο υπάλληλος υποδοχής τους παρακολουθούσε χαμογελώντας αχνά, υπομονετικά. Στο μπροστινό γραφείο, ένας άντρας που είχε τη χαρακτηριστική όψη ταξιδιώτη ύστερα από κάμποσες ώρες πτήσης, αχτένιστος και με τσαλακωμένα ρούχα, μιλούσε για την κράτηση του με μια γυναίκα με κομψό μαύρο ταγέρ που θα μπορούσε κάλλιστα να φορεθεί και σε μια βραδινή έξοδο. Μια συνηθισμένη βραδιά στο ξενοδοχείο Δελφίνι. Όλοι είχαν τη βοήθεια κάποιου, εκτός από τον άμοιρο τον κύριο Όλιν, που είχε πέσει στα νύχια του συγγραφέα. «Κύριε Όλιν;» επανέλαβε ο Μάικ. «Κύριε Ένσλιν... θα μπορούσα να σας μιλήσω για μια στιγμή στο γραφείο μου;» Γιατί όχι; Αυτό θα ήταν χρήσιμο στο κομμάτι για το δωμάτιο 1408, καθώς θα έκανε εντονότερη την απειλητική ατμόσφαιρα που τόσο άρεσε στους αναγνώστες των βιβλίων του, και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Μάικ Ένσλιν δεν

Page 356: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ήταν βέβαιος ως τώρα κι ας είχε τόσα στοιχεία· όμως είχε πια σιγουρευτεί. Ο Όλιν φοβόταν αληθινά το δωμάτιο 1408 και το τι θα μπορούσε να συμβεί εκεί στον Μάικ απόψε. «Φυσικά, κύριε Όλιν». Ο Όλιν, ο καλός οικοδεσπότης, έκανε να πιάσει το βαλιτσάκι του Μάικ. «Επιτρέψτε μου». «Α, μη νοιάζεστε», είπε ο Μάικ. «Δεν έχει μέσα παρά μια αλλαξιά και μια οδοντόβουρτσα». «Είστε βέβαιος;» «Ναι», είπε ο Μάικ. «Ήδη φορώ το τυχερό χαβανέζικο πουκάμισο μου». Χαμογέλασε. «Αυτό με το φαντασματοαπωθητικό». Ο Όλιν δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Απλώς αναστέναξε, ένας μικρόσωμος στρουμπουλός άντρας με σκούρο επίσημο σακάκι και προσεκτικά δεμένη γραβάτα. «Πολύ καλά, κύριε Ένσλιν. Ακολουθήστε με». Στο λόμπι, ο διευθυντής του ξενοδοχείου φαινόταν διστακτικός, σχεδόν παραιτημένος, ηττημένος. Στο επενδυμένο με ξύλο βαλανιδιάς γραφείο του, με τις φωτογραφίες του ξενοδοχείου στους τοίχους (το Δελφίνι είχε ανοίξει το 1910· ο Μάικ μπορεί να εξέδιδε βιβλία που δεν τύγχαναν κριτικής στις μεγάλες εφημερίδες, αλλά έκανε τις έρευνες του), ο Όλιν έμοιαζε να έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση του. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο μ' ένα περσικό χαλί. Δυο λάμπες δαπέδου έριχναν ένα απαλό κίτρινο φως. Μία μικρότερη, με πράσινο ρομβοειδές αμπαζούρ, ήταν πάνω στο γραφείο, δίπλα σε μια ταμπακέρα. Και δίπλα στην ταμπακέρα ήταν τα τρία τελευταία βιβλία του Μάικ Ένσλιν. Τσέπης, φυσικά· κανένα βιβλίο του δεν είχε εκδοθεί με σκληρό εξώφυλλο. Και ο οικοδεσπότης μου έκανε την έοεννά τον, απ' ό,τι φαίνεται, σκέφτηκε ο Μάικ. Ο Μάικ κάθισε μπροστά στο γραφείο. Περίμενε ο Όλιν να καθίσει από πίσω, όμως τον ξάφνιασε. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα στον Μάικ, σταύρωσε τα πόδια του και ύστερα έγειρε μπροστά, πάνω απ' το στομαχάκι του, για να αγγίξει την ταμπακέρα. «Πούρο, κύριε Ένσλιν;» «Όχι, ευχαριστώ. Δεν καπνίζω». Τα μάτια του Όλιν έπεσαν στο τσιγάρο πίσω από το δεξί αυτί του Μάικ -τοποθετημένο στραβά, όπως θα έβαζε ένας παλιός εξυπνάκιας ρεπόρτερ το επόμενο τσιγάρο του κάτω απ' την ταμπελίτσα ΤΥΠΟΣ στην κορδέλα της ρεπούμπλικας του. Το τσιγάρο είχε γίνει τόσο πολύ κομμάτι του εαυτού του,

Page 357: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

που για μια στιγμή ο Μάικ δεν ήξερε ειλικρινά τι κοίταζε ο Όλιν. Ύστερα γέλασε, το έβγαλε, το κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα ξανακοίταξε τον Όλιν. «Έχω να καπνίσω εννιά χρόνια», είπε. «Είχα ένα μεγαλύτερο αδερφό που πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα. Το έκοψα μετά το θάνατο του. Το τσιγάρο πίσω από το αυτί...» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Λίγο επίδειξη και λίγο πρόληψη, φαντάζομαι. Σαν το χαβανέζικο πουκάμισο. Ή σαν το τσιγάρο που βλέπεις κάποιες φορές στο γραφείο ή στον τοίχο κάποιου, μέσα σ' ένα γυάλινο κουτάκι με μια ταμπέλα που λέει ΣΠΑΣΤΕ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ. Είναι το 1408 δωμάτιο για καπνιστές, κύριε Όλιν; Ποιος ξέρει, μπορεί να ξεσπάσει πυρηνικός πόλεμος». «Για την ακρίβεια, ναι, είναι». «Λοιπόν», είπε εγκάρδια ο Μάικ, «μια έγνοια λιγότερη τις ώρες της ξαγρύπνιας». Ο κύριος Όλιν αναστέναξε ξανά, αλλά αυτός ο αναστεναγμός του δεν ακούστηκε γεμάτος δυστυχία όπως εκείνος στο λόμπι. Ναι, ο λόγος ήταν το γραφείο, σκέφτηκε ο Μάικ. Το γραφείο του Όλιν, το καταφύγιο του. Ακόμη και το μεσημέρι, όταν είχε έρθει ο Μάικ μαζί με τον Ρόμπερτσον, το δικηγόρο, ο Όλιν του είχε φανεί λιγότερο ταραγμένος εδώ μέσα. Και γιατί όχι; Αν δεν νιώθεις στον ίδιο σου το χώρο πως έχεις εσύ τον έλεγχο των πραγμάτων, πού αλλού θα το νιώσεις; Το γραφείο του Όλιν ήταν ένα δωμάτιο με όμορφες φωτογραφίες στους τοίχους, μ' ένα όμορφο χαλί στο πάτωμα, με καλά πούρα στην ταμπακέρα. Από το 1910, πάμπολλοι διευθυντές είχαν περάσει αναμφίβολα από δω. Με τον δικό του τρόπο, αυτό το μέρος ήταν τόσο χαρακτηριστικό της Νέας Υόρκης όσο η ξανθιά με το μαύρο φουστάνι της, το άρωμα της και την άρρητη υπόσχεση της για κομψό νεοϋορκέζικο σεξ τις μικρές ώρες πριν από το χάραμα. «Εξακολουθείτε να μην πιστεύετε ότι μπορώ να σας μεταπείσω, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Όλιν. «Είμαι βέβαιος ότι δεν μπορείτε», είπε ο Μάικ ξαναβάζοντας το τσιγάρο πίσω από το αυτί του. Δεν έβαζε μπριγιαντίνη στα μαλλιά του, όπως εκείνοι οι αλλοτινοί γραφικοί δημοσιογραφίσκοι με τις ρεπούμπλικες, όμως άλλαζε καθημερινά το τσιγάρο του όπως άλλαζε το εσώρουχο του. Ιδρώνεις πίσω από τα αυτιά. Αν περιεργαζόταν το τσιγάρο στο τέλος της ημέρας, προτού

Page 358: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

το πετάξει, φονικό και ακάπνιστο στη λεκάνη, ο Μάικ θα έβλεπε κιτρινίλες απ' αυτό τον ιδρώτα πάνω στο λεπτό λευκό χαρτί, κάτι που δεν ενίσχυε τον πειρασμό να το ανάψει. Το πώς κάπνιζε για είκοσι χρόνια περίπου -τριάντα τσιγάρα την ημέρα, κάποιες φορές σαράντα- τώρα του φαινόταν ακατανόητο. Το γιατί το έκανε ήταν ακόμη καλύτερη ερώτηση. Ο Όλιν σήκωσε τη μικρή στοίβα των χαρτόδετων βιβλίων. «Εύχομαι ειλικρινά να κάνετε λάθος». Ο Μάικ άνοιξε το φερμουάρ της πλαϊνής τσέπης της βαλιτσούλας του κι έβγαλε ένα μίνι κασετόφωνο, «θα σας πείραζε να ηχογραφήσω τη συζήτηση μας, κύριε Όλιν;» Ο Όλιν του έκανε νόημα πως όχι. Ο Μάικ πάτησε το κουμπί της ηχογράφησης, το κόκκινο φωτάκι άναψε και τα καρούλια άρχισαν να γυρίζουν. Ο Όλιν, στο μεταξύ, έπιανε ένα ένα τα βιβλία και διάβαζε τους τίτλους. Όπως κάθε φορά που έβλεπε τα βιβλία του στα χέρια κάποιου άλλου, ο Μάικ Ένσλιν ένιωθε ένα παράξενο μείγμα από συναισθήματα: περηφάνια, ανησυχία, ευθυμία, περιφρόνηση, ντροπή. Δεν είχε κανένα λόγο να ντρέπεται γι' αυτά· τον έτρεφαν μια χαρά τα τελευταία πέντε χρόνια και δεν χρειαζόταν να μοιράζεται τα κέρδη με κάποιον απ' τους ειδικούς στο μάρκετινγκ των εκδόσεων («βιβλιοπόρνες» τους αποκαλούσε ο ατζέντης του, ίσως από ζήλια εν μέρει), γιατί είχε βρει την ιδέα για τη σειρά των βιβλίων του μόνος του, αν και θα έπρεπε να είναι ηλίθιος για να μην την έχει βρει, όταν το πρώτο βιβλίο είχε τόσο καλές πωλήσεις. Τι θα μπορούσε να γυριστεί μετά το Φρανκενστάϊν, αν όχι η Μνηστή τον Φρανκενστάϊν, Από την άλλη, όμως, είχε πάει στο Πανεπιστήμιο της Αιόβα. Ήταν στο τμήμα της Τζέϊν Σμάιλι. Κάποτε είχε παρευρεθεί σε μια συζήτηση με τον Στάνλεΐ Έλκιν. Κάποτε -κι αυτό ήταν κάτι για το οποίο κανένας από τους τωρινούς φίλους και γνωστούς του δεν είχε την παραμικρή υποψία- φιλοδοξούσε να δημοσιεύσει τα ποιήματα του ως ο Νεότερος Ποιητής του Γέϊλ. Κι όταν άρχισε ο διευθυντής του ξενοδοχείου να διαβάζει δυνατά τους τίτλους, ο Μάικ βρέθηκε να εύχεται να μην είχε προκαλέσει τον Όλιν με το κασετόφωνο. Αργότερα, θα άκουγε τον μετρημένο τόνο του Όλιν και θα του φαινόταν πως έκρυβε περιφρόνηση. Ασυναίσθητα, άγγιξε το τσιγάρο πίσω από το αυτί του. «Δέκα Νύχτες σε Δέκα Στοιχειωμένα Σπίτια», διάβασε ο Όλιν. «Δέκα Νύχτες σε Δέκα Στοιχειωμένα Κοιμητήρια. Δέκα Νύχτες σε Δέκα Στοιχειωμένα Κάστρα». Κοίταξε τον Μάικ, μ' ένα αχνό χαμόγελο να έχει ζωγραφιστεί στις άκρες του στόματος του. «Πήγατε στη Σκοτία γι' αυτό.

Page 359: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Και στο δάσος της Βιέννης. Και, μάλιστα, με τα έξοδα αυτών των ταξιδιών να αφαιρούνται από το φορολογητέο σας εισόδημα, σωστά; Τελικά, τα στοιχειωμένα μέρη είναι η δουλειά σας». «Θέλετε να καταλήξετε κάπου;» «Είστε ευαίσθητος σε ό,τι αφορά αυτό το θέμα, σωστά;» ρώτησε ο Όλιν. «Ευαίσθητος ναι. Ευάλωτος όχι. Αν ελπίζετε να με πείσετε να φύγω από το ξενοδοχείο σας κριτικάροντας τα βιβλία μου...» «Όχι, ούτε κατά διάνοια. Απλώς ήμουν περίεργος. Πριν από δύο ημέρες, έστειλα τον Μαρσέλ, τον πρωινό υπάλληλο της ρεσεψιόν, να τα αγοράσει· όταν πρωτοεμφανιστήκατε και μου εκφράσατε... την επιθυμία σας». «Ήταν απαίτηση, όχι επιθυμία. Ακόμη είναι. Ακούσατε τον κύριο Ρόμπερτσον. Ο νόμος της Νέας Υόρκης, για να μην αναφέρω τους δύο ομοσπονδιακούς νόμους σχετικά με τα δικαιώματα του πολίτη, σας απαγορεύει να αρνηθείτε να μου δώσετε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο αν σας το ζητήσω και είναι ελεύθερο. Και το 1408 είναι ελεύθερο. Το 1408 είναι πάντα ελεύθερο». Ωστόσο, ο κύριος Όλιν δεν σκόπευε ν' αφήσει προς το παρόν το θέμα των τριών τελευταίων βιβλίων του Μάικ, που είχαν μπει όλα στους καταλόγους των μπεστ σέλερ των Μου Γιορκ Τάιμς. Τα κοίταξε ξανά, για Τρίτη φορά. Τα γυαλιστερά τους εξώφυλλα έλαμπαν στο απαλό φως της λάμπας. Το μενεξελί ήταν το βασικό τους χρώμα, γιατί ο Μάικ είχε ακούσει πως βοηθούσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τις πωλήσεις ενός βιβλίου τρόμου. «Δεν πρόφτασα να τα κοιτάξω μέχρι σήμερα το απόγευμα», είπε ο Όλιν. «Ήμουν πολύ απασχολημένος. Συνήθως είμαι. Για τη Νέα Υόρκη, το Δελφίνι είναι μικρό, όμως είναι κατά ενενήντα τοις εκατό γεμάτο και συνήθως κάθε πελάτης φέρνει μαζί του και το πρόβλημα του». «Όπως εγώ». Ο Όλιν χαμογέλασε αμυδρά, «θα έλεγα πως είστε ιδιαίτερο πρόβλημα, κύριε Ένσλιν. Εσείς και ο κύριος Ρόμπερτσον σας και οι απειλές σας». Ο Μάικ ξανάνιωσε ενοχλημένος. Δεν είχε εκφράσει ποτέ καμία απειλή, εκτός κι αν ο ίδιος ο Ρόμπερτσον ήταν απειλή. Και είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει το δικηγόρο, όπως θα αναγκαζόταν κάποιος να χρησιμοποιήσει ένα λοστό για ν' ανοίξει ένα σκουριασμένο χρηματοκιβώτιο όπου δεν έμπαινε πια το κλειδί.

Page 360: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το χρηματοκιβώτιο δεν είναι δικό σου, του είπε μια φωνή μέσα του, όμως άλλο έλεγαν οι νόμοι της Πολιτείας και της χώρας. Οι νόμοι έλεγαν πως το δωμάτιο 1408 στο ξενοδοχείο Δελφίνι ήταν δικό του αν το ήθελε και εφόσον δεν το είχε πιάσει κανένας άλλος. Κατάλαβε πως ο Όλιν τον κοίταζε καλά καλά, χαμογελώντας ακόμη αχνά, σαν να είχε παρακολουθήσει λέξη προς λέξη τον εσωτερικό διάλογο του Μάικ. Ήταν δυσάρεστη αίσθηση, και για τον Μάικ αυτή ήταν μια απρόσμενα δυσάρεστη συνάντηση. Από τη στιγμή που είχε βγάλει το κασετόφωνο (κάτι που πτοούσε σχεδόν πάντα αυτόν που είχε απέναντι του), ένιωθε να βρίσκεται σε άμυνα. «Αν όλα αυτά έχουν κάποιο νόημα, κύριε Όλιν, φοβάμαι πως μου διαφεύγει. Και ήταν μια κουραστική ημέρα. Αν τέλειωσε η κουβέντα μας για το δωμάτιο 1408, θα ήθελα να πάω πάνω και...» «Διάβασα ένα από τα... χμ, πώς θα τα λέγατε; Δοκίμια; Αφηγήματα;» «Μεροκάματο» τα έλεγε ο Μάικ, αλλά δεν είχε κανένα σκοπό να το πει με το κασετόφωνο να ηχογραφεί. Κι ας ήταν δική του η κασέτα. «Ιστορίες», αποφάσισε ο Όλιν. «Διάβασα μια ιστορία από κάθε βιβλίο. Αυτή για την οικία Ρίλσμπι στο Κάνσας, απ' το βιβλίο σας για τα Στοιχειωμένα Σπίτια...·» «Α, ναι. Οι φόνοι με το τσεκούρι». Αυτός που είχε κομματιάσει και τα έξι μέλη της οικογένειας του Γιουτζίν Ρίλσμπι δεν είχε βρεθεί ποτέ. «Ακριβώς. Κι αυτή για τη νύχτα που περάσατε στους τάφους των αυτοχείρων εραστών στην Αλάσκα, αυτών που ο κόσμος ισχυριζόταν πως έβλεπε γύρω από τη Σίτκα· και την περιγραφή της νύχτας σας στο κάστρο Γκάρτσμπι. Αυτή ήταν διασκεδαστική. Ξαφνιάστηκα». Ο Μάικ πάσχιζε πάντα να διακρίνει την περιφρόνηση που έκρυβαν ακόμη και τα πιο ήπια σχόλια για τα βιβλία των Δέκα Νυχτών και δεν είχε καμία αμφιβολία πως κάποιες φορές τη διέκρινε κι εκεί που δεν υπήρχε –ελάχιστα πλάσματα στον κόσμο είναι τόσο παρανοϊκά όσο ο συγγραφέας που θεωρεί βαθιά μέσα του τον εαυτό του ξεπουλημένο, όπως είχε ανακαλύψει ο Μάικ-, όμως δεν πίστευε πως υπήρχε κάποια περιφρόνηση στα λόγια του Όλιν. «Θα πρέπει να σας ευχαριστήσω», είπε. «Φαντάζομαι». Κοίταξε το κασετόφωνο. Συνήθως το κόκκινο ματάκι του έμοιαζε να παρακολουθεί αυτόν που καθόταν αντίκρυ του, προκαλώντας τον να τολμήσει να πει κάτι που δεν θα έπρεπε. Εκείνο το βράδυ, όμως, έμοιαζε να κοιτάζει τον ίδιο.

Page 361: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Α, ναι, το είπα σαν φιλοφρόνηση». Ο Όλιν χτύπησε ελαφρά τα βιβλία. «Πιστεύω πως θα τα τελειώσω... αλλά για το στυλ τους. Αυτό που μου αρέσει είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένα. Ξαφνιάστηκα πιάνοντας τον εαυτό μου να γελά με τις όχι ιδιαίτερα υπερφυσικές εμπειρίες σας στο κάστρο Γκάρτσμπι και ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας ότι γράφετε τόσο καλά. Τόσο διακριτικά. Περίμενα περισσότερο αίμα και φτηνό τρόμο». Ο Μάικ επιστράτευσε όλο του το κουράγιο γι' αυτό που σίγουρα θα ακολουθούσε, την εκδοχή του Όλιν για το Τι δουλειά έχει α' ένα τέτοιο μέρος ένα καλό κορίτσι σαν εσένα. Ο Όλιν, ο αβρός ξενοδόχος, που είχε πελάτισσες ξανθές γυναίκες με μαύρες βραδινές τουαλέτες και υπαλλήλους ξερακιανούς γέρους, έτοιμους να βγουν στη σύνταξη, που φορούσαν σμόκιν κι έπαιζαν παλιές μελωδίες σαν το «Night and Day» στο μπαρ του ξενοδοχείου. Ο Όλιν, που μάλλον διάβαζε Προυστ τα βράδια που είχε ρεπό. «Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα βιβλία είναι ανησυχητικά. Αν δεν τα είχα κοιτάξει, δε νομίζω πως θα είχα μπει στον κόπο να σας περιμένω απόψε. Με το που είδα εκείνον το δικηγόρο με το χαρτοφύλακα του, κατάλαβα πως ήσαστε αποφασισμένος να μείνετε στο αναθεματισμένο το δωμάτιο και πως, ό,τι κι αν σας έλεγα, θα ήταν αδύνατο να σας μεταπείσω. Τα βιβλία όμως...» Ο Μάικ άπλωσε το χέρι του κι έκλεισε το κασετόφωνο. Η αίσθηση πως εκείνο το κόκκινο ματάκι τον κοίταζε είχε αρχίσει να του προκαλεί νευρικότητα, «θέλετε να μάθετε γιατί γράφω αυτά τα σκουπίδια; Αυτό είναι;» «Φαντάζομαι για τα λεφτά», είπε ήρεμα ο Όλιν. «Και δεν είναι καθόλου σκουπίδια, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου... αν και είναι ενδιαφέρον το πόσο γρήγορα βγάλατε αυτό το συμπέρασμα». Ο Μάικ ένιωσε τα μαγουλά του να κοκκινίζουν. Όχι, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου όπως τα περίμενε· δεν είχε ξανακλείσει ποτέ το κασετόφωνο του στη μέση μιας συζήτησης. Ούτε ο Όλιν, όμως, ήταν ό,τι έδειχνε. Με ξεγέλασαν τα χέρια του, σκέφτηκε ο Μάικ. Αυτά τα στρουμπουλά χεράκια διευθυντή ξενοδοχείου, με τα φροντισμένα ολοκάθαρα νύχια τους. «Αυτό που με ανησύχησε, που με φόβισε, ήταν ότι βρέθηκα να διαβάζω τα βιβλία ενός έξυπνου, ταλαντούχου ανθρώπου που δεν πιστεύει ούτε μία λέξη από ό,τι γράφει». Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, σκέφτηκε ο Μάικ.

Page 362: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Είχε γράψει καμιά εικοσαριά ιστορίες που πίστευε, και μάλιστα είχε δημοσιεύσει μερικές. Είχε γράψει πάμπολλα ποιήματα στα οποία πίστευε, τους πρώτους δεκαοχτώ μήνες στη Νέα Υόρκη, όταν έπαιρνε ένα μισθό πείνας από το Βίλατζ Βόις. Όμως πίστευε πως το ακέφαλο φάντασμα του Γιουτζίν Ρίλσμπι τριγύριζε στο έρημο, φεγγαροφώτιστο αγροτόσπιτό του στο Κάνσας; Όχι. Είχε περάσει μια νύχτα σ' εκείνο το αγροτόσπιτό, ξαπλωμένος στο γεμάτο εξογκώματα, βρόμικο λινόλαιο της κουζίνας και δεν είχε δει τίποτε πιο τρομακτικό από δυο ποντίκια που βάδιζαν δίπλα στο σοβατεπί. Είχε περάσει μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά στα χαλάσματα του κάστρου όπου υποτίθεται πως κατοικούσε ακόμη ο Κόμης Δράκουλας, στην Τρανσυλβανία, και οι μόνοι βρικόλακες που είχαν εμφανιστεί ήταν ένα σμήνος ευρωπαϊκών κουνουπιών. Τη νύχτα που είχε κατασκηνώσει δίπλα στον τάφο του κατ' εξακολούθηση δολοφόνου Τζέφρι Ντάμερ, μια λευκή, ματωμένη φιγούρα του είχε ορμήσει στις δύο τη νύχτα, κραδαίνοντας ένα μαχαίρι, όμως τα χαχανητά των φίλων του φαντάσματος το είχαν προδώσει και έτσι κι αλλιώς ο Μάικ Ένσλιν δεν είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα· ήξερε να ξεχωρίζει ένα ανήλικο φάντασμα μ' ένα λαστιχένιο μαχαίρι. Αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να τα πει αυτά στον Όλιν. Δεν μπορούσε. Κι όμως, μπορούσε. Το κασετόφωνο (λάθος απ' την αρχή, όπως καταλάβαινε τώρα) είχε ξαναμπεί στη θέση του κι έτσι αυτή η συνάντηση ήταν απολύτως εμπιστευτική. Επίσης, σταδιακά εκτιμούσε όλο και περισσότερο τον Όλιν μ' έναν αλλόκοτο τρόπο. Κι όταν εκτιμούσες κάποιον, ήθελες να του πεις την αλήθεια. «Όχι», είπε. «Δεν πιστεύω στους βρικόλακες, τα φαντάσματα και τα κάθε λογής τέρατα. Και θεωρώ πως είναι καλό που δεν υπάρχουν, γιατί επίσης δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιος καλός θεός για να μας προστατεύσει απ' αυτά. Αυτό πιστεύω, αλλά κρατώντας μια ανοιχτόμυαλη στάση από την αρχή. Μπορεί να μην κερδίσω ποτέ το βραβείο Πούλιτζερ κάνοντας έρευνες για το Φάντασμα που Γαβγίζει στο Κοιμητήριο του Μάουντ Χόουπ, αλλά θα είχα γράψει με ειλικρίνεια γι' αυτό αν είχε εμφανιστεί». Ο Όλιν είπε κάτι, μία μοναδική λέξη, όμως πολύ σιγανά για να τη διακρίνει ο Μάικ. «Πώς;» «Είπα όχι». Ο Όλιν τον κοίταξε σχεδόν απολογητικά. Ο Μάικ αναστέναξε. Ο Όλιν τον θεωρούσε ψεύτη. Όταν έφτανες σ' αυτό το σημείο, οι μόνες επιλογές ήταν είτε να επιμείνεις είτε να σταματήσεις την κουβέντα.

Page 363: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Γιατί δεν το αφήνουμε για μια άλλη μέρα, κύριε Όλιν; Λέω να πάω απλώς επάνω και να βουρτσίσω τα δόντια μου. Μπορεί να δω τον Κέβιν Ο' Μάλεΐ να εμφανίζεται μπροστά μου μέσα στον καθρέφτη του μπάνιου». Ο Μάικ έκανε να σηκωθεί απ' την καρέκλα του και ο Όλιν άπλωσε το στρουμπουλό του χέρι με τα φροντισμένα του νύχια για να τον σταματήσει. «Δεν είπα πως μου λέτε ψέματα», είπε, «όμως, κύριε Ένσλιν, δεν πιστεύετε. Τα φαντάσματα σπάνια εμφανίζονται σε όσους δεν πιστεύουν σ' αυτά, κι όταν το κάνουν, σπανίως γίνονται ορατά. Ο Γιουτζίν Ρίλσμπι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κυλήσει το κομμένο του κεφάλι από τη μια άκρη του σπιτιού του ως την άλλη κι εσείς δε θα είχατε ακούσει τίποτε!» Ο Μάικ σηκώθηκε και ύστερα έσκυψε για να πιάσει το βαλιτσάκι του. «Αν είναι έτσι, δεν έχω να φοβηθώ τίποτε στο δωμάτιο 1408, σωστά;» «Όμως θα φοβηθείτε», είπε ο Όλιν. «θα φοβηθείτε. Γιατί δεν υπάρχουν φαντάσματα στο δωμάτιο 1408, ούτε υπήρξαν ποτέ. Υπάρχει κάτι εκεί, το έχω νιώσει ο ίδιος, κάτι που δεν είναι όμως πνεύμα. Σ' ένα έρημο σπίτι ή σ' ένα παλιό κάστρο, η δυσπιστία σας μπορεί να σας προστατεύσει. Στο δωμάτιο 1408, απλώς θα σας κάνει πιο τρωτό. Μην το κάνετε, κύριε Ένσλιν. Γι' αυτό σας περίμενα απόψε, για να σας ζητήσω, να σας ικετεύσω, να μην το κάνετε. Απ' όλους τους ανθρώπους στον κόσμο που δεν έχουν καμιά δουλειά σ' εκείνο το δωμάτιο, πρώτος πρώτος είναι αυτός που έγραψε τούτα τα εύθυμα βιβλία με τις υποτιθέμενες αληθινές ιστορίες φαντασμάτων». Ο Μάικ συνάμα το άκουσε αυτό και δεν το άκουσε. Κι έκλεισες το κασετόφωνο! είπε από μέσα του οργισμένος. Ο Όλιν μ' έφερε σε αμηχανία κάνοντας με να κλείσω το κασετόφωνο και τώρα έχει μεταμορφωθεί σε Μπόρις Καρλόφ που παρουσίαζε; το Στοιχειωμένο Σαββατοκύριακο! Διάβολε. Όπως και να 'χει, θα αναφέρω τα λόγια τον. Αν δεν του αρέσει, ας μου κάνει μήνυση. Ξάφνου αδημονούσε να πάει πάνω, όχι απλώς για να ξεμπερδεύει με τη μακριά του νύχτα σε ένα γωνιακό δωμάτιο ξενοδοχείου, αλλά γιατί ήθελε να γράψει τα λόγια του Όλιν όσο τα είχε ακόμη νωπά στο νου του. «θα πιείτε κάτι, κύριε Ένσλιν;» «Όχι, αληθινά πρέπει...»

Page 364: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο κύριος Όλιν έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα κλειδί που κρεμόταν από ένα μακρόστενο μπρούντζινο πλακίδιο, που έδειχνε παλιό, γρατσουνισμένο και μαυρισμένο, και πάνω είχε ανάγλυφο το νούμερο 1408. «Σας παρακαλώ», είπε ο Όλιν. «Κάντε μου το χατίρι. Διαθέστε μου άλλα δέκα λεπτά από το χρόνο σας, όσο να πιείτε ένα ουίσκι, και θα σας δώσω αυτό το κλειδί. Και τι δε θα 'δινα για να σας κάνω να αλλάξετε γνώμη, όμως ξέρω να καταλαβαίνω πότε κάτι είναι αναπόφευκτο». «Χρησιμοποιείτε ακόμη κλειδιά εδώ;» ρώτησε ο Μάικ. «Όμορφη λεπτομέρεια. Παλιομοδίτικη». «Το Δελφίνι έβαλε κλειδαριές με κάρτες το 1979, κύριε Ένσλιν, τη χρονιά που έγινα διευθυντής του. Το 1408 είναι το μοναδικό δωμάτιο που ανοίγει ακόμη με κλειδί. Δεν υπήρχε λόγος να βάλουμε καρτοκλειδαριά στην πόρτα του, γιατί δε μένει ποτέ κανείς εκεί. Το 1978 ήταν η τελευταία χρονιά που έμεινε κάποιος πελάτης σ' αυτό το δωμάτιο». «Θα αστειεύεστε!» Ο Μάικ ξανακάθισε κι έβγαλε πάλι το κασετόφωνο του. Πάτησε το κουμπί της ηχογράφησης και είπε: «Ο διευθυντής του ξενοδοχείου, Όλιν, ισχυρίζεται πως εδώ και περισσότερο από είκοσι χρόνια δεν έχει μείνει κανένας πελάτης στο 1408». «Πάλι καλά που το 1408 δε χρειάστηκε ποτέ καρτοκλειδαριά στην πόρτα του, γιατί είμαι απολύτως βέβαιος πως δε θα λειτουργούσε. Τα ψηφιακά ρολόγια χειρός δε λειτουργούν στο δωμάτιο 1408. Κάποιες φορές πηγαίνουν προς τα πίσω, κάποιες άλλες απλώς σταματούν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να δεις την ώρα μ' ένα τέτοιο ρολόι. Όχι, στο δωμάτιο 1408 δεν μπορείς να τη δεις. Το ίδιο ισχύει για τα κομπιουτεράκια και τα κινητά τηλέφωνα. Αν έχετε βομβητή, κύριε Ένσλιν, θα σας συμβούλευα να τον απενεργοποιήσετε, γιατί στο δωμάτιο 1408 θ' αρχίσει να χτυπά στα καλά του καθουμένου». Σώπασε για μια στιγμή. «Ακόμη κι αν τον απενεργοποιήσετε, δεν είναι σίγουρο ότι θα παραμείνει κλειστός. Μπορεί να ξαναμπεί από μόνος του σε λειτουργία. Η μόνη σίγουρη λύση είναι να βγάλετε τις μπαταρίες». Πάτησε το ΣΤΟΠ του κασετοφώνου δίχως να κοιτάξει τα κουμπιά. Ο Μάικ φαντάστηκε πως θα είχε ένα παρόμοιο, για να υπαγορεύει τις αναφορές του και να κρατά προφορικές σημειώσεις. «Για την ακρίβεια, κύριε Ένσλιν, η μόνη σίγουρη λύση είναι να μείνετε μακριά απ' αυτό το δωμάτιο».

Page 365: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε ο Μάικ, παίρνοντας το κασετόφωνο του και ξαναβάζοντας το στο βαλιτσάκι του, «αλλά νομίζω πως μπορώ να διαθέσω το χρόνο για κείνο το ποτό». Καθώς ο Όλιν έβαζε τα ποτά στο σκούρο δρύινο μπαρ κάτω από μια ελαιογραφία της Πέμπτης Λεωφόρου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ή στις αρχές του εικοστού, ο Μάικ τον ρώτησε πώς ήξερε ότι οι ηλεκτρονικές συσκευές δεν λειτουργούσαν μέσα στο δωμάτιο αφού δεν είχε μείνει κανένας εκεί από το 1978. «Δεν εννοούσα πως δεν έχει πατήσει κανένας το πόδι του εκεί από το 1978», αποκρίθηκε ο Όλιν. «Κατ' αρχάς, οι καμαριέρες το περνούν ένα χεράκι μια φορά το μήνα. Πράγμα που σημαίνει...» Ο Μάικ, που δούλευε ήδη τέσσερις μήνες το Δέκα Στοιχειωμένα Δωμάτια Ξενοδοχείων, είπε: «Ξέρω τι σημαίνει». Το να περνάς ένα ελεύθερο δωμάτιο ένα χεράκι σήμαινε ν' ανοίγεις τα παράθυρα για να αεριστεί, να ξεσκονίζεις, να ρίχνεις απορρυπαντικό στη λεκάνη, ν' αλλάζεις τις πετσέτες. Μάλλον όχι και τα σεντόνια· όχι όταν περνούσες το δωμάτιο απλώς ένα χεράκι. Αναρωτήθηκε αν θα 'πρεπε να έχει φέρει τον υπνόσακο του. Διασχίζοντας το περσικό χαλί με τα ποτά τους στα χέρια του, ο Όλιν φάνηκε να διαβάζει τη σκέψη του Μάικ στο πρόσωπο του. «Τα σεντόνια τα αλλάξαμε σήμερα το απόγευμα, κύριε Ένσλιν». «Λέω ν' αφήσουμε τις επισημότητες. Το Μάικ μου αρέσει περισσότερο». «Δε νομίζω πως θα ένιωθα άνετα», είπε ο Όλιν, δίνοντας του το ποτό. «Στην υγειά σας». «Στην υγειά σας», είπε κι ο Μάικ και σήκωσε το ποτήρι του για να το τσουγκρίσει με του Όλιν, αλλά ο Όλιν τράβηξε το δικό του πίσω. «Όχι· στη δική σας υγεία, κύριε Ένσλιν. Επιμένω. Απόψε θα πιούμε και οι δύο στην υγειά σας. θα το χρειαστείτε». Ο Μάικ αναστέναξε, τσούγκρισε το χείλος του ποτηριού του στο χείλος του ποτηριού του Όλιν και είπε: «Στην υγειά μου, λοιπόν, θα ήσαστε τέλειος για μια ταινία τρόμου, κύριε Όλιν. θα μπορούσατε να υποδυθείτε τον κατηφή γέρο μπάτλερ που πασχίζει να προειδοποιήσει το νεαρό παντρεμένο ζευγάρι να μείνει μακριά απ' το Κάστρο του Ολέθρου». Ο Όλιν κάθισε. «Είναι ένας ρόλος που δε χρειάστηκε να υποδυθώ συχνά, δόξα σοι ο θεός. Βλέπετε, πουθενά στο Ίντερνετ δε συμπεριλαμβάνεται το δωμάτιο 1408 στα μέρη όπου εμφανίζονται κάποια υπερφυσικά φαινόμενα...»

Page 366: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Αυτό θα αλλάξει μετά το βιβλίο μου, σκέφτηκε ο Μάικ πίνοντας μια γουλιά ουίσκι. «...ούτε συμπεριλαμβάνουν το ξενοδοχείο Δελφίνι στις στάσεις τους όσοι κάνουν περιοδείες σε στοιχειωμένα μέρη, αν και περνούν από το Σέρι-Νέδερλαντ, το Πλάζα και το Παρκ Λέϊν. Έχουμε κρατήσει όσο πιο μυστική γίνεται την περίπτωση του 1408... αν και, φυσικά, η ιστορία του μπορεί να βρεθεί, αν αυτός που θα την αναζητήσει είναι τυχερός και επίμονος». Ο Μάικ χαμογέλασε αχνά. «Η Βερονίκ άλλαξε τα σεντόνια», είπε ο Όλιν. «Ήμουν μαζί της. θα πρέπει να νιώθετε περήφανος, κύριε Ένσλιν. Είναι σαν να σου στρώνει το κρεβάτι μια βασίλισσα. Η Βερονίκ και η αδερφή της ήρθαν στο Δελφίνι ως καμαριέρες το 1971 ή το 1972. Η Βι, όπως τη φωνάζουμε, είναι η παλαιότερη υπάλληλος του ξενοδοχείου· τουλάχιστον έξι χρόνια αρχαιότερη από εμένα. Τώρα είναι αρχιοικονόμος. Δεν πρέπει να έχει αλλάξει ούτε σεντόνι εδώ και πέντ' έξι χρόνια, όμως ήταν εκείνη που αέριζε και καθάριζε το 1408, μαζί με την αδερφή της, ως το 1992. Η Βερονίκ και η Σελέστ ήταν δίδυμες και ο μεταξύ τους δεσμός έμοιαζε να τις κάνει... πώς να το εκφράσω; Όχι απρόσβλητες από το 1408 αλλά κάτι ανάλογο... τουλάχιστον για το σύντομο διάστημα που χρειάζονταν για να περάσουν ένα χεράκι το δωμάτιο». «Δε θέλετε να πείτε πως η αδερφή αυτής της Βερονίκ πέθανε στο δωμάτιο, έτσι δεν είναι;» «Όχι, ούτε κατά διάνοια», είπε ο Όλιν. «Παραιτήθηκε το 1988 γιατί ήταν άρρωστη. Όμως δεν αποκλείω την περίπτωση το δωμάτιο 1408 να έπαιξε κάποιο ρόλο στην επιδείνωση της πνευματικής και σωματικής της κατάστασης». «Κύριε Όλιν, μου φαίνεται πως υπάρχει μια επικοινωνία μεταξύ μας. Ελπίζω να μην την καταστρέψω λέγοντας σας πως βρίσκω αυτό που μόλις είπατε γελοίο». Ο Όλιν γέλασε. «Τόσο ξεροκέφαλος για ερευνητής του αυλού κόσμου!» «Το οφείλω στους αναγνώστες μου», είπε απαλά ο Μάικ. «Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να έχω αφήσει το 1408 ακαθάριστο για κάμποσο καιρό», είπε συλλογισμένος ο διευθυντής. «Κλειδωμένο, σκοτεινό, με τα στόρια κατεβασμένα για να μην ξεθωριάσει το χαλί απ' τον ήλιο, το κρεβάτι στρωμένο, την καρτέλα του πρωινού αφημένη πάνω στο κρεβάτι...

Page 367: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Όμως δεν αντέχω να το σκέφτομαι να μυρίζει κλεισούρα, σαν παλιά σοφίτα. Δεν αντέχω να σκέφτομαι τη σκόνη να μαζεύεται, να σκεπάζει τα πάντα. Τι είμαι, απλώς λεπτολόγος ή ιδεοληπτικός;» «Απλώς διευθυντής ξενοδοχείου». «Ναι, μάλλον. Όπως και να 'χει, η Βερονίκ και η Σελέστ καθάριζαν και αέριζαν αυτό το δωμάτιο πολύ γρήγορα -έμπαιναν και έβγαιναν εν ριπή οφθαλμού-, μέχρι που η Σελέστ παραιτήθηκε και η Βερονίκ πήρε την πρώτη μεγάλη της προαγωγή. Ύστερα, άλλες καμαριέρες ανέλαβαν να το καθαρίζουν, πάντα δύο μαζί, και πάντα κάποιες που τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους...» «Για να διώχνει αυτός ο δεσμός τα κακά πνεύματα;» «Ναι· για να τα διώχνει αυτός ο δεσμός. Και μπορείτε να κοροϊδεύετε όσο θέλετε τα κακά πνεύματα του 1408, κύριε Ένσλιν, αλλά θα τα νιώσετε σχεδόν αμέσως, γι' αυτό είμαι βέβαιος. Ό,τι κι αν είναι αυτό μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο, μια φορά ντροπαλό δεν είναι.» Σε πολλές περιπτώσεις, όποτε μπορούσα, πήγαινα με τις καμαριέρες για να τις επιβλέπω». Σώπασε για μια στιγμή και ύστερα πρόσθεσε, σχεδόν απρόθυμα: «Για να τις βγάλω έξω, φαντάζομαι, αν συνέβαινε κάτι αληθινά φρικτό. Τίποτε δε συνέβη. Κάμποσες έβαλαν τα κλάματα, μία έβαλε τα γέλια, κάτι που με φόβισε περισσότερο από τα κλάματα των άλλων, και μερικές λιποθύμησαν. Όμως δε συνέβη τίποτε αληθινά τρομερό. Όλα αυτά τα χρόνια, είχα την ευκαιρία να κάνω μερικά πρωτόγονα πειράματα -με βομβητές, με κινητά τηλέφωνα, τέτοιου είδους-, αλλά τίποτε αληθινά τρομερό δε συνέβη. Δόξα σοι ο θεός». Σώπασε ξανά και ύστερα πρόσθεσε με παράξενη, ανέκφραστη φωνή: «Μία τυφλώθηκε». «Τί;» «Τυφλώθηκε. Η Ρόμι βαν Γκέλντερ. Ξεσκόνιζε την τηλεόραση και ξάφνου άρχισε να ουρλιάζει. Τη ρώτησα τι είχε συμβεί. Έριξε το ξεσκονόπανό της, έβαλε τα χέρια της στα μάτια της και ούρλιαξε ότι είχε τυφλωθεί... αλλά ότι έβλεπε κάτι φρικτά χρώματα. Έσβησαν μόλις την έβγαλα έξω κι όταν βρισκόμαστε πια στο ασανσέρ, έβλεπε ξανά». «Μου τα λέτε όλα αυτά για να με τρομάξετε, κύριε Όλιν, έτσι δεν είναι; Για να με κάνετε να φύγω». «Σε καμία περίπτωση. Ξέρετε την ιστορία του δωματίου, που αρχίζει με την αυτοκτονία του πρώτου ενοίκου του».

Page 368: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Μάικ την ήξερε. Ο Κέβιν Ο' Μάλεϊ, ένας πλασιέ ραπτομηχανών, είχε αυτοκτονήσει στις 13 του Οκτώβρη του 1910, πηδώντας από το παράθυρο και αφήνοντας πίσω του μια σύζυγο και εφτά παιδιά. «Πέντε άντρες και μια γυναίκα έχουν πηδήξει από το μοναδικό παράθυρο αυτού του δωματίου, κύριε Ένσλιν. Τρεις γυναίκες κι ένας άντρας έχουν αυτοκτονήσει με χάπια. Δύο από αυτά τα άτομα βρέθηκαν στο κρεβάτι και άλλα δύο στο μπάνιο, το ένα μέσα στην μπανιέρα και το άλλο καθισμένο, άψυχο, στη λεκάνη. Ένας άντρας κρεμάστηκε μέσα στην ντουλάπα το 1970...» «Ο Χένρι Στόρκιν», είπε ο Μάικ. «Αυτό μπορεί να ήταν τυχαίο... ερωτική ασφυξία». «Ίσως. Είναι και ο Ράντολφ Χάιντ, που έκοψε τις φλέβες του και ύστερα τα γεννητικά του όργανα, καθώς πέθαινε αιμορραγώντας. Αυτό δεν ήταν ερωτική ασφυξία. Το ζήτημα είναι, κύριε Ένσλιν, πως, αν δεν μπορούν να σας μεταπείσουν δώδεκα αυτοκτονίες μέσα σε εξήντα οχτώ χρόνια, αμφιβάλλω αν θα σας εμποδίσουν τα καρδιοχτύπια και οι άναρθρες κραυγές τρόμου μερικών από τις καμαριέρες». Καρδιοχτύπια κι άναρθρες κραυγές τρόμου καλό αυτό, σκέφτηκε ο Μάικ και αναρωτήθηκε αν μπορούσε να το κλέψει για το βιβλίο του. «Όλα αυτά τα χρόνια, πολύ λίγες καμαριέρες –πάντα σε ζευγάρια- έχουν καθαρίσει το 1408 πάνω από μερικές φορές», είπε ο Όλιν και ήπιε την τελευταία γουλιά απ' το ποτό του. «Εκτός από τις Γαλλίδες δίδυμες». «Ναι, τη Βερονίκ και τη Σελέοτ». Ο Όλιν ένευσε. Ο Μάικ δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις καμαριέρες και τα... πώς το είχε πει ο Όλιν; Τα καρδιοχτύπια τους και τις άναρθρες κραυγές τους. Είχε θυμώσει λιγάκι με την απαρίθμηση των αυτοκτονιών από τον Όλιν... ένιωθε ανόητος, γιατί ήξερε για τις αυτοκτονίες, όμως έμοιαζε να του έχει διαφύγει η σημασία τους. Μόνο που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμιά σημασία. Και ο Αβραάμ Λίνκολν και ο Τζον Κένεντι είχαν αντιπροέδρους που λέγονταν Τζόνσον τα ονόματα Λίνκολν και Κένεντι είχαν εφτά γράμματα το καθένα· και ο Λίνκολν και ο Κένεντι είχαν εκλεγεί ένα έτος που τέλειωνε σε 60. Τι αποδείκνυαν όλες αυτές οι συμπτώσεις; Τίποτε απολύτως. «Οι αυτοκτονίες θα είναι ένα συναρπαστικό κομμάτι

Page 369: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στο βιβλίο μου», είπε ο Μάικ, «όμως, μια και το κασετόφωνο είναι κλειστό, μπορώ να σας πω πως δεν αποδεικνύουν παρά αυτό που ένας στατιστικολόγος στον οποίο έχω ανατρέξει αποκαλεί "συσσωρευτικό φαινόμενο"». «Ο Κάρολος Ντίκενς το είχε ονομάσει "φαινόμενο της πατάτας"», είπε ο Όλιν. «Συγνώμη;» «Όταν το φάντασμα του Ιακώβου Μάρλει μιλά για πρώτη φορά στον Σκρουτζ, εκείνος του λέει πως δεν μπορεί να είναι παρά μια μάζα από μουστάρδα, ή ένα κομμάτι άψητη πατάτα». «Αστείο είναι αυτό;» ρώτησε κάπως παγερά ο Μάικ. «Τίποτε σ' αυτή την υπόθεση δε μου φαίνεται αστείο, κύριε Ένσλιν. Τίποτε απολύτως. Ακούστε με πολύ προσεκτικά, σας παρακαλώ. Η αδερφή της Βερονίκ, η Σελέστ, έπαθε καρδιακή προσβολή. Τότε πια, έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ, μια ασθένεια που την προσέβαλε πολύ νωρίς». «Όμως η αδερφή της, αν κατάλαβα καλά από τα λόγια σας, είναι μια χαρά. Για την ακρίβεια, η περίπτωση της είναι μια αληθινή αμερικανική ιστορία επιτυχίας. Όπως μου φαίνεστε μια χαρά κι εσείς, κύριε Όλιν. Κι όμως, πόσες φορές έχετε μπει στο δωμάτιο 1408; Εκατό; Διακόσιες;» «Για πολύ σύντομα διαστήματα», είπε ο Όλιν. «Είναι, ίσως, όπως όταν μπαίνει κάποιος σ' ένα δωμάτιο γεμάτο δηλητηριώδες αέριο. Αν κρατήσει την αναπνοή του, μπορεί να μην πάθει τίποτε. Βλέπω πως δε σας αρέσει αυτή η σύγκριση. Αναμφίβολα τη βρίσκετε παρατραβηγμένη, ίσως γελοία. Αλλά πιστεύω πως είναι καλή». Ένωσε τα ακροδάχτυλά του κάτω απ' το πιγούνι του. «Είναι επίσης πιθανό κάποιοι να αντιδρούν πιο γρήγορα και έντονα απέναντι σε ό,τι κατοικεί σ' αυτό το δωμάτιο, όπως μερικοί άνθρωποι που κάνουν καταδύσεις παθαίνουν ευκολότερα από άλλους τη νόσο των δυτών. Στη διάρκεια των εκατό περίπου χρόνων λειτουργίας του Δελφινιού, έχει εδραιωθεί ακόμη περισσότερο στη συνείδηση του προσωπικού του ξενοδοχείου η ιδέα πως το 1408 είναι ένα δηλητηριασμένο δωμάτιο. Έχει γίνει κομμάτι της ιστορίας της επιχείρησης, κύριε Ένσλιν. Κανένας δε μιλά γι' αυτό, όπως κανένας δεν αναφέρει το γεγονός πως εδώ, όπως στα περισσότερα ξενοδοχεία, ο δέκατος τέταρτος όροφος είναι στην πραγματικότητα ο δέκατος τρίτος... όμως το ξέρουν. Αν ήταν διαθέσιμα όλα τα αρχεία και οι μαρτυρίες σχετικά μ' αυτό το δωμάτιο, θα αφηγούνταν μια

Page 370: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

απίστευτη ιστορία... πιο δυσάρεστη απ' όσο θα ήθελαν, ίσως, να διαβάσουν οι αναγνώστες σας. »Φαντάζομαι, για παράδειγμα, πως κάθε ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη είχε τις αυτοκτονίες του, όμως είμαι πρόθυμος να στοιχηματίσω την ίδια μου τη ζωή ότι μονάχα στο Δελφίνι έχουν συμβεί δώδεκα σε ένα μοναδικό δωμάτιο. Και, ακόμη κι αν αφήσουμε στην άκρη τη Σελέστ Ρομαντό, υπάρχουν αρκετοί φυσικοί θάνατοι στο 1408. Ή υποτιθέμενοι φυσικοί θάνατοι». «Πόσοι είναι;» Η ιδέα των υποτιθέμενων φυσικών θανάτων στο 1408 δεν του είχε περάσει ποτέ από το νου. «Τριάντα», αποκρίθηκε ο Όλιν. «Τουλάχιστον τριάντα. Τόσους ξέρω εγώ». «Λέτε ψέματα!» Αυτά τα λόγια βγήκαν από το στόμα του πριν προλάβει να τα συγκρατήσει. «Όχι, κύριε Ένσλιν. Σας διαβεβαιώ πως δε λέω ψέματα. Στ' αλήθεια νομίζατε πως θα κρατούσαμε αυτό το δωμάτιο κλειστό εξαιτίας κάποιων ανόητων γεροντίστικων προλήψεων, ή κάποιας νεοϋορκέζικης παράδοσης... εξαιτίας της ιδέας, ίσως, πως κάθε καλό ξενοδοχείο θα 'πρεπε να έχει τουλάχιστον ένα ανήσυχο πνεύμα που θα τριγυρίζει βροντώντας στη Σουίτα των Αόρατων Αλυσίδων;» Ο Μάικ Ένσλιν συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν, όχι σαφώς διατυπωμένη, αλλά υπαρκτή παρ' όλα αυτά, η γενική ιδέα του νέου του βιβλίου στη σειρά των Δέκα Νυχτών. Ακούγοντας τον Όλιν να τον χλευάζει όπως θα χλεύαζε ένας επιστήμονας έναν ιθαγενή που θα κράδαινε ένα φυλαχτό, ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη δυσφορία. «Εμείς στα ξενοδοχεία, έχουμε τις δικές μας προλήψεις και παραδόσεις, αλλά δεν τις αφήνουμε να μας εμποδίσουν στη δουλειά μας, κύριε Ένσλιν. Υπάρχει μια παλιά παροιμία στις μεσοδυτικές περιοχές, όπου εργάστηκα για πρώτη φορά σε ξενοδοχείο: "Δεν υπάρχουν καλά δωμάτια και αχούρια, όταν είναι οι γελαδάρηδες στην πόλη". Αν έχουμε άδεια δωμάτια, τα γεμίζουμε. Η μόνη εξαίρεση που έκανα ποτέ σ' αυτό τον κανόνα και η μόνη τέτοια κουβέντα που έκανα ποτέ είναι για το δωμάτιο 1408, ένα δωμάτιο στον δέκατο τρίτο όροφο που το άθροισμα των ψηφίων του αριθμού του είναι επίσης δεκατρία». Ο Όλιν κάρφωσε το βλέμμα του στον Μάικ Ένσλιν. «Είναι ένα δωμάτιο όχι μονάχα με αυτοχειρίες αλλά και με αποπληξίες, καρδιακές προσβολές και επιληπτικές κρίσεις. Κάποιος που έμεινε το 1973 σ' αυτό το δωμάτιο πνίγηκε τρώγοντας σούπα. Αναμφίβολα θα σας φαίνεται

Page 371: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γελοίο, αλλά μίλησα με τον τότε υπεύθυνο ασφαλείας του ξενοδοχείου, και αυτός είδε το πιστοποιητικό θανάτου. Η δύναμη του πράγματος που κατοικεί στο δωμάτιο μοιάζει να λιγοστεύει το μεσημέρι κι έτσι η καθαριότητα του γίνεται πάντα εκείνες τις ώρες, όμως ξέρω κάμποσες καμαριέρες που το έχουν καθαρίσει και τώρα έχουν προβλήματα με την καρδιά τους, εμφύσημα, διαβήτη. Πριν από τρία χρόνια, υπήρχε ένα πρόβλημα με τη θέρμανση σ' εκείνο τον όροφο και ο κύριος Νιλ, ο τότε υπεύθυνος για τη συντήρηση του ξενοδοχείου, χρειάστηκε να μπει σε κάμποσα δωμάτια για να ελέγξει τα σώματα. Το 1408 ήταν ένα απ' αυτά. Και μέσα στο δωμάτιο και όταν βγήκε, αργότερα, έδειχνε μια χαρά, όμως πέθανε το επόμενο απόγευμα από εγκεφαλική αιμορραγία». «Σύμπτωση», είπε ο Μάικ. Δεν μπορούσε να αρνηθεί όμως πως ο Όλιν ήταν καλός. Αν δούλευε σε παιδική κατασκήνωση, θα είχε στείλει έντρομα τα περισσότερα πιτσιρίκια πίσω στο σπίτι τους ύστερα από ένα βράδυ με ιστορίες φαντασμάτων γύρω απ' τη φωτιά. «Σύμπτωση», επανέλαβε ο Όλιν απαλά, όχι ακριβώς περιφρονητικά. Έδειξε το παλιομοδίτικο κλειδί με το παλιομοδίτικο μπρούντζινο πλακίδιο του. «Πώς είναι η καρδιά σας, κύριε Ένσλιν; Η πίεση σας, η ψυχολογική σας κατάσταση;» Ο Μάικ διαπίστωσε πως χρειαζόταν να καταβάλει προσπάθεια για να σηκώσει το χέρι του... αλλά, όταν το σήκωσε, όλα πήγαν μια χαρά. Του φάνηκε ότι έφτασε ως το κλειδί δίχως ούτε ένα τόσο δα τρεμούλιασμα στα ακροδάχτυλά του. «Όλα είναι μια χαρά», είπε πιάνοντας το φθαρμένο μπρούντζινο πλακίδιο. «Άλλωστε, φορώ το τυχερό χαβανέζικο πουκάμισο μου». Ο Όλιν επέμεινε να συνοδεύσει τον Μάικ ως τον δέκατο τέταρτο όροφο με το ασανσέρ και ο Μάικ δεν έφερε αντίρρηση. Παρατήρησε με ενδιαφέρον το διευθυντή, όταν βγήκαν από το γραφείο του και διέσχισαν το διάδρομο ως τους ανελκυστήρες, να ξαναγίνεται ο λιγότερο σπουδαιοφανής εαυτός του, να ξαναγίνεται ο φτωχός κύριος Όλιν, ο άμοιρος που είχε πέσει στα νύχια του συγγραφέα. Ένας άντρας με σμόκιν, που ο Μάικ υπέθεσε πως ήταν είτε ο διευθυντής του εστιατορίου είτε ο αρχισερβιτόρος, τους σταμάτησε, έδωσε στον Όλιν μια λεπτή δεσμίδα χαρτιά και του ψιθύρισε στα γαλλικά. Ο Όλιν αποκρίθηκε ψιθυριστά, κουνώντας το κεφάλι, και τα υπέγραψε βιαστικά. Ο πιανίστας

Page 372: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στο μπαρ έπαιζε τώρα το «Autumn in New York». Έτσι όπως ακουγόταν, από μακριά και με ηχώ, έμοιαζε σαν μουσική σε όνειρο. Ο άντρας με το σμόκιν είπε «Merci bien» και προχώρησε. Καθώς ο Μάικ και ο διευθυντής του ξενοδοχείου βάδιζαν πάλι προς τους ανελκυστήρες, ο Όλιν τον ξαναρώτησε αν ήθελε να του κουβαλήσει το βαλιτσάκι και ο Μάικ αρνήθηκε ξανά. Στο ασανσέρ, ο Μάικ βρέθηκε να κοιτάζει καλά καλά την τριπλή σειρά κουμπιών. Τα πάντα ήταν στη θέση τους, δεν υπήρχαν καθόλου κενά... κι όμως, αν κοίταζες πιο προσεκτικά, έβλεπες πως υπήρχε ένα. Μετά το κουμπί με τον αριθμό 12 ήταν αυτό με το 14. Λες και θα μπορούσαν να εξαφανίσουν ολότελα τον αριθμό παραλείποντάς τον από τα κουμπιά ενός ασανσέρ, σκέφτηκε ο Μάικ. Ανοησία... κι όμως ο Όλιν είχε δίκιο· γινόταν παντού στον κόσμο. Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε, ο Μάικ είπε: «Είμαι περίεργος να μάθω κάτι. Γιατί δεν επινοήσατε απλώς ένα φανταστικό ένοικο για το δωμάτιο 1408, αν σας τρομάζει όλους τόσο πολύ όσο λέτε; Εδώ που τα λέμε, κύριε Όλιν, γιατί δεν το δηλώσατε ως προσωπική σας κατοικία;» «Φοβόμουν, φαντάζομαι, μήπως κατηγορηθώ για απάτη, αν όχι από αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την επιβολή των πολιτειακών και ομοσπονδιακών νόμων περί πολιτικών δικαιωμάτων -τους νόμους που φοβούνται οι άνθρωποι των ξενοδοχείων όπως ίσως φοβούνται πολλοί από τους αναγνώστες σας τον ήχο αλυσίδων τη νύχτα-, ίσως όμως από τα αφεντικά μου, αν το υποψιάζονταν. Αν δεν κατάφερα να πείσω εσάς να μη μείνετε στο 1408, αμφιβάλλω αν θα κατόρθωνα να πείσω το διοικητικό συμβούλιο των Επιχειρήσεων Στάνλεϊ πως δε νοικιάζω ένα απολύτως καλό δωμάτιο γιατί φοβάμαι πως έχει στοιχειά μέσα, που σπρώχνουν κατά καιρούς κάποιον πλασιέ να πηδήξει απ' το παράθυρο και να γίνει κομμάτια στην Εξηκοστή Πρώτη Οδό». Για τον Μάικ, αυτό ήταν το πιο ενοχλητικό πράγμα που είχε πει ως εκείνη τη στιγμή ο Όλιν. Επειδή δεν πασχίζει να με μεταπείσει πια, σκέφτηκε. Όση πειθώ είχε στο γραφείο του, ίσως αντλώντας δύναμη απ' το περσικό χαλί, εδώ την έχει χάσει. Ικανός είναι, αναμφισβήτητα' φάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο υπέγραψε τα χαρτιά του αρχισερβιτόρου. Όμως δεν έχει πια πειθώ. Δεν έχει προσωπικό μαγνητισμό. Όχι εδώ έξω. Αλλά τα πιστεύει. Τα πιστεύει όλα. Πάνω από την πόρτα, έσβησε το φωτεινό 12 και πρόβαλε το φωτεινό 14. Το ασανσέρ σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε κι από πίσω φάνηκε ένας απόλυτα συνηθισμένος διάδρομος ξενοδοχείου με κόκκινο και χρυσαφί χαλί (σίγουρα

Page 373: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

όχι περσικό), και με απλίκες που θύμιζαν λάμπες φωταερίου του δέκατου ένατου αιώνα. «Φτάσαμε», είπε ο Όλιν. «Αυτός είναι ο όροφος σας. Θα με συγχωρήσετε αν σας αφήσω εδώ; Το 1408 είναι αριστερά, στο τέλος του διαδρόμου. Αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο, δεν πλησιάζω ποτέ περισσότερο». Ο Μάικ Ένσλιν βγήκε από το ασανσέρ νιώθοντας τα πόδια του βαρύτερα απ' όσο θα 'πρεπε. Στράφηκε προς τον Όλιν, αυτόν το στρουμπουλό μικρόσωμο άντρα με το μαύρο σακάκι και την προσεκτικά δεμένη κόκκινη γραβάτα. Τα φροντισμένα δάχτυλα του Όλιν ήταν πλεγμένα πίσω από την πλάτη του τώρα κι ο Μάικ είδε πως το πρόσωπό του ανθρωπάκου ήταν άσπρο σαν το πανί. Στάλες ιδρώτα φαίνονταν στο ψηλό, αρυτίδωτο μέτωπο του. «Φυσικά, υπάρχει τηλέφωνο στο δωμάτιο», είπε ο Όλιν. «θα μπορούσατε να δοκιμάσετε να καλέσετε, αν έχετε κάποιο πρόβλημα... όμως αμφιβάλλω αν λειτουργεί. Όχι αν δεν το θέλει το δωμάτιο, τουλάχιστον». Ο Μάικ σκέφτηκε να δώσει μια ανάλαφρη απάντηση, κάτι για το ότι μ' αυτό τον τρόπο θα γλίτωνε τουλάχιστον την επιπλέον χρέωση, αλλά ξάφνου ένιωσε τη γλώσσα του βαριά σαν τα πόδια του, να έχει κολλήσει στην κάτω μεριά του στόματος του. Ο Όλιν έβγαλε το ένα του χέρι από πίσω απ' την πλάτη του και ο Μάικ είδε πως έτρεμε. «Κύριε Ένσλιν», είπε. «Μάικ. Μην το κάνεις αυτό. Για τ' όνομα του θεού...» Πριν προλάβει να τελειώσει, η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε, πνίγοντας τα λόγια του. Ο Μάικ απέμεινε ασάλευτος για μια στιγμή, στην απόλυτη σιωπή του νεοϋορκέζικου ξενοδοχείου, στον όροφο που κανένας απ' το προσωπικό δεν θα παραδεχόταν πως ήταν ο δέκατος τρίτος του Δελφινιού, και σκέφτηκε να κάνει μεταβολή και να καλέσει το ασανσέρ. Μόνο που, αν το έκανε, ο Όλιν θα κέρδιζε. Και θα υπήρχε ένα μεγάλο κενό, μια τρύπα, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το καλύτερο κεφάλαιο του καινούριου του βιβλίου. Οι αναγνώστες μπορεί να μην το ήξεραν, ο εκδότης και ο ατζέντης του μπορεί να μην το ήξεραν, ο Ρόμπερτσον, ο δικηγόρος του, μπορεί να μην... όμως αυτός· θα το ήξερε. Αντί να καλέσει το ασανσέρ, σήκωσε το χέρι του, πρώτα άγγιξε το τσιγάρο πίσω από το αυτί του -μια παλιά, αφηρημένη χειρονομία που πια την έκανε ασυναίσθητα- και ύστερα το γιακά του τυχερού πουκαμίσου του. Έπειτα

Page 374: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

διέσχισε το διάδρομο προς το 1408, με το βαλιτσάκι του να κουνιέται πέρα δώθε στο πλευρό του.

II Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που απέμεινε από τη σύντομη παραμονή του Μάικ Ένσλιν (διήρκεσε κάπου εβδομήντα λεπτά) στο δωμάτιο 1408 ήταν τα έντεκα λεπτά ηχογραφημένης ταινίας στο κασετόφωνο του, που ήταν λιγάκι καμένο αλλά σε καμία περίπτωση κατεστραμμένο. Το πιο συναρπαστικό στοιχείο στην αφήγηση ήταν το πόσο λίγη αφήγηση υπήρχε. Και πόσο παράξενη γινόταν. Η πρώην σύζυγος του, με την οποία εξακολουθούσε να είναι φίλος, του είχε δωρίσει το κασετόφωνο πριν από πέντε χρόνια. Στην πρώτη «αποστολή» του (στο αγρόκτημα των Ρίλσμπι στο Κάνσας) είχε θυμηθεί την τελευταία στιγμή να το βάλει μαζί με τα πέντε κίτρινα σημειωματάρια και τη γεμάτη ξυσμένα μολύβια κασετίνα που είχε μαζί του. Όταν βρισκόταν πια μπροστά στην πόρτα του δωματίου 1408 στο ξενοδοχείο Δελφίνι, έπειτα από τρία βιβλία, δεν είχε παρά ένα μοναδικό στυλό κι ένα σημειωματάριο, συν πέντε ενενηντάρες κασέτες, εκτός από αυτή που είχε βάλει στο κασετόφωνο πριν φύγει από το διαμέρισμα του. Είχε ανακαλύψει πως η προφορική αφήγηση τον βόλευε περισσότερο από τις σημειώσεις, γιατί έτσι περιέγραφε τα διάφορα γεγονότα, ανάμεσα τους και κάποια αληθινά σπουδαία, μόλις συνέβαιναν, όπως τότε που του είχαν επιτεθεί οι νυχτερίδες στον στοιχειωμένο, υποτίθεται, πύργο του κάστρου Γκάρτσμπι. Είχε τσιρίξει σαν κορίτσι την πρώτη φορά που ανεβαίνει στο τρενάκι του τρόμου στο λούνα παρκ. Οι φίλοι του, όταν άκουγαν αυτή την κασέτα, ξεσπούσαν όλοι σε γέλια. Επίσης, το μικρό κασετόφωνο ήταν πιο πρακτικό από τις σημειώσεις, ειδικά όταν βρισκόσουν σ' ένα παγωμένο κοιμητήριο στο Νιου Μπράνσγουικ κι ένα μπουρίνι σου γκρέμιζε ξαφνικά τη σκηνή στις τρεις τη νύχτα. Δεν μπορούσες να κρατήσεις πολύ καλές σημειώσεις κάτω από αυτές τις συνθήκες, όμως μπορούσες να μιλήσεις... κι αυτό ήταν που είχε κάνει ο Μάικ· είχε συνεχίσει να μιλά καθώς πάλευε να βγει από τη βρεγμένη, γκρεμισμένη του σκηνή, δίχως να πάρει ποτέ το βλέμμα του από το παρηγορητικό κόκκινο ματάκι του κασετοφώνου. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι «αποστολές», το μικρό κασετόφωνο Sony γινόταν σταδιακά φίλος του. Δεν είχε καταγράψει ποτέ κάποιο αληθινό υπερφυσικό συμβάν στη λεπτή ταινία που ξετυλιγόταν ανάμεσα στα καρούλια του, κι αυτό συμπεριλάμβανε τα αποσπασματικά σχόλια που έκανε κατά την παραμονή του στο 1408, όμως δεν ήταν άξιο απορίας που είχε φτάσει να νιώθει τόση

Page 375: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στοργή για το κασετόφωνο. Οι νταλικέρηδες κάποια στιγμή ερωτεύονται τις νταλίκες τους· οι συγγραφείς λατρεύουν μια συγκεκριμένη πένα, ή μια καταχτυπημένη παλιά γραφομηχανή· οι καθαρίστριες στενοχωριούνται όταν πρέπει να πετάξουν την παλιά τους σκούπα. Ο Μάικ δεν είχε χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσει ένα αληθινό φάντασμα ή ένα ψυχοκινητικό φαινόμενο έχοντας μονάχα το κασετόφωνο για να τον προστατεύσει, σαν άλλη εκδοχή του σταυρού ή των σκόρδων, όμως τον είχε συντροφέψει κάμποσες φορές. Τα προβλήματα του με το 1408 άρχισαν προτού καν μπει στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν στρεβλή. Όχι πολύ, όμως ήταν έγερνε λίγο προς τα αριστερά. Αρχικά, του θύμισε τις ταινίες τρόμου στις οποίες ο σκηνοθέτης πάσχιζε να δείξει με γερτά πλάνα την αγωνία που ένιωθε ένας από τους ήρωες. Αυτόν το συνειρμό ακολούθησε ένας άλλος· το πώς φαίνονταν οι πόρτες όταν βρισκόσουν σ' ένα σκάφος και ο καιρός ήταν λιγάκι κακός. Πήγαιναν μπρος πίσω, πήγαιναν δεξιά αριστερά, σαν μετρονόμος, τικ-τακ, τικ-τακ, μέχρι που ένιωθες το κεφάλι σου να γυρίζει λιγάκι και το στομάχι σου να ανακατεύεται. Όχι πως ο ίδιος ένιωθε έτσι, όχι, καθόλου, όμως... Ναι, νιώθω. Λιγάκι. Και θα το ομολογούσε, μόνο και μόνο γιατί είχε υπαινιχθεί ο Όλιν πως με τη στάση του ήταν αδύνατο να είναι αντικειμενικός στον αναμφίβολα υποκειμενικό χώρο της υπερφυσικής δημοσιογραφίας. Έσκυψε (συνειδητοποιώντας πως, μόλις έπαψε να κοιτάζει την αμυδρά στρεβλή πόρτα, το στομάχι του έπαψε να ανακατεύεται), άνοιξε την πλαϊνή τσέπη της βαλιτσούλας του κι έβγαλε το κασετόφωνο. Ισιώνοντας το κορμί του, πάτησε το κουμπί της ηχογράφησης κι άνοιξε το στόμα του για να πει: «Η πόρτα του δωματίου 1408 σε υποδέχεται με τον δικό της, μοναδικό τρόπο. Μοιάζει να έχει τοποθετηθεί στραβά, με μια ελαφριά κλίση προς τα αριστερά». Είπε Η πόρτα και τίποτ' άλλο. Στην κασέτα, ακούγονται και οι δύο λέξεις ολοκάθαρα -Η πόρτα- και ύστερα ένας κοφτός ήχος καθώς ο Μάικ πατούσε το ΣΤΟΠ. Γιατί η πόρτα δεν ήταν στρεβλή. Ήταν ολόισια. Ο Μάικ γύρισε, κοίταξε την πόρτα του 1409 στην απέναντι μεριά του διαδρόμου και ύστερα ξανακοίταξε την πόρτα του 1408. Και οι δύο ήταν ολόιδιες, άσπρες με χρυσαφένια πόμολα και χρυσαφένιες πινακίδες με τον αριθμό. Ολόιδιες και ολόισιες. Ο Μάικ έσκυψε, σήκωσε το βαλιτσάκι του με το χέρι που κρατούσε το κασετόφωνο, πλησίασε με το άλλο χέρι το κλειδί στην κλειδαριά και ύστερα σταμάτησε ξανά.

Page 376: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η πόρτα ήταν πάλι στρεβλή. Αυτή τη φορά έγερνε λίγο προς τα δεξιά. «Αυτό είναι γελοίο», ψιθύρισε ο Μάικ, όμως ένιωθε πάλι το στομάχι του να ανακατεύεται. Δεν ήταν απλώς σαν ναυτία· ήταν ναυτία. Πριν από δύο χρόνια είχε ταξιδέψει ως την Αγγλία με το Βασίλισσα Ελισάβετ 2 κι ένα βράδυ είχε πολλή φουρτούνα. Αυτό που θυμόταν πιο καθαρά ο Μάικ ήταν να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι της πολυτελούς καμπίνας του, έτοιμος να κάνει εμετό, αλλά δίχως να τα καταφέρνει ποτέ· και το πώς η ναυτία χειροτέρευε αν κοίταζε ο Μάικ την πόρτα... το τραπέζι... πώς πήγαιναν μπρος πίσω... δεξιά αριστερά... πέρα δώθε σαν χρονόμετρο, τικ-τακ... Ο Όλιν φταίει, σκέφτηκε. Αυτό δεν ήθελε; Σε προϊδέασε για να το πάθεις, φιλαράκο. Σε προετοίμασε καλά καλά. Φίλε μου, πώς θα γελούσε αν μπορούσε να σε δει. Πώς... Ξάφνου συνειδητοποίησε πως ο Όλιν κατά πάσα πιθανότητα μπορούσε να τον δει. Ο Μάικ κοίταξε προς τους ανελκυστήρες στο βάθος του διαδρόμου, δίχως να δώσει σημασία στο πώς η ναυτία του πέρασε τη στιγμή που έπαψε να κοιτάζει την πόρτα. Πάνω και αριστερά από τους ανελκυστήρες, είδε αυτό που περίμενε: μια κάμερα κλειστού κυκλώματος. Ένας από τους φύλακες του ξενοδοχείου μπορεί να κοίταζε αυτή τη στιγμή κι ο Μάικ θα στοιχημάτιζε πως ο Όλιν βρισκόταν πλάι του και γελούσαν και οι δυο σαν χάχες. Για να μάθει να έρχεται εδώ με το δικηγόρο τον και να μας απειλεί, θα έλεγε ο Όλιν. Κοίτα τον! θα αποκρινόταν ο φύλακας μ' ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο. Είναι ο ίδιος σαν φάντασμα έτσι που έχει ασπρίσει, κι ακόμη δεν έχει βάλει καν το κλειδί στην κλειδαριά. Μπράβο, αφεντικό! Ό,τι του είπες το έχαψε! Δεν θα σας κάνω το χατίρι, διάβολε, σκέφτηκε ο Μάικ. Έμεινα στο σπίτι των Ρίλσμπι εγώ, κοιμήθηκα στο δωμάτιο οπού σκοτώθηκαν τουλάχιστον οι δυο, και κοιμήθηκα, είτε το πιστεύετε είτε όχι. Πέρασα μια νύχτα δίπλα στον τάφο τον Τζέφρι Ντάμερ εγώ, και μια δυο ταφόπετρες μακριά από τον Λάβκραφτ. Βούρτσισα τα δόντια μου δίπλα στην μπανιέρα οπού υποτίθεται πως έπνιξε ο σερ Ντέϊβιντ Σμάιδ και τις δνο τον συζύγους. Εδώ και πολύ καιρό, έχουν πάψει πια να με φοβίζουν οι ιστορίες τρόμου. Δεν πρόκειται να με φοβίσετε τώρα εσείς, διάβολε! Ξανακοίταξε την πόρτα... που ήταν ολόισια. Γρύλισε, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε. Η πόρτα άνοιξε. Ο Μάικ μπήκε μέσα. Η πόρτα δεν έκλεισε αργά πίσω του, καθώς γύρευε το διακόπτη του φωτός, αφήνοντάς τον στο απόλυτο σκοτάδι (άλλωστε, από το παράθυρο έμπαινε η λάμψη από τα φώτα της διπλανής πολυκατοικίας). Βρήκε το διακόπτη. Όταν τον πίεσε,

Page 377: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

το φως της οροφής, που είχε κρυστάλλινα στολίδια κρεμασμένα γύρω του, άναψε. Το ίδιο και η λάμπα δαπέδου δίπλα στο γραφείο στην πέρα μεριά του δωματίου. Το παράθυρο ήταν σχεδόν πάνω από το γραφείο, για να μπορεί, όποιος έγραφε εκεί, να σταματά τη δουλειά του και να κοιτάζει την Εξηκοστή Πρώτη Οδό... ή να μπορεί να πηδήξει στην Εξηκοστή Πρώτη Οδό, αν ένιωθε μια τέτοια ξαφνική παρόρμηση. Μόνο που... Ο Μάικ άφησε το βαλιτσάκι του μέσα από την πόρτα, την έκλεισε και πίεσε ξανά το κουμπί της ηχογράφησης. Το κόκκινο φωτάκι άναψε. «Σύμφωνα με τον Όλιν, έξι άνθρωποι έχουν πηδήξει από το παράθυρο που κοιτάζω», είπε, «όμως απόψε δε σκοπεύω να κάνω καμιά βουτιά από τον δέκατο τέταρτο -συγνώμη, τον δέκατο τρίτο- όροφο του ξενοδοχείου Δελφίνι. Υπάρχει ένα σιδερένιο ή ατσάλινο πλέγμα απέξω. Φύλαγε τα ρούχα σου... Το 1408 είναι αυτό που θα ονόμαζε κανείς μίνι σουίτα, φαντάζομαι. Το δωμάτιο όπου βρίσκομαι έχει δύο πολυθρόνες, έναν καναπέ, ένα γραφείο κι ένα ντουλάπι που μάλλον έχει μέσα την τηλεόραση κι ίσως ένα μικρό μπαρ. Το χαλί στο πάτωμα δεν είναι τίποτε σπουδαίο. Καμία σχέση με του Όλιν, πιστέψτε με. Η ταπετσαρία το ίδιο. Έχει... μισό λεπτό...» Σ' αυτό το σημείο ο ακροατής ακούει άλλο έναν κοφτό ήχο καθώς ο Μάικ πιέζει ξανά το ΣΤΟΠ. Η λιγοστή αφήγηση στην κασέτα έχει αυτή την αποσπασματική μορφή. Καμία σχέση με τις υπόλοιπες εκατόν πενήντα κασέτες που έχει ο ατζέντης του στην κατοχή του. Επιπλέον, η φωνή του ακούγεται όλο και πιο ταραγμένη. Δεν είναι η φωνή ενός ανθρώπου που δουλεύει, αλλά ενός σαστισμένου άντρα που έχει αρχίσει ασυναίσθητα να παραμιλά. Η ελλειπτική φύση των κασετών κι αυτό το αυξανόμενο σάστισμα στη φωνή του κάνουν αναμφισβήτητα τον ακροατή να νιώθει άβολα. Πολλοί ζητούν να σταματήσει η κασέτα πολύ πριν φτάσει στο τέλος. Οι απλές λέξεις σε μια σελίδα δεν μπορούν να εκφράσουν την αυξανόμενη βεβαιότητα που νιώθει ένας ακροατής πως ακούει κάποιον που χάνει, αν όχι τα λογικά του, τουλάχιστον την επαφή του με την πραγματικότητα, όμως ακόμη και οι στεγνές λέξεις φανερώνουν πως κάτι συνέβαινε. Αυτό που είχε προσέξει ο Μάικ σ' εκείνη τη φάση ήταν οι εικόνες στους τοίχους. Υπήρχαν τρεις: μια γυναίκα με βραδινή τουαλέτα στο στυλ της δεκαετίας του είκοσι, όρθια σε μια σκάλα· ένα ιστιοφόρο σ' ένα χαρακτικό σαν αυτά του δέκατου ένατου αιώνα· και μια νεκρή φύση με φρούτα -με τα μήλα, τα πορτοκάλια και τις μπανάνες να έχουν μια δυσάρεστη κίτρινη-πορτοκαλιά απόχρωση. Και οι τρεις εικόνες ήταν μέσα σε γυάλινα πλαίσια,

Page 378: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

και οι τρεις στρεβλές. Ήταν έτοιμος να το αναφέρει αυτό στην κασέτα, όμως τι ήταν αυτό το τόσο ασυνήθιστο, που άξιζε να αναφερθεί, σε τρία στραβά κάδρα; Μια στρεβλή πόρτα... μάλιστα, αυτό είχε λίγη από κείνη την παλιά γοητεία του .Εργαστηρίου του Δόκτορος Καλιγκάρι. Όμως η πόρτα δεν ήταν στρεβλή· απλώς τον είχαν ξεγελάσει τα μάτια του για μια στιγμή, αυτό ήταν μόνο. Η γυναίκα στη σκάλα έγερνε αριστερά. Το ίδιο και το ιστιοφόρο, όπου Εγγλέζοι ναύτες με παντελόνια καμπάνα στέκονταν στην κουπαστή κι έβλεπαν ένα κοπάδι χελιδονόψαρα. Τα κιτρινωπά-πορτοκαλιά φρούτα -που του Μάικ του έδιναν την εντύπωση φρουτιέρας ζωγραφισμένης στο φως ενός εκτυφλωτικού ήλιου του ισημερινού, σαν τον ήλιο στο Τσάι στη Σαχαρα- έγερναν δεξιά. Αν και συνήθως δεν πρόσεχε τις λεπτομέρειες, τα ίσιωσε ένα ένα. Βλέποντας τα έτσι γερτά, ένιωθε να ανακατεύεται λιγάκι ξανά. Αυτό δεν τον ξάφνιαζε όμως. Στο Βασίλισσα Ελισάβετ 2 είχε ανακαλύψει πως, αν ένιωθες μια φορά ναυτία, ύστερα την ένιωθες ξανά με το παραμικρό. Του είχαν πει πως, αν επέμενες και ξεπερνούσες αυτή τη φάση της έντονης ευαισθησίας, συνήθως προσαρμοζόσουν... «αποκτούσες θαλασσινό στομάχι», έλεγαν ακόμη κάποιοι απ' τους παλιούς ναυτικούς. Ο Μάικ δεν είχε ταξιδέψει αρκετά στη θάλασσα για να αποκτήσει θαλασσινό στομάχι, ούτε ενδιαφερόταν να το κάνει. Τα έβγαζε πέρα μια χαρά με το στεριανό του στομάχι, κι αν τον ηρεμούσε το να ισιώσει τα τρία κάδρα στο απολύτως συνηθισμένο καθιστικό του 1408, τότε δεν είχε κανένα πρόβλημα να το κάνει. Το τζάμι στα κάδρα ήταν σκονισμένο. Γλίστρησε τα δάχτυλα του πάνω στη νεκρή φύση κι άφησε δυο παράλληλες γραμμές. Η σκόνη είχε μια λιπαρή, γλιστερή υφή. Σαν το μετάξι λίγο πριν σαπίσει, ήταν αυτό που του ήρθε στο νου, αλλά ο Μάικ δεν σκόπευε να γράψει ούτε αυτή τη φράση στην κασέτα. Πώς μπορούσε να ξέρει τι υφή έχει το μετάξι λίγο πριν σαπίσει; Μονάχα ένας μεθυσμένος θα έκανε αυτή τη σκέψη. 'Όταν ίσιωσε τα κάδρα, τραβήχτηκε παραπίσω και τα περιεργάστηκε ένα ένα: τη γυναίκα με το βραδινό φόρεμα, δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας· το καράβι που όργωνε μία από τις εφτά θάλασσες, αριστερά απ' το γραφείο· και τελικά τα αποκρουστικά (και κακοζωγραφισμένα) φρούτα, δίπλα στο ντουλάπι της τηλεόρασης. Σχεδόν περίμενε να είναι ξανά στραβά, ή να γείρουν μπροστά στα μάτια του, όπως συνέβαινε σε ταινίες σαν τον Πύργο των Φαντασμάτων και σε

Page 379: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παλιά επεισόδια της Ζώνης τον Λυκόφωτος, αλλά τα κάδρα παρέμειναν ολόισια. Όχι, είπε από μέσα του, πως θα υπήρχε κάτι υπερφυσικό ή παραφυσικό αν στράβωναν ξανά. Απ' την εμπειρία του ήξερε πως η επαναφορά ήταν στη φύση των πραγμάτων οι άνθρωποι που είχαν κόψει το κάπνισμα (ασυναίσθητα άγγιξε το τσιγάρο πίσω από το αυτί του) ήθελαν να συνεχίσουν να καπνίζουν και τα κάδρα που κρέμονταν στραβά απ' την εποχή της προεδρίας του Νίξον ήθελαν να συνεχίσουν να γέρνουν. Κι είναι πολύ καιρό εδώ, δεν υπάρχει αμφιβολία, σκέφτηκε ο Μάικ. Αν τα έβγαζα από τους τοίχους, θα έβλεπα πιο ανοιχτόχρωμα ορθογώνια στην ταπετσαρία. Ή έντομα να τρέχουν πέρα δώθε, όπως όταν αναποδογυρίζεις μια πέτρα. Υπήρχε κάτι ταυτόχρονα τρομακτικό και αποκρουστικό σ' αυτή την ιδέα, και μια ολοζώντανη εικόνα ξεπήδησε στο νου του, τυφλών λευκών σκουληκιών να βγαίνουν σαν ζωντανό πύον μέσα από την ταπετσαρία που πριν ήταν σκεπασμένη. Ο Μάικ σήκωσε το κασετόφωνο, πίεσε το κουμπί της ηχογράφησης και είπε: «Ο Όλιν σίγουρα πυροδότησε μια ολόκληρη σειρά συνειρμών μέσα στο κεφάλι μου. Ή αλυσίδα συνειρμών, τι λέμε από τα δύο; Ήθελε να μου κόψει τη χολή, και σίγουρα το κατόρθωσε. Να μου κόψει τη χολή, όπως λέμε...» Όπως λέμε τι; Όπως λέμε να στάξει χολή; Αυτό ήταν γελοίο. Να στάξει ποια χολή; Ήταν... Σ' αυτό το σημείο στην κασέτα, με άχρωμη και ολοκάθαρη φωνή, ο Μάικ Ένσλιν λέει: «Πρέπει να συνέλθω. Τώρα». Ύστερα ξανακούγεται ο κοφτός ήχος, καθώς ο Μάικ ξανακλείνει το κασετόφωνο. Σφάλισε τα μάτια του και πήρε τέσσερις μεγάλες, αργές ανάσες, μετρώντας ως το πέντε μέχρι να βγάλει τη καθεμία από μέσα του. Δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο, ούτε στα υποτιθέμενα στοιχειωμένα σπίτια ούτε στα υποτιθέμενα στοιχειωμένα κοιμητήρια ή τα υποτιθέμενα στοιχειωμένα κάστρα. Αυτό δεν έμοιαζε με στοίχειωμα, ή με ό,τι φανταζόταν ο Μάικ πως θα ήταν ένα στοίχειωμα· αυτό ήταν σαν να βρισκόταν υπό την επήρεια κάποιου φτηνού, κακού ναρκωτικού. Ο Όλιν φταίει. Ο Όλιν σε υπνώτισε, όμως θα συνέλθεις. θα περάσεις όλη την αναθεματισμένη νύχτα σ' αυτό το δωμάτιο, κι όχι μονάχα γιατί είναι το καλύτερο μέρος όπου βρέθηκες ποτέ -αφαίρεσε τον Όλιν και έχεις ήδη αρκετά για την καλύτερη ιστορία φαντασμάτων της δεκαετίας-, αλλά γιατί δεν πρόκειται να κερδίσει ο Όλιν. Αυτός και οι ανοησίες του για το πώς έχουν πεθάνει τριάντα άνθρωποι εδώ μέσα· όχι, δεν πρόκειται να κερδίσει. Έχεις τον έλεγχο, Μάϊκ, γι' Αυτό ανάσανε... βγάλε τον αέρα. Ανάσανε... βγάλε τον αέρα. Εισπνοή... εκπνοή...

Page 380: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Συνέχισε να ανασαίνει έτσι για ενάμισι λεπτό περίπου κι όταν ξανάνοιξε τα μάτια του ένιωθε μια χαρά'. Τα κάδρα στον τοίχο; Ολόισια ακόμη. Τα φρούτα στη φρουτιέρα; Ακόμη κίτρινα-πορτοκαλιά και πιο άσχημα από ποτέ. Φρούτα της Σαχάρας, ναι. Φάε ένα και θα υποφέρεις απ' το κόψιμο. Πίεσε το κουμπί της ηχογράφησης. Το κόκκινο ματάκι άναψε. «Για κάνα δυο λεπτά ένιωσα να ανακατεύομαι λιγάκι», είπε διασχίζοντας το δωμάτιο ως το γραφείο και το παράθυρο με το προστατευτικό πλέγμα απέξω. «Ίσως να φταίνε τα παραμύθια του Όλιν, αλλά θα μπορούσα να πιστέψω ότι νιώθω μια αληθινή παρουσία εδώ». Φυσικά δεν ένιωθε τίποτε τέτοιο, όμως, από τη στιγμή που το είχε πει στην κασέτα, θα μπορούσε να γράψει ό,τι ήθελε. «Ο αέρας μυρίζει κλεισούρα. Δε βρομά, δε μυρίζει μούχλα· ο Όλιν είπε πως το αερίζουν τακτικά, όμως για λίγη ώρα κάθε φορά, και... ναι... ο αέρας μυρίζει κλεισούρα. Ε, τι είναι αυτό εδώ;» Υπήρχε ένα σταχτοδοχείο πάνω στο γραφείο, απ' αυτά τα μικρά από χοντρό γυαλί, που βλέπει κανείς στα ξενοδοχεία, παντού, και μέσα υπήρχε ένα σπιρτόκουτο. Η εικόνα, πάνω, ήταν του ξενοδοχείου Δελφίνι. Μπροστά από το ξενοδοχείο έστεκε ένας χαμογελαστός πορτιέρης με παλιομοδίτικη στολή, με επωμίδες, χρυσά σιρίτια και καπέλο που θα έδειχνε ταιριαστό σ' ένα μπαρ ομοφυλοφίλων, φορεμένο από κάποιον με μούσκουλα, μπότες μοτοσικλετιστή, πέτσινο βρακί και τίποτ' άλλο. Στην Πέμπτη Λεωφόρο, μπροστά από το ξενοδοχείο, κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα μιας άλλης εποχής· Πάκαρντ και Χάντσον, Στουντμπέϊκερ και Κράισλερ Νιου Γιόρκερ με φτερά. «Το σπιρτόκουτο μέσα στο σταχτοδοχείο μοιάζει να είναι περίπου του 1955», είπε ο Μάικ και το έβαλε στην τσέπη του τυχερού χαβανέζικου πουκαμίσου του. «Το κρατώ σαν ενθύμιο. Τώρα είναι καιρός για λίγο καθαρό αέρα». Ακούγεται ένας θόρυβος καθώς αφήνει το κασετόφωνο, κατά πάσα πιθανότητα πάνω στο γραφείο. Σιωπή, και ύστερα αόριστοι ήχοι και κάνα δυο βογκητά που φανερώνουν σωματική προσπάθεια. Ύστερα πάλι σιωπή κι έπειτα ένας τσιριχτός ήχος. «Επιτέλους!» αναφωνεί. Αυτό ακούγεται λιγάκι μακριά απ' το μικρόφωνο, αλλά ύστερα ο Μάικ το επαναλαμβάνει από πιο κοντά. «Επιτυχία!» λέει σηκώνοντας το κασετόφωνο απ' το γραφείο. «Το κάτω μισό δε λέει να κουνηθεί... είναι σαν καρφωμένο... όμως το πάνω μισό άνοιξε. Ακούω την κίνηση στην Πέμπτη Λεωφόρο κι ο θόρυβος από τις κόρνες έχει κάτι το ανακουφιστικό. Κάποιος παίζει σαξόφωνο,

Page 381: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ίσως μπροστά από το Πλάζα, που είναι στην απέναντι μεριά του δρόμου και δύο τετράγωνα παρακάτω. Μου θυμίζει τον αδερφό μου». Ο Μάικ σώπασε ξάφνου, κοιτάζοντας το κόκκινο ματάκι. Ήταν σαν να τον μεμφόταν. Τον αδερφό του; Ο αδερφός του ήταν νεκρός, ένα από τα θύματα του πολέμου της νικοτίνης. Ύστερα ηρέμησε. Και λοιπόν; Αυτός τώρα ήταν ο πόλεμος των στοιχειών, και ο Μάικλ Ένσλιν ήταν πάντα νικητής. Όσο για τον Ντόναλντ Ένσλιν... «Ο αδερφός μου φαγώθηκε στην πραγματικότητα από λύκους ένα χειμώνα στον αυτοκινητόδρομο του Κονέτικατ», είπε και ύστερα έβαλε τα γέλια και πάτησε το ΣΤΟΠ. Υπάρχουν κι άλλα στην κασέτα, λίγα ακόμη, όμως αυτή είναι η τελευταία κατανοητή φράση... η τελευταία φράση, δηλαδή, που βγάζει κάποιο νόημα. Ο Μάικ έκανε μεταβολή και κοίταξε τα κάδρα. Εξακολουθούσαν να κρέμονται ολόισια, σαν καλά και υπάκουα κάδρα. Αυτή η νεκρή φύση, όμως· τι άσχημη που ήταν, διάβολε! Πίεσε το κουμπί της ηχογράφησης και είπε δυο λέξεις στο κασετόφωνο: φλόγινα πορτοκαλιά. Ύστερα το έκλεισε ξανά και διέσχισε το δωμάτιο ως την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Στάθηκε δίπλα στη γυναίκα με το βραδινό φόρεμα, έβαλε το χέρι στη σκοτεινιά κι έψαξε για το διακόπτη στα τυφλά. Φευγαλέα ένιωσε (είναι σαν δέρμα, σαν αρχαίο νεκρό δέρμα) πως κάτι συνέβαινε με την ταπετσαρία κάτω από τη χούφτα του και ύστερα τα δάχτυλα του βρήκαν το διακόπτη. Κίτρινο φως πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα, από άλλο ένα από εκείνα τα φώτα οροφής μέσα στα κρεμασμένα γυάλινα μπιχλιμπίδια. Το κρεβάτι ήταν διπλό, κρυμμένο κάτω από ένα κίτρινο-πορτοκαλί κάλυμμα. «Γιατί κρυμμένο;» ρώτησε ο Μάικ το κασετόφωνο και ύστερα ξαναπάτησε το ΣΤΟΠ. Μπήκε μέσα, σαγηνευμένος από τη φλόγινη Σαχάρα του καλύμματος, από τα καρκινικά εξογκώματα των μαξιλαριών από κάτω. Να κοιμηθεί εδώ; Σε καμία περίπτωση! θα ήταν σαν να κοιμόταν μέσα σ' εκείνη την αναθεματισμένη τη νεκρή φύση, σαν να κοιμόταν μέσα σ' εκείνη τη φρικτά ζεστή κάμαρα στο Τσάι στη Σαχάρα, που δεν μπορούσες να τη διακρίνεις καθαρά" μια κάμαρα για παράφρονες εκπατρισμένους Άγγλους, τυφλούς από τη σύφιλη που κόλλησαν πηδώντας τη μητέρα τους· με πρωταγωνιστή, στην κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας, τον Λόρενς Χάρβεϊ ή τον Τζέρεμι Άιρονς, έναν από εκείνους τους ηθοποιούς που σου φαινόταν φυσικό να κάνουν κάτι αφύσικο... Ο Μάικ πίεσε το κουμπί της ηχογράφησης, το κόκκινο φωτάκι άναψε, και είπε: «Ο Ορφέας στο Ορφέουμ Σίρκουιτ, όχι στον Άδη αλλά σ' ένα

Page 382: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

συνονόματο κινηματογράφο του!» Ύστερα ξαναπάτησε το ΣΤΟΠ. Ζύγωσε στο κρεβάτι. Το κάλυμμα έλαμπε κίτρινο-πορτοκαλί. Η ταπετσαρία, ίσως κρεμ στο ηλιόφως, είχε πάρει την κίτρινη πορτοκαλιά λάμψη του καλύμματος. Υπήρχε από ένα κομοδίνο στις δυο μεριές του κρεβατιού. Πάνω στο ένα υπήρχε ένα τηλέφωνο, μεγάλο, μαύρο και όχι με πλήκτρα αλλά με καντράν, με τρύπες σαν ξαφνιασμένα άσπρα μάτια. Στο άλλο κομοδίνο υπήρχε ένας δίσκος μ' ένα δαμάσκηνο μέσα. Ο Μάικ πίεσε το κουμπί της ηχογράφησης και είπε: «Δεν είναι αληθινό δαμάσκηνο αυτό. Είναι πλαστικό». Ξαναπάτησε το ΣΤΟΠ. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε ένας κατάλογος. Ο Μάικ έσκυψε πάνω από τη μια μεριά του κρεβατιού, προσέχοντας να μην αγγίξει ούτε το κρεβάτι ούτε τον τοίχο, κι έπιασε τον κατάλογο. Πάσχισε να μην αγγίξει ούτε το κάλυμμα, όμως τα ακροδάχτυλά του το ακούμπησαν ελαφρά κι ο Μάικ στέναξε. Ήταν μαλακό μ' ένα φρικτό τρόπο. Παρ' όλα αυτά, έπιασε τον κατάλογο. Ήταν στα γαλλικά και, παρ' ότι είχε να κάνει γαλλικά από το σχολείο, ένα απ' αυτά που προσφέρονταν για πρωινό έμοιαζε να είναι πουλί ψημένο σε περιττώματα. Τουλάχιστον Αυτό ακούγεται σαν κάτι που θα έτρωγαν οι Γάλλοι, σκέφτηκε κι ένα τρελό γέλιο ξεχύθηκε απ' το στόμα του. Έκλεισε τα μάτια του· τα άνοιξε. Ο κατάλογος ήταν στα ρωσικά. Έκλεισε τα μάτια του· τα άνοιξε. Ο κατάλογος ήταν στα ιταλικά. Έκλεισε τα μάτια του· τα άνοιξε. Δεν υπήρχε κατάλογος, αλλά μια ξυλογραφία με ένα αγόρι που ούρλιαζε κοιτάζοντας πίσω του ένα λύκο που του είχε καταπιεί το πόδι ως το γόνατο. Τα αυτιά του λύκου ήταν ριγμένα πίσω και θύμιζε τεριέ με το αγαπημένο του παιχνίδι. Δεν το βλέπω αυτό, σκέφτηκε ο Μάικ, και φυσικά δεν το έβλεπε. Δίχως να κλείσει τα μάτια, είδε αράδες στα αγγλικά, η καθεμιά μ' ένα διαφορετικό πρωινό έδεσμα. Αβγά, βάφλες, φρέσκα μούρα και καθόλου πουλιά ψημένα σε περιττώματα. Κι όμως... Γύρισε και βγήκε πολύ αργά από τον μικρό χώρο ανάμεσα στον τοίχο και το κρεβάτι, ένα χώρο που τώρα του φαινόταν στενός σαν τάφος. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που δεν την ένιωθε μονάχα στο στήθος του αλλά και στο λαιμό και στους καρπούς του. Τα μάτια του πάλλονταν μέσα στις κόγχες τους. Κάτι δεν πήγαινε καλά στο 1408, ναι, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Ο Όλιν είχε πει κάτι για δηλητηριώδες αέριο κι έτσι ένιωθε τώρα ο Μάικ, σαν να είχε εισπνεύσει δηλητηριώδες αέριο, ή να τον είχαν βάλει με το ζόρι να καπνίσει δυνατό χασίσι με εντομοκτόνο. Ο Όλιν

Page 383: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

έφταιγε, φυσικά, ίσως με την ενεργή και γελαστή συνενοχή των υπευθύνων ασφαλείας του ξενοδοχείου. Είχε διοχετεύσει το ειδικό δηλητηριώδες του αέριο από τους εξαεριστήρες. Το ότι δεν έβλεπε πουθενά εξαεριστήρες ο Μάικ δεν σήμαινε πως δεν υπήρχαν. Ο Μάικ κοίταξε με μάτια ολάνοιχτα, φοβισμένα, τριγύρω στην κρεβατοκάμαρα. Δεν υπήρχε δαμάσκηνο στο αριστερό κομοδίνο. Ούτε πιατέλα. Το κομοδίνο ήταν άδειο. Στράφηκε, έκανε να γυρίσει στο καθιστικό και ύστερα κοντοστάθηκε. Υπήρχε ένα κάδρο στον τοίχο. Δεν μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιος -στην τωρινή του κατάσταση δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ούτε για το ίδιο του το όνομα-, όμως ήταν αρκετά βέβαιος ότι δεν υπήρχε κανένα κάδρο όταν είχε μπει στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν μια νεκρή φύση. Ένα μοναδικό δαμάσκηνο σ' ένα μεταλλικό πιάτο πάνω σ' ένα παλιό τραπέζι από μαδέρια. Το φως που έπεφτε πάνω στο δαμάσκηνο και το πιάτο ήταν φλόγινο κίτρινο-πορτοκαλί. Φως για τανγκό, σκέφτηκε. Φως που κάνει τους νεκρούς να βγαίνουν από τους τάφους τους και να χορεύουν τανγκό. Φως που... «Πρέπει να βγω έξω από δω», ψιθύρισε και γύρισε γρήγορα στο καθιστικό. Συνειδητοποίησε πως τα παπούτσια του είχαν αρχίσει να βγάζουν παράξενους ρουφηχτούς θορύβους, σαν να είχε μαλακώσει το πάτωμα από κάτω τους. Τα κάδρα στο καθιστικό ήταν πάλι στρεβλά, και υπήρχαν κι άλλες αλλαγές. Η γυναίκα στη σκάλα είχε κατεβάσει το φόρεμα της ξεγυμνώνοντας τα στήθη της. Κρατούσε από ένα στο κάθε χέρι. Μια στάλα αίματος κρεμόταν από κάθε θηλή. Η γυναίκα κοίταζε κατάματα τον Μάικλ, χαμογελώντας άγρια. Τα δόντια της ήταν μυτερά σαν σαρκοβόρου. Στην κουπαστή του ιστιοφόρου, μια σειρά από ωχρούς άντρες και γυναίκες είχαν αντικαταστήσει τους ναύτες. Ο άντρας στην αριστερή άκρη, πιο κοντά στη μάσκα του πλοίου, φορούσε ένα καφετί μάλλινο κουστούμι και κρατούσε ένα σκληρό καπέλο. Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο μέτωπο του, με χωρίστρα στη μέση. Το πρόσωπο του ήταν ταραγμένο, το βλέμμα του κενό. Ο Μάικ ήξερε τ' όνομα του: Κέβιν Ο' Μάλεΐ, ο πρώτος ένοικος του δωματίου, ένας πλασιέ ραπτομηχανών, που είχε πηδήξει από το παράθυρο του δωματίου τον Οκτώβρη του 1910. Στα αριστερά του Ο' Μάλεϊ ήταν οι υπόλοιποι που είχαν πεθάνει εδώ, όλοι με το ίδιο ταραγμένο, άδειο βλέμμα, που τους έκανε να μοιάζουν συγγενείς, μέλη της ίδιας αιμομεικτικής, απίστευτα καθυστερημένης οικογένειας. Στη θέση των φρούτων τώρα υπήρχε ένα κομμένο ανθρώπινο κεφάλι. Κίτρινο-πορτοκαλί φως γλιστρούσε στα βουλιαγμένα μάγουλα, στα

Page 384: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

κρεμασμένα χείλη, στα . στραμμένα προς τα πάνω γυάλινα άψυχα μάτια, στο τσιγάρο πίσω από το δεξί αυτί. Ο Μάικ τρέκλισε προς την πόρτα, και τώρα τα πόδια του όχι μόνο έβγαζαν αυτούς τους ρουφηχτούς ήχους, αλλά έμοιαζαν να κολλούν λιγάκι σε κάθε βήμα. Η πόρτα δεν άνοιγε, φυσικά. Η αλυσίδα κρεμόταν, το μάνταλο ήταν τραβηγμένο, όμως η πόρτα δεν έλεγε να ανοίξει. Ανασαίνοντας κοφτά, ο Μάικ έκανε μεταβολή και, νιώθοντας σαν να διέσχιζε ορμητικά νερά, πήγε ως το γραφείο. Οι κουρτίνες δίπλα στο μισάνοιχτο παράθυρο σάλευαν σπασμωδικά, όμως ο Μάικ δεν ένιωθε καθόλου δροσερό αέρα στο πρόσωπο του. Ήταν σαν να τον κατάπινε το δωμάτιο. Άκουγε ακόμη τις κόρνες στην Πέμπτη Λεωφόρο, όμως τώρα από πολύ μακριά. Και το σαξόφωνο, το άκουγε πια; Αν ναι, το δωμάτιο είχε κλέψει τη γλυκύτητα του και τη μελωδία του, αφήνοντας μονάχα ένα μονότονο οξύ βουητό, σαν του αέρα που περνά μέσα από μια τρύπα στο λαιμό ενός νεκρού, ή σαν ενός μπουκαλιού αεριούχου αναψυκτικού, γεμάτου κομμένα δάχτυλα, ή... Σταμάτα, πάσχισε να πει, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει πια. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που έμοιαζε έτοιμη να εκραγεί. Δεν κρατούσε πια το κασετόφωνο του, τον πιστό του σύντροφο σε τόσες «αποστολές». Το είχε αφήσει κάπου. Στην κρεβατοκάμαρα; Αν ήταν στην κρεβατοκάμαρα, θα είχε χαθεί τώρα, θα το είχε καταπιεί το δωμάτιο· κι όταν θα το χώνευε, θα το αφόδευε σ' ένα από τα κάδρα. Πασχίζοντας να ανασάνει, σαν δρομέας κοντά στο τέλος μιας μεγάλης κούρσας, έβαλε το χέρι του στο στήθος του, θέλοντας να γαληνέψει την καρδιά του, κι αυτό που ένιωσε μέσα στην τσέπη του φανταχτερού πουκαμίσου του ήταν ο μικρός τετράγωνος όγκος του κασετοφώνου. Η αίσθηση του, τόσο στερεή και γνωστή, τον στήριξε λιγάκι, τον συνέφερε. Συνειδητοποίησε πως μουρμούριζε... και πως το δωμάτιο του ανταπέδιδε το μουρμουρητό, λες και μυριάδες στόματα ήταν κρυμμένα πίσω από τη στιλπνή, φρικτή ταπετσαρία. Συνειδητοποίησε πως τώρα ανακατευόταν τόσο, που το στομάχι του έμοιαζε να κουνιέται πάνω σε μια γλιστερή τραμπάλα. Ένιωσε τον αέρα να πιέζει τα αυτιά του, μαλακά πηχτός σαν άψητο ζυμάρι. Όμως είχε συνέλθει λιγάκι, αρκετά ώστε να είναι βέβαιος για ένα πράγμα: έπρεπε να ζητήσει βοήθεια όσο προλάβαινε ακόμη. Η σκέψη του Όλιν να χαμογελά αυτάρεσκα (με τον ευγενικό, νεοϋορκέζικα ξενοδοχειακό του τρόπο) και να του λέει Σ' τα 'λεγα εγώ δεν τον ενοχλούσε πια, και η ιδέα πως ο Όλιν είχε προκαλέσει με κάποιον τρόπο, με τη χρήση μιας χημικής ουσίας, αυτές τις παράξενες εμπειρίες και τον φρικτό φόβο που ένιωθε ο Μάικ είχε

Page 385: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

φύγει ολότελα απ' το μυαλό του. Η αιτία ήταν το δωμάτιο. Η αιτία ήταν το αναθεματισμένο το δωμάτιο. Σκοπεύοντας να αρπάξει το ακουστικό του παλιομοδίτικου τηλεφώνου, που ήταν ολόιδιο μ' εκείνο στην κρεβατοκάμαρα, σήκωσε το χέρι του. Ύστερα, όμως, το είδε να κατεβαίνει απίστευτα αργά προς το τραπέζι και η κίνηση του του θύμισε τόσο πολύ χέρι δύτη, που σχεδόν περίμενε να το δει να αφήνει φυσαλίδες στο πέρασμα του. Έκλεισε τα δάχτυλα του γύρω από το ακουστικό και το σήκωσε. Το άλλο του χέρι κατέβηκε εξίσου αργά και πήρε τον αριθμό 0. Βάζοντας το ακουστικό στο αυτί του, άκουσε απανωτούς κοφτούς ήχους καθώς το καντράν γύριζε προς τα πίσω. Οι ήχοι του θύμισαν τον Τροχό της Τύχης... βρήκατε τη λύση ή να γυρίσω τον τροχό; Μην ξεχνάτε πως, αν δοκιμάσετε να απαντήσετε και αποτύχετε, θα πρέπει να βγείτε έξω στο χιόνι δίπλα στον αυτοκινητόδρομο του Κονέτικατ και να σας φάνε οι λύκοι. Δεν άκουσε κανένα κουδούνισμα· απλώς μια τραχιά φωνή άρχισε να μιλά. «Το νούμερο εννέα! Το εννέα! Το νούμερο δέκα! Το δέκα! Σκοτώσαμε όλους σου τους φίλους! Όλοι σου οι φίλοι είναι πια νεκροί! Το νούμερο έξι. Το έξι!» Ο Μάικ απέμεινε να ακούει έντρομος, όχι ό,τι έλεγε η φωνή αλλά την παγερή τραχύτητα της. Δεν ήταν μηχανική φωνή, αλλά ούτε ανθρώπινη ήταν. Ήταν η φωνή του δωματίου. Η παρουσία που έβγαινε από τους τοίχους και το πάτωμα, η παρουσία που του μιλούσε από το τηλέφωνο δεν είχε καμία σχέση με οποιοδήποτε στοίχειωμα ή παραφυσικό φαινόμενο είχε ακουστά ο Μάικ. Υπήρχε κάτι εντελώς ξένο εδώ. Όχι, όχι εδώ ακόμη... όμως ζυγώνει. Πεινά, και είσαι το δείπνο του. Άφησε το ακουστικό να πέσει από τα άψυχα δάχτυλα του και γύρισε. Το ακουστικό απέμεινε να ταλαντεύεται στην άκρη του καλωδίου του όπως ταλαντευόταν το στομάχι του Μάικ μέσα του, κι άκουγε ακόμη εκείνη την τραχιά φωνή να μιλά μέσα από το απόλυτο σκοτάδι: «Το δεκαοχτώ! Τώρα είναι το δεκαοχτώ'. Καλυφθείτε όταν ηχήσει η σειρήνα! Το νούμερο τέσσερα! Το τέσσερα!» Δεν συνειδητοποίησε πως έπιασε το τσιγάρο από πίσω από το αυτί του και το έβαλε στο στόμα του, πως έβγαλε με τρεμάμενα δάχτυλα το σπιρτόκουτο με τον παλιομοδίτικο πορτιέρη με τα χρυσαφιά σιρίτια από τη δεξιά τσέπη του ζωηρόχρωμου πουκαμίσου, πως ύστερα από εννέα χρόνια είχε αποφασίσει τελικά να καπνίσει ένα τσιγάρο. Μπροστά του, το δωμάτιο είχε αρχίσει να λιώνει. Σαν να ξεχείλωνε, έχανε τις ορθές γωνίες του και τις ευθείες του, που δεν καμπύλωναν, όμως, αλλά

Page 386: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

γίνονταν παράξενα, οδυνηρά στην όψη αραβουργήματα. Ο γυάλινος πολυέλαιος στο κέντρο της οροφής άρχισε να ρέει σαν πηχτό σάλιο. Τα κάδρα άρχισαν να λυγίζουν, παίρνοντας σχήματα που θύμιζαν παρμπρίζ παλαιών αυτοκινήτων. Πίσω απ' το τζάμι του πίνακα που ήταν δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, η γυναίκα με τη βραδινή τουαλέτα, τις ματωμένες θηλές και το χαμογελαστό στόμα με τα μυτερά δόντια έκανε μεταβολή και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, με τη σπασμωδική κίνηση μιας βαμπ του βωβού κινηματογράφου. Το τηλέφωνο συνέχιζε να φτύνει λέξεις, με τη φωνή που έβγαινε από μέσα του να θυμίζει τώρα ηλεκτρική μηχανή κουρέματος που έμαθε ξάφνου να μιλά: «Το πέντε! Αυτό είναι το πέντε! Αγνοήστε τη σειρήνα! Ακόμη κι αν βγείτε έξω απ' αυτό το δωμάτιο, δεν μπορείτε να βγείτε ποτέ έξω απ' αυτό το δωμάτιο! Το οχτώ! Αυτό είναι το οχτώ!» Οι πόρτες της κρεβατοκάμαρας και του διαδρόμου είχαν αρχίσει να καταρρέουν, φαρδαίνοντας στη μέση, σαν θύρες για πλάσματα με ανίερα οχήματα. Το φως άρχισε να γίνεται πιο έντονο και καυτό, γεμίζοντας το δωμάτιο μ' εκείνη την κίτρινη-πορτοκαλιά λάμψη. Τώρα ο Μάικ έβλεπε τρύπες στην ταπετσαρία, μαύρους πόρους που άνοιγαν γρήγορα και μεταμορφώνονταν σε στόματα. Το πάτωμα βούλιαξε, έγινε κοίλο, κι ο Μάικ τον άκουσε τώρα να ζυγώνει, τον κάτοικο του δωματίου πίσω από το δωμάτιο, το πράγμα στους τοίχους, αυτόν με τη μονότονη διαπεραστική φωνή. «Το έξι!» ούρλιαξε το τηλέφωνο. «Το έξι, αυτό είναι το έξι, αυτό είναι το αναθεματισμένο το ΕΞΙ!» Κοίταξε το σπιρτόκουτο στο χέρι του, αυτό που είχε πάρει από το σταχτοδοχείο. Παράξενος παλαιός πορτιέρης, παράξενα παλαιά αυτοκίνητα με μεγάλες επιχρωμιωμένες μάσκες... και λέξεις κάτω κάτω, που είχε πολλά χρόνια να τις δει, γιατί τώρα η λωρίδα για το άναμμα των σπίρτων ήταν πάντα από πίσω. ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΜΜΑ. Δίχως να το σκεφτεί -δεν μπορούσε πια να σκεφτεί-, ο Μάικ Ένσλιν έβγαλε ένα μοναδικό σπίρτο, αφήνοντας ταυτόχρονα το τσιγάρο να πέσει από το στόμα του. Άναψε το σπίρτο και το άγγιξε αμέσως στα υπόλοιπα στο σπιρτόκουτο. Ακούστηκε ένα φφφτττ!, μια δυνατή μυρωδιά καιόμενου θείου του τρύπησε τα ρουθούνια σαν οσμή πτητικών αλάτων για τις λιποθυμίες και τα κεφαλάκια των σπίρτων άναψαν. Και πάλι δίχως να το σκεφτεί, ο Μάικ έφερε τα φλεγόμενα σπίρτα μπροστά στο στήθος του πουκαμίσου του. Ήταν φτηνό ρούχο, φτιαγμένο στην Κορέα ή την Καμπότζη ή το Βόρνεο, και παλιό πια, κι έτσι πήρε αμέσως φωτιά. Πριν

Page 387: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ξεπηδήσουν οι φλόγες μπροστά στα μάτια του, κάνοντας το δωμάτιο τρεμάμενο, δίχως στερεότητα ξανά, ο Μάικ το είδε ολοκάθαρα, σαν κάποιος που ξυπνά από εφιάλτη και βρίσκει τον εφιάλτη ζωντανεμένο ολόγυρα του. Το μυαλό του ήταν καθαρό -η έντονη οσμή του θείου και η άξαφνη θερμότητα απ' το πουκάμισο του το είχαν ! καθαρίσει-, όμως το δωμάτιο εξακολουθούσε να θυμίζει παρανοϊκά αραβουργήματα. Η λέξη αραβουργήματα ήταν λάθος, δεν το περιέγραφε ούτε καν κατά προσέγγιση, όμως ήταν η μόνη που μπορούσε να δώσει μια ιδέα αυτού που είχε συμβεί εδώ... που εξακολουθούσε να συμβαίνει. Βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά όλο τρελές γωνίες και καμπύλες, που έλιωνε και σάπιζε. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας είχε μεταμορφωθεί σε θύρα νεκρικού θαλάμου. Και στα αριστερά του, εκεί όπου ήταν το κάδρο με τα φρούτα, ο τοίχος φούσκωνε προς το μέρος του, μακριές ρωγμές σαν στόματα άνοιγαν πάνω του, άνοιγαν σ' έναν κόσμο απ' όπου κάτι ζύγωνε. Ο Μάικ Ένσλιν άκουσε την υγρή, γοργή του ανάσα, μύρισε κάτι ζωντανό και θηριώδες. Η μυρωδιά ήταν σαν κλουβιού με λέοντες στο... Ύστερα φλόγες τσουρούφλισαν το πιγούνι του από κάτω, σβήνοντας μεμιάς κάθε σκέψη απ' το μυαλό του. Η θερμότητα από το φλεγόμενο πουκάμισο του ξανάφερε αυτόν το κλονισμένο άντρα πίσω στον κόσμο και, καθώς άρχιζε να μυρίζει ο Μάικ τις τρίχες που καίγονταν στο στήθος του, διέσχισε τρέχοντας το βουλιαγμένο χαλί ως την πόρτα του διαδρόμου. Ένας βόμβος, σαν των εντόμων, είχε αρχίσει να βγαίνει από τους πόρους στους τοίχους. Το κίτρινο-πορτοκαλί φως δυνάμωνε συνεχώς, σαν ένα αθέατο χέρι να γύριζε έναν αόρατο ροοστάτη. Αυτή τη φορά, όμως, όταν έφτασε στην εξώπορτα και γύρισε το πόμολο, η πόρτα άνοιξε. Ήταν σαν να μην ήξερε το πράγμα πίσω από τον διογκωμένο, παραμορφωμένο τοίχο τι να κάνει ένα φλεγόμενο άνθρωπο, σαν να μην του άρεσε, ίσως, το ψημένο κρέας.

III

Ένα δημοφιλές τραγούδι της δεκαετίας του πενήντα λέει πως η αγάπη κάνει τον κόσμο να γυρίζει, όμως η σύμπτωση μοιάζει να είναι πιθανότερη αιτία από την αγάπη. Ο Ρούφους Ντίαρμπορν, που έμενε στο δωμάτιο 1414, κοντά στους ανελκυστήρες, ήταν πλασιέ των ραπτομηχανών Σίνγκερ και βρισκόταν στην πόλη γιατί θα έπαιρνε προαγωγή σε θέση στελέχους. Κι έτσι έτυχε, κάπου ενενήντα χρόνια μετά το άλμα θανάτου του πρώτου ενοίκου του δωματίου 1408, ένας άλλος πλασιέ ραπτομηχανών να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που είχε έρθει για να γράψει για το δωμάτιο που έλεγαν

Page 388: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πως ήταν στοιχειωμένο. Ή μπορεί να είναι υπερβολή αυτό. Ο Μάικ Ένσλιν μπορεί να είχε ζήσει ακόμη κι αν εκείνη τη στιγμή, στο διάδρομο, δεν υπήρχε κανένας, και μάλιστα κάποιος που επέστρεφε με μια σαμπανιέρα γεμάτη πάγο ανά χείρας. Δεν είναι αστεία υπόθεση να φλέγεται το πουκάμισο σου, και σίγουρα θα είχε καεί πολύ πιο άσχημα αν δεν ήταν ο Ντίαρμπορν, που σκέφτηκε γρήγορα και κινήθηκε ακόμη γρηγορότερα. Όχι πως ο Ντίαρμπορν θυμόταν ύστερα ακριβώς τι συνέβη. Έπλασε μια αρκετά αληθοφανή ιστορία για τις εφημερίδες και τις τηλεοπτικές κάμερες (του άρεσε πολύ η ιδέα να γίνει ήρωας, και σίγουρα δεν έβλαπτε τις επαγγελματικές του φιλοδοξίες) και ολοφάνερα θυμόταν πως είδε ένα φλεγόμενο άνθρωπο να βγαίνει ορμητικά στο διάδρομο, ύστερα όμως όλα ήταν μια θολούρα. Το να πασχίζει να ξαναφέρει στο μυαλό του αυτές τις εικόνες ήταν σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ό,τι είχε κάνει στο χειρότερο μεθύσι της ζωής του. Για ένα πράγμα ήταν βέβαιος, αλλά δεν το είπε σε κανένα δημοσιογράφο, γιατί φαινόταν παράλογο: το ουρλιαχτό του φλεγόμενου άντρα έμοιαζε να δυναμώνει σαν να γύριζε ένα χέρι το κουμπί της έντασης ενός στερεοφωνικού. Έστεκε μπροστά στον Ντίαρμπορν και ο τόνος τον ουρλιαχτού του ήταν συνεχώς ο ίδιος, όμως όχι και η ένταση, θα 'λέγε πως αυτός ο άντρας ήταν ένα απίστευτα θορυβώδες πράγμα που ζύγωνε από μακριά. Ο Ντίαρμπορν διέσχισε τρέχοντας το διάδρομο, κρατώντας τη γεμάτη σαμπανιέρα. Ο φλεγόμενος άντρας -«Μονάχα το πουκάμισο του καιγόταν, το είδα αμέσως», είπε στους δημοσιογράφους- χτύπησε στην αντικρινή πόρτα, τινάχτηκε πίσω, τρέκλισε και έπεσε στα γόνατα. Τότε ήταν που τον έφτασε ο Ντίαρμπορν. Έβαλε το πόδι του στον φλεγόμενο ώμο του πουκαμίσου του άντρα που ούρλιαζε και τον έριξε πάνω στο χαλί του διαδρόμου. Ύστερα άδειασε πάνω του τον πάγο από τη σαμπανιέρα. Αυτά τα πράγματα ήταν θολά στη μνήμη του, αλλά υπήρχαν. Του φάνηκε πως το πουκάμισο που καιγόταν εξέπεμπε μια υπερβολικά έντονη λάμψη, ένα ασφυκτικό κίτρινο-πορτοκαλί φως που του έφερε στο νου ένα ταξίδι που είχε κάνει με τον αδερφό του στην Αυστραλία πριν από δύο χρόνια. Είχαν νοικιάσει ένα τζιπ και είχαν ξεκινήσει για να διασχίσουν τη Μεγάλη Αυστραλιανή Έρημο (οι λιγοστοί κάτοικοι την έλεγαν Μεγάλο Αυστραλιανό Γαμήσι, όπως ανακάλυψαν οι αδερφοί Ντίαρμπορν), που ήταν ένα φοβερό ταξίδι -υπέροχο αλλά απόκοσμο. Ειδικά ο μεγάλος βράχος στη μέση της ερήμου, ο Αρς Ροκ.

Page 389: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Είχαν φτάσει εκεί πάνω που σουρούπωνε και το φως που έπεφτε στα ανθρώπινα πρόσωπα πάνω στο βράχο ήταν σαν αυτό... καυτό και παράξενο... ένα φως που δεν σου φαινόταν καθόλου γήινο... Γονάτισε δίπλα στον άντρα που καιγόταν, μόνο που τώρα ήταν ένας άντρας σκεπασμένος με παγάκια, που έβγαζε καπνούς, και τον κύλησε για να σβήσει τις φλόγες που απλώνονταν προς τη ράχη του πουκαμίσου. Τότε είδε πως το δέρμα στην αριστερή μεριά του λαιμού του άντρα ήταν κόκκινο και φουσκαλιασμένο και πως ο λοβός του αυτιού του σ' εκείνη τη μεριά είχε λιώσει λιγάκι, όμως κατά τ' άλλα... Ο Ντίαρμπορν σήκωσε τα μάτια και του φάνηκε... ήταν τρελό, αλλά του φάνηκε πως η πόρτα απ' όπου είχε ξεπροβάλει ο άντρας ήταν γεμάτη με το φλόγινο φως ενός αυστραλιανού σούρουπου, το καυτό φως ενός μέρους έρημου και κενού, όπου μπορεί να ζούσαν πράγματα που δεν είχε δει ποτέ ανθρώπου μάτι. Ήταν τρομερό εκείνο το φως (κι ο σιγανός βόμβος, σαν ηλεκτρικής μηχανής κουρέματος που πάσχιζε απεγνωσμένα να μιλήσει) αλλά και σαγηνευτικό. Ήθελε να βυθιστεί μέσα του. Ήθελε να δει τι υπήρχε από πίσω. Ίσως κι ο Μάικ, από τη μεριά του, να έσωσε τη ζωή του Ντίαρμπορν. Σίγουρα ένιωσε τον Ντίαρμπορν να σηκώνεται σαν να μην τον ένοιαζε πια ο Μάικ, με το παλλόμενο φλόγινο φως από το 1408 να πλημμυρίζει το πρόσωπο του. Ύστερα το θυμόταν καλύτερα αυτό απ' όσο ο ίδιος ο Ντίαρμπορν, αλλά φυσικά ο Ρούφους Ντίαρμπορν δεν είχε φτάσει στο σημείο να αυτοπυρποληθεί για να γλιτώσει. Ο Μάικ άρπαξε τον Ντίαρμπορν από τα ρεβέρ. «Μην μπεις εκεί μέσα», είπε βραχνά, με το στόμα του γεμάτο καπνό. «Δεν πρόκειται να ξαναβγείς». Ο Ντίαρμπορν σταμάτησε και τα μάτια του καρφώθηκαν στο κόκκινο, φουσκαλιασμένο πρόσωπο του άντρα στο χαλί. «Είναι στοιχειωμένο», είπε ο Μάικ και, σαν να ήταν ένα περίαπτο αυτές οι λέξεις, η πόρτα του δωματίου 1408 έκλεισε με βρόντο, κλείνοντας πίσω της το φως και τον φρικτό βόμβο που ήταν έναρθρος σχεδόν. Ο Ρούφους Ντίαρμπορν, ένας από τους καλύτερους πλασιέ των ραπτομηχανών Σίνγκερ, έτρεξε ως τους ανελκυστήρες και ενεργοποίησε το συναγερμό.

IV Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία του Μάικ Ένσλιν στο θεραπευοντας τα Εγκαύματα: Μια Διαγνωστική Προσέγγιση, του οποίου η

Page 390: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

δέκατη έκτη έκδοση κυκλοφόρησε δεκαέξι μήνες μετά τη σύντομη παραμονή του Μάικ στο δωμάτιο 1408 του ξενοδοχείου Δελφίνι. Η φωτογραφία δείχνει μονάχα τον κορμό του, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ο Μάικ. Κανείς το καταλαβαίνει από το άσπρο τετράγωνο στην αριστερή μεριά του στήθους του. Η σάρκα γύρω του είναι κατακόκκινη, για την ακρίβεια σε κάποια σημεία φουσκαλιασμένη, με εγκαύματα δεύτερου βαθμού. Το άσπρο τετράγωνο αντιστοιχεί στην αριστερή τσέπη του πουκαμίσου που φορούσε εκείνο το βράδυ, του τυχερού πουκαμίσου με το μικρό κασετόφωνο στην τσέπη. Το ίδιο το κασετόφωνο έλιωσε στις γωνίες, όμως λειτουργεί ακόμη, και η κασέτα μέσα ήταν μια χαρά. Όσα λέγονταν μέσα στην κασέτα δεν ήταν μια χαρά. Αφού την άκουσε τρεις τέσσερις φορές, ο ατζέντης του Μάικ, ο Σαμ Φάρελ, την πέταξε στο χρηματοκιβώτιο του, κάνοντας πως δεν είχε προσέξει ότι το δέρμα στα μαυρισμένα, κοκαλιάρικα χέρια του είχε ανατριχιάσει. Και σ' εκείνο το χρηματοκιβώτιο έμεινε από τότε η κασέτα. Ο Φάρελ δεν ένιωσε ποτέ κάποια παρόρμηση να τη βγάλει για να την ξανακούσει ο ίδιος, ή οι περίεργοι φίλοι του, όσο κι αν λαχταρούσαν κάποιοι απ' αυτούς να την ακούσουν. Το εκδοτικό κύκλωμα της Νέας Υόρκης είναι μικρό και τα πάντα μαθαίνονται. Δεν του αρέσει η φωνή του Μάικ στην κασέτα, δεν του αρέσουν όσα λέει αυτή η φωνή (Ο αδερφός μου φαγώθηκε στην πραγματικότητα από λύκους ένα χειμώνα στον αυτοκινητόδρομο του Κονέτικατ... τι στην ευχή σήμαινε αυτό;) και πάνω απ' όλα δεν του αρέσουν οι ήχοι στο βάθος, που είναι υγροί, ρουφηχτοί και κάποιες φορές θυμίζουν τον ήχο ρούχων που γυρίζουν μέσα σ' ένα πλυντήριο με υπερβολικά πολλή σαπουνάδα, κάποιες άλλες το θόρυβο μιας από κείνες τις παλιές μηχανές κουρέματος... και κάποιες φορές μοιάζουν αλλόκοτα με έναρθρη ομιλία. Ενώ ο Μάικ βρισκόταν ακόμη στο νοσοκομείο, κάποιος ονόματι Όλιν -ο διευθυντής του αναθεματισμένου του ξενοδοχείου!- πέρασε και ρώτησε τον Σαμ Φάρελ αν μπορούσε να ακούσει την κασέτα. Ο Φάρελ είπε όχι, δεν μπορούσε· αυτό που μπορούσε να κάνει ο Όλιν ήταν να εξαφανιστεί από το γραφείο του ατζέντη και να ευχαριστεί το θεό, σ' όλο το δρόμο ως το αχούρι όπου δούλευε, που είχε αποφασίσει ο Μάικ Ένσλιν να μη μηνύσει ούτε το ξενοδοχείο ούτε τον ίδιο τον Όλιν για αμέλεια. «Προσπάθησα να τον πείσω να μην μπει μέσα», είπε ήρεμα ο Όλιν. Κάποιος που είχε περάσει όλη του τη ζωή ακούγοντας κουρασμένους ταξιδιώτες και οξύθυμους πελάτες να παραπονιούνται για τα πάντα, από τα δωμάτια τους ως την ποικιλία των περιοδικών στο πρακτορείο Τύπου που, δεν θα

Page 391: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αναστατωνόταν ιδιαίτερα από τη μνησικακία του Φάρελ. «Έκανα ό,τι ήταν δυνατόν. Αν έδειξε κάποιος αμέλεια εκείνο το βράδυ, κύριε Φάρελ, αυτός ήταν ο πελάτης σας. Για λόγους αρχής, δεν πίστευε σε τίποτε. Πολύ απερίσκεπτη συμπεριφορά. Πολύ επισφαλής συμπεριφορά. Φαντάζομαι, όμως, πως θα έχει αλλάξει πια στάση σ' αυτό το θέμα». Παρά την απέχθεια του Φάρελ για την κασέτα, θα ήθελε να την ακούσει ο Μάικ, να αναγνωρίσει την αυθεντικότητα της, ίσως να τη χρησιμοποιήσει σαν σημειωματάριο που θα γεννήσει ένα νέο βιβλίο. Σε ό,τι συνέβη στον Μάικ υπάρχει ο σπόρος ενός βιβλίου, ο Φάρελ το ξέρει· όχι μονάχα ενός κεφαλαίου, μιας αφήγησης σαράντα σελίδων, αλλά ενός ολόκληρου βιβλίου. Ενός βιβλίου που θα μπορούσε να ξεπεράσει σε πωλήσεις όλα μαζί τα βιβλία της σειράς των Δέκα Νυχτών. Και φυσικά δεν πιστεύει τον ισχυρισμό του Μάικ ότι δεν πρόκειται να καταπιαστεί ξανά όχι μονάχα με τις ιστορίες για φαντάσματα αλλά με τη συγγραφή γενικά. Απλώς είναι κάτι που όλοι οι συγγραφείς λένε κάπου κάπου. Άλλωστε, τα περιστασιακά μελοδραματικά ξεσπάσματα είναι ένα από τα πράγματα που κάνουν κάποιον να γίνει συγγραφέας. Όσο για τον ίδιο τον Μάικ Ένσλιν, τη γλίτωσε φτηνά, και το ξέρει, θα μπορούσε να έχει καεί πιο άσχημα. Αν δεν ήταν ο κύριος Ντίαρμπορν και η γεμάτη σαμπανιέρα του, μπορεί να αναγκαζόταν να κάνει είκοσι ή τριάντα διαφορετικές μεταμοσχεύσεις δέρματος, και όχι μόνο τέσσερις. Ο λαιμός του είναι σημαδεμένος στην αριστερή μεριά, παρά τις μεταμοσχεύσεις, αλλά οι γιατροί στο Ινστιτούτο Εγκαυμάτων της Βοστόνης του λένε ότι τα σημάδια θα ξεθωριάσουν από μόνα τους. Επίσης, ξέρει ότι τα εγκαύματα, όσο κι αν πονούσαν για εβδομάδες, για μήνες έπειτα από κείνη τη νύχτα, ήταν απαραίτητα. Αν δεν ήταν τα σπίρτα με την προειδοποίηση ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΜΜΑ γραμμένη μπροστά, θα είχε πεθάνει στο 1408 και το τέλος του θα ήταν κάτι απερίγραπτο. Σε έναν ιατροδικαστή μπορεί να φαινόταν σαν αποπληξία ή καρδιακή προσβολή, όμως η πραγματική αιτία του θανάτου του θα ήταν πολύ πιο φρικτή. Πολύ πιο φρικτή. Στάθηκε επίσης τυχερός που είχε γράψει τρία επιτυχημένα βιβλία περί φαντασμάτων και στοιχειωμάτων πριν βρεθεί σε ένα αληθινά στοιχειωμένο μέρος -κι αυτό το ξέρει. Ο Σαμ Φάρελ μπορεί να μην πιστεύει πως η συγγραφική σταδιοδρομία του Μάικ έχει λήξει, όμως ο Σαμ δεν χρειάζεται να το πιστεύει. Αρκεί που το πιστεύει ο Μάικ και για τους δυο τους. Δεν μπορεί ούτε μια κάρτα να γράψει δίχως να ανατριχιάσει σύγκορμος και να νιώσει ναυτία. Κάποιες φορές, απλώς βλέποντας ένα στυλό (ή ένα κασετόφωνο) σκέφτεται: Τα κάδρα ήταν στραβά. Δοκίμασα να τα ισιώσω.

Page 392: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν ξέρει τι σημαίνει αυτό. Δεν θυμάται τα κάδρα, ή οτιδήποτε άλλο από το δωμάτιο 1408, και χαίρεται γι' αυτό. Είναι αληθινό ευτύχημα. Η πίεση του δεν είναι τόσο καλή αυτή την εποχή (ο γιατρός του του είπε πως όσοι παθαίνουν εγκαύματα εμφανίζουν συχνά προβλήματα πίεσης και του έδωσε φάρμακα), τα μάτια του τον ενοχλούν (ο οφθαλμίατρος του του είπε ν' αρχίσει να παίρνει Οκιουβίτ), η πλάτη του τον πονά διαρκώς, ο προστάτης του έχει διογκωθεί υπερβολικά... όμως μπορεί να τα βγάλει πέρα με όλα αυτά. Ξέρει πως δεν είναι ο πρώτος που γλίτωσε από το 1408 δίχως να γλιτώσει αληθινά -ο Όλιν προσπάθησε να τον προειδοποιήσει-, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Τουλάχιστον δεν θυμάται. Κάποιες φορές βλέπει εφιάλτες, αρκετά συχνά για την ακρίβεια (σχεδόν κάθε αναθεματισμένη νύχτα, για την ακρίβεια), όμως σπάνια τους θυμάται όταν ξυπνά· απλώς έχει μια αίσθηση πως τα πράγματα καμπυλώνουν στις γωνίες, πως λιώνουν όπως έλιωσαν οι γωνίες του κασετοφώνου του. Αυτό τον καιρό μένει στο Λονγκ Άιλαντ και όταν ο καιρός είναι καλός κάνει μεγάλους περιπάτους στην παραλία. Σ' έναν απ' αυτούς τους περιπάτους, φανέρωσε για μία και μοναδική φορά ό,τι θυμάται από κείνα τα εβδομήντα αιώνια και αλλόκοτα λεπτά στο 1408. «Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος», είπε πνιχτά, κομπιάζοντας, στα κύματα. «Τα φαντάσματα... τουλάχιστον τα φαντάσματα υπήρξαν κάποτε άνθρωποι. Το πράγμα μέσα στον τοίχο, όμως... εκείνο το πράγμα...» Με τον καιρό μπορεί η κατάσταση να βελτιωθεί" ο Μάικ θέλει να το ελπίζει, και το ελπίζει. Μπορεί ο χρόνος να σβήσει ό,τι έγινε, όπως θα σβήσει τα σημάδια στο λαιμό του Μάικ. Στο μεταξύ, όμως, κοιμάται με τα φώτα αναμμένα στην κρεβατοκάμαρα του, για να ξέρει αμέσως πού βρίσκεται μόλις ξυπνά από έναν εφιάλτη. Δεν έχει αφήσει κανένα τηλέφωνο στο σπίτι. Κάπου μέσα του, σ' ένα σημείο βαθιά στο υποσυνείδητο του, φοβάται μήπως σηκώσει το ακουστικό και ακούσει μια φωνή σαν βόμβο, μια καθόλου ανθρώπινη φωνή, να λέει: «Το νούμερο εννέα! Το εννέα! Σκοτώσαμε όλους σου τους φίλους! Όλοι σου οι φίλοι είναι πια νεκροί!» Και όταν γέρνει ο ήλιος τις ασυννέφιαστες βραδιές, ο Μάικ κλείνει όλες τις κουρτίνες και κατεβάζει όλα τα στόρια. Κάθεται σαν φωτογράφος στον σκοτεινό του θάλαμο, μέχρι το ρολόι του να του πει πως το φως -και η τελευταία αχνή λάμψη στον ορίζοντα- έχει σβήσει. Δεν αντέχει το φως του σούρουπου. Αυτό το κίτρινο που βαθαίνει, γίνεται πορτοκαλί, σαν το φως στην έρημο της Αυστραλίας.

Page 393: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η Σφαίρα του Τρόμου Νομίζω πως είπα ό,τι χρειάζεται να ειπωθεί γι' αυτή την ιστορία στην Εισαγωγή. Ουσιαστικά είναι η εκδοχή μου μιας ιστορίας που μπορεί να ακούσει κανένας σε οποιαδήποτε μικρή πόλη. Και, όπως μια παλαιότερη ιστορία μου («Η Γυναίκα στο Δωμάτιο» στη Νυχτερινή Βάρδια,), είναι μια προσπάθεια να μιλήσω για το πώς με έκανε να νιώσω ο επικείμενος θάνατος της μητέρας μου. Έρχεται μια στιγμή στη ζωή όλων μας που είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε το χειροπιαστό γεγονός τον θάνατον των αγαπημένων μας... και κατ' επέκταση το γεγονός τον δικού μας μελλοντικού θανάτου. Αυτό είναι ίσως το κυριότερο θέμα της λογοτεχνίας τρόμου: η ανάγκη μας να τα βγάλουμε πέρα με ένα μυστήριο που μπορεί να γίνει κατανοητό μονάχα με τη βοήθεια μιας αισιόδοξης φαντασίας. Δεν έχω πει ποτέ σε κανέναν αυτή την ιστορία κι ούτε πίστευα πως θα την έλεγα· όχι γιατί φοβόμουν ακριβώς μήπως δεν με πιστέψουν, αλλά γιατί ντρεπόμουν... και γιατί ήταν δική μου. Ένιωθα πάντα πως το να την πω θα «φτήναινε» κι εμένα και την ίδια την ιστορία, θα την έκανε πιο μικρή και τετριμμένη, απλώς μια ιστορία με φαντάσματα που λέγεται σε μια κατασκήνωση πριν σβήσουν τα φώτα. θαρρώ ότι επίσης φοβόμουν πως, αν την έλεγα, ακούγοντάς την ο ίδιος, μπορεί να άρχιζα να μην την πιστεύω. Αφότου πέθανε η μητέρα μου, όμως, δεν κοιμάμαι πολύ καλά. Αποκοιμιέμαι και υστέρα ξυπνώ απότομα, ξανά, αναριγώντας. Το να αφήνω αναμμένη τη λάμπα στο κομοδίνο βοηθά, αλλά όχι όσο νομίζετε. Οι σκιές τη νύχτα είναι πολύ περισσότερες, το έχετε προσέξει; Ακόμη και με ένα φως αναμμένο, υπάρχουν τόσες σκιές. Και οι μακριές σου φαίνεται πως θα μπορούσαν να είναι η σκιά οποιουδήποτε πράγματος. Οποιουδήποτε. Ήμουν τριτοετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Μέϊν όταν μου τηλεφώνησε η κυρία Μακέρντι για τη μαμά. Δεν θυμάμαι τον πατέρα μου, γιατί πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός, και είμαι μοναχοπαίδι, κι έτσι ήμαστε μόνοι, ο Άλαν και η Τζιν Πάρκερ μόνοι τους, στη μάχη της επιβίωσης. Η κυρία Μακέρντι, που ζούσε παραπάνω στο δρόμο, τηλεφώνησε στο διαμέρισμα που μοιραζόμουν με άλλους τρεις. Είχε βρει τον αριθμό στον μαγνητικό πίνακα που είχε κολλημένο η μαμά στο ψυγείο.

Page 394: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Έπαθε αποπληξία», είπε με τη μακρόσυρτη γιάνκικη προφορά της. «Στο εστιατόριο. Όμως ηρέμησε. Οι γιατροί λένε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Είναι ξύπνια και μιλά». «Ναι, τα λογικά της, όμως; Έχει τα λογικά της;» ρώτησα. Πάσχισα να μιλήσω ήρεμα, σχεδόν εύθυμα, όμως η καρδιά μου βροντοχτυπούσε και το καθιστικό μου φαινόταν ξάφνου αποπνικτικά ζεστό. Ήμουν μόνος στο διαμέρισμα. Ήταν Τετάρτη και οι συγκάτοικοι μου είχαν μαθήματα όλη την ημέρα. «Α, ναι. Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν να σου τηλεφωνήσω, αλλά να μη σε τρομάξω. Είναι κάτι που θα έλεγε κάποιος που έχει τα λογικά του, δε συμφωνείς;» «Ναι». Αλλά φυσικά ήμουν τρομαγμένος. Όταν σου τηλεφωνεί κάποιος και σου λέει πως πήγαν τη μητέρα σου με ασθενοφόρο από τη δουλειά στο νοσοκομείο, πώς αλλιώς να νιώσεις; «Μου είπε να καθίσεις εκεί και να παρακολουθήσεις τα μαθήματα σου ως το Σαββατοκύριακο. Μου είπε πως μπορείς να έρθεις τότε, αν δεν έχεις πολλή μελέτη δηλαδή». Ναι, βέβαια, σκέφτηκα, θα καθόμουν εκεί, σ' εκείνο το διαμέρισμα που ήταν γεμάτο ποντικούς και έζεχνε μπίρα, ενώ η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο, τόσα χιλιόμετρα μακριά, και ίσως πέθαινε. «Είναι ακόμη νέα η μαμά σου», είπε η κυρία Μακέρντι. «Απλώς άφησε τον εαυτό της να πάρει πολλά κιλά τα τελευταία χρόνια, και έχει υπέρταση. Συν τα τσιγάρα, θα πρέπει να κόψει το κάπνισμα». Αποπληξία, ξε-αποπληξία, όμως, αμφέβαλλα αν θα το έκοβε· και είχα δίκιο, γιατί η μητέρα μου λάτρευε το κάπνισμα. Ευχαρίστησα την κυρία Μακέρντι που μου τηλεφώνησε. «Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα με το που μπήκα στο σπίτι», είπε. «Λοιπόν, πότε έρχεσαι, Άλαν; Το Σάββατο;» Υπήρχε ένας πονηρός τόνος στη φωνή της, σαν να ήξερε πολύ καλά πότε θα πήγαινα. Κοίταξα από το παράθυρο το τέλειο απόγευμα του Οκτώβρη, έξω" τον καταγάλανο ουρανό της Νέας Αγγλίας, πάνω από δέντρα που έριχναν τα κίτρινα, νεκρά τους φύλλα στη Μιλ Στρητ. Ύστερα κοίταξα την ώρα. Τρεις και είκοσι. Ετοιμαζόμουν να φύγω για το μάθημα φιλοσοφίας όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Αστειεύεστε;» είπα. «Απόψε θα είμαι εκεί».

Page 395: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το γέλιο της ήταν βραχνό, στεγνό· η κυρία Μακέρντι ήξερε να λέει για τους άλλους ότι έπρεπε να κόψουν το κάπνισμα, όμως δεν κοιτούσε τον εαυτό της. «Μπράβο! θα πας κατευθείαν με το αυτοκίνητο στο νοσοκομείο και ύστερα στο σπίτι, έτσι δεν είναι;» «Ναι, μάλλον», είπα. Δεν μου φάνηκε να έχει κάποιο νόημα να πω στην κυρία Μακέρντι πως το παλιό μου αυτοκίνητο είχε κάποιο πρόβλημα στο κιβώτιο ταχυτήτων κι έτσι, προς το παρόν, μου ήταν εντελώς άχρηστο, θα έκανα οτοστόπ ως το Λιούιστον και ύστερα μέχρι το σπιτάκι μας στο Χάρλοου, αν δεν ήταν πολύ αργά. Αν ήταν αργά, θα έπαιρνα έναν υπνάκο σε κάποιο από τα σαλόνια του νοσοκομείου. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινα από το πανεπιστήμιο στο σπίτι με οτοστόπ· ή που θα κοιμόμουν με το κεφάλι μου ακουμπισμένο σ' έναν αυτόματο πωλητή. «θα έχω βάλει το κλειδί κάτω από το κόκκινο καρότσι», είπε. «Ξέρεις πού εννοώ, έτσι δεν είναι;» «Ναι, βέβαια». Η μητέρα μου είχε ένα παλιό κόκκινο καρότσι, γεμάτο με λουλούδια το καλοκαίρι, δίπλα στην πόρτα της αποθήκης. Μόλις το σκέφτηκα, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά αληθινά αυτό που μου είχε πει η κυρία Μακέρντι, πως η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο, πως το σπιτάκι όπου είχα μεγαλώσει, στο Χάρλοου, θα ήταν σκοτεινό απόψε, γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να ανάψει τα φώτα όταν θα βράδιαζε. Η κυρία Μακέρντι μπορεί να έλεγε πως η μητέρα μου ήταν νέα, αλλά όταν είσαι είκοσι ενός, κάποιος που είναι σαράντα οχτώ χρόνων σου φαίνεται υπέργηρος. «Να προσέχεις, Άλαν. Μην τρέχεις στο δρόμο». Η ταχύτητα μου, φυσικά, εξαρτιόταν από όποιον θα με παίρνε με το αυτοκίνητο του, και προσωπικά ήλπιζα, όποιος κι αν ήταν, να έτρεχε σαν τρελός. Όσο γρήγορα κι να έφτανα στο Ιατρικό Κέντρο του Κεντρικού Μέϊν, εμένα θα μου φαινόταν πως θα είχα καθυστερήσει. Παρ' όλα αυτά, δεν είχε νόημα να ανησυχήσω την κυρία Μακέρντι. «Δε θα τρέχω. Σας ευχαριστώ». «Παρακαλώ», μου είπε. «Μην ανησυχείς, η μαμά σου θα γίνει καλά. Και θα χαρεί αληθινά που θα σε δει». Έκλεισα και ύστερα έγραψα ένα σημείωμα που έλεγε τι είχε συμβεί και πού θα πήγαινα. Ζήτησα από τον Έκτορ Πάσμορ, τον πιο υπεύθυνο από τους συγκατοίκους μου, να τηλεφωνήσει στον προσωπικό μου σύμβουλο σπουδών και να του ζητήσει να πει στους καθηγητές μου τι συνέβαινε, για να μη με κόψουν, γιατί δυο τρεις απ' αυτούς ήταν αληθινά αυστηροί.

Page 396: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ύστερα έβαλα γρήγορα γρήγορα μια αλλαξιά στο σακίδιο μου, μαζί με τη χιλιοδιαβασμένη μου Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, και βγήκα. Την επόμενη εβδομάδα παράτησα αυτό το μάθημα, αν και τα πήγαινα αρκετά καλά. Η κοσμοθεωρία μου άλλαξε εκείνο το βράδυ, άλλαξε βαθιά, και τίποτε στο βιβλίο μου της φιλοσοφίας δεν έμοιαζε να ταιριάζει με αυτές τις αλλαγές. Συνειδητοποίησα, βλέπετε, πως υπάρχουν πράγματα από κάτω -από κάτω- και κανένα βιβλίο δεν μπορεί να εξηγήσει τη φύση τους. Νομίζω πως μερικές φορές είναι προτιμότερο απλώς να ξεχνάς ότι υπάρχουν. Αν μπορείς, δηλαδή. Είναι εκατόν ενενήντα χιλιόμετρα από το Πανεπιστήμιο του Μέϊν στο Ορόνο ως το Λιούιστον στην Κομητεία Αντροσκόγκιν και ο συντομότερος δρόμος για εκεί είναι ο Διαπολιτειακός Αυτοκινητόδρομος 95. Όμως ο αυτοκινητόδρομος δεν είναι πολύ καλή λύση αν κάνεις οτοστόπ. Η πολιτειακή αστυνομία μπορεί να σε διώξει, ακόμη κι αν στέκεσαι στην έξοδο του αυτοκινητοδρόμου, κι αν ο ίδιος αστυνομικός σε πιάσει δυο φορές, μπορεί να σου κόψει κλήση επίσης. Έτσι, πήρα την Οδό 68, που ξετυλίγεται νοτιοδυτικά από το Μπάνγκορ. Είναι πολυσύχναστος δρόμος και, αν δεν φαίνεσαι εντελώς παράφρονας, συνήθως βρίσκεις κάποιον να σε πάρει. Συνήθως, επίσης, η αστυνομία σε αφήνει στην ησυχία σου. Ο πρώτος που με πήρε ήταν ένας κατηφής ασφαλιστής που με πήγε ως το Νιούπορτ. Στάθηκα για ένα εικοσάλεπτο στη διασταύρωση των Οδών 68 και 2 και ύστερα με πήρε ένας γηραιός κύριος που πήγαινε στο Μπόουντεναμ. Καθώς οδηγούσε, έπιανε συνεχώς τα αχαμνά του. Ήταν σαν να πάσχιζε να τσακώσει κάτι που έτρεχε γύρω γύρω εκεί μέσα. «Η γυναίκα μου μου 'λέγε πάντα πως θα κατέληγα στο χαντάκι μ' ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη αν συνέχιζα να παίρνω αγνώστους με το αμάξι μου», είπε, «αλλά όταν βλέπω ένα παλικάρι να στέκει στην άκρη του δρόμου θυμάμαι πάντα τα νιάτα μου. Έχω ταξιδέψει κι εγώ λιγάκι με οτοστόπ. Και με το τρένο, λαθρεπιβάτης. Και να που πάνε τέσσερα χρόνια που εκείνη πέθανε κι εγώ είμαι ακόμη εδώ, στους δρόμους ακόμη, με την παλιά μου Ντοτζ. Μου λείπει όμως». Άρπαξε τα αχαμνά του. «Για πού το 'βαλες, γιε μου;» Του είπα πως πήγαινα στο Λιούιστον και για ποιο λόγο. «Τρομερό», είπε. «Η μαμά σου! Λυπάμαι!»

Page 397: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η συμπόνια του ήταν τόσο έντονη και αυθόρμητη, που μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Κατόρθωσα να συγκρατηθώ και να μην κλάψω. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα στον κόσμο ήταν να βάλω τα κλάματα μέσα στο αμάξι του γέρου, που τρανταζόταν και έτρεμε και μύριζε ούρα. «Η κυρία Μακέρντι, αυτή που με ειδοποίησε, είπε πως δεν είναι σοβαρό. Η μητέρα μου είναι ακόμη νέα, μονάχα σαράντα οχτώ ετών». «Και πάλι! Αποπληξία!» Ήταν αληθινά ταραγμένος. Άρπαξε ξανά, μέσα από το φαρδύ πράσινο παντελόνι του, τα αχαμνά του με το μεγάλο γέρικο χέρι του, που θύμιζε με τα στρεβλά του δάχτυλα πόδι αρπακτικού πουλιού. «Μια αποπληξία είναι πάντα κάτι σοβαρό! Γιε μου, θα σε πήγαινα ο ίδιος στο νοσοκομείο, θα σε άφηνα ακριβώς στην είσοδο, αν δεν είχα υποσχεθεί στον αδερφό μου τον Ραλφ να τον πάω στην κλινική στο Γκέϊτς. Η γυναίκα του είναι εκεί, έχει αυτή την αρρώστια που σε κάνει να ξεχνάς, δε θυμάμαι πώς στην ευχή τη λένε, Άντερσον, Αλβαρές, κάπως έτσι, τέλος πάντων...» «Αλτσχάιμερ», είπα. «Ναι, μπορεί να την έχω κι εγώ. Διάβολε, θα ήθελα να σε πάω, όπως και να 'χει». «Δεν είναι ανάγκη να το κάνετε», είπα. «Μπορώ να βρω εύκολα κάποιο αμάξι να με πάρει από το Γκέϊτς». «Και πάλι», είπε. «Η μητέρα σου! Αποπληξία! Μόλις σαράντα οχτώ ετών!» Άρπαξε πάλι το φαρδύ του παντελόνι στο βουβώνα. «Ο αναθεματισμένος ο κηλεπίδεσμος!» αναφώνησε και ύστερα έβαλε τα γέλια -ένας ήχος ταυτόχρονα εύθυμος και απεγνωσμένος. «Η αναθεματισμένη η κήλη! Αν δεν τα τινάξεις πριν την ώρα σου, γιε μου, τα πάντα πάνω σου αρχίζουν να διαλύονται. Στα στερνά σου, ο θεός σου τραβά μια γερή κλοτσιά στον πισινό. Είσαι καλό παιδί, όμως, που παράτησες τα πάντα για να πας να τη δεις». «Είναι καλή μητέρα», είπα κι ένιωσα πάλι τα δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια μου. Δεν είχα νιώσει ποτέ νοσταλγία όταν έφυγα για το πανεπιστήμιο, ίσως λιγάκι την πρώτη εβδομάδα· εκείνη τη στιγμή, όμως, η νοσταλγία με πλημμύρισε. Ήμαστε μονάχα οι δυο μας, εγώ κι εκείνη, δίχως άλλους στενούς συγγενείς. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τη ζωή μου δίχως εκείνη. Δεν ήταν σοβαρά, έτσι είχε πει η κυρία Μακέρντι· είχε πάθει αποπληξία, όμως δεν ήταν πολύ σοβαρά. Το καλό που της ήθελα, να έλεγε την αλήθεια, σκέφτηκα. Για λίγο συνεχίσαμε το ταξίδι μας αμίλητοι. Δεν ήταν ο πιο γρήγορος οδηγός που ήλπιζα να βρω -ο γέρος πήγαινε σταθερά με εβδομήντα χιλιόμετρα την ώρα και κάποιες φορές περνούσε χωρίς λόγο από

Page 398: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τη μια λωρίδα στην άλλη-, όμως θα με άφηνε αρκετά κοντά στο νοσοκομείο, κι αυτό ήταν καλό. Η Οδός 68 ξετυλιγόταν μπροστά μας, διασχίζοντας χιλιόμετρα δάσους και μικρές πόλεις που περνούσαν δεξιά κι αριστερά μας και χάνονταν, η καθεμία με το δικό της μπαρ και το βενζινάδικο-εστιατόριό της: Νιου Σάρον, Οφίλια, Δυτική Οφίλια, Γανιστάν (που κάποτε ήταν Αφγανιστάν, όσο παράξενο κι αν ακούγεται), Μεκάνικ Φολς, Καστλ Βίου, Καστλ Ροκ. Ο καταγάλανος ουρανός σκοτείνιαζε καθώς έσβηνε η μέρα. Ο γέρος άναψε πρώτα τα φώτα πορείας και ύστερα τους προβολείς, στη μεγάλη σκάλα, όμως δίχως να το έχει συνειδητοποιήσει, ακόμη κι όταν τα αυτοκίνητα που έρχονταν από απέναντι του αναβόσβηναν τα φώτα τους. «Η νύφη μου δε θυμάται ούτε τ' όνομα της», είπε. «Δεν μπορεί να πει ούτε όχι, ναι, ή μπορεί. Αυτό κάνει σε κάποιον η νόσος του Άντερσον, γιε μου. Το βλέμμα της... είναι σαν να λέει "Βγάλτε με από δω"... ή σαν να ήταν αυτό που θα 'λέγε αν μπορούσε να σκεφτεί τις λέξεις. Ξέρεις τι εννοώ;» «Ναι», είπα. Πήρα βαθιά ανάσα και αναρωτήθηκα αν τα ούρα που μύριζα ήταν του γέρου, ή αν είχε ένα σκύλο και κάπου κάπου τον έπαιρνε μαζί του. Αναρωτήθηκα αν θα προσβαλλόταν έτσι και κατέβαζα λιγάκι το παράθυρο. Τελικά το κατέβασα. Δεν φάνηκε να το προσέχει, όπως δεν πρόσεχε ότι τα αυτοκίνητα που έρχονταν από αντίκρυ του αναβόσβηναν τα φώτα τους. Κατά τις εφτά ανηφορίσαμε ένα λόφο στο Γουέστ Γκέϊτς και ο σοφέρ μου μου φώναξε: «Κοίτα, γιε μου! Η σελήνη! Δεν είναι κούκλα;» Ήταν αληθινά κούκλα, όπως αιωρούνταν ολοστρόγγυλη και πορτοκαλιά πάνω από τον ορίζοντα, αλλά μου φάνηκε πως είχε και κάτι φρικτό. Φαινόταν ταυτόχρονα παραφουσκωμένη και μολυσμένη. Καθώς κοίταζα τη σελήνη που ανέβαινε, μια ξαφνική και αποτρόπαιη σκέψη ξεπήδησε στο νου μου: αν έφτανα στο νοσοκομείο και η μητέρα μου δεν με αναγνώριζε; Αν είχε χάσει εντελώς τη μνήμη της και δεν μπορούσε να πει ούτε όχι, ναι, ή μπορεί; Αν μου έλεγε ο γιατρός πως θα χρειαζόταν κάποιον να τη φροντίζει για την υπόλοιπη ζωή της; Αυτός ο κάποιος θα ήμουν εγώ, φυσικά. Δεν υπήρχε κανένας άλλος. Αντίο, πανεπιστήμιο. Πώς σας φαίνεται αυτό, φίλοι και γείτονες; «Κάνε μια ευχή στη σελήνη, αγόρι μου!» φώναξε ο γέρος. Μέσα στην έξαψη του, η φωνή του είχε γίνει στριγκή, δυσάρεστη. Ήταν σαν να σου έχωναν γυαλιά στα αυτιά. Τράβηξε με απίστευτη δύναμη τα αχαμνά του. Κάτι εκεί μέσα ακούστηκε να σπάζει. Μου φαινόταν αδύνατο να τραβήξεις

Page 399: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

έτσι τα αχαμνά σου και να μην τα ξεριζώσεις, είτε υπήρχε κηλεπίδεσμος είτε όχι. «Η ευχή που κάνεις στην πανσέληνο του φθινοπώρου πραγματοποιείται πάντα, έτσι έλεγε ο πατέρας μου!» Ευχήθηκα λοιπόν να με αναγνώριζε η μητέρα μου όταν θα έμπαινα στο δωμάτιο της, να φωτίζονταν μεμιάς τα μάτια της και να με φώναζε με τ' όνομα μου. Αυτή ήταν η ευχή που έκανα, και ύστερα ευχήθηκα αμέσως να πάρω πίσω την ευχή μου, γιατί δεν θα έβγαινε σε καλό, έτσι σκέφτηκα, αφού είχε γίνει σ' εκείνο το πορτοκαλί φλόγινο φως. «Αχ, γιε μου!» είπε ο γέρος. «Εύχομαι να είχα τη γυναίκα μου εδώ! Συγχώρηση θα της ζητούσα, για κάθε κακό ή άδικο λόγο που της είπα!» Ύστερα από ένα εικοσάλεπτο, με το στερνό φως της μέρας να βάφει ακόμη τον ουρανό και με τη σελήνη να αιωρείται σαν πρησμένη χαμηλά πάνω από τη γη, φτάσαμε στο Γκέϊτς Φολς. Ένα κίτρινο φανάρι αναβοσβήνει στη διασταύρωση των Οδών 68 και Πλέζαντ. Πριν φτάσουμε εκεί, ο γέρος σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, ανεβάζοντας με ένα τράνταγμα στο πεζοδρόμιο τη δεξιά ρόδα της Ντοτζ και κατεβάζοντας την ξανά. Τα δόντια μου κροτάλισαν. Ο γέρος με κοίταξε με τρελή έξαψη. Όλα πάνω του ήταν τρελά, αν και δεν το είχα προσέξει στην αρχή· όλα πάνω του έδιναν την ίδια αίσθηση με τη φωνή του: την αίσθηση θρυμματισμένου γυαλιού. Και ό,τι έβγαινε από το στόμα του έμοιαζε με επιφώνημα. «Θα σε πάω εκεί! Ναι, θα σε πάω! Να πάει στο διάβολο ο Ραλφ! Πες μου πως θες και θα σε πάω!» Ήθελα να φτάσω στη μητέρα μου, αλλά η σκέψη ότι θα ταξίδευα άλλα τριάντα χιλιόμετρα μυρίζοντας τα ούρα μέσα σ' εκείνο το αμάξι και βλέποντας τα αμάξια από απέναντι να αναβοσβήνουν τα φώτα τους δεν ήταν πολύ ευχάριστη. Ούτε ήταν ευχάριστη η εικόνα του γέρου να πηγαίνει πέρα δώθε σαν μεθυσμένος στις τέσσερις λωρίδες της Λίσμπον Στρητ. Κυρίως, όμως, το πρόβλημα ήταν ο ίδιος. Δεν άντεχα να τον βλέπω για άλλα τριάντα χιλιόμετρα να τραβάει τα αχαμνά του και να νιώθω τη γεμάτη έξαψη φωνή του να μπήγεται σαν γυαλί στα αυτιά μου. «Όχι, όχι», είπα, «μην μπαίνετε στον κόπο, αφού υποσχεθήκατε στον αδερφό σας να τον πάτε στην κλινική». Άνοιξα την πόρτα -κι έγινε αυτό που φοβόμουν άπλωσε το στρεβλό γέρικο χέρι του και μ' έπιασε από το μπράτσο. Ήταν το χέρι που έπιανε τόση ώρα τα αχαμνά του. «Πες μου πως θες και θα σε πάω!» μου είπε βραχνά, σχεδόν συνωμοτικά. Τα δάχτυλα του μπήγονταν στη σάρκα κάτω απ' τη μασχάλη μου. «θα σε

Page 400: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αφήσω μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου! Ναι! Κι ας μην έχουμε ιδωθεί ξανά, δεν έχει σημασία! Ναι, δεν έχει σημασία! Θα σε πάω ως... εκει!» «Μην μπαίνετε στον κόπο», επανέλαβα και βρέθηκα ξάφνου να πασχίζω να συγκρατηθώ για να μην πεταχτώ από το αμάξι, αφήνοντας πίσω το πουκάμισο μου μέσα στη σφιγμένη του γροθιά, αν αυτό χρειαζόταν για να ελευθερωθώ. Ήταν σαν να πνιγόταν και να προσπαθούσε να γαντζωθεί από πάνω μου. Σκέφτηκα πως, μόλις θα δοκίμαζα να κινηθώ, τα δάχτυλα του θα σφίγγονταν κι άλλο, ίσως θα μ' έπιαναν από το σβέρκο, όμως δεν έκανε τίποτε. Τα δάχτυλα του χαλάρωσαν και ύστερα τραβήχτηκαν μόλις έβγαλα το πόδι μου έξω· και αναρωτήθηκα, όπως κάνουμε πάντα έπειτα από μια στιγμή παράλογου πανικού, γιατί είχα φοβηθεί τόσο πολύ κατ' αρχάς. Δεν ήταν παρά μια γέρικη μορφή ζωής βασισμένη στον άνθρακα, στο οικοσύστημα της, στο εσωτερικό μιας παλιάς Ντοτζ που έζεχνε ούρα, αποκαρδιωμένη γιατί είχα αρνηθεί την προσφορά της. Απλώς ένας γέρος που ο κηλεπίδεσμος του τον έκανε να νιώθει άβολα. Τι στην ευχή φοβόμουν; «Σας ευχαριστώ που με φέρατε ως εδώ, κι ακόμη περισσότερο για την προσφορά σας», είπα. «Όμως μπορώ να πάω από δω...» Έδειξα την Πλέζαντ Στρητ. «...και αμέσως θα βρω κάποιον να με πάρει». Δεν μίλησε για μια στιγμή και ύστερα αναστέναξε και ένευσε. «Ναι, είναι η καλύτερη ιδέα», είπε. «Μείνε έξω απ' την πόλη· κανένας δε θέλει να πάρει κάποιον με το αυτοκίνητο του μέσα στην πόλη, κανείς δε θέλει να σταματήσει και να 'χει τους από πίσω να του κορνάρουν». Είχε δίκιο. Το οτοστόπ μέσα στην πόλη, ακόμη και σε μια μικρή σαν το Γκέϊτς Φολς, ήταν ανώφελο. Σκέφτηκα πως όντως θα είχε κάνει οτοστόπ κάμποσες φορές στα νιάτα του. «Όμως, γιε μου, είσαι βέβαιος; Ξέρεις την παροιμία: κάλλιο πέντε και στο χέρι». Δίστασα ξανά. Είχε δίκιο σ' αυτό το ζήτημα. Η Πλέζαντ Στρητ γινόταν Ριτζ Ρόουντ περίπου ενάμισι χιλιόμετρο δυτικά από το κίτρινο φανάρι που αναβόσβηνε, και η Ριτζ Ρόουντ διέσχιζε είκοσι πέντε χιλιόμετρα δάσους πριν φτάσει στον Αυτοκινητόδρομο 196 στα περίχωρα του Λιούιστον. Είχε σχεδόν νυχτώσει, και είναι πάντα δυσκολότερο να βρεις αυτοκίνητο να σε πάρει τη νύχτα. Όταν σε φωτίζουν οι προβολείς ενός αυτοκινήτου σ' έναν έρημο δρόμο, μοιάζεις με δραπέτη από το αναμορφωτήριο κι ας είσαι χτενισμένος και καλοντυμένος. Όμως δεν ήθελα να ταξιδέψω άλλο με το γέρο. Ακόμη και τότε, που βρισκόμουν πια ασφαλής έξω από το αμάξι του,

Page 401: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ένιωθα κάτι τρομακτικό πάνω του" ίσως επειδή η φωνή του, απλώς, έμοιαζε να 'ναι γεμάτη θαυμαστικά. Συν τοις άλλοις, ήμουν πάντα τυχερός όταν έκανα οτοστόπ. «Είμαι βέβαιος», είπα. «Και ευχαριστώ ξανά. Αλήθεια σας ευχαριστώ». «Παρακαλώ, γιε μου. Παρακαλώ. Η γυναίκα μου...» Σώπασε, και είδα δάκρυα να κυλούν από τις άκρες των ματιών του. Τον ευχαρίστησα για άλλη μια φορά και ύστερα βρόντηξα την πόρτα πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο. Διέσχισα γρήγορα το δρόμο, με τη σκιά μου να προβάλλει και να χάνεται στο κίτρινο φως που αναβόσβηνε. Στην απέναντι μεριά, στράφηκα και κοίταξα πίσω. Η Ντοτζ ήταν ακόμη εκεί, σταματημένη δίπλα στα Λαχανικά & Φρούτα του Φρανκ. Στο φως του φαναριού και του φανοστάτη, έξι εφτά μέτρα πέρα από το αυτοκίνητο, τον είδα να κάθεται σκυφτός πάνω απ' το τιμόνι. Σκέφτηκα πως ήταν νεκρός, πως τον είχα σκοτώσει αρνούμενος τη βοήθεια του. Ύστερα ένα αυτοκίνητο πρόβαλε από τη γωνία και ο οδηγός αναβόσβησε τα φώτα του στην Ντοτζ. Αυτή τη φορά ο γέρος χαμήλωσε τους προβολείς του κι έτσι κατάλαβα πως ζούσε ακόμη. Αμέσως μετά, ξαναβγήκε στο δρόμο και έστριψε αργά στη γωνία. Περίμενα πρώτα να χαθεί και ύστερα κοίταξα ψηλά, το φεγγάρι. Τώρα φαινόταν λιγότερο πορτοκαλί και φουσκωμένο, όμως είχε ακόμη κάτι απειλητικό. Σκέφτηκα ότι δεν είχα ξανακούσει να κάνει κάποιος μια ευχή στο φεγγάρι· στον αποσπερίτη ναι, στο φεγγάρι όμως όχι. Ευχήθηκα ξανά να έπαιρνα πίσω την ευχή μου" καθώς πύκνωνε η σκοτεινιά κι έστεκα εκεί, στο σταυροδρόμι, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να θυμηθώ εκείνη την ιστορία με το πόδι της μαϊμούς[16]. Προχώρησα στην Πλέζαντ Στρητ, κουνώντας τον αντίχειρα μου στα διερχόμενα αυτοκίνητα, που περνούσαν δίχως καν να κόψουν ταχύτητα. Στην αρχή υπήρχαν μαγαζιά και σπίτια και στις δυο μεριές του δρόμου, ύστερα το πεζοδρόμιο τέλειωνε και τα δέντρα άρχιζαν ξανά, βουβά, να καταλαμβάνουν τη γη. Κάθε φορά που φως πλημμύριζε το δρόμο, σπρώχνοντας τη σκιά μου μπροστά μου, γύριζα, σήκωνα το χέρι και χαμογελούσα -καθησυχαστικά, έτσι ήλπιζα τουλάχιστον. Κάθε φορά το αυτοκίνητο με προσπερνούσε δίχως να κόψει καν ταχύτητα. Ένας μου φώναξε, μάλιστα, «Κοίτα να βρεις καμιά δουλειά, ρεμάλι!» και ύστερα γέλια έσβησαν στη νύχτα. 16 The Monkey's Paw, κλασικό διήγημα τρόμου του W. W. Jacobs (1843-1943). Ένα μαγικό πόδι μαϊμούς πραγματοποιεί τρεις ευχές αυτού που το έχει. Οι συνέπειες είναι τρομερές. (Σ.τ.Μ.)

Page 402: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν φοβάμαι το σκοτάδι, τουλάχιστον δεν το φοβούμουν τότε, όμως είχα αρχίσει να φοβάμαι πως ήταν λάθος μου να μη δεχτώ την προσφορά του γέρου να με πάει ως το νοσοκομείο. Πριν ξεκινήσω, θα μπορούσα να είχα φτιάξει μια πινακίδα που θα έλεγε ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΗ αλλά αμφέβαλλα αν θα με βοηθούσε. Άλλωστε, οποιοσδήποτε παράφρονας μπορεί να φτιάξει μια ταμπέλα. Συνέχισα να προχωρώ, με τα αθλητικά παπούτσια μου να σέρνονται στο χαλίκι δίπλα στο δρόμο και τους ήχους της νύχτας που πύκνωνε να φτάνουν στα αυτιά μου: ένα σκυλί, πέρα μακριά· μια κουκουβάγια, πιο κοντά· κι ο στεναγμός του αέρα. Ο ουρανός ήταν ολόλαμπρος, στο φως του φεγγαριού, όμως δεν έβλεπα πια το ίδιο το φεγγάρι. Τα δέντρα ήταν ψηλά εδώ και το έκρυβαν. Όσο άφηνα πίσω μου το Γκέϊτς Φολς, λιγόστευαν το αμάξια που με προσπερνούσαν. Η απόφαση μου να μη δεχτώ την προσφορά του γέρου έμοιαζε όλο και πιο ανόητη κάθε λεπτό που περνούσε. Άρχισα να φαντάζομαι τη μητέρα μου στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με το στόμα της να μορφάζει, παγωμένο, καθώς ψυχομαχούσε, αλλά πάσχιζε να κρατηθεί για μένα, δίχως να ξέρει πως δεν θα τα κατάφερνα να φτάσω γιατί δεν μου άρεσε, απλώς, η στριγκή φωνή ενός γέρου και η μυρωδιά των ούρων μέσα στο αμάξι του. Έφτασα στην κορυφή ενός απότομου λόφου και βρέθηκα ξανά στο φεγγαρόφωτο. Τα δέντρα είχαν χαθεί στα δεξιά μου, στη θέση τους ήταν ένα μικρό νεκροταφείο. Οι ταφόπετρες έλαμπαν στο ωχρό φως. Κάτι μικρό και μαύρο ήταν κουλουριασμένο δίπλα σε μία, με τη ματιά του καρφωμένη πάνω μου. Περίεργος, έκανα ένα βήμα προς το μέρος του. Το μαύρο πράγμα σάλεψε κι έγινε μαρμότα. Κάρφωσε για μια στιγμή επιτιμητικά πάνω μου τα κόκκινα μάτια της και ύστερα χάθηκε στο ψηλό χορτάρι. Ξάφνου κατάλαβα πως ήμουν κουρασμένος, σχεδόν αποκαμωμένος. Αυτό που μου έδινε δύναμη το τελευταίο πεντάωρο, μετά το τηλεφώνημα της κυρίας Μακέρντι, ήταν η αδρεναλίνη, και τώρα είχε στερέψει. Αυτό ήταν το αρνητικό. Το θετικό ήταν πως, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν είχα πια εκείνη την άχρηστη αίσθηση ότι κάθε λεπτό που περνούσε ήταν πολύτιμο. Είχα κάνει την επιλογή μου, είχα αποφασίσει να ακολουθήσω τη Ριτζ Ρόουντ, και δεν είχε κανένα νόημα να τρώγομαι με τα ρούχα μου. Το έλα έλα, το φύγε φύγε, έλεγε η μητέρα μου. Έλεγε πολλές τέτοιες φράσεις, σαν ζεν αποφθέγματα που όμως έβγαζαν κάποιο νόημα. Είτε είχε είτε δεν είχε νόημα η συγκεκριμένη, πάντως εμένα με παρηγόρησε εκείνη τη στιγμή. Αν ήταν νεκρή η μητέρα μου όταν έφτανα στο νοσοκομείο, αυτό ήταν, πάει και τελείωσε.

Page 403: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μάλλον δεν θα ήταν, όμως. Ο γιατρός είχε πει πως δεν ήταν τόσο άσχημα, έτσι είχε πει η κυρία Μακέρντι, όπως και ότι η μητέρα μου ήταν ακόμη νέα. Λιγάκι παχιά, ήταν αλήθεια, και μανιώδης καπνίστρια, όμως νέα ακόμη. Στο μεταξύ, εγώ βρισκόμουν στην ερημιά και ένιωθα ξάφνου αποκαμωμένος, ένιωθα τα πόδια μου σαν βυθισμένα σε τσιμέντο. Υπήρχε ένας πέτρινος τοίχος στη μεριά του νεκροταφείου που έβλεπε στο δρόμο, μ' ένα άνοιγμα απ' όπου περνούσαν δύο αυλακιές. Κάθισα πάνω στον τοίχο, με τα πόδια μου μέσα στη μία αυλακιά. Από κει, έβλεπα ως το βάθος της Ριτζ Ρόουντ και στις δύο κατευθύνσεις. 'Όταν θα έβλεπα προβολείς να ζυγώνουν προς τα δυτικά, προς το Λιούιστον, θα γύριζα στην άκρη του δρόμου και θα έκανα οτοστόπ. Στο μεταξύ, θα καθόμουν απλώς εκεί, με το σακίδιο μου ακουμπισμένο κάτω, και θα περίμενα να ξαναβρούν λιγάκι τα πόδια μου τη δύναμη τους. Ομίχλη, ψιλή και λαμπερή, σηκωνόταν από το χορτάρι. Τα δέντρα γύρω από το κοιμητήριο θρόιζαν στον άνεμο που δυνάμωνε. Πέρα από το κοιμητήριο, ακουγόταν τρεχούμενο νερό και κάπου κάπου το κόασμα κάποιου βατράχου. Ήταν όμορφο μέρος και παράξενα ανακουφιστικό, σαν ζωγραφιά σε βιβλίο με ρομαντικά ποιήματα. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά στο δρόμο. Τίποτε δεν ερχόταν δεν φαινόταν καν κάποια λάμψη στον ορίζοντα. Άφησα το σακίδιο μου μέσα στην αυλακιά, σηκώθηκα και μπήκα στο κοιμητήριο. Μια τούφα είχε πέσει στο μέτωπο μου και ο αέρας τη σήκωσε. Η ομίχλη ανασάλευε γύρω από τα παπούτσια μου. Οι ταφόπετρες στο πίσω μέρος ήταν παλιές και κάμποσες είχαν πέσει. Οι μπροστινές ήταν πολύ νεότερες. Έσκυψα, με τα χέρια μου στα γόνατα μου, για να περιεργαστώ μία με σχεδόν φρέσκα άνθη γύρω της. Στο φεγγαρόφωτο, το όνομα ήταν ευκολοδιάβαστο: ΤΖΟΡΤΖ ΣΤΟΜΠ. Από κάτω ήταν οι ημερομηνίες που έδειχναν τη σύντομη ζωή του Τζορτζ Στομπ: 19 Ιανουαρίου 1977, στη μία άκρη, 12 Οκτωβρίου 1998, στην άλλη. Αυτό εξηγούσε τα άνθη που μόλις είχαν αρχίσει να μαραίνονται· η 12η Οκτωβρίου ήταν πριν από δύο ημέρες και το 1998 πριν από δύο χρόνια. Οι φίλοι και οι συγγενείς του Τζορτζ είχαν επισκεφθεί τον τάφο του. Κάτω από το όνομα και τις ημερομηνίες, υπήρχε κάτι άλλο, μια σύντομη επιγραφή. Έσκυψα κι άλλο για να τη διαβάσω... ...και τρέκλισα προς τα πίσω τρομοκρατημένος, νιώθοντας ξάφνου πως ήμουν μόνος σ' ένα νεκροταφείο στο φεγγαρόφωτο. Το Έλα Έλα, Το Φύγε Φύγε, έλεγε η επιγραφή.

Page 404: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η μητέρα μου ήταν νεκρή, ίσως να είχε πεθάνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, και κάτι μου είχε στείλει ένα μήνυμα. Κάτι με μια εντελώς δυσάρεστη αίσθηση του χιούμορ. Άρχισα να τραβιέμαι αργά προς το δρόμο, ακούγοντας τον άνεμο στα δέντρα, ακούγοντας το ρέμα, ακούγοντας τους βατράχους, ξάφνου γεμάτος φόβο πως μπορεί να άκουγα κάποιον άλλο ήχο, τον ήχο που θα έκαναν το χώμα και οι ρίζες καθώς κάτι όχι ολότελα νεκρό θα έβγαινε από τη γη για να μου αρπάξει το παπούτσι... Πεδικλώθηκα κι έπεσα, χτυπώντας τον αγκώνα μου σε μια ταφόπετρα, και λίγο έλειψε να χτυπήσω το κεφάλι μου σε μια άλλη. Σωριάστηκα μ' ένα γδούπο στο χορτάρι, βλέποντας το φεγγάρι που μόλις είχε προβάλει μέσα από τα δέντρα. Δεν ήταν πια πορτοκαλί αλλά άσπρο, και λαμπερό σαν στιλβωμένο κόκαλο. Αντί να με πανικοβάλει κι άλλο, η πτώση μου μου καθάρισε το μυαλό. Δεν ήξερα τι είχα δει, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν αυτό που θαρρούσα πως είχα δει. Τέτοια πράγματα συνέβαιναν στις ταινίες του Τζον Κάρπεντερ και του Γουές Κρέϊβεν, όχι στην αληθινή ζωή. Ναι, καλά, εντάξει, ψιθύρισε μια φωνή μες στο κεφάλι μου. Κι αν σηκωθείς και φύγεις τώρα, υστέρα θα συνεχίσεις να πιστεύεις πως το είδες, θα συνεχίσεις να το πιστεύεις σ' όλη σου τη ζωή. «Διάβολε», είπα και σηκώθηκα. Το πίσω μέρος του τζιν μου ήταν βρεγμένο και το τράβηξα για να ξεκολλήσει από τον πισινό μου. Δεν ήταν ακριβώς εύκολο να ζυγώσω ξανά στην ταφόπετρα του Τζορτζ Στομπ, όμως ούτε τόσο δύσκολο όσο φανταζόμουν. Ο αέρας στέναζε στα δέντρα, δυναμώνοντας ακόμη, δείχνοντας πως ο καιρός άλλαζε. Τρεμάμενες σκιές χόρευαν γύρω μου. Τριγμοί ακούγονταν από το δάσος, καθώς οι κλώνοι τρίβονταν ο ένας πάνω στον άλλο. Έσκυψα πάνω από την ταφόπετρα και διάβασα: ΤΖΟΡΤΖ ΣΤΟΜΠ 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1977 - 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1998 Άρχισε Καλά, Αλλά γρήγορα Έφυγε Είχα απομείνει ασάλευτος, σκυφτός, με τα χέρια στα γόνατα, δίχως να έχω συνειδητοποιήσει πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά μου, μέχρι που άρχισε να ηρεμεί ξανά. Δεν ήταν παρά μια δυσάρεστη σύμπτωση· και ήταν παράξενο που είχα διαβάσει λάθος αυτό που ήταν γραμμένο κάτω από το όνομα και τις ημερομηνίες; Ακόμη κι αν δεν ήμουν κουρασμένος και

Page 405: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ταραγμένος, μπορεί να είχε συμβεί το ίδιο. Το φεγγαρόφωτο είναι διαβόητος μάγος των ψευδαισθήσεων, αυτό όλο κι όλο. Μονάχα που ήξερα τι είχα διαβάσει: Το Έλα Έλα, Το Φύγε Φύγε. Η μαμά μου ήταν νεκρή. «Διάβολε», είπα ξανά κι έκανα μεταβολή, συνειδητοποιώντας την ίδια στιγμή πως η ομίχλη που ανασάλευε στο χορτάρι και γύρω από τους αστραγάλους μου είχε αρχίσει να φωτίζεται. Άκουσα το μουρμουρητό ενός κινητήρα που ζύγωνε. Ένα αυτοκίνητο ερχόταν. Πέρασα βιαστικά από το άνοιγμα στον πέτρινο τοίχο, αρπάζοντας το σακίδιο μου. Τα φώτα του αυτοκινήτου που ζύγωνε βρίσκονταν στη μέση του λόφου. Έκανα νόημα με τον αντίχειρα, πάνω που έπεφταν πάνω μου τυφλώνοντας με για μια στιγμή. Ήξερα πως θα σταματούσε προτού καν αρχίσει να κόβει ταχύτητα. Είναι αστείο πώς ξέρεις απλώς κάτι κάποιες φορές, όμως είναι κάτι που θα σας πει οποιοσδήποτε έχει περάσει κάμποσο καιρό κάνοντας οτοστόπ. Το αυτοκίνητο με προσπέρασε, με τα στοπ του να τρεμοφέγγουν, και σταμάτησε στο χώμα κοντά στην άκρη του πέτρινου τοίχου που χώριζε το κοιμητήριο από τη Ριτζ Ρόουντ. Έτρεξα ως εκεί, με το σακίδιο μου να χτυπά στο πλάι του ποδιού μου. Το αυτοκίνητο ήταν ένα Μάστανγκ, ένα από κείνα τα κομψά αυτοκίνητα από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα. Η μηχανή του μούγκριζε δυνατά, με το θόρυβο της να βγαίνει μέσα από ένα σιγαστήρα που μάλλον θα θεωρούνταν ακατάλληλος την επόμενη φορά που θα περνούσε το αυτοκίνητο από τεχνικό έλεγχο... όμως αυτό δεν ήταν δικό μου πρόβλημα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Καθώς άφηνα το σακίδιο μου ανάμεσα στα πόδια μου, μια μυρωδιά με τύλιξε, σχεδόν οικεία και λιγάκι δυσάρεστη. «Σ' ευχαριστώ», είπα. «Σ' ευχαριστώ πολύ». Ο οδηγός φορούσε ξεθωριασμένο τζιν και μαύρο μπλουζάκι με κομμένα μανίκια. Ήταν ηλιοκαμένος, μυώδης και γύρω γύρω στο αριστερό του μπράτσο είχε ένα γαλάζιο αγκαθωτό τατουάζ. Στο κεφάλι του είχε ένα πράσινο διαφημιστικό κασκέτο των τρακτέρ Τζον Ντιρ γυρισμένο ανάποδα. Μια κονκάρδα ήταν καρφιτσωμένη κοντά στη λαιμόκοψη της μπλούζας του, όμως από κει που καθόμουν δεν διέκρινα τι έλεγε. «Παρακαλώ», είπε. «Στην πόλη πηγαίνεις;»

Page 406: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ναι», αποκρίθηκα. Σ' αυτή τη γωνιά του κόσμου, η «πόλη» ήταν το Λιούιστον, η μοναδική μεγάλη πόλη βόρεια του Πόρτλαντ. Καθώς έκλεινα την πόρτα, είδα να κρέμεται από τον καθρέφτη ένα από κείνα τα αποσμητικά χώρου σε σχήμα ελάτου. Αυτό ήταν που είχα μυρίσει. Σίγουρα δεν ήταν η τυχερή μου βραδιά, σε ό,τι είχε σχέση με τις μυρωδιές τουλάχιστον. Πρώτα ούρα και τώρα αποσμητικό-έλατο. Παρ' όλα αυτά, ήταν ένα αμάξι, θα 'πρεπε να νιώθω ανακουφισμένος. Και καθώς ο οδηγός πατούσε γκάζι και έβγαινε ξανά στη Ριτζ Ρόουντ, με τον μεγάλο κινητήρα της παλιάς του Μάστανγκ να μουγκρίζει, πάσχισα να πείσω τον εαυτό μου πως ένιωθα ανακουφισμένος. «Και τι δουλειά έχεις στην πόλη, αν επιτρέπεται;» ρώτησε ο οδηγός, θα 'λεγα πως ήταν περίπου στην ηλικία μου· ένα παιδί της πόλης, που μπορεί να πήγαινε σε κάποια τεχνική σχολή στο Όμπερν, ή να δούλευε σε ένα από τα εναπομείναντα κλωστοϋφαντήρια της περιοχής. Μάλλον είχε φτιάξει ο ίδιος τη Μάστανγκ του στον ελεύθερο χρόνο του, γιατί αυτό έκαναν τα αγόρια σαν αυτόν: έπιναν μπίρα, κάπνιζαν κανένα τσιγαριλίκι κι έφτιαχναν τα αμάξια τους. Ή τις μοτοσικλέτες τους. «Παντρεύεται ο αδερφός μου. θα είμαι κουμπάρος». Είπα αυτό το ψέμα αυθόρμητα. Δεν ήθελα να του πω για τη μητέρα μου, αν και δεν ήξερα γιατί. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήξερα τι, ή γιατί το πίστευα, όμως ήμουν βέβαιος. Απόλυτα βέβαιος. «Αύριο είναι η πρόβα. Κι ένα πάρτι εργένηδων το βράδυ». «Ναι; Αλήθεια;» Γύρισε να με κοιτάξει, με τα μάτια του έντονα, γεμάτα δυσπιστία, και τα χείλη του λίγο χαμογελαστά στο όμορφο πρόσωπο του. «Ναι», είπα. Φοβόμουν. Στα καλά του καθουμένου, φοβόμουν ξανά. Κάτι δεν πήγαινε καλά, ίσως είχε αρχίσει να μην πηγαίνει καλά όταν ο γέρος στην Ντοτζ μου είχε πει να ευχηθώ στην πρησμένη σελήνη και όχι σ' ένα πεφταστέρι. Ή μπορεί να μην πήγαινε καλά από τη στιγμή που σήκωσα το τηλέφωνο και άκουσα την κυρία Μακέρντι να λέει πως είχε άσχημα νέα για μένα, όμως όχι τόσο άσχημα όσο θα μπορούσαν να είναι. «Ωραία», είπε ο νεαρός με το κασκέτο που ήταν βαλμένο ανάποδα. «Να παντρεύεται ο αδερφός σου, φίλε μου, αυτό είναι καλό. Πώς λέγεσαι;» Δεν φοβόμουν απλώς· ήμουν τρομοκρατημένος. Τίποτε δεν πήγαινε καλά, τίποτε, και δεν ήξερα γιατί ή πώς μπορούσε να έχει συμβεί κάτι τέτοιο τόσο γρήγορα. Για ένα πράγμα, όμως, ήμουν βέβαιος: δεν ήθελα ο οδηγός της

Page 407: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Μάστανγκ να μάθει το όνομα μου, όπως δεν ήθελα να μάθει γι' αυτό που είχα να κάνω στο Λιούιστον. 'Όχι πως θα έφτανα στο Λιούιστον. Ξάφνου ήμουν βέβαιος πως δεν θα έβλεπα το Λιούιστον ξανά. Και ήταν κι εκείνη η μυρωδιά" κάτι κάτω απ' τη μυρωδιά του αποσμητικού χώρου. «Έκτορ», είπα, που ήταν το όνομα του συγκατοίκου μου. «Έκτορ Πάσμορ». Βγήκε απ' το στεγνό μου στόμα απλά, αβίαστα, κι αυτό ήταν καλό. Κάτι μέσα μου επέμενε πως δεν έπρεπε να φανερώσω στον οδηγό της Μάστανγκ πως ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν η μόνη μου ελπίδα. Στράφηκε λιγάκι προς το μέρος μου και διάβασα την κονκάρδα του: ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΘΡΙΛ ΒΙΛΑΤΖ. 'Ήξερα αυτό το λούνα παρκ· είχα πάει, αν και η τελευταία φορά ήταν πριν από πολλά χρόνια. Είδα επίσης μια έντονη μαύρη γραμμή στο λαιμό του, γύρω γύρω, σαν το αγκαθωτό τατουάζ στο μπράτσο του, μόνο που η γραμμή στο λαιμό του οδηγού δεν ήταν τατουάζ. Δεκάδες μαύρα σημαδάκια την έτεμναν κάθετα. Ήταν τα ράμματα που είχε κάνει όποιος είχε ενώσει ξανά το κεφάλι με το σώμα. «Χαίρω πολύ, Έκτορ», είπε. «Λέγομαι Τζορτζ Στομπ». Το χέρι μου απλώθηκε σαν μέσα σε όνειρο. Μακάρι να ήταν όνειρο, όμως δεν ήταν. Είχε την απόλυτη διαύγεια της πραγματικότητας. Η μυρωδιά από πάνω ήταν αποσμητικού-ελάτου. Η μυρωδιά από κάτω ήταν κάποιας χημικής ουσίας, ίσως φορμαλδεΰδης. Ταξίδευα μ' έναν νεκρό. Η Μάστανγκ έτρεχε στη Ριτζ Ρόουντ με ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα, πίσω από τις δέσμες των προβολέων της, στο φως ενός φεγγαριού που έμοιαζε με γυαλιστερό κουμπί. Δεξιά κι αριστερά, τα δέντρα δίπλα στο δρόμο χόρευαν και αναριγούσαν στον άνεμο. Ο Τζορτζ Στομπ μου χαμογέλασε με τα άδεια του μάτια, ύστερα άφησε το χέρι μου και έστρεψε ξανά την προσοχή του στο δρόμο. Στο λύκειο, είχα διαβάσει το δράκουλα, και τώρα μια φράση από κείνο το βιβλίο ξεπήδησε στο νου μου, ηχώντας μέσα στο κεφάλι μου σαν ραγισμένη καμπάνα: Οι νεκροί οδηγούν γοργά. Δεν πρέπει να καταλάβει πως ξέρω. Κι αυτό αντήχησε μέσα στο κεφάλι μου. Ήταν το μόνο μου όπλο· κι ας μην ήταν σπουδαίο, ήταν το μόνο. Α εν πρέπει να καταλάβει πως ξέρω, δεν πρέπει να καταλάβει, δεν πρεπεί. Αναρωτήθηκα πού να ήταν τώρα ο γέρος. Ασφαλής, με τον αδερφό του; Ή ήταν κι ο γέρος απ' την αρχή μέσα στο κόλπο; Ήταν άραγε ακριβώς από

Page 408: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

πίσω μας, μέσα στην παλιά Ντοτζ του, σκυφτός πάνω απ' το τιμόνι, κι έσφιγγε τον κηλεπίδεσμο του; Ήταν κι εκείνος νεκρός; Μάλλον όχι. Οι νεκροί οδηγούν γοργά, σύμφωνα με τον Μπραμ Στόκερ, κι ο γέρος πήγαινε με εβδομήντα, ούτε χιλιόμετρο παραπάνω. Ένιωσα ένα παρανοϊκό γέλιο έτοιμο να ξεχυθεί από το στόμα μου και συγκρατήθηκα. Αν γελούσα, θα καταλάβαινε. Και δεν έπρεπε να καταλάβει, γιατί αυτό ήταν η μόνη μου ελπίδα. «Τίποτε δε συγκρίνεται μ' ένα γάμο», είπε. «Ναι», του είπα, «όλοι θα 'πρεπε να παντρεύονται, τουλάχιστον δυο φορές». Τα χέρια μου έσφιγγαν το ένα τ' άλλο. Ένιωθα τα νύχια να χώνονται στη σάρκα μου, πάνω ακριβώς απ' τις αρθρώσεις των δαχτύλων, όμως ήταν μια απόμακρη αίσθηση. Δεν έπρεπε να καταλάβει, αυτό είχε σημασία. Το δάσος μας έζωνε από παντού, το μόνο φως ήταν η παγερή οστεώδης λάμψη του φεγγαριού, και δεν έπρεπε να καταλάβει πως ήξερα ότι ήταν νεκρός. Γιατί δεν ήταν φάντασμα, όχι, δεν ήταν κάτι τόσο άκακο. Μπορεί να έβλεπες ένα φάντασμα, όμως τι πράγμα ήταν αυτό που σταματούσε για να σε πάρει με το αμάξι του; Τι είδους πλάσμα ήταν; Βρικόλακας; Δαίμονας; Ζόμπι; Τίποτε απ' όλα αυτά; Ο Τζορτζ Στομπ γέλασε. «Δυο φορές! Ναι, φίλε μου, αυτό είναι ολόκληρη η ζωή μου!» «Και η δική μου», είπα. Η φωνή μου ήταν ήρεμη, απλώς η φωνή κάποιου που είχε κάνει οτοστόπ και περνούσε τη μέρα του -τη νύχτα του, στη συγκεκριμένη περίπτωση- κουβεντιάζοντας φιλικά μ' αυτόν που τον είχε πάρει και ξεπληρώνοντας έτσι την υποχρέωση. «Τίποτε δε συγκρίνεται με μια κηδεία». «Μ' ένα γάμο», είπε ήρεμα. Στο φως του ταμπλό, το πρόσωπο του ήταν σαν κέρινο· το άβαφο πρόσωπο ενός πτώματος. Εκείνο το ανάποδα φορεμένο κασκέτο ήταν ιδιαίτερα αποτρόπαιο. Σε έκανε να αναρωτιέσαι τι υπήρχε από κάτω. Είχα διαβάσει κάπου πως οι εργολάβοι κηδειών αφαιρούσαν με πριόνι την κορυφή του κρανίου, έβγαζαν τον εγκέφαλο κι έβαζαν χημικά επεξεργασμένο βαμβάκι στη θέση του. Για να μη βουλιάξει το πρόσωπο, ίσως. «Μ' ένα γάμο», είπα με μουδιασμένα χείλη, κατορθώνοντας μάλιστα να γελάσω λιγάκι. «Μ' ένα γάμο ήθελα να πω». «Λέμε πάντα αυτό που θέλουμε να πούμε, να τι πιστεύω εγώ», είπε ο οδηγός. Χαμογελούσε ακόμη.

Page 409: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ναι, κι ο Φρόιντ το ίδιο πίστευε. Το είχα διαβάσει στην Ψυχολογία 1. Είχα αμφιβολίες για το πόσα ήξερε αυτός ο τύπος για τον Φρόιντ -μάλλον δεν ήταν πολλοί οι εμβριθείς μελετητές του Φρόιντ που φορούσαν αμάνικο μπλουζάκι και κασκέτο γυρισμένο ανάποδα-, αλλά ήξερε αρκετά. Είχα πει κηδεία. Χριστέ μου, είχα πει κηδεία. Ξάφνου σκέφτηκα πως έπαιζε μαζί μου. Εγώ δεν ήθελα να καταλάβει πως ήξερα ότι ήταν νεκρός κι αυτός δεν ήθελε να καταλάβω πως ήξερε ότι ήξερα πως ήταν νεκρός. Έτσι, δεν έπρεπε να καταλάβει πως ήξερα ότι ήξερε πως... Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει μπροστά μου. Σε μια στιγμή θα άρχιζε να γυρίζει ακόμη πιο γρήγορα, ύστερα να στροβιλίζεται, και τελικά όλα θα έσβηναν. Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια. Στη σκοτεινιά, το μετείκασμα του φεγγαριού αιωρούνταν πράσινο. «Νιώθεις καλά, φίλε μου;» με ρώτησε. Η ανησυχία στη φωνή του ήταν φρικιαστική. «Ναι», είπα, ανοίγοντας τα μάτια μου. Τα πράγματα ήταν ασάλευτα ξανά. Ο πόνος στα χέρια μου, εκεί που είχαν βυθιστεί τα νύχια μου στο δέρμα, ήταν δυνατός και αληθινός. Και η μυρωδιά. Όχι απλώς αποσμητικού-ελάτου, όχι απλώς κάποιας χημικής ουσίας, αλλά και μια μυρωδιά χώματος. «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε. «Είμαι απλώς λιγάκι κουρασμένος. Κάνω πολλές ώρες οτοστόπ. Και μερικές φορές με πειράζει το αυτοκίνητο». Ξάφνου, μια φαεινή ιδέα ξεπήδησε στο νου μου. «Ξέρεις, νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να μ' αφήσεις. Ο καθαρός αέρας θα με συνεφέρει. Κάποιος άλλος θα περάσει και...» «Δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο», είπε. «Να σ' αφήσω εδώ, στην ερημιά; Αποκλείεται, θα μπορούσε να περάσει μια ώρα ώσπου να φανεί κάποιος, άσε που μπορεί να μη σταματήσει. Είμαι υπεύθυνος για σένα. Τι λέει εκείνο το τραγούδι; Έγκαιρα να με πας στην εκκλησιά, σωστά; Αποκλείεται να σ' αφήσω. Κατέβασε το παράθυρο σου λιγάκι" αυτό θα βοηθήσει. Ξέρω πως δε μυρίζει ακριβώς υπέροχα εδώ μέσα. Κρέμασα το αποσμητικό χώρου, αλλά αυτά τα πράγματα δεν κάνουν τίποτε, διάολε. Φυσικά, κάποιες μυρωδιές τις ξεφορτώνεσαι δυσκολότερα από τις υπόλοιπες». Ήθελα να κατεβάσω το τζάμι, να μπει λίγος καθαρός αέρας, όμως οι μύες στο χέρι μου ήταν σαν από νερό. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κάθομαι εκεί, με τα δάχτυλα μου πλεγμένα και τα νύχια μου να βυθίζονται στο δέρμα μου. Οι μισοί μύες αρνούνταν να κινηθούν και οι άλλοι μισοί αρνούνταν να σταματήσουν να κινούνται.

Page 410: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τι κωμωδία! «Είναι σαν εκείνη την ιστορία», είπε. «Αυτή για τον πιτσιρικά που αγοράζει τη σχεδόν καινούρια Κάντιλακ για εφτακόσια πενήντα δολάρια. Την ξέρεις, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπα με τα μουδιασμένα μου χείλη. Δεν την ήξερα, όμως ήξερα πολύ καλά πως δεν ήθελα να την ακούσω, πως δεν ήθελα ν' ακούσω καμιά ιστορία από κείνο τον άνθρωπο. «Είναι πασίγνωστη». Μπροστά μας, το οδόστρωμα ξετυλιγόταν σαν τους δρόμους στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. «Ναι, είναι πασίγνωστη, διάβολε. Ο πιτσιρικάς, λοιπόν, ψάχνει ν' αγοράσει αμάξι και βλέπει μια σχεδόν ολοκαίνουρια Κάντιλακ στην αυλή αυτού του τύπου». «Είπα πως...» «Ναι, και υπάρχει μια ταμπέλα στο παράθυρο που λέει ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ». Είχε ένα τσιγάρο βαλμένο πίσω από το αυτί του. Έκανε να το πιάσει και το μπλουζάκι του τραβήχτηκε μπροστά. Είδα άλλη μια ζαρωμένη μαύρη γραμμή εκεί, κι άλλα ράμματα. Ύστερα έγειρε μπροστά για να πιέσει τον αναπτήρα του αμαξιού και το μπλουζάκι του κατέβηκε ξανά. «Ο πιτσιρικάς ξέρει πως δεν έχει τα λεφτά για μια Κάντιλακ, ούτε κατά διάνοια, όμως είναι περίεργος, καταλαβαίνεις. Πηγαίνει λοιπόν στον τύπο και του λέει: "Πόσα ζητάς γι' αυτή;" Ο τύπος, που κρατά μια μάνικα και πλένει το αυτοκίνητο, κλείνει τη βρύση και λέει: "Πιτσιρικά, είναι η τυχερή σου μέρα. Με εφτακόσια πενήντα δολάρια είναι δικιά σου"». Ο αναπτήρας τινάχτηκε έξω. Ο Στομπ τον έβγαλε και πίεσε την πυρακτωμένη σπείρα στην άκρη του τσιγάρου του. Τράβηξε μια ρουφηξιά και είδα καπνό να βγαίνει ανάμεσα από τα ράμματα που κρατούσαν κλειστή την τομή στο λαιμό του. «Ο πιτσιρικάς κοιτάζει μέσα, από το παράθυρο του οδηγού, και βλέπει πως ο μετρητής γράφει μονάχα είκοσι έξι χιλιάδες. Λέει στον τύπο: "Ναι, βέβαια, αυτό είναι πιο αστείο κι από μια πόρτα με σήτα σ' ένα υποβρύχιο, χα, χα". Ο τύπος λέει: "Δεν αστειεύομαι, πιτσιρικά, δώσ' μου τα λεφτά κι είναι δική σου. Διάβολε, αν δεν τα έχεις, πλήρωσε με με επιταγή. Μου φαίνεσαι τίμιος". Και ο πιτσιρικάς λέει...» Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο. Είχα ξανακούσει την ιστορία, πριν από χρόνια, ίσως όταν πήγαινα ακόμη γυμνάσιο. Στην εκδοχή που είχα ακούσει, το αυτοκίνητο ήταν θάντερμπολτ και όχι Κάντιλακ, όμως κατά τ' άλλα η

Page 411: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ιστορία ήταν ολόιδια. Ο πιτσιρικάς λέει Μπορεί να είμαι μονάχα δεκαεφτά ετών, όμως δεν είμαι ηλίθιος. Κανένας δεν πουλά ένα τέτοιο αμάξι, ειδικά όταν έχει χάνει τόσο λίγα χιλιόμετρα, για εφτακόσια πενήντα δολάρια μονάχα. Κι ο τύπος του λέει πως το κάνει γιατί το αμάξι μυρίζει, πως έχει προσπαθήσει και ξαναπροσπαθήσει να διώξει τη μυρωδιά, όμως είναι αδύνατο. Βλέπεις, έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι, για αρκετό καιρό, για τουλάχιστον... «...δύο εβδομάδες», έλεγε ο οδηγός. Χαμογελούσε όπως χαμογελά κάποιος όταν λέει ένα ανέκδοτο που του φαίνεται αληθινά ξεκαρδιστικό. «Κι όταν γυρίζει, βρίσκει το αμάξι μες στο γκαράζ και τη γυναίκα του μέσα στο αμάξι, νεκρή σχεδόν από τότε που έφυγε ο τύπος. Δεν ξέρω αν ήταν αυτοκτονία ή καρδιακή προσβολή ή δεν ξέρω τι, όμως είναι πρησμένη και το αμάξι είναι γεμάτο από κείνη τη μυρωδιά και το μόνο που θέλει ο τύπος είναι να το πουλήσει». Γέλασε. «Απίθανη ιστορία, ε;» «Γιατί δεν είχε τηλεφωνήσει τόσες ημέρες στο σπίτι του;» Ήταν το στόμα μου που μίλησε. Το μυαλό μου είχε παγώσει. «Έλειπε δυο βδομάδες για δουλειές και δεν τηλεφώνησε μια φορά στο σπίτι του για να δει τι έκανε η γυναίκα του;» «Κοίτα», είπε ο οδηγός, «δε μας ενδιαφέρει αν πήρε ή δεν πήρε τηλέφωνο, δε συμφωνείς; Ότι το αμάξι ήταν κελεπούρι· αυτό μας ενδιαφέρει. Ποιος δε θα έμπαινε στον πειρασμό; Στο κάτω κάτω, μπορείς να οδηγείς το αυτοκίνητο σου έχοντας τα αναθεματισμένα τα παράθυρα κατεβασμένα, σωστά; Και δεν είναι παρά μια ιστορία. Φαντασία. Μου την έφερε στο μυαλό η μυρωδιά σ' αυτό το αμάξι. Που είναι πραγματικότητα». Σιωπή. Σκέφτηκα: Περιμένει να πω κάτι, περιμένει να δώσω ένα τέλος. Και ήθελα. Αλήθεια το ήθελα. Μόνο που... ύστερα τι; Τι θα έκανε ύστερα; Έτριψε με τον αντίχειρα του την κονκάρδα στο μπλουζάκι του, εκείνη που έλεγε ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΘΡΙΛ ΒΙΛΑΤΖ. Είδα πως υπήρχε χώμα κάτω από τα νύχια του. «Εκεί ήμουν σήμερα», είπε. «Στο θριλ Βίλατζ. Έκανα μια δουλειά για κάποιον και μου έδωσε ένα εισιτήριο για μια ολόκληρη μέρα. Η κοπέλα μου θα ερχόταν μαζί μου, όμως μου τηλεφώνησε και είπε πως ήταν άρρωστη. Κάποιες φορές πονά πολύ, υποφέρει, όταν της έρχεται περίοδος. Κρίμα, όμως πάντα σκέφτομαι: ε, και τι άλλη λύση υπάρχει; Οι αληθινοί μπελάδες, και για μένα και για κείνη, θα άρχιζαν αν δεν της ερχόταν περίοδος». Ένα γέλιο δίχως ίχνος ευθυμίας

Page 412: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

βγήκε από το στόμα του. «Έτσι, πήγα μονάχος. Γιατί να χάσω ένα ολόκληρο εισιτήριο; Έχεις πάει ποτέ στο θριλ Βίλατζ;» «Ναι», είπα. Μια φορά. Όταν ήμουν δώδεκα. «Με ποιον πήγες;» ρώτησε. «Δεν πήγες μονάχος, έτσι δεν είναι; Αποκλείεται, αν ήσουν μόνο δώδεκα». Δεν του το είχα πει αυτό, σωστά; Όχι. Έπαιζε μαζί μου, αυτό ήταν έπαιζε μαζί μου, με το πάσο του. Σκέφτηκα ν' ανοίξω την πόρτα και να πηδήξω έξω στη νύχτα, φροντίζοντας να προστατεύσω το κεφάλι μου με τα χέρια μου πριν σκάσω κάτω, μόνο που ήξερα πως θα με τραβούσε μέσα πριν προλάβω να ξεφύγω. Και, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κρατώ σφιχτά πλεγμένα τα δάχτυλα μου. «Όχι», είπα. «Πήγα με τον μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου με πήγε». «Ανέβηκες στη Σφαίρα του Τρόμου; Εγώ ανέβηκα τέσσερις φορές. Φίλε μου! Γυρίζει τελείως ανάποδα!» Με κοίταξε και έβγαλε πάλι ένα γέλιο σαν γάβγισμα. Το φεγγαρόφωτο πλημμύριζε τα μάτια του, μεταμορφώνοντας τα σε άσπρους κύκλους, σε μάτια αγάλματος. Και συνειδητοποίησα πως ήταν κάτι παραπάνω από νεκρός· ήταν τρελός. «Ανέβηκες στη Σφαίρα, Άλαν;» Σκέφτηκα να του πω πως δεν με έλεγαν έτσι, πως το όνομα μου ήταν Έκτορ, όμως τι νόημα είχε; Το παιχνίδι ζύγωνε στο τέλος του. «Ναι», ψιθύρισα. Ούτε ένα φως, πουθενά· μονάχα το φεγγάρι. Τα δέντρα χάνονταν δεξιά κι αριστερά, σαλεύοντας σαν να χόρευαν ονειρικά στο σεληνόφως. Ο δρόμος χανόταν από κάτω μας. Κοίταξα το κοντέρ και είδα πως πηγαίναμε με εκατόν τριάντα χιλιόμετρα την ώρα. Είχαμε ανέβει στη σφαίρα του τρόμου τώρα, εγώ κι αυτός. Οι νεκροί οδηγούν γοργά. «Ναι, στη Σφαίρα. Ανέβηκα». «Μπα», έκανε. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και είδα πάλι τον καπνό να βγαίνει ανάμεσα από τα ράμματα στο λαιμό του. «Αποκλείεται. Και σίγουρα όχι με τον πατέρα σου. Στάθηκες στην ουρά, ναι, όμως ήσουν με τη μαμά σου. Η ουρά ήταν μεγάλη, η ουρά για τη Σφαίρα είναι πάντα μεγάλη, και η μαμά σου δεν ήθελε να στέκεται και να περιμένει στον καυτό ήλιο. Ήταν χοντρή, και τότε ακόμη, και δεν άντεχε τη ζέστη. Όμως δεν είχες σταματήσει να της τριβελίζεις το κεφάλι για να σου κάνει το χατίρι, και το αστείο ξέρεις ποιο είναι, φίλε μου; Όταν έφτασες τελικά μπροστά μπροστά στην ουρά, δείλιασες. Έτσι δεν είναι;»

Page 413: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Δεν μίλησα. Η γλώσσα μου έμοιαζε να έχει κολλήσει στον ουρανίσκο μου. Το χέρι του απλώθηκε, με το δέρμα του κίτρινο στο φως απ' το ταμπλό της Μάστανγκ και τα νύχια του βρόμικα, και άρπαξε τα πλεγμένα μου δάχτυλα. Όλη η δύναμη στραγγίστηκε μεμιάς από τα χέρια μου και ξεπλέχτηκαν σαν κόμπος που λύνεται μαγικά μόλις τον αγγίζει το ραβδί του ταχυδακτυλουργού. Το δέρμα του ήταν παγερό και σαν φιδίσιο. «Έτσι δεν είναι;» «Ναι», ψιθύρισα. Δεν είχα τη δύναμη να μιλήσω πιο δυνατά. «Όταν ζυγώσαμε και είδα πόσο ψηλά ήταν... πώς αναποδογύριζε στην κορυφή και πώς ούρλιαζαν μέσα... δείλιασα. Η μαμά μου με χτύπησε και ύστερα δε μου μιλούσε σ' όλο το δρόμο ως το σπίτι. Δεν ανέβηκα ποτέ στη Σφαίρα του Τρόμου». Ως τώρα, τουλάχιστον. «θα 'πρεπε ν' ανέβεις, φίλε μου. Είναι το καλύτερο εκεί. Τίποτ' άλλο δεν είναι σαν τη Σφαίρα, σ' αυτό το λούνα παρκ τουλάχιστον. Γυρίζοντας σπίτι, σταμάτησα και πήρα μερικές μπίρες από κείνο το μαγαζί δίπλα στο σύνορο της Πολιτείας, θα περνούσα από το σπίτι της φίλης μου, για να της χαρίσω για πλάκα την κονκάρδα». Έσβησε το τσιγάρο στο στήθος του και ύστερα κατέβασε το παράθυρο και το πέταξε στην ανεμόδαρτη νύχτα. «Μάλλον ξέρεις τι συνέβη». Φυσικά ήξερα. Ήταν σαν όλες τις ιστορίες με φαντάσματα, σωστά; Ξέφυγε από το δρόμο και, όταν έφτασε η αστυνομία, τον βρήκε νεκρό μέσα στα συντρίμμια του αυτοκινήτου του, με το κορμί του στη θέση του οδηγού και το κεφάλι του στο πίσω κάθισμα, με το κασκέτο του βαλμένο ανάποδα και τα νεκρά του μάτια καρφωμένα στην οροφή, κι από τότε τον συναντούσες στη Ριτζ Ρόουντ όταν ήταν ολόγιομο το φεγγάρι και ο αέρας δυνατός, θρηνητικός -θα είμαστε πάλι κοντά σας ύστερα από ένα σύντομο διαφημιστικό μήνυμα από το χορηγό μας. Τώρα πια ξέρω κάτι που δεν ήξερα πριν, πως οι πιο τρομερές ιστορίες είναι οι πιο συνηθισμένες. Αυτές είναι οι αληθινοί εφιάλτες. «Τίποτε δε συγκρίνεται με μια κηδεία», είπε και γέλασε. «Αυτό δεν είπες; Σου ξέφυγε, Αλ. Σου ξέφυγε και φανερώθηκες». «Άσε με να βγω», ψιθύρισα. «Σε παρακαλώ». «Λοιπόν», είπε γυρίζοντας προς το μέρος μου, «πρέπει να το κουβεντιάσουμε, έτσι δεν είναι; Ξέρεις ποιος είμαι, Άλαν;» «Είσαι φάντασμα», είπα.

Page 414: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Κάγχασε, και στη λάμψη του κοντέρ οι άκρες του στόματος του στράφηκαν προς τα κάτω. «Έλα, φίλε μου, βάλε τα δυνατά σου. Ο αναθεματισμένος ο Κάσπεςι είναι φάντασμα. Βλέπεις να αιωρούμαι; Βλέπεις από μέσα μου;» Σήκωσε το χέρι του και το ανοιγόκλεισε μπροστά μου. Άκουσα τους τένοντες του να τρίζουν ξερά, κοφτά. Πάσχισα να πω κάτι. Δεν ξέρω τι, και δεν έχει αληθινά σημασία, γιατί τίποτε δεν βγήκε από το στόμα μου. «Είμαι ενός είδους μαντατοφόρος», είπε ο Στομπ. «Φέντεξ από τον τάφο, πώς σου φαίνεται αυτό; Για την ακρίβεια, τύποι σαν εμένα εμφανίζονται συχνά· όποτε είναι οι συνθήκες αυτές ακριβώς που πρέπει. Ξέρεις τι πιστεύω; Πιστεύω πως όποιος έχει το γενικό πρόσταγμα, ο θεός ή όποιος άλλος, πρέπει να είναι χωρατατζής και γλεντζές. Του αρέσει πάντα να σε ελέγχει, για να δει αν θα αρκεστείς σ' αυτά που έχεις ή αν θα μπορέσει να σε πείσει να δεις τι υπάρχει πίσω απ' την κουρτίνα. Όμως οι συνθήκες πρέπει να είναι οι κατάλληλες. Απόψε ήταν. Ήσουν μόνος σου στο δρόμο... η μητέρα σου ήταν άρρωστη... γύρευες κάποιο αυτοκίνητο να σε πάρει...» «Αν έμενα με το γέρο, τίποτε απ' όλα αυτά δε θα συνέβαινε», είπα. «Έτσι δεν είναι;» Τώρα μύριζα ολοκάθαρα τον Στομπ, την οξεία οσμή χημικών ουσιών και την πιο βαριά δυσωδία της σηπόμενης σάρκας, και αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν να μην είχα προσέξει τη μυρωδιά του ή να την είχα περάσει για κάτι άλλο. «Δύσκολο να πει κανείς», αποκρίθηκε ο Στομπ. «Μπορεί αυτός ο γέρος που λες να ήταν επίσης νεκρός». Σκέφτηκα πώς ήταν η φωνή του γέρου, σαν να μπήγονταν στα αυτιά μου γυαλιά, και πώς έσφιγγε τον κηλεπίδεσμο του. Όχι, δεν ήταν νεκρός, και, αντί για τη μυρωδια ούρων στην παλιά του Ντοτζ, είχα διαλέξει κάτι πολύ χειρότερο. «Τέλος πάντων, φίλε μου, δεν προφταίνουμε να τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά. Άλλα οχτώ χιλιόμετρα και θα ξαναρχίσουμε να βλέπουμε σπίτια. Άλλα έντεκα και θα είμαστε στα όρια του Λιούιστον. Που σημαίνει πως πρέπει να αποφασίσεις τώρα». «Τι να αποφασίσω;» Μόνο που μου φαινόταν πως ήξερα. «Ποιος θα ανέβει στη Σφαίρα και ποιος θα μείνει στη γη. Εσύ ή η μητέρα σου». Γύρισε και με κοίταξε με τα άψυχα φεγγαροφώτιστα μάτια του. Χαμογέλασε πλατύτερα και είδα πως τα περισσότερα δόντια του έλειπαν,

Page 415: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

είχαν σπάσει στο δυστύχημα. Χάιδεψε το τιμόνι, «θα πάρω έναν από εσάς μαζί μου, φίλε. Και, μια και είσαι εσύ εδώ, πρέπει να αποφασίσεις. Τι λες λοιπόν;» Θα αστειεύεσαι, πήγα να πω, όμως τι νόημα είχε να πω αυτό ή οτιδήποτε άλλο; Εννοείται πως μιλούσε με απόλυτη σοβαρότητα, με θανάσιμη σοβαρότητα. Σκέφτηκα όλα τα χρόνια που είχαμε περάσει μαζί, ο Άλαν και η Τζιν Πάρκερ, μόνοι στον κόσμο. Κάμποσες καλές στιγμές και μπόλικες κακές, επίσης. Μπαλώματα στα παντελόνια μου, βραστά λαχανικά για βραδινό. Τα περισσότερα παιδιά έπαιρναν είκοσι πέντε σεντς την εβδομάδα για να αγοράζουν φαγητό το μεσημέρι. Εγώ έπαιρνα ένα σάντουιτς με φιστικοβούτυρο ή λίγο λουκάνικο μέσα σε μπαγιάτικο ψωμί, σαν πιτσιρικάς σε κάποια από αυτές τις ανόητες ιστορίες του τύπου «Από τη Φτώχεια στα Πλούτη», θυμήθηκα πώς είχε δουλέψει η μαμά μου σε πάμπολλα καφέ και εστιατόρια για να βγάζει το ψωμί μας, και τη φορά που πήρε ρεπό για να μιλήσει σ' αυτόν απ' την Κοινωνική Πρόνοια, εκείνη φορώντας το καλύτερο ταγέρ της κι εκείνος καθισμένος στην κουνιστή καρέκλα στην κουζίνα μας, επίσης καλοντυμένος, αλλά με ένα κουστούμι που ακόμη κι ένα εννιάχρονο αγόρι σαν εμένα μπορούσε να καταλάβει πως ήταν πολύ καλύτερο από το ταγέρ της, και μ' ένα χαρτί στα πόδια του κι ένα χοντρό γυαλιστερό στυλό στα δάχτυλα του. Τη θυμάμαι να απαντά στις προσβλητικές ερωτήσεις του μ' ένα χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της, ακόμη και να του προσφέρει κι άλλο καφέ, γιατί, αν η αναφορά του ήταν καλή, η μαμά μου θα έπαιρνε άλλα πενήντα δολάρια το μήνα, πενήντα ψωροδολάρια. Τη θυμάμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, αφού έφυγε εκείνος, να κλαίει, και ύστερα, μόλις μπήκα για να καθίσω πλάι της, να πασχίζει να χαμογελάσει και να λέει πως αυτή δεν ήταν Κοινωνική Πρόνοια αλλά Κοινωνικό Πρόβλημα. Γέλασα, και γέλασε κι εκείνη, γιατί είχαμε καταλάβει πως δεν είχαμε άλλη λύση από το γέλιο. 'Όταν είσαι από τη μια μεριά μονάχα εσύ και η χοντρή καπνίστρια μαμά σου κι από την άλλη όλος ο κόσμος, το γέλιο είναι ο μόνος τρόπος για να τα βγάλεις πέρα δίχως να τρελαθείς και ν' αρχίσεις να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό, ξέρετε. Για τους ανθρώπους σαν εμάς, τα ανθρωπάκια που έτρεχαν πέρα δώθε σαν ποντίκια σε κινούμενα σχέδια, κάποιες φορές η μόνη εκδίκηση ήταν να γελάς σε βάρος των καθαρμάτων. Τη θυμήθηκα να δουλεύει ασταμάτητα, σ' όλες εκείνες τις δουλειές, να κάνει υπερωρίες, να τρίβει τους αστραγάλους της όταν πρήζονταν, να βάζει τα φιλοδωρήματα σ' ένα βάζο που πάνω έγραφε ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΑΛΑΝ -ναι, όπως σ' όλες εκείνες τις ανόητες ιστορίες του τύπου «Από τη Φτώχεια στα Πλούτη»- και να μου λέει ξανά και ξανά πως έπρεπε να δουλέψω σκληρά, πως άλλα παιδιά μπορεί να είχαν

Page 416: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αρκετά λεφτά κι έτσι μπορούσαν να χαζολογούν στο σχολείο, όμως εγώ δεν μπορούσα, γιατί και ως τη Δευτέρα Παρουσία αν αποταμίευε τα φιλοδωρήματα της δεν θα έφταναν τελικά θα χρειάζονταν δάνεια και υποτροφίες αν ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο, και έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί ήταν η μοναδική λύση για μένα... και για κείνη. Έτσι, δούλεψα σκληρά, να μην έχετε καμία αμφιβολία, γιατί δεν ήμουν τυφλός, έβλεπα πόσο παχιά ήταν, έβλεπα πόσο κάπνιζε (ήταν η μοναδική της απόλαυση... το μοναδικό της πάθος, αν είστε απ' αυτούς που πρέπει οπωσδήποτε να το θεωρήσουν ως τέτοιο), και ήξερα πως κάποια μέρα οι ρόλοι μας θα αντιστρέφονταν και θα ήμουν εγώ που θα τη φρόντιζα. Με πτυχίο πανεπιστημίου και με μια καλή δουλειά, ίσως να κατάφερνα να το κάνω. Ήθελα να το κάνω. Την αγαπούσα. Ήταν οξύθυμη και έβριζε πολύ -εκείνη η μέρα που περιμέναμε για ν' ανέβω στη Σφαίρα και ύστερα δείλιασα δεν ήταν η μόνη φορά που μου φώναξε κι έπειτα με χτύπησε-, όμως την αγαπούσα παρ' όλα αυτά. Ίσως εν μέρει και γι' αυτά. Την αγαπούσα όταν με χτυπούσε όσο κι όταν με φιλούσε. Δεν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Ούτε εγώ. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν νομίζω πως μπορείς να συνοψίσεις μια ζωή, ή να εξηγήσεις τις σχέσεις σε μια οικογένεια, και ήμαστε οικογένεια, εκείνη κι εγώ, η μικρότερη οικογένεια στον κόσμο, ένα αληθινό μυστικό που το μοιράζονταν μονάχα δύο. Αν με ρωτούσατε, θα σας έλεγα πως θα μπορούσα να κάνω τα πάντα γι' αυτή. Και αυτό ακριβώς μου ζητούσαν να κάνω τώρα· να πεθάνω γι' αυτή, να πεθάνω στη θέση της, κι ας είχε ζήσει ήδη τη μισή της ζωή και ίσως αρκετή παραπάνω κι εγώ δεν είχα καλά καλά αρχίσει τη δική μου. «Τι λες, Αλ;» ρώτησε ο Τζορτζ Στομπ. «Ο χρόνος κυλά». «Δεν μπορώ ν' αποφασίσω κάτι τέτοιο», είπα βραχνά. Το φεγγάρι ταξίδευε πάνω απ' το δρόμο, γοργό και λαμπερό. «Δεν είναι δίκαιο να μου το ζητάς». «Το ξέρω και, πίστεψε με, αυτό λένε όλοι». Ύστερα χαμήλωσε τη φωνή του. «Όμως πρέπει να σου πω κάτι· αν δεν αποφασίσεις μέχρι να φτάσουμε στα πρώτα σπίτια, θα αναγκαστώ να σας πάρω και τους δύο». Συνοφρυώθηκε και ύστερα χαμογέλασε ξανά, σαν να θυμήθηκε πως δεν υπήρχαν μονάχα κακά μαντάτα αλλά και καλά. «Θα μπορούσατε να καθίσετε πλάι πλάι στο πίσω κάθισμα αν σας πάρω και τους δύο. Να κουβεντιάσετε για τον παλιό καλό καιρό». «Και να μας πας πού;» Δεν αποκρίθηκε. Ίσως να μην ήξερε.

Page 417: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Τα δέντρα περνούσαν θολά απέξω, σαν κηλίδες από μαύρη μελάνη. Οι δέσμες των προβολέων έτρεχαν, ο δρόμος ξετυλιγόταν. Ήμουν είκοσι ενός. Δεν ήμουν παρθένος, όμως είχα πάει μονάχα μια φορά με κοπέλα και ήμουν μεθυσμένος, κι έτσι δεν θυμόμουν πώς ήταν. Υπήρχαν χιλιάδες μέρη που ήθελα να επισκεφθώ -το Λος Άντζελες, την Ταϊτή, ίσως το Λάκενμπακ στο Τέξας- και χιλιάδες πράγματα που ήθελα να κάνω. Η μητέρα μου ήταν σαράντα οχτώ, δηλαδή μεγάλη, διάβολε. Η κυρία Μακέρντι δεν θα συμφωνούσε, όμως η κυρία Μακέρντι ήταν επίσης μεγάλη. Η μητέρα μου με είχε φροντίσει, είχε μοχθήσει για μένα, όμως ήμουν εγώ υπεύθυνος για τη ζωή που είχε επιλέξει; Είχα ζητήσει να γεννηθώ και ύστερα είχα απαιτήσει να ζήσει για μένα; Ήταν σαράντα οχτώ. Ήμουν είκοσι ενός. Ήμουν στο άνθος της ηλικίας μου, όπως λένε. Αυτό ήταν όμως το κριτήριο; Πώς αποφάσιζες κάτι τέτοιο; Πώς μπορούσες να αποφασίσεις κάτι τέτοιο; Τα δέντρα πρόβαλλαν, χάνονταν. Το φεγγάρι κοίταζε σαν λαμπερό φονικό μάτι τη γη. «Βιάσου, φίλε», είπε ο Τζορτζ Στομπ. «Το δάσος τελειώνει». Άνοιξα το στόμα μου και πάσχισα να μιλήσω. Βγήκε ένας ξερός στεναγμός και τίποτ' άλλο. «Να, ξέρω τι χρειάζεσαι», είπε και άπλωσε το χέρι του πίσω. Το μπλουζάκι του τραβήχτηκε πάλι και πρόβαλε ξανά απρόσδεκτη μπροστά στα μάτια μου η τομή με τα ράμματα. Υπήρχαν ακόμη σπλάχνα πίσω από κείνη τη γραμμή, ή απλώς γέμισμα εμποτισμένο με χημικές ουσίες; Όταν τράβηξε το χέρι του ξανά, κρατούσε ένα κουτάκι μπίρα· ίσως ένα απ' αυτά που είχε αγοράσει στο μαγαζί στα όρια της Πολιτείας, πριν σκοτωθεί. «Σε καταλαβαίνω», είπε. «Έχει στεγνώσει το στόμα σου απ' το άγχος. Πάρε». Μου έδωσε το κουτάκι. Το πήρα, τράβηξα τον κρίκο και ήπια μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσα την μπίρα να κατεβαίνει πικρή και παγερή. Δεν έχω ξαναπιεί μπίρα από τότε. Δεν μπορώ. Ούτε καν τις διαφημίσεις μπίρας στην τηλεόραση δεν αντέχω να βλέπω. Μπροστά μας, στην ανεμόδαρτη σκοτεινιά, ένα κίτρινο φως λαμπύριζε. «Εμπρός, Άλαν, πρέπει να βιαστείς. Αυτό είναι το πρώτο σπίτι, στην κορυφή αυτού του λόφου. Αν έχεις κάτι να μου πεις, κοίτα να μου το πεις τώρα». Το φως χάθηκε και ύστερα ξαναφάνηκε, μόνο που τώρα δεν ήταν ένα αλλά πολλά. Ήταν παράθυρα. Από πίσω τους υπήρχαν συνηθισμένοι άνθρωποι που έκαναν συνηθισμένα πράγματα: έβλεπαν τηλεόραση, τάιζαν τη γάτα,

Page 418: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ίσως αυνανίζονταν στο μπάνιο. Θυμήθηκα που στεκόμαστε στην ουρά στο θριλ Βίλατζ, ο Άλαν και η Τζιν Πάρκερ, μια μεγαλόσωμη γυναίκα με σκούρες κηλίδες ιδρώτα στις μασχάλες του αμάνικου φορέματος της και το αγοράκι της. Δεν ήθελε να σταθεί στην ουρά, είχε δίκιο ο Στομπ... όμως δεν σταμάτησα να της τριβελίζω το κεφάλι. Και σ' αυτό είχε δίκιο ο Στομπ. Με χτύπησε, αλλά στάθηκε μαζί μου στην ουρά. Στάθηκε μαζί μου σε πάμπολλες ουρές, και θα μπορούσα να τα ξαναφέρω όλα στο μυαλό μου, όλα τα υπέρ και τα κατά, όμως δεν είχα το χρόνο. «Πάρε εκείνη», είπα καθώς τα φώτα του πρώτου σπιτιού ζύγωναν γοργά. Η φωνή μου ήταν βραχνή, τραχιά, δυνατή. «Παρ' την, πάρε τη μαμά μου, μην πάρεις εμένα». Έριξα την μπίρα κάτω κι έβαλα τα χέρια μου στο πρόσωπο μου. Τότε με άγγιξε, άγγιξε το στήθος του πουκαμίσου μου, και με μια ξαφνική κρυστάλλινη καθαρότητα σκέφτηκα πως ήταν μια δοκιμασία όλα. Είχα αποτύχει και τώρα θα ξερίζωνε τη ζωντανή μου καρδιά από το στήθος μου, σαν δαιμονικό τζίνι σ' ένα από εκείνα τα σκληρά αραβικά παραμύθια. Ούρλιαξα. Τράβηξε τα δάχτυλα του, σαν να είχε αλλάξει γνώμη την τελευταία στιγμή, κι έσκυψε προς το μέρος μου. Για μια στιγμή τα ρουθούνια και τα πνευμόνια μου γέμισαν τόσο πολύ από τη νεκρική μυρωδιά του, που ήμουν βέβαιος πως είχα πεθάνει ο ίδιος. Ύστερα ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει και παγερός αέρας μπήκε ορμητικά, διαλύοντας τη νεκρική μυρωδιά. «Όνειρα γλυκά, Αλ», γρύλισε στο αυτί μου και ύστερα με έσπρωξε. Τινάχτηκα στην ανεμόδαρτη οκτωβριάτικη σκοτεινιά, με τα μάτια μου σφαλιστά, τα χέρια μου υψωμένα, το κορμί μου σφιγμένο, περιμένοντας να τσακιστώ κάτω. Μπορεί να ούρλιαζα, δεν θυμάμαι με σιγουριά. Δεν τσακίστηκα, και ύστερα από μια ατελείωτη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν ήδη σωριασμένος -ένιωθα το έδαφος από κάτω μου. Άνοιξα τα μάτια μου και ύστερα τα ξανάκλεισα σφιχτά. Η λάμψη του φεγγαριού ήταν εκτυφλωτική. Πόνος διαπέρασε το κεφάλι μου, όχι πίσω από τα μάτια μου, όπου πονάς συνήθως όταν πέφτει πάνω τους ένα απρόσμενα λαμπερό φως, αλλά πίσω, χαμηλά, πάνω από το σβέρκο. Ένιωσα κρύο και υγρασία στον πισινό μου και στα πόδια μου. Δεν με ενδιέφερε. Ήμουν ξανά στη γη, και μόνο αυτό με ένοιαζε. Σηκώθηκα στους αγκώνες και ξανάνοιξα τα μάτια μου, πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. θαρρώ πως ήξερα ήδη πού βρισκόμουν, και μια ματιά τριγύρω ήταν αρκετή για να σιγουρευτώ: ήμουν ανάσκελα στο μικρό κοιμητήριο στην κορυφή του λόφου στη Ριτζ Ρόουντ. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν από πάνω μου τώρα, ολόλαμπρο αλλά πολύ μικρότερο απ' όσο ήταν πριν από

Page 419: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

λίγο. Η ομίχλη είχε πυκνώσει επίσης και σκέπαζε το κοιμητήριο σαν κουβέρτα. Λίγες ταφόπετρες πρόβαλλαν από μέσα της σαν πέτρινα νησιά. Πάσχισα να σηκωθώ και πόνος διαπέρασε ξανά το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Έβαλα το χέρι μου εκεί και ένιωσα ένα καρούμπαλο, καθώς κι ένα κολλώδες υγρό. Κοίταξα το χέρι μου. Στο φεγγαρόφωτο, το αίμα στη χούφτα μου φαινόταν μαύρο. Με τη δεύτερη προσπάθεια, κατόρθωσα να σηκωθώ και απέμεινα να ταλαντεύομαι ανάμεσα στις ταφόπετρες, ως τα γόνατα μέσα στην ομίχλη. Γύρισα και είδα το άνοιγμα στον πέτρινο τοίχο και, πιο πίσω, τη Ριτζ Ρόουντ. Δεν διέκρινα το σακίδιο μου, γιατί το είχε σκεπάσει η ομίχλη, όμως ήξερα πως ήταν εκεί. Αν βάδιζα προς το δρόμο, θα το έβρισκα στην αριστερή αυλακιά του μονοπατιού. Διάβολε, μάλλον θα σκόνταφτα πάνω του. Να λοιπόν τι μου είχε συμβεί, δίχως φιοριτούρες: Είχα σταματήσει για να ξαποστάσω στην κορυφή αυτού του λόφου, είχα μπει στο κοιμητήριο για να ρίξω μια ματιά και κάνοντας να απομακρυνθώ από τον τάφο κάποιου Τζορτζ Στομπ, είχα βάλει ο ίδιος τρικλοποδιά στον εαυτό μου, είχα σωριαστεί και είχα χτυπήσει το κεφάλι μου σε μια ταφόπετρα. Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος; Από την αλλαγή της θέσης του φεγγαριού, δεν μπορούσα να καταλάβω με ακρίβεια πόσος χρόνος είχε περάσει, όμως πρέπει να ήταν τουλάχιστον μία ώρα. Αρκετός χρόνος για να ονειρευτώ πως με πήρε με το αυτοκίνητο του ένας νεκρός. Ποιος νεκρός; Ο Τζορτζ Στομπ φυσικά, το όνομα που είχα διαβάσει στην ταφόπετρα πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Ήταν το κλασικό τέλος του τύπου Πω, πω, τι απαίσιο όνειρο ήταν αυτό, σωστά; Κι αν έφτανα στο Λιούιτον και μάθαινα πως η μητέρα μου είχε πεθάνει; θα έλεγα πως είχα απλώς ένα προαίσθημα. Ήταν από εκείνες τις ιστορίες που θα μπορούσες να αφηγηθείς ύστερα από χρόνια, προς το τέλος μιας γιορτής· οι ακροατές θα κουνούσαν τα κεφάλια τους συλλογισμένοι και θα φαίνονταν σοβαροί, και κάποιος βλάκας με πέτσινα μπαλώματα στους αγκώνες του μάλλινου σακακιού του θα έλεγε πως υπήρχαν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και τη γη απ' όσα είχαν διανοηθεί ποτέ οι φιλόσοφοι μας, και ύστερα... «Ύστερα σκατά», είπα βραχνά. Η ομίχλη σάλευε αργά, σαν ατμός μπροστά σε θολό καθρέφτη μπάνιου. «Δεν πρόκειται να μιλήσω ποτέ γι' αυτό. Ποτέ, σ' όλη μου τη ζωή, ούτε καν όταν θα ξεψυχώ». Όμως, είχαν συμβεί όλα όπως τα θυμόμουν, γι' αυτό ήμουν βέβαιος. Ο Τζορτζ Στομπ είχε έρθει και με είχε πάρει με τη Μάστανγκ του -ο

Page 420: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παλιόφιλος του Ίκαμποντ Κρέϊν, με το κεφάλι του ραμμένο και όχι βαλμένο στη μασχάλη του- για να μου ζητήσει να διαλέξω. Και είχα διαλέξει· βλέποντας να ζυγώνουν τα φώτα του πρώτου σπιτιού, είχα ξεπουλήσει τη ζωή της μητέρας μου δίχως δισταγμό. Μπορεί να είναι κατανοητό, όμως αυτό δεν απάλυνε τις τύψεις μου. Το καλό ήταν, όμως, πως κανένας δεν χρειαζόταν να το μάθει. Ο θάνατος της θα φαινόταν φυσικός -διάβολε, θα ήταν φυσικός- και δεν σκόπευα να κάνω τίποτε για ν' αλλάξω αυτή την εντύπωση. Βγήκα από το κοιμητήριο βαδίζοντας στην αριστερή αυλακιά και, όταν κλότσησα το σακίδιο, το σήκωσα και το φόρεσα στην πλάτη μου. Φώτα φάνηκαν μεμιάς στα ριζά του λόφου, σαν να τους είχε κάνει κάποιος σινιάλο. Σήκωσα το χέρι μου, βέβαιος μ' έναν παράδοξο τρόπο πως ήταν ο γέρος με την Ντοτζ -είχε πάρει αυτόν το δρόμο γυρεύοντας με, ναι, βέβαια, κι έτσι η ιστορία έκλεινε όπως είχε αρχίσει. Κι όμως δεν ήταν ο γέρος. Ήταν ένας αγρότης που μασούσε ταμπάκο, σ' ένα ημιφορτηγό Φορντ γεμάτο καλάθια για μήλα- ένας απόλυτα συνηθισμένος τύπος –ούτε γέρος ούτε νεκρός. «Πού πηγαίνεις, γιε μου;» με ρώτησε και, όταν του είπα, μου απάντησε: «Είναι στο δρόμο μου». Ούτε σαράντα λεπτά αργότερα, στις εννέα και είκοσι, ο αγρότης σταμάτησε μπροστά στο Ιατρικό Κέντρο του Κεντρικού Μέϊν. «Καλή τύχη», μου είπε. «Εύχομαι η μητέρα σου να γίνει καλά». «Ευχαριστώ», είπα και άνοιξα την πόρτα. «Βλέπω πως είσαι ταραγμένος, όμως πιστεύω πως θα τα καταφέρει. Κοίτα, πάντως, να βάλεις κάτι σ' αυτά για να μη μολυνθούν». Έδειξε τα χέρια μου. Τα κοίταξα και είδα τα βαθιά μελανά μισοφέγγαρα από τα νύχια μου. θυμήθηκα που είχα πλέξει σφιχτά τα δάχτυλα μου και είχα νιώσει, αδύναμος να αντιδράσω, τα νύχια μου να βυθίζονται στη σάρκα πάνω από τις αρθρώσεις. Και θυμήθηκα τα μάτια του Στομπ, γεμάτα από φεγγαρόφωτο σαν λαμπερό νερό. Ανέβηκες στη Σφαίρα του Τρόμου; με είχε ρωτήσει. Εγώ ανέβηκα τέσσερις φορές. «Γιε μου;» είπε ο γέρος στο ημιφορτηγό. «Είσαι καλά;» «Ε;» «Τρέμεις σύγκορμος».

Page 421: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Μια χαρά είμαι», είπα. «Ευχαριστώ». Βρόντηξα την πόρτα του ημιφορτηγού και ανηφόρισα προς την είσοδο, μπροστά από μια σειρά αναπηρικά καροτσάκια που έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο. Πήγα στις Πληροφορίες, θυμίζοντας στον εαυτό μου πως θα έπρεπε να δείξω ξαφνιασμένος όταν θα μου έλεγαν πως ήταν νεκρή, ειδάλλως θα τους φαινόταν παράξενο... ή μπορεί να πίστευαν απλώς πως είχα κλονιστεί... ή πως δεν τα πηγαίναμε καλά... ή... Ήμουν τόσο απορροφημένος απ' αυτές τις σκέψεις, που στην αρχή δεν κατάλαβα αυτό που μου είπε η γυναίκα στις Πληροφορίες και της ζήτησα να το επαναλάβει. «Είπα πως είναι στο δωμάτιο 487, όμως δεν μπορείτε ν' ανεβείτε τώρα. Το επισκεπτήριο τελειώνει στις εννιά». «Μα...» Ξάφνου ένιωσα να ζαλίζομαι. Πιάστηκα από τις άκρες του γραφείου. Τα φώτα στον προθάλαμο ήταν φθορισμού, και στην έντονη ομοιόμορφη λάμψη τους τα σημάδια στα χέρια μου φαίνονταν ολοκάθαρα· οχτώ μικρά μελανά μισοφέγγαρα σαν χαμόγελα, πάνω ακριβώς από τις αρθρώσεις. Ο άντρας στο ημιφορτηγό είχε δίκιο, θα 'πρεπε να τους βάλω κάτι για να μη μολυνθούν. Η γυναίκα στις Πληροφορίες με κοίταζε υπομονετικά. Η ταμπελίτσα μπροστά της έλεγε ΙΒΟΝ ΕΝΊΈΡΛΕ. «Όμως είναι καλά;» Κοίταξε στον υπολογιστή της. «Εδώ λέει Ι, δηλαδή Ικανοποιητική. Και όσοι έχουν κάτι σοβαρό δεν πηγαίνουν στον τέταρτο. Αν ήταν άσχημα η μητέρα σας, θα βρισκόταν στην Εντατική, στον τρίτο. Είμαι σίγουρη πως, αν ξανάρθετε αύριο, θα τη βρείτε μια χαρά. Το επισκεπτήριο αρχίζει στις...» «Είναι η μητέρα μου», είπα. «Ήρθα με οτοστόπ από το Πανεπιστήμιο του Μέϊν για να τη δω. Δε θα μπορούσα ν' ανέβω, μόνο για λίγα λεπτά;» «Κάποιες φορές γίνονται εξαιρέσεις για τους στενούς συγγενείς», είπε και μου χαμογέλασε. «Μισό λεπτό, να δω τι μπορώ να κάνω». Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, κάλεσε ένα διψήφιο αριθμό, σίγουρα του γραφείου των νοσοκόμων στον τέταρτο όροφο, κι εγώ είδα τι θα συνέβαινε τα επόμενα δύο λεπτά σαν να είχα αληθινά μαντικές ικανότητες. Η Ιβόν από τις Πληροφορίες θα ρωτούσε αν μπορούσε ν' ανέβει για ένα δυο λεπτά ο γιος της Τζιν Πάρκερ στο 487, ίσα ίσα για να φιλήσει τη μητέρα του και να της δώσει λίγο κουράγιο, και η νοσοκόμα θα έλεγε αχ, θεέ μου, η κυρία Πάρκερ πέθανε πριν από λίγο, μόλις τη στείλαμε στο νεκροτομείο και δεν προλάβαμε να ενημερώσουμε τον υπολογιστή, τι φρίκη.

Page 422: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η γυναίκα στις Πληροφορίες είπε: «Μίριελ; Η Ιβόν είμαι. Έχω έναν νεαρό εδώ, που λέγεται...» Με κοίταξε με σηκωμένα φρύδια, και της είπα τ' όνομα μου. «...Άλαν Πάρκερ. Η μητέρα του είναι η Τζιν Πάρκερ στο 487. Ρωτά αν θα μπορούσε απλώς...» Σώπασε. Άκουσε. Στην άλλη άκρη της γραμμής, η νοσοκόμα του τέταρτου ορόφου της έλεγε αναμφίβολα πως η Τζιν Πάρκερ ήταν νεκρή. «Εντάξει», είπε η Ιβόν. «Ναι, καταλαβαίνω». Για μια στιγμή, απέμεινε βουβή, με μάτια απλανή, και ύστερα στερέωσε το ακουστικό στον ώμο της και είπε: «Έστειλε την Ανν Κόριγκαν να ρίξει μια ματιά στο δωμάτιο της. Σ' ένα λεπτό θα είναι πίσω». «Δεν τελειώνει ποτέ», είπα. Η Ιβόν συνοφρυώθηκε. «Συγνώμη;» «Τίποτε», είπα. «Ήταν ένα ατελείωτο βράδυ και...» «...και ανησυχείτε για τη μητέρα σας. Φυσικά. Πρέπει να είστε πολύ καλός γιος, για να παρατήσετε έτσι τα πάντα και να έρθετε τρέχοντας». Η γνώμη της Ιβόν Έντερλε για μένα θα ήταν μάλλον ριζικά διαφορετική αν είχε ακούσει το διάλογο μου με τον νεαρό οδηγό της Μάστανγκ, αλλά φυσικά δεν τον είχε ακούσει. Ό,τι είχε ειπωθεί ήταν το μικρό μας μυστικό, ανάμεσα στον Τζορτζ και σ' εμένα. Μου φάνηκε πως πέρασαν ώρες ολόκληρες, καθώς έστεκα εκεί, κάτω από τα δυνατά φώτα φθορισμού, περιμένοντας να γυρίσει στο τηλέφωνο η νοσοκόμα στον τέταρτο. Η Ιβόν είχε μερικά χαρτιά μπροστά της. Με το στυλό της, έβαλε από ένα σημάδι δίπλα σε μερικά ονόματα στο ένα από τα χαρτιά, και σκέφτηκα πως, αν υπήρχε αληθινά Άγγελος του θανάτου, μάλλον θα ήταν σαν αυτή τη γυναίκα, ένας κουρασμένος υπάλληλος με δικό του γραφείο και υπολογιστή, πνιγμένος στα χαρτιά. Η Ιβόν είχε στερεώσει το ακουστικό ανάμεσα στο αυτί της και τον ανασηκωμένο της ώμο. Από τα μεγάφωνα κάλεσαν το δόκτορα Φάρκουαρ στο Ακτινολογικό. Στον τέταρτο όροφο μια νοσοκόμα ονόματι Ανν Κόριγκαν θα έστεκε τώρα πάνω από τη μητέρα μου, που θα ήταν νεκρή, με τα μάτια της ολάνοιχτα και με το στόμα της, που θα είχε συσπαστεί από την αποπληξία, να έχει χαλαρώσει ξανά. Μια φωνή ακούστηκε στο τηλέφωνο, και η Ιβόν σήκωσε τα μάτια της από τα χαρτιά. Άκουσε, και ύστερα είπε: «Εντάξει, ναι, καταλαβαίνω. Ναι. Φυσικά. Σ' ευχαριστώ, Μίριελ». Έκλεισε και με κοίταξε σοβαρά. «Η Μίριελ λέει πως μπορείτε ν' ανεβείτε, όμως μόνο

Page 423: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

για πέντε λεπτά. Η μητέρα σας έχει πάρει τα βραδινά της φάρμακα και είναι μισοκοιμισμένη ήδη». Είχα απομείνει να την κοιτάζω καλά καλά. Το χαμόγελο της έσβησε λιγάκι. «Είστε βέβαιος πως νιώθετε καλά, κύριε Πάρκερ;» «Ναι», είπα. «Απλώς νόμιζα...» Το χαμόγελο της πλάτυνε ξανά, κι αυτή τη φορά ήταν συμπονετικό. «Πολύς κόσμος το νομίζει», είπε. «Είναι κατανοητό. Σου τηλεφωνούν ξαφνικά, έρχεσαι άρον άρον εδώ... είναι λογικό να πάει ο νους σου στο χειρότερο. Όμως η Μίριελ δε θα σας άφηνε ν' ανεβείτε αν δεν ήταν καλά η μητέρα σας. Πιστέψτε με». «Ευχαριστώ», είπα. «Ευχαριστώ πολύ». Καθώς έκανα να γυρίσω, μου είπε: «Κύριε Πάρκερ, να σας ρωτήσω κάτι, αν επιτρέπεται; Αφού ήρθατε απ' τα βόρεια, από το Πανεπιστήμιο του Μέϊν, γιατί φοράτε αυτή την κονκάρδα; Το θριλ Βίλατζ είναι στο Νιου Χαμσάιρ, σωστά;» Κοίταξα στο στήθος του πουκαμίσου μου κι είδα την κονκάρδα καρφιτσωμένη στην τσέπη: ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΘΡΙΛ ΒΙΛΑΤΖ. Θυμήθηκα που είχα νομίσει πως ο Τζορτζ Στομπ ήθελε να μου ξεριζώσει την καρδιά. Τώρα καταλάβαινα: είχε καρφιτσώσει την κονκάρδα του στο πουκάμισο μου, πριν με σπρώξει έξω στη νύχτα. Ήταν ο τρόπος του για να με σημαδέψει, να κάνει αδύνατο να αρνηθώ τη συνάντηση μας. Τα σημάδια στα χέρια μου την αποδείκνυαν η κονκάρδα στο πουκάμισο μου επίσης. Μου είχε ζητήσει να διαλέξω, κι είχα διαλέξει. Πώς μπορούσε λοιπόν η μητέρα μου να ζει ακόμη; «Αυτή;» Την άγγιξα με τον αντίχειρα μου, μέχρι που τη γυάλισα λιγάκι. «Είναι το γούρι μου». Το ψέμα μου ήταν τόσο φρικτό, που είχε τελικά μια λαμπρότητα. «Την πήρα όταν πήγα εκεί με τη μητέρα μου, πολύ παλιά. Με ανέβασε στη Σφαίρα». Η Ιβόν, η κυρία στις Πληροφορίες, χαμογέλασε σαν να ήταν αυτό το γλυκύτερο πράγμα που άκουσε ποτέ της. «Αγκαλιάστε την και δώστε της ένα φιλί», είπε. «Το να σας δει θα την κάνει να κοιμηθεί καλύτερα από οποιοδήποτε χάπι». Έδειξε. «Τα ασανσέρ είναι εκεί, μετά τη γωνία». Τώρα που είχε τελειώσει το επισκεπτήριο, ήμουν ο μόνος που περίμενε στα ασανσέρ. Υπήρχε ένα καλάθι σκουπιδιών αριστερά, δίπλα στην πόρτα του πρακτορείου Τύπου, που ήταν κλειστό και σκοτεινό. Έβγαλα την κονκάρδα

Page 424: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

απ' το πουκάμισο μου και την πέταξα στο καλάθι. Ύστερα έτριψα το χέρι μου στο παντελόνι μου. Το έτριβα ακόμη, όταν άνοιξαν οι πόρτες ενός από τα ασανσέρ. Μπήκα και πάτησα το κουμπί του τέταρτου. Το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει. Πάνω από τα κουμπιά των ορόφων υπήρχε μια αφίσα για μια αιμοδοσία την επόμενη εβδομάδα. Καθώς τη διάβαζα, μου ήρθε μια ιδέα... μόνο που δεν ήταν απλώς ιδέα, αλλά πεποίθηση. Η μητέρα μου πέθαινε εκείνη τη στιγμή, καθώς ανέβαινα στον όροφο της μέσα σ' εκείνο το αργό μεγάλο ασανσέρ. Είχα επιλέξει, κι έτσι έπρεπε εγώ ο ίδιος να τη βρω νεκρή. Ναι, ήταν λογικό. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και είδα άλλη μια αφίσα, με μια καρικατούρα δαχτύλου που πίεζε μια μεγάλη κόκκινη καρικατούρα χειλιών. Από κάτω έλεγε ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΑΣ ΕΚΤΙΜΟΥΝ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΣΑΣ! Πέρα από τον προθάλαμο με τα ασανσέρ, υπήρχε ένας διάδρομος που εκτεινόταν δεξιά κι αριστερά. Τα δωμάτια με μονό αριθμό ήταν αριστερά. Βάδισα προς τα εκεί, νιώθοντας τα πόδια μου να βαραίνουν με κάθε βήμα. Μετά το 470 άρχισα να βαδίζω πιο αργά, και σταμάτησα εντελώς ανάμεσα στο 481 και το 483. Δεν μπορούσα να το κάνω. Ιδρώτας, κρύος και κολλώδης σαν παγωμένο σιρόπι, κυλούσε απ' τα μαλλιά μου. Το στομάχι μου ήταν σφιγμένο σαν γροθιά μέσα σε λαστιχένιο γάντι. Όχι, δεν μπορούσα να το κάνω. Καλύτερα να έκανα μεταβολή και να το έβαζα στα πόδια σαν κότα. θα έκανα οτοστόπ ως το Χάρλοου και το πρωί θα τηλεφωνούσα στην κυρία Μακέρντι. θα ήταν ευκολότερο να αντιμετωπίσω την κατάσταση το πρωί. Έκανα να γυρίσω, και μια νοσοκόμα έβγαλε το κεφάλι της από ένα δωμάτιο δυο πόρτες παρακάτω... από το δωμάτιο της μητέρας μου. «Ο κύριος Πάρκερ;» ρώτησε σιγανά. Για μια στιγμή, παραλίγο να το αρνηθώ. Ύστερα ένευσα. «Ελάτε μέσα. Γρήγορα. Είναι έτοιμη να κλείσει τα μάτια». Ήταν τα λόγια που περίμενα ν' ακούσω, κι όμως ένας φρικτός τρόμος με πλημμύρισε κι ένιωσα να μου κόβονται τα γόνατα. Η νοσοκόμα το είδε και ήρθε τρεχάτη προς το μέρος μου, με τη φούστα της να θροΐζει και με το πρόσωπο της γεμάτο ανησυχία. Η μικρή χρυσαφιά καρφίτσα στο στήθος της έλεγε ANN ΚΟΡΙΓΚΑΝ. «Όχι, όχι, εννοούσα από το ηρεμιστικό... είναι έτοιμη να κοιμηθεί. Αχ, θεέ μου, τι ανόητη που είμαι. Είναι μια χαρά, κύριε Πάρκερ, απλώς της έδωσα το ηρεμιστικό της και είναι έτοιμη να κοιμηθεί, αυτό εννοούσα. Δε θα λιποθυμήσετε, έτσι δεν είναι;» Μου έπιασε το χέρι.

Page 425: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Όχι», είπα, δίχως να ξέρω αν θα λιποθυμούσα ή όχι. Ο κόσμος γύριζε κι ένα βουητό γέμιζε τα αυτιά μου. θυμήθηκα πώς ξετυλιγόταν ο δρόμος μπροστά στο αμάξι, ένας δρόμος ασπρόμαυρης ταινίας στο ασημένιο φεγγαρόφωτο. Ανέβηκες στη Σφαίρα τον Τρόμου; Φίλε μου, εγώ ανέβηκα τέσσερις φορές. Η Ανν Κόριγκαν με οδήγησε στο δωμάτιο και είδα τη μητέρα μου. Ήταν πάντα μεγαλόσωμη γυναίκα, και το κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν μικρό και στενό, κι όμως, έδειχνε σχεδόν χαμένη μέσα του. Τα μαλλιά της, που τώρα ήταν περισσότερο γκρίζα παρά μαύρα, ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι. Τα χέρια της ήταν πάνω στο σεντόνι, σαν χέρια παιδιού ή κούκλας. Δεν υπήρχε κανένας παγωμένος μορφασμός στο πρόσωπο της από την αποπληξία, όπως είχα φανταστεί, όμως το δέρμα της ήταν κίτρινο. Τα μάτια της ήταν κλειστά· ωστόσο, όταν ψιθύρισε η νοσοκόμα δίπλα μου το όνομα της, άνοιξαν. Ήταν βαθιά, ιριδίζοντα γαλανά και ολοζώντανα, το πιο νεανικό πράγμα πάνω της. Για μια στιγμή ήταν απλανή, και ύστερα με είδαν. Χαμογέλασε και πάσχισε να απλώσει τα χέρια της. Το ένα σηκώθηκε. Το άλλο απέμεινε να τρέμει για μια στιγμή, λιγάκι ανασηκωμένο, και ύστερα ξανάπεσε. «Αλ», ψιθύρισε. Τη ζύγωσα βάζοντας τα κλάματα. Υπήρχε μια καρέκλα δίπλα στον τοίχο, όμως την αγνόησα. Γονάτισα στο πάτωμα και αγκάλιασα τη μητέρα μου. Μύριζε καθαριότητα και ζεστασιά. Τη φίλησα στο μηλίγγι, στο μάγουλο, στην άκρη του στόματος. Σήκωσε το γερό της χέρι και με χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της κάτω από τα μάτια. «Μην κλαις», ψιθύρισε. «Δεν υπάρχει λόγος». «Ήρθα μόλις το έμαθα», είπα. «Η Μπέτσι Μακέρντι μου τηλεφώνησε». «Της είπα... το Σαββατοκύριακο», είπε. «Της είπα να έρθεις το Σαββατοκύριακο». «Ναι, και νόμιζες πως θα ερχόμουν το Σαββατοκύριακο;» είπα και την αγκάλιασα ξανά. «Το αμάξι... το έφτιαξες;» «Όχι», είπα. «Ήρθα με οτοστόπ». «Αχ, διάολε», είπε. Κατέβαλλε ολοφάνερη προσπάθεια για να αρθρώσει κάθε λέξη, όμως μιλούσε καθαρά και το μυαλό της φαινόταν να είναι απόλυτα διαυγές. Ήξερε ποια ήταν, ποιος ήμουν, πού βρισκόμασταν, γιατί ήμαστε εκεί. Το μόνο σημάδι πως κάτι δεν πήγαινε καλά ήταν το αδύναμο

Page 426: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

αριστερό της χέρι. Η ανακούφιση μου ήταν απίστευτη. Ο Στομπ μου είχε κάνει απλώς μια απάνθρωπη φάρσα... ή μπορεί να μην υπήρχε κανένας Στομπ, να ήταν όλα ένα όνειρο τελικά, όσο κοινότοπο κι αν ακουγόταν αυτό. Τώρα που βρισκόμουν εκεί, γονατισμένος δίπλα στο κρεβάτι της, κρατώντας τη στην αγκαλιά μου και μυρίζοντας, αχνό, το άρωμα της, η ιδέα του ονείρου έδειχνε πολύ πιο πιθανή. «Αλ; Έχεις αίμα στο γιακά σου». Τα μάτια της έκλεισαν και ύστερα ξανάνοιξαν αργά. Φαντάστηκα πως θα ένιωθε τα βλέφαρα της τόσο βαριά όσο είχα νιώσει εγώ τα πόδια μου έξω στο διάδρομο. «Χτύπησα το κεφάλι μου, μαμά. Δεν είναι τίποτε». «Πάλι καλά. Πρέπει... να προσέχεις». Τα βλέφαρα της ξανάκλεισαν, και ύστερα άνοιξαν ακόμη πιο αργά. «Κύριε Πάρκερ, νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να την αφήσετε να κοιμηθεί τώρα», είπε η νοσοκόμα από πίσω μου. «Πέρασε μια πολύ δύσκολη μέρα». «Το ξέρω». Την ξαναφίλησα στη γωνιά του στόματος της. «Φεύγω, μαμά, όμως θα ξανάρθω αύριο». «Μην κάνεις... οτοστόπ. Είναι... επικίνδυνο». «Δε θα κάνω. θα έρθω με την κυρία Μακέρντι. Εσύ κοίτα να κοιμηθείς». «Όλο... κοιμάμαι», είπε. «Ήμουν στη δουλειά, έβγαζα τα πιάτα από το πλυντήριο. Ένιωσα πονοκέφαλο. Έπεσα. Ξύπνησα... εδώ». Με κοίταξε. «Αποπληξία. Ο γιατρός λέει... όχι πολύ σοβαρή». «Είσαι μια χαρά», είπα. Σηκώθηκα και της έπιασα το χέρι. Το δέρμα της ήταν λεπτό και λείο σαν μετάξι. Γέρικο. «Ονειρεύτηκα πως ήμαστε στο λούνα παρκ στο Νιου Χαμσάιρ», είπε. Την κοίταξα νιώθοντας μια παγωνιά στο δέρμα μου. «Αλήθεια;» «Ναι. Περιμέναμε στην ουρά γι' αυτό που... πηγαίνει ψηλά. Το θυμάσαι;» «Τη Σφαίρα του Τρόμου», είπα. «Τη θυμάμαι, μαμά». «Φοβήθηκες και σου έβαλα τις φωνές». «Όχι, μαμά, δεν...» Το χέρι της έσφιξε το δικό μου και οι γωνιές του στόματος της βάθυναν, έγιναν λακκάκια. Ένα φάντασμα της παλιάς έκφρασης ανυπομονησίας της μαμάς μου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της.

Page 427: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Ναι», είπε. «Σου έβαλα τις φωνές και σε χτύπησα. Πίσω... στο σβέρκο, σωστά;» «Ναι, μπορεί», είπα, σταματώντας να προσπαθώ να διαμαρτυρηθώ. «Εκεί με χτυπούσες συνήθως». «Δε θα 'πρεπε», μου είπε. «Έκανε ζέστη και ήμουν κουρασμένη, όμως... δε θα 'πρεπε. Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη». Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου ξανά. «Δεν πειράζει, μαμά. Έχουν περάσει τόσα χρόνια». «Δεν ανέβηκες ποτέ στη... Σφαίρα», ψιθύρισε. «Κι όμως ανέβηκα», είπα. «Τελικά ανέβηκα». Μου χαμογέλασε. Φαινόταν μικρή και αδύναμη, έτη φωτός μακριά από τη θυμωμένη, ιδρωμένη, μυώδη γυναίκα που μου είχε φωνάξει όταν φτάσαμε τελικά μπροστά μπροστά στην ουρά, που μου είχε φωνάξει και ύστερα με είχε χτυπήσει στο σβέρκο. Πρέπει να είχε δει κάτι στο πρόσωπο κάποιου -στο πρόσωπο ενός απ' αυτούς που περίμεναν για να ανέβουν στη Σφαίρα του Τρόμου-, γιατί τη θυμάμαι να λέει Τι κοιτάζεις, όμορφε; καθώς με τραβούσε από το χέρι κι εγώ μυξόκλαιγα κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο κι έτριβα το σβέρκο μου... μόνο που δεν πονούσε πραγματικά, δεν με είχε χτυπήσει τόσο δυνατά. Αυτό που θυμάμαι βασικά είναι να νιώθω χαρά που απομακρυνόμουν από κείνη την ψηλή, περιστρεφόμενη κατασκευή με τις «διαστημικές κάψουλες» στις δύο άκρες, εκείνη τη στροβιλιζόμενη μηχανή ουρλιαχτών. «Κύριε Πάρκερ, είναι ώρα να πηγαίνετε», είπε η νοσοκόμα. Σήκωσα το χέρι της μητέρας μου και φίλησα τις αρθρώσεις. «θα σε δω αύριο», είπα. «Σ' αγαπώ, μαμά». «Κι εγώ σ' αγαπώ. Άλαν... συγνώμη για όλες τις φορές που σε χτύπησα. Δεν έπρεπε να το κάνω». Όμως έπρεπε. Έπρεπε, γιατί ήταν ο δικός της τρόπος. Δεν ήξερα πώς να της πω πως το ήξερα αυτό και το δεχόμουν. Ήταν μέρος του οικογενειακού μας μυστικού, ένας ψίθυρος που περισσότερο τον ένιωθες παρά τον άκουγες. «Θα σε δω αύριο, μαμά. Εντάξει;» Δεν αποκρίθηκε. Τα μάτια της είχαν ξανακλείσει, κι αυτή τη φορά δεν άνοιξαν πάλι. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά, ρυθμικά. Τραβήχτηκα απ' το κρεβάτι, δίχως να πάρω ούτε στιγμή τα μάτια μου από πάνω της.

Page 428: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Στο διάδρομο είπα στη νοσοκόμα: «θα γίνει καλά; Αληθινά καλά;» «Κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος, κύριε Πάρκερ. Ο γιατρός της είναι ο δόκτωρ Νάναλι. Είναι πολύ καλός, θα είναι εδώ αύριο το πρωί και μπορείτε να τον ρωτήσετε...» «Πείτε τι πιστεύετε εσείς». «Πιστεύω πως θα γίνει καλά», είπε η νοσοκόμα καθώς με οδηγούσε προς τον προθάλαμο με τα ασανσέρ. «Έχει καλό σφυγμό, καλή θερμοκρασία, καλή αναπνοή, και όλες οι επιπτώσεις της αποπληξίας δείχνουν πως ήταν πολύ ελαφριά». Συνοφρυώθηκε λιγάκι, «θα πρέπει να κάνει μερικές αλλαγές, φυσικά. Στη διατροφή της..στον τρόπο ζωής της...» «Να κόψει το κάπνισμα, εννοείτε». «Α, ναι. Αυτό πρέπει να κοπεί». Το είπε λες και το να κόψει η μητέρα μου τη συνήθεια μιας ζωής δεν ήταν πιο δύσκολο από το να μετακινήσει ένα βάζο από το τραπέζι του καθιστικού στο τραπεζάκι του χολ. Κάλεσα το ασανσέρ, και η πόρτα εκείνου που είχα πάρει για να ανέβω άνοιξε αμέσως. Οι ρυθμοί στο Ιατρικό Κέντρο έπεφταν ολοφάνερα μετά το τέλος του επισκεπτηρίου. «Ευχαριστώ για όλα», είπα. «Α, δεν έκανα τίποτε. Συγνώμη που σας τρόμαξα. Αυτό που είπα ήταν αληθινά ανόητο». «Όχι, καθόλου», είπα, αν και συμφωνούσα μαζί της. «Ούτε να το σκέφτεστε». Μπήκα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί του ισογείου. Η νοσοκόμα σήκωσε το χέρι της και κούνησε τα δάχτυλα της. Την αντιχαιρέτησα με τον ίδιο τρόπο, και ύστερα η πόρτα έκλεισε ανάμεσα μας. Το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει. Κοίταξα τα σημάδια από τα νύχια μου στα χέρια μου και σκέφτηκα πως ήμουν φρικτό πλάσμα, ο πιο χαμερπής απ' όλους τους χαμερπείς. Ακόμη κι αν δεν ήταν παρά όνειρο, ήμουν αληθινά τιποτένιος, διάβολε. Πάρε εκείνη, είχα πει. Ήταν η μητέρα μου, όμως το είχα πει: Πάρε τη μαμά μου, μην πάρεις εμένα. Με είχε αναθρέψει, είχε δουλέψει σαν σκυλί για μένα, είχε σταθεί στην ουρά για μένα, κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο σ' ένα μικρό λούνα παρκ του Νιου Χαμσάιρ γεμάτο σκόνη, και τελικά δεν δίστασα καν. Πάρε εκείνη, μην πάρεις· εμένα. Δειλέ, κότα. Όταν άνοιξε

Page 429: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

η πόρτα του ασανσέρ, βγήκα έξω, σήκωσα το σκέπασμα του καλαθιού για τα σκουπίδια και να τη, μέσα σ' ένα σχεδόν άδειο πλαστικό ποτήρι καφέ: ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΘΡΙΛ ΒΙΛΑΤΖ. Έσκυψα, σήκωσα την κονκάρδα μέσα από το παγωμένο κατακάθι του καφέ, τη σκούπισα στο τζιν μου και την έβαλα στην τσέπη μου. Ήταν λάθος να την πετάξω. Ήταν δική μου τώρα. Είτε έφερνε καλοτυχία είτε κακοτυχία, ήταν δική μου. Έφυγα από το νοσοκομείο, κουνώντας το χέρι μου στην Ιβόν καθώς έβγαινα. Έξω, το φεγγάρι ήταν στην κορυφή του ουρανού, και πλημμύριζε τον κόσμο με το παράξενο, ολότελα ονειρικό του φως. Δεν είχα ξανανιώσει τόσο κουρασμένος ή αποκαρδιωμένος. Ευχόμουν να μπορούσα να επιλέξω ξανά. Δεν θα έκανα την ίδια επιλογή. Κι αυτό ήταν αστείο, γιατί, αν την είχα βρει νεκρή, όπως περίμενα, θαρρώ πως θα κατόρθωνα να ζήσω ύστερα μ' αυτό το βάρος. Εν τέλει, έτσι δεν τέλειωναν, υποτίθεται, αυτού του είδους οι ιστορίες; Κανένας δεν θέλει να πάρει κάποιον με το αυτοκίνητο του μέσα στην πόλη, είχε πει ο γέρος με τον κηλεπίδεσμο, και ήταν αλήθεια. Διέσχισα με τα πόδια όλο το Λιούιστον -τριάντα σαράντα τετράγωνα στη Λίσμπον Στρητ κι άλλα εννέα στην Κανάλ Στρητ, περνώντας μπροστά από όλα τα μπαρ με τα τζουκμπόξ που έπαιζαν παλιά τραγούδια των Φόρεΐνερ, των Λεντ Ζέπελιν και των AC/DC-, δίχως να κάνω ούτε μια φορά οτοστόπ. Δεν θα είχε νόημα. Ήταν περασμένες έντεκα όταν έφτασα στη γέφυρα Ντιμούθ. Μόλις βρέθηκα από τη μεριά του Χάρλοου, το πρώτο αμάξι στο οποίο έκανα οτοστόπ σταμάτησε. Ύστερα από σαράντα λεπτά, έβγαζα το κλειδί κάτω απ' το κόκκινο καρότσι δίπλα στην πόρτα της αποθήκης, κι ένα δεκάλεπτο αργότερα είχα πλαγιάσει. Καθώς ξάπλωνα, σκέφτηκα πως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που κοιμόμουν στο σπίτι ολομόναχος. Με ξύπνησε το τηλέφωνο στις δώδεκα και τέταρτο το μεσημέρι. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάποιος απ' το νοσοκομείο, για να μου πει πως η μητέρα μου είχε παρουσιάσει μια ξαφνική επιδείνωση στην υγεία της και είχε πεθάνει πριν από λίγα λεπτά, λυπάμαι. Όμως δεν ήταν παρά η κυρία Μακέρντι, που ήθελε να σιγουρευτεί πως είχα φτάσει χωρίς πρόβλημα και να μάθει όλες τις λεπτομέρειες για την επίσκεψη μου στο νοσοκομείο το προηγούμενο βράδυ (με έβαλε να της τα πω τρεις φορές, και στο τέλος της τρίτης επανάληψης είχα αρχίσει να νιώθω σαν εγκληματίας που τον ανακρίνουν για κάποιο φόνο), και επίσης ήθελε να μάθει αν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο μαζί της εκείνο το απόγευμα. Της είπα πως ήθελα.

Page 430: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Όταν έκλεισα, πήγα ως την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Στον ολόσωμο καθρέφτη, είδα έναν ψηλό αξύριστο νεαρό με κοιλίτσα, που φορούσε μονάχα ένα φαρδύ σώβρακο. «Πρέπει να συνέλθεις, αγόρι μου», είπα στο είδωλο μου. «Δεν μπορείς να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου νομίζοντας, κάθε φορά που χτυπά το τηλέφωνο, πως είναι κάποιος για να σου πει πως η μητέρα σου είναι νεκρή». Όχι πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο χρόνος, που είναι το καλύτερο γιατρικό, θα έκανε σιγά σιγά την ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας να ξεθωριάσει... αλλά ήταν καταπληκτικό πόσο ολοζώντανη εξακολουθούσε να είναι. Κάθε λεπτομέρεια της ήταν κρυστάλλινα καθαρή στο νου μου. Έβλεπα ακόμη το όμορφο νεανικό πρόσωπο του Στομπ κάτω από το φορεμένο ανάποδα κασκέτο του, το τσιγάρο πίσω από το αυτί του, το πώς έβγαινε ο καπνός από την τομή στο λαιμό του όταν εισέπνεε. Τον άκουγα ακόμη να αφηγείται την ιστορία για τη φτηνή Κάντιλακ. Ο χρόνος θα έσβηνε τις λεπτομέρειες, όμως θα αργούσε. Άλλωστε, είχα την κονκάρδα, ήταν πάνω στην τουαλέτα δίπλα στην πόρτα του μπάνιου. Η κονκάρδα ήταν το ενθύμιο μου. Όλοι οι ήρωες στις ιστορίες με φαντάσματα δεν βρίσκονταν με ένα ενθύμιο στο τέλος, κάτι που αποδείκνυε πως ό,τι είχε συμβεί ήταν αληθινό; Υπήρχε ένα παμπάλαιο στερεοφωνικό στη γωνιά του δωματίου κι έψαξα στις παλιές μου κασέτες για να βρω κάτι ν' ακούσω ενώ θα ξυριζόμουν. Βρήκα μία που επάνω έγραφε ΦΟΛΚ ΕΠΙΛΟΓΗ και την έβαλα στο κασετόφωνο. Την είχα γράψει στο λύκειο και δεν θυμόμουν τι είχε μέσα. Ο Μπομπ Ντίλαν τραγούδησε για τον μοναχικό θάνατο της Χάτι Κάρολ, ο Τομ Πάξτον τραγούδησε για τον περιπλανώμενο φιλαράκο του και ύστερα ο Ντέϊβ βαν Ρονκ άρχισε να τραγουδά για το μπλουζ της κοκαΐνης. Στη μέση του τρίτου στίχου σταμάτησα, με το ξυράφι στο χέρι. Έχω ένα κεφάλι γεμάτο ουίσκι, έχω ένα στομάχι γεμάτο τζιν, τραγούδησε ο Ντέϊβ με την τραχιά του φωνή. θα με σκοτώσει, έτσι λέει ο γιατρός, δε μου λέει όμως πότε μέλλει να γενεί. Κι αυτή ήταν η απάντηση, φυσικά. Οι τύψεις μου με είχαν κάνει να πιστέψω πως η μητέρα μου θα πέθαινε αμέσως, και ο Στομπ δεν το αρνήθηκε ποτέ -πώς θα μπορούσε, αφού δεν τον είχα ρωτήσει;-, αλλά ολοφάνερα είχα κάνει λάθος. Θα με σκοτώσει, έτσι λέει ο γιατρός, δε μου λέει όμως πότε μέλλει να γενεί. Γιατί βασανιζόμουν έτσι, για τ' όνομα του θεού; Δεν συμβάδιζε η επιλογή μου με τη φυσική τάξη των πραγμάτων; Οι γονείς δεν πεθαίνουν συνήθως πριν από τα παιδιά τους; Το κάθαρμα είχε προσπαθήσει να με τρομάξει, να

Page 431: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

με γεμίσει ενοχές, αλλά δεν ήταν ανάγκη να χάψω το δόλωμα, σωστά; Στο τέλος, όλοι δεν ανεβαίνουμε στη Σφαίρα; Προσπαθείς απλώς να δικαιολογήσεις τον εαυτό σου. Προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως όλα είναι μια χαρά. Μπορεί Αυτό που σκέφτεσαι να είναι αλήθεια... όταν σου ζήτησε όμως να επιλέξεις, διάλεξες εκείνη. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις απ' αυτό, φιλαράκο... διάλεξες εκείνη. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη. «Έκανα αυτό που έπρεπε», είπα. Δεν το πίστευα, αλλά φανταζόμουν πως κάποια στιγμή θα κατόρθωνα να το πιστέψω. Πήγα με την κυρία Μακέρντι να δω τη μητέρα μου, που ήταν λιγάκι καλύτερα. Τη ρώτησα αν θυμόταν το όνειρο της, με το θριλ Βίλατζ. Ένευσε αρνητικά. «Εδώ δε θυμάμαι καλά καλά αν είδα εσένα χθες το βράδυ», είπε. «Νύσταζα τρομερά. Έχει σημασία;» «Όχι», αποκρίθηκα και τη φίλησα στον κρόταφο. «Καθόλου». Ύστερα από πέντε ημέρες, η μαμά μου βγήκε από το νοσοκομείο. Για λίγο κούτσαινε, όμως της πέρασε, κι ένα μήνα αργότερα ξαναπήγε στη δουλειά, στην αρχή με μειωμένο ωράριο, ύστερα όμως κανονικά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Εγώ γύρισα στη σχολή κι έπιασα δουλειά στην Πιτσαρία της Πατ στο κέντρο του Ορόνο. Τα λεφτά δεν ήταν σπουδαία, όμως ήταν αρκετά για να φτιάξω το αμάξι μου. Αυτό ήταν καλό, γιατί δεν είχα καμία όρεξη να ξανακάνω οτοστόπ. Η μητέρα μου προσπάθησε να κόψει το κάπνισμα, και για λίγο τα κατάφερε. Ύστερα γύρισα απ' τη σχολή για τις διακοπές του Απρίλη, μία ημέρα νωρίτερα, και η κουζίνα ήταν πάλι γεμάτη καπνό. Με κοίταξε ταυτόχρονα με ντροπή και με πείσμα. «Δεν μπορώ», είπε. «Συγνώμη, Αλ ξέρω πως θέλεις να το κόψω και ξέρω πως θα 'πρεπε να το κάνω, όμως δίχως αυτό η ζωή μου είναι άδεια. Τίποτ' άλλο δεν μπορεί να τη γεμίσει. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να εύχομαι να μην το είχα αρχίσει». Δύο εβδομάδες αφότου αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, η μαμά έπαθε πάλι αποπληξία, αλλά όχι σοβαρή. Προσπάθησε πάλι να κόψει το κάπνισμα όταν τη μάλωσε ο γιατρός, πήρε είκοσι κιλά και ξαναγύρισε στο τσιγάρο. «Όπως γυρίζει το σκυλί στον εμετό του», λέει στη Βίβλο· μια φράση που μου άρεσε πάντα. Με την πρώτη μου προσπάθεια, βρήκα μια καλή δουλειά στο Πόρτλαντ -στάθηκα τυχερός, φαντάζομαι- και πάσχισα να την πείσω να παρατήσει τη δική της. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Μπορεί να τα είχα

Page 432: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

παρατήσει απαυδισμένος, όμως μια βασανιστική ανάμνηση με έσπρωχνε να γκρεμίσω μία μία τις γιάνκικες άμυνές της. «Θα 'πρεπε να αποταμιεύεις για τη δική σου ζωή, όχι να νοιάζεσαι για τη δική μου», μου είπε. «Κάποια στιγμή θα θελήσεις να παντρευτείς, Αλ, και ό,τι ξοδεύεις για μένα θα λείψει από το γάμο σου. Από την αληθινή σου ζωή». «Εσύ είσαι η αληθινή μου ζωή», της είπα και τη φίλησα. «Σ' αρέσει, δε σ' αρέσει, έτσι είναι». Και τελικά ενέδωσε. Ύστερα περάσαμε μερικά καλά χρόνια· εφτά συνολικά. Δεν έμενα μαζί της, αλλά την επισκεπτόμουν σχεδόν καθημερινά. Παίζαμε πολύ ραμί και βλέπαμε ταινίες στο βίντεο που της είχα αγοράσει. Ρίχναμε γέλια με τους κουβάδες, όπως έλεγε η μητέρα μου. Δεν ξέρω αν χρωστώ αυτά τα χρόνια στον Τζορτζ Στομπ, όμως ήταν καλά. Και η ανάμνηση της νύχτας που τον συνάντησα δεν ξεθώριασε ποτέ, δεν έγινε ποτέ σαν όνειρο, όπως περίμενα να συμβεί. Κάθε περιστατικό, από το γέρο να μου λέει να κάνω μια ευχή στο φεγγάρι μέχρι τα δάχτυλα του Στομπ ν' αγγίζουν το πουκάμισο μου καρφιτσώνοντάς μου την κονκάρδα του, παρέμεινε ολοκάθαρο. Και μια μέρα η κονκάρδα εξαφανίστηκε. Ήξερα πως την είχα όταν μετακόμισα στο διαμερισματάκι μου στο Φάλμουθ -την είχα στο πάνω συρτάρι του κομοδίνου μου, μαζί με δύο χτένες, δύο ζευγάρια μανικετόκουμπα και μια παλιά πολιτική κονκάρδα που έλεγε ΜΠΙΛ ΚΛΙΝΤΟΝ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΣΕΞ-, ύστερα όμως εξαφανίστηκε. Κι όταν χτύπησε το τηλέφωνο μια δυο ημέρες αργότερα, κατάλαβα αμέσως γιατί έκλαιγε η κυρία Μακέρντι. Ήταν το άσχημο μαντάτο που δεν είχα πάψει ποτέ να περιμένω. Το Έλα Έλα, Το Φύγε Φύγε. Όταν τέλειωσαν η αγρυπνία και η κηδεία και είπε κι ο τελευταίος από την τεράστια σειρά των πενθούντων το στερνό αντίο, γύρισα στο σπιτάκι στο Χάρλοου, όπου είχε ζήσει η μητέρα μου τα στερνά της χρόνια, καπνίζοντας και τρώγοντας ντόνατς με ζάχαρη άχνη. Πρώτα ήταν η Τζιν και ο Άλαν Πάρκερ μονάχοι στον κόσμο· τώρα ήμουν ολομόναχος. Κοίταξα ένα ένα τα προσωπικά της αντικείμενα, βάζοντας στην άκρη τα λιγοστά χαρτιά που θα έπρεπε να κανονίσω αργότερα και σε κούτες τα πράγματα, από τη μια μεριά του δωματίου αυτά που ήθελα να κρατήσω κι από την άλλη αυτά που θα χάριζα στην Πρόνοια. 'Όταν είχα σχεδόν

Page 433: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

τελειώσει, γονάτισα, κοίταξα κάτω από το κρεβάτι και βρήκα το πράγμα που υποσυνείδητα γύρευα από την αρχή: μια σκονισμένη κονκάρδα που έγραφε ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΣΤΟ ΘΡΙΛ ΒΙΛΑΤΖ. Την έσφιξα μες στη γροθιά μου. Η καρφίτσα χώθηκε στη σάρκα μου, κι έσφιξα ακόμη περισσότερο το χέρι μου, με τον πόνο να μου χαρίζει μια πικρή απόλαυση. 'Όταν ξανάνοιξα τα δάχτυλα μου, δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια μου, κάνοντας τις λέξεις στην κονκάρδα τρεμάμενες και διπλές. Ήταν σαν να έβλεπα μια τρισδιάστατη ταινία δίχως τα κατάλληλα γυαλιά. «Ευχαριστήθηκες τώρα;» ρώτησα τη βουβή κάμαρα. «Σου αρκεί;» Δεν πήρα καμία απόκριση, φυσικά. «Γιατί μπήκες σ' όλο αυτό τον κόπο; Ποιο το νόημα, διάβολε;» Καμία απόκριση ξανά, και γιατί να υπήρχε άλλωστε; Απλώς περιμένεις στη σειρά. Περιμένεις στη σειρά κάτω από τη σελήνη, κάνοντας στο άρρωστο φως της τις ευχές σου. Περιμένεις στη σειρά και τους ακούς να ουρλιάζουν πληρώνουν για να τρομάξουν, και στη Σφαίρα του Τρόμου δεν πηγαίνουν ποτέ στράφι τα λεφτά τους. Μπορεί, όταν έρθει η σειρά σου, να ανέβεις· μπορεί να το βάλεις στα πόδια. Κάνει το ίδιο, θαρρώ, θα 'πρεπε να υπάρχει κάτι ακόμη, όμως αυτό είναι όλο -Το Έλα Έλα, Το Φύγε Φύγε. Παρ' την κονκάρδα σου, λοιπόν, και γεια χαρά.

Page 434: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το Τυχερό Κέρμα

Το φθινόπωρο τον 1996 διέσχισα τις Ηνωμένες Πολιτείες από το Μέϊν ως την Καλιφόρνια με τη Χάρλεϊ Ντάβιντσόν μου, σταματώντας σε βιβλιοπωλεία, καθ' οδόν, για να προωθήσω ένα μυθιστόρημα με τίτλο Αϋπνία Ήταν ωραίο ταξίδι. Η καλύτερη στιγμή τον, ίσως, ήταν όταν, καθισμένος στα σκαλιά ενός έρημου παντοπωλείου στο Κάνσας, είδα τον ήλιο να γέρνει στη δύση και την πανσέληνο να ανατέλλει. Μου ήρθε στο νου μια σκηνή από τον Πρίγκιπα της Παλίρροιας του Πατ Κουρόι, όπου συμβαίνει το ίδιο κι ένα εκστατικό πιτσιρίκι φωνάζει: «Ω μαμά, καν' το ξανά!» Αργότερα, στη Νεβάδα, έμεινα σ' ένα άθλιο ξενοδοχείο, όπου οι καμαριέρες άφηναν μάρκες των δύο δολαρίων πάνω στο μαξιλάρι. Δίπλα σε κάθε μάρκα υπήρχε μια καρτούλα που έγραφε κάτι σαν: «Γεια, είμαι η Μαρί, Καλή Τύχη!» Αυτή η ιστορία ξεπήδησε στο νου μου. Την έγραψα με το χέρι, σ' ένα σημειωματάριο του ξενοδοχείου.

«Αχ, κάθαρμα!» φώναξε, περισσότερο ξαφνιασμένη παρά θυμωμένη, μέσα στο έρημο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ύστερα, γιατί έτσι ήταν από τη φύση της, η Νταρλίν Πούλεν έβαλε τα γέλια. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο ξέστρωτο άδειο κρεβάτι, με το κέρμα στο ένα χέρι και το φάκελο απ' όπου είχε πέσει στο άλλο, κοιτάζοντας μια το ένα και μια το άλλο και γελώντας, μέχρι που δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της στα μαγουλά της. Η Πάτσι, το μεγαλύτερο παιδί της, έπρεπε να βάλει σιδεράκια. Η Νταρλίν δεν είχε ιδέα πώς θα έβρισκε τα λεφτά, όλη την εβδομάδα αυτό σκεφτόταν, κι αν δεν ήταν αυτή η σταγόνα που είχε ξεχειλίσει το ποτήρι, τότε ποια ήταν;

Page 435: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Και επίσης, αν δεν μπορούσες να γελάσεις, τι μπορούσες να κάνεις; Να βρεις ένα όπλο και να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα; Κάθε κοπέλα είχε το δικό της μέρος για να βάζει το φάκελο για τα φιλοδωρήματα, το «βαζάκι με το μέλι», όπως τον έλεγαν. Η Γκέρντα, η Σουηδή, που έκανε πιάτσα σε μια γωνιά στο κέντρο, πριν ανακαλύψει τον Ιησού πέρυσι το καλοκαίρι σε μια θρησκευτική συνάντηση στη λίμνη Τάχο, ακουμπούσε τον δικό της πάνω σ' ένα από τα ποτήρια στο μπάνιο· η Μελίσα τον έβαζε κάτω από το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης. Η Νταρλίν στερέωνε πάντα τον δικό της πάνω στο τηλέφωνο κι όταν μπήκε σήμερα το πρωί στο 322 και τον βρήκε πάνω στο μαξιλάρι, κατάλαβε πως ο πελάτης της είχε αφήσει κάτι. Ναι, της είχε αφήσει κάτι. Ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς, να τι. Είχε σχεδόν σταματήσει να γελά, αλλά τώρα έσκασε πάλι στα γέλια. Υπήρχε ένα κείμενο στην μπροστινή μεριά του φακέλου, καθώς και ο λογότυπος του ξενοδοχείου: οι σιλουέτες ενός αλόγου κι ενός αναβάτη στην κορυφή ενός βράχου, κλεισμένες μέσα σ' ένα διαμάντι. Καλώς ορίσατε στο Κάρσον Σίτι, τη φιλικότερη πόλη στη Νεβάδα! (έγραφε κάτω απ' το λογότυπο).

Και καλώς ορίσατε στο Ράντσερ'ς, το φιλικότερο ξενοδοχείο στο Κάρσον Σίτι! Η καμαριέρα του δωματίου σας είναι η Νταρλίν. Αν έχετε κάποιο παράπονο, καλέστε το 0 και θα σας εξυπηρετήσουμε αμέσως. Αν μείνετε ικανοποιημένος και θέλετε να αφήσετε κάτι για την καμαριέρα, παρακαλώ, βάλτε το σε αυτόν το φάκελο. Καλώς ορίσατε, και πάλι, στο Κάρσον και το ξενοδοχείο Ράντσερ'ς.

Γουίλιαμ Έϊβερι Διευθυντής

Πολύ συχνά ο φάκελος ήταν άδειος -η Νταρλίν είχε βρει φακέλους σκισμένους και πεταμένους στο καλάθι των αχρήστων, τσαλακωμένους σε μια γωνιά του δωματίου (λες και μόνο η ιδέα του φιλοδωρήματος στις καμαριέρες έκανε κάποιους πελάτες έξω φρενών), μέσα στη λεκάνη-, όμως κάποιες φορές έκρυβε μια ευχάριστη έκπληξη, ειδικά αν κάποιος πελάτης

Page 436: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

είχε σταθεί τυχερός στους κουλοχέρηδες ή στη ρουλέτα. Και αυτός του 322 σίγουρα είχε φροντίσει να χρησιμοποιήσει το φάκελο του. Είκοσι πέντε σεντς! Μ' αυτά θα πλήρωνε η Νταρλίν για τα σιδεράκια της Πάτσι και θα αγόραζε εκείνο το Sega που τόσο ήθελε ο Πολ. Δεν χρειαζόταν καν να περιμένει ως τα Χριστούγεννα, μπορούσε να του το κάνει δώρο για... για... «Την Ημέρα των Ευχαριστιών», είπε. «Βέβαια, γιατί όχι; Και θα ξεχρεώσω αυτούς απ' το συνδρομητικό κανάλι, για να μη μας διαγράψουν από συνδρομητές· μπορεί να γραφτώ και στο κανάλι της Ντίσνεϊ, και θα πάω τελικά σ' ένα γιατρό για την πλάτη μου... διάβολε, είμαι πλούσια. Που να πάρει, αν μπορούσα να σε βρω, κύριε 322, θα έπεφτα στα γόνατα και θα σου φιλούσα τα πόδια». Δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρει· ο 322 βρισκόταν πια μακριά. Το Ράντσερ'ς ίσως ήταν το καλύτερο ξενοδοχείο στο Κάρσον Σίτι, όμως οι πελάτες εξακολουθούσαν να είναι σχεδόν αποκλειστικά περαστικοί. 'Όταν έμπαινε η Νταρλίν από την είσοδο του προσωπικού στις εφτά το πρωί, οι πελάτες σηκώνονταν, ξυρίζονταν, έκαναν ντους, μερικοί πάσχιζαν να συνέλθουν από το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Όταν ήταν στο δωμάτιο του προσωπικού με την Γκέρντα, τη Μελίσα και την Τζέϊν (την αρχικαμαριέρα· με στήθη σαν οβίδες και σφιγμένα, βαθυκόκκινα βαμμένα χείλη), όπου πρώτα έπινε καφέ και ύστερα γέμιζε το καλάθι της και ετοιμαζόταν για τη μέρα, οι φορτηγατζήδες, οι καουμπόηδες και οι πλασιέ έφευγαν, είτε αφήνοντας κάτι στο φάκελο είτε όχι. Ο 322, αυτός ο τζέντλεμαν, είχε αφήσει ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς στον δικό του φάκελο. Και μάλλον της είχε αφήσει κάτι ακόμη πάνω στα σεντόνια του, για να μην πούμε για τα ενθύμια στη λεκάνη, γιατί θα είχε ξεχάσει ο φίλος μας να τραβήξει το καζανάκι. Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να σταματήσουν να δίνουν. Ήταν στη φύση τους. Η Νταρλίν αναστέναξε, σκούπισε με την ποδιά της τα βρεγμένα της μάγουλα κι άνοιξε το φάκελο -ο 322 είχε μπει στον κόπο να τον σφραγίσει και η Νταρλίν τον είχε σκίσει στην άκρη, μέσα στην ανυπομονησία της να δει τι περιείχε. Σκόπευε να ξαναβάλει το κέρμα στο φάκελο και ύστερα είδε πως υπήρχε και κάτι άλλο: ένα σημείωμα, γραμμένο βιαστικά σε μια σελίδα από το σημειωματάριο του ξενοδοχείου. Το έβγαλε. Κάτω από το λογότυπο με το άλογο και τον αναβάτη, και τη φράση ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΝΤΣΕΡ'Σ, ο 322 είχε γράψει εφτά λέξεις μ' ένα άξυστο μολύβι: Αυτό είναι ένα τυχερό κέρμα! Αλήθεια! Τυχερή! «Πω, πω!» έκανε η Νταρλίν. «Λοιπόν, έχω δυο πιτσιρίκια κι ένα σύζυγο που έχει καθυστερήσει πέντε χρόνια να γυρίσει από τη δουλειά, και σίγουρα

Page 437: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

έχω ανάγκη από λίγη τύχη. Μα το θεό, λίγη τύχη δε θα μου έπεφτε άσχημη». Ύστερα ξανάρχισε να γελά, κοφτά, κι έριξε το κέρμα μέσα στο φάκελο. Μπήκε στο μπάνιο και κοίταξε στη λεκάνη. Τίποτε, μονάχα καθαρό νερό. Κάτι ήταν κι αυτό. "Έκανε τις δουλειές της, που δεν της πήραν πολλή ώρα. Το κέρμα ήταν κακόγουστο αστείο, όμως κατά τ' άλλα ο 322 είχε φερθεί αρκετά πολιτισμένα. Δεν υπήρχαν καθόλου λεκέδες στα σεντόνια, ούτε κάποια άλλη δυσάρεστη έκπληξη (τουλάχιστον σε τέσσερις περιπτώσεις τα πέντε χρόνια που δούλευε σαν καμαριέρα, από τότε που την είχε παρατήσει ο Ντεκ, είχε βρει ξεραμένο σπέρμα πάνω στην οθόνη της τηλεόρασης, και μια φορά μία δυσώδη λιμνούλα από ούρα μέσα σε ένα από τα συρτάρια του γραφείου), κι ούτε έλειπε τίποτε. Ουσιαστικά, δεν είχε παρά να φτιάξει το κρεβάτι, να πλύνει το νιπτήρα και το ντους και να αντικαταστήσει τις πετσέτες. Κάνοντας αυτές τις δουλειές, βρέθηκε να φαντάζεται πώς μπορεί να ήταν ο 322 και τι είδους άντρας θα άφηνε είκοσι πέντε σεντς φιλοδώρημα σε μια γυναίκα που πάλευε να μεγαλώσει μονάχη δύο παιδιά. Μάλλον κάποιος που μπορούσε συνάμα να γελά και να βασανίζει· κάποιος που ίσως είχε τατουάζ στα μπράτσα κι έμοιαζε στο χαρακτήρα που υποδυόταν ο Γούντι Χάρελσον στο Γεννημένοι Δολοφόνοι. Δεν ξέρει τίποτε για μένα, σκέφτηκε καθώς έβγαινε στο διάδρομο και έκλεινε την πόρτα. Ίσως ήταν μεθυσμένος και τον φάνηκε αστείο, Αυτό όλο κι όλο. Και ήταν αστείο, κατά κάποιον τρόπο· ειδάλλως, γιατί να βάλεις τα γέλια; Σωστά. Ειδάλλως, γιατί να βάλει τα γέλια; Σπρώχνοντας το καρότσι της προς το 323, σκέφτηκε πως θα έδινε το κέρμα στον Πολ. Από τα δυο παιδιά, ο Πολ ήταν αυτός που είχε πρόβλημα συνήθως. Ήταν εφτά χρόνων, σιωπηλός, κι έμοιαζε να ρουφά διαρκώς τη μύτη του. Η Νταρλίν πίστευε πως ίσως ήταν, επίσης, το μοναδικό εφτάχρονο παιδί στον καθαρό αέρα αυτής της πόλης ψηλά στην έρημο που είχε άσθμα. Αναστέναξε και άνοιξε με το πασπαρτού της το 323, ελπίζοντας να έβρισκε πενήντα, ακόμη κι εκατό δολάρια στο «βαζάκι με το μέλι» αυτού του δωματίου. Ήταν πάντα η πρώτη της σκέψη όταν έμπαινε σ' ένα δωμάτιο. Όμως ο φάκελος ήταν εκεί που τον είχε αφήσει, ακουμπισμένος στο τηλέφωνο, και, παρ' ότι κοίταξε μέσα για να σιγουρευτεί, ήξερε πως θα ήταν άδειος. Ο 323, όμως, της είχε αφήσει ένα δωράκι στην τουαλέτα.

Page 438: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Για κοίτα, η τύχη άρχισε κιόλας να μου χαμογελάει», είπε η Νταρλίν κι έβαλε τα γέλια τραβώντας το καζανάκι. Έτσι ήταν από τη φύση της. Υπήρχε ένας κουλοχέρης, μονάχα ένας, στον προθάλαμο του Ράντσερ'ς και, παρ' ότι η Νταρλίν δεν είχε παίξει ποτέ τα πέντε χρόνια που δούλευε εδώ, εκείνη τη μέρα, πηγαίνοντας για να γευματίσει, έβαλε το χέρι στην τσέπη και ψαχούλεψε μέσα στον σκισμένο φάκελο για το άχρηστο στρογγυλό κομματάκι μετάλλου. Δεν είχε ξεχάσει την πρόθεση της να δώσει το κέρμα στον Πολ, όμως είκοσι πέντε σεντς δεν είχαν πια καμιά αξία για ένα παιδί, και γιατί να είχαν; Ούτε ένα ψωροαναψυκτικό δεν μπορούσες να αγοράσεις με είκοσι πέντε σεντς. Και ξάφνου ήθελε να το ξεφορτωθεί το αναθεματισμένο. Η πλάτη της την πονούσε, ο καφές που είχε πιει στις δέκα την είχε πειράξει στο στομάχι και ένιωθε καταπτοημένη. Ξαφνικά όλη η χαρά είχε χαθεί από τον κόσμο και ο φταίχτης έμοιαζε να είναι εκείνο το τιποτένιο κέρμα... σαν να έστελνε κύματα κακοκεφιάς από κει που βρισκόταν, μέσα στην τσέπη της. Η Γκέρντα βγήκε από το ασανσέρ πάνω που ετοιμαζόταν η Νταρλίν να καθίσει μπροστά στο μηχάνημα και να βγάλει το κέρμα από το φάκελο. «Εσύ;» είπε η Γκέρντα. «Εσύ; Όχι, δεν το πιστεύω». «Τότε δες με», είπε η Νταρλίν κι έριξε το κέρμα στη σχισμή που έλεγε ΡΙΞΤΕ 1 2 Ή 3 ΚΕΡΜΑΤΑ. «Αντίο, κέρμα». Έκανε να απομακρυνθεί και ύστερα, σαν να μην το είχε σκεφτεί ως εκείνη τη στιγμή, γύρισε για να τραβήξει το μοχλό του κουλοχέρη. Έπειτα ξανάκανε μεταβολή, αγνοώντας τις εικόνες που στριφογύριζαν, κι έτσι δεν είδε τις καμπάνες να εμφανίζονται στα παραθυράκια· μία, δύο, τρεις. Στάθηκε μονάχα όταν άκουσε κέρματα ν' αρχίζουν να πέφτουν στο δίσκο, στο κάτω μέρος του μηχανήματος. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ύστερα στένεψαν καχύποπτα, σαν να ήταν κι αυτό άλλη μια φάρσα... ή ίσως η κατάληξη της προηγούμενης. «Κέρδισες!» φώναξε η Γκέρντα με πολύ πιο έντονη σουηδική προφορά μέσα στην έξαψη της. «Νταρλίν, κέρδισες!» Έτρεξε προς το μηχάνημα, περνώντας δίπλα από την Νταρλίν, που έστεκε ασάλευτη, ακούγοντας τα κέρματα να πέφτουν ορμητικά στο δίσκο, να πέφτουν σαν καταρράκτης, δίχως τελειωμό. Τυχερή, σκέφτηκε. Είμαι τυχερή. Τελικά τα κέρματα σταμάτησαν να πέφτουν.

Page 439: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Πω, πω!» έκανε η Γκέρντα. «Πω, πω! Και να σκεφτείς πως εγώ το έχω ταΐσει τόσα κέρματα αυτό το βρομομηχάνημα και δε μου έχει δώσει ποτέ ούτε δεκάρα τσακιστή! Τύχη βουνό! Πρέπει να είναι δεκαπέντε δολάρια, Νταρλ! Φαντάσου να έβαζες τρία κέρματα!» «Δε θα άντεχα τόση τύχη», είπε η Νταρλίν. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Δεν ήξερε γιατί, όμως το ήθελε. Ένιωθε τα μάτια της να τσούζουν, σαν να ήταν τα δάκρυα της οξύ. Η Γκέρντα τη βοήθησε να μαζέψει τα κέρματα από το δίσκο. Όταν τα έβαλε η Νταρλίν στην τσέπη της, η ποδιά της κρέμασε κωμικά. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως θα έπρεπε να αγοράσει κάτι όμορφο στον Πολ, ένα παιχνίδι. Δεκαπέντε δολάρια δεν έφταναν για το Sega που ήθελε, ούτε κατά διάνοια, όμως μπορεί να ήταν αρκετά για ένα από κείνα τα ηλεκτρονικά μαραφέτια που χάζευε πάντα το αγόρι στο εμπορικό κέντρο, δίχως να ζητά, γιατί ήξερε, μπορεί να ήταν φιλάσθενος, όμως ανόητος δεν ήταν, απλώς κοίταζε με μάτια που έμοιαζαν πάντα κατακόκκινα και δακρυσμένα. Όμως δεν θα τον το πάρεις και το ξέρεις, είπε από μέσα της. θα τα δώσεις για παπούτσια, να τι θα κάνεις... ή για τα σιδεράκια της Πάτοι. Δεν θα τον πείραζε τον Πολ, το ξέρεις πως δεν θα τον πείραζε. Όχι, δεν θα τον πείραζε τον Πολ· αυτήν όμως; σκέφτηκε περνώντας τα δάχτυλα της μέσα από τα κέρματα στην τσέπη της και ακούγοντας τα να κουδουνίζουν. Αυτήν την πείραζε για λογαριασμό τους. Ο Πολ ήξερε πως τα τηλεκατευθυνόμενα πλοία, τα αμάξια και τα αεροπλάνα στη βιτρίνα του μαγαζιού ήταν εξίσου απρόσιτα με το Sega, ήταν πράγματα που μπορούσε μονάχα να τα βλέπει και να τα χαίρεται στη φαντασία του, σαν τις ζωγραφιές σε μια πινακοθήκη ή τα αγάλματα σε ένα μουσείο. Γι' αυτήν, όμως... Όμως μπορεί να του έπαιρνε κάτι μικρό μ' αυτά τα απροσδόκητα χρήματα. Κάτι μικρό αλλά όμορφο. Να τον ξάφνιαζε. Να ξάφνιαζε τον ίδιο της τον εαυτό. Και ξάφνιασε τον ίδιο της τον εαυτό, ναι. Αν τον ξάφνιασε, λέει! Εκείνο το βράδυ αποφάσισε να γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι, αντί να πάρει το λεωφορείο. Στη μέση της Νορθ Στρητ, μπήκε στο Σίλβερ Σίτι Καζίνο, όπου δεν είχε ξαναβρεθεί στη ζωή της. Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου είχε αλλάξει τα κέρματα -ήταν δεκαοχτώ δολάρια συνολικά- με χαρτονομίσματα, και τώρα, νιώθοντας περισσότερο σαν επισκέπτης μέσα

Page 440: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

στο κορμί της, ζύγωσε στη ρουλέτα και έδωσε στον κρουπιέρη τα χαρτονομίσματα, νιώθοντας το χέρι της σαν να μην ήταν δικό της. Δεν ήταν μονάχα το χέρι της· όλα τα νεύρα της έμοιαζαν να έχουν νεκρωθεί, να έχουν καεί σαν ασφάλειες από αυτή την ξαφνική παρέκκλιση στη συμπεριφορά της Νταρλίν. Δεν έχει σημασία, είπε από μέσα της καθώς έβαζε και τις δεκαοχτώ ασημάδευτες ροζ μάρκες του ενός δολαρίου εκεί που έγραφε ΜΟΝΑ. Δεν είναι παρά είκοσι πέντε σεντς, κι ας δείχνουν τόσο πολλά τώρα πάνω στην τσόχα· δεν είναι παρά η κακόγουστη φάρσα κάποιου σε βάρος μιας καμαριέρας που δεν είδε ποτέ του. Δεν είναι παρά ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς κι εσύ πασχίζεις ακόμη να το ξεφορτωθείς, γιατί μπορεί να έχει πολλαπλασιαστεί και να έχει αλλάξει σχήμα, όμως εξακολουθεί να σε κάνει να νιώθεις άσχημα. «Όχι άλλα στοιχήματα, όχι άλλα στοιχήματα», είπε ο επόπτης, καθώς η μπίλια στριφογύριζε προς τα αριστερά. Η μπίλια έπεσε, αναπήδησε, σκάλωσε, και η Νταρλίν έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξε, είδε την μπίλια να έχει σταματήσει στο 15. Ο κρουπιέρης έσπρωξε προς το μέρος της άλλες δεκαοχτώ ροζ μάρκες, που της Νταρλίν της φαίνονταν σαν ζουληγμένα σοκολατάκια μέσα στο περιτύλιγμα τους. Τις σήκωσε και τις ξανάφησε όλες στο κόκκινο. Ο κρουπιέρης την κοίταξε σηκώνοντας τα φρύδια του, ρωτώντας τη βουβά αν ήταν βέβαιη. Ένευσε πως ήταν, κι εκείνος γύρισε τη ρουλέτα. Όταν βγήκαν τα κόκκινα, η Νταρλίν μετακίνησε όλες τις μάρκες της στο μαύρο. Ύστερα στα μονά. Ύστερα στα ζυγά. Τώρα είχε μπροστά της πεντακόσια εβδομήντα έξι δολάρια κι ένιωθε σαν να βρισκόταν το κεφάλι της σε άλλο πλανήτη. Αυτά μπροστά της δεν ήταν μαύρες, πράσινες και ροζ μάρκες, όχι ακριβώς· ήταν σιδεράκια κι ένα τηλεκατευθυνόμενο υποβρύχιο. Τυχερή, σκεφτόταν η Νταρλίν Πούλεν. Είμαι τυχερή. Πόνταρε πάλι τις μάρκες, όλες, και το πλήθος που μαζεύεται πάντα πίσω και γύρω από τους νικητές στις πόλεις του τζόγου, ακόμη και στις πέντε το απόγευμα, στέναξε. «Κυρία μου, δεν μπορώ να επιτρέψω αυτό το ποντάρισμα δίχως τη συγκατάθεση του διευθυντή», είπε ο επόπτης. Φαινόταν να είναι πολύ περισσότερο σε εγρήγορση τώρα απ' όσο όταν είχε πρωτοζυγώσει στη

Page 441: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

ρουλέτα η Νταρλίν με το γαλάζιο και άσπρο ριγωτό της φόρεμα από ρεγιόν. Τώρα είχε ποντάρει στη δεύτερη δωδεκάδα, δηλαδή στα νούμερα από το 13 έως το 24. «Τότε πήγαινε και βρες τον, γλυκέ μου», είπε η Νταρλίν και περίμενε, ήρεμη, με τα πόδια της στη Μητέρα Γη, εδώ, στο Κάρσον Σίτι της Νεβάδα, έντεκα χιλιόμετρα από κει που άνοιξε το πρώτο μεγάλο αργυρωρυχείο το 1878, και το κεφάλι της κάπου βαθιά στα αρτζιμπουρτζωρυχεία του Πλανήτη Άρα-Μάρα, καθώς ο διευθυντής και ο επόπτης συζητούσαν και το πλήθος γύρω της μουρμούριζε. Τελικά ο διευθυντής την πλησίασε και της ζήτησε να γράψει σ' ένα ροζ χαρτί το όνομα, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο της. Η Νταρλίν τα έγραψε, βλέποντας με ενδιαφέρον πως ο γραφικός της χαρακτήρας έμοιαζε να είναι ο δικός της. Ένιωθε ήρεμη· ήρεμη σαν τον πιο ήρεμο αρτζιμπουρτζωρύχο που υπήρξε ποτέ· όμως τα χέρια της έτρεμαν πολύ. Ο διευθυντής γύρισε στον επόπτη και στριφογύρισε τα δάχτυλα του στον αέρα -εμπρός, αγόρι μου, γύρνα την. Αυτή τη φορά το κροτάλισμα της άσπρης μπίλιας ακούστηκε ολοκάθαρα γύρω από το τραπέζι της ρουλέτας, γιατί το πλήθος είχε βουβαθεί εντελώς, και το ποντάρισμα της Νταρλίν ήταν το μόνο στο τραπέζι. Εδώ ήταν Κάρσον Σίτι, όχι Μόντε Κάρλο, και για το Κάρσον αυτό το ποντάρισμα ήταν κολοσσιαίο. Η μπίλια κροτάλισε, έπεσε σε μια σχισμή, πήδηξε, έπεσε σε άλλη, ύστερα πήδηξε ξανά. Η Νταρλίν έκλεισε τα μάτια της. Τυχερή, σκέφτηκε, προσευχήθηκε. Είμαι τυχερή, τυχερή κοπέλα, τυχερή μαμά. Το πλήθος στέναξε, είτε από την έκσταση είτε από τον τρόμο. Έτσι κατάλαβε η Νταρλίν πως η ρουλέτα είχε αρχίσει να γυρίζει αρκετά αργά ώστε να φαίνεται πού είχε σταθεί η μπίλια. Άνοιξε τα μάτια της, ξέροντας πως είχε ξεφορτωθεί τελικά τα είκοσι πέντε σεντς. Κι όμως, δεν τα είχε ξεφορτωθεί. Η άσπρη μπίλια ήταν στο 13 Μαύρο. «Ω θεέ μου. Γλυκιά μου», είπε μια γυναίκα από πίσω της. «Δώσ' μου το χέρι σου, θέλω να το αγγίξω». Η Νταρλίν της το έδωσε κι ένιωσε να της πιάνουν απαλά και το άλλο, να της το πιάνουν και να το χαϊδεύουν. Από κάπου μακριά, πέρα από τα αρτζιμπουρτζωρυχεία όπου ζούσε αυτή τη φαντασίωση, ένιωσε πρώτα δύο ανθρώπους, ύστερα τέσσερις, ύστερα έξι, ύστερα οχτώ, να της τρίβουν απαλά τα χέρια, πασχίζοντας να κολλήσουν την τύχη της σαν ίωση. Ο κρουπιέρης έσπρωχνε προς το μέρος της μάρκες σε στοίβες.

Page 442: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Πόσα;» ρώτησε με σβησμένη φωνή. «Πόσα είναι;» «Χίλια εφτακόσια είκοσι οχτώ δολάρια», της είπε. «Συγχαρητήρια, κυρία μου. Αν ήμουν στη θέση σας...» «Όμως δεν είσαι», είπε η Νταρλίν. «θέλω να τα ποντάρω όλα σ' ένα νούμερο. Σ' αυτό». Έδειξε. «Στο 25». Πίσω της, κάποιος βόγκηξε σαν να είχε φτάσει σε οργασμό. «Όλα». «Όχι», είπε ο διευθυντής. «Μα...» «Όχι», είπε ξανά, και η Νταρλίν, που είχε περάσει την περισσότερη ζωή της δουλεύοντας για άντρες αφεντικά, ήξερε πότε κάποιος εννοούσε αυτό ακριβώς που έλεγε. «Πολιτική του καζίνου, κυρία Πούλεν». «Εντάξει», του είπε. «Εντάξει, φοβητσιάρη». Τράβηξε τις μάρκες προς το μέρος της, γκρεμίζοντας μερικές στοίβες. «Πόσα με αφήνεις να ποντάρω;» «Με συγχωρείτε», είπε ο διευθυντής. Εξαφανίστηκε για ένα πεντάλεπτο σχεδόν. Όλο εκείνο το διάστημα, η ρουλέτα έστεκε βουβή. Κανένας δεν μιλούσε στην Νταρλίν, όμως της άγγιζαν ξανά και ξανά τα χέρια, και κάποιες φορές της τα έτριβαν σαν να ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Όταν γύρισε ο διευθυντής, είχε μαζί του έναν ψηλό φαλακρό άντρα με σμόκιν και γυαλιά με χρυσό σκελετό. Ο άντρας δεν κοίταξε την Νταρλίν, κοίταξε μέσα απ' την Νταρλίν. «Οχτακόσια δολάρια», είπε, «αλλά θα σας συμβούλευα να μην το κάνετε». Τα μάτια του έπεσαν στην ποδιά της και ύστερα καρφώθηκαν ξανά στο πρόσωπο της. «Νομίζω πως θα 'πρεπε να εξαργυρώσετε τις μάρκες σας, κυρία μου». «Κι εγώ νομίζω πως δεν ξέρεις τι σου γίνεται», είπε η Νταρλίν και ο ψηλός φαλακρός άντρας μόρφασε αηδιασμένος. Η Νταρλίν κοίταξε τον κρουπιέρη. «Καν' το», του είπε. Ο κρουπιέρης άφησε κάτω μια ταμπελίτσα που έγραφε $800, προσέχοντας να είναι ακριβώς στον αριθμό 25. Ύστερα γύρισε τη ρουλέτα κι έριξε την μπίλια. Ολόκληρο το καζίνο είχε βουβαθεί τώρα, δεν ακουγόταν ούτε ο συνεχής θόρυβος των κουλοχέρηδων. Η Νταρλίν κοίταξε τριγύρω, στην αίθουσα, και δεν ξαφνιάστηκε βλέποντας πως οι τηλεοράσεις που προηγουμένως έδειχναν ιπποδρομίες και πυγμαχικούς αγώνες τώρα έδειχναν τη ρουλέτα που στριφογύριζε... και την ίδια την Νταρλίν.

Page 443: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Έγινα τηλεοπτική σταρ. Είμαι τυχερή. Τυχερή. Ω, είμαι τυχερή. Η μπίλια στριφογύρισε. Η μπίλια αναπήδησε. Παραλίγο να σκαλώσει, ύστερα στριφογύρισε ξανά, ένας μικρός λευκός δερβίσης που έτρεχε γύρω γύρω στη γυαλισμένη ξύλινη περιφέρεια της ρουλέτας. «Πιθανότητες!» κραύγασε ξάφνου. «Ποιες είναι οι πιθανότητες;» «Τριάντα προς μία», είπε ο ψηλός φαλακρός άντρας. «Είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια αν κερδίσετε, κυρία μου». Η Νταρλίν έκλεισε τα μάτια... ...και τ' άνοιξε στο 322. Καθόταν ακόμη στην καρέκλα, με το φάκελο στο ένα χέρι και το κέρμα που είχε πέσει από μέσα στο άλλο. Τα δάκρυα της, από τα πολλά γέλια, ύγραιναν ακόμη τα μαγουλά της. «Είμαι τυχερή», είπε και πίεσε το φάκελο για να δει μέσα. Δεν υπήρχε κανένα σημείωμα. Ήταν κι αυτό κομμάτι της φαντασίωσης της. Αναστενάζοντας, η Νταρλίν έβαλε το κέρμα στην τσέπη της ποδιάς της και άρχισε να καθαρίζει το 322. Αντί να πάει τον Πολ στο σπίτι όπως έκανε πάντα μετά το σχολείο, η Πάτοι τον έφερε στο ξενοδοχείο. «Του τρέχουν συνεχώς οι μύξες», εξήγησε στη μητέρα της, με τη φωνή της γεμάτη απ' αυτή τη βαθιά καταφρόνια που μονάχα ένα παιδί δεκατριών χρόνων μπορεί να δείξει. «Είναι σαν να πνίγεται από δαύτες. Σκέφτηκα πως ίσως θα ήθελες να τον πας στο γιατρό». Ο Πολ την κοίταζε βουβός, με τα δακρυσμένα, υπομονετικά του μάτια. Η μύτη του ήταν κόκκινη σαν γινωμένη ντομάτα. Βρίσκονταν στο λόμπι. Αυτή τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας πελάτης στη ρεσεψιόν κι ο κύριος έϊβερι (οι καμαριέρες, που όλες ανεξαιρέτως τον μισούσαν, τον φώναζαν Τεξ[17]) έλειπε. Ίσως ήταν στο γραφείο του κι έπαιζε το πουλί του. Αν μπορούσε να το βρει, δηλαδή. Η Νταρλίν έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο του Πολ, το ένιωσε ζεστό κι αναστέναξε. «Μάλλον έχεις δίκιο», είπε. «Πώς νιώθεις, Πολ;» «Καλά», είπε με απόμακρη, σβησμένη φωνή ο Πολ. Ακόμη και η Πάτσι φαινόταν στενοχωρημένη. «Έτσι όπως πάει θα πεθάνει προτού καν γίνει δεκάξι», είπε. «Μοναδική περίπτωση στον κόσμο, ο πρώτος άνθρωπος που έπαθε AIDS χωρίς κανένα λόγο».

17 Tex Avery: φημισμένος δημιουργός κινουμένων σχεδίων. (Σ.τ.Μ.)

Page 444: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

«Κλείσε το βρομόστομά σου!» είπε η Νταρλίν, πολύ πιο απότομα απ' όσο σκόπευε, όμως ο Πολ ήταν αυτός που έδειξε να πληγώνεται· μόρφασε και απέστρεψε το πρόσωπο του. «Και είναι μωρό», είπε με απόγνωση η Πάτοι. «Εννοώ, αληθινό μωρό». «Όχι, δεν είναι. Είναι ευαίσθητος, αυτό είναι όλο. Και έχει λιγοστή αντοχή». Έψαξε στην τσέπη της ποδιάς της. «Πολ; Το θες αυτό;» Το αγόρι την ξανακοίταξε, είδε το κέρμα και χαμογέλασε λιγάκι. «Τι θα κάνεις μ' αυτό, Πολ;» τον ρώτησε η Πάτσι όταν εκείνος το πήρε. «Μήπως θα βγεις με την Ντίρντρι Μακ Κόσλαντ;» είπε καγχάζοντας. «Κάτι θα σκεφτώ», αποκρίθηκε ο Πολ ρουφώντας τη μύτη του. «Άσ' τον ήσυχο», είπε η Νταρλίν. «Μην τον ενοχλείς για λίγο, εντάξει;» «Ναι, όμως εμένα τι θα μου δώσεις;» τη ρώτησε η Πάτσι. «Τον έφερα εδώ προσέχοντας να μην πάθει τίποτε, πάντα τον κουβαλώ και προσέχω να μην πάθει τίποτε· εμένα λοιπόν τι θα μου δώσεις;» Σιδεράκια, σκέφτηκε η Νταρλίν, αν βρω ποτέ τα χρήματα. Και ξάφνου η δυστυχία την πλημμύρισε, μια αίσθηση πως η ζωή ήταν ένας πελώριος παγερός σωρός από σκουπίδια που ορθωνόταν πάντα απειλητικός μπροστά σου, έτοιμος να γκρεμιστεί, να σε κομματιάσει ενώ θα ούρλιαζες ακόμη και ύστερα να σε καταπλακώσει στραγγίζοντας και την τελευταία στάλα ζωής από μέσα σου. Η τύχη ήταν αστεία υπόθεση. Ακόμη και η καλοτυχία ήταν κακοτυχία μασκαρεμένη. «Μαμά; Μανούλα;» Η Πάτοι ακούστηκε ανήσυχη ξάφνου. «Δε θέλω τίποτε. Αστειευόμουν». «Έχω ένα περιοδικό για σένα, αν το θέλεις», είπε η Νταρλίν. «Το βρήκα σ' ένα από τα δωμάτια και το έβαλα στο ντουλάπι μου». «Αυτού του μήνα;» ρώτησε καχύποπτα η Πάτσι. «Ναι, αυτού του μήνα. Έλα». Είχαν διασχίσει τη μισή αίθουσα, όταν άκουσαν ολοκάθαρα τον ήχο του κέρματος που έπεφτε μέσα στο μηχάνημα και το θόρυβο που έκανε η λαβή του κουλοχέρη δίπλα στη ρεσεψιόν καθώς την τραβούσε ο Πολ. «Αχ, βλάκα, θα βρεις τον μπελά σου τώρα!» φώναξε η Πάτοι. Δεν φάνηκε να τη στενοχωρεί ιδιαίτερα. «Πόσες φορές δε σου έχει πει η μαμά να μην πετάς έτσι τα λεφτά σου; Οι κουλοχέρηδες είναι για τους τουρίστες!»

Page 445: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Η Νταρλίν, όμως, δεν στράφηκε καν. Έστεκε κοιτάζοντας την πόρτα που οδηγούσε στο βασίλειο της καμαριέρας, όπου φτηνά πανωφόρια κρέμονταν αραδιασμένα σαν όνειρα που πάλιωσαν και πετάχτηκαν, όπου το ρολόι σήμαινε με το μονότονο τικ-τακ του το κύλισμα του χρόνου, όπου ο αέρας μύριζε πάντα τα φτηνά αρώματα της Μελίσα και της Τζέϊν. Έστεκε ακούγοντας τους κυλίνδρους μέσα στον κουλοχέρη να στριφογυρίζουν βουίζοντας, έστεκε περιμένοντας ν' ακούσει τα κέρματα να κροταλίζουν στο δίσκο, κι όταν πια άρχισαν να πέφτουν, σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να ζητήσει από τη Μελίσα να κρατήσει για λίγο τα παιδιά ώστε να πάει η Νταρλίν στο καζίνο. Είμαι τυχερή, σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια της. Στη σκοτεινιά πίσω από τα βλέφαρα της, ο θόρυβος των κερμάτων που έπεφταν της φάνηκε εκκωφαντικός, σαν να γκρεμιζόταν ένα βουνό καρφιά πάνω σ' ένα φέρετρο. Όλα θα συνέβαιναν όπως τα είχε φανταστεί, για κάποιο λόγο ήταν βέβαιη, κι όμως δεν έσβησε η εικόνα της ζωής της ως πελώριου και παγερού σωρού από σκουπίδια. Ήταν σαν ανεξίτηλος λεκές που ήξερες πως δεν θα έβγαινε ποτέ από το αγαπημένο σου ρούχο. Η Πάτσι δεν έπαυε όμως να χρειάζεται σιδεράκια, ο Πολ δεν έπαυε να χρειάζεται να πάει σ' ένα γιατρό για τη μύτη του που έτρεχε συνεχώς και για τα μάτια του που ήταν όλη την ώρα δακρυσμένα, δεν έπαυε να θέλει το Sega, και η Πάτσι να θέλει πολύχρωμα εσώρουχα που θα την έκαναν να νιώθει ξεχωριστή και σέξι· και η ίδια, τι χρειαζόταν η ίδια... τι; Τι χρειαζόταν; Να γυρίσει ο Ντεκ; Ναι, βέβαια, να γυρίσει ο Ντεκ, σκέφτηκε, σχεδόν βάζοντας τα γέλια. Τον χρειάζομαι ξανά στο πλευρό μου, όσο χρειάζομαι ξανά τα άπνοια της εφηβείας μου, ή τις ωδίνες των τοκετών μου. Αυτό που χρειάζομαι... είναι.. (τίποτε) Ναι, σωστά. Τίποτε απολύτως, κενό, μηδέν, adios. Σκοτεινές μέρες, άδειες νύχτες, πάντα με γέλιο όμως, με γέλιο. Δεν χρειάζομαι τίποτε γιατί είμαι τυχερή, σκέφτηκε, με τα μάτια της ακόμη κλειστά. Μέσα από τα σφαλιστά της βλέφαρα, δάκρυα πάσχιζαν να κυλήσουν, ενώ από πίσω της η Πάτσι ούρλιαζε με όλη τη δύναμη της φωνής της. «Διάβολε! Αχ, διάβολε, τζάκποτ, Πολ! Τζάκποτ, διάβολε!» Τυχερή, σκέφτηκε η Νταρλίν. Είμαι τυχερή. Ω, είμαι τυχερή.

Page 446: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Το «Όλα Είναι Δυνατά» είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων που δημοσιεύει ο Stephen King εννέα χρόνια μετά το Εφιάλτες και Ονειρότοποι Δεκατέσσερις σκοτεινές ιστορίες, ανάμεσα τους και το «Riding the Bullet», που υπήρξε το πρώτο e-book στην ιστορία του Διαδικτύου, προσήλκυσε πάνω από μισό εκατομμύριο αναγνώστες on-line και έγινε το πιο πολυσυζητημένο διήγημα της δεκαετίας.

Page 447: 28689726-ΣΤΙΒΕΝ-ΚΙΝΓΚ-όλα-είναι-δυνατά

Ο Άλαν Πάρκερ ξεκινά με οτοστόπ να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του, αλλά σταματά λάθος οδηγό και ταξιδεύει πολύ μακρύτερα απ' όσο είχε ποτέ φανταστεί. Το γεύμα ενός ζευγαριού που καβγαδίζει γίνεται πολύ, μα πολύ αιματηρό, όταν ο αρχισερβιτόρος παραφρονεί. Ένας επιτυχημένος συγγραφέας έργων τρόμου, μετά απ' αυτά που θα ζήσει στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, δε θα ξαναγράψει ποτέ για φαντάσματα.... Είτε γράφει για τον κόσμο των νεκρών, είτε για εφιαλτικές εμπειρίες της καθημερινότητας –από το να κόψεις το τσιγάρο μέχρι να ξεπουλήσεις σ' ένα παζάρι τα προσωπικά σου αντικείμενα– ο Κινγκ βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα και στα δεκατέσσερα διηγήματα της συλλογής. Δυνατά, τρομακτικά και επιβλητικά, επιβεβαιώνουν την ανεξάντλητη φαντασία του μεγαλύτερου, ίσως, παραμυθά της εποχής μας. "Αλλόκοτα υπέροχο... έξοχα ανατριχιαστικό". USA Today "Ο King είναι μαζί ο Αίσωπος, η Καλυψώ και η Σεχραζάτ της εποχής μας". The New York Review of Books "Ο Twain, o Hawthorne και ο Dickens βρίσκουν την αντιστοιχία τους στο σήμερα... Δεκατέσσερις ιστορίες, πολλές από τις οποίες αληθινά διαμάντια... Κανείς δεν το κάνει καλύτερα!". Publishers Weekly "Ιστορίες δράσης και συναρπαστικής αφήγησης αλλά και ιστορίες που ανήκουν στις καλύτερες λογοτεχνικές στιγμές του King". Library Journal