303

Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

  • Upload
    mhden

  • View
    35

  • Download
    9

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΠεριγραφήΤο βιβλίο αυτό είναι ένα αφηγηματικό αριστούργημα, μια συγκλονιστική διαδρομή μέσα στο μυστηριακό κόσμο του Παράδοξου. Με φόντο ένα φανταστικό κόσμο όπου η αγάπη και η λογική κονταροχτυπιούνται σε κάθε βήμα του ήρωα, οι παρεμβάσεις των θεών γίνονται με το ρίξιμο των φύλλων της μεγάλης αρκάνας του Ταρό.Ο ήρωας αγωνίζεται, παλεύει, σκοντάφτει, αμφιβάλλει, αλλά ξανασηκώνεται και προχωρεί, διασχίζοντας κόσμους αλλιώτικους, παράδοξους, όπου το εξωτικό μπερδεύεται με το αληθινό και η φαντασία με την πραγματικότητα, καταφέρνοντας, όμως πάντως να μένει προσηλωμένος στο στόχο του. Μαζί του, παρακολουθούμε κι εμείς με κομμένη την ανάσα τα παιχνίδια της μοίρας, των θεών και του Παράδοξου.

Citation preview

Page 1: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 2: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 3: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 4: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

TO ΠΑΙΧΝΙΔΙ TOY ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Page 5: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

To παιχνίδι του παράδοξου

Copyright © 2009, Εκδόσεις Μακρή

Επιμέλεια: Ηλίας Τοώνης

Σύνθεση εξωφύλλου: Ελένη Τσώνη

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου αυτού,

η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικο-ακουστικό μέσο

χωρίς την άδεια του εκδότη.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ MAKPH ISBN 978-960-6641-53-4Πατησίων 14, 7ος όροφος, Στοά Φέξη, 106 77 Αθήνα Τηλ.: 210 3820412 · Fax: 210 3824338

Makris Publications Patision 14, 106 77 Athens

email: [email protected] www.ekdoseis-makri.gr

Page 6: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ANONYM

TO ΠΑΙΧΝΙΔΙ TOY ΠΑΡΑΔΟΞΟΥΜ υθιστόρημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣΜΑΚΡΗ

Page 7: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 8: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

nE P ffiX O M E ^

ΕΕΑΓΩΓΗ 11I. Ο ΜΑΓΟΣ (ανεστραμμένος) 15

II. Η APXIEPEIA 29III. Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ 41

IV Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ 57V. Ο ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ 67

VI. ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ (ανεστραμμένοι) 83VII. ΤΟ ΑΡΜΑ (ανεστραμμένο) 103

VIII. Η Δ Υ ^Μ Η 123

IX. Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ 141X. Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ (ανεστραμμένος) 161

XI. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ (ανεστραμμένη) 179

XII. Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ 185XIII. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (ανεστραμμένος) 191XIV. Η ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ 197XV. Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ (ανεστραμμένος) 205

XVI. Ο ΠΥΡΓΟΣ 215XVII. ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ 223

XVIII. Η ΣΕΛΗΝΗ 237XIX. Ο ΗΛΙΟΣ (ανεστραμμένος) 249

XX. Η KPEH 259

XXI. Ο ΚΟΣΜΟΣ 271XXII. Ο ΤΡΕΛΟΣ 279

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 289

Page 9: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 10: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Πρόσωπα και Μορφές:(Με τη σειρά που παρουσιάζονται στην περιπέτεια)

Ελευθία: Θ εά των επιτόκων Πάλα: Θ εά του κυνηγιού Ερινοά. Θ εά της συνείδησης

Αρέθουσα: Αγαπημένη του Αντρέα Αντρέας: Α γαπημένος της ΑρέθουσαςΝτελικανής: Φ ο ν ιά ς τη ς Α ρέθουσ ας, γ ιο ς του Μ εγάλου Μ άγι-

στρου της πόλης

Άραξης: Θ εός του Κάτω Κόσμου Αιμηρίων. Ο ερημίτης του ποταμού Γλαύκος: Ο δασοφύλακας Δάρεια: Σ ύζυγος του Γλαύκου Καλλίστη: Κόρη του Γλαύκου

Κάντιος: Βασιλιάς της Aτλαvτίδας - μυθικό βασίλειο Αμμάριος: Γιος του Βασιλιά Κάντιου Αφέντης: Ψ ευτοκυρίαρχος των γυναικών-βαμπίρ

Θεός των Τεσσάρων Ανέμων. Βασική θεότητα των γυναικών-βαμπίρ Βάκης Ναλιτζή: Εύπορος έμπορος, οικογενειάρχης

Αιμιλία: Σ ύζυγος του Βάκη Ν αλιτζήΚύρος: «Προβληματικός» γιος του Βάκη, ένα από τα τρία παιδιά του

Ovτότητα της Ανατολής: Απεσταλμένος του Φ ρουρού της Ανατολής Ovτότητα της Δύσης: Απεσταλμένος του Φ ρουρού της Δύσης Ovτότητα του Βορρά: Απεσταλμένος του Φ ρουρού του Βορρά Ovτότητα του Νότου. Απεσταλμένος του Φ ρουρού του Ν ότου

9

Page 11: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Περιπλανώμενος Πρίγκιπας: Ψ άχνει για την A i ^ v ^ S ·Το Κάστρο που δεν έχει το Όμοιο του (το Κάστρο του Φτερωτού

Δράκοντα)Σαρίνα: Προστατευόμενη της Γαλάζιας Βασίλισσας Γαλάζια Βασίλισσα

10

Page 12: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ] ΤΡΕΕ ΠΛΝΕΜΟΡΦΕΣ ΘΕΕΣ έπαιξαν και γέλασαν στην άκρη του

ωκεανού, κι α φ ού χόρτασαν τη δροσιά τω ν κρυστάλλινων νερών, κάθισαν στη σκιά γύρω από το κατάφορτο με φρούτα τραπέζι.

Η Ερινού ήταν κατάξανθη, μ ’ ένα χείμαρρο από πανέμορφ ες μπούκλες να χύνεται στους ώ μους της, και με τα πιο σκούρα μπλε

μάτια που υπάρχουν. Ρώτησε πα ιχνιδ ιάρ ικα τις άλλες: «Τελικά τι γίνεται μ ’ εκείνο το παιχνίδι;»

«Βρήκα την τράπουλα, είναι καταπληκτική!» απάντησε η Ελευ- θία. «Υπάρχει όμω ς ένα πρόβλημα». Τ α σκούρα καστανά της μάτια

με τις πράσ ινες στίξεις σοβάρεψαν. Τ ο ω ραιότατο πρόσω πό της πλαισιω νόταν από κυματιστά καστανοκόκκινα μαλλιά που κάλυ­πταν τους αλαβάστρινους ώ μους της.

«Τι πρόβλημα;» ρώτησε Ερινού.

Η Ελευθία ίσιωσε την πλούσια χαίτη της κι ετοιμάστηκε ν ’ απα­ντήσει, αλλά την πρόλαβε η Π άλα. «Τι πρόβλημα μπορεί να έχει ένα παιχνίδι; Δεν έχουμε δα σκοπό να βλάψουμε κανέναν!» Τ ίναξε τα κα τά μα υ ρα μαλλιά τη ς δυ να μ ικά και συνέχισε: «Εγώ λέω να

π ρ ο χω ρ ή σ ο υμ ε. Ά λλω στε ο Ά ρ α ξη ς θα β ο η θή σ ει αν χρειαστεί. Τ ου αρέσουν τα παράξενα παιχνίδια».

«Δε μ ’ άφ ησ ες να τελειώσω, Π άλα. Η τράπουλα αυτή γ ια μας είναι ακ ίνδυνη , αλλά ασκεί μεγάλη δύνα μη επάνω στους ανθρώ ­

πους. Τ α χα ρτιά που βγα ίνο υ ν κ α θ ο ρ ίζο υ ν λ ίγο -π ολύ την τύχη τους».

11

Page 13: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Και λοιπόν; Αν τα πράγματα ξεφ ύγου ν , μπορούμε πάντα να επέμβουμε. Θ εές δεν είμαστε;» επέμεινε η Π άλα. Τ α μ α ύρα της μαλλιά ήταν πολύ γυαλιστερά και τα λαμπερά, τεράστια μαύρα μά­τια της ταίριαζαν περίφημα με τη σταράτη επιδερμίδα της. Η χρυ ­

σοκέντητη κορδέλα στο χρώ μα της θάλασσας που τα συγκρατού- σε, τόνιζε ακόμη περισσότερη την υπέροχη ομορφ ιά της. Κοίταξε

τις άλλες ερωτηματικά.«Ό χι κ ι α π ’ τ ις π ολύ δυνα τές» , αναστένα ξε η Ε ρ ινο ύ . Σ τη ν

πραγματικότητα, λίγα πράγματα μπορούμε να κάνουμε αν η κατά­σταση σοβαρέψει πολύ. Δεν είμαστε δα και παντοδύναμες. Εμείς απλά μπορούμε να είμαστε πάντα νέες, όμορφες κι αθάνατες», είπε φιλάρεσκα.

«Τέλος πάντων», είπε η Ε λευθία , «και με π ο ιο υ ς θν η το ύ ς θα παίξουμε; Έχετε βρει τίποτα ενδιαφέρον;»

«Αμέ!» είπε η Π άλα, «να 'τοι: η Α ρέθουσα και ο Αντρέας, εντε­λώ ς ξετρελαμένοι ο ένας με τον άλλον».

«Ω ραία. Και τι π α ιχν ίδ ι θα κάνουμε με δυο τρελά ερω τευμέ­νους;» ρώτησε η Ερινού.

«Μ η βιάζεσαι!» την έκοψε η Π άλα. «Ενδιαφέρεται κι ο Ντελι- κανής».

«Τώρα μάλιστα! Και για ποια δεν ενδιαφέρεται αυτός, παρακα­λώ;»

«Ναι, αλλά έχει αρχίσει να εκνευρίζεται, γιατί αυτός είναι ο γιος του Μ εγάλου Μ άγιστρου, ενώ ο Αντρέας, αν και λεβεντόπαιδο, εί­

να ι α π ’ το πουθενά. Ω στόσο η Α ρέθουσα, παρόλο που η οικογέ- νειά τη ς είναι α π ’ τις π ιο αρ ιστοκρατικές, είναι κολλημένη στον Αντρέα και είναι απλώ ς ευγενική με τον Ν τελικανή. Ο νεαρός, βέ­βα ια , ε ίνα ι έξω φ ρ εν ώ ν κα ι κάθε φ ο ρ ά που βλέπει τον Α ντρέα

ανταλλάσσουν φονικές ματιές».«Πολύ ωραία, κι ο πατέρας της τι λέει;» ρώτησε Ερινού.

12

Page 14: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ο πατέρας της δε θα χαλούσε ποτέ χατίρ ι στην πρ ιγκ ίπ ισσά του, αλλά δεν μπορεί και να αρνηθεί την προτίμηση του γ ιου του Μ άγιστρου, και βέβαια θα προτιμούσε κατά βάθος το συμπεθεριό με το Μ εγάλο Μάγιστρο».

«Μάλιστα, όλο και καλυτερεύει η ιστορία», είπε η Ερινού. «Και πού βρίσκονται τα πράγματα τώρα;»

«Ο Α ντρέας ζήτησε χθες το βρά δυ από την Α ρέθουσα να γίνει γυναίκα του, κι εκείνη δέχτηκε. Σήμερα το απόγευμα λογαριάζουν

να το πουν στον Ντελικανή και το βραδάκι στον πατέρα της».«Λοιπόν, Ελευθία, φέρε την τράπουλα, ίσα που προλαβαίνου­

με...» είπε η Πάλα.«Πάμε μέσα», είπε Ελευθία, «πάμε στην Α ίθουσα της Γνώσης.

Δε θα παίξουμε με τα ταρό στο ύπαιθρο! Άλλωστε χρειαζόμαστε το σφαιρικό καθρέφτη για να παρακολουθούμε τις εξελίξεις».

Ο ι θεές πέρασαν β ιαστικά την επιβλητική πύλη τη ς έπα υλης που βρισκόταν μέσα στο άλσος και ακουμπούσε στους βρά χους

ενός κατάφυτου λόφ ου λες κι ήταν προέκτασή του. Διέσχισαν την ευρύχωρη υποδοχή, έστριψαν δεξιά, κατηφόρισαν ένα μακρύ διά­δρομο και σταμάτησαν στο τέλος του, μπροστά σε μια βαριά δρύ ι­νη πόρτα. Η Ε λευθία ακούμπησε το χέρ ι τη ς σε ένα μπρούτζινο

μάνταλο, συγκέντρωσε τη ματιά της επάνω του για δυο δευτερόλε­πτα και άνοιξε.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΗ αίθουσα ήτανμιοοφωτιομένη, αλλά με την είσοδο των θεαινών το φως δυνάμωσε, χωρίς όμως να γίνει ενοχλητικά έντονο. Κάθι­σαν γύρω από το βαρύ τραπέζι στην άκρη της αίθουσας. Γύρω τους υπήρχαν άπειροι τόμοι και πάπυροι, κι επάνω στο τραπέζι, σε μια όμορφη σκαλιστή βάση, βρισκόταν μια μεγάλη σφαίρα. Φαί-

13

Page 15: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

νόταν να είναι από καθρέφτη, αλλά τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στην επιφάνείά της.

Π Ελευθία παρουσίασε την τράπουλα καί είπε στην Πάλα να ανακατέψει τις κάρτες.

«Τι ωραία χαρτιά! Πόσα είναι;»«Αυτή η τράπουλα έχει 72, αλλά υπάρχουν καί μικρότερες». Π

Πάλα ανακάτεψε καλά τις κάρτες καί ακούμπησε το πάκο στο τρα­πέζι».

«Κόψτε!» είπε.Έκοψαν σε τρία μίκρότερα πάκα καί ύστερα τα ακούμπησαν το

ένα πάνω στ’ άλλο. Π Πάλα έβγαλε το πρώτο φύλλο στη άκρη καί είπε στίς δύο άλλες θεές να τραβήξουν από εφτά χαρτίά η κάθε μία, στην τύχη, χωρίς να τα δουν. Κατόπίν τράβηξε κί εκείνη άλλα εφτά καί τα έβαλε όλα κάτω από το πρώτο.

«Γίατί22;» ρώτησε η Ερίνού.«Γίατί η κοπέλα είναί 22 χρόνων. Ωστόσο, η τύχη της ενώθηκε

τώρα με του Αντρέα. Από εδώ καί πέρα, ό,τί συμβαίνεί στον έναν επηρεάζεί καί τον άλλο».

«Το παίχνίδί ξεκίνησε καί οί τροχοί μπήκαν σε κίνηση' δεν υπάρχεί πία επίστροφή», είπε η Ελευθία.

«Μπορούμε να δούμε το πρώτο χαρτί;» ρώτησε η Ερίνού.Π Ελευθία αναποδογύρίσε το πρώτο χαρτί. «Ο Μάγος, ανε­

στραμμένος», είπε.«Τί εννοεί αυτό το χαρτί;» ρώτησε η Πάλα.Π Ελευθία έβγαλε ένα μικροσκοπίκό δερματόδετο τόμο με χρυ­

σά γράμματα καί περίπλοκα σχέδια, τον άνοιξε, γύρίσε μερίκές σε­λίδες καί ύστερα διάβασε:

14

Page 16: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- 1. O ΜΑΓΟΣ -(Ανεστραμμένος)

0 ΜΑΓΟΧ

Πολλοί πιστεύουν ότι ο Μάγος είναι η προσωπο­ποίηση του Ερμή, θεού της επικοινωνίας, και σημαίνει θέληση. Μπορεί επίσης να συμβολίζει μια καινούργια αρχή και βέβαια είναι ο οδηγός των ανθρώπων για τη μετάβασή τους από τον κό­σμο των θνητών στο βασίλειο των θεών.

Ανεστραμμένος, ο Μάγος αποκτά μια πιο δυσά­ρεστη φύση και συμπεριφέρεται άτακτα και πολ­λές φορές κακόβουλα. Η εμφάνιση της κάρτας του Μάγου ανεστραμμένου σημαίνει δόλο, απάτη, προ­δοσία ή και κακοτυχία, καθώς και τη χρησιμο­ποίηση της ισχύος για κακούς και καταστροφι­κούς σκοπούς.

15

Page 17: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Η σφαίρα μπροστά τους ξαφνικά ζωντάνεψε. Μια ευρύχω­ρη, καλαίσθητη αίθουσα υποδοχής ενός αρχοντικού πρόβα­λε μέσα της. Τρεις άνθρωποι βρίσκονταν στο κέντρο της αί­θουσας και κοιτάζονταν περίεργα. Η κοπέλα κοίταζε με αγω­νία πότε τον ένα νεαρό και πότε τον άλλο. O ξανθός με τα μακριά μαλλιά και τα γαλανά μάτια φαινόταν να προσπαθεί να εξηγήσει κάτι στον ψηλό μελαχρινό με το αλαζονικό ύφος, αλλά αυτός είχε προφανώς εκνευριστεί τρομερά. Έκα­νε ένα βήμα και πλησίασε τον άλλον απειλητικά, μιλώντας δυνατά και σε έντονο ύφος. Ξαφνικά άπλωσε το χέρι και πή­ρε το μαχαίρι του άλλου από τη θήκη του...

Η ΑΡΕΘΟΥΣΑ ΕΒΓΑΛΕ MIA TPOMEPH κ ρ α υ γή . Ήταν ένας φρι­χτός ήχος, που πλημμύρισε τα δώματα του αρχοντικού, δια­περνώντας ανατριχιαστικά τ’ αφτιά του Αντρέα. Ήταν μια κραυγή θανάτου.

Η Αρέθουσα τινάχτηκε προς τα πίσω, μακριά απ’ το μα­χαίρι, και η αδράνεια στριφογύρισε το σώμα της αργά-αργά καθώς τα πόδια της γύρισαν και σύρθηκαν σαν να είχαν ακό­μη ζωή. Κατόπιν κλυδωνίστηκε και σωριάστηκε στο πάτω­μα, ενώ τρεμούλιασε ολάκερη καθώς χτύπησε τις πλάκες του δαπέδου. Το αίμα ξεχύθηκε με τρομερή ταχύτητα από τα στήθη της, και μια κόκκινη αχλύς φάνηκε να αναδύεται από αυτό, θολώνοντας την όραση του Αντρέα, τόσο που τρέκλισε. Το αίμα της πλημμύρισε το μαχαίρι του Αντρέα που ήταν πε­σμένο μπροστά της.

Όταν ο Αντρέας συνήλθε, είδε απέναντι του τον Ντελικα- νή που έτρεμε σύγκορμος, με το ασημένιο στιλέτο ακόμη στο

16

Page 18: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

χέρι του. Το σώμα της Αρέθουσας στεκόταν σαν εμπόδιο ανάμεσά τους και, σαν να ήταν κατά κάποιον τρόπο ιερό, κα­νείς τους δεν έκανε την κίνηση να περάσει από πάνω του. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και έμειναν σταθερές, γεμάτες μί­σος, φρίκη, σύγκρουση. Ο Αντρέας έβγαλε με δυσκολία τις λέξεις από το στεγνό του λαρύγγι.

«Άτιμε δολοφόνε!» κατάφερε να πει, και μετά η φωνή του έσπασε και πνίγηκε.

Ο Ντελικανής δεν αποκρίθηκε, παρά έκανε δυο βήματα πίσω, στράφηκε και, τρέχοντας και σκοντάφτοντας σαν τυ­φλός, βγήκε στο δρόμο βροντώντας πίσω του την πόρτα.

Ο Αντρέας έμεινε μόνος με την Αρέθουσα, αλλά αυτό το αξιολύπητο πλάσμα στο δάπεδο που τον κοίταζε με γυάλινα μά­τια έμοιαζε εντελώς ξένο και δε θύμιζε σε τίποτε το νεαρό, τρυ­φερό κορίτσι που γνώριζε. Καλά-καλά δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάξει, όμως πίεσε τον εαυτό του να κουλουριαστεί πλάι της και κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της. Η χλομάδα του θανάτου είχε κιόλας πάρει τη θέση του όμορφου χρώματος της ζωής, καθώς το αίμα της κοπέλας, που είχε στραγγίξει πια από το σώμα της, ξεραινόταν πάνω στο φόρεμά της.

Ο Αντρέας δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει ότι αυτό είχε στ' αλήθεια συμβεί. Έφερνε και ξανάφερνε στο νου του τη σειρά των γεγονότων, ατέλειωτες φορές, με μια πέτρινη επι­μονή. Εδώ και πολύ καιρό, ανάμεσα σ' εκείνον και στον Ντε- λικανή είχε αναπτυχθεί μια αντιπαλότητα που όλο και μεγά­λωνε, για την εύνοια της Αρέθουσας, όμως αυτό δεν ήταν κά­τι ασυνήθιστο μεταξύ δύο νέων.

Δεν ήταν, όμως, παρά σήμερα το απόγευμα που αυτή η αντιπαλότητα ξεπέρασε κάθε όριο και εξελίχθηκε σε μια φο­νική σύγκρουση. Όταν ο Ντελικανής κινήθηκε για πρώτη

17

Page 19: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

φορά εναντίον του με το στιλέτο στο χέρι και το τρελό μίσος γραμμένο στο πρόσωπό του, ο Αντρέας ήξερε ότι πριν περά­σει η μέρα ένας απ’ τους δύο θα ήταν νεκρός ή τουλάχιστον βαριά τραυματισμένος. Γιος του Μεγάλου Μάγιστρου της πόλης, ο Ντελικανής ήταν συνηθισμένος να παίρνει πάντα αυτό που ήθελε, και δεν έκανε ποτέ μισές δουλειές. Αλλά την Αρέθουσα ... όχι την Αρέθουσα!

Πολύ τρυφερά, πήρε το χλωμό, άτονο χέρι της μέσα στα δικά του, σφίγγοντάς το σαν να προσπαθούσε να σταλάξει στην κρύα σάρκα ζωή απ’ τη δική του. Άρχισε να της μιλάει. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μαύρα του μάτια κι’ έσταξαν στα δάχτυλα της Αρέθουσας, κι’ εκείνος πίεσε το χέρι της στο μά­γουλό του. Ήταν σαν πεθαμένο φύλλο, τόσο εύθραυστο που θα θρυμματιζόταν και θα διαλυόταν μ’ ένα φύσημα, με μιαν ανάσα. Η θλίψη έγινε μια τεράστια, ανυπόφορη πληγή μέσα του, κι ο Αντρέας έκϊαψε σιωπηλά.

Και ήταν σ’ αυτή τη στάση που τον βρήκαν οι φρουροί της πόλης όταν χίμηξαν μέσα με τον Ντελικανή και τον πατέρα της Αρέθουσας επικεφαλής. Το δωμάτιο παρουσίαζε μιαν αποτρό­παιη εικόνα: ο νέος, κουβαριασμένος, να βογκάει μπροστά στο πτώμα, ενώ τα ματωμένα μπράτσα του, το πουκάμισό του και το μαχαίρι του τον καταδίκαζαν με την πρώτη ματιά.

Ο Ντελικανής πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε το δάχτυλό του και έδειξε τον Αντρέα. Η φωνή του ήταν σταθερή και ψυχρή.

«Να 'τος ο δολοφόνος!»Ο Αντρέας σήκωσε το βλέμμα κι έμοιαζε να επιστρέφει

από έναν άλλον κόσμο. Τα μάτια του μαρτυρούσαν κατάπλη­ξη πίσω από τη δυστυχία τους. Η φωνή του μόλις και ανα­γνωριζόταν.

18

Page 20: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ε - ε - εγώ - δεν - »Οι άντρες κοίταξαν αβέβαιοι τον Ντελικανή.«Λοιπόν, γιατί διστάζετε; Μπροστά σας έχετε ένα δολοφόνο!»Δεν ήταν ποτέ φρόνιμο να φέρνεις αντίρρηση στο γιο του

πιο ισχυρού άντρα της πόλης. Δυο απ’ τους άντρες της φρουράς έπιασαν τον Αντρέα από τα μπράτσα, τον έστησαν όρθιο και τον τράβηξαν ανάμεσά τους, για να μην μπορεί να τους ξεφύγει και να συνεχίσει το μοιρολόι για τη νεκρή Αρέ­θουσα. Και ξαφνικά, εντελώς απροειδοποίητα, κάτι έσπασε στο μυαλό του, και όλη η φρίκη και η αγωνία ξέσπασαν με­μιάς. Έβγαλε μια πένθιμη κραυγή τρέλας καθώς πάλευε να ξεφύγει από τους άντρες που τον κρατούσαν.

«Αρέθουσα, Αρέθουσα!» φώναξε. «Εγώ ούτε που την άγ­γιξα, αυτός τη σκότωσε! Δώστε μου το μαχαίρι μου να τον σκοτώσω κι εγώ!»

Ο Ντελικανής κοίταξε τον αρχηγό της φρουράς και κού­νησε αργά το κεφάλι του. Ο Αντρέας συνάντησε για μια στιγ­μή τα μάτια του πατέρα της Αρέθουσας. Ήταν άδεια, ψυχρά, σαν να μη τον αναγνώριζαν. Ο γέροντας αναστέναξε με πί­κρα και θλίψη.

«Το παιδί παραληρεί», είπε βαριά. «Τα 'χει χαμένα. Πάρτε τον από μπροστά μου!»

Ο Ντελικανής δεν κοίταζε τον Αντρέα καθώς τον έπαιρ­ναν προς την πόρτα. Κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στην πόρτα.

Κι έτσι ο Αντρέας βρέθηκε στο κελί της θλιβερής φυλα­κής. Μια απαίσια ποντικότρυπα.

Το δικαστήριο, φυσικά, δέχτηκε το λόγο του γιου του Με­γάλου Μάγιστρου, κι όχι ενός νεαρού αμφιβόλου χαρακτήρα και άγνωστης καταγωγής, και απέρριψε την ειλικρινή μαρτυ­

19

Page 21: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ρία του Αντρέα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έγκλημα πάθους, είπε ο Ντελικανής. Προτίμησε να σκοτώσει το κορίτσι που αγα­πούσε, παρά να το δει να διαλέγει άλλον. Όχι! Διαμαρτυρήθη- κε ο Αντρέας. Ο Ντελικανής το έκανε αυτό, όχι εκείνος. Όμως είδε και αισθάνθηκε τη δυσπιστία, την εχθρότητα και την περι­φρόνηση γραμμένη στα μάτια των παρισταμένων πριν καν τε­λειώσει τα λόγια του. Κι έτσι, ο πραγματικός ένοχος έφυγε από το δικαστήριο ελεύθερος και με το κεφάλι ψηλά, ενώ ο Αντρέ­ας κρίθηκε ένοχος από τους ενόρκους και έμεινε στη φυλακή να περιμένει την καταδίκη του.

Προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι ακριβώς εκείνη την ημέρα η Αρέθουσα είχε κάνει την επιλογή της και είχε δεχτεί να γίνει γυναίκα του. Όταν το είπαν στον Ντελικανή, εκείνος αγνόησε τη μισο-απολογητική εξομολόγηση της Αρέθουσας, αγνόησε και όσα του είπε ο Αντρέας για να τον ηρεμήσει, απείλησε ότι θα σκότωνε τον Αντρέα αν μπορούσε και είπε ότι έπρεπε να μονομαχήσουν.

Τότε, από ένστικτο αυτοσυντήρησης και μόνο, είπε ο Αντρέας, εξαναγκάστηκε να τραβήξει το μακρύ του μαχαίρι, ένα όπλο που ήξερε να χειριστεί καλά, και ετοιμάστηκε να υπερασπιστεί την αγάπη του. Το δικαστήριο όμως δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενά του, κι έτσι η αληθινή ιστορία πως ο Ντελικανής, διακινδυνεύοντας να χάσει το παιχνίδι, κάρφω­σε εν ψυχρώ το στιλέτο του Αντρέα στην Αρέθουσα, δεν ει­πώθηκε ποτέ.

Στην Αίθουσα της Γνώσης Πάλα: Τώρα τι κάνουμε;Ελευθία: Έχω στείλει Αγγελιοφόρο στονΆραξη.

20

Page 22: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ερινού: Τι θα κάνει;Ελευθία: Σιγά να μη μας πει. Σίγουρα κάτι παράδοξο...

Κι ΕΤΣΙ, Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ έπρεπε να περάσει τις τε­λευταίες ώρες της ζωής του. Περιέργως, ήταν εντελώς ασυ­γκίνητος για την τύχη που τον περίμενε. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε τώρα τίποτε που να τον κάνει να θέλει να ζήσει. Όχι πια. Ευχόταν μόνο να είχαν βρει ένα καλύτερο τρόπο να τον εκτελέσουν απ’ το να τον θυσιάσουν στον Άραξη, το Θεό του Κάτω Κόσμου.

Ξαφνικά, η σκέψη του Ναού του Άραξη στην κορυφή του ψηλού λόφου και των φρικιαστικών θρύλων που κυκλοφο­ρούσαν για τον ίδιο το θεό, έκανε τον Αντρέα να ανατριχιάσει. Ένα μέρος της φιλοσοφικής του διάθεσης άρχισε να χάνεται, κι όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Όπως ήταν γνωστό, ο Άραξης ήταν καλός υπηρέτης από τη μια, αλλά τρομερός αφέντης απ’ την άλλη. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Αντρέα δεν ήταν ιδιαίτερα έντονες, αλλά όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες του, διατηρούσε μια βασική πίστη στην ύπαρξη των πολλών τους θεών και σε ό,τι αυτό υπονοούσε. Ο Άραξης, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ήταν μια φιλική θεότητα, κι ακόμη και ο ναός του ενέπνεε δέος και καλυπτόταν από μισοσκόταδο, κατήφεια και μυστικοπάθεια.

Ο Αντρέας τρεμούλιασε και το στόμα του στέγνωσε. Τρι­κλίζοντας, στάθηκε στα πόδια του και σέρνοντάς τα στο πά­τωμα που ήταν στρωμένο με άχυρο πήγε ως την πόρτα. Έσκυψε όσο μπορούσε περισσότερο, προσπαθώντας να δει κάποιον πέρα στο σκοτεινό διάδρομο.

21

Page 23: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ε, εσύ παιδί», φώναξε στο γιο του δεσμοφύλακα που φυλούσε σκοπιά όσο ο πατέρας του έτρωγε, «φέρε μου λίγο νερό!».

Το παιδί έκανε πως δεν άκουσε, και ο Αντρέας φώναξε πάλι: «Ε, εσύ! Για τ’ όνομα του Ναρλεσή, θέλω νερό!».

Το αγόρι, όμως, τον αγνόησε εσκεμμένα. Του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε αποφασιστικά. Καθώς τα βήματά του έσβηναν, η μοναξιά κι ο φόβος κατέκλυσαν τον Αντρέα που έπεσε πάλι πίσω, στο βρώμικο τοίχο. Σκέπασε το πρόσω­πό του με τα χέρια του, ντροπιασμένος για τα δάκρυα που πλημμύριζαν τα μάτια του.

«Αρέθουσα, Αρέθουσα», μουρμούρισε δυστυχισμένος. «Ω, Αρέθουσα!»

Μια ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα, πήραν τον Αντρέα από το κελί του και τον οδήγησαν στα λουτρά, όπου τον περίμενε ένα ζεστό μπάνιο. Τον έτριψαν καλά χωρίς πολλές τσιριμό­νιες. Κατόπιν τα χέρια του δέθηκαν με κρίκους πίσω στην πλάτη του, και ήταν πια ώρα να φύγουν.

Γυμνό, εκτός από τους κρίκους, τον οδήγησαν έξω και τον ανάγκασαν να ανέβει σε ένα σκεπαστό κάρο, το οποίο ξε­κίνησε αμέσως, διέσχισε την πόλη με ξέφρενο ρυθμό και κα- τευθύνθηκε προς τους λόφους.

Όσο ταξίδευαν, ο Αντρέας απέφευγε να σκέφτεται το Ναό του Άραξη. Προσπαθούσε να μη δώσει σημασία στο γεγονός ότι η κλίση του δρόμου γινόταν όλο και πιο ανηφορική και ότι η κίνηση του κάρου γινόταν όλο και πιο αργή καθώς σκαρφά­λωναν όλο και πιο ψηλά. Όμως, του ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, και μέχρι που σταμάτησαν, και οι δύο φρου­ροί τον έσπρωξαν να κατέβει τα τρία σκαλιά και να πατήσει το χορτάρι, ο φόβος του είχε μετατραπεί σε αηδιαστικό τρόμο.

22

Page 24: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ο ήλιος σχημάτιζε ένα πύρινο ημικύκλιο πάνω απ’ τον ορίζοντα, μια αψίδα που έστελνε κόκκινες σαν το αίμα ακτίνες φωτός στις πάνω άκρες τ’ ουρανού. Για τον Αντρέα, όμως, το θέμα δεν ήταν ευχάρι­στο, αφού αντανακλούσε τη δική του θλιβερή διάθεση. Οι ακτίνες του ήλιου έπεσαν στα μάτια των δυο αλόγων που ήταν ζεμένα στο κάρο, κι αυτά τα έκλεισαν κοροϊδευτικά - έτσι του­λάχιστον φάνηκε στον Αντρέα. Ένα απ' αυτά, μάλιστα, ξεγύ­μνωσε τα κιτρινισμένα δόντια του «γελώντας» με την τύχη του, κι εκείνος ανταπέδωσε με μια προκλητική ματιά.

Κανείς δεν είχε έρθει να δει τις τελευταίες του στιγμές. Μόνο οι δυο φρουροί και ο οδηγός του κάρου ήταν εκεί, μοιάζοντας να μισοκοιμούνται στη ζεστασιά του τέλους της ημέρας.

Ο ένας απ’ τους φρουρούς κοίταξε το ηλιοβασίλεμα για μερικές στιγμές, χαμένος στις δικές του σκέψεις, και ύστερα είπε:

«Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε περισσότερο. Έλα, ανέβα τα σκαλιά».

Ο Αντρέας κοίταξε προς τα πάνω την πλαγιά του λόφου και τα στενά, απότομα σκαλιά που ήταν λαξεμένα στην πέτρα του φαραγγιού. Ακόμα πιο ψηλά, μπορούσε να δει τους δί­δυμους πέτρινους Φρουρούς της πύλης του Ναού, να δια­γράφονται σκοτεινοί στο φόντο τ’ ουρανού. Ο Αντρέας ξερο­κατάπιε.

«Έλα», του είπε πάλι ο φρουρός, πιο μαλακά αυτή τη φορά.Ο Αντρέας άρχισε να σκαρφαλώνει.Από την κορυφή του λόφου που βρισκόταν ο Ναός, μπο­

ρούσε κανείς να δει την ακτή να απλώνεται μίλια μακριά, σαν ένας τεράστιος πολύχρωμος χάρτης. Προς τα δυτικά, η θά-

23

Page 25: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ϊασσα λαμπύριζε στο ηλιοβασίλεμα, ενώ μικροσκοπικές λευ­κές γραμμές αφρού ταξίδευαν σιωπηλά για να συντριβούν στα πόδια των τεράστιων βράχων.

Ο Αντρέας κοίταξε προς τη θάλασσα καθώς πλησίαζε το Ναό του Άραξη. Πλάι του φύτρωνε το καταπράσινο μαλακό χορτάρι του λόφου, διάσπαρτο με μικροσκοπικά λουλουδά­κια, κατηφορίζοντας απαλά την όλο και πιο απότομη πλαγιά πριν αυτή καταλήξει στα ήσυχα νερά ενός προστατευμένου και απρόσιτου κολπίσκου. Πάντα αγαπούσε τη θάλασσα, και καθώς την κοιτούσε και το αεράκι περνούσε μέσα απ' τα μαλ­λιά του, η ψυχή του πλημμύρισε από συναισθήματα. Νοερά, έγνεψε αντίο στον ωκεανό.

Τέλος, έφτασαν μπροστά στην τεράστια πύλη του Ναού. Τα αυστηρά, ψαμμιτένια πρόσωπα των δύο Φρουρών δέ­σποζαν από πάνω του και τον έκαναν να ανατριχιάσει, αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω τους κα­θώς η μικρή ομάδα πέρασε κάτω απ’ τη γιγάντια αψίδα και μπήκε στην αυλή του Ναού.

Τους υποδέχτηκε η απόλυτη σιωπή. Στην αυλή όλα ήταν χτισμένα από πέτρα στο όμορφο χρώμα της άμμου, κι ο αέ­ρας της θάλασσας φυσούσε δυνατότερα μέσα από τις ανοι­χτές στοές' ύστερα ανέβαινε και περνούσε πάνω και πέρα από την απανεμιά του ψηλού τοίχου, σαν να φοβόταν να μεί­νει εκεί.

Οι οδηγίες που είχαν οι φρουροί ήταν ν’ αφήσουν τον Αντρέα στην αυλή του Ναού και να επιστρέψουν αμέσως στην πόλη. Οι ιερείς του Άραξη ήταν πρόσωπα ιερά και δεν ήταν καλός οιωνός ακόμη και να τους δει κανείς. Κι έτσι ο Αντρέας έμεινε μόνος στο προαύλιο, εγκαταλειμμένος από τους λιγομίλητους αλλά καθόλου εχθρικούς άντρες, μικρός

24

Page 26: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

και αδύναμος κάτω από τα γιγάντια αγάλματα και πολύ φο­βισμένος.

Δε χρειάστηκε να περιμένει παρά μερικά δευτερόλεπτα, και από την άλλη άκρη της αυλής πρόβαλε η κουστωδία των ιερέ­ων του Ναού. Με την πρώτη ματιά δεν του φάνηκαν και πολύ ανθρώπινοι. Όλα σ’ αυτούς ήταν γκρίζα, από τη στεγνή επι­δερμίδα και τα σχεδόν ανύπαρκτα μαλλιά τους, ως τις μακριές τηβέννους με τις κόκκινες ταινίες που περνούσαν πάνω από τους ώμους τους και έφταναν ως κάτω. Οι ιερείς αυτοί δεν φημίζονταν για το έλεος και την καλοσύνη τους, και κοιτάζο- ντάς τους, ο Αντρέας άρχισε να καταλαβαίνει γιατί.

Ιδρώτας φάνηκε στο πρόσωπο και το στήθος του καθώς τον έφτασαν οι ιερείς. Κοίταξε από τον ένα στον άλλο και είδε μια απρόσωπη περιφρόνηση γραμμένη στα πρόσωπά τους. Προφανώς δεν τους ενδιέφερε παρά μόνο σαν αντικείμενο θυσίας. Ο τρόμος τον κυρίεψε.

Οι ιερείς του Άραξη σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω του και αφού του αφαίρεσαν τα δεσμά του, τον προχώρησαν προς την κεντρική είσοδο του Ναού που ήταν σχεδιασμένη να θυμίζει το στόμα ενός δαίμονα. Από εκεί διέσχισαν πολλά περάσματα, τόσα που ο Αντρέας έχασε το λογαριασμό, όλα όμως οδηγού­σαν προς τα κάτω. Παντού επικρατούσε μισοσκόταδο καθώς οι πυρσοί που τα φώτιζαν απείχαν αρκετά ο ένας από τον άλλον, και η ατμόσφαιρα γινόταν πιο βαριά από τους ψηλούς τοίχους που ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες αιματοβαμμένων σκηνών από θρύλους θεοτήτων του Κάτω Κόσμου.

Όλη αυτή την ώρα δεν μίλησε κανείς. Δεν ακούστηκε λέ­ξη. Όμως, το σφυροκόπημα της καρδιάς του έσπαγε τ’ αυτιά του Αντρέα, ενώ τα κύματα της ναυτίας διαδέχονταν το ένα το άλλο. Αρκετές φορές ο φόβος έκανε τα πόδια του να τρεκλί-

25

Page 27: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ζουν, τόσο που σκόνταφτε για να πέσει, αλλά την τελευταία στιγμή τον συγκρατούσε ένας απ’ τους ιερείς. Επιτέλους ο λα­βύρινθος των διαδρόμων τελείωσε και πέρασαν σε μια σχετι­κά μικρή αίθουσα με μοναδικό χαρακτηριστικό μια μεγαλο­πρεπή πύλη σκαλισμένη με ιερογλυφικά που πλαισίωναν μια φρικιαστική μάσκα. Οι ιερείς πήραν θέση στη μια πλευρά της αίθουσας καθώς άλλοι τρεις πρόβαλαν μέσα από τις σκιές και ενώθηκαν με τους άλλους. Για μια φοβερή στιγμή, ο Αντρέας νόμισε που οι νεοφερμένοι ήταν αυτόχθονες του ίδιου του Κάτω Κόσμου, καθώς ο καθένας απ’ αυτούς φορούσε μια τε­ράστια μάσκα με τερατώδη χαρακτηριστικά σαν αυτά της πύ­λης. Δύο απ’ αυτούς, που κρατούσαν δόρατα και ένα δαυλό, έσπρωξαν τον Αντρέα μπροστά και τον ανάγκασαν να σταθεί απέναντι από την πύλη. Τα μάτια τους, γεμάτα κατηγορία και κακεντρέχεια, δεν τον άφησαν στιγμή.

Κάθε αποφασιστικότητα που είχε απομείνει στον Αντρέας για να αντιμετωπίσει τη μοίρα του διαλύθηκε. «Έλεος!» είπε με ραγισμένη φωνή. «Τι θα μου κάνετε;»

Ο τρίτος μασκοφόρος ιερέας, που κρατούσε μόνο ένα με­γάλο δαυλό, έγειρε το κεφάλι του προς τον Αντρέα και είπε: «Θα θυσιαστείς στον Κύριό μας και Αφέντη Άραξη, πανάθλιε εσύ». Υπήρχε μια νότα φθονερής αγαλλίασης στον τόνο της φωνής του. «Θα σε ρίξουμε στην Άβυσσο. Η πτώση σου μπο­ρεί να σε σκοτώσει, μπορεί και όχι. Αν δεν σε σκοτώσει, τότε το τέλος σου θα προέλθει από την πείνα ή την τρέλα του φόβου. Η τιμωρία σου, όμως, σου αξίζει για το έγκλημα που έκανες».

Εικόνες φρίκης αναπήδησαν στο μυαλό του Αντρέα. Οράματα ξαφνικού, βίαιου θανάτου, με το λαιμό του να σπάει σαν καλάμι, το σώμα του να μένει να σαπίσει, ξεχασμέ­νο από τους ιερείς, ξεχασμένο από εκείνους που κάποτε με­

26

Page 28: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τρούσε για φίλους του. Ή , ακόμη χειρότερα, να παραμένει ζωντανός στο πάτο της Αβύσσου, ανάμεσα στα λείψανα των άτυχων που πέθαναν πριν απ’ αυτόν, μέχρι που το σώμα του να εξασθενήσει και τελικά να εγκαταλείψει...

Οι ιερείς του Άραξη ακροβολίστηκαν σε ημικύκλιο μπροστά του, σε διακριτική απόσταση. Αυτός με το μεγάλο δαυλό έκανε ένα-δυο βήματα μπροστά κι άρχισε ν’ απαγγέλλει. Το μουρμου- ρητό που έβγαινε απ’ το στόμα του ήταν μονότονο σαν πένθιμη καμπάνα, ενώ κάποιες στιγμές οι άλλοι ιερείς ακούγονταν σαν να απαντούσαν στην ψαλμωδία του με σκληρές, άναρθρες κραυγές. Οι σκέψεις του Αντρέα έγιναν τόσο άγριες και μπερδε­μένες κι έτρεχαν στο μυαλό του με τέτοια ταχύτητα, που είχε πά- ψει να έχει επίγνωση των λεγομένων του ιερέα, ώσπου δυο λέ­ξεις ξεχώρισαν και διαπέρασαν την ομίχλη του μυαλού του.

«Εσύ καταδικασμένε!»Όταν ο Αντρέας αφομοίωσε τις λέξεις, σάλεψε το κεφάλι

του.«Καταδικασμένος!»Σ’ εκείνον απευθύνονταν, αλλά αυτός δεν είχε κάνει τίποτε

κακό, δεν είχε σκοτώσει την Αρέθουσα.«Εσύ, καταδικασμένε, ατένισε το πρόσωπο του Κυρίου

και Αφέντη μας, του Άραξη!»Πολύ αργά, ο Αντρέας σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε

τα κρύα από οψιδιανό μάτια του γλυπτού που βρισκόταν μπροστά του.

«Ω, Άραξη, Κύριε του Κάτω Κόσμου, κοίταξε αυτόν τον καταδικασμένο εγκληματία που στέκεται μπροστά σου!»

Ο Αντρέας κοιτούσε ακόμη, μισο-υπνωτισμένος από τα ψυχρά μάτια του γλυπτού. Το μυαλό του άρχισε να παραπαίει.

«Άραξη, Κύριε του Θανάτου, προσφέρουμε αυτόν τον

27

Page 29: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

άντρα θυσία σε σένα, δίνοντας έτσι ένα δίκαιο τέλος στην τι­μωρία του!»

Το πάτωμα κάτω από τα πόδια του Αντρέα τρεμούλιασε βίαια, ρίχνοντας τον Αντρέα στα γόνατα. Έμεινε εκεί, κου- λουριασμένος, σαν παγιδευμένο ζώο, ενώ τα μάτια του στρι­φογύριζαν από τον ένα βλοσυρό ιερέα στον άλλον, και στον άλλον, και στον άλλον ...

«Ω, Άραξη, Μεγάλε Βασιλέα της Νύχτας, τιμώρησέ τον για τα εγκλήματά του!»

Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε.«Παράδωσε αυτό τον άνθρωπο στο αιώνιο μαρτύριο, ω

Άραξη, Αφέντη των Χαμένων!» Ένας απ’ τους ιερείς άπλωσε το χέρι στον τοίχο. «Δέξου τη θυσία μας!»

Ο Αντρέας τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Όχι!» κραύγασε, και η φωνή του αντήχησε γύρω απ’ την αίθουσα και τους διαδρόμους. «Όχι!»

Ένας συρτός ήχος ακολούθησε. Το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια του. Για ένα διάστημα που το φάνηκε αιώ­νας, ο Αντρέας κρεμόταν στον αέρα, και μετά βούτηξε σαν πέ­τρα που άρχισε να πέφτει στη χαράδρα ίσα κάτω, σε μια στρι­φογυριστή και κραυγαλέα δίνη ενός παγωμένου σκότους.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΠάλα: Να πάρει η ευχή! Τώρα θα πεθάνει κι αυτός... Τι λέει το δεύτερο χαρτί;Ελευθία: Για να δούμε... ΗΆρχιέρεια.Ερινού: Έλα, διάβασε!

28

Page 30: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- II. H APXIEPEIA -

Η APXIEPEIA

Η Λρχιέρεια συμβολίζει την υψηλή, πνευματική σοφία. Είναι η Φρουρός του Πέπλου της Ίσιδας, που αποτελεί την πύλη εισόδου στα Εσωτερικά Μυ­στήρια. Είναι η μεσολαβήτρια δύναμη ανάμεσα στους δίδυμους πυλώνες του Ελέους και της Σκλη­ρότητας.

Η εμφάνιση αυτής της κάρτας δηλώνει πως βα­θιά διαίσθηση βρίσκεται εν δράσει, μια προφα­νής και συνάμα εξιδανικευμένη επιρροή, για την οποία, ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει μιαν ασαφή μόνο αίσθηση.

29

Page 31: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Πάλα: Τώρα μάλιστα. Καημένε Αντρέα! Ποιος ξέρει τι σε πε­ριμένει...

Ερινού: Σιωπή! Κοιτάξτε!

Κά π ο υ m akp ia , ε τ σ ι τ ο υ φ ά ιν ο τ ά ν , μια φωνή ούρλιαζε πα­ρανοϊκά. Ίσως και να ήταν ανθρώπινη. Σκούρα χρώματα αναπηδούσαν στα μάτια του Αντρέα μέσα σ’ ένα απόλυτο χά­ος, και το στριφογύρισμα της δίνης φάνηκε να πλημμυρίζει το σώμα του σε τέτοιο βαθμό που νόμιζε πως θα εκραγεί. Μια ζωώδης αίσθηση διαπέρασε τη συνείδηση του καθώς εκείνος ριχνόταν πάνω στη δίνη ξανά και ξανά, με τις γροθιές του να χτυπούν, τα νύχια να γραπώνουν, τρελαμένος από το φόβο.

Ξαφνικά κλονίστηκε και σωριάστηκε επάνω σ’ έναν τοίχο. Το ουρλιαχτό σταμάτησε αμέσως, και απότομα συνειδητο­ποίησε ότι η μισότρελη φωνή που άκουγε ήταν η δική του.

Οι αισθήσεις του επέστρεψαν σαν κατακλυσμός, τόσο κρύος και δυνατός, που ένα βασανιστικό ρίγος διαπέρασε κάθε του νεύρο. Ο πόνος τον κατέκλυσε παντού. Προσπάθη­σε να κινηθεί αλλά το καταχτυπημένο σώμα του αδυνατούσε να υπακούσει και κατέρρευσε με το πρόσωπο πάνω στο ψυ­χρό, πέτρινο δάπεδο.

Το σκοτάδι τον περιτριγύριζε σαν αδυσώπητος εχθρός. Κι όμως, δεν μπορούσε να γλυτώσει απ’ αυτόν, γιατί αυτός ο εχθρός δεν ήταν μόνο σκοτάδι ούτε μόνο φόβος, αλλά και κάτι άλλο που επέβαλε την παρουσία του μέσα στο μυαλό του, καθώς συνειδητοποιούσε αργά αλλά σταθερά ότι...

Ήταν ακόμη ζωντανός!

30

Page 32: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Η σημασία του γεγονότος τον χτύπησε κεραυνοβόλα και ούρλιαζε με ανείπωτο τρόμο καθώς το μυαλό του προσπα­θούσε αλλά αδυνατούσε να απορρίψει την πραγματικότητα. Ζούσε - είχε επιβιώσει από την πτώση και είχε στερηθεί το γρήγορο θάνατο που είχε ζητήσει στις προσευχές του. Ήταν παγιδευμένος στον πάτο της Αβύσσου του Άραξη, να ουρ­λιάζει και να παρακαλεί μέχρι που να σαπίσει το κουφάρι του... Αργή λιμοκτονία ... βδελυρό, δυσώδες σκοτάδι. και η καταπακτή πάρα πολύ ψηλά για να τη φ τάσει.

Πανικός! Πολέμησέ τον, πολέμησέ τον! Στριφογύρισε και σύρσου μέχρι να σου κοπεί η αναπνοή από τον πόνο και να ... λιμοκτονία ... θάνατος και ό,τι υπάρχει μετά από αυτόν ... αν πίστευε κανείς αυτά που έλεγαν οι ιερείς ... πτώματα για τους συντρόφους του ...

«Όχι!» Η φωνή του Αντρέα ακούστηκε στριγκή και αντή­χησε κοροϊδευτικά από τη μακρινή, αόρατη οροφή. Έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του και τα ουρλιαχτά του με­τατράπηκαν σε επίμονους, βίαιους λυγμούς. Τα νύχια του, μαύρα και τσακισμένα από τις προηγούμενες προσπάθειές του να ξεφύγει, έσκιζαν τα μάγουλά του. Το αίμα κυλούσε κι έσταζε από τους κροτάφους του κι απ' τα κολλημένα του μαλλιά. Κλαψουρίζοντας συνέχεια σαν εγκαταλειμμένο παι­δί, σήκωσε τα τρεμάμενα δάχτυλά του για να διαπιστώσει από πού προερχόταν: ένα βαθύ κόψιμο διέσχιζε διαγώνια το μέτωπό του Το αίμα έτρεχε ακόμη, κι αυτό επανέφερε τις αι­σθήσεις του Αντρέα, καθώς έπρεπε να ασχοληθεί με το και­νούργιο και πιο επείγον αυτό ζήτημα.

Ενστικτωδώς, άπλωσε το χέρι στο λαιμό του για να χρησι­μοποιήσει το μαντήλι του για να σταματήσει το αίμα, αλλά θυμήθηκε πως ήταν γυμνός. Ωστόσο έπρεπε να το σταματή­

31

Page 33: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σει. Το χέρι του ψηλάφησε ένα γύρω, αλλά μη βρίσκοντας τί­ποτα, σύρθηκε μερικά μέτρα πονώντας τρομερά. Το χέρι του έπιασε κάτι λείο, κρύο και σκληρό, και σταμάτησε εκεί. Τα δάχτυλά του έφεραν το μυστηριώδες αντικείμενο κοντύτερα και προσπάθησε να δει τι ήταν μέσα στη μαυρίλα.

Μια θαμπή γυαλάδα από κάποιο παλιό κόκαλο, κόγχες ματιών που έχασκαν αδειανές, γεμάτες αράχνες και σκόνες' ένα σαγόνι σε ηλίθιο μορφασμό ... Σε όποιον και αν ανήκε αυτό το κρανίο κάποτε, πρέπει να είχε πεθάνει πολύ, πολύ καιρό πριν.

Ο Αντρέας ξεροκατάπιε και συγκρότησε μια κρίση ναυ­τίας. Έσπρωξε μακριά το κρανίο κι’ εκείνο κύλησε στο θλιβε­ρό σκοτάδι, αφήνοντάς τον να τρεμουλιάζει κοιτώντας προς την κατεύθυνση που ακουγόταν.

Το αίμα εξακολουθούσε να τρέχει από το τραύμα στο κε­φάλι του. Ωστόσο, με την εικόνα του κρανίου νωπή μπροστά του να του θυμίζει το θάνατο που ερχόταν και γι’ αυτόν, ανα­ρωτήθηκε: αξίζει τον κόπο να προσπαθώ να παρατείνω τη ζωή μου; Δεν θα ήταν προτιμότερο να αφήσω την αιμορρα­γία να επιταχύνει το αναπόφευκτο τέλος, αντί να το πολεμάω;

Ποια μοίρα ήταν προτιμότερη; Να πεθάνει γρήγορα ή να λιμοκτονήσει σταδιακά περνώντας ατέλειωτες ώρες αγωνίας περιμένοντας το τέλος; Δε χρειαζόταν, βέβαια, απάντηση το ερώτημα αυτό. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα έμπηγε το μαχαί­ρι του στην καρδιά του για να φέρει το τέλος μια ώρα αρχύτε­ρα, αλλά, φυσικά, του το είχαν πάρει...

Ξαφνικά, αποτίναξε τις άρρωστες σκέψεις από το μυαλό του και προσπάθησε να ξαναβρεί τη χαμένη του αυτοπεποί­θηση. Κοίταξε προς τα πάνω. Κάπου εκεί πρέπει να ήταν η καταπακτή από την οποία τον είχαν ρίξει' κάπου εκεί από

32

Page 34: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

πάνω πρέπει να βρίσκονταν οι ιερείς του Άραξη, που χωρίς αμφιβολία θα ήταν σίγουροι πως είχαν ολοκληρώσει το έργο τους και πως έτσι είχε αποδοθεί δικαιοσύνη. Τον είχαν κατα­δικάσει και τον είχαν ξεγράψει - αλλά ήταν πιθανό να υπήρ­χε κι άλλη έξοδος από την Άβυσσο. Μόλις και δια της βίας π ιθανό .

Ο Αντρέας στάθηκε με πολύ κόπο στα πόδια του, τρικλί­ζοντας. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε τα αναρίθμητα τραύματά του: κοψίματα, εκδορές, μώλωπες, ένα πολύ άσκη­μα γδαρμένο μπράτσο, διαστρέμματα και θλάσεις μυών που δύσκολα θα ανταποκρίνονταν στις προσπάθειές του να κινη­θεί. Σφυριά κοπανούσαν το κεφάλι του προσπαθώντας να τον ρίξουν λιπόθυμο, αλλά αδιαφόρησε παγερά για όλα αυτά και χρησιμοποιώντας τον τοίχο για να σταθεί όρθιος, δοκίμα­σε να κάνει μερικά βήματα.

Προχώρησε παραπατώντας στα τυφλά, κολλημένος στον τοίχο που φαινόταν να είναι ατελείωτος. Του φάνηκε ότι είχε περάσει ένας αιώνας, αλλά στην πραγματικότητα είχε διανύ- σει μόλις μερικά μέτρα μέχρι που συγκρούστηκε με κάτι που γλίστρησε στο πάτωμα και κατόπιν έμεινε ακίνητο.

Δίστασε, καθώς το σοκ που αισθάνθηκε τέντωσε τα νεύρα του ακόμη περισσότερο, αλλά ύστερα έσκυψε για να καταλά­βει τι ήταν αυτό που βρέθηκε στο δρόμο του. Το χέρι του έπιασε ένα τραχύ ύφασμα που σκίστηκε αμέσως και γλίστρη­σε από τα δάχτυλά του αποκαλύπτοντας το μακρύ λευκό κό­καλο ενός ανθρώπινου μπράτσου. Δείγματα σάρκας σε απο­σύνθεση και εύθραυστα μακριά μαλλιά έδειχναν πως η άτυχη γυναίκα είχε πεθάνει πρόσφατα. Καθώς ακούμπησε το άμορ­φο πρόσωπο, έβγαλε μια δυνατή κραυγή, γιατί μεμιάς το φά­ντασμα της Αρέθουσας, όπως κειτόταν μπροστά του μαχαι­

33

Page 35: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ρωμένη, με το αίμα της να πλημμυρίζει το δάπεδο, εμφανί­στηκε απροσδόκητα στο μυαλό του. Η φτωχή αυτή γυναίκα -το άψυχο κουφάρι που ήταν κάποτε ένα ανθρώπινο ον- του θύμισε με οδυνηρό τρόπο τη μοίρα της Αρέθουσας - αλ­λά και τη δική του.

Η Αρέθουσα ήταν νεκρή και χαμένη, και κανείς δεν μπο­ρούσε να τη φέρει πίσω. Σε μερικές εβδομάδες θα ήταν κι αυτός νεκρός, και θα σάπιζε όπως αυτή η γυναίκα, σε κάποια σκοτεινή γω ν ιά .

«Ανάθεμά σε, Ντελικανή!» ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια του. «Εσύ τα έκανες όλα αυτά. Ανάθεμά σε!»

Οι αισθήσεις του τον εγκατέλειπαν. Ο τρόμος, ο θυμός και η πίκρα έγιναν μέσα του ένα, και ξέσπασαν με ορμή.

«Ανάθεμά σε!» ούρλιαξε ο Αντρέας, και το ουρλιαχτό του έφτασε στα πέρατα της Αβύσσου. «Ανάθεμά σας όλοι!» Εκτό­ξευσε απανωτές τρομερές βρισιές κατά των ιερέων του Άραξη και επικαλέστηκε όλη την οργή του Κάτω Κόσμου να κατακε­ραυνώσει τον Ντελικανή που τόσο μισούσε. Καταράστηκε όλους εκείνους που τον είχαν καταδικάσει σ’ αυτή τη μοίρα και ρίχτηκε στον τοίχο, χτυπώντας τον με τις γροθιές του. Τε­λικά, εξουθενωμένος, σωριάστηκε στο πάτωμα απελπισμένος και αδειασμένος από κάθε ικμάδα για αγώνα και πάλη.

Ο χρόνος έρεε μπροστά του σαν θολό κοκκινωπό ποτάμι, μέχρι που κάτι, μια αίσθηση ότι κάτι συνέβαινε κάπου γύρω του, τον έκανε να ανασκιρτήσει και να βγει από το λήθαργο του.

Νόμισε πως άκουσε μια φωνή, έναν βαθύ παραμορφωμέ­νο ψίθυρο που τον καλούσε από κάπου κοντά. Καλούσε τ’ όνομά του.

«Αντρέα ... Αντρέα ...»Σήκωσε το κεφάλι φοβισμένος. Δεν μπορούσε να δει τίπο­

34

Page 36: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τε, κι όταν προσπάθησε να απαντήσει, ο λαιμός του τον έκαιγε τόσο που η φωνή του έβγαινε σαν ακατάληπτο κρώξιμο.

«Αντρέα ... Αντρέα ...»Εδώ είμαι, ήθελε να φωνάξει' εδώ είμαι, δε με βλέπεις;

Λίγο τον ενδιέφερε ποιος ήταν αυτός που τον φώναζε, ακό­μα κι αν ήταν ο ίδιος ο Άραξης, αφού δεν είχε τη δύναμη ού­τε καν να φοβηθεί. Ο ήχος φαινόταν να έρχεται από την άκρη της Αβύσσου, και το σαλεμένο του μυαλό φαντάστηκε πως ο άγνωστος σύντροφός του κρυβόταν κάπου εκεί στα σκοτάδια. Τέντωσε τα μάτια του για να δει καλύτερα, και σι- γά-σιγά ένα αχνό σχήμα άρχισε να διαγράφεται, σαν τρεμου- λιαστό φωσφόρισμα. Τελικά, μόλις πήρε μορφή, ένα φωτο­στέφανο σχηματίστηκε γύρω του - ήταν ένα ψυχρό φως που έσκισε το σκοτάδι και φώτισε το άγριο περίγραμμα της Αβύσσου του Άραξη.

Πάνω από τους τοίχους φάνηκε η καταπακτή. Ήταν τόσο ψηλά, που ο Αντρέας θα μπορούσε δικαιολογημένα να ανα­ρωτηθεί πώς ήταν ακόμη ζωντανός μετά από τέτοια πτώση ... αλλά το μυαλό του έτρεχε αλλού.

Το φωτεινό σχήμα άρχισε να παίρνει μορφή, ενώ αυτός αισθάνθηκε τους μυς του προσώπου του να τεντώνονται κι ολόκληρο το σώμα του άρχισε να τρέμει. Του είχε σαλέψει. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Δεν μπορεί εκείνη να στεκόταν εκεί κοιτώντας τον με τέτοιον τρόπο, γιατί ήταν νεκρή. Μα τους θεούς, την είχε δει να πεθαίνει! Κι εκείνος είχε καταδικα­στεί για τη δολοφονία της!

Κι όμως, δεν μπορεί να έκανε λάθος' ήταν το πρόσωπό της, πλαισιωμένο από τα μαύρα της μαλλιά. Αυτά ήταν τα υγρά της μάτια, έστω και πίσω από το λεπτό βέλος που φορούσε.

Τελικά ο Αντρέας βρήκε τη λαλιά του.

35

Page 37: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Αρέθουσα;» Η λέξη τον συγκλόνισε.Η οπτασία τού χαμογέλασε μέσα απ’ το φως, κι άνοιξε τα

χέρια της σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει.«Ω, Αρέθουσα!» Σηκώθηκε με δυσκολία και πήγε προς το

μέρος της.Η οπτασία -δεν μπορούσε, βέβαια, να είναι τίποτε άλλο-

περίμενε μέχρι που εκείνος έφτασε λίγα βήματα μακριά της και ύστερα άρχισε να σβήνει. Το περίγραμμά της μίκραινε συνεχώς, μέχρι που δεν έμεινε τίποτε.

Ο Αντρέας έμεινε να κοιτάζει τον τοίχο όπου την είχε δει, αποσβολωμένος, γεμάτος απορία και δυστυχία. Προσπαθού­σε να καταλάβει αν πράγματι ο τοίχος είχε αλλάξει ή αν τα μά­τια του έπαιζαν κάποιο παιχνίδι στο μυαλό του που ήταν σε αλλόφρονα κατάσταση. Ωστόσο, στο σημείο που είχε εμφανι­στεί η Αρέθουσα, φαινόταν τώρα ένα απόλυτα συμμετρικό άνοιγμα στον τοίχο της Αβύσσου, αρκετά ψηλό και φαρδύ για να περάσει ένας άνθρωπος των δικών του διαστάσεων.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΠάλα: Λέτε να είναι αυτό που περιμέναμε;Ελευθία: Θα δούμε. Πάψε!

«Αντρέα ... Αντρέα ...»Η φωνή τον καλούσε από τη σήραγγα που ήταν πέρα από

τον τοίχο. Γεμάτος φόβο για το τι επρόκειτο να συναντήσει, ο Αντρέας πλησίασε το άνοιγμα κι έσκυψε να δει. Η σήραγγα

36

Page 38: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

προχωρούσε μακριά, κατηφορίζοντας μια πλαγιά σκοτεινή σαν την ίδια την Άβυσσο. Ένα ρεύμα θερμού αέρα ερχόταν από εκεί και χτυπούσε στο πρόσωπό του. Στο βάθος στεκό­ταν η Αρέθουσα και τα μάτια της δεν άφηναν στιγμή τα δικά του. Καθώς την κοίταζε, εκείνη σήκωσε το χέρι της και του έκανε νεύμα αργά-αργά. Ύστερα γύρισε την πλάτη της και άρχισε να απομακρύνεται μέσα στη σήραγγα.

Ο Αντρέας έτρεξε ξοπίσω της.Το πέρασμα έδειχνε να οδηγεί στην αιωνιότητα και πάντα

προς τα κάτω. Στην αρχή ο Αντρέας αναρωτήθηκε μήπως αυτό ήταν κάποιο άσκημο κόλπο που του έπαιζαν οι ιερείς του Άραξη, αλλά σύντομα απέρριψε την ιδέα. Του είχαν πει ότι η Άβυσσος δεν είχε δίοδο διαφυγής, επομένως για ποιο λόγο να έκαναν κάτι τέτοιο; Όχι, δεν μπορεί να είχε σχέση με τους ιερείς. Αποφάσισε ότι κάποιος τον οδηγούσε κάπου για κάποιο λόγο, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πού. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακολουθεί - και να ελπίζει.

Η διαδρομή έγινε πιο απότομη και δυσκολότερη καθώς η σήραγγα κατέβαινε βαθύτερα στο βράχο. Το τραχύ δάπεδο έκοβε τα πόδια του Αντρέα και κάποια στιγμή έπεσε και γλί­στρησε στην απότομη πλαγιά, μέχρι που σταμάτησε σε μια στροφή της σήραγγας. Πονούσε παντού και καθώς προσπα­θούσε να συνέλθει, κοίταξε πάλι προς το φάντασμα' η φω­τεινή φιγούρα που φαινόταν να παραμένει στην ίδια ενοχλη­τική απόσταση, έμοιαζε να τον περιμένει. Μόλις σηκώθηκε, του έκανε πάλι νεύμα και συνέχισε να προχωρεί. Εκείνος ρί­χτηκε πάλι ξοπίσω της σκοντάφτοντας. Σιγά-σιγά, άρχισε να αντιλαμβάνεται μια ανεπαίσθητη αλλαγή στο περιβάλλον, αλ­λά δεν μπορούσε ακόμη να την εντοπίσει. Το μοναδικό φως προερχόταν από τη φωτεινή οπτασία μπροστά του. Η σή­

37

Page 39: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ραγγα συνέχιζε τη βασανιστική της κατηφόρα - αλλά κάτι ήταν πλέον σίγουρα διαφορετικό' σχεδόν μπορούσε να το μυρίσει στον μουχλιασμένο αέρα. Ο Αντρέας ασυναίσθητα επιβράδυνε το βήμα του για να καταλάβει τι συνέβαινε, και όταν τελικά ξανασήκωσε το βλέμμα του, η φιγούρα της Αρέ­θουσας είχε εξαφανιστεί.

Ο Αντρέας βλαστήμησε για την απροσεξία του και έτρεξε ξοπίσω της. Είχε χαθεί σε μια στροφή της σήραγγας, αλλά όταν έφτασε κι αυτός στη στροφή, δεν υπήρχε κανείς. Η Αρέθουσα είχε εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος, κι αυτό που έβλεπε μπροστά του πλέον ήταν δεν ήταν το ατέλει­ωτο πέρασμα, αλλά μια πόρτα.

Η πόρτα ήταν κομμένη από το φυσικό βράχο της σήραγ­γας και ήταν μισάνοιχτη. Φως φαινόταν από κάτω της, και η ατμόσφαιρα που είχε νιώσει πιο πριν ήταν ακόμη πιο έντονη.

Ο Αντρέας πήρε βαθιά αναπνοή. Η πόρτα φαινόταν βα­ριά και δεν του είχε απομείνει παρά ελάχιστη δύναμη. Όμως από κει πρέπει να είχε περάσει εκείνη . Έριξε όλο του το βά­ρος πάνω στην πέτρινη πόρτα, που άνοιξε σχεδόν αυτόματα, κάνοντας τον Αντρέα να χάσει την ισορροπία του. Πίσω της αποκαλύφθηκε μια τεράστια αίθουσα.

Λαμπρός φωτισμός χτύπησε τα ανυποψίαστα μάτια του και τ’ ανοιγόκλεισε, τυφλωμένος σχεδόν. Η αίθουσα ή το σπήλαιο ήταν πράγματι τεράστιο, αυτό ήταν ξεκάθαρο, αλλά καμιά από τις λεπτομέρειές του δεν του έλεγε τίποτε. Ο Αντρέας άρχισε να παραπατάει. Στην κατάστασή του αντι­λαμβανόταν πολύ λίγα πράγματα, αλλά αμυδρά είχε αίσθηση ενός οργίου χρωμάτων που τίποτε από ό,τι είχε δει μέχρι τώ­ρα δε θα μπορούσε να το συναγωνιστεί. Μια ζεστασιά τύλιξε το ταλαιπωρημένο σώμα του' μια γλυκιά, καταπραϋντική

38

Page 40: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

θαλπωρή, που τον βοηθούσε να προχωρήσει πάνω στο αστραφτερό δάπεδο.

Κοίταξε μπροστά του και μόλις που μπόρεσε να διακρίνει μερικά πλατιά σκαλοπάτια. Εκεί που τελείωναν, υπήρχε ένα τραπέζι κατάφορτο με φαγητά. Έλεγε μέσα του πως ήταν μια οφθαλμαπάτη, αλλά όσο περισσότερο κοίταζε το σκηνικό, τόσο πιο αληθινό του φαινόταν. Αχ και να μπορούσε να ανε­βεί τα σκαλοπάτια και να φτάσει τα πράγματα που θα τον κρατούσαν ζωντανό!

Τα πόδια του ήταν σαν μολυβένια και σχεδόν δεν τον υπάκουαν πλέον. Έφτασε στο πρώτο σκαλοπάτι, αλλά δεν μπορούσε να το ανεβεί. Έπεσε σε χέρια και γόνατα, και προ­σπάθησε να συρθεί, αλλά τα σκαλοπάτια ξαφνικά του φάνη­καν μίλια μακριά και δεν μπορούσε να τα φτάσει. Το σκηνικό γύρω του άρχισε να στριφογυρίζει όλο και πιο γρήγορα κι ο Αντρέας έχασε τις αισθήσεις του - επιτέλους.

39

Page 41: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 42: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- III. Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ -

nr

Η ΑΧΤ ΟΚΡΑΤΕΙΜ

Η Αυτοκράτειρα αποτελεί την πιο γήινη πλευρά της πνευματικής θηλυκότητας και συμβολίζεται από τη Μεγάλη Ιέρεια. Σημαίνει αγάπη και φρο­ντίδα, καθώς και καρποφόρο πνεύμα και σώμα.

Η εμφάνιση αυτού του χαρτιού προμηνύει παρα­γωγικότητα και γονιμότητα, πνευματική ή σωμα­τική, καθώς και πρωτοβουλίες, ανάληψη δράσης και καλοτυχία.

41

Page 43: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο τ α ν ΞΥΠΝΗΣΕ, Ο ΑΝΤΡΕΑΣ HTAN ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ πάνω σε κά­ποια σκληρή επιφάνεια που έμοιαζε φτιαγμένη από πέτρα. Το μυαλό του ήταν σε λήθαργο και θα ήταν ικανοποιημένος να μείνει έτσι ξαπλωμένος για πολλές-πολλές ώρες, αφήνο­ντας το κορμί του να ρουφήξει τη ζεστασιά του περιβάλλο­ντος. Φαίνεται όμως πως αυτό δεν ήταν γραφτό να γίνει. Μια σκιά πέρασε πάνω από τα κλειστά του μάτια και μια φωνή που αναγνώρισε του μίλησε.

«Αντρέα;»Ήταν η ίδια η φωνή που τον είχε φωνάξει όταν βρισκό­

ταν ακόμα στην Άβυσσο, μόνο που τώρα δεν υπήρχε η άσκη­μη παραμόρφωση και ακουγόταν σαν μια βαθιά και πολύ μουσική ανθρώπινη φωνή. Ο Αντρέας άνοιξε τα μάτια του. Αντίθετα με ό,τι περίμενε, δεν υπήρχε τίποτε το εξωτικό στον άνθρωπο που στεκόταν μπροστά του. Είχε μαύρα γυαλιά και γένια, και τον κοιτούσε με μια έκφραση μεγάλης ανησυχίας.

Ο Αντρέας έκλεισε πάλι τα μάτια του καθώς το φως τα έκανε να πονούν.

«Να πάρει ο διάολος !» είπε με ασέβεια. «Είναι σαν να έχει ανοίξει το κεφάλι μου στα δύο».

«Δε μου κάνει εντύπωση», είπε ο ξένος με μια υποψία χιού­μορ στη φωνή του. «Τραυματίστηκες βαριά όταν έπεσες στην Άβυσσο. Το κεφάλι σου, πάντως, έχει σταματήσει να αι- μορραγεί».

Τραύματα; Η Άβυσσος; Οι μνήμες ξαναγύρισαν σαν χεί­μαρρος, κι ο Αντρέας θυμήθηκε τη δίκη, τη φρίκη της εκτέ­λεσης στο Ναό του Άραξη.... Κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός! Εντελώς μπερδεμένος, προσπάθησε να ανακαθίσει. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε. «Είμαι ακόμα για εκτέλεση; Βρί­σκομαι ακόμα στο Ναό;»

42

Page 44: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο άντρας μπροστά του σήκωσε τα φρύδια ειρωνικά. «Όχι βέβαια!» είπε. «Προφανώς θυμάσαι την εκτέλεσή σου στην Άβυσσο. Βέβαια, όλα αυτά έγιναν και πέρασαν. Δεν έχεις πια τίποτα να φοβηθείς».

Η οπτασία της Αρέθουσας, που είχε τώρα εξαφανιστεί, ξεχάστηκε με όλα αυτά που του συνέβαιναν τώρα. Ο Αντρέας ανατρίχιασε, παρά τη ζέστη που έκανε εκεί μέσα. «Επομένως είμαι νεκρός;» κοίταξε τα χέρια του για να βεβαιωθεί ότι υπήρχαν.

«Όχι», του απάντησε ο ξένος. Ο Αντρέας τον κοίταξε κα­τάπληκτος, αλλά εκείνος συνέχισε «Είσαι ζωντανός - τουλά­χιστον όσο ζωντανό μπορεί να είναι οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα εδώ μέσα».

«Εδώ μέσα, πού εδώ μέσα; Πού είμαστε;»Ο ξένος χαμογέλασε. «Μοιάζει κάπως με σπήλαιο, δε νο­

μίζεις; Ένα ιδιαίτερα ζεστό και γεμάτο χρώματα σπήλαιο».Ο Αντρέας χτύπησε το χέρι του πάνω στο στρώμα του θυ­

μωμένα. «Για όνομα των θεών! Πες μου επιτέλους ποιος εί­σαι!»

Ο ξένος χαμογέλασε. «Είμαι ο Άραξης, ο Κύριος του Κά­τω Κόσμου, Βασιλιάς της Νύχτας κ.τ.λ. Γνωρίζεις τους υπό­λοιπους τίτλους μου».

«Ο Άραξης ! Που να πάρει ο . » Σταμάτησε καθώς ο άλ­λος σήκωσε το χέρι του.

«Παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη και πρόσεχε τι λες. Δεν έχω καμία διάθεση να ασχοληθώ με ενοχλητικούς αθυρόστο­μους καβγατζήδες του γένους των ανθρώπων».

Ο Αντρέας έμεινε άφωνος. Για κάποιο λόγο δεν αμφέβαλε καθόλου ότι αυτός ο άντρας ήταν ο Άραξης, αλλά περίμενε να είναι πολύ πιο επιβλητικός και τρομακτικός, με μια φωνή

43

Page 45: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σαν την οργή της βροντής, μια φοβερή φιγούρα για την οποία οι θρύλοι είχαν γεμίσει τις καρδιές των πιστών με ασυ­νήθιστα μεγάλο δέος και φόβο για γενεές και γενεές. Ένας τόσο καλοσυνάτος, συνηθισμένος τύπος δεν ταίριαζε καθό­λου με αυτήν την εικόνα.

Με κάποια επιφύλαξη εμπιστεύτηκε αυτές τις σκέψεις του στον Άραξη, που έβαλε τα γέλια.

«Με κολακεύεις, Αντρέα. Βλέπεις, είμαι λάτρης του παρά­δοξου και επομένως με ενθουσιάζει να δείχνω στους άλλους το αντίθετο απ’ ό,τι είμαι στην πραγματικότητα. Με αντιλαμ­βάνεσαι;»

Ο Αντρέας συνοφρυώθηκε. «Αυτό που είπατε είναι το ίδιο μια παραδοξολογία, σίγουρα, αφού αυτή τη στιγμή μπο­ρεί και να με εμπαίζετε».

«Α! Συμμερίζεσαι λοιπόν τη βασανιστική διαδικασία της σκέψης μου!» Γέλασε ο θεός, σα να θυμήθηκε κάποιο δικό του αστείο. «Τώρα κατέβα απ’ αυτό το στρώμα, γιατί έτσι που σε βλέπω ξαπλωμένο μου θυμίζεις θάνατο. Έλα να φρε- σκαριστείς. Έχω φαγητό για σένα κι είμαι βέβαιος ότι ο ου­ρανίσκος σου θα το εκτιμήσει ιδιαιτέρως».

Ο Αντρέας κατέβηκε, μορφάζοντας από τον πόνο.Ο Άραξης τον κοίταξε. «Πονάς;»Ο Αντρέας χαμογέλασε με δυσκολία. «Σε διαβεβαιώνω ότι

αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με όσα υπέφερα πριν!»«Θα ήταν σίγουρα αρκετά οδυνηρά, αν κρίνω από την

όψη σου. Έλα, ακολούθησέ με».Περπάτησαν προς την άκρη του σπηλαίου. Για πρώτη

φορά ο Αντρέας είδε όλο το χώρο γύρω του και κοίταξε με δέος τα χρώματα στους τοίχους και την οροφή. Μισοκλείνο- ντας τα μάτια και χρησιμοποιώντας λίγο και τη φαντασία

44

Page 46: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

του, τα χρώματα του θόλου ψηλά θα μπορούσαν να πάρουν την όψη ενός κοσμικού σύννεφου. Γύρω από τους τοίχους υπήρχαν μυστηριώδη σκαλιά που φαίνονταν να τελειώνουν στο πουθενά, μικρές μισοκρυμμένες λιμνούλες που γέμιζαν νερό από κρυστάλλινα σιντριβάνια που δεν πλημμύριζαν, όμως, ποτέ και το δάπεδο κυμάτιζε ανεβαίνοντας και πέφτο­ντας σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Η όλη εμφάνιση του χώρου δεν έβγαζε κανένα νόημα.

Ο Άραξης τον οδήγησε σε μια σκεπασμένη γωνιά. Εκεί βρισκόταν ένα σιντριβάνι όπου έτρεχε πεντακάθαρο κρυ­στάλλινο νερό που έπεφτε σε μια μεγαλύτερη λιμνούλα σε σχήμα κοχυλιού. Ο Αντρέας την κοίταξε με λαχτάρα.

«Με την ησυχία σου, κάθισε όσο θέλεις», είπε ο Άραξης δείχνοντας τη λιμνούλα. «Θα διαπιστώσεις ότι θα σου ανα­κουφίσει τις πληγές σου πάρα πολύ».

Απομακρύνθηκε και μπήκε σε μια χαμηλή καμάρα τρα­βώντας μια όμορφη κουρτίνα, ενώ ο Αντρέας δίστασε μόνο για μια στιγμή πριν βουτήξει στην λιμνούλα. Το νερό ήταν ζεστό και πολύ αναζωογονητικό. Κάθισε μέσα αρκετά, και ύστερα στάθηκε για λίγο κάτω απ’ το σιντριβάνι ξεπλένοντας από πάνω του τη βρωμιά της Αβύσσου και καθαρίζοντας τα κοψίματα και τα γδαρσίματα που τον έκαιγαν. Εκεί τον βρήκε ο Άραξης μετά από λίγο. Του είχε φέρει ένα μεγάλο ασημένιο μπολ με φρούτα, ενώ ο ίδιος μασουλούσε απαθώς ένα ζου­μερό ροδάκινο καθώς ερχόταν. Κάθισε κοντά του δίπλα στη λιμνούλα και του πρόσφερε το μπολ. «Πάρε», του είπε φτύ­νοντας το κουκούτσι.

«Ευχαριστώ», είπε ο Αντρέας. Πήρε ένα πορτοκάλι και άρ­χισε να το ξεφλουδίζει. Ο Άραξης φαινόταν να ζει την ίδια άνετη και ξένοιαστη ζωή των ευγενών του δικού του είδους.

45

Page 47: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Κατά κάποιον τρόπο, όμως, αυτό δεν ήταν εκείνο που περίμε- νε ότι θα έκανε μια θεότητα. Καθώς ο Κύριος του Κάτω Κό­σμου διάλεγε άλλο ένα φρούτο, μπόρεσε να τον προσέξει λίγο καλύτερα. Τα ρούχα του ήταν απίστευτα. Ήταν ντυμένος με ένα σωρό χρώματα που κατά κάποιον τρόπο του πήγαιναν, παρόλο που σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον θα φαίνονταν εντελώς άσχετα. Το μακρύ γιλέκο του ήταν έξοχα κεντημένο -ο Αντρέας υποπτεύθηκε πως οι χρυσές και ασημένιες κλω­στές ήταν μάλλον γνήσιες- και το πουκάμισό του ήταν φτιαγ­μένο απ’ το πιο φίνο μετάξι. Ήταν ξυπόλυτος και τα δάχτυλα των χεριών του ήταν γεμάτα λαμπερά δαχτυλίδια. Τα μαύρα του μαλλιά, που τα συγκρατούσε ένα υπέροχο σκαλιστό κό­σμημα, ήταν μακριά όσο και του Αντρέα. Στη πραγματικότη­τα, η εμφάνισή του θύμιζε περισσότερο το διασκεδαστή της αυλής παρά το φοβερό θεό. Όμως, υπήρχε κάτι που μαρτυ­ρούσε την πραγματική ταυτότητα του Άραξη, κάτι που έδει­χνε ότι δεν μπορούσε να είναι άνθρωπος: τα μάτια του.

Τα μάτια αυτά με τα βαριά φρύδια και τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες έδειχναν να έχουν απεριόριστο και αδιαπέραστο βάθος, ενώ έλαμπαν γεμάτα σοφία πολύ μεγαλύτερη και πα- λιότερη απ’ αυτήν του ανθρώπινου είδους. Όταν το δυνατό πρόσωπό του χαλάρωνε, τότε ακριβώς ήταν που τα μάτια του πρόδιδαν το μυστικό τους ακόμη περισσότερο. Ο Αντρέας τα κοίταζε γοητευμένος, μαγνητισμένος.

Τελικά ο Άραξης στράφηκε και βλέποντας τον Αντρέα να τον κοιτάζει έβαλε τα γέλια. «Βγες από το ρεμβασμό σου! Θα πνιγείς!»

Ο Αντρέας ξαφνιάστηκε, γέλασε κι αυτός και βγήκε από το σιντριβάνι τινάζοντας το νερό από τα μαλλιά του σα βρεγμέ­νος σκύλος. Ο Άραξης έγειρε πίσω ακουμπώντας άνετα σε

46

Page 48: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ένα βράχο, δείχνοντας προς την κουρτίνα από την οποία είχε προβάλει. «Ρούχα θα βρεις εκεί μέσα». Ο Αντρέας τον ευχαρί­στησε, κολύμπησε ως την άκρη της λιμνούλας, βγήκε από το νερό και τραβώντας την κουρτίνα μπήκε στο μικρό δωμάτιο.

Επάνω σε έναν πολυτελή βελούδινο καναπέ ήταν απλωμέ­νο ένα μαλακό βαμβακερό πουκάμισο, ένα παντελόνι, ένα δερμάτινο κεντητό γιλέκο κι ένα ζευγάρι μπότες. Απέναντι του βρισκόταν ένας μεγάλος καθρέφτης σε γκρι κορνίζα. Ο Αντρέας στάθηκε ένα-δυο λεπτά για να εξετάσει την εμφάνι­σή του. Παρατήρησε την τεράστια ουλή από το τραύμα που είχε στον κρόταφο και τους πολλούς μώλωπες και τα γδαρσί- ματα σε όλο του το σώμα.

Ένα θρόισμα που ακούστηκε από πίσω του τον έκανε να στραφεί απότομα. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα καθώς πρόλαβε να δει δύο γυναίκες να μπαίνουν στο δωμάτιο περ­νώντας μέσα απ’ τον καθρέφτη. Ήταν μαυρομαλλούσες και του χαμογέλασαν προκλητικά μόλις εμφανίστηκαν μπροστά του. Ο Αντρέας οπισθοχώρησε ένα-δυο βήματα.

«Τι; Ποιος;»«Ο κύριός μας επιθυμεί να σε βοηθήσουμε», είπε η μια

από τις δύο, και συνέχισαν να χαμογελούν καθώς έστεκαν μπροστά από τον καθρέφτη. Η άλλη γέλασε απαλά.

Ο Αντρέας ξεροκατάπιε. «Ο Άραξης σας έστειλε;»«Ναι. Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε».«Φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να είχε διαλέξει έναν πιο ορ­

θόδοξο τρόπο», είπε ο Αντρέας χαμηλόφωνα. Τι παιχνίδι έπαι­ζε πάλι ο θεός μαζί του; Ίσως όμως και να μην ήταν παιχνίδι... Κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας να μην καταλαβαίνει.

Οι γυναίκες τον παρακολουθούσαν. Η μια έτρεξε κοντά του και ανασήκωσε το μπράτσο του για να τον βοηθήσει να

47

Page 49: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

βάλει το πουκάμισο. Ο Αντρέας πρόσεξε τα πολύ μακριά νύ­χια της, και μετά είδε με μεγάλη έκπληξη ότι τα μάτια της δεν είχαν ούτε κόρη ούτε ίριδα όπως τα δικά του, όπως ακόμη και του Άραξη, αλλά ήταν βαθιοί ανέκφραστοι βολβοί με έντονα σκούρο μοβ χρώμα, που τρεμόπαιζαν ζωηρά. Τρα­βήχτηκε πίσω ξαφνιασμένος. Η κοπέλα χαμογέλασε ανοίγο- ντας τα κόκκινα χείλη της.

«Έλα», του είπε, «άφησέ με να σου δέσω τα κορδόνια».Ο Αντρέας κοίταξε την άλλη κοπέλα. Είχε τα ίδια μάτια,

και όταν άνοιξε το στόμα της για να γελάσει φάνηκε μια σειρά από μυτερά δόντια. Κάτι στην εμφάνιση των κοριτσιών θύμι­σε στον Αντρέα έντονα τις λάμιες των αρχαίων θρύλων.

Η κοπέλα τελείωσε με τα κορδόνια του πουκαμίσου και η παρέα της του έφερε το παντελόνι. Καθώς του το έδινε, πίεσε το γεμάτο αισθησιακές καμπύλες σώμα της επάνω του, χαϊ­δεύοντας ταυτόχρονα τους γλουτούς και τους μηρούς του. Ο Αντρέας ένιωσε μια περίεργη αίσθηση αποστροφής, γι' αυτό, όσο πιο ευγενικά και σταθερά μπορούσε, απώθησε την κοπέ­λα από κοντά του. Εκείνη πέρασε τη γλώσσα της πάνω απ’ τα χείλη της.

«Δε σου αρέσω;» του είπε γλυκά. Ο Αντρέας ένιωσε σαν το θήραμα που το στρίμωχναν οι κυνηγοί για το φόνο. Πίεσε τον εαυτό του να της χαμογελάσει. «Ξέρεις, έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή... Σε παρακαλώ, άφησέ με».

Τα κορίτσια κοίταξαν το ένα τη άλλο και αναστέναξαν, αλλά δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους.

«Σας παρακαλώ, αφήστε με μόνο μου», είπε πάλι ο Αντρέ­ας, πιο αποφασιστικά.

Τα κορίτσια μόρφασαν και κατόπιν απομακρύνθηκαν και εξαφανίστηκαν μέσα απ’ τον καθρέφτη, με τον ίδιο τρόπο

48

Page 50: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

που είχαν εμφανιστεί - με μια έξοχη, ευέλικτη, κυματιστή κί­νηση που θύμιζε όμως φονικά φίδια. Για ένα δευτερόλεπτο ο Αντρέας κοίταξε τον άδειο πλέον καθρέφτη' ύστερα κούνησε τους ώμους του και βάλθηκε να τελειώσει το ντύσιμό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ο Άραξης ήταν εκεί και τον περίμενε.«Αισθάνεσαι πιο φρέσκος;»«Ναι», είπε ο Αντρέας κοιτάζοντας πάνω απ’ τον ώμο του.

«Ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες εκεί μέσα;»«Μήπως εννοείς τι ήταν;» είπε ο Άραξης γελώντας.«Ο τρόπος που εμφανίστηκαν...»Θα τα συνηθίσεις αυτά τα πράγματα σύντομα. Οι γυναί­

κες αυτές δεν έχουν δική τους ύπαρξη, αλλά μου είναι πολύ χρήσιμες».

«Βασικά, έχουν καμία σχέση με το ανθρώπινο είδος;» Ο Αντρέας προσπάθησε να εικάσει σύμφωνα με τις προλήψεις που είχε αποκτήσει με τα χρόνια.

«Κατά κάποιον τρόπο», είπε ο Άραξης, σχεδόν αποφεύγο- ντας την ερώτηση. «Αλλά ξέχασέ τες και έλα να φας».

Οδήγησε τον Αντρέα στο τραπέζι που είχε δει νωρίτερα, γεμάτο με πλούσια εξωτικά εδέσματα που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν.

Ο θεός χαμογέλασε βλέποντας την εμφανή ικανοποίηση του Αντρέα. «Μ' αρέσει να περιποιούμαι τους καλεσμένους μου. Κάθισε. Έχουμε πολλά να πούμε».

Ο Αντρέας κάθισε σε μια άνετη καρέκλα και ηρέμησε. Αι­σθανόταν ανανεωμένος. Είχε καινούρια, καθαρά ρούχα, και μάλιστα πολύ φίνα, και μπροστά του βρισκόταν ένα θαυμά­σιο γεύμα αντάξιο ενός θεού. Τι παραπάνω θα μπορούσα να ζητήσω; αναρωτήθηκε. Και ξαφνικά αισθάνθηκε την ανάγκη

49

Page 51: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

να βάλει τα γέλια. Η κατάσταση ήταν υπερβολική ως γελοία. Τον είχαν εκτελέσει πετώντας τον στην Άβυσσο, ενσταλάζο- ντας στο μυαλό του εμμονές αιωνίων βασανιστηρίων, και να που τώρα καθόταν μέσα στην πολυτέλεια, στο τραπέζι της ίδιας της θεότητας στην οποία τον είχαν θυσιάσει! Για μια φευγαλέα στιγμή, αναρωτήθηκε μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά ασυναρτησίες ενός αποτρελαμένου μυαλού, αλλά απέρριψε την ιδέα αμέσως. Η κατάσταση παραήταν ρεαλι­στική για να συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Ο Άραξης τον παρατηρούσε πολύ προσεκτικά. «Το μυαλό σου δουλεύει πολύ δραστήρια φίλε μου», είπε ξαφνικά. «Πολ­λά και διάφορα συναισθήματα φαίνονται να περνούν από το πρόσωπό σου τα τελευταία δευτερόλεπτα. Τι σκέφτεσαι;».

Ο Αντρέας γέλασε. «Συγχώρεσέ με, αλλά ακόμα προσπα­θώ να ξεμπλέξω τα πράγματα στο κεφάλι μου. Όταν καταδι­κάστηκα και εκτελέστηκα, πίστεψα ότι θα περνούσα σε μια κατάσταση απαίσιου θανάτου. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να περιμένω ήταν...» Κοίταξε γύρω του και κού­νησε το χέρι του δείχνοντας γύρω του. «Καταλαβαίνεις».

«Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς, και πρέπει να ομολογήσω, Αντρέα, ότι στην αρχή δεν είχα καμία πρόθεση να δείξω προ­σωπικό ενδιαφέρον γι’ αυτή την υπόθεση».

Ο Αντρέας τον κοίταξε κατάπληκτος «Τότε λοιπόν;»«Τι μ’ έκανε να αλλάξω γνώμη;» είπε ο Άραξης παίρνοντας

ένα τσαμπί σταφύλι από τη φρουτιέρα. Κατάπιε μερικές ρόγες και είπε: «Θα μπορούσες να το πεις κρίση συνείδησης. Έχει τη συνήθεια να με καταδιώκει. Βλέπεις, παρά την αγάπη μου για το παράδοξο, περηφανεύομαι και για την αίσθηση δικαιοσύνης που διαθέτω. Έτσι, όταν έμαθα όλες τις λεπτομέρειες και τις συνθήκες της δίκης και της καταδίκης σου, συνειδητοποίησα...»

50

Page 52: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Σταμάτησε, καθώς παρατήρησε ότι ο Αντρέας είχε πάψει να του δίνει την παραμικρή σημασία. Κοιτούσε πέρα από τον Άρα­ξη, πάνω από τους ώμους του, στην άλλη άκρη του σπηλαίου. Ο Άραξης στράφηκε προς τα εκεί και είδε τη αχνή φιγούρα που είχε εμφανιστεί πλάι σ’ ένα σιντριβάνι που βρισκόταν στις σκιές.

Πολύ αργά, ο Αντρέας σηκώθηκε από το τραπέζι. Τα μά­τια του ήταν βουρκωμένα και το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση άφατης χαράς.

«Αρέθουσα!» είπε.Ώστε ήταν αλήθεια. Δεν ήταν απλά ένα όραμα που είχε έρ­

θει στην Άβυσσο για να τον οδηγήσει ως εκεί, αλλά ήταν η ίδια η Αρέθουσα. Έπρεπε να το είχε φανταστεί ότι ο Άραξης, με όλη του τη σοφία και τη δύναμη, μπορούσε να την αναστή­σει χωρίς δεύτερη σκέψη. Φυσικά, γι’ αυτόν ήταν παιχνιδάκι!

Αγνοώντας το χέρι του θεού που είχε ακουμπήσει στον ώμο του για να τον συγκρατήσει, ο Αντρέας σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να κινηθεί. Όμως δυνατά δάχτυλα τον γράπω­σαν, και η φωνή του Άραξη μίλησε κατευθείαν στο μυαλό του κάνοντας τη σκέψη του ένα μπερδεμένο κουβάρι.

Τα μάτια του Αντρέα συνάντησαν του θεού και είδε πως ήταν θλιμμένα. Τόσο θλιμμένα, που η καρδιά του Αντρέα πόνεσε.

«Αντρέα, αυτό που βλέπεις δεν είναι η Αρέθουσα. Ξέρω ότι σου είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να μου δείξεις εμπιστοσύνη. Η Αρέθουσα πέθανε - αυτό που βλέπεις δεν είναι εκείνη».

Ο Αντρέας ξεροκατάπιε. «Αφού είναι νεκρή, τότε π ώ ς .»«Κάθισε Αντρέα», είπε ο Άραξης ευγενικά, «και θα σου

δείξω».Ο Αντρέας υπάκουσε σιωπηλά. Ο Άραξης στράφηκε

προς τη φιγούρα που στεκόταν ακόμη ακίνητη κοντά στα σι­ντριβάνια και της έκανε νόημα.

51

Page 53: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Εκείνη κινήθηκε προς το μέρος τους αθόρυβα, μ' ένα χα­μόγελο στα χείλη. Ο Αντρέας δεν την άφηνε στιγμή από τα μάτια του, αλλά όσο την έβλεπε να πλησιάζει, άρχισε να συ­νοφρυώνεται. Παρατήρησε ότι ναι μεν τα μαλλιά της ήταν μαύρα και λαμπερά σαν της Αρέθουσας ... αλλά το πρόσωπό της ήταν τόσο διαφορετικό! Και η τελευταία του παράλογη ελπίδα έσβησε καθώς η κοπέλα έφτασε και στάθηκε δίπλα στον Άραξη. Ήταν η δική του η λαχτάρα που είχε κάνει στο μυαλό του την παραμόρφωση. Πώς μπόρεσε, έστω και για μια στιγμή, να την περάσει για τη Αρέθουσα;

Κοίταξε μακριά δυστυχισμένος, ενώ ο Άραξης χαμογέλα­σε στο σιωπηλό κορίτσι.

«Πήγαινε τώρα, η αποστολή σου τελείωσε».Εκείνη υποκλίθηκε με το κεφάλι, ύστερα φάνηκε να τρε-

μουλιάζει και η μορφή της διαλύθηκε στον αέρα.Ο Άραξης ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και κοίταξε

τον Αντρέα για πολλή ώρα πριν του μιλήσει. Τελικά είπε: «Έφυγε. Δε θα φας;»

Ο Αντρέας σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τα πλούσια φαγητά που ήταν απλωμένα μπροστά του. «Συγνώμη - δεν μπορώ».

«Στ’ αλήθεια πίστεψες ότι ήταν η Αρέθουσά σου;»Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Σκέφθη-

κα ότι εσύ - εσύ θα μπορούσες πολύ εύκολα να την αναστή­σεις και να τη φέρεις πίσω».

Ο Άραξης δεν απάντησε αμέσως. Ύστερα από λίγο είπε: «Βλέπω πως έχεις ακόμα πολλά να μάθεις».

Σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Ο Αντρέας δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε να πει, κι ο Άραξης βρισκόταν σε έντονη σύ­γκρουση μεταξύ της κρίσης του και της συνείδησής του.

52

Page 54: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Τελικά νίκησε η συνείδησή του.«Αντρέα, δεν είμαι παντοδύναμος. Απλά, είμαι αθάνατος,

και είναι φορές που αμφιβάλλω αν αυτό είναι σημαντικό. Αλλά αν - ε, καλύτερα έλα μαζί μου, θα δεις το ζήτημα να εξηγείται μοναχό του. Ακολούθησέ με».

Ο τόνος του έγινε ξαφνικά τόσο απότομος που ο Αντρέας ξαφνιάστηκε. Σηκώθηκε, όμως, όπως τον πρόσταξε ο Άρα­ξης, και ακολούθησε το θεό στα σκαλοπάτια, στην απέναντι πλευρά του σπηλαίου, όπου μια άλλη σειρά από σκαλιά οδη­γούσαν με ζικ-ζακ πιο πάνω, σ' ένα σημείο του τοίχου που ήταν κυριολεκτικά στο πουθενά.

Ο Άραξης έδειξε τα σκαλιά στον Αντρέα. «Ανέβα μέχρι το τελευταίο σκαλί και περίμενε εκεί».

Ο Αντρέας υπάκουσε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε. Είχε ανεβεί μόλις πέντε σκαλιά όταν το φως άρχισε να λιγοστεύει. Πρώτα λυκόφως και μετά απόλυτο σκοτάδι τον τύλιξε κα­θώς ανέβαινε ψηλότερα, ενώ οι ήχοι των σιντριβανιών έσβη­ναν, μέχρι που έφτασε στο πιο ψηλό σκαλί και περίμενε, τυ­λιγμένος στη σιωπή και τη σκοτεινιά.

Ξαφνικά ένα φως πετάχτηκε μπροστά του. Είχε σχήμα οβάλ και στην αρχή ήταν αδιαφανές. Παρέμεινε θολό για λί­γα δευτερόλεπτα, κατόπιν ξεκαθάρισε, και στη συνέχεια μια εικόνα αποκαλύφθηκε σιγά-σιγά.

Επάνω σ’ ένα αστόλιστο νεκροκρέβατο περιτριγυρισμένο από σκοτάδι ήταν ξαπλωμένο ένα κορίτσι μ' ένα χείμαρρο από μαύρα μαλλιά. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα στο στήθος της ενώ το αίμα έκανε σχέδια επάνω στο μπούστο της. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά το πρόσωπό της δεν απόπνεε γαλήνη.

Ο Αντρέας κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του, στρι­φογύρισε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά στα τυφλά μέσα

53

Page 55: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

στο σκοτάδι. Όταν έφτασε στον Άραξη, που τον περίμενε στο τέλος της σκάλας, το σκοτάδι είχε διαλυθεί και το σπήλαιο εί­χε επανέλθει στην κανονική του μορφή.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Άραξης, «τι είδες;».Ο Αντρέας γύρισε θυμωμένος προς το μέρος του. Το σοκ

μιας τέτοιας ξαφνικής και εξαιρετικά πικρής ανάμνησης τον είχε εξοργίσει και φοβούμενος την ίδια του τη θλίψη, ξέσπα­σε την οργή του στον Άραξη.

«Γιατί μου έδειξες τέτοιο πράγμα;» φώναξε. «Το βρίσκεις αστείο; Μα τις θεϊκές δυνάμεις, δεν αρκεί να ξέρω ότι είναι νεκρή, χωρίς αυτή την εικόνα να μου το θυμίζει;»

«Αντρέα, Αντρέα, ηρέμησε!» Ο θεός τον έπιασε από τους ώμους και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Ο Αντρέας κατέβα­σε γρήγορα τη ματιά του στο πάτωμα.

«Αντρέα, δεν επρόκειτο για κοροϊδία. Ήθελα μόνο να σου δείξω πού βρίσκεται η Αρέθουσα τώρα».

«Εννοείς να μου πεις ότι βρίσκεται εδώ;». Υπήρχε μια λα­χτάρα στη φωνή του που ήταν αδύνατο να κρύψει. Αλλά ο Άραξης αναστέναξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Μακάρι να ήταν. Αυτό θα απλοποιούσε τα πράγματα πά­ρα πολύ. Αλλά ούτε εγώ δεν μπορώ να τη φέρω εδώ, γιατί βρίσκεται μεταξύ Φθοράς και Αφθαρσίας. Βρίσκεται στο χώ­ρο της Λήθης».

Ο Αντρέας σήκωσε τα μάτια του. Ήξερε τους θρύλους. «Λήθη; Ο μεταβατικός χώρος του κόσμου της αιωρούμενης ύπαρξης; Ο χώρος των αδικημένων δικαίων;»

«Ναι. Αυτό ακριβώς».«Ω .!» Ο Αντρέας κάθισε άξαφνα κάτω, στο πρώτο σκα­

λί. «Άρα δεν υπάρχει ελπίδα να τη φέρουμε πίσω. Χειρότερα και από το να ήταν πραγματικά πεθαμένη - ω, θεοί, όχι!»

54

Page 56: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Περίμενε!» Ο Άραξης σήκωσε το χέρι του. «Άφησέ με να τε­λειώσω. Μη βγάζεις συμπεράσματα, γιατί μπορεί ν’ ανακαλύ­ψεις ότι κάνεις λάθος». Τότε είδε το πρόσωπο του Αντρέα και συ­νοφρυώθηκε. «Δεν είχα πρόθεση να σου το πω αυτό, αλλά η συ­νείδησή μου με πνίγει πάλι, και ξέρω πως δε θα βρω γαλήνη μέχρι που να μάθεις όλη την αλήθεια. Υπάρχει ένας μόνο τρόπος να ελευθερώσεις την Αρέθουσα από τη Λήθη, αλλά είναι γεμάτος κινδύνους του χειροτέρου είδους. Αν αποτύχεις, δε θα βάλεις μό­νο τη φυσική ζωή σου σε κίνδυνο, αλλά και την ψυχή σου».

Με τις τελευταίες αυτές λέξεις ο Αντρέας βρέθηκε όρθιος και ξεστόμισε ό,τι αισθάνθηκε.

«Σιγά την ψυχή μου! Δεν υπάρχει τίποτε -μα τίποτε- που δε θα θυσίαζα για κείνη! Στ’ αλήθεια, με προσβάλλεις!»

«Α, μάλιστα! Το θάρρος της ηλιθιότητας! Αλλά είσαι νέος ακόμη. Όχι, όχι, μη με κοιτάς μ' αυτό τον τρόπο, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Αλλά είσαι έτοιμος να κάνεις βουτιά στο πηγάδι χωρίς πρώτα να ρωτήσεις τι βάθος έχει. Πώς ξέρεις ότι οι δυσκολίες αυτής της περιπέτειας δεν είναι υπερβολικά μεγάλες για σένα;»

Ήταν μια πρόκληση, και ο Αντρέας το ήξερε. Αποφάσισε να τη δεχτεί.

«Όποιες κι αν είναι, θα τις ξεπεράσω. Τι πρέπει να κάνω;»«Μόνο ένα πράγμα: να βρεις το Χώρο της Λήθης».

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΕλευθία: Πάντα πίστευα ότι η Λήθη ήταν μόνο ένας θρύλος.

Πού να βρίσκεται άραγε;

55

Page 57: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ερινού: Αν είναι δυνατόν ποτέ ο Αντρέας να βρει το Χώρο της Λήθης ή να φτάσει εκεί ζωντανός!

Πάλα: Εγώ λέω καλύτερα να δούμε τι γίνεται παρακάτω...

56

Page 58: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- IV. O ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ -

o ATT0Km r0PAi>

O Άυτοκράτορας είναι το αρσενικό αντίστοιχο της θηλυκότητας που εκφράζει η Άυτοκράτειρα. Είναι η γήινη πατρική φιγούρα· δραστήριος, δυ­νατός, αλλά και καλοσυνάτος. Η εμφάνιση αυτού του χαρτιού σημαίνει διανοούμενη σκέψη και δραστηριότητα, εξουσία, σταθερότητα, κυριαρ­χία επί των συναισθημάτων και την ικανότητα να μπαίνουν οι ιδέες σε πράξη.

Ο λ η h α υ τ ο π ε π ο ίθ η σ η k a i H σ ιγουρ ιά εξαφανίστηκαν από το πρόσωπο του Αντρέα. Κοίταξε τον Άραξη κατάπληκτος.

57

Page 59: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Δε μιλάς σοβαρά!»«Κι όμως! Δεν είναι αδύνατον, αλλά όπως ήδη είπα, είναι

δύσκολο και άκρως επικίνδυνο».«Μα δεν είναι δυνατόν να υπάρχει η Λήθη για μας!»«Για σένα δεν είναι δυνατόν», διόρθωσε ο Άραξης, «όχι

για μένα. Η Λήθη υπάρχει πράγματι σ’ ένα παράξενο, δικό της επίπεδο. Και είναι δυνατόν να το φτάσεις, παρά το γεγο­νός ότι είσαι άνθρωπος».

Ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του Αντρέα. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε θεωρήσει ως μειονέκτη­μα να ανήκει κανείς στο ανθρώπινο είδος. Αλλά δεν ήταν ώρα για επιπόλαιες σκέψεις. Κοίταξε τον Άραξη σοβαρά.

«Αν πρόκειται να ψάξω για τη Λήθη, δεν μπορώ να ξεκι­νήσω μόνος μου», δήλωσε. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι να κάνω, από πού να ξεκινήσω, ούτε καν τι να ψάξω».

«Το ξέρω. Στην πραγματικότητα, έχεις κιόλας αρχίσει το ψάξιμο και μόνο επειδή είσαι εδώ. Θα ήταν αδύνατο να ξεκι­νήσεις ένα τέτοιο ταξίδι από το θνητό σας κόσμο, αλλά βέ­βαια, εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και οπωσδήποτε μπορώ να σε βοηθήσω κι άλλο. Έχω ένα δώρο να σου δώσω που, αν το χρησιμοποιήσεις σωστά, θα αποδειχθεί πιο πολύ­τιμο για σένα απ’ ό,τι μπορούσες να φανταστείς».

«Τι είν’ αυτό;» Ο Αντρέας είχε την αίσθηση ότι ο Άραξης είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται με μυστικοπάθεια, και οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν όταν ο θεός αρνήθηκε ν’ απα­ντήσει στην ερώτησή του, αλλά του είπε να ξανακαθίσει στο τραπέζι και να περιμένει.

Περίμενε, περίμενε, σκέφθηκε ο Αντρέας, καθώς σωριά­στηκε στην καρέκλα του. Το μόνο που μου επιτρέπεται να κάνω εδώ πέρα είναι να περιμένω!

58

Page 60: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Στριφογύρισε στη θέση του για να δει πού είχε πάει ο Άραξης, αλλά δε φαινόταν πουθενά, κι έτσι ο Αντρέας ανα­στέναξε, κάθισε πάλι άνετα στην καρέκλα του και βάλθηκε να περιμένει.

Όταν ο Άραξης τελικά γύρισε, κρατούσε ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα. Το ακούμπησε στο τραπέζι, αφού πρώτα έκανε χώρο σπρώχνοντας τα πιάτα με το χέρι του.

Ο Αντρέας άφησε ένα τσαμπί σταφύλια που τσιμπολο- γούσε και κοίταξε το πακέτο. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε.

Ο Άραξης μίλησε σχεδόν με σεβασμό καθώς ξετύλιγε το ύφασμα. «Αυτό, Αντρέα, είναι η Βίβλος του Παράδοξου. Πε­ριέχει όσα πρέπει να ξέρεις για να βρεις το δρόμο για τη Λή­θη. Η Βίβλος αυτή πρέπει να είναι ο μόνιμος οδηγός και σύ­ντροφός σου, αν πρόκειται να πετύχεις στην αποστολή σου».

Και καθώς τελείωσε τις εξηγήσεις του, το μαύρο ύφασμα έπε­σε και αποκάλυψε ένα μικρό, λεπτό τόμο, δεμένο ολόκληρο με πράσινο δέρμα. Ωστόσο, ούτε η ράχη ούτε το εξώφυλλο είχαν κάποιον τίτλο ή οποιαδήποτε άλλη λέξη γραμμένη επάνω τους.

Ο Άραξης κράτησε το βιβλίο στο χέρι του με επισημότη­τα. «Πάρ' το. Σου ανήκει δικαιωματικά, όπως ήταν δικαιω­ματικά δικό μου μέχρι τώρα. Χρησιμοποίησέ το καλά και θα σου αποδείξει την αξία του».

Ο Αντρέας το πήρε γεμάτος απορίες για όσα ανέφερε ο Άραξης. Σιωπηλά, γύρισε το εξώφυλλο και συνοφρυώθηκε αμέσως. Φυλλομέτρησε βιαστικά τις κιτρινισμένες από το χρό­νο σελίδες και μετά κοίταξε τον Άραξη. Το ύφος του πρόδιδε σύγχυση και δυσπιστία, ενώ σιγά-σιγά προστέθηκε και θυμός.

«Μα είναι άδειο! Εντελώς άδειο!» είπε έντονα ο Αντρέας.Ο Άραξης αντιγύρισε το οργισμένο ξέσπασμα με μια μα­

τιά ήπιας θυμηδίας.

59

Page 61: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ναι, βέβαια, υπάρχει κάτι που παρέλειψα ν’ αναφέρω», απάντησε ήρεμα. «Εσύ ο ίδιος πρέπει να γράψεις τη Βίβλο του Παράδοξου...».

Το βιβλίο έκλεισε απότομα μ’ ένα χαρακτηριστικό ήχο. Ο Αντρέας πραγματικά δεν καταλάβαινε πώς κρατούσε την ψυ­χραιμία του. Μα τα Κέρατα του Ιερού Ταύρου, σκέφθηκε, έχω πέσει θύμα κοροϊδίας! Αυτή εδώ η θεότητα που λατρεύει τα παράδοξα μ’ έχει και χορεύω στο ταψί, μόνο και μόνο για το καπρίτσιο της!

«Όχι, δεν είναι καπρίτσιο. Δεν σ’ έχω εξαπατήσει». Οι λέ­ξεις του Άραξη διαπέρασαν κατευθείαν το μυαλό του και τον σταμάτησαν την ώρα που ετοιμαζόταν να σηκωθεί από το τραπέζι.

Ο θεός έκανε μια κίνηση με το χέρι του. «Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου. Αλλά όταν θα έχεις εκπαιδευτεί καλύτερα σ’ αυτά τα πράγματα, θα καταλάβεις ότι αυτά που σου είπα δεν είναι παραδοξολογίες και σίγουρα δεν βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις σου ακόμα και τώρα».

Ο Αντρέας κάθισε πάλι κάτω.«Για να γράψεις τη Βίβλο του Παράδοξου», συνέχισε ο θε­

ός, «πρέπει να παρατηρείς, να ακούς και να μαθαίνεις. Στο ταξίδι σου θα συναντήσεις πολλούς ανθρώπους, άλλους φι­λικούς και άλλους όχι, αλλά πρέπει να τους λαμβάνεις όλους υπόψη σου, κι αυτοί θα σου πουν -ίσως όχι άμεσα, εσύ όμως θα το καταλαβαίνεις- τι να γράψεις. Αυτό που θα σου λένε θα φαίνεται παράδοξο και επομένως αδύνατο' αλλά κάθε παρά­δοξο πρέπει να ξεδιαλύνεται πριν μπορέσεις να συνεχίσεις το ταξίδι σου. Αρχίζεις τώρα να καταλαβαίνεις;»

Ο Αντρέας κούνησε τους ώμους του ανήμπορος. «Κατα­λαβαίνω τι πρέπει να κάνω - αλλά ... Άραξη, πράγματι συμ­

60

Page 62: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

βαίνουν όλ' αυτά ή έχω τρελαθεί; Μάλλον αυτά είναι πράγ­ματα από τα οποία είναι φτιαγμένοι οι μύθοι και οι θρύλοι!»

«Ναι».Ο Άραξης χαμογέλασε ευγενικά. «Ίσως να είναι και ίσως,

τελικά, να μη βγει τίποτα από όλα αυτά και να σε ξεχάσει ο κόσμος για πάντα. Όσο για το αν είσαι τρελός ή όχι, μόνο εσύ μπορείς να απαντήσεις σ’ αυτό. Απ’ ό,τι βλέπω όμως, ούτε κι εσύ ξέρεις, γι’ αυτό άσ' το καλύτερα. Εκτός αυτού, η τρέλα εί­ναι σχετικό πράγμα».

«Άραξη, μ’ αφήνεις με το μυαλό μου να στριφογυρίζει προς όλες τις κατευθύνσεις!»

Ο Άραξης γέλασε δυνατά. «Ωραία! Οπότε μπορείς να το σταματήσεις εκεί που θέλεις εσύ! Αντρέα, καλέ μου φίλε, συγχώρεσέ με! Είμαι σκληρός οικοδεσπότης. Δεν θα έπρεπε να κάνω τέτοια παιχνίδια μαζί σου' να σοβαρευτούμε όμως τώρα. Αποφάσισες τι θα κάνεις; Θα ακολουθήσεις το Παι­χνίδι του Παράδοξου που θα σε οδηγήσει στην αναζήτηση της Λήθης;»

«Εάν το κάνω, είναι βέβαιο ότι θα τη βρω ;»Ο θεός ένωσε τα χέρια του και κοίταξε για λίγο τους αντί-

χειρές του. «Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα' η δική σου εξυπνάδα και το πνεύμα θα είναι τα μοναδικά κρι­τήρια».

Ο Αντρέας δε δίστασε, διότι αυτό ακριβώς περίμενε ν' ακούσει. «Τότε λοιπόν θα πάω», είπε.

Ο Άραξης σήκωσε το βλέμμα του, χαμογέλασε πλατιά και πήρε τα χέρια του Αντρέα στα δικά του.

«Μίλησες καλά! Τ έλειωσε λοιπόν το φαγητό σου και μετά θα φροντίσω να σε ξεπροβοδίσω στο ταξίδι σου».

«Τόσο γρήγορα;»

61

Page 63: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Γιατί να σπαταϊάμε χρόνο, όταν ο χρόνος δεν έχει κανένα νόημα; Άντε, τρώγε τώρα!»

Επιτέλους άρχισαν το καθυστερημένο γεύμα τους και κα­θώς έτρωγαν μίλησαν λίγο για ασήμαντα πράγματα. Όμως βαθιά στο μυαλό του Αντρέα, ένα ερώτημα τον τριβέλιζε επί­μονα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει, τόσο που τελικά ανα­γκάστηκε να ρωτήσει.

«Γιατί τα έκανες όλα αυτά για μένα, Άραξη; Πιο πριν μου είπες ότι δεν είχες σκοπό να ανακατευτείς όταν οι ιερείς σου μ’ έριξαν στην Άβυσσο - γιατί λοιπόν άλλαξες γνώμη;»

Ο Άραξης κατάπιε την μπουκιά του. «Εε... ναι, αυτό... ίσως θυμάσαι που σου είπα ότι περηφανεύομαι για την αί­σθηση δικαιοσύνης που έχω. Δικάστηκες για ένα έγκλημα που δεν διέπραξες, από μια ομάδα ανθρώπων που ήταν προ­κατειλημμένοι εναντίον σου, εξαιτίας της μαρτυρίας ενός κα- κομαθημένου, αλλά με ισχυρή επιρροή, παλιόπαιδου. Η τι­μωρία σου ήταν βάρβαρη και απάνθρωπη, και απέπνεε δια­φθορά. Όταν το έμαθα αηδίασα, βλέποντας ότι οι υποτιθέμενοι φύλακες των νόμων μου μπόρεσαν να ενεργή­σουν μ’ αυτόν τον τρόπο και μάλιστα χωρίς καθόλου τύ­ψεις». Ο Άραξης χαμογέλασε ντροπαλά. «Δεν μπορούσα να αφήσω αυτό το ζήτημα στην τύχη του, διότι θα ήταν σαν να είχα συνεργήσει στις πράξεις τους. Η συνείδησή μου πάλι βλέπεις - παίρνω όρκο ότι κάποια στιγμή θα είναι η κατα­στροφή μου!»

«Εσένα μπορεί να είναι η καταστροφή σου», είπε ο Αντρέ­ας με συναίσθημα, «αλλά εμένα ήταν η σωτηρία μου!»

«Μα πώς θα μπορούσε οποιοσδήποτε λογικός -ή έστω και παράλογος- άνθρωπος, να κάθεται και να βλέπει να δια- πράττεται μια τέτοια αδικία;» είπε ο θεός και αναστέναξε.

62

Page 64: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Καημένη Αρέθουσα ... τόσο αθώα! Νιώθω μια παράξε­νη θλίψη όταν τη σκέφτομαι, Αντρέα, και δεν ξέρω γιατί. Ίσως μου θυμίζει κάτι. Είναι σαν να υπάρχει κάτι στη μνήμη μου που δε βγαίνει στο φως - κάποια από καιρό ξεχασμένη παράλληλη.» Τα δάχτυλά του, που έπαιζαν ταμπούρλο στο τραπέζι, σταμάτησαν και σήκωσε το κεφάλι του. «Άσ' το κα­λύτερα. Αντρέα, δε βλέπω να τρως, χόρτασες;»

«Ναι, χόρτασα», είπε ο Αντρέας ακουμπώντας στην καρέ­κλα του.

«Ωραία! Επομένως δε χρειάζεται να περιμένουμε περισ­σότερο. Δε χρειάζονται πια άλλες προετοιμασίες. Θα σου δεί­ξω από πού πρέπει να πας».

Άφησαν το τραπέζι και κατέβηκαν άλλη μια φορά τα σκα­λοπάτια. Καθώς διέσχιζαν τον κεντρικό χώρο του σπηλαίου, ο Αντρέας αισθάνθηκε έναν ενθουσιασμό ανακατεμένο μ' ένα κακό προαίσθημα. Κουβαλούσε το βιβλίο στα χέρια του, αλ­λά μόλις τώρα άρχισε να αναρωτιέται ποιες να ήταν οι ιδιότη­τες του. Ο Άραξης του είχε πει ότι θα ήταν ανεκτίμητο, αλλά μόνο αν χρησιμοποιούσε τις δικές του δυνάμεις για να ξεδια­λύνει τα παράδοξα που θα του έβαζε μπροστά του. Ο Αντρέ­ας δεν ήταν ηλίθιος, αλλά όσο περισσότερο σκεφτόταν το βι­βλίο, τόσο περισσότερο αμφέβαλε για την ικανότητά του να χρησιμοποιήσει ένα τόσο ισχυρό βοήθημα προς όφελος του. Χρησιμοποίησέ το καλά, του είχε πει ο Άραξης, και θα απο­δείξει την αξία του. Και αν δεν πετύχαινε σ’ αυτό; Δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία' θα έχανε τα πάντα.

Οι ανησυχίες του Αντρέα υποχώρησαν ξαφνικά, καθώς είδε τον Άραξη να ανοίγει μια πόρτα τραβώντας την προς το μέρος τους. Εκείνη τη στιγμή ήξερε ότι ήταν πια πολύ αργά για να κάνει πίσω. Μια σκοτεινή σήραγγα σκαμμένη στον

63

Page 65: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τραχύ βράχο εμφανίστηκε, κι εκείνος συνειδητοποίησε ότι ήταν η ίδια η είσοδος από την οποία είχε μπει στο σπήλαιο αιώνες πριν, όπως του φαινόταν τώρα.

Μπήκαν στην σήραγγα και ο Άραξης έκλεισε πίσω του την πόρτα, κόβοντας έτσι το φως και αναγκάζοντας τον Αντρέα να ανοιγοκλείσει τα μάτια του.

«Ξαναγυρνάμε στην Άβυσσο;» ρώτησε με ανησυχία. Η φωνή του αντήχησε σαν από μακρινή ηχώ.

«Όχι. Αυτή η σήραγγα οδηγεί οπουδήποτε θέλω εγώ. Τώ­ρα πηγαίνουμε κάπου εντελώς διαφορετικά».

Ο θεός άρχισε να κινείται κατά μήκος της σήραγγας και ο Αντρέας ακολούθησε διστακτικά πίσω του. Η διαδρομή ήταν πίσσα σκοτάδι και ο Αντρέας συγκεντρώθηκε στο να ψαχου­λεύει το δρόμο του ψηλαφιστά, μέχρι που σκόνταψε σε μια προεξοχή του δαπέδου, έβρισε φωναχτά και σταμάτησε.

Η φωνή του Άραξη ακούστηκε στο σκοτάδι από πιο πέ­ρα. «Χτύπησες;»

«Όχι, αλλά δε βλέπω τίποτα!»«Α! Ξέχασα το πρόβλημα της όρασης των θνητών. Ν ’ ανά­

ψουμε λοιπόν ένα δαυλό», είπε, και χωρίς άλλη προειδοποίη­ση ένας αναμμένος δαυλός εμφανίστηκε ξαφνικά στο χέρι του Αντρέα, φωτίζοντας ένα γύρω τους τοίχους.

Ο Αντρέας έμεινε άναυδος. «Ε - ευχαριστώ!»«Παρακαλώ. Έλα, δεν έχουμε πολύ δρόμο ακόμα».Θα 'πρεπε να τα περιμένω πλέον αυτά, σκέφτηκε ο Αντρέ­

ας καθώς το πέρασμα έστριβε κατηφορικά, όχι να ξαφνιάζο­μαι ακόμα με το παραμικρό σαν φοβισμένος λαγός. Η σιλουέ- τα του θεού κινήθηκε μπροστά του, κι ο Αντρέας, κρατώντας στο ένα χέρι το δαυλό και στο άλλο τη Βίβλο του Παράδο­ξου, τον ακολούθησε.

64

Page 66: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Η σήραγγα φάρδυνε ξαφνικά και βρέθηκαν να στέκονται σε ένα μακρύ και πλατύ πεζούλι πάνω από μια σκοτεινή λί­μνη. Η οροφή από πάνω ήταν κατάμαυρη και η λίμνη τερά­στια, ενώ μεριές-μεριές κατά μήκος του τοίχου είχαν τοποθε­τηθεί δαυλοί. Σταλαγμίτες ορθώνονταν από το νερό μέσα σε μιαν αχλύ, και η όλη ατμόσφαιρα του τόπου έφερνε ρίγη στον Αντρέα.

«Τι είναι αυτή η λίμνη;» ψιθύρισε με επιφύλαξη στον Άραξη. «Πρόκειται να τη διασχίσω;»

Ο Άραξης απάντησε με μια ερώτηση. «Είσαι καλός ναύ­της; Ιδού, λοιπόν, και το μεταφορικό σου μέσο».

Έδειξε προς τα κάτω, και σκύβοντας πάνω από την άκρη του παραπέτου, ο Αντρέας είδε μια μικρή, στενόμακρη βάρ­κα που κουνιόταν στα νωθρά νερά, πλάι σε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν απ’ το βράχο στα σκοτεινά νερά της λίμνης.

«Η βάρκα θα καλύψει την πρώτη φάση του ταξιδιού σου», είπε ο Άραξης. «Μέσα θα βρεις ένα μανδύα και μερικές προ­μήθειες. Δείχνεις να έχεις αμφιβολίες, Αντρέα. Φοβάσαι;»

Ο Αντρέας κοκκίνισε. « Όχι, όχι. Δε φοβάμαι», είπε και ρίγησε.

«Επομένως, μένει μόνο ένα πράγμα να σου πω. Η βάρκα θα σε πάει σ' ένα ποτάμι και σ' αυτό το ποτάμι θα συναντή­σεις ένα γέρο να ψαρεύει. Εκεί θ’ αφήσεις τη βάρκα και θα συναντηθείς με το γέροντα στις όχθες. Ζήτησέ του να σου δείξει το δρόμο για τη Λήθη και ακολούθησέ τον. Αυτά είναι όλα όσα μπορώ να σου πω. Η Βίβλος του Παράδοξου πρέ­πει να είναι ο οδηγός σου από κει και πέρα. Μην την αφήσεις ποτέ από τα μάτια σου, Αντρέα, διότι είναι ανεκτίμητη».

«Μείνε ήσυχος, δε θα την αφήσω στιγμή από τα μάτια μου».

65

Page 67: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Άραξης έβαλε το χέρι του στον ώμο του Αντρέα ενθαρ­ρυντικά, για κάμποσο. «Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο, φίλε μου».

Ο Αντρέας τον ευχαρίστησε. Ήταν σχεδόν θλιμμένος. Παρά τις καινούριες ελπίδες να βρει την Αρέθουσα, είχε συ­μπαθήσει τον Άραξη σχεδόν σαν αδελφό και λυπόταν που έπρεπε τώρα να τον αποχωριστεί.

Κατέβηκε τα σκαλιά ως τη βάρκα που τον περίμενε. Μπή­κε μέσα και πήρε θέση στο κέντρο της, έβαλε το δαυλό στη θέση που προβλεπόταν στην πλώρη και φύλαξε το βιβλίο στον κόρφο του.

Στο φως του δαυλού η φιγούρα του Άραξη στο πεζούλι φάνταζε σαν ψεύτικη. Ο Αντρέας έλυσε τον κάβο και κοίταξε προς τα πάνω.

«Θα ξανασυναντηθούμε;»«Πιστεύω πως ναι. Στο καλό, Αντρέα, και καλό ταξίδι!»Ένα ξαφνικό ρεύμα άρπαξε τη βάρκα και τη στριφογύρι­

σε, τραβώντας την από το σημείο όπου ήταν αγκυροβολημέ­νη προς το κέντρο της λίμνης. Η πλώρη της ευθυγραμμίστη­κε με το ρεύμα και άρχισε να πλέει σταθερά.

Ο Άραξης, που στεκόταν ακόμα στο πεζούλι, σήκωσε το χέρι του σε αποχαιρετισμό. Ο Αντρέας παρακολουθούσε την ψηλή φιγούρα του θεού μέχρι που τα μάτια του πόνεσαν, κα­θώς η φιγούρα χανόταν στη θλιβερή καταχνιά που όλο και πύκνωνε.

66

Page 68: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- V. O ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ -

O Ιεροφάντης, μερικοί τον αποκαλούν ο Πάπας, έχει πιο πνευματική φύση από τον παλιότερο ομόλογό του, τον Άυτοκράτορα. Από την καλή της πλευρά, η κάρτα αντιπροσωπεύει το έλεος, την αγαθοεργία και την έμπνευση. Σύμφωνα, όμως, με άλλες περιγραφές, μπορεί επίσης να δείχνει συμμαχία, αιχμαλωσία ή υποτέλεια. Συχνά ο Ιε­ροφάντης προσωποποιείται σε κάποιον προς τον οποίο μπορεί ο ενδιαφερόμενος να απευθυνθεί για βοήθεια.

67

Page 69: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Καθώς το λιγοστό φως γύρω απ’ τα βράχια της πεζούλας ξε­μάκραινε από την πρύμνη και η βάρκα βυθιζόταν στο σκοτά­δι, ο Αντρέας άρχισε να αισθάνεται έντονα το κρύο και τη μο­ναξιά. Ψαχούλεψε στο δάπεδο της βάρκας γύρω από τα πό­δια του και βρήκε πράγματι το μανδύα' ήταν μια βαριά γούνα από κάποιο ζώο, ίσως από λύκο. Αφού τυλίχτηκε σφιχτά μ’ αυτό και σταύρωσε τα χέρια του πάνω απ’ το βι­βλίο, άρχισε να αισθάνεται κάπως καλύτερα.

Μετά από μερικά λεπτά, το φως του δαυλού έδειξε το πε­ρίγραμμα ψηλών βράχων ακριβώς μπροστά του. Η αναπνοή του Αντρέα πιάστηκε, γιατί με την ταχύτητα που είχε η βάρκα φάνηκε ότι θα συντριβόταν πάνω τους, αλλά την τελευταία στιγμή έστριψε, τόσο απότομα, που παραλίγο να τον ρίξει στο νερό, αλλά συνέχισε με πορεία παράλληλη προς τις όχθες, σαν κάτι να έψαχνε.

Και το βρήκε! Ένα άνοιγμα στο βράχο απ’ όπου μπήκε σε μια σήραγγα στην οποία το νερό κυλούσε αφρισμένο. Η δυ­νατή ηχώ του νερού έσβησε σιγά-σιγά καθώς η βάρκα απο­μακρυνόταν απ’ τη λίμνη του σπηλαίου. Σε λίγο, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ανεπαίσθητος ήχος του ρεύματος του πο­ταμού κάτω από την τρόπιδα. Το ταξίδι έγινε πάλι τραχύ. Το ρεύμα ήταν στενό και η ορμή του έστελνε τη βάρκα κάθε λίγο να κοπανάει στους βράχους. Το φως από το δαυλό έπεφτε πάνω σε τραχιές καμάρες και αντανακλούσε φωσφορίζουσες ανταύγειες. Φώτιζε το πρόσωπο του Αντρέα και το έκανε να φαίνεται σαν ανάγλυφο, ρίχνοντας σκιές κάτω από τα φρύ­δια και τα ζυγωματικά, με τα μαύρα μάτια του ανάμεσά τους να παρακολουθούν άγρυπνα την πορεία.

Ο Αντρέας τρεμούλιασε και πάλι, αλλά αυτή την φορά δεν ήταν μόνο από το κρύο. Το έντονο φως του δαυλού του έσκι­

68

Page 70: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ζε το σχεδόν απόλυτο σκοτάδι και δημιουργούσε τερατώδεις σκιές που απειλούσαν να σαλτάρουν εναντίον του καθώς η βαρκούλα γλιστρούσε αθόρυβα. Ήταν όμως σκιές;

Ο Αντρέας τα έβαλε με τον εαυτό του για τις σκέψεις που έκανε. Κάθισε πιο χαμηλά στη βάρκα κι έμεινε να κοιτάζει κατευθείαν εμπρός. Ένας ξαφνικός παφλασμός από τη μια πλευρά τον ξεσήκωσε, αλλά καθησύχασε την ανησυχία του λέγοντας ότι δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μικρή δίνη του ρεύματος. Ή ίσως και κάποιο ψάρι. Άραγε υπήρχαν ψάρια ή άλλου είδους πλάσματα σ' αυτό το ποτάμι; Βέβαια, με τα μαύρα νερά και τη μόνιμη σκοτεινιά, τα νερά αυτά δε θα μπο­ρούσαν να φιλοξενήσουν τίποτε άλλο παρά τερατοειδή όντα χωρίς μάτια, σαν εκείνα που μερικοί ναυτικοί έλεγαν ότι ζού- σαν στα βαθιά σκοτεινά ρήγματα της θάλασσας του δικού του κόσμου. Άρχισε να φαντάζεται τι είδους όντα θα μπο­ρούσαν να κατοικούν εδώ και με τι θα τρέφονταν... Πιθανόν τρώγοντας το ένα το άλλο, ή κάποιον χαμένο ταξιδιώτη, αν­θρώπινο ή άλλο όν, που θα τύχαινε να περάσει απ’ εδώ. ...

Ξαφνικά κοίταξε το δαυλό και ακολούθησε το φως που αντανακλούσε κάτω, μέσα στο νερό, όπου διαχεόταν σε πολ­λές μικρές φλόγες καθώς διαπερνούσε την επιφάνεια. Αν -και μόνο αν- θύμισε στον εαυτό του, υπήρχε πράγματι κάτι εκεί κάτω, που ενεδρεύει στην κοίτη του ποταμού, ήταν σί­γουρα η πιο μεγάλη ανοησία εκ μέρους του να τραβάει την προσοχή του επάνω του με τέτοιον τρόπο. Ωστόσο δεν είχε το κουράγιο να σβήσει το δαυλό, αφού ήταν η μοναδική του συντροφιά και παρηγοριά.

Από κει και πέρα, κάθε σκιά που πηδούσε ήταν ένας και­νούριος δαίμονας, κάθε παφλασμός του νερού έκανε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, κι έτσι κούρνιασε στο δάπεδο

69

Page 71: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

της βάρκας κάνοντας την προσευχή του να τελειώνει αυτό το ταξίδι το γρηγορότερο.

Ο Αντρέας είχε πια τυλιχτεί στο μανδύα του προσπαθώ­ντας να μη σκέφτεται το ποτάμι, όταν ένας καινούριος ήχος ήρθε από την άκρη της σήραγγας μέσα στο σκοτάδι.

«Ε, ξένε!»Ο Αντρέας ανακάθισε απότομα.«Ε, εκεί πέρα, κόψε ταχύτητα, κόψε σου λέω!»Τώρα μέσα στην καταχνιά μπόρεσε να διακρίνει ένα ση­

μείο όπου η όχθη προεξείχε μέσα στο νερό και εκεί επάνω στεκόταν ένας γέροντας. Ανέμιζε το χέρι του δυνατά καθώς η βάρκα πλησίαζε και τότε ο Αντρέας κατάλαβε το λόγο. Τε­ντωμένη μέσα στο νερό, έτσι όπως την τραβούσε το ρεύμα, μια πετονιά φαινόταν να γυαλίζει σαν ασημένια. Η βάρκα του ετοιμαζόταν από στιγμή σε στιγμή να την παρασύρει.

«Σταμάτα τη βάρκα!» φώναξε ο γέροντας θυμωμένα. «Ηλίθιε, θα μου κόψεις την πετονιά». Ο Αντρέας σηκώθηκε και σκύβοντας με κίνδυνο να πέσει στα νερά, αρπάχτηκε από μια προεξοχή της όχθης και πήδηξε έξω. Η βάρκα στριφο­γύρισε βίαια και έπεσε επάνω στα βράχια καθώς ο Αντρέας πατούσε στη στεριά. Για μια στιγμή η βάρκα έμεινε ακίνητη, μετά φάνηκε να περνάει κάτω από την πετονιά καθώς την παράσερνε το ποτάμι και σύντομα εξαφανίστηκε, παίρνοντας μαζί της τον πολύτιμο δαυλό και τις προμήθειες του.

Ο Αντρέας τύλιξε το μανδύα γύρω από τους ώμους του και πήγε προς το γέροντα, ο οποίος τον κοίταξε έντονα κα­θώς πλησίαζε.

«Έτσι μπράβο», είπε, «έτσι μπράβο, γιατί αν είχες κόψει την πετονιά μου, πού θα έβρισκα καινούρια, έ; Στον αέρα;»

Φορούσε μια γκρίζα, βρώμικη κελεμπία και το πρόσωπό

70

Page 72: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

του ήταν μισοκρυμμένο μέσα στο σκούφο του. Μια μακριά άσπρη και αραιή γενειάδα έπεφτε στο στήθος του.

«Λοιπόν, λοιπόν», είπε νευρικά. «Δε χρειάζεται να στέκε­σαι και να κοιτάς! Κάτσε κάτω. Κάτσε κάτω είπα!»

Ο Αντρέας σωριάστηκε στο γλιστερό βράχο δίπλα του. Εδώ τα πράγματα προβλέπονταν δύσκολα' σαφώς ο γέρο­ντας δεν ήταν στην πιο φιλική του διάθεση, κι ακόμα κι αν ήξερε την απάντηση, ίσως και ν’ αρνιόταν να του τη δώσει. Ο Αντρέας αποφάσισε να δοκιμάσει μια φιλική προσέγγιση.

«Τι ψαρεύεις;», ρώτησε φιλικά.«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου!»Δοκίμασε και πάλι: «Δε μου φαίνεται να έχει και πολλά

ψάρια σ' αυτά τα νερά».Ο γέροντας χασκογέλασε βγάζοντας έναν άσκημο ήχο.

«Και βέβαια δεν έχει, τι είσαι, βλάκας; Ξέρεις τίποτα γι’ αυτό το ποτάμι;»

«Είμαι ξένος», είπε ο Αντρέας απολογούμενος.«Α, α, το φαντάστηκα! Ένας τόσο υγιής νεαρός του είδους

σου δεν μπορεί να μεγάλωσε εδώ πέρα και ούτε ανήκει εδώ, βέβαια. Από πού έρχεσαι;»

Η απάντηση σ’ αυτό δεν ήταν εύκολη. Ο Αντρέας ξεκίνη­σε να απαντήσει δύο φορές και σταμάτησε, κι ο γέρος έβαλε τα γέλια.

«Βλάκας! Είπα ότι είσαι βλάκας, και είσαι! Λοιπόν, δεν έχω καιρό να μιλάω με βλάκες αρχάριους! Δρόμο, φύγε! Φύ­γε!»

Ο Αντρέας συγκράτησε το θυμό του που ολοένα και μεγά­λωνε και άφησε να του φύγει ένας αναστεναγμός απόγνω­σης.

«Ναι, δε θα σπαταλήσω άλλο από το χρόνο σου, γέροντα»,

71

Page 73: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

είπε ψυχρά. «Μόνο πες μου ένα πράγμα: πού είναι ο δρόμος για τη Λήθη;»

«Τι; Πού; Λήθη;»«Ναι, Λήθη. Ξέρεις το δρόμο;»«Ναι, τον ξέρω, αλλά γιατί να σ' τον πω, ε;»«Επειδή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να πάω εκεί», εί­

πε ο Αντρέας σχεδόν ουρλιάζοντας.«Για σένα ίσως», απάντησε ο γέρος, «αλλά όχι για μένα.

Άρα δε θα σου πω. Όχι, δε θα σου πω!» κατέληξε θυμωμένα.Ο Αντρέας σηκώθηκε όρθιος, γλιστρώντας στην ολισθη­

ρή όχθη. «Ξεμωραμένε παλιόγερε!» ούρλιαξε, με το θυμό του εκτός ελέγχου. «Θα σου τσάκιζα το λαιμό με μεγάλη ευχαρί­στηση!»

Ο άλλος χαχάνισε πάλι. «Και γιατί δεν το κάνεις, ε; Και ποιος θα σου δείξει το δρόμο άμα εγώ πεθάνω, έ; Ίσως αν πέ- θαινα να είχε ενδιαφέρον. ναι, βέβαια, νομίζω θα το φχαρι- στιόμουν!»

Ο Αντρέας τον κοίταξε έντονα. «Είσαι τρελός;» είπε τρίζο­ντας τα δόντια του.

Ο γέρος γέλασε δυνατά, μέχρι που το γέλιο του αντήχησε σε όλη τη σήραγγα. «Δε σου είπα τι ψαρεύω, σου είπα;» ρώ­τησε όταν σταμάτησε να γελάει.

«Όχι», είπε ο Αντρέας, νιώθοντας την ανησυχία μέσα του να μεγαλώνει.

«Α!» είπε βουλιάζοντας στην κελεμπία του και παίρνοντας ένα πονηρό ύφος. «Μα βέβαια, ψαρεύω για να βρω τα λογι­κά μου!»

Οι ματιές τους συναντήθηκαν, και από τα καταβεβλημένα χαρακτηριστικά και τα μικροσκοπικά μάτια του γέροντα που γυάλιζαν, ο Αντρέας αντιλήφθηκε ότι κοιτούσε το πρόσωπο

72

Page 74: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ενός τρελού. Έκανε μερικά βήματα πίσω, προς τον τοίχο της σήραγγας. έχοντας παραλύσει από την απόγνωση. Ήταν πα- γιδευμένος εδώ, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από το δρόμο του, με έναν παλαβό που ήξερε, αλλά που δεν εννοού­σε, ή δεν μπορούσε να του δείξει το δρόμο. Έξαλλος, προ­σπάθησε να δει πού οδηγούσε η σήραγγα, αλλά δεν έβλεπε κανένα σημάδι διεξόδου.

Η φωνή του γέρου τον έκανε να γυρίσει και τον είδε να χοροπηδάει άγρια στην όχθη, ενώ στα χέρια του η πετονιά χοροπηδούσε και στριφογύριζε σπασμωδικά.

«Τον έπιασα!» κραύγασε ο γέρος. «Βοήθα με!»Ο Αντρέας έτρεξε δίπλα του και άρπαξε την πετονιά που

τραβούσε και τράνταζε. Εάν ο παλιόγερος είχε πει την αλή­θεια, τότε αυτή μπορεί να ήταν η μοναδική του ευκαιρία να μάθει το δρόμο.

Τράβηξαν μαζί την πετονιά, καθώς κάτι αντιστεκόταν από κάτω απ’ τα νερά σχεδόν με την ίδια δύναμη και παραλί­γο να τους ρίξει στο ποτάμι. Αλλά μπόρεσαν να το αντιπαλέ­ψουν και σιγά-σιγά άρχισαν να τυλίγουν την πετονιά. Ο γέ­ροντας επαναλάμβανε φωνάζοντας μια λέξη που ηχούσε σαν Μαγκελάν, αλλά ο Αντρέας δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημά της. Κατόπιν, βγάζοντας έναν ήχο που θύμιζε τερά­στιο καζάνι που βράζει, το ποτάμι άρχισε να κοχλάζει και ν’ αφρίζει.

«Μαγκελάν!» φώναξε πάλι ο γέρος, και καθώς η λέξη αντηχούσε παντού, ένας τεράστιος όγκος πρόβαλε από το νε­ρό μέσα από τους αφρούς.

Ο Αντρέας έπνιξε μια κραυγή τρόμου καθώς ένας φοβε­ρός βρυχηθμός τράνταξε τον αέρα, κι αυτό που ψάρεψε ο γέ­ροντας αναδύθηκε από τα νερά του ποταμού.

73

Page 75: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ένα άμορφο κεφάλι πρόβαλε, που είχε δυο φορές το ύψος του Αντρέα. Είχε ένα τεράστιο ράμφος που βρυχιόταν με θυμό, κι ένα μοναδικό κόκκινο μάτι που έψαχνε τους τοί­χους γύρω για να βρει εκείνους που το είχαν ενοχλήσει.

Ο Αντρέας είχε παγώσει, αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω του. Ξαφνικά είδε ένα τεράστιο πλο­κάμι να πετάγεται με οργή και να μαστιγώνει τον τοίχο και μετά κι άλλο, κι ά λλο .

«Μαγκελάν!» κραύγασε ο γέρος και χοροπήδησε στην όχθη χειρονομώντας προς το τέταρτο πλοκάμι που είχε ανασηκωθεί πάνω από το κεφάλι του τέρατος, έτοιμο να χτυπήσει.

Ο γέρος σήκωσε οργισμένα τη γροθιά του εναντίον του Μαγκελάν. «Ανόσιο πλάσμα του βούρκου! Δώσε μου πίσω αυτό που μου ανήκει - που δικαιούμαι!»

Το τέρας βρυχήθηκε πάλι, κι ο Αντρέας παρατήρησε ότι η άκρη του τέταρτου πλοκαμιού ήταν τυλιγμένη γύρω από ένα μικρό, μαύρο, σιδερένιο κουτί. Αυτό το κουτί ήταν που είχε ξεσηκώσει το γέροντα τόσο πολύ. Ο γέρος παράπαιε στην άκρη του ποταμού και εξακολουθούσε να κουνάει τη γροθιά του, ανήμπορος να κάνει κάτι άλλο. Ωστόσο, ο Αντρέας είδε το μοναδικό μάτι του Μαγκελάν να στρέφεται προς το γέρο­ντα και να τον κοιτάζει άγρια, καθώς το τρομερό ράμφος άνοιγε κι άλλο. Θέλησε να φωνάξει μια προειδοποίηση, αλλά οι λέξεις στέγνωσαν στο λαιμό του.

«Μαγκελάν, βρωμιά της βρωμιάς - δώσε μου το κουτί!»Ο Αντρέας πετάχτηκε προς τα εμπρόςΟ γέροντας αδιαφόρησε για τον κίνδυνο καθώς ένα πλο­

κάμι τινάχτηκε από τον τοίχο προς το μέρος του, αλλά η ξαφ­νική κίνηση του Αντρέα απέσπασε τη προσοχή του Μαγκε-

74

Page 76: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

λάν. Το μάτι στράφηκε, το πλοκάμι αιωρήθηκε και γρήγορο σαν μαστίγιο τινάχτηκε και άρπαξε τον Αντρέα απ’ τη μέση.

Ο Αντρέας έβγαλε μια κραυγή καθώς η Βίβλος του Πα­ράδοξου έφυγε απ’ το χέρι του και προσγειώθηκε στα βράχια μερικά μέτρα μακριά. Ο Μαγκελάν γρύλισε απειλητικά και το πλοκάμι τον ζούληξε.

«Βοήθεια!» Ο Αντρέας έχασε την αναπνοή του και σχεδόν πνίγηκε. «Βοήθησε με, ηλίθιε!»

Ο γέρος στράφηκε, είδε τι συνέβαινε και έτρεξε προς τον Αντρέα, τραβώντας ένα μικρό σπαθί από την κελεμπία του. Σπάθισε άγρια τον αέρα, αστοχώντας και σχεδόν ξεσκίζοντας το μπράτσο του Αντρέα, εκστομίζοντας συνεχώς καινούριες βλαστήμιες εναντίον του τέρατος του ποταμού.

Τα άλλα πλοκάμια του Μαγκελάν μαστίγωσαν το νερό και γρυλίζοντας με οργή, το τέρας εξαπέλυσε το μαύρο σιδερένιο κουτί εναντίον των υποτιθέμενων εχθρών του. Το κουτί χτύ­πησε τον Αντρέα στο κεφάλι, και η σήραγγα στριφογύρισε μπροστά στα μάτια του. Προσπάθησε να φωνάξει πάλι βοή­θεια, αλλά το πλοκάμι που τον έσφιγγε του είχε κόψει την αναπνοή κι έκανε τις προσπάθειες του μάταιες.

Επάνω στα βράχια όπου είχε προσγειωθεί το κουτί, ο γέ­ροντας είχε γονατίσει μπροστά του και πάσχιζε να το ανοίξει με το σπαθί. Ο Αντρέας προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή κουνώντας τα χέρια του στον αέρα, αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία. Ο Αντρέας είχε αρχίσει να βλέπει κόκκι­νες αστραπές, δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει και τα κόκα­λα του κόντευαν να σπάσουν. Από στιγμή σε στιγμή παρέδινε το πνεύμα.

Με μια κραυγή θριάμβου ο γέροντας άνοιξε το κουτί, αλ­λά ο Αντρέας δεν ενδιαφερόταν πλέον. Από στιγμή σε στιγμή

75

Page 77: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κατέρρεε και θα καταντούσε μια άμορφη ματωμένη μάζα. «Άραξη!» βόγκηξε, με την τελευταία του πνοή. «Άραξη, βοή­θα με!»

Το σπαθί σηκώθηκε και κατέβηκε με δύναμη, και μαύρο αίμα πετάχτηκε από το πλοκάμι εκεί που το έκοψε η λεπίδα. Ο Αντρέας με μεγάλη προσπάθεια γύρισε το βλέμμα του και είδε το γέροντα με μάτια που πετούσαν φωτιές να σηκώνει το σπαθί για καινούριο χτύπημα, καθώς ένας τρομερός βρυχηθ­μός από τον Μαγκελάν πλημμύρισε τον αέρα.

Το σπαθί άστραψε και πάλι, και το μαύρο αίμα πετάχτηκε στο πρόσωπο του Αντρέα, αλλά η φρικτή λαβή χαλάρωσε, αφού το πλοκάμι είχε σχεδόν κοπεί.

Άλλο ένα χτύπημα από το ξίφος, και ξαφνικά ο Μαγκε­λάν άφησε τον Αντρέα τινάζοντας τον στην όχθη μισοαναί- σθητο. Ο Αντρέας κατρακύλησε προσπαθώντας να γεμίσει τα πνευμόνια του με αέρα. Ύστερα προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του, αλλά απέτυχε οικτρά.

Έμεινε εκεί να παρακολουθεί σαν μέσα από ομίχλη τον Μαγκελάν να μαστιγώνει το νερό απ’ τον πόνο και τη μανία του, γεμίζοντας το αφρούς, ενώ ο γέροντας στεκόταν μπρο­στά του και τον κοίταζε. Ο σκούφος του είχε πέσει μακριά και στο χέρι του ανέμιζε το ματωμένο σπαθί ψηλά πάνω από το κεφάλι του.

«Μαγκελάν!» φώναξε, «εσύ, το πιο άθλιο δημιούργημα από τα κατακάθια της υφηλίου! Εσύ, που μισείς ό,τι καθαρό και αγνό, σε διατάζω να γυρίσεις πίσω στη γλοιώδη φωλιά σου! Γύρνα στο σκοτάδι απ’ όπου ήρθες, μα τον Ιθόρ, Αθόρ, Χαθόρ!»

Ο Μαγκελάν ούρλιαξε, αλλά το ουρλιαχτό έσβησε γρήγο­ρα μέχρι που το τέρας φαινόταν να κλαψουρίζει. Τα πλοκά­

76

Page 78: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

μια μαζεύτηκαν, και μ’ ένα τελευταίο μουγκρητό απογοήτευ­σης, ο Μαγκελάν γλίστρησε κάτω από την επιφάνεια του νε­ρού, αφήνοντας μόνο το μαύρο αίμα και τους τελευταίους αφρούς να δείχνουν πού βρισκόταν.

Ο Αντρέας έμεινε ξαπλωμένος εκεί που ήταν. Δεν έκανε καμιά απόπειρα να κινηθεί όταν ο γέροντας ήρθε από πάνω του, μόνο τον κοίταξε στο πρόσωπο.

Η τρέλα είχε φύγει. Ευγενικά καστανά μάτια συνάντησαν τα δικά του, κι ο γέροντας άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό.

«Φίλε μου, σου χρωστάω μια χάρη και μια μεγάλη συγνώ­μη. Έπρεπε να τρέξω να σε βοηθήσω νωρίτερα, αλλά θα ήμουν άχρηστος όσο δεν άνοιγε το κουτί» .

Ο Αντρέας τον κοίταξε καχύποπτα. «Άλλο ένα από τα κόλ- πα σου;»

«Όχι, σε παρακαλώ, δεν είμαι πια τρελός. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι συνέβη μεταξύ μας πιο πριν, αλλά απ’ ό,τι διακρί­νω στο πρόσωπό σου, πρέπει να σ’ ενόχλησα πολύ. Λυπά­μαι».

Ο Αντρέας απόδιωξε τα υπόλοιπα του θυμού του και κα- τάφερε να ανακαθίσει. «Το μαύρο κουτί», είπε, « ήταν . ;» Δεν μπόρεσε να τελειώσει την ερώτηση.

«Ναι, ήταν αυτό που έψαχνα για πολύ καιρό. Τώρα είμαι πάλι ο εαυτός μου. Άπλωσε το κοκαλιάρικο χέρι του για να βοηθήσει τον Αντρέα να σταθεί στα πόδια του, λέγοντας: «Εί­σαι σε άθλια κατάσταση! Τραυματίστηκες σοβαρά;»

«Όχι, δε νομίζω. Κι εγώ θέλω να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτά που έκανες. Αυτό το τέρας ήταν έτοιμο να με σκοτώσει».

«Ο Μαγκελάν δεν είναι φιλικός στην καλύτερη περίπτω­ση. Ευτυχώς όμως υπάρχουν τρία ονόματα ισχυρά, που αν λεχθούν μαζί, μπορούν να τον διατάξουν. Μέχρι που πήρα

77

Page 79: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

το κουτί μου δεν θυμόμουν αυτά τα ονόματα. Τώρα θυμάμαι ... θυμάμαι πολύ καλά».

Ο Αντρέας συνοφρυώθηκε κοιτώντας το σκοτεινό νερό. «Κι εγώ χαίρομαι γι’ αυτό, με όλη μου την καρδιά. Υπάρχουν κι άλλα τέρατα σ’ αυτά τα μέρη;»

«Μερικά, αλλά σπάνια δημιουργούν πρόβλημα. Λοιπόν φίλε μου, μολονότι έχουμε υποχρέωση ο ένας στον άλλον, δεν ξέρω ούτε καν το όνομα σου. Εγώ είμαι ο Αιμηρίων. Αυ­τοί που με ξέρουν με φωνάζουν "ο ερημίτης", κι εμένα με ικανοποιεί αυτό». Ο Αντρέας πήρε το απλωμένο χέρι. «Το όνομά μου είναι Αντρέας».

«Ωραία λοιπόν, Αντρέα, βλέπω πως είσαι ξένος. Τι σε φέρνει σ’ αυτό τον ποταμό;»

Ο Αντρέας έκανε την ίδια ερώτηση, αυτή τη φορά με πε­ρισσότερη ελπίδα και εμπιστοσύνη. «Ψάχνω το δρόμο για τη Λήθη. Μπορείς να μου τον δείξεις;».

«Για τη Λήθη;» Ο Αιμηρίων ξαφνιάστηκε. «Να μια παρά­ξενη αναζήτηση! Απ’ ό,τι έχω ακούσει, δε σε καλοδέχονται εκεί πέρα».

«Κι όμως, έχω πολύ σοβαρό λόγο που πρέπει να τη βρω», επέμεινε ο Αντρέας. «Μπορείς να με βοηθήσεις;»

«Μπορώ - διότι ποιος είμαι εγώ να πω τι θα κάνουν ή δε θα κάνουν οι άλλοι; Πρώτα, όμως, πρέπει να καθαριστείς. Το νερό του ποταμού δεν είναι βλαβερό, και το πρόσωπό σου έχει ακόμα πάνω του τα αίματα του Μαγκελάν»

Ο Αντρέας έβαλε το χέρι του στο μάγουλο του και το ένιωσε που κολλούσε. Έσκυψε στην άκρη της όχθης και έρι­ξε παγωμένο νερό στο πρόσωπό του και στα μπράτσα του, μέχρι που καθάρισε όλα τα ίχνη από την πάλη με το τέρας. Όταν τελείωσε, ανασηκώθηκε και είδε τον Αιμηρίωνα που

78

Page 80: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

στεκόταν μερικά βήματα πιο κει να κρατάει στα χέρια του τη Βίβλο του Παράδοξου και να τη μελετάει προσεχτικά.

Ο Αντρέας αισθάνθηκε ενοχές που είχε παραμελήσει το πολύτιμο βιβλίο, και ο Αιμηρίων φάνηκε να το αντιλαμβάνε­ται καθώς σήκωσε τη ματιά του και τον κοίταξε.

«Δικό σου;»«Ναι».«Το φαντάστηκα», χαμογέλασε ο ερημίτης δίνοντάς το πί­

σω. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω Αντρέα, και μπο­ρείς να το κάνεις ό,τι θέλεις».

«Τι είναι αυτό;» Ο Αντρέας αισθάνθηκε ένα ρεύμα έξαψης να περνάει μέσα από τη ραχοκοκαλιά του καθώς θυμήθηκε τα λόγια του Άραξη.

«Θα συναντήσεις πολλούς ανθρώπους. Πρέπει να τους λά­βεις όλους υπόψη σου, γιατί θα σου πουν τι να γράψεις.»

Ο Αιμηρίων κοίταξε έντονα προς τη Βίβλο και είπε: «Μια φράση μόνο - ο Πρίγκιπας που δεν έχει πριγκιπάτο θα γίνει γνωστός γι’ αυτό που δεν είναι». Αναστέναξε και συνέχισε: «Είναι, βέβαια, καιρός που το ξέρω αυτό, αλλά τη σημασία του θα την αποφασίσεις εσύ».

Ο Αντρέας δεν απάντησε. Γύριζε αργά το εξώφυλλο του βιβλί­ου, και τα δάχτυλά του, που λες και είχαν ξεχωριστή ύπαρξη απ’ τη δική του, ήρθαν και σταμάτησαν στην πρώτη άδεια σελίδα.

Επανέλαβε δυνατά τα λόγια του Αιμηρίωνα, και καθώς μι­λούσε, τα γράμματα άρχισαν να σχηματίζονται μπροστά στα μάτια του μέχρι που η φράση ολοκληρώθηκε.

«Ο Πρίγκιπας που δεν έχει πριγκιπάτο θα γίνει γνωστός γι’ αυτό που δεν είναι».

Το βιβλίο έκλεισε μ’ ένα χαρακτηριστικό ήχο, και ο Αντρέας επανήλθε στην πραγματικότητα.

79

Page 81: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αιμηρίων τον παρακολουθούσε. «Καταλαβαίνεις τίπο­τα;» τον ρώτησε.

«Όχι». Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι ακόμα. Αλλά υπάρχει χρόνος. Θα μου δείξεις το δρόμο;»

Ο Αιμηρίων στράφηκε και έκανε μερικά βήματα κατά μήκος της όχθης του ποταμού, μέχρι που έφτασε σ’ ένα στε­νό άνοιγμα στον τοίχο της σήραγγας, ανάμεσα σε δύο βρά­χους. Ο Αντρέας χωρούσε ίσα-ίσα να περάσει στριμωχτά.

«Αν περάσεις από εδώ και κοιτάξεις, θα δεις το δρόμο», εί­πε ο Αιμηρίων.

Ο Αντρέας έσκυψε, πέρασε το κεφάλι του απ’ το άνοιγμα και κοίταξε. Με κατάπληξη είδε ένα ανοιχτό τοπίο, διότι μέ­χρι εκείνη την στιγμή πίστευε ότι ο ποταμός ήταν υπόγειος. Ωστόσο, το τοπίο ήταν χειμωνιάτικο, βαρύ και γκρίζο, κάτω από ένα θυμωμένο σύννεφο, ενώ το μονοπάτι που υποτίθεται ότι οδηγούσε απ’ το άνοιγμα προς την εξοχή δεν φαινόταν να οδηγεί στην πραγματικότητα πουθενά.

Γύρισε και κοίταξε με αμφιβολία τον Αιμηρίωνα. «Αυτός είναι ο δρόμος;»

«Ναι. Μπορεί να μην του φαίνεται, αλλά θα σε οδηγήσει εκεί που θέλεις να πας».

Πολύ μοναχικός δρόμος, σκέφτηκε ο Αντρέας. «Θα ταξι­δέψεις μαζί μου Αιμηρίωνα; Δε φαντάζομαι να υπάρχει κάτι που να σε κρατάει εδώ».

Όμως ο ερημίτης κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. «Λυ­πάμαι πολύ, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, γιατί ακόμα έχω δουλειά να κάνω εδώ, κι αυτή η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Η χώρα που βρίσκεται πίσω από αυτούς τους τοίχους δεν είναι για μένα».

Γύρισε και πήγε να μαζέψει το μαύρο κουτί, κοιτώντας το

80

Page 82: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

με μια έκφραση μεγάλης λύπης. Ύστερα φάνηκε να παίρνει μιαν απόφαση και έκλεισε απότομα το καπάκι.

«Τι κάνεις εκεί;» του φώναξε ο Αντρέας που ανησύχησε ξαφνικά. Ο Αιμηρίων στράφηκε και τον κοίταξε. Τα χείλη του άνοιξαν σχηματίζοντας ένα πονηρό χαμόγελο και τα μά­τια του γυάλισαν περίεργα.

«Τι θα πει, τι κάνω;» είπε με μια φωνή σαν να τον καλό- πιανε «Πάω για ψάρεμα!»

Και τινάζοντας το χέρι του, πέταξε το μαύρο κουτί ψηλά και μακριά, κι αυτό έπεσε στο ποτάμι και βυθίστηκε.

«Πάω για ψάρεμα!» κραύγασε άγρια. Ήταν μια κραυγή που έμοιαζε με γέλιο μανιακού, και ύστερα άλλαξε κι ακούστηκε σαν άθλιος λυγμός, καθώς ο γέροντας έπεφτε στα γόνατα και τα δάκρυά του κυλούσαν ποτάμι από τα τρελά του μάτια.

Ο Αντρέας έκανε πίσω και κοίταξε με απελπισία τον Αιμη- ρίωνα που έκλαιγε ακόμα σαν να είχαν πέσει όλα τα βάρη της υφηλίου στην ψυχή του κι ύστερα σήκωσε τη γροθιά του προς την οροφή και καταράστηκε όλους τους θεούς κι όλα τα πνεύματα που βρίσκονταν πάνω και κάτω από τη γη. Ο Αντρέας δεν άντεξε να μείνει άλλο, και αφήνοντας μια κραυ­γή αγωνίας, χώθηκε στο άνοιγμα. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να περάσει και βγήκε στο θλιβερό βαλτότοπο πίσω από τον τοίχο.

Άρχισε να τρέχει, χωρίς να ενδιαφέρεται προς τα πού. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι αν δεν ήθελε να τρελαθεί, έπρεπε να απομακρυνθεί από το ποτάμι και τον Αιμηρίωνα και όλα όσα υπονοούσαν οι πράξεις του. Πίεσε τον εαυτό του να πάψει να ψάχνει τους λόγους για τους οποίους ο ερημίτης έπρεπε να συνεχίσει να ζει την τρομερή και αιώνια μοίρα του -αν βέ­βαια υπήρχε κάποια λογική σ’ αυτή την παράλογη χώρα- και

81

Page 83: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

να συνεχίσει να τρέχει, με τα πόδια του να βροντούν στο μο­νοπάτι και το μανδύα του να ανεμίζει πίσω του σαν φτερά γι- γαντιαίας νυχτερίδας.

Και όταν κάποτε το τρέξιμο λιγόστεψε και έγινε αργό βή­μα, γύρισε και κοίταξε πίσω, αλλά δεν φαινόταν πια τίποτα από εκείνον το βράχο, και μόνο η πεδιάδα με τα ρείκια απλω­νόταν γύρω του και πέρα μακριά, μέχρι που έσμιγε θολά με τα χαμηλά σύννεφα και εξαφανιζόταν.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΕρινού: Μα τη Βένια! Πιάστηκε η ψυχή μου! Λοιπόν, ο

Αντρέας είναι σπουδαίο παλικάρι!Πάλα: Και πολύ όμορφος άντρας. Κρίμα που θα πεθάνει.

Λέτε να φταίμε εμείς;Ελευθία: Δε νομίζω. Ο Ντελικανής τα είχε όλα σχεδιασμένα.

Για να δούμε, τι άλλο του έχει η τύχη του γραμμένο του Αντρέα... Πάντως το επόμενο χαρτί έχει πολύ ενδιαφέρον.

82

Page 84: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- VI. OI ΕΡΑΣΤΕΣ -(Ανεστραμμένοι)

01 EPASTEX

Οι Εραστές, όπως υπονοεί και το όνομα, σημαί­νουν ερωτικά μπλεξίματα. Μπορεί επίσης να εννοούν σύγκρουση ερωτικών έλξεων και την ευ­θύνη μιας δύσκολης επιλογής ανάμεσά τους.

Αν η κάρτα εμφανιστεί ανεστραμμένη, τότε δείχνει πως η επιλογή θα αποδειχθεί δυσμενής, ίσως και καταστροφική, και ότι οποιαδήποτε ερωτική κατάσταση θα έχει δυστυχή κατάληξη.

83

Page 85: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

O a n t p e a e δ ε ν e ix e ιδεα πόση ώρα περπατούσε. Χωρίς τον ήλιο για να τον καθοδηγεί, είχε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου και μόνο τα πόδια του που τον πονούσαν πλέον του έδωσαν να καταλάβει ότι πρέπει να είχε διανύσει πολλά κουραστικά χιλιόμετρα.

Ωστόσο ο τόπος γύρω του δεν είχε αλλάξει. Η ατμόσφαι­ρα εξακολουθούσε να είναι γκρίζα και βαριά, και το πράσινο χορτάρι αναδευόταν δεξιά και αριστερά, ανάμεσα σε συστά­δες βράχων ή σε υπολείμματα μικρών θάμνων που προσπα­θούσαν να επιβιώσουν στον ψυχρό άνεμο. Πουλιά δεν πετού- σαν κάτω απ’ τα σύννεφα, και το μοναδικό ζώο που συνάντη­σε ήταν το μισοσαπισμένο κουφάρι ενός αγριογούρουνου που κειτόταν στην άκρη του μονοπατιού.

Εδώ και ώρα σκεφτόταν έντονα τις παράξενες λέξεις που ήταν τώρα γραμμένες στη Βίβλο, αλλά δεν είχε καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα. Αν αυτό το φαινομενικά άλυτο παράδο­ξο ήταν απλώς μια πρόγευση των όσων επρόκειτο να ακο­λουθήσουν, τότε οι πιθανότητες να βρει τη Λήθη πρέπει πράγματι να ήταν πολύ λιγοστές. Όμως δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει για ν’ αλλάξει το γεγονός ότι είχε αρχίσει το ταξίδι του, κι αφού το είχε αρχίσει, ήταν υποχρεω­μένος να φτάσει ως το τέλος ή να πεθάνει.

Αυτή η τελευταία σκέψη τον έκανε να ριγήσει, ενώ ο αέ­ρας σφύριζε ανάμεσα στο μανδύα του, τόσο κρύος, που τον ανάγκασε να τυλίξει ακόμα πιο σφιχτά το ρούχο γύρω απ’ το σώμα του. Συνέχισε να περπατάει ανοίγοντας λίγο το βήμα του, σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί κάπως. Παρακαλούσε να τελειώσει επιτέλους αυτό το μονοπάτι ανάμεσα στα χόρτα.

Τελικά, φάνηκε στο βάθος μια σειρά από χαμηλούς λό­φους, σαν σκούρα εξογκώματα που διαγράφονταν στο φό­

84

Page 86: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ντο του γκρίζου ουρανού. Το φως είχε αρχίσει να σβήνει κα­θώς έπεφτε το σούρουπο και μαζί μ’ αυτό ήρθε μια κρύα βροχή. Η νεροποντή πέρασε γρήγορα συνεχίζοντας το δρό­μο της προς τους λόφους, αλλά άφησε τον Αντρέα μουσκε­μένο και εξαντλημένο, και σε χειρότερη διάθεση από ποτέ.

Οι λόφοι πλησίαζαν όλο και περισσότερο, και κάποια στιγ­μή μπόρεσε να δει ότι το μονοπάτι κατέληγε σε μια ρεματιά που διέτρεχε την υπόλοιπη απόσταση. Όμως ώσπου να φτά­σει κοντά στις πρώτες κορυφές που χάνονταν στα σύννεφα, το φως της ημέρας είχε χαθεί εντελώς και είχε έρθει η νύχτα.

Το μονοπάτι έμοιαζε με χλωμή κορδέλα, ακίνητη σαν φί­δι, που κοιμόταν ανάμεσα στους λόφους. Αυτό έκανε τον Αντρέα πιο νωθρό, σαν μισοκοιμισμένο, τόσο που δεν είδε το σπίτι, μέχρι που έπεσε σχεδόν επάνω του. Σταμάτησε και το κοίταξε μόνον όταν το κίτρινο φως από ένα μικρό παραθυ­ράκι έπεσε στα μάτια του.

Το σπίτι ήταν μικροσκοπικό και αποτραβηγμένο μέσα στον απότομο λόφο, τόσο που φαινόταν να έχει γίνει ένα μ’ αυτόν. Το μοναδικό σημάδι ζωής εκτός απ’ το φως ήταν ο καπνός που ανέβαινε σαν σκοινί από την καμινάδα, κι αφού περνούσε πάνω από τις χαμηλές πλαγιές, πλάταινε και εξα­φανιζόταν στον αέρα.

Ο Αντρέας δίστασε για πολλή ώρα. Ήθελε πάρα πολύ να χτυπήσει τη χαμηλή πόρτα και να ζητήσει μιας βραδιάς κατα­φύγιο, αλλά του φάνηκε πως οι νοικοκυραίοι θα έβλεπαν με καχυποψία έναν ξένο στην κατάστασή του να χτυπάει την πόρ­τα τους μέσα στη νύχτα. Απ’ την άλλη πλευρά όμως, επιχειρη­ματολόγησε στον εαυτό του, δεν είχε να χάσει τίποτα αν προ­σπαθούσε. Η νύχτα γινόταν όλο και πιο κρύα, και η προοπτι­κή να κοιμηθεί στο ύπαιθρο δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.

85

Page 87: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας έκανε μερικά βήματα ως την πόρτα της αγροι­κίας και χτύπησε.

Πέρασε λίγη ώρα πριν ακουστεί το μάνταλο που αναση­κωνόταν. Η πόρτα άνοιξε μερικούς πόντους. Το πρόσωπο μιας γυναίκας κοίταξε έξω και μια φωνή είπε «ναι;» επιφυλα­κτικά.

Ο Αντρέας έβηξε καθαρίζοντας τον λαιμό του. «Λυ - λυ­πάμαι που σας ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά χρειάζομαι καταφύ­γιο για τη βραδιά. Δεν μπόρεσα να βρω κάποιο πανδο­χε ίο .»

Η πόρτα άνοιξε κι άλλο, και η γυναίκα - μεσόκοπη, με βαριά χαρακτηριστικά και μαύρα πυκνά μαλλιά, τον κοίταξε ίσια στο πρόσωπο στο φως που ερχόταν από μέσα. Φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά μετά μίλησε πάνω απ’ τον ώμο της ενώ έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.

«Γλαύκο! Έλα γρήγορα!»Απ’ την πόρτα ο Αντρέας την είδε να συνεννοείται μ’ έναν

μαυριδερό άντρα που πρέπει να ήταν ο άντρας της. Περίμενε κάνοντας επιτόπου βήματα στο κρύο, μέχρι που οι δυο τους γύρισαν κοντά του.

Ο άντρας κοίταξε τον Αντρέα όπως τον είχε κοιτάξει και η γυναίκα του πιο πριν, και ξαφνικά άνοιξε την πόρτα διάπλατα.

«Πρίγκιπα, κύριε μου!» αναφώνησε πέφτοντας στα γόνατα.Κατάπληκτος ο Αντρέας τον παρακάλεσε να σηκωθεί.

Προσπάθησε να του εξηγήσει ότι δεν ήταν πρίγκιπας παρά μόνο ένας συνηθισμένος ταξιδιώτης, αλλά εκείνος τον πέρα­σε στο κυρίως δωμάτιο και του έδωσε μια καρέκλα δίπλα στο τζάκι όπου τριζοβολούσε η φωτιά. Πήραν απ’ τους ώμους του το βρεγμένο μανδύα και έφεραν ένα χαμηλό ξύλινο κα- ρεκλάκι για τα πόδια του. Όλη αυτή την ώρα, ενώ εκείνος

86

Page 88: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

προσπαθούσε να τους εξηγήσει το λάθος τους, το ζευγάρι δεν πρόσεχε καθόλου τι τους έλεγε και ζητούσαν ξανά και ξανά συγνώμη που το σπίτι τους δεν ήταν αντάξιο του επι­σκέπτη τους.

«Κύριε μου», είπε τελικά ο άνθρωπος, «Είμαι ο Γλαύκος, ο δασοφύλακας σ’ αυτά τα μέρη. Το σπίτι μου είναι ταπεινό και το τραπέζι μου απλό, αλλά είμαι ευτυχής να σας προσφέ­ρω ό,τι μπορώ για την άνεση σας. Πέστε μου τι άλλο μπορώ να κάνω».

Ο Αντρέας ετοιμαζόταν να πει μια κι έξω ότι είχε γίνει λά­θος, αλλά κάτι τον σταμάτησε' οι λέξεις δεν ερχόντουσαν. Και μετά θυμήθηκε.

«Ο Πρίγκιπας που δεν έχει πριγκιπάτο θα γίνει γνωστός γι’ αυτό που δεν είναι».

Το παράδοξο άρχισε να βγάζει νόημα.«Ευχαριστώ, Γλαύκο», είπε σοβαρά. «Η φιλοξενία σου εί­

ναι ό,τι θα μπορούσα να επιθυμήσω».Το σκούρο πρόσωπο του δασοφύλακα φωτίστηκε μ’ ένα

πλατύ χαμόγελο. «Εγώ σας ευχαριστώ, κύριε μου. Και τώρα επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη γυναίκα μου, τη Δά- ρεια...»

Η γυναίκα υποκλίθηκε άχαρα και μουρμούρισε «Τιμή μου, πρίγκιπα, κύριε μου...»

«Και την κόρη μου Καλλίστη», πρόσθεσε ο Γλαύκος.Τότε μόνο αντιλήφθηκε ότι υπήρχε και τέταρτο άτομο στο

δωμάτιο. Η κοπέλα, υπακούοντας στο κάλεσμα του πατέρα της, σηκώθηκε από τη σκοτεινή γωνιά όπου καθόταν και πλησίασε αμήχανα για να υποκλιθεί στα πόδια του Αντρέα. Ήταν νέα, μελαχρινή, με κάπως βαριά χαρακτηριστικά σαν των γονιών της, ενώ τα ίσια μαύρα μαλλιά της πλαισίωναν

87

Page 89: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ένα πρόσωπο στο οποίο τα γεμάτα δέος μάτια της φάνταζαν υπερβολικά μεγάλα.

«Κύριε μ ο υ .» ψιθύρισε και ξαναγύρισε στη γωνιά της σαν να φοβόταν να μείνει περισσότερο κοντά του. Ο Γλαύ­κος κάθισε σ’ έναν ξύλινο πάγκο στην άκρη της εστίας και βάλθηκε να σκαλίζει τα ξύλα για να ζωηρέψει την φωτιά. «Παρακαλώ συγχωρήστε τη σύγχυσή μου, Ευγενέστατε», εί­πε απολογητικά, «αλλά αν και έχουμε ακούσει πολλά για τις περιπλανήσεις σας, δεν περιμέναμε ότι θα σας βλέπαμε ποτέ, πόσο μάλλον να έχουμε την τιμή να σας φιλοξενήσουμε. Έρχεστε από πολύ μακριά, κύριέ μου;»

Ο άνθρωπος φάνηκε να γνωρίζει περισσότερα για εκείνον απ’ ό,τι ο ίδιος, και βέβαια ο Αντρέας δεν είχε καμία όρεξη να εκτεθεί λέγοντας ότι χρησιμοποιούσε το πρόσωπο κάποιου άλλου. Άλλωστε, δε φαινόταν να είναι αυτή η συμβουλή του βιβλίου.

Σκέφτηκε γρήγορα και απάντησε «Έχω κάνει πολύ δρόμο Γλαύκο, έναν εξαντλητικό δρόμο. Θα μπορούσα, παρακαλώ, να εκμεταλλευτώ τη φιλοξενία σου και να πλυθώ από τη σκό­νη των ταξιδιών μου;»

Ο Γλαύκος τινάχτηκε σαν ελατήριο. «Κύριε μου, πού έχω το μυαλό μου! Καλλίστη, Καλλίστη! Φέρε ζεστό νερό! Δά- ρεια, οδήγησε τον πρίγκιπα στην κρεβατοκάμαρα επάνω!» και στον Αντρέα: «Ευγενέστατε, είναι ένα πολύ φτωχικό δω­μάτιο, αλλά είναι αρκετά άνετο και είναι όλο κι όλο που έχου­με να σας προσφέρουμε».

«Είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ καλό», είπε ο Αντρέας.Η Δάρεια, μ' ένα κερί στο χέρι, τον οδήγησε από μια ξύλι­

νη σκάλα στο πάνω πάτωμα και του έδειξε ένα μικρό, χαμη­λοτάβανο δωμάτιο όπου υπήρχε ένα κρεβάτι, μια καρέκλα,

88

Page 90: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ένα τραπέζι κι ένας ραγισμένος καθρέφτης. Η Καλλίστη ακο­λουθούσε κρατώντας μια ξύλινη σκάφη με ζεστό νερό, που την άφησε στο πάτωμα. Ύστερα οι δύο γυναίκες υποκλίθη- καν και έφυγαν, αφήνοντάς τον μόνο του.

Ήταν η ευκαιρία που ο Αντρέας περίμενε απεγνωσμένα για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Πήγε στον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλό του. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα και αναστατωμένα, και το πρόσωπό του πασαλειμμένο απ’ τις σκόνες και τις μουντζούρες απ’ το περπάτημα στα βαλτοτό­πια. Τα ρούχα του ήταν λεκιασμένα και ταλαιπωρημένα από τις αψιμαχίες στο ποτάμι - η εικόνα που παρουσίαζε δεν ήταν καθόλου πριγκιπική. Η κατάσταση, σκέφτηκε, καθώς βουλίαζε τα χέρια του με ευχαρίστηση στο νερό, ήταν γελοία' τόσο γελοία όσο καί όλα όσα είχαν συμβεί μέχρι τώρα. Κατό­πιν κοίταξε το βιβλίο καί σκέφτηκε, λοιπόν τι άλλο θα μπο­ρούσα να περιμένω; Δεν ωφελούσε να προσπαθεί να εφαρ­μόσει ανθρώπινες ιδέες καί αξίες σ’ αυτούς τους παράξενους κόσμους. Δεν είχαν καμία θέση εδώ.

Αφού έπλυνε τα χέρια του καί το πρόσωπό του, κάθισε στο κρεβάτί, που δίαμαρτυρήθηκε έντονα, πήρε το βίβλίο καί το άνοίξε γία να ρίξεί άλλη μία ματίά σ’ αυτά που ήταν γραμ­μένα εκεί. Όμως αυτό άνοίξε κατευθείαν στη δεύτερη σελίδα κί εκεί, προς μεγάλη του έκπληξη, υπήρχαν περίσσότερες λέ- ξείς, γραμμένες με τον ίδίο καθαρό γραφίκό χαρακτήρα. Υπήρχε καί τίτλος: «Ο Θρύλος της Χαμένης Πολίτείας της Ατλαντίδας»

Χαμογέλασε στον εαυτό του. Αυτό το βίβλίο όχί μόνο τού πρόσφερε ζωτίκές πληροφορίες που θα τον οδηγούσαν στην Αρέθουσα, αλλά φαίνεταί πως απαντούσε καί στίς ερωτήσείς του πρίν καν τίς υποβάλεί. Αμέσως στρώθηκε στο δίάβασμα.

89

Page 91: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Στα αρχαία χρόνία, πρίν αρχίσεί να καταγράφεταί ο χρό­νος, το πρίγκίπάτο της Ατλαντίδας εξουσίαζε τον τόπο. Αρχί- κά, στο πρίγκίπάτο βασίλευε ο Κάντίος, που εξουσίαζε τους πάντες: τους λαούς των βουνών καί των πεδίάδων, τα στοί- χείωμένα δάση της Ισμήνης, τίς ακτές καί τα λίμάνία των εμπόρων καί των εργατών. Εδώ, στην πολίτεία του Γυάλίνου Ωκεανού, μία σείρά σπουδαίων αρχόντων είχαν κυβερνήσεί τη χώρα με σοφία καί καλοσύνη, κί εδώ γεννήθηκε ο Αμμά- ρίος, ο γίος ενός συνετού βασίλίά, που όταν ήρθε η ώρα τον δίαδέχτηκε στο θρόνο όπως ήταν το σωστό.

Ωστόσο ο Αμμάρίος μεγάλωσε περίφρονώντας τους τρό­πους με τους οποίους κυβερνούσε ο πατέρας του, κί είχε μίαν υπερηφάνεία καί μίαν αλαζονεία που του εξασφάλίσαν το μί­σος των υπηκόων του. Κάτω από τη δίακυβέρνησή του, το πρίγκίπάτο ξέπεσε στο χάος καί την καταστροφή, οί γαίες μοίράστηκαν, καί τελίκά ο γίος του Αμμάρίου, εξοργίσμένος από τίς πράξείς του πατέρα του, επαναστάτησε εναντίον του με ένα στρατό που έφτίαξε από χωρίκούς. Στη φονίκή μάχη που ακολούθησε στίς ακτές του Γυάλίνου Ωκεανού, ο νεαρός πρίγκίπας νίκήθηκε καί έφυγε από το βασίλείο, φοβούμενος την εκδίκηση του πατέρα του.

Αλλά μαζί με το νεαρό πρίγκίπα τέλείωσε καί η τύχη της Ατλαντίδας. Πλήρης καταστροφή ακολούθησε στο πρίγκί­πάτο καί τίς γύρω γαίες, καί η πολίτεία του Γυάλίνου Ωκεα­νού λεηλατήθηκε από τη μανία του παράφρονα κυβερνήτη της. Όταν ο Αμμάρίος πέθανε, τρελός πία στα ερείπία της ιδίας του της πόλης, καταράστηκε το γίο του να τρίγυρνάεί στίς γαίες καί να μη βρεί ποτέ τη γαλήνη, μέχρί να επίστρέψεί στην πόλη από την οποία είχε εξαφανίστεί. Αυτή την κατάρα την ξεστόμίσε στο όνομα του Ακατονόμαστου, καί λέγεταί ότί

90

Page 92: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

εξαπολυθήκαν τόσο ίσχυρές δυνάμείς από αυτήν, που ο κό­σμος αναποδογύρίσε, καί η Ατλαντίδα κί ο Γυάλίνος Ωκεα­νός εξαφανίστηκαν.

Ωστόσο, ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας, ο μόνος που έχεί πία σχέση με την Ατλαντίδα, περίφέρεταί ακόμη καί τώρα στους αίώνίους δρόμους, ψάχνοντας γία την πόλη που είχε επίχείρήσεί κάποτε να σώσεί από την καταστροφή, καί μέχρί τώρα δεν έχεί αίσθανθεί καμία λύτρωση' μόνο απέραντη θλί­ψη. Μία συνάντηση μαζί του είναί οίωνός γί’ αυτόν που θα τον συναντήσεί, καί οποίος κί αν είναί αυτός, όσο φτωχός κί αν είναί, πρέπεί να του προσφέρεί ό,τί έχεί. Αν ο πρίγκίπας τα δεχτεί, τότε όλα είναί εντάξεί' αν αρνηθεί, κακοτυχία θα πέσεί σ' αυτόν καί το σόί του. Πολλοί είναί εκείνοί που έχουν συνα­ντήσεί τον Περίπλανώμενο Πρίγκίπα, καί λέγεταί ότί μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσεί από το παράξενο ύφος του, τα ξανθά του μαλλίά καί τα μαύρα, στοίχείωμένα μάτία του.

Η Ατλαντίδα είναί τώρα πία μία ξεχασμένη πολίτεία' η θέ­ση της είναί χαμένη καί ακόμα καί η δίάσταση στην οποία βρίσκεταί είναί άγνωστη. Όμως ο θρύλος λέεί ότί τα τείχη της δεν θα γίνουν σκόνη μέχρί που ο Περίπλανώμενος Πρίγκί­πας να βρεί την πατρίδα του καί να ενωθεί πάλί με τους προ­γόνους του. Τότε, καί μόνον τότε, ο Πρίγκίπας καί η πόλη θα βρουν τη γαλήνη».

Εδώ το κείμενο τελείωνε. Ο Αντρέας άφησε κάτω το βί­βλίο αργά-αργά καί τα μάτία του έγίναν σκεφτίκά. Ώστε λοί- πόν, ο Γλαύκος καί η οίκογένείά του τον είχαν περάσεί γία τον Περίπλανώμενο Πρίγκίπα του θρύλου, κί αυτό εξηγούσε την αγωνία τους να του προσφέρουν κάθε άνεση που μπο­ρούσαν. Ωστόσο, αναρωτίόταν, γίατί τον είχαν δεχτεί τόσο εύκολα; Είναί αλήθεία ότί είχε τα ιδία μακρίά ξανθά μαλλίά

91

Page 93: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

καί τα ιδία μαύρα μάτία, αλλά το ύφος του δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς από έναν θλίμμένο ταξίδίώτη με χί- λίάδων χρόνων υπόσταση. Ίσως η Βίβλος του Παράδοξου να είχε περίσσότερα να κάνεί με το ζήτημα απ’ όσο συνείδη- τοποίούσε ο Αντρέας...

Στενοχωρήθηκε γία τον πραγματίκό πρίγκίπα καί τη μο- ναχίκή του περίπλάνηση, κί αναρωτήθηκε αν θα ξανάβρίσκε ποτέ τη δίκή του χαμένη πολίτεία. Ίσως, τελίκά, να ταίρίαζαν περίσσότερο οί δυο τους απ’ ό,τί άφηνε να φανεί αυτή η φευγαλέα σχέση που έτυχε να αποκτήσουν σε πρώτη φάση.

Ο Αντρέας αναστέναξε καί έχωσε το βίβλίο στο ζωνάρί του. Ύστερα ίσίωσε το χίτώνίό του καί βγήκε σκύβοντας από την χαμηλοτάβανη κρεβατοκάμαρα γία να ξανασυναντήσεί τους οίκοδεσπότες του. Όταν κατέβηκε, βρήκε να τον περί- μένεί ένα δείπνο. Ήταν λίτό, βέβαία... ψωμί με ξεροψημένη κρούστα, τυρί, λίγο κρέας κί ένα φλασκί φρέσκία μπύρα, απ' αυτήν που φτίάχνουν οί δασοφύλακες' αλλά μετά από μίας ημέρας ταλαίπωρία δίασχίζοντας τα βαλτοτόπία, το γεύμα φάνηκε στον Αντρέα αληθίνά βασίλίκό.

Όταν απόφαγαν, η Δάρεία καί η κόρη της καθάρίσαν το ξύλίνο τραπέζί καί οί δύο άντρες κάθίσαν κοντά στη φωτίά.

Ο Αντρέας ζέστανε τα χέρία του στίς φλόγες. «Μου είπες ότί είσαί δασοφύλακας, Γλαύκο, αλλά εγώ δεν είδα δάσος πουθενά. Πού δουλεύείς;»

«Πέρα από τους λόφους, κύρίε, υπάρχουν δάση που απλώνονταί στα βόρεία καί στα δυτίκά. Είναί θλίβερά καί αφίλόξενα μέρη, αλλά δεν μπορώ να τ’ αντίπαθήσω, γίατί ζω απ' αυτά».

«Μάλίστα. Καί τί υπάρχεί πέρα από αυτά τα δάση;»Ο δασοφύλακας έκανε μία εκφραστίκή χείρονομία. «Δε

92

Page 94: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

γνωρίζω, κύρίε μου. Τα δάση απλώνονταί πολλές λεύγες μα- κρίά καί ποτέ δε δοκίμασα να πάω πέρα από τα περίχωρα». Συνοφρυώθηκε καί πρόσθεσε: «Κανένας άνθρωπος από τα μέρη αυτά δεν πηγαίνεί βαθύτερα στο δάσος. Δεν είναί υγίεί- νό μέρος καί λέγεταί ότί παράξενα πλάσματα ζουν εκεί μέσα».

Ο Αντρέας αναρωτήθηκε σίωπηλά αν οί θρύλοί είχαν κά- νεί τους ανθρώπους αυτούς να φοβούνταί το δάσος ή αν το δάσος είχε δημίουργήσεί τους θρύλους. Ύστερα είπε: «Λοί- πόν, Γλαύκο, ψάχνω έναν συγκεκρίμένο δρόμο. Αν τον ξέ- ρείς, θα σου χρωστούσα χάρη αν με καθοδηγούσες σ’ αυτόν».

«Ποίο δρόμο εννοείς, κύρίέ μου;»«Το δρόμο γία τη Λήθη».Τα φρύδία του Γλαύκου έφτασαν στα μαλλίά του. «Λήθη;

Μα τους θεούς, άρχοντα, παράξενος ο δρόμος που ζητάς!»«Το ξέρω, το ξέρω, όμως είμαί υποχρεωμένος να ψάξω

να τον βρω. Ξέρείς πού είναί;»Ο δασοφύλακας ηρέμησε σίγά-σίγά. «Μάλίστα, πίστεύω

πως ξέρω, άρχοντα. Υπάρχεί ένα μονοπάτί στα βόρεία του δάσους, που λένε πως πηγαίνεί πέρα απ’ τίς άγρίες περίοχές καί από εκεί στη Λήθη. Μπορώ να σου δείξω πού ξεκίνάεί το μονοπάτί, αλλά περίσσότερα δεν μπορώ να πω».

Σμίγοντας τα φρύδία του, συγκεντρώθηκε γία δύο λεπτά καί κατόπίν συνέχίσε. «Το μονοπάτί βρίσκεταί στα βόρεία αυτών των λόφων, μίσή ώρα δρόμος από εδώ. Αρχίζεί από τίς άκρες των δέντρων καί υπάρχουν δύο όρθίοί λίθοί δεξίά καί αρίστερά».

Ο Αντρέας άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφίσης «Ευ- χαρίστώ, Γλαύκο! Μου είπες όλα όσα ήθελα να μάθω».

Ο Γλαύκος χαμογέλασε δίστακτίκά. «Μου επίτρέπείς να σε ρωτήσω γίατί θέλείς να πας εκεί, άρχοντα μου;»

93

Page 95: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Έχω πολύ καλούς λόγους, ξέρείς. Θα μπορούσες να πείς ότί είναί απαραίτητο να πάω εκεί γία να τελείώσεί μία υπόθε­ση». Ο Αντρέας σκέφτηκε ότί αυτό ήταν αλήθεία, όσο κί αν δυσκολευόταν ο Γλαύκος να το ερμηνεύσεί.

Ο δασοφύλακας κούνησε το κεφάλί του καταφατίκά. «Ναί, βέβαία, συγχώρεσέ με, άρχοντα μου, αν άθελα μου έθί- ξα κάποίο δυσάρεστο θέμα.».

Ο Αντρέας κούνησε το χέρί του συγκαταβατίκά, ευχόμε­νος σίωπηλά να μην κάνεί άλλες τέτοίες ερωτήσείς ο δασο­φύλακας. «Δεν πείράζεί», είπε, «δεν πείράζεί» καί χασμουρή­θηκε ξαφνίκά.

Η Δάρεία έπίασε τη ματίά του άντρα της «Ο πρίγκίπάς μας είναί κουρασμένος, Γλαύκο. Σταμάτα τη φλυαρία καί άφησέ τον να ξεκουραστεί».

Ο Αντρέας τής χαμογέλασε. «Σ’ ευχαρίστώ, κυρία, αλλά ο σύζυγός σου δεν με κουράζεί. Ωστόσο, πράγματί αίσθάνομαί την ανάγκη να κοίμηθώ...» είπε καί ξαναχασμουρήθηκε.

«Τότε λοίπόν, να σου ευχηθώ καληνύχτα, άρχοντά μου. Να ρωτήσω όμως ένα πράγμα ακόμα: θα φύγείς το πρωί;»

«Το πρωί, βέβαία!» Ο Αντρέας σταμάτησε στη μέση της σκάλας καί τον κοίταξε.

«Α, τότε, λοίπόν, επείδή είναί πίθανόν να έχω φύγεί πρίν ση­κωθείς, πρέπεί να σε προείδοποίήσω γία κάτί, άρχοντά μου, γί’ αυτό καλύτερα να μίλήσω τώρα. Όταν μπείς στο δάσος, δεν πρέπεί να σταματήσείς σε καμίά περίπτωση. Πρέπεί να ταξίδεύ- είς συνεχώς καί γρήγορα, μέχρί να φτάσείς στην άλλη άκρη.

«Κατάλαβα. Καί τί θα συμβεί αν σταματήσω;»«Δεν μπορώ να πω, άρχοντα μου, αλλά δεν πρέπεί να στα­

ματήσείς γία ανάπαυση ούτε λεπτό. Μία στάση καί θα σημά- νεί καταστροφή», πρόσθεσε σκοτείνίασμένος.

94

Page 96: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας ανέβηκε τίς υπόλοίπες σκάλες. «Θα θυμάμαί τη συμβουλή σου καί σε ευχαρίστώ. Καληνύχτα καί σ’ εσένα Γλαύκο, Δάρεία.» Έψαξε ένα γύρω γία την Καλλίστη, αλλά δεν ήταν εκεί. Έτσί ξαναχαμογέλασε καί ανέβηκε στο δωμά- τίό του πολύ κουρασμένος.

Πονούσε μέχρί τα κόκαλα απ’ την κούραση καθώς ξά­πλωνε στο ξύλίνο κρεβάτί έχοντας πετάξεί τα ρούχα του στο πάτωμα. Ωστόσο, αν καί ήταν εξαντλημένος, ο ύπνος δεν έλεγε να έρθεί. Η μία σκέψη χείρότερη απ’ την άλλη παρέ- λαυναν στο μυαλό του καθώς στρίφογύρίζε ανήσυχα, άλλοτε κοίτάζοντας το ταβάνί με τα δοκάρία, άλλοτε το παράθυρο που δεν είχε κουρτίνες καί την κατάμαυρη νύχτα απ’ έξω.

Τελίκά έπεσε σε λήθαργο καί οί σκέψείς του ανακατεύτη­καν καί έγίναν ανήσυχα όνείρα. Ξαφνίκά, κάποία έκτη αίσθη­ση τον προείδοποίησε γία μία άλλη παρουσία στο δωμάτίο.

Αμέσως ξύπνησε εντελώς καί τα μάτία του άρχίσαν να ψά­χνουν ένα γύρω γία να εντοπίσουν τον είσβολέα. Δεν ακου- γόταν κανένας θόρυβος, αλλά εκείνος αίσθανόταν κάτί στην ατμόσφαίρα που του έλεγε ότί το ένστίκτό του δεν έκανε λά­θος. Αργά καί προσεκτίκά, ο Αντρέας άπλωσε το χέρί στο μα- χαίρί τ ο υ .

Μία φωνή έσπασε τη σίωπή. «Άρχοντα Πρίγκίπα, κοίμάστε;»Ήταν μία κορίτσίστίκη φωνή, χαμηλή καί δίστακτίκή.«Καλλίστη, εσύ;»Ακούστηκε το ξύσίμο της τσακμακόπετρας καί μετά μία

μίκροσκοπίκή φλόγα φάνηκε καθώς η Καλλίστη άναψε το κερί που ήταν δίπλα στον καθρέφτη. Τα δοκάρία ψηλά φω­τίστηκαν καί η σκίά της Καλλίστης έπεσε στο κρεβάτί καθώς κίνήθηκε προς αυτόν. Είχε βουρτσίσεί τα μαύρα της μαλλίά, τόσο που λαμποκοπούσαν, καί είχε αλλάξεί τα ρούχα της

95

Page 97: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

δουϊείάς μ' ένα φόρεμα που, αν καί απλό, προφανώς ήταν φυλαγμένο γία είδίκές περίστάσείς. Φαίνόταν αμήχανη.

Ο Αντρέας την κοίταξε σχεδόν αυστηρά. «Καλλίστη, ξέρεί ο πατέρας σου ότί είσαί εδώ;»

Η κοπέλα έγνεψε καταφατίκά. «Εκείνος μ' έστείλε σ’ εσάς, άρχοντά μου, γία να δω αν υπάρχεί κάτί που θα επίθυ- μούσατε... »

Χαμογέλασε «Έχω όλα όσα χρείάζομαί, σ’ ευχαρίστώ. Ήταν μία πολύ ευγενίκή σκέψη. Καλή σου νύχτα, Καλλίστη».

Η Καλλίστη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Έσκυψε το κεφάλί καί κοίταξε το πάτωμα γία ένα λεπτό, προσπαθώντας, όπως φάνηκε, να βρεί τίς κατάλληλες λέξείς. Τελίκά σήκωσε πάλί το κεφάλί της καί είπε: «Είμαί εδώ γία ν α . να σου προ­σφέρω τον εαυτό μου, άρχοντα μου. Είναί επίθυμία του πα­τέρα μ ο υ . καί δίκή μου - έτσί πρέπεί».

Ο Αντρέας έμείνε κατάπληκτος, Σοβαρά ο Γλαύκος είχε πρό­θεση να αφήσεί την κόρη του να περάσεί τη νύχτα στο κρεβάτί ενός ξένου; Είχε άραγε τη συνήθεία να την προσφέρεί στον οποί- οδήποτε περαστίκό στρατοκόπο που θα τύχαίνε να ζητήσεί κατα- φύγίο; Καί αν ήταν έτσί, ποία ήταν τα κίνητρα του; Ο γάμος; Ξαφνίκά ο Αντρέας θυμήθηκε την Αρέθουσα καί η καρδίά του πλημμύρίσε θλίψη. Δεν είχε ξεκνήσεί αυτό το επίκίνδυνο ταξίδί πασχίζοντας να βρεί τη μοναδίκή γυναίκα που αγάπησε, γία να την προδίδεί ερωτοτροπώντας με άλλες! Ακόμα κί αν επρόκείτο να αποτύχεί καί να μην την ξαναδεί ποτέ, καμίά άλλη δεν μπο­ρούσε να πάρεί τη θέση της. Η Καλλίστη όμως περίμενε, κί ο Αντρέας προσπάθησε να φερθεί όσο πίο ευγενίκά μπορούσε.

«Καλλίστη», είπε, «γύρνα στους δίκούς σου. Είσαί ένα κα­λό καί ευγενίκό κορίτσί, κί εγώ δεν θα ήθελα να εκμεταλλευ­τώ τη γενναίοδωρία της οίκογένείάς σου».

96

Page 98: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Η Καλλίστη έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρία, γε­μάτη δυστυχία. «Άρχοντά μου, μη με απορρίπτείς σε παρακα­λώ», είπε κλαίγοντας. «Ο θρύλος λέεί.» Σταμάτησε απότομα.

Τώρα καταλάβαίνε. Άλλωστε το είχε δίαβάσεί καί ο ίδίος λίγες ώρες νω ρίτερα. «Όποίος άνθρωπος συναντήσεί τον Πρίγκίπα, όσο φτωχός καί αν είναί, πρέπεί να του προσφέρεί ό,τί έχεί. Αν ο Πρίγκίπας δεχτεί, όλα είναί εντάξεΓ αν αρνη- θεί, κακοτυχία θα πέσεί σ' αυτόν καί το σόί το υ .» . Μην έχο­ντας υλίκά αγαθά να του δώσεί, ο Γλαύκος πρόσφερε την κό­ρη του γία την ευχαρίστηση του Περίπλανώμενου Πρίγκίπα. Ο Αντρέας αντίμετώπίζε ένα τρομερό δίλημμα. Αν αρνίόταν, η οίκογένεία αυτή που του είχε φερθεί τόσο καλά θα ζούσε γία πάντα με το φόβο της καταστροφής' αν δεχόταν, θα πρό- δίδε την Αρέθουσα.

Ήταν όμως προδοσία; Το βίβλίο τον είχε οδηγήσεί εδώ καί τον είχε συμβουλεύσεί να συνεχίσεί να παρουσίάζεταί σαν Περίπλανώμενος Πρίγκίπας. Αυτό σίγουρα σήμαίνε ότί έπρεπε να παίξεί το ρόλο του ως το τέλος. Ίσως μάλίστα, αυ­τό να του πρόσφερε κάποία ζωτίκή πληροφορία, κάποίο στοίχείο που πίθανώς θα του έδίνε η Καλλίστη καί που ίσως να μην ήξερε καί η ιδία ότί το έχεί.

Ένα μεγάλο βάρος έπεσε στην καρδίά του καθώς άπλωσε το χέρί του προς αυτήν. «Μη στενοχωρίέσαί Καλλίστη», είπε, «θα κοίμηθείς μαζί μου απόψε».

Ώρες αργότερα, ο Αντρέας δεν είχε κάνεί καμίά προσπά- θεία να κοίμηθεί' έμενε ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα μάτία καρφωμένα στο πουθενά, ακούγοντας την κανονίκή ανα­πνοή της Καλλίστης που κοίμόταν δίπλα του. Είχε κάνεί αυ­τό που ήθελαν εκείνη κί ο πατέρας της, καί τώρα τον βάραί- ναν οί τύψείς. Η Καλλίστη είχε, τουλάχίστον έτσί νόμίζε, ευ-

97

Page 99: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

χαρίστηθεί το ερωτίκό της παίχνίδί καί την αναπόφευκτη κα­τάληξή του, εκείνος όμως όχί. Υπήρχε ένα πνευματίκό εμπό- δίο που δεν τον είχε αφήσεί να βίώσεί την ένωσή τους ως κά- τί περίσσότερο από μία μηχανίκή καί κάπως βρώμίκη πράξη. Μετά από αυτήν, είχε ακολουθήσεί η θλίψη κί ένα συναίσθη­μα απόγνωσης που τον άφησε άδείο καί παγωμένο. Εκείνη τη στίγμή σίχαίνόταν τον εαυτό του καί ίσως να είχε σίχαθεί καί την Καλλίστη αν δεν ήξερε ότί κί εκείνη δεν ήταν παρά ένα αθώο πίόνί σ’ αυτό το παίχνίδί των θεών.

Στράφηκε καί κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν ακόμα κατάμαυρος καί η νύχτα σίωπηλή σαν θάνατος. Λογάρίασε πως η αυγή θα ερχόταν μετά από αρκετές ώρες. Απ’ τη μία ήθελε πάρα πολύ να έρθεί το πρωί κί απ’ την άλλη παρακαλούσε να μην ξημέρωνε ποτέ. Τελίκά, ήρθε η γαλήνη σαν απαλή κουβέρτα, καί το εξαντλημένο σώμα του ανταπο- κρίθηκε στο κάλεσμα του ύπνου.

Ξύπνησε άλλη μία φορά μέσα στη νύχτα, καί όπως είχε γί- νεί όταν η Καλλίστη είχε μπεί στο δωμάτίο, κατάλαβε αμέσως μίαν αλλαγή στην ατμόσφαίρα. Αυτή τη φορά όμως ήταν κάτί δίαφορετίκό - ήταν σαν ο αέρας να ήταν βαρύς καί τον ένίωθε να ακουμπάεί το πρόσωπο του καθώς κοίτούσε ένα γύρω.

Το δεύτερο πράγμα που αντίλήφθηκε ήταν ότί η Καλλί­στη είχε φύγεί. Το κερί είχε καεί ως το τέλος, αφήνοντας το δωμάτίο στο σκοτάδί. Ο Αντρέας άρχίσε να αναρωτίέταί μή­πως κοίμόταν καί ονείρευόταν, καί καθώς έκανε αυτή την σκέψη, άκουσε τη φωνή ενός κορίτσίού να του μίλά.

Αργότερα δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος αν είχε πράγ- ματί δεί ή είχε φανταστεί τη φίγούρα της Καλλίστης να σκύ- βεί πάνω από το κρεβάτί του με το δάκτυλο στα χείλη της, αλλά άκουσε τίς λέξείς αρκετά καθαρά.

98

Page 100: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ο ύπνος που δίνεί Ζωή θα φέρεί το φίλί του Θανάτου», είπε, καί η φωνή της ήταν θλίμμένη. Κατόπίν, φύσηξε ένα φίλί προς το μέρος του, που του φάνηκε ότί έμείνε μετέωρο στον αέρα, καί χάθηκε στο σκοτάδί.

Ο Αντρέας πίστεψε ότί πρέπεί να είχε ξανακοίμηθεί αμέ­σως, γίατί δε θυμόταν τίποτα άλλο, μέχρί που άνοίξε τα μάτία του στο φως της αυγής που έπεφτε επάνω του από το μίκρό παράθυρο. Ήταν μόνος.

Χασμουρήθηκε καί τέντωσε τα μπράτσα καί τα πόδία του μέχρί που τον πόνεσαν. Κατόπίν θυμήθηκε την εμφάνίση της Καλλίστης (ή μήπως ήταν όραμα;) καί τα παράξενα λόγία της. Μία σκέψη πέρασε από το μυαλό του καί άπλωσε το χέρί του στη Βίβλο του Παράδοξου.

«Ο ύπνος που δίνεί Ζωή θα φέρεί το φίλί του Θανάτου».Να 'το, εκεί ήταν, γραμμένο εκεί που προηγουμένως ήταν

μία άδεία σελίδα. Ο Αντρέας συλλογίστηκε τη φράση αυτή γία λίγα λεπτά, προσπαθώντας να καταλάβεί τί να σήμαίνε. Ακουγόταν σαν προείδοποίηση.

Άφησε το βίβλίο στην άκρη καί ξανατεντώθηκε. Τώρα πία ήταν εντελώς ξύπνίος. Ξαφνίκά, σταμάτησε καί ξανακοί­ταξε γύρω.

Εκεί που χτες το βράδί είχε ξαπλώσεί σε βαρίές κουβέρτες καί είχε σκεπαστεί με άλλες, τώρα ήταν ξαπλωμένος σε γυμνά σανίδία καί από πάνω του ήταν μόνο ο μανδύας του, ενώ γία μαξίλάρί είχε τα ιδία του τα ρούχα.

Ο Αντρέας ανοίγόκλείσε τα μάτία καί ανακάθίσε. Στρίφο- γύρίσε τη ματίά του στο δωμάτίο καί μολονότί δεν είχε φωτί- σεί ακόμα καλά, μπορούσε εύκολα να δεί δραστίκές αλλαγές που είχαν γίνεί κατά τη δίάρκεία της νύχτας.

Το δωμάτίο ήταν γεμάτο από σκόνη καί βρωμίά. Αράχνες

99

Page 101: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κρεμόντουσαν παντού από τους τοίχους καί το ταβάνί. Ο πα- λίός καθρέφτης είχε εξαφανίστεί. Τα πόδία της καρέκλας, φαγωμένα καί σπασμένα, ήταν πεταμένα κοντά στο παράθυ­ρο καί το τζάμί ήταν κομματίασμένο.

Ο Αντρέας δεν μπορούσε να πίστέψεί αυτό που έβλεπε. Σηκώθηκε καί ντύθηκε στα γρήγορα, σίγουρος ότί ζούσε μίαν αυταπάτη ή έναν εφίάλτη απ’ τον οποίο θα ξυπνούσε σε λίγα λεπτά. Όταν ήταν έτοίμος, πήγε στην πόρτα.

Καθώς την άνοίξε, οί μεντεσέδες έτρίξαν καί είδε ότί ήταν σχεδόν σκουρίασμένοί. Αυτό όμως δεν μπορούσε να συμβαί- νεί. Βγήκε έξω στο μίκρό κατώφλί καί εκεί η σκηνή ήταν ιδία - σκόνη, αράχνες, σάπία ξύλα καί μία βαθίά, θλίβερή σίωπή να κρέμεταί στον αέρα.

«Γλαύκο;» φώναξε ο ΑντρέαςΣίωπή.«Γλαύκο, Δάρεία, που είσαστε;»Κανείς δεν του απάντησε' ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν

το βροντοχτύπημα της καρδίάς του. Στο φως της ημέρας που όλο καί δυνάμωνε, κοίταξε ολόγυρα.

Η μία πόρτα έχασκε ανοίχτή, κρεμασμένη από έναν μεντε- σέ. Ξαφνίκά κουνήθηκε με ένα ανατρίχίαστίκό τρίξίμο, καί το χέρί του Αντρέα πήγε στο ζωνάρί του γία να τραβήξεί το μα­κρύ μαχαίρί που του είχε χαρίσεί ο Άραξης στη θέση του δί- κού του που είχε χάσεί. Κίνήθηκε προσεκτίκά προς την πόρτα καί μετά την έσπρωξε απότομα ανοίγοντάς την εντελώς.

Τίποτα. Μόνον η ηχώ που έσβηνε από κάπου στην ορο­φή καί μετά άλλο ένα κατεστραμμένο δωμάτίο, με την πόρτα του να αίωρείταί χτυπώντας πάνω στο σπασμένο παράθυρο.

Βγήκε καί πήγε προς την ξύλίνη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω πάτωμα. Οί μπότες του σήκωσαν σύννεφο τη σκόνη

100

Page 102: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

καί τα σανίδία έτρίξαν δυσοίωνα. Ο Αντρέας άρχίσε να φο- βάταί. Είχε πέσεί γία ύπνο σε μία άνετη, αν καί όχί σε τόσο ευτυχίσμένη κατάσταση, καί ξύπνησε μ’ έναν εφίάϊτη του οποίου η πραγματίκότητα γίνόταν όλο καί πίο ξεκάθαρη. Αλλά κάτί τέτοίο δεν μπορούσε να συμβεί σε μία νύχτα, είπε στον εαυτό του - ήταν πέρα από τα όρία της λογίκής! Μετά θυμήθηκε τίς σκέψείς της προηγούμενης νύχτας, ότί δηλαδή δεν ωφελούσε να εφαρμόζεί ανθρώπίνα πρότυπα καί αξίες σε αυτούς τους κόσμους. Όμως, τί μπορούσε να έχεί συμβεί;

Έλεγξε την αντοχή της σκάλας πρίν κατέβεί αργά-αργά στο ίσόγείο. Το κύρίο δωμάτίο τον υποδέχτηκε ερείπωμένο καί σάπίο. Τα περίσσότερα έπίπλα είχαν εξαφανίστεί καί ό,τί είχε απομείνεί ήταν γεμάτο αράχνες καί ακαθαρσίες, τόσο που δεν αναγνωρίζονταν. Ξερά χόρτα υπήρχαν εκεί που το προηγούμενο βράδί έκαίγε η φωτίά στο τζάκί καί σκούροί λεκέδες υγρασίας είχαν γεμίσεί τους τοίχους. Η μπροστίνή πόρτα έλείπε καί κάμποσες πέτρες είχαν πέσεί καί σκορπίστεί στο πάτωμα μαζί με άλλα σκουπίδία.

Ο Αντρέας κίνήθηκε σαν χαμένος, ενώ το μυαλό του προ­σπαθούσε να συλλάβεί την κατάσταση μετατρέποντάς τη σε κάτί που να βγάζεί κάποίο νόημα. Αλλά ήταν αδύνατον' φώ­ναξε πολλές φορές, μήπως ήταν κανείς εκεί γύρω, αν καί ήταν βέβαίος ότί δε θα έπαίρνε απάντηση. Ο Γλαύκος καί η οίκογέ- νείά του είχαν εγκαταλείψεί αυτό το σπίτί εδώ καί πολύ καίρό.

Μα τί να είχε συμβεί; Δεν είχε κοίμηθεί περίσσότερο από μία νύχτα, ήταν σίγουρος. Μήπως η νύχτα τού είχε παίξεί κάποίο παίχνίδί στρίφογυρίζοντας γύρω απ’ τον εαυτό της καί στέλνοντάς τον έτσί μακρίά στο μέλλον; Ή μήπως ο δα­σοφύλακας, η γυναίκα του καί η κόρη του ήταν ένα όνείρο ή φαντάσματα από κάποίο μακρίνό παρελθόν; Σίγουρα, όμως,

101

Page 103: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

δεν μπορούσε να συμβαίνεί αυτό - θυμόταν την Καλλίστη πάρα πολύ καλά.

Ο Αντρέας πήγε εκεί που ήταν κάποτε η πόρτα καί κοίτα­ξε έξω. Βαρίά σύννεφα περνούσαν αργά απ’ τον ουρανό καί ο κρύος άνεμος σφύρίζε ανάμεσα στους λόφους. Βγαίνοντας έξω, στην παγωνίά του πρωίνού, τον δίαπέρασε ένα ρίγος, που δεν ήταν μόνο από το κρύο. Κί εδώ έξω επίσης δεν υπήρχαν ίχνη ζωής, αλλά γία να είναί απόλυτα σίγουρος, ο Αντρέας αποφάσίσε να κάνεί το γύρο του σπίτίού. Στην πίσω αυλή βρήκε τρείς τάφους χωρίς ονόματα.

Ο Γλαύκος, η Δάρεία, η Καλλίστη - όλοί πεθαμένοί, καί το σπίτί τους ερείπωμένο από τη μακροχρόνία εγκατάλείψη. Είχαν πίστέψεί ότί ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας θα τους έφερνε τύχη, αλλά είχαν κάνεί τραγίκό λάθος. Ο Αντρέας πό­νεσε μέσα του καθώς απομακρυνόταν από τους τάφους καί κοίταζε το σπίτί γία τελευταία φορά. Γία κάποίον ακαθόρίστο λόγο, ένίωθε υπεύθυνος γία την όποία καταστροφή είχε βρεί την οίκογένεία του δασοφύλακα καί ευχήθηκε να μην είχε πατήσεί ποτέ το πόδί του στην πόρτα τους.

«Ο ύπνος που δίνεί Ζωή θα φέρεί το φίλί του Θανάτου». Ίσως αυτό το παράδοξο είχε πία λυθεί. Είχε κοίμηθεί κάτω από τη στέγη τους καί είχε, αναπόφευκτα, φέρεί το θάνατο μαζί του; Ή μήπως είχε κατά κάποίον τρόπο φτάσεί εκεί, σε μίαν άλλη δίάσταση του χρόνου, που είχε περάσεί πολλά χρόνία πρίν, καί απλώς βοήθησε τα παλίά φαντάσματα να ξαναζήσουν; Ή -καί ίσως αυτή να ήταν η πίο δυσάρεστη πί- θανότητα απ’ όλες -ήταν ο ίδίος πία τρελός;

Εκείνη την ώρα πίστεψε ότί δε θα μάθαίνε ποτέ την αλή- θεία. Σήκωσε το χέρί του αποχαίρετώντας το ερείπωμένο σπίτί καί πήρε το δρόμο γία τα δάση.

102

Page 104: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- VII. TO ΑΡΜΑ -(Ανεστραμμένο)

Το Άρμα είναι ένα σύμβολο μαχητικής φύσης και σημαίνει πόλεμο και μάχες κάθε είδους. Από την καλή της πλευρά, η κάρτα δείχνει ότι ο ενδια­φερόμενος θα νικήσει στις μάχες που θα δώσει, αλλά αν η κάρτα εμφανιστεί ανεστραμμένη, προ- μηνύεται τιμωρία, ήττα και αποτυχία.

Ο ANTPEAE XPEIAETHKE πολύ λίγότερο χρόνο απ’ ό,τί περίμε­νε γία να φτάσεί στην άκρη των λόφων. Σκαρφάλωσε μέχρί την κορυφή καί κάθίσε γία λίγο να ξεκουραστεί καί να ατενί-

103

Page 105: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σεί την τεράστία έκταση με τα σκούρα πράσίνα δάση που εκτείνόταν κάτω από τα πόδία του. Εδώ πάνω ο άνεμος, που δε σταματούσε ποτέ, φυσούσε ακόμη δυνατότερα καί του μα­στίγωνε το πρόσωπο, βοηθώντας τον να καθαρίσεί το μυαλό του από τη θλίψη καί τίς τύψείς. Πίεσε τον εαυτό του να πά- ψεί να συλλογίζεταί' ό,τί είχε συμβεί με την οίκογένεία του δασοφύλακα δεν άλλαζε πία. Δεν ήξερε καν αν το φταίξίμο ήταν δίκό του, καί ό,τί καί να έκανε τώρα δε θα δίόρθωνε την κατάσταση στο παραμίκρό.

Από τη σκοπίά του εκεί ψηλά έβλεπε καθαρά τους δύο όρ- θίους λίθους που είχε αναφέρεί ο Γλαύκος - δυο μίκροί φρουροί στην αρχή του φίδωτού μονοπατίού, που η δίαδρο- μή του θύμίζε πορεία μεθυσμένου μέχρί που χωνόταν στα δέντρα κί εξαφανίζόταν.

Το δάσος φαίνόταν πολύ πυκνό καί απλωνόταν μέχρί εκεί που έφτανε το μάτί. Σίγουρα δεν ήταν καί ο πίο ευχάρίστος τόπος να περάσεί το πρωίνό του μετά κί από τίς προείδοποίή- σείς που είχε λάβεί, σκέφθηκε ο Αντρέας. Εκεί όμως βρίσκό- ταν ο δρόμος γία τη Λήθη καί εκεί έπρεπε να πάεί.

Δεν είχε νόημα να καθυστερεί άλλο. Η μέρα ήταν ακόμη στην αρχή της κα με λίγη τύχη ίσως προλάβαίνε το δίασχίσεί το δάσος πρίν πέσεί πάλί η νύχτα. Σηκώθηκε απρόθυμα καί πήρε την κατηφόρα γία τα ρίζά του λόφου, γία να βρεί το μονοπάτί.

Καθώς πλησίαζε τα δέντρα, παρατήρησε ότί βαρίά σύννε­φα μαζεύονταν στα νοτίοδυτίκά καί από πάνω τους φαίνό­ταν μία σκούρα μάζα σε σχήμα αμονίού. Τα σύννεφα κίνού- νταν αργά καί αντίθετα προς το άνεμο, καί όλα αυτά έμοίαζαν να προμηνύουν μία ίσχυρή θύελλα. Ένας λόγος παραπάνω να προχωρήσεί όσο το δυνατόν περίσσότερο πρίν αυτή ξε- σπάσεί, σκέφτηκε ο Αντρέας.

104

Page 106: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Έφτασε στο μονοπάτί καί πέρασε ανάμεσα από τους δύο όρθίους λίθους. Από κοντά, τα δέντρα, που ήταν αφύσίκα ψηλά καί έμοίαζαν με ερπετά, τον υποδέχθηκαν με καταχθό- νία θροίσματα, ενώ κάποίο χαμηλό κλαδί βούρτσίσε με τίς αίχμηρές βελόνες του το πρόσωπό του. Στην αρχή φοβήθη­κε, αλλά σύντομα τα δέντρα φάνηκαν να κουράζονταί από αυτό το παίχνίδί καί ησύχασαν.

Το μονοπάτί ξετυλίγόταν μπροστά κάτω απ’ το αχνό πρά- σίνο φως του δάσους, που γίνόταν όλο καί πίο πράσίνο κα­θώς το φως της ημέρες έμενε όλο καί πίο πίσω. Η σίωπή έγί- νε εντονότερη, τόσο που Αντρέας άρχίσε να αίσθάνεταί σαν να ήταν το μόνο ζωντανό όν σ’ αυτό τον κόσμο. Υπήρχε ένα είδος γαλήνης στο περίβάλλον, αλλά ήταν ανακατεμένη με βαρίά θλίψη.

Καθώς έμπαίνε όλο καί βαθύτερα στο δάσος, ο Αντρέας άρχίσε να καταλαβαίνεί γίατί ο Γλαύκος δεν το εύρίσκε συ- μπαθητίκό. Δεν υπήρχαν ζώα, δεν υπήρχαν πουλίά - μόνο πράσίνη σίωπή. Κάποία στίγμή δίαπίστωσε ότί, άθελά του, το χέρί του ακουμπούσε στη λαβή του μαχαίρίού του, καί τα δάχτυλά του έπαίζαν νευρίκά. Αρκετές φορές ένα προαίσθη­μα κακού τον έκανε να μίσοτραβήξεί το μαχαίρί του, αλλά σταματούσε καθώς αντιλαμβανόταν, λίγο ντροπίασμένος, ότί ο υποτίθέμενος εχθρός ήταν μόνο ίδέα του.

Το μυαλό έπαίζε περίεργα παίχνίδία εδώ, με αποτέλεσμα ο Αντρέας γρήγορα να χάσεί την αίσθηση του χρόνου. Θα μπο­ρούσαν να είχαν περάσεί μόνο δέκα λεπτά από τη στίγμή που άρχίσε να περπατάεί, ή δέκα μέρες' δεν ήταν σε θέση να πεί. Ωστόσο πείνούσε, καί η πείνα του θέρίευε, ώσπου την απώθη­σε άγρία καί ηρέμησε κάπως. Αυτό όμως που δεν μπορούσε να απωθήσεί με κανέναν τρόπο καί τον παίδευε όλο καί περίσσό-

105

Page 107: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τερο, ήταν η δίψα. Ο λαίμός του τον έκαίγε καί η γλώσσα του είχε ξεραθεί. Έπρεπε να πίεί, δίαφορετίκά θα τρελαίνόταν.

Η σκέψη αυτή κατέτρωγε ακόμη το μυαλό του όταν είδε τη λίμνούλα. Δεν ήταν ίδίαίτερα μεγάλη ή ελκυστίκή, έτσί χωμένη όπως ήταν στα χαμόκλαδα, αλλά είχε νερό. Το κοίτα­ξε. Σκέφτηκε ότί δεν μπορεί να ήταν απλή σύμπτωση να τη βρεί μπροστά του ακρίβώς τη στίγμή που τη χρείαζόταν τόσο απεγνωσμένα. Μήπως η Βίβλος του Παραδόξου βρίσκόταν πίσω απ’ αυτό; Ή μήπως ευθύνονταν κάποίες τρομερές δυ- νάμείς; Μήπως αυτό το νερό, που τόσο προκλητίκά τον προ- σκαλούσε να ανακουφίσεί το κατάξερο λαρύγγί του από τη δίψα, ήταν μία παγίδα στημένη γία τον ανύποπτο ταξίδίώτη;

Όχί. Ο Αντρέας απόδίωξε την ίδέα. Ήταν φυσίολογίκό να δίψάσεί' δεν χρείαζόταν καμίά υπερδύναμη γία να μηχα- νευτεί αυτό το πρόβλημα. Επομένως, το βίβλίο πρέπεί να ήταν αυτό που τον είχε συντρέξεί σ’ αυτή την τόσο μεγάλη ανάγκη, προσφέροντάς του τη λίμνούλα.

Στο κάτω-κάτω τί μπορούσε να του συμβεί; Ο Γλαύκος δεν είχε πεί τίποτε σχετίκά μ’ αυτό. Τί είδους κακό μπορούσε να πά- θεί; Να του επίτεθούν ζώα καί να τον ξεσκίσουν; Απίθανο, αφού δεν είχε δεί ίχνος από ζωντανά πλάσματα. Έτσί κί αλλίώς, οποίοδήποτε ζώο αρκετά μεγάλο καί άγρίο δεν θα έκανε δίά- κρίση αν εκείνη τη στίγμή έπίνε νερό ή περπατούσε. Ο Αντρέας σκέφτηκε ότί το πίθανότερο ήταν να ήταν τοπίκές προλήψείς επηρεασμένες από ίστορίες γία νεκρόσυλους, βρίκόλακες ή λά- μίες αυτά που είχαν τρομάξεί τον Γλαύκο τόσο πολύ. Ατεκμη- ρίωτες ίστορίες, παραμύθία... Λαχταρούσε να πίεί νερό.

Πόση ώρα θα του έπαίρνε να πίεί; Δύο λεπτά; Τρία; Άλλω­στε, συλλογίστηκε, αν δεν σταματούσε να χορτάσεί τη δίψα του τώρα, μπορεί καί να μην του δίνόταν άλλη ευκαίρία.

106

Page 108: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Τώρα πία είχε προσπεράσεί τη λίμνούλα, αλλά γύρίσε πί­σω κόβοντας δρόμο μέσα απ' την πυκνή βλάστηση. Παραμε­ρίζοντας τα κλαδίά που κρέμονταν, γονάτίσε δίπλα στη λί­μνούλα. Το νερό ήταν καθαρό καί ο Αντρέας μάζεψε λίγο στα χέρία του γία να πίεί. Ήταν γλυφό, αλλά στο λαρύγγί του φάνηκε σαν το καλύτερο κρασί απ’ τα πίο γλυκά σταφύλία του κόσμου. Ήπίε ξανά καί ξανά, μέχρί που ξεδίψασε εντε­λώς καί μετά έχωσε τα χέρία του καί το κεφάλί του στο νερό γία να δροσίστεί.

Ένίωσε ανακούφίση καθώς ξανάπίανε το μονοπάτί. Πα­ρά τίς προείδοποίήσείς του Γλαύκου, τίποτε κακό δεν του εί­χε συμβεί, κί έτσί τώρα μπορούσε να συνεχίσεί το δρόμο του κ α ί .

Ένα βαθύ χασμουρητό δίέκοψε τη σκέψη του. Παρόλο που είχε κοίμηθεί αρκετά καλά το προηγούμενο βράδυ, αίσθα- νόταν ανεξήγητα κουρασμένος. Ξαφνίκά, αίσθάνθηκε το κε­φάλί του βαρύ κί έτρίψε τα μάτία του ζωηρά καθώς έκλείναν παρά τη θέλησή του. Έκανε μερίκά μέτρα ακόμα, αλλά αί­σθάνθηκε τα πόδία του να τον πονούν τόσο που να μην μπορεί να σταθεί όρθίος. Μία τρομερή σκέψη πέρασε από το μυαλό του' μήπως το νερό ήταν δηλητηρίασμένο; Τί βλάκας που ήταν να πίεί! Αλλά όχί, δεν ήταν αυτό. Η εξάντληση συνέχίσε να τον κατακλύζεί, σκέτη κούραση καί τίποτε άλλο, τραβώντας τον κάτω, τόσο που αναγκάστηκε να στηρίχθεί σ’ ένα δέντρο, σε μία προσπάθεία να σταθεί όρθίος. Ένίωσε πως θα πέθαίνε καί πως γία να σωθεί έπρεπε να κοίμηθεί. να κοίμηθεί.

Όλη η αποφασίστίκότητά του να βίαστεί να συνεχίσεί το δρόμο του είχε χαθεί, θαμμένη κάτω από το βάρος της κού­ρασης. Ο Αντρέας κατάφερε να κάνεί μερίκά βήματα ακόμη γία να φτάσεί σε κάποίο ξέφωτο καί μετά κατέρρευσε στο

107

Page 109: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

έδαφος. Ο μανδύας του δίπλώθηκε επάνω απ’ το σώμα του, το κεφάλί του ακούμπησε στο χορταρένίο χαλί που σχημάτί- ζε το γρασίδί καί αποκοίμήθηκε.

Μία γαλάζία αστραπή που φώτίσε ξαφνίκά το δάσος τον ξύπνησε. Ανακάθίσε ξαφνίασμένος καί αναρτίόταν τί τον είχε ξυπνήσεί τόσο απότομα, όταν ένας εκκωφαντίκός κρότος κί’ ένα βουητό ακούστηκαν από πάνω του.

Το δάσος ήταν σκοτείνό. Η καταίγίδα είχε έρθεί μαζί με τη νύχια, καί ο Αντρέας συνείδητοποίησε ότί πρέπεί να είχε κοίμηθεί πολλές ώρες. Τα έβαλε με τον εαυτό του καί σηκώ­θηκε τίνάζοντας τα ρούχα του. Έρίξε το μανδύα του πάνω από τους ώμους του καί ετοίμάστηκε να συνεχίσεί το δρόμο του πρίν ο καίρός χείροτερέψεί. Όμως, σύντομα ακούστηκε ο χαρακτηρίστίκός ήχος της βροχής που έπεφτε στίς κορυ­φές των δέντρων καί σε μερίκά δευτερόλεπτα η νεροποντή λόγχίζε τα φύλλα καί χτυπούσε το στεγνό έδαφος. Μία δεύ­τερη αστραπή φώτίσε το δάσος σαν από τρομερή έκρηξη, καί ο Αντρέας ούρλίαξε από τον τρόμο, καθώς, στο φως της δεύ­τερης αστραπής, είδε ένα σωρό σίλουέτες να στέκονταί ανά­μεσα στα δέντρα.

Πάγωσε ολόκληρος. Η καρδίά του άρχίσε να χτυπά δυνα­τά καί τέντωσε τα ματίά του προσπαθώντας να δίακρίνεί μεσ’ απ’ την καταχνίά καί τη βροχή πού ακρίβώς τίς είχε δεί. Ήταν όμως αδύνατο να τίς ξεχωρίσεί από τ’ αχνά καί μπερ­δεμένα σχήματα των κορμών των δέντρων.

Ένα ξαφνίκό κροτάλίσμα ακούστηκε μέσα απ’ τα δέντρα σαν από γίγαντίαίες φτερούγες καί κάτί πέρασε πετώντας από πάνω του, αφήνοντας ταυτόχρονα μία δίαπεραστίκή στρί- γκλίά που έκανε το αίμα του να παγώσεί Στρίφογύρίσε τρα­βώντας το μαχαίρί απ’ το ζωνάρί του, αλλά το πλάσμα πέρα­

108

Page 110: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σε στο δευτερόλεπτο καί το άκουσε να προσγείώνεταί πίο κεί, κοντά στους θάμνους. Ταυτόχρονα άκουσε ένα ανατρίχίαστί- κό γέλίο - ένα βραχνό, γυναίκείο γέλίο!

Μία καίνούργία αστραπή, ακόμη πίο έντονη καί πίο μεγά­λης δίάρκείας απ’ την προηγούμενη, ξέσκίσε τα δέντρα, ενώ αμέσως ακολούθησε μία τρομερή βροντή καθώς ένας φοβε­ρός κεραυνός έπεφτε κατευθείαν από πάνω του. Στο ζωηρό φως, ο Αντρέας τίς είδε καθαρά. Ήταν μίσή ντουζίνα απ’ αυ­τές - έμοίαζαν με γυναίκες, αλλά γυναίκες με άγρία μαλλίά, θηρίώδη πρόσωπα καί κόκκίνα μάτία που άστραφταν κακό­βουλα, ενώ στίς πλάτες του κρεμόντουσαν φτερά σαν των νυχτερίδων, που σέρνονταν στο έδαφος πίσω τους μ' έναν ανατρίχίαστίκό ήχο. Τον είχαν κυρίολεκτίκά περίκυκλώσεί καί περίμεναν.

Ο θόρυβος της νεροποντής δίπλασίάστηκε καθώς ο κε­ραυνός έσβηνε. Ο Αντρέας έμείνε απόλυτα ακίνητος. Δεν τολμούσε να κίνηθεί προς καμία κατεύθυνση: ήξεραν πού βρίσκεταί, καί η επόμενη αστραπή θα πρόδίδε τη θέση του καί πίθανόν να έρίχνε όλη την αγέλη επάνω του. Κράτησε το μαχαίρί έτοίμος να αντεπίτεθεί, ενώ σάρωνε άγρυπνα το σκο- τάδί με τα μάτία του.

Θα πέρασε ίσως καί ολόκληρο λεπτό πρίν μία νέα αστρα­πή ξεσκίσεί τον αέρα πάνω απ’ τα δέντρα, βοηθώντας την κα- ταίγίδα να ολοκληρώσεί τη μανία της.

Ο βρυχηθμός της βροντής σκέπασε κάθε άλλον ήχο καί οί λάμψείς από τίς αστραπές δίαδέχονταν πία η μία την άλλη. Αργά καί με χαμόγελα αηδίαστίκής προσδοκίας στα δίε- στραμμένα πρόσωπά τους, οί γυναίκες-βαμπίρ άρχίσαν να κίνούνταί προς το μέρος του.

Ο Αντρέας έψαξε απεγνωσμένα πίσω του γία μία δίοδο

109

Page 111: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

δίαφυγής, αλλά αμέσως είδε περίσσότερες φτερούγες ν ’ ανοίγουν έτοίμες να σηκωθούν στον αέρα, ενώ τα στόματα των πλασμάτων ήταν ανοίχτά αποκαλύπτοντας αίχμηρά δό- ντία όπως των γίγαντίαίων νυχτερίδων-βαμπίρ. Τον είχαν πία περίκυκλώσεί εντελώς καί έκλείναν τον κύκλο όλο καί περίσσότερο.

Με μία μίσο-ανθρώπίνη κραυγή καί ένα χτύπημα των φτερών, μία απ’ αυτές επίτέθηκε στα αφύλακτα νώτα του Αντρέα. Η κραυγή της όμως τον έσωσε, γίατί τον έκανε να στραφεί ένα δευτερόλεπτο πρίν εκείνη τον φτάσεί κί έτσί την απέφυγε πηδώντας στην άκρη. Το πλάσμα προσγείώθηκε άτσαλα, αλλά πετάχτηκε αμέσως όρθίο καί κίνήθηκε πάλί εναντίον του γρυλίζοντας υπόκωφα.

Δεν ωφελούσε σε τίποτε να πάρεί αμυντίκή στάση. Οί γυ­ναίκες ήταν πάρα πολλές, αν καί οί υπόλοίπες δεν έδείχναν ακόμη δίάθεση να επίτεθούν. Απλώς παρακολουθούσαν κα­θώς ο Αντρέας καί η σύντροφός τους στρίφογύρίζαν επίφυ- λακτίκά, έτοίμοί να ορμήσουν ο ένας στον άλλον.

Το χοντρό χέρί με τα σκληρά αίχμηρά νύχία τίνάχτηκε να ξε- σκίσεί το πρόσωπό του Αντρέα, ενώ εκείνος οπίσθοχώρησε μ’ ένα πήδημα αποφεύγοντάς την. Ύστερα, υπολογίζοντας τη στίγ­μή, ελπίζοντας με ακρίβεία, όρμησε μπροστά. Ένα ανοίχτό στό­μα που γρύλίζε καί ένα χέρί με αίχμηρά νύχία τίνάχτηκαν ενα­ντίον του, αλλά την επόμενη στίγμή το μαχαίρί είχε φτάσεί το στόχο του καί χωνόταν σε μαλακή σάρκα. Τα γρυλίσματα έγίναν υστερίκά ουρλίαχτά. Η γυναίκα-βαμπίρ έπεσε στο έδαφος, κρα­τώντας την πληγή της. Αμέσως, αρκετές από τίς άλλες έτρεξαν γρήγορα κοντά της, οπότε η λογίκή του Αντρέα τον έκανε να σκεφτεί ότί καλά θα έκανε να κοίτάξεί να το σκάσεί όσο οί άλλες ήταν απασχολημένες να βοηθήσουν τη σύντροφό το υ ς .

110

Page 112: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Να τη βοηθήσουν; Οί κραυγές της πληγωμένης γυναίκας έγίναν εντονότερες καί τώρα προστέθηκαν καί τα γρυλίσματα καί τα μουγκρητά των άλλων. Ο Αντρέας οπίσθοχώρησε κα­θώς συνείδητοποίούσε τί γίνόταν μπροστά του. Αντί να προ- στρέξουν τη σύντροφό τους, οί άλλες όρμησαν γία το φόνο! Η μυρουδίά καί η θέα του αίματος είχε ξεσηκώσεί την ανεξέ­λεγκτη μανία τους καί τώρα την ξέσκίζαν καθώς εκείνη ούρ- λίαζε καί στρίγγλίζε πεσμένη στο έδαφος.

Δεν μπορούσε ούτε να κοίτάξεί. Έπρεπε να ξεφύγεί, να τρ έ ξ ε ί. Στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά έπεσε πρόσωπο με πρόσωπο με τρείς ακόμη απ’ αυτές.

Βλέποντας την έκφραση της φρίκης στο πρόσωπό του, μόρφασαν είρωνίκά. Τα μάτία τους γυάλίζαν μ’ έναν πυρετό που μόνο μία μεγάλη σαρκίκή έξαψη θα μπορούσε να φλογί- σεί, καί αμέσως η πίο κοντίνή σήκωσε το ένα χέρί.

Ήταν το σύνθημα. Χύθηκαν μπροστά σαν αρπακτίκά, με άναρθρες κραυγές, καί έπεσαν πάνω του.

Ο Αντρέας σωρίάστηκε στο χώμα, καθώς καί οί τρείς βρέ­θηκαν ταυτόχρονα από πάνω του. Τα χέρία του άρχίσαν να χτυπούν δεξίά κί αρίστερά, καί το μαχαίρί του έβρίσκε σάρκα καί την τρυπούσε. Απαίσίες κραυγές ακούγονταν καθώς αί­ματα ράντίζαν το έδαφος. Νύχία έσκίσαν το μηρό του καθώς ο Αντρέας κλωτσούσε στον αέρα καί πάλευε σαν αγρίόγατος, αλλά όλο καί περίσσότερες από τίς γυναίκες-βαμπίρ, αφήνο­ντας το προηγούμενο θύμα τους, έρχονταν να προστεθούν στίς άλλες στρίγγλίζοντας καί χτυπώντας τα φτερά τους.

Ένα πρόσωπο ξεπρόβαλε από το ματωμένο συνονθύλευ­μα. Ήταν άσκημο καί παραμορφωμένο, με κόκκίνα μάτία που γυάλίζαν με λαίμαργία. Γέλασε δείχνοντας τα σαγόνία της καί ο Αντρέας τη μαχαίρωσε. Η γυναίκα-βαμπίρ κραύγα­

111

Page 113: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σε με μανία καί ρίχτηκε στο κεφάλί του. Εκείνος το τίναξε πί­σω σε μία προσπάθεία να κάνεί στην άκρη, αλλά ήταν το χεί- ρότερο που μπορούσε να κάνεί. Βγάζοντας μία θρίαμβευτίκή στρίγκλίά ενθουσίασμού, το τέρας όρμησε μπροστά καί έμπηξε τα σαγόνία του στο λαίμό του.

Τώρα πία πρέπεί να ήταν καμίά δωδεκαρίά από πάνω του, παλεύοντας με νύχία καί δόντία γία την καταστροφή του. Ο Αντρέας νόμίζε πως θυμόταν ότί είχε συνεχίσεί να παλεύεί, νόμίζε πως θυμόταν ότί είχε σκοτώσεί αυτήν που τον είχε δα- γκώσεί, νό μ ίζε . όμως ένα μούδίασμα είχε αρχίσεί να κατα- λαμβάνεί όλο του το σώμα. Τα μέλη του δεν ανταποκρίνονταν πία όπως ήθελε, καί κάθε κίνηση, κάθε κλωτσίά καί κάθε συ- στροφή, είχε μετατραπεί σε αγωνίώδη προσπάθεία. Άρχίσε ν’ αγκομαχά καθώς ένα σπασμωδίκό τρεμούλίασμα κατηφόρίσε τη ραχοκοκαλίά του καί το σώμα του φάνηκε να παραλύεί.

Καί ξαφνίκά, τη στίγμή ακρίβώς που περίμενε να τον αποτελείώσουν, οί γυναίκες-βαμπίρ τραβήχτηκαν πίσω, αφήνοντάς τον αβοήθητο καί με κομμένη την αναπνοή στο μονοπάτί. Τα γρυλίσματα έσβησαν, μία απ’ αυτές γέλασε, αλ­λά μετά η κακοφωνία σταμάτησε εντελώς.

Το αίμα κυλούσε από τη δίπλή πληγή στο λαρύγγί του Αντρέα καί η βροχή έπεφτε στα μάτία καί το στόμα του, αλλά όταν προσπάθησε να κυλίσεί το σώμα του, αντίλήφθηκε ότί ήταν τελείως ανίκανος να κίνηθεί. Τότε, του πέρασε από το μυαλό ότί η γυναίκα που τον είχε δαγκώσεί είχε σταλάξεί κά­ποίο δηλητήρίο στο αίμα του, που τον είχε παραλύσεί εντελώς.

Γίατί, όμως, είχαν σταματήσεί την επίθεσή τους; Πίστε­ψαν ότί ήταν νεκρός καί δεν άξίζε πία την προσοχή τους, ή απλά είχαν χάσεί το ενδίαφέρον τους;

Ο χρόνος περνούσε, καί τα αστραπόβροντα όλο καί αραί­

112

Page 114: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ωναν. Ο Αντρέας έστησε αυτί μήπως ακούσεί άλλους ήχους εκτός από τη βροχή. Δεν είχε ίδέα πού ήταν οί γυναίκες καί φοβόταν ότί θα δεχόταν κί άλλη επίθεση.

«Καλά τα καταφέρατε. Θα τον πάρουμε μαζί μας γία την πανσέληνο».

Η φωνή ακούστηκε από πίσω του. Ο Αντρέας προσπάθη­σε να σηκώσεί τα μάτία του, αλλά το μόνο που μπορούσε να δεί ήταν το θολό περίγραμμα ενός μανδύα.

«Σηκώστε τον. Δυο από σας μπορείτε να τον κουβαλήσε­τε».

Η φωνή ήταν λεπτή καί επίπεδη, χωρίς καμία χροίά. Ένα βραχνό μουρμούρίσμα ενθουσίασμού ακούστηκε, αλλά οί επόμενες λέξείς της φωνής σκεπάστηκαν από τον κρότο ενός καίνούργίου κεραυνού. Ο Αντρέας θυμόταν ότί προσπάθησε να μίλήσεί, αλλά δεν τα κατάφερε, πρίν τον σηκώσουν όπως- όπως από το έδαφος καί τον κουβαλήσουν σέρνοντάς τον καί τραβώντας τον στους θάμνους. Προσπάθησε καί πάλί να δεί το νεοφερμένο, ο οποίος προφανώς είχε τον έλεγχο των γυ- ναίκών, αλλά η παράλυση είχε απλωθεί μέχρί τα μάτία του καί η ματίά του παράπαίε καί έτρεμε.

Πολύ λίγα συνείδητοποίούσε ο Αντρέας από την πομπή που προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα. Όλα τρέκλίζαν καί παρέπαίαν μπροστά στα μάτία του. Καί όταν κάποία στίγμή η κουστωδία έφτασε στον προορίσμό της, ο θόρυβος των πο- δίών έσβησε. Ο Αντρέας είχε σχεδόν πία χάσεί τίς αίσθήσείς του. Τον πέταξαν σε μία σκληρή επίφάνεία καί τον παράτη­σαν μοναχό του.

Στην αρχή ο χρόνος δεν είχε καμίά σημασία γί’ αυτόν, αλλά σίγά-σίγά συνείδητοποίησε ότί μία ζεστασίά ερχόταν από κά­που καί είσχωρούσε στο σώμα του, ζεσταίνοντας τα κόκαλα καί

113

Page 115: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τα νεύρα του, δημίουργώντας ένα ευχάρίστο μυρμήγκίασμα. Αίσθανόταν λες καί ήταν θαμμένος στους πάγους γία πολύ καί- ρό καί τώρα πία έλίωναν, δίνοντάς του πίσω τίς αίσθήσείς του.

Γία κάμποση ώρα ο Αντρέας έμείνε ακίνητος μέχρί που το μυρμήγκίασμα σταμάτησε. Μετά προσπάθησε με κάθε επί- φύλαξη να κίνηθεί, καί δίαπίστωσε με έκπληξη ότί οί αντί- δράσείς του ήταν φυσίολογίκές, εκτός από μία οδυνηρή δυ­σκαμψία που του θύμίζε τί είχε τραβήξεί νωρίτερα.

Ξαφνίκά, ένα σίγανό χαχανητό ακούστηκε από κάπου πίσω του. Έσμίξε τα φρύδία του, ανακάθίσε καί στράφηκε ένα γύρω.

Το δωμάτίο στο οποίο βρίσκόταν ήταν πολύ ευρύχωρο καί καλά επίπλωμένο. Η ατμόσφαίρα θύμίζε κάτί από το σα- λόνί ενός πλούσίου ανθρώπου. Η ζεστασίά που τώρα πία ο Αντρέας την έβρίσκε υγρή καί ενοχλητίκή, ερχόταν από τα κάρβουνα που έκαίγαν στη σκάρα μίας πολύ μεγάλης εστίας. Αυτή έδίνε καί το μοναδίκό φως στο δωμάτίο, μία άτονη κοκκίνωπή ανταύγεία που άφηνε τίς γωνίές του δωματίου στα σκοτείνά.

Στο πάτωμα λίγο πίο πέρα κάθονταν δυο απ’ τίς γυναίκες- βαμπίρ. Στο φως της εστίας φαίνονταν τα μάτία τους καί οί φτερούγες τους που ήταν δίπλωμένες στίς καμπουρίασμένες πλάτες τους.

Ο Αντρέας πάγωσε, καί η μία απ’ αυτές έβαλε τα γέλία. Η άλλη, που του χαμογελούσε, σηκώθηκε στα πόδία της άτσα­λα, έτρεξε στην άκρη του δωματίου καί βγήκε έξω από την πόρτα.

«Ώστε ξύπνησες», είπε η πρώτη γυναίκα. «Πολύ καλά. Ο Αφέντης θα ευχαρίστηθεί».

Ο Αντρέας ξαφνίάστηκε, γίατί παρόλο που η εμφάνίσή

114

Page 116: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

της έμοίαζε με ζώου, μπορούσε να μίϊάεί. Η φωνή της είχε έναν περίεργα χαμηλό τόνο.

«Τί θέλετε από μένα;» αξίωσε να μάθεί.Αυτή γέλασε πάλί. «Ω, ο Αφέντης μας έχεί σχέδία. Γί’ αυτό

δε σε σκοτώσαμε. Όταν μάθείς τα σχέδίά του, θα ευχηθείς να σε είχαμε σκοτώσεί».

Ο Αντρέας γύρίσε την πλάτη του απότομα. Το πλάσμα τον χλεύαζε, προσπαθώντας να τον εκνευρίσεί. Αποφάσίσε να την αγνοήσεί.

Αλλά καί πάλί, παρά την αποπνίχτίκή ζέστη, ρίγησε.Η γυναίκα-βαμπίρ συνέχίσε να μίλά. Προφανώς τη δία-

σκέδαζε τρομερά να κάνεί όλων των είδών τους υπαίνίγμούς γία φρίκαλεότητες, χωρίς να αποκαλύπτεί πραγματίκές λε- πτομέρείες. Παρακολουθούσε προσεκτίκά τίς αντίδράσείς του Αντρέα καί ενθουσίάστηκε όταν αυτός έδείξε κάποία ση- μάδία εκνευρίσμού. Τον κορόίδευε, γελούσε με τίς εκτίμή- σείς της γία την τύχη του, ενώ εκείνος γίνόταν όλο καί περίσ- σότερο έξαλλος. Είχε φτάσεί σχεδόν στα όρία της υπομονής του, όταν συνείδητοποίησε ότί αυτά τα κτήνη είχαν κάνεί ένα πολύ ανόητο σφάλμα.

Είχαν ξαναβάλεί το μαχαίρί στο ζωνάρί του.Η γυναίκα σηκώθηκε καί ήρθε προς το μέρος του. Η φω­

νή της μίλησε στο αυτί του. «Θα μάθείς τα σχέδία του Αφέ­ντη μας σύντομα».

Το χέρί του Αντρέα άγγίξε τη λαβή απ’ το μαχαίρί του - μία λέξη ακόμα θα ήταν αρκετή γία να χάσεί τον έλεγχο τ ο υ .

«Θα ήθελες να μάθείς ποία τύχη σε περίμένεί απ’ τα σχέ­δία του Αφέντη μας; Να σου πω;»

Τα χέρία του σφίχτηκαν καί είπε χωρίς ένταση: «Δεν εν- δίαφέρομαί, δε σ’ ακούω πλέον!»

115

Page 117: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Καθώς μίλησε, τίνάχτηκε όρθίος καί στράφηκε με μία κί­νηση. Το μαχαίρί σηκώθηκε καί κατέβηκε στο στομάχί της γυναίκας-βαμπίρ.

Εκείνη ούρλίαξε σα λύκος, πνίγηκε καί προσπάθησε να τραβήξεί το μαχαίρί από το σώμα της. Ο Αντρέας έκανε ένα μορφασμό, κατόπίν γέλασε τσίρίχτά καθώς αυτή έπεφτε νε­κρή στα πόδία του. Γελούσε ακόμα σαν να ήταν στα πρόθυρα της υστερίας όταν η πόρτα στο βάθος του δωματίου άνοίξε καί μπήκε ο άνθρωπος που η γυναίκα αποκαλούσε Αφέντη.

Στάθηκε στο κατώφλί αποτυπώνοντας τη σκηνή. Κατόπίν μπήκε στο δωμάτίο καί έκλείσε πίσω του μαλακά την πόρτα. Ο Αντρέας τον είδε καί πήρε αμυντίκή θέση κουνώντας απεί- λητίκά το μαχαίρί, ενώ τα μάτία του γυάλίζαν από το μίσος καί το φόβο.

«Άφησε κάτω τη λεπίδα», είπε ο Αφέντης.«Να την αφήσω κάτω; Με περνάς γία βλάκα, σαν τίς γυ­

ναίκες σου!»«Φίλε μου, είσαί πολύ μεγαλύτερος βλάκας απ’ ό,τί όλες

αυτές μαζί. Δεν μπορείς να μου κάνείς το παραμίκρό κακό με το παίχνίδάκί σου. Εγώ όμως μπορώ καί θα το κάνω αν δεν κάνείς ό,τί σου λέω. Άφησέ το, λοίπόν».

Ο τόνος του ήταν ήρεμος, αποστασίοποίημένος, σχεδόν γαλήνίος. Ο Αντρέας έβαλε το μαχαίρί στο ζωνάρί του χωρίς να καταλαβαίνεί κί ο ίδίος γίατί.

«Ωραία», μουρμούρίσε ο Αφέντης επίδοκίμαστίκά. «Τώ­ρα έλα εδώ καί κάθίσε!»

Ο Αντρέας κατάφερε να ψελλίσεί: «Μα, μόλίς σκότωσα μία απ’ τίς γυναίκες σ ο υ .»

«Το βλέπω. Έλα, κάθίσε».«Μα δε σ' ενδίαφέρεί;»

116

Page 118: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Γίατί να μ' ενδίαφέρεί; Αυτό είναί δίκό σου θέμα, όχί δί- κό μου. Λοίπόν, θα μου κάνείς παρέα;»

Είχε καθίσεί σε μία πολυθρόνα αρκετά μακρίά απ’ τη φω- τίά καί ο Αντρέας βούλίαξε ζαλίσμένος σε μίαν άλλη, ένα-δυο μέτρα πίο κεί. Το πρόσωπο του Αφέντη ήταν κίτρίνίάρίκο σαν άρρωστου ανθρώπου, με μάτία σαν το μπλε των ψαρίών, καί ήταν ντυμένος κάπως θεατρίκά, με μαύρο μανδύα με ση­κωτούς γίακάδες που τόνίζαν ένα φαλακρό κεφάλί. Έρίξε μία ματίά στο πτώμα που ήταν στο πάτωμα.

«Καμίά φορά αναρωτίέμαί αν τους ενδίαφέρεί καθόλου γία τη ζωή τους», είπε. «Υποθέτω, όμως, ότί με την έλλείψη ευφυΐας που τίς δίακρίνεί.» Άφησε τη φράση του στη μέση καί γύρίσε προς τον Αντρέα. «Είναί ένας πολύ μοναχίκός τρόπος να ζείς περίκυκλωμένος από ένα σωρό κατώτερους πνευματίκά. Ίσως τώρα που είσαί εδώ να μπορέσω να κάνω τουλάχίστον μία φυσίολογίκή κουβέντα. Φαίνεσαί να δίαθέ- τείς ευφυΐα πάνω από το μέσο όρο».

«Δε μου δημίουργήθηκε η εντύπωση ότί με έφεραν εδώ γία κάτί τέτοίο», απάντησε ο Αντρέας αίχμηρά.

«Καί βέβαία όχί. Πράγματί είσαί οξυδερκής. Αλήθεία, ξέ- ρείς ότί έχείς ακόμα αίματα στο λαίμό σου;»

«Αίματα;» Αθέλητα ο Αντρέας σήκωσε το χέρί του. Ο λαί- μός του, το κολάρο καί το γίλέκο του ήταν πράγματί λεκία- σμένα' ωστόσο η πληγή πρέπεί να είχε σταματήσεί να αίμορ- ραγεί από ώρα.

Κοίταξε πάλί τον Αφέντη. «Μία απ’ τίς γυναίκες με δά­γκω σ ε. αυτό ήταν που προκάλεσε την παράλυση;»

«Ναί, αυτό ήταν, αλλά μην ανησυχείς, έχεί μίκρής δίαρ- κείας επίδραση. Ίσως να αίσθάνεσαί πίασμένος γία λίγο, αλ­λά αυτό είναί όλο. Τώρα, τί λέγαμε;»

117

Page 119: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Συζητούσαμε γία την αξία της κοίνωνίκής συζήτησης, νομίζω», είπε ο Αντρέας, αλλά ο σαρκασμός του πήγε χαμέ­νος. Ο Αφέντης χαμογέλασε. «Μάλίστα. Τουλάχίστον όσο ζείς, μπορούμε να περάσουμε την ώρα μας συζητώντας, δε βρίσκείς;»

Ο Αντρέας ξεροκατάπίε. Το περίμενε αυτό, ωστόσο σοκα- ρίστηκε λίγάκί. «Όσο ζω;»

Ο Αφέντης κοίταξε τα περίποίημένα νύχία του.«Ξέρείς, όντως δίέταξα τη γυναίκα να σου πεί τίς προθέ-

σείς μου, αλλά αυτή ήταν πολύ ηλίθία ή ίσως καί να μην της έδωσες την ευκαίρία. Τα πλάσματα αυτά έχουν από χρόνία αποκτήσεί την εντύπωση ότί υπάρχουν θεοί, καί ότί αυτοί ελέγχουν τη μοίρα τους. Επομένως, οί θεοί αυτοί πρέπεί να λαμβάνουν προσφορές καί θυσίες γία να κατευνάζονταί, ώστε να εξασφαλίζουν την υγεία καί την ευημερία στα γήίνα παίδίά τους».

«Τώρα, εδώ που τα λέμε, δε βλέπω να ευημερούν καί ίδί- αίτερα».

Ο Αφέντης χαμογέλασε. «Όπως είπα, είναί πολύ ηλίθίες. Όποία καί αν είναί η ζωή τους, έχουν την πεποίθηση ότί οί θεότητες τίς παρακολουθούν καί γί’ αυτό τίς λατρεύουν ανα- λόγως», γέλασε κεφάτα.

Το μυαλό του Αντρέα άρχίσε να δουλεύεί γρήγορα. Οί πρώτες ίδέες απόδρασης είχαν αρχίσεί να σχηματίζονταί στο νου του, αλλά πρόσεχε ίδίαίτερα να δείχνεί άνετος καί ήρε­μος. Είπε: «Έχω την εντύπωση ότί δε μοίράζεσαί τίς πεποί- θήσείς τους»,

Ο Αφέντης τον κοίταξε έκπληκτος. «Έλα τώρα! Σίγουρα κανένας φωτίσμένος καί σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα μπο­ρούσε ποτέ να δώσεί βάση σε τέτοίους θρύλους! Η άποψη

118

Page 120: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

μία σείράς θεοτήτων που υπάρχουν γία να παρακολουθούν τον κόσμο - ε, είναί μάλλον γελοία!»

Ο Αντρέας αναρωτήθηκε από μέσα του τί θα έλεγε ο Άρα­ξης γί’ αυτό.

«Τότε λοίπόν, αν είσαί τόσο σίγουρος καί τόσο περίφρονητί- κός γί’ αυτά που πίστεύουν, γίατί τίς αφήνείς να τα πίστεύουν;»

«Γίατί αυτό τίς κάνεί ευτυχίσμένες», είπε ο Αφέντης απλά. «Κάνουν μία θυσία κάθε πανσέληνο, άλλοτε σκοτώνοντας κάποίο ζώο του δάσους, άλλοτε κάποία από τίς δίκές τους. Θεωρούν τίμή τους να πεθάνουν γία τους θεούς τους. Γίατί να τους το αρνηθώ αυτό; Η ζωή είναί απόλαυση, φίλε μου, ή τουλάχίστον έτσί θα έπρεπε να είναί, δε συμφωνείς;»

Ο Αντρέας συνοφρυώθηκε. «Κί εσένα ποία είναί η από­λαυσή σου σ’ όλα αυτά;»

«Η απόλαυση έγκείταί στη δύναμη της εξουσίας», είπε ο Αφέντης με αφοπλίστίκή είλίκρίνεία. «Τίς δίατάζω, τους εξασφαλίζω τροφή καί συντηρώ τους ναούς τους σε καλή κατάσταση, καί μολονότί το περίσσότερο δίάστημα με μί- σούν, με υπακούν. Αυτή είναί η υπέρτατη ίκανοποίηση που παίρνω. Χωρίς εμένα θα έχαναν την αίσθηση της κατεύθυν­σης, του προσανατολίσμού, καί παρόλο που θα ήταν ελεύθε­ρες, δε θα ευχαρίστίόντουσαν την ελευθερία τους, γίατί το πνεύμα τους είναί πολύ περίορίσμένο. Εγώ εκτοξεύω κατά- ρες καί δίατάζω, αυτές τρέμουν καί υπακούν. Έτσί είμαστε όλοί ευχαρίστημένοί. Είναί ο μόνος τρόπος».

Ήταν παράλογο καί τρελό. Ωστόσο, η έκφραση του Αφέ­ντη ήταν τόσο ήρεμη που φαίνόταν να είναί η επίτομή της αθωότητας, καί ο Αντρέας αίσθάνθηκε πως ήταν έτοίμος να πίστέψεί ότί τα επίχείρήματα του ανθρώπου ήταν λογίκά. Πίεσε τον εαυτό του να βγεί από αυτή τη δίάθεση.

119

Page 121: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Καί τί ρόλο παίζω εγώ σ’ αυτή τη φάρσα;» είπε θυμωμέ­να. «Δεν ανήκω στα χαζά σκλαβάκία σου καί ούτε θ’ ανήκω ποτέ».

«Δεν θα προσβάλω την προφανή ευφυΐα σου υποθέτο­ντας κάτί τέτοίο», απάντησε ο Αφέντης. «Ο ρόλος σου είναί πολύ απλούστερος. Σε δυο νύχτες οί γυναίκες οργανώνουν τη μεγαλύτερη γίορτή της εποχής. Μία θυσία σε μία ανύπαρ­κτη θεότητα που αποκαλούν Θεό των Τεσσάρων Ανέμων. Φαντάζονταί πως είναί ο φρουρός του Βορρά, του Νότου, της Ανατολής καί της Δύσης, καί είναί ένα αυστηρός θεός που πρέπεί να τον κατευνάζουν συχνά». Κοίταξε τον Αντρέα περίεργα. «Το αίμα σου θα αποτελέσεί την καλύτερη θυσία».

«Τί πράγμα;»«Ω, μην ανησυχείς. Θα είναί οδυνηρό βέβαία, αλλά θα τε-

λείώσεί γρήγορα. Θα σου κόψουμε μία ή δύο αρτηρίες καί θα προσφέρουμε το αίμα σου στον πολύτίμο θεό τους. Καί όταν πεθάνείς, οί γυναίκες θα φάνε το πτώμα σου. Νομίζω πως είναί καί το σημείο που απολαμβάνουν περίσσότερο», πρόσθεσε σκεφτίκά.

Η καρδίά του Αντρέα χτυπούσε δυνατά. Προσευχήθηκε ο Αφέντης να μην μπορούσε να δεί το χέρί του καθώς το μετα- κίνούσε προσεκτίκά κάτω από τίς πτυχές του μανδύα του.

«Κί αν εγώ έχω άλλα σχέδία; Τότε τί;» είπε αργά.Ο Αφέντης έχασε το χαμόγελό του. Τα μάτία του έγίναν

κρύα σαν το σίδερο. «Δεν μπορείς να έχείς άλλα σχέδία, φίλε μου. Δε θα σου δώσω άλλη επίλογή».

Ο Αντρέας χαμογέλασε ψυχρά. «Κί όμως, νομίζω ότί θα το κάνείς. Κί όμως, θα μου τη δώσείς».

Το μαχαίρί τίνάχτηκε στον αέρα λάμποντας σαν ασήμί στο φως της φωτίάς καθώς ο Αντρέας χτύπησε. Δεν υπήρχε πε­

120

Page 122: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ρίπτωση να αστοχήσεΓ το μαχαίρί κατευθυνόταν στο λαίμό του Αφέντη...

Ένα τρομερό κρουστίκό κύμα έφυγε από το μαχαίρί καί χτύπησε το μπράτσο του Αντρέα, κάνοντάς τον να ουρλίάξεί από τον πόνο. Κάποία αόρατη δύναμη έβγαλε το μαχαίρί από την πορεία του μερίκούς πόντους μακρίά από το λαίμό του Αφέντη, κί αυτό έπεσε στρίφογυρίζοντας στο πάτωμα.

Ο Αντρέας δίπλώθηκε από τον πόνο κρατώντας τον στρα- μπουληγμένο καρπό του, ενώ ο Αφέντης τον παρακολου­θούσε.

«Θα σου συνίστούσα να μην επίχείρήσείς ξανά κάτί τέ- τοίο», είπε ψυχρά. «Νόμίζα ότί ήσουν έξυπνος άνθρωπος, αλλά φαίνεταί πως δεν αξίζείς να σου δίαθέσω το χρόνο μου».

Χτύπησε τα χέρία του καί τρείς γυναίκες-βαμπίρ ήρθαν μέσα από μία άλλη πόρτα.

«Πάρτε τον καί πηγαίνετέ τον στο δωμάτίο δίπλα στο ναό», δίέταξε ο Αφέντης. «Τελείωσα μαζί του. Σε δυο νύχτες θα είναί δίκός σας».

121

Page 123: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 124: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- VIII. Η ΔΥΝΑΜΗ -

ΛΠΤΓ

ΑΥΝΑΜΜ

Η κάρτα αυτή μπορεί να θεωρηθεί σαν ένδειξη του αποτελέσματος μιας μάχης όπως αυτή που συμβολίζει το άρμα. Αντιπροσωπεύει την εσωτε­ρική δύναμη του ενδιαφερόμενου και όταν εμφα­νίζεται από την καλή της πλευρά, δείχνει κου­ράγιο, ενεργητικότητα και επιτυχία.

Σπ ρ ώ χ ν ο ν τ α ς TON β α ν α υ ς α , οδήγησαν τον Αντρέα μέσα από ένα λαβύρίνθο δίαδρόμων σ’ ένα μίκρό δωμάτίο χωρίς έπίπϊα που, κρίνοντας από τον πνίγηρό αέρα, πρέπεί να ήταν πολύ καίρό σε αχρηστία. Οί γυναίκες που τον συνόδευαν

123

Page 125: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κλείδωσαν τη χαμηλή πόρτα καί τον άφησαν μόνο του. Τίς άκουσε να φεύγουν βίαστίκά.

Ο Αντρέας κάθίσε κάτω στηρίζοντας τίς πλάτες του στον τοίχο, τρίβοντας τον καρπό του που ακόμη πονούσε πολύ, καί αίσθάνθηκε πολύ δυστυχίσμένος. Είχε φερθεί απερίσκε­πτα καί παρορμητίκά. Ενώ ο Αφέντης τον είχε προείδοποίή- σεί γία τίς συνέπείες μίας τέτοίας ενέργείας, ο φόβος καί η κουταμάρα του πήραν το πάνω χέρί καί τον έκαναν να σπα- ταλήσεί τη μοναδίκή μίκρή ελπίδα γία επίβίωση.

Του είχαν πάρεί το μαχαίρί, βέβαία. Υπέθετε ότί θα το εί­χαν κλείδώσεί σε κάποίο ασφαλές μέρος, όπως είχαν κάνεί καί μ’ αυτόν, μέχρί να έρθεί η μέρα της τελετής ή το φαγοπότί ή όπως αλλίώς το έλεγαν. Η σκέψη τον Αντρέα γύρίσε στον Αφέντη. Πόσο δυνατός ήταν πράγματί; Σίγουρα ο τρόπος που αμύνθηκε στην επίθεση του Αντρέα έδείχνε ότί είχε πολύ μεγαλύτερες δυνάμείς απ’ τίς συνηθίσμένες. Ήταν δυνατόν, αναρωτήθηκε ο Αντρέας, να σπάσεί το πεδίο που τον προ­στάτευε καί να τον σκοτώσεί; Αμφέβαλε, αλλά, αν γίνόταν, θα το ήθελε πάρα πολύ.

Με δυσκολία κίνησε το δεξί του μπράτσο σε πίο αναπαυ- τίκή θέση. Μόνο τον εαυτό του μπορούσε να κακίσεί γία τη δύσκολη θέση που βρίσκόταν καί, βέβαία, η σκέψη αυτή δεν ήταν καθόλου παρήγορη. Αν είχε δώσεί σημασία στίς προεί- δοποίήσείς του Γλαύκου καί δεν είχε σταματήσεί γία να ξεδί- ψάσεί, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί καί τώρα πία θα βρίσκόταν μακρίά από το δάσος.

Σκέφθηκε την Αρέθουσα. Κατά περίεργο τρόπο, ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε το μυαλό του από τότε που ξεκίνησε το ταξίδί του. Πράγματί, από τότε που αποχαί- ρέτησε τον Άραξη καί μπάρκαρε γία το πρώτο μέρος του τα-

124

Page 126: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ξίδίού, ήταν τόσο απασχολημένος με ένα σωρό άλλα πράγμα­τα, που δεν μπορούσε να της αφίερώσεί παρά λίγα λεπτά κά­θε φορά. Ας είναί, τώρα θα είχε δύο μέρες καί δυο νύχτες να τη σκέφτεταί όσο ήθελε. Κατόπίν, αν γίνόταν αυτό που ήθελε ο Αφέντης, θα την ξεχνούσε, όπως καί όλα τ’ άλλα άλλωστε, γία πάντα.

Αν γίνόταν αυτό που ήθελε ο Αφέντης... Λογίκά έπρεπε να υπάρχεί κάποία τρύπα στα σχέδίά του, όσο κί αν ήθελε να φανεί ανίκητος. Η υπερβολίκή αυτοπεποίθηση πάντα έδεί- χνε ότί κάπου υπήρχε ένα αδύνατο σημείο. Κί έτσί η σκέψη του Αντρέα κλείδωσε στην καίνούργία αυτή ίδέα καί γία αρ­κετή ώρα την πάλευε από όλες τίς μερίές, αλλά δεν έκανε κα­μία πρόοδο, καί κόντευε σχεδόν να τα παρατήσεί αηδίασμέ- νος, όταν, ξαφνίκά, θυμήθηκε τη Βίβλο του Παράδοξου καί σκέφτηκε ότί ήταν ώρα να τη συμβουλευτεί.

Ο Αφέντης καί οί γυναίκες του δεν είχαν αντίληφθεί το βίβλίο εκεί που το είχε φυλάξεί στο ζωνάρί του. Ή κί αν το είχαν, δεν το θεώρησαν σημαντίκό ή επίκίνδυνο καί τ’ άφη­σαν στη θέση του. Ο Αντρέας γύρίσε τίς σελίδες.

«Το φίλί που δίνεί Ζωή θα φέρεί το φίλί του Θανάτου».Προφανώς είχε κάνεί λάθος να πίστέψεί ότί η φράση

αφορούσε το δασοφύλακα ή την οίκογένείά του. Ήταν, όπως είχε υποψίαστεί στην αρχή, μία προείδοποίηση να μη σταματήσεί στο δάσος, αλλά δεν το κατάλαβε. Τί κρίμα! Αν είχε προσέξεί περίσσότερο τί του έλεγε το βίβλίο...

Μήπως όμως αυτός ήταν ο ίδίαίτερος τρόπος του βίβλί- ου να του δίδάξεί να δίνεί σημασία στα πάντα; Αν ήταν έτσί πράγματί, είχε πία μάθεί το μάθημα καλά, καί μάλίστα με σκληρό τρόπο.

Γύρίσε σελίδα. Άδεία. Η καρδίά του βούλίαξε.

125

Page 127: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Είσαί πράγματί ένα παίχνίδί του παράδοξου», μουρμού- ρίσε απευθυνόμενος στο βίβλίο. «Όταν σε χρείάζομαί περίσ- σότερο, δε μου λες τίποτε, κί όταν μου λες κάτί χρήσίμο, οί λέξείς γίνονταί ακατανόητες. Αρχίζω να αναρωτίέμαί αν ο Άραξης σε ξέρεί όσο καλά ίσχυρίζεταί!»

Γία μία στίγμή, δε συνέβη τίποτε. Ο Αντρέας δεν βεβαίώ- θηκε ποτέ αν είδε τίς λέξείς να εμφανίζονταί ή αν αυτό συνέ­βη τόσο γρήγορα που δεν το αντίλήφθηκε. Ωστόσο οί λέξείς ήταν εκεί μπροστά του, γραμμένες στη σελίδα που μόλίς προηγουμένως ήταν άδεία.

Το φως ήταν λίγοστό, αλλά οί λέξείς φαίνονταν να έχουν το δίκό τους φως.

«Ανάστρεψε το ρεύμα προς την πηγή του καί κατάστρεψε! Γίνε σαν τους ανέμους που δεν έχουν σάρκα καί οστά, αλλά υπάρχουν παντού!»

Ο Αντρέας το δίάβασε τρείς φορές γία να βεβαίωθεί γία το περίεχόμενο καί μετά φύλαξε το βίβλίο μ’ ένα στεναγμό εκνευρίσμού. Αχ αυτό το παράδοξο - αν ήταν παράδοξο καί όχί ανοησία. Το χείρότερο παράδοξο απ’ όλα μέχρί αυτή τη στίγμή. Ανάστρεψε το ρεύμα... Ποίο ρεύμα; Καί ποία σχέση θα μπορούσε να έχεί ο άνεμος με την κατάστασή του;

«Δεν είμαί αρκετά έξυπνος γία το επίπεδό σου», απευθύνθη­κε πάλί στο βίβλίο χτυπώντας το χέρί στο ζωνάρί του. «Άρα, θα καθίσω ήσυχα μέχρί που να περάσεί ο χρόνος. Στο κάτω-κάτω μία νύχτα είναί, άντε δύο - δεν είναί δα καί τόσο πολύς καίρός. Καί μετά δεν θα έχεί καμίά σημασία αφού θα έχω πεθάνεί...»

Προσπάθησε να φανταστεί την είκόνα στο ναό τους. Ίσως να βρίσκόταν ξαπλωμένος σε κάποίο βωμό, κοίτάζοντας τον Αφέντη καθώς εκείνος κρατούσε ένα ξίφος στο χέρί του, έτοίμος να... ‘Έλα τώρα! Μη γίνεσαί μακάβρίος. Σκέψου,

126

Page 128: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σκέψου.. γία μετά. Πού θα κατέληγε άραγε αφού πέθαίνε; Θα περνούσε σε πλήρη ανυπαρξία ή θα γύρίζε στο Βασίλείο του Άραξη; Ένα είρωνίκό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του Αντρέα. Ίσως να πήγαίνε στη Λήθη, να ενωθεί με την Αρέθουσα σε αίώνία ανυπαρξία. Ίσως αυτό να μην ήταν καί τόσο κακό... Ίσως -ο Αντρέας άρχίσε να κουράζεταί από αυ­τές τίς σκέψείς- ίσως καί να ήταν καλύτερα από το να τρέχεί μία ζωή σε άκαρπες περίπλανήσείς σε τρελές, παράδοξες χώ­ρες. Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλί του καθώς αίσθάνθηκε τα μάτία του να κλείνουν. Ίσως μάλίστα αυτή να ήταν καί η πρό­θεση του βίβλίου - να βρεί καί να ενωθεί με την Αρέθουσα μέσα απ’ τον ίδίο το θάνατο.

Ξάπλωσε στο πάτωμα. Ήταν πίο άνετα. Αν, όταν πέθαίνε - ωχ, όχί άλλες τέτοίες σκέψείς! Του έφερναν κατάθλίψη, τον έκα­ναν να θέλεί να επίταχύνεί το τέλος της ζωής του, κί αυτό ήταν μία αρρωστημένη στάση. Δεν ήθελε να το σκέφτεταί άλλο...

Ο Αντρέας αποκοίμήθηκε.Σχεδόν δεν είχε ακουμπήσεί τα πίάτα με το μουχλίασμένο

φαγητό που έσπρωχναν κάθε τόσο κάτω από την πόρτα, πα­ρά περνούσε τίς ώρες του σκυμμένος πάνω από τη Βίβλο του Παράδοξου, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξετυλίξεί το μίτο του δρόμου γία την ελευθερία. Πολλές φορές πίστεψε πως ήταν στα πρόθυρα της λύσης, αλλά αυτή πάντα του δίέ- φευγε την τελευταία στίγμή.

Όταν ήρθε να τον επίσκεφτεί ο Αφέντης, δεν είχε κάνεί ακόμα καμία πρόοδο.

Εκείνος πάλί φαίνόταν να έχεί ξεχάσεί ότί είχε αποπείρα- θεί να τον σκοτώσεί ή είχε αποφασίσεί να παραβλέψεί το γε­γονός, γίατί του μίλησε πολύ ευχάρίστα.

«Πως αίσθάνεσαί φίλε μου;»

127

Page 129: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα», απάντησε ο Αντρέας σαρκα- στίκά.

Ο Αφέντης δεν έδείξε να προσβάλλεταί καί αγνόησε την παρατήρηση. «Το φεγγάρί θ’ ανατείλεί σε τέσσερίς ώρες», εί­πε. «Απόψε είναί η μεγάλη νύχτα».

Ο Αντρέας σοκαρίστηκε. «Δεν μπορεί! Όχί ακόμη!»«Ναί. Η αλήθεία είναί ότί χάνεί κανείς την αίσθηση του

χρόνου εδώ μέσα», είπε συγκαταβατίκά ο Αφέντης. «Σε δία- βεβαίώ, όμως, ότί η αναμονή σου τελείωσε».

Ο Αντρέας τον κοίταξε καί μετά κοίταξε αλλού, αηδίασμέ- νος. Ακόμη κί αν είχε σκεφτεί κάποίο σχέδίο δίαφυγής, ήταν πολύ αργά πία. Όσο γία τη Βίβλο του Παράδοξου...

«Οί γυναίκες έχουν αρχίσεί να αδημονούν», είπε ο Αφέ­ντης, μ’ έναν τόνο ίκανοποίησης στη φωνή του. «Όπως σου είπα πρίν, είναί ένα πολύ σημαντίκό γεγονός στη ζωή τους». Γέλασε κοροϊδευτίκά. «Ο Θεός των Τεσσάρων Ανέμων! Έχείς ξανακούσεί πίο απίθανη θεότητα;»

Πρίν από δύο ημέρες, ο Αφέντης τού είχε μίλήσεί γία το θεό στον οποίο επρόκείτο να θυσίαστεί - το Θεό των Τεσσά­ρων Ανέμων. Καί οί λέξείς του βίβλίου να ωρύονταί μπροστά στα μάτία του κί αυτός να μην το βλέπεί! Γίνε σαν τους ανέ­μους που δεν έχουν σάρκα καί οστά αλλά υπάρχουν παντού! Το παράδοξο πρέπεί να αναφερόταν σ’ αυτόν τον παράξενο θεό. Πώς δεν το είχε καταλάβεί νωρίτερα;

Αλλά ακόμη κί αυτή η αποκάλυψη, μίκρή είχε χρησίμότη- τα. Το παράδοξο παρέμενε άλυτο καί σε λίγες ώρες θα ήταν πολύ αργά.

Ο Αφέντης επέστρεψε στην πόρτα.«Λοίπόν, τί θα γίνεί; Έχείς σκοπό να έρθείς χωρίς αντίστα­

ση ή να χρησίμοποίήσω βία;»

128

Page 130: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Τί εννοείς;»Ο Αφέντης έκανε μία χείρονομία ανυπομονησίας. «Μα

την πίστη μου, τεϊίκά είσαί αργόστροφος. Η τελετή αρχίζεί σε λίγότερο από τέσσερίς ώρες - πρέπεί να έρθείς τώρα στο ναό».

«Τώρα;»«Ναί, τώρα. Άντε, βίάσου».Ο Αντρέας σηκώθηκε όρθίος, τρομοκρατημένος. Σίγουρα

δυο ώρες αναβολή δεν ήταν καί υπερβολίκό αίτημα καί μπο­ρεί να έκανε όλη τη δίαφορά που χρείαζόταν... Περπάτησε σίωπηλά προς την πόρτα. Ο Αφέντης τον πέρασε μπροστά καί ξεκίνησαν γία το ναό.

Ήταν μία μεγάλη, αλλά κατά τα άλλα χωρίς ενδίαφέρον αίθουσα, που την είχαν προσαρμόσεί γία το συγκεκρίμένο σκοπό. Δεν υπήρχαν παράθυρα καί ο μοναδίκός δαυλός που έκαίγε μπροστά στο βωμό έρίχνε λίγοστό φως. Ο ίδίος ο βω­μός ήταν πολύ απλός - ένα ανυψωμένο πέτρίνο παραλληλό­γραμμο σκεπασμένο με πράσίνο ύφασμα που το κάλυπτε ολόκληρο - καί ήταν στημένος στο βάθος, κοντά στον τοίχο, πλαίσίωμένος από δύο θυμίατά στα οποία έκαίγε κάποίο λί- βάνί με πολύ άσκημη μυρουδίά.

Ο Αφέντης χτύπησε τα χέρία του. Σχεδόν αμέσως μία γυ- ναίκα-βαμπίρ εμφανίστηκε μέσα απ’ την πόρτα ενός γείτονί- κού δωματίου. Είδε τον Αντρέα καί τα μάτία της φωτίστηκαν με λαίμαργία, αλλά ο Αφέντης τη συγκράτησε.

«Όχί, όχί ακόμη! Αργότερα θα είναί δίκός σας!» Η γυναίκα φάνηκε να ίκανοποίείταί από τη δίαβεβαίωση. Καί τότε ο Αφέντης άρχίσε να δίνεί δίαταγές. Ο Αντρέας περίμενε πως θα τον ξάπλωναν στον βωμό, αλλά σύντομα συνείδητοποίησε ότί δε θα γίνόταν έτσί. Πίσω απ’ το βωμό, σε αρκετό ύψος απ’

129

Page 131: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

το δάπεδο, υπήρχαν κρίκοί στηρίγμένοί στον τοίχο καί κάτω απ’ αυτούς η πέτρα έχεί γίνεί καφετίά από παϊίά αίματα. Ο Αντρέας τα αναγνώρίσε με την ανάλογη πτώση στο ηθίκό του. Ήταν σαφές ότί οί οποίεσδήποτε σκέψείς απόδρασης είχαν προβλεφθεί. Η γυναίκα είχε φέρεί μαζί της ένα μακρύ κοντά- ρί καί ενώ ο Αφέντης τον κρατούσε ακίνητο, του έρίξε μία γε­ρή γροθίά που τον έκανε να χάσεί τίς αίσθήσείς του.

Όταν συνήλθε, κρεμόταν από τον τοίχο, με τους καρπούς δεμένους από τους κρίκους καί με τα πόδία του να ακουμπάνε σε μία μαρκίζα που προφανώς είχε στηθεί γία την περίσταση. Του είχαν βγάλεί το μανδύα, το πουκάμίσο καί τίς μπότες, καί φανταζόταν πως η σεμνοτυφία των γυναίκών τίς εμπόδίσε να του βγάλουν καί το παντελόνί. Τα ρούχα του ήταν τακτοποίη- μένα το ένα πάνω στ’ άλλο πλάί στο βωμό καί πάνω απ’ αυτά ήταν ακουμπίσμένη η Βίβλος του Παράδοξου.

Ο Αντρέας θυμήθηκε τα λόγία καί προσπάθησε καί πάλί να καταλάβεί το συνδετίκό κρίκο που θα του αποκάλυπτε τη σημασία τους. Τα μάτία του στρίφογύρίσαν γύρω στο ναό που βρίσκόταν ακόμη στο μίσοσκόταδο. Ήταν φτωχίκά εξο- πλίσμένος. Ο βωμός με το πράσίνο κάλυμμα καί επάνω του τοποθετημένο το τελετουργίκό ξίφος. Ώστε αυτό θα χρησί- μοποίούσαν γία...

Στην άλλη πλευρά του βωμού, μίσοκρυμμένη από το σκίές του ναού, είδε μία απ’ τίς γυναίκες που προφανώς βρίσκόταν εκεί γία να τον παρακολουθεί. Καθόταν στο πάτωμα με την πλάτη γυρίσμένη στον Αντρέα. Οί φτερούγες της ήταν δίπλω- μένες γύρω της σαν μανδύας καί φαίνόταν να κοίμάταί.

Ο Αντρέας στρίφογύρίσε νευρίκά. Τα χέρία του καί τα πόδία του τον πονούσαν, καί οί κρίκοί τρίβόντουσαν επάνω στους καρπούς του γδέρνοντάς τους. Τράβηξε τα μπράτσα

130

Page 132: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

του γία να ξεμουδίάσεί καί οί κρίκοί κροτάλίσαν στίς κοντές αλυσίδες τους. Η γυναίκα δεν είχε ακόμη γυρίσεί προς το μέ­ρος του.

Ξαφνίκά δίαπίστωσε ότί οί κρίκοί ήταν φτίαγμένοί γία κάποίον πίο μεγαλόσωμο από κείνον. Ο Αντρέας ήταν μεν πολύ δυνατός, αλλά ήταν ψηλός καί λεπτός, χωρίς ογκώδείς μύες. Πράγματί, αν ηρεμούσε καί τραβούσε τα χέρία του προσεχτίκά καί δυνατά, ίσως κατάφερνε να τα ελευθερώσεί περνώντας τα από τους φαρδίούς κρίκους.

Στην αρχή φοβήθηκε ότί θα έσπαγε κανένα κόκαλο, αλλά επέμείνε πείσματάρίκα. Τραβούσε ... τραβούσε ... καί τελίκά το χέρί του ήταν ελεύθερο!

Μία σκίά πήδησε μπροστά απ’ τον πίσω τοίχο καί πέταξε κοντά στο ταβάνί καθώς κατέβαζε το πονεμένο του χέρί, αλλά η γυναίκα δεν είδε τίποτε. Ο Αντρέας έτρίψε το χέρί του στα πλευρά του γία να μαλακώσεί τον πόνο καί σκέφθηκε ότί το χαμηλό φως δημίουργούσε αλλόκοτα εφέ σ’ αυτό το δωμά­τίο. Ακόμη κί αν είχε δίκίο ο Αφέντης, κί ο θεός των γυναί- κών ήταν ανύπαρκτος, θα ήταν εύκολο εδώ μέσα να τίς κάνεί κάνείς να φανταστούν ότί ήταν παρών.

Χαμογέλασε ξαφνίκά μόνος του. Το παράδοξο ήταν ξε­κάθαρο σαν το φως της ημέρας! Καί τόσο απλό! Φανταζόταν ότί οί γυναίκες-βαμπίρ δεν είχαν δεί ποτέ μία πραγματίκή έν- δείξη του θεού τους ... Λοίπόν, καίρός ήταν να ζήσουν την πρώτη τους εμπείρία!

Δυσκολεύτηκε πολύ να ελευθερώσεί το άλλο του χέρί απ’ τον κρίκο, αλλά τελίκά τα κατάφερε. Ισορρόπησε γία μία στίγμή, με τα μάτία του πάντα καρφωμένα στη μοναχίκή του φρουρό, καί ύστερα πήδηξε αθόρυβα στο δάπεδο σα γάτα κί έσκυψε πίσω απ’ το βωμό.

131

Page 133: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Περίμενε μερίκά λεπτά. Ύστερα, μην ακούγοντας κανένα θόρυβο, αποπείράθηκε να σηκώσεί το κεφάλί του πάνω απ’ το βωμό.

Η γυναίκα δεν είχε κουνηθεί. Χαμογέλασε ίκανοποίημέ- νος καί άπλωσε το χέρί του να πάρεί το τελετουργίκό ξίφος. Η λεπίδα ήταν φρεσκοακονίσμένη.

Ο Αντρέας πήγε αθόρυβα γύρω απ’ το βωμό έρποντας σχεδόν, γία να μη δεί τη σκίά του η γυναίκα που κούρνίαζε στο δάπεδο. Δεν έβγαλε τον παραμίκρό ήχο όταν το πλατύ μέρος του ξίφους κατέβηκε με δύναμη στο κρανίο της, παρά σωρίάστηκε αναίσθητη στο πάτωμα. Μία χαρά, αλλά τώρα έπρεπε να κίνηθεί γρήγορα' ίσως να είχε πολύ λίγη ώρα στη δίάθεσή του πία.

Με δυσκολία τράβηξε το σώμα της γυναίκας, αλλά κατά- φερε να τη βάλεί πάνω στο βωμό, με τίς φτερούγες της να κρέμονταί. Ύστερα σήκωσε το ξίφος. Αυτό που επρόκείτο να κάνεί, καί μάλίστα εν ψυχρώ, ήταν αποκρουστίκό, αλλά δεν είχε άλλη επίλογή. Ήταν η δίκή της ζωή ή η δίκή του.

Το κατακόκκίνο αίμα πετάχτηκε από το λαίμό της καί χύ­θηκε κάτω στο βωμό καί στο πάτωμα. Ο Αντρέας συγκράτη- σε την αηδία του καί πήρε βαθίά αναπνοή. Καί τώρα έμενε το πίο δυσάρεστο μέρος.

Έβαψε το πρόσωπό του με το αίμα της νεκρής γυναίκας, κάνοντας κύκλους γύρω από τα μάτία του καί γραμμές στα μάγουλα, στη μύτη καί γύρω από το στόμα του. Κοίτάχτηκε στη λάμα του ξίφους. Η όψη του ήταν φρίκίαστίκή.

Μετά ασχολήθηκε με τα χέρία καί το στέρνο του. Τράβηξε γραμμές στη θέση των κοκάλων του ώστε να φαίνονταί σα σκελετός. Αυτό πρέπεί να ήταν αρκετό. Σκούπίσε το ξίφος καί τίς παλάμες του στα ρούχα του πτώματος καί βίάστηκε να

132

Page 134: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

βρεί τα δίκά του ρούχα γία να ντυθεί. Τύλίξε το ύφασμα του βωμού γύρω απ’ το κεφάλί του σαν κουκούλα καί κρέμασε το μανδύα στους ώμους του. Τέλος, φόρεσε τίς μπότες του καί πήρε το δαυλό από τη θέση του. Κούρνίασε πίσω από την πέ- τρίνη πλάκα, με το δαυλό στο ένα χέρί καί το ξίφος στο άλλο.

Ο Αντρέας δεν έβλεπε την ώρα να εκδίκηθεί. Η περίπτωση να γλίστρήσεί στο δάσος σίωπηϊά καί να αποδράσεί τον άφη­νε ανίκανοποίητο καί θυμωμένο' ήθελε να φύγεί με τρόπο που να τον θυμούνταί οί γυναίκες, αλλά ίδίαίτερα ο Αφέντης. Λοίπό, καί αυτή τη φορά το βίβλίο τού είχε δείξεί το δρόμο.

Δε χρείάστηκε να περίμένεί πολύ. Σύντομα ακούστηκε ο ήχος των βημάτων τους στο δίάδρομο, συνοδευόμενος από τη φασαρία που έκαναν φωνές τους καθώς μίλούσαν ενθου- σίασμένες γία το γεγονός που θα παρακολουθούσαν. Οί με- ντεσέδες της πόρτας έτρίξαν.

Με επίκεφαλής τον Αφέντη τους, η ομήγυρη των γυναί- κών-βαμπίρ έκανε την είσοδό της στο ναό. Έκαναν μερίκά βήματα καί σταμάτησαν. Οί φωνές τους έγίναν στρίγκλίές καθώς είδαν το ματωμένο πτώμα στο βωμό καί το υποτίθέμε- νο θύμα τους φευγάτο.

Μία αντρίκή φωνή γαύγίσε πάνω από το βουητό καί οί γυναίκες σώπασαν. Από την κρυψώνα του, ο Αντρέας άκου­σε το αργό, επίφυλακτίκό βήμα να πλησίάζεί. Ο Αφέντης αυτοπροσώπως.

Η επίπεδη, άτονη φωνή του Αφέντη μίλησε. «Αυτός που επρόκείτο να θυσίαστεί στο Θεό των Τεσσάρων Ανέμων πε- ρίφρόνησε την τίμή που του έγίνε καί απέδρασε! Σκότωσε μία από τίς αδελφές σας! Βρείτε τον - δίαφορετίκά ο θεός θα θυμώσεί πολύ!»

Ένα φοβίσμένο μουρμουρητό υψώθηκε ανάμεσα στο

133

Page 135: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

πλήθος των γυναίκών. Ο Αντρέας συσπείρωσε τους μυς του σε ετοίμότητα.

«Μην αφήσετε την παραμίκρή γωνίά χωρίς να την ψάξε­τε!» ούρλίαξε ο Αφέντης. «Δίότί μόνον όταν βρεθεί θα ηρεμή- σεί η οργή του θεού».

Ο Αφέντης σταμάτησε απότομα καθώς ο Αντρέας, εκστο­μίζοντας μία φρίκίαστίκή κραυγή, τίνάχιηκε σαν ελατήρίο καί σάλταρε πάνω στο βωμό, με το μανδύα ν’ ανεμίζεί καί το ξίφος καί το δαυλό ψηλά.

Κραυγές αντήχησαν στο ναό καθώς οί γυναίκες τον είδαν. Μερίκές ζάρωσαν τρέμοντας από φόβο, άλλες έκρυψαν τα πρόσωπά τους καί έκαναν πίσω. Μόνον ο Αφέντης έμείνε στη θέση του, στα μίσά της απόστασης γία το βωμό, με τα μά­τία καί το πρόσωπο παγωμένα.

Ο Αντρέας φώναξε με μία φωνή εντελώς δίαφορετίκή από τη δίκή του. «Μην πίάνείς τα όνομά μου στο στόμα σου μάταία, εσύ τσαρλατάνε!» Έδείξε με το σπαθί τον Αφέντη, ενώ σχημάτίσε ένα τόξο στον αέρα με το δαυλό. «Υπήρξες ο απατεώνας των πίστών μου γία πάρα πολύ καίρό!»

Οί γυναίκες ούρλίαξαν πάλί. Πολλές έπεσαν στα γόνατα, τρομοκρατημένες από την ξαφνίκή εμφάνίση αυτής της τρο­μερής φίγούρας, που δεν θα μπορούσε να είναί κανείς άλλος εκτός από το θεό τους!

Ο Αφέντης όμως δεν εξαπατίόταν τόσο εύκολα. Η οργή αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του, ενώ ανταπάντησε, με δυ­νατή φωνή αυτή τη φορά.

«Δεν μπορείς να με κοροϊδέψείς με τέτοία κόλπα! Κατέβα καί παραδώσου, αλλίώς θα σε τρυπήσουν πέρα γία πέρα!» Τράβηξε ένα ξίφος μακρύτερο καί βαρύτερο από εκείνο του Αντρέα καί φώναξε: «Απατεώνας! Αγύρτης!»

134

Page 136: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας έγείρε προς τα εμπρός καθώς ο Αφέντης κί- νούσε εναντίον του. Μία περίεργη αίσθηση μεγάλωνε από τίς σκοτείνές περίοχές στο πίσω μέρος του μυαλού του καί γέμί- ζε το κεφάλί του κατακλύζοντας τον. Ένίωθε ότί αυτή η άγνωστη, τρομερή αίσθηση μεγάλωνε καί έπαίρνε τεράστίες δίαστάσείς.

Τίναξε το κεφάλί του προς τα πίσω καί έβγαλε μία κραυ­γή τόσο τρομερή που σταμάτησε τον Αφέντη στον τόπο. Τα μάτία του είδαν ξαφνίκά, μέσα από ένα εκτυφλωτίκό φως σαν της αστραπής, τίς γυναίκες παγωμένες, τρομοκρατημέ­νες, καί το σπαθί του Αφέντη να τρέμεί στο χέρί του.

Ο ναός ξαφνίκά φωτίστηκε μ’ ένα υπέρλαμπρο, εκτυ­φλωτίκό φως, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε ένας οξύς ήχος καί μία φοβερή ρίπή ανέμου δίέσχίσε το ναό καί εξαφανίστη­κε σε δευτερόλεπτα.

Ο Αντρέας πήρε μία βαθίά ανάσα καί όταν μίλησε, η φω­νή που βγήκε από τα χείλη του δεν ήταν, ούτε θα μπορούσε να ήταν ποτέ, δίκή του. Οί λέξείς βγήκαν με δύναμη καί ήχη­σαν σαν την κραυγή του ανέμου, της θύελλας καί της καταί- γίδας.

«Τολμάς να αποκαλείς εμέ απατεώνα! Εσύ, που τόσον καίρό απολαμβάνείς μία δύναμη που καθόλου δε σου ανή- κεί!»

Ο Αφέντης χλόμίασε, αλλά γρήγορα κατάφερε να συνέλ- θεί καί να βρεί το κουράγίο να απαντήσεί. «Αρκετά μ’ αυτό το παίχνίδί! Μπορείς να κοροϊδέψείς αυτές τίς ηλίθίες, αλλά όχί εμένα!»

Ο Αντρέας γέλασε βροντερά, με τη φωνή που έβγαίνε από μέσα του καί δεν έλεγχε. Αίσθανόταν πολύ αδύναμος, αλλά ακόμη κατάφερνε να στέκεταί όρθίος, με το ξίφος ψηλά καί

135

Page 137: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

την απόκοσμη φωνή να γεμίζεί το λαρύγγί του. Αντιλαμβα­νόταν ότί μία παρουσία χίλίάδες φορές πίο δυνατή απ’ αυτόν είχε είσχωρήσεί μέσα του, καί η γνώση αυτή τον γέμίζε με μία πρωτόγνωρη χαρά που άγγίζε τα όρία της τρέλας.

«Είσαί ένα αξίοθρήνητο πλάσμα, εσύ που αποκαλείς τον εαυτό σου Αφέντη του λαού μου!» Η φωνή ήχησε τώρα απεί- λητίκή. «Αλλά η βασίλεια σου τελείωσε εδώ! Γυναίκες των δασών! Αδελφές της νύχτας, αγαπημένες των σκοτείνών δέ­ντρων!»

Η απάντηση ήρθε σαν ολολυγή που ανέβηκε απ’ τα λα- ρύγγία των γυναίκών καθώς κίνήθηκαν μπροστά, με τα μά­τία πάντα στραμμένα στο βωμό.

«Καλές μου αδελφές!» Η φωνή του έγίνε ο ψίθυρος του ζέφυρου, χαμηλή, πείστίκή, μ’ έναν υπαίνίγμό της θύελλας που ερχόταν. «Ο άνθρωπος αυτός που αποκαλεί τον εαυτό του αφέντη σας έχεί αρνηθεί τους θεούς σας καί τους έχεί βε- βηλώσεί! Τους έχεί περίγελάσεί πίσω από την πλάτη σας καί κάνεί αυτό το τελετουργίκό προσκύνημα μόνο καί μόνο γία να εξασφαλίζεί τίς υπηρεσίες σας!»

Κόκκίνα μάτία άστραψαν στο συρφετό από κάτω. Μέσα από ένα θολό τρεμόπαίγμα, ο Αντρέας τίς είδε να κίνούνταί, ενώ άκουσε τα υπόκωφα γρυλίσματα σαν να έρχονταν από πολύ μακρίά.

Η φωνή ανέβηκε πάλί κί έγίνε ουρλίαχτό. «Οί νόμοί μας περίπαίζονταί καί προσβάλλονταί απ’ αυτόν εδώ τον άνθρω­πο! Αδελφές -που με αγαπάτε σαν προστάτη σας καί φύλακά σας- καταστρέψτε τον!». Ο Αφέντης πρόλαβε μόνο να βγάλεί μία μίκρή κραυγή, μία απεγνωσμένη παράκληση προς τίς γυναίκες-βαμπίρ να σταματήσουν καί να τον ακούσουν. Αμέ­σως μετά εκείνες βρέθηκαν από πάνω του, καί ο Αφέντης χά­

136

Page 138: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

θηκε σ’ ένα συρφετό από νυχοπόδαρα που ξέσκίζαν καί φτε- ρούγες που χτυπούσαν.

Ο Αντρέας κλονίστηκε πάνω στο βωμό καί παραλίγο να πέσεί' η ματίά του καθάρίσε καί κοίταξε τη σκηνή με φρίκη. Ξέσκίζαν τον Αφέντη τους καί λαίμαργες γία το αίμα του ούρλίαζαν καί μούγκρίζαν καί γρύλίζαν.

Αυτή ήταν η μοναδίκή του ευκαίρία να δραπετεύσεί. Έπρεπε να περάσεί γύρω-γύρω από το συρφετό, άκρη-άκρη στο ναό, καί με κάποίον τρόπο να φτάσεί στην πόρτα. Καθώς ξεκίνησε, κάτί πέταξε από πάνω του σαν κύμα, με μεγάλη τα­χύτητα. Άρπαξε το πνεύμα του καί το σώμα του ενώ αυτός προσπάθησε μάταία να αντίσταθεί, μόνο γία μία στίγμή. Αυτό το κάτί τον είχε υπό πλήρη έλεγχο.

Ο Αντρέας φάνηκε να πηδά από το βωμό καί να περνάεί κατευθείαν πάνω από το πλήθος των γυναίκών που ούρλίαζε καί σάλευε. Οί γυναίκες πάλευαν γία το προνόμίο της σφα­γής του κάποτε αφέντη τους. Το πλήθος βρέθηκε από κάτω του. Πέρασε σαν αστραπή πάνω από τα κεφάλία τους προς την ανοίχτή πόρτα του ναού. Τα γρυλίσματα καί οί κραυγές από το φαγοπότί των γυναίκών έσβησαν καί ο Αντρέας βρέ­θηκε να στέκεί στο δίάδρομο, σε κάποία απόσταση από την πόρτα του ναού, προσπαθώντας να πάρεί αναπνοή. Κάτί τον είχε φέρεί ως εδώ, τον είχε κουβαλήσεί όπως ο αέρας τα φύλ­λα του φθίνοπώρου καί τον είχε ακουμπήσεί κάτω, καί αυτό το κάτί παρέμενε στον αέρα δονούμενο καί αίσθητό, σχεδόν γελώντας μαζί του καθώς εκείνος στεκόταν ζαλίσμένος στο δίάδρομο καί κοίταζε γύρω του.

Προς τα πού να πάεί; Τί είδους κτήρίο ήταν αυτό; Σίγου­ρα είχε περίσσότερους δίαδρόμους καί περάσματα απ’ ό,τί θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Οποίαδήποτε προσπάθεία να

137

Page 139: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

βγεί έξω μπορεί να τον οδηγούσε σε αίώνίους άκαρπους κύ­κ λο υ ς.

Μία απόκοσμη φωνή ψίθύρίσε λέξείς που δε σχηματί­στηκαν στο αυτί του, καί η πνοή του κρύου αέρα στροβιλί­στηκε καθώς πέρασε μέσα από τα μαλλίά του καί φύσηξε πά­νω στο πρόσωπο του. Την ακολούθησε καί στη στροφή του δίαδρόμου τον περίμενε. Νόμίζε πως άκουσε ένα γέλίο στον αέρα καί κατόπίν ο άνεμος τον μετέφερε στρίφογυρίζοντάς τον μέσα από πολλά περάσματα, στροφές καί γωνίες που ζά- λίζαν, μέχρί που τέλείωσε η αναπνοή του καί σχεδόν πνίγηκε φωνάζοντάς του να σταματήσεί.

Όμως, ο αέρας γέλασε ακόμη περίσσότερο, κί ο Αντρέας συνέχίσε να τρέχεί.

Το φως φώτίζε πράσίνο καί φωσφορίζον, κί εκείνος ανέ­βηκε τρέχοντας μία απότομη ανηφόρα γία να σταματήσεί σε ένα ξέφωτο του δάσους που το φώτίζε ένα λαμπρό φεγγάρί. Σταμάτησε μία φορά να κοίτάξεί πίσω από τους ώμους του προς το τούνελ απ’ το οποίο είχε βγεί καί είδε μία υπόγεία εί­σοδο μίσοσκεπασμένη από κλαδίά καί χόρτα, που έμοίαζε με τη φωλίά ενός τεράστίου λαγού.

Ο Αντρέας γέλασε χαρούμενος, καταλαβαίνοντας πως ήταν πία ελεύθερος. Ο άνεμος γέλασε μαζί του καί η φωνή του σηκώθηκε ψηλά στα δέντρα, μέχρί που οί κορυφές κου­νήθηκαν καί υποκλίθήκαν μπροστά σ' αυτή την άγρία ευθυ­μία. Ο Αντρέας δεν γνώρίζε τί είχαν δεί οί γυναίκες στο ναό, αλλά ήξερε ότί δεν είχαν αναγνωρίσεί την αδέξία μεταμφίεσή του. Γί’ αυτές ήταν κάτί άλλο από ένα ανθρώπίνο πλάσμα' ήταν ένα δυνατό καί πανίσχυρο ον. Τώρα στεκόταν στο μί- κρό ξέφωτο, ελεύθερος. Σήκωσε το κλεμμένο του σπαθί γία ν’ αποχαίρετίσεί τον άνεμο που σφύρίζε. Ο άνεμος γέλασε

138

Page 140: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ξανά δυνατά καί οί κορφές των δέντρων χώρίσαν, αφήνο­ντας το χλωμό πρόσωπο του φεγγαρίού να φωτίσεί καί να λάμψεί πάνω στη θαμπή λάμα του ξίφους, σαν ασημένία φωτίά. Κατόπίν ο άνεμος έφυγε τρέχοντας μακρίά, προς την παράξενη δίάσταση της ύπαρξής του, καί μία αίσθηση μεγά­λης ηρεμίας πλημμύρίσε τον Αντρέα. Η φωνή του ανέμου τε­λίκά έσβησε, καί η βαθίά καί είρηνίκή ησυχία της νύχτας ξα- ναγύρίσε στο σκοτάδί του δάσους.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΕλευθία: Κορίτσια, χόντρυνε το παίχνίδί μού φαίνεται!Πάλα: Ναί, ναί. Ανακατεύονταί θεοί καί δαίμονες. Ένας θεός

ξέρεί τί θα δούμε παραπέρα...Ερίνού: Δηλαδή υπάρχεί ο Θεός των Τεσσάρων Ανέμων;

Εσείς τον ξέρετε;

139

Page 141: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 142: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- IX. O ΕΡΗΜΙΤΗΣ -

ιχ :

Ο E P H H IT H X

Όπως λέει και τ' όνομά του, ο Ερημίτης είναι σύμβολο της αποχώρησης και του διαλογισμού που οδηγεί στην εμβάθυνση της σοφίας. Η εμφάνιση της κάρτας αυτής λέγεται από κάποιους ότι προ- μηνύει μια συνάντηση που θα προσφέρει έμπνευση ή συμβουλή στον ενδιαφερόμενο.

Η ΦΕΓΓΑΡΟΛΟΥΣΤΗ NYXTA πέρασε' ήρθε η μέρα, γεμάτη σύν­νεφα που έκρυβαν τον ήλίο καθώς εκείνος περπατούσε στον ουρανό. Ο Αντρέας έφτασε στην άκρη του δάσους όταν πία σουρούπωνε, λίγο πρίν από το βράδυ. Με πονεμένα πόδία

141

Page 143: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

καί εξαντλημένος απ’ την έλλείψη ύπνου, αναπαύτηκε γία λί­γο με την πλάτη γυρίσμένη στα τελευταία δέντρα καί επίθεώ- ρησε με το μάτί του τη γη που βρίσκόταν μπροστά του.

Βρίσκόταν αρκετά ψηλά. Από κάτω, ένας χορταρίασμένος λόφος κατηφόρίζε σε μία κοίλάδα όπου φώλίαζε μία μίκρή πολίτεία, κάπου δυο χίλίόμετρα μακρίά. Το μονοπάτί στο οποίο περπατούσε οδηγούσε σε μία κατηφόρα καί μετά χω­νόταν μέσα στα σπίτία της πόλης.

Ίσως να υπήρχε κάποίο πανδοχείο ή κάποίου άλλου είδους κατάλυμα εκεί, σκέφτηκε καθώς συνέχίσε να περπατάεί, αλλά θυμήθηκε ότί δεν είχε χρήματα γία να πληρώσεί τη δίαμονή του. Ίσως μπορούσε να εργαστεί γία το δείπνο καί το κρεβάτί τ ο υ . αλλά αυτή η προοπτίκή δεν ήταν καί τόσο ελκυστίκή.

Έφτασε τελίκά στην πόλη καί πήρε ένα στενό, έρημο δρο- μάκί με ξύλίνα σπίτία δεξίά καί αρίστερά, που ήταν όλα κα- τάκλείστα, αποπνέοντας έναν αέρα εγκατάλείψης καί ερη- μίάς. Είχε βρέξεΓ οί δρόμοί δεν ήταν ίδίαίτερα καθαροί καί η βροχή τούς είχε κάνεί ολίσθηρούς. Η πλακόστρωτη πλατεία ήταν κυρίολεκτίκά πλημμυρίσμένη στα νερά.

Σταμάτησε γία λίγο στην πλατεία προσπαθώντας να προ- σανατολίστεί. Εδώ, τουλάχίστον, υπήρχαν ενδείξείς ζωής: σκίές κίνούνταν προς ένα λαβύρίνθο δρόμων που οδηγού­σαν μακρίά από την πλατεία καί μετά ακτίνωτά προς όλες τίς κατευθύνσείς. Κερίά έκαίγαν πίσω από τίς κουρτίνες των πα­ραθύρων σε πολλά απ’ τα σπίτία. Σχεδόν απέναντί από εκεί που στεκόταν, πάνω στην πλατεία, υπήρχε ένα πέτρίνο κτή- ρίο μεγαλύτερο από τα γείτονίκά του, από την ανοίχτή πόρτα του οποίου ξεχυνόταν ένα κίτρίνο φως. Ο Αντρέας μπορού­σε ήδη με τη φαντασία του να ακούσεί τίς φωνές των θαμώ- νων από μέσα.

142

Page 144: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Κατά πάσα πίθανότητα ήταν ένα πανδοχείο, ένα μέρος όπου μπορούσε να βρεί καταφύγίο μέχρί το πρωί' εκεί μέσα υπήρχαν άνθρωποί που ίσως μπορούσαν να τον κατευθύ­νουν στο δρόμο τ ο υ .

Γλίστρώντας στίς λασπωμένες πλάκες της πλατείας, πέρα­σε βίαστίκά απέναντί καί μπήκε θαρρετά από την ανοίχτή πόρτα.

Ήταν πράγματί πανδοχείο' δεν υπήρχε περίπτωση να κά­νεί λάθος. Ο αέρας ήταν γεμάτος καπνούς καί υδρατμούς από την μπύρα, καί οί άντρες καί οί γυναίκες συνωστίζονταν σε μακρίούς πάγκους, πίνοντας, γελώντας καί συζητώντας. Ο θόρυβος ήταν οδυνηρός μετά απ’ τη μακρίά σίωπή του δάσους, κί ο Αντρέας περίμενε στο κατώφλί μέχρί που τα αυ- τίά του να συνηθίσουν, πρίν πλησίάσεί καί ρωτήσεί τον παν­δοχέα, έναν μεσόκοπο άντρα με κοκκίνωπό, βαρύ πρόσωπο, που από κάποία απόσταση φαίνόταν χαρούμενος καί αρκετά εξυπηρετίκός. Ο Αντρέας προχώρησε μέσα απ’ ένα πλήθος ανδρών που φαίνονταν να μην του δίνουν καμία σημασία καί πλησίασε στο μπαρ.

«Κύρίε...» είπε, με φωνή που πνίγόταν στη γενίκή βαβού- ρα. Ο ίδίοκτήτης κοίταζε προς άλλη κατεύθυνση.

«Κύρίε, έχετε ένα δωμάτίο εδώ γία το βράδυ;» φώναξε ο Αντρέας.

Ο μαγαζάτορας είπε κάτί στον άνθρωπο που στεκόταν πλάί στον Αντρέα, ο οποίος γέλασε βροντερά. Κατόπίν στρά­φηκε καί κοίταξε τον Αντρέα καταπρόσωπο.

Τα μάτία του πέρασαν κατευθείαν πίσω από τα δίκά του καί συγκεντρώθηκαν σε κάποίο σημείο στο μπαρ.

«Κ ύρίε.» πήγε πάλί να πεί ο Αντρέας, καί χωρίς να το θέλεί κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του γία να δεί τί είχε απο-

143

Page 145: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σπάσεί την προσοχή του ανθρώπου, αλλά δεν είδε τίποτα το ίδίαίτερο.

Αναρωτήθηκε μήπως το πρόσωπο ενός ξένου δεν γίνόταν αντίληπτό μέσα στο πλήθος καί ανέμίσε το χέρί του, αλλά ο πανδοχέας εξακολουθούσε να κοίτάζεί μέσα απ’ αυτόν. Ακό­μη δεν τον είχε δεί.

Ο Αντρέας στράφηκε έξαλλος προς έναν άλλον άνθρωπο που περνούσε από δίπλα με τη γυναίκα του. Τον έπίασε από το μανίκί καί άρχίσε να του μίλά, αλλά εκείνος τον αγνόησε. Έκανε το ίδίο καί με άλλους ανθρώπους, μα κανένας απ’ αυ­τούς που πλησίαζαν δεν του έδίνε την παραμίκρή σημασία. Ήταν λες καί είχαν πλήρη άγνοία της παρουσίας του, καί κα­θώς πήγαίνε απ’ τον ένα στον άλλο, πάντα χωρίς επίτυχία, το μπέρδεμά του μετατρεπόταν όλο καί περίσσότερο σε θυμό.

«Είναί τρόπος αυτός να συμπερίφέρεστε στους ξένους;» φώναξε τελίκά, καί το πρόσωπο του κοκκίνίσε απ’ την αγα­νάκτηση. «Αυτή, λοίπόν, είναί πραγματίκά μία κακή πόλη! Ωστόσο, μην ανησυχείτε, δεν πρόκείταί να σας ενοχλήσω πε­ρίσσότερο!»

Καί τελείώνοντας τα λόγία του, στράφηκε απότομα καί βγήκε απ’ το πανδοχείο.

Καθώς σταμάτησε στην πλατεία, παγωμένος καί μπερδε­μένος, αναρωτήθηκε γίατί ο ίδίοκτήτης καί οί πελάτες του εί­χαν φερθεί μ’ αυτήν την κατάφορη εχθρότητα. Εάν του είχαν πεί ότί δεν τον ήθελαν εκεί, αυτό θα ήταν αρκετό. Δίαπραγ- ματεύτηκε με τον εαυτό του αν άξίζε τον κόπο να ψάξεί γία κάποίον άλλον πολίτη στον οποίον να απευθυνθεί ή αν θα ήταν καλύτερα να ξεχάσεί αυτό το μέρος καί να συνεχίσεί το δρόμο του, ελπίζοντας ότί η επόμενη πόλη θα είχε καλύτερη δίάθεση προς τους ξένους.

144

Page 146: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Δυο γυναίκες τον προσπέρασαν βίαστίκά καί είχαν κίόλας απομακρυνθεί πρίν προλάβεί ν’ αποφασίσεί αν θα τίς πλη­σίαζε ή όχί. Ωστόσο είχαν περάσεί μόλίς μίσό μέτρο μακρίά του, αλλά κί αυτές φάνηκαν να μην τον είδαν.

Ο Αντρέας αποφάσίσε ότί θα απευθυνόταν στον επόμενο άνθρωπο που θα έβρίσκε μπροστά του, ακόμη καί αν αυτό σήμαίνε ότί θα χρείαζόταν να τον απείλήσεί με το σπαθί του! Περίμενε τρέμοντας στο κρύο μέχρί που απ’ το δρόμο στ’ αρίστερά του εμφανίστηκαν τέσσερίς άνθρωποί.

Ο άντρας φαίνόταν αρκετά πλούσίος, εάν έκρίνε από την εμφάνίσή του, με τον αέρα κάποίου που θεωρούσε τον εαυτό του λίγο πίο πάνω από τους κοίνούς θνητούς. Δίπλα του βά- δίζε η καλοθρεμμένη σύζυγός του, καί δύο μίκρά παίδίά ακολουθούσαν το κατόπί τους. Ο Αντρέας άκουσε τίς φωνές τους καθώς πλησίαζαν:

«... ότί την επόμενη χρονίά πρέπεί να είναί καρποφόρα».Π φωνή του άντρα ακουγόταν καθαρά. «Αλλά, ως συνή­

θως. αυτός είναί όλο δίκαίολογίες, ότί τάχα τα πλοία του εί­ναί κακοεξοπλίσμένα καί κακοεπανδρωμένα, κί ότί δεν έχεί χρήματα να φροντίσεί γία τη συντήρηση τους. Τί περίμένεί δηλαδή να κάνω εγώ γί’ αυτό το ζήτημα, δεν μπορώ να φα­νταστώ».

«Ίσως φαντάζεταί ότί οί δυνατότητές σου είναί απερίόρί- στες», του απάντησε η γυναίκα του ρουθουνίζοντας περί- φρονητίκά.

Ο Αντρέας βγήκε από τίς σκίές του πανδοχείου καί στά­θηκε μπροστά τους.

«Κύρίε, θα ήθελα πάρα πολύ τη βοήθεία σ α ς .» είπε ευ- γενίκά.

Π γυναίκα συνέχίσε να μίλάεί σαν ο Αντρέας να μην ήταν

145

Page 147: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τίποτα παραπάνω από μία μύγα στον τοίχο. Όλη η οίκογέ- νεία τον προσπέρασε καί συνέχίσε το δρόμο της.

«Κύρίε!» φώναξε ο Αντρέας από πίσω τους, αλλά δεν του έδωσαν καμία σημασία.

Θυμός τον κατέλαβε' τί στην ευχή δεν πήγαίνε καλά με τους ανθρώπους αυτής της καταραμένης πολίτείας; Ή μή­πως θεωρούσαν έναν ταλαίπωρημένο ξένο ανάξίο της προ­σοχής τους, καί άρα τον αγνοούσαν; Ή μ ή π ω ς . καί τότε μία καίνούρία πίθανότητα πέρασε από το μυαλό του. Μήπως πράγματί είχαν άγνοία της παρουσίας του; Έτρεξε πίσω από την οίκογένεία που τον είχε προσπεράσεί. Τους έφτασε κα­θώς έστρίβαν σε κάποίο στενό. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να λύσεί αυτό το αίνίγμα.

Φωνάζοντας πάρα πολύ δυνατά, πήδησε μπροστά απ’ τη μίκρή παρέα καί τράβηξε το σπαθί του ανεμίζοντάς το μπρο­στά στα πρόσωπά τους.

Τίποτα. Π οίκογένεία συνέχίσε να περπατά σαν να μην ήταν αυτός εκεί καί αναγκάστηκε να πηδήξεί στην άκρη γία να αποφύγεί τη σύγκρουση. Τελίκά, η αλήθεία τον χτύπησε κατακέφαλα: γία κάποίο λόγο, τον οποίο δεν μπορούσε ούτε καν ν’ αρχίσεί να φαντάζεταί, ήταν εντελώς αόρατος σ’ ολό­κληρο τον πληθυσμό της πόλης. Δεν μπορούσαν ούτε να τον δουν ούτε να το ακούσουν - δεν μπορούσαν καν να αίσθαν- θούν το άγγίγμα του χερίού του. Γία τους πάντες σ’ αυτή την πόλη, ο Αντρέας ήταν σαν να μην υπήρχε.

Ήταν μία τρομακτίκή αποκάλυψη. Τί παίχνίδί του έπαίζε το Παράδοξο; Προσπάθησε γρήγορα να ξαναβρεί την ψυ- χραίμία του, να συγκεντρωθεί καί ν’ αποφασίσεί τί μα τους θεούς μπορούσε να κάνεί σε αυτή την περίπτωση. Δεν θα κέρδίζε τίποτα με το να κάθεταί άπραγος, προσπαθώντας να

146

Page 148: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

καταλάβεί γίατί συνέβαίνε αυτό το πράγμα. Το κυρίότερο πρόβλημά του ήταν να βρεί φαγητό καί καταφύγίο. Αφού δεν με βλέπουν, σκέφτηκε, το πρόβλημα σίγουρα λύνεταί εύ­κολα! Μπορώ να ακολουθήσω αυτούς τους ανθρώπους, να γλίστρήσω στο σπίτί τους απαρατήρητος καί να βρω μία ήσυχη καί ζεστή γωνίά γία τη νύχτα. Κατόπίν, το πρωί, μπο­ρώ να συνεχίσω το δρόμο μου καί κανείς δε θα έχεί καν αντί- ληφθεί ότί πέρασα ποτέ απ’ εδώ.

Μάλίστα, αυτή ήταν η απάντηση. Όσο παράξενη καί αν φαίνόταν, μπορούσε να χρησίμοποίήσεί τη φίλοξενία της οί- κογένείας αυτής, ενώ τα μέλη της θα παρέμεναν στη μακα- ρίότητα της άγνοίάς τους.

Έβαλε το σπαθί του στη θήκη του καί βίάστηκε ν’ ακο- λουθήσεί την οίκογένεία που εξαφανίζόταν πίο κάτω, σε ένα σκοτείνό δρόμο. Π απροθυμία του να πίστέψεί την κατάστα­σή του έκανε τον Αντρέα να κρατάεί μία απόσταση ασφαλεί­ας απ’ την οίκογένεία, καθώς αυτοί πήγαίναν προς τα εκεί που προφανώς έμοίαζε να ήταν η καλύτερη περίοχή της πό­λης. Εδώ όλοί οί δρόμοί ήταν καλύτεροί, καθαρότεροί καί φωτίσμένοί κατά δίαστήματα με δαυλούς στηρίγμένους πά­νω στους τοίχους. Ο αέρας εδώ ήταν φρέσκος καί υγίείνός.

Π συντροφίά σταμάτησε τελίκά μπροστά σ’ ένα μεγάλο σπίτί. Όπως καί άλλα σπίτία στον ίδίο δρόμο, ήταν χτίσμένο από πέτρα καί όχί από ξύλο. Είχε μία επίβλητίκή σκάλα καί στα παράθυρα υπήρχαν δίακοσμητίκά παραπετάσματα.

Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο κλείδί καί ξεκλείδωσε την πόρτα. Ύστερα, έξυσε μία τσακμακόπετρα καί άναψε ένα παράξενο λυχνάρί που κρεμόταν στη σκοτείνή είσοδο. Π σύζυγός του καί τα παίδίά εξαφανίστηκαν στο εσωτερίκό, καί ο Αντρέας άρπαξε την ευκαίρία του. Γλίστρη­

147

Page 149: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σε πίσω από τον άντρα, ακολούθησε τη γυναίκα σ’ ένα μεγά­λο καί κομψά επίπλωμένο δωμάτίο καί την είδε ν’ ανάβεί τα κερίά ένα γύρω στους τοίχους. Αίσθάνθηκε πολύ δυσάρεστα- γίατί ήταν πράγματί παράξενο να βρίσκεταί κάποίος ανάμε­σα σε ξένους στο σπίτί τους, ενώ αυτοί κυκλοφορούσαν πη­γαίνοντας στίς δουλείές τους, αγνοώντας εντελώς την παρου­σία του.

Ο Αντρέας περίμενε μέχρί που ολόκληρη η οίκογένεία να μαζευτεί καί να καθίσεί. Ύστερα κάθίσε κί εκείνος προσεκτί- κά σε μία άδεία καρέκλα, καθώς προσευχόταν να μην τρίξεί. Μάντευε ότί πρέπεί να βρίσκόταν στο σπίτί ενός εμπόρου, γίατί πίο πρίν η συζήτησή τους περίστρεφόταν γύρω από πλοία καί ταξίδία, καί το δωμάτίο στο οποίο καθόντουσαν τώρα ήταν δίακοσμημένο με πολλά στολίδία καί αναμνηστί- κά, που είχαν πολλές καί δίαφορετίκές προελεύσείς.

Ήταν περίεργο να σκέφτεταί ότί υπήρχαν άλλες χώρες σ’ αυτό τον κόσμο, γίατί οί χώρες στίς οποίες είχε ταξίδέψεί από τότε που αποχαίρέτησε το βασίλείο του Άραξη φαίνόντουσαν, σ’ εκείνον τουλάχίστον, να υπάρχουν αποκλείστίκά καί μόνο γία τους σκοπούς της Βίβλου του Παράδοξου. Ο Αντρέας βρέθηκε να προσπαθεί να προσαρμόσεί τίς αντίλήψείς του στη νέα πραγματίκότητα, που αφορούσε αυτό τον κόσμο καί που -χωρίς αμφίβολία όπως καί όλοί οί άλλοί- ήταν τόσο πραγματίκός καί χείροπίαστός όσο καί ο δίκός του.

Καθώς η συζήτηση μεταξύ των μελών της οίκογένείας συ- νεχίζόταν, άρχίσε να δυσανασχετεί. Ο έμπορος καί η σύζυγός του φαίνονταν να ενδίαφέρονταί μόνο γία τα ασήμαντα της ζωής, καί η ακατάσχετη φλυαρία τους γύρω από τίς υποθέ- σείς των γείτόνων τους καί τα ατελείωτα παράπονα γία την κατάσταση των επίχείρηματίκών τους ενδίαφερόντων έγίναν

148

Page 150: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

πολύ βαρετά μετά από λίγο. Καί βέβαία αυτός πείνούσε.Επίτέλους η σύζυγος του εμπόρου δίέκοψε την ατελείωτη

συζήτηση γία τα καίνούρία φανταχτερά φορέματα μίας γνω­στής της καί τράβηξε το σκοίνί με τη φούντα που κρεμόταν κοντά στην καρέκλα της. Σχεδόν αμέσως ένα καμπανάκί ήχη­σε κάπου στο σπίτί καί παρουσίάστηκε ένας υπηρέτης τον οποίο η κυρία έστείλε αμέσως να ετοίμάσεί το δείπνο.

Ο Αντρέας περίμενε με όλο καί μεγαλύτερη ανυπομονη­σία, μέχρί που ο υπηρέτης εμφανίστηκε πάλί καί ανακοίνωσε ότί το δείπνο ήταν έτοίμο. Κατόπίν, καθώς η οίκογένεία ση­κώθηκε καί κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αντίλήφθηκε με απογοήτευση ότί θα ήταν αδύνατον γί’ αυτόν να καθίσεί να φάεί στο ίδίο τραπέζί μαζί τους, γίατί φαντάστηκε την αντί­δρασή τους αν ξαφνίκά τα φαγητά σηκώνονταν στον αέρα καί εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτία τους.

Όταν ο έμπορος καί η γυναίκα του κάθίσαν γύρω από το μακρύ καλογυαλίσμένο τραπέζί στο πλαϊνό δωμάτίο, ο Αντρέας πήγε μαζί τους, αλλά έμείνε στην πόρτα κοίτάζοντας με ακόρεστη επίθυμία τα φαγητά που περνούσαν από μπρο­στά του. Γία την οίκογένεία, δεν ήταν προφανώς τίποτα πε- ρίσσότερο από ένα συνηθίσμένο γεύμα' γία κείνον όμως, ίδί- αίτερα αν λάβαίνε κανείς υπόψη του πόσο λίγο είχε φάεί τίς τελευταίες μέρες, η θέα των φαγητών ξεσήκωνε πάλί χυμούς στο στομάχί του που τον δάγκωναν άγρία. Ωστόσο, φαίνόταν πως δε θα μπορούσε να δοκίμάσεί καθόλου απ’ αυτό.

Καθώς τα παίδίά του εμπόρου κάθίσαν με πολλή όρεξη στίς θέσείς τους, η γυναίκα έκανε νόημα στον υπηρέτη καί του ψίθύρίσε κάτί στο αυτί. Γυρνώντας γύρω από το τραπέζί, ο Αντρέας έπίασε τίς λέξείς. «... Πήγαίνέ του τίς πίο ελκυστί-

149

Page 151: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κές μερίδες γία να του ανοίξείς την ό ρ ε ξ η . δεν έχεί φάεί σχεδόν τίποτα τίς τελευταίες μέρες».

Ο σύζυγός της τής έρίξε μία πλάγία ματίά «Κανονίζείς φαγητό γία τον Κύρο;»

«Ναί, νομίζω ότί τα πίο ελκυστίκά πίάτα θα τον κάνουν να φάεί - θα αρρωστήσεί αν δε φάεί κάτί».

Ο έμπορος μούγκρίσε. «Ίσως δε θα ’πρεπε να το πω αυτό, Αίμίλία, αλλά μήπως θα ήταν καλύτερα έτσί;»

«Τί λες εκεί πέρα Βάκη Ναλίτζή;» είπε εκείνη, ξεφυσώ- ντας τίς λέξείς κάτω από την αναπνοή της, σαν να φοβόταν μήπως την ακούσουν τα παίδίά. Εκείνα όμως ήταν απασχο­λημένα με άλλα πράγματα.

Ο έμπορος έκανε ένα μορφασμό. «Μα δε βλέπείς τη λογί- κή σ’ αυτό που λέω; Ο καημένος ο Κύρος δεν είναί παρά ένα βάρος γία όλους μας, κί αν, όπως μας έχουν πεί, δεν υπάρχεί ελπίδα να θεραπευτεί.» σταμάτησε, ανασήκωσε τους ώμους του καί ύστερα έκανε νόημα στον υπηρέτη. «Κάνε ό,τί σου λέεί η κυρία σου. Ανέβασε τα καλύτερα πίάτα γία ν’ ανοίξεί η όρεξη του Κύρου».

Ο υπηρέτης υποκλίθηκε καί έβαλε σ’ ένα δίσκο μία επίλο- γή από φαγητά, καθώς ο Αντρέας παρακολουθούσε με καί- νούργίο ενδίαφέρον καί περίέργεία. Ώστε λοίπόν υπήρχε κί άλλο πρόσωπο στο σπίτί εκτός από αυτά που ήταν εδώ, καί φαίνόταν ότί αυτό το πρόσωπο επρόκείτο να φάεί μόνο του. Ίσως εδώ να ήταν η ευκαίρία τ ο υ .

Όταν ο υπηρέτης βγήκε από το δωμάτίο κί άρχίσε να ανε- βαίνεί την απότομη σκάλα που οδηγούσε στα σκοτείνά, ο Αντρέας τον ακολούθησε. Καθώς περπατούσε προσέχοντας ο ήχος των βημάτων του να ταίρίάζεί με το κάθε βήμα του υπηρέτη, αναρωτήθηκε τί εννοούσε ο έμπορος με αυτά που

150

Page 152: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

έλεγε. Ποίος να ήταν άραγε αυτός «ο καημένος ο Κύρος» γία τον οποίο δεν υπήρχε θεραπεία; Τί είδους αρρώστία μπορεί να είχε; Από το μυαλό του πέρασε όλη η γκάμα των παίδίκών ασθενείών που ήταν γνωστές καί συνηθίσμένες, καί προχώ­ρησε προς άλλες, σπανίότερες.

Π σκάλα τελείωσε καί ο υπηρέτης έστρίψε απότομα κατά μήκος του δίαδρόμου, που φωτίζόταν από το φως που έβγαίνε κάτω από μία πόρτα. Σταμάτησε εκεί, γύρίσε ένα κλείδί με ένα σκληρό, οξύ ήχο καί μπήκε μέσα. Ο Αντρέας τον ακολούθησε.

Ήταν ένα παίδίκό δωμάτίο με λίγοστά έπίπλα. Στο κρεβά­τί, περίτρίγυρίσμένο από βίβλία, καθόταν ένα παίδί που μπο­ρεί να ήταν δέκα-δώδεκα ετών, λεπτό καί εύθραυστο, με χρυ- σαφένία μαλλίά που έπεφταν στους ώμους του καί την πίο άσπρη επίδερμίδα που είχε δεί ποτέ του ο Αντρέας.

Ο υπηρέτης άφησε κάτω το δίσκο χωρίς λέξη, στράφηκε καί βγήκε πάλί έξω. Το παίδί γύρίσε το κεφάλί του αδίάφορα, αποκαλύπτοντας δυο μεγάλα γαλάζία μάτία που έκρυβαν μέσα τους βαθίά θλίψη. Ύστερα σταμάτησε καί κοίταξε πίο έντονα.

Χωρίς να σκεφτεί, ο Αντρέας κοίταξε πάνω από τον ώμο του γία να δεί ποίος ήταν. Είχε κίόλας τόσο συνηθίσεί το γε­γονός ότί ήταν αόρατος που ούτε καν του πέρασε από το μυαλό ότί το παίδί μπορεί να τον έβλεπε. Καί τότε το παίδί τού μίλησε.

«Ποίος είσαί; Γίατρός είσαί κί εσύ;»Ο Αντρέας ψέλλίσε: «Ε γώ . εγώ;»«Δε βλέπω καί κανέναν άλλο στο δωμάτίο. Όχί, δεν μπο­

ρεί να είσαί γίατρός έτσί όπως είσαί ντυμένος, έτοίμος να τα- ξίδέψείς καί μ’ ένα ξίφος ζωσμένο στη μέση σου. Γίατί με κοίτάς τόσο κατάπληκτος;»

151

Page 153: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας κάθίσε στην άκρη του κρεβατίού. «Δηλαδή με βλέπείς;» ρώτησε.

Το παίδί σκέφτηκε την ερώτηση γία ένα λεπτό καί μετά έσμίξε τα φρύδία του καί είπε: «Μα βέβαία. Δεν θα έπρεπε να σε βλέπω;»

« . καί μ’ ακούς;» Ο Αντρέας δεν μπορούσε να το πίστέ- ψεί.

«Φυσίκά. Σε παρακαλώ. θα μου εξηγήσείς τί εννοείς;»Τώρα πία ο Αντρέας ήταν εντελώς μπερδεμένος, αλλά

έκανε ό,τί μπορούσε γία να εξηγήσεί στο παίδί όλα όσα έκανε από τότε που είχε έρθεί σ’ αυτή την πόλη. Το παίδί τον άκου­σε πολύ προσεκτίκά, με μεγάλη σοβαρότητα, σαν να ήταν φί- λόσοφος που του παρουσίαζαν μία νέα θεωρία της ζωής. Άλλες φορές συνοφρυωνόταν καί άλλες κουνούσε το κεφάλί του, ποτέ όμως δεν έδείξε να αμφίβάλεί.

«Δεν μπορώ να το εξηγήσω», τέλείωσε την ίστορία του ο Αντρέας, «αλλά είσαί ο πρώτος άνθρωπος που αντίλαμβάνε- ταί την παρουσία μου από τότε που έφτασα εδώ».

Ο Κύρος τον κοίταξε γία αρκετή ώρα καί ύστερα είπε: «Είσαί εντελώς ξένος σ’ αυτά τα μέρη;»

«Ναί».«Κατάλαβα. Τότε λοίπόν μπορώ να ρωτήσω γίατί βρίσκε-

σαί εδώ;»«Δεν ήρθα σ’ αυτή την πόλη γία κάποίο συγκεκρίμένο λό­

γο», του απάντησε ο Αντρέας «Πέρασα από το δάσος νότία από εδώ -όχί βέβαία χωρίς επείσόδία, αν καί αυτό δεν έχεί καμίά σημασία τούτη τη στίγμή- καί αυτή η πόλη ήταν ο πρώτος κα- τοίκημένος τόπος που συνάντησα βγαίνοντας από τα δέντρα».

«Καί πού πηγαίνείς τώρα;»Ο Αντρέας δίστασε. «Δεν είμαί πία βέβαίος. Ακολουθού­

152

Page 154: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σα ένα δρόμο, αλλά χρείάζομαί οδηγίες γία να μπορέσω να προχωρήσω. Είχα ελπίσεί να βρω καθοδήγηση εδώ, αλλά μέ­χρί στίγμής δεν τα έχω καταφέρεί».

«Καί ποίος είναί ο τελίκός σου προορίσμός; Σίγουρα γία κάπου έχείς ξεκίνήσεί».

«Ναί, βέβαία. Αν σου πω, όμως, θα νομίζείς ότί είμαί τρελός!»Ο Κύρος γέλασε σαν γέρος σοφός. «Άσε εμένα να το κρί­

νω αυτό», είπε.Ο Αντρέας ανασήκωσε τους ώμους του «Παρ’ το όπως

θέλείς - αλλά πρέπεί να σου πω ότί πηγαίνω στη Λήθη».Τα μάτία του παίδίού στρογγύλεψαν από την έκπληξη.

«Γία ποίο λόγο;» τον ρώτησε απλά.Τα μάτία του Αντρέα συνάντησαν εκείνα του παίδίού καί

αναστέναξε. «Είναί πολύ μεγάλη ίστορία, δε θέλω να σε κου­ράσω».

«Σε βεβαίώνω ότί υπάρχεί πολύ μίκρή πίθανότητα να μπορέσείς να κάνείς τέτοίο πράγμα. Έχω τόση λίγη συντρο- φίά, όπως πρέπεί να έχείς καταλάβεί, που τρελαίνομαί ν ’ ακούω ίστορίες, όσο παράξενες κί αν είναί».

Ο Αντρέας τού δίηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί από την ημέρα που ο Ντελίκανής δολοφόνησε την Αρέθουσα. Κατά παράξενο τρόπο, ο Κύρος δεν έδείξε καμία έκπληξη γία την περίπέτεία της μετάβασής του από κόσμο σε κόσμο καί από δίάσταση σε δίάσταση, κί όταν ο Αντρέας τού εξήγησε τη ση­μασία της Βίβλου του Παράδοξου, ο Κύρος εκδήλωσε έντο­νο ενδίαφέρον καί παρακάλεσε πολύ να τη δεί.

«Δεν έχω ξαναδεί κάτί τόσο γοητευτίκό», είπε χαμηλόφω­να, γυρίζοντας τίς σελίδες του βίβλίου σαν να ήταν φτίαγμέ- νες από την πίο πολύτίμη ουσία. «Σίγουρα πρέπεί να προέρ- χεταί από το βασίλείο των θεών!»

153

Page 155: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Βέβαία, έτσί είναί», είπε ο Αντρέας με μία δόση είρωνεί- ας, αλλά ο Κύρος ήταν πολύ γοητευμένος με το βίβλίο γία να δώσεί σημασία του.

«Μα φυσίκά!» συνέχίσε το παίδί γεμάτο ενθουσίασμό. «Αυτό το βίβλίο είναί των θεών, κί εσύ - εσύ πρέπεί να είσαί από εκείνο το βασίλείο επίσης!»

«Δεν είμαί θεός!» είπε ο Αντρέας βίαστίκά. Έφτανε που τον είχαν περάσεί γία πρίγκίπα, ε, όχί τώρα να τον περάσουν καί γία θεό!

Ο Κύρος σήκωσε το κεφάλί του καί είπε: «Με παρεξήγη­σες. Το ξέρω ότί είσαί θνητός όπως κί εγώ, αλλά δεν είσαί από αυτόν τον κόσμο. Είσαί από μία δίάσταση τόσο μακρίά από τούτη εδώ, όσο μακρίά είναί το χώμα από τ' αστέρία. Ακόμη καί το όνομα σου -Αντρέα δεν είπες ότί σε λένε;- είναί παράξενο καί στοίχείώνεί τ’ αυτίά μου. Καί αυτό εξηγεί την παράξενη συμπερίφορά των ανθρώπων της πόλης απέναντί σου - την άγνοία της παρουσίας σου».

Ο Αντρέας είχε αμφίβολίες. «Δεν μπορώ να καταλάβω τί σχέση έχεί το ένα με το άλλο», είπε.

Ο Κύρος τού χαμογέλασε, καί ο Αντρέας είδε πάλί την πα­ράξενη θλίψη στα αθώα γαλάζία μάτία. «Είμαστε καί οί δυο πολύ ταίρίαστοί Αντρέα», είπε σίγά, «παρόλο που υπάρχεί μία μεγάλη δίαφορά. Εσύ τουλάχίστον έχείς την ελευθερία σου».

«Δεν είμαί καί τόσο βέβαίος γί’ αυτό, αλλά τέλος πάντων, συνέχίσε».

«Σ’ ευχαρίστώ. Έχείς έρθεί εδώ από έναν κόσμο όπου τα πάντα είναί πίθανά: οί θεοί πλανίούνταί από δίάσταση σε δίά­σταση, ανάλογα με τα κέφία τους, καί παίζουν αυτό που ελ­πίζουν να είναί ένα καλοπροαίρετο παίχνίδί του Παράδοξου γία τους κόσμους του ανθρώπίνου είδους. Π δίκή σου η

154

Page 156: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ύπαρξη βρίσκεταί σε μία δίάσταση πνευματίκά προσανατολί- σμένη, ψάχνοντας με μεγάλη πίστη γία κάτί που με τίς συνη- θίσμένες λέξείς δεν υπάρχεί. Θα σε περίέγραφα σαν ένα μάγο από έναν κόσμο μάγων - καί το μαγίκό σου όπλο, αυτό το βί­βλίο, παράγεί μία τεράστία δύναμη η οποία πίθανόν να είναί τόσο μεγάλη που κανείς μας να μην την αντίλαμβάνεταί.

Εδώ τα πράγματα είναί δίαφορετίκά. Απ’ ό,τί μπόρεσα να καταλάβω απ’ τα βίβλία της ίστορίας μου, υπήρχε κάποτε ένα είδος θρησκείας σ’ αυτή τη χώρα, αλλά έχεί από πολύ καίρό κυλίστεί στη λάσπη των υλίκών αγαθών καί του εμπο­ρίου. Οί άνθρωποί κίνητοποίούνταί από ένα καί μόνο πράγ­μα πλέον, κί αυτό είναί ο πλούτος. Σε αυτή την πραγματίκό- τητα περίλαμβάνονταί καί οί γονείς μου, γίατί είναί ίδίοί με τους υπολοίπους, αν δεν είναί χείρότεροί, καί η εμμονή του πατέρα μου να ξεπεράσεί τους γείτονές του σε υλίκά αγαθά με αρρωσταίνεί».

Υπήρχε ένα ίχνος κακίας στη φωνή του, κάτί πράγματί εκ- πληκτίκό γία ένα τόσο ευγενίκό καί τρυφερό πλάσμα. Ο Κύ­ρος όμως συνέχίσε:

«Επείδή η δύναμη καί ο πλούτος, λοίπόν, έχουν προτε- ραίότητα σ’ αυτή την κοίνωνία, οί θεοί ήταν το πρώτο πράγ­μα που έφυγε από εδώ. Π λατρεία των θεών είναί κουραστί- κή καί ενοχλητίκή υπόθεση, καί παίρνεί χρόνο, ο οποίος μπορεί να χρησίμοποίηθεί καλύτερα γία την προώθηση των επίχείρηματίκών ενδίαφερόντων του καθενός. Τα χρήματα που είναί απαραίτητα γία να χτίστούν καί να συντηρηθούν οί ναοί, προτίμούν να τα κρατήσουν γία τον εαυτό τους αυτοί που ελέγχουν τη στρατηγίκή της πόλης, κί έτσί, με τη σείρά τους, εξαφανίστηκαν κί οί ναοί ακολουθώντας τους θεούς. Καί αν βάλουμε το ζήτημα καθαρά στο βασίκό του επίπεδο,

155

Page 157: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

καταλήγουμε στίς ιδίες τίς βαθίά ρίζωμένες αντίλήψείς τού­των εδώ των ανθρώπων».

Σ’ αυτό το σημείο ο Κύρος σταμάτησε γία να πάρεί ανα­πνοή, αλλά ο Αντρέας κατάλαβε πού το πήγαίνε.

« Χ μ . Δηλαδή η υψηλή πνευματίκή αντίληψη δεν συμ- βαδίζεί με το πάθος γία την απόκτηση χρημάτων», μουρμού- ρίσε.

«Ακρίβώς. Καί στη μάχη μεταξύ της προσωρίνής καί της πνευματίκής δύναμης, η νίκη είναί αναπόφευκτα πρόσκαί- ρη. Στην αρχή οί άνθρωποί ίσως να αίσθάνθηκαν κάποία ενοχή που αποφάσίσαν να κίνηθούν ενάντία στα πνευματίκά τους πίστεύω. Γία να δίώξουν, λοίπόν, τίς ενοχές τους, έπεί- σαν τον εαυτό τους ότί όλα αυτά είναί σαχλαμάρες καί ότί οί θεοί καί τα πνεύματα δεν υπάρχουν. Με τον καίρό, αυτή η πεποίθηση που επέβαλαν από μόνοί τους ρίζωσε, μέχρί που όλα τα άλλα ξεχάστηκαν εντελώς. Τώρα όλοί οί άνθρωποί αυτής της πόλης είναί απόλυτα βέβαίοί ότί ‘έχουν δίκίο’ που έχουν λησμονήσεί εντελώς οτίδήποτε έχεί σχέση, έστω καί μακρίνή, με την πνευματίκότητα - ακόμη κί αν αυτή είναί μες στα πόδία τους», πρόσθεσε με σημασία.

Επίτέλους, ο Αντρέας είδε ξεκάθαρα τί εννοούσε ο Κύρος. «Τότε λοίπόν», είπε αργά εξετάζοντας τα γεγονότα ένα-ένα, «αυτό εξηγεί γίατί κανείς δε με βλέπεί, δε μ’ ακούεί καί δεν αίσθάνεταί ούτε καν το άγγίγμα μου. Είμαί, αν θέλείς, πέρα από τίς δίκές τους δυνατότητες αντίληψης».

«Ακρίβώς, τώρα με καταλαβαίνείς. Αντίλαμβάνεσαί λοί­πόν ότί αυτή είναί η μόνη θεωρία που πίστεύω, καί νομίζω ότί είναί σωστή».

«Καί εγώ το νομίζω», συμφώνησε ο Αντρέας, «αλλά αυτό δημίουργεί ένα άλλο πρόβλημα, Κύρο. Τί θ’ απογίνείς;»

156

Page 158: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Εγώ;»«Είσαί το μόνο πρόσωπο που έχεί καταφέρεί να με δεί καί

να μ’ ακούσεί. Πώς συμβαίνεί να μην έχείς κί εσύ την ιδία κοντόφθαλμη ψυχοσύνθεση όλων των ανθρώπων γύρω σου;»

Τα μάτία του Κύρου είχαν πία χάσεί αρκετή από τη λάμ­ψη του ενθουσίασμού. Κοίταξε το πάτωμα καί χαμογέλασε πίκρά.

«Πίστεύω, όπως είπα νωρίτερα, ότί δεν υπάρχεί μεγάλη δίαφορά ανάμεσά μας».

«Είπες ότί εγώ έχω την ελευθερία μου. Υποθέτω ότί εσύ δεν την έχείς». Ο Κύρος κούνησε το κεφάλί του.

«Όπως λες, δεν την έχω. Γία πες μου, μήπως άκουσες άθελά σου καμίά συζήτηση ανάμεσα στους γονείς μου που να με αφορά;»

Ο Αντρέας σκέφτηκε λίγο. «Ναί, αναφέρθηκαν σ’ εσένα ως “ο καημένος ο Κύρος” καί έγίνε μία συζήτηση γία κάποία ανίατη ασθένεία. Εγώ όμως βλέπω ότί είσαί θαυμάσία στην υγεία σου».

«Είμαί», είπε ο Κύρος απλά, «ή τουλάχίστον σε τόσο καλή υγεία όσο μπορεί να είναί κάποίος που περνάεί τη ζωή του κλείδωμένος σ' ένα δωμάτίο χωρίς ποτέ να μπορεί να ρίξεί μία ματίά στον έξω κόσμο».

Ο Αντρέας τον κοίταξε. «Ωστόσο, με τη συμβατίκή έν- νοία, δεν είσαί φυσίολογίκός, είσαί;»

Τα χείλη του Κύρου στράβωσαν είρωνίκά. «Τί εννοείς;»«Σου μίλώ τόση ώρα σαν να ήσουν ενήλίκος, καί μάλίστα

ένας ίδίαίτερα ευφυής ενήλίκος, ωστόσο εσύ είσαί ακόμη μί- κρό παίδί».

«Πράγματί, βρίσκομαί στη ζωή γύρω στα δώδεκα χρό-

157

Page 159: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

νία», είπε αργά ο Κύρος, «κί εκεί ακρίβώς βρίσκεταί, τουϊά- χίστον εν μέρεί, αυτό που αποκαλούν πάθησή μου.

Γεννήθηκα με τη χείρότερη ασθένεία που θα μπορούσε να υπάρχεί σε μία κοίνωνία σαν την δίκή μας: είμαί τηλεπαθητίκός, αίσθάνομαί μία επαφή με τους θεούς, με τα πνεύματα των στοί- χείων, με τον κόσμο του μαγίκού. Όταν ήμουν πολύ μίκρός δεν αντίλαμβανόμουν ότί αυτό, γία τους γονείς μου καί τους φίλους τους, ήταν όχί απλώς ανόητο, αλλά σωστό ανάθεμα, καί συνήθί- ζα να μίλάω ελεύθερα γί’ αυτά που έβλεπα, άκουγα καί αίσθανό- μουν' πράγματα που εκείνοί δεν μπορούσαν να νίώσουν ότί υπάρχουν. Υποθέτω ότί κάποία στίγμή τρόμαξαν από την κατά­στασή μου, γίατί άρχίσαν να μίλούν ψίθυρίστά πίσω από κλεί- στές πόρτες. Από σκόρπία λόγία που άκουγα, έμαθα ότί με θεω­ρούσαν ανώμαλο. Όταν ήμουν έξί ετών λοίπόν, με φυλάκισαν σ’ αυτό το δωμάτίο με την πεποίθηση ότί ήμουν τρελός καί ίσως καί επίκίνδυνος, καί από τότε βρίσκομαί εδώ».

Ο Αντρέας αίσθάνθηκε φρίκη. «Αλλά εσύ είσαί σαν όλους τους άλλους που έχω συναντήσεί», δίαμαρτυρήθηκε, «ακόμα καλύτερα κί από αυτούς που δίατείνονταί ότί αντίλαμβάνο- νταί την κατάστασή σου!»

«Ναί, αλλά εγώ τί μπορώ να κάνω;» είπε ο Κύρος, καθώς μία χλομάδα απλώθηκε στο ντελίκάτο πρόσωπό του. «Εάν οί ίκανότητές μου ήταν χείροπίαστές - αν, γία παράδείγμα, είχα τη δύναμη να μετατρέψω μέταλλα σε χρυσάφί, τότε θα ήμουν σεβαστός σαν σωτήρας των εμπόρων, καί η πνευματίκή πλευ­ρά της φύσης μου θα ξεχνίόταν. Αλλά δεν έχω τέτοία δύναμη' απλώς ακούω τίς φωνές του ανέμου καί των άστρων, καί δία- λογίζομαί γία το νόημα της ζωής. Επομένως είμαί επίκίνδυ­νος γί’ όλους αυτούς καί γία τον υλίστίκό τρόπο ζωής τους».

Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλί του, μην μπορώντας να πί-

158

Page 160: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

στέψεί στ’ αυτίά του. «Αυτή είναί μία απίθανη ίστορία, Κύρο, καί μία τρομερή μοίρα που σε καταδίκάζεί να υποφέρείς. Δεν έχείς προσπαθήσεί να μίλήσείς ϊογίκά μαζί τους;»

«Πολλές φορές. Όμως, κλείνουν τ’ αυτίά τους καί μου επίβάλλουν να σωπάσω, λέγοντας ότί μίλάω παλαβά. Π ί­στεύω ότί φοβούνταί υπερβολίκά γία τίς δίκές τους πεποίθή- σείς, που ζουν λάθρα καί επίκίνδυνα κοντά στην επίφάνεία, γία να μπορέσουν ν’ ακούσουν τίς δίκές μου επίκλήσείς γία ελευθερία».

Σταμάτησε καί στράφηκε στο δίσκο πού ο υπηρέτης είχε αφήσεί γί' αυτόν. «Αντρέα, λυπάμαί, αλλά δεν είμαί καλός οί­κοδεσπότης. Θα πρέπεί να πείνάς - θα μοίραστείς το φαγητό μου;»

Με την ενδίαφέρουσα ίστορία του Κύρου, ο Αντρέας είχε σχεδόν ξεχάσεί την πείνα του, αλλά τώρα τη θυμήθηκε.

«Σ’ ευχαρίστώ πολύ», είπε, «θα σου ήμουν ευγνώμων».Καθώς έτρωγαν, ο Κύρος μίλησε πίο αναλυτίκά γία τίς

μοναχίκές του μελέτες. Είχε καταλήξεί σε πολλά συμπερά­σματα που αφορούσαν τη φύση των θεών καί τους πολλούς καί δίαφορετίκούς κόσμους που κατοίκούσαν. Τα συμπερά- σματά του επαληθεύονταν από τίς εμπείρίες του Αντρέα.

Καθώς άκουγε το καταπληκτίκό αυτό παίδί να μίλάεί, σκέφτηκε ότί, αναζητώντας την αλήθεία, ο Κύρος μπορεί να είχε βρεί μερίκές ενδείξείς γία το πού βρίσκόταν η Λήθη. Άλλωστε, δεν του είχε πεί ο Άραξης ότί αυτοί που θα συνα­ντούσε στο ταξίδί του θα του έδείχναν το δρόμο;

Είπε λοίπόν: «Πες μου, Κύρο, έχείς μελετήσεί πολύ κί έχείς καταλήξεί σε συμπεράσματα που την εγκυρότητά τους θα μπορούσα να την εγγυηθώ άνετα. Αλλά τώρα έχω φτάσεί

159

Page 161: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σε αδίέξοδο. Χρείάζομαί να μάθω το δρόμο γία την Λήθη, κί αυτός πρέπεί να περνάεί από εδώ. Μπορείς να μου πείς;»

Ο Κύρος το σκέφτηκε. «Π απάντηση, φαντάζομαί, θα πάρεί τη μορφή ενός παράδοξου».

«Αυτό είναί πολύ πίθανό».«Αντρέα, αν σου πω το δρόμο, τί θα κάνείς εσύ σε αντάλ­

λαγμα γία μένα;»«Μία ανταλλαγή λοίπόν;»«Οί απελπίσμένοί άνθρωποί δεν έχουν άλλη επίλογή. Βρί-

σκομαί κλείδωμένος σε τούτο το δωμάτίο, περίφρονημένος καί αγνοημένος. Λαχταρώ να αποκτήσω την ελευθερία μου, κί εσύ μπορείς να με βοηθήσείς σ’ αυτό».

Ο Αντρέας τον κοίταξε με αμφίβολία. «Δε βλέπω πώς μπορώ να το κάνω».

«Λοίπόν, όταν κανείς δεν έχεί τί άλλο να κάνεί, κάθεταί καί καταστρώνεί δίάφορα υποθετίκά σχέδία. Τώρα, φαίνεταί ότί μπορώ να βάλω ένα από τα σχέδίά μου σε πράξη».

«Κατάλαβα. Κί αν σε βοηθήσω θα μου πείς μετά;».«Αυτό σου το υπόσχομαί, στην τίμή μου. Βλέπείς, βρίσκο-

μαί σε πολύ δύσκολη θέση - όπως είπα, οί απελπίσμένοί άν­θρωποί δεν έχουν άλλη επίλογή».

Ο Αντρέας αναγκάστηκε να χαμογελάσεί με τη σχεδόν τραγίκή εμμονή του Κύρου. Άπλωσε το χέρί του καί του το έδωσε. «Πολύ καλά λοίπόν. Αφού έχω το λόγο της τίμής σου ότί θα μου δείξείς το δρόμο, τότε έχείς κί εσύ το δίκό μου ότί θα σου δώσω όλη τη βοήθεία που μπορώ».

160

Page 162: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- X. O ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ -(Ανεστραμμένος)

0 TV0X02. ΤΥΧΗ£

Η φύση αυτής της κάρτας είναι αυτονόητη. Αντι­προσωπεύει τα σκαμπανεβάσματα της τύχης, τις συνεχείς αλλαγές της ζωής. Όταν η κάρτα είναι ανεστραμμένη, δείχνει ότι η τύχη του ενδιαφε- ρόμενου θα εξαρτηθεί από την ένταση των δικών του προσπαθειών — δηλαδή η ποιότητα της συμμε­τοχής του θα είναι και το μέτρο της ποιότητας της ανταμοιβής του.

161

Page 163: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ek e in o TO ΒΡΑΔΥ Ο ΑΝΤΡΕΑΣ κοίμήθηκε στο πάτωμα του δω­ματίου του Κύρου, αρκετά άνετα πάνω σε μαξίλάρία, καί με το μανδύα του γία σκέπασμα. Στην πραγματίκότητα, κανείς τους δεν κοίμήθηκε περίσσότερο από μερίκές ώρες, αφού το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το πέρασαν κουβεντίάζοντας, συζητώντας το σχέδίο του Κύρου γία την απόκτηση της ελευθερίας του.

Ο Αντρέας είχε μείνεί κατάπληκτος με την ακρίβεία της εκτέ­λεσης της ίδέας' κάθε λεπτομέρεία, όπως φαίνόταν, είχε σχεδία- στεί τόσο προσεκτίκά, που ο Αντρέας συνείδητοποίησε τη δύνα­μη της επίθυμίας του αγορίού να αποδράσεί από τα στενά όρία του δωματίου του καί να ζήσεί όπως εκείνος επίθυμούσε.

Ο Κύρος τού είπε πως ήταν η τέλεία στίγμή γία να βάλεί το σχέδίό του σε εφαρμογή' η άφίξη του Αντρέα είχε γίνεί σε ίδανίκή στίγμή. Ένα μεγάλο πανηγύρί επρόκείτο να οργανω­θεί στην πόλη σε δυο μέρες γία να γίορτάσουν την καθέλκυ­ση ενός ακόμη εμπορίκού στόλου, κί αυτό θα κορυφωνόταν με μία πολύχρωμη, ζωηρή καρναβαλίκή πομπή που θα δίέ- σχίζε τους δρόμους της πόλης με μουσίκές καί χορούς.

«Αυτή η πομπή είναί το σημαντίκό μέρος γία μένα», είπε ο Κύρος. «Αυτοί που συμμετέχουν θα είναί όλοί ντυμένοί με στολές καί θα φορούν μάσκες. Πρέπεί να λάβω μέρος στην πομπή καί πρέπεί να με βοηθήσείς να βγω απ’ το σπίτί μου με ασφάλεία όταν η οίκογένεία μου θα έχεί αναχωρήσεί. Θα το κάνείς αυτό;»

«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση», είπε ο Αντρέας, κατάπλη­κτος που η δίκή του συμμετοχή φαίνόταν τόσο απλή. «Αλλά υπάρχεί ένα πρόβλημα, Κύρο. Πώς θα μεταμφίεστείς χωρίς κουστούμί; Σίγουρα θα σ’ αναγνωρίσουν μόλίς πατήσείς το πόδί σου έξω απ’ την πόρτα».

162

Page 164: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Το έχω σκεφτεί αυτό», είπε ο Κύρος καί χαμογέλασε συ- νωμοτίκά, «κί έχω κάνεί πολλές προετοίμασίες καί συνεννοή- σείς γία να μου φέρουν κουστούμί. Μη ρωτάς πώς, θα κατα- λάβείς αργότερα. Θα μου το φέρουν αύρίο το βράδυ σ’ ένα σκοτείνό δρόμο κοντά στο πανδοχείο στην πλατεία της πό­λης, καί πρέπεί να είσαί εκεί γία να το παραλάβείς».

«Πολύ καλά, αλλά πώς θα ξέρω ποίος είναί αυτός που θα πρέπεί να συναντήσω; Καί πώς θα με αναγνωρίσεί αυτός αν δεν είμαί ορατός;»

«Α! Μην ανησυχείς, θα σε δεί καί θα σε αναγνωρίσεί. Αυ­τό μόνο μπορώ να σου πω' έχε μου εμπίστοσύνη».

Ο Αντρέας έγνεψε καταφατίκά «Όπως θες. Θα κάνω ό,τί καλύτερο μπορώ».

Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοίπης ημέρας εξε- ρευνώντας την πόλη καί μαθαίνοντας πού βρίσκόταν κάθε δρόμος καί κάθε κτήρίο. Ο Κύρος τού είχε πεί το δρομολό- γίο της πομπής που θα ξεκίνούσε από τίς αποβάθρες έξω απ’ το κυρίως μέρος της πόλης, καί του είπε ότί θα συναντούσαν την πομπή την ώρα που θα έφτανε στην πλατεία. Εδώ ήταν που θα παίζόταν το κυρίότερο ψυχαγωγίκό γεγονός.

Μολονότί ο ουρανός ήταν ακόμα βαρίά συννεφίασμένος, η πόλη φαίνόταν πολύ πίο ζωντανή καί ελκυστίκή στο φως της ημέρας. Π βροχή είχε ξεπλύνεί τους δρόμους, καί τα σπί­τία σχεδόν έλαμπαν από τη φρεσκάδα του πρωίνού. Οί περα- στίκοί φλυαρούσαν χαρούμενα, φορούσαν χρωματίστά ρού­χα καί συνωστίζονταν στην πόλη. Κοντά στα προάστία, ο Αντρέας βρήκε το δρόμο της αγοράς, που έσφυζε από ζωή, επίδείξη καί χαρά.

Όταν όμως έπεσε η νύχτα καί οί άνθρωποί της πόλης βρί­σκονταν με ασφάλεία πίσω από τα κλείστά παράθυρα των μί-

163

Page 165: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κρών τους κόσμων που φωτίζονταν από κερίά, η πόλη ξανα- πήρε την κρύα ατμόσφαίρα της αποσύνθεσης. Ο Αντρέας ρί­γησε καθώς δίέσχίζε την πλατεία, με τη σκίά του αχνή στο φως ενός πλαϊνού δρόμου να κίνείταί αθόρυβα πίσω του. Δεν υπήρχαν αστέρία στον ουρανό καί επίκρατούσε μία θλί- βερή σίωπή που γέμίζε τον αέρα παντού γύρω του.

Πέρασε αθόρυβα μπροστά απ’ το πανδοχείο, απ’ την πόρ­τα του οποίου έβγαίνε αέναη η σχετίκή χαμηλόφωνη φασα­ρία καί γλίστρησε στο σκοτείνό δρόμο πίσω απ’ το μαγαζί, εκεί όπου τον είχε κατευθύνεί ο Κύρος το πρωί. Καθώς οί σκίές έπεφταν πάνω απ’ το κεφάλί του, επίβράδυνε το βήμα του καί περίμενε μερίκά λεπτά ακίνητος, προσέχοντας έντονα- κανένας θόρυβος.

Ο Αντρέας ψίθύρίσε: «Είναί κανείς εδώ;» Του απάντησε η σίωπή. Κίνήθηκε λίγο πίο πέρα στο δρόμο, πάντα επίφυλα- κτίκά, ενώ η ανησυχία του ολοένα καί μεγάλωνε. Αλλά πρίν περπατήσεί πολύ, έφτασε σ' έναν πέτρίνο τοίχο που έφραζε το δρόμο' ακόμη ήταν μόνος του. Στράφηκε καί βημάτίσε αργά προς τα πίσω, προς την πλατεία. Το χέρί του έπαίζε με τη λα­βή του σπαθίού του, αλλά παρόλο που ήταν σε εγρήγορση, δεν ήταν πραγματίκά φοβίσμένος, όχί ακόμα τουλάχίστον.

Κάτί ακούστηκε μερίκά μέτρα πίο πέρα καί ο Αντρέας ανα­πήδησε. Χρυσά μάτία ανοίγόκλείσαν μυστηρίωδώς μπροστά του από κάπου κοντά στο έδαφος καί μία γάτα όρμησε να απο­μακρυνθεί γία να πάεί στη δουλείά της. Έβαλε σχεδόν τα γέλία με τον εαυτό του που φοβήθηκε το ζωάκί. Ύστερα σταμάτησε ξαφνίκά καί τέντωσε τα μάτία του καί τα αυτίά του στο σκοτάδί.

Ένας σίγανός ήχος ακούστηκε καί στην αρχή νόμίσε ότί ήταν της φαντασίας του, αλλά όταν ξανακούστηκε, πίο δυνα­τός αυτή τη φορά, κατάλαβε ότί δεν τον είχε φανταστεί.

164

Page 166: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ήταν ένα μαλακό ψίθύρίσμα σαν ένα πλήθος από χαμηλό­φωνες φωνές που έρχονταν από μακρίά. Ο Αντρέας κοίταξε γύρω του, αλλά δεν μπορούσε να δεί τίποτα. Κατόπίν τα ψί- θυρίσματα δυνάμωσαν καί άκουσε κάποίον από πίσω του να φωνάζεί το όνομά του.

«Αντρέα. είσαί εδώ;»Στράφηκε καί είδε κάποίες σκίές να εμφανίζονταί απ’ το

σκοτάδί. Κίνήθηκαν, ξεχώρίσαν καί σχημάτίσαν ανθρώπίνες φίγούρες που μαζευτήκαν γύρω του σαν ζωντανές σίλουέ- τες. Π φωνή μίλησε πάλί καί πίσω της ακούστηκε ένα ψίθύ­ρίσμα σαν όνείρο. «Σε έστείλε ο Κύρος;»

«Ναί, ποίοί είστε εσείς;»«Είμαστε φίλοί. Σε βλέπουμε επείδή δεν είμαστε όπως οί

άνθρωποί της πόλης».«Πώς ήρθε σε επαφή μαζί σας ο Κύρος;»«Στα όνείρα», είπε η φωνή μαλακά, καί οί ψίθυροί από πί­

σω ακούστηκαν σαν τραγούδί.«Τέτοία βασιλεία μας είναί γνωστά, πίο γνωστά από τον

υλίκό κόσμο. Σε αναγνωρίσαμε επείδή ούτε κί εσύ είσαί απ’ αυτόν τον κόσμο. Είσαί αυτός που ψάχνεί γία τη Λήθη».

Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλί του, προσπαθώντας να δίακρίνεί τίς φίγούρες, αλλά το περίγραμμά τους κολυμπού­σε μπροστά στα μάτία του καί κανένα χαρακτηρίστίκό τους δεν ήταν ευκρίνές.

«Σου φέραμε κάτί που χρείάζεταί να φορέσεί ο Κύρος. Πρέπεί να του το πας γρήγορα».

«Θα το πάω».«Έχείς υποσχεθεί να τον βοηθήσείς καί με άλλους τρό­

πους. Μας λέεί ότί είσαί ο άνθρωπος που θα τον βοηθήσεί να δραπετεύσεί από τη φυλακή που τον κρατάεί».

165

Page 167: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Έχω ορκίστεί να κάνω ό,τί μπορώ», είπε ο Αντρέας, «καί σε αντάλλαγμα εκείνος θα μου πεί το δρόμο γία τη Λήθη».

«Α, μάλίστα! Τότε σου ευχόμαστε καλή τύχη, Αντρέα. Τώ­ρα πάρε τα ρούχα που έχουμε φέρεί. Αν πετύχείς, θα μας ξα- ναδείς. Αν αποτύχείς, δε θα μας ξαναδείς. Σε αποχαίρετούμε λοίπόν. Καλό κατευόδίο!».

«Καλό κατευόδίο.» Ο Αντρέας έμείνε να κοίτάζεί στο σκοτάδί τον άδείο χώρο όπου ένα δευτερόλεπτο πρίν βρίσκό- ντουσαν οί σκίές. Οί ψίθυρίστές φωνές είχαν δίακοπεί από­τομα, όπως όταν κλείνεί μία πόρτα, καί όλο κί όλο που από- μείνε ήταν ένας πρόχείρα τυλίγμένος μπόγος μπροστά στα πόδία του. Τον μάζεψε, τον κοίταξε γία λίγες στίγμές καί ρί­χνοντας μία τελευταία ματίά πίσω του γία να βεβαίωθεί ότί οί παράξενοί σύντροφοί του είχαν φύγεί, πήρε το δρόμο βία- στίκά προς την κατεύθυνση του σπίτίού του Κύρου.

«Τί συμβαίνεί; Βλέπείς;» Ο Κύρος πολεμούσε να τακτοποίή- σεί τίς ανοίκονόμητες πτυχές του κουστουμίού του, που ήταν μία πολύχρωμη ρόμπα, καί κοίταξε τον Αντρέα που στεκόταν μπροστά στο παράθυρο.

Ο Αντρέας έσκυψε προς τα έξω με κίνδυνο να πέσεί. «Υπάρχουν δαυλοί που τους ανάβουν στην πλατεία . ο κό­σμος άρχίσε να μαζεύεταί. Οί πίο πολλοί έρχονταί από το πανδοχείο. Όλοί τους κοίτάνε προς μία κατεύθυνση ... α . καί νομίζω ότί ακούω μουσίκή να έρχεταί απ’ το βάθος».

«Τότε λοίπόν έφτασε η ώρα». Ο Κύρος έσφίξε τη φαρδίά μαύρη ζώνη καί στράφηκε στον καθρέφτη που κρεμόταν πλάί στο κρεβάτί του: «Λοίπόν, νομίζείς ότί θα μπορέσω να περάσω χωρίς να με αναγνωρίσουν;».

Ο Αντρέας τον κοίταξε προσεκτίκά. Ήταν ντυμένος σαν

166

Page 168: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

παρωδία μάγου, με μία μακρίά πολύχρωμη ρόμπα τόσο λα­μπερή, που ήταν σχεδόν οδυνηρό να την κοίτάζείς. Είχε επί­σης ένα ψηλό καπέλο, στολίσμένο με αστέρία καί σύμβολα πλανητών απ’ τα οποία ο Αντρέας δεν αναγνώρίσε κανένα, καί το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο κάτω από μία μάσκα που παρίστανε ένα κωμίκό ανθρώπίνο πρόσωπο.

«Θαυμάσίο!» είπε ο Αντρέας. «Δεν θα σε γνώρίζα ούτε εγώ αν σε συναντούσα τυχαία στο δρόμο».

Ο Κύρος έβγαλε τη μάσκα καί χαμογέλασε με ίκανοποίη- ση. «Σκέφτηκα ότί η σατίρίκή φύση του κουστουμίού θα άρεσε καί θα ταίρίαζε με την αίσθηση χίούμορ των ανθρώ­πων. Έχείς ετοίμάσεί τα υπόλοίπα σύνεργα;»

«Ναί, εδώ είναί». Ο Αντρέας έδείξε έναν μπόγο στο πάτω­μα, μετά έρίξε ακόμα μία ματίά απ’ το παράθυρο. «Κύρο, τους βλέπω! Π πομπή έχεί σχεδόν φτάσεί».

«Τότε λοίπόν πρέπεί να βίαστούμε! Το κλείδί, το κλείδί», φώναξε καί κοίταξε ένα γύρω στο δωμάτίο.

«Εγώ το έχω», είπε ο Αντρέας δείχνοντας το κλείδί που εί­χε πάρεί από τη ζώνη ενός υπηρέτη χωρίς ο άνθρωπος να καταλάβεί τίποτα. Ξεκλείδωσε την πόρτα, έκανε νόημα στο αγόρί να περίμένεί, γλίστρησε έξω στο δίάδρομο καί κοίταξε κάτω τίς σκάλες.

«Ο δρόμος είναί ανοίχτός, αλλά μην κάνείς θόρυβο».Ο Κύρος τον ακολούθησε σίωπηλά, κοίτάζοντας σαν ν’

απορούσε το μέρος αυτό του σπίτίού που είχε να το δεί τόσα χρόνία. Στην κορυφή της σκάλας στάθηκε, ενώ ο Αντρέας κατέβηκε στο ίσόγείο καί έλεγξε όλα τα δωμάτία που μπο­ρούσε να δεί. Καθένα είχε το δίκό του βαθμό φυσίολογίκής εγκατάλείψης.

«Βίάσου», είπε, «όλο το νοίκοκυρίό έχεί φύγεί».

167

Page 169: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Άφησαν το σπίτί καί έτρεξαν μέσα απ’ στους δρόμους, μέ­χρί που έφτασαν στην πλατεία της πόλης. Π βαβούρα απ’ το ενθουσίασμένο πλήθος γέμίζε τον αέρα καί η πλατεία ήταν σχεδόν γεμάτη από ανθρώπους που κανείς τους δεν έδίνε την παραμίκρή σημασία στη μοναχίκή φίγούρα που φορούσε ένα κουστούμί μ ά γου .

Ο Αντρέας καί ο Κύρος είδαν την πομπή καθώς έφταναν στην άκρη της πλατείας. Ήταν ένα πολύχρωμο, πολύβουο κύ­μα, που πλημμύρίσε το στενό δρόμο καί καθώς περνούσε, οί άνθρωποί έσκυβαν από τα παράθυρα καί πετούσαν λουλούδία καί κορδέλες στους χορευτές. Π πομπή σταμάτησε γία μερίκά λεπτά σ' ένα σημείο που τα κτήρία στένευαν το δρόμο καί δη- μίουργείτο κάτί σαν χωνί κοντά στην είσοδο της πλατείας, αλ­λά τότε ακρίβώς, με μία ξαφνίκή ώθηση καί ορμή καί μία με­γάλη φωνή, η πομπή κίνήθηκε πάνω στο πλακόστρωτο.

Μία ζητωκραυγή βγήκε από τα πλήθη, καί τα λουλούδία εκτοξεύονταν στον αέρα έτσί που τα παίδίά έκαναν βουτίές γία να τα πίάσουν, φωνάζοντας με ενθουσίασμό. Καλογυαλί- σμένα καί περίποίημένα πόνυ με τους καβαλάρηδές τους ντυμένους σαν ίππότες ήταν επίκεφαλής των καρναβαλί- στών, καί πίσω τους έρχονταν οί αξίωματούχοί της πόλης με τα τελετουργίκά τους ενδύματα. Πίσω από αυτούς ήταν οί δίασκεδαστές: γελωτοποίοί, ταχυδακτυλουργοί, χορευτές, ακροβάτες, καί πίσω τους σχηματίζόταν η οπίσθοφυλακή, που ήταν οί μουσίκοί με τίς πίπίζες καί τα τύμπανα, με παρά­ξενα έγχορδα όργανα καί μία μεγάλη ποίκίλία από κουδου- νάκία.

«Πολύχρωμο πλήθος, ε; Τί λες;» παρατήρησε ο Κύρος.«Πάρα πολύ».«Αλλά δεν έχείς την αίσθηση ότί κάτί λείπεί απ’ τη γίορτή;

168

Page 170: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Δεν είναί κάτί άδείο, ρηχό; Κάπου λείπεί η ψυχή απ’ τη γίορ- τή». Ο Αντρέας συλλογίστηκε αυτή την άποψη καθώς οί άν­θρωποί άρχίσαν να παίρνουν θέσείς γύρω από την πλατεία, αφήνοντας μία μεγάλη αρένα στην γωνία.

«Νομίζω ότί σε καταλαβαίνω», είπε τελίκά. «Υπάρχεί κά­ποίο είδος απεγνωσμένης ευθυμίας γύρω απ’ όλα αυτά, σαν αυτοί που είναί εδώ να πίστεύουν ότί έρχεταί η συντέλεία του κόσμου κί ο ήλίος δεν θα ανατείλεί ποτέ ξανά στον κόσμο».

Ο Κύρος συμφώνησε θλίμμένα με αυτή την παρατήρηση καί μετά είπε: «Αλλά δεν είναί ώρα τώρα να συζητήσουμε τέ- τοία πράγματα. Αν κίνηθούμε γία να μπούμε στην συντροφίά των γελωτοποίών καί των ακροβατών τους -βλέπείς εκεί πέ­ρα- είναί ίσως το καλύτερο σημείο γία μας, απ’ όπου θα μπο­ρούμε να παρατηρούμε τα πάντα».

Όρμησαν μέσα από τους συνωστίζόμενους άντρες, γυναί­κες καί παίδίά, πέρασαν το πανδοχείο καί έκαναν το γύρο της πλατείας, γία να ανακατευτούν με τους δίασκεδαστές με τα λαμπερά ρούχα καί τίς γκροτέσκες μάσκες.

«Είδες την οίκογένείά σου;» ρώτησε ο Αντρέας.Ο Κύρος κοίταξε γύρω γία να βεβαίωθεί ότί κανείς δεν

τον παρακολουθούσε πρίν ψίθυρίσεί: «Όχί, αλλά σίγουρα θα είναί εδώ μέσα στο πλήθος, μην ανησυχείς».

Περίμεναν γία λίγο, μέχρί που οί μουσίκοί τέλείωσαν το ζωηρό κομμάτί που έπαίζαν καί που προορίζόταν να ανεβά- σεί τον ενθουσίασμό καί την καλή δίάθεση του πλήθους. Ο αέρας γίνόταν βαρύς καί ζεστός, καί η περίπλοκη μάσκα του Κύρου ήταν τόσο κουραστίκή που καί οί δύο ανακουφίστη­καν όταν η μουσίκή σταμάτησε.

«Τώρα θ’ αρχίσουν οί δίασκεδαστές, νομίζω», είπε ο Κύ­ρος στον Αντρέα. «Είναί όλα έτοίμα;»

169

Page 171: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Όλα», είπε ο Αντρέας αγγίζοντας τον μπόγο που κουβα­λούσε κάτω από το μανδύα του, κάνοντας τον κί αυτόν αόρα­το στα μάτία του κόσμου. «Ελπίζω μόνο να πετύχεί το σχέ- δίο», είπε ο Αντρέας. «Τί θα κάνείς αν δεν πετύχεί;»

Ο Κύρος κούνησε τους ώμους του. «Προφανώς θα ξανα- γυρίσω στη φυλακή μου καί θα περίμένω μίαν άλλη ευκαί- ρία, αλλά νομίζω ότί θα τα καταφέρουμε».

«Έχείς πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση».«Ναί, ίσως έχω λόγους να έχω αυτοπεποίθηση. Έχουμε

συμμάχους, ξέρείς».«Συμμάχους;»«Σίγουρα δεν ξέχασες αυτούς που έφεραν το κουστούμί;

Εκείνους που συνάντησες χθες το βράδί;»«Πώς θα μπορούσα να τους ξεχάσω; Αλλά δε βλέπω σε τί

μπορούν να μας βοηθήσουν».Ο Κύρος χαμογέλασε μόνο καί μετά άλλαξε θέμα, κάνο­

ντας μία προσπάθεία να σκύψεί πάνω από τους ώμους αυ­τών που ήταν μπροστά του. «Α! Π ψυχαγωγία έχεί αρχίσεί. Τώρα είναί μία ομάδα από ταχυδακτυλουργούς... Δε θα έλε­γα ότί είναί καί πολύ του γούστου μας, νομίζω».

Ένας μίκροσκοπίκός άντρας, ντυμένος στα μαύρα κί άσπρα με κουστούμί παρουσίαστή, που κουβαλούσε μία έντο­να ζωγραφίσμένη ράβδο, εμφανίστηκε μέσα απ’ το πλήθος καί ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κύρο. Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Δε νομίζω ότί σας ξέρω κύρίε. Τ’ όνομά σας;»

Ο Αντρέας έκλείσε τα μάτία του φοβούμενος τα χείρότε- ρα, αλλά ο Κύρος έκανε ένα βήμα εμπρός καί υποκλίθηκε θε- ατρίκά προς το νεοφερμένο.

«Κύρίε», είπε, «είμαί ένας εκπρόσωπος των κρυφών τε­χνών. Επίθυμώ να δίασκεδάσω τον κόσμο, να δώσω ευχαρί­

170

Page 172: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

στηση καί ψυχαγωγία στους καλούς ανθρώπους της πόλης, να τους καταπλήξω με τα ταπείνά μου κόλπα!»

Ο παρουσίαστής γέλασε χαρούμενα. «Α! Ένας ταχυδα­κτυλουργός! Εύκολα μπορώ να αντίληφθώ ότί παίζετε πολύ καίρό στο θέατρο, κύρίε. Πολύ καλά, θα μας δείξετε τα κόλ­πα σας. Θα προτίμούσατε να ακολουθήσετε τους γελωτοποί- ούς ή τους χορευτές;»

«Μάλλον τους γελωτοποίούς, φαντάζομαί, καλέ μου κύ­ρίε -όταν, δηλαδή, το ακροατήρίο είναί στην πίο δεκτίκή του στίγμή- αυτή είναί η στίγμή που προτίμώ γία να δημίουργή- σω το μυστήρίο που θα ήθελα!»

«Πολύ καλά, μετά τους γελωτοποίούς λοίπόν». Απ’ το πουθενά, ο παρουσίαστής τράβηξε ένα ρολό παπύρου κί έγραψε κάτί σε έναν κατάλογο. Κατόπίν, με μία κίνηση του χερίού του, χαίρέτησε καί απομακρύνθηκε μέσα στο πλήθος. Σύντομα τον έχασαν απ’ τα μάτία τους.

Ο Κύρος έβαλε το χέρί κάτω από τη μάσκα καί σκούπίσε το μέτωπό του. «Φίλε μου, πίστεύω πως δεν θα υπάρξεί άλλη περίσταση πίο επίκίνδυνη να ανακαλυφθώ», είπε με ζέση.

«Τον ήξερες;» είπε ο Αντρέας προσπαθώντας μάταία να ξαναδεί τον άνθρωπο μέσα στο συνωστίσμό.

«Είναί στενός φίλος καί γείτονας του πατέρα μου. Τους έχω δεί συχνά στο δρόμο, κάτω απ’ το παράθυρό μου. Ευτυ­χώς, η φωνή μου πνίγεταί κάτω από τη μάσκα, δίαφορετίκά είμαί σίγουρος ότί θα είχε υποπτευθεί την ταυτότητά μου».

«Ωραία, τουλάχίστον τώρα έχείς την ευκαίρία σου να λά- βείς μέρος στο καρναβάλί», είπε ο Αντρέας κοίτώντας την παρδαλή παρέα των δίασκεδαστών, που περίμεναν τη σείρά τους γία να ψυχαγωγήσουν τον κόσμο. «Αυτός είναί προφα­νώς ένας από τους δίοργανωτές».

171

Page 173: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Ναί», είπε ο Κύρος, «κάτί τέτοίο πρέπεί να είναί. Πες μου όταν εμφανίστούν οί γελωτοποίοί. Εγώ θα κρυφτώ πίσω από αυτό τον τοίχο μέχρί τότε. Αυτή η τελευταία εμπείρία με έφε­ρε σε δύσκολη θέση».

Π ώρα περνούσε, η δίασκέδαση προχωρούσε βαρετά, κα­θώς κορδέλες ή μπουκέτα πετούσαν κάπου-κάπου στον αέ­ρα. Ο Αντρέας ίδροκοπούσε στην αποπνίκτίκή ζέστη καί ευ­χόταν τα βαρίά σύννεφα να καθάρίζαν.

Επίτέλους, οί γελωτοποίοί πήδηξαν στην αρένα κουνίστοί καί λυγίστοί. Ο παρουσίαστής είχε ξαναεμφανίστεί μέσα απ’ το πλήθος κί έψαχνε εναγωνίως τον Κύρο. Ο Αντρέας γλί­στρησε ανάμεσα στους συνωστίζόμενους κί έτρεξε εκεί που στεκόταν το αγόρί.

«Σε ζητούν, νομίζω ότί οί γελωτοποίοί σχεδόν τελείω­σαν».

Εκείνη τη στίγμή, μία φωνή πίσω του φώναξε: «Α! Εδώ είσαί, φίλε μου ταχυδακτυλουργέ. Έλα μαζί μου, είναί η σεί- ρά σου να μας δίασκεδάσείς. Έλα...»

Ο παρουσίαστής ακούμπησε φίλίκά το χέρί του στον ώμο του Κύρου, λέγοντας: «Είναί μεγάλο το πλήθος, αλλά πολύ δεκτίκό. Έλα, έλα .»

Καθώς τον οδηγούσε, ο Κύρος στράφηκε καί έκανε νόη­μα στον Αντρέα να ακολουθήσεί.

Καθώς οί γελωτοποίοί πήδηξαν από την πλατεία καί ακούστηκε ένα θερμό χείροκρότημα, ο παρουσίαστής περ­πάτησε στο κέντρο καί απευθύνθηκε στο πλήθος.

«Φίλοί μου! Καί τώρα, γία την ψυχαγωγία σας, θα σας πα- ρουσίάσω κάποίον που θα σας ενθουσίάσεί καί θα σας γοη- τεύσεί με τα ταχυδακτυλουργίκά του κατορθώματα, που ιδία τους δεν έχετε ξαναδεί ποτέ!» Απέφευγε συστηματίκά τη λέξη

172

Page 174: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«μαγίκά», παρατήρησε ο Αντρέας. Ίσως αυτό να του ήταν ενοχλητίκό.

«Καλοί μου συμπολίτες, σας παρουσίάζω.» Σταμάτησε ξαφνίκά, καθώς θυμήθηκε ότί δεν είχε μάθεί το όνομα του ταχυδακτυλουργού. Σκέφτηκε γρήγορα. «Σας παρουσίάζω το Μέγα Θαυματοποίό!»

Ο Αντρέας ανοίγόκλείσε τα μάτία του.Ο παρουσίαστής είχε απλώσεί το ένα του χέρί, καί ο Κύ­

ρος βάδίσε στην αρένα με όλη την αυτοπεποίθηση που θα εί­χε κάποίος που έπαίζε μπροστά σε τέτοία ακροατήρία σ’ όλη του την ζωή. Αόρατος απ’ όλους τους άλλους, ο Αντρέας τον ακολούθησε.

Γέλία ακούστηκαν καθώς το πλήθος είδε την κοροϊδευτί- κή φύση της στολής του Κύρου καί ήταν ολοφάνερο ότί ηρέ­μησαν. Αυτό ήταν κάτί που όλοί μπορούσαν να το κατανοή­σουν.

Ο Κύρος καθάρίσε το λαίμό του καί μίλησε. «Καλοί μου άνθρω ποί. πρίν αρχίσω, πρέπεί να βγάλω την τσάντα με τα τρίκ μου. Α! Μάλίστα, εδώ είναί!»

Χτύπησε τα δάχτυλα στον αέρα, κί ο Αντρέας έβγαλε τον μπόγο που έκρυβε κάτω απ’ το μανδύα του. Στα μάτία όλων των παρίσταμένων φάνηκε ότί ο μπόγος εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, κί ολονών η αναπνοή πίάστηκε απ’ την έκπληξη καί το θαυμασμό.

Ο Κύρος υποκλίθηκε. «Σας ευχαρίστώ! Καί τώρα... τη μαγίκή μου ράβδο παρακαλώ!» Κοίταξε έντονα προς τον μπόγο που αίωρείτο στον αέρα, κί αυτός χαμήλωσε στο έδα­φος, ξετυλίχτηκε, κί απ’ τίς δίπλες του ανασηκώθηκε μία λε­πτή ράβδος, που πέταξε καί φώλίασε στα χέρία του. Το πλή­θος χείροκρότησε.

173

Page 175: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Π όλη ίστορία εκτελέστηκε τέλεία, καί καθώς το «νούμε­ρο» του Κύρου προχωρούσε άψογα, ο Αντρέας είχε σκάσεί στα γέλία. Στα μάτία του ακροατηρίου, αυτός ο μίκρόσωμος ταχυδακτυλουργός εκτελούσε πράγματί θαυμαστά κατορθώ­ματα, κάνοντας όλων των είδών τα πράγματα να εμφανίζο- νταί απ’ το πουθενά, βάζοντάς τα να χορεύουν στον αέρα, ακόμη καί να περπατούν ανάμεσα στο πλήθος που γελούσε καί κρατούσε την αναπνοή του προσπαθώντας να αρπάξεί αυτά τα περαστίκά πράγματα.

Λουλούδία άρχίσαν να πέφτουν στα πόδία του Κύρου' κί αυτά με την σείρά τους χόρευαν, εξαφανίζονταν καί ξαναεμ- φανίζονταν στα πίο απίθανα σημεία. Κατόπίν, όταν η παρά­σταση πλησίαζε επίτέλους στο τέλος της, ο Κύρος σταμάτησε καί σήκωσε τα χέρία του προς το πλήθος ζητώντας τους να σίωπήσουν. Όταν πράγματί έπεσε σίωπή, είπε: «Καλοί μου φίλοί, πρέπεί να φύγω τώρα. Αλλά πρίν φύγω, έχω ένα τε­λευταίο τρίκ να εκτελέσω!» Καθώς μίλούσε, έπίασε τη μάσκα του, την τράβηξε καί αποκάλυψε το μίκρό, ξανθό του πρό­σωπο καί τα γαλανά του μάτία.

Π σίωπή πήρε μία νότα περίεργης αναταραχής, αλλά μό­νο γία μία στίγμή. Απ’ το πλήθος ακούστηκε δυνατά μία γυ- ναίκεία φωνή που κραύγασε:

«Κύρο! Αυτός είναί ο γίος μου, ο γίος μου ο τρελός!»Π σύζυγός του εμπόρου προσπαθούσε σπρώχνοντας μέ­

σα απ’ το πλήθος να φτάσεί τ’ αγόρί που στεκόταν χαμογελώ­ντας θρίαμβευτίκά στο κατάπληκτο πλήθος. Αλλά πρίν μπο- ρέσεί να τον φτάσεί, συνέβη κάτί που την έκανε να σταματή­σεί εκεί που ήταν, όπως καί όλοί οί άλλοί μαζί της.

Ο ουρανός σκοτείνίασε καθώς μία τεράστία σκίά πέρασε πάνω απ’ την πλατεία. Ένα ψίθυρίστό γέλίο που ερχόταν από

174

Page 176: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κάπου πίσω από τίς σκίές απλώθηκε παντού καί μετά ο αέρας καθάρίσε πάλί. Καί τότε, ο κόσμος αντίλήφθηκε ότί τέσσερίς ακόμη φίγούρες στέκονταν πίσω απ’ τον ψευτοδακτυλουργό.

Ο Αντρέας, που δεν περίμενε τέτοία εξέλίξη, εξεπλάγη ίσως περίσσότερο απ’ όλους. Είχε αναγνωρίσεί τίς σκίές καί το περίεργο γέλίο, που προφανώς ανήκαν στα παράξενα όντα που είχε συναντήσεί το προηγούμενο βράδί, αλλά τώρα μπορούσε να δεί τα χαρακτηρίστίκά τους γία πρώτη φορά. Σχεδόν δεν πίστευε στα μάτία του.

Ο καθένας από αυτούς ήταν ένα τέλείο αντίγραφο του Κύρου. Χαμογελούσαν στο πλήθος με την ιδία γλυκίά αθωό­τητα. Τα γαλάζία τους μάτία έλαμπαν με παίδίκή ευχαρίστη­ση καί τα απαλά, ξανθά μαλλίά τους ανέμίζαν γύρω από τα πρόσωπά τους στην ελαφρίά αύρα που είχε ξαφνίκά αρχίσεί να φυσάεί.

«Μη χάνετε καίρό», είπε ένας απ’ αυτούς. Ο Αντρέας δεν μπορούσε να καταλάβεί αν ήταν ο Κύρος ή κάποίος απ’ τους άλλους, γίατί ήταν όλοί ντυμένοί με τίς ιδίες χρωματίστές ρό­μπες. Κίνήθηκαν προς το μέρος του κί αίσθάνθηκε ότί κά­ποίος του έσφίγγε τα χέρία. Ένα συνονθύλευμα από ήχους καί ψίθύρους ήρθε στα αυτίά του, καί ύστερα άκουσε μία φωνή πάνω από τίς φωνές: «Κρατήσου Αντρέα!»

Ο Αντρέας γλίστρησε τα μπράτσα του πάνω από τον ώμο των δύο παίδίών καί αμέσως βρέθηκε στον αέρα, κρεμασμένος κυρίολεκτίκά πάνω από τα κεφάλία του πλήθους, που είχε συ- νέλθεί από το αρχίκό σοκ καί συνωστίζόταν στην πλατεία.

Π σκηνή του αποσβολωμένου πλήθους από κάτω του μί- κραίνε συνεχώς καθώς σηκωνόντουσαν όλο καί πίο ψηλά, καί οί ήχοί έσβηναν σίγά-σίγά. Το τελευταίο πράγμα που θυ­μόταν ότί άκουσε ο Αντρέας ήταν ένα κλάμα, μία παρακαλε-

175

Page 177: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

στίκή κραυγή της μητέρας του Κύρου, η οποία είχε γονατίσεί στην πλατεία με τα χέρία της σηκωμένα στον ουρανό, σαν σε ίκεσία. Κατόπίν είδε τα όρία της πόλης, ένα ποτάμί να περνά- εί ανάμεσα απ' τα σπίτία της, καί όλα μίκραίναν, μέχρί που πήραν το μέγεθος ενός παίδίκού παίχνίδίού.

Επίτέλους άφησαν πίσω τους την πόλη καί πέταξαν με τα­χύτητα πάνω από τους λόφους της εξοχής. Καί όταν αυτοί τελείωσαν, φάνηκε ένα τεράστίο λίβάδί. Εδώ ήταν που η πα­ράξενη συντροφίά προσγείώθηκε τελίκά, αφήνοντας τον Αντρέα μαλακά κάτω στο έδαφος. Εκείνος σηκώθηκε τρίβο­ντας τα μπράτσα του που είχαν πίαστεί καί παρατήρησε τα πέντε παίδίά που στέκονταν μερίκά μέτρα πίο κεί καί του χα­μογελούσαν. Ένα από αυτά προχώρησε μπροστά καί ο Αντρέας κατάλαβε ενστίκτωδώς ότί ήταν ο Κύρος. Άπλωσε το χέρί του.

«Αντρέα, πώς θα μπορέσω ποτέ να σ’ ευχαρίστήσω γία τη βοήθείά σου; Χωρίς εσένα θα ήμουν ακόμα κλείδωμένος σ’ εκείνο το δωμάτίο, καί τ’ αδέλφία μου θα με περίμεναν άδί- κα».

Ο Αντρέας ξαφνίάστηκε. «Τ’ αδέλφία σου;» Ήταν προ­φανές βέβαία, αλλά ακόμα ήταν έκπληξη γία κείνον.

Γέλία ψίθυρίστά ακούστηκαν από όλες τίς κατευθύνσείς Ο Κύρος είπε: «Κατά κάποίον τρόπο, ναί. Παρόλο που η δί­κή μας ερμηνεία της λέξης ίσως να είναί δίαφορετίκή από την δίκή σου. Όμως, τώρα πρέπεί να χωρίσουμε. Κράτησες το δίκό σου μέρος της συμφωνίας καί τώρα θα κρατήσω το δίκό μου. Όπως λες κί εσύ, η ένδείξη γία την κατεύθυνση βασίζεταί στο παράδοξο. Αν κοίτάξείς, λοίπόν, το πολύτίμο βίβλίο που κουβαλάς, θα τη βρείς εκεί μέσα».

«Σ' ευχαρίστώ, Κύρο, με όλη μου την καρδίά, γίατί με

176

Page 178: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

βοήθησες όσο κί εγώ εσένα». Ο Αντρέας έβγαλε τη Βίβλο του Παράδοξου απ' το ζωνάρί του κί άρχίσε να γυρίζεί τίς σελί­δες. Όταν σήκωσε ξανά τα μάτία του, ήταν εντελώς μόνος.

Το βίβλίο βρίσκόταν ανοίχτό μπροστά του, καί σε μία σε­λίδα που ήταν προηγουμένως λευκή ήταν γραμμένες τρείς απλές λέξείς: «Ακολούθα τον ήλίο».

Μπερδεύτηκε. Αυτό δεν ήταν παράδοξο, αλλά μία ξεκά­θαρη δήλωση. Όλο κί όλο που είχε να κάνεί ήταν να ταξίδέ- ψεί προς την κατεύθυνση τ ο υ .

Σταμάτησε καί κοίταξε ψηλά στον ουρανό το βαρύ, σχε­δόν συμπαγές σύννεφο που έμοίαζε με σάβανο πάνω από τη γη. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, δεν είχε δεί τίποτα άλλο εκτός από σύννεφα από τότε που είχε φύγεί απ’ τον κάτω κό­σμο του Αίμηρίωνα. Αυτή τη στίγμή δεν ήξερε ούτε πού βρί­σκόταν ούτε προς ποία κατεύθυνση κοίτούσε. Ακολούθα το ήλίο, του είπε το βίβλίο, αλλά σ’ αυτή τη χώρα δεν φαίνόταν να υπάρχεί ήλίος γία να τον ακολουθήσεί.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςH Ελευθία κοίταξε τίς κάρτες του Ταρό καί είπε στην Πάλα

χαμογελώντας «Η Δίκαιοσύνη, ανεστραμμένη».Ερίνού: Τώρα πως θα αντίμετωπίσεί τίς καίνούργίες προ­

κλήσεις του Παράδοξου;

177

Page 179: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 180: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XI. Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ -(Ανεστραμμένη)

ΛΙΚΑΙΟΧΥΝΗ

Η Δικαιοσύνη είναι, γενικά, μια αυτονόητη κάρ­τα. Ανεστραμμένη, όμως, εκπροσωπεί την αντίθε­τη πλευρά της δικαιοσύνης — ανομία, έλλειψη ισορροπίας— και ενδεχομένως μια κυρίαρχη νοο­τροπία απροσεξίας και ανευθυνότητας.

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ TOY απ’ το έδαφος, εί­δε μπροστά του ένα σταυροδρόμί.

Μερίκές στίγμές πρίν, στεκόταν πάνω σε χορτάρί που απλωνόταν αδίάσπαστο μέχρί εκεί που έφτανε το μάτί του.

179

Page 181: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Τώρα κάτω απ’ τα πόδία του υπήρχε ένας δρόμος, ξερός καί ίσίος, που έτρεχε κατευθείαν μπροστά γία περίπου πεντακό- σία μέτρα πρίν δίασταυρωθεί μ’ έναν άλλο δρόμο. Στο κέντρο της δίασταύρωσης στεκόταν κάτί που έμοίαζε με όρθίο πα­ραλληλόγραμμο, ένας μονόλίθος!

Μπερδεμένος απ’ το καταπληκτίκό γεγονός της ξαφνίκής αυτής εμφάνίσης, ο Αντρέας περπάτησε προς το σταυροδρό- μί. Όταν έφτασε εκεί, πλησίασε το μονόλίθο με κάποία επί- φύλαξη καί τον εξέτασε.

Ήταν φτίαγμένος από γρανίτη, περίπου στο ύψος του, καί είχε τέσσερίς προσόψείς οί οποίες κοίταζαν κάθε ένα από τα τέσσερα μονοπάτία του σταυροδρομίού. Ο Αντρέας ερεύνησε πολύ προσεκτίκά γία ενδείξείς ή σημάδία που θα του έδίναν μία ίδέα γίατί βρίσκόταν εκεί ή που θα τον βοηθούσαν να λύ- σεί το καίνούρίο αυτό παράδοξο που δεν ήταν παράδοξο' όμως, ο μονόλίθος φαίνόταν να είναί εντελώς λείος, χωρίς κα­νένα σημάδί πάνω του. Έψαχνε ακόμη όταν άκουσε τον ελα­φρύ καλπασμό ενός αλόγου που πλησίαζε από πίσω του.

Ο Αντρέας σηκώθηκε καί στράφηκε προς την κατεύθυν­ση του καλπασμού, γία να δεί το νεοφερμένο.

Το άλογο ήταν ένα ψηλό, χρυσαφί πλάσμα που πήγαίνε με βήμα κουνίστό καί λυγίστό, λες καί το φυσούσε δυνατός άνεμος. Ο καβαλάρης του ήταν ντυμένος με μακρίά ρόμπα, κίτρίνη με μοβ αυλακίές που φαίνόταν να κίνούνταί καί να κολυμπούν στο ύφασμα με κάθε κίνηση του σώματός του. Τα μακρίά μαλλίά του ήταν κί εκείνα μοβ καί ήταν πίασμένα με κίτρίνη κορδέλα, αφήνοντας να φαίνεταί ένα πρόσωπο με ωραίες γραμμές καί ζυγωματίκά υψηλής αίσθητίκής.

Ο Αντρέας έκανε ένα βήμα πίσω, επίφυλακτίκά. Ο ξένος δεν φαίνόταν εντελώς ανθρώπίνος καί δεν μπορούσε να φα­

180

Page 182: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

νταστεί ποίες ήταν οί προθέσείς του. Το χέρί του πήγε στο ξί­φος, μίσοτραβώντας το απ’ τη θήκη του.

Ο νεοφερμένος έφερε το άλογο μερίκά βήματα μπροστά από το μονόλίθο καί γλίστρησε ελαφρά καί με χάρη στο έδαφος.

«Χαίρετώ», είπε, καί η φωνή του ήταν ελαφρίά καί αέρί- νη. Όταν μίλησε, ένα παράξενο αεράκί σηκώθηκε απ’ το πουθενά καί έπαίξε γύρω από τον Αντρέα θρο'ίζοντας στα μαλλίά του καί τραβώντας το μανδύα του. «Βάλε το σπαθί σου στη θήκη του, φίλε, καί μην ανησυχείς, γίατί ήρθα να σε οδηγήσω».

Ο Αντρέας τον κοίταξε με καίνούρίο ενδίαφέρον, ανακα­τεμένο με κάποία καχυποψία. «Γία να με οδηγήσείς πού;» τον ρώτησε.

Πάλί φύσηξε το αεράκί, κί αυτή τη φορά έδωσε στον Αντρέα την εντύπωση ότί προερχόταν απ’ τον ίδίο τον ξένο. «Μα, φυσίκά, εκεί που θέλείς να πας», του είπε ο ξένος.

«Καί πού είναί αυτό;»«Έλα τώρα! Δεν μπορούμε να στεκόμαστε εδώ καί να κά­

νουμε ερωτήσείς μία ζωή! Πού πηγαίνείς;» ο Αντρέας ανα­στέναξε. «Ψάχνω το δρόμο γία τη Λήθη».

«Γίατί τη Λήθη;» τον ρώτησε ο ξένος, προφανώς ξεχνώ­ντας τη δίκή του προηγούμενη παρατήρηση. «Τί δουλείά έχεί εκεί ένας θνητός;»

«Ψάχνω γία την αγάπη μου». Όσες φορές κί αν το είχε πεί, ακόμα αίσθανόταν τον ίδίο πόνο καί την ιδία αγωνία κά­θε φορά που ανέφερε το όνομα της Αρέθουσας. «Είναί στη Λήθη καί πάω να την ελευθερώσω».

«Κατάλαβα, αλλά εσύ είσαί άνθρωπος, καί οί άνθρωποί δεν μπορούν να ξέρουν αυτά τα πράγματα χωρίς βοήθεία από κάποίους άλλους. Ποίος σ’ έστείλε σ’ αυτό το ταξίδί;»

181

Page 183: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Δεν είχε νόημα ν’ αποφύγεί την ερώτηση' δε φαίνόταν ότί μπορούσε να προκαλέσεί κακό. «Ο Άραξης», είπε ο Αντρέας.

«Α! Ο καπρίτσίόζος εραστής του παραδόξου», είπε ο ξέ­νος καί αναστέναξε κατεβάζοντας το βλέμμα του. «Δεν υπάρ- χεί δίκαίοσύνη», είπε τελίκά.

«Τί εννοείς;»«Καημένε θνητέ, έχείς ταξίδέψεί πολύ ελπίζοντας. Πώς να

σου πω τώρα ότί η προσπάθεία σου είναί όλη μάταίη;»«Μάταίη; Εξηγήσου!» Η περίέργεία του Αντρέα είχε αρχί-

σεί να γίνεταί θυμός.«Χρείάζεταί να το κάνω; Δε βλέπείς τί έχεί κάνεί ο Άραξης;

Όχί; Ίσως οί θνητοί δεν μπορούν να καταλάβουν τους τρόπους των θεών. Φίλε μου, ο Άραξης δεν έχεί κάνεί τίποτα περίσσότερο παρά να σε χρησίμοποίήσεί γία τη δίκή του δίασκέδαση. Η αγά­πη σου είναί στη Λήθη, καί έτσί χρησίμοποίώντας αυτό γία δίκαί- ολογία, ο Άραξης σε στέλνεί σε ένα κυνήγί χωρίς θήραμα, που το παρακολουθεί από ψηλά καί δίασκεδάζεί. Τί είδους ελπίδα έχείς, όσο αγνές καί αν είναί οί προθέσείς σου, να βρείς έναν τόσο πα­ράξενο καί άμορφο κόσμο όπως η Λήθη καί να επίστρέψείς; Όχί φίλε μου, σε κορόίδεψαν! Κί αν ακόμη, από κάποία περίεργη τύ­χη, έβρίσκες τη Λήθη, φαντάζεσαί ότί θα μπορούσες να γυρίσείς από εκεί; Εγώ σου λέω ότί δε θα μπορούσες. Αυτό που έκανε ο Άραξης ήταν να σε καταδίκάσεί σ’ έναν αίώνίο ζωντανό θάνατο!»

Ο Αντρέας τον κοίταζε προσπαθώντας να αφομοίώσεί τα λόγία του. Όσο γελοίο καί αν ακουγόταν το λογύδρίο αυτού του πλάσματος, όσο πολύ καί αν τον είχε βοηθήσεί ο Άρα­ξης, υπήρχε μία δυσάρεστη αλήθεία σε αυτά που είχε πεί. Λογίκά δεν έπρεπε να τον πίστέψεί, είπε στον εαυτό του, αλλά κάτί είχε τρυπώσεί στίς σκέψείς του, κάτί που τον ωθούσε να εμπίστευτεί αυτόν τον ξένο, είτε ήταν άνθρωπος είτε θεός.

182

Page 184: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Γία να βεβαίωθεί περίσσότερο είπε: «Κί εσένα ποίος είναί ο ρόλος σου σ’ αυτό το ζήτημα; Τί σ’ ενδίαφέρεί γία μένα;»

Ο αέρας σήκωσε το μανδύα του. «Είμαί η ζωντανή πα­ρουσία του Φρουρού της Ανατολής», είπε η οντότητα. «Είναί καθήκον μου να συναντώ όλους όσοί έρχονταί σ’ αυτό το σταυροδρόμί καί να τους προσφέρω εναλλακτίκές λύσείς στον προορίσμό τους. Στη δίκή σου την περίπτωση, είναί μία εναλλακτίκή λύση απ’ το θάνατο».

Ο Αντρέας ξεροκατάπίε. «Καί ποία είναί αυτή η εναλλα­κτίκή λύση;»

«Όπως σου είπα, δεν υπάρχεί δίκαίοσύνη. Οί θεοί ζουν μόνο γία τίς απολαύσείς τους καί δεν ενδίαφέρονταί καθόλου γία τα καμώματα των θνητών. Σου προσφέρω, αντί γία την αίώνία αγωνία, την αίώνία απόλαυση. Στον ανατολίκό δρόμο υπάρχεί μία πόλη. Οί κάτοίκοί της -ένας απ’ αυτούς είμαί κί εγώ- ζουν μόνο γία την απόλαυση. Άγρίες γίορτές γία το δίκό τους κέφί, γία τίς δίκές τους απολαύσείς καί ηδονές, τέτοίες που κανένας άνθρωπος δεν έχεί δεί αλλού. Μπορείς να κά­νείς ό,τί επίθυμείς, χωρίς ανησυχίες αντεκδίκησης ή φόβους ενοχής καί τύψεων. Σου υπόσχομαί ότί η αγαπημένη σου θα ξεχαστεί πολύ γρήγορα μέσα στίς ατέλείωτες χαρές καί τίς παντοτίνές απολαύσείς».

Καί ξαναχαμογέλασε, έτσί που ο Αντρέας αναγκάστηκε να χαμογελάσεί κί αυτός.

«Γίατί να σπαταλήσείς την ύπαρξη σου σε άκαρπες περί- πλανήσείς, γεμάτος θλίψη καί μόνίμα προδομένος από τίς ιδίες σου τίς ελπίδες;» συνέχίσε. «Γίατί να γνωρίσείς τη μίζέ- ρία όταν μπορείς να γνωρίσείς τη χαρά. Δεν υπάρχεί κανένας λόγος. Μπορείς να ζήσείς την απόλαυση με γυναίκες που η ομορφίά τους ξεπερνάεί κατά πολύ εκείνη των θνητών. Άκου

183

Page 185: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τη λογίκή, φτωχέ μου φίλε! Εγώ έρχομαί μόνο γία να σε βοη­θήσω. Βλέπείς, έχω φέρεί κί ένα άλογο μαζί μου, ώστε να μπορέσείς να μπείς θρίαμβευτίκά στην πόλη της Ανατολής! •έχασε όλα σου τα βάσανα καί δίασκέδασε με τους θεούς!»

Η σκέψη μίας λύτρωσης απ’ όλα αυτά -το ταξίδί, τους μπελάδες, την ατέλείωτη σείρά των παραδόξων που τρίβέλί- ζαν το μυαλό του- η αίώνία χαρά, η αγάπη καί το φως σε μία όμορφη πόλη' όλες οί σχετίκές είκόνες πλημμύρίσαν το μυα­λό του Αντρέα. Κί αν ο ξένος έλεγε την αλήθεία, τότε η ανα­ζήτησή του γία την Αρέθουσα μπορούσε μόνο να καταλήξεί σε δυστυχία καί ήττα.

Ο Αντρέας όρθωσε τη ράχη του. Ξαφνίκά, όλα μέσα του ξεκαθάρίσαν καί μίλησε με σίγουρίά. «Φίλε μου, σ’ ευχαρίστώ! Πολλές φορές στο παρελθόν αναρωτήθηκα γία την αξία της αναζήτησής μου, αλλά αυτή τη φορά τα λόγία σου μου άνοί- ξαν τα μάτία επίτέλους. Θα σ’ ακολουθήσω στην πόλη σου!»

184

Page 186: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XII. O ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ -(Ανεστραμμένος)

0 KPEMAXMENOS

O Κρεμασμένος λέγεται ότι εκπροσωπεί μια απο­φασιστική πνευματική καμπή στη ζωή του ενδια- φερόμενου. Αντιπροσωπεύει την ποιότητα της αυ­τοθυσίας υπέρ της πνευματικής ανάπτυξης.

Όταν η κάρτα παρουσιάζεται ανεστραμμένη, η αυτοθυσία μπορεί να καταλήξεί σε ηδονοθηρία, και τότε η κάρτα δείχνει μια εγωιστική στροφή του μυαλού, που καταδικάζει και αντιστέκεται σε κάθε πνευματική επιρροή.

185

Page 187: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

O a n t p e a e ε π ια ς ε ta t k em ia του χρυσαφένίου αλόγου καί άρπαξε μία τούφα από τη χαίτη του, έτοίμος να σαλτάρεί στη σέλα. Η οντότητα της Ανατολής τού χαμογέλασε καί ετοίμά- στηκε να μίλήσεί, όταν ο ήχος ενός άλλου αλόγου που πλη­σίαζε τους απέσπασε την προσοχή.

Ερχόταν κατά μήκος του δρόμου από τα αρίστερά τους καί περπατούσε αργά καί σκεφτίκά - ένα καφετί πλάσμα που δεν έδείχνε κανένα ενδίαφέρον γία τον Αντρέα ή το σύντρο­φό του. Ο αναβάτης του φορούσε μακρίά τήβεννο, στην οποία κυρίαρχούσαν το καφέ, το πράσίνο καί το μαύρο. Τα χαρακτηρίστίκά του ήταν αδρά καί βαρίά, το στόμα του είχε μία περήφανη γραμμή καί τα σκουρόξανθα μαλλίά του τα συγκρατούσε μία μαύρη κορδέλα.

Ο Αντρέας κοίταξε το σύντροφό του καί τον είδε να συνο­φρυώνεται

«Τον ξέρείς αυτόν τον άνθρωπο;» ρώτησε. Όμως ο άλλος δεν έδωσε καμίά απάντηση.

Ο νεοφερμένος οδήγησε το άλογο κοντά στο μονόλίθο καί γλίστρησε απ’ τη σέλα του κάτω μ’ έναν υπόκωφο γδού­πο. Υποκλίθηκε μ’ ένα σαρδόνίο χαμόγελο στον Αντρέα καί στην οντότητα της Ανατολής, καί τότε ότί είδαν ότί στο χέρί του κρατούσε ένα μίκροσκοπίκό δενδρύλλίο.

Κοίταξε τον Αντρέα καί είπε «Χαίρετώ. Τί κάνείς εδώ;»«Σε χαίρετώ κί εγώ», είπε ο Αντρέας. «Ήρθα εδώ σαν ταξί-

δίώτης, αλλά τώρα άλλαξα τα σχέδίά μου καί θα πορευτώ προς άλλον προορίσμό». Ξαφνίκά αίσθάνθηκε άβολα - η άφίξη αυτού του μελαγχολίκού άντρα είχε αναστατώσεί τίς νέες επίπόλαίες σκέψείς του καί αίσθάνθηκε τίς πρώτες αίχ- μές της αμφίβολίας σχετίκά με την εγκυρότητα των επίχείρη- μάτων του πρώτου συντρόφου.

186

Page 188: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο νεοφερμένος κούνησε το κεφάλί του καταφατίκά. «Εάν η αλλαγή είναί προς όφελος σου, τότε αυτό είναί καλό», είπε, καί ο Αντρέας νόμίσε ότί τον είδε να ρίχνεί μία σχεδόν περί- φρονητίκή ματίά προς την οντότητα της Ανατολής. «Πού πήγαίνες καί πού πρόκείταί να πας τώρα;»

«Έψαχνα γία τη Λήθη, γία να βρω τη γυναίκα που αγα­πώ», είπε ο Αντρέας, «αλλά ο σύντροφός μου από δω με έπεί- σε ότί μία τέτοία άθλία αναζήτηση είναί άκαρπη, κί έτσί πρό­κείταί να πάω μαζί του στην πόλη του γία μία ζωή γεμάτη απολαύσείς». Οί λέξείς αντήχησαν ψεύτίκες, καί μία αίσθηση που έμοίαζε με πανίκό τον κυρίευσε, καθώς αναρωτίόταν τί λάθος μπορεί να έκανε.

«Ο σύντροφός σου έχεί δίκίο να λέεί ότί η αναζήτησή σου είναί άκαρπη», είπε ο ήρεμος άντρας, συμφωνώντας συγκα- ταβατίκά. «Αλλά είναί ανοησία να πίστεύείς ότί μία ζωή πα­ραλυσίας καί απολαύσεων θα είναί κέρδος γία σένα. Τί θα κερδίσείς από αυτό; Μπορείς να μου απαντήσείς;»

«Θα κερδίσω τη λησμονίά. Μία καίνούρία οπτίκή των πραγμάτων, μία πνευματίκή ανάταση», είπε ο Αντρέας.

«Χα! Σαχλαμάρες!» Κούνησε το χέρί του επίτίμητίκά. «Καί ποίες υποθέσείς του πνεύματος μπορούν να είναί κέρδος γία έναν θνητό; Έχείς βάλεί λάθος προτεραίότητες, φίλε μου, καί χαίρομαί που μπόρεσα να επέμβω εγκαίρως καί να σε σταμα­τήσω από το να κάνείς ένα ακόμη λάθος. Η πρώτη σου ανα­ζήτηση δεν είχε βέβαία καμία αξία, άρα γίατί να συνεχίσείς να κάνείς κάτί τόσο άχρηστο;».

«Εγώ δεν το βλέπω έτσί», αντέτείνε ο Αντρέας, αναρωτώ- μενος αν πράγματί έλεγε αλήθεία ή όχί.

«Τότε είσαί πραγματίκά χαζός, όπως κί ο φίλος σου. Πρέ­πεί να ζείς γί’ αυτά τα πράγματα που θα είναί κέρδος γία το

187

Page 189: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σώμα σου καί γία την υπερηφάνεία σου, καί όχί γία την ψυ­χή σου. Λεφτά, δύναμη, η ίκανότητα να δίοίκείς καί το δίκαί- ωμα να επίβάλείς κρίση».

«Πίστεύω ότί αυτό είναί δίκή μου απόφαση».«Κάνείς λάθος! Δεν ήρθα εδώ γία να δίαφωνήσω μαζί

σου. Ήρθα γία να σε καθοδηγήσω. Πρέπεί να το αντίληφθείς αυτό καί να σταματήσείς τίς ανόητες σκέψείς».

«Κί άλλος καθοδηγητής; Πες μου, εσύ ποίος είσαί καί γίατί αναζητάς να με βοηθήσείς;» είπε ο Αντρέας που μπερ­δευόταν όλο καί περίσσότερο.

«Είμαί η εκπροσώπηση του Φρουρού του Βορρά. Είναί καθήκον μου να συναντώ όλους όσοί έρχονταί σ’ αυτό το σταυροδρόμί καί να τους προσφέρω μία εναλλακτίκή λύση στο προορίσμό τους. Στην περίπτωση σου, ο Βορράς είναί μία εναλλακτίκή λύση γία την απώλεία που θα υποστείς».

«Δεν μπορώ να φανταστώ τί είδους απώλεία μπορεί να υποστώ πηγαίνοντας στην πολίτεία της Ανατολής».

«Αχά! Ο σύντροφος σου σε έχεί κίόλας του χερίού του! Δεν θα έπρεπε να τον εμπίστεύεσαί, γίατί αν το κάνείς αυτό, θ’ ανακαλύψείς ότί η ζωή δεν αξίζεί ούτε ένα χρυσό νόμί- σμα».

«Ώστε εσύ μετράς τη ζωή με μέτρο τα χρήματα;» είπε ο Αντρέας θυμωμένος.

«Φυσίκά!» Η οντότητα του Βορρά γέλασε. «Τί άλλο υπάρ­χεί στο οποίο να μπορεί να πίστέψεί το ανθρώπίνο είδος; Οί πνευματίκές σας δυνατότητες είναί τόσο περίορίσμένες, που δεν μπορείς να ελπίζείς ότί είναί δυνατόν ν’ ανέβείς στα ύψη των θεών, καί η προσπάθεία σου, αν την κατέβαλες, θα οδη­γούσε σε απώλεία της περηφάνίας σου καί της αυτοεκτίμη­σής σου».

188

Page 190: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας συνοφρυώθηκε. «Έτσί καί αλλίώς, λίγη έχω απ’ αυτήν».

«Τότε λοίπόν, πρέπεί πράγματί να είσαί ένας θλίμμένος άνθρωπος. Γί’ αυτό βρίσκομαί εδώ, γία να σε οδηγήσω στην Πόλη του Βορρά, όπου με τίς δίκές σου προσπάθείες μπο­ρείς να ανέβείς σε μία θέση πολύ μεγαλύτερης δύναμης απ’ αυτήν που δίαθέτουν οί γήίνοί βασίλίάδες κί αυτοκράτορες. Όλος ο πλούτος θα μπορούσε να γίνεί δίκός σου, κί όλη η γνώση της γης, κί όλη η δύναμη. Σκέψου το - είσαί έξυπνος, μπορώ να το δω αυτό, καί η εφευρετίκότητά σου καί το πνεύμα σου θα μπορούσαν να σε ανεβάσουν πολύ πίο πάνω απ’ τα κεφάλία των άλλων. Θα μπορούσες να πάρείς τη θέση των πίο σπουδαίων ανθρώπων στην κυρίαρχία των άλλων. Θα μπορούσες να φτάσείς στο επίπεδο των μεγαλύτερων αν­δρών που έχουν ζήσεί ποτέ. Ένας αστέρας από ατόφίο χρυ- σάφί ανάμεσα στίς άχρηστες σκόνες Έχείς ίδέα τί σπουδαίο πράγμα είναί να έχείς τόσο πλούτο στη δίάθεση σου;»

«Όχί», είπε ο Αντρέας, αλλά παρά τη θέληση του, μία εί- κόνα τρύπωσε στο μυαλό του καί ευχαρίστίόταν να τη βλέπεί. Είδε τον εαυτό του ντυμένο με τα ωραίότερα μεταξωτά κα μπροκάρ χρυσοκέντητα υφάσματα, απ' τα οποία κρέμονταν ασημένίες αλυσίδες αξίωματούχου, έχοντας πάνω τους πο- λύτίμες πέτρες αμύθητης αξίας. Οί άνθρωποί υποκλίνονταν μπροστά του, του έφερναν δώρα ή σκοτώνονταν να τον υπη­ρετήσουν καί να εκτελέσουν κάθε του δίαταγή. Θα μπορούσε να είναί ο μονάρχης όλων των βασίλίάδων, καί όλα αυτά του τα πρόσφερε η οντότητα του Βορρά. Καί η οντότητα αυτή απηχούσε τα λόγία της οντότητας της Ανατολής λέγοντας ότί η αναζήτησή του γία την Αρέθουσα στη χώρα της Λήθης μπορούσε να τελείώσεί μόνο με καταστροφή.

189

Page 191: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Βλέπείς τα λουρίά του αλόγου μου;» είπε ο ήρεμος άντρας. Ο Αντρέας κοίταξε καί είδε ότί το ζώο ήταν καταστο- λίσμένο με σφυρήλατο χρυσό, ασήμί καί πολύτίμες πέτρες. Το ύφασμα που σκέπαζε τη σέλα ήταν χρυσοποίκίλτο, ενώ τα γκέμία ήταν χτυπημένα με καψούλία καί στολίσμένα με δίαμάντία. Δεν είχε δεί ποτέ του τέτοίο πλούτο στη ζωή του, έχοντας μεγαλώσεί σε περίβάλλον φτώχείας, χωρίς τη μητέρα του ή τον πατέρα του γία να του προσφέρουν ωραία πράγμα­τα. Συχνά είχε ζηλέψεί εκείνους τους πλούσίους ανθρώπους του δίκού του κόσμου, νέους άντρες όπως ο Ντελίκανής, ο φονίάς της αγάπης του, των οποίων οί πατεράδες μπορού­σαν να τους παρέχουν όλα όσα επίθυμούσαν καί ακόμα πε- ρίσσότερα.

«Καβάλα τ’ άλογο καί έλα μαζί μου στο Βορρά», είπε η οντότητα ευγενίκά. «Δεν θα ήθελα να δω έναν άνθρωπο σαν εσένα να καταρρέεί, να χάνεί ό,τί έχεί καί να περνάεί τη ζωή του μέσα στη θλίψη».

Ο Αντρέας έπίασε με τα δυο του χέρία το κεφάλί του, κοί­ταξε πρώτα τον ένα σύντροφο καί μετά τον άλλον. Το μυαλό του στρίφογύρίσε στην παραζάλη που δημίουργούσαν οί συγκρουόμενες επίθυμίες του καί όλα αυτά που υπονοούσε η κάθε μία, καί δεν ήξερε τί να απαντήσεί ή τί να κάνεί. Τελίκά, κοίταξε την οντότητα της Ανατολής, παρακαλώντας γία μία απάντηση στο δίλημμα.

190

Page 192: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XIII. O ΘΑΝΑΤΟΣ -(Ανεστραμμένος)

Μολονότι το όνομα αυτή της κάρτας υπονοεί τε­λειωτικό θάνατο, αυτό δεν είναι απαραίτητα έτσι. O θάνατος είναι στενά συνδεδεμένος με την αναγέννηση, και η εμφάνιση της κάρτας ση­μαίνει αναγέννηση στη γλώσσα της συνείδησης, μια καινούργια αρχή.

Αν η κάρτα είναι ανεστραμμένη, η συνείδηση δείχνει την αρνητική της πλευρά, και η κάρτα δη­λώνει ότι υπάρχει μια επιρροή που επιφέρει απο­τελμάτωση· μια τάση για αδράνεια και λήθαργο.

191

Page 193: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Και t o t e e t a m a t h e a n k a i o i tp e ie καί γύρίσαν να κοίτάξουν κατά μήκος του άλλου μονοπατίού από το σταυροδρόμί.

Ένα τρίτο άλογο πλησίαζε. Ήταν ένα κάτασπρο, όμορφο ζώο μεσαίου μεγέθους, καί μολονότί το βήμα του είχε χάρη, η χαίτη του ήταν κρεμασμένη καί φαίνόταν κουρασμένο καί αποκαρδίωμένο.

Καθώς το άλογο πλησίαζε, ο Αντρέας κοίταξε τον αναβάτη. Ήταν ντυμένος με μία μπλε μακρίά ρόμπα με πορτοκαλίές ανταύγείες που φαίνονταν να κίνούνταί καί να κολυμπούν στο ύφασμα σαν κυματάκία σε λίμνούλα. Τα βαρίά πορτοκαλίά μαλ­λίά του ήταν κί αυτά μακρίά καί κρέμονταν πάνω από το πρόσω­πο του σαν καταρράκτης που έπεφτε σε κάθετο βράχο. Ήταν πίασμένα με μία κορδέλα μπλε. Σήκωσε το κεφάλί του, τους είδε καί τράβηξε τα χαλίνάρία του αλόγου μερίκά βήματα μακρίά από το μονόλίθο. Η ρόμπα του έρρεε γύρω του καθώς γλίστρησε απ’ το άλογο του καί χαμογέλασε στους τρείς μελαγχολίκά.

«Χαίρετώ», είπε με μία φωνή που ακούστηκε σαν το αργό τρέ- ξίμο του ρυακίού. Τώρα ο Αντρέας μπορούσε να δεί το πρόσω­πό του καθαρά. Παρατήρησε ότί ο νεοφερμένος είχε χλωμό, στρογγυλό πρόσωπο, ήταν νέος καί φρέσκος, αλλά τα γαλάζία του μάτία ήταν γερασμένα καί κουρασμένα. Στα χέρία του κρα­τούσε μία κανάτα με νερό καί πρόσεχε να μη χύσεί ούτε σταγόνα.

«Η έκφρασή σου δεν είναί ευτυχίσμένη, φίλε», είπε ο ξέ­νος στον Αντρέα. «Είσαί σε δίλημμα;»

«Πράγματί», είπε ο Αντρέας βαρίά, «καί φοβάμαί ότί εσύ θα προσθέσείς κί άλλα προβλήματα στους ήδη μεγάλους μπελάδες μου».

«Όχί, όχί, εγώ δεν ήρθα γία να σε συγχύσω, ήρθα γία να σε οδηγήσω».

Ο Αντρέας τον κοίταξε, κούνησε το κεφάλί του αργά καί

192

Page 194: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σκέπασε τα μάτία του με τα χέρία του. Ήταν που ήταν το πε­πρωμένο του αρκετά δύσκολο χωρίς την παρεμβολή ενός ακόμα ξένου, τί χρείαζόταν τώρα κί αυτός;

«Πού θα με οδηγήσείς, φίλε;» του είπε.Ο νεοφερμένος προχώρησε καί έβαλε το χέρί του στον

ώμο του Αντρέα. «Σήκωσε το κεφάλί σου καί μην είσαί θλίμ- μένος. Είμαί αντίπρόσωπος του Φρουρού της Δύσης. Είναί καθήκον μου να συναντώ όλους όσοί έρχονταί στο σταυρο- δρόμί καί να τους προσφέρω μία εναλλακτίκή λύση στον προορίσμό τους. Πες μου, πού πηγαίνείς;»

Ο Αντρέας κατέβαλε μεγάλη προσπάθεία γία να καλμάρεί τον εαυτό του. «Ξεκίνησα γία την αναζήτηση της χώρας της Λήθης. Τώρα, εδώ μου λένε ότί η Λήθη είναί μία άκαρπη αναζήτηση, ότί δεν μπορώ να ελευθερώσω τη γυναίκα που αγαπώ, η οποία έχεί παγίδευτεί εκεί, καί πρέπεί να δίαλέξω ανάμεσα στην πόλη της Ανατολής καί στην πόλη του Βορρά. Δεν ξέρω τί να κάνω, δεν ξέρω ποίο είναί το καλύτερο».

«Α! Σε καταλαβαίνω. Ωστόσο, εγώ μπορώ να σου προ­σφέρω κάτί που δε θα το βρείς ούτε σε μία ζωή αίώνίας από­λαυσης ούτε σε μία ζωή δύναμης καί πλούτου».

Ο Αντρέας τον κοίταξε με ένα ίχνος ελπίδας στα μάτία καί ρώτησε «Καί τί είναί αυτό;»

«Η γαλήνη», είπε απλά η οντότητα της Δύσης. «Οί κόσμοί είναί κουρασμένοί. φίλε μου, καί δεν υπάρχεί λόγος να συνε- χίσείς την αναζήτησή σου γία τη Λήθη. Δε θα βρείς τίποτα εκεί παρά μόνο θλίψη. Γίατί να εξαντλήσείς το σώμα σου καί την ψυχή σου όταν μπορείς να βρείς την αίώνία ανάπαυση. Έχω έρθεί γία να σε καθοδηγήσω στην Πόλη της Δύσης, όπου μπορείς να βρείς τη μοναξίά κοντά στα ήρεμα νερά, καί την ησυχία χωρίς τη θλίψη κάτω από τη σκίά των λυγαρίών».

193

Page 195: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Αλλά.» είπε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλί του καί πίέζοντας τον εαυτό του να σκεφτεί τον αρχίκό του στόχο. Άγγίξε τη Βίβλο του Παράδοξου στο ζωνάρί του, κί αυτό φάνηκε να του δίνεί αυτοπεποίθηση. «Αλλά τί θα γίνεί με την αναζήτηση της Αρέθουσας;» είπε δυστυχίσμένα.

«Ξέρω πως είναί λυπηρό πράγμα, αλλά δεν υπάρχεί λόγος γία μία τέτοία αναζήτηση. Εσείς οί θνητοί μπορείτε να προ­σπαθήσετε να απορρίψετε τίς αλήθείες, αλλά πρέπεί να τίς δε­χτείτε τελίκά. Γίατί να σπαταλήσείς την πολύτίμη ζωή σου αναζητώντας να καταστρέψείς τον εαυτό σου; Μείνε φίλε - ίππευσε αυτό το ευγενίκό άλογο πίσω στη Δύση μαζί μου καί μην προσπαθείς να γίνείς ο δίαμορφωτής των πεπρωμένων. Γνώρίσε τη γαλήνη γία πάντα».

Η είκόνα μίας όμορφης πόλης που φαίνεταί από μακρίά πλημμύρίσε τη συνείδηση του Αντρέα. Μία πόλη που έλαμπε καί τρεμόπαίζε σε ένα φως υγρό, που φαίνόταν περίσσότερο σαν αντανάκλαση σε μία τεράστία λίμνη παρά σαν στερεή κατασκευή. Μετά είδε το εσωτερίκό της ιδίας της πόλης - δροσεροί σκίεροί περίπατοί με δέντρα δεξίά καί αρίστερά που τα φυσούσε το ελα­φρό αεράκί, ήσυχα ρυάκία που μουρμούρίζαν γλυκά, χαλαρωτι­κή μουσίκή στα κουρασμένα α υτ ίά . η συντροφίά τρυφερών καί ευγενίκών ψυχών, καί η γνώση ότί αυτή η ησυχία δεν θα χα­λούσε ποτέ. Γαλήνη, όπως δεν την είχε γνωρίσεί ποτέ π ρ ίν . Ο ήχος των κυμάτων που έσπαζαν αργά σε μία ακτή γέμίσε τα αυ­τίά του' μπορούσε να τα δεί. Ήταν σαν λαμπεροί καταρράκτες νερού. Η ζωή τους, επίσης, ήταν μία γλυκίά είρήνη .

Στράφηκε από την άλλη, ξύνοντας το έδαφος με το ένα πόδί. «Χρείάζομαί χρόνο, δεν μπορώ να σκεφτώ».

Η οντότητα της Δύσης τον κοίταξε με μελαγχολίκά μάτία. «Έχείς όλο τον καίρό που χρείάζεσαί», του είπε.

194

Page 196: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Καί τότε άκουσαν χτύπημα οπλών καί αντίκρίσαν τον τέ­ταρτο καβαλάρη, που ερχόταν προς το μέρος τους κατά μή­κος του μονοπατίού.

195

Page 197: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 198: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XIV. Η ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ -

XIV

ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ

Η Εγκράτεια, λένε, αντιπροσωπεύει μια δύναμη εμπέδωσης, καθώς επίσης και μια αίσθηση εστία­σης στο στόχο και επιμονής εκ μέρους του εν­διαφερομένου. Σημαίνει αποδοχή της ευθύνης, συνδυασμένη με την ικανότητα να αποφασίσει για το δρόμο του παρά τις εξωτερικές επιδράσεις και να δουλέψει με ακλόνητη αποφασιστικότητα για την επίτευξη του στόχου που έχει επιλέξει.

Τ Ο ΑΛΟΓΟ HTAN ENA ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟ κ α σ τ α ν ό π λ ά σ μ α π ο υ κ ά λ π α ζ ε με μ ία δ ύ ν α μ η π ο υ ο α ν α β ά τ η ς τ ο υ δ ύ σ κ ο λ α μ π ο ­

197

Page 199: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ρούσε να συγκρατήσεί. Ρουθούνίζε καί τραβούσε τα ηνία του καί οί οπλές του πέταγαν σπίθες. Ο αναβάτης του ήταν ντυ­μένος με μία μακρίά άλίκη ρόμπα με πράσίνες ανταύγείες που χόρευαν καί τρεμόπαίζαν στο ύφασμα σαν γλώσσες φω- τίάς. Τα μακρίά μαλλίά του ήταν πράσίνα καί ανέμίζαν γύρω από το κεφάλί του καθώς τα συγκρατούσε μία κόκκίνη κορ­δέλα. Το πρόσωπό του ήταν δυνατό καί ασκητίκό, ένα πρό­σωπο που έμοίαζε σκαλίσμένο στη σκληρότερη πέτρα που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Κί όμως, στα κόκκίνα μάτία του έκαίγε ένα ευγενίκό φως.

Ίππευσε ακόμη μερίκά βήματα μέχρί το μονόλίθο καί σάλταρε απ’ το άλογο του όπως θα πηδούσε η φωτίά.

«Χαίρετώ!» φώναξε δυνατά, με βροντερή φωνή. «Τί είναί αυτή η σύναξη;»

Ο Αντρέας τον κοίταξε. «Κύρίε, βρεθήκατε σε μία θλίβερή σκηνή. Ταξίδεύω γία μία αναζήτηση, καί τώρα μου λένε ότί η αναζήτησή μου είναί άκαρπη καί μου προσφέρουν τρείς εναλλακτίκές λύσείς, μα εγώ δεν ξέρω τί να δίαλέξω».

Ο νεοφερμένος συνοφρυώθηκε «Καί ποία ήταν η αρχίκή σου απόφαση, πού σκόπευες να πας;» ρώτησε ο ξένος χωρίς περίστροφές.

«Στη Λήθη».«Γίατί;»«Γία ν’ αναζητήσω τη γυναίκα που αγαπώ».«Αυτός είναί αρκετά καλός λόγος, ακόμα καί γία ένα θνη­

τό, όπως φαντάζομαί πως είσαί». Υπήρχε κάτί σ’ αυτό το άτομο που στάλαξε καίνούρία ζωτίκότητα στίς σκέψείς του Αντρέα. Η σύγχυσή του φάνηκε να καθαρίζεί, εν μέρεί του- λάχίστον, ώστε να βρεί τον εαυτό του ξανά καί να μπορέσεί να απαντήσεί στίς αναπόφευκτες ερωτήσείς.

198

Page 200: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Με μία ρωμαλέα κίνηση, ο ξένος τράβηξε ένα μεγάλο σπαθί φωτίάς που φάνηκε να βγαίνεί μέσα από το ρούχο του. «Εγώ», είπε, «είμαί η ζωντανή έκφραση του Φρουρού του Νότου καί έρχομαί γία να σε καθοδηγήσω. Είναί καθή­κον μου να συναντώ όλους όσοί έρχονταί σ’ αυτό το σταυρο- δρόμί καί να τους προσφέρω μία εναλλακτίκή λύση στον προορίσμό τους. Αλλά απ’ ό,τί φαίνεταί, εσύ δεν ξέρείς ποίος είναί ο προορίσμός σου».

«Ο προορίσμός μου φαίνεταί ότί είναί να ξεφύγω από την αρχίκή μου πρόθεση καί να πάω κάπου αλλού».

«Μάλίστα. Καί τί σου προσφέρθηκε;»«Έχω τρείς επίλογές: μία ζωή απολαύσεων, μία ζωή

ίσχύος καί μία ζωή γαλήνης».«Καί ποία από αυτές σου αρέσεί περίσσότερο;»«Η αλήθεία είναί ότί δεν ξέρω», είπε ο Αντρέας απλώνο­

ντας τα χέρία του με αμηχανία.Η οντότητα του Νότου μόρφασε με συμπάθεία. «Μία δυ­

σάρεστη επίλογή, εάν μπορώ να το πω αυτό. Πες μου, τί σε έκανε να ξεστρατίσείς απ’ την αναζήτηση της Λήθης;»

Ο Αντρέας άρχίσε να αναρωτίέταί καί ο ίδίος, αλλά προ­σπάθησε να εξηγήσεί. «Οί τρείς σύντροφοί εδώ, όλοί τους, με προείδοποίησαν ότί μία τέτοία αναζήτηση είναί άκαρπη καί μπορεί να τελείώσεί μόνο με καταστροφή καί δυστυχία. Μου λένε ότί ξεγελάστηκα από τον πρώτο που μ’ έβαλε σ’ αυτό το μονοπάτί».

«Καί το πίστεύείς εσύ αυτό;»«Δεν ξέρω. Στην αρχή όχί . μετά ναί . τώρα δεν είμαί

βέβαίος. Το μόνο που ξέρω είναί ότί δεν με ίκανοποίεί απλώς να μου δώσουν άλλη μία επίλογή».

«Εγώ δεν πρόκείταί να σου δώσω άλλη επίλογή», είπε ο

199

Page 201: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ξένος με έμφαση. «Αντίθετα, εγώ θα σου προσφέρω την πρώτη σου επίλογή ως εναλλακτίκή. Το σκέφτηκες αυτό;»

«Όχί δεν το είχα σκεφτεί», είπε ο Αντρέας, γία άλλη μία φορά σε απελπίσμένη σύγχυση.

«Τότε σκέψου το τώρα. Ξεκίνησες καλοπροαίρετα μίαν αναζήτηση' γίατί τώρα να μη συνεχίσείς με το ίδίο πνεύμα; Έχουν κίόλας περάσεί πολλοί κίνδυνοί -βλέπω την αλήθεία αυτή κρυμμένη στα μάτία σου- καί αναμφίβολα θα υπάρ­ξουν κί άλλοί κίνδυνοί μπροστά σου. Αλλά έχείς κίόλας ξεπε- ράσεί τους κίνδύνους που συνάντησες μέχρί τώρα, αλλίώς δεν θα ήσουν εδώ. Είμαί λοίπόν βέβαίος ότί έχείς ένα πολύ δυνατό σύμμαχο στην αναζήτησή σου, δεν είναί έτσί;»

Ο Αντρέας σκέφτηκε τον Άραξη καί τη Βίβλο του Παρά­δοξου. Χωρίς αυτά θα είχε προ καίρού πεθάνεί. «Έχείς δί- κίο», του είπε.

«Η ζωή δεν μπορεί να είναί απόδραση. Πρέπεί να προχω­ρείς, να κάνείς το καλύτερο που μπορείς καί να θρίαμβεύείς πάνω από όλες τίς αντίξοότητες. Δεν αξίζεί να σπαταλάς άλ­λο τίς ημέρες σου σε βουκολίκή ησυχία, δίότί ώσπου να τε- λείώσεί η ζωή σου δεν θα έχείς κάνεί τίποτα, δεν θα έχείς δεί τίποτα, δεν θα έχείς γνωρίσεί τίποτα, θα είσαί ένα τίποτα. Βλέπείς την αναλογία;»

« Ν α ί.» Το πράγμα άρχίσε να ξεκαθαρίζεί. Η οντότητα του Νότου τού έλεγε ότί την έρευνά του την είχε κάνεί μόνος του καί είχε μόνο τον εαυτό του γία να βασίζεταί, καί ότί έτσί έπρεπε να γίνεί. Να σκεφτεί να κάνεί στην άκρη καί να υποχω- ρήσεί, να χωθεί σ’ ένα ασφαλίσμένο κουκούλί όπου θα περ­νούσε ευχάρίστα την υπόλοίπη ζωή του, ήταν σκέτη δείλια.

Η οντότητα του Νότου συνέχίσε: «Έχείς ήδη βάλεί στον εαυτό σου ένα στόχο καί θα ήταν μεγάλη βλακεία να μην

200

Page 202: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

προσπαθήσείς με όλη σου τη δύναμη γί’ αυτόν. Ο άντρας που ακολουθεί τον ήλίο με όλη του την καρδίά, θα μπορέσεί μία μέρα να τον βρεί».

Ο Αντρέας σαν να ξύπνησε, ξαφνίασμένος. «Ακολούθα τον ήλίο». Μα αυτή ήταν η πρώτη αναφορά που άκουγε γία το νέο παράδοξο από τότε που το δίάβασε στο βίβλίο. Ίσως εδώ να βρίσκόταν η απάντηση. Κοίταξε τη λαμπερή φυσίο- γνωμία καί αμέσως κατάλαβε αυτό που έπρεπε να είχε αντί- ληφθεί από τη στίγμή που η τελευταία οντότητα είχε ξεκαβα- λίκέψεί.

Εδώ ήταν η προσωποποίηση της φωτίάς -τα πεταχτά μαλλίά, το άλογο με το χρώμα της φωτίάς, το σπαθί με τίς φλόγες- εδώ ήταν η φωτίά του ήλίου. Κοίταξε ένα γύρω τίς άλλες τρείς οντότητες που στέκονταν καί τους παρακολου­θούσαν, καί ξαφνίκά του φάνηκαν άδείες, κρύες, ψεύτίκες, φαντάσματα ενός ονείρου ξεχασμένου από πολύ καίρό.

Η οντότητα του Νότου μίλησε πάλί, καί αυτή τη φορά η βροντερή φωνή ακούστηκε πίο μαλακή. «Ό,τί καί αν προ- σφέρεί η ζωή, κοίτα το καταπρόσωπο, κί αν δεν μπορείς να το προκαλέσείς, τότε προσαρμόσου στους τρόπους του. Εσύ να είσαί ο εαυτός σου, φίλε μου, καί μην ακούς άλλους».

Το μυαλό του Αντρέα καθάρίσε. Είδε ξαφνίκά μία μίκρή φίγούρα, κί αυτή η φίγούρα πήρε συγκεκρίμένο σχήμα καί έγίνε η Αρέθουσα, που βρίσκόταν ξαπλωμένη στην αστόλί- στη πλάκα της, όπως ακρίβώς την είχε δεί με την καθοδήγη­ση του Άραξη. Αλλά τώρα τα μάτία της ήταν ανοίχτά καί του χαμογελούσε.

«Όποία κί αν είναί η μεγαλύτερη επίθυμία σου», είπε η οντότητα, «να παλέψείς γί’ αυτήν καί θα γίνεί δίκή σου».

Ο Αντρέας στράφηκε προς το μέρος του. «Φίλε μου, σ’

201

Page 203: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ευχαρίστώ! Με βοήθησες να καταλάβω τί πρέπεί να κάνω καί ποίο δρόμο ν’ ακολουθήσω!».

Η οντότητα γέλασε με ευχαρίστηση. «Τότε λοίπόν, πάρε το άλογό μου καί ξεκίνα. Γίατί να σπαταλάς χρόνο όταν δεν υπάρχεί λόγος; Έ λ α .»

Κράτησε τα χαλίνάρία, ενώ ο Αντρέας ανέβηκε καί εγκα­ταστάθηκε στη σέλα του αλόγου. Δίόρθωσε τη θέση του σπα- θίού του ώστε να είναί άνετα καί πέρασε τα πόδία του στους αναβολείς.

«Πώς μπορώ να σε ευχαρίστήσω;» είπε πάλί.«Δε θέλω ευχαρίστίες! Αλλά έχω κάτί γία σένα εδώ να το

σκεφτείς καθώς θα ταξίδεύείς. Ένα μυστήρίο που πρέπεί να ξεδίαλύνείς αν μπορείς».

«Τί είναί αυτό;» Ο Αντρέας αίσθάνθηκε την παλίά επίθυ- μία γία δράση καί η Βίβλος του Παράδοξου φαίνόταν να καίεί το γοφό του.

«Το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του θα ξεπεραστεί μό­νο από το γείτονά του. Σκέψου καλά πάνω σ’ αυτό! Καί καλή τύχη!»

Η οντότητα του χαμογέλασε, καί ξαφνίκά, μέσα από τα μάτία του, ο Αντρέας φάνηκε να είδε κάποία γνωστά μάτία. Τα χείλη του σχημάτίσαν τη λέξη «Άραξη.» αλλά δεν βγήκε ήχος. Καί αμέσως μετά, η αυταπάτη εξαφανίστηκε.

Στρίφογύρίσε το άλογο, κί αυτό σηκώθηκε στα πίσω πό­δία ασυγκράτητο. Ο Αντρέας σήκωσε ένα χέρί σε αποχαίρετί- σμό, κατόπίν έμπηξε τίς φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου καί απομακρύνθηκε κατά μήκος του νοτίου δρόμου με γρή­γορο καλπασμό. Όταν στράφηκε, μάλλον επίκίνδυνα, γία να δεί πίσω του, οί τέσσερείς οντότητες είχαν εξαφανίστεί καί

202

Page 204: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

μόνο ο μονόλίθος παρέμενε γία να σημαδεύεί το μέρος όπου είχαν σταθεί.

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΕλευθία: Λέτε να ήταν πράγματί ο Άραξης;Πάλα: Σίγουρα. Κί αν δεν ήταν ο ίδίος, πρέπεί να ήταν κά-

ποίος απεσταλμένος του. Ο καημένος ο Αντρέας τα είχε πια χαμένα εντελώς! Δεν πίστεύω να κατάφερνε να συνεχί- σεί μόνος του προς το στόχο του.

Ερίνού: Φοβάμαί πάντως ότί όλα αυτά δεν οδηγούν πουθε­νά.

Πάλα: Γίατί το λες αυτό; Αφού στο τέλος κάθε περίπέτείας παίρνεί οδηγίες γία να συνεχίσεί.

Ερίνού: Ναχαρώ εγώ οδηγίες! Ακατανόητες καί γεμάτες κίν- δύνους. Τί άλλο πρέπεί ν ’ αντίμετωπίσεί ο άνθρωπος; Όσο σκέφτομαί ότί μπορεί να φταίμε εμείς για ό,τί έγίνε...

Πάλα: Πώς μπορείς να το λες αυτό; Όταν άνοιξε η σφαίρα, τα πράγματα είχαν ήδη πάρεί το δρόμο τους. Ίσα-ίσα, μπορεί καί να βοηθήσαμε.

Ελευθία: Λοιπόν, σταματήστε την γκρίνία! Εγώ προχωρώ.

203

Page 205: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 206: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XV. O ΔΙΑΒΟΛΟΣ -(Ανεστραμμένος)

0 AIABOAQ&

Η εμφάνιση του Διαβόλου δείχνει ότι θα δημι- ουργηθεί μια κατάσταση που ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να ελέγξει, αλλά και που δεν μπορεί να αγνοήσει. Είναι μια κατάσταση αμείλικτη και αναπόφευκτη, ίσως και μοιραία.

Όταν η κάρτα παρουσιάζεται ανεστραμμένη, δείχνει ότι η κατάσταση μπορεί να μην είναι ευχάριστη. Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα κάποι­ας πνευματικής κατανόησης, μολονότι φαίνεται να υπάρχει και η περίπτωση μιας αμφίρροπης και μικρόψυχης στάσης.

205

Page 207: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο a n t p e a e κ ά λ π α ζ ε ο λ η t h n y x t a . Η πορεία του φαίνόταν να μην εξαντλεί τα αποθέματα της ενέργείας του, καί ώσπου να ξημερώσεί καί να φανεί ένας γκρίζος ουρανός, είχε δίανύ- σεί πάρα πολλά χίλίόμετρα.

Επίτέλους έκοψε ταχύτητα καί άφησε το άλογο να περπα- τάεί άνετα καθώς η μέρα άρχίσε να φωτίζεί. Κοίταξε γύρω του. Σε κάποία απόσταση, μπορούσε να δεί δίάσπαρτα εδώ κί εκεί μεγάλα κομμάτία γης τρίγυρίσμένα από φράκτες καί καλλίεργημένα. Του φάνηκε σαν να υπήρχε κάποίου είδους πολίτίσμός, κί αυτά ήταν τα σημάδία του. Σε μίσή ώρα περί­που, μία καλύβα φάνηκε. Ήταν στημένη περίπου μίσό χίλίό- μετρο από το δρόμο, μάλλον άσκημη καί κακοφτίαγμένη μέ­σα στην πλούσία βλάστηση του τοπίου. Ο Αντρέας τράβηξε τα ηνία καί σταμάτησε γία λίγο, γία να σκεφτεί αν θα χτυπού­σε αυτή την πόρτα ή όχί, αλλά κάτί στην εμφάνίση της καλύ­βας τού έκανε δυσάρεστη εντύπωση καί συνέχίσε αφήνοντας την καλύβα καί τους ανθρώπους της πίσω του.

Έφαγε γία πρόγευμα μερίκά βατόμουρα που βρήκε να φυ­τρώνουν βολίκά κοντά στο μονοπάτί καί κάθίσε λίγο να ξεκου­ραστεί. Καθώς καθόταν στο μαλακό χώμα, έβγαλε τη Βίβλο του Παράδοξου καί κοίταξε πολύ προσεκτίκά καί γία πολλή ώρα το καίνούρίο παράδοξο που του είχε δώσεί η οντότητα του Νό­του. «Το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του θα ξεπεραστεί μό­νο από το γείτονά του». Το δίάβασε ξανά καί ξανά, πολλές φο­ρές, καί ύστερα ξάπλωσε κοίτώντας τον ουρανό, αναρωτώμε- νος τί μπορούσε να σημαίνεί. Κατά κάποίον τρόπο, έμοίαζε πολύ λίγότερο μπερδεμένο από μερίκά από τα προβλήματα που του είχαν τεθεί πίο πρίν. Φαίνόταν να εννοεί ότί πρέπεί να ανα- ζητήσεί ένα κάστρο καί ότί αυτό το κάστρο ήταν πολύ ωραίο - δεν είχε δηλαδή το ταίρί του, το αντίστοίχο του. Ωστόσο, το πα­

206

Page 208: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ράδοξο υπονοούσε πως ό,τί καί αν ήταν αυτό που βρίσκόταν κοντά στο κάστρο ήταν ακόμη πίο όμορφο απ’ αυτό. Ο Αντρέ­ας κούνησε το κεφάλί του, αποφάσίσε ότί θα αναζητούσε το Κάστρο που δεν είχε το Όμοίό του καί θα ασχολίόταν με το άλ­λο μίσό του παράδοξου όταν θα ερχόταν η ώρα του.

Παρόλο που ήταν πολύ κουρασμένος, σηκώθηκε, τράβη­ξε το απρόθυμο άλογο μακρίά από το γρασίδί που είχε βαλ- θεί να τρώεί καί πήδηξε στη σέλα. Βγήκε ξανά στο δρόμο καί κατευθύνθηκε προς το Νότο. Λίγη ώρα πρίν πέσεί το σκοτά- δί, ο Αντρέας έφτασε σ’ ένα χωρίό χτίσμένο δίπλα στο δρόμο, μ’ ένα μίκρό καί μάλλον βρόμίκο ποτάμί που περνούσε πλάί- πλάί στα όρίά του. Βρήκε ένα πανδοχείο που ήταν χωμένο ανάμεσα σε έναν συνονθύλευμα από μίκρά ξύλίνα σπίτάκία καί εκεί έκανε τίς ερωτήσείς του. Ένας γερο-χωρίκός με πο­νηρό, βλογίοκομμένο πρόσωπο κούνησε το κεφάλί του. «Δεν ξέρω κανένα κάστρο σ’ αυτή την περίοχή, ξένε. Καλύτερα να συνεχίσείς την πορεία σου καί να ρωτήσείς κάπου αλλού».

Ο Αντρέας κοίταξε ένα γύρω στο δωμάτίο, αλλά είδε μόνο αμήχανα πρόσωπα καί άδείες εκφράσείς. Ευχαρίστησε το γέ­ροντα καί συνέχίσε το δρόμο του.

Ίππευε γία πολλές ημέρες, τρώγοντας ό,τί έβρίσκε στην εξοχή καί πίνοντας από κάποίο ρυάκί ή πηγή που τύχαίνε να συναντήσεί. Δεν είχε καθόλου χρήματα γία να εξασφαλίσεί δωμάτίο σε πανδοχείο στίς πόλείς καί τα χωρίά από τα οποία περνούσε, καί έτσί κοίμόταν στο ύπαίθρο. Συνήθως κατά- φερνε να βρεί καταφύγίο σε κάποία μίσοσκεπασμένη κοίλό- τητα γία να περάσεί τη νύχτα.

Ρωτούσε πάντα στα χωρίά γία το Κάστρο που δεν είχε το Όμοίό του. Καί πάντα έπαίρνε την ιδία απάντηση: «Δεν υπάρχεί κανένα κάστρο σε αυτή την περίοχή».

207

Page 209: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Κάποία στίγμή η εξοχή άρχίσε να αλλάζεί, έγίνε λίγότερο γόνίμη καί με αρκετούς λόφους. Οί πόλείς έγίναν ακόμη μί- κρότερες απ’ ό,τί πρίν, αλλά ήταν πίο καθαρές καί πίο ελκυ- στίκές, καί ήταν γεμάτες, έτσί φαίνόταν στον Αντρέα, με πίο φίλίκούς ανθρώπους. Ήταν σε μία απ’ αυτές τίς πόλείς -που ήταν κί αυτή χτίσμένη πλάί σ’ ένα μίκρό ποτάμί- που αίσθάν­θηκε την πρώτη του ελπίδα μετά από καίρό όταν έκανε την ιδία βαρετή ερώτηση.

«Νομίζω ότί υπάρχεί κάτί τέτοίο σ’ αυτά τα μέρη», είπε η γυναίκα που ρώτησε κοίτώντας τον σοβαρά κάτω από το λί- νό σάλί που σκέπαζε τα μαλλίά της. «Αλλά είναί τουλάχίστον δυο μέρες δρόμος από δω με το άλογο».

«Έχω κάνεί πάρα πολύ δρόμο ως εδώ καί δυο μέρες δε μου φαίνονταί καί τόσο πολλές», είπε ο Αντρέας.

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλί της «Ξέρετε, δεν ξέρω αν είναί ακρίβώς κάστρο ή πόλη ή κάτί τέτοίο, γίατί έχω ακούσεί ότί είναί ερείπωμένο καί ότί είναί σ’ αυτή την κατάσταση από αίώνες». Σταμάτησε κοίτώντας τον πάλί. «Πώς είπατε ότί εί­ναί το όνομα του;»

«Το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του - έτσί μου είπαν τουλάχίστον».

«Δεν έχω ακούσεί ποτέ αυτό το όνομα, αλλά μπορείτε να δοκίμάσετε. Συνεχίστε το δρόμο καί ζητήστε οδηγίες όταν θα φτάσετε στην επόμενη πόλη. Εκείνοί μπορεί να ξέρουν καλύ­τερα γί’ αυτό απ’ ό,τί εμείς εδώ».

Ο Αντρέας την ευχαρίστησε καί συνέχίσε το δρόμο του, με μία καίνούρία αίσθηση ελπίδας καί προσμονής να δονεί την καρδίά του.

Από τότε, σε κάθε χωρίό που περνούσε φαίνονταν να είναί πίο σίγουροί γία την ύπαρξη αυτού του κάστρου, μολονότί

208

Page 210: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τον προείδοποίούσαν ότί ήταν ερείπίο καί ότί δεν έπρεπε να ελπίζεί ότί θα βρεί τίποτα εκεί πέρα. Αλλά ο Αντρέας συνέχίζε το ταξίδί του, βέβαίος πία ότί βρίσκόταν κοντά στον προορί- σμό του. Καί επίτέλους, την τρίτη μέρα το βρήκε.

Είχε ακολουθήσεί τίς οδηγίες που του έδωσαν στο τελευ­ταίο σπίτάκί, είχε βγεί από τη δημοσίά καί είχε ακολουθήσεί ένα στενό, χορταρίασμένο δρομάκί που οδηγούσε μέσα από μία σείρά λόφων. Εδώ καί κάμποσες ώρες έβρεχε ασταμάτη­τα. Ο Αντρέας, βρεγμένος ως το κόκαλο καί εξαντλημένος από το ταξίδί, έφτασε στην κορυφή ενός ήρεμου λόφου καί κοίταξε κάτω προς τη θάλασσα, που ήταν επίπεδη καί ακίνη­τη σαν καθρέφτης. Ήταν το ίδίο γκρίζα με τον ουρανό, καί η μόνη ένδείξη κίνησης πάνω στην αδίάσπαστη επίφάνείά της ήταν τα πολύ μίκρά κυματάκία που προσπαθούσαν να περά­σουν πάνω απ’ τα ρηχά καί να πέσουν νωθρά στην παραλία. Στα αρίστερά του υπήρχαν χαμηλοί γκρεμοί, καθώς καί ένας πολύ ίδίόρρυθμος σχηματίσμός ψηλών βράχων, καί στα δε- ξίά του η γραμμή της ακτής ήταν ψηλή καί μελαγχολίκή.

Κοίταξε προς τα κάτω. Η γη κατηφόρίζε ομαλά προς την ακτή καί ήταν γεμάτη με βράχους καί θάμνους με κίτρίνα λου­λούδία που έδίναν μία ευχάρίστη χρωματίστή νότα στο θλίβε- ρό γκρίζο καί πράσίνο των άλλων θάμνων. Κί εκεί, ανάμεσα στους θάμνους, τα μάτία του Αντρέα αντίλήφθηκαν τίς γραμ­μές ενός πολύ φαρδίού, πέτρίνου, γκρεμίσμένου τείχους.

Σηκώθηκε στους αναβατήρες του γία να δεί καλύτερα, καί το άλογό βημάτίσε ανήσυχα, δείχνοντας ότί δεν του άρεσε ούτε η βροχή ούτε η μυρωδίά του αλατίού στον αέρα. Ο Αντρέας το πίεσε κί αυτό πήρε την κατηφόρα. Γλίστρώντας στο υγρό χορτάρί, έφτασε τελίκά στο σημείο όπου δεν μπο­ρούσε παρά να είναί τα ερείπία ενός πολύ μεγάλου κτηρίου.

209

Page 211: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας ξεπέζεψε, έδεσε το άλογο του σ’ ένα θάμνο καί περπάτησε αργά-αργά ανάμεσα στίς κομματίασμένες πέτρες. Εδώ κί εκεί, μερίκά κομμάτία απ’ το τείχος στέκονταν ακόμη, αλλά ήταν τόσο χορταρίασμένα που σχεδόν δεν ξεχώρίζαν απ’ το χώμα.

Ώστε λοίπόν αυτό ήταν το κάστρο που δεν είχε το όμοίο του; Όλο κί όλο που είχε απομείνεί από αυτή τη μεγάλη κα­τασκευή που κάποτε θα ήταν όμορφη ήταν ένα θλίβερό ερεί- πίο. Ο Αντρέας κάθίσε πάνω σ’ έναν τεράστίο ογκόλίθο που είχε πέσεί στο έδαφος κί είχε δημίουργήσεί μία βαθίά κοίλό- τητα στη γη καί κοίταξε την ακίνητη θάλασσα. Η Βίβλος του Παράδοξου τον είχε οδηγήσεί ως εκεί, αλλά δεν βρήκε τίπο­τα καί κανέναν να τον υποδεχτεί. Τί παίχνίδί του έπαίζε το Παράδοξο; Μήπως έπρεπε να συνεχίσεί το ταξίδί του; Μή­πως έπρεπε να δίασχίσεί τη θάλασσα; Κί αν ναί, πώς; Ή μή­πως αυτός ο τόπος με τον πανάρχαίο αέρα της θλίψης ήταν πράγματί η χώρα της Λήθης;

Κοίταξε δεξίά καί αρίστερά. Παντού πέτρες, ρείκία καί θάμνοί... Κοίταξε πάνω από τους ώμους του καί τότε είδε αυτό που το άλογό του είχε δεί ήδη πρίν απ' αυτόν.

Πάνω σ’ ένα κομμάτί τείχους που είχε απομείνεί όρθίο να αγνοεί τα στοίχεία της φύσης, καθόταν ένας άντρας. Κοίταζε κί αυτός τη θάλασσα, με τα μπράτσα του σταυρωμένα στο στήθος καί τα μαλλίά του μούσκεμα απ’ τη βροχή. Ο Αντρέας σηκώθη­κε καί άρχίσε να περπατάεί δίστακτίκά προς το μέρος του.

Ο ξένος είδε τον Αντρέα καθώς πλησίαζε, καί κατέβηκε από το τείχος γία να τον συναντήσεί. Όταν έφτασε κοντά του, ο Αντρέας είδε ότί ήταν στην ηλίκία του, ίσως λίγο μεγαλύτε­ρος, καί είχε κί αυτός ξανθά μαλλίά, αλλά αντίθετα από την άγρία χαίτη του Αντρέα, ήταν ίσία καί λεπτά.

210

Page 212: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο νέος άντρας άπλωσε το χέρί του καθώς ο Αντρέας έφτανε κοντά του. Ήταν ντυμένος με πλούσία ρούχα, που κάποτε πρέπεί να ήταν όμορφα. Αλλά τώρα τα χρώματά τους είχαν ξεθωρίάσεί, το μπροκάρ είχε τρίφτεί καί έφερνε την ανάμνηση ενός πολύ μακρίνού καί ξεχασμένου παρελθόντος, το μεταξωτό του πουκάμίσο ήταν παλίό καί φθαρμένο, καί ο πράσίνος μανδύας του ξεφτίσμένος από την πολλή χρήση.

«Δεν περίμενα να βρω κανέναν εδώ», του είπε ο ξένος. Η φωνή του ήταν κουρασμένη, αλλά φίλίκή.

«Λυπάμαί, δεν αντίλήφθηκα ότί ήμουν παρείσακτος».«Καθόλου! Αυτό το μέρος δεν ανήκεί πία σε κανέναν», εί­

πε ο νέος κί αναστέναξε. «Όλα αυτά τα χρόνία δεν περίμενα ποτέ ότί θα έβρίσκα αυτά τα τείχη σωρίασμένα στη γη καί τό­σο έρημα. Έχω πολύ καίρό που ψάχνω αυτά τα ερείπία...»

«Όπως κί εγώ», είπε ο Αντρέας, «καί στ’ αλήθεία είχα ελπί- σεί ότί θα έβρίσκα περίσσότερα πράγματα εδώ». Ο άγνωστος τον κοίταξε με περίέργεία. Ο Αντρέας είδε ότί το λεπτό του πρόσωπο έδείχνε αυλακωμένο από τίς έγνοίες, καί τα μάτία του -που ήταν παραδόξως μαύρα σαν του Αντρέα- είχαν μία στοίχείωμένη, σχεδόν τρελή όψη.

«Τί θα επίθυμούσες να βρείς εδώ;» τον ρώτησε ο ξένος «Δεν υπάρχεί παρά μόνο θάνατος καί σίωπή. Τί σε φέρνεί εδώ πέρα;»

«Κάνω ένα μακρύ ταξίδί καί πήρα οδηγία να έρθω ως εδώ, αλλά είχα πίστέψεί ότί το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του θα μπορούσε να μου προσφέρεί κάτί περίσσότερο από τη σίωπή», είπε ο Αντρέας βαρίά. «Φαίνεταί όμως ότί έχω κάνεί ένα λυπηρό λάθος».

Ο άγνωστος συνοφρυώθηκε. «Αν ψάχνείς το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του, φίλε μου, τότε πράγματί σε καθοδήγη­

211

Page 213: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σαν λάθος. Αυτή είναί η πόλη των προγόνων μου. Την ψάχνω τόσο καίρό που δε θυμάμαί πία πόσο. Αυτό είναί ό,τί απέμείνε από την Ατλαντίδα, την πολίτεία του Γυάλίνου Ωκεανού».

Ο Αντρέας τον κοίταξε κατάπληκτος. «Μα τότε είσαί - εί­σ α ί.» Συγκρατήθηκε καί τελείωσε τη φράση του ντροπαλά: «Έχω δίαβάσεί το θρύλο».

«Ναί». Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας κούνησε το κεφάλί του καταφατίκά «Πολλοί άνθρωποί έχουν δίαβάσεί ή ακού­σεί το θρύλο, αλλά τώρα ο θρύλος τελείωσε. Βρίσκομαί πία στο σπίτί μ ο υ .» Γύρίσε το πρόσωπό του αλλού καί πρόσθε- σε με πίκρα: «Το λίγο που έχεί απομείνεί απ’ το σπίτί μ ο υ .»

Ο Αντρέας θυμήθηκε τα λόγία του βίβλίου που είχε μελε- τήσεί τόσες πολλές φορές όταν βρίσκόταν στο σπίτί του Γλαύκου. Είπε: «Μα δεν καταστράφηκε η Ατλαντίδα πρίν απ’ το θάνατο του πατέρα σου;»

«Το έχω ακούσεί κί εγώ αυτό». Ξαφνίκά δάκρυα κύλησαν από τα μαύρα μάτία του Πρίγκίπα. «Λέγεταί ότί ο πατέρας μου πέθανε στα συντρίμμία του ίδίου του τού παλατίού. Ότί η Ατλαντίδα δεν ήταν τίποτα περίσσότερο από ένα ερείπίο». Τα δάκρυα χύθηκαν στα μάγουλα του. «Αλλά έστω κί έτσί, ήλπίζα ότί οί δίαδόσείς ήταν λ ά θ ο ς .» Ο Πρίγκίπας συ­γκρατήθηκε καί σκούπίσε το πρόσωπό του με το χέρί του. «Συγχώρεσέ με, η - η συγκίνηση μίας τέτοίας συνάντησης - μετά από τόσον καίρό - τόση θλίψη καί τόση πίκρα, τόσος αγώνας καί τώρα α υτό .» Σηκώθηκε καί τράβηξε το μανδύα του γύρω από το αποστεωμένο σώμα του. «Ίσως ήταν λάθος μου να ελπίζω γία περίσσότερα. Αλλά οποίος ήξερε την Ατλαντίδα, μία πόλη τόσο όμορφη καί είρηνίκή, είναί δύσκο­λο να συμφίλίωθεί με ένα τέτοίο θέαμα».

212

Page 214: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας τον κοίταξε με συμπάθεία. «Νομίζω ότί σε κα­ταλαβαίνω».

Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας αναστέναξε σαν να σηκώ­θηκε ένα μεγάλο βάρος από τους ώμους του. Κάθίσε κάτω, σ’ ένα σπασμένο ξύλο, κί ο Αντρέας έκανε το ίδίο. Η βροχή τούς χτυπούσε αλύπητα, μούλίαζε τα ρούχα τους καί πάγωνε το σώμα τους, αλλά κανείς τους δεν το πρόσεχε καθώς κοίτα­ζαν απέναντί τη θάλασσα.

«Ο Γυάλίνος Ωκεανός», είπε ο Περίπλανώμενος Πρίγκί­πας ξαφνίκά. «Μου φαίνεταί πως ήταν μόλίς χθες που ο στρατός μου μαζευόταν στην παραλία καί ετοίμαζόταν να δώσεί τη μάχη».

«Καί την έχασες», είπε ο Αντρέας σκεπτίκός.«Ναί, την έχασα. Ίσως αν είχα υποκύψεί στους τρόπους

του πατέρα μου, να είχα γλυτώσεί όλους αυτούς τους αίώνες που τρίγύρίζα γεμάτος θλίψη - αλλά ο πατέρας μου χρησί- μοποίησε τη μαγεία γία να πολεμήσεί το στρατό μου. Εγώ ήμουν ο ένας από τους πέντε που επέζησαν. Πέντε από σχε­δόν εννίακόσία ά το μ α . Μυστηρίώδείς οί βουλές των θε­ών». Κοίταξε τίς μπότες του κί η βροχή έτρεχε από τα ίσία μαλλίά του επάνω στους ώμους του. «Πάνα κουβαλούσα μα­ζί μου τίς ζωές των ανδρών μου. Εγώ ευθύνομαί γία το θά­νατο τους, καί τη νύχτα τα πρόσωπά τους έρχονταί καί με στοίχείώνουν ακόμα».

Ο Αντρέας αίσθάνθηκε δυσάρεστα. Η θλίψη στη φωνή του πρίγκίπα, η βαρίά λύπη που κουβαλούσε στην καρδίά του, είχαν φέρεί δάκρυα καί στα δίκά του μάτία, καί δεν ήξε­ρε τί να πεί γία να καλυτερέψεί τα πράγματα.

Άπλωσε το χέρί του στον ώμο του πρίγκίπα καί ένίωσε πό­σο λεπτό ήταν το ρούχο του καί το σώμα του από κάτω. «Δεν

213

Page 215: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

πρέπεί να θεωρείς τον εαυτό σου υπεύθυνο», μουρμούρίσε «Εγώ πίστεύω ότί αυτά τα πράγματα είναί γραμμένα καί τίπο­τα από όσα μπορείς να κάνείς εσύ ή εγώ δεν αλλάζεί την αλυ­σίδα των γεγονότων. Δεν θα είχαν ξεσηκωθεί αυτοί οί άνθρω­ποί ενάντία στον βασίλίά τους ακόμη καί αν εσύ δεν τους εί­χες οδηγήσεί;»

«Ναί, αλλά αν εγώ είχα δίαλέξεί καλύτερη στίγμή.» είπε τραγίκά ο Πρίγκίπας.

«Δεν θα έκανε καμία δίαφορά», είπε με έμφαση ο Αντρέ­ας. «Εσύ έπαίξες το ρόλο που η μοίρα είχε ορίσεί γία σένα. Αυτό δεν σε κάνεί υπεύθυνο. Στην πραγματίκότητα, προκα- λώντας έμμεσα το θάνατο του πατέρα σου, πίστεύω ότί βοή­θησες γία να τελείώσεί μία εποχή γεμάτη κακία».

Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας χαμογέλασε αχνά, με ευ­γνωμοσύνη. «Ναί, ο θάνατος του πατέρα μου. Αυτό δεν το μετάνίωσα ποτέ. Πίστεύω ότί σ’ όλο τον κόσμο δεν έχουν υπάρξεί δύο άνθρωποί που μίσούσαν ο ένας τον άλλο περίσ- σότερο από εκείνον κί εμένα. Τα λόγία σου είναί παρηγορητί- κά, φίλε, καί βοηθούν να φύγεί λίγη από τη θλίψη μου». Κούνησε το κεφάλί του καί συνέχίσε: «Αλλά την Ατλαντίδα. ποτέ, γία τίποτα, γία όλους τους θησαυρούς των θεών δεν θα είχα βλάψεί την Ατλαντίδα!»

«Αλλά τώρα ξαναενωθήκατε».«Ναί, ξαναενωθήκαμε. ναί, τώρα, επίτέλους, ο θρύλος

μπορεί να εκπληρωθεί, όπως ήταν γραμμένο». Ο Πρίγκίπας κοίταξε τον Αντρέα, κί αυτή τη φορά τα μάτία του ήταν πίο φωτείνά. «Η Ατλαντίδα καί ο Πρίγκίπάς της μπορούν επίτέ­λους να γαληνέψουν».

214

Page 216: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

-•XVI. O ΠΥΡΓΟΣ —

Ο Πύργος, μερικές φορές γνωστός με το όνομα «ο Οίκος του θεού», σημαίνει μια απρόβλεπτη κατα­στροφή ή ένα κατακλυσμιαίο γεγονός, τέτοιο που μπορεί να φέρει αναστάτωση στα πιστεύω ενός ανθρώπου ή στον τρόπο που σκέφτεται. Μπορεί, ακόμη, να φέρνει μαζί του τη φώτιση.

Ο π ε ρ ί π λ α ν ώ μ ε ν ο ς π ρ ίγ κ ιπ α ς είχε σηκωθεί από εκεί που καθόταν καί περπατούσε πολύ αργά προς τα κάτω, στη θά­λασσα. Κάπου-κάπου σταματούσε καί αναποδογύρίζε ένα

215

Page 217: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

μίκρό κομμάτί από σπασμένα υϊίκά χτίσίματος' φαίνόταν να αναγνωρίζεί τί ήταν αυτό κάποτε. Η φωνή του ακουγόταν στον ήσυχο αέρα, πάνω από τον ήχο της βροχής.

«Η γη όπου είχε χτίστεί αρχίκά η Ατλαντίδα δεν ήταν έτσί. Ήταν μία όμορφη, καταπράσίνη εξοχή όπου τα πουϊίά κε­λαηδούσαν καί τα πλούσία δάση μεγάλωναν καί φύονταν καί από τίς δύο πλευρές. Θυμάμαί κάποτε που ταξίδευα στίς πλαγίές των τρίανταφυλλένίων βουνών πέρα απ’ τα δάση κί έβλεπα το βασίλείο του πατέρα μου να απλώνεταί κάτω μπροστά μου, όπως στίς είκόνες των παίδίκών βίβλίων. Ποτέ όλον αυτό τον καίρό της αναζήτησής μου δεν περίμενα να τη βρω εδώ».

Ο Αντρέας συνοφρυώθηκε' δεν μπορούσε να καταλάβεί. Κατηφόρίσε την πλαγίά πίσω από τον Πρίγκίπα καί σταμά­τησε μαζί του εκεί που οί πεσμένες πέτρες σημάδευαν το τεί­χος της πόλης από τη μερίά της θάλασσας.

«Τότε λοίπόν, η Ατλαντίδα έχεί κατά κάποίον τρόπο μετα- κίνηθεί;» Ο Πρίγκίπας κούνησε το κεφάλί του. «Έχω ακού­σεί κάτί τέτοίο, αλλά δεν μπορούσα να πίστέψω αυτές τίς δία- δόσείς, μέχρί που τόλμησα να γυρίσω στη γη μου καί να το δω με τα ιδία μου τα μάτία. Εκεί που βρίσκονταν η Ατλαντίδα καί ο Γυάλίνος Ωκεανός, δεν υπήρχε ... τίποτα! Νομίζω ότί γί’ αυτό μου πήρε τόσο πολύ καίρό να βρω τα ερείπίά της». Κοίταξε τη θάλασσα, ακίνητη καί σίωπηλή. «Τελίκά υπάρχεί τελείωτίκή γαλήνη, δε συμφωνείς; Αναρωτίόμουν αν η πόλη κί ο ωκεανός θα παρέμεναν μαζί ή θα χωρίζονταν. Χαίρομαί που είναί ακόμη μαζί».

«Πού θα πας τώρα;» τον ρώτησε ο Αντρέας. Κατά περίερ­γο τρόπο, ένίωσε ανησυχία γία το μέλλον του ανθρώπου αυ­τού, σαν να είχε μεγάλη σημασία γί’ αυτόν όπως καί γία τον

216

Page 218: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

πρίγκίπα. Αλλά ο πρίγκίπας είχε στα μάτία μία όψη μακρίνή καί δε φαίνόταν να τον ακούεί. Περπάτησε προς τη θάλασσα καί οί μπότες του ακούστηκαν βαρίές πάνω στίς πέτρες. Έσκυψε στην ακρογίαλίά, ακολουθώντας με το χέρί του ένα κυματάκί, σαν να ήθελε να βεβαίωθεί ότί ήταν αληθίνό καί όχί κάποίο φάντασμα στα όνείρά του.

Ο Αντρέας τον ακολούθησε. «Χαίρομαί πολύ που βρήκες τον τόπο σου», είπε, «γίατί σκεφτόμουν συχνά το θρύλο το δίκό σου καί λυπόμουν γία σένα. Όμως τώρα τα έχω εντελώς χαμένα, γίατί ήρθα εδώ πίστεύοντας ότί αυτό ήταν το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του καί τώρα δεν ξέρω ποίο δρόμο να πάρω».

Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας ανασηκώθηκε. «Μ’ έχείς παρηγορήσεί περίσσότερο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς», είπε, «γί’ αυτό, σε αντάλλαγμα, θα σου πω πού βρίσκεταί το κάστρο που ζητάς. Δεν είναί μακρίά».

Τα μάτία του σάρωσαν τους γκρεμούς που υψώνονταν ψηλοί καί εχθρίκοί στα δεξίά του κόλπου. «Πίσω από αυτή τη γη των γκρεμών, όχί περίσσότερο από μίας μέρας πορεία με το άλογο, η ακτή πέφτεί πάλί σ’ έναν άλλον κόλπο, πολύ φαρδύτερο καί πολύ πίο μεγαλοπρεπή από τούτον εδώ. Εκεί θα βρείς το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του. Δε γνωρίζω αν η θάλασσα με την οποία συνορεύεί είναί ο Γυάλίνος Ωκεα­νός, αλλά φαντάζομαί πως δεν μπορεί να είναί. Πίστεύω ότί η πατρίδα μου εκτείνεταί μέχρί εκεί που φτάνεί το μάτί καί όχί περίσσότερο».

Ο Αντρέας έγνεψε καταφατίκά. «Είναί όμορφο αυτό το κάστρο;»

Ο Πρίγκίπας γέλασε παράξενα. «Αυτό εξαρτάταί από το πώς αντίλαμβάνεσαί την ομορφίά. Θα καταλάβείς γίατί το

217

Page 219: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

λέω αυτό όταν φτάσείς εκεί. Όμως οί άνθρωποί είναί καλό- καρδοί καί φίλίκοί, καί θα βρείς καλή υποδοχή, όπως βρήκα κί εγώ».

«Έχείς πάεί εκεί;»«Βέβαία, πρόσφατα». Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας σκέ­

φτηκε γία μία στίγμή. «Ο δρόμος των γκρεμών είναί μία τρο- μακτίκή δίαδρομή, γίατί περνάεί σύρρίζα στίς άκρες των γκρεμών καί τον πίάνουν δυνατοί θαλάσσίοί άνεμοί. Θα σου συνίστούσα να είσαί πολύ προσεκτίκός... Δώσε τα χαίρετί- σματά μου στους κατοίκους του κάστρου».

Ο Αντρέας ξαφνίάστηκε από την ξαφνίκή αλλαγή του θέ­ματος, αλλά είπε: «Θα το κάνω». Ο πρίγκίπας κούνησε το κε­φάλί του συναίνετίκά.

«Πρίν χωρίσουμε, υπάρχεί κάτί ακόμη που θα σε συμβού­λευα να θυμάσαί. Κράτα το καλά στο μυαλό σου καί να το θυμάσαί συνέχεία όταν φτάσείς στο κάστρο: Δώσε μεγάλη σημασία στα λόγία της άλαλης καί πρόσεξε καλά όσα κοίτά- ζεί, γίατί είναί τυφλή».

Δεν περίμενε τον Αντρέα να τον ρωτήσεί τί σήμαίναν αυ­τές οί παράξενες κουβέντες, αλλά συνέχίσε: «Τώρα θα σε αποχαίρετήσω, ξένε».

«Το όνομα μου - » ξεκίνησε να πεί ο Αντρέας, αλλά ο Πε­ρίπλανώμενος Πρίγκίπας τον δίέκοψε πρίν προλάβεί να πεί κάτί περίσσότερο. Υπήρχε σχεδόν πανίκός στα μαύρα του μάτία.

«Όχί, όχί μη μου πείς! Δε θα μάθω το όνομα σου κί εσύ δεν πρέπεί να ξέρείς το δίκό μου. Έτσί δεν θα δημίουργηθεί τίποτα μεταξύ μας».

«Όπως επίθυμείς», είπε ο Αντρέας καί ανασήκωσε τους ώμους του.

218

Page 220: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Πρίγκίπας στράφηκε άλλη μία φορά προς τη θάλασσα «Έχω ακόμη μία αποστολή να ολοκληρώσω πρίν ενωθώ πά­λί με τους προγόνους μου», είπε με σίγανή φωνή. «Καλή σου τύχη, ξένε. Ελπίζω να βρείς αυτό που ψάχνείς».

Ανασήκωσε τους λεπτούς του ώμους καί προχώρησε προς τη θάλασσα. Τα κυματάκία χτυπούσαν γύρω από τους αστραγάλους του, κατόπίν γύρω από τα γόνατα του καί ύστε­ρα έκανε ,ουτίά καί κολύμπησε αργά με δυνατές απλωτές προς την ανοίχτή θάλασσα.

Ο Αντρέας τον παρακολουθούσε κατάπληκτος. Έκανε να τον ακολουθήσεί, αλλά ξαφνίκά σταμάτησε. Ήθελε να φωνά- ξεί στον πρίγκίπα που κολυμπούσε, αλλά κάτί τον εμπόδίσε. Σκέφτηκε ότί δεν είχε καμίά δουλείά να ανακατεύεταί σε υπο- θέσείς που δεν καταλάβαίνε. Έτσί λοίπόν απόμείνε στην ακτή, να κοίτάεί τη φίγούρα που όλο καί μίκραίνε. Ο πρίγκίπας κα- τευθυνόταν προς έναν παράξενο σχηματίσμό βράχων προς τα αρίστερά του κόλπου. Καθώς κολυμπούσε, το νερό γύρω από τους βράχους άρχίσε να αναδεύεταί. Ανέβαίνε καί στρίφογύ- ρίζε, μέχρί που ένα μεγάλο κύμα σχηματίστηκε πέρα από τους βράχους καί άρχίσε να ανεβαίνεί καί να σαρώνεί τα πάντα, κα- ταστρέφοντας την ηρεμία του Γυάλίνου Ωκεανού.

Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας συνέχίσε να κολυμπάεί, αψηφώντας τα νερά που ανέβαίναν. Αυτός καί το κύμα έφτα­σαν μαζί στους βράχους, καί το κύμα έσπασε πάνω από το κεφάλί του με ένα χτύπο που κομμάτίασε την ησυχία του αέ­ρα. Ο Αντρέας φώναξε καθώς ένίωσε τη σύγκρουση του με­γάλου τείχους του νερού, σαν να βρίσκόταν κί εκείνος εκεί. Τρεμούλίασε από την αγωνία καθώς το κύμα άφρίσε καί εξαφανίστηκε, κί η θάλασσα έγίνε πάλί επίπεδη - ενώ ο Πε­ρίπλανώμενος Πρίγκίπας εξαφανίστηκε χωρίς κανένα ίχνος.

219

Page 221: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Το άλογο του Αντρέα χλίμίντρησε σπάζοντας την ησυχία της φορτίσμένης ατμόσφαίρας. Ο Αντρέας στράφηκε. Το ζώο τον κοίτούσε χαμένα. Η βροχή έτρεχε από το τσουλούφί του στα μάτία του. Τίναξε το κεφάλί του καί τράβηξε το σκοίνί που το κρατούσε δεμένο στο θάμνο. Ο Αντρέας απόδίωξε τη δίάθε- ση που του είχε δημίουργήσεί το επείσόδίο καί περπάτησε βουλίάζοντας στα χόρτα μέχρί το άλογο γία να το λύσεί καί κα- βάλησε αποκαμωμένος στη σέλα του. Τίναξε τα βρεγμένα του μαλλίά από το πρόσωπό του καί έρίξε μία τελευταία ματίά προς το Γυάλίνο Ωκεανό καί τα απομείνάρία της Ατλαντίδας πρίν σπίρουνίσεί το άλογο γία ν' ανέβεί την πλαγίά καί να πά- ρεί το δρόμο από εκεί που τον είχε αφήσεί.

Καθώς κάλπαζε κατευθυνόμενος προς την περίοχή των γκρεμών όπου το μονοπάτί ελίσσόταν απότομα, ο Αντρέας προσπαθούσε να σκεφτεί. Ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας εί­χε επίστρέψεί επίτέλους, κί αυτός ήταν ο μόνος μάρτυρας ενός γεγονότος που έδίνε τέλος σε ένα θρύλο που κρατούσε αίώνες. Τώρα ο πρίγκίπας ήταν νεκρός-η γήίνη ύπαρξή του τουλάχίστον. Καί ίσως έτσί έπρεπε να γίνεί. Αλλά γίατί είχε δίαλέξεί αυτό τον τρόπο γία να τερματίσεί την ζωή του; Σί­γουρα θα υπήρχαν καλύτεροί τρόποί να πεθάνεί κανείς από το να πνίγει...

Καί τότε μία καίνούρία σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Η Ατλαντίδα κείτόταν στην άκρη μίας παράξενης θάλασσας, που οί μακρίνές ακτές της ήταν μυστήρίο γί’ αυτόν καί ίσως επίσης γία τους κατοίκους της. Ο πρίγκίπας είχε βρεί την πό­λη καί είχε περάσεί πέρα από τα όρία με το μόνο τρόπο που ήξερε - δίνοντας τον εαυτό του προσφορά στη θάλασσα. Τ ώ ρ α . τώρα, ο Αντρέας πίστευε με μία πεποίθηση που όλο καί μεγάλωνε, ότί είχε πράγματί βρεί τη γαλήνη του.

220

Page 222: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Αίσθάνθηκε ξαφνίκά καλύτερα, σαν να είχε ,γεί ο ήλίος γία να φωτίσεί τη θλίψη της μέρας. Καί παρόλο που η βροχή εξακολουθούσε να πέφτεί πάνω του, ο Αντρέας γέλασε καί ίππευσε το άλογο του με πίο ευχάρίστη δίάθεση προς τους γκρεμούς που πλησίαζαν όλο καί πίο απείλητίκοί.

221

Page 223: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 224: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

-XVII. TO ΑΣΤΕΡΙ—

TO ΑΧΤΕΡΙ

To Αστέρι είναι κάρτα που φέρνει ιδιαίτερα κα­λούς οιωνούς. Είναι ένα φως που λάμπει στο σκοτάδι, και η εμφάνισή του σημαίνει καινούρ­για ελπίδα, δώρα, χαρά, καλή υγεία. Μπορεί επίσης να φανερώσει στον ενδιαφερόμενο μια αναλαμπή ενός υπερβατικού τρόπου ζωής.

Ο ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΕΡΑΣΕ THN ΥΠΟΛΟΙΠΗ MEPA στο δρόμο καί τη νύχτα κουβαρίασμένος κάτω από κάποίο γκρεμό, σε μία μί- κρή υγρή κοίλότητα που του πρόσφερε πολύ κακό καταφύ- γίο καί ακόμη χείρότερη άνεση. Αλλά όταν ξύπνησε το πρωί,

223

Page 225: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη ότί η βροχή είχε στα­ματήσεί, καί όχί μόνο αυτό. Τα πυκνά σύννεφα είχαν κί αυτά εξαφανίστεί, κί ένας ζωηρός, χρυσαφένίος ήλίος ανέτείλε με την αυγή.

Σηκώθηκε τόσο πίασμένος μετά από τη νύχτα που πέρασε εκεί στρίμωγμένος, που στην αρχή σχεδόν δεν μπορούσε να σταθεί όρθίος. Βάλθηκε να σελώσεί το άλογο. Ο αέρας ήταν δυνατότερος από την προηγούμενη μέρα καί φυσούσε από τη μερίά της θάλασσας καί μέσα από τα χόρτα που φύτρωναν στίς κορυφές των γκρεμών. Τρεμούλίασε καθώς τον δάγκω­σε το κρύο μέσα από τα υγρά του ρούχα του καί αίσθάνθηκε ευχαρίστημένος που μπορούσε να ανέβεί στο άλογό του καί να συνεχίσεί το δρόμο του.

Ο αέρας φυσούσε όλο καί πίο δυνατά καθώς ο ήλίος ανέ- βαίνε αργά-αργά στον ουρανό, σχεδόν άσπρος πία από τη λα­μπρότητα. Ο δρόμος των γκρεμών ήταν ανώμαλος, γεμάτος βράχία, καί πολλές φορές το άλογο του Αντρέα γλίστρούσε καί σκόνταφτε. Μία φορά μάλίστα παραλίγο να τον αδείάσεί από την σέλα καί να τον πετάξεί κάτω από τον γκρεμό, που κατη- φόρίζε γία περίπου δίακόσία-τρίακόσία μέτρα, γία να συνα- ντήσεί τη θάλασσα που άφρίζε λαίμαργα, σαν να τον περίμενε.

Τελίκά ξεκαβαλίκεψε. Αποφάσίσε να συνεχίσεί με τα πό­δία, καθοδηγώντας το ζώο από το μονοπάτί, ενώ ο αέρας ούρλίαζε καί γρύλίζε, καί έπεφτε πάνω τους με ατελείωτες ρίπές.

Επίτέλους ο άνεμος άρχίσε να πέφτεί. Έγίνε από σφοδρός απλά δυνατός καί ύστερα κατέληξε στην απαλή αύρα του ζέ­φυρου που έπαίζε με τα μαλλίά του καί επέτρεπε στην ευχά- ρίστη ζεστασίά του ήλίου να απορροφηθεί από το παγωμένο σώμα του.

224

Page 226: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ξανανέβηκε στη σέλα όταν το μονοπάτί έστρίψε προς τα κάτω, σχετίκά μακρίά από τίς επίκίνδυνες άκρες των γκρε­μών, καί ίππευσε γρήγορα προς τα εκεί που ο δρόμος έστρί- βε, ανηφόρίζε προς τ’ αρίστερά καί εξαφανίζόταν. Μετά από τη στροφή, ο Αντρέας τράβηξε δυνατά τα χαλίνάρία, σταμα­τώντας απότομα το άλογο που γλίστρησε καί χλίμίντρησε, καί κοίταξε τη θέα που απλωνόταν μπροστά του.

Στην άκρη ενός μεγάλου κόλπου, από τη μία άκρη του γκρεμού καί σχεδόν μέχρί την αμμουδίά, απλωνόταν το Κά­στρο που δεν έχεί το Όμοίό του.

Κοίτάζοντάς το, ο Αντρέας αναρωτήθηκε άλλη μία φορά τί εννοούσε ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας όταν του είπε ότί η ομορφίά του κάστρου εξαρτίόταν από το πώς αντίλαμβα- νόταν ο καθένας την ομορφίά. Ήταν ένα πολύ ευχάρίστο μέ­ρος, έτσί όπως έλαμπε κάτω από το λαμπρό φως, αλλά δεν ήταν δα καί τόσο όμορφο όσο ο κόλπος που έμοίαζε με μίσο- φέγγαρο καί η πράσίνη θάλασσα που λαμπίρίζε. Ακόμα, υπήρχε κάτί απροσδίόρίστα περίεργο στην εμφάνίσή του. Κάτί δεν πήγαίνε καλά, όμως δεν μπορούσε να καταλάβεί τί.

Μπερδεμένος, χτύπησε το άλογο του στα πλευρά κάνο­ντας το να τροχάσεί καί κατέβηκε προς την παραλία. Οί οπλές του αλόγου κρίτσάνίσαν στα βότσαλα, καί γρήγορα βρέθηκε να καλπάζεί πάνω από σκληρή άμμο, κατευθυνόμε- νο προς ένα φαρδύ μονοπάτί γεμάτο βράχία που οδηγούσε στο κάστρο.

Καθώς έφτασε στο μονοπάτί καί άρχίσε να το ανεβαίνεί, ο Αντρέας αντίλήφθηκε τί ήταν αυτό που έδίνε στον τόπο αυτή την ίδίόρρυθμη παραξενίά. Κανείς από τους τοίχους καί τους πυργίσκους δεν ήταν ίσίος' ήταν όλοί γερμένοί καί ρίπί- δωτοί. Ακόμα καί οί πόρτες καί τα παράθυρα ήταν στραβά,

225

Page 227: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

καί οί σκεπές τον έκαναν να αναρωτηθεί μήπως ήταν μεθυ­σμένος. Γέλασε ξαφνίκά μόνος του' αυτό το μέρος φαίνόταν πράγματί να είναί το κάστρο που δεν έχεί το όμοίο του, με την πίο κυρίολεκτίκή σημασία των λέξεων!

Το μονοπάτί φίδογύρίζε ανάμεσα σε κυρτούς τοίχους που ζάλίζαν τον Αντρέα καί μετά ανασηκωνόταν άνίσα όλο καί ψηλότερα, μέχρί που ο Αντρέας βρέθηκε μπροστά σε μία μεγάλη πόρτα που φαίνόταν ν’ αποτελείταί από έξί δίαφορε- τίκά σχήματα ταυτόχρονα. Ξεπέζεψε καί σήκωσε το βαρύ δα- κτύλίο του ρόπτρου με το σκαλίστό πλάσμα που έμοίαζε με δράκοντα, καί χτύπησε τρείς φορές. Ο ήχος αντήχησε κάπου από μέσα καί ο Αντρέας περίμενε, προσπαθώντας να μην κοί- τάζεί τίς τρελές γραμμές καί τίς καμπύλες που τον περίτρίγύ- ρίζαν.

Μετά από μερίκά λεπτά, ακούστηκαν αργά βήματα. Έγίνε μία μίκρή παύση καί μετά η στραβή πόρτα άνοίξε.

Η κοπέλα που στεκόταν εκεί είχε ξανθά μαλλίά, περίεργα κοντά γία γυναίκα, που έπεφταν μόνο μέχρί τους ώμους της. Τα μεγάλα γκρίζα μάτία της εστίαζαν στο άπείρο καί κοίταξε τον Αντρέα καί πέρα από αυτόν με τον ίδίο τρόπο που τον κοίταζαν τα αδέλφία του Κύρου. Χαμογέλασε ανέκφραστα καί δεν είπε τίποτα.

Ο Αντρέας καθάρίσε το λαίμό του σαστίσμένος καί είπε: «Καλή σου μέρα, είναί αυτό το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του;»

Καί τότε μία αντρίκή φωνή τού απάντησε απ’ τη δροσίά της σκίάς που επίκρατούσε πέρα απ’ το κατώφλί. «Πράγματί, αυτό είναί κύρίε. Σ' ευχαρίστώ Σαρίνα, μπορείς να επίστρέ- ψείς».

Η κοπέλα χαμογέλασε πάλί, στράφηκε καί περπάτησε αρ­

226

Page 228: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

γά προς το εσωτερίκό του κάστρου. Ο Αντρέας κοίταξε ξωπί- σω της καί η έκφρασή του πρέπεί να πρόδίδε τίς σκέψείς του, γίατί ο ομίλητής εμφανίστηκε από εκεί που ήταν αόρατος, βγήκε στο φως του ήλίου καί είπε ήρεμα: «Συγχωρήστε την παραξενίά της - είναί άλαλη καί τυφλή από γεννησίμίού της». Ο νεοφερμένος παρακολουθούσε το κορίτσί με συμπάθεία. Ήταν ένας γεροδεμένος, μεσόκοπος άντρας, με φρέσκο πρό­σωπο, γενείάδα καί πλούσία καστανά μαλλίά. Εάν το ρούχο του μπορούσε να είναί κρίτήρίο της κατάστασής του, θα πρέ­πεί να κατείχε πολύ καλή θέση στην κοίνωνία του κάστρου.

Ο άντρας στράφηκε καί κοίταξε τον Αντρέα. «Καλώς όρί­σες στο Κάστρο του Φτερωτού Δράκοντα, το Κάστρο που δεν έχεί το Όμοίό του», είπε. «Όπως βλέπείς, το μίκρό μας φρούρίο έχεί ονομαστεί σωστά».

«Πράγματί!» είπε ο Αντρέας. «Αναρωτίέμαί εδώ καί ώρα ποίος θα μπορούσε να έχεί χτίσεί ένα τέτοίο μέρος καί γίατί».

Ο άνθρωπος γέλασε «Το κάστρο χτίστηκε πρίν από πολλά χρόνία, γία κάποίον που είχε συνηθίσεί να ζεί σε δίάφορες δίαστάσείς ταυτόχρονα», είπε. «Η σταθερότητα τον αποπρο- σανατόλίζε -μία παράξενη, δηλαδή, ανωμαλία- κί έτσί έχτίσε το Κάστρο του Φτερωτού Δράκοντα. Όταν τελίκά πέθανε, ή ότί κί αν του συνέβη, η φυλή μας κατέλαβε το κάστρο. Θα το συνηθίσείς σε λίγο καίρό».

Ο Αντρέας κούνησε το κεφάλί του, καί μην έχοντας πεί- στεί καί πολύ, είπε: «Ναί, αλλά εγώ ψάχνω γία καταφύγίο γία μία-δυο νύχτες. Ταξίδεύω εδώ καί πολύ καίρό, καί τώρα χρείάζομαί καθοδήγηση, γίατί δεν ξέρω πού να πάω από δω καί πέρα».

«Τότε ρώτα!» είπε ο άντρας με μία γενναίόδωρη χείρονο- μία. «Εάν είναί στίς δυνάμείς μας, θα σε βοηθήσουμε».

227

Page 229: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Σ’ ευχαρίστώ πάρα πολύ. Ψάχνω το δρόμο γία τη Λή­θη».

Ο συνομίλητής του σκέφτηκε γία μία στίγμή. «Α!» είπε, «κατάλαβα. Ο καθένας με τα γούστα του, υποθέτω. Αλλά η αναζήτησή σου είναί περίεργη. Νομίζω ότί μόνο η Βασίλίσ- σα θα μπορέσεί να σε βοηθήσεί».

«Η Βασίλίσσα;» είπε ο Αντρέας με ξαφνίκή ανησυχία. Δεν ήξερε τίποτα από την ετίκέτα της Αυλής καί δεν τον ενθου­σίαζε καθόλου η προοπτίκή να συναντηθεί με έναν μονάρχη. Ο άλλος είδε το πρόσωπο του καί γέλασε. «Μην ανησυχείς, η Γαλάζία Βασίλίσσα είναί μία εξαίρετίκή κυρία καί της αρέσεί πάρα πολύ να συναντά ξένους καί να μίλά μαζί τους. Θα σε πάω αμέσως σ’ αυτήν. Άφησε το άλογό σου εδώ. Θα το φρο­ντίσουμε εμείς».

Μη νίώθοντας ακόμα πολύ άνετα, ο Αντρέας τον ακολού­θησε στο εσωτερίκό. Το περπάτημα στα κυματίστά πατώμα­τα έκανε δύσκολη την προσπάθεία του να σταθεί όρθίος, λες καί βρίσκόταν σε κατάστρωμα πλοίου πίασμένο σε θύελλα, ενώ τα χρώματα που απλώνονταν κατά βούληση πάνω στους τοίχους τού έφερναν πονοκέφαλο. Όμως ο σύντροφός του προχωρούσε με άνεση καί τελίκά τον οδήγησε σε μία μίκρή πόρτα, που στεκόταν μόνη της στην κορυφή μίας μίκρής, θε­όστραβης σκάλας. Χτύπησε, καί μία γυναίκεία φωνή τούς κάλεσε από μέσα να περάσουν. Η Γαλάζία Βασίλίσσα δίάβαζε δίπλα στο παράθυρο, αλλά καθώς έσκυψαν καί μπήκαν, άφησε το βίβλίο της κάτω καί σηκώθηκε να τους χαίρετήσεί.

«Κυρία...» Ο σύντροφος του Αντρέα υποκλίθηκε καί ο Αντρέας επίσης. «Συγνώμη που σας ενοχλούμε, αλλά έχουμε έναν επίσκέπτη, έναν ξένο».

«Έναν ξένο - τί ωραία!» χαμογέλασε η Βασίλίσσα ευτυχί-

228

Page 230: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σμένα. Ο Αντρέας παρατήρησε πόσο μίκροσκοπίκή ήταν. «Έχουμε λίγοστούς ξένους αυτόν τον καίρό. Ίσως μπορείτε να μας πείτε περίσσότερα γία το τί συμβαίνεί στον έξω κό­σμο».

«Φοβάμαί ότί θα σας απογοητεύσω, κυρία», είπε ο Αντρέ­ας δίστακτίκά. «Δεν έχω ενδίαφερθεί καθόλου γία τον κόσμο, εκτός μόνο σε σχέση με τη δίκή μου αναζήτηση».

«Έχεί περίεργα γούστα», είπε ο γεροδεμένος άντρας επεμ- βαίνοντας. «Ψάχνεί το δρόμο γία τη Λήθη».

Γία μία στίγμή η Βασίλίσσα φάνηκε να εκπλήσσεταί. Ύστερα η έκπληξη έδωσε τη θέση της στο ενδίαφέρον. «Κα­τάλαβα», είπε στον άλλον άντρα. «Θα μας αφήσείς τώρα; Θα ήθελα να μίλήσω στον ξένο μόνη».

«Όπως θέλετε κυρία». Ο άντρας σήκωσε τα φρύδία του προς τον Αντρέα, υποκλίθηκε καί βγήκε.

«Τώρα λοίπόν», είπε η Βασίλίσσα δείχνοντας ένα έπίπλο που φαίνόταν να είχε ξεφυτρώσεί από το πάτωμα καί έμοίαζε με καρέκλα, «κάθίσε εκεί, καί πες μου πρώτα απ’ όλα το όνο­μα σου».

Ο Αντρέας τής το είπε, καί μετά της έκανε μία περίγραφή του ταξίδίού του, εξηγώντας τους λόγους που βρίσκόντου- σαν πίσω από αυτό. Καθώς μίλούσε, παρατηρούσε καί ανέ­λυε την εμφάνίση της Βασίλίσσας. Ήταν κάπως ηλίκίωμένη καί τα χρόνία είχαν αφήσεί το σημάδί τους επάνω της. Πρέ­πεί να υπήρξε γυναίκα σπάνίας ομορφίάς' η μίκροσκοπίκή της φίγούρα δίατηρούσε ακόμη την αίσθηση του λουλουδί- ού στο οποίο η ηλίκία είχε προσθέσεί τη χάρη. Χτένίζε τα γκρίζα της μαλλίά ψηλά σε κότσο καί στο κεφάλί της φορού­σε ένα περίεργο καπέλο από το οποίο κρεμόταν ένα βέλο που το είχε τυλίξεί καλλίτεχνίκά πάνω απ’ τους ώμους της. Δεν

229

Page 231: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

υπήρχε τίποτα από την παραδοσίακή βασίλίκή μεγαλοπρέ- πεία στην εμφάνίσή της. Ωστόσο υπήρχε μία δύναμη σ’ αυ­τήν, μία αύρα σοφίας καί ηγεσίας τόσο δυνατή, που σχεδόν μπορούσες να την αγγίξείς.

Όσο ο Αντρέας μίλούσε, τον άκουγε πολύ προσεκτίκά, καί όταν τελείωσε, έμείνε μερίκά λεπτά σίωπηλή πρίν εκφράσεί ένα ουδέτερο «Χμ, κατάλαβα».

Ο Αντρέας περίμενε να πεί κάτί περίσσότερο καί όταν είδε ότί δεν είπε τίποτε άλλο, προσπάθησε να τη ρωτήσεί. «Πί- στεύετε ότί μπορείτε να με βοηθήσετε;»

Η Γαλάζία Βασίλίσσα σήκωσε τα μάτία της καί τον κοίτα­ξε, «Δε γνωρίζω. Εξαρτάταί από πολλά πράγματα. Αυτό το βίβλίο γία το οποίο μίλησες ...».

«Η Βίβλος του Παράδοξου».«Ναί, το έχείς εδώ τώρα;» Ο Αντρέας έβγαλε το βίβλίο

από το ζωνάρί του καί το έδωσε στη Βασίλίσσα. Εκείνη το άνοίξε, γύρίσε τίς σελίδες συλλογίσμένη καί τελίκά είπε: «Ποίος σου είπε το τελευταίο παράδοξο;»

Ο Αντρέας έβαλε το μυαλό του να θυμηθεί «Αυτό το οποίο αναφέρεταί σε τούτο το κάστρο ...»

«Όχί, όχί αυτό. Εκείνο που λέεί “δώσε μεγάλη σημασία στα λόγία της άλαλης”»

Ξαφνίασμένος ο Αντρέας, σηκώθηκε καί κοίταξε πάνω από τον ώμο της Βασίλίσσας. Όπως είχε συμβεί καί άλλες φορές πρίν, οί λέξείς ήταν εκεί που προηγουμένως δεν υπήρχε τίποτα: «Δώσε μεγάλη σημασία στα λόγία της άλαλης καί πρόσεξε καλά όσα κοίτάζεί, γίατί είναί τυφλή».

Τότε θυμήθηκε κάτί που ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας είχε πεί κατά τη δίάρκεία των τελευταίων λεπτών της ζωής του. Μία συμβουλή στην οποία εκείνη την στίγμή δεν είχε

230

Page 232: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

δώσεί ίδίαίτερη σημασία. Αλλά ήταν μία ίδίόρρυθμη συμ­βουλή σε ύφος παράδοξου. ...

«Θυμάμαί τώρα», είπε. «Μου το είπε ο Περίπλανώμενος Πρίγκίπας»...

Η Γαλάζία Βασίλίσσα τον κοίταξε ερωτηματίκά. «Συνά­ντησες τον Περίπλανώμενο Πρίγκίπα;»

«Τον συνάντησα στίς ακτές του Γυάλίνου Ωκεανού, ανά­μεσα στα ερείπία της Ατλαντίδας. Δεν πάνε δυο μέρες που τον είδα», της είπε ο Αντρέας.

«Μα αυτό είναί αδύνατον! Η πίο κοντίνή προσίτή ακτή εκτός από το δίκό μας κόλπο είναί έντεκα μέρες από δω, καί μάλίστα με γρήγορα καλπασμό».

Ο Αντρέας συνοφρυώθηκε «Μα τον είδα ... μερίκές λεύ­γες νότία βρίσκονταί τα ερείπία της δίκής του πόλης. Του μί­λησα. Μου είπε γία το Κάστρο του Φτερωτού Δράκοντα - καί μάλίστα μου ζήτησε να σας δίαβίβάσω τους χαίρετίσμούς του!»

Η Βασίλίσσα αναστέναξε καί κούνησε το κεφάλί της. «Δεν αμφίβάλλω γί’ αυτά που λες, Αντρέα, αλλά ούτε ένας από τους ανθρώπους μου δεν έχεί ποτέ ανακαλύψεί αυτόν τον κόλπο καί τη χαμένη πόλη. Εάν το είχαμε βρεί, το ταξίδί του Περίπλανώμενου Πρίγκίπα θα είχε τελείώσεί εδώ καί πολύ καίρό, δίότί μας έχεί επίσκεφτεί πολλές φορές. ... Α! Τί πα­ράξενος κόσμος!»

Σηκώθηκε καί άνοίξε το παράθυρο, σαν να περίμενε από τη θαλασσίνή αύρα να της καθαρίσεί το μυαλό. Ύστερα χτύ­πησε τα χέρία της μία φορά καί στράφηκε προς το μέρος του.

«Πες μου τώρα. Αυτά τα λόγία του παράδοξου σημαίνουν τίποτα γία σένα;»

231

Page 233: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Όχί, ... δε νομίζω».«Μάλίστα. Άκουσέ με Αντρέα, δεν μπορώ να σου πω πού

βρίσκεταί η Λήθη ή πού μπορείς να τη βρείς, αλλά πίστεύω πράγματί ότί ο ζωτίκός σύνδεσμος γί’ αυτή την αποστολή βρίσκεταί εδώ, στο Κάστρο του Φτερωτού Δράκοντα».

Σταμάτησε γίατί τη δίέκοψε ένα δίστακτίκό χτύπημα στην πόρτα. «Περάστε!»

Η τυφλή κοπέλα, η Σαρίνα, μπήκε μέσα. Ψηλαφητά βρή­κε το δρόμο της από το κατώφλί καί χαμογέλασε ελπίδοφόρα προς τον απέναντί τοίχο. Στο ένα χέρί κρατούσε ένα μίκρό ασημένίο κουδουνάκί.

Η Γαλάζία Βασίλίσσα σηκώθηκε. «Σαρίνα, είναί ώρα γία το δείπνο;»

Το κορίτσί έγνεψε ζωηρά. «Ωραία λοίπόν, πήγαίνε καί χτύπα το κουδούνί σου».

Η Σαρίνα υποκλίθηκε καί έφυγε. Καθώς κατηφόρίζε τίς σκάλες, ο ήχος από το κουδουνάκί της αντήχησε στο δωμά­τίο.

Η Βασίλίσσα χαμογελούσε σχεδόν μητρίκά όσο η Σαρίνα ήταν στο δωμάτίο, καί ύστερα στράφηκε στον Αντρέα καί το πρόσωπό της σοβάρεψε. «Καταλαβαίνείς τώρα τί εννοώ;»

Ο Αντρέας έγνεψε καταφατίκά. «Πίστεύετε πως η Σαρίνα κρατάεί το κλείδί;»

«Ναί. Κάπου μέσα της, ίσως στα κρυμμένα βάθη του μυα­λού της, υπάρχεί η γνώση που χρείάζεσαί γία να συνεχίσείς την αναζήτησή σου. Το πρόβλημα που αντίμετωπίζουμε εί­ναί να φέρουμε αυτή τη γνώση στην επίφάνεία. Θα της μίλή- σω καί θα της εξηγήσω γίατί είσαί εδώ καί πού πηγαίνείς, αλ­λά στ' αλήθεία αμφίβάλλω αν η ιδία συνείδητοποίεί αυτό που γνωρίζεί». Ύστερα είδε την έκφραση του Αντρέα. «Μη

232

Page 234: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

γίνεσαί τόσο κατηφής! Είμαί γοητευμένη από την ίστορία σου καί είμαί αποφασίσμένη να βρω έναν τρόπο να σε βοη­θήσω. Μέχρί που να το κάνω, θα μείνείς εδώ ως φίλοξενού- μενός μου». Του χαμογέλασε καί του έδωσε το χέρί της. «Πη­γαίνουμε κάτω γία το δείπνο;»

Το βραδίνό γεύμα στο Κάστρο του Φτερωτού Δράκοντα ήταν πολύ θορυβώδες. Μία φασαρίόζίκη δίαδίκασία στην οποία όλοί, από τον πίο υψηλά ίστάμενο έως τον τελευταίο, έτρωγαν μαζί. Τα φαγητά αποτελούνταν κυρίως από πολλά είδη εξωτίκών ψαρίών. Τα ποτά ήταν άφθονα, καί η συζήτη­ση καί το κουτσομπολίό έρρεαν όπως η παλίρροία.

Ο Αντρέας κάθίσε στ’ αρίστερά της Βασίλίσσας - μία πο­λύ τίμητίκή θέση που συνήθως δίνόταν στους φίλοξενούμε- νους. Απέναντι του καθόταν η Σαρίνα, που μολονότί ίσα που ακουμπούσε τα πίάτα που έφερναν μπροστά της, φαίνόταν τόσο χαρούμενη καί ευτυχίσμένη όσο καί η υπόλοίπη παρέα.

Ο Αντρέας μπορούσε να την περίεργάζεταί ελεύθερα, γία­τί φυσίκά δεν υπήρχε περίπτωση οί ματίές του να την προ­σβάλουν. Δεν ήταν πολύ όμορφη, αλλά το λεπτό της πρόσω­πο καί η κομψή φίγούρα της είχαν μία εξωτίκή γοητεία, ενώ τα ξανθά της μαλλίά έλαμπαν σαν να τα είχε γυαλίσεί ο ίδίος ο ήλίος. Καί τότε ο Αντρέας σκέφτηκε ότί ήταν πράγματί κρί­μα - τα γκρίζα, τυφλά μάτία της ήταν ίσως τα ωραίότερα που είχε δεί ποτέ.

Κατά τη δίάρκεία του δείπνου έκανε δίάφορες προσπά- θείες να της μίλήσεί, αλλά αντίλήφθηκε ότί εκείνη είτε δεν τον άκουγε είτε δεν ενδίαφερόταν να ανοίξεί συζήτηση μαζί του. Καί βέβαία υπήρχαν πολλά άλλα πράγματα που τρα­βούσαν την προσοχή του. Οί άνθρωποί του κάστρου ήταν

233

Page 235: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

φίλίκοί καί ανοίχτοί, καί είχε ήδη αρχίσεί να αίσθάνεταί πολύ άνετα μαζί τους. Έμοίαζαν να ασχολούνταί με πράγματα που αγαπούσαν' είχαν πολλούς φίλους καί καθόλου εχθρούς, καί καθώς το δείπνο προχωρούσε, ο Αντρέας πείθόταν όλο καί περίσσότερο ότί ο τρόπος της ζωής τους ήτα ίδεώδης.

Εκείνοί που κάθονταν κοντά του είχαν όλη τη δίάθεση να ακούσουν την ίστορία καί τίς περίπέτείές του, καί τον παρό­τρυναν να τα πεί καί να τα ξαναπεί. Μετά από λίγο, βρέθηκε να απευθύνεταί στη Σαρίνα περίσσότερο από τους άλλους, καί τώρα τον άκουγε κί εκείνη με ενδίαφέρον. Οί δίηγήσείς που είχε να κάνεί ήταν μακροσκελείς καί έπίνε τακτίκά γία να μαλακώσεί το λαίμό του - ή τουλάχίστον έτσί έλεγε στον εαυ­τό του. Όποτε το ποτήρί του άδείαζε, κάποίος χαμογελαστός υπηρέτης το γέμίζε αμέσως, καί καθώς το κρασί έρρεε άφθο­νο, οί ίστορίες γίνόντουσαν όλο καί πίο υπερβολίκές καί απί­θανες, μέχρί που η Σαρίνα έβαλε το χέρί της στο στόμα της καί ο Αντρέας είδε ότί οί ώμοί της τραντάζονταν. Ξαφνίκά συνείδητοποίησε ότί αν είχε φωνή θα γελούσε δυνατά.

Σταμάτησε απότομα να μίλάεί. Δεν υπήρχε τίποτα το δία- σκεδαστίκό σ' αυτή τη δ ίήγηση . Πόσο πολύ πονούσε το κε­φάλί του! Όλη η αίθουσα του δείπνου τρεμόπαίζε στα μάτία του κί ό,τί βρίσκόταν σ’ αυτήν άρχίσαν να πηγαίνεί πέρα-δώ- θε, όπως η κούνία.

Τον έπίασε λόξυγκας καί μετά αντίλήφθηκε τη Βασίλίσσα που προσπαθούσε χωρίς επίτυχία να ελέγξεί την ευθυμία της.

«Αντρέα, το κρασί μας είναί υπερβολίκά δυνατό γία σένα», είπε. «Έπρεπε να σε είχα προείδοποίήσεί!» Ύστερα στράφηκε στο τυφλό κορίτσί, «Σαρίνα, οδήγησε σε παρακαλώ τον κα­λεσμένο μας στον τρίανταφυλλένίο πύργο. Έχουν ετοίμάσεί μία σουίτα γί’ αυτόν εκεί».

234

Page 236: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Το δωμάτίο αναπήδησε πάλί καθώς η Σαρίνα ήρθε γύρω- γύρω από το τραπέζί. Με πρόσωπο κατακόκκίνο καί τρομε­ρά ντροπίασμένος, ο Αντρέας την ακολούθησε καταβάλλο­ντας μεγάλη προσπάθεία γία να περπατήσεί ίσία καί σταθερά. Στην πόρτα στράφηκε να χαμογελάσεί απολογητίκά στη συ- ντροφίά, αλλά όλοί είχαν γυρίσεί στο φαγητό καί στο ποτό τους. Βίαστίκά, ο Αντρέας ακολούθησε τη Σαρίνα στο δίά­δρομο καί έκλείσε πίσω του την πόρτα.

Η κοπέλα πρέπεί να ζούσε στο Κάστρο του Φτερωτού Δράκοντα όλη της τη ζωή, γίατί γνώρίζε κάθε σπίθαμή του χώρου, κάθε στροφή καί κάθε πέρασμα, κάθε στραβή σκάλα καί κεφαλόσκαλο. Κρατούσε τον Αντρέα από το μπράτσο -γία να τον στηρίζεί καί όχί γία να καθοδηγείταί η ιδία- κί εκείνος ήταν ευχαρίστημένος γί’ αυτό στην κατάσταση που βρίσκόταν. Έφτασαν τελίκά στον τρίανταφυλλένίο πύργο, που ονομαζόταν έτσί επείδή έβλεπε προς τη Δύση καί οί τοί- χοί του έπαίρναν την κοκκίνωπή ανταύγεία του ήλίου που έδυε κάθε βράδί. Ανέβηκαν στην κορυφή του. Εδώ, όπως εί­χε πεί η Βασίλίσσα, βρίσκόταν μία περίποίημένη σουίτα καί εδώ ήταν που επρόκείτο να μείνεί ο Αντρέας.

Η Σαρίνα δεν μπήκε μέσα. Ο Αντρέας στράφηκε προς το μέρος της. «Σ’ ευχαρίστώ πάρα πολύ γία τη βοήθείά σου», εί­πε προσπαθώντας, όχί καί με μεγάλη επίτυχία, να μην μπερ- δεύεί τα λόγία του. «Σου είμαί ευγνώμων».

Η Σαρίνα έκανε μία χείρονομία, σαν να έλεγε καληνύχτα. Έφυγε καί κατέβηκε τίς σκάλες, αφήνοντας τον Αντρέα να συνέλθεί καί ν’ ανακτήσεί τίς δυνάμείς του στη μοναξίά του.

235

Page 237: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 238: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XVIII. Η ΣΕΛΗΝΗ -

Η κάρτα αυτή μπορεί να εκληφθεί ως κάρτα των διακυμάνσεων, μιας και συμβολίζει τις φάσεις της σελήνης — τις φάσεις της "χάσης" και της "φέξης". Η εμφάνιση της κάρτας σημαίνει εξαπά­τηση, σφάλματα, απρόβλεπτους κινδύνους, καθώς και τη δημιουργία μιας κατάστασης που απειλεί αγαπημένο πρόσωπο. Λέγεται επίσης πως η κάρτα αυτή δείχνει ότι πνευματιστικές δυνάμεις βρί­σκονται επί το έργον.

237

Page 239: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

O l m e pe e ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΑΡΓΑ στο Κάστρο του Φτερωτού Δρά­κοντα. Η ζωή κυλούσε ήρεμη κί εύκολη, καί μία αίσθηση γα­λήνης πλημμύρίζε ολόκληρη την κοίνότητα. Έτσί, σύντομα το ταλαίπωρημένο μυαλό του Αντρέα ηρέμησε από τη γαλή- νία ατμόσφαίρα που επίκρατούσε. Έκανε πολλούς φίλους καί άρχίσε να ξεκουράζεταί καί να ηρεμεί τόσο όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του, τουλάχίστον εδώ καί πάρα πολύ καίρό. Αλλά κάτω απ’ τη γαλήνη, τα παλίά αίσθήματα επέστρεφαν, αν καί είχαν αμβλυνθεί από τίς εμπείρίες που είχε βίώσεί στο πρό­σφατο παρελθόν. Άρχίσε να νοσταλγεί καί πάλί την Αρέθου­σα, να αναζητά το στοίχείο που θα ξεδίάλυνε το παράδοξο, να αναρωτίέταί αν θα έβρίσκε ποτέ τη Λήθη. Εκείνες τίς ώρες, ακόμα κί αυτοί που ήταν πολύ κοντά του δεν μπορούσαν να τον παρηγορήσουν, κί έτσί σέλωνε το άλογό του καί έκανε μο- ναχίκούς περίπάτους, μέχρί που οί σκέψείς που συνωστίζο­νταν καί ταλαίπωρούσαν το μυαλό του να ηρεμήσουν. Μερί- κές φορές κάλπαζε πάνω στη σκληρή άμμο κατά μήκος του κόλπου, κάτω από τον αστραφτερό ήλίο, αφήνοντας τον αέρα να φυσάεί στο πρόσωπό του καί άλλες φορές σταματούσε καί καθόταν στην άκρη της θάλασσας, κλοτσώντας τα βοτσαλά- κία που γέμίζαν την ακτή. Πολλές φορές επίθυμούσε να μπο­ρούσε να κολυμπήσεί στον κρύο πράσίνο ωκεανό όπως ο Πε­ρίπλανώμενος Πρίγκίπας καί να βρεί εκεί τη γαλήνη του.

Δεν έβλεπε πολύ τη Βασίλίσσα. Ήξερε ότί περνούσε πολύ καίρό στα δίαμερίσματά της προσπαθώντας να βρεί απαντή- σείς γία το πρόβλημά του καί της ήταν ευγνώμων γί’ αυτό. Είχε μίλήσεί στη Σαρίνα, όπως του είχε υποσχεθεί, αλλά το κορίτσί δεν έδείξε καμία ανταπόκρίση. Προφανώς είχε πλή­ρη άγνοία της δίκής της συμμετοχής στην αναζήτηση του Αντρέα.

238

Page 240: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ωστόσο, ήρθε η μέρα που η Γαλάζία Βασίλίσσα αναζήτη­σε τον Αντρέα στα δίαμερίσματά του. Φαίνόταν ίδίαίτερα χα­ρούμενη.

«Αντρέα», είπε καί κάθίσε σε μία καρέκλα, «νομίζω ότί επί- τέλους αρχίζω να σπάω το φράγμα».

Το βίβλίο που αυτός ξεφύλλίζε αδίάφορα έπεσε απ’ τα χέρία του καί κύλίσε στο πάτωμα. Την κοίταξε με ελπίδα καί έξαψη.

Η Βασίλίσσα βολεύτηκε στο κάθίσμά της καί του εξήγη­σε: «Η Σαρίνα δεν έχεί ακόμη συνείδητοποίήσεί τη γνώση της απάντησης σ’ αυτό το παράδοξο», του είπε, «αλλά οί δί- κοί μου δίαλογίσμοί μ’ έφεραν στο συμπέρασμα ότί ο φτερω­τός δράκοντας μπορεί να τη βοηθήσεί να το ανασύρεί στην επίφάνεία».

Κοίταξε με χαρά τον Αντρέα καί είδε ότί τα λόγία της δεν του έλεγαν τίποτα. Αυτός συνοφρυώθηκε καί ετοίμάστηκε να μίλήσεί, αλλά τον σταμάτησε.

«Δεν ξέρείς την ίστορία του ονόματος του κάστρου μας, δεν είν' έτσί;»

«Όχί. Πολλές φορές αναρωτήθηκα, αλλά ποτέ δεν έμα­θα», συμφώνησε ο Αντρέας.

«Λοίπόν, θα σου την πω. Έχείς δεί ποτέ σου φτερωτό δράκοντα;»

«Μόνο στα βίβλία της μυθολογίας».Η Βασίλίσσα κούνησε το χέρί της περίφρονητίκά. «Μυθο­

λογία, ε; Μερίκοί άνθρωποί είναί τόσο τυφλοί που δεν μπο­ρούν να δουν την αλήθεία, ακόμη καί όταν στέκεταί μπροστά τους καί τους κοίτάζεί καταπρόσωπο. Αντρέα, αυτό το κά­στρο ονομάστηκε έτσί γίατί ένας φτερωτός δράκοντας έζησε κάποτε σ' αυτούς τους λόφους που υψώνονταί στα βόρεία».

239

Page 241: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Αντρέας άφησε την πληροφορία να είσχωρήσεί στο μυαλό του, ενώ κοίτούσε έξω από το παράθυρο. Οί γκρεμοί καί οί πλαγίές ανέβαίναν απ’ τη θάλασσα καί παραχωρούσαν τη θέση τους σε κάτί λόφους προς τα βόρεία, που μόλίς δία- κρίνονταν. Κατόπίν συνείδητοποίησε ότί η βασίλίσσα μίλού- σε πάλί καί γύρίσε να την ακούσεί.

«Ο φτερωτός δράκοντας υίοθετήθηκε ως προστάτης καί σύμβουλος των ανθρώπων του κάστρου - ένα μαντείο θα μπορούσες να το πείς. Τέσσερίς φορές το χρόνο γίνονταν προσφορές στο σπήλαίό του, στην ψηλότερη κορφή αυτών των λόφων, καί εκεί δίνονταν οί συμβουλές που του ζητού­σαν εκείνοί που τίς είχαν ανάγκη. Όλα αυτά άρχίσαν πολλά- πολλά χρόνία πρίν, μολονότί δε γνωρίζουμε αν ο φτερωτός δράκοντας ζεί ακόμα στη φωλίά του. Πάντως, οί παραδο- σίακές τελετουργίες τηρούνταί ακόμα».

«Παρακολουθώ με μεγάλη προσοχή αυτά που λες, κί αυ­τή είναί μία γοητευτίκή ίστορία, αλλά δε βλέπω σε τί μπορεί να με βοηθήσεί», είπε ο Αντρέας. Η Βασίλίσσα κούνησε το δάχτυλό της καλοσυνάτα προς αυτόν. «Α! Είσαί ανυπόμονος, πολύ ανυπόμονος! Στα πίο πρόσφατα χρόνία, δεν είχαμε απευθείας συμβουλές από το φτερωτό δράκοντα, αλλά πα­ράξενα πράγματα ακόμη συμβαίνουν. Η ατμόσφαίρα στίς τρίμηνίαίες τελετουργίες μπορεί να περίγραφεί, νομίζω, ως ίδίαίτερα πνευματίστίκή, λες καί οί θεοί οί ίδίοί βρίσκονταί μαζί μας. Σε όλες αυτές τίς περίπτώσείς, οί άνθρωποί έχουν την τάση να λένε καί να κάνουν πράγματα που φαίνονταί να μην έχουν καμία σημασία, αλλά αργότερα ανακαλύπτουμε ότί ήταν πάρα πολύ σημαντίκά. Ο λόγος γί’ αυτό δε μας είναί γνωστός, αλλά εγώ έχω δύο θεωρίες.

Η πρώτη είναί ότί οί δυνάμείς που είναί παρούσες σ’ αυ­

240

Page 242: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τές τίς περίπτώσείς, οποίες κί αν είναί, μπορεί να χρησίμο- ποίούν αυτούς τους ανθρώπους σαν ενδίάμεσους γία την επίκοίνωνία τους μαζί μας. Αυτό είναί γνωστό ότί συνέβαίνε στο παρελθόν, αλλά προσωπίκά προτίμώ τη δεύτερη θεωρία, η οποία είναί ότί η δύναμη των τελετουργίών υπηρετεί σαν ένα κλείδί που ξεκλείδώνεί την πόρτα του μυαλού, ξεκλείδώ- νοντας έτσί καί τη γνώση που μέχρί τώρα ήταν κρυμμένη».

Επίτέλους ο Αντρέας έπίασε το νόημα των όσων έλεγε η Βασίλίσσα. «Τότε λοίπόν, αυτή η δύναμη ή ό,τί είναί αυτό - θα μπορούσε να έχεί την ιδία επίδραση καί στη Σαρίνα!»

Η Βασίλίσσα έγνεψε καταφατίκά. «Ακρίβώς!»«Πότε είναί η επόμενη τελετουργία;» Η Βασίλίσσα χαμο­

γέλασε «Σε δύο μέρες έχουμε το Θερίνό Ηλίοστάσίο. Η Σα­ρίνα πρόκείταί να λάβεί ενεργό μέρος σε αυτή την τελετουρ­γία». Σηκώθηκε καί κίνήθηκε προς την πόρτα. «Άρα λοίπόν, σκέψου το αυτό γία λίγο, Αντρέα - ίσως να είμαστε πολύ πίο κοντά στη λύση του προβλήματος απ’ ό,τί φανταζόμασταν».

Η τελετουργία πραγματοποίήθηκε όπως είχε σχεδίαστεί, ένα ζεστό πρωίνό δύο μέρες αργότερα. Ο Αντρέας απογοητεύτη­κε, γίατί δεν μπορούσε να την παρακολουθήσεί ο ίδίος. Όπως του εξήγησε η Βασίλίσσα, μόνον εκείνοί που ήταν μυημένοί καί προετοίμασμένοί γία την τελετή είχαν δίκαίωμα συμμετοχής. Έτσί, αντί να βρίσκεταί εκεί, έμείνε στη πλάτω­μα ενός πύργου, σκύβοντας από το επίκίνδυνο παραπέτο γία να παρακολουθήσεί την πομπή που ξετυλίγόταν στο δρόμο γία το κάστρο. Κίνούνταν αργά, οί μακρίνές φίγούρες τους θολές μέσα στη ζέστη. Άρχίσαν να ανηφορίζουν ένα στενό χορταρίασμένο δρομάκί που οδηγούσε στην καρδίά των λό­φων. Ο Αντρέας τέντωσε τα μάτία του μέχρί που έπαψε να

241

Page 243: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

φαίνεταί κί ο τελευταίος, καί κατόπίν έφυγε απρόθυμα από τη σκοπίά του καί κατέβηκε κάτω γία να περίμένεί.

Γύρίσαν με τη δύση του ήλίου, με άδεία χέρία καί εξα- ντλημένοί, καί ο Αντρέας πήγε να τους προϋπαντήσεί. Τα μάτία του πρόδίδαν την ερώτηση πρίν καν τη ρωτήσεί, καί η Γαλάζία Βασίλίσσα χαμογέλασε.

«Πρέπεί να της δώσείς χρόνο. Όταν συνείδητοποίήσεί -αν συνείδητοποίήσεί- δεν ξέρω με ποίον τρόπο θα το δείξεί. Ίσως εσύ να είσαί ο καλύτερος κρίτής καί όχί εγώ, αλλά δώσε της χρόνο».

Από τότε ο Αντρέας βρέθηκε να περνάεί όλο καί περίσσό­τερο καίρό στη συντροφίά της Σαρίνα. Δεν είχε αυταπάτες γία τους λόγους αυτής της παρέας' ο μόνος του σκοπός ήταν να την παρακολουθεί καί να βλέπεί τυχόν ενδείξείς ότί τα κρυμμένα μυστίκά που φώλίαζαν στο μυαλό της ίσως ερχό­ντουσαν στην επίφάνεία. Μερίκές φορές αίσθανόταν ένοχος καί ντρεπόταν, γίατί η κοπέλα πάντα χαίρόταν ίδίαίτερα να βρίσκεταί μαζί του καί θεωρούσε την προσοχή που της έδεί- χνε μεγάλη φίλοφρόνηση. Ωστόσο, παρά τίς προσωπίκές του προθέσείς, ο Αντρέας έβρίσκε ευχάρίστες τίς ώρες που περνούσαν μαζί, γίατί παρ' όλες τίς αναπηρίες της, η Σαρίνα ήταν εξαίρετίκή συντροφίά.

Ένα πρωίνό τη βρήκε να κάθεταί στο ανοίχτό παράθυρο στο δωμάτίο της, με το πρόσωπο στραμμένο προς τη ζεστα- σίά του ήλίου. Ύφαίνε, κί ο Αντρέας δεν μπορούσε να αντί- σταθεί να μη ρίξεί μία ματίά στην ταπετσαρία που σχεδόν κό­ντευε να τελείώσεί. Κοίταζε το έργοχείρό της γία πολλή ώρα καί μετά είπε σίγανά:

«Σαρίνα, όλο αυτό είναί δίκό σου έργο;» Εκείνη κοκκίνίσε ελαφρά καί έγνεψε καταφατίκά. Ο Αντρέας ξανακοίταξε την

242

Page 244: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ταπετσαρία: τα γλυκά χρώματα, συνδυασμένα με πολύ ίδίόρ- ρυθμες αντίθέσείς, τίς μίκρές τερατώδείς φίγούρες, τα τερά- στία λουλούδία απ’ τους κήπους της φαντασίας της' όλα φαίνονταν να αντανακλούν τους ανεκπλήρωτους πόθους της, τη μίσοκρυμμένη λαχτάρα να την κοίτάξουν καί να της μίλήσουν.

Είχε στραμμένη την πλάτη της προς αυτόν τώρα, κί εκεί­νος δίέσχίσε το δωμάτίο καί άπλωσε τα χέρία του στους ώμους της.

«Αγαπάς τον αέρα καί τον ήλίο, δεν είν' έτσί;» τη ρώτησε.Η Σαρίνα κούνησε καταφατίκά το κεφάλί της, πολύ αργά.«Μου φαίνεταί άδίκο που βγαίνείς έξω σε τόσο λίγες πε-

ρίπτώσείς», είπε σχεδόν μίλώντας στον εαυτό του. Ύστερα, μία καίνούρία σκέψη τού πέρασε από το μυαλό. Έπίασε καί τα δυο της χέρία καί τη σήκωσε όρθία. «Θα πάμε ίππασία!» της είπε. «Θα πάμε στην παραλία τώρα που η παλίρροία είναί χαμηλά καί έχεί πολλά χίλίόμετρα άμμο γία μας. Θέλείς;»

Η Σαρίνα χάρηκε πάρα πολύ καί ξεκίνησαν. Καθώς ,άδί- ζαν με τ’ άλογα σε ρυθμό περίπάτου κατά μήκος της γραμ­μής όπου έφτανε η παλίρροία, ο Αντρέας κρατούσε το άλογό της γερά από το χαλίνάρί καί η ευτυχία της Σαρίνα καθρεφτί- ζόταν στο πρόσωπό της. Ήταν μία απόλαυση που πάντα λα­χταρούσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνεί ίππασία μόνη της κί εκείνο τον καίρό οί άνθρωποί προφανώς είχαν πολύ λίγο χρόνο γία να πάνε μαζί της. Μπορούσε να ακούσεί τη φωνή του Αντρέα καθώς της περίέγραφε το τοπίο, μπορούσε να νίώσεί την παρουσία του κοντά τ η ς . Η Σαρίνα προσευχή­θηκε να υπήρχαν κί άλλες, πολλές μέρες σαν κί αυτήν.

Καί υπήρξαν πολλές τέτοίες μέρες. Πήγαίναν γία ίππασία ή περπατούσαν στην παραλία, κί ο Αντρέας έβρίσκε μίκρά, στρί-

243

Page 245: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

φ ο γ υ ρ ίσ τ ά κ ο χ ύ ϊ ία κ α ί τη ς τα έδ ίνε ν α τα πά ρ εί στα χέρ ία τη ς κ α ί ν α τα αγγίξε ί. Τ η ς π ερ ίγ ρ α φ ε τα χρ ώ μ α τά το υ ς , κ ί εκείνη, π ο υ έβλεπε π ο λ λ ά χρ ώ μ α τα με τη ν εσ ω τερ ίκή ματίά , αλλά δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τα ονομάσεί, π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ε ν α τα τα ίρ ίά ξεί με τα

χ ρ ώ μ α τα τη ς φ α ν τα σ ία ς τη ς . Κ α θ ό ντο υ σ α ν μ α ζ ί στη σ κ ίά τω ν β ρ ά χ ω ν κ α ί ά κ ο υ γ α ν τ ίς κ ρ α υ γ έ ς α π ό τα θ α λ α σ σ ο π ο ύ λ ία κ α ­θ ώ ς π ετο ύ σ α ν α π ό π ά ν ω το υ ς . Τ α β ρ ά δ ία ο Α ντρ έα ς τ ή ς δ ίά - β α ζε , ζω ν τα ν εύ ο ν τα ς τα β ίβ λ ία π ο υ γ ία κείνη δ εν ή τα ν τ ίπ ο τα

περίσσότερο από νεκ ρ ά αντίκείμενα μ έχρ ί τότε.Κ α τό π ίν ή ρ θ α ν ο ί νύ χτες ...Ο Α ν τρ έα ς δ εν ε ίχε π ο τέ , ο ύ τε σ τ ίς π ίο ά γ ρ ίε ς φ α ν τα σ ίώ -

σείς το υ , τ η ν π ρ ό θ εσ η ν α π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ί η σχέση τ ο υ ς κ α ί ν α γ ί-

νε ί τόσ ο στενή , αλλά η κ ατά σ τασ η το ν είχε ξεπ ερά σ εί κ α ί π ρ ίν το σ υ νε ίδη το π ο ίή σ ε ί, γ ία λ ό γ ο υ ς π ο υ δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ούτε κα ν ν α α ρ χ ίσ ε ί ν α μ α ν τεύ ε ί, π α ρ α δ ό θ η κ ε . Ί σ ω ς ή τ α ν ένα μ έ ρ ο ς τ η ς π ρ ο σ π ά θ ε ία ς ν α β γά λ εί το κ ρ υ μ μ έν ο μ υ σ τ ίκ ό α π ό τα β ά ­

θ η τ η ς Σ α ρ ίν α ς μ έσ α α π ’ τ η ν έντα σ η τ ω ν α ίσ θ η μ ά τ ω ν το υ ς . Ί σ ω ς ν α ή τα ν μ ία α π ελ ευ θ έρ ω σ η ό λ ω ν εκ ε ίνω ν τω ν ελ π ίδ ω ν κ α ί τω ν ε π ίθ υ μ ίώ ν τ ω ν ο π ο ίω ν η π ρ α γ μ α τ ο π ο ίη σ η φ α ίν ό τα ν ν α γίνετα ί όλο κ α ί π ίο α π ίθ α ν η κ ά θ ε μ έρ α π ο υ π ερνούσ ε. Ε ίτε

έτσί είτε α λ λ ίώ ς, δ ε σ κ έφ τη κ ε ίδ ία ίτερ α τη ν η θ ίκ ή π λ ευ ρ ά τη ς κ α τά σ τα σ η ς κ α ί ο ύ τε γ ία τη Σ α ρ ίν α τέθ η κ ε π ο τέ ζ ή τ η μ α η θ ί- κ ή ς . Ή τ α ν ο λ ο κ λ η ρ ω τ ίκ ά ε ρ ω τε υ μ έ ν η , κ ί α υ τό ή τα ν όλο κ ί όλο π ο υ είχε σημασία .

Κ α νείς δ εν ή ξερ ε το μ υ σ τίκ ό το υ ς . Κ α νείς δ εν είχε δε ί ποτέ τη Σ α ρ ίν α ν α φ εύ γ ε ί α π ό το δ ω μ ά τίο τ η ς ό τα ν το κ ά σ τρ ο πα- ρ α δ ίν ό τ α ν σ το ν ύ π ν ο κ α ί ν α π η γ α ίν ε ί με τη σ ίγ ο υ ρ ίά τ η ς γ ά ­τ α ς στο δ ω μ ά τ ίο το υ Α ντρ έα . Κ α ν ε ίς δ εν τ η ν ε ίδ ε ν α φ ε ύ γ ε ί

ν ω ρ ίς το π ρ ω ί, ό τα ν ο ή λ ίο ς δ ε ν είχε α κ ό μ α α να τε ίλ εί. Κ ί αν μ ε ρ ίκ έ ς φ ο ρ έ ς τ ο ν Α ν τ ρ έα τ ο ν κ α τά τ ρ ε χ α ν ο ί τ ύ ψ ε ίς κ α ί οί

244

Page 246: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ενοχές, δ εν τη ς είπε ποτέ τ ίπ ο τα ούτε τ η ς το έδείξε με κ ά π ο ίο ν τρ ό π ο .

Ο Α ν τ ρ έα ς ε ίχε α ν α κ α λ ύ ψ ε ί α π ό ν ω ρ ίς ό τ ί η Β α σ ίλ ίσ σ α δ εν

είχε τη σ υ ν ή θ ε ία ν α κ α λ ε ί ε κ ε ίν ο υ ς σ τ ο υ ς ο π ο ίο υ ς ή θ ελ ε ν α μ ίλήσ εΓ π ρ ο τ ίμ ο ύ σ ε ν α τ ο υ ς α ν α ζ η τά η ιδ ία . Έ τσ ί, δ εν ξ α φ - ν ίά σ τ η κ ε ό τα ν γ ύ ρ ίσ ε σ τα δ ία μ ε ρ ίσ μ α τ ά τ ο υ κ ά π ο ίο β ρ ά δ υ κ α ί τη β ρ ή κ ε ν α το ν π ερ ίμ ένε ί. Υ π ο κ λ ίθ η κ ε β α θ ίά , γ ία τ ί είχε

κ ά μ π ο σ ο κ α ίρ ό ν α τ η δ ε ί , κ α ί α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε π ο ίο ς ή τ α ν ο σ κ ο π ό ς τ η ς επ ίσ κ εψ ή ς της.

«Α ντρέα», τ ο υ ε ίπ ε η Β α σ ίλ ίσ σ α δ ίν ο ν τ ά ς τ ο υ το χ έ ρ ί τη ς « Μ ό λ ίς έλαβα ε ίδ ή σ ε ίς τ ίς ο π ο ίε ς π ίσ τεύ ω π ω ς π ρ έπ ε ί ν α μ ά ­

θείς. Ο γ ία τ ρ ό ς μ ο υ κ λ ή θ η κ ε στη Σ α ρ ίν α - »«Στη Σ α ρ ίν α ; Ε ίν α ί ά ρ ρω σ τη ;» φ ώ ν α ξ ε ο Α ντρ έα ς α ν ή σ υ -

χ ° ς .«Ό χί, ό χ ί δ εν είνα ί ά ρ ρ ω σ τη . Π ερ ίμ ένε ί παίδί».

«Τ ί πράγμα!!!»Η Β ασ ίλ ίσσα επα νέλα β ε α υτό π ο υ είχε πεί. Δ εν το χ ω ρ ο ύ ­

σε το μ υ α λ ό το υ ! Π ρ ο σ π ά θ η σ ε α δ έ ξ ία ν α π εί: « Π ο τέ δ εν το φ α ν τά σ τη κ α - ποτέ δε μ ο υ π έρα σ ε α π ό το ν ο υ . ..»

« Σ υ μ φ ω ν ε ίς λ ο ίπ ό ν ότί το π α ίδ ί ε ίνα ί δ ίκ ό σου; Η Σ α ρ ίν α δεν θέλεί ν α π α ρ α δ εχτε ί τ ίπ ο τα , αλλά εγώ δ εν ε ίμα ί χαζή» .

«Ν αί», ε ίπε ο Α ντρ έα ς με π ο λ ύ χ α μ η λ ή φ ω ν ή . «Ε ίναί δ ίκό μ ο υ . »

Π ε ρ ίμ ε ν ε θ υ μ ό , α ν τεγκ λ ή σ ε ίς , π α ρ α τ η ρ ή σ ε ίς , ε ν δ εχ ο μ έ ­ν ω ς κ α ί μ ία εντολ ή γ ία τη σ ύ λ λ η ψ ή το υ . Α ντ ί γ ί ’ α υ τό , η β α ­σ ίλ ίσσα χα μ ογέλα σ ε κ α ί σ η κ ώ θ η κ ε α π ό τη ν κ α ρ έκ λ α της.

«Τ α σ υ γ χ α ρ η τή ρ ία μ ο υ , λ ο ίπ ό ν , κ α ί μ ά λ ίσ τα γ ία π ερ ίσ σ ό-

τε ρ ο υ ς α π ό ένα ν λόγους» .Τ η ν κ ο ίτα ξε με ά δε ία έκ φ ρ α σ η .

245

Page 247: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Δ εν έχω κ α τ α φ έ ρ ε ί ν α κ ά ν ω τ ίπ ο τ α γ ία ν α σε β ο η θ ή σ ω γ ία τη χ α μ έ ν η σ ο υ α γ ά π η , κ α ί τ ώ ρ α δ ε ν χ ρ ε ίά ζ ε τ α ί ν α π ρ ο ­σ π α θ ή σ ω ά λ λο . Β ρ ή κ ες τη γ α λ ή ν η κ α ί τ η ν ίκ α ν ο π ο ίη σ η με

μ ία ν άλλη , κ ί αυτό με ευχαρίστεί».

Ο Α ν τ ρ έα ς σ υ ν έχ ίσ ε ν α τ η ν κ ο ίτ ά ζ ε ί μ ε α π ο ρ ία . Τ ί σ τη ν ευ χή εννοούσε;

Σ ύ ν το μ α κατά λαβε. Η Β ασίλίσσα συνέχίσε: «Ο ί ετο ίμασ ίες γ ία το γά μ ο έ χο υ ν ή δ η αρχ ίσ ε ί. Θ α χρ ε ία σ τε ί, β έβ α ία , ν α πε-

ρ ίμ έν ε ίς α κ ό μ α λ ίγο π ρ ίν μ πορέσ ετε ν α γ ίνετε σύζυγο ί» .Π ρ ο χ ώ ρ η σ ε π ρ ο ς το μ έ ρ ο ς τ ο υ κ α ί τ ο ν φ ίλ η σ ε ε λ α φ ρ ά

σ τα μ ά γ ο υ λ α . « Π α ρ ό λ ο π ο υ η Σ α ρ ίν α δ ε ν ε ίν α ί σ υ γ γ ε ν ή ς μ ο υ , π ά ν τα τ η ν έβ λ επ α σ α ν δ ίκ ή μ ο υ κ ό ρ η . Τ ώ ρ α θ α έχω κί

ένα γ ίο κ ί ένα εγγόνί!»Ο Α ντρ έα ς έμείνε ά ν α υ δ ο ς . Κ ο ύ νη σ ε το κ εφ ά λ ί, ά νο ίξε το

σ τόμ α το υ ν α δ ία μ α ρ τυ ρ η θ ε ί, αλλά η Β ασ ίλ ίσσα μ ίλη σ ε π ρ ώ ­τη.

«Α ντρέα , δ ε ίχ ν ε ίς τρ ο μ ο κ ρ α τ η μ έ ν ο ς !» Ξ α φ ν ίκ ά ο τ ό ν ο ς τ η ς έ γ ίν ε σ κ λ η ρ ό τ ε ρ ο ς . «Δ εν θ α τ η ν ε γ κ α τ α λ ε ίψ ε ίς , δ ε ν θ α τ η ν α ρ νη θ ε ίς , τώρα; Κ άτί τέτο ίο θ α τη σκότω νε, το ξέρ είς α υ ­τό».

« Τ ο ξ έ ρ ω . . . δ ε θ α τ η ν π λ ή γ ω ν α π ο τέ , φ υ σ ίκ ά . Ε ίν α ί - μ ο υ ή ρ θ ε π ο λ ύ α πότομα ...»

Γ ύρ ίσε το κ εφ ά λ ί το υ α λ λού , δ ίέσ χίσ ε το δ ω μ ά τίο κ α ί π ή γε σ το π α ρ ά θ υ ρ ο , έτσ ί π ο υ η Β α σ ίλ ίσ σ α ν α μ η β λ έ π ε ί τ η ν έκ ­

φ ρ α σ η στο π ρ ό σ ω π ό το υ . Π ίσ ω το υ , τη ν ά κ ο υ σ ε ν α λέεί:« Θ α π ω σ τη Σ α ρ ίν α ότί η τελετή θ α γ ίνε ί σε μ ία εβ δ ο μ ά δ α

α π ό σ ή μ ερ α . Σ ε π ερ ίμ ένε ί στο δ ω μ ά τ ίο τ η ς κ α ί α γ ω ν ίά ν α σε δεί». Δ ίσ τα σ ε γ ία μ ία σ τ ίγμ ή . « Π ή γ α ίν ε κ ο ν τά τ η ς γ ρ ή γ ο ρ α ,

Α ντρέα . Φ οβάταί» .Η Β ασ ίλ ίσσα έκλείσε τη ν π ό ρ τα π ο λ ύ μ α λ α κ ά π ίσ ω της.

246

Page 248: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Α ντρ έα ς ξέσπασε. Ο ρ γ ή κ α ί θ λ ίψ η το ν ε ίχα ν κυρ ίεύσ εί. Κ ο π ά ν η σ ε τη γ ρ ο θ ίά τ ο υ στο π έτρ ίν ο π ε ρ β ά ζ ί τ ο υ π α ρ α θ ύ ­ρ ο υ . Ή τ α ν μ ία μ ά τ α ίη χ ε ίρ ο ν ο μ ία , ό π ω ς κ ί ο π ό ν ο ς π ο υ ένίω σε στο χ έρ ί το υ . Π ερ π ά τη σ ε ω ς τη ν π ίο κ ο ντ ίνή κα ρ έκ λα

κ α ί σ ω ρίά σ τη κε π ά ν ω τη ς . Κ α τη γο ρ ο ύ σ ε το ν εαυτό το υ με π ί­κ ρ α , ανελέητα , επ ε ίδ ή είχε φ ερ θ ε ί τόσ ο α δ ύ να μ α . Χ ω ρ ίς λόγο κ α ί α ίτ ια , ε ίχ ε π ρ ο δ ώ σ ε ί τ η ν α π ο σ τ ο λ ή τ ο υ κ α ί τ ώ ρ α δ ε ν υ π ή ρ χ ε δ ρ ό μ ο ς ε π ίσ τ ρ ο φ ή ς . Μ ία κ α λ ό κ α ρ δ η φ ίλ ία κ α ί η

επ ε ίγ ο υ σ α α ν ά γκ η ν α μ ά θ ε ί το μ υ σ τίκ ό α π ’ το τ υ φ λ ό κ ο ρ ίτσ ί δ ία σ τ ρ ά φ η κ α ν σε κ ά τ ί π ο λ ύ μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο κ α ί τ ώ ρ α σε κ ά τ ί α ν ε π α ν ό ρ θ ω τ ο , π ο υ τ ο ν έδενε με μ ία γ υ ν α ίκ α π ο υ δ ε ν α γ α ­πούσ ε. Η Σ α ρ ίν α ή τα ν ευγεν ίκή , είχε μ ία α θ ώ α γο η τε ία , αλλά

το ω μ ό γ ε γ ο ν ό ς ή τ α ν ό τ ί δ ε ν τ η ν α γ α π ο ύ σ ε . Η Α ρ έ θ ο υ σ α κ ρ α το ύ σ ε α κ ό μ α α υτό το -α μ φ ίβ ο λ ο - π ρ ο νό μ ίο .

Α λλά δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α κά νε ί τ ίπ ο τα ' η κα τά σ τα σ η είχε ξε- φ ύ γ ε ί α π ό τ ο ν έλεγχό το υ . Ο ί π ρ ο ετ ο ίμ α σ ίε ς γ ία το γ ά μ ο ε ί­

χ α ν α ρ χ ίσ ε ί, κ α ί σε ε φ τ ά η μ έ ρ ε ς θ α ή τ α ν έ ν α ς π α ν τρ εμ έν ο ς ά ν τρ α ς. Η υ π ό λ ο ίπ η ζ ω ή το υ θ α π ερ ν ο ύ σ ε μ έσ α σ τη δ υ σ τ υ ­χ ία , φ υ λ α κ ίσ μ έ ν ο ς γ ία π ά ν τ α σ το Κ ά σ τ ρ ο τ ο υ Φ τ ε ρ ω τ ο ύ Δ ρ ά κ ο ντα . Κ ί ό τα ν θ α ή τα ν μ ό ν ο ς το υ , π ά ν τα θ α σ κ εφ τό τα ν

τ η ν Α ρ έθ ο υ σ α . Α κ ό μ α κ α ί τώ ρ α , η ε ίκ ό να τ η ς ερ χ ό τα ν ξ εκ ά ­θ α ρ η στα μ ά τία το υ μ υ α λ ο ύ το υ , ό π ω ς κ α ί τη ν η μ έρ α π ο υ ε ί­χε πεθάνεί.

Α π ελ π ίσ μ έν ο ς , ο Α ν τρ έα ς σ η κ ώ θ η κ ε . Δ εν λ α χ τ α ρ ο ύ σ ε να

π ά ε ί ν α σ υ ν α ν τή σ ε ί τη Σ α ρ ίν α κ α ί ν α υ π ο κ ρ ίθ ε ί ό τ ί ή τα ν εν- θ ο υ σ ία σ μ έν ο ς μ ε τα νέα , α λ λά ή ξ ε ρ ε ό τ ί γ ία χ ά ρ η τ ο υ κ ο ρ ί- τσ ίο ύ έπ ρ επ ε ν α π ρ ο σ π α θ ή σ ε ί. Ε ίχε φ τά σ ε ί σ τη ν π ό ρ τα ότα ν το υ φ ά ν η κ ε ότί η Β ίβ λο ς το υ Π α ρ ά δ ο ξ ο υ κ ο υ ν ή θ η κ ε στο γ ο ­

φ ό το υ . Ά π λω σ ε το χ έρ ί το υ κ α ί ά γγ ίξε το π ρ ά σ ίνο κά λυμ μ α .

247

Page 249: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 250: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XIX. O ΗΛΙΟΣ -(Ανεστραμμένος)

0 ΗΛΓΟΧ

O ήλιος, όπως θα περίμενε κανείς, σημαίνει φως και ζωή, απελευθέρωση και υλική ικανοποίηση.

Όταν εμφανίζεται ανεστραμμένος, ωστόσο, οι γνώμες διχάζονται για το κατά πόσο μπορεί να υπάρχει "σκοτεινή πλευρά" στον ήλιο. Στη Μέση Ανατολή, που υποτίθεται ότι είναι η χώρα προέ­λευσης των ταρό, ο ήλιος, που καίει πάρα πολύ, οπωσδήποτε έχει μια κακή πλευρά, αλλά η ερμη­νεία της κάρτας με μόνη την ανατολίτικη λογική μπορεί να είναι λανθασμένη. Επομένως, η ανε­στραμμένη κάρτα μπορεί να εκληφθεί ότι σημαί­νει αβεβαιότητα για το μέλλον, ενώ ο ενδιαφε­ρόμενος θα χάσει κάτι πολύτιμο.

249

Page 251: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο ι π ρ ο σ π ά θ ε ι ε ς t o y a n t p e a ν α κ ρ ύ ψ ε ί τ η δ υ σ τ υ χ ία τ ο υ ή τ α ν κ α τ α δ ίκ α σ μ έ ν ε ς σε α π ο τ υ χ ία α π ό τ η ν α ρ χ ή . Κ α θ ώ ς

π λ η σ ία ζ ε η μ έρ α τ ο υ γ ά μ ο υ , γ ίν ό τ α ν όλο κ α ί π ίο α ν ή σ υ χ ο ς κ α ί κ α κ ο δ ίά θ ετο ς . Δ εν ε ν δ ία φ ε ρ ό τα ν π ία γ ία τ ίς π ρ ω ίν έ ς εκ ­δ ρ ο μ έ ς μ ε τη Σ α ρ ίν α σ τη ν π α ρ α λ ία κ ί ό τα ν τ η ς δ ίά β α ζ ε τα δ ρ ο σ ερ ά β ρ ά δ ία , ή τα ν α ν ή σ υ χ ο ς κ α ί α π ό μ α κ ρ ο ς.

Η Σ α ρ ίν α ή ξερ ε α π ό τη ν α ρ χ ή τ ο υ ς λ ό γ ο υ ς π ο υ ε ίχα ν φ έ ­ρ ε ί το ν Α ντρέα στο Κ άσ τρο το υ Φ τερ ω το ύ Δ ρ ά κ ο ντα . Ή ξ ε ρ ε ό τ ί έψ α χν ε τη μ ο ν α δ ίκ ή γ υ ν α ίκ α π ο υ α γ ά π η σ ε κ α ί ό τί θ α κ ί- ν ο ύ σ ε γ η κ α ί ο υ ρ α ν ό γ ία ν α τη βρεί. Ω σ τό σ ο , ε ίχε ελπ ίσεί ότί

η α γ ά π η το υ γ ί ’ α υ τ ή ν μ π ο ρ ε ί ν α ή τα ν κ ά τί π ερ ίσ σ ό τερ ο α π ό φ ίλ ία , κ ά τ ί α ρ κ ετ ά δ υ ν α τ ό γ ία ν α τ ο ν β ο η θ ή σ ε ί ν α ξ εχ ά σ ε ί τ η ν Α ρ έθ ο υ σ α κ α ί ν α σ τρ α φ ε ί π ρ ο ς αυτήν. Τ ώ ρ α γ ίνό τα ν όλο κ α ί π ίο ξ ε κ ά θ α ρ ο ό τ ί ε ίχ ε κ ά ν ε ί λ ά θ ο ς . Ί σ ω ς ε ξ α ίτ ία ς τ η ς

α ν α π η ρ ία ς τ η ς , μ ερ ίκ έ ς α π ό τ ίς π ίο λ ε π τέ ς α ίσ θ ή σ ε ίς τ η ς ε ί­χ α ν α ν α π τυ χ θ ε ί σε π ο λ ύ μ εγα λύτερο β α θ μ ό α π ’ ό ,τ ί σ το υ ς πε- ρ ίσ σ ό τ ε ρ ο υ ς κ α ί μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α δ ία β ά σ ε ί τη β α θ ύ τ ε ρ η λ ύ π η π ο υ β ρ ίσ κ ό τα ν κ ά τω α π ό τη ν κ α κ ή το υ δ ίά θεσ η .

Τ ώ ρ α π ο υ ο γ ά μ ο ς είχε κα νον ίσ τεί, σ ύ μ φ ω ν α με το έθίμο , ο Α ντρέα ς κ α ί η Σ α ρ ίν α θ α ζο ύ σ α ν σαν σ ύ ζ υ γ ο ί κ α ί τη ν εβ δ ο ­μ ά δ α π ρ ίν α π ’ τη ν τελετή. Ε ίχα ν ετο ίμαστεί ε ίδ ίκ ά δω μ ά τία γ ί ’ α υ το ύ ς κ α ί μ ετα κόμ ίσ α ν μ α ζ ί, με π ολλές ετο ίμασ ίες κ α ί τρ εχά ­

μ α τα , τρ ε ίς μ έρ ες π ρ ίν α π ό το γά μ ο . Ε κ είνη τη ν π ρ ώ τ η νύ χτα σ τα νέα τ ο υ ς δ ία μ ερ ίσ μ α τα , η Σ α ρ ίν α κ α τά λ α β ε α π ό λ υ τα τη ν α γ ω ν ία το υ Α ντρέα , τη μ ά χ η π ο υ έδ ίνε ό λη τη ν η μ έρ α γ ία να κ ρ ύ ψ ε ί από κείνη τη ν αλήθεία .

Ξ ά π λ ω σ α ν σ το κ ρ ε β ά τ ί μ ε το φ ω ς τ η ς π α ν σ ε λ ή ν ο υ ν α

250

Page 252: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

π ερ ν ά ε ί α π ό το π α ρ ά θ υ ρ ο κ α ί ν α κεντά α σ η μ έν ία σ χέδ ία στο χα λ ί το υ δ α π έ δ ο υ . Η Σ α ρ ίν α ή τα ν ξ ύ π ν ία γ ία α ρκετή ώ ρ α καί σκεφ τόταν . Ν ό μ ίζ ε ότί ο Α ντρ έα ς κ ο ίμ ό τα ν ό τα ν η φ ω ν ή του τη ν έβγαλε α π ό τη ν ο ν ε ίρ ο π ό λ η σ ή τη ς.

Ξ α φ ν ίά σ τ η κ ε κ ί ά π λ ω σ ε το χ έρ ί τ η ς ψ α χ ο υ λ ε ύ ο ν τ α ς στο κ ρ ε β ά τ ί εκεί ό π ο υ ε κ ε ίν ο ς ή τ α ν ξ α π λ ω μ έ ν ο ς π λ ά ί τη ς . Ε ίχε μ ο υ ρ μ ο υ ρ ίσ ε ί έ ν α ό ν ο μ α , ή τ α ν σ ίγ ο υ ρ η , α λ λ ά δ ε ν το ε ίχε α κ ο ύ σ ε ί κ α θ α ρ ά . Ο Α ν τρ έα ς σ τ ρ ίφ ο γ ύ ρ ίσ ε στο κ ρ εβ ά τ ί, β α ­

ρ ύ ς , σ α ν κ ά π ο ίο ς π ο υ β ρ ίσ κ ε τ α ί σε τ α ρ α γ μ έ ν ο λ ή θ α ρ γ ο . Έ β γ α λ ε έν α ν ή χ ο π ο υ ή τα ν μ ίσ ή λ έ ξ η κ α ί μ ίσ ό β ο γ κ η τ ό κ α ί ύσ τερ α είπε κ α θα ρά : « Ό χ ί . τ ί π ο τ α . δ εν μπορούσε» .

Η Σ α ρ ίν α τρ ά β η ξ ε το χ έρ ί τη ς . Ή τ α ν ξ ύ π ν ίο ς κ α ί τ η ς μ ί-

λ ο ύ σ ε ή μ ίλ ο ύ σ ε σ το ν ύ π ν ο τ ο υ γ ία π ρ ά γ μ α τ α γ ία τα ο π ο ία ε κ ε ίν η δ ε ν ή ξ ε ρ ε τ ίπ ο τ α ; Ο Α ν τ ρ έ α ς μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ίσ ε π ά λ ί. « Ά ρ α ξ η . το β ί β λ ί ο . όλα χάθηκαν!»

Η Σ α ρ ίν α δ ε ν ε ίχε α κ ο ύ σ ε ί π ο τέ γ ία τ ο ν Ά ρ α ξ η , α λ λ ά με

κ ά π ο ίο ν τρ ό π ο κ α τά λ α β ε ότί μ ίλ ο ύ σ ε σε κ ά π ο ίο ν π ο υ ή τα ν ο μ έντο ρ α ς του .

«Δ εν υ π ά ρ χ ε ί τ ί π ο τ α . το σ φ ά λ μ α ε ί ν α ί . δ ε ν το ή θελ α , Ά ρ α ξ η . » Η Σ α ρ ίνα δά γκω σ ε τα χείλη τη ς στο φ εγγα ρ ό φ ω το .

«Τ ί μ π ο ρ ο ύ σ α ν α κ ά ν ω . μ α τ ο υ ς θ ε ο ύ ς , π ώ ς μ π ο ρ ώ . Ε ίνα ί π ο λ ύ μ α κ ρ ίά ... Α ρέθουσα!»

Η Σ α ρ ίν α επ ίθ υ μ ο ύ σ ε με ό λη τ η ς τ η ν κ α ρ δ ίά ν α μ π ο ρ ο ύ ­σε ν α κ ο ίτά ξε ί σ τα τα λ α ίπ ω ρ η μ έ ν α ό νε ίρ α το υ Α ντρ έα κ α ί να

τ ο υ φ έ ρ ε ί π α ρ η γ ο ρ ίά . Τ ο ν ά κ ο υ σ ε κ α θ ώ ς μ ίλ ο ύ σ ε π ά λ ί με μ π ερ δ εμ έν α λόγία .

« Ά ρ α ξ η . π ρ ο σ π ά θ η σ α . μ ό νο α π ο τ υ χ ία . τ ίπ ο τ α δ εν ή τα ν σω στό . Α ρέθουσα!»

Η τελ ευ τα ία λ έ ξ η α κ ο ύ σ τη κ ε σ α ν κ ρ α υ γ ή , γ εμ ά τη π ό ν ο , π ίκ ρ α κ α ί α π ο γο ή τευ σ η . Δ ά κ ρ υ α α ν έβ η κ α ν στα τ υ φ λ ά μ ά τία

251

Page 253: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τ η ς κ ο π έλ α ς κ α ί έ τρ εξα ν σ τα μ ά γ ο υ λ ά τ η ς κ α ί σ τα χ έρ ία τη ς , π ο υ ά ρ χ ίσ α ν ξ α φ ν ίκ ά να τρέμουν . Ξ ά π λ ω σ ε στο μ α ξ ίλ ά ρ ί τη ς κ α θ ώ ς ο Α ντρ έα ς σ τρ ίφ ο γύ ρ ίσ ε π ά λ ί κ α ί έκλα ίγε σ ίω π η λά .

Η Σ α ρ ίν α ή τα ν π ίο ευ τυ χ ίσ μ ένη α π ό π ο τέ άλλοτε π ερ ίμ έ-

ν ο ν τα ς το γ ά μ ο τ ο υ ς , α λλά ευ χ ό τα ν γ ία το χ α τ ίρ ί το υ Α ντρέα τ ίπ ο τα α π ό α υ τά ν α μ η ν είχε σ υμ βεί. Π ρ ο σ ευ χ ή θ η κ ε κ α ί σκέ­φ τ η κ ε π ο λ ύ , μ έχρ ί π ο υ α π ο φ ά σ ίσ ε γ ία το τί έπ ρ επ ε ν α κάνεί. Τ η ς π ή ρ ε δ υ ο μ έρ ε ς ν α το α π ο φ α σ ίσ ε ί Γ ί’ α υ τ ή ν , π ο υ α γ α ­

π ο ύ σ ε το ν Α ντρ έα τό σ ο κ α ί δ ε ν ή θελε κ α θ ό λ ο υ ν α είνα ί μ ά ρ ­τ υ ρ α ς τη ς α ν ε ίπ ω τη ς δ υ σ τ υ χ ία ς το υ , φ α ίν ό τα ν ν α είνα ί ο μ ό ­ν ο ς τρ ό π ο ς .

Τ η ν ύ χ ια π ρ ίν α π ό το γ ά μ ο , π ρ ο σ π ο ίή θ η κ ε ό τ ί η υ π ε ρ έ ­

ν τ α σ η τ η ν κ ρ α τ ο ύ σ ε ξ ύ π ν ία κ α ί τ ρ ίγ ύ ρ ίσ ε ά σ κ ο π α σ το κ ά ­σ τρο γ ία μ ερ ίκ ές ώ ρ ες. Ο Α ντρ έα ς είχε π ά ε ί α π ό ώ ρ α στα δ ία - μ ερ ίσ μ α τά τ ο υ ς , α λ λά ή τα ν β έβ α ίη ό τ ί ο ύ τε κ ί εκ ε ίν ο ς ήθελε ν α κ ο ίμ η θ ε ί κ α ί δ εν είχε κ α μ ίά ε π ίθ υ μ ία ν α το ν α φ ή σ ε ί ν α τη

δ ε ί σ τη ν κ α τά σ τα σ η π ο υ ή τα ν κ α ί ν α το υ ξεσ η κ ώ σ εί τ ίς υ π ο ­ψ ίε ς . Έ μ ε ίν ε γ ία λ ίγο στο π α λ ίό τ η ς δ ω μ ά τ ίο , κ α θ ίσ μ ένη στο π α ρ ά θ υ ρ ο , χ α ϊδ εύ ο ν τα ς το ν αργα λείό τη ς.

Π α ρ ό λ ο π ο υ δ εν ή ξ ερ ε τί ώ ρ α ε ίνα ί κ α ί δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε να

δ ε ί τα φ ώ τ α π ο υ ένα-ένα τρ εμ ό π α ίζα ν κ α ί έσ βη να ν στα π α ρ ά ­θ υ ρ α το υ κ ά σ τρ ο υ , το ένστίκτό τ η ς τ ή ς είπε π ό τε κ ο ίμ ή θ η κ α ν ό λ ο ί. Τ ό τ ε σ η κ ώ θ η κ ε , ά φ η σ ε το δ ω μ ά τ ίο τ η ς , π ε ρ π ά τ η σ ε σ ίω π η λ ά σ το υ ς μ α κ ρ ίο ύ ς δ ία δ ρ ό μ ο υ ς κ α ί τ ίς σ κ ά λες, ω ς τη

μ ε γ ά λ η κ ύ ρ ία ε ίσ ο δ ο . Τ α δ ά χ τ υ λ ά τ η ς α κ ο ύ μ π η σ α ν τ ο υ ς σ ύρτες, τ ο υ ς τρ ά β η ξε , σ ή κ ω σ ε το β α ρ ύ μ ά νδα λ ο κ α ί γλ ίσ τρ η ­σε έξω σ τη ν ένα σ τρη νύ χτα .

Ο θ α λ α σ σ ίν ό ς α έ ρ α ς φ υ σ ο ύ σ ε γ ύ ρ ω α π ό το λ α β ύ ρ ίν θ ο

τ ω ν δ ρ ό μ ω ν π ο υ ο δ η γ ο ύ σ α ν σ το ν έξω κ ό σ μ ο , κ α ί η Σ α ρ ίν α κ ρ ύ ω σ ε στο ά γ γ ίγ μ α τ ο υ . Έ φ τ α σ ε σ τα σ κ α ϊ ίά π ο υ ο δ η γ ο ύ ­

252

Page 254: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σ α ν κ ά τω σ τ η ν π α ρ α λ ία κ α ί σ τ ρ ά φ η κ ε π ρ ο ς ένα χ ο ρ τ α ρ ία - σμένο μ ο ν ο π ά τ ί π ο υ σ τ ρ ίφ ο γ ύ ρ ίζ ε π ρ ο ς τα π ά ν ω , γ ύ ρ ω -γ ύ - ρ ω α π ό το Κ ά σ τρο το υ Φ τερ ω το ύ Δ ρ ά κ ο ντα κ α ί μετά π ή γα ί- νε π ρ ο ς το β ο ρρ ά .

Ε ίχε π ερ π α τή σ ε ί α υτό το μ ο νο π ά τ ί π ρ ό σ φ α τα κ α ί το ήξερε καλά . Θ α τη ν ο δ η γο ύ σ ε ε π ίκ ίν δ υ ν α κ ο ντά σ τον γκρ εμ ό , αλλά δ ε φ ο β ό τα ν . Π ε ρ π α τ ο ύ σ ε γ ρ ή γ ο ρ α κ α ί με σ ίγ ο υ ρ ίά , μ η σ τα ­μ α τώ ν τα ς λ επ τό , π ρ ο ς τ ο υ ς λ ό φ ο υ ς π ο υ υ ψ ώ ν ο ν τ α ν α π ό τ ο ­

μ α μ π ρ ο σ τά της.Ό π ω ς το ε ίχε φ α ν τ α σ τ ε ί η Σ α ρ ίν α , ο Α ν τρ έα ς δ ε ν κ ο ίμ ό -

ταν. Σ τεκότα ν ό ρ θ ίο ς γ ία ώ ρ ε ς μ π ρ ο σ τά στο α νο ίχτό π α ρ ά θ υ ­ρ ο το υ δ ω μ α τ ίο υ π ο υ μ ο ίρ α ζ ό τα ν μ α ζ ί τη ς . Α π ό φ υ γ ε επ ίτη ­

δ ε ς όλες τ ίς σ υ ν ε ίδη τές σ κ έψ ε ίς κ α ί κ ο ίτα ζε έξω , τη β ελ ο ύ δ ί- ν η ν ύ χ τ α με τ ο υ ς ά γ ν ω σ το υ ς α σ τερ ίσ μ ο ύ ς, τη θά λα σ σ α με το μ ο ν ο π ά τ ί τ ο υ φ ε γ γ α ρ ίο ύ π ο υ τ ρ α β ο ύ σ ε π ρ ο ς το β ά θ ο ς το υ ο ρ ίζο ν τα με μ ία λ α μ π ερ ή γ ρ α μ μ ή π ο υ τρ εμ ό π α ίζε . Ε υ χ ή θ η κ ε

ν α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π ά ρ ε ί το άλογό το υ κ α ί να φ ύ γ ε ί μ α κ ρ ίά , π ο ­λ ύ μ α κ ρ ίά . Α λλά ή τα ν π ία π ο λ ύ α ρ γά γ ία ε υ χ έ ς .

Ό τ α ν η Γ α λ ά ζία Β α σ ίλ ίσ σ α ά ν ο ίξε τ η ν π ό ρ τα κ α ί ό ρ μ η σ ε στο δ ω μ ά τ ίο , εκ ε ίν ο ς ν ό μ ίσ ε σ τη ν α ρ χ ή ό τ ί ή τα ν η Σ α ρ ίν α .

Δ εν π ρ ό λ α β ε ν α α ν α ρ ω τ η θ ε ί γ ία τ ί μ π ή κ ε στο δ ω μ ά τ ίο τόσ ο β ία σ τ ίκ ά , κ α ί ε ίδε μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ τ η ν τα ρ α γ μ έν η φ ίγ ο ύ ρ α τη ς Β α σ ίλ ίσ σ α ς . Τ α μ ά τ ία τ η ς ή τα ν φ ο β ίσ μ έ ν α κ α θ ώ ς κ ο ίτα ξ ε ένα γ ύ ρ ω στο δ ω μ ά τίο κ α ί ε ίδε το άδείο κρεβάτί.

«Α ντρέα!» Δ ίέ σ χ ίσ ε το δ ω μ ά τ ίο μ ε τ ρ ία β ή μ α τ α κ α ί τ ο ν έπίασε α π ’ το μ πρ ά τσ ο . « Π ο ύ είνα ί η Σ αρ ίνα ;»

Ε κ ε ίνο ς σ υ ν ο φ ρ υ ώ θ η κ ε «Δεν ξέρ ω - δ εν τ η ν έχω δ ε ί εδώ κ α ί μ ερ ίκ ές ώ ρες». Π α ρ α τή ρ η σ ε ότί η Β ασ ίλ ίσσα ή τα ν ν τυ μ έ­

ν η κ α νο ν ίκ ά , φ ο ρ ο ύ σ ε α κ ό μ η κ α ί το μ α ν δ ύ α τη ς , κ α ί α ν α ρ ω ­τή θ η κ ε γ ίατί. «Τ ί συμβαίνεί;»

253

Page 255: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ό λ η η ε ν έ ρ γ ε ία φ ά ν η κ ε ξ α φ ν ίκ ά ν α σ τ ρ α γ γ ίζ ε ί α π ό το σ ώ μ α τ η ς Β α σ ίλ ίσ σ α ς. Σ ω ρ ίά σ τη κ ε στο κ ρ εβ ά τ ί κ α ί έ κ ρ υ ψ ε το π ρ ό σ ω π ό τ η ς στα χ έρ ία τη ς . «Ω , Α ντρέα , ε ίδα ένα όνε ίρο - φ ο ,ά μ α ί π ά ρ α πολύ!».

« Μ α τ ί σ υ μ β α ίν ε ί;» ξ α ν α ρ ώ τ η σ ε ο Α ν τ ρ έα ς έν το ν α . «Τ ί όνε ίρο ή τα ν αυτό;»

Ε κ ε ίν η π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν α η ρ ε μ ή σ ε ί. « Κ ο ίμ ό μ ο υ ν κ α ί ε ίδ α ένα π ο λ ύ ζω ντα νό ό ρ α μ α . Ε ίδ α τη Σ α ρ ίν α π ο υ π ή γ α ίν ε π ρ ο ς

το Σ π ή λ α ίο το υ Φ τ ερ ω τ ο ύ Δ ρ ά κ ο ν τα με τ η ν π ο μ π ή το υ Θ ε- ρ ίν ο ύ Η λ ίο σ τα σ ίο υ , α λ λά ή τα ν μ ό ν η τ η ς - ε ίνα ί δ ύ σ κ ο λ ο ν α σ ο υ το εξηγήσω ».

Ο Α ντρ έα ς τη ν ά ρ π α ξ ε α π ’ το χ έρ ί κ α ί το έσ φ ίξε . «Σ υνέχ ί­

σε», είπε.«Μ ετά - μ ετά τ η ν ε ίδ α ν α σ τέκετα ί σ τη ν ε ίσ ο δ ο το υ σ π η ­

λ α ίο υ . Α ίσ θ ά ν θ η κ α ό τ ί υ π ή ρ χ ε μ ία α π ε ίλ ή σ το ν α έρ α , ένα ς τρ ο μ ερ ό ς κ ίν δ υ ν ο ς . Π ρ ο σ π ά θ η σ α ν α τη φ ω ν ά ξ ω α λλά δε με

ά κ ο υ σ ε . μ ετά ε ξ α φ α ν ίσ τ η κ ε σ α ν ν α τ η ν κ α τ ά π ίε η γ η . » Σ τ α μ ά τ η σ ε γ ία ν α π ά ρ ε ί α ν ά σ α κ α ί κ α τ ά π ίε μ ε δ υ σ κ ο λ ία . « Ξ ύ π νη σ α κ α ί έτρεξα ν α τη β ρ ω . Δ εν είνα ί στο π α λ ίό τη ς δ ω ­μ ά τ ίο κ α ί δ ε ν ε ίν α ί ε δ ώ κ α ί . ξ έ ρ ω ό τ ί το ό ρ α μ ά μ ο υ δ εν

ή τα ν ένα α πλό όνείρο!»Η Β ασ ίλ ίσ σ α είχε χά σ εί ό λ ες τ η ς τ ίς δ υ ν ά μ ε ίς κ α ί β ρ ίσ κ ό ­

τα ν σ τα π ρ ό θ υ ρ α ν α κ λ ά ψ ε ί. Κ ο ίτα ξε το ν Α ντρ έα σ τα μ ά τία , κ α ί το π ρ ό σ ω π ο τ η ς έγ ίνε π α ρ α κ α λ ε σ τ ίκ ό « Π ρ έπ ε ί ν α π ά ω

στο σ π ή λ α ίο , Α ντρέα , αλλά δ εν το λ μ ώ ν α το κ ά νω μ ό νη μου!»« Θ α έρ θ ω εγώ μ α ζ ί σ ου , α μ έσ ω ς μ ό λ ίς φ ο ρ έσ ω κάτί».

Ο Α ν τρ έα ς ν τ ύ θ η κ ε , μ ά ζε ψ ε το μ α ν δ ύ α το υ κ α ί το σ π α θ ί τ ο υ κ α ί β γ ή κ ε β ία σ τ ίκ ά σ το ν κ ύ ρ ίο δ ίά δ ρ ο μ ο , εκε ί π ο υ το ν

περ ίμ ενε η Γ αλάζία Β ασ ίλίσσα . Χ ω ρ ίς ν α π ο υ ν λ έξ η , έτρεξαν μ έσ α α π ό τ α μ α κ ρ ίά π ε ρ ά σ μ α τ α π ρ ο ς τ η ν κ ύ ρ ία ε ίσ ο δ ο . Ο

254

Page 256: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σ ύ ρ τη ς ή τα ν τρ α β η γμ ένο ς . Κ ο ίτά χτη κ α ν χ ω ρ ίς ν α π ο υ ν τ ίπ ο ­τα κ α ί κ ίν ή θ η κ α ν π ίο ,ία σ τ ίκ ά .

Ο ά ν εμ ο ς φ υ σ ο ύ σ ε π ά ν ω α π ό το χ ο ρ τα ρ ία σ μ έ ν ο γκ ρ εμ ό π έ ρ α α π ό το κ ά σ τ ρ ο κ α ί η φ ω ν ή τ ο υ ή τ α ν μ ία ε π ε ίγ ο υ σ α

π ρ ο ε ίδ ο π ο ίη σ η . Π ο λ ύ μ α κ ρ ίά , έτσί κ α θ ώ ς έτρεχα ν, ο Α ντρ έ­α ς μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α δ ε ί τ η θ ά λ α σ σ α π ο υ ε ίχ ε ένα β α ρ ύ γ κ ρ ίζ ο χ ρ ώ μ α τώ ρ α π ο υ δ εν υ π ή ρ χ ε ο ή λ ίο ς να φ ω τ ίζ ε ί τα ν ερ ά της, κ α ί έν ίω σ ε μ ία τρ εμ ο ύ λ α α π ό τη ν α ν η σ υ χ ία . Έ φ τ α σ α ν σ το υ ς

λ ό φ ο υ ς κ α ί χ α μ ή λ ω σ α ν το β ή μ α τ ο υ ς κ α θ ώ ς το μ ο ν ο π ά τ ί α νέβ α ίνε α π ό το μ α π ρ ο ς τα π ά ν ω . Ξ εκ ο λ λ η μ ένες π έτρ ες κάτω α π ’ τ α π ό δ ία τ ο υ ς β ρ ο ν τ ο ύ σ α ν , κ α θ ώ ς α ν έ β α ίν α ν τ ώ ρ α με κ ο μ μ έν η τ η ν α ν ά σ α , κ α ί π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς ο Α ν τ ρ έα ς π α ρ α λ ίγ ο

ν α χάσ εί το β ή μ α το υ στο ά γνω σ το έδ α φ ο ς .Α λλά τελ ίκά το μ ο ν ο π ά τ ί ίσ ίω σ ε, κ α ί σ τα μ ά τη σ α ν στο κ υ -

κλ ίκό ξ έφ ω το π ο υ π ερ ίβ α λ λ ό τα ν α π ό ψ η λ ο ύ ς λ ό φ ο υ ς . Ε κ τό ς α π ό το μ ο υ γ κ ρ η τ ό το υ α ν έμ ο υ , υ π ή ρ χ ε α π ό λ υ τη σ ίω π ή . Τ ο

φ ε γ γ ά ρ ί είχε π ία κ ρ υ φ τ ε ί κ α ί μ όνο τα ά σ τρ α έλ α μ π α ν ψ υ χ ρ ά σ τον ο υ ρ α νό .

Σ το κ έν τρ ο τ ο υ π ε ρ ίφ ρ α γ μ έ ν ο υ κ ύ κ λ ο υ υ π ή ρ χ α ν ενδ ε ί- ξ ε ίς ό τ ί μ ία φ ω τ ίά ε ίχε α ν ά ψ ε ί π ρ ό σ φ α τ α . Π ίο π έ ρ α , σ τη ν

ά κ ρ η τ ο υ ψ η λ ό τ ε ρ ο υ λ ό φ ο υ , έχα σ κ ε το σ τό μ ίο τ ο υ σ π η λ α ί­ου.

Η Β ασίλίσσα κ ο ίτα ξε γ ύ ρ ω τ η ς ελ π ίζο ντα ς ν α δεί τη Σ α ρ ί­ν α ν α β γ α ίν ε ί π ίσ ω α π ’ τ ο υ ς ο γ κ ο λ ίθ ο υ ς κ α ί μ ετά σ τρ ά φ η κ ε

σ τον Α ντρέα . «Α υτό είνα ί το σπήλαίο».Ε κ είνο ς κ ο ύ νη σ ε το κ εφ ά λ ί το υ κ α τα φ α τ ίκ ά κ α ί τρ ά β η ξ α ν

π ρ ο ς τα εκεί.Τ ο σ τό μ ίο τ ο υ σ π η λ α ίο υ φ α ίν ό τ α ν π ίο μ α ύ ρ ο ό σ ο π λ η ­

σ ία ζα ν . Φ τ ά ν ο ν τ α ς , κ ο ίτ α ξ α ν π ρ ο ς τ α μ έσ α . Η σ ίω π ή στο εσ ω τερ ίκό το υ ή τα ν π ίο έντονη α π ’ ο τ ίδ ή π ο τε είχε β ίώ σ εί π ο ­

255

Page 257: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τέ ο Α ντρ έα ς κ α ί ξ α φ ν ίκ ά ένα ς έντο νο ς φ ό β ο ς ξ επ ή δ η σ ε α π ’ τ η ν κ α ρ δ ίά το υ σ α ν φ λ ό γ α , α λ λ ά η Γ α λ ά ζία Β α σ ίλ ίσ σ α π ε ρ ­π ά τη σ ε μ ες στο σ κ ο τά δ ί χ ω ρ ίς δ ίσ τ α γμ ό , κ ί εκε ίνο ς α κ ο λ ο ύ ­θησε. Ψ η λ ά φ ίσ α ν το δ ρ ό μ ο τ ο υ ς π ρ ο ς το ν το ίχο το υ σ π η λ α ί­ο υ , εκεί π ο υ α υ τ ό ς έσ τρ ίβ ε κ α ί κ α τ η φ ό ρ ίζ ε . Ξ α φ ν ίκ ά ε ίδ α ν ένα φ ω ς .

Ή τ α ν ένα πα ρ ά ξενο β ίολετί φ ω ς π ο υ έλαμπε α π ό το υ ς το ί­χ ο υ ς το υ σ π η λα ίο υ . Ο ί ίδ ίο ί ο ί το ίχο ί ή τα ν πρ ά σ ίνο ί κ α ί γαλά-

ζ ίο ί , σ α ν ν α ε ίχ α ν , γ ε ί α π ό π α ίδ ίκ ό π α ρ α μ ύ θ ί , κ α ί μ α κ ρ ίο ί στα λακτίτες κ α τέβ α ίν α ν α π ’ τ η ν ο ρ ο φ ή , ίδ ίο ί με δ ά χ τυ λ α π ο υ κ α τη γο ρ ο ύ σ α ν στέλνοντας μ α κ ρ ίά τ ίς ζ ο φ ε ρ έ ς σκ ίές τους.

Τ ο α ν ή σ υ χο π ρ ό σ ω π ο το υ Α ντρ έα φ ά ν τα ζ ε κ ά τω χ ρ ο σ τίς

α ν τ α ύ γ ε ίε ς . Ο ν ε υ ρ ίκ ό ς ψ ίθ υ ρ ο ς α ν τ ή χ η σ ε ε κ α τ ό φ ο ρ έ ς σ το υ ς το ίχ ο υ ς το υ σ π η λ α ίο υ κ α θ ώ ς κα τέβ α ίνε με τη Β ασ ίλίσ ­σ α τα π ρ ώ τ α σκαλίά . «Είστε β έβ α ίη ότί ή ρ θ ε α π ό εδώ;»

« Έ χ ω μ ά θ ε ί ν α ε μ π ίσ τ ε ύ ο μ α ί το έν σ τ ίκ τό μ ο υ , Α ντρ έα .

Μ α κ ά ρ ί ν α κ ά νω λά θος» .Τ α β ή μ α τ ά τ ο υ ς α κ ο ύ γ ο ν τ α ν υ π ό κ ω φ α σ τ ίς σ κ ά λ ες κ α ­

θ ώ ς κ α τ έ β α ίν α ν π ρ ο ς τα κ ά τω . Τ α χ ρ ώ μ α τ α σ τ ο υ ς τ ο ίχ ο υ ς έχα σ α ν σ ίγά -σ ίγά τη λ α μ π ρ ό τη τα τ ο υ ς κ α ί έγ ίνα ν ή ρεμες, ψ υ ­

χ ρ έ ς α ν τα ύ γε ίε ς π ο υ ά γ γ ίζ α ν μ ία ν ά σ κ η μ η χ ο ρ δ ή σ τη μ νή μ η το υ Α ντρέα . Τ ελ ίκ ά τα σκαλ ίά τελείω σ α ν κ α ί β ρ έ θ η κ α ν σε ένα άλλο σ π ή λ α ίο , στο σ τό μ ίο ενό ς μ εγά λ ο υ λ ά κ κ ο υ π ο υ έπ εφ τε β α θ ίά στο έ δ α φ ο ς , στο σκοτάδί.

Η Β α σ ίλ ίσ σ α μ ίλ η σ ε με ψ ίθ υ ρ ίσ τ ή α λ λά τετα μ ένη φ ω ν ή .

«Α υτό ε ίνα ί το Π η γ ά δ ί τ ο υ Φ τ ερ ω το ύ Δ ρ ά κ ο ν τα . Ε δ ώ είνα ί π ο υ ο φ τε ρ ω τό ς δ ρ ά κ ο ν τα ς λέγετα ί ότί ζο ύ σ ε , π ερ ν ώ ν τα ς τον κ α ίρ ό το υ σ το ν πά το α υ το ύ το υ λ ά κ κ ο υ . Α υ τά τα σ καλ ίά π ο υ

β λ έπ ε ίς εκεί σ τη ν ά κ ρ η ν α κ α τεβ α ίν ο υ ν π ρ ο ς τα κ ά τω - ε ίνα ί ο μ ό ν ο ς δ ρ ό μ ο ς π ρ ο ς το φ ω ς το υ κόσμου».

256

Page 258: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Α ντρ έα ς τρ εμ ο ύ λ ία σ ε κ α ί κ ο ίτα ξε ένα γ ύ ρ ω . Δ ε φ α ίν ό ­τ α ν ν α υ π ά ρ χ ε ί ά λ λ ο π έ ρ α σ μ α . « Π ο ύ θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α έχεί π ά ε ί η Σ α ρ ίν α α π ό εδώ ;» ε ίπ ε κ α ί π ρ ό σ θ ε σ ε έ ν τρ ο μ ο ς : «Δεν π ίσ τεύ ω ν α εννοείς ό τ ί . »

Δ εν μ π ό ρ εσ ε ν α τελείώ σ εί τη ν π ρ ό τα σ ή το υ . Η Β ασ ίλ ίσσα είχε φ ύ γ ε ί α π ό δ ίπ λ α το υ κ α ί είχε π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ί π ρ ο ς το μ α ύ ρ ο σ τόμ ίο . Σ τα μ ά τη σ ε σ τη ν ά κ ρ η κ α ί φ α ίν ό τα ν ν α δ ίσ τά ζε ί π ρ ίν κ ο ίτ ά ξ ε ί κ ά τω . Σ τ ά θ η κ ε κ ο ίτ ά ζ ο ν τ α ς το λ ά κ κ ο γ ία α ρ κ ετή

ώ ρ α . Κ α τό π ίν η φ ω ν ή τ η ς έφ τα σ ε σ β η σ μ ένη ω ς το ν Α ντρέα.«Κ αλά θ α κ ά ν ε ίς ν α γ υ ρ ίσ ε ίς π ίσ ω σ το κ ά σ τρ ο , Α ντρ έα ,

κ α ί ν α φ έ ρ ε ίς μ ερ ίκ ο ύ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς .»Τ α λ α ντεύ τη κ ε στα π ό δ ία τ η ς κ α ί θ α είχε πέσεί αν ο Α ντρέ­

α ς δ ε ν είχε τρ έξ ε ί ν α τ η ν π ίά σ εί. Τ η ν κ ρ ά τη σ ε σ τη ν α γ κ α λ ίά το υ ξ έρ ο ν τα ς ότί έκλα ίγε κ α ί κ ο ίτα ξε π ά ν ω α π ό το ν α π ό το μ ο β ρ ά χο μ έσα στο Π η γ ά δ ί το υ Φ τερ ω το ύ Δ ρά κοντα .

Τ ο β ίο λ ε τ ί φ ω ς έ λ α μ π ε σ το λ ά κ κ ο , α κ ρ ίβ ώ ς σ το ν π ά το

το υ . Σ τη ν α ρ χή φ ά ν η κ ε ότί ο λ ά κ κ ο ς ή τα ν ά δε ίο ς , αλλά κ α τό ­π ίν ο Α ντρ έα ς κ ο ίτα ξε π ροσ εκτίκότερα .

Τ ρ ά β η ξ ε τη Β α σ ίλ ίσ σ α α π ό τ ο μ α π ρ ο ς τα π ίσ ω κ α ί π ρ ο ­σ π ά θ η σ ε ν α β ρ ε ί τη φ ω ν ή το υ . Ό τ α ν τα κ α τ ά φ ε ρ ε ή τα ν μ ία

φ ω ν ή π ο υ δ ε ν ε ίχ ε π ο τ έ α κ ο ύ σ ε ί ν α β γ α ίν ε ί α π ό το σ τό μ α τ ο υ . «Ε λάτε» , ε ίπ ε ε υ γ ε ν ίκ ά σ τη Β α σ ίλ ίσ σ α π ο υ έ κ λ α ίγ ε με λ υ γ μ ο ύ ς . «Δεν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α κ ά νο υ μ ε τ ίπ ο τα τώ ρ α , π ρ έπ ε ί να φ έρ ο υ μ ε α ν θ ρ ώ π ο υ ς ν α κ α τέβ ο υ ν κ ά τω κ α ί ν α τη φ έ ρ ο υ ν π ί­

σω στο κάστρο ...»Η Β α σ ίλ ίσ σ α δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α το υ α π α ν τή σ ε ί. Έ β α λ ε το

μ π ρ ά τ σ ο τ ο υ γ ύ ρ ω α π ό τ ο υ ς μ ίκ ρ ο ύ ς τ η ς ώ μ ο υ ς κ α ί τ η ν ο δ ή γη σ ε π ο λ ύ α ρ γά π ίσ ω , π ρ ο ς τα σκαλοπά τία .

257

Page 259: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Στην Αίθουσα της ΓνώσηςΕρίνού: Ορίστε, κί άλλο θύμα! Μα τη Γίοκάστη, πότε θα στα-

ματήσεί αυτό το κακό;Ελευθία: Έλα, Ερίνού, ησύχασε. Τρίαχαρτίά έμείναν. Τί άλ­

λο μπορεί να συμβεί, πια;Πάλα: Αυτό φοβάμαί κί εγώ...

258

Page 260: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XX. Η ΚΡΙΣΗ -

Η κάρτα της Κρίσης δείχνει μια αυξανόμενη αί­σθηση ότι το πρόβλημα ωριμάζει και οδηγείται σε κάποιο τέλος. Σημαίνει ένα καινούργιο και σημαντικό στάδιο στην εξέλιξη του ενδιαφερομέ­νου και δείχνει ότι η τελική γνώση και κατα­νόηση δεν είναι πολύ μακριά.

H t a n π ια ΑΡΓΑ TO ΒΡΑΔΥ τ η ς η μ έρ α ς π ο υ θ α γ ίν ό τα ν ο γ ά μ ο ς το υ Α ντρ έα , ό τα ν η Β α σ ίλ ίσ σ α ή ρ θ ε ή σ υ χ α σ τα δ ώ μ α τ ά το υ . Ο Α ντρ έα ς ή τα ν ξ α π λ ω μ έν ο ς στο κ ρ εβ ά τί με το κ εφ ά λ ί κ ρ υ μ ­μ ένο σ τα χ έρ ία τ ο υ κ ί εκείνη φ α ν τά σ τη κ ε ότί κ ο ίμ ό τα ν , μ έχρ ί

259

Page 261: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

π ο υ μ ία κ ίν η σ η τ ο υ χ ε ρ ίο ύ το υ έδε ίξε ότί σ τη ν π ρ α γ μ α τ ίκ ό - τη τα ή τα ν ξ υ π ν η τό ς .

Η Β ασ ίλ ίσσα δ ίέσ χίσ ε το δω μ ά τίο . «Αντρέα;»Ο Α ντρ έα ς α να κ ά θ ίσ ε κ α ί κ α τό π ίν , β λ έπ ο ν τα ς το ν επίσκέ-

π τη το υ , σ η κ ώ θ η κ ε ό ρ θ ίο ς .Η Β α σ ίλ ίσ σ α είχε α ν α κ τή σ ε ί τ η ν ψ υ χ ρ α ίμ ία τ η ς κ α ί τώ ρ α

τα μ ό ν α ίχ ν η τω ν α ίσ θ η μ ά τω ν π ο υ έκ ρ υ β ε μ έσ α τ η ς ή τα ν οί μ ο β π έν θ ίμ ε ς ρ ό μ π ε ς π ο υ φ ο ρ ο ύ σ ε κ α ί τα θ λ ίμ μ ένα γ α λ ά ζ ία

μ ά τία τη ς« Π ρ έπ ε ί ν α ή ξ ερ ε , Α ντρέα» , ε ίπ ε ή ρ εμ α . Τ α μ α ύ ρ α μ ά τία

το υ Α ν τρ έα ή τα ν ά τ ο ν α « Π ω ς;» ε ίπ ε τό σ ο σ ίγ ά π ο υ η φ ω ν ή το υ σ χεδό ν δ εν ακουγόταν.

«Είχε μ ία έκτη α ίσ θη σ η . έπρ επ ε ν α το ξέρ ω ότί κα τά κ ά ­π ο ίο ν τρ ό π ο θ α μ ά θ α ίνε τη ν α λ ή θεία , κ α ί η α γά π η τ η ς γ ία σέ­ν α ή τα ν τό σ ο μ εγ ά λ η π ο υ δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α σ τα θ ε ί ε μ π ό δ ίο στο δ ρ ό μ ο σου».

Ε ν ο χ ή , π ό ν ο ς , μ ετα μ έλ ε ία , τ ύ ψ ε ί ς . το τ ρ ο μ ε ρ ό σ υ ν α ί­σ θ η μ α ότί έφ ερ ε όλη τ η ν ε υ θ ύ ν η γ ία τη ν α υ το κ το ν ία τ η ς Σ α - ρ ίν α ς β ύ θ ίσ ε το ν Α ντρέα σ τη ν α π ό λ υ τη θ λ ίψ η , κ α θ ώ ς η τερά- σ τία α π ώ λ ε ία κ α ί ο ρ ό λ ο ς π ο υ είχε π α ίξε ί σ ' α υ τή ν έγ ίνα ν ξε ­

κά θα ρα .«Δ εν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α σε κ α τ η γ ο ρ ή σ ο υ μ ε ό τ ί φ τ α ίς» , ε ίπ ε η

Β ασ ίλ ίσ σ α . « Π ώ ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ς ν α ε ίχες π ρ ο β λ έψ ε ί κ ά τ ί τέ ­τοίο;».

Ο Α ν τρ έα ς κ ο ύ ν η σ ε το κ ε φ ά λ ί το υ , π ο λ ύ δ υ σ τυ χ ίσ μ έ ν ο ς γ ία ν α μ π ο ρ έσ ε ί ν α π ε ί τ ίπ ο τα π ερ ίσ σ ό τερ ο . Ή θ ε λ ε ν α μ είνεί μ ό ν ο ς τ ο υ μ ε ρ ίκ έ ς ώ ρ ε ς α κ ό μ α , ν α δ ώ σ ε ί χ ρ ό ν ο στο μ υ α λ ό το υ ν α η ρ εμ ή σ ε ί λ ίγ ο , α λ λά η Β α σ ίλ ίσ σ α ε ίχε κ ά ν ε ί τ η ν ε π ί­

σ κ εψ η τ η ς γ ία ένα σ υ γ κ εκ ρ ίμ έν ο λ ό γ ο κ α ί δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε να το ν βά λεί σ τη ν ά κ ρ η τώ ρ α . Γ ίατί φ ο β ό τ α ν π ω ς α ν δ εν το έκα­

260

Page 262: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

νε τ ώ ρ α , δ ε ν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε π ο τέ ν α ξ α ν α φ έ ρ ε ί το θ έμ α σ τη ν επ ίφ ά νε ία .

Ε ίπ ε λ ο ίπ ό ν : « Α ντρ έα , θ α σ υ ν ε χ ίσ ε ίς ν α ψ ά χ ν ε ίς γ ία τη Λ ή θ η , γ ία τη γ υ ν α ίκ α π ο υ αγαπάς;»

« Τ η ν Α ρ έθ ο υ σ α ; Κ α ί β έβ α ία θ α σ υ ν έ χ ίζ α ν α τ η ν ψ ά χ ν ω , α λ λά τ ώ ρ α π ία ε ίνα ί ά σ κ ο π ο » . Β α θ ίέ ς χ α ρ α κ ίέ ς α υ λ ά κ ω ν α ν το μ έτω π ό του .

« Π ίσ τ εύ ε ίς ό τ ί η Σ α ρ ίν α ε ίχε τα σ τ ο ί χ ε ί α . κ α ί ό τ ί τ ώ ρ α

δεν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α τα πάρουμ ε;»« Ν α ί . » είπε εκείνος άτονα.Η Β α σ ίλ ίσ σ α κ ρ ά τη σ ε τ η ν α ν α π ν ο ή τη ς . «Α υτό α κ ρ ίβ ώ ς

ε ίν α ί π ο υ ή θ ε λ α ν α σ υ ζ η τ ή σ ω μ α ζ ί σ ο υ . Α υ τό π ο υ έχω ν α

σου π ω ίσ ω ς α κ ο υ σ τε ί α δ ύ ν α το , αλλά π ίσ τεύ ω α κ ρ ά δ α ν τα ότί ο φ τ ε ρ ω τ ό ς δ ρ ά κ ο ν τα ς έχεί π α ίξ ε ί το ρ ό λ ο το υ στη λ ύ σ η το υ π α ρ α δ ό ξ ο υ π ο υ έ χ ε ίς μ π ρ ο σ τ ά σ ο υ . Η Σ α ρ ίν α π έ θ α ν ε στο Π η γ ά δ ί τ ο υ Φ τ ε ρ ω τ ο ύ Δ ρ ά κ ο ν τ α , κ ί εγώ π ίσ τ ε ύ ω ό τ ί ενώ

δεν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α βγά λ εί σ τη ν επ ίφ ά ν ε ία το μ υ σ τίκ ό όσο ζο ύ - σε, μ π ο ρ ε ί ν α το κά νε ί στο θάνατο».

Κ ο ίτά χτη κ α ν , κ α ί τα μ ά τ ία το υ Α ντρ έα ξ α φ ν ίκ ά σ τένεψ α ν κ α ί ξύ π νη σ α ν . «Δε σ α ς κατα λαβαίνω ».

«Μ α κ ά ρ ί ν α μ π ο ρ ο ύ σ α ν α β ρ ω λ ίγό τερ ο σ κ λη ρ ές κ α ί α ν ίε ­ρ ε ς λ έξε ίς γ ία ν α σ ο υ εξη γή σ ω . Τ ώ ρ α π ο υ η Σ α ρ ίν α είνα ί ν ε ­κ ρ ή , ο ί δ υ σ κ ο λ ίε ς π ο υ α ν τ ίμ ε τώ π ίζ ε σ τη ζ ω ή έ χ ο υ ν φ ύ γ ε ί . Α ν ε ίσ α ί α π ο φ α σ ίσ μ έ ν ο ς , ό π ω ς π ίσ τ ε ύ ω ό τί ε ίσ α ί, ν α β ρ ε ίς

τ η ν Α ρ έθ ο υ σ α , τότε υ π ά ρ χ ε ί μ ό νο ένα ς τ ρ ό π ο ς γ ία ν α μ ά θ ε ίς το ζω τίκ ό σ το ίχείο . Π ρ έπ ε ί ν α σ η κ ώ σ ο υ μ ε τη ν Σ α ρ ίν α με μ ία ν εκ ρ ο μ α ντίκ ή τελετή».

«Ν α ξ υ π ν ή σ ο υ μ ε το π νεύ μ α της;»

« Ό χί μ όνο αυτό - χρ ε ίά ζετα ί ν α α να σ τή σ ο υ μ ε κ α ί το σ ώ μ α της».

261

Page 263: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο Α ντρ έα ς δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π ίσ τέψ ε ί στ' α υ τ ίά το υ . «Κ αί υ π ά ρ χ ε ί μ ά γ ο ς εδώ α ρκετά δ υ ν α τό ς γ ία ν α το κάνεί;»

«Υ πάρχεί μ ία μ ά γίσ σ α . Η τελ ίκή επ ίλ ο γή φ υ σ ίκ ά είνα ί δ ί ­κ ή σ ο υ , α λ λ ά σ ο υ ζ η τ ώ ν α μ η λ ά β ε ίς υ π ό ψ η σ ο υ τα σ υ ν α ί-

σ θ ή μ α τ ά μ ο υ , γ ία τ ί σε τ έ το ία π ρ ά γ μ α τ α ό π ω ς α υ τό , μ π ο ρ ώ ν α α π ο σ τα σ ίο π ο ίη θ ώ εντελώς».

Ο Α ντρ έα ς κ ο ύ νη σ ε το κ εφ ά λ ί το υ . «Τ ότε δ ε χρ ε ίά ζετα ί να το σ κ εφ τώ , έχω μ ία μ όνο επ ίλο γή . Τ ί π ρ έπ ε ί ν α κάνω ;»

Η Γ α λ ά ζία Β ασ ίλ ίσ σ α ή τα ν π ρ ο ετο ίμ α σ μ ένη , ε ίχε μελετή - σεί τ ί χ ρ ε ία ζό τα ν ν α γ ίνε ί κ α ί ή ξερ ε ότί α υ τή ή τα ν η κα λύ τερ η στίγμή .

«Θ α α ρ χ ίσ ο υ μ ε τη ν τελετή α π ό ψ ε τα μεσάνυχτα» , είπε.

Μ ε τη ρ η τή ε π ίθ υ μ ία τη ς Β ασ ίλ ίσσας το κ ά σ τρο είχε β υ θ ί- στεί σ τον ύ π ν ο ότα ν εκείνη κ ί ο Α ντρ έα ς π ερ π ά τη σ α ν στο ψ η ­λό τερ ο σ ημ είο το υ π ύ ρ γ ο υ με τ ο υ ς κ υ μ α τ ίσ το ύ ς τ ο ίχ ο υ ς π ο υ ο ρ θ ω ν ό τα ν στο κέντρο το υ λ α β ύ ρ ίν θ ο υ τω ν κ τηρ ίω ν. Η ε ίσ ο­

δ ο ς κ α ί το χ ο λ π έρ α α π ό εκεί ή τα ν φ ω τ α γ ω γ η μ έ ν α με ά σ π ρ α κ ερ ίά π ο υ έσ τα ζα ν κ α θ ώ ς π ερ ν ο ύ σ α ν κ α ί έρ ίχνα ν τερ α τό μ ο ρ ­φ ε ς σ κ ίέ ς σ τ ο υ ς τ ο ίχ ο υ ς . Α ν έ β η κ α ν τα σ κ α λ ίά π ρ ο ς τα ε π ά ­ν ω , σ τον τελευτα ίο ό ρ ο φ ο . Ε δ ώ β ρ ίσ κ ό τα ν ο θ ά λ α μ ο ς π ο υ εί­

χ ε ετοίμαστεί.Τ ο σ ώ μ α τ η ς Σ α ρ ίν α ς ή τα ν ξ α π λ ω μ έν ο σε μ ία π λ ά κ α στη

μ έση το υ δ ω μ α τ ίο υ , με το κ εφ ά λ ί τ η ς ν α δ ε ίχνε ί π ρ ο ς το Β ο ρ ­ρ ά . Ή τ α ν ν τυ μ έν η με ά σ π ρ ο , ρ ίχ τό φ ό ρ ε μ α κ α ί τα π ίο π ολλά

α π ό τα σ η μ ά δ ία στο σ ώ μ α κ α ί το π ρ ό σ ω π ό τ η ς α π ό τη ν π τ ώ ­σ η ε ίχ α ν μ α κ ίγ ία ρ ίσ τ ε ί κ α ί δ ε ν φ α ίν ό ν τ ο υ σ α ν . Σ το π ά τ ω μ α υ π ή ρ χ ε έ ν α ς κ ύ κ λ ο ς χ α ρ α γ μ έ ν ο ς μ ε ά σ π ρ η κ ίμ ω λ ία γ ύ ρ ω τ η ς , κ α ί σε κ ά θ ε σ η μ είο τ ο υ ο ρ ίζ ο ν τ α π ο υ β ρ ίσ κ ό τ α ν π ά ν ω

σ τον κ ύ κ λ ο έκα ίγε ένα κερί.Η Β α σ ίλ ίσ σ α δ ίέσ χ ίσ ε το δ ω μ ά τ ίο ω ς τ η ν ά κ ρ η ενό ς τρ α -

262

Page 264: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

π εζ ίο ύ κ α ί με το κ ερ ί π ο υ κ ρ α το ύ σ ε ά ν α ψ ε ένα μ ίκ ρ ό ασ ημ έ- ν ίο θυ μ ία τό . Γ κ ρ ίζες το λ ύ π ες κ α π ν ο ύ ά ρ χ ίσ α ν ν α α ν εβ α ίνο υ ν κ α ί ν α α π λ ώ ν ο ν τα ί υ π ο χ θ ό ν ία λ ε ς κ α ί ε π ίβ ο υ λ α στο τα β ά ν ί, μ έ χ ρ ί π ο υ ο λ ό κ λ η ρ ο το δ ω μ ά τ ίο φ α ίν ό τ α ν ν α π λ η μ μ υ ρ ίζ ε ί

α π ό μ ία π υ κ ν ή ομ ίχλη π ο υ μ ύ ρ ίζ ε έντονα.Ο Α ν τ ρ έ α ς ή ξ ε ρ ε λ ίγ α π ρ ά γ μ α τ α γ ία τ ίς ν ε κ ρ ίκ έ ς τ ε λ ε ­

τ ο υ ρ γ ίε ς π ο υ δ ίε ν ε ρ γ ο ύ σ α ν σ τη φ υ λ ή τ ο υ , α λ λ ά α υ τό ή τα ν κ ά τ ί π ο λ ύ δ ία φ ο ρ ε τ ίκ ό α π ό τ ίς α δ έ ξ ίε ς κ α ί κ ά π ω ς ν ο σ η ρ έ ς

ε κ ε ίν ε ς τ ελ ετέ ς . Π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ ε τ η Β α σ ίλ ίσ σ α π ο υ ε ίχε σ τα θ ε ί σ τη ν α ρ ίσ τε ρ ή π λ ε υ ρ ά τ η ς Σ α ρ ίν α ς , μ ε το π ρ ό σ ω π ο σ τρ α μ μ ένο α να το λ ίκ ά . Έ β γ α λ ε α π ό τη φ α ρ δ ίά τ η ς ζ ώ ν η ένα στίλέτο με μ α ύ ρ η λ α β ή κ α ί σ η κ ώ ν ο ν τά ς το κ α ί με τα δ ύ ο χ έ ­

ρ ία ά ρ χ ίσ ε ν α μ ίλά εί. Η γλ ώ σ σ α ή τα ν εντελώ ς ά γ ν ω σ τη σ τον Α ντρ έα κ ί έτσί μ π ο ρ ο ύ σ ε μ ό νο ν α π α ρ α τ η ρ ε ί χ ω ρ ίς ν α κα τα - λ α β α ίνε ί, κ α θ ώ ς η Β ασ ίλ ίσ σ α α π ά γγελ λ ε κ ά ν ο ν τα ς π α ρ ά ξ εν α σ ύ μ β ο λ α σ τον α έρα με το μ α χα ίρ ί. Κ α τό π ίν κ ίν ή θ η κ ε π ρ ο ς τα

νό τ ία κ α ί επα νέλαβε άλλη μ ία φ ο ρ ά τη ν ιδ ία δ ία δ ίκ α σ ία , μετά ά λ λ η μ ία π ρ ο ς τη δ ύ σ η κ α ί π ρ ο ς το β ο ρ ρ ά . Ό τ α ν τελε ίω σ ε, σ τ ά θ η κ ε σ ίω π η λ ή γ ία λ ίγ α λ ε π τ ά π ρ ίν κ ά ν ε ί ν ό η μ α σ τ ο ν Α ντρέα ν α μ π ε ί σ το ν κύ κ λ ο , δ ε ίχνο ντά ς το υ ν α π ά ρ ε ί μ α ζ ί του

ένα δ ίσ κ ο π ο υ β ρ ίσ κ ό τα ν π ά ν ω στο τρ α π έζί.Η Β α σ ίλ ίσ σ α σ η μ ά δ ε ψ ε έν α γ ύ ρ ω τ ο ν κ ύ κ λ ο μ ε το νερ ό

α π ό τ η ν κ α ρ ά φ α π ο υ ή τα ν στο δ ίσ κ ο π ο υ τ η ς έφ ερ ε ο Α ντρέ­ας. Μ ετά ά ρχίσ ε το π ίο σ ο β α ρ ό μ έρ ο ς το υ τελετουργ ίκ ού .

Ο Α ν τ ρ έ α ς σ τε κ ό τα ν σ τα π ό δ ία τ η ς Σ α ρ ίν α ς κ ο ίτ ώ ν τ α ς β ό ρ ε ία , ενώ σ τη ν α ν α το λ ίκ ή π λ ε υ ρ ά το υ κ ύ κ λ ο υ , η Β α σ ίλ ίσ ­σα το π ο θ έτη σ ε κ ά π ο ία π ρ ά γ μ α τα α π ό το δ ίσ κ ο σε ένα ασημέ- ν ίο μ π ο λ . Α νά μ εσ α το υ ς , ο Α ν τ ρ έα ς α ν α γ ν ώ ρ ίσ ε ότί υ π ή ρ χ ε

α ϊά τ ί , υ δ ρ ά ρ γ υ ρ ο ς κ α ί μ ία μ ίκ ρ ή τ ο ύ φ α μ α λ λ ίά π ο υ υ π ο - π τ ε ύ θ η κ ε ό τ ί ή τ α ν τ η ς Σ α ρ ίν α ς . Μ ία ή δ ύ ο α κ ό μ η ο υ σ ίε ς

263

Page 265: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

π ρ ο σ τέ θ η κ α ν κ α ί κ α τό π ίν ό λα α υ τά μ α ζ ί ρ α ν τ ίσ τη κ α ν με μ ία μ α ύ ρ η σκόνη.

Σ το ν Α ντρέα, π ο υ στεκόταν κοντά στο ακίνητο σ ώ μα κα ί με τη ν π ρ ο σ ο χή το υ σ τραμμένη στη Β ασίλίσσα, τίπ ο τα δεν φ α ίν ό ­

τα ν π ρ α γ μ α τ ίκ ό . Δ εν κ α τα λ ά β α ίνε τη γλώ σ σ α , α λ λά π α ρ α κ ο ­λ ο υ θ ο ύ σ ε τη Β ασ ίλ ίσσα κ α θ ώ ς εκείνη π ή ρ ε ένα α ναμ μένο λ ε ­πτό κερ ί στο ένα χέρ ί κα ί το ασημένίο μ π ο λ στο άλλο. Κ ράτησε το μ π ο λ ψ η λ ά κ α ί α κ ο ύ μ π η σ ε το κ ερ ί στο μ π ο λ ε φ τ ά φ ο ρ ές .

Στο έβδομο ά γγίγμ α , τα περ ίεχόμ ενα το υ μ π ο λ ά ρ π α ξ α ν φ ω τ ίά κα ί μ ία κ ίτρ ίνη φ λ ό γ α πετάχτηκε γ ία λ ίγο κα ί μετά έσβησε.

Η Β α σ ίλ ίσ σ α α π ά γ γ ε ίλ ε λ έξ ε ίς , α π ό τ ίς ο π ο ίε ς ο Α ντρ έα ς κ α τ ά λ α β ε μ ό ν ο μ ία : τ η λ έ ξ η « Σ α ρ ίν α » . Κ α τ ό π ίν , π ή γ ε κ α ί

σ τά θη κ ε στο κ εφ ά λ ί το υ κ ο ρ ίτσ ίο ύ , α π ένα ντί α π ό το ν Α ντρέα.Γία μ ερ ίκ ές σ τ ίγμ ές επ ίκ ρ ά τη σ ε α π ό λ υ τη σ ίω π ή ' κ α τό π ίν ,

α ρ γ ά , το κ ε φ ά λ ί τ η ς Σ α ρ ίν α ς σ τ ρ ά φ η κ ε δ ε ξ ίά κ α ί α ρ ίσ τερά , ύ σ τερ α στα μάτησ ε α π ό το μ α κ α ί τα μ ά τία τη ς άνοίξαν.

Α ν ο Α ντρέας ή λ π ίζε να δεί τη ζεστασίά τω ν μ α τίώ ν τη ς Σ α ­ρ ίν α ς π ο υ γνώ ρ ίζε , έσφ αλε ο ίκ ιρά . Κ άθε τέτοία ελπ ίδα έσβησε' τα μάτία τη ς ήτα ν ψ υ χρ ά , σ χεδόν ό π ω ς το υ ερπετού. Τ ο χρ ώ μ α το υ ς είχε ξεθω ρίάσεί - ή τα ν ω χρ ό καί παγερό . Ο Α ντρέας πήγε

ν α κάνεί ένα β ή μ α π ίσ ω σαν από φ ό β ο , ό μ ω ς τα μ άτία το υ σ υ ­να ντή θη κ α ν με τη ς Β ασίλίσσας κί εκείνη το υ έκανε ένα βίαστίκό νεύμ α ν α ηρεμήσεί. Ξ εροκατάπ ίε κα ί συγκρατήθηκε.

Τ ο ν εκ ρ ό κ ο ρ ίτσ ί α ν α δ εύ τη κ ε κ α ί ά ρ χ ίσ ε ν α α να κ ά θ ετα ί.

Έ μ ε ίν ε εκε ί έτσ ί, μ ε το π ρ ό σ ω π ο κ ά τ α σ π ρ ο κ α ί τα χ έ ρ ία ν α κ ρ έμ ο ντα ί ά το να σ τα π λ ευ ρ ά τη ς . Η Β ασ ίλ ίσ σ α π ή ρ ε μ ία β α - θ ίά α ν α π νο ή κ α ί μ ίλη σ ε ψ ίθ υ ρ ίσ τά .

« Σ α ρ ίνα - Σ α ρ ίν α , μ ’ ακούς;»

Τ ο σ τό μ α τη ς ά νο ίξε α π ό το μ α , κ α ί η φ ω ν ή π ο υ α π ά ντη σ ε ή τα ν λ επ τή κ α ί α δ ύ ν α μ η , σ αν φ α ν τά σ μ α το ς «Σ’ ακούω ».

264

Page 266: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Υ πάρχεί κ ά π ο ίο ς εδώ το ν ο π ο ίο ν α γά π η σ ες , π ο υ θ α ή θ ε ­λε ν α σ ο υ κάνεί μ ία ερώ τη σ η . Τ ο ν βλέπείς;»

« Τ ο ν βλέπω ».Ο Α ντρ έα ς τρεμούλ ίασ ε.« Θ α ή θελ ε ν α ξέρεί το ν δ ρ ό μ ο γ ία τη Λ ή θ η » , ε ίπ ε η β α σ ί­

λ ίσ σ α μ αλακά .Γία μ ία σ τίγμ ή δ εν έγίνε α π ο λ ύ τω ς τ ίπ ο τα ' ύ σ τερ α η λεπ τή

φ ω ν ή μ ίλη σ ε πάλί.

« Α να ζή τη σ ε α υ τ ό ν π ο υ δ ε γ εν ν ή θ η κ ε α κ ό μ η . Α να ζή τη σ ε τ η μ η τ έ ρ α τ ο υ , κ α ί τ η μ η τ έ ρ α τ η ς μ η τ έ ρ α ς τ ο υ , μ έ χ ρ ί τ η ν έβ δ ο μ η γενεά π ρ ίν α π ' αυτόν. Ε κ εί θ α β ρ ίσ κετα ί εκείνος».

Κ αί μ ’ α υ τό η Σ α ρ ίν α σ ω ρ ίά σ τη κ ε π ά λ ί κ ά τω σ τη ν π λ ά κ α

κ α ί δ εν ξα να κ ο υ νή θ η κ ε .Τ α κ ερ ίά γ ύ ρ ω α π ό το ν κ ύ κ λ ο ά ρ χ ίσ α ν ν α τελ ε ίώ νο υ ν κα ί

φ ά ν η κ ε ότί κ ίν δ ύ ν ευ α ν ν α σβήσ ουν. Η Β ασ ίλ ίσσα έκανε ν ό η ­μ α σ το ν Α ντρέα ν α μ η ν κ ίν η θ ε ί κ α ί επα νέλα β ε τη ν α π α γγελ ία

στα τέσ σ ερα σ η μ εία το υ ο ρ ίζο ν τα , ενώ ο Α ντρ έα ς κ α θ ό τα ν με το κ εφ ά λ ί σ κ υ μ μ έν ο , π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν α μ η ν α φ ή σ ε ί τ ίς σ κέ­ψ ε ίς το υ ν α α ν έβ ο υ ν σ τη ν επ ίφ ά νε ία .

Τ ε λ ίκ ά η Β ασ ίλ ίσσα β γή κ ε α π ό το ν κ ύ κ λ ο . Φ α ίν ό τα ν ή ρ ε ­

μ η τώ ρ α κ α ί έσβησε ένα-ένα τα κ ερ ίά με π ρ ο σ ο χή .« Λ ο ίπ ό ν» , ε ίπ ε μ ’ έ ν α ν α ν α σ τ ε ν α γ μ ό , « π ή ρ ε ς α π ά ν τ η σ η

στο ερ ώ τη μ ά σ ο υ , Α ντρέα , Λ υ π ά μ α ί μ ό νο π ο υ δ εν μ π ο ρ ώ να ερμ η νεύ σ ω τη σ η μ α σ ία της».

Ο Α ν τ ρ έ α ς α ν α κ ά λ υ ψ ε ό τ ί η δ ίκ ή τ ο υ η φ ω ν ή δ ε ν ή τα ν τό σ ο σ τα θ ερ ή ό σ ο θ α έπ ρ ε π ε . «Α υτό το π α ίχ ν ίδ ί τ ο υ π α ρ ά ­δ ο ξ ο υ με κ ά νε ί ν α α ίσ θ ά ν ο μ α ί π ά ν τα ν ίκ η μ έ ν ο ς σ τη ν αρχή», τ η ς ε ίπ ε , « α λ λά μ ε τ ο ν κ α ί ρ ό . » κ ο ύ ν η σ ε τ ο υ ς ώ μ ο υ ς τ ο υ

κ α ί με ά σ κ η μ η δ ίά θ ε σ η ά π λ ω σ ε το δ ά χ τ υ λ ό τ ο υ στο μ α υ ρ ί- σμένο κερί.

265

Page 267: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Τ ο δ ω μ ά τ ίο β υ θ ίσ τ η κ ε στο σ κ ο τά δ ί κ α θ ώ ς η Β α σ ίλ ίσ σ α έσ β η σ ε κ α ί το τελ ευ τα ίο α π ’ τα κ ερ ίά . Ά φ η σ α ν το σ ώ μ α τ η ς Σ α ρ ίν α ς ή σ υ χο μ έσ α σ τον κ ύ κ λ ο , ά ρ χ ίσ α ν ν α κ α τεβ α ίν ο υ ν τα σ κ ο τε ίνά σ κ α λ ίά κ α ί β γ ή κ α ν έξω . Η ν ύ χ τ α ή τα ν π ο λ ύ ή σ υ χ η

κ α ί ο ή χ ο ς τω ν κ υ μ ά τω ν π ο υ έσ π α ζα ν σ τη ν α κτή έφ τα ν ε α δ ύ ­ν α το ς με το ν αέρα. Ο Α ντρ έα ς κ ο ίτα ξε τ ' ασ τέρ ία κ α ί ίσ ω ς γ ία π ρ ώ τ η φ ο ρ ά σ υ ν ε ίδη το π ο ίη σ ε τη ν ά γνω σ τη δ ίά τα ξ η τω ν μ υ - ρ ίά δ ω ν α σ τερ ίσ μ ώ ν. Ο ί α σ τ ρ ο ν ο μ ίκ ές το υ γ ν ώ σ ε ίς ή τα ν λ ί ­

γ ε ς , α λ λά μ π ο ρ ο ύ σ ε π ά ν τ α ν α β ρ ε ί τέσ σ ερ ίς ή π έν τε ο μ ά δ ες α σ τερ ίώ ν π ο υ ήξερε. Ε δ ώ δ εν υ π ή ρ χ ε τ ίπ ο τα γνω σ τό στο στε­ρ έω μ α , τ ίπ ο τα π ο υ ν α το ν π α ρ η γο ρ ή σ εί.

Α να σ τέναξε. Ξ α φ ν ίκ ά α ίσ θ ά νθ η κ ε π ο λ ύ κ ο υ ρ α σ μ έν ο ς κα ί

θλ ίμ μ ένος. Γ ύρ ίσε π ρ ο ς τη Β ασ ίλ ίσσα π ο υ π ερ π α το ύ σ ε δ ίπ λ α το υ κ α ί είπε:

«Α να ρω τίέμα ί τί θ α είχε σ υ μ β ε ί α ν η Σ α ρ ίν α είχε ζή σ εί κα ί το π α ίδ ί μ α ς ε ίχε γ εν ν η θ ε ί. Π ά ν τ α θ α α ν α ρ ω τ ίέ μ α ί γ ί ’ α υ τό ,

νομ ίζω » .Η Β α σ ίλ ίσ σ α δ ε ν α π ά ν τη σ ε α μ έσ ω ς . Π ε ρ π α τ ο ύ σ α ν κ α ­

τ ά μ ή κ ο ς τ ο υ σ κ ο τ ε ίν ο ύ δ ρ ό μ ο υ , κ α ί μ ό ν ο ν ό τ α ν β γ ή κ α ν α π ’ α υ τ ό το π έ ρ α σ μ α σε έν α α π ό τ α ψ η λ ό τ ε ρ α α ν ο ίγ μ α τ α

π ο υ έ β λ ε π α ν α π ό ψ η λ ά τ η ν κ ύ ρ ία π τ έ ρ υ γ α τ ο υ κ ά σ τ ρ ο υ τ ο ύ μ ίλ η σ ε .

«“Α ν α ζή τη σ ε α υ τό ν π ο υ δ ε ν έχεί α κ ό μ α γ εν ν η θ ε ί, α ν α ζ ή ­τη σ ε τη μ η τέρ α το υ κ α ί τη μ η τέρ α τη ς μ η τέρ α ς τ ο υ ” - λ ο ίπ ό ν ,

ο θ ά ν α τ ό ς τ η ς ή τα ν ε γ ρ α μ μ έ ν ο ς , δ ε ν ε ίν ' έτσ ί;» Κ α ί ό τα ν ο Α ν τ ρ έα ς δ ε ν ε ίπ ε τ ίπ ο τ α , α λ λ ά μ ό ν ο τ η ν κ ο ίτα ξ ε , σ υ ν έχ ίσ ε : «Τ ο π α ίδ ί σ α ς είνα ί αυτό π ο υ δ εν έχεί γ εννη θε ί. Τ ί ε ίνα ί αυτό π ο υ λ έε ί το π α ρ ά δ ο ξ ο ; Α ν α ζ ή τ η σ ε τη μ η τ έ ρ α τ ο υ π ρ ίν α π ’ α υτό ν , μ έχρ ί τη ν έβ δ ο μ η γενεά . Ε κεί θ α είναί».

«Δεν το κατα λαβαίνω » .

266

Page 268: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Τ ο π α ίδ ί δ ε γ εν ν ή θ η κ ε κ α ί τώ ρ α δε θ α γεν ν η θ ε ί π ία . Ε π ο ­μ ένω ς, μ π ο ρ ε ίς ν α π ε ίς ότί β ρ ίσ κετα ί στη Λ ήθη».

« Α ! . Κ α ί η μ η τέρ α το υ ; Π έ θ α ν ε . Κ α ί η δ ίκ ή τ η ς η μ η τέ ­ρα;»

«Π εθαμένη».

«Καί η δ ίκ ή τη ς η μητέρα;»«Π εθαμένη».

« Κ α ί .»

« Χ ρ είά ζετα ί ν α ρ ω τ ά ς ; Ε κ ε ί θ α ε ίνα ί. Γ ία ν α β ρ ε ίς τη Λ ή ­θη , π ρ έπ ε ί ν ’ α ν α ζη τή σ ε ίς το θάνατο».

Ο Α ν τ ρ έ α ς σ τ ρ ά φ η κ ε α π ό τ ο μ α . « Κ α λ ά , α υ τ ό το ξέρ ω ! Μ ο υ έ χο υ ν π εί ότί η Λ ή θ η β ρ ίσ κ ετα ί στο βα σ ίλ είο το υ θ α ν ά ­

το υ . Ε ίν α ί π ρ ο φ α νές» .« Μ η ν ε ίσαί π ρ ο π έτη ς , Α ντρέα!» Η Β ασ ίλ ίσ σ α έβαλε το χ έ ­

ρ ί τ η ς σ το δ ίκ ό τ ο υ γ ία ν α τ ο ν σ υ γ κ ρ α τ ή σ ε ί. « Π ρ α γ μ α τ ίκ ά π ίσ τεύ ω ό τί π α ίρ ν ε ίς το β ίβ λ ίο σ ο υ υ π ε ρ β ο λ ίκ ά κ α τά γ ρ ά μ ­

μ α . Έ χ ω μ ία α ίσ θ η σ η σε τ ί α ν α φ έ ρ ο ν τ α ί α υ τ έ ς ο ί λ έ ξ ε ίς . Α λλά - » β λ έπ ο ν τα ς το π ρ ό σ ω π ο το υ π ο υ ζω ή ρ ε ψ ε ξ α φ ν ίκ ά . «θα το σ κ ε φ τ ώ λ ίγ ο α κ ό μ α α π ό ψ ε π ρ ίν σ ο υ π ω κ α ί θ α σ ο υ π ρ ό τε ίν α ν α κ ά νε ίς κ ί εσύ το ίδ ίο . Ξ έρ ε ίς π ώ ς ν α φ τά σ ε ίς στα

δ ώ μ α τά σου;»«Ν αί, αλλά - »«Τ ότε σ ο υ εύ χο μ α ί καλη νύχτα » . Χ α μ ογέλα σ ε ευ γεν ίκ ά καί

π ερ π ά τη σ ε σ ίω π η λ ά σ τίς β α θ ίέ ς σκίές.

Ο Α ντρ έα ς δ εν κ ο ίμ ή θ η κ ε κ α θ ό λ ο υ . Π ερ ίμ ενε α ν υ π ό μ ο ν α ν α ξη μ ερ ώ σ εί. Τ ο χ ά ρ α μ α ν τ ύ θ η κ ε κ α ί π ερ π α το ύ σ ε α π ό δ ίά ­δ ρ ο μ ο σε δ ίά δ ρ ο μ ο κ ο ν τά σ τη ν τ ρ α π ε ζ α ρ ία π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν α περά σ εί τη ν ώ ρ α το υ μ έχρ ί π ο υ ν α φ τά σ εί η Β ασίλίσσα.

Ή ρ θ ε τελίκά , κ α ί δ ε φ α ίν ό τα ν ν α τη ν είχε επη ρεάσ εί κ α θ ό ­λ ο υ η π ερ ίπ έτε ία τη ς ν ύ χ τ α ς κ α ί τα τελετουργ ίκά . Τ ο ν ο δ ή γ η ­

267

Page 269: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σε α μ έσ ω ς σ ’ ένα ψ η λ ό π α ρ ά θ υ ρ ο π ρ ο ς το τ έ λ ο ς τ ο υ π ε ρ ά ­σματος.

«Κ οίτα εκεί», το υ ε ίπε δ ε ίχνο ν τα ς α π ένα ν τί α π ό το ν κ ό λ π ο π ο υ ά σ τρ α φ τε κ ά τω α π ό το λ α μ π ρ ό ήλίο . «Β λέπείς τη χ ερ σ ό ­

νη σ ο στη β ό ρ ε ία π λ ευ ρ ά , εκεί π ο υ β ρ ίσ κ ο ντα ί ο ί βράχοί;»«Τ η βλέπω ».«Σε χ α μ η λ ή π α λ ίρ ρ ο ία , το ν ερ ό α π ο τ ρ α β ίέ τ α ί σ ’ α υ τό το

σημ είο κ α ί π έρ α α π ' α υτό υ π ά ρ χ ε ί μ ία άλλη , π ο λ ύ μ ίκ ρ ό τερ η

π α ρ α λ ία . Σ ’ α υ τή τ η ν π α ρ α λ ία υ π ά ρ χ ε ί ένα σ π ή λ α ίο π ο υ ο ί ά ν θ ρ ω π ο ί σ ’ α υ τ ά τα μ έ ρ η το α π ο κ α λ ο ύ ν “το Σ π ή λ α ίο τ ω ν Ψ υ χ ώ ν π ο υ Π έ ρ α σ α ν ” . Γία α ίώ ν ες σ υ ν ή θ ίζ α ν ν α π η γ α ίν ο υ ν εκεί τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς , γ ία τ ί π ίσ τ ε υ α ν π ω ς το σ π ή λ α ίο ή τα ν μ ία

α π ό τ ίς γ ή ίν ε ς ε ίσ ό δ ο υ ς γ ία τ ο ν ά λ λ ο κ ό σ μ ο . Π ίσ τ ε υ α ν ότί α π ό εδώ ο ί ψ υ χ έ ς θ α ε ίχα ν μ εγα λ ύ τερ ες ελ π ίδ ες να π ερ ά σ ο υ ν σ τη φ ρ ο ν τ ίδ α το υ ο τ ίδ ή π ο τε ή τα ν α υ τό π ο υ β ρ ίσ κ ό τα ν σ τον ά λ λον κόσμο»

« Π ίσ τεύ ε ίς ό τ ί θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ε ίνα ί α υ τ ό ς ο δ ρ ό μ ο ς γ ία τη Λ ήθη ;» ρ ώ τη σ ε ο Α ντρέας.

«Α υτό π ρ έπ ε ί ν α το α ν α κ α λ ύ ψ ε ίς εσύ. Τ ο σ π ή λα ίο δ εν έχεί χρ η σ ίμ ο π ο ίη θ ε ί γ ία α ίώ ν ες κ α ί μ π ο ρ ε ί ο ί θ εο ί ν α έχο υ ν χτίσεί

τη δ ίκ ή τ ο υ ς ε ίσ ο δο κ ά π ο υ α λ λ ο ύ π ία» , ε ίπ ε η Β α σ ίλ ίσ σ α με ένα κ ά π ω ς α σ εβ ές χ ίο ύ μ ο ρ , «αλλά η π α λ ίρ ρ ο ία θ α ε ίνα ί χ α ­μ η λ ή στη μ έση το υ π ρω ίνού» .

«Τ ότε σ' ευ χα ρ ίσ τώ μ έσ α α π ό τη ν κ α ρ δ ίά μ ο υ γ ία ό λα όσα

έκ α νες κ α ί θ α σε π α ρ α κ α λ έσ ω ν α μ ο υ ε υ χ η θ ε ίς κ α λ ή επ ίτυ - χία». Έ σ κ υ ψ ε κ α ί τη ς φ ίλ η σ ε το χέρ ί.

Η Β α σ ίλ ίσ σ α το ν κ ο ίτα ξε π ο λ ύ σ υ γ κ ίν η μ έν η . Κ ρ ά τη σ ε το χ έ ρ ί τ ο υ σ τα δ ίκ ά τ η ς κ α ί ε ίπ ε : « Π ρ έ π ε ί π ρ ώ τ α ν α π ά ρ ε ίς

π ρ ό γ ε υ μ α μ α ζ ί μ α ς - υ π ά ρ χ ε ί χ ρ ό ν ο ς - κ α ί δ εν θ α υ π ή ρ χ ε κ α ­λ ύ τερ η ευ κ α ίρ ία ν α μ α ς α ποχα ίρετήσ είς» .

268

Page 270: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

«Φ υσίκά».Π ε ρ π ά τ η σ α ν μ α ζ ί ω ς τη ν τρ α π ε ζα ρ ία , ό π ο υ ο ί ά ν θ ρ ω π ο ί

το υ Κ ά σ τρ ο υ το υ Φ τ ερ ω τ ο ύ Δ ρ ά κ ο ν τα μ α ζ ε ύ ο ν τ α ν ή δ η γ ία το π ρ ό γ ε υ μ α . Η θ έσ η τ η ς Σ α ρ ίν α ς ε ίχε δ ία κ ρ ίτ ίκ ά σ υ μ π λ η ­ρ ω θ ε ί α π ό κ ά π ο ία άλλη , α λλά ο Α ντρ έα ς ούτε π ο υ το π ρ ό σ ε ­ξε. Κ ο ίτο ύ σ ε α π έν α ν τ ί α π ό το δ ω μ ά τ ίο , π ρ ο ς τα π α ρ ά θ υ ρ α , π ρ ο ς τη ν α μ μ ο υ δ ίά κ α ί τη θά λα σ σ α π ο υ υ π ο χ ω ρ ο ύ σ ε αργά .

Η Β α σ ίλ ίσ σ α π ε ρ π ά τ η σ ε μ ε τ ο ν Α ν τ ρ έ α κ ά τ ω , σ τα φ α ρ δ ίά σ κ α λ ο π ά τ ία π ο υ ή τα ν λ α ξ εμ έ ν α σ το ν γ κ ρ ε μ ό τ η ς π α ρ α λ ία ς . Η π α λ ίρ ρ ο ία ή τα ν π ία στο π ίο χ α μ η λ ό τ η ς κ α θ ώ ς π ε ρ π ά τ η ­σ α ν μ α ζ ί π ρ ο ς το α κ ρ ω τ ή ρ ί. Ε κ ε ί η Β α σ ίλ ίσ σ α σ τα μ ά τ η σ ε '

δ εν ήθελε ν α π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ί άλλο.«Σ ου εύ χ ο μ α ί κ α λ ή τύ χη » , ε ίπ ε ζ ω η ρ ά , κ ρ α τώ ν τα ς τα χ έ ­

ρ ία το υ . « Θ α σε θ υ μ ά μ α ί π ά ντα , Α ντρέα , κ α ί θ α σε σ κ έφ το μ α ί συχνά».

«Θ α σ α ς θ υ μ ά μ α ί κ ί εγώ , α γ α π η τή Β ασίλίσσα». Ο Α ντρέ­α ς τη φ ίλ η σ ε στο μ έτω π ο « Ό ,τ ί κ ί α ν μ ο υ σ υ μ βεί, θ α σ α ς θ υ ­μάμαί».

Χ ώ ρ ίσ α ν εκεί. Ο Α ν τ ρ έα ς ά φ η σ ε το ά λ ο γό τ ο υ σ τη φ ρ ο ­

ν τ ίδ α τ η ς Β α σ ίλ ίσ σ α ς . Α ν δ εν ε π έ σ τ ρ ε φ ε σε δ ύ ο ώ ρ ε ς , τότε αυτό σ ή μ α ίνε ότί δ εν θ α επ έσ τρ εφ ε π ο τ έ .

Δ ά κ ρ υ α έτρεξα ν α π ό τα γ α λ ά ζ ία μ ά τία τη ς Β ασ ίλ ίσσας κ α ­θ ώ ς το ν π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ ε ν α α π ο μ α κ ρ ύ νετα ί...

269

Page 271: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 272: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XXI. O ΚΟΣΜΟΣ -

O Κόσμος, σύμφωνα με τις περισσότερες παραδό­σεις, αντιπροσωπεύει μιαν ανταμοιβή, την τελι­κή επιτυχία του στόχου του ενδιαφερομένου. Εί­ναι η ολοκλήρωση, η εκπλήρωση της κοσμικής συ- νειδητότητας — των «επιθυμιών της καρδιάς». Λέγεται επίσης ότι η κάρτα αυτή σημαίνει αλλα­γή, κι αυτό φαίνεται να ταιριάζει με την έν­νοια μιας συνειδητοποίησης, καθώς ο ενδιαφερό­μενος περνά μέσα από την αλλαγή στην πλήρη επίγνωση.

271

Page 273: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο a n t p e a e b p h k e ε ύ κ ο λ α t h σ π η λ ιά . Ή τ α ν η μ ο ν α δ ίκ ή στο

μ ίκ ρ ό η μ ίκ ύ κ ϊ ίο π ο υ σ χ η μ ά τ ίζ ε ο κ ό λ π ο ς . Ή τ α ν π ε ρ ίε ρ γ α ή σ υ χ α εδώ - ο κ ό λ π ο ς ή τα ν π ρ ο σ τα τ ευ μ έ ν ο ς α π ’ τ ο ν ά νεμ ο

α π ό ψ η λ ο ύ ς γ κ ρ ε μ ο ύ ς κ α ί α π ό τ ίς τρ ε ίς π λ ευ ρ ές . Η π α ρ α λ ία ή τα ν ζεσ τή κ α ί σ ίω π η λ ή , κ α ί έμ ο ία ζε ν α μ η ν τη ν είχε πατήσ εί π ο τέ ά ν θ ρ ω π ο ς .

Σ τά θ η κ ε σ τη ν ε ίσ ο δ ο τ η ς σ π η λ ίά ς κ α ί κ ο ίτα ξ ε π ίσ ω . Τ α

α π ο τ υ π ώ μ α τά το υ ά φ η ν α ν ένα ίχ ν ο ς κ α τά μ ή κ ο ς το υ π α ρ θ έ ­ν ο υ ε δ ά φ ο υ ς κ α ί σ χ εδ ό ν λ έ ρ ω ν α ν τη λ ε υ κ ή κ α θ α ρ ό τ η τα τη ς ά μ μ ο υ . Γέλασε με τ ίς φ α ν τα σ ίώ σ ε ίς το υ κ α ί μ π ή κ ε στη σ π η - λίά .

Φ α ίν ό τα ν α ρ κ ετά σ υ ν η θ ίσ μ έν η κ α ί κ α θ ό λ ο υ α ξ ίο σ η μ ε ίω - τη . Λ ε ία , δ ρ ο σ ε ρ ή , σ κ ο τε ίν ή , π λ η μ μ υ ρ ίσ μ έ ν η α π ό τ η ν η χ ώ

τ ω ν σ τα γ ό ν ω ν το υ ν ε ρ ο ύ π ο υ έ π ε φ τ α ν α π ό τ η ν ο ρ ο φ ή . Μ ί- κ ρ ές λ ίμ ν ο ύ λ ες π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α ν ν α κ ρ υ φ τ ο ύ ν σ το υ ς β ρ ά χ ο υ ς

- κ α ί στο π ίσ ω μ έ ρ ο ς έν α ς σ τέρ εο ς τ ο ίχ ο ς . Ο Α ν τ ρ έα ς π ρ ο ­σ π ά θ η σ ε ν α δ ίώ ξ ε ί τ η ν α π ο γ ο ή τ ε υ σ ή τ ο υ κ α θ ώ ς ά ρ χ ίσ ε ν α κ ά νε ί μ ία π ίο σ υ σ τ η μ α τ ίκ ή έρ ε υ ν α τ ρ ίγ ύ ρ ω , ψ ά χ ν ο ν τ α ς γ ία κ ά π ο ία σ ή ρ α γ γ α ή κ ά π ο ίο ά ν ο ί γ μ α . Τ ο σ ύ ρ σ ίμ ο μ έσ α στο

μ α ύ ρ ο σ κ ο τά δ ί ανά μ εσ α σ το υ ς σ τενούς , γλ ίσ τερ ο ύ ς β ρ ά χ ο υ ς δ εν ή τα ν ίδ ία ίτ ερ α ελκ υ σ τίκ ό , α λλά ή τα ν μ ία κ α τά σ τα σ η π ο υ το υ είχε γ ίνε ί π ία ο ί κ ε ί α . Δ εν β ρ ή κ ε τίποτα .

Ε ίχ ε π ά ν ω α π ό μ ία ώ ρ α π ο υ έψ α χν ε , ό τα ν τελ ίκ ά εγκατέ-

λ ε ίψ ε κ α ί π α ρ α δ έ χ τ η κ ε ό τ ί η Γ α λ ά ζ ία Β α σ ίλ ίσ σ α ε ίχε κ ά ν ε ί λ ά θ ο ς . Ί σ ω ς ν α υ π ά ρ χ ε ί κ ά π ο ίο ά λ λο σ π ή λ α ίο , σ κ έφ τ η κ ε . Ί σ ω ς η Β ασ ίλ ίσσα έκανε λ ά θ ο ς σ τη ν ονο μ α σ ία τ η ς π α ρ α λ ία ς . Σ ίγ ο υ ρ α δ ε ν υ π ή ρ χ ε κ α ν έ ν α σ η μ ά δ ί ό τ ί ε δ ώ σ υ ν ή θ ίζ α ν ν α

θ ά β ο υ ν τ ο υ ς ν εκ ρ ο ύ ς . Δ εν υ π ή ρ χ α ν οστά , δ εν υ π ή ρ χ ε π ένθ ί- μ η α τμ ό σ φ α ίρ α , δ ε ν .

Ο ί σ κ έψ είς το υ κ α τέρ ρ ευ σ α ν α π ό το μ α σε π α ν ίκ ό κ α ί χά ο ς .

272

Page 274: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Λ ίγ ό τ ερ ο α π ό δ έ κ α μ έτρ α μ α κ ρ ίά , α ν ά μ εσ α σ ’ α υ τ ό ν κ α ί το σ τό μ ίο τ ο υ σ π η λ α ίο υ , το φ ω ς τ η ς μ έρ α ς , το ά σ υ λ ο τ ο υ έξω κ ό σ μ ο υ , σ τ ε κ ό τ α ν κ ά π ο ίο ς . Μ ε το έ ν σ τ ίκ τ ο τ ο υ ζ ώ ο υ , ο Α ν τ ρ έ α ς ή ξ ε ρ ε ό τ ί ε π ρ ό κ ε ίτο γ ία μ ία ε ν τε λ ώ ς δ ία φ ο ρ ε τ ίκ ή εμ π ε ίρ ία , έξω α κ ό μ η κ ί α π ’ τα ό ρ ία τ η ς δ ίκ ή ς το υ κ α τ α ν ό η ­

σ η ς . Μ ία β α θ ίά , κ ρ ύ α α ν α τ ρ ίχ ίλ α γ έμ ίσ ε τ η σ π η λ ίά , κ α ί το σ χή μ α τη ς σ ίλ ο υέτα ς ά ρχ ίσ ε να κ ίνείτα ί π ρ ο ς το μ έρ ο ς του .

Ο Α ντρ έα ς έκανε π ίσ ω , μ έχρ ί π ο υ η ρ α χο κ ο κ α λ ίά το υ χ τ ύ ­

π η σ ε α π ό τ ο μ α στο το ίχ ο τ ο υ σ π η λ α ίο υ . Η φ ίγ ο ύ ρ α π ρ ο χ ω ­ρ ο ύ σ ε α κ ό μ η . Μ ία μ υ ρ ω δ ίά α π ο σ ύ ν θ ε σ η ς έφ τα σ ε σ τη μ ύ τη

τ ο υ ' ή τα ν η μ υ ρ ω δ ίά υ λ ίκ ώ ν π ο υ σ ά π ίζα ν , π ρ α γ μ ά τω ν υ π ερ - β ο λ ίκ ά α ρ χ α ίω ν γ ία ν α τ α θ υ μ ά τ α ί κ α ν ε ίς . Η κ α ρ δ ίά τ ο υ

Α ντρέα κ ό ντευε ν α σπάσεί κ α ί δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α σ κ εφ τεί λο γ ί- κά . Τ ο κ ρ ύ ο δ υ ν ά μ ω ν ε .

Η φ ίγ ο ύ ρ α σ τα μ ά τ η σ ε ' ή τ α ν α κ ό μ α σ τη σ κ ίά . Κ α τ ό π ίν ένα χ έ ρ ί λ ε π τό κ α ί γ κ ρ ίζ ο α π λ ώ θ η κ ε π ρ ο ς το μ έ ρ ο ς τ ο υ , με

μ ία σ ά ρ κ α ζα ρ ω μ έν η κ α ί δ ίά φ α ν η , έτσί π ο υ δ εν ή τα ν τ ίπ ο τα π α ρ α π ά ν ω α π ό έν α ς σ κ ελ ετό ς κ α λ υ μ μ έ ν ο ς α π ό π α ν ά ρ χ α ίε ς σκόνες.

Ο Α ντρ έα ς έβγαλε μ ία φ ω ν ή τρ ό μ ο υ κ α ί α π ο σ τ ρ ο φ ή ς σ υ ­

νά μ α , κ α θ ώ ς έκα νε μ ία ,ο υ τ ίά σ τη ν ά κ ρ η γ ία ν α ξ ε φ ύ γ ε ί α π ’ α υ τ ό ν το ν ε φ ίά λ τη . Τ ο π ό δ ί τ ο υ π ίά σ τη κ ε σε ένα β ρ ά χ ο π ο υ π ρ ο εξ ε ίχ ε π ά ν ω α π ό τ η ν ά μ μ ο κ α ί σ ω ρ ίά σ τη κ ε στο έ δ α φ ο ς . Τ ο κ ε φ ά λ ί τ ο υ χ τ ύ π η σ ε στο β ρ ά χ ο , κ ί έτσ ί το σ κ ο τ ά δ ί κ ί η

λ η σ μ ο ν ίά ή ρ θ α ν να το ν λ υ τρ ώ σ ο υ ν α π ό το ν τρ ό μ ο του .Ό τ α ν τελ ίκά σ υ νή λ θε , το κ ρ ύ ο ή τα ν α κ ό μ η α ίσ θ η τό , αλλά

λ ίγό τερ ο α π ό πρίν . Κ είτόταν επ ά νω σε κ ά τί - μ ε τα π ό δ ία σχε­δ ό ν μ ο υ δ ία σ μ έ ν α ή τα ν δ ύ σ κ ο λ ο ν α κ α τα λ ά β ε ί ε π ά ν ω σε τ ί -

π ά ν τω ς ή τα ν μ ία σ κ λη ρή ε π ίφ ά ν ε ία ' κ α ί τότε κά τί σ άλεψ ε στα β ά θ η το υ μ υ α λ ο ύ το υ , μ ία ξ α φ ν ίκ ή α ίσ θ η σ η ότί το είχε ξα να -

273

Page 275: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ζή σ εί όλο α υτό , κ α ί νό μ ίσ ε ότί β ρ ίσ κ ό τα ν π ά λ ί στο π α ρ ά ξενο β α σ ίλ ε ίο το υ Ά ρ α ξ η . Ό τ α ν θ α ά νο ίγε τα μ ά τ ία τ ο υ , π ερ ίμ ενε ν α δ ε ί το σ κ ο ύ ρ ο , σ ο β α ρ ό π ρ ό σ ω π ο τ ο υ θ ε ο ύ ν α το ν κ ο ίτά - ζε ί, α λ λά ό τα ν τελ ίκ ά τα ά ν ο ίξε , δ ε ν ε ίδε τ ο υ ς χ ρ ω μ α τ ίσ τ ο ύ ς

τ ο ίχ ο υ ς κ α ί τ η ν ο ρ ο φ ή π ο υ θ υ μ ό τα ν , α λ λά το λ επ τό , γ κ ρ ίζ ο φ ω ς το υ λ υ κ ό φ ω τ ο ς .

Α να σ η κ ώ θ η κ ε κ α ί κ ο ίτα ξε γ ύ ρ ω του .Κ είτόταν στο π ά τω μ α μ ία ς μ εγά λ η ς α ίθ ο υ σ ες , π ο υ τη φ ώ -

τ ίζα ν α χν ά λεπ τές α κ τίνες α π ό ένα α σ θεν ίκό φ ω ς π ο υ δε φ α ί ­ν ό τ α ν ν α π ρ ο έρ χ ε τα ί σ υ γ κ ε κ ρ ίμ έ ν α α π ό κ ά π ο υ . Ή τ α ν π ερ ί- σ τ ο ίχ ίσ μ έ ν ο ς α π ό έν α δ ά σ ο ς α π ό λ ε π τ ο ύ ς γ κ ρ ίζ ο υ ς κ ίο ν ε ς κ α ί κ α θ ώ ς το β λέμ μ α το υ τα ξ ίδ εψ ε π ρ ο ς τα π ά ν ω σε ένα ν από

α υ το ύ ς , ε ίδε ό τί ο ί κ ο ρ υ φ έ ς τ ο υ ς χά νο ντα ν στο σ κοτάδί.Ο Α ντρέα ς σ η κ ώ θ η κε. Δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α πεί με βεβα ίότη τα

α ν το ν ε ίχ α ν σ ύ ρ ε ί α π ό τη σ π η λ ίά μ έσ α σ τη ν α ίθ ο υ σ α ή α ν η σ π η λ ίά η ιδ ία είχε κ α τά κ ά π ο ίο ν τρ ό π ο μ ετα β λ η θ ε ί. Α λλά με ο π ο ίο ν τρ ό π ο κα ί α ν είχε έρθεί εδώ , δ εν είχε σ κοπό ν α μείνεί.

Ω σ τ ό σ ο . ένα π ερ ίερ γο , ά σ χη μ ο σ υ ν α ίσ θ η μ α γ ία τη ν ιδ ία τη ν α ίθο υσ α τον συγκράτησε. Δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε να ξέρεί τί β ρ ίσ κ ό­τα ν π έρ α α π ’ α υ το ύ ς το υ ς λ επ το ύ ς κ ίο νες π ο υ α πλώ νοντα ν στο

σ κοτά δί π ρ ο ς όλες τίς κα τευθύνσ είς. Ί σ ω ς να ή τα ν ά πε ίρο ί, να μ η ν τελείω ναν ποτέ - κα θό λ ο υ π α ρ ή γο ρ η σκέψ η. Κ αί εκτός α υ ­το ύ , θεώ ρη σ ε ότί γ ία κ ά π ο ίο λόγο ήτα ν απα ρα ίτη το ν α βρίσκε- τα ί εδώ , σ ’ α υτό το σ υγκεκ ρ ίμ ένο σ ημείο . Σ το κ ά τω -κ ά τω τ η ς γ ρ α φ ή ς η Β ίβ λ ο ς το υ Π α ρ ά δ ο ξ ο υ δ εν το ν είχε α π ο γο η τεύ σ ε ί ποτέ. Ί σ ω ς καί αυτή τη στίγμή κ ά π ο ίο ς ερχόταν να το ν βρεί.

Κ ά π ο ίο ς ή κάτί.

Θ υ μ ή θ η κ ε το γ κ ρ ίζ ο φ ά ν τ α σ μ α π ο υ το ν ε ίχε σ υ ν α ντή σ εί

σ τη ν ε ίσ ο δ ο τ η ς σ π η λ ίά ς κ α ί α ν α τ ρ ίχ ία σ ε ο λ ό κ λ η ρ ο ς . Τ η ν ιδ ία σ τίγμ ή , ένίω σε ότί το κ ρ ύ ο γ ίνό τα ν ε ν τ ο ν ό τ ε ρ ο .

274

Page 276: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Σ τρ ίφ ο γ ύ ρ ίσ ε κ α ί ίσα π ο υ π ρ ό λ α β ε ν α δ ε ί το ά μ ο ρ φ ο σ χή ­μ α ν α ε μ φ α ν ίζ ε τ α ί α π ’ το σ κ ο τ ά δ ί α ν ά μ εσ α σε δ ύ ο κ ίο ν ε ς . Π ρ ο χ ω ρ ο ύ σ ε π ρ ο ς το μ έ ρ ο ς τ ο υ , κ ί ο Α ν τρ έα ς ε ίδ ε ό τ ί ή τα ν α ν θ ρ ώ π ίνο ή σ αν α ν θ ρ ώ π ίνο , αλλά τώ ρ α ή τα ν β α ρ ίά ντυμένο ,

με α νο ίκ ο νό μ η τες, ο γ κ ώ δ ε ίς ρ ό μ π ε ς κ α ί κ ο υ κ ο ύ λ α . Μ α ζ ε ύ ο ­ντα ς όλη το υ τη ν π νευ μ α τίκ ή δ ύ ν α μ η , ο Α ντρ έα ς σ τά θη κε στη θ έσ η τ ο υ - κ α ί μ ετά η φ ίγ ο ύ ρ α ά λ λ α ξ ε π ο ρ ε ία κ ί ά ρ χ ίσ ε ν α π ερ π α τά ε ί α π ό εδώ κ ί α π ό κεί α ν ά μ εσ α σ το υ ς κ ίο νες . Τ α σά- π ία χέρ ία τη ς α κ ο υ μ π ο ύ σ α ν τη μ α λα κ ή π έτρα σε δ ίά φ ο ρ α σ η ­μ ε ία κ α ί ύ σ τε ρ α σ υ ν έχ ίζ ε τ η ν π ο ρ ε ία τη ς . Η π ερ ίέ ρ γ ε ία το υ Α ντρέα κα ί η α νά γκη τ η ς κα τά σ τα σ η ς ξεπ έρ α σ α ν το φ ό β ο καί τη ν α π ο σ τ ρ ο φ ή το υ . Φ ώ ν α ξ ε , κ α ί η φ ω ν ή το υ α κ ο ύ σ τη κ ε σε

π ολλές λεπ τές α ντη χή σ είς α π ’ τη ν α όρα τη ο ρ ο φ ή .« Σ υ γν ώ μ η , α λλά π ο ίο ς είσαί;» Η φ ίγ ο ύ ρ α σ τα μ ά τη σ ε κα ί

έ κ α ν ε μ ε ρ ίκ ά β ή μ α τ α γ ία ν α τ ο ν κ ο ίτ ά ξ ε ί κ α τ α π ρ ό σ ω π ο . Ε κ είνο ς ξεροκα τά π ίε. « Θ α μ ο υ π ε ίς π ο ύ βρίσκομαί;»

Μ ία ή ρ εμ η , κ ο ύ φ ία φ ω ν ή β γ ή κ ε α π ό τη φ ίγ ο ύ ρ α μ π ρ ο ­στά το υ . «Αυτό εξα ρτά τα ί α π ό το π ο ύ θέλείς ν α βρίσκεσαί» .

Π ά ν τα μ ο υ α π α ν το ύ ν με υ π ε κ φ υ γ έ ς ή α ίν ίγμ α τα , σ κ έφ τη ­κε Α ντρ έα ς κ α ί είπε μ εγα λ ό φ ω να :

« Ψ ά χνω τη Λ ήθη».

«Τ ότε ψ ά χ ν ε ίς τ ο υ ς νεκ ρ ο ύ ς» , α π ά ντη σ ε η οντότητα . «Κ α­λ ά ψ άχνείς» .

Ο Α ν τ ρ έ α ς σ υ λ λ ο γ ίσ τ η κ ε τ η ν α π ά ν τ η σ η γ ία μ ία σ τ ίγ μ ή

κ α ί κ α τ ό π ίν κ ο ίτα ξ ε τη φ ίγ ο ύ ρ α α π ό π ά ν ω ω ς κ ά τω κ α θ ώ ς α π ο μ α κ ρ ύ ν ο ν τα ν πάλί. Π ή γ ε ξ ω π ίσ ω της.

«Σε π α ρ α κ α λ ώ » , ε ίπ ε , «σε π α ρ α κ α λ ώ - π ε ς μ ο υ π ο ύ είνα ί αυτό το μέρος!»

Η ο ν τό τη τα σ τα μ ά τη σ ε , σ κ έφ τ η κ ε γ ία λ ίγ ο κ α ί μ ετά είπε: « Ή ρ θ ε ς π έρ α α π ό τη Σ π η λ ίά τ ω ν Ψ υ χ ώ ν π ο υ Π ε ρ ν ο ύ ν τη ν

275

Page 277: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Α ίθ ο υ σ α τ η ς Ζ ω ή ς κ α ί τ ο υ Θ α ν ά τ ο υ . Ε ίσ α ί τ υ χ ε ρ ό ς , γ ία τ ί τώ ρ α μ π ο ρ ε ίς ν α κ ά νε ίς μ ία ν επίλογή».

«Τ ί ε ίδ ο υ ς επίλογή;»

«Μ α, φ υ σ ίκ ά , π ο ίο μ ο ν ο π ά τ ί ν α π ά ρ είς» , ε ίπε η ο ντό τη τα

κ α ί ά ρ χ ίσ ε π ά λ ί ν α β α δ ίζ ε ί. Ο Α ν τρ έα ς α να σ τένα ξε. «Α υτή η α ίθ ο υ σ α ο δ η γε ί κά π ο υ ;» μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ίσ ε κ α κοδ ίά θετα .

«Α, σ ίγο υ ρ α ! Κ α ί φ υ σ ίκ ά δ ε ν μ π ο ρ ε ίς ν α μ ε ίν ε ίς εδώ γ ία π ο λ λ ή ώ ρ α α κ ό μ α . Π ρ έ π ε ί ν α δ ία λ έ ξ ε ίς π ο ίο μ ο ν ο π ά τ ί θ α

ακολουθήσ είς» .« Κ α ί . π ο ίε ς ε ίνα ί ο ί επ ίλ ο γές μου;»«Ν α σ υ νεχ ίσ ε ίς ν α ψ ά χ ν ε ίς γ ία τη Λ ή θ η ή ν α επίστρέψ είς»

Ο Α ντρ έα ς δ εν δ ίσ τασ ε «Θ α συνεχίσω », είπε, κ α ί η φ ω ν ή του

έγίνε ξ α φ ν ίκ ά το λ μ η ρ ό τερ η . «Αν μ ο υ δ ε ίξε ίς το δρόμο».«Μ ε μ εγά λη μ ο υ χαρά».Π ε ρ π ά τ η σ α ν ο έ ν α ς π ίσ ω α π ό τ ο ν ά λ λ ο ν α ν ά μ ε σ α α π ’

τ ο υ ς κ ίο ν ε ς . Τ ο α χ ν ό φ ω ς τ α ξ ίδ ε υ ε μ α ζ ί τ ο υ ς μ έ χ ρ ί π ο υ

έφ τα σ α ν τελ ίκά σ ' ένα μ έρ ο ς ό π ο υ ο ί κ ίο ν ες τελείω ναν. Π έ ρ α α π ό α υ το ύ ς υ π ή ρ χ ε μ α ύ ρ ο , σ ίω π η λ ό κενό.

« Μ η φ ο β ά σ α ί το σκοτά δ ί» , ε ίπ ε η ο ντό τη τα κ α τα ν ο ώ ντα ς το φ ό β ο το υ Α ντρ έα , «Η ε π ίλ ο γ ή σ ο υ σ ο ύ έδω σ ε τη δ υ ν α τ ό ­

τη τα ν α μ η φ ο β ά σ α ί τίποτα».Ο Α ν τρ έα ς κ ο ύ ν η σ ε το κ εφ ά λ ί το υ π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν α μ η

δ είξε ί τ ίς α μ φ ίβ ο λ ίε ς το υ . «Τ ί θ α β ρ ω ότα ν θ α φ τά σ ω εκεί;»« Θ α π ερ ά σ είς π ρ ώ τ α α π ό τη ν Α ίθ ο υ σ α τω ν Φ α ντα σ μ ά τω ν

- α λλά ν α ε ίσα ί σ ίγ ο υ ρ ο ς ότί τ ίπ ο τα α π ό ό σ α π ερ ίέχε ί δ εν ε ί­ν α ί δ υ ν α τ ό ν ν α σε β λ ά ψ ε ί. Μ π ο ρ ε ί μ ό νο ν α σ ο υ δ υ ν α μ ώ σ ε ί τ η ν α π ο φ α σ ίσ τ ίκ ό τ η τ α . Μ ε τά α π ’ α υ τό δ ε ν ξ έ ρ ω , γ ία τ ί εγώ δ εν π η γ α ίν ω σ ’ εκείνα τα βασιλεία».

Η ο ν τό τη τα τ ο ν κ ο ίτα ξε κ α τ α π ρ ό σ ω π ο , κ ί ο Α ντρ έα ς είχε μ ία ξ α φ ν ίκ ή επ ίθ υ μ ία , σ χεδό ν μ ία α νά γκη , ν α μ ά θε ί περ ίσ σ ό-

276

Page 278: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τερ α γ ία το ν π ερ ίερ γ ο ο ίκ ο δ ε σ π ό τη το υ . « Π ρ ίν φ ύ γ ω » , ε ίπε, «σε π α ρ α κ α λ ώ , π ες μ ο υ π ο ίο ς είσαί. Π ρ έπ ε ί ν α ξέρω».

«Φ ρουρώ ».«Τ ί φ ρ ο υ ρ είς ;»« Τ ο υ ς νεκρούς» .Ο ί λ έ ξ ε ίς α υ τ έ ς έ κ α ν α ν τ ο ν Α ν τρ έα ν α κ ο ίτά ξ ε ί γ ρ ή γ ο ρ α

ένα γ ύ ρ ω . Η α ίθ ο υ σ α ή τα ν άδεία . «Ο ί ν εκ ρ ο ί ε ίνα ί εδώ ;» ρ ώ ­τησ ε μαλακά .

« Ε δ ώ ε ίν α ί. Ο λ ό γ υ ρ ά σ ο υ . Α υ τ ο ί ο ί κ ίο ν ε ς ε ίν α ί ο ί ν ε ­κροί».

«Ω! . »

«Μ όνο ο ί κ α ίν ο ύ ρ ίο ί ν εκ ρ ο ί π ερ ν ο ύ ν α π ό εδώ », το υ είπε η

οντότητα . «Ε δώ α φ ή ν ο υ ν τα γ ή ίν α υ π ό λ ο ίπ ά τ ο υ ς π ρ ίν συνε- χ ίσ ο υ ν σε ο π ο ίο υ δ ή π ο τ ε ε ίδ ο υ ς ζ ω ή τ ο ύ ς π ε ρ ίμ έ ν ε ί. Κ ά θ ε κ ίο ν α ς π ο υ β λ έπ ε ίς ε ίνα ί μ ία α νά μ νη σ η το υ π α ρ ελ θ ό ν το ς του κ α θ εν ό ς α π ’ α υ το ύ ς . Μ ε ρ ίκ ο ί έ χο υ ν περά σ εί α π ό εδώ π ο λλές φ ορές» .

Ο Α ν τ ρ έα ς κ ο ίτ α ξ ε κ α τ ά π λ η κ τ ο ς τ ο υ ς ψ η λ ο ύ ς , λ ε π τ ο ύ ς κ ίο νες ένα γ ύ ρ ω , με κ α ίν ο ύ ρ ίο σεβασμό. « Π ό σ ο ί α π ό α υ το ύ ς β ρ ίσ κ ο ντα ί εδώ ;» ψ ίθ ύ ρ ίσ ε με δέος.

«Δε γνω ρ ίζω » .«Φ τά νο υ ν ω ς τα ό ρ ία α υ τ ή ς τ η ς α ίθουσας;»

« Α υ τή η Α ίθ ο υ σ α τ η ς Ζ ω ή ς κ α ί τ ο υ Θ α ν ά τ ο υ δ ε ν έχε ί όρ ία . Ο ί κ ίο ν ες τω ν ν ε κ ρ ώ ν θ α φ τ ά σ ο υ ν στο ά π ε ίρ ο , κ α ί όταν

φ τ ά σ ο υ ν , θ α π ρ ο χ ω ρ ή σ ο υ ν α κ ό μ α π ά ρ α π έ ρ α . Π ρ έ π ε ί ν α φ ύ γ ε ίς τώ ρ α . Έ μ ε ίν ες εδώ υ π ερ β ο λ ίκ ά πολύ».

Έ τ σ ί ό π ω ς β ρ ίσ κ ο ν τ α ν ο έ ν α ς α π έ ν α ν τ ί σ το ν ά λ λ ο ν , μ ία α κ τ ίν α φ ω τ ό ς έπεσ ε σ τη ν κ ο υ κ ο ύ λ α τ ο υ π α ρ ά ξ ε ν ο υ φ ρ ο υ ­

ρ ο ύ κ α ί ο Α ντρ έα ς το ν κ ο ίτα ξε στα μάτία .Δ εν υ π ή ρ χ ε τ ίπ ο τα εκεί.

277

Page 279: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Π ν ίγ ο ν τα ς μ ία κ ρ α υ γ ή τρ ό μ ο υ , ο Α ντρ έα ς σ τρ ά φ η κ ε α π ό ­τ ο μ α κ ί έτρ εξε μ π ρ ο σ τ ά , μ π α ίν ο ν τ α ς μ έσ α στο σ κ ο τά δ ί π ο υ σ η μ ά δευ ε το δ ρ ό μ ο του .

Σ ε μ ία α ν η σ υ χ η τ ίκ ή δ ίά σ τα σ η π ο υ υ π ή ρ χ ε έξω α π ’ το χ ώ ρ ο κ α ί το χ ρ ό ν ο , η ζ ω ή σ ά λ ευε α χ ν ά εκεί π ο υ δ ε ν υ π ή ρ χ ε ζω ή . Τ α μ α ύ ρ α σ ά β α να το υ θ α νά το υ έπ εφ τα ν α π ό μ ία ν α ίχμ ά λ ω τη ψ υ χ ή , ενώ ένα ν ε α ρ ό , ό μ ο ρ φ ο κ ο ρ ίτσ ί π έρ α σ ε , ία σ τ ίκ ά γ ία ν α ξ υ π ν ή σ ε ί σ το ν κ ό σ μ ο π ο υ π ά ν τα γ ν ώ ρ ίζ ε . Δ ε θ υ μ ό τ α ν το π α ρ ε λ θ ό ν ' δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ξέρεί το μέλλον. Α λλά α ν το ή ξ ε ­ρε, θ α είχε κλάψ εί.

Σ τη ν Α ίθ ο υ σ α τ η ς Ζ ω ή ς κ α ί το υ Θ α ν ά το υ , ο α κ ίν η το ς αέ­

ρ α ς σ τη ν π έρ α ά κ ρ η τω ν κ ο μ ψ ώ ν κ ίό ν ω ν ά ρ χ ίσ ε ν α κ ίνείτα ί. Έ ν α ς κ α ίν ο ύ ρ ίο ς κ ίο ν α ς π ή ρ ε μ ία α χ ν ή μ ο ρ φ ή , δ υ ν ά μ ω σ ε κ α ί σ τ α θ ε ρ ο π ο ίή θ η κ ε , γ ία ν α π ά ρ ε ί τ η θ έ σ η τ ο υ α ν ά μ εσ α σ το υ ς μ υ ρ ίά δ ε ς σ υ ν τ ρ ό φ ο υ ς του.

278

Page 280: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

- XXII. O ΤΡΕΛΟΣ -

0 ΤΡΕΛαε

O Τρελός είναι ο ενδιαφερόμενος, αυτός που τα­ξιδεύει στους παράξενους δρόμους της ζωής, βιώνοντας όλες τις καταστάσεις στην επικίνδυνη αναζήτηση της αλήθειας. Με αυτό τον τρόπο, η κάρτα μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει τις θετικές εσωτερικές δυνάμεις που επιδρούν σ' αυτόν όσο βαδίζει στο δρόμο του.

Αν α μ ικ τ α ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ πλημμύρίσαν τον Α ντρέα κ α θώ ς σκό­νταψ ε στο σκοτάδί. Ο φ ό β ο ς περ ίέργω ς απουσίαζε. Α ίσθανόταν κυ ρ ίω ς κουρασμένος, λυπημ ένος καί ανυπόμονος ταυτόχρονα.

279

Page 281: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Μ ετά α π ό λ ίγ ο , ένα μ ίκ ρ ό φ ω τ ίσ μ έν ο τετρ ά γω ν ο ε μ φ α ν ί­σ τη κ ε κ ά π ο υ μ π ρ ο σ τ ά το υ κ α ί κ α θ ώ ς π ά σ χ ίζ ε ν α π ρ ο χ ω ρ ή - σ ε ί, σ υ ν ε ίδ η τ ο π ο ίη σ ε ό τ ί π ε ρ π α τ ο ύ σ ε σε μ ία π α ρ α λ λ η λ ό ­γ ρ α μ μ η δ ίν η . Τ ο φ ω ς δ υ ν ά μ ω σ ε , κ α ί μ ετά ξ α φ ν ίκ ά έ φ υ γ ε

α π ό το π έρ α σ μ α κ α ί σ τά θη κ ε στο κ α τώ φ λ ί μ ία ς α ίθ ο υ σ α ς τη ς ο π ο ία ς ο ί το ίχο ί ή τα ν μ ία μ εγά λη μ ά ζα α π ό κ α θ ρ έφ τες .

Α υ το ί τ ο ν ζά λ ίσ α ν κ α ί το ν τ ύ φ λ ω σ α ν , κ α θ ώ ς α ν α β ό σ β η ­ν α ν μ ' ένα φ ω ς π ο υ δ εν α ν τα να κ λ ο ύ σ ε π ά ν ω σ τη ν ε π ίφ ά ν ε ίά

τ ο υ ς , π α ρ ά έ λ α μ π ε α π ό μ έσ α α π ό τ ο υ ς ίδ ίο υ ς τ ο υ ς κ α θ ρ έ ­φ τε ς . Κ α ί κ α θ ώ ς ο Α ντρ έα ς ά ρ χ ίσ ε ν α π ερ π α τά ε ί κ α τά μ ή κ ο ς τ η ς μ α κ ρ ίά ς α ίθ ο υ σ α ς , σ υ ν ε ίδ η τ ο π ο ίη σ ε το γ ία τ ί. Κ ά θ ε κ α ­θ ρ έ φ τ η ς ή τα ν ένα π α ρ ά θ υ ρ ο στο π α ρ ε λ θ ό ν κ α ί α ν τα ν α κ λ ο ύ ­σε μ ία χ α μ έν η π α ρ α ίσ θ η σ η τ η ς δ ίκ ή τ ο υ ζ ω ή ς . Ε ίδ ε με μ ία ς

το σ π ίτί το υ , το ν η λ ίό λ ο υ σ το ω κ εα νό π ο υ είχε α γα π ή σ ε ί τόσο π ο λ ύ , τη ν ευ λ ο γ ία τ η ς δ ρ ο σ ίά ς το υ π ά ν ω στο γ υ μ ν ό το υ σ ώ ­μ α κ α θ ώ ς έ π α ίζ ε σ το ν ε ρ ό μ α ζ ί μ ε τ ο υ ς φ ίλ ο υ ς τ ο υ . Α λ λ ά

υ π ή ρ χ ε κ ά τ ί ά δ ε ίο σ τη μ ν ή μ η τ ο υ ' ο ί φ ω ν έ ς π ο υ μ ίλ ο ύ σ α ν ή τα ν ρ η χ έ ς κ α ί χ ω ρ ίς ν ό η μ α , κ α ί σ υ ν ε ίδ η τ ο π ο ίη σ ε ότί α υ τές ο ί φ ίλ ίε ς ε ίχα ν υ π ά ρ ξ ε ί επ ίπόλα ίες .

Κ ο ίτο ύ σ ε ένα π ρ ά σ ίν ο λ ίβ ά δ ί, στο ο π ο ίο το χ ό ρ το φ α ίν ό ­

τα ν α φ ύ σ ίκ α ψ η λ ό . Τ ο α ίσ θ ά ν θ η κ ε π ά ν ω στο δ έρ μ α το υ κα ί κ α τά λ α β ε ό τ ί ζ ο ύ σ ε μ ία ε μ π ε ίρ ία τ η ς π ρ ώ τ η ς π α ίδ ίκ ή ς το υ η λ ίκ ία ς . Α λλά η π α ίδ ίκ ή το υ η λ ίκ ία δ εν ή τα ν μ ία ευτυχ ίσ μ ένη επ ο χή . .. .

Κ α νένα κ ο μ μ ά τί τη ς π ερ α σ μ ένη ς το υ ζ ω ή ς δ εν είχε α μ ελ η ­θε ί. Π ε ρ ίπ λ α ν ή θ η κ ε α ν ά μ εσ α σ τ ίς σ υ ν ω σ τ ίσ μ έ ν ε ς α ν α μ ν ή - σ είς, χ α μ έν ο ς σ τ ίς δ ίκ έ ς το υ θ ύ μ η σ ε ς , μ έχ ρ ί π ο υ ο ί π ίο π ρ ό ­σ φ α τες η μ έρ ες το ν έ φ ερ α ν π ά λ ί π ίσ ω σ τη ν π ρ α γμ α τ ίκ ό τη τα .

Ε ίδ ε το ν Ά ρ α ξ η με το σ ο φ ό , π ν ε υ μ α τ ώ δ ε ς π ρ ό σ ω π ό το υ . Ε ίδ ε το ν Α ίμ η ρ ίω ν α ν α κ α κ α ρ ίζ ε ί, κ α ί τα ε ρ ε ίπ ία τ η ς α γ ρ ο ί-

280

Page 282: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

κ ία ς τ ο υ δ α σ ο φ ύ λ α κ α . Α ίσ θ ά ν θ η κ ε π ά λ ί το φ ό β ο τ η ς σ υ ν ά ­ν τη σ η ς με τ ίς γυ να ίκ ε ς-κ τή ν η στο δ ά σ ο ς με τη ν κ α τα ίγ ίδ α καί γέλα σ ε κ α θ ώ ς ε ίδε ν α ν ίκ ά ε ί το ν α φ έ ν τ η το υ ς . Ξ α ν α έζη σ ε τ ίς τελευτα ίες σ τίγμ ές το υ Π ερ ίπ λ α ν ώ μ εν ο υ Π ρ ίγ κ ίπ α κα ί θ υ μ ή ­

θ η κ ε τ η ν π ρ ώ τ η φ ο ρ ά π ο υ ε ίδ ε το π α ρ ά ξ ε ν ο Κ ά σ τ ρ ο το υ Φ τερ ω το ύ Δ ρά κοντα .

Κ αί κ α τό π ίν έφ τα σ ε σ το ν τελευτα ίο κ α θ ρ έ φ τ η κ α ί σ τα μ ά ­τησε.

Α υ τ ό ς ο κ α θ ρ έ φ τ η ς σ τεκ ό τα ν χ ω ρ ίσ τ ά α π ’ τ ο υ ς σ υ ν τ ρ ό ­φ ο υ ς το υ , μ ό ν ο ς , ά κ ρ η -ά κ ρ η σ τη ν α ίθ ο υ σ α , κ α ί α ντ ίθ ετα με τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς δ εν έβ γα ζε φ ω ς κα ί δ εν α π ο κ ά λ υ π τε κ α μ ία είκό- να . Τ ο υ λ ά χ ίσ το ν αυτό νόμ ίσ ε σ τη ν α ρ χή , αλλά κ α θ ώ ς σ υ ν έχ ί­

σε ν α τ ο ν κ ο ίτά ζε ί, το σ κ ο τά δ ί π έρ α α π ό το γ υ α λ ί φ ά ν η κ ε να υ π ο χ ω ρ ε ί λ ίγά κ ί κ α ί ένα α χνό σ χή μ α φ ά ν η κ ε μ π ρ ο σ τά του.

Ο Α ν τ ρ έ α ς το κ ο ίτ α ξ ε κ α ί τ ο υ κ ό π η κ ε η α ν ά σ α . Τ ο ε ίχε ξ α ν α δ ε ί κ α ί ά λ λ η φ ο ρ ά , κ α ί η α ν ά μ ν η σ η τ ο υ έ φ ε ρ ν ε π ό ν ο .

Μ ία π λά κ α , α σ τόλ ίσ τη κ α ί π ερ ίτρ ίγυ ρ ίσ μ ένη α π ό σ κοτά δ ί, το μ έ ρ ο ς τ η ς α ν ά π α υ σ η ς μ ία ς ψ υ χ ή ς σ τη Λ ή θ η . Α λλ ά η π λ ά κ α

ή τα ν άδεία .Έ ν α σ υ ν ο νθ ύ λ ευ μ α α π ό σ κ έψ είς έτρεχα ν μ έσα α π ’ το μ υ α ­

λ ό τ ο υ κ α θ ώ ς σ τ ά θ η κ ε κ α ί κ ο ίτ α ξ ε το γ υ α λ ί . Τ α χ ε ίλ η το υ σ χη μ ά τίσ α ν ένα όνομ α , αλλά η φ ω ν ή το υ δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α το πεί. Π ο ύ ν α ήταν; Τ ί τ η ς ε ίχε σ υμ βεί; Ή τ α ν α υτό π ο υ έβλεπε μ ία α υ τα π ά τη ; Ή το τα ξ ίδ ί το υ ή τα ν ο λό κ λη ρ ο μ ία α υ τα π ά τη

π ο υ θ α το ν ά φ η ν ε στο τέλ ο ς με . . . τ ίπ ο τα ; Ή τ α ν ένα π α ίχ ν ίδ ί το υ Π α ρ ά δ ο ξ ο υ ;

Τ α χ έ ρ ία τ ο υ Α ν τ ρ έ α έ π ία σ α ν τ ίς ά κ ρ ε ς τ ο υ κ α θ ρ έ φ τ η . Τ ο υ φ α ίν ό τ α ν ότί θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ί κ α ί ν α περ ά -

σεί μ έσ α α π ό α υ τ ό ν - έ ν α μ α λ α κ ό φ ρ ά γ μ α π ρ ο ς τη δ ίά σ τα σ η τ η ς ο π τ α σ ία ς - α λλά π ρ ίν μ π ο ρ έσ ε ί ν α κ ά νε ί ο π ο ία δ ή π ο τε κ ί­

281

Page 283: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

νη σ η , η ε ίκ ό να τ η ς π λ ά κ α ς ξεθώ ρ ία σ ε , εξα φ α ν ίσ τη κ ε κ α ί τον ά φ η σ ε μ ό νο το υ . Κ ί ό τα ν κ ο ίτα ξ ε γ ύ ρ ω τ ο υ , ό λ ο ί ο ί κ α θ ρ έ ­φ τ ε ς έ χ α ν α ν σ ίγ ά -σ ίγ ά τ ίς γ υ α λ ίσ τ ε ρ έ ς σ κ η ν έ ς κ α ί έσ β η ν α ν στο σκοτάδί.

Ο Α ν τ ρ έα ς π ο τέ δ ε ν κ α τά λ α β ε π ώ ς β ρ έ θ η κ ε ν α σ τέκ ετα ί μ π ρ ο σ τ ά σε μ ία π ό ρ τα . Θ υ μ ό τ α ν α π λ ώ ς ότί ε ίχε τρ α β ή ξ ε ί το σ ίδ ερ έν ίο χ α λ κ ά γ ία ν α τ η ν α ν ο ίξ ε ί κ α ί ν α β γ ε ί έξω α π ό τη ν Α ίθ ο υ σ α τω ν Φ αντασμά τω ν.

Η π ό ρ τα σ τρ ίφ ο γύ ρ ίσ ε σ ίω π η λ ά π ίσ ω το υ κ ί έκλείσε με τον π ίο μαλακό ήχο. Κ αί δ εν υ π ή ρ χε τίποτα . Ά δείος χώ ρ ο ς. Κενό.

Ο Α ν τ ρ έα ς γ ύ ρ ίσ ε το π ρ ό σ ω π ό το υ π ρ ο ς τα π ά ν ω , σ το ν ο υ ρ α ν ό π ο υ δ εν υ π ή ρ χ ε , κ α ί π λ η μ μ ύ ρ ίσ ε α π ό ένα χ ε ίμ α ρ ρ ο

σ υ ν α ίσ θ η μ ά τω ν . Λ ύ π η , θ λ ίψ η , μ ετα μ έλε ία , θ υ μ ό ς - α λ λά το χε ίρ ό τερο α π ' όλα , μ ο να ξ ίά . Δ εν ή ξερ ε γ ία τ ί α ίσ θ α ν ό τα ν α υτό π ο υ α ίσ θ α ν ό τα ν , α λ λά ό λ η η π ίσ τη κ α ί ε λ π ίδ α το υ π α ρ ε λ θ ό ­ν τ ο ς ε ίχα ν φ ύ γ ε ί , α φ ή ν ο ν τα ς π ίσ ω τ ο υ ς μ ία α ίσ θ η σ η α π ελπ ί-

σ ία ς π ο υ ξέσ πα σ ε σε κ λά μ α , μ έχρ ί π ο υ α ίσ θ ά ν θ η κ ε τη ν ψ υ χ ή το υ β α ρ ίά σα μ ο λ ύ β ί. Α λλά τα δ ά κ ρ υ α δ εν το υ έ φ ε ρ α ν κ α μ ία σ υ ν α ίσ θ η μ α τ ίκ ή λ ύ τ ρ ω σ η . Δ εν υ π ή ρ χ ε τ ίπ ο τ α . Ή ξ ε ρ ε ότί μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π ρ ο σ π α θ ή σ ε ί ν α γ υ ρ ίσ ε ί π ίσ ω , σ τη ν Α ίθ ο υ σ α

τ ω ν Φ α ν τ α σ μ ά τ ω ν , ν α ψ ά ξ ε ί π ά λ ί γ ία ό λ α ό σ α ε ίχ α ν χ α θ ε ί. Ό μ ω ς όχί, το π α ρ ελ θ ό ν δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ανακληθεί.

Θ α ε ίχ ε ξ α π λ ώ σ ε ί κ ά τ ω , σ το ο υ δ έ τ ε ρ ο , μ α λ α κ ό έ δ α φ ο ς ,κ α ί θ ’ ά φ η ν ε τη δ υ σ τ υ χ ία ν α τ ο ν κ α τα κ λ ύ σ ε ί, α λ λά

κ ά τί το ν π ρ ό λ α β ε . Έ ν α σ τε φ ά ν ί α π ό φ ω ς ε μ φ α ν ίσ τη κ ε ξ α φ ­ν ίκ ά μ π ρ ο σ τ ά το υ . Κ ρ εμ ό τα ν σ α ν π εσ μ έ ν ο ς ή λ ίο ς σε μ ίκ ρ ή α π ό σ τ α σ η α π ’ α υ τ ό ν κ α ί τ ο υ μ ίλ η σ ε χ ω ρ ίς ή χ ο . Ο Α ν τ ρ έα ς κ ίν ή θ η κ ε π ρ ο ς το μ έρ ο ς το υ σ α ν α υ τό μ α το κ α ί ε ίδε ό τ ί π έρ α

α π ’ α υ τό υ π ή ρ χ ε ένα ς α π λ ό ς , α σ ύ μ μ ε τρ ο ς δ ίά δ ρ ο μ ο ς , α δ ίά - σ π α σ το ς α π ό χ ρ ώ μ α ή χα ρ α κ τη ρ ίσ τίκά .

282

Page 284: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Δ εν υ π ή ρ χ ε ά λ λη λ ύ σ η α π ό α υ τή ν π ο υ το υ π ρ ο σ φ ερ ό τα ν . Ο ύ τ ε α π ρ ό θ υ μ ο ς ο ύ τε π ρ ό θ υ μ ο ς , π ε ρ π ά τ η σ ε σ τη ν κ α ρ δ ίά το υ σ τεφ α ν ίο ύ π ο υ έλαμπε.

Ο δ ίά δ ρ ο μ ο ς μ ε ς σ το φ ω ς φ α ίν ό τ α ν α τ ε λ ε ίω τ ο ς . Ο

Α ν τρ έα ς π ε ρ π α τ ο ύ σ ε σ α ν χ α μ έν ο ς , α ρ γ ά , χ ω ρ ίς ν α κ ο ίτά ζε ί δ ε ξ ίά ή α ρ ίσ τερ ά π α ρ ά μ ό ν ο ν εμ π ρ ό ς . Ο δ ίά δ ρ ο μ ο ς δ εν ά λ ­λα ξε κ α θ ό λ ο υ , ούτε στίγμή .

Σ τη ν α ρ χ ή ο Α ν τρ έα ς έκα νε π ο λ λ ές σ κ έψ ε ίς , κ ί α υ τές το υ

έ φ ε ρ ν α ν κ ί άλλο π ό νο . Σ κ έ φ τ η κ ε τ η ν Α ρ έθ ο υ σ α κ α ί α ν α ρ ω ­τή θ η κ ε π ο ύ ν α ή τα ν τώ ρ α . Σ κ έ φ τ η κ ε το ν εα υτό το υ κ α ί α ν α ­ρ ω τ ή θ η κ ε π ο ύ π ή γα ίνε . Θ ε ω ρ ο ύ σ ε ότί η α ν α ζή τη σ ή το υ είχε φ τά σ ε ί στο τέλ ο ς τη ς . Τ α α ίσ θ ή μ α τα π ο υ ε ίχε ν ίώ σ ε ί κ α θ ώ ς

έφ ευ γ ε α π ό τ η ν Α ίθ ο υ σ α τ ω ν Φ α ντα σ μ ά τω ν το ν ε ίχα ν α δείά - σεί α π ό ό λ η τ ο υ τ η ν ε λ π ίδ α κ α ί τ ώ ρ α ή τ α ν β έ β α ίο ς γ ία τ η ν α π ο τ υ χ ία τ ο υ . Ή ξ ε ρ ε ό τ ί δ ε θ α έβ ρ ίσ κ ε π ο τέ τ η ν Α ρ έθ ο υ σ α γ ία ν α ε ν ω θ ο ύ ν ξα νά . Η θ λ ίψ η ή τα ν τόσο β α θ ίά , η α π ελπ ίσ ία

κ α ί η μ ο ν α ξ ίά τό σ ο δ υ ν α τέ ς , π ο υ δ εν το υ ά φ η ν α ν κ α μ ία αμ- φ ίβ ο λ ία γ ία τ ίς σ κ λη ρ ές σ κέψ είς π ο υ σ υνέχίσε ν α κάνεί.

Α λ λ ά τελ ίκ ά τα σ υ ν α ίσ θ ή μ α τ α ά ρ χ ίσ α ν ν α ξ ε θ ω ρ ίά ζ ο υ ν , ο ί σ κ έψ ε ίς κ ο υ β α ρ ίά σ τη κ α ν , σ τ ρ ίφ ο γ ύ ρ ίσ α ν κ α ί μ π ε ρ δ ε ύ τ η ­

κα ν , σ α ν μ ία τα π ετσ α ρ ία με α λ λ ο π ρ ό σ α λ λ α , τυ χ α ία σχήματα . Η θ λ ίψ η α ν τίκ α τα σ τά θ η κ ε α π ό κενό , η α π ελ π ίσ ία α π ό ά μ ο ρ ­φ η η ρ εμ ία . Θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α π ε ρ π α τ ά ε ί με το ίδ ίο κ α ί α π α ­ρ ά λ λ α κ το β ή μ α γ ία ένα χ ρ ό ν ο , χ ω ρ ίς κ α νένα π ρ ό β λ η μ α . Δ εν

κα τά λ α β ε π ό τε τελ ίκά ή ρ θ ε η α λ λ α γή , η μ ετά β α σ η , γ ία τ ί τότε π ία το μ υ α λ ό τ ο υ ε ίχε μ ο υ δ ίά σ ε ί εντελ ώ ς, σ χ ε δ ό ν σε σ η μ είο α ν υ π α ρ ξ ία ς . Α λ λ ά ή ρ θ ε μ ία σ τ ίγ μ ή π ο υ ο ί ε π ίπ ε δ ο ί τ ο ίχ ο ί π ο υ έτρ εχα ν τό σ ο ο μ α λ ά κ α ί γ ία τόσ ο μ εγά λο δ ίά σ τη μ α , δ ίο -

γ κ ώ θ η κ α ν κ α ί έ γ ίν α ν κ υ μ α τ ίσ τ ο ί. Χ ρ ώ μ α τ α π ή δ η ξ α ν κ α ί φ ο ύ σ κ ω σ α ν , χ ρ ώ μ α τ α π ο υ τ ο ν τ ύ φ λ ω σ α ν κ α ί τ ο ν ζά λ ίσ α ν ,

283

Page 285: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

π ή ρ α ν σ χή μ α , π ά λ λ ο ντα ν με ζεσ τα σ ίά - κ ί έγ ίνα ν ένα μεγάλο, χρ ω μ α τ ίσ τό σ π ή λ α ίο π ο υ ο ί το ίχ ο ί το υ έ δ ίν α ν κ α τ α φ ύ γ ίο σε μ ίκ ρ έ ς λ ίμ ν ο ύ λ ες , σ ίν τρ ίβ ά ν ία κ α ί π α ρ ά ξ εν α σ τρ ίφ ο γ υ ρ ίσ τ ά σκαλίά.

Η σ υ ν ε ίδ η σ η το υ Α ντρ έα , π ο υ έτρεχε α νεξέλεγκτα , έκανε σ τρ ο φ ή γ ύ ρ ω α π ό το ν εα υτό τ η ς κ α ί ξ α ν α γ ύ ρ ίσ ε σ τα φ υ σ ίο - λ ο γ ίκ ά . Σ υ ν ο φ ρ υ ώ θ η κ ε , κ α θ ώ ς δ εν ή τα ν σ ίγ ο υ ρ ο ς π ο υ β ρ ί­σ κ ό τα ν - ύ σ τερ α χαμ ογέλασ ε. Τ ώ ρ α θ υ μ ή θ η κ ε .

Δ ίέσ χ ίσ ε το γ υ α λ ίσ τε ρ ό π ά τ ω μ α , α ν έβ η κ ε μ ία σ ε ίρ ά α π ό σ κ α λ ο π ά τ ία κ α ί κ ά θ ίσ ε κ ά τ ω , μ π ρ ο σ τ ά σ ' έν α τ ρ α π έ ζ ί π ο υ β ο γ κ ο ύ σ ε α π ό το β ά ρ ο ς τ ω ν φ α γ η τ ώ ν π ο υ ή τα ν επ ά ν ω το υ . Π ε ίν ο ύ σ ε ' π ή ρ ε ένα π ο ρ τ ο κ ά λ ί κ α ί έχω σ ε τα ν ύ χ ία τ ο υ στο

μ α λα κ ό φ λ ο ύ δ ί - μ ετά σταμάτησε.Κ ά τί ή τα ν σ τη ν ά κ ρ η τ ο υ μ υ α λ ο ύ τ ο υ , κ ά τ ί π ο υ τ ο ν ενο ­

χλ ο ύ σ ε α λ λά δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α το εντο π ίσ ε ί. Α ίσ θ ά ν θ η κ ε ότί έ π ρ ε π ε ν α κ λ ά ψ ε ί , α λ λ ά δ ε ν ή ξ ε ρ ε γ ία τ ί . Α ίσ θ ά ν θ η κ ε ό τ ί

υ π ή ρ χ ε μ ία θ λ ίψ η κ α ί ένα ς θ υ μ ό ς π ο υ π ά λ ε υ α ν το ένα με το άλλο γ ία ν α τ ρ α β ή ξ ο υ ν τ η ν π ρ ο σ ο χ ή τ ο υ , α λ λά δ ε ν ή ξ ερ ε τί τα πρ ο κα λο ύσ ε.

Γία ν α κ α θα ρ ίσ εί το μ υ α λ ό το υ , σ κ έφ τη κ ε τη ν α ίω ν ίότη τα .

Φ α ίν ό τα ν μ ία κ α λ ή ά σ κ η σ η κ α ί το ν έκα νε ν α α ίσ θ ά ν ετα ί κ α ­λ ύ τερ α . Ύ στερα β ά λ θ η κ ε ν α ξ ε φ λ ο υ δ ίζ ε ί το πορ το κ ά λ ί.

Ε το ίμ α ζό τα ν ν α το φ ά ε ί, ό τα ν μ ία άλλη α ίσ θ η σ η άρχ ίσ ε να ενοχλεί τα β ά θ η τ η ς σ υ ν ε ίδ η σ η ς το υ κ α ί ξέχασε τ ίς π ρ ο η γ ο ύ ­

μ εν ες α ν η σ υ χ ίε ς ε ν ό ψ ε ί τ η ς κ α ίν ο ύ ρ ία ς . Τ ο υ μ ίλ η σ ε γ ία μ ί- σ α λ λ ο δ ο ξ ία , γ ία α δ ίκ ία , γ ία ά δ ίκ η κ α τ η γ ο ρ ία . Έ σ τ ρ ε ψ ε το μ υ α λ ό το υ π ρ ο ς α υτό κ α ί έψ α ξε β α θ ύ τ ε ρ α .

Ο ί ά ν θ ρ ω π ο ί, λ ά τρ ε ίς τω ν θ εώ ν , ή τα ν σ υ χ ν ά α ν ά ξ ίο ί τ η ς

π ρ ο σ ο χ ή ς π ο υ το υ ς έδ ίνα ν ο ί θεό τη τες το υ ς . Π ο λ λ ο ί ή τα ν μ ί- κ ρ ό μ υ α λ ο ί, σ υ μ φ ερ ο ν τ ο λ ό γ ο ! , κ α ί σ υ ν ή θ ω ς ή θ ελ α ν ν α δ ία -

284

Page 286: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

σ τ ρ ε β λ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς ν ό μ ο υ ς τ ω ν θ ε ώ ν γ ία ν α β ο λ ε ύ ο υ ν τ ο υ ς δ ίκ ο ύ ς τ ο υ ς σ κ ο π ο ύ ς . Ε ίχ ε π ο λ ύ λ ίγ ο σ εβ α σ μ ό γ ία τ ο υ ς ίε- ρ ε ίς π ο υ υ π ο τ ίθ ε τ α ί ό τ ί υ π η ρ ε τ ο ύ σ α ν τ ο ν Κ ύ ρ ίο τ ο υ Κ ά τω Κ ό σ μ ο υ , κ α ί α ν α ρ ω τ ή θ η κ ε εά ν η α φ ύ σ ίκ η α δ ία λ λ α ξ ία το υ

κ α ί η δ υ σ α ρ έ σ κ ε ίά τ ο υ μ π ο ρ ε ί ν α ε ίχ α ν β α θ ύ τ ε ρ ε ς ρ ίζ ε ς . Ί σ ω ς ε ίχα ν κ ά νε ί κά τί γ ία ν α το ν δ υ σ α ρ ε σ τ ή σ ο υ ν ... δ εν μ π ο ­ρ ο ύ σ ε ν α θ υ μ η θ ε ί . Α λ λ ά τ ώ ρ α φ α ίν ό τ α ν ό τ ί ο ί ίε ρ ε ίς ή τα ν α π α σ χο λ η μ έν ο ί με μ ία κ α ίν ο ύ ρ ία θ υ σ ία ... Η θ υ σ ία δ ε ν ή τα ν

α σ υ ν ή θ ίσ το φ α ίν ό μ εν ο , α λλά σ' α υ τή τ η ν π ερ ίπ τω σ η φ α ίν ό ­τ α ν ό τ ί το ά τ υ χ ο θ ύ μ α δ ε ν ή τ α ν έ ν ο χ ο γ ία τα υ π ο τ ίθ έ μ ε ν α ε γ κ λ ή μ α τ α τ ο υ . Α κ ό μ η κ α ί τ ώ ρ α , σ υ ν ε ίδ η τ ο π ο ίο ύ σ ε ό τ ί η Ά β υ σ σ ο ς το ν π ε ρ ί μ ε ν ε .

«Ά ραξη , Κ ύ ρ ίε το υ Θ α ν ά το υ , σ ο υ φ έρ ν ο υ μ ε θ υ σ ία α υ τό ν το ν ά ντρ α γ ία το δ ίκ α ίο τέλ ο ς του!»

Ο θ υ μ ό ς σ τρ ίφ ο γ ύ ρ ίσ ε μ έσ α το υ σ α ν μ α χα ίρ ίά . Σ η κ ώ θ η ­κε ό ρ θ ίο ς κ α ί β η μ ά τ ίσ ε α π ό τ ο μ α π ά ν ω -κ ά τω σ τη ν ά κ ρ η τη ς

σ π η λ ίά ς . Κ α ν έν α ς α θ ώ ο ς ά ν θ ρ ω π ο ς δ ε ν ά ξ ίζ ε τέτο ία μ ο ίρ α ό π ω ς τ η ν ε π έ β α λ λ α ν ο ί ίε ρ ε ίς , τ ο υ ε ίπ ε η σ υ ν ε ίδ η σ η τ ο υ . Ί σ ω ς δ ε ν έ π ρ ε π ε ν α α ν α κ α τ ε υ τ ε ί μ ε τ ο υ ς τ ρ ό π ο υ ς τ ο υ κ ό ­σ μ ου το υ ς , αλλά α ίσ θ α νό τα ν ότί δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μείνεί αμέ­

τ ο χ ο ς κ α ί ν α κ ο ίτά ζε ί α δ ίά φ ο ρ ο ς ν α δ ία π ρ ά ττε τα ί μ ία τέτο ία α δ ίκ ία .

«Ά ραξη, Β α σ ίλ ίά τη ς Ν ύ χ τ α ς , τ ίμ ώ ρ η σ έ το ν γ ία τα ε γκ λ ή ­μ α τα του!»

Ξ α φ ν ίκ ά ε μ φ α ν ίσ τ η κ ε το ό ρ α μ α ε ν ό ς γ υ μ ν ο ύ ά ν τ ρ α με μ α ύ ρ α μ α λλ ίά κ α ί μ α κ ρ ίά μ α ύ ρ η γενείά δα , φ ο β ίσ μ έ ν ο υ αλλά π ο υ σ υ ν ά μ α τ ο υ ς α ψ η φ ο ύ σ ε κ α ί τ ο υ ς π ερ ίφ ρ ο ν ο ύ σ ε , γ ν ω ρ ί­ζο ν τα ς τη ν α θ ω ό τη τά το υ . Κ ί ένα κ ο ρ ίτσ ί εμ φ α ν ίσ τη κε , μελα-

χ ρ ίν ό , ό μ ο ρ φ ο , με το ν εκ ρ ό τ η ς π ρ ό σ ω π ο ν α κ ο ίτά ζε ί α ν έκ ­φ ρ α σ τ ο . Κ ί α υ τό το π ρ ό σ ω π ο ή τα ν ο ίκ ε ίο , τό σ ο ο ίκ ε ίο π ο υ

285

Page 287: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

τα δ ά κ ρ υ α χ ύ θ η κ α ν α π ό τα μ α ύ ρ α μ ά τ ία το υ κ ί έτρ εξ α ν στα μ ά γο υ λ ά το υ χ ω ρ ίς ν α μ π ο ρ ε ί ν α τα σ υγκρα τή σ εί. Έ ν α όνομ α -Α ρ έθ ο υ σ α - σ ή μ α ίν ε κ ά τ ί, κ ί ό μ ω ς δ ε σ ή μ α ίν ε τ ίπ ο τα , αλλά το θ ύ μ α τη ς θ υ σ ία ς δ εν ή τα ν ο φ ο ν ίά ς τ η ς . ..

«Στείλε α υ τό ν το ν ά ν θ ρ ω π ο σε α ίώ ν ίο μ α ρ τύ ρ ίο , ω Ά ρ α ξη , Κ υ β ερ ν ή τη τω ν Χ αμένων!»

Α ίώ ν ίο μ α ρ τ ύ ρ ίο ; Α υ τό ή θ ε λ α ν ο ί ίε ρ ε ίς ; Θ α τ ο υ ς έδ ίνε ε υ χ α ρ ίσ τη σ η ν α β λ έ π ο υ ν ένα ν α θ ώ ο ά ν θ ρ ω π ο ν α έχεί τέτο ία

τύ χ η ; Τ α δ ά κ ρ υ α έτρεχα ν ά φ θ ο ν α α π ' τα μ ά τία του .Ε ν τ ε λ ώ ς ξ α φ ν ίκ ά σ υ γ κ ρ α τ ή θ η κ ε . Έ σ π ρ ω ξ ε τα μ α κ ρ ίά ,

ξ α ν θ ά μ α λ λ ίά το υ α π ό τα μ ά τία το υ κ α ί π ή ρ ε μ ία ν α π ό φ α σ η . Κ α τά ρ α σ το υ ς ίερ ε ίς - ή τα ν τα ερ γα λ εία κ ί ό χ ί ο ί κ ύ ρ ίο ί. Τ α

δ ά κ ρ υ α σ τα μ ά τη σ α ν κ α ί ο ί σ κ έψ είς το υ καθά ρίσ αν . Π ρ ο σ π ά ­θ η σ ε ν α σ κ εφ τε ί π ο ύ ν α ή τα ν τώ ρ α α υτό το τό σ ο γ ν ω σ τό κο- ρ ίτσ ί, κ α ί ό τα ν θ υ μ ή θ η κ ε , ήθελε π ά λ ί ν α κλά ψ εί, χ ω ρ ίς ν α ξέ- ρ ε ί το γίατί.

Τ α π ό δ ία τ ο υ χ τ υ π ο ύ σ α ν το δ ά π ε δ ο α ν υ π ό μ ο ν α κ α θ ώ ς π ρ ο σ π α θ ο ύ σ ε ν α σ κ εφ τε ί τ ί ν α κά νε ί. Η α π ά ν τη σ η τ ο υ ή ρ θ ε σ χεδό ν άμεσα.

Τ ρ ά β η ξ ε α π ' το ζ ω ν ά ρ ί τ ο υ έ ν α ν μ ίκ ρ ό , π ρ ά σ ίν ο δ εμ έν ο

τ ό μ ο κ α ί τ ο ν κ ο ίτα ξ ε . Η Β ίβ λ ο ς τ ο υ Π α ρ α δ ό ξ ο υ . . . Κ ά π ο τε α νή κ ε σ ' α υ τό ν , υ π ή ρ ξ ε ο ο δ η γ ό ς κ α ί ο σ ύ ν τ ρ ο φ ό ς το υ . Ε π ί- θ υ μ ο ύ σ ε μ ό ν ο ν α θ υ μ η θ ε ί π ό τε κ α ί π ώ ς , γ ία τ ί φ α ίν ό τ α ν ν α σ υνδέετα ί με το θά να το α υ το ύ το υ κ ο ρ ίτ σ ίο ύ ... Τ ρ εμ ο ύ λ ία σ ε

κ α ί σ υ ν ε ίδη τά έβγαλε το ό μ ο ρ φ ο π ρ ό σ ω π ό τη ς α π ό το μ υα λό το υ . Έ π ρ ε π ε ν α είνα ί π ά ν ω α π ό τέτο ίου ε ίδ ο υ ς λ ύ π η .

Κ ο ίτ α ξ ε π ά λ ί τη Β ίβ λ ο . Ε κ ε ίν η ε ίχε υ π η ρ ε τ ή σ ε ί α υ τ ό ν ή α υ τό ς είχε υ π η ρ ετή σ ε ί εκείνη ; Δ εν ή τα ν σ ίγ ο υ ρ ο ς , αλλά τώ ρ α

ο δ ε σ μ ό ς τ ο υ ς ε ίχε τελ ε ίώ σ ε ί. Α ν ή κ ε σε κ ά π ο ίο ν ά λ λ ο ν κ α ί έπρ επ ε ν α μ π ε ί σε α σ φ α λ ές μ έρ ο ς γ ί ’ αυτόν.

286

Page 288: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Π ή γ ε σε μ ία γ ω ν ίά τ ο υ σ π η λ α ίο υ κ α ί έβ α λ ε το β ίβ λ ίο σ ’ ένα α σ φ α λ ές μ έ ρ ο ς π ο υ είχε ετο ίμ ά σ εί. Π ό τ ε το ε ίχε ετο ίμ ά - σεί; Κ ο ύ νη σ ε το κ ε φ ά λ ί το υ δ ίώ χ ν ο ν τ α ς α υ τή τη σ κ έψ η π ο υ το ν μ πέρδευε .

Ε π ίσ τ ρ έφ ο ν τ α ς στο τρ α π έ ζ ί κ α ί στο γ εύ μ α π ο υ είχε δ ία κ ό - ψ ε ί , π ρ ο σ π ά θ η σ ε ν α σ κ ε φ τ ε ί το ό ν ο μ α ε κ ε ίν ο υ π ο υ α κ ό μ η κ α ί τώ ρ α θ υ σ ία ζ ό τ α ν σ τη ν Ά β υ σ σ ο . Α λλ ά φ α ίν ό τ α ν ό τ ί είχε δ ύ ο π ίθ α ν ά ο νό μ α τα , ένα το ο π ο ίο δ εν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α θ υ μ η θ ε ί κ α ί έν α ά λ λο π ο υ - γ έλ α σ ε μ ε τ ο ν εα υ τό τ ο υ , γ ία τ ί ή τα ν γ ε ­λο ίο .

Δ εν θ α χ ρ ε ία ζ ό τα ν ν α π ερ ίμ ένε ί γ ία π ο λ ύ . Ε ίχε σ χεδό ν α ί- σ θ α ν θ ε ί το φ ό β ο τ ο υ α ν θ ρ ώ π ο υ τ η ν σ τ ίγ μ ή τ η ς θ υ σ ία ς κ α ί

το ν π λ η μ μ ύ ρ ίσ ε ένα κ ύ μ α σ υ μ π ό ν ία ς γ ία το ά τυχο θ ύ μ α . Τ ώ ­ρ α , θ α το ν ο δ η γ ο ύ σ α ν .

Κ ά θ ίσ ε , κ λ ο τσ ώ ν τα ς α νέμ ελ α το π ό δ ί τ ο υ τ ρ α π ε ζ ίο ύ . Ο ί σ κ έψ ε ίς τ ο υ ή τα ν π ίο ή ρ ε μ ε ς τώ ρ α . Α ίσ θ ά ν θ η κ ε σ α ν ν α είχε

φ ύ γ ε ί ένα β ά ρ ο ς α π ό το μ υ α λ ό του .« Δ έξ ο υ τ η θ υ σ ία μ α ς . » Θ α α ν τ ίμ ε τ ώ π ίζ ε α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς

β ά ρ β α ρ ο υ ς ίερείς, σε μ ία άλλη π ερ ίπ τω σ η , ί σ ω ς .Τ ο μ ίσ ο ξ ε φ λ ο υ δ ίσ μ έν ο π ο ρ το κ ά λ ί β ρ ίσ κ ό τα ν α κ ό μ η στο

μ π ο λ κ α ί τα μ ά τία το υ έπεσ α ν π ά ν ω το υ . Χ α μ ογέλα σ ε, συνεί- δ η τ ο π ο ίώ ν τ α ς ότί π ε ίν ο ύ σ ε α κ ό μ α . Τ ο σ ή κ ω σ ε σ τ ρ ίφ ο γ υ ρ ί- ζ ο ν τά ς το επ ίδ έξ ία , Ο Κ ύ ρ ίο ς το υ Κ άτω Κ ό σ μ ο υ τρ ά β η ξ ε το υ π ό λ ο ίπ ο φ λ ο ύ δ ί κ α ί άρχ ίσ ε ν α τρώ εί.

287

Page 289: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 290: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην Αίθουσα της Γνώσης

Πίσω στην αίθουσα, η μεγάλη σφαίρα άρχισε σίγά-σίγά να θολώνεί, μέχρί που τελικά έσβησε τελείως. Π επιφάνείά της ξανάγίνε μουντή καί σχεδόν άχρωμη. Γία πολλή ώρα επικρά­τησε απόλυτη σιωπή. Οί θεές κοίταξαν η μία την άλλη καί χαμογέλασαν.

Τί παράξενο! Πώς έμπλεκε η μοίρα των ανθρώπων με τη μο ίρα των θεών! Πώς έπαιρναν τη σκυτάλη ο ένας από τον άλλον, σε μια αέναη αναζήτηση...

Ο Άραξης, ο Αντρέας, ο Άραξης, ο Αντρέας...Όμως αυτή η επικοίνωνία ανάμεσα σε ανθρώπους καί θε­

ούς δεν είναί συχνή...Το πέρασμα των ανθρώπων από τον κόσμο ήταν προσω-

ρίνό καί σύντομο, αλλά συναρπαστίκό καί πολύ γοητευτίκό. Οί πιο πολλοί έχουν φιλοδοξίες θεών χωρίς, όμως, να έχουν τίς δυνάμεις εκείνων γία να τίς εκπληρώσουν. Έτσί, τίς πε- ρ^σότερες φορές σπαταλούν τα λίγα χρόνία τους προσπα­θώντας να πραγματοποίήσουνμεγαλεπήβολα σχέδία δίνο­ντας απίστευτους αγώνες. Δυστυχώς, ακόμη κί όταν το κατα­φέρνουν, με τα ανθρώπίνα, βέβαία, μέτρα, δεν κατακτούν την ευτυχία, μια καί η ψυχή τουςμένεί ανίκανοποίητη καί ο φθόνος των συνανθρώπων τους καραδοκεί.

289

Page 291: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Άραγε θα γίνουν ποτέ όλοί οί άνθρωποί «κατ’ είκόνα καί καθ’ ομοίωση»; Η Ελευθία δεν το έβλεπε να γίνεταί σύντομα, αν γίνότανποτέ... Ωστόσο, σαν θεά, είχε όλο το χρόνο να πε­ρίμένεί να το δεί. Αν, βέβαια, σταματούσαν ποτέ οί άνθρωποί να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον ή καί ολόκληρο το είδος τους. Εκείνη, πάντως θα συνέχιζε να βοηθάεί τίς μανάδες να φέρνουν τα παιδιά τους στον κόσμο. Ίσως κάποίο απ’ αυτά να κατάφερνε να . εξομοιωθεί καί να κάνεί αυτό που έπρε­πε' αυτό που περίμενε ο Δημιουργός του.

290

Page 292: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η A n o n y m έγρ α ψ ε το π ρ ώ το τ η ς μ υ θ ίσ τό ρ η μ α με το ν τίτλο "ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ' σ τη ν ε π ίθ υ μ ία τ η ς ν α χα ρ ίσ ε ί στο α να γνω σ τίκ ό κ ο ίνό , μ έσ α α π ό μ ία σ υ ν α ρ π α σ τίκ ή ίσ το ρ ία , τ ίς γ ν ώ σ ε ίς τ η ς γ ύ ρ ω α π ό τα Τ Α Ρ Ο , π ο υ εδώ κα ί χ ρ ό ν ία υ π η ρ ετε ί ω ς μ ελλοντολόγος.Τ ο β ίβ λ ίο τ η ς μ α ς τα ξ ίδ εύ ε ί σ' ένα φ α ν τα σ τ ίκ ό κ ό σ μ ο θ εώ ν κ α ί η ρ ώ ω ν , κ α ί μ έσ α α π ό τ η ν ερ μ η νε ία τω ν τα ρό δ ίν ε ί α π α - ντή σ είς κ α ί λ ύ σ ε ίς σ τίς π ερ ίπ έτείες το υ κ εντρ ίκ ο ύ τ η ς ήρω α .

Page 293: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ
Page 294: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ΟΝΕΙΡΩΝ ΓΝΩΣΗ MANIA MAKPH

Σχημ. 17 χ 24, σελ.368 ISBN 978-960-6641-48-0

Στο βιβλίο της «Ονείρων Γνώση», η M ANIA MAKPH, με πολλή υπευθυνό­τητα, δίνει ένα παραδεκτό νόημα στη συνύφανση της ενεργούς ζωής μας με

το ακατανόητο φαινόμενο του ονείρου.

H ανάγνωση και η ερμηνεία των ονείρων σε βοηθά να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου και τους γύρω σου.

Page 295: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ΡΑΒΔΟΣΚΟΠΙΑΣ ΓΝΩΣΗ... ...ΕΚΚΡΕΜΕΣ

MANIA MAKPHΣχημ. 17 χ 24, σελ.248 ISBN 978-960-6641-50-3

H ραβδοσκοπία είναι μια φυσική ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται με τη διαίσθηση όσα δεν μπορεί να αντιληφθεί ο νους στην καθημερινότητά του μέσω των πέντε αισθήσεών του. Είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό

πνευματικό εργαλείο, με όλα του τα παράδοξα. Είναι μια τέχνη, ένα εργαλείο που το χρησιμοποιείτε για να εξιχνιάσετε ό,τι πρόβλημα

μπορείτε να φανταστείτε.Το βιβλίο αυτό προσφέρει απλά και αποτελεσματικά εργαλεία σε όλους εκεί­

νους που θέλουν να ασχοληθούν με τη ραβδοσκοπία και το εκκρεμές, προχω­ρώντας, πέρα από τις θεωρητικές πληροφορίες, σε συγκεκριμένες ασκήσεις και μεθόδους εφαρμογής, που θα σας βοηθήσουν να γνωρίσετε, να εμπεδώσετε, να εξασκηθείτε και να κατακτήσετε την τέχνη της ραβδοσκοπίας. Είναι απλό,

σαφές και με περιεκτικότητα, είναι το καλύτερο βιβλίο στο είδος του.Dr. Mat. Nelson

Page 296: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

s \ > c ° e s S Λ

TO Ε Γ Χ Ε ΙΡ ΙΔ ΙΟ ΤΗ5 e n iT V X IF lS . . .

θ οδωρι—is HRpamneARs

ΟΜΑΚΡΗ

TO ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ...

ΘΟΔΩΡΗΣ KAPAMnEAAZΣχημ. 14 χ 20,5, σελ.96 ISBN 978-960-6641-44-2

Τ ο πρώτο και μεγαλύτερο μάθημα που πρέπει να μάθεις μετά από πολλές, πολλές εμπειρίες και ενδεχομένως πολύ πόνο και δάκρυα είναι ότι η ζωή είναι

ένα παιχνίδι. Είναι θαυμαστή, μυστηριώδης και πολύτιμη, αλλά δεν παύει να είναι ένα παιχνίδι με κανόνες.

Το δεύτερο μάθημα είναι ότι εκείνοι που πέτυχαν, αντιλήφθηκαν ότι μέσα στο μυαλό τους υπήρχε μια τεράστια δύναμη που την καλλιέργησαν και τη χρησι­μοποίησαν. Ό ταν πεισθείς ότι μπορείς να έχεις τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σου, τότε τίποτα δεν μπορεί να σε σταματήσει από το να πετύχεις οτιδήποτε.

Το τρ ίτο μάθημα είναι ότι μπορείς να πετύχεις οτιδήποτε θέλεις, που δεν είναι ενάντιο στους νόμους του Θεού και του ανθρώπου, φτάνει να το

θέλεις πολύ και να είσαι πρόθυμος να πληρώσεις ένα τίμημα.Ένα καταπληκτικό βιβλίο αυτοβοήθειας.

Page 297: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

οΜΑΚΡΗ

ΒΡΕΣ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗΨΥΧΗ ΣΟΥ.....MANIA MAKPH

Σχημ. 14 χ 20,5, σελ.128 ISBN 978-960-6641-49-7

Η αδελφή ψυχή σου υπάρχει και σε περιμένει! Ανυπομονεί, όπως κι εσύ, να συναντηθείτε

στο επίπεδο της ψυχής και στο φυσικό επίπεδο, και να ζησετε μια υπέροχη σχέση!

Μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου, θα βρεις απλούς και αποτελεσματικούς τρόπους

που θα σε οδηγήσουν, βήμα το βήμα, να ετοιμάσεις τον εαυτό σου

και να ανοίξεις το δρόμο για να συναντηθείς με το αληθινό σου ταίρι!

Page 298: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ 01 ΑΓΓΕΛΟΙ

Γνώρισε τον κόσμο των αγγέλω ν κα ι επικοινώ νησε μ α ζ ί τους

Μ Α Ν ΙΑ Μ Α Κ Ρ Η

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

MANIA MAKPHΣχημ. 14 χ 21, σελ. 190

ISBN 960-6641-32-5

Από τότε που υπάρχει καταγραμμένη ανθρώπινη ιστορία, υπάρχουν αναφο­ρές σε ουράνια πλάσματα που προσφέρουν προστασία στους ανθρώπους.

Οι Άγγελοι, οι αγγελιοφόροι του Θεού, αιώνια όντα του φωτός και της αγάπης, έρχονται κοντά μας τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε

για να μας συνδράμουν.Οι Άγγελοι περπατούν ανάμεσά μας και βρίσκονται κοντά μας σε όλη μας τη

ζωη, για να μας προσφέρουν βοήθεια, προστασία και καθοδήγηση.Σ’ αυτό το βιβλίο η Μάνια Μακρη, μας οδηγεί σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στον υπέροχο κόσμο των αγγέλων και μας δείχνει απλούς και εύκολους τρόπους για να επικοινωνήσουμε μαζί τους και να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτή την απέ­

ραντη πηγη υποστήριξης, βοήθειας, έμπνευσης και χαράς.

Page 299: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

S T E P H E N B A T C H E L O R

Ζ Ω Ν Τ Α Σ m e t o

Δ Α Ι Μ Ο Ν Α M A EΈνας στοχασμός πάνω σχο καλό και ίο κακό

! r* Ί

' I #r Λ & ι . - Κ -

ΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ ΜΑΣ STEPHEN BATCHELORΣχημ. 14 χ 21, σελ. 284

ISBN 960-8552-12-5

συγγραφέας Στίβεν Μπάτσελορ καταπιάνεται σ’ αυτό το βιβλίο με τη μεγαλύτερη μάχη του ανθρώπου: να γίνει καλός. Ο Μπάτσελορ ακολουθεί τα ίχνη της μακριάς αυ­τής πορείας - από τα λόγια του Ιησού και του Βούδα, τα κείμενα των Σαντιντέβα, Μίλ- τον και Πασκάλ, μέχρι την ποίηση του Μποντλέρ και τα έργα του Κάφκα - προσπα­

θώντας να αποκρυπτογραφήσει όλα όσα μας εμποδίζουν να κάνουμε εκείνα που είναι προς όφελος μας. Μας δείχνει τις μυριάδες μορφές που μπορούν να πάρουν αυτά τα εμπόδια. Γιατί οι δυνάμεις του κακού δεν είναι πάντοτε εύκολα αναγνωρίσιμες. Αυτές οι δυνάμεις είναι όλα όσα παραλύουν την έμφυτη σοφία μας, την ελευθερία και τη συ­

μπόνια μας, φράζοντας έτσι το μονοπάτι μας στη ζωή.Σ’ έναν κόσμο όπου όλα είναι ή άσπρα ή μαύρα, ο Μπάτσελορ ζωγραφίζει με τις

αποχρώσεις του γκρίζου, απεικονίζοντας τι σημαίνει να ζούμε σ’ έναν διφορούμενο και επισφαλή κόσμο που διαρκώς μας δελεάζει να ξεστρατίσουμε από εκείνο που πι­

στεύουμε πως είναι το καλό.

Page 300: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

C H R I S T O P H E R D E W D N E Y

ΤΑΞΙΔΕΥΟ ΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ Ν Υ Χ ΤΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

ΜΑΚΡΗ

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

CHRISTOPHER DEWDNEYΣχημ. 14 χ 21, σελ. 424

ISBN 960-6641-08-2

Christopher Dewdney, ο βραβευμένος συγγραφέας που αγαπά τις σκοτεινές ώρες, θεωρεί ότι η νύχτα αποτελεί τον βαθιά προσωπικό χρόνο που διαμορφώνει τους ρυθμούς του σώματός μας, την παλίρροια των διαθέσεών μας, τον παλμό του μυαλού μας. H νύχτα είναι ο μυστικός χώρος όπου φυλάμε τα όνειρά μας, τους φό­

βους και τις ελπίδες μας. Περνάμε τη μιση μας ζωη στην αγκαλιά της, κι όμως, ο σκιερός της κόσμος μάς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστος.

Αυτό το βιβλίο τα υφαίνει όλα αυτά στον καμβά μιας συναρπαστικής ιστορίας που κανένας ποτέ δεν έχει διηγηθεί, εκτός από τον Christopher Dewdney.Αυτό το βιβλίο περιέχει όλα όσα θέλατε πάντα να μάθετε για τη νύχτα,

αλλά δεν τολμούσατε να ρωτήσετε.

Page 301: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΚΕΙ CAROL GREVER

Σχημ. 14 χ 21, σελ. 224 ISBN 978-960-6641-51-0

Τ ι συμβαίνει όταν μια γυναίκα μαθαίνει ότι ο άντρας της είναι γκέι;Πώς αντιμετωπίζει το σοκ της αποκάλυψης, τα έντονα και οδυνηρά συναισθήμα­τα, αλλά και τα προβλήματα που προκύπτουν για ολόκληρη την οικογένεια; Πώς μπορεί να σταθεί και πάλι στα πόδια της και να ξαναβρεί την ισορροπία της; Η

Carol Grever έγραψε ένα βιβλίο-οδηγό επιβίωσης για τις γυναίκες που βρίσκο­νται αντιμέτωπες με μια τέτοια κατάσταση. Μέσα από τη δική της ιστορία, τις

ιστορίες άλλων γυναικών, αλλά και πολλές χρήσιμες γνώσεις και συμβουλές, προ­σφέρει πολύτιμες οδηγίες για να μπορέσει κάθε γυναίκα να βγει από τη μαύρη

τρύπα του πόνου και να πάρει στα χέρια της τα ηνία της ζωής της. “ Δυναμικό! Συγκινητικό! Ο ι γυναίκες που παρουσιάζονται μέσα σ’ αυτές

τις σελίδες αποκαλύπτουν τα βασικά βήματα προς την επιβίωση και πέρα από αυτήν” .

Am ity Pierce Buxton, συγγραφέας του βιβλίου “ The other side o f the Closet”.

Page 302: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΟΝΙΟΥ Dr. DEBRA UMBERSONΣχημ. 14 χ 21, σελ. 348

ISBN 960-8552-13-3

Μ ε εξαίρεση τις σπάνιες περιπτώσεις που ένα παιδί πεθαίνει πριν από τους γονείς του, είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή στη ζωή μας θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε την απώλεια των γονιών μας. Το βιβλίο της καθηγήτριας της Κοινωνιολογίας του Πανεπι­στημίου του Τέξας Dr. Debra Umberson είναι το πρώτο που παρουσιάζει ξεκάθαρα και κατανοητά τι σημαίνει ο θάνατος ενός γονιού για τους περισσότερους ενήλικες -

πώς λειτουργεί σαν κρίσιμη καμπή στη συναισθηματική, κοινωνική και προσωπική μας ζωή. H Dr. Debra Umberson διερευνά τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που καθορίζουν το πώς θα μας επηρεάσει αυτή η σημαντική απώλεια - σαν μια προσω­

πική κρίση ή σαν μια ευκαιρία για υγιή αλλαγή.Το βιβλίο ερευνά επίσης τον αντίκτυπο που έχει ο θάνατος ενός γονιού και στις σημα­

ντικές σχέσεις μας, με τους συντρόφους μας, τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας και το γονιό που μένει πίσω.

Page 303: Anonum ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ