13
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΥΒΟΝΝΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΕΙ-Α ΤΟ ΑΙΜΑ Το αίμα είναι είδος συνδετικού ιστού που βρίσκεται σε υγρή μορφή. Ο ολικός όγκος του αίματος εκφρασμένος σε λίτρα αντιστοιχεί με το 7% τπερίπου του σωματικού βάρους ενός άνδρα και το 5.5% περίπου του σωματικού βάρους μιας γυναίκας. Το pH του είναι ελαφρά αλκαλικό (7.33-7.45) και η σχετική του πυκνότητα ως προς το νερό είναι περίπου 1.06. Αποτελείται από κύτταρα ή έμμορφα συστατικά και πλάσμα. Τα κύτταρα του αίματος είναι τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. Το πλάσμα αποτελείται κατά 90% από νερό μέσα στο οποίο είναι διαλυμένες οργανικές και ανόργανες ενώσεις. Παραδείγματα οργανικών ενώσεων είναι πρωτεΐνες, σάκχαρα, ορμόνες κ.α. ενώ ανόργανων άλατα νατρίου, ασβεστίου, καλίου, που βρίσκονται στο πλάσμα με τη μορφή ιόντων ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΑΖΩΤΟΥΧΕΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΜΗ ΑΖΩΤΟΥΧΕΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΑΝΟΡΓΑΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ Λευκωματίνες Ουρία Γλυκόζη Na++ Σφαιρίνες Ουρικό οξύ Χοληστερόλη K Ινωδογόνο χολερυθρίνη Λιπίδια Ca++ κρεατινίνη Cl- PO4-- Οι λειτουργίες του αίματος συνίστανται: Στη μεταφορά θρεπτικών ουσιών και οξυγόνου στα κύτταρα των ιστών Στην απομάκρυνση από τα κύτταρα των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού και του διοξειδίου του άνθρακα Στη θερμορύθμιση Στην άμυνα και το συντονισμό των λειτουργιών του οργανισμού. ΑΙΜΟΠΟΙΗΣΗ Μετά τη γέννηση τα έμμορφα συστατικά του αίματος παράγονται στον ερυθρό μυελό των οστών που βρίσκεται στα σπογγώδη οστά (σπόνδυλοι, πλευρές, άνω μέρη μηριαίων, πλατέα οστά της πυέλου) και στις επιφύσεις των μακρών οστών. Έχουν κοινό προγονικό κύτταρο, το αρχέγονο πολυδύναμο αιμοποιητικό κύτταρο ή αιμοκυτοβλάστη, που διαφοροποιείται δίνοντας γένεση σε προγονικά κύτταρα δύο κυτταρικών σειρών. Τη μυελοβλάστη, που είναι το προγονικό κύτταρο της μυελικής σειράς και τη λεμφοβλάστη, που είναι το προγονικό κύτταρο της λεμφικής σειράς. Από τη μυελική σειρά προέρχονται μετά από διαφοροποίηση όλα τα έμμορφα συστατικά πλην των λεμφοκυττάρων (ερυθρά αιμοσφαίρια, πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια, μεγάλα μονοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια,

Aima Dimoula

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: Aima Dimoula

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΥΒΟΝΝΗ ΔΗΜΟΥΛΑΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΕΙ-Α

ΤΟ ΑΙΜΑΤο αίμα είναι είδος συνδετικού ιστού που βρίσκεται σε υγρή μορφή. Ο ολικός όγκος του αίματος εκφρασμένος σε λίτρα αντιστοιχεί με το 7% τπερίπου του σωματικού βάρους ενός άνδρα και το 5.5% περίπου του σωματικού βάρους μιας γυναίκας. Το pH του είναι ελαφρά αλκαλικό (7.33-7.45) και η σχετική του πυκνότητα ως προς το νερό είναι περίπου 1.06. Αποτελείται από κύτταρα ή έμμορφα συστατικά και πλάσμα. Τα κύτταρα του αίματος είναι τα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα λευκά αιμοσφαίρια και τα αιμοπετάλια. Το πλάσμα αποτελείται κατά 90% από νερό μέσα στο οποίο είναι διαλυμένες οργανικές και ανόργανες ενώσεις. Παραδείγματα οργανικών ενώσεων είναι πρωτεΐνες, σάκχαρα, ορμόνες κ.α. ενώ ανόργανων άλατα νατρίου, ασβεστίου, καλίου, που βρίσκονται στο πλάσμα με τη μορφή ιόντων ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΑΖΩΤΟΥΧΕΣ

ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣΜΗ ΑΖΩΤΟΥΧΕΣ ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

ΑΝΟΡΓΑΝΕΣΟΥΣΙΕΣ

Λευκωματίνες Ουρία Γλυκόζη Na++Σφαιρίνες Ουρικό οξύ Χοληστερόλη KΙνωδογόνο χολερυθρίνη Λιπίδια Ca++

κρεατινίνη Cl-PO4--

Οι λειτουργίες του αίματος συνίστανται: Στη μεταφορά θρεπτικών ουσιών και οξυγόνου στα κύτταρα των ιστών Στην απομάκρυνση από τα κύτταρα των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού

και του διοξειδίου του άνθρακα Στη θερμορύθμιση Στην άμυνα και το συντονισμό των λειτουργιών του οργανισμού.

ΑΙΜΟΠΟΙΗΣΗΜετά τη γέννηση τα έμμορφα συστατικά του αίματος παράγονται στον ερυθρό μυελό των οστών που βρίσκεται στα σπογγώδη οστά (σπόνδυλοι, πλευρές, άνω μέρη μηριαίων, πλατέα οστά της πυέλου) και στις επιφύσεις των μακρών οστών. Έχουν κοινό προγονικό κύτταρο, το αρχέγονο πολυδύναμο αιμοποιητικό κύτταρο ή αιμοκυτοβλάστη, που διαφοροποιείται δίνοντας γένεση σε προγονικά κύτταρα δύο κυτταρικών σειρών. Τη μυελοβλάστη, που είναι το προγονικό κύτταρο της μυελικής σειράς και τη λεμφοβλάστη, που είναι το προγονικό κύτταρο της λεμφικής σειράς. Από τη μυελική σειρά προέρχονται μετά από διαφοροποίηση όλα τα έμμορφα συστατικά πλην των λεμφοκυττάρων (ερυθρά αιμοσφαίρια, πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια, μεγάλα μονοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια, (Στο έμβρυο ο αιμοκυττοβλάστης εμφανίζεται την τρίτη εβδομάδα της κυήσεως. Τα κύτταρα αυτά πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται δίνοντας γένεση στο μυελικό ιστό που εμφανίζεται τον τρίτο μήνα της κυήσεως στο ήπαρ, τον σπλήνα και το μυελό των οστών και το λεμφικό ιστό που εμφανίζεται λίγο αργότερα στο θύμο αδένα, τους λεμφαδένες, το σπλήνα και τα λεμφοζίδια του εντέρου). Ερυθρά αιμοσφαίρια Είναι τα περισσότερα από τα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους κυμαίνεται από 4.5 *106-6.2*106/ mm3 αίματος στους άνδρες και από 4*106-5.4*106/ mm3 αίματος στις γυναίκες. Προέρχονται από ωρίμανση του προερυθροβλάστη. Έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, και διάμετρο περίπου 7.5μm. Η κυτταρική μεμβράνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων έχει την κλασσική δομή των κυτταρικών μεμβρανών και αποτελείται από διπλοστιβάδα φωσφολιπιδίων, χοληστερόλη, πρωτεΐνες και υδατάνθρακες. Οι πρωτεΐνες διακρίνονται σε διαμεμβρανικές, σε περιφερικές και στις γλυκοπρωτεΐνες που βρίσκονται προς την έξω μεριά της μεμβράνης και φέρουν τα αντιγόνα των ομάδων αίματος. Το πρωτόπλασμά των ερυθρών αιμοσφαιρίων δεν περιέχει οργανίλια και πυρήνα. Περιέχει ένζυμα αερόβιας και αναερόβιας γλυκόλυσης και αιμοσφαιρίνη, μια ειδική πρωτεΐνη που η κύρια λειτουργία της είναι η

Page 2: Aima Dimoula

μεταφορά του οξυγόνου. Για την παραγωγή της αιμοσφαιρίνης είναι απαραίτητος ο σίδηρος, το φυλλικό οξύ και οι βιταμίνες Β6 και Β12.Ο μέσος χρόνος ζωής των ερυθροκυττάρων είναι 120 ημέρες και η καθημερινή καταστροφή τους αναπληρώνεται από τα διαρκώς παραγόμενα νέα ερυθρά. Λευκά αιμοσφαίριαΕίναι κύτταρα εμπύρηνα, ο αριθμός τους είναι 4.000-10.000/ mm3 αίματος και συμμετέχουν στην άμυνα του οργανισμού. Διακρίνουμε τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια ή κοκκιοκύτταρα, τα μεγάλα μονοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια η μονοκύτταρα και τα λεμφοκύτταρα.Τα πολυμορφοπύρηνα ανάλογα με το χρώμα που λαμβάνουν μετά από χρώση τα κοκκία του πρωτοπλάσματός τους διακρίνονται στα:

Ουδετερόφιλα Βασεόφιλα Ηωσινόφιλα

Τα μεγάλα μονοπύρηνα δεν διακρίνονται σε υποκατηγορίεςΤα λεμφοκύτταρα διακρίνονται στα:

Τ λεμφοκύτταρα (εξαρτώμενα από το Θύμο) Β λεμφοκύτταρα

Η εκατοστιαία αναλογία των διαφόρων τύπων λευκών αιμοσφαιρίων αποτελεί το λευκοκυτταρικό τύπο και η φυσιολογική αναλογία είναι:

Ουδετερόφιλα 40-60%. Βασεόφιλα 0-1% Ηωσινόφιλα 1-3% Μεγάλα Μονοπύρηνα 4-8% Λεμφοκύτταρα 20-40%.

Όλα τα είδη των λευκών αιμοσφαιρίων συμμετέχουν στην άμυνα του οργανισμού. Τα πολυμορφοπύρηνα ή κοκκιοκύτταρα περιέχουν κοκκία και έχουν δυνατότητα φαγοκυττάρωσης. Τα ώριμα πολυμορφοπύρηνα όταν αφήσουν το μυελό δεν κυκλοφορούν όλα αμέσως στο περιφερικό αίμα. Τα περισσότερα προσκολλώνται στο τοίχωμα των μικρών αγγείων και μπαίνουν στην κυκλοφορία όταν χρειασθεί. Το ίδιο μπορεί άλλωστε να συμβεί κατά διαστήματα και με τα πολυμορφοπύρηνα που ήδη κυκλοφορούν. Τα ουδετερόφιλα κοκκιοκύτταρα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των λευκοκυττάρων του αίματος. Ονομάζονται έτσι λόγω των ουδετερόφιλων κοκκίων που περιέχουν. Το μέγεθός τους είναι 10-14μ, ο πυρήνας τους έχει 2-3 λοβούς συνδεμένους με λεπτά νημάτια χρωματίνης και τα κοκκία τους περιέχουν ένζυμα. Μετά από την είσοδο βακτηρίου στο σώμα τα ουδετερόφιλα κοκκιοκύτταρα σπεύδουν πρώτα στο σημείο της φλεγμονής. Διαπηδούν το τοίχωμα των αγγείων και κατευθύνονται προς τους προσβληθέντες ιστούς με αμοιβαδοειδείς κινήσεις. Ακολουθεί φαγοκυττάρωση, βακτηριοκτονία και πέψη του βακτηριδίου, με τη βοήθεια των ενζύμων που περιέχονται στα κοκκία τους και ουσιών που παράγονται κατά τη φαγοκυττάρωση. Η παραγωγή των ουδετερόφιλων απαιτεί 6-10 ημέρες, στο περιφερικό αίμα ζουν 6-12 ώρες, στους ιστούς 2-4 ημέρες ακόμη, ενώ αριθμός υπερδεκαπλάσιος όσων κυκλοφορούν στο περιφερικό αίμα παραμένουν ως εφεδρεία στο μυελό. Τα βασεόφιλα κοκκιοκύτταρα έχουν μέγεθος 10-14μ και πυρήνα συνήθως λοβωτό που καλύπτεται από άφθονα βασεόφιλα κοκκία, τα οποία περιέχουν ηπαρίνη, ισταμίνη και 5- υδροξυτρυπταμίνη. Με την αντιπηκτική και αγγειοκινητική δράση των ουσιών αυτών τα βασεόφιλα συμβάλλουν στο μηχανισμό της φλεγμονής. Κύτταρα μεγαλύτερου μεγέθους (10-25μ) που φέρουν βασεόφιλα κοκκία και βρίσκονται στους ιστούς λέγονται μαστοκύτταρα, ζουν περίπου 2 χρόνια και παίζουν σπουδαίο ρόλο στις τοπικές φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Τα ηωσινόφιλα κοκκιοκύτταρα έχουν μέγεθος 10-14μ, συνήθως δίλοβο πυρήνα και πρωτόπλασμα γεμάτο από ηωσινόφιλα κοκκία. Ζουν 1-8 ώρες και επιτελούν φαγοκυττάρωση κυρίως συμπλεγμάτων αντιγόνου αντισώματος.Τα μεγάλα μονοπύρηνα με μέγεθος 15-22μ είναι τα μεγαλύτερα από τα λευκά αιμοσφαίρια. Μετά από κυκλοφορία τριών ημερών στο αίμα μεταναστεύουν στους ιστούς όπου συνεχίζουν τη λειτουργία τους ως μακροφάγα. Σπεύδουν σε δεύτερο χρόνο στο σημείο της φλεγμονής και μετά από φαγοκυττάρωση εκφράζουν τα αντιγόνα του μικροβίου στην κυτταρική τους μεμβράνη. Τα παρουσιάζουν έτσι στο ανοσοποιητικό σύστημα για να αρχίσουν οι ανοσολογικές αντιδράσεις.

Page 3: Aima Dimoula

Τα λεμφοκύτταρα είναι υπεύθυνα για τις ανοσολογικές αντιδράσεις. Παράγονται στη μεγάλη τους πλειοψηφία στο μυελό των οστών και ορισμένα από αυτά στους λεμφαδένες. Μετά την παραγωγή τους μια κατηγορία απ’ αυτά κατευθύνεται στο θύμο αδένα και με την επίδρασή του διαφοροποιούνται σε Τ λεμφοκύτταρα με υποκατηγορίες τα Tk (killer) ή κυτταροτοξικά, Th (helper) ή βοηθητικά και Ts(suppresor) ή κατασταλτικά, που συμμετέχουν με διαφορετικούς και αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους στο μηχανισμό της ανοσίας. Άλλα λεμφοκύτταρα δεν εξαρτώνται στη διαφοροποίησή τους από το Θύμο αδένα και ονομάζονται Β λεμφοκύτταρα. Όταν έρθουν σε επαφή με κάποιο αντιγόνο και συχνά με διέγερση από τα Th μετατρέπονται σε πλασματοκύτταρα και αρχίζουν την παραγωγή αντισωμάτων εξειδικευμένων στο συγκεκριμένο αντιγόνο. Παράλληλα παράγονται λεμφοκύτταρα προικισμένα με μνήμη που σε περίπτωση νέας έκθεσης στο ίδιο αντιγόνο ξεκινούν πολύ γρηγορότερα την ανοσολογική αντίδραση.

Αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταραΕίναι τα μικρότερα από τα έμμορφα συστατικά του αίματος. Ο αριθμός τους είναι 150.000-450.000/mm3. Ουσιαστικά πρόκειται για τμήματα του πρωτοπλάσματος μεγάλων κυττάρων του μυελού, των μεγακαρυοκυττάρων, που είναι εγκλεισμένα σε κυτταρική μεμβράνη. Δεν έχουν πυρήνα, στην κυτταρική τους μεμβράνη υπάρχουν συσπαστικές πρωτεΐνες, ενώ έξω από την μεμβράνη υπάρχει ο γλυκοκάλυκας που αποτελείται από γλυκοπρωτεΐνες και γλυκοζαμινογλυκάνες. Το πρωτόπλασμά τους περιέχει τουλάχιστον 3 είδη κοκκίων που περιέχουν αδρεναλίνη, νοραδρεναλίνη, ΑΤΡ, ΑDP είτε παράγοντες πήξεως είτε ένζυμα. Τα αιμοπετάλια συμμετέχουν στην πήξη του αίματος, το σχηματισμό του θρόμβου και την αιμόσταση.ΑιματοκρίτηςΗ εκατοστιαία αναλογία του όγκου των έμμορφων συστατικών προς το συνολικό όγκο του αίματος καλείται αιματοκρίτης. Η αναλογία αυτή πρακτικά ταυτίζεται με την εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων προς το συνολικό όγκο του αίματος, δεδομένης της συντριπτικής πλειοψηφίας των ερυθρών αιμοσφαιρίων μεταξύ των έμμορφων συστατικών του αίματος. Οι φυσιολογικές τιμές είναι 40%-54%για τους άνδρες και 37%-45% για τις γυναίκες. Το υπόλοιπο ποσοστό είναι πλάσμα. ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΚΑΘΙΖΗΣΗΣ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ: Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι αρνητικά φορτισμένα και αλληλοαπωθούνται. Αν σε φυσιολογικές συνθήκες τοποθετηθεί αίμα σε σωληνάριο με αντιπηκτικό κατακόρυφα τοποθετημένο, το αίμα θα καθιζήσει σε μικρό βαθμό και δύο φάσεις θα διαχωριστούν. Οι φάσεις αυτές είναι τα έμμορφα συστατικά που καθιζάνουν λόγω βαρύτητας στο κατώτερο τμήμα του σωλήνα και πλάσμα στο ανώτερο τμήμα. Για το λόγο και πάλι της αριθμητικής υπεροχής των ερυθρών αιμοσφαιρίων η παρουσία των υπόλοιπων κυτταρικών σειρών δεν έχει σημασία και μελετώντας την καθίζηση των έμμορφων συστατικών ουσιαστικά μελετάμε την συμπεριφορά των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Με πολύ προσεκτική παρατήρηση βέβαια μπορούμε να παρατηρήσουμε μεταξύ των δύο φάσεων και μια λεπτή στιβάδα, αυτή των λευκών αιμοσφαιρίων. Αν το σωληνάριο αυτό είναι αριθμημένο σε mm, σε 1 ώρα τα ερυθρά αιμοσφαίρια θα έχουν καθιζήσει κατά 1-10mm στους άνδρες και κατά 1-20mm στις γυναίκες.Κάτω από ορισμένες συνθήκες, όπως π.χ. μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων, ποσοτική μεταβολή των περιεχομένων πρωτεϊνών, κυκλοφορία παθολογικών πρωτεϊνών στο πλάσμα, κ.α. το φορτίο των ερυθρών αιμοσφαιρίων μεταβάλλεται και η αλληλοαπώθηση μειώνεται. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η μεγαλύτερη καθίζηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον ίδιο χρόνο. Αυτές οι μεταβολές μπορούν να προέλθουν από διάφορες παθολογικές καταστάσεις και έτσι η αύξηση της Τ.Κ.Ε. δεν προσανατολίζει σε συγκεκριμένη παθολογία. Ωστόσο πολύ μεγάλη αύξηση συναντάται σε κακοήθεις καταστάσεις, νόσους του κολλαγόνου ή αυτοανοσίες.

Γενική αίματος Φυσιολογικές τιμέςΕρυθρά αιμοσφαίρια 4-5,2 εκατομμύρια/mlΑιμοσφαιρίνη 11.8-17.8 gr/mlΑιματοκρίτης 37-47%MCV(μέσος όγκος ερυθρών) 89-99 μ3

MCH (μέση ποσότητα αιμοσφαιρίνης ανά ερυθροκύτταρο)

27-34 pg

MCHC(μέση πυκνότητα αιμοσφαιρίνης) 33-35gr%RDW(εύρος κατανομής ερυθρών) 11.6-14.5

Page 4: Aima Dimoula

Υποχρωμία -Ανισοκυττάρωση -Μικροκυττάρωση -Μακροκυττάρωση -Σφαιροκυττάρωση -Ακανθοκυττάρωση -Ανισοχρωμία -Στοχοκυττάρωση -Ελλειποκυττάρωση -Πολυχρωματοφιλία -Ποικιλλοκυττάρωση -Βασεόφιλος στίξη -Ερυθροβλάστες -Αιμοπετάλια 150.000-450.000/mlΛευκά αιμοσφαίρια 4.000- 10.000/mlΠολυμορφοπύρηνα 40-75%Λεμφοκύτταρα 20-45%Ηωσινόφιλα 1-5%Μονοπύρηνα 2-10%Βασεόφιλα 0-1%Ραβδοπύρηνα -Μυελοκύτταρα -Μεταμυελοκύτταρα -Προμυελοκύτταρα -Άωρες μορφές -

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ Υποχρωμία: ανεπαρκής κορεσμός του ερυθροκυττάρου με αιμοσφαιρίνη (έλλειψη

σιδήρου για σχηματισμό αίμης, ανεπαρκής σύνθεση σφαιρίνης). Μικροκυττάρωση: Τα ίδια αίτια. Μακροκυττάρωση: Έντονη ανάπλαση και πρόωρη έξοδος ερυθροκυττάρων. Βασεόφιλη στίξη: Ανώμαλη πρωτοπλασματική ωρίμανση (υπολείμματα RNA),

τοξικά αίτια Ανισοχρωμία: Πληθυσμοί ερυθρών με διάφορη περιεκτικότητα σε αιμοσφαιρίνη (πχ

σιδηροπενική αναιμία σε θεραπεία με σίδηρο) Πολυχρωματοφιλία: Αυξημένη ανάπλαση (δικτυοερυθροκύτταρα) Σφαιροκυττάρωση: Απώλεια του φυσιολογικού αμφίκοιλου σχήματος λόγω

διαταραχής της οσμωτικής ισορροπίας του ερυθρού Ποικιλοκυττάρωση: Διαφόρων ειδών αλλοιώσεις του σχήματος με διαφορετική

σημασία και διαφορετικούς μηχανισμούς. Πχ στοχοκυττάρωση: αυξημένο ποσό μεμβράνης σε σχέση με το περιεχόμενο, σχιστοκυττάρωση: κατακερματισμός του ερυθροκυττάρου λόγω βλάβης της μεμβράνης είτε εξωγενούς ή ενδογενούς προελεύσεως.

ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣΣΥΣΤΗΜΑ ΑΒΟ Ο άνθρωπος κατανόησε από την αρχή της ύπαρξής του τη σπουδαιότητα του αίματος και λόγος για μετάγγιση αίματος γίνεται ακόμη από τον Όμηρο, αλλά μόλις το 1900 οπότε έγινε η ανακάλυψη των ομάδων αίματος από τον Landsteiner, άνοιξε ο δρόμος για ασφαλείς μεταγγίσεις. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε διαφορετικές κατηγορίες με βάση τα αντιγόνα που υπάρχουν στη μεμβράνη των ερυθρών τους αιμοσφαιρίων. Υπενθυμίζεται ότι αντιγόνο ορίζουμε ουσία ικανή να διεγείρει ανοσολογικές απαντήσεις και αντίσωμα πρωτεϊνική ουσία που παράγεται σε απάντηση ενός αντιγόνου και αντιδρά ειδικά μ’ αυτό. Κάποιες από τις πρωτεΐνες της κυτταρικής μεμβράνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων που κληρονομούνται με τους νόμους του Mendel και δρουν ως αντιγόνα ονομάστηκαν Α και Β. Με βάση την παρουσία των πρωτεϊνών αυτών οι άνθρωποι μπορούν να χωριστούν σε 4 κατηγορίες.

Page 5: Aima Dimoula

Αυτούς που έχουν την πρωτεΐνη Α (ή συγκολλητινογόνο Α), αυτούς που έχουν τη Β (ή συγκολλητινογόνο Β), αυτούς που έχουν και τις δύο και αυτούς που δεν έχουν καμία.

Page 6: Aima Dimoula

Αυτό είναι το σύστημα ομάδων ΑΒΟ. Τα συστήματα βέβαια των συγκολλητινογόνων είναι πολύ περισσότερα (ξεπερνούν τα 15) και για το λόγο αυτό η τήρηση των κανόνων μετάγγισης με βάση τις ομάδες του συστήματος αντιγόνων ΑΒΟ και μόνο δεν καλύπτει όλα τα προβλήματα μεταγγίσεων. Ωστόσο το σύστημα ΑΒΟ παραμένει το σημαντικότερο. Ακόμη όμως και στο πλαίσιο των ομάδων αυτού του συστήματος υπάρχουν υποομάδες. Για παράδειγμα όλα τα άτομα της ομάδας Α έχουν κοινή την πρωτεΐνη Α, το 80% όμως έχουν και μια δεύτερη κοινή πρωτεΐνη την Α1. Αυτά ονομάζονται άτομα ομάδας Α1, ενώ τα υπόλοιπα άτομα ομάδας Α2. Στο πλάσμα, κυκλοφορούν ακόμη από τη γέννηση αντισώματα ικανά να αντιδράσουν με τα αντιγόνα Α και Β που ονομάζουμε συγκολλητίνες.

Τα αντισώματα αυτά είναι φυσικά αντισώματα, υπάρχουν δηλαδή στο πλάσμα χωρίς το άτομο να έχει εκτεθεί εμφανώς στα αντιγόνα έναντι των οποίων είναι δραστικά. Η σημερινή άποψη για τα φυσικά αντισώματα είναι ότι δεν υπάρχουν μεν από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου αλλά παράγονται με τους κλασσικούς μηχανισμούς της επίκτητης ανοσίας έναντι αντιγόνων της τροφής, σαπρόφυτων, βακτηριδίων κ.α., μετά τον πέμπτο μήνα της ενδομήτριας ζωής, οπότε λήγει η περίοδος της ανοσολογικής ανοχής. Η αντιγονική ομοιότητα

Page 7: Aima Dimoula

των πρωτεϊνών αυτών με τα αντιγόνα Α και Β των ερυθρών αιμοσφαιρίων εξηγεί την ύπαρξη των αντίστοιχων αντισωμάτων (συγκολλητινών) ήδη από τη γέννηση. Τα αντισώματα αυτά είναι ανοσοσφαιρίνες IgM, μόρια μεγάλου μεγέθους που δεν μπορούν να διασχίσουν τον πλακούντα και συγκεκριμένα τα αντιΑ ή α που έχουν παραχθεί έναντι του αντιγόνου Α και αντιδρούν μ’ αυτό, καθώς και τα αντιΒ ή β που αντιδρούν με το αντιγόνο Β έναντι του οποίου έχουν παραχθεί. Σύμφωνα λοιπόν με το σύστημα ομάδων αίματος ΑΒΟ ο διαχωρισμός είναι ο παρακάτω:

Ομάδες αίματος

Αντιγόνα(ερυθρά αιμοσφαίρια)

Αντισώματα(πλάσμα)

Α Α ΑντιΒ

Β Β αντιΑ

ΑΒ Α και Β -

0 - αντιΑ και αντιΒ

Στην Ευρώπη στην ομάδα Α ανήκει το 45% των ατόμων, στη Β το 9%, στην ΑΒ το 3% και στη 0 το 43%. Αντίθετα στην Ασία είναι περισσότερο συχνή η ομάδα Β. Στατιστικές μελέτες στον Ελληνικό πληθυσμό έχουν δείξει τις παρακάτω συχνότητες. Ομάδα Α= 37.93% Ομάδα Β=12.93% Ομάδα ΑΒ= 4.75% Ομάδα 0=44.39% Οι επιπλοκές που δημιουργούνται κατά τις μεταγγίσεις αίματος οφείλονται σε συγκόλληση που ακολουθείται από λύση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και δημιουργείται αν τα αντιγόνα Α και Β συναντήσουν τα αντιΑ και αντιΒ αντισώματα αντίστοιχα. Η λύση αυτή έχει ως αποτέλεσμα αφ’ ενός εμβολή μικρών αγγείων, όπως τα τριχοειδή του εγκεφάλου, αφ’ ετέρου βλάβη οργάνων από τα κατακρημνιζόμενα ερυθρά αιμοσφαίρια και την τοξική επίδραση των ουσιών που απελευθερώνονται.

ΣΥΣΤΗΜΑ RhesusΟ παράγοντας Rhesus είναι σύστημα από 40 αντιγόνα, κληρονομούμενα κατά τον επικρατούντα χαρακτήρα, σημαντικότερο των οποίων είναι το αντιγόνο D. Τα αντιγόνα του συστήματος αυτού είναι εντελώς ανεξάρτητα από αυτά του συστήματος ΑΒΟ. Το 85% των ατόμων έχουν στην επιφάνεια των ερυθρών τους αιμοσφαιρίων τον παράγοντα αυτό και χαρακτηρίζονται Rhesus θετικά (Rh+) και το υπόλοιπο 15% δεν τον έχουν και χαρακτηρίζονται Rhesus αρνητικά (Rh-). Τα αντιγόνα Rhesus δεν είναι διαδεδομένα στη φύση και δεν υπάρχουν φυσικά αντισώματα έναντι αυτών των αντιγόνων. Μπορούν όμως να δημιουργηθούν επίκτητα αντισώματα με τους κλασσικούς μηχανισμούς ανοσίας σε περίπτωση εισόδου Rhesus θετικών ερυθρών αιμοσφαιρίων σε Rhesus αρνητικό άτομο. Τα αντισώματα αυτά είναι μικρά μόρια και ανήκουν στις IgG ανοσοσφαιρίνες.

Page 8: Aima Dimoula

Άτομα Αντιγόνα(Ερυθρά αιμοσφαίρια)

Αντισώματα(πλάσμα)

Rhesus + D (Rhesus) -

Rhesus - - -

Αυτής της φύσης είναι το πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί σε έμβρυο που κυοφορείται από μητέρα Rhesus αρνητική και είναι Rhesus θετικό. Αυτό έχει πιθανότητα να συμβεί 50% αν ο πατέρας είναι Rhesus θετικός ετεροζυγώτης και 100% αν είναι Rhesus θετικός ομοζυγώτης.(βλ πίνακα) Στην περίπτωση αυτή, συνήθως κατά τον τοκετό, Rhesus θετικά ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου μπορεί να περάσουν στην κυκλοφορία της μητέρας και να αρχίσει η παραγωγή αντιRhesus αντισωμάτων. Σε περίπτωση δεύτερης κυοφορίας, τα αντισώματα αυτά μπορεί να διέλθουν από τον πλακούντα (σε αντίθεση με τις μεγάλου μεγέθους IgM ανοσοσφαιρίνες αντι-Α και αντι-Β), να περάσουν στην κυκλοφορία του εμβρύου και σε περίπτωση Rhesus θετικού εμβρύου να προκληθεί συγκόλληση ερυθρών αιμοσφαιρίων, αιμόλυση και αναιμία του εμβρύου.

πατέρας Μητέρα Πιθανοί συνδυασμοί γονιδίων στους απογόνους Απόγονοι

Dd dd Dd Dd dd dd50% πιθανότητα για Rhesus θετικό ετεροζυγώτη

DD dd Dd Dd Dd Dd100% πιθανότητα για Rhesus θετικό ετεροζυγώτη

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ d= χρωμόσωμα χωρίς την πληροφορία για το αντιγόνο Rh D= χρωμόσωμα που φέρει την πληροφορία για το αντιγόνο Rh Dd=Rhesus θετικός ετεροζυγώτης DD=Rhesus θετικός ομοζυγώτης dd=Rhesus αρνητικός

ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ RHESUS

Page 9: Aima Dimoula

Μητέραdd(Rhesus-)

ΈμβρυοDd (Rhesus+)

Αποτέλεσμα Πρόληψη από την ευαισθητοποίηση

1η κύησηΑντιγόνα Rhόχι

Αντισώματα αντι-Rh όχι

Αντιγόνα Rhναι

Αντισώματα αντι-Rhόχι

1) Γέννηση υγιούς νεογνού

2) Καμία βλάβη στην υγεία της μητέρας

3) Πιθανή ευαισθητοποίηση μητέρας

Πριν την έκθεση του αντιγόνου στο ανοσοποιητικό σύστημα (μέχρι 72 ώρες μετά την είσοδο των Rhesus θετικών αιμοσφαιρίων) χορήγηση αντι Rhesus αντισωμάτων με σκοπό την καταστροφή των Rhesus θετικών ερυθρών αιμοσφαιρίων.

2η κύηση Αντιγόνα Rhόχι

Αντισώματα αντι-Rhναι

Αντιγόνα Rhναι

Αντισώματα αντι-Rhόχι

1) Αιμολυτική νόσος του εμβρύου και του νεογνού

2) Καμία βλάβη στην υγεία της μητέρας

Είναι προφανές ότι ευαισθητοποίηση έναντι του παράγοντα Rhesus μπορεί να προκληθεί όχι μόνο στην 1η εγκυμοσύνη αλλά από οποιαδήποτε επαφή του ανοσοποιητικού συστήματος αρνητικού ατόμου με τα αντιγόνα Rhesus, όπως προηγούμενη ασύμβατη μετάγγιση, διακοπή κυήσεως σε μεγάλη εβδομάδα κυήσεως κ.α.

.

ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΜΑΔΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗΟ ασθενής που θα δεχθεί το αίμα δεν πρέπει να πάρει κανένα νέο αντιγόνο. Ασθενής ομάδος αίματος Α (που φέρει δηλαδή το αντιγόνο Α) μπορεί να δεχθεί αίμα ομάδος αίματος Α και 0. Σε άλλη περίπτωση που θα εισαχθούν στον οργανισμό του νέα αντιγόνα, θα αρχίσει η κατασκευή αντισωμάτων εναντίον αυτών των αντιγόνων, συγκόλληση των ερυθρών αιμοσφαιρίων και αιμόλυση.Ασθενής ομάδος αίματος Β (που φέρει δηλαδή το αντιγόνο Β) μπορεί αντίστοιχα να δεχθεί αίμα ομάδος αίματος Β και 0.Είναι επομένως κατανοητό γιατί η ομάδα αίματος ΑΒ μπορεί να δεχθεί αίμα από όλες τις ομάδες (πανδέκτης) και η ομάδα αίματος 0 μπορεί να δώσει αίμα σε όλες τις ομάδες (πανδότης). Στην περίπτωση όμως που η ομάδα 0 δίνει στις ομάδες Α, Β ή ΑΒ δεν μπορεί να δοθεί περισσότερο από 1 λίτρο αίματος. Αυτό συμβαίνει γιατί οι συγκολλητίνες αντι-Α και αντι-Β που περιέχονται στο πλάσμα της ομάδας αίματος 0, θα είναι πλέον σε μεγάλη πυκνότητα στο αίμα του δέκτη και θα συγκολλήσουν τα ερυθρά του αιμοσφαίρια. Όπως έχει ήδη αναφερθεί εκτός από τα αντιγονικά αυτά συστήματα υπάρχουν πολλά ακόμη στην μεμβράνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Στην καθημερινή πράξη επιλέγεται αίμα της ίδιας ομάδας ως προς το σύστημα ΑΒΟ και το αίμα του δέκτη ελέγχεται για ενδεχόμενη συγκόλληση με το αίμα που θα μεταγγισθεί. Εξάλλου ολικό αίμα μεταγγίζεται σπάνια και μόνο σε αθρόα αιμορραγία. Το 80% των απαιτούμενων μεταγγίσεων γίνονται με συμπυκνωμένα ερυθρά, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις χορηγούνται συμπυκνωμένα αιμοπετάλια, πλάσμα πλούσιο σε αιμοπετάλια και κατεψυγμένο πλάσμα.

ΑΙΜΟΣΤΑΣΗ - ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ - ΠΗΞΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Ο όρος αιμόσταση σημαίνει πρόληψη της απώλειας αίματος. Όταν κάποιο αγγείο υποστεί τομή ή ρήξη, η αιμόσταση πραγματοποιείται με τους παρακάτω τρόπους:1) αγγειόσπασμο2) σχηματισμό αιμοπεταλιακού θρόμβου3) πήξη του αίματος

Page 10: Aima Dimoula

4) ανάπτυξη ινώδους ιστού μέσα στο θρόμβο του αίματος για να κλείσει μόνιμα το άνοιγμα του αγγείου.

ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ: Τα αιμοπετάλια είναι τα μικρότερα έμμορφα συστατικά του αίματος με διάμετρο περίπου 2 μικρών. Ο αριθμός τους στο περιφερικό αίμα κυμαίνεται από 1500.000-400.000/κατά κυβικό χιλιοστό. Προέρχονται από την κατάτμηση των μεγακαρυοκυττάρων και δεν έχουν πυρήνα. Έξω από την κυτταρική μεμβράνη των αιμοπεταλίων υπάρχει ο γλυκοκάλυκας που παίζει ρόλο στην αλληλεπίδραση των αιμοπεταλίων με το αγγειακό ενδοθήλιο και με τα άλλα κύτταρα του αίματος. Στην κυτταρική τους μεμβράνη υπάρχουν λιπίδια (π.χ. αραχιδονικό οξύ), συσπαστικές πρωτεΐνες (όπως η ακτίνη και η μυοσίνη), καθώς και γλυκοπρωτεΐνες. Οι γλυκοπρωτεΐνες αποτρέπουν την πρόσφυση των αιμοπεταλίων στο άρρηκτο ενδοθήλιο και παίζουν ρόλο ως ειδικοί υποδοχείς στην πρόσφυση των αιμοπεταλίων, τη συσσωμάτωσή τους και την αντίδραση απελευθέρωσης μετά από τρώση του αγγείου. Στο πρωτόπλασμα των αιμοπεταλίων υπάρχουν διαφόρων ειδών κοκκία που περιέχουν παράγοντες πήξης, ένζυμα, ADP κ.α.Η λειτουργία των αιμοπεταλίων αφορά:1) Στην πήξη του αίματος και το σχηματισμό του αιματικού θρόμβου και2) Στην αποκατάσταση της ακεραιότητας του ενδοθηλίου των αγγείων, με την έκκριση

αυξητικών παραγόντων. Το άρρηκτο ενδοθηλιακό τοίχωμα είναι αδρανές λόγω ουσιών που αναστέλλουν την πρόσφυση των αιμοπεταλίων και την πήξη του αίματος. Στο αγγείο όμως που υπέστη βλάβη ή ρήξη, η υπενδοθηλιακή επιφάνεια έχει εκτεθεί και τα αιμοπετάλια προσφύονται σ’ αυτή. Από τα κοκκία των αιμοπεταλίων απελευθερώνονται διάφορες ουσίες, που προκαλούν προσκόλληση των αιμοπεταλίων στα χείλη της αγγειακής πληγής και συσσωμάτωση των αιμοπεταλίων. Έτσι σχηματίζεται το αιμοστατικό βύσμα ή θρόμβος. Τέλος το βύσμα ή θρόμβος συστέλλεται και σταματά η απώλεια αίματος.

Εκτός όμως από τη δράση των αιμοπεταλίων, στην αιμόσταση υπεισέρχονται επίσης μηχανισμοί που αφορούν στο τοίχωμα των αγγείων και το πλάσμα, κυρίως όταν το άνοιγμα του αγγείου δεν είναι τόσο μικρό ώστε να αρκεί μόνο ο αιμοπεταλιακός θρόμβος για να σταματήσει η απώλεια αίματος. Συγκεκριμένα το αγγείο που υπέστη βλάβη υφίσταται άμεση αντανακλαστική σύσπαση, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα του αγγείου που τραυματίστηκε. Σε ότι αφορά το πλάσμα, αυτό περιέχει το ενζυμικό σύστημα πήξης και το ενζυμικό σύστημα ινωδόλυσης. Το ενζυμικό σύστημα πήξης του πλάσματος αποτελείται από πολλά ένζυμα που κυκλοφορούν στο πλάσμα σε ανενεργό μορφή. Όταν το αίμα έρθει σε επαφή με το υπενδοθηλιακό τοίχωμα των αγγείων ή με ξένη επιφάνεια, οι παράγοντες πήξης ενεργοποιούνται. Η διαδικασία αυτή είναι η ενδογενής οδός ενεργοποίησης των παραγόντων πήξης. Εκτός όμως από την ενδογενή υπάρχει και η εξωγενής οδός ενεργοποίησης των παραγόντων πήξης. Στην οδό αυτή μια λιποπρωτεΐνη που υπάρχει σε όλους τους ιστούς απελευθερώνεται με την ιστική βλάβη και ενεργοποιεί τους παράγοντες πήξης. Ανεξάρτητα όμως από τον τρόπο που ενεργοποιούνται οι παράγοντες πήξης, το τελικό αποτέλεσμα είναι η μετατροπή της προθρομβίνης σε θρομβίνη, η οποία με τη σειρά της μετατρέπει το ινωδογόνο σε αδιάλυτη ινική. Η ινική στερεοποιεί τα συσσωματώματα των αιμοπεταλίων και χρησιμεύει ως υπόστρωμα για την ανάπτυξη των ινοβλαστών. Πρέπει να τονισθεί ότι το ασβέστιο με τη μορφή ιόντων είναι στοιχείο απαραίτητο για την πήξη του αίματος και ουσίες όπως το οξαλικό Κ ή Να δρουν ως αντιπηκτικά δεσμεύοντας το ασβέστιο. Αντίθετα, η ενεργοποίηση του ενζυμικού συστήματος ινωδόλυσης αποβλέπει στη διάσπαση του θρόμβου και την αποκατάσταση του ενδοθηλίου των αγγείων. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μετατροπή του πλασμινογόνου του αίματος σε πλασμίνη, που προκαλεί λύση της ινικής.