12
Δ.Ν. Μαρωνίτης Παρανάγνωση – Ανάγνωση – Φιλολογική Ανάγνωση Θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω, θεωρητικά κάπως, τους δοκιμαστικούς όρους «παρανάγνωση - ανάγνωση – φιλολογική ανάγνωση»: να ελέγξω την ευστοχία τους, τη σημασία τους, τη χρήση τους και τη χρησιμότητά τους. Στόχος μου είναι να συζητήσω τους όρους για την ανάγνωση της ποίησης με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανούν οι γέφυρες που οδηγούν από την ιδιωτική προσέγγιση στη συλλογική διδασκαλία της ποίησης: από την ελεύθερη, δηλαδή, και προσωπική σχέση που αποκαθιστά, όποιος εντρυφά στα ποιήματα, με την ποίηση, στη συστηματική πια προβολή της μέσα σε εκπαιδευτικό πλαίσιο. Ένα καλό ποιητικό κείμενο που έπεσε ή θα μπορούσε να πέσει στα χέρια οποιουδήποτε, δημιουργεί ταυτόχρονα αναγνωστική ευφορία και αμηχανία. Αυτή η αμηχανία μπροστά σ’ ένα ποιητικό έργο προτείνω να οριστεί ως αφετηρία και υπόθεση εργασίας. Γιατί αν μπορέσουμε να σταθμίσουμε και να λύσουμε τη δική μας αναγνωστική αμηχανία, υπάρχει ελπίδα να καταλάβουμε σωστά και να προσανατολίσουμε εύστοχα και την ανάλογη μαθητική αμηχανία μπροστά στα ποιητικά κείμενα που επιβάλλει ή υποβάλλει σε νέους ανθρώπους η σχολική πράξη. Μίλησα για αμηχανία, που πρέπει να οριστεί στην περίπτωσή μας, και ως προς το υποκείμενο και ως προς το αντικείμενό της. Υποκείμενό της είναι ο αναγνώστης του ποιήματος . αντικείμενό της το ίδιο το ποίημα. Ωστόσο από την αρχή ήδη πρέπει να πω ότι δεν δημιουργεί αμηχανία κάθε στιχούργημα . υπάρχουν στιχουργήματα ευάλωτα, μπροστά στα οποία και η λογική μας και η ευαισθησία μας (ας πούμε γενικότερα: η παιδεία μας) αισθάνεται ένα είδος ισότητας ή και υπεροχής: τα ακούμε ή τα διαβάζουμε, και η αυτόματη αίσθησή μας είναι ότι τα εξαντλούμε και τα κυριεύουμε. Στην περίπτωση αυτή αμηχανία δεν υφίσταται, και δεν χρειάζεται καμία μέθοδος για τη στάθμιση και την άρση της. Αυτά όσο βρισκόμαστε στο πεδίο της προσωπικής, ιδιωτικής σχέσης μας μ’ ένα ποιητικό κείμενο . οι ίδιες, τώρα, συνθήκες μεταφερμένες μέσα στο σχολείο καθιστούν άχρηστη οποιαδήποτε διδακτική επιμονή –το απλό διάβασμα, η καλή δηλαδή εκφορά ενός τέτοιου στιχουργήματος (η διπλή, έστω η τριπλή) φτάνει και περισσεύει. Και σ’ αυτή

Anagnos i

Embed Size (px)

DESCRIPTION

σημειωσεις

Citation preview

Page 1: Anagnos i

Δ.Ν. ΜαρωνίτηςΠαρανάγνωση – Ανάγνωση – Φιλολογική Ανάγνωση

Θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω, θεωρητικά κάπως, τους δοκιμαστικούς όρους «παρανάγνωση - ανάγνωση – φιλολογική ανάγνωση»: να ελέγξω την ευστοχία τους, τη σημασία τους, τη χρήση τους και τη χρησιμότητά τους.

Στόχος μου είναι να συζητήσω τους όρους για την ανάγνωση της ποίησης με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανούν οι γέφυρες που οδηγούν από την ιδιωτική προσέγγιση στη συλλογική διδασκαλία της ποίησης: από την ελεύθερη, δηλαδή, και προσωπική σχέση που αποκαθιστά, όποιος εντρυφά στα ποιήματα, με την ποίηση, στη συστηματική πια προβολή της μέσα σε εκπαιδευτικό πλαίσιο.

Ένα καλό ποιητικό κείμενο που έπεσε ή θα μπορούσε να πέσει στα χέρια οποιουδήποτε, δημιουργεί ταυτόχρονα αναγνωστική ευφορία και αμηχανία. Αυτή η αμηχανία μπροστά σ’ ένα ποιητικό έργο προτείνω να οριστεί ως αφετηρία και υπόθεση εργασίας. Γιατί αν μπορέσουμε να σταθμίσουμε και να λύσουμε τη δική μας αναγνωστική αμηχανία, υπάρχει ελπίδα να καταλάβουμε σωστά και να προσανατολίσουμε εύστοχα και την ανάλογη μαθητική αμηχανία μπροστά στα ποιητικά κείμενα που επιβάλλει ή υποβάλλει σε νέους ανθρώπους η σχολική πράξη.

Μίλησα για αμηχανία, που πρέπει να οριστεί στην περίπτωσή μας, και ως προς το υποκείμενο και ως προς το αντικείμενό της. Υποκείμενό της είναι ο αναγνώστης του ποιήματος. αντικείμενό της το ίδιο το ποίημα. Ωστόσο από την αρχή ήδη πρέπει να πω ότι δεν δημιουργεί αμηχανία κάθε στιχούργημα. υπάρχουν στιχουργήματα ευάλωτα, μπροστά στα οποία και η λογική μας και η ευαισθησία μας (ας πούμε γενικότερα: η παιδεία μας) αισθάνεται ένα είδος ισότητας ή και υπεροχής: τα ακούμε ή τα διαβάζουμε, και η αυτόματη αίσθησή μας είναι ότι τα εξαντλούμε και τα κυριεύουμε. Στην περίπτωση αυτή αμηχανία δεν υφίσταται, και δεν χρειάζεται καμία μέθοδος για τη στάθμιση και την άρση της. Αυτά όσο βρισκόμαστε στο πεδίο της προσωπικής, ιδιωτικής σχέσης μας μ’ ένα ποιητικό κείμενο . οι ίδιες, τώρα, συνθήκες μεταφερμένες μέσα στο σχολείο καθιστούν άχρηστη οποιαδήποτε διδακτική επιμονή –το απλό διάβασμα, η καλή δηλαδή εκφορά ενός τέτοιου στιχουργήματος (η διπλή, έστω η τριπλή) φτάνει και περισσεύει. Και σ’ αυτή την κατηγορία πιστεύω ότι ανήκουν τα περισσότερα ποιήματα που φιλοξενούνται στα σχολικά αναγνωστικά: με κάποια σχόλια για το δράστη τους, το είδος ποίησης που καλλιέργησε, τη στιχουργική μορφή που εφάρμοσε, και την ειδική γλώσσα που χρησιμοποίησε για να φτάσει στην οριστική του έκφραση, η δουλειά του δασκάλου και του μαθητή μέσα στην τάξη τελειώνει. Τα κείμενα που δημιουργούν πραγματική αμηχανία είναι έτσι κι αλλιώς λίγα, κι από αυτά ελάχιστα περνούν στα σχολικά εγχειρίδια. Ωστόσο γι’ αυτά τα λίγα ποιητικά κείμενα θα μιλήσω – αυτών η ανάγνωση ενδιαφέρει.

Στο σημείο τούτο όμως θα πρέπει να διαλύσω μια διαδεδομένη παρεξήγηση: συνήθως η δυσκολία ή η ευκολία ενός ποιητικού κειμένου εξαρτώνται από την παραδοσιακή ή τη νεοτερική του μορφή. Αναγνώστες –δάσκαλοι ή μαθητές– τείνουν να θεωρήσουν κάθε παραδοσιακό ποίημα προσιτό, και κάθε μοντέρνο άβολο και απρόσιτο. Αισθάνονται επομένως αμήχανα μόνον μπροστά στο τελευταίο και άνετα μπροστά στο πρώτο. Η απλοποιητική όμως αυτή διάκριση, όσο κι αν έχει κάποια βάση, είναι επιφανειακή και άστοχη. Η ποίηση, λόγου χάρη, του Σολωμού, του Κάλβου ή του Καβάφη, παρά τον τεχνοτροπικά οικείο της πια χαρακτήρα, είναι ποίηση δυσανάγνωστη, και πρέπει να δημιουργεί αναγνωστική αμηχανία. αν δεν δημιουργεί, σημαίνει πώς στραβά διαβάζεται, και επιπόλαια παρεξηγείται . αντίθετα, υπάρχει σωρεία μοντέρνων ποιημάτων που η απλή ακρόασή τους τα εξαντλεί, και που δεν δικαιολογούν κανενός είδους καθυστέρηση και απορία.

Page 2: Anagnos i

Συμπέρασμα: η αναγνωστική αμηχανία δεν εξαρτάται μόνο από την ανοίκεια, εξωτερικά, μορφή ενός ποιήματος, όσο κι αν ενισχύεται από αυτήν. η πρόσκλησή της δικαιολογείται μόνον, εφόσον, παραδοσιακό ή μοντέρνο το ποιητικό κείμενο, δημιουργεί σύνθετους και έντονους ερεθισμούς στον αναγνώστη. κινητοποιεί δηλαδή τις αισθήσεις και το μυαλό του προς πολλές κατευθύνσεις και με πολλούς τρόπους . η αναγνώριση λοιπόν, καταρχήν αυτών των πυκνών και έντονων ερεθισμών, η κίνηση και η κατεύθυνση που παίρνουν οι αισθήσεις και το μυαλό μας στο άκουσμα του ποιήματος, επιβάλλουν την καθυστέρηση, την εμμονή, την πολλαπλή αναγωγή μας από τον ερεθισμό στο ερέθισμα – από το υποκείμενο δηλαδή στο αντικείμενο της αμηχανίας, από τον εαυτό μας, ως αναγνώστη, στο ποίημα, ως ανάγνωσμα.

Ανάγνωση – Ανάλυση – Ερμηνεία

Και στους τρεις δοκιμαστικούς όρους που εξαγγέλλονται υπάρχει η λέξη ανάγνωση. Μόνη στέκεται η λέξη στη μέση της κλίμακας . εμπρόθετη στην αρχή της (παρ-ανάγνωση). με επιθετικό προσδιορισμό στο τέλος της (φιλολογική ανάγνωση). Θα επιμείνω πρώτα στη λέξη ανάγνωση. Ανάγνωση σημαίνει αναγνώριση . και ο όρος αυτός προτείνεται εδώ, για να δηλώσει τη βασική διαδικασία επαφής μας μ’ ένα ποιητικό κείμενο. Προβάλλεται, πρώτα, για να εκτοπίσει άλλους όρους, που η χρήση (της λογοτεχνικής κριτικής και της διδασκαλίας) επέβαλε. Από αυτούς οι δοκιμότεροι είναι: ανάλυση και ερμηνεία. Η λέξη ανάλυση, δανεισμένη από την τυπική λογική, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, προϋποθέτει το ποιητικό κείμενο ως σύνθεμα που μπορεί και πρέπει να αναλυθεί στα συστατικά του στοιχεία. Το ερώτημα όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι αν η ποιητική σύνθεση λειτουργεί με την απλή παράθεση των συστατικών της στοιχείων ή μήπως και κυρίως με την ασύμβατη και απροσδόκητη συμπλοκή τους. Σ’ ένα ποίημα, λόγου χάρη, που αποτελείται μόνον από μία λέξη, η ποιητική λειτουργία του δεν απορρέει από τα μεμονωμένα γράμματα της λέξης αυτής που το συνθέτει, αλλά από τον συγκεκριμένο τους συνδυασμό . το ίδιο ισχύει και με το αποφασιστικό κρυστάλλωμα δύο λέξεων μέσα σ’ ένα ποίημα, τις προτάσεις του και τις συντακτικές του περιόδους, ακόμη και με τα στροφικά του συστήματα.

Δεν είναι όμως μόνον αυτός ο κίνδυνος της ανάλυσης που απειλεί την ποιητική σύνθεση με την ανατομική ή σχολαστική λογική της. Στην απόρριψη του όρου με παρακινεί περισσότερο η μέθοδος που ο όρος αυτός επέβαλε με τον καιρό στη σχολική πράξη. Της αναλυτικής ανατομίας αφελή, επικίνδυνα και βάναυσα προϊόντα είναι: η διάκριση του ποιήματος στο περιεχόμενο και τη μορφή του (η αυτόνομη εκτίμηση της μορφής καταλήγει στην αποτρόπαιη έξαρση των καλολογικών στοιχείων – μεταφορές, παρομοιώσεις, κοσμητικά επίθετα και άλλα συναφή . η αυτόνομη εκτίμηση του περιεχομένου οδηγεί στην αναζήτηση του νοήματος ή του μηνύματος που κομίζει το ποίημα). της αναλυτικής προσέγγισης καρπός είναι και η κατανομή του ποιήματος σε συντακτικές μονάδες, που ο μαθητής καλείται να παραφράσει την ποιητική τους σύνταξη σε πεζό λόγο: να βάλει τις λέξεις σε φυσική σειρά, να πει με δικά του λόγια τι λέγει ο ποιητής εδώ και τι παρακάτω. Αυτά και άλλα αρνητικά σύνδρομα της ανάλυσης καταδικάζουν νομίζω τον όρο σήμερα σε απόρριψη και αχρησία.

Ο όρος ερμηνεία είναι παλιός και φιλολογικής καταγωγής: προϋποθέτει και αυτός διάκριση ανάμεσα στο γραμματικό φαινόμενο και τη βαθύτερη κρυφή έννοια και λειτουργία του μέσα στο ποίημα, διασπά κι αυτός την ποιητική έκφραση στα σημεία τις σημασίες τους, ή, για να χρησιμοποιήσω πιο μοντέρνους όρους, στα

Page 3: Anagnos i

σημαίνοντα και τα σημαινόμενά τους. Το πιο αρνητικό όμως σύμπτωμα της ερμηνευτικής μεθόδου παραμένει η υπόθεση ότι η ποιητική γλώσσα είναι κατά κάποιον τρόπο απόκρυφη, και η αποκρυπτογράφησή της χρειάζεται τη μεσολάβηση ενός ασκημένου μάντη, που είναι σε θέση να εξηγεί –να ερμηνεύει– τους οιωνούς της, τα άσημα σήματά της, και να τα μεταδίδει στους ανίερους και άμουσους. Αυτή η θρησκευτική σχεδόν στάση απέναντι στην ποίηση, συνεπάγεται τη δημιουργία ενός ιερατείου εξηγητών, το ρόλο των οποίων υποδύεται και ευτελίζει, υποτίθεται, μέσα στην τάξη ο ταλαίπωρος δάσκαλος. Υπερβάλλω συνειδητά, αλλά δεν απομακρύνομαι, νομίζω, πολύ από την ιδεολογία που γέννησε και συντηρεί την ερμηνεία ως όρο και μέθοδο επαφής μας με την ποίηση. Οπωσδήποτε ένας τρόπος, που υπονομεύει την οικειότητα ανάμεσα στο ποίημα και τον αναγνώστη του, είναι, σήμερα τουλάχιστον, διαβλητός ή, έστω, παραπλανητικός και επικίνδυνος.

Αντίθετα με τους όρους ανάλυση και ερμηνεία, ο όρος ανάγνωση, δίχως να απλοποιεί τα προβλήματα και τις δυσκολίες της ποιητικής γλώσσας, τα αναθέτει κατευθείαν στο αρμόδιο πρόσωπο –σ’ εκείνον που διαβάζει ή ακούει ένα ποίημα, μόνος του ή μαζί με άλλους. Ο όρος ανάγνωση, μεταφερμένος από τη γραφή (η οποία κωδικοποιεί τον ζωντανό λόγο και ευνοεί τη συντήρηση και την αναπαραγωγή του ανά πάσα στιγμή) είναι, πιστεύω, από πολλές απόψεις, ο προτιμότερος τρόπος για την εντατική επικοινωνία μας και με την ποιητική γλώσσα. Προϋποθέτει ότι και η ποιητική γλώσσα (ακριβέστερα: η ποιητική γραφή), όπως γενικότερα η γραμμένη γλώσσα, υποβάλλει καταρχήν πράγματα αναγνωρίσιμα, σ’ έναν κώδικα που μπορούμε να μάθουμε, αν μας ενδιαφέρει και μας χρειάζεται. Για τη δουλειά αυτή απαιτείται μόχθος, επιμονή και ένταση –ανάλογη μ’ εκείνη του μικρού παιδιού που καλείται να αναγνωρίσει τον ζωντανό λόγο μέσα και κάτω από τα γράμματα του αλφαβήτου–, επιβάλλεται άσκηση πλάι σ’ έναν έμπειρο μάστορα, αλλά τελικά η εξοικείωση για την οποία μιλήσαμε είναι και εφικτή και απελευθερωτική: με την αναγνώρισή της η ποιητική γραφή απελευθερώνει τον ποιητικό λόγο και τον προσφέρει ως οικεία εμπειρία στον τρόφιμό της. Η αναγνώριση λοιπόν του ποιητικού λόγου είναι το τέλος της ανάγνωσης.

Παρά ταύτα ο ποιητικός λόγος, όσο κι αν είναι αναγνωρίσιμος και βαθύτατα οικείος, αποτελεί μέσα στο σώμα της κοινής γλώσσας τον σκληρό πυρήνα της. Και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες. Χρειάζεται ο αναγνώστης της ποίησης να πειστεί ότι η ποιητική γλώσσα δεν είναι η διακόσμηση της κοινής γλώσσας, ο εξωραϊστικός καλλωπισμός της, αλλά η δημιουργική της δύναμη (αυτό σημαίνει τελικά: ποιητικός), όταν και όσο η γλώσσα αντικρίζει κατά μέτωπο τα συγκεκριμένα πράγματα και δεν απογειώνεται στην εννοιολογική τους σχηματοποίηση και αφαίρεση. Ο ποιητικός λόγος είναι, μέσα στο corpus της συλλογικής γλώσσας, ο πιο εμπειρικός και εμπράγματος που διαθέτουμε. Αυτή η προσωπική εμπειρική και εμπράγματη φύση και λειτουργία του καθορίζει και τους βασικούς χαρακτήρες του. Η ανάγνωση της ποίησης σκοπεύει στην ανάγνωση αυτών των χαρακτήρων που συνέχουν την ποιητική γλώσσα και την ωθούν στην αυτόνομη προβολή της: δηλαδή στα ποιήματα. Δεν πρόκειται να προχωρήσω προς αυτή την κατεύθυνση, που θα μας πήγαινε πολύ μακριά και θα μας απομάκρυνε από το συγκεκριμένο στόχο της εισήγησης. Τούτο μόνον επιλέγω: η ανάγνωση της ποίησης προϋποθέτει μια ειδική σχέση του αναγνώστη με την κοινή γλώσσα και την υποκείμενή της πραγματικότητα. Δίχως την ειδική αυτή σχέση η γλώσσα της ποίησης γίνεται αφρός για κοσμικούς κυρίους και τούλι για φιλάρεσκες κυρίες.

Μίλησα για ειδική σχέση του αναγνώστη με την κοινή γλώσσα. Προσθέτω τώρα την κλίση και την καλλιεργημένη του αίσθηση, που του επιτρέπουν να διακρίνει τη θέση και τη λειτουργία του ποιητικού λόγου μέσα στο σώμα της κοινής γλώσσας.

Page 4: Anagnos i

Η κατάκτηση αυτής της σχέσης, και η καλλιέργεια αυτής της αίσθησης, η ύπαρξη της κλίσης, είναι θέματα ιδιοσυγκρασίας, τριβής και μελέτης. Κλίση, σχέση και καλλιεργημένη αίσθηση προς την κατεύθυνση αυτή κατέχουν και εφαρμόζουν έμπρακτα αυτοί που τους ονομάζουμε ποιητές (όσο και εφόσον δεν σφετερίζονται ή δεν πλαστογραφούν τον τίτλο τους). Την ίδια όμως σχέση και την ίδια αίσθηση μπορεί, δευτερογενώς, να αποκτήσει, χάρη στους ποιητές και το έργο τους, και ο αναγνώστης της ποίησης.

Ο προσεκτικός τώρα και εντατικός αναγνώστης, με την άσκηση και τη συστηματική μελέτη, μπορεί να γίνει ο μάστορας που ονομάζουμε φιλόλογο. Από τη δική του λοιπόν συμπαθητική εμπλοκή στην ποιητική γλώσσα, προκύπτει μια δευτεροβάθμια ανάγνωση της ποίησης, που προτείνεται εδώ ως τρίτος σταθμός της ανάγνωσης και χαρακτηρίζεται ως φιλολογική ανάγνωση. Θα ξαναγυρίσω στον όρο αυτόν και στο πρόσωπο που τον όρο αυτόν τον τρέπει ευκαιριακά ή μονιμότερα σε ρόλο. Εδώ όμως θέλω να τονίσω με έμφαση ότι δεν καταλαβαίνω τη φιλολογική ανάγνωση ως αρετή αποκλειστική όσων επαγγέλλονται τη φιλολογία. Η φιλολογική ανάγνωση είναι βαθμίδα υψηλότερη και εμπαθέστερη (φιλική ή, αν θέλετε, ερωτική) της απλής ανάγνωσης. αποτελεί την τελική της, κατά κάποιον τρόπο, έκβαση, την υπερθετική και εξαντλητική. Σ’ ένα τέτοιο έδαφος βλάστησε στα αλεξανδρινά χρόνια η φιλολογία ως επιστήμη. Αν καθ’ οδόν ξεστράτισε, αποσυνδέθηκε από την προσωπική σχέση, κλίση και αγάπη του φιλόλογου προς το λόγο της ποίησης, αυτό είναι μια άλλη ιστορία –μια περιπέτεια που έχει την ιστορική της αιτία. Ωστόσο η μήτρα της φιλολογικής επιστήμης υπήρξε η ανάγνωση η εντατική που επιχείρησαν Αλεξανδρινοί ποιητές και γραμματικοί, κρατώντας στα χέρια τους τα χειρόγραφα με τα έπη του Ομήρου, τα τραγούδια των λυρικών, τις τραγωδίες και τις κωμωδίες, τα έργα όσων άσκησαν τον ποιητικό λόγο στο σώμα της αρχαίας γλώσσας από τα γεωμετρικά ως τα κλασικά χρόνια.

Μένει να οριστεί ο πρώτος, ο πιο δυσνόητος όρος της τριπλής αναγνωστικής κλίμακας που πρότεινα: η λέξη και η κατηγορία της παρανάγνωσης. Τη λέξη παρανάγνωση τη δανείζομαι από την ορολογία της Παλαιογραφίας, όπου σημαίνει στραβή, λαθεμένη ανάγνωση μιας λέξης σε χειρόγραφο κείμενο ή επιγραφή. Από την αρχική αυτή καταγωγική σημασία της λέξης κρατούμε εδώ μόνο το ενδεχόμενο του λάθους, της αστοχίας που συνεπάγεται η πρώτη ακρόαση ενός ποιήματος, η αρχική επαφή μαζί του. Πλάι όμως στο αρνητικό αυτό περιεχόμενο, η λέξη παρανάγνωση, στη δική μας τριπλή αναγνωριστική κλίμακα, έχει και θετικά χαρακτηριστικά, ή έστω ουδέτερα. Σημαίνει: α) αστοχία, αλλά κοντά στο στόχο (=παρά) . β) λοξή ανάγνωση, αλλά που την υπαγορεύουν ή οι συνθήκες του ακροατή, την ώρα που συμβάλλεται με το συγκεκριμένο ποίημα, ή οι συνθήκες του ίδιου του ποιήματος, που αντιστέκεται στον άμεσο αναγνωρισμό του. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις παρανάγνωση μπορεί να σημαίνει και προανάγνωση. Όμως το πράγμα θέλει, υποθέτω, περισσότερες εξηγήσεις.

Η αστοχία κοντά στο στόχο, αν γίνει συνείδηση, είναι υπόθεση ερεθιστική .

προκαλεί μια δεύτερη στόχευση, με την ελπίδα της επιτυχίας. Πιστεύω πως η διδασκαλία της ποίησης στο Σχολείο, σ’ όποιο εκπαιδευτικό ή παιδευτικό περιβάλλον, θα πρέπει να υπολογίζει πολύ σ’ αυτού του είδους τις αστοχίες . να τις θεωρεί αφετηρία και οδηγό της, προσπαθώντας να συγκεντρώσει την ένταση και την προσοχή του μαθητή ακριβώς στο σημείο ή στα σημεία αυτά του ποιήματος που προκάλεσαν σε πρώτη φάση την αστοχία. Κατά κανόνα εκεί βρίσκονται οι λαβές του ποιήματος, που αν τις πιάσουμε σωστά, ευοδώνεται η ανάγνωση, και προετοιμάζεται η φιλολογική ανάγνωση. Αλλά και από άλλες απόψεις η παραναγνωστική αστοχία

Page 5: Anagnos i

ενδιαφέρει την ποίηση, τον ποιητή, το ποίημα, και τον δέκτη του. Θα επιμείνω σε κάποιες όψεις του θέματος:

α) Το είδος και η έκταση της παρανάγνωσής μας, τόσο σε ιδιωτική όσο και σε δημόσια επαφή μας μ’ ένα ποίημα, μαρτυρούν τα πραγματικά κενά της ιστορικής, γλωσσικής και ποιητικής μας παιδείας. Την όρεξη για συγκρότηση μιας τέτοιας παιδείας την ανοίγουν οι συγκεκριμένες παραναγνώσεις μας σε κάτι που πολύ μας ερέθισε, μας αναστάτωσε, μας προκάλεσε, έμεινε όμως σε απόσταση, άπιαστο ακόμη και κινούμενο.

β) Η παρανάγνωση, εξάλλου, αν δεν είναι αποτέλεσμα υπολειτουργίας ή και αδράνειας των αισθήσεων και του μυαλού μας (υπόθεση που ενδιαφέρει την ψυχοπαθολογία) προκαλείται από την ενεργητική ακριβώς στάση μας απέναντι σ’ ένα ποίημα, θα έλεγα από μια στάση μας ανταγωνιστική απέναντί του. Η πρώτη σύγκρουσή μας μ’ ένα ποίημα, αν είναι φυσική, δεν γίνεται ποτέ με όρους εργαστηριακούς –ευτυχώς. Δεν είμαστε λευκοί και άδειοι την ώρα που πέφτουμε πάνω σ’ ένα ποίημα ή πέφτει εκείνο πάνω μας: έχουμε τη δική μας εγρήγορση: τις δικές μας σκέψεις, τα δικά μας αισθήματα, τις δικές μας εμπειρίες. Σ’ αυτή την ιδιωτική και ταραγμένη υποδοχή πέφτει το ποίημα, και συνήθως, στην πρώτη φάση, αποκρούεται, αφήνοντας μόνον ίχνη από τις έντονες εξοχές του, όσες προπάντων προσωπικά μας αφορούν. Οι παραναγνώσεις μας, λοιπόν, γίνονται χάρτης αυτής της πρώτης σύγκρουσης, κι από μιαν άποψη δείκτης της έκβασής της: όσο περισσότερη ταραχή και ευφορία δημιουργεί ένα ποίημα, στην πρώτη του έφοδο, μέσα στις προσωπικές μας υποδοχές, τόσο ισχυρότερη αποδείχνεται η δύναμή του, μεγαλύτερη η σημασία του και επίμονη η αντοχή του. Το πρώτο αποτέλεσμα όμως της σύγκρουσης είναι πάντα –και πρέπει να είναι– η σύγχυση. Και αυτή η γόνιμη σύγχυση συνεπάγεται την παρανάγνωση. Μ’ αυτούς τους όρους παρανάγνωση σημαίνει: διαβάζω ή ακούω ένα ποίημα, σταθμίζοντας και εκφράζοντας κυρίως τους ερεθισμούς που μου δημιούργησε, δίχως ακόμη να ανοίγομαι στο ίδιο το ερέθισμα. Ή αλλιώς: παρανάγνωση, σημαίνει διάλογό μου με την ποίηση ετεροβαρή, όχι ακόμη αμφιβαρή: η ζυγαριά κλείνει σε πρώτη δόση –και δίκαια– προς το μέρος μου . δουλειά του ποιήματος είναι από εκεί και πέρα να διεκδικήσει την ισορροπία, ή, αν το βάρος του είναι μεγάλο, να κλίνει τη ζυγαριά προς το δικό του μέρος.

Θα έχει, υποθέτω, ξεχωριστό ενδιαφέρον, να ξέρουμε, δίχως σκηνοθεσίες άνοστες και σκόπιμες παραχαράξεις, τις παραναγνωστικές λειτουργίες που προκαλεί στο ξύπνιο και φρέσκο μυαλό ένα καλό ποίημα, όπως ο «Δαρείος» του Καβάφη, η «Στέρνα» του Σεφέρη, το «Ασημένιο ποίημα» του Ελύτη ή όποιο άλλο σύνθεμα ώριμο της ποιητικής μας παραγωγής. Τα εξαγόμενα μιας τέτοιας έρευνας θα είχαν ταυτόχρονα κοινωνική, εκπαιδευτική, γλωσσολογική και ποιητική σημασία, κυρίως όμως θα όριζαν την πραγματική, όχι τη φανταστική, τομή της σημερινής νεολαίας μας με την ποίηση, τα παράγωγα και τα καταχρηστικά υποπροϊόντα της.

Παρανάγνωση: οι συνθήκες του ποιήματος

Ωστόσο η παρανάγνωση δεν ορίζεται μόνο από τις συνθήκες του πρόωρου αναγνώστη. επιβάλλεται συχνά και από τις συνθήκες του ίδιου του ποιήματος. Ποιες είναι αυτές: Κάθε καλό ποίημα (παραδοσιακό ή νεοτερικό) μοιάζει λίγο πολύ με τον Οδυσσέα: προτού πει την αλήθεια του, λέει τα ψέματά του. αν το πιέσουμε, τα «ψέματά» του πλησιάζουν προοδευτικά την αλήθεια του. προτού αφεθεί στον αναγνωρισμό του, υποδύεται άλλο πρόσωπο, για να μας δοκιμάσει. στον ώριμο καιρό δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Είναι γνωστό πως τόσο οι πλαστές διηγήσεις

Page 6: Anagnos i

του Οδυσσέα, όσο και οι παραμορφώσεις του συνιστούν, μέσα στην ομηρική Οδύσσεια, μια πράξη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του, τρόπο επιβίωσής του μέσα σ’ ένα περιβάλλον αρπακτικό και βάναυσο. Η άμυνα του Οδυσσέα (τα ψέματά του που μοιάζουν με αλήθειες, τα προσωπεία του που δείχνουν μόνο το μισό του πρόσωπο, στραβό κι αυτό) σκοπεύει στην αποκατάσταση μιας δικαιοσύνης. Δύσκολη υπόθεση. όταν η Οδύσσεια κλείνει, η δικαιοσύνη αυτή δεν έχει ολότελα συντελεστεί –ο ήρωας πρέπει να ξαναταξιδέψει.

Ας αφήσουμε όμως τις παραβολές. Κάθε καλό ποίημα έχεις τις αντιστάσεις του: δεν παραδίνεται άκαιρα στον άμεσο αναγνωρισμό. Γιατί κάθε καλός ποιητής ξέρει πως συμβάλλει, με τον τρόπο του, στο διάλογο-αντίλογο της προσωπικής ποιητικής γλώσσας με την απρόσωπη, συλλογική, κοινή γλώσσα. Η κοινή γλώσσα είναι το σπίτι του, αλλά το σπίτι του αυτό κατά κανόνα το σφετερίζονται άλλοι. Η κοινή γλώσσα είναι κάθε φορά περίεργο κράμα: περιέχει όλα τα σπέρματα της προηγούμενης ποιητικής γλώσσας, κρυμμένα όμως στις αρθρώσεις της, και αποκρούει επίμονα τις καινούριες εισβολές. Η κοινή γλώσσα βυθίζει τις χωνεμένες αλήθειες της στον πάτο της, κι αφήνει τα ψέματά της να επιπλέουν. Το ποίημα για να μπει στο σπίτι του, πρέπει να αγωνιστεί: ένας από τους τρόπους του είναι και να προστατέψει την επαναστατική του ελευθερία, με τα κουρέλια του. Από εδώ ξεκινούν, πιστεύω, κι όλες οι παραναγνωστικές διαθλάσεις που υποβάλλει το καλό ποίημα στους επίδοξους φίλους του.

Αν γυρίσουμε τώρα στους προηγούμενους συλλογισμούς τα μέσα έξω, μπορούμε να πούμε, περιγραφικά, ότι η παρανάγνωση ευνοείται από τις συνθήκες του ποιήματος:

1) Όταν και εφόσον η απόσταση ανάμεσα στην ποιητική γλώσσα και τη συνηθισμένη συμβατική γλώσσα έχει παραμεγαλώσει.

2) Όταν και εφόσον οι εμπειρίες που υπόκεινται στην ποιητική γλώσσα είναι καινούριες, ξένες ή αντίπαλες προς τις παλιές εμπειρίες, που επιβάλλει εκβιαστικά η κοινή γλώσσα στο υποχείριο μιας εποχής.

3) Όταν και εφόσον η εξουσιαστική λογική της γλώσσας παραγίνεται εκμεταλλευτική και αρπαχτική, και ο ποιητής αισθάνεται χρέος να την υπονομεύσει με τα δικά του μέτρα: καταργώντας στο δικό του λόγο την εφησυχαστική συνοχή της. Με το ποίημά του αρνιέται, λοιπόν, τα τυπικά και ανενεργά σχήματά της: τη σκηνοθεσία της ολόκληρης πληροφορίας (=θέμα με αρχή, μέση και τέλος), τη φιλάρεσκη μηχανιστική και αράγιστη σύνταξή της, τα στεγανά, την ασάφεια ή την υποκρισία του λεξιλογίου της, με το οποίο δημιουργεί κατά κανόνα απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στην έκφραση και στην πυρετική πραγματικότητα, και άλλα παρόμοια.

Διαστρωμάτωση του ποιητικού λόγου

Αυτή η θέση και η στάση του ποιητικού λόγου μέσα στο σύστημα της χρηστικής γλώσσας υπαγορεύουν και κάποιους άλλους χαρακτήρες της, συγγενικούς με τους προηγούμενους, που δικαιολογούν την παρανάγνωση και υποχωρούν στην ανάγνωση και στη φιλολογική ανάγνωση. Η ποιητική γλώσσα διαστρωματώνεται, όπως περίπου και η ανθρώπινη συμπεριφορά, όταν καταφεύγει στο λόγο, για να μαρτυρήσει τα βαθύτερα μυστικά της: εκφράζει εν μέρει ρητά, με λανθάνοντα τρόπο στο δεύτερο στρώμα της, και κρατά στο υπέδαφός της το αναγκαίο μερίδιο σιωπής. Η διαφορά ωστόσο ανάμεσα στην ανθρώπινη συμπεριφορά (που καταφεύγει, στις κορυφαίες στιγμές της, στο λόγο) και στην ποιητική γλώσσα, είναι ότι η τελευταία, δηλαδή η

Page 7: Anagnos i

ποίηση, ορίζει μέσα στην περιοχή του λόγου και τους υπαινιγμούς της, όπως επίσης περιχαρακώνει με το λόγο της και τη σιωπή της. Έτσι στο καλό και ώριμο ποίημα ο ρητός λόγος, που εξέχει, δημιουργεί και σαφείς εσοχές, προσδιορισμένες ή προσδιορίσιμες, για τα λανθάνοντα στοιχεία του, ενώ ταυτόχρονα αφήνει οπές, καθορισμένες κι αυτές, για τις σιωπές του. Από το συνδυασμό εξάλλου ρητού, λανθάνοντος λόγου και περιεχόμενης σιωπής προκύπτει η οικονομία της ποίησης. Κι από την άποψη αυτή η ποιητική γλώσσα είναι η πιο οικονομημένη και οικονομική που υπάρχει.Οπωσδήποτε στην πρώτη ακρόασή του το ποίημα προδίδει κυρίως τα ρητά μέρη του .

χρειάζεται εντατικότερη προσοχή η αναγνώριση των στοιχείων που περιέχονται στα διάκενα του μεικτού λόγου σε λανθάνουσα κατάσταση . και πρέπει ο εμπαθής αναγνώστης να σκύψει πολύ μέσα στο ποίημα για να αντλήσει και τη σύνοδη σιωπή του. Η τριπλή αυτή κλίμακα προσοχής και έντασης αντιστοιχεί περίπου σ’ αυτό που ονομάσαμε: παρανάγνωση – ανάγνωση – φιλολογική ανάγνωση. Τα πράγματα είναι πολύ απλά, και ταυτόχρονα πολύ δύσκολα. κι ωστόσο η ενότητα του ποιήματος δεν κερδίζεται, παρά μόνον όταν ο αναγνώστης συνδυάσει τα τρία αυτά επίπεδα της ποιητικής γλώσσας. εφόσον το θελήσει και το πετύχει, το ποίημα λάμπει πια ολόκληρο, ξαναγυρνώντας στη σιωπή του.

Συμπεράσματα

Ανακεφαλαιώνω και τελειώνω:- Η παρανάγνωση είναι μια πρωτοβάθμια, λοξή προανάγνωση, συμπτωματική

κάπως, ανακλαστική και υποκειμενικά προσδιορισμένη –μεροληπτεί προς όφελος του δέκτη της ποίησης.

- Η φιλολογική ανάγνωση είναι η είσοδός μας στη μουσική υποδομή του ποιήματος, η αναγνώριση των ακραίων ορίων του λόγου του, η επαφή μας με την αντιστεκόμενη σιωπή του, το σταμάτημά μας στον αδιάσπαστο πυρήνα της ποίησης, στο σκοτεινό κουκούτσι της, και ποιο πέρα: φιλολογική ανάγνωση είναι και η δική μας πια σιωπή μπροστά στα πράγματα που δεν λέγονται με τίποτε, και μας ανταμείβουν μόνο με τη θέα τους, και τα ανταμείβουμε μόνο με το επιφώνημά μας.

- Στην παρανάγνωση ο δέκτης της ποίησης αντιδρά μ’ ό,τι έχει πρόχειρο και δικό του. στην ανάγνωση ζητά τη βοήθεια του ποιήματος και του ποιητή . στη φιλολογική ανάγνωση με πάθος ερευνητικό αγκιστρώνεται στις ρίζες της ίδιας της ποίησης, μετέχοντας στις περιπέτειες, στους κινδύνους της, στις λύπες της και στις χαρές της.

- Η παρανάγνωση αρνείται τη σπουδή για χάρη της συγκίνησης . η ανάγνωση προσθέτει στη συγκίνηση τη μελέτη. η φιλολογική ανάγνωση επιβάλλει στην αντανακλαστική συγκίνηση και στην εντατική μελέτη το φιλέρευνο πάθος για τις τύχες του ποιητικού λόγου μέσα στον «κόσμο» των πραγμάτων και στην «ακοσμία» της ανθρώπινης φλυαρίας.

Μια τελευταία παράκληση: Τώρα, ξεχάστε όλους τους δοκιμαστικούς όρους που διαβάσατε. Κρατήστε μόνο την υπονοούμενη κλίση τους για την ποίηση. Αν άνοιξε κάποιος δρόμος, για να τον περπατήσουμε συναντώντας, φιλικά, μπροστά μας ένα ποίημα, δεν χρειάζονται πια ονόματα μήτε ταμπέλες. Ενδιαφέρει ο δρόμος . όχι η επιγραφή του. Γιατί οι επιγραφές έχουν τούτο το κακό: μας κάνουν να ξεχάσουμε σε τι αντιστοιχούν, και εφεξής τις χρησιμοποιούμε στη θέση των πραγμάτων: λέμε θάλασσα, και η λέξη μάς φέρνει το πολύ-πολύ στο νου μια τουριστική φωτογραφία της. Τίποτε πιο αντιποιητικό. Και θα ήταν δυστύχημα, αν μια εισήγηση για την ορθή

Page 8: Anagnos i

ανάγνωση της ποίησης, μας έκαμε να ξεχάσουμε ότι η ποίηση τελικά είναι τα καλά ποιήματα και βρίσκεται μέσα σ’ αυτά, για να ακούμε το σφυγμό της.

(Από το βιβλίο "Πίσω - μπρος", Στιγμή, Αθήνα)